Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 29

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ «O A°IO™ NIKO§AO™»

¶·ÙÚ. °ÚËÁÔÚ›Ô˘ E. 29, T.K. 16231, TËÏ.: 210 7662071


http: //www.arahovanafpaktias.gr - mail@arahovanafpaktias.gr

∫·ÓfiÓ· ›ÛÙˆ˜ ηd ÂåÎfiÓ· Ú·fiÙËÙÔ˜, âÁÎÚ·Ù›·˜ ¢È‰¿ÛηÏÔÓ, àÓ¤‰ÂÈͤ Û ÙFÉ Ô›ÌÓFË ÛÔ˘,
ì ÙáÓ Ú·ÁÌ¿ÙˆÓ àÏ‹ıÂÈ·Ø ‰Èa ÙÔÜÙÔ âÎÙ‹Ûˇˆ ÙFÉ Ù·ÂÈÓÒÛÂÈ Ùa ñ„ËÏ¿, ÙFÉ Ùˆ¯Â›÷· Ùa ÏÔ‡ÛÈ·.
¶¿ÙÂÚ ^IÂÚ¿Ú¯· ¡ÈÎfiÏ·Â, Ú¤Û‚Â˘Â ÃÚÈÛÙˇá Ùˇá £Âˇá, ÛˆıÉÓ·È Ùa˜ „˘¯a˜ ìÌáÓ.
\∞ÔÏ˘Ù›ÎÈÔÓ A
^ Á. ¡ÈÎÔÏ¿Ô˘ A
\ Ú¯ÈÂÈÛÎfiÔ˘ ª‡ÚˆÓ Ùɘ §˘Î›·˜

∏ª∂ƒ√§√°π√ 2016
YÁ›·, EÈÚ‹ÓË, E˘Ù˘¯›·, ¶ÚÔÎÔ‹
∏ ª∂∆∞¡∞™∆∂À™∏ ∫∞π ∏ •∂¡π∆π∞ ∆ø¡ ∂§§∏¡ø¡

Παιδί Ρουµελιωτόπουλο που δέρνεσαι µονάχο


στις πολιτείες δαγκώνοντας χαρτιά και τυλιγάδια
και που περνάς σαν την Αργώ της µοίρας σου το βράχο
ξερή µποµπότα τρώγοντας να ξεγελάς τα βράδια.
....
∆ώσ' τους αυτού να µάθουνε µε την αψιά σου νιότη
τι λιµοξίφτερα είµαστε και τι αετονύχα γέννα,
και µε το λαγαρό σου νού δείξ' τους να νιώσουν ότι
καλά κρατούµε τ' άρµατα, καλύτερα την πένα.
....
Θανάσης Παπαθανασόπουλος

Η µετανάστευση, η «ξενιτιά» είναι φαινόµενο πανάρ-


χαιο στη ζωή του Έλληνα. Βίαια γεγονότα όπως εισβολές,
πόλεµοι, πολιτικές ταραχές αλλά και δηµογραφικοί, οικονοµικοί και άλλοι λόγοι οδηγούν συχνά στην αποµάκρυνση από
την πατρική γη, την οικογενειακή στέγη και την πρόσκαιρη ή µακροχρόνια εγκατάσταση σε άλλους τόπους, «στα ξένα».
Σύµβολο του περιπλανώµενου Έλληνα ο Οδυσσέας που «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω», αλλά ούτε
οι Σειρήνες, ούτε η Κίρκη, ούτε η χώρα των Λωτοφάγων στάθηκαν ικανές να σκιάσουν το όραµα της επιστροφής στην
Ιθάκη και τη βαθιά νοσταλγία να δει έστω και «καπνόν αποθρώσκοντα» από την οικογενειακή εστία.
Μετά από κάθε πόλεµο ή οικονοµική καταστροφή η µετανάστευση µεγαλώνει. Οι κάτοικοι των κατεστραµµένων χω-
ρών παίρνουν το δρόµο της ξενιτειάς. Έτσι έγινε και στη χώρα µας.

Τα κυριότερα µεταναστευτικά ρεύµατα µετά τον 10ο αιώνα ήτανε:


11ος αι.: καταγράφονται Ηπειρώτες στο Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Σικελία και τη Βενετία της οποίας ο πληθυσµός αυ-
ξάνεται (το 1585 ήταν εκεί 15 χιλ. Έλληνες), ιδιαίτερα µετά την κατάληψη από τους Τούρκους της Πελοπόννησου-1540
και της Κύπρου-1571.

14ος αι.: µετά την εισβολή των Τούρκων στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και την εγκατάσταση
εποίκων από πολεµικές µουσουλµανικές φυλές, το ελληνικό στοιχείο καταφεύγει σε ορεινά δυσπρόσιτα µέρη ή στις βε-
νετοκρατούµενα νησιά Αιγαίου και Ιονίου. Όµως από τα τέλη του 15ου αι. µε την παγίωση της τουρκικής κατάκτησης, αρ-
χίζει σιγά-σιγά κάποια κάθοδος από τα ορεινά και πυκνώνεται και πάλι ο πληθυσµός των αστικών κέντρων.

17ος -18ος αι.: δηµιουργείται σταδιακά ο ελληνισµός


της διασποράς απλώνοντας ρίζες στα τέσσερα σηµεία
του ορίζοντα: Ιταλία, Κεντρική Ευρώπη, Βόρεια Βαλκανι-
κή, Ρωσία, Εύξεινο Πόντο, Καύκασο, Κωνσταντινούπολη
και Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο, Κορσική, Ιβηρική, Γαλ-
λία, Αγγλία, Ολλανδία. Στην Αυστροουγγαρία ο Γ. Σίνας
µονοπωλούσε τις συγκοινωνίες της αυτοκρατορίας για
να εξελιχτεί σε µεγιστάνα.
Οι Έλληνες αυξάνονται στη Μολδαβία και τη Βλαχιά
(Βουκουρέστι, Ιάσιο), ιδιαίτερα µάλιστα από το 1711 που
ανέλαβαν εκεί Φαναριώτες ηγεµόνες, αλλά και στη Ρω-
σία, Οδησσό - Μόσχα - Πετρούπολη, µε τα προνόµια που
έδωσε η Αικατερίνη µετά τα ''Ορλωφικά'' το 1770. Όπου
υπήρχαν πρόσφυγες ιδρύονταν αµιγή ελληνικά χωριά,
ΣÙË µÈ¤ÓÓË ˘¿Ú¯ÂÈ ˆ˜ Û‹ÌÂÚ· Ë Ô‰fi˜ Griechengasse. όπως στην Τιφλίδα, το Κερτς και το Ταγανρόκ. Στα τυπο-
γραφεία της Βιέννης και της Βενετίας τυπώθηκαν οι
πρώτες ελληνικές εφηµερίδες, ενώ στα σχολεία των κοινοτήτων δίδαξαν οι µεγάλοι δάσκαλοι του ελληνικού διαφωτι-
σµού Άνθ. Γαζής, Κ. Κουµάς, Νεόφ. ∆ούκας κ.α.
Μια νέα πνοή µεταφέρεται στην τουρκοκρατούµενη Ελλάδα, τα µηνύµατα ενός νέου ευρωπαϊκού πνεύµατος, ανοί-
γουν πλατύτερους οικονοµικούς, πνευµατικούς και πολιτικούς ορίζοντες. Οι φτωχές ορεινές κοινότητες αναζωογονήθη-
καν: στο Πήλιο, την Ήπειρο, τη ∆υτική Μακεδονία χτίστηκαν πλούσια αρχοντικά µε τοιχογραφίες και ξυλόγλυπτα, στα νη-
σιά η ποικιλία στα ρούχα, τα κοσµήµατα, τα έπιπλα και τα διακοσµητικά αντικείµενα που έφερναν οι ναυτικοί έδωσε νέες
διαστάσεις στη ντόπια λαϊκή τέχνη. Οι µεγαλύτεροι εθνικοί ευεργέτες προέρχονται από τον ελληνισµό της διασποράς:
Βλαχία (Ζάππας, Αρσάκης), Αυστροουγγαρία (Σίνας), Ρωσία (Ζωσιµάδαι, Βαρβάκης, Ριζάρης, Καπλάνης), Αίγυπτος (Τοσί-
τσας, Στουρνάρας, Αβέρωφ), Κωνσταντινούπολη (Ζωγράφος). Οι φιλελεύθερες ιδέες προετοιµάζουν το έδαφος για την
Επανάσταση του 1821 και την εθνική απελευθέρωση. Ο Ρήγας Φεραίος τυπώνει τους Ύµνους και τη Χάρτα του, ενώ η Φι-
λική Εταιρεία, µε αφετηρία την Οδησσό (1814) διέδωσε το µήνυµα του ξεσηκωµού στο πανελλήνιο.
18ος αι.: αναφέρεται ελληνικό σχολείο κι εκκλησία στο Ερζερούµ της Αρµενίας,
στην Καλκούτα της Ινδίας και στο Γουδάρ της Αβησσυνίας.
1856: ιδρύθηκε Ελληνική κοινότητα στο παλιό Κάιρο (Φοστάτ) ελληνική συνοικία (Χάρετ ελ Ρουµ).
1768: οι πρώτοι Έλληνες από την Κορσική και την Πελοπόννησο εγκαθίστανται στη Φλώριδα της Αµερικής.
1829: επτά Έλληνες ναυτικοί φτάνουν στον νεοσύστατο οικισµό στο Σίδνεϋ στην Αυστραλία.
Γράφει ο Γιάννης Κορδάτος στην ''Ιστορία του Αγροτικού Κινήµατος'' για την αθλιότητα µέσα στην οποία ζούσε ο
αγρότης στις αρχές του 19ου αιώνα: ''... ξυπόλυτος, γυµνός, κουρελής, ατροφικός. Το κρέας δεν το δοκίµαζε παρά µόνο
δύο φορές το χρόνο. Το κροµµύδι, η µποµπότα ήταν το µό-
νιµο φαγητό του, χρόνο καιρό πεινούσε. Τον καρπό που
έφτυνε αίµα για να τον µαζέψει του τον έπαιρναν οι τοκο-
γλύφοι, οι έµποροι και οι άλλοι εκµεταλλευτές του. Σχο-
λεία δεν υπήρχαν, γράµµατα δεν µάθαινε, ζούσε σε τρώ-
γλες και έκλαιγε τη µοίρα του... Όλα του ήταν µαύρα και
σκοτεινά, γι΄ αυτό άµα άνοιξε της Αµερικής ο δρόµος εκ-
πατριζόταν. Η µετανάστευση του ήταν η µόνη σανίδα σω-
τηρίας».
Και ο Σ. Κανούτης στο ''Ελληνοαµερικάνικο Οδηγό'' του
το 1908: ''Οι πάντες δε και απανταχού της Ελλάδος και των
Ελληνικών χωρών, νέοι, γέροντες, άγαµοι ή έγγαµοι, ή
αγράµµατοι, ορεινοί ή πεδινοί, χωρικοί ή αστοί, ρωµαλέοι ή
Στο λιµάνι της Πάτρας, έτοιµοι για το µεγάλο ταξίδι…
καχεκτικοί, έχουσι καταληφθεί υπό Αµερικανίτιδος, αι επι-
τυχίαι των εκ των αρχαιοτέρων µεταναστών εν τω Νέω κό-
σµω, εξογκούµεναι και µεγαλοποιούµεναι δια της φαντασίας και της φήµης, ενίοτε δε και δι΄ εφηµερίδων τινών, δεν
αφήνουσι αυτούς να ησυχάσωσιν εν τη πατρώα γη....''.
Ήταν αρχές του 1900. Η Ελλάδα έχει βγει χαµένη από τον πόλεµο µε τους Τούρκους το 1897. Προηγήθηκε το 1883 η
πτώχευση του Χαρίλαου Τρικούπη. Η χώρα µικρή, αφού η Μακεδονία, η Θράκη και το µεγαλύτερο µέρος της Ηπείρου βρί-
σκεται σε Τουρκική κατοχή, η ζωή του κόσµου δύσκολη, η απόδοση της γης περιορισµένη1.
Πολλές χώρες τότε ''εκµεταλλεύτηκαν'' τη δυνατότητα αγοράς
φτηνής εργατικής δύναµης. Τα χωριά άδειαζαν. Περίπου 25 χιλ.
εγκατέλειπαν ετησίως την Ελλάδα που έχασε την εικοσαετία 1900-
1920 το 8% του συνολικού της πληθυσµού. Η µετανάστευση αυξή-
θηκε και µε τον πόλεµο του ΄40 και τον εµφύλιο και κορυφώθηκε τη
δεκαετία του '60, κυρίως για ΗΠΑ, Γερµανία, Αυστραλία, Καναδά,
Λατινική Αµερική, Βέλγιο, Σουηδία αλλά και για Κεντρική και Νότια
Αφρική.
Ξενιτειά. ∆ρόµος µακρύς, δύσκολος γεµάτος παγίδες. Καηµός
δυσβάσταχτος που έκανε πολλές ελληνικές οικογένειες κοµµάτια.
Πόνος αβάσταχτος κυρίως, για τη µάνα, που έχανε το παιδί της. Πριν
πάρει τη στράτα ο γιος έλεγε στη µάνα του, την παρακαλούσε: ''Μά-
να, εγώ τα ξένα ζήλεψα, στα ξένα θε να πάω... Ζύµωσε, µάνα µ', το
ψωµί, τ' αφράτο παξιµάδι... και µε τα δάκρυα ζύµωστο και µε τα µοι-
ρολόια, και µε τ' αναστενάγµατα βάλε φωτιά στο φούρνο''... κι η δό-
λια η µάνα παρακάλαγε: ''...Φούρνε µ', ν' αργήσεις να καείς, προζύµι,
να µη γένεις, για να περάσει η συντροφιά, να µείν' ο γιος µου πί-
σω''....ορµήνευε το γιο της: ''...γιε µου καλέ, γιε µου αγαπηµένε...τα
ξένα θέλουν φρόνιµα, θέλουν ταπεινοσύνη, θέλουν µατάκια χαµηλά ‘’...επιβάται τρίτης θέσεως ή καταστρώµατος, είς ους
και χέρια σταυρωµένα! '' και δίδεται το όνοµα µετανάσται’’.
π∞¡√À∞ƒπ√™ 2016
Εσείς πουλιά του κάµπου και της Ρούµελης
δόλια µάνα και της Ρούµελης...
Αυτού ψηλά που πάτε χαµηλώσετε
δόλια µάνα, για χαµηλώσετε...
Γράµµα για να σας δώσω, γράµµα και γραφή
δόλια µάνα, γράµµα και γραφή...
Να πήτε της καλής µου, να µη µε καρτερεί
δόλια µάνα να µη µε καρτερεί...
Εδώ στα ξένα που΄ρθα µε µαγέψανε
µου δώσαν' µια γυναίκα, µάϊσας παιδί δόλια µάνα
µαγεύει τα καράβια, και δεν έρχονται τα καηµένα...
µαγέψανε και 'µένα και δεν έρχοµαι δόλια µάνα
σίντας κινάω νάρθω, χιόνια και βροχές
σίντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά...
Σελώνω τ' άλογό µου, ξεσαλώνεται
ζώνοµαι το σπαθί µου και ξεζώνεται
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται....

∆ηµοτικό Ρούµελης

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Έφταναν στον Πειραιά ή στην Πάτρα και αντίκριζαν για
πρώτη φορά θάλασσα και βαπόρια. Άνθρωποι αγράµµατοι, λίγοι
είχαν τελειώσει το ∆ηµοτικό, "άβγαλτοι" και απονήρευτοι, στε-
ρηµένοι άνθρωποι, πού δεν είχαν συνείδηση της δύναµής τους
ούτε των δικαιωµάτων τους. Το κατάλληλο υλικό για εκµετάλ-
λευση. Σε αντίθεση µε τους µετανάστες από άλλες χώρες από
την Ελλάδα έφευγαν σχεδόν µόνο άντρες που είχαν πρόθεση
να µείνουν προσωρινά στην Αµερική µε αποτέλεσµα να αδειά-
σει η χώρα από το πιο ζωντανό και παραγωγικό κοµµάτι του
πληθυσµού της. Είχαν την ελπίδα να γυρίσουν σύντοµα µε χρή-
µατα, για να ξεχρεώσουν το κτήµα τους, να κάνουν µια δουλειά
στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους.
Η ελπίδα γυρισµού έκαιγε, σαν καντήλι αναµµένο, στην ψυχή του Οδυσσέα, δίνοντάς του δύναµη να παλεύει και να
ξεπερνά όλα όσα του έτυχαν στο δρόµο της επιστροφής, µέχρι να δει ''Καπνόν αποθρώσκοντα''... ακόµα και τον καπνό
της πατρίδας του να δει από µακριά κι ας πεθάνει... ο καηµός τού νόστου στην πατρίδα το ''Νόστιµον ήµαρ'', δηλαδή η νό-
στιµη µέρα, γλυκιά µέρα γυρισµού στον τόπο που καθένας γεννήθηκε και µεγάλωσε.
Τα υπερωκεάνια, τα τρένα και πιο ύστερα τα αεροπλάνα ήταν αυτά που µετέφεραν στην ξενιτιά. Ο αποχαιρετισµός
στο λιµάνι πληγή χαραγµένη στη µνήµη. Το ταξίδι διαρκούσε πολύ, τα µέσα και οι τρόποι επικοινωνίας ήταν ελάχιστα, κι
αυτό έκανε τον πόνο αβάσταχτο. Μόνο ένα γράµµα έφτανε κάπου - κάπου. Γονείς δε γνώρισαν ούτε αγκάλιασαν ποτέ τα
εγγόνια τους, αδέλφια δεν αντάµωσαν ποτέ, πολλοί δεν γύρισαν ποτέ και θάφτηκαν σε ξένο χώµα. Η ξενιτιά, σαν άλλη
Κίρκη, τους κράτησε για πάντα...η φωνή τού Στέλιου Καζαντζίδη µατώ-
νει ακόµα...''Μανούλα, θα φύγω, µην κλάψεις για µένα...παιδί, πια, δε
θα 'χεις, µανούλα γλυκιά, εκεί θα πεθάνω στα ξένα''.
Ο λαός µας µε τα τραγούδια λυτρωνότανε από το βαθύ πόνο της
ξενιτιάς, την οποία, συχνά, ταύτιζε µε τον ίδιο το θάνατο. ''Πίσω απ' το
σπιτάκι µου τρέχει νερό φαρµάκι, κι όσες µανάδες κι αν το πιουν καµιά
παιδί δεν κάνει. Ας το 'πινε κι η µάνα µου µένα να µη µε κάνει, µόν' µ'
έκανε, και τράνεψα, και µ' έστειλε στα ξένα ...Μια µάνα απόψε µάλωνε
µαλώνει µε το γιο της. -Στα ξένα γιόκα µ' να µην πας κι απ' το χωριό µη
φύγεις. -Στα ξένα µάνα δε θα βρεις τον πόνο σου να νιώσει... Τώρα εί-
ναι ο Μάης, Μάης κι Άνοιξη τώρα το καλοκαίρι, τώρα κι ο ξένος βούλε-
ται στον τόπο του να πάει... Μη µε µαλώνεις µάνα και µη µε παραπαίρ-
νεις γιατί ταχιά σ' αφήνω γειά.. Μια Κυριακίτσα ένα πρωί κι ένα Σαββά-
το βράδυ... Κλάψε µε µάνα µ' κλάψε µε τη νύχτα µε φεγγάρι... Μάνα µ'
το τι δε χαίρεσαι το τι δε καµαρώνεις;... Ήλιε µου για βασίλεψε, αστρί
µου πέσε κάτω, να σκοτιδιάσουν τα βουνά, πάψουν οι διαβάτες, να παν
οι ξένοι σπίτια τους... Ξένος ήµουνα στα ξένα περπατούσα...''...Την ξε-
νιτιά, την ορφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσαρα τα ζύγιασαν, βα-
ρύτερα είν' τα ξένα''...''Η ξενιτιά κι ο θάνατος αδέλφια ελογιούνται''...''Ο
ξένος εις την ξενιτιά πρέπει να βάνει µαύρα, για να ταιριάζει η φορεσιά
µε της καρδιάς τη λάβρα''.
Τα τραγούδια της Ξενιτιάς αποτελούν αναπόσπαστο και σηµαντικό
κοµµάτι της παράδοσης µας. Ακόµη και την ώρα της εργασίας ακούγο-
νταν τραγούδια της ξενιτιάς, στο θέρο, την ώρα που µια γυναίκα υφαί-
νει και θυµάται τον απόντα αγαπηµένο της: ''Άσπρα µου περιστέρια, και
µαύρα µου πουλιά, όπου ψηλά διαβαίνετε, για κοντοκαρτεράτε, να
γράψω ένα γράµµα, µια ψιλή γραφή, να στείλω στην αγάπη µου, να µη
µε καρτερεί''.
Η αποδηµία ήταν εποχιακή και προσδιοριζόταν συνήθως από το
χρονικό διάστηµα ανάµεσα στις γιορτές των δύο µεγάλων αγίων: του
Άι-Γιώργη και του Άι-∆ηµήτρη. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι της
Μακεδονίας όπου:
''Οι δύο Αγίοι µάλωναν, Άι-Γιώργης κι Άι-∆ηµήτρης:
- Άι-Γιώργη, Γιώργη φοβερέ και σκορποφαµελίτη
εγώ µαζώνω φαµιλιές κι εσύ µου τις σκορπίζεις,
µαζώνω µάνες µε παιδιά, γυναίκες µε τους άντρες,
µαζώνω και τ' αντρόγυνα τα πολυαγαπηµένα''...
ºEBPOYAƒπ√™ 2016
Θέλω να πα στην ξενιτιά να κάµω τριάντα ηµέρες
και η ξενιτιά µε γέλασε και κάνω τριάντα χρόνους.
Περικαλώ σε, ξενιτιά, αρρώστια µη µου δώσεις.
Η αρρώστια θέλει πάπλωµα, θέλει παχύ στρωσίδι,
θέλει µανούλας γόνατα, θέλ' αδερφής αγκάλες,
θέλει πρώτες ξαδέρφισσες να κάθονται κοντά σου,
θέλει και σπίτι να είν' πλατύ, να στρώνει, να ξιστρώνει.
Όσο 'χει ο ξένος την υγειά, ούλοι τον αγαπάνε.
Μα 'ρθε καιρός κι αρρώστησε βαριά για να πεθάνε .
κι ο ξένος αναστέναξε και η γης αναταράχτη:
Να είχα νερ' απ' τον τόπο µου και µήλ' απ' τη µηλιά µου,
σταφύλι ροδοστάφυλο απ' την κληµαταριά µου.

∆ηµοτικό τραγούδι

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Η ξενιτιά και οι Αραχωβίτες
Το µικρό χωριό µας δεν αποτελεί εξαίρεση. Κοιτάζοντας το πίνακα µε το πληθυ-
σµό διαπιστώνουµε πως έχουµε εδώ και πολλά χρόνια πληρώσει βαριά το τίµηµα της
εσωτερικής και εξωτερικής µετανάστευσης.

Στην Ρωσία: Γράφει ο Γ. Μποσινάκος: ''...από το 1880-90 έως το 1910 περίπου


βλέπουµε Αραχωβίτες πού ταξιδεύουν στην Αίγυπτο, Γιουγκοσλαβία, Ρουµανία και
κυρίως στην οµόθρησκο και αχανή Ρωσία. ∆εν υπήρχε οικογένεια, σύµφωνα µε τις
πληροφορίες των γερόντων του χωριού µας, πού να µην είχε στείλει έστω και ένα
µέλος της για λίγο ή για πολύ στη Ρωσία. Πού πηγαίνανε; "Από την 'Οδησσό έως την
Πετρούπολι και από Μόσχα έως το Βλαδιβοστόκ, ταξιδεύοντας µέσα στα τραίνα ή µε
τα πόδια. Πολλοί από αυτούς δηµιούργησαν περιουσίες και ή πρώτη τους σκέψις
ήταν να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα.
Από αυτούς πολλοί εγκαταστάθηκαν έξω από το χωριό µας, οι περισσότεροι
όµως ξαναγύρισαν πίσω στην Άράχωβα, αλλά όλοι τους λόγω των ανωµάλων κατα-
στάσεων, χάσανε τις περιουσίες τους και µείνανε όπως ήταν προτού ξενιτευτούν.
Αυτοί δε πού εγκαταστάθηκαν έξω από το χωριό, πολλοί κόψαν κάθε δεσµό µε το
χωριό και άφοµοιώθησαν στην πολιτεία ή στο χωριό πού έγκατεστάθησαν.
Μονίµως έγκατεστάθησαν στη Ρωσία πολύ λίγοι, γνωστοί είναι οι κάτωθι: Θεόδωρος Χαρ. Χαραλαµπόπουλος, ∆ηµή-
τριος Άριστ. Κλήρης, Νικόλαος Σπ. Θανασιάς, Σταύρος και Νικόλαος Λουκά Λούκας, Νικόλαος Κωνστ. Μερίκας, Αναστά-
σιος ∆ηµ. Καλλιµάνης και Παπαντώνης. Αλλά είναι και τα θύµατα, αυτοί πού είτε βρήκαν βίαιο θάνατο ή φυσιολογικό και
εξαφανίστηκαν τελείως τα ίχνη τους. Γνωρίζοµε την εξαφάνιση των Κωνστ. ∆ηµ. Κούκουνα, Σπυρίδωνος Γεωρ. Κούκου-
να και Χρήστου Ίωάν. Παπαµανώλη''.
Ταξίδεψαν και οι: Ί. Ν. Αράχοβας, Γ. Ί. Αράχοβας, Άρ. Κ. Βλάχος, Εύαγ. Θανασιάς, Γ Ν. Καραγιώργος, Ί. Ν. Καραγιώρ-
γος, Κ. Ν. Καραγιώργος, Β. Ν. Καραγιώργος, Ί. Ν. Καραµπέτσας, Ν. Άθ. Κατσαντώνης, Θ. ∆. Κοµπογιάννης, Ν. ∆. Κοµπο-
γιάννης, Κ. ∆. Κοµπογιάννης, Γεώργ. Ν. Κοµπογιάννης, Νικ. Σπυρ. θανασιάς, ∆ηµ. Άρ. Κλήρης, ∆. Σ. Λούκας, Κούκουνας
Σπύρος, Κούκουνας Κων. Νείλας, Άντ. Ν. Λούκας, ∆ηµ. Λ. Λούκας, Σταυρός Λ. Λούκας, Λάµπος Ιωάννης, Μπράζας Ξενο-
φών, Νικ. Κ. Μερίκας, Σπύρος Άθ. Παπαντώνης, Νικ. 'ΑΘ. Παπαντώνης, Κ. Σ. Πλάκας, Παπαµανώλης Λάµπρος, Ίωάν. Σα-
ράντης, Άθανασ. Ρήγας, Ν. Χαρ. Ρήγας, ∆ηµ. Κων. Ρήγας, Παντελής Ρήγας, Θεοδ. Χαρ. Χαραλαµπόπουλος, Χρήστος
Βλάχος, ∆ηµ. Μαλαβέτας, Ίωάν. Μαλαβέτας, 'Αθαν. Μαλαβέτας, Κώστας Ίωάν. Αράχοβας, Άλεξ. Λαµπρακόπουλος, Νι-
κολ. Καλλιµάνης και άλλοι πολλοί αγνοούµενοι πού πήγαν και δέ γύρισαν. Οί ζώντες Γ. Καραραγιώργος, Ίωάν. Καραµπέ-
τσας, ∆ηµητρ. Κων. Ρήγας και άλλοι διηγούνται Ιστορίες άπό Σιβηρία, Κίνα και Κορέα, όπου ταξίδεψαν, Όµσκη, Τόµσκη,
Ίρκούσκη, Βλαδιβοστόκ κλπ. δεκαετίες ολόκληρες ταξίδια...''

Στη Ρουµανία: Νικ. ∆. Καρύδας, Νικ. Σ. Κριτοόβας, Γεωργ.


Παπαµανώλης και άλλοι παλαιότερα και επί τουρκοκρατίας. Πολλοί
έµειναν έκεϊ και δεν ξαναρώτησαν για τήν πρώτη τους πατρίδα.

Στην Αµερική: ∆εν υπάρχει οικογένεια στην Αράχωβα που να


µην έστειλε ένα µέλος της, µετανάστη στην Αµερική.
Για τούς µετανάστες της Αµερικής έχει δηµοσιεύσει πλήρη κατά-
λογο στα ''Αραχωβίτικα Νέα'' (τ. 18,24,27) ο Μανώλης Λαµπρακόπου-
λος:
''... Πρώτοι πού µετανάστεψαν στήν Αµερική, είναι: Ό Αθανάσιος
∆ηµ. Καρασήµας (Χαρονάσιος) 1903, Νικόλαος Άθ. Παπαδηµητρίου
(Ντζιαβάρας) 1904, Ν. ∆. Καλλιµάνης και Κώστας ∆. Τσαρούχης
1905... Παραθέτω κατ΄αλφαβητική σειρά τους µετανάστες Άρα-
χοβΐτες στήν Αµερική: Κώστας Άθ. "Αγριος, Γεώργιος και Απόστολος
Σπυρ. Άποοτόλου 1920-1924, ∆ηµ. Κ. Αράχοβας 1910-18, Κωστ. Πο-
λυζ. Βλάχος 1915 - 20, Άριστ. Κ. Βλάχος 1912-29, Κώστας Άρ. Βλά-
χος, Αγγελική Κ. Βλάχου 1918, Φώτης Χρ. Βλάχος, Χαρίλαος Εύαγ.
∆άσκαλος ή ∆ασκαλόπουλος 1916 - 1920, Ευάγγελος Χαρ. Θανασιάς,
Αθανάσιος και Γεώργιος Χαραλ. θανασιας, Αθανάσιος ∆ηµ. Καραοή-
µας 1903, Νικόλ. Α. Καλλιµάνης 1906-191...
MAPTIO™ 2016
Ξενιτεµένο µου πουλί και παραπονεµένο,
η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ 'χω τον καηµό σου.
Τι να σου στείλω, ξένε µου, τι να σου προβοδίσω;
Μήλο αν σου στείλω σέπεται, τριαντάφυλλο µαδιέται,
σταφύλι ξερωγιάζεται, κυδώνι µαραγκιάζει.
Να στείλω µε τα δάκρυά µου µαντίλι µουσκεµένο,
τα δάκρυά µου είναι καυτερά, και καίνε το µαντίλι.
Τι να σου στείλω, ξένε µου, τι να σου προβοδίσω;
Σηκώνοµαι τη χαραυγή, γιατί ύπνο δεν ευρίσκω,
ανοίγω το παράθυρο, κοιτάζω τους διαβάτες,
κοιτάζω τις γειτόνισσες και τις καλοτυχίζω,
πώς ταχταρίζουν τα µικρά και τα γλυκοβυζαίνουν.
Με παίρνει το παράπονο, το παραθύρι αφήνω,
και µπαίνω µέσα, κάθοµαι, και µαύρα δάκρυα χύνω.

∆ηµοτικό τραγούδι Ηπείρου

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


... Κώστας Άθαν. Καλλιµάνης 1920-1934, Αθανάσιος
∆ηµ. Κριτσόβας 1911-1917, Κώστας Σπ.Κριτσόβας 1912,
Ιωάννης Ν. Καραγιώργος 1919-1967, Γεώργιος Ν. Καρα-
γιώργος 1921- 1937, Βασιλική Ί. Καραγιώργου 1928, Χα-
ράλαµπος Κων. Κατσαντώνης 1920-1952, ∆ηµ. Άντ. Κα-
τσαντώνης 1921-1930, Χρήστος Άντ. Κατσαντώνης
1914, Αντώνιος Άθ. Κατσαντώνης 1912, Κώστας ∆ηµ.
Καλογερογιάννης 1915-1918, Ιωάννης Ί. Καλογερογιάν-
νης- (Μανέλας) 1915-1918, ∆ηµήτριος και Λεωνίδας Ί.
Καραγιάννης 1910, Γεώργιος Ν. Καρανικόλας 1918, Κώ-
στας Γ. Καρανικόλας 1915, Νικ. Γ. Καρανικόλας 1911-
1967, Νικόλαος και Θεόδωρος ∆ηµ. Κοµπογιάννης 1911-
22, Ελένη Θ. Κοµπογιάννη 1920-1922, Γεώργιος ∆ηµ.
Κριτσόβας 1915-1920, Γεώργιος και Ιωάννης Χρ. Κοτο-
πούλης 1916-1920, Σπύρος Κοτοπούλης, Νικόλαος Ί. Κα-
ραδήµας 1920-1922, Άθαν. Κ. Καλπουζάνης 1911, Γεώρ-
γιος Ί. Καλπουζάνης 1912, Άθαν. Ί. Καρασήµας 1911-12, Ανδρέας Καρανδρίκας 1909-1930, ∆ηµήτριος Καρανδρίκας
1912-1918 και Νικόλαος Καρανδρίκας 1911-1912...''

Οι δυσκολίες για τον ξενιτεµό άρχιζαν από την εξεύρεση των χρηµάτων για τα εισιτήρια: εµφανίστηκαν οι ''πράκτο-
ρες'', όµως οι δραστηριότητές των ξέφευγε συχνά από τα όρια της νοµιµότητας.
Πολλές φορές έπαιρναν υπέρογκα ποσά από τους υποψηφίους µετανάστες για να µεσολαβήσουν στις αρχές όταν
υπήρχαν τυπικά κωλύµατα ή και εξαπατούσαν και εξαγόραζαν τους ίδιους τους αρµόδιους υπαλλήλους. Η εξοικονόµηση
του αρκετά σοβαρού για την εποχή εκείνη ποσού των 300 - 400 δρχ που χρειάζονταν για το εισιτήριο και τα έξοδα του
ταξιδιού αποτελούσε ένα ακόµη µεγάλο πρόβληµα. Πολλοί ήταν αυτοί που δανείζονταν το ποσό αυτό υποθηκεύοντας τη
µικρή κτηµατική περιούσια στο χωριό, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα εξοφλήσουν το χρέος µε τη νέα δουλειά τους. Όµως
το µέλλον τους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις και συνήθως τα χρέη έµεναν ανεξόφλητα, έτσι ώστε οι αδίστακτοι
τοκογλύφοι να αποκτούν εύκολα αµύθητες περιουσίες. Έτσι γινόταν ακόµη πιο δύσκολος ο δρόµος της επιστροφής, µια
και η παλιννόστηση σήµαινε όχι µόνο ατίµωση αλλά και έλλειψη κάθε δυνατότητας επιβίωσης2.
Παράλληλα ο ανταγωνισµός ανάµεσα στις Υπερωκεάνιες Ατµοπλοϊκές Εταιρείες είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο
σκληρός. Σε κάποια περίοδο µάλιστα, το εισιτήριο από Πειραιά στη Νέα Υόρκη έφτασε µόλις τις 60 δραχµές. Βέβαια αυτό
είχε να κάνει και µε τις συνθήκες µεταφοράς των µεταναστών που από περιγραφές µαθαίνοµε ότι η µεταφορά τους ήταν
λίγο καλύτερη από εκείνη των ζώων. Η κατάσταση βελτιώθηκε αργότερα µετά το 1928 όταν οι αµερικανικές αρχές πήραν
αυστηρά µέτρα ασφαλείας για τα πλοία που προσέγγιζαν στην Αµερική, καθώς και για τις συνθήκες καθαριότητας και
διαβίωσης των µεταναστών στη διάρκεια του ταξιδιού.
A¶PI§IO™ 2016
Φεύγω, µανούλα µου γλυκιά, φεύγω και πάω στα ξένα
µα όσο ζω θα νοσταλγώ, µανούλα µου, εσένα.

Ψηλά βουνά και θάλασσες πλατιές θα µας χωρίζουν


την ξένη γη τα µάτια µου µε δάκρυα θα ποτίζουν.

Φεύγω, αγάπη µου, γλυκιά, για πάντα θα σε χάσω


µα τη ζωή που ζήσαµε, ποτέ δε θα ξεχάσω.

Φεύγω, µανούλα µου, γλυκιά, έτσι ήτανε γραµµένο


το φτωχικό σπιτάκι µας να µείνει ρηµαγµένο

Λαϊκό τραγούδι: Μουσική Θόδωρος ∆ερβενιώτης,


στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης,
ερµηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης.
Μέχρι το 1907 το ελληνικό µεταναστευτικό κύµα προς την Αµερική το διακινούσαν ξένες ατµοπλοϊκές εταιρίες, η Αυ-
στριακή εταιρία ''Austro Americana ''και η γερµανική ''Hamburg American Line'' ενώ από το 1908-1937 η ''Εθνική Ατµοπλοία
της Ελλάδος'' των αδελφών Εµπειρίκου µε τα υπερωκεάνια ''Πατρίς'', ''Μακεδονία», ''Ιωάννινα», ''Θεσσαλονίκη»,''Βασιλεύς
Κωνσταντίνος'' (µετέπειτα ''Μεγάλη Ελλάς'' και ''Βύρων'' ), ''Βασιλεύς Αλέξανδρος», ''Κωνσταντινούπολις'' και ''Μορέας».
Οι συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα µεταναστευτικά υπερωκεάνια ήταν φρικτές. Αρκεί να σκε-
φτούµε ότι πλοία µόλις 5-6 χιλ.τόνων, µετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-
30 ηµέρες3.

Το πλήθος των µεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, που σήµαινε στοιβαγµένο σαν εµπόρευµα
στο κατάστρωµα και τα αµπάρια.

Οι µετανάστες ''πακετάρονταν''κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωµα σε απελπιστικά στενούς
χώρους4. ''Ο επιβάτης ευρίσκει άνεσιν, περιποίησιν και καθαριότητα απαράµιλλον, τροφήν Ελληνικήν καθαράν και άφθο-
νον, πλήρωµα ελληνικόν'' έγραφε η διαφηµιστική αφισέτα του ατµόπλοιου ''Ο Θεµιστοκλής'', όµως η πραγµατικότητα
ήταν τελείως διαφορετική.
Σε κάθε επιβάτη δινόταν µε την επιβίβαση του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, και µια τενεκεδένια καραβάνα.
Όταν αναγγελλόταν το πρωινό συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριµώχνονταν στο χώρο της διανοµής καθώς δεν
υπήρχε τραπεζαρία παρά µονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη µε λίγα τραπέζια και µερικούς πάγκους, όπου συνήθως κά-
θονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες έπρεπε από τους χώρους σερβιρίσµατος κρατώντας τις καραβάνες να βρουν
κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωµα.
Το φαγητό όµως ήταν τόσο κακοµαγειρεµένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το µισό φαγητό που ετοιµάζονταν
για τους µετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες µπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα
του πλοίου κάτι για να συµπληρώσουν το φαγητό τους,
πράγµα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη,
προκειµένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας.
∆ιαβάζουµε στο ''Συναξάρι'' του Ανδρέα Κορδοπάτη για
το φαγητό πάνω στο υπερωκεάνιο.
''... Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν κάτι παλιάλογα.
Τα βλέπαµε τα είχαν στα αµπάρια και τα σιχαινόµασταν.
Τρεις τέσσερις από εµάς τα έτρωγαν, έκλειναν τα µάτια, η
καρδιά τους το δεχότανε. Οι άλλοι κινδυνεύαµε από ασιτία.
Καµιά βδοµάδα τη βγάλαµε µ΄ αυτά που είχαµε ψωνίσει
στη Πάτρα. Άλλα σωθήκανε. Μαζευτήκαµε τότε και πήγαµε
στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαµε να µαγειρεύουµε
φασόλια, µπακαλιάρο, φακές. Καταφέραµε να βάλουµε µά-
γειρα δικό µας, ταξιδιώτη. Μας έδιναν κάτι ρέγκες µε σκου-
λήκια, χαλασµένες, τις πετάγαµε. Μόλις τις πετάγαµε
εµείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν''.
Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε
το τελευταίο, πριν από την άφιξη δείπνο, που µπορούσε να
περιλαµβάνει λιχουδιές όπως ... τηγανητές πατάτες.
Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο σκοπό είχε να δώσει
έναν τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρη-
Έλληνες µετανάστες ταξιδεύοντας στο κατάστρωµα του πλοίου…
ση από τις υγειονοµικές αρχές5.
MA´O™ 2016
Πουλάκι ξένο, ξενιτεµένο,
πουλί χαµένο, πού να σταθώ;
Πού ν' ακουµπήσω, να ξενυχτήσω, να µη χαθώ;
Βραδιάζει η µέρα, σκοτάδι πέφτει
και δίχως ταίρι πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω σε ξένο δάσος, να µη χαθώ;
Γυρίζω να βρω πού να καθίσω, να ξενυχτήσω µοναχό.
Κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό.

∆ηµοτικό τραγούδι

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Στην εκβολή του ποταµού Hudson ήταν η ‘‘Καραντίνα», το περίφηµο Ellis Island, γνωστό ως ‘‘Καστιγγάρι», ο δηµόσιος
υγειονοµικός σταθµός ελέγχου από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και ∆ηµόσιας Υγείας.
Γράφει ο ‘’Εθνικός Κήρυκας’’ τον Ιούλιο του 1920: ’‘... Ο κατάλογος των επιβατών διαιρείται εις τα εξής δύο µέρη:
Επιβάται πρώτης και δευτέρας θέσεως και επιβάται τρίτης θέσεως, ή, όπως λέγεται συνήθως, επιβάται του καταστρώµα-
τος, εις ους και δίδεται το όνοµα µετανάσται... Οι επι-
βάται όµως της τρίτης θέσεως δεν απολαύουν του
προνοµίου της επί του πλοίου εξετάσεως. Οφείλουν
πάντοτε ‘‘συν γυναιξί και τέκνοις’‘ να µεταβούν εις το
Έλλις Άιλαντ, όπου την αυτήν ηµέραν της αφίξεώς
των υποβάλλονται ‘‘εις το µαρτύριον’‘ της ιατρικής
και µη εξετάσεως... όπου πολλάκις διέρχονται ενώ-
πιον των ιατρών ή άλλων ‘‘ιεροεξεταστών’‘ τας χειρο-
τέρας στιγµάς του βίου των...’‘
Ανεπιθύµητοι6, εκτός όσων είχαν µολυσµατικές
ασθένειες ήσαν και όσοι δεν είχαν συγγενείς ή φί-
λους στην Αµερική που θα εγγυώνταν για στέγη και
τροφή, όσοι ακόµη δεν φαινόντουσαν αρκετά γεροί
για να δουλέψουν στις σιδηροδροµικές γραµµές, στα
µεταλλεία και όσοι θεωρούνταν ύποπτοι για τη δηµό-
Από την ιατρική εξέταση των µεταναστών στο Έλλις Άϊλαντ σια τάξη. Αρχικά έµεναν για λίγο στη Νέα Υόρκη που
είχε το 1910 πάνω από 12 χιλ. Έλληνες. Ήταν ακριβή
πόλη και οι περισσότεροι είχαν λιγότερα από τριάντα δολάρια στην τσέπη τους.''Ο βίος εν Νέα Υόρκη είναι αρκούντως πο-
λυδάπανος. Αν ο µετανάστης µείνει ηµέρας τινάς άεργος ενταύθα και δεν έχει συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι να δαπανώσι
δι΄ αυτόν, οφείλει να υπολογίζει εν τουλάχιστον δολλάριον καθ΄ ηµέραν δια τροφήν και κατοικίαν, ήτοι πέντε περίπου
φράγκα. Και ταύτα αν τρώγει εις τα ελληνικά µικροεστιατόρια και αποφεύγει τα ποτά και τα κεράσµατα. Οιονδήποτε ποτόν
στοιχίζει το ολιγότερον 5 σεντς, ήτοι 25 λεπτά. Καλόν είναι ο µετανάστης να προσπαθεί να µη µείνει µακρόν χρόνον εν
Νέα Υόρκη, αλλά να διευθύνεται εις το εσωτερικόν''. [Από τον ''Οδηγόν του Μετανάστου'', 1910].
Οι κυριότεροι προορισµοί τους ήταν:
• Οι ∆υτικές Πολιτείες: το 1903 µεταφέρθηκε από τις Ανατολικές Πολιτείες µεγάλη οµάδα Ελλήνων µεταναστών που
χρησιµοποιήθηκε σαν απεργοσπαστικός µηχανισµός των ανθρακωρύχων της Utah. Κατά τον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο υπήρ-
χαν τουλάχιστον 50.000 Έλληνες εργάτες στα ορυχεία και στις σιδηροδροµικές γραµµές των ∆υτικών Πολιτειών.
• Οι βιοµηχανικές πόλεις της Νέας Αγγλίας: όπου πήγαιναν για να εργαστούν στις βιοµηχανίες υφασµάτων και παπου-
τσιών. Μόνο στο Lowell Massachusetts το 1910 σε συνολικό πληθυσµό 100 χιλ. υπήρχαν 20 χιλ Έλληνες. Σηµαντικές ελλη-
νικές κοινότητες δηµιουργήθηκαν ακόµη σε Manchester και Nashua, New Hampshire, στα Bridgeport, New Britain και
Norwich, Connecticut κ.ά.
• Οι µεγάλες πόλεις του Βορρά: Ο τρίτος σηµαντικός τόπος προορισµού Ελλήνων µεταναστών ήταν οι µεγάλες πόλεις
του Βορρά, όπως οι Philadelphia, Pittsburgh, Buffalo, Cleveland, Toledo, Detroit, Gary, Milwaukee, µε επίκεντρο βέβαια τη
Νέα Υόρκη και το Σικάγο όπου το 1920 υπήρχαν περίπου 50 χιλ. Έλληνες.
• Προς το Νότο: µέχρι το 1920 υπολογίζεται πως λίγοι, σχεδόν 1 στους 15 µε µια µοναδική εξαίρεση το Tarpon
Springs, Florida που ιδρύθηκε το 1905 από πεντακόσιους περίπου ∆ωδεκανήσιους.
Η ζωή στο νέο περιβάλλον δεν έµοιαζε καθόλου
µ' αυτήν που περιγράφανε στην Ελλάδα, οι πράκτο-
ρες των ατµοπλοϊκών εταιρειών και των εκµισθωτών
εργασίας. Επειδή πολλοί είχαν πρόθεση να µείνουν
προσωρινά, πολλοί αρνιόντουσαν να µάθουν την αγ-
γλική γλώσσα και καθώς ήσαν και ανειδίκευτοι, δεν
τους απέµεινε παρά να δουλέψουν στις χειρότερες
εργασίες ή έστηναν καροτσάκια στους δρόµους.
''...Θα τον ίδετε παντού τον Έλληνα µετανάστην. Θα
τον συναντήσετε εις πάσαν λεωφόρον, εις πάσαν
οδόν, εις πάσαν σχεδόν γωνίαν στιλβώνοντα υποδή-
µατα, πωλούντα άνθη, ψήνοντα κάστανα ή οδηγού-
µενον υπό του αστυφύλακος εις την αστυνοµίαν τη
συνοδεία αλαλαζόντων χαµινίων. Ο Έλλην µετανά-
στης και µικρέµπορος ο διηµερεύων και διανυκτερεύ-
ων εν υπαίθρω, αποτελεί εντελώς ξεχωριστήν φυσιο-
Όταν οι Έλληνες ήταν µικροπωλητές και τους κυνηγούσε γνωµίαν εις την απέραντον κοσµόπολιν. Εάν δεν
η αµερικάνικη έφιππη αστυνοµία... επρόφθασε να εξαµερικανισθή ακόµη εξωτερικώς...
IOYNIO™ 2016
Λουλούδι µ' τι µαράθηκες
και είσαι µαραµένο και αργοποτισµένο
Για πες µου ποιος σε φύτεψε, λουλούδι, λουλούδι,
λουλούδι µαραµένο και αργοποτισµένο.

Η αγάπη µου µε φύτεψε, λουλούδι, λουλούδι,


και τώρα πάει στα ξένα και ξέχασε εµένα.
Καινούρια αγάπη θε να βρω, λουλούδι, λουλούδι,
άλλη ζωή ν' αρχίσω και να σε λησµονήσω.

∆ηµοτικό τραγούδι

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


...φορεί ακόµη τα χονδροκαµωµένα ρούχα της πατρίδος του, τα οποία ηγόρασε κατά την παραµονή της αναχωρήσε-
ώς του, εις τον Πειραιά ή εις τας Πάτρας και τον πατροπαράδοτον κούκον της ελληνικής βιοµηχανίας, τον καλύπτοντα
τας βλεφαρίδας και εισερχόµενον µέχρι των ώτων. Ενίοτε, οσάκις µελαγχολικός θελήσετε να σταµατήσετε και περιερ-
γασθήτε τα ατυχή αυτά θύµατα του εκπατρισµού ατυχεστέρας πατρίδος, ήτις δεν ηδυνήθη να τα συγκρατήση εις τους
κόλπους της, αντιλαµβάνεσθε, πανικόν ενσκήπτοντα αιφνιδίως εις τας τάξεις των και βλέπετε καροτσάκια και εµπορεύ-
µατα εξαφανιζόµενα εν ριπή οφθαλµού, ανατρεπόµενα, θραυόµενα ως υπό την επηρείαν ενσκήψαντος τυφώνος. Είναι ο
έφιππος αστυνόµος µε την ροδοκόκκινον και επιβλητικήν µορφήν, τα κίτρινα γαλόνια, τα τόσον ωραία αρµοζόµενα εις
την κυανήν στολήν του, τα άσπρα γάντια και τον υπερήφανον καστανόχρουν ίππον, όστις αντιληφθείς αυτούς εκ της γω-
νίας σπεύδει προς καταδίωξιν των. Οι Έλληνες µικρέµποροι, ως τα καταδιωκόµενα πτηνά υπό αρπακτικού ορνέου, δια-
σκορπίζονται περιδεείς προς όλα τα σηµεία του ορίζοντος, παρασύροντες εν τη ορµή των τους διαβάτας, προσκρούο-
ντες επί των γωνιών, κτυπώντες επί των σιδηρών κιγκλιδωµάτων και προκαλούντες την αγανάκτησιν του πλήθους...''7.
Οι συνθήκες της ζωής τους ήταν άθλιες. Η φυµατίωση θέριζε. Υπέµεναν όµως τα πάντα προκειµένου να εξασφαλί-
σουν το γυρισµό τους στην πατρίδα, µε κάποια άνεση και είναι γνωστό ότι πολλοί δεν γύρισαν πολύ πλουσιότεροι από
ότι έφυγαν. Ζούσαν πολύ λιτά. Ήταν συνηθισµένο φαινόµενο για έξι άτοµα να νοικιάζουν ένα διαµέρισµα και να µοιράζο-
νται τα έξοδα, χωρίς σωστή διατροφή ή στοιχειώδεις κανόνες υγιεινής. Τα πράγµατα γίνονταν ακόµη χειρότερα, λόγω
της δεδοµένης εχθρικής υποδοχής που επιφύλασσαν στους Έλληνες µετανάστες, οι µετανάστες άλλων εθνικοτήτων ή
και οι ίδιοι οι Αµερικανοί εργάτες8.
Η µηνιαία ''Ατλαντίς''Απρίλιος 1912 αναφέρει: ''.....Ζώσι καθ΄ οµάδας και έχουσι κοινήν την τράπεζαν. Εις τα πόλεις
ενοικιάζουν δέκα πέντε εργάται εν διαµέρισµα εις µίαν πενιχράν οικίαν, όπου µαγειρεύουν το φαγητόν των εκ περιτρο-
πής, έχουν τας συναναστροφάς των καθ΄ εσπέραν. Θύουν κάποτε εις τον Βάκχον, σχηµατίζοντες κύκλον πέριξ του βα-
ρελίου ζύθου, ουχί σπανίως δε επιδίδονται και εις χορούς και θορυβώδη άσµατα, προς µεγάλην ανυσυχίαν των γειτόνων
των. Η ζωή δεν στοιχίζει ακριβά εις τους εργάτες τούτους. Εις πολλά µέρη οι Έλληνες εργάται των εργοστασίων κατορ-
θώνουν και ζουν επί βλάβη βεβαίως της υγείας των, µε δυο δολλάρια την εβδοµάδα... ...Εις τας γραµµάς οι εργάται
έχουν ως κατοικίαν των τα παλαιά βαγόνια, τα οποία αφήνουν εις την διάθεσίν των αι εταιρείαι, ή ξυλίνας καλύβας, κατα-
σκευαζοµένας επίτηδες δι΄ αυτούς εις τα εργατικά στρατόπεδα, ισχύει δε και εκεί όπως εις τας πόλεις το κοινοβιακόν
σύστηµα».
Το 80% ήταν ανειδίκευτοι εργάτες ενώ συνήθως οι γυναίκες παντρεµένες ή ανύπαντρες δεν εργάζονταν έξω από το
σπίτι. Λίγα χρόνια µετά, άρχισε να εµφανίζεται το φαινόµενο της ''κοινωνικής στρωµατοποίησης'' και η µεσοαστική τάξη
γύρω στα 1910. Το 1920 υπήρχαν αρκετοί Έλληνες που ήταν ιδιοκτήτες µικροεπιχειρήσεων, κυρίως στους τοµείς των
γλυκισµάτων, των εστιατορίων, στο λιανικό και χονδρικό εµπόριο, στις αίθουσες ψυχαγωγίας, σε ανθοπωλεία, σε καπε-
λάδικα, καθαριστήρια και σε επιδιορθώσεις παπουτσιών. Είναι η εποχή της ουσιαστικής έναρξης εµπορικών δραστηριοτή-
των από τους Έλληνες της Αµερικής.
Οι Έλληνες µετανάστες δεν αφοµοιώθηκαν ούτε ενσωµατώθηκαν για πολλά χρόνια αποτελώντας εθνική µειονότητα
µέσα σ' ένα πολυεθνικό σύνολο. Βρήκαν καταφύγιο στα τραγούδια της πατρίδας, δηµοτικά και ρεµπέτικα και στα ελληνι-
κά καφενεία όπου µαζεύονταν, µετά από τη σκληρή δουλειά της µέρας. Είναι χαρακτηριστικό, πως σ΄ αυτή την περίοδο
ηχογραφήθηκαν τραγούδια παραδοσιακά, παλιά,
που κουβαλούσαν οι µετανάστες απ΄ όλα τα µέ-
ρη της Ελλάδας και που δεν ηχογραφήθηκαν πο-
τέ στην Ελλάδα.
Σήµερα, οι έλληνες µετανάστες, και οι ανά
τον κόσµο ελληνικής καταγωγής πολίτες, δεν εί-
ναι απλοί εργάτες, αλλά πετυχηµένοι επιχειρηµα-
τίες, επιστήµονες, διαπρέπουν σε Τέχνες και
αποτελούν σηµαντικό παράγοντα, του τόπου
εκεί, µα και του έθνους µας.
Παλεύουν να διατηρήσουν την Έλληνική τους
ταυτότητα τα ήθη και τα έθιµα της µάνας - πατρί-
δας και από αυτούς προήλθαν και οι µεγάλοι ευ-
εργέτες, είναι οι ''∆ιπλωµάτες'' της χώρας µας
στο εξωτερικό, είναι η µεγαλύτερη δύναµη που
έχει η Ελλάδα, όχι, µόνο, διότι πάντα σε αυτούς
προστρέχει, αλλά διότι είναι και η δύναµη πιέσε-
ως προς τις κυβερνήσεις των χωρών όπου ζουν.
IOY§IO™ 2016
Τάξε, µανούλα µ', τάµατα σ' όλα τά µοναστήρια,
τάξε κηρί στόν Άγιολιά, κηριά στήν άγια Λαύρα,
να µε φυλάει τό φτωχό εδώ στά ξένα πού 'µαι.

Χίλια φλουριά έχω στό Μπουρσό


καί χίλια στήν Τατάρνα
και στον άγιο Γεράσιµο µέσα στή Βαρετάδα
έχω ένα τάσι µάλαµα κι ένα κοµµάτι ασήµι,
για να σέ φέρει τό φτωχό άπό τά έρµα ξένα.

Από τη συλλογή του Θανάση Παπαθανασόπουλου


''∆ηµοτικά Τραγούδια της Ρούµελης''

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Στη Γερµανία

Τεράστιος αριθµός Ελλήνων µετανάστευσε στη Γερµανία,


έτσι που οι Έλληνες να αποτελούν εκεί την τέταρτη µεγαλύτε-
ρη οµάδα µεταναστών, µετά από Τούρκους, Ιταλούς και Πολω-
νούς. Ξεκίνησε στα τέλη του 17ου αιώνα µε πρώτο κέντρο τη
Λειψία ενώ µια άλλη ελληνική κοινότητα δηµιουργήθηκε στις
αρχές του 19ου αιώνα στο Μόναχο.
Η κορύφωση του µαζικού ξενιτεµού των Ελλήνων προς Αµε-
ρική, Αυστραλία και Αφρική ήρθε µε την '' Σύµβαση Περί Επιλο-
γής και Τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις Γερµανικάς επιχει-
ρήσεις'' που υπεγράφη στις 30 Μαρτίου του 1960. Αυτό ήταν το
ξεκίνηµα της πιο έντονης µετανάστευσης των Ελλήνων.
Έτσι στα ''πέτρινα χρόνια'' όταν τα χωριά ερήµωναν από την
εσωτερική µετανάστευση προς τις µεγαλουπόλεις, λόγω της
φτώχιας και της ανεργίας, βρέθηκε η λύση. Η Ελλάδα δεν µπο-
ρούσε να θρέψει τα παιδιά της. Έτσι, η υπογραφή της ελληνογερµανικής Σύµβασης, αποτέλεσε µία ''µεγάλη ευκαιρία'' για
χιλιάδες Έλληνες και Ελληνίδες, που παρά την τροµερή εµπειρία της γερµανικής κατοχής και τον µεγάλο αριθµό των θυ-
µάτων του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου στην Ελλάδα, ξεκίνησαν για τη Γερµανία, αναζητώντας το νέο, το καλύτερο, το ανα-
γκαίο ''κακό''.
Η ∆υτική Γερµανία άρχισε να καλεί για τα εργοστάσια της εργατικό δυναµικό από το εξωτερικό ως ''φιλοξενούµενους
εργάτες'' (Gastarbeiter) ή Katzelmacher, όπως υποτιµητικά χαρακτήριζαν στη Βαυαρία τους µετανάστες, που προέρχονται
από τις νότιες χώρες.
Με την υπογραφή της σύµβασης άνοιξαν στην Αθήνα στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ και στη Θεσσαλονίκη στην οδό ∆ω-
δεκανήσου, οι εν Ελλάδι Γερµανικές Επιτροπές, που ενέκριναν την πρόσληψη των Ελλήνων εργατών, εξετάζοντας εξο-
νυχιστικά την καταλληλότητά τους, από άποψη
υγείας και ειδικών γνώσεων, ενώ οργάνωναν και το
ταξίδι τους. Η τακτική προσέλκυσης την εποχή
εκείνη θύµιζε ''σύγχρονο σκλαβοπάζαρο''.
Ο Χανς Γιόργκ Έκχαρντ, που εργάστηκε στο
Γραφείο Θεσσαλονίκης από το 1965 έως το 1967,
µας εξιστορεί: '' ...οι ιατρικές εξετάσεις ήταν πολύ
αυστηρές: µετρήσεις µυών, ακτινογραφίες θώρα-
κος, οδοντιατρικές εξετάσεις κ.ά. έπρεπε να επιλέ-
ξουµε καλό ανθρώπινο υλικό, αυτή ήταν η εντολή.
Από Γερµανία µας λέγανε 'στείλτε µας τόσα τεµά-
χια', και αυτό πιστέψτε µε, µε πονούσε πολύ, καθώς
αντίκριζα καθηµερινά νέους ανθρώπους να ψά-
χνουν για ελπίδα, ένα καλύτερο αύριο...οι εργοδό-
τες ήθελαν να προσλάβουν µόνο νέους, υγιείς ανθρώπους, µε γερά χέρια και πόδια, για να εργαστούν στη βιοµηχανία. Η
Ελλάδα ήταν και η πρώτη χώρα που έστειλε στη Γερµανία γυναίκες χωρίς τους συζύγους. Μπορείτε να φανταστείτε το
δράµα αυτών των γυναικών, που πήγαιναν σε έναν ξένο τόπο, αφήνοντας συζύγους, παιδιά, χωρίς να ξέρουν ούτε µία
λέξη γερµανική. Οι γυναίκες προτιµούνταν από τις φάµπρικες της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά και στη βιοµηχανία ηλε-
κτρικών ειδών, καθώς τα χέρια τους ήταν πιο λεπτά και επιδέξια, απ΄ αυτά των ανδρών. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις εικόνες
στο σταθµό του τρένου, στη Θεσσαλονίκη, µε τους άνδρες να
αποχαιρετούν µε δάκρυα στα µάτια τις συζύγους τους, κρατώ-
ντας µωρά παιδιά στην αγκαλιά τους. Και εκείνες, µε απόγνωση,
να προσπαθούν να τούς δώσουν κουράγιο...''
Γι' αυτούς που έκαναν αίτηση στην Αθήνα, το ταξίδι ξεκινού-
σε συνήθως από τον Πειραιά, µε το θρυλικό φέριµποτ ''Κολοκο-
τρώνης», για να φτάσουν στο Μπρίντεζι της Ιταλίας και στη συ-
νέχεια, µε τρένο, για τη Γερµανία. Από τη Θεσσαλονίκη ταξίδευ-
αν προς το Μόναχο, µε ειδικές αµαξοστοιχίες, που ήταν συνή-
θως υπερπλήρεις, καθώς µετέφεραν, σε πολλές περιπτώσεις,
πάνω από 1.000 άτοµα. Τα µαζικά αυτά ταξίδια, τα οποία η γερ-
µανική διοίκηση µέχρι το 1972 τα ονόµαζε ''µεταφορές», έχουν
χαραχτεί βαθιά στη µνήµη των µεταναστών.
AY°OY™TO™ 2016
Μη µέ στέλνεις, µάνα µ', στην Αµερική_
εγώ θά µαραζώσω, θά πεθάνω έκεί.

∆ολλάρια δέ θέλω, πώς νά σου τό πώ;


θέλω ελιές, κρεµµύδι κ' εκείνον κ αγαπώ.

Μέ έχει φιληµένη µέσ' στίς ρεµατιές


καί αγκαλιασµένη κάτω άπ' τίς ιτιές.

Γιώργο µου, σ' αφήνω, φεύγω µακριά,


πάν νά µέ παντρέψουν µές στήν ξενιτιά.

Σάν άρνί µέ πάνε νά µέ σφάξουνε,


κι από τόν καηµό µου θά µέ θάψουνε.

Από τη συλλογή του Θανάση Παπαθανασόπουλου


''∆ηµοτικά Τραγούδια της Ρούµελης''

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Οι µετανάστες αναλάµβαναν πολλές φορές δουλειές, που δεν ήθελαν να κάνουν οι Γερµανοί, όπως την εξόρυξη άν-
θρακα, που την εποχή εκείνη ήταν η βασική πηγή ενέργειας της γερµανικής οικονοµίας. Οι συνθήκες της καθηµερινής
δουλειάς ήταν ιδιαίτερα σκληρές.
Εξιστορεί ένας µετανάστης: ''...έπρεπε να έχουµε πάντα την κάρτα µαζί µας. Ένα νούµερο ήµουν και εγώ, όπως όλοι
µας. Ποιος ήξερε το όνοµά µου; Στη σειρά µου ήµασταν 27 άτο-
µα, όλοι νέοι. Ανάσα δεν πήραµε. Το βράδυ φτάσαµε, το ξηµε-
ρώµατα µας πήγαν για δουλειά. Ένα µήνα, περίπου, µας εκπαί-
δευαν για το πώς θα εργαστούµε στα ανθρακωρυχεία. Μας
έδωσαν και 100 µάρκα προκαταβολή. ∆εν θα ξεχάσω την πρώτη
φορά που κατεβήκαµε µε το σιδερένιο κλουβί στη βάθη της γης.
Φόβος δεν υπήρχε στο µυαλό µου. Εννιακόσια µέτρα βάθος και
εγώ δεν σκεφτόµουν τίποτα άλλο, παρά µόνο ότι έπρεπε να
µείνω σε αυτή τη δουλειά, διαφορετικά θα µε γυρνούσαν πίσω.
Μόνο αυτό σκεφτόµουν. Όταν βγήκαµε ξανά στη γη δεν µπο-
ρούσαµε να γνωρίσουµε ο ένας τον άλλον από τη µουτζούρα
του κάρβουνου. Γελούσαµε µε την ψυχή µας, σαν µικρά παιδιά
και χαιρόµασταν τον ήλιο''.
Αυτό που είχαν να αντιπαλέψουν, µε όλες τους τις δυνά-
µεις, οι µετανάστες από την αρχή, ήταν το ''ακόρντ'' δηλ. πλα-
φόν στην παραγωγικότητα. Όσοι προσπαθούσαν να το ξεπερά-
σουν για να πάρουν πριµ, κατέληγαν, σε πολλές περιπτώσεις,
µε σοβαρά προβλήµατα υγείας. Ταυτόχρονα, προκαλούσαν την
Το πλοίο ‘’Κολοκοτρώνης’’, µε το οποίο έφευγαν οι Έλληνες αντιπάθεια των Γερµανών συναδέλφων τους, που έµεινα πίσω,
µετανάστες για τη Γερµανία
καθώς τα ''ακόρντ'' ανέβαιναν συνεχώς εξαιτίας τους.
Σύµφωνα µε επίσηµα στοιχεία οι Έλληνες που πέρασαν συνολικά από τη Γερµανία ξεπερνούν το 1,5 εκ. ενώ σήµερα
σε όλη τη Γερµανία υπολογίζονται στις 350 χιλ.
Από το χωριό µας στη Γερµανία πήγαν οι: Βασίλειος Παν. Ρήγας, Βασίλειος Παν. Σαράντης, Κωνστ. Περ. Λουκόπου-
λος, Παναγιώτης Γ. Κούκουνας, Χρήστος Γ. Κούκουνας, Παναγιώτα Γ. Κούκουνα, Βιολέττα Νικ. Καρανδρίκα, Κωνστ. Νικ.
Σαράντης, Ζωή Β. ∆ανιά - Ζάχου, Αθανάσιος Γεωργ. Κοτοπούλης, Κωνστ. Παν. Ρήγας, Ελένη Παν. Ρήγα, Αθανάσιος Ιωάν.
Ρήγας, Κωνστ. Αντ. Λουκάς, Ελένη ∆ηµ. Πέττα κ.ά.

Έλληνες Μετανάστες στη Γερµανία, 1969. ∆ωµάτιο εργοστασιακού κοινόβιου. Κατοικούσαν 4 Έλληνες. Η τουαλέτα ήταν στο βά-
θος του διαδρόµου κι εξυπηρετούσε 10 συνολικά τέτοια δωµάτια. Το µπάνιο στο υπόγειο.
(Αρχείο Γ. Ματζουράνη-Εφηµερίδα Καθηµερινή, ένθετο «Επτά Ηµέρες», 13-12-1998)
™E¶TEMBPIO™ 2016
Πάν τά κουρίτσια γιά νερό, βρίσκουν του τόπουν αδειανό
καί κει κάθονται καί κλαίνε, που 'ν' τά παλληκάρια, λένε.

Στό παπόρι µπήκανε, στη Νέα Όρκη βγήκανε.


Είκουσ' µιρούλις θάλασσα, σκοτούρις κί σκουντάµατα.

Μουρή µαγκούφ' Άµιρική, πό 'χεις τού χρήµα τού πουλύ,


µουρή µαγκούφα ξενιτιά, φύλα τούν ξέν' άπ' άρρουστιά.

Από τη συλλογή του Θανάση Παπαθανασόπουλου


'∆ηµοτικά Τραγούδια της Ρούµελης''

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Στην Αυστραλία

Το κύριο µεταναστευτικό ρεύµα προς την Αυ-


στραλία άρχισε µετά το 1880 µετά την ανακάλυψη
πλούσιων κοιτασµάτων χρυσού εκεί. Το 1880 υπήρ-
χαν περίπου 150 Έλληνες και το 1891 αναφέρονται
482. Κατάγονταν κυρίως από Κύθηρα, Ιθάκη και Κα-
στελλόριζο. Το 1901 έφτασαν 878 και το 1911
1.798. Η αύξηση συνεχίστηκε και το 1921 ο Ελληνι-
κός πληθυσµός στην Αυστραλία αριθµούσε 3.654,
το 1933 8.337 και το 1947 12.291. Μετά το 1952 η
αύξηση ήταν ραγδαία. Από το 1953 µέχρι το 1956
Το πλοίο ‘’Κολοκοτρώνης’’, µε το οποίο έφευγαν οι Έλληνες
µετανάστες για τη Γερµανία έφτασαν στην Αυστραλία περίπου 30 χιλ. και το
1971 οι Έλληνες ήταν 160 χιλ.
Την πρώτη ελληνική γραµµή, µεταξύ Ελλάδος-
Αυστραλίας εγκαινίασαν οι Ελληνικές Μεσογεια-
κές Γραµµές (ΕΛ.ΜΕ.Σ.) µε τη δροµολόγηση το
1947 του "Κυρήνεια" και αργότερα του "Τασµανία"
τα οποία ταξίδεψαν έως το 1955 όταν η ΕΛ.ΜΕ.Σ.
αναγκάσθηκε να διακόψει τη γραµµή. Το 1958 έκα-
νε ένα δοκιµαστικό ταξίδι το "Βασίλισσα Φρειδερί-
κη" χωρίς όµως συνέχεια. Τον Ιούλιο του 1959, οι
αδελφοί Ι. Χανδρή αγόρασαν το αγγλικό
"Bloemfontein Castle" που µετονοµάσθηκε σε "Πα-
τρίς" και δροµολογήθηκε τον ∆εκέµβριο του 1959.
Η εταιρία Χανδρή αντιµετώπισε σκληρό ανταγωνι-
σµό από τις εταιρίες που εκµεταλλεύονταν τη
γραµµή Ευρώπη-Αυστραλία. Άντεξε όµως σε όλες
Μαθήµατα…ένταξης στην Αυστραλία!!!
τις αντίξοες συνθήκες και µπόρεσε, όχι µόνον να
κρατήσει τη γραµµή, αλλά και να την αναπτύξει
έτσι ώστε να προστεθούν σ' αυτή αργότερα τα
υπερωκεάνια "Βρεττάνη", "Ελληνίς", "Αυστραλία",
"Βασίλισσα Φρειδερίκη", "Αµερικανίς", "Βρετανία"
και "Aτλαντίς". Tο 1967 όταν έκλεισε η διώρυγα
του η εταιρία Χανδρή προωθούσε τους επιβάτες
της αεροπορικώς από την Αθήνα στο Τζιµπουτί και
από εκεί, µε τα υπερωκεάνιά της, στην Αυστραλία.
Αραχοβίτες πού µετανάστεψαν για την Αυ-
στραλία είναι: 1954: Ν. Ί. Καραµπέτσας και ∆ηµ. Ν.
Ρήγας - 1956: Νικ. Ί. Πλάκας Ίωαν- Π. Κριτσόβας, ,
Νικολ. Π. Κριτσόβας - 1962: Νικολ. Ι. Καραµπέ-
τσας, Σταύρος Ί. Καραµπέτοας, Νικολ. Κ. Γαλανό-
πουλος, Παύλος Ν. Τσαρούχης, ∆ηµ. Ν. Ρήγας,
Αντώνιος Χ. Κατσαντώνης, Ελευθερία Ζαχ. Καρα-
µπέτσα -1965: Χαράλαµπος Γ. Ρήγας - 1959: Ελευ-
Το υπερωκεάνιο ‘’Κυρήνεια’’ φτάνει γεµάτο ‘’γαµπρούς’’ θερία Ί. Καραµπέτσα.
το 1956 στη Μελβούρνη…
OKTøBPIO™ 2016
Φεγγάρι, µάγια µου 'κανες και περπατώ στα ξένα,
είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό
και τα βουνά κλαµένα.

Στείλ', ουρανέ µου, ένα πουλί να πάει στη µάνα υποµονή.

Στείλ' ουρανέ µου ένα πουλί,ένα χελιδονάκι,


να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κοροµηλιά,
δίπλα στο µπαλκονάκι.

Στείλ' ουρανέ µου ένα πουλί να πάει στη µάνα υποµονή,


να πάει στη µάνα υποµονή δεµένη στο µαντίλι
προικιά στην αδερφούλα µου και στη γειτονοπούλα µου
γλυκό φιλί στα χείλη.

Στείλ' ουρανέ µου ένα πουλί να πάει στη µάνα υποµονή.

Μουσική Μίκη Θεοδωράκη, στίχοι Ερρίκου Θαλασσινού,


ερµηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Η ιστορία επαναλαµβάνεται...

Τα τελευταία χρόνια επανεµφανίζεται στη χώραµας έντονο ρεύµα εισόδου µεταναστών και προσφύγων που δυ-
στυχώς συνοδεύεται από εκπατρισµό των δικών µας παιδιών. Πολλά Ελληνόπουλα φεύγουν καθηµερινά τα τελευταία
χρόνια, υπολογίζονται σε 300χιλ. οι πτυχιούχοι, λαµπροί επιστήµονες που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ξένες
χώρες, οι οποίες λόγω των εδώ συνθηκών βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να εκµεταλλευτούν αυτά τα ελληνικά µυαλά
προς όφελός τους.
Η ανεργία και η οικονοµική κρίση, η πολιτική διαφθο-
ρά και η γραφειοκρατία, είναι οι κυριότερες αιτίες. Το
επονοµαζόµενο brain drain είναι ασταµάτητο και ανεπί-
τρεπτο...δεν υπάρχουν λόγια. Μόνο που τώρα υπάρχει
µια µεγάλη διαφορά: σε παλαιότερες εποχές οι Έλληνες,
στο µεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν ανειδίκευτοι και πή-
γαιναν στα ξένα για ένα καλύτερο µέλλον, ενώ τώρα
φεύγουν ειδικευµένοι για τους οπoίους η πατρίδα και η
οικογένεια έχει ξοδέψει, που θα έπρεπε να είναι εδώ για
να συµβάλλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας...και αυτούς ακριβώς τους αντικαθιστούµε µε
ανειδίκευτους.
Η ξενιτιά εξακολουθεί να µας πονά... η ιστορία δυ-
στυχώς επαναλαµβάνεται...

Σηµειώσεις

1. Το 1897 έγινε πόλεµος στα σύνορα, έπειτα έγινε µεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν... Τα χωριά στέναξαν... Επιπρόσθε-
τες τοπικές ιδιοµορφίες, επηρέασαν τη µετανάστευση και των ελληνικών πληθυσµών που βρίσκονταν ακόµα υπό οθωµανική κυ-
ριαρχία, όπως οι αλλεπάλληλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήµατος, οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις της χώρας (1877, 1885 κλπ.)
και οι ελληνοτουρκικοί πόλεµοι (1897, 1912-1913, 1917-1922), οι έντονες πολιτικές αντιθέσεις, προπάντων στα χρόνια του Εθνι-
κού ∆ιχασµού (1915 κ. εξ.) και, τέλος, τα προβλήµατα από τα απανωτά κύµατα των προσφύγων που κατέφθαναν στην Ελλάδα
µεταξύ του 1855 και του 1932 από την Ανατ. Ρωµυλία και τη Θράκη, τον Καύκασο, τη νότια Ρωσία και την Κριµαία, τον Πόντο και,
κυρίως, τη δυτική Μικρά Ασία.

2. ''Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήµατα, οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι τους ανάγκαζαν σε υποθηκεύσεις ενώ τους πάµφτωχους
τους δέσµευαν µε συµβόλαια εργασίας, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόµους ή στα ορυχεία του Κολοράντο. Ακόµα
και µικρά παιδιά 8-12 χρονών στρατολογούσαν πολλές φορές µέσω των ναυτιλιακών πρακτόρων για τα στιλβωτήρια που διατη-
ρούσαν κυρίως Έλληνες στις µεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. ή σαν πωλητές λουλουδιών, φρούτων και γλυκών στους δρόµους σε
χειράµαξες µε το εµπόρευµα της ηµέρας που επέστρεφαν το βράδυ µε τις εισπράξεις στο ''αφεντικό''. Ηταν το επαίσχυντο φαι-
νόµενο των ''πατρόνων'' που χτύπησε βαθιά την ελληνοαµερικανική κοινότητα στα πρώτα της χρόνια''. Από το βιβλίο του Μπάµπη
Μαλαφούρη "Έλληνες της Αµερικής 1528-1928" (Νέα Υόρκη 1948).

3. Οι χώροι της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά ''πακεταρισµένοι' ' µε σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Εκεί ο µετα-
νάστης έπρεπε να περάσει όλες τις ώρες, µέρα ή νύχτα, εκεί να ζει, να κοιµάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Ο διαχωρισµός των
γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια αποµόνωση οι γυναίκες κρεµούσαν τα ρούχα τους γύρω
από τα κρεβάτια τους προκειµένου να δηµιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασµα.

4. Γράφει ο Α. Κορδοπάτης, για το το ταξίδι µε την περίφηµη Αυστροαµερικάνα. ''Τρεις µέρες προχωρήσαµε, την Τρίτη νύχτα µεσά-
νυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουµε τίποτα εµείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι µηχανικοί το ήξεραν και αντί για µπρος
γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωµα, έκανε µονάχα οκτώ µίλια. ∆ύο ώρες µε τα πό-
δια, µια µε το πλοίο Αυστροαµερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόµασταν χάµω και πιάναµε το νερό της θάλασσας όταν
ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν µαύρος, φίδια µας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο φόβο. Για φαγητό έσφα-
ζαν και µας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη βγάλαµε µ΄ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας
έδιναν κάτι ρέγκες µε σκουλήκια, χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ΄ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω
ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες µέρες
µε την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που ήµασταν µέσα διψάσαµε. Μαζευόµασταν µυρµή-
γκια µε τις βίκες µπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασµός».

5. Ν. Γκόρτζης, ''Σελίδες ηµερολογίου», περιοδικό ''Μελέτη», ∆εκέµβριος 1910.


NOEMBPIO™ 2016
Αλησµονώ και χαίροµαι, θυµάµαι και δακρύζω
Θυµήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω.
Σήκω! Μάνα µ' και ζύµωσε, καθάριο παξιµάδι
Να πάρει ο γιος στη στράτα του, στης ξενιτιάς το δρόµο.
Με δάκρυα βάζει το νερό, µε πόνους το ζυµώνει
Και µε τα' αναστενάγµατα, βάζει φωτιά στο φούρνο!
Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωµί να γένεις
Για να διαβεί η συντροφιά κι ο γιος µου να µη φύγει...

∆ηµοτικό Ηπείρου

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


6. Γράφει ο Μπ. Μαλαφούρης σχετικά: ''Στριµωγµένοι σε ανήλια και δίχως επαρκή αερισµό υπόγεια έµεναν πέντε ή περισσότεροι σ΄
ένα δωµάτιο, όπου µετά τον κάµατο της ηµέρας, ήρχοντο το βράδυ να ξεκουράσουν το κατάκοπο κορµί τους. Ούτε και η διατρο-
φή τους ήταν καλύτερη ..... στην Αµερική όσοι δεν διαιτώνται καλά καταλήγουν στο φθισιατρείο».

7. Γράφει πάλι ο Α. Κορδοπάτης: ''Πλεύρισε το καράβι στο λιµάνι, το λιµάνι πατωµένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως
η Αυστροαµερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του µέρος κι οι άλλες εταιρείες πα-
ραπονέθηκαν... Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του 'δινε µια κάρτα µε µπλε µολύβι και
έγραφε επάνω οράϊτ, αµερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός τούδινε κάρτα µε κόκκινο. Μου 'δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων
µπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, µας ξανακοίταξαν, µας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις µέρες καινούργια επι-
τροπή ανώτερη. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληµατίες να πατήσουν αµερι-
κανικό έδαφος. Τότε πήραµε απόφαση ότι µας γύριζαν πίσω...

8. Όπως έγραφε ο ''Οδηγός του Μετανάστου'' που δηµοσιεύθηκε το 1910: ''Ο βίος εν Νέα Υόρκη είναι αρκούντως πολυδάπανος. Αν
ο µετανάστης µείνει ηµέρας τινάς άεργος ενταύθα και δεν έχει συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι να δαπανώσι δι΄ αυτόν, οφείλει να
υπολογίζει εν τουλάχιστον δολλάριον καθ΄ ηµέραν δια τροφήν και κατοικίαν, ήτοι πέντε περίπου φράγκα. Και ταύτα αν τρώγει
εις τα ελληνικά µικροεστιατόρια και αποφεύγει τα ποτά και τα κεράσµατα. Οιονδήποτε ποτόν στοιχίζει το ολιγότερον 5 σεντς,
ήτοι 25 λεπτά. Καλόν είναι ο µετανάστης να προσπαθεί να µη µείνει µακρόν χρόνον εν Νέα Υόρκη, αλλά να διευθύνεται εις το
εσωτερικόν. Η επιτυχία εν ταις µεγαλουπόλεσιν είχε πολύ δύσκολος».

Βιβλιογραφικές Αναφορές

• Γ. Μποσινάκος: ''Στ' Απόσκια της Αράχωβας''.


• Μανώλης Λαµπρακόπουλος: ''Αραχωβίτικα Νέα'' (τ. 18,24,27).
• Θανάσης Παπαθανασόπουλος: ∆ηµοτικά Τραγούδια της Ρούµελης.
• Guy Saunier, Το δηµοτικό τραγούδι. Της ξενιτιάς. εκδ. Ερµής, Αθήνα, 1990.
• Εφηµερίδα Καθηµερινή,1996, Επτά ηµέρες ( 15/12) Αφιέρωµα σ. 2-31.
• Οικονοµικός ταχυδρόµος,1997, Ειδικό αφιέρωµα, σ.σ. 52-57.
• Papaioanou George 1985, The Odyssey of Hellenism in Amerίca Patriarchal institute for Patristic Studies.
• Χασιώτης Κ. 1993, Επισκόπηση της Ιστορίας της νεοελληνικής διασποράς, Βάνιας.
• Μπάµπης Μαλαφούρης Οι Έλληνες της Αµερικής 1528-1948 -New York, 1948.
• Α.Ι. Τζαµτζή, ''Τα Ελληνικά Υπερωκεάνια 1907-1977», Εκδόσεις Μίλητος.
• Οι Έλληνες Μετανάστες στη Γερµανία. Εφηµερίδα Καθηµερινή, ένθετο ''Επτά Ηµέρες», 13-12-1998.
• Βακαλόπουλος, Α., Άρθρα για τις µεταναστεύσεις και τους Έλληνες της διασποράς.
στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
• Boardman, J., The Greeks Overseas. Their Early Colonies and Trade, London, Thames and Hudson, 1980.
• Ζώρας, Γ., Η ξενιτεία εν τη ελληνική ποιήσει, Αθήνα 1953.
• Ζώτος, Α., Η ξενιτιά των Ηπειρωτών, Αθήνα 1936.
• Μαµµόπουλος, Α., Η ξενιτιά και το δηµοτικό τραγούδι, Αθήνα 1970.
• Μαρωνίτης, ∆., «Αναζήτηση και νόστος του Οδυσσέα» Ελληνικά τ. 21, Θεσ/νίκη 1968.
• Σβορώνος, Ν., «Μετανάστευση» στην Επισκόπηση της νεοελληνικής ιστορίας, Αθήνα, Θεµέλιο,1976.
• Χατζηγεωργίου, Θ., Η αποδηµία των Ηπειρωτών, Αθήνα, 1958.

Φωτογραφίες: Σπυριδούλα Μάγαλου

Κείµενα - Επιµέλεια Ηµερολογίου: Γιάννης Κων. Παπακώστας


¢EKEMBPIO™ 2016
Μιλώ για τα παιδιά µου και ιδρώνω
έχω ένα χρόνο να τα δω και λιώνω.
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τρένα που 'ναι στο σταθµό πού πάνε.

Αδύνατος, µου γράφει, ο Στελάκης,


έχει ανάγκη θάλασσας ο Τάκης,
αρχίζει το σχολείο η Μαρίνα,
θέλει να γίνει κάποτε γιατρίνα.

Αγόρασα λαχείο στ' όνοµά τους


αχ να κερδίσω να σταθώ σιµά τους.

Μιλώ για τα παιδιά µου και ιδρώνω


δεν ξέρω πότε θα τα δω και λιώνω
Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε
τα τρένα που 'ναι στο σταθµό πού πάνε.

Στίχοι Γιώργου Σκούρτη,


µουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, ερµηνεία Βίκυ Μοσχολιού.
Από το δίσκο "Μετανάστες " του 1974

™Y§§O°O™ APAXøBITøN NAY¶AKTIA™ “O A°IO™ NIKO§AO™”


Όποιος ξεχνάει χάνεται, ραγίζει όποιος θυµάται...

Σαν τον µετανάστη στη δική σου γη


µέρα νύχτα λύνεις δένεις την πληγή
κι όλα γύρω ξένα κι όλα πετρωµένα
και δεν ξηµερώνει να 'ρθει χαραυγή

Στράγγισε η ζωή σου που αιµορραγεί


κάθε ώρα τρόµος πόνος και κραυγή
και σ' ακούν οι ξένοι κι ο αδερφός σωπαίνει
αχ δεν είναι άλλη πιο βαθιά πληγή

Σύρµα κι άλλο σύρµα και χοντρό γυαλί


µάτωσε ο ήλιος την ανατολή
κλαις κι αναστενάζεις αχ ξενιτιά φωνάζεις
µα η ελπίδα µαύρο κι άπιαστο πουλί

Μουσική: Ζülfü Livaneli, στίχοι Λευτέρης Παπαδόπουλος,


ερµηνεία Άλκηστις Πρωτοψάλτη
ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ Πούναι τα κυπροκούδουνα και πού ο αχός φλογέρας;

Αγέρωχα, ψηλά βουνά, χιλιοτραγουδηµένα, Που τα τραγούδια τα γλυκά πού µέλωνε ο αγέρας;

γιατ' είστε τόσο σκεφτικά κι' έτσι βασανισµένα; Πούναι τα νιάτα, οι λεβεντιές, βλαχόπουλα, βλαχούλες,

Σαν τι καηµός σας τυρανάει; τί έγνοια σάς σκλαβώνει πού χόρευαν στα διάσελα, πού παίζαν στις ραχούλες;

εσάς πού δεν τροµάζουνε κακοκαιριές και χιόνι; Κοίταξε κάτω τα χωριά κι' αν που καπνίζει ντζιάκι,

Ποτέ δε µου φανήκατε σα σήµερα θλιµµένα, κάποια γριούλα κατοικεί ή κάποιο γεροντάκι.

ούτε όταν καίγαν τα χωριά πόχετ' αγκαλιασµένα. Πάνε τα νιάτα, πήγανε στην ζενητειά κι' άλλοιά µας,

Κι' όταν ακόµα πότιζε τ' άδερφικό το αίµα τα χάσαµε παντοτεινά άπ' τη γλυκι' αγκαλιά µας.

τα ελάτια σας, δεν είχατε τόσο θλιµµένο βλέµµα. Εκεί τώρα µαραίνονται, στις φάµπρικες κλεισµένα

Πέστε βουνά, σαν τι κακό σάς κρυφοσαράκώνει; και στα ορυχεία τα βαθειά, χλωµά, µουντζουρωµένα.

θαρρώ όποιος λέει το πόνο του, λιγάκι ξαλαφρώνει. Κι' αν έχει χρήµα ή ξενητιά, τις τσέπες κι' αν γεµίζει,

Είναι βαθύς ο πόνος µας, φτωχέ και µεγαλώνει τριαντάφυλλα στα µάγουλα, ποτέ της δε χαρίζει.

στο τραύµα µας πού αίµοσταλάει όταν κανείς απλώνει.


Κώστας Α. Τσαρούχης, Χωρίον Βαργιά - Θέρµου
(∆ηµοσιεύτηκε στα ''Αραχωβίτικα Νέα'' Αριθ. 18/ Νοέµβριος 1968)
Μ' αφού ρωτάς κι' αφού πονάς, κρυφό δεν τον κρατούµε
και πιο πολύ αν πονέσουµε, σ' εσένα θα τον πούµε.
Πούναι τα γιδοπρόβατα, τα κάτασπρα, τα λάγια,
πού ζωντάνευαν τις κορφές, πού στόλιζαν τα πλάγια;

You might also like