Professional Documents
Culture Documents
POINIKH DIKONOMIA ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
POINIKH DIKONOMIA ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ποινική Δικονομία: το σύνολο όλων εκείνων των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν τη
διαδικασία μέσα από την οποία η κοινωνία απαντά στο έγκλημα που έχει διαπραχθεί.
Πρόκειται όμως για ποινικό δικονομικό δίκαιο, προέχει δηλ. ο ποινικός του
χαρακτήρας. Αυτός αποτυπώνεται στα μέτρα που λαμβάνονται κατά του
κατηγορουμένου (πχ. προσωρινή κράτηση, περιοριστικά μέτρα). Το ουσιαστικό
δίκαιο πραγματώνεται μέσω της δικονομίας.
1. Αρχή in dubio pro mitiore και in dubio pro reo: και οι δύο σημαίνουν «εν
αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου». Όμως η αρχή in dubio pro mitiore έχει
ακραιφνώς δικονομική σημασία (εδώ ανάμεσα σε δύο ερμηνευτικά ισοδύναμες
ερμηνευτικές εκδοχές επιλέγεται η επιεικέστερη για τον κατηγορούμενο). Στην αρχή
in dubio pro reo αντίθετα η σημασία της είναι περισσότερο ουσιαστικού ποινικού
δικαίου (εδώ η αμφιβολία αφορά στα πραγματικά περιστατικά που είναι απαραίτητα
για την εφαρμογή μιας διάταξης).
2. Αρχή αναλογικότητας (25 Σ/τος): η απειλούμενη ποινή πρέπει να είναι ανάλογη
με την κοινωνική απαξία που έχει η πράξη του δράστη. Ισχύει και στο χώρο της
ποινικής δικονομίας. Εφαρμόζεται και στα μέτρα καταναγκασμού (πχ. προσωρινή
κράτηση, περιοριστικά μέτρα)
3. Αρχή προσφορότητας και αναλογικότητας: πρέπει κανείς να κρίνει αν τα μέτρα
που λαμβάνονται κατά του κατηγορουμένου (ειδικά τα μέτρα καταναγκασμού) είναι
αναγκαία και πρόσφορα για να επιφέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Δικαιοδοσία: η εξουσία που ασκούν τα ποινικά δικαστήρια για απονομή της ποινικής
δικαιοσύνης.
α. ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Κοινή Δικαιοδοσία
Δύο βαθμοί δικαιοδοσίας: τον πρώτο συγκροτούν τα δικαστήρια που δικάζουν για
πρώτη φορά την υπόθεση κατ’ ουσίαν και εκδίδουν οριστική απόφαση (η οποία
υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα). Τον δεύτερο συγκροτούν τα δικαστήρια που
δικάζουν τις εφέσεις κατά των αποφάσεων α’ βαθμού, αυτά που κρίνουν δεύτερη
φορά την υπόθεση κατ’ ουσίαν. Αυτά εκδίδουν τελεσίδικη απόφαση.
ε. Άρειος Πάγος: ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο. Δικάζει μόνο αναιρέσεις, δεν είναι
δικαστήριο ουσίας. Δεν εισάγει τρίτο βαθμό δικαιοδοσίας.
Σε όλα τα δικαστήρια υπάρχει εκτός από τους δικαστές και ένας εισαγγελέας και ένας
γραμματέας. Η μόνη περίπτωση να μη δει κανείς + 2 άτομα στη έδρα είναι αυτή του
άρθρου 27§2 ΚΠΔ, όπου ο πταισματοδίκης εκτελεί και τα καθήκοντα του δημόσιου
κατήγορου, οπότε και στην έδρα υπάρχουν μόνο 2 άτομα (ο πταισματοδίκης και ο
γραμματέας).
Ένορκοι και τακτικοί δικαστές: την αριθμητική πλειοψηφία στα ΜΟΔ και στα
ΜΟΕ την έχουν οι ένορκοι. Οι ένορκοι κληρώνονται και εκτελούν καθήκοντα
δικαστή μόνο στη συγκεκριμένη υπόθεση. Στην Ελλάδα ισχύει το μικτό ορκωτό
σύστημα, και οι ένορκοι και οι δικαστές είναι ισότιμοι και αποφασίζουν μαζί τόσο για
την ενοχή όσο και για την ποινή του κατηγορουμένου. Οι δικαστές αποφασίζουν
μόνοι τους μόνο για ορισμένα πολύ εξεζητημένα νομικά ζητήματα.
Ειδική Δικαιοδοσία
Πρόκειται για εγκλήματα που τέλεσαν ορισμένες κατηγορίες προσώπων.
α. δικαστήρια ανηλίκων
μονομελή α’ βάθμια δικαστήρια
τριμελή
εφετείο (δικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων των δύο άλλων)
β. στρατιωτικά δικαστήρια
στρατοδικεία μονομελή (για πλημ αρμοδ. μονομελ. πλημμ)
ναυτοδικεία
αεροδικεία τριμελή (για κακουργ + πλημμ αρμοδ. τριμελ)
Εξαιρετική Δικαιοδοσία
48 Σ: εφαρμόζεται σε περιόδους πολιορκίας και ανατροπής του πολιτεύματος. Την
ασκούν έκτακτα δικαστήρια με βάση το ν. 577/1976.
Ο θεσμός της συνάφειας κάμπτει τόσο την καθ’ ύλη όσο και την κατά τόπο
αρμοδιότητα, είτε και τις δύο μαζί είτε μία από τις δύο. Περιοριστική απαρίθμηση
συναφών («μόνον»).
1α. πρόκειται για περίπτωση συρροής («…από το ίδιο πρόσωπο…», και μάλιστα
αληθινής πραγματικής συρροής (αν και όχι μόνο αυτήν – η διάταξη του 129
περιλαμβάνει όλα τα συρρέοντα εγκλήματα). Το ταυτόχρονο δεν είναι σημαντικό για
την διάκριση της συρροής σε πραγματική και κατ’ ιδέαν. Σημασία έχει η ταυτότητα
της πράξης.
1β. πρόκειται για μορφή παραυτουργίας (πχ. αυτοκινητιστικό ατύχημα με πολλούς
δράστες)
2. το θύμα του ενός εγκλήματος να γίνεται δράστης του άλλου (πχ. συμπλοκή,
εξύβριση πρώτα από τον ένα και μετά από τον άλλο). Οι δράστες εδώ είναι
διαφορετικοί στο κάθε έγκλημα.
3. οι δράστες είναι διαφορετικοί (αν είναι ο ίδιος πάμε στο 1). Παράδειγμα είναι η
κλεπταποδοχή, η υπόθαλψη ή η παρασιώπηση.
Αν στην πορεία της δίκης ένα δικαστήριο διαπιστώσει καθ’ ύλην αναρμοδιότητα,
- αν αρμόδιο είναι κατώτερο δικαστήριο μπορεί να την κρατήσει
- αν δε αρμόδιο είναι ανώτερο δικαστήριο οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση σε
αυτό.
Κλασική συνέπεια της ασκήσεως της ποινικής δίωξης είναι το αμετάβλητο της κατά
τόπον αρμοδιότητας.
Σύγκρουση αρμοδιότητας
Μπορεί να είναι θετική (πολλά δικαστήρια ισχυρίζονται είναι αρμόδια) ή αρνητική
(πολλά δικαστήρια στα οποία παραπέμπεται η υπόθεση δηλώνουν αναρμόδια).
Λύση = κανονισμός αρμοδιότητας.
1i. ΔΙΚΑΣΤΗΣ
Για όλα τα δικαστικά πρόσωπα εξασφαλίζεται η αμεροληψία των καθηκόντων τους
μέσω τριών θεσμών: του αποκλεισμού, της εξαίρεσης και της αποχής (14 – 16 ΚΠΔ).
1ii. ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ
Ο εισαγγελέας είναι το δικαστικό πρόσωπο που ασκεί την ποινική δίωξη. Δεν είναι
δικαστής, αλλά βοηθητικό πρόσωπο στην απονομή της δικαιοσύνης. Πρέπει να είναι
αμέτοχος και ουδέτερος στην αντιμετώπιση της υπόθεσης. Πρέπει να μάχεται για τη
δικαιοσύνη και να μην επιδιώκει μονόπλευρα την καταδίκη ή την αθώωση του
κατηγορουμένου. Στην πράξη πάντως θεωρείται ότι βρίσκεται πιο κοντά στις θέσεις
του πολιτικώς ενάγοντος.
Στην Ελλάδα ισχύει το κατηγορητικό σύστημα (αντίθετο το εξεταστικό σύστημα),
δημιούργημα του οποίου είναι ο θεσμός του εισαγγελέα. Άλλο πρόσωπο κατηγορεί
και άλλο δικάζει (αποφασίζει).
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις (ρωγμές) στο κατηγορητικό σύστημα:
α. 27§2: την ποινική δίωξη στα πταισματοδικεία εξαιρετικά είναι δυνατόν να ασκήσει
ο πταισματοδίκης και όχι ο δημόσιος κατήγορος.
β. όταν συνέρχεται η ολομέλεια ενός δικαστηρίου και δίνει εντολή στον εισαγγελέα
να ασκήσει την ποινική δίωξη. Ουσιαστικά εδώ οι δικαστές ως ολομέλεια ασκούν τη
δίωξη και όχι ο εισαγγελέας, παρόλο που τυπικά αυτός κάνει όλες τις απαραίτητες
ενέργειες.
Αν η υπόθεση φτάσει στο ακροατήριο ο εισαγγελέας μετέχει υποχρεωτικά στη
σύνθεση του δικαστηρίου και τίποτα δεν γίνεται χωρίς να εκφράσει αυτός τη γνώμη
του (αν δεν ακουστεί ο εισαγγελέας η πράξη που επιχειρήθηκε είναι άκυρη).
Η έρευνα πριν από την άσκηση της δίωξης ονομάζεται προκαταρκτική εξέταση και
αφορά στην εύρεση στοιχείων που θα βοηθήσουν τον εισαγγελέα στο να αποφασίσει
το αν θα ασκήσει ή όχι τη δίωξη. Είναι έρευνα σε βάρος κάποιου «υπόπτου» και όχι
«κατηγορουμένου». Την προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση διενεργούν οι
ανακριτικοί ή οι προανακριτικοί υπάλληλοι.
γενικοί : κάνουν οποιαδήποτε ανάκριση (33 ΚΠΔ). Είναι ο πταισματοδίκης
και οι ειρηνοδίκες.
ειδικοί : κάνουν μόνο τη δουλειά που τους έχει ρητά ανατεθεί (34 ΚΠΔ).
Είναι κατά κανόνα αστυνομικοί με κάποιο βαθμό.
2i. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ
ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ
68§2: ο παθών μπορεί να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής και στο ακροατήριο
προφορικά με δήλωσή του που καταχωρίζεται στα πρακτικά.
Στην αναβολή που γίνεται μετά την έναρξη της δίκης, ο παθών δεν μπορεί να κάνει
στη νέα (μετ’ αναβολής) δίκη για πρώτη φορά παράσταση πολιτικής αγωγής. Αν όμως
η αναβολή δοθεί πριν την έναρξη της δίκης είναι έγκυρη η για πρώτη φορά δήλωση
παράστασης πολιτικής αγωγής στη νέα (μετ’ αναβολής) δίκη. Στη μετ’ αναβολή δίκη
για κρείσσονες αποδείξεις επιτρέπεται να γίνει δήλωση παράστασης πολιτικής
αγωγής.
Προβληματικές περιοχές
ΣΤ. ΑΚΥΡΟΤΗΤΕΣ
Η ποινική δίκη είναι μια σειρά από δικονομικές πράξεις που δεν είναι ανεξάρτητες
μεταξύ τους, αλλά αλληλεπιδρούν. Όταν παραβιάζεται διάταξη στην οποία στηρίζεται
πράξη της ποινικής διαδικασίας, τότε έχουμε ακυρότητα τόσο της πράξης αυτής όσο
και των μεταγενέστερων πράξεων που στηρίζονται σε αυτήν.
ΑΥΤΟΦΩΡΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Ορισμός: όταν ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που τελεί το έγκλημα (γνήσιο
αυτόφωρο) ή σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (πολύ πρόσφατα) (μη γνήσιο ή
καταχρηστικό αυτόφωρο).
Ελάχιστη διάρκεια αυτοφώρου : 24 ώρες + 1 δευτερόλεπτο
Μέγιστη διάρκεια αυτοφώρου : 48 ώρες - 1 δευτερόλεπτο
Αν για ένα κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα περάσουν 6 μήνες από την τέλεση του
εγκλήματος και αυτή (η έγκληση) δεν ασκηθεί, τότε η ποινική δίωξη παύει οριστικά.
Η έλλειψη εγκλήσεως είναι λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου όταν η έγκληση έχει
εκλείψει ως δικαίωμα. Στην περίπτωση αυτή παύει οριστικά η ποινική δίωξη. Αν
όμως περάσουν 2 μήνες από την άσκηση της ποινικής δίωξης και ελλείπει η έγκληση
(αλλά μόνο ως δικονομική προϋπόθεση – το δικαίωμα να ασκήσω έγκληση υπάρχει
ακόμα), τότε η ποινική δίωξη παύει ως απαράδεκτη. Μπορεί να ασκηθεί αργότερα
νέα ποινική δίωξη αν υποβληθεί τελικά η έγκληση.
Αστυνομική προανάκριση
Προκαταρκτική Εξέταση
Προανάκριση
Η προανάκριση πρέπει να είναι : έγγραφη, μυστική και συνοπτική. Η διάρκειά της δεν
πρέπει να υπερβαίνει τους 6 μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί για 4 ακόμη μήνες
(σύνολο 10 μήνες το ανώτερο) αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.
Η προανάκριση περιλαμβάνει:
- εξέταση μαρτύρων (βίαιη προσαγωγή μάρτυρα, ποινή για λιπομαρτυρία)
- απολογία κατηγορουμένου, προφορική ή γραπτή (με απολογητικό υπόμνημα 273§2)
- μπορεί να έχω δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής
- κλήτευση του αστικώς υπευθύνου μετά από αίτηση του εισαγγελέα
Μετά το πέρας της προανάκρισης μεταβιβάζεται η δικογραφία στον εισαγγελέα. Αυτός μπορεί να
διατάξει περαιτέρω ανάκριση αν διαπιστώσει ότι η δικογραφία ή η έρευνα είναι ελλιπής, ή να
διαπιστώσει το πέρας της προανάκρισης, που γίνεται με τέσσερις τρόπους:
- απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχουν σε βάρος
του επαρκείς ενδείξεις ενοχής. Συντάσσεται κατηγορητήριο, αναγράφεται στο εξώφυλλο του φακέλου
η απευθείας παραπομπή και κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα.
- πρόταση στο συμβούλιο (μόνο απαλλακτική). Ο εισαγγελέας προτείνει είτε να μη γίνει
κατηγορία, είτε να παύσει οριστικά η δίωξη, είτε να κηρυχθεί απαράδεκτη ή μη γενόμενη η
ποινική δίωξη. Αν υπάρχουν πολλοί κατηγορούμενοι, μπορεί (δυνητικά) να γίνει χωρισμός των
υποθέσεων (πχ. αν ο κάθε συμμέτοχος κατηγορείται για διαφορετική πράξη) ή να υποβληθεί μικτή
πρόταση από τον εισαγγελέα.
- αρχειοθέτηση, μόνο όμως στα πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου, αν
ο εισαγγελέας δεν θεωρήσει ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο ή αν κρίνει την κατηγορία αβάσιμη. Θέτει δηλ. την υπόθεση στο
αρχείο με αιτιολογημένη διάταξή του, που υποβάλλει μαζί με τη δικογραφία για έγκριση στον
εισαγγελέα εφετών. Αν προκύψουν νέα στοιχεία η υπόθεση ανασύρεται από το αρχείο, αλλά όσο
είναι στο αρχείο έχω οιονεί δεδικασμένο για τα ήδη κριθέντα και καθαρό δεδικασμένο αν
παραγραφεί το έγκλημα. Αν αυτός διαφωνεί, θα διατάξει τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών να
παραπέμψει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο.
- να διατάξει κύρια ανάκριση αν διαπιστωθεί από την προανάκριση ότι το έγκλημα είναι
κακούργημα και όχι πλημμέλημα. Μπορεί να διαταχθεί κύρια ανάκριση και πριν τελειώσει η
προανάκριση, οπότε η τελευταία διακόπτεται.
Κύρια Ανάκριση
Διατάσσεται για όλα τα κακουργήματα και στα πλημμελήματα τριμελούς αν πρόκειται να
επιβληθούν περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση (μόνο στην ανθρωποκτονία από αμέλεια
κατά συρροή). Την ασκεί ανακριτής (πρωτοδίκης) , που μπορεί να θεωρήσει τον εαυτό του
αναρμόδιο και να διαφωνήσει με τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Αρμόδιο να επιλύσει τη
διαφωνία είναι το δικαστικό συμβούλιο, το οποίο και εποπτεύει τις ενέργειες του ανακριτή όταν
διεξάγεται η κύρια ανάκριση.
Η κύρια ανάκριση είναι πάντα μυστική και έγγραφη (συντάσσεται έκθεση), με εξειδίκευση της
πράξης και έχει περιεχόμενο και σκοπό το ίδιο με την προανάκριση. Περιλαμβάνει δηλαδή
εξέταση μαρτύρων, απολογία κατηγορουμένου, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, έρευνες ή και
κατασχέσεις. Νοείται εδώ σύλληψη και βίαιη προσαγωγή μάρτυρα και επιβολή προσωρινής
κράτησης ή περιοριστικών όρων.
Γίνεται με επίδοση κλητήριου θεσπίσματος στον κατηγορούμενο από τον εισαγγελέα σε ήσσονος
σημασίας εγκλήματα. Να ασκηθεί ποινική δίωξη με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο
ακροατήριο αποκλείεται στα κακουργήματα ή στα πλημμελήματα αρμοδιότητας τριμελούς
πλημμελειοδικείου. Επιτρέπεται στα αυτόφωρα εγκλήματα και, στα πταίσματα και τα
πλημμελήματα αρμοδιότητας μονομελούς για τα οποία δεν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική
εξέταση, αστυνομική προανάκριση ή ένορκη διοικητική εξέταση.
Εναντίον του κλητήριου θεσπίσματος που θα του επιδοθεί ο κατηγορούμενος μπορεί να προσφύγει
με την προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ.
Μόλις η δικογραφία επιστρέψει στον εισαγγελέα από τον ανακριτή αυτός είτε θα διατάξει
περαιτέρω ανάκριση αν την κρίνει ελλιπή, είτε, αν κρίνει ότι η δικογραφία είναι πλήρης:
-αν πρόκειται για κακούργημα και υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο, ή θα υποβάλλει απαλλακτική πρόταση αν δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την
παραπομπή.
-αν πρόκειται για πλημμέλημα και υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του
κατηγορουμένου στο ακροατήριο, θα υποβάλλει παραπεμπτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο, ή θα καλέσει απευθείας τους κατηγορουμένους στο ακροατήριο αν συμφωνεί με αυτό
και ο ανακριτής. Αν όμως δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή, ή αν οι
υπάρχουσες ενδείξεις δεν είναι «αποχρώσες», θα υποβάλλει απαλλακτική πρόταση στο δικαστικό
συμβούλιο.