Professional Documents
Culture Documents
Omirika Epi
Omirika Epi
-1-
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΡΑΨΩΔΙΑ Α'
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
-2-
Κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει τηφοβερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη.
Και όπως ήταν φυσικό εκαύλωσε και κείνη
και σκέφτηκε στα γρήγορα τι έπρεπε να γίνει.
Την άλλη μέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι 45
αυτή τα πλούσια τα βυζιά με τέχνη τα ανοίγει
στου Πάρι πάει τη σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει
μ’ αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαμήσι.
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο
κι ο Πάρης την εξέσκισε τη γάμησε απ’ τον κώλο. 50
Μα σαν η τρομερή ψωλή στον κώλο της εχώθη
την έσκισε κι ο κώλος της με το μουνί ενώθη.
Εις την κατάσταση αυτή πλέον μη δυναμένη
να ζει με τον Μενέλαο η κωλοξεσκισμένη,
τον Πάρη ακολούθησε και φύγαν για την Τροία 55
και κει πλέον ελεύθερα γαμιέται η αχρεία.
Τσιμπούκια κι εξηνταεννιά, ψαλίδια, γλυφομούνια
αναστενάζουν τα βουνά, βογκούν τα κορφοβούνια.
Ολημερίς κι ολονυχτίς γεύεται και γαμιέται
και τώρα πια το κέρατο τ’ ανδρός της δε μετριέται.
60
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σα χαμένος
περίλυπος μονολογεί και λέει απελπισμένος:
-Πούτσα μου πώς κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι
που όταν έβλεπες μουνί γινόσουνα μεγάλη;
Αγρίευες και θέριευες, γινόσουν άνω κάτω 65
και ξέσκιζες της καθεμιάς τον μούνο και τον πάτο.
Τώρα κλεισμένη στο βρακί δε μου ζητάς παιχνίδια
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξά σου αρχίδια.
-3-
ΡΑΨΩΔΙΑ Β'
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Χάθηκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι 75
και άλλος τώρα χαίρεται τ’ ωραίο της μουνάκι.
Μου το ’σκασε η ξέκωλη και πήγε με τον Πάρι
σαν να μην είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
Στο λέω Αγαμέμνονα, στο λέω αν δεν γυρίσει
κι εγώ στο γιο του Πρίαμου θα πάω να με γαμήσει. 80
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ησύχασε Μενέλαε μην κάνεις σα μωράκι
το ξέρω πως τα κέρατα είναι πικρό φαρμάκι.
Σου δίνω εγώ το λόγο μου τον πούστη θα τον βρούμε
και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε.
Θα τον τσακίσω τον μπινέ και θε να βλαστημήσει 85
την ώρα που αποφάσισε να σου τηνε γαμήσει.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Είναι κι αυτή παλιόπραμα, αχόρταγη στον ψώλο
στην Τροία, τώρα που μιλώ, γαμιέται πίπα κώλο.
Μα εμπρός στην Τροία ας στείλουμε πρόβατα, αίγες, κότες,
άλογα, χοίρους και παπιά κι ένα σακί καπότες, 90
μήπως και μας τη στείλουνε την πόρνη την Ελένη
αλλιώς σε βλέπω μια ζωή με πούτσα μαραμένη.
ΑΙΑΣ
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα γειά σας 95
ή όπως λεν οι σύγχρονοι, ψωλή μου στα μεριά σας.
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ’ άφησε στον άσσο.
Κι αν η Ελένη σου ’φυγε δική σου ήταν βλακεία
αλλά μην απελπίζεσαι, σου μένει η μαλακία. 100
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εδώ που σε καλέσαμε σ’ έχουμ’ ανάγκη Αία
μην τον πειράζεις, το λοιπόν ετούτον τον μαλέα.
Να το σκεφτούμε σοβαρά το τι μπορεί να γίνει
και η φυλή την προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.
-4-
ΑΙΑΣ
Τι διάβολο Αγαμέμνονα, γιατί με λένε Αία, 105
ακόμη δεν τελείωσες και μου ’ρθε μια ιδέα.
Εγώ προτείνω, το λοιπόν, να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυό να μπούμε,
εγώ του τμήματος ηθών και συ της ασφαλείας,
θα έχουμε και ένταλμα προς χάρινευκολίας. 110
Ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση να γίνει,
για να μπορεί ο Πάρις τους ελεύθερα να χύνει.
Τις γκόμενες στα πεταχτά όλες τις εξετάζεις
μα της Ελένης το μουνί προσεχτικά κοιτάζεις.
Βρίσκεις τάχα μουνόψειρες και σύφιλη οξεία, 115
την παίρνουμε για τη Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Έτσι λοιπόν στα γρήγορα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Καλή ήταν η ιδέα σου, μα έτσι και προδοθούμε 120
θα μας ξεσκίσουν και τους δυό,σκληρά θα γαμηθούμε.
Εγώ προτείνω επίθεση από στρατό και στόλο,
γιατί με την ιδέα σου θα πάμε πίπα κώλο.
Και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλύτωσα μικρός να γαμηθώ μεγάλος. 125
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Αδέρφια κάντε γρήγορα κάθε λεπτό που μπαίνει,
ο Πάρης στο κρεβάτι του, γαμάει την Ελένη.
Φέρτε μου τηνΕλένη μου κι αν κάποιος το θελήσει
πολύ ευχαρίστως κάθομαι μετά να με γαμήσει.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Άσ’ τα κουβαρνταλίκια σου, εμείς δεν τα μασάμε,
το ξέρεις δε πολύ καλά πως κώλο δεν γαμάμε.
Και κάτι τέτοιο αν κάνουμε μια μέρα παρά φύση,
να μαραθεί ο πούτσος μας να μην μπορεί να χύσει. 135
Εμείς θα καταφέρουμε να μπαλωθεί η ζημιά σου,
μα ψάξε εσύ μονάχος σου για να ’βρεις το γαμιά σου.
-5-
ΡΑΨΩΔΙΑ Γ΄
Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ
-6-
ΡΑΨΩΔΙΑ Δ'
Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΤΡΟΙΑΣ
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πάρηείσαι κωλόπαιδο και κέρατομεγάλο
γουστάρω την ψωλάρα μου στον κώλο σου να βάλω. 185
ΠΑΡΗΣ
Μενέλαε παλιαδερφή,πολεμιστή της πλάκας
η Ελένη σε παράτησε γιατί εισ’ αρχιμαλάκας.
ΑλήτηΑγαμέμνονακλάσε μου το παπάρι
κανέναςμέχρισήμερα δε γάμησε τον Πάρη.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αυτά μας τα ’πανε πολλοί, μας τα ’πε κι ένας άλλος 190
μ’ αν δε γαμήθηκες μικρός θα γαμηθείς μεγάλος.
ΠΑΡΗΣ
Βλέπεις στο κάστρο το ψηλό που αράπης κατεβαίνει;
Κρατά τον πούτσο του σφιχτά κι εσέναπεριμένει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Βλέπεις εκείνο το βουνό που μοιάζει με καρπούζι;
Θυμάσαι που σε γάμαγα και μου ’λεγες ‘με τσούζει’; 195
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Κρατάτε τόνε τον μπινέ, κι ανοίχτε του τα πόδια 200
να του ξεσκίσω το κωλί για να χωράνεβόδια.
-7-
και μια φωνήακούστηκε μες το πυκνό σκοτάδι. 205
Η Αφροδίτηφάνηκεμέσααπό την θολούρα
και έριξε στους Έλληνες μία γερήμαστούρα.
Κι έτσι ο Πάρης γλύτωσε τον κώλο του να σκίσουν
μέσα στο κάστροκρύφτηκε να μην τονε γαμήσουν.
-8-
ΡΑΨΩΔΙΑ Ε΄
Ο ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γαμώ την τρέλα μου γαμώ, τι κάνω εδώ ο μαλάκας 225
μακριά από το σπίτι μου μ’ ένα στρατό της πλάκας;
Μενέλαε κωλόπαιδο ξέχασε την Ελένη
γιατί αν μείνουμε εδώ την έχουμε βαμμένη.
Οι Τρώες μας δουλεύουνε και πάρτε το χαμπάρι
τα τείχη αυτά δεν πέφτουνε μ’ αξίνα και με φτυάρι. 230
ΑΘΗΝΑ
Ω, πολυμήχανε Οδυσσεύ απ’τα ουράνια ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη,
της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου ’γλυφα τα χύσια. 250
Σαν λιγωμένη κοίταζα τη φοβερή ψωλή σου
τ’ αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καυλί σου.
Είμ’ από τότε ανήσυχη και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις 255
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τον εφορμάρεις.
-9-
κι από την καύλα την πολλή θα την γαμούσε ακόμα. 260
Μα ο νους του πήγε στη δουλειά, σηκώνεται από κάτω
και το καυλί του τράβηξε απ’ της θεάς τον πάτο.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ
Μικρή καυλιάρα γεύτηκες το φίνο μου παπάρι
το κόλπο λέγε γρήγορα για κάνε μου τη χάρη.
Πες μου ποιο ειν’ το μυστικό την Τροία να πατήσω 265
κι εγώ σου δίνω υπόσχεση να σε ξαναγαμήσω.
ΠΑΡΗΣ
Ο πόλεμος τελείωσε, ω! τι χαρά μεγάλη
έλα εδώ Ελένη μου να στον καρφώσω πάλι! 290
- 10 -
Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους,
με τ’ άλλο χέρι κράταγαν όρθια τα καυλιά τους. 300
Μέσα σε σπίτια μπαίνανε σαν κρίαροι βαρβάτοι
γυναίκα ή άνδρα βρίσκανε τον ρίχναν στο κρεβάτι.
Μες στο βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες ξεγνοιασμένοι
για πότε γαμηθήκανε μυστήριο τους μένει.
Μάταια ο Αγαμέμνων φώναζε ‘μην τους γαμάτε όλους!’ 305
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκιζαν τους κώλους.
Κι ο Πάρης που κατάλαβε πως χάναν πια την πόλη
απ’ το παλάτι φώναξε για να τ’ ακούσουν όλοι:
‘-Εγώ ειμ’ ο φταίχτης για όλα αυτά, δε φταίει κανένας άλλος
κι αφού τη γλίτωσα μικρός ας γαμηθώ μεγάλος!-’ 310
Κι οι Αχαιοί κατάλαβαν πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε και τα δικά τους τρία.
- 11 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΣΤ'
ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥΝ
- 12 -
αν ξαφνικά δεν έπιανε μεγάλη καταιγίδα.
Φύσηξε αέρας τρομερός, κι αγρίεψε η φύση
μαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση. 360
Σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβια
κι έχασε η μάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια
Κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανηθήκαν
κι άλλοι γυρίσαν νικητές και άλλοι γαμηθήκαν.
Όμως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία 365
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η ιστορία
όπως ο πολυμήχανος, πανούργος Οδυσσέας
που από μικρός φαινότανε ο μάγκας της παρέας.
Γιατί η καυλιάρα η Αθηνά του κράταγε κακία
όταν αυτός εδιάλεξε μια δόση μαλακία. 370
Τον όρκο που της έδωσε να τη γαμήσει πάλι
τον ξέχασε μες του γλεντιού και της χαράς τη ζάλη
και δεν την άφησε γυμνή τον πούτσο του να παίζει
να τον ρουφά αχόρταγα σα να ’χε πετιμέζι.
- 13 -
ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ'
ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΩΤΟΦΑΓΩΝ
- 14 -
ΡΑΨΩΔΙΑ Η΄
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ
- 15 -
ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ
- 16 -
ΡΑΨΩΔΙΑ Ι΄
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΙΡΚΗΣ
- 17 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΑ΄
ΣΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΔΗ
- 18 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΒ΄
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ
- 19 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΓ΄
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ
- 20 -
κι ο καυλωμένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτι.
Αυτές τον βλέπουν να ’ρχεται στριμώχνονται σαν βόδια
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια.
Σαν φτάνει κείνος στη στεριά είν’ απ' την καύλα μαύρος 635
γαμεί δεξιά κι αριστερά κι ορμάει παντού σαν ταύρος.
Τις γάμησε επτά φορές μέσα σε μία ώρα
και πήγαινε για όγδοη γιατί είχε πάρει φόρα
μα κείνες ξεκαυλώσανε τους πέρασε η καύλα
και στο τρελό γαμήσι του βάλαν τελεία-παύλα. 640
Μέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε με βιάση
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καμία για να πιάσει.
Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας με μανία
κι αφού δεν βρίσκει πια καμιά βαράει μαλακία.
Κι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς με μακροβούτια 645
και άρχισε να τους φιλά, να τους κρατά τα μπούτια
κοιτάει τους συντρόφους του με μάτια λιγωμένα
φουσκώνοντας τ’ αρχίδια του που ήταν καυλωμένα.
Έτσι δεμένους στ’ άλμπουρο πλησίασε με δόλο
και έναν έναν στη σειρά τους γάμησε τον κώλο. 650
- 21 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΔ΄
ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
- 22 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΕ΄
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ
- 23 -
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει. 720
Αυτά είπε και χάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.
Τότε γλυκά, ναζιάρικα τον πόθο του ανάβει
απ’ την ακτή τον φώναξε, τους ρεμβασμούς του παύει.
Όταν του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει 725
να φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσει,
τότε αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώμα
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώμα.
Μετά την ετουμπάρισε της έστησε τον κώλο
και μαλακά της βύθισε τον άγριό του ψώλο. 730
Με χέρια πια τρεμάμενα και λιγωμένα χείλη
μούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα μίλι.
Της έτριβε τις ρώγες της, της έγλυφε το σώμα
κι από την καύλα την πολλή είχανε γίνει λιώμα.
Μα κάποτε ξημέρωσε και έπρεπε να φύγει 735
όσο κι αν γαμηθήκανε με καύλα που να πνίγει.
Κι η Καλυψώ του φώναζε, γαμιά μου γύρνα πίσω
χωρίς ψωλή στο σπίτι μου πως θα γενεί να ζήσω;
Τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει με τελειώνεις
μ’ αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώμα μου καυλώνεις. 740
Μα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγω
και τα πανιά του καραβιού αμέσως τα ανοίγω.
- 24 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΣΤ΄
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ
- 25 -
κι απ' τη μεγάλη καύλα του ξεφύσαγε σαν τρένο.
Είχε αρχίσει κι έχυνε, τι ηδονή μεγάλη
υγρά ποτάμι ξέρναγε του πούτσου το κεφάλι, 790
πέταγε το ψωλόχυμα σωστά εξήντα μέτρα
και είχε τόση δύναμη που τρύπαγε και πέτρα.
Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει τα υγρά του,
εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω συμφορά του,
πως όλα ήταν ψέματα, τα είδε στο όνειρό του 795
κι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά στο σώβρακο του.
Σηκώθηκε απότομα, πέταξε τον μανδύα
και με τα μούτρα ρίχνεται στη σωβρακομαντεία.
Με μια ματιά που έριξε στων νήσων την σωρεία
το γερακίσιο βλέμμα του γέμισε απορία. 800
Σήκωσε το κεφάλι του στιγμή χωρίς να χάσει
κι αμέσως ετινάχτηκε ορθός γεμάτος βιάση
γιατί ένιωθε πως βρίσκονταν όχι στο Καπανδρίτι
μα κει που εβασίλευε Αλκίνοος κι Αρήτη.
Ευθύς αμέσως ένοιωσε γλυκιά ανατριχίλα, 805
σκούπισε τα παπάρια του με κάτι λίγα φύλλα,
κι ολόγυρα εκοίταξε γεμάτος απορία,
γιατ’ ήξερε ο πονηρός από την ιστορία
πως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά σωστό κωλάδικο πάρα πολύ μεγάλο. 810
Η Αρήτη αβέρτα το ’κανε μ' όλους τους αυλικούς της
κι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατ’ ήταν μέγας πούστης.
Από μικρός φαινότανε τι πουσταράς θα γένει
τότε που κάθ’ ένα μωρό το δάχτυλο βυζαίνει
αυτός ζητούσε σαν τρελός να γλύφει για μαντζούνι 815
των αυλικών, των δούλων του, των φίλων το τσουτσούνι.
Αν πεις και για την Ναυσικά, την όμορφη μαργιόλα,
ήτανε μεγάλος πούτανος, μια τρομερή καριόλα.
Σ’ όλα τα σπίτια έτρεχε, έμπαινε πριν βραδιάσει
και κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να σκουριάσει. 820
Διάλεγε όμορφες ψωλές, τις χάιδευε με τρέλα,
κι ύστερα τις πιπίλιζε σαν να ’ταν καραμέλα.
Παιδούλα ακόμα άπραγη με μεταξένιες μπούκλες
τότε που όλα τα παιδιά παίζουνε με τις κούκλες
αυτ’ είχε για παιχνίδι της μικρό ένα τακουνάκι 825
κι ολημερίς το έχωνε στ’ ωραίο της μουνάκι.
Κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το τακούνι
επιδιδόταν σ’ ένα σπορ, γνωστό σαν πλακομούνι…
- 26 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΖ΄
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΗ ΝΑΥΣΙΚΑ
- 27 -
Τ’ άρπαξε την ψωλάρα του με το λευκό της χέρι 875
και στο μουνί την έβαλε σαν να ’ταν γουδοχέρι.
Με ψαλιδιά τα πόδια της στη μέση τα τυλίγει
κι απάνω του γαντζώνεται μήπως και της ξεφύγει.
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να περιμένει
γιατ’ είχε αρχίσει και αυτός βαριά να ανασαίνει. 880
Σα λυσσασμένος έσπρωξε τον τρομερό του ψώλο,
κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε με, βάλ’ τον όλο.
Η καύλα την πλημμύρισε, λαχάνιασμα την πιάνει
κι όλο τον κόσμο γύρω της αρχίζει να τον χάνει.
Κι αρχίζει σκαμπανέβασμα σα να ’τανε φοράδα 885
και το μουνί της έτρεμε μ’ ανήκουστη σβελτάδα.
Το ρυθμικό της κούνημα βάσταξε πολλή ώρα
τέλος όμως δυνάμωσε και είχαν πάρει φόρα.
Στη μια στιγμή ενώνονταν στην άλλη χωριζόνταν
σα φίδια στριφογύριζαν και σφιχταγκαλιαζόνταν. 890
-Μάνα μου, σκούζ’ η Ναυσικά, από την κάβλα σβήνω.
-Βιάσου εμούγκρισ’ ο Οδυσσεύς, κι εγώ σε λίγο χύνω.
Και σ’ ένα ύστατο σπασμό, τρεμούλιασαν σαν ψάρια
καθώς αυτή του χάιδευε τα τριχωτά παπάρια.
Ακόμη του το χάιδευε τ’ αριστερό παπάρι 895
και δεν επρόλαβε καλά χαμπάρι να το πάρει
για πότε την εγύρισαν τα στιβαρά του χέρια
κι ο πούτσος του καρφώθηκε στ’ αφράτα κωλομέρια.
Σαν της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς τα μάτια
απ’ την ψωλιά την φοβερή την έκανε κομμάτια. 900
Από τον πόνο τον πολύ την πλουμιστή χλαμύδα
καθώς χάμω εσπάραξε σαν να ’ταν παλαμίδα.
Όμως ο πολυμήχανος που τη δουλειά του ξέρει,
τ’ αυτάκι της πιπίλιζε με το ’να του το χέρι
χαϊδεύει ταολοστρόγγυλα, τα μυτερά της στήθη, 905
ενώ το άλλο ευκίνητο μέςστο μουνί εχύθη.
Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι.
-Τσόγλανε- σκούζ’ η Ναυσικά, -Μαλάκα μου, με τσούζει
μου έσκισες τον κώλο μου σαν να ’τανε καρπούζι 910
εγώ τον εκαμάρωνα και το ’χα καύχημά μου,
τον κούναγα κι εσειότανε η γη στο πέρασμά μου,
κι εσύ μου τον εξέσκισες, μαλάκα, άει σιχτίρι,
δεν είναι κώλος πια αυτός, μα τρύπιο σουρωτήρι.-
Όμως του πολυμήχανου τ’ αυτί του δεν ιδρώνει, 915
σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο βαθιά τον χώνει…
- 28 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΗ΄
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΕΤΑΙ
- 29 -
ΡΑΨΩΔΙΑ ΙΘ΄
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΟΥΣ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ
- 30 -
κι αυτό το ένα το καυλί στην τρύπα της να χώσει,
και πάλι δεν της έφτανε για να την ξεκαυλώσει.
Παρ’ όλη όμως την καύλα της, κι είναι προς έπαινό της
ψωλή δεν άγγιξε ποτέ, ούτε στον πισινό της.
Τους βάζει όρο φοβερό πως την καρδιά θα δώσει 995
σ’ όποιον μπορέσει με κλειστά τα μάτια να τον χώσει.
Ήτανε δύσκολη πολύ αυτή η δοκιμασία,
της το ’χε μάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία.
Την έγδυνε κάθε φορά, ασφάλιζε τα μάτια,
έπαιρνε φόρα από μακριά σαν τα βαρβάτα τ’ άτια 1000
κι έτσι τρεχάτος πήγαινε στην τρύπα συστημένα,
παρ’ όλο που τα μάτια του ήτανε σφαλισμένα.
Και με το κόλπο τώρα αυτό τους έχει πια στο χέρι
κι έπαιρνε όρκο πως κανείς δεν θα τα καταφέρει.
Έφτασε η μέρα η κρίσιμη, πλησίασε η ώρα 1005
που βασιλιά θ’ απόκταγε του Οδυσσέα η χώρα.
Σε χαμηλό ανάκλιντρο στα κόκκινα στρωμένο
η Πηνελόπη ξάπλωσε με κώλο τουρλωμένο.
Λίγο πιο πέρα οι γαμπροί στεκόνταν στη γωνία
και τη σειρά του ο καθείς προσμένει μ’ αγωνία. 1010
Πρώτος είν’ ο Μουνίχιος τα μάτια του ’χουν δέσει
μα το πανί είναι μακρύ και κρέμεται σαν φέσι.
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει κάθε ελπίδα.
Δεύτερος ο Αρχίμανδρος με τα μεγάλα αρχίδια 1015
όμως σκοντάφτει στα μισά και πάει στα τσακίδια.
Τρίτος είν’ ο Ψωλάριχος τρανός απ’ την Τροιζήνα,
μα παίρνει λάθος διεύθυνση και πάει για την κουζίνα.
Κι ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται με νάζι
και την ψωλή του τυχερού στα βάθη του φωνάζει. 1020
Τέταρτος, πέμπτος, δέκατος κανείς δεν έχει τύχη
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι.
Ένας μετά τον άλλονε χάνονται οι μνηστήρες,
πάνε οι κόποι μάταιοι και οι προσπάθειες στείρες.
Μα ξάφνου κάποιος πρόβαλλε, κανένας δεν τον ξέρει, 1025
ούτε για να ’ναι φαίνεται απ’ τα δικά τους μέρη.
Στον κώλο ρίχνει μια ματιά π’ ασπρίζει εκεί στο βάθος,
γυρνά και λέει στους γαμπρούς όλο καημό και πάθος:
-Είμαι κι εγώ ένας άρχοντας κι έχω γαλάζιο αίμα,
να μαραθεί ο πούτσος μου άμα σας λέω ψέμα. 1030
Τον κώλο αυτόν τον αναιδή θα ’θελα να δαμάσω,
παρακαλώ αφήστε με και με να δοκιμάσω-.
Και οι γαμπροί το δέχτηκαν και στη στιγμή τον γδύσαν,
μα μόλις ’φάνη ο πούτσος τουόλοι τους απορήσαν.
Αυτός κινά ατάραχος με σταθερό το βήμα 1035
κι ο πούτσος του στον κώλο της σφηνώθηκε σαν βλήμα.
Ακούστηκ’ ένα τρίξιμο σαν πόρτα όταν κλείνει,
είχε ξεχάσει η δύστυχη να βάλει βαζελίνη.
Όλοι οι μνηστήρες τα ’χασαν, τους έζωσαν τα φίδια
- 31 -
κι από τον κώλο μοναχά κρεμόντανε τ’ αρχίδια. 1040
Της Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει απ’ την πλάνη
καθώς τον είχε μέσα της κι από τους πόνους κλάνει.
-Είναι ο Οδυσσέας και κανείς δεν θα με διαψεύσει
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα απ’ τη γεύση-.
Τότε τι θαύμα φοβερό, αυτοί οι ψωλαράδες 1045
κατάχαμα ξαπλώσανε σα να ’τανε Κυράδες.
Ανοίγουνε τα πόδια τους τουρλώνουνε τον κώλο
θέλανε όλοι να γευθούν τον φοβερό του ψώλο.
Μα αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασμένος,
πως είν’τ’ αρχίδια του αδειανά κι ο πούτσος του πεσμένος. 1050
Δίνει όμως υπόσχεση στους τουρλωμένους κώλους,
πως κάποια μέρα απ’ αυτές θα τους γαμήσει όλους.
- 32 -
ΡΑΨΩΔΙΑ Κ΄
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
- 33 -