Νταρζάνος 2016 Δογματική Και Κανονική Σύνθεση Στον Νικόδημο Αγιορείτη

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 91

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Φώτιος Νταρζάνος

Δογματική και κανονική σύνθεση


στον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ:
Μητροπολίτης Προύσης, Αν. Καθ. Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016

1
Στη μνήμη του μακαριστού πατρός
Αθανασίου Μυτιληναίου

2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 5

Εισαγωγή: Ο άγιος Νικόδημος και η εποχή του 6-17


1. Βιογραφικά στοιχεία 6
2. Ιστορικό πλαίσιο 9
3. Συγγραφικό έργο 13

Μέρος Α΄: Η δογματική διδασκαλία του αγίου Νικοδήμου 18-46

Κεφάλαιο Α΄: Θεολογία 18-23


1. Ουσία και ενέργειες του Θεού 18
2. Αγία Τριάδα 21

Κεφάλαιο Β΄: Δημιουργία και πτώση 24-36


1. Η αιτία της Δημιουργίας 24
2. Άγγελοι και δαίμονες 27
3. Η δημιουργία του ανθρώπου 29
4. Το προπατορικό αμάρτημα 31

Κεφάλαιο Γ΄: Χριστολογία 37-46


1. Το απροϋπόθετο της ενανθρώπησης 37
2. Ιησούς Χριστός 39
3. Υπεραγία Θεοτόκος 44

Μέρος Β΄: Το ζήτημα των δυτικών επιδράσεων 47-78

Κεφάλαιο Α΄: Ο δυτικός νομικισμός 47-56

Κεφάλαιο Β΄: Η ασκηθείσα κριτική 57-65


1. Αόρατος Πόλεμος και Πνευματικά Γυμνάσματα 57
2. Εξομολογητάριο 59
3. Πηδάλιο 62
4. Χρηστοήθεια 63

3
Κεφάλαιο Γ΄: Αντίλογος στην κριτική 66-78
1. Αόρατος Πόλεμος και Πνευματικά Γυμνάσματα 66
2. Εξομολογητάριο 68
3. Πηδάλιο 71
4. Χρηστοήθεια 74
5. Τελικές παρατηρήσεις 76

Συμπεράσματα 79

Summary 80

Βιβλιογραφία 81

4
Πρόλογος

Η μακρά και ζοφερή περίοδος της τουρκοκρατίας υπήρξε οπωσδήποτε


μία ιδιαίτερη φάση της ιστορίας του Ελληνισμού. Εκ πρώτης όψεως
φαίνεται ως μία «χαμένη» περίοδος, εφόσον το υπόδουλο Γένος στερήθηκε
όχι μόνο της ελευθερίας του, αλλά και της ευκαιρίας να αναπτυχθεί
ομαλά και να προοδεύσει. Εξετάζοντας όμως κανείς προσεκτικότερα την
περίοδο αυτή, θα διαπιστώσει πως οι συνθήκες ακριβώς της δουλείας ήταν
που ώθησαν τον Ελληνισμό αφενός μεν να εξαπλωθεί πέραν των
ιστορικών γεωγραφικών του ορίων προκειμένου να επιβιώσει, αφετέρου δε
να αναζητήσει τις εν πολλοίς λησμονημένες πνευματικές του ρίζες
προκειμένου να διασώσει την ταυτότητά του.
Η επαφή με την ευημερούσα και «φωτισμένη» Ευρώπη έφερε πλούτο
για τους εμπόρους και πολύτιμη γνώση για τους επιστήμονες. Έφερε όμως
και τον κίνδυνο της νόθευσης της ορθόδοξης θεολογίας με αλλότρια
στοιχεία, σε μια εποχή που οι εξαθλιωμένοι υπόδουλοι Έλληνες δεν ήταν
σε θέση να την υπερασπιστούν επαρκώς. Παραδοσιακοί και νεωτεριστές
θεολόγοι και διανοούμενοι προέβαλαν τις απόψεις τους και διατύπωσαν
προτάσεις για το πώς θα έπρεπε να πορευθεί το Έθνος.
Κορυφαία μορφή ανάμεσά τους στάθηκε ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης. Αν και υπήρξε ένθερμος υπέρμαχος της πατερικής παράδοσης
και αγωνίστηκε όσο λίγοι για την αναβίωσή της, ορισμένοι σύγχρονοι
μελετητές διατύπωσαν εναντίον του την «κατηγορία» ότι επηρεάστηκε
από το πνεύμα του νομικισμού, που χαρακτηρίζει τη δυτική θεολογία. Το
γεγονός αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου και αποτέλεσε το έναυσμα για την
ενασχόλησή μου με το θέμα, λόγω και των προγενέστερων νομικών
σπουδών μου.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον σύμβουλο καθηγητή μου
σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρο για την αγάπη και την
εμπιστοσύνη που μου έδειξε καθ’όλη τη διάρκεια των σπουδών μου.
Ευχαριστώ επίσης τους δύο έτερους καθηγητές μου στο Μεταπτυχιακό της
Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, την κυρία Δέσπω Λιάλιου και τον
πατέρα Χρήστο Φιλιώτη – Βλαχάβα, για τις πολύτιμες συμβουλές τους και
τη συνεργασία.

Φ. Ν.

5
Εισαγωγή: Ο άγιος Νικόδημος και η εποχή του

1. Βιογραφικά στοιχεία1

Ο άγιος Νικόδημος, κατά κόσμον Νικόλαος Καλλιβούρτσης, γεννήθηκε


στη νήσο Νάξο των Κυκλάδων το 1749. Φοίτησε αρχικά στο σχολείο της
Νάξου, διευθυντής του οποίου ήταν τότε ο αρχιμανδρίτης Χρύσανθος,
αδελφός του αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Οι καλές του επιδόσεις τον
οδήγησαν το 1765, σε ηλικία 16 ετών, στη συνέχιση των σπουδών του επί
πενταετία στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, όπου ως
σπουδαστής έχαιρε καθολικής εκτίμησης και εντυπωσίαζε με το ήθος, τη
φιλομάθεια και τη δεινότητα της μνήμης του. Εκεί έλαβε πολύπλευρη
μόρφωση, θεολογική και θύραθεν, ενώ συνδέθηκε με συσπουδαστές του
που κατόπιν αναδείχθηκαν σε εξέχουσες προσωπικότητες του Γένους,
όπως οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Νεόφυτος Ζ΄2 και Γρηγόριος Ε΄
ο εθνομάρτυρας3.
Το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου και ο διωγμός των
χριστιανών της Σμύρνης από τους Τούρκους που ακολούθησε (ορλωφικά)
τον έφεραν το 1770 πίσω στη Νάξο, όπου χρημάτισε γραμματέας του
Μητροπολίτη Παροναξίας Ανθίμου Βαρδή για πέντε περίπου χρόνια. Κατά
το διάστημα αυτό, είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με διάφορους
εκκλησιαστικούς και πολιτικούς παράγοντες, τόσο του νησιού όσο και
επισκέπτες.

1 . Το βίο του αγίου Νικοδήμου συνέγραψε πρώτος ο παραδελφός του Αγιορείτης


ιερομόναχος Ευθύμιος, ο οποίος μόναζε σε Κελλί της ερημικής περιοχής της Καψάλας,
κοντά στον οικισμό των Καρυών (από τον Γέροντα του Κελλίου αυτού Δαμασκηνό εκάρη ο
άγιος Νικόδημος μεγαλόσχημος μοναχός το 1783). Το έργο έχει τίτλο «Βίος καί Πολιτεία καί
ἀγῶνες διά δόξαν τῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας, τελεσθέντες παρά τοῦ ὁσιολογιωτάτου καί μακαρίτου
καί ἀοιδίμου Νικοδήμου μοναχοῦ, συγγραφέντες παρά τοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ του Εὐθυμίου
Ἱερομονάχου». Κριτική έκδοση του κειμένου αυτού βλ. σε Νικοδήμου (Μπιλάλη), Ὁ
πρωτότυπος βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου (1749 – 1809), γραμμένος τό 1812 – 13
ἀπό τόν παράδελφό του Ἱερομόναχο Εὐθύμιο, Ἀθῆναι 19969, από όπου έχουν ληφθεί τα
περισσότερα από τα εδώ παρατιθέμενα βιογραφικά στοιχεία. Πρβλ. και Θεοκλήτου
Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ βίος καί τά ἔργα του 1749 – 1809, Ἀθῆναι
19782, όπου ο βίος του αγίου εκτίθεται πιο ελεύθερα και λογοτεχνικά, με απολογητικό
πνεύμα και παράθεση εκτενών αποσπασμάτων από τα έργα και την πολύ ενδιαφέρουσα
αλληλογραφία του.
2. Πατριάρχης κατά τα έτη 1789 – 1794 και 1798 – 1801. Καθοριστική υπήρξε κατά τη
δεύτερη περίοδο της πατριαρχίας του η συμβολή του στην ευόδωση των προσπαθειών του
αγίου Νικοδήμου για την έκδοση του Πηδαλίου.
3. Πατριάρχης κατά τα έτη 1797 – 1798, 1806 – 1808 και 1818 – 1821.

6
Τότε γνωρίστηκε και με τρεις Αγιορείτες ιερομονάχους1, οι οποίοι είχαν
εκδιωχθεί από το Άγιο Όρος λόγω της σφοδρής κολλυβαδικής έριδας που
είχε ήδη ξεσπάσει εκεί από το 1754, κατηγορούμενοι δηλαδή ως
Κολλυβάδες. Ο χαρακτηρισμός αυτός είχε αποδοθεί υποτιμητικά σε όσους
υποστήριζαν την άποψη ότι δεν επιτρέπεται η τέλεση μνημοσύνων ούτε η
γονυκλισία την Κυριακή, λόγω του αναστάσιμου χαρακτήρα της ημέρας,
καθώς και ότι οι πιστοί δεν πρέπει να μετέχουν του Μυστηρίου της Θείας
Κοινωνίας μόνο δύο ή τρεις φορές το χρόνο αλλά πολύ συχνότερα, δηλαδή
ει δυνατόν συνεχώς. Γενικότερα υπερασπίζονταν με σθένος την πιστή
τήρηση των τυπικών της Εκκλησίας, των ιερών κανόνων και των
πατερικών παραδόσεων ως οργανικά συνυφασμένων με τα δόγματα και
καταδίκαζαν κάθε αυθαίρετο νεωτερισμό, που τις περισσότερες φορές
ήταν προϊόν αμάθειας ή αδιαφορίας.
Οι τρεις Αγιορείτες τον κατατόπισαν σχετικά με την κολλυβαδική έριδα
και του συνέστησαν να επισκεφθεί στην Ύδρα τον πρώην Μητροπολίτη
Κορίνθου Μακάριο Νοταρά2, πνευματικό ηγέτη του κολλυβαδικού
κινήματος. Η συνάντηση των δύο ανδρών σηματοδότησε την απαρχή μιας
βαθιάς πνευματικής σχέσης, καθοριστικής για τη μετέπειτα πορεία του
αγίου Νικοδήμου. Εξίσου όμως καθοριστική υπήρξε και η γνωριμία του
στην Ύδρα με τον ησυχαστή Αγιορείτη γέροντα Σίλβεστρο, ο οποίος του
ενίσχυσε τον πόθο για τη μοναχική πολιτεία και τον εισήγαγε στα
«ενδότερα» του αγιορείτικου μοναχισμού, όπως είναι η νοερά προσευχή.
Η απόφαση ελήφθη και το 1775, σε ηλικία 26 ετών, αναχώρησε για το
Άγιο Όρος και την Ιερά Μονή Διονυσίου. Γρήγορα διακρίθηκε για την
αρετή και την πνευματική προκοπή του και μετά από λίγους μήνες εκάρη
μοναχός και έλαβε το όνομα Νικόδημος. Λόγω της αξιόλογης μόρφωσής
του ανέλαβε το διακόνημα του αναγνώστη και του γραμματέα της Μονής,
στη βιβλιοθήκη της οποίας αφιέρωνε πολύ χρόνο μελετώντας επισταμένα
την πλούσια χειρόγραφη παράδοση της Εκκλησίας, όπως τα αρεοπαγιτικά
συγγράμματα και πολλά άλλα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1777 – κατόπιν προτροπής του Μακαρίου που
τον επισκέφθηκε στο Άγιο Όρος – εγκατέλειψε οριστικά τη Μονή
Διονυσίου αναζητώντας περισσότερη απομόνωση και ησυχία. Αφού
ασκήτεψε πρώτα σε Κελλί της Καψάλας, εγκαταβίωσε τελικά στη Σκήτη
της Μονής Παντοκράτορος ως υποτακτικός του γέροντα Αρσενίου που είχε
γνωρίσει στη Νάξο, προκειμένου να αφοσιωθεί στην προσευχή, τη μελέτη
και το συγγραφικό και εκδοτικό του έργο.

1. Τα ονόματά τους ήταν Γρηγόριος, Νήφων και Αρσένιος.


2. Ο άγιος Μακάριος (1731 – 1805) υπήρξε σπουδαίος θεολόγος της εποχής του και βαθύς
γνώστης της πατερικής ασκητικής παράδοσης.

7
Η αρχή του έργου αυτού είχε γίνει με τα χειρόγραφα της Φιλοκαλίας και
του Ευεργετινού, που του εμπιστεύθηκε ο Μακάριος προκειμένου να τα
επεξεργαστεί κριτικά και να τα ετοιμάσει για έκδοση. Το γεγονός αυτό
υπήρξε καθοριστικό για τη μετέπειτα πορεία του, καθώς το νηπτικό
πνεύμα της Φιλοκαλίας αποτέλεσε τον κεντρικό άξονα όλου του έργου και
της διδασκαλίας του.
Το 1781 αναχώρησε με τον γέροντά του Αρσένιο για τη Σκυροπούλα, ένα
ερημονήσι στα ανοιχτά της Εύβοιας. Σύντομα όμως έμεινε μόνος στον
αυχμηρό και απαράκλητο εκείνο τόπο, καθώς ο Αρσένιος – άγνωστο για
ποιο λόγο – μετέβη σε άλλο μέρος. Βρέθηκε έτσι αντιμέτωπος με
ανυπέρβλητες δυσκολίες, καθώς έπρεπε να καταβάλλει υπέρμετρους
κόπους ακόμα και για τη στοιχειώδη επιβίωσή του. Οι αντίξοες συνθήκες
της ερημονήσου ήταν φανερό ότι δεν ευνοούσαν την αφοσίωσή του στη
μελέτη και τη συγγραφή, κάτι που είχε επιδιώξει από την αρχή του
μοναχικού του βίου.
Παρά ταύτα – και αυτό είναι ενδεικτικό της συγγραφικής του δεινότητας
και της θεολογικής του κατάρτισης – κατά το διάστημα του ενός έτους που
παρέμεινε στη Σκυροπούλα συνέγραψε το περίφημο Συμβουλευτικό
Εγχειρίδιο, απευθύνοντάς το στον εξάδελφό του Ιερόθεο Επίσκοπο
Ευρίπου τότε, κατόπιν παράκλησης του τελευταίου να του παράσχει
πνευματικές συμβουλές. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι για
τη συγγραφή του Συμβουλευτικού δεν χρησιμοποίησε κανένα βοήθημα
πλην της ισχυρότατης μνήμης του, η οποία είχε καταστεί παροιμιώδης.
Επιστρέφοντας από τη Σκυροπούλα, εγκαταστάθηκε και πάλι στη
Σκήτη της Μονής Παντοκράτορος και συνέχισε τους αδιάκοπους
πνευματικούς αγώνες, τη συνεχή μελέτη και την έντονη συγγραφική
δραστηριότητα. Παράλληλα εξαπλωνόταν με γοργούς ρυθμούς η φήμη
του ως σπουδαίου πνευματικού ανδρός και πολλοί συνέρρεαν καθημερινά
στο Κελλί του για να ζητήσουν τη συμβουλή του1. Ανάμεσά τους και
ετερόδοξοι, αλλά και μετανοημένοι αρνησίθρησκοι που με την πνευματική
καθοδήγησή του επέστρεψαν στον Χριστό και ορισμένοι έφτασαν έως
μαρτυρίου2. Ήταν πάντως μία κατάσταση που γρήγορα άρχισε να τον
κουράζει, μια και του προκαλούσε αρκετό περισπασμό.
Όμως πολύ πιο επίπονο περισπασμό – πρωτίστως δε θλίψεις και
πειρασμούς – του προξένησε η θύελλα αντιδράσεων που είχε προκαλέσει

1 . Η φήμη αυτή του αγίου συνετέλεσε στη γνωριμία του με σημαντικές εκκλησιαστικές
και μη προσωπικότητες της εποχής του, που πολλές φορές συνέδραμαν την έκδοση των
έργων του είτε αναλαμβάνοντας τα έξοδα, είτε με άλλους τρόπους.
2 . Όπως ο άγιος νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο πολιούχος της Ρόδου. Η μνήμη
του τιμάται στις 14 Νοεμβρίου.

8
το βιβλίο του περί συνεχούς θείας μεταλήψεως, το οποίο κυκλοφορούσε
από το 1783 και πολλοί μοναχοί χαρακτήριζαν αιρετικό. Επαναστατικό
πάντως ήταν, αφού ανέτρεπε την παγιωμένη τότε άποψη ότι η Θεία
Κοινωνία πρέπει να λαμβάνεται δύο – τρεις φορές το χρόνο. Η με θεμιτά
και αθέμιτα μέσα πολεμική εναντίον του βιβλίου ήταν τέτοια, ώστε
κατέληξε στην επίσημη καταδίκη του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο1.
Το εχθρικό εναντίον των Κολλυβάδων κλίμα που διαμορφώθηκε
αναζωπύρωσε και τις παλιές περί των μνημοσύνων έριδες, στις οποίες
μοιραία ενεπλάκη και ο άγιος Νικόδημος.
Όλα αυτά, προστιθέμενα στους πολυετείς και πολύμοχθους
πνευματικούς και ασκητικούς του αγώνες, δεν άργησαν να φέρουν τη
σωματική εξάντληση και την ασθένεια. Τα προβλήματα υγείας εντάθηκαν
ιδιαίτερα από το 1806 και τρία χρόνια αργότερα, στις 14 Ιουλίου του 1809
και σε ηλικία μόλις 60 ετών, εκοιμήθη εν Κυρίω στο Κελλί των Σκουρταίων
στις Καρυές, όπου είχε καταφύγει για να δεχθεί τη φροντίδα των
αγαπημένων συμμοναστών του. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του βίου του και την
πολύτιμη πνευματική προσφορά του στο λαό του Θεού2, τον κατέταξε στο
χορό των αγίων της Εκκλησίας στις 31 Μαΐου 1955. Ένα χρόνο μετά, το
όνομά του συμπεριλήφθηκε και στο εορτολόγιο της ρωσικής Εκκλησίας.

2. Ιστορικό πλαίσιο

Ο άγιος Νικόδημος είναι μία θεολογική προσωπικότητα που


αναπτύσσεται και δραστηριοποιείται μέσα στο πνευματικό – πολιτισμικό
κλίμα που επικρατεί στον ελληνικό αλλά και γενικότερα στον ευρωπαϊκό
χώρο κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα3. Το κλίμα αυτό αναπόφευκτα

1. Επί Πατριάρχου Προκοπίου (1785 – 1789). Την καταδίκη του βιβλίου ήρε ο διάδοχός του
Νεόφυτος Ζ΄.
2. Αν έπρεπε να γίνει μία επιγραμματική αποτίμηση της προσφοράς του αγίου
Νικοδήμου στην Ορθόδοξη Εκκλησία γενικά και στο ελληνικό έθνος ειδικότερα, θα
μπορούσε με δυο λόγια να ειπωθεί ότι «τά πολυάριθμα αὐτοῦ συγγράμματα οὐκ ὀλίγον
συνετέλεσαν εἰς κραταίωσιν τῆς ὀρθοδοξίας, ὠφελείας ἀνυπολογίστου τοῦ ἡμετέρου ἔθνους
πρόξενα γενόμενα» (Κ. Σάθα, Νεοελληνική φιλολογία, βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς γράμμασι
διαλαμψάντων Ἑλλήνων, ἀπό τῆς καταλύσεως τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῆς
ἑλληνικής ἐθνεγερσίας (1453 – 1821), ἐν Ἀθήναις, 1868, σελ. 626).
3. Για την πνευματική κατάσταση της υπόδουλης Ελλάδας την εποχή του αγίου
Νικοδήμου και τα ιδεολογικά ρεύματα που πνέουν στην Ευρώπη και την επηρεάζουν βλ.
αναλυτικότερα Α. Γκρέκα, Η ησυχαστική πνευματικότητα στο έργο του Νικοδήμου του
Αγιορείτη (Διδακτορική Διατριβή), Θεσσαλονίκη 2015, σελ. 50 κ.ε. και 77 κ.ε.

9
επηρεάζει και τον ίδιο, καθορίζει τις επιλογές και τις προτεραιότητές του
και διαμορφώνει το έργο του.
Είναι η εποχή που ο Ελληνισμός – έχοντας ήδη υποστεί κατά το
μεγαλύτερο τμήμα του τον οθωμανικό ζυγό επί τρεις και πλέον αιώνες –
οδεύει προς το τέλος της ζοφερής περιόδου της τουρκοκρατίας,
συνεχίζοντας όμως να βιώνει τις δραματικές συνέπειές της σε όλες τις
εκφάνσεις της ζωής του. Είναι καταδικασμένος σε φτώχεια και ανέχεια, σε
καταστρατήγηση κάθε έννοιας ατομικών και συλλογικών ελευθεριών και
αυτοδιάθεσης, σε δημογραφικό αποδεκατισμό και σε πολιτισμική καχεξία,
λόγω αδυναμίας πρόσβασης σε δομές εκπαίδευσης για τη συντριπτική
πλειοψηφία του λαού1.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η πνευματική και εκκλησιαστική ζωή στην
τουρκοκρατούμενη Ελλάδα ακροβατεί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Η
αμάθεια, που είναι γενικευμένο φαινόμενο στις τάξεις τόσο του κλήρου
όσο και του λαού, συντελεί στην κατακόρυφη πτώση της πνευματικής
στάθμης του ορθόδοξου πληρώματος. Το ορθόδοξο αισθητήριο αμβλύνεται
διαρκώς, λόγω της μακρόχρονης αποκοπής του πληθυσμού από τη γνήσια
εκκλησιαστική του παράδοση. Έτσι δεν είναι παράξενο ότι ακόμα και ο
εξισλαμισμός καθίσταται για πολλούς ελκυστικός τρόπος επίλυσης των
ασφυκτικών βιοτικών προβλημάτων.
Εν μέσω της επικίνδυνης αυτής παρακμής, η ελληνορθόδοξη Εκκλησία
έρχεται αντιμέτωπη με δύο μεγάλες πνευματικές προκλήσεις. Η πρώτη
είναι οι επιρροές της δυτικής θεολογίας και πνευματικότητας, που
συστηματικά διαχέονται στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο ήδη από
τον 16ο αιώνα2. Η διάδοση αυτή γίνεται με δύο κυρίως τρόπους. Πρώτον,
μέσω της φοίτησης ορθόδοξων Ελλήνων σε δυτικές σχολές που ιδρύονται
για το σκοπό αυτό εντός και εκτός της οθωμανικής αυτοκρατορίας3. Και
δεύτερον, μέσω των ρωμαιοκαθολικών (Φραγκισκανών αρχικά, Ιησουϊτών
αργότερα) και προτεσταντών ιεραποστόλων (μισσιονάριων), οι οποίοι
δραστηριοποιούνται δυναμικά και ανταγωνίζονται αλλήλους στο πεδίο

1 . Σταδιακά πάντως η κατάσταση βελτιώνεται, με την ίδρυση βασικών σχολείων αλλά


και ανώτερων σχολών (όπως η προαναφερθείσα Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης) κυρίως
σε ακμάζοντα εμπορικά κέντρα, που αναδεικνύονται έτσι και σε σπουδαία πνευματικά
κέντρα του νέου Ελληνισμού. Ωστόσο η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πληθυσμού
παραμένει στην αμάθεια.
2. G. Podskalsky, Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί τουρκοκρατίας 1453 – 1821, ἡ Ὀρθοδοξία στή
σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν δυτικῶν δογμάτων μετά τή Μεταρρύθμιση, μετάφραση Γ.
Μεταλληνός, Ἀθήνα 2005, σελ. 25 – 42.
3 . Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ελληνικό κολλέγιο του αγίου Αθανασίου που
ιδρύεται στη Ρώμη το 1577.

10
του προσηλυτισμού των ορθοδόξων με κάθε δυνατό μέσο 1. Συντελείται
έτσι μια προοδευτική νόθευση της εκκλησιαστικής συνείδησης, μια
θρησκειοποίηση του Ευαγγελίου, μια μετατόπιση από την εμπειρική
αμεσότητα στην τυποποίηση, τη νοησιαρχία και τον σχολαστικισμό2.
Η δεύτερη πνευματική πρόκληση είναι το κίνημα του ευρωπαϊκού –
ιδίως του γαλλικού – Διαφωτισμού (17ος – 18ος αιώνας), όπως αυτό
μεταφέρεται και παρουσιάζεται στον ελληνικό χώρο από Έλληνες
διανοούμενους της εποχής, με γνωστότερο εκπρόσωπό τους τον
Αδαμάντιο Κοραή3. Υπό τον ελκυστικό μανδύα του φιλελευθερισμού, του
προοδευτισμού και του ουμανισμού, εισάγονται ο ορθολογισμός, ο
ατομοκεντρισμός, η αμφισβήτηση της εκκλησιαστικής αυθεντίας, η

1. Σε εμπορικά κέντρα όπως η Νάξος, πατρίδα του αγίου Νικοδήμου, η δραστηριότητα


των δυτικών ιεραποστόλων είναι ιδιαίτερα έντονη και περιλαμβάνει λειτουργία σχολείων,
έκδοση βιβλίων, συστηματική κατήχηση κ.α. Βλ. Ν. Ζαχαροπούλου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης ὡς διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, Θεολογικόν Συμπόσιον: Χαριστήριον εἰς
τόν καθηγητήν Παναγιώτην Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σελ. 465 – 466. Θα συνεχιστεί
όμως (μάλιστα θα ενταθεί και θα κορυφωθεί) και μετά την ίδρυση του πρώτου ελληνικού
κράτους και θα αφήσει βαθιά αποτυπώματα στη συνείδηση και τη ζωή του ελληνικού
λαού, ευδιάκριτα μέχρι σήμερα. Βλ. σχετικά Γ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ κατά Ἀνατολήν Δύσις», ὁ
«μετακενωτικός» ρόλος τῶν δυτικῶν μισσιοναρίων στό ἑλληνικό κράτος, στο Γ.
Μεταλληνοῦ, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση, τομές στην πνευματική πορεία τοῦ νεώτερου
Ἑλληνισμοῦ κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, Ἀθήνα 1998, σελ. 259 κ.ε.
2 . Οι προσπάθειες αυτές διείσδυσης της δυτικής πνευματικότητας στην υπόδουλη
Ελλάδα στέφονται με εντυπωσιακή επιτυχία. Ακόμα και στις Καρυές του Αγίου Όρους
λειτουργεί επί επτά χρόνια (1635 – 1641) ρωμαιοκαθολική σχολή, ενώ ο ανώτερος κυρίως
ορθόδοξος κλήρος δείχνει όχι μόνο να ανέχεται, αλλά και να επιζητά τις δυτικές
«επεμβάσεις». Ιησουΐτες φθάνουν να λειτουργούν μέσα στους ορθόδοξους ναούς, να
κηρύττουν, να εξομολογούν και να κοινωνούν τους πιστούς, ακόμα και κληρικούς και
επισκόπους. Βλ. σχετικά Χ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, Ἀθήνα
2006, σελ. 94 – 100 με τις εκεί παραπομπές. Ιδίως στην ανάθεση του μυστηρίου της
εξομολόγησης σε Ιησουΐτες μισσιονάριους, εντοπίζει ο συγγραφέας τις ρίζες του
εκδυτικισμού αυτής της καίριας πτυχής του εκκλησιαστικού βίου που συνεχίζεται έως
σήμερα.
3 . Για τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό βλ. συνοπτικά Π. Χρήστου, Ἐκκλησιαστική
Γραμματολογία, πατέρες καί θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμος Β΄, Θεσσαλονίκη 20032,
σελ. 247 – 256. Συνολικά για το νεοελληνικό Διαφωτισμό, με θετική τοποθέτηση απέναντί
του, βλ. Κ. Δημαρᾶ, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Νεοελληνικά Μελετήματα 2, Ἀθήνα
19895. Κριτική αποτίμηση του έργου του Κοραή, ιδίως σε σχέση με την Ορθοδοξία, βλ. σε Γ.
Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής καί ἡ Ὀρθοδοξία, στο Παράδοση καί ἀλλοτρίωση,
τομές στην πνευματική πορεία τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο,
Ἀθήνα 1998, σελ. 149 κ.ε. Γενικότερα για τη σχέση του νεοελληνικού Διαφωτισμού με την
Ορθόδοξη Εκκλησία βλ. Β. Μακρίδη, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί φορεῖς τοῦ Διαφωτισμοῦ
στόν ἑλληνικό χῶρο, ἰδιαιτερότητες μιᾶς σχέσης, «Κληρονομία» 29/1997, σελ. 163 – 201.

11
αποθέωση της επιστήμης1 και γενικά η άκριτη υιοθέτηση κάθε
προερχόμενου από τη Δύση νεωτερισμού σε βάρος της παράδοσης.
Στη Δύση βέβαια ο Διαφωτισμός αντιτάσσει τις ιδέες αυτές σε μια προ
πολλού αλλοτριωμένη χριστιανική πίστη, που έχει εκπέσει στο επίπεδο
μιας στείρας, καταπιεστικής θρησκευτικότητας και σε μια αυταρχική
εκκλησιαστική εξουσία, που – συνεπεία των ποικίλων εκτροπών της – έχει
απολέσει τα ερείσματά της στην κοινωνία. Στην Ανατολή όμως τα
πράγματα είναι διαφορετικά, καθώς οι ίδιες ιδέες στρέφονται κατά της
γνήσιας ορθόδοξης πνευματικότητας από άγευστους αυτής φορείς, που
την ταυτίζουν συλλήβδην με τη συντήρηση και το σκοταδισμό και
επιδιώκουν αδιακρίτως τη «μεταρρύθμισή» της2.
Εξέχουσες προσωπικότητες του κολλυβαδικού κινήματος, όπως οι
Μακάριος Νοταράς, Αθανάσιος Πάριος και Νικόδημος Αγιορείτης,
διαβλέπουν τους κινδύνους που εγκυμονούν οι προκλήσεις αυτές και
επιχειρούν να αντιδράσουν. Ως προσφορότερα μέσα για την ανακοπή της
διάβρωσης του ορθόδοξου φρονήματος, προκρίνουν την επιστροφή στη
λειτουργική – μυστηριακή ζωή και τη λησμονημένη πατερική παράδοση,
την κατήχηση του λαού, τον τονισμό της αξίας του ανθρώπου ως
κατ’εικόνα και ομοίωση Θεού δημιουργήματος και της βιωματικής σχέσης
του με τον Δημιουργό, μέσα από το παράδειγμα των αγίων της Εκκλησίας
και την εμπειρία των ησυχαστών κυρίως Πατέρων.
Εμβληματική για το κολλυβαδικό κίνημα καθίσταται η έκδοση της
Φιλοκαλίας το 1782, που με τα νηπτικά και ασκητικά της κείμενα έρχεται
να επανατοποθετήσει την εκκλησιαστική ζωή στον αυθεντικό –
παραδοσιακό άξονά της3. Έτσι το κίνημα των Κολλυβάδων λαμβάνει
τελικά διαστάσεις ευρύτερης κίνησης πνευματικής αναγέννησης, που
γρήγορα μεταλαμπαδεύεται και καρποφορεί πλουσίως και στις άλλες

1. Για την ποικιλότροπη αντιμετώπιση της επιστήμης από τους εκκλησιαστικούς


παράγοντες της εποχής βλ. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἐκκλησία καί ἐπιστήμη τόν 18ο αἰώνα
(συνέντευξη), «Σύναξη» 18/1986, σελ. 73 – 79. Ο άγιος Νικόδημος πάντως είναι από τις
περιπτώσεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων που με ενθουσιασμό δέχονται τις
επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους, αλλά δεν τις απολυτοποιούν (ό.π., σελ. 77 – 79).
2. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των κληρικών Νεόφυτου Βάμβα και Θεόκλητου
Φαρμακίδη, που ανέλαβαν να εφαρμόσουν τις «μεταρρυθμιστικές» ιδέες του Κοραή,
ρυθμίζοντας τα κρίσιμα εκκλησιαστικά ζητήματα του πρώτου ελληνικού κράτους βάσει
απροκάλυπτα προτεσταντικών προτύπων. Σε αγαστή ασφαλώς συνεργασία με το
καθεστώς της βαυαροκρατίας.
3. Κατά τον G. Podskalsky, ό.π., σελ. 76, με την έκδοση των ησυχαστικών κειμένων της
Φιλοκαλίας, ο (λεγόμενος από τους δυτικούς θεολόγους) «παλαμισμός» έφτασε στο
απόγειο της πνευματικής του ακτινοβολίας.

12
ορθόδοξες χώρες του Βορρά1. Πρόκειται ουσιαστικά για την αντιπαράθεση
μεταξύ δύο κόσμων, των υπέρμαχων της παράδοσης αφενός και των
υποστηρικτών των νεωτεριστικών δυτικών ιδεών αφετέρου2.

3. Συγγραφικό έργο

Η συγγραφική και εκδοτική παραγωγή του αγίου Νικοδήμου είναι


εκτενέστατη και εντυπωσιακή3, λαμβανομένων υπόψη των αντίξοων από
κάθε άποψη συνθηκών της εποχής του. Περιλαμβάνει έργα αγιολογικού,
ερμηνευτικού, κανονικού, ποιμαντικού, απολογητικού, ασκητικού, ηθικού,
λειτουργικού και υμνολογικού4 περιεχομένου. Τα κυριότερα από αυτά,
κατά χρονολογική σειρά έκδοσής τους, είναι τα εξής5:

1. Για τη γένεση και εξέλιξη του κολλυβαδικού κινήματος και τη συμμετοχή του αγίου
Νικοδήμου σε αυτό ως «θεολογικού εγκεφάλου» βλ. Τ. Γριτσόπουλου, Νικόδημος
Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος καί τό κίνημα τῶν Κολλυβάδων, πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου
Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν,
τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000, Ἀθήνα 2000, σελ. 46 – 77. Βλ. επίσης Ἀ. Ράντοβιτς, Ἡ Φιλοκαλική
Ἀναγέννησι τοῦ XVIII καί XIX αἰ. καί οἱ Πνευματικοί Καρποί της, Ἀθῆναι 1984, όπου δίνεται
έμφαση στην πνευματική παρακαταθήκη του κολλυβαδικού κινήματος και Β. Στεφανίδου,
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἀπ’ἀρχῆς μέχρι σήμερον, Ἀθῆναι 20007, σελ. 716 κ.ε.
2 . Υποστηρίζεται μάλιστα ότι ο ρόλος του κολλυβαδικού κινήματος υπήρξε καθοριστικός
για την αναχαίτιση της εξάπλωσης και επικράτησης των ιδεών του ευρωπαϊκού
Διαφωτισμού στην Ελλάδα και την Εκκλησία. Βλ. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ὁ ὅσιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί τό κολλυβαδικό κίνημα, πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ
Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006,
τόμος Α΄, σελ. 130. Για μία πιο συνθετική προσέγγιση του θέματος βλ. Ἀ. Ἀργυρίου,
Ἀδαμάντιος Κοραής καί Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Δύο διαφορετικοί δρόμοι, ἕνας κοινός
σκοπός, πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί
ἡ διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006, τόμος Α΄, σελ. 189 – 206.
3. Τα εκδεδομένα και ανέκδοτα έργα του υπερβαίνουν συνολικά τα 100.
4. Για το σημαντικό και εν πολλοίς άγνωστο ποιητικό – υμνογραφικό έργο του αγίου
(ασματικές ακολουθίες, υμνολογικοί κανόνες) βλ. Θεοκλήτου, ό.π., σελ. 315 κ.ε.
5 . Αναλυτική παρουσίαση της εργογραφίας του αγίου Νικοδήμου βλ. σε Π.
Νικολοπούλου, Βιβλιογραφική ἐπιστασία τῶν ἐκδόσεων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου,
Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000, Ἀθήνα 2000, σελ. 361 –
667. Βλ. επίσης του ιδίου, Προβλήματα βιβλιογραφίας τῶν ἔργων Νικοδήμου τοῦ
Ἁγιορείτου, πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος,
250 χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του, Νάξος 14 – 17 Ἰουλίου 2000, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας
Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΘ΄ 2004 – 2005, Ἀθήνα 2005, σελ. 139 – 143. Ευσύνοπτη
παρουσίαση των έργων του αγίου με παράθεση χαρακτηριστικών αποσπασμάτων από το
περιεχόμενό τους βλ. σε Ν. Παυλοπούλου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἐν Ἀθήναις
19762, σελ. 74 κ.ε. Ειδικά για τα αγιολογικά του έργα βλ. και Σ. Πασχαλίδη, Τό
Ὑμναγιολογικό Ἔργο τῶν Κολλυβάδων, συμβολή στή μελέτη τῆς Ἁγιολογικής
Γραμματείας κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 168 κ.ε.

13
1) «Φιλοκαλία τῶν Ἱερών Νηπτικῶν» (Βενετία 1782): Ανθολόγιο
ασκητικών πατερικών κειμένων (Προοίμιο και σύντομοι βίοι των
συγγραφέων από τον άγιο Νικόδημο).
2) «Εὐεργετινός» (Βενετία 1783): Το έργο του μοναχού Παύλου
Ευεργετινού με το βίο και τη διδασκαλία Πατέρων της ερήμου
(Προοίμιο αγίου Νικοδήμου).
3) «Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ
Μυστηρίων» (Βενετία 1783): Έργο του αγίου Μακαρίου1 εκδοθέν το
1777, επεξεργασμένο και συμπληρωμένο με αγιογραφική και
πατερική θεμελίωση.
4) «Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἅπαντα τά εὑρισκόμενα» (Βενετία 1790):
Προοίμιο και παράφραση των κειμένων σε απλή γλώσσα.
5) «Ἐξομολογητάριον» (Βενετία 1794): Ερμηνεία των κανόνων του αγίου
Ιωάννου του Νηστευτού και οδηγίες – συμβουλές προς τον
πνευματικό και τον εξομολογούμενο.
6) «Θεοτοκάριον» (Βενετία 1796): Συλλογή 62 κανόνων από 22
υμνογράφους προς την Υπεραγία Θεοτόκο (Προοίμιο αγίου
Νικοδήμου).
7) «Ἀόρατος Πόλεμος» (Βενετία 1796): Οδηγός για την πνευματική ζωή
των πιστών (Διασκευή προϋπάρχοντος δυτικού έργου).
8) «Νέον Μαρτυρολόγιον» (Βενετία 1799): Συλλογή με τους βίους και τα
μαρτύρια 85 νεομαρτύρων2.
9) «Ἐπιτομή ἐκ τῶν Προφητανακτοδαυϊτικῶν Ψαλμῶν»
(Κωνσταντινούπολη 1799): Απάνθισμα κατανυκτικών ευχών και
ψαλμών εν είδει προσευχηταρίου (Προοίμιο αγίου Νικοδήμου περί
προσευχής).
10) «Πηδάλιον» (Λειψία 1800): Συλλογή και ερμηνεία όλων των ιερών
κανόνων (Σε συνεργασία με τον ιερομόναχο Αγάπιο).

1. Κατά τον Θεόκλητο, ό.π., σελ. 110, είναι έργο του Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη. Πρβλ. Κ.
Καραϊσαρίδη, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί τό λειτουργικό του ἔργο, Ἀθήνα 1998,
σελ. 177 – 182.
2 . Ιδιαίτερα σημαντική θεωρεί ο άγιος Νικόδημος την προβολή των νεομαρτύρων, διότι
με το ηρωικό παράδειγμά τους διατρανώνουν το μεγαλείο της ορθόδοξης πίστης και δίνουν
δύναμη και θάρρος στους πιστούς για να αντιμετωπίζουν τους διωγμούς των Τούρκων και
τον ολέθριο κίνδυνο του εξισλαμισμού.

14
11) «Γυμνάσματα Πνευματικά» (Βενετία 1800): Οδηγός για την
πνευματική ζωή των πιστών (Διασκευή προϋπάρχοντος δυτικού
έργου).
12) «Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν» (Βενετία ή Βιέννη 1801): Περί της
φυλακής των πέντε αισθήσεων και των πνευματικών ηδονών της
ψυχής.
13) «Νέον Ἐκλόγιον» (Βενετία 1803): Συλλογή 50 βίων αγίων.
14) «Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν» (Βενετία 1803): 13 Λόγοι ηθικού
περιεχομένου.
15) «Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς» (Βενετία 1806): Βάσει
της ερμηνείας του Μητροφάνη Σμύρνης και δευτερευόντως του
Θεοφύλακτου Βουλγαρίας.
16) «Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου» (Βενετία 1816): Οι 836 αποκρίσεις
των αγίων σε απορίες για την πνευματική ζωή (Προοίμιο και βίος
των αγίων από τον άγιο Νικόδημο).
17) «Συναξαριστής τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ» (3 τόμοι, Βενετία
1819): Το έργο του Μαυρικίου Διακόνου γραμμένο σε απλούστερη
γλώσσα, διορθωμένο και συμπληρωμένο.
18) «Παύλου τοῦ θείου καί ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί» (3 τόμοι,
Βενετία 1819)1: Βάσει της ερμηνείας κυρίως του Θεοφύλακτου
Βουλγαρίας.
19) «Κῆπος Χαρίτων» (Βενετία 1819): Ερμηνεία στις 9 Ωδές της
στιχολογίας και άλλα κείμενα, όπως εγκώμια στην Υπεραγία
Θεοτόκο.
20) «Ὁμολογία Πίστεως» (Βενετία 1819): Απάντηση στους κατηγόρους του
κολλυβαδικού κινήματος και σε επικριτές του.
21) «Ἑρμηνεία εἰς τούς ΡΝ΄ Ψαλμούς τοῦ Προφητάνακτος καί Θεοπάτορος
Δαβίδ» (2 τόμοι, Κωνσταντινούπολη 1819 – 1821): Βάσει της ερμηνείας
του Ευθυμίου Ζιγαβηνού (Προοίμιο περί της αξίας των ψαλμών).
22) «Ἑορτοδρόμιον» (Βενετία 1836): Ερμηνεία στους ασματικούς κανόνες
των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών.
23) «Νέα Κλῖμαξ» (Κωνσταντινούπολη 1844): Ερμηνεία στους 75
αναβαθμούς της Οκτωήχου.

1. Στην αρχή του πρώτου τόμου (σελ. ια΄ – ιβ΄) παρατίθεται σύντομος βίος του αγίου
Νικοδήμου από τον μοναχό Ονούφριο Ιβηρίτη, με αναφορά στο συγγραφικό του έργο.

15
24) «Ἀλφαβηταλφάβητος» (Περιοδικό «Ἄθως» 1928): Έργο του οσίου
Μελετίου του Ομολογητού (Προοίμιο και υποσημειώσεις από τον
άγιο Νικόδημο).

Όπως φαίνεται ακόμα και από μία επιγραμματική παράθεση των έργων
του, ο άγιος Νικόδημος δεν ενδιαφέρθηκε τόσο για την εκπόνηση
πρωτότυπων θεολογικών συγγραμμάτων, όσο για την ανάδειξη των
πατερικών και λειτουργικών κειμένων που είχαν λησμονηθεί κατά τους
ζοφερούς αιώνες της τουρκοκρατίας. Θέλησε να ανασύρει την πατερική
θεολογική σκέψη από τα φθαρμένα και απρόσιτα χειρόγραφα των
βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους και να την επαναφέρει στο επίκεντρο της
πνευματικής ζωής των πιστών1.
Σκοπός του ήταν πρωτίστως να έρθουν οι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι
χριστιανοί σε επαφή με τον ανεξάντλητο πνευματικό πλούτο της
Εκκλησίας τους και να τον κατανοήσουν, βοηθούμενοι από τις ερμηνείες
των κειμένων που έγραφε πάντα στην απλή καθημερινή γλώσσα του
λαού, δίνοντας έτσι στα έργα του ένα χαρακτήρα εκλαϊκευτικό2. Κάτω
μάλιστα από τον τίτλο κάθε έργου του σημειώνεται σταθερά η φράση «εἰς
κοινήν ἁπάντων τῶν Ὀρθοδόξων ὠφέλειαν». Τον ενδιέφερε επίσης να
καλύψει και τις μεγάλες ανάγκες του καθημερινού εκκλησιαστικού βίου σε
λειτουργικά βιβλία και πρακτικά βοηθήματα.
Ωστόσο ο άγιος Νικόδημος σε καμία περίπτωση δεν περιορίστηκε σε
ρόλο απλού αντιγραφέα, μεταφραστή, συμπιλητή και εκδότη. Το
προσωπικό στοιχείο κάθε άλλο παρά απόν είναι, καθώς χαρακτηριστικό
όλων σχεδόν των έργων του είναι η προσθήκη πλήθους παρατηρήσεων,
επεξηγήσεων και υποσημειώσεων3, με τις οποίες δίνεται το ιδιαίτερο
στίγμα του και αποκαλύπτεται η εντυπωσιακή ευρυμάθεια και η πλούσια
θεολογική του κατάρτιση4.

1. Είχε προετοιμάσει για το σκοπό αυτό και την έκδοση των συγγραμμάτων του αγίου
Γρηγορίου του Παλαμά. Ατυχώς όμως τα χειρόγραφα, που είχαν σταλεί σε τυπογραφείο
της Βιέννης προς εκτύπωση, κατασχέθηκαν από τις αυστριακές αρχές, διότι στο ίδιο
τυπογραφείο είχαν εκτυπωθεί προκηρύξεις του Ρήγα Φεραίου που καλούσαν τους
υπόδουλους Έλληνες σε επανάσταση. Βλ. Σ. Εὐστρατιάδου, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης,
«Μακεδονικά» 1/1940, σελ. 40 κ.ε. και Ν. Παυλοπούλου, ό.π., σελ. 161 – 164.
2 . Για τη μείζονα ερμηνευτική του αρχή, που είναι το «ἐν ἁπλότητι καί πρός οἰκοδομήν»,
βλ. Κ. Παπαδημητρίου, Πρίν τή θεωρία, προδρομική πατερική ἑρμηνευτική, Θεσσαλονίκη
2012, σελ. 113 κ.ε.
3. Ο όγκος των υποσημειώσεων καταλαμβάνει σε ορισμένες περιπτώσεις το ήμισυ και
πλέον του συνολικού έργου.
4. Ως παράδειγμα της προσωπικής συμβολής που χαρακτηρίζει το έργο του αγίου,
μπορεί να αναφερθεί η μέθοδος των «συμφωνιών» που εφαρμόζει στο Πηδάλιο.

16
Ακόμα και όταν επρόκειτο να εκδώσει αυτούσιο ένα χειρόγραφο,
προέβαινε προηγουμένως σε κριτική επεξεργασία και διόρθωση του
κειμένου, προσθέτοντας και τα δικά του σχόλια που είναι πάντα
αγιογραφικά και πατερικά κατοχυρωμένα1. Αλλά και οι μεταφράσεις του
δεν είναι κατά λέξη, αλλά έχουν ένα δυναμικό χαρακτήρα και είναι
προσαρμοσμένες στα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής του. Είναι
περισσότερο ερμηνευτής ο ίδιος, παρά μεταφραστής των ερμηνευτών τα
έργα των οποίων μεταφράζει. Πάντοτε όμως είναι ιδιαίτερα προσεκτικός,
ιδίως όταν πρόκειται για δογματικά θέματα, προκειμένου να μη
παρεκκλίνει από την ορθόδοξη πατερική γραμμή2.
Με αυτό το συνδυασμό πρωτότυπου κειμένου, ερμηνείας σε απλή
γλώσσα και επεξηγηματικών υποσημειώσεων, φαίνεται ότι
ανταποκρίθηκε σε μεγάλο βαθμό στις πνευματικές ανάγκες των πιστών.
Τα περισσότερα έργα του έτυχαν ευρύτατης αναγνώρισης και
κυκλοφορίας, μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες και γνώρισαν
επανειλημμένες επανεκδόσεις που συνεχίζονται έως σήμερα.
Η παρούσα εργασία εξετάζει στο πρώτο μέρος της τα έργα του αγίου
Νικοδήμου στα οποία εντοπίζεται κατεξοχήν η δογματική διδασκαλία του,
δηλαδή κυρίως τα ερμηνευτικά και το Συμβουλευτικό Εγχειρίδιο. Σκοπός
της είναι να παρουσιάσει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της διδασκαλίας
του και όχι ασφαλώς να την εκθέσει στην πληρότητά της. Στο δεύτερο
μέρος της εξετάζει τα έργα εκείνα του αγίου, τα οποία βρέθηκαν στο
επίκεντρο της προβληματικής που αναπτύχθηκε στη σύγχρονη έρευνα
σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη δυτικών επιδράσεων στη θεολογική
του σκέψη και έκφραση. Πρόκειται για τον Αόρατο Πόλεμο, τα
Πνευματικά Γυμνάσματα, το Εξομολογητάριο, το Πηδάλιο και τη
Χρηστοήθεια.

Παρουσιάζει συγκριτικά τους ιερούς κανόνες που έχουν όμοιο ή παρόμοιο περιεχόμενο,
προκειμένου να άρει τις φαινομενικές αντιθέσεις μεταξύ τους και να καταδείξει ότι όλοι
εμφορούνται από το ίδιο πνεύμα, αυτό της πατερικής παράδοσης.
1. Χ. Κρικώνη, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, βίος καί συγγραφικόν ἔργον, Ἀθήνα 2001,
σελ. 61 – 63.
2 . Ἰ. Γαλάνη, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφῆς,
πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006, τόμος Α΄, σελ. 169 – 172.

17
Μέρος Α΄: Η δογματική διδασκαλία του αγίου Νικοδήμου

Κεφάλαιο Α΄: Θεολογία

1. Ουσία και ενέργειες του Θεού

Η οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου είναι θεμελιώδης


στην ορθόδοξη θεολογία και ο άγιος Νικόδημος σε πολλά σημεία των
συγγραμμάτων του παίρνει αφορμή να επισημάνει τις συνέπειες που
απορρέουν από αυτή. Καταρχάς ο Θεός είναι ο μόνος άκτιστος, απολύτως
άυλος, απλός (μάλιστα στον υπερθετικό βαθμό, απλούστατος), ασύνθετος
και ασχημάτιστος. Είναι επίσης απαθής, άτρεπτος και αναλλοίωτος, χωρίς
αρχή και χωρίς τέλος1.
Ακόμα ο Θεός είναι άπειρος, απεριόριστος και απερίγραπτος· πανταχού
παρών και τα πάντα πληρών. Όμως δεν βρίσκεται απλώς παντού, αλλά
περιλαμβάνει το παν, είναι δηλαδή υπέρ το παν. Συνέχει και περιέχει την
κτίση. Διότι αν ήταν απλώς πανταχού παρών, θα περιοριζόταν από το παν
που είναι πεπερασμένο· θα ήταν δηλαδή περιγραπτός. Με δυο λόγια, ο
τόπος του Θεού είναι ο ίδιος ο εαυτός του2.
Ο Θεός, ως άπειρος, είναι πέρα από κάθε νόηση, καθώς ο πεπερασμένος
ανθρώπινος νους βρίσκεται σε οντολογική αδυναμία να τον συλλάβει.
Χαρακτηριστικά ως προς αυτό είναι τα αποφθέγματα δύο Πατέρων: Το «Ὁ
Θεός μᾶλλόν ἐστιν, ἤ νοεῖται, καί μᾶλλον νοεῖται, ἤ λέγεται» του Ιωσήφ
Βρυέννιου και το «[Θεόν] φράσαι μέν, ἀδύνατον, … νοῆσαι δέ,
ἀδυνατώτερον» του Γρηγορίου Θεολόγου3.
Η ουσία λοιπόν του Θεού είναι απολύτως ανεξιχνίαστη, ακατάληπτη
και απερινόητη. Κανένα κτίσμα, ούτε άγγελος ούτε άνθρωπος, δεν μπορεί
να την κατανοήσει και να πει κάτι γι’αυτή4. Πολύ περισσότερο, κανένα
κτίσμα δεν μπορεί να δει την ουσία του Θεού5. Το μέγεθος της αγαθότητας
και της δόξας του Θεού μπορεί να αντιληφθεί ο άνθρωπος μόνο έμμεσα,
δια μέσου της ωραιότητας των κτισμάτων, όπως αναφέρουν η Σοφία

1. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 14 – 15 (Ἰακώβου 1,17).


2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 397 (ΣΤ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου), με παραπομπή
στους Γρηγόριο Παλαμά και Ιωάννη Δαμασκηνό και σελ. 234 (Ε΄ ᾨδή Κανόνος
Εὐαγγελισμοῦ) και Κῆπος Χαρίτων, σελ. 160 (Ζ΄ ᾨδή, Τριῶν Παίδων).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 487 (Θ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 365 (Θ΄ ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Παρασκευῆς).
5. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 268 (Α΄ Ἰωάννου 4,12). Πρβλ. Κατά
Ἰωάννην 1,18: «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακεν πώποτε».

18
Σολομῶντος (13,5: «ἐκ γὰρ μεγέθους καλλονῆς κτισμάτων ἀναλόγως ὁ
γενεσιουργὸς αὐτῶν θεωρεῖται») και ο Απόστολος Παύλος (Πρός Ρωμαίους
1,20: «τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ [του Θεού] ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι
νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης»)1.
Το οντολογικό χάσμα μεταξύ Θεού και κτισμάτων αποκλείει κάθε
ομοιότητα κατ’ουσία μεταξύ τους, με την έννοια δηλαδή της ταυτότητας.
Θεός και κτίσματα είναι μεγέθη κατά φύση μη συγκρίσιμα. Εκείνο όμως
που είναι εφικτό, είναι η κατ’ενέργεια ομοιότητα με τον Θεό. Αυτό είναι το
έργο των τελείων, σύμφωνα με την εντολή του Χριστού «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς
τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν» (Κατά Ματθαῖον
5,48).
Με αυτή την έννοια πρέπει να κατανοείται και η φράση του
Ευαγγελιστή Ιωάννη «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα» (Α΄ Ἰωάννου 3,2). Διότι η
ομοιότητα αναφέρεται στην ενέργεια, ενώ η ταυτότητα στην ουσία. Αν τα
κτίσματα έβλεπαν την ουσία του Θεού, θα ήταν το αυτό με τον Θεό και όχι
όμοιά του2.
Συνεπώς είναι αδύνατη σε κάθε κτίσμα η μέθεξη της θείας φύσης,
καθώς το πεπερασμένο δεν μπορεί να χωρήσει το άπειρο. Αντίθετα είναι
ορατές και μεθεκτές από τους αξίους οι ενέργειες του Θεού, οι οποίες είναι
ενωμένες με τη θεία φύση και αχώριστες από αυτή. Ουσία και ενέργεια
διαιρούνται συνημμένως και συνάπτονται διηρημένως, γι’αυτό και
θεότητα μπορεί να ονομάζεται και η ενέργεια και χάρη του Θεού, που
θεώνει όσους τη δέχονται3.
Το Άγιο Πνεύμα, για παράδειγμα, βρίσκεται όλο αδιαιρέτως σε κάθε
ενέργειά του και χάρη, λόγω της απόλυτης απλότητας της φύσης του,
όπως ο ήλιος βρίσκεται ολόκληρος σε όλες τις ακτίνες του και σε κάθε μία
χωριστά. Όμως ενώ είναι αμέριστο κατά την ουσία, μερίζεται κατά την
ενέργεια και χάρη και δίνεται στους αγίους κατά το μέτρο της
καθαρότητας και του συμφέροντος του καθενός. Μερίζεται αμερίστως,
διαιρείται αδιαιρέτως και ποικίλλεται αποικίλτως4.

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 266 – 267 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Βαΐων) και Ἐγχειρίδιον
Συμβουλευτικόν, σελ. 230 – 233, με παραπομπή στους Γρηγόριο Νύσσης και Διονύσιο
Αρεοπαγίτη.
2. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 241 (Α΄ Ἰωάννου 3,2) και Κῆπος
Χαρίτων, σελ. 13 (Α΄ ᾨδή Μωϋσέως).
3. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 259 – 260 (Α΄ Ἰωάννου 3,24), με
παραπομπή στους Διονύσιο Αρεοπαγίτη και Μ. Βασίλειο.
4. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 271 – 272 (Α΄ Ἰωάννου 4,13), με
παραπομπή στους Ιωάννη Χρυσόστομο και Μάξιμο Ομολογητή.

19
Όπως η θεία φύση είναι αΐδια και άκτιστη, έτσι και οι θείες ενέργειες
είναι συναΐδιες με τον Θεό και άκτιστες. Ωστόσο αν και είναι φυσικές και
ουσιώδεις, δεν είναι ενυπόστατες, δεν έχουν δηλαδή δική τους υπόσταση
όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας1.
Η φράση επομένως «θείας κοινωνοὶ φύσεως», που αναφέρεται στη Β΄
Πέτρου (1,4), σημαίνει ότι όσοι χριστιανοί δια της πίστης και του ενάρετου
βίου καθάρθηκαν και τελειώθηκαν, κοινωνούν και μετέχουν στις θείες
ενέργειες και χάριτες και έτσι γίνονται θεοί κατά χάρη. Δεν βλέπουν τον
Θεό, αλλά τη δόξα του. Και πάλι η κοινωνία αυτή γίνεται κατά
συγκατάβαση του Θεού στους αξίους.
Παρερμηνεία της φράσης αυτής του Αποστόλου Πέτρου έκαναν οι
δυτικόφρονες Βαρλαάμ και Ακίνδυνος, υποστηρίζοντας ότι η θεία φύση
είναι μεθεκτή και κοινωνητή, όπως υποστήριζαν παλαιότερα και οι
Μασσαλιανοί. Θεωρούσαν έτσι ότι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής οι
Απόστολοι έλαβαν την ουσία και όχι την ενέργεια και χάρη του Αγίου
Πνεύματος.
Βέβαια κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα ήταν παρόν κατ’ουσία,
καθ’υπόσταση και κατ’ενέργεια, ωστόσο οι Απόστολοι μέθεξαν μόνο της
ενέργειας και χάριτος και πάλι όχι πλήρως, αλλά μερικώς. Διότι είναι
αδύνατο σε κάθε πεπερασμένο κτίσμα (άγγελο ή άνθρωπο) να δεχθεί
πλήρως έστω και ένα είδος ενέργειας του Αγίου Πνεύματος (όπως είναι η
σοφία ή η αγαθότητα), αφού αυτή είναι άπειρη, απερίγραπτη και
απεριόριστη2. Μόνο ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός έλαβε όλα τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα όχι εκ μέτρου, αλλά
πλήρως3.
Οι ίδιοι αιρετικοί ισχυρίζονταν επίσης ότι το φως της Μεταμορφώσεως
ήταν κτιστό. Όμως το θαβώρειο φως, ως ενέργεια του Θεού, ήταν άκτιστο.
Δεν ήταν η ουσία του Θεού, που είναι απολύτως αόρατη, αλλά ήταν
πάντοτε αχώριστο με την ουσία του Θεού, συνάναρχο και συναΐδιο με
αυτή. Οι Απόστολοι στο όρος Θαβώρ μπόρεσαν να δουν με τα κτιστά
σωματικά τους μάτια το άκτιστο φως της θεότητας του Χριστού, αφού
πρώτα ενισχύθηκαν από τη θεία δύναμη. Και πάλι τους αποκαλύφθηκε

. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 71 (Α΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως) και σελ. 565 (Δ΄
1

ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).


2 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 74 (Γ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως) και σελ. 564 – 566
(Δ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στους Ιωάννη Χρυσόστομο,
Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Παλαμά και Ιωσήφ Βρυέννιο και Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά
Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 158 (Β΄ Πέτρου 1,4).
3. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 270 – 271 (Α΄ Ἰωάννου 4,13), με
παραπομπή στον Ιωάννη Χρυσόστομο.

20
κατά ένα απειροελάχιστο μέρος, μέσα από το έσοπτρο του ανθρώπινου
σώματος του Χριστού, ώστε να μπορέσουν να το αντέξουν1.

2. Αγία Τριάδα

Η θεία φύση είναι αδιαίρετη και αχώριστη, γνωριζόμενη σε τρεις


υποστάσεις, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Επομένως τα τρία
πρόσωπα της Αγίας Τριάδας είναι ένα κατά την ουσία, ομοφυή και
ομοούσια. Δεν είναι άλλο και άλλο και άλλο, αλλά άλλος και άλλος και
άλλος, διότι το «άλλος» επί ομοουσίων λέγεται, ενώ το «άλλο» επί
αλλοτρίων2. Διαφορετικά θα επρόκειτο ξεκάθαρα για πολυθεΐα. Είναι
επίσης συναΐδια και συνάναρχα ως προς το χρόνο, που σημαίνει ότι είναι
ταυτόχρονα. Δεν προϋπήρξε κάποιο έναντι των άλλων.
Κατά την αιτία, όμως, άναρχος και αναίτιος είναι μόνο ο Πατήρ, διότι
έχει το είναι αφ’εαυτού. Ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο
Πνεύμα εκπορεύεται από αυτόν. Έτσι τα δύο αυτά πρόσωπα έχουν το είναι
από τον Πατέρα (που είναι η αιτία της θεότητας), ο μεν Υιός γεννητώς, το
δε Άγιο Πνεύμα εκπορευτώς3. Τόσο η γέννηση του Υιού, όσο και η
εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος γίνονται απαθώς και αρρεύστως, καθώς
η θεότητα είναι άτρεπτη και αναλλοίωτη4.
Ο Υιός ονομάζεται και Σοφία και Δύναμη του Πατρός (Α΄ Πρός
Κορινθίους 1,24: «Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»), όχι όμως με την
έννοια ότι ο Πατήρ δεν έχει δική του σοφία και δύναμη, αλλά με την έννοια
ότι και ο Υιός έχει όλη τη σοφία και δύναμη του Πατρός, ως εικόνα του
αρχετύπου. Ο Υιός εξάλλου είναι ενυπόστατη Σοφία και Δύναμη, όπως και
ο Πατήρ. Είναι δηλαδή και ο ίδιος πρόσωπο που έχει σοφία και δύναμη και
όχι μια απρόσωπη ενέργεια του Θεού. Με τις ίδιες εννοιολογικές
προϋποθέσεις ονομάζεται Δύναμη και το Άγιο Πνεύμα5.

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 602 – 604 (Ε΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως) και
Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 165 (Β΄ Πέτρου 1,16) και σελ. 167 (Β΄
Πέτρου 1,18).
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 530 – 531 (Γ΄ ᾨδή Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στους
Γρηγόριο Θεολόγο και Νικήτα Στηθάτο.
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 159 – 160 (Α΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Θεοφανείων), με
παραπομπή στους Γρηγόριο Θεολόγο και Νικηφόρο Βλεμμύδη και σελ. 543 – 544 (Ζ΄ ᾨδή
Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας.
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 85 (ΣΤ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 653 – 654 (Γ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου), με
παραπομπή στους Γρηγόριο Παλαμά και Μάρκο Εφέσου.

21
Ο Υιός ονομάζεται επίσης και Λόγος του Θεού. Και πάλι όμως δεν
πρόκειται για τον απρόσωπο προφορικό λόγο, αφού ο Θεός είναι
ασώματος και δεν έχει τέτοιο λόγο. Ούτε πάλι πρόκειται για τον ενδιάθετο
λόγο που έχουν τα λογικά όντα, διότι ούτε τέτοιο λόγο έχει ο Θεός.
Πρόκειται για τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού, τον δημιουργό (και) των
ουρανών, κατά το ψαλμικό «τῷ λόγῳ τοῦ Κυρίου οἱ οὐρανοὶ ἐστερεώθησαν»
(Ψαλμοί 32,6)1.
Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται μεν από τον Πατέρα κατά την υπόσταση
αχρόνως, αποστέλλεται δε και από τον Πατέρα και από τον Υιό κατά την
ενέργεια χρονικώς, προς αγιασμό των κτισμάτων και σωτηρία των
ανθρώπων2. Το ότι αποστέλλεται δεν σημαίνει βέβαια ότι υπάρχει
διαφοροποίηση ως προς την ουσία του Πνεύματος, ώστε άλλης φύσης να
είναι ο αποστέλλων και άλλης ο αποστελλόμενος. Αντίθετα δηλώνει την
ομόνοια μεταξύ των τριών προσώπων, αφού το Πνεύμα, αν και
αποστελλόμενο, δεσποτικώς και αυτεξουσίως και όχι δουλικώς
αποστέλλεται3.
Εφόσον η θεία φύση είναι μία και αμέριστη, κάθε πρόσωπο είναι τέλειος
Θεός και έχει όλο το πλήρωμα της θεότητας. Ολόκληρος ο Θεός είναι ο
Πατήρ, ολόκληρος ο Θεός είναι ο Υιός, ολόκληρος ο Θεός είναι και το Άγιο
Πνεύμα4. Δεν υπάρχει λοιπόν ιεραρχική σχέση μεταξύ τους, ώστε κάποιο
να είναι ανώτερο από το άλλο. Λόγω της άκρας απλότητας της θείας
φύσης, η Αγία Τριάδα είναι πάντα άρρηκτα ενωμένη και αδιάσπαστη,
ώστε όταν λέγεται Τριάδα αμέσως πρέπει να νοείται μονάδα και το
αντίστροφο5. Όπου κατοικήσει μία υπόστασή της, εκεί συγκατοικούν και οι
άλλες δύο. Ο τριαδικός Θεός επομένως είναι πανταχού παρών κατ’ουσία,
καθ’υπόσταση και κατ’ενέργεια6.
Η Αγία Τριάδα είναι ταυτοδύναμη και ταυτοενεργής, που σημαίνει ότι η
δύναμη, η βούληση και η ενέργεια των τριών υποστάσεων είναι μία και η

1. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 207 (Α΄ Ἰωάννου 1,1).
2. Βλ. Κατά Ἰωάννην 15,26: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ
πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ
ἐμοῦ».
. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 569 (Ε΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς) και σελ. 578 (Η΄
3

ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στο Γρηγόριο Θεολόγο.


4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 627 (Γ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Μεταμορφώσεως), με παραπομπή
στο Μάξιμο Ομολογητή.
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 541 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Πεντηκοστῆς) και σελ. 577 (Η΄ ᾨδή
ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 565 (Δ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).

22
αυτή1. Έτσι ο Πατήρ δημιούργησε την κτίση δια του Υιού εν Αγίω
Πνεύματι. Η ταυτοβουλία των τριών προσώπων φανερώνει και την
ομοουσιότητά τους. Διότι εκείνα που έχουν μία και την αυτή βούληση,
αυτά συνακόλουθα έχουν μία και την αυτή ουσία2.
Γι’αυτό οι χριστιανοί βαπτίζονται «εἰς τὸ ὄνομα [ενικός αριθμός] τοῦ
Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος» (Κατά Ματθαῖον 28,19)3. Έτσι
η Αγία Τριάδα είναι ο ένας πατέρας των χριστιανών, όπως προκύπτει και
από την κυριακή προσευχή, η οποία αναφέρεται προς όλη την Αγία
Τριάδα4.

1 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 219 (Γ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ) και σελ. 556 (Α΄ ᾨδή
ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς) και Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ.
269 – 270 (Α΄ Ἰωάννου 4,13), με παραπομπή στο Μ. Αθανάσιο και σε χωρία της Παλαιάς και
Καινής Διαθήκης.
2. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 77 (Α΄ Πέτρου 1,2).
3 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 127 – 128 (Ἀκροστιχίς πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων), με
παραπομπή στους Γρηγόριο Παλαμά και Θεοφύλακτο Βουλγαρίας και Ἑρμηνεία εἰς τάς
ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 287 – 288 (Α΄ Ἰωάννου 5,7). Η φράση «ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ
Πατὴρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι· καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ
μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ» (Α΄ Ἰωάννου 5,7-8) απουσιάζει από τα αρχαία χειρόγραφα του
κειμένου της Καινής Διαθήκης, ενώ υπάρχει σε μεταγενέστερα. Ο άγιος Νικόδημος
πιθανολογεί ότι η φράση αυτή αφαιρέθηκε από αιρετικούς που δεν δέχονταν τη θεότητα
του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όπως οι Αρειανοί, οι Μακεδονιανοί και οι Ευνομιανοί,
επειδή ήταν ξεκάθαρα ανατρεπτική της αίρεσής τους.
4. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 86 (Α΄ Πέτρου 1,17).

23
Κεφάλαιο Β΄: Δημιουργία και πτώση

1. Η αιτία της Δημιουργίας

Ένα φλέγον ζήτημα που απασχόλησε τον άνθρωπο από την


αρχαιότητα, είναι η προέλευση και ο προορισμός του κόσμου και του ιδίου.
Τα περισσότερα θρησκευτικά και φιλοσοφικά συστήματα, παρατηρώντας
τις εντυπωσιακές και ανεξήγητες δυνάμεις της φύσης, τη θαυμαστή
ευταξία και αρμονία του σύμπαντος και την κυκλική μορφή με την οποία
επαναλαμβάνονται τα φυσικά φαινόμενα, απέδωσαν στον κόσμο θεϊκές
ιδιότητες. Υπέθεσαν ότι είναι άναρχος και συναΐδιος με τον Θεό ή ότι
προέκυψε αυτομάτως1. Παρόμοιες απόψεις – με το ένα ή το άλλο
θρησκευτικό ή φιλοσοφικό ένδυμα – υποστηρίζονται αδιάλειπτα έως
σήμερα.
Ωστόσο η αποκάλυψη του Θεού βεβαιώνει για το ακριβώς αντίθετο: Ο
κόσμος δεν προέκυψε αυτομάτως ούτε δημιουργήθηκε με κάποια δική του
δύναμη, αλλά είναι έργο της θείας βούλησης. Δημιουργήθηκε δηλαδή όταν
και επειδή το θέλησε ο Θεός και λόγω της άπειρης αγαθότητάς του2. Ο
Πατήρ δια της Δυνάμεώς του (δηλαδή δια του Υιού) δημιούργησε όλη την
κτίση και εν τη Δυνάμει του (δηλαδή εν Αγίω Πνεύματι) τελεσιούργησε
όλη την κτίση3. Ολόκληρη λοιπόν η Δημιουργία, τα λογικά και τα άλογα
κτίσματα, προήλθε εκ του μη όντος με μόνη τη θέληση του Θεού.
Η ύλη4 δημιουργήθηκε με ένα λόγο του Θεού5 στη μία και πρώτη στιγμή
του χρόνου, καθώς χώρος και χρόνος δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα, όπως
αναφέρεται και στη Γένεση (1,1: «Ἐν ἀρχῇ [δηλαδή την πρώτη στιγμή του
χρόνου] ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν»). Κατόπιν όλα τα

1 . Αναφορά των απόψεων αυτών γίνεται και στην Παλαιά Διαθήκη. Βλ. Σοφία
Σολομῶντος 2,2 («ὅτι αὐτοσχεδίως ἐγεννήθημεν, καὶ μετὰ τοῦτο ἐσόμεθα ὡς οὐχ ὑπάρξαντες·
ὅτι καπνὸς ἡ πνοὴ ἐν ρισὶν ἡμῶν, καὶ ὁ λόγος σπινθὴρ ἐν κινήσει καρδίας ἡμῶν») κ.ε.
2 . Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 226 – 227. Πρβλ. Ψαλμοί 113,11 («ὁ δὲ Θεὸς ἡμῶν ἐν
τῷ οὐρανῷ καὶ ἐν τῇ γῇ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν, ἐποίησε») και Ἰουδίθ 9,5 («σὺ γὰρ … διενοήθης,
καὶ ἐγενήθησαν ἃ ἐνενοήθης»).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 569 (Ε΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στο
Γρηγόριο Παλαμά.
4 . Στον υλικό κόσμο περιλαμβάνεται και η ενέργεια, η οποία δεν είναι παρά η άλλη όψη
της ύλης. Δηλαδή από την ενέργεια μπορεί να παράγεται ύλη και το αντίστροφο. Εξάλλου
το πρώτο υλικό δημιούργημα, το φως, δεν είναι ύλη αλλά ενέργεια (Γένεσις 1,3: «καὶ εἶπεν ὁ
Θεός· γενηθήτω φῶς· καὶ ἐγένετο φῶς»).
5. Βλ. και Ψαλμοί 148,5 («ὅτι αὐτὸς εἶπε, καὶ ἐγενήθησαν, αὐτὸς ἐνετείλατο, καὶ
ἐκτίσθησαν»).

24
κτίσματα παρήχθησαν όχι εκ του μη όντος, αλλά από εκείνη την ύλη, η
οποία καλλωπίστηκε και έγινε «κόσμος»1. Ο Θεός επομένως είναι και ο
δημιουργός και ο διαμορφωτής της ύλης και όχι μόνο ο διαμορφωτής της,
όπως πρέσβευε κατά μεγάλο μέρος της η ελληνική φιλοσοφία2.
Αυτή είναι μία θεμελιώδης οντολογική διαφορά μεταξύ Θεού και
κτισμάτων. Ότι δηλαδή ενώ ο Θεός είναι αναλλοίωτος και άτρεπτος, τα
κτίσματα είναι αλλοιωτά και τρεπτά. Το ότι κάποτε δεν ήταν και τώρα
είναι, σημαίνει ότι υπέστησαν τροπή και αλλοίωση. Δύνανται λοιπόν να
υποστούν πάλι τροπή και αλλοίωση και να γυρίσουν ξανά στο μη ον3.
Ο λόγος που αυτό δεν συμβαίνει, είναι διότι λαμβάνουν διαρκώς το είναι
από τον Θεό, ο οποίος είναι ο μόνος κατ’ουσία ων4. Ακόμα και τα
πνεύματα (άγγελοι, δαίμονες, ψυχές) είναι αθάνατα όχι κατά φύση, αλλά
κατά μετοχή στην αθανασία του Θεού, που είναι ο μόνος φύσει αθάνατος,
όπως γράφει και ο Απόστολος Παύλος (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6,16: «ὁ μόνος
ἔχων ἀθανασίαν»)5.
Ο Υιός, που είναι η ενυπόστατη Σοφία του Θεού, είναι η δημιουργική και
συνεκτική δύναμη όλων των κτισμάτων. Διότι όχι μόνο δημιούργησε όλα
τα νοητά και αισθητά, κατά το ψαλμικό «πάντα ἐν σοφίᾳ [δηλαδή δια του
Υιού] ἐποίησας» (Ψαλμοί 103,24)6, αλλά με την πρόνοιά του εξασφαλίζει
την ύπαρξη, τη συνοχή και τη συντήρησή τους.
Η πρόνοια του Θεού είναι αέναη, όπως εκφράζεται και από τον
ενεστώτα χρόνο των ψαλμικών χωρίων 103,4 («ὁ ποιῶν τοὺς ἀγγέλους
αὐτοῦ πνεύματα») και 103,5 («ὁ θεμελιῶν τὴν γῆν ἐπὶ τὴν ἀσφάλειαν

1. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 227 – 228, με παραπομπή στο Γρηγόριο Παλαμά.


2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 188 – 190 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑπαπαντῆς), με παραπομπή στους Μ.
Βασίλειο, Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόριο Παλαμά και Ιωάννη Ζωναρά. Ο άγιος Νικόδημος
κατακρίνει ορισμένους Έλληνες συγγραφείς, όπως τους Νικηφόρο Βλεμμύδη και Θεόφιλο
Κορυδαλλέα, διότι σε έργα τους αναπαράγουν την ελληνική πλάνη περί αϊδιότητας της
ύλης, αναγνωρίζοντάς την ως αγένητη (αδημιούργητη) και άρα ισόθεο.
3. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 15 (Ἰακώβου 1,18).
4. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 205 – 206 (Α΄ Ἰωάννου 1,1).
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 498 (Γ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Ἀναλήψεως).
6 . Βλ. και Κατά Ἰωάννην 1,3: «πάντα δι' αὐτοῦ [δια του Λόγου] ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ
ἐγένετο οὐδὲ ἕν ὃ γέγονεν» και Πρός Ἑβραίους 1,2 («δι' οὗ [δια του Υιού] καὶ τοὺς αἰῶνας
ἐποίησεν [ο Πατήρ]»). Το χωρίο αυτό – μεταξύ άλλων – αποδεικνύει την αϊδιότητα του Υιού
και αναιρεί την κακοδοξία του αιρετικού Αρείου, που ισχυριζόταν ότι ήταν καιρός κατά τον
οποίο ο Υιός δεν υπήρχε. Διότι ο ποιητής των αιώνων δεν είναι δυνατό να βρίσκεται μέσα
στους αιώνες. Για την ερμηνεία του χωρίου και την έννοια των αιώνων βλ. Παύλου … αἱ
ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, Γ΄ τόμος, σελ. 266 – 267 (Πρός Ἑβραίους 1,2), με παραπομπή στους Μ.
Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Γρηγόριο Νύσσης, Αυγουστίνο, Μάξιμο Ομολογητή, Μ. Φώτιο
και Γρηγόριο Παλαμά.

25
αὐτῆς»). Στην πρόνοια του Θεού αναφέρεται και ο λόγος του Χριστού «ὁ
πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, κἀγὼ ἐργάζομαι» (Κατά Ἰωάννην 5,17), όπως
και άλλα χωρία της Γραφής1.
Ολόκληρη η Δημιουργία – υλική και πνευματική – είναι αγαθή, διότι
είναι έργο του Θεού που είναι φύσει αγαθός2. Επομένως όλα τα λογικά
κτίσματα, ως δημιουργήματα του Θεού, είναι κι αυτά φύσει αγαθά. Η
κακία και η πονηρία που παρουσιάζουν οι δαίμονες και οι άνθρωποι
βρίσκεται όχι στη φύση τους, αλλά στην προαίρεσή τους. Θεληματικώς
δηλαδή κλίνουν προς το κακό. Γι’αυτό η αμαρτία, ως μη δημιουργηθείσα
από τον Θεό, δεν έχει ουσιώδη ύπαρξη (είναι μη ον), αλλά παρυφίσταται
στις πονηρές γνώμες δαιμόνων και ανθρώπων. Δεν είναι λοιπόν ο Θεός
αίτιος του κακού που υπάρχει στον κόσμο3.
Η ελευθερία της προαίρεσης των λογικών όντων οφείλεται στο
αυτεξούσιο με το οποίο τα προίκισε ο Θεός. Διότι ο Θεός, ως αγαθός, δεν
αναγκάζει κανένα να κινηθεί προς το καλό, αλλά θέλει αυτό να γίνεται
ελεύθερα. Μόνο έτσι άλλωστε – κατά το Γρηγόριο Θεολόγο – το καλό έχει
αξία και μπορεί να λογίζεται ως ίδιο έργο αυτού που συνειδητά το πράττει.
Επομένως η ελευθερία δόθηκε από τον Θεό με συγκεκριμένο σκοπό και
περιεχόμενο: Όχι για να επιλέγεται αδιακρίτως το καλό ή το κακό, αλλά
για να επιλέγεται μόνο το καλό και να απορρίπτεται το κακό4.
Όσοι υιοθετούν την άποψη ότι ο άνθρωπος έχει εξίσου την ελευθερία να
επιλέγει το καλό ή το κακό, οδηγούνται αναγκαστικά σε μη ορθόδοξες
παραδοχές. Πρώτον, καθιστούν αίτιο του κακού τον Θεό, εφόσον αυτός
είναι που έδωσε αυτή τη δυνατότητα, και αναίτιο τον άνθρωπο. Δεύτερον,
αναγνωρίζουν το κακό ως ον παράλληλα με το καλό, αφού έχει την αιτία
του στον Θεό. Τρίτον, αρνούνται ότι η αμαρτία φθείρει την ανθρώπινη
φύση και οδηγεί στο θάνατο, καθώς τη δέχονται ως φυσική δυνατότητα
του ανθρώπου. Και τέταρτον, καταλογίζουν στον Θεό παραλογισμό και

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 654 (Γ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου), Ἑρμηνεία
εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 50 (Ἰακώβου 4,8) και Ἐγχειρίδιον
Συμβουλευτικόν, σελ. 229 – 230, με παραπομπή στους Μ. Βασίλειο και Γρηγόριο Θεολόγο.
2. Γένεσις 1,31: «καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν».
3 . Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 196 (Β΄ Πέτρου 3,13) και σελ. 295 –
296 (Α΄ Ἰωάννου 5,19) και Κῆπος Χαρίτων, σελ. 43 (Β΄ ᾨδή Μωϋσέως).
4. Όπως διδάσκει και ο Απόστολος Παύλος, ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να κάνει
έργα αγαθά (Πρός Ἐφεσίους 2,10: «αὐτοῦ [του Θεού] γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ ἐπὶ ἔργοις ἀγαθοῖς»). Πρβλ. Σοφία Σειράχ 15,20: «οὐκ ἐνετείλατο [ο Θεός]
οὐδενὶ ἀσεβεῖν καὶ οὐκ ἔδωκεν ἄνεσιν οὐδενὶ ἁμαρτάνειν».

26
αδικία. Διότι δίνει εντολή να αποφεύγεται η αμαρτία και την κολάζει, τη
στιγμή που ο ίδιος έδωσε το «δικαίωμα» της διάπραξής της1.
Το αυτεξούσιο, λόγω των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των όντων,
νοείται και λειτουργεί σε κάθε περίπτωση διαφορετικά. Έτσι ο πάντων
επέκεινα – κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη – Θεός2 υπέρκειται και του
αυτεξουσίου, ενώ στα κτίσματα τα πράγματα διαφοροποιούνται.
Οι άγγελοι, λόγω της ασωματότητάς τους και επειδή δεν έχουν κάποιον
προσβάλλοντα και αντικείμενο, ανεμπόδιστα μεταχειρίζονται το
αυτεξούσιο και εκείνο που θέλουν, αμέσως το πράττουν. Ο άνθρωπος
όμως, λόγω της υλικότητάς του και κυρίως λόγω του ότι μετά την πτώση
του προσβάλλεται από τον διάβολο και υποτάσσεται εύκολα στα πάθη,
εκείνο που θέλει δεν μπορεί αμέσως και να το πράξει, γι’αυτό χρειάζεται
ενδυνάμωση από τον Θεό3.

2. Άγγελοι και δαίμονες

Κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, στον οποίο παραπέμπει ο άγιος


Νικόδημος, υπάρχουν εννέα τάγματα αγίων αγγέλων, τα οποία
διαμοιράζονται σε τρεις ιεραρχίες. Η πρώτη περιλαμβάνει τους Θρόνους,
τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, η δεύτερη τις Κυριότητες, τις Δυνάμεις και
τις Εξουσίες και η τρίτη τις Αρχές, τους Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους.
Οι τελευταίοι ονομάζονται έτσι διότι αναγγέλλουν στους ανθρώπους τα
θεία θελήματα4. Ερμηνεύοντας ωστόσο ο άγιος το Πρός Ἐφεσίους 1,215,
σημειώνει ότι τα γνωστά στους ανθρώπους αγγελικά τάγματα δεν είναι τα
μόνα που υπάρχουν, αλλά στο μέλλοντα αιώνα πρόκειται να φανερωθούν
και άλλα6.
Κύριο έργο τους είναι η δοξολογία του Θεού κατά το πρότυπο του
τρισάγιου ύμνου, με τον οποίο εκφράζεται το δόγμα της μίας θείας φύσης

1. Πηδάλιον, σελ. 526 – 527 (Κανών ΡΚΔ΄ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου).


2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 559 – 560 (Γ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 568 (Ε΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή
στους Μ. Βασίλειο και Αυγουστίνο. Πρβλ. Παροιμίαι Σολομῶντος 8,35 («ἑτοιμάζεται θέλησις
παρὰ Κυρίου») και Πρός Φιλιππησίους 2,13 («ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ
θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας»).
4. Ἑορτοδρόμιον, 692 – 693 (Η΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου).
5. «Ὑπεράνω πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας καὶ δυνάμεως καὶ κυριότητος καὶ παντὸς ὀνόματος
ὀνομαζομένου οὐ μόνον ἐν τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ μέλλοντι».
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 57 (Θ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ) και 455 (Προλεγόμενα
τῶν Κανόνων τῆς Ἀναλήψεως).

27
και των τριών θείων υποστάσεων της Αγίας Τριάδας (Ἡσαΐας 6,3: «ἅγιος,
ἅγιος, ἅγιος Κύριος σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ»)1.
Φλεγόμενοι από το θείο έρωτα, αυξάνουν διαρκώς τη γνώση τους για τα
Μυστήρια του Θεού, καθώς φωτίζονται με εντονότερες θείες ελλάμψεις2.
Οι άγγελοι είναι κτίσματα όπως και οι άνθρωποι. Σε αντίθεση όμως με
τους ανθρώπους, που η φύση τους είναι και υλική (σώμα) και πνευματική
(ψυχή), οι άγγελοι είναι ουσίες νοητές και ασώματες. Συνεπεία ωστόσο της
κτιστότητάς τους, είναι εν τόπω περιγραπτοί και περιοριστοί, που σημαίνει
ότι δεν μπορούν να βρίσκονται ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικά σημεία. Για
παράδειγμα, ο αρχάγγελος Γαβριήλ την ώρα που επισκεπτόταν τη
Θεοτόκο στη Ναζαρέτ, δεν ήταν δυνατό να παραστέκεται και στο θρόνο
του Θεού στους ουρανούς. Μόνο ο Θεός, που είναι άκτιστος και απολύτως
άυλος και ασώματος, είναι απερίγραπτος και απεριόριστος, πανταχού
παρών και τα πάντα πληρών3.
Όλα λοιπόν τα κτιστά πνεύματα (άγγελοι, δαίμονες, ψυχές) δεν είναι
απολύτως ασώματα και άυλα, αλλά κατ’ακρίβεια είναι «λεπτοσώματα»4.
Επειδή ακριβώς οι άγγελοι είναι περιγραπτοί και έχουν «λεπτά σώματα», η
Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος στο δογματικό της όρο, ορίζει ότι και αυτοί
επιτρέπεται να εικονίζονται στις αγιογραφίες, όπως ο Χριστός, η Θεοτόκος
και οι άγιοι5. Δεν δέχονται όμως λατρευτική προσκύνηση, διότι αυτή
ανήκει μόνο στον Θεό6.
Οι άγγελοι, αν και πολύ τιμιότεροι από τους ανθρώπους, δεν είναι –
όπως και οι άνθρωποι – φύσει άγιοι (φύσει άγιος είναι μόνο ο Θεός), αλλά
αγιάζονται από το Άγιο Πνεύμα, που είναι η πηγή της αγιότητας7. Επίσης
δεν είναι φύσει άτρεπτοι, όπως φάνηκε από την πτώση των δαιμόνων,
αλλά τρεπτοί κατά γνώμη, σύμφωνα με το Μέγα Βασίλειο8.

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 147 (Η΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων).


2. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 224, με παραπομπή στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 376 (Α΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου).
4. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 189 (Β΄ Πέτρου 3,7). Παραπέμπει
εδώ ο άγιος Νικόδημος στον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, σύμφωνα με τον οποίο τα κτιστά
πνεύματα κατά χάριν λέγονται ασώματα. Διότι συγκρινόμενα με τον άνθρωπο φαίνονται
βέβαια άυλα και ασώματα· συγκρινόμενα όμως με τον Θεό είναι παχιά και υλικά.
5. Πηδάλιον, σελ. 316 – 317 (Προλεγόμενα περί τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), με
παραπομπές σε πολλούς Πατέρες που τεκμηριώνουν αυτή την τοποθέτηση.
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 607 (Ζ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως).
7. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 538 (Ε΄ ᾨδή Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή στο Μ.
Βασίλειο και Κῆπος Χαρίτων, σελ. 71 (Γ΄ ᾨδή, Ἄννης).
8. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 175 (Β΄ Πέτρου 2,4).

28
Πριν την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, οι άγγελοι ήταν μεν
δυσκίνητοι προς το κακό, αλλά όχι ακίνητοι. Μετά όμως την
ενανθρώπηση, κατά το Γρηγόριο Παλαμά, έλαβαν κατά χάριν την ατρεψία
και η προαίρεσή τους παγιώθηκε στο αγαθό. Την ατρεψία επομένως
έλαβαν οι άγγελοι δια της Θεοτόκου, μέσω του Μυστηρίου της θείας
ενανθρώπησης, η οποία έγινε (και) γι’αυτούς αιτία σωτηρίας και τους
κατέστησε άξιους μειζόνων χαρισμάτων1. Μετέχουν μάλιστα στη χάρη του
Θεού κατά το μέτρο της αγάπης τους προς τη Θεοτόκο2.
Οι δαίμονες, με άρχοντά τους τον διάβολο, είναι άγγελοι που
κατακρημνίστηκαν από τα ουράνια εξαιτίας της έπαρσης και της
υπερηφάνειάς τους. Αν και αθάνατοι, είναι νεκρά πνεύματα, διότι εξαιτίας
της αμαρτίας τους αποξενώθηκαν από τον Θεό και χωρίστηκαν από τη
χάρη του3. Έκτοτε πλανώνται μέσα στην υλική Δημιουργία (εκτός δηλαδή
του πνευματικού ουρανού) και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ο φθόνος
και η έχθρα που τρέφουν για τους ανθρώπους, τους οποίους πολεμούν
διαρκώς με σκοπό να απολέσουν και αυτοί τη σωτηρία τους4.

3. Η δημιουργία του ανθρώπου

Μετά τη δημιουργία του πνευματικού κόσμου των αγγέλων,


δημιουργήθηκε ο υλικός κόσμος με τα ουράνια σώματα, τη γη, τα φυτά και
τα ζώα. Τελευταίος από όλα τα κτίσματα δημιουργήθηκε ο άνθρωπος.
Χάριν δε του ανθρώπου έγινε ολόκληρη η υλική δημιουργία, στην οποία
τοποθετήθηκε αυτός ως βασιλιάς5. Ο άνθρωπος είναι σύνθετος, με φύση
υλική (σώμα) και πνευματική (ψυχή). Αυτό είναι και το μεγαλείο του,
καθώς είναι το δημιούργημα που ενώνει τους δύο κόσμους και φανερώνει
τον κοινό Δημιουργό τους6. Μπορεί επίσης ο άνθρωπος να θεωρηθεί ως ο
επίλογος και η ανακεφαλαίωση της Δημιουργίας, αφού συνδυάζει τα
αισθητά και τα νοητά στοιχεία7.

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 422 (Α΄ ᾨδή Κανόνος Πάσχα), με παραπομπή στο Γρηγόριο
Θεολόγο, Κῆπος Χαρίτων, σελ. 176 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου), με παραπομπές στους Ιωάννη
Δαμασκηνό, Μάξιμο Ομολογητή, Γρηγόριο Παλαμά και σε άλλους Πατέρες και
Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 312 με παραπομπή στον Ιωσήφ Βρυέννιο.
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 661 (Ε΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου).
3. Κῆπος Χαρίτων, σελ. 121 (Ε΄ ᾨδή, Ἡσαΐα) και σελ. 198 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 29 (Ε΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ).
5. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 262 – 263.
6. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 26 – 27.
7. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 15 (Ἰακώβου 1,18).

29
Συνεπώς ο Αδάμ, ο πρώτος άνθρωπος, μπορεί να ονομαστεί
υστερόκτιστος. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι ονομάζεται
πρωτόπλαστος, αφού είναι το μόνο κτίσμα για το οποίο ο Θεός προέβη σε
ιδιαίτερη δημιουργική πράξη και δεν το δημιούργησε με μόνο το λόγο του.
Διότι σύμφωνα με τη διήγηση της Γένεσης (2,7), «ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν
ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν
ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Έτσι μόνος ο άνθρωπος
απόλαυσε της πλαστουργικής σοφίας του Δημιουργού1.
Το πρώτο εκείνο και ζωτικό εμφύσημα του Θεού δεν έγινε ψυχή, αλλά
δημιούργησε τη λογική και αθάνατη ψυχή του Αδάμ. Επομένως η ψυχή του
ανθρώπου δεν είναι «κομμάτι» από την ουσία του Θεού (άλλωστε η
θεότητα ούτε μερίζεται ούτε αλλοιώνεται), αλλά είναι κτίσμα όπως
ακριβώς και το σώμα του2. Μαζί δε με την ψυχή, ενέπνευσε ο Θεός στον
Αδάμ και τη χάρη του Αγίου Πνεύματος3.
Δια του εμφυσήματος εκείνου κτίζονται και οι ψυχές των απογόνων του
Αδάμ. Κτίζονται όμως έμμεσα και προνοητικά και όχι άμεσα και
δημιουργικά. Το εμφύσημα του Θεού άπαξ δόθηκε στον Αδάμ και ενεργεί
πλέον στους απογόνους του ως φυσικός νόμος. Διότι σύμφωνα με αυτό
που αναφέρεται στη Γένεση (2,2), ότι δηλαδή «συνετέλεσεν ὁ Θεὸς ἐν τῇ
ἡμέρᾳ τῇ ἕκτῃ τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, καὶ κατέπαυσε τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ
ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ, ὧν ἐποίησε», δεν είναι δυνατό να κτίζονται οι
ψυχές των απογόνων του Αδάμ δημιουργικώς, αλλά προνοητικώς4.
Η ψυχή, ως πνεύμα, είναι απλή, ασύνθετη και ασχημάτιστη, διότι
δημιουργήθηκε κατ’εικόνα και ομοίωση του Θεού (Γένεσις 1,27: «καὶ
ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν»)5. Είναι

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 106 (Γ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).


2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 73 – 74 (Γ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), με
παραπομπή στον Ιωάννη Χρυσόστομο.
3 . Κατά το Γρηγόριο Παλαμά, με τον ιδιαίτερο αυτό τρόπο δημιουργίας του ανθρώπου
φανερώθηκε το Μυστήριο της Αγίας Τριάδας, όπως και κατά τη βάπτιση του Χριστού στον
Ιορδάνη. Έτσι το Μυστήριο της Αγίας Τριάδας φανερώθηκε τόσο κατά την πλάση, όσο και
κατά την ανάπλαση του ανθρώπου. Βλ. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 150 (Η΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος
Θεοφανείων).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 113 (ΣΤ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), με
παραπομπή στους Γρηγόριο Παλαμά και Κύριλλο Αλεξανδρείας, Παύλου … αἱ ΙΔ΄
Ἐπιστολαί, Γ΄ τόμος, σελ. 424 – 425 (Πρός Ἑβραίους 12,9), με παραπομπή στο Γρηγόριο
Θεολόγο και Πηδάλιον, σελ. 524 (Κανών ΡΚΑ΄ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου). Ο άγιος
Νικόδημος προκρίνει την άποψη περί μεταφύτευσης της ψυχής από τους γονείς στα παιδιά.
5. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 127.

30
επίσης λογική και αυτεξούσια και τα μέρη1 της είναι τρία: Το λογιστικό, το
θυμικό και το επιθυμητικό2.
Μοιάζει με βασιλιά που κατοικεί μέσα σε ανάκτορο, που είναι το σώμα.
Όπως ο βασιλιάς έχει δικό του όλο το ανάκτορο, έτσι και η ψυχή δεν
εδράζεται σε συγκεκριμένο μέρος του σώματος, αλλά βρίσκεται όλη σε όλο
το σώμα και σε κάθε μέρος του σώματος πάλι όλη βρίσκεται3.
Ακριβέστερα, κατά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, είναι αυτή που περιέχει το
σώμα4. Είναι επίσης αυτή που κυβερνά το σώμα και χρησιμοποιεί τις πέντε
αισθήσεις ως υπηρέτες για να ανάγεται από τα αισθητά στα νοητά, με
τελικό σκοπό τη γνώση και τη θεωρία του Δημιουργού της5. Αυτή είναι η
φυσική τάξη, την οποία έθεσε ο Θεός στον άνθρωπο.

4. Το προπατορικό αμάρτημα

Η παρακοή του Αδάμ στον παράδεισο, σύμφωνα με τη διήγηση της


Γένεσης, είχε ως συνέπεια να καταστεί αυτός φθαρτός και θνητός6.
Κατόπιν ο Αδάμ μετέδωσε μέσω των απογόνων του τη φθαρτότητα και τη
θνητότητα σε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, ως μία λοιμική νόσο. Όπως
μία βρύση, όταν μολυνθεί με κάποιο δηλητήριο, το μεταδίδει σε όσους
πίνουν από αυτή, έτσι και η φύση του Αδάμ, μολυσμένη από τη φθορά και
το θάνατο, μετέδωσε τη μόλυνση αυτή και στους απογόνους του7.
Συνεπώς ο θάνατος δεν είναι στη φύση του ανθρώπου, εφόσον αυτός
πλάστηκε κατά χάρη αθάνατος. Μόλυνε όμως την ανθρώπινη φύση
εξαιτίας της ανθρωποκτόνου αμαρτίας, η οποία είναι παρά φύση
κατάσταση. Την κακοδοξία ότι ο Αδάμ πλάστηκε θνητός υποστήριζαν ο
αιρετικός Πελάγιος και ο μαθητής του Κελέστιος, οι οποίοι ισχυρίζονταν
ότι ο Αδάμ ούτως ή άλλως θα πέθαινε, ακόμα δηλαδή και αν δεν
αμάρτανε. Σύμφωνα όμως με την αιρετική αυτή άποψη, ο αγαθός Θεός

1. Τα «μέρη» της ψυχής πρέπει να νοούνται ως δυνάμεις, διότι η ψυχή είναι ασύνθετη και
συνεπώς δεν μερίζεται. Ονομάζονται επίσης νόηση, συναίσθημα και βούληση (αντίστοιχα).
2. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 295 (Α΄ Ἰωάννου 5,18) και
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 588 (Α΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 565 (Δ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).
4. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 27 – 28.
5. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 30 – 31.
6. Γένεσις 2,16-17: «καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ ᾿Αδὰμ λέγων· … ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ
γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ· ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ
ἀποθανεῖσθε». Πρβλ. Πρός Ρωμαίους 6,23: «Τὰ γὰρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος».
7. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 38 – 39 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ).

31
καθίσταται αίτιος του θανάτου, κάτι που αντίκειται σαφώς στη διδασκαλία
της Αγίας Γραφής και των Πατέρων1.
Επίσης, δεν είναι σωστή η άποψη ότι ο άνθρωπος πλάστηκε και θνητός
και αθάνατος, στο μέσο δηλαδή μεταξύ θνητότητας και αθανασίας. Διότι
πρώτον, η άποψη αυτή δέχεται τη θνητότητα και την αθανασία ως εξίσου
όντα και αγαθά, ενώ μόνο η αθανασία είναι ον και αγαθό, η δε θνητότητα
είναι μη ον και κακό. Και δεύτερον, διότι αν ο Θεός ήταν αίτιος αυτής της
μεσότητας, θα έπρεπε να θέλει εξίσου να κινηθεί ο άνθρωπος και προς τις
δύο κατευθύνσεις. Είναι όμως σαφές, ότι ο θάνατος δεν είναι το θέλημα
του Θεού2.
Εφόσον οι απόγονοι του Αδάμ βρίσκονταν εν δυνάμει στην οσφύ του3,
έγιναν θνητοί εξαιτίας του, σαν να αμάρτησαν και αυτοί. Έτσι
ερμηνεύεται κατά τον Θεοφύλακτο Βουλγαρίας η φράση του Αποστόλου
Παύλου «ἐφ' ᾧ [δηλαδή επί τω Αδάμ] πάντες ἥμαρτον» (Πρός Ρωμαίους
5,12)4. Παρότι όμως είναι «σαν» να αμάρτησαν, ο άγιος Νικόδημος
σημειώνει ότι το φρόνημα της Εκκλησίας είναι πως το προπατορικό
αμάρτημα μεταδίδεται σε όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους (βάρυνε
ακόμα και την Υπεραγία Θεοτόκο) όχι κατά μίμηση, αλλά κατά αληθινή
και πραγματική κοινωνία. Γι’αυτό και τα βρέφη κυρίως εις άφεση αυτής
της αμαρτίας βαπτίζονται, σύμφωνα με τον ΡΚΑ΄ κανόνα της εν
Καρθαγένη Συνόδου. Επισημαίνει ωστόσο, ότι το πώς μπορεί να γίνεται
αυτή η μετάδοση και κοινωνία είναι ακατανόητο στους ανθρώπους και
γνωστό μόνο στον Θεό.
Είναι δε ακατανόητο, διότι η αμαρτία είναι θέμα της ψυχής και όχι του
σώματος5. Εφόσον όμως οι ψυχές των ανθρώπων – όπως σημειώθηκε

1 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 55 – 56 (Θ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ). Πρβλ. Σοφία


Σολομῶντος 1,13: «ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ τέρπεται ἐπ᾿ ἀπωλείᾳ ζώντων» και
2,23-24: «ὅτι ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπ᾿ ἀφθαρσίᾳ καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἰδιότητος
ἐποίησεν αὐτόν· φθόνῳ δέ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον».
2. Πηδάλιον, σελ. 521 – 522 (Κανών ΡΚ΄ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου).
3. Στην περιοχή της οσφύος και πιο συγκεκριμένα στα νεφρά, θεωρούνταν κατά αρχαία
αντίληψη ότι βρίσκεται το σπέρμα. Η αντίληψη αυτή απαντάται και στην Αγία Γραφή (π.χ.
Πρός Ἑβραίους 7,10: «ἔτι γὰρ ἐν τῇ ὀσφύϊ τοῦ πατρὸς ἦν [ο Λευί] ὅτε συνήντησεν αὐτῷ
Μελχισεδέκ»). Βλ. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 681 (Γ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Κοιμήσεως
Θεοτόκου).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ 40 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ) και Παύλου … αἱ ΙΔ΄
Ἐπιστολαί, Α΄ τόμος, σελ. 54 – 55 (Πρός Ρωμαίους 5,12). Με το ίδιο πνεύμα ερμηνεύεται και
το Πρός Ρωμαίους 5,19 («διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ
πολλοί»).
5. Η προαίρεση βρίσκεται στην ψυχή. Εξάλλου και οι δαίμονες αμάρτησαν, παρότι είναι
ασώματοι.

32
παραπάνω – κτίζονται από τον Θεό (είτε προνοητικώς, είτε δημιουργικώς)
και δεν προέρχονται από τον Αδάμ, πραγματική μετάδοση της
προπατορικής αμαρτίας δεν δικαιολογείται1. Για να κατανοηθεί λοιπόν μια
τέτοια μετάδοση, πρέπει να γίνει κατά συνθήκη δεκτό ότι οι ψυχές των
ανθρώπων «περιέχονται» με κάποιο τρόπο στην ψυχή του Αδάμ,
αντίστοιχα με ό,τι συμβαίνει κατά φύση με τα σώματα. Και έτσι να
θεωρηθεί ότι δίνοντας ο Θεός την εντολή στον Αδάμ, την έδινε δι’αυτού
και σε όλους τους απογόνους του, οι οποίοι έγιναν δι’αυτού παραβάτες2.
Πάντως ο άγιος Νικόδημος δεν σπεύδει να υιοθετήσει αυθαίρετες και
περίπλοκες θεωρητικές κατασκευές. Αρκείται στην αναφορά του
Αποστόλου Παύλου («ἐφ' ᾧ πάντες ἥμαρτον»), όπως την ερμηνεύει ο
Θεοφύλακτος. Παρά λοιπόν την αντίθετη φραστική διατύπωση που
χρησιμοποιεί, φαίνεται να δέχεται τη μετάδοση μόνο των συνεπειών της
προπατορικής αμαρτίας και όχι της ίδιας της αμαρτίας. Διότι μόνο έτσι
μπορεί να κατανοηθεί η ερμηνεία του Θεοφύλακτου, που λέει ότι και οι μη
παραβάτες έγιναν θνητοί όχι ως παραβάτες, αλλά σαν να ήταν
παραβάτες3.
Τον παραπάνω προβληματισμό σχετικά με την κληρονόμηση του
προπατορικού αμαρτήματος, εκθέτει ο άγιος Νικόδημος στο πλαίσιο της
ερμηνείας του ΡΚΑ΄ κανόνα της εν Καρθαγένη Συνόδου. Από την όλη
ανάπτυξη φαίνεται πως αντιμετωπίζει μια «δυσκολία», προσπαθώντας να
συμβιβάσει τη λογική του κανόνα αυτού με την ορθόδοξη πατερική
παράδοση. Διότι ναι μεν η άσκηση κριτικής ή η προσβολή του κύρους ενός
ιερού κανόνα είναι πέρα από κάθε πρόθεσή του, αλλά και η αβίαστη
αποδοχή του προσκρούει στις ερμηνείες των Πατέρων που ο ίδιος
παραθέτει και υιοθετεί.
Η δυσκολία έγκειται στο ότι ο εν λόγω κανόνας συνάγει την εκ κοιλίας
μητρός αμαρτωλότητα των απογόνων του Αδάμ από το γεγονός της
θνητότητάς τους. Τέτοιος όμως συλλογισμός μπορεί να ευσταθεί μόνο αν ο
θάνατος θεωρηθεί όχι ως οντολογική συνέπεια, αλλά ως τιμωρία της
προπατορικής αμαρτίας. Οπότε για να τιμωρείται ένα βρέφος με τη

1 . Αντίθετα, η μετάδοση των οντολογικών συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος


(της φθαρτότητας και της θνητότητας) είναι ευνόητη, αφού όλοι οι άνθρωποι προέρχονται
σπερματικώς από τον Αδάμ.
2. Πηδάλιον, σελ. 523 – 525 (Κανών ΡΚΑ΄ ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου).
3. Ο άγιος Νικόδημος παραθέτει εκτός από του Θεοφύλακτου και την ερμηνεία του Μ.
Φωτίου στο Πρός Ρωμαίους 5,12. Σύμφωνα με αυτή, οι απόγονοι του Αδάμ
συναποθνήσκουν μαζί του επειδή συναμαρτάνουν. Και συναμαρτάνουν διότι εκείνος μεν
έκανε την αρχή, εκείνοι δε έλαβαν την αφορμή και όχι μόνο δεν παρεμπόδισαν το κακό,
αλλά με τις πράξεις τους έγιναν συνεργοί του Αδάμ και το μεγέθυναν. Είναι σαφές, πως
ούτε αυτή η ερμηνεία δέχεται κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος.

33
θνητότητα, σημαίνει – εφόσον ο Θεός είναι δίκαιος – ότι οπωσδήποτε
βαρύνεται πραγματικά με την αμαρτία αυτή, αφού δικές του αμαρτίες δεν
έχει. Με άλλα λόγια, για να είναι ένα βρέφος θνητό, σημαίνει ότι
τιμωρείται και για να τιμωρείται, σημαίνει ότι είναι αμαρτωλό. Πρόκειται
βέβαια για μία νομική θεώρηση του όλου ζητήματος, εξ ου και η δυσκολία
του συμβιβασμού της με την πατερική διδασκαλία1.
Αν και κατά χάρη αθάνατος, ο Αδάμ ήταν ατελής και έπρεπε να
ωριμάσει και να προκόψει στην αρετή, ώστε να απολαύσει την αθανασία
στον κατάλληλο καιρό, έχοντας φτάσει στη θέωση για την οποία και
δημιουργήθηκε2. Ο θάνατος που του επέφερε η αμαρτία φαίνεται βέβαια
σκληρός και απάνθρωπος, αλλά στην πραγματικότητα κινείται μέσα στην
πρόνοια και τη φιλανθρωπία του Θεού. Διότι αν ο Αδάμ παρέμενε
αθάνατος, θα έμενε και το κακό «αθάνατο» και ο άνθρωπος θα βίωνε μια
πολύ χειρότερη κατάσταση3.
Ο υλικός κόσμος δημιουργήθηκε χάριν του ανθρώπου, επομένως ήταν
και αυτός προορισμένος να μείνει άφθαρτος. Η πτώση όμως του
ανθρώπου στη φθορά και το θάνατο, συμπαρέσυρε στη φθορά και την
αλλοίωση και την υπόλοιπη κτίση. Όταν λοιπόν κατά τη δευτέρα
παρουσία του Χριστού αποκατασταθεί ο άνθρωπος στην αφθαρσία, θα
αποκατασταθεί – πάλι χάριν του ανθρώπου – και η κτίση4.
Με την παρακοή του ο Αδάμ διεστράφη και από ευθύς και απλός έγινε
διπλός. Ενώ δηλαδή ο Θεός τον δημιούργησε για να έχει μόνο τη γνώση
του καλού, αυτός απέκτησε και τη γνώση του κακού. Έχασε την ευθύτητα
και την απλότητα της γνώμης και από αγαθός έγινε σκολιός και πονηρός5.
Έχασε επίσης την εσωτερική του ειρήνη με το να βρίσκονται η ψυχή και το
σώμα του σε διαρκή πόλεμο, ενώ η φυσική τάξη των πραγμάτων ήταν η
ψυχή να ηγεμονεύει του σώματος6.
Η ψυχή του – παρότι αθάνατη – λόγω της αμαρτίας νεκρώθηκε, αφού
αποχωρίστηκε από τη χάρη του Θεού που είναι η αληθινή ζωή της. Διότι

1. Αναμενόμενο βέβαια είναι η τοπική Σύνοδος της Καρθαγένης του 419, στην οποία
μετείχε και ο Αυγουστίνος Ιππώνος, να είναι επηρεασμένη από το νομικό πνεύμα της
λατινικής θεολογίας. Βλ. σχετικά στο κεφάλαιο Α΄ του δεύτερου μέρους.
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 41 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 27 (Ε΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ).
4. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 193 – 194 (Β΄ Πέτρου 3,10).
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 62 (Θ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ) και σελ. 572 (ΣΤ΄ ᾨδή
ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).
6 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 295 (Η΄ ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Δευτέρας). Πρβλ. Πρός Ρωμαίους
7,23: «βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ
αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου».

34
ναι μεν η ψυχή είναι άφθαρτη και αθάνατη, αλλά όταν χωριστεί από τη
χάρη του Αγίου Πνεύματος λόγω της αμαρτίας, αυτό λογίζεται ως
θάνατος της ψυχής. Όπως το σώμα μένει νεκρό όταν χωριστεί από την
ψυχή, έτσι και η ψυχή μένει νεκρή όταν στερηθεί της θείας χάριτος και
βιώνει μία κατάσταση που είναι πολύ χειρότερη από το βιολογικό θάνατο.
Η θεία χάρη λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί ως η ψυχή της ψυχής1.
Η διακοπή της σχέσης της ψυχής με τον Θεό είναι ο λεγόμενος
πνευματικός θάνατος, τον οποίο δοκίμασε πρώτα ο Αδάμ και κατόπιν
ακολούθησε και ο σωματικός του θάνατος. Τον ίδιο θάνατο βιώνουν και
όλοι οι (ζωντανοί κατά το σώμα) άνθρωποι που ζουν χωρισμένοι από τη
θεία χάρη. Αυτούς τους ανθρώπους ονομάζει ο Χριστός νεκρούς, δηλαδή
κατά την ψυχή (Κατά Ματθαῖον 8,22: «ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει
μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς»)2.
Η ψυχή του μεταπτωτικού ανθρώπου προσβάλλεται πλέον εύκολα από
τους δαίμονες, οι οποίοι δια του ενδιάθετου λόγου εισάγουν μέσα της τους
κάθε είδους πονηρούς λογισμούς. Και το μεν λογιστικό της μέρος
προσβάλλουν με βλάσφημους και αιρετικούς κυρίως λογισμούς, το δε
θυμικό με λογισμούς εκδικήσεως, το δε επιθυμητικό με σαρκικούς κυρίως
λογισμούς3.
Το προνομιακό όμως πεδίο δράσης του διαβόλου, το μέσο δια του οποίου
οι δαίμονες κατεξοχήν εξαπατούν την ψυχή και εγκαθιστούν μέσα της τα
διάφορα πάθη, είναι η φαντασία4. Εφευρέτης της φαντασίας και εισηγητής
της στον άνθρωπο είναι ο διάβολος. Εκείνος πρώτος φαντάστηκε την
ισοθεΐα και καταποντίστηκε5 και κατόπιν ενέπνευσε τη φαντασία της
ισοθεΐας και στους πρωτόπλαστους6. Πρόκειται συνεπώς για ένα
μεταπτωτικό φαινόμενο, καθώς ούτε οι δαίμονες πριν την πτώση τους ούτε

. Κῆπος Χαρίτων, σελ. 121 (Ε΄ ᾨδή, Ἡσαΐα), με παραπομπή στο Μάξιμο Ομολογητή
1

και Ἑορτοδρόμιον, σελ. 567 (Ε΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς), με παραπομπή
στους Μάξιμο Ομολογητή και Ισίδωρο Πηλουσιώτη και σελ. 340 (ΣΤ΄ ᾨδή Κανόνος
Μεγάλης Πέμπτης), με παραπομπή στο Γρηγόριο Νύσσης.
. Πρβλ. και Α΄ Πρός Τιμόθεον 5,6: «ἡ δὲ σπαταλῶσα [χήρα] ζῶσα τέθνηκε».
2

. Κῆπος Χαρίτων, σελ. 10 (Α΄ ᾨδή Μωϋσέως) και σελ. 201 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου) και
3

Ἑορτοδρόμιον, σελ. 588 (Α΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως).


. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 29 (Ε΄ ᾨδή Κανόνος Ὑψώσεως Σταυροῦ).
4

. Ἡσαΐας 14,12-15: «πῶς ἐξέπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ὁ ἑωσφόρος ὁ πρωΐ ἀνατέλλων;


5

συνετρίβη εἰς τὴν γῆν … σὺ δὲ εἶπας ἐν τῇ διανοίᾳ σου· εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβήσομαι, ἐπάνω
τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ θήσω τὸν θρόνον μου … ἔσομαι ὅμοιος τῷ ῾Υψίστῳ. νῦν δὲ εἰς ᾅδην
καταβήσῃ καὶ εἰς τὰ θεμέλια τῆς γῆς».
6. Γένεσις 3,4-5: «καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι
ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί».

35
ο Αδάμ πριν την πτώση του είχαν φαντασία. Ομοίως δεν είχε φαντασία και
ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Η φαντασία αποτελεί πλέον το εσωτερικό αισθητήριο της ψυχής. Είναι
λεπτότερη από το νου, αλλά παχύτερη από τις αισθήσεις. Πειράζει έτσι με
μεγαλύτερη ευκολία την ψυχή, γιατί μπορεί να ενεργεί ακόμα και όταν
όλα τα αισθητά απουσιάζουν, ακόμα και κατά τη διάρκεια του ύπνου.
Λειτουργεί, τέλος, ως ένας μεσότοιχος που εμποδίζει την ψυχή να αναχθεί
στα υψηλά και τα θεία1.

1. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 137 – 146. Αναλυτικά περί φαντασίας βλ. Ἀόρατος
Πόλεμος, σελ. 110 κ.ε. (Μέρος Α΄, Κεφάλαιον ΚΕ΄).

36
Κεφάλαιο Γ΄: Χριστολογία

1. Το απροϋπόθετο της ενανθρώπησης

Στο κέντρο του Μυστηρίου της θείας οικονομίας βρίσκεται η


ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου Θεού, με την οποία άνοιξε ο δρόμος για
τη θέωση του ανθρώπου. Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος
θεός κατά χάρη, να μετάσχει δηλαδή οντολογικά στην άκτιστη ζωή του
Θεού1. Εφόσον όμως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε εξαρχής με σκοπό τη
θέωση, η ενανθρώπηση ήταν το προαιώνιο σχέδιο του Θεού. Θα γινόταν
δηλαδή ούτως ή άλλως στον κατάλληλο χρόνο, ανεξάρτητα από την
πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, τη φθορά και το θάνατο.
Στο απροϋπόθετο της θείας ενανθρώπησης αναφέρεται ο άγιος
Νικόδημος σε αρκετά έργα του, λαμβάνοντας την κατάλληλη αφορμή2.
Διεξοδικότερα όμως αναπτύσσει το θέμα στο τέλος του Συμβουλευτικού
Εγχειριδίου, υπό μορφή απολογίας για μία αναφορά του στην Υπεραγία
Θεοτόκο, που είχε κάνει στο βιβλίο του Αοράτου Πολέμου και είχε
προκαλέσει αντιδράσεις3. Εκεί είχε σημειώσει ότι όλος ο νοητός και
αισθητός κόσμος έγινε για τη Θεοτόκο, η οποία έγινε για τον Ιησού Χριστό
και έτσι εκπληρώθηκε η αρχαία βουλή και ο πρώτος σκοπός του Θεού, που
ήταν η ανακεφαλαίωση των πάντων εν Χριστώ και η ένωση της κτίσης με
τον κτίστη4.
Καταρχάς, σύμφωνα και με τον Ιωάννη Δαμασκηνό, ο Θεός έχει δύο
θελήματα: Το προηγούμενο, που ονομάζεται και ευδοκία και το επόμενο,
που ονομάζεται και παραχώρηση. Με το κατ’ευδοκία θέλημά του, ο Θεός
ως αγαθός θέλει όλα τα αγαθά και τις αρετές. Αυτό το θέλημα
«εξαρτάται» όχι από τα κτίσματα, αλλά από την αγαθότητά του και μόνο.
Με το κατά παραχώρηση θέλημά του, ο Θεός ως δίκαιος επιτρέπει την
παιδεία των αμαρτωλών, που γίνεται προς όφελός τους. Κατά κάποιο

. «Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ
1

σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ'
ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα ἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν» (Μ. Ἀθανασίου, Περί τῆς
ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192ΒC).
2. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 165 – 166 (Β΄ Πέτρου 1,17), σελ. 88
(Α΄ Πέτρου 1,20) και σελ. 240 (Α΄ Ἰωάννου 3,1), Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 247 – 249,
Παύλου … αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, Β΄ τόμος, σελ. 372 – 373 (Πρός Κολασσαεῖς 1,15) και
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 81 (Ε΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).
. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 302 – 316 («Ἀπολογία ὑπέρ τοῦ ἐν τῷ Βιβλίῳ τοῦ
3

Ἀοράτου Πολέμου κειμένου σημειώματος περί τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου»).


. Ἀόρατος Πόλεμος, σελ. 207 (Μέρος Α΄, Κεφάλαιον ΜΘ΄, στην υποσημείωση).
4

37
τρόπο δηλαδή, το θέλημα αυτό «προκαλείται» από τις αστοχίες των
κτισμάτων1.
Από τη φράση «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Κατά
Ματθαῖον 3,17), που είπε ο Θεός Πατήρ κατά τη βάπτιση του Χριστού στον
Ιορδάνη, προκύπτει κατά το Γρηγόριο Παλαμά ότι το Μυστήριο της
ενσάρκου οικονομίας ήταν το προηγούμενο θέλημα του Θεού και ότι όλα
τα κτίσματα δημιουργήθηκαν χάριν του Μυστηρίου αυτού2. Με την άποψη
αυτή συμφωνεί και ο αρχαιότερος του Παλαμά Μάξιμος Ομολογητής,
κατά τον οποίο «τοῦτό [το Μυστήριο της ενανθρώπησης] ἐστιν ὁ τῆς ἀρχῆς
τῶν ὄντων προεπινοούμενος θεῖος σκοπός, ὅν ὁρίζοντες εἶναι φαμέν,
προεπινοούμενον τέλος, οὗ ἕνεκα μέν πᾶντα, αὐτό δέ οὐδενός ἕνεκα. Πρός
τοῦτο τό τέλος ἀφορῶν, τάς τῶν ὄντων ὁ Θεός παρήγαγεν οὐσίας»3.
Αλλά υπέρ της άποψης αυτής συνηγορούν και χωρία της Αγίας Γραφής
και πρώτα πρώτα το γνωστό για την παρερμηνεία του από τον αιρετικό
Άρειο Παροιμίαι 8,22 («κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ»)4.
Επίσης από την Καινή Διαθήκη το Πρός Κολασσαεῖς 1,15 («ὅς ἐστιν εἰκὼν
τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως») και το Πρός Ρωμαίους
8,29 («ὅτι οὓς προέγνω, καὶ προώρισε συμμόρφους τῆς εἰκόνος τοῦ υἱοῦ
αὐτοῦ, εἰς τὸ εἶναι αὐτὸν πρωτότοκον ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς»). Τα χωρία αυτά
αναφέρονται στον Ιησού Χριστό, όχι βέβαια κατά τη θεότητα (διότι ως
Θεός δεν κτίστηκε), αλλά κατά την ανθρωπότητα. Επομένως το Μυστήριο
της ενσάρκου οικονομίας είναι η αρχή όλων των οδών του Κυρίου, πρώτο
από όλα τα κτίσματα5.
Ένα ακόμη αγιογραφικό χωρίο που επικαλείται ο άγιος Νικόδημος είναι
το Ἡσαΐας 25,1 («κύριε ὁ Θεός μου, δοξάσω σε, ὑμνήσω τὸ ὄνομά σου, ὅτι
ἐποίησας θαυμαστὰ πράγματα, βουλὴν ἀρχαίαν ἀληθινήν»). Ο προφήτης
Ησαΐας ονομάζει εδώ το Μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας αρχαία βουλή
του Θεού, επειδή είναι η πρώτη από όλες τις βουλές του6. Είναι η μεγάλη
βουλή του, της οποίας έγινε άγγελος ο ίδιος ο Υιός του Θεού με την
ενανθρώπησή του (Ἡσαΐας 9,6: «καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης

1 . Κῆπος Χαρίτων, σελ. 43 (Β΄ ᾨδή Μωϋσέως) και Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ.
184 και 312.
2. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 306 – 307.
3. Πρός Θαλάσσιον 60, PG 90, 621Α. Εκτεταμένο απόσπασμα παραθέτει ο άγιος
Νικόδημος στο Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 305 – 306.
4. Σχετικά με την ερμηνεία των επίμαχων χωρίων 8,22-25 των Παροιμιών βλ.
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 352 – 353 (Θ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλης Πέμπτης).
5. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 304 – 305.
6. Αναλυτικά τη σχετική επιχειρηματολογία του αγίου Νικοδήμου βλ. στο Ἐγχειρίδιον
Συμβουλευτικόν, σελ. 310 – 311.

38
βουλῆς ἄγγελός, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων
εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος»)1.
Συμπερασματικά, ο άγιος Νικόδημος αναφέρει ότι θα ήταν άτοπο αλλά
και βλάσφημο να θεωρηθεί ότι το υπέρτατο αυτό Μυστήριο της θείας
ενανθρώπησης, που είναι κατά πολύ ανώτερο της Δημιουργίας, το
προκάλεσε η ανθρώπινη πτώση. Ωστόσο δεν «χρεώνει» το άτοπο και το
βλάσφημο στους Πατέρες εκείνους που υποστηρίζουν ότι η ενανθρώπηση
έγινε για την άρση των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος και τη
σωτηρία των ανθρώπων. Άλλωστε μεταξύ των πνευματοφόρων Πατέρων
δεν υπάρχουν αντιθέσεις.
Οι δύο γνώμες συμβιβάζονται ως εξής: Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η
θέωση ήταν εξαρχής ο προορισμός του ανθρώπου. Επίσης κανείς δεν
αρνείται ότι η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό κατέστη δυνατή με την
καθ’υπόσταση ένωση θείας και ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Θεού
Λόγου. Άρα η ενανθρώπηση ήταν εξαρχής «απαραίτητη» για την
εκπλήρωση του προορισμού του ανθρώπου και συνακόλουθα όλης της
Δημιουργίας.
Αυτό που δεν ήταν απαραίτητο και δεν θα συνέβαινε χωρίς την πτώση
του Αδάμ, ήταν τα πάθη, ο σταυρός και ο θάνατος του Χριστού. Αυτά
έγιναν για να ελευθερώσει ο Θεός τον άνθρωπο από το κράτος του
διαβόλου και κατά συνέπεια ήταν το επόμενο θέλημα του Θεού. Και αν
κάποιοι Πατέρες υποστηρίζουν ότι ο Υιός του Θεού δεν θα λάμβανε σώμα
αν ο Αδάμ δεν αμάρτανε, αυτό σημαίνει ότι δεν θα λάμβανε σώμα παθητό
και φθαρτό, αλλά απαθές και άφθαρτο2.

2. Ιησούς Χριστός

Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού, του δεύτερου προσώπου
της Αγίας Τριάδας, είναι το Μυστήριο της ένωσης Θεού και ανθρώπων.
Είναι επίσης η έκφραση της άκρας φιλανθρωπίας του Θεού3· το Μυστήριο

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 81 (Ε΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), με παραπομπή


στο Μάξιμο Ομολογητή και σελ. 244 – 245 (Η΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με
παραπομπή στο Γρηγόριο Θεολόγο.
2 . Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 312 – 316. Όπως σημειώνεται αμέσως παρακάτω,
το σώμα του Χριστού κατά παραχώρηση ήταν παθητό και φθαρτό, διότι η ανθρώπινη φύση
του αγιάστηκε και θεώθηκε εξ άκρας συλλήψεως, λόγω της καθ’υπόσταση ένωσής της με
τη θεία του φύση στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.
3. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 243 – 244, με παραπομπή στον Αυγουστίνο. Πρβλ.
Κατά Ἰωάννην 3,16: «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν
μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».

39
της σωτηρίας του ανθρώπου από τη δουλεία της φθοράς και του θανάτου,
στην οποία βρέθηκε εξαιτίας της αμαρτίας.
Ο Θεός Λόγος «κατέβηκε»1 από τους ουρανούς με μόνη (γυμνή) τη
θεότητα, προσέλαβε την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία και
την ένωσε κατά τρόπο άρρητο και απερινόητο σε ανθρώπους και αγγέλους
με τη θεότητα στο πρόσωπό του2. Με τον τρόπο αυτό έγινε πραγματικός
και τέλειος (πλήρης) άνθρωπος, διότι προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη
φύση, δηλαδή σώμα και ψυχή λογική και αυτεξούσια. Προσέλαβε
ολόκληρο τον άνθρωπο για να σώσει ολόκληρο τον άνθρωπο, διότι – κατά
το Γρηγόριο Θεολόγο – «τό… ἀπρόσληπτον, ἀθεράπευτον» (Πρός Κληδόνιον,
PG 37, 181C)3.
Συνεπώς η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού έγινε κατά πρόσληψη και
όχι κατά τροπή ή αλλοίωση. Αυτό σημαίνει ότι η ενανθρώπηση δεν
επέφερε καμία απολύτως επίπτωση στην ούτως ή άλλως άτρεπτη και
αναλλοίωτη θεότητα, ούτε βέβαια και στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, τα
οποία παρέμειναν τρία. Ο Υιός και μετά την ενανθρώπηση παρέμεινε αυτό
που πάντα ήταν· ο προαιώνιος Θεός4. Προσέλαβε δε στη μία υπόστασή του
εκείνο που δεν ήταν, δηλαδή τον άνθρωπο5.
Εξαιτίας της καθ’υπόσταση ένωσης των δύο φύσεων (θεότητας και
ανθρωπότητας), το όνομα Ιησούς Χριστός δηλώνει τον Θεάνθρωπο. Διότι
Θεός και άνθρωπος γεννήθηκε από την Παρθένο – εξ ου και ονομάζεται
Θεοτόκος – εφόσον οι δύο φύσεις είναι αχώριστες· διαιρούνται μεν, αλλά
αδιαιρέτως6. Επομένως ο Χριστός είναι διπλός μεν κατά τις φύσεις, απλός

1 . Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια μετάβαση τοπική, αφού ο απερίγραπτος Θεός είναι
πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Απλώς χρησιμοποιείται το σχήμα της κατάβασης
για να τονιστεί η συγκατάβαση του Θεού και για να γίνει κάπως κατανοητό ανθρωπίνως
το ακατάληπτο Μυστήριο της θείας ενανθρώπησης. Βλ. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 290 – 291 (Α΄
ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Δευτέρας) και σελ. 455 (Προλεγόμενα τῶν Κανόνων τῆς
Ἀναλήψεως).
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 67 (Α΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 69 – 70 (Α΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).
4. Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου όχι μόνο δεν του επέφερε κάποια μείωση, αλλά
αντίθετα του προσέθεσε δόξα και μεγαλείο. Η δόξα αυτή έγκειται ακριβώς στη
συγκατάβασή του να «ενδυθεί» την ταπεινή ανθρώπινη φύση. Βλ. Ἐγχειρίδιον
Συμβουλευτικόν, σελ. 244 – 246, με παραπομπή στους Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Νύσσης,
Γρηγόριο Θεολόγο και Γρηγόριο Παλαμά.
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 65 (Ἀκροστιχίς πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), σελ. 85 (ΣΤ΄
ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), σελ. 195 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑπαπαντῆς), με
παραπομπή στο Μάξιμο Ομολογητή και σελ. 357 (Ε΄ ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Παρασκευῆς).
6 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 66 – 67 (Α΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως) και σελ. 184
(Γ΄ ᾨδή Κανόνος Ὑπαπαντῆς), με παραπομπή στον Ιωάννη Δαμασκηνό.

40
δε και αδιαίρετος κατά την υπόσταση1. Ένας και ο αυτός είναι ο Υιός ο εκ
του Πατρός αχρόνως γεννηθείς ως Θεός και ο από την Παρθένο εν χρόνω
γεννηθείς ως άνθρωπος. Δεν είναι άλλος και άλλος· δεν διαιρείται σε δύο
πρόσωπα, δηλαδή δύο Υιούς, όπως διακήρυσσε ο αιρετικός Νεστόριος2.
Ο Χριστός λοιπόν δεν είναι ούτε γυμνός Θεός ούτε ψιλός άνθρωπος. Ο
ένας και ο αυτός Χριστός έχει δύο φύσεις και μία θεανδρική υπόσταση. Ο
ίδιος είναι τέλειος και αληθής Θεός και τέλειος και αληθής άνθρωπος.
Ομοούσιος με τον Πατέρα και απαθής κατά τη θεότητα και ομοούσιος με
τους ανθρώπους και παθητός κατά την ανθρωπότητα. Όπως δεν υπέστη
καμία τροπή ή αλλοίωση η θεία φύση του, έτσι δεν υπέστη καμία τροπή ή
αλλοίωση και η ανθρώπινη φύση του. Έμειναν ασύγχυτες και καθεμιά
κράτησε αμετάβλητες τις φυσικές της ιδιότητες και τις θελήσεις και τις
ενέργειες παρά την ένωσή τους σε ένα πρόσωπο3.
Εξαιτίας όμως της ένωσής τους στο ίδιο πρόσωπο, οι δύο φύσεις του
Χριστού αλληλοπεριχωρούνται μεν, αλλά ασυγχύτως. Δηλαδή κάθε φύση
αντιδίδει στην άλλη τα δικά της ιδιώματα εξαιτίας της ταυτότητας της
υπόστασης, χωρίς όμως να γίνεται κάποιου είδους σύγχυση ή ανάκρασή
τους. Κατά τον τρόπο αυτό της αντίδοσης των ιδιωμάτων, θεώθηκε η
ανθρώπινη φύση του Χριστού. Και όχι μόνο θεώθηκε, αλλά μέθεξε των
πλεονεκτημάτων της θεότητας. Έγινε δηλαδή ζωοποιός, παντοδύναμη και
τα πάντα γνωρίζουσα· έγινε ομόθεη, κατά το Γρηγόριο Θεολόγο. Έτσι ο
Χριστός μπορεί να λέγεται Θεός παθητός και Κύριος της δόξης
εσταυρωμένος και πάλι να λέγεται παιδίο προαιώνιο και άνθρωπος
άναρχος4.
Το σώμα του Χριστού κτίστηκε δημιουργικώς, δηλαδή με τη δημιουργική
δύναμη του Αγίου Πνεύματος· μάλλον δε της Αγίας Τριάδας, εφόσον μία
είναι η ενέργεια και των τριών υποστάσεων. Όπως κτίστηκε δημιουργικώς
ο παλαιός Αδάμ, κατά τον ίδιο τρόπο κτίστηκε και ο νέος Αδάμ, ο Χριστός.
Δεν κτίστηκε ούτε γεννητικώς, κατά τον τρόπο δηλαδή που ο Πατήρ γεννά
τον Υιό, ούτε κατά τη φυσική τάξη που γεννούν οι άνθρωποι, δηλαδή

1 . Ωστόσο η μία και αδιαίρετη υπόσταση του Χριστού είναι σύνθετη από τις δύο φύσεις,
τη θεότητα και την ανθρωπότητα. Βλ. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 244.
2. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 165 (Β΄ Πέτρου 1,17) και
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 628 (Δ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Μεταμορφώσεως), με παραπομπή
στους Ιωάννη Δαμασκηνό και Διονύσιο Αρεοπαγίτη.
3 . Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 120 – 121 (Α΄ Πέτρου 3,18) και σελ.
262 (Α΄ Ἰωάννου 4,2-3).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 226 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με παραπομπή στον
Ιωάννη Δαμασκηνό και 354 (Θ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλης Πέμπτης).

41
σπερματικώς1. Έτσι ο Θεός Λόγος προσέλαβε υγιή την ανθρώπινη φύση,
όπως ήταν αυτή πριν από την αμαρτία του Αδάμ2. Εξάλλου η αμαρτία δεν
είναι συστατική της ανθρώπινης φύσης αλλά φθαρτική, καθώς είναι παρά
φύση κατάσταση3.
Το σώμα λοιπόν του Χριστού δεν ήταν ούτε φύσει Θεός, αφού ήταν
κτιστό, ούτε θέσει, δηλαδή κατά προκοπή, αφού η ανθρώπινη φύση του δεν
υπέστη καμία τροπή4. Το σώμα του θεώθηκε εξαιτίας της καθ’υπόσταση
ένωσης από εκείνη την πρώτη στιγμή της σύλληψης της Παρθένου5. Το
θεωμένο σώμα του Χριστού φανερώθηκε κατά τη Μεταμόρφωσή του στο
όρος Θαβώρ, όπου οι τρεις Απόστολοι (Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης) τον
προσκύνησαν λατρευτικά, ως Θεό6. Διότι και η ανθρώπινη φύση του
Χριστού, ως θεοϋπόστατη (ως έχουσα δηλαδή για υπόστασή της την
υπόσταση του Θεού Λόγου), λατρευτικά συμπροσκυνείται με τη θεία φύση
του7.
Επειδή όμως η ανθρώπινη φύση του δεν υπέστη καμία τροπή, το σώμα
του Χριστού δεν απέβαλε τα φυσικά και αδιάβλητα (αναμάρτητα)
λεγόμενα πάθη, όπως είναι η πείνα, η δίψα, ο ύπνος, ο κόπος, ο πόνος κλπ.
Ομοίως και η θεία φύση του δεν απέβαλε τα ίδια στοιχεία της. Έτσι ο
Χριστός ως άνθρωπος πεινούσε και διψούσε, τη στιγμή που ως Θεός
μπορούσε να λέει «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Κατά Ματθαῖον 9,2) ή
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Κατά Ἰωάννην 11,43)8.
Ωστόσο – λόγω της καθ’υπόσταση ένωσης – τα φυσικά και αδιάβλητα
πάθη ο Χριστός δεν τα είχε αναγκαστικά, αλλά κατά παραχώρηση, δηλαδή

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 218 – 220 (Γ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με παραπομπή στο Μ.
Βασίλειο και Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 272 (Α΄ Ἰωάννου 4,13).
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 212 – 213 (Α΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με παραπομπή στο
Γρηγόριο Παλαμά.
3. Γι’αυτό και ο Χριστός, ως μόνος αναμάρτητος, δεν είχε ανάγκη κάθαρσης. Βλ.
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 131 (Γ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων), σελ. 507 (ΣΤ΄ ᾨδή δευτέρου
Κανόνος Ἀναλήψεως), Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 87 – 88 (Α΄
Πέτρου 1,18-19) και Κῆπος Χαρίτων, σελ. 179 – 180 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 151 – 152 (Θ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων), με παραπομπή
στους Γρηγόριο Θεολόγο και Νικήτα Στηθάτο.
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 220 – 221 (Γ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με παραπομπή στους
Ιωάννη Δαμασκηνό και Μ. Βασίλειο.
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 593 (Γ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως), σελ. 607 (Ζ΄ ᾨδή
πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως) και Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς,
σελ. 166 – 168 (Β΄ Πέτρου 1,18).
7. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 488 – 489 (Θ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως), με παραπομπή
στον Κύριλλο Αλεξανδρείας.
8. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 109 – 110 (Δ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως).

42
θεληματικά και εκούσια. Και τούτο πρώτον, για να μη νομιστεί ότι η
ενανθρώπηση ήταν φανταστική και δεύτερον, για να ιάσει με τα πάθη του
τα πάθη των ανθρώπων. Μετά όμως την ανάσταση, το σώμα του Χριστού
απέβαλε τα αδιάβλητα πάθη και έγινε απαθές, άφθαρτο και αθάνατο.
Κράτησε μόνο τα φυσικά ιδιώματα του θεωμένου σώματος, δηλαδή όσα
σχετίζονται με την κτιστή υλική του φύση (τη μορφή, τις διαστάσεις, το
περιγραπτό εν τόπω και περιοριστό). Γι’αυτό άλλωστε και επιτρέπεται να
εικονίζεται, όπως όρισε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος1.
Εκούσιος ήταν βέβαια και ο σταυρικός θάνατος του Χριστού, διότι αυτός
ήταν ο νέος Αδάμ, που δεν βρισκόταν υπό το κράτος των συνεπειών της
αμαρτίας. Ήταν όμως αυτός που ανέλαβε τις αμαρτίες του παλαιού Αδάμ
και όλων των απογόνων του και πέθανε έχοντας κυριαρχία επί του
θανάτου, ώστε με το θάνατό του να τον καταργήσει2.
Όπως συμβαίνει με το θάνατο κάθε ανθρώπου, η ψυχή του Χριστού
χωρίστηκε από το σώμα του. Και τα δύο στοιχεία όμως παρέμειναν
καθ’υπόσταση ενωμένα με τη θεότητα, χωρίς η υπόσταση του Λόγου να
διαιρεθεί3. Εξυπακούεται βέβαια ότι ούτε η θεότητά του διαιρέθηκε, διότι
είναι αμέριστη ως απολύτως απλή και ασύνθετη. Έτσι ο Χριστός, ως Θεός,
ήταν παρών και στον τάφο με το σώμα του και στον άδη4 με την ψυχή του
και στον παράδεισο με τον ληστή5 και πανταχού παρών και τα πάντα
πληρών6.
Όπως για παράδειγμα σε ένα σώμα υπάρχουν δύο χέρια και το καθένα
μπορεί να κρατάει κάτι διαφορετικό, έτσι και η θεότητα του Χριστού

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 297 – 298 (Θ΄ ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Δευτέρας), με παραπομπή
στον Ιωάννη Δαμασκηνό και σελ. 593 – 594 (Γ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Μεταμορφώσεως), με
παραπομπή επίσης στον Ιωάννη Δαμασκηνό. Το αναστημένο σώμα του Χριστού λέγεται
πνευματικό όχι γιατί έγινε πνεύμα, αλλά ως διεπόμενο και διοικούμενο από το Άγιο
Πνεύμα. Βλ. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 484 (Η΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως), με
παραπομπή στους Γρηγόριο Παλαμά και Θεοφύλακτο Βουλγαρίας.
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 398 (ΣΤ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου) και Κῆπος Χαρίτων,
σελ. 86 – 87 (Δ΄ ᾨδή, Ἀββακούμ).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 387 – 388 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου), με παραπομπή
στον Ιωάννη Δαμασκηνό και σελ. 396 – 397 (ΣΤ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου).
4
. Ο άδης είναι ο «τόπος» των (αθάνατων) ψυχών των αποθανόντων, ενώ ο τάφος είναι ο
τόπος των νεκρών σωμάτων. Μετά όμως την ανάσταση του Χριστού, ο «τόπος» των ψυχών
των δικαίων είναι πλέον ο παράδεισος, ενώ των αμαρτωλών παραμένει ο άδης. Βλ.
Ἑορτοδρόμιον, σελ. 400 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου) και Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά
Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 129 (Α΄ Πέτρου 4,6).
5. Κατά Λουκᾶν 23,43: «καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσῃ ἐν
τῷ παραδείσῳ».
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 405 – 406 (Η΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου).

43
παρέμεινε ενωμένη με το σώμα και την ψυχή του, παρότι αυτά με το
θάνατο χωρίστηκαν. Και το μεν σώμα του ετάφη, η δε ψυχή του
«κατέβηκε» στον άδη και κήρυξε το Ευαγγέλιο της σωτηρίας στις ψυχές
των αποθανόντων, χαρίζοντας και εκεί τη σωτηρία στους πιστεύσαντες1.
Η θεοϋπόστατη ψυχή του Χριστού δεν ήταν βέβαια δυνατό να κρατηθεί
στον άδη. Ο Χριστός με τη ζωοποιό δύναμη της θεότητάς του συνέτριψε
τον άδη και ανέστησε τον εαυτό του, ενώ όπου στη Γραφή αναφέρεται ότι
τον ανέστησε ο Πατήρ, αυτό ασφαλώς νοείται κατά την ανθρωπότητά
του2.
Το πιο σπουδαίο όμως είναι ότι με την ανάστασή του ο Χριστός
ανέστησε την ανθρώπινη φύση και κατέλυσε το θάνατο, τη συνέπεια της
αμαρτίας του παλαιού Αδάμ. Ήταν ο μόνος που είχε τη δύναμη να το
κάνει, διότι αυτός είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, η αυτοζωή και
ο αρχηγός της ζωής3. Το αναστημένο σώμα του, άφθαρτο και αθάνατο,
έγινε μεταδοτικό της αφθαρσίας και στα άλλα σώματα των ανθρώπων.
Έγινε η πηγή της αθανασίας για όλους4.
Ακόμη, με την ανάληψή του ανεβίβασε την ανθρώπινη φύση στους
κόλπους του Θεού Πατρός, υπεράνω ακόμη και των αγίων αγγέλων. Και
ως μόνος κατά φύση Υιός, προσέφερε στον Θεό Πατέρα πολλούς υιούς
κατά χάρη5. Τέλος, με το Μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας συμφιλίωσε
τον άνθρωπο με τον Θεό, καταργώντας τη μεταξύ τους διάσταση εξαιτίας
της αμαρτίας. Έχοντας συγγένεια και κοινωνία και με τους δύο, κατέστη
αληθινός μεσίτης μεταξύ τους και τους επανένωσε στην προτέρα φιλία
τους6.

3. Υπεραγία Θεοτόκος

1. Η εις άδου κάθοδος του Χριστού προφητεύθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και
προτυπώθηκε με την περίπτωση του προφήτη Ιωνά. Τα δε περί κηρύγματος του Χριστού
στον άδη δεν πρέπει να ερμηνεύονται αλληγορικά. Βλ. σχετικά Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά
Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 121 – 123 (Α΄ Πέτρου 3,19) και σελ. 128 – 129 (Α΄ Πέτρου 4,6).
2. Είναι μάλιστα προφητευμένο στην Παλαιά Διαθήκη ότι ο Χριστός θα αναστήσει τον
εαυτό του. Βλ. Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς, σελ. 89 (Α΄ Πέτρου 1,21).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 138 (Ε΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 398 (ΣΤ΄ ᾨδή Κανόνος Μεγάλου Σαββάτου).
5 . Ἑορτοδρόμιον, σελ. 455 (Προλεγόμενα τῶν Κανόνων τῆς Ἀναλήψεως) και 480 – 481
(Ζ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως).
6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 460 (Α΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως). Βλ. και Α΄ Πρός
Τιμόθεον 2,5: «εἷς γὰρ Θεός, εἷς καὶ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἄνθρωπος Χριστὸς Ἰησοῦς».

44
Σε όλα τα έργα του αγίου Νικοδήμου, είναι εμφανής η ιδιαίτερη αγάπη
που έτρεφε για την Υπεραγία Θεοτόκο και η εξαιρετική τιμή που απέδιδε
στο πρόσωπό της1. Και δικαίως, αφού είναι το πρόσωπο στο οποίο
ολόκληρη η κτίση οφείλει την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Είναι
ασυγκρίτως ανώτερη από κάθε τι άλλο μέσα στην υλική και πνευματική
Δημιουργία, ανώτερη από ανθρώπους και από αγγέλους. Διότι ακόμη και
οι ανώτερες ουράνιες δυνάμεις δέχονται κάποιες ελλάμψεις από τον Θεό
και έτσι φωτίζονται και αγιάζονται. Ενώ η Θεοτόκος φιλοξένησε στα
σπλάγχνα της τον σαρκωθέντα Θεό Λόγο και κατέχει τα δευτερεία της
Αγίας Τριάδας2.
Τόσο η σύλληψη του Χριστού από την Παρθένο Μαρία κατά τον
Ευαγγελισμό της, όσο και η γέννησή του, έγιναν κατά τρόπο υπερφυή.
Ασπόρως συνέλαβε και αφθόρως και ανωδίνως γέννησε, παραμένοντας
παρθένος προ του τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο, δηλαδή
αειπάρθενος3. Η σύλληψη πραγματοποιήθηκε τη στιγμή που δήλωσε τη
συγκατάθεσή της σε όσα της μετέφερε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, λέγοντας
«Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Κατά Λουκᾶν 1,38).
Τότε το Άγιο Πνεύμα την αποκάθαρε από το προπατορικό αμάρτημα, στο
οποίο υπέκειτο έως τη στιγμή εκείνη, και την κατέστησε ναό έμψυχο που
δέχτηκε την ενοίκηση του Θεού Λόγου4.
Πλην του προπατορικού, η Θεοτόκος δεν βαρυνόταν με άλλα
αμαρτήματα που να οφείλονται στην προαίρεσή της, ούτε καν με πονηρό
λογισμό. Δεν ήταν μόνο παρθένος κατά το σώμα, αλλά και αγνή κατά την
ψυχή. Ήταν αγία στον υπερθετικό βαθμό (Παναγία), ώστε να ξεπερνά σε
αγιότητα όχι μόνο κάθε άλλο άνθρωπο προγενέστερο ή μεταγενέστερό
της, αλλά και αυτούς ακόμη τους ασώματους αγγέλους5.
Η Παρθένος Μαρία λέγεται όντως και αληθώς Θεοτόκος για δύο
λόγους. Πρώτον, επειδή γέννησε την υπόσταση του Θεού Λόγου που

1. Βλ. Θ. Ζήση, Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στήν ζωή καί στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, στο
Θ. Ζήση, Κολλυβαδικά, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος,
Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 25 – 35.
. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 366 (Θ΄ ᾨδή Τριῳδίου Μεγάλης Παρασκευῆς) και σελ. 486 (Η΄
2

ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως).


3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 226 – 227 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ) και σελ. 175 (Θ΄ ᾨδή
ἰαμβικοῦ Κανόνος Θεοφανείων) και Κῆπος Χαρίτων, σελ. 189 – 190 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 243 (Ζ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ), με παραπομπή στο
Γρηγόριο Θεολόγο. Την προβληματική σχετικά με την κληρονόμηση του προπατορικού
αμαρτήματος βλ. στο προηγούμενο κεφάλαιο.
5. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 123 (Θ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Χριστοῦ Γεννήσεως), με
παραπομπή στο Γρηγόριο Παλαμά και σελ. 228 (Δ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ) και
Κῆπος Χαρίτων, σελ. 179 και 188 – 189 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου).

45
προσέλαβε την ανθρώπινη φύση και δεύτερον, επειδή γέννησε αυτή την
προσληφθείσα ανθρωπότητα του Χριστού, η οποία εξαιτίας της
καθ’υπόσταση ένωσης με τη θεία φύση θεώθηκε και έγινε ομόθεη.
Ονομάζεται λοιπόν Θεοτόκος, επειδή γέννησε τον αληθή και τέλειο Θεό
και με τον όρο αυτό σημαίνεται το όλο Μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας.
Γι’αυτό και όποιος δεν την αποκαλεί Θεοτόκο, δεν έχει το πνεύμα του
Θεού1.
Η Θεοτόκος βέβαια, ως απόγονος του Αδάμ, είχε φύση θνητή και κατά
το θάνατό της – όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους – η ψυχή της
χωρίστηκε από το σώμα και «κατέβηκε» στον άδη2. Ωστόσο το σώμα της
στον τάφο δεν υπέστη αλλοίωση3 και – όπως συνέβη και με τον Υιό της –
μετά τρεις ημέρες η Θεοτόκος αναστήθηκε και αναλήφθηκε στους
ουρανούς, ευρισκόμενη μόνη αυτή πριν την κοινή ανάσταση των νεκρών
στη Βασιλεία του Θεού4.
Έτσι βεβαιώθηκε και το κατά φύση της Θεοτόκου, ότι δηλαδή ήταν
άνθρωπος αληθινός και θνητός, και το υπέρ φύση, ότι δηλαδή ήταν μητέρα
του Θεού. Βεβαιώθηκε επίσης και το κατά φύση του Υιού της, ότι δηλαδή
ήταν αληθινός άνθρωπος και όχι κατά φαντασία, αλλά και το υπέρ φύση,
ότι δηλαδή ήταν αληθινός Θεός5.
Η Θεοτόκος στέκει στους ουρανούς διαρκής μεσίτρια μεταξύ του
σαρκωμένου Υιού του Θεού και των ανθρώπων και πρεσβεύει υπέρ της
σωτηρίας τους. Είναι το μεθόριο μεταξύ κτιστής και άκτιστης φύσης και –
κατά το Γρηγόριο Παλαμά – κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει τον Θεό,
παρά μόνο δια μέσου αυτής και του Υιού της6.

1. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 216 – 217 (Γ΄ ᾨδή Κανόνος Εὐαγγελισμοῦ) και σελ. 367 (Θ΄ ᾨδή
Τριῳδίου Μεγάλης Παρασκευῆς), με παραπομπή στους Γρηγόριο Θεολόγο και Ιωάννη
Δαμασκηνό.
2. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 683 (Δ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου).
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 666 – 667 (ΣΤ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου), με
παραπομπή στους Ανδρέα Κρήτης και Ιωάννη Δαμασκηνό.
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 652 – 653 (Γ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου) και
Κῆπος Χαρίτων, σελ. 190 – 191 (Θ΄ ᾨδή, Θεοτόκου), με παραπομπή στους Ανδρέα Κρήτης,
Ιωάννη Δαμασκηνό, Γρηγόριο Παλαμά και Μάρκο Εφέσου. Κατά τον άγιο Νικόδημο, η
ανάσταση και η ανάληψη της Θεοτόκου μπορούν να δηλώνονται και με τον γενικότερο όρο
«μετάσταση», αφού ο αναστηθείς ή αναληφθείς μεθίσταται κατά τόπο. Κατ’άλλους όμως,
η μετάσταση δεν δηλώνει και ανάσταση.
. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 681 – 682 (Γ΄ ᾨδή δευτέρου Κανόνος Κοιμήσεως Θεοτόκου) και
5

Παύλου … αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί, Β΄ τόμος, σελ. 172 (Πρός Γαλάτας 4,4).


6. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 464 – 465 (Δ΄ ᾨδή πρώτου Κανόνος Ἀναλήψεως).

46
Μέρος Β΄: Το ζήτημα των δυτικών επιδράσεων

Κεφάλαιο Α΄: Ο δυτικός νομικισμός

Ως νομικισμός στη νεοελληνική γλώσσα ορίζεται «η ερμηνεία των


νόμων και του δικαίου με τρόπο που να προσαρμόζεται κάθε φορά στις
επιδιώξεις μας»1. Είναι ένας αρνητικά φορτισμένος όρος, που παραπέμπει
σε άκαμπτες και τυπολατρικές διαδικασίες, σε πρόταξη του γράμματος εις
βάρος του πνεύματος του νόμου, σε υποκριτική διάθεση και αθέμιτες
επιδιώξεις. Γενικά εκφράζει μία νοσηρή κατάσταση.
Αν και η τρέχουσα έννοια του όρου δεν ταυτίζεται με την έννοια υπό την
οποία αυτός χρησιμοποιείται στο χώρο της θεολογίας, η αρνητική χροιά
του παραμένει. Στη θεολογία, πρόκειται με δυο λόγια για την ερμηνεία του
δόγματος με νομική νοοτροπία, πράγμα που τελικά συνεπάγεται τη –
θεληματική ή αθέλητη – διαστρέβλωσή του. Εκφράζει λοιπόν και εδώ μία
νοσηρή κατάσταση, που δημιουργεί γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη
αιρετικών αποκλίσεων.
Ο νομικισμός – εντονότερος ή ηπιότερος – αποτελεί διαχρονικά ένα
χαρακτηριστικό στοιχείο της δυτικής θεολογίας και πνευματικότητας.
Επειδή όμως (ευτυχώς) δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ Ανατολής και
Δύσης, επόμενο ήταν το στοιχείο αυτό να διεισδύσει ως ένα βαθμό και
στην ελληνική θεολογία, ήδη από την περίοδο της τουρκοκρατίας2. Μια
τέτοια περίπτωση διείσδυσης εντόπισαν ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές
και σε έργα του αγίου Νικοδήμου. Πριν λοιπόν παρουσιαστεί η σχετική
προβληματική, είναι αναγκαίο να γίνει μία εισαγωγική αναφορά στο
δυτικό νομικισμό.
Οι θεολογικές διαφοροποιήσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσης είναι ένα
φαινόμενο που κάνει αρκετά νωρίς την εμφάνισή του στην ιστορία της
αδιαίρετης χριστιανικής Εκκλησίας και οφείλεται σε πολλούς παράγοντες,
όπως είναι οι γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές, η ανάγκη
καταπολέμησης διαφορετικών από περιοχή σε περιοχή αιρέσεων, οι
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οι ιστορικές συγκυρίες, οι πολιτικές
σκοπιμότητες.

1. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα 1998.


2. Όπως αναφέρθηκε στην εισαγωγή, η προσηλυτιστική δραστηριότητα των
ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων ήταν ιδιαίτερα έντονη στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα.
Η δυσχερής θέση στην οποία βρισκόταν η επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία και η πνευματική
καχεξία κλήρου και λαού, ήταν παράγοντες που συνέβαλαν καθοριστικά στην καρποφορία
των προσπαθειών τους.

47
Αρχικά βέβαια οι διαφορές αυτές είναι κατά κανόνα επουσιώδεις και
παρουσιάζονται συνήθως σε επίπεδο ορολογίας ή κατά τόπους
εκκλησιαστικών εθίμων. Με την πάροδο όμως των αιώνων πληθαίνουν και
γίνονται όλο και πιο ουσιώδεις, αποκαλύπτοντας ένα διαρκώς
διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ δύο κόσμων που μοιάζουν να χάνουν
σταδιακά τη συνείδηση της κοινής πνευματικής καταγωγής τους.
Βασικό στοιχείο της δυτικής νοοτροπίας έως σήμερα είναι το αυστηρό
νομικό πνεύμα, που κληροδότησε στη Δύση η ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Επικρατεί το πρότυπο μιας άκαμπτης δικαιϊκής τάξης, βάσει της οποίας
οργανώνεται θεσμικά κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας 1. Το
ρωμαϊκό νομικό πνεύμα αρχίζει να διεισδύει στη δυτική θεολογία όταν
εμφανίζονται οι πρώτοι μεγάλοι Λατίνοι θεολόγοι, όπως ο Τερτυλλιανός
(155 – 222) και ο Κυπριανός Καρχηδόνος (210 – 258). Έχοντας πλούσια
νομική αλλά πτωχή έως ανύπαρκτη ελληνική παιδεία, συγγράφουν για
πρώτη φορά θεολογικά έργα στη λατινική γλώσσα και δανείζονται
δικανικούς όρους και νομικά σχήματα, προκειμένου να εκφράσουν
απλουστευτικά τις θέσεις τους.
Η χρήση βέβαια νομικής ορολογίας, όπως και κάθε άλλης πρόσφορης,
καθόλου δεν αποκλείεται στη θεολογία. Είναι επίσης φυσιολογικό και
αναμενόμενο η θεολογική σκέψη σε κάθε περιοχή να επηρεάζεται ως ένα
βαθμό από την περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα. Εκείνο που
ενδιαφέρει θεολογικά είναι να γίνεται σωστή νοηματοδότηση των
χρησιμοποιούμενων όρων, ώστε να μη διαστρέφονται οι αλήθειες της
πίστεως. Οι Λατίνοι θεολόγοι όμως δεν χρησιμοποιούν μόνο το εξωτερικό
σχήμα των νομικών όρων, αλλά πολλές φορές μεταφέρουν στη θεολογία
τους αυτούσιο και το περιεχόμενο των όρων, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί
στα πλαίσια του οικείου σε αυτούς ρωμαϊκού δικαίου2.
Είναι δε χαρακτηριστικό, ότι οι πρώτοι εκείνοι νομικοί θεολόγοι
προέρχονται από τους κόλπους της δυτικής αφρικανικής Εκκλησίας. Από
τις περιφερειακές και πολιτισμικά περιθωριακές αυτές επαρχίες της
βορειοδυτικής Αφρικής, εισέρχονται προοδευτικά τα ρωμαϊκά πρότυπα και
στη θεολογία της δυτικής Ευρώπης. Συμβαίνει έτσι το παράδοξο η Ρώμη

1. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δυτικού πολιτισμού παραλειπόμενα, «Καθ΄οδόν» 6/1993, σελ. 17,


όπου σημειώνεται ότι «πολιτιστικά η σημερινή Δυτική Ευρώπη παραμένει “μεσαιωνική”,
αποθεώνοντας έτσι κι αλλιώς την αποκλειστική κυριαρχία του λόγου και της δικαιϊκής
τάξης».
2. Σε αυτό συμβάλλει και η χρήση της λατινικής, η οποία μπορεί με την αυστηρή δομή
της να προσφέρεται κατεξοχήν για τη διατύπωση νομικών εννοιών με ακρίβεια και
σαφήνεια, όμως με τη λεξιλογική της ένδεια – σε σύγκριση με την ελληνική – καθίσταται
προβληματική για τη διατύπωση βαθύτερων, φιλοσοφικών ή θεολογικών, εννοιών.

48
να «εισάγει» ρωμαϊκό πνεύμα από την Καρχηδόνα. Εξηγείται όμως από το
γεγονός ότι η Ρώμη βρίσκεται ακόμη γλωσσικά, πολιτισμικά και
θεολογικά συνδεδεμένη με την ελληνική Ανατολή. Σταδιακά λοιπόν η
πορεία των πραγμάτων αντιστρέφεται και αντί του εκχριστιανισμού της
Ρώμης, ξεκινά στη Δύση η εκφυλιστική διαδικασία του εκρωμαϊσμού του
χριστιανισμού1.
Αρχίζει να καλλιεργείται η αντίληψη ότι η σχέση του ανθρώπου με τον
Θεό είναι μια τυποποιημένη σχέση συναλλαγής, κατά αντιστοιχία με τα
ισχύοντα στο χώρο του δικαίου. Η μετάνοια, λόγου χάρη, γίνεται
αντιληπτή από τον Τερτυλλιανό ως το αντίτιμο της σωτηρίας του
ανθρώπου. Καθαρά δικανικής έμπνευσης και ενταγμένη στην ίδια λογική
της συναλλαγής είναι επίσης η θεωρία περί αξιομισθιών, που
αναπτύσσουν οι Τερτυλλιανός και Κυπριανός. Σύμφωνα με αυτή, κάθε
καλό έργο, ανάλογα με την αξία του, θεμελιώνει την αξίωση μιας
ανάλογης αξίας ανταμοιβής από τον Θεό και κάθε αμάρτημα, ανάλογα με
τη βαρύτητά του, γεννά (εν είδει ποινής) την υποχρέωση μιας ανάλογης
βαρύτητας παροχής προς τον Θεό2.
Ακολουθεί ο μεγάλος θεολόγος της Δύσης Αυγουστίνος Ιππώνος (354 –
430), με τη διδασκαλία του οποίου ο ρωμαϊκός νομικισμός εδραιώνεται στη
δυτική θεολογική σκέψη3. Κατά τον Αυγουστίνο, θεία και ανθρώπινη
πραγματικότητα συνιστούν μία δικαιϊκά διαρθρωμένη τάξη. Κάθε αμαρτία
είναι αδίκημα, προκαλεί διασάλευση της τάξης και δικαίως πρέπει να

1 . Στο τέλος της διαδικασίας αυτής, ο χριστιανισμός στη μεσαιωνική Δύση θα καταλήξει
να είναι η θρησκευτική εκδοχή του ρωμαϊκού νομικισμού. Ο ρωμαιοκαθολικισμός δεν θα
είναι παρά ο εκχριστιανισμός του ρωμαϊκού νομικού πνεύματος. Βλ. Μ. Μπέγζου, Ὁ
νομικισμός στή φιλοσοφία τῆς θρησκείας, κριτική στόν παπισμό, πρακτικά ΙΔ΄ Θεολογικοῦ
Συνεδρίου μέ θέμα «Ἡ μήτηρ ἡμῶν Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 464 και
468. Πρβλ. του ιδίου, Ἡ μεταφυσική τῆς οὐσιοκρατίας στό Μεσαίωνα καί ἡ ἐκκοσμίκευση,
φιλοσοφική κριτική στή θρησκεία τῆς Εὐρώπης, Ἀθήνα 1989, σελ. 123 κ.ε.
2. Η όλη κατασκευή θυμίζει έντονα διατάξεις ποινικού ή αστικού δικαίου, όπου
προβλέπονται προκαθορισμένες και διαβαθμισμένες από τον νομοθέτη ποινές και
αποζημιώσεις.
3 . Γενικά για τον Αυγουστίνο, τα έργα και τη διδασκαλία του βλ. Π. Χρήστου,
Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, πατέρες καί θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ, τόμος Α΄,
Θεσσαλονίκη 20052, σελ. 257 – 269. Σύντομη αναφορά στο νομικό πνεύμα της θεολογίας του
Αυγουστίνου βλ. σε Ν. Ματσούκα, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας, μέ παράρτημα τό
σχολαστικισμό τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 308 – 312. Κριτική στη
θεολογία του Αυγουστίνου βλ. σε Μητρ. Ἱεροθέου, Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου
Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμος
Β΄, Λεβάδεια 20112, σελ. 204 – 208. Δεν θα πρέπει πάντως να εννοηθεί ότι η πολύπτυχη
αυγουστίνεια θεολογία είναι στο σύνολό της προβληματική και κατακριτέα. Το πρόβλημα
εντοπίζεται περισσότερο στο πώς μεγεθύνθηκαν επιλεκτικά ορισμένες πτυχές της, προς
εξυπηρέτηση αλλότριων σκοπιμοτήτων.

49
τιμωρείται. Ο διάβολος, που έχει κι αυτός τη θέση του μέσα στο σύστημα,
είναι το τιμωρό όργανο του Θεού. Ο Χριστός με τη θυσία του
αποκατέστησε τη διασαλευθείσα τάξη και την επανέφερε στην προτέρα
της κατάσταση.
Από τον Αυγουστίνο και μετά παγιώνεται στη Δύση και η άποψη ότι η
εκκλησιαστική εξουσία δεν υφίσταται μόνο σε χαρισματικά πλαίσια, αλλά
πρέπει να λαμβάνει και κοσμική υπόσταση. Δίνεται έτσι σταδιακά έμφαση
στη θεσμική διάσταση της Εκκλησίας σε βάρος της χαρισματικής (η
Εκκλησία ως νομικό καθίδρυμα). Η άποψη αυτή θα διαμορφώσει το
απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο για την κατοπινή ίδρυση του παπικού
κράτους (8ος αιώνας) και την αυστηρή οργάνωση και διοίκησή του με βάση
το συγκεντρωτικό μοντέλο1.
Το οριστικό σχίσμα των Εκκλησιών (1054) επικυρώνει και τυπικά το
δημιουργηθέν χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης και σηματοδοτεί την
πλήρη απαγκίστρωση της δυτικής θεολογίας από την κοινή πατερική
παράδοση των πρώτων αιώνων. Κορυφαία θεολογική προσωπικότητα στη
Δύση, που εκφράζει απόλυτα την τάση αυτή, είναι ο Άνσελμος,
Αρχιεπίσκοπος Καντερβουρίας κατά τα έτη 1093 – 1109. Με το έργο του
«Cur Deus homo?» (Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;) επιχειρεί τη λογική
ερμηνεία του δόγματος της ενανθρώπησης, έξω από το πλαίσιο της
εκκλησιαστικής παράδοσης2.
Ο Άνσελμος είναι ένας από τους βασικούς θεμελιωτές του
σχολαστικισμού, ενός δυτικού τρόπου του θεολογείν όπου κυριαρχεί η
αυθεντία του ανθρώπινου λόγου (ρασιοναλισμός), ενώ παραθεωρείται η
πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας3. Επιπλέον, ο σχολαστικισμός
δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για την περαιτέρω ανάπτυξη του
νομικισμού, καθώς τα λογικά κριτήρια στηρίζουν τα νομικά και το
αντίστροφο. Ένα άλλο – πιο τεχνικό αλλά απολύτως συναφές με τη
λογοκρατία και το νομικισμό – χαρακτηριστικό του σχολαστικισμού, είναι

1. Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Οἰκουμενική κίνηση, ἱστορία, θεολογία, Θεσσαλονίκη 2011,


σελ. 31 κ.ε.
2. Ο Άνσελμος, πάντως, δεν απορρίπτει την πίστη, αλλά το «Cur Deus homo?»
απευθύνεται πρωτίστως σε Μουσουλμάνους και Ιουδαίους, προκειμένου να τους πείσει με
λογικά επιχειρήματα για την ορθότητα και την αναγκαιότητα του δόγματος της
ενανθρώπησης. Θεωρεί ωστόσο ότι το έργο του βοηθά και τους χριστιανούς να
κατανοήσουν λογικά το περιεχόμενο της πίστης τους. Εν πάση όμως περιπτώσει, επιλέγει
να διαφοροποιηθεί από την τακτική των Πατέρων, οι οποίοι ακόμα και έναντι των
αλλοθρήσκων προβάλλουν κυρίως θεολογικά επιχειρήματα από την παράδοση και την
εμπειρία της Εκκλησίας.
3. Ο Άνσελμος συνέδεσε το όνομά του με την οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη του
Θεού, που υποστήριξε με πάθος. Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, ό.π., σελ. 76 κ.ε.

50
η εξαντλητική συστηματοποίηση του περιεχομένου της πίστεως και η
διάρθρωσή του σε κλειστές ενότητες1.
Στο «Cur Deus homo?», που είναι μια σωτηριολογική πραγματεία, ο
Άνσελμος αναπτύσσει τη θεωρία του «περί ικανοποιήσεως της θείας
δικαιοσύνης» (satisfactio Dei)2. Σύμφωνα με αυτή, ο σταυρικός θάνατος του
Χριστού ήταν ο μοναδικός – και άρα απολύτως αναγκαίος – τρόπος για να
εξοφληθεί η οφειλόμενη στον Θεό ικανοποίηση για τις αμαρτίες των
ανθρώπων και έτσι να επιτευχθεί η συμφιλίωσή τους μαζί του.
Ο Άνσελμος δηλαδή ισχυρίζεται, ότι ο άνθρωπος με την παρακοή του
προσέβαλε την «τιμή του Θεού» (honor Dei) και την «τάξη της
δημιουργίας» (ordo universi). Η προσβολή όμως των υπέρτατων αυτών
θείων αγαθών είναι τέτοιου μεγέθους, ώστε για την άρση της απαιτείται η
υπέρβαση των κτιστών ανθρώπινων μέτρων. Συνεπώς μόνο μία ανάλογου
μεγέθους ικανοποίηση μπορεί να γίνει δεκτή από τον Θεό και αυτή είναι η
θυσία του Θεανθρώπου Ιησού3.
Αναμφίβολα, ο Άνσελμος κινείται στη γραμμή των προηγούμενών του
δυτικών θεολόγων, υιοθετώντας και αυτός τη νομική θεώρηση της σχέσης
του Θεού με την κτίση και την αντίληψη ενός δικαιϊκά διαρθρωμένου
κόσμου4. Με τη διδασκαλία του όμως ο προϋπάρχων δυτικός νομικισμός
εδραιώνεται ακόμα περισσότερο· εισάγεται πλέον επισήμως στο χώρο της
σωτηριολογίας και κατοχυρώνεται δογματικά μέσω της satisfactio5. Η
σωτηρία νοείται αποκλειστικά ως δικαίωση (justificatio), με την έννοια της
«τακτοποίησης» μιας νομικής εκκρεμότητας.

1 . Η σχολαστική θεολογία φτάνει στο απόγειο της ακμής της τον 13 ο αιώνα με τον Θωμά
Ακινάτη (1225 – 1274). Τον 14ο αιώνα έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ανατολική
πατερική παράδοση, προκαλώντας τις γνωστές ησυχαστικές έριδες και καταδεικνύοντας
το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών. Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Δογματική καί
συμβολική θεολογία Α΄, εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 137
κ.ε. και Λ. Μπενάκη, Δυτικοευρωπαϊκό πνεῦμα καί Ἑλληνική Ὀρθοδοξία, ἡ μετάβαση ἀπό
τό Βυζάντιο στό Νέο Ἑλληνισμό καί ἡ σύγχρονη προβληματική, «Σύναξη» 34/1990, σελ. 31 –
41.
2. Αναλυτική παρουσίαση της θεωρίας αυτής του Άνσελμου βλ. σε Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ
ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο Καντερβουρίας, θεολογική
προσέγγιση ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη, Θεσσαλονίκη 2009.
3 . Η συλλογιστική βασίζεται στην αξιομισθία του Χριστού (meritum Christi). Ο Άνσελμος
εφαρμόζει για πρώτη φορά τη δυτική θεωρία περί αξιομισθιών στο έργο του Θεανθρώπου.
Βλ. Δ. Τσελεγγίδη, ό.π., σελ. 141 κ.ε.
4 . Ήδη οι Τερτυλλιανός και Κυπριανός είχαν κάνει λόγο περί ικανοποίησης της θείας
δικαιοσύνης δια των έργων των ανθρώπων (νηστείες, ελεημοσύνες, προσευχές κλπ). Βλ. το
λήμμα «ἱκανοποίησις» του Ν. Ματσούκα στη Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία,
τόμος 6ος, Ἀθῆναι 1965, στ. 857 – 858.
5. Δ. Τσελεγγίδη, ό.π., σελ. 154 – 155.

51
Αργότερα η θεωρία περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης
αναπτύσσεται πληρέστερα από τον Θωμά Ακινάτη και καθιερώνεται ως
επίσημη διδασκαλία της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας από τη Σύνοδο του
Τριδέντου (1545 – 1563). Κατόπιν αναγνωρίζεται ως επίσημο δόγμα από
την Α΄ Βατικανή Σύνοδο του 1870 και ισχύει έως σήμερα.
Με τη Μεταρρύθμιση ο Λούθηρος (1483 – 1546) απορρίπτει όχι μόνο τη
θεωρία της satisfactio, αλλά και γενικότερα το όλο νομικό και ορθολογικό
κατασκεύασμα της σχολαστικής θεολογίας, τοποθετώντας τη
σωτηριολογία του σε περισσότερο βιβλικές βάσεις και προσεγγίζοντας έτσι
την ορθόδοξη αντίληψη1. Ωστόσο η θέση του αυτή εγκαταλείφθηκε
γρήγορα από την προτεσταντική ορθοδοξία, που δεν κατάφερε να
απαγκιστρωθεί από τις δυτικές καταβολές της και να αποφύγει τις
ρωμαιοκαθολικές επιδράσεις2.
Κατόπιν των ανωτέρω, είναι φανερό ότι υπό το πρίσμα του νομικισμού η
αμαρτία μεγεθύνεται υπέρμετρα. Πρόκειται για προσβολή της τιμής του
Θεού, ένα βαρύτατο αδίκημα που δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητο·
«υποχρεώνει» τον ίδιο τον Θεό να το τιμωρήσει. Η αμαρτία λοιπόν
δημιουργεί την ενοχή του αμαρτωλού και θεμελιώνει την αξίωση
αποζημίωσης εκ μέρους του Θεού, προς αποκατάσταση της
διασαλευθείσας τάξης.
Εφόσον υπάρχει ενοχή, αναγκαστικά πρέπει να υπάρξει και τιμωρία.
Διότι μόνο με την τιμωρία της αμαρτίας ικανοποιείται η δικαιοσύνη του
Θεού και προς το σκοπό αυτό επιβάλλονται από τον ιερέα τα επιτίμια
κατά την εξομολόγηση. Επομένως και το Μυστήριο της μετανοίας
εκλαμβάνεται ως μια δικανικού χαρακτήρα διαδικασία εξάλειψης της
ενοχής, μια πράξη νομικής συναλλαγής, στα πλαίσια της οποίας η άφεση
των αμαρτιών ταυτίζεται με τη νομική δικαίωση. Υπό το ίδιο πρίσμα, οι
ποιμαντικοί κανόνες της Εκκλησίας θεωρείται ότι λειτουργούν όπως οι
ποινικοί νόμοι της Πολιτείας, δηλαδή κατά βάση τιμωρητικά3.
Όπως είναι επόμενο, ως ενοχή – που μάλιστα κληροδοτείται από γενιά
σε γενιά και βαρύνει ολόκληρη την ανθρωπότητα – κατανοείται καταρχήν

1. Για τη σωτηριολογία του Λούθηρου βλ. Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ Σωτηριολογία τοῦ Δυτικοῦ


Χριστιανισμοῦ, κριτική θεολογική προσέγγιση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί Προτεσταντικῆς
Σωτηριολογίας ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 165 κ.ε.
2. Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Ὁ Προτεσταντισμός, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 47 – 51 και 98.
3. Έτσι βέβαια συμβαίνει συνήθως στην πράξη. Διότι θεωρητικά οι ποινές που επιβάλλει
η Πολιτεία (θα έπρεπε να) έχουν κυρίως – αν όχι αποκλειστικώς – σωφρονιστικό
χαρακτήρα. Και τα επιτίμια των κανόνων άλλωστε έχουν και την παιδαγωγική τους
διάσταση.

52
το προπατορικό αμάρτημα1. Εφόσον όμως κατανοείται ως ενοχή,
προκύπτει αναπόδραστα η ανάγκη της τιμωρίας. Η απώλεια λοιπόν της
μακαριότητας του παραδείσου και η συνεπακόλουθη υποδούλωση του
ανθρώπου στη φθορά και το θάνατο, θεωρούνται ως ποινή που
επιβλήθηκε για την προσβολή της θείας δικαιοσύνης από τους
πρωτοπλάστους. Με τον τρόπο όμως αυτό, αφενός ο Θεός καθίσταται ο
αίτιος του θανάτου2 και αφετέρου το όλο θέμα της αμαρτίας μετατοπίζεται
εξαρχής από το οντολογικό στο ηθικό επίπεδο.
Η ορθόδοξη – βιβλική και πατερική – θέση για το προπατορικό
αμάρτημα είναι τελείως διαφορετική. Η αμαρτία στην ορθόδοξη παράδοση
αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα με κατεξοχήν οντολογικές συνέπειες,
εφόσον προσβάλλει το είναι του ανθρώπου· όχι ως ηθική παράβαση. Το
προπατορικό αμάρτημα συνεπώς, μετέδωσε στο ανθρώπινο γένος αυτές
ακριβώς τις συνέπειες, δηλαδή την ασθένεια, τη φθορά και το θάνατο και
όχι κάποιου είδους ενοχή3. Γι’αυτό οι ανατολικοί Πατέρες, προκειμένου να
εκφράσουν τη δογματική αυτή αλήθεια, βρίσκουν προσφορότερη την
ιατρική ορολογία, αφού η νομική οδηγεί τελικά σε παραχάραξη της
αλήθειας. Ο αμαρτωλός λοιπόν είναι ασθενής που έχει ανάγκη
συγχώρησης και θεραπείας, δεν είναι παραβάτης που πρέπει να υποστεί
ποινή4.

1. Γενικά το προπατορικό αμάρτημα κατέχει κεντρική θέση στη δυτική θεολογία, σε


αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην ανατολική. Πέραν των σοβαρών δογματικών συνεπειών,
το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να διαχυθεί στη μεσαιωνική κυρίως Δύση μία
πεσιμιστική ψυχολογία καταπίεσης, φόβου και ενοχής. Αντίδραση στο θεοφοβικό αυτό
μοντέλο αποτέλεσε ο ουμανισμός της Αναγέννησης.
2 . Όπως αναφέρθηκε στο κεφάλαιο Β΄ του πρώτου μέρους, η αντίληψη ότι ο Θεός είναι ο
αίτιος του θανάτου είναι απολύτως ασυμβίβαστη με την ορθόδοξη διδασκαλία.
3 . Βλ. Μητρ. Ἱεροθέου, ό.π., σελ. 202 – 204, Ἰ. Ρωμανίδου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα,
Θεσσαλονίκη 20103, σελ. 19 κ.ε. και 158 κ.ε. και Ν. Ματσούκα, Δογματική καί συμβολική
θεολογία Β΄, ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη,
Θεσσαλονίκη 2010, σελ. 202 κ.ε. Σαφέστατη είναι και η διατύπωση του Κυρίλλου
Αλεξανδρείας: «Νενόσηκεν οὖν ἡ φύσις τήν ἁμαρτίαν διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός, τουτέστιν
᾿Αδάμ· οὕτως ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὐχ ὡς τῷ ᾿Αδάμ συμπαραβεβηκότες, οὐ
γάρ ἦσαν πώποτε, ἀλλ᾿ ὡς τῆς ἐκείνου φύσεως ὄντες τῆς ὑπό νόμον πεσούσης τόν τῆς
ἁμαρτίας. ῞Ωσπερ τοίνυν ἠῤῥώστησεν ἡ ἀνθρώπου φύσις ἐν ᾿Αδάμ διά τῆς παρακοῆς τήν
φθοράν, εἰσέδυ τε οὕτως αὐτήν τά πάθη, οὕτως ἀπήλλακται πάλιν εν Χριστῷ» (Ἑρμηνεία εἰς
τήν Πρός Ρωμαίους Ἐπιστολήν, PG 74, 789ΑΒ).
4. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Μάξιμος Ομολογητής, η ασθένεια συγχωρείται, δεν
τιμωρείται: «Συγγνωστόν γάρ, οὐ τιμωρητόν, ἡ ἀσθένεια· καί ἀποδεκτόν μᾶλλον, ἀλλ’οὐ
μεμπτόν τό εγχωροῦν καί ἐνδεχόμενον» (Μυσταγωγία, PG 91, 716C).

53
Συναφώς τονίζεται και ο ιαματικός χαρακτήρας των κανόνων και των
επιτιμίων που αυτοί επιβάλλουν1. Εφόσον δεν πρόκειται για νόμους αλλά
για θεραπευτικά μέσα, είναι αυτονόητο ότι οι κανόνες δεν επιβάλλονται.
Διότι καμία θεραπεία δεν επιβάλλεται (κι αν επιβληθεί δεν πετυχαίνει)
χωρίς τη συναίνεση και τη συνεργασία του ασθενή. Το ακριβώς αντίθετο
συμβαίνει με τους πολιτειακούς νόμους, των οποίων η επιβολή είναι
καταρχήν ζήτημα περιφρούρησης της δικαιϊκής τάξης. Επίσης, ως
θεραπευτικά μέσα, οι κανόνες δεν εφαρμόζονται με ακαμψία αλλά με
διάκριση, που ξεπερνά κατά πολύ και τα ευρύτερα ακόμη όρια της
διακριτικής ευχέρειας ενός κοσμικού δικαστή2.
Είναι προφανές ότι η νομική θεώρηση της σχέσης Θεού και ανθρώπου
διαστρέφει τη βιβλική διδασκαλία, που κάνει λόγο για σχέση αγάπης
μεταξύ πατέρα και παιδιού3, για οργανική σχέση μεταξύ κεφαλής και
σώματος4. Η σχέση Θεού και ανθρώπου υποβιβάζεται σε μια ψυχρή
εξωτερική σχέση μεταξύ δύο ετεροβαρώς συμβαλλόμενων μερών, στο
πλαίσιο της οποίας το ένα μέρος – ο άνθρωπος – αναλαμβάνει ορισμένες
υποχρεώσεις και το άλλο μέρος – ο Θεός – αναλαμβάνει την επιτήρηση της
συμφωνίας και είναι έτοιμο να επιβάλει ποινές σε περίπτωση αθέτησης
των υποχρεώσεων. Μέσα στο ασφυκτικό αυτό σχήμα ο άνθρωπος τελικά
απομακρύνεται από τον Θεό, αφού δεν υπάρχουν οι ουσιαστικές
προϋποθέσεις οικοδόμησης προσωπικής σχέσης μαζί του.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για υποβιβασμό του Ευαγγελίου στην
κατηγορία της θρησκείας, με συνέπεια η πνευματική ζωή του πιστού να
εξαντλείται σε μια στείρα καθηκοντολογία. Ο πιστός επιδιώκει την τήρηση

1. Από το πνεύμα άλλωστε αυτό εμφορούνται και οι ίδιοι οι κανόνες. Ο Β΄ κανόνας της
Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου λ.χ. αναφέρει ότι οι κανόνες θεσπίζονται «πρὸς ψυχῶν
θεραπείαν καὶ ἰατρείαν παθῶν». Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι οι κανόνες μπορούν να
αντικαταστήσουν τον λόγο του Θεού και τα Μυστήρια, ούτε μπορούν πρωτογενώς να
παράσχουν τη θεραπευτική σωτηρία. Ο ρόλος τους είναι μεν σπουδαίος και απαραίτητος,
αλλά παραμένει παιδαγωγικός και βοηθητικός. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί
συμβολική θεολογία Β΄, σελ. 405 – 406.
2 . Πρόκειται για την κατ’οικονομία εφαρμογή των κανόνων, που αντιδιαστέλλεται προς
την κατ’ακρίβεια. Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του ΡΒ΄ κανόνα της Πενθέκτης
Οικουμενικής Συνόδου: «Δεῖ δὲ τοὺς ἐξουσίαν λύειν καὶ δεσμεῖν παρὰ Θεοῦ λαβόντας,
σκοπεῖν τὴν τῆς ἁμαρτίας ποιότητα, καὶ τὴν τοῦ ἡμαρτηκότος πρὸς ἐπιστροφὴν ἑτοιμότητα,
καὶ οὕτω κατάλληλον τὴν θεραπείαν προσάγειν τῷ ἀρρωστήματι, ἵνα μή τῇ ἀμετρίᾳ καθ'
ἑκάτερον χρώμενος, ἀποσφαλείη πρὸς τὴν σωτηρίαν τοῦ κάμνοντος. Οὐ γὰρ ἁπλῆ τῆς
ἁμαρτίας ἡ νόσος, ἀλλὰ ποικίλη καὶ πολυειδής». Η ιατρική ορολογία επικρατεί και εδώ.
3 . Όπως παραστατικότατα περιγράφεται στην παραβολή του ασώτου υιού (Κατά Λουκᾶν
15,11-32).
4. Στη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, προβάλλεται ιδιαίτερα η εικόνα της
Εκκλησίας ως σώματος με κεφαλή τον Χριστό και μέλη τους πιστούς.

54
των εντολών του Θεού όχι από αγάπη, αλλά από το φόβο της τιμωρίας1.
Στην περίπτωση που (θεωρεί ότι) τηρεί τις εντολές διακατέχεται από
αισθήματα αυτοδικαίωσης, ενώ στην περίπτωση της αποτυχίας
κυριαρχούν τα αισθήματα ενοχής. Είτε στη μία περίπτωση όμως είτε στην
άλλη, ο Θεός είναι ουσιαστικά απών από τη ζωή του πιστού. Βέβαια, μια
θρησκευτικότητα αυτού του τύπου είναι λογικό να μη συγκινεί τον
άνθρωπο και να μη τον καλύπτει πνευματικά, οπότε δεν είναι δυσεξήγητο
το φαινόμενο της μαζικής αθεΐας ή αθρησκείας που παρατηρείται στη
Δύση κατά τους τελευταίους αιώνες.
Όπως προαναφέρθηκε όμως, οι δυσμενείς συνθήκες που
διαμορφώνονται κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ευνοούν την
εισαγωγή δυτικών στοιχείων και στην ελληνική ορθόδοξη θεολογία,
μεταξύ των οποίων και της θεωρίας περί ικανοποιήσεως της θείας
δικαιοσύνης. Η θεωρία μάλιστα αυτή εμφανίζεται και με τα δύο είδη
ικανοποίησης, σε θεολογικό δηλαδή και σε ανθρωπολογικό επίπεδο. Σε
θεολογικό επίπεδο η ικανοποίηση προσφέρεται στον Θεό με το θάνατο του
Χριστού για τις αμαρτίες του κόσμου, ενώ σε ανθρωπολογικό επίπεδο
προσφέρεται με τα επιτίμια που επιβάλλονται στον πιστό για τη
συγχώρηση των αμαρτιών του2.
Επιπλέον, κατά την τουρκοκρατία υπάρχει ένας ακόμη (υποεκτιμημένος
μάλλον) παράγοντας, που συμβάλλει σημαντικά στη δικανική θεώρηση
της χριστιανικής διδασκαλίας και ζωής. Πρόκειται για το γεγονός ότι τα
εκκλησιαστικά δικαστήρια αναλαμβάνουν – ελλείψει εθνικής κρατικής
συγκρότησης – την απονομή της δικαιοσύνης σε διαφορές οικογενειακού
αλλά και ευρύτερου αστικού δικαίου μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων.
Έτσι το ίδιο πρόσωπο, ο τοπικός επίσκοπος, καθίσταται αρμόδιο για την
τήρηση τόσο των ιερών κανόνων όσο και των πολιτικών νόμων.

1. Ο μονομερής υπερτονισμός της τήρησης των εντολών οδηγεί τελικά στο νοσηρό
φαινόμενο του ηθικισμού. Σε ακραίες δε περιπτώσεις, η άτεγκτη τήρηση των ηθικών
εντολών θεωρείται ως η μόνη αναγκαία αλλά και ικανή συνθήκη για τη σωτηρία.
Πρόκειται για μια καθαρά νομική – ηθική σωτηρία, οπότε το έργο του Χριστού στερείται
σωτηριώδους αξίας. Αυτή την απολύτως αιρετική θέση υποστήριζε ο Πελαγιανισμός (5 ος
αιώνας), μία αίρεση που ευδοκίμησε μέσα στο κλίμα του δυτικού νομικισμού.
2 . Β. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης στή
νεοελληνική θεολογία, «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς» 71/1988, σελ. 532 – 533. Βλ. επίσης Γ.
Μεταλληνοῦ, Ἡ «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καί ἡ
νεοελληνική κατηχητική καί κηρυκτική πράξη, στο Γ. Μεταλληνοῦ, Λόγος ὡς Ἀντίλογος,
Ἀθήνα 1992, σελ. 85 κ.ε. Ο συγγραφέας αναφέρει ως χαρακτηριστικότερο παράδειγμα
αφομοίωσης της θεωρίας περί ικανοποιήσεως της θείας δικαιοσύνης και διάδοσής της στο
ευρύ κοινό τις «Διδαχές» του Ηλία Μηνιάτη (1669 – 1714). Πρβλ. Χ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία
καί Δύση, σελ. 140 κ.ε.

55
Εμφανίζεται δηλαδή στα μάτια των απλών χριστιανών ταυτόχρονα ως
πνευματικός πατέρας και ως δικαστής1.

1 . Β. Καλλιακμάνη, Ἀκρίβεια καί οἰκονομία κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη,
πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 241 – 242.

56
Κεφάλαιο Β΄: Η ασκηθείσα κριτική

1. Αόρατος Πόλεμος και Πνευματικά Γυμνάσματα

Οι πρώτοι προβληματισμοί σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη δυτικών


σχολαστικών επιδράσεων στα έργα και τη διδασκαλία του αγίου
Νικοδήμου, προκλήθηκαν από το γεγονός ότι ο άγιος Νικόδημος επέλεξε
να μεταφράσει (όπως αρχικά πιστευόταν) και να εκδώσει δύο
ρωμαιοκαθολικής προέλευσης έργα, χωρίς μάλιστα να αποκαλύψει την
προέλευσή τους αυτή. Αρκέστηκε μόνο να σημειώσει στους τίτλους των
βιβλίων του, ότι ο συγγραφέας των αρχικών έργων είναι άλλος και ότι ο
ίδιος προέβη σε εκτενείς επεμβάσεις σε αυτά με διορθώσεις, βελτιώσεις και
προσθήκες.
Πρόκειται πρώτον για τον Αόρατο Πόλεμο1, που αποτελεί διασκευή του
έργου «Combattimento Spirituale» του Ιταλού ρωμαιοκαθολικού μοναχού
του τάγματος των Θηατίνων Lorenzo Scupoli (1530 – 1610). Δεύτερον,
πρόκειται για τα Πνευματικά Γυμνάσματα2, διασκευή του έργου «Exercizi
Spirituali di S. Ignazio Loiola» του Ιταλού Ιησουΐτη Giovanni Pietro
Pinamonti (1623 – 1703)3, που είναι βασισμένο στο έργο «Exercicios
Spirituales» του Ισπανού ιδρυτή του τάγματος των Ιησουϊτών Ιγνατίου de
Loyola (1491 – 1556).
Και τα δύο αυτά βιβλία του αγίου Νικοδήμου συνιστούν οδηγό για την
πνευματική ζωή των πιστών. Θίγονται πολλά θέματα, όπως η άσκηση για
την απόκτηση των αρετών, η προσευχή, η μετοχή στο Μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας, οι πειρασμοί, ο τρόπος της οικείωσης από τον πιστό της εν
Χριστώ σωτηρίας, τα καθήκοντα του πιστού και τα εμπόδια της σωτηρίας.
Υπάρχει επίσης – κατά τη συνήθεια του αγίου – πλήθος υποσημειώσεων,

1 . Βιβλίον ψυχωφελέστατον καλούμενον Ἀόρατος Πόλεμος συντεθέν μέν πρίν, παρά τινος
σοφοῦ ἀνδρός, καλλωπισθέν δέ νῦν, καί διορθωθέν μετά πολλῆς ἐπιμελείας παρά τοῦ
ὁσιωτάτου ἐν Μοναχοῖς κυρίου Νικοδήμου, ἐν ᾧ προσετέθησαν παρά τοῦ αὐτοῦ καί εὐχαί
κατ΄Ἀλφάβητον ἐν εἴδει Οἴκων εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν κατανυκτικαί καί ὡραῖαι
... Ἐνετίῃσι. 1796 (1η έκδοση).
2. Βίβλος τῷ ὄντι ψυχωφελεστάτη καλουμένη Γυμνάσματα Πνευματικά. Διαμοιρασμένα εἰς
Μελέτας, Ἐξετάσεις, καί Ἀναγνώσεις. Ἅπερ προσθήκαις ὅτι πλείσταις, καί ἀφαιρέσεσι, καί
ἀλλοιώσεσι καλλωπισθέντα τε, καί μετ’ἐπιμελείας διορθωθέντα, καί Σημειώμασι διαφόροις
καταγλαϊσθέντα παρά τοῦ Ὁσιολογιωτάτου ἐν Μοναχοῖς κυρίου Νικοδήμου ... Ἐνετίησιν,
1800 (1η έκδοση).
3. Ορισμένα τμήματα των Πνευματικών Γυμνασμάτων είναι βασισμένα σε άλλα έργα
του Pinamonti. Βλ. Κ. Παπουλίδη, Ἡ συγγένεια τοῦ βιβλίου «Γυμνάσματα Πνευματικά»
τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ τό «Exercicios Spirituales» τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου de
Loyola, «Μακεδονικά» 11/1971, σελ. 171 – 172.

57
με πολλές παραπομπές στην Αγία Γραφή και τα πατερικά έργα1. Τα βιβλία
έτυχαν ευρύτατης αποδοχής από το σώμα των χριστιανών στον ελληνικό
χώρο και γνώρισαν αλλεπάλληλες επανεκδόσεις που συνεχίζονται έως
σήμερα.
Σύμφωνα με την κριτική, ο Αόρατος Πόλεμος και τα Πνευματικά
Γυμνάσματα εγράφησαν κατ΄απόλυτη εξάρτηση από τα αντίστοιχα
ρωμαιοκαθολικά έργα2. Τόσο η θεματική τους όσο και η θεολογική οπτική
και η γλώσσα τους, αποτελούν τυπικά δείγματα της παγίδευσης στη
νοησιαρχία, τον ηθικισμό και τον δικανικό τρόμο ενοχής που χαρακτηρίζει
τη ρωμαιοκαθολική θεολογία. Μάλιστα ο χαρακτήρας αυτός των βιβλίων,
δεν μπορεί να αναιρεθεί από τις προστεθείσες παραπομπές σε πατερικά
χωρία και τις αναφορές στη νηπτική άσκηση και τη νοερά προσευχή3.
Ο επηρεασμός του αγίου Νικοδήμου από τη δυτική θεολογία αποδίδεται
κυρίως στο ότι κατά την πενταετή περίοδο που διετέλεσε γραμματέας του
Μητροπολίτη Παροναξίας (1770 – 1775), βρισκόταν σε τακτική επαφή με
τους Ιησουΐτες ιεραποστόλους της Νάξου, από τους οποίους ενδεχομένως
να διδάχθηκε και την ιταλική γλώσσα4. Μάλιστα δεν πρόκειται απλώς για
επηρεασμό, αλλά για άμεση εξάρτηση, που υποδηλώνει στενή σχέση του
αγίου με τη δυτική πνευματικότητα και βαθειά αλλοτρίωσή του. Διότι στην
ουσία ο Αόρατος Πόλεμος και τα Πνευματικά Γυμνάσματα δεν είναι παρά

1. Στον Αόρατο Πόλεμο υπάρχουν 36 παραπομπές στην Παλαιά Διαθήκη, 50 στην Καινή
Διαθήκη και 109 σε έργα των ανατολικών Πατέρων. Βλ. Κ. Παπουλίδη, Ἡ συγγένεια τοῦ
βιβλίου «Ἀόρατος Πόλεμος» τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη μέ τό «Combattimento Spirituale» τοῦ
Lorenzo Scupoli, «Μακεδονικά» 10/1970, σελ. 27.
2. Χ. Τζώγα, Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατά τόν ΙΗ΄ αἰῶνα, Θεσσαλονίκη
1969, σελ. 48. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο άγιος Νικόδημος είχε υποστεί πιθανώς την
επίδραση της Δύσης σε πολλές περιπτώσεις. Ως παράδειγμα της επιρροής αυτής, ο
συγγραφέας σημειώνει ότι ο άγιος εφάρμοζε την καθημερινή μετάληψη κατά μίμηση των
ρωμαιοκαθολικών ιερέων.
3 . Χ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καί Δύση, σελ. 199 – 200. Βλ. επίσης Κ. Παπουλίδη, Ἡ
συγγένεια τοῦ βιβλίου «Ἀόρατος Πόλεμος», σελ. 26, όπου ο συγγραφέας σημειώνει ότι «τά
τελευταῖα κεφάλαια τοῦ Ἀοράτου Πολέμου δέν ἔχουν καμιά σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη
πνευματικότητα» και G. Podskalsky, Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί τουρκοκρατίας, σελ. 470 –
471.
4 . Χ. Πατρινέλη, Θρησκευτικές ἔριδες καί ἀμφισβητήσεις, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικού
Ἔθνους, Ἀθῆναι 1975, τόμος ΙΑ΄, σελ. 132. Πρόκειται πάντως για υποθέσεις, διότι τόσο οι
επαφές του με τους Ιησουΐτες, όσο και η γλωσσομάθειά του, ιστορικά δεν τεκμηριώνονται.
Βλ. και G. Podskalsky, ό.π., σελ. 472 – 473, όπου υποστηρίζεται ότι ο άγιος Νικόδημος
«μολονότι ἔδινε πολλές διαβεβαιώσεις γιά τήν ὀρθοδοξία του, κατόρθωσε νά ἐνσωματώσει
ὀργανικά στόν πολύχρωμο κόσμο τῆς Ἀνατολῆς τή δυτική … πνευματικότητα, μέ τήν
ὁποῖα εἶχε ἐξοικειωθεῖ ἀπό τή νεότητά του στή Νάξο».

58
μεταφράσεις των αντίστοιχων δυτικών έργων, εμπλουτισμένες έστω με
ορθόδοξες αναφορές και πατερικά ρητά1.

2. Εξομολογητάριο

Το βιβλίο του αγίου Νικοδήμου που έχει δεχθεί τη σφοδρότερη κριτική,


ως διαποτισμένο από το πνεύμα του δυτικού νομικισμού και
σχολαστικισμού, είναι το Εξομολογητάριο2. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα
πρακτικό βοήθημα για το Μυστήριο της εξομολόγησης, που απευθύνεται
τόσο στον ιερέα – πνευματικό, όσο και στον μετανοούντα –
εξομολογούμενο, με σκοπό να συμβάλει στην κατά το δυνατόν πιο σωστή
και καρποφόρο τέλεση του Μυστηρίου αυτού.
Η κακή πνευματική κατάσταση τόσο του κλήρου όσο και του λαού κατά
την περίοδο της τουρκοκρατίας και οι σοβαροί κίνδυνοι που απέρρεαν από
αυτήν, είχαν καταστήσει επιτακτική την ανάγκη ύπαρξης τέτοιου είδους
βοηθημάτων3. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το
Εξομολογητάριο γνώρισε τον 19ο και 20ο αιώνα τις περισσότερες
επανεκδόσεις από όλα τα έργα του αγίου Νικοδήμου.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη, εκ των οποίων το πρώτο
περιλαμβάνει τη διδασκαλία προς τον πνευματικό. Γίνεται αναφορά σε
πολλά θέματα που πρέπει να γνωρίζει ο πνευματικός προκειμένου να
επιτελεί σωστά το έργο του, όπως περί διάκρισης των αμαρτημάτων, περί
των δέκα εντολών του Θεού, περί λογισμών, περί του πώς πρέπει να
συμπεριφέρεται στον εξομολογούμενο, περί των επιτιμίων κλπ. Το δεύτερο
μέρος αφορά επίσης τον πνευματικό και περιλαμβάνει τους 38 κανόνες και
τα 17 επιτίμια του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού4 με την ερμηνεία τους.

1 . Ο άγιος Νικόδημος είχε ήδη κατηγορηθεί από τον σύγχρονό του λόγιο και αντίπαλο
του κολλυβαδικού κινήματος ιερομόναχο Θεοδώρητο, ότι με τα Πνευματικά Γυμνάσματα
εισάγει στην ορθόδοξη θεολογία λατινικές κακοδοξίες. Βλ. Κ. Παπουλίδη, Ἡ συγγένεια
τοῦ βιβλίου «Γυμνάσματα Πνευματικά», σελ. 169 – 171.
2. Ἐξομολογητάριον ἤτοι Βιβλίον ψυχωφελέστατον διῃρημένον εἰς τρία μέρη, ὧν τό μέν
πρῶτον περιέχει Διδασκαλίαν σύντομον καί πρακτικήν πρός τόν Πνευματικόν, πῶς νά
ἐξομολογῇ μέ καρπόν. Τό δεύτερον, τούς Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ ἀκριβῶς
ἐξηγημένους, μετά καί τινων ἄλλων ἀναγκαίων. Τό δέ τρίτον, συμβουλήν γλαφυράν καί
σύντομον πρός τόν Μετανοοῦντα, πῶς νά ἐξομολογῆται καθῶς πρέπει. Ἐκ διαφόρων
Διδασκάλων συνερανισθέν, καί εἰς ἀρίστην τάξιν ταχθέν παρά τοῦ ὁσιολογιωτάτου ἐν
Μοναχοῖς κυρίου Νικοδήμου … Ἐνετίησι, 1794 (1η έκδοση). Οι παραπομπές εδώ γίνονται
στην 3η έκδοση του βιβλίου, Βενετία 1818.
3. Βλ. Εισαγωγή.
4. Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 585 – 595.

59
Τέλος το τρίτο μέρος απευθύνεται στον εξομολογούμενο και περιέχει
συμβουλές που αναφέρονται στην προετοιμασία του πριν την
εξομολόγηση, στην ενδεδειγμένη στάση του κατά τη διάρκειά της και στη
συμπεριφορά του μετά την εξομολόγηση1.
Σε ορισμένα σημεία του βιβλίου, η φρασεολογία που χρησιμοποιεί ο
άγιος Νικόδημος παραπέμπει ευθέως στη θεωρία περί ικανοποιήσεως της
θείας δικαιοσύνης και γενικά σε διατυπώσεις της δυτικής σχολαστικής
θεολογίας. Θέλοντας για παράδειγμα να τονίσει τη βαρύτητα της
αμαρτίας, αναφέρει: «Θέλεις νά καταλάβῃς, ἁμαρτωλέ, τήν ἄπειρον ὕβριν,
ὁποῦ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία εἰς τόν Θεόν; Κατάλαβέ την ἀπό τήν ἄπειρον
πληρωμήν, ὁποῦ ἔδωκε δι΄αὐτήν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, μέ τόσα πάθη, καί μέ τόσον
ἐπονείδιστον θάνατον … Μόνη λοιπόν, μόνη πληρωμή τούτου τοῦ ἀπείρου
χρέους τῆς ἁμαρτίας, ἐστάθη τό ἀπειρότιμον αἷμα ἑνός Θεοῦ, καί μόνος ὁ
Σταυρός, καί οἱ ἧλοι, καί τά πάθη του, ἐδυνηθηκαν νά ἰσοζυγιάσουν μέ τό
βάρος τῆς ἁμαρτίας»2. Και τούτο διότι «ἄπειρος οὖσα ἡ ἁμαρτία, ὡς ὕβρις
τοῦ ἀπείρου Θεοῦ, ἀπό ἔργα καί ἱκανοποίησιν πεπερασμένου Κτίσματος εἶναι
ἀδύνατον νά λυθῇ· καί μάλιστα Κτίσματος ἀκαθάρτου, ὁποῖός ἐστιν ὁ
ἁμαρτωλός»3.
Συνεχίζοντας τη συλλογιστική του, ο άγιος Νικόδημος σημειώνει:
«Ἐπαίδευσεν ὁ Θεός τήν ἁμαρτίαν καί εἰς τό πρόσωπον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ,
μά μέ τόσην σκληράν παιδείαν, ὥστε … ὁ οὐράνιός του Πατήρ δεν
εὐχαριστήθη νά πάθῃ ὁ Υἱός του μίαν ὀλιγην βάσανον, διά νά χαλάσῃ τήν
ἁμαρτίαν, ἀλλά μίαν ὑπερβολήν τῶν βασάνων. Θέλεις νά τό καταλάβῃς
ἁμαρτωλέ; γύρισαι καί ἰδέ τόν Ἰησοῦν πῶς πάσχει διά τήν ἁμαρτίαν σου!»4.
Σε άλλο δε σημείο, προτρέπει τον πιστό ως εξής: «Στοχάζου τήν βλάβην,
ὁποῦ ἐπροξένησαν αἱ ἁμαρτίαι σου εἰς τόν Θεόν, διατί ἐσύ μέ τάς ἁμαρτίας
σου ὕβρισες καί ἀτίμασες τόν ὕψιστον ἐκείνον καί μέγαν Θεόν … ἐπειδή καί
παρέβης τόν νόμον του»5.
Αφού λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, ο πιστός πρέπει να δέχεται με
μεγάλη χαρά το επιτίμιο που θα του επιβάλει ο πνευματικός, «διατί μέ
αὐτήν τήν ὀλίγην παιδείαν ἡμερώνοις [σύντροφέ μου ἁμαρτωλέ] τήν

1. Στο τέλος του βιβλίου, από τη 2η έκδοση (Βενετία 1804) και εξής, προστίθεται και ένας
λόγος περί μετανοίας με τίτλο «Λόγος ψυχωφελής περί τῆς αὐθαδείας ἐκείνων, ὁποῦ
ἁματράνουν, μέ τήν ἐλπίδα πῶς ἔχουν νά ἐξομολογηθοῦν, καί νά μετανοήσουν».
2. Ἐξομολογητάριον, σελ. 319 – 320.
3. Ἐξομολογητάριον, σελ. 117.
4. Ἐξομολογητάριον, σελ. 335 – 336.
5. Ἐξομολογητάριον, σελ. 257 – 258. Εδώ ο άγιος Νικόδημος στηρίζει τα γραφόμενά του
στη φράση του Αποστόλου Παύλου «διὰ τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τὸν Θεὸν ἀτιμάζεις»
(Πρός Ρωμαίους 2,23).

60
μεγάλην ὀργήν, ὁποῦ ἔχει ὁ Θεός κατ΄ἐπάνω σου· μέ αὐτόν τόν πρόσκαιρον
κανόνα, γλυτώνοις ἀπό τόν παντοτινόν κανόνα τῆς κολάσεως». Δεν πρέπει
μάλιστα ο πιστός να ελπίζει ότι μπορεί να εξαγοράσει με χρήματα τον
κανόνα του, «ἐπειδή ἡ ἀδέκαστος δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, κατά ἄλλον τρόπον
δέν εὐχαριστεῖται, πάρεξ τό σῶμα ὁποῦ ἥμαρτεν, ἐκεῖνο τό ἴδιον καί νά
παιδευθῇ»1.
Με τις παραπάνω διατυπώσεις του, ο άγιος Νικόδημος φαίνεται να
δέχεται (όπως ο Άνσελμος) ότι ο άνθρωπος με την αμαρτία του διαπράττει
ύβρη προς τον Θεό, προσβάλλει τη δικαιοσύνη του και προκαλεί την οργή
του. Μόνη δε η θυσία του Θεανθρώπου Ιησού στάθηκε ικανή να
αποκαταστήσει την προσβολή αυτού του ύψιστου θείου αγαθού. Φαίνεται
επίσης να δέχεται, ότι τα επιβαλλόμενα επιτίμια είναι η ποινή – τιμωρία
του αμαρτωλού για την παράβαση που διέπραξε και ότι με αυτήν
ικανοποιείται η προσβληθείσα θεία δικαιοσύνη.
Αυτές και άλλες παρόμοιες αναφορές του αγίου Νικοδήμου, έδωσαν την
αφορμή να κατηγορηθεί το Εξομολογητάριο ως βιβλίο διαπνεόμενο από
εφιαλτικό νομικισμό, που συνέβαλε αποφασιστικά στη ραγδαία
αλλοτρίωση της εκκλησιαστικής ευσέβειας στην υπόδουλη Ελλάδα.
Παρουσιάζει ένα αμείλικτο δικαιοκρίτη και τιμωρό Θεό, που επιζητά μέσω
της σκληρής τιμωρίας των ενόχων αμαρτωλών να ικανοποιήσει την
προσβεβλημένη δικαιοσύνη του.
Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, συνεχίζει η κριτική, παρουσιάζεται
ως σχέση συναλλαγής και το Μυστήριο της εξομολόγησης ως μια δικανική
πράξη ατομικής εξιλέωσης, όπως ακριβώς το θεωρούσαν οι Ιησουΐτες
μισσιονάριοι που δρούσαν στην υπόδουλη Ελλάδα. Η σωτηρία, τέλος,
θεάται ατομοκεντρικά, εφόσον πραγματώνεται στο βαθμό που ο
άνθρωπος από μόνος του κατορθώνει την αρετή και αποφεύγει την
αμαρτία, ενώ η Εκκλησία, τα Μυστήρια και η Χάρη είναι μόνο βοηθητικά,
αν και ουσιώδη μέσα2.

1. Ἐξομολογητάριον, σελ. 282 – 285.


2 . Χ. Γιανναρᾶ, ό.π., σελ. 201 – 203. Ο συγγραφέας κορυφώνει την κριτική του
σημειώνοντας τα εξής: «Στή θέση τοῦ Νυμφίου τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, τοῦ μανικοῦ
Ἐραστῆ κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, ὁ Νικόδημος προβάλλει τόν Θεό τῆς φραγκικῆς
διαστροφῆς». Πρβλ. Β. Καλλιακμάνη, Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας
δικαιοσύνης, σελ. 533 – 535, όπου υποστηρίζεται ότι ο άγιος Νικόδημος αφομοίωσε στο
Εξομολογητάριό του χωρίς αντίρρηση ή διαφωνία τη θεωρία περί ικανοποιήσεως της θείας
δικαιοσύνης, όπως την παρέλαβε από προηγούμενούς του ορθόδοξους συγγραφείς. Τέλος
κατά τον G. Podskalsky, ό.π., σελ. 469, το Εξομολογητάριο είναι πιθανώς βασισμένο σε
λατινικό πρότυπο ως προς τη διάρθρωσή του.

61
3. Πηδάλιο

Συναφής είναι η κριτική που έχει δεχθεί και το έτερο και κατεξοχήν
νομοκανονικό έργο του αγίου Νικοδήμου, το Πηδάλιο1. Πρόκειται για
συλλογή όλων των ιερών κανόνων της Εκκλησίας, δηλαδή των κανόνων
των αγίων Αποστόλων, των οικουμενικών και τοπικών Συνόδων και των
αγίων Πατέρων. Παρατίθεται το πρωτότυπο κείμενο κάθε κανόνα, η
ερμηνεία του στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής και ένας μεγάλος
όγκος σχολίων και υποσημειώσεων, όπου θίγεται πλήθος συναφών
θεμάτων πάσης φύσεως, με συνεχείς παραπομπές στην Αγία Γραφή και σε
πατερικά και ερμηνευτικά των κανόνων έργα.
Η κριτική αποδίδει την επιλογή του αγίου Νικοδήμου να συγκεντρώσει
και να εκδώσει τους ιερούς κανόνες, στο γεγονός ότι ο ίδιος ήταν
επηρεασμένος από το νομικό πνεύμα της δυτικής θεολογίας, που
προϋποθέτει νομικές κωδικοποιήσεις προκειμένου να διευκολύνεται η
αντικειμενική προσμέτρηση της ενοχής και των συνεπειών της. Θεωρείται
λοιπόν, ότι το Πηδάλιο υιοθετεί και προωθεί τη δικανική εκδοχή των
κανόνων (οι κανόνες δηλαδή αντιμετωπίζονται ως σύστημα
αντικειμενικού δικαίου) και καλλιεργεί την αντορθόδοξη αντίληψη της
ατομοκεντρικής δικαίωσης, που επιτυγχάνεται απλώς με την έκτιση της
επιβαλλόμενης ποινής. Όπως στο Εξομολογητάριο, έτσι και στο Πηδάλιο
το Μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως προσεγγίζεται μέσα από
το δικανικό σχήμα ενοχή – εξαγορά – δικαίωση.
Αυτός ο «εφιάλτης κωδικής περιπτωσιολογίας», που κατά την κριτική
συνιστά το Πηδάλιο, θεωρείται ως μία από τις αιτίες που προκάλεσαν στην
Ελλάδα το φαινόμενο της εκκοσμίκευσης, οδηγώντας μεγάλες μάζες του
πληθυσμού να αποκοπούν από την Εκκλησία και να αποχρωματιστούν
θρησκευτικά. Και τούτο διότι το Πηδάλιο, έχοντας λάβει την πατριαρχική
έγκριση για την έκδοσή του, κατόρθωσε γρήγορα να επιβληθεί στη
συνείδηση κλήρου και λαού και να κυριαρχήσει στην ποιμαντική πρακτική
της Εκκλησίας σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε απόπειρα αμφισβήτησής του
να αποβαίνει επικίνδυνη για τον εισηγητή της2.

1 . Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός, τῆς μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, καί Ἀποστολικῆς τῶν Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί, καί θεῖοι κανόνες, τῶν τε ἁγίων καί πανευφήμων
Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν τοπικῶν καί τῶν κατά μέρος θείων
πατέρων, ἑλληνιστί μέν, χάριν ἀξιοπιστίας, ἐκτιθέμενοι, διά δέ τῆς καθ’ἡμᾶς κοινοτέρας
διαλέκτου, πρός κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι, παρά Ἀγαπίου Ἱερομονάχου,
καί Νικοδήμου Μοναχοῦ ... , Ἐν Λειψίᾳ τῆς Σαξωνίας … 1800 (1η έκδοση).
2 . Χ. Γιανναρᾶ, ό.π., σελ. 203 – 207. Τονίζοντας ο συγγραφέας τη διαχρονική ζημία που
έχει κατ΄αυτόν προκαλέσει το Πηδάλιο, οδηγώντας στο φαινόμενο της εκκοσμίκευσης,

62
Το ζήτημα της επίσημης πατριαρχικής έγκρισης για την έκδοση του
Πηδαλίου έχει γίνει επίσης αντικείμενο κριτικής. Υποστηρίζεται δηλαδή,
ότι ένα βιβλίο που περιλαμβάνει τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας
πρέπει να αποτελεί βοήθημα μόνο για τον πνευματικό – εξομολόγο και
συνεπώς δεν θα έπρεπε να έχει τεθεί σε ευρεία κυκλοφορία και να βρεθεί
δια της απλοελληνικής ερμηνείας στα χέρια του απλού λαού.
Την άποψη αυτή συμμεριζόταν ο Πατριάρχης Γεράσιμος Γ΄ (1794 – 1797),
ο οποίος είχε αρνηθεί να εγκρίνει την έκδοση του Πηδαλίου,
επισημαίνοντας ότι «οὐ δεῖ τά Κανονικά τῆς Ἐκκλησίας πεζῇ φράσει
ἐκδίδοσθαι, ἵνα μή τά τῶν ἱερῶν Κανόνων γνώριμα γίνωνται τῷ χύδην λαῷ».
Τελικά όμως την έκδοση ενέκρινε ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄, κατά τη
δεύτερη πατριαρχία του (1798 – 1801)1.

4. Χρηστοήθεια

Ως απόρροια του νομικισμού που διαπνέει την ποιμαντική του αγίου


Νικοδήμου, θεωρεί η κριτική τον έντονα ηθικιστικό χαρακτήρα που
αποδίδει σε ένα άλλο έργο του, την Χρηστοήθεια2. Το βιβλίο, που βασίζεται
κυρίως στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, αποτελείται από 13 Λόγους, οι οποίοι
– όπως δηλώνεται και στον τίτλο του έργου – αποσκοπούν στο να
ρυθμίσουν «ἐπί τό βέλτιον τά κακά ἤθη τῶν Χριστιανῶν». Επισημαίνονται
συμπεριφορές και συνήθειες των ανθρώπων της εποχής που θεωρούνται
ασυμβίβαστες προς τη χριστιανική τους ιδιότητα, στηλιτεύονται διάφορες
δεισιδαιμονίες και υποδεικνύεται ο ενδεδειγμένος τρόπος χριστιανικής

αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός τοῦ Αὐγουστίνου, τοῦ Ἄνσελμου καί τοῦ Νικοδήμου, ὁ
τρομοκράτης Θεός τῶν σαδιστικῶν ἀπαιτήσεων δικαιοσύνης, δέν ἐνδιαφέρει τόν ἄνθρωπο.
Τό ἐνδεχόμενο τῆς ὕπαρξής του εἶναι μόνο ἀπειλή καί ἄγχος, βασανισμός τοῦ ἐφήμερου
βίου». Βλ. επίσης Χ. Πατρινέλη, ό.π., σελ. 132, όπου σημειώνεται ότι ο ευσεβιστικός και
καζουϊστικός χαρακτήρας του Εξομολογηταρίου και του Πηδαλίου, ελάχιστα συμβιβάζεται
με το μυστικιστικό πνεύμα της Ορθοδοξίας.
1. Για τις περιπέτειες του Πηδαλίου από την ολοκλήρωση της συγγραφής του μέχρι την
πατριαρχική έγκριση της έκδοσής του βλ. Ε. Δεληδήμου, Εἰσαγωγή στήν ἀκριβή
ἀνατύπωση τῆς γ΄ ἐκδόσεως τοῦ Πηδαλίου τοῦ 1864, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. θ΄ – ιγ ΄ και Θ.
Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, Θεσσαλονίκη 2009 2, σελ. 102 κ.ε., όπου το
γεγονός της απόρριψης της έκδοσης του Πηδαλίου από τον Γεράσιμο Γ΄ συνδέεται με τη
σύνταξη του «Κανονικού» του Χριστοφόρου Προδρομίτη.
2. Βιβλίον καλούμενον Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, περιέχουσα Λόγους
ψυχωφελεστάτους δεκατρεῖς, ῥυθμίζοντας ἐπί τό βέλτιον τά κακά ἤθη τῶν Χριστιανῶν.
Πρός δέ, καί τάς κυριωτέρας Ἐντολάς τῆς Παλαιᾶς, καί Νέας Διαθήκης· φιλοπονηθεῖσα μέν
παρά τοῦ ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ... , Ἐνετίῃσιν. 1803 (1η έκδοση).

63
διαβίωσης. Στο τέλος του βιβλίου, παρατίθενται οι κυριότερες εντολές της
Καινής Διαθήκης με τα αντίστοιχά τους χωρία.
Σύμφωνα με την κριτική, η Χρηστοήθεια συνιστά αλλοτρίωση του
Ευαγγελίου σε κωδική δεοντολογία συμπεριφοράς, ένα τυπικό δείγμα του
ευρωπαϊκού πιετιστικού ηθικισμού του 18ου αιώνα1. Είναι τρόπον τινά η
προέκταση του Εξομολογηταρίου και του Πηδαλίου στην καθημερινή ζωή
των πιστών. Επιβάλλει σωρεία απαγορεύσεων σε κοινωνικές εκδηλώσεις,
λαϊκές παραδόσεις και έθιμα, υπό το φόβο κυρίως της σεξουαλικής
παρεκτροπής. Δεν συνιστά να αποφεύγεται η παρεκτροπή και μόνο, αλλά
να αποφεύγονται και όλες εκείνες οι περιστάσεις που εμπεριέχουν το
ενδεχόμενο της παρεκτροπής.
Κατά την άποψη αυτή, αρκεί απλώς η ανάγνωση των τίτλων ορισμένων
από τους Λόγους της Χρηστοήθειας, για να τεκμηριωθούν οι παραπάνω
αιτιάσεις. Αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής τίτλοι: «Ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν
πρέπει νά παίζουν παιγνίδια, καί νά χορεύουν, καί νά τραγῳδοῦν εἰς τούς
γάμους των» (Λόγος Γ΄), «Ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά καλλωπίζωνται,
νά βαστάζουν μυριστικά, νά μεταχειρίζωνται φτιασίδια, καί νά βλέπουν μέ
περιέργειαν» (Λόγος Ε΄), «Ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά παίζουν ντάμας,
μάγκαλα, χαρτία, παλαίστρας, λιθάρια, τρεξίματα, καί ἄλλα τοιαῦτα
παιγνίδια, οὔτε νά βλέπουν αὐτά, καί ἄλλα παρόμοια θέατρα» (Λόγος ΣΤ΄),
«Ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει [νά αἰσχρολογοῦν, νά μυθολογοῦν, καί]2 νά
λέγουν, ἤ νά κάμνουν χορατάδες, καί νά γελοῦν» (Λόγος Ζ΄).
Με βάση όλα τα ανωτέρω, εκτιμάται τελικά ότι ο άγιος Νικόδημος – με
τα συγκεκριμένα τουλάχιστον έργα του – συνέβαλε αποφασιστικά στην
αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος σε ατομοκεντρικό ηθικισμό με

1 . Ο πιετισμός (ευσεβισμός) προτάσσει σε βάρος της δογματικής θεολογίας την


πρακτική ευσέβεια. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι ο υπερτονισμός των
αγαθών έργων, η καθημερινή αυτοεξέταση με αντικειμενικά κριτήρια για την πρόοδο στις
αρετές, η σαφής ρήξη με τον «κόσμο» και τις κοσμικές συνήθειες (όπως χορός, θέατρο, μη
θρησκευτικά αναγνώσματα), οι τάσεις παρασυναγωγής και διαφοροποίησης από την
«επίσημη» Εκκλησία. Έχει χαρακτήρα ατομοκεντρικό, καθώς η σωτηρία δεν
αντιμετωπίζεται ως εκκλησιαστικό γεγονός, αλλά ως ατομική δικαίωση, που
επιτυγχάνεται με τη συνέπεια σε θρησκευτικές υποχρεώσεις και ηθικές εντολές. Η
ευσέβεια χάνει το οντολογικό της περιεχόμενο, αυτονομείται και μετατρέπεται σε
ιδεολογία. Πιετιστικά κινήματα αναπτύχθηκαν κυρίως στο χώρο του Προτεσταντισμού,
ενώ στο Ρωμαιοκαθολικισμό οι ευσεβιστικές τάσεις εκφράζονται με τη μορφή ταγμάτων,
εταιριών μοναστικών κοινοτήτων κλπ. Ο πιετισμός όμως διαδόθηκε και στην ορθόδοξη
Ρωσία, ευνοηθείς από την πολιτική του Μεγάλου Πέτρου. Σχετικά με τον πιετισμό βλ. Χ.
Γιανναρᾶ, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους, Ἀθήνα 19792, σελ. 151 κ.ε. και Ν. Ματσούκα, Ὁ
Προτεσταντισμός, σελ. 114 κ.ε.
2. Το εντός αγκυλών τμήμα του τίτλου του Ζ΄ Λόγου παραλείπεται από την κριτική,
θεωρούμενο μάλλον ως μη ηθικιστικής απόχρωσης.

64
νομικές – δικανικές προδιαγραφές, στη μεταφορά δηλαδή των
εκφυλιστικών συμπτωμάτων της δυτικής θεολογίας στο χώρο της
ορθόδοξης Ανατολής1. Παραμένει έτσι δυσεξήγητο για την κριτική το πώς
γίνεται μια προσωπικότητα όπως ο άγιος Νικόδημος, που εντρύφησε όσο
λίγοι στο θεολογικό πλούτο της ορθόδοξης λατρείας και στη σπουδή των
πατερικών έργων και μάλιστα των νηπτικών, να εμφανίζει στη θεολογία
του αυτόν τον απροκάλυπτο εκδυτικισμό2.
Μια πιθανή εξήγηση που προτείνεται, είναι ότι ο άγιος Νικόδημος είναι
επηρεασμένος από το γενικότερο κλίμα της εποχής του και προσπαθεί να
συνδυάσει τις υπάρχουσες τάσεις. Επιλέγει έτσι να παραπέμπει στον
Αυγουστίνο και σε συγγραφείς όπως ο Γεώργιος Κορέσιος και ο Γαβριήλ
Σεβήρος, που είναι επηρεασμένοι από τη δυτική θεολογία3.

1. Χ. Γιανναρᾶ, Ὀρθοδοξία καί Δύση, σελ. 207 – 209. Σχετικά με τη Χρηστοήθεια, ο


συγγραφέας σημειώνει ότι αναδίδει «ὀσμή “σέκτας”, νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ
μιά παραδοσιακή χριστιανική κοινωνία τόν μανιχαϊστικό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί
“ἀκάθαρτων” ἐκδηλώσεων ζωῆς, “καθαρῶν” καί “ἀκάθαρτων” ἀνθρώπων».
2. Χ. Γιανναρᾶ, ό.π., σελ. 199.
3. Β. Καλλιακμάνη, ό.π., σελ. 536.

65
Κεφάλαιο Γ΄: Αντίλογος στην κριτική

1. Αόρατος Πόλεμος και Πνευματικά Γυμνάσματα

Η παραδοσιακή απάντηση στην κατηγορία ότι ο άγιος Νικόδημος


βρισκόταν υπό την άμεση επίδραση της δυτικής θεολογίας, λόγω των
(νομιζόμενων) μεταφράσεων των ρωμαιοκαθολικών έργων
«Combattimento Spirituale» και «Exercizi Spirituali di S. Ignazio Loiola», ήταν
ότι ο άγιος ήταν απόλυτα σε θέση να εκτιμήσει ένα πνευματικό κείμενο
ανεξαρτήτως της προέλευσής του και να το αποκαθάρει από τις όποιες
κακοδοξίες. Όντας εμπεδωμένος στην ορθόδοξη πνευματικότητα, είχε την
άνεση να κινείται με ευρύτητα πνεύματος και να αποφεύγει κάθε
αδιάκριτη μισαλλοδοξία1.
Εφόσον λοιπόν έκρινε ότι τα βιβλία αυτά μπορούσαν να προσφέρουν
ψυχική ωφέλεια στους ορθόδοξους πιστούς, τίποτα δεν τον εμπόδιζε από
το να τα μεταφράσει και να τα εκδώσει, έχοντας βέβαια περάσει αυτά
προηγουμένως από την ορθόδοξη κάμινο, με τις πολλές προσθαφαιρέσεις
και το πλήθος των υποσημειώσεων και σχολίων του. Η επιλογή του δε να
μη αποκαλύψει την ομολογιακή προέλευση των αρχικών έργων,
αποδίδεται στην πρόθεσή του να μη σκανδαλίσει ιδίως τους Αγιορείτες
μοναχούς, που διακατέχονταν από εύλογη καχυποψία απέναντι στον
παπισμό2.
Τη στάση του αυτή εκφράζει σαφώς ο ίδιος ο άγιος Νικόδημος,
σημειώνοντας ότι «τά κακόδοξα φρονήματα, καί τά παράνομα ἔθη τῶν
Λατίνων καί τῶν ἄλλων Αἱρετικῶν πρέπει νά μισῶμεν καί νά
ἀποστρεφώμεθα· εἴ τι δέ εὑρίσκεται ἐν αὐτοῖς ὀρθῶς ἔχον καί ὑπό τῶν
Κανόνων τῶν Ἱερῶν Συνόδων βεβαιούμενον, τοῦτο δέν πρέπει νά μισῶμεν καί
νά ἀποστρεφώμεθα, ἵνα μή λάθωμεν καί αὐτούς τούς Κανόνας μισοῦντες καί
ἀποστρεφόμενοι»3. Και αλλού αναφέρει ότι «τό νά διαλέγῃ τινάς τά καλά

1. «Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους: Ἀναίρεσις τῶν πεπλανημένων


θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ
Ἁγιορείτου, Καρυαί τῇ 13/26 Μαρτίου 1993, στο Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ἡ νεονικολαϊτική σχολή, Γουμένισσα 2002, σελ. 205.
2. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σελ. 191 – 193. Πρβλ. Ν.
Παυλοπούλου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, σελ. 116 – 117 και 121 και Θ. Ζήση,
Ὑπάρχουν δυτικές ἐπιδράσεις στή διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου; στο Θ. Ζήση,
Κολλυβαδικά, Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος, Θεσσαλονίκη 2004,
σελ. 14 – 15.
3. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 584 (Θ΄ ᾨδή ἰαμβικοῦ Κανόνος Πεντηκοστῆς).

66
καί ὀρθά ἀπό τούς ἐναντίους, τοῦτο δέν κατηγορεῖται· ἀλλ΄ὄχι καί τό νά
δανείζεται τά σαθρά καί κακόδοξα»1.
Χωρίς ασφαλώς η ανωτέρω επιχειρηματολογία να χάνει την αξία της, η
νεότερη έρευνα απέδειξε ότι τελικά η σχέση του αγίου Νικοδήμου με τα
ιταλικά πρωτότυπα δεν ήταν άμεση, αλλά έμμεση2. Και τούτο διότι
γνώρισε τα βιβλία αυτά μέσα από προϋπάρχουσες ανώνυμες και
ανέκδοτες μεταφράσεις3 και δεν τα μετέφρασε ο ίδιος, όπως πιστευόταν
παλαιότερα4. Αυτές τις μεταφράσεις διασκεύασε ο άγιος, προβαίνοντας σε
προσθήκες, παραλείψεις, ανακατανομές κεφαλαίων, επεξηγήσεις και
άλλες απαραίτητες παρεμβάσεις.
Τα χειρόγραφα των μεταφράσεων, που βρίσκονταν στη βιβλιοθήκη της
Μονής του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου, πιθανότατα
παρέλαβε από τον Μακάριο Νοταρά το 1784, όταν ο τελευταίος τον
επισκέφθηκε για δεύτερη φορά στο Άγιο Όρος, με την προτροπή να τα
επεξεργαστεί και να τα εκδώσει. Προφανώς και ο άγιος Μακάριος είχε
εκτιμήσει τον ασκητικό χαρακτήρα των έργων και θεώρησε ότι – με τις
κατάλληλες τροποποιήσεις – μπορούν να αξιοποιηθούν προς πνευματική
ωφέλεια των ορθόδοξων πιστών.
Κατά συνέπεια, η υπόθεση ότι ο άγιος Νικόδημος είχε δεχθεί έντονες τις
πνευματικές επιδράσεις της δυτικής θεολογίας κατά την περίοδο των
σπουδών του στη Σμύρνη ή λόγω της στενής επαφής του με τους Ιησουΐτες
της Νάξου, αποδεικνύεται αβάσιμη. Οι κοινωνικές άλλωστε συνθήκες της
εποχής δεν ευνοούσαν τέτοιου είδους ζυμώσεις, καθώς κατά το δεύτερο
μισό του 18ου αιώνα επικρατούσε στον ελλαδικό χώρο κλίμα αποξένωσης,

1. Ἐξομολογητάριον, σελ. 104. Αυτή είναι άλλωστε και η ειδοποιός διαφορά της
μεθόδου του αγίου Νικοδήμου από την αντίστοιχη των συγχρόνων του οπαδών του
ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Ενώ δηλαδή οι τελευταίοι μετέφεραν χωρίς διάκριση αυτούσια
έργα και αντιλήψεις από την Ευρώπη στο όνομα της «μετακένωσης» του ευρωπαϊκού
πνεύματος, ο άγιος Νικόδημος γνώριζε ποια στοιχεία έπρεπε να πάρει και πώς να τα
προσφέρει, ώστε να μη διασπάσει την ελληνορθόδοξη παράδοση. Βλ. Γ. Μαρνέλλου,
Ζητήματα γύρω ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «Ἀόρατος Πόλεμος» καί
«Πνευματικά Γυμνάσματα», πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 119.
2. Βλ. αναλυτικά τα στοιχεία στη μελέτη του Ἐ. Φραγκίσκου, Ἀόρατος Πόλεμος (1796),
Γυμνάσματα Πνευματικά (1800), ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Νικοδήμου
Ἁγιορείτη, «Ὁ Ἐρανιστής» 19/1993, σελ. 102 – 135.
3. Έργα και οι δύο του Κρητικού λογίου Εμμανουήλ Ρωμανίτη, γραμματέα της
Κοινότητας της Πάτμου τον 18ο αιώνα.
4. Εξάλλου, κατά πάσα πιθανότητα ο άγιος Νικόδημος δεν γνώριζε καμία ξένη γλώσσα,
τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι σε θέση να μεταφράσει ο ίδιος ξένα έργα. Βλ.
σχετικά Ἐ. Φραγκίσκου, Τό ζήτημα τῆς γλωσσομάθειας τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη, «Ὁ
Ἐρανιστής» 23/2001, σελ. 173 – 190 και Γ. Μαρνέλλου, ό.π., σελ. 121 – 122.

67
καχυποψίας και μίσους μεταξύ ορθοδόξων και ρωμαιοκαθολικών1. Ομοίως
αβάσιμη αποδεικνύεται και η θεωρία ότι ο άγιος Νικόδημος
χρησιμοποιούσε δυτικά έργα ως πρότυπα για τη συγγραφή των βιβλίων
του.
Τελικά η απάντηση στις διατυπωθείσες κατηγορίες σχετικά με τον
Αόρατο Πόλεμο και τα Πνευματικά Γυμνάσματα μπορεί να συνοψισθεί
στα εξής λόγια του αγίου γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτου: «Δέν ἔχουν
δίκιο αὐτοί πού κατηγοροῦν τόν Ἅγιο Νικόδημο ὅτι δέχτηκε καθολικές
ἐπιδράσεις στόν Α. Π. καί τά Π. Γ. Ὁ Ἅγιος πῆρε ἕνα κούτσουρο καί τό
πελέκησε. Τό ἔκανε Ὀρθόδοξο»2.

2. Εξομολογητάριο

Όπως προαναφέρθηκε, το έργο του αγίου Νικοδήμου που έχει δεχθεί


την εντονότερη κριτική, ως εμφορούμενο από το πνεύμα του δυτικού
νομικισμού, είναι το Εξομολογητάριο. Και είναι γεγονός, ότι σε πολλά
σημεία του βιβλίου η γλώσσα και το ύφος παραπέμπουν σε σχολαστικό
εγχειρίδιο και προκαλούν πράγματι εύλογη απορία, για το πώς είναι
δυνατόν να έχει ως συγγραφέα του ένα εκ των πρωτεργατών της
φιλοκαλικής αναγέννησης. Ωστόσο, μία κριτική που επικεντρώνεται μόνο
στο επιφανειακό στοιχείο της γλώσσας και παραβλέπει το βαθύτερο
στοιχείο του πνεύματος του βιβλίου, δεν μπορεί παρά να είναι ελλιπής και
τελικά άδικη.
Το Εξομολογητάριο είναι δημιούργημα μιας εποχής που χαρακτηρίζεται
γενικά από τις έντονες επιρροές που δέχθηκε η ελληνική θεολογία από τη
δυτική και συνεπώς η δομή και η γλώσσα του είναι επόμενο να φέρουν τα
σημάδια των επιρροών αυτών3. Πολύ δε περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη ότι

1 . Ἐ. Φραγκίσκου, Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων», σελ. 131 – 132 και Γ. Μαρνέλλου,


ό.π., σελ. 123 κ.ε. Το μεγαλύτερο μάλιστα μέρος της «ύποπτης» περιόδου, κατά την οποία ο
άγιος Νικόδημος διετέλεσε γραμματέας του Μητροπολίτη Παροναξίας, δηλαδή τα έτη 1770
– 1774, τα νησιά των Κυκλάδων βρέθηκαν υπό ρωσική – ορθόδοξη κυριαρχία, συνεπεία του
ρωσοτουρκικού πολέμου. Μέσα στο έντονα φιλορωσικό και αντιδυτικό κλίμα που
αναπτύχθηκε, είναι επόμενο ότι η επιρροή των ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων –
τουλάχιστον τα χρόνια αυτά – εξασθένησε σημαντικά.
2. Γ. Μαρνέλλου, ό.π., σελ. 133.
3 . Τα ίδια σημάδια εμφανίζονται και στα έργα άλλων ορθόδοξων συγγραφέων της
εποχής, όπως του Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρου (1539 – 1638) και του
ιατρού και θεολόγου Γεώργιου Κορέσιου (1554 – 1641), από τα οποία αντλεί στοιχεία ο άγιος
Νικόδημος. Επίσης, η συστηματική διάρθρωση της ύλης και η διάταξη των υποδιαιρέσεων
του μελετώμενου θέματος κατά τα σχολαστικά πρότυπα, συνηθιζόταν στα συγγράμματα
της εποχής του αγίου, διότι βοηθούσε στην καλύτερη αφομοίωση του προτεινόμενου

68
πρόκειται για τη λαϊκή εκκλησιαστική γλώσσα της περιόδου της δουλείας,
αφού είναι ένα έργο που απευθύνεται στο ευρύ λαϊκό στρώμα. Κάτω όμως
από τις φραστικές διατυπώσεις, διασώζεται το πνεύμα της ησυχαστικής
παράδοσης, άξιος συνεχιστής της οποίας υπήρξε ο άγιος Νικόδημος.
Συνεπώς η σχέση του Εξομολογηταρίου με την περί ικανοποιήσεως της
θείας δικαιοσύνης θεωρία δεν είναι παρά μόνο φραστική1.
Πιο συγκεκριμένα, ο όρος «ικανοποίηση» στο Εξομολογητάριο δεν
συνδέεται με την εκδικητική διάθεση ενός άτεγκτου Θεού – κριτή, αλλά με
τον κανόνα που όρισε ο πνευματικός στον εξομολογούμενο πιστό2. Η
ικανοποίηση διακρίνεται σε σωματική, που είναι η νηστεία, η ξηροφαγία,
οι γονυκλισίες, η υλική ελεημοσύνη και σε πνευματική, που είναι η
κατανυκτική προσευχή, η μελέτη των Γραφών, η πνευματική ελεημοσύνη3.
Εξαντλείται δηλαδή στα όρια της μετανοητικής διαδικασίας και έχει
χαρακτήρα καθαρά πνευματικό και καθόλου δικανικό.
Περαιτέρω, ο όρος «ικανοποίηση» δηλώνει την ευαρέστηση και τη χαρά
του Θεού για την ολοκλήρωση του κανόνα του μετανοούντα. Εκφράζει
δηλαδή την αγάπη του Θεού, που «χαίρεται» για τη θεραπεία του
πνευματικά ασθενούντος τέκνου του, όπως χαίρεται ένας γιατρός για τη
θεραπεία του ασθενή του4. Διότι, όπως σημειώνει ο άγιος Νικόδημος, «ἡ
ἱκανοποίησις καί ὁ Κανόνας, ὁποῦ λάβῃ ὁ μετανοῶν παρά τοῦ Πνευματικοῦ,
δέν εἶναι παιδεία καί τιμωρία, ἀλλά μᾶλλον σωτηρία»5. Με την ικανοποίηση
λοιπόν συντελείται η καταλλαγή, η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον Θεό,
σύμφωνα με όσα όριζαν και τα παλαιότερα βυζαντινά εξομολογητάρια6.

πνευματικού θέματος από τον απλό λαό. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται αυτομάτως
υιοθέτηση από αυτά και της διδασκαλίας της σχολαστικής θεολογίας. Βλ. Κ.
Καραϊσαρίδη, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί τό λειτουργικό του ἔργο, σελ. 72.
1. Γ. Μεταλληνοῦ, Τό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, πρακτικά Α΄
Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του»,
Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 54 – 55. Πρβλ. Β. Βολουδάκη, Ὀρθοδοξία καί Χρ.
Γιανναρᾶς, Ἀθῆναι 1993, σελ. 55 κ.ε., όπου παρατίθενται ανάλογες διατυπώσεις και από τα
έργα του αγίου Νεκταρίου Αιγίνης.
2. Ἐξομολογητάριον, σελ. 118: «Ἐπάνω δέ εἰς ὅλα σοῦ λέγομεν, Πνευματικέ, ὅτι πρέπει
νά δίδῃς εἰς τούς ἁμαρτάνοντας ὡς Κανόνα καί ἱκανοποίησιν, καί τήν εἰς τόσους χρόνους
ἀποχήν τῆς ἁγίας Κοινωνίας, καθώς διορίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Νηστευτής».
3. Ἐξομολογητάριον, σελ. 106 – 107.
4. Γ. Μεταλληνοῦ, ό.π., σελ. 56 – 57 και Β. Βολουδάκη, ό.π., σελ. 77 – 78.
5. Ἐξομολογητάριον, σελ. 287.
6 . Βλ. Θ. Γιάγκου, Τό «Πηδάλιον» σέ σχέση μέ παλαιότερες νομοκανονικές συλλογές,
πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία του», Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 261, όπου σημειώνεται ότι οι
νομοκανονικές συλλογές της τουρκοκρατίας συνεχίζουν κατά βάση το πνεύμα της

69
Επιπλέον, η ολοκλήρωση του κανόνα δεν νοείται στο Εξομολογητάριο
ως ατομοκεντρική προσπάθεια του πιστού, όπως συμβαίνει στο πλαίσιο
του δυτικού νομικισμού, γι’αυτό και ο άγιος Νικόδημος τονίζει στον
εξομολογούμενο: «Ἐπάνω δέ εἰς ὅλα σέ συμβουλεύομεν ἀγαπητέ νά μή
πιστεύσῃς ποτέ μέ τόν λογισμόν σου, πῶς διά τόν ἐδικόν σου Κανόνα, κἄν καί
ᾖναι σκληρός, καί πολύς, λύονται καί συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι σου· ὄχι,
ἀλλά διά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καί διά τήν Ἱκανοποίησιν [δηλαδή το αίμα] τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ»1.
Ο πιστός συνεπώς δεν «δικαιούται» να διεκδικήσει κάποια αξιομισθία
λόγω του κανόνα του, διότι τα καλά έργα από μόνα τους «εἶναι πάντῃ
ἀδύνατα είς τό νά συγχωρήσουν ἁμαρτίας, καί νά προξενήσουν αἰώνιον
σωτηρίαν, ἀλλά καθ΄ὅ εἶναι ἑνωμένα μέ τήν διά πίστεως ὑπερφυσικήν χάριν
τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἥτις εἰδοποιεῖ ταῦτα, καί συνιστᾷ, καί ἀποδοχῆς θείας
ποιεῖ ἄξια»2. Ο σκοπός λοιπόν είναι η επανένταξή του στη ζωή της
Εκκλησίας, διότι μόνο με τον τρόπο αυτό μπορεί να καταστεί δεκτικός της
θείας χάριτος.
Όσον δε αφορά τη χρήση όρων όπως «οργή Θεού», «τιμωρία», «ένοχος»
κ.τ.ό., σκοπός της είναι να γίνει κατανοητό στους αναγνώστες πόσο
καταστροφικές είναι για τον άνθρωπο οι συνέπειες της αμαρτίας, εφόσον
απειλείται η ίδια η σωτηρία του. Η αγωνία του αγίου Νικοδήμου είναι να
πείσει τον απλό χριστιανό της εποχής του να μισήσει την αμαρτία και
προς τούτο επιστρατεύει άλλοτε μεν το φόβο της κόλασης, άλλοτε δε την
επαγγελία των μελλόντων αγαθών3.
Γενικά δεν πρέπει να λησμονείται, ότι το Εξομολογητάριο είναι ένα
πρακτικό βοήθημα για το Μυστήριο της εξομολόγησης. Αποσκοπεί
πρωτίστως στο να καταπολεμήσει τη μεγάλη άγνοια περί τα θέματα της
πίστεως, που μάστιζε τότε κλήρο και λαό. Γι’αυτό και ο άγιος Νικόδημος,
απευθυνόμενος προς τον πνευματικό, του τονίζει: «Πρέπει νά ἠξεύρῃς, ὅτι,
καθώς ὁ Ἰατρός εἶναι ἀνάγκη νά ἠξεύρῃ ποῖαι εἶναι αἱ ἀσθένειαι τοῦ
σώματος, διά νά τάς ἰατρεύῃ· ἔτζι καί σύ ὁποῦ μέλλεις νά γένῃς
Πνευματικός, εἶναι χρεία νά γνωρίζῃς ποῖαι εἶναι αἱ ἀσθένειαι τῆς ψυχῆς,
ἤτοι αἱ ἁμαρτίαι, διά νά ἠξεύρῃς καί νά τάς ἰατρεύῃς»4. Δεν πρόκειται εδώ
για καζουϊστικό πνεύμα, ούτε για κώδικα αντικειμενικού δικαίου, αλλά για

βυζαντινής παράδοσης, ενώ η εισαγωγή σε αυτές του όρου «ικανοποίηση» ή «ικανοποίηση


της θείας δικαιοσύνης» συνιστά λεκτική μόνο επίδραση της σχολαστικής θεολογίας.
1. Ἐξομολογητάριον, σελ. 291.
2. Ἐξομολογητάριον, σελ. 118.
3. Βλ. Θεοκλήτου, ό.π., σελ. 185 – 186 και Β. Βολουδάκη, ό.π., σελ. 73 κ.ε., όπου
παρατίθενται χαρακτηριστικά αποσπάσματα.
4. Ἐξομολογητάριον, σελ. 9.

70
την ανάγκη κατάρτισης του πνευματικού, προκειμένου να κάνει σωστή
διάγνωση και να παράσχει την κατάλληλη θεραπεία1.
Ενδεικτικό του γεγονότος ότι η οπτική του Εξομολογηταρίου είναι
καθαρά ποιμαντική και όχι δικανική, είναι και το ότι ο άγιος Νικόδημος
συνιστά στον πνευματικό να εφαρμόζει κατά την εξομολόγηση τους
κανόνες του αγίου Ιωάννου του Νηστευτού, διότι διέπονται από πνεύμα
επιείκειας και συγκατάβασης. Έκρινε ότι το χαμηλό πνευματικό επίπεδο
των πιστών της εποχής του δεν επέτρεπε την εφαρμογή των
αυστηρότερων κανόνων των Συνόδων και των αρχαιότερων Πατέρων,
παρότι γνώριζε ότι οι κανόνες του Νηστευτού είχαν κατηγορηθεί για την
επιείκειά τους2. Η επιείκεια εξάλλου αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά
στηρίζεται στους ίδιους τους κανόνες, όπως για παράδειγμα στον ΟΔ΄ του
Μεγάλου Βασιλείου, κατά τον οποίο επαφίεται στη διάκριση του
πνευματικού η σύντμηση της διάρκειας των επιτιμίων, όταν υπάρχει
θερμή και ειλικρινής μετάνοια3.
Τέλος οι βασικές οδηγίες που δίνει ο άγιος Νικόδημος στον πνευματικό
είναι πρώτον, να είναι ιλαρός και γλυκύς και να δέχεται τον αμαρτωλό με
ανοιχτές αγκάλες, όπως δέχθηκε ο ουράνιος Πατήρ τον άσωτο υιό, χωρίς
να τον ονειδίζει για τις αμαρτίες του. Δεύτερον, να θεραπεύει με
φιλανθρωπία τις πληγές του κατά το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη
και τρίτον, να κρίνει με δικαιοσύνη και ανιδιοτέλεια, ώστε όσα λύσει αυτός
επί της γης, να είναι πράγματι λυμένα και στον ουρανό (Κατά Ματθαῖον
18,18) 4.
Με δυο λόγια, ο εξομολογούμενος πρέπει να αισθάνεται ασφάλεια και
άνεση μπροστά στον πνευματικό και όχι να νιώθει ότι ελέγχεται, διότι αν
ντραπεί ή φοβηθεί, δεν θα μπορέσει να εξομολογηθεί σωστά και με
ειλικρίνεια5. Είναι λοιπόν φανερό, ότι το Μυστήριο της εξομολόγησης κατά
τον άγιο Νικόδημο ουδεμία σχέση έχει με την τραυματική εμπειρία που
προξενεί στον πιστό η δικανικού τύπου εκδοχή του.

3. Πηδάλιο

1. Γ. Μεταλληνοῦ, ό.π., σελ. 61. Όπως άλλωστε παρατηρεί και ο G. Podskalsky, Ἡ


ἑλληνική θεολογία ἐπί τουρκοκρατίας, σελ. 470, «ὁ Νικόδημος δέν ἐνδιαφέρεται μόνο γιά
τήν ἔγκυρη ἀλλά καί γιά τήν κατά τό δυνατόν γόνιμη συμμετοχή στά μυστήρια».
2. Ἐξομολογητάριον, σελ. 104 και 119 – 120.
3. Ἐξομολογητάριον, σελ. 160 – 161. Σχετικός είναι και ο ΠΔ΄ κανόνας του Μ. Βασιλείου.
4. Ἐξομολογητάριον, σελ. 68 – 70.
5. Ἐξομολογητάριον, σελ. 72 – 74.

71
Σύμφωνα με τα έως τώρα εκτεθέντα, το ερώτημα γιατί ο άγιος
Νικόδημος επέλεξε να εκδώσει μία συλλογή των ιερών κανόνων της
Εκκλησίας, δεν μπορεί να απαντηθεί με βάση τη θεωρία περί δυτικών
επιδράσεων στη θεολογία του. Η απάντηση βρίσκεται στην επιθυμία του
αγίου να ικανοποιήσει τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε στην εποχή του για
μία έγκυρη και αξιόπιστη κανονική συλλογή, στην οποία να μπορούν με
ασφάλεια να βασίζονται οι χριστιανοί.
Η ανάγκη αυτή ήταν πράγματι μεγάλη, διότι κατά την περίοδο της
τουρκοκρατίας κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα διάφορες χειρόγραφες
νομοκανονικές συλλογές, οι οποίες – λόγω των αλλεπάλληλων
αντιγραφών και της έλλειψης κατάρτισης των συντακτών τους – ήταν
γεμάτες λάθη, παραλείψεις και αυθαίρετες παρερμηνείες και
προσθαφαιρέσεις1. Επρόκειτο κυρίως για διάφορες διασκευές του
Νομοκάνονα του Μανουήλ Μαλαξού, ο οποίος είχε γραφεί σε λόγια μορφή
το 1561 και παραφράστηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα το 15632.
Οι σοβαροί κίνδυνοι που εγκυμονούσε η εκτεταμένη χρήση των
συλλογών αυτών για την πνευματική ζωή των πιστών δεν μπορούσαν να
αγνοηθούν από τον άγιο Νικόδημο, που είχε αφιερώσει τη ζωή του στον
αγώνα για την πνευματική αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνισμού3.
Ανέλαβε λοιπόν, μαζί με τον ιερομόναχο Αγάπιο Λεονάρδο (1741 – 1815),
να μεταγράψει – κατόπιν κριτικής επεξεργασίας – από τα αρχαία
χειρόγραφα «ὁλόκληρον καί ἀκέραιον αὐτολεξεί» το πρωτότυπο κείμενο
των κανόνων, ώστε να καταρτίσει μία γνήσια συλλογή.
Ωστόσο, για να είναι πλήρης η πνευματική ωφέλεια, δεν αρκέστηκε
στην παράθεση του αρχαίου μόνο κειμένου, διότι αυτό για τη μεγάλη
πλειοψηφία των χριστιανών της εποχής του ήταν ακατανόητο. Προχώρησε

1 . Για το ιστορικό της συγγραφής και έκδοσης του Πηδαλίου βλ. Ε. Δεληδήμου,
Εἰσαγωγή, σελ. στ΄ κ.ε. και Θ. Γιάγκου, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν, σελ. 67 κ.ε.
Βλ. επίσης Θ. Γιάγκου, Τό «Πηδάλιον», σελ. 268 κ.ε.
2. Ενδεικτικό της αλλοίωσης που υπέστη το συγκεκριμένο έργο είναι ότι, με τις
αλλεπάλληλες προσθήκες που σταδιακά δέχθηκε, υπερδιπλασιάστηκε η ύλη του και
πλησίασε τα χίλια κεφάλαια.
3 . Σημειώνει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του Πηδαλίου: «Δέν ὑπεφέραμεν, ἀγαπητοί,
νά βλέπωμεν εἰς πολλά πολλῶν πνευματικῶν χυδαιονομοκάνονα χειρόγραφα,
κατακερματισμένους τούς θείους τούτους καί ἱερούς Κανόνας, νενοθευμένους,
ψευδεπιγράφους, ἄλλους ἀντ΄ἄλλων, καί τάς ἑρμηνείας τῶν ἐξηγητῶν ἀντί τῶν κυρίως
Κανόνων ἐκλαμβανομένας, καί τό χειρότερον, ὅτι καί τάς ἑρμηνείας ταύτας περιέχοντα,
διεφθαρμένας, παρεξηγημένας, καί ἀλλόκοτά τινα καί ἐσφαλμένα διδασκούσας. Ἐξ ὧν τί
ἐτίκτετο; καρπός θανατηφόρος βεβαιότατα, καί ἀπωλείας παραίτιος ψυχικῆς, καί εἰς τούς
κακῶς διορθοῦντας πνευματικούς, καί εἰς τούς κακῶς ὑπ΄αὐτῶν διορθουμένους ἁμαρτωλούς»
(Πηδάλιον, σελ. ι΄).

72
έτσι και στην ερμηνεία των κανόνων στη δημώδη γλώσσα, με βάση τα
έργα των μεγάλων Βυζαντινών κανονολόγων1, προσθέτοντας και πλήθος
δικών του επεξηγηματικών σχολίων. Η επιλογή του αυτή να εξηγήσει τους
κανόνες στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής του υπαγορεύθηκε από
την ποιμαντική ανάγκη να γνωρίζουν όλοι οι χριστιανοί τις επιταγές της
πίστεώς τους, ώστε να κινούνται με ασφάλεια στην πνευματική τους ζωή.
Στους υποστηρικτές της άποψης ότι οι ιεροί κανόνες δεν θα έπρεπε να
μεταγλωττιστούν, ώστε να είναι κατανοητοί στον «χύδην λαό», απαντούσε
ότι ο ίδιος δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από αυτό πού είχαν κάνει και οι
Σύνοδοι που θέσπισαν τους κανόνες. Όπως δηλαδή εκείνες κατέγραψαν
τους κανόνες σε γλώσσα που κατανοούσε τότε ο λαός, το ίδιο ακριβώς
έκανε και αυτός, μιμούμενος και τον Απόστολο Παύλο, που απευθυνόταν
εξίσου «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις» (Πρός Ρωμαίους
1,14)2. Θεωρούσε δε αδιανόητο να είναι μεταφρασμένοι και εξηγημένοι οι
κανόνες σε γλώσσες άλλων εθνών (αραβικά, συριακά, αιθιοπικά, αγγλικά,
σλαβονικά, ιταλικά κλπ) και το ελληνικό έθνος, στο γεωγραφικό χώρο του
οποίου συγκροτήθηκαν οι Σύνοδοι και άκμασαν οι κανονολόγοι, να
αδυνατεί πλέον να τους κατανοήσει3.
Τέλος είναι σαφές ότι το Πηδάλιο αποτελεί μία συλλογή των ιερών
κανόνων και όχι κωδικοποίησή τους4. Το μόνο που κάνει είναι να
παραθέτει τους κανόνες, όπως αυτοί θεσπίστηκαν από τις Συνόδους και
τους Πατέρες της Εκκλησίας και να τους ερμηνεύει σε απλούστερη
γλώσσα. Αν λοιπόν πρέπει να κατηγορηθεί ως «εφιάλτης κωδικής
περιπτωσιολογίας», πολύ περισσότερο η ίδια κατηγορία θα πρέπει να
βαρύνει την ενδημούσα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως που το ενέκρινε,
κατόπιν μάλιστα εξέτασης του έργου από επιφανείς θεολογικές
προσωπικότητες της εποχής5. Και σε τελευταία ανάλυση, η ίδια κατηγορία

1. Οι κανονολόγοι στους οποίους βασίστηκε είναι πρωτίστως ο Ιωάννης Ζωναράς και


δευτερευόντως οι Θεόδωρος Βαλσαμών, Αλέξιος Αριστηνός, Ματθαίος Βλάσταρις,
Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος και άλλοι.
2. Την ίδια άποψη είχε υποστηρίξει και ο Πατριάρχης Νεόφυτος Ζ΄, που ενέκρινε την
έκδοση του Πηδαλίου. Βλ. Ε. Δεληδήμου, ό.π., σελ. ι΄.
3. Πηδάλιον, σελ. θ΄.
4 . «Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, ό.π., σελ. 205 και Β. Βολουδάκη,
ό.π., σελ. 178 κ.ε.
5 . Το Πηδάλιο εξετάστηκε καταρχάς από τον ειδήμονα περί τα κανονικά ζητήματα
ιερομόναχο Δωρόθεο Βουλησμά και κατόπιν – με πρόταση του ιδίου – από τους Μακάριο
Κορίνθου και Αθανάσιο Πάριο και όλοι έδωσαν την καλή τους μαρτυρία. Εξάλλου, και η
διαφωνία του Γερασίμου Γ΄, που ως Πατριάρχης είχε αρνηθεί να εγκρίνει την έκδοση του
Πηδαλίου, δεν είχε να κάνει με το περιεχόμενο του έργου, αλλά μόνο με την ευρεία
κυκλοφορία του. Βλ. σχετικά Ε. Δεληδήμου, ό.π., σελ. ι΄.

73
θα πρέπει κατεξοχήν να βαρύνει τους πραγματικούς συντάκτες των
κανόνων, δηλαδή τις Συνόδους και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ασφαλώς όμως δεν είναι δυνατόν να έχουν έτσι τα πράγματα.
Αντιθέτως, όπως αναφέρεται στην «Ανακοίνωση» της Ιεράς Κοινότητας
Αγίου Όρους, το Πηδάλιο βοηθά και καθοδηγεί τους ποιμένες της
Εκκλησίας να ανάγουν τους πιστούς στο γνήσιο εκκλησιαστικό και
ευχαριστιακό ήθος. Χωρίς τους ιερούς κανόνες και το Πηδάλιο που τους
ερμηνεύει ορθά, η ποιμαντική της Εκκλησίας κινδυνεύει να γίνει
ανθρωποκεντρική, εκπίπτουσα σε ένα από τα δύο άκρα, δηλαδή είτε τον
ηθικισμό και νομικισμό είτε την ανομία και την απόρριψη της κατά
Χριστόν ηθικής1.
Επομένως, το Πηδάλιο όχι μόνο δεν συνέβαλε στην αλλοτρίωση του
εκκλησιαστικού ήθους, αλλά – κατά γενική παραδοχή – συνιστά την
αυθεντικότερη αποτύπωση της ορθόδοξης κανονικής συνείδησης και
πνευματικότητας κατά τους νεώτερους χρόνους και λειτουργεί έως σήμερα
ως μία ανεξάντλητη πηγή συνεχούς ανεφοδιασμού της. Ο άγιος
Νικόδημος είχε πλήρη συνείδηση του ότι καταγράφει την αυθεντική
συνείδηση της Εκκλησίας, γι’αυτό και ζητούσε την επίσημη πατριαρχική
έγκριση του έργου του2.

4. Χρηστοήθεια

Όσον αφορά τη Χρηστοήθεια, η απάντηση που δίνεται στις κατηγορίες


που διατυπώνονται εναντίον της, είναι ότι ο άγιος Νικόδημος ακολουθεί
την πάγια τακτική όλων των Πατέρων της Εκκλησίας. Λειτουργεί δηλαδή
καταρχάς προληπτικά, θέτοντας ως πρώτο μέλημά του να προφυλάξει
τους πιστούς ώστε να μη πέσουν, κατόπιν δε, μεριμνά για την περίθαλψη
όσων δεν προφυλάχθηκαν και έπεσαν. Τα όσα γράφει λοιπόν, δεν είναι
αποτέλεσμα του νομιζόμενου επηρεασμού του από τη θεολογία της Δύσης,

1. «Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, ό.π., σελ. 204.


2. Β. Φειδᾶ, Πηδάλιον καί ἐκκλησιαστική συνείδηση, πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου
Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία», Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν,
τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000, Ἀθήνα 2000, σελ. 135 – 136, 150 και 153. Βλ. και Χ. Ἀραμπατζή, Ἡ
ἔννοια τῆς παράδοσης στό Πηδάλιον τοῦ Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη, ἑρμηνευτική
προσέγγιση, πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος,
250 χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του, Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΘ΄
2004 – 2005, Ἀθήνα 2005, σελ. 145, όπου σημειώνεται ότι ο άγιος Νικόδημος αφομοιώνει με
ταπείνωση τον πλούτο των Πατέρων, με το σύνολο των έργων του να αποτελεί τον
οροθέτη της παράδοσης. Την αγιοπνευματική δε εμπειρία της Εκκλησίας υπομνηματίζει
κυρίως στο Πηδάλιο.

74
αλλά στηρίζονται στην Αγία Γραφή, τους ιερούς κανόνες και τους αγίους
Πατέρες1.
Οι «πιετιστικές» επιταγές της Χρηστοήθειας, όπως έχουν χαρακτηριστεί
από την κριτική, μπορούν να εντοπιστούν σε πολλούς κανόνες. Ενδεικτικά,
οι ΜΒ΄ και ΜΓ΄ αποστολικοί2 απαγορεύουν σε κληρικούς και λαϊκούς τα
κάθε είδους τυχερά παιχνίδια, ενώ την ίδια απαγόρευση επαναλαμβάνει
και ο Ν΄ κανόνας της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου3. Τους χορούς και
τα τραγούδια στους γάμους απαγορεύει ο ΝΓ΄ κανόνας της εν Λαοδικεία
Συνόδου4, τα διάφορα θεάματα απαγορεύει ο ΙΖ΄ κανόνας της εν
Καρθαγένη Συνόδου5, ενώ σχετικός με τα θέατρα είναι και ο ΝΑ΄ κανόνας
της Πενθέκτης6.
Γενικά, η επιφυλακτική στάση που κρατά ο άγιος Νικόδημος απέναντι
σε καθιερωμένες κοινωνικές εκδηλώσεις και λαϊκές παραδόσεις και έθιμα,
οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές φορές είχαν ειδωλολατρική προέλευση ή
ήταν αναμεμιγμένες με προλήψεις, δεισιδαιμονίες, μαντείες, μαγείες κλπ.
Η εισδοχή τέτοιων παγανιστικών στοιχείων στις διάφορες εκδηλώσεις των
χριστιανών ήταν σύνηθες φαινόμενο κατά την τουρκοκρατία, λόγω και της
μακρόχρονης συμβίωσής τους με μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Κατά
κανόνα μάλιστα τα στοιχεία αυτά εμφανίζονταν καλυμμένα με
χριστιανικό μανδύα, με αποτέλεσμα να μη είναι εύκολα αναγνωρίσιμα
από τους απλοϊκούς και ακατάρτιστους πιστούς7.
Οι συστάσεις επομένως του αγίου Νικοδήμου προς τους χριστιανούς της
εποχής του να μη μετέχουν σε παίγνια, χορούς και παρόμοιες εκδηλώσεις,
πρέπει να κατανοηθούν υπό την έννοια κατά την οποία και ο ιερός

1. Β. Βολουδάκη, ό.π., σελ. 233 – 234.


2. Κανών ΜΒ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων: «Ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, κύβοις
σχολάζων, καὶ μέθαις, ἢ παυσάσθω, ἢ καθαιρείσθω». Κανών ΜΓ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων:
«Ὑποδιάκονος, ἢ ἀναγνώστης, ἢ ψάλτης, τὰ ὅμοια ποιῶν, ἢ παυσάσθω, ἢ ἀφοριζέσθω·
ὡσαύτως καὶ λαϊκός».
3 . «Μηδένα τῶν ἁπάντων εἴτε λαϊκῶν, εἴτε κληρικῶν, κυβεύειν, ἀπὸ τοῦ νῦν· εἰ δέ τις
τοιοῦτο φωραθείη πράττων, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω».
4 . «Ὅτι οὐ δεῖ χριστιανοὺς εἰς γάμους ἀπερχομένους βαλλίζειν ἢ ὀρχεῖσθαι, ἀλλὰ σεμνῶς
δειπνεῖν ἢ ἀριστᾶν, ὡς πρέπει χριστιανοῖς».
5. «Ὥστε τὰ τέκνα τῶν ἱερέων θεώρια κοσμικὰ μὴ ἐκτελεῖν, μηδὲ θεωρεῖν· τοῦτο δὲ καὶ
πᾶσιν τοῖς χριστιανοῖς ἀεὶ κεκήρυκται, ὥστε τούτων ἀπέχεσθαι, καὶ ὅπου βλασφημία εἰσί μὴ
προσιέναι».
6 . «Καθόλου ἀπαγορεύει ἡ ἁγία αὕτη καὶ οἰκουμενικὴ σύνοδος, τοὺς λεγομένους μίμους, καὶ
τὰ τούτων θέατρα, εἶτά γε μὴν καὶ τὰ τῶν κυνηγίων θεώρια, καὶ τὰς ἐπὶ σκηνῆς ὀρχήσεις
ἐπιτελεῖσθαι. Εἰ δέ τις τοῦ παρόντος κανόνος καταφρονήσει, καὶ πρός τι ἑαυτὸν τῶν
ἀπηγορευμένων τούτων ἐκδῷ, εἰ μὲν κληρικὸς εἴη, καθαιρείσθω, εἰ δὲ λαϊκός, ἀφοριζέσθω».
7. Α. Γκρέκα, Η ησυχαστική πνευματικότητα, σελ. 66 – 67.

75
Χρυσόστομος συνιστούσε στους τότε χριστιανούς να αποφεύγουν τα
θέατρα και τα λοιπά δημόσια θεάματα. Διότι όπως στα θέατρα της εποχής
του αγίου Χρυσοστόμου παρουσιάζονταν πολλά ανήθικα και
αντιχριστιανικά θεάματα, έτσι και στα «αγνά» λαϊκά πανηγύρια της
εποχής του αγίου Νικοδήμου συνέβαιναν ουκ ολίγα ηθικά έκτροπα, ενίοτε
δε ακόμη και φόνοι1.

5. Τελικές παρατηρήσεις

Είναι αληθές, ότι το αυστηρό και ασκητικό πνεύμα που διέπει τα


συγγράμματα του αγίου Νικοδήμου, δεν τα καθιστά ιδιαίτερα ελκυστικά
σε μία μερίδα των σημερινών αναγνωστών τους. Αρκετοί σύγχρονοι
μελετητές των νικοδημικών έργων καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα
έργα αυτά είναι πλέον παρωχημένα, ή ότι αποπνέουν ένα συντηρητισμό
ασυμβίβαστο με τα δεδομένα της σημερινής εποχής. Τέτοιου είδους κρίσεις
και άλλες πιο αυστηρές, είναι συνήθως αποτέλεσμα μιας επιδερμικής
επαφής με τα έργα του αγίου. Συχνά μάλιστα στηρίζονται σε μεμονωμένες
φραστικές διατυπώσεις, που αποκόπτονται από το γενικό νόημα με
αποτέλεσμα να μη αποδίδεται τελικά το πνεύμα των γραφομένων.
Γενικά παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο άγιος Νικόδημος, ως εραστής
και ακριβής εκφραστής της διαχρονικής πατερικής παράδοσης, δεν
ενδιαφέρεται να προσφέρει στους πιστούς κάποια ευχάριστα και
«ανώδυνα» πνευματικά αναγνώσματα. Τέτοια άλλωστε υπήρχαν πολλά
σε όλες τις εποχές. Αυτό που τον ενδιαφέρει, είναι να προβάλει τη στενή
πύλη και την τεθλιμμένη οδό την απάγουσα εις την ζωήν2, δηλαδή την οδό
της σωτηρίας. Είναι ο δρόμος του αγώνα για την τελειότητα, ο δρόμος που
βάδισαν οι άγιοι της Εκκλησίας, τον οποίο προσκαλεί ο άγιος Νικόδημος
όλους τους χριστιανούς να βαδίσουν. Σε ολόκληρο το Συμβουλευτικό
Εγχειρίδιο, για παράδειγμα, πραγματεύεται την αποδέσμευση του νου από
τις αισθητές ηδονές και τον προσανατολισμό του στις πνευματικές, με
αποκορύφωμα τη θεωρία του θείου φωτός και κάλλους3.
Για να επιτευχθούν όμως αυτά, απαιτείται καταρχάς η εργασία των
εντολών. Διότι οι εντολές του Χριστού είναι τα φάρμακα που θεραπεύουν

1 . «Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, ό.π., σελ. 201 – 202. Βλ. και σελ. 200
– 201, όπου παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένες παραινέσεις του αγίου Κοσμά του Αιτωλού
προς τους χριστιανούς της εποχής, πανομοιότυπες με αυτές της Χρηστοήθειας, αν όχι και
«αυστηρότερες».
2. Κατά Ματθαῖον 7,14.
3. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 272 κ.ε.

76
τις ασθένειες της ψυχής και την καθαρίζουν από τα κάθε είδους πάθη1. Ο
ίδιος ο Χριστός είναι κρυμμένος μέσα στις εντολές του και όποιος τις
φυλάττει με προθυμία και αγάπη, οδηγείται σε αυτόν που τις θέσπισε και
ενώνεται μαζί του2. Όσο μάλιστα περισσότερο εργάζεται ο πιστός τις
εντολές, τόσο περισσότερο ενεργεί σε αυτόν η θεία χάρη3. Η κάθαρση της
ψυχής από τα πάθη με την άσκηση είναι απολύτως απαραίτητη, διότι μόνο
μετά από αυτήν επέρχεται ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Μάταια
λοιπόν περιμένει κανείς να φωτισθεί προτού να καθαρισθεί, σύμφωνα με
το Γρηγόριο Θεολόγο4.
Με την τήρηση των εντολών αποκτώνται οι αρετές και ο πιστός φθάνει
στην προς τον Θεό αγάπη – που είναι το πλήρωμα όλων των αρετών – και
καθίσταται ναός της Αγίας Τριάδας, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου
«ἐάν τις ἀγαπᾷ με, τὸν λόγον μου τηρήσει, καὶ ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν,
καὶ πρὸς αὐτὸν ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ' αὐτῷ ποιήσομεν» (Κατά Ἰωάννην
14,23)5. Με μια φράση, δια των εντολών αποκτάται η Βασιλεία των
Ουρανών, η οποία όμως δεν δίδεται ως χρωστούμενη πληρωμή για τον
κόπο των εντολών, αλλά ως χάρη και δωρεά του Θεού. Συνεπώς
πλανώνται εκείνοι που νομίζουν ότι μπορούν να προοδεύσουν πνευματικά
χωρίς την εργασία των εντολών, παρά μόνο με το να πιστεύουν σωστά6.
Αναμφίβολα βέβαια η οδός της τήρησης των εντολών είναι δύσβατη,
γι’αυτό ο άγιος Νικόδημος συμβουλεύει τους πιστούς να ασκούν βία στον
εαυτό τους, ιδίως στην αρχή του πνευματικού τους αγώνα, σύμφωνα και
με τον λόγο του Κυρίου «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ
ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Κατά Ματθαῖον 11,12). Βλέποντας ο Θεός την
προθυμία και την προσπάθεια του πιστού, θα του δώσει δύναμη και χάρη,
ώστε να φθάσει τελικά να τηρεί τις εντολές με χαρά και ευκολία.
Διευκρινίζει τέλος ο άγιος, ότι σύμφωνα και με τον Μέγα Βασίλειο, οι
εντολές του Χριστού είναι κοινές για όλους, μοναχούς, κληρικούς και
λαϊκούς. Επομένως δεν είναι σωστό αυτό που νομίζουν ορισμένοι λαϊκοί,
ότι δηλαδή δεν τους αφορούν οι βαρύτερες από αυτές7.

1. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 278 (Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Α΄).


2. Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, σελ. 187.
3. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 286 (Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Β΄).
4. Ἑορτοδρόμιον, σελ. 131 (Γ΄ ᾨδή πεζοῦ Κανόνος Θεοφανείων).
5. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 287 – 288 (Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Β΄).
6. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 290 – 291 (Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Β΄).
7. Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, σελ. 275 – 276 (Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Α΄) και 294 – 296
(Λόγος ΙΓ΄, Μέρος Β΄).

77
Ο λόγος λοιπόν που ο άγιος Νικόδημος τονίζει την τήρηση των κανόνων
και των εντολών δεν είναι η δικανική και ηθικιστική του διάθεση, αλλά η
ποιμαντική ανάγκη να γνωρίζουν οι πιστοί τον ορθόδοξο δρόμο της
πνευματικής προόδου, που είναι οπωσδήποτε ασκητικός. Το γεγονός όμως
ότι ο άγιος προβάλλει την εκκλησιαστική ακρίβεια ως την ιδανική
κατάσταση, δεν σημαίνει ότι απορρίπτει την οικονομία. Αντίθετα, ως
άριστος πνευματικός ιατρός, γνωρίζει καλά την ανθρώπινη αδυναμία, η
οποία επιβάλλει πολλές φορές – για ποιμαντικούς και πάλι λόγους – τη
χρήση της επιείκειας και της συγκατάβασης. Αυτό ακριβώς μάλιστα
αποδεικνύει ότι δεν αποδίδει στους κανόνες νομικό χαρακτήρα, αλλά μόνο
θεραπευτικό.
Επειδή όμως η οικονομία, όσο χρήσιμη και αν είναι, δεν παύει να
συνιστά την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, θεωρεί ότι δεν πρέπει να
απουσιάζει από τον πνευματικό ορίζοντα κάθε ασκούμενου χριστιανού,
έστω και ως προοπτική, το ιδανικό της ακρίβειας. Εξάλλου, τόσο η
ακρίβεια όσο και η οικονομία (οφείλουν να) υπηρετούν κατά περίπτωση
τον άνθρωπο και τη σωτηρία του και δεν μπορεί εκ των προτέρων κάποια
από τις δύο να απορρίπτεται, ούτε να θεωρείται εξ ορισμού η μία
απάνθρωπη και η άλλη φιλάνθρωπη.
Γενικά το θέμα των κανόνων και των εντολών είναι λεπτό και απαιτεί
ιδιαίτερη προσοχή στην προσέγγισή του. Και τούτο διότι ελλοχεύει ο
κίνδυνος, στο όνομα της καταδίκης του νομικισμού και του ηθικισμού, να
βρεθεί κανείς στο άλλο άκρο – αυτό του αντινομισμού και της ηθικής
ασυδοσίας – και να κατηγορεί τον άγιο Νικόδημο ως νομικιστή, επειδή δεν
είναι άνομος. Ο άγιος όμως, όπως όλοι οι προγενέστεροί του Πατέρες,
στέκεται μεταξύ των δύο αυτών άκρων που απομακρύνουν από την εν
Χριστώ σωτηρία1.
Οι κανόνες και οι εντολές έχουν να επιτελέσουν τον παιδαγωγικό και
θεραπευτικό τους ρόλο, έως ότου ο πιστός ελευθερωθεί από τα πάθη και
γίνει πράξη το «δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται» (Α΄ Πρός Τιμόθεον 1,9). Τα έργα
λοιπόν του αγίου Νικοδήμου εκφράζουν το γνήσιο ορθόδοξο πνεύμα και
παρότι είναι προσαρμοσμένα στα δεδομένα και τις ανάγκες της εποχής
τους, διατηρούν και σήμερα την αξία τους. Ο διανοητικός όμως και
ανάσκητος χριστιανός είναι αδύνατο να κατανοήσει το πνεύμα του αγίου2.

1. «Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους, ό.π., σελ. 203.


2. Γ. Μεταλληνοῦ, ό.π., σελ. 62.

78
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης υπήρξε ένας από τους


πολυγραφότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της μεταβυζαντινής
εποχής. Συνέβαλε τα μέγιστα στην πνευματική ανάταση των υπόδουλων
ορθόδοξων Ελλήνων και την αναβίωση της ησυχαστικής παράδοσης σε
μία κρίσιμη εποχή, κατά την οποία ο Ελληνισμός είχε άμεση ανάγκη να
επανασυνδεθεί με τις λησμονημένες πνευματικές του ρίζες.
Η δογματική διδασκαλία του αγίου Νικοδήμου στηρίζεται με συνέπεια
στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν και διακρίνεται
τόσο για το εύρος της όσο και για το θεολογικό της βάθος, είναι
ταυτόχρονα διατυπωμένη με τρόπο απλό και κατανοητό. Και τούτο διότι ο
σκοπός του αγίου είναι πρωτίστως ποιμαντικός: Επιθυμεί να γνωρίσουν οι
απλοί χριστιανοί της εποχής του τις θεμελιώδεις αλήθειες της πίστεώς
τους, ώστε να βαδίζουν συνειδητά και με ασφάλεια το δρόμο της
πνευματικής τους προόδου.
Λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που διαμορφώθηκαν κατά την περίοδο
της τουρκοκρατίας, πολλοί Έλληνες θεολόγοι δέχθηκαν επιδράσεις από τη
Δύση, με αποτέλεσμα τα έργα τους να εμφανίζουν την ορθόδοξη θεολογία
νοθευμένη με τη νοοτροπία του νομικισμού και του ηθικισμού. Ανάμεσα
σε αυτούς κατέταξαν ορισμένοι σύγχρονοι ερευνητές και τον άγιο
Νικόδημο, βασιζόμενοι κυρίως σε επιλεγμένες φραστικές διατυπώσεις του.
Η κριτική τους όμως αποδεικνύεται υπερβολική και άδικη, διότι βασίζεται
περισσότερο στο γράμμα και λιγότερο στο πνεύμα των έργων του αγίου.
Μέσω της παρουσίασης βασικών σημείων της δογματικής διδασκαλίας
του αφενός και της επιχειρηματολογίας των επικριτών και των
υπερασπιστών του αφετέρου, την οποία επιχείρησε η μετά χείρας μελέτη,
καθίσταται φανερό ότι ο άγιος Νικόδημος στάθηκε πιστός εκφραστής της
γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης.

79
SUMMARY

St. Nicodemus the Athonite was one of the most prolific ecclesiastical
writers of the post-byzantine era. He contributed greatly to the spiritual
exaltation of the enslaved orthodox Greeks and the revival of hesychastic
tradition in a crucial time, during which Hellenism urgently needed to return
to its forgotten spiritual roots.
The dogmatic teaching of St. Nicodemus is based consistently on the Bible
and the Church Fathers. Although it stands out both for its breadth and
theological depth, it is at the same time simple and easy to understand. This is
because the purpose of the saint is primarily pastoral: He wanted the common
Christians of his time to discover the fundamental truths of their faith, so as to
walk consciously and safely on the path of their spiritual progress.
Because of the particular conditions during the ottoman period, many
Greek theologians were influenced by the West, and as a result their works are
marked by an orthodox theology altered by the mentality of legalism and
pietism. Some modern researchers have included among those theologians St.
Nicodemus too, their inclusion mainly based on selected wordings of St.
Nicodemus. Their criticism however proves to be excessive and unfair,
because it is based more on words rather than on the spirit of the saint's works.
By presenting on the one hand key points of his dogmatic teaching, and on
the other hand the arguments of his critics and defenders, this study makes it
clear that St. Nicodemus has been a faithful mouthpiece of the genuine
orthodox tradition.

80
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΗΓΕΣ

1. Έργα αγίου Νικοδήμου1

Βιβλίον ψυχωφελέστατον καλούμενον Ἀόρατος Πόλεμος συντεθέν μέν


πρίν, παρά τινος σοφοῦ ἀνδρός, καλλωπισθέν δέ νῦν, καί διορθωθέν
μετά πολλῆς ἐπιμελείας παρά τοῦ ὁσιωτάτου ἐν Μοναχοῖς κυρίου
Νικοδήμου, ἐν ᾧ προσετέθησαν παρά τοῦ αὐτοῦ καί εὐχαί
κατ΄Ἀλφάβητον ἐν εἴδει Οἴκων εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν
κατανυκτικαί καί ὡραῖαι ... Ἐνετίῃσι. 1796. (1η έκδοση)

Βίβλος τῷ ὄντι ψυχωφελεστάτη καλουμένη Γυμνάσματα Πνευματικά.


Διαμοιρασμένα εἰς Μελέτας, Ἐξετάσεις, καί Ἀναγνώσεις. Ἅπερ
προσθήκαις ὅτι πλείσταις, καί ἀφαιρέσεσι, καί ἀλλοιώσεσι
καλλωπισθέντα τε, καί μετ’ἐπιμελείας διορθωθέντα, καί Σημειώμασι
διαφόροις καταγλαϊσθέντα παρά τοῦ Ὁσιολογιωτάτου ἐν Μοναχοῖς
κυρίου Νικοδήμου ... Ἐνετίησιν, 1800. (1η έκδοση)

Ἐγχειρίδιον Συμβουλευτικόν, περί Φυλακῆς τῶν πέντε Αἰσθήσεων, τῆς


τε Φαντασίας, καί τῆς τοῦ Νοός, καί Καρδίας. Καί περί τοῦ, ποῖαί εἰσιν αἱ
πνευματικαί, καί οἰκεῖαι τοῦ Νοός ἡδοναί. Συντεθέν μέν πρότερον, καί
ἐπιδιορθωθέν ὕστερον, παρά τοῦ ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Νικοδήμου
Ἁγιορείτου ... 1801. (1η έκδοση)

Βιβλίον καλούμενον Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, περιέχουσα


Λόγους ψυχωφελεστάτους δεκατρεῖς, ῥυθμίζοντας ἐπί τό βέλτιον τά
κακά ἤθη τῶν Χριστιανῶν. Πρός δέ, καί τάς κυριωτέρας Ἐντολάς τῆς
Παλαιᾶς, καί Νέας Διαθήκης· φιλοπονηθεῖσα μέν παρά τοῦ ἐν
Μοναχοῖς ἐλαχίστου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ... Ἐνετίῃσιν. 1803. (1η
έκδοση)

1. Όλες οι παραπομπές στα έργα του αγίου Νικοδήμου γίνονται στις εκδόσεις που
αναφέρονται στην παρούσα βιβλιογραφία. Επειδή όμως τα περισσότερα έργα του αγίου
γνώρισαν επανειλημμένες εκδόσεις με διαφορετική στοιχειοθεσία και σελιδοποίηση, μόνη
η παράθεση του αριθμού της σελίδας δεν είναι συνήθως πολύ βοηθητική. Για το λόγο αυτό,
όπου είναι εφικτό, παρατίθεται εντός παρενθέσεων και το ερμηνευόμενο αγιογραφικό
χωρίο ή ωδή ή ιερός κανόνας, προς ευκολότερη ανεύρεση του σχετικού κειμένου.

81
Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά Καθολικάς Ἐπιστολάς τῶν ἁγίων καί
πανευφήμων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου, καί Ἰούδα. Ἥτις
ὑπό τοῦ ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ἐκ διαφόρων
συνερανισθεῖσα ... Ἐνετίῃσιν. 1806. (1η έκδοση)

Ἐξομολογητάριον ἤτοι Βιβλίον ψυχωφελέστατον περιέχον


Διδασκαλίαν σύντομον πρός τόν Πνευματικόν πῶς νά ἐξομολογῇ μέ
καρπόν· τούς Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Νηστευτοῦ ἀκριβῶς
ἐξηγημένους· συμβουλήν γλαφυράν πρός τόν Μετανοοῦντα πῶς νά
ἐξομολογῆται καθώς πρέπει, καί Λόγον ψυχωφελῆ περί Μετανοίας.
Συνερανισθέν μέν ἐκ διαφόρων Διδασκάλων, καί εἰς ἀρίστην τάξιν
ταχθέν παρά τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει ἀσκησαντος ἀοιδίμου πατρός
Νικοδήμου ... Ἐνετίῃσι. 1818. (3η έκδοση)

Κῆπος Χαρίτων ἤτοι ἑρμηνεία γλαφυρά εἰς τάς Θ΄ ᾨδάς τῆς


Στιχολογίας ἐκ διαφόρων συνερανισθεῖσα παρά τοῦ ἀειμνήστου
Διδασκάλου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ... Ἐνετίῃσιν. 1819. (1η έκδοση)

Παύλου τοῦ θείου καί ἐνδόξου Ἀποστόλου αἱ ΙΔ΄ Ἐπιστολαί


ἑρμηνευθεῖσαι μέν ἑλληνιστί ὑπό τοῦ μακαρίου Θεοφυλάκτου
Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, μεταφρασθεῖσαι δέ εἰς τήν καθ’ἡμᾶς
κοινοτέραν διάλεκτον, καί Σημειώμασι διαφόροις καταγλαϊσθεῖσαι,
παρά τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένου Νικοδήμου Ἁγιορείτου ...
Ἐνετίῃσιν. 1819. (3 τόμοι, 1η έκδοση)

Ἑορτοδρόμιον ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τούς ᾈσματικούς Κανόνας τῶν


Δεσποτικῶν καί Θεομητορικῶν Ἑορτῶν. Συνερανισθέν ἐκ διαφόρων τῆς
Ἐκκλησίας Πατέρων, πλουτισθέν μέ πολλάς σημειώσεις, καί συντεθέν
εἰς τήν κοινήν γλῶσσαν ὑπό Νικοδήμου ἐν Μοναχοῖς ἐλαχίστου τοῦ
Ἁγιορείτου ... Ἐν Βενετίᾳ. 1836. (1η έκδοση)

Νέα Κλῖμαξ ἤτοι Ἑρμηνεία εἰς τούς ἑβδομήκοντα πέντε Ἀναβαθμούς


τῆς Ὀκτωήχου, ἀπό διαφόρων Ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων,
ἐρανισθεῖσα ὑπό τοῦ ἐν Μοναχοῖς Νικοδήμου Ἁγιορείτου ... Ἐν
Κωνσταντινουπόλει, 1844. (1η έκδοση)

Πηδάλιον τῆς νοητῆς νηός τῆς μιᾶς Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς
τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅπαντες οἱ ἱεροί καί θεῖοι Κανόνες τῶν

82
Ἁγίων καί Πανευφήμων Ἀποστόλων τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν τε καί
Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν κατά μέρος θείων Πατέρων, ἑλληνιστί μέν
χάριν ἀξιοπιστίας ἐκτιθέμενοι, διά δέ τῆς καθ’ἡμᾶς κοινοτέρας
διαλέκτου πρός κατάληψιν τῶν ἁπλουστέρων ἑρμηνευόμενοι παρά
Ἀγαπίου Ἱερομονάχου καί Νικοδήμου Μοναχοῦ ... Ἐν Ζακύνθῳ 1864. (3η
έκδοση)

2. Λοιπές πηγές

Ἡ Παλαιά Διαθήκη κατά τούς Ἑβδομήκοντα. Ἔκδοσις τῆς


Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι.

Ἡ Καινή Διαθήκη. Τό πρωτότυπον κείμενον κατά τήν ἔκδοσιν τοῦ


Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 2007. (ἐπανέκδοσις)

Patrologiae cursus completus, Series Graeca (PG). Ἔκδοση J. P. Migne,


Παρίσι 1857 – 1866. (161 τόμοι)

Εὐθυμίου Ἱερομονάχου, Βίος καί πολιτεία καί ἀγῶνες διά δόξαν τῆς
ἡμῶν Ἐκκλησίας τελεσθέντες παρά τοῦ ὁσιολογιωτάτου καί μακαρίτου
καί ἀοιδίμου Νικοδήμου μοναχοῦ, συγγραφέντες δέ παρά τοῦ ἐν Χριστῷ
ἀδελφοῦ του Εὐθυμίου Ἱερομονάχου. Περιοδικό «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς»
4/1920, σελ. 636 – 641 και 5/1921, σελ. 210 – 218.

Καρμίρη Ἰωάννου, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς


Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας (2 τόμοι), Ἐν Ἀθήναις 19602.

«Ἀνακοίνωσις» Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους: Ἀναίρεσις τῶν


πεπλανημένων θέσεων τοῦ κ. Χρήστου Γιανναρᾶ περί τοῦ ἐν ἁγίοις
Πατρός ἡμῶν Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Καρυαί τῇ 13/26 Μαρτίου 1993.
Περιοδικό «Ὀρθόδοξος Μαρτυρία» 40/1993, σελ. 2 – 10 και στο Μον.
Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ἡ
νεονικολαϊτική σχολή. Ἔκδοση Ἱερού Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου,
Γουμένισσα 2002, σελ. 198 – 214.

83
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

Ἀραμπατζή Χρήστου, Ἡ ἔννοια τῆς παράδοσης στό Πηδάλιον τοῦ


Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτη. Ἑρμηνευτική προσέγγιση. Πρακτικά
Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος, 250
χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του, Νάξος 14 – 17 Ἰουλίου 2000. Ἐπετηρίς
Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΘ΄ 2004 – 2005, Ἀθήνα 2005,
σελ. 144 – 156.

Ἀργυρίου Ἀστερίου, Ἀδαμάντιος Κοραής καί Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:


Δύο διαφορετικοί δρόμοι, ἕνας κοινός σκοπός. Πρακτικά Α΄
Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν
κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου 1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου
Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006, τόμος Α΄, σελ. 189 – 206.

Πρεσβ. Βολουδάκη Βασιλείου, Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς. Ἐκδόσεις


Ὑπακοή, Ἀθῆναι 1993.

Γαλάνη Ἰωάννου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὡς ἑρμηνευτής τῆς


Ἁγίας Γραφῆς. Πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό
τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου
1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006,
τόμος Α΄, σελ. 161 – 172.

Γεδεών Μανουήλ, Ἡ πνευματική κίνησις τοῦ Γένους κατά τόν ΙΗ΄ και
ΙΘ΄ αἰῶνα. Νεοελληνικά Μελετήματα 1. Ἐκδόσεις Ἐρμής, Ἀθήνα 1976.

Γιάγκου Θεοδώρου, Τό «Πηδάλιον» σέ σχέση μέ παλαιότερες


νομοκανονικές συλλογές. Πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου
«Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του». 250
χρόνια ἀπό τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του. 21 – 23
Σεπτεμβρίου 1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου,
Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 257 – 277.

-, Χριστοφόρου Προδρομίτη Κανονικόν. Ἐκδόσεις Μυγδονία,


Θεσσαλονίκη 20092.

84
Γιανναρᾶ Χρήστου, Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἤθους. Ἐκδόσεις Γρηγόρης,
Ἀθήνα 19792.

-, Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα. Ἐκδόσεις Δόμος, Ἀθήνα


2006. (ἐπανέκδοση)

π. Γκρέκα Αρίσταρχου, Η ησυχαστική πνευματικότητα στο έργο του


Νικοδήμου του Αγιορείτη. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη 2015.

Γριτσόπουλου Τάσου, Νικόδημος Ἁγιορείτης ὁ Νάξιος καί τό κίνημα


τῶν Κολλυβάδων. Πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ
Ναξίου πνευματική μαρτυρία», Νάξος 8 – 11 Ἰουλίου 1993. Ἐπετηρίς
Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000, Ἀθήνα 2000,
σελ. 46 – 77.

Ἀρχιμ. Δεληδήμου Εἰρηναίου, Εἰσαγωγή στήν ἀκριβή ἀνατύπωση τῆς


γ΄ ἐκδόσεως τοῦ Πηδαλίου τοῦ 1864. Ἐκδόσεις Ρηγοπούλου,
Θεσσαλονίκη 2003.

Δημαρᾶ Κωνσταντίνου, Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Νεοελληνικά


Μελετήματα 2. Ἐκδόσεις Ἐρμής, Ἀθήνα 19895.

Εὐστρατιάδου Σωφρονίου, Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Περιοδικό


«Μακεδονικά» 1/1940, σελ. 38 – 57.

Ζαχαροπούλου Νικολάου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὡς


διδάσκαλος τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Θεολογικόν Συμπόσιον:
Χαριστήριον εἰς τόν καθηγητήν Παναγιώτην Κ. Χρήστου, Θεσσαλονίκη
1967, σελ. 465 – 486.

Πρωτ. Ζήση Θεοδώρου, Ὑπάρχουν δυτικές ἐπιδράσεις στή διδασκαλία


τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου; Στο Πρωτ. Ζήση Θεοδώρου, Κολλυβαδικά.
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος. Ἐκδόσεις
Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 11 – 23.

85
-, Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος στήν ζωή καί στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου.
Στο Πρωτ. Ζήση Θεοδώρου, Κολλυβαδικά. Ἅγιος Νικόδημος
Ἁγιορείτης, Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος. Ἐκδόσεις Βρυέννιος,
Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 25 – 35.

Μον. Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Ὁ βίος


καί τά ἔργα του 1749 – 1809. Ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19782.

-, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί ἡ νεονικολαϊτική σχολή. Ἔκδοση


Ἱερού Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα 2002.

Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἔκδοση Ἀθανάσιου


Μαρτίνου, Ἀθῆναι 1962 – 1968 (12 τόμοι).

Μητρ. Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἐμπειρική


Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τίς προφορικές
παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, τόμος Β΄. Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς
Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Λεβάδεια 20112.

Πρωτ. Καλλιακμάνη Βασιλείου, Ἡ διδασκαλία περί ἱκανοποιήσεως


τῆς θείας δικαιοσύνης στή νεοελληνική θεολογία. Περιοδικό «Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς» 71/1988, σελ. 529 – 537.

-, Ἀκρίβεια καί οἰκονομία κατά τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.


Πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης:
Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησή του, 190
χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου 1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ
Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 237 – 252.

Πρωτ. Καραϊσαρίδη Κωνσταντίνου, Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης


καί τό λειτουργικό του ἔργο. Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998.

Κρικώνη Χρίστου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Βίος καί


συγγραφικόν ἔργον. Σειρά «Θεωρία καί Πράξη». Ἀποστολική Διακονία,
Ἀθήνα 2001.

86
Μακρίδη Βασιλείου, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί φορεῖς τοῦ Διαφωτισμοῦ
στόν ἑλληνικό χῶρο. Ἰδιαιτερότητες μιᾶς σχέσης. Περιοδικό
«Κληρονομία» 29/1997, σελ. 163 – 201.

Πρωτ. Μαρνέλλου Γεωργίου, Ζητήματα γύρω ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἁγίου


Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «Ἀόρατος Πόλεμος» καί «Πνευματικά
Γυμνάσματα». Πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό
τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου
1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006,
τόμος Β΄, σελ. 99 – 133.

Ματσούκα Νικολάου, Δογματική καί συμβολική θεολογία Α΄.


Εἰσαγωγή στή θεολογική γνωσιολογία. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2009. (ἀνατύπωση)

-, Δογματική καί συμβολική θεολογία Β΄. Ἔκθεση τῆς ὀρθόδοξης πίστης


σέ ἀντιπαράθεση μέ τή δυτική χριστιανοσύνη. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ,
Θεσσαλονίκη 2010. (ἀνατύπωση)

-, Δογματική καί συμβολική θεολογία Γ΄. Ἀνακεφαλαίωση καί


ἀγαθοτοπία. Ἔκθεση τοῦ οἰκουμενικοῦ χαρακτήρα τῆς χριστιανικῆς
διδασκαλίας. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2005.

-, Δυτικού πολιτισμού παραλειπόμενα. Περιοδικό «Καθ΄οδόν» 6/1993,


σελ. 15 – 20.

-, Θρησκευτικό βίωμα καί θεολογία στίς Ἐξομολογήσεις τοῦ


Αὐγουστίνου. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίδα Θεολογικῆς Σχολῆς
Θεσσαλονίκης 25/1980, σελ. 189 – 218.

-, Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας. Μέ παράρτημα τό σχολαστικισμό


τοῦ Δυτικοῦ Μεσαίωνα. Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998.

-, Οἰκουμενική κίνηση. Ἱστορία, θεολογία. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ,


Θεσσαλονίκη 2011. (ἀνατύπωση)

-, Ὁ Προτεσταντισμός. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1995.

87
Πρωτ. Μεταλληνοῦ Γεωργίου, Ἐκκλησία καί ἐπιστήμη τόν 18ο αἰώνα
(συνέντευξη). Περιοδικό «Σύναξη» 18/1986, σελ. 73 – 79.

-, Ἡ «περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης» διδασκαλία καί ἡ


νεοελληνική κατηχητική καί κηρυκτική πράξη. Στο Πρωτ. Μεταλληνοῦ
Γεωργίου, Λόγος ὡς Ἀντίλογος. Ἐκδόσεις Ἁρμός, Ἀθήνα 1992, σελ. 85 –
98.

-, Ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής καί ἡ Ὀρθοδοξία. Στο Πρωτ. Μεταλληνοῦ


Γεωργίου, Παράδοση καί ἀλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία
τοῦ νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ἐκδόσεις
Δόμος, Ἀθήνα 1998 (ἐπανέκδοση), σελ. 149 – 190.

-, «Ἡ κατά Ἀνατολήν Δύσις». Ὁ «μετακενωτικός» ρόλος τῶν δυτικῶν


μισσιοναρίων στό ἑλληνικό κράτος. Στο Πρωτ. Μεταλληνοῦ Γεωργίου,
Παράδοση καί ἀλλοτρίωση. Τομές στην πνευματική πορεία τοῦ
νεώτερου Ἑλληνισμοῦ κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. Ἐκδόσεις Δόμος,
Ἀθήνα 1998 (ἐπανέκδοση), σελ. 259 – 323.

-, Τό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Πρακτικά Α΄


Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ
διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν
κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου 1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου
Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006, τόμος Β΄, σελ. 45 – 65.

Μπαμπινιώτη Γεώργιου, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. Κέντρο


λεξικολογίας, Αθήνα 1998.

Μπέγζου Μαρίου, Ἡ μεταφυσική τῆς οὐσιοκρατίας στό Μεσαίωνα καί


ἡ ἐκκοσμίκευση. Φιλοσοφική κριτική στή θρησκεία τῆς Εὐρώπης. Ἀθήνα
1989.

-, Ὁ νομικισμός στή φιλοσοφία τῆς θρησκείας. Κριτική στόν παπισμό.


Πρακτικά ΙΔ΄ Θεολογικοῦ Συνεδρίου μέ θέμα «Ἡ μήτηρ ἡμῶν
Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία», 10 – 13 Νοεμβρίου 1993. Ἔκδοση Ἱερᾶς
Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 461 – 470.

88
Μπενάκη Λίνου, Δυτικοευρωπαϊκό πνεῦμα καί Ἑλληνική Ὀρθοδοξία.
Ἡ μετάβαση ἀπό τό Βυζάντιο στό Νέο Ἑλληνισμό καί ἡ σύγχρονη
προβληματική. Περιοδικό «Σύναξη» 34/1990, σελ. 31 – 41.

Μον. Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης καί τό


κολλυβαδικό κίνημα. Πρακτικά Α΄ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου «Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: Ἡ ζωή καί ἡ διδασκαλία του». 250 χρόνια ἀπό
τήν γέννησή του, 190 χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του. 21 – 23 Σεπτεμβρίου
1999. Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, Γουμένισσα 2006,
τόμος Α΄, σελ. 121 – 132.

Μον. Νικοδήμου (Μπιλάλη), Ὁ πρωτότυπος βίος τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου


τοῦ Ἁγιορείτου (1749 – 1809), γραμμένος τό 1812 – 13 ἀπό τόν παράδελφό
του Ἱερομόναχο Εὐθύμιο. Ἔκδοση Συλλόγου «Ἅγιος Νικόδημος ὁ
Ἁγιορείτης», Ἀθῆναι 19969.

Νικολοπούλου Παναγιώτου, Βιβλιογραφική ἐπιστασία τῶν ἐκδόσεων


Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Πρακτικά Συμποσίου «Νικοδήμου
Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία», Νάξος 8 – 11 Ἰουλίου
1993. Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000,
Ἀθήνα 2000, σελ. 361 – 667.

-, Προβλήματα βιβλιογραφίας τῶν ἔργων Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου.


Πρακτικά Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου: Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ὁ
Νάξιος, 250 χρόνια ἀπό τήν γέννησίν του, Νάξος 14 – 17 Ἰουλίου 2000.
Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν, τόμος ΙΘ΄ 2004 – 2005, Ἀθήνα
2005, σελ. 139 – 143.

Παπαδημητρίου Κυριακούλας, Πρίν τή θεωρία. Προδρομική πατερική


ἑρμηνευτική. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2012.

Παπουλίδη Κωνσταντίνου, Ἡ συγγένεια τοῦ βιβλίου «Ἀόρατος


Πόλεμος» τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη μέ τό «Combattimento Spirituale»
τοῦ Lorenzo Scupoli. Περιοδικό «Μακεδονικά» 10/1970, σελ. 23 – 34.

-, Ἡ συγγένεια τοῦ βιβλίου «Γυμνάσματα Πνευματικά» τοῦ Ἁγίου


Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου μέ τό «Exercicios Spirituales» τοῦ Ἁγίου
Ἰγνατίου de Loyola. Περιοδικό «Μακεδονικά» 11/1971, σελ. 167 – 173.

89
Πασχαλίδη Συμεών, Τό Ὑμναγιολογικό Ἔργο τῶν Κολλυβάδων.
Συμβολή στή μελέτη τῆς Ἁγιολογικής Γραμματείας κατά τήν περίοδο
τῆς τουρκοκρατίας. Ἐκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2007.

Πατρινέλη Χρήστου, Θρησκευτικές ἔριδες καί ἀμφισβητήσεις. Ἱστορία


τοῦ Ἑλληνικού Ἔθνους, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1975, τόμος ΙΑ΄, σελ.
130 – 133.

Ἀρχιμ. Παυλοπούλου Νικοδήμου, Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.


Ἐκκλησιαστικαί Ἐκδόσεις Ἐθνικῆς Ἑκατονπεντηκονταετηρίδος
(Ἀποστολική Διακονία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), ἐν Ἀθήναις 19762.

Podskalsky Gerhard, Ἡ ἑλληνική θεολογία ἐπί τουρκοκρατίας 1453 –


1821. Ἡ Ὀρθοδοξία στή σφαῖρα ἐπιρροῆς τῶν δυτικῶν δογμάτων μετά
τή Μεταρρύθμιση. Μετάφραση Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός. Ἔκδοση
Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος Ἐθνικῆς Τραπέζης, Ἀθήνα 2005.

Ἀρχιμ. Ράντοβιτς Ἀμφιλοχίου, Ἡ Φιλοκαλική Ἀναγέννησι τοῦ XVIII


καί XIX αἰ. καί οἱ Πνευματικοί Καρποί της. Ἔκδοση Ἱδρύματος
Γουλανδρῆ – Χόρν, Ἀθῆναι 1984.

Ρωμανίδου Ἰωάννου, Τό Προπατορικόν Ἁμάρτημα. Ἐκδόσεις


Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 20103.

Σάθα Κωνσταντίνου, Νεοελληνική φιλολογία. Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς


γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, ἀπό τῆς καταλύσεως τῆς
Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μέχρι τῆς ἑλληνικής ἐθνεγερσίας (1453 –
1821). Ἐν Ἀθήναις, 1868.

Ἀρχιμ. Στεφανίδου Βασιλείου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ἀπ’ἀρχῆς μέχρι


σήμερον. Ἐκδόσεις Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 20007.

Τζώγα Χαριλάου, Ἡ περί μνημοσύνων ἔρις ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατά τόν ΙΗ΄
αἰῶνα. Ἐναίσιμος ἐπί Διδακτορίᾳ Διατριβή. Θεσσαλονίκη 1969.

90
Τσελεγγίδη Δημητρίου, Δυτική θεολογία και πνευματικότητα.
Σημειώσεις από τις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Έκδοση Υπηρεσίας
Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη (χωρίς χρονολογία).

-, Ἡ ἱκανοποίηση τῆς θείας δικαιοσύνης κατά τόν Ἄνσελμο


Καντερβουρίας. Θεολογική προσέγγιση ἀπό ὀρθόδοξη ἄποψη. Ἐκδόσεις
Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2009. (ἀνατύπωση)

-, Ἡ Σωτηριολογία τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Κριτική θεολογική


προσέγγιση τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς καί Προτεσταντικῆς Σωτηριολογίας
ἀπό Ὀρθόδοξη ἄποψη. Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2012.

Φειδᾶ Βλασίου, Πηδάλιον καί ἐκκλησιαστική συνείδηση. Πρακτικά


Συμποσίου «Νικοδήμου Ἁγιορείτου τοῦ Ναξίου πνευματική μαρτυρία»,
Νάξος 8 – 11 Ἰουλίου 1993. Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν,
τόμος ΙΣΤ΄ 1996 – 2000, Ἀθήνα 2000, σελ. 135 – 154.

Φραγκίσκου Ἐμμανουήλ, Ἀόρατος Πόλεμος (1796), Γυμνάσματα


Πνευματικά (1800). Ἡ πατρότητα τῶν «μεταφράσεων» τοῦ Νικοδήμου
Ἁγιορείτη. Περιοδικό «Ὁ Ἐρανιστής» 19/1993, σελ. 102 – 135.

-, Τό ζήτημα τῆς γλωσσομάθειας τοῦ Νικοδήμου Ἁγιορείτη. Περιοδικό


«Ὁ Ἐρανιστής» 23/2001, σελ. 173 – 190.

Χρήστου Παναγιώτου, Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες καί


θεολόγοι τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τόμοι Α΄ – Β΄. Ἐκδόσεις Κυρομάνος,
Θεσσαλονίκη 20052 (Α΄ τόμος, ἀνατύπωσις) και 20032 (Β΄ τόμος,
ἀνατύπωσις).

91

You might also like