Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 41

ΧΡΗΣΤΟY ΑΘ.

ΤΕΡΕΖΗ

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕΘΩΝΗΣ ΣΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ


ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝΑΔΩΝ

Σκοπός: Σκοπός τού ανά χείρας άρθρου είναι να αναδείξει μία καίρια πτυχή από τις διαφορές
μεταξύ Χριστιανισμού και Νεοπλατωνισμού, όπως εκτυλίσσεται στα κείμενα ενός
χριστιανικού συστηματικού θεολόγου, του Νικόλαου Μεθώνης (δωδέκατος αιών).

Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Όταν θα έχτε ολοκληρώσει την μελέτη του άρθρου, θα


έχετε αποκτήσει γνώσεις αναφορικά με τα ακόλουθα θέματα: α) Το πώς συγκροτούνται
ορισμένα βασικά σημεία της μεταφυσικής της Νεοπλατωνικής Σχολής, και ιδιαιτέρως ενός
από τους κορυφαίους εκπροσώπους της, του Πρόκλου (πέμπτος μ.Χ. αιών). β) το για ποιους
λόγους ο Νικόλαος Μεθώνης ως αυθεντικός χριστιανός είναι ριζικά αντίθετος προς τα εν
λόγω σημεία. γ) Το πώς διαφοροποιείται το μονιστικό μονοθεϊστικό χριστιανικό σύστημα
από το μονιστικό-πολυθεϊστικό νεοπλατωνικό. δ) Το ποίες έννοιες και με ποίο περιεχόμενο
χρησιμοποιούνται στα δύο συστήματα και το πώς συμβάλλουν στην διαμόρφωση των
κοσμοθεωριών τους.

1
Εισαγωγικά

Ο Νικόλαος Μεθώνης (δωδέκατος αιών), στην πραγματεία του Ανάπτυξις της


Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού Φιλοσόφου, επιχειρεί να ανασκευάσει,
ακολουθώντας με συνέπεια τις αρχές της χριστιανικής σκέψης, τις φιλοσοφικές και τις
θεολογικές θέσεις που είχε διατυπώσει ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος (412-485)
συστηματικό εγχειρίδιό του Στοιχείωσις Θεολογική. Ο Πρόκλος στο εν λόγω έργο του είχε
αναπτύξει με γεωμετρικά διαρθρωμένο και περιεκτικό τρόπο τις κεφαλαιώδεις και
κοσμολογικές – και, σε δεύτερο επίπεδο, επιστημολογικές – αρχές του Νεοπλατωνισμού.
Παράλληλα, είχε διατυπώσει τις συνθετικές προτάσεις του – εφαρμόζοντας μάλιστα
ευέλικτες ανακατασκευές αναφορικά με τα προηγηθέντα θεωρητικά συστήματα – ως λύσεις
στα οντολογικά προβλήματα που είχαν απασχολήσει τον αρχαίο ελληνικό φιλοσοφικό
στοχασμό στην ιστορική εξέλιξή του 1. Επομένως, η Στοιχείωσις Θεολογική θα μπορούσε να
εκληφθεί ως μία σύνοψη, υπό το πρίσμα πάντως των θεωρητικών αρχών και των
εννοιολογικών κατηγοριών του συντάκτη τους, όχι μόνον της νεοπλατωνικής αλλά και
γενικότερα της αρχαίας ελληνικής Οντολογίας, κατά την ευρεία μάλιστα συστηματική
λειτουργία της.
Υπό την ανωτέρω προοπτική, ενός δηλαδή εδραίου στην συνεκτικότητά του
φιλοσοφικού εγχειριδίου, έγινε αποδεκτή η Στοιχείωσις Θεολογική από την βυζαντινή σκέψη,
κυρίως κατά τον ενδέκατο και τον δωδέκατο αιώνα 2. Στην διάρκεια των δύο αυτών αιώνων
παρατηρείται στο Βυζάντιο μία εντυπωσιακή άνθηση της μελέτης της ελληνικής φιλοσοφίας,
της οποίας αυθεντικός, και με συνθετικές – ανασυνθετικές αρετές, εκφραστής εθεωρείτο από
τους χριστιανούς στοχαστές ο Πρόκλος 3. Στην πνευματική αυτή κίνηση αντιτάχθηκε έντονα ο
Νικόλαος, διότι ήταν της εκτίμησης ότι ανεδύετο άμεσος κίνδυνος να υποβιβασθεί βαθμιαία

1
Η πλέον συστηματική έκδοση, τόσο για το εισαγωγικό και το επιλογικό σημείωμά της όσο και για τα
φιλολογικά – φιλοσοφικά σχόλια που παραθέτει, είναι του E. R. Dodds, Proclus. The Elements of Theology,
Oxford 19632. Στον ειδικό αναγνώστη προτείνουμε, επίσης, την έκδοση του J. Trouillard, Proclos, Éléments de
Théologie, Aubier, Paris 1965, δεινό ερμηνευτή του νεοπλατωνικού στοχασμού. Και οι δύο πάντες ερευνητές
παρουσιάζουν την άνεση να εντάσσουν λειτουργικά την εν λόγω πραγματεία στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο
ανήκει.
2
Βλ. A. Angelou, Νικόλαος Μεθώνης, Ανάπτυξις της Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού
Φιλοσόφου. A critical edition with an introduction of Nicola’ s life and works, Ακαδημία Αθηνών, Αθήναι
1984, σσ. L-XII.
3
Βλ. ό. αν., σσ. LVII-LXI. Επίσης, G. Podskalsky, “Nikolaos von Methone und die Prokloarenaissance in
Byzanz”, Orientalia Christiana Periodica, 42 (1976), σσ. 518-522.

2
και ανεπαισθήτως η χριστιανική έναντι της ελληνικής φιλοσοφίας. 4 Υπό την εν λόγω
ακριβώς κριτική προοπτική και υπό τα ενδεχόμενα διακυβεύματα που υπέθετε ότι θα
συμβούν, συνέταξε την προαναφερθείσα αντιρρητική πραγματεία του, για να φέρει σε
ανακατασκευαστική αντιπαράθεση, όπως ο ίδιος επισημαίνει, στις θεωρίες του
νεοπλατωνικού πονήματος την χριστιανική πίστη περί του «εἶναι» και του «γνῶναι». Και τα
ανωτέρω, με έσχατο σκοπό να αναγάγει στο προσκήνιο της, κατά τον τρόπο που ο ίδιος
ερμηνεύει, ούτως ειπείν ιστορικής συνείδησης τον μη ανταποκρινόμενο στην, χριστιανικώς
εκλαμβανόμενη, πραγματικότητα τρόπο των θεμελίων του περιεχομένου των εν λόγω
θεωριών. 5
Στο εισαγωγικό κείμενο του έργου του ο Νικόλαος ασκεί, καταρχάς, έντονη επίθεση
στους Έλληνες, προφανώς στους μη υιοθετούντες την χριστιανική πίστη, οπότε η αναφορά
του να περιλαμβάνει και την προ Χριστού πνευματική ατμόσφαιρα. Και υποστηρίζει την
κριτική του στο ότι δεν αποδέχονται τα μυστήρια της Εκκλησίας καθώς επίσης και ότι δεν
έχουν τις προϋποθέσεις να θεώνται την ακτινοβολία του φωτός της αληθείας, διότι ο νους
τους έχει συσκοτισθεί από τις ψευδείς δοξασίες 6. Αλλά, για τον βυζαντινό επίσκοπο, ο εν
λόγω αποπροσανατολισμός δεν είναι άξιος να κινεί τις απορίες, εκείνες που θα οδηγούσαν σε
μία απαιτητική συλλογιστική “περιπέτεια”, καθότι χωρίς αμφιβολία θέτει το ζήτημα στην
ακολουθία μίας συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας την οποία οι Έλληνες υιοθετούν και διά του
περιεχομένου της καταλήγουν σε αποπροσανατολισμούς. Ιδιαίτερη απορία τού προξενεί η
διαπίστωση ότι υπάρχουν χριστιανοί που όχι μόνον έχουν ασχοληθεί με την θύραθεν παιδεία
αλλά και την έχουν προτάξει της χριστιανικής πίστης. Προφανώς θα αναφέρεται στους
βυζαντινούς στοχαστές οι οποίοι μετά τον 9ο αιώνα αναγνωρίζουν ιδιαίτερες επιδόσεις στην
αρχαία ελληνική φιλοσοφία και κατεξοχήν στην νεοπλατωνική εκδοχή της. Την εν λόγω –
αξιολογική προφανώς με κριτήριο την αυθεντική διεκδίκηση του αληθεύειν – προτεραιότητα
ο Νικόλαος θεωρεί βλασφημία και αίρεση 7.
Στην συνέχεια, αναφέρει ότι η επιχειρηματολογία του θα κατευθύνεται αποκλειστικά
από τον λόγο του Θεού και επ’ ουδενί από την οικεία του, ως αυτόνομου προφανώς

4
Βλ. G. Podskalsky, “Nikolaos von Methone und die Prokloarenaissance in Byzanz”, Orientalia Christiana
Periodica, 42 (1976), σελ. 522. Επίσης, Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σε μτφρ. Ε. Καλπουρτζή, εκδ.
«Εταιρεία Σπουδών Νοελλ. Πολιτ. και Γεν. Παιδείας», Αθήναι 1977, σσ. 209-210.
5
Βλ. Ανάπτυξις της Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου Πλατωνικού Φιλοσόφου, 2.6-12.
6
Βλ. ό. αν., 1. 15-2. 5.
7
Χρήζει εδώ διευκρίνησης ότι ο Νικόλαος θεωρεί πως οι γλωσσικές αποχρώσεις των συλλογισμών προσδίδουν
στο όλο ζήτημα και ηθικές διαστάσεις, παρά το ότι δεν καταγράφει με έμφαση ένα συγκεκριμένο προθετικό
στοιχείο στις ελληνικές θεωρητικές συγκροτήσεις. Προφανώς θα θεωρεί ότι η πλάνη ανεπαισθήτως οδηγεί και
στην ηθική εκτροπή.

3
στοχαστή, ή την θύραθεν σοφία. 8 Υπό τις αυτορυθμιστικές αυτές προϋποθέσεις, επομένως,
αρνείται ριζικά να νομιμοποιήσει οιαδήποτε αυτοδύναμη αποδεικτική συλλογιστική
διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης για την διατύπωση των όσων αναφέρονται στις θείες
αλήθειες. Ο Νικόλαος τηρεί μία σαφώς συνειδητή αντιφιλοσοφική στάση, διακατεχόμενος
στην στάση του από τους όρους διά των οποίων ο ίδιος εκτιμά ότι έχει διαμορφωθεί το
φιλοσοφείν από την αρχαία ελληνική σκέψη. Η κριτική του δηλαδή είναι αυστηρά
στοχευμένη υπό ένα ειδικό πρίσμα, δηλαδή της άρνησής του να αποδεχθεί την προτεραιότητα
των ορθολογικών στοιχείων στην διεκδίκηση της αλήθειας.
Τα όσα αναφέραμε ανωτέρω, αποτελούν τις γενικές προϋποθέσεις για το σύνολο των
θέσεων του Νικολάου. Για να μπορέσουμε όμως να τοποθετήσουμε στα ακριβή, στο μέτρο
του εφικτού, επιστημολογικά περιγράμματα τα επιμέρους σημεία της κριτικής του στις
θεωρίες του Πρόκλου καθώς και για να εκτιμήσουμε το είδος της προθετικής κατεύθυνσης
που την διέπει ως προς την διεκδικούμενη αποτελεσματικότητά της, είναι απαραίτητο να
λάβουμε υπόψη μας ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις. Κατ’ εξειδίκευσιν λοιπόν, για να
κατανοήσουμε με την δέουσα οριογράμμιση την κριτική του στην – αποφασιστική
οντολογικά – θεωρία του νεοπλατωνικού σχολάρχη περί των ενάδων, θεωρούμε ότι πρέπει να
έχουμε ως αφετηρία τα ακόλουθα σημεία, τόσο συστηματικής όσο και ιστορικής τάξης:
1) Ο Πρόκλος αναπτύσσει με εδραίες επιστημολογικές θεμελιώσεις την εν λόγω
θεωρία του στις πραγματείες του Στοιχείωσις Θεολογική 9 και Περί της κατά Πλάτωνα
θεολογίας 10, ενώ παράλληλα την χρησιμοποιεί στο εκτενές υπόμνημά του Εις τον Παρμενίδην
του Πλάτωνος. 11 Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι τις οριστικές θέσεις του για την
οντολογική υφή και τις λειτουργίες των ενάδων συγκροτεί στις δύο τελευταίες πραγματείες
του, οι οποίες ανήκουν στα μετεγενέστερα πονήματα του corpus της συγγραφικής παραγωγής
του. 12 Πρόκειται μάλιστα για έργα τα οποία συνιστούν κεφαλαιώδεις τομές στην
αποσαφήνιση των ιδιαιτεροτήτων της Μεταφυσικής υπό την ευρεία σημασία του όρου, τόσο
ως οντολογίας όσο και ως γνωσιολογίας, και επιπλέον διά της εξαντλητικής καταφυγής στο
σύνολο των σχετικών παραδόσεων του παρελθόντος. Στην κατεξοχήν συστηματική – αλλά
προγενέστερη των δύο άλλων – πραγματεία του Στοιχείωσις Θεολογική επεξεργάζεται
εκτενώς την θεωρία περί των ενάδων, αλλά τα εγχειρήματά του δεν έχουν εισέτι αποκτήσει
την φιλοσοφική – θεολογική ευρύτητα που λαμβάνουν στις μεταγενέστερες συγγραφές του.

8
Βλ. Ανάπτυξις της Θεολογικής Στοιχειώσεως …, 2.13-31.
9
Βλ. προτ. 113-165, σσ. 100. 5-144. 8.
10
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 5. 6-28. 21.
11
Βλ. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 1043. 20-1047. 24.
12
Βλ. E. R. Dodds, Proclus. The Elements of Theology, σσ. XIII-XVIII.

4
Εξάλλου, κατά βάση συνιστά ένα εγχειρίδιο, το οποίο ως στόχο έχει να μυήσει στις
φιλοσοφικές διαδρομές τούς νέους σπουδαστές της φιλοσοφίας. Πρόκειται πάντως για μία
θεωρία η οποία εντάσσεται και στους γενικότερους επιστημολογικούς στόχους του, καθότι
ορίζει μεθοδολογίες προσεγγίσεων. Στις δύο άλλες όμως πραγματείες προσλαμβάνει τα
καθολικά χαρακτηριστικά του κοσμοθεωρητικού παράγοντα.
Ο Νικόλαος όμως παρουσιάζεται να αγνοεί ή, τουλάχιστον, να παραθεωρεί την
εξέλιξη της σκέψης του Πρόκλου σχετικά με την εν λόγω θεωρία. Και το εν λόγω ούτως
ειπείν έλλειμμα οφείλεται στο ότι επικεντρώνει την κριτική του αποκλειστικά στα όσα
διαλαμβάνονται στην Στοιχείωσιν Θεολογικήν, περιορισμός ο οποίος σημαίνει ότι η
αντιρρητική επιχειρηματολογία του δεν αντιμετωπίζει σφαιρικά την θεωρία περί των ενάδων.
Έτσι, κατά λογική συνεπαγωγή στερεί από την κριτική του την δυνατότητα να δώσει μία
απάντηση με αξιώσεις γενίκευσης στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο και να οριοθετήσει με την
απαιτούμενη επιστημολογικώς εννοιολογική πληρότητα τις χριστιανικές αποτιμήσεις
απέναντι στις ελληνικές αντιλήψεις. Στο περιορισμένο, ωστόσο, πεδίο της κριτικής του, η
αναφορά του έχει σαφή δομικό χαρακτήρα. Σε πλείστες περιπτώσεις διαρθρώνεται λέξη προς
λέξη, έναντι του νεοπλατωνικού κειμένου, οπότε υπό την αυστηρά περιορισμένη οπτική του
είναι συνεπής. Όθεν,η πραγματεία του μπορεί να αποτελέσει έως ένα σημείο ασφαλές
εφαλτήριο για την γενικότερη σύγκριση Νεοπλατωνισμού-Χριστιανισμού.
2) Ο Πρόκλος επιδιώκει με την θεωρία του περί των ενάδων να συζεύξει
πραγματολογικά και λογικά την Ενολογία, την θεωρία περί του Ενός ή της απόλυτης
υπερβατικής αιτίας του υπαρκτού στο σύνολό του, με την μεταφυσική Οντολογία, την θεωρία
η οποία αναφέρεται στο πλήθος των παραγόμενων θείων όντων. 13 Την εν λόγω σύζευξη
εντοπίζει σε μία ειδική ερμηνεία των δύο πρώτων υποθέσεων του πλατωνικού διαλόγου
Παρμενίδης, τις οποίες πάντως προσεγγίζει και περιγράφει κυρίως σύμφωνα με τις θεολογικές
και τις φιλοσοφικές αρχές και κατηγορίες του και με βάση τις ανακατασκευεές του επί της
προηγηθείσας παράδοσης. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η πρώτη υπόθεση αναφέρεται
στο Εν, ενώ η δεύτερη στα «ὄντως ὄντα», δηλαδή στα προϊόντα της εκδήλωσής του, τα οποία
ακολούθως καθίστανται τα εξειδικευμένα οντολογικά αρχέτυπα του κόσμου της αισθητής
εμπειρίας. 14 Στο σύστημά του, όμως, το Εν είναι ριζικά ανόμοιο ως προς την καθεαυτή υφή
του με τα «ὄντως ὄντα». Πρόκειται για μία διάκριση η οποία καθιστά ανέφικτη την
κατευθείαν επικοινωνία του – και, κατά προέκταση, την άμεση παραγωγική σχέση του – με

13
Βλ. H. D. Saffrey και L. G. Westerink, Proclus, Théologie Platonicienne,III, εκδ. “Les Belles Lettres”, Paris
1978, σσ. LII-LX.
14
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Ι, 56. 17-22.

5
τις αρχετυπικές αυτές πραγματικότητες. Τέτοιου είδους συνάφειες υποστηρίζει ότι
πραγματώνει η ομοιότητα, οντολογική πραγματικότητα και όχι μόνον συσχετιστικό ή
συγκριτικό εργαλείο, την οποία ανάγει σε κεφαλαιώδη όρο για την λειτουργική ανάπτυξη του
συστήματός του. 15 Και το ερώτημα βεβαίως θα παραπέμψει στο ποίος είναι ο παράγων που
θα είναι εκάστοτε ο φορέας της και διακινητής της.
Έτσι, ο Πρόκλος υποστηρίζει ότι, για να καταστεί εφικτός ο προαναφερθείς
συσχετισμός, είναι απαραίτητο να εισαχθεί ανάμεσα στο Εν και στα «ὄντως ὄντα» μία
πραγματικότητα που θα περιλαμβάνει ιδιότητες και των δύο και θα είναι αναλόγως συγγενής
τους ως προς την ιδιαίτερη υφή τους. Ως τέτοια πραγματικότητα θεωρεί ότι είναι οι ενάδες,
τις οποίες τοποθετεί τόσο στην Ενολογία, με το να εκφράζουν οι ίδιες τους τρόπους της
απορροϊκής προβολής του Ενός, όσο και στην Οντολογία, με την έννοια ότι είναι, ως
παραγωγικές δυνάμεις, οι αιτίες των «όντως όντων» με τα οποία συμπλέκονται σε διαδοχική
κλίμακα και ανάγουν στο είναι το πλήθος των επιμέρους θεών υπό τον τύπο των
ιεραρχημένων μεταξύ τους τριάδων, και μάλιστα με έναν ούτως ειπείν παροξυστικό σε
ένταση και ποσότητα τρόπο. Είναι πληθυόμενες μονάδες και με την δυναμοκρατική αυτή και
εν ταυτώ ενοειδή ιδιότητά τους καθιστούν εφικτή την μετάβαση από το απόλυτα υπερβατικό
Εν στο πλήθος των αναφυόμενων «ὄντως ὄντων», τα οποία, και τα ίδια, από την πλευρά τους
κατέχουν υπερβατικότητα έναντι των αισθητών φαινομένων. 16 Έρχεται λοιπόν στο
προσκήνιο μία υπερβατική πλήθυνση, η οποία θα εξηγεί οιαδήποτε διαμορφωμένη ποικιλία
εμφανίζεται στο φυσικό σύμπαν.
Ο Νικόλαος δεν λαμβάνει υπόψη του την παρατεθείσα συλλογιστική του Πρόκλου
και εξετάζει τις ενάδες απλώς ως θεούς, επικεντρώνοντας την κριτική του αποκλειστικά στο
να δείξει ότι εισάγουν έναν ρητό πολυθεϊσμό, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι αδιανόητος
και απορριπτέος για το χριστιανικό παράδειγμα. Παραβλέπει όμως έτσι μία καίρια
μεταφυσικής και ακολούθως κοσμολογικής τάξης παράμετρο, ότι δηλαδή ο νεοπλατωνικός
διανοητής δεν φέρει μόνον στο θεωρητικό προσκήνιο τον, αναμφίβολο πράγματι, πολυθεϊσμό
του, αλλά προσέτι ότι προβαίνει στην εν λόγω πρωτοβουλία για ένταξη διαμεσολαβητικών
δυνάμεων στο σύστημά του, προκειμένου να καταστήσει εφικτή την παραγωγική προβολή
του Ενός προς ό, τι έπεται στην ιεραρχημένη κλίμακα του υπαρκτού, χωρίς το ίδιο να
αναπτύσσει άμεσα ουδεμία σχέση με τα όντα που προκύπτουν. Ο Πρόκλος, στις πραγματείες

15
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 22-29, σσ. 32. 10-34.11.
16
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 13. 12-16.

6
του Περί κατά Πλάτωνα θεολογίας 17 και Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος 18 , καταλήγει,
εμμέσως αλλά σαφώς, στην θέση ότι οι ενάδες αποτελούν τις μεθεκτές παραγωγικές δυνάμεις
του Ενός. 19 Επομένως, οι ενάδες δεν είναι διαφορετικές από το Εν οντολογικές
πραγματικότητες, αλλά εκδηλώνουν, με έναν αρχικό ενοειδή πολλαπλασιασμό, τον
απορροϊκό ή τον παραγωγικό χαρακτήρα του. Ο Νικόλαος παρουσιάζεται να μην λαμβάνει
υπόψη του την ανωτέρω εκδοχή και θεωρεί τις ενάδες απλώς και μόνον ως (συν-)
παραγωγικούς θεούς. Πάντως, είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι η συλλογιστική του
Πρόκλου σχετικά με τις ενάδες είναι ιδιαίτερα πυκνή, αφού δεν καθορίζει άμεσα και με την
αναγκαία εννοιολογική σαφήνεια ποιά είναι η καθεαυτή υφή τους. Ωστόσο, επιστημολογικά
ο νεοπλατωνικός στοχαστής είναι συνεπής, καθότι οι ενάδες, ως απόλυτα υπερβατικές, μόνον
με αποφατικό τρόπο μπορούν να ενταχθούν στο όποιο κατηγοριακό “οπλοστάσιο”, οπότε
προσεγγίζονται μόνον κατ’ αναλογίαν με βάση τα προϊόντα τους. Να σημειωθεί προσέτι ότι
το εν λόγω οπλοστάσιο στον τομέα της μεταφυσικής όλο και περαιτέρω εμπλουτίζετο στα
κείμενα της Νεοπλατωνικής Σχολής. Πρόκειται για μία λεπτομέρεια την οποία πρέπει να
λαμβάνει σοβαρά υπόψη του ο ιστορικός της φιλοσοφίας.
Συγχρόνως όμως, ο χριστιανός θεολόγος δεν αξιοποιεί εδώ την θεωρία του ψευδο –
Διονυσίου του Αρεοπαγίτου περί των παραγωγικών «δυνάμεων» ή «ενεργειών» ή «προόδων»
του τριαδικού Θεού 20, με την οποία θα μπορούσε να ασκήσει μία πιο γόνιμη κριτική στις
θέσεις του Πρόκλου. Η εν λόγω παραθεώρηση έχει ως συνέπεια να αντιπαραβάλει στις
ενάδες συνεχώς και μόνον τον τριαδικό Θεό του Χριστιανισμού, για να αποδείξει το
οντολογικό αβάσιμο του πολυθεϊσμού. Θα μπορούσε, λοιπόν, να θέσει σε συγκριτική
συνεξέταση τις ενάδες με τις «προόδους», οι οποίες παρέχουν τα θεμελιώδη συλλογιστικά
εφαλτήρια, για να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί ο παραγωγικός χαρακτήρας – προβολή του
Θεού. Να θέσει δηλαδή προς συζήτηση ό,τι θα ορίζετο ως μεταφυσικός πλουραλισμός, ο
οποίος προφανώς και δεν επαπειλεί την αρχική ενότητα.

17
Βλ. ό. αν., ΙΙΙ, 13. 16-18. 20 και 20. 22-28. 21. Πρβλ. R. Schürmann, “L’ hénologie comme dépassement de la
métaphysique”, Les études Philosophiques, No 3/1982, σελ. 344. Να σημειώσουμε ότι η Ενολογία συναντάται
και στον Χριστιανισμό και περιλαμβάνει ό,τι αναφέρεται στην καθεαυτότητα της Αγίας Τριάδος (ουσία,
πρόσωπα, ενέργειες, βουλήσεις)
18
Βλ. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 880. 30-38.
19
Βλ. επίσης Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 30. 15-33. 2. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 1069. 6-8.
Πρβλ. G. Martano, Proclo di Atene, Napoli 1974, σελ. 136. J. Trouillard, L’ Un et l’ âme selon Proclos, “Les
Belles Lettres”, Paris 1972, σελ. 95 και “Procession Néoplatonicienne et Création Judeo – chrétienne,
Néoplatonism, Paris 1981, σελ. 17.
20
Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, ΙΙ, 7, 645 b, V, 8, 824 c∙ XIII, I, 977 a-b. Πρβλ. O.
Semmelroth, “Gottes geeinte Vielheit. Zur Gotteslehre des Ps – Dionysius Areopagita”, Scholastik 25 (1950),
σσ. 394-395. R. Roques, L’ univers dionysien, Paris 1983, σσ. 77-78. E. Corsini, Il trattato “De divinis
nominibus” dello Pseudo – Dionigi e i commenti neoplatonici al “Parmmenide”, Torino 1962, σσ. 39-42, 134-
137, 148-152.

7
Εκτός από τις γενικές και τις ειδικές προϋποθέσεις που αναφέραμε, θεωρούμε
απαραίτητο να επισημάνουμε ότι ο Νικόλαος υποστηρίζει πως ο Πρόκλος έχει επηρεασθεί
από τον ψευδο-Διονύσιο, στις θεωρίες του οποίου έχει προσθέσει την άθεη πολυθεΐα του. 21
Είναι προφανές ότι ο χριστιανός θεολόγος θεωρεί ότι η πατρότητα των αρεοπαγιτικών
συγγραφών ανήκει στον Διονύσιο, μαθητή του αποστόλου Παύλου και πρώτο επίσκοπο της
πόλης των Αθηνών. Η άποψη αυτή ωστόσο δεν είναι αποδεκτή πλέον από την διεθνή και την
εγχώρια έρευνα, αφού έχει αποδειχθεί ότι το αρεοπαγιτικό corpus είναι ψευδεπίγραφο έργο
του τέλους του 5ου ή των αρχών του 6ου αιώνα. 22 Αντανακλά δηλαδή μία μεταγενέστερη
ατμόσφαιρα, στο πλαίσιο της οποίας τα θεολογικά ζητήματα και οι φιλοσοφικές πλαισιώσεις
τους έχουν προσλάβει έτι προκεχωρημένες θεωρητικές και συστηματικές διατυπώσεις σε
σχέση με την εποχή της Καινής Διαθήκης. Ανεξάρτητα όμως από το αν ο Νικόλαος κατείχε
τις προϋποθέσεις για να γνωρίζει τον πραγματικό συντάκτη των εν λόγω συγγραφών και, κατ’
επέκταση, για να οριοθετεί την χρονική ακολουθία τους σε σχέση με το έργο του Πρόκλου,
υποπίπτει, έστω άκων ή υπό την στόχευση μίας συγκεκριμένης στρατηγικής, σε ένα
επιστημονικό και μεθοδολογικό σφάλμα. Αντιστρέφει ή και θέτει πλήρως στο περιθώριο τις
δεδομένες ή κατά λογικήν υπόθεσιν σχέσεις ανάμεσα στα δύο θεωρητικά πονήματα. Όπως
είναι αναπόφευκτο, η αντιστροφή αυτή είναι καίριας συνέπειας για το αντικειμενικό
περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα της κριτικής την οποία απευθύνει στις θεωρίες του
Πρόκλου. Οι αρεοπαγιτικές συγγραφές σαφώς και έχουν συνταχθεί υπό την προοπτική να
απαντήσουν χριστιανικά, αλλά και με την χρήση της – ανακατασκευασθείσας ως προς τις
σημασιολογικές αποτυπώσεις της – νεοπλατωνικής ορολογίας, στο πολυθεϊστικό σύστημα
του Πρόκλου.
Σύμφωνα με τον τρόπο διά του οποίου ο χριστιανός επίσκοπος αρθρώνει την
αντιρρητική επιχειρηματολογία του, θα μπορούσαμε να φέρουμε επί σκηνής τέσσερα σημεία,
επί των οποίων κυρίως θεμελιώνει τον έλεγχό του στην θεωρία περί των ενάδων.
Ι. Τον έλεγχο των θέσεων του Πρόκλου για την αναγκαιότητα της ένταξης των
ενάδων στον μεταφυσικό κορμό, με την προβολή της ριζικής και ασυμφιλίωτης αντίθεσης
του χριστιανικού μονοθεϊσμού προς τον ελληνικό πολυθεϊσμό.
ΙΙ. Την επιμελημένη διάκριση ανάμεσα στην χριστιανική μοναρχία και στην ελληνική
πολυαρχία, ώστε να τονισθεί η απλότητα και το μη μεταβιβάσιμο της δημιουργικότητας σε

21
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 122, σελ. 117.25-29.
22
Βλ. ενδεικτικά H. Koch, “Proclus als Quelle des Pseudo-Dionysius Areopagita in der Lehre vom Bösen”,
Philologus 54 (1895), σσ. 438-454. R. Roques, Structures théologiques de la gnose à Richard de Saint Victor.
Essais et analyses critiques, Biblioth. de l’ École Practique des Hautes Études, sect. des Scienc. Relig., 52(1962),
Paris, σσ. 63-75 και 132-134.

8
άλλες οντότητες οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως επιμέρους αιτίες. Η
συναιτιότητα, έτσι, τίθεται εκποδών.
ΙΙΙ. Την ένταξη σε σαφή νοηματικά – σημασιολογικά περιγράμματα της έννοιας της
ιεραρχίας, με στόχο να προβληθούν οι χριστιανικές θέσεις τόσο για την ανυπαρξία
οντολογικών και αξιολογικών διατομών – προτεραιοτήτων στην περιοχή του θείου – το οποίο
αυτοϊδρυτικώς λειτουργεί με την απαραμείωτη ακεραιότητα της ενότητας – όσο και την
απόλυτη εξάρτηση της διάταξης των κτιστών όντων από τον τριαδικό Θεό, στην προοπτική
ενός πλήρως αδιαπραγμάτευτου μονισμού.
ΙV. Την ακριβή οριοθέτηση της αποφατικής θεολογίας, ώστε να διασωθεί το μυστήριο
του Θεού από οιαδήποτε γνωστική προσέγγιση και καταφατική εννοιολογική περιγραφή της
ουσίας του, χωρίς μάλιστα να εννοείται ότι τα πρόσωπα και οι ενέργειες του Θεού εκφεύγουν
από την αποφατική και υπάγονται στην καταφατική γνωσιολογία. Μία ενδεχόμενη τέτοια
προσέγγιση θα έφερε στο προσκήνιο διακυβεύματα, τόσο οντολογικά όσο και γνωσιολογικά,
καθότι δεν θα απείχε ιδιαιτέρως το να θεωρηθούν οι θείες ενέργειες ως πλήρως εμμενείς, με
τον πανθεϊσμό προφανώς να καιροφυλακτεί.

Ι. Μονοθεϊσμός-Πολυθεϊσμός

Ακολουθώντας ο Νικόλαος αυστηρά τις χριστιανικές θέσεις, υποστηρίζει ότι μόνον


ένας Θεός υπάρχει, ο τριαδικός, ο οποίος είναι η αποκλειστική Αιτία-Αρχή της παραγόμενης
πραγματικότητας στο σύνολό της. Σύμφωνα με τις εν λόγω αξιωματικές επισημάνσεις περί
μονοθεϊσμού-μοναρχίας, είναι αντίθετος στην άποψη ότι ο Θεός χρειάζεται κατά την
διαδικασία της δημιουργικής κίνησής του επικουρικές θεότητες. 23 Ευνόητο είναι, επομένως,
ότι για τον βυζαντινό επίσκοπο οι ενάδες δεν μπορούν να κέκτηνται οντολογικής υπόστασης,
ή τουλάχιστον τέτοιας που θα τους εξασφάλιζε αποφασιστικό μεταφυσικό ρόλο.
Μεταφέροντας λοιπόν την συζήτηση στην αναιρετική προοπτική, υποστηρίζει ότι είναι
ανύπαρκτοι και ψευδώνυμοι θεοί, τους οποίους επινοεί ο Πρόκλος, για να υπηρετήσει τον
οντολογικό άξονά του περί πολυθεϊσμού. 24

23
Βλ. Ανάπτυξις…, πρ. 127, σελ. 121.13-26∙ πρ. 139, σελ. 129.3-13∙ πρ. 144, σελ. 132.9-24∙ πρ. 145, σσ. 132.27-
133.12∙ πρ. 147, σσ. 134.28-135.2∙ πρ. 155, σελ. 140.3-8∙ πρ. 156, σελ. 140.13-31.
24
Βλ. ό. αν., πρ. 114, σελ. 111.12-13∙ πρ. 118, σελ. 114.118.

9
Εφόσον λοιπόν ο Θεός είναι ένας, είναι αδύνατον να υπάρχουν πολλοί θεοί. 25 Ούτε
κάν μάλιστα ως εξειδικεύσεις της ενότητάς του. Η εκδοχή για συνύπαρξη – συνεργασία τού
ενός Θεού με ποικίλες άλλες δευτερεύουσες θεότητες είναι οντολογικώς εξωπραγματική και
λογικώς απορριπτέα. 26 Η αντίθεση του Νικολάου είναι εξαρχής ριζική και ασυμφιλίωτη και
αποβλέπει στο να τονισθεί με οιονδήποτε πρόσφορο τρόπο το χάσμα ή το διαφορετικό
ερμηνευτικό παράδειγμα το οποίο παρεμβάλλεται ανάμεσα στον αυστηρό μονοθεϊσμό της
χριστιανικής πίστης και στον πολυθεϊστικό προσανατολισμό της νεοπλατωνικής
φιλοσοφίας. 27 Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι η εν λόγω κριτική υπάγεται
και σε έναν στρατηγικό προσανατολισμό και ότι επιχειρείται να αποτελέσει ένα θεωρητικό
καθεστώς τέτοιας τάξης, ώστε να έχουν την ισχύ αδιαπραγμάτευτου αξιώματος όσες θα
ακολουθήσουν ως φυσιολογικές συνεπαγωγές και διακλαδώσεις της.
Η ανωτέρω ριζική αντίθεση του Νικόλαου προεκτείνεται, κατά αντίστροφη αλλά της
ίδιας λογικής διαδικασία, και στην κριτική που ασκεί στις αντιλήψεις του Πρόκλου για τον
επιμερισμό του θείου. Ο νεοπλατωνικός σχολάρχης, στο εγχείρημά του να καταστήσει εφικτή
την επικοινωνία του υπερβατικού Ενός με το πλήθος των φυσικών όντων, διαρθρώνει
καταρχάς ένα ιεραρχημένο σύστημα επιμέρους θείων πραγματικοτήτων, των ενάδων,
τονίζοντας όμως ότι το σύνολό τους δεν μπορεί να εξισωθεί με την απόλυτη υπερβατική πηγή
τους. Η καθεμία κατέχει έναν ιδιαίτερο βαθμό αγαθότητας, διά του οποίου όχι μόνον κινείται
παραγωγικά αλλά προσφέρει και την ίδια την αγαθότητα. 28 Ο Νικόλαος διευκρινίζει ότι
αδυνατεί να κατανοήσει την αναγκαιότητα της ύπαρξης των ενάδων ως επιμερισμών του
Ενός. Τονίζει ότι η θεότητα δεν υπόκειται έστω και τού στοιχειώδους μερισμού και ότι, εάν
δεχθούμε πως έχουν οντολογική υπόσταση επιμέρους θεότητες, θα πρέπει συνεπαγωγικώς να
οδηγηθούμε στο ότι δεν έχει η ίδια παντοδυναμία. 29 Στην εδώ συνάφεια ο Νικόλαος ελέγχει
τον πολυθεϊσμό, έχοντας την πρόθεση να αποκλείσει τόσο το ενδεχόμενο μίας
πολυδιάσπασης του Ενός όσο και το διακύβευμα ενός υποβιβασμού – ελάττωσης της
δημιουργικής ενέργειάς του, καθότι από κάθε άποψη οι ενάδες είναι κατώτερες του Ενός.
Επομένως, για ποίο λόγο να λειτουργήσουν υπό την οπτική της δόμησης ενός πολυαιτιακού
συστήματος; Ως εκ των ανωτέρω ακριβώς, τονίζει ότι όλες οι δημιουργικές ενέργειες του
ενός Θεού εκφράζουν αποκλειστικά την βούλησή του 30, εκδοχή που δεν συναντάται στο

25
Βλ. Ό. αν., πρ. 149, σελ. 135.14-31.
26
Βλ. ό. αν., πρ. 149, σελ. 140. 13-31.
27
Πρβλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, V, 2, 816 c.
28
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 133, σελ. 118.8-19.
29
Βλ. Ανάπτυξις…, πρ. 133, σελ. 125.7-23.
30
Βλ. ό. αν., πρ. 125, σελ. 119.18∙ πρ. 133, σελ. 125.21.

10
Στοιχείωσις Θεολογική, όπου κατά κάποιο τρόπο θα λέγαμε ότι κυριαρχεί ο οντολογικός
παράγων ως κατέχων σαφή προτεραιότητα έναντι των υπολοίπων. 31 Έτσι, παραμένει
αυστηρά στην χριστιανική αρχή ότι η δημιουργική πράξη εξαρτάται αποκλειστικά από τον
ένα Θεό, τον προθεσιακά εκδηλούμενο, από την όποια προβολή του ο ίδιος ορίζει. Πρόκειται
μάλιστα για μία αρχή η οποία επ’ ουδενί δεν θέτει εκποδών, και μάλιστα χωρίς ιεραρχημένες
διαρθρώσεις κατά τον σχεδιασμό της, την άπειρη εξειδίκευση του θείου ως ποιητικής αιτίας,
δηλαδή αποκλειστικά ως εμμενούς.
Στο σημείο αυτό όμως πρέπει να παρατηρήσουμε έτι περαιτέρω ότι ο Νικόλαος, αν
είχε συλλάβει πλήρως το θεωρητικό σκεπτικό του Πρόκλου για τις ενάδες ως μετεχομένων
επιμερισμών του Ενός, θα είχε κατανοήσει ότι ο πλατωνικός σχολάρχης διατυπώνει την αρχή
ότι οι ενοειδείς – παραγωγικές δυνάμεις στο σύνολό τους δεν έχουν την οντολογική εμβέλεια,
για να εξισωθούν με την πηγή από την οποία προέρχονται. Το ανωτέρω αξίωμα βεβαίως δεν
σημαίνει ότι οι δυνάμεις διαφοροποιούνται οντολογικά, ως ιδιαίτερες ουσίες, από την ουσία
της πηγής τους, αλλά εκφράζει το ότι οι ίδιες ως οριοθετημένες και δυναμικές προβολές
αποτελούν το περιεχόμενο και τον τρόπο της εκδήλωσης της ουσίας. Για τον Πρόκλο, οι
ενάδες συνιστούν τις άμεσες – με την ριζική απουσία δηλαδή μίας διαμεσολαβητικής
παρέμβασης – εξειδικευμένες εκδηλώσεις του Ενός. Η επιμονή του όμως στην πολυθεϊα και ο
σκεπτικισμός του – κατά βάση η ακραία αποφατική στάση του – αναφορικά με το αν έχουμε
την νομιμότητα να υποστηρίξουμε ότι το Εν έχει δύναμη 32 περιόρισαν από την συλλογιστική
του την άνεση να διατυπώσει με σαφήνεια τις θέσεις του για την οντολογική υφή των
ενάδων, επιμένοντας κυρίως στο ότι είναι προβολές, και ακολούθως χορηγοί, ενότητας. Δεν
συνιστούν πάντως την ίδια την απόλυτη καθεαυτή ενότητα αλλά μία ούτως ειπείν
αποδυνάμωσή της, οπότε η κριτική του επισκόπου Μεθώνης χριστιανικά ευσταθεί. Με όρους
αυστηρά οντολογικούς, θα σημειώναμε ότι ο προβληματισμός παραπέμπει στο αν οι ενάδες
είναι δυνάμεις «προόδου» ή δυνάμεις «προόδου» του Ενός.
Η στόχευση του Νικολάου να αποφύγει την πολυδιάσπαση της θεότητας υπηρετείται
συγχρόνως από την αυστηρή επιμονή του να αποδίδει κατηγοριακά, κατά το πρότυπο του
Αρεοπαγίτη και βεβαίως όλης της σχετικής παράδοσης 33, το σύνολο των υπερβατικών και

31
Βλ. Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην, 786. 21-26. Πρβλ. W. Beierwaltes, Proklos, Grundzüge seiner Metaphysik,
Frankfurt am Main 1979, σσ. 143-144. C. Steel, “Proclus et les arguments pour et contre l’ hypothése des Idées”,
Revue de la philosophie ancienne, 2(1984), σσ. 18-19.
32
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙ, 50. 12-51. 19. Πρβλ. E. R. Dodds, Proclus…, σσ. 213-215. H. D.
Saffrey – L. G. Westerink, Proclus. Théologie Platonicienne, II, σσ. 109-110.
33
Βλ. Περί θείων ονομάτων, Ι, 4, 589 d∙ V, 2, 816 c-d. Πρβλ. E. Corsini, Il trattato…, σσ. 43-44. Λ. Σιάσος,
Εραστές της αλήθειας, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 119-126.

11
των παραγωγικών ιδιοτήτων αποκλειστικά στον ένα Θεό. 34 Με την εν λόγω – όχι όμως
απλουστευτικά – μονοσήμαντη αναγωγή επιχειρεί να εξουδετερώσει την επιλογή του
νεοπλατωνικού στοχαστή για την αναγκαιότητα ανάπτυξης αυθυπόστατων και αυτοδύναμων
δευτερευόντων παραγωγικών αιτίων. Ο Πρόκλος, ακολουθώντας την θέση – η οποία είναι και
χριστιανική βεβαίως - περί της ριζικής οντολογικής διαφοράς του μεταφυσικού από τον
φυσικό κόσμο, κατέφευγε σε έναν θείο πλουραλισμό συντελεστικόν της επικύρωσής της:
υποστήριζε ότι υπάρχουν επιμέρους θείες οντότητες, οι οποίες συνιστούν το προϊόν τής
ούτως ειπείν γενετικής σύζευξης των ενάδων με τα «όντως όντα» και ότι κατέχουν μία, σε
προκεχωρημένο βαθμό, αυτοδύναμη ιδιότητα αυτοπαραγωγής και παραγωγής. 35 Ως εκ τής εν
λόγω δυνατότητας, απέδιδε κατηγοριακά στις οντότητες αυτές τις θείες παραγωγικές
ιδιότητες, για να εκφράσει εν ταυτώ και τον θείο και τον αναπτυξιακό χαρακτήρα τους. 36
Συγχρόνως όμως, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος αφαιρεί – όχι πάντως υπό τον τύπο της
στέρησης – τις εν λόγω ιδιότητες από το Εν, για να διατηρήσει πλήρως αμέθεκτο,
ακολουθώντας έναν καθαρό αποφατικής τάξης θεολογικό προσανατολισμό, τον απόλυτα
υπερβατικό χαρακτήρα της υπόστασής του. 37 Έτσι, όμως, διαμόρφωσε ένα πολυαρχικό
σύστημα, στις διαδικασίες του οποίου εφαίνετο να αποσυνδέεται ο αισθητός κόσμος βαθμιαία
όλο και περαιτέρω από το Εν και να εξαρτάται στην δόμησή του από την παραγωγική

34
Βλ. Ανάπτυξις…, πρ. 115, σελ. 112. 8-9 κ. 21-24∙ πρ. 138, σελ. 128. 15-25∙ πρ. 139, σελ. 129. 10-14∙ πρ. 145,
σελ. 133. 4-12∙ πρ. 154, σελ. 139. 27-28∙ πρ. 155, σελ. 140. 3-8∙
35
Βλ. Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, Ι, 386. 25 κ. εξ.∙ 437 κ. εξ.∙ Πρβλ. τον πίνακα του E. R. Dodds, Proclus…,
σελ. 232.
36
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 40-51, σσ. 42. 8-50. 6. Πρβλ. E. R. Dodds, Proclus…, σσ. 223-225, όπου
ενδεικτικά διαβάζουμε «The system as so far expounded appears to be a rigid monistic determinism: the higher
entity as formal-efficient cause determines completely the procession of the power, and as final cause its
reversion. It was impossible to make a breach in the continuity of this scheme by the introduction of genuinely
self-determining principles other than the One; at the same time it was necessary to make some provision for the
freedom of the human will, which Hellenistic philosophy in general regarded as a necessary ethical postulate».
Διατυπώνονται πάντως εδώ λεπτομέρειες οι οποίες είναι απαραβίαστες για τον Πρόκλο, όπως ο οντολογικός
μονισμός, η σύζευξη του ποιητικού με το τελικό αίτιο και η αρχή της συνέχειας εκείνης η οποία δεν καταργεί τις
ιδιαιτερότητες. Το αναδυόμενο παράδειγμα έχει αυστηρή γεωμετρική δομή και επιχειρεί να διατηρήσει στο
προσκήνιο κάθε οντολογική λεπτομέρεια, η οποία απηχεί τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της θείας πρόνοιας, ο
οποίος προφανώς και πρέπει να έχει συνέπειες στον τρόπο λειτουργίας μίας συνειδητής ανθρώπινης ύπαρξης. J.
Trouillard, La mystagogie de Proclos, εκδ. “Les Belles Lettres”, Paris 1982, σσ. 187-206, απ’όπου αντλούμε τα
ακόλουθα για τις ανώτατες μεταφυσικές μονάδες: «Toute monade produit par son être même de façon
primordiale une autre monade qui “repose dans l’intégralité de la puissance de son générateur”. (Περί της κατά
Πλάτωνα θεολογίας, VI, κεφ. 9). Parlois Proclus distiugue denx degrés de participation parfait: la première
concentrée dans une seule monade, la seconde déjà développée en nombre. A partir d’une communication
unitaire se déroule un ensemble de participations plénières intimement jointes à son operation fondamentale.
Selon la logique du système, cette marche de l’unité au nombre doit se reproduire à l’ intérieur de chaque
monade, puisque chacune vi ten elle-même la genèse de l’univers» (σελ. 195). Ως προς το μόνο με το οποίο θα
συμφωνούσε ο Νικόλαος, θα ήταν ότι κάθε θεία ενέργεια-εκλαμβανόμενη ως μονάδα – εμπεριέχει το σύνολο
της δημιουργίας του κόσμου της αισθητής εμπειρίας και βεβαίως ότι είναι μετεχόμενη από κοινού με το σύνολο
των υπολοίπων. Προφανώς όμως υπό τις προϋποθέσεις που έχουν ήδη αναγνωσθεί και θα εξειδικευθούν έτι
περαιτέρω.
37
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Ι, 56. 17-20∙ ΙΙ, 49. 16-17∙ ΙΙΙ, 20. 1-28. 21. Πρβλ. H. D. Saffrey – L.
G. Westerink, Proclus. Théologie Platonicienne, Ι, σσ. LXIV, LXXV.

12
ιδιότητα των διαφόρων θείων οντοτήτων, οι οποίες συγκροτούσαν μία υφεσιακή κλίμακα με
ιεραρχημένες οντολογικά και αξιολογικά βαθμίδες. 38 Αντίθετα, ο Αρεοπαγίτης, σαφώς πιο
μονιστικός από τον Πρόκλο στην διατύπωση των θέσεών του, αποκλείει οιαδήποτε
“διαπραγμάτευση” ως προς την εφαρμογή των καταστατικών αρχών τους. Με αυστηρά
επιμελημένο τρόπο διέκρινε την αμέθεκτη ουσία του Θεού από τις παραγωγικές μεθεκτές
«προόδους» της και έτσι στην ουσία απέδιδε τα απολύτως υπερθετικά κατηγορήματα, ενώ
χαρακτήριζε τις «προόδους» με τα παραγωγικά. 39 Με την εν λόγω διάκριση συνεξέφερε, στο
πλαίσιο μίας ενιαίας πραγματικότητας, την μεταφυσική της υπερβατικότητας με την
μεταφυσική της εμμένειας, χωρίς επ’ ουδενί να θεωρεί ότι με μία τέτοια σύνδεση
αναπτύσσεται έστω και η στοιχειώδης οντολογική και λογική αντίφαση και χωρίς επιπλέον η
εμμένεια να επηρεάζει έστω και κατ’ελάχιστον την οντολογική ακεραιότητα των θείων
ενεργειών.
Είναι απαραίτητο, όμως, να παρατηρήσουμε ότι στα οντολογικών αναφορών κείμενα
του Πρόκλου η αποσύνδεση του Ενός από την παραγωγή των κατώτερών του οντοτήτων
είναι φαινομενική και όχι πραγματική. Και μάλιστα δεν χρήζει ιδιαίτερης αναγνωστικής
επιμελητείας, για να καταστεί εμφανής η εν λόγω θέση του. Οι αυθυπόστατες θείες οντότητες
δεν είναι απόλυτα ανεξάρτητες από το Εν, διότι περιέχουν – η καθεμία με τον οικείο της
τρόπο – το μεθεκτό στοιχείο του, τις ενάδες. Όταν, επομένως, ο φιλόσοφος αναγνωρίζει ότι
στην υπόστασή τους ενυπάρχουν οι θείες παραγωγικές ιδιότητες, έχει την πρόθεση να δείξει
ότι στην ανάδειξη των νέων πραγματικοτήτων δεν συμμετέχει με άμεσο οντολογικό τρόπο η
υπερβατική και αμέθεκτη ουσία του Ενός, αλλά το, διακλαδιζόμενο πολλαπλώς, μεθεκτό
στοιχείο του. Με βάση την διϋλισμένη αυτή εξειδίκευση, ο νεοπλατωνικός σχολάρχης
αρνείται να αποδώσει – και προφανώς όχι υπό όρους ελλειμματικότητας ή στερητικούς –
στην ουσία του Ενός τον λειτουργισμό της παραγωγικής προβολής, ο οποίος εκφράζει την
ενεργό αποστολή που αναλαμβάνουν με τις εξειδικεύσεις τους οι ενάδες. Καταρχάς, λοιπόν,
θέτει ως κριτήριο των διακρίσεων στο ανώτατο ενολογικό πεδίο τον παραγωγικό τρόπο
εξακτίνωσης των ενάδων. Οι θέσεις του όμως αυτές δεν είναι ερευνητικά επαρκές να
αντληθούν μεμονωμένα από το έργο του Στοιχείωσις Θεολογική, αλλά προϋποθέτουν μία
συνολική εξέταση της συγγραφικής παραγωγής του, διευρυμένη έρευνα που απουσιάζει,
όπως έχουμε ήδη αναφέρει, από την ανακατασκευαστική κριτική του Νικολάου. Θα

38
Βλ. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 1089.17-1242.33. Πρβλ. H. D. Saffrey – L.G. Westerink, Proclus
Théologie Platonicienne, I, σελ. LXVIII.
39
Βλ. Πρόκλου Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 20.1 - 28.11. Επίσης, Διονυσίου, Περί των θείων
ονομάτων, V-XIII. Περί Μυστικής Θεολογίας, Ι-V, 998c – 1048b. Πρβλ. E. Corsini, Il trattato …, σσ. 50-57 και
134-139.

13
μπορούσαμε μάλιστα να διατυπώσουμε ως υπόθεση εργασίας το αν ο νεοπλατωνικός
σχολάρχης εισάγει από ένα σημείο και εκείθεν χριστιανικά στοιχεία στην διαμειβόμενη εδώ
θεωρία του, τα οποία, τουλάχιστον ως εκ της καταγωγής του, θα γνώριζε σε διευρυμένο
βαθμό. Εξάλλου, η εποχή κατά την οποία δραστηριοποιείται συγγραφικά, διακρίνεται για την
οριοθέτηση των συναφειών και των διαφορών μεταξύ Νεοπλατωνισμού και Χριστιανισμού.
Ο Πρόκλος, επίσης, θεμελιώντας μία μαθηματική αντίληψη για τις ενάδες, υποστήριζε
ότι είναι αριθμητές. 40 Ερμηνεύοντας, λοιπόν, την δεύτερη υπόθεση του πλατωνικού
Παρμενίδη, υποστήριζε ότι τα δέκα τέσσερα συμπεράσματά της παρουσιάζουν με τον τρόπο
της φιλοσοφικής σήμανσης μία πλήρη θεογονία ιεραρχικώς αρθρωμένη. Πιο συγκεκριμένα,
υποδηλώνουν την ιδρυτική ανάδειξη δέκα τεσσάρων θεοτήτων, τις οποίες ο ιδρυτής της
Ακαδημίας χαρακτήριζε με φιλοσοφικές κατηγορίες. 41 Και εφόσον οι θείες οντότητες είναι
δέκα τέσσερις, συνεπαγωγικώς θα δεχθούμε ότι απορρέουν από την συμπλοκή δέκα
τεσσάρων ενάδων με ίσο αριθμό « ὄντως ὄντων». Με τις θέσεις του αυτές ο Πρόκλος
επιχειρούσε όχι μόνον να συνδέσει τον Παρμενίδην με τις θεογονικές αντιλήψεις του, στο
πλαίσιο του εγχειρήματός του για επικαιροποίηση της πλατωνικής σκέψης, αλλά και να
καταστήσει πιο ευέλικτο και ακριβή ως προς τις αντιστοιχίες τον συσχετισμό του Ενός με το
πλήθος των θείων όντων υπό την μορφή του «ἑνός- ὄντος» ή του δεύτερου Ενός 42. Γίνεται
προφανώς σαφές ότι ο ανωτέρω τρόπος σύνδεσης έως ένα βαθμό είναι μηχανιστικός και
οδηγεί στο ότι η παραγωγική ιδιότητα των ενάδων –κατ’ αναγωγήν στην απόλυτη
καταστατική θέση του Ενός- υποτάσσεται σε μία μαθηματική αναγκαιότητα. Ωστόσο, οι
αντιστοιχίες δεν υπάγονται σε τέτοιας υφής δεσμεύσεις και ως εκ τούτου είναι επιβεβλημένη
για τον ακριβή προσδιορισμό των αντιστοιχιών και μία επιπλέον διευκρίνιση: σε ουδεμία
περίπτωση ο Πρόκλος δεν περιγράφει ένα σύστημα δέκα τεσσάρων ενάδων, τον αριθμό των
οποίων ορίζει σε έξι. Οι διεργασίες που ακολουθεί για την θεμελίωση των προαμειφθέντων
είναι ιδιαιτέρως εξαντλητικές και διέρχονται από μηχανισμούς εξειδικευμένης εντυπωσιακά
ποικιλίας. Καταφεύγει, λοιπόν, σε ιδιαίτερες διακλαδώσεις, διά των οποίων επιχειρεί να
δείξει πώς το έξι προβαίνει σε δέκα τέσσερις θεογονικές παρεμβάσεις – η καθεμία εκ των

40
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 113, σελ. 100. 5-15. Παραπέμπουμε ενδεικτικά στην ακόλουθη επισήμανση
της Annic Charles – Saget: «Que les hénades aient un nombre limité signifie qu’ il a pour les êtres un nombre
fini dans les manières d’ être–un. De l’ intelligible au corporel, quelle que soit la quantité précise des
intrermédiares, se développe un nombre d’ ordres correspondant strictement à cette matrice première » (L’
architecture du divin, εκδ. “Les Belles Lettres”, Paris 1982, σελ. 286). Να προσθέσουμε πάντως ότι η λειτουργία
των αριθμών παρουσιάζει μία καταιγιστική ποικιλία, και αυστηρών μάλιστα δομημένη.
41
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Ι, 31. 7-32. 12.
42
Βλ. Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην, 1049. 37-1050. 25∙ 1061. 31-1063. 5. Πρβλ. H. D. Saffrey – L. G.
Westerink, Proclus Théologie Platonicienne, ΙΙΙ, σσ. XL-LI.

14
οποίων συγκροτείται με πολλαπλές λειτουργίες των τριαδικών διαδικασιών –, ζήτημα το
οποίο απαιτεί μία εξαντλητική μονογραφία για να τύχει της δεούσης επεξεργασίας.
Ο Νικόλαος, χωρίς να λαμβάνει, για όχι αυστηρά προσδιορίσιμες αιτίες, υπόψη του το
σκεπτικό του νεοπλατωνικού σχολάρχη αναφορικά με την δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη,
ασκεί οξύτατη κριτική στην θέση του περί του αριθμού των ενάδων 43. Αφού χαρακτηρίζει ως
πανουργία του Πρόκλου την εκ μέρους του κατηγοριακή απόδοση της έννοιας του αριθμού
στις ενάδες, τονίζει, στο πλαίσιο μίας μετα- μαθηματικής προσέγγισης, ότι ο θείος αριθμός
δεν μπορεί να είναι ούτε άπειρος ούτε πεπερασμένος. Μέσα από έναν συνδυασμό της
χριστιανικής θεολογίας με τα μαθηματικά, σημειώνει πως, αν υποστηρίξουμε ότι είναι
άπειρος, τότε θα αναγκασθούμε να δεχθούμε ότι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Η
εκτίμησή του είναι ότι η εν λόγω θέση και εν ταυτώ ανατρεπτική κριτική του συμφωνεί και
με την αλήθεια και με την χριστιανική διδασκαλία, προφανώς εκ του ότι θα οδηγούσε σε έναν
ανεξάντλητο ποσοτικά πολυθεϊσμό, ή άλλοις λόγοις στην εισαγωγή ενός υποστατικού και
μορφοποιημένου πλήθους στην μεταφυσική περιοχή.
Από την άλλη πλευρά, εάν διατυπώσουμε την άποψη ότι ο θείος αριθμός είναι
πεπερασμένος, τότε συνεπαγωγικώς θα προκύψει ότι ως αριθμητός θα μετέχει και στο πλήθος
και στον αριθμό, σε οντολογικές κατηγορίες δηλαδή που έρχονται να περιγράψουν
καταστάσεις-οντότητες οι οποίες υπόκεινται κυρίως στο γίγνεσθαι. Σε προέκταση της
ανωτέρω σχέσης, το πλήθος και ο αριθμός ως μεθεκτά θα έχουν οντολογική προτεραιότητα
έναντι των ενάδων, οι οποίες αναγκαστικά θα είναι μετέχουσες. Συγχρόνως, καθίσταται
αναγκαία η ύπαρξη αμεθέκτων, τα οποία θα είναι, σύμφωνα με τις αρχές του Πρόκλου 44,
συγγενή με τα μεθεκτά και όχι με τα μετέχοντα, τα οποία ως τέτοια θα είναι πλήρως
προσδιορίσιμα-εξηρτημένα. Οι ανωτέρω θέσεις – συνεπαγωγές είναι απαράδεκτες για τον
Νικόλαο, διότι προσδίδουν προτεραιότητα στο διακινούμενο με όρους εξέλιξης έναντι του
θείου. Επιπλέον, μεταφέρει το ζήτημα στην οντολογική – λογική θεμελίωσή του και τονίζει
ότι ενέχει ιδιαίτερα διακυβεύματα η εκδοχή των ενάδων ως αριθμητών, διότι οδηγεί
αναγκαστικά στο ότι το συμβεβηκός είναι ανώτερο από την ουσία, ιεράρχηση πάντως που δεν

43
Βλ. Ανάπτυξις…, πρ. 113, σσ. 109. 24-110. 15.
44
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 23-24, σσ. 26. 22-28. 20∙ πρ. 67, σελ. 64. 1-14. Η Ann. Charles-Saget
επιμελείται ως ακολούθως του προβληματισμού: «Pouvons-nous désormais mieux comprendre la pluralité, τό
πλῆθος ? Ce terme nous apparaît n’ avoir pas de connotation ontologique précise. S’ il est vrai que “de tous les
êtres du Monde, les uns sont des touts, les autres des parties” (Proclus, In Timaeum, II, 376. 17), la pluralité n’
est qu’ un terme en attente qui disparaîtra dans la notion de tout (ainsi chaque niveau d’ être, qui est πλῆθος dans
la proposition 6, deviendra ἐκ τῶν μερῶν ὅλον dans la proposition 67)» (L’ architecture du divin, σελ. 222). Η
συνάφεια του «πλήθους» με τα «πάντα» μπορεί να εφαρμοσθεί και στους δύο κόσμους, με οντολογικό
εφαλτήριο την δυάδα, η οποία ως τρόπος αυτοανάπτυξης της αρχικής ενότητας φέρει στο προσκήνιο τούς νέους
αναπτυξιακούς διακλαδισμούς. Στα υπομνήματά του στους πλατωνικούς διαλόγους Παρμενίδης και Τίμαιος, ο
Πρόκλος θα αναδείξει με εξαντλητικό τρόπο τα ανωτέρω.

15
είναι αποδεκτή επ’ ουδενί από τον νεοπλατωνικό σχολάρχη. Αν εξαιρέσουμε την θεολογική
προοπτική τής εν λόγω επισήμανσης, μπορούμε άνετα να αναφερθούμε σ’ έναν, έστω τυπικά,
αριστοτελισμό του Νικόλαου, υπό την έννοια ότι δεν εκλαμβάνει την ουσία ως προϊόν των
συναγελασμών των ειδητικών αρχετύπων. 45 Πάντως εντός των νέων συσχετισμών που έχουν
αναδειχθεί και στα δύο κοσμοθεωρητικά σχήματα, ενδεχόμενο συμβεβηκότων στο
μεταφυσικό σύμπαν δεν τίθεται. Ό,τι εκδηλώνεται, δεν είναι παρά ο εσωτερικός πλούτος της
ενότητας, οπότε ο προσδιορισμός είναι σαφής.
Ο χριστιανός θεολόγος διατυπώνει συνεπαγωγικώς την εκτίμηση ότι, αν δεχθούμε
πως ο θείος αριθμός δεν είναι ούτε πεπερασμένος ούτε άπειρος, τότε θα αποφύγουμε το όποιο
διακύβευμα προέρχεται από την κατηγοριακή απόδοση στις ενάδες των εννοιών του αριθμού
και του πλήθους. Έτσι, άνετα θα οδηγηθούμε στην χριστιανική αντίληψη περί τού ενός Θεού,
ο οποίος είναι πλήρως ανεξάρτητος από κάθε έννοια αριθμητικού προσδιορισμού. Θα
προσθέταμε ότι και η τριάδα δεν συνιστά αρίθμηση αλλά τρόπον ύπαρξης, εκδοχή πάντως η
οποία συναντάται και στο νεοπλατωνικό καθεστώς. Είναι όμως αναγκαίο να σημειώσουμε ότι
ο Πρόκλος σε ουδεμία περίπτωση δεν υποστηρίζει ότι οι ενάδες μετέχουν στον αριθμό και
στο πλήθος. Το εγχείρημά του κινείται στην κατεύθυνση να συνδέσει με αυστηρές
αντιστοιχίες το Εν ως προβληματική δύναμη με τα παραγόμενα όντα. Περιγράφει, λοιπόν,
δεκατέσσερις διαδοχικές παρουσίες του μεθεκτού στοιχείου του Ενός, για να διαμορφώσει
τον εδραίο αρχετυπικό πυρήνα των αισθητών όντων. Και βεβαίως εδώ δεν είναι νόμιμο να
παραβλεθεί και ένας ιστορικός λόγος: να παραμείνει συνεπής στον πλατωνικό Παρμενίδην, το
θεωρητικό προπύργιο του Νεοπλατωνισμού, τουλάχιστον στους τομείς της Ενολογίας και της
μεταφυσικής Οντολογίας, τον διάλογο που θεωρείται ότι απαντά σε κάθε θεολογικό και
φιλοσοφικό αίτημα. Και η εν λόγω συνέπεια έχει ορισμένες επιπτώσεις στον τρόπο διά του
οποίου διακλαδίζονται οι αριθμήσεις, καθότι, με βάση το δεδομένο ότι οι ενάδες είναι έξι και
ότι η καθεμία εξ αυτών εκδηλώνεται με τριαδικό τρόπο, θα έπρεπε οι θεογονικές αναπτύξεις
να είναι δεκαοκτώ.
Ένα άλλο σημείο το οπο΄πιο τονίζει ο Νικόλαος είναι ότι ο Πρόκλος, με το να
υποστηρίζει ότι το ενιαίο πλήθος των ενάδων είναι συγγενές με το Εν, εισάγει αναλογίες
ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες διαφορετικού οντολογικού επιπέδου. Συγχρόνως,
παρατηρεί ότι με την ισχύ αυτής της συγγένειας καθίσταται αναγκαία η ύπαρξη ενός άλλου
γένους υπερέχοντος του Ενός και των ενάδων, στο οποίο θα μετέχουν και οι δύο αυτές
πραγματικότητες, για να αποκτήσουν την συγγενή ή καθ’ ομοιότητα τους σχέση. Προβάλλει

45
Πρβλ. Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, Ζ, 4, 1029 b-1030b.

16
έτσι ένα υποχρεωτικό «ως προς τι», το οποίο καταργεί τις αυτονομίες τους. Αλλά την εκδοχή
περί ενός μετέχοντος Ενός την απορρίπτει ασυζητητί ο βυζαντινός επίσκοπος, διότι την
θεωρεί ως απολύτως μη συμβιβαζόμενη με την υπερβατικότητα της ύπαρξής του. 46 Ουδείς
μάλιστα θα αντέτασσε ότι και εδώ δεν αφίσταται της επιμελητείας να αποτρέψει τον
πολυθεϊσμό, ή την επ’ άπειρον αναγωγική αναζήτηση αιτίων, αφού η αρνητική θέση έναντι
της πολυσημαντότητας της μέθεξης είναι ρητή στο ανώτατο μεταφυσικό πεδίο.
Στην εδώ συλλογιστική όμως, έχουμε να διατυπώσουμε δύο παρατηρήσεις: Πρώτον,
στο μεταφυσικό σύστημα του Πρόκλου ο παράγων της ομοιότητας ανάμεσα σε δύο θεία όντα
δεν ορίζεται, στο μικροκοσμικό πεδίο των άμεσων συναντήσεών τους, ως προς ένα τρίτον
ανώτερό τους, αλλά εκφράζει αποκλειστικά την σχέση ανάμεσα στο (εκάστοτε) παράγον και
στο παραγόμενό του. Η ομοιότητα ορίζει ότι το παραγόμενο είναι συγχρόνως «ταυτόν» και
«έτερον» με το αίτιόν του, χωρίς η εν λόγω συνεκφορά να συνιστά αντίφαση ή να καταφεύγει
σε έξωθεν επικουρίες. 47 Σύμφωνα με το τριαδικό σχήμα τής ούτως ειπείν νεοπλατωνικής
απορροής «μονή –πρόοδος – επιστροφή», «πᾶν τὸ αἰτιατόν καὶ μένει ἐν τῇ αὐτοῦ αἰτίᾳ καὶ
πρόεισιν ἀπ’ αὐτῆς καὶ ἐπιστρέφει πρός αὐτήν». 48 Μέσα από την περιγραφείσα διαδικασία,
παράγεται και αυτοπαράγεται το παραγόμενο, ενώ συγχρόνως ως μένον είναι ταυτόν με την
παραγωγική αρχή του, ως προοδεύον είναι έτερον προς την υπόστασή της και ως επιστρέφον
ευρίσκεται μαζί της σε σχέση συγχρόνως ταυτότητας και ετερότητας. 49 Δεύτερον, ο Πρόκλος
δεν δέχεται ότι οι ενάδες είναι όμοιες με το Εν, κατά τον τρόπο που είναι ένα παραγόμενο με
την παραγωγική αρχή του, αλλά υποστηρίζει ότι είναι ενωμένες μαζί του διά μίας συνεκδοχής
που υπερβαίνει οιαδήποτε άλλη σχέση. 50 Το τελικό προκύπτον πάντως είναι ότι τα ανωτέρω
λειτουργούν με βαθμιαία υφεσιακό τρόπο, ο οποίος δεν απουσιάζει ότι στην σχέση του Ενός
με τις ενάδες. Και εδώ ορίζεται το χριστιανικά ασύμβατο.

46
Βλ. Ανάπτυξις…, σελ. 110. 18-25.
47
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 28, σελ. 32. 10-34. Η Ann. Charles-Saget διευκρινίζει τα εξής θέτοντας και
ενδεχόμενο μίας τρόπον τινά ασυνέχειας: «Si ces relations de participation sont des relations de ressemblance (p.
28, 29), la ressemblance est compatible avec une relation asymétrique qui maintient la distance entre la cause et
ce qu’ elle engendre. S’ il y a donc communication, il n’ y a pas échange. Or, toute relation asymétrique, relation
de dépendence, est correlatrice ou identique au desir, c’ est-à-dire, liée à un manque. Ce qui signifie une
impossible identification, une impossible résorption et interdit d’ assimiler conversion et retour » ( L’
architecture du divin, σελ. 288). Η «ἐπιστροφή» του αιτιατού στο αίτιο εξουδετερώνει την όποια ασυμμετρία ή
ασυνέχεια έχει εμφανισθεί.
48
Βλ. ό. αν., πρ. 35, σελ. 38. 9-10.
49
Βλ. ό. αν., πρ. 30-32, σελ. 34. 12-36. 10. Η A. Charles- Saget διευκρινίζει: « La puissance et la causalité sont
pensées en termes de fécondité et la participation en termes de don. Proclus parle aussi de présence ( p. 30 ) et de
l’ impossibilité pour un effet de se séparer de sa cause » ( L’ architecture du divin, σελ. 302 ). Και εδώ ακριβώς
εμφανίζεται η αρχή της συνέχειας.
50
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 12. 23-13. 5. Πρβλ. . J. Trouillard, La mystagogie de Proclos, σελ.
78.

17
Παρά τα ανωτέρω όμως, η κριτική του Νικολάου είναι καίρια και όχι μόνον από
χριστιανικής άποψης, διότι επιμένει έντονα στην παράμετρο της καθολικής απροσδιοριστίας
του Θεού, η οποία συμπαρακολουθείται μάλιστα και από την προβολή της απόλυτης
ελευθερίας του. Εάν οι ενάδες είναι αριθμητές, τότε το θείο θα υπακούει σε μία αριθμητική
αναγκαιότητα, υπό την έννοια ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο όριο εκδήλωσής του, έστω και
αν συνιστά οικεία του επιλογή. Πέραν του συγκεκριμένου ορίου, το θείον είναι αδύνατον να
εκδηλωθεί; Ή: γιατί αποφασίζει να διακόψει την εκδήλωσή του; Εάν η απάντηση είναι
καταφατική, αίρεται η απροσδιοριστία του, αφού θα υποτάσσεται σε μία μηχανιστική ή
ακόμη και ντετερμινιστική πορεία (αυτο-)ελεγχόμενων αυστηρά ad extra προβολών. Από την
άλλη πλευρά, ήταν απαραίτητο να διευκρινισθεί πιο συγκεκριμένα από τον Πρόκλο ο βαθμός
της οντολογικής σχέσης των ενάδων με το Εν, διότι το διακύβευμα που μπορεί να προκύψει
είναι καίριο. Αν γνωρίζουμε την ουσία των ενάδων, μπορούμε συνεπαγωγικώς να
οδηγηθούμε – με ισχυρές τροφοδοτήσεις από την αρχή της αναλογίας- και σε έναν
κατηγοριακό προσδιορισμό του Ενός, το οποίο είναι, και μάλιστα με άμεσο τρόπο,
οντολογικά συγγενές τους, με την μόνη διαφορά μεταξύ τους αυτή που έχει το αμέθεκτο ως
προς το μετεχόμενο.
Στην συνέχεια της κριτικής του, ο Νικόλαος διερωτάται αναφορικά με το πώς είναι
δυνατόν οι ενάδες, ενώ συνιστούν πλήθος, να ευρίσκονται εγγύτατα στο Εν, αφού το εν και
το πλήθος είναι μη συμβατές μεταξύ τους οντολογικές καταστάσεις. 51 Και στην περίπτωση
ωστόσο αυτή, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε σε μεταγενέστερες της Στοιχειώσεως
Θεολογικής θέσεις του Πρόκλου. Στο περιεχόμενό τους συναντάμε την εκδοχή ότι οι ενάδες
ως το δεύτερο Εν είναι εν ταυτώ και εν και πλήθος, είναι το ίδιο το Εν που πληθύεται με τις
οριζόμενες εκ του ιδίου οντογενετικές εκδηλώσεις του. Η καθεμία εκ των ενάδων έχει την
μοναδικότητα του Ενός, αλλά, ως εκφραστική μίας συγκεκριμένης εκδήλωσης της
απορροϊκής προβολής του, συγκροτεί από κοινού με τις υπόλοιπες το ενιαίο πλήθος. Κατά
τον νοεπλατωνικό φιλόσοφο, το πλήθος των ενάδων δεν πρέπει να εκλαμβάνεται μόνον ως
μία πραγματικότητα που ευρίσκεται εγγύτατα στο Εν, αλλά και ότι προβάλλει την υφή και
την εμβέλεια των προδιαγραφών της παραγωγής, με τον τρόπο πάντως που τις έχει
διαρθρώσει διά των εξειδικεύσεών του αποκλειστικά το Εν, προκειμένου να θέσει σε κίνηση
τις οντογενετικές εκτυλίξεις του. Δεν είναι λοιπόν οντολογικά ασυμβίβαστο το πλήθος των
ενάδων με την μοναδικότητα του Ενός, αφού η εν λόγω ανώτατη Αρχή είναι έν όσον αφορά
στην υπερβατική ουσία της και διαρθρώνει το πλήθος των παραγωγικών συγκροτήσεών της

51
Βλ. Ανάπτυξις…, 149, 135. 14-23.

18
στις οποίες θα προβεί με τις ιδιαιτερότητες των ενάδων. 52 Θα μπορούσαμε σε κάθε
περίπτωση αναφορών να χαρακτηρίζουμε τις ενάδες ως τον εσωτερικό πλούτο του Ενός.
Ευρύτατο, επίσης, πρόβλημα κατά τον Νικόλαο αναφύεται από τον χαρακτηρισμό
των ενάδων ως ενιαίων. Για την χριστιανική αντίληψή του, η εν λόγω κατηγοριακή απόδοση
σημαίνει ότι έχουν ενότητα κατά μέθεξιν. 53 Και ως προς το ζήτημα αυτό, οι θέσεις που
διατυπώνει ο Πρόκλος δεν έχουν την απαραίτητη σαφήνεια κατά την συγκριτική συνεξέταση
– διαδοχή των κειμένων του. Πιο συγκεκριμένα, στην πρόταση 114 της Στοιχειώσεως
Θεολογικής έχει τονίσει ότι οι ενάδες μετέχουν τόσο στο Εν όσο και στο Αγαθόν. 54 Αντίθετα,
στην πρόταση 118 υποστηρίζει ότι ουδένα στοιχείο στις ενάδες δεν υπάρχει «κατά μέθεξιν»,
αλλά ό, τι περιέχουν είναι ή «κατ’οὐσίαν» ή «κατ’ αἰτίαν». 55 Ανάμεσα στις δύο προτάσεις
δεν υπάρχει συμβατότητα, τουλάχιστον αν εξετασθούν ανεξάρτητα από τα ευρύτερα
συμφραζόμενα. Κατά την εκτίμησή μας, στα όρια τής ανωτέρω πραγματείας ο νεοπλατωνικός
φιλόσοφος δεν έχει διαμορφώσει στον δέοντα θεωρητικό βαθμό τις θέσεις του για το ακριβές
οντολογικό περιεχόμενο των ενάδων. Εάν δεχθούμε το «κατά μέθεξιν» της πρότασης 114,
τότε θα καταλήξουμε στο ότι οι ενάδες είναι παράγωγα του Ενός, έστω και αν ο Πρόκλος τις
χαρακτηρίζει ως συγγενείς και ως ομοφυείς με την υπόστασή του. 56 Εξ ορισμού κάθε μετέχον
είναι και παραγόμενο. 57 Εδώ όμως πρέπει να σημειωθεί ότι το Εν είναι αμέθεκτο, οπότε, αν
δεχθούμε ότι μετέχεται από τις ενάδες, περιπίπτουμε σε οντολογικό αδιέξοδο και σε λογικό
άτοπο. Από την άλλη πλευρά, αν μείνουμε στο κατ’ οὐσίαν» και «κατ’ αἰτίαν» της πρότασης
118, τότε θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι οι ενάδες δεν αποτελούν οντολογικές
πραγματικότητες διαφορετικές από το Εν, παρά μόνον ως προς τον λειτουργισμό τους. Η
εκδοχή αυτή είναι σύμφωνη με μεταγενέστερες θέσεις του Πρόκλου. Να διευκρινίσουμε ότι
στο σύστημά του το « κατ’ αιτίαν » δηλώνει την ενύπαρξη ή την διαμόρφωση μίας
κατώτερης πραγματικότητας στα οντολογικά όρια των ανωτέρων της, μετάβαση από την
κατάσταση του σπέρματος στην ιδιαίτερη συγκρότηση.
Προέκταση του προαναφερθέντος προβλήματος αποτελεί το ότι κατηγοριακά αποδίδει
ο Πρόκλος στις ενάδες τις ιδιότητες της αυτοτέλειας 58 και της αυτάρκειας 59. Ο Νικόλαος

52
Βλ. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 1069. 6-8. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 36. 13-15. Πρβλ. G.
Martano, Proclo di Atene, σελ. 135. J. Trouillard, L’ Un et l’ âme selon Proclos, σελ. 95. J. M. P. Lowry, The
logical Principles of Proclus Στοιχείωσις Θεολογική as systematic Ground of the Cosmos, Amsterdam, 1980,
σελ. 45.
53
Βλ. Ανάπτυξις…, πρ. 118, σελ. 118. 17-25.
54
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 114, σελ. 100. 22-25.
55
Βλ. ό. αν., πρ. 118, σελ. 104. 5-15.
56
Βλ. ό. αν., πρ. 114, σελ. 100. 19-21.
57
Βλ. ό. αν., πρ. 23, σελ. 26. 22-24.
58
Βλ. ό. αν., πρ. 114, σελ. 100.16-22.

19
διερωτάται για το πώς ενέχουν τις προϋποθέσεις οι ενάδες να χαρακτηρίζονται με τις
ανωτέρω κατηγορίες ενώ μετέχουν στο Εν. 60 Η εν λόγω παρατήρηση είναι κεφαλαιώδης,
τόσο οντολογικά όσο και λογικά. Το εφαλτήριό της εντοπίζεται στο ότι, εάν οι ενάδες
μετέχουν στο Εν, συνεπαγωγικώς θα ανήκουν στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τα παραγόμενα
θεία όντα και απλώς θα ευρίσκονται σε μία ανώτερη βαθμίδα απ’ όποια εκείνα θα κατέχουν
στο πλαίσιο μίας πυραμοειδούς άπλωσης. Και σε μία τέτοια περίπτωση όμως, χρειάζεται να
υπάρχει ανάμεσα στις ενάδες και στο Εν ένα στοιχείο που θα αποτελεί το μεθεκτό επίπεδο
του Ενός και στο οποίο θα μετέχουν οι ενάδες. Και με βάση τις αρχές του νεοπλατωνικού
σχολάρχη περί διαμέσων, συνεπαγωγικώς θα αναζητούνται συνεχώς και απεριορίστως
μεθεκτά στοιχεία, ενοειδούς προφανώς περιεχομένου. Διαπιστώνουμε ότι ο προβληματισμός
παραμένει ο ίδιος, παρότι εκκινεί από διάφορες εκάστοτε διαδρομές η θεμελίωσή του.
Σημειωτέον, ωστόσο, ότι ο Πρόκλος δεν έχει αναφέρει μία τέτοια παρεμβολή μεθεκτών
στοιχείων, αφού ρητά τονίζει ότι οι ενάδες απορρέουν άμεσα από το Εν. Η θέση που
υποστηρίζουμε είναι ότι το πρόβλημα μπορεί να λυθεί, αν εξετάσουμε το σχετικό κείμενο
από την πραγματεία του Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας (Ι, 91. 9-21). Εδώ τονίζεται ότι οι
ενάδες έχουν αυτάρκεια «κατ’ ουσίαν» και όχι «κατά μέθεξιν». Αν λοιπόν λάβουμε υπόψη
μας ότι η Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας είναι μεταγενέστερο από την Στοιχείωσις
Θεολογική, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι η ανωτέρω διευκρίνιση εκφράζει την οριστική θέση
του νεοπλατωνικού φιλοσόφου αναφορικά με το διαμειβόμενο θέμα, με το ερώτημα βεβαίως
να παραμένει αναφορικά με το ποιά είναι η σχέση της ουσίας τους με την ουσία του Ενός και
με την κατάσταση της μετουσίας να μην έχει δυνατότητα ευδοκίμησης. Το εν λόγω πάντως
θέμα υπερβαίνει τα ανώτατα όρια του αποφατισμού.
Ο Νικόλαος, επίσης, ελέγχει και τις θέσεις του Πρόκλου σχετικά με τις ενέργειες των
ενάδων. Ο νεοπλατωνικός σχολάρχης, έχοντας δεχθεί ότι κάθε ενάδα αποτελεί έναν τρόπον
τινά επιμερισμό του Ενός, υποστηρίζει ότι έχει και την οικεία της ενέργεια, με την οποία θα
προβεί στις απορροϊκές-παραγωγικές εκδηλώσεις της. 61 Ο βυζαντινός διανοητής ενίσταται
αναφορικά με το πλήθος των ενεργειών και διερωτάται αναφορικά με το για ποία αποχρώσα
αιτία η κάθε ενάδα να έχει μόνον την οικείαν της ουσία, δύναμη και ενέργεια και όχι και των
υπολοίπων, εντάσσοντας καταρχάς το ζήτημα σε έναν συνεπή μονισμό. Εάν στερείται λοιπόν

59
Βλ. ό. αν., πρ. 127, σελ. 112.25-34. Η Ann. Charles- Saget έχει επισημάνει πάντως τα εξής: « La
transcendance dépasse la privation et la possession, qui supposent toutes deux une dépendance ( à l’ égard de
celui qui possède ou à l’ égard de ce que l’ on possède ), dépendance incompatible avec la simple » ( L’
architecture du divin, σελ. 270 ). Και οι ενάδες ανήκουν σε ό,τι θα ορίζετο ως απλούν.
60
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 114, σσ. 110.30 - 111.28.
61
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 131, σελ. 116.15.

20
των υπολοίπων θείων καταστάσεων, θα είναι η κάθε ενάδα συνεπαγωγικώς ενδεής. Το λογικό
επακόλουθο είναι συμβατό με τις χριστιανικές αρχές: προτιθέμενος ο βυζαντινός επίσκοπος
να αποφύγει τον κίνδυνο μίας οντολογικής ένδειας του θείου, τονίζει ότι μόνον η Αγία
Τριάδα έχει συμπεριλάβει σε κλίμακα απολύτου στον εαυτό της κάθε ουσία, δύναμη και
ενέργεια. 62 Και διευκρινιστέον ότι μεταξύ των τριών αυτών θείων καταστάσεων δεν υπάρχει
ιεράρχηση ούτε συμπληρωματικότητα.
Στην ανωτέρω ένσταση του Νικολάου έχουμε να παρατηρήσουμε ότι οι ενάδες, ενώ
διακρίνονται για την ιδιαίτερη δύναμη και την ενέργειά τους, δεν ανήκουν σε διαφορετικά
μεταξύ τους οντολογικά επίπεδα κατά την ουσία τους. Υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που διέπει
την ουσία τους και αυτό είναι η αγαθότητα 63 και έτσι διακρίνονται μεταξύ τους κατά το είδος
και την εμβέλεια της δύναμης και της ενέργειας διά των οποίων η κάθε μία την προβάλλει
υπό όρους, όχι ουσιακούς πάντως, στις κατώτερες πραγματικότητες. 64 Εδώ μάλιστα πρέπει να
διατυπωθεί η ακόλουθη διευκρίνιση, προκειμένου να τεθεί στην αναγκαία βάση του το
ζήτημα περί παραγωγικής εμβελείας, η οποία δεν διαφοροποιείται ως προς την ένταση του
βαθμού με τον οποίο η καθεμία μπορεί να εκδηλωθεί: Οι ενάδες ευρίσκονται σε μία αδιάλυτη
ενότητα μεταξύ τους, η οποία κατά τον Πρόκλο είναι ανώτερη ακόμη και από την σχέση της
ταυτότητας. «Πᾶσαι αἱ ἑνάδες ἐν ἀλλήλαις εἰσί καὶ ἥνωνται πρὸς ἀλλήλας καὶ πολλῷ μείζων
ἡ ἕνωσις ἐκείνων τῆς ἐν τοῖς οὖσι κοινωνίας καὶ ταυτότητος… Πᾶσαι γὰρ ἐισίν ἐν πάσαις, ὅ
μὴ ἐστιν ἐν τοῖς εἴδεσι». 65 Και από την άλλη πλευρά όμως, τονίζεται και η ιδιαιτερότητά
τους, «πᾶς θεός ἀφ’ ἑαυτοῦ τῆς οἰκείας ἐνεργείας ἄρχεται». 66 Χριστιανικά στοχαζόμενος ο
Νικόλαος δεν κινείται στο να αποδεχθεί τον εν λόγω επιμερισμό των δυνάμεων και των
ενεργειών, ο οποίος συνεπαγωγικώς οδηγεί σε μία πολυδιάσπαση του θείου. Συνεπής λοιπόν
στις αρχές του, τονίζει ότι η θεία δύναμη είναι μία και φθάνει έως τα έσχατα όρια του
υπαρκτού. 67

62
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 131, σσ. 123.27 – 124.3. Και βεβαίως εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι, παρ’ όλα που η
Αγία Τριάδα περιέχει τα ανωτέρω, δεν ευρίσκεται σε ιεραρχική προτεραιότητα απέναντί τους.
63
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 119-121, σσ. 104. 16-106. 22.
64
Βλ. ό. αν., πρ. 140, σελ. 124. 1-3.
65
Βλ. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος, 1048. 11-19. Πρβλ. H. D. Saffrey – L. G. Westerink, Proclus
Théologie Platonicienne, ΙΙΙ, σσ. LXIX-LXX.
66
Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 131, σελ. 116. 15.
67
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 140, σελ. 130. 7-12: «Ἡ πανταίτιος καί παντοδύναμος και δυναμοποός μία τε καί θεία
δύναμις ἄνωθεν ἀρχομένη και διά τῶν ἐν μέσω πάντων προϊοῦσα μέχρι και ταῶν ἐσχάτων και αὐτῶν τῶν
ἐπιγείων καθήκει πᾶσιν ἀεί παροῦσα, πάντα δυναμοῦσα καί πληροῦσα ἑαυτῆς καί συνέχουσα ἐν ἑαυτῇ καί ὑπό
πάντων μετεχομένη, καθόσον ἓκαστον μετέχειν αὐτῆς δύναταί τε καί τέτακται». Εκτιμούμε ότι δεν αποκλείει
την εξειδίκευση της θείας δύναμης σε άπειρες εξακτινώσεις, χωρίς πάντως μεταξύ τους να παρεμβάλλει τον
παράγοντα της ιεραρχίας. Ωστόσο, επιμένει σε έναν μονισμό της δύναμης και δεν προβαίνει σε περαιτέρω
διευκρινίσεις ως προς την κριτική του. αναφορικά με τα όντα που τα τοποθετεί στο «ἐν μέσῳ», κατά πάσα
πιθανότητα θα εννοεί τους αγγέλους.

21
Χρήζει πάντως επισήμανσης ότι ο Νικόλαος δεν αξιοποιεί εδώ την θεωρία του
Διονυσίου – και βεβαίως του συνόλου της μεταγενέστερης παράδοσης του Χριστιανισμού της
Ανατολής – περί «δυνάμεων» ή «προόδων» τού ενός Θεού. Αν κατέφευγε στην επικουρία
της, θα μπορούσε να διακρίνει την μία ουσία του Θεού από το πλήθος των ισοδύναμών της
προβολών της, αποφεύγοντας συγχρόνως και την πολυδιάσπασή της. Μόνον σε ένα σημείο
αναφέρει ότι αποδέχεται ως ανταποκρινόμενη στην αλήθεια την θέση το να ονομάζουμε
«δυνάμεις» του Θεού όλες τις αιτίες που εξικνούνται στις νοερές και θεοειδείς τάξεις,
εννοώντας προφανώς τους αγγέλους. 68 Σημειωτέον, όμως, ότι ο χριστιανός θεολόγος δεν
αναφέρει αν αυτές οι «δυνάμεις» - αιτίες εκτείνονται και σε άλλα επίπεδα όντων, αλλά
μάλλον θα πρόκειται για μία παράλειψη η οποία θα οφείλεται στους τεχνικούς όρους που
θέτουν οι στην εδώ συνάφεια συλλογισμοί του. ήδη ανωτέρω είχε θίξει την καθολική
παρουσία των «δυνάμεων».
Από το σύνολο όμως των αντιρρητικών απόψεων του Νικολάου η κατεξοχήν
φιλοσοφικής θεμελίωσης είναι η κριτική που ασκεί 69 στην θέση του Πρόκλου ότι οι ενάδες
προέρχονται από τον συνδυασμό του «πέρατος» με το «ἄπειρον». 70 Ο χριστιανός στοχαστής
στην κυριολεξία χλευάζει την εν λόγω θέση, επισημαίνοντας την αδυναμία των ενάδων να
αυτοπαραχθούν. Τονίζει ότι το «πέρας» και το «ἄπειρον» είναι ως προς την καθεαυτότητά
τους ανυπόστατα, αφού το «πέρας» εκφράζει απλώς την οριοθέτηση ενός όντος, ενώ το
«ἄπειρον» συνιστά την στέρηση του «πέρατος». Θα παρατηρήσουμε όμως εδώ ότι αποδίδει
και στις δύο έννοιες μάλλον το περιεχόμενο μίας δευτερογενούς ιδιότητας ή, πιο σωστά, μΊας
περιγραφικής ή λειτουργικής κατάστασης, προφανώς χωρίς οντογεννΗτική και υπό την
ευρεία έννοια ειδητική δυνατότητα. Υπό το χριστιανικό σκεπτικό, λοιπόν, εφόσον είναι
ανυπόστατα ως οντολογικές αρχές, κατ’ ακολουθίαν θα είναι ανυπόστατες και οι ενάδες.
Συγχρόνως, εάν οι ενάδες προέρχονται από το «πέρας» και το «ἄπειρον» είναι σύνθετες,
εκδοχή που αντίκειται όμως στην θέση του Πρόκλου ότι είναι απλές. 71 Ο Νικόλαος
επισημαίνει ότι, κατά την παράδοση που ο ίδιος εκπροσωπεί, το μόνο άπειρον είναι το θείον,
όχι επειδή αποκτά την υπόστασή του από την απειρία, αλλά επειδή χορηγεί - με όρους
προφανώς ανεξάντλητους - το πέρας στο σύνολο του υπαρκτού και δεν υπόκειται το ίδιο σε
περατοειδή περιορισμό από ουδεμία άλλη πραγματικότητα. Παράλληλα, ότι είναι ανώτερο
από κάθε «πέρας» και κάθε «ἄπειρον», ενώ επίσης ότι αποτελεί και την παραγωγική αιτία
τους. Τα ανωτέρω είναι χριστιανικώς συνεπή, καθότι συνεκφέρονται, με διακριτικό μεταξύ

68
Βλ. ό. αν., πρ. 158, σελ. 142. 11-18.
69
Βλ. ό. αν., πρ. 159, σελ. 142. 23-143. 4.
70
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 159, σσ. 138. 30-139. 4.
71
Βλ. ό. αν., πρ. 127, σελ. 112. 25-34.

22
τους τρόπο, η υπερβατικότητα με την εμμένεια, χωρίς μάλιστα η δεύτερη να εκφέρεται με
όρους αναγκαιότητας σε σχέση με ό,τι θα προκύψει.
Η αρχική εκτίμησή μας είναι ότι η εν λόγω κριτική του Νικολάου είναι κεντρικής
σημασίας για την οριοθέτηση του Χριστιανισμού απέναντι στον Νεοπλατωνισμό αναφορικά
με τις οντογεννητικές διεργασίες. Σύμφωνα με περιεχόμενό της, το οποίο είναι τόσο
ιστορικής όσο και συστηματικής τάξης και παραπέμπουν στην υφή του παραδειγματικού
αιτίου, θεωρούμε απαραίτητο να παραθέσουμε συνοπτικά τις αντιλήψεις του νεοπλατωνικού
και του χριστιανικού διανοητή σχετικά με τις έννοιες «πέρας» ή «ἄπειρον», ώστε οι
συγκριτικές συνεξετάσεις να προσλάβουν έτι περαιτέρω επιστημολογικές αποχρώσεις. Και
για μία εισέτι φορά πρέπει να σημειώσουμε ότι η Στοιχείωσις Θεολογική συνιστά
προοιμιακού χαρακτήρα πραγματεία.
Η θέση μας, λοιπόν, είναι ότι ο Πρόκλος διατυπώνει τις οριστικές απόψεις του για τις
δύο αυτές έννοιες στην πραγματεία του Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας (ΙΙΙ, 30.15-40.8), η
οποία αποτελεί την πιο συστηματική σύνοψη της αρχαίας ελληνικής μεταφυσικής.
Εκκινώντας από τους προβληματισμούς του πλατωνικού διαλόγου Φίληβος 72, τονίζει ότι η
παραγωγή του υπαρκτού οφείλεται στην μίξη του «πέρατος» και του «ἀπείρου», η οποία
επαναλαμβάνεται με ποικιλίες εξαντλητικά εξειδικευμένες. Πρόκειται για δύο οντολογικές
πραγματικότητες, οι οποίες έχουν προέλθει από το Εν και που προϋπάρχουν, ως αρχές, κάθε
οντογεννητικής διαδικασίας. Στην συνέχεια, αναφέρει ότι το «πέρας» και το «ἄπειρον»
αποτελούν τις άμεσες εκφάνσεις του αμεθέκτου Ενός και ότι το «πέρας» αντιστοιχεί στις
ενάδες ενώ το «ἄπειρον» στις δυνάμεις τους, υπό την έννοια ενός αείζωου ενεργειακού
πυρήνα, ο οποίος έχει εγγενώς τις προϋποθέσεις για άπειρες και ανεξάντλητες παραγωγικές
προβολές. Διευκρινίζει όμως ότι δεν ταυτίζονται με το Εν, αλλά ότι περιγράφουν την υφή και
την εξειδικευμένη εμβέλεια της απορροϊκής εκδήλωσής του. Έτσι, θεμελιώνει ήδη από τα
ανώτατα υπερβατικά επίπεδα τις ιεραρχικές σχέσεις. Σε προέκταση του ίδιου θεωρητικού
πλαισίου, σημειώνεται ότι το «πέρας» και το «ἄπειρον» με τις ιδιότητες που κατέχουν
εκτείνονται παραγωγικά στο σύνολο του υπαρκτού έως και την ύλη με ιδιαίτερο σε κάθε
επίπεδό του τρόπο, εφαρμόζοντας έτσι έναν ιεραρχικό σχετικισμό. Επομένως, η θέση της
Στοιχειώσες Θεολογικής, ότι οι ενάδες προέρχονται από το «πέρας» και το «ἄπειρον», αίρεται
από τις πιο συστηματικές μεταγενέστερες θέσεις του Πρόκλου, οι οποίες διατυπώνονται στο
Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας. Πάντως, σε κάθε περίπτωση το «πέρας» και το «ἄπειρον»
αποτελούν τις ανώτατες μετά το Εν οντολογικές αρχές, οι οποίες με τις, εξειδικευόμενες

72
Βλ. Φίληβος, 23 c7-d8.

23
διαδοχικά αντογεννητικές, συμπλοκές τους συγκροτούν τόσο τον θείο όσο και τον
υποκείμενο στο γίγνεσθαι κόσμο, υπό τις θεωρητικές συγκείμενες με τις οποίες ο
νεοπλατωνικός σχολάρχης ορίζει την υφή τους. 73
Σχεδόν εντελώς αντίθετη εικόνα παρουσιάζουν οι δύο αυτές έννοιες στον Νικόλαο.
Κατά τον χριστιανό στοχαστή 74, ο Θεός είναι κατά την ουσία του άπειρος, προσδιορισμός
όμως που δεν περιγράφει την καθεαυτότητά του, αλλά αναφέρεται στην σχέση του με τα
όντα. Η ανωτέρω αποφατική διατύπωση συμπληρώνεται και από το ότι ο Θεός είναι το
πρώτον «ἄπειρον», με την έννοια ότι ως υπερβατική πραγματικότητα δεν περιορίζεται από
ένα συγκεκριμένο ον ούτε αποτελεί αντικείμενο περιγραφής από οιαδήποτε κτιστή διάνοια.
Από την άλλη πλευρά, είναι το πρώτον «πέρας», αφού ως αιτία ενοποιεί, συνέχει και
προσδίδει περατοειδή όρια σε όλα τα όντα κατά την ουσία, την δύναμη και την ενέργεια και
έτσι υποστηρίζεται και ο εμμενής με – άπειρους προφανώς – δομικούς διακλαδισμούς
χαρακτήρας του. Το επόμενο βήμα είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον: Ο Νικόλαος υποστηρίζει ότι
στον κόσμο των κτιστών όντων το «πέρας» και το «άπειρον» δεν είναι ουσίες ή
συγκεκριμένες υποστάσεις, αλλά εκφράζουν απλώς και μόνον σχέσεις και εξαρτώνται σε
μόνιμη κλίμακα από την ιδιαίτερη κατάσταση των όντων εκείνων που κατά περίπτωση
συναρτώνται. Το «πέρας» είναι πέρας τινός και το «ἄπειρον» στέρηση του πέρατος και,
επομένως, δεν έχουν την σημασία ούτε κάν του συμβεβηκότος. Σύμφωνα με τις ανωτέρω
συνεκφορές – αποκλεισμούς, ο Νικόλαος καταλήγει στην θέση ότι το «πέρας» και το
«ἄπειρον», ως μη έχοντα οντολογική ιδρυτική βάση, δεν μπορούν να έχουν ούτε και την
ελάχιστη παραγωγική δυνατότητα. Με την διατυπωθείσα θέση, όχι μόνον αναιρεί πλήρως την
οντολογική αυθυπαρξία του «πέρατος» και του «ἀπείρου», αλλά παράλληλα προβάλλει τον
υστερογενή χαρακτήρα που κατέχει η σχέση έναντι της ουσίας, θέση μάλιστα που δεν
προσφέρει δικαιώσεις στην θεωρία του πλατωνικού Φιλήβου περί μικτού, ως προκύπτοντος
από την ιδιαίτερη κατά περίπτωση συνάφεια των δύο διαμειβόμενων κατηγοριών. Θέτει,
λοιπόν, στο περιθώριο εδώ τον ρεαλισμό και υιοθετεί έναν ιδιότυπο νομιναλισμό, καθότι τα
εκάστοτε – ακόμη και ως συγκρινόμενα – αποτελούν την πηγή των εννοιών.
Με τα όσα εξετάσαμε, εκτιμούμε ότι κατέστησαν σαφείς οι επιστημολογικοί όροι διά
των οποίων ο Νικόλαος απορρίπτει κάθε εκδοχή για την παρουσία θεοτήτων ή οντολογικών

73
Για το ζεύγος: «πέρας-άπειρον» στον Πρόκλο, βλ. J. Trouillard, L’ Un et l’ âme selon Proclos, σσ. 69-77. W.
Beierwaltes, Proklos, Grundzüge seiner Metaphysik, σσ. 50-56. G. Van Riel, ‘’ Ontologie et Theologie’’,
Proclus et la Théologie Platonicienne, εκδ. ‘’Les Belles Lettres’’, Paris 2000, σσ. 399-413, απ΄όπου διαβάζουμε:
«Par leur nature même, πέρας et ἄπειρον appartiennent á une théologie affirmative qui sert á expliquer la
procession de la multiplicité des choses hors de l’ Un. …Leur lieu prpre est au point intermédiaire entre la
simpliscité absolue de l ‘ Un et la mature composée des êtres» (σελ. 407).
74
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 89, σελ. 90.15-18 ˙ πρ. 90, σσ. 90.24 – 91.2 ˙ πρ. 93, σελ. 92.15-33.

24
αρχών έξω από το Εν, διότι η στόχευσή του είναι να διαφυλάξει την υπερπληρότητα του
τριαδικού Θεού, ο οποίος, στην ατμόσφαιρα της χριστιανικής διδασκαλίας, παράγει,
ενδυναμώνει και πληροί το σύνολο του υπαρκτού με την εμμενή παρουσία του, την έκφανση
δηλαδή της πρόνοιάς του. πρόκειται μάλιστα για μία πρόνοια η οποία επιτρέπει στα
επιμέρους όντα να αποτελούν πηγές εννοιολογικών κατηγοριοποιήσεων.

ΙΙ. Μοναρχία – Πολυαρχία


Σε άμεση συνάφεια με την διάκριση ανάμεσα στον μονοθεϊσμό και στον πολυθεϊσμό,
ο Νικόλαος επισημαίνει την ριζική διαφορά της χριστιανικής μοναρχίας προς την
νεοπλατωνική πολυαρχία. Ο Πρόκλος είχε συγκροτήσει ένα πολυδαίδαλο φιλοσοφικό και
θεολογικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούσαν οι θεογονίες και οι συμπαραγωγές, με
εντυπωσιακές πράγματι εξειδικεύσεις, μέσω τριαδικών διαδικασιών και δομών που
υπερέβαιναν τα όρια του “παροξυσμού”. Συγκεκριμένα, υποστήριζε ότι το Εν δεν είναι η
μοναδική αιτία της παραγόμενης πραγματικότητας αλλά η πρωταρχική. 75 Θεωρούσε την
παραγωγή κυρίως ως συμπαραγωγή και συνεπαγωγικώς διετύπωνε την άποψη ότι το Εν
παράγει συνεργαζόμενο με δευτερεύουσες θεότητες. 76 Υπό τους όρους βεβαίως τού
μονισμού, οι εν λόγω θεότητες αποτελούν απορροές του Ενός, αλλά συγχρόνως κατέχουν μία
διττή παραγωγική ιδιότητα, αφού και αυτοπαράγονται, αξιοποιούσες τα εφόδια που τούς
παρέχονται, καθώς και, από κοινού με το Εν και τις ανώτερές τους θεότητες, παράγουν τις
κατώτερές τους. 77 Ο νεοπλατωνικός σχολάρχης παρείχε σε προκεχωρημένο βαθμό
οντολογική αυτονομία και αυτοδυναμία στις θεότητές του, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει
ένα πλήθος οντοτήτων με σχετική ανεξαρτησία από το Εν, την οποία όμως το ίδιο
“επιτρέπει”, προκειμένου να συγκροτηθεί ένα σύστημα με πρωτοβουλίες, καθότι επιπλέον
όλα τα μέρη του είναι φορείς του αγαθού και βεβαίως της ενότητας.
Η κεφαλαιώδης πρόθεση του νεοπλατωνικού φιλοσόφου ήταν να καταστήσει εφικτή
την επικοινωνία του Ενός με τα – μεταφυσικά και φυσικά – όντα, χωρίς όμως να αλλοιώσει
ούτε κατ’ ελάχιστον την υπερβατική ουσία του. Όθεν, ανέπτυξε ένα θείο υπαρκτό, το οποίο
ήταν, όπως διαπιστώσαμε, το απορροϊκό αποτέλεσμα της συμπλοκής των μη παραγόμενων
ενάδων με τα εκ της αυτοανάπτυξής τους αναφυέντα «ὄντως ὄντα». Ο εν λόγω θείος κόσμος
περιελάμβανε δεκατέσσερα επίπεδα, τα οποία εδιαρθρώνοντο ιεραρχικά και εσχετίζοντο

75
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙ, 31. 1-2˙ 55. 13.
76
Βλ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 57, σελ. 54. 23-24.
77
Βλ. ό. αν., πρ. 25, σσ. 28. 21-29. 9.

25
μεταξύ τους με την παραγωγική και την αρχετυπική λειτουργία τού εκάστοτε ανώτερου προς
το εκάστοτε κατώτερο, στο πλαίσιο μίας πυραμοειδούς ανάπτυξης. 78 Σε ένα επόμενο επίπεδο,
τα θεία όντα αποτελούσαν τα αιώνια παραγωγικά αρχέτυπα του αισθητού κόσμου. 79 Η
οριστική συνεπαγωγή όλων των ανωτέρω συλλογισμών ήταν να αναπτύξει ο Πρόκλος ένα
πολυαρχικό σύστημα, με διάχυτες κατά βάθος και κατά πλάτος εξαρτήσεις και τροφοδοσίες,
και με κύρια χαρακτηριστικά την συνοχή και τον λειτουργισμό του.
Στις προαναφερθείσες θέσεις του νεοπλατωνικού σχολάρχη ο Νικόλαος αντιτάσσει
την χριστιανική αντίληψη για την μοναρχία τού, παρά την τριαδικότητα των υποστάσεων –
προσώπων του, Θεού. Ενώ ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος εξαρτά το οντολογικό σύστημά του
από ποικίλες αιτίες, ο χριστιανός στοχαστής τονίζει ότι ο Θεός είναι η μοναδική και
αποκλειστική πηγή-αρχή όλων των όντων, συγκεφαλαιώνοντας στην υπόστασή του με
αποκλειστικό τρόπο το σύνολο των ιδιοτήτων-κατηγορηματικών προσδιορισμών. 80 Ο Θεός
είναι τα πάντα «ὑπεροχικώς», αφού περιέχει το υπαρκτό, πριν από την δημιουργία του, «κατ’
αἰτίαν» - και όχι «κατ’ ουσίαν» - με ενιαίο και υπερούσιο τρόπο και το παράγει αποκλειστικά
από τον εαυτό του, χωρίς έστω και την στοιχειώδη έξωθεν συνδρομή. 81
Η διάκριση ανάμεσα στην μοναρχία και στην πολυαρχία συνδέεται και με το ερώτημα
που αναφέρεται στο κίνητρο και στον τρόπο παραγωγής, το οποίο κατά βάση είναι
ερμηνευτικό και συνδέεται με τα κοσμοθεωρητικά παραδείγματα που επιλέγονται. Πρόκειται
για ένα ερώτημα το οποίο είχε απασχολήσει ιδιαιτέρως τόσο την νεοπλατωνική όσο και την
χριστιανική θεολογία-φιλοσοφία και είχε καίριες συνέπειες για την διαμόρφωση της
οντολογίας και της κοσμολογίας τους. Παραμένοντες αυστηρώς στα όρια της Στοιχειώσεως
Θεολογικής, έχουμε να σημειώσουμε ότι ο Πρόκλος υποστήριζε πως η παραγωγή – και, για
τον μεταφυσικό κόσμο, η «πρόοδος» - επιτελείται με μία ευθεία εκδήλωση ενός ουσιακού
μάλλον οντολογικού χαρακτηριστικού – του οποίου δεν προσδιόριζε πάντως ακριβώς το
περιεχόμενο –, δηλαδή «τῷ εἶναι». Η πρόθεσή του ήταν να απαλλάξει το Εν από κάθε
κατάσταση που θα δήλωνε πάθος, πρόθεση και δύναμη, παράγοντες που θα το υποβίβαζαν
οντολογικά, αφού κατά την γνώμη του θα έδειχναν ότι ως Αρχή είναι ενδεής, ως
εμφανίζουσα μία εσωτερική κινητικότητα. Όθεν, απέρριπτε, στο αρχικό επίπεδο, κάθε έννοια

78
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, ΙΙΙ, 8.4-6.
79
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 145, σελ. 128.1-21.
80
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 137, σελ. 128.5-11: «Η μία καί μόνη ἑνάς ἐκείνη ἐστί καί τό ἕν, ἐκείνη καί πάντων
ὑποστάτις οὖσα τῶν ὄντων, πάντα ἑνίζει καθ’ ἑαυτήν καί ὑπό πάντων οὑτω μετέχεται, ἐκείνη καί ἕν ἔστί καί οὐχ
ἕν, τό μέν ὡς πάντα ἑνίζουσα καί μόνη πάντων ἐν τῇ καθ’ αὑτήν ὑπεριδρυμένη ἁπλότητι, τό δέ ὡς ὑπέρ πᾶν ἕν,
…». Όθεν, το «οὐχ ἕν» δεν ορίζεται υπό όρους έλλειψης αλλά υπέρβασης.
81
Βλ. ό. αν., πρ. 115, σελ. 111.31-32˙ πρ. 118, σελ. 114.14-15˙ πρ. 119, σελ. 115.5-10.

26
βουλησιαρχικής και ενεργειακής υφής ως εσωτερικούς παράγοντες του Ενός κατά την
διαδικασία της «προόδου» - παραγωγής. 82
Η θέση αυτή, όμως, εκ πρώτης προσέγγισης φαίνεται ότι οδηγούσε τον νεοπλατωνικό
σχολάρχη σε ορισμένα αδιέξοδα. Το πιο κεφαλαιώδες εξ αυτών προέκυπτε από το ερώτημα
σχετικά με το πώς είναι εφικτό να παράγει το Εν με το «εἶναι» (του;) τα όντα, τα οποία είναι
διαφορετικής οντολογικής σύστασης από την οικεία του. Σύμφωνα με την κεντρική αρχή του
περί της ομοιότητας κατά την διαδικασία της «προόδου», μία οντότητα δεν έχει τις
προϋποθέσεις να παραγάγει - υπό την έννοια μίας διαδικασίας διερχόμενης από ποικίλα
στάδια - μία άλλη με την οποία είναι οντολογικώς ανόμοιες. Έτσι, οδηγήθηκε, όπως
διαπιστώσαμε, στο να εισαγάγει τις ενάδες ανάμεσα στο Εν και στα βαθμιαίως αναδυόμενα
όντα, τις οποίες δεν θεωρούσε ως τίποτε άλλο παρά ως τις παραγωγικές δυνάμεις του Ενός. Η
εδώ αντιπανθεϊστική επιλογή του ήταν ευφυής, καθότι με τις ενάδες η παραγωγή «τῷ εἶναι»
λαμβάνει την έννοια της παραγωγικής κίνησης του Ενός με την δύναμη της ουσίας του και
όχι με την ίδια την ουσία του. Σε ουδεμία όμως περίπτωση ο Πρόκλος δεν εδέχθη ότι το
πρωταρχικό κίνητρο της παραγωγής είναι η βούληση. Η αντίληψη περί ενός προσωπικού
Θεού – δημιουργού δεν ευδοκιμούσε, κατά τις επιλογές των νεοπλατωνικών, στα ανώτατα
μεταφυσικά επίπεδα, αλλά κυρίως ενεφανίζετο, και μάλιστα σαφώς, στα κατώτερα. 83
Σημειωτέον, επιπλέον, ότι το «είναι» εθεωρείτο ως πρϋποθετικό και προσδιοριστικό κάθε
άλλης κατάστασης, η οποία απέρρεε από το ίδιο ως οντολογική πηγή.
Το όλο ερμηνευτικό σχήμα λαμβάνει ορισμένες διαφορετικές διαστάσεις στον
Χριστιανισμό. Κατά τον Νικόλαο, η δημιουργία είναι προϊόν της θείας βούλησης, εκτίμηση
που σημαίνει ότι η Αγία Τριάδα δεν παράγει τα όντα με την υπερούσια και κρύφια ουσία
της. 84 Η δημιουργία δεν προδιαγράφεται στο είναι τού Θεού, αλλά αποτελεί την έκφραση της
επιστημονικής γονιμότητας της υπερσόφου σοφίας του. 85 Με τις εν λόγω διακρίσεις του, ο

82
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, ΙΙ, 50.12 – 51.19. Εις τον Παρμενίδην του Πλάτωνος , 786.21-26˙
1168.16-19. Πρβλ. E.R. Dodds, Proclus. The Elements of Theology, σσ. 213-215. H.D. Saffrey και L.G.
Westerink, Proclus. Théologie Platonicienne, II, σσ. 109-110. C. Steel, “Proclus et les arguments …”, σσ. 18-19.
Σε προσθήκη των όσων στο κυρίως κείμενο αναφέρουμε, θα σημειώναμε ότι η παραγωγή «τῷ εἶναι» θέτει
ούτως ή άλλως σοβαρά ζητήματα σχέσιν έχοντα ακόμη και με έναν ήπιο πανθεϊσμό. Είναι ισχυρό πάντως το
ενδεχόμενο να μην εννοεί ο Πρόκλος την ίδια την ουσία του Ενός αλλά ένα αρχικό οντολογικό υπόστρωμα, το
οποίο η ίδια ως πρώτη Αρχή χορηγεί. Είναι η περίπτωση κατά την οποία παρέχει την πηγαία προϋπόθεση για
αναγωγή στην ύπαρξη. Το εν λόγω – ισχυρό κατά την εκτίμησή μας – ενδεχόμενο μπορούμε να το
διατηρήσουμε και για τα όσα διαμείβονται στο κυρίως κείμενο.
83
Βλ. W. Beierwaltes, Proklus. Grundzüge …, σσ. 143-153.
84
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 125, σελ. 119.18.
85
Βλ. ό. αν., πρ. 151, σελ. 137.20-23: «Παράγει δέ πάντα τά ὄντα ὁ Θεός οὐκ ἐκξ τῆς κατ’αὐτόν ὑπερουσίου καί
κρυφίας οὐσίας ἀλλά δημιουργικῶς κατ’ ἐπιστημονικήν ὑπερσόφου σοφίας γονιμότητα, καί οὓτω καί τῶν ὄντων
πάντων πατήρ καί ἔστι καί λέγεται». Η σύνδεση του αφηγηματικού με το ορθολογικό στοιχείο είναι ένα από τα
ενδιαφέροντα σημεία του εδαφίου.

27
βυζαντινός επίσκοπος αποφεύγει εξ ορισμού κάθε κίνδυνο πανθεϊσμού, αφού αρνείται ρητά
οιαδήποτε εκδοχή περί απορροϊκής διάχυσης της ουσίας του Θεού. Συγχρόνως, ισχυροποιεί
την αδιαπραγμάτευτη χριστιανική θέση ότι ο Θεός είναι η μοναδική δημιουργική αιτία και ότι
η παραγωγική δύναμή του δεν είναι μεταβιβάσιμος παράγων. 86 Ο βουλητικός χαρακτήρας της
δημιουργίας αποκλείει την ανάπτυξη οντοτήτων που θα αποτελούσαν ατελή απεικάσματα του
Θεού και εκφραστικά, έστω σε ένα κατώτερο επίπεδο, των ενεργειών της ουσίας του.
Παρεμβάλλεται μεταξύ δύο πραγματικοτήτων διαφορετικής μεταξύ τους ριζικά οντολογικής
υφής. Εάν η παραγωγική ιδιότητα της Αγίας Τριάδας λειτουργούσε ως απόλυτη προβολή της
ουσίας της, θα καθίστατο, κατ’ ακολουθίαν, ακριβώς ως ιδιότητα ή ως έκφραση της ουσίας
της, μεταβιβάσιμη. Όθεν, ο Νικόλαος αρνείται, και από την εδώ διαδρομή ριζικά την
συμπαραγωγή. 87
Μεταφέροντες την συζήτηση στην περιοχή της δημιουργίας, έχουμε να σημειώσουμε
ότι, για τον χριστιανό θεολόγο, η αποστολή των κτιστών όντων είναι λειτουργική και όχι
(συν-) παραγωγική. Αναλαμβάνουν βεβαίως να παρέμβουν διαμεσολαβητικά, υπό την
αποκλειστική όμως έννοια ότι τα ανώτερα, ως προς την διακπεραιωτική ικανότητα, δέχονται
τις θείες χορηγίες και τις μεταβιβάζουν στα κατώτερα. Σε ουδεμία περίπτωση όμως τα
ανώτερα δεν παράγουν τα κατώτερα. 88 Επομένως, δεν υπάρχει ανάμεσά τους ούτε και ο
απειροελάχιστος παράγων οντολογικής, ουσιακής ή ενεργειακής, εξάρτησης. Τα όντα ως
κτιστά δεν έχουν ουδεμία οντολογική αυτοδυναμία, αφού δεν συνιστούν εκφράσεις της
ουσιακής απορροής του Θεού και, κατ’ επέκταση, δεν αυτοπαράγονται ούτε παράγουν. Η
αυτοπαραγωγή έχει νομιμότητα ανάπτυξης μόνον στο σύστημα του Πρόκλου, διότι εκεί κάθε
μεταφυσικό ον περιείχε την ενάδα του και έτσι αποκτούσε την δυνατότητα, ως φορέας του
θείου ή ως εκθεούμενο, να αυτοπαράγεται και, στην συνέχεια, να παράγει. Στην ανάγνωση
του Νικολάου όμως, τα όντα είναι απλώς διαπορθμευτικά των θείων προνοητικών όρων.
Επομένως, την μόνη νομιμότητα που τούς αναγνωρίζει είναι η οικειοθελής εκ μέρους τους
πρωτοβουλία για ενέργειες που εξακτινώνουν την θεία βούληση στο πλαίσιο της θείας
οικονομίας. 89 Σημειωτέον πάντως ότι και κατά τον Πρόκλο τα φυσικά όντα δεν έχουν την
θεία παραγωγική ικανότητα. Παράγουν απλώς στον μικρόκοσμο των λειτουργιών του είδους
στο οποίο ανήκουν.

86
Βλ. ό. αν., πρ. 151, σελ. 136. 25-27.
87
Βλ. ό. αν., πρ. 137, σελ. 128. 5-8.
88
Βλ. ό. αν., πρ. 150, σελ. 136. 17-20.
89
Βλ. ό. αν., πρ. 120, σελ. 115. 22-24: «Πάντων προνοητής ὁ Θεός, τά δ’ὃσα μετά θεόν δικαιότερον ἄν
λειτουργεῖν τῇ θείᾳ προνοίᾳ ἤ προνοεῖν λέγοιντο· οὓτω γοῦν καί λειτουργικά λέγονται πνεύματα». Προφανώς
εδώ γίνεται αναφορά στις αγγελικές τάξεις.

28
Συγχρόνως, εφόσον ο Νικόλαος απορρίπτει την πολυαρχία, επόμενο είναι να ανάγει
αποκλειστικά στον τριαδικό Θεό την οιανδήποτε παραγωγική – προνοητική λειτουργία των
ενάδων. Όθεν, μόνον η Αγία Τριάδα προνοεί για το σύνολο του υπαρκτού και προσφέρει στα
τμήματά του το υποστατικό πλήρωμα που τούς προσιδιάζει με την δύναμή της και την
ενέργειά της. 90 Η πρόνοιά της είναι υπερβατική σε σχέση με τους αποδέκτες της 91 και,
επομένως, κατά τον τρόπο που εκδηλώνεται δεν θέτει διακυβεύματα για το άμικτο της ουσίας
της και την οντολογική υπεροχή της. 92 Παράλληλα όμως, η υπερουσιότητά της δεν αποκλείει
τις προς εμμένεια κινήσεις της. 93 Άρα, η πρόνοια του Θεού δεν είναι μία ενέργεια που
επηρεάζει την οντολογική καθαρότητα της αμεθεξίας του, αλλά εκφράζει αποκλειστικά το
περιεχόμενο των προδιαγραφών που θέτει η σοφία του για τον κτιστό κόσμο. Επ’ ουδενί δεν
διαχέει την θεία ουσία και έτσι αποκλείει οιαδήποτε μίξη της με την περιοχή που υπόκειται
στην αισθητηριακή εμπειρία. Τα φυσικά όντα μετέχουν αποκλειστικά και μόνον στις
προνοητικές χορηγίες του Θεού. 94
Σε συνάφεια με τα ανωτέρω, ο Νικόλαος αναφέρεται και στην έννοια της θείας
πλήθυνσης. Κατά τον χριστιανό στοχαστή, η δημιουργική ενέργεια του Θεού καλύπτει σε
σύνολη την έκτασή του το υπαρκτό, 95 αλλά η εν λόγω εξακτινωτική εμβέλεια δεν σημαίνει
ότι πρέπει να οδηγηθούμε στην εκδοχή ότι ο Θεός πληθύνεται. Ο ίδιος παραμένει κατά την
ουσία του απλήθυντος και αμέριστος, ενώ πληθύνει και μερίζει τις μεταδόσεις του, μονίμως
στην βάση ενός προθετικού-προγραμματικού σχεδιασμού. Ο Θεός πολλαπλασιάζει τις
«προόδους» του εξαιτίας της υπερβάλλουσας κάθε όριο περιουσίας της δύναμής του και της
αγαθότητάς του. 96 Για λόγους ιστορικούς, είναι αναγκαίο να επισημάνουμε ότι με τις θέσεις
του αυτές ο Νικόλαος αξιοποιεί εδώ, και σε αντίθεση με ορισμένες άλλες περιπτώσεις,
αναμφίβολα την θεωρία του Διονυσίου, και της ακολουθούσας παράδοσης, περί των
«προόδων» του Θεού. Η αξιοποίηση όμως αυτή είναι κειμενικώς περιστασιακή και δεν
εντάσσεται σε μία ευρύτερη θεωρητική προοπτική περί δομικής αντιπαράθεσης των
«προόδων» στις ενάδες.

90
Βλ. ό. αν., πρ. 120, σελ. 115. 19-22.
91
Βλ. ό. αν., πρ. 141, σελ. 130. 17-21.
92
Βλ. ό. αν., πρ. 122, σελ. 117. 29-31.
93
Βλ. ό. αν., πρ. 116, σελ. 113. 6-11˙ πρ. 123, σσ. 118. 32-119. 4.
94
Βλ. ό. αν., πρ. 120, σελ. 115. 19-22.
95
Βλ. ό. αν., πρ. 125, σελ. 119. 23-29.
96
Βλ. ό. αν., πρ. 152, σελ. 138. 23-26: «Θεός δέ τῶν παραγομένων οὐδέν, κἀν γεννητικήν ἀναφέρηται δύναμιν,
οὐκ ἀπειρίαν τινά καθ’αὑτήν ὑφεστῶσαν καί τῶν ὃλων οὖσαν ἀρχέγονον ἀλλά τῆς θείας ἐμφαῖνον ἀγαθότητος
τήν ὑπέρχυσιν».

29
Ακολουθώντας την συλλογιστική των ανωτέρων απόψεών του, ο Νικόλαος καταλήγει
στην διατύπωση της θέσης ότι τα παραγόμενα όντα δεν είναι θεοί. 97 Σημειωτέον, επιπλέον,
ότι κατά την σχέση τους με το υπερβατικό λειτουργεί η μετοχή τους στο θείον και όχι η
μετουσία. Είναι μόνον θεοειδή και ενοειδή, με την έννοια ότι υποδέχονται τα αγαθά δώρα του
Θεού και μετέχουν στο περιεχόμενό τους. 98 Δεν προσλαμβάνουν δηλαδή με
μετασχηματισμούς την θεία ουσία, η οποία θα οδηγείτο έτσι στην τροπικότητά της.
Κατανοούμε, επομένως, τους λόγους για τους οποίους οι απόψεις του Πρόκλου περί
πολυαρχίας και συμπαραγωγής είναι αδιανόητες για τον χριστιανικό στοχασμό.

ΙΙΙ. Η έννοια της ιεραρχίας


Το ιεραρχικό παράδειγμα στον Νικόλαο κινείται αυστηρά στο πλαίσιο των
χριστιανικών αντιλήψεων για τον Θεό και τα κτιστά όντα και συνιστά την οργανική συνέπεια
των θέσεών του περί μονοθεϊσμού – μοναρχίας. Κατά τον βυζαντινό επίσκοπο, ο τριαδικός
Θεός, ως η υπερβατική αιτία του υπαρκτού στο σύνολό του, δεν υπόκειται ούτε στην
στοιχειώδη, εσωτερική ή εξωτερική, ιεράρχηση και δεν μπορεί να εκληφθεί ούτε καν ως η
κορυφαία οντολογικά και αξιολογικά πραγματικότητα σε μία οντική πυραμοειδή κλίμακα
εσωτερικά διαρθρωμένη. Ανάμεσα στον Θεό και στα κτιστά προϊόντα του δεν υπάρχει
κανένα στοιχείο οντολογικής συγγένειας ή συμφυΐας και, επομένως, η Ανώτατη Αρχή δεν
είναι δυνατόν να ανήκει σε ένα συγκεκριμένο γένος 99. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, γίνεται
σαφές ότι ο Θεός χριστιανικά δεν αποτελεί συγκρίσιμη πραγματικότητα και ότι δεν
νομιμοποιείται στον προσδιορισμό της υπερβατικότητάς του- τον ούτως ή άλλως ανέφικτο-
ουδεμία αναλογική έννοια και, κατ’ επέκταση, η αμφισημαντότητα και η πολυσημαντότητα,
ως προς την κατοχή των ιδιοτήτων.
Παράλληλα, ο Νικόλαος επισημαίνει ότι η αντίληψη περί της διατεταγμένης
ιεράρχησης ( πρότερον – ύστερον ) ευρίσκεται εκτός τού ορίζοντα της δυνατότητας στην
περιοχή της τρισυπόστατης θεότητας 100. Επομένως, είναι αντίθετος στην άνευ εξαιρέσεων

97
Βλ. ό. αν., πρ. 160, σελ. 143. 15-18.
98
Βλ. ό. αν., πρ. 128, σελ. 121. 32-33.
99
Βλ. ό. αν., πρ. 130, σελ. 123. 16-24.
100
Βλ. ό. αν., πρ. 115, σσ. 112. 26-113. 3: «Οὔτε δέ σειρά θεῶν πλειόνων περί αὐτήν οὔτε θεῖος ἀριθμός οὔτε
γένος οὔτε τάξις οὔτε διάκοσμος, ἳν’οἱ μέν πρῶτοι ὦσι θεοί ἀρμέθεκτοι, οἱ δέ δεὐτεροί τε καί μεθεκτοί, οἱ δέ
τρίτοι καί μετέχοντες, ὡς καί τό χεῖρον εἰς τούς θεούς προχωρεῖν καί τό πρότερον καί τό ὓστερον…». Το
τριαδικό σχήμα «ἀμέθεκτον-μεθεκτόν-μετέχον» λειτουργεί υπό διαφορετικό σκεπτικό στον Χριστιανισμό.
Μετέχοντα είναι μόνον τα κτιστά όντα και μετεχόμενες είναι μόνον οι θείες ενέργειες, οι οποίες δεν μετέχουν
στην θεία ουσία, με την οποία αυτοϊδρυτικώς συνυπάρχουν σε απόλυτη ισοδυναμία, μη αποτυπούμενη
αριθμητικώς.

30
αρχή του Πρόκλου ότι το θείον υφίσταται οντολογικές και, κατ’ επέκταση, αξιολογικές
διατομές. Οι διαβαθμισμένες θεογονίες και η ποιοτική-ποσοτική ιεράρχηση του θείου,
οντολογικές συνθήκες οι οποίες κυριαρχούν στον Νεοπλατωνισμό, είναι διεργασίες
αδιανόητες για την χριστιανική σκέψη. Συνθέτοντας τα ανωτέρω, ο Νικόλαος είναι αδύνατον
να δεχθεί την θεία ιεράρχηση, έστω και με την μορφή των ενάδων. Η άρνησή του εδράζεται
στο ότι η ιεράρχηση οδηγεί αναμφιλέκτως στην παρουσία ελασσόνων θεών, οι οποίοι από
ένα σημείο και εκείθεν – αλλά και αναμφιβόλως εξ ορισμού - θα είναι ενδεείς και μη
αυτάρκεις. Στην οικεία του ανάγνωση, τα χαρακτηριστικά της θεότητας είναι το ανενδεές και
η υπεραυτάρκεια. 101 Με το ανωτέρω σκεπτικό, ο επίσκοπος Μεθώνης επισημαίνει
αδιαπραγμάτευτα ότι ο οντολογικός υποβιβασμός του θείου – ο και εισάγων τροπικότητες
στην απόλυτη ενότητα - είναι απορριπτέος από την χριστιανική εκδοχή περί μεταφυσικής.
Σε οντολογική-λογική ακολουθία των ανωτέρω, ο Νικόλαος αρνείται ριζικά τις θέσεις
του Πρόκλου 102 σχετικά με την ιερἀρχηση των ενάδων, των «ὄντως ὄντων», της μέθεξης και
της πρόνοιας. 103 Εκ προοιμίου προφανώς δεν επεξεργάζεται αριθμητικές αντιστοιχίες
ανάμεσα στις ενάδες και στα «ὄντως ὄντα, αφού η χριστιανική –σκέψη δεν αποδέχεται
αριθμητικούς –και, κατ’ επέκταση, ντετερμινιστικούς-προσδιορισμούς της παραγωγικής
διαδικασίας, αν και, σημειωτέον, στον νεοπλατωνικό σχολάρχη οι αριθμοί έχουν κυρίως
ειδητική λειτουργία, δηλαδή λειτουργούν ως οντολογικοί πυρήνες. Παρά τον ρητό όμως
χριστιανικό όρο του, ελέγχει και για λογικές αντιφάσεις τον Πρόκλο, ο οποίος αναδεικνύει τις
σχέσεις μεταξύ των ενάδων αναλογικά προς τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους τα «ὄντως
ὄντα», διά μίας αντιστρεπτικής αναλογίας. Επισημαίνει ότι μία τέτοια συλλογιστική αίρει την
υπερουσιότητα των ενάδων, αφού το υπερούσιο δεν είναι δυνατόν να υπάγεται, ούτε και
αναλογικά-συγκριτικά, στις ίδιες αρχές με το οντικό, έστω και αν αυτό είναι μεταφυσικής
τάξης. 104 Ο Νικόλαος προφανώς δεν λαμβάνει υπόψη του την συλλογιστική του Πρόκλου για
την δεύτερη υπόθεση του Παρμενίδη, πραγματεία στην οποία ο νεοπλατωνικός σχολάρχης
εντοπίζει να θεμελιώνεται, έστω με μηχανιστική διακλάδωση, η ιεράρχηση των «ὄντως
ὄντων» στην ιεράρχηση των ενάδων και έτσι αποκτά τα εφαλτήρια για να δομήσει με
γεωμετρική ακρίβεια τον θείο κόσμο. Εάν εξέταζε την ανωτέρω συλλογιστική στις ακραίες
συνέπειές της, θα ασκούσε πιο γόνιμη και πιο αποτελεσματική χριστιανικά κριτική στον
Πρόκλο. Θα αποκτούσε τις απαραίτητες προϋποθέσεις, για να αποδείξει ότι με τις ιεραρχικές

101
Βλ. ό. αν., πρ. 132, σσ. 124. 27-125. 11.
102
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 135-136, σελ. 120. 1-30˙ πρ. 141, σελ. 124. 19-26˙ πρ. 162-165, σσ. 140. 28-
144. 8. Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, ΙΙΙ, 20. 2-28. 21.
103
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 135-136, σσ. 126. 29-128. 2˙ πρ. 141, σελ. 130. 15-21.
104
Βλ. ό. αν., πρ. 132, σελ. 125. 3-5.

31
σντιστοιχίες ανάμεσα στις ενάδες και στα «ὄντως ὄντα» αναπτύσσεται το διακύβευμα να
ενταχθεί ως αναγκαιότητα στον χώρο τού υπερ–οντικού το περιεχόμενο του οντικού.
Συγχρόνως, θα μπορούσε να επισημάνει τον κίνδυνο ότι με τις εν λόγω αντιστοιχίες οι
προαναφερθείσες οντολογικές προδιαγραφές του υποκείμενου σε μεταφυσική εξέλιξη
συστήματος είναι δυνατόν να υπακούουν σε μία τεχνητή και όχι ανταποκρινόμενη στην
πραγματικότητα συλλογιστική, σε διασκεπτικώς αρθρούμενα τυποποιημένα και όχι
αντικειμενικώς ισχύοντα δεδομένα. Να ελέγξει δηλαδή τον τον αντίπαλό του για το ότι
προτάσσει την μεθοδολογία έναντι της πραγματικότητας.
Επιπλέον, ο Νικόλαος ελέγχει τις αντιλήψεις του Πρόκλου περί εκθεούμενου
υπαρκτού. Και η εν λόγω κριτική παράμετρος διατυπώνεται τόσο για να απορρίψει τις
διατομές στον χώρο του θείου –και άρα οιαδήποτε υποψία για οντολογική ιεράρχησή του –
όσο και για να αποδείξει το οντολογικά και λογικά αβάσιμο του πολυθεϊσμού. Η τελική
συνέπεια της ανωτέρω προσέγγισης είναι να τονίσει ο χριστιανός επίσκοπος ότι στο σύνολό
τους τα παραγόμενα όντα υποχρεωτικώς πρέπει να ανήκουν στην ίδια περιοχή. 105 Επομένως,
είναι αδιανόητη για την χριστιανική κοσμοθεωρία η με βάση όρους παραγωγής διάκριση του
Πρόκλου σε θείο και σε αισθητό υπαρκτό, σε όντα και σε γιγνόμενα. 106 Με τις ρητές
προτάσεις του Νικόλαου, διαπιστώνουμε ότι κατά το χριστιανικό παράδειγμα δεν
παρεμβάλλονται ανάμεσα στο θείο και στην παραγόμενη πραγματικότητα οντότητες που
περιέχουν το ιδίωμα του θείου και που θα ήσαν συγχρόνως παραγόμενες, αυτοπαραγόμενες
και παραγωγικές.
Παρά το ότι όμως ο Νικόλαος αποκλείει την ιεράρχηση στον χώρο του θείου, τονίζει
ρητά ότι είναι υπαρκτή ανάμεσα στα όντα, όχι όμως με όρους οντολογικών εξαρτήσεων. Η
οντική ιεράρχηση ορίζεται από τον βαθμό της εγγύτητας και της παρουσίας του Θεού στο
καθένα από τα κτιστά προϊόντα. Το αποκαλυπτικό του θείου στοιχείο διαβαθμίζει,
παράλληλα, και τον βαθμό οικειότητας ανάμεσα στον ίδιο ως υπέρτατη Αρχή και στο πλήθος
των παραγόμενων όντων. Εφαρμόζοντας το ανωτέρω σκεπτικό, ο χριστιανός θεολόγος
τονίζει ότι τα πιο απομακρυσμένα στην ιεραρχημένη οντική κλίμακα δέχονται τις θείες
εκφάνσεις από τα προηγούμενά τους. Η λειτουργία λοιπόν των ανώτερων κτιστών όντων
είναι διαμεσολαβητική, με την έννοια ότι είναι εκφαντορικές των θείων δώρων και σε
ουδεμία περίπτωση ότι έχουν έστω και την στοιχειώδη προϋπόθεση να μεταδίδουν

105
Βλ. ό. αν., πρ. 129, σσ. 122.14 – 123.10.
106
Βλ. Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, Ι, 386.25 κ. εξ. ˙ 437.2 κ. εξ. Στοιχείωσις Θεολογική, πρ. 49-51, σσ. 48.11 –
50.6.

32
αυτοδυνάμως τα οντολογικά εφαλτήρια της παραγωγής. 107 Με τις θέσεις του αυτές ο
Νικόλαος απορρίπτει τις αντιλήψεις του Πρόκλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι στην ιεραρχική
διάρθρωση το κάθε ον δέχεται και μεταδίδει όχι μόνον λειτουργιστικές διαδικασίες αλλά και
φυσικά ιδιώματα, όχι όμως σε απόλυτη κλίμακα. Για τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο, η
ιεράρχηση ορίζετο κανονιστικώς σύμφωνα με το είδος και την εμβέλεια των οντολογικών –
στις οποίες συμπεριλαμβάνεται οτιδήποτε δηλώνεται με τον γενικό όρο «ύπαρξις» -παροχών
τού κάθε όντος στα όποια κατώτερά του, υπό την σχέση σε όλες τις περιπτώσεις της μονάδας
με το πλήθος. 108
Αντιθέτως, στην σκέψη του Νικολάου η ιεράρχηση των όντων καθορίζεται απολύτως
άνωθεν. Τα όντα ιεραρχούνται σύμφωνα με τους λόγους της δύναμης και της διάταξής τους,
οι οποίοι προδιαγράφονται από τον Θεό ως προορισμοί για το καθένα εξ αυτών, προφανώς
υπό τον τύπο ότι ένας λόγος συντελεί στο να αναχθεί στην ύπαρξη μία ομάδα ομοειδών
όντων με συγκεκριμένα και ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά. 109 Συγχρόνως, ιεραρχούνται
ανάλογα με την οικεία δυνατότητά τους να προσλάβουν τις παροχές του Θεού. 110 Έτσι, η
ιεράρχηση στον χώρο του κτιστού υπαρκτού ορίζεται αποκλειστικά από μία Αρχή τέτοιας
υφής, η οποία προκαθορίζει την διαρθρωση του συνόλου των όντων σε μία κλίμακα και τους
μεταξύ τους λειτουργικούς συσχετισμούς. Άρα, ουδεμία οντολογική αυτοδυναμία έχουν τα
όντα για την ιεραρχική διαβάθμισή τους, αφού οι προκαθορισμοί τους τίθενται σε ένα άλλο
οντολογικό επίπεδο, ανεξάρτητο και υπερβατικό σε σχέση με το δικό τους. Η ιεράρχησή τους
εντοπίζεται μόνον στο ότι τα εγγύτερα στον Θεό όντα τον αποκαλύπτουν συγκριτικά, και
μόνον, έτι περαιτέρω, ενώ τα απομακρυσμένα με ατελέστερο τρόπο. 111 Όθεν, εδώ τίθεται
ζήτημα εντασιακού βαθμού της μέθεξης, διάκριση που και αυτή δεν είναι ρητά εξηγήσιμη,
καθότι υπάγεται στον θείο σχεδιασμό.
Οι ανωτέρω προκείμενες τροφοδοτούν τον Νικόλαο στο να προσδιορίσει επακριβώς
τα στοιχεία της επικοινωνίας και της διαφοράς ανάμεσα στα κτιστά όντα. Στο σύστημα του
Πρόκλου τα εν λόγω στοιχεία προσδιορίζονται από την ισχύ της αρχής της «ομοιότητας», η
οποία είναι εκφραστική του βαθμού της οντολογικής ταυτότητας και ετερότητας ανάμεσα

107
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 128, σσ. 121.33 – 122.7.
108
Βλ. Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙΙ, 8.9-14: «Ἃπασα μονάς ὑποστήσει πλῆθος μέν ὡς ἑαυτῆς
δεύτερον γεννῶσα καί μεριζόμενον τάς ἐν αὐτῇ κρυφίως προϋπαρχούσας δυνάμεις. Ἃ γάρ ἐστιν ἑνοειδῶς ἐν τῇ
μονάδι καί συνεπτυγμένως, ταῦτα διηρημένως ἐν τοῖς ἐκγόνοις τῆς μονάδος αναφαίνεται». Με άλλους όρους, σε
κάθε μεταφυσική σειρά υπάρχει στην κορυφή ένας ενιαίος θεός, ο οποίος παράγει το πλήθος των επιμέρους.
109
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 130, σελ. 123. 16-24: «Ἡ μία πάντων ἀρχή καί αἰτία, ἡ τρισυπόστατος θεότης, πᾶσαν
τάξιν ὑφιστῶσα καί τάττουσα τάξει αὐτή οὐχ ὑπόκειται, οὐδέ τό μέν αὐτῆς ἐστι πρῶτον, τό δέ δεύτερον, τό δέ
τρίτον·… πάντα δέ δυναμοῖ καί τάττει, καθ’οὓς οἶδεν αὐτή λόγους τῆς προσηκούσης ἑκάστης δυνάμεως τε καί
τάξεως, αἷς ἀναλόγως καί πάντα ταύτης ἐξέχονται».
110
Βλ. ό. αν., πρ. 122, σελ. 118. 2-3.
111
Βλ. ό. αν., πρ. 125, σσ. 120. 14-17.

33
στα θεία όντα. Ο επίσκοπος Μεθώνης δέχεται ότι τα παραγόμενα όντα επικοινωνούν μεταξύ
τους, αλλά με την έννοια ότι εξεικονίζουν ατελώς την ενότητα και την ταυτότητα του Θεού
ως δημιουργού, και βεβαίως με άλλου τύπου διακριτότητες. Η επικοινωνία τους δεν είναι σε
οντολογικό επίπεδο το αποτέλεσμα της αυτοδυναμίας εκείνης που συντελεί στην ιεραρχική
διαδοχή τους. Συγχρόνως, διαφέρουν μεταξύ τους, όχι επειδή διαβαθμίζεται το είδος και η
έκταση της παραγωγικής λειτουργίας τους, αλλά επειδή τα διακρίνει μεταξύ τους ο Θεός
ώστε να μην συγχέονται. 112 Πρόκειται για μία πολλότητα με την σαφή διακριτότητα των
ιδιαιτεροτήτων, ώστε να διακλαδίζονται με βάση τον άνωθεν σχεδιασμό οι δραστηριότητες.
Κατά το πρότυπο μάλιστα του Αρεοπαγίτη, 113 ο Νικόλαος αναφέρει ότι οι άγγελοι, οι
οποίοι, κατά την ρητή θέση του, είναι άϋλοι και ασώματοι, υπακούουν σε μία διατεταγμένη
άνωθεν ιεράρχηση. Επισημαίνει όμως ότι δεν είναι ούτε υπερούσιοι ούτε αίτιοι των αισθητών
όντων. Όθεν, δεν είναι μεθεκτοί από τα όντα αυτά με τρόπο οντολογικό. 114 Οι άγγελοι είναι
αποκλειστικώς λειτουργικής αποστολής πραγματικά πνευματικά όντα, τα οποία μεταφέρουν,
ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο μετέχουν στις θείες ελλάμψεις, τα θεία δώρα τόσο μεταξύ
τους όσο και στους ανθρώπους. Έχουν, επομένως, μία μεσολαβητική λειτουργία και δεν είναι
συνδημιουργικά μετά τού Θεού αίτια. 115 Σύμφωνα με τις ανωτέρω ρητές εξειδικεύσεις, οι
άγγελοι, σε αντίθεση με τις ενάδες του Πρόκλου 116, δεν εκλαμβάνονται και δεν είναι
αγαθοεργά όντα υπό όρους a priori οντολογικής καθεαυτότητας. Είναι μόνον
διαπορθμευτικοί της θείας πρόνοιας και αγαθοειδείς. 117 Και ο Νικόλαος καταλήγει, σε μόνιμη
συμφωνία με τον Αρεοπαγίτη 118, ότι οι ιδιότητες των αγγέλων εξαντλούνται μόνον στην
καθαρτική, στην φωτιστική και στην τελειωτική. 119Πρόκειται για λειτουργίες οι οποίες
προσφέρουν στους ανθρώπους τις δυνατότητες για την αποκατάστασή τους, δηλαδή για το
εσχατολογικό πλήρωμά τους ή για το «καθ’ ομοίωσιν».
Με τα όσα αναφέραμε, εκτιμούμε ότι κατέστη σαφές πως ο Νικόλαος αποδίδει μία
ιδιαίτατα ετεροπροσδιοριζόμενη αποστολή στα ασώματα όντα και ότι απλοποιεί το ζήτημα
περί του περιεχομένου της ιεράρχησής τους. Στο σύνολό τους τα διατυπωθέντα είναι αντίθετα
με τις θέσεις του Πρόκλου, ο οποίος συγκροτεί μία μεγαλειώδη διακλαδιστικώς εικόνα για τα

112
Βλ. ό. αν., πρ. 125, σσ. 119. 32-120. 5 : «… ταυτιζομένων μέν τῶν ὑποβεβηκότων τοῖς πρό αὐτῶν οὐ διά τήν
συνέχειαν μᾶλλον ἤ τήν τοῦ παράγοντος ἑνότητα καί ταυτότητα, διαφερομένων δέ πρός ἐκεῖνα διά τήν ὓφεσιν
καί τήν ἄνωθεν ἐκ τῆς πρώτης ἀρχῆς ἐνδιδομένην τοῖς πᾶσι διάκρισιν, ἳνα μή συγτχέηται».
113
Βλ. Περί της ουρανίας ιεραρχίας, VI, 2, 200 d – 205 b
114
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 136, σελ. 127. 24-28.
115
Βλ. ό. αν., πρ. 135, σσ. 127. 28-128. 2.
116
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 119-122, σσ. 118. 16-122. 24.
117
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 158, σελ. 120, σελ. 115. 22-24˙ πρ. 122, σελ. 118. 16-17..
118
Βλ. Περί της ουράνιας ιεραρχίας, XIII, 4, 305 c-d.
119
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 158, σελ. 142. 14-18.

34
θεία όντα, μέσα στην οποία κυριαρχούν οι θεογονίες και το αυτοδύναμο –σχετικώς βεβαίως-
των υποστάσεων και των λειτουργιών. Ο Λ. Σιάσος συνοψίζει ως ακολούθως την ελεγκτική
κριτική που παρακολουθήσαμε: «Μόνιμος στόχος της αναιρετικής προσπάθειας του
Νικολάου είναι ο ‘’δῆμος τῶν θεῶν’’ που εισάγεται με την ‘’ελληνική φλυαρία’’ και
συγκεκριμένα με τη Στοιχείωση. Ο Επίσκοπος έχει συνείδηση ότι ο φιλόσοφος ‘’πρεσβεύει
πολυθεΐαν’’, ότι διακατέχεται από ‘’ἔρευνα πολυθεΐας’’. Όμως ο όρος ‘’πολυθεΐα’’ είναι
πάρα πολύ γενικός για να εκφράσει το ‘’ἄπειρον πλῆθος’’ θεών και θεοτήτων του Πρόκλου.
Πρώτη μέριμνα του ομολογητή της μοναρχίας είναι να ξεσκεπάσει την εμπρόθετη, κατά τη
γνώμη του, συγκάλυψη της πολυθεΐας με τη ψευδηγορία ‘’πρεσβεύειν το ἕν’’. Ο Νικόλαος
καταγγέλλει ότι ο αντίπαλός του έντεχνα περνάει από την αρχική διακήρυξη του ενός, ως
πρώτης αιτίας, στην πολυθεΐα, εξαπατώντας έτσι τους απερίσκεπτους αναγνώστες του»
(Πατερική κριτική της φιλοσοφικής μεθόδου, εκδ. ‘’Π. Πουρνάρα’’, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.
83). Κ κριτική του Νικολάου παρουσιάζεται ως αδιαπραγμάτευτη. Και είναι.

IV. Αποφατική Θεολογία


Ο αποφατισμός αποτελεί κατά την διαμόρφωση – εκτύλιξη της παράδοσης τόσο της
νεοπλατωνικής όσο και της χριστιανικής φιλοσοφίας το αποκορύφωμα του θεολογικού
προσανατολισμού τους. 120 Συνιστά κυρίως μία μεθοδολογική διεργασία προσέγγισης του
Ενός-Αγαθού, διά της οποίας αφαιρούνται -όχι πάντως με την έννοια την στερητική- από την
εν λόγω υπέρτατη Αρχή το σύνολο των οντολογικών κατηγοριών διά των οποίων
περιγράφονται τα υπόλοιπα όντα. 121 Πρόκειται μάλιστα για ένα θέμα που έχει αναδειχθεί με
ιδιαίτερη έμφαση από τον ίδιον τον Πλάτωνα, με κύριους άξονες τους διαλόγους του
Πολιτεία, Παρμενίδης και Θεαίτητος. Ο Νικόλαος, ακολουθώντας και εδώ με συνέπεια την
χριστιανική παράδοση, επιμένει ιδιαιτέρως στην ακριβή οριοθέτηση της αποφατικής
θεολογίας και ασκεί κριτική στις απόψεις εκείνες του Πρόκλου τις οποίες θεωρεί ότι έρχονται
σε αντίθεση ως προς αυτές που ο ίδιος υιοθετεί. Για να διαμορφώσουμε όμως τα κριτήρια να
εντάξουμε σε αυστηρά επιστημολογικά πλαίσια το περιεχόμενο των αντιρρητικών θέσεων
του χριστιανού απέναντι στον νεοπλατωνικό στοχαστή αναφορικά με το εδώ διαμειβόμενο
θέμα, είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας τα ακόλουθα στοιχεία:

120
Βλ. P. Hadot, Porphyre et Victorinus, I, Paris 1968, σσ. 278-283. W. Beierwaltes, Grundzüge…, σσ. 339-366.
Vl. Lossky, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας (σε μτφρ. Σ. Πλευράκη), Θεσσαλονίκη, 1973, σσ. 23-
45. Λ. Σιάσου, Εραστές της αλήθειας, σσ. 150-161.
121
Βλ. Πρόκλου, Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, ΙΙ, σσ. 1-72. 18. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί μυστικής
Θεολογίας, IV-V, 1040d-1048a.

35
1)Ο Νικόλαος στις προτάσεις 113-165 της Αναπτύξεως… αναφέρεται αποκλειστικώς
στην αποφατική μέθοδο προσέγγισης του ενός Θεού, ενώ ο Πρόκλος στις αντίστοιχες
προτάσεις της Στοιχειώσεως Θεολογικής ησχολείτο με τον αποφατικό χαρακτήρα των
ενάδων. Με βάση την εν λόγω διαφορά, είναι μη επαρκώς εφικτή μία κατ’ αναλογίαν
σύγκριση των θέσεών τους, αφού ο καθείς αναφέρεται σε ιδιαίτερο οντολογικό επίπεδο,
σύμφωνα με τις καταστατικές αρχές του συστήματός του. Εκτός βεβαίως εάν διατηρήσουμε
την εκδοχή ότι οι ενάδες αποτελούν τις άμεσες απορροϊκές δυνάμεις-ενέργειες του Ενός.
Τότε θα φέρουμε επί σκηνής ότι χριστιανικά διέπονται από τον αποφατισμό και οι θείες
ενέργειες.
2) Ο Πρόκλος τοποθετεί τις ενάδες τόσο στον αποφατικό όσο και στον καταφατικό
χώρο, αφού τις παρουσιάζει να ανήκουν και στην Ενολογία, με την έννοια των ανεπτυγμένων
εκφράσεων του Ενός, και στην μεταφυσική Οντολογία, τονίζοντας ότι αποτελούν την
αναγκαία προϋπόθεση για την, ως προς την ανάδειξη νέων καταστάσεων, συμπλοκή του Ενός
με τα «ὄντως ὄντα». Έτσι, αποδίδει κατηγοριακά στις ενάδες τόσο τις υπερβατικές ιδιότητες
του Ενός 122 όσο και τα καταφατικά –κατ’ αναλογίαν όμως αναγωγής- γνωρίσματα των
«όντως όντων». 123 Τέτοιος συναμφότερος συλλογισμός δεν ευδοκιμεί στην διδασκαλία του
Νικολάου, ο οποίος επιχειρεί να δείξει ότι ο αποφατισμός νομιμοποιείται αποκλειστικά για
τον ένα Θεόν και αντιτίθεται έτσι, και από της πλευράς των κατηγοριακών αποτυπώσεων,
στον πολυθεϊσμό του Πρόκλου.
Ο χριστιανός θεολόγος αναπτύσσει την συλλογιστική του για την αποφατική μέθοδο
προσέγγισης του Θεού σε δύο άμεσα αλληλοσυναπτόμενα επίπεδα, το οντολογικό και το
γνωσιολογικό, με το πρώτο πάντως να αποτελεί όρον απαρχής. Καταρχάς, τονίζει ότι ο Θεός
είναι μια υπερβατική πραγματικότητα, η οποία δεν εντάσσεται στον οντικό χώρο και δεν
προσδιορίζεται από την κατηγοριακή σημαντική των όρων «ουσία», «ζωή» και «νους» και
προφανώς όποιων άλλων. 124 Επειδή λοιπόν ο Θεός είναι υπερούσιος, υπέρζωος και υπέρνους,
αληθεύουν για τον, όσον ένεστι, χαρακτηρισμό του έτι μάλλον οι αρνήσεις από τις
καταφάσεις, οι στερήσεις από τις θέσεις. Ο Νικόλαος όμως επισημαίνει ότι τις αρνήσεις και
τις στερήσεις πρέπει να τις εκλάβουμε με την έννοια της υπεροχής και όχι της μείωσης. 125
Αναμφίβολα, η πρόθεσή του είναι να αποφύγει τον κίνδυνο μίας οντολογικής ελάττωσης του

122
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 115, σσ. 100. 28-102. 11.
123
Βλ. ό. αν., πρ. 162-165, σσ. 140. 28-144. 8.
124
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 115, σσ. 111. 31-113. 3.
125
Βλ. ό. αν., πρ. 119, σελ. 115. 10-15: «Ὁ μέγας τοίνυν καί τα θεῖα πολύς Διονύσιος διά τήν ὑπερουσιότητα
ταύτην καί τάς ἀποφάσεις πάντων μᾶλλον ἤ τάς καταφάσεις ἀληθεύειν ἐπ’αὐτοῦ καί τάς στερήσεις ἤ τάς ἓξεις
ἀξιοῖ, οὐ κατά τό χεῖρον ἀλλά κατά τό ὑπερέχον καί ἀσυγκρίτως κρεῖττον τῶν ἕξεων καί τῶν καταφάσεων τάς
στερήσεις καί τάς ἀποφάσεις ἐκλαμβανόμενος καί ὑψηλότερον περί τοῦ ἀκαταλήπτου διανοούμενος».

36
Θεού. Για την χριστιανική σκέψη, η αποφατική θεολογία δεν ορίζεται σε ουδεμία περίπτωση
από την υπόθεση περί μίας οντολογικής ένδειας του Θεού, αλλά προϋποθέτει απόλυτα την
υπερβατική ή υπεροχική – και βεβαίως μη συγκρίσιμη – κατοχή οιασδήποτε ιδιότητας από
τον ίδιον. 126
Η συνεπαγωγική προέκταση του οντολογικού αποφατισμού είναι ο γνωσιολογικός.
Ό,τι υπερβαίνει τα παραγόμενα όντα, δεν είναι εφικτό να αποτυπωθεί από τα γνωστικά
εκείνα εννοιολογικά σχήματα τα οποία αποτελούν την αφαιρετική σύνοψη των αντικειμένων
αναφοράς καθώς και την κατάταξή τους σε γενικές κατηγορίες, προσιδιάζουσες ή διακριτές
μεταξύ τους. Έτσι, ο Νικόλαος, συνεπής στην χριστιανική παράδοση, τονίζει ότι ο Θεός είναι
άγνωστος, κρύφιος, ακατάληπτος και απόρρητος κατά την ουσία, την δύναμη και την
ενέργειά του. 127 Τις εν λόγω υπερβατικές ιδιότητες ο Πρόκλος τις απέδιδε και στις ενάδες,
αφού υποστήριζε ότι είναι επέκεινα της ουσίας, της ζωής και του νου, με το σκεπτικό ότι
προέρχονται άμεσα από το Εν, το οποίο είναι το απολύτως υπερούσιον, υπέρζωον και
υπέρνουν. 128 Ανάλογη κατηγοριακή απόδοση των αποφατικών υπερβατικών ιδιοτήτων είναι
αδιανόητη για τον Νικόλαο, αφού είναι ριζικά αντίθετος στην εκδοχή ότι υπάρχουν
πραγματικότητες συμφυείς με τον τριαδικό Θεό. Έτσι, παραμένει, και από την πλευρά αυτή,
σταθερός στις χριστιανικές απόψεις περί μονοθεϊσμού – μοναρχίας.

Συμπεράσματα
Σύμφωνα με τα όσα εξετάσαμε, εκτιμούμε ότι κατέστη σαφές πως ο Νικόλαος
κινείται απαρέκκλιτα στην παραδοσιακή θεωρητική ατμόσφαιρα του Χριστιανισμού και ότι
υπηρετεί συνειδητά και με την προσιδιάζουσα συλλογιστική ακρίβεια τις αρχές του, με έναν
τρόπον που θα τον χαρακτηρίζαμε πάντως ως συντηρητικό. Υπό την οπτική αυτή, αντιτάσσει
στον Πρόκλο έναν συνειδητό και με επαρκή επιχειρηματολογία χριστιανικό λόγο. Με το να
παραμένει όμως αποκλειστικά στην ανακατασκευαστική κριτική μόνον των θέσεων της

126
Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της ουράνιας ιεραρχίας, II, 3, 140 c – 141 a. Περί μυστικής Θεολογίας, V,
1045 d – 1048 a.
127
Βλ. Ανάπτυξις …, πρ. 118, σελ. 114. 14-15˙ πρ. 123, σελ. 118. 23-31˙ πρ. 125, σελ. 119. 16-18: «Ὁ θεός ἀεί
ὤν, μᾶλλον δέ προών, κατά τήν ἀρρητον αὐτοῦ καί κρυφίαν καί ἀκατάληπτον οὐσίαν τε καί δύναμιν καί
ἐνέργειαν ἐκφαίνειν ἑαυτόν ἄρχεται, ἐπειδάν βουλήσει παράγοι τά ὄντα». Διαβάζουμε σχετικώς στον Λ. Σιάσο:
«Η ορθόδοξη θεολογία δεν απομακρύνεται μεθοδολογικά από την κλασική φιλοσοφία, που θεμελιώνει
αφετηριακά το λόγο της σε όσες πίσεις προέρχονται από την ενάργεια των πραγμάτων. Πάντοτε στα όρια της
θείας φανέρωσης καί θεοπιστίας μας κοινοποιήθηκε ενικώς το κοινό όνομα των τριών της Τριάδος, το τι είναι
όμως αυτό τηρήθηκε κρύφιο ως σημαντικό της άγνωστης και απόρρητης και μίας ουσίας τους» (Πατερική
κριτική της φιλοσοφικής μεθόδου, σελ. 82).
128
Βλ. Στοιχείωσις θεολογική, πρ. 115, σσ. 100. 28-102.11˙ πρ. 123, σσ. 108. 25-110. 3

37
Στοιχειώσεως Θεολογικής, καθιστά το εγχείρημά του σε μείζονα βαθμό όχι δεόντως
τελεσφορούν. Και όλα τα ανωτέρω μάλιστα την στιγμή κατά την οποία η μελέτη των
νεοπλατωνικών κειμένων στο Βυζάντιο γνώριζε τέτοια άνθιση, ώστε καθίστατο επιτακτική,
από χριστιανικής πλευράς, μία ευρύτερη αντιμετώπιση των φιλοσοφικών –θεολογικών
αντιλήψεων του Πρόκλου. Η κριτική του επισκόπου Μεθώνης στην θεωρία του
νεοπλατωνικού σχολάρχη περί των ενάδων αναμφισβήτητα είναι συστηματική και εδραίων –
εσωτερικά αιτιολογούμενων χριστιανικών θεμελιώσεων. Ο νεοπλατωνικός σχολάρχης όμως –
ανακαλούμε εκ νέου στην μνήμη - δεν είχε συντάξει μόνον το θεωρητικό εγχειρίδιο
Στοιχείωσις Θεολογική. 129 Η εκτίμησή μας είναι ότι το πολυσχιδές της συγγραφικής
δραστηριότητάς του δεν είχε διαφύγει της προσοχής, έξι αιώνες ενωρίτερον, του συντάκτη
των αρεοπαγιτικών συγγραφών, ενώ επίσης ολίγον αργότερον του Νικολάου θα
συναντήσουμε έναν εμβληματικό αναγνώστη του Πρόκλου, τον Γεώργιο Παχυμέρη. Ωστόσο,
μπορούμε να θέσουμε ως ενδεχόμενα τα εξής:α) Μήπως εδιδάσκετο στα Πανεπιστήμια της
εποχής μόνον η Στοιχείωσις Θεολογική και όχι τα υπόλοιπα έργα του Πρόκλου; β) Μήπως ο
βυζαντινός επίσκοπος είχε θέσει ένα ευρύτατο πρόγραμμα κριτικών ανασκευών, το οποίο
όμως δεν κατόρθωσε να φέρει σε πέρας; Το δεύτερο από τα δύο ενδεχόμενα δεν πρέπει να
αποκλείεται, διότι ούτως ή άλλως ο ίδιος δείχνει ότι δεν στερείται φιλοσοφικής παιδείας. Ως
προς το πρώτο όμως πρέπει να διατηρούμε προκεχωρημένες επιφυλάξεις, καθότι ο
νεοπλατωνικός φιλόσοφος ασκούσε ακραία γοητεία. Θα κλείσουμε πάντως με την ακόλουθη
επισήμανση του Β. Ν. Τατάκη: «Η οργάνωση της σκέψης και το ύφος του είναι
χαρακτηριστικά του Νικολάου, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα άλλα θεολογικά
κείμενά του, που δείχνουν ότι ο Νικόλαος στάθηκε ένας από τους τελευταίους μεγάλους
εκπροσώπους της ορθόδοξης θεολογίας· γεμάτος πίστη και πλούσιος σε θεολογική σοφία,
αναπτύσσει μια λογική και συγχρόνως μυστική σκέψη, που εκτός των άλλων δεν της λείπουν
και λυρικά στοιχεία» (Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σελ. 210). Πάντως, η τελική εκτίμησή μας
είναι ότι η αξιολόγηση των κριτικών αναιρέσεων του Νικολάου είναι ζήτημα αρχικής
οπτικής, δηλαδή εάν εξετάζονται υπό το φιλοσοφικό ή υπό το θεολογικό πρίσμα, με την
ιστορικογραμματειακή όμως παράμετρο να μην παραθεωρείται επ’ ουδενί.

129
Για την εν λόγω πραγματεία και την ένταξή της στην βυζαντινή ατμόσφαιρα αναφέρει τα ακόλουθα ο Ath. D.
Angelon: «The Elements of Theology must have been a quarry – so to speak – of philosophical categories, from
which Byzantine philosophers could draw material for their own use. The comprehensiveness and the formal
precision of the treatise facilitated its being used as a textbook of “Hellenic” philosophy. It is easy understand
how any use made of it was bound at each step and at each successive generation to offend the vigilant keepers
of the Christian dogma. Neoplatonic theorems, fraught as they were with hypostatized notions hierarchically
arranged, were not or perhaps could not at that time be reconcilied or rendered harmless of the Christian dogma»
(Νικολάου Μεθώνης, Ανάπτυξις …, σελ. LXII).

38
39
Περίληψη

Ο Νικόλαος Μεθώνης (12ος αιών) –υπερασπιστής του χριστιανικού ρεαλισμού,


προσεκτικός αναγνώστης του νομιναλισμού και αντίθετος στην άνευ όρων διείσδυση της
ελληνικής σκέψης στην χριστιανική διδασκαλία– στην πραγματεία του Ανάπτυξις της
Θεολογικής Στοιχειώσεως Πρόκλου πλατωνικού φιλοσόφου επιχειρεί να ανασκευάσει,
σύμφωνα με τις αρχές της χριστιανικής σκέψης, τις φιλοσοφικές και τις θεολογικές θέσεις
που είχε διατυπώσει ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρόκλος –του οποίου η παρουσία στον
βυζαντινό φιλοσοφικό στοχασμό ήταν ιδιαιτέρως έντονη– στο αυστηρά δομημένο
επιστημονικό εγχειρίδιό του Στοιχείωσις θεολογική.
Ειδικότερα, με την κριτική του στην θεωρία των ενάδων –των εκλαμβανομένων ως
των ανώτατων θείων πραγματικοτήτων– του Πρόκλου ο Νικόλαος επιδιώκει: α) Να ελέγξει,
με την προβολή της ριζικής αντίθεσης ανάμεσα στον χριστιανικό μονοθεϊσμό και στον
ελληνικό πολυθεϊσμό, τις θέσεις του Πρόκλου για την αναγκαιότητα ύπαρξης των ενάδων. β)
Να διακρίνει την χριστιανική μοναρχία από την ελληνική πολυαρχία, ώστε να τονίσει ότι ο
χριστιανικός τριαδικός Θεός είναι η μοναδική αιτία όλων των όντων και ότι το παράγειν δεν
είναι μεταβιβάσιμο. γ) Να προσδιορίσει την έννοια της ιεραρχίας, με στόχο να προβάλει τις
χριστιανικές θέσεις για την ανυπαρξία οντολογικών και αξιολογικών διατομών-ιεραρχήσεων
στον χώρο του θείου και για την απόλυτη εξάρτηση της ιεράρχησης των όντων από τον
τριαδικό Θεό. δ) Να οριοθετήσει επακριβώς την αποφατική θεολογία, ώστε να διασώσει το
μυστήριο του Θεού από κάθε καταφατική προσέγγιση της ουσίας του.
Ο Νικόλαος αντιτάσσει στον Πρόκλο έναν συνειδητό και με επαρκή
επιχειρηματολογία και αποδεικτικότητα χριστιανικό λόγο. Παρουσιάζεται όμως να αγνοεί ή,
τουλάχιστον, να παραβλέπει την εξέλιξη της σκέψης του νεοπλατωνικού σχολάρχη σχετικά
με την θεωρία των ενάδων. Και τούτο, διότι επικεντρώνει την κριτική του αποκλειστικά στην
πραγματεία Στοιχείωσις θεολογική, ενώ ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος τις οριστικές απόψεις
του για την θεωρία του των ενάδων τις έχει διατυπώσει στις κορυφαίες μεταφυσικές
πραγματείες του Περί της κατά Πλάτωνα θεολογία και Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην.
Επόμενο είναι να στερεί ο Νικόλαος από την κριτική του την δυνατότητα να δώσει μια ολική
απάντηση στον Πρόκλο και να οριοθετήσει με την απαιτούμενη εννοιολογική πληρότητα τις
χριστιανικές επί του ζητήματος θέσεις απέναντι στις νεοπλατωνικές.
Λέξεις κλειδιά: Νικόλαος Μεθώνης, Πρόκλος, ενάδες, μονοθεϊσμός, πολυθεϊσμός,
ιεραρχία, παραγωγή.

40
Abstract
“The criticism of the Christian Nicholas of Methone against the Proclus’ neoplatonic
theory on henads”
Christos Ath. Terezis

Nicholas of Methone (twelfth-century) –who is considered to be an adherent of


Christian realism, a careful reader of nominalism and an opponent of the unconditional
insertion of Greek thought in Christian teaching– in his treatise entitled Refutatio institutionis
theologicae Procli Platonici attempts to reconstruct, according to Christian principles, the
philosophical and theological views that the Neoplatonist philosopher Proclus –whose
presence in the Byzantine philosophical thought was remarkably intense– had expressed in his
strictly structured handbook Institutio theologica.
In particular, through his criticism of Proclus’ theory on henads –which are considered
to be the supreme divine realities– Nicholas seeks: a) to control, by demonstrating the radical
distinction between Christian monotheism and Greek polytheism, Proclus’ views about the
necessity of the existence of henads. b) To distinguish between Christian one-principle from
Greek multi-principle system, in order to emphasize that Christian triune God is the only
cause of all beings and that the act of creation is not transferable. c) To define the concept of
hierarchy, in order to highlight Christian views about both the absence of ontological and
evaluative separations-hierarchies in the divine area and the absolute dependence of the
hierarchy of beings from the triune God. d) To precisely specify the apophatic theology, in
order to save God’s mystery from any affirmative approach of his essence.
Nicholas suggests against Proclus a conscious and with sufficient argumentation and
evidential power Christian word. However, he seems to be unaware of, or, at least, to
disregard the Neoplatonist Scholarch’s development of thought concerning the theory on
henads. The reason for this is that he focuses his criticism exclusively to the treatise Institutio
theologica, while the Neoplatonist philosopher had formulated his final views about his
theory on henads in his excellent metaphysical treatises entitled Theologia Platonica and In
Platonis Parmenidem. The result is that Nicholas removes from his criticism the ability to
give a total response to Proclus and to define the Christian views on this issue with the
required conceptual completeness against the Neoplatonic ones.
Key words: Nicholas Methone, Proclus, henads, monotheism, polytheism, hierarchy,
production.
41

You might also like