Professional Documents
Culture Documents
Η Εποχή Του Λίθου Στην Ελλάδα
Η Εποχή Του Λίθου Στην Ελλάδα
Η Εποχή Του Λίθου Στην Ελλάδα
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
α . κατοίκηση
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
Η γεωλογική εξέλιξη της γης ξεκίνησε τουλάχιστον πριν από
4,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Στην πορεία της σημειώθηκαν
ενδογενή (π.χ. ορογένεση, ηφαιστειότητα, σεισμοί) και
εξωγενή (αποσάθρωση, διάβρωση) φαινόμενα, τα οποία
καθόρισαν τη μορφή της επιφάνειάς της. Mε βάση τις
εναλλαγές της μορφής της, η ιστορία της γης διαιρείται σε
διάφορες περιόδους. H εξέλιξη του ζωικού κόσμου, και
συνεπώς και του ανθρώπινου είδους, καταλαμβάνει μόνον
600 εκατομμύρια χρόνια μέσα στη μακρόχρονη ιστορία της
γης.
Το Τεταρτογενές (2 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα) είναι η γεωλογική περίοδος κατά
την οποία εξελίχθηκε το ανθρώπινο είδος. Διακρίνεται σε δύο περιόδους,
στο Πλειστόκαινο και στο Oλόκαινο.
Το Πλειστόκαινο ονομάζεται και
Διλούβιο ή περίοδος των Παγετώνων
(2.000.000-12.000 πριν από σήμερα).
Xαρακτηρίζεται κλιματολογικά από
εναλλαγές θερμών και ψυχρών
περιόδων. Στις αρχές του 20ού αιώνα,
οι γεωλόγοι διέκριναν τέσσερις
παγετώδεις περιόδους, τις οποίες
περιέγραψαν, σε χρονική ακολουθία,
με τα ονόματα των τεσσάρων
μεγάλων ποταμών των βορειοδυτικών
Άλπεων: Guenz, Mindel, Riss και
Wuerm. Ο διαχωρισμός αυτός ισχύει
για την κεντρική και νότια Ευρώπη.
Οι παγετώνες χαρακτηρίζονται από
ψυχρά στάδια με αύξηση πάγων και
ενδιάμεσα στάδια με περισσότερο ή
λιγότερο εύκρατο ή και θερμό κλίμα.
Tα ενδιάμεσα στάδια αναφέρονται ως
Guenz/Wuermel, Mindel/Riss και
Riss/Wuerm.
Tο Πλειστόκαινο αντιστοιχεί χρονικά στην Παλαιολιθική εποχή, δηλαδή την πρώτη και χρονικά
εκτενέστερη περίοδο της εποχής του Λίθου.
Το Ολόκαινο αποτελεί την πρώτη μεταπαγετώδη περίοδο του Τεταρτογενούς, που ακολουθεί το
Πλειστόκαινο και χρονολογείται περίπου από το 12.000 πριν από σήμερα. H γη διανύει μέχρι
σήμερα την περίοδο του Oλόκαινου. Το Ολόκαινο χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές
συνθήκες με άμεσες επιπτώσεις στη χλωρίδα, την πανίδα και συνακόλουθα στην οικονομία και την
οικιστική συμπεριφορά των ανθρώπινων ομάδων.
Στο πρώιμο (Praeboreal-Boreal) και μέσο Ολόκαινο (Atlantikum-Subboreal) αντιστοιχούν
πολιτισμικά η Mεσολιθική, η Nεολιθική και η εποχή του Χαλκού.
Η σχέση ξηράς και θάλασσας στην περιοχή του σημερινού
ελλαδικού-αιγαιακού χώρου δεν είχε πάντοτε τη μορφή με την
οποία τη γνωρίζουμε σήμερα. Η γεωμορφολογία του χώρου
μεταβαλλόταν διαρκώς, παρακολουθώντας τις γενικότερες
γεωλογικές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στον πλανήτη
μας εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Άρρηκτα
συνδεδεμένες με τις γεωμορφολογικές, ήταν και οι
κλιματολογικές αλλαγές, που καθόρισαν περαιτέρω το είδος
και τη συμπεριφορά κάθε μορφής ζωής: πανίδας, χλωρίδας και
ανθρώπου. Κατά τη γεωλογική περίοδο του Μειόκαινου, και
συγκεκριμένα 30 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα,
ανυψώθηκε, από τα βάθη αυτής που σήμερα ονομάζουμε
Μεσόγειο θάλασσα, η Αιγαιίς. Ήταν μια ενιαία στεριά, η οποία
περιλάμβανε τη σημερινή νότια Βαλκανική χερσόνησο, το
Αιγαίο και τη Μικρά Ασία και εκτεινόταν από την Αδριατική
θάλασσα μέχρι και την Κρήτη.
Κατά τα τέλη του Μειόκαινου, περίπου 5 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, σημειώθηκαν
καταβυθίσεις και ανυψώσεις με αποτέλεσμα να εισχωρήσουν στην τεράστια αυτή ξηρά υδάτινοι
όγκοι, σχηματίζοντας τμήμα του Αιγαίου και μεγάλες εσωτερικές λίμνες.
Στη διάρκεια του Πλειστόκαινου (περίοδος
Παγετώνων), και συγκεκριμένα 400.000 χρόνια πριν
από σήμερα, πολλά από τα σημερινά νησιά
αποτελούσαν τμήματα της ίδιας στεριάς (π.χ. οι
Κυκλάδες) ή συνανήκαν στη σημερινή ηπειρωτική χώρα
(π.χ. Σποράδες, νησιά βόρειου και ανατολικού Αιγαίου),
αφού η στάθμη της θάλασσας βρισκόταν περίπου 200
μέτρα βαθύτερα από τη σημερινή. Την εποχή αυτή, η
οποία αντιστοιχεί στην Παλαιολιθική, ο κορμός της
ηπειρωτικής Ελλάδας καλύπτεται από πυκνά δάση. Στον
ελλαδικό χώρο ζουν ο άνθρωπος του τύπου Νεάντερταλ,
αλλά και τα παρακάτω είδη ζώων: μαμούθ, άρκτος των
σπηλαίων, ελέφαντας και νάνος ελέφαντας, ιπποπόταμος
ο αρχαίος, ελαφοειδή, ιππίδες και βοοειδή.
Κατά το Ολόκαινο (Μεταπαγετώδης περίοδος), και συγκεκριμένα
από 9000 χρόνια πριν από σήμερα, η θαλάσσια στάθμη
ανυψώνεται κατά 30 μέτρα. Το Αιγαίο αποκτά σχεδόν τη
σημερινή του μορφή και χαρακτηρίζεται από κλιματολογικές
συνθήκες, ευνοϊκές για μόνιμη εγκατάσταση. Διαφορές
παρατηρούνται μόνο στην πορεία των ακτογραμμών, ως συνέπεια
των αυξομειώσεων της στάθμης της θάλασσας και σεισμικών
φαινομένων, που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες. Το
πρώιμο και μέσο Ολόκαινο αντιστοιχούν πολιτισμικά στη
Μεσολιθική, τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού.
Η στάθμη της θάλασσας στο Αιγαίο (π.α.σ.= πριν από σήμερα σε χρόνια)
Κάπου μεταξύ:
7.500 –6.800 π.α.σ. ≈ -10 m.
9.000 –6.800 π.α.σ. ≈ -15m. (χάρτης κάτω)
9.400 –7.300 π.α.σ. ≈ -20 m.
9.800 –7.700 π.α.σ. ≈ -25 m.
10.200 –8.200 π.α.σ. ≈ -30 m. ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ
11.300 –8.500 π.α.σ. ≈ -35 m. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ
10.000 –9.000 π.α.σ. ≈ -40 m. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
11.400 –10.000 π.α.σ. ≈ -45 m. ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ
12.200 –11.400 π.α.σ. ≈ -49 m. ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ -
13.000 –12.200 π.α.σ. ≈ -52 m. ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ
13.500 –13.000 π.α.σ. ≈ -57m. ΓΕΩΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
13.800 –13.500π.α.σ. ≈ -61 m. ΤΟΜΕΑΣ ΔΥΝΑΜΙΚΗΣ
14.000 –13.800 π.α.σ. ≈ -67 m. ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
14.700 –14.000 π.α.σ. ≈ -73 m. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ
15.000 –14.700 π.α.σ. ≈ -94 m. ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ
16.000 –15.000 π.α.σ. ≈ -100 m.
18.000 –16.000 π.α.σ. ≈ -115 m
18.000 π.α.σ. ≈ -125 / -150 m. (χάρτης πάνω)
ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΙΔΟΣ
Tο ανθρώπινο είδος εμφανίστηκε για πρώτη
φορά στην Aφρική τουλάχιστον 3
εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Η
πρωιμότερη μορφή ανθρώπου είναι ο
Australopithecus, όπως δείχνουν
ανθρωπολογικά λείψανα από τη νότια και
ανατολική Αφρική.
Kατά την Kατώτερη Παλαιολιθική
(2.000.000-100.000 πριν από σήμερα) έζησε
ο Homo habilis, ο Homo erectus και o
Homo sapiens praesapiens.
Aνθρωπολογικό υλικό του Homo habilis
βρέθηκε στο φαράγγι Olduvai της Aφρικής
και χρονολογείται 2 εκατομμύρια χρόνια
πριν από σήμερα.
Ίχνη του Homo erectus (φωτογραφία
κάτω) εντοπίστηκαν στην Aφρική, στην
Eυρώπη (Homo heidelbergensis, περίπου
600.000 πριν από σήμερα), στην Aσία
(Chou-Kou-Tien) και στην Aυστραλία
(Java). Kατά τις τελευταίες φάσεις της
Κατώτερης Παλαιολιθικής (μετά το
400.000 πριν από σήμερα) έζησε στην
Ευρώπη o Homo sapiens praesapiens,
όπως δείχνουν ευρήματα από το
Swanscombe της Bρετανίας, το
Steinheim της Γερμανίας, τα Πετράλωνα
και το Απήδημα της Ελλάδας.
Κατά τη Μέση Παλαιολιθική (100.000-35.000 πριν από σήμερα) επικράτησε στην Αφρική, στην
Ευρώπη και στην Eγγύς Ανατολή η εξελιγμένη μορφή του Homo sapiens praesapiens, o Homo
sapiens neanderthalensis. O κλασικός τύπος του Νεάντερταλ έζησε ανάμεσα στο 80.000-30.000 πριν
από σήμερα και φαίνεται ότι συνυπήρξε στην Aφρική με την πρώιμη μορφή του Homo sapiens
(μέχρι 130.000 πριν από σήμερα) και στην Aσία με το Homo erectus (μέχρι 50.000 πριν από
σήμερα).
Κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική (35.000-10.000 πριν από σήμερα) εμφανίστηκε ο σύγχρονος
άνθρωπος, ο Homo sapiens sapiens, του οποίου διακρίθηκαν δύο τύποι: ο τύπος Cro-Magnon
(δυτική Ευρώπη) με πλατύ πρόσωπο και χαμηλό κρανίο και ο τύπος Bruenn (Κεντρική Ευρώπη)
με στενό και μακρύ κρανίο. Ίχνη του Homo sapiens sapiens εντοπίστηκαν εκτός από την
Αφρική, την Eυρώπη και την Aσία, που γνώρισαν και τους παλαιότερους ανθρωπολογικούς
τύπους, και στην Aμερική και την Ωκεανία, που κατοικήθηκαν με βεβαιότητα για πρώτη φορά
μόλις από το 35.000 πριν από σήμερα.
Μέχρι πρόσφατα πιστευόταν ότι ο
σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens
sapiens) αποτελεί άμεσο απόγονο του
Homo sapiens neanderthalensis. Όμως,
συγκριτικές μελέτες Γερμανών και
Αμερικανών επιστημόνων, που
εξέτασαν τα DNA οστών
νεαντερτάλιων και σύγχρονων
ανθρώπων και προχώρησαν στην
κλωνοποίηση του DNA των οστών από
την κοιλάδα του Νεάντερ, απέκλεισαν
τη γενετική συγγένεια των δύο ειδών.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, ένα
ανθρώπινο κύμα Homo sapiens
μετανάστευσε πριν από 100.000 χρόνια
από την Αφρική και συνυπήρξε για
κάποιο διάστημα με τους
Nεαντερτάλιους, οι οποίοι σταδιακά
εξαφανίστηκαν.
Κάτω Αριστερά:
Χειροπέλεκυς της Μέσης
Παλαιολιθικής από την
ίδια περιοχή.
Κοκκινόπηλος Πρεβέζης
Εκτός από τα πυκνόφυτα δάση, η
χλωρίδα της εποχής περιλάμβανε,
σύμφωνα με ευρήματα από τη Θεόπετρα,
κολλιτσίδα, λιθόσπερμο, βοϊδόγλωσσα,
κουφοξυλιά, αγριοαμυγδαλιά,
αγριομπίζελο, αγριοτρίφυλλο κλπ., που
αποτελούσαν αντικείμενα
τροφοσυλλογής στις ημιορεινές και
πεδινές εκτάσεις.
Το κυνήγι και την περαιτέρω
επεξεργασία των θηραμάτων (εκδορά,
τεμαχισμός) πραγματοποιούσαν κυρίως
με λίθινα εργαλεία, για την κατασκευή
των οποίων εφαρμόζονταν η τεχνική
Λεβαλλουά και η τυπική για τη Μέση
Παλαιολιθική Μουστέρια τεχνική. Η
εργαλειοτεχνία της περιόδου
περιλαμβάνει χειροπελέκεις και
κεντροφερείς φολίδες, τυπικές
μουστέριες αιχμές, μονά ή διπλά ξέστρα,
εγκοπές, οδοντωτά και λεπίδες με
φυσικη ράχη.
Η μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, καθώς και η άφιξη και επικράτηση του
σημερινού ανθρωπολογικού τύπου (Homo sapiens sapiens) στον ελλαδικό χώρο, παραμένει λόγω
της αποσπασματικότητας του υλικού προβληματική.
Στο Πολύπετρο και στη Γοργόπη Κιλκίς βρέθηκαν πάνω από 500 υποπροϊόντα κατεργασίας πέτρας,
ενώ στη Ραχώνα Πέλλας περίπου 70 λίθινα τέχνεργα (εργαλεία) της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής
ΑΝΩΤΕΡΗ ΠΑΛΑΙΟΛΙΘΙΚΗ
Η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος στην Ελλάδα καλύπτει το διάστημα από το 35.000 μέχρι
το 11.000 πριν από σήμερα, δηλαδή μέχρι το τέλος του Πλειστόκαινου. Ελάχιστα είναι μέχρι
στιγμής τα στοιχεία για τη μετάβαση από τη Μέση στην Ανώτερη Παλαιολιθική, την περίοδο
δηλαδή κατά την οποία εκλείπει σταδιακά ο άνθρωπολογικός τύπος του Νεάντερταλ και
επικρατεί ο ανατομικά σύγχρονος άνθρωπος (Homo sapiens sapiens). Έτσι, παραμένουν
ακόμη ανοιχτά τα ερωτήματα σχετικά με το ρόλο της Ελλάδας ως διαδρόμου πληθυσμιακών
μετακινήσεων και εν γένει πολιτιστικών ανταλλαγών μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής.
Η βραχοσκεπή Ασπροχάλικο στην Ήπειρο είναι μια από τις σημαντικότερες θέσεις
όπου διαπιστώνεται ανθρώπινη παρουσία στην Παλαιολιθική Εποχή.
Η έλλειψη αρχαιολογικών και ανθρωπολογικών δεδομένων αφορά στην περίοδο 35.000-
25.000 πριν από σήμερα. Αντίθετα, για την προχωρημένη και την Τελική Ανώτερη
Παλαιολιθική (25.000-11.000 πριν από σήμερα) παρέχονται ασφαλέστερα στοιχεία από
ανασκαμμένες και στρωματογραφημένες θέσεις, όπως τα σπήλαια Θεόπετρα Θεσσαλίας και
Φράγχθι Ερμιονίδας, οι βραχοσκεπές Μποΐλα, Κλειδί και Καστρίτσα Ηπείρου και η υπαίθρια
θέση Λεπτός Γιαλός Αλοννήσου.
Ανθρωπολογικά ευρήματα του Homo sapiens sapiens βρέθηκαν σε ταφές, στο σπήλαιο Απήδημα
Μάνης (30.000 πριν από σήμερα) και στη Θεόπετρα (14.500 π.Χ.). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν
τις πρώτες από τον ελλαδικό χώρο βεβαιωμένες ενδείξεις σεβασμού και φροντίδας προς τους
νεκρούς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα από τις παραπάνω θέσεις τεκμηριώνουν για πρώτη φορά την
κατασκευή σκευών από ξύλο και πηλό (Θεόπετρα). Κυρίως όμως πιστοποιούν μεγαλύτερη
ποικιλία στη λιθοτεχνία, που διαφαίνεται τόσο στη μορφή των εργαλείων, όσο και στην επιλογή
της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους. Στις λιθοτεχνίες του Κλειδιού και
της Μποΐλας, χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, ένα είδος σκληρού πυριτόλιθου, η πηγή του οποίου
εντοπίζεται πέρα από την κοιλάδα του ποταμού Βοϊδομάτη. Τα αντιπροσωπευτικότερα εργαλεία
ήταν αιχμές βελών και δοράτων, φολίδες, ξέστρα, οπείς, λεπίδες και μικρολεπίδες.
Αριστερά: Λίθινα τέχνεργα (εργαλεία) της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής που βρέθηκαν στην Β. Εύβοια
σε επιφανειακές έρευνες που διεξήχθησαν τη δεκαετία του ‘60 .
Δεξιά: Εργαλεία της Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής από έρευνες του Runnels στην Αργολίδα.
Από την προχωρημένη Ανώτερη Παλαιολιθική πληθαίνουν τα στοιχεία στολισμού και κατ΄
επέκταση κοινωνικού συμβολισμού. Στη Θεόπετρα, στο Κλειδί και την Μποΐλα βρέθηκαν
διάτρητα δόντια αρκούδας και ελαφιού, όστρεα (σαλιγκάρια), καθώς και οστό ζώου με εννέα
εγχάρακτες, παράλληλες γραμμές. Πρόκειται για τα πρωιμότερα δείγματα παλαιολιθικής τέχνης
στην Ελλάδα.
Αριστερά: Χάρτης της Θεσσαλίας με θέσεις Παλαιολιθικής Εποχής σύμφωνα με τις έρευνες του Milojcic
τη δεκαετία του ‘60
Δεξιά: Χειροπέλεκυς από τις έρευνες του Runnels στην Αργολίδα την ίδια εποχή.
Την πανίδα της εποχής αποτελούν λιοντάρι των σπηλαίων, λυγξ, λύκος, ελαφοειδή, αιγαγροειδή,
άγριοι ταύροι, χοίροι και όνοι, αλλά και μικρά θηλαστικά, όπως νυφίτσα, ασβός, κάστορας,
τρωκτικά, καθώς και πτηνά, θαλάσσια και χερσαία γαστερόποδα. Η κοιλάδα του ποταμού
Βοϊδομάτη (φωτογραφία)αποτελεί μοναδικό παλαιοπεριβάλλον για τη μελέτη της εμβέλειας των
παλαιολιθικών κυνηγών στις παράκτιες πεδινές εκτάσεις. Η τροφοσυλλογή περιλάμβανε την
περίοδο αυτή μεταξύ άλλων φακή, βελανιδιά, σμέουρο, παπαρούνα, λαθούρι και λιθόσπερμο.
Η μετάβαση από την Τελική Ανώτερη Παλαιολιθική στη Μεσολιθική εποχή θέτει ακόμη πολλά
απροσπέλαστα προβλήματα.
ΣΠΗΛΑΙΟ ΠΕΤΡΑΛΩΝΩΝ
Το σπήλαιο Κόκκινες Πέτρες των Πετραλώνων βρίσκεται 46 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της
Θεσσαλονίκης, κοντά στο δρόμο που οδηγεί στη χερσόνησο της Κασσάνδρας, στη δυτική
Χαλκιδική. Η ανακάλυψη του σπηλαίου το 1960 και η συστηματική ανασκαφική έρευνα που
ακολούθησε, το ανέδειξαν ως τον πρώτο σημαντικό σταθμό για τη μελέτη της Παλαιολιθικής
εποχής στην Ελλάδα.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου ανακαλύφθηκε, μέσα σε σταλαγμιτική ύλη, απολιθωμένο ανθρώπινο
κρανίο, που πιθανότατα ανήκει σε γυναίκα ηλικίας 25 ετών, και θεωρήθηκε αρχικά 700.000 ετών.
Nεότερες χρονολογήσεις, βασιζόμενες σε μεθόδους των φυσικών επιστημών, ανήγαγαν το κρανίο
σε τουλάχιστο200.000 χρόνια πριν από σήμερα.
Σύμφωνα με μορφολογική εξέταση, το κρανίο κατατάσσεται στον ανθρωπολογικό τύπο του Homo
sapiens praesapiens. Παραβάλλεται με το κρανίο από το Steinheim της νοτιοδυτικής Γερμανίας
και σήμερα τοποθετείται χρονολογικά με επιφύλαξη 350.000 χρόνια πριν από σήμερα, δηλαδή
στην Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο.
Αριστερά: lapis
lacedaemonius
Δεξιά: χαλαζίας
Όλα τα λίθινα τέχνεργα κατασκευάστηκαν με την τεχνική Λεβαλλουά (Levallois), που
χαρακτηρίζει τις εργαλειοτεχνίες της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου. Όμοια τέχνεργα
προέρχονται και από το σπήλαιο Καλαμάκια, στον όρμο του Oίτυλου της δυτικής Mάνης, τα
οποία χρονολογούνται 80.000-75.000 πριν από σήμερα.
Τις έρευνες στη θέση Λακωνίς διεξάγει από το 1997 διεπιστημονική ομάδα ερευνητών της
Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού.
Γύθειο. Λακωνίς.
Kεντροφερής Λεβαλλουά (Levallois)
φολίδα σε κροκεάτη λίθο.
Mέση Παλαιολιθική. ΥΠΠΟ/ΤΑΠ.
ΑΛΛΟΝΗΣΟΣ
Η Αλόννησος ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των βόρειων Σποράδων, που βρίσκεται στα
ανατολικά της χερσονήσου της Μαγνησίας. Η συστηματική επιφανειακή έρευνα του νησιού
οδήγησε στον εντοπισμό θέσεων κυρίως της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου και της
Μεσολιθικής, ενώ σε ελάχιστες περιπτώσεις τεκμηριώνεται η Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδος.
Από τους 14 υπαίθριους χώρους συγκέντρωσης που εντοπίστηκαν, και με κριτήριο την πυκνότητα
των λίθινων τέχνεργων που βρέθηκαν, πέντε αποτελούν θέσεις ενώ οι υπόλοιπες, χαρακτηρίζονται
ως απλές συγκεντρώσεις. Ιδιαίτερη πυκνότητα θέσεων-συγκεντρώσεων σημειώνεται στη
νοτιοανατολική παραλία της Αλοννήσου, ενώ στο κεντρικό τμήμα της ανατολικής ακτής και στο
βόρειο τμήμα του νησιού τα ευρήματα είναι αισθητά λιγότερα.
Στην Αλόννησο είναι αξιοσημείωτη αφενός η χρήση των ίδιων θέσεων κατά τη Μέση Παλαιολιθική
και τη Μεσολιθική, αφετέρου η εξαιρετική σπανιότητα ευρημάτων της Πρώιμης Ανώτερης
Παλαιολιθικής. Τα φαινόμενα αυτά είναι απόρροια των γεωλογικών ανακατατάξεων και των
συνακόλουθων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης.
Κατά την τελευταία Παγετώδη περίοδο (120.000-10.000 πριν από σήμερα), και ιδιαίτερα γύρω στο
18.000 πριν από σήμερα, η θαλάσσια στάθμη στο κεντρικό Αιγαίο ήταν κατά μέσον όρο 50-80
μέτρα χαμηλότερη από τη σημερινή και η Αλόννησος αποτελούσε την ανατολική απόληξη της
χερσονήσου της Μαγνησίας. Ανάμεσα στα νησιά των βόρειων Σποράδων υπήρχαν στενά θαλάσσια
περάσματα, ενώ ανάμεσα στην Αλόννησο και την Περιστέρα σχηματιζόταν ένας ρηχός κόλπος,
που κατά περιόδους αποτελούσε λιμνοθάλασσα ή μια άγονη κοιλάδα. Οι χερσαίες ζώνες γύρω από
τον κόλπο θα ήταν ιδιαίτερα ομαλές και κατάλληλες για κατοίκηση, αφού προσέφεραν τη
δυνατότητα εκμετάλλευσης τόσο της στεριάς (βουνά με δάση, πεδιάδες) όσο και της θάλασσας.
Ανάλογες συνθήκες επικρατούσαν και στην αρχή του Oλόκαινου, γεγονός που αιτιολογεί την
οικονομική εκμετάλλευση των ίδιων θέσεων και κατά τη Μεσολιθική. Η γεωμορφολογία του
νησιού και οι αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης καθιστούν αδύνατη την ανεύρεση καταλοίπων
της Παλαιολιθικής σε πρωτογενή απόθεση (στην αρχική τους θέση).
Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Αλόννησο και τα παρακείμενα μικρά νησιά Περιστέρα, Κυρά
Παναγιά, Γράμμιζα, Γιούρα (φωτογραφίες) και Ψαθούρα τεκμηριώνουν την κατοίκηση του
νησιωτικού περιβάλλοντος των βόρειων Σποράδων από το τέλος του Πλειστόκαινου και τη
συνακόλουθη εκμετάλλευση των περιορισμένων φυσικών πόρων (κυνήγι, αλιεία), που
καθιστούσαν δυνατή την επιβίωση. Η επικοινωνία των νησιών αυτών τόσο με τη Μαγνησία, όσο
και μεταξύ τους, μέσω των θαλάσσιων περασμάτων, υποδηλώνει τέλος τη χρήση κάποιων
πρώιμων πλωτών μέσων.
ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΤΑ ΚΑΛΑΜΑΚΙΑ ΑΡΕΟΠΟΛΗΣ
"H μεγάλη σπηλιά στα Kαλαμάκια" αποτελεί το μεγαλύτερο και μέχρι σήμερα καλύτερα μελετημένο
σπήλαιο, από εκείνα που ερευνήθηκαν στη θέση "στα Καλαμάκια", στην απόκρημνη δυτική ακτή της
Μάνης. Τα σπήλαια αυτά δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του Πλειόκαινου ή τις αρχές του
Πλειστόκαινου και ήταν χερσαία ή υποθαλάσσια κατά τις παγετώδεις και μεταπαγετώδεις περιόδους
του Πλειστόκαινου αντίστοιχα. Κατοικήθηκαν επομένως στις φάσεις εκείνες της Παλαιολιθικής
εποχής, που η θαλάσσια στάθμη επέτρεπε στον άνθρωπο την πρόσβαση σε αυτά και τη χρήση τους ως
καταφύγια. Η ιστορία όμως της κατοίκησης των σπηλαίων αυτών δεν μπορεί να μελετηθεί και να
αποκατασταθεί πλήρως, μια και η θάλασσα, κατά την ανοδική της πορεία, συμπαρέσυρε κάθε ίχνος
προηγούμενης ανθρωπογενούς επέμβασης στο σπηλαιοπεριβάλλον. "H μεγάλη σπηλιά στα
Kαλαμάκια" διατηρεί ολόκληρη σχεδόν την επίχωσή της (ανθρωπογενή και ιζηματογενή), πάχους
περίπου επτά μέτρων, και αποτελεί μοναδική περίπτωση για την ενδεικτική μελέτη της γεωλογικής
πορείας και της χρήσης των σπηλαίων της δυτικής Μάνης.
Σπήλαιο «Στα Καλαμάκια» Μάνης. Εικόνες από την ανασκαφή εντός του σπηλαίου και
μερικά από τα λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν
Tα αρχαιολογικά κατάλοιπα, πάχους περίπου
τεσσάρων μέτρων, ανάγουν την πρώτη
κατοίκηση του σπηλαίου αμέσως μετά την
υποχώρηση της θάλασσας, 75.000-80.000
χρόνια πριν, από ανθρώπους του τύπου
Νεάντερταλ, και πιστοποιούν τη χρήση του
μέχρι 40.000 χρόνια περίπου πριν από σήμερα,
δηλαδή κατά τη διάρκεια της Μέσης
Παλαιολιθικής. Eυρήματα της ίδιας περιόδου
ήρθαν στο φως και στα σπήλαιa που
ερευνήθηκαν στη θέση Λακωνίς Γυθείου, στην
ανατολική Μάνη. Το σπήλαιο στα Καλαμάκια
δεν κατοικήθηκε μετά το 40.000 πριν από
σήμερα, γιατί ένας σωρός από πέτρες σφράγισε
την είσοδό του. Tο σπήλαιο αποκαλύφθηκε κατά
το Ολόκαινο, όταν η θάλασσα ανυψώθηκε στη
σημερινή της στάθμη, οπότε τα κύματα
διέρρηξαν το λιθοσωρό.
Kατά τη Μέση Παλαιολιθική το σπήλαιο
βρισκόταν πολλές δεκάδες μέτρα από τη
σημερινή ακτογραμμή του όρμου του Oίτυλου,
όπου σχηματιζόταν μια παράκτια κοιλάδα.
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα του
σπηλαίου απέδωσε διαδοχικές φάσεις Καλαμάκια Λακωνίας.
κατοίκησης, οι οποίες περιλαμβάνουν: Δόντια αγριοκάτσικου, ελέφαντα, ρινόκερου
και σιαγόνα ελάφου.
1. Aπλές εστίες απευθείας στο δάπεδο, αλλά
και πρόχειρες λιθόκτιστες
2. Ένα πρόχειρο λιθόστρωτο, στην άκρη του
οποίου είχαν τοποθετηθεί ακανόνιστες πέτρες
σε κυκλική διάταξη
Χειροπέλεκυς: το πρώτο
ανθρώπινο τέχνεργο που
σηματοδοτεί την
ουσιαστική έναρξη της
εποχής της τεχνολογίας
Στην εργαλειοτεχνία του σπηλαίου ανήκουν πολλές ράσπες και αιχμές, ενώ σπανιότερα είναι τα
οδοντωτά εργαλεία και οι εσοχές. Στην πλειοψηφία τους πρόκειται για τέχνεργα σχετικά μικρών
διαστάσεων, τυπικών της Μουστέριας λιθοτεχνίας (Mousterien), ενώ η τεχνική Λεβαλλουά
(Levallois) αντιπροσωπεύεται σε μικρότερο ποσοστό. Η χωροκατανομή των λίθινων τέχνεργων
(φολίδων, εργαλείων και υποπροϊόντων) πιστοποιούν ότι τα πρώτα στάδια επεξεργασίας της
πρώτης ύλης πραγματοποιούνταν έξω από το σπήλαιο, ενώ στο εσωτερικό μεταφέρονταν είτε τα
μορφοποιημένα εργαλεία είτε οι φολίδες για το τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας.
H έρευνα στα Καλαμάκια πραγματοποιείται από το 1993, από την Εφορεία
Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας και από το Eθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του
Παρισιού (Musee Nationale d' Histoire Naturelle).
Αριστερά: Εικόνα
της περιοχής.
Δεξιά: Οι
ανασκαφείς επί το
έργον.
Για την απόληψη της ώχρας χρησιμοποιούνταν οστέινες σπάτουλες, και για την αποθήκευσή της
θήκες από κέρατα, από τα οποία είχε αφαιρεθεί η "σπογγώδης" ύλη. Στα λίθινα εργαλεία
συγκαταλέγονται φολίδες και λεπίδες από οπάλιο και γκρίζο πυριτόλιθο.
Tα οστά και κέρατα ζώων που βρέθηκαν στις στοές συντελούν στην αποκατάσταση της πανίδας
της περιοχής αλλά και στη χρονική τοποθέτηση της εκμετάλλευσης των ορυχείων.
Aναγνωρίστηκαν τα παρακάτω είδη ζώων: άγριος ταύρος (Bos primigenius), άγριος όνος (Equus
cf. Hydrundinus), κοινή έλαφος (Dama dama), έλαφος η ευγενής (Cervus Elaphus), δορκάδα
(Capreolus capreolus) και αντιλόπη Saiga (Saiga Tatarica). Η παρουσία μεγάλων ζώων υποδηλώνει
ότι η Θάσος ήταν ακόμη ενωμένη με τη γειτονική ακτή.
Bos primigenius
H ανεύρεση δε, στο ορυχείο Τ1, της αντιλόπης Saiga (ζώου της στέππας, που εξαφανίστηκε κατά το
τέλος του Πλειστόκαινου, όταν η νότια Ευρώπη και η Βαλκανική καλύφθηκαν από πυκνά δάση),
ανάγει με βεβαιότητα την εκμετάλλευση της περιοχής πριν 10.000 χρόνια. H χρονολόγηση
κολλαγόνου από οστέινο εργαλείο, με τη μέθοδο του άνθρακα 14, συντέλεσε τέλος στην
ασφαλέστερη χρονολόγηση του ορυχείου Τ1 στην Aνώτερη Παλαιολιθική (20.300 πριν από
σήμερα).
Tα ορυχεία ώχρας στη Θάσο εντοπίστηκαν το 1956, αλλά η συστηματική τους έρευνα
πραγματοποιήθηκε το 1981, 1982, 1983 και 1993 από την IH΄ Εφορεία Προϊστορικών και
Κλασικών Αρχαιοτήτων Kαβάλας, το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών Ξάνθης
και το Max Plank Institut Heidelberg.
Saiga Tatarica
ΣΠΗΛΑΙΟ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ
Στο δρόμο Τρικάλων-Καλαμπάκας, 3 χιλιόμετρα πριν από τα Μετέωρα, ορθώνεται πάνω από το
χωριό Θεόπετρα ένας βραχώδης ασβεστολιθικός όγκος, στη βορειοανατολική πλευρά του οποίου
βρίσκεται το ομώνυμο σπήλαιο. Πρόκειται για τη δυτικότερη προϊστορική θέση της θεσσαλικής
πεδιάδας, που βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς Χάσια, η οποία αποτελεί και το φυσικό όριο
μεταξύ Θεσσαλίας και Hπείρου.
Tο σπήλαιο βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 100 μέτρα από την επιφάνεια της πεδιάδας και 280
μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπροστά από το σπήλαιο ρέει ο ποταμός Λιθαίος,
παραπόταμος του Πηνειού. Η είσοδος του σπηλαίου έχει διαστάσεις 17Χ3 μέτρα, ενώ ο κύριος
θάλαμός του, περίπου τετράγωνος με μικρές πλευρικές κόγχες, έχει έκταση 500 τετραγωνικά μέτρα.
Η Θεόπετρα
Καλαμπάκας
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα κατέγραψε αφενός γεωλογικές επιχώσεις του Πλειστόκαινου
και του Ολόκαινου, αφετέρου ανθρωπογενείς επιχώσεις, συνολικού πάχους περίπου 6 μέτρων.
Αυτές βεβαιώνουν την αδιάκοπη χρήση του σπηλαίου κατά τη Μέση και Ανώτερη Παλαιολιθική,
τη Mεσολιθική και τη Νεολιθική εποχή. Δείγματα (π.χ. κάρβουνο, ανθρώπινα οστά)
προερχόμενα από τις επιχώσεις, που χρονολογήθηκαν με μεθόδους των φυσικών επιστημών,
πιστοποιούν την κατοίκηση του σπηλαίου περίπου από το 50.000 μέχρι το 4000 π.X. Η χρήση
του συνεχίστηκε περιοδικά και κατά την Εποχή του Xαλκού, αλλά και κατά τους ιστορικούς
χρόνους, μέχρι και το 1955.
Α) Στο συλλογικό έργο: Ελληνική Ιστορία (επιμ. Μ. Σακελλαρίου, Χρ. Μαλτέζου, Αλ.
Δεσποτόπουλος), τ.1 (Προϊστορία και Αρχαϊκοί Χρόνοι), εκδ. Εκδοτική Αθηνών και «Η
Καθημερινή», Αθήνα 2010
Γ) ) Στο συλλογικό έργο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ.1 (Προϊστορία και Πρωτοϊστορία),
εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1970
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ Ή ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ)
Bengtson Henry, Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδος, μτφρ. Ανδρέας Γαβρίλης, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα 1970
Botsford G.W και Robinson C.A., Αρχαία Ελληνική Ιστορία, τ.1-2, μτφρ. Σωτήρης Τσιτσώνης, εκδ.
Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1977-79
Ελλάς (συλλογικό έργο), Ιστορία και Πολιτισμός του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1998
Hood Sinclair, Η Τέχνη στην Προϊστορική Ελλάδα, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993
Θεοχάρης Δημήτριος, Νεολιθικός Πολιτισμός - Σύντομη επισκόπηση της Νεολιθικής εποχής στον
ελλαδικό χώρο, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010 (επανέκδοση της πρώτης έκδοσης του 1972)
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (συλλογικό έργο), τ.Α’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972
Lacy A.D., Η Ελληνική Κεραμική της Εποχής του Χαλκού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1998
Λάζος Χρήστος, Ναυτική Τεχνολογία στην Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1996
Παπαχατζής Νικόλαος, Η Θρησκεία στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1987
Σημαντώνη-Μπουρνιά Εύα, Αρχαιολογικός Άτλας του Αιγαίου από την προϊστορία ως την ύστερη
αρχαιότητα, Αθήνα, 1998
Treuil Rene et al., Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου, μτφρ. Όλγα Πολυχρονοπούλου και Άννα Φιλίππα-
Touchais, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996
Τσούντας Χρήστος, Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου, εκδ. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις
Αρχαιολογικής Εταιρείας, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1908.
Vermeule Emily, Ελλάς – Εποχή του Χαλκού, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1983
Χουρμουζιάδης Γεώργιος (επιμ.), Δισπηλιό 7500 χρόνια μετά, εκδ. University Studio Press,
Θεσσαλονίκη 2002.
Περιοδικά
Ιστοσελίδες