Αγιο Ορος Μητροπολίτου Μεσογαίας Και Λαυρεωτικής Νικολάου

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 269

ΑΓΙΟΝΟΡΟΣ

Ένας τόπος με οικουμενικές συντεταγμένες


και ουράνιο προσανατολισμό
Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικολάου

«Όρος του Θεού» (Ψαλμ. ξζ' 15)


Όσο ψηλότερα ανεβαίνει κανείς, τόσο, όπως μάς λένε οι
επιστήμονες, η βαρύτητα αδυνατίζει, τόσο λιγότερο αισθάνεται
κανείς την έλξη της γης, τόσο χαλαρώνουν οι δεσμοί μαζί της, τόσο
πιο εύκολα μπορεί να αποχωρισθεί από την απαιτητική και
διεκδικητική παρουσία της, τόσο πιο ανάλαφρος γίνεται.
Αλλά και τόσο πιο κοντά αισθάνεται προς τον ουρανό πού
είναι μεν ασαφής, αλλά είναι τόσο υπαρκτός και τόσο ποθητός. Αν
και λιγότερο ψηλαφητός, μοιάζει πιο αληθινός από την γη. Όσο πιο
ψηλά ανεβαίνει, τόσο ο αέρας καθαρίζει, οι ακοές εκλεπτύνονται, ο
ορίζοντας διευρύνεται, η σχέση με το αληθινό εντείνεται. Η αλήθεια
είναι πιο πειστική από την πραγματικότητα.
Το Άγιον Όρος είναι ο κατ' εξοχήν τόπος στην Ορθοδοξία
πού ο μοναχισμός για χίλια και πλέον χρόνια βιούται στην πλέον
απόλυτη μορφή του. Μπορεί οι αιώνες να προσθέτουν και το
«κοσμικό» αποτύπωμα τους πάνω στο σώμα του, μπορεί -και είναι
φυσικό- οι άνθρωποι να εκφράζουν και εκεί τα ελαττώματα ή
ακόμη και τα πάθη τους, μπορεί και ο σημερινός «πολιτισμός» να
έχει κάνει τη ζημιά του όμως το Όρος διατηρεί κατά έναν ανεξήγητο
μυστικό τρόπο το ευλογημένο ήθος του, τις συνεχείς και μοναδικές
αποδείξεις της χάριτος του, την σπάνια και ιδιότυπη πνευματική
δύναμη του, την ολοζώντανη σχέση του με τον «τόπο» της
βασιλείας του Θεού και τον «καιρό» του Κυρίου. Το φρόνημα του
δεν κινδυνεύει από τις λάθος επιλογές, δεν βλάπτεται από τον
κακό εκσυγχρονισμό, δεν φθείρεται από τις εποχές και από τους
ανθρώπους, τους όποιους ανθρώπους. Η αλήθεια του αντέχει.
Μοιάζει με βράχο πού τα κύματα των πολιτικών επιρροών,
της αλόγιστης χρήσης της τεχνολογίας, του τουρισμού, των
ενδομοναχικών διενέξεων, αντιζηλειών, ακόμη και εμπαθειών, των
τοπικιστικών αντιλήψεων, των πάσης φύσεως εχθρών, το μόνο
πού καταφέρνουν είναι ή προς καιρόν να τον σκεπάζουν ή απλά
να γλείφουν την εξωτερική του επιφάνεια αφήνοντας το
περιεχόμενο του κυριολεκτικά ανέπαφο. Κάτι υπάρχει πού
πραγματικά το προφυλάσσει. Ίσως να είναι η μοναχική
πολυμορφία του, ίσως η διαχρονική αντοχή του, ίσως η

-1-
φυσικότητα της μοναχικής έκφρασης του, ίσως οι θησαυροί, τα
κειμήλια και η αίγλη του, ίσως το «άβατο» και το «αυτοδιοίκητό»
του, ίσως ο οικουμενικός χαρακτήρας του, ίσως η Θεομητορική
σκέπη και προστασία του, ίσως η ειδική χάρη του. Το Βυζάντιο,
παρά την θεοκρατικότητά του, ύστερα από 11 αιώνες δόξης έπεσε.
Το Όρος διανύει τον 14ο αιώνα της ζωής του, αλλά βαδίζει με τον
βηματισμό του μέλλοντος αιώνος και σου δίνει την αίσθηση ότι
είναι ένας τόπος «ούκ εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη' 36) πού η
σχέση του με τον χρόνο είναι όση και η επαφή της επιφάνειας του
με τον αέρα, το δε πολίτευμα του «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ'
20). «Όρος πίον, όρος τετυρωμένον» (Ψαλμ. ξζ' 15)
Έχοντας χαλαρή σχέση με την εγκοσμιότητα και
εφημερότητα, όντας συνεχώς εστραμμένο προς τα έσχατα και τα
υψηλά, μοιάζει με μια αγκαλιά πού χωρεί όλους και ένα βλέμμα
πού διακρίνει και τα επέκεινα και του χρόνου και της λογικής. Το
Όρος έχει γεωγραφικές συντεταγμένες στην Ελλάδα αλλά δεν
ανήκει σε αυτήν.
Ίσως να είναι τι κατεξοχήν κομμάτι της Ορθόδοξης ζωής πού
υπογραμμίζει την καθολικότητα και οικουμενικότητα της Εκκλησίας.
Ανάμεσα στα μοναστήρια του, έχει ένα Ρώσικο, ένα Σέρβικο και
ένα Βουλγάρικο. Διαθέτει δύο Ρουμάνικες σκήτες και φιλοξενεί
μοναχούς από χώρες και πολιτισμούς μακρινούς, όπως το Περού
και η Κολομβία. Μέσα στα γεωγραφικά του πλαίσια ομιλούνται και
προσφέρεται η θεία λατρεία σε πλείστες όσες γλώσσες,
εκφράζονται ποικίλοι πολιτισμοί, αποτυπώνονται πολλές
παραδόσεις, υπάρχει μια θαυμάσια και ισόρροπη ποικιλομορφία.
Τίποτε από όλα αυτά δεν παρεμποδίζει την ενότητα της πίστεως,
την καθολικότητα του Ορθοδόξου πνεύματος, την οικουμενικότητα
της εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Αντίθετα όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο λόγος του Θεού δεν
περιορίζεται από γλώσσες, δεν περισφίγγεται από σύνορα, δεν
ασφυκτιά από πολιτισμικές εκφράσεις ίσως ούτε και από
θρησκείες. Είναι ενδιαφέρον ότι από τα μέλη του Συλλόγου «Οι
φίλοι του Αγίου Όρους» στην Αγγλία, μόνον το ένα τρίτο είναι
Ορθόδοξοι. Οι μη Ορθόδοξοι συγγραφείς πού καταθέτουν τον
εντυπωσιασμό τους και την υποψία της μυστικής δυνάμεως του
όλο και πληθαίνουν. Το Όρος συγκινεί κάθε καρδιά.
Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν άλλη διάσταση και
προοπτική. Η σχέση με τα γήινα, τα εφήμερα, τα φθαρτά είναι
εντελώς συμβατική. Έννοιες όπως χρήμα, ιδιοκτησία, περιουσία,
επένδυση, διασκέδαση, ανταγωνισμός, συμφέρον, εκφυλίζονται σε
εντελώς δευτερεύοντες όρους. Από τα γήινα εδώ επιλέγονται τα
εντελώς αναγκαία. Η ψυχή ξανοίγεται στα ουράνια. Εδώ κυριαρχεί
-2-
το ενδιαφέρον για τα αιώνια, για την βασιλεία του Θεού. Η ιστορία
δεν υπάρχει για να λατρεύεται, αλλά για να θεμελιώνει το παρόν.
Το μέλλον δεν παρουσιάζεται για να εκτονώνει τα πιεσμένα
συναισθήματα, αλλά για να μεταμορφώνει το παρόν. Όλος ο
χρόνος συμπυκνώνεται στην αγκαλιά του. Το Όρος ακολουθεί το
παλαιό ημερολόγιο με την συνείδηση ότι είναι λάθος, χωρίς αυτό
να ενοχλεί, και με τον λογισμό ότι είναι για τον τόπο το
δοκιμασμένο. Αλλά και ο Βυζαντινός χρονικός κύκλος της ημέρας,
πού είναι τόσο άβολος στην πράξη, φαίνεται πώς εδώ έχει τον
λόγο του. Το Όρος ζει στον δικό του χρόνο. Έχει ξεφύγει από τους
πιο σφιχτούς κλοιούς και έχει νικήσει και τις πιο παντοδύναμες
κυριαρχίες.
Ο χρόνος δεν δεσμεύει. Η παράδοση δεν περιορίζει. Το
λειτουργικό τυπικό δεν φυλακίζει. Η εθνική ταυτότητα και η γλώσσα
δεν απολυτοποιούνται. Η μόρφωση δεν αποτελεί προνόμιο.
Διακρίσεις δεν υπάρχουν. Οι συγκρίσεις αποφεύγονται. Αυτό πού
κυριαρχεί είναι η αδιάλειπτη παράσταση ενώπιον του Θεού και το
αγκάλιασμα του σύμπαντος κόσμου.
«Εις τα όρη ψυχή αρθώμεν όθεν η βοήθεια ήκει» (Ψαλμ. ρκ'
1) Το πρώτο ιδίωμα του Άθωνα είναι ότι είναι Όρος και μάλιστα
νοητόν. Είναι σημείο υψηλόν. Αντιπροσωπεύει μία ζωή πού
προσεγγίζεται ως ανάβασης, απολαμβάνετε «ταις υψηλαίς φρεσί»,
αναφέρεται στην «τα άνω ατενίζουσα καρδίαν», πού επιζητεί τον
«εν υψηλοίς κατοικούντα», τον Ύψιστο. Είναι ενδιαφέρον ότι στην
παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχουν τέσσερις αγιογραφικές
αναφορές σε όρη στα οποία συνέβησαν αποκαλυπτικά γεγονότα.
Στο Όρος Σινά, ο Μωυσής παραλαμβάνει τις δέκα εντολές,
την έκφραση της θείας βουλήσεως. Συνομιλεί μαζί Του, ακούει την
φωνή Του και αντικρίζει τα οπίσω Του (Έξοδος κεφ. ιθ' και κ'). Στο
Καρμήλιο Όρος, ο προφήτης Ηλίας προσεύχεται, εισακούεται η
φωνή του, λαμβάνει την απάντηση του Θεού και αισθάνεται την
παρουσία Του. Γεύεται τα σημεία της δυνάμεως Του (Γ' Βασ. κεφ.
ιη', ιθ' και κ'). Στο Όρος των Ελαιών, λαμβάνει χώραν το γεγονός
της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου, ο οποίος θεώνει το πρόσλημμα
και «επί των ώμων την πλανηθείσαν άρας ανθρωπείαν φύσιν τω
Θεώ και Πατρί προσήγαγε» (Ψαλμ.). Εδώ υπεμφαίνεται η δόξα και
τιμή της ανθρωπινής φύσεως (Πράξ. α' 12).
Τέλος, στο Όρος Θαβώρ, ο Κύριος φανερώνει την δόξαν Του
στο μέτρο πού αντέχει να την αναγνωρίσει η ανθρώπινη φύση και
εκπέμπει το θείο φως Του (Ματθ. ιζ' 1-8). Το Όρος είναι όρος των
θείων εντολών, είναι τόπος του πρακτικού βίου, τόπος υπομονής,
ταπείνωσης, αγάπης, τόπος θείων επενδύσεων. Είναι τόπος
«διηνεκούς βίας της φύσεως, και ανελλιπούς φυλακής των
-3-
αισθήσεων», είναι τόπος άκρας, αδιάλειπτου και ανυποχώρητου
ασκήσεως και αποταγής.
Είναι τόπος προσευχής και σημείων. Η προσευχή είναι
αδιάκοπη, από πολλούς, εκτενής και μακρά. Οι ασκητές ξεκινούν
με την δύση του ηλίου την ολονυκτία τους, οι κοινοβιάτες παίρνουν
τη σκυτάλη το μεσονύκτιο, το πρωί τελείται η Θεία Λειτουργία, κατά
την διάρκεια της ημέρας οι ακολουθίες των Ωρών, στο διακόνημα,
στο κελί, στον χρόνο της ησυχίας και της φιλόθεης αδολεσχίας
ακούγεται διαρκώς και από πολλούς η επανάληψης των θείων
νοημάτων της ευχής. Οι γλώσσες προσεύχονται, η αρχιτεκτονική
των ναών υπογραμμίζει την ένταση της προσευχής, το
πρόγραμμα, οι μακρές ακολουθίες, οι καρδιές των μοναχών όλα
διακατέχονται από το άρωμα της προσευχητική μελωδίας.
Το Όρος φανερώνει την ακρότητα των ανθρωπίνων
καταστάσεων. Έχει την μεσότητα του διακριτικού ήθους, αλλά και
την δίχως άκριτες ακρότητες θεία ακρότητα του απόλυτου και
ασυμβίβαστου βίου και φρονήματος. Η καθημερινή αγρυπνία, η
απουσία της γυναικείας παρηγοριάς έστω και ως εικόνος, η
δεδομένη υπακοή, η χωρίς προσωπικές επιλογές ζωή,
υπογραμμίζουν την φυσικότητα της υπέρ φύσιν καταστάσεως. Στο
Όρος αναδεικνύεται το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσεως. Ο τόπος
λειτουργεί ως εργαστήριο θεώσεως. «Την εν σαρκί ζωήν σου
κατεπλάγησαν αγγέλων τάγματα», ψάλλει ο Αθωνικός κόσμος
τιμώντας τον πατέρα του Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Τα
ανθρώπινα μέτρα εκτείνονται στα έσχατα όρια τους. Εδώ, άγιοι,
όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γίνονται επόπται της
θεότητος. Άγιοι, όπως ο άγιος
Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, αποτινάσσουν την γήινη
βαρύτητα ώστε και να ίπτανται. Άγιοι, όπως ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης, εκφράζουν την ευφυΐα τους ως φωτισμό και
μεταμορφώνουν την γνώση τους σε αποκαλυπτικό λόγο. Άγιοι,
όπως οι σύγχρονοί μας π. Παΐσιος, π. Εφραίμ, γέρων Ιωσήφ ο
Ησυχαστής συνδυάζουν την βία στην ζωή τους με την χάρι, όπως
οι παλαιοί γέροντες της ασκητικής γραμματείας. Άγιοι όπως ο
άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή οι επίσης σύγχρονοί μας π. Σωφρόνιος
και π. Πορφύριος αντλούν δυνάμεις από το Αθωνικό φρέαρ για
λίγα χρόνια και μεταμορφώνονται σε παγκόσμιους αναμορφωτές
και ιεροκήρυκες και θεολόγους δια βίου.
Το Όρος όμως δεν είναι μόνον τόπος της ανθρώπινης
πνευματικής δόξας. Και στα τέσσερα προαναφερθέντα όρη, η
παρουσία του Θεού υποδηλώνεται από την εμφάνιση κάποιας
νεφέλης. Στο Σινά ως «νεφέλη γνοφώδης», εντός της οποίας
εισέρχεται ο Μωυσής, αισθανόμενος αλλά μη ορών τον Κύριο
-4-
(Έξοδος ιθ' 16 και κδ'). Στο Καρμήλιο όρος η «νεφέλη» λύει την
σιγή του ουρανού και φέρνει «υετόν» κατά θαυμαστόν τρόπον (Γ'
Βασ. ιη' 44). Στο Όρος της Θείας Αναλήψεως «νεφέλη υπέλαβε»
τον Κύριο και τον αναφέρει στον ουρανό (Πραξ. α' 9). Τέλος, στο
Θαβώρ «νεφέλη φωτεινή επεσκίασε» τους μαθητές και «φωνή εκ
της νεφέλης λέγουσα· ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω
ευδόκησα· αυτού ακούετε» καταδεικνύει την συμπαρουσία του
Θεού Πατρός (Ματθ. ιζ' 5).
Το Όρος ζει μέσα στην νεφέλη των χαρίτων του Θεού. Άγια
λείψανα ευωδιάζουν, ιερές εικόνες μυροβλύζουν, τα αναμενόμενα
ανατρέπονται, τα προσδοκώμενα υπερβαίνονται, οι εκπλήξεις
ξεπερνούν τα συνηθισμένα γεγονότα, ο Θεός ενεργεί πιο δυνατά
από τους φυσικούς νόμους και την λογική. Μέσα στην Αγιορείτικη
νεφέλη εισέρχεσαι ως επισκέπτης και διαπιστώνεις, όπως ο
Μωυσής, ότι στα χέρια σου βρίσκονται οι πλάκες των θείων
εντολών. Διευκολύνεσαι στην τήρηση τους. Σε ξαφνιάζει η
παρουσία της και αιφνιδιάζεσαι από το «σημείον» του υετού της
χάριτος του Θεού. Την αισθάνεσαι ως μυστήριο και «πίπτεις επί
πρόσωπον φοβούμενος σφόδρα», όπως οι μαθητές στο Θαβώρ.
Την αντικρίζεις και ακούς την φωνή του Θεού Πατρός μέσα σου.
Την νοιώθεις ως αψηλάφητο θεϊκό μεγαλείο και «ατενίζεις εις τον
ουρανόν», όπως οι απόστολοι στο Όρος των Ελαιών και
«επιστρέφεις» μετά μεγάλης μυστικής «χαράς».
Αν το Όρος της θεϊκής παρουσίας φωτίζει με την θέα των
αποκαλύψεων, η νεφέλη του θείου μυστηρίου πληροί την καρδία
με την ταπείνωση της Ακτίστου χάριτος. Στο Άγιον Όρος ζεις το
θαύμα, αντιλαμβάνεσαι την αγιότητα, φωτίζεσαι από όσα μπορείς
να δεις, τρέφεσαι από όσα αδυνατείς να προσεγγίσεις, «φρονείς εν
εαυτώ ο και εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. β' 5).
Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός
φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του
απαιτητικού αναζητητή, μου δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θα
ήθελε πολύ να πιστέψει, αλλά δεν μπορούσε. Χρόνια
προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους, αλλά δεν
ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και
αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μου
ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
- Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα.
- Δυστυχώς όχι, μου απαντά. Είμαι της φιλοσοφικής.
- Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς
αστειευόμενος. Ένοιωσε αμήχανα και κάπως σιώπησε για λίγο.
- Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη πού σε πείραξα λιγάκι. Αλλά ο
-5-
Θεός δεν είναι εξίσωση ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι
τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα Τον πίστευαν. Να ξέρεις,
αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος;
έχεις ποτέ συναντήσεις κανέναν ασκητή;
- Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα
πολλά; Αν μου πείτε, μπορώ να πάω και αύριο. Ξέρετε κανέναν
μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;
- τι προτιμάς; Μορφωμένον πού μπορεί να σε ζαλίσει ή Άγιον
πού μπορεί να σε ξυπνήσει;
- Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.
- Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με
κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ.
- Γαβριήλ, μου απαντά.
Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο
προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα
σχεδιάγραμμα.
- Θα πάς, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι
άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω. Θέλω μια απόδειξη
περί υπάρξεως Θεού.
- Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου απαντά.
- Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και
φοβάσαι εμένα; Ρωτώ.
Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.
Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με
κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι
τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο
Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από
δέκα λεπτά και η συνομιλία του γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.
- Τι γίνεστε, παιδιά; Ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι;
Έχετε πιει λίγο νεράκι.
- Ευχαριστούμε, γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική
ευγένεια.
- Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας
τον από τους υπόλοιπους. Θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το
κουτί αυτό με τα λουκούμια. Και έλα πιο κοντά να σου πώς ένα
μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, αλλά να έχει όνομα αγγέλου
και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον
αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του
αποκάλυψε το πρόβλημα του; τι, τελικά, ήθελε να του πει ο
γέροντας;
- Πάτερ, μπορώ να σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε να
ψελλίσει.
-6-
- Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει· πάρε το λουκούμι, πιες και
λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να
διανυκτερεύσεις.
- Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται;
- τι να πούμε, ρε παλικάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;
Στο ερώτημα αυτό ένοιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή
μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα
μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα
λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας
ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα
«αν», τα «γιατί», τα «μήπως» και έμεινε μόνον το «πώς» και το
«τι» από δω κι εμπρός.
Ό,τι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε
ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης
τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σου κάνουν
την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την
μεταμόσχευση χωρίς να σου ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε
δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου
φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σου κουράσουν το
μυαλό.
«Άβατον και Θεοβάδιστο»
Το Άγιον Όρος είναι το πανεπιστήμιο της καρδιάς, είναι το
θεραπευτήριο του έσω
ανθρώπου. Σε φιλοξενεί σε πνευματικές κορυφές πού δεν τις
προσεγγίζεις ούτε με το πιο σύγχρονο αερόστατο της κοσμικής
συλλογιστικής. Η χάρις εδώ δίνει ασυνήθεις εκφράσεις στην
αλήθεια.
Το βασικό ερώτημα στο Όρος δεν είναι αν υπάρχει Θεός.
Αυτό φαίνεται σαν να έχει λάβει προ πολλού την οριστική
απάντηση του. Ούτε το αν ο Θεός μας είναι καλύτερος από των
άλλων. Αυτό το μάς δεν νοείται κτητικά - ο Θεός είναι δικός μου-,
αλλά διατυπώνεται υικά, κενωτικά -εγώ αγωνίζομαι να γίνομαι
δικός Του. Το ζητούμενο είναι ο αγώνας μετοχής στη θεία φύση
Του (Β'Πέτρ. α' 4), η αξιοποίηση της συγγένειας μαζί Του, η
απόκτηση της αίσθησης της παρουσίας Του, το πώς και το υγιές
της εμπειρίας Του.
Η αξία του δεν έγκειται στους επιμέρους χαρισματικούς
μοναχούς του, όσο πολλοί, όσο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί. Το
μεγαλείο του κρύβεται στο ότι αποτελεί τόπο αναπαύσεως του
Θεού. Όπως για άγνωστους σε μάς λόγους, σε μερικές εικόνες,
πού ιστορούν το ίδιο πρόσωπο με άλλες, συγκαταβαίνει
διαφορετικά, και δίνει ειδική χάρι σε αυτές πού δεν δίνει στις
υπόλοιπες, όπως μεταξύ των δώδεκα αγαπημένων μαθητών του
-7-
είχε και τον «ηγαπημένον», όπως ανάμεσα στους λαούς του
επιλέγει και τον «περιούσιον», όπως μόνον σε συγκεκριμένα
σημεία, την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ή του Σιλωάμ, επιτελεί τα
θαύματα της φανερώσεώς Του, έτσι επιλέγει και τόπους μέσα στη
δημιουργία Του πού εκφράζει ιδιαίτερα την χάρι Του. Το Άγιον
Όρος είναι το Όρος του Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΤΟΥΣΙΑ

Το Άγιον Όρος στην υπερχιλιόχρονη


ιστορία του

Το Άγιον Όρος στην υπερχιλιόχρονη ιστορία του υπήρξε


πάντα το άοκνο εργαστήρι της σοφίας και της αρετής µε εξέχουσες
µορφές λογίων κι εναρέτων µοναχών.
Από τα µέσα του 18ου αιώνος παρατηρείται µία µεγάλη
άνθηση στο Άγιον Όρος, που φθάνει µέχρι τις ηµέρες µας. Οι όσιοι
Ακάκιος ο Καυσοκαλυβίτης (+ 1730), ο υπέρµετρος αυστηρός
σπηλαιώτης ασκητής, ο µιµητής του οσίου Μαξίµου του
Καυσοκαλύβη Ιερόθεος ο Ιβηρίτης (+ 1745), ο σοφός διδάσκαλος
Άνθιµος ο Κουρούκλης (+ 1782), ο ιλαρός κήρυκας νήσων του
Αιγαίου και του Ιονίου, Παϊσιος ο Βελιτσκόφκσυ (+ 1794) ο
δηµιουργός "ασκητικοφιλολογικής" σχολής, Σωφρόνιος ο
Αγιαννανίτης, Μακάριος ο Νοταράς (+ 1805) ο ασκητής ιεράρχης,
Γεώργιος της Τσερνίκα της Ρουµανίας (+ 1806), Νικόδηµος ο
Αγιορείτης (+ 1809) ο γνωστός σοφός συγγραφέας, Αθανάσιος ο
Πάριος (+ 1813) ο διακεκριµένος διδάσκαλος, Σωφρόνιος Βράτσης
της Βουλγαρίας (+ 1813), Αρσένιος ο εν Πάρω (+ 1877) ο
διάσηµος ασκητής, Αντύπας της Μολδαβίας (+ 1822), Σιλουανός ο
Ρώσος ο Αθωνίτης (+ 1938) γνωστός από την ωραία βιογραφία
του και Σάββας ο εν Καλύµνω (+ 1948) ο Θαυµατουργός,
αποτελούν σηµαντικό πυρήνα φωτισµού, διδασκαλίας και
προσφοράς.
Μαζί µε τους παραπάνω συγκαταλέγονται και οι ένδοξοι
Αγιορείτες νεόµαρτυρες, που στον 18ο και 19ο αιώνα φθάνουν
τους εξήντα και µεταξύ αυτών διακρίνονται: Παχώµιος ο
Νεοσκητιώτης (+ 1730), Κωνσταντίνος ο Ρώσος (+ 1742),
∆αµασκηνός ο Θεσσαλός (+ 1771), Κοσµάς ο Αιτωλός (+ 1779) ο
γνωστότατος διδαχός και ιδρυτής ναών και σχολείων, Λουκάς ο
Σταυρονικητιανός (+ 1802), Γεράσιµος ο
Κουτλουµουσιανοσκητιώτης (+ 1812), Ευθύµιος ο Ιβηροσκητιώτης
-8-
(+ 1814), Γεδεών ο Καρακαλληνός (+ 1818), Αγαθάγγελος ο
Εσφιγµενίτης (+ 1819), Γρηγόριος ο Ε' Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως (+ 1821), Παύλος ο Κωνσταµονίτης (+ 1824)
και τελευταίος γνωστός Αθανάσιος ο Λήµνιος (+ 1846). Η ίδρυση
της Αθωνιάδος Ακαδηµίας (1749) αποτελεί σταθµό της νεώτερης
αγιορείτικης ανθήσεως. Αξιόλογοι διδάσκαλοι διδάσκουν σε αυτή
όπως ο Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, ο πρώτος σχολάρχης της,
µε διάδοχο τον Αρχιµανδρίτη Αγάπιο τον Αγιοταφίτη, που
σφαγιάσθηκε έξω της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, Ευγένιος
ο Βούλγαρης, ο χαρισµατούχος διδάσκαλος, Νικόλαος Ζερτζούλης
ο Μετσοβίτης, Παναγιώτης Παλαµάς, Αθανάσιος ο Πάριος και
άλλοι. Έφοροι και προστάτες της Ακαδηµίας αναδείχθηκαν οι άγιοι
Γρηγόριος ο Ε΄, Νικόδηµος ο Αγιορείτης και Μακάριος ο Νοταράς.
Μαθητές της υπήρξαν οι νεοµάρτυρες Κοσµάς ο Αιτωλός,
Κωνσταντίνος ο Υδραίος και Αθανάσιος Κουλακιώτης όπως
επίσης οι πνευµατικοί άνδρες Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Σέργιος
Μακραίος και ο εθνοµάρτυς Ρήγας Φεραίος. Είναι γεγονός πως για
το τουρκοκρατούµενο Γένος η Αθωνιάδα Σχολή απέβη ένας ακόµη
φάρος και µιά ελπίδα για την επιβίωσή του. Το τυπογραφείο
επίσης που ιδρύεται στη Μ. Λαύρα από τον Κοσµά τον Επιδαύριο
(1755) και η παρά τη µονή Βατοπεδίου Σχολή συνδράµουν στην
αφύπνιση του Γένους, αλλά δυστυχώς µετά καιρό παρακµάζουν.
Την ίδια εποχή ζουν κι εργάζονται επιφανείς λόγιοι όπως οι
Παπα - Ιωνάς Καυσοκαλυβίτης, ∆ιονύσιος Σιατιστέας, Νεόφυτος
Σκουρτέος, Βαρθολοµαίος Κουτλουµουσιανός, Παχώµιος ο
Τυρναβίτης, ∆ιονύσιος ο εκ Φουρνά (+ 1745) ο Καρυώτης
αγιογράφος και συγγραφεύς του βιβλίου της τέχνης των ζωγράφων
και ο Καισάριος ∆απόντες (+ 1784) ο Ξηροποταµηνός µοναχός και
πολυταξιδεµένος συγγραφέας και ποιητής, ∆ωρόθεος (Ευελπίδης)
Βατοπεδινός, Νικηφόρος Ιβηρίτης ο Χαρτοφύλακας.
Στα µέσα του 18ου αιώνος αναπτύσσονται σε όλο το Άγιον
Όρος σοβαρές θεολογικές συζητήσεις γύρω από τα ζητήµατα της
τελέσεως των µνηµοσύνων των κεκοιµηµένων, της συνεχούς θείας
µεταλήψεως και άλλα σχετικά µε την ακρίβεια της Ορθοδόξου
Παραδόσεως. Αφορµή των µακρών συζητήσεων απετέλεσε η
ανοικοδόµηση του Κυριακού ναού της Ιεράς Σκήτης της Αγίας
Άννης (1754). Τέθηκε το ζήτηµα αν τα τελούµενα µνηµόσυνα υπέρ
των δωρητών και αφιερωτών θα πρέπει να γίνονται την ηµέρα του
Σαββάτου ή της Κυριακής. Επίσης ποια θα πρέπει να είναι η
συχνότητα της προσελεύσεως των µοναχών στη Θεία Κοινωνία. Οι
συζητήσεις δίχασαν τους µοναχούς και αυτούς που επέµεναν για
την τέλεση των µνηµοσύνων τα Σάββατα που αποκάλεσαν
κοροιδευτικά "κολλυβάδες". Αυτοί όµως φαίνεται πως ήταν, παρά
-9-
την αυστηρή τους επιµονή, βαθείς γνώστες της εκκλησιαστικής
παραδόσεως κι αγωνίσθηκαν σθεναρά για τη γνησιότητα και την
αποκάθαρση της παραδόσεως από πρόσθετες προσµήξεις. Έτσι η
προσωνυµία "κολλυβάς" απετέλεσε ευφηµισµό και το κίνηµα
δηµιούργησε χρήσιµη και αγαθή αναγέννηση κι ανακαίνηση.
Μάλιστα οι πρωτοπόροι του φιλοκαλικού αυτού κινήµατος είναι
τρείς άγιοι: Μακάριος Νοταράς, Νικόδηµος Αγιορείτης και
Αθανάσιος Πάριος. Συνοιδοιπόροι τους και συνέκδηµοι οι
διαπρεποίς λόγιοι: Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης, Χριστόφορος ο
Αρτηνός, Αγάπιος ο Κύπριος, Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος, Παύλος
ο ερηµίτης, Θεοδώρητος ο Εσφιγµενίτης και αρκετοί άλλοι.
Ορισµένοι ως αυτοεξόριστοι κατέφυγαν στην ηπειρωτική και
νησιωτική Ελλάδα και ίδρυσαν δεκάδες µονών, που αρκετές
σώζονται µέχρι σήµερα, και στάθηκαν στηρίγµατα του λαού στα
δυτικότροπα ρεύµατα. Έτσι βλέπουµε τον όσιο Μακάριο τον
Νοταρά στη Χίο, τον Νήφωνα τον Χίο στη Σκιάθο, τον ∆ιονύσιο τον
Σκιαθίτη στη Σκύρο, τον Ιερόθεο στην Ύδρα µε αρκετούς µαθητές
και φίλους της αγιορείτικης µοναχοτρόφου και αγιοτρόφου
παραδόσεως. Στις µονές που ιδρύουν παρατηρούµε πλούσια
δράση και σηµαντική προσφορά. Το Οικουµενικό Πατριαρχείο µε
συνοδικές αποφάσεις δίνει τις τελικές λύσεις στο "κολλυβαδικό"
ζήτηµα. Τα µνηµόσυνα µπορούσαν να τελούνται ανάλογα µε τις
περιστάσεις και η Θεία Μετάληψη µε την κατάλληλη προετοιµασία
µπορεί να γίνεται συχνά, δίχως να µένει κανείς στην ξηρότητα του
τύπου αλλά στη ζωή της ουσίας.
Οι όσιοι Νικόδηµος ο Αγιορείτης, Μακάριος ο Νοταράς και
Αθανάσιος ο Πάριος είναι οι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της
αναγεννήσεως στο Άγιον Όρος και του πνεύµατος που
επικράτησε. Πρόκειται για συγγραφείς γνωστών βιβλίων που
επέδρασαν στις ψυχές των υποδούλων και που τα πονήµατα τους
επανεκδίδονται συνεχώς µέχρι τις ηµέρες µας. Το αγιορείτικο
θεολογικό πνεύµα σφραγίζεται µε την έκδοση της "Φιλοκαλίας των
Ιερών Νηπτικών" (1785), που αποτελεί εκδοτικό σταθµό στα
θεολογικά γράµµατα.

Το Άγιον Όρος σε µία δύσκολη εποχή όπως η Τουρκοκρατία


διατήρησε τη φλόγα του πάντα άσβεστη και µάλιστα θέλησε συχνά
να τη µεταλαµπαδεύσει στους λαούς των Βαλκανίων και του
Βορρά. Έτσι η ανταλλαγή επισκέψεων και η παραµονή αρκετών
ανδρών στον ιερό Άθωνα δηµιούργησε µια αξιόλογη πνευµατική
και πολιτιστική κίνηση. Στην ησυχία του Αγίου Όρους, ως σχολή
ανώτερης φιλοσοφίας καλλιεργείτο όχι µόνο η άσκηση και η νήψη,
αλλά και η µελέτη στις πλούσιες βιβλιοθήκες, οι µεταφραστικές
- 10 -
εργασίες σπάνιων κειµένων, η σπουδή στην τέχνη και η µεταφορά
ενός πνεύµατος προσφοράς και θυσίας. Μεγάλης πνοής είναι το
έργο του στάρετς Παϊσιου Βελιτσκόφκσυ µετά την αναχώρησή του
από τον Άθωνα. Υπήρξε αναµορφωτής του µοναχισµού στη
Ρουµανία και Ρωσία. Παρόµοιο έργο επιτελεί ο µαθητής του όσιος
Γεώργιος της Τσερνίκα (+ 1806) στις µονές της Μολδαβίας,
έχοντας υποτακτικούς εκατοντάδες µοναχούς, ο όσιος Σωφρόνιος
Βράτσης (+ 1813) στο Βουκουρέστι, ο όσιος Αντύπας (+ 1882)
από τη Μολδαβία πηγαίνει στο Ιάσιο και καταλήγει στη µονή
Βαρλαάµ της Φιλανδίας και ο Ρώσος όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
(+ 1938) διδάσκει µε την πολυµεταφρασµένη βιογραφία του του
αρχιµ. Σωφρονίου (+ 1993) και µετά τη µακαρία τελευτή του. Για
µια ακόµη φορά γίνεται φανερή η αίγλη της οικουµενικότητος του
Αγίου Όρους.
Η αγιορείτικη µοναχική πολιτεία δεν φύλαξε ποτέ µόνο για
τον εαυτό της την ευωδία του άνθους της αρετής της. Παρά τη
σκληρότητα της τουρκικής σκλαβιάς, την πενία, τη δυσκολία των
µετακινήσεων και τους πολλούς κινδύνους, ο ταπεινός αγιορείτικος
σκούφος ταξίδεψε σε όλο τον ελληνισµό, για να µεταφέρει το
νηφάλιο κήρυγµα της σωτηρίας, της λυτρώσεως, της παραµυθίας,
της ενισχύσεως και της ελπίδος. Φλογεροί ιεραπόστολοι όπως ο
Άγιος Κοσµάς ο Αιτωλός, που στέφει το µακρύ κήρυγµα του µε το
µαρτύριο, ο όσιος Άνθιµος ο Κουρούκλης, που περιοδεύει τα νησιά
και κτίζει ναούς και µονές, ο όσιος Μακάριος ο Νοταράς, που στα
νησιά του Αιγαίου δηµιουργεί εστίες ουσιαστικής αναψυχής και
ανατάσεως - το αυτό έργο πράττει και ο συνέκδηµός, του ο όσιος
Αθανάσιος ο Πάριος, ο Αρσένιος της Πάρου και ο Σάββας της
Καλύµνου είναι λίγοι από τους πολλούς.
Ο Οικουµενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ο Ιεροµάρτυς,
µαζί µε τη χορεία των ενδόξων Αγιορειτών νεοµαρτύρων,
διδάσκουν ακόµη πιο λαµπρά µε τη µαρτυρική τους τελείωση και
ενδυναµώνουν τον λαό.
Στον αιώνα µας συνεχίζει το Άγιον Όρος τη µυστική
προσφορά του, που φανερώνει την υψηλή ορθόδοξη
πνευµατικότητα και ζωή και την ακτινοβολία του πέραν των ορίων
του, µε την ανάδειξη ασκητικών µορφών, πνευµατικών
φυσιογνωµιών και θεολογικών αναστηµάτων. Σε ένα κόσµο που
διψά και εναγώνια αναζητά τη γνησιότητα, την ακρίβεια και την
αλήθεια, δίδεται η µαρτυρία του βιώµατος της ορθοδόξου
πνευµατικής ζωής και της σωτηρίας της ψυχής. Οι πολλοί νέοι
κυρίως, σήµερα προσκυνητές αν δεν ενθουσιάζονται, πάντως
προβληµατίζονται από τον τρόπο αυτής της ζωής της ασκήσεως,
εγκρατείας, απλότητος και ησυχίας των µοναχών. Έτσι ώστε
- 11 -
µερικές φορές να αποτελεί σταθµό στη ζωή τους ένα προσκύνηµα
στο Άγιον Όρος. Η ταπείνωση και η αγιότητα του Αγίου Όρους
διαδραµατίζει ένα ρόλο πνευµατικής εγρηγόρσεως στην Εκκλησία
και στον λαό.
Η πνευµατική αγιορείτικη προσωπογραφία έχει να
µνηµονεύσει και στα χρόνια µας αρκετές µορφές ισάξιες
παλαιοτέρων εποχών, των οποίων µεταφέρουν το πνεύµα και
συνάµα αποτελούν αφορµή για να συνεχισθεί και η δική τους
εργασία στο µέλλον. Γνωστοί για τη µεγάλη αγάπη τους στο Άγιον
Όρος, στις µονές τους, στα πνευµατικά τους τέκνα, στην Παναγία
και τον Θεό, φιλάρετοι και φίλεργοι ηγούµενοι υπήρξαν οι
κοιµηθέντες αρχιµανδρίτες: Συµεών Γρηγοριάτης (+ 1905),
Νεόφυτος Σιµωνοπετρίτης (+ 1907), που υπήρξαν νέοι κτίτορες
των µονών τους, Κοδράτος Καρακαλληνός (+ 1940), Αθανάσιος
Γρηγοριάτης (+ 1953), Ιερώνυµος Σιµωνοπετρίτης (+ 1957),
Φιλάρετος Κωνσταµονίτης (+ 1963), που αναλώθηκαν στην
υπηρεσία των µονών τους και των µοναχών τους, Σεραφείµ
Αγιοπαυλίτης (+ 1960), Βησσαρίων Γρηγοριάτης (+ 1974), Γαβριήλ
∆ιονυσιάτης (+ 1983), που συνεργάσθηκαν και για κοινές
υποθέσεις του Αγίου Όρους µε επιτυχία, Χαραλάµπης
Σιµωνοπετρίτης (+ 1970), Εφραίµ Ξηροποταµηνός (+ 1983) και
άλλοι. Ενάρετοι και διακριτικοί µακαριστοί πνευµατικοί - εξοµολόγοι
υπήρξαν, εκτός των παραπάνω επιφανών, στον αιώνα µας οι
Σάββας (+ 1908) και Γρηγόριος ο Μικραγιαννανίτης, Ιγνάτιος
Κουτουνακιώτης (+ 1927), Χαρίτων Καυσοκαλυβίτης, Καισάριος
και Μιχαήλ ο αόµατος (+ 1952) οι Αγιαννανίτες, Νεόφυτος, Γαβριήλ
(+ 1967), Ευστάθιος (+ 1981) και Ελπίδιος (+ 1983), οι Κύπριοι και
Σπυρίδων (+ 1990) οι Νεοσκητιώτες, Γρηγόριος ∆ιονυσιάτης,
Μάξιµος Καρακαλληνός, Νικόδηµος Κρητικός
Κουτλουµουσιανοσκητιώτης και άλλοι. Εγνωσµένης αρετής
υπήρξαν οι αναπαυθέντες Γέροντες Χατζηγιώργης (+ 1886) ο
περιβόητος και αυστηρός νηστευτής και ∆ανιήλ ο Ρουµάνος ο
σπηλιώτης, οι Κερασιώτες, Αβιµέλεχ ο Κρητικός και Γεράσιµος (+
1991) ο γνωστός υµνογράφος, οι Μικραγιαννανίτες, Καλλίνικος (+
1930) ο νηπτικός και ησυχαστής και ∆ανιήλ (+ 1929) ο Σµυρν αίος,
οι Κατουνακιώτες, Γεράσιµος Μενάγιας (+ 1957) ο σοφός ερηµίτης,
Αββακούµ (+ 1978) ο ανυπόδητος Λαυριώτης, Ισαάκ (+ 1932) ο
άριστος κοινοβιάτης και Λάζαρος (+ 1974) οι ∆ιονυσιάτες, Ιωσήφ ο
Σπηλιώτης (+ 1959) ο µεγάλος αγωνιστής και θεοφύλακτος (+
1986) ο αγιόφιλος, οι Νεοσκητιώτες, Γερόντιος (+ 1958) ο
Αγιοπαντελεηµονίτης, Αθανάσιος ο Ιβηρίτης (+ 1973) ο
ταπεινόφρων και θεοµητροφιλής, Ευλόγιος (+ 1948) ο µεγάλος
νηστευτής και Ενώχ (+ 1978) ο χαριτωµένος Ρουµάνος παρά τις
- 12 -
Καρυές, Παπα-Τύχων (+ 1968) ο σπουδαίος Ρώσσος ασκητής της
Καψάλας, Πορφύριος (+ 1992) ο προορατικός και διορατικός
Καυσοκαλυβίτης Γέροντας, που µετέφερε την αγιορείτικη ευλογία
επί δεκαετίες στην Αττική και Παϊσιος (+ 1994) ο Αγιορείτης, που
ανέπαυσε πολλούς ανθρώπους που τον πλησίασαν µε σεβασµό.
Για όλους έγραψαν άξια πολλοί πολλά.
Οι δύο τελευταίοι που αναφέρθηκαν είναι ευρύτερα γνωστοί
για τη χάρη τους. Ο Γέροντας Πορφύριος υπήρξε µία από τις πιο
σηµαντικές µορφές των ηµερών µας, είχε το κύρος της
γνησιότητας, είχε την εµπειρία του Αγίου Πνεύµατος, ήταν αληθινά
ταπεινός, ατόφια απλός, είχε συνυφασµένη την παιδικότητα µε την
αγιότητα. Υπήρξε ψυχοανατόµος, παιδαγωγός και καθοδηγητής
πολλών, που µε συγκίνηση διηγούνται τις συναντήσεις µαζί του. Ο
Γέροντας Παϊσιος υπήρξε κι αυτός έµπειρος, υποµονετικός κι
επίµονος ιατρός ψυχών κι οδηγός ενός πυκνού πλήθους
ανθρώπων µε µεγάλες ανάγκες. Ο ιλαρός του λόγος, το
παράδειγµά του, οι συµβουλές του σε άγγιζαν, σου µετέδιδαν
ειρήνη, τη χάρη της ευλογίας, τη δρόσο του πνεύµατος.
Μεταξύ των λογίων συγκαταλέγονται ο ιεροµόναχος
Θεοδώρητος Λαυριώτης, Γεράσιµος Εσφιγµενίτης (Σµυρνάκης) για
το περίφηµο βιβλίο του για το Άγιον Όρος, ο ιεροδιάκονος Κοσµάς
Αγιοπαυλίτης (Βλάχος) επίσης, ο ιεροµόναχος Χριστόφορος
∆οχειαρίτης (Κτενάς) για το πλήθος των εργασιών του περί του
Αγίου Όρους, οι Λαυριώτες Γέροντες Παντελεήµων, Χρυσόστοµος,
Αλέξανδρος (Ευµορφόπουλος), Σπυρίδων (Καµπανάος) ιατρός,
Παύλος ( Παυλίδης ) ιατρός, Αλέξανδρος (Λαζαρίδης), Ευλόγιος
(Κουρίλας) ο µετέπειτα µητροπολίτης Κορυτσάς, Ιωακείµ Ιβηρίτης,
Θεόφιλος, οι Νίκανδρος, Ιάκωβος και Αρκάδιος οι Βατοπεδινοί και
οι Ξηροποταµηνοί Γέροντες Παύλος, Χρύσανθος και Ευδόκιµος,
Αθανάσιος Παντοκρατορινός, Ζωσιµάς Εσφιγµενίτης, Νείλος
(Μητρόπουλος) Σιµωνοπετρίτης, Σάββας Φιλοθεϊτης, Βαρλαάµ
Γρηγοριάτης, Θεοδόσιος Αγιοπαυλίτης, Ιωακείµ (Σπετσιέρης)
Νεοσκητιώτης και άλλοι.
Το έργο των αγίων, των ηγουµένων, των πνευµατικών, των
Γερόντων και των λογίων του Αγίου Όρους, του χθες και του
σήµερα, ακτινοβολεί και επιδρά ευεργετικά στον κόσµο. Γιατί το
Άγιον Όρος, πέρα από τα κειµήλια τα πολύτιµα, φυλάγει
θησαυρούς ζώσης αρετής, που αυτή κυρίως ενδιαφέρει
περισσότερο, µε την παροχή τρόπου ζωής προς αντιµετώπιση της
καθηµερινής σκληρότητος, µονοτονίας και µοναξιάς. Έτσι το Άγιον
Όρος ονοµάσθηκε δικαίως "σχολή πνευµατικής πατρότητος και
συµβουλευτικής" (καθηγητής Α. Σταυρόπουλος) και µε το να
φιλοξενεί πολλούς και µε το να εξέρχονται οι δυνάµενοι προς
- 13 -
εξοµολόγηση, οµιλίες και ιεραποστολή. Των συµβουλών αυτών
ακροατές είναι και αρχιερείς, ιερείς, µοναχοί, µοναχές, καθηγητές,
δάσκαλοι και οι "ελάχιστοι" των αδελφών. Οπως σωστά ειπώθηκε
"στο πρόσωπο των λίγων αυτών ανθρώπων που µένουν
αποµονωµένοι στην καλύβα ή στη σπηλιά τους µπορεί να δει τους
φρουρούς, τους θεµατοφύλακες, τους "αθλητές" µιας σοφίας και
µιας επιστήµης του ανθρώπου που βιαζόµαστε να θαυµάσουµε
όταν προέρχεται από τις Ινδίες ή από το Θιβέτ, αλλά την αγνοούµε
όταν ασκείται δίπλα µας" (J. Lacarriere).
Οι λόγοι του Γέροντος Παϊσιου για τον βιογραφούµενό του
Χατζηγιώργη ταιριάζουν και στον ίδιο και σε αρκετούς από αυτούς
που αναφέραµε και χαρακτηρίζουν την καλή τους αγωνία για την
πορεία του κόσµου. "Συµβουλεύει ανάλογα τον καθένα, µε
διάκριση, και παρηγορεί τις ψυχές και βοηθάει µε τις καρδιακές του
προσευχές. Το πρόσωπό του ακτινοβολεί από την αγία του ζωή
και σκορπάει θεία χάρη στις πονεµένες ψυχές. Η φήµη του έχει
φτάσει παντού και τρέχουν από παντού οι άνθρωποι για να
ωφεληθούν πνευµατικά. Από το πρωϊ µέχρι το βράδυ, µαζεύει τον
πόνο των πονεµένων και θερµαίνει τις καρδιές τους µε την αγάπη
του την πνευµατική, που έµοιαζε µε ανοιξιάτικη λιακάδα". Ο
Μικραγιαννανίτης Γέρων Αβιµέλεχ συνήθιζε να απαντά όταν τον
ρωτούσαν τι κάνει "Νούν τηρούµε". Ο Κατουνακιώτης Γέρων
Λεόντιος τυφλός µονολογούσε "τώρα όλα τα βλέπω καλύτερα, όλα
τα αισθάνοµαι καλύτερα, ο Θεός µου έδωσε πιο δυνατό φως, από
εκείνο που είχα όταν ήµουν υγιής". Ο Καυσοκαλυβίτης Γέρων
Μιχαήλ µε το αειθαλές του χαµόγελο συνοµιλούσε µε τους αγίους.
Ο Κωνσταµονίτης βιβλιόφιλος Γέρων Μόδιστος έλεγε: "Αν δεν
νοιώσουµε ότι οι όλοι οι αδελφοί είναι δικοί µας και ότι εµείς
είµαστε δικοί τους, ποτέ δεν θα κατοικήσει το Άγιον Πνεύµα στην
καρδιά µας. Τη στάση µας απέναντί τους δεν πρέπει να τη ρυθµίζει
η πνευµατική τους ποιότητα". Ο ασκητικώτατος Καρουλιώτης
Γέρων Φιλάρετος έλεγε: "Αδελφοί µου, όλος ο κόσµος τρέχει και
προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από µένα τον αµαρτωλό".
Γέροντας χρόνια ασθενής της Σκήτης Κουτλουµουσίου έλεγε πως
"θείο θέληµα είναι και συµφέρει πολλές φορές να είναι το σώµα
άρρωστο για να σωθεί η ψυχή". Άλλος σύγχρονος σοφός Γέροντας
συχνά τόνιζε : "Η φυσική ησυχία συντείνει στην εσωτερική ησυχία.
Όµως αν δεν υπάρχει, πρέπει να υποµείνεις σ' ότι βρίσκεις κι ο
Θεός θα σου δώσει τα µεγαλύτερα". Και ψάξε να βρεις γιατί δεν
έχεις ειρήνη". Και "Να θλίβεσαι για να χαίρεσαι" και "καλύτερα να
'χεις δυσκολίες παρά να νοµίζεις πως πας καλά, µε τις δυσκολίες
ωριµάζεις κι οµορφαίνεις ...". Σ' ένα βιβλίο του ο Γέροντας
Μητροφάνης Χιλανδαρινός γράφει περί της µοναχικής προσφοράς
- 14 -
πως είναι "η εγκαρδιότητα της προσευχής, η αγάπη που φθάνει
µέχρι τη θυσία, η συγχωρητική ταπεινοφροσύνη και η
ενθουσιώδης φιλανθρωπία".
Όταν η αγιότητα συµπίπτει µε τη λογιότητα είναι κάτι
θαυµαστό. Όταν στο Άγιον Όρος συνεχίζουν να υπάρχουν και
σήµερα τέτοιες µορφές είναι µια έκτακτη ευλογία για τον κόσµο.

Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

- 15 -
Άγιος Αθανάσιος ο πάριος
(Κώστο Πάρου 1722 - Ρεστά Χίου 1813)

Εορτή: 24 Ιουνίου

Απολυτίκιον

«Σοφία κοσμούμενος, παντοδαπεί ευσεβώς, διδάσκαλος ένθεος, της


Εκκλησίας Χριστού, και βίου ορθότητος, στήλη λαμπρά ωράθης, Αθανάσιε
Πάτερ. Όθεν η νήσος Πάρος, τη ση δόξη καυχάται, και πάντες σου τα θεία,
τιμώμεν προτερήματα».

Α). Γέννηση - Ανατροφή:

Ο Όσιος γεννήθηκε το 1722, κατ' άλλους το 1723, στο Κώστο


της Πάρου, και πήρε το όνομα Αθανάσιος. Ο πατέρας του
ονομαζόταν Απόστολος Τούλιος με καταγωγή από τη Σίφνο, αλλά
κατοίκησε στο Κώστο, αφού νυμφεύτηκε Κωστιανή. Εκεί
διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα. Επειδή του άρεσαν πολύ τα
γράμματα ο πατέρας του τον έγραψε μετά στην Σχολή της Μονής
Αγίου Αθανασίου Ναούσης Πάρου. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που
συνηγορούν ότι σπούδασε μετά στη «Σχολή του Παναγίου Τάφου»
στη Σίφνο και κατόπιν με έξοδα της Μονής Αγίου Αντωνίου
Κεφάλου στην «Σχολή της Άνδρου». Πάντως δεν συμφωνούν όλοι
οι βιογράφοι του γι' αυτό.

Β). Ανώτερες Σπουδές:

Το 1745 (23 ετών) αποχαιρετά τους γονείς του και φτάνει


- 16 -
στη Σμύρνη, γιατί φλέγεται για μάθηση. Γράφεται λοιπόν στην
ξακουστή «Ευαγγελική Σχολή». Στη Σχολή αυτή φοίτησαν ο
Αδαμάντιος Κοραής και ο Νικόλαος Καλλιβούρτσης (δηλ. ο
μετέπειτα στενός του συνεργάτης Νικόδημος Αγιορείτης). Έμεινε
εκεί έξι ολόκληρα χρόνια.
Όταν πληροφορήθηκε την λειτουργία της «Αθωνιάδας
Σχολής» με Δ/ντή τον γνωστό για τις γνώσεις του Νεόφυτο
Καυσοκαλυβίτη, από την Πάτρα, εγγράφεται αμέσως (1751). Τον
επόμενο χρόνο αναλαμβάνει Δ/ντής ο Διάκονος τότε αλλά
σπουδαίος Κερκυραίος Ευγένιος Βούλγαρης. Από τον Νεόφυτο
εκπαιδεύτηκε στα «Γραμματικά» και στα «Περί Συντάξεως» του
Θεοδώρου Γαζή. Τον Ευγένιο είχε δάσκαλο στα φιλοσοφικά
μαθήματα και τις υπόλοιπες επιστήμες της εποχής. Δεν αρκείται σ'
αυτά. Αλλά "τρυπώνει" στην κυριολεξία στις βιβλιοθήκες των Ι.
Μονών του Αγίου Όρους.
Βέβαια η Ορθοδοξία δεν είναι γνώσεις, γι' αυτό βιώνει στη
Λατρευτική ζωή τις αλήθειες. Κατόπιν καταγίνεται με την Ρητορική
και το Κήρυγμα, αφού έχει μπροστά στα μάτια του το υπόδουλο
Γένος. Το ανάστημά του αρχίζει να φαίνεται. Οι συμφοιτητές του
τον συμβουλεύονται και ο Ευγένιος τον καθιστά δεξί του χέρι. Το
1757 (35 ετών). Διετέλεσε και καθηγητής στη Σχολή.

Γ). Δάσκαλος-Σχολάρχης:

Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του Άθωνα. Έτσι οι


Θεσσαλονικείς τον θέλουν για τη Δ/νση της Σχολής τους. Με
παρότρυνση αλλά και πίεση του Ευγένιου δέχεται, αφού στην
αρχή αρνήθηκε λόγω του βάρους της ευθύνης. Έτσι διευθύνει τη
Σχολή επιτυχώς για τέσσερα χρόνια (1758-1762). Το 1762 η
Σχολή κλείνει γιατί έγινε επιδημία πανώλης.
Καταφεύγει κατόπιν στην Κέρκυρα. Εδώ διδάσκει και
διευθύνει μια σχολή ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Δεν έχασε λοιπόν την
ευκαιρία να συμπληρώσει τις σπουδές του (40 ετών). Τότε τον
καλεί στο Μεσολόγγι ο φίλος του και συμμαθητής του στην
Αθωνιάδα Παναγιώτης Παλαμάς. Είχε ιδρύσει από το 1760 την
«Παλαμιαία Σχολή». Ανταποκρίνεται αμέσως. Η Σχολή προοδεύει
και λειτουργεί συνεχώς μέχρι το 1821.
Ειδικά μετά τα Ορλωφικά (1768-1774) ήταν σε ακμή. Μέχρι
το 1771 ο ρόλος του Αθανάσιου είναι καθοριστικός.
Τότε ο Αθανάσιος λαμβάνει ειδική επιστολή από το
Πατριαρχείο: «Η μεγάλη του Χριστού Εκκλησία δια γραμμάτων
Συνοδικών τον παρακαλεί ν' απέλθει εις Άγιον Όρος ως
διδάσκαλος και σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής μετά τον
- 17 -
αοίδιμον Ευγένιον». Έτσι η περίοδος 1771-1777 είναι λαμπρά.
Την περίοδο αυτή παρεπιδημεί στο Άγιο Όρος ο (Άγιος) Μακάριος
Νοταράς, ο οποίος τον προτρέπει να χειροτονηθεί. Ο Αθανάσιος
υπακούει και χειροτονείται απ' τον ίδιο πρεσβύτερος (είναι περίπου
55 ετών).
Το 1777, πικραμένος από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν
οι «Κολλυβάδες» και μετά από κάλεσμα επιστρέφει ως Σχολάρχης
στη Σχολή της Θεσσαλονίκης. Διευθύνει την Σχολή για 6 έτη (1777-
1783) ή για άλλους 8 έτη (1777-1785). Εννοείται πως η
Θεσσαλονίκη τον γνώρισε και στο Θυσιαστήριο και στον Άμβωνα
ως Ιερέα, αυτόν τον συνεχιστή των παραδόσεων.

Με Πατριαρχικό γράμμα καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση


της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως. Του ζητούν μάλιστα να
καθορίσει μόνος του το ύψος της αμοιβής του. Απαντά όμως: "Τας
μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ αλλ' εγώ δεν είμαι άξιος. Αν
εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις την
Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως, ως
στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, δια τούτο, αφετέ με,
παρακαλώ, εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους
αδελφούς μου και το Γένος μου". Και τον άφησαν…

Δ). Στη Χίο Σχολάρχης:

Αποφασίζει λοιπόν να πάει στην πατρίδα του, την Πάρο. Και


ενώ το πλοίο κατευθύνεται προς το νότιο Αιγαίο, ξεσπάει ο
Ρωσοτουρκικός πόλεμος και το πλοίο αναγκάζεται να
προσορμισθεί στη Χίο (5-6 Νοεμβρίου 1786, 64 ετών). Αποσύρεται
στο μονύδριο της Αγίας Τριάδας «Κάθισμα». Εκεί βυθίζεται στη
μελέτη και την προσευχή. Ο πόλεμος όμως δεν τέλειωνε.
Η Σχολή της Χίου ήταν τότε ακέφαλος. Οι Χιώτες δεν ήθελαν
να χάσουν την ευκαιρία, παρ' όλες τις αντιρρήσεις του Αθανάσιου.
Γνώριζαν τις σχέσεις του με τον άγιο Mακάριο (Νοταρά) και τον
Κοινοβιάρχη Νήφωνα και τον σεβασμό του στο Μητροπολίτη Χίου
Γαβριήλ. Την Περίοδο αυτή συνοψίζει στο λαό της Χίου την
Ρητορικήν Πραγματείαν του Ερμογένους. Όταν την τέλειωσε ο
πόλεμος συνεχιζόταν…
Συνέχισε με το Θεολογικόν του Αγίου Ιωάννου του
Δαμασκηνού (Δογματική), και την Λογική του αοιδίμου Ευγένιου
Βούλγαρη. ΄Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, ετοιμαζόταν για την Πάρο,
αλλά… του έκλεισαν το δρόμο οι Χιώτες και τον προέτρεψαν οι
προαναφερθέντες Ιεράρχες. Το δίλημμα είναι οξύ, αλλά δέχεται να
παραμείνει στη Χίο, στα χέρια της θέλησης του Θεού.
- 18 -
Θα μείνει τελικά τρεις δεκαετίες. Η Σχολή επί των ημερών
του γνωρίζει τεράστια ακμή και ανάλογη φήμη. Μαθητές έφταναν
από Αίγυπτο – Συρία – Παλαιστίνη – Πελοπόννησο – Κρήτη –
Αιγαίο – Σμύρνη – Θεσσαλονίκη – Κωνσταντινούπολη - Ήπειρο,
ακόμη και από την Αρμενία. Πολλοί απ' αυτούς έγιναν δάσκαλοι
στις πατρίδες τους….
Διεύθυνε την «Φιλοσοφική Σχολή», όπως την
αποκαλούσαν, μέχρι το 1812 (90 ετών). Τότε τον απήλλαξαν
δίδοντάς του πλήρη μισθό.

Ε). Το Τέλος του :

Αποσύρθηκε, τότε, σ' ένα απόμερο μέρος της Χίου, τα


Ρεστά, όπου υπήρχε μονύδριο του Αγίου Γεωργίου. Εκεί μαζί του
«ησύχαζε» και ο μαθητής και φίλος του Νικηφόρος και ο
Ιεροδιάκονος Ιωσήφ από τα Φουρνά των Αγράφων, ο οποίος είχε
χρηματίσει και δάσκαλος στη Σχολή. Εδώ συγγράφει το πόνημά
του «αλεξίκακον πνευματικόν» κατά των τότε «εκσυγχρονιστών»
που αντέλεγαν και εφέροντο καταφρονητικά στις θείες Γραφές.
Όταν το τελείωσε ξεκίνησε το βιβλίο «Περί της προς τον
Θεόν αγίας Πίστεως και Περί του τις εστίν η αληθινή φιλοσοφία».
Σ' αυτό βοηθούσε η κοινοβιακή ζωή που έκανε. Στο μέσον όμως
της συγγραφής υπέστη «αποπληξία». Σε δύο εβδομάδες
αγωνίζεται να συνεχίσει το γράψιμο. Όμως το δεύτερο πλήγμα
ήταν πολύ βαρύτερο. Πρόφτασε να πει «ετοιμάσατε τα χρειώδη»,
και με νεύματα έδωσε να καταλάβουν ότι πρόκειται να φύγει και
χρειάζονταν τη «Θεία Μετάληψη». Κοινώνησε και με σώας τας
φρένας έζησε άλλη μια ημέρα.
Στις 24 Ιουνίου 1813, έφυγε για την «Ουράνια Γνώση». Στα
προπύλαια του ναού έθαψαν το σεπτό του σώμα. Οι συνασκητές
στο κελί του βρήκαν μόνο μια τριμμένη στολή, ένα μελανοδοχείο
και ένα λυχνάρι! Τα οστά του τοποθετήθηκαν στο οστεοφυλάκιο
του ναϋδρίου, αλλά αποτεφρώθηκαν κατά την μεγάλη πυρκαγιά το
1822…

ΣΤ). Ο Διωγμός του:

Αξίζει να αναφέρουμε και τον άδικο διωγμό που υπέστη από


συκοφάντες ανοήτους. Κατηγορείται στο Πατριαρχείο (μαζί με τον
άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον
Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τον Αγάπιο τον Κύπριο, τον Ιάκωβο τον
Πελοποννήσιο και τον Χριστόφορο Προδρομίτη,
Για τον αγώνα τους υπέρ της Ορθόδοξης Θεολογίας
- 19 -
υποτιμητικά τους ονόμαζαν "κολυβάδες".
Ο Αθανάσιος καθαιρείται από ιερέας και καταδικάζονται οι
υπόλοιποι. Διώκονται και εξορίζονται από το Άγιο Όρος (ο
Αθανάσιος πήγε στη Θεσσαλονίκη). Η πίκρα όμως των διωγμών
αυτών έγινε το νερό που πότισε με τους διασκορπισμένους
"κολυβάδες" το Ορθόδοξο Γένος σε μια δύσκολη και μεταβατική
ιστορική εποχή, σαν τη δική μας.
Το 1771 όμως η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία διαπίστωσε
τις συκοφαντίες και τους αθωώνει! Μεταξύ άλλων η αθώωση
γράφει: "Δύναται πολλάκις και συρραφείσα διαβολή υποκλέψαι την
αληθή γνώσιν των πραγμάτων και μώμον προσάψαι τοις
ανεγκλήτοις και αναιτίου καταδίκης αιτία γενέσθαι προς άνδρας
αθώους και αμετόχους των κατ' αυτών λαληθέντων... Επειδή
τοιγαρούν και ο κυρ Αθανάσιος ο Πάριος, ανήρ ων ου των
ευκαταφρονήτων, σοφίας τε μετασχηκώς της θύραθεν και της καθ'
ημάς και καλώς μεμνημένος τα θεία… αθώος υπάρχει… έχων και
το ενεργούν της ιεροσύνης αυτού ακωλύτως…".
Το συγγραφικό του έργο είναι πολύ μεγάλο (όπως σχεδόν
όλων των «κολλυβάδων»).

Άγιος Νήφων Β΄ Πατριάρχης


Κωνσταντινουπόλεως.

Νέος άφησε την πατρίδα του Πελοπόννησο και ακολούθησε


τον μοναχικό βίο. Κατέληξε στη μονή Διονυσίου, όπου
χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Δίχως τη θέλησή του
εξελέγη για την αρετή του μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και κατόπιν
πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Μετά την εκθρόνισή του
προσκλήθηκε από τον εκεί ηγεμόνα στη Ρουμανία. Κατά τη μακρά
παραμονή του εργάσθηκε κατά της παπικής προπαγάνδας, την
ηθοφθορία του λαού, την κατάπτωση του κλήρου, τη διαφθορά
των αρχών και κατεστάθη φωτιστής της Ρουμανικής Εκκλησίας.
Κατάκοπος και κρυπτόμενος επέστρεψε στη μονή του Διονυσίου,
όπου και ανεπαύθη από τους πολλούς κόπους και μόχθους του
υπέρ της σωτηρίας του ποιμνίου του.

Όσιος Νείλος της Σόρα(1453-1508)

Από τη Μόσχα που γεννήθηκε νέος ξεκίνησε τον μοναχικό


βίο σε μονές της πατρίδος του, των Αγίων Τόπων, του Αγίου
Όρους και της Κωνσταντινουπόλεως. Παρά τον ποταμό Σόρα της

- 20 -
Ρωσίας ίδρυσε τη σκήτη του κι έθεσε στους αγαπητούς μοναχούς
του ησυχαστικό πρόγραμμα και την ακολουθήσει της
ακτημοσύνης. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο κυρίως
αναφέρεται στην ασκητική ζωή, την οποία βίωσε καλά και δίδαξε
περίτρανα.

Ιερομάρτυς Νικήτας ο Νέος (+1808)

Νέος μόνασε στο Αγιον Όρος. Διήλθε από την μονή Αγίου
Παντελεήμονος και τη σκήτη της Αγίας Αννης. Απαγχονίσθηκε στις
Σέρρες το Μέγα Σάββατο 4.4.1808 και πολλά θαυμαστά εποίησε
το τίμιο λείψανό του.
Τιμάται ως πολιούχος των Σερρών και πρόσφατα ανηγέρθη
περικαλλής ναός προς τιμή του. Η ιερά μητρόπολη Σερρών και
Νιγρίτης το τρέχον έτος το έχει αφιερώσει στη μνήμη του
ιερομάρτυρος Νικήτα με σειρά πνευματικών εκδηλώσεων.

Όσιος Αριστοκλής( 1846 - 1918 ) Ο


θαυματουργός (Ρώσος)

Μόνασε κι αυτός στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος του


Αγίου Όρους. Διέπρεψε όμως στο μετόχι της μονής στη Μόσχα ως
οικονόμος, λειτουργός, πνευματικός και καθοδηγός ενός πλήθους
πιστών, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες πολλών θαυμάτων του. Τον
κοσμούσαν πολλά χαρίσματα, τα οποία πρόσφερε για τη σωτηρία
των ανθρώπων. Το Πατριαρχείο Μόσχας τον κατέταξε στο
αγιολόγιο το 2001. Το 2004 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του,
τα οποία φυλάγονται στο μετόχι της Μόσχας.

Όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (1866 –


1938)

Γεννήθηκε στη Ρωσία και σε ηλικία 26 ετών ήλθε στο Αγιον


Όρος, για να μονάσει στην μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Η
ταπεινή του άσκηση και η θερμή και συνεχής προσευχή του τον
κόσμησαν με ουράνια χαρίσματα.
Αριστος βιογράφος του υπήρξε ο καλός μαθητής του
αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάρωφ (+1993) όπως και
εικονογράφος του και πρώτος κτήτορας ναού του. Η επίσημη
αναγνώρισή του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε το 1987. Η
κάρα του σώζεται στη μονή του.
- 21 -
Άγιος Σάββας ο Νέος ο εν Καλύμνω (1862-
1948)

Το 1992 αναγνωρίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η


εγνωσμένη αγιότητά του. Ο άγιος Σάββας γεννήθηκε στην
Ηρακλείτσα της Α. Θράκης. Μόλις δώδεκα ετών μετέβη στην ιερά
σκήτη της Αγίας Αννης του Αγίου Όρους, υποτασσόμενος,
δοκιμαζόμενος, ασκούμενος σκληρά και μαθαίνοντας την
αγιογραφική τέχνη και τη βυζαντινή μουσική επί μία δωδεκαετία.
Κατόπιν μετέβη στα Ιεροσόλυμα, όπου εκάρη μοναχός και
χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Μια τριετία προ της
τελευτής του αγίου Νεκταρίου γνωρίσθηκε και συνδέθηκε
πνευματικά μαζί του. Βρέθηκε στην εξόδιο ακολουθία του μεγάλου
αγίου και υπήρξε ο πρώτος αγιογράφος της εικόνας του. Μετά την
κοίμηση του θεοφόρου αγίου παρέμεινε στη μονή του ως
εφημέριος και πνευματικός των μοναζουσών.
Το 1928 μετέβη στην Κάλυμνο, όπου παρέμεινε επί μια
εικοσαετία, έως την προς Κύριον τελειώσεώς του, και κατέστησε
την ιερά μονή των Αγίων Πάντων κέντρο πνευματικότητος, με τη
συνεχή θεία λατρεία, την ιερά εξομολόγηση, τη θεάρεστη
ελεημοσύνη και το ασκητικό, σεμνό και ταπεινό παράδειγμα.

Οι ΟΣΙΟΙ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ


Στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου» εκεί, πού είναι και το
Σπήλαιο του αγίου Ακάκιου, κι όπου έζησε και άσκήτευσε ο
μεγάλος αυτός Δάσκαλος της αρετής. Ό ακάματος αυτός εργάτης,
πού με την άκρα ταπείνωση έφτασε από την πράξη στη θεωρία και
από τη θεωρία στην πράξη της αρετής, επειδή κατά το αποστολικό
λόγιο, «Πολύ Ισχύει δέησης δικαίου ενεργούμενη» (Ιακώβ. Ε' 16),
με την ευχή και πρεσβεία του αγίου Ακάκιου, οι διάδοχοι του,
Ίωνας ο πνευματικός και μετ' αυτόν ο υποτακτικός του Πελάγιος
ιερομόναχος, Ακάκιος ο νεώτερος ως το 1880, εξακολούθησαν
ασκητικά αγωνιζόμενοι, με άκρα υπακοή, αυταπάρνηση και
ταπείνωση, συνέχισαν την ιερή Παράδοση της ασκητικής ζωής του
οσίου Ακάκιου και των Αγίων Πατέρων.
Μετ' αυτούς, Ίωνας ο δεύτερος με τον Γέροντα Διονύσιο και
Ακάκιο συνέχισαν την πορεία της πνευματικής ζωής των
προκατόχων των, μέχρι το 1910, οπόταν δύο αδελφοί Κακούνη
- 22 -
από το Καστόριον της Πελοποννήσου καταγόμενοι, ξεκίνησαν από
τοΓΙΝΝ της Ν. Υόρκης και ήλθαν κατ' ευθείαν στο Αγιον Όρος για
να μονάσουν.
Οι δύο αυτοί αδελφοί, αφού επισκέφθηκαν και προσκύνησαν
τα ιερά Μοναστήρια και τις Σκήτες, ο μικρότερος εξ αυτών έμεινε
στην Καλύβα «Κοίμησης της Θεοτόκου», όπου το σπήλαιο του
αγίου Ακάκιου, έγινε Μοναχός από το Γέροντα Διονύσιο και
ονομάστηκε Ιερόθεος.
Ό δε μεγαλύτερος αδελφός κοινοβίασε στο ησυχαστήριο της
κάτω Παναγίας «Κοίμησης της Θεοτόκου» στη Μικρή Άγιάννα, υπό
τη συνοδεία του πνευματικού Παπα - Στεφάνου και του Παπα -
Θεοδοσίου, εκεί έγινε Μοναχός μετονομασθείς Θεόδωρος.
Ό Μοναχός Θεόδωρος, από ήμερα σε ήμερα προόδευε στην
υπακοή και την πνευματική ζωή και γενικά είχε επίδοση στις
αρετές, έγινε δεκτός της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος και από
το ταπεινό του φρονήματος, πού τον χαρακτήριζε, ο Γέροντας του
Παπα - Στέφανος, κατόπιν σχετικής ευλογίας της Σκήτης της Αγίας
Αννης και της Κυριάρχου Μονής Μεγίστης Λαύρας, τον προχείρισε
ιεροδιάκονο.
Την ιερή διακονία του αυτή, με ευλάβεια υπηρετούσε μέχρις
ότου κοιμήθηκε ο Γέροντας του Παπα - Στέφανος, μετά το θάνατο
του οποίου, ο Διάκονος εκλήθη να υπηρετήσει στις τάξεις των
Μοναχών του Ιερού Κοινοβίου του Όσιου Γρηγορίου. Εκεί έγινε
υπόδειγμα υπακοής και με ταπείνωση και υπομονή υπηρετούσε
πάντας. Υπό την καθοδήγηση δε, του κατά πάντα θεοφοβούμενου
και ενάρετου πνευματικού αρχηγός και Καθηγούμενου της Μονής
αυτής αρχιμανδρίτη Αθανασίου, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος.
Ό Πρεσβύτερος Θεόδωρος, παρ' όλο ότι στη Μονή αυτή
υπήρχαν πέντε άλλοι Πρεσβύτεροι: Ό προηγούμενος Γεώργιος, ο
Παπα - Στέφανος, ο Παπα - Κωνσταντίνος, ο
Παπα - Δημήτριος κι ο Παπα - Διονύσιος, ο ένας καλύτερος
από τον άλλον, παρά ταύτα όλοι υπέδειξαν για διάδοχο στην
ηγουμενία, τον Πρεσβύτερο Θεόδωρο, περισσότερο υπομονετικό
από τους άλλους και έτσι «ψηφώ κανονική» εξελέγη ηγούμενος της
Ιεράς αυτής Μονής του Όσιου Γρηγορίου.
Ό τούτου αυτάδελφος, Παναγιώτης Κακούνης, όπως είπαμε,
έγινε Ιερόθεος Μοναχός στα Καυσοκαλύβια στη Σπηλιά του αγίου
Ακάκιου, όπου διαδέχθηκε τους προ αυτού Γέροντες Διονύσιο και
Ακάκιο.

Όσιος 0εοφύλακτος ο σαλός

Στο ασκητήριο του Αγίου Νήφωνος, πολλά χρόνια έμεινε


- 23 -
αγωνιζόμενος ο Πάτερ Θεοφύλακτος, πού είχε γίνει Μοναχός στην
Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», καθώς μας διηγήθηκε ο
Γέρο - Μιχαήλ από την ίδια Καλύβα «Ευαγγελισμός», δυο μέρες
προ του θανάτου του, ο όποιος συνέβη ότι απροσδόκητα στις
αρχές του μηνός Ιουνίου του 1979, κατά το χρονικό διάστημα πού
γράφαμε το ανά χείρας βιβλίο, στο Νοσοκομείο «ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ»
των Αθηνών. Ό Γέρων αυτός Θεοφύλακτος, προσποιούνταν το
σάλο και τον κουφό, για να μη τον ενοχλούν οι άλλοι Μοναχοί, το
1924 ήμερα Σάββατο κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και μετά τη
θεία λειτουργία πού έφυγαν οι άλλοι Πατέρες, από τους οποίους
είχε ζητήσει χωριστά από τον καθένα συγχώρεση, σταύρωσε τα
χέρια και παρέδωκε την ψυχή του στα χέρια του Δεσπότη Χριστού,
χαρούμενος, διότι μετά τρεις μέρες πού τον επισκέφθηκαν οι
Πατέρες τον βρήκαν στη στάση αυτή σχηματισμένο μέσα στο
σπήλαιο του Αγίου Νήφωνος με το χαμόγελο στα χείλη.

Όσιος Σεραττίων ο Ρώσος

Στο νοητό στερέωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας και στην
αγιορείτικη χορεία των Οσίων Πατέρων, κατά τα τελευταία αυτά
χρόνια, προστέθηκε κι άλλο αστέρι μεγάλου μεγέθους, ο Ρώσος
την καταγωγή και αδελφός της Ιεράς Μονής του Αγίου
Παντελεήμονος, Σεραπίων Μοναχός, ο οποίος για περισσότερη
ησυχία και τελειοποίηση στην επιστήμη και καλλιέργεια της νοεράς
προσευχής, αποφάσισε να αναχωρήσει από την πολυθόρυβη ζωή
της μετανοίας του.
Αφού προγυμνάστηκε στην αυταπάρνηση, την υπακοή και
την ταπείνωση, υπηρετώντας πρόθυμα τους Γέροντες και
αδελφούς της ιεράς Κοινοβιακής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος
και έλαβε τα απαραίτητα αυτά εφόδια, με την ευλογία και άδεια του
Καθηγούμενου, αναχώρησε και πήγε στην έρημο των
Κατουνακίων και Καρουλίων.
Εκεί βοηθήθηκε από τους ησυχαστές της ερήμου και
προόδευσε πολύ στην καρδιακή νοερά προσευχή και με πολλούς
και σκληρούς αγώνες, στερήσεις, κακουχίες, αντιστάθηκε σε όλους
τους πειρασμούς της ολιγωρίας και ολιγοπιστίας. Με πίστη θερμή
και αγάπη αληθινή προς όλους τους Πατέρες, τους οποίους με
πολλή ταπείνωση παρακαλούσε να προσεύχονται για την ψυχική
του σωτηρία.
Ύστερα από μικρή αδιαθεσία, προείδε τον καιρό της
εκδημίας του, και ήταν έτοιμος με χαρά να έρθει εκείνη η
ευλογημένη ώρα, όπως συνήθιζε να λέει πολλές φορές. Έτσι με τη
χάρη του Θεού, αφού ζήτησε συγχώρεση από όλους τους
- 24 -
Πατέρες, κοιμήθηκε τον μακάριο ύπνο των Οσίων το 1974 σωτήριο
έτος.
Με την ενάρετη και αγία ζωή του, ο όσιος αυτός Σεραπίων,
απέδειξε ακόμη μια φορά ότι, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός
«Χθες, σήμερον και εις τους αιώνας είναι ο αυτός» ('Εβρ. ΙΓ' 8). Και
ότι εκ των αναίσθητων λίθων των σημερινών ανθρώπων και
πιστών χριστιανών, Μοναχών και Κληρικών, μπορεί ο Θεός και
κατά τους έσχατους αυτούς καιρούς, να αναδείξει άξιους δούλους
Του, εργάτες της αρετής, οι οποίοι μπορούν να λάβουν την
αγιαστική Του θεία χάρη.

Δέκα Άγνωστοι και Ανώνυμοι Άγιοι

Ό Κύριλλος Μοναχός, Γέροντας της Καλύβης «Τίμιος


Σταυρός» των καλλιτεχνών αγιογράφων Ανανιαίων και Δίκαιος της
Ιεράς Σκήτης της Άγιας Αννης, κατά το σωτήριον έτος 1977-78,
μας διηγήθηκε ότι στις 20 του μηνός Σεπτεμβρίου 1977, ήρθε στο
Κυριάκο —κεντρικός Ναός της Σκήτης— ένας Λιβανέζος
χριστιανός ορθόδοξος, ο όποιος είπε ότι, λόγω της εμπόλεμης
καταστάσεως στην πατρίδα του, ήταν πρόσφυγας κι έμενε στην
πόλη Κανά της Γαλιλαίας.
Ό Λιβανέζος ζήτησε, από το Δίκαιο, Πατέρα Κύριλλο, να του
δείξει το δρόμο πού οδηγεί στην κορυφή του Άθωνα. Ό Π.
Κύριλλος πρόθυμα έδειξε το δρόμο που ζητούσε και ευλαβές
αυτός προσκυνητής ξεκίνησε για την κορυφή, ή οποία φτάνει τα
2.030 μ. ύψος και επειδή χρειάζονται περισσότερο από 4 ώρες
οδοιπορία, από την Αγιάννα μέχρι να φθάσει στην κορυφή, όπου
υπάρχει και μικρό εκκλησάκι έπ' ονόματι της «Μεταμορφώσεως
του Κυρίου», έπρεπε να φύγει πρωί.
Για το λόγο αυτό, ο Λιβανέζος έφυγε πολύ πρωί και το
βραδάκι γύρισε πάλι στο «Κυριάκο» της Σκήτης, φιλοξενήθηκε και
κοιμήθηκε. Την άλλη μέρα, μετά τη Θεία λειτουργία, ετοιμάστηκε
για να φύγει, αλλά θυμήθηκε να ρωτήσει κάτι πού δεν μπόρεσε να
καταλάβει και πού του έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έτσι μπροστά
και σε άλλους Πατέρες της Σκήτης, με τα λίγα σπασμένα Ελληνικά
πού μιλούσε είπε, πώς όταν κατέβαινε από την κορυφή του
Άθωνα, στην τοποθεσία πού λέγεται «Βαβύλα» εκεί πού αρχίζει ο
πολύς κατήφορος, αισθάνθηκε υπερβολική κούραση και θέλησε
λίγο να καθίσει να ξεκουραστεί, εκεί πού πήγε να βρει κατάλληλο
μέρος, ξάφνου βλέπει μπροστά του ένα σπίτι από το όποιο βγήκαν
δυο σεβάσμιοι μοναχοί οι οποίοι τον δέχθηκαν μέσα στο σπίτι και
του πρόσφεραν σύκα νωπά φρέσκα και το κρύο νερό, έφαγε και
ήπιε το κρύο νερό και όπως είπε, τόση γλύκα και νοστιμιά
- 25 -
αισθάνθηκε πού δεν μπορούσε να την περιγράψει, αλλά και κατά
περίεργο τρόπο όλη ή κούραση πού είχε, μετά από το κέρασμα,
εξαφανίστηκε.
Μέσα στο Καλύβι αυτό είδε δέκα σεβάσμιους Μοναχούς,
τους οποίους είδε να στηρίζονται, ο καθένας τους, πάνω σε μια
γυριστή στη μέση μονόξυλη μαγκούρα και με το κομποσχοίνι στο
χέρι όλοι να προσεύχονται. Τους ρώτησε, πόσον καιρό έχουν πού
μένουν εκεί; Κι αυτοί του απάντησαν πώς έχουν πάρα πολλά
χρόνια, και δεν κάνουν σχεδόν καμιά άλλη εργασία, παρά μόνον
προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Αυτό κίνησε την περιέργεια του
Λιβανέζου, κι όταν έφυγε σ' όλο το δρόμο, όπως έλεγε, σκέφτονταν
αυτό πού του είπαν ότι έχουν πολλά χρόνια εκεί προσευχόμενοι,
ενώ ή ηλικία τους δεν έδειχνε να είναι και πολύ μεγάλη και για αυτό
ρωτούσε το Δίκαιο και τους Πατέρες; Πώς του είπαν αυτοί οι
Μοναχοί πού φαίνονταν να είναι της ίδιας ηλικίας, ασκητεύουν
πάρα πολλά χρόνια εκεί;
Ό Δίκαιος Πατήρ Κύριλλος, και οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης
έμειναν έκθαμβοι και κατάπληκτοι, από την αποκάλυψη αυτή, πού
προφανώς ο Πανάγαθος Θεός «κρίμασιν οις Αυτός οίδε» έδειξε
στο Λιβανέζο, διότι όλοι γνωρίζουν, πώς στο μέρος εκείνο δεν
υπάρχει ούτε σπίτι, ούτε Μοναχοί να μένουν εκεί κοντά στην
περιοχή αυτή. Τότε όλοι μ' ένα στόμα και μια καρδιά δόξασαν το
Θεό και είπαν στον ξένο ευλαβή προσκυνητή : «Αδελφέ, δώσε
δόξα και ευχαριστία στο μεγαλοδύναμο και παντοδύναμο Κύριο και
Θεό μας, πού σε αξίωσε να ιδείς εκλεκτούς δούλους και Αγίους
Του, διότι αυτούς πού είδες εσύ χθες δεν ήσαν Μοναχοί, άλλα
ήσαν Άγιοι και Όσιοι Πατέρες του Όρους, τους οποίους κανείς από
μας δεν αξιώθηκε να δει, αλλά κατά καιρούς έχουν φανερωθεί σε
μερικούς ευλαβείς Μοναχούς και σε καλούς και ευλαβείς χριστια-
νούς προσκυνητές, ένας από τους οποίους φαίνεται πώς θα είσαι
και συ ! ! Ό Λιβανέζος αναχώρησε εύλογων και δοξάζων τον Θεόν,
τον «θαυμαστόν εν τοις Αγίοις Αυτού».

Ουράνια Ευωδία Αγνώστων Αγίων Της Ερήμου

Σε όλη την περιφέρεια εκείνη, από τη Νέα Σκήτη μέχρι τη


Μεγίστη Λαύρα, έχουν πολλοί Πατέρες και ευλαβείς προσκυνητές
χριστιανοί, αισθανθεί να αναδίνει ουράνια ευωδία και άρωμα
μοσχολίβανου.
Από τη Σκήτη της Αγίας Τριάδος, τα λεγόμενα
«Καυσοκαλύβια» ανεβαίναμε με τον αδελφό μου Παντελεήμονα
Μοναχό, στα Κελιά της Κερασιάς. Στο σημείο πού λέγεται «Χαίρι»,
σε μια στροφή του δρόμου, αισθανθήκαμε έντονη ουράνια ευωδία.
- 26 -
Σταθήκαμε για λίγο, δεν μπορέσαμε να προχωρήσομε επί δέκα
λεπτά (ΙΟ') της ώρας, με ένα λεπτό αεράκι ή εύωδία από πάνω,
σαν να κατέβαινε από τον Άθωνα. Πώς να καταλάβει όμως κανείς,
από που ερχότανε αυτό το θείο άρωμα; Κάναμε το σταυρό μας,
ξεκινήσαμε συνεχίζοντες την πορεία μας και σε λίγο χάθηκε ή
εύωδία εκείνη.
Μετά απ’ αυτό πολλές φορές περάσαμε από το μέρος εκείνο,
αλλά άλλη φορά δεν αισθανθήκαμε τίποτε και θέλομε να
πιστεύομε, πώς στο ευλογημένο εκείνο μέρος του Αγίου Όρους,
από τη θάλασσα μέχρι την κορυφή του Άθωνα, είναι γεμάτο από
αγία Λείψανα οσίων Πατέρων, πού κατά καιρούς έχουν κοιμηθεί
τον μακάριο και φυσίζωον ύπνο, κατόπιν σκληρού ασκητικού
αγώνα, μέσα σε καλύβες και σπηλιές, των οποίων, σε πολλά μέρη
σώζονται ακόμη ίχνη και ερείπια, όπως είναι οι Σκήτες πού
παρήκμασαν και δεν υπάρχουν σήμερα σαν Σκήτες, όπως ήταν ή
παλιά Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, πού βρίσκονταν μεταξύ
Καυσοκαλυβίων και της τοποθεσίας «Κρύα νερά», ή οποία, επειδή
εκεί έκανε πολύ κρύο, μεταφέρθηκε στη νοτιοδυτική πλευρά του
Καρμύλιου Όρους, πού οι ίδιοι Ασκητές συνέστησαν την νεώτερη
αυτή Σκήτη, ή οποία όμως κι αυτή, σα Σκήτη, παρήκμασε και
σώζονται σήμερα πολύ λίγες Καλύβες. και σε πολλά μέρη του
Αγίου Όρους υπάρχουν ερείπια ασκητικών ησυχαστηρίων και
Καλυβών.

Οσιακός θάνατος ερημίτη

«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ.


ΡΙΕ' δ).
Ό Αββάς Δανιήλ, ο νεώτερος των Δανιηλαίων, από τα
ησυχαστήρια των Κατουνακίων, μου διηγήθηκε κατά τις τελευταίες
αυτές ήμερες μας, πώς κοιμήθηκε, τον αιώνιο ύπνο, ο αββας
Γαβριήλ ο Καρουλιώτης.
Με τον αββα αυτόν μας συνέδεε απλή γνωριμία, ήταν τύπος
καλού Μονάχου και τέλειου υποτακτικού. Έμεινε περισσότερα από
20 χρόνια στο Γέροντα του Σεραφείμ Μοναχό, στην ησυχαστική
Καλύβα «των Αρχαγγέλων» στο επάνω μέρος των Καρουλιών.
Εκεί έμαθε, από την υπακοή στο γέροντα του, να είναι
λιγόλογος, ταπεινός, να λέγει ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού
Χριστέ υιέ του θεού ελέησαν με», να είναι εγκρατής και άκρως
ασκητικός, τόσον ώστε δεν έτρωγε λάδι ούτε και την ήμερα του
Πάσχα, καθ' όλη την ασκητική του ζωή. Κοινωνούσε δε πολύ
συχνά και μετείχε, με πλήρη επίγνωση της αναξιότητας του, στο
μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, οπού τακτικότατα μεταλάμβανε
- 27 -
των Άχραντων Μυστηρίων —το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και
Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ή πολλή άσκηση και στέρηση του οργανισμού του, από
τις απαραίτητες τροφές, επειδή ήταν φύσεως καχεκτικής και
αδύνατης κράσεως, βοήθησε να πάθει αβιταμίνωση και καθίζηση
των οστών από την έλλειψη ασβεστίου, είτε κατά παραχώρηση
Θεού για δοκιμασία, πολύ αδυνάτισε και οι αδελφοί Δανιηλαίοι,
παρέλαβαν αυτόν στο ησυχαστήριο τους, οπού τον φρόντιζαν να
έχει όλα τα απαραίτητα. Αυτός ο ευλογημένος, πάτερ Γαβριήλ,
αφού πρόθυμα δέχθηκε να συμμορφωθεί με όλη την πνευματική
σειρά πού έχει καθιερώσει ή Αδελφότητα των Δανιηλαίων στην
κοινοβιακή ζωή τους, ζήτησε επίμονα να του επιτρέψουν να μη
καταλύσει έλαιον, επειδή σ' όλο το διάστημα, όπως είπαμε, με το
γέροντα του Σεραφείμ, δεν είχε χαλάσει τη σειρά τους αυτή,
δηλαδή να μη τρώνε ούτε το Πάσχα λάδι, και προ της επιμονής
του, οι Πατέρες Δανιηλαίοι υπεχώρησαν στο θέμα αυτό της
υπερβολικής εγκράτειας.
Στην κατάσταση αυτή έμεινε κλινήρης 22 ήμερες. 3
Νοεμβρίου ήταν ή εορτή ανακομιδής των λειψάνων του Αγίου
Γεωργίου, μετ τα από τη θεία λειτουργία, πού τέλεσε, ο
ιερομόναχος της συνοδείας των Δανιηλαίων Γρηγόριος και
κοινώνησαν όλοι, ο νεώτερος πατήρ Δανιήλ είπε στον Αββα
Γαβριήλ Καρουλιώτη, πού ήταν ασθενής:
«— Πάτερ Γαβριήλ, μετά πέντε ήμερες έχομε την εορτή των
Αρχαγγέλων, πού είναι και ή ονομαστική σου εορτή, τότε θα
κάνουμε λουκουμάδες και προς τιμή των Αρχαγγέλων θα πρέπει
και συ πάτερ Γαβριήλ να κάμεις εξαίρεση και να καταλύσεις, δηλ.
να φας έστω και δυο λουκουμάδες.
Ό Πάτερ Γαβριήλ, στον πατέρα Δανιήλ, με χαμόγελο στα
χείλη είπε: «Πάτερ Δανιήλ, εσείς να φτιάξετε λουκουμάδες και
προς δόξαν θεού και τιμή των Αρχαγγέλων να φάτε, άλλα εγώ δεν
θα φάω μαζί σας, γιατί μέχρι τότε θα έχω φύγει άπ' εδώ!»
Ό Πατήρ Δανιήλ, δεν έδωκε τότε σημασία στα λόγια αυτά,
διότι νόμισε πώς αστειεύεται ή ότι θέλει να επιστρέψει στο
ησυχαστήριο του.
Μετά δυο μέρες βάρυνε πολύ ή κατάσταση της υγείας του
Πατέρα Γαβριήλ και οι επισκέψεις μας στο κελάκι του ήταν
συχνότερες. Την τρίτη μέρα 6 Νοεμβρίου, ο νυν Γέροντας των
Δανιηλαίων, Π. Μόδεστος, όταν σηκώθηκε από τον ύπνο, πριν
από την Ακολουθία του Όρθρου να κάμει την ατομική του
προσευχή —τον κανόνα—, έκανε τη σκέψη να δει πρώτα τον
ασθενή αδελφό και μετά να κάμει την προσευχή του. Όταν πήγε
στο δωμάτιο του Π. Γαβριήλ, τον βρήκε να προσεύχεται, αλλά να
- 28 -
είναι πολύ καταβεβλημένος, αμέσως έτρεξε στο δωμάτιο, του τότε
Γέροντα Γερόντιου Μοναχού, προς τον όποιον είπε ότι ο Πάτερ
Γαβριήλ δεν αισθάνεται καλά.
Ό Γέρων Γερόντιος με το Μοναχό Νήφωνα, πήγαν στο
δωμάτιο του ασθενή. _ Αυτός με καλοσύνη τους δέχθηκε
χαμογελαστός όπως συνήθιζε πάντα, αλλά έδειχνε όψη
μελλοθάνατου. Τον ρώτησαν αν θέλει τίποτα, αν θέλει να
κοινωνήσει, κι αυτός τους απήντησε ότι θέλει να κοινωνήσει, αν
άρχισε ή θεία λειτουργία, εάν όμως δεν άρχισε ακόμη, τότε είπε, να
μου φέρεται Αγιον Άρτο να κοινωνήσω. Αμέσως του φέρανε τα
Άχραντα Μυστήρια και κοινώνησε με πολλή ευλάβεια όπως
συνήθιζε πάντα να κοινωνεί με δάκρυα στα μάτια.
Ό Γέρων Γερόντιος είπε στον πατέρα Νήφωνα, κάθισε συ δω
και πρόσεχε μήπως θελήσει τίποτα ο αδελφός, κι εμείς θ' αρχίσω
με την Ακολουθία.
Ό Πάτερ Νήφων άμα είδε την κατάσταση του Π. Γαβριήλ πού
βάραινε, για το ενδεχόμενο του θανάτου, άφησε για λίγο τον
ασθενή και πήγε στην κουζίνα, κατέβασε το προζύμι και το έβαλε
στο νερό, για να ζυμώσουν ψωμί την επαύριον πού θα χρειαζόταν
να μοιράσουν στην κηδεία, αφού έβαλε το προζύμι στο νερό,
γύρισε στον ασθενή, και κείνη την ώρα, πήγαινε στο δωμάτιο του
ασθενή κι ο Πάτερ Δανιήλ, ο όποιος περισσότερο αϊτό τους άλλους
φρόντιζε για τη δίαιτα του αδελφού, διότι σαν πιο επιτήδειος, έχει
το διακόνημα του νοσοκόμου, στο μικρό κοινόβιο τους, γι' αυτό
περιποιούνταν και τον ασθενή.
Τότε και οι δυο μαζί είδαν τον Άββα Γαβριήλ να βρίσκεται σε
έκσταση —να είναι εκτός εαυτού— να έχει τα βλέμματα στραμμένα
προς τα επάνω, στην οροφή του δωματίου καινά λέγει:
«Λουλούδια, πολλά λουλούδια, α! Τι ωραία πού είναι στον
Παράδεισο! ο Παράδεισος αχ! είναι άξια ή ψυχή να απολαύσει
αυτά τα ωραία αγαθά;!
Ό Γέρο - Νήφων κι ο Πάτερ Δανιήλ έμειναν κι αυτοί με την
ανάσα κομμένη, άκουγαν αυτά και περίμεναν να συνέλθει, ο Π.
Γαβριήλ, υστέρα από λίγο συνήλθε και έλαμπε από χαρά. Όταν τον
ρώτησαν οι Πατέρες, Τι ήταν αυτά πού έλεγες Π. Γαβριήλ; Τι
έβλεπες; Αυτός τους είπε: «— "Α! Δεν ήταν τίποτα πατέρες μου και
αδελφοί μου, έκαμα αχ και έλεγα για τις πολλές μου αμαρτίες.
Είμαι καλά και δε θέλω τίποτα. Έτσι τους είπε, γιατί δεν ήθελε να
είναι κανείς εκεί την ώρα πού θα πέθαινε. Το θάνατο τον περίμενε
με πολλή χαρά και λαχτάρα, όπως μου είπαν οι Πατέρες.
Τότε ο Πάτερ Νήφων πήγε για λίγο στην κουζίνα, επειδή
ήταν μάγειρας και να φροντίσει για το προζύμι, κι ο Πατήρ Δανιήλ
πήγε στην Ακολουθία του Όρθρου.
- 29 -
Δεν πέρασαν ούτε ΙΟ' λεπτά της ώρας κι αφού τακτοποίησε
τα πράγματα εκεί, ο Π. Νήφων γύρισε και πάλι κοντά στον ασθενή,
αλλά τη φορά αυτή βρήκε τον αββά Γαβριήλ να έχει τα χέρια
σταυρωμένα στο στήθος το δεξί πάνω στο αριστερό, τα μάτια
κλειστά, σαν να κοιμάται, και να έχει παραδώσει το πνεύμα —τη
μακάρια του ψυχή— στα χέρια του Πανάγαθου θεού, με την ειρήνη
και γαλήνη απλωμένη στο πρόσωπο του. Ξεψύχησε και πέταξε
σαν πουλάκι στους ουρανούς, την παραμονή των Αρχαγγέλων το
σωτήριο έτος 1963. Τον υπεδέχθηκαν στα ουράνια Σκηνώματα οι
άγιοι Άγγελοι και οι Όσιοι αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.

Άγνωστος Άγιος ερημίτης

Ό Γέροντας της Καλύβας του αγίου Ακάκιου του νέου,


Ιερόθεος Μοναχός, μας διηγήθηκε, ότι μεταξύ της Μονής Μεγίστης
Λαύρας και της Σκήτης των Καύσο καλυβιών, στην περιφέρεια
αυτή, ασκήτευε ένας ερημίτης, γνωστός με το όνομα Πανάρετος, ο
όποιος μια μέρα, μετά από την καθιερωμένη προσευχή και τον
κανόνα του, του ήρθε ή ιδέα να φτιάξει, μπροστά στη σπηλιά του,
ένα μικρό κηπάκι, για να έχει σωματική άσκηση και απασχόληση
και λίγη παράκληση από τα κηπευτικά πού θα καλλιεργούσε.
Μετά από πολλές μέρες αγώνα και με πολύ κόπο, επειδή τα
μέρη εκείνα είναι πετρώδη, έσκαψε αρκετό μέρος και έφτασε σε
ένα σημείο πού βρήκε μια πλάκα, ή οποία τον δυσκόλευε να
προχωρήσει. Ήταν βραδάκι, ο Γέροντας αυτός, από την πολλή
εργασία κουράστηκε και είπε με τη σκέψη του να σταματήσει ως
εκεί το σκάψιμο. Ή περιέργεια όμως να μάθει, τι πλάκα είναι εκείνη
και τι κρύβει μέσα, δεν τον άφηνε ήσυχο κι έτσι πήρε ένα σίδερο,
το έβαλε σε μια γωνιά κι όταν σήκωσε λίγο την πλάκα, βγήκε από
μέσα εύωδία άρρητη, πλημμύρισε όλος ο τόπος από ουράνιο
άρωμα.
Ό ήλιος, από ώρα είχε βασιλέψει κι έπαιρνε να σκοτεινιάζει,
τότε ο Γέροντας ερημίτης εκείνος, ξέχασε την κούραση πού είχε και
βάλθηκε να σηκώσει όλη την πλάκα, την οποία τελικά κατόρθωσε
να σηκώσει και τι να δει μέσα; Ή πλάκα έκρυβε κανονικό τάφο
μέσα στον όποιον ήταν σώμα σε σχήμα κοιμωμένου άνθρωπου,
πού ήταν ντυμένος Ιερά άμφια, ποιος ξέρει από πόσα χρόνια και
φαινόταν σαν να είχε πεθάνει και ενταφιασθεί την προηγούμενη
μέρα.
Στο μέρος εκείνο, μόνο ο Γέρων Πανάρετος είχε πολλά
χρόνια πού ασκήτευε και δεν έτυχε να γνωρίζει κανείς εκεί γύρω,
- 30 -
πού είχανε, άλλος 50 κι άλλος 60 χρόνια ασκητική ζωή και κανείς
τους δε γνώριζε τίποτα για την άσκηση ή το θάνατο μεγάλου
ασκητή και ερημίτη, όπως έδειχνε να ήταν ο ευλογημένος αυτός
Άγιος.
Ό ερημίτης αυτός Μοναχός Πανάρετος, από τη χαρά για το
εύρημα του κι από την πολλή εύωδία πού έβγαινε από το άγιο
εκείνο λείψανο, έμεινε για πολλή ώρα ακίνητος, κατάπληκτος, κι
όταν συνήλθε, από την πρώτη αυτή συγκίνηση, άρχισε με δάκρυα
να προσεύχεται, να παρακαλεί και να λέγει: «Άγιε του Θεού σε
ευχαριστώ πού φανερώθηκες σε μένα τον ανάξιο και αμαρτωλό,
παρακαλώ την αγιοσύνη σου, πες μου ποιος είσαι; και πόσα
χρόνια έχουν περάσει από τότε πού τελείωσες τον Ιερό αγώνα
σου; Πού αφήκες τον έρημο τούτο τόπο και βρίσκεσαι στην αιώνια
μακαριότητα; εφ' όσον ευδόκησε ο Θεός να σε βρω κι αξιώθηκα να
δω την όψη σου, πες μου σε παρακαλώ ποιο είναι τ' όνομα σου;»
Για μια στιγμή σκέφτηκε πώς πρέπει να πάει στο Μοναστήρι
της Λαύρας, να αναφέρει το γεγονός και να 'ρθουν οι Πατέρες της
Μονής να παραλάβουν το άγιο αυτό λείψανο, με δόξες και τιμές
όπως πρέπει σε έναν τέτοιο μεγάλο άγιο.
Μ' αύτη τη σκέψη, προσευχόμενος, έμεινε πολλές ώρες ο
Γέρων Πανάρετος. Κόντευε να ξημερώσει, από τον πολύ κόπο και
την αγρυπνία, απόκαμε, τον πήρε για λίγο ένας ελαφρός ύπνος και
τότε βλέπει τον Άγιο αυτόν να παρουσιάζεται μπρος του και με
πολύ θυμωμένο πρόσωπο και αυστηρό ύφος να του λέγει:
«— Δε μου λες Αββά, τι σκέφτεσαι να κάνεις;» ~Ό Γέρων, με
πολύ φόβο απάντησε:
«— Άγιε του Θεού, σκέφτηκα να ειδοποιήσω, άμα φέξει ο
θεός την ήμερα, το Μοναστήρι της Λαύρας, για ναρθούν να σε
πάρουν και να μην είσαι 'δώ στην έρημο περιφρονημένος!» Ό
άγιος, πού ή στολή του έλαμπε σαν τον ήλιο, του είπε με αυστηρό
και πάλι ύφος: «— Δε μου λες Γέροντα, μαζί κάναμε εδώ τους
αγώνες και την υπομονή, πού θέλεις εσύ να κανονίσεις για μένα
και το λείψανο μου; Πώς θέλεις τώρα να με πάρουν από τον άγιο
τούτο τόπο, στον όποιον, με τη δύναμη και τη χάρη του Θεού,
αγωνίστηκα να -τον αποκτήσω περισσότερα από 50 χρόνια
σκληρής και στερημένης ζωής; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να
διαταράξεις τη μακαριά ησυχία, πού με τη δωρεά του Θεού το
σώμα μου απολαμβάνει εδώ, ως την ήμερα τη μεγάλη εκείνη και
επιφανή, της δευτέρας του Χριστού ενδόξου παρουσίας, πού θα
λάβει ή ψυχή με το σώμα την αιώνια αμοιβή, από τον δίκαιο
μισθαποδότη και κριτή Δεσπότη Χριστό και Θεό μας. Και τώρα σε
παρακαλώ να βάλεις πάλι την πλάκα στη θέση της, όπως τη
βρήκες και μέχρι την ήμερα πού θα σε πάρει ο Κύριος από τη ζωή
- 31 -
αυτή, δε θα φανερώσεις τίποτα, από όσα είδες και άκουσες!
Πρόσεξε, αν παρακούσεις θα πάθεις μεγάλο κακό από τον Κύριο».
Μ' αυτά ξύπνησε ο Γέρο - Πανάρετος τρομαγμένος και
παρακάλεσε τον άγνωστο και ανώνυμο εκείνον άγιο, να τον
συγχωρέσει και θα κάνει κατά την επιθυμία του. Κάλυψε αμέσως
τον τάφο, όπως του είπε ο άγιος και όταν γέρασε πολύ, άφησε το
μέρος εκείνο και πήγε στην Σκήτη των Καυσοκαλυβίων οπού
έζησε αρκετά χρόνια.
Ό Γέρο - Πανάρετος, πού είδε με τα μάτια του και έζησε το
γεγονός αυτό, όταν προείδε το θάνατο του, τις τελευταίες μέρες της
ζωής του, κάλεσε τους Πατέρες της Σκήτης, στους οποίους έκαμε
γνωστό το γεγονός αυτό, χωρίς να φανερώσει λεπτομέρειες και
την τοποθεσία.. Έτσι από το επιτίμιο αυτό του αγίου εκείνου
ερημίτη, έμεινε και θα μείνει για πάντα άγνωστος, ο ευλογημένος
και χαριτωμένος εκείνος Μοναχός και άγιος Ασκητής, στους
ανθρώπους, άλλα γνωστός και με μεγάλη παρρησία στο Θεό.

Οι χωρίς κατοικία αόρατοι ερημίτες

Μια περιοχή του Αγίου Όρους Άθω, η οποία εκτείνεται από


την μικρή Αγιάννα μέχρι την Σκήτη της «Γλωσσίας», πολύ μεγάλη
έκταση γεμάτη δέντρα και πυκνά δάση, αυτή είναι και λέγεται
«Έρημος του Άθω». Εκεί, κατά καιρούς, σε πολύ λίγους κατοίκους
της περιοχής αυτής, κάνουν την εμφάνιση τους σεβάσμιοι στην
όψη και αποσκελετωμένοι Ασκητές, αλλά αυτοί, κατά κοινή
ομολογία, είναι τελείως γυμνοί από ενδύματα υλικά, αλλά
καλύπτονται από τη χάρη του θεού.
Έτσι σε ένα αγιορείτικο περιοδικό, που κυκλοφορούσε με τον
τίτλο «Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη» από το 1930 έως το 1938, ο
γιατρός Σπυρίδων ή Αθανάσιος Καμπανάου, Μοναχός και
αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, έγραφε για τους
αόρατους γυμνούς και χωρίς κατοικία αυτούς Μοναχούς ότι,
«πολλά πράγματα γνωρίζει το τα πάντα εφόρων όμμα», «περί δε
των αοίκων, που βρίσκονται στα κρύα νερά, τι να πω; Το
πανέφορον όμμα ξέρει την πολιτεία τους».
Ο Πάτερ Γεράσιμος Μοναχός Μενάγιας που ήταν πρώτα
χημικός και έγινε ησυχαστής και κάτοικος της ερήμου του
Αγιοβασίλη, είχε αδελφική φιλία με τον γιατρό της Λαύρας
Αθανάσιο Καμπανάου, όταν είδε να δημοσιεύει αυτά τα πράγματα
στο περιοδικό της Αγιορείτικης Βιβλιοθήκης, του έκανε σύσταση,
και παρατήρηση, να μην κάνει τέτοιες δημοσιεύσεις και γράφει
πράγματα αμάρτυρα, τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν
δυσπιστίες και γέλωτες σε βάρος της Μοναχικής πολιτείας του
- 32 -
Αγίου Όρους.
Στις παρατηρήσεις αυτές ο γιατρός Π. Αθανάσιος απήντησε
όπως συνήθιζε να λέει: «Καλέ μου άνθρωπε κι αγαπητέ μου
αδελφέ, δεν μπορώ να μη γράψω και να μη δημοσιεύσω αυτά τα
οποία ήλθεν άνθρωπος και μου είπε, ότι «θα αρρωστήσω και θα
πεθάνω».
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Γερο - Αντώνης από τον «Άγιο
Πέτρο». Στον άνθρωπο αυτό, οι αόρατοι εκείνοι Ασκηταί είπαν «να
πας και να πεις στον γιατρό ότι σε λίγο θα αρρωστήσει και θα
πεθάνει και γι' αυτό θα πρέπει να ετοιμαστεί». Ο δε Γερο -
Αντώνης, αφού είπε στον γιατρό εκείνα που του είχαν πει οι
αόρατοι Ασκητές, του έδειξε και ένα σταυρό ξύλινο, τον οποίον
έδωσαν οι Ασκητές εκείνοι. Στο σταυρό αυτόν επάνω ήταν
σκαλισμένα τα γράμματα «Μακάριος Ιερομόναχος».
Αυτά για απάντηση έγραψε, στον Αγιοβασιλιάτη χημικό
Γεράσιμο Μοναχό, ο γιατρός Π. Αθανάσιος και υστέρα από λίγο
χρονικό διάστημα αρρώστησε και χωρίς καμιά βαριά ασθένεια
κοιμήθηκε, ο Π. Αθανάσιος, τον αιώνιο ύπνο, αφού πρώτα
απεκάλυψε και δημοσίευσε ότι υπάρχουν και περιφέρονται από
τόπου εις τόπον στην Έρημο του Άθω, οι Άγιοι αυτοί Ασκητές και
ερημίτες Μοναχοί, προς δόξαν Θεού και ψυχική ωφέλεια των
Μοναχών κατοίκων του Αγίου Όρους.

ο Πάτερ Αρτέμιος και η σπηλιά

Ό Γέροντας της Καλύβας «Αγία Τριάς», Ζαχαρίας Μοναχός,


μας διηγήθηκε το ακόλουθο γεγονός: Ήταν άνοιξη του 1920, ο
Γέρο - Αρτέμιος από τη Σκήτη της «Αγίας Αννης», νέος μοναχός
τότε, ξεκίνησε για να πάει με εντολή του Γέροντα του, στο
Μοναστήρι της Μεγίστης Λαύρας, και πριν να φτάσει στο
ησυχαστήριο του «Κυρ - Ησαΐα» έχασε το δρόμο, πήρε άγνωστο
μονοπάτι και σε λίγο βρέθηκε μπροστά σε μια σπηλιά.
Ήταν ακόμη πρωί, από περιέργεια προχώρησε μέσα στη
σπηλιά και κει διέκρινε αχνάρια ανθρώπου. Είπε τη γνωστή
προσευχή «Δι' ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού
Χριστέ ο Θεός ημών ελέησον ημάς» και περίμενε να ακούσει,
όπως συνηθίζουν οι Πατέρες να λένε, το «Αμήν», αλλά δεν πήρε
καμιά απάντηση.
Προχώρησε περισσότερο μέσα και στο βάθος διέκρινε ένα
μικρό σταμνί με λίγο νερό. Σκέφτηκε πώς κάπου εκεί κοντά θα
πρέπει να βρίσκεται κάποιος ασκητής ερημίτης. Περίμενε λίγο, του
- 33 -
φάνηκε πώς αισθάνθηκε ευωδιά σαν μοσχολίβανο, αλλά
άνθρωπος δε φαινότανε πουθενά. Τότε φώναξε και πάλι το «Δι'
ευχών...», αλλά απόκριση δεν πήρε. Για λίγο σκέφτηκε να
περιμένει, βγήκε έξω από τη σπηλιά, παρατήρησε το μέρος δεξιά,
αριστερά δεν μπόρεσε να διακρίνει τίποτε, μόνον άκουσε ένα μικρό
θόρυβο, ξεκίνησε να φύγει κι όταν-αργά έφτασε στη Λαύρα
διηγήθηκε πού παραπλανήθηκε, έχασε το δρόμο, βρέθηκε
μπροστά σε σπηλιά και κείνα που είδε. Οι Πατέρες στο Μοναστήρι,
πού γνώριζαν καλά τα μέρη εκείνα, είπαν στο μοναχό Αρτέμιο, ότι
έκτος από τη σπηλιά του «Παχωμίου» δεν υπάρχει εκεί άλλη
σπηλιά.
Την άλλη μέρα, μαζί με άλλους τρεις αδελφούς του
Μοναστηριού, πήγαν στο μέρος εκείνο, πού την προηγούμενη
μέρα είδε ο μοναχός Αρτέμιος τη σπηλιά, για να τους δείξει την
τοποθεσία, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτε, μόνον σε ένα
σημείο αισθάνθηκαν όλοι μια ουράνια εύωδία και άρωμα
μοσχολίβανου, πού πληροφόρησε τους αδελφούς αυτούς, ότι κάτι
το υπερφυσικό υπάρχει στο μέρος εκείνο του ευλογημένου Αγίου
Όρους.

Ανακάλυψη Αγνώστου Λειψάνου Στη Περιοχή Της


Μικρής Αγίας Άννας

Κατά καιρούς πολλοί Πατέρες και αδελφοί χριστιανοί, σε


διάφορα μέρη του Αγίου Όρους έχουν δει θαυμαστά και
υπερφυσικά πράγματα. Πριν από τριάντα πέντε χρόνια, κοιμήθηκε
και προς τις αιώνιες Μονές του Κυρίου αναπαύθηκε, ο Γέρο -
Κυπριανός, από τη Μικρή Άγιάννα, στο σημερινό ησυχαστήριο των
χρυσοχόων Θωμάδων, ο όποιος μας διηγήθηκε το ακόλουθο
περιστατικό :
«Θα έχουν περάσει πολλά χρόνια, δε θυμάμαι καλά πότε,
κίνησε ένας ευλαβής χριστιανός από την Κρήτη ναρθει στο Αγιον
Όρος, για να προσκυνήσει τον ιερό αυτόν τόπο με τους Αγίους
του, και να δει τον πρώτο του ξάδερφο, το Γέροντα Ευθύμιο, που
έμενε στη τελευταία ησυχαστική Καλύβα πού είναι χωρίς εκκλησία
στο κατώτερο μέρος της Μικρής Άγιάννας.
Ό χριστιανός αυτός, στη Δάφνη πού είναι το κεντρικό λιμάνι
του Αγίου Όρους, είχε έρθει από την Κρήτη με πλοίο, πού
περνούσε τότε μια φορά την βδομάδα, κι από κει με μια μικρή
βάρκα έφτασε το απογευματάκι, ο καλός αυτός χριστιανός, στο
μικρό φυσικό ορμίσκο της Άγιάννας. Δε γνώριζε πώς να πάει στη

- 34 -
μικρή Άγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο - Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ο όποιος πρόθυμα του έδειξε το
δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά
κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά,
πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως
συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ' αδιέξοδο.
Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα
περνούσε, ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και
κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα
βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ο
Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών
Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Άγιάννας.
Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο
του Γέρο - Ευθύμιο.
Ό Γέρο - Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο - Χριστόδουλου του
επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του
και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από
τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο - Ευθύμιο την
περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του 'λεγε αυτά,
ρώτησε το Γέρο - Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα
κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω
κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο - Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την
άλλη μέρα πρωί - πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο
Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς
σπιθαμή, γιατί ο Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι
και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και
ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ο Γέρο-
Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε
μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του,
μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ο Κρητικός,
φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό
προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον
πεθαμένο;
Ό ευλαβής χριστιανός μ' όλη την απλότητα πού τον διέκρινε,
είπε στο Γέρο - Κυπριανό: «Γέροντα, από την Άγιάννα βγήκα σ'
αυτά τα βράχια, δεν ήξερα που να πάω και τι δρόμο να πάρω για
να 'ρθώ εδώ. Με κόπο και πολύ κίνδυνο ανέβηκα ψηλά και
βρέθηκε μπροστά μου μια σπηλιά, μπήκα μέσα και είδα πάνω σε
πέτρινο κρεβάτι ξαπλωμένο ένα σεβάσμιο Γέροντα να κοιμάται.
Είπα ένα χαιρετισμό και περίμενα απάντηση, Όρος κοιμώμενος
γέροντας δε σάλεψε από τη θέση του και τότε αφού διαπίστωσα
- 35 -
ότι είχε κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, πλησίασα περισσότερο και είδα
πάνω από το κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και
ένα καντηλάκι να καίει. Έκαμα το σταυρό μου, προσκύνησα τρεις
φορές και σκέφτηκα πώς, ο γέροντας αυτός, θα είχε πεθάνει τώρα
και επειδή δεν προλάβατε να τον θάψετε ασφαλώς θα τον θάβατε
αύριο. Αισθάνθηκα ευωδιά μοσχολίβανου και νόμισα πώς κείνη
την ώρα είχατε θυμιάσει και φύγατε».
Ό γέρο - Κυπριανός δε γνώριζε καμιά σπηλιά εκεί πού τους
έλεγε ο προσκυνητής και όλοι μαζί ξεκίνησαν και πήγαν να τους
δείξει που είδε αυτό το άγιο λείψανο. Γύρισαν όλη την περιοχή
εκείνη όλη την ήμερα, αλλά σπηλιά και λείψανο δε βρέθηκε
πουθενά. Μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα αισθάνθηκαν να βγαίνει από
τα μέρη εκείνα μια έντονη ευωδιά μοσχολίβανου. Την ευωδιά αυτή
είχε πολλές φορές ο Γέρο - Κυπριανός αισθανθεί, όπως μας
βεβαίωνε ο ίδιος, τίποτε όμως άλλο δεν είδε πέραν αυτού. Ό
ευλαβής προσκυνητής έλεγε επί λέξει: «Να εδώ, σε τούτο το
δέντρο δίπλα μπήκα στη σπηλιά, πού είναι τώρα; τι γίνηκε; Αχ
μωρέ δεν ήξερα πώς είναι άγιο λείψανο να το πάρω στον ώμο μου
καινά φύγω!» Τότε είπαμε το προφητικό λόγιο της Αγίας Γραφής:
«Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού και τοις άγίοις τοις εν τη
γη αυτού εθαυμάσωσεν Όρος Κύριος» (Ψαλμ. ΞΖ' 36) και αμέσως
γυρίσαμε πίσω γεμάτοι πνευματική χαρά και αγαλλίαση, με πλήρη
τη βεβαιότητα, πώς όλα τα βράχια και όλες οι πέτρες του Αγίου
Όρους κρύβουν κι από έναν άγιο, τον όποιον, όταν θέλει και σ'
όποιον θέλει, ο Πανάγαθος Θεός, αποκαλύπτει και δοξάσαμε μ'
ένα στόμα τον Τρισυπόστατο Ένα Θεόν, τον Πατέρα, τον Υίόν και
το Αγιον Πνεύμα.

Και μετά θάνατο απέφευγαν τη δόξα των


ανθρώπων

Πριν από δυο χρόνια το 1976 - 77, πού Δίκαιος - Πρόεδρος -


στη Σκήτη, ήταν οι καλλιτέχνες αγιογράφοι και κατά σάρκα αδελφοί
Ιερομόναχοι Σεραφείμ και Βασίλειος, οι λεγόμενοι Βολιώτες,
απεφάσισαν οι Προεστοί της Σκήτης, να μεταφέρουν τα οστά των
κεκοιμημένων Πατέρων από την υπόγεια Καμάρα στο νεόκτιστο
οστεοφυλάκιο.
Στην μεταφορά πήραν μέρος πολλοί Πατέρες: οι ιερομόναχοι
και πνευματικοί Γέρο - Άνθιμος του Λάμπη, Γαβριήλ των
καλλιτεχνών αγιογράφων αδελφών Καρτσωναίων, Συμεών από
την Καλύβα «Υπαπαντή», Χαράλαμπος ιερομόναχος από τον

- 36 -
επίσης καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οι των αδελφών Ανανιαίων,
Γέρων Γρηγόριος Μοναχός από τον καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οίκο
«Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι Πατέρες και αδελφοί, οι όποιοι
μαρτυρούν, πώς όλα τα οστά εξέπεμπαν άρρητη και υπερκόσμια
ευωδιά.
Για να θαυμάσει όμως κανείς και να απορήσει εν ταύτω, με
την ταπεινοφροσύνη των μακαρίων αυτών Ασκητών και να
γνωρίσω μεν όλοι, πόσο, οι Πατέρες μας αυτοί, μισούσαν και
απέφευγαν τη δόξα των ανθρώπων και τη διάκριση άπ' αλλήλων,
παραθέτομε το αξιοπερίεργο φαινόμενο πού μας διηγήθηκαν αυτοί
που μετέφεραν τα οστά.
Όταν ένας από τους αδελφούς, πήρε από το σωρό των
οστών, μια νεκροκεφαλή και την έβαλε στο σάκο του, 'κει πού
περνούσε μπροστά από τους άλλους αδελφούς, όλοι αισθάνθηκαν
ιδιαίτερο άρωμα και πολύ έντονη εύωδία να βγαίνει από την κάρα
εκείνη.
Τότε όλοι, οι αναφερθέντες Πατέρες, έτρεξαν να δουν, κατά
το άδειασμα του σάκου και την τοποθέτηση των οστών, στη νέα
θέση τους, ποια είναι αυτή ή κάρα πού τόσο πολύ ευωδιάζει, για
να την ξεχωρίσουν και να την έχουν με τ' άλλα άγια λείψανα στην
εκκλησία. Τότε ή ιδιαίτερη εκείνη εύωδία και το άρωμα κρύφτηκε,
χάθηκε και εξαφανίστηκε τελείως. Μάταια έψαξαν, οι Πατέρες,
όλους τους σάκους και έβγαλαν τα οστά ένα ένα, αλλά δεν
μπόρεσαν να βρουν καμιά διάκριση να υπάρχει μεταξύ τους.
Αυτό έγινε ένα μεγάλο μάθημα σ' όλους μας, για να
γνωρίσομε πόσο οι πραγματικοί εκείνοι Μοναχοί απέφευγαν και δε
δέχονταν τη δόξα των ανθρώπων και μετά θάνατο ακόμη, επειδή
τους είναι υπέρ αρκετή ή δόξα πού έχουν από τον αθάνατο
Βασιλέα και θεό ημών, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Αγιον Πνεύμα,
εις τον όποιον Μοναδικό εν Τριάδι θεό, πρέπει πασά δόξα, τιμή και
προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Οι υπομένοντες τους πειρασμούς μάρτυρες


λογίζονται

Στην Καλύβα «Αγία Τριάς» της ίδιας Σκήτης, ασκητικά


ζούσανε πέντε αδέρφια κατά σάρκα, οι όποιοι γίνανε Μοναχοί, και
πήρανε τα ονόματα: Αθανάσιος, Γρηγόριος, Αρτέμιος, Φιλάρετος
και Μακάριος.
Στην αρχή ζούσανε ομόφωνα με ειρήνη και αγάπη, υπακοή
και σεβασμό προς το σχήμα και την Καλογερική, σύμφωνα με τις
υποσχέσεις του Μοναχισμού.
Με την πάροδο όμως του χρόνου, ξεθύμανε εκείνη ή πρώτη
- 37 -
ευλάβεια και λίγο το αδελφικό θάρρος, λίγο το θέλημα πού με
τέχνη και πολλή μαστοριά βάνει ο Διάβολος, άρχισαν να κάνει ο
καθένας ότι ήθελε, χωρίς να ρωτάει τον άλλον.
Έτσι μπήκε ανάμεσα τους, χωρίς να το καταλάβουν, ή
ψύχρα, ακολούθησε γκρίνια και φιλονικίες, οι όποιες καταλήγανε
σε σοβαρά επεισόδια, μαλώματα, φωνές, χειροδικίες και έντονα
κτυπήματα τόσο, πού ο ένας έσπαγε το κεφάλι, το χέρι, το πόδι ή
ότι άλλο μπορούσε του άλλου αδελφού, ώσπου να, τον υποτάξει
στη δική του θέληση. Δε σεβόταν ο μικρός το μεγάλο, ούτε ο
μεγάλος υπολόγιζε το μικρό αδελφό.
Οι καυγάδες και τα άσχημα επεισόδια συνεχίζοντας σχεδόν
κάθε μέρα, ήταν σπάνιο πράγμα να πέρναγε ήμερα και να μην
ακούνε, οι γειτονικοί ασκητές, τους αδελφούς αυτούς να
καυγαδίζουν και να κτυπιόνται, Όποιος από τους γείτονες ή τους
άλλους Πατέρες τολμούσε να επέμβει για να τους χωρίσει ή να
μεσολαβήσει να ειρηνεύσουν και να μη μαλώνουν, έφευγε
ξυλοδαρμένος κι έτσι κανείς δε μπορούσε να βοηθήσει τα αδέρφια
αυτά.
Πέρασαν σαράντα χρόνια μαρτυρικής ζωής, πού τα πέντε
αυτά αδέρφια καθημερινά μάλωναν. Οι Πατέρες της Σκήτης είχαν
συνηθίσει στις καθημερινές αυτές φωνές τους και λέγανε: «Οι
ταραχοποιοί αδελφοί πάλι μαλώνουν και σκοτώνονται».
Μετά από το χρονικό αυτό διάστημα των 40 χρόνων, πέρασε
μια μέρα, πέρασε δεύτερη και τρίτη μέρα και, από τ' αδέρφια αυτά
δεν ακούστηκαν οι συνηθισμένες φωνές τους, αλλά στη Καλύβα
τους επικρατούσε άκρα σιγή. Στους Πατέρες φάνηκε περίεργο πού
δεν άκουγαν να μαλώνουν, άλλα κανείς δεν τολμούσε να πάει για
να ιδεί τι συμβαίνει.
Την τρίτη προς την τέταρτη ήμερα, στον ύπνο του Δικαίου
της Σκήτης παρουσιάζεται ή Αγία Άννα και του είπε: «Πηγαίνετε με
τους Πατέρες να θάψετε, με δόξες και τιμές, τους πέντε Μάρτυρες
του Χριστού, τα πέντε αδέρφια, πού για την αγάπη του Κυρίου
γίνανε Καλόγεροι και από φθόνο του Διαβόλου μαλώνανε χωρίς
αιτία και παρά τη θέληση τους, το βράδυ όμως κάθε ήμερα μετά το
Απόδειπνο, συγχωρούσε από την καρδιά του ο ένας τον άλλον και
δε βάστηξε ποτέ ή κακία μέσα τους ούτε μια ολόκληρη ήμερα, διότι
εφάρμοζαν με ακρίβεια το ρητό πού λέγει: «Μη έπιδυέτω ο ήλιος
επί τω παροργισμό υμών, οργίζεστε, και μη αμαρτάνετε» (Έφεσ. Δ'
24).
Ό Δίκαιος —πρόεδρος της Σκήτης— άμα άκουσε αυτά από
την Aγιάννα, αμέσως κάλεσε τους Πατέρες σε γεροντική Σύναξη
και πήγαν όλοι στην Καλύβα, πού ζούσαν τα πέντε αδέρφια,
βρήκαν την πόρτα ανοιχτή, μπήκαν μέσα και βρήκαν σε στάση
- 38 -
πού βάνουμε μετάνοια μετά το Απόδειπνο μέσα στην εκκλησία και
τους πέντε πεθαμένους να εκπέμπουν άρρητη ευωδιά και
έπληρώθη σ' αυτούς το ρητό της Αγίας Γραφής πού λέγει «Μη
κρίνετε, ίνα μη κριθήτε. Εν ω γαρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε... και
όπου ευρώ σε εκεί και κρίνω σε» (Ματθ. Ζ' 1,2).
Τότε όλοι Οι Πατέρες, αφού πήραν ένα μάθημα ανεξικακίας
από τους Μοναχούς αυτούς, με τιμές και θυμιάματα συνόδευσαν
τους Μάρτυρες του Χριστού και κήδευσαν τα σώματα τους στο
Κοινό Κοιμητήρι με τους άλλους Πατέρες και δόξασαν το Θεό, πού
με κάθε τρόπο οικονομεί τη σωτηρία των ανθρώπων.

ΤΑ ΚΕΛΙΑ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΚΕΡΑΣΙΑΣ

Μετά από τον Άγιο Βασίλη βαδίζοντες την πορεία μας,


φθάνουμε στα Κελιά και ησυχαστήρια της Κερασιάς. Εδώ
βρίσκονται σε απόσταση το ένα από το άλλο εννέα (9) Κελιά, πού
τα χωρίζουν οι περιοχές τους και τρεις ησυχαστικές Καλύβες.
Σ' ολόκληρο το Άγιον Όρος υπήρχαν και υπάρχουν Μοναχοί
βιαστές και ενάρετοι με τέλεια αυταπάρνηση.
Στα Κελιά της Κερασιάς, στα ησυχαστήρια αυτά, των
Καρουλιών, Κατουνακίων και Αγίου Βασιλείου, έζησαν Πατέρες με
αγωνιστικό πνεύμα, εγκρατείς, ταπεινοί, ασκητικότατοι με τέλεια
αυταπάρνηση και προσήλωση στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των
Πατερικών συγγραμμάτων και κύριο μέλημα της ζωής τους ήταν,
πώς να καθαρίσουν το περιβόλι της καρδίας τους, από τους
πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς, και όταν με τη βοήθεια του
Θεού κατόρθωναν να απαλλαγούν από τις ανθρώπινες αδυναμίες
και κουτοπονηριές, τότε πολλοί εξ αυτών προχωρούσαν στην
πνευματική προκοπή και πρόοδο, στη νοερή προσευχή, από την
οποία έφθαναν σε ανώτερα μέτρα αρετής και θείου φωτισμού.

- 39 -
Ο βίος του Οσίου πατρός ημών γεωργίου
(χατζη - γεώργη)

Γέροντος Παισιου
Ο Οσιότατος Πατήρ ημών Γεώργιος γεννήθηκε στην Κερμίρα
της Καππαδοκίας το 1809. οι γονείς του ήταν πλούσιοι, όχι μόνο
από αρετές, άλλα και από αγαθά του Θεού, τα οποία σκορπούσαν
στους φτωχούς με την καρδιά τους.Ο πατέρας του ονομαζόταν
Ιορδάνης και ήταν από την Κερμίρα, η δε μητέρα του λεγόταν
Μαρία και ήταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη, πατρίδα του Αγίου
Γρηγορίου του Ναζιανζηνού).
Αφού απέκτησαν δυο παιδιά, τον Γαβριήλ (Χατζή-Γεώργη)
και τον Αναστάσιο, μετά ζούσαν πιο πνευματικά και αγαπημένοι
σαν αδέλφια (ζούσαν εν παρθενία). Ή μητέρα του, ή Μαρία, είχε
ασκητικό πνεύμα από μικρή, διότι είχε αδελφή Μοναχή, Ασκήτρια,
την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της. Στον μικρό

- 40 -
λοιπόν Γαβριήλ που άκουγε τις διάφορες διηγήσεις από την θεία
τους για τους Ασκητάς, άναψε ή επιθυμία στην παιδική του καρδιά
να γίνει Μοναχός και προσπαθούσε να μιμηθεί τους Ασκητάς με
αυστηρές νηστείες και προσευχές.
Ό πατέρας του, ο Ιορδάνης, ήταν ευλαβής και αυτός και
ασχολείτο με το εμπόριο και τον περισσότερο καιρό τον περνούσε
στα ταξίδια. Αυτό φυσικά έδινε την ευκαιρία στην Μαρία να ζει
άπλα, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά», να παίρνει τον
μικρό Γαβριήλ, επειδή είχε περισσότερη ευλάβεια, και να αγρυπνεί
με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκλήσια.
Μπορούμε δε να πούμε, ότι και το γάλα της ευλογημένης αυτής
Μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ, ήταν ασκητικό.
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Γαβριήλ, πήγε στο σχολείο, άλλα δεν
μπορούσε να μάθει γράμματα, ένα) ήταν πολύ έξυπνος. Φαίνεται
ήταν οικονομία Θεού, για να μάθη με Θεϊκό τρόπο γράμματα το
αγιασμένο αυτό παιδί, Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στο
σχολείο ο μικρός Γαβριήλ και δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει.
Επειδή τον μάλωναν οι γονείς του και ο δάσκαλος, εύρισκε
ευκαιρία και έφευγε στις σπηλιές. Εκεί δε στην Κερμίρα ή Κερμίλ,
ήταν ή σπηλιά με τα αποτυπώματα τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου, όπου κατέφευγε πολλές φορές ο μικρός Γαβριήλ.
Νήστευε δε πολύ και προσευχόταν, κάνοντας πολλές
μετάνοιες εδαφιαίες, και όταν ένιωθε εξάντληση, έτρωγε χόρτα
από αυτά που φύτρωναν στο βουνό. Κάποτε μάλιστα είχε
απουσιάσει ένα μήνα, είχε έρθει σε επαφή με Ασκητάς πού
έμεναν γύρω στις σπηλιές, και ασκήτευε και αυτός κοντά τους
σε μια σπηλιά. Τον βρήκαν μετά οι γονείς του και έκτοτε δεν τον
μάλωναν πού δεν μπορούσε να μάθει γράμματα. μία μέρα, τού
είπε ή μητέρα του με καλοσύνη:
-Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και
παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα.
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της
Θεοτόκου. Ό μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και
πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες- , ξεκίνησε νύχτα για την
Εκκλησία να προσευχηθεί για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφτασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι τής θύρας
τού Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε Απ’' έξω,
διότι ή θύρα ήταν κλειστή. Ενώ παρακαλούσε την Παναγία, «Δώσε
μου, Βασίλισσα τού Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά
άνοιξαν οι πόρτες τής Εκκλησίας, και μπήκε ή Θεοτόκος, και
παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα τού
Χριστού και είπε : «Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη
γράμματα». Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος : Μ' αυτά τα λόγια μ'
- 41 -
ευλόγησε με το Χέρι της, μ' ασπάστηκε και είπε : «Τώρα, έμαθες
γράμματα». Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη τού Ιερού.
Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε σε όλη την
Εκκλησία, άλλα δεν μπόρεσε να την βρει! Ήλθε μετά ή ώρα τής
ακολουθίας, έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνει και βλέπει τα
πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τα έχασε και
ρώτησε με έκπληξη ! Πώς βρέθηκες εδώ;
Ό Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα
συνέβησαν. Ό νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του
έδωσε ένα βιβλίο να διαβάσει, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζει
ωραία και καθαρά. Τότε ο νεωκόρος του είπε : -Πράγματι, Εκείνη ή
γυναίκα ήταν ή Παναγία! Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, που
έμαθε γράμματα με Θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι
συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια. Ό Γαβριήλ όμως και
πάλι πήγαινε στις σπηλιές και ασκήτευε, μάζευε δε και τους
φίλους του και έκτιζαν μικρό Μοναστηράκι με Ναό και κελάκια,
έχοντας τον Γαβριήλ για Ηγούμενο. σε ηλικία δεκατεσσάρων
χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην
Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος που
έμενε εκεί. Καθώς περνούσα από ένα ερημικό τόπο, τού είπε ο
λογισμός ότι θα έβρισκε εκεί ερημίτες να τους πει να
προσευχηθούν για τον θείο του πού τούρκεψε. Άφησε λοιπόν
τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, άλλα δεν βρήκε
κανένα ασκητή. Έχασε όμως και τους συντρόφους του
και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήσει.
Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή αξιωματικού,
με φωτεινό πρόσωπο και τού λέει: -Στ' αλήθεια έχασες τον δρόμο
Γαβριήλ; -Ναι, τον έχασα, απάντησε ο μικρός.
-Έλα μαζί μου, τού είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο
άλογο του, πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι
θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό!
Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε μαζί
με τους συγγενείς του τον θείο του, με πολύ πόνο. Ό θείος του είχε
μεγάλη θέση στην αυλή τού Σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808-1839).
Κάποτε, επειδή είχε διατάξει να γίνουν διάφορα έργα στην πατρίδα
του, οι Αρμένιοι τον φθόνησαν και τον συκοφάντησαν στους
Τούρκους. για να αποφύγει δε τον θάνατο πού τον περίμενε,
δυστυχώς τούρκεψε. Επόμενο ήταν να του έχει μεγαλύτερη
εμπιστοσύνη μετά ο Σουλτάνος.
Ενώ έφυγαν οι άλλοι για την πατρίδα τους, μετά από τις
συμβουλές τους για να μετανοήσει ο θειος του, ο Γαβριήλ
παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κοντά του και προσευχόταν
πολύ. Έκανε δε σκληρούς αγώνες για να επιστρέψει ξανά στο
- 42 -
χριστιανισμό, όχι μόνο ο θείος του, αλλά και ένας ιερέας μαζί με
μερικούς άλλους, πού είχαν Τουρκέψει και εκείνοι από φόβο. οι
θερμές προσευχές τού Γαβριήλ, με τις νηστείες και τις πολλές
εδαφιαίες μετάνοιες, βοήθησαν για την θεία επέμβαση, και έγιναν
καταρχάς κρυφοί χριστιανοί και αργότερα έφυγαν στην Σμύρνη.
Και ο μεν θείος του έγινε νεωκόρος σ' ένα ναό και αγωνιζόταν
φιλότιμα με πολλή μετάνοια και αναπαύτηκε τη Λαμπροφόρο
ήμερα της Αναστάσεως. Ό δε ιερέας μαζί με τους άλλους
αγωνίστηκαν και αυτοί φιλότιμα, με συντριβή, και μετάνοια
αναπαύτηκαν, Χριστιανοί, στη Σμύρνη.
Το διάστημα των τεσσάρων ετών πού παρέμενε στην αυλή
τού σουλτάνου ο Γαβριήλ, έπεσε στην αντίληψη του σουλτάνου ή
ασκητική ζωή τού νεαρού Γαβριήλ, και θαύμαζε! Ένας νεαρός να
μη συγκινείται καθόλου από τις ανθρώπινες δόξες και τις κοσμικές
απολαύσεις! να αναπαύεται σε ένα σκοτεινό υπουργείο και να
τρώει μία φορά την ήμερα από μία χούφτα βρεγμένο κριθάρι! Όλη
τη νύχτα να προσεύχεται και να κάνει μετάνοιες, ώρες, συνέχεια!
Απορούσε για όλα αυτά ο σουλτάνος και έλεγε στους αυλικούς
του· «ποιος έμαθε σε αυτόν το νεαρό έτσι να νηστεύει και να
προσεύχεται;». Ή άγια ζωή τού μικρού Γαβριήλ είχε αλλοιώσει και
αυτόν τον Σουλτάνο ακόμη, και έγινε κρυφός χριστιανός.
Ό Γαβριήλ (ο μετέπειτα Χατζή-Γεώργης) έλεγε αργότερα τα
έξης: «Ό Σουλτάνος Μαχμούτ αγαπούσε κατόπιν τους
Χριστιανούς. Ενώ πριν οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να
επιδιορθώσουν ούτε ένα ερειπωμένο ναό, ούτε να κτίσουν εκ νέου,
αυτός εξέδωσε μετά περί τα 2000 φιρμάνια προς ανέγερση νέων
Ναών κ.λπ.
Δώρισε ακόμη και δυο μεγάλες εικόνες τού Αγίου Ιωάννου
τού Προδρόμου, τον οποίο ευλαβείτο, και τού πατρός αυτού,
Του Προφήτου Ζαχαρίου, καθώς και έναν ασημένιο
πολυέλαιο. Έκτος Απ’' αυτά, έδειξε μεγάλη εύνοια και στο
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που χρωστούσε στους Εβραίους 36
χιλιάδες λίρες χρυσές. Ό σουλτάνος απαίτησε όλα τα έγγραφα
αυτού τού χρέους και τα κατέστρεψε και διέταξε αυστηρά τους
Εβραίους να μην απαιτήσουν στο έξης το χρέος αυτό από το
πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Άλλαξε δε και πολλά άλλα τουρκικά
έθιμα και βοηθούσε πολύ τους χριστιανούς. Επόμενο ήταν να τον
θανατώσουν οι Τούρκοι και να πουν ότι πέθανε».
Τον Γαβριήλ, λοιπόν, μετά από την παραμονή του στην Πόλη
επί τέσσερα χρόνια και την επιστροφή των άλλων στο Χριστό, σε
ηλικία 18 χρόνων, τον απασχολούσε ποια έντονα ή δίκη του
σωτηρία, και παρακαλούσε με δάκρυα την Παναγία, συνέχεια μέρα
νύχτα, να τον βγάλει από την αυλή τού Σουλτάνου και να του δείξει
- 43 -
οδών σωτηρίας.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν στη Θεία λειτουργία, στο ναό τού
Πατριαρχείου, μπροστά στην εικόνα τής Θεοτόκου, πού βρίσκεται
πίσω από την Πατριαρχική ψηφιδωτή καθέδρα, με δάκρυα
παρακαλούσε την Παναγία να τον οδηγήσει. Όταν τελείωσε ή Θεία
Λειτουργία, αυτός δεν βγήκε έξω μαζί με τους άλλους, άλλα
παρακαλούσε και στη συνέχεια με πολλή πίστη και απλότητα
παιδική την Παναγία, να τον πληροφορήσει τι να κάνει. Για μία
στιγμή, όπως διηγείτο, βλέπει τη Βασίλισσα των Ουρανών να
έρχεται Απ’' την Εικόνα κοντά του, ντυμένη με ολόλαμπρη λευκή
ενδυμασία και να τον ρωτά!
- Τι θέλεις;
- θέλω να σωθώ! Απάντησε ο Γαβριήλ. Ή Θεοτόκος τού λέει.
- πήγαινε στην εξωτερική πύλη τού Φαναριού, στην
αποβάθρα, όπου θα δεις ένα Μόναχο· με αυτόν να πάς στο Άγιον
όρος.
Αφού είπα αυτά ή Παναγία, ξαναμπήκε στην εικόνα της.
Ό Γαβριήλ μετά έτρεξε χαρούμενος προς την αποβάθρα και
είδε ένα σεβασμιότατο Μοναχό, αδύνατο, με άσπρη μακριά
γενειάδα. Ήταν ο Ηγούμενος της μονής Γρηγορίου, ο Γρηγόριος,
από το Άγιον όρος. Ό Γαβριήλ πέφτει στα πόδια του και τον
παρακαλεί ΝΑ τον πάρει μαζί του στον Άθωνα. Άλλα ο Αγιορείτης
Ηγούμενος του λέει: από τους αγίους πατέρες και τις διατάξεις των
Πατριαρχών απαγορεύεται να παίρνουμε στον Άθωνα, όχι μόνο
παιδιά σαν εσένα, άλλα και αυτούς πού ακόμη δεν έχουν γένια.
Έτσι είναι και μη μιλάς· στον Άθωνα δεν μπορείς να έρθεις προς το
παρόν.
Όταν άκουσε την άρνηση του, πόνεσε πολύ ο Γαβριήλ και
αναγκάστηκε τότε να του διηγηθεί πώς είδε την Παναγία και ότι
αυτή του είπε να πει στον Ηγούμενο να τον πάρει στον Άθωνα.
Άλλα ο Γέροντας, δυστυχώς, με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχθεί
να τον πάρει στο Άγιον όρος, ούτε έδωσε καμία προσοχή στην
εύνοια τής Κυρίας Θεοτόκου, ή οποία μπορεί να ενεργεί και
αντίθετα με τις ανθρώπινες διατάξεις, όσο καλές και αν φαίνονται.
Όλα αυτά έγιναν παρουσία του Καπετάνιου του πλοίου, ο
οποίος τόνισε και είπε στον Γαβριήλ, να μπεις παιδί μου, κρυφά
στο πλοίο και να φανερωθείς στο Γέροντα, όταν φθάσουμε στον
Άθωνα. Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ έφυγε το 1828 και
μετά από λίγες ήμερες έφθασε το πλοίο στη μονή του Γρηγορίου.
Βγήκε και ο Γαβριήλ και έπεσε στα πόδια Ηγουμένου λέγοντας· «η
Παναγία με έφερε στο Άγιον Όρος» και έτρεχαν δάκρυα από τα
μάτια του. Ο ηγούμενος όμως και πάλι δεν ήθελε να τον πάρει
στην Μονή· απέφευγε ακόμη και να τον βλέπει. Άλλα οι Πατέρες
- 44 -
τής Μονής έκαμναν τον Ηγούμενο και τον δέχτηκε. Του έδωσαν
αμέσως το διακόνημα του παραμάγειρα, και διακονούσε πρόθυμα
και αγωνιζόταν φιλότιμα στα πνευματικά. Ήταν ακόμη αρχάριος,
όταν έτυχε και ή Πανήγυρη τής Μονής, του Αγίου Νικολάου. Λόγω
κακοκαιρίας όμως, δεν μπόρεσαν να ψαρέψουν, και οι
Πατέρες ήταν στεναχωρημένοι που δεν θα είχαν ψάρια να
φιλέψουν τους Πανηγυριώτες. Άλλ’ ο Γαβριήλ δεν στεναχωρέθηκε
γι 'αυτό, γιατί θεωρούσε πολύ απλό για τον Άγιο Νικόλαο να τα
οικονομήσει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Νικόλαο, και
πετάχτηκαν θαυματουργικές στον Αρσανά της Μονής αρκετά
μεγάλα και καλά ψάρια, την παραμονή τής Εορτής. Οι αδελφοί τα
ανέβασαν στη Μονή με χαρά, και τα ετοίμασαν δοξάζοντας τον
Θεό.
Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, ο Γαβριήλ έφυγε για τα
Καυσοκαλύβια, για αν μην τον ευλαβούνται οι Πατέρες της Μονής.
Είχε παραμείνει στη Μονή Γρηγορίου περίπου δυο μήνες. Εκεί,
είχε μάθει Ότι είναι ένας έμπειρος Πνευματικός στην σκήτη των
Καυσοκαλυβίων, ο Παπά-Νεόφυτος «Καραμανλής»,
συμπατριώτης του, μεγάλος βιαστής και με πολλή χάρη Θεού.
Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στον Άγιο Γεώργιο στα Καυσοκαλύβια.
Ο «Παπά-Νεόφυτος», μόλις είδε τον νεαρό Γαβριήλ, τον δέχτηκε
με χαρά, γιατί έβλεπε την Χάρη του Θεού στο πρόσωπο τού νέου
ζωγραφισμένη. Επειδή όμως ήταν πολύς Τούρκικος στρατός και
στο Άγιον Όρος την εποχή εκείνη, λόγω τής Επαναστάσεως (1821-
1830), τον άφησε τον Γαβριήλ στην σπηλιά τού Οσίου Νήφωνος,
όπου ασκήτευε και ο ίδιος τον περισσότερο καιρό, για να
προφυλάξει τον νέο από τους βαρβάρους Τούρκους. Εκεί στην
σπηλιά, αγωνίστηκε σκληρά, με φιλότιμο, τέσσερα χρόνια, χωρίς
ΝΑ βλέπει άνθρωπο, έκτος από τον Γέροντα του πού τον
επισκεπτόταν και τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια. Όταν πια
είχε ηλικιωθεί, είχε ελαττωθεί κάπως και ο Τούρκικος στρατός και
επέστρεψε στη Σκήτη κοντά στον Γέροντα του, τον Παπά-Νεόφυτο,
στην Καλύβη τού Αγίου Γεωργίου, όπου έμεναν και άλλοι εννέα
παραδελφοί του. Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος ο Γαβριήλ, όμως
παρουσίαζε σημεία προχωρημένου Μοναχού! Ήταν δηλαδή
ασυρματιστής τού Θεού.
Κάποτε λοιπόν, Ενώ προσευχόταν, άκουσε την φωνή του
Γέροντα του να τους λέει : «Καλογέρια μου, σώστε με!».
Έτρεξε αμέσως και το είπε στον μεγαλύτερο παραδελφό του,
άλλα εκείνος δυστυχώς τον μάλωσε.
-Άντε πήγαινε, πλανεμένε, κάνε τον κανόνα σου (την
ατομική προσευχή), πού άκουσες την φωνή του Γέροντα! Έκανε
υπακοή ο Γαβριήλ και πήγε στο κελί του. Μόλις όμως, άρχισε την
- 45 -
προσευχή του, ξανά ακούει τον Γέροντα πιο έντονα, με
σπαρακτική φωνή να λέει: «Καλογέρια μου, σώστε με! Βρίσκομαι
κοντά στον Σταυρό, που είναι στον Ζυγό, πριν την κερασιά και
κινδυνεύω. Βοηθείστε με!». Πηγαίνει πάλι ο Γαβριήλ στον
παράδελφό του και του λέει: -Ό Γέροντας μας κινδυνεύει και
βρίσκεται ψηλά στο Σταυρό.
Εκείνος όμως τον μάλωσε πιο πολύ αυτή τη φορά. -Τόσο
πλανεμένος είσαι; Ακούς την φωνή του Γέροντα από το Σταυρό;
(Απόσταση δυο ώρες με καλό καιρό). Τότε ο Γαβριήλ με πόνο τον
παρακάλεσε.
-Κάνε Πάτερ μου, ένα κομποσχοίνι με σταυρούς και δώσε
προσοχή και θα δεις.
Μόλις λοιπόν άρχισε και εκείνος να κάνει ένα - δυο
σταυρούς, λέγοντας την ευχή, άκουσε την σπαρακτική φωνή του
Γέροντα τους. Αμέσως τύλιξαν βέργες με σχοινιά γύρω στα πόδια
τους, για να μην βουλιάζουνε στα χιόνια, και ξεκίνησαν. Έκαναν
περίπου μισή μέρα για να ανέβουν στο σημείο που βρισκόταν ο
Γέροντας, γιατί είχε πολλά χιόνια. Αφού ένα μέτρο ήταν χαμηλά
στα Καυσοκαλύβια, πόσο μάλλον ψηλά στον Σταυρό!
Ό Παπά-Νεόφυτος, όπως επέστρεφε από ταξίδι, χειμώνα και
με κακοκαιρία, ανεβαίνοντας από την Αγία Άννα προς την
Κερασιά, κοντά στον Σταυρό, είχε πια αποκάμει από την κούραση
και όπως ήταν πολύ το χιόνι, ένα μπόι, βούλιαζε και δεν μπορούσε
πια να βγει.
Όταν έφτασαν τα Καλογέρια του, τον βρήκαν σχεδόν νεκρό,
παραχωμένο στα χιόνια. Τον πήραν αμέσως, όπως ήταν
ξυλιασμένος, και τον μετέφεραν κατ' αρχάς στην Κερασιά, για να
συνέλθει. Άλλα αυτό που έσωσε τον Γέροντα, μου λέει ο
λογισμός, δεν ήταν η ζέστη και τα ζεστά που του
πρόσφεραν ανθρωπίνως, άλλα ή θερμή προσευχή του Γαβριήλ.
Αφού έγινε καλά ο Παπά-Νεόφυτος, κατέβηκαν στα
Καυσοκαλύβια, στον Άγιο Γεώργιο, και μετά από λίγο εκάρη
Μοναχός ο Γαβριήλ, εκεί στην Καλύβη τους, και μετονομάστηκε
Γεώργιος, και αργότερα από το προσκύνημα του στους Άγιους
Τόπους πήρε το «Χατζή-Γεώργης».
Επειδή είχε αυξηθεί η συνοδεία του Παπά-Νεόφυτου στα
Καυσοκαλύβια, ανέβηκαν στην Κερασιά, για να έχουν και
περισσότερη ησυχία. Κατ' αρχάς παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο
Κελί των Αγίων Αποστόλων, μέχρι που ετοίμασαν το Μεγάλο Κελί
του Αγίου Δημητρίου και Άγιου Μηνά, όπου χωρούσε όλη ή
Αδελφότητα. Εκεί στην Κερασιά ο Παπά-Νεόφυτος είχε δει όραμα
και έβαλε το αυστηρό τυπικό της διαρκούς νηστείας και
αδιάλειπτου προσευχής. Μετά άφησε τον Πατέρα Γεώργιο, τον
- 46 -
Χατζή-Γεώργη, για Γέροντα, το 1848, και εκείνος πήρε κελί στις
Καρυές, Σιμωνοπετρίτικο, του Αγίου Νικολάου, για να
διευκολύνονται οι προσκυνηταί και να βοηθάει περισσότερες
πονεμένες ψυχές, σαν χαρισματούχος Πνευματικός που ήταν.
Οι Πατέρες τής Συνοδείας του στην Κερασιά, ένιωθαν μεγάλη
σιγουριά πνευματική και στον Χατζή-Γεώργη, γιατί είχε κάνει ο
ίδιος υποτακτικός προηγούμενος και μπορούσε να καταλάβει τους
υποτακτικούς. Χρησιμοποιούσε την κοπή του θελήματος με το
Πατρικό πνεύμα, δηλαδή, να κόβει άλλοτε τον εγωισμό τον παιδικό
και άλλοτε να φρενάρει τον ενθουσιασμό. Με άλλα λόγια, κλάδευε
με διάκριση και δεν κουτσούρευε αδιάκριτα. Επειδή ο Γέροντας
είχε αγιότητα, τα Καλογέρια του υποτάσσονταν από ευλάβεια και
όχι από φόβο. Στον εαυτό του δε, ήταν πολύ σκληρός και συνέχεια
αύξανε την άσκηση του. Έλεγε ο Γέροντας : «Όταν καταγίνεται
κανείς με νηστεία - αγρυπνία- προσευχή, εξαντλούνται οι
σωματικές δυνάμεις, και ή σάρκα στενάζει και
παραπονιέται στην δυσκολία και στον κόπο της ασκητικής ζωής.
Τότε είναι που πρέπει να γίνει κανείς πιο προσεκτικός και
στον πόλεμο των λογισμών -γιατί τότε έρχονται στην μνήμη οι
μέρες τής κοσμικής ζωής, για να μην εμποδιστεί στον δρόμο τής
σωτηρίας του και απολέσει την ψυχή του». Μετά από
πολύχρονους τέτοιους αγώνες, επόμενο ήταν να εξαντληθεί, αλλά
και να εξαϋλωθεί. Ενώ του πονούσαν τα πόδια από την
ορθοστασία κατά την προσευχή, και ιδίως τα γόνατα από τις
πολλές γονυκλισίες, και γενικά όλο το κορμί του από την άσκηση, ο
Γέροντας συνέχιζε το αυστηρό του τυπικό και δεν έπαιρνε ποτέ
φάρμακα. Έλεγε δε στους υποτακτικούς του και στους επισκέπτες :
«Το καλύτερο φάρμακο είναι ή συχνή Μετάληψη των Άχραντων
του Χριστού Μυστηρίων. Ή συχνή Εξομολόγηση και ή Θεία
Μετάληψη είναι ή σπουδαιότερη και απαραίτητη προϋπόθεση για
την επίγεια πνευματική αγαλλίαση και την Ουράνια ευφροσύνη».
Και τους ανέφερε και το έξης παράδειγμα:
«Ένας Ερημίτης ρώτησε τον διάβολο. -Ποια είναι τα πιο
φοβερά πράγματα στην ζωή σας; Απάντησε ο διάβολος. -Είναι
φοβερά και ανυπόφορα για μάς. -Ποια είναι αυτά; Ρώτησε ο
Γέροντας.
- να ποια είναι. Το μυστήριο του Βαπτίσματος, με το οποίο
χάνουμε εντελώς την εξουσία και το δικαίωμα πάνω σας. Ό
Σταυρός, ο οποίος μας βασανίζει, μας διώχνει και μας αφανίζει, και
ιδίως ή Κοινωνία. Ή Κοινωνία, συνέχισε ο διάβολος, είναι πιο
φοβερή για μας και από την γερνά του πυρός. Όχι μόνο δεν
μπορούμε να πλησιάσουμε εκείνον που άξια έχει κοινωνήσει, αλλά
φοβόμαστε και να τον αντικρίσουμε ακόμη. Άλλα όμως, όσο κι αν
- 47 -
αυτά είναι θανάσιμα για μας, εμείς ευγνωμονούμε τους
ανθρώπους, που με τις απροσεξίες τους και τις αμαρτωλές
συνήθειες τους, από μόνοι τους απομακρύνουν την ενέργεια των
Μυστηρίων από τον εαυτό τους. Κι έτσι μόνοι τους μας δίνουν το
δικαίωμα να κυριεύσουμε τις καρδιές τους». Με την διήγηση
αυτή ο Χατζή-Γεώργης έδινε να Καταλάβουν πιο
ζωντανά, πόσο σπουδαία είναι στουςΧριστιανούς τα Άγια
Μυστήρια. Για τον εαυτό του δε ο Γέροντας, για να υπομένει με
χαρά τους κόπους και τους πόνους της ασκήσεως για την
Σωτηρία τής ψυχής του, έφερνε πάντα στην μνήμη του το εξής
περιστατικό που του είχε διηγηθεί ο Γέροντας του Παπά-Νεόφυτος.
«Κάποτε, ένας άρρωστος έχασε την υπομονή του και
φώναζε προς τον Κύριο ζητώντας να τον απαλλάξει από τους
φρικτούς πόνους, του παρουσιάζεται τότε ένας Άγγελος και
του λέει. Ό Πανάγαθος Θεός άκουσε την προσευχή σου και θα
κάνει το αίτημα σου, με τον όρο όμως πως αντί ένα χρόνο ζωής με
βάσανα στην γη, με τα οποία κάθε άνθρωπος, σαν τον χρυσό
στην φωτιά, καθαρίζεται από την αμαρτία, θα δεχθείς να
περάσεις τρεις ώρες στην κόλαση. Επειδή ή ψυχή σου χρειάζεται
να καθαρισθεί με την δοκιμασία της αρρώστιας, θα έπρεπε να
υποστείς την ασθένεια άλλον ένα χρόνο. Αυτό σου φαίνεται
δύσκολο, σκέψου όμως και τι θα πει κόλαση, όπου πηγαίνουν όλοι
οι αμαρτωλοί! Γι' αυτό δοκίμασε, αν θέλεις, μόνο για τρεις ώρες και
μετά, με τις προσευχές της Αγίας Εκκλησίας θα σωθείς. Ό
άρρωστος σκέφτηκε, «ένας χρόνος βάσανα στη γη είναι πολύ
μακρύς! Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες παρά ένα χρόνο».
Συμφωνώ για τρεις ώρες στην κόλαση, είπε στον Άγγελο. Ό
Άγγελος τότε, πήρε απαλά στα χέρια του την ψυχή του, την άφησε
στην κόλαση και απομακρύνθηκε λέγοντας. Μετά τρεις ώρες θα
επιστρέψω. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το
στρίμωγμα, οι φωνές των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του
και η άγρια όψη τους, όλα αυτά προξενούσαν στον δυστυχισμένο
φοβερό τρόμο και λύπη. Παντού έβλεπε και άκουγε βάσανα.
πουθενά φωνή χαράς στην απέραντη άβυσσο της
κολάσεως. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων
φαίνονταν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμα να τον σπαράξουν. Άρχισε να
τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει, άλλα στις φωνές και τις
κραυγές του απαντούσε μόνο η άβυσσος. Του φαινόταν πως
ολόκληροι αιώνες βάσανα είχαν περάσει, και από στιγμή σε
στιγμή περίμενε να έρθει προς αυτόν ο Άγγελος, άλλα αυτό δεν
γινόταν. Τελικά, απελπισμένος πως δεν θα έβλεπε
ποτέ τον Παράδεισο, άρχισε να βογγά και να κλαίει, άλλα κανείς
δεν νοιαζόταν γι' αυτόν. Οι αμαρτωλοί στην κόλαση
- 48 -
σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, και χαίρονταν οι δαίμονες για τα
βάσανα τους. Άλλα να, που η γλυκιά λάμψη του Αγγέλου φάνηκε
στην Άβυσσο. Με παραδεισένιο χαμόγελο στάθηκε ο άγγελος
πάνω από τον βασανισμένο και ρώτησε. -Πως είσαι άνθρωπε; -δεν
πίστευα ότι και στους Αγγέλους μπορούσε να υπάρχει Ψευδός!
Ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο βασανισμένος. -Τι θα πει αυτό;
Ρώτησε ο Άγγελος. -Πως τι θα πει; Συνέχισε ο ταλαίπωρος.
Υποσχέθηκες να με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες, και από
τότε, χρόνια, ολόκληροι αιώνες μου φαίνεται πώς πέρασαν με
αφόρητα βάσανα. -Ευλογημένε, τι χρόνια, τι αιώνες είπε
έκπληκτος ο Άγγελος. Μόνο μία ώρα έχει περάσει από τότε που
έφυγα, και πρέπει να μείνεις εδώ ακόμη δυο ώρες. -Πώς; δύο
ώρες; Ωχ! Δεν μπορώ να βαστάζω, δεν έχω δύναμη! Α ν είναι
δυνατόν, κι αν είναι θέλημα κυρίου, σε ικετεύω, πάρε με από εδώ.
Καλύτερα στην γη να υποφέρω χρόνια, μέχρι την ήμερα της
κρίσεως, μόνο βγάλε με από την κόλαση! Λυπήσου με! Φώναξε
βογγώντας ο βασανισμένος, υψώνοντας τα χέρια προς τον
Άγγελο. -Καλά, απάντησε ο Άγγελος. Ο καλός Θεός
σαν Φιλόστοργος Πατέρας θα σε ελεήσει.
Με αυτά τα λόγια ανοίγει τα μάτια του και βλέπει πως, όπως
και πριν, βρισκόταν στο κρεβάτι της αρρώστιας». Με τέτοιους
λογισμούς ο Γέροντας έκανε όλες του τις αισθήσεις να είναι
νεκρωμένες, γιατί το ενδιαφέρον της σωτηρίας της ψυχής
ταπεινώνει το σώμα και νεκρώνει τα πάθη. Μετά από τέτοια
υπερφυσική άσκηση που έκανε ο Γέροντας και από τέτοια
υπομονή και καρτερία που έδειχνε στους φρικτούς πόνους και από
τέτοιους ταπεινούς λογισμούς που έφερνε, ώστε να πιστεύει ότι
ήταν πολύ αμαρτωλός και έπρεπε να καθαριστεί η ψυχή του με
τους πόνους των ασθενειών, ενώ ήταν αγιασμένος εκ κοιλίας
μητρός, επόμενο ήταν να του δοθεί άφθονη η Χάρις του Θεού, και
να μην αρρωσταίνει ποτέ, σε όλη του την ζωή. Ο Πατήρ Γεώργιος
πολύ λυπόταν, όταν κάποιος στα πρώτα βήμα της Καλογερικής,
μόλις άρχισε τον αγώνα για την σωτηρία της ψυχής του, έχανε το
θάρρος του και κλονιζόταν, και μη υπομένοντας τους αγώνες
υπέκυπτε στον πειρασμό και εγκατέλειπε το Μοναχικό Σχήμα και
τον Αγιασμένο Άθωνα, χωρίς να συναισθάνεται την σοβαρότητα
των υποσχέσεων του στον Θεό. Έλεγε δε πως πρέπει με
ταπεινοφροσύνη και υποταγή να δεχόμαστε κάθε δοκιμασία και
θλίψη που μας στέλνει ο Θεός, για να καθαριστεί εντελώς η ψυχή
μας από τις εν γνώσει και αγνοία αμαρτίες.
Όσους έβλεπε ο Γέροντας να είναι κυριευμένοι από την
ακηδία, τους παρηγορούσε και πνευματικά τους νουθετούσε. Και
σε εκείνους πού δεν ήθελαν να σηκώσουν τον Σταυρό της
- 49 -
Μοναχικής ζωής και ήθελαν να εγκαταλείψουν το Άγιων Όρος, ο
Γέροντας διηγείτο το ακόλουθο γεγονός.
«Ένας Αθωνίτης, που είχε το διορατικό χάρισμα, έβλεπε όλα
τα στίφη των δαιμόνων, από τα οποία το ένα ήταν σιχαμερότερο
από το άλλο. Ανάμεσα όμως σε όλα, ένα φαίνονταν τόσο
σιχαμερό, πού αηδίαζε κανείς μόνο και να το βλέπει! Ο Ασκητής το
κοίταζε και αναρωτιόταν από που να προερχόταν αυτή η φοβερή
ασχήμια του.
-Γιατί μας κοιτάζεις τόσο παράξενα, Καλόγερε; Ρώτησε με
σατανική ειρωνεία ένας δαίμονας. Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι
εκείνοι που πειράζουν τους Καλογήρους και με κάθε τρόπο
προσπαθούν να τους εμποδίσουν στην σωτηρία τους,
προξενώντας ακηδία με την σκέψη των συγγενών και της πατρίδας
και βάζοντας λογισμούς να αφήσουν το Όρος και να γυρίσουν στον
κόσμο. Αυτούς που φεύγουν από εκεί και πετάν τα ράσα, σε μένα
πέφτει να τους κουβαλώ στους ώμους ως το καράβι, και αυτοί είναι
που μου έφαγαν έτσι τον λαιμό και την πλάτη. Και αφού τους
κουβαλήσω στο καράβι, ταξιδεύω και εγώ μαζί τους στον κόσμο! Ό
Γέροντας σταυροκοπήθηκε και όλα χάθηκαν» Ό Χατζή-Γεώργης
συμβούλευε ανάλογα τον καθένα, με διάκριση, και παρηγορούσε
τις ψυχές και βοηθούσε με τις καρδιακές του προσευχές. Το
πρόσωπο του ακτινοβολούσε από την αγία του ζωή και
σκορπούσε Θεία Χάρη στις πονεμένες ψυχές. Η φήμη του αγίου
Γέροντα είχε φθάσει παντού, και έτρεχαν από παντού οι άνθρωποι
για ΝΑ ωφεληθούν πνευματικά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ,
μάζευε τον πόνο των πονεμένων και θέρμαινε τις καρδιές τους με
την αγάπη του την πνευματική, που έμοιαζε με ανοιξιάτικη
λιακάδα. «Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί».
Έφυγε από την πατρίδα του μικρό παιδάκι, άφησε τους
γονείς του για την αγάπη του Χριστού, έβγαλε την αγάπη του απ'
την μικρή οικογένεια και έτσι απέκτησε Θεϊκή αγάπη, ώστε να
νιώθει όλο τον κόσμο αδέρφια του, και έγινε παιδί της μεγάλης
οικογένειας, του Αδάμ - του Θεού ! Δεν είχε σχέδια δικά του, γι'
αυτό τον πέρασε ο Θεός στο θείο Του σχέδιο, τον έκανε
Πνευματικό Πατέρα. Επειδή είχε γνωρίσει την μεγάλη αξία του
Αγγελικού Σχήματος, δεν επιθύμησε άλλα αξιώματα. Πολλοί
ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του, και ιδίως ανήλικα παιδιά που
δεν τα δέχονταν στα Μοναστήρια, αλλά ο Χατζή-Γεώργιος τα
λυπόταν και τα κρατούσε, από ηλικίας δέκα πέντε χρόνων, και τα
προστάτευε σαν στοργικός Πατέρας, άλλα και σαν καλή Μάνα. Για
ΝΑ νομίζουν μάλιστα και αυτά ότι έχουν δήθεν γένια και να
χαίρονται, τα μουτζούρωνε με κάπνα. Παρόλο που ήταν πολλά
μικρά παιδιά στην Συνοδεία του, όχι μόνο δεν δημιουργούσαν
- 50 -
δυσκολία στο αυστηρό Χατζή-Γεωργιάτικο τυπικό, άλλα αντιθέτως
οι μικροί ξεπερνούσαν τους μεγάλους στην άσκηση. Εν όλω ήταν
τριάντα αδελφοί. Είχαν φτάσει μέχρι πενήντα στο κελί του Αγίου
Δημητρίου και Αγίου Μηνά. Μέσα στην Συνοδεία του, πάντα θα
είχε έξι-επτά μικρούς από Μοναστήρια ή από άλλες Συνοδείες,
μέχρι να βγάλουν τα πραγματικά γένια και τα πνευματικά φτερά
κοντά στον Άγιο Γέροντα. Επειδή ήταν πολύ θερμή ή πνευματική
ατμόσφαιρα του Χατζή-Γεώργη, διάχυτη η Χάρις του Θεού, και
θερμαίνονταν οι Πατέρες πνευματικά, επόμενο ήταν να μην τους
χρειάζονταν πολλές υλικές τροφές και θερμίδες. Η συνηθισμένη
τους τροφή ήταν ξηροί καρποί και μέλι. Αρτύσιμα ποτέ δεν
έτρωγαν, ούτε και λαδερά. Το δε Πάσχα, αντί για αυγά, έβαζαν
πατάτες και τις έβαφαν κόκκινες. Όλες τις Άγιες ήμερες, οι Χατζή-
Γεωργιάτες τις χαίρονταν πνευματικά και όχι με καλά φαγητά. Ή
Χάρις του Θεού τους δυνάμωνε και σωματικά και ήταν υγιέστατοι.
Εάν καμιά φορά κρυολογούσε ένας αδελφός, θέρμαινε λίγο τον
φούρνο ο Γέροντας και όταν ταπεινωνόταν η θερμοκρασία,
δοκίμαζε με το χέρι του, και τότε έμπαινε μέσα ο κρυολογημένος
αδελφός και γινόταν καλά. Εάν πάλι τύχαινε να πάθει κάτι άλλο,
τον έβαζε μπροστά στο προσκυνητάρι, και έκαναν ολονύκτια
προσευχή, παρακαλούσαν την Παναγία, και στο τέλος της Θείας
Λειτουργίας έπαιρνε την Θεία Κοινωνία, αντί για φάρμακο, και
γινόταν καλά. Εκτός εάν ήταν κανένα Γεροντάκι στα τελευταία του
και υπέφερε, οπότε το έπαιρνε ο Χριστός κοντά Του, για να το
ξεκουράσει πια αιώνια. Είχε μεγάλη παρρησία στον Θεό ο άγιος
Γέροντας, όπως και οι Πατέρες της Συνοδείας του, διότι είχαν γίνει
σαν Άγγελοι. Φυσικά, οι περισσότεροι ήταν και από πριν
Αγγελάκια, πόσο μάλλον στην συνέχεια με την υπερφυσική
άσκηση
που έκαναν! Είχαν εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο και
πετούσαν ψηλά. Ό νους τους βρισκόταν πάντα στον Θεό. Είχε δε
και άλλους υποτακτικούς ηλικιωμένους, περίπου εκατό, σε άλλα
κελιά γύρω του, επειδή δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στο
αυστηρό Χατζή-Γεωργιάτικο τυπικό, τους οποίους οικονομούσε και
στα απαραίτητα, για να είναι αμέριμνοι και να κάνουν προσευχή
για την σωτηρία τους και για την σωτηρία όλου του κόσμου. Από
τους ηλικιωμένους αυτούς οι περισσότεροι ήταν Ρώσοι. Τελευταία,
είχαν κοινοβιάσει και τρεις -τέσσερις, καλομαθημένοι, κινούμενοι
από εγωισμό, για να θεωρούνται και αυτοί κατά κάποιο τρόπο
γνήσια τέκνα του Χατζή-Γεώργη. Επηρέασαν δε και μερικούς
αδελφούς της Συνοδείας σιγά-σιγά, καθώς κι έναν λόγιο Μοναχό
Θεοφάνη, Μολδαβό στην καταγωγή, και παραπονέθηκαν στην Ι.Μ.
της Λαύρας, για να αλλάξει το αυστηρό τυπικό του ο Χατζή-
- 51 -
Γεώργης, επειδή αυτοί οι τρεις-τέσσερις δεν μπορούσαν να
προσαρμοστούν!
Ο άγιος Γέροντας υπήκουσε αμέσως στη Μονή, και έκτοτε
κατέλυαν λάδι κάθε Σαββατοκύριακο και έβραζαν και λάχανα.
Κάποτε ένας μεγάλος αγριόχοιρος έμπαινε στον κήπο τους
και τους κατάστρεφε τα λάχανα, και τα Καλογέρια το ανέφεραν
στον Γέροντα. Εκείνος τους είπε να παρακολουθήσουν και μόλις
τον ιδούν, να τον ειδοποιήσουν. Ένα βράδυ λοιπόν, την στιγμή
που έσπαζε τον φράχτη το θηρίο για να μπει, έτρεξαν και το είπαν
στον Γέροντα. Ό Χατζή-Γεώργη ς, μόλις το είδε, το σταύρωσε και
εκείνο έμεινε ακίνητο επί τόπου. Το έπιασε μετά από το αυτί ο
Γέροντας, και ο αγριόχοιρος τον ακολούθησε σαν αρνάκι μέχρι τον
στάβλο, όπου και τον έκλεισε για κανόνα τρεις ώρες νηστικό. Μετά
από τρεις ώρες, άνοιξε τον στάβλο, τον άφησε ελεύθερο και του
είπε : «Ευλογημένο ζώο, δεν σου φτάνει ολόκληρος Άθωνας και
έρχεσαι εδώ και καταστρέφεις αυτά τα λίγα λάχανα, με τα όποια
περιμένουν τόσες ψυχές να τραφούν; Πήγαινε τώρα στο καλό και
άλλη
Φορά μην ξανάρθεις, γιατί θα σου βάλω διπλό κανόνα».
Πράγματι, από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Φυσικά, αυτό δεν ήταν κάτι το σπουδαίο στην ώριμη πια
πνευματική κατάσταση του Γέροντα, αφού είχε κάνει και άλλα
πολλά, πιο μεγάλα, και στην παιδική του ηλικία και ως δόκιμος
Γαβριήλ.
Ένα δε παρόμοιο με αυτό που ανέφερα είχε συμβεί και στα
Καυσοκαλύβια. Έμπαινε και εκεί στον κήπο τους ένας αγριόχοιρος
και τους έκανε ζημιά. Ο Πάπα-Νεόφυτος έστειλε τον Γαβριήλ να
τον πιάσει, να τον δέσει με το λουρί του και να τον φέρει, όπως και
έγινε. Έδωσε τότε εντολή ο Γέροντας να τον ταΐσουν με ρίζες και
χόρτα, να του φτιάξουν παχνί στον στάβλο, και είπε στον
αγριόχοιρο : «όποτε πεινάς, να έρχεσαι εδώ να σε ταΐζουν τα
Καλογέρια και να μην καταστρέφεις τους κήπους των Πατέρων της
περιοχής». Ο αγριόχοιρος πια ήταν οικότροφος και όποτε
πεινούσε, πήγαινε για συσσίτιο στο κελί τους. Άλλοτε πάλι, από
την Κερασιά ο Γέροντας είχε πάει με τον υποτακτικό του Αβραάμ
ψηλά στον Άθωνα για κάτι χρειαζούμενα ξύλα. Αφού έκοψαν
αρκετά, άπλωσε το σκοινί, τα στοίβαξε και λέει στον Πατέρα
Αβραάμ να τα φορτωθεί. Εκείνος παραξενεύτηκε, γιατί ήταν πολλά
-ούτε τέσσερα ζώα δεν θα μπορούσαν να τα μεταφέρουν -, άλλα
πίστευε στην αγιότητα του Γέροντα του και κάθισε να τα φορτωθεί.
Ο Χατζή-Γεώργης σταύρωσε το φορτίο και βοήθησε τον Αβραάμ
να σηκωθεί. Έλεγε δε αργότερα ο ίδιος: «λες και είχα στην πλάτη
μου ένα ελαφρό πάπλωμα». Είχε και το διορατικό χάρισμα ο
- 52 -
Γέροντας, δηλαδή πνευματική τηλεόραση. Πολλές φορές, άφηνε
ξαφνικά την δουλειά του και βγαίνοντας στον δρόμο πλησίαζε
ανθρώπους που έρχονταν σε απόγνωση και τους παρηγορούσε
και τους βοηθούσε να σωθούν. Στο πρόσωπο του Χατζή-Γεώργη
έβλεπαν οι άνθρωποι θεϊκή λιακάδα και εύκολα άνοιγαν τις
πονεμένες τους καρδιές και θεραπεύονταν. Όλοι μιλούσαν με
Θαυμασμό και ευλάβεια για τον Γέροντα. Έλληνες και
Σλάβοι
Αγιορείτες τον παραδέχονταν για την ασκητικότητά του και
την αγιότητα που σκορπούσε και ακτινοβολούσε στον Άθωνα.
Θεοφώτιστες ήταν οι νουθεσίες του και η φιλοξενία του
Αβραμιαία! Διπλή τροφή προσέφερε στους επισκέπτας. Είχε και
δυο Πνευματικούς στην Συνοδεία του για να εξομολογούν τους
προσκυνητάς, τον Πάπα-Ισαάκ και τον Πάπα-Αντώνη.
Το εργόχειρο τους ήταν η Αγιογραφία. Ένας από τους
σπουδαίους Αγιογράφους ήταν και ο ευλαβέστατος Ιερομόναχος
Μηνάς. Έκαναν δε και άλλα εργόχειρα, άλλα δεν έπαυαν να
εργάζονται και νοερώς την αδιάλειπτη προσευχή. Όσους Πατέρες
έβλεπε να αγαπούν περισσότερο από τους άλλους τις μετάνοιες
και την προσευχή, τους απάλλασσε από τα διακονήματα και τους
έλεγε να κάνουν συνέχεια προσευχή και μετάνοιες για όλο τον
κόσμο, επειδή ο Άγιος Γέροντας ενδιαφερόταν και για την σωτηρία
των ψυχών όλου του κόσμου.
Προσπαθούσε ακόμη να βαπτίσει και Τούρκους, όπως και
βάπτισε με την Χάρη του Θεοί. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας
Τμηματάρχης αγάς του Αγίου Όρους, τον όποιο βάπτισε μετά από
πολλή προσευχή και νηστεία που έκανε ο Γέροντας, γιατί ο αγάς
αυτοταλαντευόταν. Παρόλο που έκανε συνέχεια σκληρή άσκηση,
εν τούτοις όμως ήταν υγιής και περπατούσε τόσο ελαφρά, θαρρείς
και πετούσε. Τα μάτια του ήταν φωτεινά και πάντα ανοιχτά. Το
πρόσωπό του έλαμπε και είχε ένα γλυκό κοκκινωπό χρώμα. Ο
λαιμός του έγερνε με το κεφάλι του σαν ψωμωμένο στάχυ. Είχε
μέτριο ανάστημα, ήταν λεπτός και αποτελείτο σχεδόν από κοκάλα,
νεύρα και δέρμα, γιατί τις σάρκες του τις θυσίασε με την άσκηση
στον Θεό από φιλότιμο. Χαιρόταν στις αγρυπνίες και τρεφόταν απ'
αυτές πνευματικά. Όλοι ξεκουράζονται στο κρεβάτι, και ο Χατζή-
Γεώργης ξεκουραζόταν στο στασίδι όρθιος. Το κελί του σχεδόν δεν
τον έβλεπε, γιατί την νύχτα τον έβλεπε η Εκκλησία, και την ήμερα
οι πονεμένοι άνθρωποι.
Οι υποτακτικοί του δεν τον κούραζαν, γιατί είχαν ωριμότητα
πνευματική, παρόλο που ήταν και μικροί στην ηλικία. Με μια ματιά
που έριχνε ο Γέροντας στα Καλογερια, πριν του πουν τους
λογισμούς τους, αυτός τους διάβαζε τους λογισμούς τους, καθώς
- 53 -
και τις καρδιές τους, με το διορατικό του χάρισμα.
Κάποτε, είχε προβλέψει κι ένα ατύχημα που θα συνέβαινε
στην οικογένεια του Τσάρου και έγραψε στον Τσάρο να μην
περάσει την τάδε ήμερα από την τάδε γέφυρα με το οικογενειακό
του αμάξι. Ό Τσάρος, όταν διάβασε το γράμμα του Γέροντα,
χαμογέλασε και είπε : «ο Καλόγηρος θέλει καμία ευλογία, στείλε
του μερικά ρούβλια». Μετά όμως από έξι μήνες, καθώς περνούσε
με το αμάξι του, οικογενειακώς, ακριβώς από το σημείο και την
ήμερα που του είχε προσδιορίσει ο Γέροντας, τουμπάρισε το αμάξι
του, άλλα δεν έπαθαν τίποτα, γλίτωσαν όλοι εκ θαύματος! Τότε
θυμήθηκε τα προφητικά λόγια του Χατζή-Γεώργη και κατάλαβε
πώς σώθηκαν με τις ευχές του.
Έκτοτε ο Τσάρος τον είχε σε πολλή ευλάβεια και του έστελνε
επίσημους ανθρώπους για να τον συμβουλεύονται. Επόμενο όμως
ήταν να δημιουργήσει ζήλιες σε μερικούς Ρώσους Μονάχους το ότι
πήγαιναν οι Ρώσοι στον Χατζή-Γεώργη, που ήταν Έλληνας, και
δεν πήγαιναν να συμβουλευτούν αυτούς που ήταν Ρώσοι.
Έστελναν δε και ευλογίες στον Γέροντα πολλοί Ρώσοι που
θεραπεύονταν με τις προσευχές του. Επειδή όμως ζούσε πολύ
ασκητικά με την Συνοδεία του, τις έδινε και αυτός ευλογία στους
άλλους συνασκητάς ή σε φτωχούς με αφθονία. Γι' αυτό και είχε
επικρατήσει να λένε : «δίνει σαν Χατζή-Γεώργης», όταν κανείς
σκορπούσε ευλογίες με απλοχεριά στους φτωχούς.
Ο ίδιος ο Γέροντας ήταν μονοχίτων, μ' ένα ζωστικό (αντερί)
και ένα παντελόνι. Περπατούσε πάντα ξυπόλυτος και μόνο στον
Ναό φορούσε κάτι χονδρές κάλτσες. Ο καλός Θεός όμως τον
θέρμαινε με την πολλή αγάπη Του, αφού και ο πιστός δούλος Του
αγωνιζόταν φιλότιμα για την
Αγάπη του Χριστού. Αλλιώς δεν εξηγείται ανθρωπίνως, να
ζει κανείς ψηλά στην Κερασιά, όπου κατεβάζει ο Άθωνας πολύ
κρύο, και να περνάει χειμώνα σχεδόν γυμνός και με ελάχιστη λιτή
τροφή!
Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως
φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί
Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη και τις πήγαιναν
στους άρρωστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη
και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη βρίσκονταν
στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Άγιων. Και οι
πονεμένοι άνθρωποι τον επικαλούνταν στις προσευχές τους και
βοηθούσε ο Άγιος Γέροντας με την Χάρη του Θεού, όπως οι Άγιοι,
ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κερασιά του Άθωνος.
Όλα αυτά όμως τα Θαυμαστά σημεία, μαζί με την ευλάβεια
των ανθρώπων, ακόμη και του Τσάρου, στο πρόσωπο του Χατζή-
- 54 -
Γεώργη, είχαν δημιουργήσει, όπως ανέφερα, μεγάλη ζιλιά με
φθόνο σε ορισμένους Ρώσους Αγιορείτες. Γι' αυτό τον
συκοφάντησαν στους "Έλληνες Ότι δήθεν αγαπάει την Ρωσία και
τον Τσάρο ο Χατζή-Γεώργης, ενώ αυτοί αγαπούσαν τάχα την
Ελλάδα.... Βρέθηκαν δυστυχώς τότε μερικοί καχύποπτοι Έλληνες
και τα πίστεψαν, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν ανθρώπινα μίση,
επειδή υπήρχε και προπαγάνδα Ρωσική. Οι σχέσεις όμως του
Αγίου Γέροντα με τους Ρώσους, ήταν καθαρά πνευματικές. Την
ίδια εποχή είχε πέσει και ένας άλλος πειρασμός μεταξύ Ελλήνων
κα ι Ρώσων στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμονος, διχόνοια μεγάλη.
Είχαν καλέσει τον Γέροντα Χατζή-Γεώργη, για να τους
συμφιλιώσει, και εκείνος πηγαινοερχόταν δυο μήνες και έκανε
προσευχή. Μετά είδε σε όραμα την Παναγία να μοιράζει εξ ίσου
ευλογίες στους Έλληνες και στους Ρώσους, και κατάλαβε ο
Γέροντας από το όραμα αυτό, ότι έπρεπε ν α μείνουν κα ι ο ι
Έλληνες κα ι ο ι Ρώσοι στο Μοναστήρι τού Αγίου Παντελεήμονος
κα ι να έχουν αγάπη. Ο ι σκανδαλοποιοί όμως που υπήρχαν στην
Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος και των δυο παρατάξεων, επειδή δεν τους
συνέφερε η ειρήνη και η αγάπη, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στην
συμβουλή του Γέροντα Χατζή-Γεώργη, που ήταν επιθυμία της
Παναγίας, αλλά και συμφώνησαν να τον διώξουν από την Μονή
για να συνεχίσουν τις προστριβές τους, όπως και έγινε.
Ο Γέροντας επέστρεψε στην Κερασιά, άλλα και εκεί είχε
συνέχεια πόλεμο και από Ρώσους και από Έλληνες. Οι Ρώσοι που
ζήλευαν, επειδή πήγαιναν στον Χατζή-Γεώργη, τον Έλληνα,
επίσημοι Ρώσοι και τον συμβουλεύονταν, συκοφαντούσαν τον
Χατζή-Γεώργη στους Έλληνες ότι είναι φιλορώσος ο Γέροντας.
Ορισμένοι δε καχύποπτοι Έλληνες, επειδή ήταν ερεθισμένη η
κατάσταση τότε, τα πίστεψαν, όπως ανέφερα, και διέλυσαν την
Αγγελική Αδελφότητα του Χατζή-Γεώργη από την Κερασιά.
Άφησαν μόνο έναν Ιερομόναχο Μηνά και άλλους τρεις Μονάχους,
Έλληνες, τον Γαβριήλ, Βικέντιο και Συμεών στον Άγιο Δημήτριο. Οι
μεγάλοι Πατέρες σκόρπισαν σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους
από δυό-δυό και από τρεις-τρεις. Εδώ στην Κουτλουμουνιανή
Σκήτη είχαν έρθει τρεις Πατέρες από την Συνοδεία του Χατζή-
Γεώργη, ο Πατήρ Αβραάμ, ο Πατήρ Ισαάκ και ο Πατήρ Γεώργιος, ο
οποίος πήγε στην πατρίδα του, την Ράχωβα της Βορείου Ηπείρου,
και έφερε και δυο αδέρφια του κατά σάρκα στην Συνοδεία τους, τον
Περικλή (Πατέρα Λουκά) και τον Γεράσιμο, και έγιναν Μοναχοί
στην Καλύβη τους, στον Άγιο Γεράσιμο. Αργότερα προστέθηκε και
ο Στόγιας Γεράσιμος, ο κοντοχωριανός τους, από το Πληκάτι της
Κονίτσης, ο οποίος πολλά μου διηγήθηκε γύρω από την αγία ζωή
- 55 -
του Παππού του Χατζή-Γεώργη. Πιο πάνω από τις Καρυές, όπου
αρχίζει η Καψάλα, στο κελί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου»,
έμεναν άλλοι έξι Χατζή-Γεωργιάτες με Γέροντα τον μεγαλύτερο
παραδελφό τους, τον ευλαβέστατο Πατέρα Ευλόγιο. Επίσης, κοντά
στην Μονή Κουτλουμουσίου στο κελί «Άγιοι Θεόδωροι» ήταν άλλοι
δύο.
Ό Γέροντας Χατζή-Γεώργης όμως είχε και την ευθύνη των
μικρών. Πήγε στη πρώτη του μετάνοια, στην Ι.Μ. Γρηγορίου, και
έκτισε ένα κελί του Άγιου Στεφάνου, ψηλά στο δάσος, και σύμμασε
όλα τα μικρά Καλογέρια της Συνοδείας του, σαν καλός Πατέρας και
σαν στοργική μάνα και τα προστάτευε. Επειδή όμως υπήρχαν
πολλοί εργάτες κοσμικοί στο Γρηγοριάτικο δάσος, που ξύλευαν, ο
Γέροντας έλεγε στους μικρούς (Μοναχούς), όχι μόνο να μην
συζητάνε με κοσμικούς, άλλα και να τους αποφεύγουν. Όταν
λοιπόν βρίσκονταν σε διακόνημα στην περιοχή τους και έβλεπαν
κοσμικούς, τα μικρά Καλογέρια κρύβονταν στα κλαριά και έλεγαν
την ευχή, μέχρι εκείνοι να απομακρυνθούν. Δυστυχώς όμως, αυτό
το εκμεταλλεύτηκαν πάλι ορισμένοι... Και ξανά συκοφαντούν τον
άγιο Γέροντα στη Μονή Γρηγορίου λέγοντας : «Ο Χατζή-Γεώργης
έχει κι άλλους πολλούς Μοναχούς κρυμμένους στο βουνό, τους
οποίους δεν έχει γραμμένους στη Μονή, και κρύβει τα σχέδια
του...». Επόμενο ήταν να μπουν σε λογισμούς οι Γρηγοριάτες και
να τον διώξουν από την περιοχή τους. Ό Γέροντας τότε
αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στον υποτακτικό του Πατέρα Ευλόγιο,
στον Άγιο Γεώργιο «Φανερωμένο», και μετά πήρε το Ρώσικο κελί
του Αγίου Στεφάνου στην Καψάλα.
Δεν έπαψαν όμως και από εκεί, δυστυχώς, να βάζουν
σκάνδαλα οι άνθρωποι που τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, μέχρι
που έπεισαν και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και
υπέγραψαν την εξορία του Χατζή-Γεώργη, να διωχθεί δηλαδή από
το Άγιο Όρος! «Η Ιερά Κοινότης δια πράξεως αυτής ληφθείσης τη
27η Οκτωβρίου του 1882 έτους εν τη ΝΒ' συνεδρία αυτής, ίνα
παραλίπωμεν τας προγενεστέρας, προέβη τη αιτήσει της Ιεράς
Μονής του Ρωσικού εις την έξωσιν του Έλληνος Χατζή-Γεωργίου
εκ του Ρωσικού Κελιού «Άγιος Στέφανος» ως μη συμμορφουμένου
προς τα καθεστώτα του Ιερού ημών τόπου».
Έφθασε λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού Πατήρ Γεώργιος στον
τόπο της εξορίας του, στον Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη,
πληγωμένος και αποχωρισμένος πια από τα πνευματικά του
παιδιά και από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος.
Ενώ πετούσε σαν Σταυραετός ψηλά στον Άθωνα, δυστυχώς
όμως, μερικά ζωηρά παιδιά, όχι της Συνοδείας του, αλλά ξένα,
συνέχεια του έσπαζαν τα φτερά και του χαλούσαν την φωλιά, μέχρι
- 56 -
που τον φυγάδευσαν τον Χατζή-Γεώργη. «Το αγκωνάρι όμως,
όπου κι αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί». Είχε
βρει ένα ερημωμένο Μοναστήρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη,
στον Μαρμαρά, του Αγίου Ερμολάου και Αγίου Παντελεήμονος, και
εκεί συνέχισε πάλι την ασκητική ζωή του.
Η παρουσία του Χατζή-Γεώργη στην Κωνσταντινούπολη,
εκείνη την εποχή, ήταν βάλσαμο θεϊκό στις ψυχές των πονεμένων
Χριστιανών, διότι υπέφεραν πολύ από τον βάρβαρο Σουλτάνο
Αβδούλ-Χαμίτ κατά το 1883. Ό άγιος Γέροντας δεν σκορπούσε
μόνο θεϊκή παρηγοριά στις πονεμένες ψυχές, άλλα και θεράπευε
πονεμένα σώματα με την χάρη του Θεού που διέθετε, έκανε
Θαύματα! Ακόμη και η ζώνη του θαυματουργούσε! Άρρωστοι την
φορούσαν και θεραπεύονταν, γυναίκες που κινδύνευαν στον
τοκετό ζητούσαν την ζώνη του αγίου Γέροντα και μόλις την
ζώνονταν, αμέσως ελευθερώνονταν και δαιμονισμένοι
απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια.
Εκεί στον Μαρμαρά, τον είχε επισκεφθεί και ο υποτακτικός
του, Πατήρ Συμεών, και ο Γέροντας του έδωσε μια ευλογία, για να
επισκευάσει τα ερειπωμένα κελιά του Αγίου Δημητρίου και Αγίου
Μηνά. Αυτό φυσικά ήταν στο τυπικό του Χατζή-Γεώργη, να δίνει
ευλογίες τις ευλογίες που του έδιναν, και ο ίδιος να είναι πάντα πιο
φτωχός από τους φτωχούς. Μ' αυτόν όμως τον τρόπο, πλούτισε
πνευματικά και έγινε Αρχοντόπουλο, δηλαδή παιδί του Θεού. Σε
αυτό φυσικά βοήθησε και η φιλότιμη του άσκηση, την οποία
συνέχισε μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, τον όποιο
Πέρασε στο κρεβάτι. Του πονούσε πια όλο το σώμα του και
περισσότερο τα πόδια του, και δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενώ
οι σωματικές του δυνάμεις τον άφησαν, αυτός όμως την άσκηση
του δεν την άφηνε ούτε κι από το κρεβάτι. Ούτε και ο κόσμος ο
πονεμένος τον άφηνε, γιατί υπήρχε μεγάλη ανάγκη κι έτρεχαν οι
πονεμένοι για βοήθεια, για πνευματικές συμβουλές. Ο άγιος
γέροντας και από το κρεβάτι του πόνου, ενδιαφερόταν για τον
πόνο των άλλων.
Πολύ του είχε συμπαρασταθεί του Γέροντα ο Ιερομόναχος
Παρθένιος (Ρώσος) από την Κερασιά, ο οποίος είχε σωθεί από τον
Χατζή-Γεώργη από βέβαιο θάνατο, και μετά έγινε υποτακτικός του
και τον είχε σε ευλάβεια τον Γέροντα. Η όλη όμως συμπεριφορά
του Ρώσου Ιερομόναχου Παρθενίου είχε ερεθίσει και αυτή πολύ
την όλη εκείνη κατάσταση, για την εξορία του Χατζή-Γεώργη. Διότι
ο Ιερομόναχος Παρθένιος, επειδή αγαπούσε λίγο την δόξα και
ήθελε να αναδειχθεί, χρησιμοποιούσε το όνομα του Όσιου Χατζή-
Γεώργη, σε όλες του τις ενέργειες, εκμεταλλευόμενος την Αγιότητα
του Γέροντα, και δημιουργούσε προβλήματα. Αλλά όμως και τον
- 57 -
αγαπούσε και παρέμεινε δίπλα του στα τελευταία της ζωής του.
Ο Άγιος Πατέρας, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του,
είχε το νου του φωτεινό και συμβούλευε με Θεία διαύγεια. Μεταξύ
των άλλων που έρχονταν για βοήθεια πνευματική, τον
επισκέφτηκαν στα τελευταία του και άνθρωποι που είχαν ανάγκη
οικονομική, γιατί νόμιζαν πώς θα είχε στην τράπεζα πολλά
χρήματα. Ο Χατζή-Γεώργη ς τότε από το κρεβάτι, δείχνοντας με το
χέρι του τον Ουρανό, τους είπε : «Εκεί είναι η τράπεζα μου, εδώ
δεν έχω χρήματα. Μόνο ένα χρέος έχω ακόμη». Εννοούσε να
παραδώσει την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μετά ζήτησε και
κοινώνησε και ανεπαύθει εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου του 1886
(παλαιό εορτολόγιο) και ετάφη στο Μπαλουκλή, στον Ναό της
Ζωοδόχου Πηγής της Θεοτόκου, στον ίδιο τάφο που είχε
Θαφτή και ο αδελφός του Αναστάσιος, τρία χρόνια πριν από
την κοίμηση του Γέροντα.
Εκείνες δε τις ήμερες στο Άγιον Όρος ήταν στο κρεβάτι και ο
Πάπα-Νεόφυτος (κυρά του Πάπα-Νεοφύτου του Καραμανλή), ο
παραδελφό του, που έμενε στα Κατουνάκια, στην Καλύβη της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ενώ το Γεροντάκι ήταν στο κρεβάτι και
κοίταζε ψηλά, ξαφνικά έγινε εκτός εαυτού κι έχασε τις αισθήσεις
του! Σε λίγο, αφού συνήλθε, λέει:
-Τώρα δα, ήμουν στην Κωνσταντινούπολη, ατού Χατζή-
Γεώργη.
-Και τι μας έφερες από εκεί; Τον ρώτησε ο υποτακτικός του
Πάπα-Ιγνάτιος. -Να, σας έφερα κόλλυβα.
-Και τι σου είπε; συνέχισε να ρωτάει ο Πάπα-Ιγνάτιος. -Μου
είπε, «σε τρεις ήμερες, θα έρθω για σένα», απάντησε ο Γέροντας
κι έπαψε να μιλάει.
«Εμείς, έλεγε ο Πάπα-Ιγνάτιος, δεν δώσαμε σημασία στα
λόγια του Γέροντα».
Αλλά προς έκπληξη των υποτακτικών του ο Πάπα-
Νεόφυτος, χωρίς να έχει καμία αρρώστια, εκτός από την γεροντική
εξάντληση, πράγματι, μέσα σε τρεις ήμερες, δηλαδή στις 20
Δεκεμβρίου 1886, παρέδωσε ειρηνικά και αυτός την ψυχή του, ενώ
ο Χατζή-Γεώργης είχε φύγει στους Ουρανούς στις 17 Δεκεμβρίου
1886, ακριβώς την ήμερα και την ώρα πού είχε δει το όραμα ο
Πάπα-Νεόφυτος. Με την εντολή του Παναγιότατου Πατριάρχου
Ιωακείμ Γ' έγινε επίσημη νεκρώσιμη ακολουθία από τον επίσκοπο
Δυρραχίου Βησσαρίωνα και ολόκληρο τον κλήρο, και εκφωνήθηκε
συγκινητικός επικήδειος. Συνόδευσε τον Άγιο Γέροντα Χατζή-
Γεώργη πολύ πλήθος λαού, ανάμεσα τους υπήρχαν παιδιά -
αγόρια και κορίτσια - μαθητές του Σχολείου, τους οποίους ο
μακαρίτης, όσο ζούσε, πολύ βοήθησε.
- 58 -
Όλοι πόνεσαν που έχασαν τον προστάτη τους, ακόμη και οι
Τούρκοι, διότι και πολλοί από αυτούς είχαν ευεργετηθεί και
θεραπευθεί από διάφορες αρρώστιες, και τον είχαν σε
ευλάβεια. Τον αποκαλούσαν μάλιστα οι Τούρκοι «μπιζίμ μπαμπά»
τον Χατζή-Γεώργη, δηλαδή «Πατέρα μας». Ό Χατζή-Γεώργης είχε
πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός,
ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι' αυτό όλα και
όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθεί κατά κάποιον
τρόπο. Ζώντας την Αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους
Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτα, ούτε ψυχικά πάθη ούτε
υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι' αυτό και πέταξε ψηλά.
Επειδή ο άγιος Γέροντας είχε ταλαιπωρηθεί άδικα από
ανθρώπους, πιστεύω να αξιώθηκε διπλό Στεφάνι από τον Χριστό,
του Οσίου και του Μάρτυρος. Αν και σε αυτήν την περίπτωση,
όταν δηλαδή βασανίζεται κανείς από Χριστιανούς, είναι
οδυνηρότερος ο πόνος, γιατί οι άνθρωποι του Θεού πονάνε πιο
πολύ για την σκληρή συμπεριφορά των άλλων, που δεν αρμόζει
σε Χριστιανούς. Από τα λίγα λοιπόν που ανέφερα πιο πάνω,
μπορεί να καταλάβει κανείς την Αγιότητα του Οσίου Πατρός
Γεωργίου (Χατζή-Γεώργη)! Ο Άγιος Πατέρας φυσικά,
προσπαθούσε ΝΑ ζει στην αφάνεια, όπως συνήθως και οι Άγιοι
Πατέρες της Εκκλησίας μας, γι' αυτό αδικείται με τα λίγα αυτά που
γνωρίζω και γράφω.
Δεν έχει σημασία που η Εκκλησία μας ακόμη δεν τον έχει
ανακηρύξει Άγιο, για να του δώσει το φωτοστέφανο. Αυτό που έχει
μεγάλη σημασία είναι η φωτεινή ζωή του Γέροντα, το απλό και
άκακο σιωπηλό του παράδειγμα. Ήταν γεμάτος από αρετές και
από δυνάμεις Θεϊκές, τις όποιες διέθετε μαζί με τον εαυτό του για
να βοηθάει τους συνανθρώπους του.
Κήρυττε Χριστό και από μακριά. Έκανε θαύματα, έβλεπε
οράματα θεϊκά, και είχε και το διορατικό χάρισμα. Πολλή χάρη
Θεού, η οποία δεν τον πρόδωσε! Όταν έγινε ή εκταφή των Ιερών
Λειψάνων του, άρρητη ευωδιά σκόρπισε από τα Άγια του Λείψανα
Ο Ιερομόναχος Παρθένιος έδωσε μερικά ευλογία σε Ρώσους
ευλαβείς και τα επίλοιπα τα είχε τότε στο Χειλιανδαρινό κελί του,
στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στις Καρυές. Εύχεστε να
βρεθούν για να πάρουμε και εμείς λίγη ευλογία από τα Άγια
Λείψανα, μια που δεν ζούσαμε στην εποχή του, για να
ευλογηθούμε από τον ίδιο. Αμήν.
Όσιε του Θεού Γεώργιε, ρίξε ένα ευσπλαχνικό βλέμμα και σ'
εμένα τον ταλαίπωρο Παϊσιο.
«Άξιον Εστίν» τη 11η Ιουνίου 1983. Κουτλουμουσιανό κελί
«Παναγούδα», Άγιον Όρος. Δόξα τω Θεώ.
- 59 -
Ο Άγιος Γέροντας είχε στον κόσμο πνευματικά τέκνα, τα
οποία βοηθούσε και προστάτευε πνευματικά, όπως θα δούμε και
από μία επιστολή του προς τον Μητροπολίτη της Χίου.
Ενώ ζούσαν στον κόσμο οι Πατέρες, εν τούτοις ζούσαν εκτός
του κόσμου, ζώντας το αυστηρό «Χατζή-Γεωργιάτικο" τυπικό.
Βοηθούσαν δε και με το καλό παράδειγμα τους τους Χριστιανούς
να διατηρούν τις Άγιες παραδόσεις της Εκκλησίας μας, με το
αγωνιστικό τους πνεύμα. Φαίνεται ότι από εκείνη την εποχή, είχαν
αρχίσει σιγά-σιγά να χαλαρώνουν πνευματικά οι άνθρωποι, και ο
Χατζή-Γεώργης αγωνιζόταν να διατηρήσει το Ορθόδοξο
αγωνιστικό πνεύμα της Εκκλησίας μας. Αυτό θα πρέπει να
προσέξουμε πιο πολύ εμείς στην εποχή μας, διότι εκτός από το
πολύ χαλάρωμα πού παρουσιάζεται, έφθασαν δυστυχώς σε τέτοιο
σημείο οι σημερινοί άνθρωποι, που κάνουν και νόμους ακόμη
χαλαρούς και τους επιβάλλουν και στους αγωνιζόμενους να τους
εφαρμόσουν... Γι' αυτό οι αγωνιζόμενοι όχι μόνο δεν πρέπει να
επηρεάζονται από το κοσμικό πνεύμα, άλλα και να μη συγκρίνουν
τον εαυτό τους με τους κοσμικούς και νομίζουν ότι είναι άγιοι και
Μετά χαλαρώνουν και καταλήγουν χειρότεροι κι από τους
πιο κοσμικούς.
Όταν όμως συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους Αγίους, θα
δούμε τα πάθη μας, θα ταπεινωθούμε και θα αγωνισθούμε πιο
πολύ φιλότιμα, για να σωθούμε. Αμήν.

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΧΑΤΖΗ-ΓΕΩΡΓΗ


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΧΙΟΥ
Τω Πανιεροτάτω Αγίω Μητροπολίτη Χίου Κυρίω Γρηγορίω
προσκυνητώς.
Πανιερότατε Άγιε Δέσποτα, ταπεινώς προσκυνώ την αγία
δεξιά σου.
Σας παρακαλώ και σας βεβαιώνω ότι ο Γέρο-Ιερόθεος και
Γέρο-Μακάριος, Μοναχοί, όπου ησυχάζουν εις μίαν καλύβην στην
ενορίαν σας, αγάπησαν και εδιάλεξαν την αγαθή ν μερίδα, άμποτε
να βαστάξουν μίαν τοιαύτην ζωή ν, επειδή ορκίσθηκαν μόνοι τους,
ήτον υπερηφάνεια, όμως από την σήμερον ας είναι με την
ευλογίαν σας, ας γίνει δια κανόνα να μην καταλούν, επειδή όποιος
νηστεύει με ταπείνωσιν ως αμαρτωλός ή δια άσκησιν ή δια αγάπην
Θεού, οι κανόνες των Αγίων Πατέρων δεν τον εμποδίζουν.
Μάλιστα έχομεν μαρτυρίας από πολλά μέρη, πολλοί Άγιοι
επέρασαν την ζωή τους με χορτάρια, άλλοι με όσπρια, ο Άγιος
Χρυσόστομος, ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος εις όλην του την
ζωήν δεν εκατάλυσε, ούτε έμψυχον πράγμα εκατάλυσε, και άλλοι
- 60 -
πολλοί αναχωρηταί, και τώρα εγώ ο ελάχιστος. Είμεθα ως τριάντα
αδελφοί εις ένα κελίον, έχω σαράντα χρόνια, και περνούμεν
ομοίως τοιαύτην ζωήν και ούτε Πάσχα ούτε αποκριά δεν
καταλούμεν. Ομοίως είναι και άλλοι μερικοί ασκητάδες, άλλοι δύο,
άλλοι τρεις, και ησυχάζουν, και αυτοί με νηστείαν περνούν την
ζωήν τους. Όταν δογματικά νηστεύει τινάς, τότε είναι
εμποδισμένος, δια δε τους αγωνιζόμενους, λέγει, εις τους
τοιούτους ουκ εστί νόμος, και ο αγωνιζόμενος πάντα εγκρατεύεται.
Ας γίνει τώρα με την ευχήν και ευλογίαν της Πανοσιότητός σας, να
μην τους πειράζει η συνείδησης ως παρηκόους. Ο καλόγερος
πάντοτες πρέπει να γίνει καλόν παράδειγμα εις τον λαόν -ούτω
λαμψάτω το φως έμπροσθεν των ανθρώπων.
Μάλιστα τώρα είναι ανάγκη πολλή να φροντίζετε μάλιστα ως
ποιμήν, όπου είσθε, να αντιμάχεσθε τους
νηστειομάχους, ότι εξέκλιναν πολύ οι Χριστιανοί την σήμερον. Πότε
με φοβέραν, πότε με νουθεσίαν να τους διδάσκετε να μην
παραβαίνουν τους νόμους των Άγιων Πατέρων και Αγίων
Συνόδων της Εκκλησίας μας, διότι γράφουν, όποιος δεν φυλάγει
τας Τετράδας και Παρασκευάς, την Τεσσαρακοστήν και άλλας
διωρισμένας νηστείας, να είναι αφορισμένος. Δια τούτο πρέπει
όσον ημπορούμεν να δυσκολεύω με τους ανθρώπους, να μην
παραβαίνουν τους νόμους του Θεού και πράττουν τα άτοπα έργα,
και τοιούτοις παραβάτας πρέπει να κατατρέχεις. Δια δε τους
αδελφούς, όπου θέλουν να νηστεύουν όχι με κακόν σκοπόν, να
μην τους εμποδίζεις, άλλα βλέποντας τους ότι αγωνίζονται να
χαίρεσαι, ότι έχεις τοιούτους ενάρετους ανθρώπους εις την ενορίαν
σου, και ως καύχημα να τους έχεις. Μάλιστα, εάν τους τύχει και
ανάγκη καμμίαν φοράν, να τους βοηθήσεις. Ελπίζω να έχεις
μεγάλον μισθό, όταν οικονομείς τοιούτους ανθρώπους.
Κοίταξε, Άγιε Δέσποτα μου, καλά, επειδή έχομεν και
θάνατον, Κρίσης μας περιμένει, και τότε ο Θεός καθ' έναν θέλει
κρίνει με τον ομοιόν του. Συγχώρησον με τον ελάχιστον και την
αυθάδειαν μου, επειδή και δεν είμαι άξιος να ανοίξω το στόμα μου
να σας ειπώ λόγον, μάλιστα ακούοντας και την καλήν φήμη σας.
Άμποτε αι άγιαι ευχαί σας να είναι πάντοτες μεθ' ημών. Αμήν.
Χ-Γεώργιος μοναχός Άγιον όρος Άθω κερασιά 15 Απριλίου
1872

Εάν όλοι μας έχουμε ιερό καθήκον να μνημονεύουμε και να


ευγνωμονούμε τους προγόνους μας, γιατί πολλά οφείλουμε σ'
αυτούς, πόσο μάλλον τους Αγίους Πνευματικούς προγόνους, που
μας βοηθούν με την παρρησία που έχουν στον Χριστό! Γι’ αυτό
καλά θα είναι να αναφέρω λίγα για
- 61 -
Τον Πνευματικό Πατέρα του Χατζή-Γεώργη, τον Πάπα-
Νεόφυτο, και τον Πνευματικό του Παππού Γερό-Αυξέντιο. Ο μεν
Πάπα-Νεόφυτος, ο Καραμανλής, όταν ήταν μικρό παιδί ακόμη
στην Καισαρεία, άκουγε για το Αγιον Όρος και με την παιδική του
απλότητα σκέφτηκε ότι οι Ερημίτες Μοναχοί τρώνε όταν ακούσουν
κουδούνισμα στον Ουρανό. Έτσι αποφάσισε να τους μιμηθεί,
περίμενε πότε θα ακούσει και αυτός το κουδούνισμα στην ένατη
ώρα, όπως και άκουγε, και τότε καθόταν και έτρωγε. Το τυπικό
αυτό το συνέχισε αρκετά, μέχρι τα δέκα οκτώ του χρόνια, που ήρθε
στο Άγιον Όρος και έγινε Μοναχός στον Γέροντα Αυξέντιο στα
Καυσοκαλύβια και αγωνίσθηκε φιλότιμα ογδόντα οκτώ χρόνια.
Ο Σεβασμιότατος Πορφύριος Ούσπένσκυ, τότε
Αρχιμανδρίτης ακόμη, είχε επισκεφθεί τον Πάπα-Νεόφυτο και
συνομίλησε μαζί του. Έγραψε δε τα εξής : «Ο πατήρ Νεόφυτος
γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ανατολή. Από καιρό αγωνίζεται
εδώ για την σωτηρία την δική του και των άλλων. Είναι
Πνευματικός, και σ' αυτόν εξομολογούνται οι Μοναχοί πέντε
Μοναστηριών και οι Αρχιερείς που μένουν στο Άγιον Όρος.
Σύμφωνα με όσα λέει, οι Μοναχοί των Κοινοβίων κοινωνούν συχνά
των Αγίων Μυστηρίων, αλλά χωρίς αυστηρή νηστεία. Το πνεύμα
αυτό δεν αναπαύει τον Παπά-Νεόφυτο. Αυτός είναι αυστηρός. Μου
είχε κάνει εντύπωση, όταν διάβασα από τον Άγιο Ιωάννη τον
Χρυσόστομο ότι όσοι μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα τού
Χριστού, πρέπει να είναι πιο καθαροί κι απ' την ηλιακή ακτίνα, και
ρώτησα τον συνομιλητή μου να μου πει κάτι προς ωφελείαν.
Με κοίταξε με το διορατικό του βλέμμα και μου είπε : Να
έχεις φόβο θεού και να είσαι εγκρατής. Αμήν. Του απάντησα και
στην συνέχεια τον ρώτησα για την ζωή τους.
Έχω δέκα υποτακτικούς, μου είπε. Πουθενά δεν πηγαίνουν.
Την ήμερα καλλιεργούν τον κήπο και το αμπέλι, και την νύχτα
κάνουν πολλές μετάνοιες ο καθένας χωριστά.
Όποιος από αυτούς αγαπάει περισσότερο από τους άλλους
τις μετάνοιες, τότε απαλλάσσεται απ' την δουλειά... Αρκούνται στην
ξηροφαγία. Μεταλαμβάνουν μια φορά την εβδομάδα μετά από την
εξομολόγηση των λογισμών και την συγχωρητική ευχή».
Ο Γέρων Πνευματικός Νεόφυτος, κατά την κρίση των
συγχρόνων του, ήταν Άγιος άνθρωπος ενώπιον του Θεού. Την
ήμερα του θανάτου του την προγνώρισε πριν από σαράντα
ήμερες. Διάβασε το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι, έσκαψε ο ίδιος τον
τάφο του, μετάλαβε των Άγιων Μυστηρίων, έδωσε την ευλογία του
στους υποτακτικούς του, έκανε τον σταυρό του και εν ειρήνη
παράδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Κοιμήθηκε το 1860, σε ηλικία εκατόν έξι χρόνων, από τα
- 62 -
οποία τα ογδόντα οκτώ τα έζησε στον Άθωνα. Σχετικά δε για τον
Πνευματικό Παππού του Χατζή-Γεώργη, Γέρο-Αυξέντιο, ο Πατήρ
Γερμανός Χαϊρ αναφέρει τα έξης : «Παλιά, στην Σκήτη των
Καυσοκαλυβίων, υπήρχαν αξιοσέβαστοι Γεροντάδες, σαν τους
αρχαίους μεγάλους Πατέρες, μπροστά από τους οποίους εμείς,
έλεγε ο Γέρων, και όλη η Αδελφότητα της Σκήτης περνούσαμε με
μεγάλο σεβασμό και δέος. Στέκονταν σαν ακλόνητοι στύλοι στις
αγρυπνίες, απ' το βράδυ ως το πρωί, κοιτάζοντας κάτω, στις
πλάκες τις Εκκλησίας. Ή Εκκλησία ήταν γεμάτη από τέτοιους
Γεροντάδες. Όλοι τους ήταν σιωπηλοί, αργολογία δεν υπήρχε σ'
αυτούς, ακόμη και για τα απαραίτητα μιλούσαν λίγο και όταν ήταν
καιρός, όταν έπρεπε. Φύλαγαν με ακρίβεια την πνευματική ζωή.
Απ’ αυτούς έλαμπε ιδιαίτερα με την φωτεινή του ζωή ο Γέρων
Μοναχός Αυξέντιος. Ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους Γεροντάδες
αγωνιστάς, αυτός ήταν σαν ένα άστρο. Έμενε στο κελί του Αγίου
Μεγάλο μάρτυρος Γεωργίου. Είχε ένα πήλινο αγγείο, όπου έβραζε
για τον εαυτό του χόρτα, που τα μάζευε στην έρημο, και μόνο με
αυτά τρεφόταν. Καμιά φορά έτρωγε και ψωμί, αλλά τίποτε
περισσότερο. Έζησε πολλά χρόνια στην Σκήτη ο Γέρων Αυξέντιος,
περίπου εξήντα.
Μετά τον θάνατο του έμεινε ο υποτακτικός του Νεόφυτος
«Καραμανλής», που πέθανε το 1860 πάνω από
εκατό
Χρονών».
Μετά λοιπόν από τον Παπά-Νεόφυτο «Καραμανλή» έλαμψε
Στην Κερασιά του Άθωνα ο υποτακτικός του, ο Χατζή-
Γεώργης, σαν αυγερινός!
Ο μεγάλος Ασκητής και πολύ Νηστευτής, ο όποιος άφησε
«Όνομα!» και το όνομα του επίθετο για τους πολύ
Νηστευτάς. «αυτός είναι χατζή-Γεώργης!».
Τις άγιες ευχές του να έχουμε. Αμήν.
Επειδή θα γεννηθεί ίσως το ερώτημα σε μερικούς
ανθρώπους, γιατί να επιτρέπει ο Θεός να ταλαιπωρούνται με
δοκιμασίες, συκοφαντίες κ.λ.π. Δίκαιοι άνθρωποι, όπως και ο
άνθρωπος του Θεού Χατζή-Γεώργης, ενώ ήταν εξαγνισμένη ψυχή
κι από μικρό παιδάκι, θεώρησα καλό να γράψω αυτό που νιώθω.
Φυσικά τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος, αλλά μία από τις
πολλές περιπτώσεις ίσως να είναι και αυτή, κατά τον λογισμό μου.
Εάν δεν επέτρεπε ο Θεός να συκοφαντηθούν και ορισμένοι δίκαιοι,
πως θα μπορούσαν να καλυφθούν ορισμένοι ένοχοι, που δεν
μπορούν να σηκώσουν το σφάλμα τους από εγωισμό; Η μεν γη
δεν τους χωράει, και οι δαίμονες ευκαιρία ζητάνε να τους φέρουν
σε απόγνωση, να κάνουν κακό στον εαυτό τους, να κολασθούν. Η
- 63 -
πολλή όμως αγάπη του Θεού, για να μην απολεσθεί Καμιά
αδύνατη ψυχή, επιτρέπει να κατηγορούνται και να συκοφαντούνται
και δίκαιοι άδικα, άλλα στο τέλος φανερώνεται η αλήθεια.
Με αυτόν δε τον τρόπο βοηθάει και εμάς να φέρουμε καλούς
λογισμούς πάντα, για ό,τι κακό ακούμε να διαδίδεται για τον
πλησίον μας και να αναρωτιόμαστε «μήπως είναι συκοφαντία;».
Τότε φυσικά παρηγορούνται και οι ένοχοι και σιγά - σιγά
αισθάνονται την ενοχή τους, ελέγχονται από την συνείδηση τους
και διορθώνονται, εάν έχουν καλή διάθεση. Με λίγα λόγια,
ορισμένες φορές ο Θεός
Ελαφρώνει το βάρος των ενόχων με το να συκοφαντηθούν
δυνατοί δίκαιοι.
Φυσικά οι αδικημένοι, είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του
Θεού. Οι ίδιοι όμως, κατά τον λογισμό μου, δεν έχουν τέτοιους
λογισμούς. Αντιθέτως πιστεύουν ότι μπορούσε να ήταν και οι ίδιοι
ένοχοι, εάν τους εγκατέλειπε η Χάρις του Θεού, και να ήταν ακόμη
και σε φυλακή ως ένοχοι και να τους έτρωγε και το σαράκι, ο
έλεγχος της συνειδήσεως. Ενώ σαν αδικημένοι, έχουν στην καρδιά
τους τον αδικημένο Χριστό και αγάλλονται στην εξορία και στην
φυλακή σαν στον Παράδεισο, διότι όπου Χριστός εκεί Παράδεισος.
Οι δίκαιοι λοιπόν, με την αρχοντική τους αυτή αγάπη, δεν
αποβλέπουν σε μισθό Ουράνιο με τις καλοσύνες που κάνουν
στους συνανθρώπους τους, διότι είναι παιδιά του Θεού και
εργάζονται στο σπίτι τους, στην Εκκλησία του Χριστού, φιλότιμα.
Εάν καλοεξέταζε ο άνθρωπος την ωφέλεια την ψυχική και
την αγαλλίαση την εσωτερική, που αισθάνεται και σε ετούτη τη ζωή
και από μία μικρή καλοσύνη που κάνει στον πλησίον του, θα τον
παρακαλούσε να την δεχθεί και θα τον ευγνωμονούσε ακόμη. Διότι
την αλλοίωση που δέχεται η ψυχή, και την χαρά πού αισθάνεται η
καρδιά του ελεήμονος άνθρωπου, ακόμη και από μια φέτα ψωμί
που προσφέρει σε ένα ορφανό, δεν μπορεί να του την δώσει ούτε
και ο μεγαλύτερος καρδιολόγος, κι αν τον πληρώσει ένα σακί
δολάρια.
Όπως επίσης τέτοια αγαλλίαση αισθάνονται οι ψυχές των
αγωνισμένων Χριστιανών, που αγρυπνούν, προσεύχονται και
νηστεύουν, που δεν μπορούν να την διανοηθούν εκείνοι που
τρώνε ό,τι θέλουν και όποτε θέλουν, και πίνουν κρασιά και
αναψυκτικά.
Φυσικά, όπως ανέφερα τα παιδιά του Θεού δεν εργάζονται
ούτε για τον Ουράνιο μισθό, αλλά ούτε και για τις πνευματικές
αυτές χαρές τούτης της ζωής, γιατί τα παιδιά δεν πληρώνονται
από τον Πατέρα, αφού όλη η περιουσία του Πατέρα τους είναι
δική τους. Άλλο το τι θα προσφέρει ο
- 64 -
Θεός σαν καλός Πατέρας, δώρα θεία και σε αυτήν την ζωή
και στην αιώνια.
Όσοι φυσικά εργάζονται για μισθό, είναι εργάτες, και όσοι
αποφεύγουν την αμαρτία για να μην κολασθούν, πάλι για το
συμφέρον τους φροντίζουν. Καλό μεν είναι και αυτό, αλλά δεν έχει
αρχοντιά, διότι μετά από τόσο μεγάλη θυσία που έκανε ο Χριστός
για να μας λυτρώσει, από φιλότιμο δεν πρέπει να πάμε στην
κόλαση, για να μην Τον λυπήσουμε με το να μας νιώθει ότι
υποφέρουμε.
Οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, τέτοιου είδους αγάπη
είχαν για τον Χριστό. Άλλα πολλοί από εμάς δυστυχώς έχουμε
φθηνή αγάπη, διότι η φθηνή αγάπη έχει όριο το μέχρι εκεί που δεν
κολάζει. Αυτού του είδους η αγάπη είναι συνυφασμένη με την
απιστία, δηλαδή να απολαμβάνουμε τα του κόσμου μέχρι εκεί που
δεν κολάζει σε αυτήν την ζωή, αλλά να μην στερηθούμε και τον
Παράδεισο. Εάν μας έλεγε ο Χριστός «παιδιά μου, ο Παράδεισος
γέμισε πια και δεν έχω που να σας βάλω», μερικοί από εμάς θα
λέγαμε στον Χριστό με αναίδεια, «και γιατί δεν μας το έλεγες αυτό
νωρίτερα;». Άλλοι θα έτρεχαν, για να μην χασομερήσουν καθόλου,
να προλάβουν και το ένα λεφτό για να το διασκεδάσουν και δεν θα
ήθελαν ούτε να ακούσουν τον Χριστό.
Τα φιλότιμα όμως παιδιά του Θεού θα έλεγαν στον Χριστό με
ευλάβεια, «μη στεναχωρείσαι καθόλου για μας, αρκεί που γέμισε ο
Παράδεισος, αυτό μας δίνει τόσο μεγάλη χαρά, σαν να
βρισκόμαστε και εμείς στον Παράδεισο!» και θα συνεχίσουν τους
φιλότιμους πνευματικούς αγώνες τους με χαρά, όπως και πριν, γι'
Αυτόν που αγάπησαν με αγνή αγάπη, και ο Χριστός, που είναι
όλο αγάπη, θα φιλοξενείται μέσα στις αγνές καρδιές τους, όπως
φιλοξενήθηκε στην Αγία Σάρκα της Αγνής Παρθένου.
Οι περιπτώσεις λοιπόν αυτές, όπως του Χατζή-Γεώργη, στις
οποίες επιτρέπει ο Θεός να ταλαιπωρούνται δίκαιοι
άνθρωποι, δυνατοί, και να σηκώνουν βάρος από αδυνάτους
ενόχους, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο τους
συνανθρώπους τους, είναι φυσικά ελάχιστες. Σε αυτές ακριβώς τις
περιπτώσεις μπορούμε να πούμε το «κατά παραχώρησιν θεού»
και όχι όταν δίνουμε εμείς δικαιώματα στον πειρασμό, διότι τότε
παραχωρούμε εμείς τόπο στον πονηρό. Δηλαδή, τότε λειτουργούν
πνευματικοί νόμοι. «πάς ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται...» (λούκ.
Ίη', 14-15). Κατ' αυτόν δε τον τρόπο λειτουργούν οι πνευματικοί
νόμοι κατά τον λογισμό μου.
Όσο πιο ψηλά πετάμε ένα αντικείμενο, με τόση περισσότερη
ορμή τραβιέται κάτω από την έλξη της γης και συντρίβεται (νόμος
φυσικός). Όσο υψώνεται κανείς, τόση θα είναι και η πτώση του η
- 65 -
πνευματική, και ανάλογα με το ύψος της υπερηφάνειας του θα
συντριβεί. -Εκτός εάν η υπερηφάνεια του ξεπεράσει την
ανθρώπινη και φτάσει την δαιμονική και τότε δεν τον πιάνει ο
πνευματικός νόμος σε τούτη την ζωή, αλλά συμβαίνει το
Αποστολικό, «Πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το
χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (β' Τίμ. Γ', 13). Όταν όμως ο
άνθρωπος καταλάβει αμέσως το ανέβασμα. της υπερηφάνειας του
και ζητήσει ταπεινά συγχώρεση από τον Θεό, αμέσως τα
σπλαγχνικά χέρια του Θεού τον αρπάζουν με χαρά και τον
κατεβάζουν απαλά, χωρίς να γίνει αντιληπτή η πτώση του, και έτσι
δεν συντρίβεται, μια που είχε προηγηθεί η καρδιακή συντριβή με
την μετάνοια που έδειξε.
Το ίδιο δε συμβαίνει και με αυτόν που έδωσε μάχαιρα, όταν
μετανοήσει ειλικρινά, με πόνο, δεν επιτρέπει ο καλός Θεός να
εξοφλήσει εδώ με μάχαιρα, αφού η καρδιά του μετανοιωμένου
άνθρωπου μαχαιρώνεται από τον έλεγχο της συνειδήσεως και
υποφέρει. Τότε του δίνει ο Θεός σαν στοργικός Πατέρας, αντί
μάχαιρα, βάλσαμο στην πονεμένη του καρδιά, την θεία παρηγοριά
Του.
Εάν όμως ο ίδιος ο άνθρωπος που έσφαλε, από πολύ
φιλότιμο ζητήσει επίμονα από τον Θεό να τιμωρηθεί σε αυτήν την
ζωή για το σφάλμα του, ενώ του το χάρισε ο καλός Θεός, και
απαλλάχθηκε από τους πνευματικούς
Νόμους, του κάνει και αυτό το φιλότιμο αίτημα του, αλλά του
ετοιμάζει και στεφάνι άφθαρτο, Ουράνιο. Επίσης, όποιος τηρεί τις
εντολές του Θεοί και ζητάει ως χάρη από τον Θεό να τιμωρηθεί
αυτός για τα σφάλματα των συνανθρώπων του ή να πάρει αυτός
την αρρώστια από τον συνάνθρωπο του, αυτός πολύ συγγενεύει
με τον Χριστό, και πολύ συγκινείται τότε ο Χριστός από την
αρχοντική αγάπη του παιδιού του.
Εκτός δε από την χάρη που του κάνει, ο Θεός να χαρίσει τα
σφάλματα των άλλων, επιτρέπει και δοκιμασίες στην ζωή του, κατά
το επίμονο αίτημα του. Παράλληλα του ετοιμάζει και το διαμαντένιο
στεφάνι του Μάρτυρος, διότι πολλοί άνθρωποι των κατέκριναν με
την «κατ' όψιν» κρίση τους, νομίζοντας ότι τον τιμώρησε ο Θεός
για τις αμαρτίες του, ενώ αυτός είχε γίνει ολόχρυσο πνευματικό
αλεξικέραυνο, από αγάπη προς τους άλλους, σαν μιμητής του
Χριστού. Μέσα λοιπόν στα κρίματα του Θεού που είναι άβυσσος,
βλέπουμε και αυτήν την περίπτωση, που συναντούμε σε Προφήτες
και Αγίους, όπως και άλλες χιλιάδες περιπτώσεις, και το πιο
σπουδαίο από όλα, να αλλάζει ο Θεός, όταν οι άνθρωποι
αλλάζουν.
Επομένως, οι πνευματικοί νόμοι διαφέρουν από τους
- 66 -
φυσικούς νόμους, διότι οι πνευματικοί έχουν σπλάγχνα, και ο
άνθρωπος έχει να κάνει με τον Δημιουργό του, τον
Πολυεύσπλαχνο Θεό.
Όταν δηλαδή συνέρχεται το άτακτο παιδί, μετανοεί και
δέρεται από την συνείδηση του, τότε ο Πατέρας του το χαϊδεύει με
αγάπη και το παρηγορεί.
Ο Πατέρας λοιπόν παιδαγωγεί τα παιδιά του από αγάπη, με
σκοπό να συνέλθουν και να έλθουν κοντά Του, και όχι από
κακότητα, ούτε από κοσμική, νομική δικαιοσύνη αλλά από Θεία
καλοσύνη για το καλό πάντα των παιδιών Του, για να σωθούν και
να κληρονομήσουν την Ουράνια Βασιλεία Του. Ο καλός Θεός
λοιπόν, ας ενεργήσει σαν Θεός και ας μην λάβει υπόψη Του τις
γκρίνιες μας, αρκεί να σωθεί όλος ο κόσμος. Αμήν.

Ο χημικός γεράσιμος Μενάγιας

Όταν με το Γέροντα μου είμαστε στα Κελιά της Κερασιάς, ως


το 1942, γνωριστήκαμε με τον μακαρίτη Γέροντα Γεράσιμο Μοναχό
τον Μενάγια, Κεφαλληνία την καταγωγή, ο όποιος μας διηγήθηκε
το αξιοπερίεργο και σπουδαίο γεγονός.
Όταν οι γονείς του, πλούσιοι και ευκατάστατοι Κεφαλλήνες,
τον στείλανε να σπουδάσει στη Γερμανία χημικός, από νέος ήταν
πολύ ευλαβής και διακρίνονταν για την ευσέβεια του, αλλά δεν
έπαυε κι αυτός να έχει τις διάφορες νεανικές επιθυμίες και
αδυναμίες της εποχής του.
Σαν φοιτητής, στο δωμάτιο πού έμενε, κάθε βράδυ έκανε την
- 67 -
προσευχή του, διάβαζε Απόδειπνο, πως είχε διδαχθεί από τους
ευσεβείς γονείς του. Μετά άρχιζε τη μελέτη των διαφόρων
μαθημάτων της επιστήμης του.
Με την πάροδο του χρόνου, καταλάβαινε, πριν να ανάψουν
τα ηλεκτρικά φώτα, να φωτίζεται το δωμάτιο του με ένα παράξενο
φως. Στην αρχή λίγο και με τον καιρό γίνονταν τόσο πολύ, πού δε
χρειάζονταν να ανάψει άλλο φως.
Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στο φαινόμενο αυτό, αλλά,
όπως ο ίδιος μας έλεγε, άρχισε να πιστεύει, πώς αυτός διαφέρει
από τους άλλους νέους της εποχής του, τόσο πού λίγο, λίγο
αραίωνε τις συναναστροφές τους και έτσι σίγα - σιγά,
απομακρύνθηκε από κάθε φίλο και γνωστό.
Σημείωσε μεγάλη πρόοδο στην επιστήμη του, αρίστευε σε
όλα τα μαθήματα και έγινε ένας από τους καλύτερους χημικούς της
εποχής του. Άμα πήρε το πτυχίο του, προσλήφθηκε αμέσως σα
χημικός και διορίστηκε διευθυντής στα εργοστάσια του Μπενάκη,
στο Κάιρο της Αιγύπτου.
Το περίεργο εκείνο φως τον ακολούθησε και στο Κάϊρο. Εκεί
τον κυρίευσε ή ιδέα του εγωισμού και της υπερηφάνειας κι πίστευε
ότι αυτός είναι και κανένας άλλος ανώτερος του δεν υπάρχει.
Έγινα, μας είπε, δύστροπος, τόσο πού δε δεχόμουν από κανένα
κουβέντα και άρχισα να συναναστρέφομαι τους Πνευματιστές.
Τελικά δαιμονίστηκε και υπέφερε πολύ από το δαιμόνιο πού τον
τυραννούσε.
Από το εργοστάσιο δεν τον άφηναν να παραιτηθεί, γιατί ήταν
αγαπητός και απαραίτητος. Ό πνευματικός του όμως, του σύστησε
ότι πρέπει να φύγει αμέσως και να πάει στο Αγιον Όρος.
Πήγε στη Μονή του Αγίου Παύλου, πού είχε συμπολίτες, οι
όποιοι τον δέχθηκαν με χαρά και προθυμοποιήθηκαν να τον
βοηθήσουν. Αφού προχώρησε πολύ ή ασθένεια του, τον έστειλαν,
με ένα αδελφό της Μονής, στο Γέροντα Καλλίνικο στα Κατουνάκια,
ο όποιος όπως είπαμε είχε φήμη, πώς έχει το χάρισμα από το θεό
να βγάζει δαιμόνια και γενικά φημίζονταν για τις αρετές του.
Ό Γέρο - Καλλίνικος, πρακτικός Μοναχός, ταπεινός, απλούς,
στο ήθος άπλαστος και στους τρόπους άκακος, στην αρχή
απέφευγε να τον δεχθεί, προφασιζόμενος και λέγοντας πώς είναι
πολύ αμαρτωλός και ανάξιος για ένα τέτοιο επιχείρημα, αλλά για
την υπακοή, στους Πατέρες της Μονής του Αγίου Παύλου, τον
δέχθηκε και τον έβαλε σε ένα δωμάτιο επί έξι μήνες να ακολουθεί
τη σειρά, τις προσευχές και ιερές Ακολουθίες, στα κομβοσχοίνια
και τις μετάνοιες, με τους άλλους πατέρες της συνοδείας του, από
τους αδελφούς της οποίας, βρίσκεται ακόμη εν τη ζωή ο Γέρων
Χριστόδουλος ηλικίας περίπου 80 ετών. Μετά τους έξι μήνες, ο
- 68 -
Γέρο - Καλλίνικος, τον έντυσε τα ράσα, όπως επιθυμούσε, τον
έκειρε Μοναχό και του έδωκε το όνομα Γεράσιμο, αντί του πρώτου
ονόματος που ήταν Σπυρίδων και τότε του είπε: «Αδελφέ, τώρα θα
κάμομε μαζί έναν αγώνα, σαράντα ήμερες και σαράντα νύχτες, θα
κάνομε αδιάκοπη προσευχή, θα παρακαλέσομε τον Κύριο ημών
Ιησούν Χριστόν, την Παναγία Αυτού Μητέρα να μεσιτεύσει στον
Υιόν της και Θεόν, τον Τίμιο Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη, τον
άγιο Γεράσιμο και όλους τους Αγίους, να πρεσβεύσουν και αυτοί
στο Δεσπότη Χριστό, να κάμει το έλεος Του και να σε απαλλάξει
από την τυραννία του Σατανά.
Θα εξομολογηθείς καθαρά και ειλικρινά στον πνευματικό και
θα εξευτελίζεις τον εαυτό σου ενώπιον Θεού και ανθρώπων, θα
θεωρείς τον εαυτό σου σαν το χειρότερο άνθρωπο, θα έχεις όλους
τους άλλους ανθρώπους καλύτερους σου και να το πιστεύεις αυτό
μετά πεποιθήσεως μεγάλης.
Επί σαράντα ήμερες δε βάλαμε, μας είπε, ο Π. Γεράσιμος
μπουκιά στο στόμα μας, παρά μόνον κάθε δυο μέρες πού κάναμε
λειτουργίες, τρώγαμε μόνον αντίδωρο και πίναμε αγιασμό.
Στο διάστημα αυτό, μας είπε, με πείραξε τόσο πολύ ο
Σατανάς, πού πέντε φορές δοκίμασα να φύγω από το
ησυχαστήριο, άλλα με προλάβαινε ή συνοδεία του Γέροντα
Καλλίνικου και με γύριζε πίσω.
Την Τεσσαρακοστή ήμερα αισθάνθηκα ένα μεγάλο
φούσκωμα και βάρος ασήκωτο στην κοιλιά μου, μου έρχονταν να
κάνω εμετό, αλλά δεν μπορούσα. Μετά τον Εσπερινό, όταν ο Γέρο
- Καλλίνικος είπε τον ύμνον «Φως ιλαρόν, αγίας δόξης, αθανάτου
Πατρός ουρανίου αγίου Μάκαρος, Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την
ηλίου δύσιν, ιδόντες φως εσπερινών, υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και
άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιον σε εν πάσι καιροίς υμνείσθαι φωναίς
οσίαις, Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διό, ο κόσμος σε δοξάζει», τον
ύμνον αυτόν ο Γέρο -Καλλίνικος έψαλλε με πολλή κατάνυξη και
δάκρυα, κι όταν έφτασε στο μέσον του ύμνου, πού λέγει
«υμνούμεν Πατέρα, Υιόν και αγιον Πνεύμα Θεόν...», μου ήρθε και
πάλι να κάμω εμετό, και τότε είδα να βγαίνει από το στόμα μου ένα
πράγμα σαν Αλεπού, βγήκε και άφησε πολλή βρώμα και δυσωδία,
αμέσως έπεσα κάτω, ήρθαν οι αδελφοί με σήκωσαν και αλάφρωσα
λίγο, όταν τελείωσε σχεδόν ο Εσπερινός και είπε ο Γέρο -
Καλλίνικος τον ύμνον «Νυν απολύεις τον δούλον σου Δέσποτα...»
τότε λευτερώθηκα τελείως και αισθανόμουνα τον εαυτό μου σαν
πουλάκι ελαφρόν. Καθάρισε ο νους μου, έφυγαν οι ζάλες, και οι
διαρκείς πονοκέφαλοι πού είχα και από τότε οριστικά
ελευθερώθηκα από το φοβερό δαιμόνιο πού με τυραννούσε τόσο.
Δεν φοβόμουνα πλέον να μείνω μόνος μου. Μετά άπ' αυτό, ο Γέρο
- 69 -
- Καλλίνικος έδωκε ρητή εντολή στον. Γεράσιμο, όσο βρίσκεται στη
ζωή να μην αναφέρει σε κανέναν το θαύμα πού ο Θεός έκαμε σ'
αυτόν και τον ελευθέρωσε από το δαιμόνιο.
Με την ευλογία του Γέροντα Καλλίνικου, Αφού
αποθεραπεύτηκε έφυγε και πήγε στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου.
Εκεί έμεινε, ο Πάτερ Γεράσιμος, μέχρι τα χρόνια της Κατοχής, των
Γερμανών, οπόταν δημιουργήθηκαν πολλές και μεγάλες δυσκολίες
στη ζωή, αλλά και ο κίνδυνος ακόμη στην ερημιά ήταν μεγάλος,
οπόταν το 1944, τον πήραν οι αδελφοί, στη Μονή του Αγίου
Παύλου. Εκεί έζησε βίο ενάρετο και σε βαρύ γήρας, παρέδωκε την
ψυχή του, στο Κύριο ημών Ιησούν Χριστόν.
Ό Γέρο - Καλλίνικος, για το Αγιον Όρος αποτελούσε μια
ξεχωριστή μορφή, με τις αρετές και τα χαρίσματα πού ήταν
πλουτισμένος από τον Πανάγαθο Θεό, σαν αντιμισθία της μεγάλης
Πίστεως και αγάπης πού είχε στο Θεό, αλλά με την αυταπάρνηση
και την υψοποιό ταπείνωση έλαμπε σαν πύρινος στύλος, ο όποιος
καίτοι βρίσκονταν στη μεγάλη ερημική χαράδρα των κάτω
Κατουνακίων, ή λάμψη του έφτανε στο ύψος του ουρανομήκη
Άθωνα.
Την αρετή του ξετίμησαν εξέχοντα πρόσωπα, βασιλικά,
στρατιωτικά και πολιτικά, τα οποία κατά καιρούς τον
επισκέπτονταν και έφυγαν ενθουσιασμένα από τη σοφία και το
άρωμα της αρετής πού αλύπητα σκορπούσε σ' όλους τους γύρω
και πλησίον του. Ό Ρώσος ασκητής, από τα Καρούλια, παπα -
Παρθένιος, πρώην στρατηγός του Τσαρικού στρατού και ο επίσης
Καρουλιώτης Ιερομόναχος Θεοδόσιος, πρώην Πρύτανης του
Ρωσικού Πανεπιστημίου της Μόσχας τον επισκέπτονταν και
τακτικά τον συμβουλεύονταν για να τους καθοδηγεί στην
πνευματική ζωή και στη νοερά προσευχή.
Ή επίδρασης του στον επιφανή νεοέλληνα λογοτέχνη
Αλέξανδρο Μωραϊτίδη ήταν
τόση, πού όταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α'
καταγοητευμένος από τα θαυμάσια λογοτεχνικά του έργα ηθέλησε
να τον παρασημοφορήσει, ο λογοτέχνης Μωραϊτίδης, μέσω του
μαθητού και υποτακτικού του Γέροντα Καλλίνικου, πατρός
Γερασίμου Μενάγια, ζήτησε τη γνώμη του Γέρο - Καλλίνικου για να
δεχθεί ή όχι το προσφερόμενο παράσημο από τον Βασιλέα, και
όταν έλαβε καταφατική απάντηση τότε και μόνον το δέχθηκε.
Ό Γέρο - Καλλίνικος, είχε μάθει πολύ καλά τη Ρωσική
γλώσσα και τούτο βοηθούσε πολύ τους αδελφούς Ρώσους, οι
όποιοι κατά χιλιάδες τον επισκέπτονταν, για αυτό και ο Ρώσος
καθηγητής της θεολογίας, στην Ακαδημία του Αγίου Σεργίου, όταν
το Ί912 με 13 επισκέφθηκε το Αγιον Όρος και παρέμεινε σ' αυτό
- 70 -
περίπου έξι μήνες, κι όταν επέστρεψε δημοσίευε στο Ρωσικό
περιοδικό «ο χριστιανός» πολλά, μεταξύ των οποίων, έγραφε και
για τον Γέροντα Καλλίνικο; «... Εγνώρισε και ένα θαυμάσιο
Γέροντα τον λεγόμενο Καλλίνικο Μοναχό, πού κατά τρόπο
θαυμαστό συνενώνει πνευματική εμπειρία και περίσκεψη με
σπάνια αγάπη και προσήνεια προς τους Μοναχούς και όλους τους
ανθρώπους. Τον πνευματικό του πλούτο, με πολλή δαψίλεια τον
σκορπίζει και προς τους Ρώσους Μοναχούς, πού του ζητούν
λόγους διδασκαλίας, συμβουλής και παρακλήσεως».
Όλοι ανεξαιρέτως όσοι τον επισκέπτονταν έφευγαν με την
εντύπωση πώς είδαν ένα πνευματοφόρο Μοναχό, που ή χάρις του
Θεού τον έχει επισκιάσει και επαναπαύεται σ' αυτόν. Όλοι
ομολογούν πώς είναι μια μορφή οσιακή, επιβλητική και αγία,
πραγματικός ασκητής, της έρημου πολίτης ουράνιος άνθρωπος και
επίγειος Άγγελος.

τρεις ενάρετοι Χιώτες στην κερασιά

Στην περιφέρεια της Κερασιάς, ήρθαν από Μοναστήρι των


Ψαρών, τρεις ενάρετοι Μοναχοί Χιώτες την καταγωγή, ο Γέρων
Ιερόθεος, ο Παπα - Θανάσης κι ο Διάκο - Συμεών, και οι τρεις ήταν
κατά πάντα εγκρατείς και ασκητικότατοι. Αγόρασαν το μικρό Κελί,
πού είχαν οι Ιωασαφαίοι, έκτισαν καινούργιο σπίτι, για νάχουν
σχετική ευρυχωρία, γιατί μετά προσετέθη στη συνοδεία τους κι
άλλος αδελφός, ο πάτερ Κοσμάς επίσης Χιώτης. Οι Πατέρες αυτοί,
απλοί και φιλήσυχοι, σ' όλη τους τη ζωή δε γεύτηκαν ποτέ λάδι και
διατήρησαν την ενάρετη καλογερική ζωή τους, πού από παλιά
παράδοση είχαν στο πρώτο Μοναστήρι, πού ήταν στα Ψαρά, κι
έτσι ζούσαν με ταπείνωση, άκρα υπακοή και συνέπεια στη
πνευματική ζωή, με καθημερινή εξομολόγηση και τακτικά
κοινωνούσαν τα Άχραντα Μυστήρια.
Δεν παραμελούσαν τη ζωή τους αυτή και εκ παραλλήλου
εργάζονταν σκληρά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη του Κελιού,
πού σε λίγο χρονικό διάστημα το ανέδειξαν μεγάλο και αξιόλογο με
πολλά καρποφόρα δέντρα, ελιές και αμπέλια.
Μετά από λίγα χρόνια, οι Γέροντες αυτοί, είχαν πάει στην
αγρυπνία γειτονικού Κελιού, και από τον καπνοδόχο πήρε φωτιά
το σπίτι τους και ως το πρωί πού γύρισαν είχε τελείως
αποτεφρωθεί και τα πάντα είχαν Ισοπεδωθεί.
Τότε και πάλι από την αρχή κτίσανε πολύ μεγαλύτερο και
ευρυχωρότερο σπίτι. Μετά από αρκετά χρόνια προστέθηκαν στη
συνοδεία τους κι άλλοι Πατέρες Χιώτες κι αυτοί, ο Πάτερ Ιάκωβος,
ο Γέρο - Κοσμάς και ο Πάτερ Ιωακείμ, οι όποιοι συνέχισαν και
- 71 -
αφομοιώθηκαν με την παράδοση των Γεροντάδων τους.

ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ ΔΟΣΙΘΕΟΥ

Στα Κελιά της Κερασιάς και συγκεκριμένα, στο Κελί του


«Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου», τριάντα περίπου
χρόνια μετά από το αναφερόμενο αποτρόπαιο γεγονός, έζησε ένας
ευλαβής, απλός και ταπεινός Μοναχός, αληθινός υποτακτικός με
το όνομα Παντελεήμων, κατά κόσμον Θεοφιλής Θεοφιλόπουλος,
από το Λογκανίκο της Σπάρτης καταγόμενος ο όποιος αφού με
προσοχή μελέτησε τον βίο του Αββά Δοσίθεου, πού αναφέρει ο
Αββάς Δωρόθεος στο βιβλίο του και ο όποιος έζησε τον Ε' αιώνα
στη Μονή του Αββά Σερίδου στην Ανατολή, θέλησε να τον μιμηθεί.
Το βιβλίο αυτό και ο τρόπος ζωής του Αββά Δοσίθεου,
έκαναν τόση εντύπωση, στον Πατέρα Παντελεήμονα, πού
ολόψυχα απεφάσισε να τον μιμηθεί και πράγματι αντέγραψε σε
όλα τη ζωή εκείνου, και όπως εκείνος δε θέλησε να φάει αυγά, πού
ήταν απαραίτητα για την ασθένεια του, διότι τα είχε ζητήσει μόνος
του και για να κόψει το θέλημα του δεν τα έφαγε. Έτσι και ο Πάτερ
Παντελεήμων δε θέλησε σε κανένα πράγμα να γίνεται το θέλημα
του, άλλα έπρεπε να γίνεται ακριβώς όπως έδωκε εντολή ο
Γέροντας.
Είχε τέλεια αυταπάρνηση, δεν έπινε ούτε νερό χωρίς την
αδεία και ευλογία του Γέροντα. Είχε τακτική εξομολόγηση και
εξαγόρευσει των κρυφών διαλογισμών, ήταν αδύνατο να κοιμηθεί,
χωρίς να εξαγόρευσει κάθε βράδυ τους διαλογισμούς και τον
πνευματικό πόλεμο της ημέρας.
Από παλιά Παράδοση, των πνευματικών Πατέρων και
Γεροντάδων, είχε καθιερώσει και ο Γέροντας μας Ιωακείμ
Μοναχός, κι έπρεπε κάθε βράδυ απαραίτητα να ασχολούμεθα μισή
έως μία ώρα να εξομολογηθούμε πώς περάσαμε την ήμερα και να
ανταλλάξομε σκέψεις, γνώμες και να δεχτούμε συμβουλές
ανάλογες για την νύκτα και για την άλλη ήμερα. Αυτό υπαγορεύει ή
Καλογερική και ή άγρυπνη παρακολούθηση των πνευματικών
ηγητόρων, ηγουμένων και Γεροντάδων, «ως λόγον αποδόσοντες»
για την ψυχική σωτηρία των πνευματικών των τέκνων.
Από την Παράδοση, πού έγινε συνείδηση, κι ο πάτερ
Παντελεήμων, έκανε ανελλιπώς τον Κανόνα της προσευχής του
εικοσιτετραώρου —μετάνοιες και κομβοσχοίνια— και ακατάπαυστα
πρόφερε με το νου και με τα χείλη τις προσευχές «Κύριε Ιησού
Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με», «Υπεραγία Θεοτόκε σώσε με»'
- 72 -
«Βαπτιστά του Χριστού πρέσβευε υπέρ εμού και βοήθει μοι τω
αμαρτωλώ», «Άγιοι Πατέρες πρεσβεύσατε για όλον τον κόσμον και
δι' εμέ τον αμαρτωλό».
Με την άδεια του Γέροντα και του Πνευματικού, εκτός από τις
καθημερινές σκληρές και βαριές εργασίες του Κελιού και τις δικές
του πνευματικές υποχρεώσεις και προσευχές, έκανε ορισμένη
προσευχή για τους γονείς και συγγενείς του, κατά σάρκα και κατά
πνεύμα, και για όλον τον κόσμο. Είχε τόση ακρίβεια και προσοχή
στη ζωή του γενικά και στις καθημερινές υποχρεώσεις της
ατομικής του προσευχής, των ιερών Ακολουθιών και λειτουργιών,
πού όταν το 1931 θα τον έστελνε ο Γέροντας στην Ιερισσό, στο
γιατρό να του θεραπεύσει το δεξί του χέρι, που από μικρό παιδάκι
είχε βγαλμένο και στραβοτοποθετημένο, από πρακτικό γιατρό, και
επειδή επί 15 ήμερες έως ότου να αποθεραπευτεί, δε θα
μπορούσε να κάνει μετάνοιες και κομβοσχοίνια, κανόνισε μια
βδομάδα ενωρίτερα να κάνει τόση προσευχή και μετάνοιες, πού να
καλύψει την έλλειψη της προσευχής, κατά τη διάρκεια της
αποθεραπείας του, κι έτσι έφτανε να κάνει 500-1000 μετάνοιες και
50 - 60 κομβοσχοίνια το 24ωρο.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα κοπής του ιδίου θελήματος,
θα αναφέρομαι ένα από τα πολλά γεγονότα, τα οποία ζήσαμε.
Ήταν καλοκαίρι,, εποχή των σύκων. Στο Κελί μας αυτό
είχαμε αρκετές συκιές μπροστά στο σπίτι και συκιές κάτω στους
κήπους, περισσότερο από 100 μέτρα κάτω από το σπίτι. Στις
συκιές του σπιτιού είχαν αρχίσει τα σύκα να φουσκώνουν, δεν
είχαν όμως ωριμάσει. Την άλλη μέρα, πήγαμε με τον αδελφό μου
κάτω στο κήπο να σκάψομε, αρχίσαμε την εργασία, κι όταν
καθίσαμε λίγο να ξεκουραστούμε στον ίσκιο της συκιάς, με χαρά
είδα αρκετά σύκα να είναι ώριμα και δοκίμασα να κόψω για να
φάμε.
Ό πάτερ και αδελφός Παντελεήμων είπε: — "Ε Ι Τι κάνεις
εκεί αδελφέ; Χωρίς να υποπτευθώ ότι θα έκανα κάτι το άτοπο,
απάντησα με απλότητα: — Αδελφέ, βλέπω εδώ τα σύκα να είναι
ώριμα και εφ' όσον δεν έχομε πάρει τίποτε για πρωινό, θα κόψω
λίγα σύκα για να φάμε. Κι εκείνος με πράο τρόπο και ύφος μου
είπε: «Αδελφέ, πήρες ευλογία από τον Γέροντα;» Εγώ για να
δικαιολογηθώ είπα: «Δεν ήξερα αδελφέ, ότι εδώ έχουν γίνει τα
σύκα, για να πάρω προκαταβολικά την άδεια και ευλογία, πού
νομίζω δε θα αρνιότανε ο Γέροντας να δώσει, αλλά να κόψω τώρα
να φάμε και μετά να το πούμε στον Γέροντα».
Αυτός τότε μου είπε: «Ωραία σκέψη είναι αυτή αδελφέ, να
κάνεις πρώτα τη λαθροφαγία και μετά να ζητήσεις συγχώρεση.
Αυτό είναι και λέγεται προμελετημένη πράξη και τιμωρείται, θα
- 73 -
πρέπει λοιπόν, πρώτα να πάρεις την άδεια για κείνο πού θα
κάνεις, για να είναι με την ευλογία του Θεού, προς ψυχική και
σωματική σου ωφέλεια». Μ' αυτόν τον γνώμονα κανόνιζε πάντα τη
ζωή του και έτσι δεν έπεφτε ποτέ έξω, επειδή την ευθύνη για κάθε
πράξη του, είχε ο Γέροντας, πού λάβαινε πρώτα γνώση για το
κάθε τι, πού θα επρόκειτο να κάνει, και έτσι είχε πάντα την
συνείδηση του ήσυχη, καθαρή και αναπαυμένη, γιατί έκανε το
καθήκον του.

ΠΡΟΕΙΔΕ ΚΑΙ ΠΡΟΕΙΠΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ


15 ήμερες πριν, προείδε το θάνατο του, είπε στο Γέροντα και
τον προετοίμαζε για να μη λυπηθεί, επειδή αυτός, διότι ήταν καλός
υποτακτικός, τον υπεραγαπούσε. Και ο Γέροντας
γνώριζε πώς ο καιρός της εκδημίας του ήρθε, αλλά του έδινε
θάρρος, θα γίνεις καλά του έλεγε, θα έρθει ο αδελφός σου και θα
πάτε στην πατρίδα να αλλάξεις κλίμα και δεν έχεις τίποτα κ.λπ.
Στις 15 Μαρτίου 1935 Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως,
στο γειτονικό Κελί «Άγιος Νικόλαος», γίνονταν αγρυπνία και κούρα
νέου αδελφού —του Χριστόφορου—. Από τις γειτονικές Σκήτες
Άγιάννα και Καυσοκαλύβια, είχαν έρθει ασκητές φίλοι, για να
παρευρεθούν στην Καλογερική.
Λίγο πριν να ξημερώσει, κάλεσε ο ασθενής πάτερ
Παντελεήμων, τον Γέροντα και του είπε: «Πέστε στον Ιερέα να
συντομεύσει τη θεία λειτουργία, για να κοινωνήσω τα Άχραντα
Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος
ημών Ιησού Χριστού, διότι διάζομαι, πρέπει να φύγω από τον
κόσμο τούτο, τηλεγραφήστε και στον αδελφό μου ναρθει».
Έμενα, λόγω της ασθένειας του αδελφού μου —
φυματίωση— κατόπιν συμφωνίας γιατρού και πνευματικού, με
είχαν στείλει στους -πνευματικούς μας συγγενείς Στις Καρυές.
Ειδοποιήθηκε ο εφημέριος ιερέας κι όταν ήρθε να τον
κοινωνήσει, μαζί του ακολούθησαν και πολλοί φίλοι Ασκητές και
αγαπητοί αδελφοί, να συμπαρασταθούν Στις τελευταίες στιγμές
του αδελφού μου Παντελεήμονα, μεταξύ των οποίων ήταν, ο
Γέρων Ζαχαρίας αγιογράφος και Γέρων Παντελεήμων από την
Άγιάννα και άλλοι Πατέρες και αδελφοί από τα Καυσοκαλύβια,
αλλά και πολλοί Πατέρες και γείτονες μας από τα Κελιά της
Κερασιάς.
Μετά τη θεία Κοινωνία, ο αδελφός μου Παντελεήμων, από
την εξάντληση της ασθένειας του, είχε γύρη το κεφάλι τόσο, πού
ακουμπούσε στο στήθος και δεν ήταν δυνατόν να ιδεί Τι γίνεται
μπροστά του, μόνον κάτω έβλεπε. Σε μια στιγμή ζήτησε τον Γέ-
ροντα, προς τον όποιον είπε ψιθυριστά: «Γέροντα δώσε μου την
- 74 -
ευχή σου, γιατί απέρχομαι από τη ζωή αυτή». Ό Γέροντας στο
άκουσμα των λόγων τούτων, από την πολύ λύπη και στενοχώρια,
έπεσε λιπόθυμος. οι άλλοι Πατέρες πού παρευρίσκονταν εκεί,
έβγαλαν τον Γέροντα έξω από το δωμάτιο του ασθενούς και όταν
τον συνέφεραν -πήγε πάλι κοντά στον ετοιμοθάνατο.
Ό αδελφός Παντελεήμων, κάπως εντονότερα τώρα, μόλις
που ακούγονταν, για δεύτερη φορά είπε: «Γέροντα, δώσε μου την
ευχή σου και μη λυπάσαι, μη με καθυστερείς, γιατί ήρθε ο Τίμιος
Πρόδρομος να με πάρει». Ό Γέροντας με δάκρυα στα μάτια και
πόνο στην καρδιά είπε: «Έχε την ευχή μου και την ευχή και
ευλογία όλων των αγίων Πατέρων» και με το λόγο αυτόν, ο
αδελφός Παντελεήμων, παρέδωκε το πνεύμα στα χέρια του
προστάτη, του Κελιού μας εκείνου, πού τιμόταν εν ονόματι του
«Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου». Κοιμήθηκε τον
αιώνιο ύπνο, σε ηλικία 23 ετών, ήμερα Κυριακή της
Σταυροπροσκυνήσεως το 1935, είχε ακριβώς πέντε χρόνια στην
Καλογερική, όσα έκαμε και το ίνδαλμα του, ο Αββάς Δοσίθεος, του
Αββά Δωροθέου, τον όποιον, όπως είπαμε, κατά πάντα μιμήθηκε.
θέλομε δε να πιστεύομε, πώς ο Πανάγαθος θεός, τον εργάτη
αυτόν της υπακοής, τον κατέταξε στη χορεία των Όσιων Πατέρων
ημών, των αγιορειτών, των οποίων τον βίον κατά πάντα
αντέγραψε, γενόμενος και ο ίδιος υπόδειγμα σιωπής, βαθιάς
ταπεινώσεως και πάσης αρετής.
Προς τούτο μας πείθει και το γεγονός, πού ακολούθησε μετά.
το θάνατο του αδελφού Παντελεήμονα, δηλαδή, κατά την
επικρατούσα ταξί και ιερή Παράδοση, όταν ο Μοναχός ξεψυχήσει,
αφού τον αλλάξουν και του φορέσουν όλα τα ενδύματα, το σχήμα,
το κομβοσχοίνι στα χέρια, τα σανδάλια στα πόδια και το
επανοκαλύμμαυχο στο κεφάλι, τότε τον περιτυλίγουν με το ράσο,
το οποίο ράβουν και εξωτερικά κάνουν σταυρούς από λευκές ή
κόκκινες λουρίδες υφάσματος. Τότε τον μεταφέρουν στην εκκλησία
και βάζουν επάνω στο στήθος μια εικόνα του Χριστού ή της
Παναγίας. ένας σεβάσμιος Γέροντας, από γειτονικό Κελί των
«Αγίων Πάντων», ο αγαπητός μας Γέρο - Γρηγόρης, ανέλαβε να
βοηθήσει τον Γέροντα στο ράψιμο του ράσου του νεκρού. Όταν
τελείωσε το ράψιμο είδε ότι ή σκούφια στο κεφάλι, με το ράψιμο,
είχε λίγο στραβώσει, τότε είπε στο Γέροντα μας: «Πάτερ Ιωακείμ,
να ξηλώσουμε το ράψιμο και να διορθώσουμε τη σκούφια, γιατί
φαίνεται άσχημα».
Ό Γέροντας είπε: «Σεβαστέ μου Γέρο - Γρηγόρη, κάμε όπως
θέλεις και νομίζεις καλύτερα», ο Γέρο - Γρηγόρης μόλις ξήλωσε και
άνοιξε το ράσο, φάνηκε το πρόσωπο του αδελφού Παντελεήμονα,
από ισχνό και αδυνατισμένο πού ήταν πριν, είχε γίνει στρογγυλό
- 75 -
και έφεγγε όπως το φεγγάρι πού είναι γεμάτο «πανσέληνο». Ό
Γέροντας μας κάλυψε τότε το πρόσωπο και δόξασε το Θεό, πού
έδειξε το σημείο αυτό για πληροφορία της άκρας ταπεινώσεως και
υπακοής του μεταστάντος αδελφού.
Αυτοί είναι οι καρποί πού τρυγάει, ο αληθινός υποτακτικός,
από τον αγωνοθέτη και πλουσιοπάροχο μισθαποδότη Δεσπότη
Χριστό, προς δόξαν Θεού Πατρός και Πνεύματος Αγίου. Αμήν.

τα ησυχαστήρια των καρουλίων σαν αητοφωλιές


ο γερο – Φιλάρετος

Καθώς μου διηγήθηκε, ο Πατήρ Δανιήλ των Δανιηλαίων από


τα Κατουνάκια, ο Γέρο Φιλάρετος ήταν προϊστάμενος στην Ιερά
Μονή του Σταυρονικήτα. Έφυγε δε άπ' αυτήν, διότι τότε ήταν
Ιδιόρρυθμη και ή ζωή των Πατέρων σ' αυτήν δεν ήτανε κείνη πού
είχε ο Πατήρ Φιλάρετος στη φαντασία του, γι' αυτό έφυγε άπ'
αυτήν για να βρει περισσότερη ησυχία και ψυχική γαλήνη. Για να
βρει ολοκληρωμένη ηρεμία του νου και να επιδοθεί σ' αυτό πού
επιθυμούσε ή ψυχή του, στη νοερά προσευχή. Έφυγε λοιπόν στην
έρημο, πήγε στα Καρούλια κι έμεινε σε μια απομονωμένη Καλύβα.
Είχε κατά κόσμον μόρφωση, γιατί στην Καλογερική ήρθε σε
μεγάλη ηλικία και με επίγνωση προτίμησε το Μοναχικό βίο, από
τον έγγαμο, πού έχει πολλές φροντίδες και μέριμνες, και πολλές
φορές απομακρύνεται από το Θεό.
Ήταν εγκρατής, λιγόλογος και σοβαρός, είχε την αδιάλειπτη
προσευχή και συνεχή μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατερικών
συγγραμμάτων και αδιάκοπη μελέτη στα θεια θεωρήματα της ζωής
- 76 -
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Νύχτα - μέρα, αναλογίζονταν το
μέγεθος της αγάπης του Θεού και Πατρός, προς τον αποστάτη και
αχάριστο άνθρωπο, ώστε για χάρι του να θυσιάσει τον Μονογενή
Υιόν Του, ο Όποιος πρόθυμα δέχθηκε να κάνει τη θυσία αυτή, με
την ένσαρκη θεία οικονομία Αυτού, για να λυτρώσει το ανθρώπινο
γένος από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Έφερνε μπροστά του σε
ζωντανή εικόνα, την άκρα συγκατάβαση, την άκρα ταπείνωση, τα
φρικτά πάθη, τους ονειδισμούς και τα ανείπωτα τρομερά μαρτύρια,
πού, ως άνθρωπος τέλειος, έπαθε ο Μονογενής Υιός και Λόγος
του Θεού, και την αγάπη πού έδειξε, δείχνει και θα δείχνει προς
τον αχάριστο, κακούργο και εγκληματία άνθρωπο, θαύμαζε
μεσάτου τη μεγαλοπρέπεια, τη δόξα, τη χαρά και την ειρήνη του
νου, πού κατεσκεύασεν, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μέσα
στην καρδιά του ανθρώπου, μετά την ένδοξη τριήμερη Ανάσταση
Του, όταν εμφανίστηκε στους μαθητές και αγίους αποστόλους Του
και είπε«Ειρήνη υμίν, ειρήνη την εμήν δίδομι υμίν» (Ίωάν. ΙΔ' 27)
και «λάβετε πνεύμα Αγιον αν τίνων αφήτε τας αμαρτίας αφίενται
αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται». (Ίωάν. Κ' 23). Έτσι
ετοίμασε με το εμφύσημα την κατοικία του τελεταρχικού,
καθαρκτικού και αγιαστικού Παρακλήτου του Παναγίου Πνεύματος
και Θεού των όλων, όπως ο ίδιος είπε: «Ό δε Παράκλητος το
Πνεύμα το Αγιον ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, εκείνος
υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν (Ίωάν.
ΙΔ' 28).
Με τη μελέτη και αδολεσχία αυτή, πού όλο το 24ωρο είχεν ο
- Φιλάρετος, θεωρούσε τον άνθρωπο σαν ιδανική κατοικία του
Πανάγαθου, τρισηλίου και τρισυπόστατου Θεού, του Πατρός, του
Υιού και του αγίου Πνεύματος, όπως αναφέρει ο ίδιος ο Θεός στην
αγία Γραφή: «Εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο
πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν
παρ' ούτω ποιήσομεν» (Αυτόθι ΙΔ' 23).
Άπ' αυτά και αλλά πνευματικά θεωρήματα θερμαινότανε ή
καρδιά του, άναβε ή φλόγα του θείου ερωτά και δινότανε ολόψυχα
στη νοερά προσευχή και σαν αποτέλεσμα πλημμύριζε ή καρδιά
του από αγάπη προς όλους τους αδελφούς, προς όλους τους
ανθρώπους, προς όλον τον κόσμο, ορατό και αόρατο.
Από τα αισθήματα αυτά κινούμενος, για να ικανοποιήσει και
αισθητά, με την πράξη και να βοηθήσει τους συνασκητές του,
φύτευε σε κάτι ξεροπέζουλα πατάτες, οι όποιες, από την έλλειψη
του νερού, γίνονταν μικρές και καχεκτικές μεν, αλλά πολύ νόστιμες
και γευστικές. Τις πρόσφερε όλες στους γύρω του Ασκητές και
ερημίτες, λέγοντας τους, ότι Πατέρες και αδελφοί, φέτος ο Θεός τις
ευλόγησε και έγιναν πολλές και ότι δεν μπορεί να τις φάει μόνος
- 77 -
του, ενώ για τον εαυτό του δεν κρατούσε ούτε μία, γιατί ήθελε από
τους κόπους του να τρώνε οι άλλοι, για νάχει κι αυτός μισθό
μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο, πού έλεγε: «Αυτοί γινώσκετε ότι
ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ' εμού υπηρέτη σαν αϊ χείρες
αύται... ότι ούτω κοπιώντες δει αντιλαμβάνεστε των
ασθενούντων... μακάριον εστί μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν» (Πραξ.
Κ' 34, 35). Το ίδιο έκανε και με τα λάχανα, τα ραδίκια και τα
μαρούλια πού φύτευε και όσα άπ' αυτά γίνονταν, τα μοίραζε όλα
στους Πατέρες, αυτός δε, έτρωγε τα πιο τραχεία χόρτα, τα οποία
έβραζε, τα ανακάτευε με πίτουρα κι αυτό αποτελούσε την πιο
ιδανική γι' αυτόν τροφή.
Για να τιμωρεί τον εαυτό του δε φορούσε ποτέ παπούτσια ή
αλλά υποδήματα, αλλά στα ανώμαλα και κακοτράχαλα εκείνα μέρη
του Αγίου Όρους, περπατούσε με γυμνά πόδια, τελείως
ανυπόδητος. Τα δε πόδια του, από τα πολλά κτυπήματα στις
πέτρες και την αφόρητη ζέστη, πού κάνει στα μέρη αυτά το
καλοκαίρι, είχαν σκληρυνθεί κι είχαν γίνει σαν το όστρακο της
χελώνας.
Έτσι γύριζε σ' όλους τους ερημίτες, μοίραζε τα λάχανα, τις
πατάτες και το παξιμάδι πού του στέλνανε από τα πλησιέστερα
Μοναστήρια κι έλεγε: «Πάρτε Πατέρες και αδελφοί, φάτε από την
ευλογία και τα δώρα πού μας έδωκε φέτος ο Θεός».
Πολλές φορές, για να τον περάσουν για τρελό, έλεγε πολλά
και ασυνάρτητα πράγματα, κι αυτό το έκανε με τόση φυσικότητα,
πού πολλοί τον νόμιζαν για τρελό ή χαζό! Αυτός δε χαίρονταν και
αισθάνονταν ικανοποιήσει, πού πολλοί αδελφοί είχαν πιστέψει
πώς πράγματι είναι τρελός.
Εκ του λόγου τούτου, πολλοί τον κορόιδευαν, τον
περιφρονούσαν ή και τον βρίζουνε ακόμη. Άλλοι πάλι τον
δοκίμαζαν να δουν με ποιο σκοπό κάνει όλα αυτά τα πράγματα.
Έτσι μια μέρα, ο Γέροντας των Δανιηλαίων Γερόντιος Μοναχός,
ένας από τους πιο πρακτικούς και πεπειραμένους Μοναχούς,
καλός αγιογράφος και άριστος μουσικός και ψάλτης, με πολλή
σοβαρότητα, είπε στο Γέρο - Φιλάρετο: «— Αδελφέ Φιλάρετε,
συγχώρεσε με άλλα είσαι υποκριτής και ψεύστης, γυρίζεις
ξυπόλυτος και μας κάνεις τον άγιο, θέλεις με τον τρόπο αυτό να
εντυπωσιάζεις τους ανθρώπους, για να πιστεύουν και να σε
εγκωμιάζουν πώς είσαι άγιος άνθρωπος. Και συ πιστεύεις στα
εγκώμια τους, φουσκώνεις και γεμίζεις από υπερηφάνεια και
κενοδοξία. Ταλαίπωρε, δεν ξέρεις πώς θα κολασθείς πού κάνεις
αυτά τα πράγματα και σκανδαλίζεις τους αδελφούς;»
Τούτο έκαμε ο Γέρο - Γέροντος, μπροστά στο Μοναχό
Δανιήλ τον νεώτερο, ο όποιος μου είπε και με βεβαίωσε πώς είδε
- 78 -
το Γέρο -Φιλάρετο αμέσως μετά, από τα λόγια αυτά που του είπε ο
Γέρο -Γερόντιος, να βάνει μετάνοια, ζήτησε συγχώρεση και αφού
σκανταλίστηκε ο Γέρο - Γερόντιος, του λοιπού όταν πήγαινε στο
ησυχαστήριο των Δανιηλαίων φορούσε κάτι παλιά και πολύ
μεγάλα παπούτσια, τα οποία είχε πάντα στο ντορβά του κι όταν
πλησίαζε στο σπίτι τα έβαζε στα πόδια του, για να μη σκανδαλίζει
τους αδελφούς. Το τακτικό φαγητό του ήταν φραγκόσυκα, πού
στην περιοχή των Καρουλιών βρίσκονται πολλά σαν φυσικά, διότι
φαίνεται από πολύ παλιά χρόνια τα έχουν φυτέψει κι έχουν
πολλαπλασιαστεί τόσο πού έχουν γεμίσει τα βράχια. Τα
φραγκόσυκα λοιπόν φρέσκα ή ξερά τα 'τριβε όπως είναι με τ'
αγκάθια, τα ανακάτευε με πίτουρα και τα έτρωγε άλλοτε ωμά κι
άλλοτε ψημένα.
Είχε πολλή ευλάβεια στην Παναγία Θεοτόκο, κι όταν
πρόφερε το όνομα της, τα μάτια του τρέχανε σα βρύσες τα
δάκρυα. Όταν άκουγε ψαλμωδίες και μάλιστα να ψάλετε το
«Άξιον εστίν» έκλαιγε και γέμιζε χαρά και ευφροσύνη ή καρδιά του.
Μια μέρα, ο πάτερ Δανιήλ, ρώτησε το Γέρο - Φιλάρετο: —
Γέροντα Φιλάρετε, πολύν καιρό έχω πού σε παρακολουθώ, και
βλέπω πώς όταν ψάλλουμε, αντί να χαίρεσαι όπως όλοι μας, εσύ
κλαις, γιατί; Τι είναι εκείνο πού σε κάνει και κλαις; Αυτός τότε με
δισταγμό είπε: «Πάτερ Δανιήλ, όταν ακούω να ψάλλουν οι
αδελφοί, μεταφέρεται ο λογισμός μου, από τα γήινα στα ουράνια
και μου φαίνεται πώς ακούω τους Αγγέλους του Θεού να ψάλλουν,
τότε ευφραίνεται ή ψυχή μου και από τη χαρά μου τα μάτια μου
γεμίζουν δάκρυα. Άλλοτε πάλι, αισθάνομαι την αμαρτωλότητά μου
και κλαίω που δεν μπορώ κι εγώ να ψάλλω με τους επίγειους
αυτούς Αγγέλους του Θεού, τότε και πάλι τρέχουν τα δάκρυα μου,
γιατί λογίζομαι, πώς αν, με τους αδελφούς αυτούς εδώ στη γη, δεν
μπορώ να συμψάλλω, τότε πώς θα αξιωθώ κι εγώ να δοξολογώ
και να ψάλλω το όνομα Κυρίου του Θεού μας, με τα ουράνια
Τάγματα των Αγγέλων να δοξολογώ και υμνώ τον Κύριο; Εγώ ο
ανάξιος και αμαρτωλός; Και άπ' αυτές όλες τις σκέψεις μου
αδελφέ, τρέχουν τα μάτια μου δάκρυα χαράς και λύπης μαζί κι
αρχίζω μέσα μου να δοξολογώ το πάντιμο, πανάγιο και
μεγαλοπρεπές όνομα Κυρίου του Θεού μας».

ΤΟ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ


Όταν είχε περάσει σχεδόν τα 80 χρόνια της ηλικίας του,
υστέρα από τη σκληρή άσκηση πού έκανε, ο Γέρο - Φιλάρετος,
ήρθε σε φυσιολογική αδυναμία και το μεν σώμα του αδυνάτισε, ή
δε ψυχή του, το φρόνημα και ή προθυμία για την πνευματική ζωή
δυνάμωνε- και θεριεύε πιο πολύ αντί να αδυνατίζει, και όπως λέγει
- 79 -
ο απόστολος Παύλος: «Άλλ' ει και ο έξω ημών άνθρωπος
διαφθείρεται, άλλ' ο έσωθεν ανακαινούται ημέρα και ημέρα» και
«Οίδαμεν γαρ ότι εάν ή επίγειος ημών οικία του σκήνους καταλυθή
οικοδομήν εκ Θεού έχομεν, οικίαν αχειροποίητον εν τοις ουρανοίς»
(Β' Κορ. Δ' 16 και Ε' 1) και «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, ή δε σαρξ
ασθενής» (Ματθ. ΚΣΤ' 41).
Διαισθανόμενος και ο αββάς Φιλάρετος ότι ο καιρός της
εκδημίας του πλησίαζε, παρεκάλεσε τον Γέροντα των αδελφών
Δανιηλαίων, Γερόντιο Μοναχό, να δώσει αδεία και ευλογία στα
Καλογέρια Δανιήλ και Ακάκιο, να πάνε στην ερημική Καλύβα του,
για να ψάλλουν προς δόξαν Θεού, διάφορους εκκλησιαστικούς
ύμνους.
Ό Γέρων Γερόντιος, επειδή γνώριζε την πνευματική
κατάσταση του Γέροντα Φιλάρετου, έδωκε ευλογία και στους δυο
αυτούς καλλίφωνους ψάλτες, οι όποιοι, επειδή αγαπούσαν και
ευλαβούτο το Γέροντα Φιλάρετο και για να πάρουν την ευχή του,
με προθυμία πολλή και ευλάβεια, πήγαν στην Καλύβα του Γέροντα
Φιλάρετου στα Καρούλια και με κατάνυξη έψαλλαν το «Παναγία
Δέσποινα...», το «Μη καταπιστεύσης με...», «Τους του Άθω
Πατέρας...» και άλλους ωραίους Αθωνικούς ύμνους.
Ό Γέρων Φιλάρετος, από τη χαρά του, τα δάκρυα, σαν δυο
βρύσες τρέχανε, από τα μάτια του. Δόξασε μεγαλόφωνα το Θεό,
ευχαριστούσε την Παναγία μητέρα του Χριστού και Θεοτόκο Μαρία
και αφού γονάτισε, έκαμε θερμή προσευχή στο Δεσπότη Χριστό,
προς τον όποιον είπε: «Να φυλάξεις Θεέ μου, αυτά τα αγγελούδια
της ερήμου, τη συνοδεία των αδελφών Δανιηλαίων και να
σκεπάζεις σε παρακαλώ, Χριστέ μου, όλα τα Καλογέρια, πού για
την αγάπη σου από θείο ερωτά, αφήκαν τον κόσμο και τα
εγκόσμια, μίσησαν τα ψεύτικα αγαθά της γης και ζητούν να
απολαύσουν εκείνα τα επηγγελμένα αγαθά της μελλούσης ζωής τα
αιώνια, τα οποία, με το στόμα του αποστόλου Σου Παύλου, μας
είπες πώς: «Α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί
καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβει, ο ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν
αυτόν» (Α' Κορ. Β' 9). Αυτά τα Καλογέρια, πού με τη δύναμη και
χάρι σου, ήρθαν εδώ στον ιερό αυτόν τόπο, το Άγιον Όρος,
σκέπασε τα από τις πλάνες και παγίδες του Σατανά, αλλά και
όλους εκείνους πού ζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι αυτό, πού
λέγεται «Περιβόλι της Παναγίας» και χάρισε τους νίψη στο νου,
καθαρότητα και αγνότητα στην καρδιά και ψυχική σωτηρία σ' όλο
τον κόσμο. Σε ευχαριστώ Θεέ μου».
Συμπληρωματικά για τον πνευματικό αγωνιστή και ερημίτη,
στα ησυχαστικά Καλύβια των Καρουλίων, Γέρο - Φιλάρετο,
αναφέρουμε ένα θαύμα που ενήργησε η Θεία Πρόνοια, για να
- 80 -
βγάλει τον εργάτη αυτόν της αρετής, από κάθε σκέψη και
φροντίδα, για τα υλικά πράγματα, τα οποία πάντοτε είναι εμπόδιο
στην πρόοδο και την είσοδο μας στην πνευματική ζωή και κυρίως
είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο να αποκτήσει κανείς την δωρεά του
θεού, που είναι η συνεχής και αδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Για να ελευθερώσει λοιπόν ο Πανάγαθος θεός την καρδιά
του Γερο -Φιλάρετου από περιττή φροντίδα και να γίνει σ' εμάς ένα
μάθημα σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να έχουμε πίστη και
ελπίδα στο Θεό και αγάπη και σεβασμό στους συνανθρώπους
μας, συνέβη το ακόλουθο γεγονός:
Κατά το έτος 1935 ο Γέρο Φιλάρετος είχε απόλυτη ανάγκη
για διακόσιες δραχμές. Τούτο είχε απασχολήσει πολύ την σκέψη
και την καρδιά του Γέροντος, τον οποίον είδε μια μέρα, ο
υμνογράφος Πάτερ Γεράσιμος Μακραγιαννανίτης, να περνάει από
το Καλύβι του «Τίμιος Πρόδρομος» και να είναι πολύ
στενοχωρημένος. Στην ερώτηση του: «Τι έχεις Γέρο - Φιλάρετε, Τι
σου συμβαίνει Αββά και είσαι τόσο στενοχωρημένος;».
Ο Γέρο - Φιλάρετος είπε το θέμα που τον βασάνιζε και ο
Πατήρ Γεράσιμος του έδωσε τις διακόσιες (200) δραχμές και τον
παρακάλεσε λέγοντας: «Σεβαστέ Γέρο - Φιλάρετε, πάρε τα
χρήματα αυτά που θέλεις και δεν χρειάζεται να μου τα επιστρέψεις,
αλλά αν μπορείς, κάνε σε παρακαλώ καμιά προσευχή στον
Πανάγαθο Θεό να μας ελεήσει».
Ο Γέρο - Φιλάρετος πήρε τα χρήματα αυτά και αφού
ευχαρίστησε τον Π. Γεράσιμο, πήγε να δώσει τις 200 δραχμές εκεί
που είχε το χρέος αυτό.
Την άλλη μέρα ο Γέρο - Φιλάρετος, πήγαινε στην Σκήτη της
Αγίας Άννης. Στο δρόμο κατά την συνήθεια των Μοναχών έλεγε
συνέχεια την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν
με και ελέησον τον κόσμον Σου». Εκεί που βάδιζε βλέπει κάτω
τέσσερα χαρτιά να είναι το ένα κοντά στο άλλο απλωμένα. Τα
πήρε στα χέρια του, τα περιεργάστηκε και του έκαναν εντύπωση,
που δεν έμοιαζαν με τ' αλλά χαρτιά.
Τότε γύρισε πίσω και πήγε στο ησυχαστήριο του πατρός
Γερασίμου στη Μικρή Αγία Άννα, του έδειξε τα χαρτιά που βρήκε
και τον ρώτησε με τη μακάρια απλότητα που τον διέκρινε, Τι
χαρτιά είναι αυτά Π. Γεράσιμε; Τα βρήκα τώρα λίγο πιο κάτω εδώ
που πήγαινα στην Αγιάννα, ήταν κάτω απλωμένα στο δρόμο!!
Ο Π. Γεράσιμος είπε στον Γερο - Φιλάρετο: «Γέροντα αυτά
είναι τέσσερα πενηντάδραχμα, σου τα έστειλε ο Θεός για τις
ανάγκες σου». Πράγματι όπως μου είπε ο Π. Γεράσιμος, ήταν
τέσσερα πενηντάδραχμα καινούργια και τελείως αμεταχείριστα.
Θέλω σεβαστέ μου Γέροντα, πρόσθεσε ο Π. Γεράσιμος στον Γέρο
- 81 -
Φιλάρετο, να μου πεις, Τι έλεγες, Τι σκεφτόσουνα όταν πήγαινες
στην Αγιάννα; Ο Γέρο - Φιλάρετος είπε: «Τι άλλο, Π. Γεράσιμε να
έλεγα, εκτός από την ευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ...» δεν έλεγα
τίποτε αλλά, παρά κάπου κάπου έφευγε ο λογισμός μου και
πήγαινε στο χρέος που μου έδωσες τις 200 δραχμές και έλεγα
πώς θα ξεχρεώσω και εκεί που σκέφτηκα αυτά τα πράγματα,
βλέπω στη γη τα χαρτιά αυτά, πάρτα σε παρακαλώ να
ελευθερωθεί το μυαλό μου από αυτή τη σκέψη και το χρέος».
Ο Πατήρ Γεράσιμος θαύμασε τη θεία Πρόνοια, δόξασε τον
Πανάγαθο Θεό και παρακάλεσε τον Γέροντα Φιλάρετο να
καταδεχθεί και να κρατήσει τα χρήματα που του έστειλε ο Θεός και
να παρακαλεί τον Κύριο και για τη σωτηρία της ψυχής του.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΔΑΧΗ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ

Όταν τέλειωσε τη θερμή προσευχή του, όπως μου


αφηγήθηκε ο αδελφός Δανιήλ, άρχισε να κάνει διδαχή με θείες
θεωρίες, με υποθήκες αρετής και με θεια επιτεύγματα. Δηλαδή μας
είπε, πώς, και με ποιο τρόπο μπορούμε να αρχίσομε τη νοερά
προσευχή, με ποιο τρόπο να αποφεύγομε τις πλάνες του
διαβόλου, ο όποιος με τέχνη σπέρνει τα ζιζάνια του εγωισμού και
της υπερηφάνειας στο μυαλό και στην καρδιά εκείνων, πού θέλουν
να αγωνιστούν και να προκόψουν στη θεία αύτη αρετή και να
μπουν στον πνευματικό αγώνα, και ότι αυτοί, θα πρέπει να
παλέψουν στήθος με στήθος με το διάβολο, θα συναντήσουν, μας
είπε, πολλές δυσκολίες, αλλά δεν πρέπει να δειλιάσουν, παρά με
ταπείνωση να επιμείνουν και να λένε όσες περισσότερες ώρες το
24) ωρο μπορούνε τη θεία προσευχή το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ
του Θεού ελέησαν με», άλλα παιδιά μου, προσέξτε αυτό πού θα
σας ειπώ: «Την προσευχή αυτή, να τη λέτε ολόκληρη και όχι όπως
συνηθίζουν μερικοί και την κόβουν, δήθεν για συντομία, και λένε τη
μισή, αυτό είναι πλάνη και απαράδεκτο από τους αγίους Πατέρες,
διότι με το να παραλείπομε το «Υιέ του Θεού» αφαιρούμε τη
θεολογική έννοια της προσευχής αυτής, ή οποία είναι μεν απλή,
αλλά είναι θεολογική και συμπεριλαμβάνει ολόκληρο το Μυστήριο
της ενσάρκου οικονομίας του Υιού και Λόγου του Θεού, όπως
λέγει κι ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης, και πρέπει να ξέρετε πώς
ή πλάνη του διαβόλου από το σημείο αυτό αρχίζει, στους
αγωνιζόμενους να αποκτήσουν τη θεία και ουράνια αύτη
προσευχή, ή οποία πρέπει να γίνει ένα με την αναπνοή μας, κι
όταν συνηθίσομε να την λέμε σωστά από την αρχή, τότε ο νους
μας θα καθαρίσει από κάθε γήινη έννοια, εύκολα τότε θα μπαίνει ο
- 82 -
νους μας στην καρδιά, ή οποία στην αρχή θα αρχίζει να πιέζεται,
να πονεί, θα μας φέρνει δύσπνοια, στενοχώρια, αν επιμείνομε να
λέμε έντονα την ευχή, επιμένω ολόκληρη και όχι τη μισή, τότε θα
αρχίζουν να υποχωρούν τα πάθη και οι ανθρώπινες αδυναμίες,
πού μόνιμα φωλιάζουν στην καρδιά μας, ή οποία άμα καθαρίσει
τότε θα ανάψει το λυχνάρι του θείου φωτός, δηλαδή θα αρχίσουν
οι ουράνιες ελλάμψεις, θα στηθεί ο θρόνος του Θεού και Αφού
γίνουν όλα αυτά κι άλλα πολλά τα όποια με την πράξη θα τα βρείτε
μόνοι σας, τότε θα αρχίσουν οι αποκαλύψεις και τα μυστικά
επιτεύγματα της πνευματικής ζωής, πού άμα σας αξιώσει ο
Πανάγαθος Θεός θα δείτε, τότε μόνοι σας πλέον, με καθοδηγητή
τη θεία χάρι του Παναγίου Πνεύματος, θα προχωρήσετε άφοβα
στην προκοπή και πρόοδο της πραγματικής πνευματικής ζωής και
θα σας αποκαλυφθούν μυστήρια Θεού, τα οποία δεν λέγονται,
παρά μόνον νοούνται και αποκαλύπτονται».

ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΦΙΛΑΡΕΤΟΥ ΜΕ ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ

Όταν τελείωσε αυτά και πολλά άλλα πού μας είπε και τα
οποία δεν μπορέσαμε να συγκρατήσομε, γιατί ήταν θεωρήματα με
πολύ ψηλές έννοιες πού καλά - καλά δεν καταλαβαίναμε, άλλα
θαυμάζαμε και είπαμε μέσα μας: Τι πνευματικός θησαυρός
κρύβεται μέσα στο οστράκινο τούτο σκεύος! Όπως λέγει κι ο
απόστολος Παύλος: Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον —του αγίου
Πνεύματος— εν οστρακίνοις σκεύεσιν...» (Β' Κορ. Δ' 7). Μετά άπ'
αυτά μας είπε: «και τώρα, παιδιά μου, σας παρακαλώ να μου
ψάλλετε τον «Εθνικό ύμνο του Άθωνα», τον ύμνο της Παναγίας
μας, πού είναι το «Άξιον εστίν». Όταν το ψάλλαμε κι αυτό, τότε μας
αγκάλιασε, μας έδωκε τον «εν Χριστώ» ασπασμό και προφητικά
μας είπε: «Αδέλφια μου και αγγελούδια της Παναγίας, δεν
πρόκειται να σας ξαναειδώ με τα μάτια του σώματος μου, γιατί με
κάλεσε ο Κύριος, με την πρεσβεία της Παναγίας και των
αγιορειτών Πατέρων, να με πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα».
Κι άμα είπε αυτά μας έβγαλε έξω μέχρι την εξώπορτα της
ασκητικής του Καλύβας, και την άλλη μέρα, που πήγαμε να τον
δούμε και να πάρουμε την ευχή του, είχε οριστικά αναχωρήσει,
όπως μας είπε, από τα γήινα, ήταν σχηματισμένος πάνω στο
ξύλινο κρεβάτι, είχε σταυρωμένα τα χέρια και τα μάτια κλειστά, σαν
να κοιμόταν τον φυσικό ύπνο, αλλά ή μακαριά του ψυχή, είχε
πετάξει στα ουράνια και έτσι με οσιακό τέλος κοιμήθηκε τον ύπνο
των Μακάρων, Όπως «εδίψησε και επεπόθησεν η ψυχή του εις
τας αυλάς του Κυρίου». Μετά το θάνατο του ανακαλύψαμε, πώς,
κάτω από το ξύλινο κρεβάτι, ο Γέρο - Φιλάρετος, είχε ένα μεγάλο
- 83 -
ροζιάρικο κούτσουρο —ξύλο— επάνω στο όποιο κοιμότανε, εκείνο
τον λίγο ύπνο που επέτρεπε στο σώμα του. Το κρεβάτι ήταν πάντα
στρωμένο και ή μόνη φορά πού ξάπλωσε σ' αυτό ήταν όταν
πέθανε. Αυτό λέγεται «χαμαικοιτία» και τυραννία του σώματος. Το
ξύλο αυτό κανείς δεν το είχε δει, γιατί την ήμερα το είχε κρυμμένο
και σκεπασμένο κάτω από το κρεβάτι.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΓΗΡΑΣ ΤΟΥ

Λίγα χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας


κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ο Γέρο - Φιλάρετος
στην Καλύβα του, δηλαδή όλα τα Πατερικά βιβλία πού είχε και
μελετούσε, του τα έκλεψε. Ή Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον
κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη.
Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς
αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα
Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -
Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν
αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι
έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι
αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν
αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα
κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που
φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την
αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί
παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό
δικηγόρο, ο όποιος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές
να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές
γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και
πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει
δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και
δικαστικές πλάνες.
Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την
υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη
ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ο όποιος γνώριζε την
αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του
Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου
και ευλαβέστατου Γέροντα, ο όποιος ήταν τόσο απλός και αγαθός,
πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να
υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα
αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει
χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα
- 84 -
τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο -
Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του
κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό
του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι
πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί.
Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι
ο πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν,
οι πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν
πώς λένε την αλήθεια». Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο:
«Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ
να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον
ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε —δηλαδή ο
Χριστός— λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ουρανώ, ότι
θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών
αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως
μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή
μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37). Ό πρόεδρος διέταξε τον
Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη
ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της
διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με
θάρρος ο Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε,
με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το
Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και
εφ' όσον ο ίδιος ο Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς
εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα
εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας
εντολές, να ορκίζονται οι άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί
χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του
αυτή, άλλα και. σεις ο ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού
λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του
Χριστού.
Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια
της αλήθειας πού τους είπε ο Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση
του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και
ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο
δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του
δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα
καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως
έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ο Γέρων,
αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και
- 85 -
τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του
Καλύβα, στα Καρούλια.
Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ο πάτερ Δανιήλ, τον
ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς
είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»
Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το
χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε :
«Αδελφοί μου, όλος ο κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία
του, έκτος από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και
κλείστηκε στον εαυτό του.

Ο Παπα – Τύχων
Από το βιβλίο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ» του Γέροντος
Παισίου Αγιορείτου

- 86 -
O Παπα - Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια
Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν
ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο
Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχει κληρονομική την ευλάβεια και την
αγάπη προς τον Θεό και να θέλει να αφιερωθεί στον Θεό από
μικρό παιδί. Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού
τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάει σε
Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση.
Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίσει μόνος
του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις
Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι
χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα
Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες
Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν
κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με
τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνει
τους άλλους. Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθεί πολύ, γιατί οι
κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο
Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της
σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη,
δεν μπορούσε να το φάει. Γι' αυτό είχε εξαντληθεί ο νέος. Πηγαίνει
λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά,
να τον ξαναπαρακαλέσει για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι
θα έχει για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον
Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή. Λυπημένος και
εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την
παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία
μου, θέλω να με βοηθήσεις, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πριν να
γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν
πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του
παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια
φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την
στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό το
γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν
μήπως τον άκουσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και
είπε στον πατέρα της να του δώσει λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται
πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης
νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε
μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και
πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα
Μοναστήρια, άλλ' όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια
τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία
- 87 -
αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με
τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την
Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα
μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε:
«Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την
Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.

Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του,


έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου
παρέμεινε δύο μήνες, και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και
ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό.
Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από
το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, πού κατέστρεψε,
δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά
μέρη, πού γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές.Γι' αυτό
αναγκάστηκε να φυγή για το Άγιον Όρος. Ο πειρασμός όμως,
βλέποντας με την πολυχρόνιο πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος
πολύ θα προχώρηση στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα
βοηθήσει για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψει. Ενώ είχε
επιστρέψει από την έρημο του Ιορδανού στην Ιερουσαλήμ, για να
ετοιμασθεί και να προσκύνηση για τελευταία φορά τον Πανάγιο
Τάφο και να αποχαιρετήσει και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε
ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσες
του, οι όποιες τον κάλεσαν στο σπίτι, όπου έμειναν, για να του
δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευση στο Άγιον Όρος. Ό
απονήρευτος Τιμόθεος, πού είχε όλο καλούς λογισμούς, το
πίστεψε και πήγε. Άλλα, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και
όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, τάχασε! Κοκκίνισε και
δίνει μια σπρωξιά σ' αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από
τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ, και φυλάχτηκε αγνός.
Ήρθε μετά, όπως ήταν αγνό λουλούδι, και φυτεύτηκε στο
Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές
του, όπως θα ιδούμε πιο κάτω. Ή πρώτη του μετάνοια ήταν το
Κελί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ'
αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητάς,
Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε
δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με
σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρο του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές
μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από
τις Μονές, άπ' όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα
περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι.
Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνει και εσωτερικά Άγγελος και
όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα. Μετά από τα Καρούλια
- 88 -
ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σ' ένα
Κελί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε
το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην
Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του
αγώνες, αλλά τους αύξησε, και επόμενο ήταν να δεχθή πλούσια
την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή
ταπείνωση.
Η Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους, κι έτρεχαν
πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να
παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον
παρακαλούσαν να ιερωθή, για να βοηθάη πιο θετικά με το
Μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση
των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την
διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθή.
Στο Κελί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια
απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον
Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την
εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, πού
θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον
είδε από μακριά τον Παπα - Τύχωνα ο Δίκαιος του Προφήτη Ηλία
(Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:
- Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά
δολάρια, να τα δώσω σ' εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίση.
Εσύ δεν έχεις Ναό πάρ' τα και φτιάξε. Δάκρυσε ο Γέροντας από
συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο
και είπε το «Θεός συσυγχωρέσει για τον άνθρωπο του Θεού πού
του έστειλε την ευλογία. Ό Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε
φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεση ο
Γέροντας, για να του έχει έτοιμα τα χρήματα, την ώρα πού θα Του
τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούση ο Θεός, αφού ο
Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις θείες εντολές του
Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες. Στην συνέχεια βρίσκει δύο
Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα πού θα
εργάζονται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον
Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγη
τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της
Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι
πένθιμη. Ό Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί
δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε
κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του,
με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη
παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό
και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους
- 89 -
Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην
ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας. - Όχι, εγώ μένω μαζί με τους
Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία
και με τον Χριστό. Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων
και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα πού τον είχα
επισκεφθεί, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και
σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και
δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα
έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε
παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα: Ό φύλακας μου
Άγγελος θα με σήκωνε. Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του,
και το Κελί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχει όμως τον Χριστό
μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί
Παράδεισος, και για τον Παπα - Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας
ήταν επίγειος Παράδεισος. Είχε χρόνια αρκετά να βγει στον κόσμο,
αλλά χωρίς να το θέλη, τον ανάγκασαν κάποτε, πού είχε γίνει
πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάει κι αυτός
ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη. "Όταν επέστρεψε στο Άγιον
Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:
- Πώς είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια πού
είχες να ιδής τον κόσμο; Ό Γέροντας απήντησε:- Εγώ δεν είδα
πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές. Έφθασε σ'
αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε
πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο Κελί
του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, πού να
εξυπηρετεί άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο Κελί του
έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα απ’ έξω, στο λάκκο. Άλλα για
τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και εάν είχε ο Παπα -
Τυχών, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα
κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία.
Ο,τι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν
άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της
ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα
κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε, αλλά
σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις
δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχει στην καρδιά του
Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»). Κάποτε τον
φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακούλα για
σκουφί και με μια πιτζάμα πού του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί
είδε τον Γέροντα να κρυώνει. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην
φωτογραφία τον Παπα - Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό
μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα. Πολύ αναπαυόταν
στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την
- 90 -
ακτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα
πνευματικά φτερά, και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν
πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι
δεν νιώθει κούραση, όταν κάνη τα θελήματα του πατέρα του, αλλά
νιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν
συγκρίνονται με τα θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.
Όπως ανέφερα, το εργόχειρο του ήταν οι πνευματικοί αγώνες:
νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του,
αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και
πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να
σηκωθεί, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα
χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθεί. Έτσι, πάλι
έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το
τυπικό τηρούσε μέχρι πού έπεσε πια στο κρεβάτι, όπου
ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αληθινή
αιώνια ζωή, όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, πού είχε από νέος,
τηρούσε και στην συνέχεια μέχρι τα γεράματα του. Την μαγειρική
την θεωρούσε και για σπατάλη χρόνου, εκτός πού δεν ταιριάζουν
στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από
τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε
καμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο
Χριστός, πού τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.
Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο,
και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα, και δεν του έκανε
καρδιά να ασχολείται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν
κοσμικοί άνθρωποι. Τα ελάχιστα πράγματα πού του χρειάζονταν,
για να συντηρηθεί, τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο πού
έκανε' αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε
πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ' αυτά τα χρήματα
περνούσε ολόκληρη την χρονιά του. Όπως ανέφερα, ήταν πολύ
λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Aποστολιάτικο σύκο το έκοβε
στα δύο και το έτρωγε δύο φορές. Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί
μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!» - ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε
να φάω ένα κιλό. Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε
μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του
Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκαλιά της
ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και,
όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε
κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ' ένα κονσερβοκούτι,
βουτούσε την ραχοκοκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να
πάρει λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε
κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και
- 91 -
ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκαλιά αυτή την κρεμούσε
πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια και
τότε την πετούσε. Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του
συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους
έλεγε: - Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής. Μόνο στα
τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους
πού τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λύπηση. "Όταν του
έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την
έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα,
τα έδινε σ' έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζει ψωμιά και να τα
μοιράζει στους φτωχούς. Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την
Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως πού την έπαιρνε ο Γέροντας
από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον
πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελί του
Γέροντα, για να τον ληστέψει, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και
άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα πού είχε πάρει ο
Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ - Θόδωρο, για να
πάρει ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον
Γέροντα - τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διαπίστωσε
ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό Παπα -
Τυχών του είπε: - Θεός συγχωρέσει, παιδί μου. Ό κακοποιός αυτός
άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί
τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και
στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και
ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του
κλέφτη. Ό Γέροντας στενοχωρέθηκε γι' αυτό και έλεγε στον
χωροφύλακα: - Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά
μου τον κλέφτη. Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα
λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον
τραβούσε και του έλεγε: - Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει
συγχώρεση και «ευλόγησαν». Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και
τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίσει στο Κελί του, επειδή έκλαιγε
σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνει και αυτός αιτία να
τιμωρηθεί ο κλέφτης. Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν
μπορούσε να το χωρέσει στο μυαλό του και μου έλεγε:

- 92 -
Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν"
δεν έχουν το «ευλόγησον», «Θεός συγχωρέσει» - ενώ ο Γέροντας
την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις
πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον»,
όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και
αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση».
Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες
στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το
Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από
την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με
χαρά και έλεγε: Εγώ τώρα κεράσματα. Έβγαζε νερό από την
στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο
δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για
μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρει κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο
και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του
Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε
τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα
εγώ' ευλογείτε!» και περίμενε να του πει ο επισκέπτης την ευχή «Ό
Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και
αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως
ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη
και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία. Μετά από
το κέρασμα περίμενε να ιδεί εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε
ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την
ώρα του, τότε του έλεγε: Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι
τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί. Εάν παρέμενε και δεν έφευγε,
τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και
έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να
εκμεταλλευθεί κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να
εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την
θεία του φώτιση και του έλεγε: Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω'
- 93 -
πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθείς καλά. Φυσικά,
δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε
πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα
συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή
του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον
πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ
δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν
πια. Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Αγαθάγγελος ο Ιβηρίτης,
ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό
Παπα - Τυχών προείδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και
ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε
συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να
εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να
μπει στο Κελί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια,
σαν τον Μωϋσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε
ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών,
πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξει, αλλά
οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον
κυνηγό από την φυλακή. Γι' αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας: -
Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία
περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι... Ακόμη και
για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε
και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωί με το φώτισμα. Την
ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό
διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέει το Κύριε,
ελέησαν, για να νιώθει τελείως μόνος του και να κινείται άνετα στην
προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών
ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να
επαναλάβει πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούσει τις
περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. "Όταν τον ρωτούσα μετά
στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό. Έλεγε επίσης
στην συνέχεια: Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας
μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθεί ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης.
Επειδή ή πόρτα του Παπα - Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον
Ναό ακούγονταν γλυκές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το
χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι
βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα - Τυχών και
ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν
άλλον εκτός από τον Παπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι
ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές. Στα γεράματα του πια, επειδή
έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο
- 94 -
Παπα - Μάξιμος και ο Παπα - Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν
πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε
μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του
ζωή. Για τον Παπα - Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου
ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά.
Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός,
Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα
σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε
δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για
φάρμακα της ψυχής. Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν
στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια: -
Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό' θα πέραση
όμως. Για τον εαυτό του ο Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε
και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και
ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν
διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως,
πώς να φοβηθεί και τι να φοβηθεί; Τους δαίμονες, πού τρέμουν
από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον
μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι' αυτόν; Μάλιστα, είχε
ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε
και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα
εξής, αφού είχε προαισθανθεί τον θάνατο του: «Αμαρτωλός
Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο
Θεός». Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι
ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθεί πια με τον Θεό,
γι' αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο
χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους
Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Επειδή είχε
ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι'
αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως
ανέφερα. Το Κελί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού
ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το
θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του
ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και
σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη
κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό
πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ' έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα
ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο
δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του
Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελιού του ήταν μεν από
σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε
ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα
- 95 -
μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει
κανονικό σουβά.

Ο Παπα - Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του


κελιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι' αυτό και
κατόρθωσε να γίνει δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε
την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά
προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον
εξυπηρετούσαν.

Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Ή


ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά, για να βρίσκεται ο νους
του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική,
Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά ενόχληση από τις μύγες, τα
κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν
κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα.
Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν
το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο
Κελί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι
ποντίκια. Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια
να χοροπηδούν.

-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απήντησε:


- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από
την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει
στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει. Ήταν μια αλεπού, ή
οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας. Είχε
επίσης και μία αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο
φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύει ο Γέροντας. "Όταν
έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο
Παπα - Τυχών:- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια.

Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του
και έφευγαν. Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν
ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα τάιζε
από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την
πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ' άφηνε να θηλάζουν
από το λίγο του αίμα. Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την
πολλή άσκηση είχε εξαντληθεί. "Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι
κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε: - Δόξα σοι ο Θεός, καλά
είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και

- 96 -
περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν
ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα. Μια μέρα τον
επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει: Γέροντα, έχω
πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν
καθόλου να ησυχάσω. Ο Παπα - Τυχών του είπε: Εάν, παιδί μου,
εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω
Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και
νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι.
Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να
διαβάζεις μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από
το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά από έξι
μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον
γνωρίσει, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία
πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον
ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε
σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι
πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχη. Με τέτοιες πρακτικές
συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν
βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε
αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους
ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του
επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι
επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν. Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν
το έβγαζε, γιατί πολλές φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο
και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους
συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας
Εξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι,
τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους
πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε
εξαγνισθεί πια η καρδιά του και ο νους του. Κάποτε τον είχε
ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο
καθαρός μέσα στο Κοινόβιο; Ό Παπα - Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν
πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το
βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό
Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν
και ζουν με ταπείνωση. Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε
χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς
- 97 -
ανθρώπους. Κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι,
άλλ' όταν ιδεί κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο
Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος πού έχει μεγαλύτερη
ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους. Επίσης, έλεγε γι'
αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και ταπείνωση,
γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση
είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος - έλεγε -θα του πει ο
Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση».
Ενώ σ' εκείνον πού ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζει ταπεινά
με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πει
ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».
Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη
του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζει συνέχεια γύρω
από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των
Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα
Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο,
Αββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη, έλεγε ο Γέροντας,
θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με
προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν
ασκείται, αποκτάει πάθη». Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ. - Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος!
Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Αββάς Ισαάκ. Ήθελε με αυτό πού
είπε να τονίσει την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.
Ό Πάπα - Τυχών προσπαθούσε να μιμηθεί τον Άγιο Ισαάκ, όχι
μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της
πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο.
Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να
ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες
και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου είναι οι
μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του
αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη
δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνει τους άλλους,
διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό.
Έλεγε χαρακτηριστικά: - Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ
φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίσει τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη
πρώτα προσευχή, να επικαλεστεί το "Άγιο Πνεύμα, για να τον
φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός
άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζει. Αυτό είναι νοικοκύρης.
Γι' αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε,
Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο
- 98 -
Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς
άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση. Μερικοί τον
τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν
ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά.
Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό
του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο
ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και
φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά
του, πού είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού
λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον
φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε
ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας
συνιστά ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον
επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια,
και τον ρωτούσαν: - Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα;
Εκείνος απαντούσε: - Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το
καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθεί πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια
ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες
σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον
Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό,
γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την
κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να
μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.

Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί


της γης, τότε μου είπε να καθίσω κοντά του, γιατί θα
αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή
ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω
συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό
κελλάκι, για να προσεύχομαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια
πού του πρόσφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον
ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθεί ποτέ
το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν
πολύ μεγάλη.

Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια
λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το
βρήκες; Ό Χριστός να σου δώσει σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιει ποτέ λεμονάδα ή είχε πιει, όταν ήταν πολύ
μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
- 99 -
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει
σ' αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να
σηκωθεί να πάει στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε
με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό
από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό,
γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον
κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε
απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και
του έλεγα:

-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:


- Ό Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του
φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο Κελί του, με
κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:- Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
- Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος. -Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ ή
Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν;
Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα: - Τι σου είπε ή Παναγία;
-Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρει.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7
Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ήμερες, στις 10
Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.

Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:


- Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθείς, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί
συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με
ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να έκφραση
και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα
τελευταία του, μου έλεγε:

- Γλυκό μου Παϊσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις


αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης
ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα
με ελεήσει ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος,
συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:

- Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή


από εδώ, και εγώ θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ
θα καθίσεις στο Κελί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός
θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια
κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και

- 100 -
αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από
καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο
επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε
για μια εβδομάδα). Ξανά επαναλάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και
θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν
δάκρυα συνέχεια.

Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού


παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για
μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού
μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον
γνωρίσω καλύτερα. Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση
ήταν το πόσο στα ζεστά είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της
ψυχής! Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις
ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνει, σε γνωστούς του Επισκόπους, για
να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω
Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί - να
μη του κάνω την εκταφή - μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του
Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα
τελευταία του ο Παπα - Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να
τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά - σιγά να σβήνει ο Γέροντας,
σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο
στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.
Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα
του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και
ειδοποιήσαμε το πρωί και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν
την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας
άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί
ή παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα
πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και
θα μας βοηθάει περισσότερο. Άλλωστε, το είχε υποσχεθεί ο ίδιος:
«Εγώ θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω». Πέρασαν τρία χρόνια
ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθεί, και αυτό με έβαλε σε
λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου
έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το
«...κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με
παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ' αυτό το θέμα.

Ή πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971,


βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά
τον Γέροντα να μπαίνει στο Κελί! Πετάχτηκα και του έπιασα τα
- 101 -
πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς
ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να
μπαίνει στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη
την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα
εξήγηση αυτά με την λογική, γι' αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα
αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη
αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή πού μου
είχε παρουσιασθεί ο Γέροντας, για να το θυμάμαι. "Όταν είδα ότι
ήταν ή ήμερα πού είχε κοιμηθεί ο Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου),
πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως
απαρατήρητη εκείνη η ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός
Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα,
είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστεί και ζαλιστεί και
ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος
και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.
Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθεί σε άλλον, πριν από την πρώτη
αυτή επίσκεψη πού μου έκανε. Στο Κελί μου πάντως είχε
παρουσιασθεί και σ' έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην
Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης: Είχε έρθει στο Κελί
μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με
γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το
Κελί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ
ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα
εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και! βγήκα έξω.
Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με
θαυμασμό το έξης γεγονός «Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά,
είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω,
λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνει από εκείνα τα δενδρολίβανα και
να μου λέει:— Ποιόν περιμένεις. Και εγώ του απήντησα:-Τον
Πατέρα Παΐσιο. Ό Γέροντας μου είπε:- Εδώ είναι, και έδειχνε με το
δάκτυλο προς το Κελί.

Εκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνεις το Άγιος


ο Θεός και βγήκες έξω. Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας
Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί
στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω - γύρω
δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο
τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε
εντολή να μη του κάνω εκταφή.

Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα
πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα
- 102 -
καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε
ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο
αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές
των Αγίων - όσες δεν κρύβονται - και αυτές μόνο να γράφουμε,
ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν
άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή
τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε
η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων.
Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις
αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα.
Έχοντας λοιπόν υπ' όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού
δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να
περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα. Πιστεύω ότι είναι
ευχαριστημένος και ο Παπα - Τυχών και δεν θα παραπονεθεί,
όπως παραπονέθηκε σ' αυτόν ο φίλος του Γερο - Σιλουανός, όταν
είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε
παρουσιασθεί τότε ο Γερο - Σιλουανός στον Παπα - Τύχωνα και
του είπε:-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια
μου έγραψε, δεν το ήθελα. Γι' αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή
απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα - Τύχωνα και όλων των γνωστών και
αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού
περνάμε. Αμήν.

(Ακολουθεί ή προσευχή του Γέροντα, πού είχε


γράψει με πολύ πόνο και πολλά δάκρυα και την
έστελνε στις πονεμένες ψυχές της Ρωσίας σαν
βάλσαμο από το Περιβόλι της Παναγίας).

«Δόξα εις τον Γολγοθά του Χρίστου». Ω Θείε Γολγοθά,


αγιασμένε με το αίμα του Χρίστου! Σε παρακαλούμε, πες μας
πόσες χιλιάδες αμαρτωλών με την Χάρη του Χρίστου, την μετάνοια
και τα δάκρυα καθάρισες και γέμισες τον νυμφώνα του
Παραδείσου; Ω! με την αγάπη σου την άρρητη, Χριστέ Βασιλιά, με
την Χάρη Σου όλα τα ουράνια παλάτια γέμισες από μετανοούντας
αμαρτωλούς. Συ και εδώ κάτω όλους ελεείς και σώζεις. Και ποιος
μπορεί αντάξια να Σε ευχαρίστηση, έστω κι αν είχε Αγγελικό νουν;
Αμαρτωλοί, ελατέ γρήγορα. Ό Άγιος Γολγοθάς είναι ανοικτός και ο
Χριστός εύσπλαχνος. Προσπέσετε προς Αυτόν και φιλήσετε τα
άγια Του πόδια. Μόνον Αυτός σαν εύσπλαχνος μπορεί να
- 103 -
γιατρέψει τις πληγές σας! "Ω, θα είμαστε ευτυχείς, όταν ο
πολυεύσπλαχνος Χριστός μας αξίωση με μεγάλη ταπείνωση και
φόβο Θεού και καυτά δάκρυα να πλύνομε τα πανάχραντα Του
πόδια και με αγάπη να τα φιλήσουμε! Τότε ο Χριστός εύσπλαχνος
θα ευδοκήσει να πλύνει τις αμαρτίες μας και θα μας άνοιξη τις
πόρτες του Παραδείσου, όπου με μεγάλη χαρά, μαζί με τους
Αρχαγγέλους και Αγγέλους, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και με
όλους τους Αγίους, αιώνια θα δοξάζωμεν τον Σωτήρα του κόσμου,
τον γλυκύτατο Ιησού Χριστό, τον Αμνό του Θεού μαζί με τον
Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την Ομοούσιο και αδιαίρετο Τριάδα.

Ιερομόναχος Τυχών - Άγιον Όρος

Γράφτηκε ο Βίος του Γέροντα στις 26 Μαΐου, μνήμη του Αγίου


Αποστόλου Καρπού, το 1977, στο Σταυρονικητιανό Κελί «Τίμιος
Σταυρός». Δόξα σοι ο Θεός! Μοναχός Παΐσιος

ο γέρων Παρθένιος

Ό Γέρων Παρθένιος, κατάγονταν από πριγκηπική οικογένεια


των Τσάρων της Ρωσίας, 18 χρόνων έγινε Μοναχός στο Κελί
«Άγιος Νικόλαος Βουραζέρη», ασκήθηκε στην υπακοή, στην
ταπείνωση και εξουθένωση της κοινοβιακής Καλογερικής, αλλά ο
πόθος της τέλειας ησυχίας τον εξανάγκασε να φύγει από το Κελί
και να πάει στα Καρούλια, όπου έδειξε τέλεια αυταπάρνηση και
μεγάλη αγάπη προς όλους τους ερημίτες Πατέρες, τους οποίους
έβλεπε σαν αγίους και επίγειους αγγέλους του Θεού.
Βοηθούσε όλους γενικά και δεν άφηνε κανένα να μπει στο
δωμάτιο του, για να μην δει που κοιμόταν κάτω στο σπήλαιο και
ποτέ σε κρεβάτι. Είχε βιβλική μορφή, ήταν σεβάσμιος και μόνη ή
όψη του φανέρωνε την ευγενική του καταγωγή.
Το κομβοσχοίνι από Το χέρι και ή ευχή από Το στόμα δεν
έλειπαν -ποτέ και μόνο που τον έβλεπες προκαλούσε Το δέος και
Το σεβασμό και ήταν πολύ αγαπητός. Από την πολλή άσκηση δεν
άντεξε για πολλά χρόνια και τον κάλεσε ο Κύριος στους ουράνιους
θαλάμους να χαίρεται αιώνια με τον αιώνιο Θεό, τον Πατέρα, τον
Υιό και Το Άγιο Πνεύμα.

ο γερών Ζωσιμάς ο καλαθοποιός

Άλλος σπουδαίος και πολύ ενάρετος Ρώσος ήταν ο Γέρων


- 104 -
Ζωσιμάς, μεγάλος αξιωματικός του Τσαρικού Στρατού και μετά την
κατάρρευση του Τσαρικού καθεστώτος, ήρθε στην Ιερά Μονή του
Άγιου Παντελεήμονος, επισκέφθηκε και προσκύνησε στη Σκήτη
του Αγίου Ανδρέα στο «Σαράι» τη Σκήτη του Προφήτη Ηλίου, πού
και οι δυο αυτές Σκήτες ήταν κατασκευασμένες και επανδρωμένες
από αδελφούς Μοναχούς Ρωσικής καταγωγής. Δεν έμεινε σε
καμιά άπ' Αυτές πού επισκέφθηκε αλλά Το πνεύμα του
αναπαύθηκε στα απότομα και Βραχώδη Καρούλια.
Στα Καρούλια ήταν από όλους αγαπητός, άλλα για να μη
δίνει σε κανένα βάρος και γίνεται ενοχλητικός, έμαθε και Έφτιαχνε
καλάθια. Αυτό είχε για εργόχειρο και μαζί με Το κομβοσχοίνι έκανε
και Το εργόχειρο για να έχει του Θεού την ευλογία με Το
κομβοσχοίνι και να εξοικονομεί τα προς Το ζειν με το εργόχειρο.
Είχε πάντα την ευχή στο στόμα, όπως και όλοι οι Μοναχοί,
άλλα και την μνήμη του θανάτου πάντα μπροστά στα μάτια του,
κατόπιν και των όσων είχαν δει τα μάτια του κατά τα χρόνια της
επαναστάσεως και του πολέμου στην Πατρίδα του τη Ρωσία.
Τέλος, ήταν από όλους αγαπητός και σε μεγάλη ηλικία τον
πήρε ο Πανάγαθος Θεός στη βασιλεία των ουρανών.

ο σοφός γέροντας Δανιήλ στα κατουνάκια

Ό Γέροντας αυτός Δανιήλ, κατά κόσμο λέγονταν Δημήτριος


Ισιδώρου και κατάγονταν από τη Σμύρνη της Μ. Ασίας, αφού
τελείωσε τη λεγόμενη «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, από
υπερβολικό ζήλο στην αρετή και τον Μοναχισμό, νέος ακόμη σε
ηλικία 19 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια, έφυγε κρυφά από τους
γονείς και συγγενείς του και πήγε στην Πάρο. Στο νησί 'κείνο βρήκε
τον άγιο Αρσένιο, ο όποιος είχε κάνει χρόνια στο Αγιον Όρος, από
το όποιον εξαναγκάσθηκε να φύγει λόγω των πολλών τότε
σκανδάλων και κατά τις θείες βουλές του Υψίστου ήταν ηγούμενος
στην Ιερά Μονή του Αγίου Γεωργίου, ή οποία ήταν μετόχι της εν
Νάξο Ιεράς Μονής «Φανερωμένης». Στην Πάρο κοντά στον άγιο
Αρσένιο δεν έμεινε πολύ, διότι αυτός προέτρεψε τον Δημήτριο να
μεταβεί το συντομότερο στο Αγιον Όρος, εφόσον θέλει να γίνει και
- 105 -
να είναι πραγματικός Καλόγερος.
Έτσι ο Δημήτριος Ισιδώρου, με την ευχή και ευλογία του
αγίου Αρσενίου ήλθε στο Αγιον Όρος κατά το σωτήριον έτος 1864'
Στην αρχή κοινοβίασε στην ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, ή
οποία είχε στους κόλπους της πολλούς σοφούς και ενάρετους
Μοναχούς, από διάφορα μέρη της Ελλάδος και της Μικράς Ασίας,
φλογερούς Μοναχούς με μεγάλη πίστη και αυταπάρνηση.
Ό Δημήτριος, ακολούθησε όλους τους Κανόνες και την
τυπική διάταξη του Ιερού αυτού Κοινοβίου και υστέρα από σκληρή
δοκιμή, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ. Πολύ σύντομα
όμως ξέσπασε ο πόλεμος και τα σκάνδαλα στο Κοινόβιο αυτό,
όταν από το 1850 άρχισαν να κοινοβιάζουν σ' αυτό Ρώσοι
ορθόδοξοι χριστιανοί και να γίνονται Μοναχοί, τόσοι δε πολλοί
εισέρευσαν στο Μοναστήρι αυτό Ρώσοι, ώστε σε λίγο χρονικό
διάστημα πέρασαν σε αριθμό τους Έλληνες Μοναχούς και
ακολούθησαν μετά τα γνωστά γεγονότα, κατά τα οποία με την
επέμβαση του Πατριαρχείου ξεδιώχθηκαν σχεδόν όλοι οι Έλληνες
Μοναχοί και ή Μονή έγινε Ελληνορωσική.
Ένας από τους εκδιωχθέντες, από την Μονή αυτή Έλληνας
Μοναχούς, ήταν και ο Γέρων Δανιήλ, διότι σαν μορφωμένος είχε
γίνει Γραμματέας του Κοινοβίου και ήταν δυναμικό στέλεχος των
Ελλήνων Μοναχών. Έτσι στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονος
έμεινε οκτώ περίπου χρόνια και άπ' αυτήν βρήκε καταφύγιο στην
Ιερά Μονή του Βατοπαιδίου, οι αδελφοί της οποίας με πολλή χαρά
δέχθηκαν να κοινοβιάζουν το Μοναχό Δανιήλ και στην αρχή τον
διόρισαν Γέροντα και διευθυντή στον Ξενώνα της Μονής, πού
λέγεται «Αρχονταρίκι.
Στο διακόνημα αυτό, πού τον τοποθέτησαν οι Βατοπαιδινοί
Γέροντες, λόγω της ενάρετης ζωής και του σοβαρού χαρακτήρα,
επιβλήθηκε τόσο πού το μετέβαλε σε Κοινόβιο, να διαβάζουν όλοι
κοινή Ακολουθία, να παρακολουθούν τη θεία λειτουργία και το
Απόδειπνο να προσεύχονται όλοι μαζί και έκανε το Αρχονταρίκι
σαν ένα. μικρό Κοινόβιο. Στο Μοναστήρι αυτό παρέμεινε περίπου
άλλα οκτώ χρόνια και ήταν πολύ αγαπητός σε όλους και από
όλους.
Ό πόθος όμως, για ησυχία και ο ζήλος για την απόκτηση της
νοεράς - καρδιακής προσευχής δεν τον άφηνε ήσυχο να
παραμείνει στη Μονή αυτή, οπού ο κόσμος ήταν πολύς και ο
θόρυβος μεγάλος. Γι' αυτό απεφάσισε να φύγει και να πάει στην
έρημο του Άθω, όπου θα ησύχαζε και θα ηρεμούσε το πνεύμα του.
οι Βατοπαιδινοί του πρότειναν να τον κάνουν προϊστάμενο της
Μονής, αλλά αυτός δε δέχθηκε και αναχώρησε πράγματι για την
έρημο.
- 106 -
Έτσι έφθασε στην έρημο των Κατουνακίων και εκεί πού -
μέχρι σήμερα βρίσκεται το θαυμάσιο οικοδόμημα των Δανιηλαίων,
έκτισε στην αρχή μικρό Καλυβάκι με ωραιότατη εκκλησία έπ'
ονόματι των «Αγιορειτών Πατέρων», τους οποίους είχε σε πολύ
μεγάλη ευλάβεια και ήθελε να μιμηθεί τη ζωή τους.
Από την πολλή δε πίστη, αφοσίωση και αγάπη πού είχε στο
Θεό, τη μελέτη της Αγίας Γραφής και την εμπειρία πού είχε στην
Καλογερική ζωή, έλαβε τη χάρι και τη δύναμη να ανέβει στα
ψηλότερα σκαλοπάτια της αρετής και της θεογνωσίας.
Στην έρημο αυτή, σκληρά δοκιμάστηκε από ορατούς και
αόρατους δαίμονες, από συκοφαντίες και καταλαλιές αδύνατων και
φθονερών ανθρώπων, από τους οποίους δέχονταν και διάφορες
ύβρεις. Επειδή όμως ήταν φύσει πράος, ταπεινός, άκακος κι αγα-
θός, αγαπούσε και πάντοτε κέρδιζε την αγάπη όλων των αδελφών,
συνασκητών του και ησυχαστών Πατέρων και σιγά σιγά, σα
φιλόπονη μέλισσα με τη συνεχή μελέτη, την εγκράτεια και την
αδιάλειπτη προσευχή, έγινε φωτεινός φάρος διακρίσεως και
αρετής.
Ό σφοδρός ερωτάς της ησυχίας και ή ευλάβεια με το
σεβασμό, προς το θεόσδοτο χάρισμα της ιεροσύνης, δεν του
επέτρεψαν να ιερωθεί, αλλά ή νοερά προσευχή με τη διάκριση της
πνευματικής καταστάσεως, τον έκαμαν να γίνει όχι μόνον στους
Μοναχούς οδηγός και ποδηγέτης της πνευματικής ζωής, αλλά και
πολύτιμος σύμβουλος, σε πολλούς πνευματικούς ξομολόγους,
πού ζητούσαν πάντα τη γνώμη του, για σοβαρά πνευματικά
ζητήματα, τα οποία, σαν τα μανιτάρια φύτρωναν μεταξύ των
Μοναχών και των ιερών Μονών ακόμη, την εποχή εκείνη.
Έτσι το μέλι της ησυχαστικής ζωής δεν το έτρωγε μόνος του,
ο Γέρο - Δανιήλ, αλλά πρόσφερε τις σοφές συμβουλές του σε
όσους περνούσαν από το Ιερό ησυχαστήριο του. Όσοι είχαν την
ευκαιρία και την τιμή να τον γνωρίσουν, δεν μπορούσαν να
ξεχάσουν, όπως οι ίδιοι μου διηγήθηκαν, το μειλίχιο και χαρούμενο
πρόσωπο του, πού ενέπνεε σεβασμό και εμπιστοσύνη.
Με την ενάρετη ζωή του, σα μαγνήτης τράβηξε κοντά του και
κατάρτισε πνευματική κυψέλη με το όνομα «Αδελφότης
Δανιηλαίων», διότι στη συνοδεία του ήταν ο καλλίφωνος ψάλτης
και μελοποιός Παπα - Δανιήλ ο πνευματικός, ο όποιος τον
διεδέχθη στην αρετή και την ηγουμενία της αδελφότητας.
Ό Παπα - Δανιήλ με τον παραδελφό του Μοναχό Γερόντιο,
αποτελούσαν το καλύτερο πνευματικό «ντουέτο», ήταν οι
καλύτεροι ψάλτες του Αγίου Όρους, τόσο πού όταν νέοι ακόμη
στην ηλικία, σαν έψαλαν, νόμιζες πώς ήταν άγγελοι Θεού και όχι
άνθρωποι. Και οι δυο αυτοί, έκτος από μουσικοί ψάλτες, ήσαν και
- 107 -
άριστοι καλλιτέχνες αγιογράφοι.
Ό Γέρο - Δανιήλ, κληροδότησε στη συνοδεία του, το πνεύμα
της προσευχής και της φιλοξενίας ου μην αλλά και της αγάπης
προς όλους τους Πατέρες και χριστιανούς κοσμικούς ακόμη.
Ή φήμη της αρετής, τόσο του Γέρο - Δανιήλ όσο και της
συνοδείας του, κίνησε το ενδιαφέρον και την επιθυμία να τον
γνωρίσουν και να λάβουν τη συμβουλή του πολλοί χριστιανοί,
αλλά και οι Πατέρες του Όρους τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.
Μεταξύ του πλήθους των προσερχόμενων, στο ασκητικό
ησυχαστήριο του, ήταν και ο τότε Μητροπολίτης Πενταπόλεως,
που τον επισκέφθηκε σα Διευθυντής της Ριζαρείου θεολογικής
Σχολής και σήμερα τιμώμενος, από τη Μητέρα Εκκλησία και από
όλο το χριστιανικό κόσμο σα θαυματουργός άγιος Νεκτάριος.
Ό άγιος Νεκτάριος τόσο ενθουσιάστηκε από τη γνωριμία του
με το Γέροντα Δανιήλ, πού δώρισε πολλά βιβλία, μεταξύ των
οποίων, ολόκληρη τη σειρά των συγγραμμάτων του θείου
Χρυσοστόμου, αποσκοπών να ενταχθεί κι ο ίδιος στη συνοδεία
του.
Ό Γέρο - Δανιήλ, έγραψε ωραία βιβλία:
α) με τον τίτλο «οι πλάνες του Αποστόλου Μακράκη», στο
όποιο με κάθε λεπτομέρεια φανερώνει και ελέγχει την έκταση της
κακοδοξίας του «Μακρακισμού» και διαφωτίζει τους πιστούς να
φυλάγονται από τα γεμάτα ματαιοδοξία, κακόδοξα και αιρετικά
φρονήματα και την ελεεινή διδασκαλία του αιρεσιάρχου
Αποστόλου Μακράκη.
β) Με τίτλο «Ό εκρωσισμός της Ιεράς Μονής του Άγιου
Παντελεήμονος» στο όποιο εκθέτει με λεπτομέρεια τον εκρωσισμό
της Ελληνικής ταύτης Μονής,
γ) Σα φωτισμένος και μορφωμένος Μοναχός πού ήταν
έγραψε κι αλλά βιβλία, με σπουδαίο πνευματικό περιεχόμενο, τα
όποια δεν είδαν ακόμη το φως της δημοσιότητας, αλλά
παραμένουν χειρόγραφο:.
Σήμερα ή συνοδεία του αείμνηστου αυτού Γέροντα Δανιήλ,
με Γέροντα τον πνευματικό Παπα - Μόδεστο και εκλεκτή άλλη
εξαμελή ομήγυρη ευλαβών νέων ιερομόναχων και Μοναχών,
συνεχίζει την Ιερά Παράδοση τόσο της Βυζαντινής Μουσικής σαν
καλλίφωνοι Ιεροψάλτες, όσο και την ανάπτυξη και καλλιέργεια της
αγιογραφίας σε Βυζαντινή τεχνοτροπία, αλλά και σε άριστη
καλλιτεχνία της Αναγεννήσεως.

- 108 -
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ
Έλεγε ο Γέρο - Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος,
ο Γέροντας της Καλύβας «Εισόδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος
Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο,
θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
- 109 -
Ό Μοναχός θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων,
πού γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις
ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον
αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», του φάνηκε κάπως περίεργο και
όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα - Γρηγόρη :
«Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς
«Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», πώς γίνεται αυτό το
πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της
θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα - Γρηγόρης σ' αυτά απάντησε: —
Αδελφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος θεός, με τις προσευχές των
ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και
ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου
Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη
μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ' αυτά
τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο
Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από
το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και
έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος
χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει
θυσία των χριστιανών ο Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου
Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί - Σώμα κι από κρασί -Αίμα του
Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα
Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ' αυτά όταν άξιοι
και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν,
αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται
θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ
Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή
φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το
Γέροντα του και είπε: Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι
αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι' αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος
Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς
και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της
γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτοντας αυτός,
παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους,
πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς
προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι
- 110 -
άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας
Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους
τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου
Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν
να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του
Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι
στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι
πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των
ποταμών τής Γης και· της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν
και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου
«Άπ' αρχής, ο διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η' 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι
άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του
Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της
θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους
ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα
«τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου
Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού
είχε, πριν να σαρκωθή ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους
ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο
αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του
Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου
γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού
παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου
Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού
σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό,
παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο όποιος με
την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα
περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ' αυτό δείχνοντας μας
το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ
ηυδόκησα...» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο
μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ' αυτόν και
το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον
Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με
το άγιο Βάπτισμα.

ΓΛΥΚΥΤΕΡΟ ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ


Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών
πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα
σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον
- 111 -
κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να
βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα,
ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα
πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό
από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν
γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και
γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε
να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και
δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις άγίοις
αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ' 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ο Γέροντας
Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε
τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να
παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη
θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό
και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ο Πάτερ
θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι
Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να
πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι
Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ
Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το
μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς
δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης
γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ο αδελφός αυτός ήταν
απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον
ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να
μας φέρεις κι εμάς να πιούμε... θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος
δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε,
όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο
του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να
πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία
τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της
θάλασσας.
Τότε ο αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί
τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο
και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι
από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να
γίνεται το θαύμα αυτό!

- 112 -
Ο ΓΕΡΟ - ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΧΕ ΧΑΡΙΣΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Πολλά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για πνευματικό τους
σύμβολο, είχανε τον πεπειραμένο σε πράξη και θεωρία της
αρετής, το διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα
Κατουνάκια.
Χαρακτηριστικά αναφέρομε ένα από τα πολλά γεγονότα και
τις μεσολαβήσεις πού είχε κάνει ο αείμνηστος εκείνος Γέροντας,
για να καταλάβουμε την πείρα πού διέθετε και τη χάρη πού από
τον Πανάγαθο Θεό είχε να διακρίνει τον πνευματικό πόλεμο του
Σατανά και κυρίως από τα δεξιά, πού είναι και ο πιο επικίνδυνος,
γιατί μας φαίνεται πώς κάνουμε αρετές.
Στην Ιερά Μονή του Κωνσταμονίτου, ή κοινοβιακή ταξί ήταν
κατά πάντα ακριβής και όλοι οι Πατέρες και αδελφοί αυτής
πορευόντουσαν σύμφωνα με το τυπικό και τις παραδόσεις των
αγίων Πατέρων.
Ένας από τους αδελφούς, Δαμασκηνός το όνομα, μέσα σε
λίγα χρόνια υπακοής, νόμισε πώς έγινε δυνατότερος από τους
άλλους αδελφούς και ότι μπορεί να ανέβει σε ύψη αρετής,
υπομονής και καρτερικότητας περισσότερο από τους άλλους
αδελφούς της Μετανοίας του.
Ό ενθουσιασμός στους νέους Μοναχούς κι ο αυθορμητισμός
για την απόκτηση υψηλής ζωής και αρετής και αγιότητας, είναι
σύνηθες φαινόμενο, γι' αυτό, οι αγιορείτες Πατέρες, έχουν
κληροδοτήσει ένα ρητό πού ισχύει για όλους τους Μοναχούς,
λέγουν λοιπόν, πώς «ο αρχάριος, Δόκιμος και νέος Μοναχός, όταν
προσέρχεται να καταταγεί στις τάξεις των Μοναχών, θα πρέπει να
έχει πίστη και ευλάβεια όσο είναι το βουνό του Άθωνα, για να του
μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, όσο είναι ένα ρεβίθι ή μια
φακή».
Ό δε κοινός εχθρός και πολέμιος των ανθρώπων Σατανάς,
και κυρίως πολέμιος των Μοναχών, οι όποιοι, κατά τους Πατέρες,
διεκδικούν να του πάρουν τη θέση, που είχε αυτός πρώτα και να
γίνουν άγιοι Άγγελοι του Θεού, επειδή γνωρίζει ότι το εκπεσόν
Εωσφορικό Τάγμα των Αγγέλων θα συμπληρωθεί και
αναπληρωθεί, από αγνούς αρχιερείς, ιερείς, Μοναχούς και
Μοναχάς και κατά πάντα αγνούς και καθαρούς χριστιανούς, βάνει
σ' ενέργεια εναντίον τους όλα τα σατανικά του σχέδια και
τεχνεύεται μηχανές ο παμμήχανος, περισσότερο με τις
φαινομενικές αρετές, τις δήθεν καλοσύνες, ψεύτικες ελεημοσύνες,
επαίνους και κολακείες και πολύ λιγότερα σχέδια με τις φανερές
κακίες, εγκλήματα κ.λπ. αμαρτήματα, από τα όποια, μπορεί
ευκολότερα π χριστιανός ή ο μοναχός κ.λπ. να ανανήψει, να
μετανοήσει και να διορθωθεί. Ενώ με τις φαινομενικές ψευτοαρετές
- 113 -
και διάφορες πλάνες από τα δεξιά, πολύ δύσκολα ο άνθρωπος
μπορεί να λυτρωθεί και να σωθεί.
Γι' αυτό το Πνεύμα το Αγιον, εις τους Ψαλμούς του Προφ.
Δαυίδ μας λέγει: «Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ
δεξιών σου» (Ψαλμ. 90, 7), δηλαδή από τις φανερές αμαρτίες και
κακίες θα μας πολεμήσουν χίλιοι δαίμονες, από τα αριστερά πού
λέγεται «κλίτος» και από τα δεξιά, πού είναι, οι υποκριτικές και
ψεύτικες αρετές, τις όποιες τις κάνει κρυφά ο άνθρωπος, δήθεν
από προαίρεση δική του, άπ' εκεί, λέγει ο Προφήτης, θα μας
πολεμήσουν δέκα χιλιάδες (10.000) Δαίμονες.
Έτσι και στο μυαλό του υποτακτικού Δαμασκηνού, της Ιεράς
Μονής του Κωνσταμονίτου, έβαλαν οι δαίμονες να γίνει έγκλειστος,
δηλαδή να μη βγαίνει έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και
επειδή άκουγε πώς άλλοι Μοναχοί έκαναν 20, 30, 50 και
περισσότερα ακόμη χρόνια να βγουν έξω από το Μοναστήρι τους,
όπως ο άγιος Λεόντιος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ο όποιος επί
75 χρόνια πού έζησε στο Μοναστήρι αυτό δεν ήξερε που είναι ή
πόρτα της εξόδου έως ότου τον έβγαλαν από το Μοναστήρι όταν
κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο.
Ναι, αυτό είναι αληθές, άλλα αυτός ο ευλογημένος όπως και
άλλοι πολλοί Μοναχοί έκαναν την αρετή αυτή με γνώμη και
ευλογία του Καθηγουμένου και του πνευματικού τους και όχι από
μόνοι τους.
Ό καημένος όμως ο Δαμασκηνός ήθελε από μόνος του,
κατόπιν συμβουλής του Σατανά, να κάνει αυτή την αρετή. και το
αποτέλεσμα ήταν υστέρα από λίγα χρόνια να φουσκώνει από
κρυφή υπερηφάνεια, γιατί αυτή είναι ή τέχνη του Σατανά, να ρίξει
τον Μοναχό σε πλάνη. Έτσι τον κατέλαβε εγωισμός, πίστεψε πώς
κάνει μεγάλη αρετή και σιγά σιγά, άρχισε να περιφρονεί τους
άλλους Πατέρες πού έβγαιναν έξω στο προαύλιο της Μονής,
έβγαιναν έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου, πήγαιναν στις
Καρυές και όπου άλλου τους έστελναν, ο ηγούμενος και οι
Γέροντες και Προεστοί της Μονής.
Ενώ αυτός, από την εκκλησία πήγαινε στην τράπεζα και άπ'
εκεί στο δωμάτιο του ή στο διακόνημα πού έκανε με το θέλημα του
μόνον μέσα στη Μονή, διότι έξω δεν δέχονταν να βγει.
Άρχισε λοιπόν μετά καιρόν να καυχιέται και να φιλονικεί με
τους άλλους Πατέρες, πού βγαίνανε έξω από το Μοναστήρι,
άρχισε να γίνεται νευρικός, να βρίζει τους άλλους και κατήντησε να
είναι σε όλους ενοχλητικός και να μην υπακούει ούτε και στον
ηγούμενο ακόμη.
Αφού το κακό έγινε ανυπόφορο, ο ηγούμενος και οι Γέροντες
της Μονής, κάλεσαν τον πνευματικό τους σύμβουλο, πού ήταν, ο
- 114 -
φωτισμένος Γέροντας Δανιήλ από τα Κατουνάκια.
Ό Γέρο - Δανιήλ έτοιμος πάντα να βοηθήσει κάθε αδύνατο
και παραστρατημένο Μοναχό, άμα έλαβε την πρόσκληση της
Μονής, έτρεξε και αφού έμαθε τα διατρέξαντα, κάλεσε τον αδελφό
Δαμασκηνό και με μειλίχιο τρόπο τον ρώτησε πώς περνάει. —
Έμαθα, του είπε, αδελφέ, πώς έφτασες σε μεγάλα μέτρα αρετής
και μάλιστα έλαβες τη χάρη να είσαι έγκλειστος και ότι δε βγαίνεις
έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επιδίδεσαι πολύ στη
νοερά προσευχή!!
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, με υποκριτική ταπεινοφροσύνη
απαντώντας στο Γέρο -Δανιήλ, είπε:
— Ναι, Γέροντα, με την ευχή σας αξιώθηκα να έχω αυτή τη
χάρη και επί δέκα χρόνια τώρα δεν έχω βγει από την πόρτα του
Μοναστηρίου, και πάντα προσεύχομαι μόνος μου.
Ό Γέρο - Δανιήλ, σαν πολύπειρος από τις πλάνες του
Σατανά και τα πονηρά σχέδια του, στην κρυφοεγωιστική αύτη
απάντηση του Μονάχου Δαμάσκηνου, τον ρώτησε και πάλι: —
Δε μου λες, αδελφέ Δαμασκηνέ, αυτό πού κάνεις, είναι με την
ευχή, και ευλογία του ηγούμενου και των Γερόντων της Μονής; Ό
Δαμασκηνός στην ερώτηση αυτή, σκυθρώπιασε, κατέβασε το
κεφάλι και πειραγμένος κάπως απήντησε στο Γέροντα Δανιήλ:
«Αυτοί όλοι Γέροντα, κι ο ηγούμενος και οι Προϊστάμενοι δε θέλουν
την προκοπή και πρόοδο μου και με πολεμούν διαρκώς, για όλα τα
πνευματικά μου κατορθώματα και με εμποδίζουν από κάθε καλό
έργο πού θέλω να κάνω».
Ό Γέρο - Δανιήλ, βρήκε τότε την ευκαιρία και είπε στον
πλανηθέντα αυτόν αδελφό τα έξης:
—Αδελφέ Δαμασκηνέ, από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε ότι,
όταν ο λαός των Εβραίων αμάρτησε στο Θεό, τότε στάθηκε
μεσίτης ο Μωυσής και συγχώρεσε, ο Θεός, το λαό Του Ισραήλ.
Όταν όμως ο λαός αμάρτησε στο Μωϋσή και τον στενοχώρησε με
τις παρανομίες του, τότε επειδή δεν είχανε ποιος να μεσιτεύσει γι'
αυτούς, τιμωρήθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν από τους γειτονικούς
ασεβείς και αλλοεθνικούς λαούς.
»Ό Κύριος μας στο ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει ότι: «Ό ακούων
υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί" ο δε εμέ αθετών
αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. Ι' 16).
»Για τον λόγο αυτόν, μετά την εις ουρανούς θεία Ανάληψί
Του, άφησε τους μαθητές και αγίους Αποστόλους του, για να τον
εκπροσωπούν, να τον αντιπροσωπεύουν επί της γης, να μας
δίνουν τις εντολές του Θεού και τα ιερά παραγγέλματα.
»οι άγιοι Απόστολοι, άφησαν τους Επισκόπους, οι
Επίσκοποι διαδόχους των, άφησαν τους ιερείς και καθηγούμενους
- 115 -
του λάου, προς τους οποίους οφείλαμε, μετά δοκιμή βέβαια, να
κάνουμε αδιάκριτη υπακοή, όπως ακριβώς θα κάναμε στον
αρχηγό της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, Κύριο και θεό και
Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν. Όποιος λοιπόν, σύμφωνα με τα
λόγια του Χριστού, δεν κάνει υπακοή στους κατά Θεόν αρχηγούς
του, πού, στην προκειμένη περίπτωση τη δική μας, είναι ο
ηγούμενος και οι Γέροντες του Μοναστηρίου, αυτός, είναι σαν να
μη κάνει υπακοή σ' Αυτόν τον Κύριο μας Ιησούν Χριστόν, και
επομένως ότι και να κάνει οποιαδήποτε φαινομενική αρετή
κατορθώσει, ο Μοναχός αυτός, και γενικά κάθε άνθρωπος, χωρίς
γνώση και γνώμη του αρχηγού, του Γέροντα του, σε αυτόν ή
παντός είδους αρετή και πνευματική προκοπή, μπροστά στα μάτια
του Θεού, γίνεται και είναι διαβολική κακία, όπως λέγει και ή Αγία
Γραφή «Και ή προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν» (Ψαλμ. ΡΗ',
7), γιατί προέρχεται από το θέλημα του, και όχι μόνον δεν τη
δέχεται ο Θεός, άλλα παραχωρεί να πέσει, ο άνθρωπος αυτός, είτε
Μοναχός είναι ή ότι αξίωμα και ιδιότητα κι αν έχει, σε αδόκιμο νου,
σε πλάνη του διαβόλου και τότε ο άνθρωπος αυτός, βλέπει το
μαύρο άσπρο, το πικρό γλυκύ και τ' αντίθετο. Τα βλέπει όλα από
την ανάποδη μεριά κι όχι από την πραγματική τους όψη.
Άλλα μπορεί ο τοιούτος υποτακτικός αν εξακολουθήσει να
κάνει το θέλημα του, να θρηνήσει και χειρότερη πνευματική
κατάπτωση και καταστροφή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου
των Εθνών πρωτοκορυφαίου Παύλου, που λέγουν: «Δι' α έρχεται
ή οργή του θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολασ. Γ' 6).
»Για αυτό, αδελφέ Δαμασκηνέ, είπεν ο φωτισμένος Γέρο -
Δανιήλ, θα πρέπει για να είναι ευπρόσδεκτη ή αρετή σου αυτή,
μπροστά στα μάτια του Θεού, να πάς αμέσως να την
εξομολογηθείς στο Πνευματικό, να σταματήσεις αυτή την αρετή
πού κάνεις με το θέλημα σου και να υπακούσεις σε όλα και χωρίς
διάκριση στη θέληση του ηγούμενου και των Γερόντων της
Μετάνοιας σου.
Έτσι ή προκοπή σου αυτή, θα είναι αληθινή και πραγματική
αρετή και ευπρόσδεκτη στο Θεό, και να είσαι βέβαιος πώς θα
γλιτώσεις από το φούσκωμα πού σου φέρνει ο διάβολος και τη
φαντασία, πώς δήθεν κάνεις αρετή.
Τότε ο καλοπροαίρετος αυτός υποτακτικός, πάτερ
Δαμασκηνός, έτρεξε στον ηγούμενο από τον όποιο ζήτησε
συγχώρεση και είπε ότι του λοιπού θα συμμορφώνεται με το
θέλημα των Πατέρων και θα κάνει υπακοή. Αυτή είναι ή πρόοδος
και πραγματική προκοπή.

ΜΕ ΜΑΝΙΑ ΠΟΛΕΜΑΕΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΟΝ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟ


- 116 -
. Ό ηγούμενος, κατά συμβουλή του Γέροντα Δανιήλ, για να
δοκιμάσει τον αδελφό Δαμασκηνό αν όντως μετανόησε αληθινά και
θέλει να διορθωθεί και να κάνει υπακοή, του είπε: «Αδελφέ
Δαμασκηνέ, αν θέλεις να κόψεις το θέλημα σου και κατά Θεόν να
προκόψεις από σήμερα σου δίνω εντολή, σύμφωνα με την οποία,
δε θα βγαίνεις έξω στο προαύλιο του Μοναστηρίου και δε θα
διαβείς την εξώπορτα του Μοναστηρίου για κανένα λόγο.
Ό αδελφός Δαμασκηνός, με χαρά δέχθηκε την εντολή αύτη,
εφόσον μάλιστα, ήταν σύμφωνη και με το θέλημα του, πού έκανε
και πρώτα. Άπ' εκείνη την ήμερα δεν έβγαινε έξω από το
Μοναστήρι για αρκετό χρονικό διάστημα.
Άλλα τι συνέβη όμως, ενώ με το θέλημα του, ο Πάτερ
Δαμασκηνός, έκανε 10 χρόνια να βγει έξω από το Μοναστήρι, και
τώρα πού έλαβε εντολή να μη βγαίνει έξω, δεν πέρασε ούτε ένας
μήνας από την ήμερα πού έλαβε την εντολή αυτή, κι ο εχθρός της
υπακοής διάβολος κίνησε τέτοιο πόλεμο, εναντίον του αδελφού
αυτού, που δεν μπορούσε πουθενά να σταθεί ήσυχος, ούτε στην
εκκλησία, ούτε στην προσευχή, ούτε στο φαγητό, ούτε στον ύπνο
ακόμη, του βαλε σφοδρή επιθυμία να βγει οπωσδήποτε έξω από
το Μοναστήρι.
Πήγε στον ηγούμενο, έπεσε στα πόδια του, τον παρεκάλεσε
θερμά να του λύσει το επιτίμιο και την εντολή αυτή, για να μπορεί
να βγαίνει κι αυτός έξω στο προαύλιο και στον περίβολο της
Μονής.
Ό ηγούμενος, αρχιμανδρίτης Στέφανος, κάλεσε πάλι τον
Γέροντα Δανιήλ, να πάει στο Μοναστήρι του το συντομότερο γιατί
το κακό έγινε ανυπόφορο.
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, μόλις είδε το Γέροντα Δανιήλ στο
Μοναστήρι, έπεσε στα πόδια του και με κλάματα τον παρεκάλεσε
να μεσιτεύσει στον ηγούμενο να λύσει το επιτίμιο, διότι του είπε,
«θα πέσω από το παράθυρο έξω και θα σκοτωθώ, δεν μπορώ να
υποφέρω τον πόλεμο αυτόν, νομίζω πώς μ' έχουν φυλακισμένο,
θα σκάσω, δεν αντέχω άλλο».
Ό Γέρο - Δανιήλ, παρεκάλεσε τον ηγούμενο, ο όποιος έλυσε
το επιτίμιο και έδωκε την άδεια στον Μοναχό Δαμασκηνό, να κάνει
και να πορεύεται κι αυτός όπως και οι άλλοι Πατέρες.
Τότε, ο Γέρο - Δανιήλ, με την γαλήνη της ψυχής του
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του, είπε στον αδελφό Δαμασκηνό:
«Τώρα βλέπεις αδελφέ, ποια είναι ή πραγματική και ποια ή
ψεύτικη αρετή, μπροστά στα μάτια του Θεού; Γι' αυτό μην έχεις
ποτέ εμπιστοσύνη στον εαυτό σου. Να κόβεις το θέλημα σου και
να λες και συ με 'κείνους τους ευλογημένους Πατέρες, τον Άββα
Δωρόθεο και τους άλλους, πού όταν τους έλεγε ο λογισμός να
- 117 -
κάνουν κανένα κρυφό πράγμα, καμιά κρυφή αρετή και προκοπή,
τότε λέγανε στον εαυτό τους: «Ανάθεμα σε λογισμέ εσύ κι ή γνώσις
σου». Να κόβεις πάντα το θέλημα σου και να κάνεις υπακοή, για
να αποκτήσεις τη χάρη του Θεού, ή οποία θα σου χαρίσει ειρήνη
λογισμών, γαλήνη ψυχής, καθαρό νου, αδιάλειπτη προσευχή και
άκρα ταπείνωση και τότε κάθε κίνηση, κάθε διάδημα σου, θα είναι
έργο υπακοής, πού θα σε παραστήσει ενώπιον του θρόνου της
μεγαλοσύνης του Θεού, για να λάβεις το πολύτιμο στεφάνι της
υπακοής και να ζεις αιώνια με τον αιώνιο και πλουσιοπάροχο
μισθαποδότη θεό, τον Δεσπότη Χριστό και πρωτεργάτη της
υπακοής Ιησούν Χριστόν τον Κύριον και Θεόν ημών».
Με τα λόγια αυτά του θεοφώτιστου Γέρο - Δανιήλ και την
εργασία της υπακοής, ο αδελφός Δαμασκηνός, απέκτησε την
μακάρια ησυχία των λογισμών και επιδόθηκε στην κατά Θεόν
προκοπή, προς δόξαν Θεού, Πατρός, Υιού και Πνεύματος Αγίου.
Αμήν.

ΕΦΡΑΙΜ Ο ΤΑΛΑΓΠΩΡΟΣ - ΕΦΡΑΙΜ Ο ΣΥΡΟΣ


Και τώρα στη πνευματική μας πορεία, στο επάνω μέρος των
Κατουνακίων γνωρίσαμε ενάρετους ησυχαστές και ερημίτες, όπως
τον ταπεινό Μοναχό Έφραίμ τον ταλαίπωρο. Αυτός ο ευλογημένος
κατάγοντονταν από τα χωριά της Θεσσαλίας και ήρθε μεγάλος
στην Καλογερική, αλλά είχε καλλιεργημένη χριστιανική συνείδηση
και πολύ καλή προαίρεση, διότι έτρεχε στα Μοναστήρια, κι ότι
ελεημοσύνες και βοηθήματα του δίνανε, παξιμάδι, ρύζι, ζάχαρη και
κηπουρικά είδη, πήγαινε και τροφοδοτούσε όλους τους άλλους
ερημίτες, πού ήταν άρρωστοι ή γεροντάκια και ανάπηροι,
βοηθούσε πάντας αδιάκριτα, με πραγματική χριστιανική αδελφική
αγάπη.
Ό Μοναχός αυτός συνήθιζε να ελεεινολογεί τον εαυτό του κι
όταν τον ρωτούσαν, τι κάνεις πάτερ Έφραίμ, πώς πάει ή
πνευματική προκοπή, σημειώνουμε πρόοδο ή μένουμε στάσιμοι
στις εξετάσεις της Καλογερικής; Αυτός στερεότυπα απαντούσε, τι
να κάνω ο ταλαίπωρος εγώ, μόνο αμαρτίες Πατέρες κάνω. Και
επειδή έδινε πάντα την ίδια απάντηση, ο Γέροντας μου, ο όποιος
τον αγαπούσε, όπως και κάθε αδελφό αγωνιζόμενο, για να σωθεί,
μια μέρα για να τον δοκιμάσει, αν από πραγματική ταπείνωση το
λέγει αυτό ή από απλή συνήθεια, όταν σε μια εορταστική
εκδήλωση, μετά από τη θεία λειτουργία, ήταν όλοι οι Πατέρες, 30
περίπου Μοναχοί και παπάδες στο Αρχονταρίκι, για το τυπικό
κέρασμα, στην είσοδο της αίθουσας αυτής, καθόταν ο Πάτερ
Έφραίμ διστακτικός. Τότε ο Γέροντας μου του φώναξε εις επήκοον
- 118 -
πάντων και είπε: «Έλα ταλαίπωρε και συ μέσα, τι κάθεσαι έξω από
την πόρτα; Αυτός ο ευλογημένος μπήκε μέσα, αλλά είχε γίνει
κατακόκκινος από ντροπή.
Την άλλη μέρα, ο Πάτερ Έφραίμ, ήρθε στο Κελί μας στην
Κερασιά, όπου τακτικά μας επισκέπτονταν, διότι μας ήταν
αγαπητός αδελφός, κι αυτός μας αγαπούσε και πολλές φορές
συμβουλεύονταν το Γέροντα σε δύσκολα πνευματικά ζητήματα.
Τότε ο Γέροντας μου ρώτησε τον πατέρα Έφραίμ: — Αδελφέ, πώς
σου φάνηκε χθες, πού σε φώναξα μπροστά σε όλους
«ταλαίπωρε»; Εκείνος τότε απάντησε: «τι να σου ειπώ, σεβαστέ
μου Γέροντα Ιωακείμ, αισθάνθηκα τόση ντροπή και προσβολή σαν
με φώναξες έτσι και δάγκασα τη γλωσσά μου για να μη
παραφερθώ και εκφραστώ άσχημα. Αν Γέροντα δε σε αγαπούσα
και σεβόμουν, ασφαλώς θα σ' έβριζα. Και ο Γέροντας Ιωακείμ
πρόσθεσε:
— Βλέπεις αδελφέ, πόσο εύκολα είναι κανείς να βρίζει και να
εξευτελίζει τον εαυτό του μόνος του, άλλα πόσο δύσκολο και
απαράδεκτο είναι να σε βρίζει και εξευτελίζει άλλος, γι' αυτό
αγαπητέ μου, πάτερ Έφραίμ, πρέπει να είμαστε έτοιμοι και να
χαιρόμαστε όταν μας ταπεινώνουν οι άλλοι και μας βρίζουν, γιατί
τότε έχομε μισθό όταν υπομείνουμε των άλλων τα εξευτελιστικά
λόγια, αρκεί να μην ανταποκρίνονται αυτά στην πραγματικότητα
και να μην είναι αλήθεια, τότε, αν τα υπομείνομε, για την αγάπη
του Χριστού, θα έχομε μισθό αιώνιον, από τον μισθαποδότη
Δεσπότη Χριστό, όπως μας λέγει ο ίδιος στους Μακαρισμούς
«Μακάριοι έστε όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν
πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. Ε' 11).
Ό Πάτερ Έφραίμ, έφυγε από το Κελί, πολύ ευχαριστημένος
για το μάθημα πού οδηγεί τον Μοναχό στη ταπείνωση, πού είναι ή
βάση όλων των αρετών και από τότε έμεινε να αποκαλούν τον
αδελφό αυτόν «Ταλαίπωρο», ο όποιος του λοιπού ευχαριστιόταν
να το ακούει από όλους τους Μοναχούς.
Έτσι διακρίναμε τον πατέρα Έφραίμ «ταλαίπωρο», από τον
άλλο επίσης αγαπητό μας, εν Χριστώ αδελφόν, Μοναχό Έφραίμ,
του Γέροντα Ιωσήφ Φραγκίσκου από τον Άγιο Βασίλη, τον όποιο
επειδή ήταν από την πολλή εγκράτεια αποξηραμένος και Ισχνός
στη σάρκα, αλλά δυνατός και πνευματώδης στη ψυχή, τον
αποκαλούσαμε Έφραίμ τον «Σύρο». Ήταν και οι δυο εξ ίσου καλοί
και ενάρετοι και ερχόντουσαν τακτικά στο Κελί μας και τους
προμηθεύαμε διάφορα κηπευτικά και φρούτα.
Καλοί Μοναχοί και ενάρετοι, στα ησυχαστήρια του Αγίου
Βασιλείου, ήταν και ο Γέρο -Χερουβείμ, ο Γέρο - Ιωσήφ, ο Γέρο -
παπα - Βαρθολομαίος με την ευλαβέστατη συνοδεία τους, όλοι
- 119 -
αυτοί αγωνίζονταν για την ψυχική σωτηρία και με τη χάρη του
Θεού έγιναν ζωντανά παραδείγματα αρετής και πνευματικής
προκοπής, με σημαντικές προόδους στη νοερά προσευχή, και
αφήκαν οι περισσότεροι διαδόχους πού ακόμη επιδίδονται στην
καλλιέργεια της νοερας καρδιακής προσευχής με το να λέγουν
ακατάπαυστα την ιερά προσευχή, να ασκούνται στην θεοδώρητη
ταπείνωση, υπακοή και κάθε είδους αρετή.

ο γέρων Καλλίνικος στα κατουνάκια

Στο Άγιον Όρος, από το δέκατο τρίτο και δέκατο τέταρτο


αιώνα, καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ή νηπτική προσευχή, σ'
όλη την περιοχή, Ιδιαίτερα δε ξεκίνησε από τη Σκήτη της
Γλωσσίας, εκεί πού σήμερα είναι ή περιφέρεια της Προβάτας, στη
Βίγλα, στα Καυσοκαλύβια, στα Κατουνάκια, στη Μικρή και μεγάλη
Αγιάννα, στη Σκήτη του Αγίου Βασιλείου και σε διαφορά άλλα
μέρη.
Στη Σκήτη της Γλωσσίας και στη Βίγλα, τη νηπτική ή νοερά
προσευχή, δίδαξαν ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, οι αδελφοί
Ξανθόπουλοι Ιγνάτιος και Κάλλιστος και πολλοί άλλοι πατέρες
αγιορείτες, οι εκείνων μαθητές και διάδοχοι.
Στη Βίγλα ο Γέρων Κορνήλιος, ο όποιος έγραψε και μέθοδο
νηπτικής θεωρίας και πρακτικής εξασκήσεως, για τη νοερά και
καρδιακή προσευχή.
Στα Κατουνάκια, πολλοί ήσαν πού είχαν το χάρισμα αυτής
της προσευχής, αλλά μέχρι των ήμερων μας, έφτασε ή φήμη της
μεγάλης αρετής και πνευματικής διακρίσεως δύο από τους πλέον
σπουδαίους εργάτες του είδους αυτού:
Α' Τον προαναφερθέντα θεωρητικό και σοφό Γέροντα των
Δανιηλαίων Δανιήλ, και
Β' Τον ησυχαστικώτατο Γέροντα Καλλίνικο, ο όποιος επί 55
και πλέον χρόνια αγωνίστηκε, στην ερημική Καλύβη του «Αγίου
Γερασίμου του Νέου», στα λεγόμενα κάτω Κατουνάκια.
Ό Γέρων Καλλίνικος, καθώς μας διηγήθηκαν οι Γεροντάδες
μας και οι εκείνου διάδοχοι: Ό ευλαβέστατος Γέρων Χριστόδουλος
και ο υποτακτικός του πάτερ Καλλίνικος ο νέος, πού βρίσκονται
ακόμη αγωνιζόμενοι στην ησυχαστική Καλύβα του «Αγίου
Γερασίμου» και οι όποιοι έζησαν από πολύ κοντά τον άγιο αυτόν
ησυχαστή και νηπτικό πατέρα. Αυτός, μας είπαν, ήταν μια μεγάλη
ασκητική μορφή, πού αφοσιώθηκε κυριολεκτικά στη νηπτική
προσευχή και έγινε για πολλά χρόνια έγκλειστος.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1853, από γονείς ευσεβείς και
- 120 -
ενάρετους. Από νέος είχε τάσι και διάθεση για μοναστική ζωή και
ησυχασμό. Έτσι αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα και για την
εποχή εκείνη μορφώθηκε αρκετά, γεννήθηκε μέσα του ή επιθυμία
να φύγει και να απομακρυνθεί από τον κόσμο και ξεδηλώθηκε
έντονα, ο πόθος του να γίνει Μοναχός.
Χρόνια παιδεύονταν με την ιδέα αυτή, όπου μια μέρα, ο
Κώστας Θειάσπρης, αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα,
πληροφορήθηκε και έμαθε, με ποιο τρόπο μπορεί να μεταβεί στο
Αγιον Όρος.
Τελικά, σε ηλικία περίπου 22 ετών, με καΐκι πού μετέφερε
ξυλεία, έφυγε από τον Πειραιά κι έφτασε στο Αγιον Όρος. Μόλις
βγήκε στη Δάφνη, πληροφορήθηκε ότι στα μέρη της Αγιάννας και
την έρημο των Κατουνακίων υπάρχουν μεγάλοι ασκητές και
ερημίτες. Έφυγε αμέσως και πήγε στη Σκήτη της Αγίας Άννης. Εκεί
έμαθε πώς στα Κατουνάκια υπάρχουν πολλοί ενάρετοι,
ησυχαστές. Πήγε στα Κατουνάκια, ζήτησε και βρήκε τον Γέροντα
Παπα-Δανιήλ, ο όποιος πράγματι ήταν ένα ευλαβέστατο γεροντάκι,
πού είχε κτίσει την Καλύβα και το εκκλησάκι του «Αγίου Γερασίμου
του Νέου», στα Κάτω Κατουνάκια.
Ό Γέροντας του ησυχαστηρίου αυτού Παπα - Δανιήλ, στην
αρχή δεν ήθελε να τον κρατήσει και πρόβαλλε αντιρρήσεις στον
ενθουσιώδη αυτόν νέο, προς τον όποιον είπε: «— Παιδί μου, εδώ
ή ζωή είναι πολύ σκληρή και απαράκλητη. Εδώ τρώμε μια φορά
την ήμερα και κείνο ξεροφαγία. Κάθε Σάββατο - Κυριάκο και τις
μεγάλες εορτές βάζομε λίγο λαδάκι. Νερό δεν υπάρχει τρεχούμενο,
με μεγάλη οικονομία περνάμε με βρόχινο νερό πού το μαζεύουμε
στις στέρνες. Φρούτα και κηπουρικά είδη δεν υπάρχουν. Εσύ είσαι
νέος και καλομαθημένος από την Αθήνα, πού βρίσκονται όλα τα
αγαθά, γι' αυτό εμείς δεν μπορούμε εδώ να σε βαστήξομε. Αν
θέλεις να γίνεις Μοναχός, πήγαινε σε κανένα από τα Κοινόβια
Μοναστήρια, πού έχουν άφθονα νερά τρεχούμενα, έχουν ωραίους
κήπους μ' όλα τα αγαθά, εδώ είσαι πολύ νέος και δε θα αντέξεις.
Ό Κώστας, σ' όλες αυτές τις αντιρρήσεις του Γέροντος Παπα
-Δανιήλ, με παρακλητικό τρόπο απάντησε και είπε: «Σεβαστέ
Γέροντα, εδώ δεν ήρθα να βρω αγαθά και αναπαύσεις, μελέτησα
καλά τη ζωή πού κάνετε και με τη βοήθεια του Θεού και τις ευχές
σας, απεφάσισα να μείνω εδώ κοντά σας και παρακαλώ να με
δεχθείτε και να με δοκιμάσετε κι αν δεν κάνω υπομονή σ' ό,τι μου
αναθέσετε, τότε με διώχνετε».
Ό Γέροντας Παπα - Δανιήλ, στην επιμονή και τις
παρακλήσεις,, του Κώστα, κάμφθηκε και υπό δοκιμήν τον κράτησε
κοντά στην άλλη συνοδεία πού είχε. Ύστερα από σκληρή
δοκιμασία τον έκειρε Μοναχό και τον ονόμασε Καλλίνικο.
- 121 -
Ό Μοναχός Καλλίνικος, έδειξε τόση προθυμία στην υπακοή,
στην τέλεια αυταπάρνηση και γενικά σ' όλα τα διακονήματα πού
τον ανέθεταν, πού προβλημάτισε τον Γέροντα του κι όλη τη
συνοδεία, διότι ήταν περισσότερο εγκρατής από όλους τους
άλλους και σε λίγο χρονικό διάστημα πολλά και μεγάλα χαρίσματα
έλαβε. Ήταν ταπεινός, λιγόλογος και από πολύ νέος δόθηκε, μ' όλη
τη δύναμη της ψυχής του στην καρδιακή νοερά προσευχή.
Το 1884 κοιμήθηκε, ο Γέροντας του Παπα - Δανιήλ και τότε
επιδόθηκε περισσότερο στην πνευματική θεωρία και τη νοερά
προσευχή. Έμεινε όμως πιστός στις αρχές που παραδόθηκε από
τον Γέροντα του.
Πέντε χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, πήγαν και
κάθισαν κοντά του δυο υποτακτικοί ο Νεόφυτος και ο Δανιήλ, ο
νεώτερος, ο όποιος έγινε Ιερομόναχος και τότε πλέον ο Γέρο -
Καλλίνικος έλαβε τη μεγάλη απόφαση να γίνει έγκλειστος. Τούτο
τον βοήθησε να απαλλαγεί από τις πολλές φροντίδες και
ενοχλήσεις πού είχε από τους διάφορους Μοναχούς και ευλαβείς
προσκυνητές, και επιδόθηκε πιο πολύ στην εργασία της νοεράς
προσευχής. Μετά προσετέθη στη συνοδεία του και ο νυν
ευλαβέστατος Γέροντας Χριστόδουλος Μοναχός.
Ό Γέρων Καλλίνικος, τόσο πολύ προχώρησε στην αρετή,
έγινε περίφημος, και από την υπερβολική ταπείνωση πού τον
διέκρινε, απόκτησε το χάρισμα της διακρίσεως των λογισμών και μ'
αυτό ειρήνευε τους πάντας, όσοι τον επισκέφτηκαν και τον
γνώρισαν, έφευγαν ενθουσιασμένοι και πληροφορημένοι από τις
σοφές συμβουλές του. Επί πλέον φημίζονταν πώς είχε λάβει από
το Θεό το χάρισμα να βγάζει και τα δαιμόνια ακόμη.
Κατά διήγηση, του αείμνηστου Γέροντα Καλλίνικου από τα
Κατουνάκια, στους Γεροντάδες μας, το σωτήριο έτος 1912 - 13 μια
νύχτα παρουσιάστηκε στο Γέροντα Καλλίνικο, ο Ρώσος
Ιερομόναχος Σεραπίων, από το Μοναστήρι του Αγίου
Παντελεήμονα, ο οποίος χρόνια συνέχιζε να συμβουλεύεται το
Γέροντα Καλλίνικο και να παρακολουθεί μαθήματα της νοεράς
προσευχής, άλλα τη βραδιά εκείνη, παρακάλεσε το Γέροντα, να
του δώσει την άδεια και ευλογία, να φύγει από το Μοναστήρι και να
επιδοθεί κατά μονάς, μ' όλη τη δύναμη της ψυχής του, στη νοερά
προσευχή.
Ό Γέροντας Καλλίνικος, στην αρχή είπε στο Ρώσο
Ιερομόναχο, πώς αυτό πού θέλει να κάνει είναι επικίνδυνο, δηλαδή
να απομονωθεί από κάθε ανθρώπινη επικοινωνία και
συμπαράσταση, και πώς τα άκρα, είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι ο
εχθρός και πολέμιος του ανθρώπινου γένους Σατανάς, θα τον
πολεμήσει πολύ σκληρά, γι' αυτό, καλά θα έκανε να μην
- 122 -
απομακρυνθεί πολύ από τους ανθρώπους και «εν Χριστώ»
αδελφούς και να παραμείνει στη μετάνοια του, στο Μοναστήρι.
Στην επιμονή και θερμή παράκληση του Ρώσου
ιερομόναχου, υπεχώρησε ο Γέρο -Καλλίνικος και συγκατατέθηκε,
να πάει μεν στην έρημο, αλλά να τον επισκέπτεται συχνά, για να
τον παρακολουθεί μη τυχόν παραπλανηθεί ή μπλεχτεί σε καμιά
πλεκτάνη του δόλιου Δαίμονα, πού με πολλή μανία πολεμεί τους
εργάτες της νοερας προσευχής. Ο παπα - Σεραπίων, από την
φλόγα της προς Θεόν αγάπης και την επιθυμία της καρδίας του
από την επίμονη κλίση του Αγίου Πνεύματος, πού ακατάπαυστα
του έλεγε: «Υιέ δος μου σην καρδίαν», αλλά και από την πρώτη
εντολή του δεκάλογου, πού λέγει: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν
σου εξ όλης της καρδίας σου, και εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης
της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου» (Λουκ. Γ 27),
εφοδιασμένος με την ευχή και ευλογία του καθοδηγητού του,
Γέροντα Καλλίνικου, τέλεσε τη θεία Λειτουργία στο εκκλησάκι του
αγίου Γεράσιμου, κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και αναχώρησε
προς την έρημο του Άθωνα. Ό Γέρων Καλλίνικος, δεν έπαυσε
μέρα - νύχτα να προσεύχεται στον αρχηγό και τελειωτή κάθε κάλου
και της αρετής, Κύριο ημών Ίησούν Χριστόν, για τη θεία βοήθεια
και σκέπη του αδελφού και μαθητού του Παπα -Σεραπίωνα, πού
βγήκε να παλέψει με το Σατανά, στήθος με στήθος στη μοναξιά και
στην έρημο.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΔΩΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Είχαν περάσει, από τη βραδιά εκείνη, δώδεκα ολόκληρα
χρόνια, κι ο Πάτερ Σεραπίων δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Μια
βραδιά, όπως είπε ο Γέρο - Καλλίνικος, μετά το μεσονύκτιο,
άκουσε να κτυπούν την πόρτα του ησυχαστηρίου του. Στην
ερώτηση ποιος είναι; "Άκουσε γνωστή φωνή, αλλά πολύ αδύνατη,
να του λέγει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού
Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς», ο Γέρων είπε το «Αμήν» άλλ'
επανέλαβε την ερώτηση, ποιος είσαι και τι θέλεις τέτοια ώρα; Τότε
άκουσε τη φωνή να του λέγει: «Γέροντα, είμαι ο δούλος του Θεού
και μαθητής σας Παπα - Σεραπίων».
Ό Γέρο - Καλλίνικος φοβούμενος την πλάνη του Σατανά, του
είπε να αποστηθίσει το Σύμβολο της Πίστεως «Το Πιστεύω» και
κείνος με δάκρυα είπε το «Πιστεύω», το «Πάτερ ημών» και το «Εις
Άγιος, Εις Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού Πατρός και
Πνεύματος Αγίου Αμήν».
Τότε ο Γέρο - Καλλίνικος άνοιξε την πόρτα, αγκάλιασε τον
αδελφό Παπα -Σεραπίωνα, ο όποιος, από την άκρα ασιτία και
εξαντλητική άσκηση, ήταν σκελετωμένος, ισχνόφωνος και με φωνή
παλλόμενη από τη συγκίνηση, ρώτησε:
- 123 -
— Που ήσουν αδελφέ τόσα χρόνια, και γιατί δε φάνηκες να
σε ιδώ; Πίστεψε με σε
είχα για χαμένο. Που έμενες μέχρι τώρα; Τι έτρωγες τόσον
καιρό;
Ό Πάτερ Σεραπίων, στο Γέρο - Καλλίνικο είπε: «— Πάτερ
άγιε από τότε πού μου έδωσες την ευχή σου, πήγα πάνω στην
κορυφή του Άθωνα και κει έμεινα τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Άλλα μη μπορώντας να βαστήξω το πολύ κρύο της νύχτας,
κατέβηκα στην «Παναγία» εκεί έμεινα λίγο και πιο κάτω βρήκα μια
σπηλιά στην οποία μέχρι σήμερα εμένα
Ό Γέρο - Καλλίνικος και πάλι ρώτησε τον Παπα - Σεραπίωνα:
«— Καλά αδελφέ, εγώ ξέρω πώς σ' αυτά τα μέρη βόσκουν πάνω
από 500 τραγιά της Λαύρας και γυρίζουν πάντα δύο και
περισσότεροι βοσκοί, αυτοί, πώς δε σε είδαν; Δε σε ενοχλούσαν;
Δεν περνούσαν άπ' εκεί;»
ΠΡΟΕΙΔΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Ό Ρώσος ασκητής σ' αυτά απάντησε:
«— Γέροντα, όταν πήγα, δοκίμασα να μείνω στην «Παναγία»
άλλ' επειδή περνούσαν άπ' εκεί πολλοί προσκυνητές και μ'
ενοχλούσαν, ανακάλυψα μια σπηλιά πιο κάτω, μπροστά από την
οποία κάθε μέρα περνούσαν τα τραγιά και οι βοσκοί της Λαύρας,
αλλά στο στόμιο της σπηλιάς που εμένα, κρέμασα το ράσο μου κι
έτσι με τη σκέπη του Θεού, σ' όλο αυτό το διάστημα δεν με είδε
κανείς ποτέ.
Έβγαινα από τη σπηλιά, μάζευα κάστανα, διάφορα χόρτα,
βλασταράκια, βαλάνια και καμιά φορά έβγανα ρίζες και βολβούς.
Αυτά όλα αποτελούσαν την τροφή μου. Νερό έπινα από το σπιτάκι
πού είναι το πηγάδι στην «Παναγία». Εκείνο πού με ευχαριστούσε
και με γέμιζε χαρά μέρα - νύχτα ήταν ή αδιάκοπη προσευχή, αυτό
μου έδινε πολλή και ανείπωτη ευφροσύνη, κάθε επιθυμία ξένη
προς την προσευχή δεν μπορούσε να σταθεί, γιατί δεν άφηνα ούτε
στιγμή το μυαλό μου να σκεφθεί τίποτε άλλο εκτός από την
προσευχή, πού με ανέβαζε σε θειες θεωρίες και βλέποντας τα
μυστήρια του Θεού δεν ήθελα τίποτε άλλο. Όταν μπαίνει, Γέροντα,
εκείνο το Θείο φως μέσα στην καρδιά, τη θερμαίνει και τη φωτίζει
και τόση γλύκα και χαρά αισθάνεσαι, πού δεν έρχεται ούτε χωράει
άλλη επιθυμία, αλλά τι λέγω, ξεχάστηκα, συγχώρεσε με, Γέροντα
μου, πού σου λέω τέτοια πράγματα, συ είσαι ο Δάσκαλος μου, κι
αυτά τα πράγματα τα γνώρισες πολύ πριν από μένα. Ό Γερο -
Καλλίνικος, σαν άκουσε αυτά, θαύμασε και συγκινημένος είπε στον
Ρώσο: «— Πέσε μου Πάτερ κι άλλα τέτοια, διότι σε αξίωσε ο Θεός
να δεις και να γνωρίσεις κείνα, πού πολλοί πεθύμησαν και δεν
είδαν!» Κα! τότε είπε ο Π. Σεραπίων: «—Ένα μόνον πεθύμησα,
- 124 -
Πάτερ άγιε, τη θεία Κοινωνία, θέλω να μεταλάβω το Σώμα και Αίμα
του Δεσπότη Χριστού και γι' αυτό ήρθα να πάρω τη θεία Κοινωνία
κα! την άγια ευχή και ευλογία Σας, γιατί ο καιρός της εμή
αναλύσεως πλησίασε και δε θέλω να φύγω από τον κόσμο τούτο
χωρίς τα θεία αυτά κα! ψυχοσωτήρια εφόδια».
Όταν είπε αυτά, ο Ρώσος ασκητής, την ίδια ήμερα τελέσαμε
τη θεία λειτουργία και κοινώνησε τα Άχραντα και πανάγια
μυστήρια, φάγαμε λίγο παξιμάδι με λάχανα και αναχώρησε πάλι,
για την αγαπημένη του έρημο. Αυτή ήταν και ή τελευταία φορά πού
τον είδαμε, διότι φαίνεται τον πήρε ο Κύριος και αγαπημένος
Νυμφίος Δεσπότης Χριστός, στη βασιλεία των ουρανών, να
χαίρεται αιώνια με το Θεό και όλους τους Αγίους Του.
ΟΣΙΑΚΟ ΚΑΙ ΜΑΚΑΡΙΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ
Δεν πέρασε πολύς καιρός, ίσως δύο ή τρία χρόνια, μετά την
εμφάνιση του Ρώσου Ασκητή και ο Γέρο - Καλλίνικος έπεσε βαριά
άρρωστος στο κρεβάτι. Ήταν μήνας Ιούλιος πού κυκλοφόρησε ή
είδηση αυτή και οι Πατέρες γνωστοί και άγνωστοι, έτρεξαν να
επισκεφθούν τον ασθενή και να πάρουν την ευχή του.
Από την ίδια ασθένεια είχε προσβληθεί και ο μακαρίτης
Γέροντας του Παπα -Δανιήλ, με τη διαφορά πώς εκείνου ή
ασθένεια βάστηξε δέκα πέντε ήμερες, ενώ του Γέροντα Καλλίνικου,
επειδή ή κράσης του ήταν πολύ γερή, βάστηξε περίπου σαράντα
ήμερες και έτσι μια ήμερα μετά την εορτή της του Χριστού
«Μεταμορφώσεως», ο Γέρο -Καλλίνικος έκλεισε για πάντα τα μάτια
του σώματος και με ολάνοιχτα μάτια της ψυχής, αφού είδε επί της
γης το «άκτιστο θαβώριο Φως» του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος
ημών Ιησού Χριστού, κατηξιώθη να βλέπει εις αιώνας αιώνων και
το Τρισήλιον Σέλας της Υπερούσιου και Τρισυπόστατου Θεότητας,
του Πατρός και του Υιού και του Παναγίου Πνεύματος, του Ενός
και μόνου Θεού και Ποιητού των Όλων, στις επτά (7) Αυγούστου
του 1930.
Λίγες ώρες πριν να κοιμηθεί για πάντα, για πληροφορία της
αιωνίας ζωής και μακαριότητας και των αιωνίων αγαθών «α
ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», ο Μακάριος Γέρων,
Καλλίνικος είδε σε θεία οπτασία τους Αγιορείτες Όσιους να τον
περιμένουν λαμπαδοφορούντες και έλαμψε το πρόσωπο του από
χαρά και φώναξε τον υποτακτικό του, προς τον όποιον είπε:
— «Αδελφέ Δανιήλ, πήγαινε με τον παραδελφό σου
Χριστόδουλο, να ετοιμάσετε την εκκλησία, γιατί ήρθαν οι Όσιοι
αγιορείτες Πατέρες, να με παραλάβουν, επειδή σ' όλη μου τη ζωή
τους παρακαλούσα να συμπαρασταθούν τούτη την ώρα και ας
είναι δοξασμένο το όνομα του Κυρίου, που συγκατέβη να ακούσει
- 125 -
τη φωνή της δεήσεώς μου και να στείλει τους αγίους Πατέρες. Κα!
έτσι παρέδωκε την τελευταία του πνοή, με τα λόγια τούτα στο
στόμα: «Σε ευχαριστώ Θεέ μου, διότι αν και δεν έκανα τίποτε το
αξιόλογο σ' όλη μου τη ζωή, για να σε ευχαριστήσω, άλλα πεθαίνω
Θεέ μου χριστιανός ορθόδοξος».
Το θάνατο του Όσίου τούτου πατρός πένθησαν όλοι οι
αγιορείτες Πατέρες, διότι όσοι τουλάχιστον ευτύχησαν να τον
γνωρίσουν είχαν και μετά θάνατο, τα αθάνατα λόγια του και τις
συμβουλές παντοτινή παρηγοριά, και πνευματικό στήριγμα.

ο μακαριστός γέρων Εφραίμ κατουνακιώτης

Ο βίος του φανέρωνε το απλανή ορθόδοξο εκκλησιαστικό


φρόνημα. Ο παπα- Εφραίμ Κατουνακιώτης γεννήθηκε το 1912 στο
Αμπελοχώρι Θηβών. Ο πατέρας του ονομάζονταν Ιωάννης
Παπανικήτας και ή μητέρα του Βικτορία. Ο Γέροντας είχε σαν
κοσμικός το όνομα Ευάγγελος. Τελείωσε το Γυμνάσιο αλλά ή
Χάρις του Θεού έκλεινε στον Ευάγγελο τις κοσμικές θύρες της
- 126 -
αποκατάστασης. Στην Θήβα, όπου είχε μετακομίσει ή οικογένεια
του, ο Ευάγγελος γνώρισε τους γεροντάδες του τον Εφραίμ και τον
Νικηφόρο.
Ή ζωή του Ευάγγελου ήταν καλογερική. Αγωνίζονταν
πνευματικά με την ευχή του Ιησού, τις μετάνοιες, την νηστεία και
κυρίως με την υπακοή. Ή μητέρα του αξιώθηκε να λάβει
πληροφορία από τον Όσιο Εφραίμ τον Σύρο ότι το θέλημα του υιού
της να γίνει μοναχός ήταν και θέλημα Θεού και πώς ο Ευάγγελος
θα τιμήσει την μοναχική ζωή.
Την 14η Σεπτεμβρίου 1933 ο Ευάγγελος άφησε τον κόσμο
ήλθε στην έρημο του Αγίου Όρους στα Κατουνάκια, στο
ησυχαστήριο του Όσιου Εφραίμ του Σύρου και έβαλε μετάνοια
στην συνοδεία των Γεροντάδων Εφραίμ και Νικηφόρου. Μετά την
δοκιμασία του εκάρη μικρόσχημος μοναχός με το όνομα Λογγίνος.
Το 1935 έγινε μεγαλόσχημος μοναχός από τον Γέροντα του
Νικηφόρο και έλαβε το όνομα Εφραίμ. Τον επόμενο χρόνο
χειροτονήθηκε Ιερέας.
Ο παπα-Εφραίμ αξιώθηκε και γνώρισε τον πρύτανη της
ησυχαστικής ζωής τον διορατικό, προορατικό και άγιο Γέροντα
Ιωσήφ τον Ησυχαστή (1898 -1959) και συνδέθηκε πνευματικά μαζί
του με την ευλογία του Γέροντα του Νικηφόρου. Ο Γέροντας Ιωσήφ
με την σειρά του είχε διδαχθεί την απλανή πνευματική ζωή από
τους περίφημους ησυχαστές μοναχό Καλλίνικο και Ιερομόναχο
Δανιήλ. Επομένως ο παπα-Εφραίμ μας διδάσκει την επίμονη
αναζήτηση για την πνευματική ζωή και την ανεύρεση απλανούς
πνευματικού οδηγού, πού θα είναι «Εκδόσεις ακριβής της
ορθοδόξου πίστεως». Ο απλανής πνευματικός βλέπει τις
δαιμονικές πλάτες και με τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα
οδηγεί τα πνευματικά παιδιά του στον Παράδεισο.
Με αφορμή την υπακοή του παπα-Εφραιμ στον άγιο γέροντα
Ιωσήφ τον Ησυχαστή θέτουμε τον προβληματισμό μήπως όσοι
σήμερα κληρικοί και λαϊκοί αγωνίζονται για τον δήθεν
εκσυγχρονισμό της Εκκλησίας, για την «λειτουργική αναγέννηση»,
για τον οικουμενισμό, για τον συνδυασμό εξομολογήσεως και
ψυχιατρικής η όσοι κάνουν ταξίδια αναψυχής και ανταλλάσσουν
φιλοφρονήσεις με ανθρώπους του Πάπα στο Βατικανό δείχνουν
ότι δεν βρήκαν ή δεν θέλησαν να αναζητήσουν πνευματικούς
Πατέρες με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και επομένως δεν
βιώνουν την υπακοή όπως την διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες της
Εκκλησίας.
Μήπως «θεολογούν» με βάση τον εγωισμό τους και δεν
γνωρίζουν την κοπή του θελήματος, πού κάνει τους υποτακτικούς
δοχεία του Αγίου Πνεύματος; Μήπως αναζήτησαν πνευματικό, για
- 127 -
να τους αναβιβάσει σε κοσμικά ή εκκλησιαστικά αξιώματα και όχι,
για να τους οδηγήσει στον Παράδεισο;
Ο μακαριστός παπα-Εφραίμ διαχώρισε την γνήσια υπακοή
από την αρρωστημένη όταν συμβούλευσε κοινοβιάτη μοναχό να
κάνει υπακοή στον Γέροντα του όχι σαν ζώο αλλά από αγάπη και
ζήλο Θεού.
Ο άγιος Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής έδωσε ένα
πρόγραμμα ησυχαστικής ζωής στον παπα-Εφραίμ, για να
καλλιεργεί την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, υιέ του Θεού, ελέησαν
με», να έχει φυλακή των αισθήσεων και τον οδήγησε στην
κάθαρση της καρδίας και τον θείο φωτισμό.
Άραγε οι σύγχρονοι εισηγητές του εκσυγχρονισμού στην
Εκκλησία ή του οικουμενισμού καλλιέργησαν την ευχή σε τέτοιο
σημείο και άραγε ομολόγησαν ότι είπε ο παπα-Εφραίμ στον
Γέροντα Ιωσήφ πως εξαιτίας της υπακοής και της ευχής έτρεχαν
ποτάμι τα δάκρυα του και πώς καίγονταν ή καρδιά του για τον
Χριστό; Άραγε στα οικουμενιστικά συνέδρια τηρείται φυλακή των
αισθήσεων, όταν υπάρχουν χορευτικά θεάματα;
Ο παπα-Εφραίμ με την ευλογία του Γέροντος Ιωσήφ
εντρύφησε στην «Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών» και ελάμβανε
τις συμβουλές των Νηπτικών Πατέρων για τον αγώνα του. Δεν
διάβαζε ούτε βιβλία ψυχιατρικής, ούτε «κουλτουριάρικα»
αναγνώσματα δια πνευματικές επιδείξεις στα σαλόνια, ούτε είχε
τον φόβο μήπως τον αποκαλέσουν οι κοσμικοί κύκλοι
«φονταμενταλιστή».
Άλλωστε και ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης
θεωρούσε τα βιβλία αυτά ανούσια, πού στερούν τον πολύτιμο
χρόνο μας και πολλά από αυτά όταν του δωρίθηκαν τον ζέσταναν
στο τζάκι τις κρύες νύχτες του χειμώνα.
Το 1973 Εκοιμήθη ο Ιερομόναχος Νικηφόρος ο Γέροντας του
παπα-Εφραίμ. Ο Γέροντας μετά το 1980 είχε συγκροτήσει
συνοδεία και τήρησε την εντολή του Γέροντος Ιωσήφ να αποκτήσει
συνοδεία μετά τον θάνατο του παπα-Νικηφόρου. Επομένως ο
παπα-Εφραίμ πρώτα έφθασε στην κάθαρση και κατόπιν έγινε ο
ίδιος Γέροντας. 'Η πράξη αυτή ας γίνει οδηγός σε επίδοξους
αυτοανακηρυχθέντες πνευματικούς «Γεροντάδες», πού δεν
γνωρίζει ή αριστερά τι ποιεί ή δεξιά.
Ο παπα-Εφραίμ πολέμησε τον μεγάλο εχθρό της
πνευματικής ζωής την κενοδοξία. Οι θυσίες του γίνονταν για τον
Χριστό και όχι για προσδοκώμενο έπαινο από τους ανθρώπους.
Κάποτε ένας νέος ζήτησε από καλόγεροι του παπα-Εφραίμ
μία εικόνισα από το κελί του Γέροντα. Ο μοναχός πήρε ευλογία
από τον παπα-Εφραίμ να την δώσει και μόλις ο νέος άρχισε να
- 128 -
σκέφτεται πονηρά και με τον λογισμό, πώς θα κάνει επίδειξη στην
πόλη του με την εικονίτσα, πού θα του έδινε ο παπα-Εφραίμ, ο
μακαριστός άγιος γέροντας πήρε πληροφορία από τον Θεό και
έδωσε εντολή να μη δοθεί το εικονάκι Άραγε πολεμούν οι
εκσυγχρονιστές της εκκλησιαστικής ζωής ή οι οικουμενιστές το
πάθος της κενοδοξίας; Μήπως φιλοδοξούν με τον εκσυγχρονισμό
ή τον οικουμενισμό να αφήσουν «εποχή» και όνομα
εκκλησιαστικού «αναμορφωτή»;
Η θ. Λειτουργία για τον παπα-Εφραίμ ήταν συγκλονιστικό και
βιωματικό γεγονός. Είχε εκμυστηρευθεί σε Ιερομόναχο πνευματικό
φίλο του ότι από την πρώτη θεία Λειτουργία πού τέλεσε, έβλεπε
αισθητά την Χάρη του Θεού να μεταβάλλει τα. θεία δώρα. Μάλιστα,
μετά τον καθαγιασμό των τιμίων δώρων, έβλεπε τον ίδιο τον
Χριστό μέσα στο δισκάριο και ήταν αδύνατον να. συγκρατήσει τα
δάκρυα του, όταν έφθανε στο τεμαχισμό του Σώματος του
Χριστού. Έβρεχε με τα δάκρυα του το αντιμήνσιο κατά την θεία
Λειτουργία και έβλεπε δεξιά και αριστερά τους αγγέλους να
συλλειτουργούν.
Όμως ο παπα-Εφραίμ δεν αναφέρθηκε ποτέ σε «λειτουργική
αναγέννηση» και μάλιστα ζητούσε σε κοινοβιάτες, πού βρίσκονταν
στα εξωτερικά διακονήματα να μη παραλείπουν το ψαλτήρι.
Μήπως, όσοι θέλουν την «λειτουργική αναγέννηση» θα ήταν
καλό να φθάσουν στα πνευματικά μέτρα του παπα-Εφραίμ και
αφού γίνουν θεοφόροι, να δοκιμάσουν να προτείνουν τις λύσεις
τους;
Ο παπα- Εφραίμ ήταν κοσμημένος με το διορατικό χάρισμα
και έβλεπε την πνευματική κατάσταση κάθε κληρικού ή μοναχού
και έδιδε τα κατάλληλα πνευματικά φάρμακα για την πρόοδο στην
πνευματική ζωή.
Η Χάρις του Θεού είχε κοσμήσει τον παπα- Εφραίμ και με το
προορατικό χάρισμα, γι 'αυτό και έβλεπε καταστάσεις πού
έρχονταν (όπως ο σεισμός του 1977 στην Θεσσαλονίκη), αλλά και
πολλές φορές είχε προσφωνήσει λαϊκούς ακόμα και μικρά παιδιά
με τα ονόματα πού έλαβαν μετά από χρόνια στην μοναχική τους
κούρα. Μάλιστα, κάποιος φοιτητής έστειλε μία περιληπτική και
χωρίς λεπτομέρειες επιστολή στον μακαριστό Γέροντα και έλαβε
απάντηση από τον παπα-Εφραίμ, που του περιέγραφε με
λεπτομέρειες την πνευματική του κατάσταση ακόμα και
κατασταθείς στον χώρο πού διέμενε ο φοιτητής χωρίς αυτός να τις
έχει προαναφέρει.
Κάποτε άγνωστοι μεταξύ τους κληρικοί συναντήθηκαν στον
δρόμο για τα Κατουνάκια και όταν έφτασαν στον παπα-Εφραίμ, ο
μακαριστός άγιος Γέροντας άρχισε να επιπλήττει έναν από τους
- 129 -
κληρικούς, πώς δεν είναι παπάς αλλά μασόνος, πού έβαλε ράσο,
για να κατασκοπεύει το Άγιον Όρος. Ο μασόνος παραδέχτηκε την
ραδιουργία του.
Άραγε, μπορούν σήμερα οι εκσυγχρονιστές του
εκκλησιαστικού βίου μας οικουμενιστές ως ο παπα-Εφραίμ ο
Κατουνακιώτης να προειδούν την χαρά, πού θα έχουν οι μασόνοι
και οι άνθρωποι της «Νέας Εποχής» κάθε φορά πού θα
αλλοιώνεται το ορθόδοξο φρόνημα είτε στα πλαίσια του
οικουμενισμού, είτε στους ψευδοδιαλόγους με τους Παπικούς και
τις ψευδοενώσεις με τους μονοφυσίτες είτε στην αλλοίωση της
θείας Λειτουργίας στα πλαίσια της «λειτουργικής αναγέννησης»;
Ο παπα-Εφραίμ έζησε εμπειρίες, πού μόνο οι Ορθόδοξοι
Χριστιανοί μπορούν να ζήσουν, μακριά από παπικές ή
προτεσταντικές πλάνες.
Κάποτε ένας ηγούμενος, δύο θεολόγοι και ένας φοιτητής
ζήτησαν από τον παπα-Εφραίμ να τους εξηγήσει την ευωδιά των
αγίων λειψάνων. Ο Γέροντας έσκυψε το κεφάλι του στο μέρος της
καρδιάς και προσεύχονταν. Ο τόπος γέμισε ευωδιά και ο παπα-
Εφραίμ τους είπε πώς επειδή δεν μπορούσε ο ίδιος να το εξηγήσει
παρακάλεσε τον Θεό να απαντήσει στους συνομιλητές.
Μπορούν άραγε όσοι πηγαίνουν σε διάλογους με τον Πάπα
ή σε συνέδρια οικουμενιστικά να μιλήσουν με το πρακτικό
παράδειγμα της αγιότητας και όχι με ορθολογιστικά επιχειρήματα;
Ο παπα-Εφραίμ αισθάνονταν τις αμαρτίες σαν δυσοσμία.
Κάποιος επίσκοπος μέσω τρίτου ρώτησε τον μακαριστό άγιο
Γέροντα για τον οικουμενισμό. Ό Γέροντας έκανε προσευχή, για να
τον πληροφορήσει ο Θεός και τότε ξεχύθηκε μία δυσωδία με γεύση
ξινή, αλμυρή και πικρή, πού τον γέμισε με αποτροπιασμό.
Άραγε, μπορούν να αναρωτηθούν όσοι λαμβάνουν μέρος σε
οικουμενιστικά συνέδρια τι θα ένοιωθε αν ήταν παρών ο
μακαριστός Γέροντας;
Η παρακαταθήκη του μακαριστού παπα-Εφραίμ για την
ενότητα των Ορθοδόξων ήταν σαφής «Το σχίσμα εύκολα γίνεται, ή
ένωση είναι δύσκολος».
Άραγε, πόσο απήχηση έχουν σήμερα τα λόγια ενός
θεοφόρου σύγχρονου Πατρός; Ο παπα-Εφραίμ αναδείχθηκες με
την Χάρη του Θεού και πρακτικός οδηγός στην ποιμαντική του
γάμου και της οικογενείας, γιατί βοήθησε πολλούς νέους να
καταλήξουν στον γάμο χωρίς να τους πιέσει γι' αυτό αλλά και οι
επιστολές του, πού σώζονται, αποτελούν πνευματική
παρακαταθήκη και «σχολή γονέων» χωρίς ψυχολογικές και
φιλοσοφικές θεωρίες για τις αγωνιζόμενες πνευματικά οικογένειες.
Το 1996 ο παπα-Εφραίμ έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο και
- 130 -
έπεσε σε ακινησία. Δεν γόγγυσε καθόλου αλλά δοξολογούσε τον
Θεό. Μας αφήνει το άγιο παράδειγμα του για την αντιμετώπιση
των ασθενειών.
Στις 14/27 Φεβρουαρίου 1998 ο παπα- Εφραίμ
Κατουνακιώτης ο θρύλος του 'Αγίου Όρους παρέδωσε την
αγιασμένη ψυχή του στα χέρια του Δημιουργού του, πού
υπηρέτησε από την νεότητα του.
Λέγουν πώς κάποτε ρωτήσανε έναν υπερήλικα, πού ζούσε
τον 19ο αιώνα, να πει το συγκλονιστικότερο γεγονός στην ζωή του.
Ο υπερήλικας απάντησε ότι όταν ήταν μικρός είδε και άκουσε τον
Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό.
Και ή δική μας γενιά αξιώθηκε να γνωρίσει τα εύοσμα άνθη
του Αθωνικού Μοναχισμού, τον Γέροντα Παΐσιο και τον παπα-
Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, πού μας καλούν να ακολουθήσουμε
την ζωή τους.

Αντύπας ο Μολδαβός ο Πνευματικός

Μολδαβία 1816 - Ι. Μ. Βαλαάμ 10-01-1882


Α. Γέννηση - ανατροφή:

- 131 -
Ο Γέροντας γεννήθηκε στο χωριό Καλαποδέστι της
Μολδαβίας το 1816. Οι γονείς του ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια,
αλλά ήσαν πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Γεώργιος Λουκιάν ήταν
διάκονος στο ναό του χωριού τους, ενώ η μητέρα του Αικατερίνα
αργότερα προσήλθε σε μοναστήρι και εκεί κοιμήθηκε με το
μοναχικό όνομα Ελισάβετ. Για πολλά χρόνια δεν είχαν παιδιά,
αλλά με προσευχές απέκτησαν, με πρώτο τον Αλέξανδρο,
μετέπειτα Αντύπα. Η μητέρα του μάλιστα τον γέννησε χωρίς
πόνους, σημάδι θεϊκό ότι προοριζόταν να φύγει από τα στενά όρια
της οικογένειας.
Στην παιδική ηλικία, όταν έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα
του, έπιανε στα χέρια του δηλητηριώδη φίδια, χωρίς να τον
δαγκώνουν… Ήταν πολύ απλοϊκός και ακτινοβολούσε κάτι το μη
κοσμικό. Γι’ αυτό, παρότι ήθελε να μορφωθεί, δυσκολευόταν πολύ
με τα γράμματα. Προσπάθησε πολύ γι’ αυτό και στο τέλος
κατάφερε να του γίνονται καθημερινή τροφή τα … ιερά βιβλία.
Ο πατέρας του τον άφησε ορφανό και η μητέρα του τον
έβαλε σε σχολείο για να γίνει βιβλιοδέτης. Τα κατάφερε και
γυρνώντας στο σπίτι εργάστηκε με επιτυχία για να εξοικονομεί η
οικογένεια τα προς το ζην (ήταν το μεγαλύτερο παιδί).

Β. Το παράξενο φως… :

Όλα πήγαιναν καλά στην οικογένεια Λουκιάν, αλλά η καρδιά


του Αλέξανδρου δεν γαλήνευε με τις κοσμικές μέριμνες. Συχνά και
κρυφά έχυνε δάκρυα στις προσευχές του προς τον Κύριο για να
του δείξει το δρόμο που του ταίριαζε.
Το 1836 (20 ετών), και ενώ βρισκόταν σε δίνη τέτοιων
λογισμών, θαμπώθηκε από ένα παράξενο φως. Αυτό γέμισε την
καρδιά του με μεγάλη χαρά και δάκρυα αυτή την φορά ήταν
ευχαριστιακά. Αισθάνθηκε τη θεία παρουσία και ένα κάλεσμα στο
εσωτερικό κόσμο της καρδιάς του. Τότε απάντησε με σιγουριά:
«Κύριε, θα γίνω μοναχός».
Ο Κύριος όμως επέτρεψε πρώτα να περάσει από ένα καμίνι
πειρασμών δαιμονικών. Συνάντησε ακόμα την περιφρόνηση
πολλών ανθρώπων και αρκετές αδικίες. Αυτά όλα τον βοηθούσαν
στην προσευχή και την άσκηση, έτσι ώστε να περάσει πρώτα
κάποια από τα στάδια της πορείας για την τελειότητα πριν
αναχωρήσει…

Γ. Δόκιμος στη Βλαχία:

Ένα βράδυ, λοιπόν, αθόρυβα βγήκε από το σπίτι και έφτασε


- 132 -
στο πασίγνωστο μοναστήρι του Νεάμτς, στη Μολδαβία.
Προσκύνησε την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας και έζησε ένα
θαυμαστό γεγονός. Έτσι με γαλήνη παρουσιάστηκε στον ηγούμενο
να τον πάρει στην αδελφότητα, αλλά αυτός αρνήθηκε. Λυπήθηκε
πολύ, αλλά αποφάσισε να πάει σ’ ένα φτωχό μοναστήρι στην
περιοχή της Βλαχίας. Εκεί τον δέχτηκαν.
Περισσότερο από δύο χρόνια εργάστηκε στο μοναστήρι με
υπακοή. Όμως ούτε μοναχικά ενδύματα του έδωσαν, ούτε και
κελί! Κοιμόταν όπου έβρισκε… Κάποτε αποκοιμήθηκε έξω στο
χορτάρι και την νύκτα σκεπάστηκε από το χιόνι που έπεφτε! Τον
βρήκαν μισοπεθαμένο και με δυσκολία τον επανέφεραν στη ζωή…
Η μεγάλη του ασκητική ζωή και η αγάπη του για τον Κύριο
είχε σαν αποτέλεσμα να του χαριστεί η «νοερά προσευχή».
Δάσκαλός του ήταν ο μεγαλόσχημος γέροντας Γεδεών, που είχε
κάνει τριάντα χρόνια «έγκλειστος». Η αυστηρή του ζωή ξεχώριζε
στο κοινόβιο και ο έμπειρος πνευματικός του, ο π. Δημήτριος,
πρότεινε να πάει στο Άγιο Όρος.
Ο γέροντας αυτός είχε ζήσει πολλά χρόνια σε άγριο δάσος
με μεγάλες πνευματικές εμπειρίες. Απέτρεπε λοιπόν πολλούς
Μολδαβούς να φύγουν τόσο μακριά και για ένα μοναχισμό του
επιπέδου του Αγίου Όρους. Στον Αλέξανδρο όμως έκανε
εξαίρεση… Τον κούρεψε λοιπόν πρώτα μοναχό με το όνομα
Αντύπας, τον ευλόγησε και αυτός έφυγε…

Δ΄. Στο Άγιο Όρος:

Επισκέφτηκε κάποια ασκητικά κελιά που εγκαταβίωναν δύο


γνωστοί του συμπατριώτες Μολδαβοί: οι Ιερομόναχοι Νήφων και
Νεκτάριος. Οι γέροντες του πρότειναν, ως άπειρος μοναχός που
ήταν, να ζήσει πρώτα σε κάποιο κοινόβιο. Έτσι έγινε δεκτός στην Ι.
Μ. Εσφιγμένου, όπου έζησε για τρία χρόνια διακονώντας στην
τράπεζα. Εκεί πέρασε μεγάλη δοκιμασία, γιατί οι μέριμνες δεν του
επέτρεπαν να ασκεί την νοερά προσευχή, όπως είχε μάθει. Μόνη
του ελπίδα ήταν η Παναγία, η οποία τον γλίτωσε από την
απόγνωση…
Τέλειωσε λοιπόν η δοκιμασία και έγινε αποδεκτός από τους
Μολδαβούς πατέρες. Αυτή ήθελαν να ιδρύσουν μολδαβική σκήτη.
Ο π. Νήφων ήθελε να τον κουρέψει μεγαλόσχημο, αλλά αυτό
σήμαινε για τον π. Αντύπα ότι, σύμφωνα με το Αγιορείτικο τυπικό,
θα ήταν για πάντα μαζί του συνδεδεμένος. Αυτό δεν το ήθελε, γι’
αυτό ομόφωνα αποφάσισαν να τον «κουρέψει» ο π. Ευθύμιος,
που ήταν πνευματικός των Μολδαβών. Έτσι έγινε και αυτός του
έδωσε την ευλογία της ελεύθερης επιλογής…
- 133 -
Ε΄. Ασκητής στην έρημο του Αγίου Όρους:

Ο π. Αντύπας τότε προτίμησε την αγαπημένη του ησυχία και


αποφάσισε να κατευθυνθεί στον δρόμο του αναχωρητισμού. Ο π.
Νήφων στενοχωρήθηκε πολύ και δεν κατάφερε να του δώσει ούτε
τα απαραίτητα για το ξεκίνημά του…
Ο π. Αντύπας με άδεια χέρια έφτασε στην έρημο, όπου
εγκαταστάθηκε σε μια μισογκρεμισμένη καλύβα. Στο βάθος
ανακάλυψε μια μικρή εικόνα της Θεοτόκου, που είχε χάσει τα
χρώματά της, εκτός από το πρόσωπο. Την θεώρησε αμύθητο
θησαυρό και ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Σε λίγο καιρό
κατευθύνθηκε στο αγιογράφο και ιεροδιάκονο π. Παΐσιο από το
Κίεβο για να του την καθαρίσει. Με δισταγμούς αυτός δέχτηκε και
του επέστρεψε ανέλπιστα φωτεινή. Η εικόνα αυτή αποδείχτηκε
πολλές φορές θαυματουργή!
Πάντως σ’ αυτήν καλύβα δυσκολευόταν να ζήσει. Έτσι μια
μέρα κοντά στην καλύβα συναντήθηκε με ένα μοναχό που του
χάρισε πέντε «δουκάτα». Το ποσό αυτό του το είχε δώσει κάποιος
λαϊκός για να το χαρίσει στον …ποιο φτωχό ερημίτη. Αυτός
προσευχήθηκε και αποφάσισε να το δώσει στον πρώτο που θα
συναντούσε. Και αυτός ήταν ο π. Αντύπας…
Κάλεσε τότε ένα φτωχό κελιώτη που γνώριζε την τέχνη του
οικοδόμου και με το ποσό αυτό του επιδιόρθωσε την καλύβα.
Άρχισε τότε να κάνει και το εργόχειρο του ξυλογλύπτη,
φτιάχνοντας κουτάλια, που πουλούσε στις Καρυές, ώστε να έχει τα
απαραίτητα. Συνδέθηκε στο διάστημα αυτό με τον Ρουμάνο π.
Λεόντιο, που με την δική του σύμφωνη γνώμη άρχιζε νέους
πνευματικούς αγώνες.

ΣΤ΄. Στη Μολδαβική σκήτη:

Εν τω μεταξύ οι συμπατριώτες του Ιερομόναχοι είχαν


προχωρήσει την Σκήτη, είχαν Μετόχι στο Ιάσιο, και αποφάσισαν
να καλέσουν κοντά τους τον π. Αντύπα. Αυτός με την ευλογία του
π. Λεόντιου δέχτηκε. Εκεί σύντομα χειροτονήθηκε σε Ιεροδιάκονο,
κατόπιν σε Ιερομόναχο και σε λίγο έγινε οικονόμος της σκήτης.
Είχε και αρκετό χρόνο να ασχολείται και με τα πνευματικά του.
Όμως όχι για πολύ καιρό.
Οι εργασίες για την αποπεράτωση της σκήτης απαιτούσαν
χρήματα, που δεν υπήρχαν και έτσι αποφασίστηκε να πάει ο π.
Νήφων στο Ιάσιο να κάνει έρανο.
Στα τρία χρόνια που έλειπε ο π. Νήφων ανατέθηκε στον π.
- 134 -
Αντύπα και το έργο της «πνευματικής καθοδήγησης» των μοναχών
της σκήτης. Ο π. Νήφων επιστρέφοντας τον όρισε οικονόμο στο Ι.
Μετόχι της σκήτης στο Ιάσιο και έτσι ο π. Αντίπας εγκαταλείπει
οριστικά τον Άθωνα…

Ζ΄. Στο Ιάσιο:

Έφτασε στο Ιάσιο και βρέθηκε στον ήσυχο τόπο της


«Βίγλας».
Εκεί επιδόθηκε σε πολλή αυστηρή νηστεία με μεγάλη όμως
διακριτικότητα! Άρχισε να αγγίζει τις καρδιές των ανθρώπων και ο
Μολδαβός Μητροπολίτης τον τοποθέτησε και πνευματικό σε δύο
γυναικεία Μοναστήρια. Την περίοδο αυτή, η πικρία που
αισθανόταν στο λαιμό τα προηγούμενα χρόνια, μετατράπηκε σε
γλυκύτητα. Αυτός είναι ένας από τους αισθητούς καρπούς της
αληθινής νηστείας και νοεράς προσευχής!
Η καρδιά του όμως ήταν στραμμένη στο Άγιο Όρος. Γι’ αυτό
παρακαλούσε τον π. Νήφωνα, που ήλθε στο Ιάσιο, να τον
επαναφέρει στην σκήτη. Όμως βλέποντας την ωφέλεια που έδινε,
είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν… και ο π. Αντύπας έκανε υπακοή!

Η΄. Στη Βορειοδυτική Ρωσία:

Φεύγουν λοιπόν μαζί στη Ρωσία για να μαζέψουν


αφιερώματα και χρήματα για τη σκήτη. Ο π. Νήφων όμως
επιστρέφει στη Μολδαβία και ο π. Αντύπας φιλοξενείται στην
Μόσχα από την οικογένεια ενός εμπόρου, χωρίς να γνωρίζει
ρωσικά. Σύντομα όλοι οι χώροι του σπιτιού γέμισαν από τους
ευσεβείς κατοίκους της πόλης!
Φόρτωσαν ένα πλοίο το οποίο όμως βυθίστηκε αύτανδρο
στη Μαύρη θάλασσα… Ο γέροντας την ίδια ώρα προσευχόταν και
έσπασε το τζάμι από το ερμάρι που είχε την εικόνα της Παναγίας…
Απλώς περίμενε να μάθει τι κακό είχε γίνει. Και το έμαθε.
Αποφάσισε λοιπόν να κάνει καινούργια περιοδεία στην
Πετρούπολη. Από εκεί όμως έπρεπε να τα ανταλλάξει σε χρυσό,
λόγω της μεγάλης απόστασης. Όμως αυτό δεν επιτρεπόταν και
στο άλυτο δίλλημα κατάφυγε στην προσευχή. Στο νου του άκουσε
μια φωνή πως τον έστελνε στον Μητροπολίτη. Αυτός όταν τον
άκουσε, μίλησε με τον υπουργό εξωτερικών και έγινε εξαίρεση.
Μπήκε στον δεύτερο χρόνο παραμονής στη Ρωσία και αφού
είχε τελειώσει το έργο του, αποφάσισε να πάει στην Ι. Μ. Βαλαάμ
στα σύνορα με την Φιλανδία… Ήταν 6-11-1865 (49 ετών). Η μικρή
καλύβα των Αγίων πάντων υποδέχτηκε τον μεγάλο ασκητή για την
- 135 -
τελευταία φάση της ζωής του.

Η). Το τέλος του:

Εκεί επιδόθηκε στους τελευταίους πνευματικούς του αγώνες.


Είχε και υποχρεώσεις και επαφές με τον κόσμο, αλλά ο γέροντας
εκτός από τα αυστηρά τυπικά έκανε επί πλέον προσπάθεια:
διάβαζε καθημερινά δύο φορές τον Ακάθιστο ύμνο, έκανε
τριακόσιες εδαφιαίες μετάνοιες και μετά με κομποσκοίνι
προσευχόταν για τους κεκοιμημένους.
Την καθαρά εβδομάδα ούτε έτρωγε, ούτε έπινε νερό. Νερό
δεν έπινε ακόμα όταν αρρώσταινε και είχε υψηλό πυρετό. Στη
Μονή Βαλαάμ πήγαινε συνήθως Χριστούγεννα, Πάσχα, Εβδομάδα
του Αγίου Πνεύματος. Ζούσε σε μεγάλη φτώχεια και το κελί του
είχε μέσα μόνο μία κουβέρτα!
Έτσι τον άκουγαν όταν απέτρεπε τον κόσμο από τον
ακόρεστο πλουτισμό… Όταν κάποτε αρρώστησε ήταν Μεγάλη
Εβδομάδα και βρισκόταν στο μοναστήρι. Περίμενε την ίαση από
τον Κύριο. Έτσι το Μ. Σάββατο μετά την Θ. Κοινωνία είδε τα
πρόσωπα μερικών μοναχών ήταν αστραφτερά σαν τον ήλιο…
Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς την ώρα της προσευχής
άκουσε ένα θόρυβο. Η εικόνα της Παναγίας της Αγιορείτικης
ανυψώθηκε, ενώ οι άλλες … έπεσαν. Ο γέροντας τρόμαξε. Το
αποκάλυψε τρεις μέρες πριν την κοίμησή του. Η ασθένεια που είχε
από το Πάσχα επιδεινώθηκε. Ζήτησε να του κάνουν ευχέλαιο, γιατί
προείδε το επίγειο τέλος του.
Την τελευταία νύκτα φώναζε τον Λεόντιο, τον γέροντά στην
έρημο του Αγίου Όρους! Τα ξημερώματα αξιώθηκε να κοινωνήσει,
αφού προετοιμάστηκε κατάλληλα. Μετά από δύο ώρες άρχισε ο
μαθητής του να του διαβάζει τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και
έτσι παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.
Ήταν Κυριακή 10 Ιανουαρίου του 1882 (εξήντα έξη ετών)..

Βιβλιογραφία:
1). Αλεξίου Παναγόπουλου (απόδοση), ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΤΟΥ Ν19ου
αιώνα, εκδ. ΤΗΝΟΣ, Αθήνα 1994.

Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, ένας λόγιος


ησυχαστής

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου

- 136 -
Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης αναμφιβόλως αποτελεί μια
μεγάλη μορφή του συγχρόνου αθωνικού μοναχισμού. Έζησε και
εκοιμήθη στο Άγιον Όρος, αλλά εξέφρασε και την ζωή των
μυριπνόων ανθέων του Αγιωνύμου Όρους, και γενικά των
ορθοδόξων ησυχαστών Πατέρων, όντας και αυτός ένα από τα
μυρίπνοα άνθη του Αγίου Όρους και μάλιστα του κοινοβιακού και
κελιώτικου μοναχισμού. Μέσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να
εξετάζωνται όλες οι άλλες πλευρές του π. Θεοκλήτου, όπως το
συγγραφικό και αντιαιρετικό του έργο. Άλλωστε μια αγαπητή του
έκφραση που χρησιμοποιούσε σε κείμενα και βιβλία του ήταν η
φράση «Αθωνικά άνθη».
Θα επιδιώξω μέσα στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην
διάθεσή μου να παρουσιάσω αυτήν την πλευρά του π. Θεοκλήτου
Διονυσιάτου, ώστε να εξηγηθούν και μερικές «έμμονες» απόψεις
του πάνω σε διάφορα θέματα εκκλησιαστικής και θεολογικής ζωής.
1. Προσωπική επικοινωνία μαζί του
Στην δεκαετία του ’60 που για πρώτη φορά προσήγγιζα το
Άγιον Όρος, στην αρχή ως ερευνητής στις Βιβλιοθήκες των Ιερών
Μονών και στην συνέχεια ως προσκυνητής και αναζητητής των
πνευματικών μελισσών, που καλλιεργούσαν το ευλογημένο μέλι
της ησυχίας, στα σπήλαια, τα καθίσματα και τα κελλιά στην έρημο
και τα Μοναστήρια, από τους πρώτους που συνάντησα ήταν ο π.
Θεόκλητος. Ήταν μια σημαντική και αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία
της εποχής εκείνης και συνετέλεσε όσο λίγοι στην επάνδρωση του
αγιορειτικού μοναχισμού με τον ιδιαίτερο τρόπο του, αλλά και την
θεολογική θεμελίωση του ησυχαστικού αθωνιτικού μοναχισμού.
Αγαπούσε την ιερά ησυχία και την εξέφραζε χρησιμοποιώντας την
λογιότητά του και τον πλούτο της διανοίας του. Ήταν τρόπον τινά
πνευματικός διάδοχος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου
Νικοδήμου του αγιορείτου και των λεγομένων κολλυβάδων –
φιλοκαλικών Πατέρων του Αγίου Όρους.
Όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος δεν παρέλειπα να τον
συναντώ και να ωφελούμαι από τον χειμαρρώδη, αλλά κυρίως
προφητικό του λόγο. Έβλεπε τα εκκλησιαστικά και κοινωνικά
πράγματα μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο σκέψεως και ζωής που
είχε συναντήσει στους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς, αλλά και
ο ίδιος είχε ζήσει στην προσωπική του ζωή, και τα έκρινε με
εκρηκτικό λόγιο λόγο. Ο λόγος του ήταν στυπτικός και προφητικός.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο όταν έγραψα το βιβλίο για
τον Προφήτη Σαμουήλ με τίτλο «Ο Bλέπων» το αφιέρωσα σε τρεις
μεγάλες σύγχρονες μορφές του αγιορειτικού μοναχισμού που και
εμένα με βοήθησαν, μεταξύ των οποίων και τον αείμνηστο π.
Θεόκλητο. Έγραφα στην αφιέρωση: «Προσφορά στους Bλέποντας
- 137 -
των χρόνων της εξόδου και της εισόδου μου, π. Σωφρόνιο, π.
Εφραίμ, π. Παΐσιο και π. Θεόκλητο». Με την φράση «εξόδου μου
και εισόδου μου» εννοούσα την έξοδό μου από τον σχολαστικό και
ηθικιστικό τρόπο σκέψεως και ζωής και την είσοδό μου στον
ησυχαστικό τρόπο σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας.
Την πρώτη εποχή που επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος
ζούσαν εκεί ησυχαστές Πατέρες, που περνούσαν την νύκτα με
ησυχία και προσευχή, αλλά εμείς, ως φοιτητές την εποχή εκείνη,
επηρεασμένοι από τον κοινωνικό και ακαδημαϊκό τρόπο σκέψεως
και ζωής, δεν μπορούσαμε να τους εκτιμήσουμε πολύ. Έτσι, ο
Γέρων Θεόκλητος, με τον διαλεκτικό τρόπο σκέψεώς του, μας
άνοιγε όλη αυτήν την μοναχική και ησυχαστική προοπτική και
αποτελούσε, κατά την μεταβατική εκείνη περίοδο, την πνευματική
γέφυρα για να περάσουμε από τις ακαδημαϊκές θεολογικές
σπουδές στην ερημική ζωή της ιεράς ησυχίας. Αποτελούσε την
γέφυρα μεταξύ της ακαδημαϊκής θεολογίας και της χαρισματικής
θεολογίας της ερήμου.
Όταν το 1975 κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Αθωνικοί
διάλογοι» και υπότιτλο «η θεολογία της νοεράς προσευχής» μου το
απέστειλε με αφιέρωση και με ένα μικρό καρτάκι όπου έγραφε:
«διαδώσατε την ευχή μεταξύ των πνευματικών σας τέκνων». Αυτό
απετέλεσε πράγματι ένα προσωπικό μου έναυσμα αφ’ ενός μεν για
την περαιτέρω μελέτη σχετικά με την νοερά προσευχή, αφ’ ετέρου
δε για την διάδοση της ιεράς αυτής εργασίας μεταξύ των
ανθρώπων τους οποίους καθοδηγούσα ως νέος Κληρικός. Μπορώ
δε να προσθέσω ότι αποτελούσε και το έναυσμα για την
συγγραφή, σε διαλογική μορφή, κατά μίμηση του Γέροντος
Θεοκλήτου, του βιβλίου μου «Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου
Όρους». Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κυκλοφορία του βιβλίου
αυτού, όταν επισκέφθηκα τον Γέροντα Θεόκλητο συζητήσαμε επί
τρεις ώρες διάφορα θέματα της πνευματικής ζωής και στο τέλος
μου αφιέρωσε ένα καινούριο του βιβλίο ως εξής: «τρεις ώρες
συζήτηση στην έρημο του καθίσματός μου. Θεόκλητος Μοναχός
Διονυσιάτης».

Μερικά δείγματα της επικοινωνίας μου θα ήθελα στην


συνέχεια να παραθέσω.
Παρά το ότι είχε ασχοληθή με την θεολογία της νοεράς
προσευχής και γνώριζε όλα τα μυστικά αυτής της ιεράς εργασίας,
εν τούτοις βρήκε ευκαιρία να επαινέση το σχετικό για την ευχή
βιβλίο μου, γράφοντας:
«Νέο βιβλίο νηπτικής πνευματικότητος μας χάρισε η εν
Θεσσαλονίκη «Ορθόδοξος Κυψέλη» με τον παραπάνω τίτλο.
- 138 -
Πρόκειται για ένα «εκ του φυσικού» διάλογο ενός ιερομονάχου και
ενός ησυχαστού του Αγίου Όρους.
Στον διάλογο θίγονται πνευματικά προβλήματα με κέντρο την
νοερά προσευχή, τα διάφορα στάδιά της, τους τρόπους ενεργείας
της, τους πολέμους του διαβόλου, τις ενδεχόμενες πλάνες, την
επίσκεψη της χάριτος και γίνεται λόγος για τα πάθη της ψυχής και
για την πατερικήν απάθεια.
Σε γλώσσα ρέουσα δημοτική, ο διάλογος γίνεται ζωντανός
και ευχάριστος κι’ έτσι επενδύεται ελκυστικά η τραχειά και βαθειά
πνευματική εμπειρία του ησυχαστού, που φαίνεται καθαρά, ότι
έμαθε «δια μακαρίου πάθους» τα μυστήρια της βασιλείας των
ουρανών.
Άξιος ο μισθός του συγγραφέως ιερομονάχου, που
καλύπτεται ταπεινοφρόνως υπό τα στοιχεία Α.Ι.Β.» (Αθωνικοί
Διάλογοι τομ. 53-54 σελ. 30).
Την άνοιξη του 1994 του απέστειλα ένα μικρό κείμενο με
τίτλο «Η εμπειρία και η ορολογία του προσώπου» και εκείνος μου
απάντησε με επιστολή που φέρει την ημερομηνία: «α εβδομάδα
των Νηστειών 1994».
Ο π. Θεόκλητος στην επιστολή αυτή βρίσκει την ευκαιρία να
εκφράση τα αισθήματα που τρέφει απέναντί μου, με την μεγάλη
του αγάπη που τον διακατείχε, αλλά και να εντοπίση και τους
κινδύνους:
«Έλαβα προχθές το δοκίμιόν σου, που συνώψισες στοιχεία
δογματικής και πνευματικότητος για ν' αναδείξης την θεμελιώδη
αρχή της εν Χριστώ εμπειρίας, ως της μόνης οδού ευρέσεως και
βιώσεως της Αληθείας, και σ' ευχαριστώ και συγχαίρω.
Σε μετέφερε ο Κύριος από το μόδιον της Εδέσσης σε
κέντρον, απ' όπου αναχωρούν όλες οι γραμμές της
δραστηριότητος του Θεού και των δαιμόνων, αλλά και των
ανθρώπων, «ίνα λάμπης εν όλη τη οικία». Σε παρακολουθώ
μακρόθεν και εγγύς με χαρά και ανησυχία, από την ύψωση των
μετοχών σου. Διο και προσεύχομαι εκτενώς να σε σκεπάζει ο
Κύριος, ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου και πάντων των αγίων,
εξαιρέτως δε του συνωνύμου σου, του μεγάλου και του μείζονος
μαθητού Του».
Είναι έμπειρος καθοδηγός και γράφει με διάκριση και
προσοχή ως Γέρων σοφός, που προβλέπει πειρασμούς εκ μέρους
του διαβόλου και γι' αυτό συμβουλεύει με πατερικό φρόνημα:
«Τοις φρονίμοις ολίγα. Πρόσεχε από τον, κατά τον μέγαν
Σιναΐτην, "τρίβολον", όσον μάλιστα είσαι νέος. Είχες από τον Θεόν
σκανδαλώδη εύνοιαν και ήδη προκαλείς τον "ωρυώμενον ως
λέοντα…". Μνημόνευε Παύλου λέγοντος "ων πρώτος ειμι…" και
- 139 -
του εμού Νικοδήμου βιούντος το "κύων τεθνηκώς" "κεχριαίος"».
Επίσης, δεν γράφει τα ανωτέρω εκ καθέδρας, αλλά
ταπεινώνεται ενώπιόν μου, ζητώντας προσευχές.
«Σε ασπάζομαι εν Χριστώ και εύχου υπέρ της αθλιότητός
μου».
Ακόμη σε υστερόγραφο φαίνεται ότι τον απασχολεί η
κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων της εποχής εκείνης,
που δημιουργούσε σκανδαλισμό στους πιστούς, γι' αυτό γράφει,
υπενθυμίζοντας σχετικό χωρίο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου:
«Τι γίνονται τα της Εκκλησίας εκεί; Πάντα ακυβέρνητα; Ο πλους εν
νυκτί;».
Τον Οκτώβριο του 1994 του έστειλα διάφορα βιβλία μου,
μεταξύ των οποίων και «Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη
Παράδοση». Στην επιστολή μου αυτή εξεδήλωνα τον σεβασμό μου
προς το πρόσωπό του. Μεταξύ των άλλων έγραφα:
«Ασφαλώς γνωρίζετε ότι Σας σέβομαι πάρα πολύ, γιατί
έχετε, εκτός των πολλών γνώσεων, και μεγάλη θεολογική και
μοναχική ευαισθησία. Είσθε από τους πρώτους αγιορείτας
μοναχούς που γνώρισα στη ζωή μου, όταν ως δευτεροετής
φοιτητής το 1966 επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Άγιον Όρος και
διατηρώ έντονα στη μνήμη μου την εικόνα Σας, ως ύπαρξη ενός
παραδοσιακού μοναχού, ικανού θεολόγου, αλλά και ευαισθήτου
ανθρώπου. Οφείλω να ομολογήσω ότι με έχετε επηρεάσει σε
πολλά πράγματα. Η προσφορά Σας είναι ανεκτίμητη και Σας
οφείλω πολλά.
Με νοσταλγία αναπολώ τα χρόνια εκείνα, τις συζητήσεις που
κάναμε, αφού Σας θεωρούσαμε και Σας θεωρούμε, ως διδάσκαλο
της μοναχικής ζωής, αλλά και ως τον τύπο του πραγματικού
αθωνίτου μοναχού που συναντούσαμε στα Μοναστήρια. Θα ήθελα
πολύ να σας συναντήσω πάλι.
Σας ευγνωμονώ για την καλή ιδέα που έχετε για μένα και το
έργο μου. Μπορεί σε μερικά σημεία να κάνω λάθη, αλλά όμως
ασφαλώς γνωρίζετε ότι αγαπώ την Εκκλησία και την νηπτική της
παράδοση, ζώντας σε μια πραγματική Βαβέλ. Εσείς μου μάθατε
ότι το κριτήριο του ορθοδόξου ήθους είναι ο σωστός μοναχισμός.
Μερικοί εδώ μου λένε ότι στα βιβλία μου αντί να θεολογώ,
ασχολούμαι με την μοναχική ζωή. Τους απαντώ ότι με την Χάρη
του Θεού προσπαθώ να θεολογώ, οπότε αποδεικνύεται ότι η
«καλογερική» είναι η αληθινή θεολογία.
Παρακαλώ να εύχεσθε για μένα γιατί οι κίνδυνοι είναι πολλοί.
Πάντως επιθυμώ να παραμένω στην Εκκλησία, να είμαι τέκνο της,
και να με αξιώση ο Θεός να κοιμηθώ εν μέσω των Πατέρων και με
τις ευλογίες τους να φύγω από τον κόσμο αυτό.
- 140 -
Και πάλι Σας παρακαλώ να εύχεσθε για μένα και Σας ικετεύω
να είσθε επιεικής μαζί μου.
Ο Θεός να Σας έχει καλά, γιατί Σας θεωρώ ένα από τα
παλαιά και βασικά στηρίγματα του Αγίου Όρους. Για μας τους
παλαιούς προσκυνητάς του Αγίου Όρους αποτελείτε ζωντανή
ιστορία, σύμβολο, ανάμνηση των εφηβικών αναζητήσεων αλλά και
των εκπλήξεων» (7-10-1994).
Ο Γέρων Θεόκλητος μου απάντησε με μια κάρτα και σύντομο
λόγο, αλλά αργότερα το Πάσχα του 1995, αφού διάβασε το βασικό
βιβλίο που του έστειλα μου απέστειλε μια πολύ ωραία ιδιόχειρη
επιστολή, όπως πάντα, αποκαλώντας με «σεβαστόν και
αγαπητόν», καίτοι ήμουν Πρεσβύτερος, πράγμα που δείχνει την
ταπείνωσή του. Μερικά αποσπάσματα από την επιστολή αυτή
είναι χαρακτηριστικά.
Στην αρχή αναφέρεται στο βιβλίο που του απέστειλα για το
«Το πρόσωπο στην ορθόδοξη παράδοση».
«Φίλτατέ μου, εύχομαι, όπως ο Κύριός μας Ιησούς σε φωτίζει
αδιαλείπτως. Έλαβα το ωραίον βιβλίον σου, που καινοτομήτως,
ετύπωσες έγχρωμον και με εναρμόνηση του συνόλου. Βέβαια
ευρίσκεται κι αυτό μέσα στα πλαίσια της σπουδής σου, για την
οικοδομή του λαού μας. Πάντως θα ωφελήση, όπως και τα
άλλα….. Πάντως χαίρω και συγχαίρω για τον ζήλον και την
διδασκαλία στον πιστόν λαόν όλων των επιπέδων».
Έπειτα, αναφερόμενος σε ένα από τα πρώτα βιβλία μου το
«Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου Όρους» μου κάνει μια
πρόταση.
«Μια πρόταση. Δεν θα ηύξανε το κύρος του βιβλίου, αν σε
νέα έκδοση εγράφετο στην συνέχεια του προλόγου: ‘’Τωρα που
εκοιμήθη ο μέγας θεολόγος ρώσος ιερομόναχος Σωφρόνιος,
αισθάνομαι την ανάγκην να αποκαλύψω, ότι το βιβλίον δεν
παρήχθη σε μια νύχτα στο Άγιον Όρος, αλλά σε δύο νύχτες• στην
δεύτερη στο Essex’’. Γνώμην δίδωμι και να γραφεί ως υπότιτλος:
"και μια νύχτα στο Essex , με τον Γέροντα Σωφρόνιον"».

Μαζί με τα ανωτέρω κάνει λόγο για τα δικά του βιβλία με μια


έκφραση ταπεινώσεως και αυτομεμψίας.
«Τώρα που έφθασα στα 80 και διαβάζω τα πρωτόλειά μου,
σκέπτομαι αν δεν θα ήταν καλύτερα να ανέβαλλα για μια
εικοσαετία την συγγραφή, ώστε να γράφωνται με μεγαλυτέραν
εύροιαν, με πλείονα φωτισμόν και με εντονώτερη μέθεξη; Δεν σου
κάνει εντύπωση ότι ένας μέγας Σωφρόνιος έγραψε ελάχιστα
βιβλία; Ας είναι. Ο Θεός βλέπει τις καρδιές και ανταποδίδει κατά
την προαίρεση εκάστου».
- 141 -
Τα δύο αυτά προηγούμενα αποσπάσματα δείχνουν τον
μεγάλο σεβασμό που έτρεφε προς τον Αρχιμ. Σωφρόνιο
Σαχάρωφ, τον οποίο θεωρούσε μεγάλο ησυχαστή και θεολόγο, ο
οποίος όχι μόνον είχε εμπειρίες του Θεού, αλλά είχε και την
δυνατότητα να γράφη για τον ησυχασμό.
Επειδή εκείνη την εποχή η Ελλάδα είχε συνταραχθή από τα
γεγονότα της Αττικής και της Λάρισας και είχαν σκανδαλισθή
πολλοί άνθρωποι, ο Γέρων Θεόκλητος κάνει λόγο και για το θέμα
αυτό. Τον ενδιαφέρει η δική μου άποψη, και θέλει να μάθη πως
αντιμετώπιζα τα γεγονότα αυτά, μια που βρισκόμουν μέσα στο
κέντρο των καταστάσεων αυτών, αφού τότε υπηρετούσα ως
Ιεροκήρυξ και Διευθυντής Νεότητος της Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Αθηνών. Γράφει:
«Ευρισκόμενος εις τα πρόσω του πυρός των εκκλησιαστικών
ερίδων, δεν γνωρίζω πως αντιμετωπίζεις το όλον πρόβλημα και
αγνοώ αν διάβασες το βιβλίον μου σχετικώς. Πάντως έχω
παράπονο που δεν σχολιάσθηκε και δεν είχε κίνηση, όπως μου
γράφουν από την ’’Χριστιανικην’’ που το διακινούν. Είεν. Το
θεωρώ ωφέλιμον».
Και τελειώνοντας αυτήν την επιστολή του αισθάνεται την
ανάγκη να εκφράση κάτι που αισθανόταν μέσα στην καρδιά του και
που δείχνει ότι ήθελε η καρδιά του να είναι ελεύθερη από κάθε
παράπονο αδελφού του. Στο κομμάτι αυτό που θα παραθέσω
φαίνεται το ησυχαστικό κλίμα μέσα στο οποίο ζούσε και παρά την
λογιότητά του ήταν ένας γνήσιος ησυχαστής.
«Σε τρισέλιδο γράμμα σου απήντησα με μια κάρτα - εικόνα
της Παναγίας. Όμως μου έμεινε ένα ερωτηματικόν: γιατί έγραψες
την επιστολή αυτή; μήπως υπάρχει κάποια λανθάνουσα
δυσαρέσκεια και δεν γνωρίζω τον λόγον; Μήπως νομίζεις ότι
πρέπει ν’ απαλλαγώ από την ιδέα, ότι έχω λυπήσει τον
προσφιλέστατόν μου ιερομόναχον Ιερόθεον;»
Και την επιστολή του κατακλείει:

«Ασπάζομαί σε εν φιλήματι Αγίω ο πάντοτε φιλών σε


Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης» (Πάσχα 1995).
Η θαυμάσια αυτή επιστολή, η οποία αποτυπώνει καθαρά
την προσωπικότητα του π. Θεοκλήτου, με προκάλεσε να
απαντήσω στον σεβαστό Γέροντα. Θα παραθέσω το κείμενο της
απαντητικής αυτής επιστολής, για να φανή πως εκτιμούσα από
τότε την προσωπικότητά του και ποιά επίδραση άσκησε στην ζωή
μου από τα φοιτητικά μου ακόμη χρόνια, ως ηγετική μορφή του
Αγίου Όρους, αλλά και ποιά γνώμη εξακολουθώ να τρέφω για τον
αείμνηστο Γέροντα:
- 142 -
«Έλαβα το γράμμα σας και ευχαριστώ θερμότατα για τα
γραφόμενα. Κατ’ αρχάς πρέπει να Σας διαβεβαιώσω ότι θεωρώ
ιδιαίτερη τιμή που αξιώθηκα να Σας γνωρίσω από τα φοιτητικά μου
χρόνια και ακόμη περισσότερο που τιμάτε την μικρή και πτωχή
προσφορά μου στον λαό του Θεού. Δεν έχω την γνώμη ότι κάνω
κάτι σπουδαίο, απλώς προσπαθώ να παρουσιάσω την διδασκαλία
των Πατέρων της Εκκλησίας στην σύγχρονη ταραχώδη εποχή. Και
αυτό το κάνω με τα κριτήρια που πήρα από Σας και άλλους
μοναχούς που συνάντησα στο Άγιον Όρος και αλλού.
Αυτό το γράφω γιατί δεν πρέπει να έχετε κανένα λογισμό
ότι έχω κάποια δυσαρέσκεια για Σας και κάποιο παράπονο μαζί
Σας. Δεν αισθάνομαι ότι με αδικήσατε. Αντίθετα μάλιστα
αισθάνομαι ότι από παλαιοτέρους χρόνους μέχρι σήμερα με
βοηθάτε ποικιλοτρόπως. Και αν κάποτε διατυπώνετε τις σκέψεις
Σας και δίδετε μια συμβουλή έχετε όλο το δικαίωμα να το κάνετε.
Άλλωστε, η ηλικία Σας, η θεολογική Σας κατάρτιση, η αγιορείτική
Σας συνείδηση, η πνευματική Σας ωριμότητα και η πολυχρόνια
άσκησή Σας, επιβάλλουν τέτοιες παρεμβάσεις.
Επομένως, δεν έχω κάποιο παράπονο μαζί Σας. Αντίθετα
μάλιστα, όπως έλεγα προηγουμένως, χαίρομαι κάθε σκέψη σας
και κάθε συμβουλή Σας, γιατί γνωρίζω ότι προέρχεται από καρδιά
απηλλαγμένη από ποικίλα πάθη.
Πιθανόν μια φράση μου, δια της οποίας Σας
παρακαλούσα να κρίνετε με επιείκεια ένα έργο μου, που Σας είχα
στείλει, Σας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι έχω μια δυσαρέσκεια
μαζί Σας. Όμως, αυτό το έγραφα μόνο και μόνο επειδή ανεγνώριζα
την προσωπικότητά Σας και την θεολογική Σας κατάρτιση. Υπήρχε
μέσα μου η αίσθηση ότι είμαι ένα μειράκιο μπροστά Σας.
Αισθανόμουν δέος για το έργο που έχετε επιτελέσει. Δεν μπορώ
ποτέ να ξεχάσω τις στιγμές εκείνες, που Σας συναντούσαμε, πριν
από τριάντα περίπου χρόνια, στο Άγιον Όρος, ανώριμα τότε παιδιά
και μέναμε με ανοικτό το στόμα μπροστά στον πλούτο της σοφίας
Σας. Άλλωστε, ο Χριστός το είπε: «Ουκ έστι μαθητής υπέρ τον
διδάσκαλον ουδέ δούλος υπέρ τον κύριον αυτού. αρκετόν τω
μαθητή ίνα γένηται ως ο διδάσκαλος αυτού,...» (Ματθ. ι , 24-25).
Βέβαια καλό θα ήταν να μη γράφω βιβλία. Όμως, υπάρχει
μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αγνοηθή. Βρίσκομαι με την
Χάρη του Θεού στην Αθήνα και είμαι υποχρεωμένος να ομιλώ, να
διοργανώνω συνέδρια, να κάνω εκπομπές στον Ραδιοφωνικό
Σταθμό της Εκκλησίας κλπ. Συνηθίζω δε να μη προχειρολογώ.
Έτσι, αφού τα κείμενα αυτά είναι έτοιμα, αντί να παραμένουν στην
αφάνεια, δημοσιεύονται. Μπορεί μερικά να είναι ατελή, αλλά όμως
στη βάση τους δεν αφίστανται της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
- 143 -
Νομίζω ότι ο Θεός βλέπει την εσωτερική διάθεση. Πιστεύω ότι η
Εκκλησία με την πάροδο του χρόνου θα απορρίψη τα ημιτελή και
ατελή έργα και θα κρατήση τα ωφέλιμα. Πιθανόν, αν είχα κάποια
άλλη διακονία στην Εκκλησία, να μην έγραφα. Τώρα αυτό το
αισθάνομαι ως καθήκον.
Τα δικά Σας κείμενα, δημιούργησαν προβληματισμό σε
πολλούς ανθρώπους, προκάλεσαν ζυμώσεις πνευματικές και
ετάραξαν τα λιμνάζοντα ύδατα. Εγώ όπως και πολλοί άλλοι, Σας
οφείλουμε πολλή ευγνωμοσύνη. Μπορεί Εσείς με την ταπείνωση
που Σας χαρακτηρίζει να ομιλήτε διαφορετικά δια το έργο Σας,
αλλά νομίζω η Εκκλησία θα το εκτιμήση, όπως και το εκτιμά.
Πιστέψτε με, π. Θεόκλητε, ότι μιλώ ειλικρινά. Σας θεωρώ ως από
τους τελευταίους μεγάλους Γέροντες που ζουν στην εποχή μας.
Με ρωτάτε για το σύγχρονο εκκλησιαστικό πρόβλημα και
πως το αντιμετωπίζω. Θα ήθελα να σας πω ότι συμφωνώ με όσα
γράψατε γι’ αυτό. Μερικοί δεν καταλαβαίνουν τα γραπτά Σας γιατί
μιλούν άλλες γλώσσες και διακατέχονται από άλλα «πνεύματα».
Όποιος έχει εκκλησιαστικό φρόνημα διακρίνει την ορθότητα των
σκέψεών Σας. Το ότι, όπως λέτε, δεν σχολιάζω τις προτάσεις σας,
και δεν κυκλοφορούν τα βιβλία που έχετε γράψει για το θέμα αυτό,
είναι γιατί υπάρχει μεγάλη σύγχυση μεταξύ των Χριστιανών.
Κάποτε είχατε πη ότι σήμερα γίνεται λόγος για την θεολογία των
Πατέρων, και τι λέγουν οι Πατέρες, αλλά δεν μιλούν πολύ για το
πως θεολογούν οι Πατέρες. Αυτό είναι το βαθύτερο πρόβλημα της
εποχής μας.
Σχετικά με το λεγόμενο εκκλησιαστικό πρόβλημα πρέπει
να Σας πω ότι βλέπω όλες τις τραγικότητές του. Δεν θέλησα όμως
να γράψω κάτι, αν και σε όλα τα γραπτά μου υπάρχουν θετικές
κρίσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα παρεξηγηθή η προσπάθειά μου
αυτή. Επειδή είμαι Αρχιμανδρίτης - Πρεσβύτερος πολλοί θα
εκλάμβαναν αυτήν την ενέργεια ως προσπάθεια αναδείξεώς μου
στην Διοίκηση της Εκκλησίας. Πολλές φορές θέλησα να Σας
γράψω και να Σας επαινέσω για την προσπάθεια αυτή, αλλά και
πάλι ανέβαλα για να μη παρεξηγηθή η ενέργειά μου αυτή.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δέχομαι εν σιωπή ένα
μαρτύριο, εκκλησιαστικό και προσωπικό. Γιατί όπως
αντιλαμβάνεσθε δέχομαι κρίσεις πανταχόθεν. Έτσι, τηρώ την
στάση που τήρησε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε μερικές
κρίσιμες στιγμές κατά την διάρκεια του αγώνος του. Ζω ουσιαστικά
εν απομονώσει, ασχολούμενος με θεολογικά θέματα, και
μελετώντας την διδασκαλία των θεουμένων αγίων μας.
Από όσα Σας έγραψα είδατε λίγο τον αγώνα μου. Μακάρι
να ήμουν μακρυά από την δίνη των εκκλησιαστικών ερίδων,
- 144 -
μακάρι να βρισκόμουν πολλές βραδυές στην έρημο του Αγίου
Όρους η έστω και μια βραδυά στο ESSEX. Αλλά, τελικά, ο Θεός με
οδήγησε σε αυτόν τον «δυσώνυμο κόσμο». Παρακαλώ εύχεσθε για
μένα. Θεωρώ την προσευχή Σας ως πολυτιμώτατο θησαυρό» (12-
5-1995)
Όταν εξελέγην Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου
Βλασίου, στον τόπο της γενετείρας του, εκτός του ότι τον
εμνημόνευσα στον χειροτονητήριο λόγο μου, του απέστειλα
επιστολή για να ζητήσω την ευλογία του και τις προσευχές του. Και
όταν αργότερα του ζητούσα την γνώμη του για διάφορα θέματα,
εκείνος αισθανόταν ότι είναι ευλογία του Θεού, το ότι συνεχίζεται ο
διάλογος δι’ επιστολών που γινόταν μεταξύ του Επισκόπου
Ευρίπου Ιεροθέου και του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και
έγινε αφορμή να γραφή το «Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, ήτοι περί
φυλακής των πέντε αισθήσεων».
Όταν τον Φεβρουάριο του 1998 μου απέστειλε ένα βιβλίο
του, μου το αφιέρωσε με τα εξής λόγια: «Στον πολυσέβαστό μου
αρχιερέα και Επίσκοπον των Χριστιανών της γενετείρας μου
Ναυπάκτου κυρ Ιερόθεον, ισχυρόν την φρένα, νεαρόν την ηλικίαν,
λαμπρόν θεολόγον και σεμνόν τους τρόπους με την ευχήν και
παράκλησιν το μεν να προβαίνει υψούμενος και τελειούμενος, τα
δε να προσεύχεται και υπέρ της ταπεινότητός μου, ίνα καγώ
χαίρομαι και δοξάζω τον Κύριον. Θεόκλητος Μοναχός Διον.».
Παρέθεσα αυτήν την αφιέρωση κυρίως για να φανή το
ταπεινόν και ανεπίφθονον ήθος του, ο σεβασμός του στην
αρχιερατική χάρη και το εκκλησιαστικό του φρόνημα. Με την
μεγάλη αγάπη που είχε σε συνδυασμό με την ταπείνωσή του
υπερεκτιμούσε τα δικά μου προσόντα και χαρίσματα. Έτσι οι
«μεγάλοι» μέσα στον χώρο της Εκκλησίας αφήνουν χώρο να
αναπτυσσόμαστε και εμείς.
Όταν του απέστειλα το βιβλίο μου για τον αείμνηστο
Μητροπολίτη Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρό Καλλίνικο μου
έγραψε μεταξύ των άλλων:
«Έχω μίαν αναπαλαιωθείσαν ι(εράν) εικόνα της Παναγίας,
δώρον του τότε Δημητριάδος, ανηρτημένην στο κελλίον μου μεταξύ
άλλων 18 της Παναγίας, διαφόρων τύπων. Και δις της ημέρας
ασπαζόμενος όλες έλεγα: Θεοτόκε φώτιζε τον Επίσκοπον. Τώρα
λέγω φώτιζε, ενίσχυε και κατεύθυνε τον Αρχιεπίσκοπον.
Τι προοιμιάζουν ταύτα; Ότι όταν θα βλέπω το ογκώδες
βιβλίον σας, λησμονώντας όσα καθ’ υπερβολήν ως αφιέρωση
γράψατε, θα λέγω ευχές ανάλογες. Και μίαν σύσταση στον φίλον
Επίσκοπον, δι’ ον λόγον ‘’δεκάπηχυς γίνομαι’’: Να διαβάζετε μίαν
φοράν την ημέραν την επιστολήν του ομωνύμου σας εξαδέλφου
- 145 -
του Αγίου Νικοδήμου και την απάντηση» (Δ Κυριακή των Νηστειών
1999).
Το απόσμασμα αυτό δείχνει την αγάπη του αείμνηστου
Γέροντος στην Παναγία που εκδηλώνεται με παιδικότητα και
απλότητα, την αγάπη του στους επιστολογράφους του και τους
φίλους του, για τους οποίους διαρκώς προσευχόταν και την
ησυχαστική του παράδοση όπως εκφράζεται στην αλληλογραφία
μεταξύ του επισκόπου Ευρίπου Ιεροθέου και του αγίου Νικοδήμου
του Αγιορείτου. Ο αείμνηστος Γέροντας ήθελε οι Επίσκοποι να
ζουν μέσα στην ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας.
Στην ίδια επιστολή αναφερόμενος στην Ιερά Μονή
Μεταμορφώσεως, πριν ακόμη ανακύψουν τα γνωστά προβλήματα,
δίνει πάλι μια άλλη ησυχαστική πλευρά της ζωής του. Γράφει: «Με
το ιερόν Μοναστήριον πως πάτε; Είναι για Σας ο εκγυμνάζων την
ψυχήν Σας πειρασμός».
Μια επιστολή του μου έδωσε αφορμή να αντιληφθώ
κάπως διαφορετικά τα γραφόμενά του. Γι’ αυτό ο Γέροντας
Θεόκλητος με πολύ ωραίο τρόπο μου έγραψε: (9/22.5.1999):
«Ευλογημένε Ιεράρχα, με κάνατε και εγέλασα για να μην
εκπλαγώ. Πώς εσείς ο τοιούτος και τηλικούτος συγγραφεύς
υπέστητε αυτήν την παρανόηση;». Και ύστερα από τις
απαραίτητες εξηγήσεις έγραφε: «Απήντησα στην από 2.3.99
επιστολή Σας περισσότερον να επικαλεσθώ τις άγιες ευχές Σας και
να υποβάλω τα βαθύτατα σέβη μου, παρά να Σας διορθώσω».
Αυτό δείχνει την ευαίσθητη καρδιά του και την ευγένειά του.
Γενικά, όπως φαίνεται στα αποσπάσματα που παρέθεσα,
ο Γέρων Θεόκλητος ήταν ένας αγιορείτης Μοναχός με καλογερική
καρδιά και ευαισθησία. Δίδασκε, διόρθωνε, έδειχνε αγάπη,
διακατεχόταν από αυτομεμψία, αγαπούσε τον Θεό και την
Παναγία, την έφορο του Αγίου Όρους, ζούσε ησυχαστικά και
μερικές φορές εκδηλωνόταν και δυναμικά. Συγχρόνως σε μερικές
περιπτώσεις συμπεριφερόταν ως ένα μεγάλο αγιορείτικο παιδί.
Δεν είμαι εκείνος που θα μετρήση τα μέτρα αρετής στα οποία
έφθασε, αλλά σίγουρα αγαπούσε τον Θεό, την Παναγία, την
Εκκλησία, τους αγίους και την ησυχαστική παράδοση, που είναι η
απλανής μέθοδος θεραπείας του ανθρώπου.
Σε μια από τις τελευταίες τηλεφωνικές επικοινωνίες που
είχαμε, ύστερα από κάποια περιπέτεια της υγείας του, μου είπε
αποκαλυπτικά: «Σεβασμιώτατε, ο Θεός με λυπήθηκε και με άφησε
ακόμη να ζήσω για να μετανοήσω. Παρακαλώ να εύχεσθε για μένα
να μετανοήσω».

2. Στοιχεία της ησυχαστικής του θεολογίας


- 146 -
Πολλά είναι τα βιβλία που είχε συγγράψει ο π. Θεόκλητος
και στα οποία φαίνεται η προσωπικότητά του, αλλά κυρίως ο
μοναχισμός που συνάντησε στο Άγιον Όρος από κοινοβιάτες και
ερημίτες μοναχούς, που ζούσαν τον ησυχαστικό τρόπο ζωής. Δεν
θα αναφερθώ σε αυτά, γιατί θα ακολουθήση άλλη εισήγηση για τον
π. Θεόκλητο ως συγγραφέα. Κυρίως στο σημείο αυτό θα ήθελα να
εντοπίσω τα δύο κλασσικά βιβλία του το ένα με τίτλο «Μεταξύ
ουρανού και γης» και το άλλο με τίτλο «Αθωνικοί διάλογοι, η
θεολογία της νοεράς προσευχής» που αναφέρονται διεξοδικά στα
θέματα του μοναχισμού και της ιεράς ησυχίας.
Και τα δυό αυτά βιβλία είναι γραμμένα με διαλογική
μορφή, και όπως πιστεύω αλλά και ο ίδιος με διαβεβαίωσε,
πρόκειται για μια μορφή την οποία εκείνος επέλεξε. Προφανώς
πρόκειται για βιώματα του ιδίου του π. Θεοκλήτου, που έβαλε στο
στόμα ερημιτών και γερόντων ησυχαστών και στους συνομιλητές
τους. Στην πραγματικότητα ήταν το περιεχόμενο της σκέψεως και
της ζωής του. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τις υψηλές
διδασκαλίες της Εκκλησίας τις έθετε στο στόμα ερημιτών μοναχών.
Αυτό δεν γινόταν χωρίς λόγο. Πίστευε απόλυτα ότι η ορθόδοξη
πίστη είναι καρπός εμπειρίας. Για τον Γέροντα Θεόκλητο το
πρότυπο και η αναφορά του ήταν ο ερημίτης θεόπτης ησυχαστής.
Το βιβλίο «Μεταξύ ουρανού και γης», που βραβεύθηκε
από την Ακαδημία Αθηνών, είναι γραμμένο από την αρχή της
μοναχικής του ζωής στον Άθωνα και είναι τρόπον τινα μια
ομολογία του περί του μοναχισμού. Ο ίδιος μου έλεγε ότι αυτό το
βιβλίο είναι γραμμένο για τους ανθρώπους που βρίσκονται έξω
από το Άγιον Όρος και έχουν κακή ιδέα περί του μοναχισμού ή τον
ταυτίζουν με διάφορες ασκητικές αρχαιοελληνικές και βουδιστικές
παραδόσεις, και αποβλέπει να τους κάνη να στρέψουν την
προσοχή τους στον ορθόδοξο μοναχισμό ως την αληθινή
ευαγγελική ζωή. Έλαβε αφορμή από διάφορα βιβλία και κείμενα
που εγράφησαν για τον Μοναχισμό και το Άγιον Όρος που
αγνοούσαν το «πνεύμα» του Μοναχισμού και του Αγίου Όρους.
Πάντως, όπως ο ίδιος έλεγε, όταν κανείς εισέρχεται στην Ιερά
Μονή για να γίνη μοναχός πρέπει να αφήση έξω από αυτήν το
βιβλίο αυτό. Το βιβλίο γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράσεις σε
άλλες γλώσσες και έγινε αντικείμενο διδακτορικών διατριβών.
Όμως, το δεύτερο βιβλίο με την μορφή του διαλόγου και
τίτλο «Αθωνικοί διάλογοι» είναι εκείνο που εκπροσωπεί, κατά την
γνώμη μου, τον γνήσιο ορθόδοξο ησυχαστικό μοναχισμό και είναι
καρπός βαθείας γνώσεως της ιεράς ησυχίας, της νοεράς
προσευχής και των εσωτερικών πλευρών της πνευματικής ζωής.
- 147 -
Όταν διαβάση κανείς τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου
αυτού αντιλαμβάνεται την σημαντικότητά του, και το ότι ο Γέρων
Θεόκλητος κατόρθωσε να περιλάβη σε αυτό τα κεντρικά σημεία
της ιεράς εργασίας της προσευχής. Πρόκειται για κλασσικό βιβλίο
στο είδός του, το οποίο αποτελεί περίληψη όλης της ησυχαστικής -
νηπτικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Για να φανή καλύτερα η σημασία και η αξία του βιβλίου θα
πρέπη να εντοπισθούν μερικά σημεία από την ευσύνοπτη
εισαγωγή την οποία έγραψε ο ίδιος ο π. Θεόκλητος.
Κατ’ αρχάς παρουσιάζει το Άγιον Όρος ως «χώρο»
διαλόγων και κυρίως διαλόγων για πνευματικά ζητήματα. Σε μια
περίοδο που το Άγιον Όρος εθεωρείτο ως ένας πολιτιστικός χώρος
με έργα τέχνης και υπέροχες βιβλιοθήκες, ο Γέρων Θεόκλητος
θεωρεί το Άγιον Όρος ως χώρο διαλόγου για την προσευχή, που
αποτελεί την καρδιά και τον παλμό του. Μάλιστα ο ίδιος θεωρεί τον
εαυτό του ως μάρτυρα ενός τέτοιου διαλόγου, γι’ αυτό και
ισχυρίζεται ότι σε αυτόν ανήκει «ο μισθός του κόπου της
αποτυπώσεως των διαλόγων» των οποίων ο ίδιος υπήρξε
αυτήκοος μάρτυς και συμμέτοχος.
Ισχυρίζεται ακόμη, και αυτό δείχνει την προφητική του
ενέργεια, ότι «η σύγχυσις, η νοθεία, η αίρεσις» εισέρχονται στην
Εκκλησία με ποικίλες μορφές και ο διάβολος αρπάζει τα πρόβατα
από την ποίμνη του Χριστού. Η μόνη μέθοδος για να αποφύγη
κανείς αυτούς τους πειρασμούς, που πλανούν τους ανθρώπους,
είναι ο ησυχασμός, γι’ αυτό και υπενθυμίζει τον λόγο του αγίου
Γρηγορίου του Θεολόγου: «δει τω όντι σχολάσαι, και γνώναι
Θεόν». Δεν μπορεί κανείς να φθάση στην γνώση του Θεού όταν
διακατέχεται από τον σάλο των «βιωτικών μελημάτων» που
απορρέει από τις συνθήκες του βίου, ούτε όταν διακρίνεται από
τον «τάραχον των παθών» που προκαλεί «η άφευκτος ναυτία εις
τας ψυχάς».
Η Εκκλησία συνεχώς διδάσκει και χορηγεί την Χάρη του
Θεού με τα Μυστήρια, αλλά απαιτείται και η συνέργεια των
ανθρώπων. Ο Γέρων Θεόκλητος στην εισαγωγή του βιβλίου αυτού
θεωρεί ότι ένα από τα ενδεικνυόμενα μέσα για την άμυνα του
ανθρώπου στις πυκνές και αλλεπάλληλες προσβολές του κακού
και την ενοποίηση των δυνάμεων της ψυχής που διαχέονται στον
κόσμο «είναι η μονολόγιστος προσευχή». Η αξία της ευχής
συνίσταται στο ότι αφ’ ενός μεν γίνεται με εύκολο τρόπο, αφ’
ετέρου δε εκφράζεται στην δύναμη της «ως αγάπης, γλυκύτητος
και συντριβής καρδίας». Τονίζει λακωνικώς ότι οι άνθρωποι που
ζουν στον κόσμο μπορούν με την προσευχή αυτή να επιτύχουν και
τους δύο αυτούς στόχους, δηλαδή την αντιμετώπιση των
- 148 -
προσβολών του κακού και την ενοποίηση των δυνάμεων της
ψυχής. Όμως για τους μοναχούς η «μονολόγιστος προσευχή»
«αποτελεί την αφετηρίαν ενός θειοτάτου αγώνος και την
προϋπόθεσιν μιας ατέρμονος εν έρωτι Θεού βιώσεως και
θεολογίας».
Καταλήγοντας στον πρόλογό του εκφράζει τον πόθο του,
αλλά και διατρανώνει και την προσευχή του «όπως ο ορθόδοξος
λαός μας επανεύρη την προσευχήν της καρδίας, υπέρ της οποίας
ηγωνίσθησαν μεγάλοι θεολόγοι Πατέρες, εν οις ο μέγας άγιος
Γρηγόριος ο Παλαμάς ο κήρυξ της Χάριτος».
Σε αυτόν τον μικρό πρόλογο φαίνεται μια θαυμαστή
Θεοκλητιανή ισορροπία, αφού κάνει λόγο για Εκκλησία, για
θεολογία, για συμμετοχή στα Μυστήρια, και για την εξάσκηση του
ανθρώπου στην νοερά μονολόγιστη προσευχή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλο το βιβλίο αυτό, με την
μορφή διαλόγου, αναφέρονται ύψιστα θέματα πνευματικής ζωής,
που συνδέονται με την ευχή και την νοερά ησυχία, όπως η σχέση
μεταξύ της νοεράς προσευχής και της θεωρίας του Θεού, η
αφάνταστος και ανίδεος προσευχή, οι θείοι έρωτες του αγίου
Συμεών του νέου Θεολόγου, το κτιστό και το άκτιστο Φως κλπ.
Στο βιβλίο αυτό διαβάζουμε την περιγραφή του Μοναχού
Ν. για την ζωή του ησυχαστού Γέροντός του που ζούσε στο
«θεόκτιστον σπήλαιόν» του, που η «τροφή του ήτο άρτος, άλας και
νερό» και «είχε παραδοθή ολοκληρωτικώς εις την αγάπην και την
θεωρίαν του Θεού, ώστε να ζη μέσα εις το άκτιστον Φως», που
πήγαινε στο Κυριακό κάθε Κυριακή και μεταλάμβανε των
αχράντων Μυστηρίων και μάλιστα «περιεπάτει πάντοτε μόνος του
σύννους, δια να μη διακοπή η εσωτερική εργασία του, η ευχή και
αι θεωρίαι», και μέσα στο Ναό στεκόταν «εις μίαν γωνίαν με το
πρόσωπον πάντοτε στην γην και από τα μάτια του έτρεχαν συνεχή
δάκρυα, από το πνευματικόν πένθος που είχε εις την καρδίαν του
και από την μνήμην του θανάτου» (σελ. 168). Επίσης, ο νέος
αυτός Μοναχός περιγράφει την νυχθήμερη πορεία του ησυχαστού
Γέροντός του, με διαρκή προσευχή, νήψη και θεωρία Θεού (σελ.
170). Αυτή η ζωή του αειμνήστου εκείνου ησυχαστού τον έκανε να
καθοδηγή ορθόδοξα τον υποτακτικό του που του έλεγε: «Αν
επιθυμής να φθάσης εις μεγάλα μέτρα, κράτησε την κρυπτήν
μελέτην εν καθαρά καρδία. Και αν παραμείνης εις την αδιάλειπτον
προσευχήν και εις την μελέτην της θείας Γραφής, θα ανοιγούν οι
νοεροί οφθαλμοί της ψυχής και θα γεννηθή μεγάλη χαρά και ένας
πόθος άρρητος και δριμύς εις την καρδίαν σου, που θα καίγεται η
σαρξ υπό του Πνεύματος, ώστε όλος ο άνθρωπος θα γίνη
πνευματικός» (σελ. 173).
- 149 -
Όλα αυτά που περιγράφει ο Γέρων Θεόκλητος δεν είναι
άσχετα από την ησυχαστική ζωή που ζούσε ο ίδιος.
Ο Γέρων Θεόκλητος μοναχός Διονυσιάτης με τις
προφορικές του συνομιλίες, τις δημόσιες ομιλίες, αλλά και με τα
συγγράμματά του, μας έδειξε, με λόγιο τρόπο, τον δρόμο του
ορθοδόξου ησυχασμού, ως μόνης προϋποθέσεως βιώσεως του
ακτίστου Φωτός, και της σωτηρίας μας. Συγχρόνως μας έδειξε ότι
το Άγιον Όρος είναι ο χώρος της εισόδου στην ορθόδοξη ησυχία
με όλη την σημασία της λέξεως και οι πραγματικοί αθωνίτες
μοναχοί, δεν στοχάζονται, ούτε ασχολούνται με πολλά, αλλά
αποκτούν την καθαρότητα του νου τους και την ενοποίηση των
διακεχυμένων στον κόσμο δυνάμεων της ψυχής, με την Χάρη του
Θεού και τον δικό τους προσωπικό αγώνα, και διαλέγονται κυρίως
με τον Θεό. Εάν δε χρειασθή να κάνουν διαλόγους για διάφορα
θέματα με τους ανθρώπους, τότε αυτοί οι διάλογοι είναι έκφραση
των προσωπικών τους διαλόγων με τον Θεό και της βαθυτάτης
σιωπής τους. Το εκφράζει αυτό με πολύ ωραίο τρόπο στο βιβλίο
του «Αθωνικοί διάλογοι». Γράφει ο ίδιος ως εισαγωγή σε ένα
κεφάλαιο του βιβλίου: «Πρέπει λοιπόν να είναι Μοναχός κανείς, να
ζήση την εμπειρίαν της ενότητος του νου, δια να αντιληφθή πόσον
δυσάρεστοι είναι αι συζητήσεις, μάλιστα, για θέματα έξω του
κύκλου του πνευματικού ενδιαφέροντος» (σελ. 199).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο σε ένα άρθρο του,
αναφερόμενος σε Χριστιανούς που κάθε μέρα περιφέρονται από
αίθουσα σε αίθουσα για να ακούνε ομιλίες και μάλιστα ομιλίες που
δεν κινούνται στα πλαίσια της Ορθοδόξου Παραδόσεως τους
συνιστούσε να κλείνονται στο κελλί τους και να προσεύχονται στον
Θεό με την ευχή και να κάνουν την παράκληση (Αθωνικά Άνθη,
τομ. Α ).
Ο Γέρων Θεόκλητος Μοναχός Διονυσιάτης έγραφε
συνεχώς για την ησυχία, ως προϋπόθεσης γνώσεως του Θεού
που είναι η πραγματική άγνοια, η υπερτέρα της ανθρωπίνης
γνώσεως, χρησιμοποιώντας λογία γλώσσα και τον φυσικό πλούτο
της διανοίας που διέθετε. Και τώρα νομίζουμε ότι απολαμβάνει την
ησυχία αυτήν που ο ίδιος δίδαξε, έζησε και εξέφρασε, χωρίς να του
χρειάζεται η λογιότητά του.
Στον τάφο κάποιου κοσμικού δημοσιογράφου και
σχολιαστή που ήταν ευφυολόγος (Φρέντυ Γερμανός) έγραψαν:
«ησυχία». Προφανώς εννοείται ότι τώρα απολαμβάνει την ησυχία.
Όμως, αυτό πρέπει να γραφή κυρίως στον τάφο του Γέροντος
Θεοκλήτου, αφού για την ησυχία, με την ορθόδοξη σημασία της,
έγραψε, αυτήν έζησε και αυτήν δίδαξε. Πιστεύουμε ότι εισήλθε και
ζη στον θείο σαββατισμό στην κατάπαυση του Θεού, σύμφωνα με
- 150 -
την προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου:
«σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν» (Εβρ. δ
, 11).
Το πραγματικό μνημόσυνο στον Γέροντα Θεόκλητο είναι
να ζούμε και εμείς Κληρικοί και λαϊκοί, μοναχοί και αγιορείτες,
αυτήν την κατάπαυση, την ορθόδοξη ησυχία που είναι η μόνη οδός
που οδηγεί στην θεωρία του Θεού και ειρηνεύει ολόκληρη την
ύπαρξή μας.

π. Σάββας ο πνευματικός 1821-1908)


Μια σπουδαία Αγιορείτικη Μορφή υπήρξε και ο παπά
Σάββας ο πνευματικός. Μέγας ασκητής, ισάγγελος λειτουργός,
ασύγκριτος εξομολόγος και καθοδηγητής ψυχών. Αναρίθμητες
ψυχές ταλαιπωρημένες σε χρόνους δύσκολους και ταραγμένους
βρήκαν κοντά του το λιμάνι της σωτηρίας, τους δρόμους της ζωής
το ύδωρ της αναπαύσεως. Στους τόσους που εξομολογούσε ο
παπά Σάββας ήταν και ένας Ρουμάνος διάκονος. Νεαρός ακόμη
ήρθε στον Άθω και ησύχαζε κάπου στην έρημο, όχι πολύ μακριά
από την Μικρά Αγία Άννα.
- Πνευματικέ μου, του λέει μια μέρα ο διάκονος αυτός
περίλυπα, σε παρακαλώ μην ξεχάσεις να μνημονεύσεις αύριο στην
λειτουργία την μητέρα μου που έχει τα τρίτα της.
Τα λόγια αυτά χτύπησαν στην ακοή του παπά Σάββα σαν
λόγια που πρόδιδαν θριάμβους του διαβόλου. Ο Γέροντας
ταράχτηκε. Εδώ σκέφτηκε κάποιο άσχημο φαγητό μαγείρεψε ο
εχθρός. Ο πανούργος! Με πόση τέχνη πλανεύει και σκοτίζει τα
πλάσματα του Θεού. Χωρίς να δείξει εξωτερικά την αγωνία του,
επιδόθηκε στην ανίχνευση του κακού.
- Για πες μου παιδί μου καθαρότερα την υπόθεση. Η μητέρα
σου έχει αύριο τα τρίτα της. Δηλαδή πέθανε προχτές. Πέθανε στην
Ρουμανία. Πώς εσύ σε δυο μέρες πληροφορήθηκες το θάνατο της;
Μεσολάβησε λίγη σιγή.
- Πως; Πως το έμαθα; Άρχισε να λέει δειλά ο διάκονος. Να
μου το είπε.....
- Ποιος σου το είπε;
- Μου το είπε ο φύλακας άγγελος μου.
- Ο φύλακας άγγελος σου; Έχεις δει τον άγγελο σου;
- Αξιώθηκα να τον δω. Δεν είναι μια και δύο φορές. Είναι
τώρα δυο χρόνια. Μου παρουσιάστηκε με συντροφεύει στην
προσευχή. Λέμε μαζί τους χαιρετισμούς κάνουμε μετάνοιες
ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις...
Εκείνο τα «δύο χρόνια» πίκρανε πολύ τον παπά Σάββα. Δυο
- 151 -
χρόνια πλάνης δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Ν' αφήνεις τον εχθρό να
χτίζει μέσα σου ανενόχλητα επί δυο χρόνια το οικοδόμημα της
καταστροφής σου, είναι θλιβερό.
- Και γιατί παιδί μου, τόσο καιρό, δεν μου ανέφερες τίποτα;
- Μου είπε ο άγγελος πως δεν είναι απαραίτητο.
Ο παπά Σάββας καταλάβαινε πως έχει να δώσει μεγάλη
μάχη. Να πείσει πρώτα τον δυστυχή διάκονο ότι δεν πρόκειται για
άγγελο. Να ετοιμασθεί έπειτα να αντιμετωπίσει την οργή του
δαίμονα. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον και σώσον
ημάς», προσευχήθηκε με θέρμη.
- Παιδί μου είσαι βέβαιος πως είναι άγγελος του Θεού αυτός
που εμφανίζεται;
- Βέβαιος! Βεβαιότατος Γέροντα μου! Μα προσευχόμαστε
μαζί, κάνουμε καθημερινώς χίλιες μετάνοιες. Συζητούμε για την
μέλλουσα ζωή, για τον παράδεισο. Ο φύλακας άγγελος μου είναι.
Ο διάκονος φαινόταν αμετάπειστος. Εκείνο όμως που του
έκανε εφεκτικό ήταν η εμπιστοσύνη του, στον θεοφώτιστο
Πνευματικό του.
- Αλλά πάλι - έλεγε - πως μπορεί ο δαίμονας να με ενισχύσει
στην προσευχή; Αυτός πολεμάει τους προσευχόμενους.
Μετά από πολλά συμφώνησαν να καταφύγουν σε μερικές
δοκιμασίες. Να δοκιμάσουν τον «φύλακα άγγελο».
- Ζήτησε του, του είπε ο παπά Σάββας, μόλις ξανάρθει να πει
το «Θεοτόκε Παρθένε». Ακόμη πες του να κάνει το σημείο του
Σταυρού. Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Όταν δυο
ολόκληρα χρόνια σε έχει ο πονηρός τυλιγμένο στην πλάνη, τότε
και τα μάτια σου και τα αυτιά σου τα πλανεύει και φαντάζεσαι πως
ακούς το «Θεοτόκε Παρθένε» και πως τον βλέπεις να
σταυροκοπιέται. Στην επόμενη επίσκεψη ο διάκονος με κάποια
κρυφή εσωτερική ικανοποίηση είπε στον Πνευματικό.
- Γέροντα μου τα πράγματα έχουν όπως σου το έλεγα. Είναι
άγγελος Θεού. Είναι ο φύλακας άγγελος μου. Και το «Θεοτόκε
Παρθένε» το είπε και τον Σταυρό του τον έκανε.
Ο παπά Σάββας το είχε αντιληφθεί. Δύο ετών δουλεία από
τον πολυμήχανο εχθρό δεν μπορούσε να αχρηστευθεί εύκολα. Αν
όμως αυτός ξέρει πολλές μηχανές, στους θεοφόρους λάμπει το
φως της πανσοφίας του Θεού, που εξουδετερώνει τα τεχνάσματα
του σκότους. Κάποια φωτεινή ιδέα άστραψε τότε στον φωτόμορφο
νου του Πνευματικού. Και στρέφεται αμέσως προς τον διάκονο:
- Άκουσε παιδί μου. Πρόσεξε σε μια τελευταία δοκιμασία. Με
αυτήν θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. Στους αγγέλους του θεού
υπάρχει η δυνατότητα όλα να είναι γνωστά, γιατί τους τα
αποκαλύπτει ο Θεός. Στους δαίμονες αντιθέτως δεν υπάρχει
- 152 -
παρόμοια δυνατότητα και πολλά πράγματα τους είναι σκοτεινά.
Συμφωνείς;
- Συμφωνώ.
- Αφού συμφωνείς, πρόσεξε τι θα κάνουμε. Εγώ την στιγμή
αυτή, ακριβώς την στιγμή αυτή κάτι θα σκεφτώ
- σκέφτηκε κάτι σε βάρος του διαβόλου - και το αφήνω
κρυπτό και αψηλάφητο μέσα μου. Εσύ το βράδυ θα ζητήσεις από
τον άγγελο να σου το πει. Αν το βρει τότε χωρίς αμφιβολία είναι
του θεού. Και να έρθεις να με ενημερώσεις. Γυρίζοντας ο διάκονος
στην καλύβι του, σάλευε μέσα του κάτι σαν αγωνία, σαν
δυσάρεστη προαίσθηση. Από την άλλη μεριά θαύμαζε την
σπουδαία ιδέα του Πνευματικού. Η υπόθεση θα περνούσε τώρα
την κρίσιμη φάση της.
Μόλις ζητήθηκε την νύχτα απ' τον άγγελο η λύση του
προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή αυλάκωσε το φωτεινό
πρόσωπο του. Φάνηκε να σαστίζει. Ο διάκονος, που άρχιζε κάτι να
υποψιάζεται, επέμενε στο θέμα του.
- Κάνω υπακοή στον Πνευματικό. Να μου πεις τι σκέφτηκε.
Ο άγγελος με μερικούς ελιγμούς προσπάθησε να μεταφέρει
αλλού την συζήτηση. Ο διάκονος όμως με επιμονή τον επανέφερε
στο θέμα. Άλλωστε οι τεχνικές αυτές υπεκφυγές δεν του
προξενούσαν καλή εντύπωση.
- Να μου πεις τι σκέφτηκε ο Πνευματικός. Το θέμα είναι
απλό. Γιατί τ' αποφεύγεις; Το αγνοείς;
- Πρόσεχε διάκο. Με τον μικροπρεπή τρόπο που μου
συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις να χάσεις την εύνοια μου.
- Δεν ξέρω. Σου ζητώ κάτι εύκολο. Γνωρίζεις ή όχι επιτέλους,
τι σκέφτηκε ο Πνευματικός;
Την ώρα αυτή πετάχτηκε το λαμπερό προσωπείο, μια φρικτή
μορφή αποκαλύφθηκε, μερικά άγρια δόντια έτριξαν και σαν από
στόμα λυσσασμένου θηρίου ακούστηκαν τα λόγια.
- Να χαθείς άθλιε. Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση, στην
φωτιά! Θα σε κάψουμε! Θα σε καταστρέψουμε!
Και ο διάκονος έμεινε μόνος του. Μόνος του και σωστό
ερείπιο. Όλη η γλυκύτητα των οπτασιών, δυο χρόνια τώρα, δεν
αντιστάθμισε την τωρινή του πικρία. Αν δεν τον στήριζαν από
μακριά οι προσευχές του Πνευματικού που ξαγρυπνούσε και
παρακαλούσε γι' αυτόν, θα είχε παραδώσει το πνεύμα του.
Πέρασαν αρκετές ώρες ώσπου να συνέλθει και να σταθεί στα
ποδιά του. Το Καλύβι του πια δεν τον χωρούσε. Πουθενά δεν
έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο κοντά στον Πνευματικό. Σ' όλη του
την διαδρομή βούιζε στ' αυτιά του η απειλή: «αύριο τέτοια ώρα
στην κόλαση». Ο τρόμος τον διαπερνούσε μέχρι το μεδούλι.
- 153 -
Έφθασε, όπως έφθασε ως την καλύβα της Αναστάσεως. Έπιασε
το ράσο του Πνευματικού και δεν το άφηνε ούτε στιγμή. Και την
ώρα που έπρεπε εκείνος να κοιμηθεί λίγο, δίπλα του ο
τρομοκρατημένος διάκονος.
- Μη φοβάσαι παιδί μου ηρέμησε.
- Πώς να μην φοβηθώ, Πνευματικέ μου, που πλησιάζει η
ώρα. Ω! Πλησιάζει η ώρα που θα με πάρουν. Τι κραυγές τρόμου
και απελπισίας ήταν αυτές!
- Σώσε με, Πνευματικέ μου! Χάνομαι! Με παίρνουν! Σώσε με!
- Γονατίζει ο παπά Σάββας και γεμάτος πόνο και δάκρυα
δέεται στον Κύριο να λυπηθεί τον δούλο του και να επιτιμήσει τους
πονηρούς δαίμονες.
Εισακούσθηκε η δέηση του κι ο ταλαίπωρος διάκονος
σώθηκε από το στόμα λέοντος. Έτσι πήρε τέλος η τραγωδία.
Τραγωδία πολύ διδακτική. Αλήθεια τι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από
τις οπτασίες και τα οράματα. Τι μπορεί να χτίσει ο εχθρός, όταν
δεν ξεδιπλώνεται πλήρως ο εσωτερικός κόσμος του πιστού στην
εξομολόγηση!! Τι αξίζει ένας έμπειρος Πνευματικός!
Αλλά και κάτι άλλο. Με τον χρόνο και την καθοδήγηση του
παπά Σάββα ο Ρουμάνος διάκονος ηρέμησε. Η πνευματική του
ζωή πήρε καλή εξέλιξη.
Χειροτονήθηκε αργότερα και ιερέας και διακρινόταν πάντα
για την ευλάβεια του. Ωστόσο εκείνα τα χρόνια της πλάνης του
άφησαν κάποια δυσάρεστα ίχνη. Ο διάβολος βλέπετε, είχε
απόκτηση απάνω του δικαιώματα. Δωρεάν θα του πρόσφερε τόσο
απολαυστικά οράματα;
Έτσι, αν και από μικρός πήγαινε στο Άγιον 'Ορος, αν και
αναπτύχθηκε σε ένα αγγελικό θα λέγαμε περιβάλλον, παρ' όλα
αυτά σ' όλη την κατόπιν ζωή του εταλαιπωρείτο με διάφορους
ενοχλητικούς πειρασμούς. Όλοι οι διακριτικοί πατέρες διέβλεπαν σ'
αυτόν το κατάλοιπο της διετούς εκείνης συνεργασίας με τον άγγελο
που δεν ήταν άγγελος...

Πορεία προς την Αγία Άννα

- 154 -
Η Σκήτη της Αγίας Άννης είναι ή αρχαιότερη άλλα και
μεγαλύτερη Σκήτη του Αγίου Όρους, έχει όμως δυο περιόδους
ζωής, ή μία κατά την Παράδοση άρχισε τον 6ον με 7ον αιώνα,
οπόταν συστήθηκε ή Κοινοβιακή Μονή των «Βουλευτηρίων». Από
τις πολλές όμως επιδρομές των θαλασσοπειρατών διατηρήθηκε
μέχρι τον 9ον με ΙΟον αιώνα και κατεστράφη, οπόταν έχομε την
δεύτερη περίοδο ζωής αυτής, ή οποία φαίνεται να έχει αρχή από
τον Όσιο Γερόντιο, ο όποιος φέρεται Ιδρυτής της Σκήτης Αυτής,
χρηματίσας ηγούμενος της Μονής των Βουλευτηρίων, της οποίας,
ίσως να ήταν ο τελευταίος. Ό Άγιος αυτός ήταν σύγχρονος με τον
άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, στην αρχή έζησε κάτω στα
παραθαλάσσια μέρη σε σπηλιές, άλλα από τις συνεχείς ενοχλήσεις
των πειρατών, ανέβηκε ψηλά στα δύσβατα βράχια, εκεί που
σήμερα είναι το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος, το όποιον
αυτός πρωτοέκτισε.
Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν πλήθος ξεροκάλυβα και
σπηλιές, στα όποια κατά καιρούς παρέμειναν και ασκήτευαν
πολλοί Μοναχοί ερημίτες και ερημοπολίτες.
Με πολλούς πειρασμούς και σκληρούς αγώνες, ο όσιος
Γερόντιος πλήρης ήμερων παρέδωκε το πνεύμα στο Δεσπότη
Χριστό, γενόμενος θυσία και πρότυπο παράδειγμα αρετής και
καλοσύνης στους υποτακτικούς και συνασκητές του. Εκεί πού
έμενε, προς παρηγοριά των αδελφών, με θερμή προσευχή, μέσα
από τα βράχια, έβγαλε λίγο νεράκι σαν άγιασμα.
α) Αυτός όμως πού τον διαδέχθηκε, στη σπηλιά πού έμενε ο
άγιος Γερόντιος, θέλησε να φτιάξει ένα μικρό κηπάκι και μάζευε το
άγιασμα για να ποτίζει τον κήπο του. Επειδή όμως το νεράκι αυτό,
δε δόθηκε για να ποτίζουν κήπους, και για να μη περισπώνται οι
Μοναχοί σε κηποκαλλιέργειες και αφήνουν τα πνευματικά τους
καθήκοντα, στο Μοναχό αυτόν παρουσιάστηκε σε όραμα ή
Παναγία και του έκαμε παρατήρηση και για να μη παραμελεί την
- 155 -
πνευματική του ζωή, ή Κυρία Θεοτόκος, έδωκε εντολή να στερέψει
άπ' Εκεί το άγιασμα, πού δόθηκε μόνον να πίνουν, κι όχι να
ποτίζουν κήπους, και βγήκε πιο κάτω και χαμηλότερα από την
επιφάνεια της γης. Το άγιασμα αυτό μέχρι σήμερα χειμώνα -
καλοκαίρι είναι το ίδιο, ούτε αυξάνει, ούτε λιγοστεύει

Άγιοι στη σκήτη της Αγίας Άννας

Ή ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης έχει δώσει στη Μητέρα


Εκκλησία δέκα τέσσερις Αγίους, Όσιους και Νεομάρτυρες
γνωστούς με τα ονόματα:
1) Όσιος Γερόντιος ο Κτήτωρ,
2) Όσιος Σωφρόνιος Ιερομόναχος, του οποίου ο βίος μοιάζει
απόλυτα με το βίο του αγίου Αλεξίου «του ανθρώπου του Θεού».
3) Οσιομάρτυς Νικόδημος μαρτύρησε στο Ελβασάν της Βορ.
Ηπείρου.
4) Οσιομάρτυς Μακάριος ο εκ Κίου της Βιθυνίας και
μαρτυρήσας εν Προύση.
5) Όσιομάρτυς Κοσμάς μαρτύρησε στην Κωνσταντινούπολη.
6) Όσιομάρτυς Λουκάς εξ Αδριανουπόλεως, μαρτύρησε στη
Μυτιλήνη.
7) Όσιομάρτυς Ιλαρίων από την Κρήτη, μαρτύρησε στην
Κωνσταντινούπολη.
8) Όσιομάρτυς Νικήτας ο Τραπεζούντιος, μαρτύρησε στις
Σέρρες.
9) Όσιομάρτυς Δαβίδ εκ Κυδωνιών Μ. Ασίας, μαρτύρησε στη
Θεσσαλονίκη.
10) Όσιομάρτυς Παύλος εκ Σοπωτού Πελοποννήσου,
μαρτύρησε στην Τρίπολη.
11) Όσιομάρτυς Νεκτάριος, μαρτύρησε στα Βούρλα της Μ.
Ασίας.
12) Ό Όσιος Γεράσιμος.
13) Ό Όσιος Νήφων
14) Ό Όσιος Σάββας ιερομόναχος μαθητής του Αγίου
Νεκταρίου Πενταπόλεως επισκόπου χρηματίσας, ο όποιος
κοιμήθηκε όσιακό και αιώνιο ύπνο το σωτήριον έτος 1948 στη
νήσο Κάλυμνο, οπού μέχρι σήμερα βρίσκεται το ιερό σκίνος του,
σώο και αδιάφθορο και εκπέμπει άρρητη εύωδία, προς δόξαν
Θεού και της Εκκλησίας, άλλα και καταισχύνη των υπό του Σατανά
πλανωμένων, οι όποιοι βλασφημούν αμφισβητούντες την αγιότητα
του μεγάλου φωστήρος της Μητέρας Εκκλησίας Αγίου Νεκταρίου
του θαυματουργού.
- 156 -
Έκτος των επωνύμων τούτων Όσιων και Οσιομαρτύρων, ή
Ιερά Σκήτη της Αγίας Αννης έχει πλήθος αμέτρητο Αγίων και
Όσίων, οι όποιοι από υπερβολική ταπείνωση δε θέλησαν να είναι
γνωστοί στους ανθρώπους αλλά, ζηλώσαντες εζήλωσαν τη δόξα
του Θεού και όχι των ανθρώπων, όπως θα ιδούμε, από την αρχή
και μέχρι τέλος του βιβλίου τούτου, θα βρούμε σ' ολόκληρο το
Αγιον Όρος, περισσότερους αγίους άγνωστους παρά γνωστούς.

Μεγάλοι διδάσκαλοι της έρημου -μικρή Αγία


Άννα

Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Άννης, περί τα τέλη του
15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί
Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ο Ρήτωρ» και ο υποτακτικός του
άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος
και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος,
δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε
πότε ήρθε στο Αγιον Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός
Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι
είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν
στην περιοχή αυτή της Μικρής Άγιάννας και ότι εκοιμήθη το έτος
1606, που όμως εκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός
και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της
Τουρκοκρατίας, οι χριστιανοί σ' όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά
δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οι
προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους
στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό
εξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.
Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα
σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει,
ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του
αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ο όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο
του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και
φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ' όλο το Αγιον Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη,
κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του,
αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο
κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ο
όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού
ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες
υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ' ολόκληρη τη
- 157 -
Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβόρο, πού σήμερα
λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν
μεγάλην».
Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και
ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ο Θεός» πολλά σημεία και
θαύματα.
Ένα άπ' αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς
χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ο ίδιος έγραψε στην
καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του
αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή,
αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη
γλώσσα: «Στην κωμόπολη Ισβόρο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία
του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το
όνομα Δημήτριος, ο όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να
συντηρεί την οικογένεια του.
Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, ή γυναίκα
του και ένα αγοράκι, πού στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό,
όπως κι άλλα τρία πού του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.
Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο πού τους είχε μείνει, επειδή
ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ο
πατέρας και ή μητέρα του. Άλλα ο Πανάγαθος Θεός, που έχει την
εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κρίματα του Όποιου είναι
ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του,
έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.
Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, πού έκλαιγαν
απαρηγόρητα, περισσότερο δε ο πατέρας του Δημήτριος, ο όποιος
από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε
ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.
Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, ο Δημήτριος, τη δέκατη
πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε ή
γυναίκα του και ή πεθερά του, πού βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι
τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο,
πού μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι
αυτοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια
του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, σαβανώματα,
θυμιάματα, κεριά και ότι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κηδεία
και την ταφή. Εκεί όμως, πού κατά την τάξη τον άλλαζαν,
παρατήρησαν, πώς τα μεν άκρα —χέρια και πόδια— και όλο το
κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την
καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ο σφυγμός διετηρείτο πολύ αραιός κι
αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι' αυτό
αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.
- 158 -
Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και ή
κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει ή ίδια. Τότε
όλοι νύσταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν' αναπαυθούν. Το πρωί της
επόμενης ημέρας, ο Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε
στο κρεβάτι. Εκείνοι πού τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη
νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνησαν και είδαν το
Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο
πολύ ή γυναίκα και ή πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους
ειπεί τι του συνέβη.
Ό Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο
του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος
και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.
Ή γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά,
συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι
άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε ο
Δημήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του
και της είπε: «Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις
τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νομίζαμε πριν,
ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, αλλά ζει και είναι σε τόπο
λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως πού δε λέγεται, δε
μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τούτου. Μακάρι
ν' αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο πού είναι τα παιδιά
μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην οποία δεν
υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, αλλά είναι φως το αιώνιο
και ζωή χωρίς αρχή και τέλος —ατελεύτητη.
Ή γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή
στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά ή γριά μάνα της, σαν
άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό της λέγουσα: «Παιδί
μου, Δημήτρη, πώς γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη
μακάρια, όπως λες, ζωή;» Κι ο Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε:
«Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποιο χαρούμενο και φωτεινό τόπο
βρίσκονται τα παιδιά μας!» «Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ,
εξακολούθησε να λέγει με αγωνία ή γριά, εκείνα που είδες και
άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα».
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑ
«Όταν κοιμόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή,
βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, πού έμοιαζε με
αστραπή, το κάλλος και ή ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα
φορέματα του χρυσοΰφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν
από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη πού σου φέρνει ουράνια
γαλήνη και χαρά. Από τη στιγμή πού τον είδα, κάθε σκέψη και
νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό
μου και τη θύμηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ' αυτόν.
- 159 -
Εκεί πού ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε
πώς χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του,
με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. Όταν ανεβαίναμε μου
φάνηκε πώς περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί
φαίνονταν από κάτω προς τα άνω έως ότου τους περάσαμε όλους.
Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε
ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή,
ομαλή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα,
των οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη
γλώσσα να διηγηθεί.
Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε
δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα
φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν
άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες
εκείνες, ο συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και
προσκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός
όπως ήμουνα στη γη, άκουσα νάρχεται από μακριά φωνή και να
λέγει: «τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι ειπόν να φέρεις τούτον, αλλά
τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της
γης».
Μετά από τη φωνή αυτή, ο οδηγός μου με σήκωσε κι
αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και
βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία
δέντρα διαφόρων κατηγοριών.
Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οι
δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα
τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά,
άλλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων
κατάμαυρα και σκοτεινά, κι ο καθένας άπ' αυτούς είχε φανερά τα
σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά
φαίνονταν καθαρά σε όλους τα έργα πού κάνανε στη ζωή αυτή, κι
γνώριζε ο ένας τον άλλον.
Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι
αριστερά, είδα πολλούς, πού τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οι
όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές
γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, πού από την
εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν ή ζωή της πού έκανε δω στη γη.
Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, πού στη ζωή αυτή είχαν
καταδικασθεί σε κρεμάλα, κι άλλους πού έκαναν διάφορες
αμαρτίες, να έχουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους,
όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. Είδα επίσης και πολλούς
φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.
Κει πού βαδίζαμε, με το συνοδό μου Άγγελο, στην ωραία κι
- 160 -
ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία
τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία
και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα
λαμπροφορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα πού έλαμπαν σαν τον
ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα
αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. Ό συνοδός μου Άγγελος
τότε μου είπε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως
ξέρεις τίνος είναι;» Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και
είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία πού μας
είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το
έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: «Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα
γνωρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου». Ή χαρά μου ήταν
απερίγραπτη πού γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση
χαρά, δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο,
να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ Εκεί κοντά στα παιδιά μου για
πάντα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ
ποτέ! Κι ο Άγγελος μου αποκρίθηκε πώς δεν ήρθε ακόμη ο καιρός
για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο
εκείνον.
Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με τα ευώδη
άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το
συνοδό μου: «Κύριε μου, τούτος ο ωραίος τόπος, είναι ο
λεγόμενος Παράδεισος του Θεού ή, ή βασιλεία των ουρανών;»
Εκείνος είπε: «Αυτός ο τόπος, ούτε ο Παράδεισος, ούτε ή βασιλεία
των ουρανών είναι, αλλά είναι αυτό πού λέγει ή Αγία Γραφή, ή γη
των «Πραέων» και ο τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των
δικαίων και ορθοδόξων χριστιανών, τον όποιον όρυσσε ο
Πανάγαθος Θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της
«Δευτέρας του Χριστού παρουσίας», του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, πού θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και
να αποδώσει στον καθένα κατά τις πράξεις και τα έργα πού έχει
κάνει. Ή δε βασιλεία των ουρανών και τα αιώνια αγαθά, πού θα
απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι
τιμωρίες πού είναι γι' αυτούς, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και
τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί πού είδες τις δυο
κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα,
πού οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και τη σιδερένια και φλογερή,
πού οδηγεί στην Κόλαση, πού είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες
και τα όργανα τους, πού είναι- όλοι οι κακοί και αμετανόητοι
άνθρωποι».
Τότε ρώτησα τον Άγγελο: «Τώρα, Κύριε μου, ποιοι είναι στη
βασιλεία των ουρανών, και ποιοι είναι στην Κόλαση;» Κι εκείνος
μου απεκκριθεί : «Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των
- 161 -
ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οι μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν
μέρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και
οι αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως
είπαμε, οι Δίκαιοι και οι Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των
αιωνίων αγαθών ή των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την
Δεύτερη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, πού θα γίνει τότε, ή αιώνια
πληρωμή ή, ή αιώνια καταδίκη.
οι ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου
λέγει ο οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο,
ωραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί πού είναι
μεγάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται
εδώ οι ακτίνες και λαμπηδόνες, πού φωτίζουν τον τόπο τούτον».
Όταν είπε αυτά, ο οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πάμε
κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέρος
και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σαπίλα
τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. Εκεί
είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, πού είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ
λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί πού βρίσκονται
εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: «Αυτοί πού βλέπεις εδώ, είναι οι
Εβραίοι πού δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό».
«Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και
βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, πού
φαίνονταν σαν μικροί ανθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και
σκουλήκια, πού κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά.
Ρώτησα τον οδηγό μου γι' αυτούς και μου είπε, πώς αυτοί είναι οι
Τούρκοι και άπιστοι Αγαρηνοί, και όλοι οι αιρετικοί και κακόδοξοι
άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους —
Γύφτους— πού τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα
τους πολύ μελανά.
Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους
σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους
κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς
από διάφορα έθνη. Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι ή Κόλαση, ο
οδηγός μου είπε: Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά πού είδες,
δεν είναι ούτε ή Κόλαση, ούτε ο Παράδεισος, άλλα όλα αυτά είναι
προσωρινά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να
ξέρεις και τούτο πως η Κόλαση είναι μια άλλα τα βάσανα και οι
τιμωρίες είναι πολλές και διάφορες όπως και η Βασιλεία των
ουρανών είναι μια άλλα έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις
απολαύσεις για τους Δικαίους, ανάλογα με τις αρετές και την
προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ο
Δεσπότης Χριστός στο ιερό ευαγγέλιο Του: «Εν τη οικία του
πατρός μου μοναί πολλαί εισίν» (Ίωάν. ΙΔ' 2).
- 162 -
Εκεί που ο οδηγός μου έλεγε αυτά άκουσα να έρχεται από
κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή, φωνή βρυχωμένου δράκοντα
και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπόφορη.
Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, πού
προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου
και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα: «τι φωνή είναι αυτή,
Κύριε μου και ή πολλή αυτή βρώμα πούθε έρχεται;» Κα! κείνος
μου είπε: «Αυτός πού φωνάζει και βρυχιέται είναι ο παμφάγος
Άδης, ο όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές
αμαρτωλούς κατ' εξακολούθηση, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και
δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν στη ζωή τους. Όποιος άπ'
αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Άδη, ο όποιος τους ξερνάει,
στους τόπους της καταδίκης πού είδες και δε χορταίνει ποτέ».
«Αμέσως άκουσα άλλη φωνή πούρχονταν από ψηλά και
έλεγε : «τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και
θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και
μοναχούς, δόκιμους κα! χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές
στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακό».
Και Κει πού ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά
μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό,
άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ο
οδηγός μου μ' έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι
αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι
αρθρώσεις και τα κόκαλα».
Ή γυναίκα του Δημήτρη και ή πεθερά του, άμα άκουσαν
αυτά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, από στόμα σε
στόμα διαδόθηκαν όχι μόνο στον Ισβορο, άλλα και σ' όλη τη
Χαλκιδική. Τούτο έφτασε κα! στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ο
όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε
για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ο Δημήτρης
επανέλαβε και διηγήθηκε στον Άγιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς
όπως μας την περιέγραψε ο ίδιος, ο άγιος Μητροφάνης.
Ή οπτασία αύτη του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το
γεγονός, που ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή,
πού έλεγε στον οδηγό του Άγγελο: «Δεν σοι ειπόν να φέρεις αυτόν,
άλλα το γείτονα του Νικόλαο», τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο
μέρες μετά την οπτασία, πού είδε ο Δημήτρης, ο γείτονας του
Νικόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς να-
χει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες πού είχαν για την
κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του
Νικόλαου.
Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου,
κινήθηκαν να διασύρουν την οπτασία αύτη σαν ψεύτικη,
- 163 -
προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη
δικαιολογία, ότι, ή φωνή πού άκουσε, ο Δημήτρης, άνωθεν να λέγει
στον Άδη, ότι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς
αμελείς και ράθυμους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα
τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι' αυτούς, αλλά να έλεγε, πώς
θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν
αληθινή!
Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ' όποια τάξη κι αν ανήκετε, όποιο
βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεστε προφάσεις εν
αμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι
αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδός;» «Πώς θέλετε ο καθένας
σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας»;
Αυτά είπε προς αυτούς,, ο άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως
έλεγε: «Αδελφοί, εμείς οι κληρικοί, πού ταχθήκαμε να υπηρετούμε
τον Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πώς πρέπει να είμαστε τύπος και
υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και οδηγοί στους
ανθρώπους, όπως λέγει και ο Κύριος μας: «Υμείς έστε το φως του
κόσμου, υμείς έστε το άλας της γης» (Ματθ. Ε' 13, 14) και ως
τοιούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομαι
περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζαμε πιο πολύ τα απλά και
θεια αυτά πράγματα, πού ο Θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για
να διορθωθούμε και να διορθώσουμε και τον κόσμο, πού έχει
σκοτάδι και άγνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του
Θεού. Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την
καθαρή πολιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα,
να φάνουμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να
μεταδίδομαι τη χάρη, πού από το Θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε
προσκόμματα του καλού, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα,
στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία πού μεταδίδουμε
στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις
ψυχές τους, για τις όποιες, ο Χριστός, επάνω στο Σταυρό,
θυσιάστηκε και παρέδωκε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών».
Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον
μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να
διαδίδομε πώς οι οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οι όποιες μας
φέρνουν σε αίσθηση, σε φόβο Θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του
εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές;
Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; και
φανερώνουν τις τιμωρίες πού μας περιμένουν; Η την δίκαιη
αντιμισθία και ανταμοιβή που θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή
εκείνοι πού εργάστηκαν το καλό και την αρετή; Πρέπει να ξέρουμε
πώς οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, ή ιερείς, αρχιερείς,
Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί ή
- 164 -
Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον-
απροσωπόληπτο Κριτή, το Θεό. και συνέχισε ο άγιος
Μητροφάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: «Ας ξυπνήσομε,
αδελφοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί
το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει,
δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. Ας προσπαθήσαμε
να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους
εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οι όποιοι εργάζονται το καλό,
την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνωμεν κι εμείς φώτα σωστικά,
παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς αδελφούς
μας, όπως μας παραγγέλλει ο Κύριος λέγων: «Ούτω λαμψάτω το
φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς»
(Ματθ. Ε' 16) για να λάβουμε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να
ζήσομαι αιώνια με το Θεό στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν».
Άγνωστο επίσης σε μας είναι, που κοιμήθηκαν οι άγιοι
Πατέρες αυτοί, Διονύσιος ο ρήτωρ και Μητροφάνης και μέχρι
σήμερα δε βρέθηκαν τα αγία Λείψανα τους. Επί των ημερών μας
ήτοι το 1956 έτος, ο ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του
Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την
επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και
πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών,
κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε
ωραία εκκλησία στο όνομα τους Εκεί πού πέρασαν οι άγιοι
Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, Ή εκκλησία
αυτή, αντί για σκέπη της έχει την -προέκταση του βράχου, πού
σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα,
το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς
προσκυνητές προς αγιασμό. Στη μνήμη των αγίων αυτών την 9ην
Ιουλίου εκάστου έτους, γίνεται ολονύκτια αγρυπνία, στην οποία
προσέρχονται πολλοί Μοναχοί και ευσεβείς χριστιανοί
προσκυνητές.
Στην τοποθεσία πού βρίσκεται το σπήλαιο, πολλοί μοναχοί
και ευλαβείς προσκυνητές, καθώς και ο γράφων τις γραμμές αυτές,
κατά καιρούς έχουν αισθανθεί να βγαίνει θεία ευωδιά και αυτό μας
πείθει, πώς κάπου κει κοντά στο σπήλαιο θα πρέπει να βρίσκονται
τα άγια λείψανα των ευλογημένων αυτών Αγίων Πατέρων.

- 165 -
Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Ε'μοναχός Στην Αγία
Άννα

Ο Κύριλλος ο Ε' Οικουμενικός Πατριάρχης, περιφρόνησε


τίτλους και αξιώματα δόξης και τιμής και παντός είδους
ματαιοδοξία, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και κατετάγη σαν
υποτακτικός και απλός Μοναχός, στη συνοδεία της Καλύβας των
«Άγιων Αποστόλων», πού είναι κάτω από το Κυριάκο της Σκήτης
αυτής.
Ή Καλύβα αυτή, έχει κτήμα με ελαιόδεντρα κάτω στην
παραλία, το οποίο καλλιεργούσαν οι Πατέρες, για άσκηση και
σκληραγωγία του σώματος αφ' ενός, και για παραμικρό εισόδημα
προς συντήρηση των αδελφών αφ' έτερου.
Ό Πατριάρχης Κύριλλος, παρ' όλη την προχωρημένη ηλικία
του, πρώτος πήγαινε στο κτήμα να βοηθήσει και να δίνει θάρρος
στους αδελφούς με προθυμία να εργάζονται. Επειδή όμως τα μέρη
εκείνα είναι απότομος κατήφορος και ανήφορος πολύ κουραστικός
σε νέους, πολύ δε περισσότερο σε γέρους, για το λόγο αυτό, με

- 166 -
την αδεία του Γέροντα της Καλύβας, δόθηκε στον Πατριάρχη ένα
υποζύγιο —γαιδουράκι— για να τον κατεβάζει και ανεβάζει από το
κτήμα στο σπίτι.
Μια μέρα, στη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού, το γαιδουράκι
καταϊδρωμένο ανέβαζε τον Πατριάρχη από το κτήμα στο σπίτι, και
στο δυσκολότερο μέρος του δρόμου, είδε ο Πατριάρχης δύο νέους,
οι όποιοι σκούπιζαν τον ίδρωτα από .το πρόσωπο των
διερχομένων. Όταν πλησίασε ο γάιδαρος πού μετέφερε τον
Πατριάρχη, οι νέοι σκούπισαν τον ίδρωτα από το ζώο. Ό
Πατριάρχης μόλις είδε τους λαμπρούς εκείνους νέους να
σκουπίζουν μόνο τον ίδρωτα του ζώου, πειράχτηκε πού δε
σκούπισαν κι αυτόν, και μέσα του παραπονέθηκε και είπε:
«Περίεργο πράγμα, το ζώο σκούπισαν και όχι εμένα, άραγε είμαι
χειρότερος από το γαϊδούρι;» Τότε οι λαμπροφόροι νέοι
εξαφανίστηκαν και άκουσε φωνή πού του έλεγε: «Εμείς
σκουπίζαμε μόνον αυτούς πού ιδρώνουν από τον κάματο της
εργασίας και όχι αυτούς πού ιδρώνουν από την ανάπαυση και τις
καιρικές συνθήκες». Ύστερα απ’ αυτό ο Πατριάρχης άλλη φορά δε
μεταχειρίστηκε το ζώο, άλλ' όταν μπορούσε πήγαινε κι αυτός με τα
πόδια, για να χει μισθό όπως και οι άλλοι Πατέρες.
Αφού παραιτήθηκε από όλα του τα αξιώματα όπως είπαμε,
έζησε σαν καλός υποτακτικός, έκτισε την εκκλησία «των αγίων
Αποστόλων» και ανακαίνισε την Καλύβα εκ θεμελίων, ή οποία
μέχρι σήμερα λέγεται του Πατριάρχου. Προείδε και προείπε το
θάνατο του και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο πλήρης ήμερων
γενόμενος και έφυγε από τον κόσμο τούτον με οσιακό θάνατο,
διότι ολόκληρο 24ωρο έλαμπε από χαρά το πρόσωπο του, από τις
οπτασίες και επισκέψεις πού είχε των Αγίων Αγγέλων και των
Όσίων αγιορειτών Πατέρων, ενώπιον των οποίων παρέδωκε στον
Ποιητή και Πλάστη και Θεό ημών την αγία και μακάρια του ψυχή !
Αυτοί οι άξιοι ιεράρχαι ζουν αιώνια κοντά στο Θεό.

- 167 -
Ιωακείμ Αγιαννανίτης. Ο Ελληνοαμερικάνος
Κολλυβάς

(Καλαμάτα 1895 – Αγία Άννα Αγίου Όρους,


Σεπτέμβριος 1950)

Α). Γέννηση-ανατροφή:

Ο κατά κόσμο Ιωάννης Νικολαΐδης γεννήθηκε στην


Καλαμάτα το 1895, από ευσεβείς γονείς. στην πόλη αυτή τέλειωσε
το Δημοτικό και το Γυμνάσιο. Σαν έφηβος ήταν πολύ στοχαστικός
και ζωηρός. Ζητούσε να γνωρίσει τον… Θεό. Γι’ αυτό και
ανακάλυψε τον Ηλία Παναγουλάκη. Επρόκειτο περί ενός αυστηρού
νηστευτή που ζούσε σε μια σπηλιά κοντά στην Καλαμάτα. Γύρω
απ’ αυτόν τον άνθρωπο είχε δημιουργηθεί ένα πνευματικό κίνημα
στην ευρύτερη περιοχή, το οποίο δεν όφειλε την δημιουργία του
τόσο στα φλογερά κηρύγματα και τις ιδιαίτερες συζητήσεις που
έκανε αυτός ο αγράμματος άνθρωπος, αλλά στην ίδια την ζωή του.
Εκεί λοιπόν μπήκαν τα θεμέλια του Ιωάννη…

Β). Ταξίδι στην Αμερική:

Όταν τέλειωσε το Γυμνάσιο, αναχώρησε για σπουδές


στην Αμερική, σ’ έναν κόσμο που προωθούσε το «Αμερικανικό
όνειρο» της ευημερίας, του πλούτου και της ξεγνοιασιάς. Όμως ο
νεαρός σπουδαστής ήδη είχε μάθει να μην προσκυνάει «θεούς
αλλοτρίους»!!! Κύρια απασχόλησή του ήταν η πνευματική
- 168 -
καλλιέργεια και η μελέτη. Σε ότι καταπιανόταν αρίστευε. Δεν
πρέπει πάντως να λησμονήσουμε κατά την περίοδο αυτή και την
…πρακτική του εξάσκηση σαν ιεροκήρυκας, που επιτελούσε στο
πνευματικό έργο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου
Έξαρχος ήταν ο Επίσκοπος Παντελεήμων.
Πολλές ενορίες, με την ευλογία του Επισκόπου, τον
καλούσαν στον άμβωνα για να κηρύξει. Για τον λόγο αυτό ο
Σεβασμιότατος τόλμησε να τον ρωτήσει τι σκέψεις έχει για το
μέλλον του, οπότε και ο Ιωάννης του αποκάλυψε πως δεν
τολμούσε να εκμυστηρευτεί τον πόθο του για ιεροσύνη, από
αίσθηση αναξιότητας… Μόνον εάν ο Θεός καλέσει κάποιον με
τρόπο ανεξάρτητο από τη θέλησή του οφείλει αυτός να υπακούσει
με τρόμο. Έτσι τον είχε διδάξει ο πνευματικός δάσκαλός του στην
Καλαμάτα!
Ο ευσεβής επίσκοπος θαύμασε τον πνευματικό πλούτο
του Ιωάννη και τον κάλεσε να υπηρετήσει τον Κύριο Ιησού. Ο
Ιωάννης με απορία και δισταγμό, χωρίς να μιλήσει, έδειξε με την
στάση του την υπακοή. Ο επίσκοπος όμως περίμενε ο Ιωάννης να
τον επισκεφθεί, αλλά αυτός δεν το τολμούσε. Μετά από καιρό
τελικά επισκέφτηκε δειλά τον επίσκοπο και του είπε: «εάν
επιτακτικά το Άγιο Πνεύμα σας πληροφορεί, τότε μόνο θα
υπακούσω. Ο κληρικός πρέπει να είναι ή θεόκλητος ή
δημόκλητος…». Τότε ο επίσκοπος τον ενημέρωσε ότι την επόμενη
Κυριακή θα τον χειροτονούσε διάκονο.

Γ). Μοναχός, διάκονος, πρεσβύτερος:

Με αυτό τον τρόπο ο Επίσκοπος Παντελεήμων


βρέθηκε στο σχέδιο του Θεού, έγινε αυτός που άνοιξε τον ιερατικό
δρόμο του Ιωάννη. Αφού του ανακοίνωσε την χειροτονία του, τον
ασπάστηκε, του έδωσε την ευλογία του και την επόμενη Κυριακή ο
Ιερός Ναός του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου γέμισε από
ομογενείς της Αμερικής. Το βροντερό «άξιος» ακούστηκε και για
την κουρά του ως μοναχός, με το όνομα Ιωακείμ αλλά και για την
διαδοχική του χειροτονία σε πρεσβύτερο.
Ολόκληρη η ελληνική παροικία φωτίζεται πλέον όλο
και περισσότερο από τα διεισδυτικά και θεολογικά κηρύγματα του
π. Ιωακείμ. Η αγάπη και ο βαθύς σεβασμός προς την Ορθοδοξία
ήταν έντονα στο πρόσωπό του. Πέραν των άλλων είχε ως
αποτέλεσμα, Αμερικανοί ξένων δογμάτων να αρχίσουν επαφές
μαζί του και να γνωρίσουν την κρυστάλλινη Ορθόδοξη σκέψη της
ζηλευτής αυτής προσωπικότητας. Σε αναγνώριση των έργων του,
το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων τον τίμησε με το μετάλλιο του
- 169 -
Παναγίου Τάφου.
Πάντως αυτό που έκανε σε όλους εντύπωση, ήταν η
φυσιογνωμία του προσώπου του, που κατέληγε σε μεγάλη μαύρη
γενειάδα, τυπικό δείγμα ενός ρασοφόρου Ορθόδοξου κληρικού.
Αναφέρεται περιστατικό όπου τον σταμάτησαν επί ώρες διαβάτες
στη μέση του δρόμου για να συζητήσουν μαζί του, ενώ σταμάτησε
και η κυκλοφορία των αυτοκινήτων στο σημείο εκείνο! Ούτε με την
παρέμβαση της αστυνομίας δεν έφευγαν από κοντά του οι…
περαστικοί!
Δεν πέρασε πολύς καιρός και οι καρποί της ζωής και
του έργου του αγίου Πνεύματος, μέσω αυτής της εξαίρετης
προσωπικότητας άρχισαν να φαίνονται. Όμως η υγεία του άρχισε
να κλονίζεται σοβαρά. Λέγεται ότι έφτασε στο σημείο να κάνει
τονωτικές ενέσεις πριν από κάθε του κήρυγμα ή λειτουργία για να
σταθεί όρθιος….

Δ). Επιστροφή στην Ελλάδα:

Το 1930 (35 ετών) και ενώ εξακολουθούσε τον αγώνα


του να σταθεί όρθιος στις επάλξεις της τοπικής Εκκλησίας, το
σχέδιο του Κυρίου δείχνει να τον κατευθύνει προς άλλες οδούς. Η
Εκκλησία της Αμερικής ανορθώνεται από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο και μετατρέπεται σε «Αρχιεπισκοπή Αμερικής». Να
υπενθυμίσουμε ότι η «Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου
Αμερικής» με έδρα τη Νέα Υόρκη, ιδρύθηκε την 11η Μαΐου 1922,
αλλά η διοίκησή της καθορίστηκε με Σύνταγμα το οποίο κατάρτισε
η Σύνοδος του Πατριαρχείου το έτος 1931.
Έτσι λοιπόν η εκεί εκκλησιαστική κατάσταση
μεταβάλλεται ριζικά και ειδική επιτροπή, με πρόεδρο τον
Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό –μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο
Αθηνών– αναλαμβάνει πλέον την λειτουργία της νέας
Αρχιεπισκοπής, μέχρι τον καθορισμό του Συντάγματός της. Η
επιτροπή εισηγήθηκε στη Σύνοδο και έγινε δεκτό, ο Έξαρχος του
Παναγίου Τάφου και Επίσκοπος Παντελεήμων, να επιστρέψει στο
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
Ο π. Ιωακείμ με ευλογία του απερχομένου Επισκόπου
εγκαταλείπει την Αμερική, με προορισμό την Ελλάδα. Φτάνει στον
Πειραιά και, μετά από μια σύντομη παραμονή εκεί και στην Αθήνα,
αρχίζει το ταξίδι του στην Αθωνική γη.

Ε). Στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους:

Το όραμα της τραχιάς ζωής στα ασκητήρια της


- 170 -
Αθωνικής Πολιτείας ήταν έντονο μπροστά του, όταν ξεκίνησε για
τον Άθωνα. Μεγαλύτερα εμπόδια γι’ αυτή τη ζωή που ποθούσε, θα
σταθούν το ασθενικό του κορμί, η ελληνοαμερικανική του παιδεία
αλλά και η αριστοκρατική του ανατροφή. Παρόλα αυτά φτάνοντας
στο Άγιο Όρος, διαλέγει τα απόμακρα και απόκρημνα
Καυσοκαλύβια.
Οι βίοι των αγίου Μάξιμου, Αγίου Νείλου του
Μυροβλύτη, Αγίου Νήφωνα και Αγίου Ακάκιου, έπαιξαν το ρόλο
τους γι’ αυτή την απόφαση. Εδώ γνώρισε πολλούς αληθινούς
μοναχούς, που του έδωσαν φτερά. Τους συμβουλευόταν σαν
μικρό παιδί και απέφευγε δε συστηματικά τα πρωτεία στη Θεία
Λειτουργία. Στις αγρυπνίες όμως ήταν στύλος ακλόνητος. Γνώρισε
και τον π. Γρηγόριο από τη Μονή Κωνσταμονίτου. Αυτός ήταν
πρώην αξιωματικός του στρατού, γι’ αυτό ήταν αυστηρός και
άτεγκτος. Σε αυτόν λοιπόν αποφάσισε να προσκολληθεί…
Διέμεναν στην Καλύβα του Γενεσίου της Θεοτόκου,
στη σκήτη της Αγίας Άννης, στην οποία αργότερα προστέθηκαν
και άλλοι μοναχοί. Έγιναν λοιπόν μια ευλογημένη συνοδεία, στην
οποία ξεκίνησε από… υποτακτικός! Να σημειωθεί πως η
πρόσβαση στην Σκήτη της Αγίας Άννης απαιτεί ανάβαση που σου
κόβονται όχι μόνο τα πόδια, αλλά και η καρδιά. Πρόκειται για
αληθινή ορειβασία! Ένα πράγμα θα τον κρατήσει όρθιο: ο
στέφανος της νίκης…
Ο γέροντας Γρηγόριος κάμφθηκε από την απαίτηση
του Ιωακείμ να λειτουργεί όχι ως Ιερέας (υπήρχαν πολλοί άξιοι
λειτουργοί), αλλά ως αρχάριος μοναχός. Μπροστά στην εικόνα της
Αγίας Άννης στο Κυριακό, με μάρτυρα τον προϊστάμενο της
σκήτης, τον Δικαίο όπως λέγεται, ο π. Ιωακείμ παραδίδει τον
βαρύτιμο σταυρό του αρχιμανδρίτη και τα δύο παράσημα, του
Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και της Αμερικανικής Κυβέρνησης…
Κατόπιν μοιράζει όλα τα πολυτελή ρούχα του και ντύνεται με
ταπεινά και απλά αγιορείτικα ράσα. Αποφασίζει τέλος την Δευτέρα,
Τετάρτη και Παρασκευή να τρώει μια φορά την ημέρα, χωρίς λάδι,
όπως όλοι οι αγιορείτες και όχι όπως ήξερε μέχρι τότε στην
Αμερική…

Στ). Αποσπάσματα από την ζωή του:

1). Ο σταυρός της υπακοής: Από τη στιγμή που έγινε


υποτακτικός, κάθε βράδυ περνούσε από το γέροντα να
εκμυστηρευτεί τους λογισμούς του. Έλεγε: «Μοναχός χωρίς την
καθημερινή ομολογία των λογισμών του δεν θα μάθει την τέχνη να
πολεμά και να βγαίνει νικητής». Μετά το Θεό είχε τον γέροντά του.
- 171 -
Παρ’ όλο το ασθενικό του κορμί ποτέ δεν άφηνε ανεκτέλεστη
κοπιαστική εργασία, που του ανέθετε ο γέροντας για λόγους
υπακοής.
Μία ημέρα τον Οκτώβριο του 1939 αναφέρεται πως, στο
μάζεμα της ελιάς της Καλύβας πρωτοστατούσε στην εργασία από
το πρωί ως το βράδυ, ενώ όλοι προσεύχονταν σιωπηλοί. Με τη
δύση του ήλιου σταματούσαν, για να γίνει ο Εσπερινός, να
ξεκουραστούν μέχρι τη μία και να… συνεχίσουν. Στο δρόμο της
επιστροφής οι μοναχοί συγκρατούσαν τον π. Ιωακείμ γιατί ήταν
κατάκοπος. Φτάνοντας στην καλύβα, ήλθε η ειδοποίηση πως ήταν
η σειρά της δικιάς τους καλύβας να δουλέψουν στο λιοτρίβι. Ο
γέροντας τότε στέλνει τον εξουθενωμένο Ιωακείμ… Αυτός, λέει «να
είναι ευλογημένο», βάζει μετάνοια και με πρωτοφανή επιθυμία
πηγαίνει να γυρίσει την πέτρα (τότε την γυρνούσαν ζώα, αλλά οι
μοναχοί για λόγους άσκησης δεν τα άφηναν αυτά να
κουραστούν…). Όλοι οι μοναχοί έμειναν άφωνοι!!! Στο λιοτρίβι
αργότερα οι μοναχοί τον είδαν να εργάζεται σαν παλικάρι, με την
ευχή του γέροντα.
Μια άλλη φορά, το βράδυ, χτύπησε την πόρτα του
γέροντα για να πει τους λογισμούς της ημέρας. Ο γέροντας,
συνειδητά ή ασυνείδητα, για να τον δοκιμάσει (;) ακόμη
περισσότερο, του είπε να περιμένει. Κουρασμένος από τον κόπο
της ημέρας ακούμπησε στον τοίχο και περίμενε… μαζί με τους
λογισμούς του. Ο γέροντας εν τω μεταξύ έπεσε να κοιμηθεί. Το
πρωί σηκώθηκε για τον Όρθρο και τον βρίσκει απέξω. «Γιατί τέτοια
ώρα εδώ;» τον ρωτάει: «μου είπατε να περιμένω από χθες που
χτύπησα την πόρτα», του απάντησε. Με αληθινό θαυμασμό ο
γέροντας το έκανε γνωστό σ’ όλη τη συνοδεία. Τέτοια γεγονότα
υπήρξαν πάμπολλα στα δεκαοκτώ χρόνια σκληρής άσκησής του
στη σκήτη της Αγίας Άννης.
2). Η αληθής προσευχή του: Όλη την ημέρα ο π.
Ιωακείμ προσευχόταν με την αδιάλειπτο καρδιακή προσευχή.
Έλεγε συχνά: «αν αφαιρέσεις από τον μοναχό την προσευχή, τότε
του αφαιρείς το δικαίωμα να αισθάνεται σαν αληθινό παιδί του
Θεού». Συχνά μας ρωτούσε, όταν μας επισκεπτόταν στα
διακονήματά μας, αν λέμε την «ευχή» ή τους χαιρετισμούς της
Παναγίας. Ελάχιστες φορές συζητούσε και μόνον όταν ήταν
ανάγκη, για να μη χάνει χρόνο από την ευχή! Μάλιστα έφτανε να
θεωρεί το φαγητό και την ξεκούραση ως… περιττά για χάρη της
ευχής! Συχνά τη νύχτα οι μοναχοί της συνοδείας άκουγαν τους
θρήνους του, αλλά στον Όρθρο ήταν φρέσκος και χαρούμενος…
Βέβαια το σώμα του συχνά δεν ακολουθούσε τα πετάγματα της
ψυχής. Στη διάρκεια των αγρυπνιών και λόγω της ολονύκτιας
- 172 -
ορθοστασίας του, στα πόδια του σχηματίστηκαν έλκη από κακή
κυκλοφορία του αίματος, γι’ αυτό ο γέροντας αναγκάστηκε να του
απαγορεύσει την διανυκτέρευση στο… Ναό! Το καλό το παλικάρι
όμως «ξέρει κι άλλο μονοπάτι».
Έτσι στο κελί του τοποθέτησε ένα τρίχινο «σάϊσμα» και
αφού τυλιγόταν με ένα βαρύ ρούχο, χωρίς μαξιλάρι, αγωνιζόταν.
Και όταν τα μάτια έκλειναν από μόνα τους τα χείλη συνέχιζαν την
ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησόν με». Πάντως
αναφέρεται πως η πιο δυναμική προσευχή που τον συγκλόνιζε,
ήταν το «Παναγία Τριάς» και όποια άλλη Τριαδική προσευχή!!!
Προς το πρόσωπο της Θεοτόκου έτρεφε ιδιαίτερη
αγάπη. Συχνά συμβούλευε: «Κρατηθείτε γερά στη ζωή σας από το
φόρεμα της Θεοτόκου και αυτή ασφαλώς θα σας οδηγήσει στον
Υιόν της». Άλλοτε πάλι έλεγε: «Τα νοήματα των ύμνων και των
ευχών στις ακολουθίες είναι ένα πανέμορφο λιβάδι και όποιος
κατορθώσει να μπει μέσα δεν του κάνει καρδιά να βγει. Και
βγαίνοντας από το λιβάδι αυτό, θα μοσχοβολάει όλη την ημέρα».
3). Ευγενής Κολλυβάς: Η συνοδεία αυτή ομονοούσε
στο ζήτημα της συχνής Θείας Κοινωνίας. Ακολουθούσε τη
θεολογική γραμμή των Κολλυβάδων. Ο πνευματικός της καλύβας
π. Χριστόφορος, που προερχόταν από την Μονή Φλαμουρίου
στον Βόλο και ησύχαζε στα απόκρημνα Καρούλια, ήταν
πνευματικός απόγονός τους. Έτσι το μυστήριο της Θείας
Κοινωνίας αποτελούσε καθημερινή σχεδόν τροφή της συνοδείας,
πόσο μάλλον του π. Ιωακείμ.
Η τάξη που επικρατούσε στην Καλύβα με δική του
πρωτοβουλία ήταν χαρακτηριστική. Ήταν απότοκος της
Κολλυβαδικής γραμμής… Ήταν επίσης πολύ ευγενής και με
απέραντη αγάπη προς τους φιλοξενούμενους. Γι’ αυτό έφτανε να
λέει: «Αν έλθει στην ακολουθία μας κάποιος ξένος αδελφός, εμείς
πρέπει να του παραχωρήσουμε την καλύτερη θέση και μάλιστα
στο αναλόγιο, για να ψάλει. Και αν τύχει να κάνει λάθος στον ήχο
της ημέρας, εσύ που θα είσαι στον αριστερό χορό να μη τον
διορθώσεις και τον προσβάλεις, έως ότου μόνος του το καταλάβει.
Η αγάπη και η τιμή και ο σεβασμός είναι σπουδαιότερα από τον
ήχο»!!!

4). Η αγάπη της… γενειάδας: Από την εποχή που


ήταν στην Αμερική, με λύπη παρακολουθούσε το νεωτεριστικό
πνεύμα, που άρχισε να διεισδύει και στα εκκλησιαστικά πράγματα.
Στο ρεύμα αυτό ο π. Ιωακείμ αντιστάθηκε όσο μπορούσε. Δεν
μπορούσε να καταλάβει κληρικό ή μοναχό να αποβάλει τα ράσα,
να κόβει τα μαλλιά του ή τα γένια του. Γι’ αυτό πριν χειροτονηθεί
- 173 -
προσευχήθηκε στην Παναγία και ζήτησε: «Παναγία μου, θέλω όταν
γίνω κληρικός να μου δώσεις γένια και άφθονα μαλλιά, για να είμαι
όπως οι κληρικοί της πατρίδος μου».
Όταν ήλθε στο Άγιο Όρος η γενειάδα του μάκρυνε
τόσο, ώστε έφτασε μέχρι τα πόδια του, φαινόμενο σπάνιο στην
πατερική ιστορία. Λίγες τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται σε
ασκητές!!! Για λόγους όμως ελευθερίας στις κινήσεις, αλλά και
ταπείνωσης μπροστά στους άλλους μοναχούς, την έβαζε σε…
σακουλάκι που κρεμούσε στον λαιμό. Στα τέλη της ζωής του
ζήτησαν οι πατέρες να φωτογραφηθεί με τα ιερατικά του άμφια και
τη γενειάδα του. Δεν δέχτηκε αρχικά, αλλά υποχώρησε από αγάπη
μπροστά στην επιμονή τους…

Ζ). Ασθενής και ομολογητής:

Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε πολύ


καχεκτικός στο σώμα, μέχρι που χρειάστηκε γιατρό. Αντίθετα ο
αγιασμός πλημμύριζε το πνεύμα, αλλά και το σώμα όταν
χρειάστηκε. Παρά την θέλησή του, ο γέροντας κάλεσε γιατρό στην
καλύβα. Η διάγνωσή του όμως ήταν απογοητευτική: Ο θάνατός
του ήταν ζήτημα λίγων μηνών και ο γιατρός ζήτησε τέλεια
ανάπαυση και κανονικό διαιτολόγιο, δηλαδή κρέας, αυγά, τυρί κλπ.
Όταν έφυγε ο γιατρός, ικέτευσε τον γέροντα να τον αφήσει όλη τη
νύχτα στο Ναό και το πρωί να συζητήσουν το θέμα της υγείας του.
Ο γέροντας κάτι κατάλαβε και του έδωσε την ευλογία του. Ο π.
Ιωακείμ προσευχήθηκε όλη την νύχτα στην Παναγία και το πρωί
ζήτησε από τον γέροντα να μην αλλάξει διαιτολόγιο, για να…
δοξασθεί η Παναγία!!!
Ο ακάματος υποτακτικός ζήτησε να παίρνει λίγη τροφή μόνο
κάθε απόγευμα και μάλιστα όρθιος! Σε ενάμιση χρόνο πέρασε ο
γιατρός και ρώτησε αν ζει ο μοναχός. Όταν τον είδε και τον
εξέτασε, διέγνωσε ότι δεν είχε τίποτα (!), έτσι… δοξάστηκε η
Παναγία. Ο π. Ιωακείμ προβληματιζόταν παλιότερα με το
ημερολογιακό ζήτημα και αργότερα με τα ζητήματα της
εκκλησιαστικής κατάστασης.
Σε λίγο τον συγκλόνισε το γεγονός πως πολλά σημαίνοντα
πρόσωπα της κοινωνίας της εποχής ήταν μέλη της στοάς, δηλαδή
Μασόνοι, αλλά ήθελαν να λέγονται και Ορθόδοξοι… Τους ήλεγξε
δημόσια, πέρασε μάλιστα και από δίκη στη Θεσσαλονίκη.
Καταδικάστηκε και εξορίστηκε για την ομολογία του αυτή στην
Σκόπελο!!! Εκεί η καλοσύνη του, η προσευχή του και η νηστεία του
επηρέασαν βαθιά τους νησιώτες. Η παρέλαση των Γερμανικών
στρατευμάτων της κατοχής τον βρήκε στην εξορία. Σε λίγο γύρισε
- 174 -
ελεύθερος στην ερημική του πολιτεία…
Στο βιβλίο «Άγιο Όρος», προσέγγιση στην πρόσφατη ιστορία
του, του καθ. Δημ. Γ. Τσάμη, αναφέρεται το όνομά του (Ιωακείμ
μοναχός Καυσοκαλυβίτης, εάν δεν πρόκειται για συνωνυμία…) στο
ζήτημα του νέου καταστατικού χάρτη του, μετά την αποχώρηση
των Γερμανών. Υπό την διοικητική εποπτεία του Ε.Α.Μ. εκλέχτηκε
αναπληρωματικό 16ο μέλος σε Παναγιορειτική Συνδιάσκεψη, που
έγινε στις 9/22 -10- 1944 στη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα στις Καρυές.
16μελή επιτροπή επεξεργασίας του.
Απουσίαζε κατά την συνάντηση της επιτροπής στις 10/23-
10-1994. Αναφέρεται ότι συμφωνεί (ως μετέχων λόγω παραίτησης
του τακτικού μέλους) σε πρόταση του Μοναχού Χρυσοστόμου, της
Ι. Σκήτης Ξενοφώντος, όπου αναφέρονται οι γενικές αρχές για την
αλλαγή του. Επίσης αναφέρεται η υπογραφή του στο νέο ΚΧ44,
που αποτελείται από 1Δ΄ κεφάλαια και 1888 άρθρα, με ημερομηνία
14/27-12-1944.

Η). Το τέλος του:

Ο γερο-Ιωακείμ γυρνώντας, αντί να ηρεμήσει βρήκε


κάτι που του πλήγωσε την καρδιά βαθιά. Ένας αδελφός της
συνοδείας που βγήκε στον κόσμο για εργασία, τυλίχτηκε στα
δεσμά του κόσμου και τελικά υπέκυψε! Ο αβάσταχτος πόνος του
τον έσπρωξε να τον αναζητήσει… Τον βρήκε, αλλά όλος ο κόπος
του αποδείχθηκε μάταιος. Ύστερα απ’ αυτό επέστρεψε με ήρεμη
συνείδηση, το κτύπημα όμως που είχε δεχθεί ήταν σοβαρό, και το
κορμί του δεν ακολουθούσε πλέον το πνεύμα του.
Ο γέροντας του είχε εν τω μεταξύ κοιμηθεί και έτσι έμενε με
τον π. Στέφανο, με τον οποίο είχαν έλθει μαζί από το εξωτερικό.
Με απέραντη αφοσίωση αυτός στάθηκε στο πλευρό του. Τον
Σεπτέμβριο του 1950 κάλεσε με τηλεγράφημα και τον π.
Χερουβείμ, που είχε αναχωρήσει από την συνοδεία εξ αιτίας
λόγων υγείας για τον Ωροπό Αττικής, με σκοπό να τον
αποχαιρετήσει! Ζήτησε ακόμη συγχώρεση και από τον αδελφό
Στέφανο και αφού δέχτηκε και απ’ αυτόν τις ευχαριστίες,
αποδήμησε προς τον Κύριο.
Τον έθαψαν πίσω από το ιερό της Καλύβας, εκεί όπου
ασκήτεψε. Ήταν βεβαιότητα στους αδελφούς και πατέρες ότι
«μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την ζωήν».

Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ένας


υμνωδός από τον Άθωνα.
- 175 -
«Από το Καρούλι, ανηφορίζων προς δυσμάς, προχωρείς εις
τα ανώμαλα υψώματα, κατά μήκος της μεσημβρινής παραλίας της
Αγιορείτικης Χερσονήσου και, μετά ημίσειαν περίπου ώραν,
φθάνεις εις το κελίον του Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου,
ήγουν του ανήκοντος εις την Σκήτην της Μικράς Αγίας Αννης.
Ούτος ο ευλογημένος μοναχός Γεράσιμος κατάγεται από την
Βόρειον Ήπειρον και ασκητεύει επί 30 έτη εις το Αγιον Όρος,
κέκτηται δε παρά Θεού το χάρισμα του υμνογράφου ...».
(Απόσπασμα από προσκυνηματικό οδηγό του Αγίου Όρους,
1950).
Ο κατά κόσμον Αναστάσιος-Αθανάσιος γεννήθηκε στις 5
Σεπτεμβρίου 1905 στην Δροβιανή της επαρχίας Δελβίνου Βορείου
Ηπείρου. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο δημοτικό σχολείο της
γενέτειρας του. Με το τέλος του δημοτικού σχολείου ο έφηβος
πλέον Αναστάσιος έμελλε να εγκαταλείψει το περιβάλλον του
χωριού. Ήδη ο πατέρας του είχε εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπου
εργαζόταν. Και ο ίδιος έπρεπε να τον ακολουθήσει για να εργαστεί
κοντά του. Έτσι, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την μητέρα και τον
μικρότερο αδελφό του.
Ο ίδιος περιγράφει την αναχώρηση του από το χωριό: «Από
την Δροβιανή δεν θυμούμαι αν έφυγα με σκοπό να ξαναγυρίσω».
Ο χωρισμός αυτός κόστισε σε όλα τα μέλη της οικογένειας.
Ιδιαίτερα στην μητέρα του Αθηνά. Ο ανηψιός του μας πληροφορεί
σχετικά: «Για πρώτη φορά άκουσα για τον γέροντα το 1941, όταν
επιστρέψαμε από Ελλάδα, εγώ, η μαμά μου Ευθαλία και ο
πατέρας μου Κίμων, όπου με είχαν φέρει για κάποια χειρουργική
επέμβαση. Όταν, λοιπόν, επιστρέψαμε στο σπίτι, με ρώτησε η

- 176 -
γιαγιά μου-τον θείο σου τον είδες; Τον αντάμωσες; Εγώ με απορία
την κοίταξα στα μάτια και ρώτησα· ποίον; Και μου λέει· τον
Γεράσιμο. (Ήξερε ότι έγινε μοναχός, γιατί είχαν αλληλογραφία).
Όχι, της λέω. Ήμουν 5-6 χρονών τότε. Έκτοτε άρχισα να ζω την
αγωνία της γιαγιάς μου, μήπως κλείσει τα μάτια της μη βλέποντας
τον ποτέ, πράγμα που έγινε κιόλας».

Από την Β. Ήπειρο στην Αθήνα

Αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, κοντά στον πατέρα και


την θεία του, Φωτεινή Χαρμπάτση-Γεωργίου. Στην συνέχεια
μετακόμισαν στην Αθήνα. Στην νέα του διαμονή συνέχισε τις
σπουδές του στο γυμνάσιο. Ο ζήλος του για τα γράμματα
εντυπωσιακός. Μετά το γυμνάσιο συνέχισε τις σπουδές του σε
κάποια ανώτερη σχολή ελληνικής παιδείας.
Στην Αθήνα φρόντισε και για την πνευματική του ζωή και
εκκλησιαζόταν τακτικά. Θυμάται ο ίδιος: «Η ενορία μας
ήταν ο Άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Συνήθως πηγαίναμε επί
της Λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, όπου ήτο η παλαιά Ριζάρειος
Σχολή, στον Άγιο Γεώργιο της Ριζαρείου, επειδή ήταν κοντά. Εκεί
κατ επανάληψη λειτούργησε και ο Πενταπόλεως Νεκτάριος, τον
οποίο είδα. Ήρχετο από την Αίγινα καμιά φορά. Ένας πολύ
σεβάσμιος, πολύ ... Που να ξέρω εγώ ότι αυτός είναι άγιος! Ήταν
όπως στο ύψος μου· ταπεινός, γεμάτος χάρη· όταν ομιλούσε ολίγα
"αλάτι ηρτυμένα", αυτά τα θυμούμαι. Δεν θυμούμαι άλλους
λειτουργούς».
Στην Αθήνα καλλιέργησε την σκέψη να γίνει μοναχός και
σκέφθηκε να φύγει έγκαιρα, πριν αναλάβει άλλες υποχρεώσεις.
Και δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να πραγματοποιήσει την κλίση
του. Έτσι έρχεται στο Αγιον Όρος στις 15-8-1922 σύμφωνα με δική
του διήγηση, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία του Μοναχολογίου του
αρχείου της Μονής Μεγίστης Λαύρας στις 15-8-1923.

Από την Αθήνα στο Άγιον Όρος


Στο Αγιον Όρος εγκαταβιώνει ως δόκιμος στην σκήτη της
Αγίας Αννης. Συγκεκριμένα στην Μικρά Αγία Αννα, στο κελί του
Τιμίου Προδρόμου, έχοντας ως γέροντα τον μικρασιάτη
ιερομόναχο Μελέτιο Ιωαννίδη.
Εδώ, σ1 αυτή την ερημική, άνυδρη, αιχμηρή και άγονη
τοποθεσία της Μικράς Αγίας Αννης, βρίσκει απόλυτη πνευματική
χαρά και εκπλήρωση του ονείρου της ζωής του. Μπορεί πλέον
απερίσπαστα να επιδοθεί στην άσκηση της πνευματικής ζωής και
στην μελέτη των ιερών εκκλησιαστικών κειμένων.
- 177 -
Στις 20 Οκτωβρίου του 1924 κατά την διάρκεια της
αγρυπνίας στην μνήμη του αγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας έγινε η
μοναχική κουρά του παίρνοντας το όνομα του αγίου.
Ο μοναχός Γεράσιμος, προσαρμοσμένος πλήρως στην νέα
του ζωή, αποτέλεσε πρότυπο υπακοής, ταπεινώσεως και κάθε
αρετής. Παράλληλα με την τέλεση των καθημερινών μοναχικών
ακολουθιών και την μελέτη, οι δύο μοναχοί της καλύβης, γέροντας
και υποτακτικός, εργάζονταν για την επιβίωση τους ως άνθρωποι.
Ο Γέροντας Μελέτιος γνώριζε καλά και ασκούσε από χρόνια την
τέχνη κατασκευής ξυλόγλυπτων σφραγίδων που χρησιμοποιούνται
στην παρασκευή προσφορών για την θεία Λειτουργία. Κοντά σ
αυτόν και ο νέος μοναχός Γεράσιμος έμαθε την τέχνη αυτή, την
οποία και ασκούσε φίλεργα.
Εκείνο, όμως, το οποίο τον γοήτευε ήταν η ενασχόληση με τα
γράμματα. Μας λέει σχετικά: «Εδώ, όταν ήρθα, καλλιέργησα και
ανακεφαλαίωσα τις γνώσεις μου. Τους αρχαίους συγγραφείς, όλα
τα χόρτασα, όλα τα χώνεψα. Είχα μερικά βιβλία απ' έξω, που τα
έδωσα σε ορισμένα πτωχά παιδιά που μ' επισκέφθηκαν από την
Συκιά απέναντι».
Μετά την παρέλευση λίγων ετών, ο γέροντας Μελέτιος φεύγει
οριστικά για την Αθήνα, αφήνοντας τελείως μόνο του τον νέο
μοναχό Γεράσιμο. Ο τελευταίος εξηγεί τους λόγους: «Ο γερο-
Μελέτιος έφυγε το 1924-1925.1 Ήμουν 24-25 ετών. Εκείνος έφυγε,
επειδή τον παραπλάνησαν οι ζηλωταί, για να κάνει τον παπά έξω.
Δεν με πήρε μαζί του. Εγώ έφυγα από τον κόσμο για να 'ρθει εδώ·
όχι να γυρίσω πάλι πίσω».
Κάτω από την καλύβη του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται η
καλύβη Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Σε αυτήν εγκαταβιούσε ο
ασκητής Γέροντας Αβιμέλεχ (+ 1965). Το 1946 υποτάχθηκε σ'
αυτόν ο μετέπειτα ιερομόναχος Διονύσιος. Με τον π. Διονύσιο
συνδέθηκε ο π. Γεράσιμος και αργότερα, το 1966, ενώθηκαν σε
μία μόνη συνοδεία. Ο μοναχός Γεράσιμος γίνεται κτήτορας του
ναού των αγίων Πατέρων Διονυσίου του ρήτορος και
Μητροφάνους. Συγκεκριμένα, το 1956 στο σπήλαιο όπου
ασκήτευσαν οι δύο όσιοι κτίζει μικρό ναΐδριο και το 1960 το
συμπληρώνει με την Λιτή. Στο μεταξύ, η συνοδεία αυξάνει.
Ο Γέροντας Γεράσιμος, εκτός των άλλων, φημιζόταν για την
διάθεση φιλοξενίας, την οποία ενέπνευσε και στους υποτακτικούς
του. Είναι άξιο Λόγου ότι η ασκητική και αναχωρητική του βιωτή σε
τίποτα δεν έπληξε την κοινωνικότητα του. Οι προσερχόμενοι σ'
αυτόν Λαϊκοί επισκέπτες πάντοτε έφευγαν ωφελημένοι και
γοητευμένοι, καθώς ο Λόγος του ήταν πάντοτε προσεγμένος.
Συνετός στις αποκρίσεις του, απέφευγε συστηματικά τις άκαιρες
- 178 -
συζητήσεις και φλυαρίες· επιδίωκε πάντοτε την σιωπή, την οποία
και θεωρούσε «μητέρα σοφωτάτων εννοιών».
Εκτός από τους λαϊκούς, οι επισκέπτες ήταν πολλές φορές
κληρικοί η και μοναχοί, που έρχονταν με τον ίδιο σκοπό: να
ακούσουν τον γέροντα, να ωφεληθούν πνευματικά και να
διδαχθούν από την ενάρετη ζωή του. Κατά την διάρκεια της ζωής
του, του ανατέθηκαν μοναχικά διακονήματα. Διετέλεσε
βιβλιοθηκάριος και τυπικάρης του Κυριακού της σκήτης Αγίας
Άννης. Ως βιβλιοθηκάριος μάλιστα ασχολήθηκε με την σύνταξη και
δημοσίευση καταλόγου των χειρογράφων κωδίκων της
βιβλιοθήκης του Κυριακού της σκήτης. Με την ιδιότητα αυτή
βοήθησε πολλούς επιστήμονες στην εύρεση και απόκτηση
αντιγράφων των χειρογράφων. Ο ίδιος συνέταξε αξιόλογες μελέτες
και άρθρα.
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης είναι μια από τις σπάνιες
περιπτώσεις υμνογράφων, που το μεγαλύτερο μέρος του έργου
του χρησιμοποιήθηκε αμέσως στην λειτουργική ζωή της
Εκκλησίας. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι προσιτό,
παρά το γεγονός ότι ένα μικρό μόλις τμήμα του έχει εκδοθεί. Αυτό
οφείλεται στο γεγονός ότι πολλές ακολουθίες κυκλοφορούν
ευρύτατα σε δακτυλογραφημένα φωτοαντίγραφα.
Αλλά και την ίδια την υμνογραφία την θεωρεί προέκταση της
προσευχής, κοινωνία με τον Θεό και τους αγίους: «Έχω τον άγιο
μπροστά. Γι' αυτό και δεν θέλω επικοινωνία με κανέναν. Η
υμνογραφία, η πνευματική αυτή εργασία, είναι ένωση της ψυχής
μετά του Θεού· είναι μία θαυμάσια προσευχή· είναι μία
μεταρσίωσης του νοός· είναι μία μυστική θεωρία· είναι ένα
μυστήριον, που δεν ερμηνεύεται και με λόγους δεν εξωτερικεύεται.
Η υμνογραφία είναι η υπάτη φιλοσοφία. Δεν εκφράζεται με αυτά τα
λόγια. Πρέπει κανείς να την δοκιμάσει για να την αισθανθεί».

Ύμνογραφικό έργο
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο
μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του
γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου
ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το
Αγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η
αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος η έστω την
διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα
στάδια της.
Η Εκκλησία αποδέχθηκε πολύ νωρίς το έργο του νέου
υμνογράφου της και το ενέταξε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του
- 179 -
υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες,
εντάσσονται δηλαδή στην λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα
έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων της. Η ευρεία
απήχηση του έργου φαίνεται και από την μεγάλη ζήτηση των
διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να
συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της
αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και την, συνδεόμενη
με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία
όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκεια του. Η
ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο π. Γεράσιμος ονομάστηκε
Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στην απόφαση
αυτή οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αναφέρει το
σχετικό πατριαρχικό γράμμα με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1955.
Πέρα από τις παραπάνω εκκλησιαστικές διακρίσεις ο
υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Το 1963
του απονεμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο σταυρός της
χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για την συμβολή του στην
διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.
Εκτός από την Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον
υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου
του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 3 Δεκεμβρίου
1953 από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της
χώρας έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα
από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της
μετάλλιο στον υμνογράφο, «δια το υπέροχον υμνογραφικόν του
έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την
θρησκευτικήν ποίησιν».
Ο υμνογράφος Γεράσιμος δεν ήταν «φρέαρ
συντετριμμένον», αλλά πηγή «ύδατος ζώντος, αλλομένου εις ζωήν
αιώνιον» (Ιω. δ 14). Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδος των
πολλών υδάτων της εκκλησιαστικής υμνογραφικής παραδόσεως,
στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή
καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του
ζωή. Έτσι εξηγείται η ασύγκριτη σε ποσότητα (37.000
σελίδες) και εκλεκτή σε ποιότητα υμνογραφική του παραγωγή. Το
δοθέν από τον Θεό τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε και γρήγορων
χρησιμοποίησε, ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και την τιμή της
Θεοτόκου και των αγίων, αλλά και για την οικοδομή και την στήριξη
της Εκκλησίας του Χριστού.
- 180 -
Η εκδημία του
Ο Γέροντας Γεράσιμος αποτελεί χαρακτηριστική και γραφική
μορφή του σύγχρονου αθωνικού μοναχισμού και δεν λείπει από τις
αναφορές των διαφόρων οδοιπορικών και προσκυνηματικών
οδηγών του Αγίου Όρους. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν τον
εγκατέλειψαν η σωματική ευρωστία και η πνευματική διαύγεια, που
τον χαρακτήριζαν, τα τελευταία χρόνια διαισθανόταν τον θάνατο
του. Έτσι, φρόντισε να καταγράψει τις τελευταίες πατρικές του
υποθήκες προς τους υποτακτικούς του και να επιλέξει τον τόπο
ταφής του, κοντά στο σπήλαιο των αγίων Διονυσίου και
Μητροφάνους.
Ο Γέροντας μαζί με άλλους μοναχούς κατά την παρασκευή κεριού.
Δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Μέχρι και την
παραμονή της εκδημίας του έγραφε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Η
τελευταία του μάλιστα επιστολή, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου
1991, απευθύνεται προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το μεσημέρι
της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1991, έπειτα από αναπνευστική
δυσφορία, έμεινε κλινήρης και ξημερώματα Σαββάτου 7
Δεκεμβρίου άφησε στο μοναχικό του κελί την τελευταία του πνοή,
ενώ βάδιζε ήδη το 86ο έτος της επίγειας ζωής του.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθιά συγκίνηση σε
ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, ελληνόφωνο και μη. Η νεκρώσιμη
ακολουθία τελέστηκε την επομένη με την παρουσία λίγων ιερέων,
μοναχών και λαϊκών, που μπόρεσαν να βρεθούν εκεί. Σε ένδειξη
σεβασμού και εκτιμήσεως η μονή Αγίου Παύλου πρόσφερε τον
τάφο. Η σφοδρή κακοκαιρία, που έπληξε την περιοχή την ημέρα
εκείνη, δεν επέτρεψε την παρουσία όλων όσοι θα επιθυμούσαν να
παραστούν στην νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Γέροντας Γεράσιμος έμεινε βέβαια περισσότερο γνωστός
ως υμνογράφος. Διακρίθηκε, όμως, και ως μοναχός. Δεν θα ήταν
υπερβολή να λέγαμε πως ήταν υμνογράφος επειδή ήταν μοναχός.
Στο πρόσωπο του η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό η
επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός
δοκιμασμένου και παραδοσιακού αγιορείτη μοναχού, όπως
ακριβώς ήταν ο ίδιος.
Διατηρούσε σε ολόκληρη την ζωή του αμείωτη την προθυμία
προς τους πνευματικούς αγώνες, και άσβεστη την φλόγα της
αγάπης προς την μοναχική ζωή. Ο ίδιος θεωρούσε δωρεά της
Θεοτόκου το να είναι κανείς αγιορείτης μοναχός και, κάθε φορά
που τύχαινε να βρίσκεται εκτός Αγίου Όρους, διακατεχόταν από
έντονη αγωνία μήπως αρρωστήσει και δεν προλάβει να επιστρέψει
πίσω.
- 181 -
Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την υπακοή και την ταπείνωση.
Θεωρούσε πως η τέλεια και αδιάκριτη υπακοή είναι το θεμέλιο της
πνευματικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως, πηγή ειρήνης και
πνευματικής χαράς στην καρδιά του καλού και υπάκουου μοναχού.
Και αυτό συνιστούσε πάντοτε στους υποτακτικούς του.
Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά
του γεράματα, την γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την
αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε.
Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «των αρετών θησαυρός, των
εν τω Άθω μοναστών θείον καύχημα, ο πράξει και θεωρία
καταλαμπρύνας τον νουν και πλησθείς των θείων επιλάμψεων ...
ως πραύς και ακέραιος».
Υποθήκες προς τα πνευματικά του τέκνα:
«Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα, ακούσατε
μου της ταπεινής φωνής, ήτις χάριτι Κυρίου και βοήθεια της Κυρίας
ημών Θεοτόκου θα είπη εις υμάς ρήματα ζωής αιωνίου, ήτοι
μικρόν και συνεπτυγμένον, αλλά πρακτικόν λόγον ωφελείας και
οικοδομής.
Δόξαν και ευγνωμοσύνην να προσφέρωμεν καθ' εκάστην
ημέραν τω Κυρίω και τη Παναγία Αυτού Μητρί, διότι ηξίωσαν ημάς
να έλθωμεν εις τον άγιον τούτον τόπον και να γίνωμεν μοναχοί,
όπερ πολλοί επεθύμησαν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γενόμενοι
μοναχοί να έχωμεν αμείωτον την προθυμίαν προς τους
πνευματικούς αγώνας και άσβεστον την φλόγα της αγάπης προς
την μοναχικήν ζωήν, ως είμεθα την πρώτην ημέραν της ενταύθα
ελεύσεώς μας. Να προσέχωμεν πολύ δια να φυλάττωμεν τον νουν
μας καθαρόν από τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς,
οίτινες μολύνουν την καρδίαν μας, αποδιώκουν μακράν ημών την
θείαν χάριν καιγινόμεθα παίγνιον του σατανά.

Ιδιαιτέρως σας συνιστώ να προσέξωμεν το έργον της


υπακοής, της τελείας και αδιάκριτου υπακοής, ήτις είναι το
- 182 -
θεμέλιον της μοναχικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως και
πηγή ειρήνης και πνευματικής χαράς εις την καρδίαν του καλού και
υπηκόου μοναχού. Υπακοή και ταπεινοφροσύνη είναι δύο
πτέρυγες, αίτινες υψώνουν ημάς ταχύτερον εις την πνευματικήν
τελειότητα. Υπήκοος μοναχός, εργάτης αρετής-παρήκοος, πλήρης
ακαταστασίας.
Να εξομολογήσθε ταχτικώς και ειλικρινώς και να ανοίγητε
διάπλατα την καρδίαν σας εις τον πνευματικόν σας πατέρα. Η
συνεχής και καθαρά εξομολόγησις καίει τον σατανά, ευφραίνει τον
άγγελον φύλακα της ψυχής και πληροί την καρδίαν μας θείας
χάριτος.
Να προσέρχεσθε ταχτικότερον εν φόβω Θεού και καθαρά
εξομολογήσει εις την μετάληψιν των αγίων και αχράντων
Μυστηρίων. Ο μεταλαμβάνων ταχτικώς εν φόβω Θεού ενούται
μετά του Κυρίου, φωτίζεται η ψυχή του, λαμβάνει μυστικήν δύναμιν
κατά του αοράτου εχθρού, όστις σφόδρα φοβείται την θείαν
Μετάληψιν και κατακαίεται υπ' αυτής και γενικώς ο μεταλαμβάνων
εν βαθύτατη ταπεινώσει αξιούται νοερώς πολλών παρά Θεού
πραγμάτων και δωρεών ως εμπράκτως εδοκιμάσαμεν τούτο.
Να μην αμελήτε τον κανόνα σας και τα λοιπά καθήκοντα
σας, ήτοι εσπερινόν, απόδειπνον, άρθρον ως και την ανάγνωσιν.
Όταν δε εργάζεσθε να προσπαθήτε να λέγετε την ευχήν
«Κύριε Ιησού Χριστέ» και ενδιαμέσως το «Θεοτόκε Παρθένε».
Να έχετε αγάπην μεταξύ σας αδελφικήν, άδοΛον και
ανυπόκριτον, δια να σας επισκιάζη η χάρις του Θεού.
Να αγαπάτε και να σέβεσθε τον πνευματικόν σας πατέρα,
ήτις αγάπη και σεβασμός αναφέρεται εις τον Χριστόν.
Να είσθε προσεκτικοί εις τους Λόγους σας, συνετοί εις τας
αποκρίσεις σας, να αποφεύγετε τας άκαιρους συζητήσεις και
φλυαρίας και να επιδιώκετε πάντοτε την σιωπήν, ως μητέρα
σοφωτάτων εννοιών κατά τον ειπόντα θείον Πατέρα.
Να ευλαβεισθε σφόδρα την Κυρίαν ημών Θεοτόκον, την
έφορον και προστάτιδα ημών, τον αρχηγόν ημών Αγιον Ιωάννην
τον Πρόδρομον και τους ιδιαιτέρους προστάτας ημών Αγιον
Διονύσιον τον Ρήτορα και Αγιον Μητροφάνην, οίτινες υπερίπτανται
νοερώς και ευλογούσιν ημάς και να λέγετε εν τακτή ημέρα της
εβδομάδος ανελλιπώς τους χαιρετισμούς και την παράκλησιν
αυτών.
Να βιάζεσθε, αγαπητά μου τέκνα, να βιάζεσθε εις το καλόν
και γενικώς εις τα μοναχικά σας καθήκοντα και ως λέγει ο
Ουρανοβάμων Άγιος Απόστολος Παύλος "βλέπετε πως ακριβώς
περιπατείτε μη ως άσοφοι αλλ' ως σοφοί εξαγοραζόμενοι τον
καιρόν, ότι αι ημέραι πονηραί εισι".
- 183 -
Μακάριος ο μοναχός εκείνος, όστις βιάσει τον εαυτόν του και
ζήσει εναρέτως κατά τας δοθείσας υποσχέσεις εν τη κουρά. Ούτος
θα αξιωθή μακαρίου τέλους και μετά το τέλος του η Κυρία
Θεοτόκος θα απολογηθή υπέρ αυτού προς τον εύσπλαχνον Υιόν
της και Θεόν ημών Κύριον Ιησούν Χριστόν, ου η χάρις και το
άπειρον έλεος είη μεθ' ημών. Αμήν.
Και ταύτα πάντα μετά πολλής εν Χριστώ αγάπης και θερμών
πατρικών ευχών, ο ταπεινός Γέρων Μοναχός Γεράσιμος
Μικραγιαννανίτης
Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας
Εν μηνί Αυγούστω 15.1985
Κατά ταύτην την ημέραν εορτή της Κοιμήσεως της Κυρίας
ημών Θεοτόκου ήλθον εις Αγιον Όρος εν έτει 1922.

Η κοίμηση του σεπτού ΓέροντοςΓερασίμου Μικραγιαννανίτου.


«Το κύκνειον άσμα του Γέροντα»
Αλλ' ω Πανύμνητε Δέσποινα, δέξαι παρακαλώ, εν πολλή
μητρική ευνοία και συμπάθεια και συγκαταβάσει, ως εδέξατο ο
Υιός σου και Θεός ημών τα δύο λεπτά της χήρας, τα ταπεινά μου
ταύτα ψελλίσματα, άτινα γονυκλινώς εν πολλή ή ευλάβεια
προσφέρω τη Θεομητορική σου μεγαλειότητι, «ως δώρα
ευπρόσδεκτα και προσφοράν τελείαν», και εν τη φοβερά ώρα του
θανάτου βοήθει μοι τω αναξίω και αμαρτωλώ ικέτη σου, εν δε τω
αδεκάστω βήματι του φιλάνθρωπου Υιού σου και Θεού ημών,
παράστησαν με ακατάκριτον δια της Μητρικής σου παρρησίας, ως
υπέσχου, φιλάγαθε Δέσποινα, και πάντας τους ψάλλοντας αυτούς
εν ευλάβεια, αξίωσον της ουρανίου βασιλείας. Αμήν.
Δέξασθε ευμενώς, παρακαλώ υμάς, αγαπητοί εν Χριστώ
αδελφοί, το παρόν Θεοτοκάριον, και ψάλλατε τους εν αυτώ
κανόνας εν πίστει και ευλάβεια προς την Κυρίαν ημών Θεοτόκον,
ίνα απαλλάττη υμάς πειρασμών και κινδύνων και πάσης αμαρτίας,
μετά δε το τέλος αξιώση υμάς, ταις Μητρικαίς αυτής πρεσβείαις,
της βασιλείας των ουρανών· ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν
χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού· ω η δόξα και το κράτος και η προσκύνησις συν τω
ανάρχω αυτού Πατρί, και τω Παναγίω και ομοουσίω αυτού
Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Στέφανος Μοναχός «Ο Αμερικανός»


Στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Αννης και συγκεκριμένα στην
Καλύβα «Γέννησης της Θεοτόκου», με αυταπάρνηση, ασκητική
ζωή και τέλεια υπακοή, έζησε σαν τέλειος υποτακτικός ο Πάτερ
- 184 -
Στέφανος, ο όποιος ήταν κι ο τελευταίος διάδοχος στην Καλύβη
αυτή και συνεχιστής της ενάρετης ζωής και πολιτείας, πού είχε ή
ευλαβέστατη Συνοδεία του Γέροντα Γρηγορίου, πρώην
Κωνσταμονίτου και του οσιότατου αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, ο όποιος
ήταν και ο Γέροντας του Μονάχου Στέφανου και επειδή είχε έρθει
κι αυτός, όπως και ο Γέροντας του Ιωακείμ από την Αμερική, όλοι
τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν «Στέφανος ο Αμερικάνος».
Ό Μοναχός Στέφανος, γεμάτος αγάπη, απλότητα και
αγαθοσύνη, αφού με αφοσίωση υπηρέτησε το Γέροντα του
αρχιμανδρίτη Ιωακείμ, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του, κι
αξιώθηκε να πάρει την ευχή και ευλογία του όντως αγίου εκείνου
Γέροντα του, ήταν πολύ ευχαριστημένος πού πήρε αυτό το μεγάλο
πνευματικό εφόδιο για κάθε πνευματικό παιδί από τον πνευματικό
πατέρα και ηγούμενο του.
Μετά την οσιακή κοίμηση του Γέροντα του, ο Μοναχός
Στέφανος, επειδή δεν είχε πλέον Γέροντα να υπηρετήσει, πήγαινε
στα Μοναστήρια από τα όποια ζητούσε ελεημοσύνες. Ότι του
δίνανε: Παξιμάδια, ρύζι, ζάχαρη, όσπρια και άλλα τρόφιμα και
κηπουρικά, τα μοίραζε σε διάφορα άλλα Γεροντάκια, πού ήταν
άρρωστα και κατάκοιτα σε άλλες Καλύβες, στην Αγια Άννα, στη
Μικρή Αγιάννα, στα Κατουνάκια, στα Καρούλια κι όπου
άλλου βρίσκονταν άρρωστο γεροντάκι.
Το διακόνημα αυτό, ο μακάριος Στέφανος, συνέχισε σ' όλη
του τη ζωή και με χαμόγελο στα χείλη, το κομβοσχοίνι στο χέρι, την
ευχή στην καρδιά και τον τορβά στην πλάτη, ήταν έτοιμος πάντα
στην προσευχή και τη διακονία των πασχόντων αδελφών, σαν πά-
νοπλος στρατιώτης του «κάλου Σαμαρείτη» Δεσπότη Χριστού.
Έτσι ξεπλήρωνε τις δυο μεγάλες εντολές: Την αγάπη προς
το Θεό και την αγάπη προς τον πλησίον συνάνθρωπο του, επειδή
είχε βαθιά πίστη στα λόγια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού πού
είπε: «Εν ταύταις ταις δυσίν εντολαίς όλος ο Νόμος και οι
Προφήται κρέμονται» (Ματθ. ΚΒ' 40).
Έτσι έτοιμο τον βρήκε ο θάνατος, λίγο αδιαθέτησε και σαν το
πουλάκι έφυγε από τον κόσμο τούτο, εφοδιασμένος με τις πολλές
και άπειρες ευχές, πού πήρε τόσο από το Γέροντα του, όσο κι από
όλους εκείνους πού έθρεψε και με κάθε τρόπο βοήθησε και
περίθαλψε και πήγε με παρρησία πολλή στον αγωνοθέτη Κύριο
και θεό ημών Ιησούν Χριστόν, για να λάβει το βραβείο της νίκης και
να ειπεί στον δίκαιο Κριτή, εκείνα πού ο Θειος Παύλος είπε: «Τον
αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμο τετέλεκα, την πίστιν
τετήρηκα λοιπόν απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον
αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη τι ήμερα ο δίκαιος Κριτής» (Β'
Τιμ. Δ' 7, 8), να χαίρεται στεφανωμένος κι αυτός και να δοξάζει τον
- 185 -
Πατέρα, τον Υίόν και το Αγιον Πνεύμα, με όλους τους αγιορείτες
Πατέρες και Αγίους.
Από την ενάρετη αυτή Συνοδεία προέρχεται και έλαβε τα
πρώτα πνευματικά φώτα, την πρακτική εξάσκηση στην αρετή και
την ταπείνωση, κι ο ευλαβέστατος αρχιμανδρίτης Χερουβίμ
Καράμπελας, ο όποιος με τη χάρη του Θεού και την ευχή του
Γέροντα του, ίδρυσε την πνευματική Αδελφότητα «Ο
ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ» και την ιερά Μονή στον Ωρωπό, από την οποία
αδελφότητα, πολλά πνευματικά αγαθά και ψυχικά οφέλη τρύγησε
και θα εξακολουθεί να τρυγάει το ευσεβές χριστεπώνυμο
πλήρωμα, όσον ο ήλιος ανατέλλει και δύει. Ό Πάτερ Χερουβείμ, με
τον προφορικό και γραπτό λόγο, πολλές ψυχές έχει αφυπνίσει και
οδηγήσει στο δρόμο του Θεού, με τη χάρη του «Παρακλήτου»,
πολλούς έχει παρακαλέσει και ψυχικά βοηθήσει, τελευταία μάλιστα
με τα ωραιότατα βιβλία του πού αναφέρονται στις «Σύγχρονες
αγιορείτικες Μορφές».

Υπόδειγμα αγνού και αληθινού υποτακτικού

Ό Γέροντας της Καλύβης «των Αρχαγγέλων» στη Σκήτη της


Αγίας Αννης, Ανανίας Ιερομόναχος, έστειλε τον υποτακτικό του
Μιχαήλ Μοναχό στη Δάφνη για επείγουσα εργασία, με τη ρητή
εντολή, όπως επιστρέψει απαραίτητα το βράδυ στην Καλύβα τους.
Ή συγκοινωνία της Δάφνης - Αγίας Αννης γίνονταν τότε με τις
βάρκες και τα κουπιά επειδή δεν είχαν βγει ακόμη οι μηχανές. Και
για το λόγο αυτόν, όλες οι ασκητικές Καλύβες πού βρίσκονταν
στην παραλία κοντά, διατηρούσαν ψαρόβαρκες, με τις όποιες
πήγαιναν και στη Δάφνη.
Ό Μοναχός Μιχαήλ, πού ήταν ένας από τους πιο καλούς και
συνεπείς υποτακτικούς, ξεκίνησε το πρωί, με τη βάρκα του Γέρο -
Γιωργάκη, ο όποιος, επειδή δεν είχε άλλο εργόχειρο, έκανε με τη
βάρκα του τη συγκοινωνία Δάφνη - Αγιάννα. Έφτασε στη Δάφνη,
τελείωσε εκεί την εργασία, για την οποίο: πήγε, άλλ' εν τω μεταξύ ο
καιρός χάλασε, έπεσε στη θάλασσα δυνατός αέρας και
ξεσηκώθηκε απότομα μεγάλη θαλασσοταραχή με θεόρατα κύματα.
Όλοι οι Πατέρες πού είχανε πάει στη Δάφνη, επειδή ήταν
αδύνατο να γυρίσουν στις Καλύβες τους, άλλοι πήγαν στα
γειτονικά εκεί Μοναστήρια, Σίμωνος Πέτρας και Ξηροποτάμου, κι
άλλοι ξεκίνησαν με τα πόδια για τις Καρυές.
Αυτό το φαινόμενο γίνονταν τακτικά και οι Πατέρες ήταν
μαθημένοι να φέρουν κι αυτό τον Σταυρό της πρόσθετης
ταλαιπωρίας, κι έτσι φορτωμένοι τους τορβάδες με τα ψώνια,
πήγαιναν αγόγγυστα με τα πόδια. Με το κομποσχοίνι στο χέρι, την
- 186 -
ευχή στο στόμα και την καρδιά, τέλειωναν τις εργασίες τους, μέχρι
πού βγήκαν, μετά από το 1933 οι μηχανές και τα μοτεράκια και
γλίτωσαν από το πρόσθετο αυτό μαρτύριο.
Ό αδελφός Μιχαήλ, ένας Μοναχός απλός, αγαθός και
άκακος, έμεινε κοντά στην παραλιακή ακτή, στο λιμάνι της Δάφνης
και περίμενε τη θάλασσα να γαληνέψει, πού είχε κυριολεκτικά
εκμανεί και αφριζομανούσε με τα θεόρατα κύματα της, άλλ' αυτός
δεν εννοούσε ν' απομακρυνθεί και ήταν στενοχωρημένος για την
εντολή πού είχε από το γέροντα του, να γυρίσει το βράδυ στο
σπίτι.
Εκεί πού έκανε αυτές τις σκέψεις, πώς να γυρίσει πίσω στην
Αγιάννα, βλέπει μπροστά του δυο λαμπροφορεμένους νέους, οι
όποιοι τον ρώτησαν γιατί είναι στενοχωρημένος; Κι αυτός τους
είπε:
—Έχω εντολή από το Γέροντα μου να γυρίσω οπωσδήποτε
το βράδυ και να μη μείνω ούτε μια βραδιά έξω από την ασκητική
μας Καλύβα.
οι φαινόμενοι νέοι του είπαν:
—Θέλεις να μπεις στη βάρκα μας να σε πάμε εμείς στο
Γέροντα σου;
Ό αδελφός Μιχαήλ μετά χαράς δέχθηκε την πρόταση των
νέων, μπήκε στη βάρκα τους και ο ένας από τους νέους πήρε τα
κουπιά της βάρκας, τα κούνησε δυο - τρεις φορές και ξαφνικά
βρέθηκαν στο λιμανάκι της Αγίας Αννης (ας σημειωθεί ότι σήμερα
τα πετρελαιοκίνητα μοτεράκια από τη Δάφνη στην Αγιάννα κάνουν
δύο περίπου ώρες να φθάσουν, και τότε με τα κουπιά ήθελαν
περισσότερο από 5 ώρες).
Ό Μοναχός Μιχαήλ, υπό τη σκέπη της υπακοής
βρισκόμενος, δεν κατάλαβε τίποτε από τα υπερφυσικά φαινόμενα
και από τη χαρά του πού φθάσανε νωρίς, αφού βγήκε στην
παραλία της Αγίας Αννης, ευχαρίστησε τους δύο λαμπρούς
εκείνους νέους, για την καλοσύνη πού του κάνανε, κι ανέβηκε
σχεδόν τρέχοντας τον ανήφορο, να φτάσει σύντομα στο Γέροντα
του.
Στο δρόμο τον συνάντησε, ο Πάτερ Γαβριήλ, όπως του
φάνηκε, από την Καλύβα «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και αφού
χαιρετήθηκαν καλογερικά, «ευλογείτε, ο Κύριος, ο Πάτερ Γαβριήλ
ρώτησε τον υποτακτικό Μιχαήλ: «Από που έρχεσαι Πάτερ και γιατί
είσαι τόσο βιαστικός;» Ό Πατήρ Μιχαήλ απάντησε στο φαινόμενο
Μοναχό και είπε ότι ο Γέροντας με έστειλε σήμερα στη Δάφνη να
πάρω τρόφιμα και να γυρίσω το βράδυ στο σπίτι, αλλά επειδή ο
καιρός χάλασε και ή θάλασσα είχε μεγάλη φουρτούνα, ή βάρκα του
Γέρο - Γιωργάκη, πού κάνει τη συγκοινωνία, δεν μπορούσε ναρθει,
- 187 -
με πήραν μένα δυο νέοι και μ' έφεραν από τη Δάφνη με τη δική
τους βάρκα, και τώρα τρέχω να φτάσω νωρίς, στο Γέροντα μου,
για να μη με μαλώσει και μου βάλει κανόνα — αυστηρή προσευχή
και νηστεία.
Τότε ο φαινόμενος Μοναχός Γαβριήλ, ρώτησε τον
υποτακτικό Μιχαήλ: — Που είναι τώρα αυτοί οι νέοι με τη βάρκα
τους; Κι αυτός απάντησε πώς μείνανε κάτω στην παραλία, εγώ
βιαστικά έφυγα και δεν τους ρώτησα που θα μείνουν. Ό Μοναχός
Γαβριήλ, λέγει στον καλό υποτακτικό: «Αδελφέ, για ρίξε μια ματιά
προς τη θάλασσα, και τότε γύρισαν και βλέπουν πώς ή θάλασσα
είχε ασπρίσει από τους αφρούς, και τα κύματα της σκέπαζαν, όχι
μόνον το λιμανάκι, αλλά όλη ή παραλία μέχρι τα βράχια ούτε
βάρκα, ούτε ψυχή φαίνονταν πουθενά. Ό φαινόμενος Μοναχός
Γαβριήλ έγινε άφαντος από τα μάτια του υποτακτικού Μιχαήλ, ο
όποιος συνήλθε από την έκσταση, πού ή τυφλή υπακοή προς το
Γέροντα του, τον είχε μέχρι τη στιγμή εκείνη σκεπάσει, και
κατάλαβε πώς οι δυο εκείνοι νέοι, ήταν, ο μεν ένας πού πήρε τα
κουπιά της βάρκας, από τη Δάφνη και τα κούνησε τρεις φορές, ο
Αρχάγγελος Μιχαήλ, ο δε άλλος που παρουσιάστηκε μπροστά του
με το σχήμα του Μοναχού Γαβριήλ από την Καλύβα
«Ευαγγελισμός» ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Τα μάτια του κάλου υποτακτικού Μιχαήλ μονάχου
πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προς τους
Αρχαγγέλους και μ' όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματος,
έτρεξε να αναγγείλει το θαύμα των Αρχαγγέλων στο Γέροντα του.
Όταν έφτασε στην Καλύβα τους, βρήκε το Γέροντα του,
Ανανία Ιερομόναχο, γονατιστό μπροστά στην εικόνα των
Αρχαγγέλων να προσεύχεται και να παρακαλεί το Θεό και τους
Αρχάγγελους, πού στο μέσον της εικόνος έχουν τον Δεσπότη
Χριστόν, με δάκρυα στα μάτια ζητούσε να βοηθήσουν τον
υποτακτικό του Γαβριήλ να επιστρέψει. και ιδού ο Πανάγαθος θεός
εισακούει την προσευχή του Γέροντα και με τη πρεσβεία των
Αγίων και των δούλων του «αμ' έπος, αμ' έργον» γοργά εισακούει
και κάνει το θέλημα των φοβούμενων Αυτόν!
(Σ. Σ. Βλέπετε όμως, αδελφοί, ότι δεν ήταν μόνον ο
υποτακτικός θεοφοβούμενος και συνεπής στις υποχρεώσεις του,
αλλά κι ο Γέροντας του ήταν άγρυπνων και προσευχόμενος και
παρακαλών το Θεό να βοηθήσει και να σκεπάσει τον υποτακτικό
του από κάθε κακό, έτσι έρχεται ή χάρις και ευλογία του Θεού στο
Γέροντα, και ο φωτισμός, άλλα και ή πληροφορία στον υποτακτικό
τυφλά να υπακούει και να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Γέροντα
και πνευματικό οδηγητή.
Δεν πρέπει λοιπόν να ζητούμε τα πάντα τέλεια από τον
- 188 -
υποτακτικό, άλλα θα πρέπει να συμβάλει προς τούτο και ή
πνευματική αγωγή του Γέροντα, Ηγούμενου και υπόλογου
Προεστώτος, όπως λέγει κι ο Απόστολος Παύλος: «Αδελφοί,
πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε αυτοί γαρ
αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών ως λόγον αποδώσοντες...»
(Έβρ. ΙΓ' 17). Ό νοών νοείτω !)

Στη Νέα Σκήτη αγιάσανε Μητροπολίτες και


επίσκοποι

Η ιερά Νέα Σκήτη του Αγίου Παύλου, κατά καιρούς έχει


κρύψει στους κόλπους της, στις ασκητικές Καλύβες και τα
ησυχαστήρια της, πολλούς Μητροπολίτες, επισκόπους και
αρχιεπισκόπους, οι οποίοι, εκτός από τον αναφερόμενο στον Α
τόμο του «Γεροντικού» μας, επίσκοπο Ευβοίας Θεοφάνη (βλέπε
σελ. 31), είναι και οι: 1) Ο Μητροπολίτης Λακεδαίμονος Θεοφάνης,
ο οποίος ασκητικά και με κάθε είδος αρετής κεκοσμημένος, έζησε
στην ασκητική Καλύβα «Ζωοδόχος Πηγή» με πολλή αυταπάρνηση
και ταπείνωση σαν απλός Μοναχός, στην υπακοή και στη θερμή
και αδιάλειπτη προσευχή. Αξιώθηκε δε μακαριστού τέλους και
παρέδωσε την μακάρια του ψυχή, στα χέρια του Σωτήρος του
κόσμου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά το σωτήριον έτος

- 189 -
1805. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν άλλα στοιχεία από την
ευλογημένη και μακάρια ζωή του.
2) Ο Μητροπολίτης Ραψάνης Βησσαρίων, ο οποίος άφησε
κάθε ανθρώπινη δόξα και τα αξιώματα του ματαίου τούτου κόσμου
και με ειλικρινή μετάνοια, με επίγνωση και συντριβή της καρδιάς
του, έγινε ζωντανό πρότυπο αρετής και παράδειγμα μιμήσεως της
αγίας ζωής του ανάμεσα στους Πατέρες και αδερφούς της Ιεράς
αυτής Νέας Σκήτης.
Για την αρετή του αυτή τον αξίωσε ο Κύριος να αφήσει την
τελευταία του πνοή στον έχοντα εξουσίαν ζωής και θανάτου
Κύριον και Θεόν ημών, στην Ιεράν αυτή Σκήτη, από την ασκητική
Καλύβα από την οποία, σαν Ιερό πορθμείο, περαιώθη στη
βασιλεία των ουρανών και κατετάγη στα Τάγματα των Οσίων και
Θεοφόρων Αγιορειτών Πατέρων ημών.
3) Ο Επίσκοπος Χαλεπίου Γεράσιμος, του οποίου πόθησε η
ψυχή, να τελειώσει το δρόμο της ενάρετης ζωής και πολιτείας του,
στο Ιερό Περιβόλι της Παναγίας Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Τον
αξίωσε δε ο Κύριος της δόξης και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, να
ησυχάσει για πολλά χρόνια, σε μια από τις ερημικές ασκητικές
Καλύβες της Νέας Σκήτης, από την οποία κι αυτός σαν πουλάκι με
δόξα Θεού, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια και τον πήρε εκεί να
δοξάζει αιώνια τον Τρισυπόστατο Θεό με τους Αγγέλους και όλους
τους Αγίους.
4) Ο Επίσκοπος Μεσολογγίου Αθανάσιος, ο οποίος, αφού
πολλές ψυχές πιστών και ευσεβών χριστιανών, με το υπόδειγμα
της ενάρετης ζωής και πολιτείας του και την θεοφώτιστη
διδασκαλία του, κατεύθυνε στο θέλημα του Κυρίου και Θεού και
Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πολλά χρόνια εργάστηκε, σαν
ευλαβής ιεράρχης στον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο και
στον οποίο προσέφερε «πεπήρους όρπηκας» στην αγία Εκκλησία
Του, προς το τέλος της ζωής του, πεθύμησε να γευθεί το μέλι της
ησυχίας.
Έτσι υστέρα από θερμή προσευχή, η Κυρία Θεοτόκος τον
αξίωσε μακαρίου και οσιακού τέλους και να συναριθμηθεί με τους
οσίους Αγιορείτες Πατέρες, κατόπιν πολλής δοκιμασίας με
ανεξάντλητη υπομονή, σε μια από τις ερημικές Καλύβες της ιεράς
ταύτης Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου.
Ο μακαριστός Επίσκοπος αυτός Αθανάσιος, έλαβε μέρος
στη επί των ημερών του αναφυέν ζήτημα των Κολλυβάδων, ο
οποίος με καλή θέληση υποστήριξε και έδωσε την καλή και
ψυχοσωτήρια λύση του προβλήματος και έτσι είναι κι αυτός ένας
από τους αγωνιστές τους λεγόμενους Κολλυβάδες.
5) Ο από φιλοσόφων επίσκοπος Κύριλλος, σεμνοπρεπής,
- 190 -
ταπεινός και πολύ ενάρετος ιεράρχης, ο οποίος με τη χάρη του
θεού κατέλυσε τον βίον και παρέδωσε την μακάρια του ψυχή όπως
και οι προαναφερθέντες κι αυτός στην Ιερά Νέα Σκήτη, γενόμενος
υπόδειγμα καλοσύνης και χαρμονής, διότι, ως μου είπαν οι
Πατέρες, ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Εκτιμούσε δε
όλους τους Πατέρες της
Σκήτης και φέρονταν προς όλους, μικρούς και μεγάλους με
πολύ σεβασμό, ευλάβεια και αδελφική αγάπη.
Από τις αρετές του αυτές έγινε αξιαγάπητος σε όλους τους
πατέρες, οι οποίοι προσέβλεπαν στο πρόσωπο του θεϊκή χάρη να
ακτινοβολεί και του φέρονταν με βαθιά εκτίμηση και πολύ
σεβασμό. Αλλά και ο Θεός του επεφύλαξε ωραίο οσιακό τέλος,
σαν προκαταβολή της αιώνιας ανταμοιβής στην βασιλεία των
ουρανών.
6) Ο Επίσκοπος Νάξου Νικόδημος, ο οποίος από την μελέτη
των συγγραμμάτων του οσιότατου διδασκάλου και
συμπολίτου, αγίου Νικόδημου επηρεασθείς, παρακινήθηκε και
ζήλων εζήλωσε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του, στην
Καλογερική ζωή. Αγάπησε την ησυχία και θέλησε να ζήσει στην
αφάνεια, σαν απλός μοναχός. Την επιθυμία του αυτή, τον αξίωσε ο
Θεός να πραγματοποιήσει και με την προσήλωση του σ' αυτήν να
πυκνώσει τις φάλαγγες των Οσίων αγιορειτών Πατέρων και
μοναχών.
Προσήλθε και υποτάχθηκε σε έναν ευλαβή και ενάρετο
Γέροντα, στην Ιερά αυτή Νέα Σκήτη, όπου και τον βίον κατέλυσε,
στην μακάρια υπακοή, με υπερβολική ταπείνωση, από την οποία
αξιώθηκε να φτάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και ναι μεν φαινότανε
σαν άσημος Μοναχός, αλλά ήταν πλουτισμένος με ουράνια
χαρίσματα και έτυχε μακαρίου τέλους.
7) Ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου Θεοδόσιος, από την ενάρετη
ζωή και ουράνια διδασκαλία των αγιορειτών Πατέρων, των
λεγομένων «Κολλυβάδων» παραδειγματισθείς αγάπησε την
ησυχία της Καλογερικής ζωής. Τους «Κολλυβάδες» γνώρισε στην
επαρχία της Μητροπόλεως του, που σαν εξόριστοι από το Άγιον
Όρος βρίσκονταν στην ιερά αρχιεπισκοπή του. Από την διδαχή και
το ταπεινό του φρονήματος τους, παρακινήθηκε να έλθει κι αυτός
στο Άγιον Όρος.
Αφού περιηγήθηκε ολόκληρο το Περιβόλι της Παναγίας, για
μόνιμη και σαν τελευταία κατοικία του, διάλεξε μια από τις πιο
ασκητικές Καλύβες της Ιεράς Νέας Σκήτης, οι Πατέρες της οποίας
διακρίνονταν για την αγάπη, την ταπείνωση και τον
αλληλοσεβασμό που είχαν αναμεταξύ τους και προς όλους.
Έτσι, από τη Σκήτη αυτή, άφησε τα επίγεια και σαν υψιπετής
- 191 -
αετός, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια, με θερμή την πίστη και την
ελπίδα, για την απόλαυση των μελλόντων αιωνίων αγαθών, να
χαίρεται με τα Αγγελικά, τα Αρχιερατικά και τα Οσιακά Τάγματα
των Αγιορειτών Πατέρων και να δοξολογεί αιώνια, τον αιώνιο και
μόνον αληθινό Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτοί οι Αρχιερείς της Ελλαδικής Εκκλησίας μας, από τους
οποίους πλήθος μέγα και αναρίθμητο, προτίμησε να παραδώσει το
πνεύμα και την μακάρια τους ψυχή «εις χείρας Θεού ζώντος», από
το Περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τους οποίους
ένα πολύ μικρό και ελάχιστο μέρος αναφέραμε, οι οποίοι σαν καλοί
και γνήσιοι ποιμένες του Αρχιποίμενος Δεσπότου Χρίστου, κατόπιν
πολλού και σκληρού αγώνα, που κατέβαλλαν στην επαρχία και
Μητρόπολη τους, διάλεγαν, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους,
το Περιβόλι της Παναγίας σαν Ιερό πορθμείο και προτιμούσαν το
Άγιον Όρος από τις επαύλεις της Κηφισιάς, της Εκάλης, του
Ψυχικού της Αττικής ή του Πανοράματος και της Ελβετίας της
Θεσσαλονίκης και σε αλλά εξοχικά μέρη της Ελλάδος.
Διότι εκείνοι οι μακαρίτες επιθυμούσαν, όπως είδαμε, να
βρουν ηρεμία σώματος και ψυχική γαλήνη. Έτσι από τον δέκατο ή
και ένατο ακόμη αιώνα, εκ του λόγου τούτου, έβριθε το Άγιον Όρος
από σχολάζοντας και αφησυχάζοντες Πατριάρχες και Αρχιερείς,
καθώς μαρτυρούν οι τάφοι των που σώζονται μέχρι σήμερα σαν
αληθινά τεκμήρια της ιεράς των επιθυμίας για την αιώνια ζωή και
μακαριότητα.
Οι Μοναχοί στις διάφορες Ιερές Μονές του Αγίου Όρους με
σεβασμό και ευλάβεια, δείχνουν στους ευλαβείς επισκέπτες και
προσκυνητές, τους ιερούς τάφους και τα κτίρια, τις εκκλησίες, τους
πύργους και ολόκληρες πτέρυγες, τις οποίες με δικά τους
οικονομικά μέσα ανοικοδόμησαν οι αρχιερείς αυτοί.
Έτσι ήταν οι πραγματικοί ενάρετοι και ευσεβείς εκείνοι
αρχιερείς και ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού, οι οποίοι με τη
χάρη του Θεού, νίκησαν τα τρία μεγάλα και τρομερά πάθη, που
πολεμούν κάθε άνθρωπο, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, την
φιλοδοξία, την φιλαργυρία και την φιληδονία και αντιστάθηκαν στα
κύματα των διαφόρων αιρέσεων και με θάρρος και σοφία
κατεπολέμησαν αυτά, φυλάξαντες σαν κόρη οφθαλμού την
Ορθοδοξία, για την οποία, πολλοί άπ' αυτούς θυσίασαν τους
θρόνους των και έχυσαν κι αυτό το αίμα τους, δώσαντες και την
ζωή τους ακόμη, αυτοί ήσαν οι αληθινοί ποιμένες του Δεσπότου
Χρίστου.
Έτσι, αξιώθηκαν σαν αντιμισθία να δοξάζονται αιώνια παρά
του Θεού, αλλά και μέχρι σήμερα και εις τους ατελεύτητους αιώνες,
θα τιμώνται και σαν άγιοι ομολογηταί και ιερομάρτυρες, θα
- 192 -
προσκυνούνται από τους πιστούς και το χριστεπώνυμο πλήρωμα
όλου του κόσμου.

Ο Ασκητής Γερο - Δαμασκηνός (Ιστ' Αιώνας)

Σε μια ξεροκαλύβα ασκήτευε ένας ενάρετος Μοναχός, ο


Γέρων Δαμασκηνός. Όλη του τη ζωή ήταν πολύ εγκρατής, δεν
έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από νερό και παξιμάδι, πού του έδιναν οι
Πατέρες, οι όποιοι του πρόσφεραν τα πάντα, άλλ' αυτός δεν
έπαιρνε τίποτε άλλο, έκτος από παξιμάδι κι εκείνο όσο του
χρειαζόταν μόνο. Είχε τέλεια ακτημοσύνη, δεν απέκτησε ποτέ
τίποτε δικό του. Έμενε στα ξεροκαλύβα και δεν έκανε τίποτε άλλο
από το να προσεύχεται μέρα νύχτα για όλους τους Πατέρες της
Σκήτης, για τους Μοναχούς του Αγίου Όρους, για την Εκκλησία και
γενικά τον Κλήρο και για όλο τον κόσμο. Παρακαλούσε το Θεό να
σώσει όλους τους ανθρώπους και να μην αφήσει κανέναν να πάει
στην Κόλαση, ή οποία είναι «από καταβολής κόσμου
ητοιμασμένην τω Διαβάλω και τοις αγγέλοις αυτού» και όχι για
τους ανθρώπους, τούτο έλεγε πολλές φορές και μονολογούσε.
Έλεγε συχνά στην προσευχή του: «Κάμε, Θεέ μου, όλοι οι
ειδωλολάτρες, όλοι οι άπιστοι, οι άθεοι, οι αιρετικοί και κακόδοξοι
να μεταβληθούν, να γνωρίσουν την αλήθεια, να σε πιστέψουν, να
γίνουν όλοι «μία ποίμνη» πού να έχει Σένα μόνον ποιμένα τον
Μοναδικό εν Τριάδι Θεόν, τον Πατέρα, τον Υίόν, και το Αγιον
Πνεύμα, Τριάς Αγία δόξα Σοι και να μη χαθεί κανείς Θεέ μου».
Μ' αυτά τα λόγια πλημμύριζε αγάπη ή καρδιά του για όλο τον
κόσμο. Πολλές φορές μ' αυτές τις σκέψεις ερχότανε σε έκσταση,
Έβλεπε μυστήρια μεγάλα και γέμιζε όλος από θεία χαρά και
ευφροσύνη. οι Πατέρες γνώριζαν καλά την πνευματική του
προκοπή και όλοι πρόθυμα του έδιναν ότι χρειαζότανε, άλλ' αυτός
όπως είπαμε, έπαιρνε μόνο λίγο παξιμάδι. Κοιμήθηκε σε βαθύ
γήρας κι άφησε σ' όλους τις καλύτερες αναμνήσεις

Ο Γερο Χαράλαμπος Με Τη Μνήμη Θανάτου (Ιζ'


Αιώνας)

Το Γέρο - Δαμασκηνό μοναχό, διαδέχθηκε στην ξεροκαλύβα


αυτή και κατά πάντα μιμήθηκε τη ζωή του, ο Γέρο - Χαράλαμπος,
κι αυτός πολύ παλαιός ασκητής και ερημίτης. Έγινε Μοναχός και
μαζί με τ' άλλα χαρίσματα πού κληρονόμησε από το Γέρο -
Δαμασκηνό, είχε και το χάρισμα της μελέτης του θανάτου.
Μετά την προσευχή του Αποδείπνου, έμπαινε μέσα σε
- 193 -
νεκρικό κρεβάτι και ξάπλωνε ακουμπώντας το κεφάλι του σε μια
πέτρα αντί για μαξιλάρι. Και τότε άρχιζε να σκέπτεται και να
ζωντανεύει την εικόνα του θανάτου. Σχημάτιζε το σώμα του, όπως
οι πεθαμένοι, και έλεγε στον εαυτό του: Ταλαίπωρε Χαράλαμπε,
τώρα πεθαίνεις, άκου ! Χτυπάνε για σένα οι καμπάνες του
Κυριακού, οι Πατέρες τώρα λένε: Πάει ο Γέρο - Χαράλαμπος
πέθανε, δε θα μας ενοχλεί πια με την παρουσία του και τη φλυαρία
του, ο Θεός να συγχωρέσει και να αναπαύσει την ψυχή του. Ναι!
Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, αλλά συ ταλαίπωρε, Γέρο -
Χαράλαμπε, τι θα κάνεις; Που θα πάς; Πώς θα παρουσιαστείς έτσι
πού είσαι βρώμικος και ελεεινός στο Θεό, στο δίκαιο Κριτή, στο
θρόνο του Θεού; τι έργα, τι καρπούς έχεις να του παρουσιάσεις; τι
έκαμες σήμερα για το Θεό, για το συνάνθρωπο σου και για τον
εαυτό σου; Άρα θα αξιωθείς να ιδείς τους αγίους Αγγέλους του
Θεού; Τα θεία Αγγελικά Τάγματα, τις ουράνιες Ταξιαρχίες; τις
Ιεραρχίες των Αγίων, των Πατριαρχών, των Αποστόλων, των
Προφητών, των Ιεραρχών, των Όσίων, των Οσιομαρτύρων
ανδρών και γυναικών, τα διάφορα Τάγματα των Δικαίων, των
Βασιλέων, των Ιερομαρτύρων, των Μαρτύρων και όλων των
δοξασμένων δούλων του Θεού, των σεσωσμένων και αγιασμένων;
Άρα θα αξιωθείς ταλαίπωρε και αμαρτωλέ να ιδείς την
Παντοβασίλισσαν Μαριάμ, τη μητέρα του Θεού, Κυρία Θεοτόκο,
την έφορο και Προστάτη του Αγίου τούτου Τόπου, την ιδιαίτερη και
ακαταίσχυντη Προστασία των χριστιανών και μόνη παρηγοριά των
αγιορειτών Μοναχών. Άρα θα μπορέσεις άθλιε, να περάσεις τα
εναέρια Τελώνια των παμπόνηρων Δαιμόνων, τα όποια από τη
λύσσα και τη μανία πού τα κατέχει, αλλά και την επιθυμία πού
έχουν να γκρεμίζουν όλους τους ανθρώπους στην Κόλαση, θα
θελήσουν και σένα να σ' εμποδίσουν και να σε γκρεμίσουν στην
άβυσσο της γέεννας του πυρός. Άρα θα μπορέσεις να τους
ξεφύγεις και να φθάσεις στο θρόνο της μεγαλοσύνης του Θεού και
να αξιωθείς να προσκυνήσεις την Παναγία Τριάδα;
Άρα δε σε φοβίζει, Μοναχέ Χαράλαμπε, το ρητό της Αγίας
Γραφής πού λέει: «και ει ο δίκαιος μόλις σώζεται, ο ασεβής και
αμαρτωλός που φανείτε;» (Α' Πέτρ. Δ' 18).
Μ' αυτές τις σκέψεις και τις θεωρίες πλημμύριζαν τα μάτια
του δάκρυα κι έμενε ξάγρυπνος μέχρι το πρωί, πού αρχίναγε και
πάλι ή προσευχή, ή εγκράτεια όλων των αισθήσεων και ή σκληρή
άσκηση της καινούργιας ημέρας.
Με την καινούργια ήμερα έλεγε στον εαυτό του: «Δεύτε
προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε
προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τω Βασιλεί ημών Θεώ.
Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί
- 194 -
και Θεώ ημών», δηλαδή έλεγε σ' όλες τις αισθήσεις του: Στα χέρια,
στα πόδια, στα μάτια, στα αυτιά, στη γλώσσα, στο νου, στην
καρδιά και σ' όλες τις κινήσεις της ψυχής του, ελατέ όλα μαζί να
προσκυνήσομε το Θεό και να προσπέσομε σ' αυτόν, και πάλι από
την αρχή έλεγε, ότι αυτό πρέπει να γίνεται σε κάθε στιγμή, αν
θέλεις ταλαίπωρε να σε συγχωρέσει και να σε δεχτεί ο Θεός, να
παραβλέψει τα πταίσματα, τα πλημμελήματα κι όλα τα εγκλήματα
που έχουμε κάνει στη ζωή μας.
Κατ' αυτόν τον τρόπο έζησε περίπου εξήντα χρόνια,
στερημένα σχεδόν από κάθε υλική ανάπαυση και παρηγοριά. Σε
μεγάλη ηλικία επήρε αυτόν ο Πανάγαθος Θεός στη βασιλεία των
ουρανών στην αιώνια μακαριότητα.
Οι Πατέρες της Σκήτης, πένθησαν τη στέρηση ενός
ζωντανού παραδείγματος, πού και σ' αυτούς ανανέωνε τη συνεχή
μνήμη του θανάτου, ή οποία είναι το καλύτερο χαλινάρι πού
μπορεί να συγκρατήσει τον άνθρωπο από τις αδυναμίες του και τα
διάφορα πάθη.
Τέτοιοι Πατέρες, στο ύψος της αρετής αυτής ή σε μεγαλύτερα
μέτρα θείας επιδόσεως και πνευματικής προκοπής είναι
αναρίθμητοι. Κάθε ασκητική Καλύβα, κάθε ερημητήριο και Ιερό
ησυχαστήριο, άλλα και πολλές σπηλιές, έχουν αναδείξει πολλούς
Πατέρες αγωνιστές και Όσιους ισότιμους και εφάμιλλους των
παλαιών Πατέρων της Παλαιστίνης, της Λιβύης και της Θηβαΐδος.
Προς τούτο, μας πείθει και ή τελευταία γενομένη αποκάλυψη
στο Δίκαιο της Ιεράς ταύτης Σκήτης, όπως μας την αφηγηθεί ο
ίδιος.

Στον Πύργο Της Νέας Σκήτης Ο Γερο -


Δανιήλ (Ιθ' Αιώνας)

Ένας άλλος προχωρημένος στην κατά Θεόν αρετή και


προκοπή ήταν στη Νέα Σκήτη, ο Γέρο -Δανιήλ, ο όποιος ασκήτευε
μέσα στο μεγάλο πύργο, πού έχει το εκκλησάκι της «Αγίας
"Αννης», ήταν από τα μέρη της Κοζάνης, έκανε στους Πατέρες τον
εργάτη, και πρόθυμος βοηθούσε πάντας χωρίς διάκριση. Μοναχός
έγινε στην Καλύβα «Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς».
α) Μια μέρα τον έβαλαν να τακτοποιήσει τα οστά: των
κεκοιμημένων Πατέρων στο Κοιμητήρι της Σκήτης, ήταν Ιούλιος
μήνας, από τη ζέστη και τον πολύ κόπο, κάθισε λίγο να
ξεκουραστεί και τότε γύρισε με ευλάβεια και σεβασμό και είπε στα
- 195 -
οστά: «Άγιοι Πατέρες, δεν κάνετε κι εσείς καμιά προσευχή και
μεσιτεία στο Θεό και για μας τους αμαρτωλούς να σωθούμε οι
ταλαίπωροι και να βρούμε έλεος, από τον πανάγαθο Θεό; Όταν
είπε αυτά, παράδοξα, και με θαυμαστό τρόπο, μέσ' από τα οστά
βγήκε φωνή και του είπε: «Και βέβαια κάνουμε προσευχή, μεσιτεία
κι ακατάπαυστη δέηση στο Θεό, για να σωθείτε, αλλά, αδελφέ,
πώς είναι δυνατόν να σωθείτε, αφού σεις δεν θέλετε να έχετε τις
απαραίτητες προϋποθέσεις: Την ακακία, την ταπείνωση και την
αγάπη; Δεν ξέρετε από την αγία Γραφή, ότι ο Θεός αγάπη είναι και
μισεί και σιχαίνεται τον εγωιστή και μνησίκακο άνθρωπο; Χωρίς
αγάπη κανείς δε σώνεται!
β) Ό Γέρο - Παντελεήμων με το γέροντα του Συμεών,
μοναχοί και οι δύο, από πλανεμένη ιδέα, είχανε τελείως αποκοπεί
από την κοινή εκκλησία του Κυριακού και από όλους τους Πατέρες
της Σκήτης. Φτάσανε στο σημείο να παίρνουν από ένα. άλλο παπά
- Γεδεών, πού ήταν κι αυτός πλανεμένος και αποκομμένος και δεν
επικοινωνούσε με τους Πατέρες και την εκκλησία και οι τρεις αυτοί
έκαναν λειτουργία στο σπίτι τους και κοινωνούσαν τα Μυστήρια
μόνοι τους.
Ό Γέρο - Δανιήλ, με το διορατικό χάρισμα πού είχε από τον
Κύριο, έβλεπε το σπίτι εκείνων και την εκκλησία τους να είναι
γεμάτα Δαιμόνια που χόρευαν γύρω γύρω και δε φεύγανε με
κανένα τρόπο.
γ) Άλλοτε πάλι, όπως ο ίδιος έλεγε, όταν επιδίδετο με θέρμη
στη προσευχή και τη νίψη, πήγαιναν τα Δαιμόνια γύρω γύρω στο
Πύργο πού έμενε και με πολλή μανία φώναζαν και πίεζαν το Γέρο -
Δανιήλ και τούλεγαν να φύγει άπ' εκεί και να πάει πάλι στο κόσμο
'κει πού ήτανε πρώτα.

- 196 -
Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Στη Νέα Σκήτη (1880 -
1967)

Στην Καλύβη του «Αγίου Σπυρίδωνος» έγινε Μοναχός και


πήρε το όνομα Γαβριήλ και υστέρα από πολλά χρόνια υπακοής,
στους Γεροντάδες του, έγινε Διάκονος, Πρεσβύτερος και
Πνευματικός. Κατόπιν προσκλήσεως του Επίσκοπου Κορίνθου, με
την ευλογία του Γέροντα του, πήγε στην Κόρινθο. Εκεί έμεινε
πολλά χρόνια, με την εξομολόγηση, τη πνευματική νουθεσία, άλλα
και το παράδειγμα της πνευματικής του ζωής και πολιτείας,
βοήθησε τους χριστιανούς να βρούνε το δρόμο του Θεού, το
δρόμο της κατά Θεόν ζωής και της καθόλου αρετής.
- 197 -
Με το δικό του παράδειγμα, τη νηστεία, την εγκράτεια, την
προσευχή, την ταπείνωση και κάθε άλλο είδος αρετής, πού πρέπει
να έχει κάθε χριστιανός για να φτάσει στην κορωνίδα των αρετών
πού είναι ή αγάπη, χωρίς την οποία δεν μπορεί ο άνθρωπος να
λέγεται και να είναι χριστιανός και δε θ' αξιωθεί ποτέ να δει το
πρόσωπο του Θεού, γι' αυτό έλεγε ο αείμνηστος αυτός Γέρο -
Παπα - Γαβριήλ: — Ό άνθρωπος, αν κάθε μέρα κοινωνεί τα
Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα του Δεσπότη Χριστού, όλη
την περιουσία του να δώσει ελεημοσύνη, από τη νηστεία και τις
μετάνοιες αν στεγνώσει και γίνει πετσί και κόκαλο σκέτος σκελετός,
αν δεν αποκτήσει αγάπη προς το Θεό και τους ανθρώπους και σ'
όλη τη φύση, δεν έκανε τίποτε και δε θα τύχει ποτέ του ελέους και
των οικτιρμών του Θεού, όπως μας διδάσκει και ο μεγάλος εκείνος
των Εθνών απόστολος Παύλος, ο όποιος έχει πλέξει το εγκώμιο
της μεγάλης αυτής αρετής πού λέγεται αγάπη και έγραφε στους
Κορίνθιους: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των
Αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ήχων ή κύμβαλον
αλαλάζον και εάν έχω προφητείαν και ιδώ τα μυστήρια πάντα και
πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω την πίστιν, ώστε όρη μεθιστάνειν,
αγάπην δεν μη έχω ουδέν ειμί, και εάν ψωμίσω πάντα τα
υπάρχοντα μου, και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι,
αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι» και όλο το Κεφάλαιο τούτο
είναι ένας συνεχής ύμνος της αρετής της αγάπης. (Α Κορ. ΙΓ 1-3).
Γεμάτος αγάπη ο Γέρο - Παπα - Γαβριήλ, υστέρα από 35
ολόκληρα χρόνια ιεραποστολικής ζωής, επέστρεψε στη Μετάνοια
του, στη Νέα Σκήτη όπου ο Γέροντας των Παπακυριλλαίων
Γεράσιμος Μοναχός τον έκαμε μεγαλόσχημο Μοναχό με το ίδιο
όνομα Γαβριήλ γύρω ασκητικά Καλύβα, άλλα κι αυτός στάθηκε
αδύνατο να βοηθήσει τον ψυχορραγούντα αδελφό Κύριλλο.
Τότε ο κατά σάρκα αδελφός του Παπα - Νεόφυτος κι εκείνος
Πνευματικός, κάλεσε και τον γέροντα Πνευματικό Παπα - Γαβριήλ
Λευτεριώτη, ο όποιος, μ' όλη την αδελφική αγάπη, πήγε κοντά
στον ασθενή και σαν έμπειρος Πνευματικός; όταν του είπε για το
χαρτί, ρώτησε το Μοναχό Κύριλλο να του πει τι ακριβώς βλέπει. Ό
ασθενής είπε, πώς στα δεξιά βλέπει δυο λευκοφόρους Αγγέλους
και στα αριστερά ήταν έτοιμοι να αρπάξουν την ψυχή του πολλοί
Δαίμονες, ο ένας από τους οποίους με την ουρά του γύριζε
σύντομα και έπαιζε με το κομβοσχοίνι του ησυχαστή Γέροντα
Ιωσήφ, πού βρίσκονταν κι αυτός εκεί.
Ό Πνευματικός Παπα - Γαβριήλ, παρεκάλεσε όλους τους
αδελφούς να βγουν έξω από το δωμάτιο του ασθενή και ρώτησε
για δεύτερη φορά το Μοναχό Κύριλλο να του πει τα κρυπτά της
καρδίας του.
- 198 -
Αφού ο ασθενής τα είπε όλα, τότε τον ρώτησε αν το χαρτί
είναι ακόμα κολλημένο στον ωμό του. Ό ασθενής απάντησε πώς
και πάλι το χαρτί είναι κολλημένο εκεί που αρχικά το αισθανόταν.
Ό Πνευματικός τότε είπε στον Μοναχό Κύριλλο να ρωτήσει
το φύλακα Άγγελο, να του ειπεί εκείνος τι γράφει το χαρτί. Ό
Μοναχός Κύριλλος γύρισε προς τους Αγγέλους και τους μίλησε σε
γλώσσα, πού ο Πνευματικός δεν καταλάβαινε ούτε μια λέξη άπ'
αυτά πού έλεγε. Κι ο Άγγελος του απαντούσε στην ίδια γλώσσα.
Τότε ο Παπα - Γαβριήλ, έβαλε το πετραχήλι επάνω στον ασθενή
και τον ρώτησε τι του είπε ο Άγγελος ότι γράφει το χαρτί; Κι ο
Μοναχός Κύριλλος του είπε δυο αμαρτίες πού αυτός πρώτα δε
θυμότανε να τις πει.
Ό Πνευματικός αφού του είπε αυτά, διάβασε τη συγχωρετική
ευχή, κι όταν τελείωσε πήρε το πετραχήλι κι ο ασθενής είπε στον
Πνευματικό, πώς το χαρτί κόλλησε πάνω στο πετραχήλι και
σβήσανε τα αμαρτήματα του, πού ήτανε γραμμένα σ' αυτό, και με
το λόγο αυτόν, παρέδωκε το πνεύμα και κοιμήθηκε τον αιώνιο
ύπνο των μακαρίων.
Ή πείρα και διάκριση του Πνευματικού, βοήθησε τον αδελφό
Κύριλλο να εξομολογηθεί και να καθαρισθεί από τις ανθρώπινες
αδυναμίες του, με διερμηνέα και βοηθό τον Άγγελο φύλακα της
ψυχής.
Ό Πνευματικός Παπα - Γαβριήλ, στην Κόρινθο έζησε 28
χρόνια πνευματική ζωή, με παντός είδους εγκράτεια και έκτισε εκεί
τον ωραιότατο, ευρύχωρο και περικαλλή Ναό του Αγίου Νικολάου.
Όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και έφτασε ο καιρός της
εκδημίας του, προείδε και προείπε το θάνατο του και δυο μέρες
πριν να φύγει οριστικά από τον κόσμο τούτο, όπως μου είπε ο
υποτακτικός του πνευματικός Ιερομόναχος Σπυρίδων, κάλεσε τους
Πατέρες και αδελφούς της Σκήτης, από τους οποίους έλαβε και
έδωκε συγχωρέσει, ευλόγησε τη Σκήτη και παρεκάλεσε με θερμή
πίστη, δέηση και δάκρυα το Θεό, να χαρίσει την ευλογία Του, στη
Συνοδεία του, σ' ολόκληρη τη Σκήτη και όλους τους αδελφούς να
τους αξιώσει να αποκτήσουν την αρετή της αγάπης.
Έτσι, μετά άπ' αυτά, με τη γαλήνη και λάμψη της αρετής και
της καλοσύνης στο πρόσωπο του, πλήρης ήμερων παρέδωκε τη
μακαριά του ψυχή στα χέρια του Δεσπότη Χριστού και πέταξε σαν
πουλάκι στα ουράνια θεία Σκηνώματα το 1967 σωτήριο έτος.
Τους κόπους και την αρετή του Γέροντα αυτού Παπα -
Γαβριήλ, βράβευσε ο Πανάγαθος Θεός και του έδωκε συνοδεία ή
οποία συνεχίζει την Παράδοση των Πατέρων, δοξάζει το Θεό,
τιμάει τη Σκήτη και ολόκληρο το Περιβόλι της Παναγίας μας, ο
τούτου διάδοχος Γέρων Σπυρίδων πνευματικός, με την
- 199 -
ευλαβέστατη συνοδεία του.

Ο Γερο Ιωσήφ - Φραγκίσκος Στη Ν. Σκήτη


(1912)

Ένας από τους αγωνιστές στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία
ήτανε και ο Γέρο -Ιωσήφ, ο όποιος επειδή τα τελευταία του χρόνια
πέρασε στα ησυχαστήρια της Νέας Σκήτης, πήρε το όνομα
Σπηλαιώτης. Εμείς γνωρίσαμε πολύ καλά τον Γέροντα αυτό στην
ερημωθείσα Σκήτη του Άγιου Βασιλείου, έμενε εκεί σε ένα από τα
πολλά ησυχαστήρια με τη συνοδεία του το Γέρο Αρσένιο, το
Μοναχό Έφραίμ, τον Μοναχό Ιωάννη Βλάχο και το αδελφό του
κατά σάρκα Αθανάσιο. Πολλές φορές τον επισκεπτόμαστε και συ-
νήθιζε πάντα να λέει ρητά της Αγίας Γραφής από τη Παλαιά
Διαθήκη και κατέβαλε μεγάλον αγώνα για την κατάκτηση της
νοερας προσευχής. Σχεδόν κάθε μέρα ερχότανε ο Πατήρ Έφραίμ
και επί ώρες συζητούσε με το Γέροντα μου για τη νοερά προσευχή
και για επιτεύγματα πνευματικά. Μετά ο Πατήρ Έφραίμ έγινε Ιερεύς
έφυγε στον κόσμο και σύστησε γυναικείο Μοναστήρι στο Βόλο, άπ'
εκεί πήγε στην Αμερική. Ό δε Γέροντας του Ιωσήφ με την
υπόλοιπη συνοδείας οπού προσετέθη και ο νέος Έφραίμ, σήμερα
ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλόθεου, και ο Ιερομόναχος
Χαράλαμπος πού σήμερα βρίσκεται στο χιλιανδρίνο κελί
«Μπουραζέρι», κατέβηκε στα Κατουνάκια κι άπ' εκεί στα
ησυχαστήρια και σπήλαια της Νέας Σκήτης, όπου επιδόθηκε
περισσότερο στην εργασία της νοεράς προσευχής και τελειώθη εν
Κυρίω αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της πνευματικής ζωής και
ενάρετης πολιτείας. Ας ευχηθούμε να μην εκλείψουν και σήμερα
αυτού του είδους οι πνευματικοί αγωνιστές, γιατί είναι κρίμα να
αρνείται κανείς τον κόσμο όλον και τελευταία από πνευματική
ολιγωρία και απροσεξία να χάνει όλους του τους κόπους και να
κινδυνεύει να χάσει και την ψυχή του από κενή και μάταιη δόξα και
όνομα χωρίς χάρη. Κα! τούτο λέγω και γράφω, διότι ο μακαρίτης
Γέρο - Ιωσήφ πολλές φορές μας έλεγε: «Αδελφοί μου, είναι
καλύτερα οι άνθρωποι να μας βρίζουν και κακολογούν παρά να
μας εγκωμιάζουν και επαινούν. Ό Καλόγερος από τις κακολογίες
και βρισιές δεν παθαίνει τίποτα, μάλλον καθαρίζεται και ψυχικά
ωφελείται ενώ, από τους επαίνους και τα εγκώμια, μπορεί να
πιστεύση ότι κάτι είναι, και τότε χάνει τα λογικά του και όλοι οι
κόποι του πάνε χαμένοι, όπως έλεγε και ο άγιος Βαρσανούφιος ότι
«από τη στιγμή πού ο άνθρωπος θα ψηφίσει τον εαυτό του ότι
είναι τι, εξήλθε της πόλεως», δηλ. από τη στιγμή πού θα πιστέψει
ότι κάτι είναι αμέσως εξέρχεται από τα όρια της αρετής και
- 200 -
βρίσκεται στα όρια της πλάνης και στην περιοχή της κακίας»,
θυμάμαι αυτά τα λόγια του σα να ήταν χθες, διότι μου έκανε
εντύπωση ο τρόπος με τον όποιον ερμήνευε πώς να αποφύγουμε
την κενοδοξία και να αποκτήσομε την ταπείνωση, πού είναι το
θεμέλιο όλων των αρετών. Ό Θεός να αναπαύσει την ψυχή του
μακαρίτη Γέρο - Ιωσήφ.
Στη Νέα Σκήτη, θα βρούμε κι άλλους εργάτες της νοεράς
προσευχής, της υπακοής και της καθόλα πνευματικής ζωής, όπως
και αγιογράφους, οι όποιοι μαζί με τη χειροτεχνία καλλιεργούν και
τον κήπο της καρδίας τους και καθαρίζουν αυτόν από τα βλαπτικά
ζιζάνια, τα όποια είναι: Ό φθόνος, ή ζήλια, ή φιλοδοξία, ο εγωισμός
και όλα τα πάθη πού μέρα - νύχτα πολεμούν τον άνθρωπο και
περισσότερο τον Μοναχό. Για μας όλοι οι Πατέρες είναι βιαστές και
άγιοι.

Ο Δεσπότης Της Ευβοίας Μοναχός Στη Ν. Σκήτη

Όπως διηγούνται οι Πατέρες της Σκήτης αυτής, στην Εύβοια


ήταν Επίσκοπος με το όνομα Θεοφάνης. Στην επαρχία του ήταν
Μνας πτωχός, ο όποιος, είχε στην κατοχή του από κληρονομιά ένα
μικρό καζανάκι, πού το λέγανε «μπαγκράτσι». Αυτό φαίνεται να
είχε μεγάλη αρχαιολογική αξία. Το είδε ένας συμπατριώτης του
πλούσιος, του άρεσε και θέλησε οπωσδήποτε να το αγοράσει και
επειδή δε μπόρεσε με το καλό, με τις κολακείες να το αγοράσει,
διότι ο πτωχός δεν ήξερε αν το δοχείο αυτό έχει αρχαιολογική αξία,
άλλα επειδή ήταν κληρονομιά της οικογένειας του δεν το πωλούσε
με κανένα τρόπο. Τότε ο πλούσιος χρησιμοποίησε βία και
κατακράτησε του πτωχού το κληρονομικό κειμήλιο.
Μετά καιρόν ο πλούσιος πέθανε σε νεαρή ηλικία, οι
συγγενείς του, κατά την Παράδοση της Εκκλησίας, μετά τριετία
κάμανε την ανακομιδή, και το σώμα του πλούσιου, βρέθηκε
αδιάλυτο. Έγινε δεύτερη και τρίτη ανακομιδή, κατά τα ορισμένα
χρονικά διαστήματα, ανά τριετία, αλλά και πάλι το σώμα του
νεκρού βρέθηκε τυμπανιαίο και αδιάλυτο. Τότε οι συγγενείς του
κάλεσαν, το Δεσπότη να γονατίσει στον τάφο, και να διαβάσει
συγχωρετική ευχή στο σώμα του νεκρού. Άλλα το αποτέλεσμα
ήταν να μείνει και πάλι το σώμα αδιάλυτο.
Κατόπιν αυτού, ο Δεσπότης Θεοφάνης, συνεβούλευσε τους
συγγενείς του πλούσιου, να στήσουν το τυμπανιαίο σώμα του
νεκρού σε δημόσιο χώρο, όπου διερχόμενοι όλοι οι κάτοικοι του
χωρίου ένας, ένας, να συγχωρούν το νεκρό κι έτσι, ο Πανάγαθος
Θεός, ίσως συγχωρέσει την ψυχή του πλούσιου και διαλυθεί το
- 201 -
σώμα του.
Εκ παραλλήλου όμως, ο Αρχιερέας, τοποθέτησε εκεί κοντά
άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, να παρατηρεί τι θα λένε οι
συμπολίτες στον πεθαμένο σαν θα περνάνε από μπροστά του.
Όλοι περνούσαν από μπροστά, του άλιωτου σώματος,
έλεγαν από μια ευχή να τον συγχωρέσει ο Θεός, κι έφευγαν. Με τη
σειρά του πήγε κι ο φτωχός του οποίου είχε κατακρατήσει, με τη
βία, το πολύτιμο γι' αυτόν «καζανάκι», ο φτωχός σαν πλησίασε το
σώμα του νεκρού, έφτυσε και ο άνθρωπος του Δεσπότη τον
άκουσε να λέει: «Έτσι ντε, καλά να πάθεις να μείνεις εκεί άλιωτος
μαζί με το μπαγκράτσι πού μου πήρες, για πάντα να είσαι
τούμπανο αφού σου άρεσε έτσι να είσαι και να μου πάρεις αυτό
που βρήκα από τη μάνα που με γέννησε».
Ό άνθρωπος πού άκουσε αυτά, αμέσως τα μετέφερε στον
Αρχιερέα Θεοφάνη. Εκείνος με τη σειρά του κάλεσε κοντά του το
φτωχό, πού είπε τα λόγια εκείνα στο άλιωτο σώμα, και τον
ρώτησε: «τι σήμαιναν αυτά πού είπε στον άλιωτο πλούσιο;» Και
αφού έμαθε την αιτία, αμέσως κάλεσε τους συγγενείς του
πλούσιου, τους ρώτησε αν, στο σπίτι του δεδομένου αφορισμένου,
υπάρχει κανένα αρχαίο και πολύτιμο «καζανάκι», κι όταν άπ'
αυτούς έμαθε πώς τούτο αποτελεί μέρος της περιουσίας του
αποβιώσαντος συγγενή τους. Ό Επίσκοπος εξήγησε τότε, ότι αυτό
ανήκει στο δείνα φτωχό και πρέπει να επιστραφεί το συντομότερο,
το άδικα κρατούμενο ξένο πράγμα στον ιδιοκτήτη του και έτσι θα
τον συγχωρέσει ο Θεός, αυτόν πού έκαμε την αδικία.
Οι συγγενείς συμμορφώθηκαν με την εντολή του Επίσκοπου,
ο όποιος πήρε το «καζανάκι», με τρόπο το έβαλε στα χέρια του
πλούσιου και είπε στο δικαιούχο πτωχό να πλησιάσει το σώμα του
νεκρού, να παραλάβει το «μπαγκράτσι» του και να συγχωρέσει
από την καρδιά του, το νεκρό σώμα, για την άδικη πράξη, πού εις
βάρος του διέπραξε.
Όταν έγινε αυτό μπροστά στα μάτια όλων των συγχωριανών
του, το αδιάλυτο μέχρι κείνη τη στιγμή σώμα, πού από πολλά
χρόνια ήταν στην κατάσταση αυτή, διαλύθηκε και έγινε σκόνη. Όλοι
έμειναν κατάπληκτοι και δόξασαν μ' ένα στόμα το όνομα του
Πανάγαθου και δικαιοκρίτη Θεού.
Ό Επίσκοπος Θεοφάνης, μετά από το θαύμα αυτό
απαρνήθηκε πάντα τα γήινα και εγκόσμια αγαθά, έφυγε από την
Εύβοια και ήρθε στο Άγιον Όρος, αφού γύρισε πολλά Μοναστήρια
και Ιερά προσκυνήματα, τελικά κοινοβίασε σαν ένας απλός ιδιώτης
σε έναν αγράμματο και σκληρό Γέροντα Κύριλλο στην Καλύβα της
«Ζωοδόχου Πηγής» στη Νέα Σκήτη.
Στην υπακοή του γέροντα αυτού έμεινε περίπου δυο χρόνια,
- 202 -
στο δεύτερο χρόνο, τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ήρθε στην παραλία
της Σκήτης αυτής ένα καΐκι από την Εύβοια, με τυρί, αυγά και
διάφορα άλλα τρόφιμα. Οι Πατέρες της Σκήτης κατέβηκαν στη
θάλασσα, για να πάρει ο καθένας τα είδη και τρόφιμα πού του
χρειάζονταν-για το άγιο Πάσχα. Τότε κι ο Γέρο - Κύριλλος, έστειλε
τον υποτακτικό του —Δεσπότη Θεοφάνη— πού ήταν δόκιμος, να
πάρει κι αυτός τα τρόφιμα του Γέροντα του. Όταν πλησίασε στο
καΐκι, ο έμπορος και καπετάνιος του καϊκιού είπε μπροστά σε
όλους τους παρευρισκόμενους εκεί Πατέρες:
—Δεν είσαι συ ο Δεσπότης μας ο Θεοφάνης πού μας έφυγε
και τον έχουμε χάσει τώρα δυο χρόνια και μ' αυτά πού είπε έπεσε
στο έδαφος και τον προσκύνησε.
Εκείνος αρνήθηκε και του είπε: — τι λες άνθρωπε μου,
παραγνώρισες, κάποιο λάθος κάνεις, δεν είμαι 'γώ αυτός πού
νομίζεις και μόλις είπε αυτά έφυγε, ανέβηκε στη Σκήτη και τούτο
στάθηκε αφορμή να φύγει από το Γέροντα του, διότι έμαθαν όλοι
πώς αυτός είναι ο Επίσκοπος Ευβοίας Θεοφάνης. Ό δε Γέροντας
του θαυμάζοντας την ταπείνωση του Δεσπότη, έπεσε στα πόδια
του και ζήταγε συγχώρεση για το σκληρό τρόπο πού τον
μεταχειρίζονταν.
Ό Δεσπότης Θεοφάνης, τότε πήγε σε ένα έρημο
ησυχαστήριο της Νέας Σκήτης,- πού έζησε σαν απλός Καλόγερος
και με πολλή ταπείνωση και αγάπη προς όλους τους Πατέρες σε
βαθύ γήρας, παρέδωκε τη μακαριά του ψυχή στα χέρια του
Δεσπότη Χριστού και Σωτήρος ημών Θεού, και ενετάχθει στη
μακαριά χορεία των αγίων Πατέρων.
Έκτος του Επίσκοπου Θεοφάνη, πολλοί άλλοι Αρχιερείς,
αφιέρωσαν το υπόλοιπο της ζωής τους και τελειώθηκαν εν Κυρίω,
στη Σκήτη αυτή και με τους αγιορείτες Πατέρες κατατάχθηκαν στις
αιώνιες του Παραδείσου Μονές.

Ο Γέρων Αβέρκιος

Το έτος 1880 ήρθε από το Μοναστήρι της Νάξου ο Γέρων


Αβέρκιος Μοναχός, ο όποιος έζησε με άσκηση και εγκράτεια,
έδειξε μεγάλη υπομονή στους πειρασμούς και καρτερικότητα στον
πόλεμο της σάρκας και του Διαβόλου. Έμενε στη σπηλιά της Νέας
Σκήτης και επειδή είχε σύντροφο τη μακαριά απλότητα και θερμή
πίστη στο Θεό, έφτασε σε μεγάλα μέτρα αρετής και ταπεινώσεως.
Κατά καιρούς έδειξε σημεία, από τα όποια φαίνεται πώς είχε
μεγάλη παρρησία στο Θεό.
Σαν ανταμοιβή της θερμής πίστεως και των πολλών του
κόπων, είχε λάβει από τον Πανάγαθο Θεό πολλά χαρίσματα όπως
- 203 -
είναι το «διορατικό», το «προορατικό», αλλά και με το προφητικό
ακόμη χάρισμα ήταν πλουτισμένος. Με τα χαρίσματα αυτά έβλεπε
και πρόλεγε υπερφυσικά πράγματα:
α) Σε μια αγρυπνία πού είχαν οι Πατέρες στο Κυριάκο της
Σκήτης, κατά την ώρα της θείας λειτουργίας μπήκε στο ιερό. Ό
εφημέριος του έλεγε τι θέλεις εδώ, Γέρο -Αβέρκιε; Αυτός δεν είπε
τίποτε στον εφημέριο, αλλά πλησίαζε στην αγία Τράπεζα οπού
έβλεπε το Δεσπότη Χριστό να του κάνει νόημα με το χέρι να
πλησιάσει. Κι όταν πήγε κοντά του έδειξε πώς είναι γραμμένο το
όνομα του στη «Βίβλο της Ζωής» και του είπε ότι πρέπει
περισσότερο να αγρυπνεί και να προσεύχεται.
β) Όταν για πρώτη φορά είδε, ο Γέρο - Αβέρκιος, το Νεόφυτο
νέο Καλογέρι του είπε πώς, σύντομα θα γινόταν παπάς, και
πράγματι υστέρα από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Διάκονος και την
άλλη μέρα πρεσβύτερος και σε νόμιμη ηλικία προχειρίστηκε
Πνευματικός.
γ) Μέσα από το ασκητήριο του, πού συνέχεια και αδιάλειπτα
προσεύχονταν, είδε στο Μοναστήρι του Αγίου Παύλου, να
μπαίνουν πλήθος Δαίμονες από τον Πύργο του Μοναστηρίου και
να φθάνουν μέχρι τον ξενώνα, το λεγόμενο «Αρχονταρίκι» και μετά
από 20 μέρες, από το φαινόμενο αυτό, πήρε φωτιά το Μοναστήρι,
από το μέρος εκείνο του Πύργου, και έφτασε ή φωτιά μέχρι κει πού
πήγαν οι Δαίμονες, κάηκε όλο το μέρος εκείνο.
δ) Με το «διορατικό» χάρισμα πού είχε, όταν πήγαιναν οι
Πατέρες να κοινωνήσουν τα Άχραντα Μυστήρια, το Σώμα και Αίμα
του Σωτήρος Χριστού, διέκρινε τον καθένα άπ' αυτούς σε ποια
πνευματική κατάσταση βρίσκονταν και ανάλογα με τα φαινόμενα,
άλλοτε λυπόταν και άλλοτε χαίρονταν.
ε) Πολλές φορές, στο Κυριάκο της Αγίας Αννης και στο
Κυριάκο της Νέας Σκήτης, έβλεπε νοερός τους Πατέρες να είναι
μαζεμένοι, λαμπροφορεμένοι και οι Ιερωμένοι να λάμπουν με τις
στολές τους και όλους εκείνους να τους σκεπάζει φωτεινή νεφέλη
και δόξα Κυρίου ανεκδιήγητη, έβλεπε δε και άλλους Καλογήρους
πού δεν πήγαιναν και δεν ακολουθούσαν το Κυριάκο της Σκήτης,
αλλά κάνανε παρασυναγωγές και χώριζαν από τους άλλους
Πατέρες. Αυτούς τους έβλεπε να σκαρφαλώνουν πάνω στα βράχια
σαν τα κατσίκια χωρίς ποιμένα, να πηγαίνουν από το Κυριάκο και
κάτω μέχρι τη θάλασσα και τελικά να φεύγουν για τον κόσμο και σε
διάφορες άλλες κατευθύνσεις, στ) Όταν για πρώτη φορά είδε
ανηρτημένη, στο Κυριάκο, τη φωτογραφία της Ελληνικής βασιλικής
οικογένειας και ενώ Βασιλιάς ήταν ο Κωνσταντίνος, ο Γέρο -
Αβέρκιος, έδειχνε στους Πατέρες της Σκήτης και έλεγε ότι Βασιλιάς
θα γίνει ο Αλέξανδρος. Προείπε πώς ο Κωνσταντίνος θα εξοριστεί
- 204 -
και ενώ θα έπρεπε αντί να βασιλεύσουν τα μεγαλύτερα παιδιά του
: Ό Γεώργιος ή ο Παύλος, αυτός έδειχνε τον ' Αλέξανδρο. Πράγμα
πού έγινε μετά από λίγα χρόνια, διότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος
έκαμε βασιλιά του Ελληνικού Κράτους τον Αλέξανδρο.
Τέλος όταν το 1934 κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, φανερώθηκε
σε δράμα, στον επίσης πνευματικά καλλιεργημένο αρχιμανδρίτη
Ιωακείμ Σπετσέρη, πού έμενε κι αυτός στη Νέα Σκήτη, πώς ήταν
μέσα σε περιβόλι με πολλά δέντρα, άπειρα φρούτα και διάφορα
λουλούδια.
Ό πατήρ Ιωακείμ, ρώτησε το Γέρο - Αβέρκιο, τίνος είναι
πάτερ αυτός ο κήπος; Και ο Γέρο - Αβέρκιος του απήντησε:
«Όπως βλέπεις είναι δικός μου, μου τον χάρισε ο Δεσπότης
Χριστός, ο Ουράνιος Πατέρας και Θεός».

Γέρων Ευλόγιοσ
Νικόδημος Μπιλάλης, Αγιορείτης μοναχός - συγγραφέας

Κ.Ι.: Οι Γέροντες είναι το βιωμένο Ευαγγέλιο, ο βιωμένος


Χριστός και σήμερα και στους αιώνες, γιατί «ο Χριστός χθες και
σήμερον και εις τους αιώνας ο Αυτός». Είναι τα ορατά σημάδια του
Χριστού εντός της Εκκλησίας, εκείνοι που ποιμένουν το λαό του
Θεού, γιατί έχουν φθάσει σε ύψη τέτοια, λόγω της ασκήσεως των,
λόγω των ταπεινώσεων των, ώστε ο Θεός δια του Παναγίου
Πνεύματος έρχεται και τους χαριτώνει και διαμέσου των Γερόντων
γνωρίζουμε την αλήθεια, γνωρίζουμε τους εαυτούς μας, και πολλές
φορές, οδηγούμαστε, όταν έχουμε θέληση και όταν έχουμε
αναλάβει σταυρό, εις την κατά Θεόν τελείωση.
Μιλήστε μας για το Γέροντα Ελπίδιο.
μ.Ν.Μ.: Αισθάνομαι κάπως δέος, διότι αξιώθηκα πράγματι να
γνωρίσω αυτές τις μορφές, μεταξύ των οποίων τον πατέρα
Ελπίδιο, αλλά θα έλεγα διέλαθε την προσοχή μου. Ήξερα ότι ήταν
ευλαβής, εφαίνετο άλλωστε.
Κ.Ι.: Ήσαστε συμφοιτητές.
μ.Ν.Μ.: Ήμαστε, λοιπόν, συμφοιτητές παραδόξως. Θα
αναφερθώ στην περίοδο που ήταν ακόμα με μαύρα γένια, όταν τον
γνώρισα εγώ, (ήταν μεγαλύτερος εμού), μιλάμε για το 1952.
Βλεπόμαστε αραιά και πού. Τον σεβόμουνα πολύ. Ήξερα ότι ήταν
εφημέριος στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός». Δεν ήξερα πολλά
πράγματα από τη ζωή του εκεί, διότι εγώ είχα αφιερωθεί σε άλλο
έργο και δεν είχαμε ιδιαίτερη επαφή. Ήξερα ότι ήταν ένας ευλαβής
κληρικός. Νομίζω, τελείωσε και Νομική μετά, πήρε και δεύτερο
πτυχίο και θα αναφέρω κάτι, που τώρα άκουσα, πολύ συγκινητικό,

- 205 -
το οποίο δεν είχα αντιληφθεί πριν.
Μια μέρα, ο μακαρίτης καθηγητής μας Τρεμπέλας, που μας
έκανε Ομιλητική και Πρακτική Θεολογία, ήταν θυμωμένος,
εμφανώς (Δεν ξέρω εάν ξέρετε τον Τρεμπέλα. Ήταν ωραίος και με
χιούμορ. Ήταν και γιγαντώδης και χοντρός, πολύ ψηλός).
Θυμωμένος, λοιπόν, είπε: «εμπρός να εξετάσω». Τότε τα παιδιά
φοβήθηκαν και δεν ήθελαν να μπουν μέσα. Ήταν και ο πατήρ
Ελπίδιος εκεί πέρα και είπε: «αφήστε να μπω εγώ», και μπήκε
πρώτος μέσα. Τι έκανε λοιπόν; Είχε ένα ξύλινο σταυρό που τον
φορούσε συνέχεια. Βγάζει το σταυρό και τον κρατούσε στο χέρι
του. Πηγαίνει προς τον Τρεμπέλα. Του λέει τότε ο καθηγητής: «Τι
είναι αυτό, Ελπίδιε;» «Κύριε Καθηγητά, επειδή είστε λίγο τα-
ραγμένος σας παρακαλώ να ασπασθείτε τον Τίμιο Σταυρό, να
ηρεμήσετε και να δεχθείτε να εξετάσετε τα παιδιά, γιατί φοβούνται
να έρθουνε μέσα».
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο.
μ.Ν.Μ.: Συγκλονιστικό, όπως το φαντάστηκε ένας πιστός.
Όπως μπήκε, έβγαλε το σταυρό να τον προσκυνήσει. Κι αυτός
λοιπόν έκανε υπόκλιση, έκανε το σημείο του σταυρού και
πράγματι, ηρέμησε, αποτόμως. Επανήλθε το χαμόγελο του. Και
μπήκαν τα παιδιά για να τα εξετάσει. Και αυτό θεωρείται έναν από
τα αυθόρμητα.
Άλλο ένα. Αυτό μου το είπε σε μια συνάντηση που είχαμε
τυχαία. Ο π. Ελπίδιος είχε σκοπό ναρθεί στο Άγιο Όρος, αφού είχε
τελειώσει με την Αθήνα. Πήρε τη σύνταξη του. Η συνοδεία μας
πήγε στη Μονή Κουτλουμουσίου, και το σπίτι μας έμεινε κενό στη
Νέα Σκήτη. Ο Γέροντας το είχε δηλώσει στο Γέροντα Ελπίδιο.
Μάλιστα είχε πάρει και κάποια χρήματα συμβολικά για τα έξοδα
που κάναμε. Αλλά δεν μου το είχε πει ο Γέροντας αυτό, ότι το σπίτι
το έδωσε στον πατέρα Ελπίδιο. Το ξέχασε. Τότε μια επιτροπή
τετραμελής με το «δίκαιο» πήγαν να διαμαρτυρηθούν λέγοντας ότι
δεν εγκρίνουν να δώσουν σπίτι σε ένα γέρο, συνταξιούχο, σακάτη.
Θέλουν να το δώσουν σε ένα νέο.
Εγώ ήμουνα αντιπρόσωπος της Μονής. Άργησα να πάω στη
σύναξη και στο διάδρομο ακούω κάποιες φωνές, και μάλιστα,
φώναζε ο ένας πάρα πολύ ζωηρά. Μου έκανε εντύπωση αυτό το
πράγμα. Διέκρινα τη φωνή, τον ήξερα πολύ καλά από παιδάριο.
Λέω: «τι γίνεται εδώ πέρα;» Μου λέει ο Γέροντας: «ξέρεις αυτό και
αυτό». Αυτοί φωνάζανε: «είναι δικό μας δικαίωμα, δεν το
εγκρίνουμε» και φωνάζανε με έντονο τρόπο. Λέω εγώ: «ξέρετε
ποιος είναι ο πατήρ Ελπίδιος;» Τον σεβόμουνα πράγματι:
«Μεγάλη ευλογία που έρχεται ένας συνταξιούχος, ο οποίος υπη-
ρέτησε». Ύστερα από δική μου παρέμβαση πήρε το σπίτι ο
- 206 -
Ελπίδιος. Ήταν και ο π. Ευστάθιος, επίσης, πολύ ενάρετος. Κ.Ι.:
Απ' την Αμμόχωστο.
μ.Ν.Μ.: Ναι. Τον γνώρισα, ευλαβέστατος, αγαπητός στη
Σκήτη. Πήγαινα και τους έβλεπα. Ο πατήρ Ελπίδιος με ηγάπησε
δια τούτο περισσότερο και θα εύχεται τώρα βέβαια για μένα τον
αμαρτωλό και ανάξιο.
Κάποτε μου διηγήθη το εξής περιστατικό: Πρώτον μου
απεκάλυψε ότι ήταν 13 αδέλφια και μου είπε: «να έχεις την ευχή
του Θεού, είναι ωραίο αυτό το έργο που κάνεις (Ιδρυτής και η ψυχή
του Πανελλήνιου Συνδέσμου φίλων των πολυτέκνων). Κι' εγώ
ξέρεις, είμαστε 13 αδέλφια και με τον μακαριστό το Φιλούμενο
είμαστε δίδυμοι. Άφησε να σου πω κάτι να το γράψεις». Και,
δυστυχώς, δεν το έχω γράψει ακόμη. «Όταν ήμουνα στον Πανάγιο
Τάφο σε ένα μοναστήρι του Πανάγιου Τάφου, είχαμε εργάτες, τους
οποίους λέγανε Αμανίτες, παλαιοί απόγονοι των Σαμαρειτών.
Αυτοί δεν παραδέχονται όλη την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μόνο την
Πεντάτευχο. Αίρεση Εβραϊκή. Λοιπόν, ένα πρωί βγήκα έξω από το
Μοναστήρι, και βλέπω τον Αμάν πρησμένο και έντονα ζαρωμένο,
τρέμοντα. - Τι έχεις Αμάν; - Τίποτα. Έμεινα απ' έξω από τη σκηνή
απόψε και έριξε αγιάζι και δεν είχα πού να πάω και αρρώστησα.
Κρύωσα. Και έτρεμε. - Και γιατί δεν έμπαινες μέσα στη σκηνή; -
Δεν μπορούσα, γιατί ο νόμος μας, μας απαγορεύει να κοιμηθούμε
με τη γυναίκα μας όταν είναι έγκυος. Κι η γυναίκα μου είναι έγκυος.
Εγκράτεια».
Ο πατήρ Ελπίδιος ήταν δίδυμος με το μακαριστό Φιλούμενο,
ο οποίος είναι σήμερα ιερομάρτυς και το λείψανο του έμεινε
άσηπτο. Όταν ήταν νήπια τα δύο παιδιά αυτά δεν θήλαζαν Τετάρτη
και Παρασκευή. Και η μαρτυρία αυτή προέρχεται εκ των αδελφών
τους. Επιζούσαν μέχρι πρόσφατα δύο αδελφές τους, μία στην
Αθήνα και μία στην Κύπρο. Και είναι μαρτυρία αυτών. Και δεν είναι
τυχαίο καθόλου. Οι μεγάλοι άγιοι δεν εθήλαζαν, όπως ο άγιος
Ευθύμιος.
Κ.Ι.: Δηλαδή αυτοί ήταν εκ κοιλίας μητρός των κεκλημένοι;
μ.Ν.Μ.: Αυτό θέλω να πω.
Όταν αρρώστησε ο Γέροντας και τον κατέβασαν στην Αθήνα,
είχε αφήσει εντολή να τον πάρουν στο Άγιο Όρος, μετά το θάνατο
του. Τελικώς, είχε πολλή θαλασσοταραχή και δεν μπορούσε να
προσαράξει το καράβι και τον έθαψαν κάτω στην Αθήνα. Τώρα
ήλθαν να τον ξεθάψουν και δεν δέχονται οι μοναχές ενός
μοναστηριού όπου εξομολογούσε. Τον είχαν Γέροντα τους. Λένε
ότι το σώμα του είναι άσηπτο και κάνει θαύματα. Ακούστε ένα
θαύμα το οποίον είναι και το τελευταίο της επίγειας ζωής του. Ήταν
σε κώμα. Κώμα αφανές. Δεν είχε καθόλου κινήσεις. Ήταν ήρεμος.
- 207 -
Κι ενώ ήταν αναίσθητος, φαινομενικά (με διαβεβαίωση γιατρού),
έκανε την ευχή. Είχε ένα κομποσχοινάκι και το 'παίζε. Οπότε
κατέβηκε ο νυν ηγούμενος, ο Εφραίμ, να πάρει την ευχή του, όταν
έμαθε ότι πεθαίνει. Πήγε και λέει: «την ευχή Γέροντα», «όχι είναι
κλινικά νεκρός, σε κώμα, δεν αισθάνεται τίποτα», λέει ο γιατρός.
Λέει ο ηγούμενος: «δεν νομίζω». Και παίρνει το κομποσχοίνι, του
το αφαιρεί και τότε ανοίγει τα μάτια, απλώνει το χέρι και παίρνει το
κομποσχοίνι, χωρίς να πει τίποτα.
Κ.Ι.: Επομένως δεν ήταν σε κώμα.
μ.Ν.Μ.: Συνέχισε, χωρίς να μιλήσει, να κάνει πάλιν την ευχή
του. Όπως είχε πει σε κάποιον, τρόπον τινά, για να τον τονώσει ως
εξομολογούμενο, ότι δεν αισθάνετο καθόλου σαρκικούς
πειρασμούς, ήταν αυτό που είπατε «εκ κοιλίας μητρός».
Κ.Ι.: Παρθένος.
μ.Ν.Μ.: Είπε: «εγώ δεν έχω καθόλου ιδέα, τι είναι αυτά τα
πράγματα». Όχι απλώς παρθένος, αλλά παρθένος τω νοί. Δεν είχε
φαντασίες. Ήταν αφιερωμένος και γι' αυτό είχε πολλά πνευματικά
αποτελέσματα. Μου ανέφεραν και αρκετά θαύματα, τα οποία είχαν
γίνει και μετά το θάνατο του, στον τάφο του. Επρόκειτο για μία
μεγάλη μορφή. Μάλιστα μου είπε κάποιος κάτω στον Πανάγιο
Τάφο ότι ο Ελπίδιος ήταν ανώτερος του Φιλουμένου. Ο
Φιλούμενος έφθασε εκεί δια του μαρτυρίου, ενώ ο Ελπίδιος με την
άσκηση του και την ταπεινότητα του. Όντως, ο Ελπίδιος ευρίσκεται
εν σκηναίς ζώντων.

Έδειξε Ιώβειο υπομονή ο Μοναχός Νικόλαος

Στην ιερά Νέα Σκήτη, ο Μοναχός Νικόλαος, που στις ημέρες


μας έζησε και ασκητικά αγωνίστηκε στην Καλύβα του «Αγίου
Νικολάου» πολλά χρόνια, σχεδόν από νεαρή ηλικία προσήλθε
στην Καλογερική ζωή και με άκρα υπακοή και ταπείνωση, πέρασε
τα χρόνια της ακμής που έχει ο άνθρωπος στην νεότητα του, κατά
την οποία σκληρά δοκιμάστηκε από την φύση και από τους
εσωτερικούς και εξωτερικούς πειρασμούς.
Έτσι και ο Γερο - Νικόλαος πολύ σκληρά δοκιμάστηκε σ' όλη
του την ζωή, κι όταν ήρθαν τα γεράματα, τότε βαριά αρρώστησε
και υπέφερε από δριμύς πόνους. Τον φρόντιζε δε και
περιποιούνταν ο Γέροντας του Χρυσόστομος, ο οποίος ήταν και
κατά σάρκα αδερφός του. Αλλά και πολλοί Πατέρες και αδελφοί
της Σκήτης πήγαιναν συχνά και τον επισκέπτονταν.
Αυτός ο ευλογημένος, από την πολλή αυταπάρνηση και
ατημέλεια που είχε στον εαυτό του, σαν έπεσε κατάκοιτος έπιασε
- 208 -
σκουλήκια, τα οποία του έτρωγαν τις σάρκες και για να τιμωρήσει
αυτός τον εαυτό του περισσότερο δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν.
Κατάντησε να τον φάνε, κυρίως την μέση, τους μηρούς και
την κοιλιά του, διότι ήταν τόσα πολλά σκουλήκια κι αυτός πονούσε
αφόρητα. Αλλά για την αγάπη του Χριστού αφ' ενός και για να
δοκιμάσει, πώς θα είναι τα σκουλήκια στην αιώνια Κόλαση αφ'
ετέρου, έκανε υπομονή τους πόνους και μόνο όταν έγινε φανερό το
πράγμα, όταν δηλαδή πήγαν να τον αλλάξουν (ομολόγησε ότι,
ήθελε να δοκιμάσει την αντοχή του στους πόνους και έλεγε: «Ο
δίκαιος εκείνος Ιώβ, που δεν είχε κάνει αμαρτίες, πώς ολόκληρα
χρόνια έκανε υπομονή;» και γι' αυτό ούτε στον Γέροντα του δεν
είπε τίποτε φοβούμενος μήπως και χάσει τον μισθό της δοκιμασίας
από τον Δεσπότη Χριστό, ο οποίος παρεχώρησε για να
αρρωστήσει.
Έτσι με τα σκουλήκια που δεν δέχθηκε να τα καθαρίσουν,
πέρασε τρία χρόνια, οπόταν υπέκυψε και λίγη| ώρα πριν να
παραδώσει την μακάρια του ψυχή, με την ευχή, το «Κύριε Ιησού
Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησον με» στο στόμα και αφού είπε σ'
όλους τους παριστάμενους εκεί: «Πατέρες και αδελφοί,
συγχωρέσατε με και ο Θεός να σας συγχωρέσει και να ελεήσει τον
κόσμο Του» παρέδωσε το πνεύμα, και καθώς ομολόγησαν οι
Πατέρες που ήταν παρόντες εκεί τις τελευταίες εκείνες στιγμές,
αλλά και ο Γέροντας του Χρυσόστομος, το πρόσωπο του γενναίου
αυτού αθλητή και μάρτυρα Νικολάου Μοναχού, έλαμψε όπως ο
ήλιος, προς δόξαν Θεού, που παρέλαβε την ψυχή του και για
παραδειγματισμό και μίμηση σε μας τους επιγενόμενους
Μοναχούς.

Πνευματικός Γέρων Ιερώνυμος Ιερομόναχος


Αγιορείτης Ο Κρής

- 209 -
Γεννήθηκε στην Κρήτη, στο χωριό Βλάτος της επαρχίας
Κισάμου του νομού Χανίων το 1867 από ευσεβείς γονείς και
εγαλουχήθη με τα νάματα τής πίστεως και ευλάβειας.
Σε νεαρά ηλικία ο πόθος των θείων, ο όποιος κατέφλεγε την
αγνή και φιλόθεη καρδιά του, ώθησε αυτόν να εγκατάλειψη τον
κόσμο και να καταφυγή στο "Αγιον Όρος, όπου έκοινοΒίασε στην
Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου και επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο στους
πνευματικούς αγώνας τής Αγγελικής Πολιτείας.
Σύντομα, για την καλή του υπακοή και την ολοκληρωτική του
αφοσίωση στην εκπλήρωση των θείων εντολών, στολίσθηκε με
αρετές και χαρίσματα. Σε κατάλληλη ηλικία εχειροτονήθη Διάκονος
και Πρεσβύτερος και προεχειρίσθη Πνευματικός. Παραλλήλως
αύξησε τους κόπους τής εγκράτειας, τής νηστείας και προσευχής,
τής αγρυπνίας και τής κακοπάθειας, άλλα και την ταπείνωση και
αγάπη προς τον Θεόν και προς πάντας. "Έτρωγε ελάχιστα και
ελειτουργούσε καθημερινώς.
Ό Ηγούμενος τής Μονής, Βλέποντας τον θείο του ζήλο και
την πνευματική του πρόοδο, του έδωσε ευλογία αν ησυχάσει Σε
ασκητήριο τής Μονής έπ' ονόματι τής Αγίας Τριάδος και νά
κατέρχεται στο Μοναστήρι μόνον όταν θα υπήρχε ανάγκη
εφημερίας. Εκεί, ή επίδοσης του στην νηπτική εργασία τον αξίωσε
πλουσιότερων χαρισμάτων και ιδίως τής διοράσεως και
προοράσεως, τα όποια μάλιστα εξεδηλώθη σαν αργότερα, δια τής
εμφανείας τής Κυρίας Θεοτόκου.
Μετά από αρκετό διάστημα χρόνου εκοινοβίασε επ' ολίγον
στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας και κατέληξε στην Ιερά Σκήτη του
Αγίου Παντελεήμονος τής Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. Εκεί
συνέρεαν Πατέρες από όλο το "Αγιον Όρος, για πνευματική
καθοδήγηση και συμβουλή ιδίως περί νοεράς προσευχής και
απαθείας.
Το 1920 ο Γέροντας εστάλη από την Ιερά Επιστασία του
Αγίου "Όρους στην γενέτειρα του νήσο τής Κρήτης μαζί με τα Τίμια
Δώρα των Μάγων, τα όποια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του
Αγίου Παύλου, για την αντιμετώπιση λοιμικής νόσου. Κατά την
επιστροφή του διήλθε από την Αθήνα, όπου και εξομολόγησε μέγα
πλήθος πιστών.
"Ήδη όμως από ετών είχε σοβαρό οφθαλμολογικό
πρόβλημα, το όποιο εξανάγκασε αυτόν, αφού έχασε μάλιστα και το
φως του, να κατέλθει και πάλι στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε
έως τέλους τής επιγείου ζωής του, μετά από 35 περίπου έτη
ασκητικής διαμονής στο Περιβόλι τής Παναγίας. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, επειδή ανέκτησε έστω και ελλιπώς την δράση
του, μετά από θεραπεία, προσπαθούσε νά επιστρέψει στο "Αγιον
- 210 -
"Όρος, άλλα κάθε φορά πού ξεκινούσε, ή δράσης του σχεδόν
εχάνετο και έτσι, παρά την θέληση του, επέστρεφε στην Αθήνα!
Τούτο συνέβη κατά τις παραμονές τής Ημερολογιακής Καινοτομίας
του 1924 και, όπως φαίνεται, ή θεία Πρόνοια είχε το σχέδιο Της...
"Όταν τελικώς επεβλήθη ή Καινοτομία, ο Γέρων Ιερώνυμος
αντιτάχθηκε σθεναρώς εις αυτήν και αφιερώθηκε πλέον στην
πνευματική στήριξη και ενθάρρυνση του διωκομένου Ποιμνίου των
ευλαβών του Πατρίου, των εραστών τής Πίστεως και Παραδόσεως
τής Ορθοδοξίας μας, ως θεόπεμπτος προφήτης και παρηγορητής,
ιδίως μέσω τής Εξομολογήσεως και τής πνευματικής
καθοδηγήσεως. Αρχικά στους Αμπελοκήπους και εν συνεχεία στο
Παλαιό Φάληρο, εδέχετο αναρίθμητα πλήθη πιστών και τα
οδηγούσε εις επίγνωσιν θεού, δια τής μετανοίας και τής ομολογίας
τής ορθής Πίστεως!
Κατά το έτος 1930, μαζί με την πνευματική του θυγατέρα
Ανδρομάχη Ηλιοπούλου, την μετέπειτα Χριστονύμφη Μοναχή και
Καθηγουμένη, και άλλες αφιερωμένες ψυχές, άρχισαν να
ανεγείρουν την Ιερά Μονή τής Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος
Παρασκευής στις Αχαρνές Αττικής, στους ΝΑ πρόποδες τής
Πάρνηθος. Στον πνευματικό αυτόν μελισσώνα τής γνησίας
Ορθοδοξίας ο Γέροντας διήλθε πλέον τα τελευταία έτη τής ζωής
του, φωτιζόμενος και φωτίζων. Αξιώθηκε μάλιστα να Ίδη κάποτε
την Αγία Παρασκευή εντός του δυτικού περιβόλου τής Μονής, εκεί
όπου σήμερα υπάρχει Προσκυνητάρι προς τιμήν Της. Ή δε Ιερά
Μονή εδέχετο τακτικά, και ζώντος του Γέροντος και μετά την
Κοίμηση του, την ευλογία τής επισκέψεως του Ομολογητού
Ιεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (1" 1955), ο όποιος
πολύ ανεπαύετο εις Αυτήν.
Ό Γέρων Ιερώνυμος ήταν φύσις ευαίσθητος και ποιητική και
κατέλειπε φυλλάδια και χειρόγραφα, στα όποια αφήνει με
χαριτωμένους στίχους νά εκφρασθεί ο πόνος και ή αγάπη πού
ξεχειλίζει την ύπαρξη του για τον λατρευτό Κύριο μας, άλλα και ή
αγωνία του για την καθοδήγηση των ψυχών, οι όποιες ζητούσαν
την πνευματική Βοήθεια του. "Όμως, όπως όλοι οι δίκαιοι,
επρόκειτο νά δοκιμασθεί με θλίψεις, στενοχώριες, συκοφαντίες και
διωγμούς. Ιδίως μάλιστα όταν οι Καινοτόμοι προσπαθούσαν νά
τον συλλάβουν για νά τον απελάσουν στο "Αγιον "Όρος, ώστε νά
παύση το ομολογιακό και θεάρεστο έργο του, ή θεία σκέπη και
αντίληψης πάντοτε διαφύλασσε και διέσωζε αυτόν θαυμαστώς,
αυτός δε ως παράδειγμα υπομονής και ανεξικακίας ηύχετο όπερ
των διωκτών του, πλήρης ευαγγελικής αγάπης.
Αρχάς του 1943, προαισθανόμενος την έξοδο του από τον
μάταιο τούτο κόσμο, εκκάλεσε τον Άρχιμ. π. Χρυσόστομο Νασλίμη
- 211 -
για να λειτουργήσει στην Μονή και να τον κοινωνήσει των
Άχραντων Μυστηρίων. "Έτσι, προετοιμασμένος για το μεγάλο
ταξίδι, παρέδωσε την όσία ψυχή του στον Πλάστη του, πού τόσο
θερμά και πιστά αγάπησε και υπηρέτησε...

Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Σπετσέρης 1860-


1934

Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ, κατά κόσμον Ιωάννης Σπετσέρης


από την Κεφαλληνία, ήταν παιδί ιερέα, ήλθε να κοινοβιάσει στη
Σκήτη αύτη, στην Καλύβα των «αγίων Αναργύρων» πού είχαν τότε
οι Γέροντες, Χριστόφορος με τον υποτακτικό του Συνέσιο Μοναχό.
Ό Γέρων Χριστόφορος ήταν αυτός πού μετέβαλε το
Μοναστήρι του Κουτλουμουσίου από ιδιόρρυθμο πού ήταν πρώτα,
σε κοινόβιο. Σ' αυτούς τους ενάρετους γεροντάδες ήλθε και
κοινοβίασε ο Ιωάννης, ο όποιος αφού υπέμεινε τη σκληρή
δοκιμασία, με σπουδή και προθυμία, οι Γέροντες τον έκειραν
Μοναχό, ονομάσαντας αυτόν Ιωακείμ.
Ό Μοναχός Ιωακείμ, μετά από αρκετά χρόνια υπακοής στους
γεροντάδες του, επειδή είχε αφήσει ημιτελείς τις σπουδές του.
κατόπιν αδείας και ευλογίας των πνευματικών του, επέστρεψε
στον κόσμο όπου τέλειωσε τις θεολογικές και άλλες επιστήμες και
επανήλθε στην υπακοή με μεγαλύτερη προθυμία και ταπείνωση.
Μετά το θάνατο των Γεροντάδων του, πήρε υποτακτικό τον
πατέρα θεοφύλακτο, ένα απλό και αγαθό μοναχό, ο όποιος μας
διηγήθηκε από τη ζωή του γέροντα του τα ακόλουθα:
α) Σε μια θεία λειτουργία, πού με τον εφησυχάζοντα τότε στο
Αγιον Όρος, επίσκοπο Μιλητουπόλεως Ιερόθεο, έκαναν στην Ιερά
Μονή του Αγίου Παύλου, κατά την ώρα του καθαγιασμού και της
μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων είδεν ο πατήρ Ιωακείμ λάμψη
σαν προβολέα, από τον κουμπέ της εκκλησίας να επισκιάζει τα
Τίμια Δώρα — ή χάρις του παναγίου Πνεύματος—. Αυτό το
υπερφυσικό φαινόμενο, ο Π. Ιωακείμ, είπε στον υποτακτικό του π.
Θεοφύλακτο, με την εντολή και επιτίμιο, να μην ειπεί σε κανένα
τίποτε, όσο αυτός θα βρίσκεται στη ζωή.
β) Μετά πάροδο καιρού, ο επίσκοπος Βόλου Γερμανός,
κάλεσε τον Ιωακείμ Σπετσέρη, για πνευματικό εξομολόγο στην
επαρχία του. Εκεί μια ευλαβής κυρία Ανδρομάχη, έβλεπε τον Π.
Ιωακείμ, όταν έβγαινε στη μεγάλη είσοδο της θείας Λειτουργίας με
τα Τίμια Δώρα, να σηκώνεται στον αέρα και να μη πατάει στη γη,
παρά μόνο όταν έφτανε στον Σολέα του ιερού, τότε πατούσε κάτω.
γ) Ό υποτακτικός του, Πάτερ θεοφύλακτος, μας είπε, πώς
- 212 -
κάθε φορά που λειτουργούσε ο Γέροντας του Π. Ιωακείμ, άλλαζε
όψη ή μορφή του. Τούτο μας βεβαίωσαν και άλλοι σύγχρονοι του
Μοναχοί, οι όποιοι μας ανέφεραν πώς όταν λειτουργούσε το
πρόσωπο του γινόταν περισσότερο λαμπρό και φωτεινό.
Ό Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ είχε μεγάλη ευλάβεια στην Κυρία
Θεοτόκο, την οποία άκουγαν πώς αποκαλούσε «Παναγίτσα μου»
και όσες φορές πρόφερε το όνομα αυτό τα μάτια του σαν δυο
κρουνοί τρέχανε καυτά δάκρυα.
Όπως ομολογεί ο υποτακτικός του, πού βρίσκεται ακόμη εν
τη ζωή, ο Π. Ιωακείμ, ήταν πολύ εγκρατής και λιτοδίαιτος, με ένα
καφέ και λίγο μέλι μπορούσε να περάσει την ήμερα του.
Μετά από το Απόδειπνο δεν έπινε ούτε νερό Τούτο επέβαλε
και στον υποτακτικό του Θεοφύλακτο στον όποιο έλεγε: «Για να
έχεις μισθό αιώνιο πρέπει να κάνεις πολλούς και σκληρούς
αγώνες, διότι, τα καλά έργα με κόπο και πόνο αποκτώνται και με
μόχθο κατορθώνονται». και ο ίδιος, για να δώσει το καλό
παράδειγμα, πολλούς κόπους και σκληρή ζωή έκανε με στερήσεις
και κακουχίες, δεν παραμελούσε ποτέ τον καθημερινό του Κανόνα
—την προσευχή— ή οποία ακατάπαυστα έβγαινε από το στόμα
του. Ήταν πρόσχαρος και ομιλητικός. Στην εκκλησία και το
δωμάτιο του ποτέ δεν έβγαινε θέρμανση όσο κρύο κι αν έκανε, και
έλεγε: «Πάτερ θεοφύλακτε, οι Πατέρες, πώς άντεχαν πάνω στους
στύλους; Δεν κρύωναν; Κι εμείς μέσα στα σπίτια και στα ρούχα
τυλιγμένοι κρυώνουμε!» Μερικοί αδελφοί, από συνεργεία του
Σατανά, φθονούντες τον Π. Ιωακείμ τον βρίζανε και κακολογούσαν,
τον λέγανε Καρδινάλιο και νεωτεριστή, επειδή καθαρίζονταν κι
έβγαινε «ευπρεπώς ενδεδυμένος». Άλλοι πάλι του λέγανε, πώς ο
τάδε και ο τάδε σε κακολογούν, κι αυτός τους απαντούσε: «Σας
παρακαλώ, φίλοι και αδελφοί μου, μη συκοφαντείτε και λέτε κακά
λόγια για τους ευεργέτες μου». Κι έτσι με το γλυκό κι ευγενικό του
τρόπο συμφιλίωνε κι έκανε τους πάντας ν' αγαπιούνται και να μην
αλληλοβρίζονται.

ΘΑΥΜΑΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΙΩΑΚΕΙΜ


δ) Στη Χαλκίδα διετέλεσε πολλά χρόνια ιεροκήρυκας. ,Εκεί ο
Θεός πολλά θαύματα και σημεία επετελεσε με τις προσευχές του
Π. Ιωακείμ. Στη Ριζάρειο Σχολή υπήρξε μαθητής του αγίου
Νεκταρίου Πενταπόλεως. Όταν ο άγιος αυτός κοιμήθηκε το 1922,
πήγαινε συχνά ο Π. Ιωακείμ κι έκανε προσευχή στον τάφο του κι
αισθανότανε να βγαίνει από το σώμα του Αγίου ευωδιά άρρητη
σαν εκλεκτό μοσχοθυμίαμα.
ε) Χρημάτισε και στην Αθήνα Ιεροκήρυκας και λειτουργούσε
τακτικά στο μετόχι του Παναγίου Τάφου. Εκεί μια ευσεβής γυναίκα
- 213 -
παρακάλεσε τον Π. Ιωακείμ να κάνει προσευχή γι' αυτήν να της
χαρίσει ο Θεός παιδάκι. Μετά από 20ήμέρη έντονη προσευχή, ο Π.
Ιωακείμ της είπε, ότι, δε θα κάνει παιδί, γιατί δεν μπορεί να το
διαπαιδαγωγήσει χριστιανικά και θα κολαστεί ή ψυχή και των δυο,
της μάνας και του παιδιού.
στ) Στο ίδιο μετόχι βρισκόμενος, άλλη γυναίκα τον
επεσκέφθη και του παραπονέθηκε πώς δεν μπορεί ν' αποκτήσει
παιδιά. Ό Π. Ιωακείμ, αφού έκαμε θερμή προσευχή, για τη γυναίκα
αυτή, πήρε τα Λείψανα των Αγίων Αναργύρων, τα εναπόθεσε
πάνω στο στήθος της γυναίκας κι έκαμε μια ευχή, υστέρα άπ' αυτό
την ευλόγησε ο Θεός και απέκτησε παιδιά, ή ευλαβής εκείνη
χριστιανή.
ζ) Στην ίδια εκκλησία των Αγίων Αναργύρων στην Αθήνα,
βρήκε τον Π. Ιωακείμ μια κοπέλα πολύ θλιμμένη, απογοητευμένη
και τελείως απελπισμένη, ή οποία του είπε: «Γέροντα, έχω
αποτυχία στη ζωή μου και δεν μπορώ πλέον να ζήσω, δεν υπάρχει
καμιά ελπίδα και θ' αυτοκτονήσω, για μένα δεν υπάρχει πια
τίποτα».
Ό Π. Ιωακείμ, χωρίς να ξέρει τίποτε άλλο γι' αυτή την κοπέλα,
την πήρε από το χέρι, την πήγε μπροστά στην εικόνα του Χριστού
και με κατάνυξη και πίστη πολλή προσευχήθηκαν μαζί, την κοπέλα
έβαλε γονατιστή μπροστά στο Δεσπότη Χριστό. Ύστερα από τη
θερμή αυτή προσευχή φώτισε ο Θεός τον Π. Ιωακείμ και είπε στην
κοπέλα:
«Πήγαινε κοπέλα μου στη μητέρα του παιδιού που αγαπάς
και πες της με πολλή ταπείνωση, θέλω μ' όλη τη δύναμη της
ψυχής μου να σε κάνω μητέρα μου και να γίνω θυγατέρα σου». Ή
κοπέλα πίστεψε στα λόγια του Γέροντα, κι όταν πήγε και είπε αυτά
στη μητέρα του παιδιού, εκείνη αμέσως την αγκάλιασε, τη φίλησε
και της είπε:
«θεωρώ κοπέλα μου, χαρά και τιμή μου να σε κάμω νύφη και
θυγατέρα μου».
Μετά από δυο χρόνια παρουσιάστηκε ή κοπέλα αυτή, στον
Π. Ιωακείμ, και του γνώρισε το σύζυγο και το παιδί της και με
πολλή χαρά δόξασε το Θεό κι ευχαρίστησε τον Π. Ιωακείμ.
στ) Ό Π. Ιωακείμ, ήταν εγκρατής σ' όλο του το βίο και επί
πολλά χρόνια, πού έζησε στον κόσμο, έκανε πολλά σημεία και
θαύματα, δια των προσευχών του αφ' ενός, και με την πίστη των
ζητούντων αφ' ετέρου, ο Πανάγαθος Θεός. Άλλα κι όταν στα
γεράματα του επανήλθε στη μετάνοια του, θεάρεστα και οσιακά
τελείωσε το βίο του στη Νέα Σκήτη, πλήρης ήμερων αφού έγραψε
κι άφησε πολλά υπομνήματα και ιερά συγγράμματα, όπως είναι
«Ή Ερημίτης Φωτεινή» και πολλά άλλα ψυχωφελή βοηθήματα.
- 214 -
Αρσένιος Και Νικόλαος Οι Ιβηροσκητιώται

Απόσπασμα από το βιβλίο Περιγραφή των περιπλανήσεων και των ταξιδιών του
Αθωνίτη μονάχου Παρθενίου στην Ρωσία, την Μολδαβία, την Τουρκία και τους Αγίους
Τόπους, τ. VI, Μόσχα, 1856.

Επιθυμώ τώρα να σας παρουσιάσω τον πλούτο του Αγίου


Όρους, τους ασωμάτους δηλαδή εκείνους που είναι κρυμμένοι
στις ράχες και τις χαράδρες, στα δάση και τις κοιλάδες του Άθω,
τους δούλους του Θεού, τους Αθωνίτες ασκητές...
Το Αγιον Όρος έχει δώσει στην Ουράνια Βασιλεία ένα
πλήθος αγίων πατέρων, Ιερομαρτύρων και μαρτύρων που στους
παλιούς καιρούς υπέστησαν τα πάνδεινα από τους άθεους
Άραβες, τους Σαρακηνούς και τους Τούρκους, όταν αυτοί αφάνισαν
το Όρος, αποκεφάλισαν τους αδελφούς με τα ξίφη, κατέκλεψαν τα
υπάρχοντα τους και έκαψαν τα μοναστήρια αφήνοντας τα ερείπια.
Αυτός είναι ο λόγος πού δεν γνωρίζουμε σήμερα το παρελθόν του
Άθω. Ξέρουμε μόνο ότι εκεί κτίσθηκαν μοναστήρια από τους
αυτοκράτορες Κωνσταντίνο τον Μέγα και Θεοδόσιο τον Μέγα,

- 215 -
καθώς και από την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ποιοι όμως έζησαν
εκεί και με ποιο τυπικό δεν το ξέρουμε, γιατί όλα τα έγγραφα
καταστράφηκαν από τους Σαρακηνούς... Πολλά έχουν γραφεί για
τους παλαιούς πατέρες σε βιβλία πού έχουν το τίτλο Πατερικό. Σ'
ένα τέτοιο βιβλίο γράφει ότι κάποτε ένας μαθητής του Γρηγορίου
του Σιναΐτη, πού ζούσε στη σκήτη του Μαγουλά, προσευχήθηκε
στην Παναγία και ζήτησε να του αποκαλυφθεί αν στο Αγιον Όρος
ήσαν πολλοί εκείνοι πού κατάφεραν να σώσουν τις ψυχές τους.
Άκουσε τότε μια φωνή πού απευθυνόταν προς αυτόν μέσα στη
νύχτα να του λέει να βγει έξω από το κελί του και να κοιτάξει
πέρα σ' ένα ψηλό βουνό. Βγήκε πράγματι έξω και είδε την
Βασίλισσα των Ουρανών να στέκεται στην κορυφή του βουνού
λάμποντας μέσα σε άρρητο φως και να την περιβάλει ένα τεράστιο
πλήθος από πύρινες στήλες. Και τότε άκουσε πάλι την φωνή να
του λέει: «Βλέπεις αυτό το αναρίθμητο πλήθος των πύρινων
στηλών; Αυτοί όλοι είναι Αθωνίτες πατέρες, πού αν θέλησης να
τους μέτρησης θα βρεις ότι είναι περισσότεροι κι από τ' άστρα τ'
ουρανού».
Θέλω τώρα να γράψω για τους πιο πρόσφατους πατέρες
πού διέπρεψαν στο Αγιον Όρος τον καιρό της σύντομης διαμονής
μου εκεί και λίγο πριν άπ' αυτήν. Αυτοί ήταν πολυάριθμοι κι εγώ
γνώρισα σχετικά λίγους. Άλλα από που ν' αρχίσω και για ποιόν
να πρωτογράψω; Μου φαίνεται πώς το σωστό είναι να γράψω
πρώτα γι' αυτόν που ήμουνα συνδεδεμένος πιο στενά μαζί του και
που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς των αγώνων και των παλαισμάτων
του, γι' αυτόν πού ο ίδιος άκουσα τις ψυχοσωτήριες οδηγίες του,
για τον γέροντα δηλαδή και πνευματικό μου, τον πατέρα Αρσένιο.
Τον Αρσένιο τον ανέστησε ή Μεγάλη Ρωσία στις όχθες του
μεγάλου και ενδόξου πόταμου Βόλγα. Γεννήθηκε στην πόλη
Μπάλαχεν της επαρχίας Νιζέγκοροντ σε μία οικογένεια με μέτρια
οικονομική κατάσταση. Οι γονείς του ήταν Ορθόδοξοι. Στο
βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Αλέξιος. Στην παιδική του ηλικία
έμαθε ανάγνωση και γραφή. Την νεότητα του την πέρασε μέσα σε
κοσμικές φροντίδες, άλλα ο Κύριος προβλέποντας ότι θα γινόταν
εκούσιο κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος δεν τον άφησε να
μολυνθεί από τα πάθη της σαρκός. Σύντομα του ενέπνευσε την
επιθυμία να μελετήσει την Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων.
Τότε συνειδητοποίησε την ματαιότητα και την ψευτιά αυτού του
κόσμου με τις ψυχοφθόρες του μέριμνες.
Όταν έγινε είκοσι χρονών εγκατέλειψε σπίτι και γονείς κι
άρχισε να περιπλανάται σαν προσκυνητής στην Ρωσία. Τα θεμέλια
της μοναχικής του ζωής τα έβαλε στην έρημο του κοινοβίου
Πέσνοσα πού βρισκόταν στην περιφέρεια της Μόσχας. Εκεί έγινε
- 216 -
μέλος της αδελφότητας και πέρασε τρία χρόνια σε υπακοή. Μετά
του ήλθε ή επιθυμία να ταξιδεύσει στο εξωτερικό και να πάει στα
μοναστήρια της Μολδαβίας, πού τότε ήταν στις δόξες τους με τους
μεγάλους γέροντες και τους ασκητές τους. Όταν εξομολογήθηκε την
επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα, εκείνος έδωσε την ευ-
λογία του, κι έτσι ο Αλέξιος, παρά τις αντιρρήσεις του ηγουμένου,
ξεκίνησε για το ταξίδι του.
Όταν έφθασε στο Κίεβο προσκύνησε τα άγια λείψανα των
θαυματουργών αγίων και βρήκε εκεί ένα συνταξιδιώτη πού τον
έλεγαν Νικήτα και καταγόταν από την επαρχία της Τούλα. Αυτός ο
Νικήτας ήταν ο μετέπειτα μόνιμος σύντροφος του για σαράντα και
πλέον χρόνια μέχρι τον θάνατο του και ήταν εκείνος πού μαζί του
μοιράσθηκε όλες τις θλίψεις, τους μόχθους και τους αγώνες του.
Μαζί προσευχήθηκαν στους θαυματουργούς αγίους του Κιέβου,
πήραν την ευλογία τους και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους.
Όταν έφθασαν στην Μολδαβία επισκέφθηκαν όλα τα
μοναστήρια και τις σκήτες της. Στην σκήτη Μπαλασέφσκι βρήκαν
ένα πνευματικό πατέρα και οδηγό και του εμπιστεύθηκαν τις ψυχές
και τα σώματα τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα εκείνος τους έκειρε
μοναχούς και στον μεν Αλέξιο έδωσε το όνομα Άβελ, στον δε
σύντροφο και συναγωνιστή του έδωσε το όνομα Νίκανδρος. Μετά
από λίγο χρόνο ο οδηγός και ποιμένας τους βλέποντας τα
σπουδαία παλαίσματα και την ταπεινοφροσύνη τους, υποχρέωσε
τον π. Άβελ να λαβή την Ιεροσύνη, γιατί δεν είχε κανένα κώλυμα
και κατείχε καλά τις Γραφές.
Ή Ιεροσύνη όμως του φαινόταν πολύ βαρεία και γι' αυτό
εκλιπαρούσε με πολλά δάκρυα τον πνευματικό του πατέρα να μην
βάλει στους ώμους του τέτοιο μεγάλο βάρος, πού ήταν πάνω από
τις δυνάμεις του, άλλα να τον αφήσει να υπηρέτη τον Κύριο σαν
απλός μοναχός. Ό γέροντας του, του είπε τότε ότι οποίος θέλει να
κάνη υπακοή δεν επιτρέπεται να έχει δική του γνώμη, αλλά πρέπει
απλώς να κάνη αυτό πού του λένε. Δεν πρέπει αυτός να επιχειρεί
να διδάσκει τον γέροντα του, αλλά αντίθετα πρέπει να κάνη υπακοή
ακόμη και μέχρι την ώρα του θανάτου του. Ό Άβελ έβαλε μετάνοια
στον γέροντα του και είπε: «Συγχώρα με, άγιε πάτερ! Αμάρτησα·
κάνε όπως σε αναπαύει».
Σύντομα χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και μετά Ιερομόναχος
και με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών της σκήτης έγινε
πνευματικός. Ακόμη όμως και όταν έγινε ιερομόναχος δεν άλλαξε
ως προς την υπακοή και την ταπείνωση. Υποτασσόταν στον
γέροντα του έστω και αν εκείνος δεν ήταν Ιερέας και δεν άρχιζε
τίποτε δίχως την ευλογία του. Επί δεκαοκτώ χρόνια τόσο αυτός
όσο και ο παραδελφός του ο Νίκανδρος ήσαν υποταγμένοι στον
- 217 -
ποιμένα και οδηγό τους με τέλεια υπακοή και εκκοπή του θε-
λήματος τους.
Μετά τον θάνατο του γέροντα παρ' όλο πού ο π. Νίκανδρος
επιθυμούσε να έχει για πνευματικό οδηγό του τον π. Άβελ, επειδή
ήταν Ιερομόναχος και πνευματικός, εκείνος δεν συμφωνούσε για
κανένα λόγο να γίνει γέροντας του, άλλα επέμενε ότι έπρεπε να
ζουν σαν αδελφοί κάνοντας υπακοή ο ένας στον άλλο. Αφού
έζησαν έτσι για λίγο διάστημα, είχαν και οι δύο μια αποκάλυψη
από το Θεό, πού τους διάτασσε να πάνε στο Αγιον Όρος και να
παραμείνουν εκεί μέχρι τον θάνατο τους. Αυτή την αποκάλυψη
την εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο και άρχισαν να
προετοιμάζονται για την αναχώρηση τους.
Όταν το έμαθαν αυτό οι αδελφοί της σκήτης και οι πατέρες
από τα αλλά μοναστήρια άρχισαν να τους λένε ότι σ' αυτούς τους
ταραχώδεις καιρούς θα τους ήταν αδύνατο να πάνε όχι μόνο στο
Αγιον Όρος, άλλα ούτε καν στην Τουρκία, ότι όλοι όσοι
κατοικούσαν στο Όρος είχαν φύγει, ότι το Όρος ήταν τώρα γεμάτο
Τούρκους και ληστές, τα μοναστήρια τα έλεγχαν οι Τούρκοι και
ήταν κλειστά, τα κελιά τα είχαν καταλάβει ληστές και σ' όλη την
επικράτεια της Τουρκίας δεν επιτρεπόταν ή μετακίνησης
Χριστιανών και ότι παντού έτρεχε ποτάμι το χριστιανικό αίμα.
Άλλα ο π. Άβελ τους απαντούσε: «Άγιοι πατέρες, πράγματι έτσι
είναι, όπως τα λέτε. Αυτό το ξέρουμε. 'Αφού όμως αυτό το θέλει ο
Θεός ας γίνει το θέλημα Του».
οι πατέρες έλεγαν την αλήθεια, γιατί πριν από λίγο μόνο
καιρό οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο και
υπήρχε μεγάλη αναταραχή στην Κωνσταντινούπολη. Ό π. Άβελ
ένοιωθε ότι ή αποκάλυψις ήταν μια κλήσης από τον Θεό, πού το
άγιο θέλημα Του ήταν να πάει στον Άθωνα. Γι' αυτό δεν έδινε
σημασία στις συμβουλές των ανθρώπων, άλλα πίστευε
ακλόνητα ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε να δοκιμασθεί πάνω από
τις δυνάμεις του. Ό π. Νίκανδρος σαν άνθρωπος δίσταζε, άλλα ο
π. Άβελ τον στήριξε λέγοντας του ότι είναι πάντα καλύτερα να
υπάκουη κανείς στον Θεό παρά στους ανθρώπους. Προε-
τοιμάσθηκαν λοιπόν για να φύγουν. ότι είχαν τα μοίρασαν στους
αδελφούς και κράτησαν μόνο χρήματα και βιβλία για το ταξίδι.
Πήγαν πρώτα στην Γαλικία κι εκεί ναύλωσαν ένα καΐκι και
σάλπαραν για την Κωνσταντινούπολη Όταν όμως έφθασαν εκεί
συνάντησαν μόνο θλίψεις και δάκρυα. Το ελληνικό αίμα έτρεχε
ποτάμι στους δρόμους και οι Έλληνες τους έλεγαν: «Πατέρες,
γιατί ήλθατε σε μας τώρα; Μήπως για να μοιραστείτε μαζί μας τον
καιρό των οδυνών μας; Εκεί στην Μολδαβία πού ήσασταν δεν
σφάζουν τόσα κριάρια όσους δικούς μας ανθρώπους σφάζουν
- 218 -
εδώ σήμερα — εκατοντάδες κάθε μέρα μέσα στις πλατείες,
μπροστά στα μάτια όλων και κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώνονται
κρυφά στα σοκάκια. Πηγαίνετε πίσω στη Μολδαβία, γιατί είναι
αδύνατο να πάτε στο Αγιον Όρος, όσο κι αν το θέλετε. Από την
θάλασσα δεν μπορείτε να πάτε γιατί δεν ταξιδεύουν καράβια και
ή στεριά είναι γεμάτη κλέφτες, ενώ το Αγιον Όρος έχει κι αυτό
γεμίσει από ληστές. Οι Τούρκοι κατοικούν στα μοναστήρια μαζί
με τους μοναχούς».
Οι πατέρες μας όμως πίστευαν ακράδαντα και ήλπιζαν ότι
θα τα κατάφερναν να φθάσουν στο Αγιον Όρος. Εκείνη την ε-
ποχή στην Κωνσταντινούπολη το ψωμί ήταν πολύ ακριβό κι
αυτοί, πού ήδη είχαν ξοδέψει ένα μέρος από τα χρήματα τους
για το ταξίδι και τα υπόλοιπα για τρόφιμα, δεν είχαν τώρα
καθόλου χρήματα και κανείς δεν ήθελε τα βιβλία τους. Πέρασαν
λοιπόν εκείνο τον χειμώνα στην Κωνσταντινούπολη ζώντας από
ελεημοσύνες και κατάφεραν όχι μόνο να συντηρηθούν οι ίδιοι,
άλλα και να συντηρήσουν πολλούς φτωχούς Έλληνες. Το τι
θλίψεις πέρασαν εκεί αυτό το διάστημα μόνο ο Θεός πού τους
έστειλε γνωρίζει.
Με τις βροχές της άνοιξης, οι πατέρες εμπιστεύθηκαν τα
βιβλία τους σε κάποιον Έλληνα και ξεκίνησαν για το Αγιον Όρος
από την στεριά. Για τις δοκιμασίες, τις ατυχίες και τα χτυπήματα
πού υπέμειναν στην διάρκεια του ταξιδιού τους μόνος μάρτυρας
είναι ο Θεός. Τους δοκίμασε σαν τον χρυσό στο χωνευτήρι, για
να τους κάνη λαμπρότερους. Σχεδόν κάθε ώρα δέχονταν
επιθέσεις από ληστές, δεν είχαν όμως τίποτε για να τους πάρουν.
Χρήματα δεν είχαν καθόλου και τα ράσα τους ήταν κουρελια-
σμένα. Άλλοι τους χτυπούσαν, άλλοι τους έπαιρναν και το
τελευταίο ξεροκόμματο πού είχαν, κι άλλοι τους τυραννούσαν
πρώτα και μετά τους άφηναν να φύγουν. Έτσι συνέχισαν να
ταξιδεύουν πάνω από ένα μήνα και τελικά έφθασαν στο Αγιον
Όρος. Τι βρήκαν εκεί; Οι μοναστικοί οικισμοί ήταν
εγκαταλελειμμένοι και οι κήποι είχαν γίνει ένα με τα δάση· τα
μοναστήρια ήταν κλειδωμένα και ο στρατός της Βασίλισσας των
Ουρανών είχε διασκορπιστεί σε διάφορες χώρες. Μερικοί
κρύβονταν σε αδιαπέραστα δάση, σε λόφους και σε σπηλιές και
άλλοι ήσαν κλειδωμένοι μέσα στα μοναστήρια. Πολύ λίγοι ήσαν
αυτοί πού κυκλοφορούσαν. Οι πατέρες μας πήγαν κατ' ευθείαν
στην Έφορο του Αγίου Όρους, στο μοναστήρι των Ιβήρων, στην
θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Όταν
έφθασαν στην πύλη της μονής οι Ιβηρίτες πατέρες τους
υποδέχθηκαν και τους οδήγησαν στην εκκλησία να γονατίσουν
μπροστά στην Βασίλισσα των Ουρανών. Όταν πήγαν εκεί και
- 219 -
είδαν την εικόνα αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά, έπεσαν στα γόνατα,
έχυσαν πολλά δάκρυα και την παρακάλεσαν να τους δεχθεί στο
περιβόλι της.
Επίσης χάρηκαν πολύ και θαύμασαν πού σε τέτοιους
ανήσυχους καιρούς, όταν οι στρατιώτες της (οι μοναχοί) είχαν
όλοι διασκορπιστεί, εκείνη, ή Άνασσα και Υπέρμαχος Στρατηγός,
παρέμενε στην θέση της, λαμπρή και περιχαρής με την μεγάλη
στολή της, κεκοσμημένη με χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες.
Το μοναστήρι ήταν γεμάτο Τούρκους, άλλα δεν μπορούσαν να
κλέψουν την εικόνα. οι πατέρες μας ρώτησαν τους μοναχούς:
«Γιατί δεν πήρατε την εικόνα να την κρύψετε κάπου μακριά; Πώς
γίνεται και δεν της πήραν οι Τούρκοι τα στολίδια της; Γιατί δεν
έκλεψαν τον πλούτο της;».
Οι Έλληνες πατέρες της μονής Ιβήρων τους απάντησαν:
«Πού να την πάμε και γιατί; Αύτη είναι ο υπερασπιστής και προ-
στάτης μας και ο φρουρός του Αγίου Όρους. Μπορεί να μας έχει
τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας, άλλα δεν απέστρεψε το
πρόσωπο της από μάς και παραμένει μαζί μας. Με τον τρόπο
πού μας κοιτάζει τόσο ευτυχισμένα έχουμε ακόμα ελπίδα ότι οι
θλίψεις μας θα περάσουν. Το μόνο πού νοιώθουμε τώρα είναι ή
χαρά και ή παράκλησις ότι ή ουράνια Βασίλισσα παραμένει μαζί
μας. Κι Όταν οι Τούρκοι μας προκαλούν ανυπόφορες θλίψεις και
στερήσεις τρέχουμε σ' αυτήν και βρίσκουμε παρηγοριά στις λύπες
μας. Ρωτάτε γιατί οι Τούρκοι δεν αφαίρεσαν τους θησαυρούς
της. όχι μόνο δεν μπορούν να τους πάρουν, αλλά ούτε και να
μπουν σ' αυτό το μικρό παρεκκλήσι. Πάνε τρία χρόνια τώρα από
τότε πού κατοικούν στο μοναστήρι κι ακόμη δεν πάτησαν το πόδι
τους σ' αυτήν την εκκλησία. Όταν θυμώσουν μαζί μας κι αρχίζουν
να μας ζητούν χρυσάφι, ασήμι και εκκλησιαστικά σκεύη, τους
λέμε ότι δεν έχουμε τίποτε —αν και τα έχουμε, άλλα είναι κρυμ-
μένα μακριά και δεν θα τους τα παραδίναμε κι αν ακόμη μας
βασάνιζαν. Τους δείχνουμε αυτήν την αγία εικόνα και τους λέμε:
"Να, σ' αυτήν την εικόνα υπάρχει πολύ χρυσάφι, ασήμι και
πολύτιμες πέτρες. "Αν θέλετε πάρετε". Αυτοί όμως στέκονται στην
πόρτα και λένε: "Αυτήν δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε·
κοιτάξτε με τι θυμό μας κοιτάζει!" Και φεύγουν ντροπιασμένοι.
Ευχαριστούμε λοιπόν την Παντάνασσα πού προστατεύει την
εικόνα της και σώζει και σκέπει εμάς τους αμαρτωλούς. Την
ευχαριστούμε ακόμη και γιατί έστειλε τους Τούρκους για να μας
ταπείνωση για τις αμαρτίες μας. Αν δεν ήταν κι αυτοί εδώ, οι
κλέφτες θα τα είχαν λεηλατήσει όλα και θα μας είχαν κυριολεκτικά
ρημάξει.
Θα σας πούμε ακόμη κάτι. Πριν από ένα χρόνο περίπου
- 220 -
υπήρχε τόση σύγχυσης και ανησυχία στο Αγιον Όρος πού όλοι ο!
εναπομείναντες Αθωνίτες πατέρες ήθελαν να φύγουν. Πριν από
την σύγχυση αυτή οι Αγιορείτες μοναχοί ήταν σαράντα χιλιάδες,
τώρα όμως έχουν μείνει μόνο χίλιοι, αλλά κι αυτοί ήθελαν να
φύγουν και να πάνε ποιος ξέρει που. Νόμιζαν ότι ή θεομήτωρ
είχε εγκαταλείψει εντελώς το Αγιον Όρος και γι' αυτό ερήμωσε.
Όταν όμως άρχισαν να το συλλογίζονται σοβαρά, ή
Γοργοηπήκοος Άνασσα, ή Υπέρμαχος Στρατηγός και Θεοτόκος
εμφανίσθηκε σε πολλούς πατέρες και ερημίτες και τους είπε:
"Γιατί φοβάσθε και γιατί ταράσσεται ή καρδιά σας με τέτοιες
σκέψεις; Όλα αυτά θα περάσουν και θα ξεχασθούν και το Αγιον
Όρος θα γέμιση πάλι από μοναχούς. Προσέξτε, σας υπόσχομαι
ότι όσο βρίσκεται ή εικόνα μου στην Μονή των Ιβήρων στο Αγιον
Όρος δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε. Επιστρέψτε λοιπόν στα
κελιά σας. Όταν όμως φύγω από την μονή Ιβήρων, τότε ας
πάρει ο καθένας τον ντορβά του κι ας πάει όπου θέλει". Και
τώρα όλοι οι ερημίτες έρχονται στο μοναστήρι μας κάθε Κυριακή
και κοιτάζουν να δουν εάν ή Θεοτόκος βρίσκεται στην θέση της. Κι
όταν βεβαιώνονται επιστρέφουν πάλι στα κελιά τους στην έρημο».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι πατέρες μας χάρηκαν πολύ,
πρώτα γιατί ή Παναγία εξακολουθούσε να προστατεύει τους
μοναχούς, κι υστέρα επειδή υπήρχαν ακόμη τόσοι πολλοί
ερημίτες.
Κατόπιν οι Ιβηρίτες πατέρες τους οδήγησαν στον ξενώνα
όπου και ξεκουράστηκαν μία ολόκληρη εβδομάδα. Μετά τους
είπαν: «Άγιοι πατέρες σας αναπαύσαμε, άλλα σας παρακαλούμε
μη μας επιβαρύνετε άλλο, γιατί δεν έχουμε χώρο ούτε και για
τους δικούς μας. Έχουμε εδώ σαράντα Τούρκους και δεν έχουμε
με τι να τους ταίσουμε. Παντού τριγυρνούν κλέφτες κι εμείς δεν
διαθέτουμε κανένα εισόδημα. Μπορείτε να πάτε στην σκήτη μας,
να πάρετε ένα κελί μ' ένα μικρό παρεκκλήσι και να μείνετε εκεί.
Θα καλλιεργείτε τον κήπο, θα κάνετε κανένα εργόχειρο κι έτσι θα
καταφέρετε κάπως να συντηρηθείτε. Αν χρειαστείτε τίποτε εμείς
θα σας βοηθήσουμε και μπορείτε να έρχεσθε όποτε θέλετε στο
μοναστήρι για να κοιμάστε».
Οι πατέρες μας ευχαρίστησαν τους Ιβηρίτες για την
φιλοξενία τους, πήραν ένα κελί στην σκήτη κι άρχισαν να ζουν
πλέον εκεί. Καλλιεργούσαν τον κήπο και σκάλιζαν ξύλινα
κουτάλια, άλλα εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανείς για ν'
αγοράσει το εργόχειρο τους. Έτσι έζησαν εκείνους τους
ταραγμένους καιρούς για τέσσερα χρόνια και περισσότερο. Το
πώς συντηρούνταν μόνο ο Θεός το ξέρει· αυτοί δεν έλεγαν τί-
ποτε σε κανένα. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να βρεθεί ψωμί.
- 221 -
Πολλές φορές ρώτησα τον γέροντα μου: «Άγιε πάτερ, τι τρώγατε
εκείνους τους δύσκολους καιρούς;» Κι αυτός μου απαντούσε:
«και τι λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο; Ζητείτε δε πρώτον την
Βασιλείαν τον Θεού και την δικαιοσύνη αυτού και ταύτα πάντα
προστεθήσεται υμίν». Έτσι τρέφονταν οι πατέρες μας κι όχι μόνον
αυτοί, αλλά πάνω από χίλιοι εναπομείναντες στο Αγιον Όρος τους
έτρεφε ο Θεός!
Εκείνα τα χρόνια απέκτησαν μεγάλους πνευματικούς
θησαυρούς. Μέσα στις θλίψεις και την υπομονετική αντιμετώπιση
των σωματικών στερήσεων άνθισαν και ωρίμασαν και έδωσαν
καρπούς. Ό Κύριος, ο Ουράνιος Βασιλεύς τους αντάμειψε για τις
στερήσεις αυτές με δώρα του Αγίου Πνεύματος και τους βοήθησε να
κατανικήσουν τον εχθρό διάβολο, τον προαιώνιο αντίπαλο, και να
υπερνικήσουν τα πνευματικά και σωματικά τους πάθη. Έφθασαν
στο γαλήνιο λιμάνι της πνευματικής ειρήνης και της σιωπής, στην
ένωση δηλαδή του νου τους με τον Θεό. Ό Θεός έδωσε στον μεν π.
Άβελ το χάρισμα της διακρίσεως και της διοράσεως, στον δε π.
Νίκανδρο το χάρισμα των δακρύων. Ό π. Νίκανδρος θρηνούσε
πράγματι με δάκρυα μέρα και νύχτα μέχρι τον θάνατο του.
Όταν μετά την ταραχώδη αυτή και θλιβερή εποχή ευδόκησε ο
Κύριος να στείλει ειρήνη στην χώρα, οι στρατοί και τα φουσάτα
νικήθηκαν, οι ληστές εξαφανίσθηκαν και αποκαταστάθηκε ή ηρεμία.
Τότε άρχισαν και οι αδελφοί να επιστρέφουν στο Όρος και οι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί λαϊκή να το επισκέπτονται κατά μεγάλες
ομάδες για προσκύνημα.. τότε άρχισαν να αγοράζονται και τα
εργόχειρα των γερόντων.
Ήλθε ένας έμπορος και τα αγόρασε όλα οι δικοί μας πατέρες
πούλησαν όλα τους τα κουτάλια και πήραν 2000 χιλιάδες λεβα,
δηλαδή 400 ρούβλια. Ο π. Νίκανδρος καταχάρηκε και είπε. «Δόξα
τω Θεό τώρα θα εξοικονομήσουμε τις ανάγκες μας.» ο π. Άβελ
κούνησε το κεφάλι και είπε ¨ναι, τώρα θα τις εξοικονομήσουμε»
Μετά από λίγες μέρες ήλθε κάποιος λαϊκός και ζητούσε ελεημοσύνη.
Ό π. Άβελ τον ρώτησε: «Από που είσαι και τι χρειάζεσαι;» Ό λαϊκός
του απάντησε με δάκρυα: «Άγιε πάτερ, είμαι από την Χίο και οι
Τούρκοι έπιασαν αιχμαλώτους την γυναίκα και τα παιδιά μου και
θέλουν πέντε χιλιάδες λέβα για να τους ελευθερώσουν. "Όλο τον
περασμένο χρόνο γύριζα και ζητούσα ελεημοσύνη και κατάφερα,
δόξα τω Θεώ, να μαζέψω τρεις χιλιάδες λέβα, μα χρειάζομαι ακόμη
δύο χιλιάδες. Με την δύναμη του Θεού θα τα μαζέψω και αυτά σιγά-
σιγά». "Όταν τ' Άκουσε αυτά ο γέροντας μας του είπε: «Έλα μέσα
στο κελί μου και κάπως θα σε βοηθήσω». Μπήκε πράγματι στο κελί
ο λαϊκός και τότε ο π. Άβελ πήρε όλα τα χρήματα πού είχε και του τα
έδωσε λέγοντας: «Πάρ' τα αυτά και πήγαινε να εξαγόρασης την
- 222 -
γυναίκα και τικ παιδιά σου». Ό λαϊκός τότε απάντησε: «Γέροντα,
γιατί με κοροϊδεύεις; Έτσι κι αλλιώς έχω τις στενοχώριες μου δώσε
μου ένα λέβα και θα φύγω». Ό π. Άβελ του λέει πάλι: «όχι, τέκνο
μου, δεν σε κοροϊδεύω. Εγώ είμαι πνευματικός πώς είναι δυνατόν
να σε κοροϊδέψω; Πάρε τα χρήματα και πήγαινε στην ευχή του
Θεού», Ό λαϊκός άρχισε να κλαίει από την συγκίνηση του και τότε ο
γέροντας του έβαλε στον κόρφο τα χρήματα και τον ξεπροβόδισε
μέχρι την πόρτα. Ό λαϊκός έφυγε πετώντας από χαρά.
Όταν το είδε αυτό ο π. Νίκανδρος έχυσε πικρά δάκρυα και
είπε: «Πάτερ, τι έκανες; Γιατί έδωσες όλα τα χρήματα; Τέσσερα
χρόνια δουλεύαμε και νομίσαμε για μια στιγμή ότι θα καλύπταμε τις
ανάγκες μας. Άλλα τώρα θα θρηνούμε πάλι». Ό γέροντας μας όμως
του είπε: «Αχ, π. Νίκανδρε, πότε θα γίνουμε τέλειοι μοναχοί; Ό Θεός
μας καθοδηγεί τόσο καιρό μέσα από τις θλίψεις μας και συ ακόμα
δεν απόκτησες σταθερότητα; Τότε πού οι καιροί ήταν πραγματικά
πολύ δύσκολοι Εκείνος μας έθρεψε και δεν θα μπόρεση να μας
θρέψη τώρα; Τώρα, δόξα τω Θεώ, τα εργόχειρα πουλιούνται. Θα
δουλέψουμε πάλι και θα πουλήσουμε, άλλα τα περισσευούμενα
χρήματα θα τα δίνουμε για τον θησαυρό του Θεού και γιατί να
σκοτιζόμαστε για χρήματα που δεν είναι δικά μας; Αυτά τα χρήματα
ήδη μας απέσπασαν το νου από τον Θεό. Στεκόμαστε στην
προσευχή αλλά σκεφτόμαστε τα χρήματα. Ό Κύριος είπε: οπού γαρ
εστίν ο θησαυρός υμών εκεί εσταί και ή καρδία υμών». Ας είναι
λοιπόν κι εμάς ο θησαυρός μας μ' Εκείνον και οι καρδιές μας θα 'ναι
κι αυτές μαζί Του». Τότε ο π. Νίκανδρος έπεσε στα πόδια του με
συντριβή, θρήνησε και ζήτησε συγχώρηση κι από την ώρα εκείνη
δεν έδειξε ενδιαφέρον για τίποτε, αλλά μόνο έκλαιγε μέχρι τον
θάνατο του.
Αγαπούσαν τον πλησίον τους πιο πολύ κι άπ' τον ίδιο τους
τον εαυτό κι αυτό το έδειχναν με τις πράξεις τους. Αγωνίζονταν
πάντοτε ώστε να είναι όλοι ειρηνεύοντες. Ποτέ δεν άφηναν κανένα
άπ' αυτούς πού έρχονταν στο κελί τους για κάποιαν ανάγκη να
φυγή στενοχωρημένος. Αν ήταν κανείς πικραμένος εξ αιτίας
βιοτικών αναγκών, του έδιναν ότι μπορούσαν ακόμη και πάνω α-
πό τις δυνάμεις τους.
Γρήγορα έγιναν και οι δύο μεγαλόσχημοι. Ό π. Άβελ ο
πνευματικός έγινε μεγαλόσχημος από κάποιον μεγαλόσχημο
μοναχό Αρσένιο και πήρε κι αυτός το όνομα Αρσένιος. Μετά έκαμε
ο ίδιος μεγαλόσχημο τον π. Νίκανδρο κα! τον ονόμασε Νικόλαο.
Άρχισαν λοιπόν να ζουν σαν γέροντας και υποτακτικός και πέρασαν
δέκα χρόνια στην σκήτη του 'Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που
λέγεται σκήτη των Ιβήρων. Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των αδελφών
της σκήτης άρχισαν οι πολλές συζητήσεις κα! παρουσιάσθηκαν
- 223 -
πολλά βιοτικά προβλήματα πού χρειαζόταν προσοχή εξ' αιτίας των
λαχανόκηπων και των περιβολιών. Αυτό έπεσε βαρύ για τους
πατέρες μας κα! αποφάσισαν να αποσυρθούν στην εσώτερη
έρημο, στην απόλυτη σιωπή, για να μην έχουν βιοτικές και
κοσμικές μέριμνες κα! για να μπορούν να ζουν μόνοι με τον Θεό,
γιατί ο πραγματικός εραστής της ερήμου και ησυχαστής δεν μπορεί
να υποφέρει τα πολλά λόγια και τις μάταιες φροντίδες.
Άφησαν λοιπόν το κελί της σκήτης και πήραν ένα άλλο κελί
αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πού βρισκόταν
πάνω σ' ένα λοφίσκο στην περιοχή πού ή έρημος ήταν σχεδόν
αδιαπέραστη και απείχε μία ώρα από την σκήτη και μία ώρα από
την Μονή των Ιβήρων. Παλαιότερα αυτό το κελί ήταν μεγάλο, αλλά
κατά την διάρκεια των ταραχών καταστράφηκε σχεδόν από τα
θεμέλια'. Το ξανάχτισαν λοιπόν μόνοι τους άλλα μικρότερο, έκαναν
αγιασμό στην εκκλησία κα! ξεχώρισαν δύο δωμάτια. Εκεί άφησα κι
εγώ τους βοστρύχους των μαλλιών μου, γιατί σ' αυτό το κελί
έκειραν μοναχό εμένα τον άθλιο. Οι πατέρες τότε έβαλαν τα
θεμέλια της νέας τους ζωής σύμφωνα με τους κανόνες της ερήμου.
Δεν είχαν καμία κοσμική φροντίδα· ούτε κήπο είχαν, ούτε περιβόλι.
Αν και υπήρχαν γύρω ελαιόδενδρα, αυτοί δεν τα φρόντιζαν. Μόνον
όταν ωρίμαζε ο καρπός προσλάμβαναν κάποιον δικό τους άν-
θρωπο για να μαζέψει τις ελιές. Εγώ υπήρξα αυτόπτης μάρτυς της
αυστηρής τους ζωής και πολλές φορές κοιμήθηκα στο κελί τους.
Μελέτησα καλά τον τρόπο ζωής τους και ήθελα κι εγώ να μείνω
μαζί τους και να μάθω από αυτούς τον μοναχισμό. Εκείνοι όμως
δεν δέχονταν κανένα κι έλεγαν: «Κανείς δεν μπορεί να ζήση μαζί
μας. Εμείς οι ίδιοι καταλήξαμε σ' αυτόν τον τρόπο ζωής μόνο
Αφού πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια κι ακόμη τώρα έχουμε
πειρασμό και υποκύπτουμε. Το πνεύμα είναι πρόθυμο, άλλα ή
σαρξ ασθενής κι αν δεν ήταν ή Χάρις του Θεού να μας δυναμώνει
δεν θα τα καταφέρναμε».
Μετά τον ερχομό τους στο Αγιον Όρος ο π. Νικόλαος έζησε
δεκαεννιά χρόνια κι ο π. Αρσένιος εικοσιτέσσερα, κι όλο αυτό το
διάστημα δεν έβαλαν στο στόμα τους ούτε ψάρι, ούτε τυρί, ούτε
κρασί, ούτε λάδι. Ή τροφή τους ήταν βρεγμένα παξιμάδια. Αυτά τα
παξιμάδια τα έπαιρναν από την Μονή των Ιβήρων και τα
κουβαλούσαν στην πλάτη τους μέχρι τον λόφο πού ήταν το κελί
τους. Έτρωγαν επίσης και μελιτζάνες τουρσί βουτηγμένες ή
πασπαλισμένες σε κόκκινο πιπέρι και πάστωναν κόκκινες
πιπεριές. Αυτή ήταν ή καθημερινή τροφή τους· παξιμάδια,
πιπεριές και μελιτζάνες και καμία φορά λίγα κρεμμύδια, αν τους
έφερνε κανείς. Τις αλατισμένες ελιές και τα σύκα τα είχαν μόνο για
τους επισκέπτες. Αύτη ήταν ή τροφή τους κι εγώ κάθισα πολλές
- 224 -
φορές στο τραπέζι τους. Έτρωγαν πάντοτε μόνο μία φορά την
ημέρα κατά τις τρεις το απόγευμα, ενώ την Τετάρτη και την
Παρασκευή έκαναν απόλυτη νηστεία.
Το τυπικό τους ήταν το έξης: Μετά το γεύμα και μέχρι τον
εσπερινό κλεινόταν στα κελιά τους και μελετούσαν διάφορα
πνευματικά συγγράμματα. Μετά έκαναν εσπερινό κατά την
καθιερωμένη ταξί. Διάβαζαν πάντοτε προσεκτικά και με δάκρυα,
ήσυχα και ταπεινά, δίχως να βιάζονται. Μετά ακολουθούσε το
απόδειπνο με ένα κανόνα της Παναγίας και ή βραδινή προ-
σευχή. όλη την νύχτα την περνούσαν άγρυπνοι με προσευχές
και μετάνοιες. Όταν τους έπιανε ο ύπνος λαγοκοιμόταν για λίγο
καθιστοί, άλλα ποτέ πάνω από μία ώρα. Πιο συχνά όμως ούτε κι
αύτη την ώρα δεν κοιμόνταν, αλλά βίαζαν τον εαυτό τους,
έβγαιναν έξω και περπατούσαν μέσα στην νύχτα για να
ξυπνήσουν. Δεν είχαν ρολόι, αλλά ήξεραν πάντα την ώρα, γιατί
στους πρόποδες του λόφου, στην Μονή Ιβήρων σήμαιναν τις
ώρες με μία καμπάνα που την άκουγαν πάντα. Τα μεσάνυχτα
πήγαιναν στην εκκλησία για κοινή προσευχή και διάβαζαν το
μεσονυκτικό και τον όρθρο κατά την καθιερωμένη ταξί. Μετά τον
όρθρο διάβαζαν πάντοτε ένα παρακλητικό κανόνα και τους
χαιρετισμούς της Παναγίας. Μετά ησύχαζαν στα κελιά τους
μέχρι την αυγή. Με το φως της αυγής άρχιζαν το εργόχειρο τους.
Δούλευαν χωριστά ο καθένας κι έφτιαχναν από δέκα κουτάλια.
Δεν αντάλλαζαν λέξη μεταξύ τους, εκτός αν ήταν κάτι απολύτως
αναγκαίο, αλλά παρέμεναν σιωπηλοί με νίψη και με συνεχώς
αυξανόμενη νοερά προσευχή. Τα κουτάλια πού σκάλιζαν ήταν
πολύ απλά. Κατόπιν διάβαζαν τις Ώρες, έκαναν μία δέηση στην
Παναγία και ακολουθούσε το γεύμα τους.
Έτσι περνούσαν μέρες και νύχτες με αδιάλειπτη προσευχή
και εργόχειρο. Ό γέροντας ήθελε ανέκαθεν να λειτουργεί συχνά,
γι' αυτό όταν υπήρχαν πρόσφορα και νάμα γινόταν πάντα Θεία
Λειτουργία. Συνήθως ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν αυτά. Τις
πιο πολλές φορές έκαναν Λειτουργία οι δυο τους μόνο. Πολλές
φορές παρακολουθούσα την Λειτουργία από τον πρόναο κι
άκουγα την μελωδική τους ψαλμωδία, πού συνοδευόταν από
δάκρυα κατανύξεως. Έβλεπα τότε δύο γέροντες εξαντλημένους
και σκελετωμένους από την νηστεία· τον ένα όρθιο στο Ιερό να
κλαίει μπροστά στην Αγία Τράπεζα του Κυρίου και να μη μπορεί
από τα δάκρυα να προφέρει καλά-καλά τις εκφωνήσεις παρά
μόνο με στεναγμούς καρδίας και τον άλλο να στέκεται στο
αναλόγιο και να κλαίει κι αυτός. Έτσι, από τους λυγμούς και τα
κλάματα αλλά και από την φυσική τους αδυναμία σχεδόν δεν
καταλάβαινα τι έλεγαν. Ναι, είναι αλήθεια ότι λίγα μπορούσε ν'
- 225 -
ακούσει το ανθρώπινο αυτί, άλλα ο Κύριος άκουγε ο ίδιος την
Λειτουργία τους γιατί, όπως είπε: Και επί τίνα επιβλέψω, άλλ' ή
επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου; Εδώ
έψαλλαν τον Τρισάγιο Ύμνο πραγματικά χωρίς καμία βιοτική
φροντίδα και χωρίς ίχνος κοσμικών λογισμών. Εδώ
παρευρισκόταν ο ίδιος ο Κύριος κοντά τους, σύμφωνα μ' αυτά
πού μας υποσχέθηκε: Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το
εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω οι δύο γέροντες αγαπούσαν τόσο
πολύ τον Κύριο, ώστε δεν ήθελαν να μακρύνουν άπ' Αυτόν ούτε
για ένα λεπτό. Μοναδική χαρά τους ήταν ή νοερή, καρδιακή και
προφορική επικοινωνία μαζί Του. Οι συνομιλίες τους ήταν πάντα
σχετικές με την προσευχή και την αγάπη του Θεού και του
πλησίον. Αν κάποιος άρχιζε να μιλά υποτιμητικά για τον αδελφό
του μπροστά τους, τότε εκείνη σταματούσαν την συζήτηση
Σ' αυτούς οι πτωχοί έβρισκαν βοήθεια, οι τεθλιμμένοι
παράκληση και οι ασταθείς λόγω αμαρτιών και παθών γρήγορη
επαναφορά στην ευθεία οδό και ελευθερία από τις κακές τους
έξεις.
Θα μιλήσω τώρα για τον εαυτό μου. Όταν ήλθα στο Αγιον
Όρος δεν είχα σχεδόν ούτε ένα καπίκι. Ό π. Αρσένιος μου έδωσε
ευλογία να μάθω να σκαλίζω κουτάλια, μα δεν είχα χρήματα ν'
αγοράσω εργαλεία. Όταν του το ανέφερα εκείνος απάντησε: «Μη
στενοχωριέσαι». Πήρε ένα σακούλι από το παράθυρο, άδειασε τα
χρήματα πού είχε μέσα, τα μέτρησε και μου τα έδωσε λέγοντας:
«Πάρ' τα, έχω τριάντα λέβα μόνο». Εγώ τότε έκλαψα και είπα:
«Άγιε Γέροντα, δεν άφησες τίποτε για σένα;» Εκείνος τότε είπε:
«Θ' αποκτήσουμε αρκετά, μη νοιάζεσαι για μας, ο Θεός θα μας
φροντίσει. Πόσα χρειάζεσαι εσύ για τα εργαλεία;» Εγώ είπα:
«Πενήντα λέβα». Πήγε τότε μέσα στο εκκλησάκι κι έφερε ένα
βιβλίο. Μου το έδωσε και είπε: «Πήγαινε και δώσ' το ενέχυρο
στον Κορένεβ και πάρε όσα χρήματα χρειάζεσαι. Αργότερα εγώ
θα το ξαναπάρω πάλι άπ' αυτόν». Ω, τι δάκρυα μου έφερε αυτή
ή συμπεριφορά του! Έκλαιγα σ' όλον τον δρόμο της επιστροφής
και μέχρι τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό το περιστατικό. Όποτε
το θυμάμαι κλαίω. Το πρώτο πράγμα πού ρωτούσε ο γέροντας
ήταν: «Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος; Μήπως σου λείπει τίποτε;»
Θα σας πω τώρα για ένα άλλο περιστατικό πού έγινε στο
πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ένας παραδελφός μου,
ο Θεόκλητος, πήρε ό,τι χρήματα είχε, κάπου εκατόν πενήντα
λέβα και ξεκίνησε για το πανηγύρι για ν' αγοράσει ράσα και χον-
τρή λινάτσα για ζωστικό. Όταν έφθασε είδε ότι είχε χάσει τα
χρήματα κι αυτό τον στενοχώρησε πολύ κι άρχισε να θρηνεί. Κα-
θώς τον είδε ο πνευματικός π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Γιατί είσαι
- 226 -
τόσο λυπημένος;» Εκείνος του είπε ότι έχασε όλα του τα
χρήματα κι ο γέροντας τον ρώτησε πάλι: «Έχεις πράγματι τόσο
μεγάλη ανάγκη;» Κι αδειάζοντας το σακούλι του, του έδωσε όλα
τα χρήματα πού είχε λέγοντας: «Να, πάρ' τα, έχω μόνο εξήντα
λέβα. Πήγαινε κι αγόρασε ότι χρειάζεσαι». Ό π. Θεόκλητος πήρε
τα χρήματα κι έφυγε, μετά όμως σκέφθηκε: «Εγώ είμαι νέος και
μπορώ να δουλέψω, αυτοί είναι γέροντες και αδύναμοι, άλλα και
πάλι μου έδωσαν και το τελευταίο τους λέβα, γιατί πιστεύουν ότι
Όποτε Θεός θα τους φροντίσει. Γιατί λοιπόν δεν θα φροντίσει και
μένα ο Θεός; Θα γυρίσω και θα τους δώσω τα χρήματα πίσω».
Πήγε λοιπόν πίσω κι έδωσε τα χρήματα στον π. Αρσένιο, άλλα
εκείνος δεν τα έπαιρνε. Ό Θεόκλητος έπεσε τότε στα πόδια του
και με πολλά δάκρυα τον εκλιπαρούσε να τα δεχθεί. Ό γέροντας
τέλος τα πήρε, στράφηκε όμως και τον ρώτησε: «Δεν θα
μετανιώσεις;» «όχι, άγιε Γέροντα», απάντησε ο Θεόκλητος, «δεν θα
μετανιώσω. Τώρα που πήρες πίσω τα χρήματα είμαι πολύ
χαρούμενος».
Αφού έζησαν αρκετά χρόνια στην έρημο, τους ήλθε ή επιθυμία
να ταξιδεύσουν και να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Ό Κύριος
φρόντισε να ικανοποίηση σύντομα την επιθυμία των δούλων Του.
Το 1836 ήλθε στο Αγιον Όρος από την Ρωσία ο ιερομόναχος
Ανίκητος (πρίγκιπας Σικμάτωφ). Περιόδευσε όλο το Αγιον Όρος κι
επισκέφθηκε και τους δύο ασκητές μας στο καλύβι τους στην έρημο.
Συζήτησε μαζί τους διάφορα πνευματικά θέματα και μέσα του
κινήθηκε μεγάλη αγάπη γι' αυτούς, ώστε διάλεξε τον π. Αρσένιο για
πνευματικό του πατέρα. Μετά τους πρότεινε, αν ήθελαν να πάνε
μαζί του στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί δέχθηκαν και ο πρίγκιπας χάρηκε
πολύ πού θα είχε τέτοια συντροφιά. Πήγαν λοιπόν στην αγία πόλη
Ιερουσαλήμ και προσκύνησαν τον Ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου και
άλλα Ιερά προσκυνήματα. Πέρασαν στα Ιεροσόλυμα όλο τον
χειμώνα και την περίοδο του Πάσχα και μετά επέστρεψαν στο Αγιον
Όρος κι εγκαταστάθηκαν πάλι στο καλύβι τους στην έρημο.
Όπως όμως άκουσα ο ίδιος από το στόμα του γέροντα, μόνο
ο Θεός γνωρίζει τι θλίψεις πέρασαν εκεί. Σ' όλη τους την ζωή δεν
τους είχαν συμβεί τέτοιοι πειρασμοί. Ρώτησα λοιπόν τι είδους
στενοχώριες ήταν αυτές και πώς συνέβησαν. Ήταν μήπως εξ αιτίας
της ανέχειας; Ό Γέροντας απήντησε: «όχι, όλα τα είχαμε άφθονα
από τον Θεό κι από τους ανθρώπους. Άπ' αυτήν την άποψη δεν
γινόταν καλύτερα. Οι προσκυνητές μας έδιδαν ευλογίες κι εμείς κατά
το έλεος του Θεού τις μοιράζαμε σ' όλους τους φτωχούς Άραβες.
Ή στενοχώρια μας είχε άλλη αιτία. Επειδή ζήσαμε τόσα χρόνια
στην έρημο, είχαμε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι ο κόσμος κι εκεί κάτω
βρεθήκαμε στο κέντρο της ίδιας της ματαιότητας. Και ακόμη πιο
- 227 -
πολύ στενοχωρηθήκαμε γιατί δεν μπορούσαμε να νηστέψουμε.
όλοι μας περιποιόνταν, μας προσκαλούσαν να τους επισκεφθούμε
και μας τιμούσαν, κι εμείς πού δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε
όλα αυτά θρηνούσαμε με πόνο και δεν βλέπαμε την ώρα να
γυρίσουμε πίσω στο Αγιον Όρος. Μετά την επιστροφή τους ο π.
Νικόλαος ζήτησε από το γέροντα του να μην αφήνει κανένα
επισκέπτη να πηγαίνει στο κελί του, για να έχει ησυχία.
Ένα χρόνο περίπου πριν από την κοίμηση του π. Νικολάου
είχαν και οι δύο στον ύπνο τους μία αποκάλυψη από τον Θεό. Ό
π. Νικόλαος άκουσε μία φωνή να του λέει ότι ταξίδευε σε μία
μεγάλη ταραγμένη θάλασσα και τώρα έφθανε σ' ένα γαλήνιο
λιμάνι. Ό π. Αρσένιος άκουσε κι αυτός μία φωνή πού του έλεγε ότι
πλησίαζε σε κάποια μεγάλη και όμορφη πολιτεία και ότι τέλειωνε
το ταξίδι του. οι γέροντες εκμυστηρεύθηκαν την αποκάλυψη τους ο
ένας στον άλλο και συνειδητοποίησαν ότι ήταν εκ Θεού και ότι
πλησίαζε ή ώρα του θανάτου τους. Αύξησαν τότε τις προσευχές και
τα δάκρυα τους κι άρχισαν να προετοιμάζονται για την αποδημία
τους.
Έξι μήνες πριν από τον θάνατο του ο π. Νικόλαος έχασε την
όραση του, αλλά με τους πνευματικούς του οφθαλμούς έβλεπε
τέλεια και ο Κύριος του αποκάλυψε τους αγίους πού ζούσαν ακόμη
στο Αγιον Όρος. Αυτό το εξομολογήθηκε στον π. Αρσένιο γιατί
πάντα φοβόταν την δαιμονική απάτη. Εκείνος του είπε να είναι
πολύ προσεκτικός, άλλα δεν του έδωσε εντολή να εξακρίβωση την
προέλευση των δραμάτων του. Του είπε μόνο να κλαίει μπροστά
στον Θεό και να ζήτα άφεση των αμαρτιών του. Ό π. Νικόλαος
προσβλήθηκε αργότερα κι από άλλες ασθένειες. Δεν μπορούσε πια
να πηγαίνει στην εκκλησία, άλλα έμενε συνήθως στο κρεβάτι του.
Πίεζε πολύ τον εαυτό του να το δεχθεί αυτό, γιατί δεν ήθελε για κα-
νένα λόγο να πλαγιάζει. Όταν όμως ο γέροντας του ήθελε να
λειτουργήσει το Σάββατο ή την Κυριακή, ερχόταν στο κελί του π.
Νικολάου και του έλεγε: «Πάτερ Νικόλαε, πρέπει να
λειτουργήσω». Τότε εκείνος μ' ευχάριστη διάθεση του απαντούσε:
«Λειτούργησε, πάτερ». Ό π. Αρσένιος έλεγε πάλι: «Πώς όμως να
λειτουργήσω, Αφού εσύ είσαι άρρωστος κι εγώ δεν μπορώ να τελέσω
το μυστήριο μόνος μου;» Και τότε ο π. Νικόλαος απαντούσε: «Θα
έλθω και θα σε βοηθήσω». Σηκωνόταν τότε από το κρεβάτι του και
πήγαινε. Διάβαζαν την Θεία Μετάληψη και τελούσαν την Θεία
Λειτουργία. Ό π. Νικόλαος κοινωνούσε κι έπαιρνε ένα πρόσφορο, με
το όποιο τρεφόταν σχεδόν όλη την εβδομάδα. Δεν έτρωγε τίποτε
άλλο. Έτσι έζησαν επί έξι ολόκληρους μήνες. Κάθε εβδομάδα λει-
τουργούσαν μία φορά και μερικές φορές δύο, παρ' όλο πού ο
αναγνώστης και ψάλτης ήταν άρρωστος και τυφλός. Ποτέ δεν
- 228 -
ματαιώθηκαν οι Λειτουργίες και ποτέ οι Νικόλαος δεν παρέλειψε να
κάνη το διακόνημα του Έτσι τέλεσαν την Θεία Λειτουργία και το
Σάββατα των Απόκρεω και ο π. Νικόλαος κοινώνησε. Μετά την
Λειτουργία πήγε στο κελί του και ο π. Αρσένιος στο δικό του. Ύστερ’
από λίγο ο π. Νικόλαος ήλθε στο κελί του γέροντα του, έπεσε στα
πόδια του κι άρχισε να του λέει: «Συγχώρα με, άγιε γέροντα, πού
ήλθα τώρα, αλλά πρέπει να σου πω κάτι». Ό πνευματικός του είπε:
«Ό Θεός να σε συγχώρεση. Πες μου, τι είναι;» Άρχισε τότε Όποτε π.
Νικόλαος, με δάκρυα στα μάτια, να του εκμυστηρεύεται τα ακόλουθα:
«Άγιε πάτερ, όταν γύρισα στο κελί μου μετά την Λειτουργία και
κάθισα στο κρεβάτι μου, άνοιξαν ξαφνικά τα μάτια μου κι άρχισα να
βλέπω καθαρά. Άνοιξε ή πόρτα του κελιού μου κι όλο το κελί γέμισε
φως. Τότε μπήκαν μέσα τρεις άνθρωποι· δύο νέοι πού κρατούσαν
λαμπάδες κι ανάμεσα τους ένας άνδρας με Ιερατικά άμφια, πού
έλαμπε μέσα σε μία ανέκφραστη δόξα, ο όποιος με πλησίασε και
μου είπε: "Ευλόγησαν, πάτερ Νικόλαε". Εγώ φοβήθηκα και δεν
μίλησα. Εκείνος τότε μου είπε πάλι: "Γνωρίζεις ποιος είμαι;"
Τότε πήρα θάρρος και του απάντησα: "Ναι, πράγματι σε
ανεγνώρισα". Ρώτησε πάλι: "Και ποιος είμαι;" Απάντησα: "Είσαι ο
π. Ανίκητος, ο φίλος μας πού πήγαμε μαζί στα Ιεροσόλυμα κι
έχουν περάσει τώρα τρία χρόνια από τότε πού πέθανες". Τότε μου
είπε: "Ναι, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι! Βλέπεις με τι δόξα μ'
αντάμειψε ο Ουράνιος Βασιλεύς, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός; Και
σένα θα σ' ανταμείψει με τέτοια δόξα. Σε τέσσερις ημέρες θα
ελευθερωθείς άπ' όλες τις θλίψεις και τις αρρώστιες σου. Ό Κύριος
με έστειλε να σε παρηγορήσω". Μετά Έφυγαν ξαφνικά κι έμεινα
μόνος. Τα μάτια μου ήταν πάλι κλειστά, άλλα ή καρδιά μου ήταν
γεμάτη ανείπωτη χαρά».
Όταν τ' άκουσε αυτά ο π. Αρσένιος του είπε: «Πρόσεχε να μην
πειραστής π. Νικόλαε. Μη πιστεύεις σ' αυτό το δράμα μόνο , να
έχεις την ελπίδα σου στον Θεό και να εκλιπαρείς το έλεος Του». Ό
π. Νικόλαος για μένα ο,τι θέλει ο Θεός, όμως ή καρδιά μου γέμισε
από ανέκφραστη χαρά. Σε Ικετεύω, κάνε Λειτουργία κάθε μέρα κι
εγώ θα προετοιμάζομαι να δεχθώ τα άγια Μυστήρια». Ό π.
Αρσένιος απάντησε: «Καλά, θα λειτουργώ, άλλα μόνο και μόνο για
να κοινωνάς κάθε μέρα». Μετά άπ' αυτό ο π. Νικόλαος γύρισε στο
κελί του.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη. Ό
π. Νικόλαος κοινώνησε, κι αυτό του έκανε καλό. Την Τετάρτη της
Τυρινής διάβασαν μόνο τις Ώρες, άλλα την Πέμπτη ο π. Αρσένιος
ξαναλειτούργησε. Ό π. Νικόλαος διάβαζε κι έψαλλε στην
Λειτουργία και κοινώνησε πάλι. Μετά την Λειτουργία ο γέροντας
του, του έδωσε ένα πρόσφορο κατά την συνήθεια πού είχαν, άλλα
- 229 -
εκείνος δεν το πήρε. Μόνον είπε: «Πάτερ, έλα στο κελί μου». Ό π.
Αρσένιος τον ακολούθησε. Ό π. Νικόλαος κάθισε στο κρεβάτι του
με την πλάτη στον τοίχο και το πρόσωπο του άρχισε να
αλλοιώνεται και να γίνεται κατακόκκινο. Ύψωσε τα χέρια του προς
τον ουρανό και φάνηκε να βυθίζεται σε έκσταση. Μετά συνήλθε κι
άρχισε να λέει: «Σ' ευχαριστώ, άγιε πάτερ, πού ανέχθηκες όλα μου
τα παραπτώματα μέχρι τέλος και με οδήγησες στην Ουράνια
Βασιλεία». Ό π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Πάτερ Νικόλαε, τι
βλέπεις;» Κι αυτός απάντησε: «Βλέπω πώς έχουν έλθει άγγελοι
και πώς έσχιζαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Ήλθε ή ώρα.
Ευλόγησαν, πάτερ». Εκείνος απάντησε: «Ό Θεός να σ' εύλογη».
«Με το χέρι σου ευλόγησε με», είπε ο π. Νικόλαος κι ο γέροντας
τον ευλόγησε με το χέρι του. Ό ετοιμοθάνατος πήρε το χέρι, το
φίλησε και δίχως να τ' αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό
και ψιθύρισε απαλά: «Κύριε, δέξου το πνεύμα μου στα χέρια Σου»·
και παρέδωσε το πνεύμα. Ό π. Αρσένιος άρχισε να φωνάζει:
«Πάτερ Νικόλαε, πάτερ , Νικόλαε!» Άλλ' εκείνος είχε πια φύγει,
για να συνάντηση τον Κύριο του, για τον όποιο τόσο αγωνίσθηκε
από την νεότητα του και τον όποιο υπηρέτησε με πίστη και
αγάπη. Πράγματι, τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των
οσίων Αυτού .
Κοιμήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1841 την Πέμπτη της Τυρινής.
Εκείνο τον καιρό εγώ κοινοβίαζα στο Ρωσικό μοναστήρι, κάπου
είκοσι βέρστια από το ερημικό τους καλύβι. Μάθαμε τα νέα για τον
θάνατο του το Σάββατο το βράδυ και φθάσαμε εκεί την Κυριακή,
δηλαδή την τέταρτη ήμερα. Πολλοί αδελφοί Ρώσοι είχαν μαζευθή
για την ταφή, όλοι πνευματικοπαίδια του π. Αρσενίου. "όλοι τους
ήταν έκπληκτοι, γιατί ο π. Νικόλαος κειτόταν σαν να ήταν
ζωντανός. Το πρόσωπο του δεν είχε αλλάξει καθόλου και τα χέρια
και τα πόδια του είχαν την ελαστικότητα των ζωντανών μελών,
Αφού δεν είχαν ξυλιάσει καθόλου. Όλο το σώμα του ήταν μαλακό
και το στόμα του ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα σαν από θυμίαμα.
όλοι ο! αδελφοί χάρηκαν και δόξασαν τον Θεό. Τα πόδια του όμως
ήταν πολύ πρησμένα από την πολλή ορθοστασία. Την Κυριακή της
Τυρινής τον θάψαμε και γύρισε ο καθένας στον τόπο του.
Ό π. Αρσένιος έμεινε τώρα μόνος με τον Θεό κι άρχισε κι
αυτός να προετοιμάζεται για την δική του μετάσταση. Πολλοί του
ζητούσαν να έλθουν να μαθητεύσουν και να μείνουν κοντά του, άλλ'
εκείνος δεν δεχόταν κανένα επί ένα ολόκληρο χρόνο. Μετά του
απεκάλυψε ο Θεός ότι θα ζούσε ακόμη λίγο καιρό σ' αυτόν τον
κόσμο, για το καλό των αδελφών. Άρχισε τότε να δέχεται όλους
εκείνους πού επιθυμούσαν να μείνουν μαζί του και μέσα σε μικρό
μόνο διάστημα πήρε κοντά του οκτώ αδελφούς. Έπρεπε λοιπόν να
εγκαταλείψουν αυτό το καλύβι,230γιατί ήταν πολύ μικρό. Πήγαν
λοιπόν στην Λακκοσκήτη, πού είναι αφιερωμένη στον
μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, στην βαθιά Έρημο. Πήραν το
μεγαλύτερο κελί και εγκαταστάθηκαν εκεί οι πατέρες της σκήτης
χάρηκαν πολύ, πού ήλθε κοντά τους ένας τέτοιος φωστήρας πού
θα μπορούσε να φώτιση όλους εκεί με την ζωή του. Οι Ρώσοι όμως
αδελφοί πού ζούσαν στις Καρυές και στην Καψάλα λυπήθηκαν
πάρα πολύ πού ο πατέρας και ποιμένας τους έφυγε μακριά τους,
κάπου μιάμιση μέρα δρόμο. "όσο κι αν ήταν όμως μακρύς και
δύσβατος ο δρόμος δεν τον εγκατέλειψαν, άλλα έμπαιναν στον
κόπο και τον επισκέπτονταν στην νέα του διαμονή. Εκείνος τους
έλεγε να μην κοπιάζουν τόσο, αλλά να κοιτάξουν να βρουν κάποιον
πνευματικό πατέρα πού να μένη κοντά τους. Αυτοί απάντησαν: «Άγιε
γέροντα, υπάρχουν πολλοί πνευματικοί πατέρες, μα δεν μπορούμε
να βρούμε κανένα πνευματικό πού να μας αναπαύει».
Μερικοί από τους υποτακτικούς του δεν μπορούσαν να
προσαρμοσθούν στον τρόπο ζωής και την ακτημοσύνη του κι
Έκαναν σχέδια να φύγουν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν την ευλογία
του, για να πάνε να βρουν ; ένα άλλο μέρος να μείνουν. Εκείνος
άρχισε τότε να τους επιτιμά και να τους λέει:, «Τέκνα μου, από τι
έχετε δυσαρεστηθεί; Με τι σας βάρυνα; "Αν νοιώθετε δυστυχείς
πού έχουμε πολλή εργασία, τότε καθίστε ο καθένας στο κελί του
και ησυχάζετε. Μόνο να μην παραμελείτε τον κανόνα σας και τις
ακολουθίες στην Εκκλησία. Να έχετε πάντοτε τον νου σας
προσηλωμένο σε ευσεβείς σκέψεις και στην αδιάλειπτη νοερά
προσευχή. Αγωνιστείτε μ' όλη την δύναμη να καθαρίσετε τον
εσωτερικό άνθρωπο και μην αφήνετε τον λογισμό σας να μην ενδίδει
σε καμία δαιμονική ιδέα. Να κάνετε εξαγόρευση όλων των λογισμών
σας και να μην τους κρύβετε, για να μην μπόρεση να σας καταβάλει
ο διάβολος. Μήπως όμως δεν είστε ικανοποιημένοι με το φαγητό
μας Μη στενοχωριέστε γι' αυτό. Ό Κύριος θα μας στείλει ό,τι έχουμε
ανάγκη για τροφή και ανάπαυση. Γιατί αυτός είναι πού είμαι.
Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν τον Θεού και την δικαιοσύνην
αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
Μερικοί όμως από τους μαθητές του δεν δέχθηκαν αυτές τις
οδηγίες του γέροντα και του είπαν: «Ποιος μπορεί να υποφέρει την
ακτημοσύνη σου; ότι και να μας στείλει ο Θεός εσύ θα το μοιράσεις
στους άλλους». Τότε ο γέροντας είπε: «Όποιος θέλει να μείνει μαζί
μου, ας ακολουθήσει το παράδειγμα μου. Όποιος δεν θέλει ν'
ακολουθήσει τον δικό μου τρόπο ζωής, ας πάει να ζήση οπού
θέλει, αλλά πάντως μέσα στο Αγιον Όρος. Δεν δίνω ευλογία να
φυγή κανείς σας από το Αγιον Όρος, έκτος αν αυτό είναι το ιδιαίτερο
θέλημα του Θεού για κάποιον από σας». Μετά άπ' αυτό πολλοί
έφυγαν από κοντά του και πήγαν σε διάφορα μοναστήρια και
σκήτες, οπού υπέδειξε στον231καθένα. "όσο όμως κι αν απο-
μακρύνθηκαν σωματικά, όλοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μαζί του εν
πνεύματι και αγάπη.
Ό π. Αρσένιος έζησε στην σκήτη τρία χρόνια και μετά για
πολλές εύλογες αιτίες αποφάσισε να φυγή από 'κει με όλους τους
μαθητές του. Αγόρασαν το κελί της Αγίας Τριάδος κοντά στη Μονή
Σταυρονικήτα κι άρχισαν να ζουν εκεί. "όλοι οι Ρώσοι αδελφοί
χάρηκαν, που γύρισε κοντά τους ο πατέρας και ποιμένας και
παρηγορητής τους στις θλίψεις, κι όλοι δόξασαν κι ευχαρίστησαν
τον Ύψιστο. Εκεί, σ' εκείνο το κελί, έζησε μέχρι την κοίμηση του.
Κατά την διάρκεια της ζωής του ο π. Αρσένιος υπέστη πολλές
διώξεις και συκοφαντίες από φθονερούς και κακοπροαίρετους
ανθρώπους που λίγο έλειψε να καταφέρουν και να τον απελάσουν.
Πράγματι, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, πάντες οι θέλοντες
ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται
Κάποτε ήλθε στο Αγιον Όρος κάποιος ιερομόναχος
Παλλάδιος από το μοναστήρι του Σάρωφ της Ρωσίας. Αυτός
εγκαταστάθηκε στη σκήτη του Προφήτη Ηλία και πέθανε μετά από
λίγο καιρό. Μετά τον θάνατο του οι Μικρορώσοι μοναχοί ανακά-
λυψαν μέσα στα πράγματα του ένα δερμάτινο κομποσχοίνι κι ένα
παραμανδύα. Τότε τους έπιασε υστερία και φώναζαν ότι όλοι οι
Μεγαλορώσοι μοναχοί ήταν σχισματικοί —επειδή τους μισούσαν
από καιρό και άπλα ζητούσαν να τους διώξουν από το Αγιον Όρος.
οι Έλληνες και οι Βούλγαροι μοναχοί έμειναν έκπληκτοι, γιατί
αγαπούσαν τους Μεγαλορώσους περισσότερο από τους
Μικρορώσους κι αυτό το γεγονός τους κατέλαβε εξ απρόοπτου. Οι
Μικρορώσοι όμως έκαναν την δουλειά τους. Συκοφαντούσαν τους
Μεγαλορώσους και πιο πολύ απ' όλους τον ποιμένα και πνευματικό
τους, τον π. Αρσένιο. Έστειλαν το παραμανδύα και το δερμάτινο
κομποσχοίνι στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για να πεισθεί
κι έγραψαν ένα σωρό συκοφαντικές κατηγορίες, Όταν τα έλαβε
αυτά ο Πατριάρχης, εξεπλάγη κι αυτός. Εξέτασε το θέμα στην
ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου και κατάλαβαν όλοι ότι επρόκειτο
περί συκοφαντίας, γιατί ήταν βέβαιοι ότι όλοι οι μοναχοί που
προέρχονταν από την Μεγάλη Ρωσία ήταν Ορθόδοξοι. Ό
Πατριάρχης πάντως ειδοποίησε τον πνευματικό, τον π. Αρσένιο, να
παρουσιασθεί μπροστά του αυτοπροσώπως. Εκείνη την εποχή
αυτός ζούσε ακόμη στην έρημο με τον π. Νικόλαο. Ξεκίνησαν
λοιπόν κι οι δύο για την Κωνσταντινούπολη
Πήγαν με τα πόδια, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα να
πληρώσουν το εισιτήριο του πλοίου. Ή Κωνσταντινούπολις απέχει
από το Αγιον Όρος χίλια βέρστια. Όταν έφθασαν εκεί,
παρουσιάσθηκαν μπροστά στον Πατριάρχη. Εκείνος τους
ρώτησε για όλα και, επειδή κατάλαβε ότι επρόκειτο περί
συκοφαντίας, λυπήθηκε πολύ232για ότι συνέβη. Μετά τους έδειξε
το παραμανδύα και το κομποσχοίνι και τους ρώτησε: «Κι αυτά εδώ
τι είναι;» Ό π. Αρσένιος απάντησε ότι ο π. Παλλάδιος είχε έλθει
από το κοινόβιο του Σάρωφ κι ότι εκεί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν
αυτά τα αντικείμενα όταν έκαναν τον ατομικό τους κανόνα. Ό
Πατριάρχης είπε· «Έχω ακούσει για το Μοναστήρι του Σάρωφ. Ό
κόσμος επαινεί με τα καλύτερα λόγια την ζωή και το τυπικό του».
Μετά ρώτησε: «Πώς ήλθατε εδώ, από την στεριά ή από την
θάλασσα;» Εκείνοι απάντησαν: «Με τα πόδια ήλθαμε,
Παναγιότατε!» Τότε ο Πατριάρχης είπε με δάκρυα: «Αχ πατέρες, σε
τι κόπο σας έβαλα! Γιατί δεν ήλθατε με το πλοίο;» Απάντησαν:
«Δεν είχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο». Ό Πατριάρχης τότε
τους έδωσε χρήματα και τους διέταξε να επιστρέψουν με το πλοίο.
Έγραψε επίσης μία επιστολή στην Κοινότητα του Αγίου Όρους,
στην οποία έλεγε να μην ενοχλούν πια τέτοιους καλούς πατέρες και
να μη δέχονται καμία συκοφαντία εις βάρος τους. Ακόμη ότι Όποιος
τολμήσει να τους ξανασυκοφαντήση να αφορίζεται και να φεύγει
από τ' Αγιον Όρος. "Έτσι λοιπόν οι πατέρες μας επέστρεψαν πίσω
και τα στόματα των συκοφαντών έκλεισαν.
Ό π. Αρσένιος προσέφερε πολλά με την πνευματική του
καθοδήγηση στη ζωή του Αγίου Όρους. οι Ρώσοι έμπαιναν στο Ρω-
σικό μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονος, μόνο αν έπαιρναν την
ευλογία του. Σε πολλούς έδωσε την εντολή να μείνουν και να
ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο Αγιον Όρος, έστω και παρά
την θέληση τους, και πολλούς έστειλε έξω από το Όρος σε
διαφόρους τόπους. Εγώ ο αμαρτωλός ήμουν ένας άπ' τους
τελευταίους. Μ' έστειλε πίσω στη Ρωσία, στη γη της Σιβηρίας.
Έχω ακούσει θαυμαστές ιστορίες για τον γέροντα Αρσένιο.
Το 1839 ο μοναχός Ιωασάφ από το ρωσικό κελί Κορένεβυ ήταν
άρρωστος. Μία νύχτα χειροτέρεψε πολύ κι επειδή είδε ότι
πλησίαζε το τέλος, ήθελε να δη τον πνευματικό του για να
εξομολογηθεί. Εκείνη τη νύχτα έμεναν κάποιοι επισκέπτες στο κελί
και δύο άπ' αυτούς προθυμοποιήθηκαν να πάνε μ' ένα φανάρι να
ειδοποιήσουν τον γέροντα, πού έμενε σε μίαν απόσταση πάνω από
πέντε βέρστια. Όταν ήλθαν στον π. Αρσένιο του είπαν ότι ο
Ιωασάφ πεθαίνει και ήθελε να τον είδη. Του ζήτησαν να πάει μαζί
τους για πιο γρήγορα, Αφού αυτοί είχαν φανάρι κι έξω ήταν
σκοτάδι κι έβρεχε. Αυτός τους είπε: «Ναι, γρήγορα, πεθαίνει.
Πηγαίνετε γρήγορα εσείς μπροστά κι εγώ θα ετοιμασθώ τώρα και
θα σας προλάβω με το δικό μου φανάρι». Εκείνοι του είπαν να τον
περιμένουν να πάνε όλοι μαζί και να βιασθούν, άλλ' αυτός τους
έστειλε πρώτους και είπε ότι θα τους προλάβαινε στον δρόμο.
Έφυγαν λοιπόν γρήγορα συζητώντας και λυπόταν, πού θα έκανε
μόνος του αυτή την διαδρομή μέσα στο δάσος, ενώ έβρεχε. Φοβόταν
επίσης ότι ο άρρωστος θα233πέθαινε πριν τον προλάβει ο π.
Αρσένιος. Όταν έφθασαν στο κελί, τους περίμενε ο μοναχός
Φίλιππος. Τους είπε ότι ο π. Ιωασάφ είχε ήδη πεθάνει και τους
ρώτησε: «Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να 'ρθήτε;» Αυτοί απάντησαν:
«Περπατούσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, γιατί
βιαζόμασταν να φθάσουμε, πριν πεθάνει». Ό π. Φίλιππος τότε
τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να δικαιολογηθείτε; Μήπως
σταματήσατε πουθενά για καμία επίσκεψη; Ό πνευματικός ήλθε
εδώ και μισή ώρα. Πρόλαβε και τον ξομολόγησε, τον κοινώνησε και
του διάβασε την ευχή εις ψυχορραγούντας. Ό π. Ιωασάφ πέθανε
μόλις τώρα». Όταν τ' άκουσαν αυτά εξεπλάγησαν, γιατί δεν είχε
περάσει περισσότερο από μία ώρα από τότε πού έφυγαν από το
κελί του π. Αρσενίου. Μπήκαν λοιπόν μέσα, έβαλαν μετάνοια και
τον ρώτησαν: «Άγιε πάτερ, πώς έφθασες τόσο γρήγορα; Δεν σε
είδαμε. Πότε μας προσπέρασες;» Αυτός τους απάντησε: «Δεν
μπορούσα να αργοπορήσω και να μην προλάβω να έλθω στην ώρα
μου· έτσι έκοψα δρόμο από ένα μονοπάτι πού δεν το ξέρετε
εσείς». Αυτοί δεν είπαν τίποτε, αν και ήξεραν ότι δεν υπήρχε άλλος
δρόμος. Αναρωτήθηκαν μήπως ήλθε με τον ίδιο τρόπο με τον
προφήτη Αββακούμ, όταν εκείνος έφερε φαγητό στον προφήτη
Δανιήλ από την Παλαιστίνη στην Βαβυλώνα, στο πηγάδι πού τον
είχαν ρίξει. Κι άλλη μία φορά ο π. Αρσένιος εμφανίσθηκε κατά
παρόμοιο τρόπο σε δύο μοναχούς στην Καψάλα.
Το 1845 συνέβη επίσης ένα περιστατικό πού δεν μπορεί
παρά να οφείλεται σε θαύμα. στις 4 Ιουλίου αποφάσισε να πάει
στην πανηγύρι του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου στη Μεγίστη
Λαύρα. Αφού λειτούργησε εκείνη την ημέρα, ξεκίνησε παίρνοντας
τον δρόμο πού πάει γύρω από τον Άθωνα κι έφθασε στην Λαύρα
για την ολονυχτία του αγίου Αθανασίου. Ή διαδρομή από το κελί
του μέχρι την Μονή του Αγίου Παύλου διήρκεσε οκτώ ώρες με τα
πόδια και από του Αγίου Παύλου μέχρι την Λαύρα είναι πενήντα
βέρστια. όλη την αγρυπνία, πού κράτησε δεκαέξι ώρες, την
παρακολούθησε όρθιος και μετά δεν πήγε στην τράπεζα, αλλά
πήρε λίγο ψωμί και ξεκίνησε για τον γυρισμό. Το βραδάκι έφθασε
στο κελί του από άλλο δρόμο μέσα σε οκτώ ώρες. όλοι
θαυμάσαμε, γιατί αυτή ή απόστασης είναι για νέους ανθρώπους
τριών ήμερων ταξίδι, ενώ αυτός, γέρος εβδομήντα χρονών και
μάλιστα άρρωστος με ποδάγρα, έκανε Όλο αυτό το ταξίδι σε
μιάμιση μέρα, Αφού πρώτα παρακολούθησε όρθιος όλη την
αγρυπνία. Αργότερα τον ρώτησα: «Πάτερ πώς μπόρεσες να πάς
και να ήρθες τόσο γρήγορα, Αφού σ' όλη την διαδρομή τα
μονοπάτια φιδογυρίζουν πάνω στα βουνά κι είναι γεμάτα
κοφτερές πέτρες;» Εκείνος μου απάντησε: «Ανακαινισθήσεται ως
αετού ή νεότης μου, όχι κατά την φύση, άλλα με την βοήθεια του
Θεού». 234
Το 1837 ήλθε στο Αγιον Όρος ένας νεαρός από την Μεγάλη
Ρωσία πού τον έλεγαν Ματθαίο. Εκάρη μοναχός και ονομάστηκε
Μωυσής. Αργότερα θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα και ο π.
Αρσένιος, πού ήταν πνευματικός του, του έδωσε ευλογία. Αφού
έμεινε λίγο καιρό στην Ιερουσαλήμ, πήγε στην Αίγυπτο και στο
ορός Σινά. Συνολικά ταξίδευε τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό
έμαθε Ελληνικά, Τουρκικά και Αραβικά. Μα και όταν γύρισε στο
Αγιον Όρος, εξ αιτίας της αρνητικής επίδρασης πού έχουν οι
περιπλανήσεις στην σταθερότητα της μοναχικής ζωής, δεν
μπορούσε να μείνει ήσυχα σ' έναν τόπο. 'Αφού έμεινε για λίγο
στο Αγιον Όρος, ήθελε ν' αρχίσει πάλι τα ταξίδια και να πάει στα
Ιεροσόλυμα. Ό π. Αρσένιος τον συμβούλευε να μην πάει, άλλ'
εκείνος τον εκλιπαρούσε θερμά να του δώσει την ευλογία του.
Βλέποντας ο πνευματικός ότι ο Μωυσής ήταν αποφασισμένος,
του έδωσε ευλογία, αλλά με τον όρο να επιστρέψει γρήγορα στο
Όρος μετά το Πάσχα. Όταν όμως ο Μωυσής πήγε στα
Ιεροσόλυμα δεν γύρισε πίσω, αλλά πήγε πάλι στο Σινά κι από
κει στην Αίγυπτο και μετά στην Ρώμη. Το ταξίδι αυτό διήρκεσε
και πάλι τρία χρόνια. Από την Ρώμη επέστρεψε στην επικράτεια
της Τουρκίας (πού τότε εκτείνονταν και στην σημερινή
Γιουγκοσλαβία). Στην Βοσνία τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και του
έκαναν ερευνά. Επειδή βρήκαν επάνω του πολλές συστατικές
επιστολές, πού απευθύνονταν σε διάφορα πρόσωπα, τον πήραν
για κατάσκοπο και τον καταδίκασαν σε θάνατο με αποκεφαλισμό.
Εκείνος ζήτησε έναν Χριστιανό ιερέα, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες
του, κοινώνησε κι ετοιμάσθηκε να πεθάνει. Την ημέρα της
εκτελέσεως του τον πήγαν στον πασά, για να του διάβαση την
καταδικαστική απόφαση. Καθώς στεκόταν μπροστά στον πασά,
μπήκε ξαφνικά ένας αγγελιαφόρος από την Κωνσταντινούπολη
Όταν αντελήφθη τι συνέβαινε ρώτησε: «Πάτερ Μωϋσή, γιατί είσαι
συ εδώ;» Ό Μωυσής από την μια έτρεμε κι από την άλλη
χάρηκε πολύ, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Τότε ο πασάς ρώτησε
τον αγγελιαφόρο: «Μήπως τον γνωρίζεις τούτον εδώ;» Κι εκείνος
είπε: «Πώς είναι δυνατόν να μην τον ξέρω; Αυτός είναι ο Μωυσής ο
Αγιορείτης κι έχει έλθει πολλές φορές στο σπίτι μου στην Αίγυπτο».
Ό πασάς κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Και εμείς νομίζαμε ότι
ήταν κατάσκοπος κι ετοιμαζόμασταν να τον εκτελέσουμε». Τότε
είπαν στον Μωϋσή: «Τράβα τώρα γρήγορα στο Αγιον Όρος και να
πάψης να περιδιαβαίνεις, γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν». Αφού
πήρε λοιπόν τα χαρτιά του, γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε
στο Αγιον Όρος και πήγε να μείνει στη Μονή Σταυρονικήτα. Ό π.
Αρσένιος του είπε: «Τώρα να μείνεις εδώ μέχρι τον θάνατο σου και
να μην σκεφτείς να ξαναφύγεις». Το περιστατικό αυτό συνέβη το
1845. 235
Εκείνο τον χρόνο ο π. Αρσένιος μου έδωσε εντολή να
γυρίσω πίσω στην Ρωσία, άλλα μου έδωσε ταυτόχρονα και την
ευλογία του να επισκεφθώ πρώτα τους Αγίους Τόπους. Έτσι
ξεκίνησα το Σεπτέμβριο για τα Ιεροσόλυμα. Μετά από την
αναχώρηση μου ήλθε στο Αγιον Όρος ο Αγιορείτης μοναχός
Ιγνάτιος, που είχε πάει στην Ρωσία για να μαζέψει χρήματα για
τα Ιεροσόλυμα, και πήγε να μείνει στη Μονή Σταυρονικήτα.
Προσπάθησε να πείσει τον π. Μωϋσή να πάει κι αυτός μαζί του
στα Ιεροσόλυμα σαν διερμηνέας, γιατί μιλούσε διάφορες γλώσσες.
Εκείνος συμφώνησε και πήγε πάλι στον π. Αρσένιο για ευλογία.
Αυτός όμως του είπε: «Πάτερ Μωϋσή, σου έχω πει ότι το Αγιον
Όρος είναι ο τάφος σου. Μη σκέφτεσαι να φυγής και να πάς
πουθενά. Δεν είναι θέλημα Θεού και δεν σου δίνω την ευλογία μου.
Κι αν θέλησης να με παράκουσης και να αντιταχθείς στο θέλημα
Του και να φυγής, γνώριζε πώς δεν θα μπόρεσης να το κάνης. Ό
Ιγνάτιος θα φυγή μόνος του». Ό Μωυσής γύρισε στο μοναστήρι
και είπε στον Ιγνάτιο ότι ο πνευματικός του δεν του δίνει ευλογία.
Ό Ιγνάτιος τότε του είπε: « τι κάθεσαι και τον ακούς τον
ψευδοπροφήτη; Άφησε τον να λέει ότι θέλει. Πάμε και μη φοβάσαι».
Ό Μωυσής συμφώνησε κι άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι.
Μερικοί αδελφοί είπαν στον π. Αρσένιο ότι ο Μωυσής
σχεδίαζε να φυγή πάλι για τα Ιεροσόλυμα με τον Ιγνάτιο, αλλά
αυτός τους είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα πάει». Μετά από λίγο του
είπαν πάλι ότι ο Ιγνάτιος είχε ναυλώσει ένα καΐκι κι ήταν έτοιμος
να φυγή με τον Μωϋσή. Ό π. Αρσένιος τους είπε πάλι: «Ό
Ιγνάτιος θα φυγή με τους άλλους, άλλα ο Μωυσής θα μείνει εδώ...»
Ήλθαν πάλι και του είπαν ότι το καΐκι ήταν ήδη στην προβλήτα κι
ότι φόρτωναν τις προμήθειες και τα ρούχα· το πρωί θα
επιβιβάζονταν και θ' αναχωρούσαν. Αυτός όμως τους απάντησε:
«όλοι θα μπουν στο πλοίο και θα φύγουν, αλλά ο Μωυσής θα μείνει
στο Όρος. Που μπορεί να πάει ο Μωυσής, αν δεν το θέλει ο Θεός;»
Πολλοί δεν συμφωνούσαν και του έλεγαν ότι ο Μωυσής θα φυγή,
εκείνος όμως επέμενε: «Θα δούμε το πρωί πώς θα πηδήσει στο
καΐκι».
Εν τω μεταξύ ο Ιγνάτιος και ο Μωυσής τα ετοίμασαν όλα,
ώστε να μπορέσουν ν' αναχωρήσουν με το πρώτο φως της αυγής
και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Το πρωί που σηκώθηκαν όλοι,
πήγαν στο κελί του Μωϋσή για να τον ξυπνήσουν, άλλ' Αυτός δεν
απαντούσε. Άρχισαν να χτυπούν την πόρτα, άλλα καμία
απάντησης. Έσπασαν τότε την πόρτα και μπήκαν στο κελί. Ό
Μωυσής ήταν ξαπλωμένος στη μέση του κελιού με το στόμα του
γεμάτο αφρούς. Νόμισαν ότι είχε πεθάνει, αλλά κοίταξαν καλύτερα
και είδαν ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Μόνο έβλεπε, αλλά δεν
μπορούσε να μιλήσει ή να236κουνήσει τα μέλη του, γιατί είχε
παραλύσει εντελώς.
Ό Ιγνάτιος έφυγε για το ταξίδι μόνος του κι οι αδελφοί πήγαν
στον π. Αρσένιο να του πούνε τι είχε συμβεί στον π. Μωϋσή
Εκείνος, όταν άκουσε τι συνέβη έκλαψε πικρά και είπε: «Να,
πατέρες, αυτά κάνει παρακοή και ή αντίθεσης στο θέλημα του
ξεχωριστά, τους συγχώρησε και τους έδωσε άφεση, τους ευλόγησε
και τους έδωσε οδηγίες που να πάνε, για να περάσουν το υπόλοιπο
της ζωής τους. Αυτό το έκανε σχεδόν μέχρι και το τελευταίο λεπτό
της ζωής του. Κατόπιν, ενώ ήταν ξαπλωμένος σ' ένα μεγάλο
μπαλκόνι, τους είπε να φύγουν, και όλοι κατέβηκαν κάτω. Άρχισε
να προσεύχεται, αλλά δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τι έλεγε. Σήκωσε
τρεις φορές τα χέρια του προς τον ουρανό· την τρίτη φορά τα άφησε
να πέσουν κι έμεινε ακίνητος. Όταν πλησίασαν, είδαν ότι είχε
κοιμηθεί και είχε παραδώσει το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου
του, τον οποίο είχε αγαπήσει από την νεότητα του και για χάρη
του Όποιου είχε αφανίσει την σάρκα του μέχρι το τέλος του.
Πράγματι τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού.
Όταν οι πατέρες είδαν ότι ο γέροντας ήταν πια νεκρός,
όρμησαν επάνω του, τον αγκάλιασαν και πότισαν το καταταλαιπω-
ρημένο σώμα του με δάκρυα οδύνης, γιατί έχασαν τον πατέρα και
ποιμένα, τον οδηγό, τον διδάσκαλο και παρηγορητή τους. Πολλοί
έκλαιγαν. Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν για την ταφή. Όταν
τον έγδυσαν και είδαν τα πόδια του, αντίκρισαν ένα τρομερό θέαμα.
Από τα γόνατα και κάτω δεν υπήρχαν παρά σχεδόν μόνο κόκαλα·
το δέρμα ήταν σάπιο από την πολλή ορθοστασία και τις πληγές
τόσων χρόνων. όλοι τότε απόρησαν πώς μπορούσε να στέκεται και
να περπατά τόσο γρήγορα. Οι υποτακτικοί του πού έμεναν μαζί του
δεν ήξεραν τίποτε για την κατάσταση των ποδιών του κι αυτός δεν
τους είχε κάνει ποτέ λόγο. Ήταν πάντοτε όρθιος και πετούσε σαν
πουλί σ' όλο το Αγιον Όρος. Επί πλέον δεν ανέδιδε ποτέ καμία
δυσάρεστη οσμή. Τον έθαψαν δίπλα στο άγιο Βήμα, στο εκκλησάκι
του κελιού του, της Αγίας Τριάδος, που ανήκει στη Μονή
Σταυρονικήτα, στις 25 Μαρτίου 1846 Έτσι το Αγιον Όρος έχασε ένα
φωτεινό στύλο, μία λαμπάδα πού καίγονταν για τον Χριστό. Επί
εικοσιτέσσερα χρόνια στήριξε και φώτιζε όλη την ρωσική αδελ-
φότητα του Αγίου Όρους και όχι μόνον αυτήν, αλλά και τους
Έλληνες, τους Βουλγάρους και τους Μολδαβούς (Ρουμάνους). Οι
Έλληνες έλεγαν: «Ό Αρσένιος είναι μεγάλος γέροντας». Για να
περιγραφή κανείς όλους τους αγώνες, τις αρετές και τα περιστατικά
της ζωής του, θα χρειαζόταν να γράψει τόμους ολόκληρους. είναι
όμως αρκετό να πούμε άπλα ότι εκεί στο Αγιον Όρος έζησε ο
γέροντας Αρσένιος, πού έδειξε στους μαθητές του τον δρόμο της
Ζωής, διδάσκοντας τους όχι με λόγια, άλλα με το παράδειγμα του.
Ό π. Αρσένιος ήταν237μετρίου αναστήματος, τα γένια
του δεν ήταν πολύ μακριά και είχαν γκρίζες τούφες. Το κεφάλι
του έγερνε πάντα λίγο προς τα δεξιά. Το πρόσωπο του ήταν
διάφανο και φωτεινό, τα μάτια του ήταν πάντα γεμάτα δάκρυα. Ή-
ταν πολύ λεπτός και είχε κατακόκκινη όψη. Όταν μάλιστα
λειτουργούσε, όλοι θαύμαζαν, πού το πρόσωπο του ήταν τόσο
φλογερό. Τα λόγια του ήταν γλυκά, ακριβή και πάντοτε αλάτι
ηττημένα· με λίγες μόνο λέξεις μπορούσε να προκαλέσει δάκρυα
στον .συνομιλητή του. Ήταν πολύ καταρτισμένος στην Αγία Γραφή
και στα έργα των αγίων Πατέρων συνήθιζε να αναφέρει διάφορα
χωρία άπ' αυτά, κάτι πού προκαλούσε τον θαυμασμό των
μορφωμένων. Οι υποτακτικοί του ποτέ δεν τον είδαν να κοιμάται ή
να κείτεται στο πλευρό πάντα τον έβλεπαν όρθιο και καμιά φορά
καθιστό. Κοιμόταν ελάχιστα, κι αυτό συνέβαινε όταν καθόταν, ώστε
δύσκολα το παρατηρούσε κανείς. Ήταν πάντοτε απασχολημένος
στην προσευχή, την μελέτη και το εργόχειρο του. Όντως δεν έδιδε
ύπνο στους οφθαλμούς του ούτε νυσταγμό στα βλέφαρα του, ούτε
ανάπαυση στο σώμα του. Ή διδασκαλία και οι οδηγίες του π, Αρ-
σενίου συμφωνούσαν απόλυτα με το πνεύμα των παλαιών
πατέρων. Δίδασκε τους πάντες να ζουν σύμφωνα με το θέλημα
του Θεού, σύμφωνα με τις συμβουλές των γερόντων κι όχι
σύμφωνα με την δική τους αντίληψη και επιθυμία. Ή γραμμή του
ήταν δυσβάσταχτη για μερικούς, επειδή παρακινούσε όλους με
αυστηρότητα να κάνουν το κάθε τι σύμφωνα με το θέλημα του
Θεού, όπως ακριβώς αγωνιζόταν και ο ίδιος να κάνη. Τον καιρό
πού πέθανε δεν υπήρχε ανάμεσα στους Ρώσους του Όρους
κανένας άλλος γέροντας σαν κι αυτόν, έκτος κι αν ήλθε κανείς
άλλος αργότερα. Υπήρχαν βέβαια πολλοί ασκητές, ήταν όμως
πιο απλοί και δεν είχαν αποκτήσει τέτοια διάκριση σαν την δική
του. Σε τρία χρόνια, όπως είναι ή συνήθεια στο Αγιον Όρος,
έκαναν την εκταφή του. Τα οστά του ήταν κίτρινα σαν κερί και
ευωδίαζαν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι.Μ. ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 16-17

238
ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ
Στην Καλύβα «Μεταμόρφωσις», έζησε με πολύ σκληρό
ασκητικό αγώνα, ο ιερομόναχος Μήνας. Κατάγονταν από το
Μαυροβούνι της Σερβίας, Έλληνας την καταγωγή. Είχε μεγάλη
ευλάβεια στα θεία, πολύ φόβο Θεού, κι αγαπούσε όλους τους
Πατέρες με ειλικρινή αγάπη, όπως μου ομολόγησαν οι Πατέρες της
Σκήτης αυτής, έφτανε το ημερονύχτι να κάνει, με την αδεία του
πνευματικού του, από χίλιες μέχρι τρεις χιλιάδες μετάνοιες κα!
πενήντα - εκατό κομποσχοίνια. Σα μοναδικό όπλο εναντίον της
πολυλογίας είχε την προσευχή, πού δεν έλειπε από το στόμα του,
γι' αυτό και τα λόγια του με τους Πατέρες ήταν ελάχιστα, δεν
άδειαζε να μιλήσει από την προσευχή. Έτσι αγωνιζόμενος έφτασε
σε βαθύ γήρας και παρέδωκε το πνεύμα του στον Κύριο
αντιμετωπίζοντας το θάνατο με χαρά και με την ελπίδα της αιωνίου
ζωής και μακαριότητας

239
ΕΥΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Ό Παπα - Χρυσόστομος είχε στη συνοδεία του, δυο αδέρφια
ανίψια του, πού έγιναν Μοναχοί στο Κελί του «Αγίου Δημητρίου»
και έλαβαν τα ονόματα, ο πρώτος Μιχαήλ πού έγινε και ιερέας και
ο δεύτερος Γαβριήλ, ο όποιος στον κόσμο είχε κάνει γραμματέας
του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν όμως έγινε Μοναχός, ήταν
ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος και είχε μνήμη θανάτου
παντοτινή.
Ό Παπα - Χρυσόστομος για να έχει ζωντανή τη μνήμη του
θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του, τον όποιον όμως αντί να
επισκέπτεται αυτός, πήγαινε ο νεαρός ανιψιός του Μοναχός
Γαβριήλ συχνά, έμπαινε μέσα, έβαζε ξερά χόρτα και αφού έκανε
την προσευχή του —τον Κανόνα— μετάνοιες και κομβοσχοίνια,
μετά ξάπλωνε κι έκανε τον πεθαμένο. Επειδή όμως το μέρος είναι
πολύ υγρό και ή δίαιτα τους πολύ πενιχρή και λιτή, δεν άργησε, ο
νεαρός Μοναχός, αλλά καλός υποτακτικός να προσβληθεί από
πλευρίτιδα, ή οποία σε συνέχεια εξελίχθηκε σε φυματίωση και έτσι
δεν άργησε τελικά να εγκαινιάσει στην πραγματικότητα αυτός τον
τάφο, σε πολλή νεαρή ηλικία μόλις 25 ετών, αντί για το θείο και
γέροντα του Παπα - Χρυσόστομο, πού προορίζονται ο τάφος και ο
όποιος διακρίνονταν για την σκληρότητα και αδιακρισία του, γι'
αυτό και τον βίον κατέλυσε στον κόσμο και όχι στο Άγιον Όρος.
Άλλ' ο νέος και καλός υποτακτικός κέρδισε μέσα σε λίγα χρόνια τον
Παράδεισο και την αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να
καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.

240
Ο Γερο-Ιγνάτιος Διονυσιάτης.

Στον Γέροντα Ιγνάτιο Διονυσιάτη, τα μετά θάνατον σημεία,


που ο πανάγαθος Θεός ευδόκησε να δείξει, μας πληροφορούν για
την άγια και ενάρετη ζωή που είχε ο ευλογημένος αυτός Μοναχός,
ο οποίος για αντιμισθία της υπακοής και των πολλών πνευματικών
του κόπων, έλαβε τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Δηλαδή, προείδε και προείπε την κοίμηση του, και από την
συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή της μακάριας και ζωτικής αυτής
ευχής, το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησαν με» η οποία
είχε κολλήσει και είχε γίνει ένα με την αναπνοή του, έλαβε την
αγιαστική χάρη, όπως τα οστά και η αγία κάρα του, κατά την
ανακομιδή, να ευωδιάζουν και να εκπέμπουν πνευματική και
άρρητη ευωδία τόσο που όλοι οι Μοναχοί της Κοινοβιακής αυτής
Μονής, έδωσαν δόξα στο Θεό, ο οποίος και στον Μοναχό αυτόν
επιβεβαίωσε τα ιερά λόγια του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος που
λέγει: «οπού ενδημήσει ο υπέρ φύσιν Θεός, υπέρ φύσιν λοιπόν και
τα πράγματα γίνονται».
Ο ευλογημένος αυτός Μοναχός δεν είναι από την χορεία των
παλαιών εκείνων μεγάλων Αββάδων, αλλά είναι από τους
σύγχρονους Πατέρες και Μοναχούς, διότι με την χάρη του Θεού
κοιμήθηκε τον Ιούνιο του 1953 σωτήριο έτος και κατέταξε αυτόν ο
Θεός στη χορεία των οσίων Αγιορειτών Πατέρων για να δοξάζει με
τους αγίους Αγγέλους και όλους τους Αγίους τον πανάγαθο Θεό,
τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τον οποίον από
νεότητος αγάπησε και λάτρευσε.
Οι Διονυσιάτες Αββάδες Ιγνάτιος και Λάζαρος
Ο σεβαστός και αγαπητός μου, Διονυσιάτης Μοναχός Γέρων
Λάζαρος, κοιμηθείς τον αιώνιο ύπνο πριν από λίγα χρόνια και
τώρα βρίσκεται στην μακάρια χορεία των αγιορειτών Πατέρων,
παρά τω αθανάτω και αιωνίω Βασιλεί και Θεώ ημών, μου
διηγήθηκε κάποτε για τον Αββά Ιγνάτιο, που είπαμε πως
κοιμήθηκε το 1953, ότι ο Μοναχός Λάζαρος, με τρόπο πολύ
ταπεινό ρωτούσε, τον ευλογημένον αυτό Μοναχό Γέρο - Ιγνάτιο
λίγο καιρό πριν να τον πάρει ο Κύριος στα ουράνια θεία
Σκηνώματα, για την αρχή της πνευματικής ζωής.
Επειδή ο Γερο - Ιγνάτιος ήταν πολύ φειδωλός, σοβαρός και
λιγόλογος, ο δε Γερο - Λάζαρος σαν το διψασμένο ελάφι ζητούσε
κι αυτός να μάθει και γι' αυτό του είπε μια μέρα: «Πάτερ Ιγνάτιε, θα
ήθελα να σε παρακαλέσω να μου πεις, πώς και με ποιο τρόπο
μπορεί ο άνθρωπος γενικά και ιδιαίτερα ο Μοναχός να μπει στην
πνευματική ζωή; Και από που θα πρέπει να αρχίσει;».
241
Πολύ ωφέλιμη διδαχή του Γέροντος Ιγνατίου
Ο Γέρο - Ιγνάτιος είπε στον Μοναχό Λάζαρο: «Πάτερ μου, με
ρωτάς για πράγματα που δεν μπόρεσα ποτέ να ζήσω ο ίδιος και
εφόσον δεν τα δοκίμασα με την πράξη, πώς μπορώ να τα πω και
να τα διδάξω στους άλλους;».
Τούτο έλεγε ο ευλογημένος από υπερβολική ταπείνωση και
αυτογνωσία, διότι όπως από την συνέχεια θα δούμε, πως ο ίδιος
αυτά τα είχε δοκιμάσει και είχε προχωρήσει αρκετά στην
ταπείνωση, που είναι ο καλύτερος διδάσκαλος της αρετής.
Μα Γέροντα, επανέλαβε ο Πάτερ Λάζαρος, τόσα χρόνια στην
Καλογερική ζωή που έχεις είμαι βέβαιος ότι, ο Θεός, ασφαλώς σου
φανέρωσε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο άνθρωπος και
μάλιστα πολύ περισσότερο ο Μοναχός, να μπει στον δρόμο της
αρετής, της αυτοκυριαρχίας και του περιορισμού των λογισμών
του.
Ο Γέρο - Ιγνάτιος σ' αυτά είπε: «Ναι πάτερ Λάζαρε, εγώ
όπως σας είπα -δεν γνωρίζω από δική μου πείρα, αλλά καθώς
έχω ακούσει από εργάτες της αρετής, οι οποίοι είπαν ότι, εκείνο
που μπορεί να ανοίξει την πόρτα, για την ενάρετη ζωή, κι εγώ
νομίζω, πως θα πρέπει να είναι η άρνηση του εαυτού μας, όπως
και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός είπε: «Όστις θέλει οπίσω μου
ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού και
ακολουθήτω μοι» και «Ο εμέ ακολουθών ου μη περιπατήσει εν τη
σκοτεία, άλλ' έξει το φως της ζωής» και εξηγούμε, εκείνος που
μπορεί να αρνηθεί τον εαυτό του. αυτός μπορεί εύκολα να σηκώσει
τον Σταυρό του «και άράτω τον Σταυρόν αυτού», κι όταν μάθει να
σηκώνει «τον σταυρόν του», τότε αυτό είναι σημείο πώς μπορεί να
ακολουθήσει και να βαδίσει στα ίχνη και στα βήματα της ζωής του
Δεσπότου Χρίστου «και ακολουθήτω μοι».
Εκείνος λοιπόν, πάτερ Λάζαρε, που θα κατορθώσει έστω και
για λίγο να δοκιμάσει και να μπει στα ίχνη και να βαδίσει στα
βήματα της ζωής, που μας δίδαξε και μας έδειξε ο Κύριος και
ακολουθήσει το Χριστό, αυτός νομίζω αδελφέ μου, πώς έχει
αποκτήσει την ταπείνωση του Κυρίου και δεν του χρειάζεται άλλη
διδαχή. Και θα έχει ασφαλώς αποκτήσει το πρώτο χάρισμα του
Θεού, που είναι η υπομονή.
Η υπομονή φέρνει στον εργάτη αυτόν, το δεύτερο κατά
σειράν θείο δώρο, που είναι η διάκριση. Η δε διάκριση δίνει την
δύναμη του ελέγχου των λογισμών, της αυτοκυριαρχίας και
περιορισμού του νοός. Αλλά συγχώρεσε με, Πάτερ μου, που εγώ ο
εμπαθής και αμαρτωλός σου κάνω το δάσκαλο.
Η οσιότητά σου ηλικία έχει και αρκετά χρόνια στην
242
Καλογερική και εκείνα που δεν μπόρεσα να καταλάβω εγώ,
ασφαλώς θα γνωρίζεις καλύτερα από μένα και με την πράξη θα
έχεις μπει στο νόημα της πνευματικής ζωής και θα μπορείς πιο
καλά να διδάξεις και άλλους αδελφούς και να τους οδηγήσεις σαν
καλός χειραγωγός στην εργασία της αρετής και της μακάριας
προσευχής, η οποία οδηγεί και μπάζει τον νουν μας μέσα στην
καρδιά.
Κι όταν μπει ο νους στην καρδιά και θα λέει ακατάπαυστα
την ευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησον με», τότε
θα αρχίσουν να διαλύονται τα σύννεφα και τα σκοτάδια της
αμαρτίας και των παθών και θα αρχίσει να πέφτει θείον φως του
Κυρίου, που θα καθαρίσει και θα λαμπρύνει όλον το χώρο της
καρδίας και θα κατοικήσει η χάρις του Αγίου Πνεύματος.
Με τον τρόπο αυτόν και με τη δύναμη της χάριτος και
δωρεάς του Παναγίου Πνεύματος θα συνομιλεί ο άνθρωπος με το
Θεό, πρόσωπο με πρόσωπο και μόνος με μόνο τον Τρισυπόστατο
και Τρισήλιο Θεό μας, είτε Μοναχός είναι, είτε απλός χριστιανός,
είτε οποιανδήποτε ιδιότητα και αξίωμα κι αν έχει.
Διότι, όπως πολύ καλά γνωρίζεις αδελφέ, η Εκκλησία μας
καθημερινά τιμάει και γιορτάζει Αγίους, οι οποίοι προέρχονται από
όλες τις τάξεις των ανθρώπων: Πτωχούς, όπως είναι ο
μεγαλύτερος Άγιος της Εκκλησίας μας, ο Πρόδρομος και
Βαπτιστής του Κυρίου Ιωάννης, Πλουσίους, όπως είναι οι
Πατριάρχες Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ, Ιώβ, διάφοροι Βασιλείς,
Στρατηγοί, Στρατιώτες, άρχοντες του λάου βουλευτές, και άρχοντες
της Εκκλησίας, από κανδηλανάφτη, ψάλτη μέχρι αρχιερείς και
Πατριάρχες.
Όλοι αυτοί, οι Προφήτες, Απόστολοι και το πλήθος των
Μαρτύρων, των Οσίων και των άλλων Ταγμάτων της
θριαμβευούσης Εκκλησίας της άνω Ιερουσαλήμ, συνέχισε να λέει ο
Γέρων Ιγνάτιος, το δρόμο του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών
Ιησού Χριστού, πιστά ακολούθησαν, όπως ο μακάριος
πρωτοκορυφαίος των αποστόλων με παρρησία πολλή έλεγε: «Τον
αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν
τετήρηκα, λοιπόν απόκειται μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος, ον
αποδώσει μοι ο Κύριος εν εκείνη Ώ ημέρα, ο δίκαιος Κριτής, ου
μόνον δε εμοί, αλλά και πάσι τοίς ηγαπηκόσι την επιφάνειαν
αυτού» (Β' Τιμ. Δ 7, 8).
Έτσι σύμφωνα με τα ιερά λόγια αυτά του αποστόλου
Παύλου, στεφανώθηκαν και ανταμείφθηκαν όλοι οι Άγιοι, τους
οποίους όλος ο χριστιανικός κόσμος επικαλείται για βοήθεια και
τους προσκυνάει τα αγία και ιερά Λείψανα και τις εικόνες τους σαν
θεράποντες του Κυρίου.
243
Αλλά πρέπει όλοι μας να γνωρίζουμε ότι, αν δεν αρνηθούμε
τον εαυτό μας, δηλαδή να υποταχθούμε και να κόψουμε το θέλημα
μας. Αν δεν σηκώσουμε τον σταυρό μας, δηλαδή με χαρά και
ευχαρίστηση να υπομένουμε τα βάσανα, τους πειρασμούς και τα
σκάνδαλα του κόσμου τούτου, δεν μπορούμε να ακολουθήσουμε
το «Αρνίον» και να κερδίσουμε το Χριστό, όπως έκανε κι ο
μακάριος Παύλος και όλοι οι Άγιοι, που έλεγε: «ΔΓ ον τα πάντα
εζημιώθην και ηγούμαι σκύβαλα είναι ίνα Χριστόν κερδίσω»
(Φιλιπ. Γ' 8).
Δηλαδή, όλα τα ηδέα και ηδύνονται ημάς, αυτά τα πράγματα
που μας γλυκαίνουν και μας ευχαριστούν, οίν δεν τα μισήσουμε και
σαν σκουπίδια να τα λογαριάσουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να
επιθυμήσουμε τα αιώνια αγαθά του αλλού κόσμου, της άλλης
ζωής, της αιωνίου βασιλείας των ουρανών, για τα οποία αγαθά, ο
θείος Παύλος, που μέχρι τρίτου και εβδόμου ουρανού ηρπάγει,
είπε: «α οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν
ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν»
(Α' Κορ. Β' 9).
Αν λοιπόν δεν κάνουμε κι εμείς έτσι, δεν μπορούμε να
ακολουθήσουμε το Χριστό εκεί που αυτός πήγε, δηλαδή στο
Σταυρό. Κι αν δεν τον ακολουθήσουμε στο Σταυρό δεν θα
αξιωθούμε να δούμε την Ανάσταση, την Οδό και την Ζωή, που
είναι ο ίδιος ο Δεσπότης Χριστός:
Αλλά, εξακολούθησε να λέει ο Γερο - Ιγνάτιος στον Γερο -
Λάζαρο, κι αν όλες αυτές τις πνευματικές αρετές αποκτήσουμε και
στο Σταυρό ν' ανέβουμε, αν δεν έχουμε την αληθινή ταπείνωση και
την επίγνωση να λέμε και να το πιστεύουμε ότι «αχρείοι δούλοι
εσμέν και ο οφείλομεν ποιήσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ΙΖ' 10), τίποτε
δεν ωφελούμαστε.
Διότι αν δεν σκεπτόμαστε έτσι, δεν μπορούμε να μπούμε
στην χώρα της πραγματικής αρετής. Αλλά και νοερά καρδιακή
προσευχή αληθινή, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κάνουμε, αν
πρώτα δεν μπούμε στην περιοχή του άκρου αγαθού, στην
κορωνίδα των αρετών και να αποκτήσουμε κι εμείς την αρετή
εκείνη που λέγεται ΑΓΑΠΗ, η οποία είναι αυτός ο ίδιος ο
προαιώνιος θεός. Και διότι χωρίς αγάπη, πραγματική αρετή δεν
υπάρχει και κανείς χωρίς αυτήν ,δεν θα αξιωθεί να δει το θεό, τον
Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, τη μόνη αληθινή ΑΓΑΠΗ.

244
Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού
Γρηγοριατικού Κελιού των Ιωασαφαίων Καρυών

-Πόσα χρόνια έχετε, πάτερ Βασίλειε, στο Άγιον Όρος;


-Σαράντα πέντε στα σαράντα έξι.
-Άραγε γνωρίσατε κάποιους ανθρώπους του Θεού στα χρονιά που
είσαστε εδώ;
-Μας αξίωσε ή Παναγία μας να γνωρίσουμε αρκετούς ενάρετους
αδελφούς, μοναχούς και λαϊκούς.
-Θα μπορούσατε να μας διηγηθείτε κάτι γι' αυτούς;
-Θα προσπαθήσω να θυμηθώ κάποια περιστατικά, αν και έχουν
περάσει αρκετά χρόνια από τότε.

π. Μάξιμος και π. Γεννάδιος Ιβηρίται και π.


Γεώργιος και π. Παχώμιος από το κελί του
αγίου Γεωργίου του Φανερωμένου.
Ή υπόθεση αυτή, που θα διηγηθώ, συνέβη πριν από είκοσι
χρόνια. Ήρθε ένας μοναχός από την Μονή των Ιβήρων, ο π.
Γεννάδιος, και ζήτησε την ευλογία από τον γέροντα μου, τον π.
Ιωασάφ. Του λέγει: «Να πάρω τον πατέρα Βασίλειο και να πάμε να
επισκεφθούμε τον γέροντα Γεώργιο του Φανερωμένου;» Με τον π.
Γεννάδιο είχαμε πάει και άλλη φορά μαζί στον π. Γεώργιο. Τότε
μας είχε πει, ότι ο γέροντας του, του είχε πει πριν από σαράντα
χρόνια: «Μόλις εσύ παιδί μου φθάσεις στα ογδόντα σου χρόνια,
τότε θα κοιμηθείς. Ούτε νωρίτερα, ούτε αργότερα». Ό π. Γεώργιος
ήτανε από το Σουφλί και έμενε πολλά χρόνια στο κελί του αγίου
Γεωργίου του Φανερωμένου. Ό γέροντας του λεγότανε Ευλόγιος
και Παχώμιος ο παραδελφός του. Εκείνη την χρονιά, απ' ότι
υπολογίσαμε, συμπλήρωνε τα ογδόντα του χρόνια. Ήλθε λοιπόν ο
π. Γεννάδιος από την Μονή Ιβήρων -ήταν Ιούνιος μήνας- και είπε
στον γέροντα μου: «Έχει ευλογία να πάμε να δούμε για τελευταία
φορά τον π. Γεώργιο, γιατί απ ότι μας έχει πει, αυτή την χρονιά θα
κοιμηθεί».
Ό π. Γεννάδιος ήταν μοναχός της Μονής Ιβήρων. Ήταν και
οδοντίατρος. Ό γέροντας μου τον είχε βοηθήσει, όταν ερχόταν να
γίνει μοναχός, θαυμαστώ τω τρόπω. Έτυχε να συνταξιδεύουνε
μαζί από την Θεσσαλονίκη για την Ουρανούπολη και το Άγιον
Όρος. Ό π. Γεννάδιος παρακαλούσε την Παναγία, γιατί είχε ένα
πρόβλημα: «Παναγία μου, τώρα πού θα μπω στο λεωφορείο να
ταξιδέψω στο Άγιο Όρος, σε παρακαλώ, ας βρεθεί ένας γέροντας
να καθίσω κοντά του, ένας Αγιορείτης». Τότε βλέπει εκεί ότι το
νούμερο πού είχε στο εισιτήριο του, όταν μπήκε, ήταν δίπλα σε ένα
245
γέροντα, και αυτός ήταν ο γέρων Ιωασάφ, ο γέροντας μας.
Συνταξιδέψανε λοιπόν μαζί μέχρι τις Καρυές και στον δρόμο
συνομιλούσαν. Από τότε συνάψανε φιλία, που κράτησε μέχρι το
τέλος της ζωής τους. Λοιπόν ο γέροντας μου τον πήγε στον
γέροντα Μάξιμο στην Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί έγινε
υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου, που ήταν προσμονάριος 50
χρόνια στην Παναγία την Πορταΐτισσα.
Θα κάνω μία παρένθεση: Ό γέροντας Μάξιμος, δεν ξέρω αν
τον γνωρίζετε, πήγαινε και άναβε το καντηλάκι κάθε βράδυ σε ένα
προσκύνημα της Μονής των Ιβήρων που το λένε Φλουρί, επειδή
εκεί ή Παναγία μας είχε δώσει σ' ένα φτωχό -το γνωστό αυτό
θαύμα-ένα φλουρί. Ένα βραδάκι ακούει ο π. Μάξιμος μία φωνή
που του έλεγε: «Γέροντα Μάξιμε, να μου κτίσης μία Εκκλησία εδώ
πέρα». Ό γέρο-Μάξιμος λέει: «Πειρασμός θα είναι». Δεν έδωσε
σημασία. Έκανε τον σταυρό του. Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται
ή ίδια φράση: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω να μου κτίσης μία Εκκλησία
εδώ». «Μπα!», λέει· «ποιος να μιλάει; Πειρασμός θα είναι». Έκανε
τον σταυρό του. Για τρίτη φορά: «Γέροντα Μάξιμε, θέλω μία
Εκκλησία να μου κτίσης εδώ». «Δεν μπορώ, δεν έχω
δυνατότητες», απαντάει ο γέρο-Μάξιμος. «Θα σε βοηθήσω εγώ»,
του λέει. Εκεί ήταν ένα πολύ μικρό προσκυνηταράκι -από αυτά τα
εκκλησάκια που βάζουν στους δρόμους- και κάθε απόγευμα
πήγαινε μετά τον Εσπερινό και άναβε το καντηλάκι. Υπήρχε και το
τεράστιο δένδρο εκεί, που είχε καθίσει ο φτωχός από κάτω και
έκλαιγε, ο πεινασμένος. Πήρε από τότε μια μεγάλη χαρά ο γέρο-
Μάξιμος και πολλή ψυχική δύναμη και άρχισε να συλλέγει μόνος
του τα υλικά εκεί πέρα, κουβαλώντας, απ' ότι μας έλεγε ο
καημένος, στον ώμο τις πέτρες, τα χαλίκια και τα τσιμέντα. Έτσι
έκτισε αυτό που μέχρι σήμερα υπάρχει και το αγιογράφησε από
μέσα. Εκεί έζησε τα τελευταία εφτά χρόνια της ζωής του.
Κοιμήθηκε βέβαια στο μοναστήρι. Αυτός ο π. Γεννάδιος, που σας
λέω, ήταν υποτακτικός του γέροντος Μαξίμου.
Έρχεται, λοιπόν, ο π. Γεννάδιος στον γέροντα εδώ και του
λέγει: «Γέρο-Ιωασάφ δώσε μου τον πατέρα Βασίλειο, να μη πάω
μόνος μου, να πάμε παρέα, να δούμε τον πατέρα Γεώργιο, γιατί
φέτος μας είπε ότι θα κοιμηθεί». «Παρ' τον», του λέει ο γέροντας.
Στον δρόμο, καθώς πηγαίναμε προς το κελί του αγίου Γεωργίου
του Φανερωμένου, μου λέει ο π. Γεννάδιος: «Πάτερ Βασίλειε, εσύ
που είσαι παλαιότερος εδώ πέρα, έχω μια σφοδρά επιθυμία. Να
βρούμε κανέναν ξυλόγλυπτη, να μου κάνη μία καρδιά από ξύλο,
και εγώ να κάνω μέσα την Παναγία χρυσή, γιατί ξέρω από σχέδιο.
Να κάνω την Παναγία μας χυτή χρυσή, να την βάλουμε μέσα στην
καρδιά. Μάλιστα θα ήθελα στην καρδιά να έχει και τριαντάφυλλα»,
246
μου έλεγε. Του λέγω: «Αυτό είναι πανεύκολο». Τότε υπήρχαν
πολλοί ξυλογλύπται. «Θα πούμε σ' ένα ξυλόγλυπτη να σου κάνη
μία καρδιά. Δεν είναι τίποτα αυτό. Εύκολο είναι. Μη
στεναχωριέσαι». Μου λέγει: «Ξέρεις, πάτερ Βασίλειε; Την έχω την
Παναγία μέσα στην καρδιά μου». Και όντως την αγαπούσε, την
υπεραγαπούσε την Παναγία μας ο π. Γεννάδιος. Εκείνη την στιγμή
που τα λέγαμε αυτά, από την απέναντι μεριά του δρόμου, να ένας
γέροντας, ψηλός, ασπρογένης, μακρυγένης. Του βάζουμε
μετάνοια. Του φιλάμε το χέρι. Στον πατέρα Γεννάδιο, ο όποιος του
φίλησε δεύτερος το χέρι, του δίνει ένα μαντηλάκι λέγοντας του:
«Πάτερ Γεννάδιε, αυτό για σένα». Τον αποκάλεσε με το όνομα του.
Τον κοιτάζω εγώ και του λέγω: «Τον ξέρεις τον γέροντα αυτόν;».
«Όχι», μου λέει. «Εσύ; Έχεις πολλά χρόνια εδώ πέρα, εγώ είμαι
νέος μοναχός». «Όχι», του λέω. «Και εγώ πρώτη φορά τον
βλέπω». Κοιτάμε πίσω, για να δούμε τον γέροντα. Εξαφανίστηκε
από τον δρόμο. «'Έ!», λέω «κάπου θα πήγε μέσα στο δάσος. Για
να δούμε τι σου έδωσε. Έμενα δεν μου έδωσε τίποτα»,
παραπονέθηκα. Ανοίγει το μαντηλάκι και βλέπουμε μία καρδιά με
την Παναγία χρυσή μέσα, και μάλιστα την Πορταΐτισσα. Δεν ήταν
οποιαδήποτε Παναγία, αλλά ή Πορτάΐτισσα. Τότε και εγώ
πονήρεψα και του λέω: «Είχατε ραντεβού με τον γέροντα και με
κορόιδευες τόσην ώρα λέγοντας μου, να βρούμε κάποιον
ξυλόγλυπτη να σου κάνη μια καρδιά». «Όχι», λέει.
«Ούτε τον ξέρω, ούτε τον έχω ξαναδεί». Αλλά τον
αποκάλεσε με το όνομα του· εκείνη την στιγμή που επιθυμούσε.
Τανκ! Αυτήν την καρδιά την κρατούσε πάντα επάνω του. Όταν
κοιμήθηκε ο π. Γεννάδιος -έχει τρία χρόνια τώρα-, ο υποτακτικός
του την άφησε επάνω του, και τον θάψαμε μαζί με την καρδιά.
Μάλιστα σήμερα σκεφτόμουνα ότι μπορεί το ξύλο να σάπισε, αλλά
το μέταλλο το χρυσό... Αν θα ανοίξουνε τον τάφο στα 3 ή" 7 χρόνια
-πότε θα τον ανοίξουνε δεν ξέρω-, μπορεί να την βρούμε την
Παναγίτσα αυτή. Δεν έπρεπε να την βάλει μέσα στον τάφο, αλλά
δυστυχώς την έβαλε. Μετά προχωράμε. Πάμε στον γέροντα
Γεώργιο. Του βάλαμε μετάνοια και μας διηγήθηκε εκεί τα θαύματα
του αγίου Γεωργίου. Θα ξέρετε φυσικά, γιατί ονομάζεται άγιος
Γεώργιος του Φανερωμένου. Γιατί παρουσιάστηκε ο Άγιος σε
κάποιους πειρατές, που πήγαν να κάνουν εκεί κακό στους
πατέρες. Τους άνοιξε την πόρτα τα μεσάνυκτα και τους έδεσε στο
αρχονταρίκι. Τους έδεσε αόρατος και τους είπε: «Περιμένετε να
φωνάξω τους γέροντες- Περνούσε όμως ή ώρα. Κάνουν να
σηκωθούν. Όμως δεν μπορούσαν να σηκωθούν δεθήκανε. Τα
χαράματα που σηκώθηκαν οι γέροντες για τον Όρθρο,
αντιλαμβάνονται ξένους ανθρώπους μέσα στο κελί τους. Τότε τους
247
ρωτάνε: «Από που μπήκατε; Πώς μπήκατε εσείς μέσα στο κελί
μας;». Και αυτοί απαντούν: «Το καλογέρι σας μας άνοιξε». «Μα
εμείς δεν έχουμε καλογέρι. Τρία γεροντάκια είμαστε εδώ». Εκείνη
την στιγμή ομολόγησαν «Δυστυχώς ήρθαμε για κακό σκοπό εδώ
πέρα, να σας ληστέψουμε, και δεθήκαμε αόρατος. Δεν μπορούμε
να κουνηθούμε. Κάντε προσευχή. Σε ποιόν Άγιο τιμάται εδώ ή
Εκκλησία σας;». Οι πατέρες πήγαν στην Εκκλησία· έκαναν
προσευχή και οι κλέφτες λύθηκαν. Τους λένε: «Ελάτε τώρα να
ευχαριστήσετε τον Άγιο μας. Μόλις είδαν στο τέμπλο την εικόνα
του αγίου Γεωργίου, φώναξαν: «Να! Το καλογέρι σας! Αυτό το
καλογέρι μας άνοιξε και μπήκαμε μέσα». Μετά από το γεγονός
αυτό μετανόησαν, και από λησταί έγιναν μοναχοί στο κελί αυτό, και
πέθαναν εκεί.
Μας είπε και αλλά θαύματα -να μη σας τα λέω τώρα-, όπως
ότι κάποτε δεν είχανε ψάρια για το πανηγύρι, και τους λέει ο
γέροντας τους: «ετοιμάσατε όλα τα υπόλοιπα τα της πανηγύρεως
και ο άγιος Γεώργιος θα φροντίσει για ψάρια», διότι είχε
φουρτούνες εκείνες τις ήμερες. Και όντως! Την παραμονή του
αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο καΐκι ήρθε από την Καβάλα στο
Βατοπέδι γεμάτο ψάρια. Ένας ψαράς φόρτωσε δυο κάσες εκλεκτά
ψάρια σ' ένα μουλάρι, για να τα πούληση στις Καρυές. Όταν
έφθασε στην περιοχή εκείνη του κελίου του αγίου Γεωργίου, φεύγει
το καπίστρι από το χέρι του ψαρά και τρέχει το μουλάρι μπροστά.
Εκείνη την στιγμή είχε και ομίχλη εκεί πέρα. «'Έ!», λέει. «Ξέρει τον
δρόμο. Θα πάει στις Καρυές. Θα το βρω. Το ζώο δεν χάνεται.
Ένας είναι ο δρόμος». Το ζώο όμως δεν ήρθε στις Καρυές. Έκανε
μία παρακαμπτήριο και πήγε στο κελί του αγίου Γεωργίου. Με το
κεφάλι του χτύπησε την πόρτα, και ανοίγοντας οι πατέρες
βλέπουνε το μουλάρι φορτωμένο με ψάρια. Έτσι τα κατέβασαν,
έκαναν το πανηγύρι και την άλλη ημέρα έμαθε ο ψαράς ότι τα
ψάρια έφτασαν στον άγιο Γεώργιο. Και αλλά τέτοια θαύματα μας
είπε.
Εμείς στο τέλος τον ρωτήσαμε: «Γέροντα Γεώργιε, σε
βλέπουμε υγιέστατο». Γέρος μεν 80 χρονών, αλλά στεκόταν πολύ
καλά στην υγεία του. Θυμόμαστε, ότι ήταν πολύ φιλακόλουθος και
ερχότανε σ' όλες τις αγρυπνίες του ναού του Πρωτάτου. Μάλιστα
περνούσε από το κελί μας λίγο νωρίτερα για να ξεκούραστη, έπινε
ένα τσαγάκι μέχρι να χτυπήσει ή καμπάνα και μετά πήγαινε στην
αγρυπνία και καθόταν όλη την νύκτα. Ήταν και φιλόμουσος.
Έψαλλε κι' άλας. Παρ' ότι ήτανε αγράμματος, είχε πολύ μεράκι και
πόθο. Εμείς που είμαστε νέοι δεν έχουμε τέτοιο πόθο. Αυτό,
γεροντάκι, με τόση αδυναμία, να έρχεται με το μπαστουνάκι του
από εκεί μία ώρα -τόσο απείχε το κελί του- σ' όλες τις αγρυπνίες
248
και να κάθεται ώρες ολόκληρες! Γιατί εκείνα τα χρόνια ήταν πολύ
μεγάλες οι αγρυπνίες. Τώρα διαρκεί 6-7 ώρες ή αγρυπνία. Τότε
11, 12, 13 ώρες... Πώς άντεχε αυτό το γεροντάκι! Και όλοι οι
πατέρες τότε, πιο σκληροί ήταν. Είχε και πολλή αγάπη και
ελεημοσύνη. Δεν έλεγε για κανέναν κακό. Όλους τους αγαπούσε
και ήθελε να προσφέρει ότι μπορούσε. Έκανε πανηγύρι κάθε
χρόνο του αγίου Γεωργίου. Έκανε λουκουμάδες και μοίραζε στον
κόσμο. Αυτό πού μου έκανε ιδιαιτέρα εντύπωση ήταν ότι ότι έκανε
το έκανε με πολλή χαρά και προθυμία. Όσο περισσότεροι πατέρες
πηγαίνανε, τόσο περισσότερο χαιρότανε. Αυτά ήταν ευλογημένα
γεροντάκια. Του λέμε τότε: «Γέροντα, μας είπες ότι στα ογδόντα
σου θα κοιμηθείς. Φέτος συμπληρώνεις ογδόντα». «Ναι», λέει.
«Εγώ το πιστεύω, πατέρες, ότι φέτος φεύγω». «Μα πως θα
φυγής;». «Φέτος φεύγω από την ζωή αυτή, διότι έτσι μου είχε πει ο
γέροντας μου πριν 40 χρόνια, ότι όταν φτάσεις στα ογδόντα σου,
τότε θα κοιμηθείς».
Πήραμε την ευλογία του και του φιλήσαμε το χέρι. Φύγαμε
χαρούμενοι, και περισσότερο ο π. Γεννάδιος, πού είχε και την
καρδιά με την Παναγία στο χέρι. Και όντως! Ήταν Ιούνιος μήνας
τότε πού πήγαμε. Τον Σεπτέμβριο αρρωσταίνει για μια βδομάδα.
Τον παίρνουν οι πατέρες οι Τριγωνάδες, ο πατήρ Νικόλαος με τον
παπά-Δημήτρη, και σε μια βδομάδα κοιμήθηκε. Ακριβώς εκείνη την
χρονιά, όπως του το 'χε πει ο γέροντας του πριν 40 χρόνια.
Μάλιστα είχε δει και μερικά οράματα. Μας έλεγε ο π. Νικόλαος, ότι
ο π. Γεώργιος μια-δυό μέρες πριν κοιμηθεί είχε δει μία πλούσια
τράπεζα, στην οποία συμμετείχε και αυτός, και είχε πολλή χαρά.
Του έλεγε ο π. Νικόλαος: «Αύτη θα είναι ή τράπεζα του
Παραδείσου». «Εγώ δεν είμαι άξιος να πάω εκεί πέρα»,
απαντούσε. Μάλιστα είχε δει και τον παραδελφό του και τον
γέροντα του, τον π. Ευλόγιο, με πολύ φωτεινά πρόσωπα στην
τράπεζα. Πιθανόν να ήταν όλα αυτά σημεία αγιότητας, γιατί ο
καημένος ήρθε απ' το Σουφλί μικρό παιδί και μέχρι τα βαθιά του
γεράματα -μέχρι τα ογδόντα του- παρέμεινε εδώ στο περιβόλι της
Παναγίας μας, διακονώντας τον άγιο Γεώργιο και τους πατέρες.
Πριν 4-5 χρόνια ο π. Παχώμιος, ο παραδελφός του -ζούσε
τότε- έστειλε τον π. Γεώργιο να καλέσει για τον άγιο Γεώργιο όλους
τους πατέρες με τα εξής λόγια: «Ευχάς και ευλογίας του αγίου
Γεωργίου. Να ρθήτε να κάνουμε φέτος διπλό πανηγύρι». Ήρθε και
σε μας εδώ. Μάλιστα ήμασταν στο εργαστήριο. Του λέει ο
γέροντας, ο π. Ιωασάφ: «τι διπλό πανηγύρι θα 'χουμε;». «Ε!»,
άπαντα. «Θα 'χουμε την εξόδιο ακολουθία του γέροντος, του
παραδελφού μου πατρός Παχωμίου, και μετά τον άγιο Γεώργιο».
«Καλά, πέθανε ο γέροντας;», του λέμε. Ήταν 15 μέρες πριν τον Αι-
249
Γιώργη. «Όχι», λέει. «Δεν πέθανε, αλλά μου είπε να σας πω έτσι.
Ορίστε να πανηγυρίσουμε διπλό πανηγύρι φέτος». Και ενώ
παραξενευτήκαμε εμείς, πώς 15 μέρες πριν το πανηγύρι του αγίου
Γεωργίου και ενώ ζούσε ο π. Παχώμιος μας καλεί τώρα, να
κάνουμε την κηδεία του γέροντα (του π. Παχωμίου) καινά κάνουμε
και το πανηγύρι, όντως την προπαραμονή της πανηγύρεως
κοιμήθηκε ο παραδελφός του, ο π. Παχώμιος, την παραμονή έγινε
ή κηδεία του και μετά ο Μέγας Εσπερινός του αγίου Γεωργίου.
Πήγε ο γέρο-Ιγνάτιος Εγώ με τον γέρο-Ιωασάφ τον γέροντα μας,
πήγαμε στην Μονή Ζωγράφου, πού και σ' αυτήν γιορτάζει ο άγιος
Γεώργιος.

Πατήρ Χαράλαμπος ο κομποσκοινάς

Αυτός, αξιώθηκε να δη πολλά σημεία- την Παναγία μας,


αγίους Αγγέλους, και ότι πολλά θαύματα του συνέβησαν. Μια μέρα
κατεβαίναμε με τον πρωτοσύγκελο Θεσσαλονίκης (τον π. Ιωάννη
Τασία) στην Ιβήρων και τον βλέπουμε να είναι ξαπλωμένος σ' ένα
χαντάκι πού περνάν τα νερά δίπλα στον δρόμο. Ενώ περνούσανε
τα αυτοκίνητα συνέχεια και κάνανε πολλή σκόνη, αυτός εκεί έπλεκε
κομποσκοίνι, και τα ρούχα του -παλιόρασα- νόμιζες ότι άστραφταν,
ότι ήτανε από μετάξι δεν τον άγγιζε ή σκόνη. Είχε ένα χωράφι με
κουκιά. Θυμάμαι μια μέρα πού πήγαμε εκεί, είχε μπει σε μια τρύπα
πού υπήρχε στο χωράφι, είχε βάλει χόρτα μέσα και, επειδή του
πονούσαν τα πόδια του καημένου, τα είχε βάλει λίγο ψηλά. Έπλεκε
συνέχεια κομποσκοίνι και έλεγε συνέχεια την ευχή. Αυτό μας έκανε
εντύπωση. Συνέχεια έλεγε την ευχή, δεν σταματούσε καθόλου. Τον
φωνάζουμε: «Γέροντα Χαραλάμπη, που είσαι;». «Εδώωω! είμαι».
Ψάχνουμε, -ψάχνουμε μέσα στα κουκιά και τον βρήκαμε μέσα σε
μια γούβα.
Αυτός ένα διάστημα είχε κάνει σ' ένα κελί εδώ στις Καρυές,
του αγίου Χαραλάμπους, που είναι πίσω από τον ναό του
Πρωτάτου. Μια μέρα καθότανε στην απλωταριά του και έπλεκε
κομποσκοίνι. Όπως ακουμπούσε επάνω στην κουπαστή -ήταν
ετοιμόρροπη ή κουπαστή- από το βάρος του, επειδή ήταν και
γιγαντόσωμος, υποχωρεί ή κουπαστή και πέφτει κάτω. Φωνάζει:
«Παναγία μου, μ' αυτό τον θάνατο θα φύγω απ' αυτή την ζωή;»
Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη την στιγμή
μία αόρατη δύναμη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο μπαλκόνι, και
βρέθηκε καθήμενος στο μπαλκόνι.
Πολλά σημεία μας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος
γηροκομήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι
πατέρες, γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπηρέτηση τον εαυτό του.
250
Έμενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο
Όρος ήρθε μεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε
γενειοφόρος. Έλαβε μέρος και στον ανταρτικό πόλεμο, στα
αντάρτικα του '40, με τους Γερμανούς. Ήταν στον πόλεμο με τους
Γερμανούς και μετά στα αντάρτικα. Μάλιστα μας είπε ότι
κουβαλούσε πολεμοφόδια με τα μουλάρια επάνω στα βουνά.
«Κάποτε», μας είπε, «βρεθήκαμε σ' έναν λόφο που έβαλαν
θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι
σκοτωθήκανε εκτός ελαχίστων. Έπεφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ
προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα 'χω τα χέρια μου, το 'χω το
στήθος μου η μου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώματα και δεν με
έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμιο Ξύλο πάνω μου, και πίστευα. Όσοι
φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιάστηκαν απ' τα ρούχα μου. Μόνο
αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο».
Ήταν νεαρός τότε.
Μια μέρα μου λέει ο πρωτοσύγκελος της Θεσσαλονίκης:
«Πάμε, πάτερ Βασίλειε, να δούμε τον γέρο-Χαραλάμπη απ' την
Σταυρονικήτα, γιατί έχω μια στεναχώρια μεγάλη. Έχω την Ροτόντα
και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε
μέσα. Πάμε να δούμε, τι θα μας πει. Να του πούμε γι' αυτό το θέμα
που με προβληματίζει, γιατί με έχουν βάλει στο στόχαστρο οι
Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα είναι λίγο αργά -σούρουπο
ήτανε- στο μοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάμε τέτοια ώρα».
«Δεν πειράζει, μια και βρίσκομαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα
φύγω και δεν έχω χρόνο». Τρέχουμε. Πηγαίνουμε στου
Σταυρονικήτα. Ίσα - ίσα που προλάβαμε την πόρτα.
Προσκυνήσαμε τον άγιο Νικόλαο και πήγαμε στον γέροντα
Χαραλάμπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα
μοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβει ο
Πρωτοσύγκελος να τον ρωτήσει για τον Άγιο Γεώργιο, την
Ροτόντα, τι θα γίνει, του λέει ο π. Χαραλάμπης: «Να ξέρετε όμως
πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι
τρία μέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει με αυτό το
κοντάρι». Τα 'χασε ο πρωτοσύγκελος. Και άλλα τέτοια μας είπε,
πού θαύμασε ο πρωτοσύγκελος: «Για δες! Που ήξερε αυτός ο
άνθρωπος ότι εμείς ήλθαμε γι' αυτόν τον λόγο εδώ, για να τον
ρωτήσουμε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τι θα γίνει, και
μας είπε ότι θα τους κυνηγήσει με το κοντάρι του ο άγιος
Γεώργιος!».
Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο
κελί μας, ωφεληθήκαμε πάρα πολύ, γιατί μόνο που καθόμασταν
δίπλα του, γαληνεύαμε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν
κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και μας
251
έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια,
από το Άγιον Όρος. Όλα πνευματικά, δεν έλεγε τίποτα κοσμικό.
Όλα όσα είχαν σχέση με την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό.
Και μάλιστα μεμφόμενος τον εαυτό του έλεγε: «Ουαί ο λάλων και
μη ποιών».
Ερχόταν καμιά φορά κοσμικοί. Τον ρωτούσαν: «τι να
κάνουμε γέρο-Χαραλάμπη; Πες μας μονολεκτικά κάτι, κάποια
διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κάκου και ποίησον
αγαθόν». Και πολλές παρόμοιες σοφές κουβέντες.
Αυτά με τον γέροντα Χαραλάμπη. Υπάρχουν πολλές βέβαια
ιστορίες του, αλλά δεν τις θυμάμαι. Και ο π. Ιγνάτιος έχει ακούσει
πάρα πολλές. Πάντως αυτό πού έμεινε στην μνήμη μας είναι, ότι
είχαμε μία χαρά όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε αυτούς τους
ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. Δεν είχανε
κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον
συγχωρούσανε. Δεν κρατούσανε. Ήταν σαν προβατάκια αθώα.
Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι.
Δεν έβλεπες κακία και μίσος, αν και τους πολεμούσε και αυτούς ο
πειρασμός με διαφόρους τρόπους μέσω των αδελφών.

Ό Ρουμάνος με τα πουλάκια
Ό Γέροντας μας, ο π. Ιωάσαφ, έμαθε μουσικά στην Ιερά
Μονή Σταυρονικήτα στον μέγα πρωτοψάλτη τότε, στον Συνέσιο
τον Σταυρονικητιανό, πού τον λέγανε «το αηδόνι του Αγίου
Όρους». Μια μέρα -γιατί σαν νέο και αυτόν τον έπιανε καμιά φορά
πειρασμός, μελαγχολία-, σκεφτότανε να φυγή στον κόσμο, και τα
λοιπά, γιατί τάχα εδώ δεν έχει πνευματικούς ανθρώπους. Του λέει
τότε ο δάσκαλος του, ο π. Συνέσιος: «Έλα να σε πάω να δεις ότι
και μέχρι σήμερα υπάρχουν άγιοι άνθρωποι εδώ στο Άγιον Όρος».
Πάνε προς την Μονή Παντοκράτορας. Είχε κάτι ασκητήριο εκεί. Σε
μια περιοχή εκεί έχει ένα κελάκι πάνω από την θάλασσα πολύ
όμορφο, τον Τίμιο Πρόδρομο. Εκεί κοντά βρίσκουν έναν Ρουμάνο
γέροντα, δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε, στον πατέρα Συνέσιο
βέβαια γνωστό. «Να δεις», του λέει, «αυτός πόσο έχει εξοικειωθεί
με την φύση, και τα ζώα δεν τον φοβούνται και έρχονται κοντά
του». «Όταν φθάσαμε εκεί», συνέχισε ο Γέροντας μας, «μας
κέρασε ένα σύκο, λίγο νεράκι και λίγο τσίπουρο». Του λέει ο π.
Συνέσιος: «Γέροντα, θα φωνάξεις να έρθουν τα πουλάκια εδώ
πέρα;». Αμέσως αρχινάει ο Ρουμάνος με την δική του γλώσσα να
τα καλή. Τότε απ' όλα τα σημεία του ορίζοντος τρέχανε τα
πουλάκια και ερχότανε σ' αυτόν. Καθότανε επάνω του, από το
κεφάλι του μέχρι τα πόδια του, επάνω στα ρούχα του, πάνω στα
252
χέρια του, στον ώμο του, στο κεφάλι του. Όλο γεμάτο πουλάκια.
Μόλις το είδε ο γέροντας μας θαύμασε. Απόρησε που υπάρχουνε
τέτοιοι άνθρωποι, που δεν τους φοβούνται τα ζώα. Είχε ημερέψει
και άλλα ζωάκια, αλεπούδες, λαγούς κ.τ.λ. Μας έλεγε ο Γέροντας:
«Για, να δοκιμάσω τώρα και εγώ. Πάω και εγώ να πω κάποια
λόγια παρόμοια με αυτά του Ρουμάνου ασκητή, αλλά κανένα πουλί
δεν πάτησε σε μένα, μόνο στον Ρουμάνο». Το είδε αυτό το
πράγμα ο Γέροντας μας και θαύμασε. Όχι ένα πουλάκι. Γεμάτο!
Γέμισε πουλάκια! Γύρω-γύρω φτερουγίζανε. Ένα θαυμαστό
πράγμα ήταν αυτό. Άγρια πουλιά. Μας έκανε και εμάς εντύπωση
αυτό το πράγμα πού μας διηγήθηκε ο Γέροντας. Αυτά για τον
Ρουμάνο. Αυτά εκεί στην Καψάλα, κοντά στην Μονή Σταυρονικήτα
προς Παντοκράτορα.

Γέρων Πανάρετος Παντοκρατορινός

Στην Μονή Παντοκράτορας υπήρχε ένας απλούστατος


γέροντας, αγράμματος αλλά πολύ καλόκαρδος, ο π. Πανάρετος, -
τον προλάβαμε και μείς-. Αυτός έκανε τον ταχυδρόμο του
Μοναστηρίου. Τότε δεν είχε δρόμους· με τα ζώα πηγαίνανε. Αυτός
όμως επειδή ήτανε δυνατός στον οργανισμό, πήγαινε με τα πόδια
κάθε μέρα. Είχε έναν μεγάλο σάκο. Του είχε αναθέσει το
Μοναστήρι να έρχεται εδώ στις Καρυές να παίρνει το ταχυδρομείο
και να το πηγαίνει στο Μοναστήρι. Μάλιστα, για να τον πειράξουνε
λίγο, για να γελάν οι πατέρες εκεί πέρα -ο π. Ευθύμιος και άλλοι
προϊστάμενοι-, του αγοράσανε μια ντουντούκα, όπως είχανε οι
παλιοί ταχυδρόμοι. «Ντούουου!», φυσούσε και σφύριζε. Του είπαν:
«Όταν θα έρχεσαι πάνω στον Σταυρό, απ' οπού φαίνεται το
μοναστήρι, θα σφυρίζεις, να ακούμε ότι έρχεσαι». Αυτός όμως είχε
τέτοια παιδική ψυχή, πού έκανε τόσο μεγάλη χαρά, σαν να του
είχαν δώσει το πιο πολύτιμο πράγμα, επειδή είχε πολλή απλότητα·
σαν παιδί ήτανε. Μια μέρα του λέει ένας αδελφός της Μονής, ο
γέρο-Παρθένιος απ' την Πάρο: «Σε παρακαλώ, πάτερ Πανάρετε,
τώρα πού ανεβαίνεις στις Καρυές, επειδή έχω γρίπη, πάρε μου
λίγα πορτοκάλια από τον Ταλέα να φάω, γιατί με ταλαιπωρεί τώρα
λίγες μέρες ή ίωση αυτή· για να δυναμώσει ο οργανισμός μου.
Έφθασε στις Καρυές. Όμως, σαν άνθρωπος και αυτός, ξέχασε να
πάρει τα πορτοκάλια. Πήρε το ταχυδρομείο και επέστρεψε. Όταν
όμως πλησίασε στο Μοναστήρι, το θυμήθηκε, αφού όμως είχε
σφυρίξει όταν έφτασε στο ύψωμα απ' οπού φαίνεται το Μοναστήρι.
«Έρχεται ο ταχυδρόμος», είπαν οι πατέρες, αλλά αν και περνούσε
ή ώρα δεν φαινόταν. Μόλις θυμήθηκε τα πορτοκάλια, γύρισε πίσω
στις Καρυές, -ή απόσταση είναι μιάμιση ώρα ανηφόρα-. Ό
253
καημένος τόση αγάπη είχε, πού αναλογίσθηκε: «Πώς θα πάω να
παρουσιαστώ στον γέροντα χωρίς τα πορτοκάλια». Γυρνάει πίσω,
παρ' ότι ήταν χειμωνιάτικη ημέρα και είχε αρχίσει να βραδιάζει.
Παίρνει τα πορτοκάλια και επιστρέφει. Όμως νύχτωσε στον δρόμο
και τον έπιασε και μία χιονοθύελλα ξαφνικά.
Αναγκάσθηκε να καθίσει κάτω από ένα δένδρο. «Παναγία
μου», άρχισε να παρακαλεί, «σώσε με να μην παγώσω». Τότε
εμφανίζεται ξαφνικά μια μαυροφόρα κυρία με ένα φαναράκι και του
λέει: «Γέρο-Πανάρετε, ακολούθησε με». Την ακολουθεί ο γέρο-
Πανάρετος, και χωρίς να καταλάβει το πώς, βρέθηκε μέσα στον
περίβολο του Μοναστηρίου. Μόλις τον είδανε, τρόμαξαν οι
πατέρες. «Πώς; Ποιος;». «Αυτό και αυτό», τους λέει, «μία κυρία μ'
έφερε».
Μάλιστα παρήγγειλε σ' έναν αγιογράφο μία εικόνα της
Παναγίας. Σ' αυτήν εικονίζεται ή Παναγία να οδηγεί τον γέρο-
Πανάρετο στο Μοναστήρι. Και εγώ την είδα την εικόνα αύτη, και
μου διηγήθηκαν μετά οι πατέρες το θαύμα αυτό. Αυτά επί των
ημερών μας τώρα, όχι εκείνον τον καιρό.
-Τα σημεία ακολουθούν την αρετή των ανθρώπων. Αυτός
είχε τις αρετές της ταπεινώσεως και της αγάπης...

Οι «ζεύγαλοι» - Ό γέρο-Κώστας
Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε εδώ στο Άγιον Όρος
παίρνουνε μία χάρη, παρ' ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν
έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα
και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή,
απ' ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι
μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους
αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους
βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι
περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους,
ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το
«Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε
Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή
ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους μαζέψανε εκεί
στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να
ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία,
έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε». Όταν έβγαλαν
την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ'
όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους
σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε
254
αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία
μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ' αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο
όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι
πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ1 έξω και
ζούσανε κάποιοι απ5 αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ' ένα καλυβάκι
εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει
πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει
60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη.
Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να
τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι;
Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να πέρασης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από
γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου
και μ' έκανε και τσάι. Μου 'δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή
την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος». Τον
υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό...

Γέρο-Αντώνης Τσούκας

Επίσης ένας άλλος, ο γέρο-Αντώνης που ήταν στις ημέρες


μας -Τσούκας λεγόταν το επώνυμο του- ζούσε τα τελευταία χρόνια
της ζωής του μεταξύ Ξηροποτάμου και Ρωσικού. Ήταν πολύ
απλός. Από τεσσάρων χρονών τον είχε φέρει ο πατέρας του εδώ
πέρα και δούλευε μαζί του στα δάση. Κόβανε ξύλα. Όποτε ερχόταν
εδώ σε διάφορα πανηγύρια, τον θαύμαζα. Φορούσε κάτι ρούχα,
που δεν γνώριζες από ποιο ύφασμα ήταν το ρούχο από τα
μπαλώματα. Μπάλωμα πάνω στο μπάλωμα και δεν τον πείραζε.
Ήταν τόσο απλός, απέριττος. Ζούσε πολύ ασκητικά, απ' ότι μας
έλεγαν και οι πατέρες της Ξηροποτάμου.
Μια μέρα ανεβαίνει από το Ξηροποτάμου εδώ στις Καρυές
να μάθη πότε είναι ή Πασχαλιά, για να κοινωνήσει, γιατί νήστευε
πολύ καιρό. Βρίσκει τον παπά-Δημήτρη τον Τρίγωνα. Μιλούσε έτσι
χοντρά, και τον ρωτά: «Βρε παπά, δεν μου λες, πότε είναι φέτος ή
Πασχαλιά;». «Ε!», του λέει, «γέρο-Αντώνη τώρα ή Πασχαλιά; Ή
Πασχαλιά πέρασε, έχει τρεις μήνες τώρα. Μεθαύριο έχουμε
Δεκαπενταύγουστο». «Ά.! καλά, δεν ξέρης εσύ απ' αυτά. Θα
ρωτήσω κάναν’ άλλον πάτερ». Βρίσκει παρακάτω έναν άλλον: «Δε
μου λες πάτερ, πότε είναι φέτος ή Πασχαλιά;», «Ε! γέρο-Αντώνη,
τώρα ή Πασχαλιά; Ή Πασχαλιά πέρασε. Τώρα κοντεύει
Δεκαπενταύγουστος». «Σοβαρά; Αμ! εγώ δεν ξέρ' απ' αυτά.
Βλέπεις τα χαρτιά τα 'χουν τα μοναστήρια και αυτοί ξέρουν πότε
είναι ή Πασχαλιά. Δεν έχω τα χαρτιά. Εγώ ακόμα δεν αρτύθηκα.
255
Εγώ νηστεύω, θέλω να πάρω την μεταλαβιά. Γι' αυτό κατέβηκα, να
μάθω πότε είναι ή Πασχαλιά». Λοιπόν, νήστευε τόσους μήνες, για
να φτάσει το Πάσχα. Δεν είχε πάρει χαμπάρι ότι πέρασε το Πάσχα.
Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Όταν κοιμήθηκε -τον βρήκαν κάποιοι προσκυνηταί πεθαμένο
μέσα στο κελί του-, φωνάξαμε τον κυρ-Παναγιώτη τον γιατρό απ'
εδώ πέρα. Μας έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης, πού ήτανε σοβαρός
άνθρωπος: «Πήγα. Διαπίστωσα ότι είχε κοιμηθεί πριν 20-30
ήμερες -έναν μήνα περίπου-, και ότι δεν είχε καμία δυσοσμία,
καμία αλλοίωση το σώμα του. Απεναντίας ευωδίαζε όλος ο χώρος.
Αυτό μ' έκανε φοβερή εντύπωση». Αυτά έλεγε ο κυρ-Παναγιώτης ο
Χατζηεμμανουήλ από την Μυτιλήνη. Πρέπει να ζει ακόμη. Στην
Θεσσαλονίκη πρέπει να είναι. Εδώ τον είχαμε δίπλα. Μας το έλεγε
και μας συγκλόνισε αυτό το πράγμα.
Αυτοί ήταν άγιοι, παρ' ότι ήταν λαϊκοί.

Γέρων Φανούριος, ο Ρουμάνος ασκητής από την


Καψάλα
Οι γεροντάδες μας ήταν πολύ αυστηροί. Πηγαίναμε την
Κυριακή στην Θ. Λειτουργία στο Πρωτάτο. Μετά το «Άξιον εστί»
μας έπαιρναν -για να μη τελείωση ή Θ. Λειτουργία και μας πιάσει
κουβέντα κανείς άλλος· να μη δούμε κανέναν- και το απόγευμα της
Κυριακής μας έπαιρνε ή ο π. Ιωάσαφ ή ο π. Αγαθάγγελος και
κάναμε καμιά βόλτα. Πηγαίναμε στα εξωκέλια, πότε προς τα δω,
πότε προς τα κάτω, πότε προς τα πέρα. Αυτή ήταν όλη ή έξοδος
μας από το κελί μόνοι μας πουθενά.
Ως επί το πλείστον πηγαίναμε στην Καψάλα και βλέπαμε
ασκητές. Αυτό μας άρεσε πολύ, γιατί αναπαυόμασταν εκεί πέρα.
Βλέπαμε πώς ζούσανε απλά, πολύ άπλα.
Πάμε μια μέρα και βλέπουμε έναν γέροντα να διαβάζει ένα
βιβλίο. Ήταν ο π. Φανούριος από την Ρουμανία. Έμενε στο κελί
του αγίου Βασιλείου, εκεί που είχε ζήσει και αγίασε ο άγιος
Θεόφιλος ο Μυροβλύτης. Βλέπω μέσα στο κελί πού έμενε ότι είχε
ένα κρεβάτι με τάβλες ξύλινες και μια πέτρα για προσκέφαλο. Εγώ
πρώτη φορά έβλεπα προσκέφαλο πέτρας. «Σ' αύτη την εποχή;»,
λέω. Κι' όμως! Το έκανε για άσκηση. Πόσα χρόνια έχει; Ίσως από
το 1964. Το 1961-62 ήρθαμε εμείς εδώ πέρα. Μας έκανε μεγάλη
εντύπωση, να βλέπεις έναν να κοιμάται στην πέτρα επάνω. Ούτε
κουβέρτα από κάτω ούτε τίποτα· εξεπλάγημεν. Μάλιστα, όταν
πήγαμε εκεί πέρα, αυτός εξακολουθούσε να διαβάζει, σαν να μην
ήταν άνθρωποι τριγύρω του. Τόσο αφοσιωμένος ήταν στην
προσευχή. Προς ανατολάς κοιτούσε και προσευχότανε.
256
Αυτά μας άρεζαν, γι' αυτό και μας πήγαιναν οι γεροντάδες
μας προς τα εκεί. Ρώσους, Ρουμάνους, αλλά και Έλληνες είχε
πολλούς.

Πατήρ Ηρωίδων ο Ρουμάνος


Κάποτε πήγαμε με ένα αδελφό, -τον πατέρα Νικόλαο, τον
υποτακτικό του πατρός Αρσενίου του οδοντιάτρου-, να δούμε τον
πατέρα Ηρωδίωνα, πού ήταν έγκλειστος 40 χρόνια. Ό π. Νικόλαος
του πήγαινε τρόφιμα στα τελευταία του. Μάλιστα, όταν
ανακαλύφθηκε-παρουσιάστηκε τελευταία ο π. Ηρωδίων, ο π.
Παΐσιος όλους τους προσκυνητάς τους έστελνε εκεί: «Εγώ», τους
έλεγε, «δεν είμαι τίποτε, δεν έχω αρετή. Πηγαίνετε να πάρετε από
κει την ευλογία του πατρός Ηρωδίωνος, γιατί αυτός έκανε μεγάλη
άσκηση· έμεινε 40 χρόνια έγκλειστος μέσα σ' ένα κελάκι». Όταν
πήγαμε, άνοιξε μια μισόπορτα πού ήτανε κλεισμένη. Ήτανε
σκεπασμένος με μια κουρελιασμένη κουβέρτα. Επειδή ήτανε
καμπούρης, λέω στον π. Νικόλαο: «Δίνε του ένα-ένα τα τρόφιμα,
και μάλιστα σήκωνε τα λίγο ψηλά, ώστε, καθώς θα τα παίρνει, να
μπορέσω εγώ να τον φωτογραφήσω». Σήκωνε λίγο το κεφαλάκι
του για να τα βλέπει, και έτσι του έβγαλα μερικές φωτογραφίες.
Μετά από λίγο καιρό -κανέναν χρόνο-κοιμήθηκε.
Λέγεται γι' αυτόν -μάλιστα έχει γράψει και ο π. Νικόλαος ο
Μεσογαίας- ότι 40 χρόνια είχε κλεισθεί μέσα στο κελί. Λένε ότι,
όταν λειτουργούσε, τον ξελειτουργούσαν Άγγελοι. Έτσι λένε οι
πατέρες οι πέριξ. Μόνο ένα παραθυράκι είχε, πού του αφήνανε οι
πατέρες και οι προσκυνηταί κάποια τρόφιμα. Δεν άνοιγε ούτε
πόρτες ούτε παράθυρα. Ήτανε έγκλειστος 40 χρόνια. Φοβερή
άσκηση.

Πατήρ Δαμασκηνός από την Κουτλουμουσιανή


σκήτη
Τον π. Δαμασκηνό από την Κουτλουμουσιανή σκήτη τον
θαύμαζα. Του δίναμε κάθε χρόνο, όταν κάναμε την θεία Λιτανεία
την δεύτερη μέρα του Πάσχα, ένα σκαμνί της Παναγίας, που το
βάζουνε σε διάφορες στάσεις που κάνει ή Εικόνα (του «Άξιον
εστίν»). Το σκαμνί αυτό ήτανε πολύ βαρύ, από ξύλο βαρύ. Όμως
με πολύ ζήλο και αγάπη το κουβαλούσε στους ώμους του ο π.
Δαμασκηνός, αν και ήταν γεροντάκι. Το είχε τάμα να κάνη αυτό το
διακόνημα. Να κουβαλάει το σκαμνί της Παναγίας. Πολύ ταπεινός,
πάρα πολύ ταπεινός γέροντας. Ούτε μεγαλεία ήθελε ούτε τίποτε. Σ'
όλη την Λιτανεία! Στα γεράματα του πώς άντεχε! Και τον
257
θαυμάζαμε.

Γέρο-Γιάννης ο λαϊκός από την Λήμνο

Ερχόταν από την Λήμνο μ' έναν γάιδαρο. Τον έβαζε και στο
καράβι μέσα.
Στον γέρο-Γιάννη μας έκανε εντύπωση ή απλότητα και ή
ευλάβεια του. Αυτός δούλευε χρόνια πολλά εδώ στο Άγιο Όρος και
στο τέλος ήρθε να πάρει ένα χαρτί από την Ιερά Κοινότητα, για να
εισαχθεί στο γηροκομείο Μυτιλήνης.
Πριν από καιρό με είχε ανταμώσει και μου λέει: «Πάτερ, θα
μου κάνης μια εικονίτσα;». Του λέω: «Μπάρμπα-Γιάννη, εσύ δεν
έχεις χρήματα να πλήρωσης. Είναι ακριβές οι εικόνες»· Λέει: «Αμ
συ πολλά θα μου ζητήσεις, εγώ λίγα θα σου δώκω». «Ποια
εικονίτσα θέλεις;» «Να! Είδα την Παναγία μια μέρα ξεκινώντας από
το Ιβήρων να πάω στο Καρακάλου και μου λέει· "γύρνα πίσω και
να πας αύριο, διότι θα πάθεις απόψε κακό". Εγώ έκανα υπακοή
και γύρισα, αλλά είχα τόση χαρά». «Πώς την είδες την Παναγία;»
«Την είδα πάνω σε συννεφάκια άσπρα, και όλα αυτά πού
φορούσε, τα ενδύματα της, ήταν λευκά. Πήρα τόση χαρά, και πήγα
την άλλη μέρα στην Μονή Καρακάλου».
Την παρήγγειλε τελικά την εικόνα στους Αναναίους. Ήρθε
εδώ στο κελί μας την τελευταία μέρα της ζωής του, για να πάρουμε
τηλέφωνο στους Αναναίους, αν ετοίμασαν την εικόνα, γιατί ο
Μπάρμπα-Γιάννη ς ετοιμαζόταν να εισαχθεί στο γηροκομείο
Μυτιλήνης. Ήρθε να πάρει το χαρτί από την Κοινότητα, ότι
δούλεψε εδώ στο Άγιον Όρος. Ό καημένος ανέβαινε βογκώντας
την σκάλα, γιατί είχε καρδιά, είχε ανεπάρκεια. Αύτη την τελευταία
φορά πού ήρθε μας είπε ότι κοινώνησε. Μάλιστα τον έπιασε και
μια κρίση μέσα στην Πορτάΐτισσα. Τον έβγαλαν λίγο έξω, συνήλθε,
και ανέβηκε στις Καρυές για να πάρει το χαρτί. Το βράδυ όμως
κοιμήθηκε εδώ πίσω από τον Ταλέα, τον έπιασε ή καρδιά του και
πέθανε. Δεν πρόλαβε να πάει στην Μυτιλήνη, γιατί ή Παναγία τον
ήθελε εδώ πέρα. Τον έθαψαν εδώ στο κοιμητήρι στις Καρυές. Μας
έλεγε, πώς είδε την Παναγία μας πάνω στα σύννεφα, και όταν
πήραμε τηλέφωνο από εδώ στους Αναναίους του είπαν:
«Μπάρμπα-Γιάννη, ή εικόνα εστάλη στο νησί. Όταν θα πάς, θα την
βρεις εκεί».
Είχε απλή ζωή. Φορούσε γουρουνοτσάρουχα -εμάς μας
έκαναν εντύπωση-. Είχε και ένα ντουρβαδάκι από έναν τράγο, πού
το έκανε μόνος του. Εγώ τον πείραζα: «Μπάρμπα-Γιάννη, να μου
κάνης δώρο ένα ζευγάρι τσαρούχια». Έρχεται μια μέρα, με την
απλότητα πού είχε, και μου λέει: «Πάτερ, πάτερ, σου έφερα ένα
258
δώρο». Μ' έφερε ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. «Αυτά θα τα
βάλετε στην έκθεση, και θα 'ρχονται οι Ευρωπαίοι να τα βλέπουνε,
και να! θα πέφτει το χρήμα!». Γελούσα με την απλότητα του
ανθρώπου. Για αυτό και τον αξίωσε ή Παναγία και κοιμήθηκε εδώ
πέρα.
«Κλωνάρη», τον λέγανε. Μετά τον έβγαλαν «Μπάρμπα-
Γιάννη». Δεν λεγόταν «Μπάρμπα-Γιάννης». «Κλωνάρης» το
επίθετο του ήτανε. Ήτανε απ' το Καρπενήσι και μετά πήγε στην
Λήμνο.
Κοιμόταν έξω στο δάσος, γιατί σ' όλη του την ζωή βοσκός
ήτανε. Τότε είχαμε λύκους στο Άγιο Όρος. Πάει ένας λύκος μια
νύχτα που κοιμόταν έξω στο δάσος και τον μύριζε γύρω-γύρω,
επειδή τα γουρουνοτσάρουχα μυρίζανε. Λέει ο Μπάρμπα-Γιάννης:
«Παναγία μου -έτρεμα από τον φόβο μου- αν με βοηθήσεις και δεν
με πειράξει ο λύκος...». «Άντε που θα 'ταν λύκος, κανένας σκύλος
θα 'τανε», του λέω. «Μια ζωή βοσκός ήμουνα. Δεν ξέρω, δεν
γνωρίζω τους λύκους;... Και αν δεν με πειράξει, θα σου φέρω ένα
δοχείο λάδι, Παναγία μου». Έφυγε ο λύκος. Τον μύρισε και έφυγε.
Την άλλη μέρα πήρε από τον Ταλέα ένα δοχείο λάδι και το πήγε
στο «Άξιον εστί», στην Παναγία μας. Απλοί άνθρωποι.
Πολύ αστείος ήτανε. Μιλούσε και έκανε αυτό το «ααχα-
χααα». Του έλεγε ο γέροντας μας: «τι κάνεις έτσι και θορυβείς;
Αναστατώνεις τον κόσμο. Φωνάζεις». «Ά! γέροντα. Από μέσα μου
έρχεται, από μέσα μου. Θα πάω Σαλώνικα. Οι γιατροί θα μου το
θεραπεύσουν αυτό».
Μας έκανε εντύπωση πού αξιώθηκε να δη την Παναγία μας
επάνω στα σύννεφα με λευκά φορέματα, και έτσι αγιογράφησαν οι
αδελφοί Αναναίοι την εικόνα.

Ή αγάπη των Γερόντων π. Αγαθαγγέλου και π.


Παϊσίου
Ό γέρο-Παγκράτιος από τα Βατοπαιδινά κελιά μας έλεγε: «Ό
Θεός όλα θα μας τα συγχώρεση, αλλά, αν έχουμε έλλειψη αγάπης,
ή Παναγία μας δεν θα μας το συγχώρεση».
Την παλαιότερη εποχή είχαμε εδώ τον πατέρα Αγαθάγγελο,
πού προλάβαμε ως διάκονο, ο όποιος ήταν ευφυέστατος. Είχε
πάει μόνον ένα χρόνο στην Αθωνιάδα. Αυτός, αν συνέχιζε, θα
γινόταν επιστήμων μεγάλος. Δεν υπήρχε τέχνη πού να μη την
καταπιανότανε. Τα πάντα ήξερε. Είχε τέτοια ευφυΐα, πού εμείς τον
θαυμάζαμε. Πώς τα κατόρθωνε όλα! Χρυσά χέρια. Επιπλοποιός.
Αγιογράφος. Μαραγκός. Μάγειρας. Τα πάντα έκανε. Και τα έκανε
όλα με επιμέλεια. Μόλις άκουγε ότι στο τάδε μέρος -στον "Ζήτω"
259
φέρ' ειπείν μακριά-, αρρώστησε ο γέροντας· χειμώνας ήτανε;
έβρεχε; θα 'παιρνε την ομπρέλα, θα 'παιρνε 5 πορτοκάλια και θα
πήγαινε να τον δη. Στο τάδε μέρος άλλος γέροντας; Θα πήγαινε να
τον δη. Να τον παρηγόρηση, να πάρει ο ασθενής κάποια
ανακούφιση.
Ό π. Αγαθάγγελος πέθανε 49 χρονών από καρκίνο. Στο κελί
μας ήτανε. Τον προλάβαμε εμείς. Ζήσαμε 12 χρόνια μαζί του.
Αυτός μας πήγαινε ως επί το πλείστον σε γέροντες. Είχε πολλή
αγάπη και πολύ ενδιαφέρον προς τους συνανθρώπους του, προς
τους πέριξ όλους. Όπου άκουγε αρρώστια, οπού άκουγε δυστυχία,
έτρεχε. Σήμερα δεν μας νοιάζει...
-Αυτά είναι τα σημεία των καιρών: Ή έλλειψη της αγάπης.
Ίσως αυτή ή πολυτέλεια και ή χλιδή να μας κάνουν σήμερα
φίλαυτους.
Πάνε στον πατέρα Παίσιο ένα παιδί που ήταν δαιμονισμένο.
Το πήρε κοντά του. Του μιλούσε, του μιλούσε, του ελάφρυνε τον
πόνο του. Ό μοναχός πού συνόδευε, λυπούμενος τον πατέρα
Παΐσιο πού ήταν μετά από ολονύκτιο αγρυπνία κουρασμένος, του
λέει: «Γέροντα δεν λυπάσαι τον εαυτό σου; Κουρασμένος,
ταλαιπωρημένος, κάθεσαι και μιλάς τώρα στο παιδί αυτό;» Του
απαντά: «Αδελφέ μου, εγώ κουράστηκα 6, 7, 8 ώρες στην
αγρυπνία. Αυτό έχει 20 χρόνια πού τυραννιέται από το δαιμόνιο.
Εγώ δεν πρέπει να του αφιερώσω, να του απαλύνω τον πόνο του
2 ώρες; τι είναι ή δική μου προσφορά μπροστά στην υπομονή πού
κάνει αυτό το παιδί 20 χρόνια; τι τυραννία, τι βάρος σηκώνει! Το
δικό μου βάρος δεν είναι τίποτα».
τι διάκριση! τι αγάπη! Θυσίασε την κούραση πού είχε, για να
ξεκούραση το παιδί εκείνο, πού επί 20 χρόνια βασανιζόταν από το
δαιμόνιο.

Γέρων Ιωάσαφ, ο μακαριστός γέροντας μας


Ό γέροντας μας, ο π. Ιωάσαφ, έζησε εδώ στο Άγιο Όρος 64
χρόνια. Αγιογράφησε, να μη σας πω χιλιάδες, εκατοντάδες εικόνες.
Μία από αυτές τις εικόνες θαυματούργησε και θαυματουργεί. Είναι
ή «Παναγία ή Θρηνωδούσα», ή οποία βρίσκεται στην Νέα Όλυνθο
Χαλκιδικής. Έκανε ή Παναγία μας ένα θαύμα σ' έναν πιστό εκεί -
θεράπευσε το παιδί του πού είχε καρκίνο- και ο πιστός έταξε, όταν
απόκτηση λίγα χρήματα, να κτίση μία Εκκλησία προς τιμήν της
Παναγίας μας. Όταν έκτισε την Εκκλησία, είχε απορία σε ποια
θαυματουργό εικόνα της Παναγίας μας να αφιέρωση την Εκκλησία.
Παρουσιάστηκε ή Παναγία στον ύπνο του και του λέει: «Θα πάς
στο Άγιον Όρος στους αδελφούς Ιωσαφαίους και θα πεις στον
260
γέρο-Ιωάσαφ να σου αγιογράφηση την Παναγία την
Θρηνωδούσα"». Λέει ο πιστός στην Παναγία: «Εγώ έχω γυρίσει
τόσες Εκκλησίες, τόσα μοναστήρια, δεν έχω δει τέτοια εικόνα».
«Εσύ, λέει, θα πας να του πεις, και εγώ θα του στείλω μήνυμα και
ξέρει αυτός πώς θα σου την αγιογράφηση». Ήρθε αυτός ο πιστός
με ευλογία της Μητροπόλεως, την επιτροπή της Εκκλησίας και τον
ιερέα του χωρίου του, και διηγήθηκε στον γέροντα αυτό το όνειρο
πού είδε. Έτσι ο γέροντας αγιογράφησε την Παναγία το 1972 και
την έστειλε ευλογία εκεί στο χωριό. Από τότε έχει επιτελέσει
πάμπολλα θαύματα.
Θα σας αναφέρω δύο θαύματα της «Παναγίας
Θρηνωδούσας»: α'. Πέρυσι βρέθηκα εκεί στο προσκύνημα της
Παναγίας. Έρχεται ένα ζευγάρι με δυο παιδάκια. Λένε: «Ανοίξτε
τον Ναό να προσκυνήσουμε, γιατί κάτι μας συνδέει μ' αυτόν». Εγώ
σκέφτηκα ότι κάτι θαυμαστό θα συνέβη σ' αυτή την οικογένεια.
Ανοίγει το εκκλησάκι ο κυρ-Βασίλης - γιατί είναι ιδιωτικό-, και τους
ρωτάω: «τι σας συνέβη;». «Να» λένε. «Πριν 4-5 χρόνια, πού ήρθε
ή Παναγία ή Ιεροσολυμίτισσα στον Άγιο Δημήτρη, κατεβήκαμε και
εμείς από την Κομοτηνή να πάρουμε την ευλογία της. Να
προσκυνήσουμε και να προσευχηθούμε να μας δώσει κανένα
παιδί, γιατί 7 χρόνια αγωνιζόμαστε με εξωσωματικές, με
ταλαιπωρίες και δεν έχουμε παιδί. Εκεί ανταμώσαμε έναν μοναχό,
που μας έδωσε μία εικόνα μικρή της "Παναγίας της
Θρηνωδούσας". Μας είπε: "προσευχηθείτε σ' αυτή την εικόνα.
Αυτή έχει δώσει και σ' άλλες άτεκνες γυναίκες παιδιά και θα δώσει
και σε σας". Μάλιστα μ' έδωσε κι' ένα μικρό κομποσχοινάκι -είπε ή
γυναίκα-, το όποιο δεν έμπαινε στο χέρι μου. Μετά σκέφτηκα-"τι θα
το κάνω αυτό το κομποσχοινάκι;" Ήταν για μικρό παιδάκι. Έφυγε ο
μοναχός, φύγαμε και εμείς. Όταν πήγαμε στην πατρίδα μας,
συνέλαβα και έκανα δίδυμα, τον Χαράλαμπο και τον Αλέξανδρο,
και τα 'φερα εδώ να προσκυνήσουν και να ευχαριστήσουμε την
Παναγία μας, γιατί θεωρούμε ότι είναι παιδιά της Παναγίας μας.
β'. Πήγα στο ΑΧΕΠΑ να κάνω εξετάσεις για τον θυρεοειδή.
Περνώντας από το κυλικείο για να πάρω έναν καφέ, βλέπω δυο
κυρίες να κλαίνε. Τις πλησιάζω και τις ρωτάω: «τι έχετε;». Κάποιο
πρόβλημα, σκέφτομαι, θα έχουν. Ίσως κάποιον ασθενή εδώ πέρα.
Μετά από αναφιλητά, σταμάτησε ή μία και μου λέει: «Τίνα έχουμε
πάτερ. Πρόβλημα. Ή αδελφή μου έχει ένα παιδάκι 15 χρονών και
με το μηχανάκι τρακάρισε σε μία κολώνα και είναι 20 μέρες σε
αφασία. Οι γιατροί λένε ότι δεν θα ξαναξυπνήση. Μόνο αν γίνει
κάποιο θαύμα. Έχει νεκρωθεί ο εγκέφαλος. Χτύπησε στο κεφάλι.
Εγώ τις παρηγόρησα και τις λέω: «Πάρτε αυτή την εικόνα της
Παναγίας μας και βάλτε την μέσα στο προσκέφαλο». Γιατί ήταν
261
στην εντατική το παιδί, και οι νοσοκόμες πετάνε όλα όσα βάζουν
εκεί. Τις λέω: «Βάλτε την εικόνα μέσα στην μαξιλαροθήκη και
πέστε στον παπά να κάνη μία παράκληση στην Παναγία μας, και
να έχετε ελπίδα. Ή Παναγία μας θα σας βοηθήσει». Ήμουν
σίγουρος ότι θα τους βοηθήσει. Έτσι μου ήρθε μία ιδέα. Σε μια
εβδομάδα πάω να πάρω τα αποτελέσματα και βλέπω τις κυρίες να
χαμογελούν, εκεί στο κυλικείο πάλι. «τι συνέβη;» λέω. «Πέστε
μου». «Θαύμα, θαύμα, πάτερ! Το παιδί μας ξύπνησε. Μάλιστα
αύριο φεύγουμε. Είμαστε από την Βέροια. Έχουμε τις πρώτες
εξετάσεις -μαγνητική; δεν ξέρω τι ακριβώς ήτανε- που δείχνουν τον
εγκέφαλο νεκρό, και τις δευτέρες εξετάσεις, που δείχνουν
κρυστάλλινο τον εγκέφαλο. Μίλησε το παιδί μας. Ξύπνησε. Είναι
15 χρονών. Αύριο το παίρνουμε και φεύγουμε».
Έχει κάνει πάμπολλα θαύματα αυτή ή εικόνα του γέροντος
Ίωάσαφ. Βρίσκεται στην ΝέαΌλυνθο Χαλκιδικής. Πανηγυρίζει 23
Αύγουστου με το Νέο, στα εννιάμερα της Παναγίας μας.
Με τον γέροντα Ίωάσαφ ζήσαμε εδώ στο κελί 33 χρόνια.
Αυτός με έκανε μοναχό μικρόσχημο.
-Προλάβατε και τους παλαιότερους γεροντάδες;
-Ναι, τους δύο αδελφούς κατά σάρκα, τον πατέρα Ιγνάτιο και
τον παπά-Βασίλη. Τον Δεκέμβριο του 1962 κοιμήθηκε ο π.
Ιγνάτιος και τον Ιανουάριο του 1965 ο παπά-Βασίλης. Τον
Φεβρουάριο του 1974 κοιμήθηκε και ο διάκονος Αγαθάγγελος.
Μείναμε εμείς οι δυο, εγώ και ο π. Ιγνάτιος, με τον γέροντα
Ίωάσαφ, ο όποιος από τότε πού έφυγε από την πατρίδα του δεν
επέστρεψε ξανά πίσω.
Το είχε τάμα ο γέροντας μας, ο π. Ίωάσαφ, να μην ξαναπάει
στην πατρίδα του. Ένα χρόνο πριν κοιμηθεί, πήγαμε μαζί στην
Πάτμο να προσκυνήσουμε. Από εκεί ήτανε πολύ κοντά. Μάλιστα
τον πίεσα: «Γέροντα, μια που είμαστε εδώ κοντά στην πατρίδα σου
-ήτανε από την Σάμο, τους Μυτιληνιούς της Σάμου- λέω να πάμε
να δούμε και το χωριό σου». Λέει: «Όχι, παιδί μου. Εγώ 64 χρόνια
δεν πήγα, και τώρα θα πάω; Δεν θέλω να πάω, το 'χω τάμα». Και
τελικά δεν πήγε.
Εκείνο που μας έκανε εντύπωση -αξιοθαύμαστο σημείο-
Ήταν ότι, αφ' ότου έπαθε εγκεφαλικό -ένα μήνα περίπου πριν
κοιμηθεί-, δεν πήρε καθόλου τροφή. Από την ημέρα που έπαθε το
εγκεφαλικό. Γνώριζε τους πάντες, όσους ερχότανε να τον δουν στο
Νοσοκομείο (το Παπανικολάου), αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει.
Χαιρόταν, όταν ερχότανε γνωστοί άνθρωποι. Άνοιγε το πρωί το
στοματάκι του, όταν έβλεπε τον ιερέα, τον παπά-Αντώνη -ώρα του
καλή-, να έρχεται με την Θεία Κοινωνία. Άνοιγε, όπως το πουλάκι
που περιμένει την μανούλα του να του φέρει την τροφή. Μάλιστα
262
δεν έκλεινε το στόμα του. Μέχρι να ετοιμασθεί ο παπάς, ανοιχτό το
στοματάκι του. Και μόλις κοινωνούσε το έκλεινε και δεν έπαιρνε
τίποτα, ούτε γάλα, ούτε νερό, ούτε χυμό, τίποτα. Τον
παρακαλούσαμε εμείς και οι γνωστοί του άνθρωποι. Τίποτα. Μόνο
την Θεία Κοινωνία. Έκλεινε το στοματάκι του, και την άλλη μέρα το
πρωί, μόλις έβλεπε τον παπά απ' την πόρτα, άνοιγε μόνος του το
στοματάκι του. Όλο το άλλο διάστημα δεν έπαιρνε τίποτα, ούτε
χυμό, ούτε τροφή. Αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση. Μάλιστα
πήγαμε και στον πατέρα Παΐσιο, αφού κοιμήθηκε ο Γέροντας, και
τον ρωτήσαμε: «Γέροντα, τι γνώμη έχεις για τον Γέροντα μας;
Σώθηκε άραγε; Τον πήρε ή Παναγία κοντά της;». Γιατί 64 χρόνια
έμεινε εδώ στο περιβόλι της. Μάλιστα ασχολήθηκε με την
υμνολογία. Ήτανε πολύ καλός ψάλτης. Εδώ στην Παναγία μας,
στο Πρωτάτο. Έψελνε πάρα πολύ ωραία. Ήταν και πολύ ζωηρός
στο ύφος του. Θυμάμαι στην αγρυπνία, επειδή έψαλλαν ταπεινά οι
πατέρες, μας έπαιρνε και λίγο ο ύπνος στο στασίδι. Μόλις έπαιρνε
ο Γέροντας -και έπαιρνε τόσο ζωηρό- ξυπνούσαμε όλοι. Ήταν
ενθουσιώδες το ψάλσιμό του. Το ζούσε. Με την ψυχή του έψελνε.
Μας λέει ο γέρο-Παΐσιος: «Μακάρι να πάω και εγώ στην θέση πού
είναι ο Γέροντας, εκεί στον ουρανό». Τώρα μας το είπε για να μας
παρηγόρηση ή είχε καμιά πληροφορία, δεν το ξέρουμε. Μετά από
8 μήνες κοιμήθηκε και ο π. Παΐσιος. Ό π. Ίωάσαφ είχε πολλή
αγάπη. Καθόταν στο μπαλκόνι, και όσους ασκητές Καψαλιώτες
ερχότανε τους φώναζε: «Ελάτε επάνω να ποιούμε ένα καφεδάκι».
Μας φώναζε από πάνω, γιατί εμείς δουλεύαμε κάτω στο
Αγιογραφείο: «Βασίλη! Έλα! Ανέβα πάνω!» Του έλεγα: «Γέροντα,
μη τους φωνάζεις. Αφήστε να δουλέψουμε και λίγο την
αγιογραφία». Κάθε τόσο μας απασχολούσε. «Όχι», απαντούσε.
«Κάνε το καφεδάκι εδώ πέρα. Κάνε υπακοή». Δεν ήθελε να
κακοκαρδίσει κανέναν. Όσους έρχονταν, τους άνοιγε την πόρτα.
Όλους τους φιλοξενούσε. Όλους τους δεχότανε με πλούσια καρδιά
και όχι με μούτρα, όπως κάνουμε εμείς πολλές φορές. Με πλούσια
καρδιά, με πολλή αγάπη. Είχε πολλή αγάπη στον κόσμο και ήταν
πολύ αγαπητός. Τύχαινε τα τελευταία χρόνια πού έπασχε από
αρθριτικά-ρευματικά και πήγαινε στα λουτρά, να! ο κόσμος
μαζευότανε δίπλα του. Όπου πήγαινε τον αγαπούσαν πολύ. Πολύ
εύκολα έπιανε φιλία και όλος ο κόσμος τον αγαπούσε, γιατί ήταν
ανοιχτόκαρδος και με άδολη αγάπη. Σπάνιοι τέτοιοι χαρακτήρες.
Ήταν αρχοντάνθρωπος, καθώς ήταν αρχοντάνθρωποι και οι
γεροντάδες μας απ' την Μικρά Ασία. Ήταν τρία αδέρφια. Και ο
πατέρας τους έγινε μοναχός εδώ στο Άγιο Όρος. Δύο αδέρφια
έμειναν εδώ στις Καρυές και ο τρίτος πήγε στην Σιμωνόπετρα, ο π.
Ίωάσαφ. Ό πατέρας τους πέθανε στα Καυσοκαλύβια, γιατί οι
263
γεροντάδες μας είχαν πάει στην αρχή στα Καυσοκαλύβια. Το 1924
πήραν αυτό το κελί εδώ στις Καρυές.

Γέρων Παγκράτιος
Είχαμε την ευλογία να γηροκομήσουμε και να διακονήσουμε
κατά τα τελευταία χρόνια, στις τελευταίες στιγμές του πού ήταν
πολύ οδυνηρές, κι' έναν άλλον γέροντα, τον γέροντα Παγκράτιο,
πού ήταν και αυτός αρχοντάνθρωπος. Ή καταγωγή του ήτανε από
το Γομάτι της Χαλκιδικής. Είχε συγγενείς κάποιους γέροντες εδώ.
Μάλιστα ένας συγγενής του ήταν καλός πνευματικός. Είχε πολύ
μεγάλη φήμη. Ήταν ο παπά-Νεόφυτος πού έμενε στα Βατοπαιδινά
κελιά, στον Άγιο Προκόπιο. Τον φέρανε τον γέροντα Παγκράτιο,
μικρό παιδάκι -νομίζω 8 ετών-, Δημητράκης τότε. Τον φορτώσανε
πάνω σ' ένα ζώο. Δύο κοφίνια είχε το ζώο. Στο ένα είχαν βάλει τον
Δημητράκη και στο άλλο ένα γουρουνάκι, και τον έφεραν στο Άγιο
Όρος, για να κοιτάζει έναν παππούλη πού είχανε εκεί άρρωστο.
Αλλά ο μικρός ήθελε παιγνίδια. Πήγαινε κάτω από το κρεβάτι και
κουνούσε τον παππού. Στενοχωριόταν ο παππούς. Έπαιρνε το
μπαστούνι και τον έδερνε. Έμεινε όμως στο Άγιο Όρος, παρ' ότι
δεν είχε κλίση για μοναχός. Έμεινε από αγάπη προς τους
γέροντες. Μάλιστα, όταν έγινε μοναχός, έλεγε: «τι έγινα εγώ;»
Έκλαιγε. «Σκλάβωσα την ζωή μου τώρα». Άλλα έμεινε μέχρι το
τέλος και κράτησε το ράσο, γιατί αγαπούσε τους γέροντες.
Και αυτός είχε πολλή αγάπη προς τους πλησίον του. Όπου
αρρωστούσε κανείς, τον έτρεχε στους γιατρούς. Βοηθούσε όσο
μπορούσε. Είχε ένα πολύ καλό σπίτι, τον Άγιο Προκόπιο, πού το
είχε πεντακάθαρο μέσα. Τον διακονούσε τον Άγιο με πολλή
αγάπη. Στο τέλος επέτρεψε ο Θεός να πάθη καρκίνο στον
πνεύμονα. Υπέμεινε με καρτερία την ασθένεια του δυόμισι χρόνια
περίπου. Έλαχε σ' εμάς να τον διακονήσουμε κατά τις τελευταίες
μέρες της ζωής του. Θυμάμαι ότι του άρεσε και ή πολιτεία και τα
υψηλά πρόσωπα. Πάντα ήθελε να κάνη συντροφιά με υψηλά
πρόσωπα, με υπουργούς, με στρατηγούς. Παρ' ότι ήταν
αγράμματος, έγραφε πανέμορφα. Όμως στο τέλος, ενώ
νοσηλευόταν στο Θεαγένειο και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση -
τα λογικά του βέβαια τα είχε τετρακόσια-, μας λέει: «Πατέρες να με
πάρετε και να με πάτε στο Άγιο Όρος. Θέλω να κοιμηθώ εκεί, γιατί
πλησιάζει το τέλος μου». Του λέω: «Γέροντα, είναι πολύ δύσκολα
να σε μεταφέρουμε, γιατί το ασθενοφόρο δεν μπορεί να σε
μεταφέρει. Είσαι με τους όρους. Είσαι με το οξυγόνο». Ήταν όντως
σε πολύ αθλία κατάσταση και είχε φρικτούς πόνους. Λέει: «Θα
βρείτε τρόπο εσείς και θα με μεταφέρετε. Ή Παναγία δεν θα μ'
264
αφήσει να κοιμηθώ εδώ. Θέλω να πάω στο Άγιον Όρος. Να μου
φέρετε ελικόπτερο». «Πώς θα σε φέρουμε ελικόπτερο γέροντα;
Που θα το βρούμε το ελικόπτερο; Ξέρω ότι μεταφέρει ασθενείς
από το Άγιο Όρος προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα μέσα δεν
μεταφέρει». «Εσείς θα το κανονίσετε και θα φύγουμε». Ήταν τόσο
σίγουρος. Εμείς δεν είχαμε τέτοια ελπίδα, να μεταφερθεί ο γέρο-
Παγκράτιος στο Άγιο Όρος με ελικόπτερο. Λέω, ας κάνουμε μία
προσπάθεια, αφού το απαιτεί ο γέροντας.
-Πόσων χρονών ήταν ο γέροντας;
-Ήτανε 92 χρονών. Μάλιστα, πριν αρρωστήσει, ερχότανε
από τα Βατοπαιδινά κελιά -3 ώρες με τα πόδια- εδώ στις Καρυές,
στο κελί μας. πολύ τακτικά το έκανε αυτό. Ενενήντα δυο χρονών.
Δεν τον έπιανε κανείς. Αετός ήτανε. Ήταν λεπτούλης πολύ.
Παίρνουμε τηλέφωνο στον διοικητή εδώ, τον κ. Κασμίρογλου. Του
λέμε: «Ό διοικητής -ο Ψυχάρης- έχει ελικόπτερο και έρχεται».
«Μπα!» λέει. «Αυτός δεν έχει δικό του. Νοικιάζει. Δεν έχουμε
δυνατότητα εμείς να σας προσφέρουμε ελικόπτερο».
Αναρωτιόμαστε, που θα βρούμε ελικόπτερο. Μας λένε: «Είναι σε
περιπολία στην Χαλκιδική το ελικόπτερο μας -ήταν πρωτομαγιά-.
Δεν μπορεί να πάει στο Άγιον Όρος». Παίρνουμε στην
Ιντερσαλόνικα και βρίσκεται εκεί πέρα μία ψυχή, μια κυρία, και μας
διευκολύνει. Λέει: «Είναι σε αποστολή το ελικόπτερο τώρα, άλλα
όταν θα έρθει, θα σας πάρω τηλέφωνο. Θα πετάξετε το απόγευμα
για το Άγιον Όρος». Εμάς μας φάνηκε παράξενο, και όμως παίρνει
σε λίγο -είπε ότι συνεννοήθηκε με τον πιλότο- και μας λέει: «Έξι ή
ώρα πετάτε για το Άγιο Όρος».
Του λέμε του γέρο-Παγκρατίου: «Βρέθηκε το ελικόπτερο. Ή
Παναγία βοήθησε και ο άγιος Προκόπιος». Ω! χαρά! ο γέρο-
Παγκράτιος. Το κάθε λεπτό του φαινόταν χρόνος. «Με γελάσατε»,
έλεγε. «Πότε θα φύγουμε; Πέρασε ή ώρα». «Όχι δεν πέρασε».
Ήταν μεσημέρι, μία ή ώρα. «Κατά τις πέντε θα ρθή το ασθενοφόρο
να σε πάρει και θα πάμε στο ελικοδρόμιο...». Είχε φοβερό πόθο να
ρθή στο Άγιον Όρος... Τελικά πήγαμε στο ελικοδρόμιο. Μπήκαμε
μέσα στο ελικόπτερο και πετάξαμε. Όταν φθάσαμε εδώ, μας λέει:
«Χαμηλώστε να δω το κελάκι μου» (του αγίου Προκοπίου). «Δεν
θα πας στο κελάκι σου;» «Όχι. Θα πάμε στο σπίτι. Εκεί πέρα θα
πεθάνω». Χαμήλωσε το ελικόπτερο πάνω από τον Άγιο Προκόπιο.
Σηκώθηκε λιγάκι ο γέρο-Παγκράτιος και είδε το κελάκι του. Έκανε
τον σταυρό του πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Μετά
προσγειώθηκε το ελικόπτερο στις Καρυές, ένα δωμάτιο το κάναμε
εντατική. Μας δώσανε όλα τα φάρμακα από το Νοσοκομείο. Έζησε
πέντε μέρες εδώ πέρα και πέθανε. Τον ξενυκτούσαμε.
Εκείνο που μας έκανε εντύπωση είναι ότι από τότε που ήρθε
265
στο Άγιο Όρος έπαψαν οι πόνοι. Τίποτα. Παρ' ότι είχε δυσκολία.
Είχε τον ρόγχο αυτό. Είχε υγρά στους πνεύμονες. Τον ρωτούσαμε:
«Σε δυσκολεύει;» «Μπα, καθόλου. Τίποτα δεν αισθάνομαι»,
απαντούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον κουνάμε λιγάκι, γιατί
άναβαν τα πόδια του. Ήρθε και ο ανιψιός του εδώ πέρα. Που
πήγαν εκείνοι οι πόνοι; Αφού είχε καρκίνο ο άνθρωπος και ήταν
στα τελευταία του; Κοινωνούσε κάθε μέρα. Μάλιστα, την τελευταία
μέρα μου λέει: «Πάτερ Βασίλειε, κάτι θυμήθηκα. Φέρε τον
πνευματικό». Εξομολογείται το μεσημέρι. Το βράδυ βάρυνε.
Άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Παίρνω αμέσως, 10-11 το βράδυ, το
νοσοκομείο. Μου λένε: «Αμέσως ασθενοφόρο για τον Πολύγυρο».
«Ποιο ασθενοφόρο; Φεύγει ο άνθρωπος. Πέστε μας, τι να
κάνουμε». Έδωσαν κάποιες οδηγίες: Κορτιζόνη, θεοφυλίνη,
διουρητικά, μέσα στον όρο.
Μου λέει ο γέρο-Παγκράτιος: «Άστα, τα φάρμακα αυτά. Δεν
με βοηθάνε πλέον. Ότι ήταν να κάνουν, το 'κάνανε. Εγώ τώρα
φεύγω. Μόνο κάθισε λίγο εδώ δίπλα μου, να μου κάνης λίγη
συντροφιά. Σε λίγο φεύγω». Λέω στον γέροντα (τον π. Ιγνάτιο):
«Πήγαινε, ξεκουράσου λίγο. Ε! Μπορεί να τα λέει έτσι ο παππούς.
Που ξέρει ότι θα φυγή; Μπορεί να ζήση και μέρες ακόμη».
Πήγε να ξεκούραστη λίγο ο γέροντας. Τακτοποίησα τον
ασθενή και κάθισα δίπλα του. Εκεί πού μιλούσαμε, τον πήρε λίγο ο
ύπνος. Ξεψύχησε σαν πουλάκι. Βγάζω τους όρους.
Κοιμάμαι και εγώ δίπλα του. Σκέπτομαι: «Θα τον
ετοιμάσουμε το πρωί. Δεν παγώνει ο μοναχός. Το πρωί χαράματα
θα ξυπνήσω τον γέροντα και θα του αναγγείλω το γεγονός. Μετά
θα τον ετοιμάσουμε». Ούτε πάγωσε, ούτε τίποτα. Είχε οσιακό
τέλος ο γέρο Παγκράτιος.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Β . ΕΤΟΣ 2007

266
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 Ένας Τόπος Με Οικουμενικές Συντεταγμένες Και Ουράνιο


Προσανατολισμό ……..Σελ…………….1
 Το Άγιον Όρος Στην Υπερχιλιόχρονη Ιστορία
Του……..Σελ…………….8
 Άγιος Αθανασιος Ο Πάριος ……..Σελ…………….16
 Άγιος Νήφων Β΄ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
……..Σελ…………….20
 Όσιος Νείλος Της Σόρα(1453-1508) ……..Σελ…………….20
 Ιερομάρτυς Νικήτας Ο Νέος (+1808) ……..Σελ…………….21
 Όσιος Αριστοκλής( 1846 - 1918 ) Ο Θαυματουργός (Ρώσος)
……..Σελ…………….21
 Όσιος Σιλουανός Ο Αθωνίτης (1866 – 1938) ……..Σελ…………….21
 Άγιος Σάββας Ο Νέος Ο Εν Καλύμνω (1862-1948)
……..Σελ…………….22
 Οι ΌΣΙΟΙ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΚΑΙ ΤΙΜΟΘΕΟΣ……..Σελ…………….22
 Όσιος 0εοφύλακτος Ο Σαλός……..Σελ…………….23
 Όσιος Σεραττίων Ο Ρώσος……..Σελ…………….24
 Δέκα Άγνωστοι Και Ανώνυμοι Άγιοι……..Σελ…………….25
 Ουράνια Ευωδία Αγνώστων Αγίων Της Ερήμου……..Σελ…………….26
 Οσιακός Θάνατος Ερημίτη……..Σελ…………….27
 Άγνωστος Άγιος Ερημίτης……..Σελ…………….30
 Οι Χωρίς Κατοικία Αόρατοι Ερημίτες……..Σελ…………….32
 Ο Πάτερ Αρτέμιος Και Η Σπηλιά……..Σελ…………….33
 Ανακάλυψη Αγνώστου Λειψάνου Στη Περιοχή Της Μικρής Αγίας
Άννας……..Σελ…………….34
 Και Μετά Θάνατο Απέφευγαν Τη Δόξα Των
Ανθρώπων……..Σελ…………….36
 Οι Υπομένοντες Τους Πειρασμούς Μάρτυρες
Λογίζονται……..Σελ…………….37
 Τα Κελιά Και Ησυχαστήρια Της Κερασιάς……..Σελ…………….39
 Ο Βίος Του Οσίου Πατρός Ημών Γεωργίου (Χατζη - Γεώργη)
……..Σελ…………….40
 Ο Χημικός Γεράσιμος Μενάγιας……..Σελ…………….67
 Τρεις Ενάρετοι Χιώτες Στην Κερασιά……..Σελ…………….71
 ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ ΜΙΜΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΒΒΑ
ΔΟΣΙΘΕΟΥ……..Σελ…………….71
 Τα Ησυχαστήρια Των Καρουλίων Σαν Αητοφωλιές Ο Γερο –
Φιλάρετος……..Σελ…………….76
 Ο Παπα – Τύχων……..Σελ…………….86
 Ο Γέρων Παρθένιος……..Σελ…………….104
 Ο Γερών Ζωσιμάς Ο Καλαθοποιός……..Σελ…………….104
 Ο Σοφός Γέροντας Δανιήλ Στα Κατουνάκια……..Σελ…………….105

267
 Εφραίμ ο ταλαίπωρος - Εφραίμ ο Σύρος……..Σελ…………….118
 Ο Γέρων Καλλίνικος Στα Κατουνάκια……..Σελ…………….119
 Ο Μακαριστος Γερων Εφραίμ Κατουνακιωτης……..Σελ…………….126
 Αντύπας Ο Μολδαβός Ο Πνευματικός……..Σελ…………….131
 Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, Ένας Λόγιος
Ησυχαστής……..Σελ…………….136
 Π. Σάββας Ο Πνευματικός 1821-1908) ……..Σελ…………….150
 Πορεία Προς Την Αγία Άννα……..Σελ…………….154
 Άγιοι Στη Σκήτη Της Αγίας Άννας……..Σελ…………….155
 Μεγάλοι Διδάσκαλοι Της Έρημου -Μικρή Αγία
Άννα……..Σελ…………….156
 Ο Πατριάρχης Κύριλλος Ο Ε' Μοναχός Στην Αγία
Άννα……..Σελ…………….166
 Ιωακείμ Αγιαννανίτης. Ο Ελληνοαμερικάνος
Κολλυβάς……..Σελ…………….167
 Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Ένας Υμνωδός Από Τον
Άθωνα. ……..Σελ…………….175
 Στέφανος Μοναχός «Ο Αμερικανός» ……..Σελ…………….184
 Υπόδειγμα Αγνού Και Αληθινού Υποτακτικού……..Σελ…………….185
 Στη Νέα Σκήτη Αγιάσανε Μητροπολίτες Και
Επίσκοποι……..Σελ…………….189
 Ο Ασκητής Γερο - Δαμασκηνός (Ιστ' Αιώνας) ……..Σελ…………….192
 Ο Γερο Χαράλαμπος Με Τη Μνήμη Θανάτου (Ιζ' Αιώνας)
……..Σελ…………….193
 Στον Πύργο Της Νέας Σκήτης Ο Γερο - Δανιήλ (Ιθ' Αιώνας)
……..Σελ…………….195
 Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Στη Νέα Σκήτη (1880 -1967)
……..Σελ…………….196
 Ο Γερο Ιωσήφ - Φραγκίσκος Στη Ν. Σκήτη (1912)
……..Σελ…………….199
 Ο Δεσπότης Της Ευβοίας Μοναχός Στη Ν.
Σκήτη……..Σελ…………….200
 Ο Γέρων Αβέρκιος……..Σελ…………….202
 Γέρων Ευλόγιος……..Σελ…………….204
 Έδειξε Ιώβειο Υπομονή Ο Μοναχός Νικόλαος……..Σελ…………….207
 Πνευματικός Γέρων Ιερώνυμος Ιερομόναχος Αγιορείτης Ο
Κρής……..Σελ…………….208
 Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Σπετσέρης 1860-
1934……..Σελ…………….211
 Αρσένιος Και Νικόλαος Οι Ιβηροσκητιώται……..Σελ…………….214
 ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ……..Σελ…………….238
 ΕΥΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ……..Σελ…………….239
 Ο Γερο-Ιγνάτιος Διονυσιάτης……..Σελ……………. 240
 Συνομιλία Με Τους Πατέρες Του Ιερού Γρηγοριατικού Κελιού Των
Ιωασαφαίων Καρυών……..Σελ…………….244
 Π. Μάξιμος Και Π. Γεννάδιος Ιβηρίται Και Π. Γεώργιος Και Π. Παχώμιος
Από Το Κελί Του Αγίου Γεωργίου Του Φανερωμένου.
……..Σελ…………….244
 Πατήρ Χαράλαμπος Ο Κομποσκοινάς……..Σελ…………….249
 Ό Ρουμάνος Με Τα Πουλάκια……..Σελ…………….251

268
 Γέρων Πανάρετος Παντοκρατορινός……..Σελ…………….252
 Οι «Ζεύγαλοι» - Ό Γέρο-Κώστας……..Σελ…………….253
 Γέρο-Αντώνης Τσούκας……..Σελ…………….254
 Γέρων Φανούριος, Ο Ρουμάνος Ασκητής Από Την
Καψάλα……..Σελ…………….255
 Πατήρ Ηρωίδων Ο Ρουμάνος……..Σελ…………….256
 Πατήρ Δαμασκηνός Από Την Κουτλουμουσιανή
Σκήτη……..Σελ…………….256
 Γέρο-Γιάννης Ο Λαϊκός Από Την Λήμνο……..Σελ…………….257
 Ή Αγάπη Των Γερόντων Π. Αγαθαγγέλου Και Π.
Παϊσίου……..Σελ…………….258
 Γέρων Ιωάσαφ, Ο Μακαριστός Γέροντας Μας……..Σελ…………….259
 Γέρων Παγκράτιος……..Σελ…………….263

269

You might also like