Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 253

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ 
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ 
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ 
 
 
Ἀρχιμ. ΘΕΩΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ 
  
 
 
 
ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΚΑΙ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΒΙΩΣΗ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ 
  
 
 
 
 
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 
 
 
 
 
 
 
 
Σύμβουλος Καθηγητής 
Ἀρχιμ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΣΚΡΕΤΤΑΣ 
 
 
 
 
 
 
 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2010 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ
ΚΑΙ
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΒΙΩΣΗ
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ ΤΟΥ ΕΣΣΕΞ 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

Στήν μακαριστή μητέρα μου  

Κυριακή († 3.2.2008) 

   
 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 

 «Νά,  τέτοιο  γέροντα  ἤθελα  νά  ἔχω:  ποτέ  δέν  θύμωνε  καί  ἦταν 

πάντοτε  μετρημένος  καί  ἥσυχος.  Σκεφτῆτε,  ἔκανε  ὑπομονή  μισό  χρόνο  καί 

βρῆκε τήν κατάλληλη στιγμή, ὥστε νά μέ διορθώση καί νά μή μέ συγχύση»1. 

Μέ  αὐτά  τά  λόγια  μιλάει  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  γιά  τόν  σαρκικό  του 

πατέρα.  Ἕνας  πατέρας  ἀνώτερος  ἀπό  πολλούς  πνευματικούς  πατέρες. 

Αὐτή  ἦταν  ἡ  πρώτη  μου  ἐπαφή  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  καί  τόν  Ἅγιο 

Σιλουανό.  Παιδί  ὄντας  τοῦ  Γυμνασίου,  ὑπῆρχε  μία  ἀπό  τίς  πρῶτες 

ἐκδόσεις τοῦ βιβλίου γιά τόν Ἅγιο Σιλουανό στήν βιβλιοθήκη τοῦ σπιτιοῦ 

μου. Τό πῆρα στά χέρια μου καί ξεκίνησα νά τό διαβάζω. Μέ ἐντυπωσίασε 

ἰδιαίτερα  τό  παραπάνω  σημεῖο.  Συνεχίζει  νά  μέ  ἐντυπωσιάζει  μέχρι  καί 

σήμερα.  Αὐτή  ἡ  πνευματική  ἐπαφή  φθάνει  σήμερα  στό  ἀποκορύφωμά 

της.  

Δοξάζω καί εὐχαριστῶ τόν Ἅγιο Τριαδικό καί Προσκυνητό Θεό μαζί 

μέ  τήν  χορεία  τῶν  Ἁγίων  Του,  γιά  τήν  ἐκπόνηση  καί  περαίωση  τῆς 

παρούσης ἐργασίας. Εὐχαριστῶ τόν πνευματικό μου πατέρα καί γέροντα 

μου,  Σεβ.  Μητρ.  Φλωρίνης,  Πρεσπῶν  καί  Ἑορδαίας  κ.  Θεόκλητο,  γιά  τήν 

εὐλογία καί προτροπή του νά συνεχίσω τίς σπουδές μου σέ μεταπτυχιακό 

ἐπίπεδο.  Ἡ  μέχρι  σήμερα  Ἀκαδημαϊκή  καί  πνευματική  μου  πορεία, 

ὀφείλεται  στήν  πατρική  του  ἀγάπη  καί  τό  ἐνδιαφέρον  του  πρός  τό 

πρόσωπό μου. 

Εὐχαριστίες  ὀφείλω  στόν  σύμβουλο  καθηγητή  μου,  πανοσ.  Ἀρχιμ. 

Νικόδημο Σκρέττα, ἐπίκουρο καθηγητή τοῦ Α.Π.Θ., γιά τήν ἐπιστημονική 

ἐπίβλεψη  καί  τήν  ἀρτιότερη  ἐμφάνιση  τῆς  ἐργασίας  μου.  Τόν  εὐχαριστῶ 

 Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Μτφρ. ἀπό τά Ρωσικά, ἔκδ. Ἱ. 
1

Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας 21978, σελ. 11. 
4

ἐπίσης  γιά  τήν  πολύτιμη  καθοδήγηση  καί  γιά  τίς  σημαντικές  ὑποδείξεις 

του.  Ἡ  συμβολή  του  ὑπῆρξε  καθοριστική  γιά  τήν  μύησή  μου  στή 

λειτουργική διδασκαλία τοῦ γέροντος Σωφρονίου.  

Ἰδιαιτέρως εὐχαριστῶ τήν ἀδελφότητα τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου 

Ἔσσεξ  Ἀγγλίας,  μέ  πρῶτο  τόν  καθηγούμενό  της  π.  Κύριλλο  καί  τόν 

πνευματικό  της  π.  Ζαχαρία,  καθώς  καί  ὅλα  τά  μέλη  της,  γιά  τήν 

πολυποίκιλη βοήθειά τους στήν τεκμηρίωση καί ὁλοκλήρωση τῆς μελέτης 

μου.  Εὐχαριστῶ  τήν  Ἱ.  Μ.  Βατοπαιδίου  καί  τήν    Ἱ.  Μ.  Ἁγ.  Παύλου  Ἁγ. 

Ὄρους γιά τό ὑλικό μέ τό ὁποῖο μέ ἐφοδίασαν. Θά ἦταν παράλειψή μου ἄν 

δέν  εὐχαριστοῦσα  τόν  κ.  Ἀνέστη  Σπανίδη,  φιλόλογο  καί  τ.  Δήμαρχο 

Πτολεμαΐδος,  γιά  τήν  χρησιμότατη  φιλολογική  του  βοήθεια.  Πλῆθος 

γνωστῶν καί ἀγαπητῶν προσώπων βοήθησαν, μέ τίς συμβουλές τους, τήν 

ἡθική  καί  ὑλική  στήριξή  τους  εἴτε  μέ  ὁποιονδήποτε  ἄλλο  τρόπο,  στήν 

περάτωση τοῦ παρόντος πονήματος. Τούς εὐχαριστῶ ὅλους θερμά. 

Σαρακοστή Χριστουγέννων 2010   Ἀρχιμ. Θεωνᾶς Ἀθανασιάδης

 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ................................................................................................................ 3 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ......................................................................................................... 5 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ...................................................................... 7 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ................................................................................................................. 10 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 

Ο  ΓΕΡΩΝ  ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ  ΚΑΙ  ΟΙ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ  ΖΥΜΩΣΕΙΣ  ΤΗΣ 

ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ .......................................................................................................... 14 

α)  Οἱ  πρώϊμες  πνευματικές  ἀναζητήσεις  τοῦ  Σεργκέϊ  Συμεώνοβιτς 

Σαχάρωφ. .............................................................................................................. 14 

β) Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό. ......................................................... 35 

γ) Ὁ Ἁγιορειτικός ἀναχωρητισμός του. .......................................................... 41 

δ)  Ἡ  θεολογική  συγκρότηση  καί  ἡ  γεροντική  προσωπικότητα  τοῦ  π. 

Σωφρονίου. ............................................................................................................ 51 

ε) Ἡ συγκρότηση τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητάς του. .................................. 72 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 

Η ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ..... 87 

α) Ὁ ἁγιασμός τῶν μυστηρίων. ........................................................................ 87 

β) Ἡ Θεία Λειτουργία. ........................................................................................ 93 

γ) Ἡ Εὐχαριστιακή μετοχή. ............................................................................. 105 

δ) Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος. ............................................................................ 113 

ε) Ἡ εὐχολογική παραγωγή τοῦ γέροντος Σωφρονίου. ............................ 126
6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΒΙΩΣΗ ................................................. 171 

α) Λειτουργική προσευχή. ............................................................................... 171 

β) Νοερά προσευχή. .......................................................................................... 176 

γ) Προσευχή καί κόσμος. ................................................................................. 199 

δ) Σχέση κατ’ ἰδίαν καί κοινῆς προσευχῆς. .................................................. 218 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 

Η  ΑΠΗΧΗΣΗ  ΤΗΣ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ  ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ  ΤΟΥ  ΓΕΡΟΝΤΟΣ 

ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ ........................................................ 222 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ................................................................................................ 230 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ....................................................................................................... 236 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ......................................................................................................... 246 

   
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ 

Ἅγιος Σιλουανός  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ),  Ὁ 


  Ἅγιος  Σιλουανός  ὁ  Ἀθωνίτης  (1866  –  1938), 
ἔκδ.  Ἱερᾶς  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου 
Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 112005. 
   
Ὀψόμεθα  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ), 
  Ὀψόμεθα  τόν  Θεόν  καθώς  ἐστι  (μτφρ.  ἐκ  τοῦ 
Ρωσικοῦ  Ἱερομ.  Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς 
Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 
Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 31996. 
   
Περί προσευχῆς  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ), 
Περί  Προσευχῆς  (μτφρ.  ἐκ  τοῦ  Ρωσικοῦ 
Ἱερομ.  Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς 
καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου 
Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας  1994. 
2

   
Π.Π.Ζ.  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ), 
Περί  Πνεύματος  καί  Ζωῆς  «Πνευματικά 
Κεφάλαια»  (μτφρ.  ἀπό  τά  γαλλικά  Ἱερομ. 
Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί 
Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου, 
Ἔσσεξ Ἀγγλίας 21995. 
   
Ἄσκησις  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ), 
Ἄσκησις  καί  Θεωρία  (μτφρ.  ἐκ  τοῦ  ρωσικοῦ 
καί  γαλλικοῦ  Ἱερομ.  Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς 
Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 
Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996. 
   
Ζωή  Ἀρχιμανδρίτου  Σωφρονίου,  Ἡ  ζωή  Του  ζωή 
  μου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005. 
   
Ἀλληλογραφία  Ἀρχιμανδρίτου  Σωφρονίου,  Ἀγώνας 
  θεογνωσίας,  ἡ  ἀλληλογραφία  τοῦ  γέροντος 
Σωφρονίου  μέ  τόν  Δ.  Μπάλφουρ  (μτφρ.  ἀπό 
τά  ρωσικά  Ἀρχιμ.  Ζαχαρία),  ἔκδ.  Ἱερᾶς 
8

Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 


Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 22006. 
   
Γράμματα  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ), 
  Γράμματα  στή  Ρωσία  (μτφρ.  ἀπό  τά  Ρωσικά 
Ἀρχιμ.  Ζαχαρία),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς 
καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου 
Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2009. 
   
Μυστήριο  Ἀρχιμανδρίτου  ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ  (Σαχάρωφ),  Τό 
Μυστήριο  τῆς  Χριστιανικῆς  Ζωῆς  (μτφρ.  ἀπό 
τά  ρωσικά  Ἀρχιμ.  Ζαχαρία),  ἔκδ.  Ἱερᾶς 
Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 
Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010. 
   
Ἀναφορά  Ἀρχιμ.  ΖΑΧΑΡΙΑ  (Ζάχαρου),  Ἀναφορά  στή 
  Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἔκδ. Ἱερᾶς 
Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου, 
Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000. 
   
Ἀγαπῶ  π.  Νικολάου  Σαχάρωφ,  Ἀγαπῶ  ἄρα  ὑπάρχω, 
  ἡ  θεολογική  παρακαταθήκη  τοῦ  γέροντα 
Σωφρονίου  (μτφρ.  Χρῆστος  Μακρόπουλος), 
ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007. 
   
Οἶδα ἄνθρωπον  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου 
  Βλασίου  Ἱεροθέου,  «Οἶδα  ἄνθρωπον  ἐν 
Χριστῷ».  Βίος  καί  πολιτεία  τοῦ  Γέροντος 
Σωφρονίου  τοῦ  ἡσυχαστοῦ  καί  θεολόγου,  ἔκδ. 
Ἱερᾶς  Μονῆς  Γενεθλίου  τῆς  Θεοτόκου, 
(Πελαγίας) 22007. 
   
Πρακτικά  Πρακτικά  Διορθοδόξου  Ἐπιστημονικοῦ 
  Συνεδρίου,  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὁ  θεολόγος 
τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός,  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Μεγίστης 
Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2008. 
   
Ἀναμνήσεις  Δήμητρας  Β.  Δαβίτη,  Ἀναμνήσεις  ἀπό  τόν 
  ΓΕΡΟΝΤΑ  ΣΩΦΡΟΝΙΟ  τοῦ  ΕΣΣΕΞ,  ἐκδ. 
  Ἄθως, Ἀθήνα 42004. 
   
PG  J.  P.  MIGNE,  Patrologiae  curcus  completus, 
  series Graeca, Παρίσι – Montrouge 1857 – 1866 
9

  (τόμοι 161). 
   
ΒΕΠΕΣ  Βιβλιοθήκη  Ἑλλήνων  Πατέρων  καί 
  Ἐκκλησιαστικῶν  Συγγραφέων.  Ἐκδόσεις 
  «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθήνα 1955ἑξ. 
   
ΕΠΕ  Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πατερικές 
ἐκδόσεις  «Γρηγόριος  Παλαμᾶς», 
Θεσσαλονίκη 1972ἑξ. 
   
ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

«Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα 

ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς»1.  

Μέσα  ἀπό  αὐτόν  τόν  στίχο  τῆς  πολυαγαπημένης  προσευχῆς  τοῦ 

γέροντος  Σωφρονίου,  αὐτῆς  τοῦ  Κυρίου  μας  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  στήν 

Ἀρχιερατική  προσευχή  τοῦ  Μυστικοῦ  Δείπνου,  λίγο  πρίν  τό  πάθος  Του, 

κατανοοῦμε  τόν  σκοπό  τῆς  ἐκκλησιαστικῆς  κοινωνίας:  «ἵνα  ὦσιν  ἓν»2.  Ἡ 

κατά  Θεόν  ἑνότητά  μας  τῶν  πιστῶν  ἀνθρώπων.  Ὅπως  ἀκριβῶς  εἶναι  ὁ 

Πατέρας μέ τόν Υἱό. «Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς τελικῆς ἐπανένωσης κατ’ 

εἰκόνα  τῆς  Ἑνότητας  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος»3.  Νά  ἀλληλοπεριχωρηθοῦμε  ὁ 

ἕνας  στόν  ἄλλον  καί  νά  ζοῦμε  ἁρμονικά,  ὅπως  ἁρμονικά 

ἀλληλοπεριχωροῦνται καί συνυπάρχουν τά πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. 

«Ὁλόκληρη ἡ χριστιανική ζωή πρέπει νά θεωρεῖται ὡς μιά ἑνότητα, ὡς ἕνα 

μοναδικό καί μεγάλο μυστήριο, πού οἱ διάφορες πτυχές του ἐκφράζονται μέ 

μιά  μεγάλη  ποικιλία  πράξεων,  πού  μερικές  τελοῦνται  μόνο  μιά  φορά  στή 

ζωή  μας,  ἐνῶ  ἄλλες  ἴσως  καθημερινά»4.    Ἐκεῖ  πρέπει  νά  προσβλέπουμε, 

στήν ποικιλόμορφη ἑνότητα. 

Αὐτή  ἡ  ἑνότητα  ἐπιτυγχάνεται  μέσα  στήν  Ἐκκλησία.  Στήν 

Ἐκκλησία  «ὁ  άνθρωπος  διαβαίνει  σέ  ἕνα  ἄλλο  ἐπίπεδο,  ἀρχίζει  ἕναν 

καινούριο  τρόπο  ὕπαρξης.  Μιά  νέα  ζωή  γίνεται  δυνατή,  μιά  ἀληθινή, 

1  Ἰω. ιζ΄ 11. 
2  Ἰω. ιζ΄ 11. 
3 Georges Florovsky, “Sobornost: the Catholicity of the Church”, στό E.L. Mascall (ed.), 

The Church of God. An Anglo‐Russian Symposium by Members of the Fellowship of St Alban and St 
Sergius  (London:  SPCK,  1934),  σελ.  55.  Βλ.  ἐπίσης  Georges  Florovsky,  Collected  Works 
(Belmont, MA: Nordland, 1972). 
4  Καλλίστου  Ware,  Ἐπισκόπου  Διοκλείας,  Ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία,  μτφρ.  ἀπό  τά 

ἀγγλικά Ἰωσήφ Ροηλίδης, ἐκδ. Ἀκρίτας 22007, σελ. 437. 
11

ὁλοκληρωμένη  καί  πλήρης  ζωή,  μιά  καθολική  ζωή,  κατά  “τήν  ἑνότητα  τοῦ 

Πνεύματος  ἐν  τῷ  συνδέσμῳ  τῆς  εἰρήνης”5»6.  Ὅταν  λέμε  μέσα  στήν 

Ἐκκλησία  ἐννοοῦμε  μέσα  στήν  προσευχή,  στήν  λατρεία,  στά  μυστήρια, 

καθώς  «διά  τῶν  μυστηρίων  τήν  Ἐκκλησίαν  σημαίνεσθαι»7.  Ἐννοοῦμε 

δηλαδή τήν λειτουργική βίωση.   

Στήν  παροῦσα  ἑργασία  μελετᾶμε  τήν  θεία  λατρεία  καί  τήν 

λειτουργική βίωση στήν διδασκαλία τοῦ γέροντος Σωφρονίου, τοῦ μαθητῆ 

τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτη, τοῦ κτίτορα καί ἱδρυτῆ τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου 

Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας.  

Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς: «Δέν ἀρκοῦν οἱ μέχρι σήμερα διατυπωμένες 

θέσεις  τοῦ  Ἴδιου  τοῦ  Χριστοῦ  μας  ἀρχικά,  τῶν  Ἀποστόλων  καί  τῶν 

Πατέρων;  Μήπως  ἡ  παράδοση  τῆς  Ἐκκλησίας  στήν  λατρεία  καί  τήν 

λειτουργική  βίωση  εἶναι  ἐλλιπής  καί  χρειάζεται  συμπλήρωμα  ἀπό  τήν 

διδασκαλία  νεωτέρων  πατέρων»;  Σαφῶς  καί  δέν  ἰσχύει  κάτι  τέτοιο.  Τά 

πάντα  στήν  Ἐκκλησία  εἶναι  ὁλοκληρωμένα.  Ἡ  παράδοση  «δέν  εἶναι 

στατική  ἀλλά  δυναμική,  δέν  εἶναι  ἀμυντική  ἀλλά  διερευνητική,  δέν  εἶναι 

κλειστή καί συντηρητική, ἀλλά ἀνοικτή στό μέλλον … ἡ Παράδοση δέν εἶναι 

ἁπλῶς μιά τυπική ἐπανάληψη ὅσων ἔχουν ἐκτεθεῖ στό παρελθόν, ἀλλά μιά 

δυναμική  ἐπαναβίωση  τοῦ  χριστιανικοῦ  μηνύματος  στό  παρόν.  Ἡ  μόνη 

ἀληθινή  Παράδοση  εἶναι  ζωντανή  καί  δημιουργική,  καί  διαμορφώνεται  ἀπό 

τήν  ἕνωση  τῆς  ἀνθρώπινης  ἐλευθερίας  καί  τῆς  Χάριτος  τοῦ  Ἁγίου 

Πνεύματος»8.Ἡ  παράδοση  ὡς  ζωή  ἐν  Ἁγίῳ  Πνεύματι  περιλαμβάνει  τά 

πάντα.  Ἐμπεριέχει  τήν  Ἁγία  Γραφή.  Παράδοση  εἶναι  «ὁ  τρόπος  μέ  τόν 

ὁποῖο ἡ Γραφή κατανοεῖται καί βιώνεται ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ κάθε γενιά»9. 

5 Ἐφεσ. δ΄ 3. 
6 Georges Florovsky, ὅπ. π. 
7 Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τήν Θείαν λειτουργίαν, ΛΘ΄, 2. ΕΠΕ. Φιλοκαλία 22, σελ. 

192. 
8 Καλλίστου Ware, ἐπισκόπου Διοκλείας, ὅπ. π., σελ. 25 – 26. 
9 Καλλίστου Ware, ὅπ. π., σελ. 27. 
12

Ἔτσι  καί  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ζῶντας  «ἐν  Ἁγίῳ  Πνεύματι»  διατύπωσε 

τήν  δική  του  λειτουργική  διδασκαλία  βασισμένη  στήν  παράδοση  τῆς 

Ἐκκλησίας.  Τονίζουμε  ὅτι  πρῶτα  βίωσε  καί  μετά  διατύπωσε  διδασκαλία. 

Πρόκειται  δηλαδή  γιά  μία  προσωπικότητα,  ἡ  ὁποία  εἶχε  πλούσια  καί 

ξεχωριστά  βιώματα.  Στό  πρῶτο  κεφάλαιο,  τό  ὁποῖο  χωρίζεται  σέ  πέντε 

ἑνότητες,  προσπαθοῦμε  νά  γνωρίσουμε  αὐτήν  τήν  προσωπικότητα. 

Γίνεται  μιά  γενική  ἀναφορά  στό  πρόσωπό  του  καί  τίς  πνευματικές 

ζυμώσεις  τῆς  ἐποχῆς  του.  Ἐκθέτουμε  τίς  πρώϊμες  πνευματικές  του 

ἀναζητήσεις,  τήν  σχέση  του  μέ  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό  τόν  Ἀθωνίτη  καί  τό 

Ἅγιον  Ὄρος,  τήν  θεολογική  συγκρότηση,  τήν  γεροντική  του 

προσωπικότητα καί τήν ἵδρυση τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητας του.  

Μετά ἀπό τήν γνωριμία μέ τόν ἴδιο τόν γέροντα Σωφρόνιο καί τήν 

«διαζωγράφιση»  τῆς  προσωπικότητάς  του,  ἔρχεται  ἡ  γνωριμία  μέ  τήν 

διδασκαλία  του.  Μέσα  ἀπό  τίς  πέντε  ἑνότητες  τοῦ  δευτέρου  κεφαλαίου 

γίνεται  λόγος  γιά  τήν  θεία  λατρεία,  ὅπως  μᾶς  τήν  διδάσκει  ὁ  ἴδιος. 

Ἀναφερόμαστε  στόν  ἁγιασμό  τῶν  μυστηρίων,  τήν  Θεία  Λειτουργία,  τήν 

εὐχαριστιακή  μετοχή,  τήν  δύναμη  τοῦ  ὀνόματος  καί  τήν  εὐχολογική  του 

παραγωγή. 

Εἶναι γεγονός πώς ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ 

τήν μορφή διανοητικῆς ἐνασχόλησης ἀλλά εἶναι ἀποτέλεσμα βίωσης τῆς 

λειτουργικῆς  ζωῆς  καί  γενικότερα  τῆς  θείας  λατρείας.  Αὐτήν  τήν 

λειτουργική  βίωση  μελετᾶμε  στό  τρίτο  κεφάλαιο  σέ  συνδυασμό  μέ  τήν 

προσευχή.  Ἀναλυτικότερα  στίς  τέσσερις  ὑποενότητες  τοῦ  κεφαλαίου, 

μελετᾶται  ἡ  Λειτουργική  προσευχή,  ἡ  νοερά  προσευχή,  ἡ  προσευχή  σέ 

σχέση  μέ  τόν  κόσμο  καί  ὁ  συνδυασμός  τῶν  δύο  μορφῶν  προσευχῆς΄  τῆς 

κατ’ ἰδίαν καί τῆς κοινῆς. 
13

Τέλος,  τό  τέταρτο  καί  τελευταῖο  κεφάλαιο  ἐπιχειρεῖ  νά  ἀναδείξει 

τόν ἀναγεννητικό χαρακτήρα τῆς λειτουργικῆς διδασκαλίας τοῦ γέροντος 

Σωφρονίου  καί  νά  ἐπισημάνει  τήν  ἀπήχησή  της  στόν  σύγχρονο  κόσμο. 

Τονίζεται  ἰδιαιτέρως  ἡ  κατανόηση  τῆς  σημασίας  τοῦ  προσώπου  στήν 

Ἀνατολή καί τήν Δύση. Προτείνεται δέ αὐτό ὡς βάση γιά τήν «λειτουργική 

ἀναγέννηση» τοῦ σύγχρονου κόσμου. Ἀκολουθοῦν τά συμπεράσματα καί 

ἡ βιβλιογραφία.  

 
 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 

Ο ΓΕΡΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ  

ΚΑΙ ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ 

α)  Οἱ  πρώϊμες  πνευματικές  ἀναζητήσεις  τοῦ  Σεργκέϊ 

Συμεώνοβιτς Σαχάρωφ. 

«Ὁ  Θεός  εἶναι  ἀδυσώπητος»1,  εἶπε  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ὁ  Ἀθωνίτης, 

καθώς  βίωνε  τό  τέλος  τοῦ  δευτέρου  σταδίου  τῆς  πνευματικῆς  του  ζωῆς, 

τῆς Θεοεγκατάλειψής του2. Αὐτή ἡ φράση μαρτυρεῖ τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ. 

Ὁ Θεός δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα ‐ ἐλευθερία νά ἐναντιωθεῖ σ’ 

Αὐτόν ἤ ἀκόμα καί νά Τόν ἀπορρίψει. 

Ἔτσι  καί  ὁ  Σεργκέϊ  Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ,  ὁ  μετέπειτα  γνωστός 

μας γέροντας Σωφρόνιος,  γεννημένος στίς 22 Σεπτεμβρίου του 1896 στή 

Μόσχα  ἀπό  Ρώσους  γονεῖς3,  κάνοντας  χρήση  τοῦ  αὐτεξουσίου  του,  ἀπό 

τήν ἡλικία τῶν 17 ἤ 18 ἐτῶν ἄρχισε νά ἀναζητεῖ τόν Θεό στίς ἀνατολικές 

1  Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 29.  
2   Ἡ  Θεοεγκατάλειψη  εἶναι  τό  δεύτερο  στάδιο  τῆς  πνευματικῆς  ζωῆς  τοῦ 
ἀνθρώπου  πού  βιώνει  τόν  Χριστιανισμό.  Γιά  τά  τρία  στάδια  τῆς  πνευματικῆς  ζωῆς,  βλ. 
Περί  Προσευχῆς,  σελ.  105  –  106:  «Ἡ  πλήρης  ἀναγέννησις  τοῦ  πεπτωκότος  ἀνθρώπου  εἰς 
«καινόν» ἄνθρωπον (Ἐφεσ. δ΄ 22‐24) τελεῖται εἰς τρεῖς περιόδους: Ἡ πρώτη, ἡ ἀρχική, εἶναι ἡ 
τῆς  κλήσεως  καί  ἐμπνεύσεως  πρός  τόν  προκείμενον  ἀγῶνα΄  ἡ  δευτέρα  ἡ  τῆς  ἄρσεως  τῆς 
«αἰσθητῆς»  χάριτος  καί  τῆς  βιώσεως  τῆς  Θεοεγκαταλείψεως,  ἥτις  ἀποσκοπεῖ  ὅπως 
παράσχῃ  εἰς  τόν  ἀσκητήν  τήν  δυνατότητα  νά  ἐπιδείξῃ  εἰς  τόν  Θεόν  τήν  πιστότητα,  τήν 
ἐλευθερίαν  καί  τήν  σύνεσιν  αὐτοῦ΄  ἡ  τρίτη  καί  τελική  ἡ  τῆς  ἐπανακτήσεως  τῆς  αἰσθητῆς 
χάριτος καί διαφυλάξεως αὐτῆς, ἥτις συνδέεται ἤδη μετά τῆς νοερᾶς γνώσεως τοῦ Θεοῦ». 
Βλ.  περισσότερα  στό  Ἀγαπῶ,  σελ.  233  –  270  καί  Ἀρχιμανδρίτου  Ἐφραίμ,  Καθηγουμένου 
Ἱερᾶς  Μεγίστης  Μονῆς  Βατοπαιδίου,  «Ἡ  Θεοεγκατάλειψη  κατά  τόν  Γέροντα  Σωφρόνιο», 
Πρακτικά, σελ. 165 – 177.   
3  Ὁ  πατέρας  του  Συμεών  εἶχε  σημαντική  θέση  σέ  ἐμπορική  ἑταιρεία.  Ἦταν  ὁ 

πρῶτος  ἀπό  τά  ἄλλα  ὀκτώ  ἀδέλφια  του  (τέσσερα  ἀγόρια  καί  τέσσερα  κορίτσια).  Ὁ 
μικρότερος  ἀδελφός  του  Νικόλαος  φυλακίσθηκε  δύο  φορές  ἀπό  τό  σοβιετικό  καθεστώς 
γιά  τήν  σχέση  του  μέ  τήν  Ἐκκλησία.  Βλ.  Γεωργίου  Ἰ.  Μαντζαρίδη,  Πρόσωπο  καί  θεσμοί, 
ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 20 καί Ἀναμνήσεις, σελ. 38. 
15

θρησκεῖες4. «Ἐκεῖνα τά χρόνια», γράφει ὁ ἴδιος, «διάβαζα γιά τόν βουδισμό, 

τή γιόγκα καί ἄλλα μυστικιστικά βιβλία»5.   

Σίγουρα  στόν  κάθε  ἔφηβο  τῆς  ἡλικίας  τῶν  17  ἤ  18  ἐτῶν  θά 

μποροῦσε  νά  συμβεῖ  κάτι  ἀνάλογο,  δηλαδή  νά  ἀσχοληθεῖ  μέ  τίς 

ἀνατολικές  θρησκεῖες.  Ἡ  μέχρι  τότε  ὅμως  ὀρθόδοξη  χριστιανική 

ἀνατροφή του δέν δικαιολογεῖ κάτι τέτοιο.  

Ἡ  ψυχή  του  γνώριζε  τόν  Θεό  ἀπό  τήν  παιδική  του  ἡλικία  καί  τήν 

ἀρχή  τῆς  νεότητάς  του6.  Σ’  αὐτό  συνετέλεσε  ἡ  μητέρα  του,  ἡ  ὁποία  ἦταν 

ἄνθρωπος εὐσεβής καί εἶχε ἐπαινεθεῖ δημοσίως ἀπό τόν Ἅγιο Ἰωάννη τῆς 

Κρονστάνδης7,  ἀλλά  κυρίως  ἡ  παραμάνα  του  Αἰκατερίνα8.  Ἡ  παραμάνα 

του ἦταν αὐτή, ἡ ὁποία τόν πήγαινε περίπατο στήν ἐκκλησία, ἄνθρωπος 

βαθύς, μέ δυνατή προσευχή. Στεκόταν ὄρθια γιά πολύ ὥρα στήν ἐκκλησία 

καί  ὁ  Σεργκέϊ,  μικρό  παιδί,  καθόταν  πλάι  στά  πόδια  της.  Ἔτσι  ἔμαθε  νά 

προσεύχεται9.  

Γνώριζε  τόν  Θεό  ὄχι  ἁπλά  ὅπως  ἡ  πλειονότητα  τῶν  σημερινῶν 

χριστιανῶν ἀλλά πραγματικά, βαθιά. Ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος:  «Ὅταν 

ἤμουν  μικρό  παιδί,  δέν  μοῦ  ἦταν  κόπος  νά  προσεύχομαι  μισή  ὥρα, 

σαρανταπέντε λεπτά. Τό ἔνιωθα σάν ἀνάγκη»10. Καί σε ἄλλο σημείο: «Ἀπό 

τῶν παιδικῶν μου χρόνων ἀπέκτησα τήν συνήθειαν νά προσεύχωμαι»11. Ἀπό 

τήν  βρεφική  του  ἡλικία  εἶχε  τήν  ἐμπειρία  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός,  κάτι  τό 

ὁποῖο παρέμεινε ἀνεξίτηλο στήν μνήμη του12. Συμπερασματικά μποροῦμε 

4 Βλ. Γράμματα, σελ. 27. 
5 Ὅπ. π., σελ. 27 – 28. 
6 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 51, 56, 225. 

7  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  15  καί  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Εἰσαγωγή  στή 

Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 61. 
8 Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., Πρακτικά, σελ. 61. 

9 Βλ. Γράμματα, σελ. 26 – 27. 

10 Ὅπ. π., σελ. 27. 

11 Ὀψόμεθα, σελ. 49. 

12  Ὀψόμεθα,  σελ.  56:  «Ἐγνώρισα  τόν  Ζῶντα  Θεόν  ἐξ  αὐτῆς  τῆς  τρυφερᾶς  μου 

ἡλικίας.  Ὑπῆρξαν  περιπτώσεις,  ὅτε,  ἐξερχόμενος  καί,  ἀκριβέστερον,  φερόμενος  εἰς  τήν 
ἀγκάλην  ἔξω  τοῦ  ναοῦ,  ἔβλεπον  τήν  πόλιν,  ἥτις  ἐκεῖνον  τόν  καιρόν  ἦτο  δι’  ἐμέ  ὁ  κόσμος 
16

νά  πούμε  ὅτι  ἀπό  τήν  παιδική  του  ἡλικία  ἀκόμη  εἶχε  καταστήσει  τόν 

Χριστιανισμό πραγματικό βίωμα καί ὄχι ἔνα σύστημα ἠθικῶν κανόνων.  

Παρ’ ὅλη ὅμως τήν χριστιανική του ἀνατροφή, τόν βλέπουμε στήν 

ἀρχή  τῆς  ὡριμότητάς  του  νά  ἀπομακρύνεται  ἀπό  τόν  Θεό  του13.  Ὅπως 

μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος: «Ἐγκλήματα τιμωρούμενα ὑπό τῆς κρατικῆς ἐξουσίας 

δέν  διέπραξα, ἀλλά διά τοῦ νοός καί τῆς  καρδίας μου διήρχετο ἐλευθέρως 

παντός εἴδους φαυλότης, ἐφʹ ὅλων τῶν ἐπιπέδων»14. Θά ἀναρωτηθεῖ κανείς: 

πῶς μπορεῖ κάποιος, ὁ ὁποῖος ἀπό παιδί ἀκόμη νοιώθει τήν προσευχή ὡς 

ἀνάγκη  καί  τήν  ἔχει  καταστήσει  πραγματικό  βίωμα,  νά  στραφεῖ  στίς 

ἀνατολικές θρησκεῖες.  

Καθώς ἡ πανθεϊστική ἀθανασία δέν τόν ἐνδιέφερε πολύ15, ἡ πίστη 

του  στόν  Θεό  ἦταν  αὐτή  πού  τόν  ὤθησε  στήν  ἀναζήτηση  τοῦ  «Ὑπέρ‐

προσωπικοῦ  Ἀπολύτου»  καί  τῆς  αἰωνιότητας.  Αὐτά  ἦταν  τά  δύο 

πράγματα τά ὁποῖα κυριαρχοῦσαν μέσα του16. Ἡ δίψα τοῦ Ἀπολύτου τόν 

διακατεῖχε  στήν  νεότητά  του17  καί  συνέχισε  νά  παραμένει  μέσα  του 

δυνατή,  ἀκόμη  καί  ὅταν  ἤδη  εἶχε  φύγει  στό  ἐξωτερικό18.  Ὁ  Σεργκέϊ 

Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ  ἔψαχνε  τόν  Θεό  ἀπό  μικρός.  Κάποια  στιγμή  τόν 

ἀναζήτησε  σέ  λάθος  δρόμο,  στίς  πανθεϊστικές  καί  ἀπρόσωπες  ἐμπειρίες 

τῆς  Ἄπω  Ἀνατολῆς19.  Γράφει  χαρακτηριστικά:  «Τό  πρῶτο  «χτύπημα»  τό 

ἅπας,  φωτιζομένην  ὑπό  δύο  εἰδῶν  φώτων.  Τό  ἡλιακόν  φῶς  δέν  παρημπόδιζε  νά  αἰσθανθῶ 
τήν παρουσίαν τοῦ ἄλλου Φωτός. Ἡ ἀνάμνησις αὐτοῦ συνδέεται μετά τινος ἠρέμου χαρᾶς, 
ἥτις  ἐπλήρου  τότε  τήν  ψυχήν  μου.  Ὅλα  σχεδόν  τά  γεγονότα  τῆς  περιόδου  ἐκείνης 
ἐξηλείφθησαν ἐκ τῆς μνήμης μου, οὐχί ὅμως ἡ μνήμη τοῦ Φωτός Ἐκείνου». Βλ. ἐπίσης στό 
ἴδιο σελ. 197 καί Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., Πρακτικά, σελ. 61. 
13 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 56. 

14 Ὅπ. π., σελ. 56 – 57. 

15 Βλ. Γράμματα, σελ. 30. 

16  Βλ.  ὅπ.  π.,  σελ.  28  ‐  29,  Ὀψόμεθα,  σελ.  17,  πρβλ.  Ἀναφορά,  σελ.  11,  πρβλ.  Περί 

προσευχῆς, σελ. 199. 
17 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 11. 

18 Βλ. Γράμματα, σελ. 30. 

19 Βλ. Ἀθανασίου Γιέφτιτς, Ἐπισκόπου πρώην Ἐρζεγοβίνης, «Ὁ ἐν χάριτι μοναχός 

κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 107. 
17

δέχθηκα στήν πάροδο Μιλιούτινσκ, ἐκεῖ ὅπου ἑνώνονται ἡ ὁδός Σρέτενκα μέ 

τή Λιουμπιάνκα. Μερικά μέτρα μετά ἀπό ἐκείνη τή γωνία μοῦ ἦρθε ἡ σκέψη: 

‐ Προσεύχεσαι; 

‐ Ναί. 

‐ Κι ἀκόμη σκέφτεσαι γιά τήν ἀθανασία; 

‐ Ναί. 

‐ Ἀλλά τό Εὐαγγέλιο λέει: «Ἀγάπα τόν Θεό καί τόν πλησίον σου». 

Σέ  μιά  στιγμή  πέρασε  αὐτή  ἡ  σκεψη.  Ἀλλά  μοῦ  παρουσιάσθηκε  μιά 

εἰκόνα,  ὅτι  ὑπάρχει  κάτι  ὑψηλότερο  ἀπό  Αὐτό  γιά  τό  Ὁποῖο  μιλάει  τό 

Εὐαγγέλιο»20.  

Μπορεῖ  ἀναζητώντας  τό  Ἀπόλυτο  νά  ὁδηγήθηκε  στήν  ἐντολή  τῆς 

ἀγάπης:  «Ἀγαπήσεις  Κύριον  τὸν  Θεόν  σου  …  καί  τὸν  πλησίον  σου  ὡς 

σεαυτόν»21, ἡ ὁποία ἀργότερα ὑπῆρξε γι’ αὐτόν «φῶς ἀληθοῦς γνώσεως»22, 

ἐκείνη τήν περίοδο ὅμως δέν μποροῦσε νά καταλάβει τό πραγματικό της 

νόημα. Σκεφτόταν ὅτι «δέν εἶναι δυνατόν τό Ἀπόλυτον νά εἶναι «πρόσωπον» 

καί  ἡ  αἰωνιότης  δέν  δύναται  νά  περικλεισθῇ  εἰς  τόν  «ψυχισμόν»  τῆς 

εὐαγγελικῆς  ἀγάπης…»23.  Θεωροῦσε  τόν  Θεό  ὡς  κάτι  τό  ἀπρόσωπο24. 

Πίστευε πώς τό Εὐαγγέλιο ἦταν λιγότερο βαθύ ἀπό τίς ἄλλες παρόμοιες 

διδασκαλίες:  «Σκέφθηκα  ὅτι  τό  Εὐαγγέλιο  λέει:  «Ἀγάπα  τό  Θεό  καί  τόν 

πλησίον»25. Ἀναλογίστηκα: «Αὐτό εἶναι ψυχισμός, ἐνῶ οἱ ἄλλες διδασκαλίες 

μιλοῦσαν γιά τό Ὑπερ‐προσωπικό Ἀπόλυτο»26.   

 Γράμματα, σελ. 30. 
20

 Ματθ. κβ΄ 37 – 40. 
21

22 Ὀψόμεθα, σελ. 91. 

23 Ὅπ. π., σελ. 49 – 50. 

24  Βλ.  Ἰεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  «Τό 

πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 266. 
25 Βλ. Λουκ. ι΄ 27. 

26 Βλ. Γράμματα, σελ. 27 – 28. 
18

Φιλοσοφώντας  λοιπόν  καί  ἐπηρεασμένος  ἀπό  τά  «βασικά  κέντρα 

παραγωγῆς  φιλοσοφίας,  κουλτούρας  καί  στοχασμοῦ»27  στά  ὁποῖα  ἔζησε28, 

δέν μποροῦσε νά διανοηθεῖ τήν «Ἀπόλυτον Ἀρχήν ὡς προσωπικόν ὄν»29. Ἡ 

πλάνη  του,  ἡ  ὁποία  ἦταν  καί  πλάνη  πού  κυριαρχοῦσε  στούς  κύκλους 

στούς  ὁποίους  σύχναζε,  βρισκόταν  «εἰς  τήν  σύγχυσιν  τῆς  ἐννοίας  τοῦ 

προσώπου  μετά  τῆς  ἐννοίας  τοῦ  ἀτόμου,  ἐννοιῶν  θεολογικῶς  ἐκ 

διαμέτρου ἀντιθέτων»30.  

Βλέπουμε  ὅτι  ἀκόμη  καί  τότε,  ὄντας  «πνευματικῶς  τυφλός», 

πίστευε ὅτι ἀνερχόταν σ’ ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδο ἀπό αὐτό τοῦ Εὐαγγελίου. 

Γι’  αὐτόν  τόν  λόγο  καί  δέν  ἔβλεπε  ἁμαρτία  στήν  ἀπομάκρυνσή  του  ἀπό 

τόν  Θεό  τῶν  παιδικῶν  του  χρόνων.  Ὅλα  συνέβαιναν  μέσα  στήν  ἄγνοιά 

του΄  «Ἀγνοῶν  ἐποίησα31»32.  Δέν  εἶχε  αἰσθανθεῖ  κάποια  ἀποστροφή  πρός 

τόν  Χριστιανισμό.  Παρασύρθηκε  ἀπό  τόν  ὑπερβατικό  διαλογισμό 

πιστεύοντας  ἔτσι  ὅτι  ἐγκατέλειψε  ἕνα  κατώτερο  ἐπίπεδο  ζωῆς: 

«Ἀγαπήσεις τόν Θεόν καί ἀγαπήσεις τόν πλησίον»33. 

 Ψάχνοντας  λοιπόν κάτι  ἀνώτερο  ἀπό  αὐτό  πού  λέει  τό  εὐαγγέλιο 

ἄρχισε  νά  πιέζει  τόν  ἑαυτό  του  ν’  ἀφήσει  τήν  προσευχή34.    «  …  Καί  τότε, 

παρά  τή  συνήθειά  μου  νά  προσεύχομαι,  ἄρχισα  μέ  μεγάλη  δυσκολία  νά 

ἀναχαιτίζω  μέσα  μου  ἐκείνη  τήν  προσευχή.  Μοῦ  ἦταν  δύσκολο  νά  περνῶ 

κοντά  ἀπό  μερικούς  ναούς.  Ὑπῆρχε  στήν  πόλη  τό  παρεκκλήσι  τοῦ  Ἁγίου 

27  Ἀπό νεαρή ἡλικία ἦρθε σέ ἐπαφή μέ τή ρωσική κουλτούρα τοῦ δεκάτου ὀγδόου 
καί δεκάτου ἐνάτου αἰώνα, ἡ ὁποία εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τόν Χριστιανισμό. Ὅπως φαίνεται 
ἀπό  τίς  ἀναφορές  του  σέ  Ρώσους  ποιητές  καί  συγγραφεῖς  εἶχε  καλή  γνώση  τῆς 
λογοτεχνίας  τῆς  ἐποχῆς  του.  Διάβασε  ἔργα  τῶν  Γκόγκολ,  Τουργκένιεφ,  Ντοστογιέφσκι 
καί  Πούσκιν,  ἀφομοιώνοντας  παράλληλα  τήν  «κενωτική»  διάσταση  τοῦ  Χριστιανισμοῦ, 
ὅπως ἦταν γνωστή στή Ρωσική σκέψη. Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 20 – 21, 136 καί N. Goroderzsky, 
The Humiliated Christ in modern Russian Thought, London 1938. 
28 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 33. 

29 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 42. 

30 Ὅπ. π., σελ. 42. 

31 Α΄ Τιμ. α΄ 13.  

32 Ὅπ. π., σελ. 40. 

33 Ὅπ. π., σελ. 57 – 58. 

34 Ὅπ. π., σελ. 50. 
19

Σεργίου.  Δέν  μποροῦσα  στήν  αρχή  νά  περάσω  ἀπό  μπροστά  του,  καί 

ἀποφάσισα  νά  ἀπομακρυνθῶ  ἀπό  τήν  παιδική  προσευχή  μου»35,  καί 

στράφηκε  στόν  διαλογισμό  ἐξωχριστιανικοῦ  τύπου36.  Γιά  τήν  πορεία  του 

στόν ἀνατολικό μυστικισμό γράφει: «Κατά τήν ἐπίδοσή μου στόν ἀνατολικό 

διαλογισμό  καλλιέργησα  ἀκριβῶς  τήν  ἀπομάκρυνση  τοῦ  νοῦ  μου  ἀπό  τήν 

καρδιά, ὡς ἕδρα ἐμπαθῶν συγκινήσεων, συμπεριλαμβανομένης ἐδῶ καί τῆς 

ἀγάπης. Ἐπιπλέον μπροστά μου πρόβαλλε τό ἐγχείρημα, πῶς νά ὑπερβῶ τή 

μορφή  τοῦ  εἶναι  πού  μοῦ  δόθηκε,  γιά  νά  συγχωνευθῶ  μέ  τόν  ἀνώνυμο 

ὠκεανό ἄλλου Εἶναι»37. Καί σέ ἄλλο σημεῖο:  «Συντόμως, μετά τοῦτο, κατά 

τινα  νύκτα  ἀφυπνίσθην  δι’  ἀκαταλήπτου  τρόπου.  Εἶδον  τό  δωμάτιόν  μου 

πλῆρες  ἀνομοιογενοῦς,  τεθλασμένου  καί  παλλομένου  φωτός.  Ἡ  ψυχή  μου 

ἐταράχθη.  Ἠσθάνθην  ἀποστροφήν  πρός  τό  ὅραμα  τοῦτο.  Μᾶλλον  εἰπεῖν, 

δυσφορίαν  τινά  μεμιγμένην  μετά  τινος  τρόμου,  ὁμοίου  πρός  φόβον  τόν 

ὁποῖον  προκαλεῖ  ὄφις  εἰσερχόμενος  ἕρπων  εἰς  οἰκίαν.  …  Ὀλίγον 

βραδύτερον,  κατά  τήν  περίοδον  τῆς  ἀσκήσεως  τοῦ  ὑπερβατικοῦ 

διαλογισμοῦ,  εἰς  ὅν  ἐσημείωσα  πρόοδον  ὡς  πρός  τήν  αὐτοσυγκέντρωσιν, 

εἶδον τήν διανοητικήν μου ἐνέργειαν ὁμοίαν πρός φῶς, οὐχί ἰσχυρόν. Τό φῶς 

τοῦτο εὑρίσκετο ἐντός τῆς κρανιακῆς κοιλότητος καί πέριξ αὐτῆςʹ ἡ καρδία 

ὅμως δέν συμμετεῖχεν εἰς αὐτό, ζῶσα κεχωρισμένως ἀπό τοῦ ἐγκεφάλου»38. 

    Ἄν καί περιπλανιόταν καί ἔψαχνε τό Ἀπόλυτο παντού, ἀκόμη καί 

στόν  ἰνδικό  μυστικισμό,  ἡ  πίστη  του  γιά  τόν  Θεό  ἦταν  δεδομένη,  εἶχε 

καταλάβει  τό  βαθύτερο  μέρος  τῆς  καρδιᾶς  του.  Δέν  ἀμφισβητοῦσε  τόν 

Θεό.  Πίστευε  στήν  ὕπαρξή  Του  καί  Τόν  ἀναζητοῦσε.  Γράφει 

χαρακτηριστικά:  «Ἐν  τούτοις,  τό  πνεῦμα  μου  δέν  ἐστρέφετο  πρός  τήν  γῆν, 

ἀλλά  πρός Ἐκεῖνον,  τόν  Ὁποῖον  δέν ἐγνώριζον εἰσέτι, διά τήν Ὕπαρξιν τοῦ 

35 Γράμματα, σελ. 30. 
36 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 50. 
37 Μυστήριο, σελ. 15. 

38 Ὀψόμεθα, σελ. 50. 
20

Ὁποίου  ὅμως  ἤμην  βέβαιος»39.  Αὐτοαποκαλύπτεται  καί  μᾶς  λέει: 

«Ἀγαποῦσα  πολύ  νά  προσεύχομαι  καί  μέ  τήν  προσευχή  αὐτή  φύλαξα  τήν 

ἀγάπη  μου  πρός  τόν  Χριστό, δηλαδή  δέν  ἀπέρριψα  τό  παλαιό. Τό νέο ὅμως 

μοῦ φαινόταν πιό βαθύ»40. 

Ὁ  Σεργκέϊ  Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ  ἔψαχνε  κάτι  πέρα  ἀπό  τήν 

διανόηση. Τό πνεῦμα του ἀπαιτοῦσε «αἰωνίαν ζωήν»41. Αὐτή, ἡ αἰωνιότητα, 

ἦταν ἡ δεύτερη σκέψη ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε μέσα του καί ἦρθε ὡς φυσική 

συνέπεια τῶν παιδικῶν προσευχῶν του πρός τόν Θεό, ἀπό τά παιδικά του 

κιόλας  χρόνια42.  Συνετέλεσαν  σ’  αὐτό  καί  οἱ  συζητήσεις  πού  εἶχε  μέ  τά 

παιδιά μέ τά ὁποῖα συναναστρεφόταν καί στά ὁποῖα ἄρεσε νά μιλοῦν καί 

νά  στοχάζονται  γύρω  ἀπό  τό  μυστήριο  τῆς  αἰωνιότητας  μέ  ἀφελῆ 

σοβαρότητα43. Τό μαρτυρεῖ ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος: «ἐγώ ἤθελα νά ἀκούσω γιά 

τό  πῶς  φθάνει  κανείς  στήν  αἰωνιότητα»44.  Σκεφτόταν  «τό  πῶς  μπορεῖ  ὁ 

ἄνθρωπος  νά  ὑπερβεῖ  τά  ὅρια  τῆς  μικρῆς  καί  σύντομης  ζωῆς»45. 

Κυριαρχοῦσε στή συνείδησή του τό πρόβλημα τῆς αἰωνιότητος46. 

Οἱ  προβληματισμοί  του  περί  τῆς  αἰωνιότητος  ἀναπτύχθηκαν 

περισσότερο  κατά  τόν  Α΄  Παγκόσμιο  Πόλεμο  καί  τήν  Ρωσική 

Ἐπανάσταση47,  γεγονότα  τά  ὁποῖα  ἔζησε  ἀπό  κοντά.  Κατά  τήν  διάρκεια 

39 Ὅπ. π., σελ. 20. 
40 Γράμματα, σελ. 27 – 28. 
41 Ὀψόμεθα, σελ. 25, 17. Πρβλ. Γράμματα, σελ. 29.  

42 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 15, 53. 

43 Ὅπ. π., σελ. 16. 

44 Γράμματα, σελ. 35. 

45 Ὅπ. π., σελ. 29. 

46 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 16. 

47  Ἡ  Ρωσικὴ  Ἐπανάσταση  ἦταν  μία  σειρὰ  μεγάλων  ἱστορικῶν  γεγονότων,  τὰ 

ὁποῖα  συνέβησαν  στὴ  Ρωσία  κατὰ  τὸ  χρονικὸ  διάστημα  ἀπὸ  τὴν  24η  Ὀκτωβρίου  1917 
μέχρι  τὴν  31η  Ὀκτωβρίου  1920  καὶ  δὲν  σφράγισαν  μόνο  τὴν  ἱστορικὴ  πορεία  τῆς  χώρας 
αὐτῆς,  ἀλλὰ  ἐπηρέασαν  καθοριστικὰ  ὁλόκληρη  τὴ  νεότερη  παγκόσμια  ἱστορία, 
καθιστώντας  την  ἕνα  ἀπὸ  τὰ  μεγαλύτερα  ἱστορικὰ  γεγονότα  τῆς  ἀνθρωπότητας.  Εἶναι 
γνωστὴ  καὶ  ὡς  Ὀκτωβριανὴ  Ἐπανάσταση,  ἀπὸ  τὸ  ἱστορικὸ  γεγονὸς  ποὺ  ὑπῆρξε  τὸ 
σημεῖο ἀναφορᾶς της, τὴν κατάληψη τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων, ἕδρας τῆς προσωρινῆς 
ρωσικῆς κυβέρνησης, τὴ νύχτα τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 1917 (μὲ τὸ παλαιὸ ἡμερολόγιο), στὴν 
Ἁγία Πετρούπολη. 
21

Ἡ  Ρωσικὴ  Ἐπανάσταση  ὑπῆρξε  ἀποτέλεσμα  τῶν  κοινωνικῶν  ὅρων  ποὺ 


ἐπέβαλαν στὴ Ρωσία ὁ Μέγας Πέτρος καὶ ἡ Αἰκατερίνη Β΄, τοῦ ἀπολυταρχικοῦ τσαρικοῦ 
καθεστῶτος,  τῆς  ἀποσύνθεσης  τῆς  ἀριστοκρατίας,  τοῦ  θεσμοῦ  τῆς  δουλοπαροικίας  καὶ 
τῶν ἰδεολογικῶν ἐξελίξεων στὴ ρωσικὴ διανόηση (ἐπιρροὲς τῶν Σὲν‐Σιμόν, τοῦ Φουριέρ, 
τοῦ  Χέρτσεν  στοὺς  Πετρασέφσκι,  Τσερνισέφσκι,  Ντομπρολιοῦμποφ,  Λένιν),  ἐπιπλέον  ὁ 
Ρωσοϊαπωνικὸς  πόλεμος  τοῦ  1904  ἔστρεψε  καὶ  μεγάλο  τμῆμα  τῆς  ἀστικῆς  τάξης  κατὰ 
τοῦ  τσαρικοῦ  καθεστῶτος  καὶ  ὁ  τσάρος  Νικόλαος  Β΄  φάνηκε  ὅτι  δὲ  θὰ  ἔκανε  τὴν 
παραμικρὴ  παραχώρηση  στοὺς  ἀγρότες  καὶ  τοὺς  ἐργάτες,  ποὺ  κυριολεκτικὰ  εἶχαν 
ἐξαθλιωθεῖ. 
Ἡ  ἐργατικὴ  ἐπανάσταση  ἄρχισε  κατὰ  τὸ  τέλος  τοῦ  Φεβρουαρίου  τοῦ  1917  στὴν 
Ἁγία  Πετρούπολη  μὲ  τεράστιες  ἀπεργίες  καὶ  δυναμικὲς  διαδηλώσεις,  ποὺ  ἀργότερα 
ἐξελίχτηκαν  σὲ  ὀργανωμένο  ἐπαναστατικὸ  κίνημα.  Ὁ  πρόεδρος  τῆς  τέταρτης  Δούμας 
Ροντζιάνκο  μαζὶ  μὲ  τὴν  ἐκτελεστικὴ  ἐπιτροπὴ  τοῦ  σοβιὲτ  ζήτησαν  τὴν  παραίτηση  τοῦ 
τσάρου  Νικόλαου  Β΄,  ὁ  ὁποῖος  ἐγκατέλειψε  τὴν  ἐξουσία  στὶς  15  Μαρτίου  1917,  χωρὶς  ὁ 
διάδοχός  του  δούκας  Μιχαὴλ  Ἀλεξάνδροβιτς,  νὰ  δεχτεῖ  τὶς  εὐθύνες  τοῦ  θρόνου.  Ἔτσι 
ἀνατράπηκε ὁριστικὰ ἡ  μοναρχία στὴ Ρωσία καὶ μαζί της ἡ φεουδαρχικὴ  ἀπολυταρχία. 
Προσωρινὰ ἀνέλαβε πρωθυπουργὸς ὁ πρίγκιπας Λβόφ, ὁ ὁποῖος ἀντιπροσωπεύοντας τὰ 
συμφέροντα τῆς ἀστικῆς τάξης διακήρυξε ὅτι θὰ συνέχιζε τὴν ἔνοπλη σύγκρουση μὲ τὴ 
Γερμανία  μέχρι  τὴν  τελικὴ  νίκη  τῆς  Ρωσίας  στὸν  Α΄  Παγκόσμιο  πόλεμο  καὶ  ὅτι  θὰ 
ἐφάρμοζε  φιλελεύθερο  πολιτικὸ  πρόγραμμα  μεταπολεμικά.  Οἱ  ὑποσχέσεις  αὐτὲς  δὲν 
ἱκανοποίησαν  τὸ  λαό,  ποὺ  ἀνέμενε  ριζικὲς  ἀλλαγὲς  μέσα  στὶς  κακουχίες  τοῦ  πολέμου, 
τῆς πείνας καὶ τῆς ἐξαθλίωσης. Ἡ προλεταριακὴ ἐπανάσταση εἶχε γίνει κοινὴ συνείδηση 
καὶ  μία  ἀστικὴ  φιλελεύθερη  δημοκρατία  φαινόταν  τόσο  ξεπερασμένη  τὸ  1917,  ὅσο  ἐπὶ 
τσαρισμοῦ ἡ συνταγματικὴ μοναρχία. 
Μέσα στὸ Μάρτιο ἡ προσωρινὴ κυβέρνηση ἔδωσε γενικὴ ἀμνηστία, ἡ Φινλανδία 
ἀνακηρύχτηκε  αὐτόνομο  κράτος,  φυλακίστηκε  ἡ  αὐτοκρατορικὴ  οἰκογένεια, 
καταργήθηκε  ἡ  θανατικὴ  ποινή,  σταμάτησαν  τά  φοβερὰ  πογκρὸμ  (διώξεις)  κατὰ  τῶν 
Ἑβραίων,  ἐφαρμόστηκε  τὸ  ὀκτάωρο  καὶ  χορηγήθηκε  τὸ  δικαίωμα  τοῦ  ἐκλέγειν  καὶ 
ἐκλέγεσθαι  στὶς  γυναῖκες.  Στὴν  κρίσιμη  αὐτὴ  στιγμὴ  ὁ  Λένιν  ἐπέστρεψε  στὴ  Ρωσία  μὲ 
σύνθημα  τὴ  μὴ  ὑποστήριξη  τῆς  καπιταλιστικῆς  κυβέρνησης,  τὴν  παύση  τοῦ 
ἰμπεριαλιστικοῦ πολέμου καὶ τὴ νίκη τῆς κοινωνικῆς ἐπανάστασης. Κι ἐνῶ ἡ κυβέρνηση 
κλονιζόταν  καὶ  ὁ  ρωσικὸς  στρατὸς  πιεζόταν  συνεχῶς  ἀπὸ  τοὺς  Γερμανούς,  οἱ 
μπολσεβίκοι ἐνισχύθηκαν ἀπὸ τὸν Τρότσκι, τὸ σπουδαιότερο μετὰ τὸ Λένιν ἀρχηγὸ καὶ 
οἰκοδόμο τῆς σοσιαλιστικῆς ἐπανάστασης. 
Τὸν  Ἰούλιο  ὁ  Λβὸφ  παραιτήθηκε  καὶ  πρωθυπουργὸς  ἀνέλαβε  ὁ  Κέρενσκι,  ποὺ 
προκήρυξε  ἐκλογὲς  γιὰ  τὸ  Νοέμβρη.  Στὸ  μεταξὺ  ὁ  στρατιωτικὸς  διοικητὴς  τῆς 
Πετρούπολης  Κορνίλοφ  ἐπωφελήθηκε  τόσο  ἀπὸ  τὰ  στασιαστικὰ  στρατιωτικὰ  κινήματα 
τοῦ Ἰουλίου, ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ χρεοκοπία τοῦ Κερένσκι καὶ θέλησε νὰ ἐπιβάλει 
στρατιωτικὴ δικτατορία. Τὸ πραξικόπημα ἀπέτυχε ὁλοκληρωτικά, κυρίως μὲ τὴ συμβολὴ 
τῶν  ὁπλισμένων  ἐργατικῶν  μαζῶν  κι  ἔτσι  ἡ  ἐπανάσταση  πέτυχε  τὴν  πρώτη  της 
ἀποφασιστικὴ νίκη. Τὸ μέτωπο κατέρρεε, οἱ ἀγρότες ὀργανωμένοι ἐπιτίθενται κατὰ τῶν 
γαιοκτημόνων καὶ στὰ σοβιὲτ κυριαρχοῦσαν πλέον οἱ μπολσεβίκοι. Στὶς 25 Σεπτεμβρίου 
ὁ  Τρότσκι  ἐκλέχτηκε  πρόεδρος  τοῦ  σοβιὲτ  τῆς  Πετρούπολης,  ἐνῶ  στὶς  7  Ὀκτωβρίου  ὁ 
Λένιν  ἔφτασε  κρυφὰ  στὴν  Πετρούπολη  γιὰ  νὰ  ἀναλάβει  τὴ  διεύθυνση  τῆς  ἔνοπλης 
ἐξέγερσης.  Στὴν  ἱστορικὴ  συνεδρίαση  τῆς  10  Ὀκτωβρίου  τῆς  κεντρικῆς  ἐπιτροπῆς  τοῦ 
Μπολσεβικικοῦ  κόμματος  ἔγινε  δεκτὴ  ἡ  πρόταση  τοῦ  Λένιν  γιὰ  ἔνοπλη  ἐξέγερση,  μὲ 
ψήφους 10 ὑπὲρ καὶ 2 (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ) κατά. 
Στὶς 24 Ὀκτωβρίου ξέσπασε πλέον ἡ μεγάλη ἐπανάσταση. Τὸ πρωὶ ἡ κυβέρνηση 
ἀπαγόρευσε τὴν κυκλοφορία τοῦ κεντρικοῦ ὀργάνου τῶν μπολσεβίκων ʺΡαμπότσι Ποὺτʺ 
κι  ἔστειλε  θωρακισμένα  αὐτοκίνητα  στὸ  τυπογραφεῖο  καὶ  στὰ  γραφεῖα  σύνταξης  τῆς 
22

τοῦ  πολέμου  ὑπηρέτησε  στό  σῶμα  τοῦ  μηχανικοῦ  ἀσχολούμενος  μέ  τό 

καμουφλάζ.  Μετά  τήν  Ρωσική  ἐπανάσταση,  ἡ  ἀστυνομία  τῶν 

μπολσεβίκων  τόν  συνέλαβε  δύο  φορές  καί  τόν  ἔβαλε  στήν  φυλακή  τῆς 

ἐφημερίδας. Οἱ κόκκινοι φρουροὶ ὅμως καὶ οἱ ἐπαναστατημένοι στρατιῶτες ἀπέκρουσαν 
τὰ  θωρακισμένα  αὐτοκίνητα  καὶ  κατὰ  τὶς  11  ἡ  ὥρα  ἡ  ἐφημερίδα  κυκλοφόρησε  μὲ  τὴν 
προκήρυξη  τῆς  ἀνατροπῆς  τῆς  κυβέρνησης.  Τὸ  βράδυ  τῆς  ἴδιας  μέρας  κι  ἐνῶ  τὸ 
ὑπουργικὸ  συμβούλιο  συνεδρίαζε  στὰ  χειμερινὰ  ἀνάκτορα,  ἡ  κόκκινη  φρουρὰ  τῆς 
Πετρούπολης καταλάμβανε τὸ κεντρικὸ τηλεγραφεῖο, τὶς γέφυρες, τοὺς σιδηροδρομικοὺς 
σταθμοὺς καὶ τὴν Κρατικὴ Τράπεζα. Τὸ καταδρομικὸ ʺΑὐγὴʺ μπῆκε στὸ Νέβα κι ἔστρεψε 
τὰ πυροβόλα του στὰ ἀνάκτορα, ποὺ ἦταν ἕδρα τῆς τελευταίας ἀστικῆς κυβέρνησης. Τὴν 
ἄλλη  μέρα  τὰ  ἀνάκτορα  πολιορκήθηκαν  καὶ  καταλήφθηκαν.  Ἡ  κυβέρνηση  ἔπεσε,  οἱ 
ὑπουργοὶ  συνελήφθησαν  καὶ  ὁ  Κερένσκι  δραπέτευσε.  Καὶ  τυπικὰ  πλέον  ἡ  Ρωσικὴ 
Ἐπανάσταση ἐπικράτησε. 
Στὶς 25 Ὀκτωβρίου συνῆλθε στὸ Σμόλνι τὸ 2ο συνέδριο τῶν σοβιὲτ τῆς Ρωσίας καὶ 
ἀποφάσισε  τὸ  πέρασμα  τῆς  ἐξουσίας  στὰ  σοβιὲτ  καὶ  τὴν  ἔκδοση  τῶν  δύο  ἱστορικῶν 
διαταγμάτων  γιὰ  τὴν  Εἰρήνη  καὶ  γιὰ  τὴ  Γῆ:  ʺἩ  ἰδιοκτησία  τῶν  γαιοκτημόνων  στὴ  γῆ 
καταργεῖται  ἀπὸ  τὴ  στιγμὴ  αὐτὴ  χωρὶς  καμία  ἀποζημίωσηʺ.  Σχηματίστηκε  τὸ  πρῶτο 
Συμβούλιο τῶν Ἐπιτρόπων τοῦ Λαοῦ (ὑπουργικὸ συμβούλιο), μὲ τὸ Λένιν ὡς πρόεδρο καὶ 
τοὺς Ρίκοφ, Μιλιούτιν, Τρότσκι, Λουνατσάρσκι καὶ Στάλιν. Στὶς 2 Νοεμβρίου ἡ σοβιετικὴ 
κυβέρνηση  δημοσίευσε  τὴ  διακήρυξη  τῶν  δικαιωμάτων  τῶν  λαῶν  τῆς  Ρωσίας,  ἐνῶ  ἡ 
ἐπανάσταση ἐπικράτησε καὶ στὴ Μόσχα κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Μπουχάριν καὶ 
τοῦ  Σμιρνόφ.  Ἀλλὰ  μετὰ  τὴν  πρώτη  ἠρεμία  φούντωσε  ἡ  ἀντίδραση  κατὰ  τῆς  νέας 
κατάστασης κυρίως μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν ξένων ἐμπόλεμων δυνάμεων ποὺ δὲν εἶδαν 
μὲ καλὸ μάτι τὴν κατάργηση τῶν προνομίων τους στὴ ρωσικὴ οἰκονομία, καθὼς καὶ μὲ 
τὴν ἐκμετάλλευση τῶν μειονεκτημάτων τῆς συνθήκης ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ συνάψει στὸ 
Μπρεστ‐Λιτὸφσκ τὸ 1918 ἡ Ρωσία μὲ τοὺς Γερμανούς. Σχηματίστηκαν γύρω ἀπὸ τὸ νέο 
σοβιετικὸ κράτος πολλὰ μέτωπα, ἐνῶ οἱ ἐσωτερικὲς ἀνακατατάξεις καὶ ἡ νέα νοοτροπία 
δὲν εἶχαν ἀκόμα γίνει καθεστώς. 
Στὸ  μεταξὺ  στὶς  16  Ἰουλίου  1918  ἐκτελέστηκε  ὁλόκληρη  ἡ  αὐτοκρατορικὴ  – 
τσαρικὴ  οἰκογένεια,  ἐνῶ  ἔκτακτη  ἐπιτροπὴ  δημιουργήθηκε  γιὰ  τὴν  ἐπιβολὴ  τῆς  τάξης 
ποὺ ὀνομάστηκε Βετσέκα ἢ Τσεκᾶ καὶ ἀργότερα Γκεπεού. Οἱ εὔποροι χωρικοὶ (κουλάκοι) 
ἐξεγέρθηκαν.  Ἐθνικοποιήθηκαν  οἱ  μεταλλευτικὲς  καὶ  μεταλλουργικὲς  ἐπιχειρήσεις. 
Ἱδρύθηκε  τὸ  κρατικὸ  μονοπώλιο  σταριοῦ.  Ὁ  Τρότσκι  ἀνέλαβε  τὴ  δημιουργία  ἑνὸς  νέου 
ἰσχυροῦ  στρατοῦ  γιὰ  νὰ  ἀντιμετωπιστοῦν  οἱ  ἐξωτερικοὶ  ἐχθροί.  Ἡ  ἐκστρατεία  τῆς 
Κριμαίας,  ποὺ  ὀργάνωσαν  οἱ  Ἄγγλοι  καὶ  οἱ  Γάλλοι  τὸ  Δεκέμβριο  τοῦ  1918,  ἀπέτυχε 
πλήρως (σ` αὐτὴν συμμετεῖχαν καὶ Ἕλληνες). Ὁ ναύαρχος Κολτσὰκ ἐξάλλου ἀνέλαβε τὸ 
Σεπτέμβριο  τοῦ  1918  τὸν  ἀγώνα  τῶν  ἀντεπαναστατῶν  (Λευκῶν),  ποὺ  ὅμως  δὲν 
κατόρθωσαν  νὰ  γίνουν  ἀγαπητοὶ  στοὺς  ἀγρότες,  γιατί  ταυτίζονταν  μὲ  τοὺς  τσαρικούς. 
Παρόλα αὐτὰ ὅμως κατόρθωσε νὰ πλησιάσει τὸ Βόλγα κατὰ τὸ Μάρτιο καὶ Ἀπρίλιο τοῦ 
1919.  Τὸ  Φεβρουάριο  ὅμως  τοῦ  1920  δικάστηκε  καὶ  τουφεκίστηκε.  Στὴ  δύση  ἀφετέρου  ὁ 
στρατηγὸς Γιούντενιτς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀγγλικοῦ στόλου καὶ τῶν Φιλανδῶν ἀπειλοῦσε 
τὴν  Πετρούπολη,  μέχρις  ὅτου  ὁ  Τρότσκι  κατάφερε  νὰ  τὸν  ἐξουδετερώσει.  Ἄλλες 
ἀντεπαναστατικὲς  ἐνέργειες  ἀπὸ  τοὺς  Ντενίκιν  καὶ  Βράγκελ  ἐξουδετερώθηκαν  τελικά. 
Ὁ  ἐμφύλιος  πόλεμος  φάνηκε  πὼς  εἶχε  λήξει  μόλις  τὸν  Ὀκτώβριο  τοῦ  1920.  Ἡ 
ἐπανάσταση  ἐπιδόθηκε  στὴν  οἰκονομικὴ  ἀνασύνταξη  καὶ  ἀναδιοργάνωση  τοῦ  κράτους 
μὲ  σοσιαλιστικὲς  ἀντιλήψεις.  Βλ.  ἀναλυτικά  Trotsky  Leon,  Ἱστορία  τῆς  Ρωσικῆς 
ἐπανάστασης,  ἐκδ.  Νέοι  Στόχοι,  Ἀθήνα  1971  καὶ  Marabini  Jean,  Ἡ  καθημερινὴ  ζωὴ  στὴ 
Ρωσία τὸν καιρὸ τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπανάστασης, ἐκδ. Παπαδήμας, Ἀθήνα 1993. 
23

Λιουμπλιάνκα48.  Δέν  μποροῦσε  νά  συμβιβασθεῖ  μέ  τόν  χαμό  χιλιάδων 

ἀνθρώπων49.  Δέν  μποροῦσε  νά  κατανοήσει  τό  νόημα  τῆς  ὑπάρξεως  τοῦ 

ἀνθρώπου στόν κόσμο50. Ὁ θάνατος τοῦ προξενοῦσε φόβο καί ἀπέχθεια51. 

Ἀναρωτιόταν΄  «Εἶμαι  ἆρα  γε  αἰώνιος,  καθώς  καί  πᾶς  ἄνθρωπος,  ἤ  μήπως 

πάντες ἡμεῖς θά καταλήξωμεν εἰς τό σκότος τῆς ἀνυπαρξίας;»52. Αὐτό τόν 

ὁδήγησε στήν σκέψη τῆς ματαιότητας «πασῶν τῶν ἐπί γῆς κτήσεων»53 καί 

στή συνειδητοποίηση ὅτι κάποια μέρα εἶναι καταδικασμένος νά πεθάνει, 

κάτι  τό  ὁποῖο  ἦταν  γι’  αὐτόν  ἀφόρητο  μαρτύριο54.  Τό  θέαμα  της 

τραγικότητας  τῆς  ἀνθρώπινης  ὕπαρξης  τόν  βοήθησε  στήν  καλλιέργεια 

καί διατήρηση τῆς «μνήμης θανάτου»55.  

Στήν  διαμόρφωση  ὅλων  τῶν  παραπάνω  ἀπόψεων  ‐  ἰδεῶν  ‐ 

ἰδεολογιῶν  σημαντικό  ρόλο  διαδραμάτισε  ἡ  προσωπικότητα  τοῦ  Σεργκέϊ 

Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ,  μέ  τήν  ὁποία  θά  ἀσχοληθοῦμε  παρακάτω.  Ὁ 

χαρακτήρας  του  ἦταν  καταλυτικός  γιά  τήν  καλλιέργεια  τῶν  «πιστεύω» 

του, τά ὁποῖα εἴδαμε παραπάνω. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  ὅπως  μαρτυρεῖ  καί  ὁ  ὑποτακτικός  του 

ἱερομόναχος  Νικόλαος  Σαχάρωφ,  μπορεῖ  νά  ἐνταχθεῖ  στούς  στοχαστές 

πού  «κοίταζαν  πέρα  ἀπό  τήν  «ἐκκλησιαστική  παράδοση»  συνηγορώντας 

ὑπέρ  μιᾶς  πολύπλευρης  πνευματικῆς  ἐλευθερίας.  Αὐτή  ἡ  εὐρύτητα  καί 

ἐλευθερία  τῆς  θρησκευτικῆς  σκέψης  παρέσχε  στόν  γέροντα  Σωφρόνιο  τό 

ἀναγκαῖο  ὑπόβαθρο  «τόλμης»  προκειμένου  νά  στραφεῖ  σέ  μή  χριστιανικές 

παραδόσεις»56. 

48 Βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 20. 
49  Πρβλ.  Περί  προσευχῆς,  σελ.  60  καί  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου), 
«Εἰσαγωγή στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 62. 
50 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 16. 

51 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 199. 

52 Ὀψόμεθα, σελ. 17. 

53 Ὅπ. π., σελ. 17. 

54 Βλ. ὅπ. π., σελ. 19. 

55 Βλ. ὅπ. π., σελ. 22. 

56 Ἀγαπῶ, σελ. 24. 
24

Ἕνα ἄλλο βασικό στοιχεῖο τοῦ χαρακτήρα του ἦταν ἡ καλλιτεχνική 

του  φύση57,  τήν  ὁποία  εἶχε  ἀπό  μικρό  παιδί:  «…  πρίν  ἀκόμη  μιλήσω,  πρίν 

πῶ  “μπαμπά”  ἤ  “μαμά”,  ἤδη  ζωγράφιζα  ὁλόκληρες  ἡμέρες  ὁτιδήποτε 

καθισμένος στό τραπέζι τῆς σάλας. Πολύ νωρίς ἔμαθα νά σχεδιάζω ἄλογα, 

γιατί ὁ πατέρας μου τά ζωγράφιζε ὄμορφα. Ἔτσι γινόταν ἀπό τότε, καί μοῦ 

ἦταν  ὑπερβολικά  δύσκολο  νά  ἀποσπασθῶ  ἀπό  τή  ζωγραφική»58.  Αὐτό  τό 

χάρισμά  του  φρόντισε  νά  τό  ἀξιοποιήσει.  Ἡ  τέχνη  γιά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο ἦταν κάτι τό ξεχωριστό. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ τέχνη ἦταν 

γιά μένα ἡ ὁδός πρός τή γνώση τοῦ εἶναι. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμουν τήν τέχνη, 

ἔτσι  τήν  ζοῦσα΄  μέ  διεκδικοῦσε  ὁλόκληρο΄  ἀκόμη  καί  περισσότερο  ἀπό 

“ὁλόκληρο”.  Χωρίς  τήν  πλήρη  παράδοση  τοῦ  ἑαυτοῦ  μας  στήν  τέχνη,  αὐτή 

δέν γίνεται ποτέ γνήσια, δηλαδή δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει τόν θεράποντά της 

πέρα ἀπό τά ὅρια τοῦ χρόνου καί τοῦ χώρου»59. 

Ὡς ἐκκολαπτόμενος καλλιτέχνης ἀπό τό 1915 ἕως τό 1917 σπούδασε 

στήν  Ἀκαδημία  Τεχνῶν  καί  ὁλοκλήρωσε    τίς  σπουδές  του  στή  Κρατική 

Σχολή  Καλῶν  Τεχνῶν  τῆς  Μόσχας  ἀπό  τό  1920  ἕως  τό  192160.    Κατόπιν 

συνέχισε τήν καλλιτεχνική του καριέρα στό ἐξωτερικό. Τό 1921 ἔφυγε ἀπό 

τήν  Ρωσία.  Ἐπισκέφθηκε  τό  Βερολίνο,  τό  Μόναχο,  τήν  Βενετία  καί  τήν 

Φλωρεντία61.  Στήν  Ἰταλία  ἔμεινε  λίγους  μῆνες  καί  τό  1922    ἔφθασε  στό 

Παρίσι62, κοντά στό σπίτι τοῦ Νικολάου Μπερδιάγεφ63.  

Ὡς  καλλιτέχνης  λοιπόν  πάντοτε  «ἀναζητοῦσε  μέσω  τῆς  τέχνης  νά 

ἁρπάξει καί νά ἐκφράσει τό τέλειο καί τό αἰώνιο. Δέν κατανοῦσε τότε, ὅπως 

ἔλεγε  ἀργότερα,  ὅτι  τό  Αἰώνιο  δέν  συλλαμβάνεται  μέ  φυσικά  καί 

  Τό  καλλιτεχνικό  στοιχεῖο  ἦταν  ἀρκετά  διαδεδομένο  στήν  οἰκογένειά  του.  Ὁ 


57

ἀδερφός  του  Συμεών  ἦταν  διευθυντής  ὀρχήστρας  στό  Bolshoi  καί  ἡ  ἀδερφή  του 
Ἀλεξάνδρα ἀσχολήθηκε μέ τόν χορό. Βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 20.  
58 Γράμματα, σελ. 34. 

59 Μυστήριο, σελ. 395. 

60 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 21. 

61 Βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 21. 

62 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 26. 

63 Βλ. Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, ὅπ. π., σελ. 21. 
25

ἀνθρώπινα  μέσα,  ἀλλά  παραδίδεται  τό  ἴδιο  στόν  ἄνθρωπο,  ὅταν  εὐδοκήσει 

καί  ὅταν  ὁ  άνθρωπος  ἐκπληρώσει  ταπεινά  τό  νόμο  τῆς  πίστεως,  κατά  τό 

ὑπόδειγμα  τοῦ  Ἀβραάμ»64.  Προσπαθοῦσε  νά  αἰσθανθεῖ  τήν  ἀόρατη, 

ὑπερβατική  πραγματικότητα  μέσα  στήν  καλλιτεχνική  του  ἐργασία,  κάτι 

πού  τοῦ  ἔδινε  «στιγμάς  λεπτῆς  ἀπολαύσεως»65.  Πίστευε  ὅτι  «αὐθεντικά 

καλλιτεχνικό  ἔργο  εἶναι  μόνο  ἐκεῖνο,  πού  φέρει  μέσα  του  στοιχεῖα  τοῦ 

αἰωνίου΄  ἔξω  ἀπό  αὐτό  παραμένει  μόνο  “διακοσμητικό”  ἀντικείμενο  τῶν 

σπιτιῶν  μας»66.  Γιά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  «ἡ  τέχνη  σηματοδοτοῦσε  τή 

μετάβαση ἀπό τήν παροῦσα πραγματικότητα καί τά δεσμά τοῦ χρόνου στήν 

ἐνατένιση  νέων  ὑπαρκτικῶν  ὁριζόντων»67.  Ἔτσι  προσπαθοῦσε  καί  στήν 

πνευματική του ζωή νά βρεῖ νέους πνευματικούς ὑπαρκτικούς ὁρίζοντες.  

Ὅλα  τά  παραπάνω,  σέ  συνδυασμό  μέ  τήν  ἄγνοια  πού  εἶχε  ἐκείνη 

τήν περίοδο σχετικά μέ τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί 

τῶν ἐμπειριῶν τους, τόν ὁδήγησαν στήν ἐνασχόλησή του μέ τήν μυστική 

φιλοσοφία τῆς μή χριστιανικῆς Ἀνατολῆς68. 

Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἐνασχόλησή του μέ τόν ὑπερβατικό διαλογισμό  

τοῦ πρόσφερε κάποια ἀνάπαυση ἀπό τίς βιοτικές μέριμνες, καθώς ἐπίσης 

καί  στιγμές  διανοητικῆς  ἀπόλαυσης,  ἀνεβάζοντάς  τον  σέ  φαινομενικά 

πνευματικά  ἐπίπεδα,  ἡ  ὅλη  ἐμπειρία  του  ὅμως  ἦταν  καθαρά  διανοητική, 

ἀποκομμένη από τήν καρδιά69. 

Κατ’  αὐτήν  τήν  περίοδο  διακατεχόταν  ἀπό  λογισμούς  ὀργῆς  κατά 

τοῦ  Θεοῦ.  Τόν  θεωροῦσε  ὡς  ἐχθρικό  δυνάστη  καί  ἐπαναστατοῦσε  ἐν 

ὀνόματι  ὅλων,  οἱ ὁποῖοι  εἶχαν  ἐμπαιχθεῖ  ἀπό  τό  μάταιο  δῶρο τῆς  ζωῆς70. 

  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Εἰσαγωγή  στή  Θεολογία  τοῦ  Γέροντος 


64

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 61. 
65 Ὀψόμεθα, σελ. 23. 

66 Μυστήριο, σελ. 395. 

67 Ἀγαπῶ, σελ. 21. 

68 Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 20. 

69 Ὅπ. π., σελ. 42, 50. 

70 Ὅπ. π., σελ. 21. 
26

Τόν  θεωροῦσε  ὡς  «ἄχρηστον»71.  Ἀκόμη  καί  ὁ  Ποιητής  τοῦ  κόσμου 

«ἀπέθνῃσκεν  ἐντός  ἐμοῦ΄  ὁλόκληρον  ἐν  γένει  τό  εἶναι  κατεβροχθίζετο  ὑπό 

τοῦ σκότους τῆς λήθης»72. Ὅπως μαρτυρεῖ  καί ὁ ἴδιος, «ἡ πικρία αὐτοῦ τοῦ 

εἴδους  οὐδέποτε  εἰσεχώρησε  εἰς  τήν  «βαθεῖαν  καρδίαν».  Ὁ  χῶρος  ἐκεῖ  ἦτο 

ἤδη κατειλημμένος»73. 

Ὁ ἴδιος δέν μπορεῖ νά ξεχάσει αὐτήν τήν περίοδο τῶν 7 ἤ 8 χρόνων, 

ἡ  ὁποία  σημάδεψε  τή  ζωή  του.  Γι’  αὐτό  καί  τήν  ὀνομάζει    «ἄληστο 

περίοδο»74.  Τήν  χαρακτηρίζει  ὡς  «πορεία  διά  βασάνων»75,  «ἀναζήτηση»76, 

«πλάνη»77,  «τό  πλέον  φοβερόν  ἔγκλημα  κατά  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ»78, 

«παράλογο  σκοτίᾳ  τῆς  ἀγνοίας  του»79,  «πτῶσιν»80,  «ὀλίσθημα  εἰς  τήν 

ἄβυσσον  τοῦ  σκότους  τῆς  ἀνυπαρξίας»81,  «μέγα  ἁμάρτημα»82,  «νόθο 

κατάσταση»83 καί ἀπώλεια χρόνου84, ξένη ὁδό πρός τόν χριστιανό γεμάτη 

σκότος85, ὁδό ὅπου δέν ὑπάρχει Ἀλήθεια86, αὐτοπροαίρετη καί ὑπερήφανη 

ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν Ἀποκάλυψη, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε ἐν Χριστῳ87. 

Πίστευε ὅτι αὐτή ἡ περίοδος ἦταν μιά μορφή αὐτοθέωσης καί τό βίωνε ὡς 

πτώση88. 

 Βλ. ὅπ. π., σελ. 43. 
71

 Ὅπ. π., σελ. 18. 
72

73 Ὅπ. π., σελ. 22. 

74 Ὅπ. π., σελ. 21. 

75 Ὅπ. π., σελ. 22. 

76 Ὅπ. π., σελ. 25. 

77 Ὅπ. π., σελ. 41. 

78 Ὅπ. π., σελ. 51. Πρβλ. ὅπ. π., σελ. 40. 

79 Ὅπ. π., σελ. 54. 

80 Ὅπ. π., σελ. 78. 

81 Ὅπ. π., σελ. 89. 

82 Ὅπ. π., σελ. 89. 

83 Ὅπ. π., σελ. 90. 

84 Ὅπ. π., σελ. 21. 

85 Ὅπ. π., σελ. 100. 

86 Ὅπ. π., σελ. 246. 

87 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 44. 

88  Βλ.  Ἰεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  «Τό 

πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 227. 
27

Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καταλάβαινε ὅτι ὄχι μόνο δέν πλησίαζε 

τόν Θεό, ἀλλά ἀντιθέτως ἀπομακρυνόταν συνεχῶς ἀπ’ Αὐτόν. Σταδιακά 

συνειδητοποιοῦσε ὅτι βρισκόταν σέ λάθος δρόμο89. 

«Τό  ὀλίσθημα  τοῦ  Γέροντα  στήν  ἀπρόσωπη  θεωρία  τῶν  ἀνατολικῶν 

θρησκειῶν,  κατά  τή  νεότητά  του,  ἡ  θαυμαστή  Πρόνοια  τοῦ  Θεοῦ  μετέβαλε 

σέ  δῶρο  ἀπό  τόν  οὐρανό.  Μολονότι  ποτέ  δέν  ἀρνήθηκε  ἐνσυνείδητα  τόν 

Χριστό,  ὡστόσο  ὁ  ἴδιος  θεώρησε  τήν  παραπλάνησή  του  ὡς  ἀποστασία  καί 

ἔγκλημα  ἐναντίον  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ  τῶν  Πατέρων  του.  Αὐτό  ἔγινε 

ἀφετηρία γιά ἀκατάπαυστη, βαθιά καί ἀπαράκλητη μετάνοια»90. Μετάνιωσε 

βαθιά  «γιά  τήν  ἀποστασία  του  καί  τήν  ἀνεπάρκεια  τῆς  πνευματικῆς  του 

κατάστασης,  γιά  τήν  “ἀδυναμία  του  νά  ζήσει  σύμφωνα  μέ  τίς  ἐντολές  τοῦ 

Εὐαγγελίου”»91. 

Βλέποντας  ὅτι  στήν  ἐνασχόλησή  του  μέ  τίς  ἀνατολικές  θρησκεῖες 

δέν  ὑπάρχει  Ἀλήθεια,  ἐπέστρεψε  ὡς  ὁ  «ἄσωτος»92.  Παραλληλίζει  τήν 

μετάνοιά  του  μέ  αὐτήν  τοῦ  Ἀπ.  Πέτρου.  «Ἔκλαιον  πικρῶς»,  λέγει  χωρίς 

βέβαια  νά  κάνει  σύγκριση  τοῦ  βαθμοῦ  τῆς  μετανοίας  του  με  αὐτήν  τοῦ 

Ἀπ. Πέτρου93. Εἶδε στόν ἑαυτό του τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ94.  

Μετά  ἀπό  τήν  συνειδητοποίηση  τοῦ  φρικτοῦ  γεγονότος  τῆς 

πτώσεώς  του,  ἦρθε  ὁ  θρῆνος  μέ  ἰσχυρό  κλάμα  μή  τολμώντας  νά  ὑψώσει 

τήν σκέψη του πρός Αὐτόν95. Κατάφερε νά «ξεφύγει» ἀπό αὐτήν τήν «νόθο 

κατάσταση» μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ96, καθώς «ἡ ἀπαλλαγή ἐκ τῆς πλάνης 

ταύτης  οὐδόλως  εἶναι  ἁπλῆ»97.  Τοῦ  δώρισε  ὁ  Θεός  την  χαρισματική 

89 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 42. Πρβλ. Περί προσευχῆς, σελ. 200. 
90 Ἀναφορά, σελ. 13. 
91 Ἀγαπῶ, σελ. 31. 

92 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 246. 

93 Ὅπ. π., σελ. 57. 

94 Ὅπ. π., σελ. 58. 

95 Ὅπ. π., σελ. 43 – 44. 

96 Ὅπ. π., σελ. 90. 

97 Ὅπ. π., σελ. 41. 
28

ἀπόγνωση98.  Δέχθηκε  τό  βασικό  καί  περιεκτικό  χάρισμα  τῆς  μετανοίας99. 

Ἀναφέρει  χαρακτηριστικά:  «Προσηυχόμην  τότε  ὡς  παράφρων,  μετά 

κλαυθμοῦ  μεγάλου,  συντρίβοντος  εἰσέτι  καί  αὐτά  τά  ὀστᾶ  μου»100.  Καί 

συνεχίζει:  «Ἡ  εὐδοκία  τοῦ  Θεοῦ  εἰς  ἐμέ  ἐξεδηλώθη  διά  τῆς  παρ’  Αὐτοῦ 

δοθείσης  χάριτος  τῆς  μετανοίας101»102.  Μέ  τήν  μετάνοιά  του  ἄρχισε  νά 

ἐπιστρέφει στήν κατάσταση πού βρισκόταν κατά τήν παιδική του ἡλικία, 

μέ τόν ἴδιο τόν Θεό νά Αὐτο‐αποκαλύπτεται ἐντός τοῦ πνεύματός του103. 

Τήν  κατάλληλη  στιγμή  ἐμφανίσθηκε  ὁ  Θεός  στόν  Σεργκέϊ 

Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ  μέ  τό  βιβλικό  χωρίο  τῆς  Σιναϊτικῆς  Ἀποκάλυψης 

«Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν»104. «Τό Εἶναι εἶμαι Ἐγώ. Ὁ Θεός, ὁ Ἀπόλυτος Δεσπότης ὅλων 

τῶν  ἀστρικῶν  κόσμων,  εἶναι  προσωπικός,  Ἐγώ  εἰμί»105.    Τότε  πλέον 

ταλαντευόταν  εἴτε  νά  ἀναμειχθεῖ  διά  νόθου  ταπεινώσεως  μέ  τήν 

πραγματικότητα  πού  τόν  περιβάλλει  καί  νά  καταδικάσει  τόν  ἑαυτό  του 

στήν  φθορά  εἴτε  νά  ἀποδεχθεῖ  τήν  κλήση  τοῦ  Χριστοῦ.  Ἀπό  τήν  στιγμή 

πού ἐπέλεξε τό δεύτερο ἀναγεννήθηκε στή ζωή τοῦ Ζῶντος Θεοῦ106. 

Νέοι  ὁρίζοντες  χωρίς  τέρμα  ἄνοιξαν  γιά  τόν  Σεργκέϊ  Συμεώνοβιτς 

Σαχάρωφ. Τό πνεῦμα του γνώριζε πλέον ποῦ νά στραφεῖ107. Εἶχε βρεῖ αὐτό 

τό  ὁποῖο  ἔψαχνε.  Ξεκίνησε  ἡ  στιγμή  τῆς  ἀναδημιουργίας  του  διά  τοῦ 

Θελήματος  τοῦ  Θεοῦ:  ἐκλήθη  ἐκ  νέου  «ἐκ  τοῦ  μή  ὄντος»  στό  φῶς  τῆς 

ζωῆς108. 

 Ὅπ. π., σελ. 43 – 44. 
98

  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  Φῶς  στή  ζωή  καί  τή 
99

διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 291. 
100 Ὀψόμεθα, σελ. 51. 

101 Βλ. Λουκ. κδ΄ 47. 

102 Ὅπ. π., σελ. 51. 

103 Ὅπ. π., σελ. 246. 

104 Ἔξοδ. γ΄ 14.  

105  Ὅπ.  π.,  σελ.  43.  Πρβλ.  Περί  προσευχῆς,  σελ.  118,  200  –  202  καί  Ἀρχιμανδρίτου 

Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Εἰσαγωγή  στή  Θεολογία  τοῦ  Γέροντος  Σωφρονίου»,  Πρακτικά,  σελ. 
66. 
106 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 92. 

107 Ὅπ. π., σελ. 43. 

108 Ὅπ. π., σελ. 52. 
29

Κατάλαβε ὅτι αὐτό τό ὁποῖο ἔγινε αἰτία νά τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό 

εὐαγγέλιο,  τό  «ἀγαπήσεις»,  ἦταν  ἀκριβῶς  αὐτό  τό  ὁποῖο  εἰσχώρησε  στήν 

καρδιά  καί  τόν  νοῦ  του  καί  τόν  ἔφερε  κοντά  στόν  Θεό.  Κατανόησε  ὅτι  ἡ 

ὀντολογική/ὑπαρξιακή  ἕνωση  μέ  τόν  Θεό  πραγματοποιεῖται  «ἐν  τῇ 

ἐνεργείᾳ τῆς ἀγάπης»109. 

Κατανόησε  τήν  διαφορά  ἀνάμεσα  στό  πρόσωπο110  καί  στό  ἄτομο, 

ὅτι  «τό  Απόλυτον  Πρωταρχικόν  Ὄν  εἶναι  Ὑποστατικόν,  καί  ὁ  ἄνθρωπος,  ἡ 

ὁμοίωσις τοῦ Ἀπολύτου, εἶναι ὡσαύτως ὑπόστασις»111. Συνειδητοποίησε ὅτι 

τό  Πρόσωπο‐Ὑπόσταση  εἶναι  τό  θεμέλιο  παντός  τοῦ  εἶναι112.  Ἀπό  τήν 

στιγμή πού πέρασε ἀπό τήν ἰδέα τοῦ «Ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου» στήν 

πίστη  στόν  «Ὑποστατικό  Θεό»,  ἄλλαξε  ὅλη  ἡ  στάση  του  πρός  τούς 

ἀνθρώπους, τά ἀντικείμενα καί πρός ὅλα113. 

Γράφει  χαρακτηριστικά:  «Ἐν  τῇ  ἀρχῇ  τῆς  ἐπιστροφῆς  μου  εἰς  τόν 

Χριστόν,  ἤδη  μετʹ  ὀλίγον  βαθυτέρας  κατανοήσεως  τοῦ  Τίς  ἐστίν  ὁ  Ἰησοῦς, 

ἤλλαξεν  ἡ  καρδία  μου,  καί  ὁ  νοῦς  μου  ἔλαβεν  ἄλλην  κατεύθυνσιν.  … 

μετεφερόμην αὐθορμήτως εἰς τόν κόσμον τῶν ἀνθρώπων, … ἦλθεν εἰς ἐμέ ἡ 

εὐσπλαχνία πρός ἅπασαν τήν ἀνθρωπότητα. … ἐγεννήθη ἡ κατανόησις ὅτι 

εἰς  ὅλους  ἡμᾶς  εἶναι  ἀναγκαῖον  νά  ζήσωμεν  τάς  τυχόν  δοκιμασίας  οὐχί 

μόνον  εἰς  τά  στενά  πλαίσια  τῆς  ἀτομικότητος  ἡμῶν  ἀλλʹ  εἰς  τάς  κοσμικάς 

διαστάσεις,  ἐξερχόμενοι  πνεύματι  ἐκ  τοῦ  περιορισμοῦ  τῶν  σωματικῶν 

ὀφθαλμῶν.  Ἐν  ἄλλαις  λέξεσι:  νά  συναισθανθῶμεν  ὅτι  διά  μέσου  ἡμῶν 

διέρχονται  ρεύματα  τῆς  αὐτῆς  κοσμικῆς  ζωῆς,  ἥτις  ρέει  εἰς  τάς  φλέβας 

ἑκάστου ἀνθρώπου»114. 

 Ὅπ. π., σελ. 91. 
109

 Ἡ περί προσώπου διδασκαλία ἀποτελεῖ τήν βάση τῆς θεολογίας τοῦ γέροντος 
110

Σωφρονίου. Βλ. ἀναλυτικά τήν διατριβή τοῦ π. Νικολάου Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ σελ. 97 – 129. 
111 Ὀψόμεθα, σελ. 303. 

112 Βλ. ὅπ. π., σελ. 295. 

113 Βλ. Γράμματα, σελ. 43 καί Περί προσευχῆς, σελ. 117 – 118. 

114 Περί προσευχῆς, σελ. 117. 
30

Κατά τήν ἀρχή τῆς φρικτῆς ἀλλά καί εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, 

ὅπως  τήν  χαρακτηρίζει  ὁ  ἴδιος,  «ἐπεκράτει  ἀπεγνωσμένη  θλῖψις  ἐν  τῇ 

προσευχῇ,  συνοδευομένη  ἐνίοτε  ὑπό  αἰσθήσεως  πυρός»115.  Αὐτό  τό  «πῦρ» 

ἦταν τό Ἄκτιστο Φῶς116. Ἀποροῦσε ἀκόμη καί ὁ ἴδιος, πῶς ὁ Θεός μετέβαλε 

τήν  «καταχθόνιον  δυσμορφίαν  του»  σέ  τέτοια  μεγάλη  εὐλογία  καί 

ἐμπειρία117,  νά  ἐμφανισθεῖ  σ’  αὐτόν  «ἐν  τῷ  Φωτί  Αὐτοῦ»118.  Αὐτή  ἦταν  ἡ 

ἀρχή τῆς νέας του ζωῆς, ὅπου ἀναγεννήθηκε μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας.  

Ἀπό  ἐκεῖ  καί  πέρα  ἄρχισε  ἡ  «εὐλογημένη»  ἀλλά  φρικτή  περίοδος 

τῆς  ἀναπλάσεώς  του,  διά  τῆς  ἐνεργοῦ  ἐπεμβάσεως  τοῦ  Θεοῦ.  Ἄλλαξε 

ὁλόκληρος  ὁ  τρόπος  τῆς  ζωῆς  του,  ἡ  πορεία  τῆς  σκέψης  του,  ἡ  ἀντίληψη 

ὅλων  τῶν  πραγμάτων,  ἡ  ἐπικοινωνία  μέ  τούς  ἀνθρώπους  τοῦ 

προγενεστέρου κύκλου του119.  

Μετά ἀπό τίς περιπλανήσεις του στίς ἀνατολικές θρησκεῖες καί τήν 

ἐπιστροφή του στόν Χριστιανισμό, βρισκόταν ἀκόμη σέ ἔξαρση ἡ δεύτερη 

μεγάλη  του  ἀγάπη,  ἡ  τέχνη.  Ἡ  δεύτερη  μορφή  ζωῆς,  ὅπως 

χαρακτηριστικά  τήν  ὀνομάζει  ὁ  ἴδιος,  ἡ  ὁποία  ἀπαιτεῖ  ὁλόκληρο  τόν 

ἄνθρωπο.  Ἕνας  μεγάλος  ἀγώνας  διάρκειας  ἐνάμισι  ἤ  δύο  ἐτῶν  ἔλαβε 

χώρα μέσα του, ἀνάμεσα στήν προσευχή καί τήν τέχνη. Τελικά κατάλαβε 

ὅτι μέσα ἀπό τήν τέχνη δέν μποροῦσε νά βρεῖ αὐτό ποῦ ἔψαχνε120. 

Ὡς διακεκριμένος καί ἐπιτυχημένος καλλιτέχνης, εἶχε ἐκθέσει ἔργα 

του  στή  Sallon  d’  Automne  καί  στήν  ἀκόμα  πιό  «ἐλίτ»  Salon  des  Tuileries, 

προσελκύοντας  ἔτσι  καί  τά  γαλλικά  μέσα  ἐνημέρωσης.  Ὡστόσο  ἡ 

πνευματική καί διανοητική του ἀναζήτηση συνεχιζόταν121. 

 Ὀψόμεθα, σελ. 51 – 52. 
115

  Ὅπ.  π.,  σελ.  51  καί  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  Φῶς  στή 
116

ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 291. 
117 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 51. 

118 Ὅπ. π., σελ. 43. Πρβλ. Περί προσευχῆς, σελ. 202. 

119 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 202. 

120 Γράμματα, σελ. 34 – 35. 

121 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 26. 
31

Ἀκόμη  καί  τό  πιό  οὐσιῶδες  στοιχεῖο  τῆς  ζωῆς  του,  ἡ  τέχνη,  τοῦ 

φαινόταν  ὡς  περιορισμένη  καί  ἀνεπαρκής  γιά  τήν  ἀπόκτηση  τοῦ 

«ἀπολύτου  εἶναι»122.  Πίστευε  ὅτι  χωρίς  τό  ἀπόλυτο  Εἶναι  «κάθε  τέχνη  καί 

κάθε  φαινόμενο  τῆς  ζωῆς  δέν  εἶχε  νόημα»123.  Σταμάτησε  δηλαδή  νά 

ἀσχολεῖται  μέ  ὅλα  τά  παλιά,  ἀκόμη  καί  μέ  τήν  ζωγραφική124,  καί 

βυθίστηκε  στήν  προσευχή125.  Ἡ  προσευχή  ἦταν  αὐτή  ἡ  ὁποία  νίκησε  τό 

πάθος  τοῦ  ζωγράφου126,  ἦταν  αὐτή  ἡ  ὁποία  τόν  μετέφερε  «εἰς  ἄλλας 

σφαίρας  τοῦ  Εἶναι»127.  Εἶχε  μεγάλη  ἐπιθυμία  νά  κόψει  κάθε  δεσμό  μέ  τήν 

προηγούμενη ζωή του, κάτι τό ὁποῖο λάμβανε τήν μορφή μίσους πρός τόν 

παλαιό  ἑαυτό  του.  Παράλληλα  φαινόταν  καί  ἡ  θετική  πλευρά  τῆς 

ἀποστροφῆς  του  ἀπό  τά  πάθη  του128.  Ὅλα  αὐτά  κράτησαν  μῆνες  καί 

συνέβησαν πρίν τήν ἀναχώρησή του γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἡ προσευχή 

τόν κυρίευσε σέ μεγαλύτερο μέτρο129: «Ἡ προσευχή, βαθαίνοντας μέσα μου, 

μέ  ὁδηγοῦσε  μέ  μεγαλύτερη  δύναμη  στήν  ψηλάφηση  τῆς  αἰωνιότητος.  Καί 

αὐτή νίκησε»130. 

Μετά  ἀπό  τήν  «νίκη»  τῆς  προσευχῆς  ἐπί  τῆς  τέχνης,  φοίτησε  στό 

Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι131. Κατά τήν περίοδο 

πού  ἡ  καλλιτεχνική  του  καριέρα  βρισκόταν  στό  ἀπόγειό  της,  ὅπως 

μαρτυρεῖ  καί  ὁ  ἴδιος:  «ἀποφάσισα,  ἄν  καί  ὄχι  χωρίς  πόνο,  νά  ἐγγραφῶ  στό 

122 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 202. 
123 Γράμματα σελ. 30 
124  Στό  σταμάτημα  τῆς  ἐνασχόλησής  του  μέ  τή  ζωγραφική  συνετέλεσε  καί  ἡ 

καλλιέργεια τῆς μνήμης τοῦ θανάτου. Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 26: «Ὅτε δυνάμει τῆς μνήμης τοῦ 
θανάτου,  ὅλον  τό  εἶναι  μου  μετεφέρθη  εἰς  τό  ἐπίπεδον  τῆς  αἰωνιότητος,  τότε  φυσικῶς 
ἔλαβε  πέρας  τό  νεανικόν  πάθος  τῆς  ἐνασχολήσεώς  μου  εἰς  τήν  τέχνην,  ὅπερ  ἐξουσίαζεν 
ἐμοῦ ὡς δούλου».  
125 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 43 – 44. 

126 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 59, 203. 

127 Ὅπ. π., σελ. 203. 

128 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 44. 

129 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 203. 

130 Μυστήριο, σελ. 395 – 396. 

131 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 235. 
32

Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο132, γιά νά ἔρθω σέ ἐπαφή ἀπό κοντά μέ τή χριστιανική 

κοσμοθεωρία, μέ τίς χριστιανικές ἀπόψεις, μέ τίς χριστιανικές σπουδές»133. 

Ἐκεῖ  βρέθηκε  ἀνάμεσα  στήν  «ἐλίτ»  τῶν  Ρώσων  θεολόγων  καί 

φιλοσόφων.  Τά  πρῶτα  χρόνια  δίδασκαν  οἱ:  ἐπίσκοπος  Βενιαμίν 

(Φεντσένκοφ),    Ἀντώνιος  Καρτάσεβ,  Κασσιανός  Μπεζομπράζοφ, 

Γιεβγκράβ  Κοβαλέφσκι,  Σέργιος  Μπουλγκάκωφ,  Βασίλειος  Ζενκόφσκι, 

Συμεών  Φράνκ,  Σέργιος  Τροΐτσκυ,  Βλαδίμηρος  Ἰλίιν  καί  Γεώργιος 

Φλωρόφσκι.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἐπηρεάστηκε  ἀπό  τίς  ἰδέες  κυρίως 

τῶν  Μπερντιάγεφ καί Μπουλγκάκωφ,  τούς  ὁποίους  γνώριζε προσωπικά. 

Ὁ  π.  Σέργιος  Μπουλγκάκωφ  ἐκτός  ἀπό  δάσκαλος  ἦταν  καί  πνευματικός 

του134. 

Παρόλα  τά  μεγάλα  ὀνόματα  πού  δίδασκαν  στό  Ἰνστιτοῦτο,  ὁ 

γέροντας Σωφρόνιος δέν βρῆκε αὐτό πού ἀναζητοῦσε. Περίμενε νά μάθει 

πῶς  νά  προσεύχεται,  πῶς  νά  ἔχει  ὀρθό  φρόνημα  ἀπέναντι  στόν  Θεό, 

νικώντας τά πάθη του καί κερδίζοντας τήν αἰωνιότητα. Κάτι τέτοιο ὅμως, 

παρά τίς προσδοκίες του, ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν κατάφερε νά τοῦ τό 

δώσει135,  ὅπως  μαρτυρεῖ  καί  ὁ  ἴδιος:  «Ἔμαθα  ὀνόματα,  ἡμερομηνίες,  ποιός 

εἶπε  τί,  ἔμαθα  γιά  τίς  ἱστορικές  δυσκολίες  τῆς  Ἐκκλησίας  κτλ.,  ἀλλά  ἐγώ 

ἤθελα νά ἀκούσω γιά τό πῶς φθάνει κανείς στήν αἰωνιότητα»136. 

Ἡ  ὅλη  πορεία  του  Σεργκέϊ  Συμεώνοβιτς  Σαχάρωφ  συνοψίζεται 

στήν  παρακάτω  παράγραφο:  «Ὁ  Κύριος,  Ὅστις  εὐδόκησε  κατά  τούς 

νηπιακούς  μου  χρόνους  νά  ἴδω  τό  Φῶς  Αὐτοῦ  μετά  παιδικῆς  ἁπλότητος, 

παρεχώρησε  νά  ζήσω  πτῶσιν,  ὁμοίαν  πρός  ἐκείνην  τοῦ  Ἀδάμ.  Ὅμως  δέν 

ἐγκατέλιπεν ἐμέ ἕως τέλους. Ἔδωκεν εἰς ἐμέ νά ἐννοήσω εἰς ποίαν “χώραν 

 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 28, Τό 1922 ἱδρύθηκε στό Παρίσι ἡ Χριστιανική Κίνηση Ρωσικῆς 
132

Νεολαίας,  ἡ  ὁποία  δημιούργησε  τήν  ἀνάγκη  τῆς  θεολογικῆς  ἐκπαίδευσης  μέ 


ἀποκορύφωμα τήν ἵδρυση τοῦ Ὀρθόδοξου Θεολογικοῦ Ἰνστιτούτου στό Παρίσι. 
133 Γράμματα, σελ. 35. 

134 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 28. 

135 Ὅπ. π., σελ. 31. 

136  Γράμματα,  σελ.  35.  Βλ.  ἀναλυτικά,  γιά  τίς  πρώϊμες  πνευματικές  ἀναζητήσεις 

τοῦ Σεργκέϊ Συμεώνοβιτς Σαχάρωφ, στό Μυστήριο σελ. 95 – 115.  
33

μακράν”  ἐμακρυνόμην  ἀπʹ  Αὐτοῦ137.  Παραλλήλως,  ἐν  τῃ  ἀφθονίᾳ  τῶν 

δακρύων  μου  ἐξέχεεν  ἐπʹ  ἐμέ  τήν  χάριν  τῆς  συντριβῆς  διά  τά  ὑπʹ  ἐμοῦ 

πεπραγμένα.  Ὅ,τι  συνέβαινεν,  ὑπερέβαινεν  ἐμέ  κατά  πάντα,  καί  ἐγώ  ὁ 

ἀμαθής  ὠδυρόμην  ἐν  τῇ  μετανοίᾳ  μου,  γνωρίζων  ὅτι  ἤμην  ἀνάξιος 

συγχωρήσεως.  Ὁ  πόθος  διά  τόν  Πατέρα  διακατεῖχεν  ἐμέ  ὁλοτελῶς.  Καί  ὁ 

πόθος  ἦτο  τοσοῦτος,  ὥστε,  καί  ὅτε  εἰσέτι  ἡ  κατακαίουσα  ἐμέ  φλόξ 

μετεβάλλετο  εἰς  φῶς,  δέν  ἠδυνάμην  νά  στρέψω  τήν  προσοχήν  μου  εἰς  τό 

δῶρον  τοῦτο,  καί  ἡ  αὐτοκαταδίκη  εἰς  τό  σκότος  τό  ἐξώτερον  δέν 

ἐγκατέλειπεν  ἐμέ.  Τό  πῦρ  τῆς  ἀφορήτου  αἰσχύνης  ἐξήντλει  ἐμέ:  

“Ἐγκατέλιπον  Αὐτόν  ὡς  ὑποδεέστερον:  Ἐνόμισα  ὅτι  ὑπερέβην  Αὐτόν  ἐν  τῇ 

ἀντιλήψει  μου  περί  τοῦ  Πρωταρχικοῦ  Εἶναι”.  Προσηυχόμην  πρηνής.  Δέν 

ἐτόλμων να ἀτενίσω εἰς Αὐτόν. Ἐμίσουν ἐμαυτόν»138. 

Τό ἀποκορύφωμα ‐ κατάληξη ὅλων τῶν πρώϊμων πνευματικῶν του 

ἀναζητήσεων  ἦταν  αὐτό  πού  περιγράφει  στήν  αὐτοβιογραφία  του:  «Καί 

ἰδού,  τήν  ἡμέραν  τοῦ  Μ.  Σαββάτου  (ἴσως  τό  ἔτος  1924),  τό  Φῶς  ἐπεσκέφθη 

ἐμέ  μετά  τήν  Θείαν  Μετάληψιν  καί  ᾐσθάνθην  αὐτό  ὡς  ἐπαφήν  τῆς  Θείας 

αἰωνιότητος  μετά  τοῦ  πνεύματός μου. Ἱλαρόν,  πλῆρες εἰρήνης  καί  ἀγάπης, 

τό  Φῶς  παρέμεινε  μετ’  ἐμοῦ  ἐπί  τρεῖς  ἡμέρας.  Διέλυσε  τόν  γνόφον  τῆς 

ἀνυπαρξίας,  ὅστις  ἵστατο  ἐνώπιόν  μου.  Ἀνέστην,  καί  ἐντός  μου,  μετ’  ἐμοῦ 

ἀνέστη ὁ κόσμος ὅλος. Οἱ λόγοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἰς τό 

τέλος  τῆς  ἀκολουθίας  τοῦ  Πάσχα  ἤχησαν  μετά  συγκλονιστικῆς  δυνάμεως: 

«Ἀνέστη Χριστός, καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος». … Ἐάν τοιοῦτος εἶναι ὁ 

Θεός, πρέπει τό συντομώτερον νά ἐγκαταλείψω τά πάντα καί νά ἀναζητήσω 

μόνον τήν μετ’ Αὐτοῦ ἕνωσιν»139. «Μέσα στό Φῶς ἀποκαλύφθηκε σέ αὐτόν ἡ 

ἀλήθεια  ὅτι  ὁ  Θεός  εἶναι  πρόσωπο  ἀλλά  καί  ὁ  ἄνθρωπος  εἶναι  πρόσωπο. 

137 Λουκ. ιε΄ 13‐24. 
138 Ὀψόμεθα, σελ. 197. 
139 Ὅπ. π., σελ. 274 – 275. Πρβλ. Ἀγαπῶ, σελ. 27. 
34

Ὁπότε,  στήν  διδασκαλία  του  συνδέθηκε  στενά  τό  πρόσωπο  μέ  τό  ἄκτιστο 

Φῶς…»140. 

Μετά ἀπ’ ὅλα αὐτά δημιουργεῖται τό ἐρώτημα: «Τελικά ὁ Θεός εἶναι 

ἀδυσώπητος;». 

 Ἱεροθέου Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, «Τό πρόσωπο 
140

ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 266. 
 

β) Ἡ συνάντηση μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό. 

Ἕνα  ἀπό  τά  πιό  σημαντικά  γεγονότα  τῆς  ζωῆς  του  ἦταν  ἡ 

συνάντησή  του  μέ  τόν  Ἅγιο  Γέροντα  Σιλουανό,  ὅπως  τόν  ὀνομάζει 

χαρακτηριστικά ὁ ἴδιος1. Πραγματοποιήθηκε μετά ἀπό μία ἀπόγνωση τοῦ 

γέροντος Σωφρονίου, διάρκειας 6 ‐ 7 χρόνων2. 

Πρίν  ἀκόμη  γνωρίσει  προσωπικά  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό,  ὁ  ὁποῖος 

μόναζε  στήν  Ἱ.  Μ.  τοῦ  Ἁγίου  Παντελεήμονος  Ἁγίου  Ὄρους,  ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος ἔζησε περίπου πέντε χρόνια στήν ἴδια Μονή. Δέος καί ντροπή 

αἰσθανόταν  κάθε  φορά  πού  ὡς  διάκονος3  ἔβγαινε  νά  θυμιάσει  τούς 

μοναχούς  καί  περνοῦσε  μπροστά  ἀπό  τόν  Ἅγιο.  Μέχρι  τότε  ὅμως  δέν 

ἔτυχε νά συνομιλήσει μαζί του4.  

Ἀπό  τίς  πρῶτες  μέρες  πού  πῆγε  στό  μοναστήρι  αἰσθανόταν 

ἰδιαίτερη  εὐλάβεια  ἀπέναντι  στόν  μοναχό  Σιλουανό.  Τόν  ξεχώριζε  ἀπό 

αὐτούς  μέ  τούς  ὁποίους  συναναστρεφόταν.  Ἄν  καί  πολλές  φορές  τοῦ 

δόθηκε  ἡ  εὐκαιρία  νά  μιλήσει  μαζί  του  σοβαρά,  δέν  τό  ἔκανε.  Μόνο  σέ 

κοινές ἐργασίες ἀφιέρωναν λίγο χρόνο γιά νά συζητήσουν θέματα, ὅπως 

ἡ ὑπακοή καί ἡ προσευχή5.  

Ὁ διάκονος Σωφρόνιος ἀπέφευγε σκανδαλωδῶς μιά συνάντηση μέ 

τό  Ἅγιο  Σιλουανό  λόγω  τοῦ  δέους  πού  αἰσθανόταν  πρός  αὐτόν.  Ὁπότε 

πολύ  ἁπλά διαπιστώνουμε ὅτι  ἡ  συνάντηση  αὐτή ἦταν καθαρά «εὐδοκία 

Θεοῦ».  Ἦταν  ἡ  Πρόνοια  τοῦ  Θεοῦ  πού  τόν  ὀδήγησε  στόν  ἐκλεκτό  τοῦ 

 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 169. Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Εἰσαγωγή στή 
1

Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 56. 
2 Βλ. Γράμματα, σελ. 37. 

3  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  χειροτονήθηκε  διάκονος  στίς  30/4/1930  ἀπό  τόν 

Μητροπολίτη  Νικόλαο  Βελιμίροβιτς,  ἐπίσκοπο  Ζίτσας  καί  Ἀχρίδος,  ὁ  ὁποῖος  πρόσφατα 


ἀναγνωρίσθηκε  ὡς  Ἅγιος  ἀπό  τό  Πατριαρχεῖο  Σερβίας,  βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία 
(Ζάχαρου), ὅπ. π., Πρακτικά, σελ. 53 – 54.  
4 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 14. Πρβλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 164. 

5 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 164 – 165. 
36

Θεοῦ  γέροντα  Σιλουανό6.  Ἡ  συνάντηση  αὐτή  πραγματοποιήθηκε  κατά 

τούς  πρώτους  μῆνες  τοῦ  1930,  λίγο  χρόνο  μετά  τήν  εἰς  διάκονον 

χειροτονία  του7.  Ἀπό  τότε  ἄρχισε  ἡ  πνευματική  τους  σύνδεση8.  Σέ 

συνέντευξή  του  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  γιά  τήν  σχέση  του  μέ  τόν  Ἅγιο 

Σιλουανό  λέει:  «Εἶχα  συστηματικές  ἐπαφές  μαζί  του  γιά  περίπου  ὀκτώ 

χρόνια,  ὥς  τόν  θάνατό  του,  τό  1938.  Πρίν,  ἔτρεφα  πάντοτε  σεβασμό  γι’ 

αὐτόν, ἀλλά δέν τόν πλησίαζα΄ ἡ πρώτη ἀληθινή συνάντηση ἔγινε τό Πάσχα 

τοῦ 1931»9. 

Γράφει σχετικά ὁ γέροντας Σωφρόνιος: «Ἤμουν πολύ ντροπαλός καί 

δέν  μποροῦσα  νά  ἀπευθυνθῶ  μόνος  μου  σέ  αὐτόν.  Μία  ἡμέρα  μέ 

ἐπισκέφθηκε  ἕνας  μοναχός  πού  εἶχε  σπουδάσει  μηχανολόγος10.  Εἶχε  πάει 

στόν Ἄθωνα πρίν ἀπό μένα. Καί νά, τή δεύτερη, ἴσως καί τήν πρώτη ἡμέρα 

τοῦ Πάσχα τοῦ 1930, ἔρχεται καί μοῦ λέει: 

‐ Πάτερ Σωφρόνιε, πῶς μπορῶ νά σωθῶ; 

Ἐγώ, μή γνωρίζοντας πῶς ἔπρεπε οὐσιαστικά νά τοῦ ἀπαντήσω, εἶπα: 

‐  Νά στέκεσαι στά ὅρια τῆς ἀπογνώσεως, καί ὅταν δέν μπορεῖς ἄλλο, 

τότε νά ἀπομακρύνεσαι ἀπ’ αὐτά΄ κάθισε καί πιές ἕνα φλυτζάνι τσάι11. Καί 

6  Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 43. 
7   Βλ.  Ἀλληλογραφία,  σελ.  31.  Πρβλ.  σελ.  165  καί  Γράμματα  σελ.  36.  Βλ. 
Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 56. 
8 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 165. 

9  «Συνέντευξη  μέ  τόν  Γέροντα  Σωφρόνιο  γιά  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό  τόν  Ἀθωνίτη», 

Πεμπτουσία, τ. 24, 2007, σελ. 127.  
10 Γίνεται λόγος γιά τόν ἐρημίτη μοναχό π. Βλαδίμηρο, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τόν 

τότε διάκονο Σωφρόνιο γιά νά συζητήσουν διάφορα πνευματικά θέματα. Ὄντας γεμάτος 
κατάνυξη  ἀπό  τήν  συζήτηση  καί  τήν  ὅλη  πνευματική  ἀτμόσφαιρα  τῆς  συνομιλίας  τους 
ξαφνικά  ἀπηύθυνε  τό  ἐρώτημα:  γιά  τό  πῶς  μπορεῖ  νά  σωθεῖ,  στόν  συνομιλητή  του 
διάκονο Σωφρόνιο. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 56. 
11 Τό «Νά στέκεσαι στά ὅρια τῆς ἀπογνώσεως» εἶναι τό ἴδιο μέ τό «Κράτα τόν νοῦ 

σου  εἰς  τόν  Ἅδην».  Τό  «καί  ὅταν  δέν  μπορεῖς  ἄλλο,  τότε  νά  ἀπομακρύνεσαι  ἀπ’  αὐτά» 
ταυτίζεται  μέ  τό  «καί  μήν  ἀπελπίζεσαι».  Παραλληλίζοντας  τήν  φράση  αὐτή  τοῦ 
Σωφρονίου  πρός  τόν  π.  Βλαδίμηρο  βλέπουμε  ὅτι  εἶναι  πανομοιότυπη  μέ  αὐτήν  τοῦ  Ἁγ. 
Σιλουανοῦ.  Τό  νόημα  παραμένει  τό  ἴδιο.  Τό  μόνο  πού  ἀλλάζει  εἶναι  οἱ  λέξεις. 
Συνδυάζοντας  τό  παραπάνω  μέ  τήν  ἐμπειρία  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός,  τήν  ὁποία  εἶχε  πρίν 
ἀκόμη  γίνει  μοναχός  (βλ.  προηγούμενη  ἑνότητα),  συμπεραίνουμε  πώς  ὁ  γέροντας 
Σωφρόνιος  ἀπό  διάκονος  ἀκόμη  εἶχε  φθάσει  σέ  πνευματική  κατάσταση  ἀνάλογη  μέ 
αὐτήν τοῦ Ἁγ. Σιλουανοῦ.  
37

τοῦ  πρόσφερα  τό  τσάι,  ὅπως  συνήθιζα  στούς  ἐπισκέπτες  μου.  Μετά  ἀπό 

μένα  ὁ  μοναχός  πῆγε  στόν  Γέροντα  Σιλουανό  καί  εἶπε:  “Νά,  ἤμουν  στόν  π. 

Σωφρόνιο καί μοῦ εἶπε αὐτό τό πράγμα”»12. 

Αὐτό ἦταν τό ἔναυσμα γιά νά συναντηθεῖ ὁ Ἅγιος Σιλουανός μέ τόν 

τότε διάκονο Σωφρόνιο. Μέσα ἀπό αὐτό τό ἁπλό καί σύντομο περιστατικό 

κατάλαβε  ὁ  Ἅγιος  τό  πνευματικό  ὑπόβαθρο  τοῦ  π.  Σωφρονίου.  Θά  ἦταν 

ἄξιο  ἀπορίας,  μετά  ἀπό  αὐτό  τό  λιτό  συμβάν,  νά  μήν  ἐπιδιώξει  ὁ  Ἅγιος 

Σιλουανός μία συνάντηση μέ τόν διάκονο Σωφρόνιο. 

Τήν  ἑπομένη  τῆς  συναντήσεως  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  μέ  τόν  π. 

Βλαδίμηρο  «ὁ  Γέροντας  κατέβαινε  ἀπό  τή  σκάλα  τοῦ  πολυορόφου  κτιρίου 

τῆς Μονῆς πρός τήν κεντρική αὐλή καί ὁ ἅγιος Σιλουανός ἀνέβαινε ἀπό τόν 

ἀρσανά  πρός  τήν  ἀντίθετη  κατεύθυνση.  Κανονικά  θά  ἔπρεπε  νά 

συναντηθοῦν  ἔξω  ἀπό  τήν  εἴσοδο  τοῦ  Καθολικοῦ.  Ὁ  Γέροντας  ὅμως,  ἀπό 

εὐλάβεια  ὅπως  πάντοτε,  λοξοδρόμησε  γιά  νά  μήν  συναντήσει  τόν  Ἅγιο. 

Ἀλλά  καί  ὁ  Σιλουανός  ἄλλαξε  πορεία,  καί  ἡ  συνάντηση  ἦταν 

ἀναπόφευκτη»13.  

Τότε ὁ Ἅγιος Σιλουανός τοῦ εἶπε: 

« ‐ Σᾶς ἐπισκέφθηκε χθές ὁ π. Βλαδίμηρος; 

   ‐ Μάλιστα. 

Καί ὁ πρῶτος λόγος πού τοῦ πρόφερα ἦταν: 

   ‐ Ἔσφαλα; 

Καί αὐτός εἶπε: 

   ‐ Ὄχι, εἴχατε δίκαιο, ἀλλά αὐτό δέν ἦταν στά μέτρα του. Ἐλᾶτε σέ 

μένα΄ θά ἤθελα νά μιλήσουμε»14. 

Ἔτσι,  συναντήθηκαν  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  καί  ὁ  ἀπό  ἐκείνη  τήν 

στιγμή  ὑποτακτικός  του.  Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ἔδωσε  σημειώσεις  στόν 

12  Γράμματα,  σελ.  38.  Πρβλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  ὅπ.  π.,  σελ.  56  – 
57. 
13 Ἀναφορά, σελ. 15. 
14 Γράμματα, σελ. 38. 
38

γέροντα  Σωφρόνιο  ἀπό  τή  ζωή  του  γιά  τόν  μέχρι  τότε  πνευματικό  του 

ἀγώνα15. Του ἐξιστόρησε τά δεκαπέντε χρόνια πού πάλευε μέ τά πονηρά 

πνεύματα  καί  τό  σημαντικότερο  ἀπ’  ὅλα΄  τοῦ  ἐμπιστεύθηκε  τόν 

ἀποκαλυπτικό λόγο τοῦ Χριστοῦ «κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή 

ἀπελπίζου»  ,  πάνω  στόν  ὁποῖο  στηρίχτηκε  ὅλη  ἡ  πνευματική  του  ζωή16. 

Μέ  τήν  δύναμη  τοῦ  ἀποκαλυπτικοῦ  αὐτοῦ  λόγου,  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός 

«διασώθηκε  ἀπό  κάθε  δαιμονική  προσβολή  καί  καθαρίστηκε  ἀπό  τούς 

λογισμούς τῆς ὑπερηφάνειας»17.   

Μία  ἀποφασιστική  στροφή  στήν  ἐσωτερική  του  ζωή  συνέβη  χάρις 

στόν  Σιλουανό18.  Σημεῖο  σταθμό,  γιά  τήν  μετέπειτα  πνευματική  ἐξέλιξη 

τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου,  ἀποτέλεσε  ἡ  συνάντησή  του  μέ  τόν  Ἅγιο 

Σιλουανό. Ἦταν μία ἐπιβεβαίωση γιά τήν μέχρι τότε πνευματική πορεία 

τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου19  καί  «γιά  τό  πνεῦμα  τῆς  μετανοίας  μέ  τό  ὁποῖο 

ἐμφορεῖτο  ὥς  τότε»20.  Νέοι  ὁρίζοντες  στήν  πνευματική  ζωή  ἀνοίχθηκαν 

γιά  τόν γέροντα  Σωφρόνιο  ἀπό  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό21.  Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός 

ἔγινε γιά τόν Σωφρόνιο τό κύριο στήριγμα τῆς μετέπειτα ζωῆς του22.  

Τό  μαρτυρεῖ  ἄλλωστε  καί  ὁ  ἴδιος  λέγοντας:  «Χάρις  εἰς  τόν  Ἅγιον 

Σιλουανόν  διηνοίχθησαν  καί  οἱ  ἰδικοί  μου  πνευματικοί  ὀφθαλμοί,  ὥστε  νά 

ἴδω ὅτι  ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ νά ἀγαπήσωμεν Αὐτόν μέχρι τοῦ αὐτομίσους 

εἶναι  Ἀποκάλυψις  περί  τῆς  Θείας  Ἀγάπης:  τῆς  ἀγάπης  ἐκείνης  διά  τῆς 

ὁποίας ὁ Ἴδιος ἀγαπᾷ ἡμᾶς»23. Κατάλαβε γιά μία ἀκόμη φορά ὅτι ἡ ἀγάπη, 

τήν  ὁποία  ὡς  ἔφηβος  δέν  μποροῦσε  νά  δεχθεῖ,  ἦταν  τό  θεμέλιο  τῆς 

ὀρθοδόξου πίστεως.  

15 Βλ. ὅπ. π., σελ. 38. 
16 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 15. 
17 Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57. 

18 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 63. 

19 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 16. 

20 Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57. 

21 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 32. 

22 Βλ. Γράμματα, σελ. 39. 

23 Περί προσευχῆς, σελ. 45. 
39

Παρατηρώντας  τόν  ἀγώνα  τοῦ  Ἁγίου  καί  ἀκούγοντας  τίς  διδαχές 

του  κατάφερε  νά  γνωρίσει  «ἐκ  μέρους  τό  μυστήριον  τῆς  ὁδοῦ  πρός  τήν 

σωτηρίαν»24. Στήν κατανόηση τῆς διδαχῆς τοῦ Σιλουανοῦ σημαντικό ρόλο 

ἔπαιξε καί ἡ μέχρι τότε πεῖρα τοῦ γέροντος Σωφρονίου25. 

Ὁ  Σιλουανός  γιά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  δέν  ἦταν  ἁπλῶς  ἕνας 

μοναχός  ἀλλά  ἦταν  «ὁ  ἐκλεκτός  τοῦ  Θεοῦ  τοῦ  Ὑψίστου»26,  ἦταν  πατέρας 

καί  γέροντας27,  ἦταν  αὐτός  πού  ὠφέλησε  τόν  ὑποτακτικό  του 

πνευματικῶς  μέ  τίς  διάφορες  συνομιλίες  τους28.  Ἦταν  τό  πιό  πολύτιμο 

δῶρο  τῆς  Θείας  Πρόνοιας29.  Ἦταν  ὁ  κατάλληλος  άνθρωπος  τήν 

κατάλληλη  στιγμή30.  Ἦταν  ὁ  ἀγράμματος  άνθρωπος  πού  τοῦ  ἔδωσε 

ἀπαντήσεις  σέ  θέματα  πού  τόν  ἀπασχολοῦσαν  καί  πού  κανένας  ἄλλος 

δέν  μπόρεσε  νά  τοῦ  δώσει31.  Ἦταν  αὐτός  τοῦ  ὁποίου  πληροφορήθηκε  τή 

διδαχή καί μέ ἀκλόνητη πίστη στό λόγο του ἀπέκτησε σταθερότητα στήν 

ἀσκητική  ζωή  καί  ὁδηγήθηκε  στήν  ἀπάθεια32.  Ἦταν  τό  «εἴδωλο»  γιά  τόν 

«πίνακα»  τῆς  περί  προσώπου  θεολογίας  του33.  Ἦταν  καρπός  τῆς  δίψας 

του  γιά  θεογνωσία34.  Ἦταν  «τό  μεγαλύτερο  δῶρο  τοῦ  ἱεροῦ  Ἄθωνα  στόν 

γέροντα Σωφρόνιο»35. 

24 Περί προσευχῆς, σελ. 44. Πρβλ. καί σελ. 63. 
25 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 27. 
26 Περί προσευχῆς, σελ. 43. 

27 Πρβλ. ὅπ. π., σελ. 63. 

28 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 165. 

29 Βλ. Ζωή, σελ. 12. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57. 

30 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 63. 

31  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  36.  Μπορεῖ  μέν  ὁ  Γέροντας  κατά  τήν  παραμονή  του  στό 

Παρίσι νά συναναστράφηκε μέ τούς πιό σπουδαίους ἐκπροσώπους τῆς ὑψηλῆς ρωσικῆς 
διανόησης  στούς  τομεῖς  τῆς  θεολογίας,  τῆς  φιλοσοφίας  καί  τοῦ  πολιτισμοῦ  γενικότερα 
ἀλλά δέν κατάφεραν νά τοῦ προσφέρουν αὐτό πού ἔψαχνε, κάτι τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Ἅγιος 
Σιλουανός, ὄντας ἀγράμματος, ἀλλά γεμάτος ἀπό πλούσιες πνευματικές ἐμπειρίες.  
32 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57 – 58. 

33 Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 58. 

34  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ἐλισαίου,  «Ἡ  πνευματική  πατρότητα  κατά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 320. 
35  Μοναχοῦ  Μωϋσέως  Ἁγιορείτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς  Ἁγιορείτης», 

Πρακτικά, σελ. 83. 
40

Γράφει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  γιά  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό:  «Ὁ  Ὅσιος 

Σιλουανός  ὑπῆρξε  τό  πλέον  θεμελιῶδες  γεγονός  ἐν  τῇ  οἰκοδομῇ  τῆς  ζωῆς 

μου. Χάρις εἰς αὐτόν ἐπί σειράν ἐτῶν ὑπῆρξα ὁ ἐγγύτατος παρατηρητής, ἔτι 

δέ  καί  μαθητής,  μιᾶς  ζωῆς  αὐθεντικῶς  χριστιανικῆς.  Ὀφείλω  ἀσυγκρίτως 

πλείονα εἰς τάς προσευχάς αὐτοῦ, ἤ εἰς πάντας τούς λοιπούς καθοδηγητάς 

μου»36. 

Γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ὁ γέροντας Σωφρόνιος αἰσθανόταν μεγάλη 

εὐγνωμοσύνη37.  Εἶχε  ἀποκτήσει  τέτοια  πίστη  καί  εὐλάβεια  πρός  τόν 

Σιλουανό, ὥστε «μέ τό πνεῦμα του νά προσκυνεῖ καί τά ἀχνάρια τῶν ποδιῶν 

του»38. Γιά ὀκτώ περίπου χρόνια, μέχρι τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ, 

κάθησε  κοντά  στά  πόδια  τοῦ  Γαμαλιήλ  του  καί  κατόπιν  ζήτησε  τήν 

εὐλογία  τοῦ  Ἡγουμένου  τῆς  Μονῆς  καί  τοῦ  Ἡγουμενοσυμβουλίου  νʹ 

ἀναχωρήσει στήν «Ἔρημο»39. 

36 Ὀψόμεθα, σελ. 323. Βλ. καί Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57. 
37 Πρβλ. Περί προσευχῆς, σελ. 63. 
38 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 57. 

39 Βλ. Ζωή, σελ. 12 – 13. 
 

γ) Ὁ Ἁγιορειτικός ἀναχωρητισμός του. 

Εἴδαμε  ὅτι  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  μετάνιωσε  γιά  τήν  ἐνασχόλησή 

του  μέ  τόν  ἰνδικό  μυστικισμό.  Ἄφησε  στήν  ἄκρη  τήν  τέχνη  χάριν  τῆς 

προσευχῆς.  Δέν  βρῆκε  αὐτό  ποῦ  ἔψαχνε  στό  Ἰνστιτοῦτο  Ὀρθόδοξης 

Θεολογίας τοῦ Ἁγίου Σεργίου στό Παρίσι. Τότε, ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος, 

«ἔνιωσα  πώς  πρέπει  νά  πάω  σέ  μοναστήρι,  ὅπου  οἱ  ἄνθρωποι  ἀφιερώνουν 

ὅλη τους τήν ἡμέρα καί ὅλη τους τή νύχτα μόνο σέ αὐτήν τήν σκέψη. Αὐτή 

ἦταν ἡ μοναδική διέξοδος γιά μένα. Τότε δύο τόποι ὑπῆρχαν στόν νοῦ μου: τό 

Βάλαμο καί ὁ Ἄθως. Σχετικά σύντομα μοῦ δόθηκε ἀπρόσμενα ἡ δυνατότητα 

νά  πάω  στή  Γιουγκοσλαβία.  Ἀπό  ἐκεῖ  πῆγα  στήν  Ἑλλάδα,  στόν  Ἄθωνα.  Κι 

ἔτσι,  ἄν  καί  ἀρχικά  δέν  γνώριζα  πῶς  νά  πραγματοποιήσω  αὐτό  πού 

σκέφθηκα,  τά  πράγματα  ἦρθαν  ἀπό  μόνα  τους  ἔτσι,  ὥστε  ὁ  κλῆρος  ἔπεσε 

στόν Ἄθωνα»1.     

Τόν  «κατέπνιγε»  ἡ  προσευχή  μέρα  καί  νύχτα  καί  ἐγκατέλειψε  τό 

Ἰνστιτοῦτο  γιά  νά  κατευθυνθεῖ  στόν  Ἄθωνα,  ἐκεῖ  ὅπου  ὅλη  ἡ  ζωή 

συγκεντρώνεται  κυρίως  στήν  λατρεία  καί  τήν  προσευχή2.  Ἡ  πνευματική 

του ἀνάγκη νά παραμείνει στήν προσευχή «ὑφίστατο ζημίαν» καί γι’ αὐτό 

ἀναχώρησε  γιά  τόν  Ἄθω3.  Ἐκεῖ  κυριολεκτικά  ἡ  προσευχή  τόν  κυρίευσε 

«εἰς μεγαλύτερον μέτρον»4. 

Ἔνιωσε  πώς  ἦταν  πραγματικά  ἐλεύθερος  νά  μεταβεῖ  στό  Ἅγιον 

Ὄρος, καθώς κανενός ἡ ζωή δέν ἐξαρτιόταν ἀπό αὐτόν καί ἡ «φυγή» του 

δέν  θά  κατέστρεφε  τήν  εὐτυχία  κανενός.  Χαιρόταν  γιατί  μποροῦσε  νά 

«διακινδυνεύσει»  τήν  ὁρμή  πού  ἔνιωθε  πρός  τόν  Θεό,  δηλαδή  μποροῦσε 

1 Γράμματα, σελ. 35 – 36. 
2 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 235. 
3 Βλ. ὅπ. π., σελ. 59. 

4 Βλ. ὅπ. π., σελ. 203. 
42

νά  μήν  προσέχει  τόν  ἑαυτό  του,  νά  μήν  λυπᾶται  τήν  ζωή  του,  νά 

ὑποβάλλεται χωρίς φόβο σέ στερήσεις καί ἀσθένειες5. 

Ἔτσι  «ἐγκατέλειψε  τό  Παρίσι  καί  πῆγε  στό  Ἅγιο  Ὄρος,  ὅπου  οἱ 

ἄνθρωποι  ἀναζητοῦν  ἕνωση  μέ  τό  Θεό  διά  τῆς  προσευχῆς»6.  Στίς  25 

Νοεμβρίου τοῦ 1925, σέ ἡλικία 29 ἐτῶν, ὁ Σεργκέϊ Συμεώνοβιτς Σαχάρωφ 

ἀναχώρησε  γιά  τό  Ἅγιον  Ὄρος7.  «Πατώντας  τό  χῶμα  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους, 

φίλησε  τό  ἔδαφος  καί  παρακάλεσε  τό  Θεό  νά  τόν  δεχτεῖ  καί  νά  τόν 

ἐνισχύσει  στή  νέα  ζωή»8.  Ἔμεινε  συνολικά  22  χρόνια.  Ἀρχικά 

ἐγκαταστάθηκε  στήν  Ἱ.  Μ.  τοῦ  Ἁγίου  Παντελεήμονος9.  Τό  πολυπληθές10 

αὐτό κοινόβιο ἔγινε αἰτία νά γίνει λάτρης τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς11. Ἀπό τήν 

ἀρχή  τῆς  εἰσόδου  του  στό  μοναστήρι,  ἔδειξε  «μεγάλη  ὑπακοή,  ὁλοσχερῆ 

ἀφιέρωση,  ὑποδειγματική  ἀφοσίωση,  ἀκριβῆ  ἐπιμέλεια,  προσοχή  κι 

εὐλάβεια»12.  

Χαρακτηρίζει  τά  πρῶτα  του  χρόνια  στόν  Ἄθωνα  ὡς  τά  πιό 

εὐτυχισμένα13.  Ἐκεῖ  βρῆκε  τίς  ἀναγκαῖες  γι’  αὐτόν  συνθῆκες:  «μακρᾶς 

ἀκολουθίας,  κατά  τό  πλεῖστον  νυκτερινάς΄  ἁπλᾶς  ἐργασίας,  αἵτινες  δέν 

ἀπῄτουν  διανοητικήν  ἔντασιν΄  τήν  δυνατότητα  νά  ζήσω  ἐν  ὑπακοῇ,  μή 

σκεπτόμενος  πῶς  ὁ  ἡγούμενος  καί  οἱ  συνεργάται  αὐτοῦ,  γέροντες  τοῦ 

Μοναστηρίου,  διοικοῦν  πάντα  τά  πράγματα  τῆς  Μονῆς.  Ἐλεύθερος  ἀπό 

πάντων  τῶν  βιοτικῶν  προβλημάτων,  ἠδυνάμην  νά  προσεύχωμαι 

 Βλ. Γράμματα, σελ. 63. 
5

 Ζωή, Εἰσαγωγή, σελ. 12. 
6

7 Βλ. Γράμματα, σελ. 36. Περί προσευχής, σελ. 125. Βλ. καί Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία 

(Ζάχαρου),  ὅπ.  π.,  Πρακτικά,  σελ.  53.  Βλ.  ἐπίσης  Μοναχοῦ  Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  ὅπ.  π., 
Πρακτικά, σελ. 80. 
8 Ζωή, Εἰσαγωγή, σελ. 12. 

9 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 12. Πρβλ. Ἀγαπῶ, σελ. 31. 

10.  Ἐκείνη  τήν  ἐποχή  ἡ  Ἱ.  Μονή  τοῦ  Ἁγίου  Παντελεήμονος  εἶχε  περίπου  1000 

μοναχούς. Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 80. 
11. Βλ. Ἀναμνήσεις, σελ. 96. 

12. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 80. 

13. Βλ. Γράμματα, σελ. 36. 
43

ἀδιαλείπτως  ἡμέρας  καί  νυκτός»14.  Στίς  ἀκολουθίες  ἀφιέρωνε  μέσα  στήν 

ἐκκλησία  ἕξι  μέ  ἑπτά  ὧρες  τίς  καθημερινές,  καί  δώδεκα  ἤ  κάποτε 

περισσότερες  τίς  γιορτές.  Μερικές  φορές  τοῦ  ἦταν  λυπηρό  νά  κοιμᾶται, 

γιατί ἔτσι ἔχανε χρόνο15. 

Ἀναφέρεται μέ τά καλύτερα καί πιό ἐνθουσιώδη λόγια γιά τό Ἅγιον 

Ὄρος.  Ἐκεῖ  ἦταν  ἀμέριμνος,  χωρίς  ἄγχος  γιά  τήν  καθημερινότητα16.  Ἡ 

σκέψη  του  ἦταν  ἀπασχολημένη  σέ  «ἄλλο  ἐπίπεδο τοῦ  Εἶναι»,  δέν  ὑπῆρχε 

χῶρος  στό  πνεῦμα  του  γιά  καμιά  σκέψη  γιά  ὁποιαδήποτε  τέχνη  παρά 

μόνο  γιά  τήν  «τέχνη»  να  προσεγγίσει  «τή  θεία  καί  αἰώνια  Ἀγάπη  τοῦ 

Πατρός  καί  τοῦ  Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος»17.  Δέν  εἶχε  πλέον  καμιά 

ἀμφιβολία γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ18. Ποτέ κατά τήν διάρκεια 

τῆς  ἐν  Ἄθῳ  ζωῆς  του  δέν  γεννήθηκε  κάποια  ἀμφιβολία  στόν  νοῦ  ἤ  τήν 

καρδιά του19. 

Στίς  11/24  Μαρτίου  τοῦ  1926  τελέσθηκε  ἡ  ρασοευχή  του  καί  ἀπό 

Σέργιος  ὀνομάστηκε  Σωφρόνιος.  Στίς  5  Μαρτίου  τοῦ  1927  ἔγινε 

σταυροφόρος    μοναχός20.  Στίς  30  Ἀπριλίου  τοῦ  1930  χειροτονήθηκε 

διάκονος  ἀπό  τόν  Μητροπολίτη  Νικόλαο  Βελιμίροβιτς,  ἐπίσκοπο  Ζίτσας 

καί Ἀχρίδος21. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς γνώριζε τόν Ἅγιο Σιλουανό 

καί εἶχε πρωτογράψει γιά τόν βίο του στά σερβικά. Στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 

1935 ὁ π. Σωφρόνιος ἔλαβε τό μέγα σχῆμα τῶν μοναχῶν22. 

14 . Περί Προσευχῆς, σελ. 111. Πρβλ. Γράμματα, σελ. 36. 
15 . Γράμματα, σελ. 36. 
16. Βλ. Γράμματα, σελ. 290. 

17 Γράμματα, σελ. 145. 

18 Βλ. Περί Προσευχῆς, σελ. 236. 

19 Βλ. ὅπ. π., σελ. 80, πρβλ. σελ. 32. 

20 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 81. 

21  Ὁ  Μητροπολίτης  Νικόλαος  Βελιμίροβιτς,  ἐπίσκοπος  Ζίτσας  καί  Ἀχρίδος, 

πρόσφατα  ἀναγνωρίσθηκε  ὡς  Ἅγιος  ἀπό  τό  Πατριαρχεῖο  Σερβίας.  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου 
Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 53 – 54 καί Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 
86.  Ἀναλυτικά  βλ.  Ἀρχιμ.  Ἀρτεμίου  Ραντοσάβλιεβιτς,  Νέος  Χρυσόστομος,  ἐπίσκοπος 
Νικόλαος (1880‐1956), Ἀθῆναι 1991. 
22 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 54 καί Μοναχοῦ Μωυσέως 

Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 86 – 87. 
44

Ἀπό  τήν  στιγμή  πού  πῆγε  στό  Ἅγιον  Ὄρος  «ἔψαξε  γιά  ἕναν  ὁδηγό 

(γέροντα),  πού  θά  τόν  βοηθοῦσε  νά  ἀπαλλαγεῖ    ἀπό  μιά  σειρά  ἐμφανῶς 

ἀλύτων  προβλημάτων»23.Τήν  ἄνοιξη  τοῦ  1930  γνώρισε  καί  συνδέθηκε 

πνευματικά  μέ  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό  τόν  Ἀθωνίτη,  τήν  μεγαλύτερη  δωρεά 

τῆς  ζωῆς  του24.  Αὐτός  ὁ  ἀγράμματος  ἄνθρωπος,  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός, 

κατάφερε  νά  δώσει  ἀπαντήσεις  στά  ἐρωτήματα  πού  ἀπασχολοῦσαν  τόν 

γέροντα Σωφρόνιο. Ἀπαντήσεις τίς ὁποῖες δέν μπόρεσε νά δώσει κανένας 

ἄλλος,  οὔτε  ἀκόμη  καί  οἱ  πολύ  σπουδαῖοι  ἐκπρόσωποι  τῆς  ὑψηλῆς 

ρωσικῆς  διανόησης  στούς  τομεῖς  τῆς  θεολογίας,  τῆς  φιλοσοφίας  καί  τοῦ 

πολιτισμοῦ  γενικά  μέ  τούς  ὁποίους  εἶχε  ζήσει  στό  Παρίσι25.  Ὁ  Ἅγιος 

Σιλουανός  μιλοῦσε  μέσα  ἀπό  τήν  ὀρθόδοξη  πνευματική  του  πείρα,  μέσα 

ἀπό τά βιώματά του26. 

Στίς  11/24  Σεπτεμβρίου  τοῦ  1938,  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  κοιμήθηκε 

αἰωνίως  μεταβαίνοντας  ἔτσι  «εἰς  οὐρανίους  μονάς».  Ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος, ὡς ἱεροδιάκονος τότε, ἀκολουθώντας τήν συμβουλή – εὐλογία 

τοῦ γέροντά του, καί ἀφοῦ ἔλαβε τήν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ του27, τοῦ 

Ἡγουμένου28 καί τῶν Γερόντων τῆς Μονῆς29, ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο τοῦ 

Ἁγίου Ὄρους30.  

 Ζωή, Εἰσαγωγή, σελ. 12. 
23

 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 12 καί 14 ‐ 16, Γράμματα, σελ. 38, καί Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία 
24

(Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 56 – 57, βλ. ἀναλυτικά στό κεφάλαιο 1β τῆς παρούσης ἐργασίας. 
25 Βλ. Γράμματα, σελ. 36. 

26  Γιά  τήν  σχέση  Ἀκαδημαϊκῆς  καί  ἐμπειρικῆς  θεολογίας  κατά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο, βλέπε στό τέταρτο κεφάλαιο τῆς παρούσης ἐργασίας. 
27  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  59  ‐  60,  ὑποσ.  3:  «Διακρίνοντας  ὁ  ὅσιος  Σιλουανός  στόν  π. 

Σωφρόνιο  τόν  βαθύ  πόθο  γιά  προσευχή,  καί  κρύβοντας,  κατά  κάποιον  τρόπο,  τήν 
πραγματική αἰτία τῆς εὐλογίας του σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις τῆς ἀσκητικῆς τάξεως τῶν 
πραγμάτων, καί γιά νά μή δώσει ἀφορμή στόν ἀσκητή γιά ὑψηλοφροσύνη, τοῦ εἶπε: “Πάτερ 
Σωφρόνιε,  πηγαίνετε  στήν  ἔρημο,  γιατί  σᾶς  εἶναι  δύσκολη  ἡ  ζωή  στό  μοναστήρι  ἐξαιτίας 
τῆς ἀδύνατης ὑγείας σας”. Ὅταν ἄκουσε αὐτά τά λόγια τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ὁ πνευματικός 
μέ  χαρά  ἔδωσε  στόν  π.  Σωφρόνιο  τήν  εὐλογία  του,  ἀλλά  ἀκολουθώντας  τήν  μοναχική 
παράδοση εἶπε: “Ἡ εὐλογία μου δέν ἀρκεῖ. Πρέπει νά πᾶτε στόν Γέροντα ἡγούμενο”». 
28 Βλ. Γράμματα, σελ. 60, ὑποσ. 3: «Ὁ ἡγούμενος Μισαήλ, κατέχοντας τό ἐξαίρετο 

χάρισμα  τῆς  διορατικότητος,  ἐξέφρασε  ἐπίσης  τήν  πλήρη  συγκατάθεσή  του  γιά  τό  βῆμα 
αὐτό τοῦ π. Σωφρονίου». 
45

Ἡ  ἀναχώρησή  του  γιά  τήν  ἔρημο  συνάντησε  ἀντιδράσεις  ἀπό 

μερικούς μοναχούς31. Ἀκόμη καί μέσα στήν Σύναξη τῶν Γερόντων ὑπῆρξε 

ἀντίδραση  ἀπό  ἕναν  ἀπό  τούς  Γέροντες32.  Ὑπῆρχαν  μερικοί  ἀδελφοί  τῆς 

μονῆς,  οἱ  ὁποῖοι  κρατοῦσαν  μία  μή  φιλική  στάση  ἀπέναντί  του.  Αὐτό 

ὁφειλόταν  στό  ὅτι  ὁ  π.  Σωφρόνιος  μετά  τήν  ἐκπλήρωση  τῶν  μοναχικῶν 

του  ὑποχρεώσεων,  ἀποσυρόταν  στό  κελλί  του  καί  ἔκλαιγε  γιά  τήν 

«ἀμορφία» του, δέν συναναστρεφόταν μέ τούς ἄλλους μοναχούς33.  

Τό γεγονός τῆς ἀπομόνωσής του στό κελλί του καί τῆς ἀποξένωσής 

του  ἀπό  τούς  ὑπόλοιπους  μοναχούς  μᾶς  τό  περιγράφει  ὁ  ἴδιος:  «Τό 

ἑσπέρας  μετά  τήν  δύσιν  τοῦ  ἡλίου,  ἔκλειον  τελείως  τό  παράθυρον  τοῦ 

κελλίου  μου  καί  ἐκάλυπτον  τοῦτο  διά  τριῶν  παραπετασμάτων,  ὥστε  νά 

δημιουργηθοῦν κατά τό δυνατόν καλύτεραι συνθῆκαι ἡσυχίας καί σκότους… 

Προσπίπτων  ἐπί  πρόσωπον  ἐπί  τοῦ  δαπέδου  τοῦ  κελλίου  μου,  προέφερον 

βραδέως  τούς  λόγους  τῆς  προσευχῆς  τόν  ἕνα  κατόπιν  τοῦ  ἄλλου΄ 

ἐξηφανίζετο  πᾶσα  αἴσθησις  τῆς  στενότητος  τοῦ  μικροῦ  μου  κελλίου  καί  ὁ 

νοῦς  μου,  ἐπιλανθανόμενος τοῦ σώματος,  ᾐσθάνετο ἑαυτόν ἐν τῷ φωτί  τοῦ 

Εὐαγγελικοῦ  λόγου.  Τό  πνεῦμά  μου  προσηλωμένον  εἰς  τήν  ἀπύθμενον 

29  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  61,  ὑποσ.  3:  «Ὅταν  ἔφθασε  τό  ζήτημα  ὥς  τήν  πνευματική 
Σύναξη τῶν Γερόντων τῆς μονῆς, στόν π. Σωφρόνιο δόθηκε διάστημα μισοῦ χρόνου ‐ ὡς τό 
Πάσχα –, “γιά νά δοκιμασθεῖ ὁ λογισμός του”. … Στή Γεροντική Σύναξη μετά τό Πάσχα τοῦ 
1939 ὁ π. Σωφρόνιος πῆρε τήν τελική εὐλογία γιά τήν ἔρημο. Κατά τή Σύναξη αὐτή, κάποιος 
ἀπό τούς Γέροντες παρατήρησε ὅτι μισός χρόνος εἶναι ὑπερβολικά μακρύ διάστημα γιά τήν 
σαφῶς ὀφθαλμοφανῆ αὐτή περίπτωση».  
30 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 38 – 39, πρβλ. Ἀναφορά, σελ. 12. 

31  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  60  –  61,  ὑποσ.  3:  «Ὁ  μοναχός  π.  Β.  εἶπε:  “Πάτερ  Σωφρόνιε, 

μπορῶ  νά  φέρω  περισσότερα  ἀπό  εἰκοσιπέντε  χωρία  τοῦ  ὁσίου  Ἰωάννου  τοῦ  Σιναΐτου, 
σύμφωνα μέ τά ὁποῖα μέ κανέναν τρόπο δέν πρέπει νά ἐξέλθετε στήν ἔρημο”. Σέ αὐτό ὁ π. 
Σωφρόνιος,  ἔχοντας  ὑπ’  ὄψιν  του  τήν  εὐλογία  τοῦ  Γέροντός  του  καί  ἐκείνη  τοῦ 
πνευματικοῦ,  ἀπάντησε:  “Ἀκόμη  κι  ἄν  μοῦ  παρουσιάσετε  περισσότερα  ἀπό  χίλια  τέτοια 
χωρία, τό δικό μου μοναδικό ἐπιχείρημα θά φανεῖ ὁπωσδήποτε ἱσχυρότερο”».  
32 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 314 – 315: «Τότε ἕνας ἀπό τούς Γέροντες τῆς Συνάξεως, ὁ 

μεγαλόσχημος Ματθαῖος, λέει: “Ἆραγε ἐδῶ δέν ὑπάρχει εὐκολία γιά τή σωτηρία; Στή Μονή 
μας  πέρασε  ὅλη  τή  ζωή  του  ὁ  μακάριος  πατήρ  Σιλουανός  καί  νομίζετε  ὅτι  θά  βρεῖτε 
κάποιον μεγαλύτερο στήν ἔρημο”; Καί τό εἶπε αὐτό ὁ πατήρ Ματθαῖος, πού, ὅταν ζοῦσε ὁ 
Γέροντας Σιλουανός, ἦταν διστακτικός ἀπέναντί του περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους». 
33 Βλ. Γράμματα, σελ. 60, ὑποσ. 3. 
46

σοφίαν  τοῦ  λόγου  τοῦ  Χριστοῦ,  ἐλεύθερον  παντός  ὑλικοῦ  πράγματος, 

ᾐσθάνετο  ἑαυτό  πεπυρωμένον  ἐκ  τῆς  ἐλλάμψεως  τοῦ  νοητοῦ  Ἡλίου  ὡς  τό 

σῶμα  τό  ἐκτιθέμενον  ὑπό  τόν  μεσημβρινόν  ἥλιον.  Πραεῖα  εἰρήνη  ἐπλήρου 

τότε  τήν  ψυχήν  μου,  ἥτις  ἐπελανθάνετο  πάσης  ἀνάγκης  καί  ἀγωνίας  τῆς 

γῆς»34. Σέ άλλο σημεῖο γράφει: «Κατά καιρούς ὁ πόνος ἐκ τοῦ χωρισμοῦ τῆς 

ψυχῆς  ἀπό  τοῦ  Θεοῦ  ἔρριπτεν  ἐμέ  ἐπί  τοῦ  δαπέδου,  καί  ἐν  τῇ  γαλήνῃ  τῆς 

νυκτός  δέν  ἔπαυον  ἐπί  ὥρας  νά  χέω  δάκρυα  καί  νά  ὀδύρωμαι  διά  τήν 

ἀνεκφράστως μεγάλην ἀπώλειαν. Ὅλος ἐγώ ‐ ὁ νοῦς, ἡ καρδία, καί τό σῶμά 

μου  εἰσέτι  ‐  ,  τό  πᾶν  συνενοῦτο  στενῶς,  ἰσχυρῶς,  εἰς  ἕν,  ὡς  καλῶς 

ἐσφιγμένος κόμβος. Καί ὅτε ὁ κλαυθμός διέβαινεν ὅριόν τι, τότε ἡ γῆ, ἅπας ὁ 

ὁρατός κόσμος, ἐξέπιπτεν ἐκ τῆς συνειδήσεώς μου καί ἔμενον μόνος ἐνώπιον 

τοῦ  Θεοῦ.  Τό  ἀψηλάφητον  Φῶς,  τό  ἐκ  τοῦ  Ἀνάρχου  ἐκπορευόμενον,  ἔδιδεν 

εἰς ἐμέ νά ἴδω ἐμαυτόν οὐχί κατά τήν ἐξωτερικήν μου μορφήν … ἀλλά κατά 

τρόπον  παράδοξον  τόν  ὁποῖον  δέν  δύναμαι  νά  περιγράψω»35.  Βλέπουμε 

λοιπόν  πώς  ἡ  προσευχή  τῆς  μετανοίας  τόν  «συνόδευε»  μέ  ἀκόμη 

μεγαλύτερη  ἔνταση  κατά  τήν  παραμονή  του  στό  περιβόλι  τῆς  Παναγίας 

ἀπό ὅσο πρίν36.  

Τό 193937 ἐγκαταβίωσε στά Καρούλια, στό νότιο ἄκρο τῆς Ἀθωνικῆς 

χερσονήσου38.  Ἐκεῖ  ἔμεινε  μόνος  του  σ’  ἕνα  σπήλαιο  κοντά  στήν 

παραλία39.  Ἔτσι,  μετά  ἀπό  δεκατέσσερα  χρόνια  κοινοβιακῆς 

μοναστηριακῆς ζωῆς, παραδόθηκε «τελείως ἀπερίσπαστος στό πνεῦμα τῆς 

μετανοίας πού τόν κατέτρωγε». Παρέμενε ἔγκλειστος στήν σπηλιά του γιά 

ἑβδομάδες,  χωρίς  νά  ἔχει  αἴσθηση  τοῦ  χρόνου,  μέ  τό  πρόσωπό  του  κατά 

34 Ὀψόμεθα, σελ. 282 – 283. 
35 Ὀψόμεθα, σελ. 169. 
36  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  φῶς  στή  ζωή  καί  τή 

διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 292. 
37  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Εἰσαγωγή  στή  Θεολογία  τοῦ  Γέροντος 

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 54. 
38 Βλ. Γράμματα, σελ. 60, ὑποσ. 3 καί Ἀγαπῶ, σελ. 39. 

39 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 87. 
47

γῆς  μέ  πλῆθος  δακρύων40  καί  μέ  ἰσχυρή  κραυγή  πρός  τόν  Θεό  γιά  τήν 

σωτηρία  τοῦ  κόσμου  ἀλλά  καί  τήν  δική  του41.  Αὐτό  τό  σπήλαιο  μᾶς  τό 

περιγράφει:  «Κατάλυμά  μου  ἦταν  ἕνα  σπήλαιο  μέ  ἀπόκρημνες  πλευρές, 

σχεδόν  κατακόρυφους  βράχους,  πάνω  στούς  ὁποίους  κτυποῦσαν  κατά  τίς 

θυελλώδεις ἡμέρες καί νύκτες τά κύματα τῆς θάλασσας, καί τά κτυπήματά 

τους  τά  αἰσθανόμουν  ἐνῶ  ἤμουν  ξαπλωμένος  στή  σκληρή  κλίνη  μου»42.  Σ’ 

αὐτό  τό  σπήλαιο  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἄρχισε  τή  σύνθεση  τῆς 

βιογραφίας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ43. 

Μετά τήν πάροδο τεσσάρων χρόνων περίπου44 μετέβη στήν περιοχή 

τῆς  Ἱ.  Μονῆς  τοῦ  Ἁγίου  Παύλου,  ὅπου  παρέμεινε  λιγότερο  ἀπό 

πενταετία45, στό πρός τή Νέα Σκήτη σπηλαιῶδες Κελλί τῆς Ἁγίας Τριάδος, 

τό  ὁποῖο  πρόσφατα  «ἀνακαινίσθηκε»46.  Τό  συγκεκριμένο  σπηλαιῶδες 

Ἡσυχαστήριο ἀναφέρεται σέ ἔγγραφο τοῦ 14ου αἰ. μ.Χ., ὅμως τό ὑπάρχον 

κτίσμα  εἶναι  νεότερο,  σύμφωνα  μέ  ἐπιγραφή  χρονολογίας  τοῦ  1860  ἡ 

ὁποία  εἶναι  χαραγμένη  σέ  πέτρα.  Δέν  φαίνεται  νά  εἶχε  κατοικηθεῖ  γιά 

40   Τό  γεγονός  τῶν  δακρύων  τό  ἐπιβεβαιώνει  καί  ὁ  ἱερομόναχος  Παῦλος 


Μαντζουράνης († 2000) ἀπό τή Μυτιλήνη, ὁ ὁποῖος εἶχε χάσει τούς δικούς του κατά τήν 
μικρασιατική καταστροφή καί ἔμεινε γιά ἕνα διάστημα μαζί του. Κάθε πρωΐ ἔβρισκε τό 
ἔδαφος  μούσκεμα  ἀπό  τά  ὁλονύκτια  δάκρυα  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου.  Τήν  μαρτυρία 
αὐτή μᾶς τήν μεταφέρει ὁ κ. Στάμος Χιούλης ἀπό τή Χίο, πού διαμένει στήν Αγγλία καί 
ἀπό τό 1967 ὑπῆρξε πνευματικό τέκνο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Βλ. ἀναλυτικά, Μοναχοῦ 
Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  ὅπ.  π.,  Πρακτικά,  σελ.  87.  Ὁ  π.  Παῦλος  Μαντζουράνης  εἶναι 
γραμμένος  στό  μοναχολόγιο  τῆς  Ἱ.  Μονῆς  Ἁγ.  Παύλου  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους    γιά  τό 
Ἡσυχαστήριο  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος  ἀμέσως  μετά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο.  Ἔφυγε  μαζί  μέ 
τόν γέροντα Σωφρόνιο. Ὑπάρχει σχετική ἐνθύμηση στό μοναχολόγιο: «ἀπεχώρησαν τήν 
11/1/46  καί  ἐγκατεστάθησαν  εἰς  Σεράϊον».  Βλ.  Παράρτημα.  Διετέλεσε  ὑποτακτικός  τοῦ 
γέροντα  Σωφρονίου,  γιά  τόν  ὁποῖο  μιλοῦσε  πάντοτε  μέ  δέος.  Τόν  ἐπισκεπτόταν  στήν Ἱ. 
Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ἀλλά δέν γνωρίζουμε πού πῆγε. (Συνομιλία μέ π. 
Νικόδημο Ἁγιοπαυλίτη).  
41  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  φῶς  στή  ζωή  καί  τή 

διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 293 – 294. 
42 Γράμματα, σελ. 234. 

43 Χαρίτωνος μοναχοῦ, «Τό φρικαλέο καρούλι», Πρωτᾶτον 35, (1992), σελ. 77. 

44 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 87. 

45  Μωϋσέως,  Ἁγιορείτου  μοναχοῦ,  Προσκυνητάριον  τῆς  Ἱερᾶς  Μονῆς  τοῦ  Ἁγίου 

Παύλου, Ἅγιον Ὄρος 1997, σελ. 118. 
46 Μητροπολίτου Μεσογαίας Νικολάου, Φωνή αὔρας λεπτῆς, Ἀθήνα 2006, σελ. 118 

–  127.  Βλ.  καί  Μοναχοῦ  Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς  Ἁγιορείτης», 
Πρακτικά, σελ. 88. 
48

μεγάλο  χρονικό  διάστημα  ἀπό  κάποιον  ἀσκητή,  παρά  ἀπό  ἐλάχιστους 

περαστικούς  κατά  μικρά  χρονικά  διαστήματα.  Ὁ  τόπος  προσφέρεται  γιά 

ἡσυχία,  ἀλλά  μειονεκτεῖ  λόγῳ  τῆς  ὑγρασίας  ἡ  ὁποία  κατακλύζει  τό 

σπήλαιο  ἐξαιτίας  τῆς  μορφολογίας  τοῦ  πετρώδους  καί  ἀπορροφητικοῦ 

ἐδάφους.  Μετά  ἀπό  κάθε  βροχή  τό  σπήλαιο  γινόταν  ἀκατοίκητο  καί  οἱ 

πέτρες πού βρισκόντουσαν πάνω ἀπό τό σπήλαιο κατά καιρούς ἔπεφταν. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ὅμως  ὑπέμεινε  τήν  συγκεκριμένη  κατάσταση. 

Συνδέθηκε  πολύ  γρήγορα  μέ  τούς  πατέρες  τῆς  Μονῆς,  οἱ  ὁποῖοι  τόν 

θαύμαζαν γιά τήν ὑπομονή του καί καταλάβαιναν τήν ἁγιότητα του βίου 

του47. 

Πρίν  ἀπό  τήν  ἐγκατάστασή  του  στό  Ἡσυχαστήριο,  στίς  2/2/1941, 

κατά τήν πανήγυρη τῆς Μονῆς ἐπί τῇ ἑορτῇ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, 

ἔλαβε τόν δεύτερο βαθμό τῆς ἱερωσύνης ἀπό τόν μακαριστό μητροπολίτη 

Μιλητουπόλεως  Ἱερόθεο,  ὁ  ὁποῖος  ἀσκητικῶς  ἐφησύχαζε  στό  κάθισμα 

τῶν Βουλευτηρίων δίπλα στήν Ἱερά Σκήτη Ἁγίας Ἄννης48. Ἕνα χρόνο μετά 

ἔγινε πνευματικός49. Μέ ἐντολή τοῦ καθηγουμένου Σεραφείμ ἀνέλαβε τήν 

ἐξομολόγηση  τῶν  πατέρων  τῆς  Ἱ.  Μονῆς  τοῦ  Ἁγίου  Παύλου50.  Κατόπιν 

διακόνησε  ὡς  πνευματικός  στίς  Ἱερές  Μονές  Σιμωνόπετρας,  Γρηγορίου 

καί  Ξενοφῶντος  καθώς  καί  σέ  πολλούς  κελλιῶτες  καί  ἐρημίτες51.  Ἐκείνη 

τήν  περίοδο  ὁ  ἡγούμενος  δέν  ἦταν  πνευματικός  γιά  ὅλους  τούς  πατέρες 

τοῦ κοινοβίου52. 

Ὠφελήθηκε  πάρα  πολύ  ἀσκώντας  τό  λειτούργημα  τοῦ 

πνευματικοῦ,  ἐπειδή  ἡ  ἐξομολόγηση  καί  ἡ  πνευματική  καθοδήγηση  τῶν 

  Βλ.  Νικοδήμου  Μοναχοῦ  Ἁγιοπαυλίτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς 


47

πνευματικός στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου», Πρακτικά, σελ. 344 – 346. 
48  Βλ.  Νικοδήμου  Μοναχοῦ  Ἁγιοπαυλίτου,  ὅπ.  π.,  σελ.  345,  καί  Ἀρχιμανδρίτου 

Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  ὅπ.  π.,  σελ.  54.  Πρβλ.  Μοναχοῦ  Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  «Ὁ  γέροντας 
Σωφρόνιος ὡς Ἁγιορείτης», Πρακτικά, σελ. 87. 
49 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 87. 

50 Βλ. Νικοδήμου Μοναχοῦ Ἁγιοπαυλίτου, ὅπ. π., σελ. 346. 

51 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 54. 

52 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 88. 
49

ἀσκητῶν  τοῦ  ἔδωσε  τήν  δυνατότητα  νά  ἔχει  ἄμεση  πρόσβαση  στίς 

ἐμπειρίες  αὐτῶν  πού  τόν  ἐμπιστευόντουσαν.  Ἔτσι  παρατήρησε  καί 

ἀνέλυσε  τά  γνωρίσματα  τῆς  μοναχικῆς  πνευματικῆς  ζωῆς.  Αὐτά 

ἀποτέλεσαν τήν βάση τῆς ἀσκητικῆς του διδασκαλίας53. 

Ὁ  ὅσιος  Σιλουανός,  πρίν  τήν  κοίμησή  του,  εἴπε  στόν  π.  Σωφρόνιο: 

«Ὅταν  θά  εἶσθε  πνευματικός,  μή  ἀρνεῖσθε  νά  δέχεσθε  τούς  ἐρχομένους 

πρός  ὑμᾶς».  Τότε  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  δέν  ἔδωσε  μεγάλη  σημασία. 

Ἀναφέρει  χαρακτηριστικά:  «Ἐμνήσθην  αὐτῆς  τέσσερα  ἤ  πέντε  ἔτη 

ἀργότερον,  ὅτε  καί  πάλιν  ἀπροσδοκήτως  προσεκλήθην  ὑπό  τοῦ  ἡγουμένου 

ἀρχιμανδρίτου Σεραφείμ νά εἶμαι πνευματικός ἐν τῇ Μονῇ αὐτοῦ, τοῦ Ἁγίου 

Παύλου.  Βεβαίως  ἐξ  ὑπακοῆς  πρός  τόν  Γέροντα  Σιλουανόν  οὐδεμίαν 

ἀντίρρησιν  προέβαλον  καί  εἶπον  ὅτι  θά  ἔλθω  πρός  αὐτούς  τήν 

καθωρισμένην  ἡμέραν.  Ὁ  λαχών  εἰς  ἐμέ  ἀσκητικός  ἀγών  τῆς  πνευματικῆς 

πατρότητος ἤλλαξε τήν ζωήν μου κατά ριζικόν τρόπον»54. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  παρέμεινε  στό  Ἡσυχαστήριο  τῆς  Ἁγίας 

Τριάδος μέχρι τήν 11η Ἰανουαρίου τοῦ 1946. Κατά τήν ἐκεῖ παραμονή του 

ἁγιογράφησε  ἑπτά  εἰκόνες  οἱ  ὁποῖες  φυλάσσονται  στήν  Ἱ.  Μονή55. 

Κατόπιν  ἀναχώρησε  ἀπό  τό  Ἡσυχαστήριο  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος,  κάτι  τό 

ὁποῖο λύπησε ἰδιαιτέρως τούς πατέρες τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παύλου, γιά 

τήν  Βατοπαιδινή  Σκήτη  τοῦ  Ἁγίου  Ἀνδρέου56.  Ἐκεῖ  παρέμεινε  γιά  δέκα 

μῆνες, κάτι τό ὁποῖο φαίνεται καί ἀπό τίς δύο ἄδειες πού πῆρε ἀπό τήν Ἱ. 

Μονή Βατοπαιδίου57.   

 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 39, 34. 
53

 Περί προσευχῆς, σελ. 238. 
54

55 Βλ. Νικοδήμου Μοναχοῦ Ἁγιοπαυλίτου, ὅπ. π., σελ. 351. 

56  Βλ.  Νικοδήμου  Μοναχοῦ  Ἁγιοπαυλίτου,  ὅπ.  π.,  σελ.  351.  Πρβλ.  καί  Μοναχοῦ 

Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 89 καί Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 
54. 
57 Βλ. Παράρτημα. 
50

Μετά  ἀπό  22  χρόνια  ἀγώνων  καί  ἀποκαλύψεων,  τόν  Φεβρουάριο 

τοῦ  1947  ἔφυγε  ἀπό  τό  Ἅγιον  Ὄρος  ἀτμοπλοϊκῶς  γιά  τό  Παρίσι58.  Στήν 

δεύτερη  ἄδεια,  τήν  ὁποία  τοῦ  ἔδωσε  ἡ  Ἱ.  Μονή  Βατοπαιδίου  γιά  τό 

Παρίσι59,  ἀναφέρεται  ὅτι  «…  μεταβαίνει  εἰς  Παρισίους  τῆς  Γαλλίας  πρός 

ἀποπεράτωσιν τῶν ἀνωτέρων θεολογικῶν αὐτοῦ σπουδῶν καί ἐπάνοδον εἰς 

τά  ἴδια»60.  Βέβαια  ποτέ  δέν  ἐπέστρεψε  στό  Ἅγιον  Ὄρος.  Ἕνα  χρόνο  μετά 

δημοσίευσε  τά  κείμενα  τοῦ  Ἁγίου  Σιλουανοῦ61  καί  κατόπιν  ἴδρυσε  τήν  Ἱ. 

Μονή Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας. 

Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος θαυμάζει τόν Ἄθω: «Ἡ πιό ἔντονη ζωή μου 

ἦταν κατά τή διάρκεια εἰκοσιδύο χρόνων στόν Ἄθωνα΄ ἰδιαίτερα ἀπό τό ἔτος 

1930,  ὅταν  γνώρισα  τόν  Γέροντα  Σιλουανό,  καί  μετά  τήν  κοίμησή  του,  ὅταν 

ἔφυγα στήν ἔρημο. Εἶναι θαυμάσιο προνόμιο αὐτό, νά ζήσεις στήν ἔρημο»62. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  κατά  τόν  Σεβ.  Μητρ.  Περγάμου  κ.  Ἰωάννη, 

ὑπῆρξε «”Ἁγιορείτης” μέχρι μυελοῦ ὀστέων»63.

58 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 90. 
59 Βλ. Παράρτημα.  
60 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 90. 

61 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 90. 

62 Γράμματα, σελ. 47. 

63 Ἰωάννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, «Ἡ περί προσώπου ἀντίληψη τοῦ 

γέροντος Σωφρονίου σέ σχέση μέ τά σύγχρονα θεολογικά ρεύματα», Πρακτικά, σελ. 255. 
 

δ)  Ἡ  θεολογική  συγκρότηση  καί  ἡ  γεροντική  προσωπικότητα 

τοῦ π. Σωφρονίου. 

  «Ἡ  ὑψηλή  θεολογία  τοῦ  π.  Σωφρονίου,  ἥτις  καί  μεγάλως  ἐδόξασεν 

αὐτόν,  δέν  ἦτο  καρπός  ἀκαδημαϊκῶν  σπουδῶν  καί  ψιλή  διανοητική 

ἐνασχόλησις.  Ἦτο  ἀληθῶς  τό  ἀπαύγασμα  τῆς  πεφωτισμένης  διά  τῆς 

ἐλλάμψεως  τοῦ  ἀκτίστου  θείου  φωτός  καρδίας  του,  κεκαθαρμένης  διά  τῆς 

ἄχρι  τελείας  λήθης  ἑαυτοῦ  καί  τοῦ  σωτηρίου  αὐτομίσους  ἀφικνουμένης 

μετανοίας  του»1.  Μ’  αὐτά  τά  λόγια  ἀναφέρεται  ὁ  Οἰκουμενικός 

Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στόν γέροντα Σωφρόνιο. Σ’ αὐτή τήν μικρή 

παράγραφο  σκιαγραφεῖ  τό  μεγαλύτερο  χαρακτηριστικό  τοῦ  π. 

Σωφρονίου, τήν «ὑψηλή θεολογία» του.  

Ὑπῆρξε  θεολόγος  πού  ξεχώρισε  ἀπό  τούς  θεολόγους  τῆς  ἐποχῆς 

του2.  Ἡ  θεολογία  του  «διαμορφώθηκε  ἀπό  τήν  φύση  τῆς  ἐσωτερικῆς  του 

ζωῆς  καί  τήν  μεγάλη  ἀναζήτηση  τοῦ  Θεοῦ,  πού  ἐκδηλωνόταν  μέ  ἀκόρεστη 

πνευματική δίψα»3. «Ἡ θεολογία του ἦταν ἀπόρροια τῆς προσευχῆς του καί 

ἡ  προσευχή  τῆς  ὑπακοῆς  του»4.  Ἡ  θεολογία  του  εἶναι  τό  ἀπόσταγμα  τῆς 

προσωπικῆς του ἐμπειρίας. Ὁπότε εἶναι δύσκολο γιά κάποιον ὁ ὁποῖος δέν 

ἔζησε  αὐτήν  τήν  ἐμπειρία  νά  ἐκθέσει  τήν  συγκεκριμένη  θεολογία5. 

Πρόκειται  γιά  ἕναν  πρωτότυπο,  ἀκραιφνή  καί  ἐμπειρικό  θεολόγο.  Ἡ 

θεολογία του εἶναι πρωτότυπη, δέν εἶναι παράγωγη6. 

1  Βαρθολομαίου  Οἰκουμενικοῦ  Πατριάρχου,  Πρόλογος  στό  Οἶδα  ἄνθρωπον,  σελ. 


13. 
2 Βλ. Γεωργίου Γαλίτη, «Ὁ πρώτος καί ὁ ἔσχατος Ἀδάμ στή Θεολογία τοῦ γέροντος 
Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 131. 
3 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 33. 

4 Ἀρχιμ. Ἐφραίμ, Καθηγουμένου Ἱ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Πρόλογος στό Νικολάου Γ. 

Κοΐου,  Θεολογία  καί  ἐμπειρία  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  Ἱ.  Μ.  Μ.  Βατοπαιδίου,  Ἅγιον 
Ὄρος 22007, σελ. 11. 
5 Βλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα,Μητροπολίτου Περγάμου, ὅπ. π., σελ. 254. 

6  Βλ.  Ἰεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  «Τό 

πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 269. 
52

Ἡ πρωτοτυπία τῆς θεολογίας του «ἔγκειται στήν ἑρμηνεία μερικῶν 

ἀπόψεων  τῆς  χριστιανικῆς  ἀποκαλύψεως,  ἱκανῶν  νά  ἀπαντήσουν  στά 

θεολογικά  προβλήματα  τῆς  ἐποχῆς  του»7.  Ἐνῶ  ἡ  πρωτοτυπία  τῆς 

θεολογικῆς  του  μεθόδου  ἔγκειται  στόν  συνδυασμό  τῆς  θρησκευτικῆς 

φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς του, τῆς πατερικῆ παράδοσης καί τῆς προσωπικῆς 

μυστικῆς του ἐμπειρίας8.  

Ἄν  καί  ἔζησε  τό  μεγαλύτερο  μέρος  τῆς  ζωῆς  του  στήν  Δύση  δέν 

ἐπηρεάστηκε ἀπό τόν ὑπαρξισμό της9.  Βρίσκουμε τίς ρίζες τῆς θεολογίας 

τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου  «στή  βυζαντινή  καί  σύγχρονη  ἀθωνική 

παράδοση»10. Πάνω ἀπ’ ὅλα γνωρίζει τήν πατερική ἀσκητική κληρονομιά, 

τήν  ὁποία  εἶχε  οἰκειωθεῖ  κατά  τήν  παραμονή  του  στό  Ἅγιον  Ὄρος11.  Ἡ 

θεολογία  του  ἔχει  καταβολές  σέ  πολλούς  Πατέρες΄  Κλήμη  Ἀλεξανδρέα, 

Γρηγόριο  Παλαμᾶ,  Ἰωάννη  τῆς  Κλίμακος,  Ἰσαάκ  τόν  Σύρο,  Συμεών  τον 

Νέο  Θεολόγο,  Σεραφείμ  τοῦ  Σάρωφ,  Παΐσιο  Βελιτσκόφσκι,  Ἰωάννη  τῆς 

Κρονστάνδης  κ.ἄ..  Εἶναι  ἐπίσης  βαθύς  γνώστης  τῆς  Φιλοκαλίας12.  Ὅλα 

αὐτά  σέ  συνδυασμό  μέ  τήν  διδασκαλία  τοῦ  Ἁγίου  Σιλουανοῦ13,  ἡ  ὁποία 

ἀποτελεῖ  τήν  βάση  τῆς  θεολογίας  τοῦ  π.  Σωφρονίου14,  διαμόρφωσαν  τήν 

Σωφρόνεια  θεολογία.  Στίς  ἐπιστολές  του  πρός  τόν  Balfour  (1932  –  1946) 

βρίσκουμε σέ ἐμβρυϊκή μορφή τήν διδασκαλία του15. 

7  Ἀναφορά, σελ. 18. 
8 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 50, 55 – 56, 68 – 69, 184, 214, 215. 
9 Ὅπ. π., σελ. 70. 

10 Ὅπ. π., σελ. 288. 

11 Ὅπ. π., σελ. 34. 

12 Ὅπ. π., σελ. 34, 70, 76, 77 – 78, 79, 80, 81, 91, 93, 251, βλ. καί Ἀναφορά, σελ. 322. 

13  Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ὑπῆρξε  πολύ  ἁπλός  στήν  διδασκαλία  του.  Αὐτό  φαίνεται 

ἀπό τίς γραφές του πού δημοσιεύονται στό βιβλίο τοῦ π. Σωφρονίου «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός 
ὁ Ἀθωνίτης». Βλ. Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 339 ‐ 594. Λόγῳ τῆς ἁπλότητας τῶν γραφῶν τοῦ 
Ἁγ. Σιλουανοῦ ἀμφισβητήθηκε ἡ  θεολογική τους ἀξία, ἀπό τόν Βλαδίμηρο Λόσσκυ καί 
ἄλλους.  Γιά νά  ἀποδείξει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ὅτι  κάτι  τέτοιο  δέν  εὐσταθεῖ,  φρόντισε 
νά  ἀποσαφηνίσει  τίς  θεολογικές  ἀρχές  τοῦ  Ἁγ.  Σιλουανοῦ.  Αὐτό  τό  ἔκανε  ἀναλύοντας 
ἐκτενῶς  τίς  γραφές  στό  πρώτο  μέρος  τοῦ  βιβλίου  του  γιά  τόν  Ἅγ.  Σιλουανό,  βλ.  Ἅγιος 
Σιλουανός, σελ. 12 ‐ 326. 
14 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 32, 33. 

15 Ὅπ. π., σελ. 34 – 35. 
53

Κύριο ἄξονα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας του ἀποτελεῖ ἡ «ἐμβάθυνση 

στήν  ἔννοια  τῆς  ὑποστατικῆς  ἀρχῆς  στό  Εἶναι  τοῦ  Θεοῦ  καί  στό  εἶναι  τοῦ 

ἀνθρώπου»16.  Στήν  θεολογία  του  ἀσχολεῖται  μέ  θέματα  πού  ἀφοροῦν 

σχεδόν τό σύνολο τῆς νηπτικῆς παραδόσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐνδεικτικά 

ἀναφέρουμε:  μνήμη  θανάτου17,  φόβος  Θεοῦ18,  μετάνοια19,  πνευματικό 

πένθος20,  διάκριση21,  πνευματική  ἐλευθερία22,  κένωση  καί 

Θεοεγκατάλειψη23,  ἀγάπη24,  Ἄκτιστο  Φῶς25,  περί  Ἁγίας  Τριάδος26,  ἄσκηση 

– μοναχισμός27, γάμος28, Προσευχή29 λειτουργική30, Γεσθημάνιος31, νοερά32. 

Μελετώντας  τήν  διδασκαλία  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου  βλέπουμε  ὅτι  ὅσο 

διαφορετικά καί ἄν εἶναι τά θέματα τῆς διδασκαλίας του,  σέ ὅλα ὑπάρχει 

κάτι  κοινό.  Τά  πάντα  συνδέονται  ἄμεσα  μέ  τήν  διδασκαλία  του  γιά  τήν 

ὑποστατική  ἀρχή. Αὐτή ἀποτελεῖ  καί  τό  θεμέλιο  τῆς  διδασκαλίας  του. Ἡ 

διδασκαλία του ἔχει ἀπήχηση σέ ὅλο τόν κόσμο. Σέ μικρούς καί μεγάλους. 

Σέ Ὀρθοδόξους καί μή. Ἡ θεολογία του ἀποτελεῖ «σημεῖο ἀναφορᾶς» τῶν 

σύγχρονων θεολόγων, ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος33.  

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος ξεχώριζε γιατί «ἦταν κατεξοχήν ἐμπειρικός 

θεολόγος»34.  Σ’  αὐτόν  συμβαίνει  ἕνα  σπάνιο  φαινόμενο.  Συνδυάζεται  «ἡ 

16 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 18, ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 293 – 347. 
17 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 15 – 27. 
18 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 29 – 35. 

19 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 37 – 74. 

20 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 75 – 87. 

21 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 99 – 147. 

22 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 175 – 188. 

23 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 193 – 220. 

24 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 221 – 233. 

25 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 235 – 292. 

26 Βλ. ἀναλυτικά Ἄσκησις, σελ. 107 – 168. 

27 Βλ. ἀναλυτικά Ἄσκησις, σελ. 13 – 91 καί Μυστήριο, σελ. 23 – 63, 385 – 394. 

28 Βλ. ἀναλυτικά Μυστήριο, σελ. 190 – 194, 395 – 398. 

29 Βλ. ἀναλυτικά Περί Προσευχῆς, σελ. 15 – 120 καί Μυστήριο, 159 – 173, 404 – 407. 

30 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 349 – 371. 

31 Βλ. ἀναλυτικά Ὀψόμεθα, σελ. 377 – 389. 

32 Βλ. ἀναλυτικά Περί Προσευχῆς, σελ. 123 – 196. 

33 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 41, 321. 

34  Νικολάου  Γ.  Κοΐου,  Θεολογία  καί  ἐμπειρία  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  ὅπ.  π., 

σελ.45, βλ. καί  Γεωργίου Γαλίτη, ὅπ. π., σελ. 131. 
54

θεολογία  ὡς  ἐμπειρία  καί  ὡς  λόγος  θεολογικός»35.  Ἡ  θεολογία  του  δέν 

ἦταν Ἀκαδημαϊκή ἀλλά ἐμπειρική. Ἡ πείρα του εἶναι μεγάλη, σπάνια καί 

δυσερμήνευτη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἐνταχθεῖ στά 

συνηθισμένα  ἀκαδημαϊκά  ἑρμηνευτικά  πλαίσια36.  Διαχώριζε  ὁ  γέροντας 

τά  δύο  αὐτά  εἴδη  θεολογίας,  χωρίς  βεβαίως  νά    ἀπορρίπτει  κάποιο  ἀπό 

αὐτά37.  Ἡ  θεολογία  του  ἀνήκει  στήν  παράδοση  τοῦ  Ὀρθοδόξου 

Ἡσυχασμοῦ καί στήν παράδοση τῶν μεγάλων θεολογικῶν συνθέσεων38. 

Εἶχε  παρόμοια  πείρα  μέ  αὐτήν  τοῦ  Ἁγίου  Σιλουανοῦ.  Γι’  αὐτό 

κατάφερε  καί  νά  τόν  ἑρμηνεύσει  σωστά39.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  εἶχε 

ἐμπειρίες  πρίν  ἀκόμη  ἀσχοληθεῖ  μέ  τήν  φιλοσοφία  τῆς  μή  χριστιανικῆς 

Ἀνατολῆς40.  Ἐμπειρίες  πού  τοῦ  εἶχαν  δοθεῖ  ἄνωθεν.  Μέ  τήν  εὐδοκία  τοῦ 

Θεοῦ γνώρισε τό «ἄναρχον Αὐτοῦ Εἶναι», ἔγινε θεατής πραγματικοτήτων 

οἱ  ὁποῖες  ὑπερέβαιναν  τήν  διάνοιά  του.  Κατά  τήν  περίοδο  τῆς 

πνευματικῆς  του  διακονίας  στό  Ἅγιον  Ὄρος  ἀκουσίως  ἔδινε  τήν 

δυνατότητα  σέ  ὄσους  πατέρες  ἐξομολογοῦνταν  σ’  αὐτόν  νά  τίς 

γνωρίσουν. Ὅσο συνέχιζε τήν πνευματική του διακονία τόσο περισσότερο 

ἀποκαλύπτονταν ἐνώπιόν τους41.  

Γνωρίζοντας  τό  «Μή  γνώτω  ἡ  ἀριστερά  σου  τί  ποιεῖ  ἡ  δεξιά  σου»42 

καθώς  καί  τό  ὅτι  «δέν  εἶναι  σεμνό  νά  μιλᾶ  κάποιος  γιά  τόν  ἑαυτό  του»43. 

φρόντιζε  νά  μήν  μιλά  γιά  τίς  ἐμπειρίες  του.  Βλέπουμε  ὅμως  μιά 

35   Βλ.  Ἰωάννου  Ζηζιούλα,Μητροπολίτου  Περγάμου,  ὅπ.  π.,  σελ.  254.  Πρβλ.  Οἶδα 
ἄνθρωπον, σελ. 32. 
36  Βλ.  Ἰεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  ὅπ.  π., 

σελ. 265. 
37  Γιά  τήν  διαφορά  ἀνάμεσα  στήν  ἀκαδημαϊκή  καί  ἐμπειρική  θεολογία  βλ. 

ἀναλυτικά στό τέταρτο κεφάλαιο τῆς παρούσης ἑργασίας.  
38  Βλ.  Πρωτ.  Νικολάου  Λουδοβίκου,  «Ἡ  ἔκσταση  ὡς  κάθοδος:  Τό  Παλαμικό 

ὐπόβαθρο τῆς θεολογίας τοῦ γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 586. 
39  Βλ.  Ἱεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  ὅπ.  π., 

σελ. 265 καί ὑποσ. 10 ἐνότητας β τοῦ πρώτου κεφαλαίου τῆς παρούσης ἑργασίας.  
40 Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 20 – 21. 

41 Βλ.  Ὀψόμεθα, σελ. 12. 

42 Μτθ. στ΄ 3. 

43 Ἀλληλογραφία, σελ. 198. 
55

διαφοροποίηση  στήν  σχέση  του  μέ  τόν  Δ.  Μπάλφουρ.  Σ’  αὐτόν  ἔκανε 

γνωστές  τίς  ἐμπειρίες  του  λόγω  «τῆς  ἰδιαιτερότητας  τῶν  περιστάσεων» 

ὅπως  ἀναφέρει  χαρακτηριστικά.  Παράλληλα  ὅμως  τόν  παρακαλοῦσε  νά 

μήν μιλήσει σέ κανένα. Ἀκόμη καί ἄν χρειαζόταν νά μιλήσει, τοῦ ζητοῦσε 

νά μήν ἀποκαλύψει τό πρόσωπο τό ὁποῖο ζεῖ τέτοιες ἐμπειρίες44.   

Ὅταν ἔφθασε ὅμως πρός τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ἀποφάσισε 

νά  καταγράψει  ὅλες  αὐτές  τίς  προσωπικές  του  ἐμπειρίες.  Μᾶς  τίς 

διηγεῖται  ὡς  «ὑποκειμενική»  ἱστορία45.  Κάτι  βεβαίως  τό  ὁποῖο  δέν  εἶναι 

καθόλου  ἁπλό46.  Ὅταν  ἀποφάσισε  νά  φανερώσει  στόν  κόσμο  τίς 

ἐμπειρικές  του  καταστάσεις,  ἡ  ψυχή  του  εἶχε  στερεωθεῖ  πλήρως  στήν 

ταπείνωση  καί  δέν  κινδύνευε  ἀπό  ὑπερηφάνεια  ἤ  κενοδοξία47.  Ἤδη 

προσβαλλόταν  πιό  δύσκολα  ἀπό  τίς  κρίσεις  τῶν  ἀνθρώπων  γιά  τό 

πρόσωπό του48. 

Ἡ μεγαλύτερη ἀπό ὅλες τίς ἐμπειρίες πού ἀξιώθηκε νά ζήσει ἦταν 

αὐτή  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός.  Διά  τῆς  ὁποίας  χαρακτηρίστικε  ὡς  «Θεολόγος 

τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός»49.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  γνώρισε  τόν  προσωπικό 

Θεό  μέσα  ἀπό  τήν  ἐμπειρία  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός.  Τό  μαρτυρεῖ  ἄλλωστε 

καί  ὁ  ἴδιος:  «Ὁ  Θεός  ἐν  τῇ  ἀμέτρῳ  Αὐτοῦ  ταπεινώσει  δέν  ἀπεδοκίμασεν, 

ἀλλʹ  ἠξίωσεν  ἐμέ  τῆς  θεωρίας  τοῦ  ἀκτίστου  Αὐτοῦ  Φωτός»50.    Ἦταν 

γεμάτος ἀπό πολλές ἐπισκέψεις τοῦ Ἀκτίστου Φωτός΄ «οὐχί ἅπαξ ἠξιώθη 

τῆς θεωρίας τοῦ Θείου Φωτός»51. Τίς πρῶτες ἐπισκέψεις τίς εἶχε ἀπό μικρό 

παιδί52.  Ἐπισκέψεις  τίς  ὁποῖες  ἔζησαν  καί  ἄλλοι  Πατέρες  τῆς  Ἐκκλησίας 

 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 155 – 156. 
44

 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 25. 
45

46 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 54, 73, πρβλ. σελ. 170, 201 – 202, Γράμματα, σελ. 179. 

47 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 168. 

48 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 12. 

49 Βλ. Πρακτικά, τίτλος καί θεματολογία τοῦ Διεθνοῦς περί αὐτοῦ Συνεδρίου τῶν 

Ἀθηνῶν. 
50 Ὀψόμεθα, σελ. 74, βλ. καί Ἀναφορά. σελ. 13. 

51 Περί προσευχῆς, σελ. 70, βλ. καί Ὀψόμεθα, σελ. 73 – 74. 

52 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 56, Γράμματα, σελ. 134. 
56

μας, παλαιότεροι καί σύγχρονοι. Ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου 

Φωτός  καί  τά  ἔκτακτα  διανοητικά  προσόντα  του  τόν  βοήθησαν  στήν 

καταγραφή  τῆς  πείρας  τῆς  πνευματικῆς  του  ζωῆς53.  Αὐτή  ἡ  καταγραφή 

τῶν  ἐμπειριῶν  του  τόν  κάνει  νά  διαφέρει  ἀπό  πολλούς  Πατέρες  τῆς 

Ἐκκλησίας μας. 

Μόνο  στήν  αὐτοβιογραφία  του  ἕνα  ὁλόκληρο  κεφάλαιο  ἀφιερώνει 

στό  Ἄκτιστο  Φῶς.  Ὑπάρχουν  ἐπίσης  διάσπαρτες  ἀναφορές  περί  τοῦ 

Ἀκτίστου  Φωτός  σέ  ὅλα  του  τά  βιβλία.  Κάποιες  ἀπό  αὐτές  ἀφοροῦν  στίς 

προσωπικές  του  ἐμπειρίες  ‐  βιώματα.  Κάποιες  ἄλλες  στήν  θεολογία  του 

περί τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, στήν ἀποτύπωση δηλαδή τῶν ἐμπειριῶν του. Ἄν 

κανείς  μελετήσει  τήν  διδασκαλία  του  περί  τοῦ  Θείου  Φωτός,  θά 

συμπεράνει  ὅτι  αὐτή  συνάδει  μέ  τήν  διδασκαλία  τῶν  Πατέρων  τῆς 

Ἀνατολῆς54.  

Ἔζησε στό Ἅγιον Ὄρος γιά 22 ὁλόκληρα χρόνια ἀπό τό 1925 ἕως τό 

1947. Ἀγάπησε πραγματικά τό Ἅγιον Ὄρος. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς εἰσόδου του 

στό μοναστήρι ἔδειξε «μεγάλη ὑπακοή, ὁλοσχερῆ ἀφιέρωση, ὑποδειγματική 

ἀφοσίωση, ἀκριβῆ ἐπιμέλεια, προσοχή κι εὐλάβεια»55. Ἐκεῖ ἦταν ἀμέριμνος, 

χωρίς ἄγχος γιά τήν καθημερινότητα56. Ἡ σκέψη του ἦταν ἀπασχολημένη 

σέ «ἄλλο ἐπίπεδο τοῦ Εἶναι», δέν ὑπῆρχε χῶρος στό πνεῦμα του γιά καμία 

σκέψη γιά ὁποιαδήποτε τέχνη παρά μόνο γιά τήν «τέχνη» να προσεγγίσει 

«τή  θεία  καί  αἰώνια  Ἀγάπη  τοῦ  Πατρός  καί  τοῦ  Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου 

Πνεύματος»57.Στό Ἅγιον Ὄρος ἡ ζωή του βρῆκε τήν τροχιά της58. 

 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 30. 
53

 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 251 – 252. 
54

55  Μοναχοῦ  Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς  Ἁγιορείτης», 

Πρακτικά, σελ. 80. 
56 Βλ. Γράμματα, σελ. 290. 

57 Γράμματα, σελ. 145. 

58 Βλ. Περί Προσευχῆς, σελ. 59 – 60. 
57

Τά πρῶτα 14 χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος τά ἔζησε ὡς κοινοβιάτης στήν 

Ἱ. Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος. Ἔγινε λάτρης τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς59. Δέν 

συναναστρεφόταν μέ τους ἄλλους μοναχούς καθώς μετά τήν ἐκπλήρωση 

τῶν  μοναχικῶν  του  ὑποχρεώσεων,  ἀπομονωνόταν  στό  κελλί  του  καί 

ἔκλαιγε γιά τήν «ἀμορφία» του60. 

Προοδεύοντας  στά  πνευματικά  καί  ἀκολουθώντας  τήν  συμβουλή 

τοῦ  γέροντά  του  Ἁγίου  Σιλουανοῦ  ἀναχώρησε  γιά  τήν  ἔρημο  τοῦ  Ἁγίου 

Ὄρους61.  Ἀσκήτευσε  συνολικά  γιά  8  χρόνια  στά  Καρούλια,  στό  κελλί  τῆς 

Ἁγίας  Τριάδος  τῆς  Νέας  Σκήτης  στήν  Ἱ.  Μ.  Ἁγ.  Παύλου  καί  στήν 

Βατοπαιδινή  σκήτη  τοῦ  Ἁγ.  Ἀνδρέου  στίς  Καρυές.  Ἐκεῖ  παραδόθηκε 

«τελείως  ἀπερίσπαστος  στό  πνεῦμα  τῆς  μετανοίας  πού  τόν  κατέτρωγε»62. 

Παρέμενε  ἔγκλειστος  στήν  σπηλιά  του  γιά  ἑβδομάδες,  χωρίς  νά  ἔχει 

αἴσθηση  τοῦ  χρόνου,  μέ  τό  πρόσωπό  του  κατά  γῆς  μέ  πλῆθος  δακρύων63 

καί μέ ἰσχυρή κραυγή πρός τόν Θεό γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου ἀλλά καί 

τήν δική του64. Ἀφιερώθηκε ἀκόμη περισσότερο στήν προσευχή καί βίωσε 

ἀπερίγραπτες καταστάσεις.  

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἀπό  μικρό  παιδί  ἀσχολιόταν  μέ  τήν 

ζωγραφική. Εἶχε καλλιτεχνική φλέβα65. Αὐτήν τήν φλέβα φρόντισε να τήν 

ἀξιοποιήσει  μέ  τήν  φοίτησή  του  σέ  καλλιτεχνικές  σχολές  τῆς  Ρωσίας66. 

Ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ συμμετοχή του σέ μεγάλες ἐκθέσεις στήν Γαλλία μέ 

«συνοδεία»  ἄριστων  κριτικῶν67.  Ὡς  καλλιτέχνης  «ἀναζητοῦσε  μέσω  τῆς 

59 Βλ. Ἀναμνήσεις, σελ. 96. 
60 Βλ. Γράμματα, σελ. 60, ὑποσ. 3. 
61 Βλ. Γράμματα, σελ. 59 ‐ 60, ὑποσ. 3. 

62 Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Τό ἄκτιστο φῶς στή ζωή καί τή διδασκαλία 

τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 293. 
63 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 87. 

64  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  φῶς  στή  ζωή  καί  τή 

διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 293 – 294. 
65 Βλ. Γράμματα, σελ. 34. 

66 βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 21 

67 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 26. 
58

τέχνης  νά  ἁρπάξει  καί  νά  ἐκφράσει  τό  τέλειο  καί  τό  αἰώνιο»68.  Τήν 

ἐνασχόλησή του μέ τήν ζωγραφική «νίκησε» ἡ ἄλλη του μεγάλη ἀγάπη, ἡ 

προσευχή69.  Ἄν  καί  ἀπ’  ὅτι  γνωρίζουμε  συνέχισε  νά  ἀξιοποιεῖ  τήν 

καλλιτεχνική  του  φλέβα  ὡς  ἁγιογράφος.  Ἔτσι  χρησιμοποιοῦσε  τό 

καλλιτεχνικό του χάρισμα μαζί μέ τήν μεγάλη του ἀγάπη, τήν προσευχή. 

Μέ  αὐτόν  τόν  τρόπο  δέν  ἔμεινε  καμία  ἀπό  τίς  δύο  μεγάλες  του  ἁγάπες 

«παραπονεμένη». Ἁγιογράφησε ἀρκετές εἰκόνες. Στήν Ἱ. Μονή τοῦ Ἁγίου 

Παύλου σώζονται ἑπτά ἀπό αὐτές70. Ἐπίσης ἁγιογράφησε καί στήν Μονή 

τήν ὁποία ἵδρυσε. 

Μέ  τήν  ἐξομολόγηση  ἔγινε  καί  πατέρας  κατά  τό  «ἐὰν  γὰρ  μυρίους 

παιδαγωγοὺς  ἔχητε  ἐν  Χριστῷ,  ἀλλʹ  οὐ  πολλοὺς  πατέρας·  ἐν  γὰρ  Χριστῷ 

Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα»71 τοῦ Ἀπ. Παύλου. Ἀπέκτησε 

πνευματικά  παιδιά.  Σ’  ἕνα  πνευματικό  του  παιδί,  λίγο  μετά  τήν  κουρά 

του,  τοῦ  εἶπε  πολλές  φορές:  «Ἡ  καρδιά  μου  εἶναι  μαζί  Σας».  Ἄνοιγε 

πατρικά σπλάχνα σέ ὅλους τούς προσερχομένους72. Ἄλλωστε εἶχε ἐντολή 

ἀπό τόν γέροντά του Σιλουανό νά δέχεται τούς πάντες, χωρίς νά διώχνει 

κανέναν. Ἦταν πραγματικός πατέρας.  

Ἦταν ἕνας γνήσιος καί αὐθεντικός ἄνθρωπος ἀπαλλαγμένος ἀπό 

πάθη,  ἀνασφάλειες  καί  συμβατικότητες.  Δεχόταν  τούς  πάντες. 

Ἐξομολογοῦσε. Λειτουργοῦσε. Ἔκανε συνάξεις στούς μοναχούς. Ταξίδευε 

στίς  κοινότητες  πού  τόν  καλοῦσαν.  Ἐπισκεπτόταν  γνωστούς  του 

ἀνθρώπους. Ἦταν ἕνας ζωντανός καί αἰσιόδοξος ἄνθρωπος73.  

  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Εἰσαγωγή  στή  Θεολογία  τοῦ  Γέροντος 


68

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 61. 
69 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 59, 203. 

70  Βλ.  Νικοδήμου  Μοναχοῦ  Ἁγιοπαυλίτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς 

πνευματικός στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου», Πρακτικά, σελ. 351. 
71 Α΄ Κορ. δ΄ 15. 

72  Ἀρχιμανδρίτου  Ἐλισαίου,  Καθηγουμένου  Ἱερᾶς  Μονῆς  Σίμωνος  Πέτρας,  «Ἡ 

πνευματική πατρότητα κατά τόν γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 319. 
73 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 237. 
59

Τό  1959  ἵδρυσε  τήν  Ἱ.  Μονή  Τιμίου  Προδρόμου  στό  Ἔσσεξ  τῆς 

Ἀγγλίας74.  Ὑπῆρξε  ὁ  πρῶτος  κτίτορας,  ἱδρυτής  καί  ὁ  πρῶτος  ἡγούμενος 

τῆς Ἱ. Μονῆς. Τό πῶς ἱδρύθηκε ἡ συγκεκριμένη Ἱ. Μονή ἀναλύουμε στήν 

ἑπόμενη παράγραφο. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ συγκεκριμένη Ἱ. Μονή 

διαφέρει σέ πολλά ἀπό τίς κοινές μονές πού γνωρίζουμε. 

Τιμοῦσε ἰδιαιτέρως τούς ἐπισκέπτες του στήν Ἱ. Μονή. Ὑποδεχόταν 

τόν  καθένα  ὡς  μία  μοναδική  προσωπικότητα:  «Ὅταν  ὁ  Γέροντας  γνώριζε 

τήν ὥρα πού θά ἔφθανε ὁ γνωστός του, ἔβγαινε νά τόν προϋπαντήση καί νά 

τόν χαιρετίση ἤ ἔστελνε κάποιο μοναχό γιά νά τοῦ μεταφέρη τήν ἀγάπη του 

καί  νά  τοῦ  ἐκφράση  τήν  χαρά  του  πού  ἔκανε  τόσο  μεγάλο  ταξείδι  γιά  νά 

ἔλθη  κοντά  του.  Ἔδινε  ἐντολή  νά  τόν  περιποιηθοῦν  κατάλληλα  καί  νά  τόν 

κάνουν  νά  αἰσθανθῆ  σάν  στό  σπίτι  του»75.  Τήν  πρώτη  ἡμέρα,  κατά  τήν 

Τράπεζα,  ὁ  κάθε  ἐπισκέπτης  καθόταν  στήν  πρώτη  θέση,  δίπλα  στόν 

γέροντα  Σωφρόνιο,  ὁ  ὁποῖος  ἔλεγε:  «ἡ  πρώτη  θέση  εἶναι  τιμητική,  γιατί 

δείχνει  τήν  τιμή  πού  δείχνουμε  στόν  φιλοξενούμενό  μας,  ἀλλά  καί  ἡ 

τελευταία  θέση  εἶναι  τιμητική,  γιατί  φανερώνει  ὅτι  τόν  ἐντάσσουμε  στήν 

οἰκογένειά  μας»76.  Ἀγαποῦσε  ὅλους  τούς  ἀνθρώπους.  Ἰδιαιτέρως 

συγκινοῦνταν καί βοηθοῦσε «τούς νέους, τούς ἀναρχικούς, τούς πεινῶντες 

καί  διψῶντες  τήν  δικαιοσύνη  τοῦ  Θεοῦ,  πού  περνοῦσαν  ὅ,τι  καί  ἐκεῖνος 

πέρασε στήν ζωή του»77. Σέ περίπτωση πού κάποιος ζητοῦσε νά συζητήσει 

μαζί  του  τόν  δεχόταν.  Ἡ  συνάντηση  γινόταν  στό  μικρό  γραφεῖο  τῆς 

Μονῆς.  Προτού  ξεκινήσει  τήν  συζήτηση  προσευχόταν  λέγοντας  τό 

«Βασιλεῦ  οὐράνιε…»  γιά  νά  γίνουν  ὅλα  ὑπό  τήν  σκέπη  τοῦ  Θεοῦ.  Σέ 

περίπτωση πού ἡ συζήτηση ἦταν γενικοῦ χαρακτήρα καί ὄχι προσωπικοῦ, 

προσκαλοῦσε  καί  ἄλλα  ἄτομα  καί  ἀνέπτυσσε  διάφορα  πνευματικά 

θέματα.  Πολλές  φορές  ζητοῦσε  ὁ  ἴδιος  ἀπό  τούς  ἐπισκέπτες  του  νά 

74 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 55. 
75 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 238. 
76 Ὅπ. π., σελ. 239. 

77 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 241. 
60

κάνουν  ἕναν  περίπατο  καί  συζητοῦσαν78.  Στήν  ἐξομολόγηση  δέν 

συζητοῦσε ἀλλά μιλοῦσε πνευματικά, ὅ,τι τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει ὁ Θεός.    

Συγκινητική  ἦταν  καί  ἡ  ἀναχώρηση  τοῦ  ἐπισκέπτη.  Γινόταν  μία 

μικρή  ἀκολουθία  στό  καθολικό  τῆς  Μονῆς,  γιά  νά  εὐλογήσει  ὁ  Θεός  τό 

ταξίδι.  Πρίν  ἐπιβιβαστεῖ  στό  αὐτοκίνητο  μέ  τό  ὁποῖο  θά  ἔφευγε,  τόν 

ἀσπάζονταν ὅλοι, τοῦ ἔδιναν ἕνα δῶρο ὡς εὐλογία ἤ ἀκόμη ἔβγαιναν καί 

φωτογραφία. Γιά ὅσο διάστημα φαινόταν τό αὐτοκίνητο πού ἔφευγε, ὅλοι 

μέ πρῶτο τόν γέροντα Σωφρόνιο χαιρετοῦσαν εἴτε μέ τά χέρια εἴτε μέ τά  

μαντήλια τους79. 

Ἦταν  σύννους,  δηλαδή  προσεκτικός,  νοῦς  συγκεντρωμένος  στόν 

Θεό  καί  στίς  ἐντολές  του,  καί  εὐχάριστος.  Εἶχε  τήν  δυνατότητα  νά 

συγκεντρώνει  τόν  νοῦ  τοῦ  συνομιλητῆ  του  καί  νά  τόν  ὁδηγεῖ  στήν 

μετάνοια  καί  τήν  προσευχή.  Δημιουργοῦσε  πάντοτε  εὐχάριστο  κλίμα 

στούς γύρω του, δέν γκρίνιαζε80. «Ἔκανε τό χιοῦμορ του. Ἔλεγε τά ἀστεῖα 

του,  ἔλεγε  ἱστορίες  διάφορες,  δημιουργοῦσε  μιά  πολύ  εὐχάριστη 

ἀτμόσφαιρα,  ἀλλά  ταυτόχρονα  ἔβλεπες  ἕνα  βάθος.  Ὄχι  ἐκεῖνο  τό  χιοῦμορ 

πού  σέ  προκαλεῖ  ἤ  τέλος  πάντων  δημιουργεῖ  μιά  διακεχυμένη,  μιά 

συγκεχυμένη  κατάσταση,  μιά  διάχυση,  μιά  διασκέδαση,  θά  ἔλεγα,  τοῦ  νοῦ, 

ἀλλά  καί  τό  ἀστεῖο  του  εἶχε  ἕνα  μεγάλο  βάθος.  …  ὅλα  ἔβγαιναν  ἀπό  μιά 

ψυχή  καί  ἀπό  μιά  καρδιά,  ἀπό  ἕναν  ἄνθρωπο,  πάρα  πολύ  μεταμορφωμένο. 

Γι’  αὐτό  καί  ὅλα  αὐτά  καί  τό  λεπτό  χιοῦμορ  καί  τό  ἀστεῖο  τόν  ἄγγιζε 

προσωπικά»81. 

Ἦταν  ἁπλός  ἄνθρωπος.  Ὅταν  πήγαινε  στήν  Μόσχα  μαζί  μέ  τήν 

ἀδερφή του Μαρία, «τραγουδοῦσαν, ἀστειεύονταν καί θυμόνταν τά παιδικά 

 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 241 ‐ 243. 
78

 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 244 – 245. 
79

80  Ἱεροθέου,  Μητρ.  Ναυπάκτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὅπως  τόν  ἔζησα», 

εἰσήγηση  σέ  ἡμερίδα  γιά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  μέ  θέμα  «Σύγχρονες  μορφές  τῆς 
Ἐκκλησίας» στίς 31/5/2008 τῆς Ἱ. Μ. Βεροίας. 
81  Ἱεροθέου,  Μητρ.  Ναυπάκτου,  Ἐντεύξεις  καί  συνεντεύξεις,  ἔκδ.  Ἱ.  Μ.  Γενεθλίου 

τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 11997, σελ. 268 – 269. 
61

τους χρόνια. Ἡ ἀδερφή του καθόταν στό πιάνο καί τοῦ ἔλεγε πάντα μέ μιά 

γλυκύτητα:  “Θυμάσαι,  Γέροντα,  αὐτό  τό  κομμάτι!”  Ὕστερα,  καθόταν  καί  ὁ 

ἴδιος  στό  πιάνο  καί  τραγουδοῦσαν  μαζί.  Τότε  ὅλοι  ἐμεῖς  μαζευόμασταν 

δίπλα του. … Σάν μαγνήτης μᾶς τραβοῦσε ὅλους κοντά του καί δέν θέλαμε 

νά  τόν  ἀποχωριστοῦμε.  …  Τίποτα  δέν  σκεφτόμασταν  κοντά  του.  Νιώθαμε 

ὅλοι  μιά  γλυκύτητα  πού  μᾶς  συνέπαιρνε  τήν  καρδιά  καί  τόν  νοῦ»82.  Τά 

πάντα  ὅμως  ἦταν  μέ  μέτρο83. Ἄκουγε μέ προσοχή τόν καθένα πού ἤθελε 

να  τόν  ρωτήσει  κάτι  καί  ἀπαντοῦσε  «διεξοδικά,  πολύ  ἁπλά,  λιτά  καί 

κατανοητά»84.  

Ἀγαποῦσε  τήν  φύση  καί  ἤθελε  νά  εἶναι  περιποιημένος  ὁ 

περιβάλλον χῶρος τῆς μονῆς85. Εἶχε ἰδιαίτερες σχέσεις μέ τά ζῶα: «Μόλις 

ἔβλεπαν τόν Γέροντα νιαούριζαν σάν μικρά παιδιά καί πήγαιναν κοντά του. 

Ἐκεῖνος  τίς  χάιδευε  μέ  τό  μπαστούνι  του  καί  αὐτές  ἔκαναν  παιχίδια,  σάν 

μικρά  παιδιά.  Εἶχε  βάλει  σέ  διάφορα  μέρη  τῆς  αὐλῆς  μικρά  κεραμικά,  τά 

γέμιζε μέ γάλα καί αὐτες ἤξεραν καί πήγαιναν νά τό πιοῦν»86.  

Ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στά παιδιά: «Ἦταν μερικές φορές πού ἔπαιζε 

μέ τά παιδιά, σάν παιδί. … Τόν ἀπορροφοῦσε τό παιδί τόσο πολύ, πού ἔδινε 

τήν ἐντύπωση πώς ξεχνοῦσε ὅλα τά ἄλλα. Τά ἔπαιρνε στήν ἀγκαλιά του, τά 

ἔσφιγγε,  τά  φιλοῦσε,  γινόταν  ἕνα  μέ  αὐτά.  Ἐκεῖνα  τόν  ἀγκάλιαζαν,  τόν 

φιλοῦσαν,  τράβαγαν  τά  μαλλιά  του,  πώ,  πώ  τί  γινόταν!  Πάντα  μοῦ  ἔλεγε: 

Τά  παιδιά  καταλαβαίνουν  πολύ  καλά  αὐτά  πού  τούς  λές.  Πρέπει  νά  τούς 

μιλᾶς  μέ  σεβασμό  ὅπως  στούς  μεγάλους,  ἄν  καί  οἱ  μεγάλοι  δέν 

καταλαβαίνουν ὅπως αὐτά! … Σέ κάθε γιορτή τῶν παιδιῶν ἦταν παρών. Οἱ 

γονεῖς τῶν παιδιῶν ἔστρωναν τό τραπέζι μέ διάφορα γλυκά, τό ἑορταζόμενο 

παιδί καθόταν δίπλα του, ἔπιναν ὅλοι τό τσάϊ ἤ τόν καφέ, ὁ Γέροντας ἔκανε 

82 Ἀναμνήσεις, σελ. 44. 
83 Βλ. ὅπ. π., σελ. 59. 
84 Ὅπ. π., σελ. 54. 

85 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 243. 

86 Ἀναμνήσεις, σελ.  67.  
62

μιά  εὐχή  καί  μετά  ἔλεγε  τό  πολυχρόνιο  τοῦ  ἑορταζομένου,  στά  Ἑλληνικά 

καί  στά  Ρωσικά….  Δέν  ἤθελε  τά  παιδιά  νά  πικραίνουν  τούς  γονεῖς.  ʺΤίμα 

τόν  πατέρα  σου  καί  τήν  μητέρα  σουʺ  ἔλεγε.  Ἐπέμενε  στό  σεβασμό  πού 

πρέπει νά ἔχουμε στούς γονεῖς»87. 

Ἦταν  προσεκτικός  στόν  τρόπο  μέ  τόν  ὁποῖο  ἐκφραζόταν  γιά  τούς 

ἄλλους:  «Δέν  ἤθελε  ὁ  Γέροντας  νά  ἀποφαίνεται  γιά  τούς  ἀνθρώπους  μέ 

στάση  κριτοῦ  καί  κατηγόρου.  Ποτέ  δέν  τόν  ἀκούσαμε  νά  κατηγορεῖ  τούς 

ἀνθρώπους  πού  οἱ  πράξεις  τους  ἔδειχναν  ὀφθαλμοφανῶς  πώς  αὐτά  πού 

λένε καί κάνουν εἶναι καταδικαστέα»88. 

Μιλοῦσε  τέσσερις  γλῶσσες  (Ρωσικά,  Γαλλικά,  Ἑλληνικά  καί 

Ἀγγλικά).  Εἶχε  πνευματική  πείρα  καί  μποροῦσε  νά  ἀντιλαμβάνεται 

ἄριστα  αὐτούς  πού  τόν  πλησίαζαν89.  Ἦταν  άνθρωπος  εὐγενής.  Μιλοῦσε 

πάντοτε  στόν  πληθυντικό.  Ἦταν  αὐστηρός  μέ  τήν  ὑπερηφάνεια  τῶν 

πνευματικῶν του παιδιῶν. Φρόντιζε νά τά νουθετεῖ90. 

Ὅπως  θά  δοῦμε  σέ  ἑπόμενο  κεφάλαιο,  ἀγαποῦσε  ἰδιαίτερα  τό 

κέντρο  τῆς  λατρείας  μας,  τήν  Θ.  Λειτουργία.  Ὅταν  λειτουργοῦσε  «ἦταν 

ἀπόλυτα συγκεντρωμένος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός του κόσμος σάν σέ γροθιά. 

Ἔβλεπε  κανείς  ὅτι  ὁ  νοῦς  του  ἦταν  ἐπικεντρωμένος  στήν  καρδιά.  Δέν 

τολμοῦσες νά τόν κοιτάξεις καί πρό παντός νά τοῦ μιλήσης. Οἱ κινήσεις του 

ἦταν  ἱεροπρεπεῖς  καί  ἀργές  καί  εὐλογοῦσε  τόν  κόσμο  μέ  ἐπίγνωση  τοῦ  τί 

ἔκανε,  βλέποντας  ὅλους  τούς  παρευρισκομένους.  Οἱ  ἐκφωνήσεις  του 

λέγονταν σέ τέτοιο τόνο καί ρυθμό ὥστε νά μπορῆ ἄνετα νά παρακολουθῆ ὁ 

νοῦς  τά  λεγόμενα,  διότι,  ὅταν  κανείς  ψάλλη  πολύ  γρήγορα  ἤ  πολύ  ἀργά, 

τότε ὁ νοῦς ἀποσπᾶται. Ἐκεῖνο πού αἰσθανόταν κανείς ἦταν ὅτι ὁ Γέροντας 

προσευχόταν  καί  μέ  τήν  λογική,  λέγοντας  τίς  εὐχές,  ἀλλά  καί  μέ  τόν  νοῦ 

87  Ὅπ. π., σελ. 70 – 72. 
88  Ὅπ. π., σελ. 76. 
89 Βλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 44. 

90  Archimandrite  Zacharias,  The  enlargement  of  the  heart,  Mount  Thabor  Publishing, 

2006, p. 85. 
63

του  πού  ἦταν  μέσα  στήν  καρδιά.  Πολλές  φορές  στήν  θεία  Λειτουργία 

βυθιζόταν,  ἰδίως  ὅταν  κατά  τό  ἀποστολικό  ἀνάγνωσμα  καθόταν  λίγο  στήν 

καρέκλα  γιά  νά ξεκουρασθῆ. Δέν ἐπρόκειτο  γιά  σωματικό  ὕπνο, ἀφοῦ εἶχε 

συνείδηση  τοῦ  τί  γινόταν  στόν  Ναό»91.  Ἕνα  πνευματικό  του  παιδί  γιά  τήν 

στάση του κατά τήν Θεία Λειτουργία γράφει: «ἔκλαιγε ἀδιάκοπα, σκούπιζε 

τά  μάτια  του  συνεχῶς.  …  Ὁ  ἴδιος  ἦταν  ὄντως  ὑπερκόσμιος.  Τόν  ἔβλεπες 

ἀκίνητο  μπροστά  στήν  Ἁγία  Τράπεζα  μέ  κλίση  προσευχητική.  …  Οἱ 

αἰτήσεις,  τά  εἰρηνικά  ἀπαγγέλλονταν  ἀργά,  καθαρά,  μέ  τή  βαθειά  φωνή 

του,  μέ  προφορά  σαφή  εἴτε  στήν  Ἀγγλική  εἴτε  στήν  Ἑλληνική  ἤ  στή 

Γαλλική… Στή Μεγάλη Εἴσοδο κρατοῦσε τά Ἅγια μέ τόση εὐλάβεια πού ὅλοι 

στέκονταν  μέ  δέος.  Προκαλοῦσε  δάκρυα  τό  πέρασμά  του.  …»92.  Ἔβλεπε 

ἄμεση  σχέση  ἀνάμεσα  στήν  Θ.  Λειτουργία,  τήν  νοερά  προσευχή,  τήν 

ὑποστατική καί τήν Γεθσημάνιο προσευχή. Ἀπό τήν πολύ ἀγάπη πού εἶχε 

γιά  τόν  κόσμο  καί  γιά  τήν  Θ.  Λειτουργία  τόλμησε  νά  καινοτομήσει. 

Συνέθεσε  κάποιες  εὐχές  τίς  ὁποῖες  διάβαζε  μετά  τό  Εὐαγγέλιο  τῆς 

Λειτουργίας,  ὥστε  ὁ  κόσμος  νά  προετοιμάζεται  καταλλήλως  γιά  τό 

μεγάλο αὐτό μυστήριο.  

Κατεῖχε  ἐκ  Θεοῦ  καί  τό  χάρισμα  τῆς  συγγραφῆς.  Ἔγραψε  βιβλία, 

γράμματα,  καθώς  καί  εὐχές.  Τό  θεματολόγιό  του  ἦταν  πνευματικά 

ζητήματα.  Κυρίως  οἱ  πνευματικές  ἐμπειρίες  πού  ἔζησε.  Ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος  κατά  τόν  π.  Θεόκλητο  Διονυσιάτη  εἶναι  «ἕνας  μεγάλος 

ἡσυχαστής, ὁ ὁποῖος ἔζησε στό βάθος τόν Ὀρθόδοξο ἡσυχασμό καί … μπορεῖ 

νά  τόν  διατυπώση  γραπτῶς,  συγκρίνοντάς  τόν  μέ  ἄλλες  παραδόσεις»93. 

Αὐτό μπορεῖ νά τό διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας τά βιβλία του Ὁ Ἅγιος 

Σιλουανός  ὁ  Ἀθωνίτης,  Ὀψόμεθα  τόν  Θεόν  καθώς  ἐστι,  Περί  προσευχῆς, 

91 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 238 – 239. 
92 Ἀναμνήσεις, σελ. 62 – 64. 
93 Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 28. 
64

Περί  πνεύματος  καί  Ζωῆς,  Ἄσκησις  καί  θεωρία,  Ἡ  ζωή  Του  ζωή  μου,  Τό 

μυστήριο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. 

Ἐκτός  ἀπό  συγγραφέας  βιβλίων  ἦταν  καί  συγγραφέας  ἐπιστολῶν. 

Σήμερα  κυκλοφοροῦν  δύο  συλλογές  τους:  Ἀγώνας  θεογνωσίας  καί 

Γράμματα στή Ρωσία. Στήν πρώτη ταμιεύεται ἡ ἀλληλογραφία πού εἶχε ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος  μέ  τόν  Δ.  Μπάλφουρ,  τόν  ὁποῖο  ἀγαποῦσε  πολύ. 

Προσευχόταν  καί  προσπαθοῦσε  νά  τόν  βοηθήσει  ὅσο  μποροῦσε.  Στή 

δεύτερη  δημοσιεύεται  ἡ  ἀλληλογραφία  τήν  ὁποία  εἶχε  μέ  τήν  οἰκογένειά 

του.  Μαθαίνει  τά  νέα  τους,  τούς  λέει  τά  δικά  του,  τίς  ἐμπειρίες  του  καί 

τούς ἀναλύει διάφορα πνευματικά θέματα. 

Ὁ κυριότερος τομέας συγγραφῆς του ἦταν ἡ σύνθεση τῶν εὐχῶν. Ἡ 

ὅλη  βιωθεῖσα  πνευματική  ἐμπειρία  του  εἶχε  ὡς  ἀπόρροια  τήν  συγγραφή 

κάποιων  εὐχῶν.  Ἀποτυπώνει  σ’  αὐτές  τά  βιώματά  του.  Εἶναι  εὐχές  οἱ 

ὁποῖες  ἀφοροῦν  τόν  ἄνθρωπο94.  Μέ  σεβασμό  στήν  παράδοση  τῆς 

Ἐκκλησίας  μας  συνέταξε  νέες  εὐχές  γιά  νά  βοηθήσει  τόν  ἀγωνιζόμενο 

ἀδελφό.  Οἱ  εὐχές  αὐτές  περιλαμβάνονται  κυρίως  στό  Περί  προσευχῆς 

σύγγραμμά  του.  Βεβαίως  ὑπάρχουν  διάσπαρτες  καί  σέ  ἄλλα  βιβλία  του, 

ὅπως τό Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, Ἡ ζωή Του ζωή μου κ.λπ. 

 Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  εἶχε  προικιστεῖ  μέ  πολλά  καί  μεγάλα 

χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος95. Κάποια ἀπό αὐτά ἤ καλύτερα κάποιες 

πνευματικές  καταστάσεις  μᾶς  περιγράφει  στήν  αὐτοβιογραφία  του΄ 

«κατά καιρούς, δέν ἠσθανόμην τήν γῆν ὑπό τούς πόδας μου. Ἔβλεπον αὐτήν 

διά  τῶν  ὀφθαλμῶν,  ὡς  συνήθως,  ἐν  πνεύματι  ὅμως  ἐφερόμην  ἐπάνω 

ἀπυθμένου  ἀβύσσου»96.  «Σπανίως,  ἀλλ’  ἐν  τούτοις  συνέβαινεν,  ὁ  Θεός  νά 

δέχηται  τάς  προσευχάς  μου,  καί  ἐξεπληροῦτο  ἐκεῖνο  περί  τοῦ  ὁποίου 

94 Βλ. ἀναλυτικά στό 2ε.  
95 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 58. 
96 Ὀψόμεθα, σελ. 19. 
65

ἐδεόμην  Αὐτοῦ.  …  Δέν  ἐπεδίωκον  τό  χάρισμα  νά  θεραπεύω  τάς  ἀσθενείας 

τῶν σωμάτων»97. 

Τό ὅτι ἀναφέρει πώς δέν ἐπεδίωκε τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας, 

μᾶς  ὠθεῖ  νά  ὑποθέσουμε  τήν  ὕπαρξη  τέτοιων  περιπτώσεων.  Μιά  μικρή 

ἀναφορά γίνεται ἀπό τόν π. Ζαχαρία, πνευματικό παιδί τοῦ π. Σωφρονίου 

καί  νῦν  πνευματικό  τῆς  Ἱ.  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου  Ἔσσεξ:  «Εἴδαμε  νά 

γίνονται  ἀρκετά  θαύματα  ἐν  ὅσῳ  ζοῦσε,  τήν  ἡμέρα  τοῦ  θανάτου  του  καί 

μετά  τόν  θάνατό  του.  Ἀρκετοί  μέ  ἀνίατες  ἀσθένειες  θεραπεύθηκαν,  τά 

δεσμά στείρων γυναικῶν λύθηκαν, ψυχασθενεῖς προσαρμόσθηκαν πάλι στή 

φυσιολογική  τους  λειτουργία  καί  προπαντός  πολλοί  τεθραυσμένοι  ἀπό  τή 

νόσο  τῆς  ἁμαρτίας  ἐν  γένει  ἀνορθώθηκαν.  Ἀμέτρητοι  εἶναι  ἐπίσης  ἐκεῖνοι 

πού  μέ  τή  διδασκαλία  του  ζωοποιήθηκαν  καί  ὄχι  λίγοι  αὐτοί  πού 

διαβάζοντας  τά  βιβλία  του  πῆραν  ἔμπνευση  νά  γίνουν  μοναχοί  καί 

μοναχές»98.  Μᾶς  προξενεῖ  ἐντύπωση  τό  γεγονός  τῆς  μή  περιγραφῆς  τῶν 

θαυμάτων  τά  ὁποῖα  ἔκανε.  Τόν  λόγο  μᾶς  τόν  ἐξηγεῖ  καί  πάλι  ὁ  π. 

Ζαχαρίας:  «Ἀποφεύγουμε  σκοπίμως  νά  τονίσουμε  τά  θαύματα,  γιατί 

πιστεύουμε πώς οὔτε ἐκεῖνος θά τό ἤθελε. Ἦταν πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἄνθρωπος 

τοῦ  λόγου  τοῦ  Θεοῦ»  καί  συνεχίζει  «…  ἐκδαπανᾶτο  μέχρι  τέλους 

προκειμένου  νά  διακονήσει  τό  μεγαλύτερο  καί  σημαντικότερο  θαῦμα  τῆς 

πρόσκαιρης  ὑπάρξεως΄  τήν  ἕνωση  τοῦ  ἀνθρωπίνου  εἶναι  μέ  τό  Πνεῦμα  τοῦ 

Ζῶντος  καί  αἰωνίου  Θεοῦ.  Φρονοῦμε  πώς  σ’  αὐτό  πρέπει  νά  παραμείνει  ἡ 

ἔμφαση καί μετά τό θάνατό του»99.   

Ἕνα  ἀκόμη  χάρισμα,  τό  ὁποῖο  εἶχε,  ἦταν  αὐτό  τῆς  μνήμης  τοῦ 

θανάτου.  Διανοητικά  ἡ  μνήμη  τοῦ  θανάτου  στόν  γέροντα  Σωφρόνιο, 

ξεκίνησε  κατά  τόν  Α΄  Παγκόσμιο  Πόλεμο,  κατά  τή  διάρκεια  τοῦ  ὁποίου 

97 Περί Προσευχῆς, σελ. 220 – 221. 
98 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 58. 
99 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 58. 
66

ἀναρωτιόταν γιά τό νόημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στόν κόσμο100. Τό 

θέαμα  της  τραγικότητας  τῆς  ἀνθρώπινης  ὕπαρξης  τόν  «βοήθησε»,  ἐκτός 

ἀπό  τήν  καλλιέργεια,  καί  στήν  διατήρηση  τῆς  «μνήμης  θανάτου»101. 

Κατόπιν  ἔγινε  γι’  αὐτόν  οὐράνιο  χάρισμα.  Γράφει:  «Ὁ  Κύριος  ἐδωρήσατο 

εἰς  ἐμέ  τήν  χάριν  τῆς  μνήμης  τοῦ  θανάτου  καί  τῆς  εὐλογημένης 

ἀπογνώσεως»102.  

Ἡ  ἐνέργειά  της  ἦταν  μεγάλη:  «Ὅταν  ὅμως  μέ  τή  χάρη  τοῦ  Θεοῦ 

ἐνεργοῦσε μέ δύναμη μέσα μου ἡ μνήμη τοῦ θανάτου … πόσο θαυμαστή ἦταν 

ἡ  ἐνέργειά  της!»103.  Στήν  «καλλιέργεια»  τῆς  προσευχῆς  συνετέλεσε  καί  ἡ 

μνήμη  θανάτου  ἡ  ὁποία  τόν  διακατεῖχε.  «Ἡ  μνήμη  τοῦ  θανάτου  διδάσκει 

τήν  ἀληθινή  προσευχή.  Ὅταν  πήγαινα  νά  κοιμηθῶ  μετά  ἀπό  ἐξουθενωτικό 

κλάμα  καί  ἐξαντλητική  προσευχή,  συνέβαινε  νά  βγαίνουν  τά  λόγια  ἀπό  τό 

στόμα μου σάν φλόγα καί, ὅταν βυθιζόμουν στόν ὕπνο, θυμάμαι, μόνη της ἡ 

ψυχή παρέμενε στήν προσευχή ὅλη τή νύχτα, ἐνῶ τό σῶμα βρισκόταν στήν 

κλίνη.  Ἀπό  τήν  ἐνέργεια  τῆς  μνήμης  τοῦ  θανάτου  ἀδυνατοῦσε  ἡ  ψυχή  νά 

ἀποχωρισθεῖ τήν προσευχή»104. 

Ἦταν  άνθρωπος  τῆς  προσευχῆς.  «Ἀπό  τήν  παιδική  του  ἡλικία 

ἔδειχνε  μιά  σπάνια  ἱκανότητα  στήν  προσευχή»105.  Ἀγαποῦσε  πραγματικά 

τήν προσευχή καθώς εἶχε μάθει ἀπό  μικρός νά προσεύχεται μισή ὥρα μέ 

σαρανταπέντε λεπτά χωρίς κόπο. Ἡ προσευχή γι’ αὐτόν ἦταν ἀνάγκη106. 

Ὁ γέροντας ζοῦσε τήν προσευχή του107. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός ὁ 

100  Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 16. 
101  Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 22. 
102 Περί Προσευχῆς, σελ. 114. 

103 Ἀλληλογραφία, σελ. 67. 

104 Ἀλληλογραφία, σελ. 67. 

105 Rosemary Edmonds, Εἰσαγωγή στό ἔργο τοῦ γέροντος Σωφρονίου Ἡ Ζωή του ζωή 

μου, σελ. 9. 
106 Βλ. Γράμματα, σελ. 27 καί  Ὀψόμεθα, σελ. 49. 

107 Περί προσευχῆς, σελ. 84 – 85, βλ. Ἀναφορά, σελ. 16 – 17, καί Γράμματα, σελ. 28. 
67

Ἴδιος προσηύχετο ἐντός ἐμοῦ. Ταυτοχρόνως ὅμως ἔζων τό γεγονός τοῦτο ὡς 

ʺπροσωπικήνʺ μου κατάστασιν»108. 

Σχολιάζοντας  τά  ὅσα  τοῦ  συνέβαιναν  ἀπό  τήν  προσευχή  γράφει: 

«Πρό  ἐμοῦ  ἀπεκαλύφθη  ὁ  ἀπεριγράπτως  θαυμαστός  κόσμος  τῆς 

χριστιανικῆς  προσευχῆς  …  »109.  Σέ  ἄλλο  σημεῖο΄  «Πυρίνη  προσευχή 

περιέπτυξεν  ἐμέ  εἰς  τούς  κόλπους  αὐτῆς  καί  ἐν  τῇ  ροῇ  πολλῶν  ἐτῶν  δέν 

ἐγκατέλειπεν  ἐμέ  οὔτε  ἐν  ἐγρηγόρσει  οὔτε  καθʹ  ὕπνον.  Τό  μαρτύριόν  μου 

ἦτο  παρατεταμένον.  Ἔφθασα  μέχρις  ἐξαντλήσεως  ὅλων  τῶν  δυνάμεών 

μου»110. Ἐρχόντουσαν στιγμές κατά τίς ὁποῖες τό πνεῦμα του ἦταν τελείως 

ἀπορροφημένο ἀπό τήν προσευχή΄ Ἔβλεπε καί γνώριζε μόνο τόν Θεό111. 

Προσευχόταν  γιά  τόν  ἑαυτό  του  καί  γιά  τούς  ἄλλους112.  Εἶχε 

υἱοθετήσει  ἀπό  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό  τήν  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου,  γιά 

τήν ὁποία γίνεται λόγος στό 3γ κεφάλαιο τῆς παρούσης ἐργασίας. Ἐκτός 

ὅμως  ἀπό  τό  ὅτι  προσευχόταν  γιά  ὁλόκληρο  τόν  κόσμο  ζητοῦσε  τίς 

προσευχές  τοῦ  κόσμου  γιά  τόν  ἑαυτό  του113:  «Προσεύχεσθε  γιά  μένα,  … 

Πολλές  ἐλπίδες  ἐναποθέτω  στίς  προσευχές  σας»114.  «Νά  προσεύχεσθε.  Νά 

προσεύχεσθε καί γιά τή Ρωσία καί γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία καί γιά ὅλους τούς 

ἀνθρώπους.  Αὐτή  εἶναι  ἡ  κλήση  σας,  τέτοια  ἡ  διακονία  σας,  ὡς  ἱερέως  τοῦ 

Θεοῦ,  νά  προσφέρετε  δεήσεις  γιά  ὅλον  τόν  κόσμο»115.  «Προσευχηθεῖτε  μέ 

θέρμη  στόν  Κύριο  καί  Αὐτός  θά  σᾶς  φανερώσει  τήν  ἀλήθεια  γιά  μένα. 

Ζητεῖστε νά σᾶς φωτίσει μέ πληροφορία ποῦ πορεύομαι΄ στήν ἀπώλεια ἤ στή 

σωτηρία»116. Διά τῆς προσευχῆς αἰσθανόταν τήν προσευχή πού ἔκαναν οἱ 

108 Ὀψόμεθα, σελ. 14. 
109 Ὀψόμεθα, σελ. 398. 
110 Ὀψόμεθα, σελ. 25. 

111 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 39 βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 58. 

112  Βλ.  Ἀλληλογραφία,  σελ.  111,  140,  141,  207,  209,  220,  248  –  249,  252,  279,  Περί 

προσευχῆς, σελ.  51,  245, Ζωή,  σελ.  66,  Ἄσκησις,  σελ.  105,  Ὀψόμεθα,  σελ.  405,  Ἀναμνήσεις, 
σελ. 42, 44, Ἀγαπῶ, σελ. 32, Ἀναφορά, σελ. 13. 
113 Βλ. Ἀλλληλογραφία, σελ. 169, 187 – 188, 269, Ζωή, σελ. 66. 

114 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 111. 

115 Ἀλληλογραφία, σελ. 111. 

116 Ἀλληλογραφία, σελ. 140. 
68

ἄλλοι  γι’  αὐτόν  ἀλλά  καί  τήν  πνευματική  κατάσταση  τῶν  ἄλλων΄  «Ἡ 

ψυχή μου αἰσθάνεται ὅτι προσεύχεσθε γιά μένα, κι ἐγώ ζητῶ ἀπό τόν Κύριο 

νά μέ ἐλεήσει διʹ εὐχῶν σας»117. 

Θεωροῦσε  τόσο  σημαντική  τήν  προσευχή,  ὥστε  ζητοῦσε  ἀπό  τόν 

καθένα  νά  τήν  χρησιμοποιεῖ  παντοῦ  ὅπως  ἔκανε  ἄλλωστε  καί  ὁ  ἴδιος. 

Ὅταν ἦθελε νά γνωρίσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὅτι «… μέ προσευχή 

ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό γιά τόν ἑαυτό μας λόγο σύμφωνο μέ τό θέλημα Του γιά 

κάθε  ξεχωριστή  περίπτωση»118.  Ἀκόμη  καί  ὅταν  ἦταν  νά  διαβάσει  ἕνα 

γράμμα,  τό  ἔκανε  μέ  προσευχή  «Δέν  τό  ἄνοιξα  ἀμέσως  (ἐν.  τό  γράμμα). 

Προσευχήθηκα. Ἡ ψυχή μου ἦταν ἥσυχη. Σκέφθηκα ὅτι τίποτε τό κακό δέν 

ὑπάρχει»119.  Σέ  γράμμα  του  πρός  τόν  Δ.  Μπάλφουρ  γράφει΄  «Γιά  κάθε 

λόγο,  γιά  τό  παραμικρό,  νά  ζητᾶτε  ἀπό  τόν  Θεό  νοερά,  μέσα  ἀπό  τήν 

καρδιά  σας,  βοήθεια  καί  σύνεση.  Μέ  τό  νοῦ  εἶναι  ἀδύνατο,  ἀλλά  μέ  τήν 

αἴσθηση τῆς καρδιᾶς μήν ξεχνᾶτε τόν Θεό οὔτε γιά μιά στιγμή»120. 

Ἀγάπησε  πολύ  τήν  προσευχή.  Δέν  τήν  ἀγάπησε  ἁπλά,  ἀλλά  τήν 

γνώρισε πραγματικά. Τήν ἔζησε. Τήν ἔζησε σέ κάθε της μορφή΄ καθαρά, 

νοερά,  λειτουργική,  Γεθσημάνειο,  ὑποστατική,  μετανοίας,  ὑπέρ  τοῦ 

κόσμου  κ.λπ..  Γιά  ὅλα  αὐτά  τά  εἴδη  τῆς  προσευχῆς,  μᾶς  ἄφησε 

παρακαταθήκη.  Τά  ἀνέλυσε  καί  τά  κατέγραψε  στήν  αὐτοβιογραφία  του, 

ὥστε νά μποροῦμε καί ἐμεῖς νά τά γνωρίσουμε καί νά τά ζήσουμε. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  εἶχε  μιά  ἄριστη  ἐκκλησιολογία.  Εἶχε 

σεβασμό  στούς  ἐκκλησιαστικά  ἀνωτέρους  του.  Ἀκόμη  καί  σέ  δύσκολες 

στιγμές  τασσόταν  ὑπέρ  τοῦ  Πατριαρχείου  τῆς  Ρωσίας121.  Ἡ  ζωή  του  εἶχε 

ὡς γνώμονα τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ122. Ἔδινε μεγάλη σημασία στό τί θά πεῖ 

117 Ἀλληλογραφία, σελ. 144. 
118 Ἀλληλογραφία, σελ. 123. 
119 Ἀλληλογραφία, σελ. 144. 

120 Ἀλληλογραφία, σελ. 147, πρβλ. σελ. 159. 

121 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 41. 

122 Βλ. Αναμνήσεις, σελ. 83. 
69

ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία123. Ἔψαχνε ἕναν πνευματικό καθοδηγητή124. Ἀπό τήν 

στιγμή  πού  τόν  βρῆκε,  τόν  συμβουλευόταν125.  Ἦταν  σύμφωνος  μέ  τήν 

διδασκαλία  τῆς  Ἐκκλησίας  μας  νά  συμβουλεύεται  ὁ  κάθε  πιστός  ὅσους 

ἔχουν μεγαλύτερη πείρα ἀπό αὐτόν, γιά νά γνωρίσει ἄν οἱ ἐμπειρίες του 

εἶναι πραγματικές ἤ φαντασία126.  

Πιό ξεκάθαρα ἡ ἐκκλησιολογία του φαίνεται ἀπό τόν τρόπο μέ τόν 

ὁποῖο  ἀναχώρησε  γιά  τήν  ἔρημο  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους.  Δέν  ξεκίνησε  ἀπό 

μόνος  του,  ἀλλά  με  τήν  εὐλογία  τοῦ  γέροντά  του,  τοῦ  Πνευματικοῦ  του, 

τοῦ Ἡγουμένου καί τῶν Γερόντων τῆς Μονῆς127. Ἔτσι ἦταν σίγουρος ὅτι ἡ 

ἀναχώρησή του γιά τά Καρούλια ἦταν σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. 

Στήν ἀλληλογραφία του μέ τόν Δ. Μπάλφουρ φαίνεται ἡ τιμή πού 

ἀποδίδει  στόν  ἐπίσκοπο  καί  ἡ  σχέση  τήν  ὁποία  πρέπει  νά  ἔχει  ὁ  κάθε 

κληρικός  μαζί  του.  Παραθέτουμε  κάποια  ἀποσπάσματα,  τά  ὁποῖα 

δείχνουν ξεκάθαρα τήν θέση του ἀπέναντι στόν βαθμό τοῦ ἐπίσκοπου. «Ἡ 

διευθέτηση τοῦ προβλήματος ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ἐλευθέριο εἶναι ἡ καλύτερη 

καί,  ἀπό  κανονικῆς  πλευρᾶς,  ἡ  ὀρθότερη»128.  «Νά  τό  κάνετε,  ἀλλά  μέ  τήν 

εὐλογία  τοῦ  ἐπισκόπου  Ἐλευθερίου.  Παρακαλέστε  τον  νά  σᾶς  μιλήσει  καί 

ὅ,τι  σᾶς  πεῖ,  αὐτό  εἶναι  καί  τό  καλό»129.  «Ἀφῆστε  τήν  φροντίδα  αὐτή  στόν 

ἐπίσκοπο  Ἐλευθέριο.  Αὐτός,  ὡς  πατέρας,  θά  φροντίσει  γιά  σᾶς»130.  «Ὅταν 

θέλετε  νά  ρωτήσετε  κάτι  σπουδαῖο,  τότε  ἀπευθυνθεῖτε  πρός  αὐτόν  μέ  τόν 

ἀκόλουθο  τρόπο:  ʺἍγιε  Δέσποτα,  προσευχηθεῖτε  στόν  Θεό,  καί  ὅ,τι  σᾶς 

ἐμπνεύσει  ὁ  Κύριος,  αὐτό  θά  κάνω  μέ  τήν  εὐλογία  σαςʺ.  Σέ  μιά  τέτοια 

123 Βλ. Ἀναμνήσεις, σελ. 72. 
124 Βλ. Περί Προσευχῆς, σελ. 50 – 51. 
125 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 221, 228, 230, 235. 

126 Βλ. Ζωή, σελ. 34. 

127 Βλ. Γράμματα, σελ. 59 ‐ 61, ὑποσ. 3. 

128 Ἀλληλογραφία, σελ. 143. 

129 Ἀλληλογραφία, σελ. 148. 

130 Ἀλληλογραφία, σελ. 152. 
70

περίπτωση μπορεῖτε νά ἐκφράσετε στήν ἀρχή τίς σκέψεις καί τήν ἐπιθυμία 

σας ἤ τούς συλλογισμούς σας, χωρίς ὅμως νά ἐπιμένετε καθόλου»131. 

Τό  ἀποκορύφωμα  τῆς  ἐκκλησιολογικῆς  του  συνείδησης 

καταγράφεται  σέ  μία  συγκινητική  ἐπιστολή  του  πρός  τόν  Παναγιώτατο 

Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, λίγο πρίν τήν κοίμησή του. Τόν 

εὐχαριστεῖ  ἀπό  τά  βάθη  τῆς  καρδιᾶς  του  γιά  τήν  εὔνοια  πού ἔδειξε  στήν 

Μονή καί τόν παρακαλεῖ μέ τόλμη νά ὑπερασπίσει τό εὔθραστο ἔργο τῶν 

χειρῶν  του:  «Εὐλογῶν  εὐλόγησον  τά  τῆς  ἐμῆς  μάνδρας  ταπεινά  πρόβατα 

καί  μήποτε  ἐγκαταλίπῃς  τῇ  Σῇ  φιλοστόργῳ  φροντίδι  καί  εὐδοκίᾳ  τόπον 

σμικρόν,  πτωχόν  καί  ἀσήμαντον  μέν,  ἀλλ’  ἐν  δάκρυσι  πολλοῖς,  ἐκ  βάθους 

στεναγμοῖς,  αἵματι  καί  ἱδρῶτι  ἱδρυθέντα».  Καταλήγει  ζητώντας  τήν 

εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου του, γιά νά ἀπέλθει πρός τά οὐράνια132. 

Συμβάλλει  ἔτσι  στόν  ἐμπλουτισμό  καί  τήν  ἀποσαφήνιση  τῆς 

ἔννοιας περί τοῦ προσώπου. Αὐτό γίνεται μέ τήν «τοποθέτηση τῆς ἐννοίας 

τοῦ προσώπου στό φῶς τῆς ἀσκητικῆς ἐμπειρίας»133. 

Πῶς  κατάφερε  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  νά  «γίνει»  ὅλα  αὐτά; «Ἦταν 

ἄνθρωπος βαθιά διψασμένος γιά τήν ἀληθινή ζωή, βαθιά διψασμένος γιά τόν 

Ζῶντα  Θεό  καί  άνθρωπος  τῆς  ἀγάπης,  μιᾶς  ἐπώδυνης  καί  χαροποιοῦ 

ἀγάπης. … Ἦταν ἕνας βαθύς καί θεοδιψασμένος ἄνθρωπος»134. 

Γιά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  Ἐκκλησία,  δόγμα  καί  ἀσκητική 

συνιστοῦν μιά ἑνιαία κατάσταση ὕπαρξης καί ζωῆς135. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἦταν  ἕνα  πνεῦμα  ἀνήσυχο.  Ἔνα  ἐλεύθερο 

πνεῦμα  μέ  γερές  Ὀρθόδοξες  βάσεις136.  Τόν  «ἔτρωγε»  ἡ  ἀναζήτηση  τοῦ 

131 Ἀλληλογραφία, σελ. 152. 
132 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), «Εἰσαγωγή στή Θεολογία τοῦ Γέροντος 
Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 56. 
133 Βλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα,Μητροπολίτου Περγάμου, ὅπ. π., σελ. 259. 

134  Ἀθανασίου  Γιέφτιτς,  Ἐπισκόπου  πρώην  Ἐρζεγοβίνης,  «Ὁ  ἐν  χάριτι  μοναχός 

κατά τόν γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 106 – 107. 
135 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 300. 

136 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 297 – 299. 
71

Θεοῦ137.  Τόν  ἔψαχνε  παντοῦ138.  Προκειμένου  να  βρεῖ  τόν  Θεό  δέν  δίστασε 

νά ἀσχοληθεῖ ἀκόμη καί μέ τίς ἀνατολικές θρησκεῖες΄ «… ἐγώ κάθε φορά 

πορευόμουν  μέ  ἐμπιστοσύνη  πρός  ὁποιαδήποτε  κατεύθυνση  , 

καταπονούμενος, … ἀπό τή δίψα τοῦ αὐθεντικοῦ εἶναι»139. Ἔψαχνε τόν Θεό 

ἀκόμη  καί  μέσα  ἀπό  τήν  ζωγραφική.  Ἤθελε  νά  γνωρίσει  «περί  τοῦ 

τελείου»  γιά  νά  δεῖ  τόν  «πλοηγό  ἀστέρα»  καί  νά  ἐλέγχει  ἔτσι  τό  κατά 

πόσον βρίσκεται στήν σωστή ὁδό140.

137 Βλ. Περί Προσευχῆς, σελ. 114, 199, Ὀψόμεθα, σελ. 394, 398. 
138 Περί Προσευχῆς, σελ. 28. 
139 Ἀλληλογραφία, σελ. 107. 

140 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 99. 
 

ε) Ἡ συγκρότηση τῆς μοναστικῆς ἀδελφότητάς του. 

  Τό  Ἅγιον  Ὄρος  στή  Δύση!  Ἔτσι  θά  μποροῦσε  νά  χαρακτηριστεῖ  ἡ 

ἵδρυση  τῆς  Ἱ.  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου  στό  Ἔσσεξ  τῆς  Ἀγγλίας  ἀπό  τόν 

γέροντα  Σωφρόνιο.  Ὁ  ἴδιος  ἔλεγε:  «Δέν  εἶμαι  οὔτε  Ρῶσος  οὔτε  Ἕλλην. 

Εἶμαι  Ἁγιορείτης»1.  Ὁ  γέροντας  «ὑπῆρξε  καί  παρέμεινε  ὡς  τό  τέλος 

«Ἁγιορείτης»  μέχρι  μυελοῦ  ὀστέων»2.  Καθώς  τό  Ἅγιον  Ὄρος  δέν  εἶναι 

μόνο  ἕνας  ἱερός  τόπος  ἀλλά  καί  τρόπος3.  Θά  μπορούσαμε  νά  ποῦμε  ὅτι 

μετέφερε  τό  Ἅγιον  Ὄρος  στή  Δύση!  Τό  Ἅγιον  Ὄρος  εἶναι  οἰκουμενικό 

κέντρο καί οἱ ἀληθινοί ἁγιορείτες οἰκουμενικοί ἄνθρωποι, ὡς οἱ Ἅγιοι4. Ὁ 

καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μ. Μονῆς Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, ἀρχιμ. Ἐφραίμ 

σέ  ἄρθρό  του  γιά  τήν  προσωπικότητα  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  γράφει: 

«Συνηντήσαμεν  ἕνα  γνήσιον  Ἁγιορείτην  νά  ἑδρεύῃ  εἰς  τήν  καρδίαν  τῆς 

Δύσεως  καί  νά  ἀποτελῇ  μίαν  γνησίαν  ὀρθόδοξον  μαρτυρίαν  … 

διατηροῦντα ἐν ταυτῷ τήν τάξιν τῆς ζωῆς καί τήν συνείδησιν τοῦ γνησίου 

Ἁγιορείτου μοναχοῦ …»5. 

Ὅταν  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἔφυγε  ἀπό  τό  Ἅγιον  Ὄρος  καί  πῆγε 

στήν  Γαλλία  χρειάστηκε  νά  κάνει  μιά  μεγάλη  ἐγχείρηση.  Τό  1948,  λόγῳ 

σοβαροῦ ἕλκους στό στομάχι, ὑποβλήθηκε σέ σχεδόν ὁλική γαστρεκτομή. 

Αἰτία  ἦταν  οἱ  κακουχίες  τῶν  προηγουμένων  ἐτῶν  καί  οἱ  στερήσεις  πού 

ὑπέστη  κατά  τήν  περίοδο  τοῦ  Β΄  Παγκοσμίου  Πολέμου.  Παρέμεινε  στό 

νοσοκομεῖο  μέ  ὀρούς  γιά  80  ἡμέρες.  Μέ  μεγάλη  δυσκολία  κατόρθωσε  νά 

ἐπιβιώσει.  Κατόπιν  μεταφέρθηκε  ὡς  ἀνάπηρος  στό  ρωσικό  γηροκομεῖο 

  Βλ.  Μοναχοῦ  Μωυσέως  Ἁγιορείτου,  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς  Ἁγιορείτης», 


1

Πρακτικά, σελ. 79 
2 Ἰωαννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, ὅπ. π., σελ. 255.  

3 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 79. 

4 Βλ. Μοναχοῦ Μωυσέως Ἁγιορείτου, ὅπ. π., σελ. 79. 

5  Ἀρχιμ.  Ἐφραίμ  Βατοπαιδινοῦ,  Ὀλίγα  λόγια  περί  τοῦ  Γέροντος  Σωφρονίου, 

Πρωτᾶτον 45 (1994), σελ. 218 – 220. 
73

τῆς  Ἁγίας  Γενεβιέβης  τοῦ  Δρυμοῦ,  προαστίου  τῶν  Παρισίων6.  Ὁ  ἴδιος  σέ 

συνέντευξή  του  λέει:  «Σύμφωνα  μέ  τούς  γιατρούς  δέν  θά  ἔπρεπε  νά  ζῶ. 

Ἐδῶ  καί  καιρό  τό  σῶμα  μου  θά  ἔπρεπε  νά  εἶχε  ἀποσυντεθεῖ  μέσα  στήν 

γῆ…»7. 

Ὅταν  βελτιώθηκε  ἡ  ὑγεία  του,  ἄρχισε  νά  λειτουργεῖ  καί  νά  τελεῖ 

ἀκολουθίες στό παρεκκλήσι τοῦ γηροκομείου. Πολλοί ἀπό τούς τροφίμους 

τοῦ  γηροκομείου  ἄρχισαν  νά  συμμετέχουν  στίς  ἀκολουθίες. 

Ἐνεπνεύσθησαν  ἀπό  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  καί  κάποιοι  ‐  κάποιες  καί 

ἔγιναν  μοναχοί.  Ἔτσι  δημιουργήθηκε  μία  μικτή  μοναστική  ἀδελφότητα 

μέσα στό γηροκομεῖο8. 

Ἤδη  ὁ  γέροντας  εἶχε  προλάβει  νά  ἐκδώσει  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό  καί 

μερικά ἄρθρα του σέ κάποια περιοδικά9, πρίν εἰσαχθεῖ στό νοσοκομεῖο, τά 

ὁποῖα  τόν  εἶχαν  κάνει  γνωστό10.  Αὐτό  εἶχε  ὡς  ἀποτέλεσμα  πολλά  ἄτομα 

ἀπό  διάφορες  ἐθνότητες,  προσελκυόμενα  ἀπό  τήν  πνευματική  του 

ἀκτινοβολία,  νά  μαζευτοῦν  γύρω  του11.  Παρέμεναν  στίς  ἀκολουθίες,  οἱ 

ὁποῖες  διαρκοῦσαν  τρεῖς  ὧρες  τό  πρωΐ  καί  ἄλλες  τρεῖς  τό  βράδυ.  Ἡ 

παραμονή τους βέβαια στό γηροκομεῖο δέν ἦταν μόνο κατά τήν διάρκεια 

τῶν  ἀκολουθιῶν.  Παρέμεναν  περισσότερο,  γιά  νά  ἀκούσουν  τίς 

διδασκαλίες  τοῦ  γέροντα  σχετικά  μέ  τήν  προσευχή  καί  διάφορα  ἄλλα 

πνευματικά θέματα12.  

 Πολλοί ἐπίσης, ἀπό ὅσους ἐρχόντουσαν ἀπό ἔξω, ἐγκαταστάθηκαν 

στό χωριό, ὅπου βρισκόταν τό γηροκομεῖο  καί πήγαιναν καθημερινά στίς 

6  Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 54. 
7   Γέροντας  Σωφρόνιος,  «Συζήτηση  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  τοῦ  Ἔσσεξ  γιά  τόν 
ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη», Πεμπτουσία, τ. 24 (2007), σελ. 123. 
8 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 54 – 55. 

9 Εἶχε δημοσιεύσει ἄρθρα σέ ἕνα ρωσικό καί ἕνα γαλλικό περιοδικό. Βλ. συνομιλία 

μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 
10 Ἡ πρώτη ἔκδοση ἔγινε τό 1948. Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., 

σελ. 54. 
11. Maxime Egger, Πρόλογος στό βιβλίο τοῦ Γέροντα Σωφρονίου, Π.Π.Ζ., σελ. 13 – 

14, βλ. καί Ἀγαπῶ, σελ. 46. 
12 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 55. 
74

ἀκολουθίες.  Ἀνάμεσά  τους  ἦταν  ὁ  π.  Εἰρηναῖος,  ὁ  π.  Προκόπιος  καί  ὁ  π. 

Συμεών, οἱ τρεῖς πρῶτοι μοναχοί τῆς ἀδελφότητας. Προστέθηκαν καί δύο 

ἡλικιωμένες  μοναχές13.  Οἱ  νέοι  ζητοῦσαν  ἀπό  τόν  γέροντα  νά  κάνει 

μοναστήρι14.  Ὁ  γέροντας,  ἄν  καί  διστακτικός  στήν  ἀρχή  λόγῳ  τῆς 

βεβαρυμένης  ὑγείας  του,  βλέποντας  τήν  προθυμία  τους,  κάλεσε  ὅσους 

ἤθελαν νά τόν ἀκολουθήσουν15. Βαριά ἄρρωστος ὅπως ἦταν, ἐκτεθειμένος 

σέ  δυσμενεῖς συνθῆκες, δέν μπόρεσε νά ἐπιστρέψει στό Ἅγιον Ὄρος16. Οἱ 

γέροντες  καί  οἱ  γερόντισσες  ἔμειναν  στό  γηροκομεῖο,  ἐνῶ  οἱ  ὑπόλοιποι 

πέντε τόν ἀκολούθησαν στήν Ἀγγλία17.  

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἦταν  ἤδη  γνωστός  στήν  Ἀγγλία  ἀπό  δύο 

πράγματα. Ἀρχικά ἀπό τό βιβλίο του γιά τόν Ἅγιο Σιλουανό, τό ὁποῖο εἶχε 

κυκλοφορήσει  μερικῶς  μεταφρασμένο  στά  ἀγγλικά,  μέ  τόν  τίτλο:  «The 

Undistored  Image:  Staretz  Silouan,  1866‐1938»  καί  ἔτυχε  θετικῆς  ὑποδοχῆς 

ἀπό  τόν  βρετανικό  ἐκκλησιαστικό  τύπο18.  Αὐτό  τό  βιβλίο  ἔγινε  αἰτία  νά 

ἀποκτήσουν  κάποιους  φίλους  στήν  Ἀγγλία19,  ἔπειτα  ἀπό  τίς  ἐπισκέψεις, 

τίς ὁποῖες εἶχε πραγματοποιήσει ὁ γέροντας στήν Ἀγγλία γιά κηρύγματα, 

διαλέξεις καί ὁμιλίες.  

Τό 1958 ἐπισκέφθηκε καί τό Tolleshunt Knights στό Essex, στό ὁποῖο 

λίγο  ἀργότερα  ἀγόρασαν  μία  ἔκταση  γιά  νά  χτιστεῖ  τό  μοναστήρι20.  Οἱ 

περιστάσεις  ἦταν  δύσκολες.  Τίς  περιγράφει  ὁ  ἴδιος  προσωπικά:  «Ἡ 

μετοίκησή  μας  στήν  Ἀγγλία  ἦταν  ἅλμα  στό  ἄγνωστο.  Εἶχα  πολύ  λίγους 

οἰκονομικούς  πόρους,  καί  αὐτοί  ἐξαντλήθηκαν  γρήγορα.  Δημιουργήθηκε 

ἀπελπιστική κατάσταση. Προσευχόμουν στόν Θεό νά στερεώσει τό ἔργο τῶν 

ἀσθενῶν  χειρῶν  μας:  ἕνα  Θυσιαστήριο  γιά  προσφορά  τῆς  ἀναίμακτης 

13 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 
14 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 46. 
15 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 55.  

16 Βλ. Π.Π.Ζ., σελ. 14. 

17 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 

18 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 46. 

19 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 

20 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 46. 
75

θυσίας»21.  Οἱ  οἰκονομικοί  πόροι  πού  εἶχαν  ἦταν  τά  μισά  χρήματα  πού 

χρειαζόταν  γιά  τήν  ἀγορά  τοῦ  κτήματος.  Τά  εἶχαν  ἀπό  τήν  ἀγγλική 

ἔκδοση  τοῦ  βιβλίου  τοῦ  Ἁγίου  Σιλουανοῦ.  Τά  ὑπόλοιπα  τά  ἔδωσε  ἡ 

Rosemary Edmonds22, τήν ὁποία εἶχε γνωρίσει ὁ γέροντας Σωφρόνιος κατά 

τήν παραμονή του στό νοσοκομεῖο.  Ἀργότερα τόν ἀκολούθησε καί αὐτή, 

βαπτίστηκε  Ὀρθόδοξη  καί  κατόπιν  ἔγινε  ἡ  ἐπίσημη  μεταφράστρια  τῶν 

βιβλίων τοῦ γέροντα στά Ἀγγλικά23. 

Μέ θαυμαστό τρόπο πῆραν ἄδεια ἀπό τίς Ἀγγλικές Ἀρχές καί  στίς 

5  Μαρτίου  1959  ὁ  γέροντας  ἦρθε  μαζί  μέ  τήν  συνοδεία  του  στήν  Ἀγγλία 

γιά  νά  μονάσουν24.  Ὁ  Θεός,  ὁ  ὁποῖος  δέν  ἀφήνει  κανέναν  ἀβοήθητο, 

φρόντισε  ὥστε,  ὅταν  ἔφθασε  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  καί  ἡ  συνοδεία  του 

στήν Ἀγγλία, πολλά πράγματα νά ἔχουν προετοιμαστεῖ ἀπό τους φίλους 

τους25,  κάτι  τό  ὁποῖο  τούς  βοήθησε  πολύ26.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

χαιρόταν ἰδιαιτέρως τό συγκεκριμένο μέρος, γιατί τότε ἦταν σχεδόν ἔρημο 

καί, ὅπως ἔλεγε, «κανένας δέν θά τό ἐπιθυμοῦσε καί ἀπό κανένα δέν θά τό 

στεροῦσε»27.  Χαιρόταν βεβαίως καί γιά τό ξεκίνημα τοῦ μοναστηριοῦ. 

Ἔλεγε  χαρακτηριστικά:  «Ἐγώ  εἶμαι  ἕνα  τίποτα!  Ἴσως  μέ  τήν  ἔννοια 

ὅτι  κάτι  ἀδύνατο,  ὅπως  ἡ  δημιουργία  ἑνός  μοναστηριοῦ,  ἔγινε 

πραγματικότητα.  Εἶναι  δυνατόν  σήμερα  νά  ἱδρύσεις  μοναστήρι;  Ἡ  γῆ  δέν 

παράγει  πιά  μοναχούς!  Οἱ  ἄνθρωποι  δέν  εἶναι  τόσο  θετικά 

προδιατεθειμένοι  πρός  αὐτόν  τόν  τρόπο  ζωῆς.  Δέν  ξέρω…  Ὁ  ἀγώνας  εἶναι 

πολύ  μεγάλος…  Ἦταν  δύσκολα…  δέν  εἴχαμε  σχεδόν  τίποτε.  Τρώγαμε 

21 Μυστήριο, σελ. 68. 
22  Ἡ  Rosemary  Edmonds  ἦταν  ἡ  ἐπίσημη  μεταφράστρια  τοῦ  Προέδρου  τῆς 
Γαλλίας Ντέ Γκώλ κατά τόν Β΄ Π.Π.. 
23 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία. Βλ. ἐπίσης Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 482. 

24 Βλ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 55. 

25  Φίλοι  τους  ἦταν  ἡ  κ.  Rosemary  Edmonds  καί  ἄλλοι,  οἱ  ὁποῖοι  βοήθησαν  νά 

βρεθεῖ τό κτῆμα καί χρήματα γιά τήν ἀγορά του, ὅπως γράψαμε παραπάνω. Αὐτοί ἦταν 
οἱ πρῶτοι εὐεργέτες τοῦ οἰκήματος, βλ. Γράμματα, σελ. 89, ὑποσ. 1. 
26 Βλ. Γράμματα, σελ. 89. 

27 Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου), ὅπ. π., σελ. 55. 
76

πατάτες  καί  τσουκνίδες.  Καί  τώρα  εἴμαστε  ἐξαντλημένοι…  Δέν  εἶναι 

παράπονο  αὐτό,  ἀλλά  αὐτό  τό  μοναστήρι  δέν  μᾶς  δόθηκε  δίχως  πολλές 

δοκιμασίες»28.  Ἡ  ζωή  τους  στό  «Old  Rectory»  ἀποτελοῦσε  γι’  αὐτούς  μιά 

«καινούργια ἐμπειρία»29.  

Ἀνάμεσα  στά  ἀρνητικά  ὑπῆρχαν  καί  τά  θετικά:  «Ἐμεῖς,  ὡς 

ἀσήμαντη μειονότητα ἐδῶ στήν Ἀγγλία, εἴμαστε ἐλεύθεροι ἀπό πιέσεις πού 

ὑποβιβάζουν  τό  ἐπίπεδο  τῆς  χριστιανικῆς  ἐλευθερίας.  Ἔστω  καί  σέ  πολύ 

περιορισμένες  περιπτώσεις,  μᾶς  ἐπιτρέπεται  ὡστόσο  νά  ἀνάψουμε  στίς 

καρδιές τῶν ἀνθρώπων τό πῦρ πού ἔφερε ὁ Χριστός΄ νά μαρτυρήσουμε γιά 

τό ἀσύγκριτο προνόμιο νά εἶναι κάποιος χριστιανός»30.  

Εἶχαν  μία  παθητική  τοποθέτηση  ἀπέναντι  στά  γεγονότα.  Δέν 

προσπαθοῦσαν νά προσελκύσουν κανέναν. Ἄφηναν τά πάντα στά χέρια 

τοῦ Θεοῦ: «Ἀφήνουμε τό πᾶν στήν Πρόνοια τοῦ Δημιουργοῦ τῶν ὅλων. Μᾶς 

εἶναι δύσκολο νά ἐκδηλώσουμε πρωτοβουλία, ἀκόμη καί ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δέν 

εἴμαστε σέ θέση νά ἐξασφαλίσουμε ἀπό ὑλικῆς πλευρᾶς τή ζωή αὐτῶν πού 

προσέρχονται  σέ  μᾶς»31.  Τά  πράγματα  ἦταν  τόσο  δύσκολα,  ὥστε  «οἱ 

προσερχόμενοι διακινδυνεύουν νά χάσουν τά πάντα στό κοινωνικό ἐπίπεδο, 

χωρίς  νά  ἐξασφαλίζονται  στό  ἐπίπεδο  τοῦ  Πνεύματος.  Δέν  ἐπιτρέπουμε 

στόν  ἑαυτό  μας  νά  περιμένουμε  ἀπό  αὐτούς  τέτοιον  βαθμό 

ἀποφασιστικότητος,  ὥστε  νά  εἶναι  διατεθειμένοι  νά  ὑπομείνουν  ὅλες  τίς 

δοκιμασίες  πού  συναντᾶμε.  Παρ’  ὅλη  τή  φτώχια  μας  μοιραζόμαστε  μαζί 

τους τά πάντα μέ θετικό τρόπο, χωρίς νά ζητᾶμε ἀπό αὐτούς τίποτε»32. 

Σέ γράμμα του πρός τίς ἀδερφές του Ἀλεξάνδρα καί Μαρία, στίς 19 

Φεβρουαρίου  1959,  γράφει:  «Βέβαια,  ἡ  πρώτη  περίοδος  θά  ἀπαιτήσει  ἀπό 

28    Γέροντας  Σωφρόνιος,  «Συζήτηση  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  τοῦ  Ἔσσεξ  γιά  τόν 
ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη», Πεμπτουσία, τ. 24 (2007), σελ. 123. 
29 Μυστήριο, σελ. 64 – 65. 

30 Μυστήριο, σελ. 64. 

31 Μυστήριο, σελ. 65. 

32 Μυστήριο, σελ. 65. 
77

μένα  καί  ἀπό  ἐκείνους  πού  μέ  συνοδεύουν  πολύν  κόπο  γιά  τήν  ἀνέγερση 

νέου  ναοῦ  καί  τήν  διοργάνωση  νέας  μεγάλης  κατοικίας.  Διώροφο  σπίτι 

μήκους  εἴκοσι  μέτρων,  πλάτους  δέκα,  αὐλή  τετρακοσίων  τετραγωνικῶν 

μέτρων΄ κοντά  στό σπίτι κῆπος ὀκτώ χιλιάδων τετραγωνικῶν μέτρων. Στόν 

κῆπο ὑπάρχουν πολλά καρποφόρα καί μή καρποφόρα δένδρα»33. 

Ἀμέσως ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἐκκλησία, τήν ὁποία τελείωσαν πρός 

τό τέλος τῆς ἕκτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν τοῦ 1959. Κατάφεραν ἔτσι νά 

λειτουργήσουν τήν πρώτη τους Μ. Ἑβδομάδα καί τό πρῶτο τους Πάσχα34. 

Τό 1966 ἔκτισαν νέα ἐκκλησία, στήν ὁποία λειτούργησαν γιά πρώτη 

φορά  τήν  ἡμέρα  τοῦ  Πάσχα.  Πολύς  κόσμος  ἐπισκεπτόταν  τό  μοναστήρι, 

γεγονός  τό  ὁποῖο  χαροποιοῦσε  τον  γέροντα35.  Τό  1968  ἔκτισαν  μία 

καινούρια πτέρυγα36. 

Ἀρχικά  ἡ  Μονή,  μετά  ἀπό  αἴτηση  τοῦ  π.  Σωφρονίου  στό  Ρωσικό 

Πατριαρχείο,  ὑπαγόταν  στη  δικαιοδοσία  τοῦ  Μητροπολίτη  τοῦ  Σουρόζ 

Ἀντωνίου.  Στίς  25  Φεβρουαρίου  196537,  μέ  τις  εὐλογίες  τοῦ  Πατριάρχη 

Ἀλεξίου, μεταφέρθηκε ὑπό τήν σκέπη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τό 

ὁποῖο  ἀργότερα  τήν  ἔκανε  Σταυροπηγιακή38.  Μέ  τόν  τρόπο  αὐτό  ἡ  Ἱερά 

Μονή  κατέστη  Πατριαρχική  καί  Σταυροπηγιακή39.  Τό  Ἑλληνικό  στοιχεῖο, 

τό ὁποῖο ὑπάρχει στήν Ἀγγλία (Κύπριοι), ἦταν αὐτό τό ὁποῖο στήριξε τήν 

Μονή.  Γι’  αὐτό  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ζήτησε  εὐλογία  ἀπό  τό  Ρωσικό 

Πατριαρχεῖο, ὥστε νά ὑπαχθεῖ ἡ Μονή στό Οἰκουμενικό Πατριαρχείο, τήν 

ὁποία  καί  πῆρε.  Ἤθελε  νά  γίνει  μετόχι  τῆς  Ἱ.  Μονῆς  Ἁγ.  Παύλου  Ἁγ. 

Ὄρους,  στήν  ὁποία  διακόνησε  ὡς  πνευματικός.  Ὁ  τότε  Οἰκουμενικός 

Πατριάρχης  Ἀθηναγόρας  τοῦ  πρότεινε  νά  γίνει  μία  ἀνεξάρτητη 

 Γράμματα, σελ. 86. 
33

 Βλ. Γράμματα, σελ.89. 
34

35 Βλ. Γράμματα, σελ. 130 – 131. 

36 Βλ. Γράμματα, σελ. 296. 

37  Βλ.  Γεωργίου  Ἰ.  Μαντζαρίδη,  Πρόσωπο  καί  θεσμοί,  ἐκδ.  Π.  Πουρναρᾶ, 

Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 25. 
38 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 46 – 47. 

39 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 13. 
78

Πατριαρχική  καί  Σταυροπηγιακή  Μονή.  Ἔτσι  ἡ  Ἱ.  Μονή  ὀργανώθηκε  ὡς 

ἀνεξάρτητη  γιά  νά  ἐπιτελέσει  τό  ἔργο  της.  Τά  πάντα  ἔγιναν  νόμιμα  καί 

κανονικά,  χωρίς  νά  δημιουργήσει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ὁποιαδήποτε 

προβλήματα.  Τελικά  τήν  Ἱ.  Μονή  ἵδρυσε  ὁ  Οἰκουμενικός  Πατριάρχης 

Ἀθηναγόρας,  τήν  στήριξε  ὁ  μετέπειτα  Πατριάρχης  Δημήτριος  καί  τήν 

ὑπεραγαπᾶ ὁ νῦν Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Στήν Ἀγγλία 

τό μοναστήρι εἶναι ἀναγνωρισμένο ὡς Charity Foundation, φιλανθρωπικό 

ἵδρυμα40.  

Πολλά  εἶναι  τά  στοιχεῖα  τά  ὁποῖα  κάνουν  τήν  συγκεκριμένη  ἱερά 

μονή  νά  ξεχωρίζει  ἀπό  τίς  «κλασικές»  ἱερές  μονές.  Τήν  διαφορετικότητα 

αὐτή  δέν  τήν  ἀποκρύπτει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος.  Ἀπεναντίας  τήν 

ἀναφέρει  καί  τήν  ἐξηγεῖ  γενικά:  «Ἡ  ζωή  μας  στό  Ἔσσεξ  δέν  προβάλλεται 

ὡς  πρότυπο  μιμήσεως  γιά  ὁποιονδήποτε.  Οἰκοδομοῦμε  τή  ζωή  μας  στήν 

πραγματικότητα  τῶν  συνθηκῶν  πού  μᾶς  δόθηκαν΄  ἔτσι  δέν  ἔχουμε  τή 

δυνατότητα  τῆς  πλήρους  τηρήσεως  τῶν  ἐξωτερικῶν  μορφῶν  πού 

δημιουργήθηκαν κατά τούς τελευταίους αὐτούς αἰῶνες»41. Σέ ἐπιστολή του 

γράφει:  «Ἀλλ’  ὡς  πολλάκις  ἐδήλωσα  τόσον  κατ’  ἰδίαν  ὅσον  καί  ἀπό  τοῦ 

ἐκκλησιαστικοῦ τύπου, εἰς οὐδένα προτείνω τήν μονήν μου ὡς πρότυπον καί 

οὐδένα συμβουλεύω νά μέ ἀκολουθήσῃ εἰς τήν ὁδόν ταύτην. Καί τοῦτο, διότι 

τό σχῆμα, ὅπερ ἔλαβεν ἡ καθ’ ἡμᾶς ἀδελφότης, καί δυσχερέστατον εἶναι καί 

πολλά  προϋποθέτει,  ἅτινα  συνήθως  δέν  ὑπάρχουν,  καί,  ἐν  τελευταίᾳ 

ἀναλύσει, οὐδέ κἄν ἐπελέγη ὑπ’ ἐμοῦ: ἐπεβλήθη εἰς ἐμέ κατ’ ἀναλογίαν τῶν 

συνθηκῶν τῆς ἐν τῇ δύσει Ὀρθοδοξίας»42. 

Χαρακτηρίζει  ὡς  «κλασικό  μοναχισμό»  αὐτόν  πού  ἔχει 

δημιουργηθεῖ ἀπό τους προγενέστερούς μας Πατέρες, τούς πλησιέστερους 

σέ  μᾶς.  Διαχωρίζει  τήν  θέση  του  ἀπό  αὐτήν  τήν  μορφή  μοναχισμοῦ  καί 

 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία. 
40

 Μυστήριο, σελ. 71. 
41

42  Ἱεροθέου,  Μητρ.  Ναυπάκτου,  Καιρός  τοῦ  ποιῆσαι,  ἐκδ.  Ἱ.  Μ.  Γενεθλίου  τῆς 

Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδοση Β΄ 2000, σελ. 287. 
79

τάσσεται ὑπέρ τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης τῆς Ἐκκλησίας μας τῶν πρώτων 

αἰώνων. Παρακολουθεῖ τόν γρήγορο ρυθμό ἀλλαγῆς τῶν κοινωνικῶν καί 

οἰκονομικῶν δομῶν τῶν κρατῶν, πού ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα καί τήν ἀλλαγή 

τοῦ κόσμου σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Οἱ νέες γενεές διαφέρουν κατά πολύ ἀπό 

τίς παλαιές΄ «Οἱ σύγχρονοί μας δέν ἔχουν οὔτε τή φυσική οὔτε τήν ψυχική 

ἀντοχή ὥστε νά μποροῦμε νά τούς ἀντιπαραβάλουμε μέ τούς Πατέρες»43. Οἱ 

μοναχοί  καί  οἱ  μοναχές  πού  εἰσέρχονται  στίς  τάξεις  τῶν  μοναχῶν  εἶναι 

μορφωμένοι  καί  καλλιεργημένοι  διανοητικά.  Δυστυχῶς  ὅμως 

προέρχονται  ἀπό  περιβάλλον  «ὅπου  ἀπουσιάζει  σχεδόν  τελείως  ἡ 

προσευχή,  ἄσχετο  μέ  πνευματικά  βιώματα  οἰκεῖα  σέ  νήπια,  σέ  παιδιά,  σέ 

νέους καί τά παρόμοια»44. Παρατηρεῖ ὅτι «στά ὅρια τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν 

…  διατηροῦνται  ἀκόμη  ἀπό  ἀδράνεια  (sic)  οἱ  συνηθισμένοι  θεσμοί,  ἐνῶ 

παντοῦ,  ἀκόμη  καί  στό  Ἅγιον  Ὄρος,  εἰσάγονται  βαθμηδόν  ἀλλαγές,  πού 

προκαλοῦνται  ἀπό  τίς  διαφορές  τῶν  νέων  γενεῶν  ἀπό  τίς  παλιές»45.  «Ἡ 

γνωριμία  μου»,  θά  γράψει,  «μέ  τόν  πιό  κλασικό  μοναχισμό  τοῦ  Ἄθω  μοῦ 

ἔδωσε  τήν  τόλμη  νά  μή  σταματήσω  στίς  ἐξωτερικές  δυσκολίες  τοῦ  αἰῶνα 

μας,  ἀλλά  μέ  τρόπο  ἅγιο  καί  ἰσχυρό  νά  παραμείνω  στά  μή  παρερχόμενα 

στοιχεῖα τῆς ἀσκητικῆς μας παράδοσης»46. 

Στήν συνέχεια ἀναφέρεται ἐπιμέρους σέ κάθε ἰδιάζον στοιχεῖο τῆς 

Μονῆς  ξεχωριστά  καί  τό  ἀναλύει.  Γιά  τήν  καταγωγή  τῶν  ἀδελφῶν  τῆς 

μονῆς  ἀπό  διάφορα  μέρη  τοῦ  κόσμου  (σήμερα  εἶναι  ἀπό  δεκατέσσερις 

ἐθνότητες)  γράφει:  «Εἶμαι  εὐγνώμων  στήν  Πρόνοια  τοῦ  Θεοῦ  γιά  μᾶς.  Στό 

μικρό  μας  μοναστήρι  εἴμαστε  ὅλοι  ἀπό  διάφορες  χῶρες,  γλῶσσες  καί 

κουλτοῦρες΄  δέν  ἔχουμε  κοινή  καταγωγή.  Θέλουμε  ὅμως  νά  ζήσουμε 

χριστιανικά,  πέρα  ἀπό  τίς  ἐθνικές  συνειδήσεις,  τούς  “βιολογικούς 

πατριωτισμούς” καί τούς ἄλλους παρόμοιους περιορισμούς΄ καί αὐτό χωρίς 

43 Μυστήριο, σελ. 72.  
44 Μυστήριο, σελ. 72.  
45 Μυστήριο, σελ. 71 – 72. 

46 Μυστήριο, σελ. 72. 
80

ἀπόρριψη  ἤ  καταφρόνηση  πρός  τίς  πραγματικότητες  τῆς  πρόσκαιρης 

ὑπάρξεως.  Κάνουμε  ἀγώνα  νά  προσευχόμαστε  γιά  ὅλο  τόν  κόσμο,  γιά  ὅλο 

τόν  Ἀδάμ.  Σέ  αὐτό  συνεργεῖ  καί  τό  γεγονός  ὅτι  βρισκόμαστε  ἔξω  ἀπό  τίς 

περιοχές τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπου οἱ κοινωνικές συνθῆκες 

τῆς ἐποχῆς μας στόν ἕνα ἤ τόν ἄλλο βαθμό ὁδηγοῦν στήν ἀπομόνωση ἀπό τίς 

ἄλλες, ἔστω καί ἀδελφές Ἐκκλησίες, καί ἀναγκάζονται “νά μαρτυροῦν τήν 

ἀφοσίωσή τους στά πατριωτικά ἰδεώδη”, γιά νά μήν προκαλοῦν τίς κρατικές 

ἀρχές μέ τή διαφορετική πορεία πού ἐπιλέγουν»47.  

Γιά  τήν  ἐνδυμασία  τήν  ὥρα  τῶν  ἀκολουθιῶν  γράφει:  «Κατά  τό 

μέτρο τοῦ δυνατοῦ καί ἐμεῖς δέν ἀπορρίπτουμε τίς μορφές ἐνδυμασίας πού 

καθιερώθηκαν  γιά  τήν  τήρηση  τῶν  σπουδαιότερων  λειτουργικῶν 

παραδόσεων, τῶν τυπικῶν τῶν ἀκολουθιῶν, ἀλλά ἡ προσοχή μας στρέφεται 

κυρίως  στήν  ἐκπαίδευση  τῶν  προσερχομένων  στό  ἐπίπεδο  τῆς  θεολογίας, 

τῆς  κατανοήσεως  τῶν  ἀσκητικῶν  ἀρχῶν  πού  πραγματικά  δωρήθηκαν  στήν 

ἀνθρωπότητα ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀναζητοῦμε ὁδούς γιά νά ἐμβαθύνουμε 

στή μετάνοιά μας, νά ἀποκτήσουμε μέ τό πένθος αὐθεντική προσευχή, πού 

νά  φθάνει  ὡς  τόν  Ὕψιστο,  νά  ἐπωφεληθοῦμε  ἀπό  τούς  καρπούς  τῆς 

μοναχικῆς  ὑπακοῆς.  Ἐκτιμᾶμε  ὅλα  ὅσα  οἱ  προγενέστερες  γενεές 

κατόρθωσαν  μέ  σκληρό  ἀγώνα…  Μᾶς  εἶναι  ἀδύνατον  νά  “ἐμπλουτίσουμε” 

τήν Ἀποκάλυψη πού μᾶς δόθηκε Ἄνωθεν. Δέν ἐλπίζουμε νά προχωρήσουμε 

πέρα ἀπό τήν πείρα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ἀλλά προσπαθοῦμε 

νά  βαδίσουμε  στά  ἴχνη  τους  ὡς  τήν  ἔσχατη  δύναμή  μας.  Σκοπός  ὅλων  τῶν 

χριστιανικῶν  γενεῶν  εἶναι  νά  μή  μειώσουν  τή  δωρεά  τοῦ  Θεοῦ  πρός  τήν 

ἀνθρωπότητα  μέ  τή  Σάρκωση  τοῦ  Λόγου  καί  τήν  κάθοδο  τοῦ  Ἁγίου 

Πνεύματος. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμαστε τή θέση μας»48. 

47 Μυστήριο, σελ. 64. 
48 Μυστήριο, σελ. 72 – 73. 
81

Σημαντικό στοιχεῖο διαφοροποίησης τῆς μονῆς ἀποτελεῖ ἡ ἀπουσία 

εἰδικοῦ  μοναστικοῦ  τυπικοῦ49.  Σχετικά  μ’  αὐτό  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

γράφει:  «Στήν  ἐποχή  μας  δέν  μποροῦμε  νά  προβλέψουμε  ποιές  ἀλλαγές 

μποροῦν  νά  προκύψουν  αὔριο  σέ  κάθε  σχέση.  Κάθε  ἱστορική  μορφή  εἶναι 

συμβατική.  Ἀναλλοίωτος  μένει  μόνο  ὁ  τρόπος  τῆς  ζωῆς  πού  τέθηκε  ὡς 

θεμέλιο  τῆς  ὁδοῦ  πρός  τή  σωτηρία΄  τῆς  ὁδοῦ  ἐκείνης,  πού  μᾶς  ὑπέδειξε  ὁ 

Χριστός καί ἀφομοιώθηκε ἀπό τούς θαυμαστούς ἀρχαίους Πατέρες μας»50.  

Διακρίνει  δύο  μορφές  ἀπουσίας  τοῦ  Τυπικοῦ.  Ἡ  πρώτη  βρίσκεται 

«χαμηλότερα  ἀπό  τόν  τύπο»,  ὁπότε  μιλᾶμε  γιά  ἀναρχία.  Ἡ  δεύτερη 

«ὑπερβαίνει  κάθε  τύπο»,  εἶναι  Θεία  καί  εἶναι  πάνω  ἀπό  κάθε  ἐξωτερικό 

νόμο51. Ἐκεῖ ἐπικρατεῖ τό πνεῦμα τῆς  ἀγάπης καί  δέν ὑπάρχει  χῶρος γιά 

νομικούς  κανονισμούς52.  Δέχεται  τήν  ὕπαρξη  τῶν  νόμων  ἀλλά  πιστεύει 

πώς «γιά μᾶς τούς χριστιανούς ὁ παντέλειος κανόνας τῆς ἀληθείας εἶναι οἱ 

49  Σήμερα  στήν  Ἱ.  Μονή  τελεῖται  Θ.  Λειτουργία  τέσσερις  φορές  τήν  ἑβδομάδα 
(Κυριακή,  Τρίτη,  Πέμπτη  καί  Σάββατο).  Οἱ  ἀκολουθίες  τοῦ  ἑσπερινοῦ  καί  τοῦ  ὄρθρου 
τελοῦνται  τό  Σάββατο  καί  τήν  παραμονή  τῶν  μεγάλων  γιορτῶν.  Ὁ  ὄρθρος  τελεῖται  τό 
ἀπόγευμα  μαζί  μέ  τόν  ἑσπερινό.  Τήν  ἑπομένη  διαβάζονται  οἱ  Ὧρες  καί  τελεῖται  ἡ  Θεία 
Λειτουργία. Κύριες γλῶσσες πού χρησιμοποιοῦνται στίς ἀκολουθίες εἶναι  τά Ἑλληνικά, 
τά  Σλαβονικά  καί  τά  Ἀγγλικά.  Τίς  καθημερινές,  ὅταν  δέν  ὑπάρχει  κάποια  μεγάλη 
γιορτή,  τελεῖται  καί  τό  πρωΐ  καί  τό  βράδυ  μία  κοινή  ἀκολουθία  ἡ  ὁποία  περιλαμβάνει: 
«Εὐλογητός  ὁ  Θεός  …»,  Τρισάγιο,  ὁ  Ν΄  ψαλμός  «Ἐλέησόν  μέ  ὁ  Θεός  …»,  ὁ  ὁποῖος  τό 
βράδυ  ἀντικαθίσταται  ἀπό  τόν  ΡΜΒ΄  ψαλμό  «Κύριε,  εἰσάκουσον  …»,  τό  Πιστεύω  καί 
ἀκολουθεῖ μία σειρά ἀπό τριάντα κατοστάρια κομποσχοίνια (τέσσερα στόν Χριστό, ἀπό 
ἕνα στόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, στόν Ἅγιο Σιλουανό, στόν Ἅγιο τῆς ἡμέρας, στούς 
ζῶντες  καί  στούς  κεκοιμημένους,  ξανά  ἕνα  στόν  Χριστό,  ἕνα  στήν  Παναγία  καί  ἕνα 
τελευταῖο στόν Χριστό). Ἀκολουθεῖ Δοξολογία (Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή βράδυ) 
ἤ  Τιμιωτέρα  (Τρίτη  καί  Πέμπτη  βράδυ).  Τελειώνει  ἡ  ἀκολουθία  μέ  τήν  ἀπόλυση.  Ὁ 
ἐφημέριος εἶναι αὐτός πού ξεκινάει τήν ἀκολουθία καί κάθε φορά ἕνας λέει τήν «εὐχή» 
(σέ ὅποια γλώσσα θέλει) καί οἱ ἄλλοι προσεύχονται μυστικά.  
Τίς Κυριακές τελοῦνται συνήθως δύο Θεῖες Λειτουργίες σέ διαφορετικούς ναούς. 
Τό τυπικό κατά τό ὑπόλοιπο τῆς ἡμέρας διαφέρει ἀρκετά ἀπό αὐτό τῶν καθημερινῶν. Τό 
μεσημέρι τελεῖται παράκληση στήν Παναγία καί ἀκολουθεῖ ὁμιλία (στά Ἑλληνικά ἤ στά 
Ἀγγλικά).  Κατόπιν  προσφέρεται  τσάϊ  στούς  ἐπισκέπτες  (γονεῖς  καί  παιδιά).  Πάντοτε 
ὑπάρχουν καί οἱ πνευματικοί γιά νά βοηθοῦν τόν κόσμο. (Συνομιλία μέ π. Πέτρο, μοναχό 
Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας). Βλ. ἐπίσης Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, Καιρός 
τοῦ ποιῆσαι, ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), ἔκδοση Β΄ 2000, σελ. 291 – 302.    
50 Μυστήριο, σελ. 73 – 74. 

51 Βλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 24. 

52 Βλ. Μυστήριο, σελ. 74. 
82

ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ ἄλλοι νόμοι εἶναι ἐπακόλουθα παραβάσεων53, 

πού  δέν  ἰσχύουν  ὅμως  γιά  τούς  δικαίους.  “Δικαίῳ  νόμος  οὐ  κεῖται…”54»55. 

Ὅσο καί ἄν ὁ νόμος εἶναι ἅγιος καί δοσμένος ἀπό τόν Θεό56, πιστεύει πώς 

«κάθε ἐξωτερικός “τύπος” εἶναι κατώτερος ἀπο τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τόν 

ἄνθρωπο»57.  Προσπαθεῖ  νά  μήν  λησμονεῖ  ὅτι  «τό  Σάββατον  διά  τόν 

ἄνθρωπο  ἐγένετο,  οὐχ  ὁ  άνθρωπος  διά  τό  Σάββατον»58.  Ὅπως  ἀκριβῶς 

ἔκαναν  καί  οἱ  Πατέρες,  οἱ  θεμελιωτές  τοῦ  μοναχισμοῦ59.  Δέχεται  ὅτι  «οἱ 

θεσμοί εἶναι ἀπαραίτητοι στήν ἀρχή. Ὅταν ὅμως διαρκοῦν ὥς τό τέλος τῆς 

ζωῆς,  γίνονται  ἐμπόδιο  γιά  τήν  πνευματική  ἀνάπτυξη  ὥς  τήν  πλήρη 

πραγμάτωση τῆς θείας εἰκόνας, ὥς τήν ἐξομοίωση μέ τόν Χριστό»60. 

Ἐντύπωση  προκαλεῖ  καί  τό  γεγονός  τῆς  θέσης  τοῦ  ἡγουμένου.  Ὁ 

ἡγούμενος  δέν  εἶναι  αὐτός  ὁ  ὁποῖος  θά  προΐσταται  τῆς  ἀκολουθίας  ἤ  θά 

προσκυνήσει πρῶτος. Κατά τό «ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται 

ὑμῶν  διάκονος»61,  ἀποτελεῖ  καί  αὐτός  ἕναν  ἁπλό  πιστό,  τίποτα  τό 

ξεχωριστό.  

Βλέπουμε  λοιπόν  ὅτι  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  δίνει  βαρύτητα  στήν 

οὐσία  τῆς  χριστιανικῆς  ζωῆς. Αὐτήν προσπαθεῖ νά  πετύχει. Γνωρίζει τήν 

ὕπαρξη τῶν νόμων καί τῶν θεσμῶν. Δέν τούς ἀπορρίπτει. Θεωρεῖ ὅτι εἶναι 

καλοί γιά τό ξεκίνημα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἄν συνεχίσουν ὥς τό τέλος 

τῆς  ζωῆς,  ἐλλοχεύει  ὁ  κίνδυνος  νά  καταστοῦν  ἐμπόδιο  στήν  πνευματική 

ζωή62.  Δίνει  σημασία  στό  πνεῦμα  τῶν  ἐντολῶν  τοῦ  Χριστοῦ  καί  ὄχι  στό 

53 Πρβλ. Γαλ. γ΄ 19. 
54 Α΄ Τιμ. α΄ 9. 
55 Μυστήριο, σελ. 74. 

56 Βλ. Ρωμ. ζ΄ 12. 

57 Μυστήριο, σελ. 75. 

58 Μάρκ. β΄ 27. 

59 Βλ. Μυστήριο, σελ. 75.  

60 Μυστήριο, σελ. 75. 

61 Μάρκ. ι΄ 42. Πρβλ. Μάρκ. θ’ 35. 

62 Βλ. Μυστήριο, σελ. 74 – 77. 
83

γράμμα. Ἄλλωστε «ἡ ἐμπειρική, ἡ “ὀντολογική” γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται 

μέ τήν παραμονή στό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ»63. 

Ἡ  προσευχητική  καί  ἀσκητική  πράξη,  στήν  συγκεκριμένη  ἱερά 

μονή,  συνδυάζεται  μέ  τήν  κατά  τό  δυνατόν  ἀφομοίωση  τῆς  ὀρθόδοξης 

δογματικῆς  συνειδήσεως,  τό  θεμέλιο  δηλαδή  τῆς  πνευματικῆς  ζωῆς.  Ἡ 

θεολογία  μελετᾶται  ὄχι  ὡς  ἀκαδημαϊκή  ἐνασχόληση  ἀλλά  «ὡς  γνήσια 

ἐφαρμογή τοῦ πνεύματος τῆς Ἀποκαλύψεως σέ ὅλη τή ζωή μας»64. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  εἶχε  τήν  Ἀθωνική  παιδεία.  Ἐκεῖ  κατάλαβε 

πώς «τό σημαντικότερο μάθημα εἶναι τό παράδειγμα, ὁ “τρόπος” τῆς ζωῆς 

καί  ὄχι  τά  λόγια»65.  Γι’  αὐτό  καί  δέν  κήρυττε.  Ὁ  ἴδιος  δέν  θεωροῦσε  τόν 

ἑαυτό  του  «παράδειγμα»  πρός  μίμηση.  Τουλάχιστον  σ’  ὅτι  ἀφορᾶ  τόν 

ἐξωτερικό  τρόπο  ζωῆς,  δηλ.  ἄσκηση,  νηστεία,  ἀγρυπνίες  κ.λπ.  Στόν 

ἐσωτερικό τομέα ὅμως τῆς ψυχῆς πίστευε πώς γνώρισε κάτι ἀπό τόν Ἅγιο 

Σιλουανό τό ὁποῖο θά ἤθελε ὅλοι νά τό μιμηθοῦν. Αὐτό δέν εἶναι τίποτα 

ἀλλό  ἀπό  τήν  ἀποκάλυψη  τοῦ  Θεοῦ  σέ  μᾶς,  τό  Ἄκτιστο  Φῶς.  Αὐτό  πού 

ἀλλάζει ριζικά ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο66. Κάτι τό ὁποῖο ἔζησε καί ὁ Ἅγιος 

Σιλουανός καί ὁ ἴδιος προσωπικά. 

Δίνοντας  βαρύτητα  στήν  διαφορετικότητα  τῆς  ζωῆς  στήν 

συγκεκριμένη  μονή,  ἀναγκάζεται  νά  μήν  δέχεται  ὅλους  ὅσοι  ζητοῦν  νά 

λάβουν  τό  μοναχικό  σχῆμα:  «στόν  τόπο  πού  μᾶς  δόθηκε  ἀπό  τήν  Πρόνοια 

τοῦ  Θεοῦ  νά  ζοῦμε,  σέ  χώρα  δυτικοῦ  πολιτισμοῦ,  δέν  μποροῦμε  πάντοτε 

ἀδιακρίτως  νά  δεχόμαστε  ὡς  μοναχούς  ὅλους  ἐκείνους  πού  μᾶς  τό  ζητοῦν, 

διότι ἐδῶ οἱ μοναχοί μας ὀφείλουν νά εἶναι σέ θέση νά ἀνταποκρίνονται στίς 

ἀπαιτήσεις  τοῦ  περιβάλλοντός  μας.  Ἔτσι,  σέ  μερικούς  προτείνουμε  νά 

63 Μυστήριο, σελ. 81. 
64 Μυστήριο, σελ. 79. 
65 Μυστήριο, σελ. 66. 

66 Βλ. Μυστήριο, σελ. 66 – 68. 
84

μονάσουν  σέ  ὀρθόδοξη  χώρα»67.  Πρέπει  ὅλα  τά  μέλη  τῆς  ἀδελφότητας  νά 

κατανοήσουν  αὐτήν  τήν  διαφορετικότητα  τῆς  ἱερᾶς  μονῆς  καί  νά  ἔχουν 

«βαθειά  συνείδηση  ὑπευθυνότητος  μπροστά  στόν  Θεό  καί  μπροστά  στούς 

ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές. Ἡ προσωπική αὐτή εὐαισθησία πρός τίς ἀνάγκες 

τοῦ  κάθε  ἄλλου  μέλους  καί  ἡ  ἑτοιμότητα  νά  ὑπηρετήσει  μέ  αὐταπάρνηση 

τίς  κοινές  ἀνάγκες  καί  ὄχι  τά  ἀτομικά  συμφέροντα  εἶναι  ἀπαραίτητες 

προϋποθέσεις.  Χωρίς  αὐτές  δέν  θά  σταθοῦμε  οὔτε  πνευματικά  οὔτε 

ὑλικά»68.  

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  νοιάζεται  γιά  τήν  «προσωπική  πνευματική 

πρόοδο κάθε ἀδελφοῦ καί κάθε ἀδελφῆς»69. Στόχος του εἶναι ὁ «ὀρθόδοξος 

χριστιανικός “περσοναλισμός”»70, ὁ ὑψηλότερος καί δυσκολότερος στόχος. 

Θέλει  νά  ἀκολουθήσει  καί  ὁ  ἴδιος  προσωπικά  καί  τό  κάθε  μέλος  τῆς 

ἀδελφότητάς  του,  μέ  τήν  βοήθεια  τοῦ  Θεοῦ,  τό  παράδειγμα  τοῦ  Ἁγίου 

Σιλουανοῦ.  Νά  καταφέρει,  ὡς  «κατ’  εἰκόνα  Χριστοῦ,  νά  προσεύχεται  γιά 

ὅλο  τόν  κόσμο  ὅπως  καί  γιά  τόν  ἑαυτό  του»71.  Αὐτό  τό  ἐπίτευγμα  συνιστᾶ 

κατεξοχήν τήν «ἐν Χριστῷ σωτηρία»72. Ἡ ὁδός πρός τήν σωτηρία, γιά τόν 

γέροντα  Σωφρόνιο  καί  τήν  ὑπόλοιπη  ἀδελφότητά  του,  εἶναι  ἡ  ἐλευθερία 

«ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν73»74. 

Τό  βασικότερο  ἀπ’  ὅλα  εἶναι  ὅτι  ἡ  τελική  ἐπιλογή  τῆς  μορφῆς  τῆς 

μοναστικῆς  ζωῆς  τους  ἔχει  ὡς  βάση  της  τήν  διδασκαλία  τοῦ  ἁγίου 

Σιλουανοῦ75.  Τό  μαρτυρεῖ  καί  ὁ  ἴδιος:  «Καί  ἡ  βάση  τοῦ  μοναστηριοῦ  αὐτοῦ 

67 Μυστήριο, σελ. 78. 
68 Βλ. Μυστήριο, σελ. 78. 
69 Μυστήριο, σελ. 79. 

70 Μυστήριο, σελ. 79. 

71 Μυστήριο, σελ. 79.  

72 Μυστήριο, σελ. 79 . 

73 Γαλ. ε΄ 1. 

74 Βλ. Μυστήριο, σελ. 74. 

75 Βλ. Ἄσκησις, σελ. 105. 
85

ἦταν  ἐκεῖνος,  ὁ  Σιλουανός»76.  Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ἀντιλαμβάνεται  τόν 

μοναχισμό ὡς προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου77: «Ὁ μοναχός εἶναι ἱκέτης 

γιά ὅλον τόν κόσμο΄ θρηνεῖ γιά ὅλον τόν κόσμο΄ καί σέ αὐτό ἔγκειται τό κύριο 

ἔργο του»78.  

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἔδωσε  μεγάλη  σημασία  στόν  ἐσωτερικό 

ἀσκητισμό.  Ἡ  ἐσωτερική  τελείωση  γι’  αὐτόν  εἶχε  μεγαλύτερη  ἀξία  ἀπό 

τήν ἐξωτερική τήρηση τῶν κανόνων. Ἡ μονή δέν ἔχει κάποιον κανόνα γιά 

τήν νηστεία καί τίς ὧρες τοῦ ὕπνου. Δίδεται ἔμφαση στήν καλλιέργεια τοῦ 

νοῦ  καί  τῆς  καρδιᾶς.  Ἀκόμη  καί  οἱ  καθ’  ἡμέραν  προσευχές 

ἀντικαθίστανται  ἀπό  τήν  «Εὐχή  τοῦ  Ἰησοῦ»,  τήν  συνεχή  ἐπίκληση  τοῦ 

Ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ  στό  πλαίσιο  τῆς  κοινῆς  λατρείας,  γιά  τέσσερις 

συνολικά  ὧρες  ἡμερησίως.  Αὐτό  τό  τυπικό  ταίριαζε,  γιατί  τό 

συγκεκριμένο  μοναστήρι  ἀποτελεῖ  μία  μικρή  πολυεθνική  κοινότητα.  Θά 

ἦταν  δύσκολη  ἡ  ἀνάγνωση  τῶν  ἀκολουθιῶν  σέ  μία  μόνο  γλώσσα.  Κάτι 

τέτοιο  θά  σήμαινε  τήν  «ἀποκοπή»  κάποιων  μελῶν  ἀπό  τήν  λατρεία. 

Ἄλλωστε αὐτό ἦταν τό ἴδιο τυπικό, τό ὁποῖο χρησιμοποιοῦσε ὁ γέροντας, 

ὅταν  ἦταν  στήν  ἔρημο.  Ὑπάρχουν  περιπτώσεις  ὅπου  οἱ  ἀκολουθίες 

ἀντικαθίστανται  μέ  τήν  «Εὐχή  τοῦ  Ἰησοῦ»79.  Πάντοτε  καταλήγουν  στήν 

Δοξολογία80.  

76   Γέροντας  Σωφρόνιος,  «Συζήτηση  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  τοῦ  Ἔσσεξ  γιά  τόν 
ἅγιο Σιλουανό τόν Ἀθωνίτη», Πεμπτουσία, τ. 24 (2007), σελ. 123. 
77 Βλ. Μυστήριο, σελ. 84. 

78 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 488. 

79 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 47 – 48. 

80  Ὁ  γέροντας  δεχόταν  αὐτήν  τήν  ἀλλαγή  τῶν  ἀκολουθιῶν  μέ  τό  κομποσχοίνι 

σύμφωνα  μέ  τήν  κάθε  περίπτωση  καί  ὄχι  γενικά.  Αὐτό  φαίνεται  ἀπό  γράμμα  του  πρός 
τόν Δ. Μπάλφουρ ὅπου γράφει: «Ἄν ἤμουν ὁ πνευματικός σας, θά τολμοῦσα εἰδικά γιά σᾶς 
(καί  ὄχι  γενικά)  νά  προτείνω  τήν  ἀντικατάσταση  τῆς  ἀνάγνωσης  κανόνων,  τροπαρίων  καί 
στιχηρῶν μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ στόν ἀντίστοιχο χρόνο». Ἀναφέρει καί τό τυπικό τό ὁποῖο 
ἰσχύει:  «Ἄν  λοιπόν  ἀντικαταστήσετε  τούς  κανόνες  μέ  κομποσχοίνια  κατά  τόν  ἀριθμό 
σύμφωνα μέ τό τυπικό (3 κομποσχοίνια γιά τόν κανόνα), … Οἱ προσευχές πρίν ἀπό τή Θεία 
Μετάληψη ἀντικαθίστανται κατά τό τυπικό μέ 12 κομποσχοίνια. Αὐτό παίρνει τουλάχιστο 
μία  ὥρα,  ἐνῶ  ἡ  ἀνάγνωση  εἶναι  δυνατή  σέ  25  λεπτά  (προσευχές  χωρίς  κανόνες 
ἀντιστοιχοῦν  σέ  12  κομποσχοίνια,  κανόνες  πρός  τόν  Σωτῆρα,  τή  Θεομήτορα,  τόν  Ἄγγελο 
Φύλακα,  τόν  κανόνα  τῆς  Θείας  Μεταλήψεως  σέ  10  κομποσχοίνια,  ὅλα  μαζί  22 
86

Μέσα  ἀπό  ὅλα  αὐτά  τά  γεγονότα,  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἵδρυσε 

ἕνα μοναστήρι στήν καρδιά τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Προσάρμοσε τόν τρόπο 

λειτουργίας  του  στίς  συνθῆκες  τοῦ  περιβάλλοντός  του.  Μετέφερε  τό 

Ὀρθόδοξο  μήνυμα  καί  ἦθος  στούς  ὑπαρξιακούς  προβληματισμούς  τοῦ 

σύγχρονου ἀνθρώπου. Τόλμησε νά μιλήσει γιά τήν ἔννοια τοῦ προσώπου, 

βασισμένος στήν ἀσκητική ἐμπειρία καί στήν θεολογία τῶν Πατέρων81.

κομποσχοίνια).  …  Στίς  ἡμέρες  πού  δέν  τελεῖτε  τή  Λειτουργία,  μοῦ  φαίνεται  δυνατό  νά 
ἀντικατατήσετε  τόν  κανόνα  σας  μέ  τήν  εὐχή,  στόν  ἀντίστοιχο  χρόνο  (ἀνάλογα  μέ  τή 
διάθεση  τῆς  ψυχῆς  ‐  εἴτε  μέ  τά  βιβλία  εἴτε  μέ  κομποσχοίνι  ἤ  καί  μέ  δικά  σας  λόγια), 
ἀφιερώνοντας  γιά  τόν  ἑσπερινό  45  λεπτά,  γιά  τό  ἀπόδειπνο  45  λεπτά,  γιά  τόν  ὄρθρο  δύο 
ὧρες,  σύνολο  3,5  ὧρες.  Ἐν  μέρει  ἀπό  τά  βιβλία  (Ψαλτήρι,  Ὧρες,  Κανόνες),  ἐν  μέρει  μέ 
κομποσχοίνια,  ἐν  μέρει  ἀπό  τόν  ἑαυτό  σας.  …  Ζητεῖστε  ἀπό  τόν  Ἐπίσκοπο  νά  δώσει  τήν 
εὐλογία  νά  ἀντικαταστήσετε  τόν  κανόνα  πού  γίνεται  μέ  τά  βιβλία,  μέ  τήν  εὐχή  σέ  χρόνο, 
δηλαδή σέ χρόνο ἀντίστοιχο πρός ἐκεῖνον πού διαθέτετε γιά τήν ἀνάγνωση τοῦ κανόνα (ὄχι 
ἀνάγνωση  γρήγορη  οὔτε  σιγανή  ἀλλά  κανονική).  …  σχετικά  μέ  τήν  προσευχή  μέ 
κομποσχοίνι πάλι χωρίς νά βιάζεσθε, ἀλλά συγκεντρώνοντας τήν προσοχή στήν προσευχή, 
καί ὄχι στόν ἀριθμό τῶν κομποσχοινίων΄ ἤ πάλι, ὅταν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή νά προσευχηθεῖ, ἄς 
προσευχηθεῖ ἥσυχα, χωρίς φόβο μήπως ἡ προσευχή της δέν λογαριασθεῖ ὡς κανόνας. .... Μέ 
λίγα λόγια, πρέπει νά ὑπάρχει στήν ψυχή ἐλευθερία ἀπό τά βιβλία, ἀλλά ἐλευθερία γιά νά 
προσεύχεται,  ὄχι  γιά  νά  ὀνειροπολεῖ.  Ἄν  ὅμως  ὁ  νοῦς  εἶναι  ράθυμος  στήν  προσεκτική 
προσευχή,  τότε  πρέπει  νά  χρησιμοποιοῦμε  τά  βιβλία  καί  τό  τυπικό  τῆς  Ἐκκλησίας»  (στό 
Ἀλληλογραφία, σελ. 188‐190). 
81 Βλ. Ἰωαννου Ζηζιούλα, Μητροπολίτου Περγάμου, «Ἡ περί προσώπου ἀντίληψη 

τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  σέ  σχέση  μέ  τά  σύγχρονα  θεολογικά  ρεύματα»,  Πρακτικά,  σελ. 
255. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 

Η ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ  

ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ 

α) Ὁ ἁγιασμός τῶν μυστηρίων. 

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  ὁ  ἁγιασμός  τῶν  Μυστηρίων  εἶναι  ἡ 

ὑπαρξιακή  ἀλλοίωση  τοῦ  πιστοῦ  ἀπό  τήν  μετοχή  του  σ’  αὐτά:  «Καί  εἰς 

ἡμᾶς  δίδει  Οὗτος  νά  ψηλαφήσωμεν  τούς  “μώλωπας”  Αὐτοῦ1,  ὅταν 

εἰσερχώμεθα  ἐνεργῶς  καί  ἐν  ἐπιγνώσει  εἰς  τά  τελούμενα  κατά  τήν  ὥραν 

τῆς Θείας Λειτουργίας»2. 

Λίγες  εἶναι  οἱ  ἀναφορές  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου  γιά  τά  μυστήρια. 

Ἐξαίρεση  ἀποτελεῖ τό μυστήριο  τῆς  Θ.  Εὐχαριστίας, τό ὁποῖο ἀναλύουμε 

σέ  ἐπόμενο  κεφάλαιο.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  στά  συγγράμματά  του, 

κάνει  λόγο  γιά  τό  μυστήριο  τοῦ  Βαπτίσματος,  τοῦ  Εὐχελαίου,  καί  τοῦ 

Γάμου.  Θά  μπορούσαμε  νά  ποῦμε  ὅτι  ἀσχολεῖται  μέ  τά  μυστήρια 

«εὐκαιριακά».  Οἱ  ἀναφορές  πού  κάνει  σέ  αὐτά  δέν  ἀποτελοῦν 

συστηματική ἀνάλυσή τους. Λόγῳ ὁρισμένων συγκυριῶν γράφει γι’ αὐτά. 

Ἐξαίρεση  ἀποτελεῖ  τό  μυστήριο  τοῦ  γάμου.  Στό  βιβλίο  του  «Τό  μυστήριο 

τῆς  χριστιανικῆς  ζωῆς»  ὑπάρχουν  δύο  μικρά  κεφάλαια  γιά  τόν  γάμο.  Τό 

ἕνα  ἀφορᾶ  στόν  γάμο  γενικά  καί  τό  ἄλλο  τόν  παραλληλίζει  μέ  τόν 

μοναχισμό3.  

Στό  μυστήριο  τοῦ  Βαπτίσματος,  ἡ  σφραγίδα  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος 

εἶναι  αὐτή  ἡ  ὁποία  προστατεύει  τόν  ἄνθρωπο  ἀπό  κάθε  κακό,  γίνεται 

πραγματική πνευματική ἀσπίδα. Ἀναγνωρίζοντας κάτι τέτοιο ὁ γέροντας 

1 Βλ. Ἡσ. νγ΄ 5, Ἰωάν. κ΄ 25. 
2 Ὀψόμεθα, σελ. 359. 
3 Βλ. ἀναλυτικά, Μυστήριο, σελ. 190 – 194, 395 – 398. 
88

Σωφρόνιος στήν προσωπική του ζωή γράφει: «Ἐβαπτίσθην τάς πρώτας ἤδη 

ἡμέρας τῆς ἐμφανίσεώς μου εἰς τόν κόσμον. Συμφώνως πρός τήν τάξιν τῆς 

Ἐκκλησίας  ἡμῶν,  κατά  τό  μυστήριον  τοῦτο  ἐναπετέθη  εἰς  ἅπαντα  τά  μέλη 

τοῦ  σώματός  μου  “σφραγίς  δωρεᾶς  Πνεύματος  Ἁγίου”.  Δέν  εἶναι  ἆρα  γε  ἡ 

“Σφραγίς”  αὕτη,  ἥτις  διέσωσεν  ἐμέ  ἀπό  τῶν  παραπλανήσεών  μου  εἰς 

ἀλλοτρίας  ὁδούς;  Δεν  εἶναι  μήπως  αὕτη  ἡ  αἰτία  τῶν  πολλῶν  “θαυμαστῶν 

συμπτώσεων”  τῶν  βιωμάτων  μου  πρός  τό  πνεῦμα  τῆς  Εὐαγγελικῆς 

Ἀποκαλύψεως;»4. 

Ἐκτός  βέβαια  ἀπό  τόν  ψυχικό  ὑπάρχει  καί  ὁ  σωματικός  ἁγιασμός 

τοῦ πιστοῦ. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος, σέ γράμμα του πρός τήν ἀδελφή του 

Μαρία, δίνει «ὁδηγίες» γιά τό πῶς γίνεται ἡ χρίση μέ τό ἁγιασμένο ἔλαιο: 

«Νά    παίρνεις  στήν  ἄκρη  τοῦ  δακτύλου  σου  λάδι,  νά  σχηματίζεις  μέ  αὐτό 

σταυρό  στό  ἄρρωστο  μέρος  καί  νά  λές:  “Εἰς  τό  Ὄνομα  τοῦ  Πατρός  καί  τοῦ 

Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  …  Κύριε,  θεράπευσε  τίς  ψυχικές  καί 

σωματικές  ἀσθένειές  μου,  καί  σῶσε  με  μέ  ὅποιον  τρόπο  Ἐσύ  γνωρίζεις”. 

Ἔπειτα  μιά  μικρή  ἐντριβή  τοῦ  ἄρρωστου  μέρους  τοῦ  σώματος.  Ἔτσι  νά 

κάνεις  σέ  κάθε  σημεῖο  πού  πάσχει.  Ἀνεξάρτητα  ἀπό  τό  ἄν  ἐπακολουθεῖ  ἤ 

ὄχι  βελτίωση,  πρέπει  νά  τό  κάνεις  χάριν  ἁγιασμοῦ.  Γνώρισα  ὅμως  στή  ζωή 

μου  πλῆθος  περιπτώσεων  μέ  ἐκπληκτικές  ἰάσεις.  Τό  λάδι  αὐτό  εἶναι 

ἐπιπλέον  ἁγιασμένο.  Ἁγιάζεται  τήν  Τετάρτη  ἤ  τήν  Πέμπτη  τῆς  Μεγάλης 

Ἑβδομάδος …»5. 

Σχετικά  μέ  τόν  γάμο  γράφει:  «…  ὁ  γάμος  εἶναι  “μυστήριο” 

καθεαυτόν: ὑπερνίκηση τοῦ ἐγωισμοῦ, συνένωση τῶν δύο σέ “ἑνότητα”»6. Σέ 

ἄλλο σημεῖο: «Τό νόημά του ἔγκειται στό νά μήν παραμείνουμε στά ὅρια τῆς 

φύσεως,  ἀλλά  στήν  ἀπό  κοινοῦ  προσπάθεια  νά  γίνουμε  “ναός”  γιά  τή 

4 Ὀψόμεθα, σελ. 14. 
5 Γράμματα, σελ. 118. 
6 Μυστήριο, σελ. 396. 
89

λατρεία  τοῦ  Ἀνάρχου  Πατρός.  Τότε  ὁ  γάμος  γίνεται  ὁδός  πρός  σωτηρία»7. 

Παραλληλίζοντας  τόν  γάμο  μέ  τόν  μοναχισμό  μᾶς  δείχνει  τό  πόσο 

ὑπερτερεῖ ὁ δεύτερος ἔναντι τοῦ πρώτου8. 

Ἀναφερόμενος  γενικότερα  στά  Μυστήρια  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

γράφει:  «Ὅλα  τά  μυστήρια  ἐν  τῇ  Ἐκκλησίᾳ  ἡμῶν  τελοῦνται  διά  τῆς 

ἐπικλήσεως  τῶν  Θείων  Ὀνομάτων  καί  πρωτίστως  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος:  τοῦ 

Πατρός  καί  τοῦ  Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος»9.  Ἡ  λατρεία  μας 

θεμελιώνεται  στήν  ἐπίκληση  τῶν  Θείων  Ὀνομάτων10.  «Μέ  τό  Ὄνομά  του, 

τόν  Λόγο  του,  τή  δύναμή  Του  τελοῦμε  τά  μυστήρια»11.  Βέβαια  τίποτα  δέν 

γίνεται  κατά  μαγικό  τρόπο:  «Δέν  ἀποδίδομεν  εἰς  τήν  ἀκουστικήν  αὐτῶν 

μορφήν μαγικήν δύναμιν΄ ὅταν ὅμως προφέρωμεν ταῦτα ἐν ἀληθεῖ ὁμολογίᾳ 

πίστεως  καί  ἐν  καταστάσει  φόβου  Θεοῦ,  εὐλαβείας  καί  ἀγάπης,  ἔχομεν 

ὄντως καί τόν Θεόν ὁμοῦ μετά τῶν Ὀνομάτων Αὐτοῦ»12. Χρειάζεται δηλαδή 

καί ἡ δική μας ἐνεπίγνωστη συμμετοχή. 

Μέ  αὐτόν  τόν  τρόπο,  «διά  τῶν  ὀνομάτων  Αὐτοῦ»,  τελοῦνται  στήν 

Ἐκκλησία ὅλα τά μυστήρια. Μέ τήν ἐπίκληση τῶν ὀνομάτων Του γίνεται 

«ἐνεργός  καί  ἀπαύστως  αἰσθητή  ἡ  παρουσία  Αὐτοῦ»13.  Τά  μυστήρια  δέν 

εἶναι ἁπλά σύμβολα ἀλλά βιούμενη ὀντολογικά πραγματικότητα. Κάτι τό 

ὁποῖο μαρτυρεῖται ἀπό τήν πείρα14. 

Ἕνα  κοινό  στοιχεῖο,  τό  ὁποῖο  ἔχουν  ὅλα  τά  μυστήρια,  εἶναι    ἡ 

ταπείνωση  μέ  αὐτομεμψία  τοῦ  τελετουργοῦ  τους  καί  ἡ  «ἐν  πνεύματι» 

πορεία του πρός τά κάτω15.  

Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε: 

7 Μυστήριο, σελ. 193. 
8 Βλ. ἀναλυτικά Μυστήριο, σελ. 395 – 398. 
9 Περί προσευχῆς, σελ. 140. 

10 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 140 – 141. 

11 Ἀλληλογραφία, σελ. 299 – 300. 

12 Περί προσευχῆς, σελ. 140 – 141. 

13 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 173. 

14 Ἀλληλογραφία, σελ. 299 – 300. 

15 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 358. 
90

α)  τό  μυστήριο  τοῦ  Βαπτίσματος,  ὅπου  ὁ  ἱερουργός 

εὔχεται:  «…  Μή  βδελύξῃ  με,  μηδέ  τό  πρόσωπόν  σου 

ἀποστρέψῃς  ἀπ’  ἐμοῦ,  ἀλλά  πάριδέ  μου  τά  παραπτώματα  … 

Μή,  Δέσποτα,  ἀποστραφείην  τεταπεινωμένος  καί 

κατῃσχυμμένος,  ἀλλ’  ἐξαπόστειλόν  μοι  δύναμιν  …  καί  μή 

καθέλῃς, ἀλλά φύτευσον …»16 καί  

β)  τό  μυστήριο  τῆς  Θ.  Εὐχαριστίας,  ὅπου 

χαρακτηριστική εἶναι ἡ εὐχή τοῦ χερουβικοῦ ὕμνου: «Οὐδείς 

ἄξιος … λειτουργεῖν σοι, Βασιλεῦ τῆς δόξης … Ἀλλ’ ὅμως διά 

τήν ἄφατον … σου φιλανθρωπίαν …»17. 

Ταπεινώνοντας  ἔτσι  τόν  ἑαυτό  του  ὁ  οἰκονόμος  τῶν  μυστηρίων 

ἱερεύς  δέχεται  ἀπό  τόν  Θεό  τήν  δύναμη  νά  ἱερουργήσει  καί  νά  ἀνεβάσει 

πρός  τά  πάνω  καί  τόν  ἑαυτό  του  ἀλλά  καί  τούς  πιστούς,  πού  τοῦ  ἔχει 

ἐμπιστευθεῖ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνουμε ὅτι μέ τό πρῶτο μέρος 

γίνεται «ἡ κατάβαση τοῦ πνεύματος» καί μέ τό δεύτερο, μέ τό «ἀλλά» τῆς 

πίστεως, γίνεται  «ἡ ἀνάβαση». Μ’ αὐτόν τόν τρόπο  οἱ πιστοί μαθαίνουν 

νά  ἐμπιστεύονται  τόν  ἑαυτό  τους  στό  ἄπειρο  ἔλεος  τοῦ  εὐεργέτου  Θεοῦ. 

Κάτι  ἀνάλογο,  χωρισμός  σέ  δύο  μέρη,  συμβαίνει  καί  στίς  ὑπόλοιπες 

προσευχές  τῆς  Ἐκκλησίας  μας.  Πολύ  ἔντονα  φαίνεται  τό  συγκεκριμένο 

στοιχεῖο στίς εὐχές τῆς Θείας Μεταλήψεως18. 

Συνδυάζοντας  τά  παραπάνω  μποροῦμε  νά  συμπεράνουμε  ὅτι  τά 

δύο  μέρη  τῶν  προσευχῶν  τῶν  μυστηρίων,  καθώς  καί  τῶν  ὑπολοίπων 

ἀκολουθιῶν,  ταυτίζονται  ἀπόλυτα  μέ  τά  δύο  μέρη  τῆς  βασικῆς 

διδασκαλίας  τοῦ  ἁγίου  Σιλουανοῦ,  τό  «κράτει  τόν  νοῦν  σου  εἰς  τόν  ᾃδην 

καί μή ἀπελπίζου».  

  Ἀκολουθία  Ἁγίου  Βαπτίσματος,  ἔκδ.  Ἀπ.  Διακ.  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος, 
16

Ἀθήνα 82005 , σελ. 47 – 48. 
17 Θ. Λειτουργία Ἰω. Χρυσοστόμου. 

18 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 358. 
91

Τό πρῶτο μέρος, «κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ᾃδην», ταυτίζεται μέ 

τήν «κατάβαση» τοῦ λειτουργοῦ. Τό δεύτερο μέρος, «καί μή ἀπελπίζου» μέ 

τήν «ἀνάβαση» τοῦ λειτουργοῦ.  

Κατεβαίνοντας  ὁ  ἄνθρωπος  «ἐν  πνεύματι»  στόν  ᾃδη,  τό  μόνο  πού 

κάνει εἶναι νά ἀκολουθεῖ τόν Χριστό. Δέν ἀπελπίζεται ὅμως, γιατί αὐτός ὁ 

δρόμος  τοῦ  Κυρίου  τόν  ὁδηγεῖ  στή  ζωή,  σέ  «περισσόν  ζωῆς»19.  Αὐτή 

ἀκριβῶς ἡ πρός τά κάτω πορεία εἶναι ἡ ὁδός πού πορεύεται καί ἡ ἁγία μας 

Ἐκκλησία20.   

Τό  μόνο  πού  πρέπει  νά  προσέξουμε  εἶναι  ὅτι  «ἡ  κατάβαση  τοῦ 

Κυρίου στόν ἅδη ἦταν ἑκούσια καί ἀναμάρτητη. Αὐτή ἔγινε μόνο ἀπό ὑπακοή 

στόν  Πατέρα  καί  γιά  τή  σωτηρία  τοῦ  κόσμου.  Ἀντίστοιχα  καί  ἡ  κατάβαση 

τοῦ  ἀνθρώπου  πρέπει  νά  εἶναι  ἑκούσια  καί  ἀπό  ὑπακοή  στήν  ἐντολή  τοῦ 

Κυρίου, γιά νά εὐλογηθεῖ καί νά τελεσφορήσει»21.   

Αὐτή  ἡ  «κατάβαση»  τοῦ  πιστοῦ  ‐  ἱερουργοῦ  δέν  εἶναι  τίποτα  ἄλλο 

ἀπό  τό  «Μέγα  καί  ἄρρητον  δῶρον  τῆς  μετανοίας».  Χρειάζεται  νά 

μετανοήσουμε  γιά  νά  διεισδύσει  τό  πνεῦμα  μας  στά  «Μυστήρια  τοῦ 

Ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός ἡμῶν»22. 

Μέ τήν συμμετοχή τοῦ ἀνθρώπου στά μυστήρια πραγματοποιεῖται 

ἡ  ἕνωσή  του  μέ  τόν  Χριστό  στό  ὀντολογικό  ἤ  χαρισματικό  ἐπίπεδο.  Τά 

μυστήρια  εἶναι  αὐτά  τά  ὁποῖα  συνδέουν  τόν  ἄνθρωπο  μέ  τήν  ἄκτιστη 

χάρη τοῦ Θεοῦ23. 

Τά  μυστήρια  εἶναι  ἁγιαστικές  λατρευτικές  πράξεις,  οἱ  ὁποῖες 

χαρίζουν  κάθαρση,  φωτισμό  καί  τελείωση.  Εἶναι  ἐκφάνσεις  τοῦ  σώματος 

 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 359. Πρβλ. καί Ἰωάν. ι΄ 10. 
19

 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 357. 
20

21 Ἀναφορά, σελ. 360. 

22 Ὀψόμεθα, σελ. 66. 

23  Βλ.  Γεωργίου  Μαντζαρίδη,  «Ἡ  μετοχή  στήν  ἐνέργεια  τοῦ  Θεοῦ  ὡς  ὅρος 

πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο», Πρακτικά, σελ. 245 – 246. 
92

τοῦ  Χριστοῦ,  κατά  τόν  Ἅγιο  Νικόλαο  Καβάσιλα24.  Τά  μυστήρια  εἶναι  τά 

μέσα  πού  μᾶς  ἔχει  δώσει  ὁ  Θεός,  ὥστε  νά  τά    χρησιμοποιήσουμε  γιά  νά 

πετύχουμε  τόν  προορισμό  τῆς  ἀνθρώπινης  φύσεως,  τόν  ἁγιασμό  καί  τή 

θέωσή μας. 

24  Βλ. Νικολάου Καβάσιλα, Εἰς τήν Θείαν λειτουργίαν, ΛΘ΄, 2. ΕΠΕ. Φιλοκαλία 22, 
σελ. 190. 
 

β) Ἡ Θεία Λειτουργία.   

Σύμφωνα  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  δύο  εἶναι  τά  ὅπλα  πού  μᾶς 

ἔδωσε ὁ Θεός γιά τόν πνευματικό μας ἀγώνα. Τό πρῶτο εἶναι ἡ προσευχή 

«Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ  τοῦ  Ζῶντος,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν 

κόσμον σου». Τό δεύτερο, ἡ τέλεση τῆς Λειτουργικῆς θυσίας, γιά ὅσο εἶναι 

πρακτικά δυνατόν1. Ἡ Θεία Λειτουργία  ἀποτελεῖ τήν κορωνίδα ὅλων τῶν 

μυστηρίων  τῆς  πίστεώς  μας.  Εἶναι  τό  κέντρο  τῆς  λατρείας  μας.  Ὅλα  τά 

μυστήρια συνδέονται μέ τή Θεία Λειτουργία, τήν Εὐχαριστία. 

Κάνοντας  λόγο  γιά  Θεία  Λειτουργία,  εἶναι  ἀνάγκη  νά 

ἐπισημάνουμε  ὅτι  οἱ  πραγματικές  διαστάσεις  τῆς  Λειτουργίας  εἶναι 

«ἀληθῶς  θεῖαι  καί  οὐδέποτε  ἡμεῖς  ἐξαντλοῦμεν  τό  περιεχόμενον  αὐτῆς, 

ἰδιαιτέρως  ἐν  ὅσῳ  ἔτι  ζῶμεν  ἐν  τῇ  σαρκί»2.  Τόν  θεῖο  χαρακτήρα  τῆς 

Λειτουργίας  τόν  ἀντιλαμβανόμαστε  λίγο  πρίν  ξεκινήσουμε  τό  Μέγα 

Μυστήριο. Μέ τήν φράση τοῦ διακόνου πρός τόν ἱερέα «καιρός τοῦ ποιῆσαι 

τῷ Κυρίῳ»3 δηλώνεται ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα «ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος ἐνεργήσῃ … 

Ἡ Λειτουργία εἶναι πρωτίστως Θεία Πρᾶξις … ὁ “καιρός” τῆς Λειτουργίας 

εἶναι: “Νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων”»4. 

Ἡ  λέξη  λειτουργία  ἀποτελεῖται  ἀπό  δύο  συνθετικά:  λειτ  (=λεῖτος) 

καί  ουργία  (=ἔργο).  Σημαίνει  ὅτι  εἶναι  ἔργο  τοῦ  λαοῦ.  Ὅλοι  μαζί  καί  ὁ 

ἱερέας καί ὁ λαός τελοῦν αὐτό τό μεγάλο μυστήριο. Κανείς ἀπό μόνος του 

δέν  μπορεῖ  νά  τελέσει  τήν  Θεία  Λειτουργία,  οὔτε  ὁ  ἱερέας  οὔτε  ὁ  λαός. 

Χρειάζεται ἡ συμμετοχή καί τῶν δύο. Ἀπόδειξη ὅτι οἱ αἰτήσεις καί οἱ εὐχές 

της  εἶναι  γράμμενες  στόν  πληθυντικό  ἀριθμό.  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

ἔλεγε:  «στή  Θεία  Λειτουργία,  ὅλοι  παίρνουν  μέρος,  κλῆρος  καί  λαός,  εἶναι 

1 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 177.  
2 Ὀψόμεθα, σελ. 354. 
3 Ψαλμ. ριη΄ 126. 

4 Ὀψόμεθα, σελ. 357 ‐ 358. 
94

παγκόσμιο γεγονός νά συμμετέχεις στή Θεία Λειτουργία καί νά ζεῖς ὅλο τόν 

πόνο τοῦ κόσμου: γίνεται ὅλος ὁ κόσμος δικός σου καί προσεύχεσαι»5.  

Ἡ  Λειτουργία  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  εἶναι:  «θυσία  ὑπέρ  τῶν 

ἁμαρτιῶν  τῆς  ἀνθρωπότητος»6,  «τό  κορυφαῖον  μέσον  ἀναφορᾶς  τοῦ 

ἀνθρώπου  πρός  τόν  Θεόν»7,  «ἀνεκτίμητον  δῶρον  πρός  τήν  ἀνθρωπότητα»8, 

«ἀδιαίρετος  …,  μερίζεται  καί  ἀκαταπαύστως  ἐπεκτείνεται  εἰς  πάντα  τά 

πέρατα  τῆς  οἰκουμένης»9,  «ἀνεπανάληπτος  …,  ἐπαναλαμβάνεται  εἰς  τούς 

αἰῶνας»10. 

Ἡ  Θεία  Λειτουργία  ξεκινάει  μέ  τό  «Εὐλογημένη  ἡ  Βασιλεία  τοῦ 

Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»11. Ἀρχίζει ἀπό τόν Τριαδικό 

Θεό. Συνεχίζει μέ τά εἰρηνικά. Σ’ αὐτά γίνεται λόγος γιά τίς βιοτικές μας 

ἀνάγκες.  Κατεβαίνουμε  δηλαδή  ἀπό  τά  οὐράνια  στά  ἐπίγεια.  Κατόπιν 

ἀνεβαίνουμε  καί  ξανά  στά  οὐράνια  μέ  τήν  Δοξολογία  ‐  ἐκφώνηση  «Ὅτι 

πρέπει Σοι πᾶσα δόξα…»12. Τό ἴδιο γίνεται καί σέ ὅλη τήν  διάρκεια τῆς Θ. 

Λειτουργίας.  Αὐτή  ἡ  ἀκατάπαυστη  κίνηση  ἄλλοτε  πρός  τόν  Θεό  καί 

ἄλλοτε πρός τόν κόσμο χαρακτηρίζει τήν ἱερουργία μας13. Μέ ἄλλα λόγια 

στήν Θεία Λειτουργία ζοῦμε μία κένωση. Εἶναι λογικό νά συμβαίνει κάτι 

τέτοιο,  ἀφοῦ  ἡ  Θεία  Λειτουργία  εἶναι  ἡ  ζωή  τοῦ  Χριστοῦ.  Καί  ἡ  ζωή  τοῦ 

Χριστοῦ εἶναι μία συνεχής κένωση.  

Μέ  τήν  Θεία  Λειτουργία  «γνωρίζομεν  τό  ἀπ’  αἰῶνος  ἀπόκρυφον 

Μυστήριον  τῆς  σταυρώσεως  τῆς  Θείας  ἀγάπης΄  ἐν  αὐτῇ  ζῶμεν  ὄντως  τόν 

τύπον  τῆς  ἀναστάσεως΄  δι’  αὐτῆς  ἀναβαίνομεν  ἐπί  τοῦ  ὄρους  τῆς  θεωρίας 

5 Ἀναμνήσεις, σελ. 52. 
6 Ὀψόμεθα, σελ. 370. Βλ. ἐπίσης Γράμματα, σελ. 136. 
7 Ὀψόμεθα, σελ. 374. 

8 Ὅπ. π., σελ. 363.  

9 Ὅπ. π., σελ. 368. 

10 Ὅπ. π., σελ. 367. 

11 Θ. Λειτουργία, Ἐναρκτικός στίχος τῆς ἀσματικῆς παραδόσεως. 

12 Θ. Λειτουργία, Ἐκφώνηση τῆς εὐχῆς τοῦ Α΄ ἀντιφώνου.  

13 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 351  
95

τῆς  δόξης  τῆς  Μεταμορφώσεως΄  αὕτη  σβεννύει  τήν  δίψαν  τοῦ  πνεύματος 

ἡμῶν δι’ ἄλλου ὕδατος, “ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον”14»15.  Τελοῦμε δηλαδή 

ἀνάμνηση  πολλῶν  σπουδαίων  γεγονότων  «ἀπ’  Ἀρχῆς»΄  τῆς  δημιουργίας 

τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, τῆς παρακοῆς τῶν πρωτοπλάστων καί τῶν 

συνεπειῶν  αὐτῆς,  τῆς  σαρκώσεως  τοῦ  Θεοῦ,  τῶν  διδαχῶν  Του,  τῶν 

παθημάτων Του, τῆς πορείας Του στήν Γεθσημανή καί στόν Γολγοθά, τῆς 

δίκης Του, τῆς ταφῆς Του, τῆς Ἀνάστασής Του, τῶν ἐμφανίσεών Του, τῆς 

Ἀναλήψεως, τῆς Πεντηκοστῆς16. 

Αὐτό  φαίνεται  καί  κατά  τήν  εὐχή  τῆς  Ἀναφορᾶς  στή  Θεία 

Λειτουργία  τοῦ  Ἁγ.  Ἰωάννου  τοῦ  Χρυσοστόμου:  «Μεμνημένοι  τοίνυν  τῆς 

σωτηρίου  ταύτης  ἐντολῆς,  καί  πάντων  τῶν  ὑπέρ  ἡμῶν  γεγενημένων,  τοῦ 

σταυροῦ,  τοῦ  τάφου,  τῆς  τριημέρου  ἀναστάσεως,  τῆς  εἰς  οὐρανούς 

ἀναβάσεως,  τῆς  ἐκ  δεξιῶν  καθέδρας,  τῆς  δευτέρας  καί  ἐνδόξου  πάλιν 

παρουσίας»17.  Πιό  ἀναλυτικά  φαίνεται  στήν  Ἀναφορά  τῆς  Θείας 

Λειτουργίας  τοῦ  Μ.  Βασιλείου18.  Κάνουμε  λόγο  γιά  ἀνάμνηση,  ὅμως  «ἡ 

14  Ἰωάν. δ΄ 14. 
15  Ὀψόμεθα, σελ. 363.  
16 Βλ. ἀναλυτικά ὅπ. π., σελ. 349 – 350. 

17 Εὐχή ἀναφορᾶς Ἁγ. Ἰ. Χρυσοστόμου, Ἀνάμνησις πρό τοῦ καθαγιασμοῦ. 

18 Βλ. Εὐχή ἀναφορᾶς Μ. Βασιλείου: «πλάσας γάρ τόν ἄνθρωπον, χοῦν λαβών ἀπό 

τῆς γῆς, καί εἰκόνι τῇ σῇ, ὁ Θεός, τιμήσας τέθηκας αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἀ‐
θανασίαν ζωῆς, καί ἀπόλαυσιν αἰωνίων ἀγαθῶν, ἐν τῇ τηρήσει τῶν ἐντολῶν σου, ἐπαγγει‐
λάμενος αὐτῷ. Ἀλλά παρακούσαντα σοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ κτίσαντος αὐτόν, καί τῇ ἀ‐
πάτῃ  τοῦ  ὄφεως  ὑπαχθέντα  νεκρωθέντα  τε  τοῖς  οἰκείοις  αὐτοῦ  παραπτώμασιν,  ἐξώρισας 
αὐτόν ἐν τῇ δικαιοκρισίᾳ σου ὁ Θεός ἐκ τοῦ παραδείσου εἰς τόν κόσμον τοῦτον, καί ἀπέστρε‐
ψας εἰς τήν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη, οἰκονομῶν αὐτῷ τήν ἐκ παλιγγενεσίας σωτηρίαν τήν ἐν αὐ‐
τῷ τῷ Χριστῷ σου.  
Οὐ  γάρ  ἀπεστράφης  τό  πλάσμα  σου  εἰς  τέλος  ὅ  ἐποίησας,  ἀγαθέ,  οὐδέ  ἐπελάθου 
ἔργου χειρῶν σου, ἀλλ᾿ ἐπεσκέψω πολυτρόπως διά σπλάγχνα ἐλέους σου. Προφήτας ἐξα‐
πέστειλας΄ ἐποίησας δυνάμεις διά τῶν ἁγίων σου, τῶν καθ᾿ ἑκάστην γενεάν εὐαρεστησάν‐
των σοι΄ ἐλάλησας ἡμῖν διά στόματος τῶν δούλων σου τῶν προφητῶν, προκαταγγέλλων ἡ‐
μῖν τήν μέλλουσαν ἔσεσθαι σωτηρίαν΄ νόμον ἔδωκας εἰς βοήθειαν΄ ἀγγέλους ἐπέστησας φύ‐
λακας.  
       Ὅτε  δέ  ἦλθε  τό  πλήρωμα  τῶν  καιρῶν,  ἐλάλησας  ἡμῖν  ἐν  αὐτῷ  τῷ  Υἱῷ  σου  … 
καί  τοῖς  ἀνθρώποις  συνανεστράφη.  καί  ἐκ  Παρθένου  ἁγίας  σαρκωθείς,  ἐκένωσεν  ἑαυτόν, 
μορφήν δούλου λαβών … καί κατελθών διά τοῦ Σταυροῦ εἰς τόν ᾃδην, ἵνα πληρώσῃ ἑαυτοῦ 
τά πάντα, ἔλυσε τάς ὀδύνας τοῦ θανάτου. καί ἀναστάς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καί ὁδοποιήσας πά‐
96

Λειτουργία  δέν  εἶναι  ψυχολογική  “ἀνάμνησις”  …  γεγονότος,  πάλαι  ποτέ 

τελεσθέντος, ἀλλά δύναμις ἀπαύστως διαμένουσα ἐν τῇ ἱστορίᾳ»19. 

Σωζόμαστε  «κατ’  ἐξοχήν  διά  τῆς  κοινωνίας  εἰς  τά  παθήματα  τοῦ 

Χριστοῦ  ὑπέρ  ἡμῶν.  Συμμετέχοντες  εἰς  τήν  ἐπίγειον  ζωήν  τοῦ  Κυρίου, 

ἀποκτῶμεν  τήν  Θείαν  αἰωνιότητα,  τήν  πεπληρωμένην  ἀγάπης.  Ἐν  ταῖς 

συνθήκαις  τῶν  ἱστορικῶν  ἡμῶν  δεδομένων  ἡ  ἀγάπη  αὕτη  εἶναι 

ἀναποφεύκτως  πάσχουσα,  συμ‐πάσχουσα,  καί  τοῦτο  “εἰς  τέλος”  μέχρι 

πλήρους  “κενώσεως”.  Κατά  τήν  δωρεάν  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος 

καταπέμπεται  ἐφ’  ἡμᾶς  παράδοξος  εὐλογία:  ἡ  διά  πείρας  γνῶσις  τῶν 

καταστάσεων  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  κατά  τό  μέτρον  τῆς  εὐδοκίας  τοῦ  Πατρός 

περί  ἡμῶν.  Εἴμεθα  μετά  τοῦ  Χριστοῦ  καί  ἐν  τῷ  Μυστικῷ  Δείπνῳ  καί  ἐν 

Γεθσημανῇ  καί  ἐν  τοῖς  κριτηρίοις  Καϊάφα  καί  Πιλάτου΄  μετέχομεν  τῆς 

ἄρσεως  τοῦ  σταυροῦ  Αὐτοῦ,  μετά  τήν  ἐξάντλησιν  ἐκ  τῶν  βασανισμῶν  καί 

τοῦ μαρτυρίου, τῆς Θεοεγκαταλείψεως καί τῆς εἰς ᾃδου καθόδου. Καί ἐν τῇ 

συμμετοχῇ  ταύτῃ  εἰς  τήν  πορείαν  τοῦ  Χριστοῦ  ἔγκειται  ὁ  σταυρός  ἡμῶν, 

ἀόρατος, ἀλλά πραγματικός καί γνωστός εἰς τόν Θεόν»20. 

Ἡ  Λειτουργία,  «ἐν  τῷ  συνόλῳ  αὐτῆς,  περιπτύσσεται  οὐχί  μόνον  τά 

βιβλικά  γεγονότα  τά  ἀναφερόμενα  εἰς  τήν  οἰκονομίαν  τῆς  σωτηρίας  τοῦ 

ἀνθρώπου,  ἀλλ’  ἐν  γένει  τήν  ζωήν  τοῦ  κόσμου  καί  εἰσέτι  ἐκεῖνο,  ὅπερ  ἦτο 

πρό  καταβολῆς  κόσμου  καί  ὅπερ  ἀναμένομεν,  “ἵνα  ᾖ  ὁ  Θεός  τά  πάντα  ἐν 

πᾶσιν”21΄  “ὅτε  χρόνος  οὐκέτι  ἔσται”22»23.  Ἡ  Θεία  Λειτουργία  λοιπόν  μᾶς 

σῃ σαρκί τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν, καθότι οὐκ ἦν δυνατόν κρατεῖσθαι ὑπό τῆς φθορᾶς τόν 
ἀρχηγόν  τῆς  ζωῆς,  ἐγένετο  ἀπαρχή  τῶν  κεκοιμημένων,  πρωτότοκος  ἐκ  τῶν  νεκρῶν,  ἵνα  ᾖ 
αὐτός τά πάντα ἐν πᾶσι πρωτεύων. Kαί ἀνελθών εἰς τούς οὐρανούς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τῆς 
μεγαλωσύνης σου ἐν ὑψηλοῖς, ὅς καί ἣξει, ἀποδοῦναι ἑκάστῳ κατά τά ἔργα αὐτοῦ … Μέλ‐
λων γάρ ἐξιέναι ἐπί τόν ἑκούσιον καί ἀοίδιμον, καί ζωοποιόν αὐτοῦ θάνατον … Μεμνημένοι 
οὖν, Δέσποτα, καί ἡμεῖς τῶν σωτηρίων αὐτοῦ Παθημάτων, τοῦ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ, τῆς τριη‐
μέρου Ταφῆς, τῆς ἐκ νεκρῶν Ἀναστάσεως, τῆς εἰς οὐρανούς ᾿Ανόδου, τῆς ἐκ δεξιῶν σοῦ τοῦ 
Θεοῦ καί Πατρός Καθέδρας, τῆς ἐνδόξου καί φοβερᾶς δευτέρας αὐτοῦ Παρουσίας». 
19 Ὀψόμεθα, σελ. 358. 

20 Ὀψόμεθα, σελ. 354. 

21 Α΄ Κορ. ιε΄ 28. 
97

προετοιμάζει  γιά  τό  πέρασμα  ἀπό  τήν  πρόσκαιρη  πραγματικότητα  στήν 

αἰώνια24.  Μ’  αὐτόν  τόν  τρόπο  διδασκόμαστε  νά  ζοῦμε  σέ  ἐπίπεδα  δύο 

πραγματικοτήτων:  «τῆς  Θείας  καί  τῆς  κτιστῆς.  Μένομεν  ἐν  ἀναμονῇ  τῆς 

Δευτέρας  Αὐτοῦ  Παρουσίας.  Ἐν  ἑκάστῃ  λειτουργικῇ  στιγμῇ  εἴμεθα  καί  ἐν 

τῷ χρόνῳ καί ἐν τῇ αἰωνιότητι»25. 

Τό  Μυστήριο  τῆς  Θείας  Λειτουργίας  παραδόθηκε  ἀπό  τόν  Κύριό 

μας  Ἰησοῦ  Χριστό  κατά  τόν  Μυστικό  Δεῖπνο.  Τό  μεγάλο  αὐτό  γεγονός 

περιγράφεται  ἀπό  τούς  τρεῖς  εὐαγγελιστές΄  Ματθαίο26,  Μάρκο27,  καί 

Λουκά28, καθώς καί ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο29.  

Στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει ἄλλο «Λειτουργικόν Ποτήριον», 

ἐκτός ἀπό αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προσέφερε πρίν ἀπό τό πάθος Του30. 

«Μόνον  Οὗτος  εἶναι  ἀληθῶς  Ἀρχιερεύς.  Διά  τῆς  εὐλογίας  Αὐτοῦ  ἡ  Θεία 

Λειτουργία, ἀνεπανάληπτος οὖσα, ἐπαναλαμβάνεται εἰς τούς αἰῶνας. Ἐν τῇ 

ἐπαναλήψει  ταύτῃ  τοῦ  αἰωνίου  κατά  τήν  οὐσίαν  αὐτοῦ  Μυστηρίου, 

φανεροῦται  τό  ἐπίκαιρον  αὐτοῦ,  ἡ  ἀναλλοίωτος  παρουσία  αὐτοῦ  ἐν  τοῖς 

ὁρίοις  τῆς  ἱστορίας.  Ἡ  Λειτουργία,  ἀδιαίρετος  οὖσα,  μερίζεται  καί 

ἀκαταπαύστως ἐπεκτείνεται εἰς πάντα τά πέρατα τῆς οἰκουμένης»31. 

Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Χριστός «μίαν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν προσενέγκας θυσίαν 

…  μιᾷ  γὰρ  προσφορᾷ  τετελείωκεν  εἰς  τὸ  διηνεκὲς  τοὺς  ἁγιαζομένους»32.  

22 Ἀποκ. ι΄ 6.  
23 Ὀψόμεθα, σελ. 365. 
24 Βλ. ὅπ. π., σελ. 365. 

25 Ὅπ. π., σελ. 350. 

26 Ματθ. κστ΄ 20 ἑξ. 26 – 29.  

27 Μάρκ. ιδ΄ 17 ἑξ. 22 – 25.  

28 Λουκ. κβ΄ 15 ἑξ. 17 – 20.  

29  Α΄  Κορ.  ια΄  23  –  26.  Γιά  τήν  ἁγιογραφική  θεμελίωση  τοῦ  μυστηρίου  τῆς 

Εὐχαριστίας  βλ.  Χρυσοστόμου  Νάσση  (Διακόνου),  Ἡ  τελεσιουργία  τοῦ  Μυστηρίου  τῆς 


εὐχαριστίας.  Κανονική  διδασκαλία  καί  λειτουργική  τάξη,  [Σειρά:  Κανονικά  καί 
Λειτουργικά 7], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 46 – 84.   
30 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 367.  

31 Ὀψόμεθα, σελ. 367 – 368. 

32 Ἑβρ. ι΄ 12 καί 14.  
98

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  ἡ  Θεία  Λειτουργία  τελέσθηκε  γιά  μιά  καί 

μοναδική φορά ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, «ἐν τῷ Μυστικῷ Δείπνῳ, 

καί κατά τήν ὥραν τῆς ἐν Γεθσημανῇ ἀγωνίας Αὐτοῦ»33. Σ’ αὐτό τό σημεῖο 

παρατηροῦμε  ὅτι  ἀρχικά  μιλάει  γιά  μία  Λειτουργία΄  «τῆς  πρώτης  καί 

τελευταίας  Αὐτοῦ  Λειτουργίας»34.  Στήν  συνέχεια  παρουσιάζει  δύο 

διαφορετικά γεγονότα παράδοσης τῆς Θείας Λειτουργίας ἀπό τόν Χριστό΄ 

τόν  Μυστικό  Δεῖπνο  καί  τήν  προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ  στήν  Γεθσημανή35. 

Ὁπότε  γεννᾶται  τό  ἐρώτημα:  «ὁ  Κύριός  μας  Ἰησοῦς  Χριστός  παρέδωσε  

μία ἤ δύο Λειτουργίες;».  

Ἡ  ἀντίθεση  ἡ  ὁποία  δημιουργείται  εἶναι  καθαρά  φαινομενική. 

Μελετώντας  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  παίρνουμε  τήν  ἀπάντηση  στό 

ἐρώτημά μας. Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία πώς τά γεγονότα εἶναι δύο΄ 

Μυστικός  Δεῖπνος  καί  Γεθσημανή.  Ἡ  Λειτουργία  εἶναι  ὅμως  μία,  γιατί 

ταυτίζει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  τήν  προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ  στήν 

Γεθσημανή  μέ  τήν  ὑποστατική  προσευχή  καί  τήν  Θεία  Λειτουργία:  «ἡ 

Θεία  Λειτουργία  ἐκφράζει  πλήρως  ἐκεῖνο,  ὅπερ  ὁρίζομεν  ὡς  ὑποστατικήν 

προσευχήν,  τουτέστι  προσευχήν  ὁμοίαν  ἐκείνης  τοῦ  Ἰδίου  τοῦ  Χριστοῦ  ἐν 

Γεθσημανῇ»36. 

Ὁ  χαρακτήρας  τῆς  Λειτουργίας  εἶναι  «αἰώνιος  ‐  πρόσκαιρος  καί 

πρόσκαιρος ‐ αἰώνιος»37.  Εἶναι παρουσία τοῦ Πάσχα τοῦ Κυρίου, ἀνάμνηση 

τοῦ  Χριστοῦ  καί  ὄχι  ὁποιουδήποτε  ἱστορικοῦ  γεγονότος.  Ὁ  Χριστός 

ἀποτελεῖ  τό  κέντρο  τῆς  προσοχῆς  μας΄  «Πάντα  δι’  Αὐτοῦ  ἐγένετο,  καί 

χωρίς  Αὐτοῦ  ἐγένετο  οὐδέ  ἕν  ὅ  γέγονεν»38.  Ἡ  αἰώνια  ἐπικαιρότητα  τῆς 

Θείας  Λειτουργίας  φαίνεται  στήν  προσευχή  «Τοῦ  Δείπνου  Σου  τοῦ 

33 Ὀψόμεθα, σελ. 359.  
34 Ὅπ. π., σελ. 359.  
35 Βλ. ὅπ. π., σελ. 359.  

36 Ὅπ. π., σελ. 349.  

37 Ὀψόμεθα, σελ. 358.  

38 Ἰωάν. α΄ 3.  
99

Μυστικοῦ  σήμερον,  Υἱέ  Θεοῦ,  κοινωνόν  με  παράλαβε»39.  Σ’  αὐτό  τό 

«σήμερον» δέν ὑπάρχει παρελθόν, οὔτε μέλλον, μόνο τό παρόν. Μ’ αὐτήν 

τήν προσευχή παρακαλοῦμε νά γίνουμε δεκτοί στούς κόλπους τῆς Ἁγίας 

Τριάδος40.  

Ἡ  σημαντικότερη  στιγμή  τῆς  Θείας  Λειτουργίας  εἶναι  αὐτή  τῆς 

Ἁγίας  Ἀναφορᾶς:  «Ὁ  λειτουργικός  κανών  (Ἀναφορά)  ἀπαιτεῖ  προσοχήν 

ἰδιαιτέρως  ὑπεύθυνον.  Ἡ  ὑψίστη  δέ  στιγμή  εἶναι  ἡ  τῆς  Ἐπικλήσεως.  Ὁ 

ἱερεύς, καί μετʹ αὐτοῦ πάντες οἱ ἐν τῷ ναῷ εὑρισκόμενοι, στρέφονται πρός 

τόν Θεόν Πατέρα μετά τῆς δεήσεως, ὅπως ἐξαποστείλῃ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. 

Καί Αὐτό ἔρχεται καί τελεῖ ἐκεῖνο, περί τοῦ ὁποίου ἐγένετο ἱκεσία»41.  

Κατ’ αὐτήν τήν στιγμή γίνεται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου 

σέ  Σῶμα  καί  Αἷμα  Χριστοῦ.  Γιά  τόν  καθαγιασμό  τῶν  Τιμίων  Δώρων  ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος  γράφει:  «Δέν  θεωροῦνται  καθαγιαστικοί  αὐτοί  οὗτοι 

οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ, “λάβετε, φάγετε, τοῦτό ἐστι τό σῶμά Μου”, “πίετε ἐξ 

αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τό αἷμά Μου”, διότι τοῦτο θά εἶχε τόν χαρακτῆρα 

τῆς “αὐτοθεώσεως”, ἀλλ’ οἱ λόγοι οὗτοι συνοδεύονται ὑπό τῆς ἐπικλήσεως, 

διά  τῆς  ὁποίας  ζητοῦμεν  παρά  τοῦ  Πατρός  νά  στείλῃ  τό  Πνεῦμα  τό  Ἅγιον, 

δυνάμει τοῦ Ὁποίου πραγματοποιεῖται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου 

εἰς Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ»42. 

Γιά νά κατανοήσουμε τήν θέση τοῦ γέροντα Σωφρονίου σχετικά μέ 

τόν  καθαγιασμό  τῶν  Τιμίων  Δώρων  δέν  ἔχουμε  παρά  νά  δοῦμε 

προσεκτικά τήν παραπάνω παράγραφο.  

39 Χερουβικό καί Κοινωνικό τῆς Μ. Πέμπτης.  
40 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 368 – 369. 
41 Περί Προσευχῆς, σελ. 171. 

42 Ἄσκησις, σελ. 153. Πρβλ. Ἀγαπῶ, σελ. 158. 
100

Κατ’  ἀρχάς  μέ  τήν  φράση  «Δέν  θεωροῦνται  καθαγιαστικοί  αὐτοί 

οὗτοι  οἱ  λόγοι  τοῦ  Χριστοῦ…»43  ἀντιτάσσεται  στήν  διδασκαλία  τῶν 

Ρωμαιοκαθολικῶν,  καθώς  καί  τῶν  ὀνοματολατρῶν44,  σχετικά  μέ  τόν 

καθαγιασμό.  Σέ  περίπτωση  πού  οἱ  ἱδρυτικοί  λόγοι  τοῦ  Χριστοῦ  ἦταν 

καθαγιαστικοί  θά  μιλούσαμε  γιά  «αὐτοθέωση»45  τοῦ  ἴδιου  τοῦ  Χριστοῦ. 

Κάτι τέτοιο ὅμως δέν συμβαίνει. Ὅπως γίνεται καί σέ ἄλλα γεγονότα τῆς 

ζωῆς τοῦ Χριστου΄ σύλληψη46, Βάπτιση47 κ.λπ.. Μᾶς τό ἀναλύει ὁ γέροντας 

Σωφρόνιος:  «Ὁ  σαρκωθείς  λόγος  δέν  ἀσκεῖ  τή  θεϊκή  Του  ἰδιότητα,  ἀλλά 

ἐνεργεῖ πάντοτε διά τοῦ ὀνόματος καί τῆς δυνάμεως τοῦ Πατρός ἤ τοῦ Ἁγίου 

Πνεύματος.  Ὁ  Χριστός  ἀποφεύγει  κάθε  ἐνέργεια  πού  θά  εἶχε  τόν 

43 Ἄσκησις, σελ. 153. Πρβλ. καί Μάρκου Ἐφέσου, Ὅτι οὐ μόνον ἀπό τῆς φωνῆς τῶν 
δεσποτικῶν ρημάτων ἁγιάζονται τά θεῖα δῶρα, ἀλλ’ ἐκ τῆς μετά ταῦτα εὐχῆς καί εὐλογίας 
τοῦ  ἱερέως  δυνάμει  τοῦ  ἁγίου  Πνεύματος,  PG  160,  1080  ἑξ.  Συμεών  Θεσσαλονίκης, 
Ἑρμηνεία, πη΄. PG 155, 737A. Ἀνάλυση βλ. καί Νικοδήμου Σκρέττα, Ἡ θεία εὐχαριστία καί 
τά  προνόμια  τῆς  Κυριακῆς  κατά  τή  διδασκαλία  τῶν  Κολλυβάδων  [Σειρά:  Κανονικά  καί 
Λειτουργικά 7], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32008, σελ. 69 – 72. 
44 Τό κίνημα τῶν ὀνοματολατρῶν ἤ ὀνοματοθεϊτῶν ἐμφανίστηκε στό Ἅγιον Ὄρος 

ἀπό Ρώσους μοναχούς, στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰ. Ἡ καινοφανής αὐτή διδασκαλία, γιά τήν 
θεότητα  τοῦ  ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ,  «γεννήθηκε»  ἀπό  τήν  διδασκαλία  τοῦ  Ρώσσου 
ἱερομονάχου Ἱλαρίωνος, ἡ ὁποία καταγράφεται στό βιβλίο του Ἀνά τά ὄρη τοῦ Καυκάσου.  
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία αὐτή «ὅλα τά ὀνόματα, δι’ ὧν ἐν τῇ θείᾳ ἀποκαλύψει 
ὀνομάζεται  ὁ  Θεός,  δέν  εἶναι  ἀνθρώπινα,  ἀλλ’  οὕτως  εἰπεῖν  θεόσδοτα,  ὀνόματα  δηλονότι 
ἅτινα ᾑρετίσατο καί προσελάβετο ὁ Θεός, πρό καταβολῆς κόσμου, ἵνα ἐν αὐτοῖς ἀποκαλύψῃ 
ἑαυτόν  τῷ  κόσμῳ,  οὗ  ἕνεκα  καί  ἔστι  παρών  καί  ἐνοικῶν  καί  διαμένων  ἐν  αὐτοῖς  καί 
ἀχωρίστως καί δός δ’ εἰπεῖν ὑποστατικῶς μετ’ αὐτῶν ἡνωμένος. Ἐντεῦθεν καί τά ὀνόματα 
ἀδιασπάστως  ἡνωμένα  μετά  τοῦ  Θεοῦ  καί  ἀχωρίστως  καί  ἀδιαιρέτως  φέροντα  ἐν  ἑαυτοῖς 
τόν  Θεόν,  οὐ  μόνον  καλοῦνται  θεῖα,  ἀλλ’  εἶναι  αὐτό  τοῦτο  Θεός  οἱονεί  τοῦ  Θεοῦ 
ἐνονοματωθέντος καί τῶν ὀνομάτων θεωθέντων διά τήν τοιαύτην ἕνωσιν» (Ἐκκλησιαστική 
Ἀλήθεια, τ. 33 (1913), σελ. 123 – 124).  
Ἡ  διάδοση  τοῦ  κινήματος  αὐτοῦ  ἦταν  ἔντονη  στήν  Σκήτη  τοῦ  Ἁγίου  Ἀνδρέου 
(Σεράϊ)  καί  στήν  Ἱ.  Μ.  Ἁγίου  Παντελεήμονος.  Μέ  τό  θέμα,  ὅπως  ἦταν  φυσικό, 
ἀσχολήθηκε  καί  ἡ  κοινότητα  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους  καί  τό  Οἰκουμενικό  Πατριαρχεῖο.  Ἔτσι, 
ἐκδιώχθηκε ὁ δικαῖος τῆς σκήτης Ἱερώνυμος μαζί μέ τούς ὁμοφρόνους του καί τέθηκε σέ 
προσωρινό  περιορισμό  ὁ  ἡγούμενος  τῆς  Ἱ.  Μ.  Ἁγ.  Παντελεήμονος  Μισαήλ  καί  οἱ 
ὁμόφρονές  του.  Κατόπιν  τόν  ἀνάγκασαν  νά  ὑπογράψει  «λίβελλον  πίστεως»  (Βλ. 
Ἐκκλησιαστική  Ἀλήθεια,  τ.  33  (1913),  σελ.  123).  Μέ  τό  θέμα  αὐτό  ἀσχολήθηκε  καί  τό 
Πατριαρχεῖο  τῆς  Ρωσίας.  Περισσότερα  γιά  τό  συγκεκριμένο  κίνημα  βλ.  Ἐκκλησιαστική 
Ἀλήθεια, τ. 33 (1913), σελ. 145 – 146, 181, 187 – 192, 227, 416 – 417, 445 – 446 καί τ. 34, σελ. 
119). 
45 Ὅπ. π., σελ. 153. 

46 Λουκ. ι΄ 35. 

47 Ματθ. γ΄ 15.  
101

χαρακτήρα αὐτοθέωσης»48. Κατά τήν παράδοση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας 

Εὐχαριστίας  «κενώνεται»  ὁ  ἴδιος  ὁ  Χριστός.  Ἐδῶ  διακρίνεται  τό  κενωτικό 

στοιχεῖο,  τό  ὁποῖο  «διατρέχει»  τή  λειτουργική  θεολογία  τοῦ  γέροντα 

Σωφρονίου49. Ἄρα δέν ὑπάρχει «αὐτοθέωση» ἀλλά «κένωση» τοῦ Χριστοῦ.  

Τό  δεύτερο  στοιχεῖο  εἶναι  τό  συμπέρασμα  που  ἐξάγεται  ἀπό  τήν 

διατύπωση ὅτι «… οἱ λόγοι οὗτοι συνοδεύονται ὑπό τῆς ἐπικλήσεως, διά τῆς 

ὁποίας  ζητοῦμεν  παρά  τοῦ  Πατρός  νά  στείλῃ  τό  Πνεύμα  τό  Ἅγιον,  δυνάμει 

τοῦ Ὁποίου πραγματοποιεῖται ἡ μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου εἰς Σῶμα 

καί  Αἷμα  Χριστοῦ»50.  Δηλαδή  ὁ  Πατήρ  τῇ  ἐνεργείᾳ  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος 

ἐπιτελεῖ  τόν  καθαγιασμό  τοῦ  εὐχαριστιακοῦ  ἄρτου  καί  οἴνου  καί  ὄχι  ὁ 

Χριστός  διά  τῶν  ἱδρυτικῶν  λόγων51.    Εὔλογα  ἀπό  αὐτό  γεννᾶται  τό 

ἐρώτημα: «Ὁ Χριστός συμμετέχει στόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων;». 

 Ἔτσι  ὅπως  εἶναι  διατυπωμένη  ἡ  ἄποψη  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου 

φαίνεται πώς ὑπάρχει ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου Προσώπου τῆς 

Ἁγίας Τριάδος, κατά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων. Κάτι τέτοιο θά 

σήμαινε  ἀπόκλιση  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  ἀπό  τήν  παράδοση  τῆς 

Ἐκκλησίας  μας  καί  διατάραξη  τῆς  σχέσης  μεταξύ  τῶν  τριῶν  Προσώπων 

τῆς  Ἁγίας  Τριάδος.  Γνωρίζουμε  ὅτι  τά  τρία  Πρόσωπα  εἶναι  ἀδιαίρετα 

ἑνωμένα  μεταξύ  τους.  Ἡ  συμμετοχή  τοῦ  Χριστοῦ  φαίνεται  σέ  ἄλλο 

σημεῖο: «Πρίν ἤ εἴπῃ εἰς τούς Ἀποστόλους: “Λάβετε … τοῦτό ἐστι τό Σῶμά 

Μου”, μυστικῶς ἐδεήθη τοῦ Πατρός»52. Ὁπότε ὑπάρχει συμμετοχή καί τοῦ 

Υἱοῦ.  Συνεχίζει  «Δέν  ἐξέφρασε  τούς  φοβερούς  τούτους  λόγους  ὡς 

Παντοκράτωρ,  ἀλλ’  ὡς  Υἱός  ἀνθρώπου,  ἐκδιδάσκων  ἡμᾶς  ὅπως  μή 

48 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 132.  
49 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 29.  
50 Ἄσκησις, σελ. 153. Πρβλ. Ἀγαπῶ, σελ. 158. 

51 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 133. 

52 Περί προσευχῆς, σελ. 171.  
102

ἐπιτρέπωμεν  οἱανδήποτε  ἐσωτερικήν  κίνησιν  φέρουσαν  χαρακτῆρα 

“αὐτοθεώσεως”»53. 

Σ’  αὐτό  τό  σημεῖο  θά  μποροῦσε  νά  πεῖ  κανείς  ὅτι  ἡ  θέση  τοῦ 

γέροντος  Σωφρονίου,  σχετικά  μέ  τήν  συμμετοχή  τοῦ  Υἱοῦ  στόν 

καθαγιασμό  τῶν  Τιμίων  Δῶρων,  εἶναι  ἰδιάζουσα.  Ἀπό  τήν  στιγμή  πού  ὁ 

Πατέρας καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι παρόντες στόν καθαγιασμό εἶναι καί ὁ 

Υἱός, ἀφοῦ εἶναι καί ὁ ἴδιος Θεός. Δέν μπορεῖ νά ἀπουσιάζει. Ἡ ἄποψη τῆς 

«αὐτοθέωσης»  ὁδηγεῖ  μέν  στήν  συμμετοχή  καί  τοῦ  Υἱοῦ  ἀλλά  μέ  ἕναν 

περίεργο τρόπο. 

Τό  θέμα  βέβαια  εἶναι  παλαιότερο.  Κυρίως  κατά  τήν  περίοδο  τῆς 

Τουρκοκρατίας, κυριαρχεῖ στήν Ἐκκλησία τό ζήτημα τῆς παραφθορᾶς τῆς 

εὐχῆς  τῆς  ἀναφορᾶς  τῶν  λειτουργιῶν54.  Τό  πρόβλημα  ἐντοπίζεται  στήν 

πρόσθεση τοῦ κατανυκτικοῦ τροπαρίου τῆς Γ΄ Ὥρας «Κύριε, ὁ τό πανάγιόν 

σου  Πνεῦμα  …»,  πρίν  ἀπό  τήν  ἐπικλητική  κορύφωση  τῆς  εὐχῆς  γιά  τήν 

σφράγιση καί τήν μεταβολή τῶν εὐχαριστιακῶν δῶρων55. Τό ζήτημα αὐτό 

ἀναδεικνύεται  ὡς  μεῖζον  πρόβλημα  τῆς  ἐποχῆς  ἐκείνης56.  Ὅλο  αὐτό 

δημιουργεῖται  «χάριν  τονισμοῦ  …  τῆς  ὀρθοδόξου  θέσεως  ὅτι  τά  ἅγια  δέν 

τελειοῦνται μέ τούς λόγους συστάσεως τοῦ μυστηρίου»57. Ἰδιαιτέρως μέ τό 

ζήτημα αὐτό ἀσχολεῖται ὁ Ἀθανάσιος Πάριος ὁ ὁποῖος γράφει: «ἡμέτερός 

τις  ἀντιφερόμενος,  ὡς  ἔοικεν,  ὑπό  τοῦ  ζήλου,  πρό  τούς  Λατίνους,  τήν 

ἀπαίδευτον  ταύτην  ἐποίησεν  προσθήκην  τῶν  δεήσεων,  μή  συνείς  ὑπό 

ἀπαιδευσίας, ὁ ζῆλον μέν ἔχων, ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν, ὅτι αἱ εὐχαί ἐκεῖναι 

τῶν  ἁγίων,  αὐτό  τοῦτο,  εὐχαί  εἰσίν,  ἤτοι  δεήσεις,  ἱκεσίαι.  “Καί 

παρακαλοῦμεν”, φησίν ὁ θεῖος Χρυσόστομος, “καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν, 

53 Ὅπ. π., σελ. 171.  
54  Βλ.  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  Ἡ  θεία  εὐχαριστία  καί  τά  προνόμια  τῆς 
Κυριακῆς κατά τή διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, ὅπ. π., σελ. 73. 
55 Βλ. ὅπ. π., σελ. 72. 

56 Βλ. ὅπ. π., σελ. 74. 

57 Ὅπ. π., σελ. 74. 
103

κατάπεμψον τό Πνεῦμά σου τό ἅγιον … καί ποίησον”58. Ὅμοίως καί ὁ μέγας 

Βασίλειος  “Σοῦ  δεόμεθα  καί  σέ  παρακαλοῦμεν,  ἅγιε  ἁγίων”59,  καί  τά  ἑξῆς. 

Ταύταις οὐκ ἀρκεσθείς ταῖς ὄντως θεοπειθέσιν ἱκεσίαις καί ἐπικλήσεσι τῶν 

θεοπνεύστων  διδασκάλων,  διακόψας  τολμηρᾷ  χειρί  τό  συνεχές  τῶν  θείων 

εὐχῶν, βίᾳ καί ἰδιογνωμίᾳ παρενέβαλε, ἅπερ αὐτῷ ἔδοξεν ἱκανώτερα πρός 

τήν τῶν ἁγίων τελείωσιν΄ ἔστι δέ καί χείρων κατά τόν τῆς συντάξεως λόγον 

ἡ φθορά ἡ ἐν τῇ εὐχῇ τοῦ μεγάλου Βασιλείου τῆς τοῦ Χρυσοστόμου. Πρός δέ 

τούτοις  ἡ  τοιαύτη  προσθήκη  καί  εἰς  ἄτοπον  ἔννοιαν  ἐξάγει.  Αἱ  γάρ  τῶν 

ἁγίων  εὐχαί  τόν  ἄναρχον  Πατέρα  ἱκετεύουσιν,  ἵνα  ποιήσῃ.  Αὐτή  δέ  ἡ 

προσθήκη  τό  τοῦ  Χριστοῦ  εἰσάγει  πρόσωπον.  Οὗτος  γάρ  ὁ  καταπέμψας  τό 

Πνεῦμα τό ἅγιον … Τόν τοίνυν Ἰησοῦν Χριστόν ἡ προσθήκη παρακαλεῖ, ἵνα 

ποιήσῃ τόν ἄρτον σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὤ τῆς ἀτοπίας»60. 

Κάτι  ἀνάλογο  πρέπει  νά  συμβαίνει  καί  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο. 

Θέλοντας  προφανῶς  νά  ξεχωρίσει  τήν  διδασκαλία  του  ἀπό  αὐτήν  τῶν 

Ρωμαιοκαθολικῶν καθώς καί τῶν ὀνοματολατρῶν κατέληξε σέ μία τέτοια 

θέση. 

Ὁ  ἴδιος  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  βίωνε  πραγματικά  τήν  Θεία 

Λειτουργία.  Ἐκτός  ἀπό  τήν  Κυριακή  λειτουργοῦσε  καί  ἄλλες  δύο  φορές 

τήν  ἑβδομάδα΄  κάθε  Τρίτη  καί  Σάββατο61.  Ἔφθασε  σέ  σημεῖο  ἡ  Θεία 

Λειτουργία νά λάβει γι’ αὐτόν ἄλλον χαρακτήρα: «Ἦτο οὐχί μόνον πρᾶξις 

εὐλαβείας,  καθαρᾶς  ἐξ  ἀμφιβολιῶν  πίστεως,  ἀλλά  δι’  ὅλου  τοῦ  εἶναί  μου 

αἴσθησις  τοῦ  Γεγονότος  τῆς  παρουσίας  τοῦ  Θεοῦ,  Ὅστις  τελεῖ  τό 

58  Ἰωάννου  Χρυσοστόμου,  Θεία  λειτουργία,  Εὐχή  τῆς  ἁγίας  ἀναφορᾶς  πρό  τοῦ 
καθαγιασμοῦ. 
59  Μεγάλου  Βασιλείου,  Θεία  λειτουργία,  Εὐχή  τῆς  ἁγίας  ἀναφορᾶς  πρό  τῆς 

τριττῆς σφραγίσεως.  
60  Ἀθανασίου  Παρίου,  Ἐπιτομή,  εἴτε  Συλλογή  τῶν  θείων  τῆς  πίστεως  δογμάτων, 

Λειψία 1806, σελ. 367. Βλ. ἀναλυτικά γιά τό ὅλο ζήτημα στό Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, 
ὅπ. π., σελ. 72 – 75. 
61 Βλ. Γράμματα, σελ. 84. 
104

μυστήριον»62.  Τότε  ὁ  Θεός  τοῦ  ἀποκάλυψε  τό  μυστήριο  τῆς  ἱερουργίας: 

«”Σύ  εἶ  ὁ  χαρισάμενος  ἡμῖν  οὐρανίων  μυστηρίων  ἀποκάλυψιν»63»64.  «Ἡ 

λειτουργία  ὡς  Θεία  Πρᾶξις  ἀφομοιοῦται  δι’  ὅλης  τῆς  ὑπάρξεως  ἡμῶν:  Δέν 

τίθεται  τό  ἐρώτημα  πῶς  τοῦτο  εἶναι  δυνατόν.  Διά  τόν  ἱερέα  τοῦτο  εἶναι 

ἐμφανῶς  ὀντολογικόν  γεγονός.  “Λάβετε  …  τοῦτό  ἐστι  τό  Σῶμά  Μου  … 

Πίετε … τοῦτό ἐστι τό Αἷμά Μου”»65. 

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος «ἀγαποῦσε μέ πάθος τή θεία Λειτουργία καί 

βεβαίωνε  ὅτι  ἡ  ὀρθή  τέλεσή  της  ἀφήνει  τούς  ἴδιους  καρπούς  χάριτος  στό 

ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς, ὅπως ἡ ἡσυχαστική προσευχή τῆς ἐρήμου»66. Εἶναι 

γεγονός  ὅτι  ἀπό  τήν  στιγμή  πού  ἦρθε  στήν  Εὐρώπη  «ἔχασε»  αὐτήν  τήν 

ἡσυχία τῆς ἐρήμου καί ἐπιδόθηκε μέ πάθος στή Λειτουργία, ἀφήνοντας ἤ 

περιορίζοντας τίς ἄλλες μορφές προσευχῆς στό ἐλάχιστο. Ὑποστήριζε ὅτι 

«ἡ  Λειτουργία,  ὡς  τό  κορυφαῖον  μέσον  ἀναφορᾶς  τοῦ  ἀνθρώπου  πρός  τόν 

Θεόν,  εἶναι  φυσικόν  νά  ἔχῃ  ὡς  ἐκφραστικόν  ὄργανον  τήν  κατά  τό  δυνατόν 

τελειοτέραν  γλῶσσαν»67.  Προσπάθησε  ἔτσι  νά  δημιουργήσει  «τέτοιες 

“συνθῆκες” γιά τή Λειτουργία, πού ἔστω καί σέ μικρό βαθμό νά ἐκφράζουν 

τήν πνευματική οὐσία τῆς Θείας αὐτῆς Πράξεως»68. 

62 Περί προσευχῆς, σελ. 170. 
63 Εὐχή Προσκομιδῆς Θείας Λειτουργίας Μ. Βασιλείου. 
64 Πρβλ. Περί προσευχῆς, σελ. 170. 

65 Ὅπ. π., σελ. 170 ‐ 171. 

66 Ἀναφορά, σελ. 16 – 17. 

67 Ὀψόμεθα, σελ. 374. 

68 Γράμματα, σελ. 145. 
 

γ) Ἡ Εὐχαριστιακή μετοχή. 

Τό  ἀποκορύφωμα  τῆς  Θείας  Λειτουργίας  εἶναι  ἡ  Εὐχαριστιακή 

μετοχή.  Ἡ  στιγμή  κατά  τήν  ὁποία  ὁ  χριστιανός  θά  κοινωνήσει  τό  ἴδιο  τό 

Σῶμα καί τό ἴδιο τό Αἷμα τοῦ Κυρίου του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θά καταστεῖ ἔτσι 

σύσσωμος καί σύναιμος τοῦ Χριστοῦ καί Θεοῦ του1. Εἶναι ἡ εὐκαιρία πού 

δίνει  καί  σέ  μας  «νά  ψηλαφήσωμεν  τούς  «μώλωπας»  Αὐτοῦ2,  ὅταν 

εἰσερχώμεθα  ἐνεργῶς  καί  ἐν  ἐπιγνώσει  εἰς  τά  τελούμενα  κατά  τήν  ὥραν 

τῆς Θείας Λειτουργίας»3.  

Βεβαίως ἡ «ψηλάφηση» αὐτή δέν εἶναι οὔτε ἁπλή οὔτε τυπική. Γιά 

νά  ἀξιωθοῦμε  αὐτῆς,  πρέπει  νά  ὑπάρξουν  κάποιες  προϋποθέσεις.  Ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος  τό  ἤξερε  αὐτό  καί  προσπάθησε  νά  δημιουργήσει 

«τέτοιες  “συνθῆκες”  γιά  τή  Λειτουργία,  ποὺ  ἔστω  καί  σέ  μικρό  βαθμό  νά 

ἐκφράζουν τήν πνευματική οὐσία τῆς Θείας αὐτῆς Πράξεως»4.  

Αὐτές  τίς  συνθῆκες  μποροῦμε  νά  τίς  κατατάξουμε  σέ  ἐξωτερικές 

καί  ἐσωτερικές.  Ἐξωτερικές  σέ  ὅ,τι  ἀφορᾶ  τόν  ναό.  Ἀφοῦ  ταξίδεψε,  ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος,  σέ  πολλά  μέρη  στήν  Εὐρώπη  καί  εἶδε  πολλούς 

ναούς διαφόρων ρυθμῶν καί ὁμολογιῶν, χωρίς κανένας νά τόν ἐκφράζει5, 

κατέληξε  στήν  Ἀγγλία,  ὅπου  στήν  Μονή  τήν  ὁποία  ἵδρυσε  ἔφτιαξε  τόν 

ναό συμφώνα μέ τήν ἡσυχαστική του ἐπιθυμία6.  

1  Πρβλ. PG 33, 1100.  
2  Βλ. Ἡσ. νγ΄ 5 καί Ἰωάν. κ΄ 25.  
3 Ὀψόμεθα, σελ. 359. 

4 Γράμματα, σελ. 145. 

5 Πρβλ. Γράμματα, σελ. 145 – 146. 

6 Παρατηρώντας τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ στήν Ἱ. Μονή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου 

τοῦ Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, βλέπουμε τήν διαφορά του ἀπό τούς σημερινούς 
ναούς.  Δέν  μπορεῖ  νά  πεῖ  κανείς  ὅτι  εἶναι  κάποιου  συγκεκριμένου  ἀρχιτεκτονικοῦ 
ρυθμοῦ. Εἶναι ἕνας μακρόστενος ναός μέ παράθυρα, τά ὁποῖα μοιάζουν περισσότερο μέ 
φεγγίτες.  Βρίσκονται  ψηλά,  στό  ἕνωμα  τοῦ  τοίχου  μέ  τήν  σκεπή.  Μπροστά  ἀπό  αὐτά 
ὑπάρχουν  σκοῦρες  κουρτίνες,  οἱ  ὁποῖες  κλείνουν  κατά  τήν  ὥρα  τῆς  προσευχῆς. 
106

Ἐσωτερικές  σέ  ὅ,τι  ἀφορά  τήν  πνευματική  ‐  ἐσωτερική 

προετοιμασία  τοῦ  πιστοῦ.  Ἔδινε  μεγάλη  σημασία  στήν  ὀρθή  τέλεση  τῆς 

λειτουργίας7.  Λέγοντας  ὀρθή  τέλεση  ἐννοεῖ  τήν  τέλεσή  της  μέ  φόβο  καί 

προσοχή  καί  μέ  τήν  κατάλληλη  προετοιμασία,  ὅσο  εἶναι  δυνατόν  στόν 

καθένα (ἀπό κάποιες ὧρες ἕως λίγα λεπτά). Θεωροῦσε τήν προετοιμασία 

ὡς  ἀπαραίτητο  εὐπρεπισμό  γιά  τήν  παράστασή  μας  ἐνώπιον  τοῦ  Θεοῦ 

κατά  τή  Θεία  Λειτουργία.  Κύριο  στοιχεῖο  προετοιμασίας,  κατά  τόν 

γέροντα  Σωφρόνιο,  ἀποτελοῦν  τά  δάκρυα  τῆς  μετανοίας.  Ταυτίζεται  ἡ 

ἄποψή του μέ ἀνάλογες ἀπόψεις Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τοῦ 

Ἁγ.  Συμεών  τοῦ  Νέου  Θεολόγου,  τοῦ  Ἁγ.  Γρηγορίου  τοῦ  Παλαμᾶ  κ.ἄ.8. 

Ἄλλωστε  στό  πλαίσιο  τῆς  προετοιμασίας  τῶν  πιστῶν  εἶναι  καί  οἱ 

λειτουργικές  εὐχές  τίς  ὁποῖες  συνέγραψε  ὁ  ἴδιος  καί  ἡ  τοποθέτησή  τους 

μέσα στήν Θεία Λειτουργία9. 

Ἄλλο  στοιχεῖο  προετοιμασίας  εἶναι  ἡ  νοερά  ἡσυχία,  τήν  ὁποία 

ἔβλεπε ὡς προϋπόθεση γιά τήν ὀρθή συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία10. 

Ὁ  ἴδιος  ἐφάρμοζε  αὐτά  τά  ὁποῖα  ἔλεγε:  «Μετά  τή  δύση  τοῦ  ἡλίου 

ἀποσυρόταν  στό  κελλί  του  προκειμένου  νά  προετοιμασθεῖ  γιά  τή  Θεία 

Λειτουργία  καί  τό  Φῶς  παρέμενε  μαζί  του  καθ’  ὅλη  τή  διάρκεια  τῆς 

προσευχῆς»11.  

Περιμετρικά,  στό  ἐσωτερικό  μέρος  τοῦ  Ναοῦ,  ὑπάρχουν  πάγκοι  γιά  νά  κάθονται  οἱ 
μοναχοί(‐ές).  Οἱ  καρέκλες  εἶναι  ἐλάχιστες.  Ὑπάρχει  καί  γυναικωνίτης,  ὁ  ὁποῖος 
χρησιμοποιεῖται  ὡς  ψαλτήρι.  Ὁ  Ναός  εἶναι  ἁπλός  στήν  διακόσμηση.  Κάθε  εἶδος 
πολυτέλειας  ἀπουσιάζει  παντελῶς.  Οἱ  πολυέλεοι,  τό  τέμπλο,  ὅλα  ἁπλά.  Ὑπάρχουν  καί 
ἁγιογραφίες.  Τό  ἱερό  εἶναι  ἐπηρεασμένο  ἀπό  Ρωσικούς  ναούς.  Γενικότερα  ὅλος  ὁ  Ναός 
εἶναι κατανυκτικός, ὥστε νά δημιουργεῖ συνθῆκες προσευχῆς.  
7 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 16 – 17 καί Περί προσευχῆς, σελ. 141, 170 – 171. 

8 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία (Ζάχαρο) στίς 2/9/2009.   

9  Βλ.  ἀναλυτικά  στήν  πέμπτη  ἑνότητα  τοῦ  δευτέρου  κεφαλαίου  τῆς  παρούσης 

ἐργασίας.  
10 Βλ. Περί Προσευχῆς, σελ. 141, 170 – 171. Βλ. ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 232 – 233.  

11  Βλ.  Ἀρχιμανδρίτου  Ζαχαρία  (Ζάχαρου),  «Τό  ἄκτιστο  φῶς  στή  ζωή  καί  τή 

διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 293.  
107

Ἔτσι κατάφερε νά πετύχει αὐτόν τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς στήν 

λατρεία. Τό μαρτυρεῖ καί ὁ ἴδιος: «Στήν ἐκκλησία μας μπορῶ νά λειτουργῶ, 

χωρίς  νά  ὑψώνω  τή  φωνή  μου  …  ἡ  ψαλμωδία  γίνεται  μέ  πολύ  σιγανόν 

τρόπο.  Οἱ  ἄνθρωποι  στέκονται  ὄρθιοι,  χωρίς  νά  κινοῦνται.  Δέν  ὑπάρχει 

καμία σχεδόν κίνηση στήν ἐκκλησία κατά τή διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν. Τόσο 

θαυμάσια  ἡσυχία  …»12.  «Στή  Θεία  Λειτουργία  ἐξαγιαζόνταν  ὁ  λαός. 

Συμμετεῖχε ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας»13.  

Ὅλες  αὐτές  οἱ  προϋποθέσεις  ὁδηγοῦν  στήν  προετοιμασία  τοῦ 

πιστοῦ  γιά  τήν  κοινωνία  –  μετάληψη  τοῦ  Σώματος  καί  τοῦ  Αἵματος  τοῦ 

Χριστοῦ.  Αὐτό  ἐκφράζεται  πλήρως  στίς  λειτουργικές  εὐχές14,  τίς  ὁποῖες 

συνέταξε ὁ γέροντας Σωφρόνιος. 

Στό  πλῆθος  τῶν  ἐννέα  ἑνοτήτων  τῶν  εὐχῶν,  ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος, ζητάει ἀπό τόν Θεό: 

i. Νά  βοηθήσει  κλῆρο  καί  λαό  νά  πιστέψουν  καί  νά 

κατανοήσουν τό μεγαλεῖο αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου15.  

Ἡ  μή  κατανόηση  τοῦ  μεγέθους  τοῦ  συγκεκριμένου 

μυστηρίου  σίγουρα  ἀποτελεῖ  ἀνασταλτικό  παράγοντα  γιά 

τήν  μετοχή  σ’  Αὐτό.  Ὅταν  κάποιος  γνωρίζει  τήν  ἀξία  ἑνός 

Μυστηρίου  θέλει  νά  μετέχει  σ’  Αὐτό,  γιά  νά  ὠφελεῖται 

πνευματικά, νά ἁγιάζεται καί νά σώζεται.  

ii. Νά τούς ἐνισχύσει στήν τέλεση τῆς Θ. Λειτουργίας καί στήν 

ἀκατάκριτη  μετάληψη  τῶν  Ἁγίων  Μυστηρίων16.  Νά  τούς 

 Γράμματα, σελ. 83. 
12

 Ἀναμνήσεις, σελ. 63. 
13

14 Βλ. στήν πέμπτη ἑνότητα τοῦ δευτέρου κεφαλαίου (2ε). 

15 Εὐχή Ι στίχ. 6 – 7: «ἱκάνωσον ἡμᾶς διὰ τῆς χάριτός Σου πιστεύειν καὶ κατανοεῖν 

τοῦ Μυστηρίου τούτου τὸ μεγαλεῖον».  
108

καταστήσει ἄξιους γι’ αὐτά τά μυστήρια17. Νά προσέλθουν σ’ 

αὐτά  χωρίς  ἐνοχή  καί  ἀκατάκριτοι18  καί  νά  μετάσχουν  τοῦ 

Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ19. 

Χωρίς τήν βοήθεια καί παρέμβαση τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι 

δυνατόν  νά  τελεσθεῖ  ἡ  Θ.  Λειτουργία.  Πρέπει  κανείς  νά 

προσέρχεται  ἀξίως  στήν  Θ.  Εὐχαριστία  γιά  νά  μή  ἀποβεῖ 

αὐτή κρίμα γι’ αὐτόν. 

iii. Νά ἐλεηθοῦν ἀπό τόν Θεό οἱ προτιθέμενοι νά μετάσχουν τῶν 

Ἁγίων Μυστηρίων20.  

Τό  ἔλεος  τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  γιά  ὅλους  τούς  ἀνθρώπους: 

«τό  ἔλεός  Σου  καταδιώξει  με  πάσας  τάς  ἡμέρας  τῆς  ζωῆς 

μου»21.  Σ’  αὐτό  προσβλέπουν  οἱ  πιστοί  ἀπό  τόν  ἐλεήμονα 

Κύριό τους. 

16   Εὐχή  Ι  στίχ.  16  –  18:  «ἐνίσχυσον  ἡμᾶς  διὰ  τοῦ  Ἁγίου  Σου  Πνεύματος  ἐν  τῇ  ὥρᾳ 
ταύτῃ  τῆς  παραστάσεως  ἡμῶν  τῷ  φοβερῷ  Βήματί  Σου,  πρὸς  ἀναίμακτον  ἱερουργίαν  καὶ 
ἀκατάκριτον μετάληψιν τῶν Θείων Σου Μυστηρίων». 
17 Εὐχή Ι στίχ. 25 – 26: «ποίησον ἡμᾶς ἀξίους τῶν ἀῤῥήτων τούτων μυστηρίων», στίχ. 

51 – 52: «ἀξίωσον ἡμᾶς μετασχεῖν τοῦ Σώματoς καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ Σου», εὐχή ΙΙΙ 
στίχ. 25 – 26: «ἀξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν τοῦ ἀχράντου Σου Σώματος καὶ Αἵματος», εὐχή VΙΙ 
στίχ. 21: «ἱκάνωσον ἡμᾶς ἀξίως ὑποδέξασθαι τὰ ἅγιά Σου Μυστήρια», εὐχή ΙΧ στίχ. 5 – 7: 
«Καταξίωσον  δὲ  ἡμᾶς  ἀκατακρίτως  παραστῆναι  τῇ  ἁγίᾳ  Σου  ταύτῃ  Τραπέζῃ  καὶ  ἀξίως 
μετασχεῖν τoῦ ἀχράντου Σώματός Σου καὶ τοῦ τιμίου Σου Αἵματος» καί εὐχή ΙΧ στίχ. 11 ‐ 
12. 
18  Εὐχή  Ι  στίχ.  36  –  37:  «εἰσάγαγε  ἡμᾶς  ἀνενόχους  καὶ  ἀκατακρίτους  εἰς  τὸν 

Νυμφῶνα Αὐτοῦ». 
19  Εὐχή  ΙΙ  στίχ.  25  –  27:  «ἱκάνωσον  ἡμᾶς  ἀκατακρίτως  παραστῆναι  τῇ  ἁγίᾳ  ταύτῃ 

Τραπέζῃ  καὶ  ἀξίως  μετασχεῖν  τοῦ  Ἀχράντου  Σώματος  καὶ    τοῦ  Τιμίου  Σου  Αἵματος»  καί 
εὐχή  VIΙI  στίχ.  21  –  23:  «ἀξιωθῶμεν  ἀκατακρίτως  μετασχεῖν  τῶν  Θείων  Σου  Μυστηρίων, 
τῆς Σαρκὸς καὶ τοῦ Αἵματός Σου». 
20  Εὐχή  ΙΙ  στίχ.  42  –  45:  «ἐπίβλεψον  ἐν  ἐλέει  ἐφʹ  ἡμᾶς  τοὺς  ἐν  τῇ  ὥρᾳ  ταύτῃ 

παρισταμένους  τῷ  ἁγίῳ  τούτῳ  Θυσιαστηρίῳ,  ἐφʹ  οὗ  προτίθεσθαι  μέλλει  τὰ  φοβερὰ 
Μυστήρια τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν». 
21 Ψαλμ. κβ΄ 6. 
109

iv. Νά προσφέρουν μία συνετή εὐχαριστία22. Νά γίνουν μέτοχοι 

τῶν Μυστηρίων αὐτῶν23. Νά τραφοῦν μέ τό Σῶμα Του καί νά 

ποτισθοῦν  μέ  τό  Αἷμα  Του24.  Νά  τούς  ἀξιώσει  νά  Τόν 

πλησιάσουν,  Αὐτόν  πού  εἶναι  ἡ  λογική  εὐχαριστία25.  Νά 

ἀξιωθοῦν  τοῦ  Σώματος  καί  τοῦ  Αἵματος  τοῦ  Χριστοῦ  ἀλλά 

καί τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος26.  

Τό  ποθούμενο  τῶν  πιστῶν  εἶναι  ἡ  αἰώνιος  ζωή,  ὁ 

Κύριος  μας  Ἰησοῦς  Χριστός.  Ἡ  ἕνωση  μαζί  Του  σηματοδοτεῖ 

γιά  τόν  πιστό  τήν  ἔναρξη  βίωσης  τοῦ  Παραδείσου  ἀπό  τήν 

ἐδῶ  ζωή.  Εἶναι  πολλά  τά  ὀφέλη  γιά  τόν  πιστό,  ὁ  ὁποῖος 

προσέρχεται ἀξίως στά Ἄχραντα Μυστήρια.  

Ἐφόσον  ὁ  πιστός  μετά  ἀπό  ὅλα  αὐτά  ἔχει  προετοιμαστεῖ 

κατάλληλα γιά τήν Θεία Κοινωνία, τό μόνο πού ἀπομένει εἶναι ἡ μετοχή 

του σ’ Αὐτήν. Τότε οἱ πιστοί: 

i. Φωτίζονται καί ἁγιάζονται27. Ζωοποιοῦνται28. Ἁγιάζονται καί 

θεοποιοῦνται29.  Ἐλευθερώνεται  ἀπό  κάθε  μολυσμό  ἡ  ψυχή 

καί τό σῶμα30 τους καί κατόπιν ἁγιάζεται31. Ἀνακαινίζεται ἡ 

22 Εὐχή ΙV στίχ. 4 – 6: «ἀξίωσον ἡμᾶς ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ ταύτῃ τῆς ἱερουργίας ἡμῶν 
προσενεγκεῖν Σοι συνετὴν εὐχαριστίαν». 
23  Εὐχή  VI  στίχ.  45:  «ἵνα,  μέτοχοι  γενόμενοι  τῶν  Ἅγίων  Σου  Μυστηρίων».  Εὐχή  ΙV 

στίχ. 21: «καὶ δὸς ἡμῖν μέθεξιν καὶ κληρονομίαν μετὰ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων Σoυ ἐν 
τῷ  ἀνεξερευνήτῳ  Μυστηρίῳ  τῆς  πρὸς  ἡμᾶς  ἀγάπης  Σου,  διὰ  τῆς  μεταλήψεως  τοῦ  Θείου 
Σου Σώματος καὶ Αἵματος». 
24 Εὐχή VII στίχ. 55 – 57: «ἵνα, διὰ τῆς ἀχράντου Σου Σαρκὸς τρεφόμενοι καὶ διὰ τοῦ 

τιμίου Σου Αἵματος ποτιζόμενοι». 
25  Εὐχή  VIΙI  στίχ.  4  –  5:  «ἀξίωσον  ἡμᾶς  ἐν  τῇ  φοβερᾷ  ταύτῃ  ὥρᾳ  τῆς  ἱερουργίας 

προσενεγκεῖν Σοι τὴν λογικὴν εὐχαριστίαν». 
26 Εὐχή VIΙI στίχ. 10 – 12: «ἀνάδειξον ἡμᾶς ἀξίους τῆς μεταλήψεως τοῦ Σώματος καὶ 

Αἵματος τοῦ Χριστοῦ Σου καὶ τῆς κοινωνίας τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος». 
27 Εὐχή Ι στίχ. 46: «φώτισον καὶ ἁγίασον ἡμᾶς».  

28 Εὐχή ΙΧ στίχ. 17 ‐ 18: «ζωοποίησον ἡμᾶς». 

29 Εὐχή Ι στίχ. 26: «τῶν ἁγιαζόντων καὶ θεούντων ἡμᾶς». 

30  Εὐχή  ΙΙ  στίχ.  45  ‐  46:  «ἐλευθερώσας  ἡμᾶς  ἀπὸ  παντὸς  μολυσμοῦ  σαρκὸς  καὶ 

πνεύματος». 
110

φύση  τους32.  Εἰσέρχονται  στόν  Νυμφῶνα  Του33.  Γίνονται 

κατοικητήριο  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος34.  Γίνονται  πραγματικά 

παιδιά τοῦ Ἀκτίστου Φωτός35. 

Ὅταν ὁ άνθρωπος εἶναι καθαρός ἀπό τίς ἁμαρτίες καί 

προσέρχεται  κατάλληλα  προετοιμασμένος  στό  Μυστήριο, 

τότε τά πάντα ἀλλάζουν γι’ αὐτόν. Ἡ Θ. Κοινωνία γι’ αὐτόν 

εἶναι  μιά  νέα  δύναμη.  Τοῦ  δίνει  ζωή,  τόν  ἁγιάζει  καί  τόν 

μεταβάλλει σέ κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀφοῦ ὡς 

γνωστόν «ἡ κοινωνία τοῦ Χριστοῦ εἶναι καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου 

Πνεύματος»36.  Ὅλα  αὐτά  ἀποτυπώνονται  στίς  εὐχές  τῆς  Θ. 

Λειτουργίας.  Κατά  τήν  Ἁγία  Ἀναφορά,  ὁ  ἱερέας  εὔχεται: 

«Ὥστε  γενέσθαι  τοῖς  μεταλαμβάνουσιν  …  εἰς  ἄφεσιν 

31  Εὐχή  ΙΙΙ  στίχ.  26  –  27:  «εἰς  ἴασιν  καὶ  ἁγιασμόν  τῶν  ψυχῶν  καὶ  τῶν  σωμάτων 
ἡμῶν». 
 Εὐχή ΙΙ στίχ. 52: «ἀνακαινούμενοι ἐν τῇ φύσει ἡμῶν». 
32

  Εὐχή  Ι  στίχ.  36  ‐  37:  «εἰσάγαγε  ἡμᾶς  ἀνενόχους  καὶ  ἀκατακρίτους  εἰς  τὸν 
33

Νυμφῶνα Αὐτοῦ». 
34  Εὐχή  Ι  στίχ.  51  ‐  52:  «γενέσθαι  κατοικητήριον  τοῦ  Πνεύματός  Σου»  καί  εὐχή  ΙΙ 

στίχ. 51: «γενώμεθα ναὸς τοῦ Παναγίου Σου Πνεύματος». 
35  Εὐχή  ΙΙ  στίχ.  15  ‐  18:  «καὶ  ποίησον  ἡμᾶς,  τοὺς  ἐπικαλουμένους  τὸ  θαυμαστὸν 

Ὄνομά  Σου,  υἱούς  καὶ  θυγατέρας  τοῦ  Σοῦ  ἀκτίστου  Φωτὸς  διὰ  τῆς  μεταλήψεως  τῶν  τοῦ 
Χριστοῦ Μυστηρίων» καί εὐχή VI στίχ. 46 – 47: «ἀναδειχθῶμεν ἐν τῷ Μονογενεῖ Σου Υἱῷ 
τέκνα τοῦ Σοῦ ἀνεσπέρου Φωτός». Ἕνα προσωπικό παράδειγμα φωτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου 
ἀπό  τά  μυστήρια,  μᾶς  περιγράφει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  στό  Μυστήριο,  σελ.  114  ‐  115: 
«Προσευχόμουν΄  δέν  μποροῦσα  νά  μήν  προσεύχομαι΄  ἡ  προσευχή  γινόταν  διαρκῶς  πιό 
ἔντονη  καί  σταθερή,  καί  τήν  ἡμέρα  καί  τή  νύκτα,  καί  στόν  ὕπνο  καί  στήν  ἐγρήγορση.  Ἡ 
ψυχή ἔπασχε ἀφόρητα, ἀλλά δέν ὑπῆρχε διέξοδος. Τό σκοτάδι τοῦ θανάτου καί ἡ φρίκη τοῦ 
Μηδενός μέ σκότωναν. Αὐτό συνεχιζόταν γιά μερικά χρόνια, κατά τή διάρκεια τῶν ὁποίων 
δέν  κοινωνοῦσα.  Καί  νά  πού,  ἐνῶ  ἤμουν  σέ  τέτοια  κατάσταση,  ἦρθα  ἕνα  πρωΐ  στήν 
Ἐκκλησία, ἐξομολογήθηκα καί κοινώνησα. Ἐξαφανίστηκε ἡ ἄβυσσος κάτω ἀπό τά πόδια μου, 
ἐξαφανίστηκε  τό  σκοτεινό  καί  ἀδιαπέραστο  τεῖχος,  καί  μέ  θετικό  τρόπο  ὅλος  ὁ  κόσμος 
πλατύνθηκε καί καταυγάσθηκε ἀπό ἕνα παράδοξο, τρυφερό, ἑωθινό φῶς΄ ἦταν τό φῶς τῆς 
ἀνέσπερης ἡμέρας, τό φῶς τῆς ἀναστάσεως ἀπό τούς νεκρούς΄ καί οἱ ἄνθρωποι ἔπαυσαν νά 
εἶναι νεκροί, ἀλλά ὅλοι ξαναέζησαν, ὅλοι ἔγιναν αἰώνιοι μέσα μου, ὅπως νεκροί ἦταν μέσα 
μου πρίν ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη. Μέ τήν ἀνάστασή μου αὐτή, ὅλα ἀναστήθηκαν γιά μένα. Εἶμαι 
αἰώνιος, ὅπως αἰώνιος εἶναι καί κάθε ἄλλος άνθρωπος … Ἡ ὅραση τοῦ ἑωθινοῦ φωτός τῆς 
ἀναστάσεως παρατάθηκε γιά τρεῖς ἡμέρες, καί ἔπειτα μέ ἄφησε, ἀλλά ἤδη ἄρχισε νέα ζωή 
μέσα  μου.  Στήν  ψυχή  μου  κυριαρχοῦσε  ἕνα  νέο  αἴσθημα  ἀγάπης  πρός  κάθε  ἄνθρωπο  καί 
ξεχυνόταν σέ προσευχή γιά ὅλους». 
36 Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θεία Λειτουργία. Σχόλια, ἔκδ. Ἱ. Κουτλουμουσιανοῦ 

Κελλίου Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, Ἅγιον Ὄρος 1998, σελ. 294. 
111

ἁμαρτιῶν, εἰς κοινωνίαν τοῦ ἁγίου σου Πνεύματος»37 καί λίγο 

μετά  «Καταξίωσον  ἡμᾶς  μεταλαβεῖν  τῶν  ἐπουρανίων  σου  καί 

φρικτῶν  μυστηρίων  …  εἰς  ἄφεσιν  ἁμαρτιῶν,  εἰς  συγχώρησιν 

πλημμελημάτων, εἰς Πνεύματος ἁγίου κοινωνίαν»38. 

ii. Ἑνώνονται  μέ  τόν  ἀληθινό  Θεό,  τόν  Χριστό39.  Ἡ  θνητότητα 

τῆς  σαρκός  τους  χάνεται  καί  γίνεται  ἄφθαρτη40.  Ἀνοίγει 

πλέον  ὁ  δρόμος  νά  γνωρίσουν  πραγματικά  τόν  Πατέρα  καί 

Θεό41.  Γίνονται  καινούριοι  ἄνθρωποι  καί  ἀποκτοῦν  τό 

«βασίλειον ἱεράτευμα42»43. 

Ὅλοι  γίνονται  μέτοχοι  τῆς  Βασιλείας  τοῦ  Θεοῦ  («ἵνα 

μέτοχοι  ζωῆς  αἰωνίου  γενώμεθα»44).  Τότε,  ὅπως  λέει  καί  ὁ 

ἱερός  Χρυσόστομος,  «ἡμεῖς  καί  ὁ  Χριστός  ἕν  ἐσμέν»45.  Κατά 

τόν  Ἅγιο  Νικόλαο  Καβάσιλα  «ψυχή  μέν  ψυχῇ,  σῶμα  δέ 

σώματι,  καί  αἷμα  αἵματι  μίγνυται»  καί  συνεχίζει΄  «Ὤ  τοῦ 

μεγέθους τῶν μυστηρίων! Οἷον γάρ ἐστι τόν τοῦ Χριστοῦ νοῦν 

τῷ  ἡμετέρῳ  συμμῖξαι  νῷ,  καί  θελήσει  θέλησιν  ἐκείνου  καί 

σῶμα σώματι καί αἷμα αἵματι κερασθῆναι!»46. 

37  Θ. Λειτουργία. Εὐχή μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δῶρων.  
38  Θ. Λειτουργία. Εὐχή πρό τοῦ «Πάτερ ἡμῶν». 
39  Εὐχή  ΙΙ  στίχ.  47  ‐  48:  «ἵνα  ἐν  καθαρῷ  συνειδότι  καὶ  πεφωτισμένῃ  καρδίᾳ 

ὑποδεξώμεθα τὴν μερίδα τῶν ἁγιασμάτων Σου καὶ ἑνωθῶμεν Αὐτῷ τῷ Χριστῷ Σου». 
40  Εὐχή  ΙΧ  στίχ.  12  ‐  13:  «ἵνα  τὸ  θνητὸν  τῆς  σαρκὸς  ἡμῶν  ἐνδύσηται  τὴν  Σὴν 

ἀφθαρσίαν». 
41 Εὐχή ΙΧ στίχ. 19: «προσάγαγε ἡμᾶς εἰς τελείαν ἐπίγνωσιν τοῦ Πατρός Σου». 

42 Βλ. Α΄ Πέτρ. β΄ 5 καί 9. 

43  Εὐχή  VIΙ  στίχ.  57  –  58:  «ἀναδειχθῶμεν  ἄνθρωποι  ἀνακαινώσεως  καὶ  βασίλειον 

ἱεράτευμα».  Βλ.  ἐπίσης  εὐχή  ΙΧ  στίχ.  21  ‐  22:  «ποίησον  ἡμᾶς  γενέσθαι  ἔθνος  ἅγιον  καὶ 
βασίλειον ἱεράτευμα ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας Σου». 
44  Θ.  Λειτουργία  Προηγιασμένων  Δώρων,  Ὕμνος  ἀντί  Χερουβικοῦ  «Νῦν  αἱ 

δυνάμεις …». 
45  Ἰωάννου  Χρυσοστόμου,  Εἰς  τήν  πρός  Ἑβραίους  ἐπιστολή.  Ὁμιλία  ΣΤ΄,  ΕΠΕ.,  τ. 

24, σελ. 362. 
46  Νικολάου  Καβάσιλα,  Περί  τῆς  ἐν  Χριστῷ  ζωῆς,  Δ΄,  ΕΠΕ.  Φιλοκαλία  22,  σελ. 

416. 
112

Ὅλα  τά  παραπάνω  ἀποδεικνύουν  αὐτό  τό  ὁποῖο  ἔχει  εἰπωθεῖ  γιά 

τόν  γέροντα  Σωφρόνιο.  Ὅτι  «ἀγαποῦσε  μέ  πάθος  τή  θεία  Λειτουργία  καί 

βεβαίωνε  ὅτι  ἡ  ὀρθή  τέλεσή  της  ἀφήνει  τούς  ἴδιους  καρπούς  χάριτος  στό 

ἐπίπεδο τῆς προσευχῆς, ὅπως ἡ ἡσυχαστική προσευχή τῆς ἐρήμου»47. 

47 Ἀναφορά, σελ. 16 – 17. 
 

δ) Ἡ δύναμη τοῦ Ὀνόματος. 

  «Τό ὄνομα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ μέγα ἐστί καί ἀχώρητον καί τόν κόσμον 

ὅλον  βαστάζει»1,  δηλαδή  «τό  Ὄνομα  τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  μεγάλο  καί 

ἀπεριόριστο  καί  στηρίζει  ὁλόκληρη  τήν  οἰκουμένη»  σύμφωνα  μέ  τόν 

«Ποιμένα» τοῦ Ἑρμᾶ2. «Ἡ δύναμη καί ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι παροῦσες στό 

ὄνομά  Του  καί  ἐνεργοῦν  μέ  αὐτό.  …  Μέ  τό  νά  ἐπικαλεῖσαι  προσεκτικά  καί 

θεληματικά τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν νά δίνεσαι στήν ἐνέργειά Του, σάν 

νά προσφέρεσαι ὡς ὄργανο καί ζωντανή θυσία στά χέρια Του»3.  

Ὁλόκληρη ἡ Γραφή, ἀπ’ τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος, εἶναι γεμάτη ἀπό 

μαρτυρίες γιά τόν Θεό διά τῶν Ὀνομάτων Του4. Τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι 

ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στή ζωή κάθε ἀνθρώπου, καθώς καί στή βιβλική 

ἱστορία. Τήν ἱερή αὐτή ἱστορία ὀ γέροντας Σωφρόνιος τήν διαιρεῖ σέ τρεῖς 

περιόδους: 

I. Ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τοῦ Μωϋσέως 

II. ἀπό τῆς στιγμῆς τῆς Σιναϊτικῆς Θεοφανείας μέχρι  τῆς θείας 

ἐνανθρωπήσεως καί 

III. ἀπό  τῆς  ἐνανθρωπήσεως  τοῦ  Θεοῦ  Λόγου  μέχρι  συντελείας 

τοῦ αἰῶνος5. 

Οἱ δύο πρώτες περίοδοι ἀνήκουν στήν Παλαιά Διαθήκη, ἐνῶ ἡ τρίτη 

στήν  Καινή  Διαθήκη.  Οἱ  ἀναφορές  πού  ἔχουμε  στό  Ὄνομα  σέ  κάθε 

περίοδο εἶναι οἱ ἐξῆς:  

1 Παραβολή ΙΧ, 14, ΒΕΠΕΣ, τ. 3, σελ. 95. 
2  Ἐπισκόπου  Καλλίστου  Ware,  Ἡ  δύναμη  τοῦ  Ὁνόματος.  Ἡ  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ 
στήν  Ὀρθόδοξη  πνευματικότητα  [Σειρά  «Ὀρθόδοξη  Μαρτυρία»  ἀρ.  4],  μτφρ.  Δημ. 
Χουλιάρας, Ἐλ. Μασσαλῆ, Δημ. Κόκκινος, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 92009, σελ. 37. 
3 Ὅπ. π., σελ. 39. 

4 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 142. 

5 Βλ. ὅπ. π., σελ. 131 καί Ἀναφορά, σελ. 214.  
114

I. Πρώτη περίοδος: Ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι τοῦ Μωϋσέως. 

Σ’  αὐτήν  τήν  περίοδο  «ἐπικρατεῖ  περισσότερο  ἡ  ἀσαφής  καί 

πρωτόγονη ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ»6: 

i. «Τῷ  Σήθ  ἐγένετο  υἱός,  ἐπωνόμασε  δέ  τό  ὄνομα  αὐτοῦ 

Ἐνώς.  Οὗτος  ἤλπισεν  ἐπικαλεῖσθαι  τό  Ὄνομα  Κυρίου 

τοῦ Θεοῦ»7.  

ii. «Ἐγώ Κύριος΄ ὤφθην πρός Ἀβραάμ καί Ἰσαάκ καί Ἰακώβ, 

Θεός ὤν αὐτῶν, καί τό Ὄνομά μου Κύριος οὐκ ἐδήλωσα 

αὐτοῖς»8. 

II. Δεύτερη  περίοδος:  Ἀπό  τῆς  στιγμῆς  τῆς  Σιναϊτικῆς 

Θεοφανείας μέχρι τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. 

Ἐδῶ  «δεσπόζει  ἡ  Σιναϊτική  ἀποκάλυψη  μέ  τό  ὄνομα  “Ἐγώ  εἰμί  ὁ  Ὤν”»9. 

«Οὕτως, ἐξ ἀρχῆς, ὁ Θεός ἀπεκαλύφθη εἰς τόν Μωϋσήν ὡς προσωπικός καί 

μόνος ἐν ἀληθείᾳ Ὤν μετʹ ἀγνώστων εἰσέτι ἰδιωμάτων. Ἡ ἐπακολουθήσασα 

ἀποκάλυψις  ἐφανέρωσε  τάς  ἰδιότητας  τούτου  τοῦ  “Ἐγώ  εἰμί”  ὡς  Θεοῦ 

οἰκτίρμονος καί φιλανθρώπου»10. 

i. «ὤφθη…  ἐν  πυρί  φλογός…  καί  εἶπεν΄  Ἐγώ  εἰμί  ὁ  Ὤν 

(Γιαχβέ)»11.  

ii. «Καί  κατέβη  Κύριος  ἐν  νεφέλῃ  καί  παρέστη  αὐτῷ  (τῷ 

Μωϋσεῖ)  ἐκεῖ΄  καί  ἐκάλεσε  τῷ  Ὀνόματι  Κυρίου.  Καί 

6 Ἀναφορά, σελ. 214. 
7 Γέν. δ΄ 26. 
8 Ἔξ. στ΄ 3. 

9 Ἀναφορά, σελ. 214. 

10 Περί προσευχῆς, σελ. 127. 

11 Ἔξ. γ΄ 2 καί 14. 
115

παρῆλθε  Κύριος  πρό  προσώπου  αὐτοῦ  καί  ἐκάλεσε΄ 

Κύριος ὁ Θεός οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί 

πολυέλεος  καί  ἀληθινός,  καί  δικαιοσύνην  διατηρῶν  καί 

ἔλεος  εἰς  χιλιάδας,  ἀφαιρῶν  ἀνομίας  καί  ἀδικίας  καί 

ἁμαρτίας,  καί  οὐ  καθαριεῖ  τόν  ἔνοχον,  ἐπάγων  ἀνομίας 

πατέρων ἐπί τέκνα καί ἐπί τέκνα τέκνων, ἐπί τρίτην καί 

τετάρτην γενεάν»12.  

iii. «Καί  ἔσται  πᾶς,  ὅς  ἄν  ἐπικαλέσηται  τό  ὄνομα  Κυρίου, 

σωθήσεται»13. 

Κατά  τήν  ἀρχαιότητα  ὁ  ἄνθρωπος  γνώριζε  τόν  Θεό  μέσα  ἀπό  τά 

διάφορα  Ὀνόματά  του,  τά  ὁποῖα  «ἀπεκάλυπτον  κυρίως  τάς  ἰδιότητας  τοῦ 

Θεοῦ,  τά  κατηγορήματα  Αὐτοῦ:  τήν  παντοδυναμίαν,  τήν  πανταχοῦ 

παρουσίαν, τήν παγγνωσίαν, τήν πρόνοιαν, τήν δόξαν καί τά ὅμοια. Εἰς τόν 

Μωϋσήν ὅμως τό ὄνομα Γιαχβέ‐Ἐγώ εἰμι ἐδόθη ὡς ἴδιον Ὄνομα τοῦ Θεοῦ»14. 

Μέ  τό  Ὄνομα  Γιαχβέ  ‐  Ἐγώ  εἰμι  ‐  ὁ  Μωϋσής  ἐννοοῦσε  ἕνα 

Πρόσωπο.  Καθώς  ὁ  Θεός  μας  εἶναι  Τριαδικός  (Μία  Οὐσία  ‐  Τρεῖς 

Ὑποστάσεις). Τό Ὄνομα «Ἐγώ εἰμι»  ἀναφέρεται «ἐξ ἴσου καί εἰς ὅλην τήν 

Τριάδα καί εἰς ἑκάστην Ὑπόστασιν ἰδιαιτέρως». Τό Ὄνομα αὐτό καθώς καί 

πολλά  ἄλλα  μπορεῖ  καί  ὀφείλει  νά  ἐννοεῖται  καί  ὡς  «ἴδιον  ἑκάστου 

Προσώπου». Ὁμοίως, ὅπως καί τό Ὄνομα Κύριος, ἀναφέρεται καί στά τρία 

Πρόσωπα, «ἐν ταὐτῷ δέ χρησιμοποιεῖται καί ὡς ἴδιον Ὄνομα δι’ ἕν ἕκαστον 

τῶν  τριῶν  Προσώπων».  Τό  ἴδιο  μποροῦμε  νά  ποῦμε  καί  γιά  τό  Ὄνομα 

Ἰησοῦς, δηλαδή Θεός Σωτήρ15. 

iv. «Οὕτως  λέγει  Κύριος  ὁ  Θεός  ὁ  λυτρούμενος  ὑμᾶς,  ὁ 

ἅγιος  τοῦ  Ἰσραήλ…  Ἐγώ  Θεός  πρῶτος,  καί  εἰς  τά 

12 Ἔξ. λδ΄ 5 – 7. 
13 Ἰωήλ β΄ 32. 
14 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 138. 

15 Βλ. ὅπ. π., σελ. 137 – 138. 
116

ἐπερχόμενα  Ἐγώ  εἰμί…  ἵνα  γνῶτε…  ὅτι  Ἐγώ  εἰμί. 

Ἔμπροσθέν  Μου  οὐκ  ἐγένετο  ἄλλος  Θεός  καί  μετʹ  Ἐμέ 

οὐκ ἔσται»16.  

Ὁ  Θεός,  κατά  τήν  Οὐσία  Του,  εἶναι  πάνω  ἀπ’  ὅλα,  δηλαδή  πάνω 

ἀπό  κάθε  ὄνομα  καί  ἔννοια.  Ὅταν  ὅμως  ἀποκαλύπτεται,  μᾶς  δίνει  τήν 

ζωντανή  πείρα  τῆς  Παρουσίας  Του,  ἡ  ὁποία  φανερώνεται  διά  τῶν 

Ὀνομάτων Του17. 

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  «ὁ  Θεός  οὗτος,  ὁ  Πρῶτος  καί  ὁ 

Ἔσχατος, ἀπεκαλύφθη ὡς Προσωπικόν Ἀπόλυτον, Ζῶν΄ οὐχί ὡς ἀφῃρημένον 

τι Πᾶν ‐ Ὄν ἤ ὡς ὑπερβατική Πανενότης ἤ τά ὅμοια τούτων»18. 

  Ἀπό  τά  παραπάνω  βλέπουμε  ὅτι  κάθε  νέα  ἀποκάλυψη  γινόταν 

δεκτή ὡς Θεοφάνεια καί ἄμεση ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Σέ σχέση μ’ αὐτό καί 

αὐτό  τό  Ὄνομα  βιωνόταν  ὡς  παρουσία  τοῦ  Θεοῦ.  Στό  Ὄνομα 

περιεκλείεται  διπλή  δύναμη:  «Ἀφʹ  ἑνός  μέν  ἡ  αἴσθησις  τοῦ  Ζῶντος  Θεοῦ, 

ἀφʹ ἑτέρου δέ ἡ γνῶσις περί Αὐτοῦ»19. Γι’ αὐτό  καί δημιουργεῖται ὁ φόβος 

γιά τήν μάταιη ἐπίκληση τοῦ Ὀνόματος (βλ. Ἔξ. κ΄ 7)20. 

   

III. Τρίτη  περίοδος:  Ἀπό  τῆς  ἐνανθρωπήσεως  τοῦ  Θεοῦ  Λόγου 

μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος.  

Ἡ  τρίτη  καί  τελευταία  περίοδος  «σφραγίζεται  ἀπό  τό  ὄνομα  τοῦ 

Κυρίου  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  καί  συνοδεύεται  ἀπό  τήν  πύρινη  πεποίθηση  τῆς 

16 Ἡσ. μγ΄ 14΄ μα΄ 4΄ μγ΄ 10. 
17 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 142. 
18 Ὅπ. π., σελ. 127. 

19 Ὅπ. π., σελ. 128. 

20 Βλ. ὅπ. π., σελ. 128. 
117

Πεντηκοστῆς ὅτι εἶναι τό μοναδικό ὄνομα γιά τή σωτηρία21 καί “τό ὑπέρ πᾶν 

ὄνομα”22 σέ δύναμη καί δόξα»23. 

Αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν περίοδο τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία 

εἶναι  γεμάτη  ἀπό  μαρτυρίες,  γιά  τά  θαύματα  τά  ὁποῖα  ἔκαναν  οἱ 

Ἀπόστολοι  μέ  τήν  δύναμη  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ24.  Ἐνδεικτικά 

ἀναφέρουμε τά παρακάτω: 

i. «ἀμὴν  ἀμὴν  λέγω  ὑμῖν  ὅτι  ὅσα  ἄν  αἰτήσητε  τὸν  πατέρα  ἐν  τῷ 

ὀνόματί  μου,  δώσει  ὑμῖν.    ἕως  ἄρτι  οὐκ  ᾐτήσατε  οὐδὲν  ἐν  τῷ 

ὀνόματί  μου·  αἰτεῖτε  καὶ  λήψεσθε,  ἵνα  ἡ  χαρὰ  ὑμῶν  ᾖ 

πεπληρωμένη»25. 

Αὐτά ἀκριβῶς τά λόγια, τά ὁποῖα εἶπε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός 

κατά  τίς  τελευταῖες  στιγμές  τῆς  ἐπί  γῆς  παρουσίας  του  ἀποτελοῦν  τό 

«δογματικόν  καί  ἀσκητικόν  θεμέλιον  τῆς  διά  τοῦ  Ὀνόματος  Αὐτοῦ 

προσευχῆς.  Δέν  ὑπάρχει  ἀμφιβολία  ὅτι  οἱ  Μαθηταί  τοῦ  Χριστοῦ  ἐτήρησαν 

τήν ἐντολήν ταύτην … ἤδη ἐγνώριζον τήν δύναμιν τοῦ Ὀνόματος Αὐτοῦ, ὅτε 

ἀπεστάλησαν ὡς “ἄρνες ἐν μέσῳ λύκων”26, ἵνα φέρουν τήν εἰρήνην εἰς τούς 

ἀνθρώπους,  θεραπεύουν  τούς  ἀσθενεῖς,  ἀναγγέλλουν  τήν  προσέγγισιν  τῆς 

Βασιλείας τοῦ Θεοῦ»27. 

ii. «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου»28 

iii. «ὅ,τι  ἂν  αἰτήσητε  ἐν  τῷ  ὀνόματί  μου,  τοῦτο  ποιήσω,  ἵνα 

δοξασθῇ  ὁ  πατὴρ  ἐν  τῷ  υἱῷ.  14  ἐάν  τι  αἰτήσητέ  με  ἐν  τῷ 

ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω»29. 

21 Βλ. Πράξ. δ΄ 12. 
22 Βλ. Φιλιπ. β΄ 9. 
23 Ἀναφορά, σελ. 214. 

24 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 124. 

25 Ἰωάν. ιστ΄ 23 – 24. 

26 Πρβλ. Λουκ. 10, 3.  

27 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 124. 

28 Ματθ. στ΄ 9. 
118

iv. «Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, 

καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου»30. 

v. «Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶπεν· Ἐπιστάτα, εἴδομέν τινα ἐπὶ τῷ 

ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια…»31. 

vi. «ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν»32. 

vii. «πορευθέντες  μαθητεύσατε  πάντα  τὰ  ἔθνη,  βαπτίζοντες 

αὐτοὺς  εἰς  τὸ  ὄνομα  τοῦ  Πατρὸς  καὶ  τοῦ  Υἱοῦ  καὶ  τοῦ  ἁγίου 

Πνεύματος»33 

viii. «ἐν  τῷ  ὀνόματι  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  τοῦ  Ναζωραίου …  οὐκ  ἔστιν  ἐν 

ἄλλῳ  οὐδενὶ  ἡ  σωτηρία·  οὐδὲ  γὰρ  ὄνομά  ἐστιν  ἕτερον ὑπὸ  τὸν 

οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»34. 

ix. «διὸ  καὶ  ὁ  Θεὸς  αὐτὸν  ὑπερύψωσε  καὶ  ἐχαρίσατο  αὐτῷ  ὄνομα 

τὸ  ὑπὲρ  πᾶν  ὄνομα,  ἵνα  ἐν  τῷ  ὀνόματι  Ἰησοῦ  πᾶν  γόνυ  κάμψῃ 

ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων»35. 

x. «Ὁ  ἔχων  οὖς  ἀκουσάτω  τί  τὸ  Πνεῦμα  λέγει  ταῖς  ἐκκλησίαις. 

Τῷ νικῶντι δώσω αὐτῷ τοῦ μάννα τοῦ κεκρυμμένου, καὶ δώσω 

αὐτῷ  ψῆφον  λευκήν,  καὶ  ἐπὶ  τὴν  ψῆφον  ὄνομα  καινὸν 

γεγραμμένον, ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων»36. 

xi. «Ἀργύριον  καὶ  χρυσίον  οὐχ  ὑπάρχει  μοι·  ὃ  δὲ  ἔχω  τοῦτό  σοι 

δίδωμι· ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου ἔγειρε καὶ 

περιπάτει»37. 

xii. «οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ 

εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν 

29 Ἰωάν. ιδ΄ 13. 
30 Λουκ. ι΄ 17. 
31 Λουκ. θ΄ 49. 

32 Ἰωάν. ιστ΄ 23. 

33 Ματθ. κη΄ 19. 

34 Πράξ. δ΄ 10 – 12. 

35 Φιλιπ. β΄ 9 – 10. 

36 Ἀποκ. β΄ 17. 

37 Πράξ. γ΄ 6. 
119

θάλασσαν  καὶ  πάντα  τὰ  ἐν  αὐτοῖς,  ὁ  διὰ  στόματος  Δαυῒδ 

παιδός  σου  εἰπών·  ἵνα  τί  ἐφρύαξαν  ἔθνη  καὶ  λαοὶ  ἐμελέτησαν 

κενά;  παρέστησαν  οἱ  βασιλεῖς  τῆς  γῆς  καὶ  οἱ  ἄρχοντες 

συνήχθησαν  ἐπὶ  τὸ  αὐτὸ  κατὰ  τοῦ  Κυρίου  καὶ  κατὰ  τοῦ 

Χριστοῦ  αὐτοῦ.  συνήχθησαν  γὰρ  ἐπʹ  ἀληθείας  ἐπὶ  τὸν  ἅγιον 

παῖδά σου Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης τε καὶ Πόντιος Πιλάτος 

σὺν  ἔθνεσι  καὶ  λαοῖς  Ἰσραήλ,  ποιῆσαι  ὅσα  ἡ  χείρ  σου  καὶ  ἡ 

βουλή σου προώρισε γενέσθαι. καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς 

ἀπειλὰς  αὐτῶν,  καὶ  δὸς  τοῖς  δούλοις  σου  μετὰ  παρρησίας 

πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν σε 

εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ 

ἁγίου  παιδός  σου  Ἰησοῦ.  καὶ  δεηθέντων  αὐτῶν  ἐσαλεύθη  ὁ 

τόπος  ἐν  ᾧ  ἦσαν  συνηγμένοι,  καὶ  ἐπλήσθησαν  ἅπαντες 

Πνεύματος  ἁγίου,  καὶ  ἐλάλουν  τὸν  λόγον  τοῦ  Θεοῦ  μετὰ 

παρρησίας. Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ 

ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον 

εἶναι,  ἀλλʹ  ἦν  αὐτοῖς  ἅπαντα  κοινά.  καὶ  μεγάλῃ  δυνάμει 

ἀπεδίδουν  τὸ  μαρτύριον  οἱ  ἀπόστολοι  τῆς  ἀναστάσεως  τοῦ 

Κυρίου Ἰησοῦ χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς»38. 

Ἄν καί ἀρχικά ὑπῆρχε ἡ ἐντολή «οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ 

σου ἐπί ματαίῳ»39, τώρα ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολή καί ὑπόσχεση νά «αἰτῶμεν 

παρά  τοῦ  Πατρός  ἐν  τῷ  Ὀνόματι  Αὐτοῦ40»41.  Μᾶς  προκαλεῖ  ‐  προσκαλεῖ  ὁ 

ἴδιος ὁ Χριστός νά ζητᾶμε ἀπό Αὐτόν καί μᾶς ὑπόσχεται ὅτι θά μᾶς δώσει 

τό αἰτούμενο.  

38 Πράξ. δ΄ 24 – 33. 
39 Ἔξ. κ΄ 20. 
40 Πρβλ. Ἰωάν. ιδ΄ 13 – 14΄ ιε΄ 16. 

41 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 140, 196. 
120

Ἡ  ἐπίκληση  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ  εἶναι  ἐκπλήρωση  ἐντολῆς. 

Ὅταν  αὐτή  γίνεται  ἀδιαλείπτως,  τότε  ὁ  πιστός  τοποθετεῖ  τόν  ἑαυτό  του 

στήν  ὁδό  τῶν  ἐντολῶν,  στήν  ὁδό  τοῦ  Κυρίου,  ἡ  ὁποία  τόν  ὁδηγεῖ  στόν 

ἁγιασμό καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό. Ὅταν κάποιος ἐπικαλεῖται τό Ὄνομα 

τοῦ  Ἰησοῦ,  «μυεῖται  στό  μυστήριο  τοῦ  σταυροῦ  καί  τῆς  Ἀναστάσεως  τοῦ 

Χριστοῦ  καί  γίνεται  ναός  τῆς  θεότητος»42.  Μέ  τήν  ἐπίκληση  αὐτή 

«ἐπιτελεῖται  τό  μεγαλύτερο  καί  σημαντικότερο  θαῦμα  τῆς  ἀνθρωπίνης 

ὑπάρξεως,  ἡ  ἕνωση  τοῦ  κτιστοῦ  μέ  τόν  ἄκτιστο  καί  αἰώνιο  Θεό»43.  «Καί 

στιγμιαία  ἐπίκλησις  αὐτοῦ  δύναται  νά  χαροποιήσῃ  τήν  καρδίαν  ἡμῶν΄  καί 

τοῦτο εἶναι πολύτιμον»44.  Ὁ ἴδιος ὁ γέροντας Σωφρόνιος ὡς «ζῶν μάρτυς»45 

μαρτυρεῖ πώς «τό Θεῖον Φῶς … ἔρχεται διά τοῦ Ὀνόματος τούτου»46. Τότε « 

…  ἀποκαλύπτεται  εἰς  ἡμᾶς  τό  νόημα  τοῦ  Ὀνόματος  τούτου΄  …  καθίσταται 

δυνατή  ἡ  πεῖρα  “τῆς  Βασιλείας  τοῦ  Θεοῦ  ἐληλυθυίας  ἐν  δυνάμει”,  καί  τό 

πνεῦμα  τοῦ  προσευχομένου  συλλαμβάνει  τήν  φωνήν  τοῦ  Πατρός:  ʺΟὗτός 

ἐστιν  ὁ  Υἱός  Μου  ὁ  ἀγαπητός΄  Αὐτοῦ  ἀκούετεʺ  (Μάρκ.  9,  7).  Ἡμεῖς  δέ 

προσευχόμεθα:  “Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Πατρός  Μονογενές,  ἐλέησον 

καί σῷσον ἡμᾶς”»47. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  μαρτυρεῖ  πώς  «εἶναι  μέγα  τό  Ὄνομα  Ἐγώ 

ἐιμί΄ μέγα τό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος΄ μέγα ὡσαύτως καί τό Ὄνομα Ἰησοῦς. 

 Ἀναφορά, σελ. 213. 
42

 Ὅπ. π., σελ. 217. 
43

44 Περί προσευχῆς, σελ. 233. 

45  Πρέπει  νά  ἔχουμε  πάντοτε  ὑπ’  ὅψιν  μας  ὅτι  ὅλα  αὐτά  τά  ὁποῖα  γράφει  ὁ 

γέροντας Σωφρόνιος στά βιβλία του δέν τά γράφει ἀπό θεωρητικῆς πλευρᾶς ἀλλά ἀπό 
πρακτικῆς,  γιατί  τά  ἔζησε  ὁ  ἴδιος,  γράφει  τίς  ἐμπειρίες  του.  Βλ.  ὅπ.  π.,  σελ.  69:  «Μετά 
παρέλευσιν χρόνου τινός, μᾶλλον μακροῦ, παρόμοιόν τι συνέβη εἰς ἐμέ κατά τήν ἐπίκλησιν 
τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ.  Κατʹ  ἐκείνην  τήν  ὥραν  ἠναγκάσθην  νά  διακόψω  τήν 
ἐπίκλησιν  τοῦ  Ὀνόματος:  Ἡ  ἐνέργεια  αὐτοῦ  ἦτο  καθʹ  ὑπερβολήν  ἰσχυρά.  Ἡ  ψυχή  ἄνευ 
λόγων, ἄνευ σκέψεων, ἐτέλει ἐν τρόμῳ ἐκ τῆς ἐγγύτητος τοῦ Θεοῦ. Τότε διηνοίχθη εἰς ἐμέ 
ἐν μέρει τό μυστήριον τῆς ἱερουργίας», καί σελ. 81: «Κατά τούς φρικτούς ἐκείνους καιρούς 
ἔσῳζεν  ἐμέ  τό  Ὄνομα  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ.  Δέομαι  ὅπως  γένηται  οὕτως  εἰς  ἐμέ  εἰσέτι  καί 
μέχρι τέλους καί ἄνευ τέλους». 
46 Ὅπ. π., σελ. 140. 

47 Βλ. Ὅπ. π., σελ. 183 – 184. Πρβλ. Ζωή, σελ. 177. 
121

Περί  τοῦ  Ὀνόματος  Αὐτοῦ  εἶναι  δυνατόν  νά  εἴπωμεν  πολλά:  Εἶναι 

ἀνεξάντλητον  κατά  τό  περιεχόμενον  αὐτοῦ΄  ἀνήκει  εἰς  Ἐκεῖνον,  εἰς  τόν 

Ὁποῖον  πάντα  τά  ὄντα  ὀφείλουν  τήν  ὕπαρξιν  αὐτῶν:  “Πάντα  διʹ  Αὐτοῦ 

ἐγένετο, καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονεν. Ἐν Αὐτῷ ζωή ἦν, καί ἡ 

ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων”48» 49. 

Τό Ὄνομα Ἰησοῦς συνδέεται ὀντολογικῶς μέ τόν Θεό, εἶναι γέφυρα 

ἀνάμεσα  σέ  μᾶς  καί  σ’  Αὐτόν.  Δι’  Αὐτοῦ  ἔρχεται  ἡ  θεία  δύναμη  σέ  μᾶς. 

Εἶναι  ἅγιο,  ἀφοῦ  προέρχεται  ἀπό  τόν  Ἅγιο  Θεό.  Ἁγιαζόμαστε  μέ  τήν 

ἐπίκλησή  Του.  Ἡ  προσευχή  μ’  αὐτό  τό  Ὄνομα  μᾶς  ἐνώνει  μέ  τόν  Θεό. 

Χάριν αὐτοῦ ὁ «Ὑπερκόσμιος γίνεται αἰσθητῶς ἐνδοκόσμιος»,  εἶναι  «Θεῖον 

καθ’ ἑαυτό»50. 

Ὄχι  μόνο  τό  Ὄνομα  Ἰησοῦς,  ἀλλά  καί  ὅλα  τά  Ὀνόματα  τά  ὁποῖα 

μᾶς  ἔχουν  ἀποκαλυφθεῖ  ἄνωθεν,  συνδέονται  ὀντολογικῶς  μέ  τόν  Θεό. 

Αὐτό  τό  γνωρίζουμε  ἀπό  τήν  πείρα  τῆς  Ἐκκλησίας.  Γράφει 

χαρακτηριστικά ὁ γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅλα τά μυστήρια ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ 

ἡμῶν  τελοῦνται  διά  τῆς  ἐπικλήσεως  τῶν  Θείων  Ὀνομάτων  καί  πρωτίστως 

τῆς  Ἁγίας  Τριάδος:  τοῦ  Πατρός  καί  τοῦ  Υἱοῦ  καί  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος.  Ἡ 

ὅλη λατρεία ἡμῶν θεμελιοῦται ἐπί τῆς ἐπικλήσεως τῶν Θείων Ὀνομάτων»51.  

Γιά  τούς  πιστούς  χριστιανούς  τοῦ  σήμερα,  καθώς  καί  τῶν 

Ἀποστολικῶν  χρόνων,  τό  Ὄνομα  τοῦ  Ἰησοῦ  εἶναι  δύναμη52.  Σύμφωνα  μέ 

τούς  ἁγίους  Βαρσανούφιο  καί  Ἰωάννη:  «οἱ  οὖν  χρῄζοντες  τοῦ  Θεοῦ, 

ἐπικαλώμεθα  τό  ὄνομα  αὐτοῦ  εἰς  βοήθειαν  κατά  τῶν  ἐναντίων»53.  Ὁ  δέ 

 Ἰωάν. α΄ 3 – 4. 
48

 Περί προσευχῆς, σελ. 138 – 139. 
49

50 Βλ. ὅπ. π., σελ. 139. 

51 Βλ. ὅπ. π., σελ. 140, 173. 

52 Βλ. Ἐπισκόπου Καλλίστου Ware, ὅπ. π., σελ. 40. 

53  Νικοδήμου  Ἁγιορείτου,  Βίβλος  Βαρσανουφίου  καί  Ἰωάννου,  Ἀπόκρισις  υκδ΄,  ἐκδ. 

Σωτήριος Σχοινᾶς, Βόλος 1960, σελ. 216. 
122

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος γράφει: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους»54. 

«Ὁ εὐχόμενος βλέπει τούς ἐχθρούς προσεγγίζοντας ἐκ τῶν ἔξω καί δύναται 

νά ἐκδιώξῃ αὐτούς διά τῆς δυνάμεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ»55. Ὅταν ἡ 

ἐπίκληση  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ  εἶναι  ἐνεργή,  σωτήρια,  τότε 

μεταβαίνουμε  «ἐκ  τοῦ  θανάτου  εἰς  τήν  ζωήν»56 καί  λαμβάνουμε  «δύναμιν 

ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ΄ 49)57. 

Στό  Περί  Προσευχῆς  ἔργο  του  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  γράφει: 

«Μετά συναρπαστικοῦ ἐνδιαφέροντος ἀνακαλύπτομεν ἐν τῷ Ὀνόματι Αὐτοῦ 

νέα  μυστήρια  τῶν  ὁδῶν  τοῦ  Θεοῦ  καί  γινόμεθα  οἱ  ἴδιοι  φορεῖς  τῆς 

πραγματικότητος ἐκείνης, ἥτις περικλείεται εἰς τά Ὀνόματα. Διά τῆς ζώσης 

αὐτῆς  γνώσεως  ἐν  τῇ  πείρᾳ  τῆς  ζωῆς  ἡμῶν  μετέχομεν  τῆς  αἰωνιότητος: 

“Αὕτη  δέ  ἐστιν  ἡ  αἰώνιος  ζωή,  ἵνα  γινώσκωσί  Σε  τόν  μόνον  ἀληθινόν  Θεόν 

καί  Ὅν  ἀπέστειλας  Ἰησοῦν  Χριστόν”58»59.  Ὁ  ἄνθρωπος,  ὁ  ὁποῖος 

προσεύχεται  «διά  τοῦ  Ὀνόματος  Αὐτοῦ»,  ἐκτός  ἀπό  τήν  προστασία  που 

ἔχει  ἀπέναντι  στόν  «ἐχθρό»,  δύναται  νά  «ἐπιδράσῃ  εἰς  τό  περιβάλλον  ἐν 

τῷ ὁποίῳ ζῇ: νά ἐξέλθῃ τρόπον τινά ἐκ τοῦ ἐσωτερικοῦ βάθους τῆς καρδίας 

καί  ἐν  ἀγάπῃ  καί  εἰρήνῃ  νά  κοινωνήσῃ  μετά  τῶν  ἀδελφῶν»60.  Ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος μᾶς ἀποκαλύπτει πώς  «διά τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος τοῦ 

Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐδόθη εἰς ἐμέ (εἰς αὐτόν) ἡ πεῖρα τῆς μακαρίας, ἀλλά καί ἐν 

ταυτῷ  φοβερᾶς  παρουσίας  τοῦ  Αἰωνίου  Θεοῦ»61,  σωζόμαστε  ἀπό  τήν 

ἁμαρτία62,  γινόμαστε  γνῶστες  «τοῦ  μυστηρίου  τῆς  πρός  ἡμᾶς  ἀγάπης  τοῦ 

  Κλίμαξ  21,  Περί  τῆς  ἀνάνδρου  δειλίας,  καί  27,  Περί  διαφορᾶς  καί  διακρίσεως 
54

ἡσυχιῶν (PG 88, 945C καί 1112C). 
55 Περί προσευχῆς, σελ. 152. 

56 Α΄ Ἰωάν. γ΄ 14. 

57 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 154 – 155. 

58 Ἰωάν. ιζ΄ 3. 

59 Περί προσευχῆς, σελ. 144. Πρβλ. καί σελ. 182. 

60 Βλ. ὅπ. π., σελ. 167 – 168. 

61 Ὅπ. π., σελ. 171. Πρβλ. στό ἴδιο, σελ. 173. 

62 Βλ. ὅπ. π., σελ. 173. 
123

Ἀνάρχου»63, «εἰσαγόμεθα εἰς τόν χῶρον τῆς Θείας Ζωῆς, καί ὁ Πατήρ καί ὁ 

Υἱός  καί  τό  Πνεῦμα  τό  Ἅγιον  δίδονται  εἰς  ἡμᾶς  ἐν  τῷ  Ὀνόματι  τοῦ  Ἰησοῦ: 

Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν  κόσμον  Σου»64, 

δηλώνει «τήν ἤδη ὑπαρξιακήν ἑνότητα μετά τοῦ Θεοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος»65, 

«βαθμηδόν ἑνοῖ ἡμᾶς μετ’ Αὐτοῦ»66. «Ἐν μέρει» συμβαίνει ἀκόμα καί ὅταν 

«ὁ  προσευχόμενος  δέν  κατανοῇ  “Τίς  ἐστιν  Οὗτος”  (Ματθ.  21,  10)  καί  δέν 

αἰσθάνηται  ἐναργῶς  τήν  ἐκπορευομένην  ἐκ  τοῦ  Ὀνόματος  ἁγιαστικήν 

δύναμιν»67,  «καθαίρεται,  ἀναγεννᾶται  καί  ἁγιάζεται  ἡ  φύσις  ἡμῶν:  “Ὑμεῖς 

καθαροί  ἐστε  διά  τόν  λόγον  ὅν  λελάληκα  ὑμῖν.  Μείνατε ἐν  Ἐμοί  …”  (Ἰωάν. 

15,  3‐4)»68.  Στήν  μέγιστη  μορφή  της  ἡ  προσευχή,  πού  γίνεται  διά  τοῦ 

Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἑνώνει πλήρως μέ τόν Χριστό69.  

Σκοπός  τῆς  μακροχρόνιας  καί  ἀκατάπαυστης  ἐπίκλησης  τοῦ 

ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ, σέ συνδυασμό μέ τήν ἐσωτερική φυλακή τοῦ νοῦ, 

εἶναι  νά  «ἐνισχύσουν  μιά  μόνιμη  ἕλξη  γιά  τήν  προσευχή  τῆς  μετανοίας»70. 

«Ἡ  συνεχής  ἐπίκληση  τοῦ  ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ  αὐξάνει  τή  δύναμη  τῆς 

παρουσίας  τοῦ  Κυρίου  στήν  καρδιά»  καί  ὁ  νοῦς  «περιφρουρεῖται  στήν 

καρδιά  ἁρματωμένος  μέ  τό  ὄνομα  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ»71.    Μέ  τήν  ἐπίκληση 

ζοῦν  ἡ  καρδιά  καί  ὁ  νοῦς  σέ  αὐτή  τήν  «ἱερά  ἡσυχία»72.  Ἡ  ἱερά  –  νοερά 

ἡσυχία,  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  ἀποτελεῖ  προϋπόθεση  γιά  τήν 

 Ὅπ. π., σελ. 178. 
63

 Ὅπ. π., σελ. 185. 
64

65 Ὅπ. π., σελ. 185. 

66 Ὅπ. π., σελ. 179. 

67  Ὅπ.  π.,  σελ.  179,  καί  Ζωή,  σελ.  180:  Σ’  αὐτήν  τήν  περίπτωση  «…  ἡ  πρόοδος 

ἐξαρτᾶται  ἀπό  μία  συνεχῶς  αὐξανόμενη  ἀναγνώριση  τῆς  ἁμαρτωλότητάς  μας.  Καί  ὅταν 
γινόμαστε  σέ  συντριβή  τόσο  εὐαίσθητοι  γιά  τήν  ἀπόσταση  πού  μᾶς  χωρίζει  ἀπό  τό  Θεό, 
πράγμα  τό  ὁποῖο  εἶναι  γεμάτο  πόνο  καί  ἀπελπισία,  τότε  καί  μόνο  ἀρχίζουμε  σοβαρά  νά 
ἐπικαλούμαστε  τό  ὄνομα  τοῦ  Θεοῦ,  τοῦ  σωτήρα  μας:  “Ἰησοῦ,  σῶσόν  με”.  Ἡ  ὁμόφωνη 
μαρτυρία  τῶν  Πατέρων  ἀνά  τούς  αἰῶνες  γιά  τό  χριστιανικό  ἀσκητισμό  ἐπιμένει  στό 
σπουδαιότατο αὐτό σημεῖο τῆς ἀναγνωρίσεως τοῦ ἑαυτοῦ μας σάν ἁμαρτωλοῦ». 
68 Περί προσευχῆς, σελ. 196. 

69 Βλ. ὅπ. π., σελ. 183. Πρβλ. Ζωή, σελ. 177. 

70 Ἀναφορά, σελ. 225. 

71 Ὅπ. π., σελ. 231. 

72 Βλ. Ἅγιος Σιλουανός,σελ. 172. 
124

ἀπόκτηση  τῆς  καθαρᾶς  προσευχῆς73,  τήν  οἰκείωση  μέ  τό  πνεῦμα  τοῦ 

λόγου  τοῦ  Θεοῦ74,  τήν  ὀρθή  συμμετοχή  στή  Θεία  Λειτουργία75,  τήν 

ἐκπλήρωση  τῆς  πνευματικῆς  πατρότητος76  καί  τήν  προσευχή  ὑπέρ  ὅλου 

τοῦ  κόσμου77.  Ὅλα  αὐτά  «τά  μεγάλα  ἀθλήματα  ἀπαιτοῦν  τήν  εὕρεση, 

κάθαρση  καί  καλλιέργεια  τῆς  βαθιᾶς  καρδιᾶς  μέ  τήν  ἐνέργεια  τοῦ  θείου 

Ὀνόματος»78.  

Βέβαια  τίποτα  δέν  γίνεται  κατά  μαγικό  τρόπο79.  Ὅπως  μαρτυρεῖ  ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος  «δέν  ἀποδίδομεν  εἰς  τήν  ἀκουστικήν  αὐτῶν  μορφήν 

μαγικήν  δύναμιν΄  ὅταν  ὅμως  προφέρωμεν  ταῦτα  (τά  ὀνόματα)  ἐν  ἀληθεῖ 

ὁμολογίᾳ  πίστεως  καί  ἐν  καταστάσει  φόβου  Θεοῦ,  εὐλαβείας  καί  ἀγάπης, 

ἔχομεν ὄντως καί τόν Θεόν ὁμοῦ μετά τῶν Ὀνομάτων Αὐτοῦ»80 καί σέ ἄλλο 

σημεῖο  «ἡ  ἀξία  ἐπίκλησις  τοῦ  Ὀνόματος  τούτου  πληροῖ  διά  τῆς  παρουσίας 

τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ ὅλον τό εἶναι ἡμῶν …»81. Χρειάζεται ἡ ζωντανή πίστη τοῦ 

κάθε  ἀνθρώπου  καί  ἡ  ἀσκητική  του  προσπάθεια,  γιά  νά  ἐπιτύχει  τά 

ἐπιθυμητά  ἀποτελέσματα82.  Ἡ  θεοπρεπής  ἐπίκληση  τοῦ  ὀνόματος  εἶναι 

αὐτή  ἡ  ὁποία  ζωοποιεῖ  τήν  παρουσία  τοῦ  Αἰωνίου  Θεοῦ83.  Ἐάν  δέν 

ἀγωνιζόμαστε  νά  τηρήσουμε  τίς  ἐντολές  Του,  τότε  ἡ  ἐπίκληση  τοῦ 

Ὀνόματος θά εἶναι ματαία84. Πρέπει δηλαδή νά ὑπάρχει καί ἡ προσωπική 

μετοχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου.  

73 Ὅπ. π., σελ. 177. 
74 Ὀψόμεθα, σελ. 281 – 282 καί Περί προσευχῆς, σελ. 61. 
75 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 141, 170 – 171. 

76 Ὅπ. π., σελ. 234. 

77 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 308 – 309 καί Περί προσευχῆς, σελ. 83. 

78 Ἀναφορά, σελ. 232 – 233. 

79 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 143. 

80 Ὅπ. π., σελ. 140. 

81 Ὅπ. π., σελ. 140. 

82 Βλ. Ἐπισκόπου Καλλίστου Ware, ὅπ. π., σελ. 41. 

83 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 216. 

84 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 143. 
125

Ἕνα  δεύτερο  σημαντικό  στοιχεῖο  εἶναι  τό  ὅτι  ἡ  ἐπίκληση  τοῦ 

Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ «διά τῶν χειλέων μόνον» δέν εἶναι ἐπαρκής. «Οὐ πᾶς ὁ 

λέγων μοι, Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλʹ ὁ 

ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν 

ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ 

ὀνόματι  δαιμόνια  ἐξεβάλομεν,  καὶ  τῷ  σῷ  ὀνόματι  δυνάμεις  πολλὰς 

ἐποιήσαμεν;  καὶ  τότε  ὁμολογήσω  αὐτοῖς  ὅτι  Οὐδέποτε  ἔγνων  ὑμᾶς· 

ἀποχωρεῖτε ἀπʹ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν» (Ματθ. ζ΄ 21 – 23)»85.   

«Τό Ὄνομα Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει πρωτίστως εἰς ἡμᾶς τό νόημα καί τόν 

σκοπόν τῆς ἐν σαρκί ἐλεύσεως τοῦ Θεοῦ: “διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν”»86. 

«Ἡ ἐπίκληση λοιπόν τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί ἡ μετοχή στό 

σῶμα  καί  τό  αἷμα  Του  ἔγιναν  οἱ  δύο  κεντρικοί  πόλοι  ζωῆς,  γύρω  ἀπό  τούς 

ὁποίους πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία τοῦ νέου λαοῦ, πού ἐξαγοράσθηκε μέ 

“τό πάθημα τοῦ θανάτου”87 Του»88. 

85 Βλ. ἐπίσης Περί προσευχῆς, σελ. 186.  
86 Περί προσευχῆς, σελ. 135. 
87 Ἑβρ. β΄ 9. 

88 Ἀναφορά, σελ. 212. 
 

ε) Ἡ εὐχολογική παραγωγή τοῦ γέροντος Σωφρονίου. 

«Κάποτε  ἔγραφα  προσευχές,  δηλαδή  συνέθετα  νέες  προσευχές,  πού 

ἀνταποκρίνονταν περισσότερο στή μία ἤ τήν ἄλλη στιγμή τῆς ζωῆς μου, ἀπό 

κείμενα  πού  ἔμαθα  κατά  τή  νεότητά  μου.  Πράγματι,  ἡ  μακροχρόνια 

ἐπανάληψη μᾶς κάνει συνήθως ἀδιάφορους, γιά νά μήν πῶ ἀναίσθητους καί 

πρός  τούς  βαθύτερους  ἀκόμη  λόγους,  καί  δυσχεραίνει  τό  αὐθεντικό  νόημα 

καί περιεχόμενό τους … μερικές ἀπό τίς προσευχές αὐτές, πού (sic) κατά τό 

περιεχόμενό τους ἐμπνέονται ἀπό τά παραδοσιακά λειτουργικά καί βιβλικά 

κείμενα»1. 

Ἡ  συγγραφή  εὐχῶν  ἀπό  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  δέν  εἶναι  τίποτα 

ἄλλο παρά ἡ διατύπωση τῶν ἀναζητήσεών του καί τῶν βιωμάτων του. Μέ 

τίς  συγκεκριμένες  εὐχές  ἐκφράζει  τόν  ἑαυτό  του,  τήν  προσωπική  του 

πνευματική  κατάσταση.  Ἐκφράζει  ἐπίσης  καί  τήν  ἀνησυχία  του  γιά  τόν 

κορεσμό  ἤ  τήν  ἀδιαφορία  τοῦ  κόσμου  γιά  τίς  μέχρι  τότε 

χρησιμοποιούμενες εὐχές ἀπό τήν Ἐκκλησία. Τό ἐλεύθερο πνεῦμα ἀπό τό 

ὁποῖο  διακατεχόταν  ὁ  γέροντας  τόν  «ὠθεῖ»  νά  τολμήσει  τήν  συγγραφή 

νέων  εὐχῶν.  Αὐτό  γίνεται  μέ  σεβασμό  στήν  παράδοση  τῆς  Ἐκκλησίας 

μας. 

 Ἀπό  τίς  μέχρι  σήμερα  δημοσιευμένες  εὐχές  τοῦ  γέροντος 

Σωφρονίου  γνωρίζουμε  τίς  παρακάτω:  α)  «Λειτουργικαί  εὐχαί»2,  β) 

«Προσευχή  πρός  τόν  Θεό  τοῦ  Ἡγουμένου  ἤ  πνευματικοῦ»3,  γ)  «Ἅμα  τῇ 

ἐγέρσει ἐκ τοῦ ὕπνου»4, δ) «Προσευχή κατά τή χαραυγή»5, ε) «Εὐχαί ὑπέρ 

1 Γράμματα, σελ. 58 – 59. 
2 Περί προσευχῆς, σελ. 259 – 277. 
3 Ὅπ. π., σελ. 252 – 253. 

4 Ὅπ. π., σελ. 257 – 258. 

5 Ζωή, σελ. 70 – 73. 
127

τῶν  κεκοιμημένων»6,  στ)  «Εὐχαί  ὑπέρ  κεκοιμημένων  ἱερέων»7,  ζ) 

«Προσευχή  περί  ἑνότητος»8,  η)  μία  ἀκόμη  μέ  τόν  τίτλο  «ΕΥΧΗ»9  καί  θ) 

διάφορες εὐχές ‐ προσευχές, οἱ ὁποῖες βρίσκονται μέσα στά συγγράμματά 

του «διακόπτοντας» τήν ροή τοῦ κειμένου.  

1) «Λειτουργικαί εὐχαί» 

Οἱ  σημαντικότερες  εὐχές  που  συνέγραψε  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

εἶναι  οἱ  Λειτουργικές.  Ἡ  σπουδαιότητα,  τήν  ὁποία  ἀπέδιδε  ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος  στήν  Θεία  Λειτουργία,  εἶναι  ὁ  βασικότερος  λόγος  σύνταξης 

τῶν  λειτουργικῶν  εὐχῶν,  γιά  τήν  πιό  ἐπάξια  καί  συνειδητή  συμμετοχή 

κλήρου  καί  λαοῦ  σ’  αὐτήν10.  Πετυχαίνει  αὐτό  πού  θέλει,  γιατί  «ὄχι  μόνο 

ἀναπαράγει  σέ  νέα  εὐσύνοπτη  μορφή  τό  περιεχόμενο  ἀντίστοιχων 

παραδοσιακῶν  εὐχῶν  ἀλλά  τίς  ἐμπλουτίζει  καί  μέ  ἄλλες  σπουδαῖες 

θεολογικές ἔννοιες, ἀνανεώνοντας ἔτσι τό ἐνδιαφέρον τῶν πιστῶν κατά τή 

χρήση τους»11.  

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος εἶχε παρατηρήσει ὅτι ὁ κόσμος πήγαινε στή 

Θεία  Λειτουργία  ἀπροετοίμαστος  πνευματικά12.  Αὐτή  ἡ  ἀπροετοιμασία 

τοῦ  κόσμου  σέ  συνδυασμό  μέ  τήν  μεγάλη  του  ἀγάπη  γιά  τήν  Θεία 

Λειτουργία τόν ὁδήγησαν στήν σύνταξη τῶν λειτουργικῶν εὐχῶν. 

 Περί προσευχῆς, σελ. 278 – 279. 
6

 Ὅπ. π., σελ. 279 – 280. 
7

8 Ὅπ. π., σελ. 281 – 282. 

9 Ὅπ. π., σελ. 11. 

10  Βλ.  Πρωτ.  Δημητρίου  Τζέρπου,  «Οἱ  λειτουργικές  εὐχές  τοῦ  γέροντος 

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 525. 
11 Ὅπ. π., σελ. 525. 

12 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 
128

Ἤδη ἀπό τό 1906 τό Πατριαρχείο τῆς Ρωσίας εἶχε δημοσιεύσει τρεῖς 

τόμους μέ τόν τίτλο «Γνῶμες τῶν ἀρχιερέων τῶν ἐπαρχιῶν σέ σχέση μέ τό 

θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μεταρρυθμίσεως», ὅπου ἐκεῖ εἶχαν καταγραφεῖ 

οἱ γνῶμες τῶν ἀρχιερέων γιά τήν προσέλευση καί συμμετοχή τῶν πιστῶν 

στήν  Θεία  Λειτουργία.  Πολλοί  πίστευαν  ὅτι  θά  ἦταν  καλό  νά  μήν 

διαβάζονται  οἱ  εὐχές  μυστικῶς.  Κάτι  τό  ὁποῖο  ἐφήρμοσε  καί  ὁ  γέροντας 

Σωφρόνιος, ἀλλά μέ λίγο διαφορετικό τρόπο13.  

Ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος προσωπικά τούς λόγους, γιά τούς ὁποίους εἰσήγαγε 

αὐτές τίς εὐχές καί γιατί ὥρισε νά διαβάζονται στή συγκεκριμένη στιγμή 

τῆς Θείας Λειτουργίας: «στό σημεῖο ἐκεῖνο ὅπου συνηθίζεται νά διαβάζονται 

συμπληρωματικές  προσευχές  ἤ  αἰτήσεις  στή  Λειτουργία,  δηλαδή  μετά  τό 

Εὐαγγέλιο, ἄρχισα νά προσθέτω μερικές δεήσεις καί ἔπειτα προσευχές πού 

προετοιμάζουν γιά τό μυστήριο, ὥστε νά βοηθήσω τούς παρισταμένους πρίν 

ἀπό  τήν  πιό  σημαντική  στιγμή  τῆς  λειτουργικῆς  ἀναφορᾶς  νά 

συγκεντρωθοῦν  ἐσωτερικά  καί  νά  ἑνωθοῦν  μέ  τόν  ἱερέα»14.  Καί  συνεχίζει: 

«ἐπέτρεψα  τόν  ἑαυτό  μου  νά  εἰσαγάγω  τίς  προσευχές  αὐτές,  τίς  ὁποῖες, 

ὅπως  θά δεῖς, ἔχω συνθέσει ἀπό κείμενα ἄλλων λειτουργικῶν προσευχῶν, 

οἱ ὀποῖες λέγονται μυστικά ἤ ἐκφώνως, μέ σκοπό νά διεγείρω τήν προσοχή 

πού κάποτε ἀμβλύνεται μέ τήν ἐπανάληψη μιᾶς καί τῆς αὐτῆς φράσεως»15. 

Κατανοῦμε  ὅτι  ἡ  συγγραφή  εὐχῶν  ἀπό  τόν  ἴδιο  προσωπικά  ἦταν  μιά 

ἀνάγκη  προπαρασκευῆς  γιά  τό  μυστήριο  τῶν  μυστηρίων,  τήν  Θεία 

Λειτουργία.  

Τίς  εὐχές  αὐτές  παραθέτουμε  παρακάτω  στό  δεξιό  μέρος  τῆς 

σελίδας.  Στό  ἀριστερό  τους  μέρος  ὑπάρχει  στιχαρίθμηση  γιά 

πρακτικότερη ἀνάλυσή τους. 

13 Βλ. Γράμματα, σελ. 81 – 82. 
14 Ὅπ. π., σελ. 81 – 82. 
15 Ὅπ. π., σελ. 84. 
129

Ι 

  Πάτερ, Ἀγαθέ, Υἱὲ Μονογενές, Πνεῦμα Ἅγιον, Τριὰς φωταρχικὴ 

  καὶ ζωοποιός, ἡ πᾶσαν ὁρατὴν καὶ ἀόρατον κτίσιν ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὸ 

  εἶναι  ἀῤῥήτῳ  σοφίᾳ  παραγαγοῦσα,  καὶ  τῇ  ἀνεξιχνιάστῳ  δυνάμει  Σου 

  τὰ  πάντα  συνέχουσα,  ἡ  ἐπὶ  ταῖς  ἄλλαις  περὶ  τοῦ  γένους  ἡμῶν 

5  εὐεργεσίαις  καὶ  τὴν  ὑπερουράνιον  ταύτην  ἡμῖν  δωρησαμένη 

  λειτουργίαν,  ἱκάνωσον  ἡμᾶς  διὰ  τῆς  χάριτός  Σου  πιστεύειν  καὶ 

  κατανοεῖν τοῦ Μυστηρίου τούτου τὸ μεγαλεῖον, καὶ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ 

  καὶ  πεφωτισμένῳ  νοῒ  ἀξίως  τελεῖν  τῆς  διακονίας  ταύτης  τὴν 

  ἱερουργίαν΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

10   

  Θεέ, Πάτερ Παντοκράτορ, ὁ θεμέλιος πάσης κτίσεως αἰωνίου τε 

  καὶ  παρερχομένης,  ὁ  τῇ  ἐξουσίᾳ  τῇ  Σῇ  θέμενος  τὰ  ὁρια  τῆς  ἐπὶ  γῆς 

  προσκαίρου  ἡμῶν  ὑπάρξεως,  καὶ  ἐν  τῷ  συνανάρχῳ  Υἱῷ  Σου 

  δωρούμενος  ἡμῖν  διὰ  τῆς  Αὐτοῦ  ἀναστάσεως  ζωὴν  αἰώνιον  καὶ 

15  βασιλείαν  ἀμετάθετον,  πρόσδεξαι  ἡμᾶς  προσπίπτοντάς  Σοι,  καὶ 

  ἐνίσχυσον  ἡμᾶς  διὰ  τοῦ  Ἁγίου  Σου  Πνεύματος  ἐν  τῇ  ὥρᾳ  ταύτῃ  τῆς 

  παραστάσεως  ἡμῶν  τῷ  φοβερῷ  Βήματί  Σου,  πρὸς  ἀναίμακτον 

  ἱερουργίαν  καὶ  ἀκατάκριτον  μετάληψιν  τῶν  Θείων  Σου  Μυστηρίων΄ 

  δεόμεθά Σου, Πάτερ Ἀγαθέ, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

20   

  Ἅγιε  Βασιλεῦ,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  Μόνος  ἀληθινὸς  Ἀρχιερεύς,  ὁ 

  προσενέγκας Σεαυτὸν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἄμωμον ὑπὲρ ἡμῶν ἱερεῖον εἰς 

  ἀπολύτρωσιν  τοῦ  κόσμου,  καὶ  διὰ  τῆς  φρικτῆς  καὶ  ἀνεκδιηγήτου 

  ταύτης ἱερουργίας δοὺς ἡμῖν τὸ πανάχραντον Σῶμά Σου εἰς βρῶσιν καὶ 

25  τὸ  τίμιον  Αἷμά  Σου  εἰς  πόσιν,  ποίησον  ἡμᾶς  ἀξίους  τῶν  ἀῤῥήτων 

  τούτων μυστηρίων, τῶν ἁγιαζόντων καὶ θεούντων ἡμᾶς΄ δεόμεθά Σου, 

  Χριστέ, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  
130

   

  Πνεῦμα  Ἅγιον,  ὁ  Θεός  ὁ  μέγας  καὶ  θαυμαστός,  ἡ  Πηγὴ  τοῦ 

30  Φωτὸς  καὶ  ζωῆς  ἀκηράτου  χορηγός,  Παράκλητε  ἀγαθὲ  καὶ 

  παντοδύναμε  Ὑπερασπιστά,  ἡ  ἀποκάλυψις  τῆς  Ἀληθείας  καὶ  ἡ  τῶν 

  Μυστηρίων  τελετουργικὴ  Δύναμις,  ἐν  τῇ  φοβερᾷ  ὥρᾳ  ταύτῃ  τοῦ 

  ἀκαταλήπτου Δείπνου τοῦ Χριστοῦ, μὴ ἀποστρέψῃς τὸ Πρόσωπόν Σου 

  ἀφ’  ἡμῶν  τῶν  ἀεὶ  λυπούντων  Σε,  ἀλλ’  ἐλθὲ  καὶ  κάμφθητι  ἡμῖν 

35  συμπαθῶς  πρὸς  τὴν  ἀσθένειαν  ἡμῶν,  καὶ  τὰ  πάντα  τελειώσας  τῇ  Σῇ 

  δυνάμει εἰσάγαγε ἡμᾶς ἀνενόχους καὶ ἀκατακρίτους εἰς τὸν Νυμφῶνα 

  Αὐτοῦ΄ δεόμεθά Σου, Παράκλητε ἀγαθέ, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. 

     

  Θεὲ  Πάτερ,  Παντοκράτορ  Ἀγαθέ,  ὁ  ὢν  εὐλογητὸς  εἰς  τοὺς 

40  αἰῶνας, ὁ καλέσας ἡμᾶς εἰς δόξαν αἰώνιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ‐ Ὃς μόνος 

  ὢν  Δίκαιος  ἔπαθεν  ὑπὲρ  ἡμῶν  τῶν  ἀδίκων,  Ὃς  μή  ποιήσας  ἁμαρτίαν 

  ἀνέλαβεν  ἐπὶ  τοῦ  σταυροῦ  τὴν  ἁμαρτίαν  τοῦ  κόσμου  ἐν  τῷ  Σώματι 

  Αὐτοῦ,  τὴν  δὲ  βαρύνουσαν  ἡμᾶς  κατάραν  κατέλυσε  τῇ  ἐκχύσει  τοῦ 

  Αἵματος  Αὐτοῦ  ‐  Σοῦ  δεόμεθα,  Πάτερ  Ἅγιε,  πλήρωσον  ἡμᾶς  ἄνωθεν 

45  τῆς Σῆς δυνάμεως, ἵνα ἀκολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν Ἐκείνου. Ποίησον 

  ἡμᾶς  ὁμοίους  γενέσθαι  τῷ  ἀγαθῷ  Υἱῷ  Σου,  καθʹ  Οὗ  τὴν  εἰκόνα 

  ἐπλάσθημεν  ἐν  ἀρχῇ,  ἵνα  μή  βλασφημῆται  ἕνεκεν  ἡμῶν  μηδὲ 

  βεβηλῶται ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας Σου ὑπὸ τῶν υἱῶν τῆς ἔχθρας.  

  Ναί,  Πάτερ  Ἀγαθέ,  ἐν  τῇ  εὐδοκίᾳ  Σου  πρόσδεξαι  τὴν  λατρείαν 

50  ἡμῶν  ταύτην  καὶ  ἀξίωσον  ἡμᾶς  μετασχεῖν  τοῦ  Σώματoς  καὶ  τοῦ 

Αἵματος τοῦ Χριστοῦ Σου  καὶ γενέσθαι κατοικητήριον τοῦ Πνεύματός 

Σου. 

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

 
131

ΙΙ 

  Ὁ Θεὸς ὁ Μέγας, Τριὰς Ἁγία, ὁμοούσιε καὶ ἀδιαίρετε, ὁ Βασιλεὺς 

  καὶ Ποιητὴς πάντων τῶν αἰώνων, ὁ τῇ Σῇ εἰκόνι τιμήσας ἡμᾶς καὶ ἐν 

  τῷ ὁρατῷ σχήματι τῆς φύσεως ἡμῶν ζωγραφήσας τῆς νοερᾶς φύσεώς 

  Σου  τὴν  ὁμοίωσιν,  ἀξίωσον  ἡμᾶς  εὑρεῖν  χάριν  καὶ  ἔλεος  ἐνώπιον  Σου 

5  εἰς  τὸ  δοξάζειν  Σὲ  ἐν  τῇ  ἀνεσπέρῳ  ἡμέρᾳ  τῆς  Βασιλείας  Σου  μετὰ 

  πάντων τῶν ἀπʹ αἰῶνος Ἁγίων: Πατέρων καὶ Προπατόρων, Προφητῶν 

  καὶ  Ἀποστόλων,  Μαρτύρων  καὶ  Ὁμολογητῶν,  Ὁσίων  καὶ  Ἱεραρχῶν΄ 

  δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  
   

10  Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ 

  Χριστοῦ,  ὁ  παντοδύναμος  καὶ  πολυέλεος,  ὁ  ἐν  ταῖς  ἡμέραις  ἐκείναις 

  ἐκχύσας τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιον ἐπί τούς Ἀποστόλους καὶ ἐπὶ πάντας 

  τοὺς σὺν αὐτοῖς, καὶ δωρησάμενος αὐτοῖς ἀναγγέλλειν τὰ μεγαλεῖα τὰ 

  Σὰ  ἐν  πάσαις  ταῖς  γλώσσαις  τῆς  γῆς,  καὶ  νῦν  ἱκετεύομέν  Σε,  τὸ  αὐτό 

15  Πνεῦμα  κατάπεμψον  ἐφʹ  ἡμᾶς  τοὺς  ἀναξίους  δούλους  Σου,  καὶ 

  ποίησον ἡμᾶς, τοὺς ἐπικαλουμένους τὸ θαυμαστὸν Ὄνομά Σου, υἱούς 

  καὶ  θυγατέρας  τοῦ  Σοῦ  ἀκτίστου  Φωτὸς  διὰ  τῆς  μεταλήψεως  τῶν  τοῦ 

  Χριστοῦ  Μυστηρίων΄  δεόμεθά  Σου,  Πάτερ  Ἀγαθέ,  ἐπάκουσον  καὶ 


 
ἐλέησον.  
20   

  Kύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Λόγε  Θεοῦ  καὶ  Θεέ,  ὁ  Μόνος  ὢν  θεμέλιον 

  ἀσάλευτον τῇ Ἐκκλησίᾳ Σου, ἥν ᾠκοδόμησας διὰ τοῦ σταυροῦ καὶ τοῦ 

  θανάτου Σου, ἐτελείωσας διὰ τῆς ἀναστάσεώς Σου, ηὐλόγησας διὰ τῆς 

  ἀναλήψεώς Σου, διὰ δὲ τῆς ἀποστολῆς τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου 

25  ἡγίασας  καὶ  ἐζωοποίησας  εἰς  τούς  αἰῶνας,  ἱκάνωσον  ἡμᾶς 

  ἀκατακρίτως παραστῆναι τῇ ἁγίᾳ ταύτῃ Τραπέζῃ καὶ ἀξίως μετασχεῖν 

  τοῦ  Ἀχράντου  Σώματος  καὶ    τοῦ  Τιμίου  Σου  Αἵματος΄  δεόμεθά  Σου, 

  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  
132

   

30  Πνεῦμα  Ἅγιον,  παντοδύναμον  καὶ  αὐτεξούσιον,  ὁμοούσιον  τῷ 

  Πατρὶ  καὶ  τῷ  Υἱῷ  καὶ  ὁμόδοξον,  ἡ  τοῦ  ἀκτίστου  Φωτὸς  Πηγή,  ὁ  τῆς 

  σοφίας καὶ Θείας συνέσεως Χορηγός, ὁ τῇ καθόδῳ Σου τὰ πέρατα τοῦ 

  σύμπαντος  κόσμου  πρὸς  τὴν  ἀληθινὴν  Θεογνωσίαν  ἀγαγών, 

  συγκατάβηθι    καὶ  νῦν  μέχρις  ἡμῶν,  φωτίζον  καὶ  ἁγιάζον  ἡμᾶς, 

35  θεραπεῦον  καὶ  παρακαλοῦν  ἡμᾶς  διὰ  τῆς  ἀφθάρτoυ  Σου 

  παρακλήσεως΄ δεόμεθά Σου, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ ταχὺ ἐλέησον.  

   

  Πάτερ Ἀγαθέ, Πάτερ Ἅγιε καὶ Ἐλεῆμον, ὁ ἀποκαλύψας ἡμῖν τὸ 

  μυστήριον  τῆς  ἀναιμάκτου  ἱερουργίας  καὶ  θέμενος  ἡμᾶς  τοὺς 

40  ἁμαρτωλοὺς  εἰς  τὸ  προσφέρειν  Σοι  δῶρά  τε  καὶ  θυσίας  ὑπὲρ  τῶν 

  ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ σύμπαντος κόσμου ἀγνοημάτων, 

  Αὐτός,  ἀόρατε  Βασιλεῦ,  ἐπίβλεψον  ἐν  ἐλέει  ἐφʹ  ἡμᾶς  τοὺς  ἐν  τῇ  ὥρᾳ 

  ταύτῃ παρισταμένους τῷ ἁγίῳ τούτῳ Θυσιαστηρίῳ, ἐφʹ οὗ προτίθεσθαι 

  μέλλει  τὰ  φοβερὰ  Μυστήρια  τοῦ  Σώματος  καὶ  τοῦ  Αἵματος  τοῦ 

45  Μονογενοῦς  Σου  Υἱοῦ  καὶ  Θεοῦ  ἡμῶν΄  καὶ  ἐλευθερώσας  ἡμᾶς  ἀπὸ 

  παντὸς  μολυσμοῦ  σαρκὸς καὶ πνεύματος, φώτισον καὶ ἁγίασον ἡμᾶς, 

  ἵνα  ἐν  καθαρῷ  συνειδότι  καὶ  πεφωτισμένῃ  καρδίᾳ  ὑποδεξώμεθα  τὴν 

  μερίδα  τῶν  ἁγιασμάτων  Σου  καὶ  ἑνωθῶμεν  Αὐτῷ  τῷ  Χριστῷ  Σου,  τῷ 

  ἀληθινῷ Θεῷ ἡμῶν τῷ εἰπόντι: «Ὁ τρώγων Μου τὴν σάρκα καὶ πίνων 

50  Μου τὸ Αἷμα, ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν αὐτῷ»΄ ὅπως, ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν 

τοῦ Λόγου Σου, Κύριε, γενώμεθα ναὸς τοῦ Παναγίου Σου Πνεύματος, 

ἀνακαινούμενοι ἐν τῇ φύσει ἡμῶν κατὰ τὴν δωρεὰν ταύτην.  

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

 
133

ΙΙΙ 

  Πάτερ  Ἀγαθε,  Υἱέ  Μονογενές,  Πνεῦμα  Ἅγιον,  ὁ  μέγας  καὶ 

  θαυμαστὸς  Θεός,  ὁ  εἰπὼν  ἐκ  σκότους  φῶς  λάμψαι,  λάμψον  ἐν  ταῖς 

  ἐσκοτισμέναις  καρδίαις  ἡμῶν  τὸ  τῆς  Θεογνωσίας  ἀκήρατον  Φῶς,  καὶ 

  ἐπίφανον ἐν τοῖς ὀστρακίνοις σκεύεσι τῆς φύσεως ἡμῶν τὴν ἀήττητον 

5  δύναμίν  Σου,  ἀπροσίτους  ἡμᾶς  ἀναδεικνύων  ταῖς  τοῦ  σκότους 

  δυνάμεσι΄ τῇ δὲ δικαιοσύνῃ Σου, ἣν ἐφανέρωσας ἡμῖν, μὴ προστεθήτω 

  οὐδεμία  ἀνoμία,  ἀλλʹ  ἔστω  ἡ  διακονία  ἡμῶν  ἁγία  καὶ  ἄμεμπτος  ἐν 

  πᾶσιν ἐνώπιόν Σουʹ δεόμεθά Σου, ἔπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

10  Δέσποτα  Θεέ,  Πάτερ  Παντοκράτορ,  ὁ  ὑπὸ  πάσης  τῆς  κτίσεως 

  προσκυνούμενος καὶ ἀνυμνούμενος, καταξίωσον ἡμᾶς Σοὶ εὐχαριστεῖν 

  καὶ  Σὲ  δοξολογεῖν  τὸν  Μόνον ὄντως ὄντα  Θεὸν  καὶ Πατέρα  ἡμῶν  διὰ 

  τὸ  ὑπερβάλλον  τῆς  ἀγάπης  Σου,  διʹ  ἧς  ἡμᾶς  τοὺς  ἀναξίους  τοσοῦτον 

  ἠγάπησας,  ὥστε  τὸν  Υἱόν  Σου  τὸν  Μονογενῆ  δοῦναι  ἡμῖν,  ὁπως  ἐν 

15  Αὐτῷ  καὶ  διʹ  Αὐτοῦ  ἀναδείξῃς  ἡμᾶς  υἱοὺς  τοῦ  Σοῦ  Φωτός΄  ἱκάνωσον 

  ἡμᾶς τῷ Πνεύματί Σου τῷ Ἁγίῳ ἀξίως παραστῆναι ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ τῷ 

  φοβερῷ  Σου  Θυσιαστηρίῳ  καὶ  ἀκατακρίτως  ἱερουργῆσαι  τὴν  λογικὴν 

  ταύτην  καὶ  ἀναίμακτον  Θυσίαν΄  δεόμεθά  Σου,  Πάτερ  Ἀγαθέ, 

  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

20   

   Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστὲ,  Υἱὲ  Μονογενές,  ὁ  ἐκ  τοῦ  Πατρὸς  πρὸ  τῶν 

  αἰώνων ἄφθορος ἐκλάμψας, Ὑποστατικὲ Λόγε, δόξης ἀϊδίου Βασιλεῦ, ὁ 

  σάρκα  φορέσας  καὶ  προσενέγκας  Σεαυτὸν  θυσίαν  ἐπὶ  τοῦ 

  Θυσιαστηρίου  τοῦ  σταυροῦ  διὰ  τὴν  ἡμῶν  σωτηρίαν,  πρόσδεξαι  νῦν 

25  ἡμᾶς προσπίπτοντάς Σοι, καὶ ἀξίωσον ἡμᾶς μεταλαβεῖν τοῦ ἀχράντου 

  Σου Σώματος καὶ Αἵματος, εἰς ἴασιν καὶ ἁγιασμον τῶν ψυχῶν καὶ τῶν 

  σωμάτων ἡμῶν΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  
134

   

  Πνεῦμα  Ἅγιον,  τὸ  ἐκ  τοῦ  Πατρὸς  ἐκπορευόμενον  καὶ  ἐν  Υἱῷ 

30  ἀναπαυόμενον,  ἐλθέ,  ἀπερίγραπτον  φῶς,  τὸ  τὰ  πάντα  πληροῦν  καὶ 

  ζωoπoιοῦν, καὶ φώτισον ἡμᾶς τοὺς ἐσκοτισμένους τοῖς πάθεσιν΄ ἴασαι 

  τὴν  φύσιν  ἡμῶν  τὴν  συντριβεῖσαν  ἐκ  τῆς  πτώσεως  τοῦ  Ἀδὰμ  καὶ  διὰ 

  τῆς  μεταλήψεως  τῶν  ἀχράντων  τοῦ  Χριστοῦ  Μυστηρίων  τύπωσον  ἐν 

  ἡμῖν τὴν εἰκόνα Αὐτοῦ,  τοῦ ταπεινοῦ καὶ πράου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ 

35  αἴροντος τὰς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου΄ δεόμεθά Σου, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ 

  ἐλέησον.  

   

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ διανοίξας τοὺς 

  ὀφθαλμοὺς  τοῦ  ἐκ  γενετῆς τυφλοῦ, Αὐτὸς διάνοιξον καὶ τῶν καρδιῶν 

40  ἡμῶν  τοὺς  νοερoὺς  ὀφθαλμούς,  ἵνα  ἀναβλέψωμεν  καὶ  ἴδωμέν  Σε,  τὸν 

  Κτίστην  καὶ  Θεὸν  ἡμῶν.  Παρακαλοῦμεν  καὶ  δεόμεθά  Σου:  Μὴ 

  ἀποῤῥίψῃς  ἡμᾶς  ἀπό  τοῦ  Προσώπου  Σου,  καὶ  παριδὼν  πᾶσαν  τὴν 

  ἀθλιότητα καὶ βδελυρότητα  ἡμῶν, ἐπίφανον ἡμῖν τὸ Φῶς Σου, ὦ Φῶς 

  τοῦ  Κόσμου,  ἵνα  γενώμεθα  υἱοὶ  καὶ  θυγατέρες  τοῦ  Σοῦ  ἀθανάτου 

45  Φωτός. Ναί, ὁ ἀγαπῶν ἡμᾶς Χριστός, ὁ ἐκ τοῦ Πατρὸς καταπέμψας τὸν 

  Ἅγιον  Παράκλητον  ἐπὶ  τοὺς  ἁγίους  Σου  μαθητὰς  καὶ  Ἀποστόλους, 

  δώρησαι  καὶ  ἡμῖν  τοῖς  ἀναξίοις  τὴν  δωρεὰν  τοῦ  Πνεύματός  Σου  τοῦ 

  Ἁγίου,  ἵνα  διδάξῃ  ἡμᾶς  τὴν  Σὴν  γνῶσιν  καὶ  ἀποκαλύψῃ  ἡμῖν  τὰς 

  μυστικὰς ὁδοὺς τῆς σωτηρίας Σου.  

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

 
135

ΙV 

  Πάτερ  Ἀγαθέ,  Υἱὲ  Μονογενές,  Πνεῦμα  Ἅγιον,  Τριὰς  Ἁγία  καὶ 

  Παντουργέ, ἡ τῷ ἀκαταλήπτῳ προστάγματί Σου ἐξ οὐκ ὄντων εἰς τὴν 

  ζωὴν  ταύτην  καλέσασα  ἡμᾶς,  καὶ  Σοῦ  τοῦ  Μόνου  ὄντως  ἀληθινοῦ 

  Θεοῦ  τὴν  ἐπίγνωσιν  ἡμῖν  δωρησαμένη,  ἀξίωσον  ἡμᾶς  ἐν  τῇ  φοβερᾷ 

5  ὥρᾳ  ταύτῃ  τῆς  ἱερουργίας  ἡμῶν  προσενεγκεῖν  Σοι  συνετὴν 

  εὐχαριστίαν  καὶ  ἄμωμον  δοξολογίαν΄  δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον  καὶ 

  ἐλέησον. 

   

  Δέσποτα  Θεέ,  Πάτερ  Παντοκράτορ,  ἄναρχε,  ἀναλλοίωτε, 

10  ἀκατάληπτε,  ὁ  δωρησάμενος  ἡμῖν  τὸν  ἀῤῥαβῶνα  τῆς  μελλούσης 

  κληρονομίας  καὶ  δόξαν  υἱοθεσίας  ἐν  τῷ  Μονογενεῖ  καὶ  ἠγαπημένῳ 

  Υἱῷ Σου, κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς τὸ Πνεῦμά Σου τὸ Ἅγιον, Ὃ καταρτίσει 

  ἡμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ, ἐπὶ πλεῖον δὲ ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ ταύτῃ τῆς 

  ἱερουργίας  τῶν  Θείων  Σου  Μυστηρίων΄  δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον  καὶ 

15  ἐλέησον.  

   

  Χριστὲ  Ἰησοῦ,  ὁ  Θεὸς  ὁ  Σωτὴρ  ἡμῶν,  ὁ  Μόνος  ἀληθινὸς 

  Ἀρχιερεύς, ὁ ἅγιος καὶ ἄμωμος, καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κακίας καὶ 

  πονηρίας, καὶ δὸς ἡμῖν μέθεξιν καὶ κληρονομίαν μετὰ πάντων τῶν ἀπ’ 

20  αἰῶνος  ἁγίων  Σoυ  ἐν  τῷ  ἀνεξερευνήτῳ  Μυστηρίῳ  τῆς  πρὸς  ἡμᾶς 

  ἀγάπης Σου, διὰ τῆς μεταλήψεως τοῦ Θείου Σου Σώματος καὶ Αἵματος΄ 

  δεόμεθά Σου, ἐπάκoυσoν καὶ ἐλέησον.  

   

  Πνεῦμα  Ἅγιον,  ὁ  Θεὸς  ὁ  Ζῶν  καὶ  Ζωοποιῶν,  ὁ  τῆς  αἰωνιότητος 

25  ὢν  αἰωνιότης,  ὁ  Ὢν  πρὸ  πάντων  τῶν  αἰώνων,  ἐξ  Οὗ  καὶ  πᾶν  φῶς 

  ὑπάρξεως  ἐκπορεύεται,  ἐπίβλεψον  ἐν  ἐλέει  ἐπὶ  τὴν  ἀσθένειαν  τῆς 

  φύσεως  ἡμῶν,  μνήσθητι  τῶν  ὀδυνῶν  καὶ  τῶν  θλίψεων  ἡμῶν,  τοῦ 
136

  κόπου καὶ τῆς κακοπαθείας  ἡμῶν, καὶ τῇ θείᾳ δυνάμει Σου ἱκάνωσον 

  ἡμᾶς ἀξίως ἐπιτελέσαι τὴν οὐράνιον ταύτην ἱερουργίαν΄ δεόμεθά Σου, 

30  ἐπάκουσον καὶ ταχὺ ἐλέησον.  

   

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ὢν τὸ ἀπαύγασμα τῆς δόξης τοῦ Πατρός, 

  ὁ  τῆς  οὐσίας  καὶ  τῆς  φύσεως  Αὐτοῦ  ἀπαράλλακτος  καὶ  ἀμετακίνητος 

  χαρακτήρ,  ἡ  Πηγή  τῆς  σοφίας  καὶ  ἡ  ἀνεξιχνίαστος  τῆς  χρηστότητος 

35  ἄβυσσος, διάνοιξον ἡμῶν τὴν καρδίαν καὶ τὸν νοῦν ἡμῶν στήριξον εἰς 

  τὸ γινώσκειν Σέ, τὸν μόνον ἀληθινὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν αἴροντα τὴν 

  ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.  

  Ἰδοὺ γὰρ φόβῳ καὶ πίστει παριστάμεθά Σοι, εἰς τὸ πέλαγος τοῦ 

  ἐλέους  Σου  τὴν  ἀπόγνωσιν  ἀποῤῥίψαντες  τῶν  ψυχῶν  ἡμῶν. 

40  Ἀπόπλυνον  καὶ  κάθαρoν  ἡμᾶς  ἀπὸ  πάσης  ἁμαρτίας  καὶ  ἀνομίας,  καὶ 

  τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ Ἁγίου ἀνάδειξον ἡμᾶς λειτουργοὺς 

  τῆς Καινῆς Σου Διαθήκης, τῆς ἐν τῷ Αἵματί Σου, Ἰησοῦ, ὁ Θεὸς ἡμῶν.  

  Ποίησον ἡμᾶς ἀξίους γενέσθαι τοῦ προσφέρειν Σοι τὴν φοβερὰν 

  ταύτην  Θυσίαν  ὑπὲρ  τῶν  ἡμετέρων  ἁμαρτημάτων  καὶ  τῶν  τοῦ 

45  σύμπαντος κόσμου ἀγνοημάτων, ὅπως, κοινωνοὶ γενόμενοι τοῦ Θείου 

  Σου  Σώματος  καὶ  τοῦ  Τιμίου  Σου  Αἵματος,  ἀπολάβωμεν  τὸν  μισθὸν 

τῶν  πιστῶν  Σου  λειτουργῶν  καὶ  φρονίμων  οἰκονόμων  ἐν  τῇ  μεγάλῃ 

ἡμέρᾳ τῆς ἀνταποδόσεώς Σου τῆς δικαίας.  

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

 
137

  Πάτερ,  Υἱὲ  καὶ  Πνεῦμα,  τὸ  τρισυπόστατον  Φῶς,  ὁ  Δημιουργὸς 

  ἡμῶν, ὁ Φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ ἀνεκδιήγητος καὶ ἀνέφικτος τῇ φύσει, 

  ὁ  καλέσας  ἡμᾶς  εἰς  τὴν  κοινωνίαν  τῆς  κληρονομίας  τῶν  ἁγίων  ἐν  τῷ 

  Φωτί,  ὁ  ἀποκαλύψας  ἡμῖν  τὴν  ὁδόν  τῆς  ἁγιωσύνης  Σου  διὰ  τοῦ 

5  Εὐαγγελίου  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ,  κατεύθυνον  τὴν  λατρείαν  ἡμῶν  ὡς 

  θυμίαμα  ἐνώπιόν  Σου,  καὶ  πρόσδεξαι  ἐν  ἐλέει  ταύτην  τὴν  θυσίαν  τῆς 

  αἰνέσεως  καὶ  τὸν  καρπὸν  τῶν  χειλέων  ἡμῶν,  τῶν  ὁμολογούντων  Σεʹ 

  δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον .  

   

10  Πάτερ  Πανάγιε,  ὁ  ὢν  ἀπὸ  τοῦ  αἰῶνος  καὶ  πρὸ  πάντων  τῶν 

  αἰώνων, ἡ ἄπειρος καὶ ἀένναος Πηγὴ ἁπάσης τῆς κτίσεως, πρόσδεξαι 

  τὴν  δέησιν  ἡμῶν,  ῥῦσαι  ἡμᾶς  ἀπὸ  τῆς  λύπης  τῆς  ἁμαρτίας,  ἔνθες  ἐν 

  ταῖς καρδίαις ἡμῶν τὸ πῦρ τῆς Σῆς ἀγάπης, πλήρωσον τὸν νοῦν ἡμῶν 

  τοῦ  τῆς  Σῆς  Θεογνωσίας  ἀκηράτου  Φωτός,  ὕψωσον  τὸ  πνεῦμα  ἡμῶν 

15  πρὸς  θεωρίαν  τῶν  ἀνεξιχνιάστων  κριμάτων  Σου,  ὅπως  ἀξιωθῶμεν 

  λατρεύειν  Σοι  ἐν  πνεύματι  καὶ  ἀληθείᾳ  ἕως  τῆς  ἐσχάτης  ἡμῶν 

  ἀναπνοῆς΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ὁ φέρων τὰ πάντα τῷ 

20  ῥήματι  τῆς  δυνάμεώς  Σου,  ὁ  δεδωκὼς  Σεαυτὸν  ἀντάλλαγμα  τῷ 

  θανάτῳ καὶ ἐκ τῆς νενυγμένης Σου πλευρᾶς πηγάσας τοῖς ἀνθρώποις 

  ζωὴν  ἄφθαρτον,  μή  ἀποστρέψῃς  τὸ  Πρόσωπόν  Σου  ἀφ’  ἡμῶν  τῶν 

  ἀναξίων δούλων Σου, ἀλλὰ πρόσδεξαι τὴν ταπεινὴν ταύτην λατρείαν 

  ἡμῶν,  καὶ  τὸ  ἔλεός  Σου  πλουσίως  ἔκχυσον  ἐφ’  ἡμᾶς  ἐν  τῷ  νῦν  αἰῶνι 

25  καὶ ἐν τῇ μελλούσῃ Βασιλείᾳ Σου, χαριζόμενος ἡμῖν ἐκτυπώτερον Σοῦ 

  μετασχεῖν, τὸ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον 

  καὶ ἐλέησον.  
138

  Βασιλεῦ  Οὐράνιε,  Πνεῦμα  Ἅγιον,  Παράκλητε  Ἀγαθέ,  ὁ  Μόνος 

  διδοὺς  δύναμιν,  Οὗ  χωρὶς  πάντες  οἱ  δυνατοὶ  ἀποκαμοῦνται  καὶ  οἱ 

30  ἰσχυροὶ  ἀνίσχυροι  ἔσονται,  οἱ  ἐμπεπλησμένοι  πεινάσουσι  καὶ  οἱ 

  νεανίσκοι  καμφθήσονται,  πρόσχες  ἡμῖν  ἐν  τῇ  θλίψει  ἡμῶν  καὶ 

  ἀνακαίνισον ἡμᾶς ἐν τῇ δυνάμει Σου καὶ ἔγειρον ἡμᾶς πρὸς ἄμεμπτον 

  διακονίαν Σου΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσoν καὶ ἐλέησον.  

   

35  Δέσποτα  Παντοκράτορ,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  τοῦ  ἀνάρχου  Πατρὸς 

  συνάναρχος Ὑἱὸς καὶ Λόγος, ὁ τῇ ἀκαταλήπτῳ κενώσει Σου πᾶσαν τὴν 

  ὑπὲρ  ἡμῶν  οἰκονομίαν  ὑπερκάλλως  τελέσας,  καὶ  τὴν  διακονίαν  τοῦ 

  μεγάλου  τούτου  Μυστηρίου  τῆς  τοῦ  κόσμου  σωτηρίας  κατὰ  τὴν 

  ἄμετρόν Σου εὐδοκίαν χαρίσας τοῖς ἀνθρώποις, δεόμεθά Σoυ, Δέσποτα 

40  Χριστέ, ὅπως ἡ εὐδοκία Σου ἐπαναπαυθῇ ἐφ’ ὅλου τοῦ ἔργου τῆς ἱερᾶς 

  ἡμῶν  διακονίας΄  κάθαρον  ἡμᾶς  ἀπὸ  πάσης  ἁμαρτίας  καὶ  ἀδικίας΄  τῇ 

  δυνάμει  τοῦ  Πνεύματος  τοῦ  Ἁγίου  μεταμόρφωσον  πᾶσαν  τὴν  φύσιν 

  ἡμῶν  ἐν  τῷ  σκότει  τῶν  παθῶν  κειμένην,  καὶ  ἀποκατάστησον  ἐν  ἡμῖν 

  τὴν διαφθαρεῖσαν διὰ τῆς πτώσεως τοῦ Ἀδάμ προαιώνιον εἰκόνα Σου, 

45  ὅπως καὶ ἡμεῖς ἀξιωθῶμεν τῆς ἀκαταισχύντου παραστάσεως ἐνώπιόν 

  τοῦ Θυσιαστηρίου Σου, Ἰησοῦ, Σωτὴρ τοῦ κόσμου.  

  Ναί, Δέσποτα ἀγαθὲ καὶ πρᾶε, κατὰ τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Σου 

  Πνεύματος  εὐδόκησον  ἀναδειχθῆναι  ἡμᾶς  ἀνεπαισχύντους 

  λειτουργοὺς  τῶν  ἁγίων  Σου  Μυστηρίωνʹ  ἀξίωσον  ἡμᾶς  ἀμέμπτως 

50  διελθεῖν  τὴν  ὁδόν  τῆς  διακονίας  ταύτης  ἕως  τῆς  ἐσχάτης  ἡμῶν 

  ἀναπνοῆς,  καὶ  δὸς  ἡμῖν  εὐάρεστόν  Σοι  λόγον  εἰς  τὸ  ἐπικαλεῖσθαι  τὴν 

  θείαν εὐλογίαν Σου ἐπὶ τὰ προσφερόμενα δῶρα. 

  Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

  ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

55  καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

 
139

VI 

  Ὑπεράναρχε,  Πανσθενεστάτη  Τριὰς  Ἁγία,  Πάτερ,  Υἱὲ  καὶ 

  Πνεῦμα, ὁ Μόνος ἀληθινὸς Θεός, ὁ προσκυνούμενος καὶ δοξαζόμενος 

  ἐν  οὐρανῷ  καὶ  ἐπὶ  τῆς  γῆς,  ὁ  προσδεχόμενος  λογικὴν  λατρείαν  παρὰ 

  τῶν Σῶν κτισμάτων ἐκ πάσης κτίσεως ὁρωμένης τε καὶ  οὐχ ὁρωμένης΄ 

5  ἐν  τῇ  εὐδοκίᾳ  τῇ  Σῇ  πρόσδεξαι  καὶ  ἡμῶν  τὴν  προσκύνησιν  καὶ  τὴν 

  δοξολογίαν, καὶ ἀξίωσον ἡμᾶς ἀμεταθέτως μένειν ἐν τῷ Φωτί τῶν Σῶν 

  ἀφάτων ἀποκαλύψεων΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. 

   

  Δέσποτα  Θεέ,  Πάτερ  Ἄναρχε,  τῇ  ἐπιφοιτήσει  τοῦ  Πνεύματός 

10  Σου τοῦ Ἁγίου νομοθέτησον ἡμᾶς ἐν ταῖς τρίβοις τῶν ἐντολῶν Σου καὶ 

  μέχρι  τῆς  ἐσχάτης  ἡμῶν  ἀναπνοῆς  ποίησoν  ἡμᾶς  ἀσαλεύτους  ἐν  τῇ 

  ἀληθείᾳ  τῆς  ὁμολογίας  Σου.  Ἴασαι  πᾶσαν  ἀσθένειαν  τῆς  φύσεως 

  ἡμῶν καὶ τῇ εὐδοκίᾳ τῇ Σῇ σκέπασον ἡμᾶς τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς 

  ζωῆς  ἡμῶν,  ποιῶν  ἡμᾶς  ἱκανοὺς  ἀξίως  προσφέρειν  τὴν  ἀναίμακτον 

15  ταύτην  Λατρείαν  ὑπὲρ  τῶν  ἡμετέρων  ἁμαρτημάτων  καὶ  τῶν  τοῦ 

  σύμπαντος  κόσμου  ἀγνοημάτωνʹ  δεόμεθά  Σου,  Πάτερ  Πανάγιε, 

  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ὁ Μόνος ἐν ἀληθείᾳ 

20  ἀκρογωνιαῖος  λίθος,  ἐφ’  ᾧ  οἰκοδομεῖται  πᾶσα  ζωή,  ἐπίβλεψον, 

  Ἐλεῆμον,  ἐφ’  ἡμᾶς  τοὺς  ἀναξίους  δούλους  Σου,  τοὺς  θαῤῥοῦντας  ἐπ’ 

  ἐλπίδι τῆς Σῆς εὐδοκίας, προσενεγκεῖν Σοι τὴν ἱερουργίαν ταύτην, καὶ 

  τῷ  Αἵματί  Σου  ἀπόπλυνον  ἡμᾶς  ἀπὸ  πάσης  ἁμαρτίας΄  δεόμεθά  Σου, 

  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

25   

  Πνεῦμα  Ἅγιον,  τὸ  Φῶς  τὸ  ἀνονόμαστον,  τὸ  Φῶς  τὸ 

  ἀνεξιχνίαστον  καὶ  ἀπόκρυφον,  ἐλθέ  καὶ  σκήνωσον  ἐν  ἡμῖν,  καὶ 


140

  καθάρισον  ἡμᾶς  ἀπὸ  τοῦ  σκότους  τῆς  ἀγνοίας΄  πότισον  ἡμᾶς  τοὺς 

  διψῶντας  τοῖς  μυστικοῖς  ῥείθροις  τῆς  Σῆς  Θεογνωσίας΄  ἐξάγαγε  τὰς 

30  ψυχὰς  ἡμῶν  ἐκ  τῆς  φυλακῆς  τῆς  ἁμαρτίας,  καὶ  πᾶσαν  πληγὴν 

  κεκρυμμένην  ἐν  ἡμῖν  ἴασαι  διὰ  τῆς  μεταλήψεως  τῆς  θείας  καὶ 

  ἀφθάρτου τροφῆς τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ 

  ἡμῶν΄ δεόμεθά Σου, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  
   

35  Πάτερ Ἅγιε, αἰνοῦμέν Σε, εὐλογοῦμέν Σε, προσκυνοῦμέν Σε καὶ 

  εὐχαριστοῦμέν  Σοι,  ὅτι  ἐξελέξω  τὸν  τόπον  τοῦτον  καὶ  ἡγίασας  τὸν 

  ναὸν  τοῦτον  πρὸς  δοξολογίαν  τοῦ  Παναγίου  Ὀνόματός  Σου  καὶ 

  ἤγειρας Θυσιαστήριον διὰ τὴν προσφορὰν τῆς ἀναιμάκτου Θυσίας τοῦ 

  παναχράντου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ Χριστοῦ Σοῦ.  

40  Δεόμεθα οὖν Σου, μηδαμῶς ἀποστῆναι ἀφ’ ἡμῶν, ἀλλ’ ὡς κατὰ 

  τοὺς  αἰῶνας  ἐν  τῇ  ἀμέτρῳ  Σου  ἀγαθότητι  ἐξαπέστειλας  τὸ  Πνεῦμά 

  Σου  τὸ  Ἅγιον  ἐπὶ  τὰς  θυσίας  τῶν  Πατέρων  ἡμῶν,  οὕτω  καὶ  νῦν  μὴ 

  παρίδῃς  τὰς  ἱκεσίας  καὶ  τὰς  λειτουργίας  ἡμῶν,  ἀλλά  ποίησον  ἡμᾶς 

  γενέσθαι  διακόνους  τῆς  Καινῆς  Διαθήκης,  τῆς  ἐν  τῷ  Αἵματι  τοῦ 

45  Χριστοῦ  Σου,  ἵνα,  μέτοχοι  γενόμενοι  τῶν  Ἅγίων  Σου  Μυστηρίων, 

  ἀναδειχθῶμεν  ἐν  τῷ  Μονογενεῖ  Σου  Υἱῷ  τέκνα  τοῦ  Σοῦ  ἀνεσπέρου 

  Φωτὸς. 

  Ναί,  Πάτερ  Ἀγαθέ,  διάνοιξον  τοὺς  τῆς  καρδίας  ἡμῶν  νοεροὺς 

  ὀφθαλμοὺς καὶ δὸς ἡμῖν ἀληθῶς ἐπιγνῶναί Σε, τὸν Κτίστην καὶ Θεὸν 

50  ἡμῶν.  Ποίησον  ἡμᾶς  συμμόρφους  τῷ  Υἱῷ  καὶ  Λόγῳ  Σου,  ὅπως 

  μορφωθῇ  ἐν  ἡμῖν  ἡ  ἀκατάληπτος  Αὐτοῦ  Εἰκών,  καθ’  ἣν  ἔπλασας  τὸν 

  ἄνθρωπον.  Ἀξίωσον ἡμᾶς γενέσθαι σκήνωμα τοῦ Πνεύματός Σου τοῦ 

  Ἁγίου καὶ μηκέτι σκήνωμα τῆς ἁμαρτίας. Ἔνθες ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν 

  τὸ πῦρ τῆς θείας Σου ἀγάπης. Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν σκηνώματι 

55  αἰωνίῳ  μετὰ  τοῦ  Μονογενοῦς  Σου  Υἱοῦ  καὶ  τοῦ  Πνεύματός  Σου  τοῦ 

  Ἁγίου.  
141

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 
 

VII 

  Πάτερ,  Υἱὲ  καὶ  Πνεῦμα,  ἡ  ἐν  τρισὶν  Ὑποστάσεσιν  ἀδιαίρετος 

  Μονάς,  Τριαδικὴ  Μία  Θεότης,  ἡ  ὑπὸ  πάσης  κτίσεως  προσκυνουμένη, 

  ἄψαυστος Οὐσία, Φῶς ἀπρόσιτον, Μυστήριον ἄκρως ἀποκεκρυμμένον, 

  σῶσον  ἡμᾶς  τοὺς  πίστει  καὶ  πόθῳ  Σε  ἀνυμνοῦντας΄  δεόμεθά  Σου, 

5  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Πάτερ Ἅγιε, ὁ τῇ Σῇ εἰκόνι τιμήσας ἡμᾶς καὶ δωρησάμενος ἡμῖν 

  τὴν εὐλογίαν τοῦ γνῶναι τὴν ἀλήθειάν Σου διὰ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ 

  Μονογενοῦς  Σου  Υἱοῦ  καὶ  τῆς  ἐπιφοιτήσεως  τοῦ  ἐκ  Σοῦ 

10  ἐκπορευομένου  Ἁγίου  Πνεύματος,  μὴ  ἀποστρέψης  τὸ  Πρόσωπόν  Σου 

  ἀφ’  ἡμῶν  τῶν  ἀναξίων  δούλων  Σου,  ἀλλά  κατάπεμψον  ἐπὶ  πάντας 

  τοὺς  υἱοὺς  τῶν  ἄνθρωπων  τὸ  τῆς  ἀληθοῦς  εὐσεβείας  Πνεῦμα,  ἵνα, 

  καθὼς ἡ θάλασσα γέμει ὑδάτων πολλῶν, οὕτω πληρωθῇ ἡ οἰκουμένη 

  τοῦ  τῆς  Σῆς  θεογνωσίας  ἀκηράτου  Φωτός΄  δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον 

15  καὶ ἐλέησον. 

   

  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  Ἀμνὸς  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  ἅγιος  Νικητής,  ὁ  διὰ 

  τὴν  ἡμετέραν  σωτηρίαν  θάνατον  σταυροῦ  καταδεξάμενος,  ὁ 

  ῥυσάμενος  ἡμᾶς  ἐκ  τῆς  δουλείας  τοῦ  ἐχθροῦ,  ἵνα  μηκέτι  ἑαυτοῖς 

20  ζῶμεν,  ἀλλὰ  Σοὶ  μόνῳ  τῷ  ὑπὲρ  ἡμῶν  ἀποθανόντι  καὶ  ἐνδόξως 

  ἀναστάντι, ἱκάνωσον ἡμᾶς ἀξίως ὑποδέξασθαι τὰ ἅγιά Σου Μυστήρια, 

  ἵνα πᾶν τὸ θνητὸν ἐν τῇ σαρκὶ ἡμῶν καταποθῇ ὑπό τῆς Σῆς ἀκηράτου 

  ζωῆς΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. 
142

  Πνεῦμα Ἅγιον, Βασιλεῦ τῶν αἰώνων καὶ ζωῆς ἀκηράτου χορηγέ, 

25  κατὰ τὸ πλῆθος τῶν θλίψεων καὶ τῶν στεναγμῶν ἡμῶν, πλήθυνον τὸ 

  ἔλεός  Σου  ἐφ’  ἡμᾶς  καὶ  ἀποδίωξον  ἀφ’  ἡμῶν  πάντα  ἐχθρὸν  καὶ 

  πολέμιον,  καὶ  γενοῦ  Σὺ  Αὐτὸς  ὁ  ἐνεργῶν  ἐν  ἡμῖν  πάντα  τὰ  Σοὶ 

  εὐάρεστα,  καὶ  ἁγίασον  πάντων  ἡμῶν  τὰς  ψυχὰς  καὶ  τὰ  σώματα 

  ἁγιασμῷ ἀναφαιρέτῳ΄ δεόμεθά Σου, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

30   

  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  ἄμωμος  Ἀμνὸς  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  ἐσφαγμένος 

  πρὸ καταβολῆς κόσμου, Ὃς διὰ τοῦ Αἵματός Σου ἐλυτρώσω ἡμᾶς ἀπὸ 

  πάσης  φυλῆς  καὶ  παντὸς  γένους,  ὁ  ποιήσας  ἡμᾶς  βασιλεῖς  καὶ  ἱερεῖς 

  τῷ Θεῷ καὶ Πατρί Σου, Σὺ ἀνεκαίνισας ἡμῖν, διὰ τοῦ παραπετάσματος 

35  τῆς  ἀχράντου  Σαρκός  Σου,  ὁδὸν  νέαν  καὶ  ζῶσαν  εἰς  τὰ  Ἅγια  τῶν 

  Ἁγίων,  εἰς  τὸ  προσφέρειν  ἐν  καρδίᾳ  συντετριμμένῃ  καὶ  πνεύματι 

  ταπεινώσεως  τὴν  λογικὴν  ἡμῶν  ταύτην  καὶ  ἀναίμακτον  λατρείαν, 

  ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων καὶ τῶν τοῦ κόσμου παντός.  

  Ὅθεν  προσπίπτομεν  καὶ  ἐν  κατανύξει  βοῶμέν  Σοι:  Διὰ  τοῦ 

40  Πνεύματός  Σου  ἐπισκίασoν  ἡμῖν,  τοῖς  ἐν  τῇ  ὥρᾳ  ταύτῃ  θαρροῦσι 

  προσέρχεσθαι  τῷ  ὑποποδίῳ  τοῦ  μεγάλου  τούτου  Μυστηρίου  τῆς 

  σωτηρίας τοῦ κόσμου, καὶ ἱκάνωσον ἡμᾶς, ἐν καρδίᾳ κεκαθαρμένῃ καὶ 

  ἐν  νοῒ  πεφωτισμένῳ  διὰ  τοῦ  εὐαγγελικοῦ  Σου  λόγου,  προσψαῦσαι  ‐ 

  ὅσον  εἰς  τὴν  ἡμετέραν  δύναμιν  ‐  τὸ  τῆς  Σῆς  Θείας  κενώσεως 

45  μυστήριον.  

  Ὢ  Φῶς  τοῦ  Κόσμου,  Ὅ  τρέμουσι  τὰ  Σεραφείμ,  τὰ  πρόσωπα 

  κατακαλύπτοντα ἐνώπιον τῆς ἀπροσίτου Σου Δόξης, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ 

  γῆς καταξίωσον ἐν πάσῃ εὐλαβείᾳ ἀτενίσαι εἰς Σέ, τὸν προσευχόμενον 

  μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς καὶ δακρύων ἐν τῇ Γεθσημανῇ καὶ ἀναβαίνοντα 

50  ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν, ἵνα τὰ ἐσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἐπισυναγάγῃς 

  εἰς ἓν ἐκτείνας ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰς χεῖράς Σου.  
143

  Ναί,  ὁ  Ἀμνός  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  αἴρων  τὴν  ἁμαρτίαν  τοῦ  κόσμου, 

  ἐγχάραξον  ἡμῖν  τὴν  ἀκατάληπτον  ταύτην  Εἰκόνα  Σου,  καὶ  ἐνίσχυσον 

  ἡμᾶς  εἰς  τὸ  ἀκολουθεῖν  ὀπίσω  Σου,  ὅπου  ἂν  ὑπάγῃς,  ἵνα,  διὰ  τῆς 

55  ἀχράντου  Σου  Σαρκὸς  τρεφόμενοι  καὶ  διὰ  τοῦ  τιμίου  Σου  Αἵματος 

  ποτιζόμενοι  ἀναδειχθῶμεν  ἄνθρωποι  ἀνακαινώσεως  καὶ  βασίλειον 

  ἱεράτευμα  εἰς  τὸ  ἀκατακρίτως  πρεσβεύειν  ὑπὲρ  ὅλου  τοῦ  γένους  τοῦ 

Ἀδὰμ ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος. 

Ὅπως,  ὑπὸ  τοῦ  κράτους  Σου  πάντοτε  φυλαττόμενοι,  Σοὶ  δόξαν 

ἀναπέμπωμεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ 

καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

VIII 

  Πάτερ Ἀγαθέ, Υἱὲ μονογενές, Πνεῦμα Ἅγιον, Τρισσόφωτε Δόξα, 

  ἡ  ἀκαταλήπτῳ  προστάγματι  καλέσασα  ἡμᾶς  ἐκ  τοῦ  σκότους  τῆς 

  ἀνυπαρξίας εἰς τὴν ζωὴν ταύτην, καὶ Σοῦ τοῦ ἑνός ἀληθινοῦ Θεοῦ τὴν 

  ἐπίγνωσιν  ἡμῖν  χαρισαμένη,  ἀξίωσον  ἡμᾶς  ἐν  τῇ  φοβερᾷ  ταύτῃ  ὥρᾳ 

5  τῆς ἱερουργίας προσενεγκεῖν Σοι τὴν λογικὴν εὐχαριστίαν καὶ ἄσπιλον 

  δοξολογίαν΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Πάτερ  Ἅγιε,  ὁ  οὕτως  ἀγαπήσας  ἡμᾶς,  ὥστε  τὸν  Υἱόν  Σου  τὸν 

  Μονογενῆ  δοῦναι  ὑπὲρ  ἡμῶν,  πρόσδεξαι  ἐν  τῇ  εὐδοκίᾳ  Σου  τὴν 

10  λειτουργίαν ἡμῶν ταύτην καὶ ἀνάδειξον ἡμᾶς ἀξίους τῆς μεταλήψεως 

  τοῦ  Σώματος  καὶ  Αἵματος  τοῦ  Χριστοῦ  Σου  καὶ  τῆς  κοινωνίας  τοῦ 

  Ἁγίου Σου Πνεύματος΄ δεόμεθά Σου, ταχὺ ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ τοῦ Ἀνάρχου Πατρὸς Μονογενὴς Υἱὸς καὶ 

15  Λόγος,  δι’  Οὗ  τὰ  πάντα  ἐγένετο,  καὶ  ἄνευ  Οὗ  ἐγένετο  οὐδὲ  ἓν  ὃ 
144

  γέγονεν,  ὁ  διὰ  τῆς  ἐν  σαρκὶ  ἐλεύσεώς  Σου  ἀποκαταστήσας  τὴν 

  πεπτωκυῖαν ἐν τῷ προπάτορι  Ἀδὰμ εἰκόνα Σου, πρόσδεξαι ἡμῶν τὴν 

  λατρείαν καὶ τὰς δεήσεις τὰς ἐκ τοῦ βάθους τοῦ σκότους τῆς ἁμαρτίας 

  προσφερομένας Σοί, καὶ τῇ δυνάμει Σου ἀνάγαγε ἡμᾶς εἰς τὸ ὕψος τῆς 

20  ἀληθοῦς  ἐπιγνώσεως  τῶν  ἐντολῶν  Σου,  ἵνα,  ἐν  τῷ  φωτὶ  τοῦ 

  Εὐαγγελικοῦ  λόγου  Σου  καταυγαζόμενοι,  ἀξιωθῶμεν  ἀκατακρίτως 

  μετασχεῖν  τῶν  Θείων  Σου  Μυστηρίων,  τῆς  Σαρκὸς  καὶ  τοῦ  Αἵματός 

  Σου΄ δεόμεθά Σου, Κύριε Ἰησοῦ, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

25  Πνεῦμα  Ἅγιον,  Φῶς  ἄδυτον,  Φῶς  ἀπρόσιτον,  Παράκλητε  ἀγαθέ,  ὁ 

  στεναγμοῖς ἀλαλήτοις πρεσβεύων ὑπὲρ ἡμῶν πρὸς τὸν Πατέρα, ἐν τῇ 

  ὥρᾳ ταύτῃ τῇ φοβερᾷ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου τοῦ Χριστοῦ, ἐπισκίασον 

  ἡμῖν  διὰ  τῆς  ἐλεύσεώς  Σου,  καὶ  τῇ  δυνάμει  Σου  ἱκάνωσον  ἡμᾶς 

  ἐπιτελέσαι  τὴν  θείαν  ταύτην  ἱερουργίαν,  ποιῶν  ἡμᾶς  μετόχους  τῆς 

Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ΄ δεόμεθά Σου ταχὺ, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. 
 

IX 

  Kύριε Ἰησοῦ Χριστέ, συνάναρχε τῷ Πατρὶ Υἱὲ καὶ Λόγε, τῷ φόβῳ 

  Σου  στερέωσον  ἡμᾶς  ἐπὶ  τῶν  ὁδῶν  τῆς  ἀλήθειάς  Σου,  καὶ  τῇ  δυνάμει 

  τῆς  ἀγάπης  Σου  ὁδήγησοv  ἡμᾶς  κατὰ  τὰ  διαβήματα  Σoυ,  μὴ 

  ἐπιτρέπων ἡμῖν παρεκκλῖναι ἀπὸ τοῦ Φωτὸς τῶν προσταγμάτων Σου. 

5  Καταξίωσον  δὲ  ἡμᾶς  ἀκατακρίτως  παραστῆναι  τῇ  ἁγίᾳ  Σου  ταύτῃ 

  Τραπέζῃ  καὶ  ἀξίως  μετασχεῖν  τoῦ  ἀχράντου  Σώματός  Σου  καὶ  τοῦ 

  τιμίου Σου Αἵματος΄ δεόμεθά Σου, Χριστέ, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Ἰησοῦ  Γλυκύτατε  Χριστέ,  ὁ  τὸν  σταυρικὸν  θάνατον  ἀναλαβεῖν 

10  εὐδοκήσας ὑπὲρ τῆς ἡμῶν σωτηρίας, ἵνα ζῶντες μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, 

  ἀλλὰ Σοὶ μόνῳ τῷ θανόντι καὶ ἀναστάντι ὑπὲρ ἡμῶν, ἱκάνωσον ἡμᾶς 
145

  ἀξίως  μεταλαβεῖν  τῶν  ἁγίων  Σου  Μυστηρίων,  ἵνα  τὸ  θνητὸν  τῆς 

  σαρκὸς ἡμῶν ἐνδύσηται τὴν Σὴν ἀφθαρσίαν΄ δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον 

  ἡμῶν καὶ ἐλέησον.  

15   

  Kύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  κατακρίνας  τὴν  ἁμαρτίαν  ἐν  τῇ  σαρκί 

  Σου, ἔπιδε ἐφ’ ἡμᾶς τοὺς ἐν τῷ Ἀδὰμ ἀποθνήσκοντας, καὶ ζωοποίησον 

  ἡμᾶς  διὰ  τῆς  μεταλήψεως  τῶν  ἀχράντων  καὶ  ἀθανάτων  Μυστηρίων 

  Σουʹ  προσάγαγε  ἡμᾶς  εἰς  τελείαν  ἐπίγνωσιν  τοῦ  Πατρός  Σου,  καὶ 

20  ποίησον  ἡμᾶς  γενέσθαι  ἔθνος  ἅγιον  καὶ  βασίλειον  ἱεράτευμα  ἐν  τῇ 

  ἀνεσπέρῳ  ἡμέρᾳ  τῆς  Βασιλείας  Σουʹ  δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον  καὶ 

  ἐλέησον.  

   

  Xριστὲ  ὁ  Θεὸς  ἡμῶν,  ἡ  τῶν  καρδιῶν  ἡμῶν  ἐπιθυμία,  ἔλλαμψον 

25  ἐφ’  ἡμᾶς  τὸ  τῆς  Σῆς  ἀληθείας  Φῶς,  ἵνα  ἐν  τῷ  Φωτί  Σου  ὀψώμεθα,  οἱ 

  ἀνάξιοι,  τὴν  Σὴν  δόξαν,  δόξαν  ὡς  Μονογενοῦς  παρὰ  Πατρί,  καὶ  οὕτω 

  γενώμεθα  σύμμορφοι  τῆς  Σῆς  εἰκόνος,  ἧς  ἐν  ὁμοιώσει  ἐποίησας  τόν 

  ἄνθρωπον.  

  Ὁ  Θεὸς  ὁ  Σωτὴρ  ἡμῶν,  τὸ  Φῶς  τῶν  διανοιῶν  ἡμῶν,  εἴη  μεθ’ 

30  ἡμῶν ἡ Σὴ δύναμις, ἵνα πάντοτε μένωμεν ἐν Σοὶ συνημμένοι τῷ Ἁγίῳ 

  Σου Πνεύματι. 

 Δὸς  ἡμῖν  ἐπίγνωσιν  τῆς  Σῆς  φιλανθρωπίας,  καὶ  ποίησον  ἡμᾶς 

ὁμοίους Σοι, τῷ Κυρίῳ καὶ Θεῷ ἡμῶν, μετὰ πάντων τῶν ἁγίων. 

Ναί,  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  κατὰ  τὴν  ἀψευδῆ  Σου  ἐπαγγελίαν, 

ἐλθὲ καὶ μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 

εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. 

Μιά μικρή ἀνάλυση τῶν εὐχῶν κάνει ὁ ἴδιος ὁ γέροντας Σωφρόνιος. 

Στέλνει  στήν  ἀδερφή  του  τίς  πέντε  πρῶτες  εὐχές  καί  ἐξηγεῖ  τί 
146

περιλαμβάνει ἡ κάθε μία: «Σοῦ στέλνω τά κείμενα αὐτά. Ἔχω γιά τήν ὥρα 

πέντε.  Τό  καθένα  ἀπό  αὐτά  τό  διαβάζω  ὁλόκληρο  στή  Λειτουργία, 

ἀλλάζοντας  τή  σειρά  τους,  γιά  νά  δημιουργεῖται  κάποια  ποικιλία»16.  Καί 

συνεχίζει΄ «Ἡ πρώτη δέηση ἀπευθύνεται πρός τήν Ἁγία Τριάδα. Ἡ δεύτερη 

δέηση πρός τόν Θεό Πατέρα. Ἡ Τρίτη πρός τόν Θεό Υἱό. Ἡ τέταρτη πρός τό 

Ἅγιο  Πνεῦμα.  Ἔπειτα  μία  μεγάλη  εὐχή  πρός  τόν  Πατέρα  ἤ  πρός  τόν  Ἰησοῦ 

Χριστό…»17. 

Οἱ εὐχές αὐτές εἶναι σαράντα τρεῖς χωρισμένες σέ ἐννέα ἑνότητες. 

Ἀπό  αὐτές  οἱ  ἑπτά  πρῶτες  περιλαμβάνουν  πέντε  εὐχές  ἡ  κάθε  ἑνότητα 

καί  οἱ  δύο  τελευταῖες  ἀπό  τέσσερις.  Καταλήγουν  ὅλες  μέ  τή  δοξολογική 

ἐκφώνηση «Ὅπως ὑπό τοῦ κράτους σου πάντοτε φυλαττόμενοι…»18. 

Ἡ πρώτη εὐχή κάθε ἑνότητας ἀπευθύνεται: «πρός τόν ἐν Τριάδι ἕνα 

Θεό  ὡς  τόν  δημιουργό  καί  συντηρητή  ὅλου  τοῦ  κόσμου,  Αὐτόν  ὁ  Ὁποῖος 

τίμησε μόνο τόν ἄνθρωπο μέ τήν εἰκόνα του»19.  

Ἡ  δεύτερη  εὐχή  απευθύνεται:  «ἰδιαίτερα  στό  πρῶτο  πρόσωπο  τῆς 

Ἁγίας  Τριάδας,  πού  εἶναι  ὁ  Θεός  Πατέρας.  Ἀναφέρεται  δέ  τόσο  στά 

ὑποστατικά  ἰδιώματα  τοῦ  θείου  αὐτοῦ  προσώπου,  ὅσο  καί  στόν  “ἐν 

συνεργείᾳ”  μετά  τῶν  δύο  ἄλλων  προσώπων  ρόλο  του  γιά  τή  σωτηρία  τῶν 

ἀνθρώπων»20. 

Στήν  τρίτη  εὐχή  κάθε  ἑνότητας  γίνεται  ἀναφορά  στόν  Κύριό  μας 

Ἰησοῦ  Χριστό.  Γίνεται  λόγος  γιά  τίς  «διάφορες  σωτηριώδεις  πράξεις  τῆς 

θείας ἐνανθρωπήσεως γιά τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου»21.  

16  Ὅπ. π., σελ. 82. 
17  Ὅπ. π., σελ. 84. 
18  Βλ.  Πρωτ.  Δημητρίου  Τζέρπου,  ὅπ.  π.,  σελ.  524.  Βλ.  ἐπίσης  Νικολάου  Γ.  Κοΐου, 

ὅπ. π., σελ. 157. 
19 Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, ὅπ. π., σελ. 526. 

20 Ὅπ. π., σελ. 527. 

21 Βλ. Ὅπ. π., σελ. 528. 
147

Στήν  τέταρτη  εὐχή  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἀναφέρεται  στό  τρίτο 

Πρόσωπο  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος,  τό  Ἅγιο  Πνεῦμα.  Συνοψίζει  τήν  «περί  τοῦ 

Ἁγίου Πνεύματος θεολογία του22»23. 

Στήν  πέμπτη  καί  τελευταία  ἀνακεφαλαιωτική  εὐχή,  ὅπου  αὐτή 

ὑπάρχει,  κυριαρχεῖ  τό  «αἴτημα  τῆς  ἐξ  ὕψους  ἱκάνωσης  γιά  τήν 

ἀκαταίσχυντη παράσταση ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου καί τή συμμετοχή στή 

θεία κοινωνία, πού διήκει δι’ ὅλων τῶν εὐχῶν»24. 

Ὅλες  οἱ  εὐχές,  ἐκτός  ἀπό  τήν  πέμπτη,  τελειώνουν  μέ  τήν  φράση 

«ἐπάκουσον  καί  ἐλέησον».  Παρακαλεῖ  θερμά  ὁ  συγγραφέας  τόν  Θεό  νά 

ἀκούσει καί νά ἐλεήσει. 

Μέσα  ἀπό  αὐτές  τίς  ἀναφορές  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  μᾶς  ἐξηγεῖ 

γιατί  ἡ  κάθε  εὐχή  ἀπευθύνεται  σέ  διαφορετικά  Πρόσωπα.  Ἐπίσης 

ἐκφράζει  ἀκριβῶς  αὐτό  τό  ὁποῖο  ἀποτυπώνει  στήν  αὐτοβιογραφία  του: 

«Προσευχόμενοι εἰς αὐτόν τόν Θεόν, βιοῦμεν τό ἕν εἶναι τῶν Τριῶν. Ἐν αὐτῇ 

ταύτῃ τῇ ἑνότητι ζῶμεν ὅμως καί τάς διακρίσεις: Ἄλλον χαρακτῆρα φέρει ἡ 

ἀναφορά μου πρός τόν Πατέρα, ἄλλως προσεύχομαι εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον 

καί κατά διάφορον τρόπον ἀπευθύνομαι εἰς τόν Χριστόν. Μεθ’ ἑνός ἑκάστου 

συνδέεται ἰδιαίτερόν τι πνευματικόν αἴσθημα, οὐδαμῶς θραῦον τήν Ἑνότητα 

τοῦ  Εἶναι.  Ἡ  σχέσις  ἡμῶν  πρός  ἑκάστην  ὑπόστασιν  τῆς  Ἁγίας  Τριάδος 

διαφέρει κατά τινας ἀποχρώσεις. Ἐκ τῶν Τριῶν ἐγγύτερον γνωρίζομεν τόν 

Κύριον  Ἰησοῦν  ἕνεκα  τῆς  Σαρκώσεως  Αὐτοῦ,  τῆς  Ἐνανθρωπήσεως,  καί  δι’ 

Αὐτοῦ εἰσαγόμεθα εἰς τό Πρωταρχικόν Ὄν, ὅπερ καί εἶναι ὁ Ἀληθινός Θεός: 

Τριάς ὁμοούσιος καί ἀχώριστος»25. 

22 Βλ.ἰδιαίτερα Ὀψόμεθα, σελ. 235 – 292. 
23 Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, ὅπ. π., σελ. 529. 
24 Ὅπ. π., σελ. 530. 

25 Ὀψόμεθα, σελ. 263 – 264. 
148

Ἡ  σύνταξη  εὐχῶν  ἀπό  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  ἀποτελεῖ 

«ξεχείλισμα  τῆς  προσευχόμενης  καρδιᾶς  του  …  καί  ἄσκηση  στό  μεῖζον 

ἀγώνισμα  τῆς  προσευχῆς  κατά  τό  πρότυπο  τοῦ  Γέροντά  του  ἁγίου 

Σιλουανοῦ τοῦ ἁγιορείτου»26. 

Οἱ  εὐχές  αὐτές,  κατά  τόν  μελετητή  τους  π.  Δημήτριο  Τζέρπο, 

«ἀποτελοῦν τόν πιό εὔχυμο καρπό τῆς αὐξημένης ποιμαντικῆς μέριμνας τοῦ 

Γέροντος  Σωφρονίου  γιά  τήν  εὐχαριστιακή  ἀγωγή  τῆς  συγκεκριμένης 

μοναστικῆς  Ἀδελφότητας  τῆς  ὁποίας  προΐστατο»27.    Ἐμεῖς  θά  προσθέταμε 

καί γιά τόν ὑπόλοιπο κόσμο. 

2) «Προσευχή πρός τόν Θεό τοῦ Ἡγουμένου ἤ πνευματικοῦ»28 

  Κύριε  Ίησοῦ  Χριστέ,  ὁ  Θεός,  ὁ  Σωτὴρ  ἡμῶν,  ὁ  ἀφορίσας  με  ἐκ 

  τῆς  ματαιότητος  τοῦ  κόσμου  καὶ  θέμενος  ἐμὲ  ἐν  τῇ  ὑπηρεσίᾳ  τῶν 

  οὐρανίων  Σου  Μυστηρίων,  ὁ  καλέσας  εἰς  τὸν  ἀγῶνα  τοῦ 

  ἐξαναγγέλλειν  (sic)  τοῖς  ἀδελφοῖς  μου  τὰς  ὁδοὺς  τῆς  σωτηρίας  Σου, 

5  δέομαί Σου, Βασιλεῦ Ἄναρχε.  

  Θεράπευσόν με ἐκ τοῦ πλήξαντός με θανάτου τῆς ἁμαρτίας, καί 
  τῇ  δυνάμει  τοῦ  Πνεύματός  Σου  τοῦ  Ἁγίου  ἱκάνωσόν  με  εἰς  τὴν 

  διακονίαν ταύτην.   

  Φωτοδότα,  φώτισόν  μου  τοὺς  ὀφθαλμοὺς  τῆς  καρδίας  καὶ  τοῦ 


10  νοὸς  διὰ  τοῦ  ἀκτίστου  Φωτός  τῶν  ἐντολῶν  Σου,  ἵνα  συνιῶ  πῶς  δεῖ  με 

  λαλεῖν τῷ ἀδελφῷ μου, ὑπὲρ οὗ ἐξέχεας ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ τὸ Αἷμά Σου. 

  Διὰ  τοῦ  Πνεύματός  Σου  τοῦ  ἀγαθοῦ  χειραγώγησόν  μου  τὰς 

26 Πρωτ. Δημητρίου Τζέρπου, ὅπ. π., σελ. 531. 
27 Ὅπ. π., σελ. 531. 
28 Περί προσευχῆς, σελ. 252 – 253. 
149

  αἰσθήσεις καὶ τὰς ἐννοίας, καὶ τῷ φόβῳ Σου φύλαξόν με ἀκλινῆ ἐν τῷ 

  προαιωνίῳ  ρεύματι  τοῦ  Θελήματός.Σου.  Τὴν  καρδίαν  μου  καθάρισον 

15  ἀπὸ παντὸς ῥύπου, ὅπως ἀξιωθῶ ἀκοῦσαι τῆς πραείας φωνῆς Σου καὶ 

  ὑπακοῦσαι  αὐτῇ  ἐν  ταπεινώσει∙  καὶ  ἐν  τῇ  ἀνοίξει  τοῦ  στόματός  μου 

  ἱκάνωσόν  με  δέξασθαι  παρὰ  Σοῦ  λόγον  εὐάρεστόν  Σοι  καὶ  σωτήριον 

  τῷ λαῷ Σου.  

  Σύ, ἡ ζῶσα καὶ ἀληθινὴ Ὁδός, μὴ ἐάσῃς μέ ποτε ἁμαρτεῖν κατὰ 

20  τῆς  Ἀληθείας  Σου,  καὶ  ἀπὸ  πάσης  κινήσεως  ἀπρεποῦς  καὶ  λόγου 

  ψευδοῦς  διαφύλαξόν  με,  ὅπως  γένηται  ἐν  πᾶσιν  ἡ  διακονία  μου  ἁγία 

  καὶ ἄμωμος ἐνώπιόν Σου.  

  Ναί,  ὁ  Ποιμὴν  ὁ  Καλός,  ὁ  θύσας  τὴν  ψυχήν  Σου  ὑπὲρ  ἡμῶν, 


  χάρισαι  καὶ  ἐμοὶ  καρδίαν  ἐλεήμονα  καὶ  κλαυθμόν  ἀγαθὸν  περὶ 

25  πάντων τῶν προσιόντων εἰς ἐμέ. Δός μοι χαίρειν μετὰ τῶν χαιρόντων 

  καὶ  κλαίειν  μετὰ  τῶν  κλαιόντων,  καὶ  διὰ  πάντων  παρακαλεῖν  τάς 

  πασχούσας ψυχὰς τοῦ λαοῦ Σου.  

  Ἐνίσχυσόν  με  βαστάζειν  εἰς  τέλος  τὰ  βάρη  τῶν  λογικῶν 


  προβάτων  Σου  μετὰ  ταπεινώσεως  καὶ  πραότητος,  ἐν  πνεύματι 

30  διακρίσεως,  συγκαταβάσεως  καὶ  εὐαγγελικῆς  ἀγάπης,  εἰς  τὸ  ζῆν  ἐν 

  ἐμοὶ  μόνον  τὴν  ἐπιθυμίαν:  «Ἵνα  πάντες  (διὰ  τῆς  μετανοίας)  σωθῶσιν 

ἐν Σοὶ καὶ διὰ Σοῦ, τοῦ ἀπροσίτου Κυρίου ἡμῶν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς 

αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀμήν. 

Μετά ἀπό τήν καταγραφή σαράντα σελίδων ἀφιερωμένων στό ἕργο 

τοῦ πνευματικοῦ πατέρα29, ὁ γέροντας Σωφρόνιος παραθέτει μιά εὐχή γιά 

τόν  πνευματικό.  Γνωρίζει  καλά  τρία  πράγματα:  i)  «ἡ  διακονία  τοῦ 

πνευματικοῦ  εἶναι  ἀνεκφράστως  μεγάλη  κατά  τόν  σκοπόν  αὐτῆς»30.  ii)  Ὁ 

29  Βλ. ὅπ. π., σελ. 209 – 253. 
30  Ὅπ. π., σελ. 253. 
150

πνευματικός  «γίνεται  συνεργός  Θεοῦ  ἐν  τῇ  δημιουργίᾳ  ἀθανάτων  θεῶν»31. 

iii)  κανένας  δέν  εἶναι  ἄξιος  ἀπό  μόνος  του  νά  ἐπιτελεῖ  τό  ἔργο  τοῦ 

πνευματικοῦ32,  ὅπως  συμβαίνει  καί  στήν  Θεία  Λειτουργία33.  Γι’  αὐτούς 

τούς  λόγους  θεωρεῖ  ἀπαραίτητη  τήν  ἀνάγνωση  τῆς  συγκεκριμένης 

προσευχῆς  καί  τό  πρωΐ  καί  τό  βράδυ  «ὅπως  τό  πνεῦμα  αὐτῆς  τῆς 

προσευχῆς μένῃ μεθ’ ἡμῶν ἐν παντί καιρῷ τῆς διακονίας ἡμῶν»34. 

Στήν  συγκεκριμένη  εὐχή  ξεκινάει  μέ  ἀναφορά  στόν  Κύριό  μας 

Ἰησοῦ  Χριστό.  Τόν  ἀποκαλεῖ  μέ  διάφορα  ἐπίθετα:  Σωτήρα  (στίχ.  1), 

Βασιλιά  Ἄναρχο  (στίχ.  5),  Φωτοδότη  (στίχ.  9),  ζωντανή  καί  ἀληθινή  Ὁδό 

(στίχ.  19),  Καλό  Ποιμένα  (στίχ.  23).  Τόν  «ἐγκωμιάζει»  ἀναφέροντας  τίς 

εὐεργεσίες  Του  πρός  αὐτόν  σχετικά  μέ  τό  ἔργο  πού  τοῦ  ἔχει  ἀναθέσει 

(στίχ. 1 – 5). Αἰσθανόμενος τήν ἀναξιότητά του, λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν του,  

ζητάει τήν «θεραπεία» του (στίχ. 6) καί τήν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος 

γιά  νά  «φέρει  εἰς  πέρας»  τήν  συγκεκριμένη  διακονία  του  (στίχ.  7  –  8). 

Ζητάει τόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μέ τό Ἄκτιστο Φῶς γιά τό τί 

θά συμβουλέψει ὅσους προσέλθουν σ’ αὐτόν (στίχ. 9 – 11).  

Μετά  τόν  φωτισμό  μέ  τό  Φῶς  τοῦ  Θεοῦ  ζητάει  τήν  χειραγώγηση 

τῶν  αἰσθήσεων  (στίχ.  12)  καί  τήν  κάθαρση  τῆς  καρδιᾶς  του  ἀπό  «παντός 

ῥύπου»,  ὥστε  νά  δεχθεῖ  αὐτόν  τόν  ἁγιασμό.    Ὄχι  ἁπλά  νά  δεχθεῖ  καί  νά 

κατανοήσει ἀλλά καί νά ὑπακούσει μέ ταπείνωση στό θέλημά Του (στίχ. 

16). Ἀπώτερος σκοπός τοῦ πνευματικοῦ εἶναι ὁ λόγος του νά εἶναι ἀρεστός 

31 Ὅπ. π., σελ. 253. 
32 Βλ. Μυστήριο, σελ. 93: «Πρίν ἀκόμη γίνουμε ἱκανοί νά διακονήσουμε, καί μάλιστα 
μέ τήν ἰδιότητα τοῦ καθοδηγητῆ ἤ τοῦ χειραγωγοῦ, πρέπει οἱ ἴδιοι νά διαβοῦμε τόν ἅδη τῆς 
μετανοίας,  νά  ὑπερνικήσουμε  τήν  αἰωνόβια  διαμάχη  τοῦ  ἀνθρώπου  μέ  τόν  Θεό  μέσα  στόν 
ἑαυτό μας, νά δεχθοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον τήν εὐλογία μέ τήν ἐπίλαμψη τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, νά 
στερεωθοῦμε  σέ  ὁλοκληρωτική  ἀγάπη  πρός  τόν  Πατέρα,  νά  βαστάσουμε  ὑπομονετικά  τή 
διαρκῆ παρουσία Του σέ κάθε βῆμα τῆς καθημερινῆς μας ζωῆς. Πῶς μπορεῖ κάποιος χωρίς 
ὅλα αὐτά νά φανεῖ ὁδηγός τῶν ἄλλων πρός τόν Θεό; Ὁ τυφλός δέν εἶναι ἱκανός νά ὁδηγήσει 
τόν τυφλό, γιατί καί οἱ δύο “εἰς βόθυνον πεσοῦνται”, κατά τόν λόγον τοῦ Κυρίου (Ματθ. ιε΄ 
14)». 
33 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 253. 

34 Ὅπ. π., σελ. 253. 
151

στόν  Θεό  καί  σωτήριος  γιά  τόν  λαό  Του  (στίχ.  17  –  18).  Μετά  ἀπό  τήν 

ἔλευση  ὅλων  τῶν  παραπάνω,  πιστός  στό  «ὁ  δοκῶν  ἑστάναι  βλεπέτω  μὴ 

πέσῃ»35, παρακαλεῖ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι «ἡ ζῶσα καί ἀληθινή Ὁδός», 

νά τόν κρατήσει κοντά του ὥστε νά μήν παραστρατήσει (στίχ. 19 – 22).  

Κατακλείοντας  τήν  εὐχή  Τόν  παρακαλεῖ  νά  τόν  βοηθήσει  νά 

ἁγαπήσει  κατά  Θεόν  ὅλους  ὅσοι  προσέρχονται  σ’  αὐτόν  (στίχ.  23  –  27).  

Ζητάει  νά  τόν  ἐνισχύσει  ὁ  Θεός  νά  κρατήσει  μέχρι  τέλους  «τά  βάρη  τῶν 

λογικῶν προβάτων» μέ ταπείνωση, πραότητα, διάκριση, συγκατάβαση καί 

εὐαγγελική  ἀγάπη  γιά  νά  σωθοῦν  ἐν  Χριστῷ  καί  διά  Χριστόν  (στίχ.  28  – 

33). 

Ἀνακεφαλαιώνοντας  βλέπουμε  ὅτι  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

«ἐμφανίζει» τόν ἡγούμενο ἤ τόν πνευματικό συνειδητοποιημένο. Δηλαδή 

ἀναγνωρίζει  ὅτι  τό  ἔργο  τό  ὁποῖο  ἔχει  ἀναλάβει  δέν  εἶναι  δικό  του  ἀλλά 

τοῦ  Θεοῦ.  Γι’  αὐτό  ζητάει  συνεχῶς  τήν  βοήθεια  τοῦ  Θεοῦ.  Ἔχει 

κατανοήσει  ὅτι  πρέπει  νά  νουθετήσει  τόν  κόσμο  σύμφωνα  μέ  τό  θέλημα 

τοῦ  Θεοῦ.  Αὐτό  τό  πετυχαίνει  στηριζόμενος  στήν  συναίσθηση  τῆς 

ἁμαρτωλότητας  καί  τῆς  ἀναξιότητάς  του,  στήν  καθαρότητα  τῆς  καρδιᾶς 

του,  στόν  Φωτισμό  του,  στήν  ταπείνωση,  στήν  πραότητα,  στήν  διάκριση, 

στήν  εὐαγγελική  ἀγάπη,  στήν  Ἁγία  Γραφή.  Μέσα  ἀπό  αὐτήν  τήν  εὐχή 

ἐκφράζει τήν ἀγωνία του γιά τήν καθοδήγηση τῶν πιστῶν. 

35  Α΄ Κορ. ι΄ 12. 
152

3) «Ἅμα τῇ ἐγέρσει ἐκ τοῦ ὕπνου» 

  Βασιλεῦ  ἄναρχε,  ὁ  ὢν  πρὸ  πάντων  τῶν  αἰώνων,  Πλαστουργέ 

  μου, ὁ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὴν ζωὴν ταύτην παραγαγὼν τὰ σύμπαντα, 

  Εὐλόγησον  τὴν  ἡμέραν  ταύτην,  ἣν  ἔδωκάς  μοι  διὰ  τὴν  ἀνεξιχνίαστόν 

  Σου  ἀγαθότητα,  καὶ  τῇ  δυνάμει  τῆς  εὐλογίας  Σου  ἱκάνωσόν  με 

5  ἐπιτελέσαι πᾶν ἔργον καὶ πάντα λόγον ἐν τῇ ἀρχομένῃ ὑπ’ ἐμοῦ ἡμέρᾳ 

  ταύτῃ, διὰ Σέ, πρὸς δόξαν Σου, ἐν τῷ φόβῳ Σου, κατὰ τὸ θελημά Σου, 

  ἐν  πνεύματι  σωφροσύνης,  ταπεινοφροσύνης,  ὑπομονῆς,  ἀγάπης, 

  πραότητος, εἰρήνης, ἀνδρείας, σοφίας, ἐν προσευχῇ καὶ ἐπιγνώσει τῆς 

  πανταχοῦ  Σου  παρουσίας.  Ναί,  Κύριε,  κατὰ  τὸ  ἄμετρόν  Σου  ἔλεος, 

10  ὁδήγησόν  με  διά  τοῦ  Ἁγίου  Σου  Πνεύματος  εἰς  πᾶν  ἔργον  καὶ  πάντα 

  λόγον  ἀγαθόν,  καὶ  δός  μοι  διελθεῖν  ἀπροσκόπτως  ἐνώπιόν  Σου  τὴν 

  ὁδόν  τῆς  ζωῆς  μου  καὶ  κατὰ  τὴν  δικαιοσύνην  Σου,  ἣν  ἐφανέρωσας 

  ἡμῖν, ἵνα μὴ προστεθῇ μοι οὐδεμία ἀνομία. 

  Κύριε,  ὁ  Μέγας  ἐν  ἐλέει,  φεῖσαί  μου  τοῦ  ἀπολλυμένου  εἰς  τὸ 

15  κακόν,  καὶ  μὴ  ἀποκρύψῃς  τὸ  πρόσωπόν  Σου  ἀπ’  ἐμοῦ.  Καὶ  ὅταν  ἡ 

  διεφθαρμένη  μου  θέλησις  ὁδηγήσῃ  με  πρὸς  ἄλλας  ὁδούς,  καὶ  τότε,  ὁ 

  Σωτήρ  μου,  μή  ἐγκαταλίπῃς  με,  ἀλλὰ  βιαίως  ἐπανάγαγέ  με  εἰς  τὴν 

  ἁγίαν  Σου  ὁδόν.  Ὅτι  Σύ,  καρδιογνῶστα  ἀγαθέ,  γινώσκεις  πᾶσαν  τὴν 

  πενίαν  καὶ  τὴν  ἀφροσύνην  μου,  τὴν  τυφλότητα  καὶ  τὴν  ἀχρειότητά 

20  μου, ἀλλὰ καὶ αἱ θλίψεις τῆς καρδίας μου καὶ οἱ στεναγμοὶ τῆς ψυχῆς 

  μου ἐνώπιόν Σου εἰσί. Διὸ καὶ δέομαί Σου: Εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ θλίψει 

  μου  καὶ  ἔμπλησόν  με  ἄνωθεν  τῆς  δυνάμεώς  Σου∙  ἀνάστησόν  με  τὸν 

  παραλελυμένον  τῇ  ἁμαρτίᾳ,  ἐλευθέρωσόν  με  τὸν  δουλωθέντα  τοῖς 

  πάθεσιν,  ἴασαί  με  ἀπὸ  παντὸς  τραύματος  ἐν  ἐμοὶ  κεκρυμμένου΄ 

25  καθάρισόν  με  ἀπὸ  πάσης  κηλῖδος  σαρκὸς  καὶ  πνεύματος, 


153

  συγκράτησόν  με  ἀπὸ  πάσης  ἐσωτερικῆς  καὶ  ἐξωτερικῆς  κινήσεως  μὴ 

  εὐάρεστου  ἐνώπιόν  Σου  ἀλλὰ  καὶ  ἐπιβλαβοῦς  διὰ  τὸν  πλησίον  μου. 

  Δέομαί  Σου:  Νομοθέτησόν  με  ἐν  τοῖς  τρίβοις  τῶν  ἐντολῶν  Σου  καὶ 

  μέχρις  ἐσχάτης  μου  ἀναπνοῆς  μὴ  ἐπιτρέψης  παρεκκλῖναι  τοῦ  φωτὸς 

30  τῶν  προσταγμάτων  Σου,  ἕως  ἂν  ἀποβῶσι  ταῦτα  ὁ  μόνος  νόμος  ὅλης 

  τῆς ὑπάρξεώς μου, προσκαίρου τε καὶ αἰώνιου.  

  Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, περὶ πολλῶν καὶ μεγάλων δέομαί Σου ἐγώ, 

  Σὺ  δὲ  μὴ  παρίδῃς  με  μηδὲ  ἀποῤῥίψῃς  με  ἀπὸ  τοῦ  Προσώπου  Σου  διὰ 

  τὴν  θρασύτητά  μου  καὶ  τὴν  παῤῥησίαν  μου,  ἀλλά  τῇ  δυνάμει  τῆς 

35  ἀγάπης Σου ὁδήγησόν με κατὰ τὰ διαβήματά Σου΄ δός μοι ἀγαπᾶν Σε 

  ὡς  Σὺ  ἐνετείλω  ἡμῖν,  ἐξ  ὅλης  τῆς  καρδίας  μου,  ἐξ  ὅλης  τῆς  διανοίας 

  μου, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μου, διʹ ὅλου τοῦ εἶναί μου. 

  Ὅτι  Σὺ  εἶ  Μόνος  Σκεπαστὴς  Ἅγιος  καὶ  Παντοδύναμος 

  Ὑπερασπιστὴς  τῆς  ζωῆς  μου,  καὶ  Σοὶ  προσφέρω  τὴν  δοξολογίαν  καὶ 

40  τὴν προσευχήν μου. Ἀμήν. 

   

  Χάρισαί  μοι,  Κύριε,  τοῦ  γνῶναι  τὴν  ἀλήθειάν  Σου  πρὸ  τοῦ 

  ἀπελθεῖν με ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης. Παράτεινον τὰς ἡμέρας μου, ἕως ἂν 

  προσφέρω Σοι μετάνοιαν ἀληθινήν. Μὴ ἀναγάγῃς με ἐν ἡμίσει ἡμερῶν 

45  μου,  καὶ  ὅταν  εὐδοκήσῃς  θεῖναι  πέρας  τῇ  ζωῇ  μου,  προγνώρισόν  μοι 

  τὸν θάνατόν μου, ἵνα ἡ ψυχή μου ἐτοιμασθῇ πρὸς συνάντησίν Σου.  

  Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, τῇ μεγάλῃ καὶ ἱερᾷ δι’ ἐμέ, γενοῦ μετ’ ἐμοῦ 

  Κύριε,  καὶ  ἀπόδος  μοι  τὴν  ἀγαλλίασιν  τοῦ  Σωτηρίου  Σου.  Καθάρισόν 

  με ἀπὸ παντὸς ἁμαρτήματος φανεροῦ ἢ κρυφίου, ἀπὸ πάσης ἀνομίας 

50  κεκρυμμένης  ἐν  ἐμοί,  καὶ  ἀξίωσόν  με  προσφέρειν  Σοι  καλὴν 

  ἀπολογίαν ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Βήματός Σου. Ἀμήν. 

 
154

Μόνο  ἀπό  τόν  τίτλο  τῆς  εὐχῆς:  «Ἅμα  τῇ  ἐγέρσει  ἐκ  τοῦ  ὕπνου» 

καταλαβαίνουμε  ὅτι  εἶναι  μία  πρωϊνή  προσευχή.  Τό  «Ἅμα»  δηλώνει  τήν 

χρονική  ἀμεσότητα  τῆς  συγκεκριμένης  προσευχῆς.  Ἀμέσως  μετά  τό 

ξύπνημά μας.  

Ἀπευθύνεται  στόν  ἄναρχο  Βασιλιά  καί  Πλαστουργό  του,  που 

προϋπάρχει  ὅλων  τῶν  αἰώνων,  δηλαδή  στόν  Θεό  Πατέρα  (στίχ.  1).  Τόν 

ἀναγνωρίζει  ὡς  αὐτόν  ὁ  ὁποῖος  τόν  ἔπλασε,  ὡς  τόν  προσωπικό  του 

Πλαστουργό36.  Ζητάει  δύο  εὐλογίες.  Ἀρχικά  τήν  εὐλογία  τῆς  ἡμέρας  πού 

ξεκινᾶ. Τί πιό ὡραῖο πρᾶγμα γιά ἕναν ἄνθρωπο νά παρακαλεῖ τόν Θεό νά 

τοῦ εὐλογήσει τήν ἡμέρα πού ξημερώνει (στίχ. 3 ‐ 4). Κατόπιν ζητάει τήν 

προσωπική του εὐλογία, γιά νά ταυτιστοῦν τά λόγια καί τά ἔργα του μέ τό 

θέλημά Του, μέ ταπείνωση καί ἐπίγνωση τῆς παρουσίας Του (στίχ. 4 – 9). 

Θέλει  μ’  αὐτόν  τόν  τρόπο  νά  μήν  προσθέσει  «οὐδεμίαν  ἀνομίαν»  (στίχ. 

13).  Τόν  παρακαλεῖ  νά  μή  ἀποκρύψει  τό  Πρόσωπό  του.  Κάτι  τέτοιο  θά 

σήμαινε «συστολή» τῆς Χάρης Του. Ὅ,τι χειρότερο γιά τόν ἄνθρωπο. Πολύ 

δέ  περισσότερο  γι’  αὐτόν,  ὁ  ὁποῖος  ἔχει  ὡς  κέντρο  τῆς  ὕπαρξής  του  τόν 

Θεό  καί  Τόν  ζεῖ  ὡς  Πρόσωπο37  (στίχ.  15).  Ἀκόμη  καί  ὅταν  ὁ  ἴδιος 

«ἀποστατεῖ»,  Τόν  καλεῖ  νά  μήν τόν ἐγκαταλείψει καί νά τόν ἐπαναφέρει 

«βιαίως»  στήν  ἁγία  Του  ὁδόν.  Γνωρίζει  πολύ  καλά,  ὅσο  καί  ἄν  θέλει  νά 

εἶναι  σύμφωνος  μέ  τό  θέλημα  τοῦ  Θεοῦ,  ὅτι  εἶναι  δύσκολο  νά  τό  κάνει 

λόγῳ  τῶν  προσωπικῶν  του  ἀδυναμιῶν  καί  παθῶν  του.  Ξέρει  ὅτι,  ὅπως 

ἔχει  ὁ  άνθρωπος  δικαιώματα,  ἔχει  καί  ὁ  Θεός.  Δικαιώματα  τοῦ  Θεοῦ 

ἀποτελοῦν  οἱ  ἐντολές  του.  Ὁφείλει  ὁ  κάθε  χριστιανός  νά  τίς  ἐφαρμόσει 

γιά νά εἶναι σύμφωνος μέ τό θέλημά Του38 (στίχ. 15 – 18). Ἀναγνωρίζει τήν 

ἁμαρτωλότητά  του  καί  γι’  αὐτό  παρακαλεῖ  τόν  Θεό  νά  εἶναι  συνεχῶς 

  Βλ.  Ἱεροθέου,  Μητρ.  Ναυπάκτου,  Ἡσυχία  καί  Θεολογία,  τά  πλαίσια  τῆς 
36

Ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου 
(Πελαγίας), 2004, σελ. 271. 
37 Βλ. ὅπ. π., σελ. 278. 

38 Βλ. ὅπ. π., σελ. 277. 
155

κοντά  του  καί  νά  τόν  βοηθάει  νά  εἶναι  σωστός  ἀπέναντι  στόν  Ἴδιο  καί 

στόν  πλησίον  του.  Καταδικάζει  τόν  ἑαυτό  του  ὡς  ἁμαρτωλό.  Ἡ 

αὐτομεμψία,  δεῖγμα  ὀρθοδόξου  ἤθους,  ἀποτελεῖ  τόν  ἀσφαλέστερο  καί 

εὐκολότερο δρόμο γιά τόν ἄνθρωπο νά πάει κοντά στόν Θεό39 (στίχ. 18 – 

27). Τόν ἐκλιπαρεῖ΄ «Δέομαί Σου» (στίχ. 28), νά μήν τόν ἀφήσει ἕως ὅτου οἱ 

ἐντολές Του γίνουν γι’ αὐτόν νόμος (στίχ. 28 – 31). Καί πάλι τόν ἐκλιπαρεῖ΄ 

«Ὁ  Θεός,  ὁ  Θεός  μου»  νά  μήν  τόν  ἀφήσει,  ὅσο  θρασύς  καί  ἄν  εἶναι 

ἀπέναντί Του. Ἀλλά νά τόν βοηθήσει, ὥστε νά Τόν ἀγαπήσει μέ ὅλη τήν 

ὕπαρξή  του.  Τόν  ἀναγνωρίζει  ὡς  τόν  δικό  του  Θεό,  ὄχι  ὡς  κάποιον 

ἀφηρημένο  Θεό40  (στίχ.  32  –  37).  Τόν  παρακαλεῖ,  ὅπως  ἀκριβῶς  καί  ὁ 

προφήτης Δαυΐδ στόν Ν΄ ψαλμό, νά μήν τόν ἀπορρίψει (στίχ. 33), ὥστε νά 

μή παύσει τήν ἐπικοινωνία μαζί Του41. Καταλήγει μέ δοξολογία (στίχ. 38 – 

40). 

Ἀκολουθοῦν  δύο  ἀκόμη  παράγραφοι,  οἱ  ὁποῖες  φαίνονται 

ἀνεξάρτητες  ἀπό  τήν  παραπάνω  προσευχή.  Τό  θέμα  τους  εἶναι  μέν 

διαφορετικό  ἀπό  αὐτά  τά  ὁποῖα  πραγματεύεται  παραπάνω.  Θά 

μπορούσαμε  ὅμως  νά  ποῦμε  ὅτι  συμπληρώνουν  τήν  πρωϊνή  προσευχή 

«καλλιεργώντας»  τήν  μνήμη  θανάτου.  Ζητάει  ἀπό  τόν  Θεό  νά  τόν 

βοηθήσει, νά Τόν γνωρίσει καί νά μήν τόν «πάρει» ἀπό τήν ἐδῶ ζωή μέχρι 

νά Τοῦ προσφέρει ἀληθινή μετάνοια. Τόν παρακαλεῖ νά τοῦ προγνωρίσει 

τόν  θάνατό  του,  ὥστε  νά  ἐτοιμαστεῖ  νά  Τόν  συναντήσει.  Βλέπουμε  ὅτι  ἡ 

προσευχή γίνεται μέσα σέ μιά ἐσχατολογική προοπτική42 (στίχ. 42 – 46). 

Θά  ἀναρωτηθεῖ  κανείς:  «Εἶναι  δυνατόν  νά  ζητάει  ἀπό  τόν  Θεό  νά 

τοῦ κάνει γνωστό τόν θάνατό του, γιά νά ἑτοιμαστεῖ γιά τήν ἀναχώρησή 

του;  Δέν  θά  πρέπει  νά  εἶναι  συνεχῶς  ἕτοιμος  καί  ὄχι  νά  ἑτοιμάζεται 

39 Βλ. Ἱεροθέου, Μητρ. Ναυπάκτου, ὅπ. π., σελ. 273. 
40 Βλ. ὅπ. π., σελ. 271. 
41 Βλ. ὅπ. π., σελ. 271. 

42 Βλ. ὅπ. π., σελ. 280. 
156

τελευταία  στιγμή;».  Καί  ὅμως  ὁ  ἀγῶνας  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου  ἦταν 

συνεχής  καί  ἀδιάκοπος.  Εἶχε  φτάσει  σέ  μεγάλα  πνευματικά  ἐπίπεδα. 

Λόγῳ ὅμως τῆς ταπείνωσής του πίστευε ὅτι δέν εἶχε καταφέρει τίποτα. Γι’ 

αὐτό  ζητοῦσε  νά  προγνωρίσει  τόν  θάνατό  του.  Γιά  νά  ἑτοιμαστεῖ  ὅσο 

μποροῦσε  καλύτερα.  Ἡ  φράση  του  αὐτή  δέν  σημαίνει  ὅτι  θά  ἀμελοῦσε 

ὁλόκληρη  τήν  ζωή  του  καί  μόνο  πρός  τό  τέλος  θά  ἦταν  σέ  πνευματική 

ἐγρήγορση.  Αὐτή  ἡ  εὐχή  ἐκφράζει  τήν  πνευματική  κατάσταση  τοῦ 

συγγραφέα.  Ἐφόσον  ὅμως  εἶναι  γενική  ἀπευθύνεται  καί  σ’  αὐτούς  πού 

δέν  ἔχουν  φθάσει  ἀκόμη  σέ  τέτοια  πνευματικά  ἐπίπεδα.  Θά  λέγαμε  ὅτι 

αὐτή  ἡ  φράση  ἔχει  διπλή  σημασία.  Μία  εἶναι  γι’  αὐτούς  οἱ  ὁποῖοι  ἔχουν 

προχωρήσει  πνευματικά,  ὅπως  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  καί  τούς 

ὑπενθυμίζει  τήν  ταπείνωσή  τους.  Ἡ  δεύτερη  γι’  αὐτούς  οἱ  ὁποῖοι  δέν 

ἔχουν  καταφέρει  ἀκόμη  κάτι  τέτοιο  καί  προτρέπονται  δι’  αὐτῆς  νά 

ἀγωνίζονται συνεχῶς.  

Τελειώνει  παρακαλώντας  τόν  Θεό  νά  εἶναι  μαζί  του  κατά  τήν 

ἡμέρα  τοῦ  θανάτου  του  καί  νά  τοῦ  προσφέρει  «καλήν  ἀπολογίαν». 

Ἀποκολλᾶται  ἀπό  τά  γήϊνα  καί  ἐνδιαφέρεται  γιά  τά  αἰώνια,  γιά  τήν 

μέλλουσα κρίση (στίχ. 47 – 51). 

Ἡ  κάθε  παράγραφος  τῆς  συγκεκριμένης  εὐχῆς  ξεκινάει  μέ 

ἀναφορά  στόν  Θεό.  Σέ  ὅλη  τήν  εὐχή  δείχνει  τήν  μετάνοια  καί  τήν 

ἀναξιότητά του καί ζητάει τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιά ὁλόκληρη τήν ἡμέρα. 

4) «Προσευχή κατά τή χαραυγή» 

  Ὦ Κύριε αἰώνιε καὶ Δημιουργὲ τῶν πάντων,  

  ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀνεξερεύνητη ἀγαθότητά σου  
157

  μὲ κάλεσες σʹ αὐτη τὴ ζωή,  

  ὁ ὁποῖος μοῦ ἔδωσες τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος  

5  καὶ τὴ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,  

  ὁ ὁποῖος μὲ προίκισες μὲ τὴν ἐπιθυμία  

  νὰ ἀναζητήσω ἐσέ  

  τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό,  

  εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου.  

10  Δὲν ἔχω ζωή, φῶς, χαρὰ ἢ σοφία  

  οὔτε δύναμη χωρὶς ἐσένα, ὦ Θεέ.  

  Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου δὲν τολμῶ νὰ ὑψώσω τοὺς ὁφθαλμούς μου

                                                                                                                     σʹ ἐσένα. 

  Ἀλλὰ σὺ εἶπες στοὺς μαθητές σου:  

15  «Κάθε τὶ ποὺ θὰ ζητήσετε στὴν προσευχή σας μὲ πίστη, θὰ τὸ λάβετε»  

  καὶ «κάθε τί ποὺ θὰ ζητήσετε στὸ Ὄνομά μου θὰ γίνει».  

  Γιʹ αὐτο τολμῶ νὰ σʹ ἐπικαλεστῶ:  

  Καθάρισέ με ἀπὸ κάθε ρύπο σωματικὸ καὶ πνευματικὸ 

  Δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι ὀρθά.  

20  Εὐλόγησε αὐτή τὴ μέρα που χάρισες σʹ ἐμένα  

  τὸν ἀνάξιο δοῦλό σου. 

  Μὲ τὴ δύναμη τῆς εὐλογίας σου κάνε με ἱκανὸ  

  συνέχεια νὰ ὁμιλῶ καὶ νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ δόξα σου,  

  μὲ καθαρὸ πνεῦμα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη,  

25  εὐγένεια, εἰρήνη, θάρρος καὶ σοφία,  

  νὰ αἰσθάνομαι πάντοτε τὴν παρουσία σου.  

  Μὲ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά σου, ὦ Κύριε Θεέ,  

  δεῖξέ μου τὸ δρόμο τοῦ θελήματός σου, 

  καὶ δῶσε ὥστε νὰ βαδίζω μπροστά σου χωρὶς ἁμαρτία.  

30  Ὦ Κύριε, σʹ ἐσένα ὅλες οἱ καρδιὲς εἶναι ἀνοικτές.  
158

  Σὺ γνωρίζεις ὅλα ὁσα ἔχω ἀνάγκη.  

  Σὺ γνωρίζεις τὴν τυφλότητα καὶ τὴν ἄγνοιά μου.  

  Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν διαφθορὰ τῆς ψυχῆς μου.  

  Ἀλλʹ οὔτε ὁ πόνος καὶ ἡ ἀγωνία μου εἶναι κρυμμένα ἀπὸ σένα.  

35  Δέξου, σὲ παρακαλῶ, τὴν προσευχή μου  

  καὶ  μὲ  τὸ  Ἅγιο  Πνεῦμά  σου  δίδαξέ  με  τὸν  δρόμο  ποὺ  πρέπει  νά 

  πορευθῶ.  

  Καὶ ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μὲ ὁδηγήσει σʹ ἄλλους δρόμους,  

  μὴ μʹ ἀφήσεις νὰ χαθῶ, ἀλλά κάνε με νὰ ἐπιστρέψω σ’ ἐσένα.  

40  Δός  μου,  μὲ  τὴ  δύναμη  τῆς  ἀγάπης  σου,  νὰ  κρατηθῶ  σταθερὰ  στὸ 

  ἀγαθό.  

  Φύλαξέ με ἀπὸ κάθε λόγο ἢ πράξη  

  πού μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὴν ψυχή,  

  ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία πού μπορεῖ νὰ σὲ δυσαρεστήσει  

45  καὶ νὰ βλάψει τὸν ἀδελφό μου.  

  Δίδαξέ με πῶς πρέπει καὶ τί πρέπει νὰ λέγω.   

  Ἂν εἶναι θέλημά σου νὰ μὴν ἀπαντῶ,  

  δός μου πνεῦμα εἰρηνικῆς σιωπῆς,  

  πού νὰ μὴ προκαλεῖ λύπη ἢ πόνο στὸν ἀδελφό μου.  

50  Στήριξέ με στὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν σου  

  καὶ μέχρι τὴν τελευταία μου πνοὴ  

  δῶσε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου. 

  Οἱ ἐντολές σου ἂς γίνουν ὁ μόνος νόμος τῆς ζωῆς μου  

  στὴ γῆ καὶ σʹ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.  

55  Ὦ Θεέ, σὲ παρακαλῶ, ἐλέησέ με.  

  Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀθλιότητά μου  

  καὶ μὴν κρύβεις ἀπὸ μένα τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.  

  Μέσα  στὴ  μωρία  μου,  ὦ  Θεέ,  σοῦ  ζήτησα  πράγματα  πολλὰ  καὶ 
159

  μεγάλα.  

60  Θυμᾶμαι πάντοτε τὴν ἀδυναμία μου, τὴν ἀγένεια καὶ τὴν φαυλότητά 

  μου καὶ κράζω 

  Ἐλέησέ με.  

  Μὴ  μὲ  ἀπομακρύνεις  ἀπὸ  τὸ  Πρόσωπό  σου  ἐξαιτίας  τῆς  ἀλαζονείας 

  μου. 

65  Δῶσε καὶ αὔξησε σὲ μένα τὴ δύναμη  

  νὰ σὲ ἀγαπῶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές σου,  

  ἐγὼ ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων,  

  μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά,  

  μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή,  

70  μὲ ὅλη μου τὴ διάνοια,  

  μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη,  

  καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη. 

   

   Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμά σου,  

75  δίδαξέ με δίκαια κρίση καὶ γνώση.  

  Δός μου τὴ γνώση τῆς δικῆς σου ἀλήθειας,  

  πρὶν ἔλθει τὸ τέλος μου.  

  Διατήρησε  τὴ  ζωή  μου  στὸν  κόσμο  τοῦτο,  μέχρι  νὰ  μπορέσω  νὰ  σοῦ 

  προσφέρω ἄξια μετάνοια.  

80  Μὴ μὲ ὁδηγήσεις σὲ θάνατο στὴ μέση τῶν ἡμερῶν μου.  

  Οὔτε ἐνόσῳ ὁ νοῦς μου εἶναι τυφλωμένος.  

  Ὅταν ὅμως θέλεις νὰ βάλεις τέρμα στὴ ζωή μου,  

  νὰ μοῦ τὸ δείξεις ἀπὸ πρωτύτερα  

  γιὰ νὰ προετοιμάσω τὴν ψυχή μου  

85  πρὶν παρουσιαστεῖ μπροστά σου.  

  Νὰ εἶσαι μαζύ μου, ὦ Θεέ, κατὰ τὴν φοβερὴ αὐτή ὥρα  
160

  καὶ νὰ μοῦ δωρίσεις τὴ χαρὰ τῆς σωτηρίας.  

  Καθάρισέ με ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες μου  

  καὶ ἀπ’ ὅλη τὴν ἀχαριστία που ἔχω μέσα μου  

90  καὶ δώρισέ μου καλὴ ἀπολογία  

  μπροστὰ στὸ θρόνο τῆς κρίσης σου.  

   

  Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ μεγάλο σου ἔλεος  

  καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη σου  

95  γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος,   

                         Ἄκουσε τὴν προσευχή μου 

Ἀπευθύνεται  καί  αὐτή  ἡ  προσευχή,  ἡ  ἀναπεμπόμενη  κατά  τήν 

χαραυγή, ὅπως καί ἡ προηγούμενη, στόν αἰώνιο Κύριο καί Δημιουργό τῶν 

πάντων (στίχ. 1). Τόν ἐγκωμιάζει (στίχ. 2 – 5). Τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι Αὐτός 

εἶναι πού ἔβαλε μέσα του τήν ἐπιθυμία νά Τόν ἀναζητήσει (στίχ. 6 – 8). Γι’ 

αὐτό Τοῦ ζητάει νά εἰσακούσει τήν προσευχή του (στίχ. 9). Ξέρει ὅτι χωρίς 

Αὐτόν  εἶναι  ἕνα  τίποτα  (στίχ.  10  –  11).  Γιά  μία  ἀκόμη  φορά  καταγράφει 

τήν ἀναξιότητα καί τήν ἁμαρτωλότητά του ἀπέναντι στόν Θεό (στίχ. 12 – 

13).  Τολμᾶ  ὅμως  νά  ζητήσει  ἀπ’  Αὐτόν,  γιατί  ὁ  Ἴδιος  προέτρεψε  τούς 

μαθητές του νά ζητοῦν (στίχ. 14 – 16).  

Αὐτά  τά  ὁποῖα  ζητάει  ταυτίζονται  πλήρως  μέ  ὅ,τι  ζητοῦσε  στήν 

προηγούμενη  εὐχή.  Κάθαρση  ψυχῆς  καί  σώματος  (στίχ.  18).  Διδαχή 

σωστῆς  προσευχῆς  (στίχ.  19).  Εὐλογία  τῆς  ἡμέρας  (στίχ.  20  –  21)  καί  τοῦ 

ἴδιου προσωπικά, ὥστε νά μιλᾶ καί νά ἐργάζεται γι’ Αὐτόν μέ ταπείνωση 

κ.λπ. καί νά ἔχει συνεχή αἴσθηση τῆς παρουσίας Του (στίχ. 22 – 26). Γνώση 

τοῦ θελήματός Του (στίχ. 27 – 29). Συγκράτησή του στόν δρόμο Του (στίχ. 

38  –  41).  Προστασία  ἀπό  ὁ,τιδήποτε  μπορεῖ  νά  κάνει  κακό  στήν  ψυχή  ἤ 

στόν ἀδελφό του (στίχ. 42 – 45). Εἰρηνική σιωπή (στίχ. 46 – 49). Παραμονή 
161

στόν δρόμο τῶν ἐντολῶν Του ἕως τέλους (στίχ. 50 – 52). Νά καταστοῦν οἱ 

ἐντολές  Του  νόμος  τῆς  ζωῆς  του  (στίχ.  53  –  54).  Ζητᾶ  τό  ἔλεος  τοῦ  Θεοῦ 

(στίχ.  55,  62)  συναισθανόμενος  τήν  ἀναξιότητά  του  (στίχ.  58  –  66). 

Παράταση  ζωῆς  μέχρι  νά  μετανοήσει  πραγματικά  καί  προγνώριση  τοῦ 

θανάτου  του  (στίχ.  75  –  84).  Παρουσία  Του  κατά  τήν  ὥρα  τῆς  ἀπολογίας 

του – σωτηρία (στίχ. 85 – 86). Κρυφές ἁμαρτίες, ἀχαριστία, καλή ἀπολογία 

(στίχ.  87  –  90).  Καταλήγει  ἀγωνιωδῶς  ζητώντας  ν’  ἀκούσει  ὁ  Κύριος  τήν 

προσευχή του (στίχ. 95).  

5) «Εὐχαί ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων» 

  Ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ καὶ Πατὴρ ἡμῶν, ἡ Πηγὴ τοῦ χρόνου καὶ 

  τῆς αἰωνιότητος, ὁ τῇ Σῇ δυνάμει θέμενος πέρας τῇ ζωῇ ἡμῶν ἐπὶ τῆς 

  γῆς, καὶ διὰ τοῦ Μονογενοῦς Σου Υἱοῦ διδοὺς ἡμῖν ζωὴν ἀθάνατον καὶ 

  βασιλείαν ἀδιάσειστον διὰ τῆς Ἀναστάσεως, μνήσθητι τοῦ δούλου Σου 

5  ...  τοῦ  ἐπʹ  ἐλπίδι  ἀναστάσεως  ζωῆς  αἰωνίου  κεκοιμημένου,  δεόμεθά 

  Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Πάτερ  Ἅγιε,  Πάτερ  Ἀγαθέ,  ὡς  διὰ  τοῦ  παραπτώματος  τοῦ  ἑνὸς 

  ἀνθρώπου, τοῦ προπάτορος ἡμῶν, εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον ἡ ἁμαρτία 

10  καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, οὕτω καὶ νῦν, δεόμεθά Σου, ὅπως διὰ 

  τῆς  δικαιοσύνης  τοῦ  παντελείου  Υἱοῦ  Σου  γενώμεθα  κληρονόμοι  τῆς 

  αἰωνίου  Ζωῆς.  Καὶ  νῦν  ἀνάπαυσoν,  Δέσποτα,  τὴν  ψυχὴν  τοῦ  δούλου 

  Σου  ...  καὶ  φύλαξον  αὐτὴν  εἰς  τὴν  παρὰ  Σοὶ  μακαρίαν  ζωήν,  δεόμεθά 

  Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

15   

  Kύριε  ὁ  Θεός,  ὁ  Πατὴρ  ὁ  Παντοκράτωρ,  ἐν  τῷ  ὀνόματι  τοῦ 


162

  ἠγαπημένου  Υἱοῦ  Σου,  τῆς  ἐλπίδος  ἡμῶν,  Ὃς  ἔδωκεν  Ἑαυτὸν 

  ἀντάλλαγμα τῷ θανάτω, ἐν ᾧ κατειχόμεθα καὶ ἕως τοῦ νῦν διάγομεν 

  πεπραμένοι ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν, δεόμεθά Σου, λῦσον τὸν βαρὺν κλοιὸν 

20  τοῦ θανάτου καὶ ποίησον ἡμᾶς υἱούς Ἀναστάσεως, πρόσδεξαι ἡμᾶς εἰς 

  τὴν  κατάπαυσίν  Σου,  ὅπου  πάντες  οἱ  Ἅγιοί  Σου  ἀναπαύονται,  καὶ 

  ἀνάπαυσον τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου Σου … δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ 

  ἐλέησον.  

   

25  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  αἰώνιος  Θεός,  ὁ  φέρων  τὰ  πάντα  τῷ 

  ρήματι τῆς δυνάμεώς Σου, Ὃς οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσω τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, 

  ἀλλʹ ἑαυτόν κενώσας μορφὴν δούλου λαβών, σταυρωθεὶς καὶ καταβὰς 

  εἰς  τὸν  Ἅδην,  ἤνοιξας  ὁδὸν  ἀναστάσεως  πάσῃ  σαρκὶ  τεθανατωμένῃ 

  ὑπὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ ἐν δουλείᾳ φθορᾶς κατακειμένῃ, ἀνάπαυσον τὴν 

30  ψυχὴν τοῦ δούλου Σου ... ὃς ἔθετο ἐν Σοὶ τὴν ἐλπίδα αὐτοῦ, τῷ Ποιητῇ 

καὶ Πλάστῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  ὅπως  φαίνεται  ἀπό  τήν  προηγηθεῖσα 

παράθεση, ἔχει συντάξει τέσσερις εὐχές ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων. Οἱ τρεῖς 

ἀπό αὐτές ἀναφέρονται στόν Θεό Πατέρα. Κατόπιν γίνεται ἀναφορά καί 

στό δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ τελευταία 

ξεχωρίζει  ἀπό  τίς  ἄλλες,  καθώς  ἀναφέρεται  στόν  Υἱό.  Ὅλες  οἱ  εὐχές 

καταλήγουν μέ τήν μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ κεκοιμημένου καί τήν 

φράση: «δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καί ἐλέησον». 

 
163

6) «Εὐχαί ὑπέρ κεκοιμημένων ἱερέων» 

  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ  ὁ  εἰπὼν  διὰ  τῶν  παναμώμων  χειλέων  Σου: 

  Ἐάν τις Ἐμοὶ διακονῇ, τιμήσει αὐτὸν ὁ Πατήρ Μου, καὶ ὅπου εἰμὶ Ἐγώ, 

  ἐκεῖ  καὶ  ὁ  διάκονος  ὁ  Ἐμὸς  ἔσται,  πρόσδεξαι  καὶ  νῦν  ἐν  τῇ 

  εὐσπλαγχνίᾳ  Σου  τὸν  μεταστάντα  θεράποντα  καὶ  λειτουργόν  Σου  ... 

5  καὶ  κατάταξον  αὐτόν,  ἔνθα  πάντες  οἱ  ἐν  ἀλήθειᾳ  διακονήσαντές  Σε 

  ἀπʹ  αἰῶνος  ἀναπαύονται,  καὶ  κατὰ  τὴν  ἀψευδῆ  Σου  ἐπαγγελίαν 

  ἀξίωσον τῆς ἀμεταθέτου μετά Σοῦ διαμονῆς, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον 

  καὶ ἐλέησον.  

   

10  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Δέσποτα  τῶν  ἁπάντων  καὶ  Βασιλεῦ,  ὁ 

  δωρησάμενος  βασίλειον  ἱεράτευμα  ἐπί  τῆς  γῆς  τῷ  δούλῳ  Σου  καὶ 

  μεταστάντι λειτουργῷ Σου  ... πρόσδεξαι καὶ νῦν ἐν ἐλέει καὶ ἀξίωσον 

  αὐτὸν  τῆς  ἀφάτου  ἐνώπιον  τοῦ  Θρόνου  τῆς  δόξης  Σου  παραστάσεως 

  μετά  τῶν  οὐρανίων  νοερῶν  δυνάμεων,  προφητῶν,  ἀποστόλων, 

15  ἱεραρχῶν,  ὁσίων  καὶ  παντὸς  πνεύματος  δικαίου,  δεόμεθά  Σου, 

  ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

   

  Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ὁ  ἐν  ταῖς  ἡμέραις  τῆς  σαρκός  Σου  καὶ  τῶν 

  κοσμοσωτηρίων  παθῶν  Σου  πρὸς  τὸν  Πατέρα  Σου  κεκραγώς:  Πάτερ, 

20  οὓς δέδωκάς Μοι, θέλω, ἵνα ὅπου εἰμὶ Ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ Ἐμοῦ, ἵνα 

  θεωρῶσι  τὴν  δόξαν  τὴν  Ἐμὴν  ἣν  ἔδωκάς  Μοι,  ὅτι  ἠγάπησάς  Με  πρὸ 

  καταβολῆς  κόσμου,  πρόσδεξαι  καὶ  νῦν  ἐν  ἐλέει  τὸν  δοῦλον  καὶ 

  λειτουργόν  Σου  ...  καὶ  τῆς  ἀῤῥήτου  δόξης  Σου  μέτοχον  τοῦτον 

  ἀνάδειξον, δεόμεθά Σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.  

25   
164

  Kύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ἡ  τοῦ  ἀϊδίου  Πατρὸς  συναΐδιος  Σοφία  καὶ 

  δύναμις, ὁ τῇ ἀκαταλήπτῳ ἡμᾶς εὐδοκίᾳ Σου τὰ ζωοποιὰ καὶ σωτήρια 

  πάθη  ὑπὲρ  ἡμῶν  ὑπομείνας  καὶ  τῇ  ταφῇ  Σου  τὰ  τοῦ  ᾃδου  σκυλεύσας 

  βασίλεια,  πρόσδεξαι  νῦν  ἐν  ἐλέει  τὸν  δοῦλον  καὶ  λειτουργόν  Σου,  τὸν 

30  μεταστάντα ... καὶ μνήσθητι τῆς ἐν πίστει διακονίας, ἣν ὁ θεράπων Σου 

ἐτέλεσεν,  ἐν  πάσῃ  ὑπομονῇ  καὶ  θλίψεσι  καὶ  μώλωψι  καὶ  διωγμοῖς, 

στενοχωρίαις  καὶ  στερήσεσι,  καὶ  ἀπόδος  αὐτῷ  ἑκατονταπλασίονα  ἐν 

τῇ  ἀνεσπέρῳ  ἡμέρᾳ  τῆς  Βασιλείας  Σου,  δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον  καὶ 

ἐλέησον. 

Ἄλλες  τέσσερις  εὐχές  συνέγραψε  γιά  τούς  κεκοιμημένους  ἱερεῖς. 

Διαφέρουν  τῶν  προηγουμένων,  καθώς  ἀναφέρονται  στόν  Χριστό. 

Ξεκινοῦν δέ ὅλες ἀκριβώς μέ τήν ἴδια φράση «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» (στίχ. 

1,  10,  17,  26).  Πρίν  ἀναφερθεῖ  τό  ὄνομα,  γίνεται  ἰδιαίτερη  ἀναφορά  στήν 

θέση πού κατεῖχε ὡς λειτουργός (στίχ. 4, 12, 23, 30). Ἕπεται ἡ δέηση ὑπέρ 

ἀναπαύσεως τοῦ κεκοιμημένου ἱερέως (στίχ. 4 – 7, 12 – 16, 23 ‐ 24, 30 – 33). 

Ὅλες  οἱ  εὐχές  καταλήγουν  μέ  τήν  φράση  «δεόμεθά  Σου,  ἐπάκουσον  καί 

ἐλέησον» (στίχ. 8, 15 ‐ 16, 24, 33 – 34).  

Ἄξιο  προσοχῆς  εἶναι  τό  τέλος  τῆς  τέταρτης  εὐχῆς.  Ἐδῶ  γίνεται 

λόγος  γιά  τίς  θλίψεις,  τίς  στερήσεις,  γενικότερα  τίς  ὅποιες  κακουχίες 

μπορεῖ νά πέρασε ὁ κεκοιμημένος ἱερέας: « … καὶ μνήσθητι τῆς ἐν πίστει 

διακονίας,  ἣν  ὁ  θεράπων  Σου  ἐτέλεσεν,  ἐν  πάσῃ  ὑπομονῇ  καὶ  θλίψεσι  καὶ 

μώλωψι  καὶ  διωγμοῖς,  στενοχωρίαις  καὶ  στερήσεσι  …»  (στίχ.  30  –  32).  Ὄχι 

ἁπλῶς  γίνεται  λόγος  γι’  αὐτά  τά  γεγονότα,  ἀλλά  εὔχεται  καί  νά  τοῦ  τά 

ἀποδώσει  ὁ  Θεός  στό  ἑκατονταπλάσιο:  «  …  καὶ  ἀπόδος  αὐτῷ 

ἑκατονταπλασίονα ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς Βασιλείας Σου …» (στίχ. 32 – 

33). 
165

7) «Προσευχή περί ἑνότητος» 

  Κύριε  Ἰησoῦ  Χριστέ,  ὁ  Ἀμνὸς  τοῦ  Θεοῦ,  ὁ  αἴρων  τὴν  ἁμαρτίαν 

  τοῦ κόσμου, ὁ τῇ Σῇ ἀναβάσει ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν ἐξαγοράσας ἡμᾶς ἐκ 

  τῆς  κατάρας  τοῦ  Νόμου  καὶ  ἀποκαταστήσας  τὴν  πεπτωκυῖαν  εἰκόνα 

  σου,  ὁ  ἐκτείνας  ἐπί  τοῦ  Σταυροῦ  τὰς  ἀχράντους  χεῖράς  Σου,  ἵνα  τὰ 

5  ἐσκορπισμένα  τέκνα  τοῦ  Θεοῦ  ἐπισυναγάγῃς  εἰς  ἕν,  καὶ  καλέσας  τῇ 

  ἐπιφοιτήσει  τοῦ  Παναγίου  Πνεύματος  εἰς  ἑνότητα  πάντας,  Σύ,  ὁ  Ὢν 

  τοῦ  Πατρὸς  τὸ  ἀπαύγασμα,  πρὸ  τῆς  ἐξόδου  Σου  ἐπὶ  τὴν  μεγάλην 

  ταύτην  καὶ  κοσμοσωτήριον  ἱερουργίαν  ἐδεήθης  τοῦ  Πατρός  Σου,  ἵνα 

  πάντες ἓν ὦμεν, καθὼς Σὺ εἷς εἶ μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος 

10  τοῦ Ἁγιου.  

  Παράσχου  τοίνυν  ἡμῖν  χάριν  καὶ  σοφίαν  τοῦ  ἐκπληροῦν  τὴν 

  ἐντολὴν ταύτην καθ’ ἑκάστην, καὶ ἐνίσχυσον ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς 

  ἀγάπης ἐκείνης, ἣν Σὺ ἐνετείλω ἡμῖν, εἰπών:  

  «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς».  

15  Δώρησαι  ἡμῖν  διὰ  τοῦ  Ἁγίου  Σου  Πνεύματος  τὴν  δύναμιν  τοῦ 

  ταπεινοῦν ἑαυτοὺς ὁ εἷς ἐνώπιον τοῦ ἑτέρου, ἐν τῷ κατανoεῖν ὅτι, ἐάν 

  τις  πλεῖον  ἀγαπᾶ  πλεῖον  καὶ    ταπεινοῦται.  Δίδαξον  ἡμᾶς  εὔχεσθαι  ὁ 

  εἷς  ὑπὲρ  τοῦ  ἄλλoυ,  ἀλλήλων  τὰ  βάρη  βαστάζειν  ἐν  ὑπομονῇ,  καὶ 

  ἕνωσον  ἡμᾶς  τῷ  συνδέσμῳ  τῆς  ἀκαταλύτου  ἀγάπης  ἐν  τῷ  Ὀνόματί 

20  Σου τῷ Ἁγίῳ, χαριζόμενος ἡμῖν ὡσαύτως τοῦ ὁρᾶν ἐν ἑκάστῳ ἀδελφῷ 

  καὶ  ἑκάστῃ  ἀδελφῇ  ἡμῶν  τὴν  εἰκόνα  τῆς  ἀῤῥήτου  δόξης  Σου  καὶ  μὴ 

  ἐπιλανθάνεσθαι ὅτι:  

  Ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἐστι.  

  Ναί,  Κύριε,  ὁ  τῇ  Σῇ  εὐδοκίᾳ  ἐπισυναγαγὼν  ἡμᾶς  ἐπὶ  τὸ  αὐτό, 

25  ποίησον  ἡμᾶς  γενέσθαι  ἐν  ἀληθείᾳ  μίαν  οἰκογένειαν,  ζῶσαν  ἐν  μιᾷ 
166

  καρδίᾳ,  μιᾷ  θελήσει,  μιᾷ  ἀγάπῃ,  ὡς  εἷς  ἄνθρωπος  κατὰ  τὴν  περὶ  τοῦ 

  προπάτορος  Ἀδὰμ  προαιώνιον  βουλήν  Σου.  Ἐπισκίασον  τὸν  οἶκον 

  ἡμῶν  τῷ  τοῦ  φόβου  Σου  πνεύματι  καὶ  σκέπασον  αὐτόν  τῇ  σκέπῃ  τῆς 

  Παναχράντου  Σου  Μητρὸς    καὶ  πάντων  τῶν  Ἁγίων  Σου,  εὐλογῶν  καὶ 

30  ὑπερασπιζόμενος  ἕνα  ἕκαστον  τῶν  ἐνθάδε  διαμενόντων  (ὀνόματα), 

  διαφυλάττων  ἡμᾶς  ἐκ  φθοροποιῶν  λογισμῶν,  ἀναρμόστων  λόγων  ἢ 

  κινήσεων  καρδίας,  ἐπιβλαπτόντων  τὴν  εἰρήνην  καὶ  τὴν  ὁμόνοιαν, 

  ὅπως οἰκοδομηθῇ ὁ οἶκος οὗτος ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν εὐαγγελικῶν Σου 

  ἐντολῶν εἰς τόπον προσευχῆς, ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας, δι’ ἡμᾶς αὐτοὺς 

35  καὶ  διὰ  πάντας  τοὺς  ἐπισκεπτομένους  ἡμᾶς,  τοὺς  κοπιῶντας  καὶ 

πεφορτισμένους  ἀδελφοὺς  καὶ  ἀδελφὰς  ἡμῶν,  ἵνα  πάντες  εὕρωμεν 

ἀνάπαυσιν ἐν Σοί, τῷ πράῳ καὶ ταπεινῷ Βασιλεῖ ἡμῶν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ 

εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Εἶναι μία πρωτότυπη εὐχή καί ἀποτελεῖ τήν κατακλίδα τῶν εὐχῶν, 

οἱ  ὁποῖες  δημοσιεύονται  στό  Περί  προσευχῆς  ἔργο  του.  Ἡ  εὐχή  αὐτή  θά 

λέγαμε  ὅτι  ἀποτελεῖ  τόν  «θεμέλιο  λίθο»  γιά  τήν  ἀποκατάσταση  τῶν 

σχέσεων  μεταξύ  ἀνθρώπων  που  ἔχουν  κάποια  διαμάχη  μεταξύ  τους.  Μέ 

τήν  ἀδελφοποίηση  τῶν  ἀνθρώπων  ἐπιτυγχάνεται  ἡ  τήρηση  τῆς  μίας  καί 

μεγάλης  ἐντολῆς  τοῦ  Χριστοῦ  «Ἀγαπᾶτε  ἀλλήλους  καθὼς  ἠγάπησα 

ὑμᾶς»43. 

Ἡ συγκεκριμένη εὐχή ἀναφέρεται στόν Χριστό (στίχ. 1). Κάνει λόγο 

γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἀνθρώπινης φύσης κατά τήν θυσία Του στόν 

Γολγοθά  (στίχ.  2  ‐  3).  Διά  τῆς  Θυσίας  «μεταβαίνει»  στόν  σκοπό  Του:  «ἵνα 

τὰ  ἐσκορπισμένα  τέκνα  τοῦ  Θεοῦ  ἐπισυναγάγῃς  εἰς  ἓν»  (στίχ.  4  –  5), 

«καλέσας … εἰς ἑνότητα πάντας» (στίχ. 5 – 6), «ἵνα πάντες ἓν ὦμεν» (στίχ. 8 

‐ 9). Ὡς παράδειγμα γιά τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων ἔχει τήν ἑνότητα τῆς 

43  Ἰωάν. ιγ΄ 34 
167

Ἁγίας  Τριάδος  (στίχ.  9  ‐  10).  Αὐτήν  τήν  ἑνότητα  τήν  πετυχαίνει  «τῇ 

ἐπιφοιτήσει τοῦ Παναγίου Πνεύματος» (στίχ. 6) καί μέ τήν δέηση πρός τόν 

Πατέρα Του (στίχ. 8). Ζητάει νά βοηθήσει γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς 

τῆς ἁγάπης (στίχ. 14). 

Γνωρίζει  ὅμως  πολύ  καλά  ὅτι  πρέπει  νά  ὑπάρχουν  καί  κάποιες 

προϋποθέσει,ς ὥστε νά ἐφαρμοστεῖ αὐτή ἡ ἐντολή. Γι’ αὐτό ζητάει μέ τήν 

βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (στίχ. 15) νά μπορέσει νά ταπεινωθεῖ «ὁ εἷς 

ἐνώπιον  τοῦ  ἑτέρου»  (στίχ.  16).  Νά  κατανοήσει  ὅτι  ἡ  ταπείνωση  εἶναι 

ἀπόρροια  τῆς  ἀγάπης:  «ἐάν  τις  πλεῖον  ἀγαπᾷ,  πλεῖον  καί  ταπεινοῦται» 

(στίχ. 16 – 17). Νά τόν διδάξει τήν προσευχή ὑπέρ τοῦ συνανθρώπου του, 

δηλαδή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου44  (στίχ.  17  –  18)  καί  νά  «σηκώνει»  τίς  δυσκολίες 

τοῦ ἄλλου μέ ὑπομονή (στίχ. 18), μέ ἀπώτερο στόχο τήν ἀγαπητική ἕνωσή 

τους  στό  Ἅγιο  Ὄνομά  Του  (στίχ.  19  –  20).  Νά  μάθει  ἔτσι  ὅτι  ὁ  κάθε 

άνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (στίχ. 20 – 21) καί ὅτι «Ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ἡ 

ζωὴ ἡμῶν ἐστι» (στίχ. 23). 

Στήν  τελευταία  παράγραφο  τῆς  εὐχῆς  ζητᾶ  νά  γίνουν  ὅλοι  μία 

οἰκογένεια,  ὅπως  ἦταν  οἱ  πρωτόπλαστοι  στήν  προπτωτική  κατάσταση 

(στίχ. 24 – 27). Σ’ αὐτό τό σημεῖο ἐπικαλεῖται τήν Παναγία μας καί ὅλους 

τούς ἁγίους (στίχ. 27 – 29). Μέ σκοπό νά εὐλογήσουν καί νά ἔχουν ὑπό τήν 

σκέπη  τους  τούς  συναθλουμένους  (στίχ.  29  –  31).  Σημειωτέον  ὅτι 

μνημονεύονται  τά  ὀνόματα  αὐτῶν  που  βρίσκονται  τυχόν  σέ  διαμάχη 

(στίχ.  30).  Εὔχεται  ἔτσι  νά  ἐπέλθει  ἡ  πολυπόθητη  εἰρήνη,  ἡ  ἀγάπη  καί 

ὅλες  οἱ  κατά  Θεόν  εὐλογίες  (στίχ.  31  –  34).  Τελειώνει  μέ  δοξολογία  πρός 

τόν Θεό (στίχ. 37 – 38). 

44  Βλ. ἀναλυτικά στήν τρίτη ἑνότητα τοῦ τρίτου κεφαλαίου. 
168

8) Εὐχή δεητική 

  Μέγας  εἶ,  Κύριε,  καὶ  οὐκ  ἔστιν  ὅμοιός  Σοι.  Ἔλεος  καὶ  ἀλήθεια 

  προπορεύονται  πρὸ  προσώπου  Σου,  δικαιοσύνη  καὶ  κρῖμα 

  ἐκπορεύονται ἐκ τοῦ θρόνου Σου. 

  Μακάριοι  οἱ  φυλάσσοντες  τὴν  διαθήκην  Σου,  ἐν  τῷ  Φωτί  τῆς 

5  δόξης  τοῦ  προσώπου  Σου  διαμενοῦσι  καὶ  ἐν  τῷ  Ὀνόματί  Σου 

  ἀγαλλιάσονται.  Σὺ  γὰρ  εἶ  δύναμις  αὐτῶν  καὶ  ἐν  τῇ  εὐδοκίᾳ  Σου 

  ὑψωθήσονται,  τῇ  δὲ  ἀληθείᾳ  Σου  δοξασθήσονται  καὶ  τῇ  δικαιοσύνῃ 

  Σου κραταιωθήσονται. 

  Κύριε,  τὴν  βοήθειάν  Σου  ἐπίθες  ἐφ’  ἡμᾶς,  καὶ  τῷ  ἐλέει  Σου 

10  περιτείχισον  ἡμᾶς.  Ἡ  χείρ  Σου  ἀντιλάβοιτο  ἡμῶν  καὶ  ὁ  βραχίων  Σου 

  ἐνισχύσαι ἡμᾶς. Ἐχθρός οὐδὲν τεύξεται καθ’ ἡμῶν καὶ ἐν τῷ Ὀνόματί 

  Σου σωθησόμεθα. 

  Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί Σε ἡμᾶς, Κύριε, κλῖνον τὸ οὖς Σου. Σὺ γὰρ εἶ 

  Πατὴρ ἡμῶν, μὴ ἀποστρέφου ἀφ’ ἡμῶν ἐν θλίψει. 

15  Κύριε,  ὁ  Θεὸς  ἡμῶν,  ὁ  τῷ  μικρῷ  ποιμνίῳ  Σου  εὐδοκήσας 

  ἐπαγγείλασθαι  βασίλειον  ἀδιάσειστον  καὶ  θησαυρὸν  ἐν  οὐρανοῖς 

  ἀναφαίρετον,  κλῖνον  τὸ  οὖς  Σου  εἰς  τὴν  δέησιν  ἡμῶν  καὶ  ἐλθὲ  εἰς  τὸ 

  σ[ωσαι  ἡμᾶς.  Σὺ  μόνος  οἶδας  τὰ  κρύφια  τῶν  καρδιῶν  πάντων,  μὴ 

  ἀποκρύψῃς ἀφ’ ἡμῶν τὸ θέλημά Σου καὶ τὰς ὁδοὺς τῆς σωτηρίας Σου. 

20  Ἄβυσσος  ἀνεξιχνίαστος  τὰ  κρίματά  Σου,  βουλὴ  δέ  Σου 

  ἀπρόσιτος.  Ὁ  πάντας  θέλων  σωθῆναι  καὶ  εἰς  ἐπίγνωσιν  τῆς  Σῆς 

  ἀληθείας  ἐλθεῖν,  μὴ  παρίδῃς  τὴν  δέησιν  ἡμῶν  καὶ  πᾶσαν  ἀπὸ  τῶν 

  καρδιῶν ἡμῶν δίωξον ἀπορίαν. 

  Ὅτι  μόνος  Σὺ  εἶ  Θεός  ἡμῶν,  ἐκτὸς  Σοῦ  ἄλλον  οὐκ  οἴδαμεν,  τὸ 

25  Ὄνομά  Σου,  τοῦ  Πατρὸς  καὶ  τοῦ  Υἱοῦ  καὶ  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος, 

  ὀνομάζομεν,  καὶ  τὴν  δόξαν  Σου  ᾄδομεν  μετὰ  πάντων  τῶν  Ἁγίων  εἰς 

αἰῶνας αἰώνων. Ἀμήν. 
169

Ἀρχικά  αὐτό  πού  παρατηροῦμε  στήν  συγκεκριμένη  εὐχή  εἶναι  ὅτι 

εἶναι  γραμμένη  στόν  πληθυντικό  ἀριθμό.  Περιλαμβάνει  δηλαδή  τό 

σύνολο τῶν πιστῶν. Σ’ αὐτήν τήν εὐχή ξεκινάει μέ λόγια δοξολογίας πρός 

τόν  Θεό.  Τόν  ἀποκαλεῖ  Μέγα  (στίχ.  1)  καί  Κύριο  (στίχ.  1).  Τόν  θεωρεῖ 

ξεχωριστό,  καθώς  δέν  ὑπάρχει  ἄλλος  ὅμοιός  Του  (στίχ.  1).  Τοῦ  ἀποδίδει 

κάποια  βασικά  χαρακτηριστικά.  Εἶναι  ἐλεήμων,  ἀληθινός  καί  δίκαιος 

(στίχ.  1  –  2).  Ἀποκαλεῖ  εὐτυχισμένους:  α)  ὅσους  φυλάττουν  τήν  διαθήκη 

Του (στίχ. 4), β) ὅσους παραμένουν στό Φῶς τῆς δόξας τοῦ Προσώπου Του 

(στίχ. 4 – 5) καί γ) ὅσους χαίρονται στό Ὄνομά Του (στίχ. 5 – 6). Γνωρίζει 

ὅτι ὅλα αὐτά δέν τά κατάφεραν ἀπό μόνοι τους ἀλλά μέ τήν βοήθεια τοῦ 

Θεοῦ. Τό ἔλεος, ἡ ἀλήθεια καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτά τά ὁποῖα 

ὑψώνουν, δοξάζουν καί κραταιώνουν τόν ἄνθρωπο (στίχ. 6 – 8). 

Ἀναγνωρίζοντας τήν μηδαμινότητά του, ζητάει ἀπό τόν Θεό νά τόν 

βοηθήσει (στίχ. 9), νά τόν προστατέψει (στίχ. 9 ‐ 10) καί νά τόν ἐνισχύσει 

(στίχ.  10 –  11). Ὅταν θά ἔχει αὐτή τήν προστασία ἀπό τόν Θεό, ὁ ἐχθρός 

δέν  θά  μπορέσει  νά  τόν  «πλήξει»  (στίχ.  11).  Ἀπεναντίας  ὁ  Θεός  θά  τόν 

σώσει  διά  τοῦ  Ὀνόματός  Του  (στίχ.  11  ‐  12).  Ἀναγνωρίζοντάς  Τον  ὡς 

Πατέρα, Τόν παρακαλεῖ νά τόν ἀκούσει καί νά μήν τόν ἀποστραφεῖ (στίχ. 

13 – 14).  

Εἶναι  σάν  νά  λέει  στόν  Θεό:  «Ἐγώ  δέν  ἀνήκω  σέ  καμιά  ἀπό  τίς 

παραπάνω  κατηγορίες  ἀνθρώπων  πού  ἀνέφερα  (στίχ.  4  –  6),  εἶμαι 

ἁμαρτωλός.  Παρόλα  αὐτά  ζητῶ  νά  μέ  βοηθήσεις  ὄχι  γιατί  τό  ἀξίζω  ἀλλά 

γιατί  Ἐσύ  ὑποσχέθηκες  στό  ποίμνιό  Σου  βασίλειο  καί  οὐράνιο  θησαυρό» 

(στίχ.  15  ‐  18).  Γι’  αὐτό  Τόν  παρακαλεῖ  ξανά  νά  τόν  ἀκούσει  καί  νά  τόν 

σώσει (στίχ. 17 – 18). Παρόλο πού ὁ Θεός γνωρίζει καλά τούς πάντες, Τόν 

παρακαλεῖ  νά  τοῦ  δείξει  τό  θέλημά  Του  καί  τίς  ὁδούς  τῆς  σωτηρίας  του 
170

(στίχ.  18  –  19).  Δείχνει  ξανά  τό  ἐνδιαφέρον  του  νά  τόν  σώσει  Αὐτός  πού 

θέλει «πάντας σωθῆναι» (στίχ. 20 – 24).  

Καταλήγει  μέ  δοξολογία  (στίχ.  24  –  27)  καί  μέ  μία  ἔκφραση  τήν 

ὁποία  δανείζεται  ἀπό  τήν  ἀναστάσιμη  προσευχή  «Ἀνάστασιν  Χριστοῦ 

θεασάμενοι  …».  Ἀναγνωρίζοντάς  Τον  ὡς  Θεό  λέει:  «  …  ἐκτὸς  Σοῦ  ἄλλον 

οὐκ οἴδαμεν, τὸ Ὄνομά Σου, … ὀνομάζομεν …» (στίχ. 24 – 26). Προσδίδει ἔτσι 

καί  ἕναν  ἀναστάσιμο  χαρακτήρα  στήν  εὐχή.  Μ’  αὐτόν  τόν  τρόπο  δείχνει 

ὅτι,  παρόλη  τήν  ἀγωνία  πού  τόν  περιβάλλει  γιά  τήν  σωτηρία  τῆς  ψυχῆς 

του, δέν ἀπελπίζεται ἀλλά ἐλπίζει ἀναστάσιμα. 

9) Ἄλλες εὐχές ‐ προσευχές 

Ἡ  τελευταία  κατηγορία  εὐχῶν  –  προσευχῶν  εἶναι  αὐτές  που 

βρίσκονται  μέσα  στά  κείμενά  του.  Καθώς  ἔγραφε  τά  συγγράμματά  του, 

παρενέβαλλε  τίς  εὐχές  καὶ  κατόπιν  συνέχιζε.  Αὐτές  εἶναι  διαφορετικές 

μεταξύ τους. Διαφέρουν στό θέμα, στήν ἔκταση καὶ τό θεῖο Πρόσωπο στό 

ὁποῖο ἀπευθύνονται. Αὐτές οἱ παρεμβαλλόμενες εὐχές ἀποδεικνύουν ὅτι 

ὁ  γέροντας  καὶ  κατά  τήν  ὥρα  τῆς  συγγραφῆς  τῶν  βιβλίων  του 

προσευχόταν. Αὐτή τήν προσευχητική βιωματική ἐμπειρία του κατέγραφε 

στά συγγράμματά του45.  

45  Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 38 ‐ 39,162, 167 – 168, 200, 205, 243, 255, 389. Περί προσευχῆς, 15 
– 16, 20, 49, 55, 84, 244, 252 – 282. Ζωή, σελ. 21, 46 – 47, 58, 61, 62, 85, 86, 94, 106, 109, 114, 121 
– 122. Γράμματα, σελ. 58 – 59, 79 – 80, 84. Μυστήριο, σελ. 164 – 166, 302, 332, 423, 429. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΒΙΩΣΗ 

α) Λειτουργική προσευχή. 

Ἡ λειτουργική προσευχή κατά τόν γέροντα Σωφρόνιο, κατανοεῖται 

μέσα  ἀπό  τήν  κενωτική  προοπτική  τῆς  θεολογίας  του1.  Τά  παρακάτω 

κείμενα τό ἀποδεικνύουν:  

i. «Ἡ  λειτουργική  προσευχή  εἶναι  ἡ  πλέον  ἐπίπονος.  Τελοῦμεν 

αὐτήν  ὄντες  ἐν  φοβερᾷ  διασπάσει  ὅλης  τῆς  ὑπάρξεως  ἡμῶν. 

Εὐλογήσαντες ἐν ἀρχῇ τήν Βασιλείαν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ 

καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐν συνεχείᾳ κατερχόμεθα βαθμηδόν 

μέχρι  τῶν  προσκαίρων  βιοτικῶν  ἀναγκῶν,  ἵνα  ἐκ  νέου 

ἀναχθῶμεν διά τῆς δοξολογίας2 μέχρι τοῦ Θρόνου τοῦ Θεοῦ. Ἡ 

ἀκατάπαυστος  κίνησις  ‐  ἄλλοτε  πρός  τόν  Θεόν,  ἄλλοτε  δέ 

πρός τόν κόσμον –χαρακτηρίζει τήν ἱερουργίαν ἡμῶν»3.  

ii. «Ὁ ἱερεύς ὁ τελῶν τήν Λειτουργίαν, ὡς καί οἱ παρευρισκόμενοι 

πιστοί,  μανθάνουν  νά  ζοῦν  ἐπί  δύο  ἐπιπέδων,  κατά  τό 

παράδειγμα  τοῦ  Ἰδίου  τοῦ  Χριστοῦ:  νά  διαμένουν  πνεύματι  ἐν 

τῇ  Θείᾳ  σφαίρᾳ  καί  ταυτοχρόνως  νά  συμμετέχουν  εἰς  τά 

τραγικά πεπρωμένα τῆς οἰκουμένης. Κατά καιρούς ἡ προσοχή 

τοῦ  ἱερέως  στρέφεται  κατ’  ἐξοχήν  πρός  τό  μεγαλειῶδες 

πανόραμα  τοῦ  κτισθέντος  κόσμου,  ὅπερ  ἀποτελεῖ  καί  τό 

περιεχόμενον  τῆς  λειτουργικῆς  αὐτοῦ  προσευχῆς΄  κατά 

καιρούς δέ τό πνεῦμα αὐτοῦ παραχωρεῖται νά ἀνέρχηται πρός 

τό  ἀτελεύτητον,  πρός  ἀφομοίωσιν  τοῦ  νοήματος  τῆς 

1 Πρβλ. Ἀγαπῶ, σελ. 152. 
2  Ὡς  δοξολογία  ἐννοεῖται  ἡ  πρώτη  ἐκφώνηση  μετά  τήν  μεγάλη  ἐκτενή:  «Ὅτι 
πρέπει Σοι πᾶσα δόξα …». 
3 Ὀψόμεθα, σελ. 351. 
172

ἐκχυθείσης ἐφ’ ἡμᾶς χάριτος, πρός τό Φῶς τό ἐκπορευόμενον 

ἐκ τῆς Ἁγίας Τριάδος»4. 

Βλέπουμε  λοιπόν  ὅτι  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  χρησιμοποιεῖ  «μία 

κενωτική  προοπτική  στήν  κατανόηση  τῆς  λειτουργικῆς  προσευχῆς, 

προοπτική  ἡ  ὁποία  χαρακτηρίζεται  ἀπʹ  τήν  ἐπίγνωση  μιᾶς  “ἀρνητικῆς” 

ἐμπειρίας  (δηλαδή  τοῦ  πνευματικοῦ  πόνου).  Ὁ  Γέροντας  θεᾶται  τή 

Λειτουργία  διά  τοῦ  κενωτικοῦ  πρίσματος  τῆς  χριστολογίας  καί  τῆς 

σημασίας  τῆς  προσευχῆς  ‐  στοιχεία  πού  μορφοποιήθηκαν  μέσα  ἀπʹ  τή  δική 

του  ἀσκητική  ἐμπειρία»5.  Δίνει  «ἔμφαση  στή  θεώρηση  τῆς  Λειτουργίας  ὡς 

ἀδιάκοπης καί ἀμοιβαίας «κίνησης» μεταξύ Θεοῦ καί κόσμου. Ἡ λειτουργική 

προσευχή συνιστᾶ μία ἀπόπειρα «ἑνοποίησης» τῶν δύο αὐτῶν ὀντολογικῶν 

σφαιρῶν καί, ὡς τέτοια, συνεπάγεται μία ἐπώδυνη διάρρηξη τοῦ εἶναι μας»6. 

Εἶναι  φυσιολογική  μία  τέτοια  κενωτική  θεώρηση  τῆς  λειτουργικῆς 

προσευχῆς  ἀπό  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  λόγῳ  τῆς  ἄμεσης  σχέσης 

λειτουργικῆς  καί  Γεθσημανίου  προσευχῆς  πού  ὑπάρχει  στήν  διδασκαλία 

του.  Κατά  τά  γραφόμενά  του,  «ἐν  τῷ  κόσμῳ  τούτῳ  ἡ  Θεία  Λειτουργία 

ἐκφράζει  πλήρως  ἐκεῖνο,  ὅπερ  ὁρίζομεν  ὡς  ὑποστατικήν  προσευχήν, 

τουτέστι  προσευχήν  ὁμοίαν  ἐκείνης  τοῦ  Ἰδίου  τοῦ  Χριστοῦ  ἐν  Γεθσημανῇ»7. 

Δηλαδή  ἡ  Θεία  Λειτουργία  εἶναι  καί  ὑποστατική  καί  Γεθσημάνιος 

προσευχή.  Μέ  ἄλλα  λόγια  ἡ  λειτουργική  προσευχή  εἶναι  ἕνα  ἄλλο  εἶδος 

ὑποστατικῆς  προσευχῆς  «ὅμοια  μέ  τήν  προσευχή  τοῦ  Ἴδιου  τοῦ  Χριστοῦ 

στήν Γεθσημανῆ»8. Ταυτίζονται τά δύο αὐτά εἶδη προσευχῆς. 

Ὅπως  ὁ  Χριστός  θυσιάστηκε  γιά  τίς  ἁμαρτίες  ὁλοκλήρου  τοῦ 

κόσμου,  ἔτσι  καί  ἡ  Λειτουργία  εἶναι  «θυσία  ὑπέρ  τῶν  ἁμαρτιῶν  τῆς 

4 Ὀψόμεθα, σελ. 364. 
5 Ἀγαπῶ, σελ. 155. 
6 Ὅπ. π., σελ. 156. 

7 Ὀψόμεθα, σελ. 349. 

8 Ἀναφορά, σελ. 339. 
173

ἀνθρωπότητος»9. Ὁ λειτουργός εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος «συγκεφαλαιώνει τόν 

κόσμον  διά  τῆς  χριστομιμήτου  προσευχῆς.  …  ὅπως  ἀκριβῶς  ὁ  Χριστός 

προσευχήθηκε ἐκεῖ ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ἔτσι καί ὁ λειτουργός θά πρέπει 

νά ἀκολουθήσει τό ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ»10. Ἄν θέλει ὁ ἱερέας νά ζήσει τό 

μεγάλο αὐτό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας στήν ὁλότητά του, δέν ἔχει 

παρά  νά  μεταβάλει  ὁλόκληρη  τήν  ζωή  του  σέ  προσευχή11.  «Παίρνοντας 

μέρος  ὅσο  τό  δυνατόν  πληρέστερα  στή  λειτουργική  πράξη,  διδασκόμαστε 

σιγά‐σιγά  οἱ  πιστοί  νά  συμμετέχουμε  στήν  προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ  στήν 

Γεθσημανή»12.  

Γίνεται λόγος γιά πραγματική βίωση: «μία διανοητική σύλληψη τοῦ 

νοήματος  τοῦ  μυστηρίου  δέν  εἶναι  ἀρκετή.  Ὁ  κληρικός  ὁλόκληρος  –  μέ  τήν 

καρδιά, τήν ψυχή καί τό σῶμα – πρέπει νά συμμετέχει σ’ αὐτή τήν ὀδυνηρή 

γιά  τόν  κόσμο  προσευχή.  Καί  ὅσο  περισσότερο  πονᾶ,  τόσο  περισσότερο 

διαχύνεται ἡ θεραπευτική δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, μέ τήν 

προσευχή  του»13.  Μέ  τήν  λειτουργική  προσευχή  «ἡ  ψυχή  βυθίζεται  ἐν  τῷ 

ὠκεανῷ  τῶν  ἀνθρωπίνων  παθημάτων»14.  Καθῆκον  τοῦ  ἱερέα  εἶναι:  «ἡ 

ἀναλλοίωτος ἐν χρόνῳ ἐπανάληψις τῆς Θείας πράξεως τῆς ἀπολυτρώσεως 

τοῦ κόσμου, πρός ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Χριστοῦ: “Τοῦτο ποιεῖτε εἰς 

τήν Ἐμήν ἀνάμνησιν”15. Εἶναι ζῶσα “ἀνάμνησις”, ὡς ὁρατή παρουσία τῆς ἐν 

Γεθσημανῇ προσευχῆς καί τοῦ ἐν Γολγοθᾷ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου ἐν 

τῇ ἱστορίᾳ τῆς οἰκουμένης»16.  

Αὐτή ἡ «ἀνάμνηση» δείχνει τήν ἱστορικότητα τῆς Θείας Λειτουργίας. 

Ἡ  Λειτουργία,  ἄν  καί  εἶναι  ὑπεράνω  τοῦ  χρόνου  καί  τῶν  ὁρίων  του  στό 

9 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 370. 
10 Ἀναφορά, σελ. 156 – 157. 
11 Βλ. Ζωή, σελ. 117. 

12 Ὅπ. π., σελ. 119. 

13 Ὅπ. π., σελ. 118. 

14 Ὀψόμεθα, σελ. 353. 

15 Λουκ. κβ΄ 19. 

16 Ὀψόμεθα, σελ. 370. Βλ. Ζωή, σελ. 118 – 119. 
174

«χῶρο» τῆς αἰωνιότητας, ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἱστορικότητας, ἀποτελεῖ τήν 

«ζῶσα εἴσοδο εἰς τήν σφαῖραν τοῦ Πνεύματος τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν Θείαν 

καί  γηίνην  Αὐτοῦ  διάστασιν».  Ὁ  χρόνος  συνυπάρχει  μέ  τήν  αἰωνιότητα: 

«τοιοῦτος αἰώνιος – πρόσκαιρος καί πρόσκαιρος – αἰώνιος εἶναι ὁ χαρακτήρ 

τοῦ  Μυστηρίου  τούτου.  Ἐν  αὐτῷ  διά  τῆς  ἱερουργίας  συναντώμεθα  μετά 

τινων  ὑπερβάσεων  τῆς  χρονικῆς  ἀκολουθίας΄  ἐν  αὐτῷ  αἱ  παρερχόμεναι 

ἡμῶν ἀνάγκαι συνυφαίνονται μετά τῶν αἰωνίων Θείων καταστάσεων»17. 

Στήν  ἀρχή  τοῦ  δευτέρου  κειμένου,  τό  ὁποῖο  εἴδαμε  παραπάνω, 

γίνεται λόγος, ἐκτός ἀπό τόν ἱερέα, καί γιά τούς πιστούς. Μπορούν καί οἱ 

πιστοί  νά  συμμετάσχουν  στό  θείο  αὐτό  δῶρο  το  «βασιλείου 

ἱερατεύματος»18.  Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο:  «εἶναι  δυνατόν  νά  εἶναι  τις 

φορεύς  τῆς  χάριτος  τοῦ  “βασιλείου  ἱερατεύματος”19  καί  ὅταν  δέν  φέρῃ 

ἱερατικόν  ἀξίωμα.  Ἡ  ἐσωτερική  οὐσία  τῆς  ἱερωσύνης  ταύτης  ἔγκειται  εἰς 

τήν  προσευχήν  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ  κόσμου  κατά  τό “ὑπόδειγμα”20  τοῦ  Ἰδίου  τοῦ 

Κυρίου.  Δι’  ἡμᾶς  τούς  ἀνθρώπους  τό  ὕστατον  ἐφικτόν  μέτρον  εἶναι  νά 

προσευχώμεθα ὑπέρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ, ὡς καί ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἰδίων. Τοιαύτη 

προσευχή  ἀποτελεῖ  σημεῖον  ὅτι  ἀποκαθίσταται  ἐν  ἡμῖν  ἐκείνη  ἡ  “εἰκών”, 

ἥτις παρεσχέθη ἐξ ἀρχῆς εἰς τόν ἄνθρωπον21. Τά παθήματα τοῦ Χριστοῦ καί 

ἡ  Ἀνάστασις  Αὐτοῦ  ἐκόμισαν  εἰς  τήν  ἀνθρωπότητα  τήν  χάριν  ταύτην22. 

Πάντες καί ἔκαστος ἐκ τῶν πιστευόντων εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐκλήθησαν 

νά  δεχθοῦν  τήν  δωρεάν  ταύτην  ἐκ  τοῦ  Δωρεοδότου:  νά  γίνουν  “βασίλειον 

ἱεράτευμα”.  Δέν  ὑπάρχει  τίμημα  διά  τήν  εὐλογίαν  ταύτην,  ἥτις  ἀποκτᾶται 

διά μακρᾶς καί ἐμπόνου ἀσκήσεως»23. 

17 Ὀψόμεθα, σελ. 358. 
18 Βλ. ὅπ. π., σελ. 370. 
19 Βλ. Α΄ Πέτρ. β΄ 5 καί 9. 

20 Ἰωάν. ιγ΄ 15. 

21 Βλ. Γέν. α΄ 26. 

22 Βλ. Λουκ. κδ΄ 46 καί 49. 

23 Ὀψόμεθα, σελ. 370 – 371. Βλ. Ἀναφορά, σελ. 341. 
175

Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ἔδινε μεγάλη σημασία στήν Χριστομίμητη αὐτή 

προσευχή.  Θεωροῦσε  τήν  λειτουργική  προσευχή,  ἡ  ὁποία  ἀγκαλιάζει 

ὅλους  τούς  ἀνθρώπους,  εἴτε  ζωντανούς,  εἴτε  κεκοιμημένους,  εἴτε  αὐτούς 

πού  πρόκειται  νά  γεννηθοῦν,  ὡς  ἕνα  ἀπό  τούς  τρεῖς  λόγους  μαζί  μέ  τήν 

ἀναίμακτη  Θυσία  καί  τήν  προσευχή  ὑπέρ  τῶν  ἐχθρῶν,  οἱ  ὁποίοι  γιά  ὅσο 

καιρό  ὑπάρχουν  ἡ  γῆ  θά  προστατεύεται  ἀπό  τήν  ἀποκαλυπτική  φωτιά ἡ 

ὁποία  πρόκειται  νά  κατακάψει  τά  πάντα  (βλ.  Β΄  Πετρ.  γ΄  10)24.  Ὁ  Ἅγιος 

Σιλουανός,  «ἐν  αὐτῇ,  τῇ  Χριστομιμήτῳ  προσευχῇ,  ἔβλεπεν  …  τήν 

“κατέχουσαν”  δύναμιν,  περί  ἧς  ὁμίλει  ὁ  Ἀπόστολος  Παῦλος  ἐν  τῇ  Β΄  πρός 

Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῇ αὐτοῦ25»26.   

24 Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 352. 
25 Βλ. Β΄ Θεσ. β΄ 7. 
26 Ὀψόμεθα, σελ. 352. 
 

β) Νοερά προσευχή. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  μαζί  μέ  τόν  γέροντά  του  Ἅγιο  Σιλουανό 

ὑπῆρξαν «οἱ μέγιστοι … σύγχρονοι νηπτικοί, πού σηματοδότησαν τή σχέση 

τῆς  ἁγιορειτικῆς  παραδόσεως  μέ  τή  ρωσική  πνευματικότητα»1.  Ἡ 

διδασκαλία  τους  «ἑδράζεται  στή  θέση  ὅτι  ἡ  προσευχή  εἶναι  παροχεύς  τῆς 

χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος»2. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἐκτός  ἀπό  τίς  σκόρπιες  ἀναφορές  στά 

συγγράμματά  του  γιά  τήν  νοερά  προσευχή,  ἀφιερώνει  ἕνα  ὁλόκληρο 

κεφάλαιο  μέ  τρεῖς  ὑποενότητες  στό  «Περί  προσευχῆς»  ἔργο  του3  καί  ἕνα 

ἀκόμη  στό  ἔργο  του: «Ἡ Ζωή του Ζωή μου»4. Ὅπως  μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος: «… 

ἀπεφάσισα νά γράψω σύντομον σχετικήν πραγματείαν, ὅπως, ἀφ’ ἑνός μέν 

προειδοποιήσω  τούς  εὐσεβεῖς  ἐργάτας  αὐτῆς  περί  μή  πεπατημένων  ὁδῶν, 

ἀφ’  ἑτέρου  δέ  ἐπιβεβαιώσω  τάς  θεμελιώδεις  θεολογικάς  καί  ἀσκητικάς 

θέσεις τῆς μεγάλης ταύτης πνευματικῆς ἐργασίας»5. 

Ἡ νοερά προσευχή ἤ ἀλλιῶς ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ «εἶναι ἡ σύντομη 

καί  μονολόγιστη  ἐπίκληση,  πού  ἐπαναλαμβάνεται  ἀδιάλειπτα  ἀπό  τούς 

πιστούς  στό  ὄνομα  τοῦ  Κυρίου  Ἰησοῦ»6.  Ἡ  ἐργασία  τῆς  νοερᾶς  προσευχῆς 

συνδέεται  στενά  μέ  τήν  θεολογία  τοῦ  Θείου  Ὀνόματος.  Ἔχει  βαθιές 

δογματικές ρίζες. Συμβαδίζει ἁρμονικά μέ τήν δογματική συνείδηση7. 

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  τήν  δογματική  καί  ἀσκητική 

θεμελίωση  τῆς  νοερᾶς  προσευχῆς  ἀποτελοῦν  τά  λόγια  τοῦ  ἴδιου  τοῦ 

  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  «Ἡ  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  γιά  τήν 
1

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», Πρακτικά, σελ. 482. 
2 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 482. 

3 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 123 – 196. 

4 Βλ. Ζωή, σελ. 133 – 188. 

5 Περί προσευχῆς, σελ. 123. 

6 Ἀναφορά, σελ. 212. 

7 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 155. 
177

Χριστοῦ8:  «Ἀμήν  ἀμήν  λέγω  ὑμῖν  ὅτι  ὅσα  ἄν  αἰτήσητε  τόν  Πατέρα  ἐν  τῷ 

Ὀνόματί Μου, δώσει ὑμῖν»9 καί «Ἕως ἄρτι οὐκ ᾐτήσατε οὐδέν ἐν τῷ Ὀνόματί 

Μου΄ αἰτεῖτε καί λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρά ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη»10. Οἱ μαθητές 

Του ἦταν οἱ πρῶτοι που τήρησαν αὐτές τίς ἐντολές, καθώς γνώριζαν τήν 

δύναμη  τοῦ  Ὀνόματος11  μέσα  ἀπό  τά  θαύματα  τά  ὁποῖα  ἔκαναν12.  Οἱ 

λόγοι αὐτοί τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐντολή καί ὑπόσχεση: «Ὁ ἐπικαλούμενος τό 

Ὄνομα  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  ἐκπληρώνει  ἐντολή.  Καί  ὅποιος  τό  ἐπικαλεῖται 

ἀδιάλειπτα,  τοποθετεῖ  τόν  ἑαυτό  του  στήν  ὁδό  τῶν  ἐντολῶν,  στήν  ὁδό  τοῦ 

Κυρίου, πού ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό καί τήν ἕνωση μέ τόν Θεό»13. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  γνώριζε  καλά  πώς  «ἡ  ἱστορία  τῆς  διά  τοῦ 

Ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ  προσευχῆς  ἄρχεται  ἀπό  τῶν  ἀποστολικῶν  χρόνων»14. 

Ἀπό τούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους οἱ Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς 

Ἐκκλησίας μας παρότρυναν ὅσους ἀναζητοῦσαν τόν τρόπο αὐτό ἑνώσεως 

μέ  τόν  Θεό  «ὅπως  προσεγγίζουν  αὐτήν  μετά  φόβου,  ἀναζητοῦντες 

χειραγωγούς,  οἵτινες  διῆλθον  τήν  ἄσκησιν  ταύτην»15.  «Πολλοί  ἀπό  τούς 

ἁγίους  τῆς  Ἐκκλησίας  ὡς  τό  σχίσμα  ἔγραψαν  γιά  τή  νοερά  προσευχή  καί 

ἀκόμη  περισσότεροι  ἀπό  αὐτούς  τήν  ἀσκοῦσαν  φθάνοντας  μάλιστα  στίς 

ἔσχατες  χαρισματικές  καταστάσεις,  που  εἶναι  ἐφικτές  πάνω  στή  γῆ.  Οἱ 

ἅγιοι Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, Ἡσύχιος Ἱεροσολύμων 

(μαθητής  του  Γρηγορίου  τοῦ  Θεολόγου,  στήν  ἀρχή  τοῦ  5ου  αἰώνα  (+433), 

διαμαρτυρόταν  ἤδη  γιά  τήν  “ἐλάττωση  καί  ἐγκατάλειψη  τῆς  νοερᾶς 

8 Ὅπ. π., σελ. 124. 
9 Ἰωάν. ιστ΄ 23. 
10 Ἰωάν. ιστ΄ 24. 

11  Βλ.  ἀναλυτικά  στό  δεύτερο  κεφάλαιο,  τέταρτη  ἐνότητα,  τῆς  παρούσης 

ἑργασίας. 
12 Περί προσευχῆς, σελ. 124. 

13 Ἀναφορά, σελ. 213. 

14 Περί προσευχῆς, σελ. 124. Βλ. ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 212 – 213. 

15 Περί προσευχῆς, σελ. 123. Πρβλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 177. 
178

ἐργασίας”16),  Ἰωάννης  τῆς  κλίμακος,  Βαρσανούφιος  ὁ  Μέγας,  Ἀββᾶς 

Δωρόθεος  καί  ἄλλοι»17.  Ὅσα  ἀναφέρει  γιά  τήν  νοερά  προσευχή  εἶναι  τό 

ἀπόσταγμα τῆς ἀσκητικῆς του ἐμπειρίας18. 

Για τόν γέροντα Σωφρόνιο ἡ νοερά προσευχή ἀποτελεῖ τόν «πυρῆνα 

τῆς  πραγματικῆς  μοναχικῆς  ζωῆς»19.  Εἶναι  ἡ  ὑψηλότερη  καί  τελειότερη 

πνευματική ἐργασία20. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτησή της εἶναι ὁ 

δυσκολότερος  ὅλων:  «Ἀκόμη  καί  γιά  τούς  δυνατούς  εἶναι  σταυρός  βαρύς 

ἀλλά  καί  μακάριος»21.  Ὅταν  ὅμως  κανείς  αἰσθάνεται  ἰσχυρή  ἕλξη  πρός 

αὐτήν  τήν  προσευχή  «εἶναι  δυνατόν  νά  ἔλθῃ  εἰς  αὐτόν  ἡ  δυσκόλως 

κατορθωτή  ἐπιθυμία:  νά  ἀποσυρθῇ  πανταχόθεν΄  νά  κρυβῇ  ἀπό  πάντων  εἰς 

τό βάθος τῆς γῆς, ἐκεῖ, ὅπου δέν ὁρᾶται καί αὐτό τό φῶς τοῦ ἡλίου΄ ἐκεῖ ὅπου 

δέν ἀκούονται οἱ ἦχοι οὔτε τοῦ κόπου τῶν ἀνθρώπων οὔτε τῆς χαρᾶς αὐτῶν΄ 

ἐκεῖ ὅπου ἐγκαταλείπεται πᾶσα μέριμνα τῶν παρερχομένων»22. Κάτι τέτοιο 

εἶναι  κατανοητό,  καθώς  «εἶναι  εἰς  πάντας  φυσικόν  νά  κρύπτουν  ἀπό 

ἀλλοτρίου  ὀφθαλμοῦ  τήν  μυστικήν  αὐτῶν  ζωήν,  ἐνῷ  ἡ  προσευχή  αὕτη 

ἀποκαλύπτει  καί  αὐτόν  τόν  πυρῆνα  τῆς  ψυχῆς,  μή  ὑπομένοντα  οὐδεμίαν 

ψαῦσιν, εἰ μή τήν ἐκ τῆς χειρός τοῦ Ποιήσαντος ἡμᾶς»23. 

Ὁ πλήρης τύπος τῆς προσευχῆς εἶναι: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ 

Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν  ἁμαρτωλόν».  «Ὅταν  λέμε  τήν  προσευχή  αὐτή, 

συνάπτουμε μέ τόν Χριστό μιά προσωπική σχέση, πού ξεπερνᾶ τή λογική. Ἡ 

ζωή  τοῦ  Χριστοῦ  εἰσχωρεῖ  σιγά‐σιγά  μέσα  μας»24.  Αὐτός  ἀκριβῶς  ὁ  τύπος 

16   «  …  σπανίζει  σήμερον  πάνυ  ἐν  Μοναχοῖς».  Βλ.  Ὁσίου  Ἡσυχίου  πρεσβυτέρου, 


Λόγος ψυχωφέλιμος καί σωτήριος πρός Θεόδουλον περί νήψεως καί ἀρετῆς κεφαλαιώδης, 
PG 93, 1481B.  
17 Ἀλληλογραφία, σελ. 177. 

18 Πρβλ. Περί προσευχής, σελ. 123 – 124. 

19 Ἀλληλογραφία, σελ. 135. 

20 Βλ. ὅπ. π., σελ. 135. 

21 Ἀλληλογραφία, σελ. 136. Πρβλ. Περί προσευχής, σελ. 107 – 108. 

22 Περί προσευχής, σελ. 108. 

23 Ὅπ. π., σελ. 108. 

24 Π.Π.Ζ., σελ. 83. 
179

προτείνεται  στούς  ἀρχαρίους.  Ἡ  προσευχή  αὐτή  ἀποτελεῖται  ἀπό  δύο 

μέρη. Στό πρῶτο μέρος «ὁμολογοῦμεν τόν Χριστόν – Θεόν, τόν σαρκωθέντα 

διά  τήν  ἡμῶν  σωτηρίαν».  Στό  δεύτερο  μέρος  «ἐν  μετανοίᾳ  ἀναγνωρίζομεν 

τήν  πτῶσιν  ἡμῶν,  τήν  ἁμαρτωλότητα  καί  τήν  λύτρωσιν  ἡμῶν».  Με  τόν 

συνδυασμό  τῆς  δογματικῆς  ὁμολογίας  μέ  τήν  μετάνοια,  ἡ  προσευχή 

γίνεται πιό πλήρης κατά τό θετικό της περιεχόμενο25. 

Κατά τήν νοερά προσευχή ἐπικαλούμαστε συνεχῶς τό Ὄνομά Του. 

Δέν κουραζόμαστε ἀπό αὐτήν τήν ἐπανάληψη. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει 

μέ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶμε καί προφέρουμε τό ὄνομά τους μέ χαρά, 

ἔτσι γίνεται καί μέ τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Προφέρουμε τό Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ 

μέ μεγαλύτερη, θά λέγαμε, χαρά ἀπ’ ὅ,τι ὅταν προφέρουμε τό ὄνομα τῶν 

συνανθρώπων  μας26.  Ἐπίσης  «Προσευχόμενοι  διά  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ 

Χριστοῦ  ἱστάμεθα  πρό  τοῦ  ἀπολύτου  πληρώματος  τοῦ  Ἀκτίστου 

Πρωταρχικοῦ  Εἶναι  ἀλλά  καί  τοῦ  κτιστοῦ  εἶναι.  Ἵνα  εἰσέλθωμεν  εἰς  τήν 

περιοχήν τούτου τοῦ πληρώματος τοῦ Εἶναι, ὀφείλομεν νά δεχθῶμεν Αὐτόν 

ἐν  ἡμῖν  τοσοῦτον,  ὥστε  ἡ  ζωή  Αὐτοῦ  νά  ἀποβῇ  καί  ἡμετέρα,  διά  τῆς 

ἐπικλήσεως τοῦ Ὀνόματος Αὐτοῦ συμφώνως πρός τήν ἐντολήν: Κύριε, Ἰησοῦ 

Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν  ἁμαρτωλόν,  ὁ  δέ  “κολλώμενος  τῷ 

Κυρίῳ ἕν πνεῦμά ἐστι”27»28. Εἶναι καθῆκον μας νά «φωνάζουμε» στόν Θεό 

ἄλλοτε  μέ  ψυχική  κραυγή  καί  ἄλλοτε  μέ  νοερή  σιγή,  μένοντας  ἔτσι 

προσκολλημένοι στόν Θεό29.  

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  στήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία  ὡς  νοερά 

προσευχή  κατανοεῖται  ἡ  «στάση  τοῦ  νοῦ  στήν  καρδιά  ἐνώπιον  τοῦ  Θεοῦ, 

πού μπορεῖ νά συνοδεύεται μέ αἴσθημα εὐγνωμοσύνης, δοξολογίας ἤ φόβου, 

25 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 151. 
26 Βλ. ὅπ. π., σελ. 144. 
27 Α΄ Κορ. στ΄ 17. 

28 Περί προσευχῆς, σελ. 145 – 146. 

29 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 325. 
180

δεήσεως  ἤ  μετανοίας»30.  «Πρόκειται  γιά  τή  διείσδυση,  μέ  τό  νοῦ  καί  τήν 

προσοχή,  στόν  ἔσω  ἄνθρωπο,  στήν  καρδιά,  στό  βάθος  του  …  αὐτή  ἡ 

διείσδυση πραγματοποιεῖται μέ τή σταθερή ἐπανάληψη αὐτῆς ἀκριβῶς τῆς 

προσευχῆς  τοῦ  Ἰησοῦ,  “Κύριε,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν 

ἁμαρτωλό”,  μέ  τήν  κατάβαση  τοῦ  νοῦ  στό  βάθος  τῆς  καρδιᾶς.  Κατά  τήν 

κατάβαση αὐτή ὁ νοῦς ὀφείλει να παραμένει ἐντελῶς ἐλεύθερος (καθαρός31) 

ἀπό  κάθε  λογισμό,  ἀπό  κάθε  παράσταση  ὁποιουδήποτε  ὑλικοῦ  πράγματος 

(ἀντικειμένου,  χρώματος,  σχήματος)»32.  Ὅταν  στερεωθεῖ  ὁ  νοῦς  στήν 

καρδιά,  τότε  γίνεται  πλήρης  ἔλεγχος  τῶν  ὅσων  συμβαίνουν  στήν  καρδιά 

καί ἡ πάλη πρός τά πάθη γίνεται μέ σύνεση33. 

Στήν προσευχή πρέπει ὁπωσδήποτε νά ὑπάρχει «συμφωνία νοῦ καί 

καρδιᾶς,  «συναίσθηση  καί  διαύγεια»»34.  Μέσα  ἀπό  τήν  ἀσκητική  ἐμπειρία 

ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι «ὁ νοῦς ἑνοῦται μετά τῆς καρδίας διά τῆς ἐνεργείας τοῦ 

Θεοῦ,  ὅταν  ὁ  μοναχός  διέλθῃ  τήν  σταθεράν  πεῖραν  τῆς  ὑπακοῆς  καί  τῆς 

ἐγκρατείας,  ὅταν  ὁ  νοῦς  αὐτοῦ,  ἡ  καρδία  καί  αὐτό  τό  σῶμα  τοῦ  “παλαιοῦ 

ἀνθρώπου”  ἐλευθερωθοῦν  ἐπαρκῶς  ἐκ  τῆς  ἐξουσίας  τῆς  ἁμαρτίας»35.  Ἡ 

συγκέντρωση  τοῦ  νοῦ    στήν  εὐχή  «ἀποτελεῖ  δοκιμασμένη  καί  ἀσφαλή  ὁδό 

γιά τούς ἀρχαρίους»36.  

Γιά  νά  πετύχουμε  αὐτό  τό  «κλείσιμο»  τοῦ  νοῦ  στήν  καρδιά  πρέπει 

νά «προφυλάξουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό ὅλες τίς περιττές ἐντυπώσεις»37. Γι’ 

αὐτό  θά  πρέπει  νά  κατανέμουμε  κατά  τέτοιο  τρόπο  τόν  χρόνο  μας  ὥστε 

«νά  κινούμαστε  ἀκατάπαυστα  στήν  πνευματική  ἀτμόσφαιρα:  στήν 

30 Ὅπ. π., σελ. 112. 
31 Βλ. ὅπ. π., σελ. 177, 193. 
32 Ὅπ. π., σελ. 136 ‐ 137. 

33 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 152. 

34 Ἀλληλογραφία, σελ. 342. Βλ. ἐπίσης Ἀλληλογραφία, σελ. 280. Πρβλ. Π.Π.Ζ., σελ. 

83 – 84. 
35 Περί προσευχῆς, σελ. 149. 
36 Ἀλληλογραφία, σελ. 137. 
37 Ὅπ. π., σελ. 137. 
181

προσευχή,  τήν  ἀνάγνωση,  τίς  ἀκολουθίες,  τή  μνήμη  τοῦ  Θεοῦ  κ.λ.π., 

ἐναλλάσσοντας καί ρυθμίζοντας τίς δραστηριότητές μας»38. 

Ἡ  ἕνωση  τοῦ  νοῦ  μέ  τήν  καρδιά  εἶναι  δύσκολο  πράγμα.  Εἶναι 

γεγονός  ὅτι  κάθε  φορά  που  προσευχόμαστε  λογισμοί  κάθε  εἴδους 

συγκεντρώνονται  στόν  νοῦ,  ἀποσπώντας  ἔτσι  τήν  καρδιά  ἀπό  τήν 

προσευχή.  Μέ  τό  τέλος  τῆς  προσευχῆς  τά  πάντα  ἠρεμοῦν  καί  ἔρχονται 

στήν πρό τῆς προσευχῆς κατάσταση39. Ἐδῶ διακρίνεται ἡ διαφορά μεταξύ 

συγκέντρωσης  καί  ὀνειροπόλησης:  «Νά  στέκεσαι  μέ  τό  νοῦ  στήν  καρδιά 

εἶναι  ἕνα  πράγμα΄  νά  σχεδιάζεις  εἰκόνες  στό  νοῦ  καί  ὀνειροπόληση  εἶναι 

ἐντελῶς ἄλλο. Τό πρῶτο εἶναι καλό, τό ἄλλο πρέπει νά τό ἀποφεύγουμε»40. 

Αὐτό  τό  φαινόμενο  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  ἐξηγεῖται:  «Διά  τῆς 

ἐπικλήσεως  τοῦ  Θείου  Ὀνόματος  θέτομεν  εἰς  κίνησιν  πᾶν  τό  κεκρυμμένον 

ἐντός ἡμῶν. Ἡ προσευχή ὁμοιάζει πρός δέσμην ἀκτίνων φωτός, ἥτις πίπτει 

εἰς τόν σκοτεινόν τόπον τῆς ἐσωτερικῆς ἡμῶν ζωῆς καί ἀποκαλύπτει ὁποῖα 

πάθη  καί  προσκολλήσεις  ἐμφωλεύουν  ἐντός  ἡμῶν»41.  Σέ  τέτοιες 

περιπτώσεις «ὀφείλομεν ἐντόνως νά προφέρωμεν τό Ἅγιον Ὄνομα, ὅπως τό 

αἴσθημα τῆς μετανοίας αὐξηθῇ ἐν τῇ ψυχῇ»42.  

Συμβουλεύει  πώς  «Ἡ  συνεχής  ἐνδοσκόπηση  τῆς  καρδιᾶς  μας  μέ 

προσευχή πρέπει νά ὁδηγήσει στήν κατάσταση, κατά τήν ὁποία ὁ νοῦς καί ἡ 

καρδιά  ἑνώνονται  ἀδιαίρετα»43.  Εἶναι  καλό  γιά  κάποιον  που  θέλει  νά 

«μυηθεῖ» στήν νοερά προσευχή νά προσέχει ἰδιαιτέρως τήν ψυχή του. Νά 

μήν  ὀνειροπολεῖ,  νά  προφέρει  μέ  τό  στόμα  τήν  εὐχή  τοῦ  Ἰησοῦ  καί  νά 

σκέπτεται συνεχῶς τόν Θεό44. Δηλαδή κατά τήν νοερά προσευχή ὅλοι «οἱ 

38 Ὅπ. π., σελ. 175. 
39 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 166, Ζωή, σελ. 183 – 184 καί Π.Π.Ζ., σελ. 82. 
40 Ἀλληλογραφία, σελ. 201 ὑποσ. 8. 

41 Περί προσευχῆς, σελ. 166. 

42 Ὅπ. π., σελ. 166. 

43 Ἀλληλογραφία, σελ. 97. 

44 Πρβλ. ὅπ. π., σελ. 98. 
182

διαλογισμοί,  οἱ  σκέψεις  τοῦ  νοῦ,  ἐγκαταλείπονται,  ὅταν  ὁ  νοῦς  στέκει  μέ 

προσοχή  στήν  καρδιά  καί  παρακολουθεῖ  τήν  κατάστασή  της,  ἐκεῖνο  πού 

τελεῖται σέ αὐτή, βλέπει ταυτόχρονα τόν ἐχθρό πού ζυγώνει καί μέ αἰχμηρό 

μαχαίρι,  ἤ  σάν  μέ  φλόγα,  τόν  ἀποκρούει  μέ  τό  ὄνομα  τοῦ  Κυρίου  Ἰησοῦ»45. 

Δηλαδή  τό  «νά  στεκόμαστε  μέ  τό  νοῦ  στήν  καρδιά  σημαίνει  νά 

συγκεντρώνουμε  τό  νοῦ  σέ  ἐκεῖνο  τό  μέρος  (τόν  φυσικό  χῶρο),  ὅπου 

βρίσκεται  ἡ  καρδιά  μας  (ἡ  “σάρκινη”,  πού  κτυπᾶ  στό  στῆθος  μας).  Δέν 

πρέπει  τότε  νά  πλάθουμε  ὁποιαδήποτε  εἰκόνα  καί  δέν  χρειάζεται  νά 

φανταζόμαστε οὔτε τήν ἴδια τήν καρδιά. Μόνο νά στεκόμαστε “γυμνοί” (ἀπό 

κάθε  ἀλλότρια  σκέψη)  μέ  τό  νοῦ,  σκεπτόμενοι  καθαρά  (ἄμορφα, 

ἀσχημάτιστα) γιά τόν Θεό καί νά ἐπικαλούμαστε τό Θεῖο ὄνομα τοῦ Κυρίου 

ἡμῶν  Ἰησοῦ  Χριστοῦ,  Υἱοῦ  τοῦ  Θεοῦ.  …  Τελείως  διαφορετικό  ἀπό  τό  νά 

παραδοθεῖ  κάποιος  στήν  ὀνειροπόληση.  Αὐτό  πράγματι  πρέπει  νά  τό 

ἀποφύγουμε»46.  

Ἡ  ἕνωση  τοῦ  νοῦ  μέ  τήν  καρδιά  εἶναι  «διαμονή  στά  “ἕσω”,  στόν 

ἐσωτερικό ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ ἕνωση τῆς φύσεώς μας, πού κατακερματίσθηκε 

μετά τήν πτώση στήν ἁμαρτία»47. Ὅταν καθαρθεῖ ἡ καρδία48, τότε «ἐνοικοῦν 

ἐν  ἡμῖν  καί  ὁ  Πατήρ  καί  ὁ  Υἱός  καί  τό  Πνεῦμα  τό  Ἅγιον,  καί  ἡμεῖς 

εἰσαγόμεθα εἰς τήν ἀσάλευτον πραγματικότητα τῆς Θείας Βασιλείας, ἔνθα 

τό  ἀνεκδιήγητον  μεγαλεῖον  συνενοῦται  μετά  τῆς  ἀφάτου  ταπεινώσεως  καί 

τοῦ  ἀρρήτου  κάλλους»49.  Ὅταν  λοιπόν  ὁ  άνθρωπος  μένει  στήν  καρδιά 

«σκέπτεται  τόν  Θεό  καθαρά50,  βλέπει  ὅλα  τά  τελούμενα  σέ  αὐτήν,  βλέπει 

45 Ὅπ. π., σελ. 112, ὑποσημ. 29. 
46 Ὅπ. π., σελ. 201. Βλ. καί ὑποσημ. 9. 
47  Ὅπ.  π.,  σελ.  204.  Πρβλ.  Μεγάλου  Βασιλείου,  Ὁμιλία  εἰς  τό  «πρόσεχε  σεαυτῷ», 

PG 31, 197D – 217B. 
48 Βλ. Ματθ. ε΄ 8. 

49 Περί προσευχῆς, σελ. 36. 

50  Ἀλληλογραφία,  σελ.  280  –  281:  «…  ὁ  Θεός  θεωρεῖται  μέ  καθαρό  νοῦ.  Ὅσο  ὁ 

ἄνθρωπος  δέν  ἀπεκδύεται  ὅλα  τά  κτιστά,  δέν  μπορεῖ  νά  κατοπτεύσει  τόν  Θεό  καί  πολλά 
ἄλλα.  Χαρακτηριστικό  τοῦ  ὀρθόδοξου  ʺμυστικισμοῦʺ  εἶναι  ἡ  συγκέντρωση  ὅλων  τῶν 
δυνάμεων στήν τήρηση τῶν ἠθικῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Μέ τήν ἐμβάθυνση στόν ἠθικό‐
183

τούς  λογισμούς,  ὅταν  τήν  προσεγγίζουν,  τούς  ἀπορρίπτει,  τούς  ἀναιρεῖ  μέ 

τήν  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ,  δέν  τούς  ἐπιτρέπει  νά  εἰσέλθουν  ἐκεῖ  κ.ο.κ.  Εἶναι 

δραστηριότητα ἀκατάπαυστη»51. Εἶναι καλό «ἡ καρδιά κατά τή διάρκεια τῆς 

προσευχῆς  νά  ἀνταποκρίνεται  μέ  συμπάθεια,  πού  νά  περικλείει  μέσα  της 

μετάνοια: “Ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν”»52. Ὅταν πλέον ἡ καρδιά γλυκαθεῖ 

μέ  τά  λόγια  τῆς  προσευχῆς,  λόγῳ  τῆς  συμπάθειας  πρός  τό  ὄνομα  τοῦ 

Ἰησοῦ, τότε «ὁ νοῦς ἑλκύεται ἀπό μόνος του πρός τά ἐκεῖ»53. Οὐσιαστικά τό 

μόνο που χρειάζεται εἶναι «γλυκειά, συγκεντρωμένη μετάνοια ἐνώπιον τοῦ 

Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ»54. 

Ἡ  πίστη  καί  ἡ  μετάνοια  ἀποτελοῦν  τήν  μοναδική  βάση  γι’  αὐτήν 

τήν προσευχή55. «Πρῶτος ὅρος αὐτῆς εἶναι ἡ πίστις εἰς τόν Χριστόν ὡς Θεόν 

– Σωτῆρα΄ δεύτερος εἶναι ἡ ἐπίγνωσις ἡμῶν ὡς ἁμαρτωλῶν ἐν ἀπωλείᾳ. Ἡ 

συνείδησις αὕτη δύναται νά φθάσῃ εἰς τοιοῦτον βάθος, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά 

αἰσθάνηται ἑαυτόν χείριστον πάντων …»56. «Ὅσον πλεῖον ταπεινούμεθα ἐν 

τῇ ὀδυνηρᾷ μετανοίᾳ, τοσοῦτον ταχύτερον ἡ προσευχή ἡμῶν φθάνει εἰς τόν 

Θεόν. Ἐάν ὅμως ἀπολέσωμεν τήν ταπείνωσιν, τότε οὐδεμία ἄσκησις δύναται 

νά  βοηθήσῃ  ἡμᾶς.  Ἡ  ἐνέργεια  ἐν  ἡμῖν  τῆς  ὑπερηφανείας,  τῆς  κατακρίσεως 

τῶν ἀδελφῶν, ἡ ὑπεροψία καί ἀντιπάθεια πρός τόν πλησίον ἀπομακρύνουν 

ἡμᾶς  ἀπό  τοῦ  Κυρίου»57.  Ἄν  ὑπερηφανευθοῦμε,  ἡ  ἄσκησή  μας  στήν  εὐχή 

πνευματικό  κόσμο  κατορθώνεται  ἡ  ἀπέκδυση  ἀπό  τόν  φυσικό  κόσμο.  Ἡ  ἀπέκδυση  αὐτή 
φθάνει  ὥς  τήν  πλήρη  ἀπώλεια  τῆς  αἰσθήσεως  ὄχι  μόνο  τῆς  πραγματικότητας  πού  μᾶς 
περιβάλλει,  ἀλλά  καί  αὐτοῦ  τοῦ  σώματός  μας,  ὅπως  ἔχει  λεχθεῖ:  ʺεἴτε  ἐν  σώματι  εἴτε 
ἐκτός  τοῦ  σώματος  οὐκ  οἶδαʺ.  …  Κάθε  ἄλλη  ὁδό,  ὅπως  π.χ.  τήν  ὁδό  τῆς  τεχνητῆς 
ἀπεκδύσεως  τοῦ  νοῦ  ἀπό  τήν  ὕλη  (δηλαδή  ἀπό  τήν  παράσταση  ὁποιουδήποτε  ὑλικοῦ 
πράγματος),  ἀπό  σκέψεις,  τῆς  βύθισής  του  στό  γνόφο  τῆς  ἀπουσίας  σκέψεων,  χωρίς  νά 
κατευθύνεται ἀπό τήν ἀρχή ἐκείνη, γιά τήν ὁποία μίλησα παραπάνω, τήν θεωρῶ ξένη πρός 
τόν ὀρθόδοξο ἀσκητισμό».  
51 Ὅπ. π., σελ. 204. 

52 Ὅπ. π., σελ. 208. 

53 Ὅπ. π., σελ. 208. 

54 Ὅπ. π., σελ. 208. 

55 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 150 καί Ζωή, σελ. 181. 

56 Περί προσευχῆς, σελ. 174. Βλ. καί σελ. 150. 

57 Ὅπ. π., σελ. 174. 
184

καταντᾶ  βεβήλωση  τοῦ  ὀνόματός  του:  «ὁ  λέγων  ἐν  αὐτῷ  μένειν  ὀφείλει, 

καθὼς  ἐκεῖνος  περιεπάτησε,  καὶ  αὐτὸς  οὕτω  περιπατεῖν58»59.  Ἡ  προσευχή 

μας  πρέπει  νά  προσφέρεται  μέ  ταπείνωση,  μέ  τήν  συναίσθηση  τῆς 

ἁμαρτωλότητάς  μας60.  Αὐτό  ἐκφράζει  τό  τέλος  τῆς  νοερᾶς  προσευχῆς: 

«Κύριε,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν  ἁμαρτωλόν»61.  Ἡ 

ταπείνωση  καί  ἡ  ὑπακοή  στό  θέλημα  τοῦ  Θεοῦ  εἶναι  «ἡ  πραγματική  μας 

“μέθοδος” γιά νά μάθουμε νά προσευχόμαστε»62.  

Ὑπάρχει  βέβαια  καί  ἡ  τεχνητή  μέθοδος  ἕνωσης  τοῦ  νοῦ  μέ  τήν 

καρδιά,  τήν  ὁποία  δέχονται  οἱ  Πατέρες.  Σύμφωνα  μ’  αὐτήν  «ὁ  μοναχός, 

δίδων  κατάλληλον  θέσιν  εἰς  τό  σῶμα  καί  κλίνων  τήν  κεφαλήν  πρός  τό 

στῆθος,  νοερῶς  προφέρει  τήν  προσευχήν  εἰσπνέων  ἡσύχως  τόν  ἀέρα  μετά 

τῶν  λέξεων:  “Κύριε,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  (Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ)”,  καί  ἔπειτα  ἐκπνέων 

τελειώνει τήν προσευχήν: “ἐλέησόν με (τόν ἁμαρτωλόν)”. Κατά τόν χρόνον 

τῆς  εἰσπνοῆς  ἡ  προσοχή  τοῦ  νοῦ  κατ’  ἀρχάς  ἀκολουθεῖ  τήν  κίνησιν  τοῦ 

εἰσπνεομένου  ἀέρος  καί  συγκεντροῦται  εἰς  τό  ἄνω  μέρος  τῆς  καρδίας»63. 

Ἔτσι ὁ νοῦς βλέπει ἐκεῖνο τό ὁποῖο τελεῖται ὄχι στήν φυσική καρδιά ἀλλά 

μέσα σ’ αὐτήν. Αὐτή ἡ μέθοδος μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἀρχάριο64. Μπορεῖ 

ὅμως  καί  νά  βλάψει  τόν  ἀρχάριο  καί  νά  ὁδηγήσει  σέ  παραμόρφωση  τῆς 

πνευματικῆς ζωῆς. Τά τεχνητά μέσα βοηθοῦν τόν νοῦ νά βρεῖ τήν εἴσοδο 

τῆς  καρδιᾶς  ἀλλά  ὄχι  καί  νά  ἐγκατασταθεῖ  ἐντός  αὐτῆς65.  Σέ  περίπτωση 

πού  ἡ  παραπάνω  μέθοδος  δέν  συνδέεται  μέ  τό  Πρόσωπο  τοῦ  Χριστοῦ  ‐ 

Θεοῦ, ἡ προσευχή μετατρέπεται «εἰς τεχνητόν γύμνασμα καί καταλήγει εἰς 

 Α΄ Ἰωάν. β΄ 6. 
58

 Ζωή, σελ. 175 – 176. 
59

60  Βλ.  Ἀλληλογραφία,  σελ.  186  καί  Ζωή,  σελ.  179  –  180.  Πρβλ.  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου 

Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 483 ‐ 484. 
61 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 186. 

62 Ζωή, σελ. 176. 

63 Περί προσευχῆς, σελ. 149 ‐ 150. Βλ. ἐπίσης Π.Π.Ζ., σελ. 81 – 82. 

64 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 150. 

65 Ἀναφορά, σελ. 218. 
185

ἁμαρτίαν ἐναντίον τῆς ἐντολῆς: «Οὐ λήψει τό Ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου 

ἐπί ματαίῳ»66»67. 

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος, ἄν καί ἀναφέρει τήν «ψυχοτεχνική» μέθοδο 

ἀπόκτησης τῆς νοερᾶς προσευχῆς φαίνεται πώς δέν τήν δέχεται: «διά τήν 

ἐπίτευξιν τῆς μακαρίας ταύτης ἑνώσεως τῶν δύο κυριοτέρων δυνάμεων τῆς 

προσωπικότητος  ἡμῶν  εἰς  οὐδέν  τεχνητόν  μέσον  (ψυχοτεχνική) 

καταφεύγομεν»68. Καί καταλήγει: «ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων κατέδειξεν  ὅτι ἡ διά 

τῆς  ὁδοῦ  τῆς  ψυχοτεχνικῆς  μεθόδου  ἐπιτυγχανομένη  ἕνωσις  (τοῦ  νοῦ  καί 

τῆς  καρδίας)  δέν  διαρκεῖ  ἐπί  μακρόν΄  καί  τό  πλέον  σημαντικόν,  δέν  ὁδηγεῖ 

εἰς  τήν  ἕνωσιν  τοῦ  πνεύματος  ἡμῶν  μετά  τοῦ  Πνεῦματος  τοῦ  Ζῶντος 

Θεοῦ»69.  Δέν χρειάζεται καμία βιασύνη γιά νά ἐπιτύχουμε τά ἐπιθυμητά 

ἀποτελέσματα  τῆς  προσευχῆς70.  Καί  πάντως  δέν  πρέπει  νά 

ἀπελπιζόμαστε,  ἀλλά  νά  ἐπαναλαμβάνουμε  συνεχῶς  τήν  «εὐχή»  μέχρι 

νά εἰσχωρήσει βαθιά μέσα μας71.  

Στήν ὀρθόδοξη παράδοση «κάθε τεχνική εἶναι ἁπλῶς βοήθημα στήν 

ἀνθρώπινη  ἀδυναμία.  Ἡ  ἕνωση  ὅμως  νοῦ  καί  καρδίας  δέν  εἶναι  ποτέ 

ἀποτέλεσμα ψυχοτεχνικῶν μεθόδων, ἀλλά καθαρή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού 

προσδίδει  στήν  προσευχή,  κατά  τά  στάδια  τῆς  μεθηλικιώσεως  τοῦ 

ἀνθρώπου, διάφορες μορφές ἀνάπτυξης, ὅπως προφορική, νοερά ‐  καρδιακή 

…»72. Τό ἐξηγεῖ καίρια ὁ γέροντας Σωφρόνιος: «Ὅταν δέ ὁ Κύριος εὑρίσκῃ 

ἡμᾶς ἱκανούς νά δεχθῶμεν τήν χάριν Αὐτοῦ, τότε δέν βραδύνει νά ἔλθῃ εἰς 

ἀπάντησιν  τῆς  ταπεινῆς  ἡμῶν  ἐπικλήσεως»73.  Δηλαδή  ἐμεῖς  προσπαθοῦμε 

66 Ἔξ. κ΄ 7 καί Δευτ. ε΄ 11. 
67 Περί προσευχῆς, σελ. 152. 
68 Ὅπ. π., σελ. 168. 

69 Ὅπ. π., σελ. 169. 

70 Βλ. ὅπ. π., σελ. 169. 

71 Πρβλ. Π.Π.Ζ., σελ. 83. 

72 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., Πρακτικά, σελ. 483. Πρβλ. στό ἵδιο σελ. 492 – 

493. 
73 Περί προσευχῆς, σελ. 169. Πρβλ. Ζωή, σελ. 185. 
186

καί  ὁ  Θεός  εἶναι  αὐτός  πού  ἐνώνει  νοῦ  καί  καρδιά.  Τότε  ὁ  νοῦς  εἶναι 

συγκεντρωμένος  στήν  καρδιά,  ὁ  ὁρατός  κόσμος  παύει  νά  ὑπάρχει  καί  «ὁ 

ὅλος  άνθρωπος  (πνεῦμα  –  νοῦς,  καρδία  –  αἴσθησις  καί  τό  σῶμα  εἰσέτι)  ζῇ 

μόνον διά τοῦ Θεοῦ»74. 

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος διακρίνει πέντε στάδια κατά τήν ἀνάπτυξη 

τῆς προσευχῆς: 

«Πρῶτον, εἶναι προφορική. Λέγομεν τήν προσευχήν διά τῶν χειλέων, 

ἐνῷ  προσπαθοῦμεν  νά  συγκεντρώσωμεν  τήν  προσοχήν  ἡμῶν  εἰς  τό  Ὄνομα 

καί τάς λέξεις. 

Δεύτερον, νοερά. Δέν κινοῦμεν πλέον τά χείλη, ἀλλά προφέρομεν τό 

Ὄνομα  τοῦ  Ἰησοῦ  Χριστοῦ  καί  τό  λοιπόν  περιεχόμενον  τῆς  προσευχῆς 

νοερῶς. 

Τρίτον,  νοερά  –  καρδιακή.  Ὁ  νοῦς  καί  ἡ  καρδία  ἑνοῦνται  κατά  τήν 

ἐνέργειαν  αὐτῶν΄  ἡ  προσοχή  περικλείεται  ἐντός  τῆς  καρδίας  καί  ἐκεῖ 

προφέρεται ἡ εὐχή. 

Τέταρτον, αὐτενεργουμένη. Ἡ προσευχή στερεοῦται ἐν τῇ καρδίᾳ, καί 

ἄνευ  ἰδιαιτέρας  προσπαθείας  τῆς  θελήσεως  προφέρεται  ἀφ’  ἑαυτῆς  ἐντός 

τῆς καρδίας, ἑλκύουσα πρός τά ἐκεῖ τήν προσοχήν τοῦ νοός. 

Πέμπτον, χαρισματική. Ἡ προσευχή ἐνεργεῖ ὡς τρυφερά φλόξ ἐντός 

ἡμῶν,  ὡς  ἔμπνευσις  Ἄνωθεν,  γλυκαίνουσα  τήν  καρδίαν  διά  τῆς  αἰσθήσεως 

τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ  καί  ἁρπάζουσα  τόν  νοῦν  εἰς  πνευματικάς  θεωρίας. 

Ἐνίοτε συνοδεύεται μετά τῆς ὁράσεως τοῦ Φωτός»75. 

74 Περί προσευχῆς, σελ. 169.  
75  Περί  προσευχῆς,  σελ.  151  –  152.  Πρβλ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  Ἡ  νοερά  προσευχή 
κατά  τή  διδασκαλία  τοῦ  Ἀνωνύμου  Ἁγιορείτου  Ἡσυχαστοῦ,  ἐκδ.  Μυγδονία,  Θεσσαλονίκη 
32006,  σελ.  76  –  77.  Τοῦ  ἰδίου,  Ἡ  νοερά  προσευχή.  Ἔκφραση  ἀληθοῦς  λατρείας  Θεοῦ,  ἐκδ. 

Μυγδονία,  Θεσσαλονίκη  2006,  σελ.  1002  –  1004,  ὅπου  παρόμοιες  θέσεις  τοῦ  Ρουμάνου 
187

Προτείνεται  ἡ  βαθμιαία  ἀνάπτυξη  τῶν  πέντε  αὐτῶν  σταδίων  τῆς 

προσευχῆς.  Ὅσο  πιό  βαθιά  εἶναι  ἡ  μετάνοια  τοῦ  ἀσκητῆ,  τόσο  πιό 

γρήγορα  θά  προοδεύσει  καί  θά  φθάσει  στίς  ἀνώτατες  βαθμίδες76. 

Συμβουλεύει  νά  μήν  βιαζόμαστε  κατά  τόν  ἀγώνα  αὐτόν:  «Ὁ  Θεός  δέν 

βιάζει τήν θέλησιν ἡμῶν, ἀλλ’ οὔτε εἰς Αὐτόν εἶναι δυνατόν νά ἐπιβάλωμεν 

διά  τῆς  βίας  νά  πράξῃ  ὅ,τιδήποτε»77.  Ἀναγνωρίζει  ὅτι  στόν  σύγχρονο 

κόσμο,  λόγῳ  τῶν  πολλῶν  κοσμικῶν  ἐνεργειῶν,  εἶναι  δύσκολο  νά 

«κυοφορηθεῖ»  ἡ  προσευχή78.  Ὅταν  ὅμως  ὑπάρξει  νίκη  «ἐφ’  ὅλων  τῶν 

ἐπιπέδων  τῆς  φυσικῆς  ὑπάρξεως»  τότε  «ἡ  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ  λαμβάνει 

κοσμικάς  καί  ὑπερκοσμίους  διαστάσεις»79.  Πρέπει  νά  σημειώσουμε  ὅτι  ἡ 

ἐπίκληση  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Θεοῦ  μόνο  μέ  τά  χείλη  δέν  εἶναι  ἀρκετή. 

Χρειάζεται  καί  ἡ  συμπόρευσή  μας  μέ  τό  θέλημα  τοῦ  Θεοῦ80.  Πρέπει  ἡ 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ «νά συνοδεύεται μέ συνεπή ἀγῶνα γιά τήν τήρηση τῶν 

εὐαγγελικῶν  ἐντολῶν»81.  Σέ  ἀντίθετη  περίπτωση  ἀποβαίνει  «μάταιη  καί 

ἐπίμεμπτη»82. Ὅπως μαρτυρεῖ καί ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός «πολλοὶ ἐροῦσίν μοι ἐν 

ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ 

ὀνόματι  δαιμόνια  ἐξεβάλομεν,  καὶ  τῷ  σῷ  ὀνόματι  δυνάμεις  πολλὰς 

ἐποιήσαμεν;  καὶ  τότε  ὁμολογήσω  αὐτοῖς  ὅτι  οὐδέποτε  ἔγνων  ὑμᾶς· 

ἀποχωρεῖτε ἀπʹ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν»83. 

Ἡ  ἀξία  τῆς  νοερᾶς  προσευχῆς  εἶναι  πολύ  μεγάλη:  «Προσφερομένη 

ἐν  καταστάσει  βαθείας  μετανοίας  διεισδύει  εἰς  τόν  χῶρον,  ὅστις  κεῖται 

νηπτικοῦ Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε. Πρβλ. π. Jean Meyendorff, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 
καί ἡ Ὀρθόδοξη Μυστική παράδοση [Σειρά: «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», ἀρ. 12], ἐκδ. Ἀκρίτας, 
Ἀθήνα 1983. σελ. 78, 137.   
76 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 152. 

77 Ὅπ. π., σελ. 153. 

78 Βλ. ὅπ. π., σελ. 153. 

79 Ὅπ. π., σελ. 153. 

80 Βλ. ὅπ. π., σελ. 186. 

81 Ἀναφορά, σελ. 218. 

82 Ὅπ. π., σελ. 218. 

83 Ματθ. ζ΄ 22 – 23. 
188

πέραν τῶν ὁρίων “τῆς σοφίας τῶν σοφῶν καί τῆς συνέσεως τῶν συνετῶν”84. 

Εἰς τάς πλέον ἐντατικάς ἐκδηλώσεις αὐτῆς ἀπαιτεῖ αὕτη ἤ μεγάλην πεῖραν 

ἤ καθοδηγητήν85. Εἶναι ἀπαραίτητος εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀσκοῦντας 

αὐτήν  ἡ  νηπτική  περίσκεψις,  τό  πνεῦμα  τῆς  συντριβῆς  καί  τοῦ  φόβου  τοῦ 

Θεοῦ, ἡ ὑπομονή εἰς πᾶν ἐπερχόμενον ἐπ’ αὐτούς»86. 

Ὁ γέροντας Σωφρόνιος διαφοροποιεῖ τήν θέση του ἀπό ἐκείνη τῶν 

Πατέρων σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν τύπο τῆς προσευχῆς. Εἶναι ὑπέρ τῆς ἀλλαγῆς 

τοῦ  τύπου  τῆς  «εὐχῆς»  γιά  τήν  ἀνανέωση  τῆς  προσευχῆς.  Γράφει 

χαρακτηριστικά:  «Οἱ  Πατέρες  ἡμῶν  διδάσκουν  νά  προσευχώμεθα  διά  τοῦ 

Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ μή μεταβάλλοντες συχνάκις τόν τύπον τῆς προσευχῆς. 

Τοῦτο  ὅμως  εἶναι,  ἀπό  καιροῦ  εἰς  καιρόν,  ἀπαραίτητον  διά  τήν  ἀνανέωσιν 

τῆς  προσοχῆς,  καί  εἰσέτι  διά  τήν  ἀνανέωσιν  τῆς  προσευχῆς,  ὅταν  ὁ  νοῦς 

μεταβαίνῃ εἰς θεολογικάς θεωρίας ἤ πλατύνηται ἡ καρδία, ὅπως περιλάβῃ 

τόν κόσμον ὅλον. Οὕτω διά τοῦ Ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ (sic) δυνάμεθα 

νά  καλύψωμεν  πᾶν  ἐσωτερικόν  καί  ἐξωτερικόν  γεγονός.  Κατʹ  αὐτόν  τόν 

τρόπον  ἡ  θαυμαστή  αὕτη  προσευχή  περιπτύσσεται  τό  πᾶν,  γίνεται 

παγκόσμιος»87.  Ὁ  κύριος  τύπος  τῆς  προσευχῆς,  ὅπως  εἴδαμε  καί 

παραπάνω,  εἶναι:  «Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν 

ἁμαρτωλόν».  Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  κάνει  λόγο  καί  γιά  ἄλλους  δύο 

τύπους: 

i. «Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησον  ἡμᾶς».  Αὐτός 

ἱσχύει  ὅταν  ἀναφερόμαστε  σέ  πρόσωπα  οἰκεῖα  καί ἀγαπητά 

σέ μᾶς. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση δέν προσθέτουμε στό τέλος 

τήν φράση «ἡμᾶς τούς ἁμαρτωλούς». Τήν ἁμαρτωλότητά μας 

84 Α΄ Κορ. α΄ 19. 
85 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 159. 
86 Ὅπ. π., σελ. 156. 

87 Ὅπ. π., σελ. 196. 
189

τήν  γνωρίζουμε.  Τῶν  ὑπολοίπων  τήν  ἁμαρτωλότητα  μπορεῖ 

νά τήν κρίνει μόνο ὁ Θεός88.  

ii. «Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν 

κόσμον  σου  ἅπαντα».  Ὅταν  κάνουμε  λόγο  γιά  γεγονότα,  τά 

ὁποῖα ἔχουν σχέση μέ τήν χώρα μας, τούς γύρω μας καί τόν 

κόσμο γενικότερα89.  

Γενικά  δέν  ὑπάρχει  μιά  συγκεκριμένη  σειρά  τῶν  λέξεων.  Κάποιοι 

λένε «Υἱέ τοῦ ζῶντος Θεοῦ». Ἄλλοι παραλείπουν τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ» καί ἡ 

προσευχή  γίνεται  «Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ἐλέησόν  με  (τόν  ἁμαρτωλόν)». 

Κάποιοι προτιμοῦν τό «Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»90. 

Συσχετίζει  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  τήν  νοερά  προσευχή  μέ 

διάφορους  ὅρους  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς  καί  τῶν  Πατέρων91.  Τά  βλέπουμε 

ἀναλυτικά στόν παρακάτω πίνακα. 

α/α  Ἁγιογραφικό χωρίο  Σχόλιο 

1  «πῦρ καταναλίσκον» 92  Ἡ  νοερά  προσευχή  εἶναι  «”πῦρ 

καταναλίσκον”  τά  πάθη΄  εἶναι  φῶς, 

φωτίζον τόν νοῦν΄ ἀπεργάζεται αὐτόν 

διορατικόν  καί  προορατικόν,  ἱκανόν 

νά  βλέπῃ  πάντα  τά  τελούμενα  ἐντός 

ἡμῶν»93. 

2  «Ζῶν  γὰρ  ὁ  λόγος  τοῦ  Θεοῦ  καὶ  Παραλληλίζει  τήν  νοερά  προσευχή 

ἐνεργὴς  καὶ  τομώτερος  ὑπὲρ  πᾶσαν  μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ: «Ἐνεργὴς καὶ 

μάχαιραν  δίστομον  καὶ  διικνούμενος  τομωτέρα  “ὑπὲρ  πᾶσαν  μάχαιραν 

ἄχρι  μερισμοῦ  ψυχῆς  τε  καὶ  δίστομον  καὶ  διικνουμένη  ἄχρι 

88 Βλ. Ζωή, σελ. 179. 
89 Βλ. ὅπ. π., σελ. 179. 
90 Βλ. ὅπ. π., σελ. 179. 

91 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 181. 

92 Ἑβρ. ιβ΄ 29. 

93 Περί προσευχῆς, σελ. 181. 
190

πνεύματος,  ἁρμῶν  τε  καὶ  μυελῶν,  μερισμοῦ  ψυχῆς  τε  καὶ  πνεύματος, 

καὶ κριτικὸς ἐνθυμήσεων καὶ ἐννοιῶν  ἁρμῶν  τε  καὶ  μυελῶν,  καὶ  κριτική 

καρδίας,  καὶ  οὐκ  ἔστι  κτίσις  ἀφανὴς  ἐνθυμήσεων  καὶ  ἐννοιῶν  καρδίας”, 

ἐνώπιον  αὐτοῦ,  πάντα  δὲ  γυμνὰ  καὶ  καὶ  οὐκ  ἔστιν  οὐδέν  ἐν  τῷ  βάθει  τοῦ 

τετραχηλισμένα  τοῖς  ὀφθαλμοῖς  πνεύματος  ἡμῶν  ἀφανές  ἐνώπιον 

αὐτοῦ, πρὸς ὃν ἡμῖν ὁ λόγος»94.   αὐτῆς,  ἀλλά    “πάντα  γυμνὰ  καὶ 

τετραχηλισμένα”»  ἐν  τῷ  φωτί 

αὐτῆς»95. 

3  «πρὸς  τοὺς  κοσμοκράτορας  τοῦ  «Ἡ  ἄσκησις  τῆς  προσευχῆς  ταύτης 

σκότους  τοῦ  αἰῶνος  τούτου,  πρὸς  τὰ  ὁδηγεῖ  τόν  ἄνθρωπον  εἰς  συνάντησιν 

πνευματικὰ  τῆς  πονηρίας  ἐν  τοῖς  μετά  πολλῶν  δυνάμεων 

ἐπουρανίοις»96.  κεκρυμμένων  ἐν  τῷ  “Κόσμῳ”΄  αὕτη 

προκαλεῖ  μέγαν  πόλεμον  πρός  τάς 

κοσμικάς  ταύτας  δυνάμεις,  κάλλιον 

εἰπεῖν,  “πρὸς  τοὺς  κοσμοκράτορας 

τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς 

τὰ  πνευματικὰ  τῆς  πονηρίας  ἐν  τοῖς 

ἐπουρανίοις”97»98. 

4   «Εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ  «Ἡ νίκη ἐν τούτοις ἐπέρχεται διά τῆς 

τὸν  πατέρα  ἑαυτοῦ  καὶ  τὴν  μητέρα  “μέχρι αὐτομίσους” μετανοίας»100.  

καὶ  τὴν  γυναῖκα  καὶ  τὰ  τέκνα  καὶ 

τοὺς  ἀδελφοὺς  καὶ  τὰς  ἀδελφάς,  ἔτι 

δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν, οὐ δύναταί 

μου μαθητής εἶναι»99. 

5   «καὶ  αὐτοὶ  ἐνίκησαν  αὐτὸν  διὰ  τὸ  «Ἡ  εἰκών  τῆς  μάχης  ταύτης 

αἷμα  τοῦ  ἀρνίου  καὶ  διὰ  τὸν  λόγον  περιγράφεται ἐν τῇ Ἀποκαλύψει τοῦ 

94 Ἑβρ. δ΄ 12 – 13. 
95 Περί προσευχῆς, σελ. 181. 
96 Ἐφεσ. στ΄ 12. 

97 Ἐφεσ. στ΄ 12. 

98 Περί προσευχῆς, σελ. 181 – 182. 

99 Λουκ. ιδ΄ 26. 

100 Περί προσευχῆς, σελ. 182. 
191

τῆς  μαρτυρίας  αὐτῶν,  καὶ  οὐκ  Ἁγίου  Ἰωάννου:  “αὐτοὶ  ἐνίκησαν 

ἠγάπησαν  τὴν  ψυχὴν  αὐτῶν  ἄχρι  αὐτὸν  (τόν  Διάβολον  καί  Σατανᾶν, 

θανάτου»101  καί  «τόν  Διάβολον  καί  τόν πλανῶντα πᾶσαν τήν οἰκουμένην) 

Σατανᾶν,  τόν  πλανῶντα  πᾶσαν  τήν  διὰ  τὸ  αἷμα  τοῦ  ἀρνίου  καὶ  διὰ  τὸν 

οἰκουμένην»102.  λόγον  τῆς  μαρτυρίας  αὐτῶν,  καὶ  οὐκ 

ἠγάπησαν  τὴν  ψυχὴν  αὐτῶν  ἄχρι 

θανάτου”»103. 

6  «γέγραπται  γάρ·  ἀπολῶ  τὴν  σοφίαν  «Ἡ  προσευχή,  συνοδευομένη  ὑπό 

τῶν  σοφῶν,  καὶ  τὴν  σύνεσιν  τῶν  φλογερᾶς  μετανοίας,  ἀνάγει  τό 

συνετῶν ἀθετήσω. 20 ποῦ σοφός; ποῦ  πνεῦμα  τοῦ  ἀνθρώπου  εἰς  σφαίρας 

γραμματεύς;  ποῦ  συζητητὴς  τοῦ  κειμένας  πέραν  τῶν  ὁρίων  “τῆς 

αἰῶνος τούτου; οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς  σοφίας  τῶν  σοφῶν  …  τοῦ  αἰῶνος 

τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου»104.  τούτου”105»106. 

Μέ  τήν  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ,  «προσεύχονται  κατά  τήν  διάρκειαν 

πάσης ἐργασίας ἁπλοῖ καί εὐσεβεῖς ἄνθρωποι΄ δι’ αὐτῆς ἀντικαθίστανται αἱ 

ἐκκλησιαστικαί  ἀκολουθίαι΄  αὐτήν  “νοερῶς”  προφέρουν  οἱ  μοναχοί, 

εὑρισκόμενοι  ἐν  τῷ  ναῷ  κατά  τόν  χρόνον  τῶν  ἀκολουθιῶν΄  αὕτη  συνιστᾷ 

ὡσαύτως  τό  κατ’  ἐξοχήν  ἔργον  τῶν  μοναχῶν  ἐν  τοῖς  κελλίοις  καί  τῶν 

ἐρημιτῶν ‐ ἡσυχαστῶν»107. Πολλοί εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι προσεύχονται, ἐνῶ 

μιλοῦν  ἤ  σιωποῦν.  Κάποιοι  ἄλλοι  προσεύχονται  καί  κατά  τήν  ὥρα  τοῦ 

ὕπνου108. 

Ἀπό  τήν  παραπάνω  διαπίστωση,  συμπεραίνουμε  ὅτι  ἡ  νοερά 

προσευχή  δέν  εἶναι  μόνο  γιά  μία  κατηγορία  ἀνθρώπων΄  μόνο  γιά  τούς 

101 Ἀποκ. ιβ΄ 11. 
102 Ἀποκ. ιβ΄ 9 
103 Περί προσευχῆς, σελ. 182. 

104 Α΄ Κορ. α΄ 19 – 20. 

105 Α΄ Κορ. α΄ 19 – 20. 

106 Περί προσευχῆς, σελ. 182. 

107 Ὅπ. π., σελ. 155. Βλ. ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 212. 

108 Βλ. Ζωή, σελ. 185. 
192

κληρικούς  ἤ  τούς  μοναχούς.  Ἀπεναντίας  ἀφορᾶ  ὅλους  τούς  ἀνθρώπους. 

Ἀναφερόμενος  στό  θέμα  αὐτό  ὁ  παπαΧαράλαμπος  Διονυσιάτης  ἔλεγε: 

«Ἀπ’  ὅ,τι  γράφουν  οἱ  ἅγιοι  πατέρες,  ἀλλά  καί  ἀπό  τήν  πεῖρα  μου  ὡς 

πνευματικός,  λέγομεν  ὅτι  ἡ  νοερά  προσευχή  εἶναι  γιά  ὅλους  τούς 

χριστιανούς. Ὄχι ὅμως ἐννοῶ καί γιά τούς αἱρετικούς. Ἀκόμα πιό χειρότερα 

γιά  τούς  ἀλλοθρήσκους.  Νά  ἐξηγήσω  καί  τό  γιατί.  Ὁ  άνθρωπος  πρίν 

βαπτιστεῖ,  μέ  τήν  παράβαση  τοῦ  Ἀδάμ  ἔδιωξεν  ἀπό  μέσα  του  τήν  χάριν.  Ἡ 

χάρις ξανάρχεται μέσα μας μέ τό ἅγιο βάπτισμα. Ἀλλά πῶς εἶναι δυνατόν 

χωρίς  τήν  χάριν  τοῦ  βαπτίσματος  νά  βρῆς  μέσα  σου  τόν  Θεόν;»109.  Στήν 

ἀρχή  τῆς  παραγράφου  εἴδαμε  ὅτι  ἡ  νοερά  προσευχή  εἶναι  ἐντολή  τοῦ 

Χριστοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Γενικότερα «τά εὐαγγελικά λόγια, οἱ ἐντολές 

τοῦ  Χριστοῦ,  τά  προστάγματα  τῶν  ἁγίων  ἀποστόλων,  ἡ  ἠθική  διδασκαλία 

τῶν πατέρων καί ἡ πρός τήν ἀρίστη πνευματική συγκρότηση τῆς κοινωνίας 

τῶν  πιστῶν  σκοποῦσα  καταγραφή  τῶν  ἱερῶν  κανόνων  τῶν  ἁγίων  Συνόδων 

δέν  ἀφοροῦν  μόνο  σέ  ἕνα  τμῆμα  τοῦ  λαοῦ  τοῦ  Θεοῦ,  τούς  κληρικούς  ἐπί 

παραδείγματι  ἤ  τούς  μοναχούς  μόνο,  ἀλλά  στό  σύνολο  τοῦ  Χριστωνύμου 

πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας»110. Αὐτό ἀκριβῶς ἐπιβεβαιώνει καί ὁ Χριστός 

λέγοντας:  «ἃ  δὲ  ὑμῖν  λέγω,  πᾶσι  λέγω·  γρηγορεῖτε»111.  Στήν  Ὀρθόδοξη 

Ἐκκλησία,  «κληρικοί,  μοναχοί  καί  λαϊκοί  μετέχουν  ἰσοτίμως  στόν  ἁγιασμό 

τῶν  μυστηρίων  της  καί  συμπορεύονται  αὐτοπροαιρέτως  στούς 

προσευχητικούς  ἀγῶνες  τῆς  τελειώσεως  εἴτε  στήν  κοινή  καί  δημοτελῆ 

λατρεία τους εἴτε στή προσωπική νηπτική ἐργασία καί βιοτή τους»112.  

«Ὁ  σύγχρονος  καί  πεπαιδευμένος  ἄνθρωπος  εἶναι  εἰς  θέσιν  νά 

ἐννοήσῃ τόν “μηχανισμόν” τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἀρκεῖ νά προσευχηθῇ δύο 

109  Ἰωσήφ  Μ.  Δ.,  Παπαχαράλαμπος  Διονυσιάτης,  ὁ  ἁπλοϊκός  ἡγούμενος  καί 


διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔκδ. 22003, σελ. 240. Βλ. στό ἴδιο σελ. 226, 232. 
110  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  «Ἡ  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  γιά  τήν 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», Πρακτικά, σελ. 495. 
111 Μάρκ. ιγ΄ 37. 

112 Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 495. 
193

ἤ  τρεῖς  ἑβδομάδας  μετά  τινος  ζήλου,  νά  ἀναγνώσῃ  ὀλίγα  βιβλία  …»113. 

Ὑπάρχουν  παραδείγματα  ἁπλῶν  ἀνθρώπων,  οἱ  ὁποῖοι  ἔχουν  ἀποκτήσει 

τήν νοερά προσευχή. Μία τέτοια περίπτωση ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Σιλουανός 

ὁ  Ἀθωνίτης:  «Οἱ  συμφορές  καί  οἱ  κίνδυνοι  δίδαξαν  πολλούς  νά 

προσεύχονται.  Κάποτε  μ’  ἐπισκέφθηκε  στήν  ἀποθήκη  τροφίμων  ἕνας 

στρατιωτικός,  πού  κατευθυνόταν  στή  Θεσσαλονίκη.  Ἡ  ψυχή  μου  τόν 

ἀγάπησε  καί  τοῦ  λέω:  “Προσευχήσου  στόν  Κύριο  νά  λιγοστέψουν  οἱ 

θλίψεις”.  Καί  αὐτός  ἀπαντᾶ:  “Ξέρω  νά  προσεύχομαι.  Τό  ἔμαθα  στόν 

πόλεμο,  ὅταν  ἤμουν  στίς  μάχες.  Παρακαλοῦσα  θερμά  τόν  Κύριο  νά  μέ 

φυλάξει  ζωντανό.  Οἱ  σφαῖρες  ἔπεφταν,  τά  βλήματα  ἔσκαζαν  καί  λίγοι 

ἔμειναν στή ζωή. Ἄν καί πῆγα πολλές φορές στή μάχη, ὁ Κύριος μέ φύλαξε”. 

Ἐνῶ  τά  ἔλεγε  αὐτά,  ἔδειχνε  πώς  προσευχόταν  καί  ἀπό  τή  στάση  τοῦ 

σώματός  του  φαινόταν  πώς  ἦταν  ὅλος  βυθισμένος  στόν  Θεό»114. 

Καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ νοερά προσευχή δέν εἶναι μόνο γιά τούς «ὑψηλούς 

νόες τῶν τελείων» ἀλλά γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς πιστούς115. Εἶναι «τό 

μέσο ἁγιασμοῦ τῶν μοναχῶν ἀλλά καί ὅλων τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν»116. 

Εἶναι  ἄξια  προσοχῆς  ἡ  θέση  τοῦ  γέροντα  γιά  τήν  διαφορά  τῆς 

νοερᾶς προσευχῆς ἀπό τόν ὑπερβατικό διαλογισμό. Ἔχει βεβαίως καί τήν 

ἀνάλογη  βαρύτητα  καθώς,  ὅπως  εἴδαμε  καί  στήν  πρώτη  ἐνότητα  τοῦ 

πρώτου  κεφαλαίου,  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  εἶχε  προοδεύσει  στόν 

ὑπερβατικό  διαλογισμό  κατά  τήν  νεανική  του  περιπλάνηση  στήν 

ἀναζήτηση  τοῦ  Ὑπερ‐προσωπικοῦ  Ἀπολύτου.  Γράφει  σχετικά:  «Πλέον 

ἀνεπίτρεπτος  εἶναι  ἡ  ἀνάμιξις  αὐτῆς  (ἐν.:  τῆς  προσευχῆς  τοῦ  Ἰησοῦ)  μετά 

τῆς  γιόγκα  τοῦ  βουδδισμοῦ,  ἔτι  δέ  τοῦ  “ὑπερβατικοῦ  διαλογισμοῦ”  καί  τῶν 

ὁμοίων  τούτοις.  Ἡ  ριζική  διαφορά  ὅλων  αὐτῶν  τῶν  ἀποκλίσεων  ἀπό  τοῦ 

113 Περί προσευχῆς, σελ. 157. 
114 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 367. 
115 Πρβλ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 499. 

116 Ἀναφορά, σελ. 212. 
194

Χριστιανισμοῦ  ἔγκειται  εἰς  τό  ὅτι  θεμέλιον  τῆς  ζωῆς  ἡμῶν  εἶναι  ἡ 

Ἀποκάλυψις  περί  τοῦ  Προσωπικοῦ  Θεοῦ:  Ἐγώ  εἰμί.  Ὅλαι  αἱ  ἄλλαι  ὁδοί 

ἐκτρέπουν  τόν  νοῦν  τοῦ  ἀνθρώπου  ἀπό  τῶν  προσωπικῶν  σχέσεων  μεταξύ 

Θεοῦ  καί  προσευχομένου  πρός  τήν  περιοχήν  τοῦ  ἀφῃρημένου 

ὑπερπροσωπικοῦ  Ἀπολύτου,  πρός  ἄσκησιν  μή  ἔχουσαν  ἀναφοράν  εἰς 

πρόσωπον»117. Ἀπό τόν διαλογισμό ἀπουσιάζει «ἡ ἐνσυνείδητος παράστασις 

ἐνώπιον τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ΄ δέν ὑπάρχει ἐν αὐτῷ πραγματική προσευχή, 

τουτέστιν  προσώπου  πρός  Πρόσωπον»118.  Στήν  πραγματικότητα,  κατά  τήν 

ἄσκηση  τοῦ  ὑπερβατικοῦ  διαλογισμοῦ,  ἡ  ἔννοια  τοῦ  Προσωπικοῦ 

Ἀπολύτου γίνεται ξένη γιά τόν ἀσκούμενο119 καί «ὁδηγεῖ εἰς ἀπομάκρυνσιν 

ἀπό τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ ὄντως Ὄντος»120.  

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  ἡ  νοερά  προσευχή  στήν  ὕψιστή  της 

μορφή,  «ἑνοῖ  ἡμᾶς  πλήρως  μετά  τοῦ  Χριστοῦ.  Κατά  τήν  ἕνωσιν  ταύτην  ἡ 

ἀνθρωπίνη  ὑπόστασις  δέν  ἐκμηδενίζεται,  οὔτε  διαλύεται  ἐν  τῷ  Θείῳ  Εἶναι 

ὡς  σταγών  ὕδατος  ἐν  τῷ  ὠκεανῷ»121.  Ὅταν  δέ  ἡ  ἐπίκληση  τοῦ  Ὀνόματος 

τοῦ Ἰησοῦ συνοδεύεται μέ τήν παρουσία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, «τότε κατά 

τρόπον ἰδιαιτέρως ἐναργῆ ἀποκαλύπτεται εἰς ἡμᾶς τό νόημα τοῦ Ὀνόματος 

τούτου΄  τότε  καθίσταται  δυνατή  ἡ  πεῖρα  “τῆς  Βασιλείας  τοῦ  Θεοῦ 

ἐληλυθυίας  ἐν  δυνάμει”,  καί  τό  πνεῦμα  τοῦ  προσευχομένου  συλλαμβάνει 

τήν  φωνήν  τοῦ  Πατρός:  “Οὗτός  ἐστιν  ὁ  Υἱός  Μου  ὁ  ἀγαπητός΄  Αὐτοῦ 

ἀκούετε”122. Ἡμεῖς δέ προσευχόμεθα: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Πατρός 

Μονογενές, ἐλέησον καί σῶσον ἡμᾶς”»123. 

 Περί προσευχῆς, σελ. 146. 
117

 Ὅπ. π., σελ. 146. Πρβλ. Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 483.  
118

119 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 146. 

120  Ὅπ.  π.,  σελ.  147.  Γιά  τήν  διαφορά  νοερᾶς  προσευχῆς  καί  διαλογισμοῦ,  βλ. 

ἀναλυτικότερα στό ἴδιο, σελ. 187 – 190 καί Ζωή, σελ. 170 – 173, 176. 
121  Περί  προσευχῆς,  σελ.  183.  Βλ.  Ζωή,  σελ.  176  –  177.  Πρβλ.  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου 

Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 478. 
122 Μάρκ. θ΄ 7. 

123 Περί προσευχῆς, σελ. 183 – 184. Βλ. ἐπίσης στό ἴδιο, σελ. 185. 
195

Συμπεραίνουμε ὅτι ἡ νοερά προσευχή ἔχει ὡς σκοπό «νά παραμείνει 

ὁ  πιστός  στή  ζῶσα  παρουσία  τοῦ  Θεοῦ»124,  «τήν  εἴσοδο  τοῦ  πνεύματος  τοῦ 

ἀσκητοῦ στή νοερά ἡσυχία»125. Ἡ νοερά ἡσυχία μέ τήν σειρά της, κατά τόν 

γέροντα Σωφρόνιο, ἀποτελεῖ «προϋπόθεση γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρᾶς 

προσευχῆς126,  τήν  οἰκείωση  μέ  τό  πνεῦμα  τοῦ  λόγου  τοῦ  Θεοῦ127,  τήν  ὀρθή 

συμμετοχή  στή  Θεία  Λειτουργία128,  τήν  ἐκπλήρωση  τῆς  πνευματικῆς 

πατρότητος129  καί  τήν  προσευχή  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ  κόσμου130»131.  Μαζί  μέ  τήν 

νοερά  ἡσυχία  ἐξασφαλίζεται  καί  ἡ  ἀσκητική  νήψη132.  Ὅλα  τά  παραπάνω 

δηλαδή ἔχουν ὡς βάση τους τήν νοερά προσευχή133. 

Ἡ  νοερά  προσευχή  ὁδηγεῖ  τόν  προσευχόμενο  σέ  διάφορες 

συγκρούσεις΄  ἐσωτερικές  καί  ἐξωτερικές.  Τέτοιες  εἶναι  ἡ  πάλη  πρός  τό 

σῶμα μας134 καί ἡ ἀγνόηση τοῦ πλησίον135. 

Ἡ  νοερά  προσευχή  βοηθάει  στήν  ἀντιμετώπιση  τῶν  πειρασμῶν136. 

«Ὁ εὐχόμενος βλέπει τούς ἐχθρούς προσεγγίζοντας ἐκ τῶν ἔξω καί δύναται 

124 Ἀναφορά, σελ. 219. Πρβλ. καί σελ. 238. 
125 Ὅπ. π., σελ. 225. 
126 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 177. 

127 Ὀψόμεθα, σελ. 281 – 282. Περί προσευχῆς, σελ. 61. 

128 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 141, 170 – 171. 

129 Ὅπ. π., σελ. 234. 

130 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 308 – 309. Περί προσευχῆς, σελ. 83. 

131 Ἀναφορά, σελ. 232 – 233. Βλ. καί σελ. 239. 

132 Ὅπ. π., σελ. 230. 

133 Βλ. ὅπ. π., σελ. 233. 

134  Περί  προσευχῆς,  σελ.  108:  «ἡ  πάλη  πρός  τό  σῶμα  ἡμῶν,  ὅπερ  δέν  βραδύνει  νά 

φανερώσῃ  τήν  ἀδυναμίαν  αὐτοῦ  νά  ἀκολουθήσῃ  τήν  ὁρμήν  τοῦ  πνεύματος΄  συχνάκις  αἱ 
σωματικαί  ἀνάγκαι  φθάνουν  εἰς  τοιοῦτον  βαθμόν  παθημάτων,  ὥστε  τό  πνεῦμα 
ἀναγκάζεται νά κατέλθῃ ἐκ τοῦ ὕψους τῆς προσευχῆς εἰς τήν μέριμναν τοῦ σώματος, ὅπερ 
ἀλλέως ἀποθνῄσκει». 
135  Ὅπ.  π.,  σελ.  108  –  109:  «Πῶς  εἶναι  δυνατόν  νά  ἀγνοήσωμεν  τόν  πλησίον,  τόν 

ὁποῖον ἐκλήθημεν διά τῆς ἐντολῆς νά ἀγαπῶμεν ὡς ἑαυτόν; Θεολογικῶς, ἡ ἀποταγή χάριν 
τῆς  προσευχῆς  φαίνεται  νά  ἀντιφάσκῃ  πρός  τό  νόημα  τῆς  ἐντολῆς΄  ἠθικῶς,  αὕτη 
παρουσιάζεται ὡς ἀνεπίτρεπτος ʺἐγωϊσμόςʺ΄ μυστικῶς δέ, ὡς κατάδυσις εἰς τό σκότος τῆς 
ἀπεκδύσεως΄ ἐκεῖ ὅπου οὐδέν στήριγμα ὑπάρχει διά τό πνεῦμα καί εἶναι δυνατή ἡ ἀπώλεια 
τῆς συνειδήσεως τῆς πραγματικότητος τοῦ κόσμου τούτου. Ἐν τέλει δέ, ὁ φόβος, διότι εἶναι 
ἄγνωστον εἰς ἡμᾶς, ἐάν τό ἐγχείρημα ἡμῶν εἶναι εὐάρεστον εἰς τόν Θεόν». 
136 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 150. 
196

νά  ἐκδιώξῃ  αὐτούς  διά  τῆς  δυνάμεως  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Χριστοῦ»137.  Ἡ 

καρδιά  λεπτύνεται  καί  γίνεται  διορατική:  «Διαισθάνεται  τήν  κατάστασιν 

τοῦ προσώπου ἐκείνου, περί τοῦ ὁποίου προσφέρεται δέησις. Κατ’ αὐτόν τόν 

τρόπον  τελεῖται  ἡ  μετάβασις  ἐκ  τῆς  νοερᾶς  προσευχῆς  εἰς  τήν  νοεράν 

καρδιακήν,  μετά  τήν  ὁποίαν  δίδεται  ἡ  αὐτενεργουμένη  προσευχή»138. 

«Ἀνιστᾷ  τούς  νεκρωθέντας  ἐκ  τῆς  ἁμαρτίας»139.  Παρέχει  τήν  δυνατότητα 

«τῆς  θεωρίας  τῶν  τελουμένων  ἐντός  τοῦ  νοῦ  καί  τῆς  καρδίας  ἡμῶν: 

“Διικνουμένη (αὕτη) ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τε καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί 

μυελῶν  καί  κριτική  ἐνθυμήσεων  καί  ἐννοιῶν  καρδίας”140»141.  Γίνεται 

δύναμη, ἡ ὁποία «συνάπτει  τό πνεῦμα ἡμῶν πρός τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ»142. 

Μέ  τήν  μακροχρόνια  ἐπανάληψη  γίνεται  «φύσις  τῆς  ὑπάρξεως  ἡμῶν, 

φυσική ἀντίδρασις εἰς πᾶν φαινόμενον ἐν τῇ πνευματικῇ σφαίρᾳ … ἐν παντί 

καιρῷ  καί  πάσῃ  περιστάσει»143.  Ἡ  γέννησή  μας  γιά  τήν  οὐράνια  ζωή 

«δύναται  ὄντως  νά  ἀποβῇ  ἀνώδυνος»144.  «Τό  πῦρ  τῆς  Θείας  ἀγάπης  ὄντως 

ἅπτεται τῆς καρδίας»145. Ἡ ψυχή λαμβάνει τέτοια δύναμη, ὥστε νά μπορεῖ 

νά ἐπιδράσει στό περιβάλλον στό ὁποῖο ζεῖ: «νά ἐξέλθῃ τρόπον τινά ἐκ τοῦ 

ἐσωτερικοῦ βάθους τῆς καρδίας καί ἐν ἀγάπῃ καί εἰρήνῃ νά κοινωνήσῃ μετά 

τῶν ἀδελφῶν»146. Ἡ ειρήνη καί ἡ ἀγάπη ὁδηγοῦν στήν προσευχή ὑπέρ τοῦ 

κόσμου147.  Ἡ  προσευχή  ὁδηγεῖ  στόν  ἔλεγχο  τῶν  λογισμῶν  καί  ἑπομένως 

στήν  μείωση  τῶν  ἁμαρτιῶν  στό  ἐλάχιστο148.  Δέν  εἶναι  τίποτε  ἄλλο  παρά 

137 Περί προσευχῆς, σελ. 152. Πρβλ. καί σελ. 155, 158. 
138 Ὅπ. π., σελ. 152 ‐ 153. 
139 Ὅπ. π., σελ. 155. 

140 Πρβλ. Ἑβρ. δ΄ 12. 

141 Περί προσευχῆς, σελ. 155. 

142 Ὅπ. π., σελ. 156. 

143 Ὅπ. π., σελ. 158. 

144 Ὅπ. π., σελ. 158. Πρβλ. Π.Π.Ζ., σελ. 20 – 21. 

145 Περί προσευχῆς, σελ. 163. 

146 Ὅπ. π., σελ. 168. 

147 Βλ. ὅπ. π., σελ. 168. 

148 Βλ. ὅπ. π., σελ. 173 καί Π.Π.Ζ., σελ. 84. 
197

ἐπίκλησή Του149. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γίνεται δυνατή, ὁ νοῦς ὁδεύει πρός 

τήν  θεωρία  καί  τό  πνεῦμα  δοξολογεῖ  τόν  Θεό150.  Ὅταν  ἡ  προσευχή  εἶναι 

ἀδιάλειπτη  ὁδηγεῖ  τόν  προσευχόμενο  «σέ  ἕνα  αὐξανόμενο  πλήρωμα 

ἀγάπης  καί  σέ  μιά  βαθαίνουσα  γνώση  τοῦ  Σωτήρα  Θεοῦ»151. 

Συμπερασματικά,  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  «ἡ  ἀπόκτησις  τῆς 

προσευχῆς  διά  τοῦ  Ὀνόματος  τοῦ  Ἰησοῦ  σημαίνει  ἀπόκτησιν  τῆς 

αἰωνιότητος»152.  

Ὁ  χριστιανός,  γιά  νά  φθάσει  στήν  νοερά  προσευχή,  πρέπει  νά 

περάσει πρῶτα ἀπό τήν μετάνοια. Δηλαδή πρέπει νά κρατήσει πρῶτα τόν 

νοῦ του στόν ἅδη. Ἐπιτυγχάνοντας αὐτό ἔρχεται ἡ νοερά προσευχή μέ τά 

πολλά ὀφέλη της. Ἀποτέλεσμα αὐτῶν εἶναι ἡ γέννηση τῆς ἐλπίδας153. Τότε 

ὁλόκληρο  τό  εἶναι  τοῦ  ἀνθρώπου  γίνεται  ἕνα154.  Μέ  ἄλλα  λόγια 

«καταδικάζομεν  ἑαυτούς  ὡς  ἀναξίους  τοῦ  Θεοῦ  εἰς  τάς  βασάνους  τοῦ 

ᾅδου»155.  Ὁ  ἀγωνιστής  τῆς  προσευχῆς  «ὅσο  ὑπάρχει  πάνω  στή  γῆ  διατηρεῖ 

149  Ζωή, σελ. 178: «Τό νά προσευχόμαστε συνειδητά σʹ αὐτό τό ὄνομα σημαίνει νά τόν 
ἐπικαλούμαστε.  Σημαίνει  ἀκόμα  νʹ  ἀποδίδουμε  σʹ  αὐτή  τή  λέξη  ʺἸησοῦςʺ  τήν  πράξη  τῆς 
δημιουργίας καί συγχρόνως τήν πράξη τῆς θείας σωτηρίας». 
150  Ὅπ.  π.,  σελ.  185:  «Ὅταν  μέ  αὐτή  τήν  προσευχή  ἡ  Θεία  παρουσία  γίνεται  τόσο 

ἰσχυρή, ὥστε ὁ νοῦς νά ὁδηγεῖται στήν θεωρία, τό σύνολο ὅλων ὅσων λαβαίνουμε πείρα μᾶς 
ἐμπνέει  λέξεις  συγγενικές  πρός  αὐτές  τῆς  Ἁγίας  Γραφῆς.  Τό  πνεῦμα  ψέλνει  ὕμνους  σάν 
αὐτούς τῶν ἀρχαίων προφητῶν, ἀνακαλύπτουμε νέες δοξολογίες». 
151 Ἀναφορά, σελ. 217. 

152 Περί προσευχῆς, σελ. 163. 

153 Ἀλληλογραφία, σελ. 208 – 209: «Ὅταν ἀρχίσεις νά ταπεινώνεις τόν ἑαυτό σου ὡς 

τή  γῆ,  τότε  ὁ  Θεός  σέ  ἀνεβάζει  στόν  οὐρανό.  Ὅταν  θεωρεῖς  τόν  ἑαυτό  σου  ἄξιο  τοῦ  ᾃδη, 
ἰδιαίτερα ἄν αὐτό γίνεται μέ εἰλικρίνεια, ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς σου, τότε τό χέρι τοῦ Θεοῦ 
σέ  εἰσάγει  στή  θεωρία  τῶν  ἀτελευτήτων  ἀΰλων,  ὑπεραισθητῶν,  ὑπερνοητῶν, 
ἀκαταλήπτων  ἐπουρανίων  ἀγαθῶν,  γιά  τά  ὁποῖα  εἶναι  ἀνώφελο  νά  εἰκάσει  κάποιος,  πρίν 
τουλάχιστον τά γευθεῖ». 
154  Ὅπ.  π.,  σελ.  299:  «Ὅταν  παρά  τή  συναίσθηση  τῆς  ἄκρας  ἀναξιότητός  μου 

προσεύχομαι σέ Αὐτόν, τότε ἀπό τήν ἔνταση τῆς προσευχῆς αὐτῆς ἑνοποιεῖται ὅλο μου τό 
εἶναι, ἡ ψυχή, τό σῶμα, ὁ νοῦς, ἡ καρδία καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος, ἀκόμη καί τά ὀστᾶ 
μου΄  ὅλα  μέσα  μου,  ἐμβρόντητα  ἀπό  τήν  ἔνταση,  κατά  κάποιον  τρόπο  συστέλλονται. 
Ἀλλάζει ἡ ἀναπνοή. Τόσο ἰσχυρά καί ἀσυγκράτητα προσελκύει ὁ Χριστός στόν Ἑαυτό Του 
τήν ψυχή, ὅλον τόν ἄνθρωπο!». 
155 Περί προσευχῆς, σελ. 174. 
198

τήν  ταπεινότητα  στήν  καρδιά  του  μέ  τήν  αὐτοκαταδίκη  του:  “Κύριε  Ἰησοῦ 

Χριστέ, Υἱέ τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ἐλέησόν με”»156. 

Ἡ νοερά προσευχή, ἐν τέλει, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ πλήρης 

ταύτιση  μέ  τήν  βασική  διδασκαλία  τοῦ  ἁγίου  Σιλουανοῦ  «Κράτα  τό  νοῦ 

σου στόν ᾅδη καί μήν ἀπελπίζεσαι»157. 

156 Ζωή, σελ. 185. 
157 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 516. Πρβλ. Ἀναφορά, σελ. 233. 
 

γ) Προσευχή καί κόσμος. 

Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  «προσευχή  σημαίνει  πολλάκις  νά 

ὁμολογῶμεν εἰς τόν Θεόν τήν ἀθλίαν ἡμῶν κατάστασιν: ἀδυναμίαν, ἀκηδίαν, 

ἀμφιβολίας,  φόβους,  λύπην,  ἀπόγνωσιν,  ἐν  ἑνί  λόγῳ,  πᾶν  ὅ,τι  συνδέεται 

μετά  τῶν  συνθηκῶν  τῆς  ὑπάρξεως  ἡμῶν.  Νά  ὁμολογῶμεν  μή  ἐπιζητοῦντες 

καλλιεπεῖς  ἐκφράσεις  οὐδέ  εἰσέτι  λογικόν  εἱρμόν  …  Συχνάκις  ὁ  τρόπος 

οὗτος στροφῆς πρός τόν Θεόν ἀποβαίνει ἡ ἀρχή τῆς προσευχῆς‐διαλόγου»1. 

Θά  πρέπει  νά  σημειώσουμε  ὅτι  ἡ  προσευχή  δέν  εἶναι  πάντοτε 

χριστιανική.  Ὁ  ἴδιος  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  προσπαθώντας  νά  βρεῖ  τήν 

Ἀλήθεια,  ὥστε  νά  ταυτισθεῖ  μ’  Αὐτήν,  κατέφυγε  σέ  προσευχή  μή 

χριστιανική:  «  …  ἐστράφην  εἰς  προσευχήν,  κατ’  ἀρχάς  μή  χριστιανικήν, 

τύπου  ὑπερβατικοῦ  διαλογισμοῦ  τῆς  Ἄπω  Ἀνατολῆς»2.    Ἀπό  αὐτό  τό 

γεγονός συμπεραίνουμε δύο πράγματα: 

i. Τά  ἀποτελέσματα  καί  οἱ  ἐμπειρίες  τῆς  χριστιανικῆς 

προσευχῆς ὑπερτεροῦν αὐτῶν τῆς μή χριστιανικῆς. Ἀπόδειξη 

ἀποτελεῖ  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  ὁ  ὁποῖος  ἔζησε  καί  τίς  δύο 

αὐτές  μορφές  προσευχῆς:  «κατά  τήν  περίοδον  τῆς  ἀσκήσεως 

τοῦ ὑπερβατικοῦ διαλογισμοῦ, … ἡ καρδία … δέν συμμετεῖχεν 

… ζῶσα κεχωρισμένως ἀπό τοῦ ἐγκεφάλου»3. 

ii. Τό  βασικότερο  εἶναι  ὅτι  ἡ  προσευχή  εἶναι  ἀπόρροια  τῆς 

ἀναζήτησης  τῆς  Ἀλήθειας  καί  τοῦ  πόθου  νά  ἑνωθοῦμε  μ’ 

Αὐτήν.  Ἄν  δέν  ἔχουμε  ἀνάλογη  ἐπιθυμία,  ἡ  προσευχή  θά 

1  Περί  προσευχῆς,  σελ.  20.  Πολλές  εἶναι  οἱ  ἀναφορές  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου 
γενικότερα  γιά  τήν  προσευχή  στά  διάφορα  συγγράμματά  του.  Ἐνδεικτικά  ἀναφέρουμε: 
Περί προσευχῆς, σελ. 15, 21 – 22, 33 – 34, 45, 49 – 50, 60, 71, 72, 73 – 74, 75, 78 – 79, 81, 109 – 
110, 175. Ὀψόμεθα, σελ. 44 – 45, 49, 51, 58 – 59, 104, 105, 121 – 122, 132, 156 – 157, 184, 186 – 
187, 189 – 190, 225, 226 – 227. Ἀλληλογραφία, σελ. 168, 169, 240, 298.  
2 Ὀψόμεθα, σελ. 393.  

3 Ὅπ. π., σελ. 50. 
200

εἶναι  ἀνύπαρκτη  στήν  ζωή  μας:  «Χωρίς  αὐτή  τήν  ἀρχική 

μεταρσίωση στήν πίστη, χωρίς τή διαρκῆ προσέγγιση πρός τόν 

ἀγαπῶντα  Θεό,  ὁ  ὁποῖος  συνέχεια  μᾶς  ἐμπνέει,δέν  μποροῦμε 

παρά νά ὑποκύψουμε στή μαζική πίεση τοῦ σύγχρονου κόσμου 

πού δέ γνωρίζει τήν προσευχή»4. 

Τό  ἔργο  τῆς  προσευχῆς,  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο,  στήν  ἀρχή 

εἶναι  βαρύ.  Κατόπιν  γίνεται  γλυκύ:  «  …  δέν  ὑπάρχει  ἔργο  βαρύτερο  ἀπό 

τήν προσευχή. Ἀλλά ὅταν ὑπερνικήσει ὁ ἄνθρωπος τόν πειρασμό σχετικά μέ 

τήν  προσευχή,  τότε  αὐτή  γίνεται  τόσο  γλυκειά,  ὅσο  τίποτε  ἄλλο  στόν 

κόσμο»5.  Πῶς  νά  μήν  εἶναι  γλυκύ,  ἀφοῦ  ἡ  προσευχή  εἶναι  καί  ἔκφραση 

ἀγάπης6.  Εἶναι  ἡ  ἐκδήλωση  τῆς  ἀμοιβαίας  ἀγάπης,  τήν  ὁποία  μᾶς 

παρήγγειλε  ὁ  Χριστός7.  Ἡ  ἐκπλήρωση  αὐτή  τῆς  ἀγάπης  ὁδηγεῖ  στό 

πνευματικό χάρισμα τῆς ὑπέρ τοῦ κόσμου προσευχῆς8. Κατά τόν γέροντα 

Σωφρόνιο, ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου ἀποκτᾶται μέ δύο τρόπους9.  

Ὁ  πρῶτος  τρόπος  εἶναι  χαρισματικός.  Εἶναι  ἀποτέλεσμα 

«πνευματικῆς ἐλλάμψεως καί ἑνώσεως μέ τόν Χριστό στή βαθιά καρδιά»10. 

Ζωντανό  παράδειγμα  ἀπόκτησης  τῆς  χαρισματικῆς  αὐτῆς  προσευχῆς 

ἀποτελεῖ  ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός11:  «Εἰς  τόν  Ὅσιον  Σιλουανόν,  ἐν  τῇ  ἀρχῇ  τῆς 

μοναστηριακῆς  αὐτοῦ  ζωῆς,  ἐφανερώθη  ὁ  Κύριος  ἐν  μεγάλῳ  Φωτί  …  Τότε 

οὗτος  “ἐγνώρισε  τόν  Θεόν  ἐν  Πνεύματι  Ἁγίῳ”΄  ἔλαβε  τήν  χάριν  νά 

 Ζωή, σελ. 66. 
4

 Ἀλληλογραφία, σελ. 240. 
5

6  Ὅπ.  π.,  σελ.  254:  «Ὡς  μοναχός  ἔχω  τή  δυνατότητα  νά  ἐκφράσω  τήν  ἀγάπη  μου 

πρωτίστως  μέ  τήν  προσευχή.  Ἴσως  πρόκειται  γιά  τήν  βασικότερη  μορφή  ἔκφρασης  τῆς 
ἀγάπης,  γιατί  αὐτή  ἀνάγει  σέ  ἄλλον  κόσμο  καί  ἐμᾶς  καί  ὅλες  τίς  σχέσεις  μας.  Μέ  τήν 
προσευχή ἡττᾶται ἡ διαίρεση, ὄχι μόνο ἡ τοπική ἀλλά καί ἡ ψυχική. Ὡστόσο καί ὁ γραπτός 
χαιρετισμός  ἔχει  τή  δύναμή  του,  καί  ἐπίσης,  ὡς  ἕνα  βαθμό,  ἀντικαθιστᾶ  τή  ζωντανή 
ἐπικοινωνία». 
7 Βλ. ὅπ. π., σελ. 220. 

8 Πρβλ. Ἀναφορά, σελ. 337. 

9 Βλ. ὅπ. π., σελ. 335.  

10 Ὅπ. π., σελ. 335. 

11 Βλ. ὅπ. π., σελ. 335. 
201

ἐντρυφήσῃ  ἐν  τῇ  “ἀπεριγράπτῳ  ταπεινώσει  τοῦ  Χριστοῦ”,  καί  ἤρξατο  νά 

προσεύχηται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὡς καί περί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου»12. 

Ὁ δεύτερος εἶναι πιό πολύ ἀσκητικός. «Ἀπό τήν προσωπική μετάνοια 

καί τά παθήματά του ὁ άνθρωπος διδάσκεται νά ζεῖ τήν τραγωδία ὅλου τοῦ 

ἀνθρωπίνου  γένους  …  ἡ  πεῖρα  τῶν  βασάνων  τοῦ  “ᾅδου  τῆς  μετανοίας” 

γεννᾶ στήν ψυχή του τήν συμπόνια καί τήν προσευχή γιά ὅλο τό γένος τῶν 

ἀνθρώπων, ὅπως καί γι’ αὐτόν τόν ἴδιο»13. Ὅταν ὁ χριστιανός καταφέρει νά 

φθάσει  στήν  τελείωσή  του,  μέ  τόν  ἀγώνα  που  κάνει  μέσα  του,  τότε  ἡ 

προσευχή γίνεται «προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, ὑπέρ τοῦ ὅλου Ἀδάμ»14. 

Στόν  Ἅγιο  Σιλουανό  «συνδυάζονται  ἁρμονικά  οἱ  δύο  αὐτοί  τρόποι,  ὁ 

χαρισματικός καί ὁ ἀσκητικός»15. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Νά προσεύχεσαι 

γιά τούς ἀνθρώπους σημαίνει νά χύνεις αἷμα»16. Ὁ ἴδιος «εἶχε προσευχηθεῖ 

ἐπί  δεκαετίες  μέ  τέτοια  ἀσυνήθιστη  ἀγάπη  γιά  τό  ἀνθρώπινο  γένος, 

βιάζοντας  τό  Θεό  διά  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  νά  βοηθήσει  ὅλο  τό  ἀνθρώπινο 

γένος νά ʹρθεῖ στή γνώση του»17. Ἡ προσευχή γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου 

δέν  εἶναι  μιά  ἀπλῆ  τυπική  προσευχή.  Εἶναι  ζωντανή.  Μέσα  σ’  αὐτήν 

περιέχεται «ζωοποιός δύναμις καί ἁγία χαρά»18. 

Ἀναφερόμενος  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  στήν  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ 

κόσμου γράφει: «Φερόμενοι Πνεύματι Θεοῦ πρός τήν ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου 

προευχήν,  πρός  συμμετοχήν  εἰς  τήν  ἐν  Γεθσημανῇ  προσευχήν  τοῦ  Κυρίου, 

βλέπομεν  αἴφνης  ἐν  ἑαυτοῖς  Θεῖον  θαῦμα:  Ἀνατέλλει  ἐντός  ἡμῶν  ὁ 

πνευματικός ἥλιος, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ὑπόστασις (πρόσωπον). Τοῦτο 

εἶναι  ἐν  ἡμῖν  ἡ  ἀρχή  καινῆς  μορφῆς  ὑπάρξεως,  ἤδη  ἀθανάτου.  Τότε 

12 Ὀψόμεθα, σελ. 323 – 324. 
13 Ἀναφορά, σελ. 336. Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 27. 
14 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 111 – 112. 

15 Ἀναφορά, σελ. 336. 

16 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 76. 

17 Rosemary Edmonds, Εἰσαγωγή στό Ζωή, σελ. 16. 

18 Περί προσευχῆς, σελ. 30. 
202

δεχόμεθα τήν Ἀποκάλυψιν τῆς Ὑποστατικῆς Ἀρχῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι, οὐχί 

ἐπιφανειακῶς,  οὐχί  διανοητικῶς,  ἀλλ’  ἐν  τοῖς  ἐγκάτοις  τοῦ  εἶναι  ἡμῶν. 

Ἐνορῶμεν  ἐν  τῷ  Φωτί  τό  μέγιστον  μυστήριον  τοῦ  Ἀνάρχου  Εἶναι:  τόν 

Ὑποστατικόν Θεόν, τόν Ζῶντα΄ τόν Ἕνα ἐν Τριάδι Ὑποστάσεων΄ τόν Θεόν τῆς 

ἀγάπης, τόν Μόνον ἀληθινόν»19.  

Ἀπό  τό  παραπάνω  κείμενο  παρατηροῦμε  ὅτι,  κατά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο, ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου ταυτίζεται μέ τήν προσευχή τοῦ 

Χριστοῦ  στήν  Γεθσημανή20,  τήν  ὁποία  ὀνομάζει  ὑποστατική  προσευχή21. 

Δηλαδή  ἡ  προσευχή  τοῦ  πιστοῦ  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  εἶναι  ἡ  μίμηση  τοῦ 

Χριστοῦ κατά τήν προσευχή του στήν Γεθσημανή. Ἔτσι ὁ προσευχόμενος 

ὑπέρ  τοῦ  κόσμου,  «μέ  τήν  ἴδια  ἀγάπη  προσεύχεται  γιά  ὅλο  τόν  κόσμο. 

Συμμετέχει  “μετά  κραυγῆς  ἰσχυρᾶς”22  στή  Γεθσημάνια  προσευχή  τοῦ 

Χριστοῦ γιά τόν Ἀδάμ»23. «Καθώς Οὗτος προσηύχετο ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, 

οὕτω καί ἡμεῖς ὀφείλωμεν καί νά ζῶμεν καί νά αἰσθανώμεθα24»25. 

 Στήν  Γεθσημάνιο  προσευχή,  μποροῦμε  νά  ποῦμε  ὅτι  τά  πάντα 

συνοψίζονται  σέ  μία  φράση  τοῦ  Χριστοῦ:  «ἵνα  πάντες  ἓν  ὦσιν,  καθὼς  σύ, 

πάτερ,  ἐν  ἐμοὶ  κἀγὼ  ἐν  σοί,  ἵνα  καὶ  αὐτοὶ  ἐν  ἡμῖν  ὦσιν»26.  Ἔτσι  ἡ  οὐράνια 

 Ὀψόμεθα, σελ. 301. 
19

  Κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  «Ἡ  προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ  στόν  Κῆπο  τῆς 
20

Γεθσημανῆς εἶναι ἡ εὐγενέστερη ἀπ’ ὅλες τίς προσευχές ἐξαιτίας τῆς ἐπενέργειας καί τῆς 
δυνάμεώς  της  νά  λυτρώνει  ἀπό  τίς  ἁμαρτίες  τοῦ  κόσμου.  Προσφέρθηκε  στό  Θεό  καί 
Πατέρα μέ πνεῦμα θείας ἀγάπης καί συνεχίζει νά λάμπει μέ ἄσβεστο φῶς, προσελκύοντας 
πάντοτε  ψυχές  πού  διατήρησαν  τό  κατ’  εἰκόνα  Θεοῦ.  Ὁ  Χριστός  περιέλαβε  σ’  αὐτή  τήν 
προσευχή  ὁλόκληρο  τό  ἀνθρώπινο  γένος,  ἀπό  τόν  πρῶτο  Ἀδάμ  μέχρι  τόν  τελευταῖο 
ἄνθρωπο πού θά γεννηθεῖ ἀπό γυναίκα (Ἰωάν. α΄ 19 καί Α΄ Ἰωάν. β΄ 2)». Ζωή, σελ. 123. 
21 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 82, Ὀψόμεθα, σελ. 340, 349 καί Ἀναφορά, σελ. 79. 

22 Ἑβρ. ε΄ 7. 

23 Ἀναφορά, σελ. 39 

24 Βλ. Φιλ. β΄ 5. 

25 Ὀψόμεθα, σελ. 367. Πρβλ. Ἀναφορά, σελ. 67. 

26 Ἰωάν. ιστ΄ 21 
203

ἀγάπη  λαμβάνει  γήινες  διαστάσεις.  Καί  σχετίζεται  ἄμεσα  ἡ  ζωή  τοῦ 

ἀνθρωπίνου γένους μέ αὐτήν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ27.  

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  πάνω  στό  τριαδικό  πρότυπο  «θεμελιώνει 

θεολογικά  τή  μυστική  κατάσταση  τῆς  προσευχῆς  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ  κόσμου΄ 

αὐτός  εἶναι καί ὁ λόγος πού ἡ προσευχή αὐτή ἀποτελεῖ πρωταρχικό στόχο 

τῆς  ἀσκητικῆς  ζωῆς»28.Ἔτσι  «ἡ  χαραυγή  τῆς  κατανοήσεως  αὐτοῦ  τοῦ 

μυστηρίου ἔρχεται μέ τήν προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο σάν ἕνα ἄνθρωπο. Σ’ 

αὐτήν  τήν  προσευχή  ζεῖ  κανείς  τήν  συνυποστατικότητα  τοῦ  ἀνθρωπίνου 

γένους»29.  Μέ  τήν  προσευχή  αὐτή  ὁ  ἄνθρωπος  ἐμφανίζεται  «ὡς 

παγκόσμιόν τι κέντρον»30. 

Ἡ  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  ἀποτελεῖ  ἀπόρροια  τῆς  ὑπακοῆς31. 

Μέ τήν ὑπακοή ὁ πιστός κόβει τό θέλημά του καί παραδίδεται στό θέλημα 

τοῦ  Θεοῦ32.  Ἔτσι  γνωρίζει  τό  θέλημα  τοῦ  Θεοῦ,  «  …  διευρύνει  τήν 

ὑπόστασή του καί χωράει τή ζωή ὅλου τοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο καί ἀγκαλιάζει 

μέ  τήν  προσευχή  του»33.  Ὁ  ὑποτακτικός  πλέον  τελειώνεται  ὡς  πρόσωπο34 

καί  ἡ  προσευχή  του  γίνεται  ὑποστατική  κατά  μίμηση  τῆς  Γεθσημανίου 

προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ35. 

27  Βλ. Ζωή, σελ. 37 – 38. 
28  Ἀγαπῶ, σελ. 195. Πρβλ. καί σελ. 293. 
29 Ζωή, σελ. 37 – 38. Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 397 καί Ἀγαπῶ, σελ. 168 – 169. 

30 Ἀναφορά, σελ. 87. Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 331 – 332. 

31 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ 292. 

32 Βλ. Ἄσκησις, σελ. 49 – 50. Βλ. ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 184. 

33 Ἀναφορά, σελ. 184 

34 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 293. Ἄσκησις, σελ. 50: «Τελειούμεθα ἐν ὑπακοῇ εἰς τόν Θεόν καί 

τόν  ἀδελφόν  ἡμῶν,  τελειούμεθα  ἐν  τῇ  ἀγάπῃ,  διευρύνομεν  τό  εἶναι  ἡμῶν,  μέχρι  νά 
φθάσωμεν  εἰς  τήν  πληρότητα  τῆς  Θεανδρικῆς  ὑπάρξεως  κατ’  εἰκόνα  τοῦ  Θεανθρώπου 
Χριστοῦ, διότι δέν ὑπάρχουν ὅρια εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον». 
35  Ἀγαπῶ,  σελ.  292:  «Ἡ  χριστοειδής  οἰκουμενικότητα  συγκεφαλαιώνεται  στήν 

προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  σύμπαντος  κόσμου΄  σ’  αὐτήν  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  βλέπει  τήν 
πραγμάτωση  τῆς  ὑποστατικῆς  ἀρχῆς.  Ὁ  προσευχόμενος  ἄνθρωπος  φέρει  ἐν  ἑαυτῷ  τό 
πλήρωμα τοῦ “καθόλου”, ἑνοποιῶντας το. “Στήν ψυχή τοῦ ὑποτακτικοῦ ὁ ὁποῖος ἀσκεῖ τήν 
ὑπακοή  γεννιέται  συμπόνοια  για  ὅλη  τήν  ἀνθρωπότητα΄  ἡ  προσευχή  του  ἀποκτᾶ  κοσμικές 
204

Ὡς βάση της ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου ἔχει τήν κενωτική ἀγάπη 

τοῦ  Χριστοῦ.  Σ’  αὐτήν  τήν  προσευχή  φαίνεται  ἔμπρακτα  ἡ  ἀγάπη  τοῦ 

προσευχομένου  γιά  ὅλο  τόν  κόσμο36.  Προσπαθώντας  νά  ἀποκτήσει  ὁ 

προσευχόμενος  τήν  ἀγάπη  τοῦ  Χριστοῦ  καταλήγει  στόν  «ᾅδη  τῆς 

μετανοίας»37.  Ἐνῶ  κατά  τήν  προσπάθειά  του  γιά  τήν  ἀγάπη  πρός  τόν 

πλησίον ὁδηγεῖται στόν «ᾅδη τῆς ἀγάπης»38. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιά τόν 

κόσμο  εἶναι  αὐτή  που  κάνει  τόν  χριστιανό  ἀσκητή  νά  προσεύχεται  στόν 

Θεό  μέ  θέρμη  γιά  ὁλόκληρο  τόν  κόσμο.  Πάσχει  γιά  ὁλόκληρο  τόν  κόσμο 

καί  προσεύχεται  γι’  αὐτόν  γνωρίζοντας  ὅτι  ὁ  ἀδελφός  του  εἶναι  ἡ  ζωή 

του39. Ἄλλωστε «πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀγνοήσωμεν τόν πλησίον, τόν ὁποῖον 

ἐκλήθημεν διά τῆς ἐντολῆς νά ἀγαπῶμεν ὡς ἑαυτόν;»40. Τό «ἀγαπήσεις τὸν 

πλησίον σου ὡς σεαυτόν»41 ἀποκτᾶ «ὀντολογική σημασία καί φανερώνει πώς 

ὁ άνθρωπος καί ἡ ἀνθρωπότητα συνιστοῦν μία καί μόνη πραγματικότητα, τό 

ἀνθρώπινο  γένος.  Ἡ  ἀγάπη  αὐτή  ἐκφράζεται  “ὀντολογικά”  διά  τῆς 

προσευχῆς ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου»42. 

(cosmic) διαστάσεις καθώς ἐγκολπώνεται τόν “Ἀδάμ παγγενῆ” ‐ γίνεται δηλαδή ὑποστατική 
κατά τό πρότυπο τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανή”». 
36 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 331. 

37 Ὀψόμεθα, σελ. 55, 242. Βλ. ἀναλυτικά Ἀναφορά, σελ. 332 – 334. 

38 Ὀψόμεθα, σελ. 55, 242. Βλ. ἀναλυτικά Ἀναφορά, σελ. 332 – 334. 

39 Ἀναφορά, σελ. 332 ‐ 333. Βλ. Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 57. Πρβλ. Π.Π.Ζ., σελ. 28. 

40 Περί προσευχῆς, σελ. 108. 

41 Ματθ. κβ΄ 39. 

42 Ἀγαπῶ, σελ. 167. Βλ. Ἀναφορά, σελ. 13, 37 ‐ 38. Πρβλ. Ὀψόμεθα, σελ. 397. Γιά τήν 

κατανόηση  τῆς  πρός  τόν  πλησίον  ἀγάπης,  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  χρησιμοποιεῖ  τό 
παρακάτω  παράδειγμα.  Στό  Π.Π.Ζ.,  σελ.  28  –  29:  «”Ἀγαπήσεις  τόν  πλησίον  σου  ὡς 
σεαυτόν”. Μοῦ δόθηκε νά κατανοήσω τήν ἐντολή αὐτή μέ τή μορφή ἑνός δένδρου κοσμικῶν 
διαστάσεων,  γιγάντιου,  τοῦ  ὁποίου  ἡ  ρίζα  εἶναι  ὁ  Ἀδάμ.  Ἐγώ  δέν  εἶμαι  παρά  ἕνα  μικρό 
φύλλο σέ κάποιο κλαδί αὐτοῦ τοῦ δένδρου. Ἀλλά τό δένδρο αὐτό δέν μοῦ εἶναι ξένο. Εἶναι ἡ 
ρίζα μου. Τοῦ ἀνήκω. Νά προσεύχεσαι γιά τόν κόσμο ὁλόκληρο, εἶναι νά προσεύχεσαι γιά τό 
δένδρο  αὐτό  στό  σύνολό  του,  μέ  τίς  μυριάδες  τῶν  φύλλων  του.  Νʹ  ἀκολουθήσουμε  τόν 
Χριστό, σημαίνει νʹ ἀνοιχτοῦμε στή συνείδηση τοῦ Ἴδιου τοῦ Χριστοῦ, πού φέρει μέσα Του 
ὁλόκληρη  τήν  ἀνθρωπότητα΄  ὁλόκληρο  τό  δένδρο  χωρίς  ἐξαίρεση  κανενός  φύλλου.  Ἄν 
ἀποκτήσουμε  τή  συνείδηση  αὐτή,  θά  προσευχόμαστε  γιά  ὅλους,  ὅπως  καί  γιά  τόν  ἑαυτό 
μας». 
205

Κατά τόν γέροντα Σωφρόνιο, ἡ προσευχή ὑπέρ τοῦ κόσμου εἶναι «ἡ 

πλέον  βαρεῖα  καί  ἀδιέξοδος  ὑπό  τήν  ἔννοιαν  ὅτι  τό  πνεῦμα  ἡμῶν  οὐδέποτε 

ἐπιτυγχάνει  τελείως  τοῦ  σκοποῦ  αὐτοῦ.  Εὐχόμενος  ὑπέρ  ἑαυτοῦ  ὁ 

ἄνθρωπος  δύναται  νά  γευθῇ  ἐν  τῷ  βάθει  τῆς  καρδίας  αὐτοῦ  πλήμμυραν 

τρυφερᾶς  ἀγάπης  καί  εἰρήνης.  Διατηρεῖ  τήν  κατάστασιν  ταύτην  ἐπί  τινα 

χρόνον.  Κατά  τήν  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  ὅμως  προσευχήν,  καί  τήν  πλέον  εἰσέτι 

φλογεράν  καί  παρατεταμένην,  ἡ  ψυχή  ταχέως  ἀντιλαμβάνεται  ὅτι  βαρύ 

νέφος  ἀντιπαθείας,  ὡς  καί  πρότερον,  κρέμαται  ἐπάνω  τῆς  γῆς:  Εἶναι  καθʹ 

ὑπερβολήν  πολλοί  οἱ  ἄνθρωποι,  οἵτινες  “ἠγάπησαν  μᾶλλον  τό  σκότος  (τοῦ 

μίσους)  ἤ  τό  φῶς”43  τῆς  ἀγάπης  τοῦ  Θεοῦ»44.  Εἶναι  βαριά  γιατί  «  …  

οὐδέποτε  βλέπει  τις  τό  ποθούμενον  ἀποτέλεσμα»45  καί  «ἡ  ἀπόγνωσις  διά 

τούς κατοίκους τοῦ πλανήτου ἡμῶν δέν παύει νά αὐξάνῃ, εἶναι βαρύ μέχρις 

αἵματος  νά  προσεύχηταί  τις  διά  τόν  κόσμον  τοῦτον,  καθώς  εἶναι»46.  «Ἡ 

προσευχή  γιά  τόν  κόσμο  εἶναι  καρπός  ἐξαιρετικά  βαθιᾶς  καί  ὀξείας 

ὀδύνης»47.  Εἶναι  ἐξαντλητική48.  Εἶναι  μεγάλο  ἀγαθό:  «…  μᾶς  ἔδωσε 

ἀνάμεσα στά ἄλλα καί τό μεγάλο αὐτό ἀγαθό: νά προσευχόμαστε ὁ ἕνας γιά 

τόν  ἄλλο»49  καί  «…  εἶναι  τό  μόνο  πού  μᾶς  ἀπομένει.  Ἡ  δύναμη  τῆς 

προσευχῆς εἶναι πολύ μεγάλη»50. 

Ἡ  προσευχή  αὐτή  λαμβάνει  κοσμικές  διαστάσεις:  «Ἡ  ζωή  τοῦ 

προσευχομένου  πνεύματος  δύναται,  ἀλλά  καί  ὀφείλει,  νά  λάβῃ  κοσμικάς 

διαστάσεις,  τάς  ὁποίας  ἀπαιτοῦν  αἱ  εὐαγγελικαί  ἐντολαί  τοῦ  Χριστοῦ.  Ἐν 

Αὐτῷ  ὁ  ἄνθρωπος  γίνεται  ἀληθῶς  παγκόσμιος:  οὐχί  ὑπό  τήν  ἔννοιαν  τοῦ 

φιλοσοφικοῦ συγκρητισμοῦ, ἀλλά κατά τόν βαθμόν καί τήν κλιμάκωσιν τῆς 

43 Πρβλ. Ἰωάν. 3, 19. 
44 Περί προσευχῆς,  σελ. 93. 
45 Ὅπ. π., σελ. 240. 

46 Ὅπ. π., σελ. 244. 

47 Π.Π.Ζ., σελ. 31. 

48 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 155, 340. 

49 Ἀλληλογραφία, σελ. 154. 

50 Ὅπ. π., σελ. 233. 
206

κατοχῆς τοῦ πραγματικοῦ ὄντος΄ κατά τήν ἐν πνεύματι προσέγγισιν εἰς τά 

ἔσχατα  ὅρια  τῆς  δυνατῆς  ζώσης  πείρας»51.  Καί  ἀλλοῦ,  «Καί  ἡ  προσωπική 

αὐτοῦ προσευχή καί ἡ λειτουργική λαμβάνουν κοσμικάς διαστάσεις. Ὁ ἀγών 

διά  τήν  ζωήν  τῶν  ἐμπεπιστευμένων  εἰς  αὐτόν  ὑπό  τῆς  Προνοίας  τοῦ 

Ὑψίστου ἐνίοτε δέν διαρκεῖ ἐπί μακρόν. Ἀρκοῦν ὀλίγοι λόγοι ἐκ τῆς καρδίας 

πρός  τόν  Θεόν  τῆς  ἀγάπης΄  ὑπάρχουν  ὅμως  περιπτώσεις  καί 

παρατεταμένης πάλης»52. 

Εἶναι  γεγονός  πώς  «ἡ  ἰδέα  τῆς  θέωσης  τοῦ  νοῦ  ἀφορᾶ  καί  στήν 

ἀσκητική  διδασκαλία  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου  πού  ἀναφέρεται  στήν 

κάθαρση τοῦ νοῦ καί στήν προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου»53. 

Ἡ προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου καί ὑπέρ ἡμῶν πηγάζει «ἐκ τῆς 

πείρας  τῶν  βασάνων  τοῦ  ᾅδου»54.  Γιά  νά  ἀποκτήσει  καί  νά  προοδεύσει 

κάποιος  στήν  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου,  ἀλλά  καί  γενικότερα  στήν 

προσευχή,  χρειάζεται  νά  ἔχει  ὁρισμένες  προϋποθέσεις.  Ἐνδεικτικά 

ἀναφέρουμε:  

I. Ἡσυχία: 

i. Ἡ  αὐτοσυγκέντρωσή  μας  μᾶς  βοηθάει  νά 

κατανοήσουμε  ὁλόκληρη  τήν  ἀνθρωπότητα  ὡς  ἕνα 

ἄνθρωπο. Ἔτσι ἡ προσευχή γιά τόν ἑαυτό μας γίνεται 

προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο55. 

51  Περί προσευχῆς, σελ. 95. 
52  Ὅπ. π., σελ. 240. 
53 Ἀγαπῶ, σελ. 224. 

54 Περί προσευχῆς, σελ. 29. 

55  Ὅπ.  π.,  σελ.  83:  «Διά  τῆς  ὁλοκληρωτικῆς  αὐτοσυγκεντρώσεως,  διά  τῆς 

συναγωγῆς παντός εἰς τά ἔσω τῆς προσωπικότητος ἡμῶν, δίδεται εἰς ἡμᾶς νά ἴδωμεν ὅτι τό 
εἶναι  ἁπάσης  τῆς  ἀνθρωπότητος  κατά  τήν  προέλευσιν  καί  τήν  φύσιν  αὐτοῦ  ἀποτελεῖ  ἕν 
εἶναι,  ἕνα  ἄνθρωπον.  Ὡς  ἐκ  τοῦτου  εἶναι  “φυσική”  ἡ  κίνησις  τοῦ  πνεύματος  ἡμῶν  πρός 
προσευχήν  ὑπέρ  πάντων  ἀνθρώπων,  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ  Ἀδάμ  ὡς  περί  ἑαυτοῦ  τοῦ  ἰδίου».  Βλ. 
ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 232 – 233 καί Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 308 – 309. 
207

ii. Ἡ ἡσυχία τήν ὁποία εἶχε ὁ γέροντας Σωφρόνιος, ὅταν 

βρισκόταν στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους,  τόν βοήθησε 

πολύ στήν «καλλιέργεια» τῆς προσευχῆς56. 

II. Συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητας – ταπείνωση:  

i. Ἀκόμη  καί  ἄν  κάποιος  ἔχει  προοδεύσει  στήν  πνευματική 

του  ζωή  καί  ἔχει  φθάσει  ψηλά,  χρειάζεται  νά  προσέχει, 

κατά  τό  «ὁ  δοκῶν  ἑστάναι  βλεπέτω  μὴ  πέσῃ»57.  Πάντοτε 

ὑπάρχει ὁ κίνδυνος τῆς ὑπερηφανείας μέ ἀποτέλεσμα νά 

χάσει ὁ πιστός τούς καρπούς τῶν κόπων του58.  

ii. Ἡ  προσευχή  μας  πρέπει  πάντοτε  νά  προσφέρεται  στόν 

Θεό  μέ  παράλληλη  συναίσθηση  τῆς  ἁμαρτωλότητάς 

μας59,  ὅπως  ἔκανε  καί  ἡ  Ὁσία  Μαρία  ἡ  Αἰγυπτία60.  Κάθε 

φορά  πού  ἡ  προσευχή  τοῦ  ἀνθρώπου  δέν  γίνεται  μέ 

56 Ὀψόμεθα, σελ. 170: «Ἡ ἔρημος ἔδιδεν εἰς ἐμέ τήν ἐλευθερίαν να παραδίδωμαι εἰς 
τήν  προσευχήν  ὑπέρ  τῆς  ἀνθρωπότητος,  ἰδιαιτέρως  τάς  νυκτερινάς  ὥρας.  Συνεῖχεν  ἐμέ, 
κατά τινα τρόπον, ἡ αἴσθησις τῶν παθημάτων τῆς οἰκουμένης». 
57 Α΄ Κορ. ι΄ 12.  

58  Περί  προσευχῆς,  σελ.  25:  «Ἐν  τούτοις  καί  εἰς  τήν  ὑψίστην  ταύτην  βαθμίδα 

ὀφείλομεν  νά  διατηρήσωμεν  τήν  ταπείνωσιν  τοῦ  πνεύματος.  Ἐξ  αὐτῆς  ταύτης  τῆς  πείρας 
θά  ἀντιληφθῶμεν  ὅτι,  εὐθύς  ὡς  ἐπέλθῃ  αὐτοϊκανοποίησις  εἰς  ἀντικατάστασιν  τῆς 
αἰσθήσεως τῆς “πτωχείας”, ἅπασα ἡ κλῖμαξ αὕτη τῶν πνευματικῶν ἀναβάσεων καταρρέει 
καί “ὁ οἶκος ἡμῶν ἀφίεται ἔρημος” (Πρβλ. Ματθ. κγ΄ 38): Ὁ Θεός δέν εἶναι πλέον μεθ’ ἡμῶν. 
Οὕτω γίνεται, ἕως ὅτου ταπεινωθῇ ἐκ νέου ἡ καρδία καί κράξῃ πρός Αὐτόν μετά πόνου. Ἐκ 
τῶν  ἐναλλασσομένων  τούτων  βιωμάτων  ἡ  ψυχή  κατανοεῖ  τό  μυστήριον  τῶν  ὁδῶν  τῆς 
σωτηρίας΄ τρέμει πᾶν ὅ,τι ἐναντιοῦται εἰς τήν ταπείνωσιν΄ ἡ προσευχή αὐτῆς καθαίρεται΄ ὁ 
νοῦς καί ἡ καρδία ὑπό οὐδενός ἀλλοτρίου ἑλκύονται, οὐδέν ἐπιθυμοῦν ἐκτός τοῦ Θεοῦ. Διά 
τῆς ἐξ ὅλης τῆς ὑπάρξεως προσευχῆς ἐπιχέεται εἰς τόν προσευχόμενον δύναμις νέας ζωῆς. 
Ἡ περαιτέρω ἀνάβασις εἶναι ἀρχή γνώσεως περί τῆς μορφῆς τοῦ οὐρανίου Ὄντος». 
59 Ἀλληλογραφία, σελ. 186: «Ἡ προσευχή μας πρέπει πάντοτε νά προσφέρεται στόν 

Θεό  μέ  τή  συνείδηση  ὅτι  προσφέρεται  “ἀπό  ρυπαρῶν  χειλέων,  ἀπό  βελυρᾶς  καρδίας,  ἐκ 
ψυχῆς ἐρρυπωμένης”(Εὐχή τοῦ Ἁγ. Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου στήν Ἀκολουθία τῆς Θείας 
Μεταλήψεως).  “Σέ  ὅλη  τή  διάρκεια  τῆς  ζωῆς  σου,  τέκνον,  προσεύχου  ὡς  ἁμαρτωλός 
λέγοντας  κάθε  στιγμή:  Κύριε,  Ἰησοῦ  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  ἐλέησόν  με  τόν 
ἁμαρτωλόν”(Ὁσίων Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, Χειραγωγία πρός τήν πνευματική ζωή μέ 
ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα τῶν μαθητῶν τους (στά ρωσικά), Μόσχα 1995, σελ. 494)».  
60 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 240 – 241. 
208

συναίσθηση  τῆς  ἁμαρτωλότητας,  δέν  φθάνει  σ’  Αὐτόν61. 

Αὐτό  γίνεται  γιατί  ὁ  Θεός  ἦρθε  γιά  ὅσους  θεωροῦν  τούς 

ἑαυτούς τους ἁμαρτωλούς καί ὄχι δικαίους62.  

iii. Ζώντας  κανείς  τήν  προσωπική  του  ζωή  ὡς  τραγωδία  τοῦ 

Ἀδάμ  καί  ὁλοκλήρου  τοῦ  κόσμου,  ταπεινώνεται  καί 

μαθαίνει νά προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο63. 

III. Προσευχή μέ καθαρό νοῦ: 

i. Καθαρά  προσευχή  καί  προσευχή  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ 

κόσμου  σχετίζονται  ἄμεσα  μεταξύ  τους64.  Ἡ  δεύτερη 

εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πρώτης65. 

ii. Ὁ προσευχόμενος μέ καθαρό νοῦ διδάσκεται πρῶτα τό 

μυστήριο  τοῦ  Θεοῦ.  Μέσα  ἀπό  τόν  Θεό  μαθαίνει  νά 

βλέπει  τήν  ἀνθρωπότητα  ὡς  ἕνα  καί  μόνο  ἄνθρωπο. 

Ἔτσι  μαθαίνει  νά  ἀγαπᾶ  καί  νά  προσεύχεται  ὅπως  ὁ 

Θεός66. 

61  Ὀψόμεθα,  σελ.  63:  «ὁσάκις  ὁ  άνθρωπος  προσφέρει προσευχήν  εἰς  τόν  Θεόν  οὐχί 
ὡς ἁμαρτωλός, ἡ προσευχή αὐτοῦ δέν φθάνει εἰς τόν θρόνον τοῦ Ὑψίστου». 
62 Ὀψόμεθα, σελ. 63: «διότι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε νά καλέσῃ οὐχί τούς “πεποιθότας 

ἐφ’  ἑαυτοῖς  ὅτι  εἰσί  δίκαιοι”  (Λουκ.  ιη΄  9),  καί  συνεπῶς  εὑρισκομένους  ἐκτός  τῆς 
ἀληθείας(βλ. Α΄ Ἰωάν. α΄ 8), ἀλλ’ ἐκείνους οἵτινες ἀναγνωρίζουν ἑαυτούς ἁμαρτωλούς (βλ. 
Ματθ. θ΄ 13)». 
63  Περί  προσευχῆς,  σελ.  45:  «Διά  τῆς  προσωπικῆς  μου  τραγῳδίας  ἔζησα  τήν 

τραγωδίαν  τοῦ  προπάτορος  Ἀδάμ  ἐν  τοῖς  ἀνά  τούς  αἰῶνας  ἀπογόνοις  αὐτοῦ,  ἐν  ταῖς 
ἀλληλοδιαδεχομέναις γενεαῖς τῶν κατοίκων τῆς γῆς. Διά τῆς ὁδοῦ ταύτης ἦλθεν εἰς ἐμέ ἡ 
προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου». 
64 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 82: «Ὅπως ὁ Χριστός προσευχήθηκε γιά ὅλο τόν Ἀδάμ, 

ἔγινε “μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων” καί “θέλει πάντας σωθῆναι”, ἔτσι καί ὅποιος ἑνώνεται 
μαζί Του μέ τήν καθαρά προσευχή, δέχεται ἐπίσης προσευχή ὅμοια μέ τήν προσευχή Του. 
Αὐτό  εἶναι  τό  χάρισμα  τῆς  προσευχῆς  ὑπέρ  ὅλου  τοῦ  κόσμου,  πού  ὁ  Γέροντας  ὁρίζει  ὡς 
“ὑποστατικήν προσευχήν”». 
65 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 327. 

66 Βλ. ὅπ. π., σελ. 329.  
209

IV. Μνήμη θανάτου: 

i. Ἡ  μνήμη  θανάτου  εἶναι  αὐτή  ἡ  ὁποία  διδάσκει  τήν 

ἀληθινή προσευχή67. 

V. Ἁπλότητα καί εὐλάβεια: 

i. Θά  πρέπει  νά  προσευχόμαστε  ἁπλά.  Ὅ,τι  ἔχουμε  νά 

ποῦμε στόν Θεό νά τό λέμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας. 

Δέν χρειάζονται ἐξεζητημένες ἐκφράσεις. Μόνο ἁπλές 

καί ταπεινές68.   

ii. Ἀπαραίτητο  στοιχεῖο  εἶναι  καί  ἡ  εὐλάβεια,  στήν 

προσευχή μας69. 

Ἔχοντας  κάποιος  τίς  παραπάνω  προϋποθέσεις,  ἀποκτᾶ  τήν 

προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου.  Τά  ὀφέλη  ἀπό  αὐτήν  τήν  προσευχή  εἶναι 

σημαντικά. Προσευχόμενος λοιπόν κανείς ὑπέρ τοῦ κόσμου: 

I. Αἰσθάνεται  τήν  πνευματική  καί  ψυχική  κατάσταση 

τῶν ἀτόμων γιά τά ὁποῖα προσεύχεται70. 

67 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 67. 
68  Ὅπ.  π.,  σελ.  208: «…  νά ἐκφράζετε  στόν  Θεό  τά  αἰσθήματα  τῆς  καρδιᾶς  σας  μέ 
ἁπλότητα,  χωρίς  ἐξεζητημένα  λόγια,  ἀλλά  καταλαβαίνοντας,  συναισθανόμενος  τί 
παρακαλεῖτε.  Αὐτή  εἶναι  ἡ  ὀρθή  προσευχή.  Μόνο  πού  δέν  χρειάζεται  νά  πλάθετε 
ὁποιεσδήποτε εἰκόνες στό νοῦ». 
69  Ὀψόμεθα,  σελ.  394:  «Ἐν  εὐλαβεῖ  προσευχῇ  ἀναμένομεν  ὅτι  Οὗτος  θά  εἰσακούσῃ 

τῆς κραυγῆς ἡμῶν καί θά δώσῃ εἰς ἡμᾶς περί Ἑαυτοῦ “σημεῖον”». 
70 Περί προσευχῆς, σελ. 94 – 95: «Συχνάκις ἡ καρδίᾳ ἐν τοιαύτῃ προσευχῇ ταχέως 

εἰσέρχεται εἰς αὐτήν ταύτην τήν ζωήν ἐκείνου ἤ ἐκείνων διά τούς ὁποίους προσεύχεται, καί 
γνωρίζει τί συνέχει αὐτούς: χαρά καί ἀνάπαυσις, ἀδημονία καί θλῖψις, τό ἀπαίσιον ἐνίοτε 
σκότος  τοῦ  ᾅδου  καί  τό  ὅμοιον  πρός  αὐτό  κακόν.  Ὁ  προσευχόμενος  αἰσθάνεται  τάς 
καταστάσεις  αὐτάς  ὡς  ἰδίας.  Καί  τοῦτο  ἀποτελεῖ  ἰδιαιτέρου  εἴδους  παραπλάνησιν.  Κατʹ 
οὐσίαν  ἡ  ψυχή  διά  τῆς  προσευχῆς  βλέπει  ‐  ζῇ  ‐  ἑνοῦται  μετʹ  ἐκείνων  ὑπέρ  τῶν  ὁποίων 
προσεύχεται.  Ἐάν  μετά  τό  βαρύ  τοῦτο  αἴσθημα,  τοῦ  ὁποίου  ἔλαβεν  οὗτος  πεῖραν, 
ἐπακολουθῇ  χαρά  ἤ  ἀνάπαυσις,  τοῦτο  εἶναι  ἐνδεικτικόν  σημεῖον  ὅτι  ἡ  προσευχή  αὐτοῦ 
εἰσηκούσθη.  Ὁ  ἀσθενής  θά  ἀναρρώσῃ,  ὁ  ἀπεγνωσμένος  θά  λάβῃ  φῶς  ἐλπίδος,  ἡ 
ἐπαπειλουμένη  συμφορά  θά  παρέλθῃ,  καί  τά  ὅμοια.  Ἀκριβῶς  ἡ  τοιαύτη  μετά  τῶν 
210

II. Προγεύεται τῆς ὁμοιώσεως τῆς ἀναστάσεως71. 

III. Ἐπικρατεῖ εἰρήνη στήν ψυχή του72 καί στόν κόσμο73. 

IV. Βοηθάει  τόν  πιστό  στήν  ἀντιμετώπιση  τῶν 

δυσκολιῶν74. 

Ἄν  καί  οἱ  ὠφέλειες  ἀπό  τήν  προσευχή  εἶναι  πολλές  καί  μεγάλες, 

πολλές  φορές  ὁ  κόσμος  δέν  δέχεται  τήν  προσευχή75.  Ἀποτέλεσμα  αὐτῆς 

τῆς  ἄρνησης  εἶναι  ἡ  «ἐπιστροφή»  τῆς  προσευχῆς  στόν  προσευχόμενο 

συνοδευόμενη ἀπό θλίψη76. Τότε διάφοροι λογισμοί κατακλύζουν τόν νοῦ 

καί  ἡ  ἀνθρωπότητα  «νοσεῖ  ἀνιάτως΄  ματαία  πᾶσα  ἐλπίς  ὅπως  ἴδωμεν  τήν 

θεραπείαν  αὐτῆς΄  τό  κακόν  δέν  παύει  νά  ἐντείνηται,  νά  εἰσχωρῇ  συνεχῶς 

ἀνθρώπων  κοινωνία  ἐν  τῷ  εἶναι,  εἰσέτι  δέ  καί  μετά  τοῦ  κόσμου  τούτου  ἐν  γένει, 
χαρακτηρίζει τήν γνησίαν προσευχήν. Ἡ ὑπερφαλάγγισις τῶν συμβαινόντων ἐν τῷ κόσμῷ 
δύναται νά αὐξηθῇ εἰς βαθμόν ὑπερβαίνοντα πάντα ὁρισμόν». Ἐπίσης Περί προσευχῆς, σελ. 
93:  «Καί  ἡμεῖς,  καίτοι  δέν  ἀποθνῄσκομεν  σωματικῶς  ἐν  τῇ  προσευχῇ  ὑπέρ  τῶν  ἀδελφῶν 
ἡμῶν καί ὑπέρ τοῦ κόσμου ἐν γένει, ὅμως ἐν πνεύματι ζῶμεν ὄντως τόν θάνατον αὐτῶν». 
Ἕνα  τέτοιο  παράδειγμα  ἀναφέρει  γιά  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό:  «Ὁ  ἴδιος  ὁ  μακάριος 
Γέρων Σιλουανός εἶπεν εἰς ἐμέ ὅτι μετά τήν ἀνάγνωσιν ἐπιστολῆς μητροπολίτου ἐστράφη 
πρός  τόν  Κύριον  καί  ἐκ  τοῦ  πρώτου  λόγου  προσευχῆς  ᾐσθάνθη  ἐν  τῇ  καρδίᾳ  εἰρήνην  καί 
χαράν. Ὁ Γέρων πάραυτα ἀπήντησε δι’ ἐπιστολῆς ὅτι “ἡ θυγάτηρ τῆς μητρός αὐτῆς ζῇ καί 
εἶναι εὐτυχῆς”. Αἱ μετέπειτα ἔρευναι ἐβεβαίωσαν τό ἀληθές τοῦ αἰσθήματος τοῦ Γέροντος. 
Ἡ ἰδία ἡ θυγάτηρ εἶπεν εἰς ἀλλοδαπήν γυναῖκα, ἥτις ἐπεσκέφθη αὐτήν: “Εἴπατε τήν μητέρα 
μου ὅτι ὅλα βαίνουν καλῶς καί εἶμαι εὐτυχής μετά τοῦ ἀνδρός μου. Πολύ ὅμως παρακαλῶ 
αὐτήν,  ὅπως  μή  ἐπαναλάβῃ  παρόμοιον  ἐγχείρημα,  ἵνα  μή  βλάψῃ  ἐμέ  καί  τόν  ἄνδρα  μου”. 
Τοῦτο  συνέβη  κατά  τήν  ἐποχήν  τοῦ  Στάλιν,  ὅτε  πᾶσα  ἐπαφή  μετά  ἀνθρώπων  ἐκ  τοῦ 
ἐξωτερικοῦ  ἔθετε  τόν  Ρῶσον  πολίτην  ὑπό  ὑποψίαν  καί  εἰς  κίνδυνον  ἐξορίας  αὐτοῦ  εἰς 
Σιβηρίαν».  Περί  προσευχῆς,  σελ.  95.  Βλ.  ἐπίσης  στό  ιδιο  σελ.  152,  245,  Ἀναφορά,  σελ.  208 
καί Ἀλληλογραφία, σελ. 154. 
71 Ὀψόμεθα, σελ. 388: «Ἐάν τις ἑνωθῇ μετʹ Αὐτοῦ διά τῆς ὁμοιώσεως τοῦ θανάτου ἐν 

βαθείᾳ  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  προσευχῇ  καί  ἀφορήτῳ  δίψῃ  διά  τήν  σωτηρίαν  τῶν  ἀνθρώπων, 
προγεύεται τῆς ὁμοιώσεως τῆς ἀναστάσεως (Βλ. Ρωμ. στ΄ 5, η΄ 11)». 
72 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 239, 241. 

73 Ὅπ. π., σελ. 288: «Ἑκατομμύρια ψυχῶν εὔχονται στόν Θεό γιά εἰρήνη. Μαζί τους 

ἑνώθηκα  κι  ἐγώ.  Στήν  ἀπόγνωσή  μου  αὐτά  τά  χρόνια  ὡς  παράφρων,  μέ  ἀναίδεια  καί 
θρασύτητα,  κάποτε  μέ  πόνο  πού  μέ  ὁδηγοῦσε  σχεδόν  ὥς  τόν  θάνατο,  ἱκετεύω  κι  ἐγώ  τόν 
Θεό νά δώσει εἰρήνη στόν κόσμο». 
74 Βλ. ὅπ. π., σελ. 241 – 242.  

75 Περί προσευχῆς, σελ. 240: «Ὁ κόσμος ἐν τῷ συνόλῳ αὐτοῦ ἀπωθεῖ τήν προσευχήν 

ταύτην μετʹ ἀντιπαθείας». 
76 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 94 καί Ὀψόμεθα, σελ. 351 – 352. Πρβλ. Γράμματα, σελ. 

67. 
211

βαθύτερον  εἰς  τάς  καρδίας  τῶν  ἀνθρώπων»77.  Συνέπεια  αὐτῶν  τῶν 

σκέψεων  εἶναι  ἡ  ἀποθάρρυνση  τοῦ  προσευχομένου  καί  ἡ  σκέψη  νά 

ἐγκαταλείψει  τήν  προσευχή  γιά  τόν  κόσμο:  «πρέπει  νά  ἐγκαταλείψωμεν 

τήν  προσευχήν  ὑπέρ  τῆς  ἀνθρωπότητος,  διότι  εἶναι  ὀδύνη  ἄνευ 

ἀποτελέσματος, θῦμα τῆς ὁποίας πρῶτοι θά ἀποβῶμεν ἡμεῖς οἱ ἴδιοι»78.  

Ἕνα  τέτοιο  γεγονός  ὅμως  δέν  πρέπει  νά  ἀποθαρρύνει  τόν 

προσευχόμενο.  Ἀντίθετα  πρέπει  νά  γίνει  αἰτία  νά  αὐξηθεῖ  ἡ  προσευχή 

περισσότερο79.  Παράδειγμά  μας  πρέπει  νά  ἀποτελεῖ  ὁ  ἴδιος  ὁ  Χριστός,  ὁ 

ὁποῖος  «πάλεψε»  μόνος  του  ἐναντίον  τοῦ  κόσμου80  καί  τελικά  νίκησε: 

“Ἐγώ νενίκηκα τόν κόσμον”81»82. Σέ περίπτωση πού δέν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι 

νά  προσεύχονται  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου,  «  ἡ  “ἐξουσία  τοῦ  σκότους”83  θά 

ἐνετείνετο μετά μεγαλυτέρας ἔτι δυνάμεως»84. «Ὁ κληρικός ὁλόκληρος ‐ μέ 

τήν  καρδιά,  τήν  ψυχή  καί  τό  σῶμα  ‐  πρέπει  νά  συμμετέχει  σʹ  αὐτή  τήν 

ὀδυνηρή  γιά  τόν  κόσμο  προσευχή.  Καί  ὅσο  περισσότερο  πονᾶ,  τόσο 

περισσότερο  διαχύνεται  ἡ  θεραπευτική  δύναμη  τοῦ  Ἁγίου  Πνεύματος  στόν 

κόσμο,  μέ  τήν  προσευχή  του»85.  Γενικότερα  «οἱ  θλίψεις  τοῦ  κόσμου  θά  μᾶς 

πικραίνουν σοβαρά. Θά λησμονήσουμε τό σῶμα μας καί τό πνεῦμα μας καί 

κατά τό δυνατό θα ζοῦμε τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν Γεθσημανή. Αὐτή 

εἶναι ἡ ἀρχή τῆς γνώσεως τοῦ Χριστοῦ»86.  

Ἀκόμη  καί  ἄν  ὁ  κόσμος  ἀπορρίπτει  τήν  προσευχή  που  γίνεται  γι’ 

αὐτόν, ὑπάρχει ὄφελος. Αὐτό μαρτυρεῖ ὁ γέροντας Σωφρόνιος γράφοντας 

τά  «πιστεύω»  τοῦ  ἁγίου  Σιλουανοῦ:  «Ἐν  ὅσῳ  ὅμως  προσφέρεται  ἡ 

77 Ὀψόμεθα, σελ. 352. 
78 Ὀψόμεθα, σελ. 352.  
79 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 366. 

80 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 352. 

81 Ἰωάν. ιστ΄ 33. 

82 Ὀψόμεθα, σελ. 352. 

83 Λουκ. 22, 53. 

84 Περί προσευχῆς, σελ. 94. 

85 Ζωή, σελ. 118. 

86 Ὅπ. π., σελ. 127. 
212

ἀναίμακτος  Θυσία,  ἐν  ὅσῳ  ἡ  λειτουργική  προσευχή  ἐναγκαλίζεται  πάντας 

τούς ἀνθρώπους, ζῶντας, τεθνεῶτας καί μέλλοντας εἰσέτι νά γεννηθοῦν, ἐν 

ὅσῳ ὑπάρχουν ψυχαί προσευχόμεναι ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν, κατ’ ἔμπνευσιν τοῦ 

Ἁγίου  Πνεύματος,  ἡ  Γῆ  θά  διαφυλάττηται  ἀπό  τοῦ  ἀποκαλυπτικοῦ  πυρός, 

ὅπερ  μέλλει  νά  κατακαύσῃ  τά  πάντα87»88.  Ἐπιθυμοῦσε  νά  δεῖ  ὅλους  τούς 

ἀνθρώπους  «φορεῖς  ἐκείνου  τοῦ  Θείου  πληρώματος  ζωῆς,  πού  ἔφερε  ὁ 

Χριστός στόν κόσμο: “ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ 

ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν”89»90. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἔδινε  μεγάλη  σημασία  στήν  προσευχή, 

ὅπως καί ὁ Ἅγιος Σιλουανός, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι: « … καί μετά θάνατον, δέν 

θά  ἦταν  ἀναπαυμένος  καί  δέν  θά  ἔπαυε  τήν  προσευχή  ὑπέρ  ὅλης  τῆς 

ἀνθρωπότητας,  μέχρι  ὁ  Θεός  νά  ἐλεοῦσε  τούς  πάντες»91.  Ἤξερε  ὅτι  «ὅταν 

ἔρχεται  προσευχή  συμπόνιας  γιά  ὅλο  τόν  κόσμο,  τότε  δέν  δημιουργεῖται 

κενό  ἀλλά  …  Θεϊκή  ἁρμονία.  Τότε  ὁ  άνθρωπος  δέν  αἰσθάνεται  πώς  τοῦ 

λείπει  κάτι,  ἀλλά  γίνεται  θεατής  ἐντελῶς  ἄλλων  δυνατοτήτων»92.  Ἡ 

προσευχή  του  γιά  τόν  κόσμο  διήρκησε  σχεδόν  ὁλόκληρη  τήν  ζωή  του93. 

Ἦταν κάτι τό ξεχωριστό γι’ αὐτόν94. Ἦταν ἕνα πραγματικό βίωμα καί ὄχι 

μιά  ἁπλή  συνήθεια.  Τά  γεγονότα  τοῦ  Β΄  Παγκοσμίου  Πολέμου  τόν 

βοήθησαν στήν βίωση τῆς ὑπέρ τοῦ κόσμου προσευχῆς95. Ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ: 

87  Βλ. Β΄ Πέτρ. γ΄ 10. 
88  Ὀψόμεθα, σελ. 352. 
89 Ἰωάν. ι΄ 10. 

90 Γράμματα, σελ. 250. 

91 Ἀγαπῶ, σελ. 194 – 195. 

92 Γράμματα, σελ. 42. 

93 Βλ. Ὅπ. π., σελ. 250. 

94 Π.Π.Ζ., σελ. 69: «Νά προσευχόμαστε γιά τόν ἄλλο σημαίνει νά τόν βοηθοῦμε, χάρη 

στήν  ἀγαθή  διάθεση  τῆς  καρδιᾶς  μας  ἀπέναντί  του,  ν’  ἀντισταθεῖ  στούς  ἀρνητικούς 
λογισμούς  πού  ἐνδέχεται  νά  ἔχει,  καί  ὄχι  ἄδικα,  γιά  μᾶς.  Ἀντιθέτως,  νά  μήν 
προσευχόμαστε γι’ αὐτόν σημαίνει νά δικαιώνουμε μέ τήν ἀπουσία ἀγάπης ἀπό μέρους μας 
τίς  κακές  σκέψεις  πού  μπορεῖ  νά  ἔχει  ἐναντίον  μας.  Ἄς  φυλάξουμε  τήν  ἑνότητα  στήν 
προσευχή γύρω ἀπό τό Ποτήριο τοῦ Χριστοῦ, καί θά δοῦμε ὅτι εἶναι εὔκολο νά ἀγαπᾶμε». 
95 Βλ. Rosemary Edmonds, Εἰσαγωγή στό Ζωή, σελ. 13. 
213

«ἡ  προσευχή περί τοῦ κόσμου  παντός ἀνεζωπυροῦτο ἐν τῇ καρδίᾳ μου, καί 

τό ἀνέσπερον Φῶς ἐθεράπευε τήν ψυχήν μου»96.  

Προέτρεπε  συνεχῶς  γιά  προσευχή  καί  παρώτρυνε  τόν  καθένα  νά 

προσεύχεται γιά τόν κόσμο97. Ὅ ἴδιος «προσευχόταν ἐκτενῶς καί μέ ἔνταση 

γιά  τούς  πάσχοντες  καί  χαιρόταν  ἀκόμη  περισσότερο  καί  ἀπό  τό  θαῦμα, 

ὅταν  ὁ  λόγος  καί  ἡ  προσευχή  του  μεταποιοῦσαν  τήν  καρδιά  τους»98. 

Προσευχόταν  γιά  ὅλους99.  Μέσα  ἀπό  τά  συγγράμματά  του  φαίνεται  ἡ 

βίωση  τῆς  προσευχῆς  του  γιά  τόν  κόσμο:  «Κύριε  Ἰησοῦ,  Χριστέ,  Υἱέ  τοῦ 

Θεοῦ,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν  κόσμον  Σου»100,«Κύριε  Παντοκράτορ,  Χριστέ 

Ἰησοῦ,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν  κόσμον  Σου»101,  «Ἰησοῦ,  Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ  τοῦ 

Ζῶντος,  ἐλέησόν  ἡμᾶς»102,  «Κύριε  Ἰησοῦ  Χριστέ,  ἐλέησον  ἡμᾶς  καί  τόν 

κόσμον  Σου»103,  «Υἱέ  τοῦ  Θεοῦ,  σῶσε  ἐμᾶς  καί  τόν  κόσμο  σου»104,  «Κύριε, 

Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν ἡμᾶς καί τόν κόσμον σου ἅπαντα»105. 

Δίδασκε  προσευχή  καί  γιά  τούς  ἀρρώστους106.    Ἔλεγε  σχετικά: 

«Ὅταν  προσευχόμαστε  γιά  κάποιον  ἄρρωστο,  μνημονεύουμε  τό  ὄνομά  του 

ζητῶντας  ἀπό  τόν  Θεό  νά  τόν  θεραπεύσει.  Αὐτό  δέν  εἶναι  πλάνη,  ἀλλά 

πραγματικότητα.  Δέν  πρόκειται  γιά  πάθος,  ἀλλά  γιά  στάση  χριστιανικῆς 

ἀγάπης πρός τόν ἀδελφό μας»107. 

 Περί προσευχῆς, σελ. 245. 
96

 Βλ. Π.Π.Ζ., σελ. 30, 84 καί Ἀλληλογραφία, σελ. 229. 
97

98 Ἀναφορά, σελ. 16. 

99  Βλ.  Γράμματα,  σελ.  148,  149,  150,  175,  194,  235  –  236,  256,  276,  288.  Βλ.    ἐπίσης 

Ἀλληλογραφία, σελ. 111, 147, 149, 154, 178, 179, 220, 248 – 249, 252, 279, 288 καί Ἀναμνήσεις, 
σελ. 39. 
100 Περί προσευχῆς, σελ. 144. 

101 Ὅπ. π., σελ. 164 – 165. 

102 Ὅπ. π., σελ. 167. 

103 Ὅπ. π., σελ. 167, 185. 

104 Ζωή, σελ. 177. 

105 Ὅπ. π., σελ. 179. 

106 Βλ. Γράμματα, σελ. 110. 

107 Π.Π.Ζ., σελ. 84.  
214

Εἶναι ἄξιο προσοχῆς τό ὅτι ὁ γέροντας Σωφρόνιος προσευχόταν γιά 

ὅλο  τόν  κόσμο  καί  κατά  τήν  διάρκεια  τῆς  Θείας  Λειτουργίας108. 

Προσευχόταν  ὀνομαστικά  γιά  ζῶντες  καί  κεκοιμημένους109.  Γνώριζε  ὅτι 

εἶναι  δυνατόν  νά  ὑπάρξει  «ἐπαφή»  μέ  τούς  κεκοιμημένους  διά  τῆς 

προσευχῆς.  Βεβαίως  κάτι  τέτοιο  εἶναι  τελείως  διαφορετικό  ἀπό  τόν 

πνευματισμό  κ.λπ.110.  Γράφει  χαρακτηριστικά:  «Στρέφων  τήν  προσευχήν 

αὐτοῦ  πρός  τούς  ἀποθνῄσκοντας,  φυσικῷ  τῷ  τρόπῳ,  ὁ  ἱερεύς  μεταφέρεται 

νοερῶς  εἰς  ἐκεῖνον  τόν  κόσμον  καί  μετέχει  ἤ  τῆς  ἡσύχου  παραδόσεως  τῆς 

ψυχῆς  εἰς  τόν  Θεόν  ἤ  τοῦ  τρόμου  αὐτῆς  ἐνώπιον  τοῦ  ἀγνώστου,  ὅπερ 

πλήττει  τήν  φαντασίαν,  πρίν  ἤ  φθάσῃ  αὐτό  τοῦτο  τό  γεγονός  τῆς 

ἀποχωρήσεως ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»111.  

Ἐκτός τοῦ ὅτι προσευχόταν γιά τούς ἄλλους, ζητοῦσε τίς προσευχές 

τοῦ  κόσμου  γιά  τόν  ἑαυτό  του112.  Οἱ  προσευχές  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου 

δέν  ἀφορούσαν  μόνο  τόν  κόσμο.  Προσευχόταν  καί  γιά  τυχόν  λογισμούς 

που  εἶχε  ἐναντίον  τοῦ  Θεοῦ113.  Προέτρεπε  τόν  κόσμο  σέ  κάτι  που 

108 Γράμματα, σελ. 210 – 211: «Τελῶντας τήν Λειτουργία προσεύχομαι βεβαίως γιά 
ὅλο  τόν  κόσμο  καί  δέν  ἀμφιβάλλω  ὅτι,  ὡσότου  προσφέρεται  στόν  κόσμο  αὐτό  ἡ  θυσία  τῆς 
ἀγάπης, ὁ κόσμος θά διατηρηθεῖ στήν ὕπαρξή του. Ὅταν ὅμως θά παύσει νά προσφέρεται ἡ 
θυσία αὐτή, τότε ἀναπόφευκτα ὁ κόσμος θά κατακαεῖ στό πῦρ τοῦ γενικοῦ μίσους». 
109 Βλ. Γράμματα, σελ. 131 – 132, 208, 209, 215. 

110 Βλ. ὅπ. π., σελ. 144. 

111 Περί προσευχῆς, σελ. 245. 

112 Βλ. Ἀλληλογραφία, σελ. 187 – 188, Γράμματα, σελ. 90 καί Ζωή, σελ. 66. 

113 Περί προσευχῆς, σελ. 51 – 52: «Ἰδού μία ἐκ τῶν περιπτώσεών μου: Τοῦτο συνέβη 

ἐν Γαλλίᾳ περί τό ἔτος 1925, πρό τῆς εἰς Ἄθω ἀναχωρήσεώς μου. Ἐπί μακρόν προσηυχόμην 
μετά  κλαυθμοῦ  εἰς  τόν  Θεόν:  ʺΕὑρέ  μέσον  νά  σώσῃς  τόν  κόσμον΄  πάντας  ἡμᾶς,  τούς 
διεφθαρμένους  καί  ἀξέστουςʺ.  Ἰδιαιτέρως  ζέουσα  ἦτο  ἡ  προσευχη  δια  τούς  ʺμικρούς 
τούτουςʺ,  διά  τούς  πτωχούς  καί  ἐξουθενημένους.  Πρός  τό  τέλος  τῆς  νυκτός,  ὅτε  ἤδη 
ἐξηντλοῦντο  αἱ  δυνάμεις  μου,  ἐπί  τινα  χρόνον  ἐταράσσετο  ἡ  προσευχή  μου  ἐκ  τῆς 
ἐπερχομένης  εἰς  ἐμέ  σκέψεως.  ʺἘάν  ἐγώ  οὕτω,  διʹ  ὅλης  τῆς  δυνάμεως  τῆς  καρδίας  μου, 
συμπάσχω μετά τῆς ἀνθρωπότητος, πῶς νά θεωρήσω δυνατόν ὅτι ὁ Θεός βλέπει ἀδιαφόρως 
τήν  κάκωσιν  πολλῶν  ἑκατομμυρίων  ὑπʹ  Αὐτοῦ  κτισθέντων  ἀνθρώπων;  Διά  τί  Οὗτος 
ἐπιτρέπει  τάς  ἀμέτρους  βιαιότητας  ἐν  τῷ  κόσμῳ;ʺ.  Οὕτως  ἐστρεφόμην  πρός  Αὐτόν  μετά 
τῆς  παράφρονος  ἐρωτήσεως:  ʺΠοῦ  εἶσαι  Σύ;ʺ…  Εἰς  ἀπάντησιν  ἤκουσα  ἐν  τῇ  καρδίᾳ  μου 
τούς  λόγους:  ʺΜήπως  σύ  ἐσταυρώθης  διʹ  αὐτούς;ʺ…  Οἱ  πρᾶοι  οὗτοι  λόγοι  ἠχηθέντες  διά 
τοῦ  Πνεύματος  ἐν  τῇ  καρδίᾳ  μου  συνεκλόνισαν  ἐμέ:  Ὁ  Σταυρωθείς  ἀπήντησεν  εἰς  ἐμέ  ὡς 
Θεός». 
215

ἐφάρμοζε πρῶτα ὁ ἴδιος, νά προσεύχονται πρίν μιλήσουν μέ κάποιον γιά 

νά τούς φωτίσει ὁ Θεός νά μιλήσουν σωστά114. 

Ὅπως  εἴδαμε  παραπάνω  ἡ  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  ἀφορᾶ 

ὅλους.  Ὁ  κάθε  χριστιανός  μπορεῖ  νά  προσευχηθεῖ  γιά  ὁλόκληρο  τόν 

κόσμο. Τότε αὐτός ἀναλαμβάνει «ἐν μέρει ἐσωτερικά τά παθήματα ἐκείνου 

γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται, καί ἐπιπλέον τήν εὐθύνη γιά τόν ἄνθρωπο αὐτόν 

ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»115. Ὅμως τό συγκεκριμένο εἶδος προσευχῆς ἀποτελεῖ τό 

κύριο  ἕργο  τοῦ  πνευματικοῦ  πατέρα116.  Ἄλλωστε  «Γιά  νά  μεταδώσει 

πνευματικό  χάρισμα,  ὁ  λόγος  τοῦ  πνευματικοῦ  πρέπει  νά  ἐξέρχεται  ἀπό 

114   Ἀλληλογραφία,  σελ.  157  –  159:  «Θέλω  νά  σᾶς  ἐπαναλάβω  ὅτι  πρέπει  νά 
προσπαθήσετε  νά  υἱοθετήσετε  τή  συνήθεια,  ὥστε  πρίν  ἀπό  κάθε  συνομιλία  σας  μέ  τούς 
ἀνθρώπους νά προσεύχεσθε νοερά στόν Θεό (ἄν εἶναι δυνατό καρδιακά) ζητώντας σύνεση, 
γιά  τό  τί  νά  πεῖτε  καί  τό  πῶς  νά  φερθεῖτε.  Καί  νά  ποιό  εἶναι  τό  ἔργο  σας:  Παρατηρεῖστε 
ὁπωσδήποτε τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο μεταβάλλεται ἡ καρδιακή αἴσθηση, καί στή συνέχεια ἡ 
σκέψη  καί  ὁ  λόγος.  Κάτι  τέτοιο  κατορθώνεται  ὡς  ἐξῆς:  Πρίν  ἀκόμη  προχωρήσετε  στήν 
ἔκφραση  ἑνός  ἤδη  διαμορφωμένου  λόγου  ἤ  μιᾶς  σκέψης,  προσευχηθεῖτε  στόν  Θεό  γιά 
σύνεση,  στρέφοντας,  ὅσο εἶναι  δυνατό,  τήν  προσοχή  τοῦ  νοῦ  στήν  καρδιά … Πάντως,  ὅταν 
κάποιος ἀπευθυνθεῖ σέ σᾶς, ἰδιαίτερα γιά συμβουλή ἤ διευκρίνιση, νά προσπαθήσετε δίχως 
ἄλλο, πρίν ἀρχίσετε νά μιλᾶτε, νά στραφεῖτε νοερά στόν Θεό». 
115 Γράμματα, σελ. 165 – 166. 

116 Περί προσευχῆς, σελ. 239 – 240: «Ὁ πνευματικός ἐν τῇ διακονίᾳ αὐτοῦ εὑρίσκεται 

εἰς τήν ἀνάγκην νά προσεύχηται πάντοτε ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν. 
Διά  τῆς  προσευχῆς  ταύτης  βυθίζεται  οὗτος  εἰς  νέαν  δι’  αὐτόν  ζωήν.  Εὐχόμενος  ὑπέρ 
ἐκείνων,  οἵτινες  εὑρίσκονται  ἐν  ἀπογνώσει  ἐκ  τῶν  ἀνυπερβλήτων  δυσκολιῶν  τοῦ  ἀγῶνος 
διά  τήν  ἐπιβίωσιν,  αἰσθάνεται  ἀνησυχίαν  καί  ἀγωνίαν  δι’  αὐτούς.  Εὐχόμενος  ὑπέρ  τῶν 
ἀσθενῶν μετέχει εἰς τόν ψυχικόν αὐτῶν φόβον ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Προσευχόμενος ὑπέρ 
τῶν εὑρισκομένων ἐν τῷ ᾅδῃ τῶν παθῶν, γεύεται ὁ ἴδιος τῆς καταστάσεως τοῦ ᾅδου. Πάντα 
ταῦτα  βιοῖ  ἐντός  αὐτοῦ  τοῦ  ἰδίου,  ὡς  ἰδίαν  βάσανον.  Ἐν  τῇ  πραγματικότητι  ὅμως  δέν 
ἀνήκουν εἰς αὐτόν τόν ἴδιον. Αὐτός δέχεται μόνον καί βαστάζει τά ἀσθενήματα τῶν ἄλλων. 
Κατ’  ἀρχάς  ὁ  ἴδιος  δέν  ἀντιλαμβάνεται  τί  συμβαίνει΄  τελεῖ  ἐν  ἀπορίᾳ:  Διά  τί  ἐκ  νέου  καί 
μάλιστα πλεῖον ἤ πρότερον προσβάλλεται ὑπό παθῶν, πολλά τῶν ὁποίων δέν ἐγνώριζεν εἰς 
τό παρελθόν; Βραδύτερον μόνον ἀναγνωρίζει ὅτι εἰσῆλθεν εἰς τόν ἀγῶνα διά τήν ζωήν τῶν 
ἄλλων΄ ὅτι ἡ προσευχή αὐτοῦ ἔφθασε τήν πνευματικήν πραγματικότητα ἐκείνων, ὑπέρ τῶν 
ὁποίων  προσφέρεται  αὕτη  εἰς  τόν  Θεόν.  Περιβάλλεται  οὗτος  ὑπό  τῆς  πνοῆς  τοῦ  θανάτου, 
ἥτις  ἔπληξε  τό  ἀνθρώπινον  γένος.  …  Ὁ  πνευματικός,  παραδίδων  τήν  ζωήν  αὐτοῦ  εἰς  τήν 
διακονίαν  ταύτην,  οὐδέ  ἑαυτόν  ζῇ  εἰσέτι  ὡς  τελείως  ἐλεύθερον  ἐκ  τῶν  παθῶν΄  εὔχεται 
ὑπέρ τῶν ἄλλων ὡς καί ὑπέρ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, διότι ἡ ζωή αὐτῶν ἐταυτίσθη μετά τῆς ζωῆς 
αὐτοῦ.  Μετανοεῖ  ὑπέρ  ἑαυτοῦ  καί  ὑπέρ  τῶν  ἄλλων.  Ἐκδυσωπεῖ  ὑπέρ  “τοῦ  ἐλεηθῆναι 
πάντας  ἡμᾶς”.  Ἡ  μετάνοια  αὐτοῦ  ἀποβαίνει  μετάνοια  δι’  ὅλον  τόν  κόσμον,  δι’  ὅλους  τούς 
ἀνθρώπους. Εἰς τήν κίνησιν ταύτην τοῦ πνεύματος αὐτοῦ συνίσταται ἡ ἐξομοίωσις πρός τόν 
Χριστόν,  Ὅστις  ᾖρεν  ἐπ’  Αὐτοῦ  τάς  ἁμαρτίας  τοῦ  κόσμου.  Ὁ  κόσμος  ἐν  τῷ  συνόλῳ  αὐτοῦ 
ἀπωθεῖ  τήν  προσευχήν  ταύτην  μετʹ  ἀντιπαθείας».  Βλ.  ἐπίσης  Ὀψόμεθα,  σελ.  243  καί 
Ἀναφορά, σελ. 205, 207. 
216

πεπυρωμένη  καρδιά,  πού  ἀγαπᾶ  τό  λαό  καί,  γεμάτη  ἀπό  βαθιά 

εὐσπλαγχνία, προσεύχεται γιʹ αὐτόν»117.  

Θά  μπορούσαμε  ὅλοι  μας  νά  συμφωνήσουμε  μέ  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο στό ὅτι «ὁ άνθρωπος τῆς προσευχῆς βλέπει μέ διαφορετικό φῶς 

τό  περιβάλλον  του.  Ἡ  φροντίδα  ἐπιταχύνεται  καί  ἡ  πραγματική  ἀξία  τῆς 

ζωῆς ἐκτιμᾶται. Μέ τόν καιρό ἡ προσευχή θά εἰσέλθει στή φύση μας, μέχρις 

ὅτου  σιγά‐σιγά  ἕνας  νέος  ἄνθρωπος  γεννηθεῖ  ἀπό  τό  Θεό»118.  Τό 

περιεχόμενο  τῆς  ζωῆς  ἑνός  ἀνθρώπου  πού  προσεύχεται  μέ  ἔνταση  στόν 

Θεό  εἶναι  «ὅμοιον  πρός  ἀπέραντον  ὠκεανόν  ζῶντος  ὕδατος.  …  Ὁ  νοῦς 

ἐθίζεται νά σκέπτηται ἀσχηματίστως ὅλον τόν κόσμον, ἡ δέ καρδία νά φέρῃ 

εὐκτικῶς καί μετά πόνου ἀγάπης ἐν ἑαυτῇ τόν κόσμον τοῦτον ἐν τῷ συνόλῳ 

αὐτοῦ. Ἐν τῇ τοιαύτῃ πνευματικῇ συνθέσει διαμένει ἡ ὥριμος προσευχή τοῦ 

χριστιανοῦ,  τοῦ  παρισταμένου  τῷ  Θεῷ  διʹ  ὅλου  τοῦ  νοῦ,  διʹ  ὅλης  τῆς 

καρδίας119, ἐν τῇ ἑνώσει αὐτῶν εἰς ἕν. Ὁ ἀσκητής, ἀνίσχυρος νά ἐκφράσῃ διά 

λόγου πᾶν ὅ,τι φέρει ἐν ἑαυτῷ, συχνάκις προσεύχεται ἄνευ λόγων…»120. 

Ὁ  συσχετισμός  τῆς  ἑνότητας  τοῦ  Τριαδικοῦ  Θεοῦ  μέ  τήν  ἀσκητική 

προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου  κάνει  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  νά  ξεχωρίζει 

ἀπό  ἄλλους  θεολόγους121.  Αὐτή  ἡ  «συσχέτιση  τῆς  ἀσκητικῆς  ζωῆς  μέ  τήν 

δογματική  διδασκαλία  καθιστᾶ  τή  θεολογία  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου 

πρωτότυπη καί δημιουργική»122. 

Κλείνουμε  τήν  παροῦσα  παράγραφο  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  νά 

ἑρμηνεύει  τόν  Ἅγιο  Σιλουανό:  «Ἐν  αὐτῇ,  τῇ  Χριστομιμήτῳ  προσευχῇ, 

117 Ἀναφορά, σελ. 199. 
118 Ζωή, σελ. 74. 
119 Βλ. Λουκ. ι΄  27. 

120 Περί προσευχῆς, σελ. 46. 

121 Βλ. Ἀγαπῶ, σελ. 189. 

122 Ὅπ. π., σελ. 195. 
217

ἔβλεπεν  οὗτος  τήν  “κατέχουσαν”  δύναμιν,  περί  ἧς  ὁμιλεῖ  ὁ  Ἀπόστολος 

Παῦλος ἐν τῇ Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῇ αὐτοῦ123»124. 

123 Βλ. Β΄ Θεσ. β΄ 7. 
124 Ὀψόμεθα, σελ. 352. 
 

δ) Σχέση κατ’ ἰδίαν καί κοινῆς προσευχῆς. 

Μέ  τήν  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ:  «προσεύχονται  κατά  τήν  διάρκειαν 

πάσης ἐργασίας ἁπλοῖ καί εὐσεβεῖς ἄνθρωποι΄ δι’ αὐτῆς ἀντικαθίστανται αἱ 

ἐκκλησιαστικαί  ἀκολουθίαι΄  αὐτήν  “νοερῶς”  προφέρουν  οἱ  μοναχοί, 

εὑρισκόμενοι  ἐν  τῷ  ναῷ  κατά  τόν  χρόνον  τῶν  ἀκολουθιῶν΄  αὕτη  συνιστᾷ 

ὡσαύτως  τό  κατ’  ἐξοχήν  ἔργον  τῶν  μοναχῶν  ἐν  τοῖς  κελλίοις  καί  τῶν 

ἐρημιτῶν ‐ ἡσυχαστῶν»1.  

Ἡ φράση αὐτή ἐκφράζει περιληπτικά τήν σχέση τῆς κατ’ ἱδίαν καί 

τῆς  κοινῆς  προσευχῆς  κατά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο.  Ἀρχικά,  μέ  βάση  τά 

παραπάνω,  κατανοοῦμε  ὅτι  ἡ  νοερά  προσευχή  συνδέεται  ἄμεσα  μέ  τίς 

ἀκολουθίες  τῆς  Ἐκκλησίας  μας.  Βλέπουμε  ὅτι  εἶναι  δυνατόν  ἡ  προσευχή 

τοῦ Ἰησοῦ:  α) νά τελεῖται κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν στόν 

ναό καί β) νά ἀντικαθιστᾶ τίς ἱερές ἀκολουθίες. 

Ἡ  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ  καί  ἡ  λειτουργική  θυσία  εἶναι  τό  ἰσχυρό 

ὅπλο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός γιά τόν πνευματικό μας ἀγώνα2. Ἡ σύζευξη 

αὐτῶν «παρέχει τά ἐχέγγυα τοῦ ἀπλανοῦς στήν ἄπαυστη λογική λατρεία3 

τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἡ μία τροφοδοτεῖ τήν ἄλλη μυστικά καί ἀδιάσπαστα, 

“ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”4, στό πεδίο τοῦ αὐτεξουσίου καί τῆς συνεργίας». 

Πάνω σ’ αὐτούς τούς «δύο τρόπους ἔκφανσης τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἁγιασμοῦ 

τῆς  Ἐκκλησίας,  οἰκοδομεῖται  χαρισματικά  ἡ  ἀένναη  ἀληθής  λατρεία  τοῦ 

Θεοῦ»5.  «Ἡ  ἀδιάλειπτη,  νοερά,  καρδιακή  καί  καθαρά  προσευχή, 

ζωοποιούμενη  ἀπό  τό  συνεχῆ  ἁγιασμό  τῶν  μυστηρίων,  δέν  μπορεῖ  παρά  νά 

 Περί προσευχῆς, σελ. 155. Βλ. ἐπίσης Ἀναφορά, σελ. 212. 
1

 Βλ. Περί προσευχῆς, σελ. 177. 
2

3 Πρβλ. Ρωμ. ιβ΄ 1. 

4 Ἰωάν. δ΄ 24. 

5  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  «Ἡ  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  γιά  τήν 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», Πρακτικά, σελ. 475 ‐ 476.  
219

εἶναι  ἡ  πιό  γνήσια  ἔκφανση  τῆς  ὀρθοδόξου  πνευματικότητος  καί  ἡ  πιό 

ἀληθής  ἔκφραση  τῆς  ἀεννάου  λατρείας  τοῦ  Θεοῦ»6.  Μ’  αὐτόν  τόν  τρόπο 

«παύει  ὁ  ἀδιάκριτος  καί  μονομερής  ὑπερτονισμός  τῆς  ἀσκήσεως  νά  δρᾶ 

ἀρνητικά  πρός  τή  ζωντανή  λατρεία  καί  τήν  ἀδιάλειπτη  εὐχαριστιακή 

μετουσία»7. Δηλαδή ἡ κατ’ ἰδίαν προσευχή σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν κοινή 

λατρεία,  διότι  «κοινή  ἀκολουθία  καί  ἀδιάλειπτη  νηπτική  ἐργασία  …  σέ 

καμία  περίπτωση  δέν  ἀλληλοαναιροῦνται  ἀλλά  μᾶλλον 

ἀλληλοσυμπληρώνονται  καί  ἀλληλοκαθαίρονται  τρέφουσες  ἡ  μία  τήν 

ἄλλη»8. 

Σχετικά μέ τήν «εὐχή» κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν ὁ Ἅγιος 

Σιλουανός  γράφει:  «Γιά  τήν  προσευχή  μᾶς  δόθηκαν  οἱ  ναοί,  καί  ἐκεῖ 

τελοῦνται  οἱ  ἀκολουθίες  μέ  τά  βιβλία.  Ἀλλά  οὔτε  τό  ναό  οὔτε  τά  βιβλία 

μπορεῖς  νά  τά  ἔχεις  πάντα  μαζί  σου,  ἐνῶ  ἡ  ἐσωτερική  προσευχή  εἶναι 

παντοῦ καί πάντα μέσα σου. Στούς ναούς τελοῦνται οἱ ἱερές ἀκολουθίες καί 

τό  Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ  κατοικεῖ  σέ  αὐτούς. Ἡ ψυχή, ὅμως, εἶναι ὁ καλύτερος 

ναός τοῦ Θεοῦ, καί ὅποιος προσεύχεται ἐσωτερικά, γι’ αὐτόν ὅλος ὁ κόσμος 

ἔγινε ναός τοῦ Θεοῦ. Αὐτό, ὅμως, δέν εἶναι γιά ὅλους. Πολλοί προσεύχονται 

προφορικά ἤ προτιμοῦν νά προσεύχονται μέ βιβλία. Καί αὐτό καλό εἶναι καί 

ὁ  Κύριος  δέχεται  τήν  προσευχή  τους.  Ἄν,  ὅμως,  κάποιος  προσεύχεται  στόν 

Κύριο  καί  σκέφτεται  ἄλλα  πράγματα,  τότε  ὁ  Κύριος  δέν  εἰσακούει  τήν 

προσευχή αὐτοῦ τοῦ εἴδους»9.  

  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  ὅπ.  π.,  σελ.  477.  Βλ.  ἐπίσης  π.  Jean  Meyendorf,  Ὁ 
6

ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς  καί  ἡ  Ὀρθόδοξη  Μυστική  παράδοση  [Σειρά:  «Ὀρθόδοξη 


Μαρτυρία», ἀρ. 12], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1983, σελ. 215, 217 – 218. 
7 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 480. Βλ. τοῦ ἰδίου, Ἡ θεία εὐχαριστία καί 

τά  προνόμια  τῆς  Κυριακῆς  κατά  τή  διδασκαλία  τῶν  Κολλυβάδων,  [Σειρά:  Κανονικά  καί 
Λειτουργικά 7], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32008, σελ. 40, 41, 42. 
8  Ἀρχιμ.  Νικοδήμου  Σκρέττα,  «Ἡ  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  γιά  τήν 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», Πρακτικά, σελ. 486. 
9 Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 366. 
220

Αὐτή ἡ θέση τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ ἔχει ὡς βάση της τήν «ὀρθόδοξη 

νηπτική παράδοση, ἡ ὁποία, ἐνῶ δέν ἀπορρίπτει τίς δημοτελεῖς συνάξεις καί 

τήν ἐξ αὐτῶν μέγιστη ὡφέλεια, προτιμᾶ ἰδιαζόντως τήν ἐσωτερική ποιοτική 

προσευχή»10.  Ἄλλωστε  ἡ  λειτουργική  πράξη  μᾶς  διδάσκει  «νά 

παραμένωμεν  ἐν  τῇ  ἀτμοσφαίρᾳ  τοῦ  Χριστοῦ»11.  Τό  ἴδιο  κάνει  καί  ἡ 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος «ἀγαποῦσε μέ πάθος τή θεία 

Λειτουργία καί βεβαίωνε ὅτι ἡ ὀρθή τέλεσή της ἀφήνει τούς ἴδιους καρπούς 

χάριτος  στό  ἐπίπεδο  τῆς  προσευχῆς,  ὅπως  ἡ  ἡσυχαστική  προσευχή  τῆς 

ἐρήμου»12.  Σ’  αὐτήν  τήν  περίπτωση  «ἡ  κοινή  προσευχή  ἐπ’  οὐδενί 

ἀναιρεῖται, ὅμως, ὅταν ἡ νοερά ἐργασία ἔχει φθάσει χαρισματικά στό ὕψος 

τῆς τελειότητος καί αὐτενεργεῖται καρδιακά, δέν ὑπάρχει οὔτε χρόνος οὔτε 

τόπος ποὺ νὰ διακόπτει τό εὐχητικό ἀδιάλειπτο»13. 

Σύγχρονοι ἅγιοι καί πατέρες συνηγοροῦν ὑπέρ αὐτῆς τῆς τακτικῆς. 

Ὁ  Ἅγιος  Ἰγνάτιος  Μπριαντσιανίνωφ  ὑποστηρίζει  ὅτι  ἡ  «εὐχή»  κατά  τήν 

διάρκεια  τῶν  διαφόρων  ἀκολουθιῶν  βοηθάει  στήν  συγκρότηση  τοῦ  νοῦ. 

Ἔτσι μποροῦμε νά προσέχουμε σ’ ὅ,τι διαβάζουμε καί ψέλνουμε14. 

Ὁ  γέροντας  Παΐσιος  ὁ  Ἁγιορείτης  γράφει:  «Στό  κοινόβιο  πού  ἤμουν 

στό  Ἅγιον  Ὄρος  ἤμασταν  ἐξήντα  πατέρες  καί  ἦταν  σάν  νά  ἦταν  ἕνας 

ἡσυχαστής.  Εἶχαν  ὅλοι  τήν  εὐχή.  Στήν  ἐκκλησία  λίγοι  ἔψαλλαν  καί  οἱ 

περισσότεροι  νοερά  προσεύχονταν.  Στά  διακονήματα  τό  ἴδιο.  Μιά  ἡσυχία 

παντοῦ»15. 

10  Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 490. 
11  Ὀψόμεθα, σελ. 361. 
12 Ἀναφορά, σελ. 16 – 17. 

13 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 491. 

14  Βλ.  Ἰγνατίου  (Μπριαντσιανίνωφ),  Προσφορά  στόν  σύγχρονο  μοναχισμό,  τ.  Α΄, 

ἔκδ. Ἱ. Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2001, σελ. 214 – 216. 
15  Γέροντος  Παϊσίου  Ἁγιορείτου,  Λόγοι,  τ.  Α΄,  ἔκδ.  Ἱ.  Ἡσυχ.  «Εὐαγ.  Ἰωάννης  ὁ 

Θεολόγος»,  Σουρωτή  Θεσσαλονίκης  21999,  σελ.  184.  Πρβλ.  Γέροντος  Δανιήλ 


Κατουνακιώτου,  Ἀγγελικός  Βίος,  ἔκδ.  Μοναστικῆς  Ἀδελφότητος  Δανιηλαίων,  Ἅγιον 
Ὄρος – Θεσσαλονίκη 1981, σελ. 169.  
221

Σέ  ἀνάλογο  πλαίσιο,  ὅπως  εἴδαμε  παραπάνω,  κινοῦνταν  καί  ὁ 

γέροντας  Σωφρόνιος.  Συμβούλευε:  «κατά  τή  διάρκεια  τῆς  ἀκολουθίας 

δῶστε στόν Θεό τό νοῦ καί τήν ψυχή καί μή στρέψετε τήν προσοχή σας στό 

πῶς ψάλλουν, στέκονται, προσεύχονται καί συμπεριφέρονται οἱ ἄλλοι»16.  

Σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀντικατάσταση τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου 

μέ  τό  κομποσχοίνι  πρέπει  νά  ποῦμε  ὅτι  τό  κομποσχοίνι  εἶναι  ἕνα 

«πρακτικό  προσευχητικό  βοήθημα»17  κατά  τήν  νοερά  προσευχή.  «Ἡ 

προσευχή τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν οὐσίαν αὐτῆς ὑπέρκειται παντός ἐξωτερικοῦ 

σχήματος  ἐν  τῇ  πράξει  ὅμως  οἱ  πιστοί,  ἕνεκα  τῆς  ἀνικανότητος  αὐτῶν  νά 

σταθοῦν  ἐν  αὐτῇ    “καθαρῷ  νοΐ”  ἐπί  μακρόν  χρόνον,  χρησιμοποιοῦν  τό 

κομβοσχοίνιον  χάριν  πειθαρχίας.  Ἐν  τῷ  Ἁγίῳ  Ὄρει  τοῦ  Ἄθω  τό  πλέον 

διαδεδομένον  κομβοσχοίνιον  φέρει  ἑκατό  κόμβους  διῃρημένους  εἰς  τέσσαρα 

μέρη  τῶν  εἴκοσι  πέντε  κόμβων.  Ὁ  ἀριθμός  τῶν  προσευχῶν  καί  τῶν 

μετανοιῶν  καθ’  ἡμέραν  καί  νύκτα  ὁρίζεται  ἀναλόγως  τῆς  δυνάμεως 

ἑκάστου καί τῶν πραγματικῶν συνθηκῶν τῆς ζωῆς αὐτοῦ»18. 

Αὐτήν  τήν  τακτική  ἐφάρμοσε  καί  στό  μοναστήρι  τό  ὁποῖο  ἵδρυσε. 

Ἐκεῖ ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ «γίνεται ἀκολουθία καί τελεῖται ἀπό κοινοῦ καί 

στό  γλωσσικό  ἰδίωμα  τοῦ  καθενός»19.  Κάτι  ἀνάλογο  συνιστοῦσε  καί  ὁ 

Παπαχαράλαμπος  Διονυσιάτης20,  καθώς  καί  πολλοί  ἄλλοι  πατέρες  τῆς 

Ἐκκλησίας μας21. 

16 Ἀλληλογραφία, σελ. 90. 
17 Ἀρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, ὅπ. π., σελ. 493. 
18 Περί προσευχῆς, σελ. 159. 

19 Maxime Egger, Πρόλογος στό Π.Π.Ζ., σελ. 14. 

20  Βλ.  Ἰωσήφ  Μ.  Δ.,  Παπαχαράλαμπος  Διονυσιάτης,  ὁ  ἁπλοϊκός  ἡγούμενος  καί 

διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔκδ. 22003, σελ. 233. 
21  Βλ.  Ἱερομονάχου  Ἰσαάκ,  Βίος  Γέροντος  Παϊσίου  Ἁγιορείτου,  Ἅγιον  Ὄρος  2004, 

σελ.  499  –  512.  Γιά  τήν  κατ’  ἰδίαν  καί  τήν  κοινή  προσευχή,  βλ.  περισσότερα  στήν 
πλουσιότατη  μονογραφία  τοῦ  Π.  Σκαλτσῆ,  Ἡ  παράδοση  τῆς  κοινῆς  καί  τῆς  κατ’  ἰδίαν 
προσευχῆς.  Μέ  εἰδική  ἀναφορά  στό  Ὡρολόγιο  τοῦ  Θηκαρᾶ,  ἐκδ.  Π.  Πουρναρᾶ, 
Θεσσαλονίκη 2008. 
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 

Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ 

ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΚΟΣΜΟ 

Προκαλεῖται  τό  ὁμοούσιο  τοῦ  ἀνθρωπίνου  γένους  ἀπό  τήν 

λειτουργική  διδασκαλία  τοῦ  γέροντα  Σωφρονίου.  Μιά  νέα  λειτουργική 

ἐμπειρία  δημιουργεῖται  στήν  ψυχή  τοῦ  κάθε  πιστοῦ.  Ἀκριβῶς  σάν  νά 

γεννάει μέσα του μιά νέα ζωή1. Στήν πραγματικότητα ἀναγεννᾶται μέσα 

του μιά νέα ζωή, ἡ ζωή ἡ ὁποία προϋπῆρχε.  

Μέσα στήν διδασκαλία τοῦ γέροντος Σωφρονίου: 

i. Τονίζεται ἡ σπουδαιότητα τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 

Σέ ὅλη τήν γραπτή καί προφορική του διδασκαλία τονίζει συνεχῶς 

τήν  σημασία  τῆς  Θείας  Λειτουργίας.  Ἀπό  τήν  στιγμή  που  ἔφυγε  ἀπό  τό 

Ἅγιον  Ὄρος  καί  ἔχασε  τήν  ἡσυχαστική  προσευχή,  ἐπιδόθηκε  μέ  πάθος 

στήν  Θεία  Λειτουργία.  Γνώριζε  ὅτι  οἱ  καρποί  τῆς  χάριτος  πού  πηγάζουν 

ἀπό τήν ὀρθή τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας ταυτίζονται μέ τούς καρπούς 

τῆς νοερᾶς προσευχῆς2. Ὁ ἴδιος ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως τήν Θεία Λειτουργία 

καί  προσπαθοῦσε  νά  δημιουργήσει  καί  νά  βιώσει  τίς  κατάλληλες 

προϋποθέσεις γιά τήν ὀρθή τέλεσή της. Ἡ θεώρησή της ὡς ὑποστατικῆς – 

Γεθσημανίου προσευχῆς3 καί μέσα ἀπό τό πρίσμα τῆς κένωσης κάνει τήν 

λειτουργική  του  διδασκαλία  νά  ξεχωρίζει  καί  νά  πρωτοτυπεῖ.  Ὁ 

χαρακτηρισμός  της  ὡς  Θείας  πράξεως4,  ἡ  παραμονή  στήν  Θεία  καί  τήν 

1 Πρβλ. Ἅγιος Σιλουανός, σελ. 265. 
2 Βλ. Ἀναφορά, σελ. 16 – 17. 
3 Βλ. Ὀψόμεθα, σελ. 349.  

4 Βλ. ὅπ. π., σελ. 357. 
223

κτιστή  πραγματικότητα5,  ἡ  συμμετοχή  κλήρου  καί  λαοῦ  καί  ἡ  συμπόνια 

γιά  ὅλο  τόν  κόσμο6  συντελοῦν  μέ  τήν  σειρά  τους  στήν  διαμόρφωση  τῆς 

Σωφρόνειας λειτουργικῆς διδασκαλίας.  

ii. Ὑπερέχει ἡ ἐμπειρική ἀπό τήν Ἀκαδημαϊκή θεολογία. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  «εἶχε  παραλάβει  τήν  ὁδό  τῆς  αὐθεντικῆς 

θεολογήσεως  ἀπό  ἀπλανή  καί  ἔμπειρο  ὁδηγό,  τόν  ἅγιο  Σιλουανό  τόν 

Ἀθωνίτη»7.  Ξεχώριζε  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  γιατί,  ἄν  καί  εἶχε  «ἄρτια 

γνώση  τῆς  ἀκαδημαϊκῆς  θεολογίας»8,  ἐντούτοις  «ἦταν  κατεξοχήν 

ἐμπειρικός θεολόγος»9. Σ’ αὐτόν συνδυάζεται «ἡ θεολογία ὡς ἐμπειρία καί 

ὡς λόγος θεολογικός»10. Αὐτό ἀποτυπώνεται ἔντονα σέ ὅλα τά ἔργα του11. 

Ἡ πείρα του εἶναι μεγάλη, σπάνια καί δυσερμήνευτη. Γι’ αὐτόν τόν λόγο 

καί  δέν  εἶναι  δυνατόν  νά  ἐνταχθεῖ  στά  συνηθισμένα  ἀκαδημαϊκά 

ἑρμηνευτικά πλαίσια12. 

Σχετικά  μέ  τήν  διάκριση  Ἀκαδημαϊκῆς  καί  ἐμπειρικῆς  θεολογίας13 

γράφει: «Ὑπάρχουν δύο εἴδη θεολογίας: Τό ἕν – εὐρέως γνωστόν κατά τούς 

παρελθόντας αἰῶνας – εἶναι ἡ ἐπαγγελματική καθέδρα τῆς πολυμαθοῦς΄ τό 

5 Βλ. ὅπ. π., σελ. 350. 
6 Βλ. Ἀναμνήσεις, σελ. 52. 
7 Νικολάου Γ. Κοΐου, Θεολογία καί ἐμπειρία κατά τόν γέροντα Σωφρόνιο, Ι. Μ. Μ. 

Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 22007, σελ. 11. 
8 Εἴδαμε ὅτι σπούδασε στό Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στήν Γαλλία 

κοντά στούς πιό διακεκριμένους Ρώσους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του. 
9  Νικολάου  Γ.  Κοΐου,  ὅπ.  π.,  σελ.  14.  Πρβλ.  Γεωργίου  Γαλίτη,  «Ὁ  πρώτος  καί  ὁ 

ἔσχατος Ἀδάμ στή Θεολογία τοῦ γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 131. 
10  Βλ.  Ἰωάννου  Ζηζιούλα,Μητροπολίτου  Περγάμου,  «Ἡ  περί  προσώπου  ἀντίληψη 

τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  σέ  σχέση  μέ  τά  σύγχρονα  θεολογικά  ρεύματα»,  Πρακτικά,  σελ. 
254. Πρβλ. Οἶδα ἄνθρωπον, σελ. 32. 
11 Βλ. Νικολάου Γ. Κοΐου, ὅπ. π., σελ. 14. 

12  Βλ.  Ἱεροθέου  Βλάχου,  Μητροπολίτου  Ναυπάκτου  καί  Ἁγίου  Βλασίου,  «Τό 

πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 265. 
13  Βλ.  ἀναλυτικότερα  στό  Νικολάου  Γ.  Κοΐου,  Θεολογία  καί  ἐμπειρία  κατά  τόν 

γέροντα Σωφρόνιο, Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 22007. 
224

ἄλλο ἡ συσταύρωσις μετά τοῦ Χριστοῦ14, ἡ γνῶσις Αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐνδομύχοις 

τῆς καρδίας. Τό πρῶτον εἶδος εἶναι προσιτόν εἰς τό πλῆθος τῶν διανοητικῶς 

πεπροικισμένων  ἀνθρώπων,  τῶν  προτιμώντων  τήν  φιλοσοφικήν 

προσέγγισιν  τῆς  θεολογίας.  Ἡ  πραγματική  δέ  πίστις  εἰς  τήν  Θεότητα  τοῦ 

Χριστοῦ, ἥτις ἐκφράζεται διά ζωῆς συμφώνου πρός τό πνεῦμα τῶν ἐντολῶν 

Αὐτοῦ,  δέν  εἶναι  ἀπαραίτητος  δι’  αὐτούς.  Τό  δεύτερον  εἶδος  εἶναι  θεολογία 

ὁμολογίας,  ἥτις  γεννᾶται  διά  τοῦ  βαθέος  φόβου  τοῦ  Θεοῦ  ἐν  τῷ  πυρί  τῆς 

φλογερᾶς μετανοίας, ἥτις εἰσάγει εἰς τήν ὀντολογικήν πραγματικότητα διά 

τῆς  ἐμφανίσεως  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός.  Ἡ  ἀκαδημαϊκή  θεολογία  ἐν 

συνδυασμῷ  μετά  της  ζώσης  πίστεως  δίδει  ἀγαθά  ἀποτελέσματα.  Εὐκόλως 

ὅμως  “ἐκφυλίζεται”,  ἀποβαίνει  ἀφῃρημένη  θεωρία,  παύει  νά  εἶναι  ἐκεῖνο, 

ὅπερ  παρατηρεῖται  ἐν  τῇ  ζωῇ  τῶν  Ἀποστόλων,  τῶν  Προφητῶν  καί  τῶν 

Πατέρων  ἡμῶν,  τουτέστιν  ἄμεσος  ἐνέργεια  τοῦ  Θεοῦ  ἐν  ἡμῖν:  “Οὐδείς 

δύναται ἐλθεῖν πρός Με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας Με ἑλκύσῃ αὐτόν… ἔστι 

γεγραμμένον  ἐν  τοῖς  προφήταις΄  καί  ἔσονται  πάντες  διδακτοί  Θεοῦ.  Πᾶς  ὁ 

ἀκούων (ἐν τῇ καρδίᾳ) παρά τοῦ Πατρός καί μαθών ἔρχεται πρός Με”15»16.   

Μόνο  αὐτή  ἡ  παράγραφος  εἶναι  ἀρκετή  γιά  νά  κατανοήσουμε  τήν 

θέση του στό συγκεκριμένο θέμα. Παρόλα αὐτά, μελετώντας περισσότερο 

τά  συγγράμματά  του,  διαβάζουμε:  «Ἡ  μακραίων  πεῖρα  τῆς  ἀκαδημαϊκῆς 

θεολογίας  ἀπέδειξε  μετά  πειστικότητος  ὅτι  εἶναι  δυνατόν  νά  ἔχῃ  τις 

εὐρεῖαν  πολυμάθειαν  ἐπί  τοῦ  πεδίου  τῆς  ἐπιστημονικῆς  θεολογίας  καί  μή 

ἔχων  ζῶσαν  πίστιν,  τουτέστιν  ἀγνοῶν  πλήρως  τόν  Θεόν.  Ἐν  τοιαύταις 

περιπτώσεσιν  ἡ  θεολογία  ἀποβαίνει  διανοητική  ἐνασχόλησις,  ὡς  καί  ἡ 

νομική  ἐπιστήμη»17.  Παράλληλα  «ἤξερε  ὅτι  ἡ  ἀληθινή  θεολογία  εἶναι 

χάρισμα  τοῦ  ἁγίου  Πνεύματος,  εἶναι  πνευματική  κατάσταση,  ἐκτιμοῦσε 

14 Βλ. Α΄ Πετρ. δ΄ 13. Ρωμ. η΄ 17. Β΄ Τιμ. β΄ 11 – 12. Φιλ. γ΄ 10. Ἀποκ. α΄ 9 κ.ἄ. 
15 Ἰωάν. στ΄ 44 – 45. 
16 Περί προσευχῆς, σελ. 99. 

17 Ὀψόμεθα, σελ. 310. 
225

τούς  διανοούμενους  θεολόγους,  γιατί  προσέφεραν  μιά  ὑπηρεσία  στήν 

ἱστορική ζωή τῆς Ἐκκλησίας πολύ σημαντική γιά τόν ἔξω κόσμο»18.  

Ἀπό  ὅλα  τά  παραπάνω  βλέπουμε  ὅτι  δέν  ἀπέρριπτε  τήν 

ἀκαδημαϊκή  θεολογία.  Ἐντούτοις  ἔδινε  βαρύτητα  στίς  προσωπικές 

βιωματικές ἐμπειρίες τοῦ ἀνθρώπου. Γνώριζε πώς ἡ πραγματική θεολογία 

βιώνεται.  Αὐτό  μαρτυρεῖ  στήν  ἀρχή  τῆς  αὐτοβιογραφίας  του:  «ἄνευ  τῆς 

ζώσης  πείρας  τοῦ  Θεοῦ  καί  τῆς  συναντήσεως  μετά  τῶν  ἀρχῶν  καί 

κοσμοκρατόρων  τοῦ  σκότους  τοῦ  αἰῶνος  τούτου,  τῶν  πνευμάτων  τῆς 

πονηρίας “ἐν τοῖς ἐπουρανίοις”19, μόνη ἡ διανοητική μάθησις δεν ὁδηγεῖ πρός 

τήν ὀντολογικήν ἔννοιαν τῆς πίστεως ἡμῶν»20. 

Ἦταν  «μύστης  καί  διδάσκαλος  τῆς  ἐμπειρικῆς  θεολογίας»21  καί 

κυρίως  μία  «κορυφαία  ἐκκλησιαστική  φυσιογνωμία  που  ἔζησε  καί 

παρουσίασε  στήν  πράξη  τήν  χριστιανική  ζωή  μέ  τήν  θεολογική  της 

πληρότητα»22. 

iii. Ἀποδίδεται ἡ σωστή σχέση κηρύγματος καί λατρείας. 

Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος,  ὅπως  μαρτυρεῖ  καί  ὁ  ἴδιος,  δέν  κήρυττε: 

«Δέν  κηρύττω΄  ἐπιτρέπω  στόν  ἑαυτό  μου  νά  συνομιλεῖ  ἐλάχιστα,  ὥστε  θά 

ἔλεγε  κανείς  πώς  λίγο  μέ  ἀπασχολεῖ  ἡ  “κατάρτιση”  αὐτῶν  (μοναχῶν  ἤ 

κοσμικῶν ἐνοριτῶν) πού προσέρχονται σέ μένα» 23. Αὐτό δέν τό ἔκανε γιατί 

ἀπέρριπτε τό κήρυγμα. Ἦταν ἀπόρροια τῆς Ἀθωνικῆς του πορείας: «Αὐτό 

ὀφείλεται  κυρίως  στό  ὅτι  κατά  τήν  παραμονή  μου  στόν  Ἄθω  κατάλαβα  ὅτι 

18 Συνομιλία μέ π. Ζαχαρία στίς 2/9/2009. 
19 Ἐφεσ. στ΄ 12. 
20 Ὀψόμεθα, σελ. 13. 

21  Βλ.  Γεωργίου  Μαντζαρίδη,  Πρόσωπο  καί  θεσμοί,  ἐκδ.  Π.  Πουρναρᾶ, 

Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 23. 
22  Γεωργίου  Μαντζαρίδη,  «Ἀναμνήσεις  ἀπό  τόν  Γέροντα  Σωφρόνιο»,  Ὁδοιπορικό 

θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας, ἔκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2005, σελ. 189. Βλ. καί 
Νικολάου Γ. Κοΐου, ὅπ. π., σελ. 15. 
23 Μυστήριο, σελ. 66. 
226

σέ  παρόμοια  κοινή  ζωή  τό  σημαντικότερο  μάθημα  εἶναι  τό  παράδειγμα,  ὁ 

“τρόπος”  τῆς  ζωῆς  καί  ὄχι  τά  λόγια.  Ὅσο  καί  ἄν  πληθαίνει  ἡ  διδαχή  μέ 

λόγια, ἄν δέν ὑπάρχει ζωή πού νά ἀντιστοιχεῖ στόν λόγο μας, μᾶλλον στόν 

λόγο  τοῦ  Χριστοῦ,  ὅλα  ἀποβαίνουν  μάταια»24.  Αὐτός  ὁ  τρόπος  ζωῆς  εἶναι 

μέσα  στά  μυστήρια,  μέσα  στήν  «κοινωνία».  Δηλαδή  τόνιζε  τήν 

ἰδιαιτερότητα  τοῦ  «τρόπου»  ζωῆς,  τῆς  «κοινωνίας» ἔναντι  τοῦ  λόγου,  τοῦ 

«μηνύματος», τῆς «ὁμολογίας».  

iv. Τίθενται σέ νέο πλαίσιο οἱ σχέσεις «Εὐχαριστίας» καί «Ἁγίας 

Γραφῆς». 

Οἱ  θέσεις  του  σ’  ὅ,τι  ἀφορᾶ  τήν  Εὐχαριστία  δέν  εἶναι  αὐθαίρετες. 

Βασίζονται  στήν  Ἁγία  Γραφή.  Θεμελιώνει  ἁγιογραφικά  τό  Μυστήριο  τῆς 

Θ.  Εὐχαριστίας,  κατά  τήν  παράδοσή  του  ἀπό  τόν  Χριστό.  Δέν  σταματάει 

ὅμως  ἐκεῖ.  Συνεχίζει  τήν  μελέτη  τῶν  Γραφῶν  καί  δίνει  μία  ἀκόμη 

διάσταση  σ’  αὐτό  τό  Μυστήριο,  τήν  σχέση  του  μέ  τήν  Γεθσημάνιο 

προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ.  Ἡ  παράδοση  τῆς  Εὐχαριστίας  γίνεται  μία  φορά 

ἀπό  τόν  Χριστό  κατά  τόν  Μυστικό  Δεῖπνο.  Γεγονός  τό  ὁποῖο,  στήν 

Σωφρόνεια θεολογία, παραλληλίζεται μέ τήν προσευχή τοῦ Χριστοῦ στήν 

Γεθσημανή25.  Γενικότερα  μέσα  ἀπό  τά  ἔργα  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου 

ἀναδεικνύεται  ὁ  ἐσχατολογικός  χαρακτήρας  τῆς  Εὐχαριστίας,  ὡς 

μυστήριο τῆς Βασιλείας καί ὄχι ὡς μία ἁπλή θρησκευτική τελετή26.  

Τά  παραπάνω  τέσσερα  σημεῖα,  κατά  τόν  καθ.  Πέτρο  Βασιλειάδη, 

ἀποτελοῦν  τόν  ὁρισμό  τῆς  ἔννοιας  «λειτουργική  ἀναγέννηση»27.  Δηλαδή 

 Ὅπ. π., σελ. 66. 
24

  Βλ.  Ὀψόμεθα,  σελ.  359.  Βλ.  ἐπίσης  στήν  δεύτερη  ἑνότητα  τοῦ  δευτέρου 
25

κεφαλαίου τῆς παρούσης ἐργασίας. 
26  Πρβλ.  Πέτρου  Βασιλειάδη,  Lex  Orandi,  Λειτουργική  Θεολογία  καί  Λειτουργική 

ἀναγέννηση, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2005, σελ. 46. 
27  Βλ.  «Τό  εὐχαριστιακό  ὑπόβαθρο  τῆς  λειτουργικῆς  ἀναγέννησης  καί  τό  ἐξ  αὐτοῦ 

ἀπορρέον  αἴτημα  τῆς  ἀναθεωρήσεως  τῶν  περί  τά  βιβλικά  ἀναγνώσματα  θεμάτων  τῆς 
227

ὅλα  τά  παραπάνω  ἀποτυπώνουν  τόν  ἀναγεννητικό  χαρακτήρα  τῆς 

λειτουργικῆς  διδασκαλίας  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου.  Ἡ  βίωση  ἀπό  τήν 

ὁποία  πηγάζει  ἡ  διδασκαλία  αὐτή  ἀναγεννᾶ  καί  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο 

καί  τόν  κόσμο  πού  τήν  ἀποδέχεται.  Μιά  ἀναγέννηση  ἡ  ὁποία  κάθε  ἄλλο 

παρά  ἀσήμαντη  εἶναι  στήν  ἐποχή  μας  ἡ  ὁποία  χαρακτηρίζεται  ἀπό 

μεγάλες ἀντιθέσεις.  

Ἔχοντας  ὡς  κέντρο  τά  μυστήρια  τῆς  Ἐκκλησίας  μας,  τόν  ἴδιο  τόν 

Χριστό δηλαδή, θά μπορούσαμε νά κατατάξουμε τούς ἀνθρώπους σέ τρεῖς 

κατηγορίες.  

i. Σ’  αὐτούς  οἱ  ὁποῖοι  μετέχουν  πραγματικά  καί  μέ  ἐπίγνωση 

στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. 

ii. Σ’ αὐτούς που μετέχουν μέν στά μυστήρια, ἀλλά καθαρά γιά 

τυπικούς  λόγους  ἤ  μόνον  γιά  νά  φαίνονται  καλοί  στούς 

ἄλλους.  

iii. Σ’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἀπέχουν τελείως ἀπό τά μυστήρια.  

Ὅσοι  ἀνήκουν  στήν  πρώτη  κατηγορία,  καταλαμβάνει  τήν  καρδιά 

τους ὁ Χριστός. Ζοῦν πλέον μία παραδείσια κατάσταση. Ἐνῶ οἱ ἀνήκοντες 

Ὀρθόδοξης  λατρείας»,  στό  «Λατρεύσωμεν  εὐαρέστως  τῷ  Θεῷ»,  τό  αἴτημα  τῆς 
λειτουργικῆς  ἀνανεώσεως  στήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία,  Πρακτικά  Β΄  Πανελληνίου 
Λειτουργικοῦ Συμποσίου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 
2003,  σελ.  141  –  142:  «Μέ  ἄλλα  λόγια  ὁ  ὅρος  «λειτουργική  ἀναγέννηση»,  σέ  παγκόσμιο 
μάλιστα  ἐπιστημονικό  ἐπίπεδο,  ἔχει  πλέον  ἐφαρμογή  στό  σύνολο  τοῦ  θεολογικοῦ 
ἐπιστητοῦ, σέ ὅλους τούς τομεῖς τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀπό τούς καθαρά πρακτικούς 
ἕως τούς αὐστηρά θεολογικούς. Μέ τόν ὅρο αὐτό: 
α.  προσδιορίζεται  ἡ  σπουδαιότητα  τοῦ  “ἐκκλησιαστικοῦ”  –  “εὐχαριστιακοῦ” 
γεγονότος  πέρα  καί  πάνω  ἀπό  τήν  ὅποια  “θεολογική”  παραγωγή  τῆς  χριστιανικῆς 
κοινότητας»΄ 
β. ὑπογραμμίζεται ἡ προτεραιότητα τῆς “ἐμπειρίας” ἔναντι τοῦ “λόγου”»΄ 
γ.  τονίζεται  ἡ  μοναδικότητα  τῆς  “κοινωνίας”  σέ  σύγκριση  μέ  τό  “μήνυμα”,  μέ  τήν 
“ὁμολογία”΄ καί σέ τελική ἀνάλυση 
δ.  ἐπαναπροσδιορίζονται  οἱ  σχέσεις  “Εὐχαριστίας”  –  “Ἁγίας  Γραφῆς”».  Βλ. 
περισσότερα  στό  Πέτρου  Βασιλειάδη,  Lex  Orandi,  Λειτουργική  Θεολογία  καί  Λειτουργική 
ἀναγέννηση,  ὅπ.  π.,  σελ.  9  –  13,  87  ‐  88.  Βλ.  ἐπίσης  τοῦ  ἰδίου  «Lex  Orandi  (Ἀπό  τή 
Λειτουργική στή Λειτουργική Θεολογία)», Καθ’ ὁδόν 7 – 8 (1994), σελ. 141 – 143 καί «Ἁγία 
Γραφή καί Εὐχαριστία. Ἐπίκαιρα ἁγιογραφικά θέματα», ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 
2000. 
228

στίς ἄλλες δύο κατηγορίες ἀποξενώνονται ἀπό τόν Χριστό. Οἱ λόγοι πού 

ὁδηγοῦν  τόν  κάθε  ἄνθρωπο  σέ  μία  ἀπό  τίς  παραπάνω  κατηγορίες  εἶναι 

πολλοί  (ἰδεολογία,  ἔλειψη  θρησκευτικῆς  παιδείας,  ἀρνητικά 

παραδείγματα  «ἐκπροσώπων»  τῆς  Ἐκκλησίας  κ.  ἄ.)  καί  χρειάζονται 

μελέτη σέ βάθος. Μιά τέτοια ἀνάλυση ὅμως δέν θά ἦταν σκόπιμη αὐτήν 

τήν  στιγμή.  Ἀνεξάρτητα  ἀπό  τούς  λόγους  που  ὁδηγοῦν  τούς  ἀνθρώπους 

στήν    στάση  τους  ἀπέναντι  στήν  πραγματική  Ζωή,  ἡ  «λειτουργική 

ἀναγέννηση»  εἶναι  αὐτή  που  καλεῖται  καί  μπορεῖ  νά  ἐπαναπροσδιορίσει 

τίς σχέσεις τους μέ τόν Χριστό.  

Βλέπουμε ὅτι καί στήν Ἀνατολή καί στή Δύση τά τελευταῖα χρόνια 

γίνεται  μιά  προσπάθεια  «ἀνανέωσης»  τῆς  λατρείας.  Εἰδικότερα  στήν 

Δύση ἔχουν προχωρήσει σέ μεταφράσεις κειμένων, ἀλλαγή τῶν τυπικῶν 

τῶν  μυστηρίων  κ.  ἄ.28.  Τά  ἀποτελέσματα  βέβαια  δέν  εἶναι  καί  τόσο 

ἐνθαρρυντικά,  ὅσο  θά  περίμενε  κανείς.  Δυστυχῶς  ἀπουσιάζει  ἀπό  ὅλες 

αὐτές τίς προσπάθειες ἡ ἀλήθεια τοῦ προσώπου.  

Αὐτό  τό  ὁποῖο  καλείται  νά  κάνει  ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία  σήμερα 

εἶναι  «νά  βοηθήσει  τόν  ἄνθρωπο  νά  κατανοήσει  τήν  ἀλήθεια  τοῦ 

προσώπου»29.  Ἄν  καί  ἡ  Δύση  καταφέρει  νά  «κατανοήσει  τήν  ἀλήθεια  τοῦ 

προσώπου,  τότε  θά  μπορέσει  νά  δεχθεῖ  τήν  Ὀρθοδοξία.  Ἡ  διάδοση  τοῦ 

ἀνατολικοῦ μυστικισμοῦ στήν περιοχή τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Δύσεως 

φανερώνει τήν ἀπόσταση πού τόν χωρίζει ἀπό τήν ἀλήθεια αὐτή»30.  

28  Ἰωάννου  Ντύμον,  «Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν  καθολικήν  ἐκκλησίαν», 
Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν  Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο  θεολόγων  Θεσσαλονίκης  6,  ἔκδ. 
περιοδικοῦ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 172 – 173. 
29  Βλ.  Γεωργίου  Ἰ.  Μαντζαρίδη,  Πρόσωπο  καί  θεσμοί,  ἐκδ.  Π.  Πουρναρᾶ, 

Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 20. 
30 Βλ. ὅπ. π., σελ. 20. 
229

Αὐτό ἀκριβῶς διδασκόμαστε μέσα ἀπό τήν λειτουργική διδασκαλία 

τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου.  Στηρίζεται  στήν  ἔννοια  τοῦ  προσώπου31. 

Καταλυτικό  ρόλο  στή  διαμόρφωση  τῆς  ἔννοιας  τοῦ  πρόσωπου 

διαδραμάτισε  ἡ  ἑρμηνεία  τοῦ  χωρίου  «Ἐγώ  εἰμι  ὁ  ὤν»32.  Μέσα  ἀπό  αὐτό 

φαίνεται ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός. Αὐτό συμβαίνει στόν Χριστιανισμό, 

ἀπό  τήν  Παλαιά  Διαθήκη  ἀκόμη33.  Μέσα  στήν  λειτουργική  του 

διδασκαλία  συνδυάζεται  ἡ  Χριστολογία  του,  ἡ  σημασία  πού  δίνει  στό 

πρόσωπο ‐ Ὑπόσταση, μέ τά μυστήρια. Αὐτός ὁ συνδυασμός ἀποτελεῖ τόν 

πυρήνα  τῆς  θεολογίας  του  καί  δείχνει  τήν  πιστότητά  του  στήν  ἀρχαία 

παράδοση  τῆς  Ἐκκλησίας.  Κάτι  ἀνάλογο  κάνει  ὁ  Ἀπ.  Παῦλος34,  οἱ 

ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι καί οἱ μετέπειτα Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας35. Στήν 

ἀναγεννητική  του  λειτουργική  διδασκαλία  ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος 

στηρίζεται στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, καθώς «βρέθηκε νά ἀντλεῖ 

νύξεις καί ὑποδείξεις ἀπό τήν παραδοσιακή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί 

νά τίς ἀναπτύσσει μέ τρόπο σίγουρα καινοτόμο, ἴσως καί τολμηρό»36. Εἶναι 

γεγονός  ὅτι  «δέν  ἀποκαλύπτει  καινούργια  πράγματα.  Διατυπώνει  τήν 

ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μέ καινούργια γλώσσα στόν σύγχρονο κόσμο»37. 

   

31   Πρβλ.  Ἰωάννου  Ζηζιούλα,  Μητρ.  Περγάμου,  «Ἡ  περί  προσώπου  ἀντίληψη  τοῦ 
γέροντος  Σωφρονίου  σέ  σχέση  μέ  τά  σύγχρονα  θεολογικά  ρεύματα»,  Πρακτικά,  σελ.  259 
καί Ἀναφορά, σελ. 18. 
32 Ἔξ. γ΄ 14. 

33 Βλ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, Μητρ. Περγάμου, ὅπ. π., σελ. 259. 

34  Βλ.  Ἰωάννου  Δ.  Καραβιδοπούλου,  «Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  κατά  τόν 

Ἀπόστολον  Παῦλον»,  Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν  Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο  θεολόγων 
Θεσσαλονίκης 6, ἔκδ. περιοδικοῦ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972, σελ. 19 ‐ 30. 
35  Βλ.  Ἀντωνίου  Μ.  Παπαδοπούλου,  «Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν  ἱστορίαν 

τῆς  Ὀρθοδόξου  Ἐκκλησίας»,  Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν  Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο 
θεολόγων Θεσσαλονίκης 6, ἔκδ. περιοδικοῦ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972, 
σελ. 55 – 79. 
36  Πρωτ.Andrew  Louth,  «Παράδοση  καί  ἀνανέωση  στή  θεολογία  τοῦ  γέροντος 

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 198. 
37  Γεωργίου  Μαντζαρίδη,  «Ἡ  μετοχή  στήν  ἐνέργεια  τοῦ  Θεοῦ  ὡς  ὅρος 

πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο», Πρακτικά, σελ. 244. 
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

1. Ὁ  γέροντας  Σωφρόνιος  ἦταν  πολυγραφότατος.  Τά  συγγράμματά 

του  ἀποτυπώνουν  τίς  βιωματικές  του  ἐμπειρίες.  Μεγάλωσε  σέ 

χριστιανικό  περιβάλλον,  μέσα  στό  ὁποῖο  ἔμαθε  νά  προσεύχεται. 

Προσευχόταν  γιά  ἀρκετή  ὥρα  χωρίς  κόπο.  Ἀπό  τήν  παιδική  του 

ἡλικία ἀκόμη εἶχε καταστήσει τόν Χριστιανισμό πραγματικό βίωμα 

καί ὄχι ἔνα σύστημα ἠθικῶν κανόνων. 

2. Κατά  τήν  νεότητά  του,  ἀσχολήθηκε  μέ  τόν  ἀνατολικό  μυστικισμό. 

Ἡ ἐνασχόλησή του αὐτή δέν εἶχε σχέση μέ τήν ἀπόρριψη τοῦ Θεοῦ, 

ἀλλά  μέ  τήν  ἀναζήτησή  Του.  Ἦταν  σίγουρος  γιά  τήν  ὕπαρξη  τοῦ 

Θεοῦ.  Διακατεχόταν  ἀπό  τήν  σκέψη  τοῦ  Ὑπέρ‐προσωπικοῦ 

Ἀπολύτου  καί  τήν  ἀναζήτηση  τῆς  αἰωνιότητας.  Ἀναζητοῦσε  τόν 

Θεό  παντοῦ.  Στράφηκε  στόν  διαλογισμό  ἐξωχριστιανικοῦ  τύπου, 

καθώς πίστευε ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά εἶναι πρόσωπο. Παρά τήν 

πρόοδο  πού  σημείωσε  στόν  ἀνατολικό  μυστικισμό,  οἱ  ἀναζητήσεις 

του δέν «ἱκανοποιήθηκαν». 

 
 

3. Βασικό  ρόλο  στήν  ζωή  του  κατεῖχε  καί  ἡ  καλλιτεχνική  του  φύση. 

Ἀπό μικρό παιδί ἀσχολοῦνταν μ’ αὐτό τό χάρισμα, μέ τό ὁποῖο τόν 

εἶχε  προικίσει  ὁ  Θεός,  τήν  ζωγραφική.  Ὡς  καλλιτέχνης  ἔψαχνε 

πάντοτε τό τέλειο. Εἶχε ἐκθέσει ἔργα του σέ μεγάλες ἐκθέσεις στήν 

Γαλλία  καί  ἔλαβε  ἄριστες  κριτικές.  Μέσα  ἀπό  τήν  τέχνη  τῆς 

ζωγραφικῆς  ἀναζητοῦσε  τό  «Ὑπέρ‐προσωπικό  ἀπόλυτο».  Τήν 

τέχνη  τήν  ἀγαποῦσε  πολύ,  ὅπως  καί  τήν  προσευχή.  «Πάλευε» 


231

ἀνάμεσα  στήν  ζωγραφική  καί  τήν  προσευχή.  Τελικά  ἡ  προσευχή 

ἦταν αὐτή ἡ ὁποία ὑπερίσχυσε.  

4. Αἰτία  τῆς  ἐπιστροφῆς  του  στόν  Ὀρθόδοξο  Χριστιανισμό  ἦταν  τό 

Σιναϊτικό  χωρίο  «Ἐγώ  εἰμι  ὁ  Ὤν»  (Ἔξ.  γ΄  14).  Μεσά  ἀπό  τήν 

ἀποκάλυψη  τοῦ  Θεοῦ  στόν  Μωϋσή  καί  παράλληλα  ἀποκάλυψη 

στόν  ἴδιο,  κατάλαβε  ὅτι  ὁ  Θεός  εἶναι  ὄντως  προσωπικός, 

ὑποστατικός. Κατανοώντας τό λάθος καί τήν μέχρι τότε ἀποστασία 

του ἀπέναντι στόν Θεό, ξεκίνησε ἡ βαθιά καί μεγάλη μετάνοιά του. 

Ἀποτέλεσμα  αὐτῆς  ἦταν  τό  χάρισμα  τῆς  «μνήμης  θανάτου»  καί 

πολλές εὐλογίες ἀπό τόν Θεό. 

5. Ἡ  κυριότερη  εὐλογία  πού  δέχθηκε  ἀπό  τόν  Θεό  ἦταν  ἡ  ἔλλαμψη 

τοῦ Ἀκτίστου Φωτός. Ἕνα Φῶς τό ὁποῖο κάθε ἄλλο παρά ἄγνωστο 

ἦταν  στόν  ἴδιο,  καθώς  τό  γνώριζε  ἀπό  τήν  παιδική  του  κιόλας 

ἡλικία.  Ἀποροῦσε  γιά  τόν  τρόπο  μέ  τόν  ὁποῖο  ἐνεργεῖ  ὁ  Θεός  στά 

πλάσματά  Του.  Ἐνῶ  εἶχε  ἀπομακρυνθεῖ  ἀπό  Αὐτόν,  τόν  ἔφερε 

κοντά  Του  καί  τοῦ  ἔδωσε  μία  ἀπό  τίς  μεγαλύτερες  εὐλογίες  πού 

μπορεῖ νά δεχθεῖ ἕνας ἄνθρωπος.  

 
6. Ὡς  κατεξοχήν  ἐμπειρικός  θεολόγος  λοιπόν  καί  γεμάτος  ἀπό 

ἐμπειρίες  του  Ἀκτίστου  Φωτός,  τίς  ὁποῖες  καί  κατέγραψε, 

χαρακτηρίστηκε  ὡς  «Θεολόγος  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός».  Βασικό 

στοιχεῖο  τῆς  προσωπικότητάς  του  ὑπῆρξε  ἡ  ἱκανότητά  του  νά 

ἀποτυπώνει  γραπτῶς  τίς  βιωματικές  του  ἐμπειρίες.  Αὐτό  τόν 

ξεχώριζε ἀπό πολλούς. 

 
7. Προσπαθώντας  νά  βρεῖ  τόν  πνευματικό  του  δρόμο  διάλεξε  τελικά 

τήν  μοναστική  κοινότητα  τοῦ  Ἁγίου  Ὄρους.  Ἐκεῖ  ἔζησε  ὡς 


232

κοινοβιάτης,  ὡς  ἐρημίτης  καί  ἡσυχαστής.  Ἡ  πνευματική  του 

πρόοδος  τόν  «ὁδήγησε»  στήν  ἀποδοχή  τῆς  πνευματικῆς 

πατρότητας. Ὡς πνευματικός πολλῶν μονῶν, σκητῶν καί ἐρημιτῶν 

γνώρισε τίς πνευματικές καταστάσεις πολλῶν ἀνθρώπων. Κάτι τό 

ὁποῖο τόν βοήθησε πολύ στήν μετέπειτα πνευματική του διακονία. 

  

8. Σημεῖο  ἀναφορᾶς  στήν  ἀγωνιστική  του  πορεία  ὑπῆρξε  ὁ  γέροντάς 

του,  Ἅγιος  Σιλουανός.  Στό  πρόσωπο  τοῦ  Ἁγίου  κατάφερε  νά  βρεῖ 

γέροντα μέ πνευματικό ἐπίπεδο ἀνάλογο τοῦ δικοῦ του, γιά νά τόν 

καθοδηγήσει  ἀπλανῶς.  Ἀπό  τήν  πρώτη  τους  ἀκόμη  συνάντηση 

φάνηκε ὅτι ἡ πνευματική κατάσταση τοῦ γέροντα Σωφρονίου ἦταν 

ἀνάλογη μέ αὐτήν τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ. Ἔβλεπε πάντοτε τόν Ἅγιο 

Σιλουανό  μέ  δέος.  Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ἦταν  κάτι  τό  ξεχωριστό  γιά 

τόν μοναδικό ὑποτακτικό του π. Σωφρόνιο. 

 
9. Τό  1959  ἵδρυσε  τήν  Ἱερά  Μονή  Τιμίου  Προδρόμου  στό  Ἔσσεξ  τῆς 

Ἀγγλίας.  Μία  μονή  ἡ  ὁποία  διαφέρει  ἀπό  τίς  ὑπάρχουσες  Ἱερές 

Μονές.  Ἡ συγκεκριμένη Ἱερά Μονή δέν ἔχει συγκροτημένο τυπικό 

τῶν  ἀκολουθιῶν  της.  Οἱ  ἀκολουθίες  βασίζονται  κυρίως  στήν 

προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ.  Χρησιμοποιεῖται  πλῆθος  γλωσσῶν  γιά  τίς 

ἀκολουθίες  μέ  κυριότερες  τήν  Ἑλληνική,  τήν  Σλαβονική  καί  τήν 

Ἀγγλική. 

 
10. Ἡ βιωθεῖσα πείρα του εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν συγγραφή πολλῶν 

εὐχῶν.  Ἀποκορύφωμα  ὅλων  ἀποτελοῦν  οἱ  λειτουργικές  του  εὐχές. 

Τίς  προσέθετε  μετά  τό  Εὐαγγέλιο  στήν  Θεία  Λειτουργία,  ὥστε  νά 

προετοιμάζονται  οἱ  πιστοί  κατάλληλα  γιά  τό  μεγάλο  αὐτό 

μυστήριο.  Ἐπίσης  ἔγραψε  εὐχές  γιά  τήν  ἔναρξη  τῆς  ἡμέρας,  τόν 

ἡγούμενο  ἤ  πνευματικό,  τούς  κεκοιμημένους  (κληρικούς  καί 


233

λαϊκούς),  τήν  ἑνότητα  καί  πολλές  ἄλλες,  οἱ  ὁποῖες  βρίσκονται 

διάσπαρτες  στά  βιβλία  του.  Ἀπόδειξη  ὅτι  κατά  τήν  συγγραφή  τῶν 

ἔργων του ὁ νοῦς του ἦταν στόν Θεό. 

 
11. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν Θεία Λειτουργία, γιά τήν ὁποία ἔλεγε ὅτι ἡ 

ὀρθή  τέλεσή  της  ἀποφέρει  τούς  ἴδιους  καρπούς  μέ  αὐτούς  τῆς 

νοερᾶς  προσευχῆς.  Ταύτιζε  τήν  Θεία  Λειτουργία  μέ  τήν  προσευχή 

τοῦ  Χριστοῦ  στήν  Γεθσημανή.  Θεωροῦσε  αὐτά  τά  δύο  εἴδη 

προσευχῆς  καί  ἔκφρασης  λατρείας  στόν  Θεό  ὡς  τά  δύο  ὅπλα  γιά 

τόν  πνευματικό  μας  ἀγώνα.  Τήν  ἔβλεπε  ὡς  μία  κίνηση  μεταξύ 

κτιστοῦ  καί  ἀκτίστου.  Τήν  ἑρμήνευε  ὑπό  τό  πρίσμα  τῆς  κένωσης. 

Ἔδινε  μεγάλη  σημασία  στήν  προετοιμασία  γιά  τήν  Θεία 

Λειτουργία. 

 
12. Γνώριζε  καλά  τήν  δύναμη  τοῦ  Ὀνόματος.  Ὅλα  τά  μυστήρια 

τελοῦνται μέ τήν δύναμη τῶν Ὀνομάτων τῆς Ἁγίας Τριάδος, χωρίς 

βέβαια  νά  ἀποδίδουμε  κάποια  μαγική  ἰδιότητα  σ’  αὐτά.  Τά  πάντα 

γίνονται  καί  μέ  τήν  δική  μας  βούληση,  μέ  τήν  ἐφαρμογή  ἀπό 

μέρους μας τῶν ἐντολῶν τοῦ εὐαγγελίου. 

 
13. Γιά τόν γέροντα Σωφρόνιο ἡ νοερά προσευχή εἶναι ἡ ὑψηλότερη καί 

τελειότερη  πνευματική  ἐργασία  καί  ἀποτελεῖ  τόν  πυρήνα  τῆς 

πραγματικῆς μοναχικῆς ζωῆς. Θέτει ὡς βάση της τήν πίστη καί τήν 

μετάνοια.  Ἡ  νοερά  προσευχή  εἶναι  γιά  ὅλους  τούς  πιστούς΄ 

κληρικούς  καί  λαϊκούς.  Τονίζει  τήν  ἕνωση  τοῦ  νοῦ  μέ  τήν  καρδιά. 

Γνωρίζει  ὅτι  αὐτό  δέν  εἶναι  ἀποτέλεσμα  κάποιας  ψυχοτεχνικῆς 

μεθόδου, ἀλλά δίνεται ὡς εὐλογία ἀπό τόν Θεό. Θεωρεῖ ἀπαραίτητη 

τήν  ὕπαρξη  πνευματικοῦ  ὁδηγοῦ  γιά  τήν  καλλιέργεια  καί  πρόοδο 

στήν  νοερά  προσευχή.  Διακρίνει  πέντε  στάδια  ἀνάπτυξής  της. 


234

Συνδυάζει  τήν  νοερά  προσευχή  μέ  διάφορα  χωρία  τῆς  Ἁγίας 

Γραφῆς.  Χρησιμοποιεῖ  τό  κομποσχοίνι  ὡς  βοηθητικό  μέσον.  Τήν 

ἀντιδιαστέλλει πλήρως μέ τόν ὑπερβατικό διαλογισμό. Σκοπός τῆς 

νοερᾶς  προσευχῆς  εἶναι  ἡ  ἕνωση  κτιστοῦ  καί  Ἀκτίστου,  Θεοῦ  καί 

ἀνθρώπου. 

 
14. Σχετίζει  ἄμεσα  τήν  νοερά  προσευχή  μέ  τήν  κοινή  λατρεία.  Ἡ  μία 

συμπληρώνει  τήν  ἄλλη.  Δέχεται  τήν  συνύπαρξη  καί  τῶν  δύο. 

Δηλαδή  τήν  ἄσκηση  τῆς  κατ’  ἰδίαν  προσευχῆς  κατά  τήν  ὥρα  τῆς 

κοινῆς  προσευχῆς.  Ἀκόμη  ἀντικαθιστᾶ  κατά  περίπτωση  τίς 

ἀκολουθίες μέ τήν «εὐχή τοῦ Ἰησοῦ». 

 
15. Τό  ἔργο  τῆς  προσευχῆς  εἶναι  δύσκολο  στήν  ἀρχή,  ἀλλά  κατόπιν 

γίνεται τό ἀκριβῶς ἀντίθετο. Διακρίνει δύο τρόπους ἀπόκτησης τῆς 

προσευχῆς:  τόν  χαρισματικό  καί  τόν  ἀσκητικό.  Δίνει  μεγάλη 

σημασία  στήν  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου.  Ταυτίζεται  καί  αὐτή  μέ 

τήν  προσευχή  τοῦ  Χριστοῦ  στήν  Γεθσημανή  καί  ἔχει  ὡς  βάση  της 

τήν  κενωτική  ἀγάπη  τοῦ  Χριστοῦ.  Ἡ  προσευχή  ὑπέρ  τοῦ  κόσμου 

ἀποτελεῖ τό κύριο ἔργο τοῦ πνευματικοῦ. Ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν ὁ 

κόσμος  δέχεται  τήν  προσευχή  πού  γίνεται  γι’  αὐτόν,  ὁ 

προσευχόμενος  συνεχίζει  νά  προσεύχεται  γιά  τήν  διαφύλαξη  τοῦ 

ἀνθρωπίνου  γένους  καί  τήν  προστασία  ἀπό  κάθε  συμφορά. 

Προέτρεπε  ὅλους  νά  προσεύχονται  γιά  ὁλόκληρο  τόν  κόσμο  καί 

κυρίως  γιά  τούς  ἐχθρούς  τους.  Συνιστοῦσε  προσευχή  πρίν  ἀπό 

ὁτιδήποτε.  Ὅσα  δίδασκε  καί  συμβούλευε  τά  ἐφάρμοζε  πρῶτα  ὁ 

ἴδιος. 

16. Ὁλόκληρη ἡ διδασκαλία του στηρίζεται στήν ἔννοια τοῦ Προσώπου. 

Βλέπει  τόν  Θεό  ὅπως  ἀποκαλύφθηκε  στόν  Μωϋσή,  ὡς  Πρόσωπο  ‐ 


235

Ὑπόσταση. Καταλαβαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι προσωπικός καί πάνω σ’ 

αὐτό  στηρίζονται  τά  πάντα.  Ἡ  Θεία  Λειτουργία,  τά  Μυστήρια,  ἡ 

προσευχή  κάθε  εἴδους  συνδέονται  ἄμεσα  μέ  τό  πρόσωπο  ‐ 

ὑπόσταση. 

 
17. Βασική θέση στή θεολογία του κατέχει καί ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου 

Σιλουανοῦ «Κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ᾃδην καί μή ἀπελπίζου». Ἡ 

νοερά  προσευχή,  τά  μυστήρια  καί  ἡ  Θεία  Λειτουργία 

παραλληλίζονται μ’ αὐτήν. Ἡ ἑκούσια κένωση τοῦ Χριστοῦ γίνεται 

καί  δική  μας  κένωση  κατά  τήν  ἄσκηση  τῶν  παραπάνω.  Ἔτσι 

ἀναζωογονούμαστε «ψυχῇ τε καί πνεύματι». 

 
18. Μελετώντας  τήν  λειτουργική  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου 

καταλήγουμε  στό  συμπέρασμα  ὅτι  εἶναι  μιά  φωτισμένη 

προσπάθεια γιά λειτουργική ἀνανέωση. Συνδυάζει τήν λειτουργική 

παράδοση  τῆς  Ἐκκλησίας  μας  μέ  τήν  Χριστολογία  του,  μέ  τό 

πρόσωπο ‐ Ὑπόσταση καί τήν κένωση. Διατυπώνει τήν ἀλήθεια τῆς 

Ἐκκλησίας  μέ  καινούργια  γλώσσα  στόν  σύγχρονο  κόσμο. 

Καταθέτει  δηλαδή  βιωματικά  μιά  πρόταση  γιά  λειτουργική 

ἀνανέωση,  τήν  ὁποία  σήμερα  ἔχει  ἀνάγκη  ὁ  κόσμος  ὅσο  ποτέ 

ἄλλοτε.  

   
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

Α΄. ΠΗΓΕΣ 

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (ΣΑΧΑΡΩΦ) 

1. Ὁ  Ἅγιος  Σιλουανός  ὁ  Ἀθωνίτης  (1866  –  1938),  ἔκδ.  Ἱερᾶς 

Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 112005. 

2. Ὀψόμεθα  τόν  Θεόν  καθώς  ἐστι  (μτφρ.  ἐκ  τοῦ  Ρωσικοῦ  Ἱερομ. 

Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 

Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 31996. 

3. Περί Προσευχῆς (μτφρ. ἐκ τοῦ Ρωσικοῦ Ἱερομ. Ζαχαρίου), ἔκδ. Ἱερᾶς 

Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου, 

Ἔσσεξ Ἀγγλίας 21994. 

4. Περί  Πνεύματος  καί  Ζωῆς  «Πνευματικά  Κεφάλαια»  (μτφρ.  ἀπό  τά 

γαλλικά  Ἱερομ.  Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί 

Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 21995. 

5. Ἄσκησις  καί  Θεωρία  (μτφρ.  ἐκ  τοῦ  ρωσικοῦ  καί  γαλλικοῦ  Ἱερομ. 

Ζαχαρίου),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 

Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 1996. 

6. Ἡ ζωή Του ζωή μου, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005. 

7. Ἀγώνας  θεογνωσίας,  ἡ  ἀλληλογραφία  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  μέ 

τόν Δ. Μπάλφουρ (μτφρ. ἀπό τά ρωσικά Ἀρχιμ. Ζαχαρία), ἔκδ. Ἱερᾶς 

Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου  Προδρόμου, 

Ἔσσεξ Ἀγγλίας 22006. 

8. Γράμματα  στή  Ρωσία  (μτφρ.  ἀπό  τά  Ρωσικά  Ἀρχιμ.  Ζαχαρία),  ἔκδ. 

Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου 

Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2009. 
237

9. Τό  Μυστήριο  τῆς  Χριστιανικῆς  Ζωῆς  (μτφρ.  ἀπό  τά  ρωσικά  Ἀρχιμ. 

Ζαχαρία),  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Πατριαρχικῆς  καί  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς 

Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2010. 

   
238

Β΄. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 

1. Ἑλληνόγλωσσα 

Πρακτικά  Διορθοδόξου  Ἐπιστημονικοῦ  Συνεδρίου,  Γέροντας 

Σωφρόνιος  ὁ  θεολόγος  τοῦ  Ἀκτίστου  Φωτός,  ἔκδ.  Ἱερᾶς 

Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 2008. 

«Λατρεύσωμεν  εὐαρέστως  τῷ  Θεῷ»,  τό  αἴτημα  τῆς  λειτουργικῆς 

ἀνανεώσεως  στήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία,  Πρακτικά  Β΄ 

Πανελληνίου  Λειτουργικοῦ  Συμποσίου,  ἐκδ. 

Ἀποστολικῆς  Διακονίας  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος, 

Ἀθήνα 2003. 

«Παράδοσις καί ἀνανέωσις εἰς τήν Ἐκκλησίαν», Σεμινάριο θεολόγων 

Θεσσαλονίκης  6,  ἔκδ.  περιοδικοῦ  «Γρηγόριος  ὁ 

Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972. 

Γέροντας  Σωφρόνιος,  «Συζήτηση  μέ  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  τοῦ 

Ἔσσεξ  γιά  τόν  ἅγιο  Σιλουανό  τόν  Ἀθωνίτη», 

Πεμπτουσία, τ. 24 (2007). 

ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ  ΠΕΤΡΟΥ,  «Τό  εὐχαριστιακό  ὑπόβαθρο  τῆς 

λειτουργικῆς  ἀναγέννησης  καί  τό  ἐξ  αὐτοῦ  ἀπορρέον 

αἴτημα  τῆς  ἀναθεωρήσεως  τῶν  περί  τά  βιβλικά 

ἀναγνώσματα  θεμάτων  τῆς  Ὀρθόδοξης  λατρείας», 

«Λατρεύσωμεν  εὐαρέστως  τῷ  Θεῷ»,  τό  αἴτημα  τῆς 

λειτουργικῆς  ἀνανεώσεως  στήν  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία, 

Πρακτικά Β΄ Πανελληνίου Λειτουργικοῦ Συμποσίου, ἐκδ. 

Ἀποστολικῆς  Διακονίας  τῆς  Ἐκκλησίας  τῆς  Ἑλλάδος, 

Ἀθήνα 2003, σελ. 141 ‐ 167. 
239

   Lex  Orandi,  Λειτουργική  Θεολογία  καί  Λειτουργική 

ἀναγέννηση, ἐκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2005. 

 Lex  Orandi  (Ἀπό  τή  Λειτουργική  στή  Λειτουργική 

Θεολογία), Καθ’ ὁδόν 7 – 8 (1994), σελ. 141 ‐ 143. 

Ἁγία  Γραφή  καί  Εὐχαριστία.  Ἐπίκαιρα  ἁγιογραφικά 

θέματα, ἐκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2000. 

ΒΛΑΧΟΥ  ΙΕΡΟΘΕΟΥ  (Μητροπ.  Ναυπάκτου),  «Οἶδα  ἄνθρωπον  ἐν 

Χριστῷ». Βίος καί πολιτεία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τοῦ 

ἡσυχαστοῦ  καί  θεολόγου,  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Μονῆς  Γενεθλίου 

τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 22007. 

  «Τό πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος 

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 265 ‐ 288. 

  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὅπως  τόν  ἔζησα»,  εἰσήγηση  σέ 

ἡμερίδα  γιά  τόν  γέροντα  Σωφρόνιο  μέ  θέμα 

«Σύγχρονες  μορφές  τῆς  Ἐκκλησίας»  στίς  31/5/2008  τῆς 

Ἱ. Μ. Βεροίας. 

  Ἐντεύξεις  καί  συνεντεύξεις,  ἔκδ.  Ἱ.  Μ.  Γενεθλίου  τῆς 

Θεοτόκου (Πελαγίας) 1997. 

  Καιρός τοῦ ποιῆσαι, ἔκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου 

(Πελαγίας), 22000. 

ΓΑΛΙΤΗ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  «Ὁ  πρῶτος  καί  ὁ  ἔσχατος  Ἀδάμ  στή  Θεολογία 

τοῦ γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 131 ‐ 144. 

ΓΙΕΦΤΙΤΣ  ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  (Ἐπισκόπου  πρώην  Ἐρζεγοβίνης),  «Ὁ  ἐν 

χάριτι μοναχός κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο», Πρακτικά, 

σελ. 105 ‐ 118. 
240

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  (Ἱερομ.),  Ἡ  Θεία  Λειτουργία.  Σχόλια,  ἔκδ.  Ἱ. 

Κουτλουμοσιανοῦ  Κελλίου  Ἅγ.  Ἰωάννης  ὁ  Θεολόγος, 

Ἅγιον Ὄρος 1998. 

ΔΑΒΙΤΗ Β. ΔΗΜΗΤΡΑΣ, Ἀναμνήσεις ἀπό τόν ΓΕΡΟΝΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΟ 

τοῦ ΕΣΣΕΞ, ἐκδ. Ἄθως, Ἀθήνα 42004. 

ΔΑΝΙΗΛ  ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΟΥ,  Ἀγγελικός  Βίος,  ἔκδ.  Μοναστικῆς 

Ἀδελφότητος Δανιηλαίων, Ἅγιον Ὄρος – Θεσσαλονίκη 

1981. 

Δ. Μ. ΙΩΣΗΦ, Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης, ὁ ἁπλοϊκός ἡγούμενος 

καί διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἔκδ. 22003. 

ΕΛΙΣΑΙΟΥ (Ἀρχιμ.), Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, 

«Ἡ  πνευματική  πατρότητα  κατά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 319 ‐ 341. 

ΕΦΡΑΙΜ  (Ἀρχιμ.),  Καθηγουμένου  Ἱερᾶς  Μεγίστης  Μονῆς 

Βατοπαιδίου,  «Ἡ  Θεοεγκατάλειψη  κατά  τόν  Γέροντα 

Σωφρόνιο», Πρακτικά, σελ. 165 ‐ 179. 

  «Ὀλίγα λόγια περί τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», Πρωτᾶτον 

45 (1994), σελ. 218 ‐ 220. 

ΖΑΧΑΡΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑ (Ἀρχιμ.), Ἀναφορά στή Θεολογία τοῦ Γέροντος 

Σωφρονίου,  ἔκδ.  Ἱερᾶς  Σταυροπηγιακῆς  Μονῆς  Τιμίου 

Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2000. 

  «Εἰσαγωγή  στή  Θεολογία  τοῦ  Γέροντος  Σωφρονίου», 

Πρακτικά, σελ. 53 ‐ 77. 

  «Τό  ἄκτιστο  Φῶς  στή  ζωή  καί  τή  διδασκαλία  τοῦ 

Γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 289 ‐ 304. 
241

ΖΗΖΙΟΥΛΑ  ΙΩΑΝΝΟΥ  (Μητροπ.  Περγάμου),  «Ἡ  περί  προσώπου 

ἀντίληψη  τοῦ  γέροντος  Σωφρονίου  σέ  σχέση  μέ  τά 

σύγχρονα  θεολογικά  ρεύματα»,  Πρακτικά,  σελ.  253  ‐ 

264. 

ΙΣΑΑΚ (Ἱερομ.), Βίος Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Ἅγιον Ὄρος 2004. 

ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ Δ. ΙΩΑΝΝΟΥ, «Παράδοσις καί ἀνανέωσις κατά 

τόν  Ἀπόστολον  Παῦλον»,  Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς 

τήν  Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο  θεολόγων  Θεσσαλονίκης  6, 

ἔκδ. περιοδικοῦ «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 

1972. 

ΚΟΪΟΥ  Γ.  ΝΙΚΟΛΑΟΥ,  Θεολογία  καί  ἐμπειρία  κατά  τόν  γέροντα 

Σωφρόνιο, Ἱ. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 22007. 

LOUTH  ANDREW  (Πρωτ.),  «Παράδοση  καί  ἀνανέωση  στή  θεολογία 

τοῦ γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 195 ‐ 201. 

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ  (Πρωτ.),  «Ἡ  ἔκσταση  ὡς  κάθοδος:  Τό 

Παλαμικό  ὑπόβαθρο  τῆς  θεολογίας  τοῦ  γέροντος 

Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 585 ‐ 598. 

MARABINI  JEAN,  Ἡ  καθημερινὴ  ζωὴ  στὴ  Ρωσία  τὸν  καιρὸ  τῆς 

Ὀκτωβριανῆς  ἐπανάστασης,  ἐκδ.  Παπαδήμας,  Ἀθήνα 

1993. 

MEYENDORFF  JEAN  (π.),  Ὁ  ἅγιος  Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς  καί  ἡ 

Ὀρθόδοξη  Μυστική  παράδοση  [Σειρά:  «Ὀρθόδοξη 

Μαρτυρία», ἀρ. 12], ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1983. 

ΜΑΝΤΖΑΡΙΔΗ  Ι.  ΓΕΩΡΓΙΟΥ,  Πρόσωπο  καί  θεσμοί,  ἐκδ.  Π. 

Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1997. 
242

  «Ἡ  μετοχή  στήν  ἐνέργεια  τοῦ  Θεοῦ  ὡς  ὅρος 

πραγματώσεως τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς στόν ἄνθρωπο», 

Πρακτικά, σελ. 241 ‐ 252. 

  «Ἀναμνήσεις  ἀπό  τόν  Γέροντα  Σωφρόνιο»,  Ὁδοιπορικό 

θεολογικῆς  ἀνθρωπολογίας,  Ἱ.  Μ.  Μ.  Βατοπαιδίου, 

Ἅγιον Ὄρος 2005. 

ΜΠΡΑΝΤΣΙΑΝΙΝΩΦ  ΙΓΝΑΤΙΟΥ,  Προσφορά  στόν  σύγχρονο 

μοναχισμό, τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Μ. Νικοπόλεως, Πρέβεζα 2001. 

ΜΩΥΣΕΩΣ  (μον.  Ἁγιορ.),  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς  Ἁγιορείτης», 

Πρακτικά, σελ. 79 ‐ 90. 

  Προσκυνητάριον  τῆς  Ἱερᾶς  Μονῆς  τοῦ  Ἁγίου  Παύλου, 

Ἅγιον Ὄρος 1997. 

ΝΑΣΣΗ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  (Διακόνου),  Ἡ  τελεσιουργία  τοῦ 

Μυστηρίου  τῆς  εὐχαριστίας.  Κανονική  διδασκαλία  καί 

λειτουργική  τάξη  [Σειρά:  Κανονικά  καί  Λειτουργικά  7],  ἐκδ. 

Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007. 

ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  (Μον.  Ἁγιοπαυλίτου),  «Ὁ  Γέροντας  Σωφρόνιος  ὡς 

πνευματικός στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παύλου», Πρακτικά, 

σελ. 343 ‐ 354. 

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  (Μητροπ.  Μεσογαίας),  Φωνή  αὔρας  λεπτῆς,  Ἀθήνα 

2006. 

ΝΤΥΜΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ, «Παράδοσις καί ἀνανέωσις εἰς τήν καθολικήν 

ἐκκλησίαν»,  Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς  τήν 

Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο  θεολόγων  Θεσσαλονίκης  6,  ἔκδ. 


243

περιοδικοῦ  «Γρηγόριος  ὁ  Παλαμᾶς»,  Θεσσαλονίκη 

1972. 

ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Λόγοι, τ. Α΄, ἔκδ. Ἱ. Ἡσυχ. «Εὐαγ. Ἰωάννης ὁ 

Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 21999. 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ  Μ.  ΑΝΤΩΝΙΟΥ,  «Παράδοσις  καί  ἀνανέωσις  εἰς 

τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Παράδοσις καί 

ἀνανέωσις  εἰς  τήν  Ἐκκλησίαν,  Σεμινάριο  θεολόγων 

Θεσσαλονίκης  6,  ἔκδ.  περιοδικοῦ  «Γρηγόριος  ὁ 

Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972. 

ΡΑΝΤΟΣΑΒΛΙΕΒΙΤΣ  ΑΡΤΕΜΙΟΥ  (Ἀρχιμ.),  Νέος  Χρυσόστομος, 

ἐπίσκοπος Νικόλαος (1880‐1956), Ἀθῆναι 1991. 

ΣΑΧΑΡΩΦ  ΝΙΚΟΛΑΟΥ,  Ἀγαπῶ  ἄρα  ὑπάρχω,  ἡ  θεολογική 

παρακαταθήκη τοῦ γέροντα Σωφρονίου (μτφρ. Χρῆστος 

Μακρόπουλος), ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007. 

ΣΚΡΕΤΤΑ  ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ  (Ἀρχιμ.),  «Ἡ  διδασκαλία  τοῦ  γέροντος 

Σωφρονίου γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», Πρακτικά, σελ. 

471 ‐ 510. 

  Ἡ  νοερά  προσευχή  κατά  τή  διδασκαλία  τοῦ  Ἀνωνύμου 

Ἁγιορείτου  Ἡσυχαστοῦ  [Σειρά:  Κανονικά  καί 

Λειτουργικά 3], ἐκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 32006.  

Ἡ  νοερά  προσευχή.  Ἔκφραση  ἀληθοῦς  λατρείας  Θεοῦ 

[Σειρά:  Κανονικά  καί  Λειτουργικά  2],  ἐκδ.  Μυγδονία, 

Θεσσαλονίκη 2006. 

TROTSKY  LEON,  Ἱστορία  τῆς  Ρωσικῆς  ἐπανάστασης,  ἐκδ.  Νέοι 

Στόχοι, Ἀθήνα 1971. 
244

ΤΖΕΡΠΟΥ  ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ  (Πρωτ.),  «Οἱ  λειτουργικές  εὐχές  τοῦ 

γέροντος Σωφρονίου», Πρακτικά, σελ. 523 ‐ 533. 

ΧΑΡΙΤΩΝΟΣ (μον.), «Τό φρικαλέο καρούλι», Πρωτᾶτον 35, (1992). 

WARE ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ (Ἐπισκόπ. Διοκλείας), Ἡ δύναμη τοῦ Ὁνόματος, 

ἡ  προσευχή  τοῦ  Ἰησοῦ  στήν  Ὀρθόδοξη  πνευματικότητα 

[σειρά  «Ὀρθόδοξη  Μαρτυρία»  ἀρ.  4],  μτφρ.  Δημ. 

Χουλιάρας, Ἐλ. Μασσαλῆ, Δημ. Κόκκινος, ἐκδ. Ἀκρίτας 
9 2009. 

  Ἡ  Ὀρθόδοξη  Ἐκκλησία,  μτφρ.  ἀπό  τά  ἀγγλικά  Ἰωσήφ 

Ροηλίδης, ἐκδ. Ἀκρίτας 22007. 

  Ἡ  ἐντός  ἡμῶν  Βασιλεία,  μτφρ.  ἀπό  τά  ἀγγλικά  Ἰωσήφ 

Ροηλίδης, ἐκδ. Ἀκρίτας 42006. 

   
245

2. Ξενόγλωσσα. 

GORODERZSKY  N.,  The  Humiliated  Christ  in  modern  Russian  Thought, 

London 1938. 

FLOROVSKY GEORGES, “Sodornost: the Catholicity of the Church”, E.L. 

Mascall  (ed.),  The  Church  of  God.  An  Anglo‐Russian 

Symposium by Members of the  Fellowship of  St Alban and St 

Sergius (London: SPCK, 1934).  

Collected Works (Belmont, MA: Nordland, 1972). 

ZACHARIAS  (Archim.),  The  enlargement  of  the  heart,  Mount  Thabor 

Publishing, 2006. 

   
 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 

ΟΛΙΓΑ ΕΓΓΡΑΦΑ  

ΚΑΙ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ 

   
I

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΣΑΧΑΡΩΦ 

ΗΜ/ΝΙΑ  ΓΕΓΟΝΟΣ 

22/9/1896  Γέννηση γέροντος Σωφρονίου 
1915 ‐ 1917  Φοίτηση στήν Ἀκαδημία τεχνῶν τῆς Μόσχας 
1920 ‐ 1921  Φοίτηση στήν Κρατική Σχολή Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας 
1921  Ἰταλία καί Βερολίνο 
1922  Παρίσι 
Ἐγγραφή στό Ὀρθόδοξο Θεολογικό Ἰνστιτοῦτο Ἁγ. Σεργίου 
1925 
στό Παρίσι 
25/11/1925  Ἀναχώρηση γιά τό Ἅγιον Ὄρος 
Ρασοφόρος  μοναχός  (μετονομασία  ἀπό  Σέργιος  σέ 
11/3/1926 
Σωφρόνιος) 
5/3/1927  Σταυροφόρος μοναχός 
Διάκονος ἀπό τόν Μητρ. Νικόλαο Βελιμίροβιτς, Ἐπ. Ζίτσας 
30/4/1930 
καί Ἀχρίδος 
Ἀρχές 1930  Γνωριμία μέ τόν Ἅγιο Σιλουανό 
18/1/1935  Μεγάλο σχῆμα 
Ἀναχώρηση στήν ἔρημο τῶν Καρουλίων (6 μήνες μετά τήν 
1939 
κοίμηση τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ 11/9/1938) 
2/2/1941  Πρεσβύτερος ἀπό τόν Μητρ. Μελιτουπόλεως Ἱερόθεο 
Πνευματικός (Ἱ.Μ.: Ἁγ. Παύλου, Σιμωνόπετρας, Γρηγορίου, 
2/2/1942 
Ξενοφῶντος καί σέ κελλιῶτες καί ἐρημίτες) 
Αναχώρηση ἀπό τά Καρούλια γιά τό κελλί τῆς Ἁγ. Τριάδος 
τέλη 1943 
Νέας Σκήτης Ἱ.Μ.Ἁγ. Παύλου 
11/1/1946  Βατοπαιδινή Σκήτη Ἁγ. Ἀνδρέου (Καρυές) για 10 μῆνες 
16/29‐4‐1946  Τρίμηνη ἄδεια γιά Ἀθήνα 
Ἄδεια  γιά  Παρίσι  πρός  ἀποπεράτωση  τῶν  θεολογικῶν 
26/10‐3‐1947 
σπουδῶν καί ἐπιστροφή εἰς τά ἴδια 
Ἔκδοση πρώτου βιβλίου γιά τόν Ἅγ. Σιλουανό 
Ἕλκος ‐ ἐγχείρηση ὁλικῆς γαστρεκτομῆς (Γιά 80 ἡμέρες στό 
1948  νοσοκομεῖο μέ ὀρούς) 
Μεταφορά  ὡς  ἀνάπηρος  στό  ρωσικό  γηροκομεῖο  τοῦ 
προαστείου τῶν Παρισίων Ἁγ. Γενεβιέβης τοῦ Δρυμοῦ 
5/3/1959  Ἄφιξη στήν Ἀγγλία ‐ ἵδρυση μοναστηριοῦ 
25/2/1965  Ἵδρυση Σταυροπηγίου 
11/7/1993  Κοίμηση γέροντος Σωφρονίου 
   
II

   
III

 
IV

 
V

   
VI

You might also like