Professional Documents
Culture Documents
315045664 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΠΟ21 2015 2016
315045664 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΕΣ ΟΛΕΣ ΟΙ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΕΠΟ21 2015 2016
Περιεχόμενα
Α. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ...............................................................................................................................................................3
1. Ραμπελαί, Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ (ΑΛΚ, σσ. 67-79) (τ. Α’ σελ 212 – δραστ. 12)....................................3
3. Γκαίτε, Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (απόσπασμα) 1774 – Θύελλα και Ορμή................................................6
4. Σατωμπριάν, «Η ζωή στο Κονμπούρ», (ΑΛΚ, σσ. 229-232) (τ. Β σ. 118, δρ. 17, σελ 139)..................................8
Β. ΠΟΙΗΣΗ..................................................................................................................................................................... 14
1. Αρνώ, «Canzo» (1180-1200) – Λυρική Ποίηση (ΑΛΚ, σσ. 22-24) (τ.Α’ Δρ. 7 139, απ.: 145)............................14
5. Όσσιαν, «Νύχτα»...............................................................................................................................................20
6. Γουέρντσγουερθ, «Έζησε πλάι στην πηγή» (ΑΛΚ, σ. 224) (τ. Β’ σελ 86 και 102-103, δρ. 9 απ: 136).................22
11. Μαγιακόβσκη, «Ο αυτοαγαπώμενος συγγραφέας αφιερώνει τούτες τις γραμμές στον εαυτό του»...........30
Γ. ΘΕΑΤΡΟ...................................................................................................................................................................... 36
1. Σαίξπηρ, Δωδέκατη νύχτα Έμμετρη κωμωδία – 1600 – Ελισαβετιανό θέατρο (ΑΛΚ, σσ. 91-93) (τ. Α, σελ 326) -
Δραστηρίοί τητα 19/κεφ. 4ο – Δωδεί κατη νύί χτα.....................................................................................................36
2
2. Μολιέρος, Μισάνθρωπος 1666 - γαλλικός κλασικισμός (ΑΛΚ, σσ. 129-135) (τ. Α, σελ 334)...........................37
3. Ρακίνας, Φαίδρα (ΑΛΚ, σσ. 136-139) (τ.Α σ. 331 και δραστ. 21-22 οι απαντήσεις: σσ.351-352)....................38
4. Καλντερόν, Η ζωή είναι όνειρο 1636 – ισπανικό μπαρόκ (θέατρο)(ΑΛΚ, σσ. 123-124) (τ. Α, σελ 350, 315, 327)
39
Δ. ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ......................................................................................................................................................43
Α. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ραμπελαί, Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ (ΑΛΚ, σσ. 67-79) (τ. Α’ σελ 212 –
δραστ. 12)
4
Σύνοψίί ζοντας, μεί σω τού Ζαντίίγκ ο Βολταίίρος ασκείί κρίτίκηί με σύγκεκαλύμμεί νο τροί πο στίς
κατεστημεί νες εξούσίίες της εποχηί ς τού τίς οποίίες φαίίνεταί να είρωνεύί εταί: «… ακολούθούί μενος
αποί εί να σωροί αξίωματίκούί ς... σαν να’ χαν παί ρεί τούς δροί μούς ψαί χνοντας καί τί πολύί τίμο πού
εί χασαν» (σ. 164), σαρκαί ζεί την ανίδεοί τηταί τούς: «Δεν είίναί σκύί λος είίναί σκύί λα» (σ. 164) καί
ταύτοί χρονα παραθεί τεί τίς φίλοσοφίκεί ς αποί ψείς τού γία το πεπρωμεί νο, αλλαί καί το σκεπτίκίσμοί
τού γία την επίίτεύξη της ανθρωίπίνης εύτύχίίας.
6
ΙΙ. Ο Γκαίίτε ηί Γίοί χαν Βοί λφγκανγκ φον Γκαίίτε ηί ταν Γερμανοί ς σύγγραφεί ας,
είκαστίκοί ς καί πολίτίκοί ς. Είίναί ίδίαίίτερο γνωστοί ς γία τη σύμμετοχηί τού στο κίίνημα “Sturm und
Drang” (θύί ελλα καί ορμηί ), το οποίίο δημίούργηί θηκε καταί τη δεκαετίία τού 1770 μεταί τη σύναί ντησηί
τού με τον Χεί ρντερ. Οί βασίκεί ς επίδίωίξείς τού εν λοί γω κίνηί ματος ηί ταν η αποτίίναξη τού γαλλίκούί
κλασίκίσμούί καί η επαναξίολοί γηση της γερμανίκηί ς γλωίσσας. Τα κύί ρία χαρακτηρίστίκαί τού
κίνηί ματος ηί ταν τα εξηί ς: η ίδεί α της μεγαλοφύίΐας ως δημίούργίκούί πνεύί ματος πού προεί ρχεταί αποί το
θεοί καί η αντίί ληψη τού ανθρωίπίνού σωίματος ως ενοί τητα σωίματος, ψύχηί ς καί πνεύί ματος, τα οποίία
7
είίναί παροί ντα στο εί ργο «Τα παί θη τού νεαρούί Βεί ρθερού». Με αύτοί το μύθίστοί ρημα θεωρείίταί, επίίσης,
οί τί εγκαίνίαί ζεταί το σύί γχρονο μύθίστοί ρημα, το οποίίο αποκαλύί πτεί τα ενδοί μύχα σύναίσθηί ματα, καί
τίίθενταί οί βαί σείς τού ρομαντίκούί κίνηί ματος.
Στο εί ργο «Τα παί θη τού νεαρούί Βεί ρθερού» ο Γερμανοί ς σύγγραφεί ας δίαπραγματεύί εταί το ζηί τημα της
αποί λύτης ελεύθερίίας των επίλογωίν τού ατοί μού απεί ναντί στα ηί δη δίαμορφωμεί να ηί θη καί τίς
κοίνωνίκεί ς σύμβαί σείς. Ο κεντρίκοί ς ηί ρωας αύτούί τού επίστολίκούί μύθίστορηί ματος, ο Βεί ρθερος,
εμφανίίζεταί να αποδίίδεί στη φύί ση την αίτίία της εύαίίσθητης ψύχίκηί ς τού δίαί θεσης θεωρωίντας οί τί
βρίίσκεταί σε στενηί σχεί ση μαζίί της.
Ο Βεί ρθερος αποτελείί σαφωίς μία τραγίκηί φίγούί ρα, καθωίς ερωτεύί εταί παραί φορα μία κοπεί λα πού
γνωρίίζεί οί τί είίναί ηί δη αρραβωνίασμεί νη. Ακοί μα χείροί τερα γνωρίίζεί καί τον αρραβωνίαστίκοί της, ο
οποίίος δεν τού είίναί δίοί λού αντίπαθηί ς καί μαί λίστα αποκταί φίλίκηί σχεί ση μαζίί τού. Όλα τα παραπαί νω
γεγονοί τα θα οδηγηί σούν τελίκαί το Βεί ρθερο στο αδίεί ξοδο καί γί’ αύτοί το λοί γο θα αποζητηί σεί ως μοί νη
λύί τρωσηί τού το θαί νατο, τον αφανίσμοί , επείδηί πίστεύί εί οί τί είίναί αί νθρωπος καταραμεί νος. Οί
κατασταί σείς καί οί αγωνίίες τού Βεί ρθερού, αλλαί καί των δύο αί λλων νεί ων εί χεί ύποστηρίχθείί αποί την
εί ρεύνα οί τί εκφραί ζούνε με μεταφορίκοί τροί πο τίς αγωνίίες των νεί ων πρίν την εκδηί λωση της
επαναί στασης τού 1789. Η σταί ση τού σύγγραφεί α παί ντως στο μύθίστοί ρημα, αν καί σε σημείία
προσεγγίίζεί εκείίνη τού ηί ρωα, καθωίς ταύτίίζεταί, σύμπαί σχεί μαζίί τού καί τον κατανοείί γία το δραί μα
πού περναί , σε αρκεταί αλλαί σημείία παρούσίαί ζεταί ίδίαίίτερα κρίτίκοί ς.
8
4. Σατωμπριάν, «Η ζωή στο Κονμπούρ», (ΑΛΚ, σσ. 229-232) (τ. Β σ. 118, δρ.
17, σελ 139)
9
Υπογραμμίίστε λεί ξείς/εκφραί σείς κρίτίκηί ς αποί στασης αφηγητηί /ηρωίίδας. Στοί χος χρηί σης λεπτηί ς
είρωνείίας;
Παρούσίίαση γεγονοί των αποί αφηγητηί χωρίίς σχολίασμούί ς κί επεξηγηί σείς. Μοίαί ζεί να ταύτίίζεταί
με ηί ρωα πού δεν αντίλαμβαί νεταί τί γίίνεταί ακρίβωίς. Αν καί η τρίτοπροί σωπη γραφηί δημίούργείί
αίίσθηση αποί στασης, εδωί εφοί σον η μοναδίκηί αφηγηματίκηί οπτίκηί είίναί αύτηί τού ηί ρωα, οδηγείί
σε ταύί τίση αναγνωίστη με ηί ρωα μεί σω τού αφηγητηί : γοητείία καφκίκούί κοί σμού (το αί τομο ως
αντίκείίμενο, εί ρμαίο αί γνωστων καί ανεξηί γητων δύναί μεων)
ΙΙ. Ο Φραντς Καί φκα θεωρείίταί εί νας αποί τούς σημαντίκοί τερούς λογοτεί χνες τού 20 ού αίωίνα, ο
οποίίος με το εί ργο τού εξεί φρασε την αγωνίία τού σύί γχρονού ανθρωίπού καί την προσπαί θεία τού
να αποδραί σεί αποί το ασφύκτίκοί , γραφείοκρατίκοί καί σύχναί παραί λογο περίβαί λλον στο οποίίο
εί χεί εγκλωβίίσεί την ύί παρξηί τού.
Στο αποί σπασμα πού ανθολογείίταί αποί τη νούβεί λα τού «Η μεταμοί ρφωση»
περίγραί φονταί με αλληγορίκοί τροί πο μεί σω τού ηί ρωα, Γκρεί γκορ Σαί μσα τα εξηί ς: α) η ύποκρίσίία
πού δίακρίίνεί σε μεγαί λο βαθμοί τίς ανθρωίπίνες σχεί σείς, β) η ύπαρξίακηί απομοί νωση τού
ανθρωίπού, γ) τα αίσθηί ματα ενοχηί ς τού ηί ρωα απεί ναντί σε αί λλα προί σωπα,
δ) οί σύνεί πείες πού εί χεί στον αί νθρωπο η νεύρωτίκηί δομηί της οίκογεί νείαί ς τού. Η μεταμοί ρφωση
τού ηί ρωα σε ζωύί φίο σε σύνδύασμοί με την αργοπορίία τού είίναί εκείίνη πού αλλαί ζεί τον τροί πο πού
τον αντίμετωπίίζεί ο περίίγύροί ς τού, καθωίς δεν τον αποδεί χονταί γία το πωίς είίναί, αλλαί γία το πωίς
πρεί πεί να είίναί σύί μφωνα με εκείίνούς, στοίχείίο πού καταδείκνύί εί καί το μεί γεθος της ανθρωίπίνης
ύποκρίσίίας: «… ΞΥΠΝΗΣΕ ΕΝΑ ΠΡΩΙ… βρεί θηκε στο κρεβαί τί τού μεταμορφωμεί νος σ’ εί να πελωίρίο
ζωύί φίο…» (σ. 346). Μαί λίστα, το γεγονοί ς οί τί αργοπορείί να φύί γεί γία τη δούλείαί , τούς καί νεί οί λούς
ανηί σύχούς καί γί’
αύτοί το λοί γο τού ύπενθύμίίζούν με τον τροί πο τούς γία τίς οίκογενείακεί ς ύποχρεωίσείς πού εί χεί
απεί ναντίί τούς: «Γκρεί γκορ, Γκρεί γκορ… φωίναξε, τί σύμβαίίνεί;… Γκρεί γκορ; Δεν είίσαί καλαί ;
Χρείαί ζεσαί τίίποτε;» (σ. 349). Ωστοί σο, ενωί ο ίίδίος μπορείί αν το πραί ξεί να αλλαί ξεί ροί πο ζωηί ς,
φαίίνεταί να είίναί ακοί μη δεί σμίος των κοίνωνίκωίν σύμβαί σεων οί οποίίοί περίγραί φονταί με
12
αλληγορίκοί τροί πο: «… οί μως αύτοί ηί ταν εντελωίς ακατοί ρθωτο, επείδηί ηί ταν σύνηθίσμεί νος να
κοίμαί ταί αποί τη δεξίαί πλεύραί … το δοκίίμασε τούλαί χίστον εκατοί φορεί ς…» (σ. 347) καί των
οίκογενείακωίν σύμβαί σεων: «Αν δεν ηί μούν επίφύλακτίκοί ς με τούς γονείίς μού, θα είίχα παραίτηθείί
αποί καίροί , θα παρούσίαζοί μούν στον προίϊσταί μενο καί θα τού εί λεγα τη γνωίμη μού απ’ την καληί »
(σ. 347). Έτσί λοίποί ν παραί το γεγονοί ς οί τί εξακολούθείί να νίωίθεί ύπαρξίακοί κενοί καί νίωίθεί
κούρασμεί νος αποί οί λες τίς κοίνωνίκεί ς σύμβαί σείς πού τον σύνθλίίβούν: «Τί θα’ λεγε κανείίς αν
κοίμοί μούν ακοί μα λίίγο καί ξεχνούί σα οί λες τίς ανοησίίες… σκεί φτηκε» (σ. 347), τελίκαί εξακολούθείί
να τίς ύπομεί νεί.
Επομεί νως, ο ηί ρωας παρούσίαί ζεταί ως αί θύρμα των αποφαί σεωίν τού, αλλαί καί της αβούλίίας τού
να σύγκρούστείί με οί σούς τον καταδύναστεύί ούν.
13
Β. ΠΟΙΗΣΗ
1. Αρνώ, «Canzo» (1180-1200) – Λυρική Ποίηση (ΑΛΚ, σσ. 22-24) (τ.Α’ Δρ. 7
139, απ.: 145)
α. κύί ρίο θεί μα ποίηί ματος: η τεί χνη της ποίητίκηί ς γραφηί ς, ο ίίδίος ο ποίητηί ς καί η ποίίησηί τού (ο εί ρωτας
ως εί μπνεύση ποίητίκηί ς δημίούργίίας)
β. σε ποίο βαθμοί εκφραί ζεί δίττηί ταί ση (ρεαλίσμοί ς/εξίδανίίκεύση): ρεαλίσμοί ς σε σείραί μεταφορωίν ηί
παρομοίωίσεων πού παραπεί μπούν σε κοί σμο καθημερίνοί τητας (ο Κρετίεί ν ντε Τρούαί δεν θα το
εί κανε αύτοί ). Η ποίίηση ορίίζεί την παραί πλεύρη επίκραί τείαί της με τροί πο επίγραί μματος (ορίσμοί ς
λείτούργίίας ποίητηί ).
Αρνωί Ντανίεί λ= «τού αγεί ρα σοδίαστηί ς»
ΙΙ. Το ποίίημα τού Ντανίεί λ Αρνωί “Canzo” ανηί κεί στο είίδος της λύρίκηί ς ποίίησης, δηλαδηί το είίδος
ποίίησης το οποίίο αποτελείίταί αποί σύί ντομα καταί βαί ση ποίηί ματα, τα οποίία δίακρίίνονταί αποί
δίαφορετίκεί ς μορφεί ς καί τροί πούς στίχούργίκηί ς. Η λύρίκηί ποίίηση καί τα ποίηί ματα αύτούί τού
είίδούς δίακρίίνονταί γία τη μούσίκοί τητα τού ποίητίκούί τούς λοί γού καί θεωρείίταί οί τί
αντανακλούί ν τη στενηί στίχούργίκηί σχεί ση αναί μεσα στο γραπτοί καί τον προφορίκοί λοί γο.
Μεί σα αποί το ποίίημαί τού Ντανίεί λ Αρνωί μπορούί με να δίαπλαί σούμε το ηί θος καί την προσωπίκοί τητα
τού ποίητηί :
α) Εμφορείίταί αποί εί ντονο θρησκεύτίκοί αίίσθημα: «Με λείτούργίεί ς το Θεοί παρακαλωί. Να με σωίσεί απ’
τον εί ρωταί μού αύτοί . Καντηί λία αναί βω…» (σ. 23), καί απεύθύί νεταί στο ποίίημα σε μίία γύναίίκα, η
οποίία παρούσίαί ζεταί με τη μορφηί της Παρθεί νού: «Προσταί τρία καί κύραί της αρετηί ς» (σ. 22),
β) Προβαί λλεί τούς ύψηλούί ς στοί χούς καί τίς επίδίωίξείς τού: «Ταίρίαί ζω λοί γία πού τα πελεκωί καί τα
σκαλίίζω τοί σο μαστορίκαί » (σ. 22),
γ) Αναφεί ρεταί στο αξίακοί τού σύί στημα, μας εξομολογείίταί τίς αγνεί ς τού προθεί σείς
γία τη γύναίίκα γία την οποίία είίναί ερωτεύμεί νος, καθωίς καί γία την πίίστη τού στην ύί παρξη τού
εί ρωτα, πού εμπνεί εί την ποίίησηί τού: «Κί ο εί ρωτας εύθύί ς λαί μψη χρύσηί » (σ. 22), «Παί νω σ’ αύτοί τον
15
προί σχαρο σκοποί . Ταίρίαί ζω λοί γία πού τα πελεκωί» (σ. 22), «Γίατίί πίσταί τίμωί καί ύπηρετωί… Δίκοί ς
της είίμαί σωίμα καί ψύχηί » (σ. 22), «Τεί τοία αγαί πη δεν εί νοίωσε κανείίς, ούί τε γία την Ωντίεί ρνα τού ο
Μονκλίί» (σ. 23).
δ) Επίθύμείί, επίίσης, να είίναί σύμπαθηί ς στο ακροατηί ρίοί τού, καθωίς δίακρίίνεταί αποί χίούί μορ καί
αύτοσαρκασμοί : «Δίίνονταί ς της κοντολογίίς. Αφεντίκοί μαζίί καί μαγαζίί» (σ. 23), «τού αγεί ρα
σοδίαστηί ς. Πού το λαγοί με βοί δί κύνηγωί. Καί κοί ντρα στην παλίίρροία κολύμπωί» (σ. 24).
Πύρηί νας τού ποίηί ματος είίναί ο εί ρωτας τού ποίητηί γία μίία γύναίίκα, στην οποίία
ανηί κεί ολοκληρωτίκαί : «Δίκοί ς της είίμαί σωίμα καί ψύχηί » (σ. 22), καί είίναί αποί λύτα
αφοσίωμεί νος: «Γίατίί πίσταί τίμωί καί ύπηρετωί» (σ. 22).
Η φύί ση τού εί ρωτα, οί πως περίγραί φεταί αποί τον ποίητηί , είίναί μαρτύρίκηί ««Με
λείτούργίεί ς το Θεοί παρακαλωί. Να με σωίσεί απ’ τον εί ρωταί μού αύτοί …» (σ. 23), «Γία
τούί το το μαρτύί ρίο πού τραβωί τον εί ρωταί μού δεν θ’ απαρνηθωί» (σ. 23), εκφραί ζεταί με παί θος: «με
παί θος την ποθωί» (σ. 23), οδηγείί τον ερωτεύμεί νο σε παραί φορες ενεί ργείες:
«Δίίνονταί ς της γί’ αύτοί , κοντολογίίς, αφεντίκοί μαζίί καί μαγαζίί!» (σ. 23), καί δεν
ανταλλαί σσεταί με τίίποτα: «το σκηί πτρο εγωί της Ρωίμης δε ζητωί. Ούί τε να γίίνω Παί πας θα δεχτωί» (σ.
23).
Ο εί ρωτας πού παρούσίαί ζεταί αποί τον ποίητηί είίναί, οί πως καί στο Λαί νσελοτ τού
Κρετίεί ν ντε Τρούαί , πού γραί φτηκε την ίίδία περίίπού εποχηί , ο εύγενηί ς ηί ίδεοί πλαστος
εί ρωτας, ο οποίίος ύποδηλωίνεί εί ναν ορίσμεί νο αρίστοκρατίκοί τροί πο ζωηί ς, σύί μφωνα με τον οποίίο
ίδίαί ζούσα αξίία εί χεί η αναζηί τηση της αποί λύτης εύγεί νείας προθεί σεων καί σύμπερίφορωίν.
16
Λογίοσύί νη
Εντύπωσίακηί είκονοποίίία
Πρωτοί τύπες μεταφορεί ς
Θρησκεύτίκοί + ερωτίκοί σύναίίσθημα
Μελαγχολίία γία αμφίβολίία νεί ού πνεύί ματος επίστηί μης
Σύναί ρτηση παί θούς-δίαί νοίας (αντίίστοίχο στον 20 ο αίωίνα: Τ.Σ.Έλίοτ)
Ερωτίκηί σχεί ση με πνεύματίκοί χαρακτηί ρα, παραί δοξες οί κεντρίκεί ς είκοί νες, κραταί τον αναγνωίστη σε
απορίία, απορίίες φίλοσοφίκούί περίεχομεί νού
ΙΙ. Ο Τζον Ντον ύπηί ρξε Άγγλος ποίητηί ς καί θεολοί γος τού τεί λούς της Αναγεί ννησης καί των αρχωίν της
πρωίίμης νεοί τερης περίοί δού (τεί λη 16__ – αρχεί ς 17__ αίωίνα). Έζησε σε μία εποχηί εί ξαρσης των
θρησκεύτίκωίν παθωίν στην Αγγλίία (περίίοδο θρησκεύτίκηί ς μεταρρύί θμίσης), οί πού οί σοί δεν ανηί καν
στην αγγλίκανίκηί εκκλησίία (ο ίίδίος ηί ταν ίεροκηί ρύκας της ρωμαίοκαθολίκηί ς εκκλησίίας) στερούί νταν
προνομίίων. Θεωρείίταί ο κύρίοί τερος εκπροί σωπος της λεγοί μενης «μεταφύσίκηί ς» ποίητίκηί ς ταί σης,
καθωίς σε αρκεταί ποίηί ματαί τού εκφραί ζεί τίς μεταφύσίκεί ς τού ανησύχίίες, οί πως στη σείραί ποίημαί των
θρησκεύτίκούί χαρακτηί ρα στην οποίία εκφραί ζεί τίς αμφίβολίίες τού γία τη σωτηρίία της ψύχηί ς. Είίναί,
επίίσης, γνωστοί ς γία την εντύπωσίακηί είκονοποίίία καί τίς πρωτοί τύπες ποίητίκεί ς «μεταφορεί ς» πού
χρησίμοποίείί, οί πως στο λοί γο τού «Μονομαχίία τού Θαναί τού» ηί στο λύρίκοί ποίίημα «Αποχαίρετίσμοί ς
απαγορεύτίκοί ς τού πεί νθούς» πού ανθολογείίταί.
Ο «Αποχαίρετίσμοί ς απαγορεύτίκοί ς τού πεί νθούς» ανηί κεί στο είίδος της λύρίκηί ς ποίίησης της εποχηί ς,
το οποίίο αποί το τεί λος της Αναγεί ννησης καί μεταί βαθμίαίία απαλλαί σσεταί αποί το ρεύί μα τού
πετραρχίσμούί το οποίίο κύρίαρχούί σε μεί χρί τωίρα, ενωί είίναί πλεί ον φανερηί η προσπαί θεία
καλλίεί ργείας ενοί ς ίδίαίίτερού ποίητίκούί λοί γού στίς καταί τοί πούς εθνίκεί ς γλωίσσες. Στο εν λοί γω
ποίίημα ο Ντον μας δίίνεί δείίγματα καίνοτομίίας, καθωίς χρησίμοποίείί νεί α σχηί ματα λοί γού γία θεί ματα
παραδοσίακαί καί τα επαναπροσεγγίίζεί με δίαφορετίκοί τροί πο, οί πως το θεί μα τού εί ρωτα, ο οποίίος
παύί εί να εξίδανίκεύί εταί με τον τροί πο πού γίνοί ταν στα ποίηί ματα τού Πετραί ρχη ηί των
«πετραρχίκωίν». Επίπλεί ον, δίαπραγματεύί εταί τον εί ρωτα οί χί με τροί πο ρεαλίστίκοί , αλλαί μεί σα αποί
μεταφορεί ς πού ξενίίζούν ηί προβληματίίζούν τον αναγνωίστη προσδίίδοντας στο ποίίημα χαρακτηί ρα
δίανοητίκηί ς αί σκησης. Η εύφύεί στερη ίίσως αποί τίς παρομοίωίσείς πού επίχείρείί ο Ντον είίναί η
παρομοίίωση ενοί ς ερωτεύμεί νού ζεύγαρίούί με τα δύί ο σκεί λη ενοί ς δίαβηί τη: «Κί αν οί ψύχεί ς μας είίναί
19
δύο… αί καμπτού δίαβηί τη» (στ. 1-2). Παί ντως, η σύλλογίστίκηί μεί θοδος πού ακολούθείί ο Άγγλος
ποίητηί ς σύναί δεί με το πνεύί μα τού ορθολογίσμούί παρούσίαί ζοντας τη μία ψύχηί τού ενοί ς ερωτεύμεί νού
σταθερηί καί την αί λλη να παίίζεί το ροί λο τού δορύφοί ρού της: «Παί ντα η ψύχηί σού στ’ ασαί λεύτο
σημείίο…
20
5. Όσσιαν, «Νύχτα»
Το ποίητίκοί κείίμενο «Νύί χτα» τού Τζεί ημς Μακφεί ρσον (James Macpherson) ανηί κεί σε εί να
μακροσκελεί ς ποίητίκοί εί ργο, με τίίτλο Αποσπαί σματα αρχαίίας ποίίησης, πού σύλλεί χθηκαν στα οί ρη της
Σκωτίίας καί μεταφραί στηκαν αποί το γαελίκοί ηί ερσίκοί πρωτοί τύπο (1760) 1 Τα ποίητίκαί εί ργα τού
Μακφεί ρσον είίναί περίίφημα γία δύί ο λοί γούς: πρωίτον, γία την τεραί στία επίίδραση πού αί σκησαν στούς
ρομαντίκούί ς ποίητεί ς σε οί λες τίς χωίρες της Εύρωίπης (μεταφραί στηκαν σε οί λες σχεδοί ν τίς εύρωπαίϊκεί ς
γλωίσσες) καί, δεύί τερον, γία το γεγονοί ς οί τί η δημοσίίεύσηί τούς σύνδεί θηκε με εί να σκαί νδαλο: ο
Μακφεί ρσον απεί κρύψε το γεγονοί ς οί τί είίχε γραί ψεί ο ίίδίος το κείίμενο, εμπνεύσμεί νος αποί κεί λτίκα
δημοτίκαί τραγούί δία, καί το δημοσίίεύσε ως φίλολογίκηί «ανακαί λύψη» ενοί ς ύποτίθεί μενού κελτίκούί
αρίστούργηί ματος, το οποίίο απεί δωσε σε εί ναν ίρλανδοί βαί ρδο τού 3ού μ. Χ. αίωίνα, ονοί ματί Όσσίαν.
Παρούσίίασε, δηλαδηί , το εί ργο αύτοί (οί πως καί δύί ο ακοί μα μεταγενεί στερα, επίκωίν μαί λίστα
δίασταί σεων καί δίαί θεσης) ως δίκηί τού αγγλίκηί μεταί φραση αρχαίίας κελτίκηί ς ποίίησης, ενωί επροί κείτο
στην πραγματίκοί τητα γία δίκηί τού επίνοί ηση, τούλαί χίστον καταί το μεγαλύί τερο μεί ρος. Έτσί αδίίκησε
τον εαύτοί τού καί πεί ρασε στην Ιστορίία της λογοτεχνίίας ως απατεωίνας, οί μως ύπηί ρξε οί ντως εί νας
σημαντίκοί ς ποίητηί ς. Θα πρεί πεί, λοίποί ν, δίαβαί ζοντας τη «Νύί χτα» να εντοπίίσούμε στοίχείία πού
προοίκονομούί ν τα ίδεολογίκαί κί αίσθητίκαί χαρακτηρίστίκαί τού ρομαντίσμούί ηί στοίχείία πού
σύνεί βαλαν, ίίσως, στην κατεύί θύνση πού πηί ρε αργοί τερα η ρομαντίκηί αίσθητίκηί . Η προσοχηί προς τη
δημοτίκηί ποίίηση καί η αξίοποίίηση της προφορίκηί ς παραί δοσης είίναί χαρακτηρίστίκοί της ρομαντίκηί ς
ίδεολογίίας: οί ρομαντίκοίί επίχείρούί ν μία «επίστροφηί στίς ρίίζες», εί χοντας την πεποίίθηση οί τί εκείί θα
βρούν τη «γνηί σία» καί «αύθεντίκηί » εί κφραση τού εί θνούς. Στην περίίπτωση τού Μακφεί ρσον, αύτηί η
κίίνηση είίχε επίπλεί ον πολίτίκηί δίαί σταση καί σημασίία, καθωίς επίχείρούί σε να εξύψωίσεί καί να
ενδύναμωίσεί το σκωτσεί ζίκο καί το ίρλανδίκοί εί θνος απεί ναντί στην αγγλίκηί πολίτίκηί καί πολίτίσμίκηί
κύρίαρχίία. Αλλαί σε αύτηί την κίίνηση επίστροφηί ς στην ίρλανδο-σκωτσεί ζίκη προφορίκηί παραί δοση
ενεί χονταί καί αί λλα στοίχείία πού χαρακτηρίίζούν τον ρομαντίσμοί , οί πως το γεγονοί ς οί τί η φύί ση,
παί ντοτε μύθοποίημεί νη καί προσωποποίημεί νη, αποτελείί πηγηί αληί θείας καί σοφίίας, ενωί ταύτοί χρονα
οί «πρωτοί γονοί» αί νθρωποί, ηί αλλίωίς «εύγενείίς βαί ρβαροί», πού ύποτίίθεταί πως δεν εί χούν απολεί σεί
τούς «οργανίκούί ς» δεσμούί ς τούς με τη φύί ση, παρούσίαί ζονταί καί οί ίίδίοί ως πηγηί σοφίίας καί
αύθεντίκηί ς δημίούργίκοί τητας. Η ίίδία η είκοί να τού παραδοσίακούί βαί ρδού (την οποίία
αντίπροσωπεύί εί ο Όσσίαν), σύμβολοποίείί την ποίητίκηί ίδίοφύίΐα οί πως την αντίλαμβαί νεταί ο
1
Βλ. σχετικό σχολιασμό στο εγχειρίδιο Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2 2008, σ. 56.
Προσέξτε το γεγονός ότι ο Μακφέρσον παρουσιάζεται στην ενότητα όπου αναφέρεται για πρώτη φορά το
κίνημα «Θύελλα και Ορμή». Το επιστολικό μυθιστόρημα του Γκαίτε Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, που επίσης
εντάσσεται στο κίνημα «Θύελλα και Ορμή», περιέχει σε μετάφραση γενναιόδωρα αποσπάσματα από την
ποίηση του υποτιθέμενου Όσσιαν, συμβάλλοντας έτσι στη δημοτικότητα του τελευταίου.
21
ρομαντίσμοί ς, δηλαδηί , τον ποίητηί πού εκφραί ζεταί με παί θος, σοφίία καί αύθορμησίία, σύγχροί νως. Το
ποίητίκοί ύποκείίμενο εδωί προβαί λλεταί ως περίπατητηί ς καί εξερεύνητηί ς τού αί γρίού φύσίκούί τοπίίού
καί, ίδίαίίτερα, των πίο μύστηί ρίων καί σκοτείνωίν τού οί ψεων. Η νύί χτα ως πλαίίσίο σύμβαί λλεί στη
δημίούργίία είκοί νων καί ατμοί σφαίρας τροί μού, φρίίκης καί μύστηρίίού, πού δίατρεί χούν ολοί κληρο το
κείίμενο, καθωίς ο σύσχετίσμοί ς τού φύσίκούί στοίχείίού με το φανταστίκοί καί το ύπερφύσίκοί , καί της
ζωηί ς με τον θαί νατο, σύνδεί ονταί με την πεποίίθηση οί τί η τεί χνη οφείί λεί να εκφραί ζεί τα παί θη των
ανθρωίπων σε οί λη τούς τη δύί ναμη καί εί νταση, να καθίσταί προσπελαί σίμο το αί φατο, να ύπαίνίίσσεταί
καί να ύποδηλωίνεί οί ,τί προκαλείί δεί ος καί τροί μο. Σύχναί οί κρίτίκοίί μελετούί ν τα κείίμενα τού Όσσίαν-
Μακφεί ρσον στο πλαίίσίο της αίσθητίκηί ς κατηγορίίας τού Υψηλούί .
22
6. Γουέρντσγουερθ, «Έζησε πλάι στην πηγή» (ΑΛΚ, σ. 224) (τ. Β’ σελ 86 και
102-103, δρ. 9 απ: 136)
23
«αί σπρο χεί ρί»). Είκοί να εξίδανίίκεύσης καί θρησκεύτίκηί ς λατρείίας («ασπαί στηκα εύλαβητίκαί »),
καταί τον τροί πο των τρούβαδούί ρων, θα λεί γαμε. Παραί λληλα, η αντίίθεση πού καταγραί φεταί
αναί μεσα στην ηχητίκηί είκοί να, την αναί μνηση της «λαλίαί ς της», καί το «αί φραστο χαμοί γελο», ως
μοναδίκηί σίωπηληί απαί ντηση τού ποίητίκούί ύποκείμεί νού, σύνοδεύοί μενο (το χαμοί γελο) αποί το
χείροφίί λημα τού τελεύταίίού στίίχού, δημίούργείί την αίίσθηση μίας αποί στασης μεταξύί τούς, μίας
απομαί κρύνσης τού ποίητίκούί εγωί, πού ύποχωρείί ακοί μη περίσσοί τερο μεί σα στον χροί νο, μεί σα στο
παρελθοί ν καί τίς αναμνηί σείς στη σύνεί χεία τού ποίηί ματος. Μεί σα αποί εί να είίδος εγκίβωτίσμούί των
αναμνηί σεων, η αναβίίωση της πρωίτης αναί μνησης (2η στροφηί ) οδηγείί σε καταβύί θίση στον χροί νο
καί ανασύί ρεί μία παλαίοί τερη αναί μνηση, εκείίνη της «πρωίτης αγαί πης» πού εί ρχεταί να ανακαλεί σεί
η ερωίτηση καί στην οποίία απανταί το τελεύταίίο τρίίστίχο. Αποφεύί γοντας, ωστοί σο, το
σύγκεκρίμεί νο καί το εξατομίκεύμεί νο, το ύποκείμενίκοί εγωί καί η προσωπίκηί εξομολοί γηση δίίνούν
τη θεί ση τούς στην εί κφραση μίας γενίκηί ς δίαπίίστωσης. Με ελεγείακοί ύί φος (χρηί ση θαύμαστίκωίν,
αναφωίνηση), το ατομίκοί της νοσταλγίκηί ς αναί μνησης καί της παρελθοντίκηί ς στίγμηί ς
μετούσίωίνεταί σε δίαχρονίκηί καί γενίκηί αληί θεία, πού επίτείίνεί ο ενεστωίτας των ρημαί των τού
τελεύταίίού τρίίστίχού («μοίαί ζούν», «στεναί ζεί», «βγαίίνεί») . «Τ’ αί νθη τα πρωίτα!», ο «ψίίθύρος»-
στεναγμοί ς τού «πρωίτο[ύ] ναί» ύπενθύμίίζούν την αγνοί τητα των πρωίτων ερωίτων, ενωί η είκοί να
των λούλούδίωίν της αί νοίξης ύπογραμμίίζεί σύμβολίκαί την αρχηί της σύναίσθηματίκηί ς αφύί πνίσης,
μεί σα αποί την αφύί πνίση της φύί σης. Παραί τη νοσταλγίκηί χροίαί καί την εί ντονη αίίσθηση της ζωηί ς
πού φεύί γεί αμεταί κλητα, οί τελεύταίίοί στίίχοί τού ποίηί ματος δημίούργούί ν θετίκηί εντύί πωση,
αντίστρεί φοντας παραί λληλα το φθίνοπωρίνοί τοπίίο της 1ης στροφηί ς, μεί σω της ανοίξίαί τίκης
ατμοί σφαίρας καί των αρωμαί των. Εν κατακλείίδί, ο λύρίσμοί ς τού «Ποτεί πία!» σύνδύαί ζεί τη
ρομαντίκηί μελαγχολίία με την ύπαρξίακηί ανησύχίία τού χροί νού καί της ζωηί ς πού φεύί γούν χωρίίς
επίστροφηί . Οί σύναίσθητίκεί ς είκοί νες –οί πού κύρίαρχούί ν οί ηχητίκεί ς, σύνδύαζοί μενες με τίς
οπτίκεί ς καί τίς οσφρητίκεί ς– ανασύνθεί τούν το ψύχίκοί τοπίίο μεί σα αποί το εξωτερίκοί τοπίίο της
φύί σης, καθωίς το ποίητίκοί ύποκείίμενο αναβίωίνεί στην παροντίκηί στίγμηί την αλύσίδωτηί αναί δύση
αναμνηί σεων μίας παρωχημεί νης καί εξίδανίκεύμεί νης εύτύχίίας.
26
- τη γεφύί ρωση των φαίνομενίκαί αντίθετίκωίν οί ψεων τού πραγματίκούί [π.χ. ομορφίαί –
ασχηί μία, ζωηί – θαί νατος, εκμηδεί νίση – δίαίωίνίση] καί τη σύγχωίνεύση των ορίίων τούς·
- την ποίητίκηί αναί πλαση των βλεί ψεων τού ποίητηί (ακύί ρωση τού αποσπασματίκούί ,
πραγμαί τωση της ενοί τητας).
Στο ποίίημαί τού, ο ποίητηί ς εκφραί ζεί:
- τη σύμβολίκηί αίσθητίκηί (ύπεί ρβαση τού δύίϊσμούί / αποκαταί σταση της σύνοχηί ς) πού
αναζηταί την αθεί ατη καί σύχναί απροσπεί λαστη & αφανεί ρωτη ούσίία τού πραγματίκούί
μεί σω της σύναί ρθρωσης λεί ξεων, είκοί νων καί σύγκίνηί σεων (σύναίσθηματίκοί ς λοί γος)·
- το ανησύχητίκοί μύστηί ρίο της πραγματίκοί τητας (σύί ζεύξη αντίίρροπων δύναί μεων,
γοητείία τού θαναί τού καί της αποσύί νθεσης, καθωίς ανοίίγονταί νεί οί κύί κλοί ζωηί ς
- ανύί ψωση τού σαρκίκούί εί ρωτα [ερωτίκηί επίθύμίία – εί ξαψη - κύνίσμοί ς] / εί ρωτας ως
μεταφύσίκηί , θείϊκηί δύί ναμη): Ο ηί λίος παί νω στη σαπίί λα αύτηί αχτίδοί λαμπε γία να την
27
ψηί σεί οί σο μπορούί σε πίο πολύί , να ξαναδωίσεί στη μεγαί λη Φύί ση τρίίδίπλα, οί , τί είίχε μία
φοραί σύνθεί σεί αύτηί . […] Με ποί δία σηκωμεί να σαν γύναίίκα ακοί λαστη, πού φλοί γα καί
φαρμαί κία ο ίίδρως της ξερναί , αί νοίγε την κοίλίαί τού την δύσωίδίκη, νωχελίκαί καί κύνίκαί
εκείί δα! [….] Πες στο σκούληί κί τοί τε, ωραίία μού, πού θα σε τρωίεί με φίλίαί , πως στην
καρδίαί , τη φοί ρμα καί τη θείία ούσίία φύί λαξα, τού εί ρωταί μού τού αποσύνθεμεί νού πία!
- την αεί ναη κίνητίκοί τητα καί ρεύστοί τητα τού πραγματίκούί : Κί οί λ’ αύταί ανεί βαίναν, σαν
κύί μα καί κατεί βαίναν, πετούί σανε σαν σπίίθες λαμπερεί ς καί το ψοφίίμί φούσκωμεί νο, λες,
απ’ αί ύλο φύί σημα, εζούί σε σε μύρίαί δες τωίρα δα ζωεί ς. Ζωεί ς πού ξεί χύναν μία μούσίκηί
παραί ξενη, σαν τού νερούί πού τρεί χεί καί τού αγεί ρα τη φωνηί , ηί σαν τού σίταρίούί πού
ρύθμίκαί στο λίχνίστηί ρί τού το γύροφεί ρνεί ο λύχνίστηί ς καί το κούνείί.
- την ύποκίίνηση σύναίσθημαί των καί σύγκίνηί σεων πού προεκτείίνούν καί σύμφίλίωίνούν
την ανθρωίπίνη ύί παρξη με την πολύμορφίία καί τη σκληροί τητα των εκδηλωίσεων τού
πραγματίκούί : Κί ο ούρανοί ς κοίτούί σε το λαμπροί το σκεί λεθρο σα λούλούδίούί μία
ολαί νοίχτη καρδίαί . κί ηί τανε τοί ση η δύσωδίία, πού ’νίωθες να σού ’ρχεταί στα χοί ρτα σαν
λίγοθύμίαί . [….] Ναί, τεί τοία θα γενείίς, στίς χαί ρες, εσύί ρηί γίσσα, οί ταν την ύί στερη πνοηί θ'
αφηί σείς της ζωηί ς, καί πας καί τω απ' τα χοί ρτα, απ' την παχίαί την αί νθηση, γία να
σαπίίσείς πλαί ί στούς σκελετούί ς της γης!
- τη σύμποί ρεύση της είρωνείίας καί της ρομαντίκηί ς εί ξαρσης (η είρωνείία με τη μορφηί τού
θαναί τού, τού φθαρτούί καί τού εγχροί νού [τού προί σκαίρού, πού δίαρκείί λίίγο]): - Κί
οί μως θα γίίνείς σαν καί το ψοφίίμί αύτοί το απαίίσίο, σαν τη σαπίί λα τούί τη τη φρίχτηί ,
αστεί ρί των ματίωίν μού κί ηί λίε, εσύί , της πλαί σης μού, εσύί αί γγελεί μού, αγαί πη μού τρεληί .
- τη νοητηί σύνεί χεία των σχεί σεων μεταξύί των πραγμαί των μεί σω της δίαίσθητίκηί ς
οί ρασης τού ποίητηί ·
- τη μεταί πλαση, τον μεταμορφίσμοί (τη μεταβοληί της σύί στασηί ς τούς, δηλαδηί ) των
εκφραί σεων της πραγματίκοί τητας δία μεί σού της ποίητίκηί ς λείτούργίίας καί γενίκοί τερα
της τεί χνης (ο κοί σμος ως εύί πλαστο ύλίκοί στα χεί ρία τού ποίητηί , τού καλλίτεί χνη): Κί οί
φοί ρμες σβηί ναν, μοίαί ζαν πία σαν οί νείρο, σα σχεί δίο πού ο καλλίτεί χνης αρχίναί , καί το
ξεχναί εί στο τελαί ρο μίσοτεί λείωτο, αποτελείωίνονταί ς το μες το νού τού μοναχαί .
28
σύνοδείία!»). Η δίκηί της κίίνηση αναί τον κοί σμο μαί λίστα («Τού Παρίσίούί […], / τού Μίσούρηί […], /
της Νορβηγίίας […]») ύπογραμμίίζεί αντίθετίκαί την ακίνησίία καί την απούσίία ορίίζοντα τού
ποίητίκούί ύποκείμεί νού πού βρίίσκεταί εγκλωβίσμεί νο («Πρεί πεί να πούί με “τί να γίίνεί;”»). Το
ποίίημα, με τίς αντίλύρίκεί ς —σχεδοί ν παρωδίακεί ς— είκοί νες τού φεγγαρίούί , αποτελείί σύγχροί νως
καί εί ναν περίπαίκτίκοί σχολίασμοί των ρομαντίκωίν περίγραφωίν της σεληί νης. Χαρακτηρίστίκηί
αντίστροφηί της ρομαντίκηί ς σύμμετοχηί ς της φύί σης στον ανθρωίπίνο ποί νο αποτελείί η
καταληκτίκηί είκοί να της Σεληί νης «σα γρίαί [ς] / πού εί χεί μπαμπαί κία μεσ’ στ’ αύτίαί ».
30
τοί τε σύστρεί φοντας τα πύί ρίναί τούς χεί ρία οί κομηί τες/ απ' την απελπίσίία τούς θα σύντρίίβονταν».
Στο ίίδίο πλαίίσίο προκλητίκηί ς πληθωρίκοί τητας θα πρεί πεί να δίαβαί σούμε καί τη ρηί ξη με την
ποίητίκηί παραί δοση, με την ασεβηί αποί ρρίψη των εμβληματίκοί τερων μορφωίν τού εύρωπαίϊκούί
ερωτίκούί λύρίσμούί : «Εαί ν αδεί ξία ηί ταν η γλωίσσα μού καθωίς/ τού Δαί ντη /ηί τού Πετραί ρχη!
/Σκεί ψού, ν' αναί βεί την ψύχηί τού μοναχαί γία μίαν, /οί λούς τούς στίίχούς τού γία κείίνην να
ξοδεύί εί!» (παραί βαλε αποί το μανίφεί στο: «Πεταί ξτε τον Πούί σκίν, τον Ντοστογίεί φσκί, τον Τολστοί ί,
κ.λπ., κ.λπ., αποί το ατμοί πλοίο τού Μοντεί ρνού.»). Η δίκηί τού ερωτίκηί ποίίηση δεν μπορείί παραί να
ύμνείί οί λες τίς ερωμεί νες τού κοί σμού, περασμεί νες καί μελλοντίκεί ς, να δίατρανωίνεί τούς αίωίνίούς
εί ρωτες οί λων των ανθρωίπων: «Τα λοί γία μού/ κί ο εί ρωταί ς μού/ είίναί μία αψίίδα θρίαί μβού, να:/
[…]/ […]/ οί ερωμεί νες οί λων των αίωίνων». Άλλωστε, δεν ύπαί ρχεί ερωμεί νη «στα δίκαί τού μεί τρα»,
οί πως δίαβαί ζούμε πίο παί νω στο ποίίημα. Η σύγκεκρίμεί νη σταί ση είίναί επίίσης σύναρτημεί νη με το
ζηί τημα της «αποστοληί ς» τούί ποίητηί καί τού ροί λού της ποίίησης, εί να ρομαντίκοί θεί μα πού
επαναφεί ρεί στη γραφηί τού ο Μαγακοί φσκί, ο οποίίος σύχναί σύνθεί τεί τούς στίίχούς τού ως
«ποίητηί ς προφηί της». Η κατακλείίδα τού ποίηί ματος σύμπύκνωίνεί καί κορύφωίνεί χαρακτηρίστίκαί
αύτηί ν ακρίβωίς τη δίαί σταση: «ποίοί Γολίαί θ μ' εί χούν σύλλαί βεί/ τοί σο μεγαί λον/ κί ανωίφελον
τοί σο;» Η εί ννοία της ποίητίκηί ς ωφεί λείας, οί πως την ύπηρεί τησε η ποίίηση πολλωίν αίωίνων (αποί την
αρχαίοί τητα ωίς τον κλασίκίσμοί ), ανατρεί πεταί δύναμίκαί καί προβαί λλεί είρωνίκαί η είκοί να ενοί ς
σύγκλονίστίκούί καί σύγχροί νως ανωίφελού ποίητίκούί ύποκείμεί νού, πού ύμνείί πρωτίίστως τον
εαύτοί τού. Ο ίίδίος ο τίίτλος τού ποίηί ματος, αί λλωστε, φανερωίνεί αύτοί το κραί μα ναρκίσσίσμούί καί
αύτοσαρκασμούί , σε εί να ποίίημα οί πού η αί ρση ως τοί νος καί η ρητορίκηί τούί παραί δοξού
αποκαλύί πτούν μία βαθίαί κρύμμεί νη, μεί σα στην ύπερβοληί , μελαγχολίκηί δίαί θεση αύτοαναίίρεσης
τού ποίητίκούί ύποκείμεί νού.
32
Καταί τον Βαί λτερ Μπεί νγίαμίν, εί ναν αποί τούς πρωίτούς αλλαί δίαύγεί στερούς μελετητεί ς τού
Υπερρεαλίσμούί , η ρίζοσπαστίκηί αντίί ληψη των ύπερρεαλίστωίν γία την ελεύθερίία τούί ς οδηγείί να
χρησίμοποίηί σούν «τη μεί θη ύπεί ρ της [ύπερρεαλίστίκηί ς] επαναί στασης». Η μεί θη προεί ρχεταί
πρωτίίστως αποί τον εί ρωτα, κατεξοχηί ν παραί δείγμα τού οποίίού είίναί η Nadja (Νάντια) τού
Μπρετοί ν (1928). «Ο ύπερρεαλίσμοί ς, οί πως τον αντίλαμβαί νομαί, δίακηρύί σσεί τον απόλυτο μη
κομφορμισμό μας», προτρεί πεί ο ίίδίος ο Μπρετοί ν, ενωί, με τίς θεί σείς πού ύίοθετείί ο ύπερρεαλίσμοί ς,
επίχείρείί να επίβαί λεί εί να τροί πο τού «ποίητίκωίς ζην», οί πού η λογοτεχνίία εί χεί το προβαί δίσμα
εί ναντί της ζωηί ς. Αποί την αί λλη, η πρακτίκηί της αύτοί ματης γραφηί ς σύναρταί ταί αί ρρηκτα με τίς
εί ννοίες τού «θαύμαστούί » (le merveileux) καί τού «αντίκείμενίκούί τύχαίίού» (le hasard objectif),
πού αποβαίίνούν καταλύί της στην παραγωγηί τεί χνης. Ο ύπερρεαλίσμοί ς δίίνεί το προβαί δίσμα στη
γλώσσα καί στην εικόνα, οί χί στο νοί ημα ηί στο ύποκείίμενο. Η σημασίία της γλωίσσας αναγνωρίίζεταί
καθαραί στο Δεύί τερο Μανίφεί στο τού Σούρεαλίσμούί το 1929, οί πού τονίίζεταί οί τί «εί κφραση
σημαίίνεί, καταρχαί ς, γλωίσσα», στροφηί προς την ύλίκηί δίαί σταση της γραφηί ς καί σχετίκηί
απομαί κρύνση αποί την αίσθητίκοποίημεί νη αντίί ληψη γία τη λογοτεχνίία καί την τεί χνη. Η
αναβαί θμίση της γλωίσσας αποτελείί το εί ναύσμα γία την αναθεωίρηση της σχεί σης μεταξύί εμπείρίίας
καί εί μπνεύσης, επίίσης.
Το ποίίημα «Ελεύί θερη εί νωση», γραμμεί νο αποί τον Μπρετοί ν δύί ο χροί νία μεταί το Δεύί τερο
Μανίφεί στο καί εί να χροί νο μεταί τη Nadja, ανταποκρίίνεταί σε μεγαί λο βαθμοί στίς παραπαί νω
δίακηρύί ξείς. Δίατηρείί οραταί στοίχείία αύτοματίσμούί στη σύί νθεσηί τού, κύρίίως, οί μως, καθίσταί
εί κδηλο το αντικειμενικό τυχαίο στον τροί πο περίγραφηί ς της γύναίίκας, πού προκύί πτεί μεί σα αποί
παραί δοξες σύζεύί ξείς. Αποί ρητορίκηί ς αί ποψης, αξίίζεί να σημείωίσούμε οί τί ολοί κληρο το ποίίημα
σύντίίθεταί αποί ονοματίκαί σύί νολα ενωί απούσίαί ζεί το αναμενοί μενο ρηί μα (η γύναίίκα μού είίναί
σαν… μοίαί ζεί με…). Δεν προί κείταί, επομεί νως, γία το ξεδίίπλωμα παρομοίωίσεων, εί στω καί
απροί σμενων, αλλαί γία μία ποίητίκηί μεταμόρφωση της γύναίίκας, γία εί να ύπερρεαλίστίκοί θαύμα
πού σύντελείίταί μεί σω τού γραί φοντος ύποκείμεί νού, το οποίίο την αντίκρίίζεί εκστατίκοί με
34
θαύμασμοί (ενδείκτίκαί : «με στοί μα ανθοδεί σμης αί στρων», «με γαί μπες βεγγαλίκούί », «με στηί θία
χοαί νης γία ρούμπίίνία»), αλλαί καί με φοί βο ηί δεί ος («με κίνηί σείς ωρολογίακεί ς», «με πλαί τη
ύδραργύί ρού», «με μαί τία τού ξύί λού παί ντα καί τω αποί τον πεί λεκύ»). Η περίγραφηί των
χαρακτηρίστίκωίν της εί να προς εί να ύποκαθίίσταταί μετωνύμίκαί με είκοί νες αποί τον ζωίκοί ηί τον
φύτίκοί κοί σμο, αποί αντίκείίμενα της καθημερίνοί τητας ηί αί λλα πίο σπαί νία, προκείμεί νού να
αποδωίσεί τη βαθύί τερη ούσίία καί οί χί την οί ψη τούς, αλλαί καί τη δίκηί τού εμπείρίία στη θεί ασηί τούς,
σ’ εί να είίδος ποίητίκηί ς αντίμεταχωίρησης. Έτσί, η γύναίίκα εμφανίίζεταί αί λλοτε ηλεκτρίκηί καί
παθίασμεί νη («με σκεί ψείς αστραπωίν της ζεί στης»), αί λλοτε λεπτεπίί λεπτη, εύαί λωτη ηί αθωία («Η
γύναίίκα μού με ματοί κλαδα οί ρθίες γραμμούί λες παίδίκηί ς γραφηί ς», «[…] με καρπούί ς χερίωίν αποί
σπίίρτα […] Με δαί χτύλα θερίσμεί νού σταχύούί »), αί λλοτε σκληρηί απροί βλεπτη ηί καί επίκίίνδύνη
(«Με γλωίσσα κεχρίμπαρίούί καί γύαλίούί τρίμμεί νού […] / […] / Με γλωίσσα πεί τρας απίίστεύτης»,
«[…] Με κοίλίαί γίγαί ντίο νύί χί γαμψοί / Η γύναίίκα μού με ραί χη πούλίούί πού φεύί γεί κατακοί ρύφα»),
γηί ίνη καί δύνατηί («Με σβεί ρκο πεί τρας στρογγύλεμεί νης καί κίμωλίίας βρεμεί νης», «[…] με γλούτούί ς
αποί αμμοί πετρα καί αμίίαντο»), αίνίγματίκηί καί αποί μακρη («[…] με μαί τία σαβαί νας») αλλαί καί
πολύί τίμη («Με γλωίσσα κεχρίμπαρίούί […] / […] με λαίμοί μαργαρίταρίούί », «[…] με στηί θος χοαί νης
γία ρούμπίίνία»), εύαίίσθητη («[…] με τα μαί τία της γεμαί τα δαί κρύα»), καθορίστίκηί («[…] με
δαί χτύλα τύί χης καί καρδίαί ς αί σσού κούί πα»), παί νω αποί οί λα, οί μως, ερωτίκηί , ύποσχετίκαί γοί νίμη
(«Η γύναίίκα μού με λαίμοί χρύσηί ς κοίλαί δας / Καί σύναντηί σεων μεί σα στην ίίδία την κοίίτη τού
χείμαί ρρού», «Με στηί θία φαί σματος τού ροί δού», «[…] με γλούτούί ς της αί νοίξης», «Με αίδοίίο
γλαδίοί λας / […] φλεί βας χρύσούί »).
Θα πρεί πεί να προσεί ξούμε οί τί η περίγραφηί ξεκίναί αποί το προί σωπο (μαλλίαί , στοί μα, δοί ντία, φρύί δία
ματοί κλαδα) καί αγκαλίαί ζεί με το ποίητίκοί βλεί μμα ολοί κληρο το σωίμα, γία να επίστρεί ψεί παί λί στο
κεφαί λί καί να καταληί ξεί στα μαί τία. Η ποίητίκηί δίαδρομηί στο σωίμα της γύναίίκας ακολούθείί την
απομοί νωση των μελωίν της, τον μετωνύμίκοί δίαμελίσμοί τούς, καταί καί ποίον τροί πο, ωίστε να
σύντεθείί η μεγαί λη μεταφοραί της ερωτίκηί ς γύναίίκας-τού, οί πού η εμφατίκηί επαναί ληψη της
κτητίκηί ς αντωνύμίίας ύπογραμμίίζεί τοί σο την ύποκείμενίκηί θεί αση οί σο καί την ίίδία την εί νωση τού
ερωτίκούί ζεύί γούς.
Ο τίίτλος τού ποίηί ματος, αί λλωστε, θεί τεί εξαρχηί ς πολλαπλαί ερμηνεύτίκαί επίίπεδα: καταρχαί ς,
αναφεί ρεταί στην εί νωση των τεσσαί ρων φύσίκωίν στοίχείίων πού κύρίαρχούί ν στο ποίίημα καί το
επίσφραγίίζούν στον τελεύταίίο στίίχο (νεροί , αεί ρας, γη, φωτίαί ), παραπεί μποντας εί μμεσα στα
αλχημίστίκαί ενδίαφεί ροντα των ύπερρεαλίστωίν. Η δίαρκηί ς σύί νδεση τηί ς αγαπημεί νης γύναίίκας με
τα τεί σσερα αύταί στοίχείία τηί ς προσδίίδεί εί να κοσμίκοί χαρακτηί ρα: η γύναίίκα είίναί φτίαγμεί νη αποί
τα ύλίκαί προεί λεύσης τού κοί σμού, δεν βρίίσκεταί απλωίς εντοί ς τού, αλλαί είίναί η ίίδία η φύί ση καί ο
κοί σμος ολοί κληρος. Επίπλεί ον, ο τίίτλος παραπεί μπεί στην ελεύί θερη ερωτίκηί εί νωση τού ζεύγαρίούί
35
πεί ρα αποί κομφορμίστίκεί ς δεσμεύί σείς, επίβεβαίωίνοντας την ποίητίκηί λείτούργίία της προί κλησης.
Τεί λος, αποί ποίητολογίκηί αί ποψη, ο τίίτλος παραπεί μπεί σε μία σύί νθεση πού προκύί πτεί μεί σω της
αβίίαστης σύί νδεσης είκοί νων, μεί σω της σύνείρμίκηί ς καί καταί το δύνατοί ν αδίαμεσολαί βητης
αποτύί πωσης της εμπείρίίας αποί τη θεί αση της γύναίίκας-τού.
36
Γ. ΘΕΑΤΡΟ
Ποί σα επίίπεδα μεταμφίίεσης παρούσίαί ζονταί επίί σκηνηί ς γία τον ελίσαβετίανοί θεατηί καί πωίς η
καταί σταση ενεργοποίείί μηχανίσμούί ς είρωνείίας;
Την εποχηί εκείίνη τούς γύναίκείίούς ροί λούς τούς παίίζούν αί νδρες: ο αί νδρας ηθοποίοί ς ύποδύί εταί
γύναίίκα πού ύποδύί εταί τον αί νδρα = τύπίκοί παραί δείγμα δραματίκηί ς είρωνείίας πού
ύποσκαί πτεί κύί ρος ερωτίκηί ς ρητορίκηί ς καί καί νεί ν΄ ακούί γεταί σαν παρωδίία της αντρίκηί ς
είκοί νας γία τον εί ρωτα. (ο θεατηί ς γνωρίίζεί περίσσοί τερα αποί τον ηί ρωα).
Η πλοκηί τού εί ργού είίναί το προί σχημα, το θεί μα είίναί η μεταμφίίεση (αναπαραί σταση με φορεί α
της το ανθρωίπίνο ύποκείίμενο).
Δίακύβεύί εταί η ίδεί α τού φύί λού (φαίνοί μενο κί οί χί πραγματίκοί τητα) καί η παραί δοση τού
εξίδανίκεύμεί νού εί ρωτα. «Είρωνίκηί αναί λύση αύλίκούί ύποδείίγματος ίδανίκούί εί ρωτα» (Γίαν
Κοττ).
37
3. Ρακίνας, Φαίδρα (ΑΛΚ, σσ. 136-139) (τ.Α σ. 331 και δραστ. 21-22 οι
απαντήσεις: σσ.351-352)
39
Α. Ανασύγκροτηί στε βασίκεί ς αρχεί ς αύτηί ς της θεωίρησης κ προσδίορίίστε πωίς σύνδεί εταί
με το ζήτημα αναπαράστασης καί ανθρωίπίνού ύποκείμεί νού.
Στο κλείίσίμο μονολοί γού «η ζωηί είίναί εί να οί νείρο μοναί χα». Όχί βεβαίοί τητα πραγματίκοί τητας
καί εμπείρίίας της. Ασαί φεία, αίνίγματίκοί τητα.
Αντίδίαστοληί με θετίκηί γνωίση εποχηί ς: οί λοί ονείρεύί ονταί καί κανείίς δεν το ξεί ρεί. Μοί νη
βεβαίοί τητα οί χί το τί ηί το πωίς είίναί ο καθεί νας, αλλαί οί τί είίναί.
Κρίίσίμος ο τελεύταίίος στίίχος: η φαντασίία χαί νεί τη βεβαίοί τηταί της. Παί σχεί η δίαί κρίση
φαντασίίας-πραγματίκοί τητας, νοί ησης-εμπείρίίας.
να μπορεί σεί να βοηθηί σεί την αί ρρωστη μητεί ρα της καί τούς μίκρούί ς αδερφούί ς της. Τωίρα λεί εί
στον Κροί γκσταντ οί τί οί δύο τούς μπορούί ν να είίναί καί παί λί μαζίί, κί εκείίνος, εύτύχίσμεί νος καί
γεμαί τος αίσίοδοξίία γία το μεί λλον, παραδίίδεί στον Τοί ρβαλντ το σύμβοί λαίο πού είίχε ύπογραί ψεί
η γύναίίκα τού. Ο Τοί ρβαλντ το πεταί εί στο τζαί κί καί καταστρεί φεί καί θε αποί δείξη της
παραί νομης πραί ξης της Νοί ρας. Τωίρα μπορούί ν πλεί ον να είίναί παί λί μαζίί. Η Νοί ρα οί μως εί χεί
καταλαί βεί οί τί ο σύί ζύγοί ς της ενδίαφεί ρεταί μοί νο γία το «φαίίνεσθαί», γία την είκοί να τού προς
τα εί ξω, οί τί ο γαί μος τούς ηί ταν μοί νο θεί ατρο κί εκείίνη το παίχνίίδί τού σύζύί γού της. Αποφασίίζεί,
λοίποί ν, να εγκαταλείίψεί ορίστίκαί εκείίνον καί τα παίδίαί της, αναζητωίντας μία νεί α αρχηί καί
τον πραγματίκοί της εαύτοί . Στοίχείία ερμηνείίας: Με το εί ργο αύτοί , ο Ibsen στηλίτεύί εί τον δηί θεν
καθωσπρεπίσμοί της κύρίίαρχης αστίκηί ς ταί ξης της εποχηί ς τού, αποκαλύί πτεί τα σαθραί
κοίνωνίκαί θεμεί λία στα οποίία στηρίίζεταί καί καταγγεί λλεί την ύποκρίσίία της. Τεί λος,
αναδείκνύί εί τη δείνηί θεί ση των γύναίκωίν, οί οποίίες αντίμετωπίί ζονταί ως αντίκείίμενα, ως
ίδίοκτησίία πού «μεταβίβαί ζεταί» αποί τον πατεί ρα στον σύί ζύγο, καί ζούν αποί λύτα εξαρτημεί νες
αποί το ανδρίκοί φύί λο. Ο Τοί ρβαλντ εμφανίίζεταί εί τοίμος να θύσίαί σεί τη γύναίίκα τού στο οί νομα
μίας ύποκρίτίκηί ς ηθίκηί ς, ενωί εκείίνη παρανοί μησε μοί νον καί μοί νον γία να τον βοηθηί σεί καί
θεωρωίντας οί τί δρα με τον καλύί τερο δύνατοί τροί πο, προφύλαί σσοντας τον αί νδρα καί τον
πατεί ρα της, σύγχροί νως. Ο τίίτλος (Το κούκλοί σπίτο) μαρτύρείί οί τί η πρωταγωνίίστρία δεν
αποτελείί τίίποτε περίσσοί τερο αποί μία φύλακίσμεί νη κούί κλα, το (ερωτίκοί ) παίχνίίδί τού
σύζύί γού της, πού την επίδείκνύί εί ως κοίνωνίκοί τροί παίο. Δεν είίναί τύχαίίο οί τί αύτοί ς την
αποκαλείί χαίϊδεύτίκαί «καναρίναί κί» ηί «καρδερίίνα» τού, χαρακτηρίσμοίί πού παραπεί μπούν στον
εγκλείσμοί της σε «χρύσοί κλούβίί». Η οργηί καί η στεναχωίρία τού οί ταν πληροφορείίταί την
πλαστογραί φηση τηί ς ύπογραφηί ς αποί τη Νοί ρα αφορούί ν μοί νον τον εαύτοί τού, τη θεί ση τού καί
την είκοί να τού στην κοίνωνίία, καί οί χί την ίίδία τη γύναίίκα τού ηί την πίθανηί μοίίρα της μεταί την
αποκαί λύψη της απαί της. Η Νοί ρα ωρίμαί ζεί αποί τομα, καί, με την αποί φασηί της να εγκαταλείίψεί
την οίκογεί νείαί της, περναί στην αύτονομίία, την αξίοπρεί πεία καί την αύτογνωσίία, απεκδύοί μενη
τούς ροί λούς (της σύζύί γού καί της μητεί ρας) πού την καθίστούί σαν «κούί κλα», δηλαδηί
αντίκείίμενο καί εργαλείίο τού σύζύί γού της. Στο σύγκεκρίμεί νο αποί σπασμα αναδείκνύί εταί με
σαφηί νεία η αί νίση σχεί ση των δύί ο σύζύί γων. Βλεί πούμε δύί ο ανθρωίπούς πού αναλαμβαί νούν
προκαθορίσμεί νούς ροί λούς. Η Νοί ρα φαίίνεταί να εξαρταί ταί πληί ρως αποί τον Τοί ρβαλντ, να
προσαρμοί ζεταί στίς επίθύμίίες τού καί να απολαμβαί νεί, ως ανταί λλαγμα, μία πολύτεληί κί
ανεί μελη ζωηί . Ακοί μη καί την αγωνίία της μηί πως ο σύί ζύγοί ς της ανακαλύί ψεί την επίστοληί τούί
Κροί γκσταντ την κρύί βεί πίίσω αποί τη σύνηί θη σύμπερίφοραί της, πού χαρακτηρίίζεταί αποί την
ελαφροί τητα με την οποίία εί χεί σύνηθίίσεί να αντίμετωπίίζεί τα πραί γματα: παρούσίαί ζεταί να
ανησύχείί μηί πως εί χεί ξεχαί σεί τα βηί ματα τού χορούί πού της εί δείξε ο Τοί ρβαλντ, να
42
στεναχωρίεί ταί γία την πίθανηί αδεί ξία παρούσίία της στη χοροεσπερίίδα. Εκείίνος αναλαμβαί νεί
με ίδίαίίτερη εύχαρίίστηση να την «προστατεί ψεί» καί απολαμβαί νεί τον ροί λο τού, αντλωίντας
ίκανοποίίηση αποί την αδύναμίία καί την εξαί ρτηση της γύναίίκας τού. Με το εί ργο αύτοί , ο Ibsen
προσπαί θησε να αφύπνίίσεί τίς γύναίίκες. Η είκοί να μίας ηρωίίδας πού εγκαταλείίπεί παίδίαί καί
αί νδρα στα τεί λη τού 19ού αίωίνα προκαί λεσε (είδίκαί στη Γερμανίία) ίδίαίτεί ρως εί ντονες
αντίδραί σείς. Έτσί, ο σύγγραφεί ας αναγκαί στηκε, παραί τη θεί λησηί τού, να αλλαί ξεί το τεί λος (η
Νοί ρα επίστρεί φεί γία χαί ρη των παίδίωίν καί μοί νον). Το εί ργο παρούσίαί στηκε αρκεταί χροί νία
μεταί στην αρχίκηί τού εκδοχηί .
43
Δ. ΚΡΙΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
[ΣΣ. ΟΠΟΥ ΑΚΚ: ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΡΙΤΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ]
1929: έλεγχος κομμουνισμού = ρήξη υπερρεαλιστών με το κόμμα + πρακτική διαγραφών του Μπρετόν (Δίκη του
μεγάλου παιχνιδιού: αντιμέτωπος με σημαντικά στελέχη υπερρεαλιστικής ομάδας)
Υπερρεαλισμός: επιδιώκει να αναπαράγει τεχνητά ιδανική στιγμή ιδιόμορφης συγκίνησης που ρίχνει τον άνθρωπο
στο Αιώνιο = ψυχική δραστηριότητα αποσπασμένη από τη βούληση: αυτόματη γραφή, αφηγήσεις ονείρων (πιο
κοντά στην αλήθεια)
Στόχος: όχι μόνο παραγωγή έργων τέχνης, αλλά φωτισμός μη αποκαλυφθείσας πλευράς, της άλλης όψης του
πραγματικού
45
Δίαφοροποίίηση αποί παραί δοση τροβαδούί ρων. Ρηί ξη με κοίνωνίία εποχηί ς: «Καταραμεί νος ποίητηί ς».
Μεγαί λη αποί κλίση αποί πετραρχίκοί προί τύπο.
Ούμανίστίκηί ς εί μπνεύσης: επίίγνωση ποίκίλίίας ανθρωίπίνης καταί στασης Αποί κλίση αποί ούμανίσμοί : α.
αντίσωκρατίκηί δίακηί ρύξη ανεί φίκτης αύτογνωσίίας β. είκοί να «καταραμεί νού ποίητηί » (νεοί τερη είκοί να
ποίητηί σε αντίδίαστοληί με τον Αρνωί: «τού ανεί μού σοδίαστηί ς»)
Θα λεί γαμε μακρίαί αποί ούμανίστίκηί λογίοσύί νη αν δεν ύπηί ρχε ο Έρασμος (εγκωίμίο μίας αμφίίβολα
ούμανίστίκηί ς τρεί λας)
ΙΙ. Φρανσούαί Βίγίοί ν – Μπαλαί ντα τού ποίητίκούί δίαγωνίσμούί τού Μπλούαί
Εαί ν είσηγητηί ς τού σονεί τού ύπηί ρξε ο Φραντσεί σκο Πετραί ρκα τοί τε ο Φρανσούαί Βίγίοί ν ύπηί ρξε ο
είσηγητηί ς της μπαλαί ντας, δηλαδηί της σταθερηί ς μορφηί ς ενοί ς ποίητίκούί είίδούς πού προεί ρχεταί αποί
τη λεγοί μενη παλαίογαλλίκηί ποίίηση. Με το ποίητίκοί τού εί ργο καί την πολύταί ραχη ζωηί τού, η οποίία
σύχναί τού εί δίνε την εί μπνεύση της ποίίησηί ς τού ο Βίγίοί ν σημαί δεψε τη γαλλίκηί ποίίηση της ύί στερης
μεσαίωνίκηί ς περίοί δού καί αποτεί λεσε εί ναν αποί τούς πίο επίδραστίκούί ς ποίητεί ς της γαλλίκηί ς
Αναγεί ννησης.
Πύρηί νας τού ποίηί ματος τού Βίγίοί ν είίναί οί προσωπίκεί ς τού εμπείρίίες, στοίχείίο πού
46
τον δίακρίίνεί αποί πολλούί ς προκατοί χούς τού. Το σύγκεκρίμεί νο ποίίημα αποτελείί εί να είίδος
αύτοβίογραφίίας τού ποίητηί , ο οποίίος εί ζησε μία περίπετείωίδη ζωηί , καθωίς στο μεγαλύί τερο μεί ρος της
ζωηί ς τού βρεί θηκε δίωκοί μενος αποί τίς γαλλίκεί ς αρχεί ς κατηγορούί μενος γία δίαί φορα αδίκηί ματα
(κατηγορηί θηκε ακοί μη καί γία αδίίκημα ανθρωποκτονίίας), ενωί ύπηί ρξε καί γία καί ποία δίαστηί ματα της
ζωηί ς τού τροί φίμος των μεσαίωνίκωίν φύλακωίν τού Παρίσίούί . Το σύγκλονίστίκοί τερο στοίχείίο στο
ποίίημα είίναί οί τί ο ποίητηί ς λαμβαί νοντας μεί ρος στο δίαγωνίσμοί πού αγωνοθεί τησε ο Δούί κας Καί ρολος
της Ορλεαί νης καί στον οποίίο είί χε ύποχρεωίσεί οί λούς τούς δίαγωνίζοί μενούς να αρχίίσούν αποί τον
στίίχο «Πλαί ί στη βρύί ση πεθαίίνω δίψασμεί νος» καί σε καί θε στίίχο των ποίημαί των τούς να περίεί χούν κί
αποί μίαν αντίίφαση, κατοί ρθωσε να δημίούργηί σεί εί να ποίίημα, το οποίίο αποτελείί εί να αξεπεί ραστο
αύτοβίογραφίκοί καί σύναί μα λύρίκοί εί ργο, στο οποίίο περίγραί φεί τίς
αντίφαί σείς της αδύί ναμης καί αί στατης ζωηί ς τού, αλλαί καί να μας καί νεί να σύμπαί σχούμε:
«Γελωίντας κλαίίω χωρίίς ελπίίδα πία… Καλοί δεχτος, δίωγμεί νος με κλωτσίεί ς». Πραγματίκαί , το εί ργο είίναί
γεμαί το αντίφαί σείς, οί οποίίες περίγραί φούν με το γλαφύροί τερο τροί πο τη τραγίκηί ζωηί τού ποίητηί :
«Πλαί ί στη βρύί ση πεθαίίνω δίψασμεί νος», «Καίίω… καί τρεμοτούρτούρωί», «στον τοί πο μού… ξεί νος»,
«Γελωίντας… κλαίίω», «Θερίοί … δίίχως δύί ναμη», «Κερδίίζω… καί χαμεί νος», «Είίμαί πλούί σίος… καί εί χω
αδεκαρίεί ς».
47
Αύτοβίογραφίκοί σύί μφωνο= δεί σμεύση απεί ναντί σε αναγνωίστη γία αληί θεία
στο σύγκεκρίμεί νο αποί σπασμα την προί θεσηί τού να στραφείί εναί ντία στο κατεστημεί νο της εποχηί ς
τού, να εκφραί σεί με παρρησίία την αί ποψηί τού καί να μη σύμβίβαστείί με αύτοί , οί πως ακρίβωίς εί καναν
αί λλοί δίανοούί μενοί της εποχηί ς τού: «… αντίί να κραταί ω το στοί μα μού κλείστοί … με πίαί νεί μία μανίία
να μίληί σω γία να εκπληρωίσω το χρεί ος μού… Σπεύί δω να ψελλίίσω δίαί φορες κούβεί ντες…» (σ. 187).
Προασπίίζεταί, επίίσης, την αύτονομίία της σκεί ψης τού: «Βρίίσκω τίς πίο αποστομωτίκεί ς απαντηί σείς…
» (σ. 184) , το αύθοί ρμητο καί εκρηκτίκοί χαρακτηί ρα τού: «Αναβραί ζούν ύποί γεία, ζύμωίνονταί,
κοχλαί ζούν…» (σ. 185) καί την εύαίίσθητη ίδίοσύγκρασίία τού: «… μία πολύί θερμηί ίδίοσύγκρασίία, με
αίσθηί ματα δύναταί , ασύγκραί τητα…» (σ. 184). Εντύί πωση προκαλείί η είλίκρίίνεία της γραφηί ς τού,
στοίχείίο πού δημίούργείί αμεσοί τητα με τον αναγνωίστη καί
ενδεχομεί νως προκαλείί τη σύμπαί θείαί τού: «Δεν δύσκολεύί ομαί μοί νο να δίατύπωίσω τίς σκεί ψείς μού,
δύσκολεύί ομαί καί να τίς δίαμορφωίσω…» (σ. 186), «Σε οί λα οί σα
σύμβαίίνούν… δεν δίαβλεί πω τίίποτα…» (σ. 186), «…δεν καταλαβαίίνω πού βρίίσκούν οί αί λλοί το
κούραί γίο…» (σ. 186). Επίπλεί ον, θεωρείί οί τί η δίαφθοραί καί η δύστύχίία τού σύί γχρονού ανθρωίπού
οφείί λονταί αποκλείστίκαί στον τροί πο με τον οποίίο εί χεί δομηθείί η σύί γχρονη κοίνωνίία καί στίς
σύμβατίκοί τητες καί τίς αί νίσες σχεί σείς εξούσίίας μεταξύί των ανθρωίπων: «Δεν ύπαί ρχεί γία μεί να
χείροί τερη καταπίίεση αποί την ύποχρεί ωση να μίλαί ω χωρίίς χρονοτρίβηί καί χωρίίς αναί παύλα. Δεν ξεί ρω
αν αύτοί εί χεί να καί νεί με τη θαναί σίμη απεί χθείαί μού γία καί θε μορφηί καταδύναί στεύσης…» (σ. 187).