Professional Documents
Culture Documents
Νέο Έγγραφο Του Microsoft Office Word
Νέο Έγγραφο Του Microsoft Office Word
Χαρακτηριστικά έργα της συγγραφέως: «Τα στενά παπούτσια», «Το γαϊτανάκι», «Όταν ο ήλιος..»
Έμμα: Η μητέρα της Νινέτ. Νιώθει τύψεις που απομακρύνει το παιδί της από κοντά της. Έχει αδυναμία
στην κόρη της, είναι το «θαύμα» της ζωής της. Είναι εγκλωβισμένη στα πλαίσια του κοσμοπολιτισμού,
που θέλει τα παιδιά των μεγαλοαστικών οικογενειών να φοιτούν σε κολέγια του εξωτερικού.
Προσπέρ: αδερφός της Έμμα. Προσπαθεί να ηρεμήσει και να συμπαρασταθεί στην αδερφή του. Η
ερώτησή του για το πώς κοιμήθηκε η Έμμα δίνει αφορμή για την εξομολόγησή της και τη λύτρωση τελικά
της Νινέτ από τους εφιάλτες της.
Νινέτ: η πρωταγωνίστρια. Θεωρεί πως είναι υιοθετημένη, γι’ αυτό έχει μέσα της θυμό και οργή. Αγωνιά
για την ταυτότητά της. Νιώθει λύτρωση, όταν σιγουρεύεται για τη γέννησή της.
– μυθιστόρημα (η Νινέτ είναι μία από τις δύο αδερφές της συγγραφέως)το οποίο παρουσιάζει μία
ξεπερασμένη-παρωχημένη στις μέρες μας μορφή ζωής, όπου τα παιδιά των μεγαλοαστικών
οικογενειών φοιτούσαν οικότροφα σε κολέγια του εξωτερικού.
– η αφηγήτρια δεν είναι πρόσωπο του έργου, δε συμμετέχει στα δρώμενα. Αφηγείται σε τρίτο
πρόσωπο, όμως γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις των ηρώων, την ψυχολογία τους, είναι δηλαδή
«παντογνώστης» αφηγητής.
– Ο χρόνος: «ξημέρωνε» αναφέρεται στην πρώτη παράγραφο που δηλώνει και το παρόν της
αφήγησης. Η αφήγηση των γεγονότων γενικά είναι χρονολογική, τα γεγονότα παρουσιάζονται με τη
σειρά κατά την οποία διαδραματίστηκαν. Όμως υπάρχουν μέσα στο κείμενο και κάποιες αναδρομές στο
παρελθόν (δύο στον αριθμό: η Έμμα αφηγείται τη γέννηση της Νινέτ και αποκαλύπτει έτσι την
υπερβάλλουσα αγάπη της προς την κόρη της: «Αχ αγαπημένε μου αδερφέ, όλη τη νύχτα ξαναζούσα…Την
αγαπώ όσο κανέναν άλλο στον κόσμο». Η Νινέτ από την άλλη, αναθυμάται τον καβγά της με τον Κόλια ο
οποίος έγινε η αιτία πρόκλησης του εφιάλτη της: Ναι, εκεί στη Μοτοβίλοφσκα …μέσα στο τρένο που
πλησιάζει στο Παρίσι.)
– Αφηγηματικοί τρόποι α/ αφήγηση βέβαια από τον «παντογνώστη» αφηγητή, β/ περιγραφή (όλη η
πρώτη παράγραφος, όπου η συγγραφέας παρουσιάζοντας το εργατικό Παρίσι, τους ανθρώπους που
ζουν σε άθλιες συνθήκες ζωής, που στερούνται και που ίσως δεν έχουν και τα απαραίτητα για την
επιβίωσή τους, κάνει το δικό του σχόλιο, ασκεί κριτική στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές: «και να
ονειρεύονται χώρες, πολιτείες ,κάποιο άλλο περίχωρο που δε θα γνωρίσουν ποτέ στη σύντομη ζωή
τους»).
– Το τέχνασμα της συγγραφέως: παρουσιάζει την Έμμα να συνομιλεί χαμηλόφωνα με τον Προσπέρ,
τον αδερφό της περιγράφοντας τις αναμνήσεις της από τη στιγμή που η λατρεμένη της κόρη Νινέτ
γεννήθηκε και αποκαλύπτοντας έτσι τα αισθήματα αγάπης της προς αυτήν. Η Νινέτ που υποτίθεται
εκείνη την ώρα κοιμάται, έχει ξυπνήσει και κρυφακούει την εξιστόρηση της ‘Εμμα. Βεβαιώθηκε έτσι πως
ήταν η πραγματική της μητέρα και απαλλάχθηκε από τη λαθεμένη της πεποίθηση.
– Το όνειρο: λειτουργεί ως εξής: αποκαλύπτει την αγωνία, το άγχος, την άσχημη ψυχολογία της
Νινέτ αλλά και γίνεται η αιτία να ξυπνήσει η ηρωίδα και να ακούσει τον αποκαλυπτικό λόγο της
μητέρας της Έμμα προς τον Προσπέρ. Έτσι η Νινέτ διώχνει τον εφιάλτη που ταλανίζει και αμαυρώνει
την ψυχή της όλον αυτόν τον καιρό.
– Η Εμμα: άνθρωπος ευαίσθητος, ενδιαφέρεται ζωηρά για την κόρη της, τρέφει απέραντη αγάπη
προς αυτήν, στοργή, τρυφερότητα. Αυτό αποδεικνύεται από το ότι τη στέλνει να φοιτήσει σε καλό
σχολείο του Παρισιού, επίσης από το ότι ζητά από τον αδερφό της να μιλά σιγά για να μην την
ξυπνήσει, αλλά και χρησιμοποιεί υποκοριστικά όταν μιλά για την «κουρασμένη» κόρη της («το κοριτσάκι
μου»,, «η καημενούλα», «το Νινετάκι μου»). Τέλος, η ίδια η Εμμα ομολογεί πως κάθε φορά που ξυπνούσε
σκεφτόταν την κόρη της, εξόριστη στις καλόγριες, γιατί θα μπορούσε να φοιτήσει στην Αθήνα σε
σχολείο. Στο σημείο μάλιστα τούτο εκφράζει τη μεγάλη ευθύνη, τις τύψεις της, την απελπισία που
βαραίνει την καρδιά της για την απόφασή της να στείλει την κόρη της σε σχολείο καλογραιών.
Νοσταλγικά γυρνά τη μνήμη της στη γέννηση της Νινέτ, σκηνή που αποκαλύπτει για μια ακόμη φορά την
χωρίς όρια αγάπη της, την αδυναμία της, τη στοργή, τη λατρεία προς την κόρη της.
Η συγγραφέας επινοεί ένα τέχνασμα με το οποίο εξοβελίζει τον εφιάλτη που για χρόνια ταλανίζει την
ψυχή της Νινέτ. Η Έμμα νομίζοντας πως η Νινέτ κοιμάται εξομολογείται στον αδερφό της την αγάπη της
προς την κόρη της, την ευτυχία της όταν την απέκτησε. Φορτισμένος ο λόγος της Έμμα, συγκινησιακός,
γεμάτος ένταση, δύναμη αποκαλύπτει τη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας. Αυτός όμως ο λόγος
λυτρώνει τη Νινέτ. «Και ξαφνικά, εκεί ψηλά, στην κουκέτα του βαγκόν-λι ο κόμπος λύθηκε, τα κακά
μάγια σκορπίστηκαν και η Νινέτ νιώθει να γεννιέται ξανά μέσα στο τρένο που πλησιάζει στο Παρίσι.
Ανοίγει τα μάτια και αντικρίζει το φως ενός κόσμου καινούργιου και όμορφου …- Καλημέρα μανούλα».
«Οι λέξεις ελαφριές… σκίζεται»: σε αυτά τα χωρία εκφράζεται η χαρά της ηρωίδας με ένα απάνθισμα
μεταφορών, επιθέτων, υπερβολών (χίλιες φορές), ερωταποκρίσεων, εικόνων, δραματικού ενεστώτα.
Α. οι τύψεις των γονέων για τις επιλογές που κάνουν τις σχετικές με τα παιδιά τους.
Β. οι βασαντιστικές σκέψεις των παιδιών αλλά και των εφήβων σχετικά με την καταγωγή τους:
Γ. Ο κοσμοπολιτισμός
Ερωτήσεις:
«… άρχισε να παραφυλάει την Έμμα σα να περίμενε να αποκαλύψει ένα μυστικό πίσω από τους
κρυφούς στεναγμούς της»: σκοπός να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
1. Εκφραστικά μέσα.
2. Χαρακτηρισμός προσώπων
3. Λέξεις, εικόνες, εκφραστικά μέσα που περιγράφουν τη χαρά της Νινέτ την ώρα που ακούει το
διάλογο της μητέρας με το θείο της.
ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΛΟΥΣΤΡΙΝΙΑ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΙΔΟΣ: Είναι ένα από τα διηγήματα της συλλογής «Η τριλογία του δίφραγκου».
Χρόνος:
Ο ενδοκειμενικός χρόνος μπορεί να είναι μερικές εβδομάδες ή και μήνες, όσο χρειάζεται για να
κατασκευαστούν τα γοβάκια.
Τόπος: Ο τόπος εναλλάσσεται από ανοιχτό σε κλειστό χώρο και αντίστροφα. Η αγορά των
δερμάτων, το τσαγκαράδικο, ο χώρος της βόλτας της όμορφης κοπέλας, το σπίτι της και το
σπίτι του νεαρού.
- Βασικό θέμα του έργου είναι η ζωή ενός νεαρού βιοπαλαιστή (του νεαρού τσαγκάρη).
- Το δίλημμα του νεαρού ήρωα ανάμεσα στον έρωτά του για την όμορφη και πλούσια κόρη του
δάσκαλου και την αγάπη του για την φτωχή αδερφή του
Η ωρίμανση με την έκφραση της αγάπης και του καθήκοντος απέναντι στην οικογένεια.
ΔΟΜΗ – ΕΝΟΤΗΤΕΣ
1η ενότητα: «Τον είχε βάλει από καιρό... και παραμόνευε την ώρα.»
Ο νεαρός τσαγκάρης και το μυστικό του σχέδιο να κατασκευάσει ένα ζευγάρι λουστρινένια
γοβάκια
Αφήγηση / περιγραφή
Μέσα από την αφήγηση δίνεται η εξέλιξη των γεγονότων της ιστορίας που διαβάζουμε.
Η αφήγηση στο κείμενο αυτό γίνεται σε τρίτο πρόσωπο.
In media res: H φράση σημαίνει στη μέση των πραγμάτων. Σ’ αυτή την αφηγηματική
τεχνική η ιστορία ξεκινά από το μέσο, και στη συνέχεια δίνεται με αναδρομική
αφήγηση ό,τι έχει προηγηθεί. Έτσι προσελκύεται περισσότερο το ενδιαφέρον του
αναγνώστη.
Αναδρομική αφήγηση: Είναι η αφηγηματική τεχνική όπου στην κανονική σειρά των
γεγονότων παρεμβάλλεται η αφήγηση γεγονότων που έχουν συμβεί στο παρελθόν.
Η αφήγηση ξεκινά από το μέσο της υπόθεσης, in media res. Αναδρομικά αναφέρεται το
κόκκινο λουστρίνι, πώς αποκτήθηκε, πώς βρέθηκε το σχέδιο και πώς κατασκευάστηκαν
τα παπούτσια. Με αναδρομική αφήγηση παρουσιάζεται η κόρη του δασκάλου και όταν
ο νεαρός βρίσκεται στο σπίτι του με τα γοβάκια ολοκληρωμένα.
- η κόρη του δάσκαλου: «είχε σγουρά μαλλιά και μάτια μεγάλα. Είχε στητό κορμί και
περπατησιά περήφανη.»
- η αδερφή του ήρωα: «τα μαλλιά της δεν έπεφταν σγουρά στους ώμους. Είχε μια πλεξούδα
ίσια που τη σφιχτόδενε στο σβέρκο της μ’ ένα λαστιχάκι των πακέτων.»
Ύφος – Γλώσσα
Υφος: το ύφος του κειμένου είναι απλό και λιτό με λίγα σχήματα λόγου και καλολογικά
στοιχεία.
Γλώσσα: Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή δημοτική, εμπλουτισμένη με ιδιωματικές λέξεις και
φράσεις: πχ παζαριτζής (αυτός που κάνει παζάρια), μην αποφανεί (= μην αποκαλυφθεί), απέ (=
μετά), μπαξίσι (φιλοδώρημα), ξανόσταιναν (= γίνονταν άνοστα) κλπ. Επίσης υπάρχουν λέξεις
από το λεξιλόγιο των τσαγκάρηδων: πχ φόντι (= το πάνω μέρος του παπουτσιού), φαλτσέτα (=
μικρό κοπίδι), ψίδι (= το μπροστινό τμήμα της μύτης του).
Μεταφορές: «το είχε βάλει από καιρό στο μάτι», «μύρια αστέρια μπερδεύτηκαν στην πλεξούδα
της»,
ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
- ο έρωτας που νιώθει για την κόρη του δάσκαλου (φαίνεται από τον τρόπο που την
περιγράφει (νιώθει θαυμασμό για την ομορφιά της) και από το γεγονός ότι θέλει να της φτιάξει
τα λουστρινένια γοβάκια: διαλέγει προσεκτικά το υλικό και αφιερώνει πολλή ώρα να τα
φτιάξει). Επίσης φαντάζεται τη στιγμή που θα της τα χαρίσει.
- Η αγάπη του για την αδερφή του, που είναι φτωχή και πολύ ντροπαλή (κοιτάζει στο
χώμα)
- Ο ήρωας νιώθει ένα ηθικό δίλημμα. (Δίλημμα νιώθουμε όταν πρέπει να διαλέξουμε
ανάμεσα σε δυο πράγματα) Εδώ ο νεαρός τσαγκάρης πρέπει να διαλέξει σε ποιον θα χαρίσει
τα γοβάκια που έφτιαξε με πολλή φροντίδα: στην πλούσια κόρη του δάσκαλου που δεν τα
χρειάζεται και που θα της είναι μάλλον περιττά ή στην φτωχή αδερφή του που τα έχει ανάγκη
και θα χαρεί πολύ να τα φορέσει. Ο νεαρός αντιμετωπίζει ψυχολογική δυσκολία και έχει
συναισθηματική ένταση.
Στη δουλειά του: Εργατικός, ευσυνείδητος. Παίρνει πρωτοβουλίες (φτιάξει τα γοβάκια), είναι
έξυπνος (καταστρώνει σχέδιο και το κρατά μυστικό) και είναι αποφασισμένος να το φέρει σε
πέρας.
Με την κόρη του δάσκαλου: είναι ερωτευμένος και ενθουσιασμένος, τη σκέφτεται συνέχεια και
θέλει να τραβήξει την προσοχή της και να την εντυπωσιάσει.
Απέναντι στην αδερφή του: νιώθει αληθινή αγάπη και τη νοιάζεται πολύ. Γι αυτό και στο τέλος
της χαρίζει τα γοβάκια.
Η τελική του απόφαση δείχνει ώριμος («μεστωμένος»), γιατί αποφασίζει να θυσιάσει τα
συναισθήματά του για την κόρη του δάσκαλου μπροστά στην αγάπη για την αδερφή του
χαρίζοντας τα γοβάκια σ’ αυτήν που τα χρειάζεται πραγματικά και θα χαρεί πάρα πολύ με το
δώρο.
Η αδερφή:
- είναι φτωχιά, έχει ένα ζευγάρι καλά παπούτσια (σχολιανά) και κάθε μέρα φοράει τα
εξώφτερνα παπούτσια (κουτσοφτέρνια)
- το δώρο θα είναι μάλλον περιττό. Τα γοβάκια δεν της χρειάζονται διότι έχει ήδη πολλά
ζευγάρια παπούτσια.
Τελικό συμπέρασμα: Ο νεαρός τσαγκάρης εξαιτίας της βιοπάλης ωριμάζει γρήγορα και προτιμά
να εκφράσει την αγάπη του στην αδελφή του, παρά να εκδηλώσει το ερωτικό του συναίσθημα
σε μια κοπέλα που μάλλον δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν με τον ίδιο τρόπο.
Ο ΒΑΝΚΑΣ
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ: Θέλει να καταγγείλει την παιδική εργασία και τις άθλιες συνθήκες
στις οποίες εργάζονταν τα μικρά παιδιά όπως ο Βάνκας.
Στο διήγημα αυτό ο Τσέχωφ με ρεαλισμό και ευαισθησία επικεντρώνεται στο θέμα
της παιδικής βιοπάλης.
Επιπλέον, ένα άλλο θέμα του διηγήματος είναι η αντίθεση ανάμεσα στοσκληρό-δυστυχισμένο
παρόν και στο ευτυχισμένο παρελθόν.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Βάνκας, ένα μικρό και αθώο παιδί που πέφτει θύμα κακομεταχείρισης
και εκμετάλλευσης από το σκληρό αφεντικό του. Παραμονή Χριστουγέννων ο μικρός Βάνκας,
νιώθοντας θλίψη και μοναξιά στο σπίτι του αφεντικού του στη Μόσχα, αναπολεί τις
ευτυχισμένες μέρες που έζησε με τον παππού του στο χωριό.
ΕΝΟΤΗΤΕΣ
ΠΛΑΓΙΟΤΙΤΛΟΙ
1Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Ο Βάνκας και το γράμμα στον παππού του.
2Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Οι αναμνήσεις του Βάνκα από τον παππού και το χωριό του.
3Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Η πραγματικότητα του Βάνκα και η αγωνία του να ξεφύγει από αυτή.
4Η ΕΝΟΤΗΤΑ: Η αποστολή του γράμματος και οι μάταιες ελπίδες που τρέφει ο Βάνκας.
ΤΟΠΟΣ: Ρωσία ( Μόσχα-ύπαιθρος). Αρχικά είναι το τσαγκαράδικο του Αλιάχιν και στη συνέχεια
μέσα από την ονειροπόληση του Βάνκα μεταφερόμαστε στο σπίτι που ζει ο παππούς στο
χωριό.
Ο «Βάνκας είναι ένα Ρεαλιστικό διήγημα που απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα. Δεν
εξιδανικεύει ούτε ωραιοποιεί τις διάφορες καταστάσεις, αλλά τις παρουσιάζει δύσκολες και
άσχημες όπως πραγματικά είναι.
Χρόνος
Το διήγημα εξελίσσεται σε δύο χρόνους, δηλαδή στο παρόν στο καλφάδικο του Αλιάχιν στη
Μόσχα και στο παρελθόν στο σπίτι του παππού στο χωριό.
Παρόν: Η νύχτα των Χριστουγέννων: το παιδί αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα στον παππού
του. Η επιλογή της συγκεκριμένης νύχτας τονίζει την αντίθεση (Χριστούγεννα = οικογενειακή
γιορτή αγάπης/ ο Βάνκας είναι ορφανός, μόνος και δυστυχισμένος).
Παρελθόν: Ζωντανεύει μέσα από δύο τεχνάσματα α) το γράμμα που γράφει στον παππού και
β) το παράθυρο του δωματίου, όπου ‘ζωντανεύει’ η μορφή του παππού.
Το παρελθόν και το παρόν συγχέονται στο μυαλό του Βάνκα, όπως σε όνειρο.
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:
2. Περιγραφή- εικόνες : του Βάνκα, καθώς γράφει το γράμμα, του Χέλη, του χωριού τη νύχτα ,
της Μόσχας.
Αρκετές μεταφορές.( « τον σάπισαν στο ξύλο», « κουλουριάζεται από το κρύο», « τα δέντρα
ασημωμένα από την πάχνη», « ουρανός σπαρμένος μ’αστέρια»). Παρομοίωση: « έτσι που
νόμιζες πως τον σφουγγάρισαν...»
Οι εικόνες είναι και αυτές αναπαραστάσεις του πραγματικού και του φανταστικού κόσμου που
βιώνει ο Βάνκας.
Σχήμα κυκλικό: « έλα παππού... παππού έλα» Πολύ όμορφη είναι η εικόνα του φυσικού
περιβάλλοντος του χωριού.
Περιγραφή - Εικονοπλασία
- Υπάρχουν σε όλο το κείμενο πολλές εικόνες και περιγραφές, που δίνονται με απλά λόγια αλλά
με ζωντανό τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Η εικόνα του Βάνκα, καθώς γράφει κρυφά στο μισόφωτο το γράμμα. / Η (υποθετική και
φανταστική) εικόνα του παππού με τα σκυλιά και τις υπηρέτριες.
Η περιγραφή του Χέλη. / Η εικόνα του χωριού τη νύχτα./ Η περιγραφή της Μόσχας.
ΓΛΩΣΣΑ –ΎΦΟΣ
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ
Βάνκας: Είναι ένα μικρό παιδί θύμα των κοινωνικών συνθηκών της εποχής του. Προσπαθεί να
επιβιώσει σε έναν εχθρικό και άδικο κόσμο στον οποίο λόγω ηλικίας δεν μπορεί να αντιδράσει.
Τον πνίγει η αδικία, η φτώχεια και η ορφάνια, νιώθει φόβο και απελπισία και υπομένει
σιωπηλός τη μοίρα του. Ξεφεύγει από την τραγική πραγματικότητα με την ονειροπόληση και
την έντονη παιδική φαντασία του.
Μέσα από το γράμμα προς τον παππού του ξεδιπλώνεται ο χαρακτήρας του και τα
συναισθήματά του, η καλοσύνη του και η ευαισθησία του.
Η έλλειψη εκπαίδευσης αποτυπώνεται στον τρόπο που προσπαθεί να στείλει το γράμμα που
συνιστά και το εργαλείο της πλοκής για την άδοξη κατάληξη και την τραγική ειρωνεία του
τέλους.
Είναι ένα τραγικό πρόσωπο αλλά ταυτόχρονα εργατικός και φιλότιμος ( όπως φαίνεται από τις
υποσχέσεις που δίνει στον παππού του).
Χαρακτηρίζεται από αθωότητα όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, έχει απορίες καθώς
θαμπωμένος βλέπει τη Μόσχα να ξεδιπλώνεται μπροστά του και η απλοϊκή του σκέψη τον
κάνει να θεωρεί ότι το γράμμα του θα φτάσει στον προορισμό του. Είναι ολιγαρκής και δεν
χρειάζεται πολλά για να νιώσει ευτυχισμένος (π.χ ένα καρύδι από το χριστουγεννιάτικο
δέντρο).
Παππούς: Εκπροσωπεί τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης που δουλεύουν όλη τους τη ζωή
στην υπηρεσία των ανώτερων τάξεων.
Ο ίδιος δεν ελέγχει τη ζωή του, αφού του παίρνουν τον εγγονό του και δέχεται αδιαμαρτύρητα
τη μοίρα του. Περιόρισε τις χαρές της ζωής στις μικροαπολαύσεις (ταμπάκο, πειράγματα κλπ)
Έχει χιούμορ, είναι πρόσχαρος και δραστήριος. Φαίνεται να αγαπά τον Βάνκα αφού τον
έπαιρνε μαζί του στη δουλειά ή στις βόλτες του.
‘Ολγα Ιγκνάτιεβνα: Εκπροσωπεί την ανώτερη τάξη, είναι φαινομενικά καλή αφού το
ενδιαφέρον της για τον Βάνκα ήταν μάλλον επιφανειακό.
Διασκέδαζε να τον εκπαιδεύει αλλά δεν ενδιαφέρθηκε για την απομάκρυνση του Βάνκα από
τον παππού του , πόσο μάλλον για τη δεινή κατάσταση στην οποία ο μικρός βρίσκεται τώρα.
Αλιάχιν: Εκπροσωπεί τη μεσαία κοινωνική τάξη και φέρεται με σκληρότητα και απανθρωπιά.
Καταπατά τα δικαώματα των υπαλλήλων του και αδιαφορεί για τις ανάγκες του μικρού Βάνκα
τον οποίο εκμεταλλεύεται και κακοποιεί.
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΒΑΝΚΑ
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ: Το γράμμα λειτουργεί ως βασικό στοιχείο της
πλοκής. Μέσα από το γράμμα διαγράφεται ο χαρακτήρας του παιδιού και παρουσιάζονται
σκηνές από την καθημερινή ζωή στην πόλη και το χωριό.
ΤΡΑΓΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ:
Το γράμμα που έστειλε ο Βάνκας στον παππού του δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στον
προορισμό του, καθώς ο μικρός δεν έγραψε τη διεύθυνση του παππού πάνω στο φάκελο.
Μέσα στην παιδική του άγνοια και αφέλεια, ο Βάνκας συμπλήρωσε μονάχα το όνομα του
παππού και την προσφώνηση “Στο χωριό”, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιο είναι το χωριό. Γι’
αυτό το λόγο, λοιπόν το μήνυμα δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει στον προορισμό του.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΒΑΝΚΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Στο χωριό ήταν ανέμελος, ελεύθερος, χαρούμενος, δε δούλευε και είχε κοντά του ανθρώπους
που τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν. Είχε χρόνο για παιχνίδι αλλά αποκτούσε και
στοιχειώδεις γνώσεις γραφής , ανάγνωσης ακόμη και χορού! Προφανώς θα τρεφόταν και θα
κοιμόταν καλύτερα.
Στην πόλη στερείται όλα τα παραπάνω , δουλεύει πολύ σκληρά και δεν μορφώνεται ούτε έχει
όλα αυτά που είναι απαραίτητα σε ένα παιδί για την ανάπτυξή του όπως ύπνος, φαγητό αλλά
κυρίως αγάπη. Όλοι του φέρονται απάνθρωπα και τον κακομεταχειρίζονται σε τέτοιο βαθμό
ώστε να κινδυνεύει και η σωματική ακεραιότητά του.
ΣΤΡΙΓΚΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΛΟΝΗ
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
ΔΟΜΗ – ΕΝΟΤΗΤΕΣ
Το άγχος της αφηγήτριας, οι συχνές της επισκέψεις στο κατάστημα και η απόκτηση της Νίνας.
Η ζωή με τη Νίνα.
Είναι η αφηγήτρια και η Νίνα. Αναφέρονται ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, οι Γάλλοι φίλοι
της αφηγήτριας και το πλήθος στους δρόμους του Παρισιού.
Ποιοι μιλούν στην αφήγηση: α) Η κύρια φωνή είναι της αφηγήτριας β) Ακούγεται η φωνή της
του ιδιοκτήτη του καταστήματος γ) Υπάρχουν οι φωνές των ανώνυμων Γάλλων δ) Ακούγονται οι
φωνές των Γάλλων φίλων της αφηγήτριας.
Χρόνος: Υπάρχουν δύο επίπεδα χρόνου, το παρόν και το παρελθόν.
Η αφήγηση ξεκινά από το τέλος της ιστορίας (το θάνατο της Νίνας), και με την τεχνική της
αναδρομής (φλας μπακ) η αφήγηση μεταφέρεται έντεκα χρόνια πίσω, όταν η αφηγήτρια
συνάντησε για πρώτη φορά τη Νίνα
Τόπος: Αρχικά η ιστορία εκτυλίσσεται στο Παρίσι και έπειτα σ’ ένα χωριό της Ελλάδας
Αφηγήτρια: ζει εξόριστη στο Παρίσι, η ψυχολογία της είναι άσχημη, νιώθειμοναξιά, είναι
Χριστούγεννα και είναι μακριά από την οικογένειά της, έχειανάγκη για επικοινωνία έτσι
αγοράζει το μικρό ζώο.
Τα συναισθήματα της( στην αρχή της αφήγησης): ενοχή για την απώλειατης σκυλίτσας, τύψεις
και λύπη για το θάνατό της, θλίψη και απόγνωση, νομίζει ότι ευθύνεται η ίδια για το
θάνατό της.
Η σχέση της με τη σκυλίτσα: πολύ στενή, ήταν πάντα μαζί, γι’ αυτό ηαπώλειά της είναι
σημαντική. Όταν αναφέρεται η αφηγήτρια στη σκυλίτσα έχει έντονα νοσταλγική διάθεση,
αναπολεί τις όμορφες στιγμές που περνούσαν μαζί και σχεδιάζει το πορτρέτο της σκυλίτσας( με
έντονα αριστοκρατικό αέρα, δεν της άρεσε η εξοχή, όμορφη αλλά στριμμένη και δύσκολη,
«στρίγγλα»)
Το διήγημα αρχίζει με το τέλος της ιστορίας ( το θάνατο της σκυλίτσας), μέσα από αναδρομική
αφήγηση η συγγραφέας εξιστορεί πώς απέκτησε τη σκυλίτσα και την κοινή συμβίωσή τους.
α) Αφήγηση: Χρησιμοποιείται για την παρουσίαση των γεγονότων της ιστορίας, όπως ο
θάνατος της Νίνας, η γνωριμία τους, οι επισκέψεις στο κατάστημα, η απόκτηση του ζώου κ.ά.)
β) Περιγραφή: Χρησιμοποιείται στην παρουσίαση της Νίνας, της βιτρίνας του καταστήματος,
του χωριού, των συναισθημάτων της αφηγήτριας κ. ά.
γ) Διάλογος: Υπάρχει ανάμεσα στην αφηγήτρια και στον ιδιοκτήτη του καταστήματος.
Η χρήση β΄προσώπου στην αρχή και στο τέλος του διηγήματος δεν είναι διάλογος, αλλά
εξωτερικευμένος μονόλογος (σαν να υπάρχει ένας φανταστικός συνομιλητής)
ε) Σχόλια: Υπάρχει στα σημεία όπου η αφηγήτρια αναφέρει τις σκέψεις της σχετικά με την
αγάπη που δίνει και παίρνει κανείς από ένα ζώο («Μην παραξενεύεσαι…σ’ εγκαταλείψανε»)
Εκφραστικά μέσα:
α) Ειρωνεία: Χρησιμοποιείται για να δοθεί ένα νόημα αντίθετο από αυτό που ισχύει στην
πραγματικότητα. Συνήθως φανερώνουμε υποτίμηση ή είμαστε αρνητικοί για κάτι
β) Αναφώνηση: Είναι μια επιφωνηματική λέξη ή φράση που φανερώνει τα συναισθήματα του
προσώπου που μιλάει
Παρομοιώσεις: «σαν ένα μεγάλο μαχαίρι», « σαν όλα τα χέρια», « σαν μαρμαρωμένη», «σαν
συννεφάκια», « ‘οπως τα ανθρώπινα βρέφη», « σαν λιγωμένη».
Προσωποποιήσεις: «και αρνήθηκε να φάει», « αυτοκτόνησε», « τα μάτια του τρυπώνουν μέσα
του και σε χαϊδεύουν», « της πατρίδας της», « μας διαλέγουν και τα ζώα».
Υπερβολή: « τόσο όμορφη που σου κοβόταν η ανάσα», « πέθανε για να με τιμωρήσει», «
χάνεις το νόημα της ζωής», «όλα τα χέρια που σ’ εγκαταλείψανε», « καταρράκτες χαράς», « ο
κόσμος σκοτείνιασε στις εννιά το πρωί», « αμέτρητα ξερόκλαδα», « σε τυραννούν πιο πολύ και
από ενός παιδιού», « που ορφανέψαμε».
Εικόνες: ο θάνατος της Νίνας, το γιορτινό Παρίσι, η περιγραφή της συμπεριφοράς της, η
επίσκεψη στο χωριό, κλπ.