Professional Documents
Culture Documents
Σημειώσεις - Ζούκη
Σημειώσεις - Ζούκη
Ἡ γενικὴ καὶ δοτική, ὅταν τονίζωνται στὴ λήγουσα, περισπῶνται (τοῦ θυµοῦ,
τῶν θυµῶν, τῷ θυµῶ, τοῖς θυµοῖς).
Κλίνατε τὰ ὀνόµατα: «ὁ φίλος», «ὁ κίνδυνος», «ὁ πιστὸς» καὶ «ὁ ἀγαθὸς
θεὸς» (τοῦ ἀγαθοῦ θεοῦ κ.λ.π).
1
Τὸ υ στὴ λέξη τοὐλάχιστον δὲν ἔχει ψιλή, ἀλλὰ κορωνίδα (’). Ἡ κορωνὶς εἶναι σηµάδι ὅτι ἔχουν
συγχωνευθῆ δύο λέξεις σὲ µία, τὸ + ἐλάχιστον = τοὐλάχιστον. Τὸ τελικὸ φωνῆεν τῆς πρώτης λέξεως
συναιρεῖται µὲ τὸ ἀρχικὸ φωνῆεν τῆς ἑποµένης· τὸ φαινόµενο αὐτὸ ὀνοµάζεται κρᾶσις (κράση, µείξη):
τἆλλα (= τὰ ἄλλα), τοὔνοµα (= τὸ ὄνοµα), τοὔµπαλιν (= τὸ ἔµπαλιν, πάλι ξανά ἢ ἀντιστρόφως),
τἀνάπαλιν (τὸ ἀνάπαλιν, πάλι ξανά ἢ ἀντιστρόφως), ταὐτὰ (τὰ αὐτά, δηλ. τὰ ἴδια). Τὸ ῥῆµα ταὐτίζω
(θεωρῶ ταὐτό, δηλ. τὸ ἴδιο), τὸ ἐπίθετο ταὐτόσιµος κανονικὰ θέλουν κορωνίδα. Ὄταν ἡ πρώτη λέξη
ἔχει δασεῖα, δὲν τίθεται καρωνίς, ἀλλὰ ἀντ’ αὐτῆς ἡ δασεῖα: ἁνὴρ (= ὁ ἀνήρ). Ἡ κράση εἶχε σκοπὸ νὰ
ἀποφύγῃ τὴν χασµῳδία ποὺ δηµιουργεῖται, ὅταν ἡ πρώτη λέξη τελειώνει σὲ φωνῆεν καὶ ἡ δεύτερη
ἀρχίζει ἐπίσης ἀπὸ φωνῆεν.
τῷ πλούτῳ = στὸν πλοῦτο ἢ µὲ τὸν πλοῦτο ἢ γιὰ τὸν πλοῦτο (ἢ χάριν τοῦ
πλούτου).
Πιστεύω τῷ φίλῳ = πιστεύω στὸν φίλο (δηλ. ἐµπιστεύοµαι τὴν φιλία).
Συγκινδυνεύω τοῖς φίλοις = συγκινδυνεύω µὲ (ἢ µαζὶ µὲ) τοὺς φίλους µου
(µοιράζοµαι µαζί τους τοὺς κινδύνους).
Τοῖς τῶν ἀγρῶν καρποῖς τοὺς θεοὺς θεραπεύουσι = λατρεύουν τοὺς θεοὺς γιὰ
τοὺς καρποὺς τῆς γῆς (γιὰ νὰ ἔχουν καρποφορία).
Ἐκτὸς αὐτῶν ὑπάρχουν προθέσεις, ῥήµατα καὶ ἐπίθετα, ποὺ συντάσσονται
εἰδικὰ µὲ δοτική, δηλ. δέχονται ὡς συµπλήρωµα τῆς ἐννοίας τους δοτική.
Ὑποκείµενο - ἀντικείµενο.
Ὁ θεὸς τοὺς ἀγαθοὺς ἀνθρώπους οὐ λείπει.
Ὁ θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους.
Τὸ πρόσωπο ἢ τὸ πρᾶγµα, ποὺ πραγµατοποιεῖ αὐτὸ ποὺ λέει τὸ ῥῆµα,
ὀνοµάζεται ὑποκείµενο (τοῦ ῥήµατος). Τὸ ὑποκείµενο ἀπαντᾷ στὴν ἐρώτηση ποιός;
Ποιός δὲν ἐγκαταλείπει; ὁ θεὸς (ὑποκείµενο). Τὸ ἀντικείµενο ἀπαντᾷ στὴν ἐρώτηση
τί; ἢ ποιόν; Τί ἢ ποιόν δὲν ἐγκαταλείπει ὁ θεός; τοὺς καλοὺς ἀνθρώπους
(ἀντικείµενο).
Τὸ ὑποκείµενο εἶναι πάντοτε σὲ πτώση ὀνοµαστική. Τὸ ἀντικείµενο εἶναι
βασικὰ σὲ πτώση αἰτιατική. Ἐν τούτοις πολλὰ ῥήµατα θέλουν ἀντικείµενο (ἢ, ἀν ὄχι
ἀκριβῶς ἀντικείµενο, συµπλήρωµα τῆς ἐννοίας τους) σὲ πτώση γενικὴ ἢ δοτική.
Πιστεύω τῷ φίλῳ = ἔχω ἐµπιστοσύνη στὸν φίλο. Μὲ τὴν ἐρώτηση ποιόν ἢ τί
ἐµπιστεύοµαι; βρίσκουµε τὸ ἀντικείµενο τοῦ πιστεύω· ἀπάντηση: τὸν φίλο. Στὴν
ἀρχαία γλῶσσα ὅµως τὸ ἔχω ἐµπιστοσύνη ἢ πιστεύω σὲ κάποιον ἐκφράζεται µε
δοτική.2 Σ’ αυτὴν τὴν περίπτωση λέµε ὅτι τὸ ῥῆµα πιστεύω «συντάσσεται» µὲ δοτική,
δηλ. παίρνει ἀντικείµενο σὲ πτώση δοτική.
Οἱ ἄπιστοι φίλοι οὐ µετέχουσι τοῦ κινδύνου = οἱ ἄπιστοι φίλοι δὲν
συµµετέχουν στὸν κίνδυνο (τοῦ ὑποτιθέµενου φίλου τους). Ἐδῶ τὸ ῥῆµα µετέχω
συντάσσεται µὲ γενική, δηλ. τὸ ἀντικείµενό του εἶναι ἡ γενικὴ τοῦ κινδύνου.
Στὰ λεξιλόγια, ἐὰν τὸ ῥῆµα συντάσσεται µὲ αἰτιατική, δὲν χρειάζεται νὰ τὸ
ἀναφέρουµε, διότι ἐννοεῖται. Ἀντίθετα, ὅταν ἕνα ῥῆµα συντάσσεται µὲ δοτικὴ ἢ µὲ
γενική, τὸ ἀναγράφουµε. Ἂν συντάσσεται µὲ γενική, σηµειώνουµε «τινός»· ἂν
συντάσσεται µὲ δοτική, σηµειώνουµε «τινὶ» (δοτ. τοῦ τίς), π.χ. µετέχω τινός (µετέχω
σὲ κάτι), συγκινδυνεύω τινὶ (συγκινδυνεύω µαζὶ µὲ κάποιον).
Ὁ πιστὸς φίλος.
Πιστεύω τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις. ῾Ο φίλος τὸν φίλον
ἐν πόνοις καὶ κινδύνοις οὐ λείπει. Τοῖς τῶν φίλων λόγοις ἀεὶ πιστεύοµεν. Εἰ
κινδυνεύετε, ὦ φίλοι, τοὺς τῶν ἀνθρώπων τρόπους3 γιγνώσκετε· οἱ µὲν γὰρ ἄπιστοι
φίλοι οὐ µετέχουσι τοῦ κινδύνου, οἱ δὲ πιστοὶ συγκινδυνεύουσι τοῖς φίλοις. Πιστοῖς
φίλοις µᾶλλον ἢ χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ πιστεύοµεν. Οἱ ἀγαθοὶ ἄνθρωποι καὶ ἐν κινδύνοις
ἀεὶ ἀγαθὸν ἔχουσι θυµόν· τῷ γὰρ θεῷ πιστεύουσιν. ῏Ω φίλε, ὁ θεὸς τοὺς ἀγαθοὺς
ἀνθρώπους οὐ λείπει. Πολλοὶ ἄνθρωποι τῷ πλούτῳ µᾶλλον ἢ τῷ θεῷ πιστεύουσι.
2
Ἀπὸ τὴν ἑλληνιστική ἐποχή ὅµως καὶ ἑξῆς τὸ ῥῆµα πιστεύω ἀρχίζει νὰ χάνῃ τὴν ἀρχική του σύνταξη
µὲ δοτική· έτσι έχουµε π.χ. «πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν» (µε εµπρόθετο προσδιορισµό, όπως στα νέα
ελληνικά).
3
Ἀντὶ νὰ γράψουµε τὶς λέξεις µὲ τὴ φυσική τους σειρά «τοὺς τρόπους τῶν ἀνθρώπων», εἶναι πιὸ
«καλλιτεχνικὸ» νὰ βάλουµε τὰ δύο ἄρθρα µαζί. Αὐτὸ εἶναι σχεδὸν ὁ κανόνας στὴν κλασσικὴ γλῶσσα.
ἐν + δοτική = εἰς, µέσα, ἐντός. Συντάσσεται µὲ δοτικὴ (ἐν κινδύνοις = στοὺς
κινδύνους, µέσα στοὺς κινδύνους).
γιγνώσκω = γνωρίζω· στὴν Καινὴ ∆ιαθήκη: γινώσκω (χωρὶς µεσαῖο γ).
ὁ πόνος = 1) κόπος, µόχθος, βαριὰ ἐργασία, ἀλλὰ καὶ ψυχικὸς πόνος ἢ στρές· 2)
σωµατικὸς πόνος. Ὁ πόνος προέρχεται ἀπὸ τὸ πένοµαι = εἶµαι φτωχός, καὶ ἐπειδὴ οἱ
φτωχοὶ ἄνθρωποι τοῦ µόχθου, ὅπως π.χ. οἱ δοῦλοι τῆς ἐποχῆς, ἐνίοτε καταφεύγουν
σὲ «κατεργαριές», ἡ λέξη «πονηρὸς» ἔφθασε νὰ ἔχῃ κακὴ σηµασία.
οὐ = δέν, ὄχι· πρὸ φωνήεντος οὐκ (οὐκ ἔχω)· πρὸ δασείας οὐχ (οὐχ οὕτως = ὄχι ἔτσι).
λείπω = ἐκγαταλείπω.
ἀεὶ = πάντοτε.
εἰ = ἐάν.
ὁ τρόπος = ἐδῶ: χαρακτῆρας, τρόπος συµπεριφορᾶς.
µετέχω τινός = συµµετέχω, παίρνω µέρος σὲ κάτι. Συντάσσεται πάντοτε µὲ γενική.
συγκινδυνεύω τινί = συγκινδυνεύω (µαζὶ) µὲ κάποιον. Ῥήµατα µὲ τὴν πρόθεση
«σὺν» συντάσσονται µὲ δοτική, γιατὶ καὶ ἡ ἴδια ἡ πρόθεση «σὺν» συντάσσεται µὲ
δοτικὴ («σὺν τοῖς ἄλλοις», «σὺν Θεῷ»).
µᾶλλον = περισσότερο· µᾶλλον ἢ = περισσότερο παρά, περισσότερο ἀπὸ ὅτι.
ὁ ἄργυρος = τὸ ἀσήµι.
ὁ ἀγαθός, ἡ ἀγαθὴ, τὸ ἀγαθὸν = καλός.
ὁ θυµὸς = η διάθεση, τὸ πῶς αἰσθάνεται κανείς· καὶ θυµὸς (µὲ τὴν σηµερινὴ ἔννοια).
γὰρ = διότι, ἐπειδή, ὡς γνωστόν, καθότι, καθόσον (µάλιστα). Τὸ «γὰρ» εἰσάγει κυρία
πρόταση καὶ δὲν τίθεται ποτέ ὡς πρώτη λέξη στὴν πρόταση.
ΜΑΘΗΜΑ 2
Σηµ. Ὅλα τὰ νεοελληνικὰ οὐδέτερα εἰς -ο στὴν κλασσικὴ γλῶσσα ἔχουν καὶ
ν, -ον, π.χ. φυτὸ - φυτόν, οὐδέτερο - οὐδέτερον, καλὸ - καλόν, κ.λ.π.
Ὁ γεωργός.
Τῶν κατοίκων τῆς ῾Ελλάδος πολλοὶ γεωργοί ἐσµεν. Ἐν δὲ τῷ οἴκῳ ποίµνια
καὶ ζῷα τρέφοµεν. Πολλάκις δ’ ὅµως µάτην τοὺς ἀγροὺς ἡµεῖς θεραπεύοµεν· οἱ µὲν
γὰρ κάπροι τοὺς καρποὺς διαφθείρουσιν, οἱ δὲ λύκοι τὰ πρόβατα ἁρπάζουσι. Τότε ἐν
ἀπόρῳ ἐσµὲν καὶ µάταιοι οἱ πόνοι εἰσίν.
Τοῦ γεωργοῦ ἔργον ἐστὶ φυτεύειν καὶ σπείρειν· ὁ δὲ θεὸς αὐξάνει τὸν σῖτον
καὶ τοὺς τῶν δένδρων καρπούς· ἄνευ γὰρ ὄµβρου καὶ ἡλίου οὐκ ἔστι καρπὸν φέρειν
ἐκ τῶν φυτῶν. ∆ιὸ νόµος τῶν γεωργῶν ἐστι τοῖς τῶν ἀγρῶν καρποῖς τοὺς θεοὺς
θεραπεύειν.
Τοῖς γεωργοῖς ὁ βίος µεστὸς πόνων ἐστί. Μάτην, ὦ γεωργοί, σπείρετε καὶ
φυτεύετε, εἰ µὴ τὸν θεὸν βοηθὸν ἔχετε· οὕτω µόνον, εἰ ὁ θεὸς συνεργός ἐστιν, ἐστὲ
µακάριοι.
πολλοὶ τῶν κατοίκων: ἡ γενικὴ «τῶν κατοίκων» εἶναι γενική διαιρετική· διαιρεῖ τὸ
σύνολο τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος σὲ «πολλοὺς» ἀπ’ αὐτοὺς καὶ στοὺς ὑπολοίπους·
πολλοὶ ἐκ (τοῦ συνόλου) τῶν κατοίκων, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς κατοίκους.
ὁ οἶκος = κατοικία, ἀλλὰ καὶ τόπος κατοικίας µὲ εὐρύτερη ἔννοια (µαζὶ µὲ τὴν
περιουσία ποὺ τῆς ἀνήκει· ὄχι µόνο τὸ κτήριο καὶ ἡ αὐλή, ἀλλὰ καὶ τὰ κτήµατα καὶ τὰ
ζῷα ποὺ τῆς ἀνήκουν), ἡ πατρικὴ γῆ ἢ καὶ εὐρύτερα ὁ τόπος καταγωγῆς. Τὸ
νεοελληνικὸ «σπίτι» (ἀπὸ τὸ λατινικὸ hospitium = ἡ φιλοξενία καὶ ὁ τόπος
φιλοξενίας, τὸ ξενοδοχεῖο, τὸ κατάλυµα) ἔχει στενότερη ἔννοια, εἶναι περισσότερο «ἡ
οἰκία», δηλ. το κτήριο, παρὰ «ὁ οἶκος».
τὸ ποίµνιον = τὸ κοπάδι.
πολλάκις = (ἐπίρρηµα) πολλὲς φορές.
µάτην = (ἐπίρρηµα) µαταίως, µάταια, εἰς µάτην, χωρὶς ἀποτέλεσµα. Ματαιοπονῶ =
κοπιάζω ἄδικα, ὁ κόπος µου πηγαίνει χαµένος. Ματαιοπονία = ἄδικος κόπος, χαµένος
κόπος (ἐδῶ ἡ λέξη πόνος ἔχει τὴν ἀρχική της σηµασία, κόπος).
θεραπεύω = ὑπηρετῶ· καλλιεργῶ· θεραπεύω τοὺς θεοὺς = λατρεύω τοὺς θεούς.
Θεραπεύω τὴν ἱατρικὴ ἐπιστήµη = καλλιεργῶ ἢ ὑπηρετῶ τὴν ἱατρική. Εἶµαι θεράπων
τοῦ λόγου = εἶµαι λοχοτέχνης.
ὁ κάπρος = ἀγριογούρουνο, ἀγριόχοιρος (ἄγριος χοῖρος).
διαφθείρω = καταστρέφω, χαλάω.
ἐν ἀπόρῳ εἰµὶ = εὑρίσκοµαι σὲ ἀδιέξοδο, σὲ δύσκολη θέση. Ἐδὼ τὸ «ἀπόρῳ» εἶναι
οὐδέτερο, «τὸ ἄπορον» = τὸ ἀδιέξοδο.
ὁ ἄπορος = αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει «πόρον» (ὁ πόρος = τὸ πέρασµα), ὁ εὑρισκόµενος σὲ
ἀδιέξοδο, ἄρα καὶ ὁ πτωχός, ποὺ δὲν ἔχει πόρους (διεξόδους) ζωῆς. Ἡ ἀπορία =
ἐρώτηµα, ποὺ µὲ ἔχει φέρει σὲ ἀδιέξοδο. «Ἀπορία ψάλτου βὴξ» = ὅταν ὁ ψάλτης δὲν
ξέρῃ πῶς νὰ συνεχίσῃ, βήχει (γιὰ νὰ κερδίσῃ χρόνο).
ὁ ὄµβρος = ἡ βροχή. Τα ὄµβρια ὕδατα = τὰ νερὰ τῆς βροχῆς.
τοῖς τῶν ἀγρῶν καρποῖς = γιὰ τοὺς καρποὺς τῶν ἀγρῶν (εἶναι ἡ περίπτωση «γιὰ
κάποιον» τῆς δοτικῆς).
οὐκ ἔστι + ἀπαρέµφατο (ἰδιωµατισµὸς) = δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ... (ἀπρόσωπη
ἔκφραση)· οὐκ ἔστι φέρειν καρπὸν ἐκ τῶν φυτῶν = δὲν εἶναι ἐφικτὸ τὸ «φέρειν»
καρπὸν ἐκ τῶν φυτῶν, δὲν εἶναι δυνατόν τὸ νὰ ἐκ-φέρῃ κανεὶς (πρὸς τὰ ἔξω), τὸ νὰ
βγάλῃ, τὸ νὰ ἀποκοµίσῃ (καρπούς ἀπό τὰ φυτά), δηλ. δὲν εἶναι ἐφικτή καὶ δυνατὴ ἡ
συγκοµιδὴ καρπῶν.
ὁ νόµος = ἡ συνήθεια, τὸ ἔθιµο, τὸ ἐθιµικὸ δίκαιο, ὁ νόµος· ἀπὸ τὸ ῥῆµα «νέµω» (βλ.
µάθηµα 4).
µεστὸς τινὸς = γεµᾶτος ἀπὸ κάτι. Συντάσσεται µὲ γενική. Ἡ γενικὴ αὐτὴ προφανῶς
δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἀντικείµενο, ἀφοῦ τὸ µεστὸς δὲν εἶναι ῥήµα· ὀνοµάζεται ὅµως
γενική αντικειµενική, γιατί θεωρεῖται ἀπαραίτητο συµπλήρωµα τοῦ µεστὸς (γεµάτος
ἀπὸ τί; πρέπει ὁρισθῇ).
εἰ µὴ = ἐὰν δέν, παρὰ µόνον ἐάν.
οὕτω (ἢ οὕτως πρὸ φωνήεντος) = ἔτσι, µ’ αὺτὸν τὸν τρόπο.
ὁ συνεργὸς, ἡ συνεργὸς = συνεργάτης/συνεργάτιδα, αὐτὸς/αὐτὴ ποὺ συνεργάζεται µὲ
κάποιον.
ὁ µακάριος, ἡ µακαρία, τὸ µακάριον = εὐτυχισµένος, εὐτυχής.
Ἐγλιτικὲς λέξεις. Οἱ τύποι τοῦ ἐνεστῶτος τῆς ὁριστικῆς τοῦ εἰµὶ (πλὴν τοῦ εἶ)
εἶναι ἐγκλιτικές λέξεις.
1) Ὅταν ἡ προηγουµένη λέξη τονίζεται στὴν προπαραλήγουσα, ὁ τόνος τους
µεταβιβάζεται στὴ λήγουσα τῆς προηγουµένης λέξεως ὡς ὀξεῖα:
ἄνθρωποί ἐσµεν.
Τὸ ἴδιο καὶ ὅταν ἡ προηγουµένη λέξη ἔχῃ περισπωµένη στὴν παραλήγουσα:
Τίς ὁ χῶρός ἐστι; (ποιός εἶναι ὁ χῶρος [ὅπου βρισκόµαστε];)
3) Ὁ τόνος τους ὅµως διατηρεῖται, ὅταν ἡ προηγουµένη λέξη ἔχῃ ὀξεῖα στὴν
παραλήγουσα:
ἐν ἀπόρῳ ἐσµέν.
ΜΑΘΗΜΑ 3
4
Το κ της προθέσεως ἐκ προ φωνήεντος γίνεται ξ.
βουλεύω - ἐβούλευον ἐπιβουλεύω - ἐπ|εβούλευον
Ὅταν ὑπάρχῃ αὔξηση, ὁ τόνος µετατίθεται κατὰ µία συλλαβὴ πρὸς τὰ πίσω:
λέγω - ἔλεγον, ἐξορίζω - ἐξώριζον, κ.λ.π.
ἐπὶ τὰς νήσους = (κίνηση) εναντίον των νήσων (Το ἐπὶ + αιτιατική εκφράζει ενίοτε
εναντίωση· εξαρτάται από το ρήµα που υπονοείται).
τὸ ἄκρον = ἐδῶ εννοεί προφανώς ακρωτήριο.
ἡ ἄµπελος = ὄχι τὸ ἀµπέλι ὁλόκληρο ὡς χωράφι, ἀλλὰ µεµονωµένο φυτό ἀµπέλου
(αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦµε κλῆµα). «Ἐγώ εἰµι ἡ ἄµπελος, ὑµεῖς τὰ κλήµατα» = (ἂν) ἐγὼ
εἶµαι τὸ φυτὸ ἄµπελος, ἐσεῖς εἴσαστε τὰ κλαδιά του.
τὸ ἀρχαῖον = (ἐπιρρηµατικὴ ἔκφραση) στὴν ἀρχαία ἐποχή, κατὰ τὴν ἀρχαία ἐποχή.
ἡ βάτος (είναι πάντα θηλυκό).
ἡ ἀτραπὸς = µονοπάτι, στενὸς δρόµος.
ὁ ἔνδοξος, ἡ ἔνδοξος (ὄχι ἡ ἔνδοξη), τὸ ἔνδοξον (δευτερόκλιτο ἐπίθετο).
στρατεύω = ἐκστρατεύω.
τὸ πρῶτον = (ἐπιρρηµατική ἔκφραση) ἐδῶ: ἀρχικῶς, πρῶτα ἀπ’ ὅλα· γιὰ πρώτη
φορά, τὴν πρώτη φορά.
ἀποβαίνω = ἀποβιβάζοµαι.
ἐνταῦθα = ἐδῶ.
φθείρω = καταστρέφω.
εἶτα = ἔπειτα (= ἐπὶ+εἶτα).
ἄγγελος = ἀγγελιαφόρος (ἀγγελλίαν + φέρω· ἀπὸ τὸ ἀγγέλλω = ἀναγγέλω).
πέµπω = στέλνω. Σήµερα µπορεῖ νὰ µὴν λέµε πέµπω, λέµε ὅµως ἐκπέµπω, ἐκποµπὴ
και ποµπή.
ὁ αὐτός, ἡ αὐτή, τὸ αὐτὸ = ὁ ἴδιος, ἡ ἴδια (ἢ ἡ ἰδία), τὸ ἴδιο.
ὡς = ὅπως.
ἔκπαλαι = ἀπὸ παλιά· πάλαι (ἐπίρρηµα) = παλιά.
καίτοι = µολονότι, ἂν καί. Ἡ λέξη παίρνει ὀξεῖα, διότι τὸ οι, καίτοι εἶναι στὸ τέλος
λέξεως, ἡ λέξη δὲν εἶναι κλιτή. Ὑπάρχει ὅµως καὶ ἄλλος λόγος· ἡ λέξη, καίτοι
γράφεται µονολεκτικά, στὴν πραγµατικότητα εἶναι δύο λέξεις γραµµένες ὡς µία (καί
τοι5), τὸ τοι εἶναι ἐγκλιτικὴ λέξη καὶ ὁ τόνος του ἔχει χαθῆ.
ἐπιβουλεύω τινὶ = σκέπτοµαι ἢ σχεδιάζω κακὸ γιὰ κάποιον (= δοτ.), έχω κακά
σχέδια γιὰ κάποιον (= δοτ.). Συντάσσεται µὲ δοτική. Ἐδὼ τὸ «ἐπὶ» ἔχει τὴν ἔννοια
τοῦ ἐναντίον. Βουλεύω = συµβουλεύω καὶ συµβουλεύοµαι, ἀποφασίζω, σχεδιάζω.
Βουλεύοµαι = σκέπτοµαι, σταθµίζω καταστάσεις, παίρνω ἀπόφαση ἢ συσκέπτοµαι
µαζὶ µὲ ἄλλους (σὲ βουλὴ ἢ σὲ συµβούλιο).
∆ασυνόµενες λέξεις: Τὰ θηλ. ἄρθρα ἡ, αἱ, τὰ ὅτε, ὅταν (= ὅτε+ἄν), ὅτι καὶ ὡς
παίρνουν δασεῖα.
5
«Μὲ τὴν λέξη «τοι» (πάντοτε ἐγκλιτική λέξη) ὁ ὁµιλῶν ἀπευθύνεται σὲ πραγµατικὸ ἢ φανταστικὸ
ἀκροατήριο ἐννοῶντας «βλέπετε, ποὺ λέτε, ἐδῶ ποὺ τὰ λέµε, βεβαίως, ὁπωσδήποτε». Ζεύς ἐστιν αἰθήρ
(= ἀέρας, οἱ αἰθέρες), Ζεὺς δὲ γῆ, Ζεὺς δ’ οὐρανός, Ζεύς τοι τὰ πάντα = ... ὁ Ζεύς, βλέπεις ἢ ποὺ λές,
εἶναι τὰ πάντα (Αἰσχύλος).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.
∆ίχρονο β΄ κλίσως
Τὸ δίχρονο τῆς παραληγούσης τῶν δευτεροκλίτων ὀνοµάτων εἶναι συνήθως
βραχύ, ἀλλὰ στὶς ἑξῆς καταλήξεις εἶναι µακρό:
-ῖνος, -ῖνα καὶ -ῖνον: Κωνσταντῖνος, σχῖνος, ἐχῖνος (ἀχινός), πρῖνος, πιγκουῖνος, τὸ
Βερολῖνο(ν), τὸ Κρεµλῖνο(ν), Πεκῖνο(ν), ἡ Μαρῖνα, ἡ Κωνσταντῖνα. Πλὴν τῶν ὁ
Νίνος, ὁ κρίνος, τὸ κρίνο(ν), ὁ σπίνος, ὁ καρκίνος, ὁ λίνος ἢ τὸ λίνον (τὸ λινάρι), τὸ
κινίνο(ν).
-ῖκος: βῖκος (πιθάρι, κιούπι), Νῖκος (συγκοπτόµενο τοῦ Νικόλαος), Λουδοβῖκος,
µπολσεβῖκος. Πλὴν τῶν κρίκος καὶ πηλίκος (πόσο µεγάλος).
-ᾶτος: µόνον τὰ κύρια ὀνόµατα· Πιλᾶτος, Ἀκοµινᾶτος, κ.λ.π., ἀλλὰ καὶ τὸ νεοελλ.
γεµᾶτος.Τὰ µὴ κύρια ὀνόµατα, δηλ. τὰ λεγόµενα προσηγορικά, εἰς -ατος ἔχουν το α
βραχύ καὶ τονιζόµενα ὀξύνονται, ἡ βάτος, ὁ πάτος.
-ᾶτον: ὅλα τὰ οὐδέρερα· δουκᾶτο(ν), κοµιτᾶτο(ν), πριγκιπᾶτο(ν), συνδικᾶτο(ν).
-ᾶνος καὶ -ᾶνον: ἰνδιᾶνος, ζητιᾶνος, νᾶνος, σουλτᾶνος, τσιγγᾶνος, Βαλλιᾶνος,
Γερουλᾶνος, Ρουµᾶνος καὶ τὸ Μιλᾶνο(ν).
-ῖζος: Ἀλεβῖζος, Μπῖζος.
∆ίχρονο προ δύο συµφώνων ἢ πρὸς διπλοῦ (ζ, ξ, ψ) θεωρεῖται γιὰ τὸν τονισµό
ὡς βραχύ (ἀσχέτως ἐὰν εἶναι ἢ ὄχι) καὶ ὀξύνεται, π.χ. ἵππος.
Περισπῶνται:
ᾶ
ὁ ἆθλος, τὸ ἆθλον (κατόρθωµα).
ῖ
σῖτος, γρῖφος, πῖλος (µάλλινο ὕφασµα· καπέλλο), µῖµος, γρῖπος (κιοῦρτος, δικτυωτὸ
πανέρι ἁλιείας), σχῖνος, πρῖνος, ἶπος (ξυλάκι ποὺ πέφτει καὶ πιάνει τὸ ποντίκι στὴν
ποντικοπαγίδα), Φρῖξος, Σῖµος, Τῖµος, τὸ ὄρος ∆ρῖσκος τῶν Ἰωαννίνων καὶ τὸ ἀρχ.
ὄνοµα ὁ Νῖσος.
ῦ
στῦλος, φῦλον (ἀλλὰ τὸ φύλλον, µὲ ῠ, τὰ φύλλα), γῦρος, Κῦρος, ἡ Τῦρος, ἡ Σκῦρος,
τὸ σκῦρον (χαλίκι), τὸ σῦκον, ἡ Σῦρος (ἀλλὰ ὄχι ὁ Σύρος), ὁ Φαλῖνος, µῦθος, ὁ ζῦθος
(µπίρα ἢ µπύρα), θρῦλος, ὗβος (= ἡ καµπούρα τῆς καµήλας), γρῦλος (ἢ γρύλλος [µὲ
ὀξεῖα λόγῳ τῶν δύο λλ] = χοῖρος· τριζόνι· εἶδος µοχλοῦ), φρῦνος (εἶδος βατράχου),
τῦφος (παραίσθηση· µαταιοδοξία, ἔπαρση· εἶδος πυρετοῦ), τὰ σκῦλα (λάφυρα).
ΜΑΘΗΜΑ 4
Πληθυντικός
αἱ ἀλήθει-αῐ αἱ χῶρ-αῐ αἱ θάλασσ-αῐ αἱ πηγ-αὶ
τῶν ἀληθει-ῶν τῶν χωρ-ῶν τῶν θαλασσ-ῶν τῶν πηγ-ῶν
ταῖς ἀληθεί-αις ταῖς χώρ-αις ταῖς θαλάσσ-αις ταῖς πηγ-αῖς
τὰς ἀληθεί-ᾱς τὰς χώρ-ᾱς τὰς θαλάσσ-ᾱς τὰς πηγ-ὰς
ὦ ἀλήθει-αῐ ὦ χῶρ-αῐ ὦ θάλασσ-αῐ ὦ πηγ-αὶ
Ἄσκηση: βρεῖτε στὰ παρακάτω ὀνόµατα ποιό α εἶναι καθαρὸ καὶ ποιό ὄχι.
Ἕνας πρακτικὸς κανόνας, γιὰ νὰ βρίσκουµε ἂν µιὰ λέξη παίρνῃ δασεῖα ἢ ὄχι,
εἶναι νὰ τὴν φανταζώµαστε συνδεδεµένη µὲ µία ἀπὸ τὶς προθέσεις ποὺ περιέχουν π ἢ
τ (ἐπί, ἀπό, ὑπό, κατά, µετά, ἀντί). Ἂν παρατηροῦµε ὅτι κατὰ τὴν ἔκθλιψη τὸ ψιλὸ π,
τ «τρίβεται» καὶ ἀλλάζει πρὸς τὸ ἀντίστοιχο δασὺ φ, θ, τότε ἡ λέξη θὰ θέλῃ δασεῖα,
π.χ.
(ἐπὶ) ἐφ-αρµόζω, ἂρα ἁρµόζω·
ἐφ’ εξής ἢ καθ’ εξής, ἄρα ἑξῆς·
ἐφ-ήµερος, ἄρα ἡµέρα·
ἐφ-ορµῶ, ἄρα ὁρµῶ·
ἐφ-ευρίσκω, ἄρα εὑρίσκω·
(ἀπὸ) ἀφ-ιππεύω (κατεβαίνω ἀπὸ τὸ ἄλογο), ἄρα ἵππος·
ἀφ-αίµαξις [ἀφαίµαξη], ἄρα αἷµα·
(κατὰ) καθ-αγιάζω, ἄρα ἅγιος· καθ-ολικός, ἄρα ὅλος·
rtis (ἑλλ. ἡ κοόρτις, τῆς κοόρτιος), δηλ. 1/10 τῆς ῥωµ. λεγεῶνος ἢ 480-600 ἄνδρες περίπου. 3.
Θρησκευτικὸς σύλλογος (= «θίασος»). Ὑπὸ τὶς δύο τελευταῖες σηµασίες σχηµατίζει γενικὴ «τῆς
σπείρης» ἀντὶ «τῆς σπείρας».
7
Τέτοιου εἴδους µεταπτώσεις εἶναι συνήθεις στὴ δηµοτική· ἕνα εὐρὼ καὶ δέκα λεπτά, ἀλλὰ ἔχεις λεφτά;
καθ-έλκυσις [καθέλκυση (πλοίου)], ἄρα ἕλκω, ἑλκύω·
κάθ-ιδρως, ἄρα ἱδρὼς [ἱδρῶτας]·
καθ-ώς, ἄρα ὡς·
(ἀντὶ) ἀνθ-ελληνικός, ἄρα Ἕλλην·
(ὑπὸ) ὑφ-αρπάζω, ἄρα ἁρπάζω·
ὑφ-έρπω, ἄρα ἕρπω·
ὑφ-ίσταµαι ἢ καθ-ίσταµαι, ἄρα ἵσταµαι·
ἡ ὑφ-ήλιος, ἄρα ὁ ἥλιος κ.ο.κ.
Θετταλία.
Ὅριον τῆς Θετταλίας τὸ παλαιὸν πρὸς τῇ θαλάττῃ, ἦν ἡ παραλία ἀπὸ
Θερµοπυλῶν µέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ ποταµοῦ. Πρὸς τὴν µεσόγαιαν ἡ χώρα
πεδίον ἐστί, κύκλῳ δ ἄκραι τὴν χώραν περικλείουσι. Τῶν κατοίκων τῆς Θετταλίας οἱ
µὲν ταγοὶ κύριοι τῆς χώρας ἦσαν, οἱ δὲ γεωργοὶ τοὺς ἀγροὺς ἐθεράπευον καὶ ἐν ταῖς
νοµαῖς τὰ ποίµνια ἔνεµον. Ἐν Θετταλίᾳ οἱ ποταµοὶ ἐν ταῖς πηγαῖς µικροί εἰσιν, ἐν δὲ
τοῖς πεδίοις πολλαχοῦ λιµνάζουσιν. Οἱ ποταµοὶ τὴν χώραν πολλάκις κατακλύζουσι
καὶ τὴν γεωργίαν καὶ τὰς νοµὰς βλάπτουσιν. Οἱ κάτοικοι τότε ἐν ἀπορίᾳ εἰσίν. Εν ταῖς
εὐφορίαις δ’ ὅµως ἡ Θετταλία ἐκφέρει σῖτον, κριθάς, ὀπώρας· τρέφει δὲ ἀγέλας ἵππων
καὶ προβάτων. Τὴν δ’ ἐκ τῶν ἀγρῶν κοµιδὴν ἐφ’ ἁµαξῶν εἰς τὰ ταµιεῖα τῶν οἰκιῶν
φέρουσι.
Θετταλία = Θεσσαλία. Στὴν ἀττικὴ διάλεκτο τὰ δύο σσ γίνονται ττ, π.χ. θάλαττα =
θάλασσα, γλῶττα = γλῶσσα.
τὸ παλαιὸν = παλιά, στὰ χρόνια τὰ παλιὰ (ἐπιρρηµατικὴ χρονικὴ ἔκφραση).
πρὸς τῇ θαλάττῃ = (πρὸς + δοτ.) πρὸς τὸ µέρος τῆς θαλάσσης.
ἡ µεσόγαιᾰ = (οὐσιαστικό, ὄχι ἐπίθετο) ἡ ἐνδοχώρα. Ἐπίσης τὰ µεσόγειᾰ (ὡς ουδ.).
Ὡς ἐπίθετο εἶναι: ἡ µεσόγαιος (ἐννοεῖται: χώρα), ἀλλὰ καὶ ἡ µεσόγειᾰ (χώρα).
τὸ πεδίον = ἡ πεδιάδα, τὸ ἐπίπεδο ἔδαφος.
κύκλῳ = σὲ κύκλο, κυκλικῶς.
ἡ ἄκρα = ἄκρη βουνῶν, κορυφή, ὕψωµα· ἀκρόπολη, φρούριο. Στὴν ἀρχαία γλῶσσα
δὲν ὑπάρχει ὄνοµα «ἄκρη». Ἡ ἄκρα ἔχει διπλὴ κλίση: τῆς ἄκρης (µὲ τὸ α µὴ καθαρὸ)
καὶ τῆς ἄκρας (µὲ τὸ α διατηρητέο κατὰ τὰ εἰς -ρα δισύλλαβα).
ὁ ταγὸς = ἀρχηγὸς [αὐτὸς ποὺ διατάσσει ἢ (παρα)τάσσει τοὺς ἄλλους σε γραµµή, σε
παράταξη· ἐξ οὗ καὶ τάγµα]· οἱ ἄρχοντες τῆς Θεσσαλίας ἐλέγοντο «ταγοί».
ἡ νοµὴ = τὸ βοσκοτόπι (τὸ τµῆµα γῆς ποὺ ἔχει διανεµηθῆ γιὰ βοσκή)· διανοµή,
κατανοµή, µοιρασιά, καταµερισµός (π.χ. ἡ νοµὴ τῆς ἐξουσίας, ἡ ἀπονοµὴ τοῦ
δικαίου).
νέµω = διανέµω, κατανέµω, µοιράζω, καταµερίζω· (ἐπί βοσκῶν) βόσκω (ζῷα στὴ
νοµή µου, στὸ µερίδιο γῆς ποὺ µοῦ ἀνήκει). Ἀπὸ τὸ νέµω προέρχεται ὁ νόµος (δίκαιη
κατανοµὴ ἢ διανοµὴ) καὶ ὁ νοµὸς (περιοχὴ ποὺ µᾶς διενεµήθη γιὰ βοσκὴ καὶ γιὰ
κατοίκηση).
πολλαχοῦ = σὲ πολλὰ σηµεῖα, σὲ πολλὰ µέρη. Ἀλλαχοῦ = σὲ ἄλλα µέρη. Πανταχοῦ
= παντοῦ. Ἁπανταχοῦ = σὲ ἅπαντα τὰ µέρη, σὲ ὅλα τὰ µέρη, παγκοσµίως. [Ὅλα µε
περισπωµένη!].
αἱ εὐφορίαι (εὐ + φέρω) = οἱ (= αἱ) οἱ ἐποχὲς εὐφορίας τῶν καρπῶν, τῆς καλῆς
σοδειᾶς (= ἐσοδείας). Μεταφορικῶς «αἰσθάνοµαι εὐφορία» (καµµία σχέση µὲ τὴν
ἐφορία).
ἐκφέρω = φέρω πρὸς τὰ ἔξω (ἐκ = ἐκτός), βγάζω, ἀποφέρω.
ὁ σῖτος = τὸ σιτάρι. Νὰ θυµάστε ὅτι ἡ λέξη θέλει περισπωµένη (ἔχει τὸ ι µακρό).
ἡ κριθὴ = τὸ κριθάρι.
ἡ ὀπώρα = φροῦτο. Ὀπώρα εἶναι καὶ ἡ περίοδος ἀπὸ τέλη Ἰουλίου µέχρι τὸν
Σεπτέµβριο. Μετὰ τὴν Ὀπώρα ἀρχίζει τὸ Φθινόπωρον (ὅταν φθίνουν τὰ φροῦτα).
ἡ κοµιδὴ (κοµίζω, ἀποκοµίζω) = ἡ µεταφορά, ἡ συγκοµιδὴ (τῶν καρπῶν).
ἐφ’ ἁµαξῶν = ἐπὶ ἁµαξῶν. Ἔκθλιψη τοῦ ι καὶ τροπὴ τοῦ π σε φ λόγῳ δασείας.
τὸ ταµιεῖον (καὶ ταµεῖον) = ἀποθήκη· θησαυροφυλάκιο· ἰδιαίτερο δωµάτιο
«ἀποκεκοµµένο» ἀπὸ τὴν κοινὴ θέα· τὸ ταµ(ι)εῖον παράγεται ἀπὸ τὸ ῥῆµα «τέµνω».
Τὸ «πολίτης» ἔχει τὸ ι µακρὸ (οἱ πολῖται). Ὅλα τὰ εἰς -ιτης ἔχουν τὸ ι µακρό
(ὁπλῖται, ἐρηµῖται, τραπεζῖται· πλὴν τοῦ ὁ κτίτης (= ὁ ἱδρυτής]), οἱ κτίται.
Τὰ εἰς -ατης ἔχουν τὸ α µακρό, µόνον ὅταν προηγῆται φωνῆεν: οἱ Σπαρτιᾶται,
οἱ Ἀσιᾶται. Ἐὰν προηγῆται σύµφωνο, τὸ α εἶναι βραχύ: οἱ Γαλάται, οἱ ἐργάται, κ.λ.π.
Ἡ κλιτικὴ ἑνικοῦ ἔχει τὴν κατάληξη α πάντοτε βραχεῖα (ὦ πολῖτᾰ).
Στὰ ὀνόµατα εἰς -ης ἡ κλητικὴ κανονικὰ ἔχει τὴν κατάληξη -η (ὦ Ἡρῴδη,
κ.λ.π.). Ἐν τούτοις στὰ ὀνόµατα ποὺ λήγουν σὲ -της (καὶ εἶναι τὰ περισσότερα) ἡ
κλητικὴ λήγει σὲ ᾰ, π.χ. ὦ πολῖτᾰ, ὦ καθηγητά, ὦ πρεσβευτά, ὦ βουλευτά, ὦ δικαστά,
ὦ ὑποκριτά, ὦ καρδιογνῶστᾰ, κ.λ.π. Τὸ «δεσπότης» ἀναβιβάζει καὶ τὸν τόνο: ὦ
δέσποτᾰ!
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὰ ἐθνικὰ ὀνόµατα: ὦ Πέρσα (ὁ Πέρσης), ὦ Σκύθα (ὁ
Σκύθης), καθὼς καὶ στὰ σύνθετα ὀνόµατα, ποὺ τὸ δεύτερο συνθετικό τους εἶναι
ῥῆµα: ὦ τελῶνα (ὁ τελώνης8 [ὠνοῦµαι τὰ τέλη = ἀγοράζω τοὺς φόρους· πρβλ. τὰ
«ὤνια» (τὰ ψώνια) στὸν στρατό]), ὦ γυµνασιάρχα (ὁ γυµνασιάρχης [ἄρχω τοῦ
γυµνασίου]), ὦ ἐθνάρχα, ὦ παντοπῶλα [παντοπώλης [ὁ πωλῶν τὰ πάντα], ὦ
παιδοτρίβα [παιδοτρίβης = προπονητὴς πάλης], ὦ γεωµέτρᾰ [ὁ γεωµέτρης], ὦ
εἰδωλολάτρα [ὁ εἰδωλολάτρης, αὐτὸς ποὺ λατρεύει εἴδωλα (θεῶν)].9
Ἀττικὴ σύνταξη: τὰ φυτά, ἕως µὲν µικρά ἐστι = τὰ φυτά, ὅσο εἶναι µικρά ...
Ὅταν τὸ ὑποκείµενο τοῦ ῥήµατος εἶναι οὐδέτερο πληθυντικοῦ ἀριθµοῦ, τὸ
ῥῆµα τίθεται στὸν ἑνικό! τὰ παιδία παίζει(!) = τὰ παιδιά παίζουν.
Αὐτὸς ὁ ἰδωµατισµὸς ὀνοµάζεται ἀττικὴ σύνταξη.
Ἀπαρεµφατικὴ σύνταξη.
1) Τελικὸ ἀπαρέµφατο (νὰ ...).
8
Οἱ «τελῶναι» ἦταν ἐπιχειρηµατίες ποὺ προαγόραζαν τοὺς φόρους· προπλήρωναν στὸ κράτος τοὺς
φόρους µιᾶς ὁλόκληρης περιοχῆς καὶ τοὺς εἰσέπρατταν ἀπὸ τοὺς πολῖτες µὲ κέρδος. Στὶς εἰσόδους τῶν
πόλεων ὑπῆρχαν «τελωνεῖα» γιὰ τὴν εἴσπραξη τῶν ὑπὲρ τοῦ κράτους δασµῶν στὰ ἐµπορικὰ προϊόντα.
9
Ὁ κανόνας διατυπώνεται συνήθως ὡς ἑξῆς: τὰ λήγοντα εἰς -άρχης, -µέτρης, -τρίβης, -πώλης, -ώνης
καὶ -λάτρης σχηµατίζουν τὴν κλιτική εἰς -α. Αὐτό καλύπτει τὶς περισσότερες περιπτώσεις συνθέτων µε
ῥῆµα ὀνοµάτων.
Ῥήµατα ποὺ σηµαίνουν:
θέλω νά, ἐπιθυµῶ νὰ (καὶ ὅλα τὰ συναφῆ: σὰ διατάζω νά, σὲ προτρέπω
νά, σοῦ ἀπαγορεύω νά, θὰ σὲ ἐµποδίσω νά),
µπορῶ νὰ (καὶ τὰ συναφῆ: εἶµαι ἱκανὸς να, ξέρω νά, εἶµαι πλασµένος
γιὰ νά, µαθαίνω νὰ [ἄρα θὰ µπορῶ νά], προσπαθῶ νὰ [ἄρα ἴσως
µπορέσω νά]),
φοβᾶµαι νὰ (διστάζω νά),
συντάσσονται µὲ ἀπαρέµφατο, δηλ. τὸ ἀντικείµενό τους εἶναι ἀπαρέµφατο, τὸ ὁποῖο
ὀνοµάζεται τελικό.10
Ἐθέλω (ἢ θέλω) στρατεύειν ἐπὶ τὰς νήσους = θέλω νὰ ἐκστρατεύσω ἐναντίον τῶν
νησιῶν.
Ἐθέλω σε διδάσκειν µε περὶ αὐτῶν = θέλω ἐσένα, γιὰ νὰ διδάξεις ἐµένα περί αὐτῶν.
Ἀνάλυση: ποιός θέλει; ἐγὼ (ὑποκείµενο τοῦ ἐθέλω)· τί θέλω; ἐσένα (= σέ·
ἀντικείµενο τοῦ ἐθέλω)· τί σὲ θέλω; νὰ (µὲ) διδάξῃς (ἀντικείµενο τοῦ ἐθέλω). Τὸ
ἐθέλω ἔχει δύο ἀντικείµενα (σὲ καὶ διδάσκειν). Ποιός νὰ διδάξῃ; ἐσὺ (ὀχι ἐγώ). Τὸ
ὑποκείµενο τοῦ ῥήµατος καὶ τὸ ὑποκείµενο τοῦ ἀπαρεµφάτου εἶναι διαφορετικά,
ὁπότε δὲν ἔχουµε ταυτοπροσωπία, αλλά ἑτεροπροσωπία. Ὅπως ὅµως θὰ ἔχετε
παρατηρήσει, τὸ ὑποκείµενο τοῦ ἀπαρεµφάτου (τὸ ἐσὺ) ἔχει τεθῆ σὲ πτώση αἰτιατικὴ
(σέ), ἐπειδὴ ταυτοχρόνως εἶναι καὶ ἀντικείµενο τοῦ ῥήµατος ἐθέλω. Ἔτσι γίνεται
πάντοτε ἐπὶ ἑτεροπροσωπίας· τὸ ὑποκείµενο τοῦ ἀπαρεµφάτου τίθεται σὲ πτώση
αἰτιατική.
10
Ἡ λέξη τέλος προέρχεται ἀπὸ τὸ ῥῆµα «τέλλω», ποὺ σηµαίνει πραγµατοποιῶ, ἐκτελῶ, ἐπιτελῶ,
φέρω εἰς πέρας, ὁλοκληρώνω· ἑποµένως «τέλος» σηµαίνει ἐκτέλεση, ἐπιτέλεση, πραγµατοποίηση,
ὁλοκλήρωση, ἱκανότητα ἢ δύναµη ἢ ἐξουσία πρὸς ἐκτέλεση («οἱ ἐν τέλει ἄρχοντες» εἶναι ἡ ἐξουσία, ἡ
κυβέρνηση), ἀλλὰ καὶ τελικὴ ἔκβαση, τελικὸ ἀποτέλεσµα, τετελεσµένο γεγονός, τέλος (ὁλοκλήρωση,
παύση), ἐπιστέγασµα (ἐπιβράβευση, βραβεῖο), σκοπός.
Σόλων. Ὁ χῶρος γυµνάσιόν ἐστιν· ἐν αὐτῷ οἱ θεαταὶ θαυµάζουσι τὰς ἀρετὰς
τῶν νεανιῶν καὶ τὰς εὐεξίας καὶ τόλµας καὶ φιλοτιµίαν τῶν ἀγωνιστῶν. Ἐπαίνου δ’
ἀπολαύουσιν οἱ νικηταί.
Ἀνάχ. Ἐγώ, ὦ Σόλων, ἐµάνθανον ὅτι σὺ εὑρετὴς τῶν ἐθίµων εἶ καὶ εἰσηγητὴς
καὶ συναρµοστὴς πολιτείας. Ἐθέλω οὖν σε διδάσκειν µε ὡς µαθητὴν περὶ αὐτῶν.
Σόλων. Ἡµεῖς τοὺς πολίτας ψυχὴν τῆς πολιτείας νοµίζοµεν· τὴν δ’ ἀνατροφὴν
παιδαγωγοῖς ἐπιτρέποµεν καὶ πρὸς πόνους ἐθίζοµεν τοὺς νεανίας. Ὅτε δ’ ἔφηβοί εἰσι,
τοὺς µὲν ὁπλίτας τοὺς δὲ πελταστάς, τοὺς δὲ τοξότας τάττοµεν. ∆ιδάσκοµεν δ’
αὐτοὺς ἀπὸ παιδίων καὶ παρὰ τῶν γεωργῶν λαµβάνοµεν διδαχάς· οἱ γὰρ γεωργοὶ τὰ
φυτά, ἕως µὲν µικρά ἐστι, φυλάττουσιν, ὅτε δὲ αὐξάνουσι, τοῖς ἀνέµοις ἐπιτρέπουσιν.
Οὕτω καὶ ἡµεῖς τοὺς νέους, ἕως µὲν παιδία εἰσί, φυλάττοµεν αὐτούς, ὅτε δὲ νεανίαι,
παρέχοµεν αὐτοῖς ἐλευθερίαν· τότε γὰρ οὐκ ἔχουσι κίνδυνον.
ἐν Ἀθήναις = στὴν Ἀθῆνα. Στὴν ἀρχαία γλῶσσα καὶ στὴν καθαρεύουσα ἡ Ἀθῆνα
εἶναι ὄνοµα πληθυντικοῦ ἀριθµοῦ, αἱ Ἀθῆναι, ὅπως αἱ Μυκῆναι καὶ αργότερα οἱ
Παρίσιοι (π.χ. λέµε ἡ Παναγία τῶν Παρισίων), λατ. Parisii (πρώην Lutetia)· «περὶ τὸν
Σηκοάναν ποταµὸν εἰσι καὶ οἱ Παρίσιοι» (Στράβων, Γεωγραφικὰ 4,3).
ὁ Ἀνάχαρσις (γεν. τοῦ Ἀναχάρσεως) = ἑλληνοµαθὴς Σκύθης περιηγητὴς καὶ
φιλόσοφος, ποὺ ἐπισκέφθηκε καὶ παρέµεινε ὡς µέτοικος γιὰ ἕνα διάστηµα στὴν
Ἀθῆνα τὴν ἐποχὴ τοῦ Σόλωνος. Οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ἐκτιµοῦσαν πολὺ γιὰ τὸ καυστικό
του χιοῦµορ, τὴν λιτότητά του καὶ τὶς σοφές παρατηρήσεις του. Ὁ Πλούταρχος
ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὅτι ὁ Ἀνάχαρσις, ὅταν εἶδε τὸν Σόλωνα νὰ γράφῃ νόµους,
γιὰ νὰ πατάξῃ τὴν ἀδικία καὶ τὴν πλεονεξία, τὸν εἰρωνεύτηκε λέγοντάς του ὅτι οἱ
νόµοι «σὲ τίποτε δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἰστοὺς της ἀράχνης· ὅπως οἱ ἰστοί, ἔτσι καὶ
οἱ νόµοι, ἀπ’ ὅσους συλλαµβάνουν θὰ κρατήσουν µόνο τοὺς ἀδύναµους καὶ τοὺς
λεπτούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς καὶ τοὺς πλουσίους εἶναι βέβαιο ὅτι θα ὑποστοῦν
ῥῆγµα» ἢ «µηδὲν τῶν ἀραχνίων διαφέρειν, ἀλλ’ ὡς ἐκεῖνα [δηλ. τὰ ἀράχνια] τοὺς µὲν
ἀσθενεῖς καὶ λεπτοὺς τῶν ἁλισκοµένων καθέξειν, ὑπὸ δὲ τῶν δυνατῶν καὶ πλουσίων
διαρραγήσεσθαι» (Σόλων 5,4). Μιὰ ἄλλη φορά, ἐπισκεπτόµενος τὴν ἐκκλησία τοῦ
δήµου, ἐξέφρασε τὴν ἀπορία του, ὅταν διαπίστωσε ὅτι «στοὺς Ἕλληνες µπορεῖ µὲν
νὰ µιλᾶνε οἱ σοφοί, ἀλλὰ τὶς τελικές ἀποφάσεις τὶς παίρνουν οἱ ἄσχετοι» ἢ «λέγουσι
µὲν σοφοὶ παρ’ Ἕλλησι, κρίνουσι δ’ οἱ ἀµαθεῖς» (Σόλων 6,1).
τίς; = 1. ποιός; ποιά; τί = ποιό; (ἐρωτηµατικὴ ἀντωνυµία). Νὰ θυµᾶστε ὅτι στὸ
ἐρωτηµατικὸ τίς δὲν βάζουµε ποτὲ βαρεῖα· ἀποτελεῖ ἐξαίρεση, διότι ἐπωµίζεται τὸν
κύριο τονισµὸ τῆς ἐρωτήσεως.11 2. τις (ἄτονο) = (ἀόριστη ἀντωνυµία) κάποιος ἢ
κάποια, τι = κάτι. Τὸ ἀόριστο «τις» εἶναι λέξη ἐγκλιτική· ἄνθρωπός τις = κάποιος ἢ
ἕνας ἄνθρωπος.
ὁ νεανίας = νέος, νεαρός.
τῶν πολιτῶν = γενικὴ διαιρετική.
ὁ πρεσβύτης (οἱ πρεσβῦται [ῡ]) = γέρος (γέρων), περασµένης ἡλικίας, ἀλλὰ καὶ
µεγαλύτερος στὴν ἡλικία, γεροντώτερος (ὡς συγκριτικὸ τοῦ «πρέσβυς» = γέρος, ἀλλὰ
καὶ πρεσβευτής).
τὸ γυµνάσιον = γυµναστήριο(ν).
ἡ εὐεξία (εὖ + ἔχω) = ἡ καλὴ φυσικὴ κατάσταση ἢ διάπλαση τοῦ σώµατος, τὸ
σφρῖγος. Τὸ ἐπίρρηµα εὖ σηµαίνει καλῶς.
ἀπολαύω τινός (πράγµατος) = ἀπολαµβάνω (κάτι). Συντάσσεται µὲ γενική.
ὁ εὑρετὴς = ὁ ἐφευρέτης, ἀλλὰ καὶ ὁ πρῶτος ἀνακαλύψας (αὐτὸς ποὺ
πρωτοανακάλυψε).
11
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ νεοελληνικὸ ἐρωτηµατικὸ ποιός.
ὁ συναρµοστὴς = αὐτὸς ποὺ σὺν-ἁρµόζει (µὲ δασεῖα), προσαρµόζει, συνταιριάζει
πράγµατα µεταξύ τους· συναρµοστὴς πολιτείας = συντάκτης πολιτεύµατος,
νοµοθέτης.
ἡ πολιτεία = τὸ πολίτευµα.
ἐθέλω (ἢ θέλω ἀπὸ τοὺς ἑλληνιστικοὺς χρόνους καὶ ἑξῆς) = θέλω.
οὖν = (ἐπίρρηµα) λοιπόν, πράγµατι, πραγµατικά, ὄντως.
νοµίζω = θεωρῶ. Νόµισµα = ὅ,τι θεωρεῖται «νενοµισµένον», δηλ. καθιερωµένο,
ἀποδεκτὸ καὶ παραδεκτό.
ἐπιτρέπω = (τρέπω τινὰ ἐπί), στρέφω κάποιον ἢ κάτι πρός· ἐµπιστεύοµαι κάποιον σὲ
κάποιον ἄλλο. Συντάσσεται µὲ δοτική.
ὅτε = ὅταν. Ἀναφέρεται στὸ παρὸν ἢ στὸ παρελθὸν καὶ ποτὲ στὸ µέλλον· γιὰ τὸ
µέλλον χρησιµοποιεῖται τὸ «ὅταν» (τὸ ὁποῖο συντάσσεται µὲ ὑποτακτική).
οἱ µὲν - οἱ δὲ = ἄλλοι µέν, ἄλλοι δέ.
ὁ πελταστὴς = ἐλαφρὰ ὁπλισµένος στρατιώτης φέρων ἐλαφρὰ ἀσπίδα (ἡ «πέλτη»)
καὶ ἀκόντιο (τὸ «παλτόν»).
τάττω = τάσσω, ὁρίζω σε θέση. ∆ύο ττ ἀντὶ σσ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο.
Περισπῶνται:
ἡ µᾶζα,13 οἱ πρεσβῦται (ἡλικιωµένοι, γέροι), γῆ, τρῦπα, λῦπαι, λῖραι, κνῖσα
(τσίκνα), Πῖσα (πηγὴ στὴν Ὀλυµπία), ζῦµαι, λῦµαι (σωµατικὲς βλάβες· προσβολές),
ῥῦµαι14 (ῥύµη = ὁρµή, δρόµος), ὗλαι, σφονδῦλαι (εἶδος ἐντόµων, ποὺ µυρίζουν
ἄσχηµα), σῦλαι (λάφυρα, λεία, λεηλασίες πλοίων), ῥῖναι (ῥήνη = λίµα).
12
Ἐνῷ εἶναι βραχύ, στὰ παραθετικὰ τῶν ἐπιθέτων (βλ. µάθηµα 35) λόγῳ θέσεως πρὸ δύο συµφώνων
λαµβάνεται ὡς µακρό· εἶναι θέσει (= ὡς πρὸς τὴν θέση) καὶ ὄχι φύσει µακρό.
13
Μᾶζα λέγεται καὶ τὸ κριθαρένιο ἀρτοσκεύασµα ἢ ψωµί.
14
Χαρακτηριστικὲς φράσεις: ἀνὰ τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς ῥύµας (δρόµους)· ἐν τῇ ῥύµῃ (γρήγορη ῥοὴ) τοῦ
λόγου.
ΜΑΘΗΜΑ 6
Ἐπίθετα δευτέρας κλίσεως τρικατάληκτα καὶ δικατάληκτα
15
Ὑπενθύµιση: ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι µακρά, ἡ προπαραλήγουσα δὲν τονίζεται· τῆς δικαίας, τῶν
δικαίων, τοῦ διδασκάλου, τοῦ ἀνθρώπου.
16
Ὑπενθύµιση: τὸ οι και τὸ αι στὸ τέλος τῆς λέξεως εἶναι βραχέα. Ἂν τὸ οι ἦταν µακρό, θὰ τονίζαµε
«οἱ δικαίοι».
17
Τὸ ὄνοµα κυρία εἶναι ἄλλοτε ἐπίθετο (ὁ κύριος, ἡ κυρία, τὸ κύριον) καὶ ἄλλοτε οὐσιαστικό. Ως
ἐπίθετο ἔχει γενικὴ πληθ. τῶν κυρίων, π.χ. τῶν κυρίων προτάσεων· ὡς οὐσιαστικοποιηµένο ἐπίθετο
(δηλ. στὴν οὐσία ὡς οὐσιαστικὸ) ἔχει γενικὴ πληθ. τῶν κυριῶν (!), ὅπως τὰ οὐσιαστικὰ τῆς α΄ κλίσεως,
π.χ. φιλανθρωπικὸς σύλλογος κυριῶν «ἡ Λυδία». Αὐτὸ εἶναι ἕνα καλὸ παράδειγµα γιὰ νὰ θυµᾶστε τὴν
διαφοροποίηση οὐσιαστικῶν καὶ ἐπιθέτων ὡς πρὸς τὴν γενικὴ πληθυντικοῦ τῶν θηλυκῶν ὀνοµάτων
τῆς α΄ κλίσεως.
οἱ Πέρσαι· τοὺς γὰρ ἀχαρίστους ἀδίκους ἐνόµιζον οὐ µόνον περὶ φίλους, ἀλλὰ καὶ
περὶ θεούς. Πρὸς δὲ οἱ νέοι ἐν µετρίᾳ διαίτῃ διῆγον.
Μέχρι µὲν ἑπτακαίδεκα ἐτῶν οὕτω ἐπαίδευον τοὺς νέους. Ἐκ δὲ τούτου οἱ
χρηστοὶ νέοι συνῆσαν τοῖς ἐφήβοις, οἱ δὲ τῶν ἐφήβων φρόνιµοι καὶ ἀνδρεῖοι τοῖς
τελείοις πολίταις συνῆσαν καὶ µετελάµβανον ἀρχῶν καὶ τιµῶν.
παρὰ Πέρσαις = στοὺς Πέρσες. Η πρόθεση «παρὰ» ἀνάλογα µὲ τὴν πτώση, µὲ τὴν
ὁποία συντάσσεται, ἀποκτᾷ καὶ διαφορετικὴ σηµασία:
+ γεν. παρὰ τοῦ νοµοθέτου = ἀπὸ τὸν νοµοθέτη, ἐκ µέρους τοῦ νοµοθέτη
+ δοτ. παρὰ Πέρσαις = «στὴν πλευρὰ ἢ στὴ µεριὰ τῶν Περσῶν, στοὺς
Πέρσες· σύµβουλος παρὰ τῷ πρωθυπουργῷ = σύµβουλος κοντά, στὸ πλευρὸ τοῦ
πρωθυπουργοῦ· δικηγόρος παρ’ Ἀρείῳ πάγῳ = δικηγόρος, ποὺ ἔχει τὰ προσόντα να
ὑπερασπισθῇ ὑπόθεση στὸ δικαστήριο τοῦ Ἀρείου πάγου.
+ αἰτ. 1) παρὰ τὸν ποταµὸν = κοντά, δίπλα στὸν ποταµό· 2) παρὰ τὸν νόµον =
κατὰ παράβαση τοῦ νόµου· 3) παρὰ τὴν ἧττα = παρ’ ὅλη τὴν ἧττα (µὲ δασεῖα).
τὸ διδασκαλεῖον = σχολεῖο· ὁ διδάσκαλος (διδάσκω) = ὁ δάσκαλος.
ὁ χρηστός, ἡ χρηστή, τὸ χρηστὸν = καλός, καλῆς ποιότητος, χρήσιµος.
ὁ φαῦλος, ἡ φαύλη, τὸ φαῦλον = κακός, κακῆς ποιότητος, ἀνήθικος.
ἡ συνήθεια, τῆς συνηθείας (σὺν+ἦθος = συµπεριφορά, συνήθειες) = σχέση (φιλία
κ.λ.π.)· συνήθεια.
ἰσχυρῶς = δυνατά, αὐστηρά.
κολάζω = τιµωρῶ (ἐξ οὗ καὶ κόλασις [κόλαση]).
διὸ = γι’ αὐτό, γι’ αὺτὸν τὸν λόγο, ἑποµένως.
φεύγω = φεύγω µακριὰ ἀπὸ κάτι. Ὅταν συντάσσεται µὲ αἰτιατική σηµαίνει
ἀποφεύγω, π.χ. φεύγετε τὴν πορνείαν = νὰ ἀποφεύγετε τὴν πορνεία (Α΄ Κορ. 6,18).
Ὅταν συντάσσεται µὲ τὴν πρόθεση εἰς, σηµαίνει φεύγω καὶ πηγαίνω, καταφεύγω, π.χ.
οἱ κάτοικοι τῆς ∆ήλου εἰς Τῆνον ἔφευγον (= κατέφευγαν στὴν Τῆνο).
ὁ ἡ ἄδικος, τὸ ἄδικον (δικατάληκτο· δὲν ὑπάρχει ἄδικη).
ὁ ἡ µόνιµος, τὸ µόνιµον (δικατάληκτο· δὲν ὑπάρχει µόνιµη, ἀλλὰ [ἡ] µόνιµος).
ὕστερον = (ἐπίρρηµα) ὕστερα, µετά, στὴ συνέχεια.
ὁ ἡ φιλόστοργος, τὸ φιλόστοργον = φίλος τῆς στοργῆς, τοῦ ἀρέσει νὰ δίνει στοργή.
ὁ ἡ φιλόκαλος, τὸ φιλόκαλον = φίλος του κάλλους (τὸ κάλλος = ἡ ὀµορφιά, τὸ
ὡραῖο).
ὁ ἡ φιλότιµος, τὸ φιλότιµον = φίλος τῆς τιµῆς, τὰ δίνει ὅλα γιὰ τὴν τιµή.
ὁ ἡ ἀχάριστος (ὄχι ἡ ἀχάριστη), τὸ ἀχάριστον.
ὁ ἡ ἄδικος (ὄχι ἡ ἄδικη), τὸ ἄδικον.
περὶ τοὺς φίλους, περὶ τοὺς θεοὺς· περὶ + αἰτ. = γύρῳ ἀπό· γύρῳ απὸ τοὺς φίλους,
(καὶ µεταφορικὰ) ὡς πρὸς ἢ σὲ σχέση προς τοὺς φίλους, τοὺς θεούς.
πρὸς δὲ = ἐπὶ πλέον δέ, ἐπιπροσθέτως.
µέτριος, µετρία,18 µέτριον = συγκρατηµένος, ὄχι ὑπερβολικός, µὲ µέτρο.
ἡ δίαιτα, τῆς διαίτης = τρόπος ζωῆς γενικῶς, ἀλλὰ καὶ τὸ τί τρώει κανείς.
διάγω = (ἐπὶ χρόνου) παιρνῶ τὸν καιρό µου, π.χ. διάγω βίον ἔκλυτον (ζῶ ἔκλυτη
ζωὴ) ἢ διάγω ἐν εὐσεβείᾳ (ζῶ µὲ εὐσέβεια)· (ἐπὶ τόπου) ὁδηγῶ κάποιον ἢ κάτι διὰ
µέσου ἑνὸς τόπου, π.χ. περνῶ κάποιον διὰ µέσου ἑνὸς ποταµοῦ στὴν ἀπέναντι ὄχθη.
ἕπτακαίδεκα = 17 (ὅπως τὸ ἕνδεκα [1+10])· πεντεκαίδεκα κ.λ.π.
παιδεύω = ἐκπαιδεύω· βάζω σε πειθαρχεία· παιδεία = ἐκπαίδευση, ἀλλὰ καὶ
πειθαρχεία.
18
Ὄχι ἡ µέτρια, ἀλλὰ ἡ µετρία, διότι τὸ α εἶναι µακρό (α καθαρό) καὶ ἡ προπαραλήγουσα δὲν
τονίζεται· ἔτσι ἡ τελεία (τέλειος), ἡ µακαρία (µακάριος), κ.λ.π.
σύνειµι (σὺν+εἰµὶ) τινὶ = (εἶµαι µαζὶ µὲ κάποιον) συναναστρέφοµαι. [Ὑπάρχει καὶ
ἄλλο ῥῆµα σύνειµι (σὺν+εἶµι = ἔρχοµαι) συγκεντώνοµαι· τὸ πλῆθος σύνεισι =
συγκεντρώνεται].
µεταλαµβάνω τινὸς = λαµβάνω µέρος, συµµετέχω σὲ κάτι.
ἡ ἀρχὴ = 1) ἀρχή· 2) ἐξουσία (ἰδίως στὸν πληθ. αἱ ἀρχαί· π.χ. αἱ ἀρχαὶ τῆς πόλεως =
αὐτοὶ ποὺ διοικοῦν τὴν πόλη, οἱ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς πόλεως).
α΄ πρόσωπο β΄ πρόσωπο
ἐγὼ σὺ
ἐµοῦ µου σοῦ σου
ἐµοὶ (σ’ ἐµένα, γιὰ µένα, µ’ ἐµένα) µοι σοὶ σοι
ἐµὲ µε σὲ σε
Οἱ τύποι µου, µοι, µε, σου, σοι, σε εἶναι ἐγκλιτικοί· π.χ. ἡ γλῶσσά σου (< ἡ
γλῶσσα σοῦ).
Ἡ δυνητικὴ ὁρστικὴ καὶ τὸ δυνητικὸ ἄν.
Ὁριστικὴ ἱστορικοῦ19 χρόνου, δηλ. παρατατικός, ἀόριστος ἢ ὑπερσυντέλικος + ἂν
(δυνητικὸ) ἀντιστοιχεῖ στὸ νεοελληνικὸ θὰ + παρατατικό:
ἐκινδυνεύετε ἂν πάσχειν κακὰ = θὰ κινδυνεύατε νὰ πάθαιτε κακὰ
ἐλάµβανεν ἂν = θὰ ἔπαιρνε
ἐφυλάττετε ἂν = θὰ φυλάσσατε
ἐκινδύνευσα ἂν (ἀόριστος) = θὰ µποροῦσα νὰ κινδυνεύσω
ἐλελύκειν ἂν (ὑπερσυντέλικος) = θὰ εἶχα λύσει
Τὸ δυνητικὸ ἂν ὑπαινίσσεται δυνατότητα ἢ πιθανότητα νὰ γίνῃ κάτι, ἕνα ἴσως,
µᾶλλον, µπορεῖ νά, πιθανόν νά.
19
Οἱ χρόνοι ἐνεστώς, µέλλων, παρακείµενος λέγονται ἀρκτικοὶ χρόνοι· οἱ παρατατικός, ἀόριστος,
ὑπερσυντέλικος ὀνοµάζονται ἱστορικοὶ ἢ παραγόµενοι χρόνοι (ἐπειδὴ πράγονται ἀπὸ τοὺς ἀρκτικούς).
20
Ἡ κατάληξη -ότερος καὶ -ότατος τῶν παραθετικῶν τῶν ἐπιθέτων, ὅταν ἡ προηγουµένη συλλαβὴ
εἶναι βραχεῖα, γράφεται µὲ ω: -ώτερος, -ώτατος. Περὶ αὐτῶν βλ. µάθηµα 35.
21
Ὁ σκύλλος (µὲ δύο λλ) ἢ σκύλος (µὲ ἕνα λ) στὴν ἀρχ. γλῶσσα σηµαίνει κουτάβι, νεογνό σκύλου·
συνώνυµο: ὁ σκύλαξ, τοῦ σκύλακος, ἐξ οὗ καὶ σκυλάκι (ἀπὸ τὸ σκυλάκιον, µικρὸς σκύλαξ). Ὁ κύων
εἶναι ἀνώµαλο τῆς γ΄ κλίσεως καὶ πρέπει νὰ µάθετε ἀπ’ ἔξω τὴν κλίση του: ὁ κύων, τοῦ κυνός, τῷ
κυνί, τὸν κύνα, ὦ κύων, οἱ κύνες, τῶν κυνῶν, τοῖς κυσί, τοὺς κύνας, ὦ κύνες. Ὁ κίων (µὲ ι), τοῦ κίονος,
οἱ κίονες, τῶν κιόνων εἶναι ἡ κολόνα, ὁ στῦλος. Ὑπάρχει καὶ ἄλλη λέξη σκύλος (µόνο µὲ ἕνα λ), ποὺ
σηµαίνει δέρµα ζῴου, τοµάρι. Ὑπάρχει καὶ ἡ λέξη τὸ σκῦλον, τοῦ σκύλου, ἡ ὁποία ἀπαντᾷ συνήθως
στον πληθ. τὰ σκῦλα = ἡ λεία (πολέµου)· σκυλεύω = ἁρπάζω καὶ ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα, τὰ ῥοῦχα ἢ ὅ,τι ἔχει
ἐπάνω του ἕνας νεκρός.
τὰ ζῷα φωνὴν εἶχε (ἀντὶ εἶχον) ἀττικὴ σύνταξη.
τὰ πρόβατα ἔλεγε (ἀντὶ ἔλεγον) ἀττικὴ σύνταξη.
τὸ ἔριον = τὸ µαλλί (ζῴου).
ὁ τυρὸς = τὸ τυρί.
ὁ ἀµνὸς = ἀρσενικὸ πρόβατο.
τὸ τέκνον = τὸ παιδὶ (ἀρσενικὸ ἢ θηλυκό).
οὐδείς (οὐδενός), οὐδεµία (οὐδεµιᾶς), οὐδὲν (οὺδενὸς) = κανείς, οὔτε ἕνας (οὐδὲ [=
οὔτε] εἷς [= ἕνας] = οὐδείς)· οὐδὲν (οὐδὲ ἓν = οὔτε ἕνα) = κανένα ἢ τίποτε ἀπολύτως.
ἡ διάνοια, τῆς διανοίας (διὰ+νοῦς) = ἡ σκέψη, ὁ νοῦς (ὅ,τι δι-έρχεται ἀπὸ τὸν νοῦ,
διὰ τοῦ νοός).
φυλάττω = φυλάσσω (τὰ δύο ττ στὴν ἀττικὴ διάλεκτο).
πάσχω = παθαίνω, ὑφίσταµαι κάτι κακό, κακοπαθῶ, δεινοπαθῶ.
ἀνάγκη ἐστι = εἶναι ἢ ὑπάρχει ἀνάγκη νά, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ (ἀπρόσωπη ἔκφραση)·
ἀνάγκη (ἐννοεῖται: ἐστὶ) ἀεὶ φυλάττειν καὶ σῴζειν ὑµᾶς = σ’ ἐµένα (= ἐµοὶ) ὑπάρχει
ἀνάγκη ἢ καλύτερα εἶναι ἀναγκαῖο σ’ ἐµένα νὰ σᾶς προφυλάσσω καὶ νὰ σᾶς σῴζω,
δηλ. εἶναι ἀνάγκη ἐγώ νὰ σᾶς προφυλάσσω καὶ νὰ σᾶς σῴζω.
Οἱ κλίσεις τῶν ῥηµάτων εἶναι δύο, ἡ ἐνεργητικὴ φωνὴ καὶ ἡ µέση φωνή. Ὅσα
ῥήµατα λήγουν σὲ -ω ἢ -µι κλίνονται κατὰ τὴν ἐνεργητικὴ φωνή. Ὅσα ῥήµατα
λήγουν σὲ -οµαι ἢ -µαι κλίνονται κατὰ τὴν µέση φωνή.
Ἐνεστὼς Παρατατικὸς
λύοµαι ἐ-λυ-όµην
λύ-ῃ (ἢ λύει) ἐ-λύ-ου
λύ-εται ἐ-λύ-ετο
λυ-όµεθα ἐ-λυ-όµεθα
λύ-εσθε ἐ-λύ-εσθε
λύ-ονται ἐ-λύ-οντο
λύοµαι = (ὡς µέσο) λύνοµαι ἢ ἐλευθερώνοµαι (µόνος µου, λύω τὸν ἑαυτό
µου)
λύοµαι = (ὡς παθητικὸ) λύνοµαι ἢ ἐλευθερώνοµαι ἀπὸ κάποιον ἄλλο, µὲ
λύνουν
Ποιητικὸ αἴτιο.
Τὸ πρόσωπο ἢ τὸ πρᾶγµα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται αὐτὸ ποῦ παθαίνει τὸ
ὑποκείµενο ἑνὸς παθητικοῦ ῥήµατος λέγεται ποιητικὸ αἴτιο.
Τὸ ποιητικὸ αἴτιο ἐκφέρεται:
1) µὲ ὑπὸ + γεν. (καὶ σπανιώτερα µὲ ἀπὸ, ἐκ, παρά, πρὸς καὶ γενική).
2) µὲ δοτικὴ προσωπικὴ τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου.
Ἑνικὸς Πληθυντικὸς
οὗτος αὕτη τοῦτο οὗτοι αὗται ταῦτα
τούτου ταύτης τούτου τούτων τούτων τούτων
τούτῳ ταύτῃ τούτῳ τούτοις ταύταις τούτοις
τοῦτον ταύτην τοῦτο τούτους ταύτας ταῦτα
ὦ οὗτος αὕτη - - - -
Καταλήξεις γ΄ κλίσεως
Ἀρσ. καὶ θηλ. Οὐδ. Ἀρσ. καὶ θηλ. Οὐδ.
ὀν. -ς ἢ - - -ες -ᾰ
γεν. -ος (ἢ -ως) -ος (ἢ -ως) -ων -ων
δοτ. -ῐ -ῐ -σῐ -σῐ
αἰτ. -ᾰ ἢ ν - -ᾰς ἢ ξ, -ς (ἀπὸ -νς) -ᾰ
κλητ. -ς ἢ - - -ες -ᾰ
22
Ἂς µὴ ξεχνᾶµε ὅτι γιὰ τοὺς ἀρχαίους οἱ ποταµοὶ ἔχουν θεϊκὴ ὑπόσταση.
Ὅσα ὀνόµατα λήγουν σὲ -ς (συµπεριλαµβανοµένων καὶ τῶν ληγόντων σὲ ξ =
πς, ψ = πς) θεωροῦνται καταληκτικά, ἐνῷ τὰ ὑπόλοιπα ἀκατάληκτα. Τὰ οὐδέτερα
εἶναι ὅλα ἀκατάληκτα.
Ἡ Αἴγυπτος
Α΄. ῾Η Αἴγυπτος στενή ἐστι καὶ ἀπ’ Ἐλεφαντίνης τῆς νήσου µέχρι τῆς
θαλάττης τείνει. ῾Η δὲ χώρα αὕτη ξηρά ἐστιν· ὄµβροι µὲν γὰρ διὰ πολλῶν ἐνιαυτῶν
οὐ γίγνονται ἐν αὐτῇ, δρόσος δ’ ὀλίγη. ∆ιὰ µέσης δὲ τῆς Αἰγύπτου ὁ Νεῖλος ποταµὸς
φέρεται καὶ τὴν χώραν κατ’ ἐνιαυτὸν κατακλύζει. Τότε καὶ αἱ ὁδοὶ κατέχονται τῷ
ποταµῷ καὶ οὐκ ἔστιν ἄνευ πλοίων πορεύεσθαι. Οἱ παλαιοὶ ὀρθῶς τὴν Αἴγυπτον,
µάλιστα δὲ τὸ ∆έλτα, δῶρον τοῦ Νείλου λέγουσι. Φέρει δ’ ἡ Αἴγυπτος κριθὴν
ἄφθονον καὶ τυρὸν καὶ τὰ ἄλλα σῖτα, ἄµπελοι δ’ ἐν αὐτῆ οὐ γίγνονται. ῾Ο γὰρ οἶνος ὁ
τῶν Αἰγυπτίων, ὡς παρ’ Ἡροδότου διδασκόµεθα, οὐκ ἐκ τῆς ἀµπέλου ἦν, ἀλλ’ ἐκ
κριθῆς (ἐνν. γίγνεται). Ἐν δὲ τῷ Νείλῳ βύβλος φύεται ἄφθονος, πολλοῦ ἀξία τοῖς
Αἰγυπτίοις· βύβλινα µὲν γὰρ ἦν τὰ ἱστία, βύβλινα δὲ καὶ τὰ βιβλία αὐτῶν.
23
Ἡ αἰτιατικὴ θὰ ἔχῃ ἢ α ἢ ν· ποτὲ καὶ τὰ δύο µαζί (αν).
Β΄ Ὁ Νεῖλος τὸ πάλαι Αἴγυπτος ὠνοµάζετο καὶ ἥρως τῶν Αἰγυπτίων ἦν. ῾Ως
δ’ οἱ ἄλλοι ἥρωες, οὕτω καὶ ὁ Νεῖλος ὑπὸ τῶν κατοίκων ἐθεραπεύετο καὶ θεὸς ὑπ’
αὐτῶν προσηγορεύετο. Τῷ ἥρωι τούτῳ καὶ τοῖς ἄλλοις ἥρωσι ναοὶ ἦσαν.
Ὁ Νεῖλος πληθύει ἰλύος καὶ ἰχθύων ὑπὸ δὲ τὴν ἰλὺν οἱ ἰχθύες τὰ ᾠὰ
τίκτουσιν. Ὅτε πλήµµυρα γίγνεται, τῇ ἰλύι τοῦ Νείλου οἱ ἀγροὶ πιαίνονται καὶ
εὔφορα τὰ περὶ αὐτὸν πεδία γίγνεται· ὑπὸ γὰρ τῆς ἰλύος αἱ τῶν καρπῶν ῥίζαι ἰσχὺν
καὶ τροφὴν λαµβάνουσι.
Πᾶσα δ’ ἡ χώρα ψιλὴ δρυῶν καὶ πιτύων καὶ ἄλλων δένδρων ἐστί. Μόνον δ’
ἀπὸ Θηβῶν ὀγδοήκοντα σταδίους ἐπιτυγχάνει τις κλιτύσι καὶ ὀρεινοῖς ὀφρύσι· κατὰ
τὰς κλιτῦς δὲ ταύτας ἄµπελοι φύονται καὶ βότρυες γίγνονται, ἐκ δὲ τῶν βοτρύων
οἶνος ἐξαίρετος. Κίνδυνος δ’ ὅµως τοῖς βότρυσι καὶ στάχυσίν εἰσιν οἱ µύες·
ἀφθόνους γὰρ ἡ χώρα τρέφει µῦς, οἵ τοὺς στάχυς καὶ βότρυς φθείρουσι.
24
Ἀποθετικὰ εἶναι καὶ τὰ γί(γ)νοµαι, ἐργάζοµαι, αἰσθάνοµαι, κ.λ.π.
ἡ ἰλύς, τῆς ἰλύος = λάσπη.
ὁ ἰχθύς, τοῦ ἰχθύος = ψάρι· πρβλ. ἰχθυοπωλεῖον, ἰχθυολόγος, ἰχθυοτροφεῖον.
τὸ ᾠόν, τοῦ ᾠοῦ = τὸ αὐγὸ (σήµερα γράφεται ἀβγό· ἡ παλαιότερη ὀρθογραφία µὲ
αὐ- ἐπιχειρεῖ ἔστω καὶ τεχνητὰ νὰ διατηρήσῃ τὴν µακρότητα τῆς πρώτης συλλαβῆς
ᾠ- προτιµῶντας δίφθογγο ἀντὶ β).
πιαίνω = λιπαίνω· πρβλ. τὸ πῖον. Τῇ ἰλύι πιαίνονται = ἀπὸ τὴν λάσπη λιπαίνονται·
δοτικὴ προσωπικὴ τοῦ ἐνεργοῦντος προσώπου, ἡ λάσπη ἐνεργεῖ προσωποποιηµένη
καὶ λιπαίνει τοὺς ἀγρούς.
ἡ ἰσχύς, τῆς ἰσχύος = δύναµη· πρβλ. ἰσχυρός, ἰσχυρογνώµων.
πᾶς (παντός, παντί, κ.λ.π.), πᾶσα (πάσης), πᾶν (παντὸς) = ὅλος ὁ· κάθε.
ψιλός, ψιλή, ψιλὸν = γυµνός· ἁπλός.
πᾶσα ἡ χώρα = ὅλη ἡ χώρα· πᾶσα χώρα = κάθε χώρα (πᾶς, πᾶσα, πᾶν).
ἡ δρῦς, τῆς δρυὸς = βελανιδιά.
ἡ πίτυς, τῆς πίτυος, ταῖς πίτυσσιν (2 σσ καὶ ν) = πεῦκο.
ὁ στάδιος, ἡ σταδία, τὸ στάδιον (< ἵσταµαι) = σταθερός, ἀµετακίνητος· στάσιµος·
µέτρο µήκους 187 µέτρων· ἀγώνισµα δρόµου· στάδιο γιὰ ἀγῶνες.
ἐπιτυγχάνω = 1) συναντῶ (+ δοτ.)· 2) ἐπιτυγχάνω + γεν., π.χ. ἐπιτυγχάνω τοῦ σκοποῦ
= ἐπιτυγχάνω τὸν στόχο.
αἱ Θῆβαι, τῶν Θηβῶν = πόλη τῆς Αἰγύπτου στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου στὴν Ἄνω
Αἴγυπτο 800 χλµ. νοτίως τῆς Μεσογείου.
ἡ κλιτύς (ἢ κλειτύς), κλιτύος, τὴν κλιτὺν [ῠ], πληθ. αἱ/τὰς κλιτῦς [ῡ] (< κλίνω) =
πλαγιά.
ἡ ὀφρῦς, τῆς ὀφρύος = φρύδι· ὀφρῦς βουνοῦ (τὸ σηµεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνονται ἀπὸ
ψηλὰ οἱ πρόποδες).
ὁ βότρυς, τοῦ βότρυος = τσαµπὶ µὲ σταφύλια· οἱ βότρυες = σταφύλια.
ὁ στάχυς, τοῦ στάχεος = τὸ στάχι.
ὁ µῦς, τοῦ µυὸς = ποντίκι, ποντικός.
οἳ = οἱ ὁποῖοι· πληθ. ἀρσ. τῆς ἀναφορικῆς ἀντωνυµίας ὅς, ἥ, ὃ = ὁ ὁποῖος, ἡ ὁποία, τὸ
ὁποῖον (βλ. µάθηµα 59).
Τὰ ὀνόµατα αὐτὰ εἶναι διπλόθεµα: πελεκῠ- καὶ πελεκε-, αστῠ- καὶ αστε-,
πρυτανῐ- καὶ πρυτανε-, πολῐ- καὶ πολε-. Ἀπό τὸ θέµα τῆς ὀνοµαστικῆς σχηµατίζεται ἡ
αὶτιατικὴ καὶ ἡ κλητικὴ τοῦ ἑνικοῦ· ἀπὸ τὸ θέµα τῆς γενικῆς οἱ ὑπόλοιπες πτώσεις.
Ἡ ὀνοµαστική, αἰτιατικὴ καὶ κλιτικὴ τοῦ πληθυντικοῦ προκύπτουν ἀπὸ
συναίρεση τοῦ δευτέρου θέµατος µὲ τὴν ἀρχικὴ κατάληξη:
πελέκε-ες - πελέκεις (ε+ε =ει)
ἄστε-α - ἄστη (ε+α = η)
πρυτάνε-ες - πρυτάνεις (ε+ε =ει)
τοὺς πρυτάνε-ας - πρυτάνεις (ε+α = ει)
πόλε-ες - πόλεις (ε+ε =ει)
τὰς πόλε-ας - πόλεις (ε+α = ει)
Ἡ κατάληξη -ως ἀντὶ -ος τῆς γενικῆς ἐξηγεῖται ὡς ἑξῆς: τὸ θέµα τῆς γενικῆς
ἦταν ἀρχικὰ πελεκη-, πόλη- (η = εε)· ὅταν προσετέθη ἡ κατάλιξη -ος, ἔγινε
ἀντιµετάθεση, δηλ. τὰ ηο ἀντάλλαξαν αµοιβαῖα τὴν ποσότητα τοῦ χρόνου προφορᾶς
τους, τὸ η ἀπὸ µακρὸ ἔγινε βραχύ (ε) καὶ τὸ ο ἀπὸ βραχὺ ἔγινε µακρὸ (ω), τῆς πόληος
- τῆς πόλεως!
Σηµ. Τὰ θηλ. ὀνόµατα τῆς δηµοτικῆς, ποὺ κλίνονται στὸν πληθυντικὸ ὅπως ἡ
πόλις, προέρχονται ἀπὸ ἀντίστοιχα τριτόκλιτα ὀνόµατα: πράξη (πρᾶξις, πράξεως,
πράξεις), σύµπτωση (σύµπτωσις, συµπτώσεως, συµπτώσεις), δύναµη (δύναµις,
δυνάµεως, δυνάµεις), περίσταση (περίστασις, περιστάσεως, περιστάσεις).
Οἱ καταλήξεις -ις καὶ -υς εἶναι βραχεῖες, π.χ. ἡ χρῆσις (τῆς χρήσεως), ὁ πῆχυς
(τοῦ πήχεως).
Ὅλα τὰ εἰς -ις τονιζόµενα στὸ δίχρονο τῆς παραληγούσης ὀξύνονται (βάσις,
φάσις, θλάσις, φράσις· κρίσις, κλίσις, πίστις, ῥίψις· λύσις, δύσις·) ἐκτὸς ἀπὸ τὰ
δρᾶσις, κρᾶσις (= µείξη, µῖγµα· θερµοκρασία· ἰδιοσυγκρασία), πρῖσις (πριόνισµα),
χρῖσις (ἐπάλειψη, ἐπίχριση), ξῦσις (ξύσιµο), στῦσις (τὸ κόρδωµα), τρῦσις (φθορά),
ῥῦσις (ἀπελευθέρωση· ἐνῷ ἡ ῥύσις εἶναι ἡ ῥοή), πρᾶξις, πνῖξις, ψῦξις, θλῖψις, ῥῖψις,
τρῖψις, στῦψις.
τὸ ἄστυ, τοῦ ἄστεως = ἡ πόλη (τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπαίθρου)· πρβλ. ἀστικός,
ὑπεραστικός, ἀστυνόµος, ἀστυφύλαξ, προάστιον, κ.λ.π.
ἐνταῦθα = ἐδῶ.
παρὰ + αἰτ. = δίπλα, κοντά.
ὁτὲ µὲν ... ὁτὲ δὲ = ἄλλοτε ... ἄλλοτε, πότε ... πότε.
ὁ ἔγχελυς (προφέρεται; ἔνχελυς), τοῦ ἐγχέλεως = τὸ χέλι.
ὁ πέλεκυς, τοῦ πελέκεως = κοινῶς τσεκούρι.
ξυλεύοµαι = κόβω ξύλα (µέση διάθ., γιὰ τὸν ἑαυτό µου), προµηθεύοµαι ξύλα.
Παροιµία: δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται, ἄµα πέσῃ ἡ βελανιδιά, τότε ὁ
καθένας κόβει ξύλα (λέγεται γιὰ ὅσους βρίσκουν πεδίο ἐλεύθερο, µόλις βγῇ ἀπὸ τὴν
µέση ὁ πραγµατικὸς ἀρχηγός).
ἐκφεύγω = ξεφεύγω.
ποτὲ = κάποτε, κάποια στιγµή· πρβλ. οὐδέποτε, ἀείποτε (= ἀπὸ πάντοτε).
πίπτω = πέφτω.
καθέζοµαι (κατὰ [= κάτω] + ἕζοµαι [= κάθοµαι]) = κάθοµαι· πρβλ. ἕδρα, καθέδρα,
ἑσµός (ἡ συγκέντρωση, ἡ συνάθροιση, ὁ τόπος ὅπου κάθονται), π.χ. ὁ ἑσµὸς τῶν
παρανόµων = ἡ συνάθροιση τῶν παρανόµων.
οὖν = λοιπόν.
ὀδύροµαι - ὠδυρόµην = θρηνῶ γοερά, µὲ φωνές.
ἡ θλῖψις [ῑ], τῆς θλίψεως = θλίψη, ἀλλὰ καὶ συµφορὰ (ποὺ προκαλεῖ τὴν θλίψη).
µανθάνω = µαθαίνω.
οἰκτίρω, παρατ. ᾤκτιρον = λυπᾶµαι.
εὐθὺς = ἀµέσως.
τοίνυν = λοιπόν.
µετ’ οὐ πολὺ = (ὄχι µόνο) µετὰ ἀπὸ ὄχι πολύ, ἀλλὰ µετὰ ἀπὸ πολὺ λίγο (σχῆµα
λιτότητος· τὸ ὄχι πολὺ σηµαίνει πολύ λίγο, ὄχι ἁπλῶς λίγο).
ἀναφέρω (ἀνὰ [= ἄνω] + φέρω) = ἀνεβάζω, φέρνω ἄνω (αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχικὴ
σηµασία τοῦ ῥήµατος) σηκώνω, προσφέρω (θυσία), ὑψώνω· ἀναφέρω· φέρνω ἢ
ὁδηγῶ πίσω (ἡ πρόθεση ἀνὰ µὲ τὴν ἔννοια τοῦ πρὸς τὰ πίσω, ξανὰ στὴν ἀρχή).
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον = ὁ ἄλλος (µεταξὺ δύο).
ὁ οἰκεῖος, ἡ οἰκεία, τὸ οἰκεῖον = ὁ τοῦ οἴκου· ὁ δικός του.
ἥδοµαι (ῥ. ἀποθετικὸ) = εὐχαριστοῦµαι, χαίροµαι, µοῦ ἀρέσει· πρβλ. ἡδονή.
ἡ σύνεσις, τῆς συνέσεως = νοηµοσύνη· σωφροσύνη· συνίηµι = καταλαβαίνω,
ἀντιλαµβάνοµαι.
ἐπὶ + δοτ. = ἐξ αἰτίας· ἐπὶ τῇ συνέσει = γιὰ τὴν σύνεση (αἰτιολογία).
ἡ φρόνησις, τῆς φρονήσεως = σύνεση, σωφροσύνη· τρόπος σκέψεως (συνήθως
σωστός).
ἀµφότεροι, ἀµφότεραι, ἀµφότερα = καὶ οἱ/τὰ δύο.
ὁ εἷς (τοῦ ἑνός, τῷ ἑνί, τὸν ἕνα [ὄχι ἕναν]) ἡ µία, τὸ ἓν = ὁ ἕνας, ἡ µία, τὸ ἕνα.
ὁ ἑταῖρος = ὁ φίλος, ὁ σύντροφος.
ἡ κτῆσις, τῆς κτήσεως = ἀπόκτηση, ὁ τρόπος ἀποκτήσεως.
ῥάδιος, ῥᾳδία, ῥάδιον = εὔκολος.
εἰς ὃν = εἰς τὸν ὁποῖο [ὅς, ἥ, ὅ].
ῤίπτω = ῥίχνω.
ἡ πρᾶξις [ᾱ], τῆς πράξεως (µὲ περισπωµένη).
αὖθις = πάλι.
ἐκφέρω = (φέρω ἐκτὸς) βγάζω.
ὁρᾷ = βλέπει· ὁράω, ῶ = βλέπω· ὅρασις. Βλ. µάθηµα 49 (ῥηµατα συνῃρηµένα).
ἡ ὑβρις, τῆς ὕβρεως = πολύ κακὴ συµπεριφορά, ἐξοργιστικὴ πράξη, ποὺ ξεπερνάει
τὰ ὅρια, βαρὺ ἀτόπηµα, ἡ ὑπέρβαση ὅλων τῶν νόµων, τὸ ἀντίθετο τῆς σωφροσύνης.
Σηµ. Τὰ ὀνόµατα τῆς δηµοτικῆς σὲ -εας προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα εἰς -ευς.
Ἀπὸ τὴν ἀτιατικὴ τὸν ἱππέα προέρχεται ὁ ἱππέας· ὁ βασιλέας (καὶ βασιλιᾶς) ἀπὸ τὸ ὁ
βασιλεύς, τὸν βασιλέα, κ.λ.π. Στὸν ἑνικὸ κλίνονται σὰν πρωτόκλιτα (ὁ ἱππέας, τοῦ
ἱππέα), ἀλλὰ στὸν πληθυντικὸ διατηροῦν τὴν ἀρχαία τρίτη κλίση, οἱ ἱππεῖς, οἱ
βασιλεῖς κ.λ.π.
῾Η Περσία.
῾Η Περσία πεδινὴ καὶ παµφόρος χώρα ἐστί. Πληθύει δὲ ποταµῶν καὶ λιµνῶν,
ἔνθα οἱ ἁλιεῖς ἰχθῦς ἁλιεύουσιν. Ἐν τοῖς πεδίοις οἱ µὲν γεωργοί τοῖς βουσὶ τοὺς
ἀγροὺς ἀροῦσιν, οἱ δὲ νοµεῖς ἀγέλας βοῶν καὶ ἵππων νέµουσι, πολλαχοῦ δὲ καὶ γρᾶες
βουκόλοι εἰσί.
Οἱ βασιλεῖς τῆς Περσίας µεθ’ ἱππέων εἰς τὰς σατραπείας ἤλαυνον, οἱ δ’ ἱερεῖς
τοῦ ἄστεως συµπρούπεµπον τοῖς βασιλεῦσι καὶ βοῦς τοῖς θεοῖς ἔθυον· οἱ δ’ ἐν αὐταῖς
κάτοικοι ὑπεδέχοντο τοὺς βασιλέας καὶ προσεκόµιζον αὐτοῖς δῶρα, βοῦς καὶ ἵππους
χρυσοχαλίνους. Καὶ οἱ πτωχοὶ δὲ τῶν ὑπηκόων, χαλκεῖς, σκυτεῖς καὶ βουκόλοι,
προσέφερον ὅπλα, τυρὸν καὶ τρωκτά.῾Ο δὲ βασιλεύς, ὅτε εἰς τὴν πόλιν ἐπανῆγεν,
δῶρα ὁµοίως διὰ πρέσβεων ἔπεµπε τοῖς σατράπαις καὶ τοῖς σπουδαίοις τῶν κατοίκων.
εἰς -ξ
ὁ φύλᾰξ (< κς) ἡ φλὸξ (< γς) ὁ ὄνῠξ (< χς)
τοῦ φύλακ-ος τῆς φλογ-ὸς τοῦ ὄνυχ-ος
τῷ φύλακι τῇ φλογὶ τῷ ὄνυχι
τὸν φύλακα τὴν φλόγα τὸν ὄνυχα
ὦ φύλαξ ὦ φλὸξ ὦ ὄνυξ
εἰς -ψ
ὁ κώνωψ (< πς) ὁ Ἄρᾰψ (< βς)
τοῦ κώνωπ-ος τοῦ Ἄραβ-ος
τῷ κώνωπι τῷ Ἄραβι
τὸν κώνωπα τὸν Ἄραβα
ὦ κώνωψ (< πς) ὦ Ἄραψ (< βς)
οἱ κώνωπες οἱ Ἄραβες
τῶν κωνώπων τῶν Ἀράβων
τοῖς κώνωψι (< πσι) τοῖς Ἄραψι (< βσι)
τοὺς κώνωπας τοὺς Ἄραβας
ὦ κώνωπες ὦ Ἄραβες
(τ, δ, θ)-ς
ὁ τάπης (< τς) ἡ ἐλπὶς (< δς) ὁ ὄρνις (< θς)
τοῦ τάπητ-ος τῆς ἐλπίδ-ος τοῦ ὄρνιθ-ος
τῷ τάπητι τῇ ἐλπίδι τῷ ὄρνιθι
τὸν τάπητα τὴν ἐλπίδα τὸν ὄρνιν (< θν)
ὦ τάπης ὦ ἐλπὶς ὦ ὄρνι (< θ)
ντ-ς (µονόθεµα)
ὁ ἀνδριὰς (< ντς) ὁ ἐλέφας (< ντς)
τοῦ ἀνδριάντ-ος τοῦ ἐλέφαντ-ος
τῷ ἀνδριάντι τῷ ἐλέφαντι
τὸν ἀνδριάντα τὸν ἐλέφαντα
ὦ ἀνδιὰς ὦ ἐλέφαν
οἱ ἀνδριάντες οἱ ἐλέφαντες
τῶν ἀνδριάντων τῶν ἐλεφάντων
τοῖς ἀνδριᾶσι (< ντσι) τοῖς ἐλέφασι (< ντσι)
τοὺς ἀνδριάντας τοὺς ἐλέφαντας
ὦ ἀνδριάντες ὦ ἐλέφαντες
Τὸ τελικὸ α τῶν οὐδετέρων εἶναι βραχύ (σῶµᾰ, δῶµᾰ, σχῆµᾰ, βῆµᾰ, νῆµᾰ).
Ἡ κατάλξη -ις εἶναι βραχεῖα·25 τὸ ἴδιο καὶ ἡ -ᾰς (-ᾰντος).
Ὀδοντικὸ πρὸ τοῦ σ ἀποβάλλεται, ἑποµένως ὁ τάπητς = τάπης.
Ὀδοντικὸ µὲ ν (ντ, νδ, νθ) πρὸ τοῦ σ ἀποβάλλετται, ἀλλὰ µὲ ἀντέκταση
(ἀναπληρωµατικὴ ἔκταση) τοῦ προηγουµένου βραχέως φωνήεντος σὲ µακρό·
ἀνδριᾰντ-σι = ἀνδριᾶσι (ἀνδριᾱσῐ), τὸ ᾰ ἔγινε ᾱ. Έτσι ἡ ὀνοµαστικὴ ὁ ὀδοὺς, τοῦ
ὀδόντος (δόντι) προκύπτει ἀπὸ ὀδοντ-ς (ἀποβάλλεται τὸ ντ καὶ τὸ ο γίνεται ου).
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο κλίνονται καὶ τὰ εἰς -οῦς -οῦντος, ἡ Τραπεζοῦς, τῆς
Τραπεζοῦντος, ὁ Ἁλιµοῦς, τοῦ Ἁλιµοῦντος (ὁ Ἅλιµος), ἡ Σαµψοῦς, τῆς Σαµψοῦντος,
25
Ἂν π.χ. ἡ κατάληξη -ις ἦταν µακρά, τὸ ὄνοµα Ἄρτεµις θὰ ἦταν Ἀρτέµις· ὅταν ἡ λήγουσα εἶναι
µακρά, ἡ προπαραλήγουσα δὲν τονίζεται. Ἑποµένως κάθε φορὰ ποὺ βλέπετε λέξη νὰ τονίζεται στὴν
προπαραλήγουσα, θὰ ξέρετε ὅτι ἡ λήγουσα εἶναι βραχεῖα, π.χ. ἀλήθειᾰ.
ἡ Κερασοῦς, τῆς Κερασοῦντος, ὁ πλακοῦς, τοῦ πλακοῦντος (ζυµαρικὸ σὰν
χυλοπίττα)· ὅλα περισπῶνται πλὴν τοῦ ὀδούς, ὀδόντος.
Τὰ εἰς -ῐς (καὶ -υς) βαρύτονα (δηλ. τὰ µὴ τονιζόµενα στὴ λήγουσα) µὲ
ὀδοντικὸ χαρακτῆρα σχηµατίζουν τὴν αἰτιατικὴ σὲ ν, ὅπως τὴν πόλιν· ἡ χάρις, τῆς
χάριτος, τὴν χάριν (ὄχι χάριτα), ἡ ἔρις, τῆς ἔριδος, τὴν ἔριν (ὄχι ἔριδα), ἡ Ἄρτεµις,
τῆς Ἀρτέµιδος, τὴν Ἄρτεµιν (ὄχι Ἀρτέµιδα), ὁ ὄρνις τὸν ὄρνιν. Τὴν κλιτικὴ
σχηµατίζουν ἐπίσης κατὰ τὸ ὦ πόλι, ὦ Ἄρτεµι, ὦ χάρι, ὦ ἔρι, ὦ ὄρνι. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ
ὀνόµατα ὁ παῖς καὶ ἡ τυραννὶς (ἀπολυταρχικὸ πολίτευµα),26 ὁ παῖς, τοῦ παιδός, τὸν
παῖδα, ὦ παῖ, ἡ τυραννίς, τῆς τυραννίδος, τὴν τυραννίδα, ὦ τυραννί.
Τὰ εἰς -ας βαρύτονα µὲ ὀδοντικὸ χαρακτῆρα σχηµατίζουν τὴν κλιτικὴ ὅµοια
µὲ τὸ θέµα (χωρὶς το ὀδοντικό, γιατὶ δὲν τελειώνει ἑλλ. λέξη σὲ τ, δ, θ), ὁ ἐλέφας, τὸν
ἐλέφαντα, ὦ ἐλέφαν, ὁ γίγας, τοῦ γίγαντος, τὸν γίγαντα, ὦ γίγαν.
Τὸ ι στὰ ὀνόµατα ποὺ κλίνονται, ὅπως τὸ ἐλπίς, ἐλπίδος, εἶναι πάτοτε βραχύ.
Ἐξαιροῦνται:
οἱ ἀψῖδες, βαλβῖδες, βλεφαρῖδες, κηλῖδες, κρηπῖδες (θεµέλια), κνηµῖδες
(περικνηµῖδες), νησῖδες, σφραγῖδες, χερῖδες (γάντια· µανίκια), ψηφῖδες
(πετραδάκια).
Τὰ εἰς -ῖτῐς -ίτῐδος ἔχουν τὸ ι µακρό, π.χ. ἡ φαρυγγῖτῐς (ἐνν. νόσος), τῆς
φαρυγγίτιδος, ἡ πυρῖτις, τῆς πυρίτιδος.
28
Ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι µὲ ω· τὸ ο εἶναι ἰσοπεδωτικὴ ἁπλοποίηση. Μὲ ω καὶ ἡ ἁγιωσύνη, ἀλλὰ ἡ
δικαιοσύνη µὲ ο. Ὅταν ἡ προηγουµένη συλλαβή εἶναι µακρὰ ἢ θέσει µακρά, -οσύνη· ὅταν εἶναι
βραχεῖα, -ωσύνη.
ΜΑΘΗΜΑ 13
Γ΄ κλίση 6: ὀνόµατα µὲ ὀδοντικὸ χαρακτῆρα (ν)τ
ἀλλὰ διπλόθεµα εἰς -ων (γ. -οντος).
γερωντ-, γεροντ-
ὁ γέρων (< ντς) οἱ γέροντες
τοῦ γέροντ-ος τῶν γερόντων
τῷ γέροντι τοῖς γέρουσι (< οντσι καὶ ἀντέκταση τοῦ ο σὲ ου)
τὸν γέροντα τοὺς γέροντας
ὦ γέρον (ἀπὸ τὸ 2ο θέµα) ὦ γέροντες
Μέλλων Ἀόριστος
λύσω ἔλυσα
λύσεις ἔλυσας
λύσει ἔλυσε(ν)
λύσοµεν ἐλύσαµε
λύσετε ἐλύσατε
λύσουσι(ν) ἔλυσαν
Ἀντίθετα ἀπὸ τὴν νέα ἑλληνικὴ ὁ µέλλων στὴν κλασσικὴ ἑλληνικὴ εἶναι
µονολεκτικός:
λύσω = θὰ λύσω (µέλλων στιγµιαῖος) ἢ θὰ λύνω (µέλλων διαρκείας)
Σχηµατίζεται µὲ τὴν παρεµβολὴ -σ- µεταξὺ θέµατος καὶ καταλήξεως:
λύ-ω, λύ-σ-ω
Ὁ ἀόριστος ἔχει καὶ αὔξηση καὶ -σ-:
λύω, ἔ-λυ-σ-ᾰ.
Ἡ κατάληξη -α τοῦ ἀορίστου εἶναι βεβαίως βραχεῖα, διαφορετικὰ ὁ τόνος δὲν
θὰ ἦταν στὴν προπαραλήγουσα.
Στὰ φωνηεντόληκτα ῥήµατα ὅπως π.χ. τὸ λύ-ω, στὰ ὁποῖα τὸ θέµα λήγει σὲ
φωνῆεν, ὁ χρονικὸς χαρακῆρας -σ- παρεµβάλλεται χωρὶς νὰ προκαλέσῃ καµµία ἄλλη
µεταβολή (λύω, λύσω, ἔλυσᾰ· χρίω, χρίσω, ἔχρισᾰ, πιστεύω, πιστεύσω, ἐπίστευσᾰ,
παιδεύω, παιδεύσω, ἐπαίδευσᾰ· ἀκούω, ἀκούσω, ἤκουσᾰ). Στὰ συµφωνόληκτα
ῥήµατα ὅµως τὰ πράγµατα περιπλέκονται, γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ σω - σᾰ (ἐπίζ-ω, ἐλπίσω,
ἤλπισᾰ), προκύπτουν καὶ καταλήξεις ξω - ξᾰ (τρέχ-ω, τρέξω, ἔτρεξᾰ), ψω - ψᾰ
(βλάπτ-ω, βλάψω, ἔβλαψᾰ). Πρὸς τὸ παρὸν θὰ περιορισθοῦµε στὶς ἑξῆς κατηγορίες:
29
Τὸ σῴζω ἔχει ὑπογεγραµµένη, µόνον ὅπου ὑπάρχει τὸ ζ.
τοὺς γονέας ἐπέµψατε. Νῦν ἐγὼ οἴκαδε ἥξω». Οἱ δὲ ἑταῖροι τούτῳ λέγουσιν: «Ἡµεῖς
διατρίψοµεν µικρὸν ἔτι ἐν Ἰταλίᾳ».
Ἐπεὶ δ’ οὖν ῎Ιβυκος τούτους οὐκ ἔπεισε, µόνος εἰς τὴν ῾Ελλάδα ἐπανῆγεν.
Ὅτε δ’ ἦν ἐν τῷ µεταξὺ τῆς θαλάττης καὶ τῆς Κορίνθου χωρίῳ, λῃσταὶ30 αὐτὸν
ἐφόνευσαν καὶ τὸ ἀργύριον ἥρπασαν. ῞Οτε δ’ οὗτος ἀπέθνησκε, τοὺς γεράνους, οἳ
εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπέτοντο, ἱκέτευσεν ὧδε· «Ὦ γέρανοι, ὑµεῖς καταµηνύσετε καὶ
κολάσετε τοὺς λῃστάς». Μετ’ οὐ πολὺ οἱ Κορίνθιοι τὸν µὲν νεκρὸν ἀπεκάλυψαν καὶ
ἔθαψαν, τοὺς λῃστὰς δ’ οὔ.31 Ὀλίγῳ µέντοι χρόνῳ ὕστερον οὕτω τοὺς λῃστὰς
ἀπεκάλυψαν.
Ἐν θεάτρῳ µετὰ τῶν Κορινθίων καὶ οἱ λῃσταὶ τοῦ Ἰβύκου παρῆσαν, ὑπὲρ δ’
αὐτῶν γέρανοι ἐπέτοντο. Τότε τῶν ληστῶν ὁ ἕτερος λέγει· «ὧ ἑταῖρε, ἰδοὺ οἱ γέρανοι
τοῦ Ἰβύκου». Θεατής δέ, ὡς ἤκουσε λέγει τῷ ἄλλῳ· «Οὐκ ἤκουσας τί οὗτοι λέγουσι»;
Καὶ εὐθὺς τὸ πρᾶγµα τοῖς ἄρχουσιν ἐµήνυσαν. Οἱ δὲ λῃσταὶ ὑπ’ ἀνάγκης τὴν πρᾶξιν
φαίνουσι καὶ θανάτῳ κολάζονται.
30
Ὁ λῃστὴς θέλει ὑπογεγραµµένη.
31
Τὸ οὐ τονίζεται (οὔ), ὅταν ἀκολουθῇ σηµεῖο στίξεως.
φαίνω = φανερώνω· φωτίζω.
Ἡ ὑποτακτικὴ δὲν ἔχει οὔτε παρατατικὸ οὔτε µέλλοντα οὔτε µετοχές καὶ
ἀπαρέµφατα.
Ἐνεστὼς Ἀόριστος
(ἵνα) λύω = γιὰ νὰ λύνω (ἵνα) λύσω = γιὰ νὰ λύσω
(ἵνα) λύῃς (ἵνα) λύσῃς
(ἵνα) λύῃ (ἵνα) λύσῃ
(ἵνα) λύωµεν (ἵνα) λύσωµεν
(ἵνα) λύητε (ἵνα) λύσητε
(ἵνα) λύωσι(ν) (ἵνα) λύσωσι(ν)
ἵνα τοῖς ἐκγόνοις µνήµην παρέχῃ = γιὰ νὰ παρέχῃ (διαρκῶς) µνήµη ...
ἀλλά, ἵνα τοῖς ἐκγόνοις µνήµην παράσχῃ = γιὰ νὰ θυµίσῃ (ἐκείνη τὴν στιγµὴ)
ὅταν βλέπωσιν εἰς τὸ τρόπαιον = κάθε φορὰ ποὺ κοιτάζουν τὸ τρόπαιο ...
ἀλλά, ὅταν ἀναβλέψωµεν εἰς τὸ ὑπὲρ τοῦ ποταµοῦ ἄκρον = ὅταν σηκώσουµε τὰ
µάτια καὶ κοιτάξουµε πρὸς τὸ ὕψωµα πάνω ἀπ’ τὸ ποτάµι ... (δηλ. τὴν συγκεκριµένη
ἐκείνη στιγµή).
Τρόπαιον Νίκης.
Ἄγωµεν, ὦ νέοι, εἰς τὴν ἐπὶ τοῦ ποταµοῦ γέφυραν. Ἐνταῦθα, ὅταν
ἀναβλέψωµεν εἰς τὸ ὑπὲρ τοῦ ποταµοῦ ἄκρον, χαίροµεν ἐπὶ τῇ τοῦ πολέµου τελευτῇ·
τρόπαιον γὰρ ἐν τῇ κορυφῇ ἐστι, στήλη λιθίνη καὶ Νίκη, ἵνα τοῖς ἐκγόνοις µνήµην
παρέχῃ τῆς τῶν προγόνων ἀρετῆς. Καὶ ἐν µὲν τῇ στήλῃ ἐπιγραφή ἐστιν, ἵνα τὰς τοῦ
πολέµου µάχας ὑποµιµνήσκῃ, ἡ δὲ Νίκη στέφανον ἔχει ἐπὶ τῇ κεφαλῇ. ∆ρέψωµεν καὶ
ἡµεῖς ἐκ τῶν ἀγρῶν ἄνθη, ἵνα στέφανον κατασκευάσωµεν καὶ τοῦτον τῇ Νίκῃ
προσκοµίσωµεν. Καὶ οἱ µὲν κοινωνοὶ τοῦ πολέµου, ὅταν βλέπωσιν εἰς τὸ τρόπαιον,
τῶν κοινῶν κινδύνων καὶ πόνων ἀναµιµνῄσκονται, οἱ δ’ ἄλλοι τὰς ἐκείνων νίκας
θαυµάζουσιν, ἵνα καλὴν τῆς ἀρετῆς σπουδὴν λαµβάνωσιν. ῾Υµεῖς δ’, ὦ νέοι, ἔστε
32
Στὴν βιβλικὴ γλῶσσα, ποὺ εἶναι µεταγενέστρη τῆς κλασσικῆς, τὸ ὅταν συντάσσεται καὶ µὲ ὁριστικὴ
καὶ µπορεῖ νὰ ἀναφέρεται καὶ στὸ παρελθόν, ὅπως στὴν νέα ἑλληνική· «καὶ ὅταν ἤνοιξεν τὴν σφραγῖδα
τὴν ἑβδόµην (Ἀποκ. 8,1).
ὑπόδειγµα ἀρετῆς, ἵνα ἀξίως τῆς πόλεως ἔργα πράξητε καὶ τὴν τῆς πατρίδος δόξαν
ἀµείωτον φυλάξητε».
ἄγω = ὁδηγῶ, καθοδηγῶ· φέρνω· πηγαίνω·33 ἄγω (= διανύω) τὸ εἰκοστὸν ἕτος· ἄγω
(= ἑορτάζω) ἑορτήν· ἄγω (= ἔχω µαζί µου) γυναῖκα (ὡς σύζυγο).
ἀναβλέπω (ἀνὰ = ἄνω) = βλέπω ἢ κοιτάζω ψηλὰ σηκώνοντας τὰ µάτια.
ἵνα = (σύνδεσµος) νά· γιὰ νά. Συντάσσεται πάντοτε µὲ ὑποτακτικὴ τόσο στὰ ἀρχαῖα
ὅσο καὶ στὰ νέα ελληνικὰ (ἐξ οὖ καὶ νὰ τρέξῃ, νὰ µάθῃ, νὰ ντυθῇ, νὰ φαίνωνται, νὰ
προηγῆται κ.λ.π.).34
τὸ ἄκρον = τὸ ὕψωµα (ὅπως περίπου ἡ ἄκρα).
χαίρω = χαίροµαι (δὲν ὑπάρχει χαίροµαι στὰ κλασσικὰ ἑλληνικά)· χαίρω ἐπὶ + δοτ. =
χαίροµαι γιὰ ...
ἡ τελευτὴ = τὸ τέλος.
τὸ τρόπαιον = µνηµεῖο µνήµης γιὰ τὴν νίκη σὲ πόλεµο.
ἡ Νίκη = ἡ θεὰ τῆς νίκης.
ὁ ἔκγονος = ὁ ἀπόγονος· ἐγγονός.
ἀρετὴ = διάκριση, ἐξαιρετικὴ ἐπίδοση, ἱκανότητα, ἀξιωσύνη· κατόρθωµα ποὺ ἐγγίζει
τὸ θαῦµα· δόξα· ἀνδρεία.
ὑποµιµνήσκω = ὑπενθυµίζω.
ὁ στέφανος = στεφάνι.
δρέπω = κόβω, ξεριζώνω.
προσκοµίζω = προσφέρω· κοµίζω = φέρνω.
ὁ κοινωνὸς = συµµέτοχος, συµµετέχων.
ἡ σπουδὴ = βιασύνη· ζῆλος, ἐπιµέλεια.
ἔστε = νὰ εἴσαστε, ἂς εἴσαστε· προστακτικὴ τοῦ εἰµί.
33
Τὸ νεοελλ. πηγαίνω προέρχεται ἀπὸ τὸν παρατ. ὑπῆγον τοῦ ὑπάγω (= θέτω ὑπό· πηγαίνω ὁ ἴδιος ἢ
πηγαίνω ἄλλον).· ρέ, ἄντε πάγενε! [ὑ]πάγε[νε], ἄγε, ὕπαγε.
34
Ἡ γραφὲς τῆς ὑποτακτικῆς µὲ ει ἢ µὲ ο (αντὶ ω) εἶναι ὸρθογραφικὲς ἁπλοποιήσεις, ποὺ εἰσήχθησαν
γιὰ πρώτη φορὰ κατὰ τὴ δεκαετεία τοῦ 1980.
ΜΑΘΗΜΑ 16
Ἀπαρέµφατα µέλλοντος καὶ ἀορίστου ἐνεργητικῆς φωνῆς.
Τὸ ἀπαρέµφατο µέλλοντος εἶναι τῆς µορφῆς λύσειν καὶ εἶναι πάντοτε εἰδικὸ
(µεταφράζεται µὲ ὅτι), π.χ.
Ἤλπιζεν αὐτὸν µαλακοῖς λόγοις παιδεύσειν = ἤλπιζε ὅτι µὲ (τὰ) µαλακὰ λόγια
θὰ τὸν ἐκπαιδεύσῃ (στὸ τέλος).
Ἐν τούτοις εἶναι δυνατὸν ἡ πρόταση νὰ µεταφρασθῇ καὶ διαφορετικά:
ἤλπιζε µὲ (τὰ) µαλακὰ λόγια νὰ τὸν ἐκπαιδεύσῃ (σὰν τελικὸ ἀπαρέµφατο).
Σ’ αυτὲς τὶς περιπτώσεις, ποὺ ἐπιδέχονται διπλὴ µετάφραση, τόσο µὲ ὅτι ὄσο
καὶ µὲ νά, ὑπερισχύει τὸ ὅτι καὶ τὸ ἀπαρέµφατο χαρακτηρίζεται εἰδικό.
Ἡ µοναδικὴ περίπτωση ποὺ τὸ ἀπαρέµφατο µέλλοντος εἶναι τελικὸ εἶναι,
ὅταν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ῥῆµα µέλλω (πρόκειται νά). Εἰδικὰ τὸ ῥῆµα µέλλω
συντάσσεται µὲ τελικὸ ἀπαρέµφατο ἐνεστῶτος ἢ µέλλοντος (καὶ σπανιώτερα
ἀορίστου), π.χ.
τῷ µέλλοντι βασιλεύσειν = σ’ αὐτὸν (ἢ γι’ αὐτὸν) ποὺ πρόκειται νὰ βασιλεύσῃ.
Ἐδῶ τὸ ἀπαρέµφατο µέλλοντος εἶναι τελικό! Στὸ κείµενο θὰ µποροῦσε νὰ
εἶχε γραφῇ καὶ ἀπαρέµφατο ἐνεστῶτος χωρὶς οὐσιαστικὴ ἀλλαγὴ στὴ µετάφραση:
τῷ µέλλοντι βασιλεύειν.
θηρεύω = κυνηγῶ· ἡ θήρα (κυνήγι). Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ θηρίον (ἄγριο ζῷο,
ἀγρίµι).
τοξεύω = ῥίχνω µὲ τόξο.
κιθαρίζω = παίζω κιθάρα.
γράφω = ἐδῶ: ζῳγραφίζω.
βούλοµαι (ἀποθετικὸ) = θέλω.
προκόπτω = προκόβω, προοδεύω· πρβλ. προκοπή. Προκόπτω ἐπὶ + αἰτ. = προκόπτω
σὲ κάτι.
κελεύω = διατάσσω, διατάζω.
κρούω = κτυπῶ· πρβλ. ἡ κροῦσις (κρούση), τὸ κροῦσµα (κτύπηµα ἀσθένειας ἢ
ἀξιόποινης πράξεως).
ὁ µέλλων, ἡ µέλλουσα, τὸ µέλλον + τελικὸ ἀπαρέµφατο = αὐτὸς ποὺ πρόκειται να ....
διαφέρω = ἐδῶ: ἐνδιαφέρω, καὶ τί πειράζει, ἂν ... ;
θεραπεύω τὰς τέχνας = καλλιεργῶ, ὑπηρετῶ τὶς τέχνες.
Α΄ Μονόθεµα
Ἑνικὸς
ἡ ἀκτὶ-ς (< νς) ὁ παιὰν36 Ἕλλην χιτὼν37
τῆς ἀκτῖν-ος τοῦ παιᾶν-ος Ἕλλην-ος χιτῶν-ος
τῇ ἀκτῖνι τῷ παιᾶνι Ἕλληνι χιτῶνι
τὴν ἀκτῖνα τὸν παιᾶνα Ἕλληνα χιτῶνα
ὦ ἀκτὶς ὦ παιὰν Ἕλλην χιτὼν
Πληθυντικὸς
αἱ ἀκτῖνες οἱ παιᾶνες Ἕλληνες χιτῶνες
τῶν ἀκτίνων τῶν παιάνων Ἕλλήνων χιτώνες
ταῖς ἀκτῖσι (< νσι) τοῖς παιᾶσι (< νσι) Ἕλλησι (< νσι) χιτῶσι (< νσι)
τὰς ἀκτῖνας τοὺς παιᾶνας Ἕλληνας
ὦ ἀκτῖνες ὦ παιᾶνες Ἕλληνες
Β΄ ∆ιπλόθεµα
Ἑνικὸς
λιµην-, λιµεν- κιων-, κιον- χελιδων-, χελιδον
ὁ λιµὴν38 κίων39 ἡ χελιδὼν
τοῦ λιµέν-ος κίων-ος τῆς χελιδόν-ος
τῷ λιµένι κίονι τῇ χελιδόνι
τὸν λιµένα κίονα τὴν χελιδόνα
ὦ λιµὴν κῖον ὦ χελιδὼν
Πληθυντικὸς
οἱ λιµένες κίονες αἱ χελιδόνες
τῶν λιµένων κιόνων τῶν χελιδόνων
τοῖς λιµέσι (< νσι) κίοσι (<νσι) ταῖς χελιδόσι (< νσι)
τοὺς λιµένας κίονας τὰς χελιδόνας
ὦ λιµένες κίωνες ὦ χελιδόνες
Ἀπὸ τὰ διπλόθεµα ὅσα εἶναι βαρύτονα (δηλ. ὅσα δὲν τονίζονται στὴ λήγουσα)
σχηµατίζουν τὴν κλιτικὴ ἀπὸ τὸ δεύτερο θέµα, ὁ κίων - ὦ κῖον, ὁ γεῖτων (γείτονας) -
ὦ γεῖτον.
Τὰ κύρια διπλόθεµα ὀνόµατα ὅπως Ἀγαµέµνων (Ἀγαµέµνονος), Ἀριστογείτων
(ἀριστογείτονος) καὶ τὰ παρόµοια, ἐκτὸς τοῦ ὅτι σχηµατίζουν κλητικὴ ἀπὸ τὸ δεύτερο
θέµα, ἀναβιβάζουν καὶ τὸν τόνο στὴν προπαραλήγουσα, ὦ Ἀγάµεµνον, ὦ
Ἀριστόγειτον.
Τὰ εἰς ις - ῖνος ἔχουν τὸ ι µακρό· ἡ ὠδίς, τῆς ὠδῖνος (ὁ πόνος τοῦ τοκετοῦ), ὁ
δελφίς, τοῦ δελφῖνος (δελφίνι).40
35
Ἡ ῥίς, τῆς ῥινὸς = ἡ µύτη· ῥινικὸς, ῥινικὲς (= ῥινικαὶ) σταγόνες (ἡ σταγών, τῆς σταγόνος).
36
Ὁ παιὰν εἶναι τραγούδι νίκης καὶ θριάµβου, τὸ ἀντίθετο τοῦ θρήνου..
37
Ὁ χιτὼν, ὅπως καὶ ἡ λατ. λέξη tunica, εἶναι λέξη σηµιτικῆς προελεύσεως· φοινικ. ktn, ἑβρ. kuttóneth,
Ἀκκαδ. kittínu. Σηµαίνει ἔνδυµα χωρὶς µανίκια, ποῦ φοριέται κατάσαρκα.
38
Ὁ λιµὴν = λιµάνι.
39
Ὁ κίων = κολώνα.
Τὰ εἰς ὰς - ᾶνος ἔχουν τὸ α µακρό· ὁ παιᾶν, τοῦ παιᾶνος, ὁ Ἀκαρνάν, τοῦ
Ἀκαρνᾶνος, οἱ Ἀκαρνᾶνες (κάτοικοι τῆς Ἀκαρνανίας, τῆς περὶ τὸ Ἀγρίνιον περιοχῆς,
θὰ λέγαµε στὴν καθαρεύουσα).
Συντακτικὴ παρατήρηση. Ἡ γενικὴ ὡς ἐπιρρηµατικὸς προσδιορισµὸς τοῦ
χρόνου, γενικὴ τοῦ χρόνου.
Γενικὲς ὀνοµάτων ποὺ σηµαίνουν φυσικὴ ὑποδιαίρεση τοῦ χρόνου (π.χ.
ἡµέρας, νυκτός, µεσηµβρίας, ὄρθρου, ἑσπέρας, θέρους, χειµῶνος κ.λ.π.) µποροῦν νὰ
δηλώνουν τὸ διάστηµα χρόνου, ἐντὸς τοῦ ὁποίου συµβαίνει µιὰ πράξη. Ἡ γενικὴ τοῦ
χρόνου εἶναι ἐπιρρηµατικὸς προσδιορισµός, ἀντιστοιχεῖ δηλ. σὲ ἐπίρρηµα ποὺ ἀπαντᾷ
στὴν ἐρώτηση πότε. Ὁ Σωκράτης τὸ αὐτὸ ἱµάτιον ἔφερε θέρους τε καὶ χειµῶνος (ὁ
Σωκράτης φοροῦσε τὸ ἴδιο ῥοῦχο καὶ τὸ καλοκαίρι καὶ τὸν χειµῶνα). Ταῦτα ἐγένετο
ἡµέρας (αὐτὰ ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡµέρας). Τοῦτο ἐγένετο δὶς τῆς ἡµέρας
(αὐτὸ ἔγινε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἡµέρας δύο φορές).
Ὁ χειµών.
Χειµῶνος, ὅταν πολλὴ χιὼν τοὺς ἀγροὺς κατέχῃ, οἵ τε γεωργοὶ ἡσυχίαν
ἄγουσι καὶ οἱ ποιµένες. Οὔτε γὰρ τοὺς ἀγροὺς ἔστιν ἐργάζεσθαι διὰ τὴν χιόνα, οὔτε
νέµειν τὰ πρόβατα, ὅτι χόρτος οὐκ ἔστιν ἐν τοῖς λειµῶσιν. Οἱ δὲ ναῦται τὰ πλοῖα εἰς
τοὺς λιµένας κατάγουσι καὶ ἐνταῦθα µένουσιν εἰς τὸ ἔαρ· ἄπορος γὰρ ἡ θάλαττα καὶ
διὰ τὸν κρύσταλλον καὶ διὰ τοὺς χειµῶνας. Ἐν δὲ ταῖς οἰκίαις οἱ ἄνθρωποι ξύλα
καίουσιν· ὅταν δ’ ἀναγκάζωνται ἔξω τοῦ οἴκου εἶναι, πυκνοὺς χιτῶνας καὶ χλαίνας
ἐνδύονται, τὰς δὲ κεφαλὰς διφθέραις ἐγκαλύπτουσι. Πολλάκις δ’ αἱ κατ’ ἀγρὸν ὁδοὶ
τῇ χιόνι οὕτω δύσποροι γίγνονται, ὥστε τοὺς γεωργοὺς πολλὰς ἡµέρας καὶ δὴ καὶ
µῆνας τῶν γειτόνων ἀποκλείεσθαι. Τὰ δὲ θηρία τῷ λιµῷ ἀναγκάζονται τοῖς τῶν
γεωργῶν σταθµοῖς πλησιάζειν καὶ ἁρπάζειν χῆνας καὶ ἄλλα ζῷα.
ἡ χιὼν, τῆς χιόνος = τὸ χιόνι· διὰ τὴν χιόνα = λόγῳ τοῦ χιονιοῦ (διὰ + αἰτ. =
ἀναγκαστικὸ αἴτιο).
κατέχω = ἐδῶ: καλύπτω, ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχή µου.
τε (ἐγκλιτικὴ λέξη) = καὶ (ἀναφέρεται στὴν προηγούµενη λέξη), οἵ τε = καὶ οἱ· τὸ οἵ
δὲν εἶναι ἐδῶ ἡ ἀναφορικὴ ἀντωνυµία ὅς, ἥ, ὃ στὸν πληθ., ἀλλὰ τὸ ἄρθρο οἱ τὸ ὁποῖο
ἔχει δεχθῆ (ὡς ὀξεῖα) τὸν τόνο τοῦ ἐγκλιτικοῦ τε.
ἡσυχίαν ἄγω = ἡσυχάζω.
ὁ ποιµήν, τοῦ ποιµένος = ὁ βοσκός.
ἐστὶν + ἀπαρ. = εἶναι δυνατὸν νὰ ...
διὰ τὴν χιόνα = λόγῳ τοῦ χιονιοῦ (ἀναγκαστικὸ αἴτιο).
ὁ χόρτος = τὸ χορτάρι.
ὁ λειµών, τοῦ λειµῶνος = τὸ λειβάδι.
ὁ λιµήν, τοῦ ληµένος = τὸ λιµάνι.
κατάγω (κατὰ + ἄγω) = φέρνω κάτω, κατεβάζω. Ἐδῶ ἔχει τὴν ἔννοια τοῦ µεταφέρω
τὰ πλοῖα ἀπὸ τὰ ψηλὰ νερά, δηλ. ἀπὸ τὰ βαθειὰ νερά, στὰ ῥιχά.
τὸ ἔαρ, τοῦ ἔαρος (βλ. µάθ. 18) = ἡ ἄνοιξη· εἰς τὸ ἔαρ = µέχρι τὸ ἔαρ· ἐαρινὸς = τῆς
ἀνοίξεως.
ὁ ἡ ἄπορος, τὸ ἄπορον = ἀδιαπέραστος, ἀδιάβατος (βλ. µάθηµα 2).
ὁ κρύσταλλος = πάγος.
διὰ τὸν κρύσταλλον = λόγῳ τοῦ πάγου (διὰ + αἰτ. ἀναγκαστικὸ αἴτιο).
ὁ χειµών, τοῦ χειµῶνος = ὁ χειµῶνας· καταιγίδα, θύελλα, κακοκαιρία.
40
Καὶ ἀργότερα ὁ δελφίν, τοῦ δελφῖνος. Ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα καὶ ὁ δελφύς, τοῦ δελφύος = ἡ µῆτρα. Τὸ
δελφίνι λέγεται ἔτσι, ἐπειδὴ ἔχει µῆτρα. Ἀδελφὸς εἶναι ὁ προερχόµενος ἀπὸ τὴν ἴδια µῆτρα· τὸ ἀ- ἐδῶ
εἶναι προσθετικὸ καὶ ὄχι στερητικό. Ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα καὶ οἱ ∆ελφοί, ἀπὸ τὸ σχῆµα τοῦ τόπου.
διὰ τοὺς χειµῶνας = λόγῳ τῆς κοκοκαιρίας (διὰ + αἰτ. ἀνγκαστικὸ αἴτιο).
ἡ χλαίνη = παλτό.
ἡ διφθέρα = δέρµα.41
ἐγκαλύπτω (ἐν+καλύπτω) = καλύπτω βαθειά, κουκουλώνω, κρύβω καλά.
τῇ χιόνι = γιὰ τὸ χιόνι, ἀλλὰ µὲ αἰτιολογικὴ σηµασία, λόγῳ τοῦ χιονιοῦ, ἐξ αἰτίας τοῦ
χιονιοῦ (δοτικὴ τῆς αἰτίας).
ὁ ἡ δύσπορος, τὸ δύσπορον = δύσβατος, δύσκολα διαβατός, δὲν περνιέται εὔκολα
(τὸ δυσ- δηλώνει δυσκολία)· δύσπορος τροφὴ = δυσεύρετη τροφή· πορίζοµαι =
προµηθεύοµαι.
ὥστε τοὺς γεωργοὺς ... ἀποκλείεσθαι = ὥστε οἱ γεωργοὶ νὰ ἀποκλείωνται (τὸ
ὑποκείνενο τοῦ ἀπαρεµφάτου σὲ πτώση αἰτιατική, τοὺς γεωργούς).
καὶ δὴ = καὶ µάλιστα.
ἀποκλείοµαι τινὸς = ἀποκλείοµαι ἀπὸ κάτι. Ῥήµατα ποὺ σηµαίνουν ἀποµάκρυνση
ἀπὸ κάτι, ἄρα καὶ ἀποκλεισµὸ ἀπὸ κάτι συντάσσονται µὲ γενική. Ἐπίσης πολλὰ
ῥήµατα σύνθετα µὲ τὴν πρόθεση ἀπὸ συντάσσονται µὲ γενική, καθὼς ἡ πρόθεση ἀπὸ
συντάσσεται µόνο µὲ γενικὴ στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, ἀπὸ τῶν γειτόνων ..., ὄχι ἀπὸ τοὺς
γειτόνους.
ὁ λιµὸς = ἡ µεγάλη πεῖνα (τῆς πείνης στὰ ἀρχαῖα, ἐπειδὴ τὸ α εἶναι µὴ καθαρό).
τῷ λιµῷ = γιὰ (αἰτιολογικὸ) τὸν λιµό, ἐξ αἰτίας τοῦ λιµοῦ, λόγῳ τοῦ λιµοῦ. Ἡ δοτική,
ὅταν ἐκφράζει τὸ αἴτιο, λέγεται δοτικὴ τῆς αἰτίας.
ὁ σταθµὸς = τόπος ἢ χῶρος σταθµεύσεως, κατάλυµα.
ὁ χήν, τοῦ χηνὸς (γιὰ τὰ ἀρσενικὰ) καὶ ἡ χήν τῆς χηνὸς (γιὰ τὰ θηλικὰ) = ἡ χῆνα.
41
Ἡ ἔκφραση «ὁµιλεῖ ἀπὸ διφθέρας» λέγεται, ὅταν ὁ ὁµιλητὴς µιλάει διαβάζοντας ἀπὸ σηµειώσεις,
ποὺ ἔχει µπροστά του, καὶ δὲν τὰ λέει ἀπ’ ἔξω (ἀπὸ στήθους, ἐξ οὖ καὶ ἀποστήθισις/ση)· διότι ἡ
περγαµηνή, τὸ χαρτὶ τῆς ἐποχῆς, ἦταν ἀπὸ δέρµα, δηλ. ἀπὸ διφθέρα. Ἡ λέξη ἐπιβιώνει στὸ
νεοελληνικὸ «τεφτέρι», σηµειωµατάριο.
ΜΑΘΗΜΑ 18
Γ΄ κλίση 8: ὑγρόληκτα (µὲ χαρακῆρα ρ ἢ λ στὴ γενική).
ῥητωρ-, ῥητορ-
ὁ ῥήτωρ σωτὴρ ἃλ-ς42 τὸ ἔαρ νέκταρ
τοῦ ῥήτορος σωτῆρ-ος ἁλ-ὸς τοῦ ἔαρ-ος ἢ νέκταρ-ος
τῷ ῥήτορι σωτῆρι ἁλὶ τῷ ἦρος νέκταρι
τὸν ῥήτορα σωτῆρα ἅλα τὸ ἔαρι ἢ ἦρι νέκταρ
ὦ ῥῆτορ σῶτερ ἃλς ὦ ἔαρ νέκταρ
ἔαρ
Ἀστρολόγος.
Ὁ οὐρανὸς ἐν αἰθρίᾳ γέµει ἀστέρων Τούτων οἱ µὲν θηρσίν ὅµοιοί εἰσιν, οἱ δ’
ἰχθύσιν. Οἱ ἀρχαῖοι ᾤοντο τοὺς ἀστέρας καὶ τοὺς ἀνέµους θεοὺς εἶναι καὶ ἐν τῷ
αἰθέρι διατρίβειν, ἔνθα ἀµβροσίαν ἤσθιον και νέκταρ ἔπινον, ὥσπερ οἱ Ὀλύµπιοι
θεοί. ∆ιὸ ναοὺς τοῖς ἀστράσι κατεσκεύαζον καὶ ὡς σωτῆρας αὐτοὺς ἐν ταῖς
δυστυχίαις ἐθεράπευον. Ὅσοι δὲ τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἐξήταζον ἀστρολόγοι ὠνοµάζοντο.
Τούτων τίς ποτε εἴθιζεν ἑκάστοτε τοὺς ἀστέρας ἐξετάζειν. Περιῆγεν οὖν τῆς
νυκτὸς χειµῶνός τε καὶ ἔαρος κατὰ τὸ προάστειον καὶ τοὺς ἀστέρας ἔγραφεν ἐν
πινακίῳ.
Εἶτα δ’ εἰς τὴν ἀγορὰν ἔρχεται καὶ ἔχων ἐν χερσὶ τὸ πινάκιον ἐπεδείκνυε
τοῦτο τοῖς φιλοσόφοις, τοῖς ῥήτορσι καὶ τοῖς ἄλλοις σοφοῖς. ῎Ελεγε δ’ αὐτοῖς ὅτι τῶν
ἀστέρων οἱ µὲν πλανώµενοί εἰσιν, οἱ δ’ οὔ. Τῶν δὲ κλητήρων τῆς ἀγορᾶς τις
ὑπολαµβάνει καὶ λέγει· «῏Ω ἑταῖρε, µάρτυρας τοὺς θεοὺς ἔχω ὅτι σὺ ψεύδῃ·
πλανώµενοι γὰρ οὔκ εἰσιν οἱ ἐν τῶ ἀέρι ἀστέρες, ἀλλ’ οὗτοι οἱ ἄνθρωποι», καὶ
δεικνύει τοὺς ἐν τῇ ἀγορᾷ.
42
Ὁ ἃλς = τὸ ἁλάτι. Ἡ ἅλς, τῆς ἁλὸς = ἡ θάλασσα (ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ λέξη σηµαίνει πρωτίστως ἁλάτι).
Ἀπὸ τὴν ἴδια ῥίζα ἡ ἁλιεία. Στὰ ἑλληνικὰ δὲν ὑπάρχει λέξη γιὰ τὴν θάλασσα. Ἡ λέξη θάλασσα εἶναι
προελληνική. Ἡ λέξη πόντος, ποὺ χρησιµοποιεῖται γιὰ τὴν θάλασσα, σηµαίνει πρωτίστως πεδιάδα,
πεδίο. Αὐτὸ σηµαίνει ὅτι οἱ Ἕλληνες, ἂν καὶ γνώριζαν τὸ ἁλάτι τῶν µεγάλων λιµνών, ἦλθαν στὴν
Ἑλλάδα ἀπὸ περιοχὴ ποὺ δὲν εἶχε θάλασσα.
43
Ἡ ἔκφραση «ὡς κεραυνὸς ἐν αἰθρίᾳ» λέγεται γιὰ κάτι ἀναπάντεχο, ξαφνικὸ καὶ ἀπρόσµενο.
ἡ ἀµβροσία = ἡ τροφὴ τῶν θεῶν, τὸ ἐλιξίριο τῆς ζωῆς· ἀµβρόσιος = ἀθάνατος,
θεϊκός, µὴ βροτός, µὴ ὑποκείµενος σὲ ἀποσύνθεση.
ἐσθίω = τρώγω.
τὸ νέκταρ, τοῦ νέκταρος = τὸ ποτὸ τὼν θεῶν (ἀγνώστου ἐτυµολογίας καὶ σηµασίας·
ἴσως προελληνικὴ λέξη).
ὥσπερ (ὡς+περ) = ὅπως ἀκριβῶς (-περ = ἀκριβῶς), π.χ. ἐπειδήπερ = ἐπειδὴ ἀκριβῶς.
ὁ σωτήρ, τοῦ σωτῆρος.
τίς ποτε = κάποιος κάποτε (ἔγκλιση τόνου: ὁ τόνος τοῦ ποτὲ ἔχει περάσει ὡς ὀξεῖα
στὸ τίς).
ἐθίζω = 1. συνηθίζω, ἔχω συνήθεια νὰ ... 2. συνηθίζω ἄλλον. Παρατατικός: εἴθιζον·
ἀόρ. εἴθισα (ἐπειδὴ ὑπάρχει ποιητικὸς τύπος εἰθίζω). Εἴθισται (παρακ. µέσης φωνῆς)
= συνηθίζεται (ἀπρόσωπο).
ἑκάστοτε = κάθε φορά, σὲ κάθε εὐκαιρία.
περιάγω = περιφέρω· περιφέροµαι, τριγυρίζω.
τὸ πινάκιον = µικρὸς πίναξ/κας, πινακίδα (tablet).
τῆς νυκτός, χειµῶνος, ἔαρος = γενικὲς τοῦ χρόνου (κατὰ τὴν διάρκεια ...)
τε (ἐγκλιτικὴ λέξη) = καὶ· τὸ τε ἀναφέρεται πάντοτε στὴν προηγούµενη λέξη·
χειµῶνός τε καὶ ἔαρος = καὶ (= τε) τὸν χειµῶνα καὶ τὴν ἄνοιξη.
γράφω = ἐδῶ: ζωφραγίζω, σχεδιάζω, σκιαγραφῶ.
ἡ χείρ, τῆς χειρὸς = τὸ χέρι. Οἱ Κρητικοὶ λένε ἡ χέρα διατηρῶντας καὶ τὸ σωστὸ γένος
καὶ τὴν ἀρχαία προφορὰ τοῦ η (τό τε ὁρθὸν γένος καὶ τὴν ἀρχαίαν προφοράν, θὰ
λέγαµε στὴν καθαρεύουσα).
ὁ ῥήτωρ, τοῦ ῥήτορος.
ὁ κλητήρ, τοῦ κλητῆρος = ὁ κήρυκας (κῆρυξ), αὐτὸς ποὺ καλεῖ, κάνει κλήση καὶ
συγκαλεῖ τοὺς πολῖτες σὲ συγκέντωση ἢ αὐτὸς ποὺ εἶναι µάρτυρας ὅτι ἡ συγκέντωση
εἶναι νόµιµη.
ὑπολαµβάνω = λαµβάνω τὸν λόγο.
ψεύδῃ = β΄ ἑνικὸ πρ. ψεύδεσαι. Ψεύδη (χωρὶς ὑπογεγραµµένη) = τὰ ψεύδη, ψέµµατα.
ὁ ἀήρ, τοῦ ἀέρος.
πλανώµενοι = (λογοπαίγνιο) πλανῶµαι = περιπλανῶµαι, ἀλλὰ καὶ εἶµαι σὲ πλάνη.
αἱ θυγατέρες ἄνδρες -
τῶν θυγατέρων ἀνδρῶν
ταῖς θυγατράσι ἀνδράσι
τὰς θυγατέρας ἄνδρας
ὦ θυγατέρες ἄνδρες
44
Σήµερα, ὅταν λέµε ξερός, διατηροῦµε στὴν οὐσία τὴν ἀρχαία προφορὰ του η. Στὴ λαϊκὴ γλῶσσα ἡ
ἀρχαία προφορὰ διατηρεῖται καὶ σὲ ἄλλες λέξεις, ὅπως π.χ. τὸ υ τῆς λέξεως κυτίς, κυτίδος ἢ κυτίον στὴ
λέξη κουτί.
ΜΑΘΗΜΑ 20
Γ΄ κλίση 10: οὐδέτερα σιγµόληκτα στὴν ὀνοµαστικὴ εἰς -ᾰς.
Αὐτὰ εἶναι ἐπίσης ἕξι: τὸ κρέας, τὸ κέρας (κέρατο), τὸ πέρας (τέλος), τὸ τέρας
(παράξενο σηµάδι ἐκ θεοῦ, κάτι σὰν θαῦµα· τέρας), τὸ γῆρας καὶ τὸ γέρας (τιµητικὸ ἢ
δικαιωµατικὸ δῶρο, βραβεῖο). Τὸ ὄνοµα ἅλας (ἁλάτι) εἶναι µεταγενέστερο καὶ
κλίνεται ὡς ὀδοντικόληκτο, τὸ ἅλας, τοῦ ἅλατος.
Ὅλα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ τὸ γέρας εἴτε ἔχουν καὶ δεύτερους τύπους κατὰ
τὰ ὀδοντικόληκτα (-τ) εἴτε κλίνονται ὡς ὀντικόληκτα, ὅπως τὸ πέρας, ποὺ εἶναι µόνο
ὀδοντικόληκτο, καὶ τὸ τέρας, ποὺ στὸν ἑνικὸ τοὐλάχιστον εἶναι µόνο ὀδοντικόληκτο.
Οἱ δεύτεροι τύποι εἶναι ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς.
Οἱ τύποι κέρως, κρέως, γήρως, γέρως προέκυψαν, ἐπειδὴ το σ ἀποβάλλεται
µεταξὺ δύο φωνηέντων καὶ ἐν συνεχείᾳ τὰ δύο φωνήεντα συναιροῦνται· τοῦ κρέασ-ος
- κρέα-ος - κρέως (α+ο = ω)· τῷ κρέασ-ι - κρέαϊ - κρέᾳ (α+ι = ᾳ).
Γέρων ξυλοκόπος.
Γέροντα ξυλοκόπον τὸ γῆρας κατέτρυχε· τῷ γὰρ γήρᾳ πρόσεστι πολλὰ τὰ
δεινά. Ἐπειδὴ δὲ τοῦτον οὐδεὶς ἐθεράπευεν, ἵνα τὰ ἐπιτήδεια ἔχη, καθ’ ἑκάστην ξύλα
ἐκ τοῦ δρυµῶνος ἔκοπτε καὶ εἰς τὸ ἄστυ ταῦτα ἐπὶ τῶν ὤµων ἐκόµιζε. Πέρας δ’ ὅµως
τῶν δεινῶν οὕτως οὐκ ἦν καὶ διῆγε τὸν βίον µετὰ πόνου· τῷ γὰρ γήρᾳ καὶ τῆ λιτῇ
διαίτῃ ἀσθενὴς ἦν καὶ σπανίως µετελάµβανε κρεῶν· ἔστι δ’ ὅτε µόνον µικρά τεµάχια
ἄρτου καὶ κρεῶν παρὰ τῶν κατοίκων ἐλάµβανεν ὡς γέρα τοῦ γήρως, ἀλλὰ καὶ ταῦτα
οὐχ ἱκανὰ ἦν λῦσαι αὐτὸν τῶν πόνων καὶ τοῦ γήρως.
Καί ποτε διὰ τὸν πόνον τῆς ὁδοῦ τὸ φορτίον ἀπορρίπτει κατὰ γῆς καὶ ἱκετεύει
τὸν θάνατον πέρας τῶν δεινῶν παρέχειν αὐτῷ. Αἴφνης ὁ θάνατος ἐπιφαίνεται καὶ
πυνθάνεται παρὰ τοῦ γέροντος, διατὶ αὐτὸν ἐπικαλεῖται. Ὁ δὲ γέρων ἀποκρίνεται·
«ἵνα τὸ φορτίον ἄρῃς».
45
Τὸ ῥῆµα ζῶ κλίνεται στὸν ἐνεστῶτα: ζῶ, ζῇς, ζῇ, ζῶµεν, ζῆτε, ζῶσι· ἀπαρέµφατο: ζῆν. Ἡ γραφὴ
ζεῖς, ζεῖ δὲν εἶναι παρὰ ἁπλοποίηση, µολονότι εἶχε ἐπικρατήσει ἀκόµη καὶ στὴν καθαρεύουσα.
Προστακτική: ζήθι! (νὰ ζῇς, νὰ ζήσῃς), ζήτω! (νὰ ζήσῃ), ζῆτε! (νὰ ζήσετε), ζήτωσαν! (νὰ ζήσουν).
Ἑποµένως τὸ ζήτω! δὲν εἶναι ἐπιφώνηµα, ἀλλὰ προστακτική γ΄ ἑνικοῦ. Στὰ ἀρχαῖα ἕλλ. οἱ τύποι ζεῖς,
ζεῖ, ζεῖτε καὶ ζεῖν εἶναι τοῦ ῥήµατος ζέω = βράζω, ἀναβράζω· ἐξ οὗ καὶ ζέχνω (ἀναδίδω ἄσχηµη ὀσµή,
ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ ζύµωση), ἀλλὰ καὶ ζεστός, ζέστη.
γενική. Ἐδῶ τὸ ῥῆµα λύω εἶναι δίπτωτο, δηλ. ἔχει δύο ἀντικείµενα, λύω τινὰ τινός (=
λύω κάποιον ἀπὸ κάτι), λύω αὐτὸν (ἀπαλλάσσω αὐτὸν) τῶν κόπων (ἀπὸ τὰ βάσανα).
παρέχω τινὶ τὶ = (δίπτωτο) παρέχω σὲ κάποιον κάτι.
πέρας τῶν δεινῶν = τέλος, τέρµα στὰ δεινά· παρέχω πέρας τῶν δεινῶν = τερµατίζω
τὰ δεινά, βάζω τέλος στὰ δεινά. Τὰ ῥήµατα ποὺ σηµαίνουν ἀρχίζω ἢ παύω κάτι, δηλ.
τὰ ἐνάρξεως ἢ λήξεως, συντάσσονται µὲ γενική. Ἑποµένως ἐδῶ ἡ γενικὴ τῶν δεινῶν
ὡς προσδιορισµὸς στὸ πέρας εἶναι κάτι σὰν ἀντικείµενο· ἡ ἔννοια εἶναι ὅτι ὁ θάνατος
σταµατάει τὰ δεινά (ἀντικείµενο). Τέτοιου τύπου γενικές λέγονται ἀντικειµενικὲς
γενικές. Ἡ φράση πέρας τῶν δεινῶν σὲ ἄλλη συνάφεια θὰ µποροῦσε νὰ ἔχει τὴν
ἀκριβῶς ἀντίστροφη σηµασία: τὰ δεινὰ σταµατοῦν. Σ’ αυτὴν τὴν περίπτωση ἡ γενικὴ
τῶν δεινῶν θὰ ἦταν γενικὴ ὑποκειµενική.
διὰ τὸν πόνον τῆς ὁδοῦ = (διὰ + αἰτ. = ἀναγκαστικὸ αἴτιο) ἐξ αἰτίας τῆς κοπώσεως
τῆς διαδροµῆς. Ἡ γενικὴ τῆς ὁδοῦ εἶναι γενικὴ ὑποκειµενική: ἡ ὁδὸς (ὑποκείµενο)
προκαλεῖ κόπο.
ἐπικαλέοµαι-οῦµαι = καλῶ, φωνάζω.
αἴρω = σηκώνω, ὑψώνω· ἀποσύρω, ἀποµακρύνω· αἴροµαι = ὑψώνοµαι·
ἀποµακρύνοµαι ἀπὸ τὴ θέση µου· πρβλ. ἄρση (ἄρσις) βαρῶν· ἔπαρση (ἔπαρσις), δηλ.
ὕψωση ἑαυτοῦ, ἐγωϊσµός, αλλὰ καὶ ἔπαρσις τῶν χειρῶν = ὕφωση τῶν χεριῶν, ἔπαρση
τῆς σηµαίας· ἅρση τῆς διαθήκης = κατάργηση, ἀπόσυρση τῆς διαθήκης· αἴρεται ἡ
παρεξήγηση (παύει νὰ ὑπάρχει).
αἴφνης = (ἐπιρρ.) ξαφνικά.
ἐπιφαίνοµαι = ἐµφανίζοµαι, κάνω τὴν ἐµφάνισή µου.
ΜΑΘΗΜΑ 21
Γ΄ κλίση 11: οὐδέτερα ἀκατάληκτα σιγµόληκτα εἰς -ος, γεν. -ους.
46
Τὸ χρέος κλίνεται καὶ ὡς ἀττικόκλιτο β΄ κλίσεως, τὸ χρέως, τοῦ χρέω, τὰ χρέω, τῶν χρέων (βλ. µάθ.
77).
47
Ἐπειδὴ προηγεῖται κι ἄλλο ε (εεα), τὸ ε+α γίνεται α (χρέα) καὶ ὄχι η (ὄχι ὅπως κράτεα - κράτη).
48
Προστακτικὴ τοῦ ῥ. εἶµι (ἐνεστὼς µὲ σηµασία µέλλοντος, θὰ ἔλθω ἢ θὰ πάω). Ὁ ἐνεστὼς
ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὸ ῥ. ἔρχοµαι. Προστ. ἐνεστ. ἴθι (πήγαινε), ἴτω (νὰ πάῃ), ἴτε (πηγαίνετε,
προχωρεῖτε), ἰόντων ἢ ἴτωσαν (νὰ πᾶνε)· ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε (Αἰσχύλου, Πέρσαι).
Νὰ κλίνετε τὰ τυπωµένα µὲ µαῦρα στοιχεῖα ὀνόµατα τοῦ κειµένου.
Τὰ Τέµπη.
Τὰ Τέµπη τὰ Θεσσαλικὰ χῶρός ἐστι µεταξὺ τοῦ Ὀλύµπου καὶ τῆς ῎Οσσης.
῎Ορη δὲ ταῦτα ὑπερύψηλά ἐστι καὶ σχίζεται, οἷον ὑπὸ θείας φροντίδος. Χωρίον οὕτω
γίγνεται τὸ µὲν µῆκος ἐπὶ τεσσαράκοντα σταδίους, τὸ δὲ πλάτος σχεδὸν πλέθρου.
Ἐν τούτῳ ἄλση ἐστὶ καὶ δάση σκιερὰ καὶ πλῆθος ἀνθέων. ῎Ορνιθες δ’ ἡδέως
ᾄδουσι καὶ τῷ µέλει τὸν κάµατον τῶν ὁδοιπόρων ἀφανίζουσι. ∆ιὰ µέσου δὲ τῶν
Τεµπῶν ὁ Πηνειὸς ποταµὸς ῥεῖ, εἰς ὅν χείµαρροι και ῥύακες ἐµβάλλουσι. Τούτου αἱ
πηγαὶ ἐν τοῖς ὄρεσίν εἰσιν.
῎Εχει δ’ οὕτω διατριβὰς ποικίλας ὁ τόπος οὐκ ἀνθρωπίνης χειρὸς ἔργα, ἀλλὰ
φύσεως· ἐν δὲ τῷ ὄρει Ὀλύµπῳ, ὅς ὑπέρκειται τῶν Τεµπῶν, οἱ δώδεκα Ὀλύµπιοι θεοὶ
τὸ πάλαι τὰς κατοικίας εἶχον καὶ ἥδοντο ἐπὶ τῆ θέᾳ τῶν Τεµπῶν καὶ τῷ µέλει τῶν
ὀρνίθων.
49
Προσέξτε ὅτι τὸ ὄρος παίρνει ψιλή, ἐνῷ ὁ ὅρος (ὁρίζω, καθορίζω) δασεῖα.
50
Στὶς σύνθετες λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ ῥ, ὅταν ἡ προηγουµένη συλλαβὴ εἶναι βραχεῖα, τὸ ῥ
διπλασιάζεται, π.χ. καταρροή, διαρροή.
ΜΑΘΗΜΑ 22
Γ΄ κλίση 12: οὐδέτερα ἀκατάληκτα σιγµόληκτα διπλόθεµα
εἰς -ης, γεν. -ους ἢ -έους.
Σωκρατησ-, Ἡρακλεησ-,
Σωκρατεσ- Ἡρακλεεσ-
ὁ Σωκράτης Ἡρακλῆς οἱ Σωκράται Ἡρακλεῖς
τοῦ Σωκράτους Ἡρακλέους τῶν Σωκρατῶν Ἡρακλέων
τῷ Σωκράτει Ἡρακλεῖ τοῖς Σωκράταις -
τὸν Σωκράτη(ν)51 Ἡρακλέα (χωρὶς ν) τοὺς Σωκράτας Ἡρακλεῖς
ὦ Σώκρατες Ἡράκλεις ὦ Σωκράται Ἡρακλεῖς
Τὸ πρῶτο θέµα εἶναι µόνο γιὰ τὴν ὀνοµαστική (Σωκράτης). Στὰ εἰς -κλης
(Ἡρακλῆς), Περικλῆς) τὸ πρῶτο θέµα ὑφίσταται ἐσωτερικὴ συναίρεση (Ἡρακλέης
[ε+η = η] - Ἡρακλῆς, Περικλέης - Περικλῆς) καὶ γι’ αυτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο
περισπῶνται. Κανόνας: ἡ ἐκ συναιρέσεως προερχοµένη συλλαβή, ὅταν τονίζεται,
περισπᾶται.
Στὴν κλητικὴ τὰ µὲν εἰς -ης λήγουν εἰς -ες, τὰ δὲ εἰς -κλῆς λήγουν εἰς -εις.
Ὅλα ὅµως ἀναβιβάζουν τὸ τόνο: ὦ Σώκρατες, ὦ Ἡράκλεις, ὦ ∆ηµόσθενες, ὦ
Ἀριστότελες, (ὁ Ἀριστοτέλης, τοῦ Ἀριστοτέλους), ὦ Ἀγαδόκλεις (ὁ Ἀγαθοκλῆς, τοῦ
Ἀγαθοκλέους), ὦ Θεµιστόκλεις (ὁ Θεµιστοκλῆς, τοῦ Θεµιστοκλέους).
Στὸν πληθυντικὸ ἀριθµὸ τὰ εἰς -ης κλίνονται συνήθως κατὰ τὴν α΄ κλίση (οἱ
Σωκράται). Τὰ εἰς -κλῆς κατὰ τὴν γ΄ κλίση.
Ἀθηναῖοι ἄνδρες.
Αἱ Ἀθῆναι πατρὶς ἀνδρῶν σοφῶν, ποιητῶν, ῥητόρων καὶ στρατηγῶν ἦν. Ἐν
τοῖς σοφοῖς καταλέγουσι Σωκράτη καὶ Πλάτωνα, ἐν τοῖς ποιηταῖς Σοφοκλέα καὶ
Εὐριπίδην, ἐν τοῖς ῥήτορσι ∆ηµοσθένη καὶ Αἰσχίνην, ἐν δὲ τοῖς στρατηγοῖς
Περικλέα καὶ Θεµιστοκλέα.
51
Κανονικὰ ὡς τριτόκλιτα δὲν ἔχουν ν, ἀλλὰ γράφονται καὶ µὲ ν (κατὰ τὰ πρωτόκλητα), τὸν
Σωκράτη(ν), τὸν ∆ηµοσθένη(ν).
Τῷ Σωκράτει οἱ νέοι συνῆσαν καὶ φιλοσοφίαν ἐδιδάσκοντο, τοῦ δὲ
Σοφοκλέους καὶ Εὐριπίδου τὰ ἔργα ἔτερπεν ἐν τῷ θεάτρῳ τοὺς θεατάς. Τῷ
∆ηµοσθένει καὶ Αἰσχίνῃ ὁ δῆµος ἐν τῆ ἐκκλησίᾳ προσεῖχε καὶ αὐτῶν ἀσµένως ἤκουε·
Περικλέους ἡ ἀρχὴ «χρυσοῦς αἰὼν» τῶν Ἀθηνῶν ὠνοµάζετο. Θεµιστοκλέα δέ, ὅτι
αἴτιος τῆς ἐν Σαλαµῖνι ἥττης τῶν βαρβάρων ἦν, οἱ ῞Ελληνες ἐν τιµῇ εἶχον.
ὁ Ζεὺς
τοῦ ∆ιὸς
τῷ ∆ιὶ
τὸν ∆ία
ὦ Ζεῦ
ἐπὶ εὐτεκνίᾳ = λόγῳ τῆς εὐτεκνίας της, γιὰ τὴν εὐτεκνία της (ἐµπρόθετος
προσδιορισµὸς τῆς αἰτίας).
ἡ εὐτεκνία = πολυτεκνία. Τὸ εὖ (καλῶς) στὶς σύνθετες λέξεις ὑπονοεῖ ἀφθονία ἢ
προκοπή ἢ εὐκολία, π.χ. εὐτυχία = πολλή, ἄρα καλή τύχη· εὔκαµπρος = κάµπτεται
πολύ ἢ κάµπτεται µὲ εὐκολία.
τέτταρες = τέσσαρες.
σέβω = σέβοµαι.
ἀνύω καὶ ἀνύτω = ἐπιτυγχάνω, φέρω κάτι εἰς πέρας.
ἡ αἰδώς, τῆς αἰδοῦς = ντροπή, σεβασµός, ἀξιοπρέπεια.
παροξύνω = κεντρίζω, τσιγκλίζω, παροτρύνω, παρακινώ, ξεσηκώνω.
ἀπολείπω = ἐγκαταλείπω, ἀφήνω πίσω µου.
ὁ Σίπυλος, τοῦ Σιπύλου = βουνὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βορειοανατολικὰ τῆς Σµύρνης.
Ὑπάρχει πράγµατι στον Σίπυλο ἕνας βράχος ποὺ στάζει νερό (ὑποτίθεται τὰ δάκρυα
τῆς Νιόβης).
χέω = χύνω (καὶ αὐτὸ εἶναι ἀρχαῖο ῥῆµα, ἀλλὰ λίγο µεταγενέστερο). Στὸ µέσο χέοµαι
ὅπου συναντῶνται δύο ε, συναιροῦνται σὲ ει: χέεται = χεῖται. Χεῖται δάκρυα: ἀττ.
σύνταξη ἀντὶ χέονται (παθ. διάθεση) δάκρυα.