Professional Documents
Culture Documents
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΑΧΩΒΙΤΩΝ 2016- ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΑΡΑΧΩΒΙΤΩΝ 2016- ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ
∫·ÓfiÓ· ›ÛÙˆ˜ ηd ÂåÎfiÓ· Ú·fiÙËÙÔ˜, âÁÎÚ·Ù›·˜ ¢È‰¿ÛηÏÔÓ, àÓ¤‰ÂÈͤ Û ÙFÉ Ô›ÌÓFË ÛÔ˘,
ì ÙáÓ Ú·ÁÌ¿ÙˆÓ àÏ‹ıÂÈ·Ø ‰Èa ÙÔÜÙÔ âÎÙ‹Ûˇˆ ÙFÉ Ù·ÂÈÓÒÛÂÈ Ùa ñ„ËÏ¿, ÙFÉ Ùˆ¯Â›÷· Ùa ÏÔ‡ÛÈ·.
¶¿ÙÂÚ ^IÂÚ¿Ú¯· ¡ÈÎfiÏ·Â, Ú¤Û‚Â˘Â ÃÚÈÛÙˇá Ùˇá £Âˇá, ÛˆıÉÓ·È Ùa˜ „˘¯a˜ ìÌáÓ.
\∞ÔÏ˘Ù›ÎÈÔÓ A
^ Á. ¡ÈÎÔÏ¿Ô˘ A
\ Ú¯ÈÂÈÛÎfiÔ˘ ª‡ÚˆÓ Ùɘ §˘Î›·˜
∏ª∂ƒ√§√°π√ 2016
YÁ›·, EÈÚ‹ÓË, E˘Ù˘¯›·, ¶ÚÔÎÔ‹
∏ ª∂∆∞¡∞™∆∂À™∏ ∫∞π ∏ •∂¡π∆π∞ ∆ø¡ ∂§§∏¡ø¡
14ος αι.: µετά την εισβολή των Τούρκων στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και την εγκατάσταση
εποίκων από πολεµικές µουσουλµανικές φυλές, το ελληνικό στοιχείο καταφεύγει σε ορεινά δυσπρόσιτα µέρη ή στις βε-
νετοκρατούµενα νησιά Αιγαίου και Ιονίου. Όµως από τα τέλη του 15ου αι. µε την παγίωση της τουρκικής κατάκτησης, αρ-
χίζει σιγά-σιγά κάποια κάθοδος από τα ορεινά και πυκνώνεται και πάλι ο πληθυσµός των αστικών κέντρων.
∆ηµοτικό Ρούµελης
∆ηµοτικό τραγούδι
Οι δυσκολίες για τον ξενιτεµό άρχιζαν από την εξεύρεση των χρηµάτων για τα εισιτήρια: εµφανίστηκαν οι ''πράκτο-
ρες'', όµως οι δραστηριότητές των ξέφευγε συχνά από τα όρια της νοµιµότητας.
Πολλές φορές έπαιρναν υπέρογκα ποσά από τους υποψηφίους µετανάστες για να µεσολαβήσουν στις αρχές όταν
υπήρχαν τυπικά κωλύµατα ή και εξαπατούσαν και εξαγόραζαν τους ίδιους τους αρµόδιους υπαλλήλους. Η εξοικονόµηση
του αρκετά σοβαρού για την εποχή εκείνη ποσού των 300 - 400 δρχ που χρειάζονταν για το εισιτήριο και τα έξοδα του
ταξιδιού αποτελούσε ένα ακόµη µεγάλο πρόβληµα. Πολλοί ήταν αυτοί που δανείζονταν το ποσό αυτό υποθηκεύοντας τη
µικρή κτηµατική περιούσια στο χωριό, ελπίζοντας ότι γρήγορα θα εξοφλήσουν το χρέος µε τη νέα δουλειά τους. Όµως
το µέλλον τους επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις και συνήθως τα χρέη έµεναν ανεξόφλητα, έτσι ώστε οι αδίστακτοι
τοκογλύφοι να αποκτούν εύκολα αµύθητες περιουσίες. Έτσι γινόταν ακόµη πιο δύσκολος ο δρόµος της επιστροφής, µια
και η παλιννόστηση σήµαινε όχι µόνο ατίµωση αλλά και έλλειψη κάθε δυνατότητας επιβίωσης2.
Παράλληλα ο ανταγωνισµός ανάµεσα στις Υπερωκεάνιες Ατµοπλοϊκές Εταιρείες είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο
σκληρός. Σε κάποια περίοδο µάλιστα, το εισιτήριο από Πειραιά στη Νέα Υόρκη έφτασε µόλις τις 60 δραχµές. Βέβαια αυτό
είχε να κάνει και µε τις συνθήκες µεταφοράς των µεταναστών που από περιγραφές µαθαίνοµε ότι η µεταφορά τους ήταν
λίγο καλύτερη από εκείνη των ζώων. Η κατάσταση βελτιώθηκε αργότερα µετά το 1928 όταν οι αµερικανικές αρχές πήραν
αυστηρά µέτρα ασφαλείας για τα πλοία που προσέγγιζαν στην Αµερική, καθώς και για τις συνθήκες καθαριότητας και
διαβίωσης των µεταναστών στη διάρκεια του ταξιδιού.
A¶PI§IO™ 2016
Φεύγω, µανούλα µου γλυκιά, φεύγω και πάω στα ξένα
µα όσο ζω θα νοσταλγώ, µανούλα µου, εσένα.
Το πλήθος των µεταναστών κυρίως ταξίδευε τρίτη θέση, που σήµαινε στοιβαγµένο σαν εµπόρευµα
στο κατάστρωµα και τα αµπάρια.
Οι µετανάστες ''πακετάρονταν''κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωµα σε απελπιστικά στενούς
χώρους4. ''Ο επιβάτης ευρίσκει άνεσιν, περιποίησιν και καθαριότητα απαράµιλλον, τροφήν Ελληνικήν καθαράν και άφθο-
νον, πλήρωµα ελληνικόν'' έγραφε η διαφηµιστική αφισέτα του ατµόπλοιου ''Ο Θεµιστοκλής'', όµως η πραγµατικότητα
ήταν τελείως διαφορετική.
Σε κάθε επιβάτη δινόταν µε την επιβίβαση του στο πλοίο ένα κουτάλι, ένα πιρούνι, και µια τενεκεδένια καραβάνα.
Όταν αναγγελλόταν το πρωινό συνήθως στις επτά παρά τέταρτο, όλοι στριµώχνονταν στο χώρο της διανοµής καθώς δεν
υπήρχε τραπεζαρία παρά µονάχα ένας χώρος σε κάποια άκρη µε λίγα τραπέζια και µερικούς πάγκους, όπου συνήθως κά-
θονταν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι άντρες έπρεπε από τους χώρους σερβιρίσµατος κρατώντας τις καραβάνες να βρουν
κάποιο χώρο για να φάνε ή να βγουν στο ανοιχτό κατάστρωµα.
Το φαγητό όµως ήταν τόσο κακοµαγειρεµένο που σχεδόν δεν τρωγόταν. Συνήθως το µισό φαγητό που ετοιµάζονταν
για τους µετανάστες κατέληγε τροφή για τα ψάρια του ωκεανού. Οι επιβάτες µπορούσαν να αγοράσουν από την καντίνα
του πλοίου κάτι για να συµπληρώσουν το φαγητό τους,
πράγµα που έκανε την ποιότητα του φαγητού χειρότερη,
προκειµένου να αυξηθεί ο τζίρος της καντίνας.
∆ιαβάζουµε στο ''Συναξάρι'' του Ανδρέα Κορδοπάτη για
το φαγητό πάνω στο υπερωκεάνιο.
''... Για φαγητό έσφαζαν και µας έδιναν κάτι παλιάλογα.
Τα βλέπαµε τα είχαν στα αµπάρια και τα σιχαινόµασταν.
Τρεις τέσσερις από εµάς τα έτρωγαν, έκλειναν τα µάτια, η
καρδιά τους το δεχότανε. Οι άλλοι κινδυνεύαµε από ασιτία.
Καµιά βδοµάδα τη βγάλαµε µ΄ αυτά που είχαµε ψωνίσει
στη Πάτρα. Άλλα σωθήκανε. Μαζευτήκαµε τότε και πήγαµε
στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαµε να µαγειρεύουµε
φασόλια, µπακαλιάρο, φακές. Καταφέραµε να βάλουµε µά-
γειρα δικό µας, ταξιδιώτη. Μας έδιναν κάτι ρέγκες µε σκου-
λήκια, χαλασµένες, τις πετάγαµε. Μόλις τις πετάγαµε
εµείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν''.
Μοναδική εξαίρεση σε ολόκληρο το ταξίδι, αποτελούσε
το τελευταίο, πριν από την άφιξη δείπνο, που µπορούσε να
περιλαµβάνει λιχουδιές όπως ... τηγανητές πατάτες.
Το αποχαιρετιστήριο αυτό δείπνο σκοπό είχε να δώσει
έναν τόνο ευχαρίστησης στην αυριανή άφιξη και επιθεώρη-
Έλληνες µετανάστες ταξιδεύοντας στο κατάστρωµα του πλοίου…
ση από τις υγειονοµικές αρχές5.
MA´O™ 2016
Πουλάκι ξένο, ξενιτεµένο,
πουλί χαµένο, πού να σταθώ;
Πού ν' ακουµπήσω, να ξενυχτήσω, να µη χαθώ;
Βραδιάζει η µέρα, σκοτάδι πέφτει
και δίχως ταίρι πού να σταθώ;
Πού να φωλιάσω σε ξένο δάσος, να µη χαθώ;
Γυρίζω να βρω πού να καθίσω, να ξενυχτήσω µοναχό.
Κάθε κλαράκι βαστάει πουλάκι ζευγαρωτό.
∆ηµοτικό τραγούδι
∆ηµοτικό τραγούδι
Έλληνες Μετανάστες στη Γερµανία, 1969. ∆ωµάτιο εργοστασιακού κοινόβιου. Κατοικούσαν 4 Έλληνες. Η τουαλέτα ήταν στο βά-
θος του διαδρόµου κι εξυπηρετούσε 10 συνολικά τέτοια δωµάτια. Το µπάνιο στο υπόγειο.
(Αρχείο Γ. Ματζουράνη-Εφηµερίδα Καθηµερινή, ένθετο «Επτά Ηµέρες», 13-12-1998)
™E¶TEMBPIO™ 2016
Πάν τά κουρίτσια γιά νερό, βρίσκουν του τόπουν αδειανό
καί κει κάθονται καί κλαίνε, που 'ν' τά παλληκάρια, λένε.
Τα τελευταία χρόνια επανεµφανίζεται στη χώραµας έντονο ρεύµα εισόδου µεταναστών και προσφύγων που δυ-
στυχώς συνοδεύεται από εκπατρισµό των δικών µας παιδιών. Πολλά Ελληνόπουλα φεύγουν καθηµερινά τα τελευταία
χρόνια, υπολογίζονται σε 300χιλ. οι πτυχιούχοι, λαµπροί επιστήµονες που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ξένες
χώρες, οι οποίες λόγω των εδώ συνθηκών βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να εκµεταλλευτούν αυτά τα ελληνικά µυαλά
προς όφελός τους.
Η ανεργία και η οικονοµική κρίση, η πολιτική διαφθο-
ρά και η γραφειοκρατία, είναι οι κυριότερες αιτίες. Το
επονοµαζόµενο brain drain είναι ασταµάτητο και ανεπί-
τρεπτο...δεν υπάρχουν λόγια. Μόνο που τώρα υπάρχει
µια µεγάλη διαφορά: σε παλαιότερες εποχές οι Έλληνες,
στο µεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν ανειδίκευτοι και πή-
γαιναν στα ξένα για ένα καλύτερο µέλλον, ενώ τώρα
φεύγουν ειδικευµένοι για τους οπoίους η πατρίδα και η
οικογένεια έχει ξοδέψει, που θα έπρεπε να είναι εδώ για
να συµβάλλουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση της
χώρας...και αυτούς ακριβώς τους αντικαθιστούµε µε
ανειδίκευτους.
Η ξενιτιά εξακολουθεί να µας πονά... η ιστορία δυ-
στυχώς επαναλαµβάνεται...
Σηµειώσεις
1. Το 1897 έγινε πόλεµος στα σύνορα, έπειτα έγινε µεγάλη δυστυχία και οι άνθρωποι πείνασαν... Τα χωριά στέναξαν... Επιπρόσθε-
τες τοπικές ιδιοµορφίες, επηρέασαν τη µετανάστευση και των ελληνικών πληθυσµών που βρίσκονταν ακόµα υπό οθωµανική κυ-
ριαρχία, όπως οι αλλεπάλληλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήµατος, οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις της χώρας (1877, 1885 κλπ.)
και οι ελληνοτουρκικοί πόλεµοι (1897, 1912-1913, 1917-1922), οι έντονες πολιτικές αντιθέσεις, προπάντων στα χρόνια του Εθνι-
κού ∆ιχασµού (1915 κ. εξ.) και, τέλος, τα προβλήµατα από τα απανωτά κύµατα των προσφύγων που κατέφθαναν στην Ελλάδα
µεταξύ του 1855 και του 1932 από την Ανατ. Ρωµυλία και τη Θράκη, τον Καύκασο, τη νότια Ρωσία και την Κριµαία, τον Πόντο και,
κυρίως, τη δυτική Μικρά Ασία.
2. ''Το ταξίδι απαιτούσε αρκετά χρήµατα, οι πράκτορες ή οι τοκογλύφοι τους ανάγκαζαν σε υποθηκεύσεις ενώ τους πάµφτωχους
τους δέσµευαν µε συµβόλαια εργασίας, σκλάβοι στην κυριολεξία, στους σιδηροδρόµους ή στα ορυχεία του Κολοράντο. Ακόµα
και µικρά παιδιά 8-12 χρονών στρατολογούσαν πολλές φορές µέσω των ναυτιλιακών πρακτόρων για τα στιλβωτήρια που διατη-
ρούσαν κυρίως Έλληνες στις µεγάλες πόλεις των Η.Π.Α. ή σαν πωλητές λουλουδιών, φρούτων και γλυκών στους δρόµους σε
χειράµαξες µε το εµπόρευµα της ηµέρας που επέστρεφαν το βράδυ µε τις εισπράξεις στο ''αφεντικό''. Ηταν το επαίσχυντο φαι-
νόµενο των ''πατρόνων'' που χτύπησε βαθιά την ελληνοαµερικανική κοινότητα στα πρώτα της χρόνια''. Από το βιβλίο του Μπάµπη
Μαλαφούρη "Έλληνες της Αµερικής 1528-1928" (Νέα Υόρκη 1948).
3. Οι χώροι της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά ''πακεταρισµένοι' ' µε σειρές από σιδερένια ή ξύλινα διώροφα κρεβάτια. Εκεί ο µετα-
νάστης έπρεπε να περάσει όλες τις ώρες, µέρα ή νύχτα, εκεί να ζει, να κοιµάται, να ησυχάζει, να ντύνεται. Ο διαχωρισµός των
γυναικών επιβατών ήταν αδύνατος. Στην προσπάθειά τους για κάποια αποµόνωση οι γυναίκες κρεµούσαν τα ρούχα τους γύρω
από τα κρεβάτια τους προκειµένου να δηµιουργήσουν κάποιο υποτυπώδες παραπέτασµα.
4. Γράφει ο Α. Κορδοπάτης, για το το ταξίδι µε την περίφηµη Αυστροαµερικάνα. ''Τρεις µέρες προχωρήσαµε, την Τρίτη νύχτα µεσά-
νυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουµε τίποτα εµείς. Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι µηχανικοί το ήξεραν και αντί για µπρος
γύριζε πίσω. Το διόρθωσαν και άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωµα, έκανε µονάχα οκτώ µίλια. ∆ύο ώρες µε τα πό-
δια, µια µε το πλοίο Αυστροαµερικάνα. Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόµασταν χάµω και πιάναµε το νερό της θάλασσας όταν
ήταν γαλανή. Όταν ο καιρός ήταν µαύρος, φίδια µας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσµου ήταν βυθισµένη στο φόβο. Για φαγητό έσφα-
ζαν και µας έδιναν κάτι παλιάλογα. Καµιά εβδοµάδα τη βγάλαµε µ΄ αυτά που είχαµε ψωνίσει στην Πάτρα, αλλά σωθήκανε. Μας
έδιναν κάτι ρέγκες µε σκουλήκια, χαλασµένες τις πετάγαµε. Ζούσαµε µέσα σ΄ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα και από πάνω
ουρανός. Έπειτα άρχισε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες µε ουρά. Σε λίγες µέρες
µε την αργοπορία του πλοίου, το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσµος που ήµασταν µέσα διψάσαµε. Μαζευόµασταν µυρµή-
γκια µε τις βίκες µπροστά στα ντεπόζιτα και κει γινόταν χαλασµός».
∆ηµοτικό Ηπείρου
7. Γράφει πάλι ο Α. Κορδοπάτης: ''Πλεύρισε το καράβι στο λιµάνι, το λιµάνι πατωµένο, το τελωνείο απάνω στα νερά. Φαίνεται πως
η Αυστροαµερικάνα έβγαλε πολλούς λαθραίους ελεύθερους να φεύγει ο καθένας για το δικό του µέρος κι οι άλλες εταιρείες πα-
ραπονέθηκαν... Ήρθε ο γιατρός κι άρχισε να εξετάζει έναν, έναν. Όποιος ήταν καλός του 'δινε µια κάρτα µε µπλε µολύβι και
έγραφε επάνω οράϊτ, αµερικάνικα. Όποιος δεν ήταν καλός τούδινε κάρτα µε κόκκινο. Μου 'δωσε κόκκινο ο γιατρός, των άλλων
µπλε. Την επαύριο ήρθε πάλι η επιτροπή, µας ξανακοίταξαν, µας έκριναν δεύτερη φορά σκάρτους. Σε τρεις µέρες καινούργια επι-
τροπή ανώτερη. Μας όρκισαν ότι ποτέ η κυβέρνηση δεν επιτρέπει σε άρρωστους, κλέφτες και εγκληµατίες να πατήσουν αµερι-
κανικό έδαφος. Τότε πήραµε απόφαση ότι µας γύριζαν πίσω...
8. Όπως έγραφε ο ''Οδηγός του Μετανάστου'' που δηµοσιεύθηκε το 1910: ''Ο βίος εν Νέα Υόρκη είναι αρκούντως πολυδάπανος. Αν
ο µετανάστης µείνει ηµέρας τινάς άεργος ενταύθα και δεν έχει συγγενείς ή φίλους, οι οποίοι να δαπανώσι δι΄ αυτόν, οφείλει να
υπολογίζει εν τουλάχιστον δολλάριον καθ΄ ηµέραν δια τροφήν και κατοικίαν, ήτοι πέντε περίπου φράγκα. Και ταύτα αν τρώγει
εις τα ελληνικά µικροεστιατόρια και αποφεύγει τα ποτά και τα κεράσµατα. Οιονδήποτε ποτόν στοιχίζει το ολιγότερον 5 σεντς,
ήτοι 25 λεπτά. Καλόν είναι ο µετανάστης να προσπαθεί να µη µείνει µακρόν χρόνον εν Νέα Υόρκη, αλλά να διευθύνεται εις το
εσωτερικόν. Η επιτυχία εν ταις µεγαλουπόλεσιν είχε πολύ δύσκολος».
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αγέρωχα, ψηλά βουνά, χιλιοτραγουδηµένα, Που τα τραγούδια τα γλυκά πού µέλωνε ο αγέρας;
γιατ' είστε τόσο σκεφτικά κι' έτσι βασανισµένα; Πούναι τα νιάτα, οι λεβεντιές, βλαχόπουλα, βλαχούλες,
Σαν τι καηµός σας τυρανάει; τί έγνοια σάς σκλαβώνει πού χόρευαν στα διάσελα, πού παίζαν στις ραχούλες;
εσάς πού δεν τροµάζουνε κακοκαιριές και χιόνι; Κοίταξε κάτω τα χωριά κι' αν που καπνίζει ντζιάκι,
Ποτέ δε µου φανήκατε σα σήµερα θλιµµένα, κάποια γριούλα κατοικεί ή κάποιο γεροντάκι.
ούτε όταν καίγαν τα χωριά πόχετ' αγκαλιασµένα. Πάνε τα νιάτα, πήγανε στην ζενητειά κι' άλλοιά µας,
Κι' όταν ακόµα πότιζε τ' άδερφικό το αίµα τα χάσαµε παντοτεινά άπ' τη γλυκι' αγκαλιά µας.
τα ελάτια σας, δεν είχατε τόσο θλιµµένο βλέµµα. Εκεί τώρα µαραίνονται, στις φάµπρικες κλεισµένα
Πέστε βουνά, σαν τι κακό σάς κρυφοσαράκώνει; και στα ορυχεία τα βαθειά, χλωµά, µουντζουρωµένα.
θαρρώ όποιος λέει το πόνο του, λιγάκι ξαλαφρώνει. Κι' αν έχει χρήµα ή ξενητιά, τις τσέπες κι' αν γεµίζει,
Είναι βαθύς ο πόνος µας, φτωχέ και µεγαλώνει τριαντάφυλλα στα µάγουλα, ποτέ της δε χαρίζει.