Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 15

Α.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Όψεις ποινικού φαινομένου


- αφηρημένη – γενική όψη: το ποινικό φαινόμενο όπως αποτυπώνεται στον ΠΚ και
τους ειδικούς ποινικούς νόμους (ουσιαστικό ποινικό δίκαιο)
- συγκεκριμένη - ειδική όψη: το ποινικό φαινόμενο όπως παρουσιάζεται στην κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση – κανόνες που διέπουν το ποινικό φαινόμενο σε κάθε
συγκεκριμένη περίπτωση (ποινική δικονομία)
- εμπειρική – υλική όψη: ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος στον οποίο αποδίδεται
συγκεκριμένη ποινή – κανόνες που ρυθμίζουν την έκτιση της ποινής
(σωφρονιστικό δίκαιο)

Ποινική Δικονομία: το σύνολο όλων εκείνων των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη
διαδικασία μέσα από την οποία η κοινωνία απαντά στο έγκλημα που έχει διαπραχθεί.
Πρόκειται όμως για ποινικό δικονομικό δίκαιο, προέχει δηλ. ο ποινικός του
χαρακτήρας. Αυτός αποτυπώνεται στα μέτρα που λαμβάνονται κατά του
κατηγορουμένου (πχ. προσωρινή κράτηση, περιοριστικά μέτρα). Το ουσιαστικό
δίκαιο πραγματώνεται μέσω της δικονομίας.

Β, ΑΡΧΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Αρχή in dubio pro mitiore και in dubio pro reo: και οι δύο σημαίνουν «εν
αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου». Όμως η αρχή in dubio pro mitiore έχει
ακραιφνώς δικονομική σημασία (εδώ ανάμεσα σε δύο ερμηνευτικά ισοδύναμες
ερμηνευτικές εκδοχές επιλέγεται η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο). Στην αρχή
in dubio pro reo αντίθετα η σημασία της είναι περισσότερο ουσιαστικού ποινικού
δικαίου (εδώ η αμφιβολία αφορά στα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα
για την εφαρμογή μιας διάταξης).
2. Αρχή αναλογικότητας (25 Σ/τος): η απειλούμενη ποινή πρέπει να είναι ανάλογη
με την κοινωνική απαξία που έχει η πράξη του δράστη. Ισχύει και στο χώρο της
ποινικής δικονομίας. Εφαρμόζεται και στα μέτρα καταναγκασμού (πχ. προσωρινή
κράτηση, περιοριστικά μέτρα)
3. Αρχή προσφορότητας και αναλογικότητας: πρέπει κανείς να κρίνει αν τα μέτρα
που λαμβάνονται κατά του κατηγορουμένου (ειδικά τα μέτρα καταναγκασμού) είναι
αναγκαία και πρόσφορα για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Γ. ΠΗΓΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

1. Κώδικας Ποινικής Δικονομίας


2. Νομοθετήματα κοινής ή αυξημένης τυπικής ισχύος
3. Στρατιωτικός Ποινικός Κώδικας
4. Σωφρονιστικός Κώδικας

Δ. ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Δικαιοδοσία: η εξουσία που ασκούν τα ποινικά δικαστήρια για απονομή της ποινικής
δικαιοσύνης.

α. ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Κοινή Δικαιοδοσία
Δύο βαθμοί δικαιοδοσίας: τον πρώτο συγκροτούν τα δικαστήρια που δικάζουν για
πρώτη φορά την υπόθεση κατ’ ουσίαν και εκδίδουν οριστική απόφαση (η οποία
υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα). Τον δεύτερο συγκροτούν τα δικαστήρια που
δικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων α’ βαθμού, αυτά που κρίνουν δεύτερη
φορά την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Αυτά εκδίδουν τελεσίδικη απόφαση.

α. Πταισματοδικεία (115 KΠΔ): συγκροτούνται από 1 πταισματοδίκη, το γραμματέα


και τον δημόσιο κατήγορο, που υπέχει το ρόλο του εισαγγελέα.

β. Πλημμελειοδικεία: μονομελή: 1 δικαστής, γραμματέας, εισαγγελέας


τριμελή: 3 δικαστές, γραμματέας, εισαγγελέας

γ. Κακουργιοδικεία: μικτά ορκωτά δικαστήρια (ΜΟΔ): 3 πρωτοδίκες, 4


ένορκοι, εισαγγελέας, γραμματέας.
τριμελή εφετεία κακουργημάτων : 3 εφέτες δικαστές,
εισαγγελέας, γραμματέας.

τριμελή εφετεία πλημμελημάτων: 3 εφέτες, γραμμ, εισαγγελέας


δ. Εφετεία πενταμελή εφετεία: 5 εφέτες, γραμματέας, εισαγγελέας
μικτά ορκωτά εφετεία (ΜΟΕ): 3 εφέτες, 4 ένορκοι, γραμματέα,
εισαγγελέας.

ε. Άρειος Πάγος: ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο. Δικάζει μόνο αναιρέσεις, δεν είναι
δικαστήριο ουσίας. Δεν εισάγει τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας.

Σε όλα τα δικαστήρια υπάρχει εκτός από τους δικαστές και ένας εισαγγελέας και ένας
γραμματέας. Η μόνη περίπτωση να μη δει κανείς + 2 άτομα στη έδρα είναι αυτή του
άρθρου 27§2 ΚΠΔ, όπου ο πταισματοδίκης εκτελεί και τα καθήκοντα του δημόσιου
κατήγορου, οπότε και στην έδρα υπάρχουν μόνο 2 άτομα (ο πταισματοδίκης και ο
γραμματέας).

Πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας: (112§2) πρόκειται για αρχιερείς (μόνο ο


αρχιεπίσκοπος και μητροπολίτες), νομάρχες, δήμαρχοι, δικαστικά πρόσωπα κ.ά. τα
πταίσματά τους δικάζονται από το τριμελές πλημμελειοδικείο και τα πλημμελήματά
τους από το τριμελές εφετείο πλημμελημάτων.

Ένορκοι και τακτικοί δικαστές: την αριθμητική πλειοψηφία στα ΜΟΔ και στα
ΜΟΕ την έχουν οι ένορκοι. Οι ένορκοι κληρώνονται και εκτελούν καθήκοντα
δικαστή μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην Ελλάδα ισχύει το μικτό ορκωτό
σύστημα, και οι ένορκοι και οι δικαστές είναι ισότιμοι και αποφασίζουν μαζί τόσο για
την ενοχή όσο και για την ποινή του κατηγορουμένου. Οι δικαστές αποφασίζουν
μόνοι τους μόνο για ορισμένα πολύ εξεζητημένα νομικά ζητήματα.

Ειδική Δικαιοδοσία
Πρόκειται για εγκλήματα που τέλεσαν ορισμένες κατηγορίες προσώπων.

α. δικαστήρια ανηλίκων
μονομελή α’ βάθμια δικαστήρια
τριμελή
εφετείο (δικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων των δύο άλλων)

β. στρατιωτικά δικαστήρια
στρατοδικεία μονομελή (για πλημ αρμοδ. μονομελ. πλημμ)
ναυτοδικεία
αεροδικεία τριμελή (για κακουργ + πλημμ αρμοδ. τριμελ)

γ. Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ – 86 Σ) για τα υπουργικά και υφυπουργικά


αδικήματα που γίνονται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αποτελείται από 13
μέλη και λειτουργεί ουσιαστικά ως εκλογοδικείο.

Εξαιρετική Δικαιοδοσία
48 Σ: εφαρμόζεται σε περιόδους πολιορκίας και ανατροπής του πολιτεύματος. Την
ασκούν έκτακτα δικαστήρια με βάση το ν. 577/1976.

β. ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ


πταίσματα (115 ΚΠΔ): αρμόδιο για την εκδίκαση όλων των πταισμάτων είναι το
πταισματοδικείο, εκτός από αυτά των προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας. Αυτά τα
δικάζει το τριμελές πλημμελειοδικείο.

πλημμελήματα: τα μονομελή πλημμελειοδικεία (114 ΚΠΔ) είναι αρμόδια για την


εκδίκαση των πλημμελημάτων που απειλούνται στο νόμο με ποινή κατώτερη των 3
μηνών και τα υπόλοιπα που αναφέρονται στο 114. Τα τριμελή πλημμελειοδικεία (112
ΚΠΔ) είναι αρμόδια για την εκδίκαση των πλημμελημάτων που απειλούνται στο
νόμο με ποινή ανώτερη των 3 μηνών.

κακουργήματα: τα τριμελή εφετεία κακουργημάτων είναι αρμόδια για την εκδίκαση


των περιουσιακής φύσης κακουργημάτων (βλ. αρ. 111 ΚΠΔ). Τα μη περιουσιακής
φύσης κακουργήματα δικάζονται από τα ΜΟΔ (109 ΚΠΔ)

ΣΥΝΑΦΕΙΑ (128 – 129 ΚΠΔ)

Ο θεσμός της συνάφειας κάμπτει τόσο την καθ’ ύλη όσο και την κατά τόπο
αρμοδιότητα, είτε και τις δύο μαζί είτε μία από τις δύο. Περιοριστική απαρίθμηση
συναφών («μόνον»).
1α. πρόκειται για περίπτωση συρροής («…από το ίδιο πρόσωπο…», και μάλιστα
αληθινής πραγματικής συρροής (αν και όχι μόνο αυτήν – η διάταξη του 129
περιλαμβάνει όλα τα συρρέοντα εγκλήματα). Το ταυτόχρονο δεν είναι σημαντικό για
την διάκριση της συρροής σε πραγματική και κατ’ ιδέαν. Σημασία έχει η ταυτότητα
της πράξης.
1β. πρόκειται για μορφή παραυτουργίας (πχ. αυτοκινητιστικό ατύχημα με πολλούς
δράστες)
2. το θύμα του ενός εγκλήματος να γίνεται δράστης του άλλου (πχ. συμπλοκή,
εξύβριση πρώτα από τον ένα και μετά από τον άλλο). Οι δράστες εδώ είναι
διαφορετικοί στο κάθε έγκλημα.
3. οι δράστες είναι διαφορετικοί (αν είναι ο ίδιος πάμε στο 1). Παράδειγμα είναι η
κλεπταποδοχή, η υπόθαλψη ή η παρασιώπηση.

ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ (130 ΚΠΔ)

Ο κανόνας είναι η συνεκδίκαση. Ο συμμέτοχος που τιμωρείται με μικρότερη ποινή θα


δικαστεί από το δικαστήριο που θα δικάσει τον συμμέτοχο με τη βαρύτερη ποινή. Ο
κανόνας όμως κάμπτεται (και δεν έχουμε συνεκδίκαση των συμμετόχων) αν εκτιμάται
ότι θα προκύψει βλάβη από τη συνεκδίκαση (130§2).
Στο κακούργημα υποχρεωτικά διαχωρίζεται η δίκη των συμμετόχων, αν ο
ηθικός αυτουργός είναι ανήλικος και ο ηθικός αυτουργός ενήλικος. Στα
πλημμελήματα άλλοτε χωρίζεται και άλλοτε όχι, ενώ στα αυτόφωρα ποτέ δε
διαχωρίζεται.

ΠΩΣ ΕΛΕΓΧΕΤΑΙ Η ΚΑΘ’ ΥΛΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ (119, 120 ΚΠΔ);

Αν στην πορεία της δίκης ένα δικαστήριο διαπιστώσει καθ’ ύλην αναρμοδιότητα,
- αν αρμόδιο είναι κατώτερο δικαστήριο μπορεί να την κρατήσει
- αν δε αρμόδιο είναι ανώτερο δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε
αυτό.

γ. ΚΑΤΑ ΤΟΠΟΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ

Η κατά τόπον αρμοδιότητα κρίνεται με βάση:


- τον τόπο τέλεσης του εγκλήματος (έχει το προβάδισμα).
- τον τόπο διαμονής του κατηγορουμένου.

Κλασική συνέπεια της ασκήσεως της ποινικής δίωξης είναι το αμετάβλητο της κατά
τόπον αρμοδιότητας.

Σύγκρουση αρμοδιότητας
Μπορεί να είναι θετική (πολλά δικαστήρια ισχυρίζονται είναι αρμόδια) ή αρνητική
(πολλά δικαστήρια στα οποία παραπέμπεται η υπόθεση δηλώνουν αναρμόδια).
Λύση = κανονισμός αρμοδιότητας.

Ε. ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ και ΔΙΑΔΙΚΟΙ

Διάδικοι σε μία ποινική δίκη είναι μόνο τα παρακάτω πρόσωπα: ο κατηγορούμενος, ο


πολιτικώς ενάγων και ο αστικώς υπεύθυνος. Ο δικαστής και ο εισαγγελέας είναι
δικαστικά πρόσωπα με τη στενή έννοια, ενώ με την ευρεία έννοια είναι επιπλέον και
ο γραμματέας και οι ανακριτικοί υπάλληλοι.

1i. ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Για όλα τα δικαστικά πρόσωπα εξασφαλίζεται η αμεροληψία των καθηκόντων τους
μέσω τριών θεσμών: του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής (14 – 16 ΚΠΔ).

Αποκλεισμός (14 ΚΠΔ)


Πρέπει να μην δικάσει ο δικαστής (εκ του νόμου ανικανότητα) αν φέρει ένα από τα
κωλύματα του άρθρου 14 ΚΠΔ. Δεν είναι υποχρεωτικό να τους επικαλεστούμε για να
επέλθει ο αποκλεισμός, αλλά αυτός επέρχεται αυτόματα και μόνο με την ύπαρξη του
κωλύματος. αν μετέχει στη σύνθεση του δικαστηρίου δικαστής που είχε λόγο
αποκλεισμού έχω κακή σύνθεση.

§1: συγγένεια μεταξύ των δικαστικών λειτουργών (ή αν είναι σύζυγοι)


§2: συγγένεια μεταξύ δικαστικών λειτουργών και κατηγορουμένων, ή αν ο δικαστικός
λειτουργός ήταν το θύμα της πράξης

Εξαίρεση (16 ΚΠΔ)


Λόγοι εξαίρεσης είναι τόσο εκείνοι που αποτελούν λόγους αποκλεισμού όσο και
(επιπλέον λόγος) το να συντρέχουν στο πρόσωπό του υπόνοιες μεροληψίας.
Τη ζητούν οι διάδικοι ή ο εισαγγελέας. Το όργανο που θα κρίνει την αίτηση εξαίρεσης
στο στάδιο της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο. Το χρονικό σημείο μέχρι
το οποίο πρέπει να υποβληθεί η σχετική αίτηση είναι μέχρι την παράδοση της
δικογραφίας από τον ανακριτή στον εισαγγελέα (για εξαίρεση του ανακριτή), μέχρι
την πρόταση του εισαγγελέα για εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστικό συμβούλιο
(για εξαίρεση του εισαγγελέα) ή πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο
(για να εξαιρέσω το δικαστή). Καθιερώνεται δικαίωμα για εξαίρεση μόνο του δικαστή
που θα δικάσει την ουσία της υπόθεσης, όχι όμως του δικαστή που θα κρίνει την
αίτηση εξαίρεσης.

Αποχή (23 ΚΠΔ)


Ο ίδιος ο δικαστής, είτε επειδή έχει λόγο αποκλεισμού είτε λόγο εξαίρεσης είτε
(επιπλέον λόγος) για κάποιον λόγο ευπρέπειας, ζητά από το δικαστήριο να τον
απαλλάξει από τα καθήκοντα για μια συγκεκριμένη υπόθεση. Η αίτηση αποχής
κρίνεται πάντα από το δικαστικό συμβούλιο. Αν η αίτηση αποχής τύχει να συμπέσει
με αίτηση εξαίρεσης, προηγείται η κρίση για την αίτηση αποχής, και αν αυτή δεν
ευδοκιμήσει, έπεται η κρίση για την αίτηση εξαιρέσεως.

1ii. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Ο εισαγγελέας είναι το δικαστικό πρόσωπο που ασκεί την ποινική δίωξη. Δεν είναι
δικαστής, αλλά βοηθητικό πρόσωπο στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρέπει να είναι
αμέτοχος και ουδέτερος στην αντιμετώπιση της υπόθεσης. Πρέπει να μάχεται για τη
δικαιοσύνη και να μην επιδιώκει μονόπλευρα την καταδίκη ή την αθώωση του
κατηγορουμένου. Στην πράξη πάντως θεωρείται ότι βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις
του πολιτικώς ενάγοντος.
Στην Ελλάδα ισχύει το κατηγορητικό σύστημα (αντίθετο το εξεταστικό σύστημα),
δημιούργημα του οποίου είναι ο θεσμός του εισαγγελέα. Άλλο πρόσωπο κατηγορεί
και άλλο δικάζει (αποφασίζει).
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις (ρωγμές) στο κατηγορητικό σύστημα:
α. 27§2: την ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία εξαιρετικά είναι δυνατόν να ασκήσει
ο πταισματοδίκης και όχι ο δημόσιος κατήγορος.
β. όταν συνέρχεται η ολομέλεια ενός δικαστηρίου και δίνει εντολή στον εισαγγελέα
να ασκήσει την ποινική δίωξη. Ουσιαστικά εδώ οι δικαστές ως ολομέλεια ασκούν τη
δίωξη και όχι ο εισαγγελέας, παρόλο που τυπικά αυτός κάνει όλες τις απαραίτητες
ενέργειες.
Αν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο ο εισαγγελέας μετέχει υποχρεωτικά στη
σύνθεση του δικαστηρίου και τίποτα δεν γίνεται χωρίς να εκφράσει αυτός τη γνώμη
του (αν δεν ακουστεί ο εισαγγελέας η πράξη που επιχειρήθηκε είναι άκυρη).

Αρχές που διέπουν το θεσμό της εισαγγελίας


1. αρχή της ανεξαρτησίας: η εισαγγελία είναι δικαστική αρχή ανεξάρτητη τόσο
από τη δικαστική εξουσία (τα δικαστήρια) όσο και από τη νομοθετική και
εκτελεστική λειτουργία. Η αρχή αυτή προβλέπεται από το Σύνταγμα. Προέχει
έναντι της αρχής της ιεραρχικής υποταγής.
2. αρχή του ενιαίου και αδιαιρέτου: η εισαγγελική αρχή δρα ως ενιαίος και
ανεξάρτητος φορέας. Δεν έχει σημασία το φυσικό πρόσωπο που ασκεί την
εκάστοτε πράξη, γιατί αυτή θεωρείται ότι έγινε από την εισαγγελική αρχή.
Συχνά ωστόσο στο όνομα αυτής της αρχής οδηγούμαστε σε παραλογισμούς.
3. αρχή της ιεραρχικής εξάρτησης και υποταγής: ο εισαγγελέας οφείλει να
εκτελεί τις εντολές των ανωτέρων του, χωρίς όμως να θίγεται η ανεξαρτησία
του. Υποχρεούται πχ. ο εισαγγελέας πρωτοδικών να ασκήσει τη δίωξη αν τον
διατάξει κάτι τέτοιο ο ανώτερός του εισαγγελέας εφετών, αλλά όταν θα
παρασταθεί στην έδρα την ημέρα της δικασίμου θα υποστηρίξει τη δική του
γνώμη.

1iii. ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΑΝΑΚΡΙΤΙΚΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Η έρευνα πριν από την άσκηση της δίωξης ονομάζεται προκαταρκτική εξέταση και
αφορά στην εύρεση στοιχείων που θα βοηθήσουν τον εισαγγελέα στο να αποφασίσει
το αν θα ασκήσει ή όχι τη δίωξη. Είναι έρευνα σε βάρος κάποιου «υπόπτου» και όχι
«κατηγορουμένου». Την προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση διενεργούν οι
ανακριτικοί ή οι προανακριτικοί υπάλληλοι.
γενικοί : κάνουν οποιαδήποτε ανάκριση (33 ΚΠΔ). Είναι ο πταισματοδίκης
και οι ειρηνοδίκες.
ειδικοί : κάνουν μόνο τη δουλειά που τους έχει ρητά ανατεθεί (34 ΚΠΔ).
Είναι κατά κανόνα αστυνομικοί με κάποιο βαθμό.

2i. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Απόκτηση της ιδιότητας του κατηγορουμένου (ποιος είναι κατηγορούμενος;)


Κατηγορούμενος είναι το πρόσωπο:
α. κατά του οποίου ο εισαγγελέας ρητά άσκησε την ποινική δίωξη.
β. στο οποίο, σε οποιαδήποτε στάδιο της ανάκρισης προκύψουν στοιχεία που να του
αποδίδουν την αξιόποινη πράξη. Εδώ δεν αποκλείεται η δίωξη να είναι είτε in rem
(κατά κανόνα είναι in rem) είτε in personam. Η ιδιότητα του κατηγορουμένου
αποκτάται εδώ μεταγενέστερα.

Δίωξη in rem: η δίωξη ασκείται για να τιμωρηθεί το έγκλημα.


Δίωξη in personam: η δίωξη ασκείται για να τιμωρηθεί ο δράστης.

Απώλεια της ιδιότητας του κατηγορουμένου.


Η ιδιότητα το κατηγορουμένου χάνεται:
- Με αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα. Το δικαστικό συμβούλιο αποφασίζει να
μην παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο.
- Με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, είτε αθωωτική είτε καταδικαστική. Το
πρόσωπο είτε αθωωθεί είτε καταδικαστεί παύει να είναι κατηγορούμενος (αν
καταδικαστεί γίνεται κατάδικος).
- Αν παύσει η ποινική δίωξη λόγω πλάνης για το πρόσωπο του κατηγορουμένου.

Πώς ξαναποκτάται η ιδιότητα του κατηγορουμένου;


Το πρόσωπο που έχασε την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκ νέου:
- Σε περίπτωση που εκδοθεί η απόφαση αμετάκλητα και μετά την έκδοσή της
προκύψουν νέα στοιχεία, τότε γίνεται επανάληψη της διαδικασίας. Τότε ο πρώην
κατάδικος ή αθωωθείς ξαναγίνεται κατηγορούμενος.
- Αν για οποιονδήποτε λόγο ξαναρχίσει η ποινική δίωξη για το ίδιο έγκλημα
εναντίον του ίδιου κατηγορουμένου.

Δικαιώματα του κατηγορουμένου


- Δικαίωμα σιωπής (273§2 ΚΠΔ). Η σιωπή δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως αποδοχή
της ενοχής του κατηγορουμένου. Αποτελεί μόνο εκδήλωση της προσωπικότητας
του κατηγορουμένου.
- Δικαίωμα παράστασης με συνήγορο και επικοινωνίας μαζί του: η εκπροσώπηση
του κατηγορουμένου από συνήγορο είναι υποχρεωτική σε ορισμένα εγκλήματα
(πχ. στα κακουργήματα). Αν δεν έχει διορίσει συνήγορο ίδιος ο κατηγορούμενος
είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να του διορίσει.
- Δικαίωμα να λάβει προθεσμία για απολογία: έχει δικαίωμα να λάβει προθεσμία
τουλάχιστον 48 ωρών για να απολογηθεί και να προετοιμάσει την υπεράσπισή
του.
- Δικαίωμα να λάβει αντίγραφα της δικογραφίας: από τη στιγμή που θα
ολοκληρωθεί η συλλογή των εγγράφων της δικογραφίας και αυτή σχηματιστεί ως
σύνολο, τόσο ο κατηγορούμενος όσο και ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να
λάβει αντίγραφά της και να πληροφορηθεί το περιεχόμενό της.
- Δικαίωμα ενημέρωσης για τα δικαιώματά του: ήδη από το στάδιο της σύλληψης
και εξέτασής του ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ενημερωθεί για το σύνολο
των δικαιωμάτων του. Αν δεν ενημερωθεί έχουμε απόλυτη ακυρότητα της πράξης
ή της διαδικασίας (171§1δ ΚΠΔ).

2ii. ΠΟΛΙΤΙΚΩΣ ΕΝΑΓΩΝ


Παραμένει ο ουσιωδέστερος μάρτυρας κατηγορίας, αν και η θέση του σε σχέση με
τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας είναι αναβαθμισμένη.

Ποιος μπορεί να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής (ενεργητική νομιμοπ/ση)


Δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής νομιμοποιείται να υποβάλλει μόνο ο
ζημιωθείς ή ο αμέσως αδικηθείς από το έγκλημα. Ο ζημιωθείς πρέπει να έχει υποστεί
ζημία άμεση και προσωπική (αυτός που υφίσταται τη ζημία, ο ίδιος να παρίσταται και
στο δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων).
Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής δεν μπορεί να γίνει μόνο για
υποστήριξη της κατηγορίας, αλλά πρέπει να ζητηθεί και κάτι σε επίπεδο πολιτικών
αξιώσεων (αποζημίωση). Συχνά όμως οι αξιώσεις του πολιτικώς ενάγοντος είναι
συμβολικές, γιατί η κύρια αποζημίωση θα διεκδικηθεί στα πολιτικά δικαστήρια.

Εναντίον ποιου δηλώνεται παράσταση πολιτικής αγωγής (παθητική νομιμοπ/ση)


Ο πολιτικώς ενάγων παρίσταται κατά του κατηγορουμένου, κατά του αστικώς
υπευθύνου ή κατά και των δύο.
Διττός ο χαρακτήρας της πολιτικής αγωγής:
αστικός (πολιτικός) χαρακτήρας (συχνά θεωρείται ότι αντίκειται στο 96 Σ.)
(Ζητούνται οι αστικές αξιώσεις του πολιτικώς ενάγοντος).
ποινικός (υποστήριξη της κατηγορίας – προσπάθεια να καταδικαστεί ο
κατηγορούμενος)

Διατυπώσεις του πολιτικής αγωγής


Οι διατυπώσεις για τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής είναι διαφορετικές για
την προδικασία και την διαδικασία στο ακροατήριο. Για να είμαι πολιτικώς ενάγων
στο ακροατήριο δεν απαιτείται να ήμουν και στην προδικασία ή το αντίστροφο.

ΠΡΟΔΙΚΑΣΙΑ (83 -88 ΚΠΔ)

Πρέπει να γίνει δήλωση. Αυτή θα περιέχεται:


- στο έγγραφο της εγκλήσεως
- σε ξεχωριστό αυτοτελές έγγραφο, που απευθύνεται στον εισαγγελέα και
επιδίδεται σε αυτόν πριν την έκδοση βουλεύματος από το δικαστικό συμβούλιο
- όταν εξετάζεται ως μάρτυρας ο παθών

Περιεχόμενο της δήλωσης παράστασης πολιτικής αγωγής είναι


- συνοπτική έκθεση της υποθέσεως
- έκθεση των λόγων που νομιμοποιούν τον δηλούντα ως πολιτικώς ενάγοντα
(ουσιαστικά εκθέτει το είδος της ζημίας που υπέστη)
- διορισμό αντικλήτου αν ο δηλών διαμένει σε περιοχή εκτός της πόλης στην οποία
εδρεύει το αρμόδιο δικαστήριο (η πόλη εδώ νοείται με τη φυσική έννοια του όρου
(να μη μεσολαβεί κενό μεταξύ πόλης και προαστίων)

ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ

68§2: ο παθών μπορεί να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και στο ακροατήριο
προφορικά με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά.
Στην αναβολή που γίνεται μετά την έναρξη της δίκης, ο παθών δεν μπορεί να κάνει
στη νέα (μετ’ αναβολής) δίκη για πρώτη φορά παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν όμως
η αναβολή δοθεί πριν την έναρξη της δίκης είναι έγκυρη η για πρώτη φορά δήλωση
παράστασης πολιτικής αγωγής στη νέα (μετ’ αναβολής) δίκη. Στη μετ’ αναβολή δίκη
για κρείσσονες αποδείξεις επιτρέπεται να γίνει δήλωση παράστασης πολιτικής
αγωγής.

Προβληματικές περιοχές

- στρατιωτικά δικαστήρια: σήμερα επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής).


- στις αγωγές κακοδικίας: εδώ δεν επιτρέπεται παράσταση πολιτικής αγωγής,
εκτός αν μιλάμε για εξάμηνο από την τέλεση της πράξης και ο πολιτικώς ενάγων
ζητά μόνο ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αν θέλει ευρύτερη αποζημίωση θα
πρέπει να απευθυνθεί στα πολιτικά δικαστήρια.
- νόμος περί ευθύνης υπουργών (ν. 3126/2003): δικάζει το ΑΕΔ. Προβλέπεται
εδώ σύντομη παραγραφή των αδικημάτων. Ζήτημα το αν αφορά και τους
συμμετόχους. Δεν επιτρέπεται εδώ παράσταση πολιτικής αγωγής.
- δικαστήρια ανηλίκων (330 ΚΠΔ): κατά ρητή πρόβλεψη του ν. 3315/1955 στις
δίκες ανηλίκων καταλύεται η αρχή της δημοσιότητας (συζήτηση κεκλεισμένων
των θυρών), αλλά μόνο για το ποινικό μέρος και όχι και για τις αστικές αξιώσεις
του πολιτικώς ενάγοντος. Νοείται εδώ παράσταση πολιτικής αγωγής.

Εξαιρέσεις (πότε επιτρέπεται παράστασης πολιτικής αγωγής μόνο για


υποστήριξη της κατηγορίας και όχι και για αποζημίωση)
α. 64§2 ΚΠΔ: Το θύμα της πράξης μπορεί να παραστεί ως πολιτικώς ενάγων μόνο
για υποστήριξη της κατηγορίας, αν πχ. ευθύνεται αποκλειστικά το Δημόσιο και όχι ο
ίδιος ο κατηγορούμενος, ενώ δεν μπορεί αν πχ. η ασφαλιστική εταιρία συνευθύνεται
με τον κατηγορούμενο.
β. 500 ΚΠΔ: στον α’ βαθμό εκδόθηκε αθωωτική απόφαση και είχε δηλωθεί
παράσταση πολιτικής αγωγής. Αυτήν την απόφαση δικαιούται να την προσβάλλει ο
εισαγγελέας ασκώντας ένδικα μέσα. Προσβάλλεται όμως από τον εισαγγελέα μόνο το
ποινικό μέρος της απόφασης και όχι και οι πολιτικές αξιώσεις. Για το μέρος αυτό των
πολιτικών αξιώσεων θα πρέπει να κινητοποιηθεί ο πολιτικώς ενάγων.
γ. στην πτώχευση: η πτώχευση κηρύσσεται με δικαστική απόφαση. Τη διαχείριση
της περιουσίας αναλαμβάνει ο σύνδικος της πτώχευσης, που εκπροσωπεί την ομάδα
των πιστωτών. Αυτός παρίσταται ως υποστηρικτής της κατηγορίας όταν
κατηγορούμενος είναι ο πτωχός.
δ. άρ. 18 του ν. 1172/1973 – ελληνικό δημόσιο: σε δίκη με περιεχόμενο φορολογικό
ή τελωνειακό (πχ. για λαθρεμπορία) το δημόσιο μπορεί να παρασταθεί και μόνο για
υποστήριξη της κατηγορίας, χωρίς απαραίτητα να ζητά και τους δασμούς.

2iii. ΑΣΤΙΚΩΣ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ


Είναι πρόσωπο, συνήθως νομικό (πχ. ασφαλιστική εταιρία), το οποίο βρίσκεται με
τον κατηγορούμενο σε μια τέτοια σχέση που το υποχρεώνει να αποκαθιστά εκείνο
(καταβάλλοντας αποζημίωση) τις ζημίες από τα αδικήματα που έχει τελέσει ο
κατηγορούμενος αν καταδικαστεί. Βρίσκεται δικονομικά πιο κοντά στις θέσεις του
κατηγορουμένου λοιπόν, και προσπαθεί να αποτρέψει την καταδίκη του για το
έγκλημα.

ΣΤ. ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ

Η ποινική δίκη είναι μια σειρά από δικονομικές πράξεις που δεν είναι ανεξάρτητες
μεταξύ τους, αλλά αλληλεπιδρούν. Όταν παραβιάζεται διάταξη στην οποία στηρίζεται
πράξη της ποινικής διαδικασίας, τότε έχουμε ακυρότητα τόσο της πράξης αυτής όσο
και των μεταγενέστερων πράξεων που στηρίζονται σε αυτήν.

ΑΠΟΛΥΤΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ (171)

Πρόκειται για ουσιώδη παράβαση ουσιώδους διάταξης. Στην ιεραρχία είναι οι


σπουδαιότερες ακυρότητες. Απαριθμούνται οι περιπτώσεις απόλυτων ακυροτήτων
στο 171§1 ΚΠΔ. εδώ δηλαδή δουλεύουμε με δύο διατάξεις: αφενός με εκείνη που
παραβιάστηκε και αφετέρου με το 171 ΚΠΔ.

Απόλυτες είναι οι ακυρότητες που αφορούν:


- τη σύνθεση του δικαστηρίου (171§1α)
- τη συμμετοχή και το ρόλο του εισαγγελέα στην όλη διαδικασία (171§1β)
- την αναστολή της διαδικασίας όπου την επιβάλλει υποχρεωτικά ο νόμος (171§1γ)
- τα δικαιώματα και την εκπροσώπηση του κατηγορουμένου (171§1δ)

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ (170§1)


Η ακυρότητα είναι σχετική όταν την προβλέπει η ίδια η διάταξη που παραβιάζεται.
Εδώ δηλαδή δουλεύουμε μόνο με μία διάταξη, αυτήν που παραβιάστηκε. Η βαρύτητά
τους είναι μικρότερη σε σχέση με εκείνη των απόλυτων ακυροτήτων.

Η ακυρότητα όταν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που ρητά του


παρέχει ο νόμος και δεν του το επέτρεψε το δικαστήριο (171§1δ ή 170§2;).
Σημασία έχει το σε ποια διάταξη θα υπαχθεί η συγκεκριμένη ακυρότητα για το με
ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστεί η ακυρότητα. Στην περίπτωση του 170§2 για να
απολαύσει το δικαίωμα ο κατηγορούμενος πρέπει να το ζητήσει, ενώ στο 171 το
δικαίωμα του κατηγορουμένου οφείλει να το ικανοποιήσει αυτεπαγγέλτως το
δικαστήριο. Αν λοιπόν το δικαστήριο όφειλε να ικανοποιήσει το δικαίωμα του
κατηγορουμένου αυτεπαγγέλτως και δεν το κάνει, θα έχουμε απόλυτη ακυρότητα του
171§1δ, ενώ αν για την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού απαιτείται να το ζητήσει
ο κατηγορούμενος, η ακυρότητα θα είναι σχετική του 170§2 ΚΠΔ.

Διαφορές απόλυτων από σχετικές ακυρότητες


1. οι σχετικές ακυρότητες απειλούνται ρητά στο νόμο, ενώ οι απόλυτες
εξαρτώνται από την ένταξή τους σε μια από τις περιπτώσεις του 171§1 ΚΠΔ.
2. οι απόλυτες ακυρότητες λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, ενώ οι
σχετικές πρέπει να προταθούν από κάποιον διάδικο ή τον εισαγγελέα για να
ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.
3. τα χρονικά περιθώρια στα οποία μπορούν να προταθούν οι απόλυτες
ακυρότητες διαφέρουν από εκείνα των σχετικών ακυροτήτων.
4. βλ. 173 ΚΠΔ.
5. οι απόλυτες ακυρότητες αποτελούν λόγο αναίρεσης και της αποφάσεως και
του βουλεύματος (484, 510§2), ενώ οι σχετικές αποτελούν λόγο αναίρεσης
μόνο της απόφασης και όχι του βουλεύματος, και μόνο αν είναι σχετική
ακυρότητα του ακροατηρίου.

Πώς προτείνονται οι ακυρότητες της προδικασίας και του ακροατηρίου;

(προδικασία) προτείνονται ως το τέλος της προδικασίας


Σχετικές ακυρότητες από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους. Δεν προτείνονται
(πάντα προτείνονται) ποτέ στο ακροατήριο.
(ακροατήριο) μέχρι να εκδοθεί απόφαση εφετείου

(προδικασία) προτείνονται μέχρι την αμετάκλητη


Απόλυτες ακυρότητες παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
(και αυτεπαγγέλτως) Δεν προτείνονται ποτέ στο ακροατήριο.
(ακροατήριο) μέχρι τον ΑΠ (αμετάκλητο καταδίκης)

- (σχετικές ακυρότητες) Η προδικασία μπορεί να τελειώσει με δύο τρόπους: είτε με


βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου εφετών (η ακυρότητα αποτελεί λόγο
αναίρεσης), είτε με απευθείας κλήση (επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος του
εισαγγελέα στον κατηγορούμενο με το οποίο τον καλεί σε δικάσιμο).
- (απόλυτες ακυρότητες) Η παραπομπή είναι αμετάκλητη όταν εκδοθεί βούλευμα
του ΑΠ σε συμβούλιο (η ακυρότητα είναι λόγος αναιρέσεως) ή όταν καταστεί
αμετάκλητο το βούλευμα με το οποίο ο κατηγορούμενος καλείται να παραστεί
στη δίκη (παρέλευση προθεσμίας για προσφυγή του 322 ΚΠΔ).

Συνέπειες ακυροτήτων (176 ΚΠΔ)


Αν μια ακυρότητα δεν είναι ούτε απόλυτη ούτε σχετική, πρόκειται απλώς για μια
παράβαση χωρίς συνέπειες. Αν όμως η ακυρότητα είναι σχετική ή απόλυτη, η
συνέπεια είναι ότι διατάσσεται επανάληψη της πράξης που ακυρώθηκε, μόνο όμως αν
είναι αναγκαίο και εφικτό μέτρο. Αν υπάρχει άλλος (προσφορότερος) τρόπος να
αντιμετωπιστεί η ακυρότητα, προτιμάται εκείνος.

Ζ. ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ

Προϋποθέσεις άσκησης της δίωξης

Η κυριότερη προϋπόθεση για να ασκηθεί η ποινική δίωξη είναι να υπάρχει η αφορμή


κάποιας πληροφόρησης. Τρόποι πληροφόρησης είναι:
α. υποβολή έγκλησης για ένα αυτεπάγγελτα ή για ένα κατ’ έγκληση διωκόμενο
έγκλημα ΜΟΝΟ από τον ίδιο τον παθόντα.
β. υποβολή μήνυσης ΜΟΝΟ για ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα από τρίτο
πρόσωπο και όχι τον παθόντα.
γ. αναφορά αρχής (37 ΚΠΔ). Οι ανακριτικοί υπάλληλοι οφείλουν να καταγγείλουν
την τέλεση ενός εγκλήματος στον εισαγγελέα οποτεδήποτε κι αν το μάθουν, ενώ οι
δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεούνται να κάνουν το ίδιο, μόνο όμως αν πληροφορηθούν
την τέλεση του εγκλήματος κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους.
δ. αναγγελία ιδιώτη (40 ΚΠΔ): δεν καθιερώνεται γενική υποχρέωση αναγγελίας ενός
εγκλήματος από ιδιώτη στον εισαγγελέα, παρά μόνο όπου ρητά ορίζεται στο νόμο.
Τέτοια υπάρχει σήμερα μόνο στο 232 ΠΚ για τα κακουργήματα κατά το χρόνο που
σχεδιάζονται.
ε. να υπάρχει αίτηση δίωξης από την αρμόδια αρχή (41 ΚΠΔ) όταν τελείται έγκλημα
κατά ξένου κράτους.
στ. να γίνει αστυνομική προανάκριση για αυτόφωρο έγκλημα.

ΑΥΤΟΦΩΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Ορισμός: όταν ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που τελεί το έγκλημα (γνήσιο
αυτόφωρο) ή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (πολύ πρόσφατα) (μη γνήσιο ή
καταχρηστικό αυτόφωρο).
Ελάχιστη διάρκεια αυτοφώρου : 24 ώρες + 1 δευτερόλεπτο
Μέγιστη διάρκεια αυτοφώρου : 48 ώρες - 1 δευτερόλεπτο

Σημασία: χωρίς να υπάρχει ένταλμα ο δράστης μπορεί να συλληφθεί άμεσα. Αλλά


και η εκδίκαση του συγκεκριμένου εγκλήματος γίνεται άμεσα, χωρίς προδικασία.
Εξαίρεση υπάρχει μόνο στα κακουργήματα, όπου ο μπορεί να συλληφθεί μεν ο
δράστης χωρίς ένταλμα, αλλά δεν μπορεί να δικαστεί χωρίς προδικασία –διατάσσεται
αμέσως κύρια ανάκριση.

ΕΓΚΛΗΣΗ και ΜΗΝΥΣΗ : ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ


Έγκληση υποβάλλεται από τον παθόντα ή τον αμέσως αδικηθέντα για ένα
αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα, ενώ μήνυση υποβάλλεται από
τρίτο πρόσωπο μόνο για ένα αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα.

Θετική λειτουργία (η καταγγελία γίνεται αποδεκτή): πρακτικά δεν υπάρχει διαφορά.


Από την στιγμή που η καταγγελία (είτε μήνυση είτε έγκληση) κριθεί από τον
εισαγγελέα παραδεκτή και βάσιμη, η διαδικασία βαίνει ομοίως.
Αρνητική λειτουργία (η καταγγελία απορρίπτεται): αν ο εισαγγελέας κρίνει την
καταγγελία μη παραδεκτή ή προδήλως αβάσιμη στην ουσία της, έχει σημασία η
διάκριση μεταξύ μήνυσης και έγκλησης. Αν η καταγγελία είναι μήνυση, ο
εισαγγελέας πρωτοδικών θα τη θέσει στο αρχείο, δεν θα ενημερώσει τον μηνυτή και
θα στείλει τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, που έχει τον τελευταίο λόγο. Αν
όμως είναι έγκληση, θα την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξή του και θα
ενημερώσει τον εγκαλούντα για την απόρριψη της έγκλησής του. κατά της απόρριψης
αυτής μπορεί να προσφύγει ο εγκαλών με τη διαδικασία του 48 ΚΠΔ.

Αν για ένα κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα περάσουν 6 μήνες από την τέλεση του
εγκλήματος και αυτή (η έγκληση) δεν ασκηθεί, τότε η ποινική δίωξη παύει οριστικά.
Η έλλειψη εγκλήσεως είναι λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου όταν η έγκληση έχει
εκλείψει ως δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή παύει οριστικά η ποινική δίωξη. Αν
όμως περάσουν 2 μήνες από την άσκηση της ποινικής δίωξης και ελλείπει η έγκληση
(αλλά μόνο ως δικονομική προϋπόθεση – το δικαίωμα να ασκήσω έγκληση υπάρχει
ακόμα), τότε η ποινική δίωξη παύει ως απαράδεκτη. Μπορεί να ασκηθεί αργότερα
νέα ποινική δίωξη αν υποβληθεί τελικά η έγκληση.

Με την υπόθεση πριν να ασκηθεί η ποινική δίωξη για το έγκλημα ασχολείται ο


εισαγγελέας πρωτοδικών (και μάλιστα κατά τρόπο μονοπωλιακό), ο οποίος είναι και
αρμόδιος να ασκήσει τη δίωξη αν προκύψουν τα κατάλληλα στοιχεία. Ειδικά στην
περίπτωση των κακουργημάτων τη δίωξη ασκεί πάντα ο εισαγγελέας πρωτοδικών,
αλλά στην έδρα του δικαστηρίου που θα δικάσει θα ανέβει ο εισαγγελέας εφετών.
Μόνο αν υπάρχει κάποιο κώλυμα να παρασταθεί εισαγγελέας ή αντιεισαγγελέας
εφετών στην έδρα μπορεί να αναθέσει αυτή τη δουλειά στον εισαγγελέα πρωτοδικών.

ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΩΞΗΣ

Κανόνας: τη δίωξη ασκεί πάντα ο εισαγγελέας πρωτοδικών

Εξαίρεση: - (27§2 ΚΠΔ) στα πταισματοδικείο τη δίωξη μπορεί να ασκήσει ο


πταισματοδίκης και όχι ο δημόσιος κατήγορος.

- (29§3 ΚΠΔ) σε υποθέσεις που συνταράσσουν την κοινή γνώμη η


ολομέλεια του εφετείου μπορεί να συνέλθει και να ασκήσει τη δίωξη
με τρεις τρόπους:

παραγγελία για άσκηση δίωξης από εισαγγελέα εφετών.


παραγγελία για άσκηση δίωξης από εισαγγελέα πρωτοδικών.
διαταγή να παραδοθεί στον εισαγγελέα η δικογραφία όταν τη
δίωξη έχει ήδη ασκήσει ο εισαγγελέας πρωτοδικών.

Με την άσκηση της δίωξης:


- Αποκτάται η ιδιότητα του κατηγορουμένου από το πρόσωπο εναντίον του οποίου
ασκείται η δίωξη.
- Καθορίζεται το αντικείμενο της δίκης. Η δίωξη ασκείται in rem, άρα και εναντίον
των συμμετόχων. Αλλά και αν κατά το στάδιο της ανάκρισης προκύψουν
ενοχοποιητικά στοιχεία εναντίον κάποιου προσώπου, το πρόσωπο αυτό
καθίσταται αμέσως κατηγορούμενος, χωρίς να χρειαστεί να περιμένουμε να του
απαγγείλει κατηγορία ο εισαγγελέας.
- Δεν επιτρέπεται μεταβολή κατηγορίας. Αν συμβεί κάτι τέτοιο έχουμε απόλυτη
ακυρότητα της διαδικασίας (171§1β).

ΤΡΟΠΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΩΞΗΣ


Η ποινική δίωξη ασκείται με τρεις τρόπους: με παραγγελία προανάκρισης, με
παραγγελία κυρίας ανάκρισης ή με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο.

Αστυνομική προανάκριση

Διενεργείται μόνο στα αυτόφωρα κακουργήματα ή πλημμελήματα ή όταν από την


καθυστέρηση στην έρευνα του εγκλήματος απειλείται άμεσος κίνδυνος (πχ.
παραγραφής). Τη διενεργεί οποιοσδήποτε ανακριτικός ή προανακριτικός υπάλληλος
χωρίς απαραίτητα να έχει λάβει προηγούμενη εντολή από τον εισαγγελέα (υπάρχει
απλά υποχρέωση να τον ενημερώσει για την διενέργεια αστυνομικής προανάκρισης).

Το πρόσωπο σε βάρος του οποίου διενεργείται η αστυνομική προανάκριση είναι


κατηγορούμενος («… σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης του αποδίδεται η
αξιόποινη πράξη …», είναι ύποπτος με σημαντικές ενδείξεις ενοχής). Η προηγούμενη
εξέτασή του ως μάρτυρα δε μπαίνει στη δικογραφία.

Η δικογραφία που έχει σχηματιστεί υποβάλλεται στον εισαγγελέα με ένα


παραπεμπτικό έγγραφο (ανακοίνωση). Αυτός, αν το έγκλημα που τελέστηκε
προέκυψε από τη δικογραφία ότι είναι κακούργημα, θα διατάξει κύρια ανάκριση. Αν
προκύψει ότι ήταν πλημμέλημα θα διατάξει προανάκριση ή θα κάνει απευθείας
κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Μπορεί όμως να θέσει την υπόθεση στο
αρχείο με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών ή να εφαρμόσει την αυτόφωρη
διαδικασία όπου αυτό είναι απαραίτητο.

Προκαταρκτική Εξέταση

Για τα κακουργήματα είναι υποχρεωτική η προκαταρκτική εξέταση. Δεν είναι όμως


τρόπος άσκησης της ποινικής δίωξης, αλλά στάδιο έρευνας της υποθέσεως πριν την
άσκηση της δίωξης. Είναι υποχρεωτική η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα
κακουργήματα και τα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς. Διενεργείται σύμφωνα
με το άρθρο 31§2 ΚΠΔ σε συνδυασμό και με τα άρθρα 240 και 241 ΚΠΔ.

Δεν υπάρχει κατηγορούμενος αλλά «ύποπτος». Αυτός καλείται για παροχή


εξηγήσεων ανωμοτί. Η ανωμοτί εξέτασή του δεν μπορεί όμως να αξιοποιηθεί
αποδεικτικά. Αν αυτό συμβεί έχουμε απόλυτη ακυρότητα της προκαταρκτικής
εξέτασης κατά το 171§1δ. Ακυρότητα παράγει όμως μόνο η αποδεικτική αξιοποίηση
της εξέτασης του υπόπτου, και η θέση της στη δικογραφία ή το αρχείο (ο Μαργαρίτης
διαφωνεί, θέλει να μην την έχει διαβάσει ποτέ ο δικαστής). Η κατά παράβαση του
άρθρου 31§2 εξέταση του υπόπτου (με όρκο ή χωρίς δικηγόρο πχ.) παράγει επίσης
απόλυτη ακυρότητα του 171§1δ’, η οποία όμως ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της
δίωξης. Παρότι δεν είναι ακόμα κατηγορούμενος, έχει όλα τα δικαιώματα του
κατηγορουμένου. Έχει πχ. το δικαίωμα να μην αυτο-ενοχοποιηθεί (δικαίωμα σιωπής).

Αν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, θα ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του


«υπόπτου με έναν από τους τρεις ακόλουθους τρόπους: ο εισαγγελέας να παραγγείλει
προανάκριση ή κύρια ανάκριση ή να παραπέμψει τον κατηγορούμενο απευθείας στο
ακροατήριο. Αν δεν προκύψουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής όμως, ο εισαγγελέας θα
θέσει την υπόθεση στο αρχείο (αν υπάρχει μήνυση) ή θα απορρίψει την έγκληση με
αιτιολογημένη διάταξή του.

Προανάκριση

Αποτελεί τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης. Ασκείται από οποιονδήποτε


ανακριτικό υπάλληλο ή από ανακριτή (πρωτοδίκης που έχει αναλάβει καθήκοντα
ανακριτή) μετά από παραγγελία του εισαγγελέα για τα πλημμελήματα αρμοδιότητας
μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν για αυτά έχει προηγουμένως ασκηθεί
προκαταρκτική εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση.
Στόχος της προανάκρισης είναι να γίνει έρευνα της υπόθεσης, να βρεθούν αποδείξεις
και να συμπληρωθεί έτσι η δικογραφία.

Η προανάκριση πρέπει να είναι : έγγραφη, μυστική και συνοπτική. Η διάρκειά της δεν
πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί για 4 ακόμη μήνες
(σύνολο 10 μήνες το ανώτερο) αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.
Η προανάκριση περιλαμβάνει:
- εξέταση μαρτύρων (βίαιη προσαγωγή μάρτυρα, ποινή για λιπομαρτυρία)
- απολογία κατηγορουμένου, προφορική ή γραπτή (με απολογητικό υπόμνημα 273§2)
- μπορεί να έχω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής
- κλήτευση του αστικώς υπευθύνου μετά από αίτηση του εισαγγελέα

Μετά το πέρας της προανάκρισης μεταβιβάζεται η δικογραφία στον εισαγγελέα. Αυτός μπορεί να
διατάξει περαιτέρω ανάκριση αν διαπιστώσει ότι η δικογραφία ή η έρευνα είναι ελλιπής, ή να
διαπιστώσει το πέρας της προανάκρισης, που γίνεται με τέσσερις τρόπους:
- απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν σε βάρος
του επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Συντάσσεται κατηγορητήριο, αναγράφεται στο εξώφυλλο του φακέλου
η απευθείας παραπομπή και κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα.
- πρόταση στο συμβούλιο (μόνο απαλλακτική). Ο εισαγγελέας προτείνει είτε να μη γίνει
κατηγορία, είτε να παύσει οριστικά η δίωξη, είτε να κηρυχθεί απαράδεκτη ή μη γενόμενη η
ποινική δίωξη. Αν υπάρχουν πολλοί κατηγορούμενοι, μπορεί (δυνητικά) να γίνει χωρισμός των
υποθέσεων (πχ. αν ο κάθε συμμέτοχος κατηγορείται για διαφορετική πράξη) ή να υποβληθεί μικτή
πρόταση από τον εισαγγελέα.
- αρχειοθέτηση, μόνο όμως στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν
ο εισαγγελέας δεν θεωρήσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή αν κρίνει την κατηγορία αβάσιμη. Θέτει δηλ. την υπόθεση στο
αρχείο με αιτιολογημένη διάταξή του, που υποβάλλει μαζί με τη δικογραφία για έγκριση στον
εισαγγελέα εφετών. Αν προκύψουν νέα στοιχεία η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο, αλλά όσο
είναι στο αρχείο έχω οιονεί δεδικασμένο για τα ήδη κριθέντα και καθαρό δεδικασμένο αν
παραγραφεί το έγκλημα. Αν αυτός διαφωνεί, θα διατάξει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να
παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο.
- να διατάξει κύρια ανάκριση αν διαπιστωθεί από την προανάκριση ότι το έγκλημα είναι
κακούργημα και όχι πλημμέλημα. Μπορεί να διαταχθεί κύρια ανάκριση και πριν τελειώσει η
προανάκριση, οπότε η τελευταία διακόπτεται.

Προανάκριση σε πρόσωπα ιδιάζουσας δωσιδικίας


Μετά την προανάκριση
- αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών φρονεί ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής θα
υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο δικαστικό συμβούλιο.
- αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών φρονεί ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής θα στείλει την
δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών. Αν αυτός συμφωνεί με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ότι
υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, δεν υπάρχει πρόβλημα: θα κληθεί ο κατηγορούμενος στο
ακροατήριο. Αν όμως διαφωνεί, θα διατάξει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να εισαγάγει την
υπόθεση στο αρμόδιο συμβούλιο πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών όμως μπορεί
να υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο, παρά τη γνώμη του ιεραρχικά ανωτέρου του
(αρχή ενιαίου και αδιαιρέτου).

Κύρια Ανάκριση
Διατάσσεται για όλα τα κακουργήματα και στα πλημμελήματα τριμελούς αν πρόκειται να
επιβληθούν περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση (μόνο στην ανθρωποκτονία από αμέλεια
κατά συρροή). Την ασκεί ανακριτής (πρωτοδίκης) , που μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του
αναρμόδιο και να διαφωνήσει με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Αρμόδιο να επιλύσει τη
διαφωνία είναι το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο και εποπτεύει τις ενέργειες του ανακριτή όταν
διεξάγεται η κύρια ανάκριση.
Η κύρια ανάκριση είναι πάντα μυστική και έγγραφη (συντάσσεται έκθεση), με εξειδίκευση της
πράξης και έχει περιεχόμενο και σκοπό το ίδιο με την προανάκριση. Περιλαμβάνει δηλαδή
εξέταση μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, έρευνες ή και
κατασχέσεις. Νοείται εδώ σύλληψη και βίαιη προσαγωγή μάρτυρα και επιβολή προσωρινής
κράτησης ή περιοριστικών όρων.

Η απολογία του κατηγορουμένου είναι υποχρεωτική. Αν δικαιολογημένα αυτός δεν παρουσιαστεί


ενώπιον του ανακριτή για να απολογηθεί, κλητεύεται εκ νέου γι’ αυτό. Αν όμως δεν πάει από
απείθεια και υπάρχουν ενδείξεις ενοχής, θα διαταχθεί σύλληψή του από τον ανακριτή με σύμφωνη
γνώμη του εισαγγελέα μόνο για τα κακουργήματα αν ενδέχεται να κρατηθεί προσωρινά, ή βίαιη
προσαγωγή του από τον ανακριτή για τα πλημμελήματα ή για τα κακουργήματα αν δεν ενδέχεται
να κρατηθεί προσωρινά.

Περιοριστικοί όροι και προσωρινή κράτηση


ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: ο κατηγορούμενος να κρίνεται ως ύποπτος φυγής ή ιδιαίτερα επικίνδυνος.
Προσωρινή κράτηση επιβάλλεται μόνο στα κακουργήματα και από τα πλημμελήματα μόνο στο
έγκλημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κατά συρροή, ενώ περιοριστικοί όροι μπορούν να
επιβληθούν σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις. Αν ο κατηγορούμενος παραβιάσει τους
περιοριστικούς όρους που του έχουν επιβληθεί, μπορούν αυτοί να αντικατασταθούν με άλλους ή
με προσωρινή κράτηση. Εναντίον τους νοείται η προσφυγή του άρθρου 285 ΚΠΔ, καθώς και η
αίτηση του άρθρου 286 ΚΠΔ για άρση ή αντικατάστασή τους.

Απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο

Γίνεται με επίδοση κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο από τον εισαγγελέα σε ήσσονος
σημασίας εγκλήματα. Να ασκηθεί ποινική δίωξη με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο αποκλείεται στα κακουργήματα ή στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς
πλημμελειοδικείου. Επιτρέπεται στα αυτόφωρα εγκλήματα και, στα πταίσματα και τα
πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς για τα οποία δεν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική
εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση.

Εναντίον του κλητήριου θεσπίσματος που θα του επιδοθεί ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει
με την προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ.

Τρόποι παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο


- με βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου: ο κατηγορούμενος αμύνεται κατ’ αυτού με τα ίδια
ένδικα μέσα που προσβάλλει και αποφάσεις.
- με κλητήριο θέσπισμα: απευθείας κλήση – έγγραφο του εισαγγελέα με περιεχόμενο αυτό του 321
ΚΠΔ. Η μόνη δυνατή άμυνα του κατηγορουμένου εδώ είναι η προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ.

Η. Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Μόλις η δικογραφία επιστρέψει στον εισαγγελέα από τον ανακριτή αυτός είτε θα διατάξει
περαιτέρω ανάκριση αν την κρίνει ελλιπή, είτε, αν κρίνει ότι η δικογραφία είναι πλήρης:
-αν πρόκειται για κακούργημα και υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο, ή θα υποβάλλει απαλλακτική πρόταση αν δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την
παραπομπή.
-αν πρόκειται για πλημμέλημα και υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο, ή θα καλέσει απευθείας τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο αν συμφωνεί με αυτό
και ο ανακριτής. Αν όμως δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή, ή αν οι
υπάρχουσες ενδείξεις δεν είναι «αποχρώσες», θα υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο.

You might also like