Professional Documents
Culture Documents
απαντήσεις βιβλίου κεφ5
απαντήσεις βιβλίου κεφ5
ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
1
Απαντήσεις στις εργασίες του 5ου κεφαλαίου
5.5. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής
Ομάδα Α΄
1. Δ 2. Γ 3. Γ 4. Δ 5. Α 6. ΣΤ 7. Δ 8. Α
9. Β 10. Γ 11. Γ 12. Δ 13. Δ 14. Γ 15. Α 16. Δ
17. Α 18. Γ 19. Δ 20. Ε 21. Δ 22. Δ 23. Β 24. Ε
25. Δ 26. Α
Ομάδα Β΄
1. Β 2. Δ 3. Β 4. Δ 5. Β 6. Δ 7. Β 8. Γ
9. Γ 10. Β 11. ΣΤ 12. Ε 13. Ε 14. Δ 15. Γ 16. Γ
17. Γ
Ομάδα Γ΄
1. Γ 2. Δ 3. Α 4. Ε 5. Ε 6. Β 7. ΣΤ 8. Γ
9. Γ 10. Γ 11. Γ 12. Γ 13. Β 14. Ε 15. Β 16. Γ
17. Ε 18. Δ 19. Β 20. Γ 21. Γ
Ομάδα Α΄
1. Λ 2. Λ 3. Λ 4. Σ 5. Λ 6. Λ 7. Σ 8. Λ 9. Λ
10. Σ 11. Σ 12. Σ 13. Λ 14. Σ 15. Σ 16. Σ 17. Λ 18.
19. Λ 20. Σ 21. Λ 22. Λ 23. Λ 24. Λ 25. Σ 26. Λ 27. Σ
28. Λ 29. Σ 30. Λ 31. Λ 32. Σ 33. Σ 34. Λ 35. Λ 36. Σ
37. Λ 38. Λ 39. Λ 40. Λ 41. Σ 42. Λ 43. Σ 44. Λ 45. Λ
46. Λ 47. Σ 48. Λ 49. Λ 50. Σ 51. Λ 52. Σ 53. Σ 54. Σ
55. Λ 56. Σ 57. Σ 58. Λ 59. Σ 60. Σ 61. Λ 62. Λ 63. Λ
64. Σ 65. Σ 66. Σ 67. Σ 68. Λ 69. Σ 70. Λ 71. Λ 72. Σ
73. Λ 74. Λ 75. Λ 76. Λ 77. Σ 78. Λ 79. Λ 80. Λ 81. Σ
82. Σ 83. Σ 84. Λ
2
9. Αμιγή ως προς μία συγκεκριμένη ιδιότητα ονομάζονται τα άτομα που είναι ομόζυγα για
τα αλληλόμορφα της συγκεκριμένης γονιδιακής θέσης.
13. Είναι ετερόζυγο.
17. Περιέχει το 1/4 των γονιδίων που έχει το κύτταρο στη μετάφαση Ι της μείωσης,
δεδομένου ότι πριν τη μείωση έχει πραγματοποιηθεί ο διπλασιασμός του γενετικού υλικού
του άωρου γεννητικού κυττάρου.
18. Στη μίτωση δεν πραγματοποιείται διαχωρισμός ομόλογων χρωμοσωμάτων, αλλά
αδελφών χρωματίδων.
19. Συμβαίνει μόνο στους οργανισμούς εκείνους που αναπαράγονται αμφιγονικά και
συνεπώς δημιουργούν γαμέτες.
21. Η δεύτερη μειωτική διαίρεση μο ιάζει με τη μίτωση (συμβαίνει διαχωρισμός αδελφών
χρωματίδων).
22. Στη μετάφαση Ι τα ομόλογα χρωματοσώματα τοποθετούνται στο κέντρο του κυττάρου
σε ζεύγη.
23. Γίνεται με τη μείωση.
24. Γίνεται με τη μείωση.
26. Οι γαμέτες είναι απλοειδή κύτταρα, συνεπώς περιέχουν μόνο ένα αλληλόμορφο για κάθε
ιδιότητα. Εξαιρούνται τα φυλοσύνδετα γονίδια, τα οποία στα σπερματοζωάρια υπάρχουν ή
μία φορά ή δεν υπάρχουν καθόλου.
28. Παρατηρήθηκαν τρεις διαφορετικοί γονότυποι.
30. Συμβολίζεται συνήθως το επικρατές αλληλόμορφο.
31. Στη διασταύρωση ελέγχου, το άτομο άγνωστου γονότυπου διασταυρώνεται με κάποιο
άτομο ομόζυγο ως προς το υπολειπόμενο αλληλόμορφο, το οποίο δεν προέρχεται
υποχρεωτικά από την πατρική γενεά.
34. Μας δίνει πληροφορίες για το γονότυπό του.
35. Διασταύρωση ελέγχου γίνεται σε άτομα γνωστού φαινοτύπου, προκειμένου να
εντοπίσουμε το γονότυπό τους.
37. Μελετούμε την ταυτόχρονη κληρονόμηση δύο διαφορετικών γονιδιακών θέσεων.
38. Μπορεί να πραγματοποιηθεί και στις διασταυρώσεις διυβριδισμού.
39. Ο δεύτερος νόμος του Μendel ισχύει μόνο όταν οι δύο γονιδιακές θέσεις, που
μελετούνται ταυτόχρονα, βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομόλογων χρωμοσωμάτων.
40. Αντιστοιχεί μόνο ένας γονότυπος (Κ1Κ2)
42. Ονομάζονται ατελώς επικρατή.
44. Αυτό ισχύει για τα συνεπικρατή αλληλόμορφα.
45. Είναι ατελώς επικρατή.
46. Είναι συνεπικρατή.
48. Είναι 1/4.
49. Όλοι οι απόγονοι της διασταύρωσης αυτής έχουν τον ίδιο φαινότυπο.
51. Ισχύουν, αλλά τροποποιούνται οι αναμενόμενες φαινοτυπικές αναλογίες.
55. Είναι 1/8.
58. Το δείγμα των δύο απογόνων δεν είναι στατιστικά αποδεκτό. Ο τρίτος, για παράδειγμα,
απόγονος θα μπορούσε να είναι υγιής.
61. Η β-θαλασσαιμία ακολουθεί αυτοσωμικό υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας
62. Έχει απαραίτητα έναν γονέα ο οποίος είναι τουλάχιστον φορέας του υπολειπόμενου
αλληλομόρφου.
63. Συμβολίζονται:
68. Μονογονιδιακοί είναι οι χαρακτήρες οι οποίοι καθορίζονται από τα αλληλόμορφα μίας
γονιδιακής θέσης.
70. Η κυστική ίνωση οφείλεται σε αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
71. Αρκεί ένας μόνο από τους δύο γονείς του να πάσχει.
73. Έχουν πιθανότητα 1/4.
74. Δε μπορούμε να αποφανθούμε για την αναλογία υγιών παιδιών προς ασθενή παιδιά σε
ένα τόσο μικρό δείγμα ατόμων μίας οικογένειας.
3
75. Πρόκειται για αρκετά υψηλή συχνότητα εμφάνισης ασθενειών.
76. Τα φυλοσύνδετα γονίδια βρίσκονται στην περιοχή του Χ χρωμοσώματος η οποία δεν
έχει αντίστοιχη (ομόλογη) στο Υ.
78. Εκδηλώνεται συχνότερα στους άνδρες.
84. Ο πατέρας του θα είναι οπωσδήποτε αιμορροφιλικός, αλλά η μητέρα του μπορεί να είναι
και φορέας.
Ομάδα Β΄
1. Λ 2. Λ 3. Σ 4. Λ 5. Σ 6. Σ 7. Σ 8. Σ 9. Λ
10. Σ 11. Λ 12. Σ 13. Λ 14. Λ 15. Λ 16. Λ 17. Λ 18. Λ
19. Σ 20. Λ 21. Λ 22. Λ 23. Σ 24. Σ 25. Σ 26. Σ 27. Λ
28. Λ 29. Λ 30. Σ 31. Λ 32. Σ 33. Σ 34. Σ 35. Λ 36. Λ
37. Λ 38. Σ 39. Λ 40. Σ 41. Σ 42. Σ 43. Λ 44. Λ 45. Σ
46. Λ 47. Σ 48. Σ 49. Σ 50. Λ 51. Σ 52. Λ 53. Λ 54. Σ
55. Σ
4
29. Όταν η σχέση των αλληλόμορφων γονιδίων είναι σχέση ατελούς επικράτειας ή
συνεπικράτειας, τότε η φαινοτυπική αναλογία στην F2 γενεά είναι 1:2:1.
31. Η συγκεκριμένη φαινοτυπική αναλογία προκύπτει μόνο όταν:
α) οι δύο γονείς είναι ετερόζυγοι και για τις δύο γενετικές θέσεις
β) τα αλληλόμορφα για κάθε γενετική θέση έχουν σχέση επικρατούς- υπολειπόμενου
γ) οι δύο γενετικές θέσεις βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη χρωμοσωμάτων.
35. Δίνει φαινοτυπική αναλογία 1:2:1.
36. Στην περίπτωση των ατελώς επικρατών και των συνεπικρατών γονιδίων η διασταύρωση
ελέγχου δεν έχει νόημα, αφού ο φαινότυπος ενός ετερόζυγου ατόμου αποκαλύπτει το
γονότυπό του.
37. Μπορεί να παρατηρηθεί και στο μονουβριδισμό, π.χ. διασταύρωση IΑi(x)IBi για τις
ομάδες αίματος.
39. Πρέπει επίσης τα αλληλόμορφα για κάθε γενετική θέση να έχουν σχέση επικρατούς-
υπολειπομένου και οι δύο γενετικές θέσεις να βρίσκονται σε δύο διαφορετικά ζεύγη
χρωμοσωμάτων.
43. Στην περίπτωση όπου Α: θνησιγόνο, τότε η φαινοτυπική αναλογία που παρατηρείται
είναι 6: 3: 2: 1 , ενώ στην περίπτωση που είναι α: θνησιγό νο , η φαινο τυπιή αναλο γία των
απογόνων είναι 9:3 = 3:1 [αλλά (ΑΒ):(Αβ)].
44. Μπορεί να πρόκειται για θνησιγόνα γονίδια διαφορετικών γενετικών θέσεων.
46. Η πιθανότητα είναι 2/3 (η διαλογή γίνεται ανάμεσα στους βιώσιμους απογόνους).
50. Εφόσον η συγκεκριμένη ασθένεια κληρονομείται με αυτοσωμικό επικρατή τύπο
κληρονομικότητας, ο ένας από τους δύο γονείς –τουλάχιστον- πρέπει να νοσεί.
51. Υπάρχουν και πολυγονιδιακοί χαρακτήρες(extra- π.χ. ύψος)
53. Μπορεί η γυναίκα να είναι ετερόζυγη, οπότε εξαρτάται από το γονότυπο του άνδρα της
αν θα πάσχουν όλες οι κόρες της ή όχι.
1. 1 – Δ, 2 – Ε, 3 – Ζ, 4 – Γ, 5 – ΣΤ, 6 – Α, 7 - Β
2. 1 – Δ, 2 – Γ, 3 – Β, 4 – Α, 5 – ΣΤ, 6 – Ε
3. 1 – Β, 2 – Α, 3 – Α, 4 – Α, 5 – Α, 6 – Β, 7 - Β
4. 1 – Γ, 2 – Β,Δ, 3 – Α, 4 – Α
5. 1: Α, Γ, Ε, Η, Θ, Ι, ΙΑ, ΙΒ και 2: Β, Γ, Δ, ΣΤ, Ζ, ΙΒ
6. 1 – Δ, 2 – Ε, 3 – Β, 4 – Α, 5 – Γ, 6 – ΣΤ
7. Γονίδιο: α, γ, ε, η και Άτομο: β, δ, στ, ζ, θ
8. 1. ιώδες – λευκό
2. κίτρινο – πράσινο
3. λείο – ρυτιδωμένο
4. ψηλό – κοντό
5. ελεύθεροι – προσκολλημένοι
6. με κορυφή – χωρίς κορυφή
7. φυσιολογική – μη φυσιολογική (αιμορροφιλία)
9. 1 – Γ, 2 – Β, 3 – Β, 4 – Β, 5 – Α, 6 – Α
5
5.8. Eρωτήσεις Θεωρίας
Ομάδα Α΄
1. Αμιγή (καθαρά) στελέχη είναι αυτά τα οποία, μετά την αυτογονιμοποίησή τους,
παρουσιάζουν για πολλές γενιές την ίδια ιδιότητα. Ουσιαστικά, πρόκειται για άτομα
ομόζυγα ως προς τις μελετούμενες (μία ή περισσότερες) ιδιότητες.
2. Κατά τη μείωση διαχωρίζονται τα δύο ομόλογα χρωμοσώματα και κατά συνέπεια και
τα δύο αλληλόμορφα γονίδια. Οι απόγονοι προκύπτουν από τον τυχαίο συνδυασμό των
γαμετών.
5. Ένα (διπλοειδές) άτομο είναι ομόζυγο για μία συγκεκριμένη ιδιότητα, όταν φέρει και
στα δύο χρωμοσώματα ενός ζεύγους ομολόγων το ίδιο αλληλόμορφο γονίδιο για τη
συγκεκριμένη ιδιότητα.
6. Είναι το σύνολο των αλληλομόρφων γονιδίων του οργανισμού (στην πράξη εννοούμε
τη σύσταση των αλληλομόρφων γονιδίων για μία ή περισσότερες ιδιότητες που
μελετούμε με διασταυρώσεις και όχι το σύνολο των γονιδίων του οργανισμού).
7. Είναι το σύνολο των χαρακτήρων οι οποίοι αποτελούν την έκφραση του γονοτύπου
ενός οργανισμού, όπως είναι η εξωτερική εμφάνιση και η βιοχημική σύσταση
(ουσιαστικά, πρόκειται για το ορατό αποτέλεσμα από την έκφραση των κληρονομικών
παραγόντων. Με άλλα λόγια, ο φαινότυπος είναι η εμφάνιση (αυτό που βλέπουμε) ενός
οργανισμού, καθώς επίσης οτιδήποτε είναι μετρήσιμο με διάφορες τεχνικές ή
κατάλληλες συσκευές που χρησιμοποιούμε για ιατρικούς σκοπούς).
8. Όχι πάντα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση ετερόζυγων ατόμων που διαθέτουν ένα
επικρατές και ένα υπολειπόμενο αλληλόμορφο, η έκφραση του επικρατούς επικαλύπτει
την έκφραση του υπολειπόμενου. Επίσης, σε κάποιες περιπτώσεις το περιβάλλον
μπορεί να καθορίζει την τελική μορφή του φαινότυπου (π.χ. άτομα ομόζυγα για το
αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο που προκαλεί φαινυλκετονουρία, εάν
ακολουθήσουν κατάλληλο διαιτολόγιο, δεν εμφανίζουν υψηλές συγκεντρώσεις
φαινυλαλανίνης στο αίμα τους ούτε διανοητική καθυστέρηση).
6
10. Επικρατές ονομάζεται το αλληλόμορφο γονίδιο που καλύπτει την έκφραση ενός
αλληλομόρφου του. Αυτό που καλύπτεται ονομάζεται υπολειπόμενο.
Ομόζυγο είναι το άτομο που έχει ίδια αλληλόμορφα γονίδια για μία συγκεκριμένη
ιδιότητα και ετερόζυγο είναι αυτό που έχει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα για την ίδια
ιδιότητα.
13. Από τη διασταύρωση αμιγών στελεχών (ομόζυγων ατόμων) που διαφέρουν ως προς την
έκφραση της συγκεκριμένης ιδιότητας.
7
15. 1ος Νόμος του Mendel: Κατά την παραγωγή γαμετών (με μείωση), από έναν οργανισμό,
διαχωρίζονται τα ομόλογα χρωμοσώματα και κατά συνέπεια τα αλληλόμορφα που
διαθέτει για μία ιδιότητα. Οι απόγονοι προκύπτουν από τον τυχαίο συνδυασμό των
γαμετών, που προέρχονται από το αρσενικό και το θηλυκό άτομο.
Για το παράδειγμα: Σελίδα 75 – 76 σχολικού: «Ο Μendel διασταύρωσε …
μονοϋβριδισμού».
21. Η διαδικασία με την οποία παράγεται ένας γαμέτης είναι η μείωση (διαίρεση ειδικών
κυττάρων, των άωρων γεννητικών, όπου καθένα δίνει 4 γαμέτες).
22. Με τη μείωση, τα αλληλόμορφα για κάθε ιδιότητα διαχωρίζονται και κάθε γαμέτης
περιέχει μόνο ένα αλληλόμορφο. Στην περίπτωση, όμως, των φυλοσύνδετων γονιδίων,
υπάρχει περίπτωση ένας αρσενικός γαμέτης στον άνθρωπο να μην περιέχει κανένα
αλληλόμορφο (αν ο γαμέτης αυτός περιέχει το χρωμόσωμα Υ).
Σημείωση: Τα παραπάνω ισχύουν για τους μονογονιδιακούς χαρακτήρες, δηλ.
χαρακτήρες που ελέγχονται από ένα μόνο ζεύγος αλληλομόρφων. Υπάρχουν και
χαρακτήρες που ελέγχονται από περισσότερα από ένα ζεύγη γονιδίων.
23. Ονομάζεται διασταύρωση ελέγχου. Αποσκοπεί στην εύρεση του γονότυπου ενός
ατόμου που έχει φαινότυπο που καθορίζεται από το επικρατές αλληλόμορφο, από τη
μελέτη της φαινοτυπικής αναλογίας των απογόνων του. Αν το εξεταζόμενο άτομο είναι
ομόζυγο (ΑΑ), θα προκύψουν 100% (Αα) απόγονοι (φαινότυπος Α), ενώ αν το
εξεταζόμενο άτομο είναι ετερόζυγο, θα προκύψει φαινοτυπική αναλογία 1:1 (οι μισοί
απόγονοι θα διαθέτουν τον επικρατή φαινότυπο (Α) και οι άλλοι μισοί τον
υπολειπόμενο φαινότυπο (α).
24. Η μείωση διαχωρίζει τα αλληλόμορφα γονίδια, επομένως από ένα ετερόζυγο άτομο οι
μισοί (50%) γαμέτες θα έχουν το ένα αλληλόμορφο (έστω το επικρατές) και οι άλλοι
μισοί το υπολειπόμενο.
8
26. 1) Ρ: ΑΑ (x) αα 2) Ρ: Αα (x) αα
γαμέτες: Α // α γαμέτες: ½ Α, ½ α // α
F1: όλοι Αα (Γ.Α.), F1: ½ Αα, ½ αα (Γ.Α.: 1Αα : 1αα),
Φ.Α. όλα τα άτομα (Α) Φ.Α. 1(Α) : 1(α)
3) Ρ: ΑΑ (x) ΑΑ 4) Ρ: αα (x) αα
γαμέτες: Α // Α γαμέτες: α // α
F1: όλοι ΑΑ (Γ.Α.), F1: όλοι αα (Γ.Α.),
Φ.Α. όλα τα άτομα (Α) Φ.Α. όλα τα άτομα (α)
28. Το μοσχομπίζελο έχει τη δυνατότητα της αυτογονιμοποίησης. Έτσι, αν ένα φυτό έχει
φαινότυπο επικρατούς αλλά ο γονότυπός του δεν είναι γνωστός, μπορούμε να
προχωρήσουμε σε αυτογονιμοποίηση του φυτού. Αν π.χ. είναι ψηλό, έχει γονότυπο ΨΨ
ή Ψψ. Τα πιθανά αποτελέσματα είναι:
α) P: ΨΨ (x) ΨΨ β) P: Ψψ (x) Ψψ
γαμ.: Ψ // Ψ γαμ.: Ψ,ψ // Ψ,ψ
F1: ΨΨ F1:ΨΨ, Ψψ, Ψψ, ψψ
Γ. Α.: 100% ΨΨ Γ.Α.: 25% ΨΨ, 50% Ψψ. 25% ψψ
Φ.Α.: 100% ψηλά Φ.Α.: 75% ψηλά: 25% κοντά
Oι φαινοτυπικές αναλογίες των απογόνων διαφοροποιούνται, πράγμα που επιτρέπει τη
διάκριση του εξεταζόμενου φυτού, το αν είναι δηλαδή ομόζυγο επικρατές ή ετερόζυγο.
Η αυτογονιμοποίηση φυσικά δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί σε όλους τους
οργανισμούς (π.χ. στους περισσότερους ζωικούς είναι αδύνατη).
29. Οι διασταυρώσεις με τις οποίες μελετάμε τον τρόπο που κληρονομείται μια ιδιότητα,
ονομάζονται διασταυρώσεις μονοϋβριδισμού. Αντίστοιχα για δύο ιδιότητες,
διασταυρώσεις διϋβριδισμού.
30.
Γονότυποι Γαμέτες
ΑΑΒΒ ΑΒ
ΑαΒΒ ΑΒ, αΒ
ΑΑΒβ ΑΒ, Αβ
ΑαΒβ ΑΒ, Αβ, αΒ, αβ
ΑΑΒΒΓΓ ΑΒΓ
ΑαΒβΓγ ΑΒΓ, ΑΒγ, ΑβΓ, Αβγ, αΒΓ, αΒγ, αβΓ, αβγ
31. Ένα άτομο ετερόζυγο για δύο ζεύγη γονιδίων, δίνει 4 είδη γαμετών: ΑΒ, Αβ, αΒ, αβ σε
ίση αναλογία δηλ. από 25%.
9
32. Ένα άτομο ετερόζυγο για ένα ζεύγος γονιδίων δίνει 2 ειδών γαμέτες. Αν είναι
ετερόζυγο για δύο ζεύγη γονιδίων δίνει 4 ειδών γαμέτες, και αν είναι ετερόζυγο για 3
ζεύγη γονιδίων δίνει 8 είδη γαμετών. Άρα για 4 ζεύγη γονιδίων θα παραχθούν 16 είδη
γαμετών, ένας από τους οποίους θα έχει γονότυπο αβγδ (ποσοστό 6,25%).
33. Ο νόμος της ανεξάρτητης μεταβίβασης των γονιδίων ισχύει μόνο για γονίδια που
βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομολόγων χρωμοσωμάτων. Επίσης ισχύει μόνο για τα
γονίδια του πυρήνα και όχι τα μιτοχονδριακά, καθώς αυτά κληρονομούνται
αποκλειστικά από τη μητέρα.
34. Δεύτερος νόμος Mendel: Το γονίδιο που ελέγχει έναν χαρακτήρα δεν επηρεάζει τη
μεταβίβαση του γονιδίου που ελέγχει έναν άλλο χαρακτήρα, επειδή τα χρωμοσώματα
κάθε γονέα συνδυάζονται με τυχαίο τρόπο κατά τη μείωση (μετάφαση Ι), προκειμένου
να σχηματιστούν οι γαμέτες τους.
Απαραίτητη προ ϋπό θεση για να ισχύει ο 2ος νόμος του Μέντελ είναι τα γονίδια που
καθορίζουν τον διαφορετικό χαρακτήρα των ατόμων να βρίσκονται σε διαφορετικά
ζεύγη ομολόγων χρωμοσωμάτων.
Για το παράδειγμα: σελ. 77 σχολικού: «Σε μία δεύτερη σειρά πειραμάτων … 9:3:3:1»
και εικόνα 5.7 (λεζάντα και σχήμα)».
35. Για να ισχύει ο 2ος νόμος του Mendel πρέπει τα γο νίδια πο υ καθο ρίζουν τις δύο
μελετούμενες ιδιότητες να βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη χρωμοσωμάτων.
38. Στην ατελή επικράτεια, ο φαινότυπος των ετερόζυγων ατόμων είναι ενδιάμεσος του
φαινότυπου των ομόζυγων, για τα 2 διαφορετικά αλληλόμορφα ατόμων.
Στη συνεπικράτεια, στο φαινότυπο του ετερόζυγου ατόμου εκφράζονται και τα 2
αλληλόμορφά του (οπότε ουσιαστικά είναι το «άθροισμα» των φαινοτύπων των δύο
ομόζυγων ατόμων).
39. Οι φαινοτυπικές αναλογίες στην F1 γενιά είναι 100% με το φαινότυπο του επικρατούς,
100% με ενδιάμεσο φαινότυπο και 100% με το «άθροισμα» των φαινοτύπων των
ατό μων της Ρ για τις περιπτώσεις των επικρατών-υπολειπόμενων, ατελώς επικρατών
και συνεπικρατών αλληλόμορφων γονιδίων αντίστοιχα. Στην F2 οι αναλογίες που
προκύπτουν είναι: 3:1, 1:2:1, και 1:2:1 αντίστοιχα.
Οι διαφορές αυτές οφείλονται στις διαφορετικές σχέσεις των αλληλόμορφων γονιδίων
σε κάθε περίπτωση. Στα επικρατή – υπολειπόμενα, το ένα αλληλόμορφο εκφράζεται
στο φαινότυπο του ετερόζυγου ατόμου ενώ το άλλο όχι. Στα ατελώς επικρατή,
προκύπτει ένας ενδιάμεσος φαινότυπος (π.χ. ροζ σκυλάκια) και στα συνεπικρατή
εκφράζονται και τα δυο αλληλόμορφα στο ετερόζυγο άτομο. Επομένως, στην F1 τα
ποσοστά (γονοτυπικές αναλογίες) είναι μεν ίδια, αλλά οι φαινοτυπικές εκφράσεις
διαφέρουν. Στην F2, οι γονοτυπικές αναλογίες είναι και στις 3 περιπτώσεις ίδιες
(1 ομόζυγο για το ένα αλληλόμορφο : 2 ετερόζυγα : 1 ομόζυγο για το άλλο
αλληλόμορφο). Όταν όμως αναφερόμαστε στις φαινοτυπικές αναλογίες, αλλάζουν
τα αποτελέσματα, γιατί στα επικρατή – υπολειπόμενα αθροίζουμε τα άτομα που
έχουν ίδιο φαινότυπο, ακόμα κι αν έχουν διαφορετικούς γονότυπους. Έτσι, η
10
γονοτυπική αναλογία 1:2:1 μετατρέπεται σε 3:1 φαινοτυπική αναλογία. Στις άλλες
δύο περιπτώσεις, κάθε διαφορετικός γονότυπος αντιστοιχεί σε διαφορετικό
φαινότυπο και έτσι οι φαινοτυπικές αναλογίες συμπίπτουν με τις γονοτυπικές.
40. Συμπεραίνουμε ότι η ιδιότητα που εμφανίζεται σε όλους τους απογόνους και στον
ένα από τους δύο γονείς, ελέγχεται από επικρατές αλληλόμορφο γονίδιο, ενώ ο
άλλος γονέας φέρει τον υπολειπόμενο φαινότυπο. Επίσης οι γονείς είναι ομόζυγοι, ο
ένας για το επικρατές και ο άλλος για το υπολειπόμενο γονίδιο, ενώ οι απόγονοι
είναι ετερόζυγοι.
47. Είναι η διαγραμματική απεικόνιση των μελών μίας οικογένειας για πολλές γενεές,
στην οποία αναπαριστώνται οι γάμοι, η σειρά των γεννήσεων, το φύλο των ατόμων
και ο φαινότυπός τους σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο χαρακτήρα.
11
50. Ναι. Αυτό συμβαίνει αν η ασθένεια οφείλεται σε επικρατές αλληλόμορφο, όπως η
οικογενής υπερχοληστερολαιμία. Τότε, αν οι 2 γονείς είναι ετερόζυγοι για τα 2
αλληλόμορφα, θα ισχύει:
Ο: το αλληλόμορφο για την οικογενή υπερχοληστερολαιμία
ο: το φυσιολογικό αλληλόμορφο
Ρ: Οο (x) Οο
γαμ. Ο, ο // Ο, ο
F1: γαμ. O o
Ο ΟΟ Οο
ο Οο οο
↑
φυσιολογικός απόγονος
51. Είναι ο χαρακτήρας που καθορίζεται από περισσότερα από ένα γονίδια
(διαφορετικές γονιδιακές θέσεις).
52. Η μελέτη του τρόπου με τον οποίο κληρονομείται ένας χαρακτήρας, προϋποθέτει
την εξέταση μεγάλου αριθμού ατόμων για πολλές γενιές. Ένα γενεαλογικό δένδρο
μιας μεγάλης οικογένειας περιέχει στοιχεία για το φαινότυπο πολλών ατόμων και
για πολλές γενιές, άρα ικανοποιεί τις παραπάνω προϋποθέσεις.
54. Σε ένα γενεαλογικό δέντρο όπου μελετούμε ένα επικρατές αυτοσωμικό γονίδιο
παρατηρούνται τα παρακάτω:
το χαρακτηριστικό (ή η ασθένεια) εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα σε αρσενικά
και θηλυκά άτομα, εφόσον οφείλεται σε αυτοσωμικό γονίδιο.
η εμφάνιση απογόνων ή προϋποθέτει την ύπαρξη ενός τουλάχιστον γονέα με
το χαρακτηριστικό (ή την ασθένεια).
συνήθως, τα άτομα με το χαρακτηριστικό (ή την ασθένεια), ή , είναι
ετερόζυγα.
από γονείς χωρίς το χαρακτηριστικό (ή την ασθένεια) προκύπτουν μόνο
απόγονοι χωρίς το χαρακτηριστικό (ή την ασθένεια). Εξαιρείται η περίπτωση
μετάλλαξης.
από γονείς (αν είναι ετερόζυγοι και οι δύο) μπορεί να προκύψει απόγονος
ή χωρίς το χαρακτηριστικό (ή την ασθένεια). Η διασταύρωση αυτή αποτελεί
αδιάσειστη απόδειξη ότι το υπεύθυνο αλληλόμορφο είναι επικρατές.
12
ομόζυγοι, άρα και τα παιδιά τους). Η συγκεκριμένη παρατήρηση, όμως, από μόνη της
ΔΕΝ αποτελεί κριτήριο ή απόδειξη για να αποφανθούμε, διότι είναι μικρός ο αριθμός
των απογόνων.
56. α) Αιμορροφιλία Α
β) Μερική αχρωματοψία στο κόκκινο-πράσινο
57. Ονομάζουμε το άτομο που είναι ετερόζυγο για τα αλληλόμορφα μίας γονιδιακής
θέσης η οποία σχετίζεται με την εκδήλωση μίας γενετικής ασθένειας. Ισχύει μόνο
για τις γενετικές ασθένειες που ακολουθούν αυτοσωμικό υπολειπόμενο ή
φυλοσύνδετο υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας. Στη δεύτερη περίπτωση, μόνο
θηλυκά άτομα μπορούν να είναι φορείς.
58. Ονομάζονται τα γονίδια που βρίσκονται στο Χ χρωμόσωμα και δεν έχουν
αλληλόμορφα στο Υ.
59. Το φύλο στον άνθρωπο (και σε άλλους οργανισμούς) καθορίζεται από την παρουσία
ή απο υσία το υ Υ χρωμοσώματο ς. Η παρουσία το υ Υ καθορίζει το ♂ φύλο και η
απουσία του το ♀ φύλο.
61. Σε ένα αρσενικό άτομο κάθε είδους όπου το φύλο καθορίζεται όπως στον άνθρωπο,
το Υ χρωμόσωμα προέρχεται πάντα από τον πατέρα του, ενώ το Χ χρωμόσωμα
προέρχεται από τη μητέρα του.
Ομάδα Β΄
13
2.
ΜΙΤΩΣΗ ΜΕΙΩΣΗ
1. Δημιουργούνται σωματικά κύτταρα. 1. Δημιουργούνται τα γεννητικά κύτταρα, οι
Χρησιμοποιείται για την αύξηση (ανάπτυξη) των γαμέτες
οργανισμών όπως και για την ανανέωση των
φθαρμένων κυττάρων.
2. Δημιουργούνται 2 θυγατρικά κύτταρα 2. Δημιουργούνται τελικά 4 κύτταρα
3. Περιλαμβάνει 1 κυτταρική διαίρεση μετά από 1 3. Περιλαμβάνει 2 κυτταρικές διαιρέσεις
διπλασιασμό του DNA μετά από 1 διπλασιασμό του DNA
4. Γίνεται στα σωματικά κύτταρα και σε 4. Γίνεται στα άωρα γεννητικά κύτταρα.
ορισμένους μονοκύτταρους ευκαρυωτικούς
οργανισμούς
5. Στην ανάφαση έχουμε διαχωρισμό αδελφών 5. Στην ανάφαση Ι έχουμε διαχωρισμό
χρωματίδων ομόλογων χρωμοσωμάτων, ενώ στην
ανάφαση ΙΙ έχουμε διαχωρισμό αδελφών
χρωματίδων
6. Η ποσότητα και η ποιότητα του γενετικού υλικού 6. Τα θυγατρικά κύτταρα δεν περιέχουν την
σε κάθε θυγατρικό κύτταρο είναι ίδια με αυτή του ίδια ποσότητα (διαθέτουν τη μισή) και
αρχικού κυττάρου (φυσιολογικά) ποιότητα γενετικού υλικού με το αρχικό
κύτταρο
3. α) Με διασταύρωση ελέγχου:
Το φυτό που εκδηλώνει τον φαινότυπο (Α, οφείλει την εμφάνισή του στην παρουσία
ενός τουλάχιστον επικρατούς αλληλόμορφου γονιδίου Α, δηλαδή μπορεί να έχει
γονότυπο ΑΑ ή Αα. Προκειμένου να διαπιστώσουμε ποιον από τους 2 γονότυπους
διαθέτει, το διασταυρώνουμε με φυτό που εκδηλώνει τον υπολειπόμενο φαινότυπο
(α).
εάν όλοι οι απόγονοι εκδηλώνουν τον φαινότυπο που καθορίζει
το επικρατές αλληλόμορφο γονίδιο, τότε ο γονότυπος του
φυτό φαινότυπου (Α) εξεταζόμενου φυτού είναι ΑΑ και η διασταύρωση είναι
(x) ΑΑ (x) αα.
φυτό φαινότυπου (α)
εάν οι μισοί απόγονοι εκδηλώνουν τον φαινότυπο που καθορίζει
το επικρατές αλληλόμορφο γονίδιο και οι άλλοι μισοί, τον
φαινότυπο που καθορίζει το υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο,
τότε ο γονότυπος του εξεταζόμενου φυτού είναι Αα και η
διασταύρωση είναι Αα (x) αα
15
7.
Ατελώς επικρατή Επικρατή-υπολειπόμενα
Το ετερόζυγο άτομο έχει φαινότυπο Το ετερόζυγο άτομο έχει φαινότυπο που
ενδιάμεσο από εκείνους που καθορίζουν καθορίζεται από το ένα αλληλόμορφο (το
τα 2 αλληλόμορφα επικρατές)
Στην F1 οι απόγονοι είναι ομοιόμορφοι Στην F1 οι απόγονοι είναι ομοιόμορφοι
μεταξύ τους όχι όμως και με τους γονείς μεταξύ τους και με τον ένα γονέα
Στην F2 προκύπτουν 3 φαινότυποι σε Στην F2 προκύπτουν 2 φαινότυποι σε
αναλογία 1:2:1 αναλογία 3:1
Σε όλες τις διασταυρώσεις συμπίπτουν οι Στην F2 οι φαινοτυπικές αναλογίες
γονοτυπικές με τις φαινοτυπικές διαφοροποιούνται από τις γονοτυπικές
αναλογίες
9. Στα ατελώς επικρατή γονίδια και στα συνεπικρατή, σε όλες τις διασταυρώσεις οι
γονοτυπικές αναλογίες συμπίπτουν με τις φαινοτυπικές. Αυτό οφείλεται στο ότι
γενικότερα συμπίπτουν οι γονότυποι και οι φαινότυποι (διαφορετικοί γονότυποι
δίνουν διαφορετικούς φαινότυπους). Αντίθετα στα επικρατή-υπολειπόμενα γονίδια,
λόγω επικράτειας, εμφανίζονται διαφορετικοί γονότυποι (ο ομόζυγος επικρατής και
ο ετερόζυγος) να εκφράζουν τον ίδιο φαινότυπο.
10. α) Γονότυποι: ΑΑ, Αα1, Αa, a1a1, a1a, aa, (6 διαφορετικοί για την πρώτη ιδιότητα)
και ΒΒ, Ββ, ββ (3 διαφορετικοί για τη δεύτερη ιδιότητα). Εφόσον οι δύο ιδιότητες
κληρονομούνται η μία ανεξάρτητα από την άλλη, οι δυνατοί συνδυασμοί γονοτύπων
και για τις δύο ιδιότητες είναι 6 x 3 = 18.
β) Διασταύρωση Α-Β- (x) aaββ.
i) Αν το άτομο (ΑΒ) έχει γονότυπο ΑΑΒΒ, τότε η διασταύρωση έχει ως εξής:
Πατρική γενιά (P1): ΑΑΒΒ (x) aaββ
Γαμέτες: ΑΒ // aβ
Γενιά F1 : ΑaΒβ
Φαινοτυπική Αν. F1: όλοι (ΑΒ)
ii) Αν το άτομο (ΑΒ) έχει γονότυπο ΑΑΒβ, τότε η διασταύρωση έχει ως εξής:
Πατρική γενιά (P1): ΑΑΒβ (x) aaββ
Γαμέτες: ΑΒ, Αβ // aβ
Γενιά F1 : ΑaΒβ, Αaββ
Φαινοτυπική Αν. F1: 1 (ΑΒ): 1 (Αβ)
iii) Αν το άτομο (ΑΒ) έχει γονότυπο Αα1ΒΒ, τότε η διασταύρωση έχει ως εξής:
Πατρική γενιά (P1): Αα1ΒΒ (x) aaββ
Γαμέτες: ΑΒ, α1Β // aβ
Γενιά F1 : ΑaΒβ, α1aΒβ
Φαινοτυπική Αν. F1: 1 (ΑΒ): 1 (α1Β)
16
iv) Αν το άτομο (ΑΒ) έχει γονότυπο ΑaΒΒ, τότε η διασταύρωση έχει ως εξής:
Πατρική γενιά (P1): ΑaΒΒ (x) aaββ
Γαμέτες: ΑΒ, aΒ // aβ
Γενιά F1 : ΑaΒΒ, aaΒΒ
Φαινοτυπική Αν. F1: 1 (ΑΒ): 1 (aΒ)
vi) Αν το άτομο (ΑΒ) έχει γονότυπο ΑaΒβ, τότε η διασταύρωση έχει ως εξής:
Πατρική γενιά (P1): ΑaΒβ (x) aaββ
Γαμέτες: ΑΒ, aΒ, Αβ, aβ // aβ
Γενιά F1 : ΑaΒβ, aaΒβ, Αaββ, aaββ
Φαινοτυπική Αν. F1: 1 (ΑΒ): 1 (aΒ): 1 (Αβ): 1 (aβ)
12. α) Ατελώς επικρατή αλληλόμορφα (π.χ., χρώμα των ανθέων στο σκυλάκι)
β) Συνεπικρατή αλληλόμορφα (αλληλόμορφα ΙΑ και ΙΒ για τις ομάδες αίματος
σύμφωνα με το σύστημα ΑΒΟ στον άνθρωπο)
γ) Πολλαπλά αλληλόμορφα (π.χ., β-θαλασσαιμία και ομάδες αίματος – όλα τα
αλληλόμορφα: ΙΑ, ΙΒ, i – στον άνθρωπο).
δ) Θνησιγόνα αλληλόμορφα
ε) Φυλοσύνδετα γονίδια (αιμορροφιλία Α, μερική αχρωματοψία στο κόκκινο –
πράσινο)
16. Ο άνθρωπος δεν αποτελεί καλό πειραματικό μοντέλο για τη μελέτη των τύπων
κληρονομικότητας, διότι:
α) δίνει μικρό αριθμό απογόνων από κάθε κύηση
β) έχει μεγάλη διάρκεια γενιάς (περίπου 20-30 έτη), ενώ απαιτείται και μεγάλο
χρονικό διάστημα για τη δημιουργία των απογόνων
γ) δεν είναι δυνατόν να γίνουν διασταυρώσεις ανάλογες με αυτές που
πραγματοποίησε ο Μέντελ (δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε διασταυρώσεις
που παρουσιάζουν γενετικό ενδιαφέρον, λόγω της ύπαρξης των ανθρώπινων
δικαιωμάτων).
18
17.
Αυτοσωμική επικρατής Αυτοσωμική υπολειπόμενη
κληρονομικότητα κληρονομικότητα
• υγιείς γονείς αποκτούν μόνο υγιή • υγιείς γονείς μπορούν να αποκτήσουν
παιδιά παιδί που πάσχει, αν είναι φορείς
(25%)
• ασθενείς γονείς (ετερόζυγοι) μπορούν • ασθενείς γονείς αποκτούν μόνο
να αποκτήσουν υγιές παιδί (25%) ασθενή παιδιά
• κάθε ασθενής έχει τουλάχιστον έναν • κάθε ασθενής μπορεί να έχει μόνο ένα
ασθενή γονέα γονέα ασθενή ή και τους δύο γονείς
ασθενείς ή και τους δύο γονείς υγιείς,
αλλά φορείς του υπολειπόμενου
αλληλομόρφου
• πάσχουν και αρσενικά και θηλυκά • πάσχουν και αρσενικά και θηλυκά
άτομα με την ίδια συχνότητα άτομα με την ίδια συχνότητα
19. Όχι, αφού οι γονιδιακές θέσεις που καθορίζουν τις συγκεκριμένες δύο ιδιότητες
βρίσκονται στο ίδιο χρωμόσωμα (το φυλετικό χρωμόσωμα Χ).
20. Όχι. Περιέχει και γονίδια που απαντώνται και στο Υ χρωμόσωμα (στις κοινές
περιοχές των 2 χρωμοσωμάτων).
21. α) Το γονίδιο που καθορίζει την ιδιότητα πρέπει να είναι φυλοσύνδετο και τα
αλληλόμορφά του να έχουν σχέση επικρατούς - υπολειπόμενου. Από εκεί κι έπειτα,
η διασταύρωση είναι η εξής:
P: ΧΑΥ (x) XaXa.
β) στα χαρακτηριστικά που καθορίζονται από μιτοχονδριακά γονίδια
23. Φυλοσύνδετα λέγονται τα γονίδια που βρίσκονται στο Χ χρωμόσωμα και δεν έχουν
αλληλόμορφα στο Υ. Επειδή τα φυσιολογικά ♂ άτομα έχουν ένα Χ και ένα Υ
χρωμόσωμα, διαθέτουν ένα μόνο φυλοσύνδετο γονίδιο για κάθε γνώρισμα, και όχι
ζεύγος αλληλομόρφων όπως συμβαίνει με τα αυτοσωμικά. Τα φυσιολογικά ♀ άτομα
έχουν δύο Χ χρωμοσώματα, επομένως έχουν τα φυλοσύνδετα γονίδια σε ζεύγη. Η
κληρονόμηση, επομένως, των φυλοσύνδετων γνωρισμάτων, σχετίζεται με (ή
επηρεάζεται από) την κληρονόμηση του φύλου. Έτσι, τα♂ άτομα κληρονομούν τα
φυλοσύνδετα χαρακτηριστικά τους από το♀ γο νέα το υς και τα ♀ άτομα και από
τους δυο γονείς τους.
Αν διασταυρωθούν άτομα που διαφέρουν στο φαινότυπο, π.χ. το♀ με το επικρατές
γνώρισμα (και έστω ότι είναι ομόζυγο, για να κάνουμε τη σύγκριση με τη μενδελική
κληρονομικότητα), και το ♂ με το υπολειπόμενο:
Ρ: ♀ ΧΑΧΑ (x) ΧαΥ ♂ Ρ: ΑΑ (x) αα
γαμ.: ΧΑ // Χα, Υ γαμ.: Α // α
F1: ΧΑΧα, ΧΑΥ F1: Αα
19
Οι παραπάνω διασταυρώσεις δε φανερώνουν κάποια διαφορά στον τρόπο με τον
οποίο κληρονομείται ένα φυλοσύνδετο από ένα αυτοσωμιοκό γονίδιο. Αν όμως το ♀
είναι ομόζυγο για το υπολειπόμενο αλληλόμορφο (φυλοσύνδετο), και το♂ έχει το
επικρατές:
Ρ: ♀XαΧα (x) ΧΑΥ♂ Ρ: ♀αα (x) ΑΑ ♂
γαμ.: Xα // ΧΑ, Υ γαμ.: α // Α
F1: XAΧα , ΧαΥ F1: Αα
Φ.Α.: 1 ♀ φυσιολογικό Φ.Α.: 100% φυσιολογικοί
1 ♂ υπολειπόμενο
P: ♀XAXα Χ ΧΑΥ♂ Ρ: ♀ Αα Χ Αα ♂
γαμ.: XA, Xα , ΧΑ,Υ γαμ.: A,α , Α,α
F1: XAXA, XAY, XAXα, ΧαΥ F1: ΑΑ, Αα, Αα, αα
Φ.Α.: 2♀ φυσιολογικά Φ.Α.: 3 φυσιολογικά: 1πάσχει
1♂ φυσιολογικό
1♂ πάσχει (όπου Α = φυσιολογικό, α= υπολειπόμενο)
Ένα χαρακτηριστικό των φυλοσύνδετων γονιδίων είναι ότι η Φ.Α. κατά φύλο και
συνολικά δεν είναι η ίδια: 3:1 στο σύνολο (όπως και στα αυτοσωμικά), αλλά 100%
στα ♀ και 1:1 στα ♂.
Αν προχωρήσουμε στην F2 από τη δελυτερη διασταύρωση, θα έχουμε:
P: ♀XΑΧα Χ ΧαΥ ♂
γαμ.: ΧΑ, Xα , Χα, Υ
F1: ΧΑΧα, ΧΑΥ, ΧαΧα, ΧαΥ
Φ.Α.: 1 ♀ φυσιολογικό
1 ♀ με υπολειπόμενο φαινότυπο
1 ♂ φυσιολογικό
1 ♂ με υπολειπόμενο φαινότυπο
Εδώ διαπιστώνουμε ότι δεν προκύπτει καθόλου η Φ.Α. 3:1, όπως στα αυτοσωμικά,
αλλά η Φ.Α. 1:1.
Και από τις δύο παραπάνω διασταυρώσεις στα φυλοσύνδετα γονίδια, φαίνεται ότι
στο ♂ άτομο εκδηλώνεται ευκολότερα το υπολειπόμενο φυλοσύνδετο γνώρισμα από
ό,τι στο ♀, γιατί δεν έχει στο Υ χρωμόσωμα γονίδιο που να επικαλύπτει τη δράση
του φυλοσύνδετου γονιδίου. Ενώ λοιπόν για να εκδηλωθεί το υπολειπόμενο
γνώρισμα στον αρσενικό απόγονο αρκεί ο♀ γονέας του να είναι φορέας του
αντίστοιχου φυλοσύνδετου γονιδίου, στο θηλυκό –αντίθετα- απόγονο, για να
εκδηλωθεί το υπολειπόμενο γνώρισμα θα πρέπει το αντίστοιχο αλληλόμορφο να
βρεθεί σε ομοζυγωτία, που σημαίνει ότι θα πρέπει και ο♀ γονέας να είναι φορέας,
αλλά και ο ♂ γονέας να εκδηλώνει το υπολειπόμενο γνώρισμα.
20
Συνοψίζοντας τις διαφορές:
Φυλοσύνδετα Αυτοσωμικά
1. Για ένα ζεύγος αλληλομόρφων τα ♀ Για ένα ζεύγος αλληλομόρφων
έχουν 3 γονότυπους ενώ τα ♂ 2 υπάρχουν πάντα 3 γονότυποι
2. Κληρονομούνται σε συνάρτηση με Δε σχετίζεται η μεταβίβασή τους με το
το φύλο: τα ♂ από το θηλυκό γονέα φύλο
και τα ♀ και από τους δύο γονείς
3. Στην F1 προκύπτουν ομοιόμορφοι Στην F1 προκύπτουν πάντα ομοιόμορφοι
απόγονοι αν το ♀ είναι ομόζυγο για απόγονοι (από αμιγή άτομα)
το επικρατές αλλά όχι ομοιόμορφοι
αν ♀το είναι ομόζυγο
υπολειπόμενο
4. Στην F2 είτε προκύπτει 3:1 στο Στην F2 προκύπτει πάντα 3:1
σύνολο αλλά όχι κατά φύλο, είτε
προκύπτει 1:1
5. Οι Φ.Α. κατά φύλο και στο σύνολο Δεν υπάρχει διαφορά, είτε μετρηθεί η
διαφέρουν σε αρκετές Φ.Α. σε κάποιο φύλο, είτε στο σύνολο
διασταυρώσεις
6. Το υπολειπόμενο γνώρισμα Δεν υπάρχει διαφορά (το ίδιο συχνά και
εκδηλώνεται ευκολότερα και στα 2 φύλα)
συχνότερα στο ♂
21
γ) Αν η μητέρα πάσχει και ο πατέρας είναι φυσιολογικός, η διασταύρωση έχει ως
εξής:
P: ♀ ΧαΧα (x) ΧΑΥ ♂
γαμ.: Χα // ΧΑ, Υ
F1: ΧΑΧα, ΧαΥ
Φ.Α.: 1 ♀ φυσιολογικό
1 ♂ ασθενές
Φ.Α.: 1 ♀ φυσιολογικό
1 ♂ φυσιολογικό
β. Μονοϋβριδισμός:
• επικρατή – υπολειπόμενα: Αα (x) aa
• ατελώς επικρατή αλληλόμορφα: Κ1Κ2 (x) K1K1 ή Κ1Κ2 (x) K2K2
• συνεπικρατή αλληλόμορφα: ΙΑΙΒ (x) ΙΑΙΑ ή ΙΑΙΒ (x) ΙΒΙΒ
• φυλοσύνδετα γονίδια: ΧαΧα (x) ΧΑΥ, όταν η φαινοτυπική αναλογία αποδίδεται
στο σύνολο των απογόνων και όχι ανάλογα με το φύλο τους.
• Διυβριδισμός: ΑαΒΒ (x) ααββ ή ΑαΒΒ (x) aaBB ή ΑαΒΒ (x) ααΒβ
γ. αα (x) αα, Αα (x) αα και Αα (x) Αα, ΧΑΧα (x) ΧαΥ, ΧαΧα (x) ΧαΥ.
δ. ΑΑ (x) Aα, ΑΑ (x) ΑΑ και ΑΑ (x) αα, ΧΑΧΑ (x) ΧΑΥ, ΧΑΧΑ (x) ΧαΥ.
22
27. Οι φαινοτυπικές και οι γονοτυπικές αναλογίες των απογόνων ταυτίζονται:
α) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια για κάθε γονιδιακή θέση έχουν σχέση ατελούς
επικράτειας ή συνεπικράτειας σε μονοϋβριδισμό ή σε διυβριδισμό, όπου και τα δύο
ζεύγη αλληλόμορφων έχουν σχέσεις ατελούς επικράτειας ή συνεπικράτειας.
β) σε περιπτώσεις μονοϋβριδισμού, όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση
επικρατούς-υπολειπομένου: ΑΑ (x) αα ή Αα (x) αα ή ΑΑ (x) ΑΑ ή αα (x) αα.
γ) σε περιπτώσεις διυβριδισμού όταν και τα δύο ζεύγη αλληλόμορφων έχουν σχέσεις
επικρατούς-υπολειπομένου, όπως στις διασταυρώσεις: ΑΑΒΒ (x) ΑΑΒΒ
ή ΑΑΒΒ (x) ααββ ή ΑΑΒβ (x) Ααββ ή ΑαΒΒ (x) ααΒΒ ή ΑαΒΒ (x) ααββ
ή ΑαΒβ (x) Ααββ κτλ.
δ) σε περιπτώσεις θνησιγόνων γονιδίων όταν ο φαινότυπος των ετερόζυγων ατόμων
διαφέρει από το φαινότυπο των ομόζυγων ατόμων.
Παράδειγμα:
α: υπολειπόμενο θνησιγόνο αλληλόμορφο
P: Αα (x) Αα κίτρινο (x) κίτρινο
γαμέτες: Α, α // Α, α
F1: 1ΑΑ : 2Αα : 1αα
δεν επιβιώνει
Φ.Α: 2 κίτρινα : 1 άσπρο
ε) σε περιπτώσεις πολλαπλών αλληλόμορφων γονιδίων, ειδικά όταν υπάρχουν
αλληλόμορφα γονίδια που είναι συνεπικρατή όπως στις ομάδες αίματος σύμφωνα με
το σύστημα ΑΒΟ. Μερικές τέτοιες διασταυρώσεις είναι: ΙΑι (x) ΙΒι (Γ.Α: 1ΙΑΙΒ : 1ΙΑι
: 1ΙΒι : 1ιι), Φ.Α: 1ομάδα ΑΒ : 1ομάδα Α : 1ομάδα Β : 1ομάδα Ο, ή ΙΑΙΑ (x) ΙΒι ή ΙΑι
(x) ΙΒΙΒ ή ΙΑΙΑ (x) ΙΒΙΒ κτλ.
στ) σε περιπτώσεις φυλοσύνδετων γονιδίων όταν τα αλληλόμορφα έχουν σχέση
επικρατούς-υπολειπομένου και ο θηλυκός γονέας είναι ομόζυγος στο υπολειπόμενο
αλληλόμορφο, ενώ ο αρσενικός γονέας φέρει το επικρατές αλληλόμορφο, δηλαδή
ΧαΧα (x) ΧΑΥ, όταν η φαινοτυπική αναλογία αναφέρεται στο σύνολο των απογόνων
ανεξάρτητα από το φύλο τους.
23
5.9. Ασκήσεις
Ομάδα Α΄
2. α) 23 χρωμοσώματα (το κάθε χρωμόσωμα στη φάση αυτή αποτελείται από 2 αδελφές
χρωματίδες, ενώ κάθε αδελφή χρωματίδα περιέχει 1 μόριο DNA), 1 αντίγραφο
γονιδιώματος (σε δύο πανομοιότυπα αντίτυπα).
β) 23 χρωμοσώματα (το κάθε χρωμόσωμα στη φάση αυτή περιέχει μία χρωματίδα,
δηλαδή 1 μόριο DNA), 1 αντίγραφο γονιδιώματος (σε ένα αντίτυπο).
γ) 46 χρωμοσώματα (το κάθε χρωμόσωμα στη φάση αυτή αποτελείται από 2 αδελφές
χρωματίδες, ενώ κάθε αδελφή χρωματίδα περιέχει 1 μόριο DNA), 2 αντίγραφα
γονιδιώματος (σε δύο αντίτυπα το καθένα).
δ) 23 χρωμοσώματα (το κάθε χρωμόσωμα στη φάση αυτή αποτελείται από 2 αδελφές
χρωματίδες, ενώ κάθε αδελφή χρωματίδα περιέχει 1 μόριο DNA), 1 αντίγραφο
γονιδιώματος (σε 2 δύο αντίτυπα).
3. α) 2α, 46, 46
β) 2α, 23, 46
γ) 4α, 46, 92
δ) 2α, 23, 46
ε) 4α, 46, 92
Επικρατή – Υπολειπόμενα
Έτσι, συμβολίζουμε:
Κ: το αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση κανονικών
φτερών
κ: το αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση ατροφικών
φτερών
24
6. Η φαινοτυπική αναλογία των απογόνων της διασταύρωσης προσεγγίζει την αναλογία
1:1, η οποία προκύπτει σε διασταύρωση μεταξύ ετερόζυγου ατόμου και ομόζυγου ως
προς το υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
Συμβολισμοί: Α→ έγχρωμο περισπέρμιο, α → άσπρο περισπέρμιο.
Ρ: Αα (x) αα
γαμ.: Α,α // α
F1: Αα , αα
Γ.Α.: 1 Αα : 1αα
Φ.Α.: 1 με έγχρωμο : 1 με άχρωμο περισπέρμιο
10. Οι γονείς είναι ετερόζυγοι, διότι αποκτάται απόγονος με φαινότυπο που καθορίζεται από
το υπολειπόμενο αλληλόμορφο (Rh-).
Έτσι, συμβολίζουμε:
R: το αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση του παράγοντα
ρέζους (φαινότυπος Rh+)
r: το αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο που καθορίζει την απουσία του
παράγοντα ρέζους (φαινότυπος Rh-).
Η διασταύρωση έχει ως εξής:
Ρ: Rr (x) Rr
γαμ.: R,r // R, r
F1: RR, Rr, Rr, rr
Γ.Α.: 1 RR : 2Rr : 1rr
25
Φ.Α.: 3 Rh+ : 1 Rh-
Επομένως η πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί με Rh- είναι 25%.
12. Η φαινοτυπική αναλογία 1:1 μεταξύ των απογόνων δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην
εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, παρά το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ των
αλληλόμορφων γονιδίων είναι επικρατούς-υπολειπομένου Το μόνο συμπέρασμα το
οποίο εξάγεται με βεβαιόττητα είναι ότι πρόκειται για διασταύρωση ετερόζυγου ατόμου
με άτομο ομόζυγο στο υπολειπόμενο αλληλόμορφο (διασταύρωση της μορφής
Αα (x) αα )
14. Επειδή και οι 91 απόγονοι της πρώτης διασταύρωσης (δείγμα στατιστικά επαρκές)
έχουν ενδιάμεσο φαινότυπο από τους φαινότυπους των ατόμων που διασταυρώθηκαν, τα
αλληλόμορφα γονίδια για το επίμηκες και το σφαιρικό ρίζωμα είναι ατελώς επικρατή.
Το ωοειδές ρίζωμα είναι ο ενδιάμεσος φαινότυπος. Το σχήμα του ριζώματος επομένως
ελέγχεται από 2 αλληλόμορφα.
26
Σύντομη λύση:
Έστω Ρ1 → επίμηκες ρίζωμα Ρ1Ρ1 → επίμηκες
Ρ2 → σφαιρικό -//- Ρ2 Ρ2 →σφαιρικό
Ρ1Ρ2 → ωοειδές
15. Η αναλογία 23:49:24 προσεγγίζει τη Φ.Α.:1:2:1 που προκύπτει στις περιπτώσεις των
ατελώς επικρατών και συνεπικρατών γονιδίων, όταν διασταυρώνονται γονείς με τον
ίδιο φαινότυπο και ετερόζυγοι. Τα άτομα με το μεγαλύτερο ποσοστό (49) έχουν
φαινότυπο ενδιάμεσο ως προς τις άλλες 2 ομάδες. Άρα τα αλληλόμορφα είναι ατελώς
επικρατή (αν ήταν συνεπικρατή οι ετεροζυγώτες θα εμφάνιζαν και τους 2
φαινότυπους).
Σύντομη λύση:
Έστω Φ1 → ομαλά φύλλα Φ1Φ1 → ομαλά
Φ2 → ακανόνιστα -//- Φ2Φ2 → ακανόνιστα
Φ1Φ2 → πριονωτά
P: Φ1Φ2 (x) Φ1Φ2
γαμ: Φ1, Φ2 // Φ1, Φ2
F1: Φ1Φ1, Φ1Φ2, Φ1Φ2, Φ2Φ2
Γ.Α.: 1 Φ1Φ1 : 2 Φ1Φ2 : 1 Φ2Φ2
Φ.Α.: 1 με ομαλά : 2 με πριονωτά : 1 με ακανόνιστα
Σύντομη λύση:
Έστω Φ1 → λευκό – πιτσιλωτό Φ1Φ1 → λευκό – πιτσιλωτό
Φ2 → μαύρο Φ2Φ2 → μαύρο
Φ1Φ2 → μπλε
27
Οι διασταυρώσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν:
1 Φ1Φ2 (x) Φ2Φ2
2 Φ1Φ1 (x) Φ1Φ2
3 Φ1Φ1 (x) Φ2Φ2
(Βλέπε προηγούμενη άσκηση)
Θνησιγόνα
18. Η αναλογία 341:162 των απογόνων προσεγγίζει τη Φ.Α.: 2:1 που μπορεί να προκύψει
όταν ένα από τα αλληλόμορφα είναι θνησιγόνο. Πρόκειται για μια αναλογία που
προκύπτει όταν: α) άτομα ομόζυγα σε θνησιγόνο αλληλόμορφο πεθαίνουν πριν τη
γέννηση, οπότε ο αντίστοιχος φαινότυπος εξαφανίζεται. β) τα ετερόζυγα άτομα έχουν
διαφορετικό φαινότυπο από τα ομόζυγα για το φυσιολογικό επικρατές αλληλόμορφο.
Τα 2 από τα υπόλοιπα 3 άτομα είναι ετερόζυγα αλλά εμφανίζουν κάποιο μη
φυσιολογικό φαινότυπο (ανεστραμμένες πτέρυγες). Τέλος, το τελευταίο άτομο είναι
ομόζυγο για το φυσιολογικό αλληλόμορφο.
Σύντομη λύση:
Έστω: Α → φυσιολογικές πτέρυγες ΑΑ → φυσιολογικό
α → θνησιγόνο Αα → ανεστραμμένες πτέρυγες
αα → πεθαίνει
28
19. Το γεγονός ότι το 25% των αβγών δεν εκκολάπτεται, φανερώνει θνησιγόνο γονίδιο σε
ομοζυγωτία. Το γεγονός ότι, από το 75% των αβγών που εκκολάφθηκαν, τα 2/3 (δηλ.
50% στο σύνολο των αρχικών ζυγωτών) είχαν λοφίο και το υπόλοιπο 1/3 (δηλ. 25%
στο σύνολο των αρχικών ζυγωτών)δεν είχαν φανερώνει μια συνολική Φ.Α.: 1:2:1
(25% χωρίς λοφίο: 50% με λοφίο: 25% πεθαίνουν), δηλαδή διασταυρώθηκαν ετερόζυγα
άτομα. Τα 2/3 των απογόνων που είχαν λοφίο επομένως είναι ετερόζυγα, ενώ τα άτομα
χωρίς λοφίο είναι ομόζυγα. Άρα δεν είναι δυνατόν να παραχθούν άτομα με λοφίο αμιγή
(δηλ. ομόζυγα) γιατί πεθαίνουν.
Σύντομη λύση:
Έστω: Α → φυσιολογικό ΑΑ → χωρίς λοφίο
α → θνησιγόνο Αα → με λοφίο
αα → πεθαίνουν
Χήνες με λοφίο: Αα (x) Αα
γαμ: Α,α // Α, α
F1: ΑΑ, Αα, Αα, αα (αν αναφερόμαστε στο γονότυπο των πιθανών ζυγωτών και όχι στο
γονότυπο απογόνων που γεννιούνται)
Γ.Α.: 1 AA : 2 Aα
Φ.Α.: 1 χωρίς λοφίο : 2 με λοφίο
Πολλαπλά αλληλόμορφα
20. Ο άντρας θα έχει γονότυπο ΙΑΙΒ και η γυναίκα ΙΑi (αφού έχει ομάδα αίματος Α, θα
διαθέτει και ένα i, αφο ύ το παιδί είναι Ο). Το παιδί θα έχει γονότυπο ii. Όμως το
συγκεκριμένο παιδί αποκλείεται να έχει προκύψει από τον άντρα με τον γονότυπο ΙΑΙΒ
(ο πραγματικός πατέρας θα έχει τουλάχιστον ένα αλληλόμορφο i στο γονότυπό του).
Διασταύρωση:
(α) ♂ ΙΑΙΒ (x) ΙΑi♀
γαμ: IA, IB // IA, i
F1: IAIA, IAi, IAIB, IBi,
Γ.Α.: 1ΙΑΙΑ : 1ΙΑi : 1IAIB : 1IBi
Φ.Α.: 2 (Α) : 1 (ΑΒ) : 1 (Β)
Όπως φαίνεται, από την παραπάνω διασταύρωση δεν μπορεί να προκύψει παιδί ομάδας
αίματος Ο.
21. Ο πατέρας θα έχει γονότυπο είτε ΙΑΙΑ είτε ΙΑi. Η μητέρα θα έχει γονότυπο ΙΑΙΒ. Άρα
έχουμε δύο πιθανές διασταυρώσεις:
(α) ♂ ΙΑΙΑ (x) ΙΑΙΒ ♀ (β) ♂ ΙΑi (x) ΙΑIB ♀
Α Α Β
γαμ: Ι // Ι , Ι γαμ: IA, i // IA, IB
Α Α Α Β
F1: Ι Ι , Ι Ι F1: IAIA, IAIB, IAi, IBi,
Γ.Α.: 1I I : 1I I
A A A B
Γ.Α.: 1IAIA: 1IAIB: 1IAi: 1IBi
Φ.Α.: 1 (Α) : 1 (ΑΒ) Φ.Α.: 2 (Α) : 1 (ΑΒ) : 1 (Β)
22. Η γυναίκα έχει γονότυπο ΙΑi γιατί α) έχει ομάδα αίματος Α, β) αποκτά παιδί με ομάδα
αίματος Ο (γονότυπος ii). Ο άντρας έχει αναγκαστικά γονότυπο ii. Άρα η διασταύρωση:
Ρ: ♂ ii (x) ΙΑi ♀
γαμ: i // ΙΑ, i
F1: ΙΑi, ii
Γ.Α.: 1IAi: 1ii
Φ.Α.: 1 παιδί με ομάδα αίματος Α : 1 παιδί με ομάδα αίματος Ο
29
23. Οι γονείς έχουν γονότυπο: ♂ Ι ΑΙΒ, ♀ ii. Επομένως με τους συγκεκριμένους γονότυπους
που διαθέτουν, μπορούν να αποκτήσουν παιδί είτε με ομάδα αίματος Α είτε με ομάδα
αίματος Β. Άρα από τα τρία παιδιά, μόνο το (Β) είναι δικό τους. Η μητέρα δε μπορεί σε
καμία περίπτωση, (όποιος και αν είναι ο γονότυπος του άντρα) να γεννήσει παιδί με
ομάδα αίματος ΑΒ. Μπορεί όμως να έχει αποκτήσει παιδί (Ο) από τον προηγούμενο
γάμο (αν ο πρώτος σύζυγος είχε ένα i αλληλόμορφο στο γονότυπό του). Άρα το παιδί
ομάδα αίματος ΑΒ είναι υιοθετημένο.
γαμ. ΤΜ Τμ τΜ τμ
Τμ TTMμ ΤΤμμ ΤτΜμ Ττμμ
τμ ΤτΜμ Ττμμ ττΜμ ττμμ
Φ.Α.: 3 : 3 : 1 : 1
27. Παιδί αλφικό μπορεί να αποκτηθεί από φυσιολογικούς γονείς, μόνο στην περίπτωση που
και οι δύο γονείς είναι φορείς του αλληλομόρφου που προκαλεί τον αλφισμό.
Επίσης για να έχει ομάδα αίματος Ο το παιδί εφόσον οι γονείς είναι ομάδας αίματος Α
και Β αντίστοιχα, θα πρέπει και οι γονείς να είναι ετερόζυγοι στα αλληλόμορφα που
καθορίζουν την ομάδα αίματος σύμφωνα με το σύστημα ΑΒΟ και να περιέχουν και οι
δύο αλληλόμορφο i.
30
Έτσι ο γονότυπος του παιδιού είναι γγii, ο γονότυπος του πατέρα είναι ΓγΙΑi και της
μητέρας είναι ΓγΙΒi όπου:
Γ: το αλληλόμορφο που καθορίζει τη φυσιολογική σύνθεση μελανίνης
γ: το αλληλόμορφο που ευθύνεται για την εμφάνιση αλφισμού (δε συντίθεται μελανίνη)
ΙΑ: το αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση της Α ομάδας αίματος
i: το αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση της Ο ομάδας αίματος.
γονότυποι: Α - Β - (x) αα ββ
Επειδή αποκτούν απογόνους ααββ ⇒ Άρα:
Ρ: ΑαΒβ (x) ααββ
γαμ. ΑΒ, Αβ, αΒ, αβ // αβ
F1 : ΑαΒβ: Ααββ: ααΒβ: ααββ
Γ.Α.: 1ΑαΒβ: 1Ααββ: 1ααΒβ: 1ααββ
Φ.Α.: 1(ΑΒ) : 1(Αβ) : 1(αΒ) : 1(αβ)
29. Για την επίλυση τέτοιου τύπου ασκήσεων διυβριδισμού, μελετούμε ξεχωριστά την κάθε
ιδιότητα και από τη φαινοτυπική αναλογία των απογόνων μπορούμε να υποθέσουμε
τους γονότυπους των γονέων.
Διασταύρωση Απόγονοι
φαινότυποι γονέων γονότυποι κίτρινα κίτρινα πράσινα πράσινα
γονέων λεία ρυτιδωμένα λεία ρυτιδωμένα
1. κίτρινο-λείο (x)
ΚκΛλ (x) ΚκΛλ 45 15 16 5
κίτρινο λείο
3 1
2. κίτρινο ρυτιδωμένο (x) Κ-λλ (x) Κ-λλ
0 48 0 15
κίτρινο ρυτιδωμένο Κκλλ (x) Κκλλ
3. κίτρινο λείο (x) Κ-Λ- (x) κκλλ
31 30 36 33
πράσινο ρυτιδωμένο ΚκΛλ (x) κκλλ
4. κίτρινο ρυτιδωμένο (x) Κ-λλ (x) κκΛ-
32 29 31 30
πράσινο λείο Κκλλ (x) κκΛλ
5. κίτρινο λείο (x) Κ-Λ- (x) κκΛ-
45 14 46 15
πράσινο λείο ΚκΛλ (x) κκΛλ
ΚΚΛλ (x) ΚΚλλ ή
6. κίτρινο λείο (x)
ΚκΛλ (x) ΚΚλλ ή 46 45 0 0
κίτρινο ρυτιδωμένο
ΚΚΛλ (x) Κκλλ
7. κίτρινο λείο (x) Κ-Λ- (x) κκλλ
43 41 0 0
πράσινο ρυτιδωμένο ΚΚΛλ (x) κκλλ
8. κίτρινο ρυτιδωμένο (x) Κ-λλ (x) κκΛ-
46 44 0 0
πράσινο λείο ΚΚλλ (x) κκΛλ
9. πράσινο λείο (x) κκΛ- (x) κκλλ
0 0 90 0
πράσινο ρυτιδωμένο κκΛΛ (x) κκλλ
31
κοντό (Β)
Άλλος τρόπος: Ως προς την ιδιότητα μήκος τριχώματος: , η Φ.Α. των
μακρύ (β )
απογόνων είναι 3:1. Άρα οι γονείς είναι ετερόζυγοι για την ιδιότητα αυτή.
II Ομοίως: Ααββ (x) Ααββ
III Οι γονείς είναι: Α_Β_ (x) Α_ββ.
Για την ιδιότητα μήκος τριχώματος, επειδή προκύπτουν απόγονοι ββ, ο ένας γονέας
θα έχει το υπολειπόμενο β στο γονότυπό του (ο άλλος το διαθέτει έτσι κι αλλιώς).
Ως προς την ιδιότητα χρώμα τριχώματος, επειδή κανένας απόγονος δεν προκύπτει
με το φαινότυπο που καθορίζεται από το υπολειπόμενο αλληλόμορφο, δεν μπορούν
και οι δύο γονείς να διαθέτουν το υπολειπόμενο (άρα ή μόνο ο ένας ή κανένας).
Άρα υπάρχουν 3 περιπτώσεις:
• ΑΑΒβ (x) ΑΑββ ή
• ΑαΒβ (x) ΑΑββ ή
• ΑΑΒβ (x) Ααββ
IV Οι γονείς: Α_Β_ (x) Α_Β_. Αφού προκύπτουν απόγονοι με ομοζυγωτία στις
υπολειπόμενες ιδιότητες ⇒ γονείς ΑαΒβ (x) ΑαΒβ. Άλλωστε η Φ.Α. των απογόνων
είναι 9 : 3 : 3 : 1.
V Οι γονείς: Α_Β_ (x) Α_ββ. Από τα υπολειπόμενα άτομα που προκύπτουν
συνεπάγεται ότι: ΑαΒβ (x) Ααββ.
VI Οι γονείς: Α_Β_ (x) Α_Β_. Καθένας έχει από ένα υπολειπόμενο β στο γονότυπό
του, για να προκύψουν απόγονοι με φαινότυπο (β). Δεν μπορούν όμως να έχουν από
ένα α στο γονότυπό τους, γιατί δεν προέκυψαν απόγονοι με φαινότυπο (α). Άρα
έχουμε 2 περιπτώσεις:
• ΑΑΒβ (x) ΑΑΒβ
• ΑΑΒβ (x) ΑαΒβ
33. Σύντομη λύση: Από την 1η διασταύρωση διαπιστώνουμε ότι το «μακρύ τρίχωμα»
καθορίζεται από υπολειπόμενο αλληλόμορφο, γιατί ενώ δεν εκφράζεται στους γονείς
εμφανίζεται σε μερικούς απογόνους. Ομοίως από τη 2η διαπιστώνουμε ότι το «σγουρό
τρίχωμα» καθορίζεται από υπολειπόμενο αλληλόμορφο. Άρα, αν Ι→ ίσιο, ι→ σγουρό,
Κ→ κοντό, κ→ μακρύ, τα άτομα που διασταυρώνονται έχουν γονότυπο Ι_Κ_, γιατί
έχουν ό λα ίσιο και κο ντό τρίχωμα. Επειδή από την 1η διασταύρωση προκύπτουν
απόγονοι με μακρύ τρίχωμα, οι γονείς θα διαθέτουν από ένα κ αλληλόμορφο.
Αντίστοιχα από τη 2η προκύπτει ότι οι γονείς θα διαθέτουν από ένα ι αλληλόμορφο.
Όμως, το ♂ είναι κοινό και στις 2 διασταυρώσεις, άρα έχει γονότυπο ΙιΚκ. Αφού από
την 1η διασταύρωση δεν προέκυψαν απόγονοι με σγουρό τρίχωμα, το 1ο ♀ θα είναι
ομόζυγο για το αλληλόμορφο που καθορίζει το ίσιο τρίχωμα (γονότυπος ΙΙΚκ). Ομοίως,
από τη 2η διασταύρωση δεν αποκτήθηκαν απόγονοι με μακρύ τρίχωμα, άρα το 2ο ♀ έχει
γονότυπο ΙιΚΚ.
32
λ:αλληλόμορφο υπεύθυνο για την εμφάνιση ρυτιδωμένου σπέρματος
¼ KΛ ¼ Kλ ¼ κΛ ¼ κλ
35. Σύντομη λύση: Η αγελάδα έχει γονότυπο: μμκκ, ενώ ο ταύρος έχει γονότυπο ΜΜΚΚ.
Άρα για την F1 πραγματοποιούμε την εξής διασταύρωση:
Για την F2 :
F1 (x) F1 : ΜμΚκ (x) ΜμΚκ → 9 : 3 : 3 : 1
36. Από την 1η διασταύρωση συμπεραίνουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει το κόκκινο
επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει το λευκό χρώμα (έστω Κ,κ, Κ>κ).
Δε φαίνεται όμως η σχέση των αλληλομόρφων για το ύψος. Αν το αλληλόμορφο που
καθορίζει το νάνο στέλεχος ήταν επικρατές, τα 53 φυτά της F1 θα ήταν ετερόζυγα για
την ιδιότητα αυτή, αφού το ένα προγονικό φυτό είχε ψηλό στέλεχος. Τότε όμως, από
την αυτογονιμοποίησή τους θα προέκυπταν στην επόμενη γενεά φυτά και με νάνο και
με ψηλό στέλεχος, σε φαινοτυπική αναλογία 3:1. Όμως, προέκυψαν μόνο φυτά με νάνο
στέλεχος, άρα το αλληλόμορφο που καθορίζει το νάνο είναι υπολειπόμενο
(έστω Ψ→ ψηλό, ψ→ νάνο, Ψ επικρατεί του ψ).
37. Τα 4 άτομα που διασταυρώθηκαν έχουν γονότυπο F_P_(επικρατή και στις δύο
ιδιότητες). Από την 3η διασταύρωση συμπεραίνουμε ότι τα άτομα II και III είναι
ετερόζυγα για την 1η ιδιότητα, δηλαδή Ff. Επίσης τα άτομα II και IV είναι αντίστοιχα
ετερόζυγα για τη 2η ιδιότητα, δηλαδή Ρp (4η διασταύρωση). Άρα το άτομο II: FfPp.
Επίσης το άτομο III είναι FfPP, γιατί δεν αποκτά απογόνους με γονότυπο pp
στην 3η διασταύρωση, παρόλο που το άτομο II με το οποίο διασταυρώνεται έχει ένα
αλληλόμορφο p. Αντίστοιχα το άτομο IV: FFPp (γιατί ούτε αυτό αποκτά απογόνους με
φαινότυπο που καθορίζεται από το αλληλόμορφο f). Τέλος, το άτομο I θα είναι
ομόζυγο FFPP, γιατί δεν αποκτά απογόνους με φαινότυπο που καθορίζεται από τα
υπολειπόμενα αλληλόμορφα, ούτε όταν διασταυρώνεται με το III (που είναι ετερόζυγο
για την πρώτη γονιδιακή θέση), ούτε όταν διασταυρώνεται με το IV (που είναι
ετερόζυγο για τη δεύτερη γονιδιακή θέση).
38. Σύντομη λύση: Αφού οι γονείς έχουν κανονικό χρώμα και επιφάνεια οφθαλμών, αλλά
μερικοί απόγονοι έχουν ανώμαλη επιφάνεια οφθαλμών και ανοιχτό κόκκινο χρώμα,
οι ιδιότητες των γονέων καθορίζονται από επικρατή αλληλόμορφα και οι
νεοεμφανιζόμενες στους απογόνους ιδιότητες καθορίζονται από υπολειπόμενα. Δηλ.
R>r, C>c.Επίσης, οι γονείς πρέπει να είναι ετερόζυγοι για τις ιδιότητες αυτές, άρα
είναι RrCc (x) RrCc. Η διασταύρωση αυτών δίνει την Φ.Α.: 9:3:3:1 όπου το 1/16 είναι
34
rrcc δηλ. τα 50 άτομα που αναφέρονται στην εκφώνηση. Συμπεραίνουμε ότι
παράχθηκαν περίπου 800 άτομα σε αναλογία: 450 (RC), 150 (Rc), 150 (Rc), 50 (rc).
39. Σύντομη λύση: Η φαινοτυπική αναλογία των απογόνων για τη μία ιδιότητα είναι: 32
μακρόστενα, 67 ωοειδή, 33 στρογγυλά, δηλ. αναλογία 1:2:1. Η αναλογία αυτή
φανερώνει ότι τα γονίδια είναι ατελώς επικρατή με ενδιάμεσο γνώρισμα τα ωοειδή.
Έστω, Σ1→ μακρόστενα Σ1Σ1 → μακρόστενα
Σ → στρογγυλά
2
Σ1Σ2 → ωοειδή
Σ2Σ2 → στρογγυλά
η
Αντίστοιχα για τη 2 ιδιότητα: 37 κόκκινα, 63 πορφυρά, 32 λευκά. Επομένως:
Κ1 → κόκκινα Κ1Κ1 → κόκκινα
Κ → λευκά
2
Κ1Κ2 → πορφυρά
Κ2Κ2 → λευκά
Οι γονείς ήταν: Σ Σ Κ Κ (x) Σ1Σ2Κ1Κ2
1 2 1 2
Φ.Α.: 1:2:1:2:4:2:1:2:1
40. (Ι) Αν τα Α και Β ήταν ατελώς επικρατή, τό τε θα συμβολίζονταν Α1 και Α2, αφού
πρόκειται για αλληλόμορφα γονίδια, δηλαδή γονίδια που καθορίζουν την ίδια ιδιότητα.
Αν τα Ρ και Σ ήταν ατελώς επικρατή, τό τε θα συμβολίζονταν Ρ1 και Ρ2, αφού
πρόκειται για αλληλόμορφα γονίδια, δηλαδή γονίδια που καθορίζουν την ίδια
ιδιότητα.
F1 : Α1Α2Ρ1Ρ2
F1 (x) F1: Α1Α2Ρ1Ρ2 (x) Α1Α2Ρ1Ρ2
F2 : Φ.A.: 4 : 2 : 2 : 2 : 2: 1 : 1: 1: 1
γκρι γκρι γκρι μαυρ. άσπρ. μαυρ. μαυρ. άσπρ. άσπρ.
μεσ. μεγ. μικρ. μεσ. μεσ. μεγ. μικρ. μεγ. μικρ.
(ΙΙ) Αν Α=Β ατελώς επικρατή, τότε θα συμβολίζονταν Α1 και Α2, αφού πρόκειται για
αλληλόμορφα που καθορίζουν την ίδια ιδιότητα.
και αν το Ρ επικρατούσε του Σ, τότε θα συμβολίζονταν Ρ και ρ, αφού πρόκειται για
αλληλόμορφα που αντιστοιχούν στην ίδια γονιδιακή θέση.
F1 : Α1Α2Ρρ
F1 (x) F1: Α1Α2Ρ1ρ (x) Α1Α2Ρ1ρ
Φ.Α.: F2 : 6 : 3 : 3 : 2 : 1 : 1
μεγ. μεγ. μεγ. μικρ. μικρ. μικρ.
γκρι ασπ. μαυρ. γκρι ασπρ. μαυρ.
41. Σύντομη λύση: Αν τα αρχικά φυτά είχαν γονότυπους: ΛΛκκ (x) λλΚΚ, στην F1 θα
έδιναν 100% ΛλΚκ. (λεία –κίτρινα). Άρα, η F2 θα ήταν ακριβώς η ίδια με του σχολ.
βιβλίου. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο συνδυάζονται οι φαινότυποι των ατόμων
της Ρ, ως προς τις 2 ιδιότητες, δεν επηρεάζει τα αποτελέσματα στην F1 και F2 (με
δεδομένο ότι αναφερόμαστε σε ιδιότητες που εδράζονται σε διαφορετικά ζεύγη
ομολόγων χρωμοσωμάτων).
Πιθανότητες
35
45. Όπως στην προηγούμενη, δηλαδή: 1/2 x 1/2 = 1/4.
46. Οο (x) Οο, παιδί που να πάσχει: 3/4 (½ Οο ή ¼ ΟΟ) Συνολική πιθανότητα: 1/2 x3/4 = 3/8
αγόρι: 1/2
48. κκλλ (x) ΚκΛλ → ¼ ΚκΛλ (ισχύει το τετράγωνο του Punnett για το ερώτημα 53).
Αναλογία διπλά ομόζυγων ως προς το σύνολο των γονοτύπων των απογόνων: 1 στους
4. Αντίστοιχη πιθανότητα: 1/4.
55. ΙΑΙΒ (x) ΙΑΙΒ → ¼ Ι ΑΙΑ, ¼ Ι ΒΙΒ, οπότε η συνολική πιθανότητα είναι 1/4 + 1/4 = 2/4 =
1/2.
56. Οο (x) Οο → παιδί που πάσχει από οικογενή υπερχοληστερολαιμία, πιθανότητα 3/4
(½ Οο ή ¼ ΟΟ).
57. Εφόσον έχουν ήδη αποκτήσει αλφικό παιδί, η γυναίκα είναι φορέας του
αλληλομόρφου που προκαλεί αλφισμό.
Αν Α: το φυσιολογικό αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο και
α: το αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο για τον αλφισμό
ΧΔ: το φυλοσύνδετο επικρατές αλληλόμορφο για τη φυσιολογική πήξη του αίματος και
Χδ: το φυλοσύνδετο υπολειπόμενο αλληλόμορφο για την αιμορροφιλία Α.
Τότε η διασταύρωση της εκφώνησης έχει ως εξής:
P: ααΧΔΥ (x) ΑαΧΔΧδ
Γαμ: αΧΔ, αΥ // ΑΧΔ, ΑΧδ, αΧΔ, αΧδ
F1: ΑαΧΔΧΔ, ΑαΧΔΧδ, ααΧΔΧΔ, ααΧΔΧδ, ΑαΧΔΥ, ΑαΧδΥ, ααΧΔΥ, ααΧδΥ
Άρα, η πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί αλφικό και αιμορροφιλικό είναι 1/8.
36
59. Η ζητούμενη διασταύρωση είναι η εξής:
P: ΧΑΥ (x) XαXα
Γαμ: ΧΑ, Υ // Χα
F1: ΧΑΧα, ΧαΥ
Φ.Α.: 1 θηλυκό φυσιολογικό: 1 αρσενικό που πάσχει
Άρα, η πιθανότητα να προκύψει αγόρι που να πάσχει είναι 1/2 (50%).
Παρατήρηση: η ίδια πιθανότητα (1/2) θα προέκυπτε αν η άσκηση ζητούσε την
πιθανότητα να προκύψει παιδί που πάσχει!
2η περίπτωση:
P: ΚΚ (x) κκ
Γαμ: Κ // κ
F1: Κκ
Φ.Α. F1: 100 % με φυσιολογική όραση
Συνεπώς, η πιθανότητα να προκύψει αγόρι που να είναι υγιές ως προς τη διάκριση
του κυανού είναι 1/2 (x) 1 = 1/2 .
61. i) α) Ο γονότυπος του άνδρα είναι ΧαΥ. Ο πατέρας του μπορεί να έχει οποιονδήποτε
γονότυπο, ενώ η μητέρα του είναι ή φορέας του υπολειπόμενου αλληλομόρφου ή
εκδηλώνει το φαινότυπο που καθορίζεται από το υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
β) O γονότυπος της γυναίκας είναι ΧαΧα. Ο πατέρας της εκδηλώνει το υπολειπόμενο
γνώρισμα, ενώ η μητέρα της ή είναι φο ρέας ή εκδηλώνει το φαινό τυπο πο υ
καθορίζεται από το υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
ii)
α) P: ΧαΥ (x) XΑXΑ
Γαμ: Χα, Υ // ΧΑ
F1: ΧΑΧα, ΧΑΥ
Φ.Α.: όλοι φυσιολογικοί, άρα 0% πιθανότητα να κληροδοτήσουν το γνώρισμα.
ή
P: ΧαΥ (x) XΑXα
Γαμ: Χα, Υ // ΧΑ, Χα
F1: ΧαΧα, ΧαΥ, ΧΑΥ, ΧΑΧα
Φ.Α.: 1 θηλυκό φυσιολογικό: 1 αρσενικό που πάσχει: 1 θηλυκό που πάσχει: 1
αρσενικό φυσιολογικό, άρα 50% πιθανότητα να κληροδοτήσουν το γνώρισμα.
37
Γενεαλογικά δέντρα
63. Το γονίδιο που προκαλεί τη νόσο είναι υπολειπόμενο γιατί αν ήταν επικρατές θα
έπασχε το ♀ ΙΙ1.
Άρα ΙΙ1: ΧΑΧα
ΙΙ2: ΧΑΥ
και η πιθανότατα να γεννηθεί παιδί που να πάσχει (αγόρι) είναι ¼.
65. Το γονίδιο που προκαλεί την ασθένεια είναι υπολειπόμενο, γιατί η ασθένεια
εμφανίζεται στους απογόνους χωρίς να εκδηλώνεται στους γονείς. Αν ήταν επικρατές,
απόγονος που πάσχει θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον ένα γονέα που να πάσχει επίσης.
Επίσης, αν ήταν φυλοσύνδετο, το Ι1 με γονότυπο ΧΑΥ, δε θα μπορούσε να αποκτήσει
θηλυκούς απο γό νους με την ασθένεια. Όμως το ΙΙ3 πάσχει. Άρα το γονίδιο είναι
αυτοσωμικό υπολειπόμενο.
68. Άν ήταν φυλοσύνδετο υπολειπόμενο, από τη διασταύρωση I1 (x) I2 [XAY (x) XαXα] θα
έπρεπε να πάσχει ο II1 ⇒ άτοπο.
38
[ Χ αΧα (x) XAY
Αν ήταν φυλοσύνδετο επικρατές, από τη διασταύρωση ΙΙ4 (x) ΙΙ5 : ♀
♂ ] θα έπρεπε ό λα τα ♂ στην ΙΙΙ να είναι φυσιο λο γικά και τα ♀ να πάσχουν
⇒ άτοπο.
Άρα το γονίδιο είναι αυτοσωμικό (επικρατές ή υπολειπόμενο).
69. Εφόσον από γονείς που πάσχουν προκύπτουν υγιείς απόγονοι, η ασθένεια οφείλεται σε
επικρατές αλληλόμορφο. Επειδή πατέρας που πάσχει (Ι1) αποκτά κορίτσι που δεν
πάσχει (ΙΙ3), αποκλείεται η ασθένεια να οφείλεται σε φυλοσύνδετο επικρατές
αλληλόμορφο. Άρα, ο τύπος κληρονομικότητας είναι αυτοσωμικός επικρατής.
70. Ναι, θα μπορούσε. Οι γονότυποι των ατόμων σε αυτή την περίπτωση θα ήταν:
Ι1, ΙΙΙ3: ΧαΧα
Ι2, ΙΙΙ1, ΙΙΙ4: ΧΑΥ
ΙΙ1, ΙΙ5: ΧαΥ
II2, ΙΙ3, II4, ΙΙΙ2: ΧΑΧα
71. α) Επειδή από υγιείς γονείς [Ι1(x)I2, II2(x)II3, II5(x)II6] αποκτώνται απόγονοι που
πάσχουν, η ασθένεια οφείλεται σε υπολειπόμενο αλληλόμορφο. Επειδή υγιείς πατέρες
(ΙΙ3, ΙΙ6) αποκτούν κόρες που πάσχουν (ΙΙΙ2, ΙΙΙ5 αντίστοιχα) το γονίδιο αποκλείεται
να είναι φυλοσύνδετο. Άρα, ο τύπος κληρονομικότητας της ασθένειας είναι
αυτοσωμικός υπολειπόμενος.
β) Επειδή δε γνωρίζουμε το γονότυπο του άντρα, διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:
i) ο άντρας είναι ομόζυγος για το φυσιολογικό επικρατές αλληλόμορφο (ΑΑ). Στην
περίπτωση αυτή ΔΕΝ υπάρχει πιθανότητα να αποκτηθεί απόγονος που να πάσχει από
την ασθένεια, αφού από τον πατέρα του θα κληρονομεί πάντα το φυσιολογικό
αλληλόμορφο.
ii) ο άντρας είναι ετερό ζυγο ς (Αα). Για να προ κύπτει από το γάμο του με την ΙΙΙ1
απόγονος που να πάσχει, πρέπει η ΙΙΙ1 να είναι ετερόζυγη. Ένας απόγονος που θα
προκύψει από το γάμο ΙΙ2 (x) ΙΙ3 [δηλαδή, Αα (x) Αα – αφού ήδη έχουν αποκτήσει
την ΙΙΙ2 που πάσχει], έχει 1/4 πιθανότητα να έχει γονότυπο ΑΑ, 2/4 να έχει γονότυπο
Αα και 1/4 να έχει γονότυπο αα. Εφόσον, η ΙΙΙ1 έχει ήδη γνωστό φαινότυπο [Α],
αναζητούμε το γονότυπό της ανάμεσα στα άτομα που προκύπτουν και έχουν
φαινότυπο [Α]. Έτσι, η ΙΙΙ1 έχει 1/3 πιθανότητα να είναι ΑΑ και 2/3 πιθανότητα να
είναι Αα. Η μόνη περίπτωση από τη διασταύρωσή της με τον άντρα Αα να προκύψει
απόγονος που να πάσχει είναι αν είναι ετερόζυγη η ΙΙΙ1. Άρα, μας ενδιαφέρει να είναι
ετερό ζυγη η ΙΙΙ1 . Από εκεί κι έπειτα, από τη διασταύρωσή της με τον άντρα Αα, η
πιθανότητα να αποκτηθεί απόγονος που να πάσχει είναι 1/4 . Τελικά, η συνολικά
πιθανότητα είναι: Ρολ = ΡΙΙΙ1 ετερόζυγη (x) Ρπαιδί που να πάσχει (x) Ρπαιδί αγόρι = 2/24 = 1/12.
γ) Η πιθανότητα να είναι η ΙΙΙ4 ετερόζυγη είναι 2/3 (υπολογίζεται όπως πριν). Η
πιθανότητα να αποκτήσει από το γάμο της με ετερόζυγο άντρα (Αα) κορίτσι που να
πάσχει είναι: Ρολ = ΡΙΙΙ1 ετερόζυγη (x) Ρπαιδί που να πάσχει (x) Ρπαιδί κορίτσι = 2/24 = 1/12.
72. α) Εφόσον από υγιείς γονείς [Ι1(x)I2 και ΙΙ1 (x) ΙΙ2] προκύπτει απόγονος ασθενής, η
ασθένεια οφείλεται σε υπολειπόμενο αλληλόμορφο. Επειδή πατέρας που δεν πάσχει
(ΙΙ1) αποκτά κορίτσι που πάσχει (ΙΙΙ1), αποκλείεται η ασθένεια να οφείλεται σε
φυλοσύνδετο υπολειπόμενο αλληλόμορφο. Άρα, ο τύπος κληρονομικότητας είναι
αυτοσωμικός υπολειπόμενος.
β) Αν το άτομο ΙΙ4 είναι ομόζυγο (ΑΑ), τότε η πιθανότητα να είναι ετερόζυγο το
άτομο ΙΙΙ4 είναι 1.
Αν το άτομο ΙΙ4 είναι ετερόζυγο (γονότυπος Αα), τότε η πιθανότητα να είναι
ετερόζυγο το άτομο ΙΙΙ4 είναι 1/2.
γ) Το άτομο ΙΙΙ3 είναι σίγουρα ετερόζυγο, αφού ο πατέρας του (ΙΙ3) πάσχει και έχει
γονότυπο αα.
Οι γονείς του ΙΙΙ2 [ΙΙ1 (x) ΙΙ2] είναι και οι δύο ετερόζυγοι, αφού η αδελφή του ΙΙΙ2 (η
ΙΙΙ1) πάσχει.
Για να προκύπτει από το γάμο ΙΙΙ2 (x) ΙΙΙ3 απόγονος που να πάσχει, πρέπει ο ΙΙΙ2 να
είναι ετερόζυγος. Ένας απόγονος που θα προκύψει από το γάμο ΙΙ1 (x) ΙΙ2 [δηλαδή,
39
Αα (x) Αα], έχει ¼ πιθανότητα να έχει γονότυπο ΑΑ, 2/4 να έχει γονότυπο Αα και
1/4 να έχει γονότυπο αα. Εφόσον, ο ΙΙΙ2 έχει ήδη γνωστό φαινότυπο [Α], αναζητούμε
το γονότυπό του ανάμεσα στα άτομα που προκύπτουν και έχουν φαινότυπο [Α]. Έτσι,
ο ΙΙI2 έχει 1/3 πιθανό τητα να είναι ΑΑ και 2 /3 πιθανό τητα να είναι Αα. Η μό νη
περίπτωση από τη διασταύρωση ΙΙΙ2 (x) ΙΙΙ3 να προκύψει απόγονος που να πάσχει
είναι αν είναι ετερόζυγος ο ΙΙΙ2. Άρα, μας ενδιαφέρει να είναι ετερόζυγος ο ΙΙΙ2. Από
εκεί κι έπειτα, από τη διασταύρωσή του με την ΙΙΙ3 η πιθανότητα να αποκτηθεί
απόγονος που να πάσχει είναι1/4. Τελικά, η συνολική πιθανότητα είναι: Ρολ = ΡΙΙΙ2
ετερόζυγος (x) Ρπαιδί που να πάσχει = 1/6.
Φυλοσύνδετη κληρονομικότητα
76. Σύντομη λύση: Η γυναίκα έχει γονότυπο ΧΑΧα (είναι ετερόζυγη γιατί ο πατέρας της
ήταν αιμορροφιλικός). Ο άντρας είναι ΧΑΥ (φυσιολογικός).
Άρα Ρ: ♀ ΧΑΥ (x) ΧΑΧα ♂
γαμ: ΧΑ, Υ // ΧΑ, Χα
F1: ΧΑΧΑ, ΧΑΧα, ΧΑΥ, ΧαΥ
φαινότυποι: 2 ♀ φυσιολογικά (από τα οποία το ένα φορέας)
1 ♂ φυσιολογικό
1 ♂ αιμορροφιλικό
40
77. Σύντομη λύση: Κ → κανονική ίριδα
κ → κολόβωμα της ίριδας
Ο άντρας είναι ΧΚΥ. Η μητέρα θα μπο ρούσε να έχει έναν από τους εξής δύο
γονότυπους: ΧΚΧΚ ή ΧΚΧκ , εφόσον δεν έχει κολόβωμα. Όμως, επειδή αποκτά κόρη
με κολόβωμα έχει σίγουρα γονότυπο ΧΚΧκ.
Από το συγκεκριμένο ζευγάρι φυσιολογικά δεν θα μπορούσε να γεννηθεί κορίτσι με
κολόβωμα της ίριδας, γιατί θα είχε γονότυπο ΧκΧκ. Από τον πατέρα όμως θα είχε
πάρει το ΧΚ. Άρα ο σύζυγος έχει δίκιο (θα μπορούσαν να είχαν αποκτήσει αγόρι με
κολόβωμα ίριδας).
79. Η γυναίκα: ΧδΧδ (το ότι ο αδελφός της έχει φυσιολογική όραση δε σχετίζεται με το
γονότυπό της. Απλά η μητέρα τους θα ήταν ετερόζυγη). Ο σύζυγος: ΧΔΥ (το ότι ο
πατέρας του είναι δαλτονικός, δεν επηρεάζει το γονότυπό του – από αυτόν πήρε το Υ
φυλετικό χρωμόσωμα). Άρα τα κορίτσια που αποκτούν θα είναι φυσιολογικά
(ετερόζυγα). Κίνδυνος υπάρχει αν αποκτήσουν αγόρι γιατί θα είναι σίγουρα
δαλτονικό. Ο πατέρας της συζύγου είναι ΧδΥ αφού η γυναίκα είναι ομόζυγη.
81. Εφόσον στα θηλυκά άτομα εμφανίζονται συνολικά περισσότερα διαφορετικά είδη
φαινοτύπων από ό,τι στα αρσενικά, συμπεραίνουμε ότι το χρώμα του τριχώματος στις
γάτες καθορίζεται από φυλοσύνδετη γονιδιακή θέση. Εφόσον εμφανίζονται και
θηλυκά άτομα που διαθέτουν και πορτοκαλί-μαύρο χρώμα τριχώματος συμπεραίνουμε
ότι τα αλληλόμορφα για το χρώμα τριχώματος έχουν σχέση συνεπικράτειας.
Συμβολίζουμε: ΧΑ1 το αλληλόμορφο που καθορίζει το πορτοκαλί χρώμα τριχώματος
ΧΑ2 το αλληλόμορφο που καθορίζει το μαύρο χρώμα τριχώματος.
Το ετερόζυγο θηλυκό άτομο ΧΑ1ΧΑ2 είναι πορτοκαλί-μαύρο. Η διασταύρωση είναι:
82. α) Εφόσον οι αρσενικοί απόγονοι είναι μισοί συγκριτικά με τους θηλυκούς απόγονους
μπορούμε να υποθέσουμε την παρουσία ενός φυλοσύνδετου θνησιγόνου γονιδίου.
Ο γονότυπος ΧΑΧα οδηγεί στην εμφάνιση κοντών σμηρίγγων ενώ οι γονότυποι ΧΑΧΑ
και ΧΑΥ καθορίζουν την εμφάνιση φυσιολογικού φαινότυπου.
Η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: Ρ: ΧΑΧα (x) ΧΑΥ
γαμέτες: ΧΑ, Χα // ΧΑ, Υ
F1: 1ΧΑΧΑ : 1ΧΑΥ : 1ΧΑΧα : 1ΧαΥ
δεν επιβιώνει
β) Η διασταύρωση μεταξύ των γονέων στην περίπτωση αυτή είναι:
Ρ: ΧΑΧΑ (x) ΧΑΥ
γαμέτες: ΧΑ // ΧΑ, Υ
F1: 1ΧΑΧΑ : 1ΧΑΥ
Μόνο φυσιολογικοί απόγονοι θα προκύψουν.
41
83. Όλες οι πιθανές διασταυρώσεις μονοϋβριδισμού αυτοσωμικού γονιδίου, όταν μεταξύ 2
αλληλόμορφων γονιδίων υπάρχει η σχέση επικρατούς-υπολειπομένου (Α: επικρατές,
α: υπολειπόμενο):
I) Διασταύρωση: ΑΑ (x) ΑΑ
Γαμέτες: Α // Α
Γονοτυπική αναλογία F1 θυγατρικής γενεάς: 100% ΑΑ
Φαινοτυπική αναλογία F1 θυγατρικής γενεάς: όλα (100%) [Α]
V) Διασταύρωση: Αα (x) ΑΑ
Γαμέτες: Α,α // Α
Γονοτυπική αναλογία F1: 1 ΑΑ : 1Αα
Φαινοτυπική αναλογία F1: όλα (100%) [Α]
42
IV) Διασταύρωση: ΧαΥ (x) XΑXΑ
Γαμέτες: Χα, Υ // XΑ
Γονοτυπική αναλογία F1: 1 ΧΑΧα: 1ΧΑΥ
Φαινοτυπική αναλογία F1: 100% [Α]
85. Εφόσον από το γάμο των δύο φυσιολογικών ατόμων προκύπτει αγόρι αιμορροφιλικό,
συμπεραίνουμε πως η σύζυγος είναι ετερόζυγη για τα αλληλόμορφα που καθορίζουν
την παραγωγή του παράγοντα VIII (και κατά συνέπεια και την πήξη του αίματος).
Έστω, ΧΔ: το επικρατές φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για τη φυσιολογική πήξη του
αίματος
Χδ: το υπολειπόμενο φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για την αιμορροφιλία Α.
Εφόσον από το γάμο των δύο ατόμων προκύπτει απόγονος με ομάδα αίματος B,
συμπεραίνο υμε πως η γυναίκα έχει γο νό τυπο ΙΑi. Ο γονότυπος του συζύγου της ως
προς την ομάδα αίματος (σύμφωνα με το σύστημα ΑΒΟ) είναι ή ΙΒi ή IΒIΒ. Έτσι, για
το γάμο μεταξύ των δύο ατόμων διακρίνουμε δύο περιπτώσεις:
1η περίπτωση:
P: ΙΒiΧΔΥ (x) ΙΑiΧΔΧδ
Γαμ: Ι Χ , iΧ , Ι Υ, iΥ // ΙΑΧΔ, ΙΑΧδ, iΧΔ, iΧδ
Β Δ Δ Β
Μετά την ανάπτυξη στο τετράγωνο του Punett οι γονότυποι που προκύπτουν είναι:
F1: ΙΑΙΒΧΔΧΔ, ΙΑIBΧΔΧδ, ΙΑiΧΔΧΔ, ΙΑiΧΔΧδ, ΙΑΙΒΧΔΥ, ΙΑIBΧδΥ, ΙΑiΧΔΥ, ΙΑiΧδΥ
ΙΒi ΧΔΧΔ, IBiΧΔΧδ, iiΧΔΧΔ, iiΧΔΧδ, ΙΒiΧΔΥ, IBiΧδΥ, iiΧΔΥ, iiΧδΥ
Η ζητούμενη πιθανότητα είναι ίση με 1/16 (6,25%).
43
2η περίπτωση:
P: ΙΒΙΒΧΔΥ (x) ΙΑiΧΔΧδ
Γαμ: Ι Χ , Ι Υ // ΙΑΧΔ, ΙΑΧδ, iΧΔ, iΧδ
Β Δ Β
Μετά την ανάπτυξη στο τετράγωνο του Punett οι γονότυποι που προκύπτουν είναι:
F1: ΙΑΙΒΧΔΧΔ, ΙΑIBΧΔΧδ, ΙΒiΧΔΧΔ, ΙΒiΧΔΧδ, ΙΑΙΒΧΔΥ, ΙΑIBΧδΥ, ΙΒiΧΔΥ, ΙΒiΧδΥ
Η ζητούμενη πιθανότητα είναι ίση με 0.
♀ ♂
Φ.Α.: κόκκινα μάτια, μακριές πτέρυγες 3 3
-//- -//- , κοντές -//- 1 1
λευκά -//- , μακριές -//- 3 3
-//- -//- , κοντές -//- 1 1
44
Συνολικά στην F2 η Φ.Α. θα είναι (πρέπει να εξασφαλιστεί ότι όλες οι διασταυρώσεις
δίνουν το ίδιο πλήθος απογόνων, έστω 16):
45
Σημ.: Παίρνουμε την πιθανότητα να είναι ετερόζυγοι, γιατί στην περίπτωση που ήταν
ομόζυγοι φυσιολογικοί οι γονείς δε θα αποκτούσαν παιδί με την ασθένεια.
3. Γονείς: Αα (x) Αα
γαμ.: Α,α, // Α,α
απόγονοι: ΑΑ, Αα, Αα, αα
3
πιθανότητα ένα παιδί να έχει γονότυπο Α_:
4
Άρα για να έχουν και τα 4 παιδιά γονότυπο Α_, η πιθανότητα είναι
3 3 3 3 3 4 81
x x x = = .
4 4 4 4 4 256
5. Σύντομη λύση:
κανον. 1
= ⇒ θνησιγόνο όπου: Α → ατροφικά ΑΑ πεθαίνουν
ατροφ. 2
Ρ: Αα (x) Αα α → κανονικά Αα ατροφικά
Α>α αα κανονικά
μακρύ 3
= ⇒ Ρ: Μμ (x) Μμ
κοντό 1
όπου Μ → μακρύ, μ → κοντό.
46
4
Άρα το ποσοστό των ατόμων με ενδιάμεσες και φαιές τρίχες είναι =25% (στο
16
4
σύνολο των ζυγωτών) ή = 33,3% (στα άτομα που επέζησαν).
12
Σημ.: Μπορούμε να υπολογίσουμε την παραπάνω αναλογία, χωρίς το τετράγωνο του
1
Ρunnett: πιθανότητα να έχουν ενδιάμεσες τρίχες: και πιθανότητα να έχουν φαιές
2
2 1
τρίχες: . Άρα συνολικά: = 33,33 % .
3 3
7. Κάθε διασταύρωση διυβριδισμού, όταν ισχύει ο 2ος νόμος του Μέντελ, μπορεί να
αντιμετωπιστεί σαν συνδυασμός δύο ανεξάρτητων μονοϋβριδισμών, όπου η
φαινοτυπική αναλογία (ή γονοτυπική) του διυβριδισμού, προκύπτει από τον
ανεξάρτητο συνδυασμό των φαινότυπων (ή γονότυπων) του κάθε μονοϋβριδισμού.
Η φαινοτυπική αναλογία 1:1:1:1 στους απογόνους μίας διασταύρωσης διυβριδισμού,
μπορεί να προκύψει από τη μελέτη 2 χαρακτηριστικών όπου η φαινοτυπική αναλογία
των απογόνων στην 1η ιδιότητα (χαρακτηριστικό) είναι 1:1, ενώ στην άλλη ιδιότητα
1:1.
Η φαινοτυπική αναλογία 1:1 στους απογόνους μίας διασταύρωσης
μονοϋβριδισμού, μπορεί να προκύψει σε διάφορες περιπτώσεις:
ι) όταν η σχέση των δύο αλληλόμορφων γονιδίων είναι επικρατούς-υπολειπομένου,
τα γονίδια αυτοσωμικά, τότε ο ένας γονέας είναι ετερόζυγος και ο άλλος ομόζυγος
στο υπολειπόμενο, δηλαδή η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι Ββ (x) ββ,
ιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση ατελώς επικρατών ή συνεπικρατών, τα
γονίδια αυτοσωμικά, οπότε η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: Β1Β2 (x) Β1Β1 ή
Β1Β2 (x) Β2Β2,
ιιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση επικρατούς-υπολειπομένου και είναι
φυλοσύνδετα, οπότε η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: ΧΑΥ (x) ΧαΧα.
Η φαινοτυπική αναλογία 1:1 στους απογόνους μιας διασταύρωσης
μονοϋβριδισμού, μπορεί να προκύψει όπως αναφέρθηκε παραπάνω, με τη διαφορά ότι
όταν την μελετούμε στα πλαίσια του διυβριδισμού θα πρέπει το υπεύθυνο γονίδιο να
βρίσκεται σε άλλο χρωμόσωμα σε σχέση με αυτό που βρίσκονται τα αλληλόμορφα
γονίδια για την 1η ιδιότητα.
Επιλέγουμε την 1η περίπτωση για κάθε ιδιότητα και επαληθεύουμε τις αναλογίες
των απογόνων του διυβριδισμού συνδυάζοντας τους μονοϋβριδισμούς:
1η ιδιότητα P: Αα (x) αα
γαμέτες: ½ Α, ½ α // α
F1: ½ Αα, ½ αα Γ.Α. 1Αα:1αα
Φ.Α.: 1 με φαινότυπο (Α): 1 με φαινότυπο (α)
2η ιδιότητα P: Ββ (x) ββ
γαμέτες: ½ Β, ½ β // β
F1: ½ Ββ, ½ ββ Γ.Α. 1Ββ:1ββ
Φ.Α.: 1 με φαινότυπο (Β): 1 με φαινότυπο (β)
½ Ββ ½ (Β)
½Αα ½ ββ ½ (Α) ½ (β)
½ Ββ ½ (Β)
½αα ½ ββ ½ (α) ½ (β)
Πιθανότητα εμφάνισης γονοτύπων: Πιθανότητα εμφάνισης φαινότυπων:
¼ ΑαΒβ, ¼ Ααββ, ¼ ααΒβ, ¼ ααββ ¼ (Α)(Β), ¼ (Α)(β), ¼ (α)(Β), ¼ (α)(β)
Γ.Α: 1:1:1:1 Φ.Α: 1:1:1:1
47
8. H φαινοτυπική αναλογία 1:1 στους απογόνους μίας διασταύρωσης διυβριδισμού,
μπορεί να προκύψει από τη μελέτη 2 χαρακτηριστικών όπου η φαινοτυπική αναλογία
των απογόνων στην 1η ιδιότητα (χαρακτηριστικό) είναι 1:1, ενώ στην άλλη ιδιότητα
όλοι οι απόγονοι έχουν τον ίδιο φαινότυπο.
Η φαινοτυπική αναλογία 1:1 στους απογόνους μίας διασταύρωσης
μονοϋβριδισμού, μπορεί να προκύψει σε διάφορες περιπτώσεις:
ι) όταν η σχέση των δύο αλληλόμορφων γονιδίων είναι επικρατούς-υπολειπομένου,
τα γονίδια αυτοσωμικά, οπότε η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: Ββ (x) ββ,
ιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση ατελώς επικρατών ή συνεπικρατών, τα
γονίδια αυτοσωμικά, οπότε και η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: Β1Β2 (x)
Β1Β1 ή Β1Β2 (x) Β2Β2,
ιιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση επικρατούς-υπολειπομένου και είναι
φυλοσύνδετα, οπότε η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: ΧΑΥ (x) ΧαΧα.
Όλοι οι απόγονοι μιας διασταύρωσης μονοϋβριδισμού, έχουν τον ίδιο
φαινότυπο όταν:
ι) η σχέση των δύο αλληλόμορφων αυτοσωμικών γονιδίων είναι επικρατούς-
υπολειπομένου, τα γονίδια αυτοσωμικά, οπότε οι διασταυρώσεις μεταξύ των γονέων
είναι: ΒΒ (x) ΒΒ ή Ββ (x) ΒΒ ή ΒΒ (x) ββ ή ββ (x) ββ,
ιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση ατελώς επικρατών ή συνεπικρατών, τα
γονίδια αυτοσωμικά, οπότε η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: Β1Β1 (x) Β1Β1 ή
Β2Β2 (x) Β2Β2,
ιιι) όταν τα αλληλόμορφα γονίδια έχουν σχέση επικρατούς-υπολειπομένου, είναι
φυλοσύνδετα, οπότε και η διασταύρωση μεταξύ των γονέων είναι: ΧΑΥ (x) ΧΑΧΑ ή
ΧαΥ (x) ΧΑΧΑ.
Επιλέγουμε την 1η περίπτωση για κάθε ιδιότητα και επαληθεύουμε τις αναλογίες
των απογόνων του διυβριδισμού συνδυάζοντας τους μονοϋβριδισμούς:
1η ιδιότητα P: Αα (x) αα
γαμέτες: ½ Α, ½ α // α
F1: ½ Αα, ½ αα Γ.Α. 1Αα:1αα
Φ.Α.: 1 με φαινότυπο (Α): 1 με φαινότυπο (α)
2η ιδιότητα P: ΒΒ (x) ΒΒ
γαμέτες: Β // Β
F1: ΒΒ Γ.Α. όλοι ΒΒ
Φ.Α.: όλοι με φαινότυπο (Β)
1η ιδιότητα P: Αα (x) Αα
γαμέτες: ½ Α, ½ α // ½ Α, ½ α
F1: ¼ ΑΑ, ½ Αα, ¼ αα Γ.Α. 3Αα:1αα
Φ.Α.: 3 με φαινότυπο (Α): 1 με φαινότυπο (α)
48
2η ιδιότητα P: ΒΒ (x) ΒΒ
γαμέτες: Β // Β
F1: ΒΒ Γ.Α. όλοι ΒΒ
Φ.Α.: όλοι με φαινότυπο (Β)
9. Σύντομη λύση:
(A) 93 3
Είναι = = ⇒ Ρ: Αα (x) Aα με Α>α
(α) 30 1
( Β) 80 2
= = ⇒ Ρ: Ββ (x) Bβ με Β>β και Β = θνησιγόνο σε ομοζυγωτία.
(β) 43 1
(Β) 60 2
= = ⇒ Ρ: Ββ (x) Bβ με Β>β και ΒΒ = νεκρά.
(β) 31 1
Και τα 2 (Α, Β) γονίδια είναι θνησιγόνα σε ομόζυγη κατάσταση. Από την F1 όσοι
είχαν ΑΑ-- ή --ΒΒ πέθαιναν.
11. Η φαινοτυπική αναλογία 2:1 στους απογόνους είναι χαρακτηριστική της ύπαρξης
θνησιγόνου γονιδίου. Το γεγονός ότι πεθαίνουν τα αρσενικά και όχι τα θηλυκά άτομα,
δείχνει ότι το θνησιγόνο γονίδιο έχει σχέση με το φύλο (φυλοσύνδετο). (Φυσιολογικά
η αναλογία ♂ / ♀ = 1:1).
Αν Α → φυσιολογικό Ρ: ♀ ΧΑΧα (x) XAY ♂
α → θνησιγόνο
Α>α F1: XAXA, ΧΑΧα, ΧΑΥ, ΧαΥ
Φ.Α.: 2♀ : 1 ♂ : ♂ 1 πεθαίνει
(το ένα φορέας)
2♀: 1♂
49
Ι: ΚκΜμ (x) κκμμ
ΚΜ Κμ κΜ κμ
κμ ΚκΜμ Κκμμ κκΜμ κκμμ
Κμ κμ
κΜ ΚκΜμ κκΜμ
κμ Κκμμ κκμμ
13. Αρχικά η 1η διασταύρωση θα είναι ΒΒΡΡ (x) bbpp (υποχρεωτικά, αφού δε διαθέτουμε
παρά μόνο αυτούς τους 2 πληθυσμούς). Η παραπάνω διασταύρωση δίνει απογόνους
100% BbPp (ετερόζυγοι). Στη συνέχεια διασταυρώνουμε ένα άτομο της F1, με άτομο
ομόζυγο για τα υπολειπόμενα (δηλ. καστανό με κανονικό βάδισμα). Η διασταύρωση
αυτή δίνει:
F1 ανάδρομη: BbPp (x) bbpp
BP Bp bP bp
bp BbPp Bbpp bbPp bbpp
Στα 4 άτομα που προκύπτουν, το ένα (ποσοστό 25%) έχει κανονικό βάδισμα και είναι
ετερόζυγο μαύρο (Bbpp) . Το συγκεκριμένο άτομο είναι σίγουρα ετερόζυγο, γιατί από
τη διασταύρωση αυτή, δεν είναι δυνατό να παραχθεί άλλο άτομο με τον ίδιο
φαινότυπο, αλλά διαφορετικό γονότυπο (π.χ. BBpp). Έτσι, αρκούν 2 διασταυρώσεις.
Σημ.: Αν προχωρούσαμε στη διασταύρωση BbPp (x) BbPp (F1xF1), θα παράγονταν τα
ζητούμενα άτομα, αλλά και άτομα BBpp, δηλ. με ίδιο φαινότυπo αλλά άλλο
γονότυπο. Θα έπρεπε επομένως να πραγματοποιηθεί και μια 3η διασταύρωση
(ελέγχου), για να διαπιστωθεί αν ο μαύρος απόγονος είναι ομόζυγος ή ετερόζυγος
(όπως τον θέλουμε).
14. Επειδή τα φυτά της Ρ που διασταυρώθηκαν είχαν ανθεκτικότητα μόνο στη μία φυλή
του μύκητα (το ένα στην 22 και το άλλο στην 24), αλλά τα άτομα της F1 είναι όλα
ανθεκτικά και στις δύο φυλές, η ανθεκτικότητα είναι επικρατής ιδιότητα και η
ευπάθεια υπολειπόμενη. Επειδή στην F2, η αναλογία των φυτών είναι περίπου 9:3:3:1,
οι δύο ιδιότητες μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά, ανεξάρτητα η μία από την άλλη
(2ος νόμος του Mendel). Άρα έστω: Α → ανθεκτικότητα στη φυλή 22
α → ευπάθεια στη φυλή 22 όπου Α > α
Β → ανθεκτικότητα στη φυλή 24
β → ευπάθεια στη φυλή 24 όπου Β > β
Τα φυτά της Ρ είναι αμιγή γιατί στην F1 προκύπτουν φυτά ομοιόμορφα μεταξύ τους.
50
15. Από την 1η διασταύρωση συμπεραίνουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει τα κοντά
κέρατα επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει τα μεγάλα, γιατί τα άτομα
που διασταυρώθηκαν είχαν κοντά κέρατα, αλλά στους απογόνους εμφανίζονται και
άτομα με μεγάλα κέρατα. Από την τελευταία διασταύρωση, συμπεραίνουμε ότι το
αλληλόμορφο που καθορίζει το μαύρο χρώμα επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου
που καθορίζει το καφέ για αντίστοιχους λόγους (η ίδια διασταύρωση μπορεί να
χρησιμοποιηθεί επίσης για να καταλάβουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει τα
κοντά κέρατα επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει τα μεγάλα). Άρα
έστω:
Κ → κοντά, κ → μεγάλα, Κ > κ
Μ → μαύρο, μ → καφέ, Μ > μ
Ο αρχικός ταύρος έχει γονότυπο Κ_Μ_. Επειδή από την 1η διασταύρωση δίνει
απογόνους με μεγάλα κέρατα (κκ) και από τη 2η δίνει απογόνους με καφέ χρώμα (μμ),
θα διαθέτει και από ένα υπολειπόμενο γονίδιο για τις 2 ιδιότητες, έχει δηλ. γονότυπο
ΚκΜμ. Η 1η αγελάδα έχει γονότυπο ΚκΜΜ επειδή έχει ίδιο φαινότυπο με τον ταύρο,
και δίνει απογόνους με μεγάλα κέρατα, αλλά όλοι με μαύρο χρώμα (επομένως δε
διαθέτει το αλληλόμορφο μ). Η 2η αγελάδα έχει γονότυπο ΚΚ_μ, γιατί όλοι οι
απόγονοί της έχουν κοντά κέρατα (άρα δε διαθέτει το αλληλόμορφο κ), αλλά μερικοί
έχουν καφέ χρώμα (που προϋποθέτει ότι έχει ένα τουλάχιστον μ). Άρα οι πιθανοί
γονότυποι για τη 2η αγελάδα είναι ΚΚΜμ ή ΚΚμμ. Τέλος οι γονείς της τελευταίας
διασταύρωσης είναι ΚκΜμ γιατί εκτός από το ότι έχουν τα επικρατή φαινοτυπικά
χαρακτηριστικά, παράγουν απόγονους με τα υπολειπόμενα και για τις δύο ιδιότητες.
16. Επειδή μερικές διασταυρώσεις silver (x) silver δίνουν απογόνους και silver και
siamese, συμπεραίνουμε ότι ο χαρακτήρας silver επικρατεί στον χαρακτήρα
siamese. Επειδή μερικές διασταυρώσεις full (x) full δίνουν απογόνους full και silver,
συμπεραίνουμε ότι ο χαρακτήρας full επικρατεί στο χαρακτήρα silver. Ομοίως από
την τελευταία αναφορά σε διασταυρώσεις, συμπεραίνουμε ότι ο χαρακτήρας full
επικρατεί στο χαρακτήρα siamese (η περίπτωση ατελούς επικράτειας και
συνεπικράτειας αποκλείεται, γιατί οι διασταυρώσεις που δίνουν δύο διαφορετικούς
φαινότυπους απογόνων γίνονται μόνο όταν οι γονείς έχουν και δύο διαφορετικούς
φαινότυπους). Έχουμε επομένως τρία αλληλόμορφα για τη μελετούμενη ιδιότητα
(πολλαπλά).
Άρα έστω F → full
f → silver
φ → siamese
51
(i) siamese (x) siamese (ii) silver (x) silver
φφ (x) φφ Fφ (x) Fφ
γαμ: φ // φ γαμ: F, φ // F, φ
F1: φφ F1: FF, Fφ, Fφ, φφ
Γ.Α.: όλα φφ Γ.Α.: 1FF: 2Fφ: 1φφ
Φ.Α.: 100% siamese Φ.Α.: 3 silver : 1 siamese
Το ότι προκύπτουν siamese σε μερικές
διασταυρώσεις και όχι σε όλες οφείλεται στο ότι
πρέπει να είναι ετερόζυγοι οι γονείς για να βγουν
και siamese
(iii) full (x) full
γονείς: Fφ (x) fφ
γαμ. F, φ // f, φ
F1: Ff, Fφ, fφ, φφ
Γ.Α.: 1Ff: 1Fφ : 1fφ : 1φφ
Φ.Α.: 2full : 1 silver : 1 siamese
♂ φαιό : 41
κίτρινο : 40 1:1
Άρα γονίδιο φυλοσύνδετο
♀ φαιό : 86
52
κίτρινο : - 100%
19. α) Ελέγχοντας τις φαινοτυπικές αναλογίες ως προς το μήκος των τριχών στα
θηλυκά και στα αρσενικά άτομα, διαπιστώνουμε πως είναι μεγάλο: μεσαίο: μικρό
μήκος πτερύγων = 1:2:1, τόσο ανάμεσα στα θηλυκά άτομα όσο και ανάμεσα στα
αρσενικά. Συνεπώς, η γονιδιακή θέση που καθορίζει το μήκος των πτερύγων στις
δροσόφιλες είναι αυτοσωμική.
β) Οι γονότυποι των δύο γονέων ήταν οι εξής:
P: ♀ M1M2ΧκΧκ (x) M1M2XKY ♂
53
Ρ: Κ1Κ1 (x) Κ2Κ2
Γαμέτες: Κ1 // Κ2
Γονοτυπική αναλογία F1: 100% Κ1Κ2
Φαινοτυπική αναλογία F1: 100% ερυθρόλευκα
5ο είδος: Το χρώμα των ανθέων καθορίζεται από αυτοσωμικό γονίδιο. Για τη σχέση
ανάμεσα στα αλληλόμορφα είναι δεκτές δύο περιπτώσεις:
α) Το αλληλόμορφο για το κόκκινο επικρατεί του αντίστοιχου για το λευκό. Το
άτομο με τα κόκκινα άνθη είναι ετερόζυγο.
Κ: το αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο που καθορίζει το κόκκινο χρώμα
κ: το υπολειπόμενο αυτοσωμικό αλληλόμορφο για το λευκό χρώμα
Ρ: Κκ (x) κκ
Γαμέτες: Κ,κ // κ
Γονοτυπική αναλογία F1: Κκ, κκ
Φαινοτυπική αναλογία F1: 50% κόκκινα, 50% λευκά
21.
α) ΙΙΙ1 (x) ΙΙΙ3 ii (x) ΙΒΙΒ ή ΙΒi Απόγονος με ομάδα αίματος Ο, μπορεί να
αποκτηθεί μόνο όταν ο γονέας με ομάδα αίματος Β είναι ετερόζυγος, και στην
περίπτωση αυτή, η πιθανότητα απόκτησης τέτοιου απογόνου είναι 1/2. Επειδή η
πιθανότητα του γονέα με ομάδα αίματος Β να είναι ετερόζυγος είναι 1/2, η συνολική
πιθανότητα απόκτησης απογόνου με ομάδα αίματος Ο είναι 1/2(x)1/2 = 1/4 .
β) ΙΙΙ1 (x) ΙΙΙ4 ii (x) ΙΑi η πιθανότητα απόκτησης απογόνου με ομάδα αίματος Ο
είναι 1/2.
γ) ΙΙΙ2 (x) ΙΙΙ3 ΙΑi (x ) ΙΒΙΒ ή ΙΒi Απόγονος με ομάδα αίματος Ο, μπορεί να
αποκτηθεί μόνο όταν ο γονέας με ομάδα αίματος Β είναι ετερόζυγος, και τότε στην
περίπτωση αυτή, η πιθανότητα απόκτησης τέτοιου απογόνου είναι 1/4 . Επειδή η
πιθανότητα του γονέα με ομάδα αίματος Β να είναι ετερόζυγος είναι 1/2 , η συνολική
πιθανότητα απόκτησης απογόνου με ομάδα αίματος Ο είναι 1/4(x)1/2 = 1/8.
δ) ΙΙΙ2 (x) ΙΙΙ4 ΙΑi (x) ΙΑi η πιθανότητα απόκτησης απογόνου με ομάδα αίματος
Ο είναι 1/4.
54
22. Έστω Δ→ κηλίδες στο δέρμα και δ → όχι κηλίδες.
Τα γονίδια δεν είναι φυλοσύνδετα, γιατί τότε τα ΙΙ3 Χ ΙΙ4 θα αποκτούσαν ♂ χωρίς
κηλίδες και ♀ με κηλίδες. Άρα τα γονίδια είναι αυτοσωμικά.
α) Το άτομο ΙΙΙ2 έχει γονότυπο Δδ ή ΔΔ γιατί οι γο νείς το υ (ΙΙ1 και ΙΙ2 ) είναι
ετερόζυγοι. Το άτομο ΙΙΙ3 έχει γονότυπο Δδ γιατί έχει κηλίδες αλλά ♀ ο γονέας του
(ΙΙ3) όχι. Άρα η διασταύρωσή τους θα δώσει απόγονους που θα εμφανίζουν κηλίδες
με πιθανότητα 75% αν ο ΙΙΙ2 είναι ετερόζυγος και 100% αν είναι ομόζυγος ΔΔ.[Η
1 2
πιθανότητα να είναι ομόζυγος είναι και η πιθανότητα να είναι ετερόζυγος είναι .
3 3
(Η διασταύρωση των ΙΙ1 και ΙΙ2 δίνει 3 άτομα με κηλίδες και 1 χωρίς. Από τα 3 άτομα
τα 2 είναι ετερόζυγα και το 1 ομόζυγο). Άρα συνολικά η πιθανότητα να προκύψουν
1 4 2 3 5
άτομα με κηλίδες είναι ⋅ + ⋅ = ].
3 4 3 4 6
β) Το άτομο ΙΙΙ5 για τους ίδιους λόγους με το ΙΙΙ3 έχει γονότυπο Δδ. Άρα η ζητούμενη
διασταύρωση θα δώσει απόγονους με κηλίδες με πιθανότητα 75%.
γ) Το άτομο ΙΙΙ5 είναι ετερόζυγο (Δδ) αλλά το ΙΙΙ8 είναι δδ (γιατί δεν εμφανίζει το
χαρακτήρα). Άρα δίνουν απογόνους με κηλίδες με πιθανότητα 50%.
δ) Τα άτομα ΙΙΙ6 και ΙΙΙ7 δεν εμφανίζουν τον επικρατή φαινότυπο, άρα έχουν
γονότυπο δδ. Επομένως η πιθανότητα να δώσουν απογόνους με κηλίδες είναι 0%.
Τα ετερόζυγα άτομα στο γενεαλογικό δένδρο είναι το Ι1 (γιατί αποκτά απόγονο -το
ΙΙ7- χωρίς κηλίδες), τα ΙΙ1, ΙΙ2, ΙΙ4 και ΙΙ5 (για τους ίδιους λόγους), τα ΙΙΙ3 και ΙΙΙ5
(όπως είδαμε παραπάνω). Το άτομο ΙΙΙ2 μπορεί να έχει γονότυπο ΔΔ ή Δδ.
23. α)
β) Εφόσον ο Γιάννης και η Άννα δεν πάσχουν αλλά έχουν παιδί που πάσχει, η ασθένεια
ελέγχεται από υπολειπόμενο γονίδιο. Αν ήταν φυλοσύνδετο, αφ’ ενός θα έπασχε
υποχρεωτικά και ο Γιάννης, αφ’ ετέρου ο Γιάννης δε θα μπορούσε (αφού δεν πάσχει) να
αποκτήσει κόρη με την πάθηση.
γ) Τα άτομα Ι2, Ι3 και ΙΙΙ2 αφού εκδηλώνουν τη νόσο έχουν γονότυπο αα. (Έστω→Α
φυσιολογικό, α → αναιμ ία Fanconi). Τα ΙΙ1 και ΙΙ2 είναι ετερόζυγα γιατί αποκτούν παιδί
που πάσχει. Τα υπόλοιπα άτομα μπορεί να είναι ΑΑ ή Αα.
δ) Η πιθανότητα να γεννηθεί παιδί με τη νόσο είναι 1/4 (από ετερόζυγους γονείς). Για να
είναι αγόρι, πιθανότητα 1/2 . Συνολική πιθανότητα 1/8.
ε) Η Κατερίνα έχει γονότυπο αα. Ο άνδρας της θα είναι Αα ή ΑΑ. Στην 1η περίπτωση, θα
αποκτήσουν παιδί με τη νόσο με πιθανότητα 1/2. Στην 2η περίπτωση αποκλείεται να
αποκτήσουν παιδί με τη νόσο. Ένα από τα αγόρια του Γιάννη θα έχει γονότυπο ΑΑ ή Αα.
Μόνο αν είναι Αα μπορεί να αποκτήσει παιδί με τη νόσο. (Η πιθανότητα να είναι
ετερόζυγος είναι 2/3). Αν παντρευτεί γυναίκα ΑΑ δεν θα αποκτήσει παιδί με τη νόσο. Αν
2
παντρευτεί γυναίκα ετερόζυγη Αα, θα αποκτήσει παιδί με τη νόσο με πιθανότητα
3
1 1
(πιθανότητα να είναι ετερόζυγος) x = .
4 6
55
στ)
Ομάδα Γ΄
(3) Αν Κ → κόκκινα
Λ → λευκά (ατελώς επικρατή) ΚΚ (x) ΛΛ
ΚΛ → ροζ
F1: ΚΛ
100% ροζ
(4) Αν Κ → κόκκινα
Λ → λευκά (συνεπικρατή) ΚΚ (x) ΛΛ
ΚΛ → ασπροκόκκινα
F1: ΚΛ
100% ασπροκόκκινα
28. (α) Οι από γονο ι που θα μο ιάζο υν με τον 1ο γονέα θα έχουν φαινότυπο [ΑΒΓΔΕ]. Η
πιθανότητα οι απόγονοι να έχουν φαινότυπο:
[Α] είναι 1/2
[Β] είναι 3/4
[Γ] είναι 1
[Δ] είναι 1
[Ε] είναι 1/2
56
Η πιθανότητα, λοιπόν, να εμφανίζονται απόγονοι με φαινότυπο [ΑΒΓΔΕ] είναι ίση με
1/2 x 3/4 x 1 x 1 x 1/2 = 3/16.
β) Οι από γονο ι πο υ θα έχο υν γονό τυπο ίδιο με τον 2ο γονέα θα έχουν γονότυπο
ααΒΒΓΓΔΔεε. Η πιθανότητα να έχει ο απόγονος γονότυπο:
αα είναι 1/2
ΒΒ είναι 2/4
ΓΓ είναι 1/2
ΔΔ είναι 1/2
εε είναι 1/2
Άρα, η πιθανότητα να έχει τον ίδιο γονότυπο με τον 2ο γονέα είναι ίση με 1/2 x.2/4 x
1/2 x 1/2 x 1/2 = 1/32.
29. 1η λύση Μ = μοβ και μοβ (x) μπλε μπλε (x) μπλε
μ = μπλε Μμ (x) μμ μμ (x) μμ
Μ>μ γαμ. Μ,μ // μ μ // μ
F1 : Μμ, μμ μμ
1μοβ, 1μπλε 100% μπλε
57
Από την 5η διασταύρωση παρατηρούμε ότι προκύπτουν απόγονοι με κανελί
χρωματισμό. Επειδή ο λευκός γονέας δεν μπορεί να διαθέτει αλληλόμορφο ck (θα έχει
κανελί χρωματισμό), το αλληλόμορφο cκ θα περιέχεται στο μαύρο γονέα. Άρα C>ck.
Συνολικά λοιπόν ισχύει: C>cκ>cd>c.
32. Από την 1η διασταύρωση συμπεραίνουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει το λευκό
είναι επικρατές. Τα αλληλόμορφα είναι αυτοσωμικά, γιατί αν ήταν φυλοσύνδετα, το ♀
της 1ης διασταύρωσης θα αποκτούσε ♂ απογόνους, που θα είχαν αποκλειστικά μαύρο
χρώμα. Η Ρ γενιά είναι ομόζυγοι, επομένως οι απόγονοι στην F1 είναι ετερόζυγοι. Από
τη διασταύρωσή τους προκύπτει:
Λ = λευκό, λ = μαύρο F1x F1: Λλ x Λλ
F2 : ΛΛ, Λλ, Λλ, λλ
1 2
Επομένως ο λευκός απόγονος έχει πιθανότητα να είναι ομόζυγος (ΛΛ) και να
3 3
είναι ετερόζυγος (Λλ) (δεν υπολογίζεται το λλ άτομο, αφού αυτό είναι μαύρο). Άρα η
πιθανότητα να γεννηθεί μαύρος απόγονος από τη διασταύρωση ελέγχου με το μαύρο ♀
2 1 1
γονέα, είναι ⋅ = . (γιατί αν είναι ετερόζυγος έχει 50% πιθανότητα να αποκτήσει
3 2 3
μαύρο απόγονο κατά τη διασταύρωση με το ♀ γονέα).
33. α) Από τη διασταύρωση ΙΙΙ1 (x) ΙΙΙ2 συμπεραίνουμε ότι το σύνδρομο Rieger οφείλεται
σε ένα επικρατές αλληλόμορφο, γιατί τα άτομα που διασταυρώνονται έχουν το
σύνδρομο ενώ ο απόγονος IV2 όχι. Επίσης από την ίδια διασταύρωση προκύπτει ότι ο
υποφυσιακός νανισμός ελέγχεται από υπολειπόμενο αλληλόμορφο, γιατί οι γονείς δεν
έχουν την ασθένεια αλλά το IV1 την κληρονομεί. Το σύνδρομο του Rieger δεν μπορεί
να οφείλεται σε φυλοσύνδετο αλληλόμορφο, γιατί το ♀ άτομο ΙΙ1, ως φυσιολογικό
(έστω ΧrXr), δε θα μπορούσε να αποκτήσει♂ με το σύνδρομο. Ο υποφυσιακός
νανισμός δε μπορεί να οφείλεται σε φυλοσύνδετο αλληλόμορφο, γιατί το ΙΙΙ1 άτομο,
58
αφού είναι φυσιολογικό ♂ (έστω ΧΝΥ), δε μπορεί να αποκτήσει ♀ με την ασθένεια (το
ΙV1). Άρα οι δύο ασθένειες ελέγχονται από αυτοσωμικά γονίδια.
β) Έστω R → σύνδρομο Rieger, r → φυσιολογικό
Ν → φυσιολογικό ύψος, ν → υποφυσιακός νανισμός
Ι1: RrNν γιατί αποκτά παιδί φυσιολογικό ως προς το σύνδρομο και παιδί με
υποφυσιακό νανισμό
Ι2: rrνν γιατί έχει τους υπολειπόμενους φαινότυπους
ΙΙ1: rrΝ_ (rrNN ή rrNν)
ΙΙ2: RrNν γιατί έχει τα επικρατή γνωρίσματα R και Ν αλλά ο ♂ γονέας του έχει τα
υπολειπόμενα
ΙΙ3: rrνν ομοίως με Ι2
ΙΙ4: RrNν: ομοίως με ΙΙ2
ΙΙ5: rrN_ (rrNΝ ή rrNν)
ΙΙΙ1: RrNν γιατί έχει τα γνωρίσματα που καθορίζονται από τα επικρατή αλληλόμορφα
γονίδια για καθεμία από τις δύο διαφορετικές γονιδιακές θέσεις (R και Ν, αντίστοιχα)
αλλά από το ΙΙ1 έχει κληρονομήσει ένα αλληλόμορφο r και επίσης αποκτά απογόνους
χωρίς το σύνδρομο (rr) αλλά με υποφυσιακό νανισμό (νν).
ΙΙΙ2: RrΝν ομοίως με ΙΙΙ1
IV1: R_νν (RRνν ή Rrνν)
IV2: rrΝ_ (rrΝΝ ή rrΝν)
34. Από τη διασταύρωση ατόμων με καφέ σώμα και μεγάλες πτέρυγες με άτομα με κίτρινο
σώμα και κοντές πτέρυγες, στο 25% των διασταυρώσεων προέκυψαν άτομα με καφέ
σώμα και μεγάλες πτέρυγες μόνο. Επομένως συμπεραίνουμε ότι το αλληλόμορφο που
καθορίζει το καφέ επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει το κίτρινο
χρώμα και ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει τις μεγάλες πτέρυγες επικρατεί έναντι
του αλληλομόρφου που καθορίζει τις κοντές.
Άρα Κ→ καφέ Μ→ μεγάλες
κ→ κίτρινο μ→ κοντές
59
Ρ: Κ-Μ- (x) K-M-
και οι απόγονοι αυτοί που παράχθηκαν σε ίσες αναλογίες έδωσαν τις 4 παραπάνω
διασταυρώσεις. Άρα οι γονότυποι στην Ρ ήταν:
Ρ: ΚΚΜΜ (x) ΚκΜμ
ή Ρ: ΚκΜΜ (x) ΚΚΜμ
35. Για να έχει ένας άνδρας δαλτονισμό, χρειάζεται η μητέρα του να διαθέτει το
υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο τουλάχιστον μία φορά και να του το
κληροδοτήσει. (ο πατέρας του δεν έχει σημασία τι φαινότυπο έχει). Από την εκφώνηση
3
συμπεραίνουμε ότι, για να συμβούν αυτές οι προϋποθέσεις, η πιθανότητα είναι
50
(τόσοι είναι οι δαλτονικοί άνδρες). Για να έχει μια γυναίκα δαλτονισμό, χρειάζεται η
μητέρα της να έχει τουλάχιστον μία φορά το γονίδιο και να της το κληροδοτήσει (ως
3
εδώ η πιθανότητα να συμβούν αυτά είναι προφανώς όση και για τον άνδρα, ) και
50
επιπλέον, χρειάζεται να έχει δαλτονικό πατέρα. Η πιθανότητα να συμβαίνει το
3
τελευταίο, είναι (αφού τόσοι είναι οι δαλτονικοί άνδρες). Άρα για να ισχύουν όλες
50
οι παραπάνω προϋποθέσεις και να προκύψει δαλτονική γυναίκα, η πιθανότητα είναι
3 3 9
= (πολλαπλασιάζουμε τις επιμέρους πιθανότητες). Από τα παραπάνω
50 50 2.500
φαίνεται και έμπρακτα, γιατί ένα φυλοσύνδετο υπολειπόμενο γνώρισμα εμφανίζεται
πιο συχνά στα αρσενικά άτομα.
60
καρπού) επικρατεί του άλλου [ουσιαστικά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, η F1 (x)
F1 είναι ίδια διασταύρωση με την Ρ, όσον αφορά τους γονότυπους των ατόμων που
διασταυρώνονται].
Και πάλι, στην F2 η συνολική φαινοτυπική αναλογία: άτομα με πράσινο καρπό: άτομα με
κίτρινο καρπό είναι 1:1, όπως ακριβώς και στην περίπτωση που το χρώμα καρπού
ελέγχεται από αυτοσωμικό γονίδιο.
61
γ) Ομόζυγος απόγονος είναι απόγονος με γονότυπο ΑΑ (1/4) ή αα (1/4). Άρα, η
πιθανότητα να είναι ομόζυγος ένας απόγονος είναι 1/4 + 1/4 = 2/4 = 1/2.
Άρα, 1/2 x 1/2 x 1/2= 1/8
δ) 1/4 x 1/2 x 1/2 = 1/16.
ε) Απόγονος ασθενής από δρεπανοκυτταρική αναιμία: πιθανότητα 1/4.
φυσιολογικός απόγονος (φορέας ή ομόζυγος για το φυσιολογικό): πιθανότητα 3/4.
ασθενής 1/4
ασθενής 1/4
φυσιολογικό: 3/4 φυσιολογικός 3/4
ασθενής 1/4
φυσιολογικό: 3/4
φυσιολογικός 3/4
Ετερόζυγος
φυσιολογικός: Αα 2/4 = 1/2
(φορέας)
Ομόζυγος
Φυσιολογικός: ΑΑ 1/4
αα
αα Αα
αα 1/4 ΑΑ
αα
Αα Αα
ΑΑ
αα
ΑΑ Αα
ΑΑ
62
Αα 1/2: εργαζόμαστε με όμοιο τρόπο με την προηγούμενη περίπτωση (αα).
38.
Για να εμφανιστούν ινδικά χοιρίδια με άσπρο χρώμα τριχώματος θα πρέπει και οι δύο
γονείς να είναι ετερόζυγοι. Ο ένας γονέας, ο ΙΙΙ1 έχει γονότυπο Ββ ενώ ο άλλος
γονέας ΙΙΙ2 είναι ετερόζυγος υπό προϋποθέσεις, δηλαδή εάν ο πατέρας του, ο ΙΙ3, είναι
ετερόζυγος. Η πιθανότητα το άτομο ΙΙ3 να είναι ετερόζυγο είναι 2/3, ενώ τότε η
πιθανότητα να είναι ετερόζυγο το άτομο ΙΙΙ2 είναι 1/2.
Επειδή:
α) η πιθανότητα εμφάνισης απόγονου με φαινότυπο άσπρο χρώμα τριχώματος από
ετερόζυγους γονείς είναι 1/4,
β) η πιθανότητα να είναι ετερόζυγο το άτομο ΙΙΙ2 με φαινότυπο μαύρο χρώμα
τριχώματος είναι ½ όταν και ο αρσενικός γονέας είναι ετερόζυγος.
γ) η πιθανότητα να είναι ετερόζυγο το άτομο ΙΙ3 είναι 2/3,
συμπεραίνουμε πως η συνολική πιθανότητα εμφάνισης απόγονου με άσπρο χρώμα
τριχώματος από τη διασταύρωση ΙΙΙ1 (x) ΙΙΙ2 είναι 1/4 x 1/2 x 2/3r=1/12.
63
5.10 Ασκήσεις από διαγωνίσματα
1.
i) Διασταύρωση με λευκό άνθος και περιεσφιγμένο σχήμα καρπού.
ii) Διασταύρωση με κοντό με ακραία άνθη.
iii) Διασταύρωση με ρυτιδωμένο σχήμα σπέρματος (ανεξαρτήτως χρώματος)
2.
Ο γονότυπος του ετερόζυγου ατόμου είναι ΜμΥυ. Οι πιθανοί γαμέτες που μπορεί να
παράγει το συγκεκριμένο άτομο είναι:
3.
Ι) Α: Λάθος
Β: Λάθος
Γ: Σωστό
Δ: Λάθος
Ε: Λάθος
Στ: Σωστό
Ζ: Λάθος
Η: Λάθος
ΙΙ) Δ, ΙΙΙ) Γ, IV) Δ, V) Α, VI) Δ, VII) Γ
64
4.
i) Το ζητούμενο σχήμα είναι:
ii) Το είδος των γαμετών που θα προκύψουν στο τέλος της δεύτερης μειωτικής διαίρεσης
καθορίζεται από τον τρόπο διάταξης των ζευγών ομολόγων χρωμοσωμάτων μεταξύ τους
κατά την μετάφαση Ι, ο οποίος αποτελεί τυχαίο γεγονός.
5.
Αρχικά, συμβολίζουμε τα αλληλόμορφα γονίδια για κάθε χαρακτήρα ως εξής:
Σ : σφαιρικό σχήμα σ : ωοειδές σχήμα
Κ : κίτρινο χρώμα κ : λευκό χρώμα.
Με βάση τα παραπάνω, το υπό μελέτη φυτό έχει γονότυπο ΚκΣσ.
Έτσι, κατά την αυτογονιμοποίηση του, το φυτό παρήγαγε γυρεόκοκκους (αρσενικοί
γαμέτες – απλοειδή κύτταρα) στους οποίους έγινε τυχαίος συνδυασμός των
αλληλόμορφων γονιδίων κάθε ζεύγους ομόλογων χρωμοσωμάτων, όπως φαίνεται
παρακάτω:
Γονότυπος: ΚκΣσ
Γυρεόκοκκοι: ¼ ΚΣ ¼ Κσ ¼ κΣ ¼ κσ
Φαινοτυπική αναλ: 25% 25% 25% 25%
Κίτρινοι Κίτρινοι Λευκοί Λευκοί
Σφαιρικοί Ωοειδείς Σφαιρικοί Ωοειδείς
6.
i) Εφόσον για τους δύο χαρακτήρες που εξετάζουμε ισχύει ο νό μο ς της ανεξάρτητης
μεταβίβασης των γονιδίων (2ος νόμος Mendel), τα αλληλόμορφα που τους ελέγχουν
βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομολόγων χρωμοσωμάτων. Άρα, τα συνολικά
χρωμοσώματα που καθορίζουν το μήκος και το χρώμα του τριχώματος είναι τέσσερα (ένα
ζεύγος για κάθε χαρακτήρα).
ii) Το διπλά ετερό ζυγο κο υνέλι θα έχει γονό τυπο ΚκΜμ, ενώ το άλλο ζώο θα είναι
ομόζυγο για το χρώμα του τριχώματος, αφού το καφέ τρίχωμα είναι ο υπολειπόμενος
φαινότυπος. Επομένως, ο γονότυπος του δεύτερου ζώου θα είναι Κκμμ.
65
Η διασταύρωση που πραγματοποιήθηκε είναι η ακόλουθη:
Ρ ΚκΜμ x Κκμμ
Γαμέτες ΚΜ Κμ
Κμ κμ
κΜ
κμ
F1:
Γαμέτες ΚΜ Κμ κΜ κμ
iii) Με τον όρο «διασταύρωση ελέγχου» εννοούμε τη διασταύρωση ενός ατόμου άγνωστου
γονότυπου (αναφορικά με το χαρακτήρα που μελετάμε) με ένα άτομο ομόζυγο για το
υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο. Επομένως, τα ζώα της F1 γενιάς που είναι κατάλληλα για
διασταυρώσεις ελέγχου αναφορικά με το μήκος της τρίχας είναι αυτά που είναι ομόζυγα για το
αλληλόμορφο κ (κκ--). Τα ζώα αυτά αντιπροσωπεύουν τα 2/8 = 25% των ατόμων της F1 γενιάς.
iv) Εφόσον ισχύει ο νόμος της ανεξάρτητης μεταβίβασης των γονιδίων, μπορούμε να
μελετήσουμε τον τρόπο κληρονόμησης του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.
66
v) Με τον όρο «διασταύρωση ελέγχου» εννοούμε τη διασταύρωση ενός ατόμου άγνωστου
γονότυπου (αναφορικά με το χαρακτήρα που μελετάμε) με ένα άτομο ομόζυγο για το
υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο. Ένα κουνέλι της F1 γενιάς με κοντό-καφέ τρίχωμα
έχει γονότυπο ΚΚμμ ή Κκμμ. Έτσι, για να διαπιστώσουμε τον ακριβή γονότυπο του, θα το
διασταυρώσουμε με ένα κουνέλι που διαθέτει μακρύ-καφέ τρίχωμα (γονότυπος κκμμ). Οι
πιθανές διασταυρώσεις είναι δύο:
F1 ΚΚμμ x κκμμ
Γαμέτες Κμ κμ
F2: 1 ΚκΜμ (γονοτυπική αναλογία)
1 κοντό-μαύρο (φαινοτυπική αναλογία)
F1 Κκμμ x κκμμ
Γαμέτες Κμ κμ
κμ
F2: 1 ΚκΜμ : 1 κκμμ (γονοτυπική αναλογία)
1 κοντό-μαύρο : 1 μακρύ-μαύρο (φαινοτυπική αναλογία)
Ανάλογα με τη φαινοτυπική αναλογία που θα προκύψει ανάμεσα στα άτομα της F2 γενιάς,
θα διαπιστώσουμε ο γονότυπος του κουνελιού με κοντό-καφέ τρίχωμα.
Αιτιολόγηση όλων των παραπάνω διασταυρώσεων σύμφωνα με τον 1ο και 2ο νόμο του
Mendel.
vi) Τα μαύρα ζώα αντιπροσωπεύουν τα μισά άτομα της F1 γενιάς, δηλαδή είναι τέσσερα.
Από αυτά, κανένα δεν είναι διπλά ο μό ζυγο για το μαύρο χρώμα και το κοντό τρίχωμα.
Επομένως το ποσοστό είναι 0%.
7.
Συμβολισμός αλληλόμορφων για την 1η ιδιότητα «χρώμα μίσχου»
Α επικρατές αλληλόμορφο που ελέγχει το μωβ μίσχο
α υπολειπόμενο αλληλόμορφο που ελέγχει τον πράσινο μίσχο
67
α) Μελετούμε κάθε ιδιότητα ξεχωριστά και βρίσκουμε την αναλογία των φαινοτύπων στους
απογόνους:
1η ιδιότητα:
μωβ μίσχος / πράσινος μίσχος = (221+219)/(68+71) = 440/139 ≅ 3/1
Από την φαινοτυπική αναλογία 3/1 συμπεραίνουμε ότι τα άτομα της Ρ γενιάς είναι ετερόζυγα
με μωβ μίσχο, δηλαδή έχουν γονότυπο Αα.
2η ιδιότητα:
φύλλα με εγκοπές / ομαλά φύλλα = (221+68)/(219+71) = 289/290 ≅ 1/1
Από την φαινοτυπική αναλογία 1/1 (η φαινοτυπική αυτή αναλογία θυμίζει διασταύρωση
ελέγχου!) συμπεραίνουμε ότι το άτομο της Ρ γενιάς που εμφανίζει τον επικρατή χαρακτήρα έχει
τον ετερόζυγο γονότυπο Νν, ενώ σίγουρα το άλλο άτομο είναι ομόζυγο για το υπολειπόμενο,
δηλαδή με γονότυπο νν.
β) 1η ιδιότητα: Εφόσον όλοι οι απόγονοι έχουν μωβ μίσχο, δηλαδή είναι φαινοτυπικά όμοιοι
μεταξύ τους για τον χαρακτήρα αυτό, το άτομο της Ρ γενιάς που εμφανίζει μωβ μίσχο είναι
ομόζυγο, δηλαδή με γονότυπο ΑΑ. Αντίθετα, το άτομο της Ρ γενιάς με τον υπολειπόμενο
φαινότυπο «πράσινος μίσχος» θα έχει γονότυπο αα.
2η ιδιότητα: Τα άτομα της Ρ γενιάς έχουν τον επικρατή φαινότυπο «φύλλα με εγκοπές» και
προκύπτουν απόγονοι με τον υπολειπόμενο φαινότυπο «ομαλά φύλλα». Άρα και τα δύο άτομα
της Ρ γενιάς είναι ετερόζυγα με γονότυπο Νν.
γ) 1η ιδιότητα: Εφόσον προκύπτουν απόγονοι με πράσινο μίσχο, δηλαδή έχουν γονότυπο αα,
σίγουρα κληρονόμησαν ένα αλληλόμορφο α από κάθε γονέα τους. Άρα το άτομο της Ρ γενιάς
πο υ εμφανίζει μωβ μίσχο είναι ετερόζυγο , δηλαδή με γο νό τυπο Αα. Το άλλο άτο μο της Ρ
γενιάς, εφόσον εμφανίζουν τον υπολειπόμενο φαινότυπο, τότε σίγουρα θα έχουν γονότυπο αα.
2η ιδιότητα: Εφόσον όλοι οι απόγονοι έχουν φύλλα με εγκοπές, δηλαδή είναι φαινοτυπικά
όμοιοι μεταξύ τους για τον χαρακτήρα αυτό, το άτομο της Ρ γενιάς που εμφανίζει φύλλα με
εγκοπές είναι ομόζυγο, δηλαδή με γονότυπο ΝΝ. Αντίθετα, το άτομο της Ρ γενιάς με τον
υπολειπόμενο φαινότυπο «ομαλά φύλλα» θα έχει γονότυπο νν.
δ) Μελετούμε κάθε ιδιότητα ξεχωριστά και βρίσκουμε την αναλογία των φαινοτύπων στους
απογόνους:
Από την φαινοτυπική αναλογία 1/1 συμπεραίνουμε ότι τα άτομα της Ρ γενιάς είναι το ένα
ομόζυγο για το υπολειπόμενο αλληλόμοεφο, δηλαδή με γονότυπο αα και το άλλο ετερόζυγο,
δηλαδή με γονότυπο Αα.
68
Από την φαινοτυπική αναλογία 1/1 συμπεραίνουμε ότι το άτομο της Ρ γενιάς που
εμφανίζει τον επικρατή χαρακτήρα έχει τον ετερόζυγο γονότυπο Νν, ενώ σίγουρα το άλλο
άτομο είναι ομόζυγο για το υπολειπόμενο, δηλαδή με γονότυπο νν.
8.
i) Στο μοσχομπίζελο, το ιώδες χρώμα άνθους επικρατεί έναντι του λευκού χρώματος ενώ
τα αξονικά άνθη επικρατούν έναντι των ακραίων. Επιπλέον, στη διασταύρωση
διυβριδισμού που πραγματοποιήθηκε ισχύει η ανεξάρτητη μεταβίβαση των γονιδίων κατά
το σχηματισμό των γαμετών (2ος νόμος του Mendel), αφού οι δύο χαρακτήρες ελέγχονται
από γονίδια που βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομολόγων χρωμοσωμάτων.
Η διασταύρωση που πραγματοποιήθηκε στην Ρ γενιά και η αναλογία των φυτών που
προέκυψαν στην F1 γενιά φαίνονται παρακάτω:
i) Ρ ΑΑ x AA ή ii) Ρ ΑΑ x Aα
69
ii) 1η περίπτωση: Ρ Ιι ΑΑ x ιι ΑΑ
Γαμέτες ΙΑ ιΑ
ιΑ
F1
Γαμέτες ιΑ
ΙΑ Ιι ΑΑ
ιΑ ιι ΑΑ
Γονοτυπική αναλογία: 1 Ιι ΑΑ : 1 ιι ΑΑ
Φαινοτυπική αναλογια: 1 ιώδη αξονικά : 1 λευκά αξονικά
2η περίπτωση: Ρ Ιι ΑΑ x ιι Αα
Γαμέτες ΙΑ ιΑ
ιΑ ια
F1
Γαμέτες ιΑ ια
ΙΑ Ιι ΑΑ Ιι Αα
ιΑ ιι ΑΑ ιι Αα
Γονοτυπική αναλογία: 1 Ιι ΑΑ : 1 Ιι ΑΑ : 1 ιι ΑΑ : 1 ιι Αα
Φαινοτυπική αναλογια: 1 ιώδη αξονικά : 1 λευκά αξονικά
3η περίπτωση: Ρ Ιι Αα x ιι ΑΑ
Γαμέτες ΙΑ ιΑ
ιΑ
Ια
ια
F1
Γαμέτες ιΑ
ΙΑ Ιι ΑΑ
ιΑ ιι ΑΑ
Ια ΙΙ Αα
ια ιι Αα
Γονοτυπική αναλογία: 1 Ιι ΑΑ : 1 ΙΙ Αα : 1 ιι ΑΑ : 1 ιι Αα
Φαινοτυπική αναλογια: 1 ιώδη αξονικά : 1 λευκά αξονικά
iii) Ως διασταύρωση ελέγχου ορίζεται η διασταύρωση ανάμεσα σε ένα άτομο που έχει
άγνωστο γονότυπο και ένα άτομο ομόζυγο για το υπολειπόμενο αλληλόμορφο γονίδιο, με
σκοπό να διαπιστωθεί ο γονότυπος του πρώτου ατόμου.
Όπως προκύπτει από το προηγούμενο ερώτημα, τα φυτά της F1 γενιάς με λευκά, αξονικά
άνθη έχουν έναν από τους ακόλουθους γονοτύπους: ιι ΑΑ ή ιι Αα. Για να βρεθεί επομένως
ο ακριβής γονότυπος ενός λευκού φυτού, θα πραγματοποιηθεί διασταύρωση αυτού με ένα
λευκό φυτό με ακραία άνθη, το οποίο θα έχει οπωσδήποτε γονότυπο ιι αα.
70
Γονοτυπική αναλογία: 1 ιι Αα
Φαινοτυπική αναλογια: 100% λευκά αξονικά
Γονοτυπική αναλογία: 1 ιι Αα : 1 ιι αα
Φαινοτυπική αναλογια: 50% λευκά αξονικά : 50% λευκά ακραία
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις διασταυρώσεων γίνεται αναφορά στον 1ο και 2ο νόμο
του Mendel.
9.
i) Αναφορικά με το μήκος του τριχώματος, εφόσον στην F1 προκύπτουν μόνο άτομα με
κο ντό τρίχωμα από γονείς με κοντό και μακρύ τρίχωμα, συμπεραίνουμε πως το
αλληλόμορφο για το κοντό τρίχωμα είναι επικρατές έναντι του αλληλόμορφου για το
μακρύ τρίχωμα. Επίσης, θα πρέπει ο γονέας με το κοντό τρίχωμα να είναι ομόζυγος για το
χαρακτήρα αυτό. Άρα:
Κ : κοντό τρίχωμα
κ : μακρύ τρίχωμα
Άρα, οι γονότυποι των γονέων ως προς το μήκος του τριχώματος είναι ΚΚ και κκ.
Αναφορικά με το χρώμα του τριχώματος, εφόσον στην F1 προκύπτουν απόγονοι με
αναλογία
Κίτρινο / Κρεμ / Άσπρο = 11 / 19 / 13 = 1 /2 /1 (3 διαφορετικοί φαινότυποι)
αυτό υποδηλώνει την ύπαρξη ατελώς επικρατών αλληλόμορφων γονιδίων που ελέγχουν το
κίτρινο και άσπρο χρώμα, ενώ το κρεμ χρώμα αποτελεί τον ενδιάμεσο φαινότυπο. Οι
γονείς που διασταυρώθηκαν ήταν ετερόζυγοι για το χαρακτήρα αυτό. Άρα:
Α1 : Κίτρινο
Α2 : Άσπρο
Άρα, οι γονότυποι των γονέων ως προς το χρώμα του τριχώματος είναι Α1Α2 και Α1Α2.
Οπότε, συνοψίζοντας έχουμε:
Ρ ΚΚΑ1Α2 x κκΑ1Α2
ii)
Ρ ΚΚΑ1Α2 x κκΑ1Α2
Γαμέτες ΚΑ 1
κΑ1
ΚΑ 2
κΑ2
F1
Γαμέτες ΚΑ1 ΚΑ2
71
iii) Από το τετράγωνο του Punnett παρατηρούμε πως η πιθανότητα να γεννηθεί ζώο
ετερόζυγο για μία γονιδιακή θέση είναι 1/2.
Η πιθανότητα να γεννηθεί αρσενικό ζώο από την παραπάνω διασταύρωση είναι 1/2. Αυτό
εξάλλου προκύπτει και από την παρακάτω διασταύρωση:
Ρ ♀ ΧΧ x ΧΥ ♂
Γαμέτες Χ Χ,Υ
F1
Γαμέτες Χ Υ
Χ ΧΧ ΧΥ
Γονοτυπική αναλογία: 1 ΧΧ : 1 ΧΥ
Φαινοτυπική αναλογια: 1 θηλυκό ζώο : 1 αρσενικό ζώο
iv) Σε καμία φαινοτυπική ομάδα των ατόμων της F1 γενιάς δεν απαιτείται διασταύρωση
ελέγχου. Ως προς το χαρακτήρα «χρώμα τριχώματος» , αφού αυτός ελέγχεται από ατελώς
επικρατή αλληλόμορφα γονίδια, κάθε φαινότυπος αντιστοιχεί σε έναν μόνο γονότυπο.
Επιπλέον, ως προς το χαρακτήρα «μήκος τριχώματος» , όλοι οι πιθανοί απόγονοι των
ατόμων της Ρ γενιάς είναι σίγουρα ετερόζυγοι (Κκ) αφού οι γονείς τους είναι ομόζυγοι για
τα δύο αλληλόμορφα γονίδια (ΚΚ και κκ). Άρα, το ζητούμενο ποσοστό είναι 0%.
10.
α. Ο 2ος νόμος του Mendel ισχύει μόνο όταν τα γονίδια που ελέγχουν τους δύο
μελετούμενους χαρακτήρες βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομόλογων χρωμοσωμάτων.
Επομένως, τα ζεύγη αλληλομόρφων στα οποία βρίσκει εφαρμογή ο παραπάνω νόμος είναι
τα: (Αα και Ββ) , (Αα και Γγ) , (Αα και δδ) , (Ββ και δδ) , (Γγ και δδ).
β. Η φαινοτυπική αναλογία (9:3:3:1) ανάμεσα στους απογόνους μίας διασταύρωσης
διυβριδισμού προκύπτει όταν: (α) διασταυρώνονται γονείς ετερόζυγοι και για τα δύο ζεύγη
αλληλομόρφων (β) όταν τα δύο γονίδια βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη ομόλογων
χρωμοσωμάτων (γ) όταν τα αλληλόμορφα που καθορίζουν κάθε χαρακτήρα έχουν μεταξύ
τους σχέση επικρατούς-υπολειπόμενου.
Βάσει των παραπάνω, προκύπτει ότι απόκλιση από τη φαινοτυπική αναλογία (9:3:3:1) θα
εμφανιστεί για τα ακόλουθα ζεύγη αλληλομόρφων σε διασταυρώσεις διυβριδισμού:
(i) (Αα και δδ) , (Ββ και δδ) , (Γγ και δδ) διότι δεν πληρείται η προϋπόθεση (α)
(ii) (Ββ και Γγ) διότι δεν πληρείται η προϋπόθεση (β)
11.
α. Εφόσον ισχύει ο νόμος της ανεξάρτητης μεταβίβασης των γονιδίων, μπορούμε να
μελετήσουμε τον τρόπο κληρονόμησης του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.
72
πληθυσμών της P γενιάς φέρουν από ένα αλληλόμορφο Μ1 (αλλιώς δε θα προέκυπταν
μπλε απόγονοι στην F1 γενιά) ενώ ο ένας μόνο πληθυσμός διαθέτει το αλληλόμορφο Μ2
(εφόσον προκύπτουν και γκρίζοι απόγονοι). Ο άλλος πληθυσμός είναι ομόζυγος ως προς
το χρώμα του φτερώματος με γονότυπο Μ1Μ1, διότι σε περίπτωση που ήταν ετερόζυγος θα
προέκυπταν ανάμεσα στα πτηνά της F1 γενιάς και παπαγάλοι με άσπρο φτέρωμα.
Οπότε, έχουμε:
α΄ περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Γκρι φτέρωμα) x (Πληθυσμός Β : Μπλε φτέρωμα)
β΄ περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Μπλε φτέρωμα) x (Πληθυσμός Β : Γκρι φτέρωμα)
Εφόσον οι δύο χαρακτήρες συνδυάζονται ανεξάρτητα μεταξύ τους, έχουμε τις ακόλουθες
πιθανές περιπτώσεις φαινοτύπων στην Ρ γενιά:
1η περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Γκρι, λοφίο) (Πληθυσμός Β : Μπλε, χωρίς
λοφίο)
2η περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Γκρι, χωρίς λοφίο) (Πληθυσμός Β : Μπλε, λοφίο)
3η περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Μπλε, χωρίς λοφίο) (Πληθυσμός Β : Γκρι, λοφίο)
4η περίπτωση: (Πληθυσμός Α : Μπλε, λοφίο) (Πληθυσμό ς Β : Γκρι, χωρίς
λοφίο)
73
Γον. αναλογία F2: 4 Μ1Μ2Λλ : 2 Μ1Μ2ΛΛ : 2 Μ1Μ1Λλ : 1 Μ1Μ1ΛΛ :
2 Μ2Μ2Λλ : 1 Μ2Μ2ΛΛ : 2 Μ1Μ2λλ : 1 Μ1Μ1λλ : 1 Μ2Μ2λλ
Φαιν. αναλογία F2: 6 με γκρι φτέρωμα και λοφίο : 3 με μπλε φτέρωμα με λοφίο :
3 με άσπρο φτέρωμα και λοφίο : 2 με γκρι φτέρωμα, χωρίς λοφίο :
1 με μπλε φτέρωμα, χωρίς λοφίο : 1 με άσπρο φτέρωμα, χωρίς
λοφίο
12.
i) H ομάδα αίματος στον άνθρωπο ελέγχεται από τρία πολλαπλά αλληλόμορφα
αυτοσωμικά γονίδια, τα ΙΑ , ΙΒ , i. Εφόσον η κόρη εμφανίζει τον υπολειπόμενο φαινότυπο
(ομάδα αίματος Ο), αυτό σημαίνει πως είναι ομόζυγη για το υπολειπόμενο αλληλόμορφο i,
άρα έχει γονότυπο ii. Επομένως, οι γονείς της έχουν γονοτύπους ΙΑi (ο άντρας) και ΙΒi (η
γυναίκα).
Ως προς το δαλτωνισμό, αυτός κληρονομείται με φυλοσύνδετο υπολειπόμενο τρόπο.
Επομένως, η κόρη, η οποία εμφανίζει αυτόν το χαρακτήρα, έχει γονότυπο ΧδΧδ. Αυτό
σημαίνει ότι εφόσον κληρονόμησε το ένα φυλετικό χρωμόσωμα από τον πατέρα της, αυτός
θα έχει γονότυπο ΧδΥ (πάσχει από δαλτωνισμό). Η μητέρα όμως του κοριτσιού έχει
φυσιολογική όραση, γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή έχει γονότυπο ΧΔΧδ. Άρα,
συνοψίζοντας, έχουμε:
Γονότυπος πατέρα: ΙΑi ΧδΥ Γονότυπος μητέρας: ΙΒi ΧΔΧδ Γονότυπος κόρης: ii XδΧδ
Γονοτυπική αναλογία: 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1
Φαινοτυπική αναλογια: 1 ♀ ΑΒ / φυσιολογική όραση : 1 ♀ ΑΒ / δαλτωνισμός
1 ♀ Α / φυσιολογική όραση : 1 ♀ Α / δαλτωνισμός
1 ♀ Β / φυσιολογική όραση : 1 ♀ Β / δαλτωνισμός
1 ♀ Ο / φυσιολογική όραση : 1 ♀ Ο / δαλτωνισμός
1 ♂ ΑΒ / φυσιολογική όραση : 1 ♂ ΑΒ / δαλτωνισμός
1 ♂ Α / φυσιολογική όραση : 1 ♂ Α / δαλτωνισμός
1 ♂ Β / φυσιολογική όραση : 1 ♂ Β / δαλτωνισμός
1 ♂ Ο / φυσιολογική όραση : 1 ♂ Ο / δαλτωνισμός
74
iii) Η διασταύρωση που γίνεται έχει ως εξής:
Ρ ii XδΧδ x ΙΑi ΧδΥ
F1
Γαμέτες ΙΑ Χδ ΙΑ Υ i Χδ iΥ
Από το παραπάνω τετράγωνο του Punnett παρατηρούμε ότι η πιθανότητα που ζητείται
είναι 25% (IAi ΧδΧδ).
iv) Από το παραπάνω τετράγωνο του Punnett παρατηρούμε ότι η πιθανότητα που ζητείται
είναι 50% (IAi ΧδΥ) (θεωρούμε δεδομένο πως έχει γεννηθεί αγόρι, εφόσον αναφέρεται
στην εκφώνηση).
13.
i. Εφόσον ισχύει ο δεύτερος νόμος στην παραπάνω διασταύρωση, το γονίδιο που ελέγχει
το χρώμα των ματιών μεταβιβάζεται στους απογόνους ανεξάρτητα από το γονίδιο που
ελέγχει την ύπαρξη ή όχι των σμηρίγγων. Έτσι, μπορούμε να μελετήσουμε τον τρόπο
κληρονόμησης του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.
75
Σε αυτή την περίπτωση, η διασταύρωση της Ρ γενιάς ήταν η ακόλουθη:
Ρ ♂ ΑΑ x αα ♀
Γαμέτες Α α
F1 Αα
Φαινοτυπική αναλογία F1: 100% άτριχο σώμα
Τα αναμενόμενα αποτελέσματα συμφωνούν με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης μας.
Η περίπτωση όπου το αρσενικό άτομο της Ρ γενιάς είναι ετερόζυγο απορρίπτεται, διότι σε
αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να προκύψουν στην F1 γενιά και άτομα με σμήριγγες, το
οποίο δεν ισχύει.
ii. Όπως αποδείχτηκε στο προηγούμενο ερώτημα, οι γονότυποι των ατόμων της F1 γενιάς
ήταν οι ακόλουθοι: F1 XκΥΑα και 1 ΧΚΧκΑα.
Επομένως, για τις θεωρητικά αναμενόμενες αναλογίες των ατόμων της F2 γενιάς θα
κάνουμε την παρακάτω διασταύρωση:
F1 1 XκΥΑα : 1 ΧΚΧκΑα
Γαμέτες ΧκΑ ΧΚΑ
κ
Χα ΧΚα
ΥΑ ΧκΑ
Υα Χκα
F2:
Γαμέτες ΧΚΑ ΧΚα ΧκΑ Χκα
14.
Εφόσον ισχύει ο δεύτερος νόμος του Mendel, ο τρόπος με τον οποίο μεταβιβάζεται από τη
μία γενιά στην επόμενη το γονίδιο που καθορίζει το χρώμα του σώματος δεν επηρεάζει τον
τρόπο με τον οποίο μεταβιβάζεται το γονίδιο που καθορίζει το μήκος των πτερύγων.
Συνεπώς μπορούμε να μελετήσουμε την κάθε ιδιότητα ξεχωριστά. Εφόσον εμφανίζονται
δύο φαινότυποι στα θηλυκά άτομα και τέσσερις στα αρσενικά, μπορούμε να υποθέσουμε
και την παρουσία κάποιου φυλοσύνδετου γονιδίου.
76
Χρώμα σώματος :
Παρατηρούμε ότι στην F2 όλα τα θηλυκά άτομα εμφάνιζαν καστανό χρώμα σώματος,
ενώ στα αρσενικά άτομα εμφανίζονταν οι φαινότυποι καστανό χρώμα σώματος και
κίτρινο χρώμα σώματος σε αναλογία 1:1. Δηλαδή, όσον αφορά το χρώμα του
σώματος, η φαινοτυπική αναλογία διαφοροποιείται ανάμεσα στα θηλυκά και τα
αρσενικά άτο μα. Άρα, το γονίδιο πο υ καθορίζει το χρώμα το υ σώματο ς στη
δροσόφιλα είναι φυλοσύνδετο.
Επειδή στην F2 εμφανίζο νται αρσενικά άτο μα με κίτρινο χρώμα σώματος και
αρσενικά άτομα με καστανό χρώμα σώματος σε αναλογία 1:1, συμπεραίνουμε πως το
θηλυκό άτομο της F1 (δηλαδή ο ένας εκ των δύο γονέων των ατό μων της F2), είναι
ετερόζυγο για τα αλληλόμορφα που καθορίζουν το χρώμα του σώματος στη
δροσόφιλα. Επίσης, οι μισοί από τους θηλυκούς απογόνους της F2 γενεάς έχουν
κληρονομήσει από τη μητέρα τους το φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για το κίτρινο
χρώμα σώματος, ενώ οι άλλοι μισοί θηλυκοί απόγονοι έχουν κληρονομήσει το
φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για το καστανό χρώμα σώματος. Όμως, όλα τα θηλυκά
άτομα της F2 γενεάς διαθέτουν καστανό χρώμα σώματος. Άρα, το αλληλόμορφο για
το καστανό χρώμα σώματος επικρατεί του αντίστοιχου για το κίτρινο. Έτσι,
συμβολίζουμε:
ΧΚ : το φυλοσύνδετο επικρατές αλληλόμορφο για το καστανό χρώμα σώματος
Χκ : το φυλοσύνδετο υπολειπόμενο αλληλόμορφο για το κίτρινο χρώμα σώματος.
Μήκος πτερύγων:
Όσον αφορά το μήκος των πτερύγων, παρατηρούμε πως στην F2 γενεά εμφανίζονται
οι φαινότυποι μακριές πτέρυγες και κοντές πτέρυγες σε αναλογία 3:1, τόσο ανάμεσα
στους αρσενικούς απογόνους όσο και ανάμεσα στους θηλυκούς απογόνους. Συνεπώς:
α) το υπεύθυνο γονίδιο για το μήκος των πτερύγων στις δροσόφιλες είναι αυτοσωμικό
(άλλωστε εφόσον ισχύει ο 2ος νόμος του Mendel-όπως δηλώνεται στην εκφώνηση- και
η πρώτη ιδιότητα είναι φυλοσύνδετη, το μήκος των πτερύγων θα καθορίζεται από
γονιδιακή θέση η οποία βρίσκεται σε αυτοσωμικό χρωμόσωμα)
β) το αλληλόμορφο για τις μακριές πτέρυγες επικρατεί του αλληλομόρφου για τις
κοντές πτέρυγες, οπότε συμβολίζουμε:
Μ : το αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο για τις μακριές πτέρυγες
μ : το αυτοσωμικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο για τις κοντές πτέρυγες
γ) τα άτομα της F1 που διασταυρώθηκαν μεταξύ τους ήταν και τα δύο ετερόζυγα για
τα αλληλόμορφα που καθορίζουν το μήκος των πτερύγων.
77
Έτσι, η διασταύρωση F1 (x) F1 έχει ως εξής:
Ρ2 : ΜμΧΚΧκ (χ) ΜμΧΚΥ
Γαμέτες : ΜΧ , ΜΧ , μΧ , μΧ // ΜΧ , ΜΥ, μΧΚ, μΥ
Κ κ Κ κ Κ
F2:
ΜΧΚ ΜΥ μΧΚ μΥ
Κ
ΜΧ ΜΜΧΚΧΚ ΜΜΧΚΥ ΜμΧΚΧΚ ΜμΧΚΥ
ΜΧκ ΜΜΧΚΧκ ΜΜΧκΥ ΜμΧΚΧκ ΜμΧκΥ
μΧΚ ΜμΧΚΧΚ ΜμΧΚΥ μμΧΚΧΚ μμΧΚΥ
μΧκ ΜμΧΚΧκ ΜμΧκΥ μμΧΚΧκ μμΧκΥ
Οπότε, για να προκύπτουν στην F1 άτομα με γονότυπους ΜμΧΚΧκ και ΜμΧΚΥ, πρέπει τα
άτομα της αρχικής πατρικής γενεάς (Ρ) να έχουν γονότυπους:
15.
Παρατηρούμε ότι στην F2 γενιά όλα τα θηλυκά άτομα εμφανίζουν κόκκινο χρώμα ματιών,
ενώ στα αρσενικά άτομα εμφανίζουν φαινότυπους κόκκινο χρώμα ματιών και λευκό
χρώμα ματιών σε αναλογία 1 :1 . Δηλαδή, όσο ν αφο ρά το χρώμα ματιών, η φαινο τυπική
αναλογία διαφοροποιείται ανάμεσα στα θηλυκά και τα αρσενικά άτομα. Άρα, το γονίδιο
που καθορίζει το χρώμα ματιών στις πεταλούδες δεν μπορεί να ειναι αυτοσωμικό, άρα
είναι φυλοσύνδετο.
Επειδή στην F2 εμφανίζονται αρσενικά άτομα με κόκκινο χρώμα ματιών και λευκό χρώμα
ματιών σε φαινοτυπική αναλογία 1:1 συμπεραίνουμε πως το θηλυκό άτομο (γονέας) της
F1, είναι ετερόζυγο για τα αλληλόμορφα που καθορίζουν το χρώμα ματιών, άρα θα έχει
γονότυπο ΧΑΧα.
Επειδή ο θηλυκός γονέας είναι ετερόζυγος, οι μισοί θηλυκοί απόγονοι -άτομα της F2 γενιάς
έχουν κληρονομήσει από τη μητέρα τους το φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για το κόκκινο
χρώμα σώματος, ενώ οι άλλοι μισοί θηλυκοί απόγονοι έχουν κληρονομήσει το
φυλοσύνδετο αλληλόμορφο για το λευκό χρώμα σώματος, ενώ έχουν κληρονομήσει το ίδιο
αλληλόμορφο από τον αρσενικό γονέα τους. Εφόσον όλα τα θηλυκά άτομα της F2 γενιάς
διαθέτουν κόκκινο χρώμα σώματος, ο αρσενικός γονέας θα έχει κόκκινο χρώμα το οποίο
είναι το επικρατές αλληλόμορφο (αν ήταν υπολειπόμενο το αλληλόμορφο για το κόκκινο
χρώμα τότε θα εμφανιζόταν και το άσπρο χρώμα ματιών στους θηλυκούς απόγονους).
Άρα, το αλληλόμορφο για το κόκκινο χρώμα ματιών επικρατεί του αντίστοιχου για το
λευκό.
78
Συμβολίζουμε:
ΧΑ : το φυλοσύνδετο επικρατές αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση κόκκινου
χρώματος ματιών
Χα: το φυλοσύνδετο υπολειπόμενο αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση λευκού
χρώματος ματιών
η διασταύρωση που θα πραγματοποιηθεί είναι:
Οπότε, για να προκύπτουν στην F1 άτομα με γονότυπους ΧΑΧα και ΧΑΥ, πρέπει τα
άτομα της αρχικής πατρικής γενεάς (Ρ) να έχουν γονότυπους:
16.
Θεωρώντας ότι ισχύει ο 2ος νόμος Mendel ο ο ποίος αναφέρει ό τι το γονίδιο που
ελέγχει έναν χαρακτήρα (το χρώμα των ματιών) μεταβιβάζεται στους απογόνους
ανεξάρτητα από το γονίδιο που ελέγχει έναν άλλο χαρακτήρα (το σχήμα των φτερών)
τα γονίδια που ελέγχουν τους δύο χαρακτήρες βρίσκονται σε διαφορετικά ζεύγη
ομόλογων χρωμοσωμάτων και έτσι, μπορούμε να μελετήσουμε τον τρόπο
κληρονόμησης του κάθε χαρακτήρα ξεχωριστά.
Αναφορικά με το χρώμα των ματιών: από τη διασταύρωση δροσόφιλας με άσπρα
μάτια με άλλη που εμφάνιζε κόκκινα μάτια, οι απόγονοι στην F1 γενιά εμφανίζουν
διαφορετικούς φαινοτύπους, ανάλογα με το φύλο (♂ : 100% άσπρα μάτια , ♀ : 100%
κόκκινα μάτια). Άρα, το γονίδιο που ελέγχει το χρώμα των ματιών είναι φυλοσύνδετο.
Αναφορικά με το σχήμα των φτερών: από τη διασταύρωση δροσόφιλας με κανονικά
φτερά με άλλη που εμφάνιζε ατροφικά φτερά, όλοι οι απόγονοι στην F1 γενιά
ανεξαρτήτως φύλου εμφανίζουν κανονικά φτερά.. Άρα, το γονίδιο που ελέγχει το
σχήμα των φτερών είναι αυτοσωμικό (δε θα μπορούσε να είναι φυλοσύνδετο,
εξάλλου, εφόσον τα δύο γονίδια πρέπει να βρίσκονται –βάσει 2ου νόμου Mendel- σε
διαφορετικά χρωμοσώματα).
Έστω ότι στην Ρ γενιά, το άτομο με άσπρα μάτια ήταν το θηλυκό και το άτομο με
κόκκινα μάτια ήταν το αρσενικό.
79
Η περίπτωση όπου το αλληλόμορφο γονίδιο για το άσπρο χρώμα είναι επικρατές έναντι
του αλληλομόρφου για το κόκκινο χρώμα απορρίπτεται για τους ακόλουθους λόγους:
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ομόζυγο για το επικρατές αλληλόμορφο, τότε θα
έπρεπε από τη διασταύρωση της Ρ γενιάς να προκύψουν στην F1 γενιά μόνο απόγονοι με
άσπρα μάτια, το οποίο δεν ισχύει.
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ετερόζυγο, τότε θα έπρεπε στην F1 γενιά να
προκύψουν σε αναλογία 1 : 1 : 1 : 1 άτομα και των δύο φύλων που θα εμφάνιζαν και τους
δύο φαινοτύπους, το οποίο δεν ισχύει.
Επιπλέον, η περίπτωση να διαθέτει το αρσενικό άτομο της Ρ γενιάς άσπρα μάτια και το
θηλυκό άτομο κόκκινα μάτια απορρίπτεται για τους ακόλουθους λόγους:
Σε περίπτωση που το κόκκινο ήταν ο επικρατής χαρακτήρας:
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ομόζυγο για το επικρατές αλληλόμορφο, τότε θα
έπρεπε από τη διασταύρωση της Ρ γενιάς να προκύψουν στην F1 γενιά μόνο απόγονοι με
κόκκινα μάτια, το οποίο δεν ισχύει.
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ετερόζυγο, τότε θα έπρεπε στην F1 γενιά να
προκύψουν σε αναλογία 1 : 1 : 1 : 1 άτομα και των δύο φύλων που θα εμφάνιζαν και τους
δύο φαινοτύπους, το οποίο δεν ισχύει.
Σε περίπτωση που το άσπρο ήταν ο επικρατής χαρακτήρας:
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ομόζυγο για το υπολειπόμενο αλληλόμορφο, τότε θα
έπρεπε από τη διασταύρωση της Ρ γενιάς να προκύψουν στην F1 γενιά όλα τα αρσενικά με
κόκκινα μάτια και όλα τα θηλυκά με άσπρα μάτια, το οποίο δεν ισχύει..
Ρ ♂ μμ x ΜΜ ♀
Γαμέτες μ Μ
F1 1 Μμ
Η περίπτωση όπου το θηλυκό άτομο της Ρ γενιάς είναι ετερόζυγο απορρίπτεται, διότι σε
αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να προκύψουν στην F1 γενιά και άτομα με ατροφικά φτερά,
το οποίο δεν ισχύει.
Ρ ΧΑΥμμ x ΧαΧαΜΜ
Ρ ΧΑΥμμ x ΧαΧαΜΜ
Α
Γαμέτες Χ μ ΧαΜ
ΥΜ
F1 1 XαΥΜμ : 1 ΧΑΧαΜμ
80
Επομένως, για τις αναμενόμενες φαινοτυπικές αναλογίες των ατόμων της F2 γενιάς θα
κάνουμε την παρακάτω διασταύρωση:
F1 XαΥΜμ x ΧΑΧαΜμ
Γαμέτες ΧαΜ ΧΑΜ
Χαμ ΧΑμ
ΥΜ ΧαΜ
Υμ Χαμ
F2:
Γαμέτες ΧΑΜ ΧΑμ ΧαΜ Χαμ
17.
α. Όσον αφορά τις ομάδες αίματος σύμφωνα με το σύστημα ABO υπάρχουν τρία
πολλαπλά αλληλόμορφα αυτοσωμικά γονίδια, τα ΙΑ, ΙΒ που είναι μεταξύ τους
συνεπικρατή και το i που είναι υπολειπόμενο έναντι των ΙΑ και ΙΒ.
Οι πιθανοί (θεωρητικά) γονότυποι της Κάτιας είναι ΙΑ ΙΑ ή ΙΑi.
Ο πατέρας της Κάτιας έχει ομάδα αίματος Β άρα ο γονότυπός του θα είναι είτε ΙΒ ΙΒ
είτε ΙΒi. Αφού όμως η Κάτια έχει ομάδα αίματος Α, ο πατέρας της θα έχει γονότυπο
ΙΒi. (Αν ήταν ομόζυγος, τότε θα μεταβιβαζόταν αναγκαστικά το αλληλόμορφο ΙΒ σε
κάθε απόγονό του, άρα και στην Κάτια).
Επομένως, οι γονότυποι των ατόμων σχετικά με τις ομάδες αίματος σύμφωνα είναι με
το σύστημα ABO είναι:
Άτομα Γονότυπος
Κάτια ΙΑi
Γιάννης* ΙΒi
Πατέρας Κάτιας ΙΒi
Μητέρα Κάτιας ΙΑ ΙΑ ή ΙΑi
Παιδί ΙΑi
*Ο Γιάννης αποκλείεται να είναι ομόζυγος για το ΙΒ, γιατί αν ήταν, κάθε απόγονός του
θα έφερε το αλληλόμορφο ΙΒ. Το παιδί όμως έχει ομάδα αίματος Α.
Όσον αφορά τη μεταβολική ασθένεια. Εφόσον από την Κάτια και το Γιάννη, μόνο το
♀ άτομο είναι φορέας, μπορούμε να καταλάβουμε ότι πρόκειται για υπολειπόμενο
81
αλληλόμορφο φυλοσύνδετης γονιδιακής θέσης. Αν ήταν αυτοσωμικό, η ασθένεια θα
εμφανιζόταν μόνο στην περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι φορείς.
Άρα συμβολίζουμε:
ΧΔ: φυσιολογικό αλληλόμορφο
Χδ: παθολογικό μεταλλαγμένο αλληλόμορφο
Άτομα Γονότυπος
Κάτια ΧΔΧδ
Γιάννης ΧΔΥ
Πατέρας Κάτιας ΧΔΥ
Μητέρα Κάτιας* ΧΔΧδ
Παιδί ΧδΥ
*Η μητέρα της Κάτιας έχει γονότυπο ΧΔΧδ, αφού κληροδότησε το Χδ στην Κάτια.
Για κάθε αυτοσωμική γονιδιακή θέση υπάρχουν ζεύγη αλληλομόρφων γονιδίων, το ένα
πατρικής και το άλλο μητρικής προέλευσης.
Για κάθε φυλοσύνδετη γονιδιακή θέση, ένα αρσενικό άτομο διαθέτει ένα αλληλόμορφο
μητρικής προέλευσης ενώ κάθε θηλυκό άτομο ένα ζεύγος αλληλομόρφων εκ των οποίων
το ένα γονίδιο είναι μητρικής προέλευσης και το άλλο πατρικής.
Άτομα Γονότυπος
Κάτια ΙΑi ΧΔΧδ
Γιάννης ΙΒi ΧΔΥ
Πατέρας Κάτιας ΙΒi ΧΔΥ
Μητέρα Κάτιας ΙΑΙΑ ΧΔΧδ ή ΙΑi ΧΔΧδ
Παιδί ΙΑi ΧδΥ
Γονοτυπική αναλογία: 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1 : 1
Φαινοτυπική αναλογια: 2 ♀ ΑΒ / φυσιολογικό
2 ♀ Α / φυσιολογικό
2 ♀ Β / φυσιολογικό
2 ♀ Ο / φυσιολογικό
1 ♂ ΑΒ / φυσιολογικό : 1 ♂ ΑΒ / ασθενές
1 ♂ Α / φυσιολογικό : 1 ♂ Α / ασθενές
1 ♂ Β / φυσιολογικό : 1 ♂ Β / ασθενές
82
1 ♂ Ο / φυσιολογικό : 1 ♂ Ο / ασθενές
Ισχύει ο δεύτερος νόμος του Mendel διότι τα αλληλόμορφα για την ομάδα αίματος
είναι αυτοσωμικής γονιδιακής θέσης ενώ τα αλληλόμορφα που είναι υπεύθυνα για την
ασθένεια είναι φυλοσύνδετα.
18.
Εφόσον το λευκό φυτό είναι αμιγές άτομο-άρα ομόζυγο-και ο φαινότυπος του δεν
εμφανίζεται στους απογόνους το υπεύθυνο αλληλόμορφο δεν είναι επικρατές.
Το μωβ φυτό είναι σίγουρα ετερόζυγο, διότι σε διασταύρωση με ομόζυγο φυτό
εμφανίζονται δυο φαινότυποι στους απογόνους.
Η εμφάνιση 2 φαινότυπων στους απόγονους που διαφέρουν από τους φαινότυπους
των γονέων, φανερώνει ότι ο φαινότυπος μωβ είναι αποτέλεσμα της ετερόζυγης
κατάστασης δυο ατελώς επικρατών αλληλομόρφων (και όχι ενός επικρατούς
αλληλομόρφου που καθορίζει το μωβ).
Συμβολίζουμε:
Α1 : το ατελώς επικρατές αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση
κόκκινου χρώματος
Α2 : το ατελώς επικρατές αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση
μπλέ χρώματος
α: το υπολειπόμενο αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση λευκού
χρώματος
Γονείς: P: Α1Α2 (x) αα
γαμέτες Α1 , Α2 α
F1 Α1 α , Α2α
1Α1α : 1Α2α (γονοτυπική αναλογία)
50% άτομα με κόκκινο χρώμα
50% άτομα με λευκό χρώμα (φαινοτυπική αναλογία)
19.
α. Εφόσον τα γονίδια που ελέγχουν τους δύο χαρακτήρες βρίσκονται σε διαφορετικά
ζεύγη ομόλογων χρωμοσωμάτων, ισχύει ο 2ος νόμος Mendel ο οποίος αναφέρει ότι το
γονίδιο που ελέγχει έναν χαρακτήρα (το χρώμα των ματιών) μεταβιβάζεται στους
απογόνους ανεξάρτητα από το γονίδιο που ελέγχει έναν άλλο χαρακτήρα (το μήκος
των κεραιών). Έτσι, μπορούμε να μελετήσουμε τον τρόπο κληρονόμησης του κάθε
χαρακτήρα ξεχωριστά.
83
Η διασταύρωση της Ρ γενιάς ήταν η ακόλουθη:
Ρ ΧΑΥ x ΧαΧα
Α
Γαμέτες Χ Χα
Υ
F1 1 XαΥ : 1 ΧΑΧα
Φαινοτυπική αναλογία F1: 1 ♂ άσπρα μάτια : 1 ♀ κόκκινα μάτια
Τα παραπάνω αποτελέσματα συμφωνούν με τα δεδομένα της άσκησης.
Η περίπτωση όπου το αλληλόμορφο γονίδιο για το άσπρο χρώμα είναι επικρατές έναντι
του αλληλομόρφου για το κόκκινο χρώμα απορρίπτεται για τους ακόλουθους λόγους:
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ομόζυγο για το επικρατές αλληλόμορφο, τότε θα
έπρεπε από τη διασταύρωση της Ρ γενιάς να προκύψουν στην F1 γενιά μόνο απόγονοι με
άσπρα μάτια, το οποίο δεν ισχύει.
• Αν το θηλυκό της Ρ γενιάς ήταν ετερόζυγο, τότε θα έπρεπε στην F1 γενιά να
προκύψουν σε αναλογία 1 : 1 : 1 : 1 άτομα και των δύο φύλων που θα εμφάνιζαν και τους
δύο φαινοτύπους, το οποίο δεν ισχύει.
Ρ ♂ ΜΜ x μμ ♀
Γαμέτες Μ μ
F1 1 Μμ
Η περίπτωση όπου το αρσενικό άτομο της Ρ γενιάς είναι ετερόζυγο απορρίπτεται, διότι σε
αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να προκύψουν στην F1 γενιά και άτομα με μεγάλες κεραίες,
το οποίο δεν ισχύει.
Ρ ΧΑΥΜΜ x ΧαΧαμμ
Ρ ΧΑΥΜΜ x ΧαΧαμμ
Α
Γαμέτες Χ Μ Χαμ
ΥΜ
F1 1 XαΥΜμ : 1 ΧΑΧαΜμ
Επομένως, για τις αναμενόμενες φαινοτυπικές αναλογίες των ατόμων της F2 γενιάς θα
κάνουμε την παρακάτω διασταύρωση:
84
F1 XαΥΜμ x ΧΑΧαΜμ
Γαμέτες ΧαΜ ΧΑΜ
Χαμ ΧΑμ
ΥΜ ΧαΜ
Υμ Χαμ
F2:
Γαμέτες ΧΑΜ ΧΑμ ΧαΜ Χαμ
20.
Το γενεαλογικό δένδρο Δ.
Η κληρονόμηση ενός επικρατούς φυλοσύνδετου γνωρίσματος αποκλείεται:
* στα γενεαλογικά δένδρα Α και Β διότι απόγονος που εμφανίζει το γνώρισμα θα είχε
οπωσδήποτε γονέα που εμφανίζει το γνώρισμα.
* στα γενεαλογικό δένδρο Γ διότι αρσενικός γονέας που εμφανίζει το γνώρισμα θα είχε
οπωσδήποτε θηλυκό απόγονο που εμφανίζει το γνώρισμα.
21.
i. Με δεδομένο ότι από υγιείς γονείς (Γιώργος – Μαρία) προέκυψε άτομο ασθενές (Δώρα),
συμπεραίνουμε ότι η συγκεκριμένη μορφή κώφωσης ελέγχεται από υπολειπόμενο
αλληλόμορφο γονίδιο (δε μπορεί να οφείλεται σε επικρατές αλληλόμορφο αφού σε αυτή την
περίπτωση θα έπρεπε ένας τουλάχιστον γονέας της Δώρας να έχει επίσης πρόβλημα ακοής,
δεδομένου ότι θα κληροδοτούσε το επικρατές παθολογικό αλληλόμορφο στην κόρη του).
Επιπλέον, το συγκεκριμένο υπολειπόμενο αλληλόμορφο δε μπορεί να είναι φυλοσύνδετο
διότι τότε η Δώρα θα είχε γονότυπο ΧαΧα (όπου Χα το υπολειπόμενο φυλοσύνδετο
αλληλόμορφο που προκαλεί κώφωση), πράγμα που σημαίνει ότι θα είχε κληρονομήσει το
ένα αλληλόμορφο Χα από τον πατέρα της (Γιώργος) ο οποίος θα είχε αναγκαστικά γονότυπο
ΧαΥ και επομένως θα εμφάνιζε πρόβλημα ακοής, κάτι που δεν ισχύει.
Άρα η συγκεκριμένη μορφή κώφωσης ελέγχεται από αυτοσωμικό υπολειπόμενο
αλληλόμορφο.
85
ii. Συμβολίζουμε με Α: επικρατές αυτοσωμικό αλληλόμορφο για φυσιολογική ακοή
α: υπολειπόμενο αυτοσωμικό αλληλόμορφο για κώφωση
22.
α) Ελέγχοντας το συγκεκριμένο γενεαλογικό δέντρο, μπορούμε να απορρίψουμε την
περίπτωση της φυλοσύνδετης επικρατούς κληρονόμησης. Αυτό συμβαίνει διότι σε αυτή
την περίπτωση, το άτο μο ΙΙ5 θα έπρεπε να έχει γονότυπο ΧΑΥ, εφόσον είναι ασθενής.
Τότε όμως, το αλληλόμορφο ΧΑ πρέπει να προέρχεται από τη μητέρα του (άτομο Ι4),
κάτι το οποίο δεν ισχύει αφού αυτή δεν πάσχει από την ασθένεια. Στο ίδιο συμπέρασμα
καταλήγουμε και αν μελετήσουμε το άτομο ΙΙΙ1 σε συνδυασμό με τη μητέρα του (άτομο
ΙΙ3).
Μπορούμε επίσης να απορρίψουμε την περίπτωση της αυτοσωμικής επικρατούς
κληρονομικότητας, εφόσον στις διασταυρώσεις (Ι3 x I4) και (II2 x II3) παρατηρούμε ότι
άτομα που δεν είναι ασθενή γεννούν παιδιά που φέρουν το χαρακτήρα αυτό.
Στην περίπτωση της φυλοσύνδετης υπολειπόμενης κληρονομικότητας, οι γονότυποι των
ατόμων είναι οι ακόλουθοι:
(Ι4 , ΙΙ1 , ΙΙ3 : ΧΑΧα) (Ι2 : ΧΑΧΑ ή ΧΑΧα) (Ι1 , ΙΙ5 , ΙΙΙ1: ΧαΥ)
Α
(Ι3 , ΙΙ2 , ΙΙ4 : Χ Υ)
Στην περίπτωση της αυτοσωμικής υπολειπόμενης κληρονομικότητας, οι γονότυποι των
ατόμων είναι οι ακόλουθοι:
(Ι3 , Ι4 , ΙΙ1 , ΙΙ2 , ΙΙ3 : Αα) (Ι1 , ΙΙ5 , ΙΙΙ1 : αα) (Ι2 , ΙΙ4 : ΑΑ ή Αα)
86
• Αν το ΙΙ4 είναι ομόζυγο ΑΑ, η διασταύρωση ΙΙ1 x ΙΙ4 είναι η ακόλουθη:
Ρ ΙΙ3 Αα x ΑΑ ΙΙ4
Γαμέτες Α,α Α
F1: 1 Αα : 1 ΑΑ
Η πιθανότητα γέννησης αγοριού που να πάσχει είναι 0.
γ) Κατά τη μελέτη του παραπάνω γενεαλογικού δέντρου βασιστήκαμε στον 1ο νόμο του
Mendel. Εντούτοις, στον άνθρωπο, τον Μεντελικό τύπο κληρονομικότητας ακολουθούν οι
χαρακτήρες που καθορίζονται από αλληλόμορφα ενός μόνο γονιδίου. Επομένως, για να
θεωρηθούν αποδεκτά τα συμπεράσματα σας, θα πρέπει η εν λόγω ασθένεια να αποτελεί
μονογονιδιακό χαρακτήρα.
23.
α) Ελέγχοντας το παραπάνω γενεαλογικό δέντρο, μπορούμε να απορρίψουμε την περίπτωση
της φυλοσύνδετης επικρατούς κληρονόμησης. Αυτό συμβαίνει διότι σε αυτή την περίπτωση,
η γυναίκα Ι1 θα είχε γονότυπο ΧαΧα, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί να δώσει
φυσιολογικά αρσενικό απόγονο με γονότυπο ΧΑΥ (ασθενής – άτομο ΙΙ4).
Στην περίπτωση της φυλοσύνδετης υπολειπόμενης κληρονομικότητας, οι γονότυποι των
ατόμων είναι οι ακόλουθοι:
Ι1 , ΙΙ3 : ΧΑΧα ΙΙ1 , ΙΙΙ1 : ΧαΧα Ι2 , ΙΙ4 : ΧαΥ ΙΙ2 , ΙΙΙ2 : ΧΑΥ
Στην περίπτωση της αυτοσωμικής υπολειπόμενης κληρονομικότητας, οι γονότυποι των
ατόμων είναι οι ακόλουθοι:
Ι1 , ΙΙ2 , ΙΙ3, ΙΙΙ2 : Αα Ι2 , ΙΙ1 , ΙΙ4 , ΙΙΙ1 : αα
Στην περίπτωση της αυτοσωμικής επικρατούς κληρονομικότητας, οι γονότυποι των ατόμων
είναι οι ακόλουθοι:
Ι1 , ΙΙ2 , ΙΙ3, ΙΙΙ2 : αα Ι2 , ΙΙ1 , ΙΙ4 , ΙΙΙ1 : Αα
87
Ρ ΙΙ3 ΧΧ x ΧΥ ΙΙ4
Γαμέτες Χ Χ,Υ
F1
Γαμέτες Χ Υ
Χ ΧΧ ΧΥ
Γονοτυπική αναλογία: 1 ΧΧ : 1 ΧΥ
Φαινοτυπική αναλογια: 1 αγόρι : 1 κορίτσι
Άρα, η συνολική πιθανότητα να προκύψει αγόρι που να πάσχει είναι 1/4 = 25%.
24.
α. Επειδή από γονείς που πάσχουν [Ι1 (x) Ι2] προκύπτουν απόγονοι που δεν πάσχουν (ΙΙ1
και ΙΙ3) συμπεραίνουμε πως το αλληλόμορφο που ευθύνεται για την ασθένεια είναι
επικρατές. Αν η ασθένεια ακολουθούσε φυλοσύνδετο επικρατή τύπο κληρονομικότητας,
τότε το άτομο Ι1 θα είχε γονότυπο XΔY (Δ: το επικρατές αλληλόμορφο που προκαλεί την
ασθένεια) και ο θηλυκός απόγονος ΙΙ3 θα έπρεπε να πάσχει. Όμως, η ΙΙ3 δεν πάσχει.
Συνεπώς, αποκλείεται η περίπτωση του φυλοσύνδετου επικρατούς τύπου
κληρονομικότητας. Άρα, η ασθένεια ακολουθεί αυτοσωμικό επικρατή τύπο
κληρονομικότητας.
β. Εφόσον ισχύουν οι νόμοι του Mendel είναι εφικτό να μελετήσουμε κάθε ιδιότητα
(ασθένεια, ομάδα αίματος) ξεχωριστά. Έστω Δ το αυτοσωμικό επικρατές αλληλόμορφο
που ευθύνεται για την ασθένεια και δ το φυσιολογικό υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
Εφόσον οι γονείς πάσχουν, αλλά αποκτούν και απογόνους που δεν πάσχουν είναι και οι
δύο ετερόζυγοι (Δδ). Οι απόγονοι ΙΙ1 και ΙΙ3 είναι δδ (υγιείς), ενώ η ΙΙ2 που πάσχει μπορεί
να έχει γονότυπο ΔΔ ή Δδ.
Ως προς την ομάδα αίματος:
Το άτομο Ι1 έχει γονότυπο ii.
Εφόσον από τη διασταύρωση του ατόμου Ι1 με τον Ι2 προκύπτει και απόγονος με ομάδα
αίματος Ο (ΙΙ2), το άτομο Ι2 είναι ετερόζυγο ΙΒi.
Το άτομο ΙΙ2 έχει γονότυπο ii αφού η ομάδα αίματός του είναι Ο.
88
Για την ομάδα αίματος των ατόμων Ι1 και Ι3 θα έχουμε:
P: (I1) ii (x) IBi (I2)
Γαμ: i // B
I ,i
F1: IBi, ii
Φ.Α.F1: 1 ομάδα αίματος Β
1 ομάδα αίματος Ο
Άρα, τα άτομα ΙΙ1, ΙΙ3 έχο υν ο μάδα αίματο ς ή Β ή Ο. Συνολικά ο ι γονό τυποι και ο ι
φαινότυποι των ατόμων του γενεαλογικού δέντρου είναι οι εξής:
Ι1: Δδii (πάσχει, ομάδα αίματος Ο)
Ι2: ΔδIBi (πάσχει, ομάδα αίματος B)
II2: ΔΔii ή Δδii (πάσχει, ομάδα αίματος O)
II1, II3: δδIBi ή δδii (δεν πάσχει, ομάδα αίματος Ο ή δεν πάσχει, ομάδα αίματος Β)
γ. Εφόσον η μητέρα της γυναίκας είναι υγιής έχει γονότυπο δδ και η γυναίκα θα είναι
ετερόζυγη Δδ. Ο γονότυπος της γυναίκας ως προς την ομάδα αίματος θα είναι : ΙΑΙΒ.
Διακρίνουμε δύο περιπτώσεις για τη διασταύρωση του ατόμου ΙΙ1 με τη γυναίκα Δδ ΙΑΙΒ.
α΄ περίπτωση:
P: δδii (x) Δδ ΙΑΙΒ
Γαμ: δi // ΔΙ , ΔΙΒ, δΙΑ, δΙΒ
Α
Γνωρίζουμε ότι στον άνθρωπο το φύλο καθορίζεται από τα φυλετικά χρωμοσώματα Χ και
Υ. Ο πατέρας διαθέτει το ζεύγος φυλετικών χρωμοσωμάτων ΧΥ, ενώ η μητέρα το ζεύγος
φυλετικών χρωμοσωμάτων ΧΧ. Για τον καθορισμό του φύλου του παιδιού θα ισχύει:
Ρ: ΧΧ (x) ΧΥ
Γαμέτες: Χ // Χ, Υ
F1: ΧΧ, ΧΥ
Φ.Α.: 1♀ : 1♂
Στην περίπτωση αυτή η πιθανότητα να αποκτηθεί αγόρι με ομάδα αίματος Α που να πάσχει
1 1 1
είναι: ⋅ = .
2 4 8
β΄ περίπτωση:
P: δδIBi (x) Δδ ΙΑΙΒ
Γαμ: δIB, δi // ΔΙΑ, ΔΙΒ, δΙΑ, δΙΒ
F1:
ΔΙΑ ΔΙΒ δΙΑ δΙΒ
δIB
ΔδΙΑIB ΔδΙΒΙΒ δδΙΑΙΒ δδΙΒΙΒ
δi ΔδΙΑi ΔδΙΒi δδΙΑi δδΙΒi
89
Γ.Α.F1: 1 ΔδΙΑIB:1 ΔδΙΑi:1 ΔδΙΒΙΒ:1 ΔδΙΒi:1 δδΙΑΙΒ:1 δδΙΑi:1δδΙΒΙΒ:1 δδΙΒi
Φ.Α.F1:1 πάσχει - ομάδα αίματος ΑΒ
2 πάσχει - ομάδα αίματος Β
1 πάσχει - ομάδα αίματος Α
1 υγιής - ομάδα αίματος ΑΒ
2 υγιής - ομάδα αίματος Β
1 υγιής - ομάδα αίματος Α
Στην περίπτωση αυτή η πιθανότητα να αποκτηθεί αγόρι με ομάδα αίματος Α που να πάσχει
1 1 1
είναι: ⋅ = .
2 8 16
ΕΧΤRΑ: Συνεπώς, η συνολική πιθανότητα να προκύψει αγόρι με ομάδα αίματος Α που να
1 1 1 1 3 1
πάσχει είναι: ⋅ + ⋅ = όπου η πιθανότητα που υπάρχει για να
2 8 2 16 32 2
πραγματοποιηθεί η κάθε διασταύρωση.
25.
α. Στο γενεαλογικό δένδρο Β δε μπορεί να απεικονίζεται η κληρονόμηση της μερικής
αχρωματοψίας στο κόκκινο- πράσινο, διότι εάν έπασχε η μητέρα (ΙΙ1) τότε θα έπασχε
κάθε αρσενικός απόγονος της, αφού θα του μεταβίβαζε αναγκαστικά το παθολογικό
αλληλόμορφο Χγ, κάτι που δεν παρατηρείται.
Άρα στο γενεαλογικό δένδρο Α απεικονίζονται τα άτομα της οικογένειας αναφορικά με
το εάν πάσχουν ή όχι από την αιμορροφιλία Α, ενώ αντίστοιχα στο γενεαλογικό δένδρο
Β απεικονίζονται τα άτομα της οικογένειας αναφορικά με το εάν πάσχουν ή όχι από
κυστική ίνωση.
β. Όσον αφορά τη μελέτη της κυστικής ίνωσης, εφόσον ακολουθεί αυτοσωμικό
υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας, συμβολίζουμε:
Δ: φυσιολογικό αλληλόμορφο
δ: παθολογικό μεταλλαγμένο αλληλόμορφο που ευθύνεται για τη δημιουργία κυστικής
ίνωσης,
Όσον αφορά τη μελέτη της αιμορροφιλίας Α, εφόσον ακολουθεί φυλοσύνδετο
υπολειπόμενο τύπο κληρονομικότητας, συμβολίζουμε:
ΧΓ: φυσιολογικό αλληλόμορφο
Χγ: παθολογικό μεταλλαγμένο αλληλόμορφο που ευθύνεται για την εμφάνιση της
αιμορροφιλίας Α.
γi. 1/2 στη 1η περίπτωση δηλαδή όταν III3: Δδ ΧγΥ (Χ) III4: δδΧΓΧΓ
1/4 στη 2η περίπτωση δηλαδή όταν III3: Δδ ΧγΥ (Χ) ΙΙI4: δδΧΓΧγ
γii. 1/4 στη 1η περίπτωση δηλαδή όταν III3: Δδ ΧγΥ (Χ) IΙΙ4: δδΧΓΧΓ
1/8 στη 2η περίπτωση δηλαδή όταν III3: Δδ ΧγΥ (Χ) IΙΙ4: δδΧΓΧγ
(Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι λάθος ο υπολογισμός της συνολικής πιθανότητας
γνωρίζοντας τις επιμέρους πιθανότητες)
90
26.
α. Από την 1η διασταύρωση διαπιστώνουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει το ροζ
χρώμα άνθους επικρατεί έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει το κόκκινο χρώμα
διότι:
① αν ήταν υπολειπόμενο, τότε από τη διασταύρωση μεταξύ ροζ φυτών θα προέκυπταν
μόνο ροζ φυτά κάτι που δεν ισχύει.
② αν ο φαινότυπος φυτό με ροζ άνθος ήταν αποτέλεσμα της ετερόζυγης κατάστασης
δυο ατελώς επικρατών αλληλόμορφων (δηλαδή του αλληλόμορφου που καθορίζει το
κόκκινο και του αλληλόμορφου που καθορίζεο το λευκό) τότε από τη διασταύρωση
μεταξύ φυτών με ροζ άνθη θα προέκυπταν φυτά με κόκκινα, ροζ και άσπρα άνθη με
φαινοτυπική αναλογία 1:2:1 κάτι που δεν ισχύει.
Από την 2η διασταύρωση διαπιστώνουμε ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει το ροζ
χρώμα άνθους επικρατεί και έναντι του αλληλομόρφου που καθορίζει το άσπρο χρώμα,
όπως επίσης και ότι το αλληλόμορφο που καθορίζει το λευκό επικρατεί έναντι του
αλληλόμορφου που καθορίζει το κόκκινο.
① Αν το αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση κόκκινου χρώματος ήταν
υπολειπόμενο έναντι του αλληλόμορφου που καθορίζει το ροζ αλλά επικρατές έναντι
του αλληλόμορφου που καθορίζει λευκό, τότε οπωσδήποτε θα εμφανίζονταν και
απόγονοι με κόκκινο χρώμα (αν το ροζ φυτό ήταν ετερόζυγο όπως και συμβαίνει στη
διασταύρωση) κάτι που δεν επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της διασταύρωσης.
Το κόκκινο χρώμα άνθους αποτελεί τον υπολειπόμενο χαρακτήρα , άρα τα άτομα με το
συγκεκριμένο φαινότυπο είναι ομόζυγα στο υπολειπόμενο αλληλόμορφο.
Συμβολίζουμε:
Μ: το αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση ροζ χρώματος άνθους
και επικρατεί έναντι των άλλων 2 αλληλομόρφων που υπάρχουν στον πληθυσμό
(πολλαπλά αλληλόμορφα) των συγκεκριμένων φυτών
m: το αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση λευκού χρώματος και
είναι υπολειπόμενο έναντι του αλληλόμορφου του ροζ και επικρατές έναντι του
αλληλόμορφου του κόκκινου
μ: αλληλόμορφο (αυτοσωμικό) που καθορίζει την εμφάνιση κόκκινου χρώματος και
είναι υπολειπόμενο έναντι των άλλων αλληλομόρφων.
1η διασταύρωση:
Γονείς: P: Μμ (x) Μμ
γαμέτες Μ, μ Μ, μ
F1 ΜΜ, Μμ, Μμ, μμ
1 ΜΜ: 2 Μμ: 1 μμ (γονοτυπική αναλογία)
3/4 ή 75% ατόμων με ροζ χρώμα
1/4 ή 25% ατόμων με κόκκινο χρώμα (φαινοτυπική αναλογία)
2η διασταύρωση:
Γονείς: P: Μm (ροζ) (x) μμ (κόκκινο)
γαμέτες Μ, m μ
F1 Μμ, mμ
1 Μμ: 1 mμ (γονοτυπική αναλογία)
1/2 ή 50% ατόμων με ροζ χρώμα
1/2 ή 50% ατόμων με λευκό χρώμα (φαινοτυπική αναλογία)
91
β. Η ζητούμενη διασταύρωση είναι:
3η διασταύρωση:
Γονείς: P: Μμ (x) mμ
γαμέτες Μ, μ m, μ
F1 Μm, Μμ, mμ, μμ
1 Μm : 1Μμ : 1 mμ : 1 μμ (γονοτυπική αναλογία)
1/2 ή 50% ατόμων με ροζ χρώμα
1/4 ή 25% ατόμων με λευκό χρώμα (φαινοτυπική αναλογία)
1/4 ή 25% ατόμων με κόκκινο χρώμα
27.
Για να διαπιστώσουμε επομένως αν το γονίδιο είναι αυτοσωμικό ή φυλοσύνδετο, θα
διασταυρώσουμε το αμιγές αρσενικό άτομο με γκρίζο χρώμα σώματος με ένα θηλυκό
με μαύρο χρώμα σώματος (άρα ομόζυγο για το υπολειπόμενο αλληλόμορφο).
1η περίπτωση: Έστω ότι το γονίδιο είναι αυτοσωμικό…
Συμβολίζουμε Α: το αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση γκρίζου χρώματος
σώματος
α: το αλληλόμορφο που καθορίζει την εμφάνιση μαύρου χρώματος
σώματος
Γονείς: ♀ αα (x) ΑΑ ♂
γαμέτες : α Α
F1 όλοι Αα (γονοτυπική αναλογία)
όλοι με γκρίζο χρώμα σώματος (♀ και ♂) (φαινοτυπική αναλογία)
Παρατηρώντας τις φαινοτυπικές αναλογίες που θα προκύψουν μεταξύ των δύο φύλων
στην F1 γενιά, μπορούμε να διαπιστώσουμε τελικά αν το γονίδιο για το χρώμα του
σώματος είναι αυτοσωμικό ή φυλοσύνδετο.
Δηλαδή, αν παρατηρηθούν τα αποτελέσματα της 1ης διασταύρωσης το υπεύθυνο
γονίδιο είναι αυτοσωμικό, ενώ αν παρατηρηθούν τα αποτελέσματα της 2ης
διασταύρωσης το υπεύθυνο γονίδιο είναι φυλοσύνδετο.
Αιτιολόγηση διασταυρώσεων βάσει του 1ου νόμου Mendel.
92
28.
Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία ακολουθεί αυτοσωμικό επικρατή τύπο
κληρονομικότητας.
Συμβολίζουμε Α: παθολογικό αλληλόμορφο
α: φυσιολογικό αλληλόμορφο
οπότε οι γονότυποι των ζητούμενων ατόμων είναι:
άτομο 5: αα
άτομο 6: Αα
άτομο 1: αα
άτομο 2: αα
29.
1η περίπτωση: Αν το ένζυμο κωδικοποιείται από μιτοχονδριακό γονίδιο, τότε σίγουρα
τα παιδιά θα πάσχουν (100%).
iii. Το άτο μο 3 έχει γονότυπο Aα ΧΓΥ ενώ η σύζυγος του αα ΧΓΧγ (αα, αφού δεν
πάσχει από τη μελετούμενη ασθένεια και ΧΓΧγ αφού ο πατέρας της είναι
αιμορροφιλικός). Η συνολική πιθανότητα να αποκτήσουν αγόρι που πάσχει και από τις
δυο ασθένειες είναι 1/8 (1 /2 να πάσχει μόνο από τη μελετούμενη ασθένεια και
αντίστοιχα 1/4 για να πάσχει μόνο από την αιμορροφιλία).
94