Professional Documents
Culture Documents
Αγιο Ορος Μητροπολίτου Μεσογαίας Και Λαυρεωτικής Νικολάου
Αγιο Ορος Μητροπολίτου Μεσογαίας Και Λαυρεωτικής Νικολάου
Αγιο Ορος Μητροπολίτου Μεσογαίας Και Λαυρεωτικής Νικολάου
-1-
φυσικότητα της μοναχικής έκφρασης του, ίσως οι θησαυροί, τα
κειμήλια και η αίγλη του, ίσως το «άβατο» και το «αυτοδιοίκητό»
του, ίσως ο οικουμενικός χαρακτήρας του, ίσως η Θεομητορική
σκέπη και προστασία του, ίσως η ειδική χάρη του. Το Βυζάντιο,
παρά την θεοκρατικότητά του, ύστερα από 11 αιώνες δόξης έπεσε.
Το Όρος διανύει τον 14ο αιώνα της ζωής του, αλλά βαδίζει με τον
βηματισμό του μέλλοντος αιώνος και σου δίνει την αίσθηση ότι
είναι ένας τόπος «ούκ εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη' 36) πού η
σχέση του με τον χρόνο είναι όση και η επαφή της επιφάνειας του
με τον αέρα, το δε πολίτευμα του «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιπ. γ'
20). «Όρος πίον, όρος τετυρωμένον» (Ψαλμ. ξζ' 15)
Έχοντας χαλαρή σχέση με την εγκοσμιότητα και
εφημερότητα, όντας συνεχώς εστραμμένο προς τα έσχατα και τα
υψηλά, μοιάζει με μια αγκαλιά πού χωρεί όλους και ένα βλέμμα
πού διακρίνει και τα επέκεινα και του χρόνου και της λογικής. Το
Όρος έχει γεωγραφικές συντεταγμένες στην Ελλάδα αλλά δεν
ανήκει σε αυτήν.
Ίσως να είναι τι κατεξοχήν κομμάτι της Ορθόδοξης ζωής πού
υπογραμμίζει την καθολικότητα και οικουμενικότητα της Εκκλησίας.
Ανάμεσα στα μοναστήρια του, έχει ένα Ρώσικο, ένα Σέρβικο και
ένα Βουλγάρικο. Διαθέτει δύο Ρουμάνικες σκήτες και φιλοξενεί
μοναχούς από χώρες και πολιτισμούς μακρινούς, όπως το Περού
και η Κολομβία. Μέσα στα γεωγραφικά του πλαίσια ομιλούνται και
προσφέρεται η θεία λατρεία σε πλείστες όσες γλώσσες,
εκφράζονται ποικίλοι πολιτισμοί, αποτυπώνονται πολλές
παραδόσεις, υπάρχει μια θαυμάσια και ισόρροπη ποικιλομορφία.
Τίποτε από όλα αυτά δεν παρεμποδίζει την ενότητα της πίστεως,
την καθολικότητα του Ορθοδόξου πνεύματος, την οικουμενικότητα
της εκκλησιαστικής μαρτυρίας.
Αντίθετα όλα αυτά αποδεικνύουν ότι ο λόγος του Θεού δεν
περιορίζεται από γλώσσες, δεν περισφίγγεται από σύνορα, δεν
ασφυκτιά από πολιτισμικές εκφράσεις ίσως ούτε και από
θρησκείες. Είναι ενδιαφέρον ότι από τα μέλη του Συλλόγου «Οι
φίλοι του Αγίου Όρους» στην Αγγλία, μόνον το ένα τρίτο είναι
Ορθόδοξοι. Οι μη Ορθόδοξοι συγγραφείς πού καταθέτουν τον
εντυπωσιασμό τους και την υποψία της μυστικής δυνάμεως του
όλο και πληθαίνουν. Το Όρος συγκινεί κάθε καρδιά.
Ο χώρος και ο χρόνος αποκτούν άλλη διάσταση και
προοπτική. Η σχέση με τα γήινα, τα εφήμερα, τα φθαρτά είναι
εντελώς συμβατική. Έννοιες όπως χρήμα, ιδιοκτησία, περιουσία,
επένδυση, διασκέδαση, ανταγωνισμός, συμφέρον, εκφυλίζονται σε
εντελώς δευτερεύοντες όρους. Από τα γήινα εδώ επιλέγονται τα
εντελώς αναγκαία. Η ψυχή ξανοίγεται στα ουράνια. Εδώ κυριαρχεί
-2-
το ενδιαφέρον για τα αιώνια, για την βασιλεία του Θεού. Η ιστορία
δεν υπάρχει για να λατρεύεται, αλλά για να θεμελιώνει το παρόν.
Το μέλλον δεν παρουσιάζεται για να εκτονώνει τα πιεσμένα
συναισθήματα, αλλά για να μεταμορφώνει το παρόν. Όλος ο
χρόνος συμπυκνώνεται στην αγκαλιά του. Το Όρος ακολουθεί το
παλαιό ημερολόγιο με την συνείδηση ότι είναι λάθος, χωρίς αυτό
να ενοχλεί, και με τον λογισμό ότι είναι για τον τόπο το
δοκιμασμένο. Αλλά και ο Βυζαντινός χρονικός κύκλος της ημέρας,
πού είναι τόσο άβολος στην πράξη, φαίνεται πώς εδώ έχει τον
λόγο του. Το Όρος ζει στον δικό του χρόνο. Έχει ξεφύγει από τους
πιο σφιχτούς κλοιούς και έχει νικήσει και τις πιο παντοδύναμες
κυριαρχίες.
Ο χρόνος δεν δεσμεύει. Η παράδοση δεν περιορίζει. Το
λειτουργικό τυπικό δεν φυλακίζει. Η εθνική ταυτότητα και η γλώσσα
δεν απολυτοποιούνται. Η μόρφωση δεν αποτελεί προνόμιο.
Διακρίσεις δεν υπάρχουν. Οι συγκρίσεις αποφεύγονται. Αυτό πού
κυριαρχεί είναι η αδιάλειπτη παράσταση ενώπιον του Θεού και το
αγκάλιασμα του σύμπαντος κόσμου.
«Εις τα όρη ψυχή αρθώμεν όθεν η βοήθεια ήκει» (Ψαλμ. ρκ'
1) Το πρώτο ιδίωμα του Άθωνα είναι ότι είναι Όρος και μάλιστα
νοητόν. Είναι σημείο υψηλόν. Αντιπροσωπεύει μία ζωή πού
προσεγγίζεται ως ανάβασης, απολαμβάνετε «ταις υψηλαίς φρεσί»,
αναφέρεται στην «τα άνω ατενίζουσα καρδίαν», πού επιζητεί τον
«εν υψηλοίς κατοικούντα», τον Ύψιστο. Είναι ενδιαφέρον ότι στην
παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχουν τέσσερις αγιογραφικές
αναφορές σε όρη στα οποία συνέβησαν αποκαλυπτικά γεγονότα.
Στο Όρος Σινά, ο Μωυσής παραλαμβάνει τις δέκα εντολές,
την έκφραση της θείας βουλήσεως. Συνομιλεί μαζί Του, ακούει την
φωνή Του και αντικρίζει τα οπίσω Του (Έξοδος κεφ. ιθ' και κ'). Στο
Καρμήλιο Όρος, ο προφήτης Ηλίας προσεύχεται, εισακούεται η
φωνή του, λαμβάνει την απάντηση του Θεού και αισθάνεται την
παρουσία Του. Γεύεται τα σημεία της δυνάμεως Του (Γ' Βασ. κεφ.
ιη', ιθ' και κ'). Στο Όρος των Ελαιών, λαμβάνει χώραν το γεγονός
της Θείας Αναλήψεως του Κυρίου, ο οποίος θεώνει το πρόσλημμα
και «επί των ώμων την πλανηθείσαν άρας ανθρωπείαν φύσιν τω
Θεώ και Πατρί προσήγαγε» (Ψαλμ.). Εδώ υπεμφαίνεται η δόξα και
τιμή της ανθρωπινής φύσεως (Πράξ. α' 12).
Τέλος, στο Όρος Θαβώρ, ο Κύριος φανερώνει την δόξαν Του
στο μέτρο πού αντέχει να την αναγνωρίσει η ανθρώπινη φύση και
εκπέμπει το θείο φως Του (Ματθ. ιζ' 1-8). Το Όρος είναι όρος των
θείων εντολών, είναι τόπος του πρακτικού βίου, τόπος υπομονής,
ταπείνωσης, αγάπης, τόπος θείων επενδύσεων. Είναι τόπος
«διηνεκούς βίας της φύσεως, και ανελλιπούς φυλακής των
-3-
αισθήσεων», είναι τόπος άκρας, αδιάλειπτου και ανυποχώρητου
ασκήσεως και αποταγής.
Είναι τόπος προσευχής και σημείων. Η προσευχή είναι
αδιάκοπη, από πολλούς, εκτενής και μακρά. Οι ασκητές ξεκινούν
με την δύση του ηλίου την ολονυκτία τους, οι κοινοβιάτες παίρνουν
τη σκυτάλη το μεσονύκτιο, το πρωί τελείται η Θεία Λειτουργία, κατά
την διάρκεια της ημέρας οι ακολουθίες των Ωρών, στο διακόνημα,
στο κελί, στον χρόνο της ησυχίας και της φιλόθεης αδολεσχίας
ακούγεται διαρκώς και από πολλούς η επανάληψης των θείων
νοημάτων της ευχής. Οι γλώσσες προσεύχονται, η αρχιτεκτονική
των ναών υπογραμμίζει την ένταση της προσευχής, το
πρόγραμμα, οι μακρές ακολουθίες, οι καρδιές των μοναχών όλα
διακατέχονται από το άρωμα της προσευχητική μελωδίας.
Το Όρος φανερώνει την ακρότητα των ανθρωπίνων
καταστάσεων. Έχει την μεσότητα του διακριτικού ήθους, αλλά και
την δίχως άκριτες ακρότητες θεία ακρότητα του απόλυτου και
ασυμβίβαστου βίου και φρονήματος. Η καθημερινή αγρυπνία, η
απουσία της γυναικείας παρηγοριάς έστω και ως εικόνος, η
δεδομένη υπακοή, η χωρίς προσωπικές επιλογές ζωή,
υπογραμμίζουν την φυσικότητα της υπέρ φύσιν καταστάσεως. Στο
Όρος αναδεικνύεται το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσεως. Ο τόπος
λειτουργεί ως εργαστήριο θεώσεως. «Την εν σαρκί ζωήν σου
κατεπλάγησαν αγγέλων τάγματα», ψάλλει ο Αθωνικός κόσμος
τιμώντας τον πατέρα του Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη. Τα
ανθρώπινα μέτρα εκτείνονται στα έσχατα όρια τους. Εδώ, άγιοι,
όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γίνονται επόπται της
θεότητος. Άγιοι, όπως ο άγιος
Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, αποτινάσσουν την γήινη
βαρύτητα ώστε και να ίπτανται. Άγιοι, όπως ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης, εκφράζουν την ευφυΐα τους ως φωτισμό και
μεταμορφώνουν την γνώση τους σε αποκαλυπτικό λόγο. Άγιοι,
όπως οι σύγχρονοί μας π. Παΐσιος, π. Εφραίμ, γέρων Ιωσήφ ο
Ησυχαστής συνδυάζουν την βία στην ζωή τους με την χάρι, όπως
οι παλαιοί γέροντες της ασκητικής γραμματείας. Άγιοι όπως ο
άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή οι επίσης σύγχρονοί μας π. Σωφρόνιος
και π. Πορφύριος αντλούν δυνάμεις από το Αθωνικό φρέαρ για
λίγα χρόνια και μεταμορφώνονται σε παγκόσμιους αναμορφωτές
και ιεροκήρυκες και θεολόγους δια βίου.
Το Όρος όμως δεν είναι μόνον τόπος της ανθρώπινης
πνευματικής δόξας. Και στα τέσσερα προαναφερθέντα όρη, η
παρουσία του Θεού υποδηλώνεται από την εμφάνιση κάποιας
νεφέλης. Στο Σινά ως «νεφέλη γνοφώδης», εντός της οποίας
εισέρχεται ο Μωυσής, αισθανόμενος αλλά μη ορών τον Κύριο
-4-
(Έξοδος ιθ' 16 και κδ'). Στο Καρμήλιο όρος η «νεφέλη» λύει την
σιγή του ουρανού και φέρνει «υετόν» κατά θαυμαστόν τρόπον (Γ'
Βασ. ιη' 44). Στο Όρος της Θείας Αναλήψεως «νεφέλη υπέλαβε»
τον Κύριο και τον αναφέρει στον ουρανό (Πραξ. α' 9). Τέλος, στο
Θαβώρ «νεφέλη φωτεινή επεσκίασε» τους μαθητές και «φωνή εκ
της νεφέλης λέγουσα· ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω
ευδόκησα· αυτού ακούετε» καταδεικνύει την συμπαρουσία του
Θεού Πατρός (Ματθ. ιζ' 5).
Το Όρος ζει μέσα στην νεφέλη των χαρίτων του Θεού. Άγια
λείψανα ευωδιάζουν, ιερές εικόνες μυροβλύζουν, τα αναμενόμενα
ανατρέπονται, τα προσδοκώμενα υπερβαίνονται, οι εκπλήξεις
ξεπερνούν τα συνηθισμένα γεγονότα, ο Θεός ενεργεί πιο δυνατά
από τους φυσικούς νόμους και την λογική. Μέσα στην Αγιορείτικη
νεφέλη εισέρχεσαι ως επισκέπτης και διαπιστώνεις, όπως ο
Μωυσής, ότι στα χέρια σου βρίσκονται οι πλάκες των θείων
εντολών. Διευκολύνεσαι στην τήρηση τους. Σε ξαφνιάζει η
παρουσία της και αιφνιδιάζεσαι από το «σημείον» του υετού της
χάριτος του Θεού. Την αισθάνεσαι ως μυστήριο και «πίπτεις επί
πρόσωπον φοβούμενος σφόδρα», όπως οι μαθητές στο Θαβώρ.
Την αντικρίζεις και ακούς την φωνή του Θεού Πατρός μέσα σου.
Την νοιώθεις ως αψηλάφητο θεϊκό μεγαλείο και «ατενίζεις εις τον
ουρανόν», όπως οι απόστολοι στο Όρος των Ελαιών και
«επιστρέφεις» μετά μεγάλης μυστικής «χαράς».
Αν το Όρος της θεϊκής παρουσίας φωτίζει με την θέα των
αποκαλύψεων, η νεφέλη του θείου μυστηρίου πληροί την καρδία
με την ταπείνωση της Ακτίστου χάριτος. Στο Άγιον Όρος ζεις το
θαύμα, αντιλαμβάνεσαι την αγιότητα, φωτίζεσαι από όσα μπορείς
να δεις, τρέφεσαι από όσα αδυνατείς να προσεγγίσεις, «φρονείς εν
εαυτώ ο και εν Χριστώ Ιησού» (Φιλιπ. β' 5).
Πριν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός
φοιτητής. Με πολλή διστακτικότητα, άλλα και με την ένταση του
απαιτητικού αναζητητή, μου δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θα
ήθελε πολύ να πιστέψει, αλλά δεν μπορούσε. Χρόνια
προσπαθούσε και αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Συνομίλησε με καθηγητές και μορφωμένους, αλλά δεν
ικανοποιήθηκε η δίψα του για κάτι σοβαρό. Άκουσε για μένα και
αποφάσισε να μοιρασθεί μαζί μου την υπαρξιακή ανάγκη του. Μου
ζήτησε μια επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
- Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τον ρώτησα.
- Δυστυχώς όχι, μου απαντά. Είμαι της φιλοσοφικής.
- Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς
αστειευόμενος. Ένοιωσε αμήχανα και κάπως σιώπησε για λίγο.
- Κοίταξε, του λέω. Συγγνώμη πού σε πείραξα λιγάκι. Αλλά ο
-5-
Θεός δεν είναι εξίσωση ούτε μαθηματική απόδειξη. Αν ήταν κάτι
τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θα Τον πίστευαν. Να ξέρεις,
αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στο Άγιον Όρος;
έχεις ποτέ συναντήσεις κανέναν ασκητή;
- Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι να πάω, έχω ακούσει τόσα
πολλά; Αν μου πείτε, μπορώ να πάω και αύριο. Ξέρετε κανέναν
μορφωμένο να πάω να τον συναντήσω;
- τι προτιμάς; Μορφωμένον πού μπορεί να σε ζαλίσει ή Άγιον
πού μπορεί να σε ξυπνήσει;
- Προτιμώ τον μορφωμένο. Τους φοβάμαι τους αγίους.
- Η πίστη είναι υπόθεση της καρδιάς. Για δοκίμασε με
κανέναν άγιο. Πώς σε λένε; ρωτώ.
- Γαβριήλ, μου απαντά.
Τον έστειλα σε έναν ασκητή. Του περιέγραψα τον τρόπο
προσβάσεως και του έδωσα τις δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα
σχεδιάγραμμα.
- Θα πάς, του είπα, και θα ρωτήσεις το ίδιο πράγμα. Είμαι
άθεος, θα του πεις, και θέλω να πιστεύσω. Θέλω μια απόδειξη
περί υπάρξεως Θεού.
- Φοβάμαι, ντρέπομαι, μου απαντά.
- Γιατί ντρέπεσαι και φοβάσαι τον άγιο και δεν ντρέπεσαι και
φοβάσαι εμένα; Ρωτώ.
Πήγαινε απλά και ζήτα το ίδιο πράγμα.
Σε λίγες μέρες, πήγε και βρήκε τον ασκητή να συζητάει με
κάποιον νέο στην αυλή του. Στην απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι
τέσσερις καθισμένοι σε κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σε αυτούς και ο
Γαβριήλ βρήκε δειλά την θέση του. Δεν πέρασαν περισσότερα από
δέκα λεπτά και η συνομιλία του γέροντα με τον νεαρό τελείωσε.
- Τι γίνεστε, παιδιά; Ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι;
Έχετε πιει λίγο νεράκι.
- Ευχαριστούμε, γέροντα, απήντησαν, με συμβατική κοσμική
ευγένεια.
- Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στον Γαβριήλ, ξεχωρίζοντας
τον από τους υπόλοιπους. Θα φέρω εγώ το νερό, πάρε εσύ το
κουτί αυτό με τα λουκούμια. Και έλα πιο κοντά να σου πώς ένα
μυστικό: Καλά να είναι κανείς άθεος, αλλά να έχει όνομα αγγέλου
και να είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μου συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε να πάθει έμφραγμα από τον
αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε το όνομα του; Ποιος του
αποκάλυψε το πρόβλημα του; τι, τελικά, ήθελε να του πει ο
γέροντας;
- Πάτερ, μπορώ να σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε να
ψελλίσει.
-6-
- Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει· πάρε το λουκούμι, πιες και
λίγο νεράκι και πήγαινε στο πιο κοντινό μοναστήρι να
διανυκτερεύσεις.
- Πάτερ μου, θέλω να μιλήσουμε, δεν γίνεται;
- τι να πούμε, ρε παλικάρι; Για ποιόν λόγο ήλθες;
Στο ερώτημα αυτό ένοιωσα αμέσως να ανοίγει η αναπνοή
μου, αφηγείται. Η καρδιά μου να πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα
μου κόσμος να θερμαίνεται. Οι απορίες να λύνονται χωρίς κανένα
λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς την ύπαρξη μιας
ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τα
«αν», τα «γιατί», τα «μήπως» και έμεινε μόνον το «πώς» και το
«τι» από δω κι εμπρός.
Ό,τι δεν του έδωσε η σκέψη των μορφωμένων, του το χάρισε
ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις της τέταρτης
τάξης του δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σου κάνουν
την εγχείρηση χωρίς αναισθησία και δεν πονάς. Σου κάνουν την
μεταμόσχευση χωρίς να σου ανοίξουν την κοιλιά. Σε ανεβάζουν σε
δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τις σκάλες της κοσμικής λογικής. Σου
φυτεύουν την πίστη στην καρδιά, χωρίς να σου κουράσουν το
μυαλό.
«Άβατον και Θεοβάδιστο»
Το Άγιον Όρος είναι το πανεπιστήμιο της καρδιάς, είναι το
θεραπευτήριο του έσω
ανθρώπου. Σε φιλοξενεί σε πνευματικές κορυφές πού δεν τις
προσεγγίζεις ούτε με το πιο σύγχρονο αερόστατο της κοσμικής
συλλογιστικής. Η χάρις εδώ δίνει ασυνήθεις εκφράσεις στην
αλήθεια.
Το βασικό ερώτημα στο Όρος δεν είναι αν υπάρχει Θεός.
Αυτό φαίνεται σαν να έχει λάβει προ πολλού την οριστική
απάντηση του. Ούτε το αν ο Θεός μας είναι καλύτερος από των
άλλων. Αυτό το μάς δεν νοείται κτητικά - ο Θεός είναι δικός μου-,
αλλά διατυπώνεται υικά, κενωτικά -εγώ αγωνίζομαι να γίνομαι
δικός Του. Το ζητούμενο είναι ο αγώνας μετοχής στη θεία φύση
Του (Β'Πέτρ. α' 4), η αξιοποίηση της συγγένειας μαζί Του, η
απόκτηση της αίσθησης της παρουσίας Του, το πώς και το υγιές
της εμπειρίας Του.
Η αξία του δεν έγκειται στους επιμέρους χαρισματικούς
μοναχούς του, όσο πολλοί, όσο μεγάλοι κι αν είναι αυτοί. Το
μεγαλείο του κρύβεται στο ότι αποτελεί τόπο αναπαύσεως του
Θεού. Όπως για άγνωστους σε μάς λόγους, σε μερικές εικόνες,
πού ιστορούν το ίδιο πρόσωπο με άλλες, συγκαταβαίνει
διαφορετικά, και δίνει ειδική χάρι σε αυτές πού δεν δίνει στις
υπόλοιπες, όπως μεταξύ των δώδεκα αγαπημένων μαθητών του
-7-
είχε και τον «ηγαπημένον», όπως ανάμεσα στους λαούς του
επιλέγει και τον «περιούσιον», όπως μόνον σε συγκεκριμένα
σημεία, την κολυμβήθρα της Βηθεσδά ή του Σιλωάμ, επιτελεί τα
θαύματα της φανερώσεώς Του, έτσι επιλέγει και τόπους μέσα στη
δημιουργία Του πού εκφράζει ιδιαίτερα την χάρι Του. Το Άγιον
Όρος είναι το Όρος του Θεού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΕΜΤΟΥΣΙΑ
- 15 -
Άγιος Αθανάσιος ο πάριος
(Κώστο Πάρου 1722 - Ρεστά Χίου 1813)
Εορτή: 24 Ιουνίου
Απολυτίκιον
Γ). Δάσκαλος-Σχολάρχης:
- 20 -
Ρωσίας ίδρυσε τη σκήτη του κι έθεσε στους αγαπητούς μοναχούς
του ησυχαστικό πρόγραμμα και την ακολουθήσει της
ακτημοσύνης. Το πλούσιο συγγραφικό του έργο κυρίως
αναφέρεται στην ασκητική ζωή, την οποία βίωσε καλά και δίδαξε
περίτρανα.
Νέος μόνασε στο Αγιον Όρος. Διήλθε από την μονή Αγίου
Παντελεήμονος και τη σκήτη της Αγίας Αννης. Απαγχονίσθηκε στις
Σέρρες το Μέγα Σάββατο 4.4.1808 και πολλά θαυμαστά εποίησε
το τίμιο λείψανό του.
Τιμάται ως πολιούχος των Σερρών και πρόσφατα ανηγέρθη
περικαλλής ναός προς τιμή του. Η ιερά μητρόπολη Σερρών και
Νιγρίτης το τρέχον έτος το έχει αφιερώσει στη μνήμη του
ιερομάρτυρος Νικήτα με σειρά πνευματικών εκδηλώσεων.
Στο νοητό στερέωμα των Αγίων της Εκκλησίας μας και στην
αγιορείτικη χορεία των Οσίων Πατέρων, κατά τα τελευταία αυτά
χρόνια, προστέθηκε κι άλλο αστέρι μεγάλου μεγέθους, ο Ρώσος
την καταγωγή και αδελφός της Ιεράς Μονής του Αγίου
Παντελεήμονος, Σεραπίων Μοναχός, ο οποίος για περισσότερη
ησυχία και τελειοποίηση στην επιστήμη και καλλιέργεια της νοεράς
προσευχής, αποφάσισε να αναχωρήσει από την πολυθόρυβη ζωή
της μετανοίας του.
Αφού προγυμνάστηκε στην αυταπάρνηση, την υπακοή και
την ταπείνωση, υπηρετώντας πρόθυμα τους Γέροντες και
αδελφούς της ιεράς Κοινοβιακής Μονής του Αγίου Παντελεήμονος
και έλαβε τα απαραίτητα αυτά εφόδια, με την ευλογία και άδεια του
Καθηγούμενου, αναχώρησε και πήγε στην έρημο των
Κατουνακίων και Καρουλίων.
Εκεί βοηθήθηκε από τους ησυχαστές της ερήμου και
προόδευσε πολύ στην καρδιακή νοερά προσευχή και με πολλούς
και σκληρούς αγώνες, στερήσεις, κακουχίες, αντιστάθηκε σε όλους
τους πειρασμούς της ολιγωρίας και ολιγοπιστίας. Με πίστη θερμή
και αγάπη αληθινή προς όλους τους Πατέρες, τους οποίους με
πολλή ταπείνωση παρακαλούσε να προσεύχονται για την ψυχική
του σωτηρία.
Ύστερα από μικρή αδιαθεσία, προείδε τον καιρό της
εκδημίας του, και ήταν έτοιμος με χαρά να έρθει εκείνη η
ευλογημένη ώρα, όπως συνήθιζε να λέει πολλές φορές. Έτσι με τη
χάρη του Θεού, αφού ζήτησε συγχώρεση από όλους τους
- 24 -
Πατέρες, κοιμήθηκε τον μακάριο ύπνο των Οσίων το 1974 σωτήριο
έτος.
Με την ενάρετη και αγία ζωή του, ο όσιος αυτός Σεραπίων,
απέδειξε ακόμη μια φορά ότι, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός
«Χθες, σήμερον και εις τους αιώνας είναι ο αυτός» ('Εβρ. ΙΓ' 8). Και
ότι εκ των αναίσθητων λίθων των σημερινών ανθρώπων και
πιστών χριστιανών, Μοναχών και Κληρικών, μπορεί ο Θεός και
κατά τους έσχατους αυτούς καιρούς, να αναδείξει άξιους δούλους
Του, εργάτες της αρετής, οι οποίοι μπορούν να λάβουν την
αγιαστική Του θεία χάρη.
- 34 -
μικρή Άγιάννα, πού ασκήτευε Όρος συγγενής του Γέρο - Ευθύμιος.
Ρώτησε ένα Μοναχό, ο όποιος πρόθυμα του έδειξε το
δρόμο, φυσικά το μέρος εκεί όλο κατσάβραχα με πολλά
κατσικοδρομάκια. Ό άνθρωπος πήρε ένα από τα δρομάκια αυτά,
πού τον έβγαλε στη τοποθεσία πού τη λένε «Πείνα», εκεί όμως
συναντά κανείς βράχια πού τον οδηγούν σ' αδιέξοδο.
Πήρε τον ανήφορο χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Ή ώρα
περνούσε, ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, τελικά με πολύ κόπο και
κίνδυνο να γκρεμιστεί, αφού περιπλανήθηκε πολλή ώρα γύρω στα
βράχια, έφτασε στο ησυχαστήριο των Αρχαγγέλων, εκεί πού, ο
Κρητικός Αγάπιος Λάνδος, έγραψε το βιβλίο «Αμαρτωλών
Σωτηρία» και πού ανήκει στην περιφέρεια της Μικρής Άγιάννας.
Εκεί από τον Γέροντα Γρηγόριο οδηγήθηκε και πήγε στον ξάδελφο
του Γέρο - Ευθύμιο.
Ό Γέρο - Ευθύμιος, γέροντας του Γέρο - Χριστόδουλου του
επίσης Κρητικού, περιποιήθηκε όσο μπορούσε τον ξάδελφο του
και τον έβαλε να ξεκουραστεί. Καθώς ξάπλωσε να συνέλθει από
τον πολύ κόπο, άρχισε να διηγείται στον Γέρο - Ευθύμιο την
περιπέτεια του πού είχε στα βράχια και κει πού του 'λεγε αυτά,
ρώτησε το Γέρο - Ευθύμιο:
— Δε μου λες ξάδερφε, αυτόν τον πεθαμένο πού είδα πέρα
κει δα στα βράχια, μέσα σε μια σπηλιά, πότε θα τον θάψετε; Θέλω
κι εγώ να ιδώ πώς θάβετε τους πεθαμένους μοναχούς.
Ό Γέρο - Ευθύμιος σαν άκουσε για σπηλιά και πεθαμένο, την
άλλη μέρα πρωί - πρωί, πήρε τον ξάδελφο του και πήγε στο Γέρο
Κυπριανό το χρυσοχόο πού γνώριζε τα μέρη εκείνα σπιθαμή προς
σπιθαμή, γιατί ο Γέρο Κυπριανός ασκήτευε εκεί από μικρό παιδάκι
και συχνά στα μέρη εκείνα μάζευε όπως και άλλοι Πατέρες και
ασκητές σαλιγκάρια. Όταν του είπαν αυτά τα πράγματα, ο Γέρο-
Κυπριανός έμεινε κατάπληκτος, σαν άκουσε για σπηλιά, έπεσε σε
μεγάλη συλλογή, πολλές σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του,
μήπως από την πείνα κι από την κούραση, ο Κρητικός,
φαντάστηκε τα πράγματα αυτά και παρεκάλεσαν τον Κρητικό
προσκυνητή να τους ειπεί, τι ακριβώς είδε. Πώς και που είδε τον
πεθαμένο;
Ό ευλαβής χριστιανός μ' όλη την απλότητα πού τον διέκρινε,
είπε στο Γέρο - Κυπριανό: «Γέροντα, από την Άγιάννα βγήκα σ'
αυτά τα βράχια, δεν ήξερα που να πάω και τι δρόμο να πάρω για
να 'ρθώ εδώ. Με κόπο και πολύ κίνδυνο ανέβηκα ψηλά και
βρέθηκε μπροστά μου μια σπηλιά, μπήκα μέσα και είδα πάνω σε
πέτρινο κρεβάτι ξαπλωμένο ένα σεβάσμιο Γέροντα να κοιμάται.
Είπα ένα χαιρετισμό και περίμενα απάντηση, Όρος κοιμώμενος
γέροντας δε σάλεψε από τη θέση του και τότε αφού διαπίστωσα
- 35 -
ότι είχε κοιμηθεί τον αιώνιο ύπνο, πλησίασα περισσότερο και είδα
πάνω από το κεφάλι του ένα σταυρό, την εικόνα της Παναγίας και
ένα καντηλάκι να καίει. Έκαμα το σταυρό μου, προσκύνησα τρεις
φορές και σκέφτηκα πώς, ο γέροντας αυτός, θα είχε πεθάνει τώρα
και επειδή δεν προλάβατε να τον θάψετε ασφαλώς θα τον θάβατε
αύριο. Αισθάνθηκα ευωδιά μοσχολίβανου και νόμισα πώς κείνη
την ώρα είχατε θυμιάσει και φύγατε».
Ό γέρο - Κυπριανός δε γνώριζε καμιά σπηλιά εκεί πού τους
έλεγε ο προσκυνητής και όλοι μαζί ξεκίνησαν και πήγαν να τους
δείξει που είδε αυτό το άγιο λείψανο. Γύρισαν όλη την περιοχή
εκείνη όλη την ήμερα, αλλά σπηλιά και λείψανο δε βρέθηκε
πουθενά. Μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα αισθάνθηκαν να βγαίνει από
τα μέρη εκείνα μια έντονη ευωδιά μοσχολίβανου. Την ευωδιά αυτή
είχε πολλές φορές ο Γέρο - Κυπριανός αισθανθεί, όπως μας
βεβαίωνε ο ίδιος, τίποτε όμως άλλο δεν είδε πέραν αυτού. Ό
ευλαβής προσκυνητής έλεγε επί λέξει: «Να εδώ, σε τούτο το
δέντρο δίπλα μπήκα στη σπηλιά, πού είναι τώρα; τι γίνηκε; Αχ
μωρέ δεν ήξερα πώς είναι άγιο λείψανο να το πάρω στον ώμο μου
καινά φύγω!» Τότε είπαμε το προφητικό λόγιο της Αγίας Γραφής:
«Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού και τοις άγίοις τοις εν τη
γη αυτού εθαυμάσωσεν Όρος Κύριος» (Ψαλμ. ΞΖ' 36) και αμέσως
γυρίσαμε πίσω γεμάτοι πνευματική χαρά και αγαλλίαση, με πλήρη
τη βεβαιότητα, πώς όλα τα βράχια και όλες οι πέτρες του Αγίου
Όρους κρύβουν κι από έναν άγιο, τον όποιον, όταν θέλει και σ'
όποιον θέλει, ο Πανάγαθος Θεός, αποκαλύπτει και δοξάσαμε μ'
ένα στόμα τον Τρισυπόστατο Ένα Θεόν, τον Πατέρα, τον Υίόν και
το Αγιον Πνεύμα.
- 36 -
επίσης καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οι των αδελφών Ανανιαίων,
Γέρων Γρηγόριος Μοναχός από τον καλλιτεχνικό αγιογραφικό Οίκο
«Αγία Τριάς» και πολλοί άλλοι Πατέρες και αδελφοί, οι όποιοι
μαρτυρούν, πώς όλα τα οστά εξέπεμπαν άρρητη και υπερκόσμια
ευωδιά.
Για να θαυμάσει όμως κανείς και να απορήσει εν ταύτω, με
την ταπεινοφροσύνη των μακαρίων αυτών Ασκητών και να
γνωρίσω μεν όλοι, πόσο, οι Πατέρες μας αυτοί, μισούσαν και
απέφευγαν τη δόξα των ανθρώπων και τη διάκριση άπ' αλλήλων,
παραθέτομε το αξιοπερίεργο φαινόμενο πού μας διηγήθηκαν αυτοί
που μετέφεραν τα οστά.
Όταν ένας από τους αδελφούς, πήρε από το σωρό των
οστών, μια νεκροκεφαλή και την έβαλε στο σάκο του, 'κει πού
περνούσε μπροστά από τους άλλους αδελφούς, όλοι αισθάνθηκαν
ιδιαίτερο άρωμα και πολύ έντονη εύωδία να βγαίνει από την κάρα
εκείνη.
Τότε όλοι, οι αναφερθέντες Πατέρες, έτρεξαν να δουν, κατά
το άδειασμα του σάκου και την τοποθέτηση των οστών, στη νέα
θέση τους, ποια είναι αυτή ή κάρα πού τόσο πολύ ευωδιάζει, για
να την ξεχωρίσουν και να την έχουν με τ' άλλα άγια λείψανα στην
εκκλησία. Τότε ή ιδιαίτερη εκείνη εύωδία και το άρωμα κρύφτηκε,
χάθηκε και εξαφανίστηκε τελείως. Μάταια έψαξαν, οι Πατέρες,
όλους τους σάκους και έβγαλαν τα οστά ένα ένα, αλλά δεν
μπόρεσαν να βρουν καμιά διάκριση να υπάρχει μεταξύ τους.
Αυτό έγινε ένα μεγάλο μάθημα σ' όλους μας, για να
γνωρίσομε πόσο οι πραγματικοί εκείνοι Μοναχοί απέφευγαν και δε
δέχονταν τη δόξα των ανθρώπων και μετά θάνατο ακόμη, επειδή
τους είναι υπέρ αρκετή ή δόξα πού έχουν από τον αθάνατο
Βασιλέα και θεό ημών, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Αγιον Πνεύμα,
εις τον όποιον Μοναδικό εν Τριάδι θεό, πρέπει πασά δόξα, τιμή και
προσκύνησις νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
- 39 -
Ο βίος του Οσίου πατρός ημών γεωργίου
(χατζη - γεώργη)
Γέροντος Παισιου
Ο Οσιότατος Πατήρ ημών Γεώργιος γεννήθηκε στην Κερμίρα
της Καππαδοκίας το 1809. οι γονείς του ήταν πλούσιοι, όχι μόνο
από αρετές, άλλα και από αγαθά του Θεού, τα οποία σκορπούσαν
στους φτωχούς με την καρδιά τους.Ο πατέρας του ονομαζόταν
Ιορδάνης και ήταν από την Κερμίρα, η δε μητέρα του λεγόταν
Μαρία και ήταν από το Γκέλβερι (Καρβάλη, πατρίδα του Αγίου
Γρηγορίου του Ναζιανζηνού).
Αφού απέκτησαν δυο παιδιά, τον Γαβριήλ (Χατζή-Γεώργη)
και τον Αναστάσιο, μετά ζούσαν πιο πνευματικά και αγαπημένοι
σαν αδέλφια (ζούσαν εν παρθενία). Ή μητέρα του, ή Μαρία, είχε
ασκητικό πνεύμα από μικρή, διότι είχε αδελφή Μοναχή, Ασκήτρια,
την οποία επισκεπτόταν και αργότερα με τα παιδιά της. Στον μικρό
- 40 -
λοιπόν Γαβριήλ που άκουγε τις διάφορες διηγήσεις από την θεία
τους για τους Ασκητάς, άναψε ή επιθυμία στην παιδική του καρδιά
να γίνει Μοναχός και προσπαθούσε να μιμηθεί τους Ασκητάς με
αυστηρές νηστείες και προσευχές.
Ό πατέρας του, ο Ιορδάνης, ήταν ευλαβής και αυτός και
ασχολείτο με το εμπόριο και τον περισσότερο καιρό τον περνούσε
στα ταξίδια. Αυτό φυσικά έδινε την ευκαιρία στην Μαρία να ζει
άπλα, να μη «μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά», να παίρνει τον
μικρό Γαβριήλ, επειδή είχε περισσότερη ευλάβεια, και να αγρυπνεί
με άλλες γυναίκες πότε στις σπηλιές και πότε στα εξωκλήσια.
Μπορούμε δε να πούμε, ότι και το γάλα της ευλογημένης αυτής
Μάνας, που θήλαζε ο Γαβριήλ, ήταν ασκητικό.
Όταν μεγάλωσε λίγο ο Γαβριήλ, πήγε στο σχολείο, άλλα δεν
μπορούσε να μάθει γράμματα, ένα) ήταν πολύ έξυπνος. Φαίνεται
ήταν οικονομία Θεού, για να μάθη με Θεϊκό τρόπο γράμματα το
αγιασμένο αυτό παιδί, Τέσσερα ολόκληρα χρόνια παιδεύτηκε στο
σχολείο ο μικρός Γαβριήλ και δεν κατόρθωσε ούτε να συλλαβίζει.
Επειδή τον μάλωναν οι γονείς του και ο δάσκαλος, εύρισκε
ευκαιρία και έφευγε στις σπηλιές. Εκεί δε στην Κερμίρα ή Κερμίλ,
ήταν ή σπηλιά με τα αποτυπώματα τού Αγίου Μεγαλομάρτυρος
Γεωργίου, όπου κατέφευγε πολλές φορές ο μικρός Γαβριήλ.
Νήστευε δε πολύ και προσευχόταν, κάνοντας πολλές
μετάνοιες εδαφιαίες, και όταν ένιωθε εξάντληση, έτρωγε χόρτα
από αυτά που φύτρωναν στο βουνό. Κάποτε μάλιστα είχε
απουσιάσει ένα μήνα, είχε έρθει σε επαφή με Ασκητάς πού
έμεναν γύρω στις σπηλιές, και ασκήτευε και αυτός κοντά τους
σε μια σπηλιά. Τον βρήκαν μετά οι γονείς του και έκτοτε δεν τον
μάλωναν πού δεν μπορούσε να μάθει γράμματα. μία μέρα, τού
είπε ή μητέρα του με καλοσύνη:
-Γαβριήλ, παιδί μου, πήγαινε στην Εκκλησία και
παρακάλεσε την Παναγία να σε βοηθήσει να μάθεις γράμματα.
Στην ενορία τους υπήρχε Θαυματουργός Εικόνα της
Θεοτόκου. Ό μικρός Γαβριήλ, αφού έκανε τριήμερο νηστεία και
πολλές μετάνοιες εδαφιαίες -με τις ώρες- , ξεκίνησε νύχτα για την
Εκκλησία να προσευχηθεί για να μην τον ιδούν οι άνθρωποι.
Μόλις έφτασε στον Νάρθηκα, έπεσε στο κατώφλι τής θύρας
τού Ναού και με ευλάβεια και με δάκρυα προσκύνησε Απ’' έξω,
διότι ή θύρα ήταν κλειστή. Ενώ παρακαλούσε την Παναγία, «Δώσε
μου, Βασίλισσα τού Ουρανού, να μάθω γράμματα!», ξαφνικά
άνοιξαν οι πόρτες τής Εκκλησίας, και μπήκε ή Θεοτόκος, και
παίρνοντας τον μικρό από το χέρι, τον έφερε στην Εικόνα τού
Χριστού και είπε : «Υιέ μου, δώσε στον μικρό Γαβριήλ να μάθη
γράμματα». Κι όπως έλεγε αργότερα ο ίδιος : Μ' αυτά τα λόγια μ'
- 41 -
ευλόγησε με το Χέρι της, μ' ασπάστηκε και είπε : «Τώρα, έμαθες
γράμματα». Και μετά μπήκε στην βόρεια πύλη τού Ιερού.
Βλέποντας ο Γαβριήλ ότι δεν βγαίνει, πήγε εκεί. Έψαξε σε όλη την
Εκκλησία, άλλα δεν μπόρεσε να την βρει! Ήλθε μετά ή ώρα τής
ακολουθίας, έφτασε και ο νεωκόρος για να σημάνει και βλέπει τα
πόρτες ανοιχτές και τον Γαβριήλ μέσα στον Ναό! Τα έχασε και
ρώτησε με έκπληξη ! Πώς βρέθηκες εδώ;
Ό Γαβριήλ του διηγήθηκε με λεπτομέρεια όλα όσα
συνέβησαν. Ό νεωκόρος για να διαπιστώσει την αλήθεια, του
έδωσε ένα βιβλίο να διαβάσει, και ο Γαβριήλ άρχισε να διαβάζει
ωραία και καθαρά. Τότε ο νεωκόρος του είπε : -Πράγματι, Εκείνη ή
γυναίκα ήταν ή Παναγία! Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, που
έμαθε γράμματα με Θεϊκό τρόπο ο μικρός, οι γονείς του και όλοι οι
συγγενείς του τον είχαν σε ευλάβεια. Ό Γαβριήλ όμως και
πάλι πήγαινε στις σπηλιές και ασκήτευε, μάζευε δε και τους
φίλους του και έκτιζαν μικρό Μοναστηράκι με Ναό και κελάκια,
έχοντας τον Γαβριήλ για Ηγούμενο. σε ηλικία δεκατεσσάρων
χρόνων ακολούθησε και αυτός τους συγγενείς του στην
Κωνσταντινούπολη, γιατί είχαν μάθει ότι τούρκεψε ο θείος που
έμενε εκεί. Καθώς περνούσα από ένα ερημικό τόπο, τού είπε ο
λογισμός ότι θα έβρισκε εκεί ερημίτες να τους πει να
προσευχηθούν για τον θείο του πού τούρκεψε. Άφησε λοιπόν
τους συντρόφους του και έψαχνε στο δάσος, άλλα δεν βρήκε
κανένα ασκητή. Έχασε όμως και τους συντρόφους του
και λυπημένος παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο να τον βοηθήσει.
Ξαφνικά, του παρουσιάζεται ο Άγιος με στολή αξιωματικού,
με φωτεινό πρόσωπο και τού λέει: -Στ' αλήθεια έχασες τον δρόμο
Γαβριήλ; -Ναι, τον έχασα, απάντησε ο μικρός.
-Έλα μαζί μου, τού είπε ο Άγιος Γεώργιος και τον πήρε στο
άλογο του, πρόφθασε αμέσως τους συντρόφους του, οι οποίοι
θαύμασαν και δόξασαν τον Θεό!
Μόλις έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε μαζί
με τους συγγενείς του τον θείο του, με πολύ πόνο. Ό θείος του είχε
μεγάλη θέση στην αυλή τού Σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808-1839).
Κάποτε, επειδή είχε διατάξει να γίνουν διάφορα έργα στην πατρίδα
του, οι Αρμένιοι τον φθόνησαν και τον συκοφάντησαν στους
Τούρκους. για να αποφύγει δε τον θάνατο πού τον περίμενε,
δυστυχώς τούρκεψε. Επόμενο ήταν να του έχει μεγαλύτερη
εμπιστοσύνη μετά ο Σουλτάνος.
Ενώ έφυγαν οι άλλοι για την πατρίδα τους, μετά από τις
συμβουλές τους για να μετανοήσει ο θειος του, ο Γαβριήλ
παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κοντά του και προσευχόταν
πολύ. Έκανε δε σκληρούς αγώνες για να επιστρέψει ξανά στο
- 42 -
χριστιανισμό, όχι μόνο ο θείος του, αλλά και ένας ιερέας μαζί με
μερικούς άλλους, πού είχαν Τουρκέψει και εκείνοι από φόβο. οι
θερμές προσευχές τού Γαβριήλ, με τις νηστείες και τις πολλές
εδαφιαίες μετάνοιες, βοήθησαν για την θεία επέμβαση, και έγιναν
καταρχάς κρυφοί χριστιανοί και αργότερα έφυγαν στην Σμύρνη.
Και ο μεν θείος του έγινε νεωκόρος σ' ένα ναό και αγωνιζόταν
φιλότιμα με πολλή μετάνοια και αναπαύτηκε τη Λαμπροφόρο
ήμερα της Αναστάσεως. Ό δε ιερέας μαζί με τους άλλους
αγωνίστηκαν και αυτοί φιλότιμα, με συντριβή, και μετάνοια
αναπαύτηκαν, Χριστιανοί, στη Σμύρνη.
Το διάστημα των τεσσάρων ετών πού παρέμενε στην αυλή
τού σουλτάνου ο Γαβριήλ, έπεσε στην αντίληψη του σουλτάνου ή
ασκητική ζωή τού νεαρού Γαβριήλ, και θαύμαζε! Ένας νεαρός να
μη συγκινείται καθόλου από τις ανθρώπινες δόξες και τις κοσμικές
απολαύσεις! να αναπαύεται σε ένα σκοτεινό υπουργείο και να
τρώει μία φορά την ήμερα από μία χούφτα βρεγμένο κριθάρι! Όλη
τη νύχτα να προσεύχεται και να κάνει μετάνοιες, ώρες, συνέχεια!
Απορούσε για όλα αυτά ο σουλτάνος και έλεγε στους αυλικούς
του· «ποιος έμαθε σε αυτόν το νεαρό έτσι να νηστεύει και να
προσεύχεται;». Ή άγια ζωή τού μικρού Γαβριήλ είχε αλλοιώσει και
αυτόν τον Σουλτάνο ακόμη, και έγινε κρυφός χριστιανός.
Ό Γαβριήλ (ο μετέπειτα Χατζή-Γεώργης) έλεγε αργότερα τα
έξης: «Ό Σουλτάνος Μαχμούτ αγαπούσε κατόπιν τους
Χριστιανούς. Ενώ πριν οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να
επιδιορθώσουν ούτε ένα ερειπωμένο ναό, ούτε να κτίσουν εκ νέου,
αυτός εξέδωσε μετά περί τα 2000 φιρμάνια προς ανέγερση νέων
Ναών κ.λπ.
Δώρισε ακόμη και δυο μεγάλες εικόνες τού Αγίου Ιωάννου
τού Προδρόμου, τον οποίο ευλαβείτο, και τού πατρός αυτού,
Του Προφήτου Ζαχαρίου, καθώς και έναν ασημένιο
πολυέλαιο. Έκτος Απ’' αυτά, έδειξε μεγάλη εύνοια και στο
Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, που χρωστούσε στους Εβραίους 36
χιλιάδες λίρες χρυσές. Ό σουλτάνος απαίτησε όλα τα έγγραφα
αυτού τού χρέους και τα κατέστρεψε και διέταξε αυστηρά τους
Εβραίους να μην απαιτήσουν στο έξης το χρέος αυτό από το
πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Άλλαξε δε και πολλά άλλα τουρκικά
έθιμα και βοηθούσε πολύ τους χριστιανούς. Επόμενο ήταν να τον
θανατώσουν οι Τούρκοι και να πουν ότι πέθανε».
Τον Γαβριήλ, λοιπόν, μετά από την παραμονή του στην Πόλη
επί τέσσερα χρόνια και την επιστροφή των άλλων στο Χριστό, σε
ηλικία 18 χρόνων, τον απασχολούσε ποια έντονα ή δίκη του
σωτηρία, και παρακαλούσε με δάκρυα την Παναγία, συνέχεια μέρα
νύχτα, να τον βγάλει από την αυλή τού Σουλτάνου και να του δείξει
- 43 -
οδών σωτηρίας.
Κάποτε, ενώ βρισκόταν στη Θεία λειτουργία, στο ναό τού
Πατριαρχείου, μπροστά στην εικόνα τής Θεοτόκου, πού βρίσκεται
πίσω από την Πατριαρχική ψηφιδωτή καθέδρα, με δάκρυα
παρακαλούσε την Παναγία να τον οδηγήσει. Όταν τελείωσε ή Θεία
Λειτουργία, αυτός δεν βγήκε έξω μαζί με τους άλλους, άλλα
παρακαλούσε και στη συνέχεια με πολλή πίστη και απλότητα
παιδική την Παναγία, να τον πληροφορήσει τι να κάνει. Για μία
στιγμή, όπως διηγείτο, βλέπει τη Βασίλισσα των Ουρανών να
έρχεται Απ’' την Εικόνα κοντά του, ντυμένη με ολόλαμπρη λευκή
ενδυμασία και να τον ρωτά!
- Τι θέλεις;
- θέλω να σωθώ! Απάντησε ο Γαβριήλ. Ή Θεοτόκος τού λέει.
- πήγαινε στην εξωτερική πύλη τού Φαναριού, στην
αποβάθρα, όπου θα δεις ένα Μόναχο· με αυτόν να πάς στο Άγιον
όρος.
Αφού είπα αυτά ή Παναγία, ξαναμπήκε στην εικόνα της.
Ό Γαβριήλ μετά έτρεξε χαρούμενος προς την αποβάθρα και
είδε ένα σεβασμιότατο Μοναχό, αδύνατο, με άσπρη μακριά
γενειάδα. Ήταν ο Ηγούμενος της μονής Γρηγορίου, ο Γρηγόριος,
από το Άγιον όρος. Ό Γαβριήλ πέφτει στα πόδια του και τον
παρακαλεί ΝΑ τον πάρει μαζί του στον Άθωνα. Άλλα ο Αγιορείτης
Ηγούμενος του λέει: από τους αγίους πατέρες και τις διατάξεις των
Πατριαρχών απαγορεύεται να παίρνουμε στον Άθωνα, όχι μόνο
παιδιά σαν εσένα, άλλα και αυτούς πού ακόμη δεν έχουν γένια.
Έτσι είναι και μη μιλάς· στον Άθωνα δεν μπορείς να έρθεις προς το
παρόν.
Όταν άκουσε την άρνηση του, πόνεσε πολύ ο Γαβριήλ και
αναγκάστηκε τότε να του διηγηθεί πώς είδε την Παναγία και ότι
αυτή του είπε να πει στον Ηγούμενο να τον πάρει στον Άθωνα.
Άλλα ο Γέροντας, δυστυχώς, με κανένα τρόπο δεν ήθελε να δεχθεί
να τον πάρει στο Άγιον όρος, ούτε έδωσε καμία προσοχή στην
εύνοια τής Κυρίας Θεοτόκου, ή οποία μπορεί να ενεργεί και
αντίθετα με τις ανθρώπινες διατάξεις, όσο καλές και αν φαίνονται.
Όλα αυτά έγιναν παρουσία του Καπετάνιου του πλοίου, ο
οποίος τόνισε και είπε στον Γαβριήλ, να μπεις παιδί μου, κρυφά
στο πλοίο και να φανερωθείς στο Γέροντα, όταν φθάσουμε στον
Άθωνα. Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ έφυγε το 1828 και
μετά από λίγες ήμερες έφθασε το πλοίο στη μονή του Γρηγορίου.
Βγήκε και ο Γαβριήλ και έπεσε στα πόδια Ηγουμένου λέγοντας· «η
Παναγία με έφερε στο Άγιον Όρος» και έτρεχαν δάκρυα από τα
μάτια του. Ο ηγούμενος όμως και πάλι δεν ήθελε να τον πάρει
στην Μονή· απέφευγε ακόμη και να τον βλέπει. Άλλα οι Πατέρες
- 44 -
τής Μονής έκαμναν τον Ηγούμενο και τον δέχτηκε. Του έδωσαν
αμέσως το διακόνημα του παραμάγειρα, και διακονούσε πρόθυμα
και αγωνιζόταν φιλότιμα στα πνευματικά. Ήταν ακόμη αρχάριος,
όταν έτυχε και ή Πανήγυρη τής Μονής, του Αγίου Νικολάου. Λόγω
κακοκαιρίας όμως, δεν μπόρεσαν να ψαρέψουν, και οι
Πατέρες ήταν στεναχωρημένοι που δεν θα είχαν ψάρια να
φιλέψουν τους Πανηγυριώτες. Άλλ’ ο Γαβριήλ δεν στεναχωρέθηκε
γι 'αυτό, γιατί θεωρούσε πολύ απλό για τον Άγιο Νικόλαο να τα
οικονομήσει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Νικόλαο, και
πετάχτηκαν θαυματουργικές στον Αρσανά της Μονής αρκετά
μεγάλα και καλά ψάρια, την παραμονή τής Εορτής. Οι αδελφοί τα
ανέβασαν στη Μονή με χαρά, και τα ετοίμασαν δοξάζοντας τον
Θεό.
Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, ο Γαβριήλ έφυγε για τα
Καυσοκαλύβια, για αν μην τον ευλαβούνται οι Πατέρες της Μονής.
Είχε παραμείνει στη Μονή Γρηγορίου περίπου δυο μήνες. Εκεί,
είχε μάθει Ότι είναι ένας έμπειρος Πνευματικός στην σκήτη των
Καυσοκαλυβίων, ο Παπά-Νεόφυτος «Καραμανλής»,
συμπατριώτης του, μεγάλος βιαστής και με πολλή χάρη Θεού.
Πήγε λοιπόν και τον βρήκε στον Άγιο Γεώργιο στα Καυσοκαλύβια.
Ο «Παπά-Νεόφυτος», μόλις είδε τον νεαρό Γαβριήλ, τον δέχτηκε
με χαρά, γιατί έβλεπε την Χάρη του Θεού στο πρόσωπο τού νέου
ζωγραφισμένη. Επειδή όμως ήταν πολύς Τούρκικος στρατός και
στο Άγιον Όρος την εποχή εκείνη, λόγω τής Επαναστάσεως (1821-
1830), τον άφησε τον Γαβριήλ στην σπηλιά τού Οσίου Νήφωνος,
όπου ασκήτευε και ο ίδιος τον περισσότερο καιρό, για να
προφυλάξει τον νέο από τους βαρβάρους Τούρκους. Εκεί στην
σπηλιά, αγωνίστηκε σκληρά, με φιλότιμο, τέσσερα χρόνια, χωρίς
ΝΑ βλέπει άνθρωπο, έκτος από τον Γέροντα του πού τον
επισκεπτόταν και τον κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια. Όταν πια
είχε ηλικιωθεί, είχε ελαττωθεί κάπως και ο Τούρκικος στρατός και
επέστρεψε στη Σκήτη κοντά στον Γέροντα του, τον Παπά-Νεόφυτο,
στην Καλύβη τού Αγίου Γεωργίου, όπου έμεναν και άλλοι εννέα
παραδελφοί του. Ενώ ήταν ακόμη δόκιμος ο Γαβριήλ, όμως
παρουσίαζε σημεία προχωρημένου Μοναχού! Ήταν δηλαδή
ασυρματιστής τού Θεού.
Κάποτε λοιπόν, Ενώ προσευχόταν, άκουσε την φωνή του
Γέροντα του να τους λέει : «Καλογέρια μου, σώστε με!».
Έτρεξε αμέσως και το είπε στον μεγαλύτερο παραδελφό του,
άλλα εκείνος δυστυχώς τον μάλωσε.
-Άντε πήγαινε, πλανεμένε, κάνε τον κανόνα σου (την
ατομική προσευχή), πού άκουσες την φωνή του Γέροντα! Έκανε
υπακοή ο Γαβριήλ και πήγε στο κελί του. Μόλις όμως, άρχισε την
- 45 -
προσευχή του, ξανά ακούει τον Γέροντα πιο έντονα, με
σπαρακτική φωνή να λέει: «Καλογέρια μου, σώστε με! Βρίσκομαι
κοντά στον Σταυρό, που είναι στον Ζυγό, πριν την κερασιά και
κινδυνεύω. Βοηθείστε με!». Πηγαίνει πάλι ο Γαβριήλ στον
παράδελφό του και του λέει: -Ό Γέροντας μας κινδυνεύει και
βρίσκεται ψηλά στο Σταυρό.
Εκείνος όμως τον μάλωσε πιο πολύ αυτή τη φορά. -Τόσο
πλανεμένος είσαι; Ακούς την φωνή του Γέροντα από το Σταυρό;
(Απόσταση δυο ώρες με καλό καιρό). Τότε ο Γαβριήλ με πόνο τον
παρακάλεσε.
-Κάνε Πάτερ μου, ένα κομποσχοίνι με σταυρούς και δώσε
προσοχή και θα δεις.
Μόλις λοιπόν άρχισε και εκείνος να κάνει ένα - δυο
σταυρούς, λέγοντας την ευχή, άκουσε την σπαρακτική φωνή του
Γέροντα τους. Αμέσως τύλιξαν βέργες με σχοινιά γύρω στα πόδια
τους, για να μην βουλιάζουνε στα χιόνια, και ξεκίνησαν. Έκαναν
περίπου μισή μέρα για να ανέβουν στο σημείο που βρισκόταν ο
Γέροντας, γιατί είχε πολλά χιόνια. Αφού ένα μέτρο ήταν χαμηλά
στα Καυσοκαλύβια, πόσο μάλλον ψηλά στον Σταυρό!
Ό Παπά-Νεόφυτος, όπως επέστρεφε από ταξίδι, χειμώνα και
με κακοκαιρία, ανεβαίνοντας από την Αγία Άννα προς την
Κερασιά, κοντά στον Σταυρό, είχε πια αποκάμει από την κούραση
και όπως ήταν πολύ το χιόνι, ένα μπόι, βούλιαζε και δεν μπορούσε
πια να βγει.
Όταν έφτασαν τα Καλογέρια του, τον βρήκαν σχεδόν νεκρό,
παραχωμένο στα χιόνια. Τον πήραν αμέσως, όπως ήταν
ξυλιασμένος, και τον μετέφεραν κατ' αρχάς στην Κερασιά, για να
συνέλθει. Άλλα αυτό που έσωσε τον Γέροντα, μου λέει ο
λογισμός, δεν ήταν η ζέστη και τα ζεστά που του
πρόσφεραν ανθρωπίνως, άλλα ή θερμή προσευχή του Γαβριήλ.
Αφού έγινε καλά ο Παπά-Νεόφυτος, κατέβηκαν στα
Καυσοκαλύβια, στον Άγιο Γεώργιο, και μετά από λίγο εκάρη
Μοναχός ο Γαβριήλ, εκεί στην Καλύβη τους, και μετονομάστηκε
Γεώργιος, και αργότερα από το προσκύνημα του στους Άγιους
Τόπους πήρε το «Χατζή-Γεώργης».
Επειδή είχε αυξηθεί η συνοδεία του Παπά-Νεόφυτου στα
Καυσοκαλύβια, ανέβηκαν στην Κερασιά, για να έχουν και
περισσότερη ησυχία. Κατ' αρχάς παρέμειναν τέσσερα χρόνια στο
Κελί των Αγίων Αποστόλων, μέχρι που ετοίμασαν το Μεγάλο Κελί
του Αγίου Δημητρίου και Άγιου Μηνά, όπου χωρούσε όλη ή
Αδελφότητα. Εκεί στην Κερασιά ο Παπά-Νεόφυτος είχε δει όραμα
και έβαλε το αυστηρό τυπικό της διαρκούς νηστείας και
αδιάλειπτου προσευχής. Μετά άφησε τον Πατέρα Γεώργιο, τον
- 46 -
Χατζή-Γεώργη, για Γέροντα, το 1848, και εκείνος πήρε κελί στις
Καρυές, Σιμωνοπετρίτικο, του Αγίου Νικολάου, για να
διευκολύνονται οι προσκυνηταί και να βοηθάει περισσότερες
πονεμένες ψυχές, σαν χαρισματούχος Πνευματικός που ήταν.
Οι Πατέρες τής Συνοδείας του στην Κερασιά, ένιωθαν μεγάλη
σιγουριά πνευματική και στον Χατζή-Γεώργη, γιατί είχε κάνει ο
ίδιος υποτακτικός προηγούμενος και μπορούσε να καταλάβει τους
υποτακτικούς. Χρησιμοποιούσε την κοπή του θελήματος με το
Πατρικό πνεύμα, δηλαδή, να κόβει άλλοτε τον εγωισμό τον παιδικό
και άλλοτε να φρενάρει τον ενθουσιασμό. Με άλλα λόγια, κλάδευε
με διάκριση και δεν κουτσούρευε αδιάκριτα. Επειδή ο Γέροντας
είχε αγιότητα, τα Καλογέρια του υποτάσσονταν από ευλάβεια και
όχι από φόβο. Στον εαυτό του δε, ήταν πολύ σκληρός και συνέχεια
αύξανε την άσκηση του. Έλεγε ο Γέροντας : «Όταν καταγίνεται
κανείς με νηστεία - αγρυπνία- προσευχή, εξαντλούνται οι
σωματικές δυνάμεις, και ή σάρκα στενάζει και
παραπονιέται στην δυσκολία και στον κόπο της ασκητικής ζωής.
Τότε είναι που πρέπει να γίνει κανείς πιο προσεκτικός και
στον πόλεμο των λογισμών -γιατί τότε έρχονται στην μνήμη οι
μέρες τής κοσμικής ζωής, για να μην εμποδιστεί στον δρόμο τής
σωτηρίας του και απολέσει την ψυχή του». Μετά από
πολύχρονους τέτοιους αγώνες, επόμενο ήταν να εξαντληθεί, αλλά
και να εξαϋλωθεί. Ενώ του πονούσαν τα πόδια από την
ορθοστασία κατά την προσευχή, και ιδίως τα γόνατα από τις
πολλές γονυκλισίες, και γενικά όλο το κορμί του από την άσκηση, ο
Γέροντας συνέχιζε το αυστηρό του τυπικό και δεν έπαιρνε ποτέ
φάρμακα. Έλεγε δε στους υποτακτικούς του και στους επισκέπτες :
«Το καλύτερο φάρμακο είναι ή συχνή Μετάληψη των Άχραντων
του Χριστού Μυστηρίων. Ή συχνή Εξομολόγηση και ή Θεία
Μετάληψη είναι ή σπουδαιότερη και απαραίτητη προϋπόθεση για
την επίγεια πνευματική αγαλλίαση και την Ουράνια ευφροσύνη».
Και τους ανέφερε και το έξης παράδειγμα:
«Ένας Ερημίτης ρώτησε τον διάβολο. -Ποια είναι τα πιο
φοβερά πράγματα στην ζωή σας; Απάντησε ο διάβολος. -Είναι
φοβερά και ανυπόφορα για μάς. -Ποια είναι αυτά; Ρώτησε ο
Γέροντας.
- να ποια είναι. Το μυστήριο του Βαπτίσματος, με το οποίο
χάνουμε εντελώς την εξουσία και το δικαίωμα πάνω σας. Ό
Σταυρός, ο οποίος μας βασανίζει, μας διώχνει και μας αφανίζει, και
ιδίως ή Κοινωνία. Ή Κοινωνία, συνέχισε ο διάβολος, είναι πιο
φοβερή για μας και από την γερνά του πυρός. Όχι μόνο δεν
μπορούμε να πλησιάσουμε εκείνον που άξια έχει κοινωνήσει, αλλά
φοβόμαστε και να τον αντικρίσουμε ακόμη. Άλλα όμως, όσο κι αν
- 47 -
αυτά είναι θανάσιμα για μας, εμείς ευγνωμονούμε τους
ανθρώπους, που με τις απροσεξίες τους και τις αμαρτωλές
συνήθειες τους, από μόνοι τους απομακρύνουν την ενέργεια των
Μυστηρίων από τον εαυτό τους. Κι έτσι μόνοι τους μας δίνουν το
δικαίωμα να κυριεύσουμε τις καρδιές τους». Με την διήγηση
αυτή ο Χατζή-Γεώργης έδινε να Καταλάβουν πιο
ζωντανά, πόσο σπουδαία είναι στουςΧριστιανούς τα Άγια
Μυστήρια. Για τον εαυτό του δε ο Γέροντας, για να υπομένει με
χαρά τους κόπους και τους πόνους της ασκήσεως για την
Σωτηρία τής ψυχής του, έφερνε πάντα στην μνήμη του το εξής
περιστατικό που του είχε διηγηθεί ο Γέροντας του Παπά-Νεόφυτος.
«Κάποτε, ένας άρρωστος έχασε την υπομονή του και
φώναζε προς τον Κύριο ζητώντας να τον απαλλάξει από τους
φρικτούς πόνους, του παρουσιάζεται τότε ένας Άγγελος και
του λέει. Ό Πανάγαθος Θεός άκουσε την προσευχή σου και θα
κάνει το αίτημα σου, με τον όρο όμως πως αντί ένα χρόνο ζωής με
βάσανα στην γη, με τα οποία κάθε άνθρωπος, σαν τον χρυσό
στην φωτιά, καθαρίζεται από την αμαρτία, θα δεχθείς να
περάσεις τρεις ώρες στην κόλαση. Επειδή ή ψυχή σου χρειάζεται
να καθαρισθεί με την δοκιμασία της αρρώστιας, θα έπρεπε να
υποστείς την ασθένεια άλλον ένα χρόνο. Αυτό σου φαίνεται
δύσκολο, σκέψου όμως και τι θα πει κόλαση, όπου πηγαίνουν όλοι
οι αμαρτωλοί! Γι' αυτό δοκίμασε, αν θέλεις, μόνο για τρεις ώρες και
μετά, με τις προσευχές της Αγίας Εκκλησίας θα σωθείς. Ό
άρρωστος σκέφτηκε, «ένας χρόνος βάσανα στη γη είναι πολύ
μακρύς! Καλύτερα να κάνω υπομονή τρεις ώρες παρά ένα χρόνο».
Συμφωνώ για τρεις ώρες στην κόλαση, είπε στον Άγγελο. Ό
Άγγελος τότε, πήρε απαλά στα χέρια του την ψυχή του, την άφησε
στην κόλαση και απομακρύνθηκε λέγοντας. Μετά τρεις ώρες θα
επιστρέψω. Το παντοτινό σκοτάδι που κυριαρχούσε εκεί, το
στρίμωγμα, οι φωνές των κολασμένων που έφταναν στα αυτιά του
και η άγρια όψη τους, όλα αυτά προξενούσαν στον δυστυχισμένο
φοβερό τρόμο και λύπη. Παντού έβλεπε και άκουγε βάσανα.
πουθενά φωνή χαράς στην απέραντη άβυσσο της
κολάσεως. Μόνο τα φλογισμένα μάτια των δαιμόνων
φαίνονταν μέσα στο σκοτάδι, έτοιμα να τον σπαράξουν. Άρχισε να
τρέμει ο ταλαίπωρος και να φωνάζει, άλλα στις φωνές και τις
κραυγές του απαντούσε μόνο η άβυσσος. Του φαινόταν πως
ολόκληροι αιώνες βάσανα είχαν περάσει, και από στιγμή σε
στιγμή περίμενε να έρθει προς αυτόν ο Άγγελος, άλλα αυτό δεν
γινόταν. Τελικά, απελπισμένος πως δεν θα έβλεπε
ποτέ τον Παράδεισο, άρχισε να βογγά και να κλαίει, άλλα κανείς
δεν νοιαζόταν γι' αυτόν. Οι αμαρτωλοί στην κόλαση
- 48 -
σκέφτονταν μόνο τον εαυτό τους, και χαίρονταν οι δαίμονες για τα
βάσανα τους. Άλλα να, που η γλυκιά λάμψη του Αγγέλου φάνηκε
στην Άβυσσο. Με παραδεισένιο χαμόγελο στάθηκε ο άγγελος
πάνω από τον βασανισμένο και ρώτησε. -Πως είσαι άνθρωπε; -δεν
πίστευα ότι και στους Αγγέλους μπορούσε να υπάρχει Ψευδός!
Ψιθύρισε με σβησμένη φωνή ο βασανισμένος. -Τι θα πει αυτό;
Ρώτησε ο Άγγελος. -Πως τι θα πει; Συνέχισε ο ταλαίπωρος.
Υποσχέθηκες να με πάρεις από εδώ μετά από τρεις ώρες, και από
τότε, χρόνια, ολόκληροι αιώνες μου φαίνεται πώς πέρασαν με
αφόρητα βάσανα. -Ευλογημένε, τι χρόνια, τι αιώνες είπε
έκπληκτος ο Άγγελος. Μόνο μία ώρα έχει περάσει από τότε που
έφυγα, και πρέπει να μείνεις εδώ ακόμη δυο ώρες. -Πώς; δύο
ώρες; Ωχ! Δεν μπορώ να βαστάζω, δεν έχω δύναμη! Α ν είναι
δυνατόν, κι αν είναι θέλημα κυρίου, σε ικετεύω, πάρε με από εδώ.
Καλύτερα στην γη να υποφέρω χρόνια, μέχρι την ήμερα της
κρίσεως, μόνο βγάλε με από την κόλαση! Λυπήσου με! Φώναξε
βογγώντας ο βασανισμένος, υψώνοντας τα χέρια προς τον
Άγγελο. -Καλά, απάντησε ο Άγγελος. Ο καλός Θεός
σαν Φιλόστοργος Πατέρας θα σε ελεήσει.
Με αυτά τα λόγια ανοίγει τα μάτια του και βλέπει πως, όπως
και πριν, βρισκόταν στο κρεβάτι της αρρώστιας». Με τέτοιους
λογισμούς ο Γέροντας έκανε όλες του τις αισθήσεις να είναι
νεκρωμένες, γιατί το ενδιαφέρον της σωτηρίας της ψυχής
ταπεινώνει το σώμα και νεκρώνει τα πάθη. Μετά από τέτοια
υπερφυσική άσκηση που έκανε ο Γέροντας και από τέτοια
υπομονή και καρτερία που έδειχνε στους φρικτούς πόνους και από
τέτοιους ταπεινούς λογισμούς που έφερνε, ώστε να πιστεύει ότι
ήταν πολύ αμαρτωλός και έπρεπε να καθαριστεί η ψυχή του με
τους πόνους των ασθενειών, ενώ ήταν αγιασμένος εκ κοιλίας
μητρός, επόμενο ήταν να του δοθεί άφθονη η Χάρις του Θεού, και
να μην αρρωσταίνει ποτέ, σε όλη του την ζωή. Ο Πατήρ Γεώργιος
πολύ λυπόταν, όταν κάποιος στα πρώτα βήμα της Καλογερικής,
μόλις άρχισε τον αγώνα για την σωτηρία της ψυχής του, έχανε το
θάρρος του και κλονιζόταν, και μη υπομένοντας τους αγώνες
υπέκυπτε στον πειρασμό και εγκατέλειπε το Μοναχικό Σχήμα και
τον Αγιασμένο Άθωνα, χωρίς να συναισθάνεται την σοβαρότητα
των υποσχέσεων του στον Θεό. Έλεγε δε πως πρέπει με
ταπεινοφροσύνη και υποταγή να δεχόμαστε κάθε δοκιμασία και
θλίψη που μας στέλνει ο Θεός, για να καθαριστεί εντελώς η ψυχή
μας από τις εν γνώσει και αγνοία αμαρτίες.
Όσους έβλεπε ο Γέροντας να είναι κυριευμένοι από την
ακηδία, τους παρηγορούσε και πνευματικά τους νουθετούσε. Και
σε εκείνους πού δεν ήθελαν να σηκώσουν τον Σταυρό της
- 49 -
Μοναχικής ζωής και ήθελαν να εγκαταλείψουν το Άγιων Όρος, ο
Γέροντας διηγείτο το ακόλουθο γεγονός.
«Ένας Αθωνίτης, που είχε το διορατικό χάρισμα, έβλεπε όλα
τα στίφη των δαιμόνων, από τα οποία το ένα ήταν σιχαμερότερο
από το άλλο. Ανάμεσα όμως σε όλα, ένα φαίνονταν τόσο
σιχαμερό, πού αηδίαζε κανείς μόνο και να το βλέπει! Ο Ασκητής το
κοίταζε και αναρωτιόταν από που να προερχόταν αυτή η φοβερή
ασχήμια του.
-Γιατί μας κοιτάζεις τόσο παράξενα, Καλόγερε; Ρώτησε με
σατανική ειρωνεία ένας δαίμονας. Όλοι αυτοί που βλέπεις είναι
εκείνοι που πειράζουν τους Καλογήρους και με κάθε τρόπο
προσπαθούν να τους εμποδίσουν στην σωτηρία τους,
προξενώντας ακηδία με την σκέψη των συγγενών και της πατρίδας
και βάζοντας λογισμούς να αφήσουν το Όρος και να γυρίσουν στον
κόσμο. Αυτούς που φεύγουν από εκεί και πετάν τα ράσα, σε μένα
πέφτει να τους κουβαλώ στους ώμους ως το καράβι, και αυτοί είναι
που μου έφαγαν έτσι τον λαιμό και την πλάτη. Και αφού τους
κουβαλήσω στο καράβι, ταξιδεύω και εγώ μαζί τους στον κόσμο! Ό
Γέροντας σταυροκοπήθηκε και όλα χάθηκαν» Ό Χατζή-Γεώργης
συμβούλευε ανάλογα τον καθένα, με διάκριση, και παρηγορούσε
τις ψυχές και βοηθούσε με τις καρδιακές του προσευχές. Το
πρόσωπο του ακτινοβολούσε από την αγία του ζωή και
σκορπούσε Θεία Χάρη στις πονεμένες ψυχές. Η φήμη του αγίου
Γέροντα είχε φθάσει παντού, και έτρεχαν από παντού οι άνθρωποι
για ΝΑ ωφεληθούν πνευματικά. Από το πρωί μέχρι το βράδυ,
μάζευε τον πόνο των πονεμένων και θέρμαινε τις καρδιές τους με
την αγάπη του την πνευματική, που έμοιαζε με ανοιξιάτικη
λιακάδα. «Η καλή μέρα φαίνεται από το πρωί».
Έφυγε από την πατρίδα του μικρό παιδάκι, άφησε τους
γονείς του για την αγάπη του Χριστού, έβγαλε την αγάπη του απ'
την μικρή οικογένεια και έτσι απέκτησε Θεϊκή αγάπη, ώστε να
νιώθει όλο τον κόσμο αδέρφια του, και έγινε παιδί της μεγάλης
οικογένειας, του Αδάμ - του Θεού ! Δεν είχε σχέδια δικά του, γι'
αυτό τον πέρασε ο Θεός στο θείο Του σχέδιο, τον έκανε
Πνευματικό Πατέρα. Επειδή είχε γνωρίσει την μεγάλη αξία του
Αγγελικού Σχήματος, δεν επιθύμησε άλλα αξιώματα. Πολλοί
ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του, και ιδίως ανήλικα παιδιά που
δεν τα δέχονταν στα Μοναστήρια, αλλά ο Χατζή-Γεώργιος τα
λυπόταν και τα κρατούσε, από ηλικίας δέκα πέντε χρόνων, και τα
προστάτευε σαν στοργικός Πατέρας, άλλα και σαν καλή Μάνα. Για
ΝΑ νομίζουν μάλιστα και αυτά ότι έχουν δήθεν γένια και να
χαίρονται, τα μουτζούρωνε με κάπνα. Παρόλο που ήταν πολλά
μικρά παιδιά στην Συνοδεία του, όχι μόνο δεν δημιουργούσαν
- 50 -
δυσκολία στο αυστηρό Χατζή-Γεωργιάτικο τυπικό, άλλα αντιθέτως
οι μικροί ξεπερνούσαν τους μεγάλους στην άσκηση. Εν όλω ήταν
τριάντα αδελφοί. Είχαν φτάσει μέχρι πενήντα στο κελί του Αγίου
Δημητρίου και Αγίου Μηνά. Μέσα στην Συνοδεία του, πάντα θα
είχε έξι-επτά μικρούς από Μοναστήρια ή από άλλες Συνοδείες,
μέχρι να βγάλουν τα πραγματικά γένια και τα πνευματικά φτερά
κοντά στον Άγιο Γέροντα. Επειδή ήταν πολύ θερμή ή πνευματική
ατμόσφαιρα του Χατζή-Γεώργη, διάχυτη η Χάρις του Θεού, και
θερμαίνονταν οι Πατέρες πνευματικά, επόμενο ήταν να μην τους
χρειάζονταν πολλές υλικές τροφές και θερμίδες. Η συνηθισμένη
τους τροφή ήταν ξηροί καρποί και μέλι. Αρτύσιμα ποτέ δεν
έτρωγαν, ούτε και λαδερά. Το δε Πάσχα, αντί για αυγά, έβαζαν
πατάτες και τις έβαφαν κόκκινες. Όλες τις Άγιες ήμερες, οι Χατζή-
Γεωργιάτες τις χαίρονταν πνευματικά και όχι με καλά φαγητά. Ή
Χάρις του Θεού τους δυνάμωνε και σωματικά και ήταν υγιέστατοι.
Εάν καμιά φορά κρυολογούσε ένας αδελφός, θέρμαινε λίγο τον
φούρνο ο Γέροντας και όταν ταπεινωνόταν η θερμοκρασία,
δοκίμαζε με το χέρι του, και τότε έμπαινε μέσα ο κρυολογημένος
αδελφός και γινόταν καλά. Εάν πάλι τύχαινε να πάθει κάτι άλλο,
τον έβαζε μπροστά στο προσκυνητάρι, και έκαναν ολονύκτια
προσευχή, παρακαλούσαν την Παναγία, και στο τέλος της Θείας
Λειτουργίας έπαιρνε την Θεία Κοινωνία, αντί για φάρμακο, και
γινόταν καλά. Εκτός εάν ήταν κανένα Γεροντάκι στα τελευταία του
και υπέφερε, οπότε το έπαιρνε ο Χριστός κοντά Του, για να το
ξεκουράσει πια αιώνια. Είχε μεγάλη παρρησία στον Θεό ο άγιος
Γέροντας, όπως και οι Πατέρες της Συνοδείας του, διότι είχαν γίνει
σαν Άγγελοι. Φυσικά, οι περισσότεροι ήταν και από πριν
Αγγελάκια, πόσο μάλλον στην συνέχεια με την υπερφυσική
άσκηση
που έκαναν! Είχαν εξαϋλωθεί κατά κάποιον τρόπο και
πετούσαν ψηλά. Ό νους τους βρισκόταν πάντα στον Θεό. Είχε δε
και άλλους υποτακτικούς ηλικιωμένους, περίπου εκατό, σε άλλα
κελιά γύρω του, επειδή δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν στο
αυστηρό Χατζή-Γεωργιάτικο τυπικό, τους οποίους οικονομούσε και
στα απαραίτητα, για να είναι αμέριμνοι και να κάνουν προσευχή
για την σωτηρία τους και για την σωτηρία όλου του κόσμου. Από
τους ηλικιωμένους αυτούς οι περισσότεροι ήταν Ρώσοι. Τελευταία,
είχαν κοινοβιάσει και τρεις -τέσσερις, καλομαθημένοι, κινούμενοι
από εγωισμό, για να θεωρούνται και αυτοί κατά κάποιο τρόπο
γνήσια τέκνα του Χατζή-Γεώργη. Επηρέασαν δε και μερικούς
αδελφούς της Συνοδείας σιγά-σιγά, καθώς κι έναν λόγιο Μοναχό
Θεοφάνη, Μολδαβό στην καταγωγή, και παραπονέθηκαν στην Ι.Μ.
της Λαύρας, για να αλλάξει το αυστηρό τυπικό του ο Χατζή-
- 51 -
Γεώργης, επειδή αυτοί οι τρεις-τέσσερις δεν μπορούσαν να
προσαρμοστούν!
Ο άγιος Γέροντας υπήκουσε αμέσως στη Μονή, και έκτοτε
κατέλυαν λάδι κάθε Σαββατοκύριακο και έβραζαν και λάχανα.
Κάποτε ένας μεγάλος αγριόχοιρος έμπαινε στον κήπο τους
και τους κατάστρεφε τα λάχανα, και τα Καλογέρια το ανέφεραν
στον Γέροντα. Εκείνος τους είπε να παρακολουθήσουν και μόλις
τον ιδούν, να τον ειδοποιήσουν. Ένα βράδυ λοιπόν, την στιγμή
που έσπαζε τον φράχτη το θηρίο για να μπει, έτρεξαν και το είπαν
στον Γέροντα. Ό Χατζή-Γεώργη ς, μόλις το είδε, το σταύρωσε και
εκείνο έμεινε ακίνητο επί τόπου. Το έπιασε μετά από το αυτί ο
Γέροντας, και ο αγριόχοιρος τον ακολούθησε σαν αρνάκι μέχρι τον
στάβλο, όπου και τον έκλεισε για κανόνα τρεις ώρες νηστικό. Μετά
από τρεις ώρες, άνοιξε τον στάβλο, τον άφησε ελεύθερο και του
είπε : «Ευλογημένο ζώο, δεν σου φτάνει ολόκληρος Άθωνας και
έρχεσαι εδώ και καταστρέφεις αυτά τα λίγα λάχανα, με τα όποια
περιμένουν τόσες ψυχές να τραφούν; Πήγαινε τώρα στο καλό και
άλλη
Φορά μην ξανάρθεις, γιατί θα σου βάλω διπλό κανόνα».
Πράγματι, από τότε δεν ξαναφάνηκε.
Φυσικά, αυτό δεν ήταν κάτι το σπουδαίο στην ώριμη πια
πνευματική κατάσταση του Γέροντα, αφού είχε κάνει και άλλα
πολλά, πιο μεγάλα, και στην παιδική του ηλικία και ως δόκιμος
Γαβριήλ.
Ένα δε παρόμοιο με αυτό που ανέφερα είχε συμβεί και στα
Καυσοκαλύβια. Έμπαινε και εκεί στον κήπο τους ένας αγριόχοιρος
και τους έκανε ζημιά. Ο Πάπα-Νεόφυτος έστειλε τον Γαβριήλ να
τον πιάσει, να τον δέσει με το λουρί του και να τον φέρει, όπως και
έγινε. Έδωσε τότε εντολή ο Γέροντας να τον ταΐσουν με ρίζες και
χόρτα, να του φτιάξουν παχνί στον στάβλο, και είπε στον
αγριόχοιρο : «όποτε πεινάς, να έρχεσαι εδώ να σε ταΐζουν τα
Καλογέρια και να μην καταστρέφεις τους κήπους των Πατέρων της
περιοχής». Ο αγριόχοιρος πια ήταν οικότροφος και όποτε
πεινούσε, πήγαινε για συσσίτιο στο κελί τους. Άλλοτε πάλι, από
την Κερασιά ο Γέροντας είχε πάει με τον υποτακτικό του Αβραάμ
ψηλά στον Άθωνα για κάτι χρειαζούμενα ξύλα. Αφού έκοψαν
αρκετά, άπλωσε το σκοινί, τα στοίβαξε και λέει στον Πατέρα
Αβραάμ να τα φορτωθεί. Εκείνος παραξενεύτηκε, γιατί ήταν πολλά
-ούτε τέσσερα ζώα δεν θα μπορούσαν να τα μεταφέρουν -, άλλα
πίστευε στην αγιότητα του Γέροντα του και κάθισε να τα φορτωθεί.
Ο Χατζή-Γεώργης σταύρωσε το φορτίο και βοήθησε τον Αβραάμ
να σηκωθεί. Έλεγε δε αργότερα ο ίδιος: «λες και είχα στην πλάτη
μου ένα ελαφρό πάπλωμα». Είχε και το διορατικό χάρισμα ο
- 52 -
Γέροντας, δηλαδή πνευματική τηλεόραση. Πολλές φορές, άφηνε
ξαφνικά την δουλειά του και βγαίνοντας στον δρόμο πλησίαζε
ανθρώπους που έρχονταν σε απόγνωση και τους παρηγορούσε
και τους βοηθούσε να σωθούν. Στο πρόσωπο του Χατζή-Γεώργη
έβλεπαν οι άνθρωποι θεϊκή λιακάδα και εύκολα άνοιγαν τις
πονεμένες τους καρδιές και θεραπεύονταν. Όλοι μιλούσαν με
Θαυμασμό και ευλάβεια για τον Γέροντα. Έλληνες και
Σλάβοι
Αγιορείτες τον παραδέχονταν για την ασκητικότητά του και
την αγιότητα που σκορπούσε και ακτινοβολούσε στον Άθωνα.
Θεοφώτιστες ήταν οι νουθεσίες του και η φιλοξενία του
Αβραμιαία! Διπλή τροφή προσέφερε στους επισκέπτας. Είχε και
δυο Πνευματικούς στην Συνοδεία του για να εξομολογούν τους
προσκυνητάς, τον Πάπα-Ισαάκ και τον Πάπα-Αντώνη.
Το εργόχειρο τους ήταν η Αγιογραφία. Ένας από τους
σπουδαίους Αγιογράφους ήταν και ο ευλαβέστατος Ιερομόναχος
Μηνάς. Έκαναν δε και άλλα εργόχειρα, άλλα δεν έπαυαν να
εργάζονται και νοερώς την αδιάλειπτη προσευχή. Όσους Πατέρες
έβλεπε να αγαπούν περισσότερο από τους άλλους τις μετάνοιες
και την προσευχή, τους απάλλασσε από τα διακονήματα και τους
έλεγε να κάνουν συνέχεια προσευχή και μετάνοιες για όλο τον
κόσμο, επειδή ο Άγιος Γέροντας ενδιαφερόταν και για την σωτηρία
των ψυχών όλου του κόσμου.
Προσπαθούσε ακόμη να βαπτίσει και Τούρκους, όπως και
βάπτισε με την Χάρη του Θεοί. Μεταξύ αυτών ήταν και ένας
Τμηματάρχης αγάς του Αγίου Όρους, τον όποιο βάπτισε μετά από
πολλή προσευχή και νηστεία που έκανε ο Γέροντας, γιατί ο αγάς
αυτοταλαντευόταν. Παρόλο που έκανε συνέχεια σκληρή άσκηση,
εν τούτοις όμως ήταν υγιής και περπατούσε τόσο ελαφρά, θαρρείς
και πετούσε. Τα μάτια του ήταν φωτεινά και πάντα ανοιχτά. Το
πρόσωπό του έλαμπε και είχε ένα γλυκό κοκκινωπό χρώμα. Ο
λαιμός του έγερνε με το κεφάλι του σαν ψωμωμένο στάχυ. Είχε
μέτριο ανάστημα, ήταν λεπτός και αποτελείτο σχεδόν από κοκάλα,
νεύρα και δέρμα, γιατί τις σάρκες του τις θυσίασε με την άσκηση
στον Θεό από φιλότιμο. Χαιρόταν στις αγρυπνίες και τρεφόταν απ'
αυτές πνευματικά. Όλοι ξεκουράζονται στο κρεβάτι, και ο Χατζή-
Γεώργης ξεκουραζόταν στο στασίδι όρθιος. Το κελί του σχεδόν δεν
τον έβλεπε, γιατί την νύχτα τον έβλεπε η Εκκλησία, και την ήμερα
οι πονεμένοι άνθρωποι.
Οι υποτακτικοί του δεν τον κούραζαν, γιατί είχαν ωριμότητα
πνευματική, παρόλο που ήταν και μικροί στην ηλικία. Με μια ματιά
που έριχνε ο Γέροντας στα Καλογερια, πριν του πουν τους
λογισμούς τους, αυτός τους διάβαζε τους λογισμούς τους, καθώς
- 53 -
και τις καρδιές τους, με το διορατικό του χάρισμα.
Κάποτε, είχε προβλέψει κι ένα ατύχημα που θα συνέβαινε
στην οικογένεια του Τσάρου και έγραψε στον Τσάρο να μην
περάσει την τάδε ήμερα από την τάδε γέφυρα με το οικογενειακό
του αμάξι. Ό Τσάρος, όταν διάβασε το γράμμα του Γέροντα,
χαμογέλασε και είπε : «ο Καλόγηρος θέλει καμία ευλογία, στείλε
του μερικά ρούβλια». Μετά όμως από έξι μήνες, καθώς περνούσε
με το αμάξι του, οικογενειακώς, ακριβώς από το σημείο και την
ήμερα που του είχε προσδιορίσει ο Γέροντας, τουμπάρισε το αμάξι
του, άλλα δεν έπαθαν τίποτα, γλίτωσαν όλοι εκ θαύματος! Τότε
θυμήθηκε τα προφητικά λόγια του Χατζή-Γεώργη και κατάλαβε
πώς σώθηκαν με τις ευχές του.
Έκτοτε ο Τσάρος τον είχε σε πολλή ευλάβεια και του έστελνε
επίσημους ανθρώπους για να τον συμβουλεύονται. Επόμενο όμως
ήταν να δημιουργήσει ζήλιες σε μερικούς Ρώσους Μονάχους το ότι
πήγαιναν οι Ρώσοι στον Χατζή-Γεώργη, που ήταν Έλληνας, και
δεν πήγαιναν να συμβουλευτούν αυτούς που ήταν Ρώσοι.
Έστελναν δε και ευλογίες στον Γέροντα πολλοί Ρώσοι που
θεραπεύονταν με τις προσευχές του. Επειδή όμως ζούσε πολύ
ασκητικά με την Συνοδεία του, τις έδινε και αυτός ευλογία στους
άλλους συνασκητάς ή σε φτωχούς με αφθονία. Γι' αυτό και είχε
επικρατήσει να λένε : «δίνει σαν Χατζή-Γεώργης», όταν κανείς
σκορπούσε ευλογίες με απλοχεριά στους φτωχούς.
Ο ίδιος ο Γέροντας ήταν μονοχίτων, μ' ένα ζωστικό (αντερί)
και ένα παντελόνι. Περπατούσε πάντα ξυπόλυτος και μόνο στον
Ναό φορούσε κάτι χονδρές κάλτσες. Ο καλός Θεός όμως τον
θέρμαινε με την πολλή αγάπη Του, αφού και ο πιστός δούλος Του
αγωνιζόταν φιλότιμα για την
Αγάπη του Χριστού. Αλλιώς δεν εξηγείται ανθρωπίνως, να
ζει κανείς ψηλά στην Κερασιά, όπου κατεβάζει ο Άθωνας πολύ
κρύο, και να περνάει χειμώνα σχεδόν γυμνός και με ελάχιστη λιτή
τροφή!
Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως
φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί
Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη και τις πήγαιναν
στους άρρωστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη
και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη βρίσκονταν
στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Άγιων. Και οι
πονεμένοι άνθρωποι τον επικαλούνταν στις προσευχές τους και
βοηθούσε ο Άγιος Γέροντας με την Χάρη του Θεού, όπως οι Άγιοι,
ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κερασιά του Άθωνος.
Όλα αυτά όμως τα Θαυμαστά σημεία, μαζί με την ευλάβεια
των ανθρώπων, ακόμη και του Τσάρου, στο πρόσωπο του Χατζή-
- 54 -
Γεώργη, είχαν δημιουργήσει, όπως ανέφερα, μεγάλη ζιλιά με
φθόνο σε ορισμένους Ρώσους Αγιορείτες. Γι' αυτό τον
συκοφάντησαν στους "Έλληνες Ότι δήθεν αγαπάει την Ρωσία και
τον Τσάρο ο Χατζή-Γεώργης, ενώ αυτοί αγαπούσαν τάχα την
Ελλάδα.... Βρέθηκαν δυστυχώς τότε μερικοί καχύποπτοι Έλληνες
και τα πίστεψαν, γιατί εκείνη την εποχή υπήρχαν ανθρώπινα μίση,
επειδή υπήρχε και προπαγάνδα Ρωσική. Οι σχέσεις όμως του
Αγίου Γέροντα με τους Ρώσους, ήταν καθαρά πνευματικές. Την
ίδια εποχή είχε πέσει και ένας άλλος πειρασμός μεταξύ Ελλήνων
κα ι Ρώσων στην Ι.Μ. Αγίου Παντελεήμονος, διχόνοια μεγάλη.
Είχαν καλέσει τον Γέροντα Χατζή-Γεώργη, για να τους
συμφιλιώσει, και εκείνος πηγαινοερχόταν δυο μήνες και έκανε
προσευχή. Μετά είδε σε όραμα την Παναγία να μοιράζει εξ ίσου
ευλογίες στους Έλληνες και στους Ρώσους, και κατάλαβε ο
Γέροντας από το όραμα αυτό, ότι έπρεπε ν α μείνουν κα ι ο ι
Έλληνες κα ι ο ι Ρώσοι στο Μοναστήρι τού Αγίου Παντελεήμονος
κα ι να έχουν αγάπη. Ο ι σκανδαλοποιοί όμως που υπήρχαν στην
Μονή του Αγίου
Παντελεήμονος και των δυο παρατάξεων, επειδή δεν τους
συνέφερε η ειρήνη και η αγάπη, όχι μόνο δεν υπάκουσαν στην
συμβουλή του Γέροντα Χατζή-Γεώργη, που ήταν επιθυμία της
Παναγίας, αλλά και συμφώνησαν να τον διώξουν από την Μονή
για να συνεχίσουν τις προστριβές τους, όπως και έγινε.
Ο Γέροντας επέστρεψε στην Κερασιά, άλλα και εκεί είχε
συνέχεια πόλεμο και από Ρώσους και από Έλληνες. Οι Ρώσοι που
ζήλευαν, επειδή πήγαιναν στον Χατζή-Γεώργη, τον Έλληνα,
επίσημοι Ρώσοι και τον συμβουλεύονταν, συκοφαντούσαν τον
Χατζή-Γεώργη στους Έλληνες ότι είναι φιλορώσος ο Γέροντας.
Ορισμένοι δε καχύποπτοι Έλληνες, επειδή ήταν ερεθισμένη η
κατάσταση τότε, τα πίστεψαν, όπως ανέφερα, και διέλυσαν την
Αγγελική Αδελφότητα του Χατζή-Γεώργη από την Κερασιά.
Άφησαν μόνο έναν Ιερομόναχο Μηνά και άλλους τρεις Μονάχους,
Έλληνες, τον Γαβριήλ, Βικέντιο και Συμεών στον Άγιο Δημήτριο. Οι
μεγάλοι Πατέρες σκόρπισαν σε διάφορα μέρη του Αγίου Όρους
από δυό-δυό και από τρεις-τρεις. Εδώ στην Κουτλουμουνιανή
Σκήτη είχαν έρθει τρεις Πατέρες από την Συνοδεία του Χατζή-
Γεώργη, ο Πατήρ Αβραάμ, ο Πατήρ Ισαάκ και ο Πατήρ Γεώργιος, ο
οποίος πήγε στην πατρίδα του, την Ράχωβα της Βορείου Ηπείρου,
και έφερε και δυο αδέρφια του κατά σάρκα στην Συνοδεία τους, τον
Περικλή (Πατέρα Λουκά) και τον Γεράσιμο, και έγιναν Μοναχοί
στην Καλύβη τους, στον Άγιο Γεράσιμο. Αργότερα προστέθηκε και
ο Στόγιας Γεράσιμος, ο κοντοχωριανός τους, από το Πληκάτι της
Κονίτσης, ο οποίος πολλά μου διηγήθηκε γύρω από την αγία ζωή
- 55 -
του Παππού του Χατζή-Γεώργη. Πιο πάνω από τις Καρυές, όπου
αρχίζει η Καψάλα, στο κελί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου»,
έμεναν άλλοι έξι Χατζή-Γεωργιάτες με Γέροντα τον μεγαλύτερο
παραδελφό τους, τον ευλαβέστατο Πατέρα Ευλόγιο. Επίσης, κοντά
στην Μονή Κουτλουμουσίου στο κελί «Άγιοι Θεόδωροι» ήταν άλλοι
δύο.
Ό Γέροντας Χατζή-Γεώργης όμως είχε και την ευθύνη των
μικρών. Πήγε στη πρώτη του μετάνοια, στην Ι.Μ. Γρηγορίου, και
έκτισε ένα κελί του Άγιου Στεφάνου, ψηλά στο δάσος, και σύμμασε
όλα τα μικρά Καλογέρια της Συνοδείας του, σαν καλός Πατέρας και
σαν στοργική μάνα και τα προστάτευε. Επειδή όμως υπήρχαν
πολλοί εργάτες κοσμικοί στο Γρηγοριάτικο δάσος, που ξύλευαν, ο
Γέροντας έλεγε στους μικρούς (Μοναχούς), όχι μόνο να μην
συζητάνε με κοσμικούς, άλλα και να τους αποφεύγουν. Όταν
λοιπόν βρίσκονταν σε διακόνημα στην περιοχή τους και έβλεπαν
κοσμικούς, τα μικρά Καλογέρια κρύβονταν στα κλαριά και έλεγαν
την ευχή, μέχρι εκείνοι να απομακρυνθούν. Δυστυχώς όμως, αυτό
το εκμεταλλεύτηκαν πάλι ορισμένοι... Και ξανά συκοφαντούν τον
άγιο Γέροντα στη Μονή Γρηγορίου λέγοντας : «Ο Χατζή-Γεώργης
έχει κι άλλους πολλούς Μοναχούς κρυμμένους στο βουνό, τους
οποίους δεν έχει γραμμένους στη Μονή, και κρύβει τα σχέδια
του...». Επόμενο ήταν να μπουν σε λογισμούς οι Γρηγοριάτες και
να τον διώξουν από την περιοχή τους. Ό Γέροντας τότε
αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στον υποτακτικό του Πατέρα Ευλόγιο,
στον Άγιο Γεώργιο «Φανερωμένο», και μετά πήρε το Ρώσικο κελί
του Αγίου Στεφάνου στην Καψάλα.
Δεν έπαψαν όμως και από εκεί, δυστυχώς, να βάζουν
σκάνδαλα οι άνθρωποι που τον ζήλευαν και τον φθονούσαν, μέχρι
που έπεισαν και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους και
υπέγραψαν την εξορία του Χατζή-Γεώργη, να διωχθεί δηλαδή από
το Άγιο Όρος! «Η Ιερά Κοινότης δια πράξεως αυτής ληφθείσης τη
27η Οκτωβρίου του 1882 έτους εν τη ΝΒ' συνεδρία αυτής, ίνα
παραλίπωμεν τας προγενεστέρας, προέβη τη αιτήσει της Ιεράς
Μονής του Ρωσικού εις την έξωσιν του Έλληνος Χατζή-Γεωργίου
εκ του Ρωσικού Κελιού «Άγιος Στέφανος» ως μη συμμορφουμένου
προς τα καθεστώτα του Ιερού ημών τόπου».
Έφθασε λοιπόν ο άνθρωπος του Θεού Πατήρ Γεώργιος στον
τόπο της εξορίας του, στον Μαρμαρά, στην Κωνσταντινούπολη,
πληγωμένος και αποχωρισμένος πια από τα πνευματικά του
παιδιά και από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιο Όρος.
Ενώ πετούσε σαν Σταυραετός ψηλά στον Άθωνα, δυστυχώς
όμως, μερικά ζωηρά παιδιά, όχι της Συνοδείας του, αλλά ξένα,
συνέχεια του έσπαζαν τα φτερά και του χαλούσαν την φωλιά, μέχρι
- 56 -
που τον φυγάδευσαν τον Χατζή-Γεώργη. «Το αγκωνάρι όμως,
όπου κι αν πεταχτεί, πάλι για αγκωνάρι θα χρησιμοποιηθεί». Είχε
βρει ένα ερημωμένο Μοναστήρι, κοντά στην Κωνσταντινούπολη,
στον Μαρμαρά, του Αγίου Ερμολάου και Αγίου Παντελεήμονος, και
εκεί συνέχισε πάλι την ασκητική ζωή του.
Η παρουσία του Χατζή-Γεώργη στην Κωνσταντινούπολη,
εκείνη την εποχή, ήταν βάλσαμο θεϊκό στις ψυχές των πονεμένων
Χριστιανών, διότι υπέφεραν πολύ από τον βάρβαρο Σουλτάνο
Αβδούλ-Χαμίτ κατά το 1883. Ό άγιος Γέροντας δεν σκορπούσε
μόνο θεϊκή παρηγοριά στις πονεμένες ψυχές, άλλα και θεράπευε
πονεμένα σώματα με την χάρη του Θεού που διέθετε, έκανε
Θαύματα! Ακόμη και η ζώνη του θαυματουργούσε! Άρρωστοι την
φορούσαν και θεραπεύονταν, γυναίκες που κινδύνευαν στον
τοκετό ζητούσαν την ζώνη του αγίου Γέροντα και μόλις την
ζώνονταν, αμέσως ελευθερώνονταν και δαιμονισμένοι
απαλλάσσονταν από τα δαιμόνια.
Εκεί στον Μαρμαρά, τον είχε επισκεφθεί και ο υποτακτικός
του, Πατήρ Συμεών, και ο Γέροντας του έδωσε μια ευλογία, για να
επισκευάσει τα ερειπωμένα κελιά του Αγίου Δημητρίου και Αγίου
Μηνά. Αυτό φυσικά ήταν στο τυπικό του Χατζή-Γεώργη, να δίνει
ευλογίες τις ευλογίες που του έδιναν, και ο ίδιος να είναι πάντα πιο
φτωχός από τους φτωχούς. Μ' αυτόν όμως τον τρόπο, πλούτισε
πνευματικά και έγινε Αρχοντόπουλο, δηλαδή παιδί του Θεού. Σε
αυτό φυσικά βοήθησε και η φιλότιμη του άσκηση, την οποία
συνέχισε μέχρι τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, τον όποιο
Πέρασε στο κρεβάτι. Του πονούσε πια όλο το σώμα του και
περισσότερο τα πόδια του, και δεν μπορούσε να περπατήσει. Ενώ
οι σωματικές του δυνάμεις τον άφησαν, αυτός όμως την άσκηση
του δεν την άφηνε ούτε κι από το κρεβάτι. Ούτε και ο κόσμος ο
πονεμένος τον άφηνε, γιατί υπήρχε μεγάλη ανάγκη κι έτρεχαν οι
πονεμένοι για βοήθεια, για πνευματικές συμβουλές. Ο άγιος
γέροντας και από το κρεβάτι του πόνου, ενδιαφερόταν για τον
πόνο των άλλων.
Πολύ του είχε συμπαρασταθεί του Γέροντα ο Ιερομόναχος
Παρθένιος (Ρώσος) από την Κερασιά, ο οποίος είχε σωθεί από τον
Χατζή-Γεώργη από βέβαιο θάνατο, και μετά έγινε υποτακτικός του
και τον είχε σε ευλάβεια τον Γέροντα. Η όλη όμως συμπεριφορά
του Ρώσου Ιερομόναχου Παρθενίου είχε ερεθίσει και αυτή πολύ
την όλη εκείνη κατάσταση, για την εξορία του Χατζή-Γεώργη. Διότι
ο Ιερομόναχος Παρθένιος, επειδή αγαπούσε λίγο την δόξα και
ήθελε να αναδειχθεί, χρησιμοποιούσε το όνομα του Όσιου Χατζή-
Γεώργη, σε όλες του τις ενέργειες, εκμεταλλευόμενος την Αγιότητα
του Γέροντα, και δημιουργούσε προβλήματα. Αλλά όμως και τον
- 57 -
αγαπούσε και παρέμεινε δίπλα του στα τελευταία της ζωής του.
Ο Άγιος Πατέρας, μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του,
είχε το νου του φωτεινό και συμβούλευε με Θεία διαύγεια. Μεταξύ
των άλλων που έρχονταν για βοήθεια πνευματική, τον
επισκέφτηκαν στα τελευταία του και άνθρωποι που είχαν ανάγκη
οικονομική, γιατί νόμιζαν πώς θα είχε στην τράπεζα πολλά
χρήματα. Ο Χατζή-Γεώργη ς τότε από το κρεβάτι, δείχνοντας με το
χέρι του τον Ουρανό, τους είπε : «Εκεί είναι η τράπεζα μου, εδώ
δεν έχω χρήματα. Μόνο ένα χρέος έχω ακόμη». Εννοούσε να
παραδώσει την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μετά ζήτησε και
κοινώνησε και ανεπαύθει εν Κυρίω στις 17 Δεκεμβρίου του 1886
(παλαιό εορτολόγιο) και ετάφη στο Μπαλουκλή, στον Ναό της
Ζωοδόχου Πηγής της Θεοτόκου, στον ίδιο τάφο που είχε
Θαφτή και ο αδελφός του Αναστάσιος, τρία χρόνια πριν από
την κοίμηση του Γέροντα.
Εκείνες δε τις ήμερες στο Άγιον Όρος ήταν στο κρεβάτι και ο
Πάπα-Νεόφυτος (κυρά του Πάπα-Νεοφύτου του Καραμανλή), ο
παραδελφό του, που έμενε στα Κατουνάκια, στην Καλύβη της
Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ενώ το Γεροντάκι ήταν στο κρεβάτι και
κοίταζε ψηλά, ξαφνικά έγινε εκτός εαυτού κι έχασε τις αισθήσεις
του! Σε λίγο, αφού συνήλθε, λέει:
-Τώρα δα, ήμουν στην Κωνσταντινούπολη, ατού Χατζή-
Γεώργη.
-Και τι μας έφερες από εκεί; Τον ρώτησε ο υποτακτικός του
Πάπα-Ιγνάτιος. -Να, σας έφερα κόλλυβα.
-Και τι σου είπε; συνέχισε να ρωτάει ο Πάπα-Ιγνάτιος. -Μου
είπε, «σε τρεις ήμερες, θα έρθω για σένα», απάντησε ο Γέροντας
κι έπαψε να μιλάει.
«Εμείς, έλεγε ο Πάπα-Ιγνάτιος, δεν δώσαμε σημασία στα
λόγια του Γέροντα».
Αλλά προς έκπληξη των υποτακτικών του ο Πάπα-
Νεόφυτος, χωρίς να έχει καμία αρρώστια, εκτός από την γεροντική
εξάντληση, πράγματι, μέσα σε τρεις ήμερες, δηλαδή στις 20
Δεκεμβρίου 1886, παρέδωσε ειρηνικά και αυτός την ψυχή του, ενώ
ο Χατζή-Γεώργης είχε φύγει στους Ουρανούς στις 17 Δεκεμβρίου
1886, ακριβώς την ήμερα και την ώρα πού είχε δει το όραμα ο
Πάπα-Νεόφυτος. Με την εντολή του Παναγιότατου Πατριάρχου
Ιωακείμ Γ' έγινε επίσημη νεκρώσιμη ακολουθία από τον επίσκοπο
Δυρραχίου Βησσαρίωνα και ολόκληρο τον κλήρο, και εκφωνήθηκε
συγκινητικός επικήδειος. Συνόδευσε τον Άγιο Γέροντα Χατζή-
Γεώργη πολύ πλήθος λαού, ανάμεσα τους υπήρχαν παιδιά -
αγόρια και κορίτσια - μαθητές του Σχολείου, τους οποίους ο
μακαρίτης, όσο ζούσε, πολύ βοήθησε.
- 58 -
Όλοι πόνεσαν που έχασαν τον προστάτη τους, ακόμη και οι
Τούρκοι, διότι και πολλοί από αυτούς είχαν ευεργετηθεί και
θεραπευθεί από διάφορες αρρώστιες, και τον είχαν σε
ευλάβεια. Τον αποκαλούσαν μάλιστα οι Τούρκοι «μπιζίμ μπαμπά»
τον Χατζή-Γεώργη, δηλαδή «Πατέρα μας». Ό Χατζή-Γεώργης είχε
πολλή αγάπη για όλους, άδολη. Ήταν πάντοτε ειρηνικός,
ανεξίκακος και συγχωρούσε. Είχε μεγάλη καρδιά, γι' αυτό όλα και
όλους τους χωρούσε, όπως ήταν. Είχε εξαϋλωθεί κατά κάποιον
τρόπο. Ζώντας την Αγγελική ζωή, έγινε Άγγελος και πέταξε στους
Ουρανούς, διότι δεν κρατούσε τίποτα, ούτε ψυχικά πάθη ούτε
υλικά πράγματα. Όλα τα πετούσε, γι' αυτό και πέταξε ψηλά.
Επειδή ο άγιος Γέροντας είχε ταλαιπωρηθεί άδικα από
ανθρώπους, πιστεύω να αξιώθηκε διπλό Στεφάνι από τον Χριστό,
του Οσίου και του Μάρτυρος. Αν και σε αυτήν την περίπτωση,
όταν δηλαδή βασανίζεται κανείς από Χριστιανούς, είναι
οδυνηρότερος ο πόνος, γιατί οι άνθρωποι του Θεού πονάνε πιο
πολύ για την σκληρή συμπεριφορά των άλλων, που δεν αρμόζει
σε Χριστιανούς. Από τα λίγα λοιπόν που ανέφερα πιο πάνω,
μπορεί να καταλάβει κανείς την Αγιότητα του Οσίου Πατρός
Γεωργίου (Χατζή-Γεώργη)! Ο Άγιος Πατέρας φυσικά,
προσπαθούσε ΝΑ ζει στην αφάνεια, όπως συνήθως και οι Άγιοι
Πατέρες της Εκκλησίας μας, γι' αυτό αδικείται με τα λίγα αυτά που
γνωρίζω και γράφω.
Δεν έχει σημασία που η Εκκλησία μας ακόμη δεν τον έχει
ανακηρύξει Άγιο, για να του δώσει το φωτοστέφανο. Αυτό που έχει
μεγάλη σημασία είναι η φωτεινή ζωή του Γέροντα, το απλό και
άκακο σιωπηλό του παράδειγμα. Ήταν γεμάτος από αρετές και
από δυνάμεις Θεϊκές, τις όποιες διέθετε μαζί με τον εαυτό του για
να βοηθάει τους συνανθρώπους του.
Κήρυττε Χριστό και από μακριά. Έκανε θαύματα, έβλεπε
οράματα θεϊκά, και είχε και το διορατικό χάρισμα. Πολλή χάρη
Θεού, η οποία δεν τον πρόδωσε! Όταν έγινε ή εκταφή των Ιερών
Λειψάνων του, άρρητη ευωδιά σκόρπισε από τα Άγια του Λείψανα
Ο Ιερομόναχος Παρθένιος έδωσε μερικά ευλογία σε Ρώσους
ευλαβείς και τα επίλοιπα τα είχε τότε στο Χειλιανδαρινό κελί του,
στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στις Καρυές. Εύχεστε να
βρεθούν για να πάρουμε και εμείς λίγη ευλογία από τα Άγια
Λείψανα, μια που δεν ζούσαμε στην εποχή του, για να
ευλογηθούμε από τον ίδιο. Αμήν.
Όσιε του Θεού Γεώργιε, ρίξε ένα ευσπλαχνικό βλέμμα και σ'
εμένα τον ταλαίπωρο Παϊσιο.
«Άξιον Εστίν» τη 11η Ιουνίου 1983. Κουτλουμουσιανό κελί
«Παναγούδα», Άγιον Όρος. Δόξα τω Θεώ.
- 59 -
Ο Άγιος Γέροντας είχε στον κόσμο πνευματικά τέκνα, τα
οποία βοηθούσε και προστάτευε πνευματικά, όπως θα δούμε και
από μία επιστολή του προς τον Μητροπολίτη της Χίου.
Ενώ ζούσαν στον κόσμο οι Πατέρες, εν τούτοις ζούσαν εκτός
του κόσμου, ζώντας το αυστηρό «Χατζή-Γεωργιάτικο" τυπικό.
Βοηθούσαν δε και με το καλό παράδειγμα τους τους Χριστιανούς
να διατηρούν τις Άγιες παραδόσεις της Εκκλησίας μας, με το
αγωνιστικό τους πνεύμα. Φαίνεται ότι από εκείνη την εποχή, είχαν
αρχίσει σιγά-σιγά να χαλαρώνουν πνευματικά οι άνθρωποι, και ο
Χατζή-Γεώργης αγωνιζόταν να διατηρήσει το Ορθόδοξο
αγωνιστικό πνεύμα της Εκκλησίας μας. Αυτό θα πρέπει να
προσέξουμε πιο πολύ εμείς στην εποχή μας, διότι εκτός από το
πολύ χαλάρωμα πού παρουσιάζεται, έφθασαν δυστυχώς σε τέτοιο
σημείο οι σημερινοί άνθρωποι, που κάνουν και νόμους ακόμη
χαλαρούς και τους επιβάλλουν και στους αγωνιζόμενους να τους
εφαρμόσουν... Γι' αυτό οι αγωνιζόμενοι όχι μόνο δεν πρέπει να
επηρεάζονται από το κοσμικό πνεύμα, άλλα και να μη συγκρίνουν
τον εαυτό τους με τους κοσμικούς και νομίζουν ότι είναι άγιοι και
Μετά χαλαρώνουν και καταλήγουν χειρότεροι κι από τους
πιο κοσμικούς.
Όταν όμως συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τους Αγίους, θα
δούμε τα πάθη μας, θα ταπεινωθούμε και θα αγωνισθούμε πιο
πολύ φιλότιμα, για να σωθούμε. Αμήν.
Όταν τελείωσε αυτά και πολλά άλλα πού μας είπε και τα
οποία δεν μπορέσαμε να συγκρατήσομε, γιατί ήταν θεωρήματα με
πολύ ψηλές έννοιες πού καλά - καλά δεν καταλαβαίναμε, άλλα
θαυμάζαμε και είπαμε μέσα μας: Τι πνευματικός θησαυρός
κρύβεται μέσα στο οστράκινο τούτο σκεύος! Όπως λέγει κι ο
απόστολος Παύλος: Έχομεν δε τον θησαυρόν τούτον —του αγίου
Πνεύματος— εν οστρακίνοις σκεύεσιν...» (Β' Κορ. Δ' 7). Μετά άπ'
αυτά μας είπε: «και τώρα, παιδιά μου, σας παρακαλώ να μου
ψάλλετε τον «Εθνικό ύμνο του Άθωνα», τον ύμνο της Παναγίας
μας, πού είναι το «Άξιον εστίν». Όταν το ψάλλαμε κι αυτό, τότε μας
αγκάλιασε, μας έδωκε τον «εν Χριστώ» ασπασμό και προφητικά
μας είπε: «Αδέλφια μου και αγγελούδια της Παναγίας, δεν
πρόκειται να σας ξαναειδώ με τα μάτια του σώματος μου, γιατί με
κάλεσε ο Κύριος, με την πρεσβεία της Παναγίας και των
αγιορειτών Πατέρων, να με πάρει στα ουράνια θεία Σκηνώματα».
Κι άμα είπε αυτά μας έβγαλε έξω μέχρι την εξώπορτα της
ασκητικής του Καλύβας, και την άλλη μέρα, που πήγαμε να τον
δούμε και να πάρουμε την ευχή του, είχε οριστικά αναχωρήσει,
όπως μας είπε, από τα γήινα, ήταν σχηματισμένος πάνω στο
ξύλινο κρεβάτι, είχε σταυρωμένα τα χέρια και τα μάτια κλειστά, σαν
να κοιμόταν τον φυσικό ύπνο, αλλά ή μακαριά του ψυχή, είχε
πετάξει στα ουράνια και έτσι με οσιακό τέλος κοιμήθηκε τον ύπνο
των Μακάρων, Όπως «εδίψησε και επεπόθησεν η ψυχή του εις
τας αυλάς του Κυρίου». Μετά το θάνατο του ανακαλύψαμε, πώς,
κάτω από το ξύλινο κρεβάτι, ο Γέρο - Φιλάρετος, είχε ένα μεγάλο
- 83 -
ροζιάρικο κούτσουρο —ξύλο— επάνω στο όποιο κοιμότανε, εκείνο
τον λίγο ύπνο που επέτρεπε στο σώμα του. Το κρεβάτι ήταν πάντα
στρωμένο και ή μόνη φορά πού ξάπλωσε σ' αυτό ήταν όταν
πέθανε. Αυτό λέγεται «χαμαικοιτία» και τυραννία του σώματος. Το
ξύλο αυτό κανείς δεν το είχε δει, γιατί την ήμερα το είχε κρυμμένο
και σκεπασμένο κάτω από το κρεβάτι.
Ο Παπα – Τύχων
Από το βιβλίο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ» του Γέροντος
Παισίου Αγιορείτου
- 86 -
O Παπα - Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια
Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν
ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο
Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχει κληρονομική την ευλάβεια και την
αγάπη προς τον Θεό και να θέλει να αφιερωθεί στον Θεό από
μικρό παιδί. Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού
τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάει σε
Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση.
Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίσει μόνος
του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις
Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι
χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα
Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες
Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν
κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με
τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνει
τους άλλους. Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθεί πολύ, γιατί οι
κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο
Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της
σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη,
δεν μπορούσε να το φάει. Γι' αυτό είχε εξαντληθεί ο νέος. Πηγαίνει
λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά,
να τον ξαναπαρακαλέσει για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι
θα έχει για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον
Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή. Λυπημένος και
εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την
παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία
μου, θέλω να με βοηθήσεις, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πριν να
γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν
πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του
παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια
φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την
στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αυτό το
γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν
μήπως τον άκουσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και
είπε στον πατέρα της να του δώσει λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται
πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης
νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε
μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και
πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα
Μοναστήρια, άλλ' όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια
τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία
- 87 -
αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με
τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την
Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα
μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε:
«Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την
Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.
- 92 -
Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν"
δεν έχουν το «ευλόγησον», «Θεός συγχωρέσει» - ενώ ο Γέροντας
την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις
πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον»,
όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και
αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση».
Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες
στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το
Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από
την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με
χαρά και έλεγε: Εγώ τώρα κεράσματα. Έβγαζε νερό από την
στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο
δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για
μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρει κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο
και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του
Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε
τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα
εγώ' ευλογείτε!» και περίμενε να του πει ο επισκέπτης την ευχή «Ό
Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και
αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως
ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη
και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία. Μετά από
το κέρασμα περίμενε να ιδεί εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε
ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την
ώρα του, τότε του έλεγε: Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι
τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί. Εάν παρέμενε και δεν έφευγε,
τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και
έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να
εκμεταλλευθεί κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να
εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την
θεία του φώτιση και του έλεγε: Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω'
- 93 -
πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθείς καλά. Φυσικά,
δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε
πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα
συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή
του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον
πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ
δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν
πια. Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Αγαθάγγελος ο Ιβηρίτης,
ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό
Παπα - Τυχών προείδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και
ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε
συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να
εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να
μπει στο Κελί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια,
σαν τον Μωϋσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε
ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών,
πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξει, αλλά
οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον
κυνηγό από την φυλακή. Γι' αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας: -
Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία
περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι... Ακόμη και
για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε
και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωί με το φώτισμα. Την
ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό
διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέει το Κύριε,
ελέησαν, για να νιώθει τελείως μόνος του και να κινείται άνετα στην
προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών
ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να
επαναλάβει πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούσει τις
περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. "Όταν τον ρωτούσα μετά
στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό. Έλεγε επίσης
στην συνέχεια: Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας
μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθεί ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης.
Επειδή ή πόρτα του Παπα - Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον
Ναό ακούγονταν γλυκές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το
χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι
βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα - Τυχών και
ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν
άλλον εκτός από τον Παπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι
ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές. Στα γεράματα του πια, επειδή
έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο
- 94 -
Παπα - Μάξιμος και ο Παπα - Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν
πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε
μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του
ζωή. Για τον Παπα - Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου
ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά.
Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός,
Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα
σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε
δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για
φάρμακα της ψυχής. Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν
στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια: -
Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό' θα πέραση
όμως. Για τον εαυτό του ο Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε
και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και
ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν
διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως,
πώς να φοβηθεί και τι να φοβηθεί; Τους δαίμονες, πού τρέμουν
από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον
μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι' αυτόν; Μάλιστα, είχε
ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε
και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα
εξής, αφού είχε προαισθανθεί τον θάνατο του: «Αμαρτωλός
Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο
Θεός». Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι
ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθεί πια με τον Θεό,
γι' αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο
χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους
Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Επειδή είχε
ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι'
αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως
ανέφερα. Το Κελί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού
ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το
θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του
ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και
σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη
κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό
πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ' έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα
ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο
δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του
Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελιού του ήταν μεν από
σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε
ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα
- 95 -
μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει
κανονικό σουβά.
Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του
και έφευγαν. Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν
ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα τάιζε
από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την
πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ' άφηνε να θηλάζουν
από το λίγο του αίμα. Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την
πολλή άσκηση είχε εξαντληθεί. "Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι
κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε: - Δόξα σοι ο Θεός, καλά
είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και
- 96 -
περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν
ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα. Μια μέρα τον
επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει: Γέροντα, έχω
πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν
καθόλου να ησυχάσω. Ο Παπα - Τυχών του είπε: Εάν, παιδί μου,
εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω
Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και
νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι.
Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να
διαβάζεις μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από
το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας. Μετά από έξι
μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον
γνωρίσει, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία
πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον
ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε
σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι
πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχη. Με τέτοιες πρακτικές
συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν
βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε
αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους
ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του
επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι
επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν. Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν
το έβγαζε, γιατί πολλές φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο
και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους
συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας
Εξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι,
τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους
πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε
εξαγνισθεί πια η καρδιά του και ο νους του. Κάποτε τον είχε
ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο
καθαρός μέσα στο Κοινόβιο; Ό Παπα - Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν
πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα τραύματα με το
βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό
Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν
και ζουν με ταπείνωση. Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε
χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς
- 97 -
ανθρώπους. Κάθε πρωί ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι,
άλλ' όταν ιδεί κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο
Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος πού έχει μεγαλύτερη
ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους. Επίσης, έλεγε γι'
αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και ταπείνωση,
γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση
είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος - έλεγε -θα του πει ο
Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση».
Ενώ σ' εκείνον πού ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζει ταπεινά
με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πει
ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».
Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη
του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζει συνέχεια γύρω
από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των
Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα
Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο,
Αββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη, έλεγε ο Γέροντας,
θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με
προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν
ασκείται, αποκτάει πάθη». Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ. - Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος!
Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Αββάς Ισαάκ. Ήθελε με αυτό πού
είπε να τονίσει την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.
Ό Πάπα - Τυχών προσπαθούσε να μιμηθεί τον Άγιο Ισαάκ, όχι
μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της
πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο.
Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να
ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες
και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου είναι οι
μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του
αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη
δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνει τους άλλους,
διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό.
Έλεγε χαρακτηριστικά: - Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ
φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίσει τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη
πρώτα προσευχή, να επικαλεστεί το "Άγιο Πνεύμα, για να τον
φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός
άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζει. Αυτό είναι νοικοκύρης.
Γι' αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε,
Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο
- 98 -
Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς
άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση. Μερικοί τον
τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν
ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά.
Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό
του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο
ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και
φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά
του, πού είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού
λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον
φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε
ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας
συνιστά ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον
επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια,
και τον ρωτούσαν: - Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα;
Εκείνος απαντούσε: - Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το
καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθεί πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια
ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες
σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον
Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό,
γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την
κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να
μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια
λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το
βρήκες; Ό Χριστός να σου δώσει σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιει ποτέ λεμονάδα ή είχε πιει, όταν ήταν πολύ
μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
- 99 -
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει
σ' αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να
σηκωθεί να πάει στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε
με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό
από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό,
γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον
κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε
απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και
του έλεγα:
- 100 -
αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από
καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο
επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε
για μια εβδομάδα). Ξανά επαναλάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και
θα έρχομαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν
δάκρυα συνέχεια.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα
πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα
- 102 -
καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε
ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο
αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές
των Αγίων - όσες δεν κρύβονται - και αυτές μόνο να γράφουμε,
ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν
άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή
τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε
η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων.
Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις
αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα.
Έχοντας λοιπόν υπ' όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού
δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να
περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα. Πιστεύω ότι είναι
ευχαριστημένος και ο Παπα - Τυχών και δεν θα παραπονεθεί,
όπως παραπονέθηκε σ' αυτόν ο φίλος του Γερο - Σιλουανός, όταν
είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε
παρουσιασθεί τότε ο Γερο - Σιλουανός στον Παπα - Τύχωνα και
του είπε:-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια
μου έγραψε, δεν το ήθελα. Γι' αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή
απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα - Τύχωνα και όλων των γνωστών και
αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού
περνάμε. Αμήν.
ο γέρων Παρθένιος
- 108 -
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΔΑΝΙΗΛ
Έλεγε ο Γέρο - Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος,
ο Γέροντας της Καλύβας «Εισόδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος
Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο,
θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
- 109 -
Ό Μοναχός θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων,
πού γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις
ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον
αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», του φάνηκε κάπως περίεργο και
όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα - Γρηγόρη :
«Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς
«Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων...», πώς γίνεται αυτό το
πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της
θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα - Γρηγόρης σ' αυτά απάντησε: —
Αδελφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος θεός, με τις προσευχές των
ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και
ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου
Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη
μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ' αυτά
τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο
Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από
το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και
έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος
χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει
θυσία των χριστιανών ο Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου
Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί - Σώμα κι από κρασί -Αίμα του
Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα
Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ' αυτά όταν άξιοι
και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν,
αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται
θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ
Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή
φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το
Γέροντα του και είπε: Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι
αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι' αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος
Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς
και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της
γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτοντας αυτός,
παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους,
πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς
προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι
- 110 -
άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας
Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους
τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου
Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν
να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του
Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι
στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι
πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των
ποταμών τής Γης και· της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν
και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου
«Άπ' αρχής, ο διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η' 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι
άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του
Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της
θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους
ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα
«τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου
Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού
είχε, πριν να σαρκωθή ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους
ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο
αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του
Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου
γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού
παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου
Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού
σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό,
παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο όποιος με
την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα
περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ' αυτό δείχνοντας μας
το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ
ηυδόκησα...» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο
μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ' αυτόν και
το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον
Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με
το άγιο Βάπτισμα.
- 112 -
Ο ΓΕΡΟ - ΔΑΝΙΗΛ ΕΙΧΕ ΧΑΡΙΣΜΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Πολλά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, για πνευματικό τους
σύμβολο, είχανε τον πεπειραμένο σε πράξη και θεωρία της
αρετής, το διακριτικότατο Γέροντα Δανιήλ των Δανιηλαίων από τα
Κατουνάκια.
Χαρακτηριστικά αναφέρομε ένα από τα πολλά γεγονότα και
τις μεσολαβήσεις πού είχε κάνει ο αείμνηστος εκείνος Γέροντας,
για να καταλάβουμε την πείρα πού διέθετε και τη χάρη πού από
τον Πανάγαθο Θεό είχε να διακρίνει τον πνευματικό πόλεμο του
Σατανά και κυρίως από τα δεξιά, πού είναι και ο πιο επικίνδυνος,
γιατί μας φαίνεται πώς κάνουμε αρετές.
Στην Ιερά Μονή του Κωνσταμονίτου, ή κοινοβιακή ταξί ήταν
κατά πάντα ακριβής και όλοι οι Πατέρες και αδελφοί αυτής
πορευόντουσαν σύμφωνα με το τυπικό και τις παραδόσεις των
αγίων Πατέρων.
Ένας από τους αδελφούς, Δαμασκηνός το όνομα, μέσα σε
λίγα χρόνια υπακοής, νόμισε πώς έγινε δυνατότερος από τους
άλλους αδελφούς και ότι μπορεί να ανέβει σε ύψη αρετής,
υπομονής και καρτερικότητας περισσότερο από τους άλλους
αδελφούς της Μετανοίας του.
Ό ενθουσιασμός στους νέους Μοναχούς κι ο αυθορμητισμός
για την απόκτηση υψηλής ζωής και αρετής και αγιότητας, είναι
σύνηθες φαινόμενο, γι' αυτό, οι αγιορείτες Πατέρες, έχουν
κληροδοτήσει ένα ρητό πού ισχύει για όλους τους Μοναχούς,
λέγουν λοιπόν, πώς «ο αρχάριος, Δόκιμος και νέος Μοναχός, όταν
προσέρχεται να καταταγεί στις τάξεις των Μοναχών, θα πρέπει να
έχει πίστη και ευλάβεια όσο είναι το βουνό του Άθωνα, για να του
μείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, όσο είναι ένα ρεβίθι ή μια
φακή».
Ό δε κοινός εχθρός και πολέμιος των ανθρώπων Σατανάς,
και κυρίως πολέμιος των Μοναχών, οι όποιοι, κατά τους Πατέρες,
διεκδικούν να του πάρουν τη θέση, που είχε αυτός πρώτα και να
γίνουν άγιοι Άγγελοι του Θεού, επειδή γνωρίζει ότι το εκπεσόν
Εωσφορικό Τάγμα των Αγγέλων θα συμπληρωθεί και
αναπληρωθεί, από αγνούς αρχιερείς, ιερείς, Μοναχούς και
Μοναχάς και κατά πάντα αγνούς και καθαρούς χριστιανούς, βάνει
σ' ενέργεια εναντίον τους όλα τα σατανικά του σχέδια και
τεχνεύεται μηχανές ο παμμήχανος, περισσότερο με τις
φαινομενικές αρετές, τις δήθεν καλοσύνες, ψεύτικες ελεημοσύνες,
επαίνους και κολακείες και πολύ λιγότερα σχέδια με τις φανερές
κακίες, εγκλήματα κ.λπ. αμαρτήματα, από τα όποια, μπορεί
ευκολότερα π χριστιανός ή ο μοναχός κ.λπ. να ανανήψει, να
μετανοήσει και να διορθωθεί. Ενώ με τις φαινομενικές ψευτοαρετές
- 113 -
και διάφορες πλάνες από τα δεξιά, πολύ δύσκολα ο άνθρωπος
μπορεί να λυτρωθεί και να σωθεί.
Γι' αυτό το Πνεύμα το Αγιον, εις τους Ψαλμούς του Προφ.
Δαυίδ μας λέγει: «Πεσείται εκ του κλίτους σου χιλιάς και μυριάς εκ
δεξιών σου» (Ψαλμ. 90, 7), δηλαδή από τις φανερές αμαρτίες και
κακίες θα μας πολεμήσουν χίλιοι δαίμονες, από τα αριστερά πού
λέγεται «κλίτος» και από τα δεξιά, πού είναι, οι υποκριτικές και
ψεύτικες αρετές, τις όποιες τις κάνει κρυφά ο άνθρωπος, δήθεν
από προαίρεση δική του, άπ' εκεί, λέγει ο Προφήτης, θα μας
πολεμήσουν δέκα χιλιάδες (10.000) Δαίμονες.
Έτσι και στο μυαλό του υποτακτικού Δαμασκηνού, της Ιεράς
Μονής του Κωνσταμονίτου, έβαλαν οι δαίμονες να γίνει έγκλειστος,
δηλαδή να μη βγαίνει έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και
επειδή άκουγε πώς άλλοι Μοναχοί έκαναν 20, 30, 50 και
περισσότερα ακόμη χρόνια να βγουν έξω από το Μοναστήρι τους,
όπως ο άγιος Λεόντιος της Ιεράς Μονής Διονυσίου, ο όποιος επί
75 χρόνια πού έζησε στο Μοναστήρι αυτό δεν ήξερε που είναι ή
πόρτα της εξόδου έως ότου τον έβγαλαν από το Μοναστήρι όταν
κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο.
Ναι, αυτό είναι αληθές, άλλα αυτός ο ευλογημένος όπως και
άλλοι πολλοί Μοναχοί έκαναν την αρετή αυτή με γνώμη και
ευλογία του Καθηγουμένου και του πνευματικού τους και όχι από
μόνοι τους.
Ό καημένος όμως ο Δαμασκηνός ήθελε από μόνος του,
κατόπιν συμβουλής του Σατανά, να κάνει αυτή την αρετή. και το
αποτέλεσμα ήταν υστέρα από λίγα χρόνια να φουσκώνει από
κρυφή υπερηφάνεια, γιατί αυτή είναι ή τέχνη του Σατανά, να ρίξει
τον Μοναχό σε πλάνη. Έτσι τον κατέλαβε εγωισμός, πίστεψε πώς
κάνει μεγάλη αρετή και σιγά σιγά, άρχισε να περιφρονεί τους
άλλους Πατέρες πού έβγαιναν έξω στο προαύλιο της Μονής,
έβγαιναν έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου, πήγαιναν στις
Καρυές και όπου άλλου τους έστελναν, ο ηγούμενος και οι
Γέροντες και Προεστοί της Μονής.
Ενώ αυτός, από την εκκλησία πήγαινε στην τράπεζα και άπ'
εκεί στο δωμάτιο του ή στο διακόνημα πού έκανε με το θέλημα του
μόνον μέσα στη Μονή, διότι έξω δεν δέχονταν να βγει.
Άρχισε λοιπόν μετά καιρόν να καυχιέται και να φιλονικεί με
τους άλλους Πατέρες, πού βγαίνανε έξω από το Μοναστήρι,
άρχισε να γίνεται νευρικός, να βρίζει τους άλλους και κατήντησε να
είναι σε όλους ενοχλητικός και να μην υπακούει ούτε και στον
ηγούμενο ακόμη.
Αφού το κακό έγινε ανυπόφορο, ο ηγούμενος και οι Γέροντες
της Μονής, κάλεσαν τον πνευματικό τους σύμβουλο, πού ήταν, ο
- 114 -
φωτισμένος Γέροντας Δανιήλ από τα Κατουνάκια.
Ό Γέρο - Δανιήλ έτοιμος πάντα να βοηθήσει κάθε αδύνατο
και παραστρατημένο Μοναχό, άμα έλαβε την πρόσκληση της
Μονής, έτρεξε και αφού έμαθε τα διατρέξαντα, κάλεσε τον αδελφό
Δαμασκηνό και με μειλίχιο τρόπο τον ρώτησε πώς περνάει. —
Έμαθα, του είπε, αδελφέ, πώς έφτασες σε μεγάλα μέτρα αρετής
και μάλιστα έλαβες τη χάρη να είσαι έγκλειστος και ότι δε βγαίνεις
έξω από την πόρτα του Μοναστηρίου και επιδίδεσαι πολύ στη
νοερά προσευχή!!
Ό Μοναχός Δαμασκηνός, με υποκριτική ταπεινοφροσύνη
απαντώντας στο Γέρο -Δανιήλ, είπε:
— Ναι, Γέροντα, με την ευχή σας αξιώθηκα να έχω αυτή τη
χάρη και επί δέκα χρόνια τώρα δεν έχω βγει από την πόρτα του
Μοναστηρίου, και πάντα προσεύχομαι μόνος μου.
Ό Γέρο - Δανιήλ, σαν πολύπειρος από τις πλάνες του
Σατανά και τα πονηρά σχέδια του, στην κρυφοεγωιστική αύτη
απάντηση του Μονάχου Δαμάσκηνου, τον ρώτησε και πάλι: —
Δε μου λες, αδελφέ Δαμασκηνέ, αυτό πού κάνεις, είναι με την
ευχή, και ευλογία του ηγούμενου και των Γερόντων της Μονής; Ό
Δαμασκηνός στην ερώτηση αυτή, σκυθρώπιασε, κατέβασε το
κεφάλι και πειραγμένος κάπως απήντησε στο Γέροντα Δανιήλ:
«Αυτοί όλοι Γέροντα, κι ο ηγούμενος και οι Προϊστάμενοι δε θέλουν
την προκοπή και πρόοδο μου και με πολεμούν διαρκώς, για όλα τα
πνευματικά μου κατορθώματα και με εμποδίζουν από κάθε καλό
έργο πού θέλω να κάνω».
Ό Γέρο - Δανιήλ, βρήκε τότε την ευκαιρία και είπε στον
πλανηθέντα αυτόν αδελφό τα έξης:
—Αδελφέ Δαμασκηνέ, από την Αγία Γραφή μαθαίνουμε ότι,
όταν ο λαός των Εβραίων αμάρτησε στο Θεό, τότε στάθηκε
μεσίτης ο Μωυσής και συγχώρεσε, ο Θεός, το λαό Του Ισραήλ.
Όταν όμως ο λαός αμάρτησε στο Μωϋσή και τον στενοχώρησε με
τις παρανομίες του, τότε επειδή δεν είχανε ποιος να μεσιτεύσει γι'
αυτούς, τιμωρήθηκαν και αιχμαλωτίσθηκαν από τους γειτονικούς
ασεβείς και αλλοεθνικούς λαούς.
»Ό Κύριος μας στο ιερό Ευαγγέλιο μας λέγει ότι: «Ό ακούων
υμών εμού ακούει, και ο αθετών υμάς εμέ αθετεί" ο δε εμέ αθετών
αθετεί τον αποστείλαντά με» (Λουκ. Ι' 16).
»Για τον λόγο αυτόν, μετά την εις ουρανούς θεία Ανάληψί
Του, άφησε τους μαθητές και αγίους Αποστόλους του, για να τον
εκπροσωπούν, να τον αντιπροσωπεύουν επί της γης, να μας
δίνουν τις εντολές του Θεού και τα ιερά παραγγέλματα.
»οι άγιοι Απόστολοι, άφησαν τους Επισκόπους, οι
Επίσκοποι διαδόχους των, άφησαν τους ιερείς και καθηγούμενους
- 115 -
του λάου, προς τους οποίους οφείλαμε, μετά δοκιμή βέβαια, να
κάνουμε αδιάκριτη υπακοή, όπως ακριβώς θα κάναμε στον
αρχηγό της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, Κύριο και θεό και
Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν. Όποιος λοιπόν, σύμφωνα με τα
λόγια του Χριστού, δεν κάνει υπακοή στους κατά Θεόν αρχηγούς
του, πού, στην προκειμένη περίπτωση τη δική μας, είναι ο
ηγούμενος και οι Γέροντες του Μοναστηρίου, αυτός, είναι σαν να
μη κάνει υπακοή σ' Αυτόν τον Κύριο μας Ιησούν Χριστόν, και
επομένως ότι και να κάνει οποιαδήποτε φαινομενική αρετή
κατορθώσει, ο Μοναχός αυτός, και γενικά κάθε άνθρωπος, χωρίς
γνώση και γνώμη του αρχηγού, του Γέροντα του, σε αυτόν ή
παντός είδους αρετή και πνευματική προκοπή, μπροστά στα μάτια
του Θεού, γίνεται και είναι διαβολική κακία, όπως λέγει και ή Αγία
Γραφή «Και ή προσευχή αυτού γενέσθω εις αμαρτίαν» (Ψαλμ. ΡΗ',
7), γιατί προέρχεται από το θέλημα του, και όχι μόνον δεν τη
δέχεται ο Θεός, άλλα παραχωρεί να πέσει, ο άνθρωπος αυτός, είτε
Μοναχός είναι ή ότι αξίωμα και ιδιότητα κι αν έχει, σε αδόκιμο νου,
σε πλάνη του διαβόλου και τότε ο άνθρωπος αυτός, βλέπει το
μαύρο άσπρο, το πικρό γλυκύ και τ' αντίθετο. Τα βλέπει όλα από
την ανάποδη μεριά κι όχι από την πραγματική τους όψη.
Άλλα μπορεί ο τοιούτος υποτακτικός αν εξακολουθήσει να
κάνει το θέλημα του, να θρηνήσει και χειρότερη πνευματική
κατάπτωση και καταστροφή, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου
των Εθνών πρωτοκορυφαίου Παύλου, που λέγουν: «Δι' α έρχεται
ή οργή του θεού επί τους υιούς της απείθειας» (Κολασ. Γ' 6).
»Για αυτό, αδελφέ Δαμασκηνέ, είπεν ο φωτισμένος Γέρο -
Δανιήλ, θα πρέπει για να είναι ευπρόσδεκτη ή αρετή σου αυτή,
μπροστά στα μάτια του Θεού, να πάς αμέσως να την
εξομολογηθείς στο Πνευματικό, να σταματήσεις αυτή την αρετή
πού κάνεις με το θέλημα σου και να υπακούσεις σε όλα και χωρίς
διάκριση στη θέληση του ηγούμενου και των Γερόντων της
Μετάνοιας σου.
Έτσι ή προκοπή σου αυτή, θα είναι αληθινή και πραγματική
αρετή και ευπρόσδεκτη στο Θεό, και να είσαι βέβαιος πώς θα
γλιτώσεις από το φούσκωμα πού σου φέρνει ο διάβολος και τη
φαντασία, πώς δήθεν κάνεις αρετή.
Τότε ο καλοπροαίρετος αυτός υποτακτικός, πάτερ
Δαμασκηνός, έτρεξε στον ηγούμενο από τον όποιο ζήτησε
συγχώρεση και είπε ότι του λοιπού θα συμμορφώνεται με το
θέλημα των Πατέρων και θα κάνει υπακοή. Αυτή είναι ή πρόοδος
και πραγματική προκοπή.
- 131 -
Ο Γέροντας γεννήθηκε στο χωριό Καλαποδέστι της
Μολδαβίας το 1816. Οι γονείς του ζούσαν σε μεγάλη φτώχεια,
αλλά ήσαν πολύ ευσεβείς. Ο πατέρας του Γεώργιος Λουκιάν ήταν
διάκονος στο ναό του χωριού τους, ενώ η μητέρα του Αικατερίνα
αργότερα προσήλθε σε μοναστήρι και εκεί κοιμήθηκε με το
μοναχικό όνομα Ελισάβετ. Για πολλά χρόνια δεν είχαν παιδιά,
αλλά με προσευχές απέκτησαν, με πρώτο τον Αλέξανδρο,
μετέπειτα Αντύπα. Η μητέρα του μάλιστα τον γέννησε χωρίς
πόνους, σημάδι θεϊκό ότι προοριζόταν να φύγει από τα στενά όρια
της οικογένειας.
Στην παιδική ηλικία, όταν έβοσκε τα πρόβατα του πατέρα
του, έπιανε στα χέρια του δηλητηριώδη φίδια, χωρίς να τον
δαγκώνουν… Ήταν πολύ απλοϊκός και ακτινοβολούσε κάτι το μη
κοσμικό. Γι’ αυτό, παρότι ήθελε να μορφωθεί, δυσκολευόταν πολύ
με τα γράμματα. Προσπάθησε πολύ γι’ αυτό και στο τέλος
κατάφερε να του γίνονται καθημερινή τροφή τα … ιερά βιβλία.
Ο πατέρας του τον άφησε ορφανό και η μητέρα του τον
έβαλε σε σχολείο για να γίνει βιβλιοδέτης. Τα κατάφερε και
γυρνώντας στο σπίτι εργάστηκε με επιτυχία για να εξοικονομεί η
οικογένεια τα προς το ζην (ήταν το μεγαλύτερο παιδί).
Β. Το παράξενο φως… :
Βιβλιογραφία:
1). Αλεξίου Παναγόπουλου (απόδοση), ΟΣΙΑΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΩΝ ΤΟΥ Ν19ου
αιώνα, εκδ. ΤΗΝΟΣ, Αθήνα 1994.
- 136 -
Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης αναμφιβόλως αποτελεί μια
μεγάλη μορφή του συγχρόνου αθωνικού μοναχισμού. Έζησε και
εκοιμήθη στο Άγιον Όρος, αλλά εξέφρασε και την ζωή των
μυριπνόων ανθέων του Αγιωνύμου Όρους, και γενικά των
ορθοδόξων ησυχαστών Πατέρων, όντας και αυτός ένα από τα
μυρίπνοα άνθη του Αγίου Όρους και μάλιστα του κοινοβιακού και
κελιώτικου μοναχισμού. Μέσα από το πρίσμα αυτό πρέπει να
εξετάζωνται όλες οι άλλες πλευρές του π. Θεοκλήτου, όπως το
συγγραφικό και αντιαιρετικό του έργο. Άλλωστε μια αγαπητή του
έκφραση που χρησιμοποιούσε σε κείμενα και βιβλία του ήταν η
φράση «Αθωνικά άνθη».
Θα επιδιώξω μέσα στον περιορισμένο χρόνο που έχω στην
διάθεσή μου να παρουσιάσω αυτήν την πλευρά του π. Θεοκλήτου
Διονυσιάτου, ώστε να εξηγηθούν και μερικές «έμμονες» απόψεις
του πάνω σε διάφορα θέματα εκκλησιαστικής και θεολογικής ζωής.
1. Προσωπική επικοινωνία μαζί του
Στην δεκαετία του ’60 που για πρώτη φορά προσήγγιζα το
Άγιον Όρος, στην αρχή ως ερευνητής στις Βιβλιοθήκες των Ιερών
Μονών και στην συνέχεια ως προσκυνητής και αναζητητής των
πνευματικών μελισσών, που καλλιεργούσαν το ευλογημένο μέλι
της ησυχίας, στα σπήλαια, τα καθίσματα και τα κελλιά στην έρημο
και τα Μοναστήρια, από τους πρώτους που συνάντησα ήταν ο π.
Θεόκλητος. Ήταν μια σημαντική και αξιοπρόσεκτη φυσιογνωμία
της εποχής εκείνης και συνετέλεσε όσο λίγοι στην επάνδρωση του
αγιορειτικού μοναχισμού με τον ιδιαίτερο τρόπο του, αλλά και την
θεολογική θεμελίωση του ησυχαστικού αθωνιτικού μοναχισμού.
Αγαπούσε την ιερά ησυχία και την εξέφραζε χρησιμοποιώντας την
λογιότητά του και τον πλούτο της διανοίας του. Ήταν τρόπον τινά
πνευματικός διάδοχος του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του αγίου
Νικοδήμου του αγιορείτου και των λεγομένων κολλυβάδων –
φιλοκαλικών Πατέρων του Αγίου Όρους.
Όταν επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος δεν παρέλειπα να τον
συναντώ και να ωφελούμαι από τον χειμαρρώδη, αλλά κυρίως
προφητικό του λόγο. Έβλεπε τα εκκλησιαστικά και κοινωνικά
πράγματα μέσα από τον ησυχαστικό τρόπο σκέψεως και ζωής που
είχε συναντήσει στους ερημίτες και ησυχαστές μοναχούς, αλλά και
ο ίδιος είχε ζήσει στην προσωπική του ζωή, και τα έκρινε με
εκρηκτικό λόγιο λόγο. Ο λόγος του ήταν στυπτικός και προφητικός.
Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο όταν έγραψα το βιβλίο για
τον Προφήτη Σαμουήλ με τίτλο «Ο Bλέπων» το αφιέρωσα σε τρεις
μεγάλες σύγχρονες μορφές του αγιορειτικού μοναχισμού που και
εμένα με βοήθησαν, μεταξύ των οποίων και τον αείμνηστο π.
Θεόκλητο. Έγραφα στην αφιέρωση: «Προσφορά στους Bλέποντας
- 137 -
των χρόνων της εξόδου και της εισόδου μου, π. Σωφρόνιο, π.
Εφραίμ, π. Παΐσιο και π. Θεόκλητο». Με την φράση «εξόδου μου
και εισόδου μου» εννοούσα την έξοδό μου από τον σχολαστικό και
ηθικιστικό τρόπο σκέψεως και ζωής και την είσοδό μου στον
ησυχαστικό τρόπο σκέψεως των Πατέρων της Εκκλησίας.
Την πρώτη εποχή που επισκεπτόμουν το Άγιον Όρος
ζούσαν εκεί ησυχαστές Πατέρες, που περνούσαν την νύκτα με
ησυχία και προσευχή, αλλά εμείς, ως φοιτητές την εποχή εκείνη,
επηρεασμένοι από τον κοινωνικό και ακαδημαϊκό τρόπο σκέψεως
και ζωής, δεν μπορούσαμε να τους εκτιμήσουμε πολύ. Έτσι, ο
Γέρων Θεόκλητος, με τον διαλεκτικό τρόπο σκέψεώς του, μας
άνοιγε όλη αυτήν την μοναχική και ησυχαστική προοπτική και
αποτελούσε, κατά την μεταβατική εκείνη περίοδο, την πνευματική
γέφυρα για να περάσουμε από τις ακαδημαϊκές θεολογικές
σπουδές στην ερημική ζωή της ιεράς ησυχίας. Αποτελούσε την
γέφυρα μεταξύ της ακαδημαϊκής θεολογίας και της χαρισματικής
θεολογίας της ερήμου.
Όταν το 1975 κυκλοφόρησε το βιβλίο του με τίτλο «Αθωνικοί
διάλογοι» και υπότιτλο «η θεολογία της νοεράς προσευχής» μου το
απέστειλε με αφιέρωση και με ένα μικρό καρτάκι όπου έγραφε:
«διαδώσατε την ευχή μεταξύ των πνευματικών σας τέκνων». Αυτό
απετέλεσε πράγματι ένα προσωπικό μου έναυσμα αφ’ ενός μεν για
την περαιτέρω μελέτη σχετικά με την νοερά προσευχή, αφ’ ετέρου
δε για την διάδοση της ιεράς αυτής εργασίας μεταξύ των
ανθρώπων τους οποίους καθοδηγούσα ως νέος Κληρικός. Μπορώ
δε να προσθέσω ότι αποτελούσε και το έναυσμα για την
συγγραφή, σε διαλογική μορφή, κατά μίμηση του Γέροντος
Θεοκλήτου, του βιβλίου μου «Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου
Όρους». Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την κυκλοφορία του βιβλίου
αυτού, όταν επισκέφθηκα τον Γέροντα Θεόκλητο συζητήσαμε επί
τρεις ώρες διάφορα θέματα της πνευματικής ζωής και στο τέλος
μου αφιέρωσε ένα καινούριο του βιβλίο ως εξής: «τρεις ώρες
συζήτηση στην έρημο του καθίσματός μου. Θεόκλητος Μοναχός
Διονυσιάτης».
- 154 -
Η Σκήτη της Αγίας Άννης είναι ή αρχαιότερη άλλα και
μεγαλύτερη Σκήτη του Αγίου Όρους, έχει όμως δυο περιόδους
ζωής, ή μία κατά την Παράδοση άρχισε τον 6ον με 7ον αιώνα,
οπόταν συστήθηκε ή Κοινοβιακή Μονή των «Βουλευτηρίων». Από
τις πολλές όμως επιδρομές των θαλασσοπειρατών διατηρήθηκε
μέχρι τον 9ον με ΙΟον αιώνα και κατεστράφη, οπόταν έχομε την
δεύτερη περίοδο ζωής αυτής, ή οποία φαίνεται να έχει αρχή από
τον Όσιο Γερόντιο, ο όποιος φέρεται Ιδρυτής της Σκήτης Αυτής,
χρηματίσας ηγούμενος της Μονής των Βουλευτηρίων, της οποίας,
ίσως να ήταν ο τελευταίος. Ό Άγιος αυτός ήταν σύγχρονος με τον
άγιο Μάξιμο τον Καυσοκαλυβίτη, στην αρχή έζησε κάτω στα
παραθαλάσσια μέρη σε σπηλιές, άλλα από τις συνεχείς ενοχλήσεις
των πειρατών, ανέβηκε ψηλά στα δύσβατα βράχια, εκεί που
σήμερα είναι το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος, το όποιον
αυτός πρωτοέκτισε.
Στην τοποθεσία αυτή υπάρχουν πλήθος ξεροκάλυβα και
σπηλιές, στα όποια κατά καιρούς παρέμειναν και ασκήτευαν
πολλοί Μοναχοί ερημίτες και ερημοπολίτες.
Με πολλούς πειρασμούς και σκληρούς αγώνες, ο όσιος
Γερόντιος πλήρης ήμερων παρέδωκε το πνεύμα στο Δεσπότη
Χριστό, γενόμενος θυσία και πρότυπο παράδειγμα αρετής και
καλοσύνης στους υποτακτικούς και συνασκητές του. Εκεί πού
έμενε, προς παρηγοριά των αδελφών, με θερμή προσευχή, μέσα
από τα βράχια, έβγαλε λίγο νεράκι σαν άγιασμα.
α) Αυτός όμως πού τον διαδέχθηκε, στη σπηλιά πού έμενε ο
άγιος Γερόντιος, θέλησε να φτιάξει ένα μικρό κηπάκι και μάζευε το
άγιασμα για να ποτίζει τον κήπο του. Επειδή όμως το νεράκι αυτό,
δε δόθηκε για να ποτίζουν κήπους, και για να μη περισπώνται οι
Μοναχοί σε κηποκαλλιέργειες και αφήνουν τα πνευματικά τους
καθήκοντα, στο Μοναχό αυτόν παρουσιάστηκε σε όραμα ή
Παναγία και του έκαμε παρατήρηση και για να μη παραμελεί την
- 155 -
πνευματική του ζωή, ή Κυρία Θεοτόκος, έδωκε εντολή να στερέψει
άπ' Εκεί το άγιασμα, πού δόθηκε μόνον να πίνουν, κι όχι να
ποτίζουν κήπους, και βγήκε πιο κάτω και χαμηλότερα από την
επιφάνεια της γης. Το άγιασμα αυτό μέχρι σήμερα χειμώνα -
καλοκαίρι είναι το ίδιο, ούτε αυξάνει, ούτε λιγοστεύει
Εκεί στη Σκήτη της Μικρής Αγίας Άννης, περί τα τέλη του
15ου αιώνα, ζήσανε δυο μεγάλοι φωστήρες και πνευματικοί
Πατέρες, Ο άγιος Διονύσιος «ο Ρήτωρ» και ο υποτακτικός του
άγιος Μητροφάνης ο πνευματικός.
α) Ό άγιος Διονύσιος ήταν ιερομόναχος, ρήτωρ, διδάσκαλος
και πνευματικός από την ιερά Μονή του Στουδίου προερχόμενος,
δεν έχομε πολλά στοιχεία για την καταγωγή του, ούτε γνωρίζομε
πότε ήρθε στο Αγιον Όρος, μόνο ξέραμε πώς ήταν νηπτικός
Πατήρ, πλήρης χάριτος Θεού, ποδηγέτης του ασκητισμού, διότι
είναι σχεδόν οι πρώτοι με τον υποτακτικό του πού κατοίκησαν
στην περιοχή αυτή της Μικρής Άγιάννας και ότι εκοιμήθη το έτος
1606, που όμως εκοιμήθη, μας είναι άγνωστο.
β) Ό άγιος Μητροφάνης ήταν, όπως είπαμε, ενάρετος απλός
και σοφός πνευματικός και επειδή στα ζοφερά χρόνια της
Τουρκοκρατίας, οι χριστιανοί σ' όλη την Ελλάδα υπέφεραν πολλά
δεινά, από την περιφέρεια της Χαλκιδικής, κατά καιρούς οι
προύχοντες, ζητούσαν από τον «Πρώτο» του Αγίου Όρους να τους
στείλουν ένα δυνατό, ενάρετο και διακριτικό πνευματικό
εξομολόγο, για να βοηθήσει τους δοκιμαζόμενους χριστιανούς.
Ό «Πρώτος» του Αγίου Όρους, πιεζόμενος συχνά από όλα
σχεδόν τα χωριά της Χαλκιδικής, και μη γνωρίζων τι να κάμει,
ζήτησε τη γνώμη και συμβουλή για την προκειμένη περίπτωση του
αγίου Διονυσίου του Ρήτορας, ο όποιος ασκήτευε στο σπήλαιο
του, στην έρημο του Άθωνα και του οποίου ή ασκητική μορφή και
φήμη αγίου ήταν διάχυτη σ' όλο το Αγιον Όρος.
Ό άγιος Διονύσιος, επειδή γνώριζε την πνευματική δύναμη,
κατάρτιση και διακριτικότητα του μαθητού και συνασκητού του,
αγίου Μητροφάνη, υπέδειξε στον «Πρώτο» του Όρους, σαν πιο
κατάλληλο, για τη διακονία αυτή, να στείλει τον άγιο Μητροφάνη, ο
όποιος με προθυμία δέχτηκε και με τη χάρη και θεία δύναμη πού
ήταν προικισμένος, από τον Πανάγαθο Θεό, πρόσφερε πολύτιμες
υπηρεσίες και βοήθησε πολύ τους χριστιανούς σ' ολόκληρη τη
- 157 -
Χαλκιδική.
Κέντρο της παραμονής του, είχε τον Ισβόρο, πού σήμερα
λέγεται Στρατώνι, και το ονομάζει ο άγιος Μητροφάνης «Χωράν
μεγάλην».
Κατά το διάστημα της ιεράς αυτής αποστολής και
ευαγγελικής περιοδείας του, «ενήργησε ο Θεός» πολλά σημεία και
θαύματα.
Ένα άπ' αυτά είναι και ή φοβερή οπτασία, ενός ευλαβούς
χωρικού Εκεί Δημητρίου, την οποία ο ίδιος έγραψε στην
καθαρεύουσα, κατόπιν εντολής και προτροπής, του Γέροντος του
αγίου Διονυσίου. Εδώ όμως, για να γίνει περισσότερο καταληπτή,
αποδίδεται σε ελεύθερο νόημα, περιληπτικά στην καθομιλούμενη
γλώσσα: «Στην κωμόπολη Ισβόρο, κοντά στα σημερινά Μεταλλεία
του Μποδοσάκη, το έτος 1520 ζούσε ευσεβής χριστιανός, με το
όνομα Δημήτριος, ο όποιος εργάζονταν στα Μεταλλεία, για να
συντηρεί την οικογένεια του.
Από τα μέλη της οικογένειας του, είχε απομείνει, ή γυναίκα
του και ένα αγοράκι, πού στα δώδεκα του χρόνια πέθανε κι αυτό,
όπως κι άλλα τρία πού του είχαν πεθάνει πρωτύτερα.
Το αγοράκι αυτό, σαν μονάκριβο πού τους είχε μείνει, επειδή
ήταν πολύ φρόνιμο, συνετό και υπάκουο, το αγαπούσαν πολύ, ο
πατέρας και ή μητέρα του. Άλλα ο Πανάγαθος Θεός, που έχει την
εξουσία της ζωής και του θανάτου, τα κρίματα του Όποιου είναι
ανεξιχνίαστη άβυσσος, θέλησε να πάρει πρόωρα την ψυχή του,
έπεσε βαρεία άρρωστο και σε δεκαπέντε μέρες πέθανε.
Τούτο λύπησε πολύ τους γονείς του παιδιού, πού έκλαιγαν
απαρηγόρητα, περισσότερο δε ο πατέρας του Δημήτριος, ο όποιος
από την πολλή θλίψη έπεσε στο κρεβάτι άρρωστος και δεν ήθελε
ούτε να φάει ούτε να πιει τίποτε επί δεκαπέντε μέρες.
Στην κατάσταση αυτή βρισκόμενος, ο Δημήτριος, τη δέκατη
πέμπτη μέρα λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Τότε ή
γυναίκα του και ή πεθερά του, πού βρίσκονταν κι αυτή στο σπίτι
τους άρχισαν τους θρήνους, οδυρμούς και αναστεναγμούς τόσο,
πού μαζεύτηκαν όλοι οι γείτονες και συγγενείς τους κι έκλαιγαν κι
αυτοί απαρηγόρητα το θάνατο του Δημήτρη, και κατά τη συνήθεια
του κόσμου, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κόλλυβα, σαβανώματα,
θυμιάματα, κεριά και ότι άλλο θεωρείται απαραίτητο για την κηδεία
και την ταφή. Εκεί όμως, πού κατά την τάξη τον άλλαζαν,
παρατήρησαν, πώς τα μεν άκρα —χέρια και πόδια— και όλο το
κορμί ήταν νεκρωμένα και κρύα, κοντά δε στο στέρνο και την
καρδιά ήταν ακόμη ζεστός και ο σφυγμός διετηρείτο πολύ αραιός κι
αδύνατος, πλην όμως δεν είχε σταματήσει τελείως και γι' αυτό
αποφάσισαν να μην τον θάψουν, αν δεν νεκρωθεί όλο το σώμα.
- 158 -
Πέρασαν πολλές ώρες, ήρθαν τα μεσάνυχτα και ή
κατάσταση του Δημήτρη εξακολουθούσε να παραμένει ή ίδια. Τότε
όλοι νύσταξαν κι αποσύρθηκαν λίγο ν' αναπαυθούν. Το πρωί της
επόμενης ημέρας, ο Δημήτρης, αναστέναξε βαθιά κι ανασηκώθηκε
στο κρεβάτι. Εκείνοι πού τον παράστεκαν, βεβαρημένοι από τη
νύστα, σαν άκουσαν τον αναστεναγμό ξύπνησαν και είδαν το
Δημήτρη να ζωντανεύει, θαύμασαν κι χάρηκαν όλοι τους και πιο
πολύ ή γυναίκα και ή πεθερά του, οι όποιες τον ρώταγαν να τους
ειπεί τι του συνέβη.
Ό Δημήτρης καθιστός στο κρεβάτι, έβαλε το χέρι στο μέτωπο
του κι έβλεπε κάτω, ήταν πολύ σκεφτικός, φαινόταν αφηρημένος
και τρεις μέρες δεν έτρωγε, δεν έπινε και δε μίλαγε σε κανέναν.
Ή γυναίκα του, είδε από το σπίτι έξω στο δρόμο παιδιά,
συνομήλικα με το δικό της, να παίζουν, θυμήθηκε το παιδί της κι
άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα και να χύνει πικρά δάκρυα. Τότε ο
Δημήτρης, σαν είδε τη γυναίκα του να κλαίει, έλυσε τη σιωπή του
και της είπε: «Γιατί κλαις και κόπτεσαι γυναίκα μου χωρίς να ξέρεις
τι κάνεις και τι λες; Το παιδί μας δεν πέθανε όπως νομίζαμε πριν,
ούτε αφανίστηκε ούτε σάπισε στον τάφο, αλλά ζει και είναι σε τόπο
λαμπρό, φωτεινό, ψηλό και ωραίο, σε φως πού δε λέγεται, δε
μοιάζει ούτε παριστάνεται με τα φώτα του κόσμου τούτου. Μακάρι
ν' αξιωθούμε να πάμε κι εμείς στο μέρος εκείνο πού είναι τα παιδιά
μας, να ζούμε κι εμείς τη μακαριά εκείνη ζωή, στην οποία δεν
υπάρχει θλίψη, πόνος και αναστεναγμός, αλλά είναι φως το αιώνιο
και ζωή χωρίς αρχή και τέλος —ατελεύτητη.
Ή γυναίκα του, από τη πολλή θλίψη, δεν έδωσε προσοχή
στα λόγια αυτά του συζύγου της, αλλά ή γριά μάνα της, σαν
άκουσε τα λόγια αυτά, ρώτησε το γαμπρό της λέγουσα: «Παιδί
μου, Δημήτρη, πώς γνωρίζεις ότι ζει το παιδί σου και βρίσκεται στη
μακάρια, όπως λες, ζωή;» Κι ο Δημήτρης, στην πεθερά του, είπε:
«Είδα εγώ με τα μάτια μου σε ποιο χαρούμενο και φωτεινό τόπο
βρίσκονται τα παιδιά μας!» «Πες μου, Δημήτρη, σε παρακαλώ,
εξακολούθησε να λέγει με αγωνία ή γριά, εκείνα που είδες και
άκουσες και μη μας κρύψεις τίποτα».
Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΟΠΤΑΣΙΑ
«Όταν κοιμόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, σε μια στιγμή,
βλέπω μπροστά μου ένα λαμπροφορεμένο άντρα, πού έμοιαζε με
αστραπή, το κάλλος και ή ομορφιά του είναι απερίγραπτη. Τα
φορέματα του χρυσοΰφαντα και ποικιλόχρωμα, ακτινοβολούσαν
από λαμπρότητα, θείο φωτισμό και χάρη πού σου φέρνει ουράνια
γαλήνη και χαρά. Από τη στιγμή πού τον είδα, κάθε σκέψη και
νόημα, για τα πράγματα της ζωής αυτής, χάθηκαν από το μυαλό
μου και τη θύμηση μου, και προσηλώθηκα εξ ολοκλήρου σ' αυτόν.
- 159 -
Εκεί πού ήμουν αφοσιωμένος στη θεωρία του, μου φάνηκε
πώς χωρίστηκα από τα ανθρώπινα και βρέθηκα στην αγκαλιά του,
με πήρε και πετάξαμε μαζί στους ουρανούς. Όταν ανεβαίναμε μου
φάνηκε πώς περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Οι κύκλοι αυτοί
φαίνονταν από κάτω προς τα άνω έως ότου τους περάσαμε όλους.
Ανεβαίνοντας συναντούσαμε φως με ομίχλη, όταν φτάσαμε
ψηλότερα είδα φως λαμπρότερο και γη ωραία και θαυμαστή,
ομαλή και καθαρή με φώτα και παντός είδους ανθισμένα δέντρα,
των οποίων την ευωδιά και το κάλλος δεν μπορεί ανθρώπινη
γλώσσα να διηγηθεί.
Όταν περάσαμε την ωραία εκείνη γη, βρεθήκαμε μπροστά σε
δυο σιδερένιες και καλά σφραγισμένες πόρτες. Στην δεξιά πόρτα
φύλαγαν ωραίοι λευκοφόροι νέοι και την αριστερή τη φύλαγαν
άνδρες μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φτάσαμε μπροστά στις πόρτες
εκείνες, ο συνοδός μου Άγγελος, μου είπε σκύψε σύντομα και
προσκύνησε, κι εγώ αμέσως έσκυψα και προσκύνησα. Σκυφτός
όπως ήμουνα στη γη, άκουσα νάρχεται από μακριά φωνή και να
λέγει: «τι έφερες αυτόν εδώ; Δεν σοι ειπόν να φέρεις τούτον, αλλά
τον γείτονα του Νικόλαο, αυτός δε, έχει να ζήσει ακόμη επί της
γης».
Μετά από τη φωνή αυτή, ο οδηγός μου με σήκωσε κι
αμέσως με πήρε και πήγαμε κατά ανατολάς, προχωρήσαμε και
βρεθήκαμε σε ανθισμένη και απέραντη πεδιάδα, με πολύ ωραία
δέντρα διαφόρων κατηγοριών.
Στον ίσκιο κάθε δέντρου, κάθονταν κι από ένας άνθρωπος, οι
δε άνθρωποι εκείνοι ήταν όλοι μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπα
τους, άλλων ήσαν λαμπρά και ωραία κι ακτινοβολούσαν από χαρά,
άλλων τα πρόσωπα ήσαν στυγνά και λίγο μαύρα, και άλλων
κατάμαυρα και σκοτεινά, κι ο καθένας άπ' αυτούς είχε φανερά τα
σημεία των πράξεων τους, είτε καλά είτε κακά, κι άπ' αυτά
φαίνονταν καθαρά σε όλους τα έργα πού κάνανε στη ζωή αυτή, κι
γνώριζε ο ένας τον άλλον.
Όταν διαβαίναμε την ωραία εκείνη πεδιάδα, κοίταζα δεξιά κι
αριστερά, είδα πολλούς, πού τους γνώριζα στη ζωή αυτή και οι
όποιοι έχουν πεθάνει από πολύν καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές
γυναίκες. Είδα κει και μια γνωστή γυναίκα πόρνη, πού από την
εξωτερική εμφάνιση διακρινόταν ή ζωή της πού έκανε δω στη γη.
Είδα κι άλλους πολλούς κακοποιούς, πού στη ζωή αυτή είχαν
καταδικασθεί σε κρεμάλα, κι άλλους πού έκαναν διάφορες
αμαρτίες, να έχουν φανερά τα σημεία των κακών πράξεων τους,
όπως διακρίνονταν και τα καλά έργα. Είδα επίσης και πολλούς
φίλους και συγγενείς μας να βρίσκονται στον τόπο εκείνον.
Κει πού βαδίζαμε, με το συνοδό μου Άγγελο, στην ωραία κι
- 160 -
ανθοστολισμένη εκείνη πεδιάδα, καθώς παρατηρούσα τα ωραία
τοπία, τα δροσερά λιβάδια, τα πανύψηλα δέντρα, κι άλλα ωραία
και απερίγραπτα πράγματα, είδα να κάθονται τέσσερα
λαμπροφορεμένα παιδάκια πολύ όμορφα πού έλαμπαν σαν τον
ήλιο. Στάθηκα και θαύμαζα τα ωραία εκείνα μέρη και κοίταζα
αχόρταγα τα όμορφα εκείνα παιδάκια. Ό συνοδός μου Άγγελος
τότε μου είπε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια; Μήπως
ξέρεις τίνος είναι;» Τότε πήγα πιο κοντά, κοίταξα με προσοχή και
είδα ότι τα παιδιά εκείνα ήταν τα δικά μας. Είδα τα τρία πού μας
είχαν από χρόνια πεθάνει και το τελευταίο δωδεκάχρονο να το
έχουν στη μέση. Στον Άγγελο είπα: «Ναι, κύριε μου, πολύ καλά τα
γνωρίζω, είναι τα παιδιά τα δικά μου». Ή χαρά μου ήταν
απερίγραπτη πού γνώρισα και είδα τα παιδιά μας να είναι σε τόση
χαρά, δόξα και λαμπρότητα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου Άγγελο,
να μου επιτρέψει να μείνω κι εγώ Εκεί κοντά στα παιδιά μου για
πάντα, να αισθάνομαι τη χαρά τους και να μην τα αποχωριστώ
ποτέ! Κι ο Άγγελος μου αποκρίθηκε πώς δεν ήρθε ακόμη ο καιρός
για να μείνεις κι εσύ εδώ και με πήρε αμέσως από τον τόπο
εκείνον.
Όταν φεύγαμε, από την ωραία εκείνη πεδιάδα με τα ευώδη
άνθη, τον ουράνιο φωτισμό και την αιώνια λαμπρότητα, ρώτησα το
συνοδό μου: «Κύριε μου, τούτος ο ωραίος τόπος, είναι ο
λεγόμενος Παράδεισος του Θεού ή, ή βασιλεία των ουρανών;»
Εκείνος είπε: «Αυτός ο τόπος, ούτε ο Παράδεισος, ούτε ή βασιλεία
των ουρανών είναι, αλλά είναι αυτό πού λέγει ή Αγία Γραφή, ή γη
των «Πραέων» και ο τόπος της αναπαύσεως των ψυχών των
δικαίων και ορθοδόξων χριστιανών, τον όποιον όρυσσε ο
Πανάγαθος Θεός, να αναπαύονται οι ψυχές ως την ήμερα της
«Δευτέρας του Χριστού παρουσίας», του Κυρίου ημών Ιησού
Χριστού, του Δίκαιου Κριτή, πού θα 'ρθει να κρίνει τον κόσμο και
να αποδώσει στον καθένα κατά τις πράξεις και τα έργα πού έχει
κάνει. Ή δε βασιλεία των ουρανών και τα αιώνια αγαθά, πού θα
απολαύσουν οι Δίκαιοι, όπως και τα αιώνια κολαστήρια και οι
τιμωρίες πού είναι γι' αυτούς, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και
τους αμετανόητους αμαρτωλούς, είναι εκεί πού είδες τις δυο
κλεισμένες και σφραγισμένες πόρτες, τη χρυσή και λαμπρή πόρτα,
πού οδηγεί στη βασιλεία του Θεού και τη σιδερένια και φλογερή,
πού οδηγεί στην Κόλαση, πού είναι φτιαγμένη για τους δαίμονες
και τα όργανα τους, πού είναι- όλοι οι κακοί και αμετανόητοι
άνθρωποι».
Τότε ρώτησα τον Άγγελο: «Τώρα, Κύριε μου, ποιοι είναι στη
βασιλεία των ουρανών, και ποιοι είναι στην Κόλαση;» Κι εκείνος
μου απεκκριθεί : «Τώρα κανένας δεν έχει πάει στη Βασιλεία των
- 161 -
ουρανών, ούτε στην Κόλαση, αλλά οι μεν Δίκαιοι απολαμβάνουν
μέρος από τα αιώνια αγαθά, στο διορισμένο από το Θεό τόπο και
οι αμαρτωλοί πάλι, μέρος από τις τιμωρίες υφίστανται, και όπως
είπαμε, οι Δίκαιοι και οι Αμαρτωλοί την τέλεια απολαβή των
αιωνίων αγαθών ή των αιωνίων τιμωριών θα πάρουν μετά την
Δεύτερη ένδοξη του Κυρίου Παρουσία, πού θα γίνει τότε, ή αιώνια
πληρωμή ή, ή αιώνια καταδίκη.
οι ψυχές όμως των μεγάλων Αγίων, εξακολούθησε να μου
λέγει ο οδηγός μου, από τώρα βρίσκονται σε πολύ ψηλότερο,
ωραιότερο και φωτεινότερο τόπο από τούτον εδώ, εκεί πού είναι
μεγάλο και πολύ λαμπρότερο φως, από το όποιο φως, έρχονται
εδώ οι ακτίνες και λαμπηδόνες, πού φωτίζουν τον τόπο τούτον».
Όταν είπε αυτά, ο οδηγός μου Άγγελος, ξεκινήσαμε να πάμε
κατά το Νοτιά, βγήκαμε από το φωτεινό και λαμπρό εκείνο μέρος
και φτάσαμε σε σκοτεινό και καλυμμένο από μούχλα και σαπίλα
τόπο, από τον όποιον έβγαινε πολύ βρώμα και δυσωδία. Εκεί
είδαμε πολύ πλήθος ανθρώπων, πού είχανε ηλιοκαμένοι και πολύ
λυπημένη όψη. Ρώτησα, τι άνθρωποι είναι αυτοί πού βρίσκονται
εδώ μέσα; Κι αυτός μου είπε: «Αυτοί πού βλέπεις εδώ, είναι οι
Εβραίοι πού δεν πίστεψαν στο Δεσπότη Χριστό».
«Προχωρήσαμε πιο πέρα. Εκεί βρήκαμε πιο σκοτεινό και
βρωμερότερο μέρος, είχε μέσα κι αυτό πλήθος πολύ λάου, πού
φαίνονταν σαν μικροί ανθρωπίσκοι, σαν μικρά παιδιά και
σκουλήκια, πού κυλιόντουσαν μέσα σε λάσπη από κοπριά.
Ρώτησα τον οδηγό μου γι' αυτούς και μου είπε, πώς αυτοί είναι οι
Τούρκοι και άπιστοι Αγαρηνοί, και όλοι οι αιρετικοί και κακόδοξοι
άνθρωποι. Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους Αθίγγανους —
Γύφτους— πού τους ήξερα από τη ζωή αυτή κι είχανε τα πρόσωπα
τους πολύ μελανά.
Όταν βγήκαμε άπ' εκεί, γυρίσαμε κι άλλους τέτοιους
σκοτεινούς και βρωμερούς τόπους, γεμάτους από ανθρώπους
κάθε θρησκείας, κάθε αιρέσεως, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς
από διάφορα έθνη. Σε ερώτηση μου αν αυτή είναι ή Κόλαση, ο
οδηγός μου είπε: Όπως και πρωτύτερα σου είπα αυτά πού είδες,
δεν είναι ούτε ή Κόλαση, ούτε ο Παράδεισος, άλλα όλα αυτά είναι
προσωρινά μέχρι τη δεύτερη του Χριστού Παρουσία. Πρέπει να
ξέρεις και τούτο πως η Κόλαση είναι μια άλλα τα βάσανα και οι
τιμωρίες είναι πολλές και διάφορες όπως και η Βασιλεία των
ουρανών είναι μια άλλα έχει κι αυτή διαφορά στις κατοικίες και τις
απολαύσεις για τους Δικαίους, ανάλογα με τις αρετές και την
προσφορά της θυσίας του καθενός στη ζωή τούτη, όπως λέγει κι ο
Δεσπότης Χριστός στο ιερό ευαγγέλιο Του: «Εν τη οικία του
πατρός μου μοναί πολλαί εισίν» (Ίωάν. ΙΔ' 2).
- 162 -
Εκεί που ο οδηγός μου έλεγε αυτά άκουσα να έρχεται από
κάτω βαθιά τρομακτική και βροντερή, φωνή βρυχωμένου δράκοντα
και αγρίου θεριού, και να βγαίνει βρώμα και δυσωδία ανυπόφορη.
Από τη φωνή αυτή τραβήχτηκα και τρόμαξα τόσο, πού
προσπάθησα να κρυφτώ στην αγκαλιά του φύλακα συνόδου μου
και τρέμων από το φόβο μου, τον ρώτησα: «τι φωνή είναι αυτή,
Κύριε μου και ή πολλή αυτή βρώμα πούθε έρχεται;» Κα! κείνος
μου είπε: «Αυτός πού φωνάζει και βρυχιέται είναι ο παμφάγος
Άδης, ο όποιος δέχεται όλους τους άπιστους και περιφρονητές
αμαρτωλούς κατ' εξακολούθηση, πού δεν πίστεψαν στο Χριστό και
δε μετανοήσαν ποτέ για ότι κακό έκαναν στη ζωή τους. Όποιος άπ'
αυτούς πεθάνει, περνάει από τον Άδη, ο όποιος τους ξερνάει,
στους τόπους της καταδίκης πού είδες και δε χορταίνει ποτέ».
«Αμέσως άκουσα άλλη φωνή πούρχονταν από ψηλά και
έλεγε : «τι φωνάζεις, τι κλαις και στενοχωριέσαι; Περίμενε λίγο και
θα χορτάσεις από ανάξιους ιερείς, αρχιερείς, επίσκοπους και
μοναχούς, δόκιμους κα! χριστιανούς αμελείς και περιφρονητές
στην καλοσύνη και πρόθυμους για το κακό».
Και Κει πού ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε ακόμη στα αυτιά
μου, βρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου, είδα το σώμα μου νεκρό,
άσχημο και παγωμένο, δεν ήθελα να μπω μέσα σ' αυτό, αλλά ο
οδηγός μου μ' έβαλε με το ζόρι χωρίς να θέλω να μπω μέσα, κι
αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι
αρθρώσεις και τα κόκαλα».
Ή γυναίκα του Δημήτρη και ή πεθερά του, άμα άκουσαν
αυτά, έμειναν κατάπληκτες και διηγούμενες αυτά, από στόμα σε
στόμα διαδόθηκαν όχι μόνο στον Ισβορο, άλλα και σ' όλη τη
Χαλκιδική. Τούτο έφτασε κα! στα αυτιά του αγίου Μητροφάνη, ο
όποιος πήγε στο σπίτι του Δημήτρη, από τον όποιον βεβαιώθηκε
για την αλήθεια της θείας αυτής οπτασίας, την οποίαν ο Δημήτρης
επανέλαβε και διηγήθηκε στον Άγιο δυο και τρεις φορές, ακριβώς
όπως μας την περιέγραψε ο ίδιος, ο άγιος Μητροφάνης.
Ή οπτασία αύτη του Δημήτρη, βεβαιώθηκε κι από το
γεγονός, που ακολούθησε, γιατί όταν άκουσε τη θεία εκείνη φωνή,
πού έλεγε στον οδηγό του Άγγελο: «Δεν σοι ειπόν να φέρεις αυτόν,
άλλα το γείτονα του Νικόλαο», τούτο πραγματοποιήθηκε, γιατί δυο
μέρες μετά την οπτασία, πού είδε ο Δημήτρης, ο γείτονας του
Νικόλαος καίτοι ήταν πολύ καλά στην υγεία του, ξάφνου χωρίς να-
χει καμιά αρρώστια πέθανε και τις ετοιμασίες πού είχαν για την
κηδεία του Δημήτρη, τις χρησιμοποίησαν για την ταφή του
Νικόλαου.
Μερικοί αρχιερείς και ιερείς, από φθόνο του διαβόλου,
κινήθηκαν να διασύρουν την οπτασία αύτη σαν ψεύτικη,
- 163 -
προσπάθησαν να σπείρουν απιστία και αμφιβολία, με τη
δικαιολογία, ότι, ή φωνή πού άκουσε, ο Δημήτρης, άνωθεν να λέγει
στον Άδη, ότι θα χορτάσει από αρχιερείς, ιερείς και μοναχούς
αμελείς και ράθυμους, προς τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα
τους και ότι δεν θα έπρεπε να λέγει γι' αυτούς, αλλά να έλεγε, πώς
θα γεμίσει από άπιστους, ασεβείς και αμαρτωλούς, αν ήταν
αληθινή!
Ταλαίπωροι άνθρωποι, σ' όποια τάξη κι αν ανήκετε, όποιο
βαθμό και αξίωμα φέρετε, γιατί «προφασίζεστε προφάσεις εν
αμαρτίαις»; «Σκληροτράχηλοι και απερίτμητοι τη καρδία, ίνα τι
αγαπάτε ματαιότητα και ζητείτε ψευδός;» «Πώς θέλετε ο καθένας
σας να δικαιολογείστε και να κρύβεστε πίσω από το δάκτυλο σας»;
Αυτά είπε προς αυτούς,, ο άγιος Μητροφάνης, και επιπροσθέτως
έλεγε: «Αδελφοί, εμείς οι κληρικοί, πού ταχθήκαμε να υπηρετούμε
τον Κύριο, να γνωρίζουμε καλά, πώς πρέπει να είμαστε τύπος και
υπόδειγμα ενάρετης ζωής, να είμαστε φως και οδηγοί στους
ανθρώπους, όπως λέγει και ο Κύριος μας: «Υμείς έστε το φως του
κόσμου, υμείς έστε το άλας της γης» (Ματθ. Ε' 13, 14) και ως
τοιούτοι θα πρέπει σε τέτοιες περιπτώσεις να χύνομαι
περισσότερο φως και όχι να συσκοτίζαμε πιο πολύ τα απλά και
θεια αυτά πράγματα, πού ο Θεός αποκαλύπτει στους πιστούς, για
να διορθωθούμε και να διορθώσουμε και τον κόσμο, πού έχει
σκοτάδι και άγνοια μεγάλη, του θείου νόμου και των εντολών του
Θεού. Αντί, με τα καλά μας λόγια, με τα καλά μας έργα και την
καθαρή πολιτεία της ζωής μας να γινόμαστε το καλό παράδειγμα,
να φάνουμε άξιοι εργάτες της κλήσεως μας και καλοί οικονόμοι να
μεταδίδομαι τη χάρη, πού από το Θεό μας δόθηκε, εμείς γινόμαστε
προσκόμματα του καλού, αιτία σκανδάλου και κακό παράδειγμα,
στους πιστούς με την απιστία και την αμφιβολία πού μεταδίδουμε
στον πιστό και απλό λαό και με τον τρόπο αυτόν βλάπτουμε τις
ψυχές τους, για τις όποιες, ο Χριστός, επάνω στο Σταυρό,
θυσιάστηκε και παρέδωκε την ψυχή του «λύτρον αντί πολλών».
Αντί να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ωφελήσομε τον πλησίον
μας, εμείς με κάθε τρόπο τον βλάπτομε, με το να λέμε και να
διαδίδομε πώς οι οπτασίες αυτές και αποκαλύψεις, οι όποιες μας
φέρνουν σε αίσθηση, σε φόβο Θεού, σε μετάνοια και επίγνωση του
εαυτού μας, να λέμε δεν είναι αληθινές; Δεν είναι πραγματικές;
Μήπως γιατί αποκαλύπτουν τα κακά έργα του καθενός; και
φανερώνουν τις τιμωρίες πού μας περιμένουν; Η την δίκαιη
αντιμισθία και ανταμοιβή που θα λάβουν από τον Δίκαιο Κριτή
εκείνοι πού εργάστηκαν το καλό και την αρετή; Πρέπει να ξέρουμε
πώς οποίοι κι αν είναι αυτοί, απλοί άνθρωποι, ή ιερείς, αρχιερείς,
Πατριάρχες, Βασιλείς, Στρατηγοί ή
- 164 -
Στρατιώτες, όλοι όμοια και δίκαια θα κριθούν, από τον-
απροσωπόληπτο Κριτή, το Θεό. και συνέχισε ο άγιος
Μητροφάνης, να διδάσκει και να λέγει στο λαό: «Ας ξυπνήσομε,
αδελφοί, ας έλθομε στον εαυτό μας όσον είναι ακόμη καιρός, γιατί
το κουδούνι του κινδύνου, για τον καθένα μας, κάθε λίγο κτυπάει,
δεν ξέρουμε πότε το τέλος και σε μας θα έλθει. Ας προσπαθήσαμε
να μιμηθούμε τους καλούς ιερείς, αρχιερείς, μοναχούς και όλους
εκείνους τους καλούς χριστιανούς, οι όποιοι εργάζονται το καλό,
την αρετή και τη δικαιοσύνη, για να γίνωμεν κι εμείς φώτα σωστικά,
παραδείγματα αρετής και καλοσύνης στους πιστούς αδελφούς
μας, όπως μας παραγγέλλει ο Κύριος λέγων: «Ούτω λαμψάτω το
φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν υμών τα
καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς»
(Ματθ. Ε' 16) για να λάβουμε κι εμείς τη δίκαιη ανταμοιβή και να
ζήσομαι αιώνια με το Θεό στη βασιλεία των ουρανών. Αμήν».
Άγνωστο επίσης σε μας είναι, που κοιμήθηκαν οι άγιοι
Πατέρες αυτοί, Διονύσιος ο ρήτωρ και Μητροφάνης και μέχρι
σήμερα δε βρέθηκαν τα αγία Λείψανα τους. Επί των ημερών μας
ήτοι το 1956 έτος, ο ευλαβέστατος υμνογράφος της Μεγάλης του
Χριστού Εκκλησίας Γέρων Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, με την
επίσης ευλαβέστατη συνοδεία του, με πολλούς κόπους και
πόνους, κατόπιν εμφανίσεως και αποκαλύψεως των αγίων αυτών,
κατόρθωσε να καθαρίσει το σπήλαιο εντός του οποίου έφτιαξε
ωραία εκκλησία στο όνομα τους Εκεί πού πέρασαν οι άγιοι
Διονύσιος και Μητροφάνης την ασκητική ζωή τους, Ή εκκλησία
αυτή, αντί για σκέπη της έχει την -προέκταση του βράχου, πού
σκεπάζει το σπήλαιο, και από ένα σημείο στάζει συνέχεια άγιασμα,
το όποιο μαζεύουν οι Πατέρες και δίδεται στους ευλαβείς
προσκυνητές προς αγιασμό. Στη μνήμη των αγίων αυτών την 9ην
Ιουλίου εκάστου έτους, γίνεται ολονύκτια αγρυπνία, στην οποία
προσέρχονται πολλοί Μοναχοί και ευσεβείς χριστιανοί
προσκυνητές.
Στην τοποθεσία πού βρίσκεται το σπήλαιο, πολλοί μοναχοί
και ευλαβείς προσκυνητές, καθώς και ο γράφων τις γραμμές αυτές,
κατά καιρούς έχουν αισθανθεί να βγαίνει θεία ευωδιά και αυτό μας
πείθει, πώς κάπου κει κοντά στο σπήλαιο θα πρέπει να βρίσκονται
τα άγια λείψανα των ευλογημένων αυτών Αγίων Πατέρων.
- 165 -
Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Ε'μοναχός Στην Αγία
Άννα
- 166 -
την αδεία του Γέροντα της Καλύβας, δόθηκε στον Πατριάρχη ένα
υποζύγιο —γαιδουράκι— για να τον κατεβάζει και ανεβάζει από το
κτήμα στο σπίτι.
Μια μέρα, στη μεγάλη ζέστη του καλοκαιριού, το γαιδουράκι
καταϊδρωμένο ανέβαζε τον Πατριάρχη από το κτήμα στο σπίτι, και
στο δυσκολότερο μέρος του δρόμου, είδε ο Πατριάρχης δύο νέους,
οι όποιοι σκούπιζαν τον ίδρωτα από .το πρόσωπο των
διερχομένων. Όταν πλησίασε ο γάιδαρος πού μετέφερε τον
Πατριάρχη, οι νέοι σκούπισαν τον ίδρωτα από το ζώο. Ό
Πατριάρχης μόλις είδε τους λαμπρούς εκείνους νέους να
σκουπίζουν μόνο τον ίδρωτα του ζώου, πειράχτηκε πού δε
σκούπισαν κι αυτόν, και μέσα του παραπονέθηκε και είπε:
«Περίεργο πράγμα, το ζώο σκούπισαν και όχι εμένα, άραγε είμαι
χειρότερος από το γαϊδούρι;» Τότε οι λαμπροφόροι νέοι
εξαφανίστηκαν και άκουσε φωνή πού του έλεγε: «Εμείς
σκουπίζαμε μόνον αυτούς πού ιδρώνουν από τον κάματο της
εργασίας και όχι αυτούς πού ιδρώνουν από την ανάπαυση και τις
καιρικές συνθήκες». Ύστερα απ’ αυτό ο Πατριάρχης άλλη φορά δε
μεταχειρίστηκε το ζώο, άλλ' όταν μπορούσε πήγαινε κι αυτός με τα
πόδια, για να χει μισθό όπως και οι άλλοι Πατέρες.
Αφού παραιτήθηκε από όλα του τα αξιώματα όπως είπαμε,
έζησε σαν καλός υποτακτικός, έκτισε την εκκλησία «των αγίων
Αποστόλων» και ανακαίνισε την Καλύβα εκ θεμελίων, ή οποία
μέχρι σήμερα λέγεται του Πατριάρχου. Προείδε και προείπε το
θάνατο του και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο πλήρης ήμερων
γενόμενος και έφυγε από τον κόσμο τούτον με οσιακό θάνατο,
διότι ολόκληρο 24ωρο έλαμπε από χαρά το πρόσωπο του, από τις
οπτασίες και επισκέψεις πού είχε των Αγίων Αγγέλων και των
Όσίων αγιορειτών Πατέρων, ενώπιον των οποίων παρέδωκε στον
Ποιητή και Πλάστη και Θεό ημών την αγία και μακάρια του ψυχή !
Αυτοί οι άξιοι ιεράρχαι ζουν αιώνια κοντά στο Θεό.
- 167 -
Ιωακείμ Αγιαννανίτης. Ο Ελληνοαμερικάνος
Κολλυβάς
Α). Γέννηση-ανατροφή:
- 176 -
γιαγιά μου-τον θείο σου τον είδες; Τον αντάμωσες; Εγώ με απορία
την κοίταξα στα μάτια και ρώτησα· ποίον; Και μου λέει· τον
Γεράσιμο. (Ήξερε ότι έγινε μοναχός, γιατί είχαν αλληλογραφία).
Όχι, της λέω. Ήμουν 5-6 χρονών τότε. Έκτοτε άρχισα να ζω την
αγωνία της γιαγιάς μου, μήπως κλείσει τα μάτια της μη βλέποντας
τον ποτέ, πράγμα που έγινε κιόλας».
Ύμνογραφικό έργο
Ο Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης αναδείχθηκε ως ο
μεγαλύτερος υμνογράφος της μεταβυζαντινής εποχής. Το έργο του
γνώρισε μεγάλη απήχηση και η φήμη του ως υμνογράφου
ξεπέρασε σύντομα το ασκητικό κελί και διαδόθηκε σε ολόκληρο το
Αγιον Όρος. Ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι η
αναγνώριση του έργου δεν συνέβη κατά το τέλος η έστω την
διάρκεια της υμνογραφικής παραγωγής, αλλά ήδη από τα πρώιμα
στάδια της.
Η Εκκλησία αποδέχθηκε πολύ νωρίς το έργο του νέου
υμνογράφου της και το ενέταξε στις εκκλησιαστικές ακολουθίες.
Επανειλημμένα επαινεί το έργο και τιμά το πρόσωπο του
- 179 -
υμνογράφου. Οι ύμνοι ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες,
εντάσσονται δηλαδή στην λειτουργική χρήση, παράλληλα με τα
έργα των προγενέστερων μεγάλων υμνογράφων της. Η ευρεία
απήχηση του έργου φαίνεται και από την μεγάλη ζήτηση των
διαφόρων ακολουθιών, από ολόκληρο τον κόσμο, προκειμένου να
συμπληρωθούν τα εκκλησιαστικά βιβλία.
Όπως ήταν φυσικό, η πανθομολογούμενη αναγνώριση της
αξίας του έργου του υμνογράφου προκάλεσε και την, συνδεόμενη
με αυτήν, απονομή διαφόρων διακρίσεων, τόσο από την Εκκλησία
όσο και από την Πολιτεία.
Η Εκκλησία τίμησε τον υμνογράφο με πολλές διακρίσεις. Το
Οικουμενικό Πατριαρχείο του απονέμει την ευαρέσκεια του. Η
ανώτατη εκκλησιαστική διάκριση δόθηκε από τον Οικουμενικό
Πατριάρχη Αθηναγόρα, όταν ο π. Γεράσιμος ονομάστηκε
Υμνογράφος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Στην απόφαση
αυτή οδηγήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αναφέρει το
σχετικό πατριαρχικό γράμμα με ημερομηνία 25 Αυγούστου 1955.
Πέρα από τις παραπάνω εκκλησιαστικές διακρίσεις ο
υμνογράφος έλαβε και πολλά μετάλλια και παράσημα. Το 1963
του απονεμήθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη ο σταυρός της
χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους, για την συμβολή του στην
διοργάνωση και επιτυχία των εορτών που είχαν προγραμματισθεί.
Εκτός από την Εκκλησία και η Ελληνική Πολιτεία τίμησε τον
υμνογράφο. Η ύψιστη τιμή και ταυτόχρονα αναγνώριση του έργου
του προέρχεται από την Ακαδημία Αθηνών. Στις 3 Δεκεμβρίου
1953 από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της
χώρας έγινε ιδιαίτερος λόγος για το έργο του υμνογράφου. Ύστερα
από 15 χρόνια η Ακαδημία Αθηνών απονέμει το αργυρό της
μετάλλιο στον υμνογράφο, «δια το υπέροχον υμνογραφικόν του
έργον το οποίον τιμά την ελληνικήν γραμματείαν και την
θρησκευτικήν ποίησιν».
Ο υμνογράφος Γεράσιμος δεν ήταν «φρέαρ
συντετριμμένον», αλλά πηγή «ύδατος ζώντος, αλλομένου εις ζωήν
αιώνιον» (Ιω. δ 14). Το καθαρό του στόμα ήταν η διέξοδος των
πολλών υδάτων της εκκλησιαστικής υμνογραφικής παραδόσεως,
στην οποία ήταν ταπεινά ενταγμένος και την οποία με καθαρή
καρδιά και συντετριμμένη ψυχή βίωνε σε όλη την ασκητική του
ζωή. Έτσι εξηγείται η ασύγκριτη σε ποσότητα (37.000
σελίδες) και εκλεκτή σε ποιότητα υμνογραφική του παραγωγή. Το
δοθέν από τον Θεό τάλαντο φιλοπόνως καλλιέργησε και γρήγορων
χρησιμοποίησε, ψάλλοντας προς δόξαν Θεού και την τιμή της
Θεοτόκου και των αγίων, αλλά και για την οικοδομή και την στήριξη
της Εκκλησίας του Χριστού.
- 180 -
Η εκδημία του
Ο Γέροντας Γεράσιμος αποτελεί χαρακτηριστική και γραφική
μορφή του σύγχρονου αθωνικού μοναχισμού και δεν λείπει από τις
αναφορές των διαφόρων οδοιπορικών και προσκυνηματικών
οδηγών του Αγίου Όρους. Παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν τον
εγκατέλειψαν η σωματική ευρωστία και η πνευματική διαύγεια, που
τον χαρακτήριζαν, τα τελευταία χρόνια διαισθανόταν τον θάνατο
του. Έτσι, φρόντισε να καταγράψει τις τελευταίες πατρικές του
υποθήκες προς τους υποτακτικούς του και να επιλέξει τον τόπο
ταφής του, κοντά στο σπήλαιο των αγίων Διονυσίου και
Μητροφάνους.
Ο Γέροντας μαζί με άλλους μοναχούς κατά την παρασκευή κεριού.
Δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας. Μέχρι και την
παραμονή της εκδημίας του έγραφε, χωρίς κανένα πρόβλημα. Η
τελευταία του μάλιστα επιστολή, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου
1991, απευθύνεται προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Το μεσημέρι
της Παρασκευής 6 Δεκεμβρίου 1991, έπειτα από αναπνευστική
δυσφορία, έμεινε κλινήρης και ξημερώματα Σαββάτου 7
Δεκεμβρίου άφησε στο μοναχικό του κελί την τελευταία του πνοή,
ενώ βάδιζε ήδη το 86ο έτος της επίγειας ζωής του.
Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθιά συγκίνηση σε
ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο, ελληνόφωνο και μη. Η νεκρώσιμη
ακολουθία τελέστηκε την επομένη με την παρουσία λίγων ιερέων,
μοναχών και λαϊκών, που μπόρεσαν να βρεθούν εκεί. Σε ένδειξη
σεβασμού και εκτιμήσεως η μονή Αγίου Παύλου πρόσφερε τον
τάφο. Η σφοδρή κακοκαιρία, που έπληξε την περιοχή την ημέρα
εκείνη, δεν επέτρεψε την παρουσία όλων όσοι θα επιθυμούσαν να
παραστούν στην νεκρώσιμη ακολουθία.
Ο Γέροντας Γεράσιμος έμεινε βέβαια περισσότερο γνωστός
ως υμνογράφος. Διακρίθηκε, όμως, και ως μοναχός. Δεν θα ήταν
υπερβολή να λέγαμε πως ήταν υμνογράφος επειδή ήταν μοναχός.
Στο πρόσωπο του η υμνογραφία δεν ήταν κάτι εξωτερικό η
επίκτητο, αλλά προέκταση του ζωντανού βιώματος ενός
δοκιμασμένου και παραδοσιακού αγιορείτη μοναχού, όπως
ακριβώς ήταν ο ίδιος.
Διατηρούσε σε ολόκληρη την ζωή του αμείωτη την προθυμία
προς τους πνευματικούς αγώνες, και άσβεστη την φλόγα της
αγάπης προς την μοναχική ζωή. Ο ίδιος θεωρούσε δωρεά της
Θεοτόκου το να είναι κανείς αγιορείτης μοναχός και, κάθε φορά
που τύχαινε να βρίσκεται εκτός Αγίου Όρους, διακατεχόταν από
έντονη αγωνία μήπως αρρωστήσει και δεν προλάβει να επιστρέψει
πίσω.
- 181 -
Ιδιαίτερα διακρίθηκε για την υπακοή και την ταπείνωση.
Θεωρούσε πως η τέλεια και αδιάκριτη υπακοή είναι το θεμέλιο της
πνευματικής ζωής, γεννήτρια της ταπεινώσεως, πηγή ειρήνης και
πνευματικής χαράς στην καρδιά του καλού και υπάκουου μοναχού.
Και αυτό συνιστούσε πάντοτε στους υποτακτικούς του.
Πράος, ειρηνικός και ήσυχος, δεν έχασε, μέχρι και τα βαθιά
του γεράματα, την γλυκύτητα του προσώπου του, παρά την
αγριότητα και σκληρότητα του τόπου που κατοικούσε.
Αναδείχθηκε, κατά γενική μαρτυρία, «των αρετών θησαυρός, των
εν τω Άθω μοναστών θείον καύχημα, ο πράξει και θεωρία
καταλαμπρύνας τον νουν και πλησθείς των θείων επιλάμψεων ...
ως πραύς και ακέραιος».
Υποθήκες προς τα πνευματικά του τέκνα:
«Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά και περιπόθητα, ακούσατε
μου της ταπεινής φωνής, ήτις χάριτι Κυρίου και βοήθεια της Κυρίας
ημών Θεοτόκου θα είπη εις υμάς ρήματα ζωής αιωνίου, ήτοι
μικρόν και συνεπτυγμένον, αλλά πρακτικόν λόγον ωφελείας και
οικοδομής.
Δόξαν και ευγνωμοσύνην να προσφέρωμεν καθ' εκάστην
ημέραν τω Κυρίω και τη Παναγία Αυτού Μητρί, διότι ηξίωσαν ημάς
να έλθωμεν εις τον άγιον τούτον τόπον και να γίνωμεν μοναχοί,
όπερ πολλοί επεθύμησαν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Γενόμενοι
μοναχοί να έχωμεν αμείωτον την προθυμίαν προς τους
πνευματικούς αγώνας και άσβεστον την φλόγα της αγάπης προς
την μοναχικήν ζωήν, ως είμεθα την πρώτην ημέραν της ενταύθα
ελεύσεώς μας. Να προσέχωμεν πολύ δια να φυλάττωμεν τον νουν
μας καθαρόν από τους πονηρούς και ακάθαρτους λογισμούς,
οίτινες μολύνουν την καρδίαν μας, αποδιώκουν μακράν ημών την
θείαν χάριν καιγινόμεθα παίγνιον του σατανά.
- 189 -
1805. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν άλλα στοιχεία από την
ευλογημένη και μακάρια ζωή του.
2) Ο Μητροπολίτης Ραψάνης Βησσαρίων, ο οποίος άφησε
κάθε ανθρώπινη δόξα και τα αξιώματα του ματαίου τούτου κόσμου
και με ειλικρινή μετάνοια, με επίγνωση και συντριβή της καρδιάς
του, έγινε ζωντανό πρότυπο αρετής και παράδειγμα μιμήσεως της
αγίας ζωής του ανάμεσα στους Πατέρες και αδερφούς της Ιεράς
αυτής Νέας Σκήτης.
Για την αρετή του αυτή τον αξίωσε ο Κύριος να αφήσει την
τελευταία του πνοή στον έχοντα εξουσίαν ζωής και θανάτου
Κύριον και Θεόν ημών, στην Ιεράν αυτή Σκήτη, από την ασκητική
Καλύβα από την οποία, σαν Ιερό πορθμείο, περαιώθη στη
βασιλεία των ουρανών και κατετάγη στα Τάγματα των Οσίων και
Θεοφόρων Αγιορειτών Πατέρων ημών.
3) Ο Επίσκοπος Χαλεπίου Γεράσιμος, του οποίου πόθησε η
ψυχή, να τελειώσει το δρόμο της ενάρετης ζωής και πολιτείας του,
στο Ιερό Περιβόλι της Παναγίας Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Τον
αξίωσε δε ο Κύριος της δόξης και Θεός ημών Ιησούς Χριστός, να
ησυχάσει για πολλά χρόνια, σε μια από τις ερημικές ασκητικές
Καλύβες της Νέας Σκήτης, από την οποία κι αυτός σαν πουλάκι με
δόξα Θεού, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια και τον πήρε εκεί να
δοξάζει αιώνια τον Τρισυπόστατο Θεό με τους Αγγέλους και όλους
τους Αγίους.
4) Ο Επίσκοπος Μεσολογγίου Αθανάσιος, ο οποίος, αφού
πολλές ψυχές πιστών και ευσεβών χριστιανών, με το υπόδειγμα
της ενάρετης ζωής και πολιτείας του και την θεοφώτιστη
διδασκαλία του, κατεύθυνε στο θέλημα του Κυρίου και Θεού και
Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και πολλά χρόνια εργάστηκε, σαν
ευλαβής ιεράρχης στον αμπελώνα του Κυρίου, από τον οποίο και
στον οποίο προσέφερε «πεπήρους όρπηκας» στην αγία Εκκλησία
Του, προς το τέλος της ζωής του, πεθύμησε να γευθεί το μέλι της
ησυχίας.
Έτσι υστέρα από θερμή προσευχή, η Κυρία Θεοτόκος τον
αξίωσε μακαρίου και οσιακού τέλους και να συναριθμηθεί με τους
οσίους Αγιορείτες Πατέρες, κατόπιν πολλής δοκιμασίας με
ανεξάντλητη υπομονή, σε μια από τις ερημικές Καλύβες της ιεράς
ταύτης Νέας Σκήτης του Αγίου Παύλου.
Ο μακαριστός Επίσκοπος αυτός Αθανάσιος, έλαβε μέρος
στη επί των ημερών του αναφυέν ζήτημα των Κολλυβάδων, ο
οποίος με καλή θέληση υποστήριξε και έδωσε την καλή και
ψυχοσωτήρια λύση του προβλήματος και έτσι είναι κι αυτός ένας
από τους αγωνιστές τους λεγόμενους Κολλυβάδες.
5) Ο από φιλοσόφων επίσκοπος Κύριλλος, σεμνοπρεπής,
- 190 -
ταπεινός και πολύ ενάρετος ιεράρχης, ο οποίος με τη χάρη του
θεού κατέλυσε τον βίον και παρέδωσε την μακάρια του ψυχή όπως
και οι προαναφερθέντες κι αυτός στην Ιερά Νέα Σκήτη, γενόμενος
υπόδειγμα καλοσύνης και χαρμονής, διότι, ως μου είπαν οι
Πατέρες, ήταν πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Εκτιμούσε δε
όλους τους Πατέρες της
Σκήτης και φέρονταν προς όλους, μικρούς και μεγάλους με
πολύ σεβασμό, ευλάβεια και αδελφική αγάπη.
Από τις αρετές του αυτές έγινε αξιαγάπητος σε όλους τους
πατέρες, οι οποίοι προσέβλεπαν στο πρόσωπο του θεϊκή χάρη να
ακτινοβολεί και του φέρονταν με βαθιά εκτίμηση και πολύ
σεβασμό. Αλλά και ο Θεός του επεφύλαξε ωραίο οσιακό τέλος,
σαν προκαταβολή της αιώνιας ανταμοιβής στην βασιλεία των
ουρανών.
6) Ο Επίσκοπος Νάξου Νικόδημος, ο οποίος από την μελέτη
των συγγραμμάτων του οσιότατου διδασκάλου και
συμπολίτου, αγίου Νικόδημου επηρεασθείς, παρακινήθηκε και
ζήλων εζήλωσε να αφιερώσει το υπόλοιπο της ζωής του, στην
Καλογερική ζωή. Αγάπησε την ησυχία και θέλησε να ζήσει στην
αφάνεια, σαν απλός μοναχός. Την επιθυμία του αυτή, τον αξίωσε ο
Θεός να πραγματοποιήσει και με την προσήλωση του σ' αυτήν να
πυκνώσει τις φάλαγγες των Οσίων αγιορειτών Πατέρων και
μοναχών.
Προσήλθε και υποτάχθηκε σε έναν ευλαβή και ενάρετο
Γέροντα, στην Ιερά αυτή Νέα Σκήτη, όπου και τον βίον κατέλυσε,
στην μακάρια υπακοή, με υπερβολική ταπείνωση, από την οποία
αξιώθηκε να φτάσει σε υψηλά μέτρα αρετής και ναι μεν φαινότανε
σαν άσημος Μοναχός, αλλά ήταν πλουτισμένος με ουράνια
χαρίσματα και έτυχε μακαρίου τέλους.
7) Ο Αρχιεπίσκοπος Σάμου Θεοδόσιος, από την ενάρετη
ζωή και ουράνια διδασκαλία των αγιορειτών Πατέρων, των
λεγομένων «Κολλυβάδων» παραδειγματισθείς αγάπησε την
ησυχία της Καλογερικής ζωής. Τους «Κολλυβάδες» γνώρισε στην
επαρχία της Μητροπόλεως του, που σαν εξόριστοι από το Άγιον
Όρος βρίσκονταν στην ιερά αρχιεπισκοπή του. Από την διδαχή και
το ταπεινό του φρονήματος τους, παρακινήθηκε να έλθει κι αυτός
στο Άγιον Όρος.
Αφού περιηγήθηκε ολόκληρο το Περιβόλι της Παναγίας, για
μόνιμη και σαν τελευταία κατοικία του, διάλεξε μια από τις πιο
ασκητικές Καλύβες της Ιεράς Νέας Σκήτης, οι Πατέρες της οποίας
διακρίνονταν για την αγάπη, την ταπείνωση και τον
αλληλοσεβασμό που είχαν αναμεταξύ τους και προς όλους.
Έτσι, από τη Σκήτη αυτή, άφησε τα επίγεια και σαν υψιπετής
- 191 -
αετός, πέταξε η ψυχή του στα ουράνια, με θερμή την πίστη και την
ελπίδα, για την απόλαυση των μελλόντων αιωνίων αγαθών, να
χαίρεται με τα Αγγελικά, τα Αρχιερατικά και τα Οσιακά Τάγματα
των Αγιορειτών Πατέρων και να δοξολογεί αιώνια, τον αιώνιο και
μόνον αληθινό Θεόν, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.
Αυτοί οι Αρχιερείς της Ελλαδικής Εκκλησίας μας, από τους
οποίους πλήθος μέγα και αναρίθμητο, προτίμησε να παραδώσει το
πνεύμα και την μακάρια τους ψυχή «εις χείρας Θεού ζώντος», από
το Περιβόλι της Παναγίας μας, το Άγιον Όρος, από τους οποίους
ένα πολύ μικρό και ελάχιστο μέρος αναφέραμε, οι οποίοι σαν καλοί
και γνήσιοι ποιμένες του Αρχιποίμενος Δεσπότου Χρίστου, κατόπιν
πολλού και σκληρού αγώνα, που κατέβαλλαν στην επαρχία και
Μητρόπολη τους, διάλεγαν, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους,
το Περιβόλι της Παναγίας σαν Ιερό πορθμείο και προτιμούσαν το
Άγιον Όρος από τις επαύλεις της Κηφισιάς, της Εκάλης, του
Ψυχικού της Αττικής ή του Πανοράματος και της Ελβετίας της
Θεσσαλονίκης και σε αλλά εξοχικά μέρη της Ελλάδος.
Διότι εκείνοι οι μακαρίτες επιθυμούσαν, όπως είδαμε, να
βρουν ηρεμία σώματος και ψυχική γαλήνη. Έτσι από τον δέκατο ή
και ένατο ακόμη αιώνα, εκ του λόγου τούτου, έβριθε το Άγιον Όρος
από σχολάζοντας και αφησυχάζοντες Πατριάρχες και Αρχιερείς,
καθώς μαρτυρούν οι τάφοι των που σώζονται μέχρι σήμερα σαν
αληθινά τεκμήρια της ιεράς των επιθυμίας για την αιώνια ζωή και
μακαριότητα.
Οι Μοναχοί στις διάφορες Ιερές Μονές του Αγίου Όρους με
σεβασμό και ευλάβεια, δείχνουν στους ευλαβείς επισκέπτες και
προσκυνητές, τους ιερούς τάφους και τα κτίρια, τις εκκλησίες, τους
πύργους και ολόκληρες πτέρυγες, τις οποίες με δικά τους
οικονομικά μέσα ανοικοδόμησαν οι αρχιερείς αυτοί.
Έτσι ήταν οι πραγματικοί ενάρετοι και ευσεβείς εκείνοι
αρχιερείς και ποιμένες της Εκκλησίας του Χριστού, οι οποίοι με τη
χάρη του Θεού, νίκησαν τα τρία μεγάλα και τρομερά πάθη, που
πολεμούν κάθε άνθρωπο, όπως λένε οι άγιοι Πατέρες, την
φιλοδοξία, την φιλαργυρία και την φιληδονία και αντιστάθηκαν στα
κύματα των διαφόρων αιρέσεων και με θάρρος και σοφία
κατεπολέμησαν αυτά, φυλάξαντες σαν κόρη οφθαλμού την
Ορθοδοξία, για την οποία, πολλοί άπ' αυτούς θυσίασαν τους
θρόνους των και έχυσαν κι αυτό το αίμα τους, δώσαντες και την
ζωή τους ακόμη, αυτοί ήσαν οι αληθινοί ποιμένες του Δεσπότου
Χρίστου.
Έτσι, αξιώθηκαν σαν αντιμισθία να δοξάζονται αιώνια παρά
του Θεού, αλλά και μέχρι σήμερα και εις τους ατελεύτητους αιώνες,
θα τιμώνται και σαν άγιοι ομολογηταί και ιερομάρτυρες, θα
- 192 -
προσκυνούνται από τους πιστούς και το χριστεπώνυμο πλήρωμα
όλου του κόσμου.
- 196 -
Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Στη Νέα Σκήτη (1880 -
1967)
Ένας από τους αγωνιστές στην κατά Θεόν ζωή και πολιτεία
ήτανε και ο Γέρο -Ιωσήφ, ο όποιος επειδή τα τελευταία του χρόνια
πέρασε στα ησυχαστήρια της Νέας Σκήτης, πήρε το όνομα
Σπηλαιώτης. Εμείς γνωρίσαμε πολύ καλά τον Γέροντα αυτό στην
ερημωθείσα Σκήτη του Άγιου Βασιλείου, έμενε εκεί σε ένα από τα
πολλά ησυχαστήρια με τη συνοδεία του το Γέρο Αρσένιο, το
Μοναχό Έφραίμ, τον Μοναχό Ιωάννη Βλάχο και το αδελφό του
κατά σάρκα Αθανάσιο. Πολλές φορές τον επισκεπτόμαστε και συ-
νήθιζε πάντα να λέει ρητά της Αγίας Γραφής από τη Παλαιά
Διαθήκη και κατέβαλε μεγάλον αγώνα για την κατάκτηση της
νοερας προσευχής. Σχεδόν κάθε μέρα ερχότανε ο Πατήρ Έφραίμ
και επί ώρες συζητούσε με το Γέροντα μου για τη νοερά προσευχή
και για επιτεύγματα πνευματικά. Μετά ο Πατήρ Έφραίμ έγινε Ιερεύς
έφυγε στον κόσμο και σύστησε γυναικείο Μοναστήρι στο Βόλο, άπ'
εκεί πήγε στην Αμερική. Ό δε Γέροντας του Ιωσήφ με την
υπόλοιπη συνοδείας οπού προσετέθη και ο νέος Έφραίμ, σήμερα
ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλόθεου, και ο Ιερομόναχος
Χαράλαμπος πού σήμερα βρίσκεται στο χιλιανδρίνο κελί
«Μπουραζέρι», κατέβηκε στα Κατουνάκια κι άπ' εκεί στα
ησυχαστήρια και σπήλαια της Νέας Σκήτης, όπου επιδόθηκε
περισσότερο στην εργασία της νοεράς προσευχής και τελειώθη εν
Κυρίω αγωνιζόμενος τον καλόν αγώνα της πνευματικής ζωής και
ενάρετης πολιτείας. Ας ευχηθούμε να μην εκλείψουν και σήμερα
αυτού του είδους οι πνευματικοί αγωνιστές, γιατί είναι κρίμα να
αρνείται κανείς τον κόσμο όλον και τελευταία από πνευματική
ολιγωρία και απροσεξία να χάνει όλους του τους κόπους και να
κινδυνεύει να χάσει και την ψυχή του από κενή και μάταιη δόξα και
όνομα χωρίς χάρη. Κα! τούτο λέγω και γράφω, διότι ο μακαρίτης
Γέρο - Ιωσήφ πολλές φορές μας έλεγε: «Αδελφοί μου, είναι
καλύτερα οι άνθρωποι να μας βρίζουν και κακολογούν παρά να
μας εγκωμιάζουν και επαινούν. Ό Καλόγερος από τις κακολογίες
και βρισιές δεν παθαίνει τίποτα, μάλλον καθαρίζεται και ψυχικά
ωφελείται ενώ, από τους επαίνους και τα εγκώμια, μπορεί να
πιστεύση ότι κάτι είναι, και τότε χάνει τα λογικά του και όλοι οι
κόποι του πάνε χαμένοι, όπως έλεγε και ο άγιος Βαρσανούφιος ότι
«από τη στιγμή πού ο άνθρωπος θα ψηφίσει τον εαυτό του ότι
είναι τι, εξήλθε της πόλεως», δηλ. από τη στιγμή πού θα πιστέψει
ότι κάτι είναι αμέσως εξέρχεται από τα όρια της αρετής και
- 200 -
βρίσκεται στα όρια της πλάνης και στην περιοχή της κακίας»,
θυμάμαι αυτά τα λόγια του σα να ήταν χθες, διότι μου έκανε
εντύπωση ο τρόπος με τον όποιον ερμήνευε πώς να αποφύγουμε
την κενοδοξία και να αποκτήσομε την ταπείνωση, πού είναι το
θεμέλιο όλων των αρετών. Ό Θεός να αναπαύσει την ψυχή του
μακαρίτη Γέρο - Ιωσήφ.
Στη Νέα Σκήτη, θα βρούμε κι άλλους εργάτες της νοεράς
προσευχής, της υπακοής και της καθόλα πνευματικής ζωής, όπως
και αγιογράφους, οι όποιοι μαζί με τη χειροτεχνία καλλιεργούν και
τον κήπο της καρδίας τους και καθαρίζουν αυτόν από τα βλαπτικά
ζιζάνια, τα όποια είναι: Ό φθόνος, ή ζήλια, ή φιλοδοξία, ο εγωισμός
και όλα τα πάθη πού μέρα - νύχτα πολεμούν τον άνθρωπο και
περισσότερο τον Μοναχό. Για μας όλοι οι Πατέρες είναι βιαστές και
άγιοι.
Ο Γέρων Αβέρκιος
Γέρων Ευλόγιοσ
Νικόδημος Μπιλάλης, Αγιορείτης μοναχός - συγγραφέας
- 205 -
το οποίο δεν είχα αντιληφθεί πριν.
Μια μέρα, ο μακαρίτης καθηγητής μας Τρεμπέλας, που μας
έκανε Ομιλητική και Πρακτική Θεολογία, ήταν θυμωμένος,
εμφανώς (Δεν ξέρω εάν ξέρετε τον Τρεμπέλα. Ήταν ωραίος και με
χιούμορ. Ήταν και γιγαντώδης και χοντρός, πολύ ψηλός).
Θυμωμένος, λοιπόν, είπε: «εμπρός να εξετάσω». Τότε τα παιδιά
φοβήθηκαν και δεν ήθελαν να μπουν μέσα. Ήταν και ο πατήρ
Ελπίδιος εκεί πέρα και είπε: «αφήστε να μπω εγώ», και μπήκε
πρώτος μέσα. Τι έκανε λοιπόν; Είχε ένα ξύλινο σταυρό που τον
φορούσε συνέχεια. Βγάζει το σταυρό και τον κρατούσε στο χέρι
του. Πηγαίνει προς τον Τρεμπέλα. Του λέει τότε ο καθηγητής: «Τι
είναι αυτό, Ελπίδιε;» «Κύριε Καθηγητά, επειδή είστε λίγο τα-
ραγμένος σας παρακαλώ να ασπασθείτε τον Τίμιο Σταυρό, να
ηρεμήσετε και να δεχθείτε να εξετάσετε τα παιδιά, γιατί φοβούνται
να έρθουνε μέσα».
Κ.Ι.: Πολύ ωραίο.
μ.Ν.Μ.: Συγκλονιστικό, όπως το φαντάστηκε ένας πιστός.
Όπως μπήκε, έβγαλε το σταυρό να τον προσκυνήσει. Κι αυτός
λοιπόν έκανε υπόκλιση, έκανε το σημείο του σταυρού και
πράγματι, ηρέμησε, αποτόμως. Επανήλθε το χαμόγελο του. Και
μπήκαν τα παιδιά για να τα εξετάσει. Και αυτό θεωρείται έναν από
τα αυθόρμητα.
Άλλο ένα. Αυτό μου το είπε σε μια συνάντηση που είχαμε
τυχαία. Ο π. Ελπίδιος είχε σκοπό ναρθεί στο Άγιο Όρος, αφού είχε
τελειώσει με την Αθήνα. Πήρε τη σύνταξη του. Η συνοδεία μας
πήγε στη Μονή Κουτλουμουσίου, και το σπίτι μας έμεινε κενό στη
Νέα Σκήτη. Ο Γέροντας το είχε δηλώσει στο Γέροντα Ελπίδιο.
Μάλιστα είχε πάρει και κάποια χρήματα συμβολικά για τα έξοδα
που κάναμε. Αλλά δεν μου το είχε πει ο Γέροντας αυτό, ότι το σπίτι
το έδωσε στον πατέρα Ελπίδιο. Το ξέχασε. Τότε μια επιτροπή
τετραμελής με το «δίκαιο» πήγαν να διαμαρτυρηθούν λέγοντας ότι
δεν εγκρίνουν να δώσουν σπίτι σε ένα γέρο, συνταξιούχο, σακάτη.
Θέλουν να το δώσουν σε ένα νέο.
Εγώ ήμουνα αντιπρόσωπος της Μονής. Άργησα να πάω στη
σύναξη και στο διάδρομο ακούω κάποιες φωνές, και μάλιστα,
φώναζε ο ένας πάρα πολύ ζωηρά. Μου έκανε εντύπωση αυτό το
πράγμα. Διέκρινα τη φωνή, τον ήξερα πολύ καλά από παιδάριο.
Λέω: «τι γίνεται εδώ πέρα;» Μου λέει ο Γέροντας: «ξέρεις αυτό και
αυτό». Αυτοί φωνάζανε: «είναι δικό μας δικαίωμα, δεν το
εγκρίνουμε» και φωνάζανε με έντονο τρόπο. Λέω εγώ: «ξέρετε
ποιος είναι ο πατήρ Ελπίδιος;» Τον σεβόμουνα πράγματι:
«Μεγάλη ευλογία που έρχεται ένας συνταξιούχος, ο οποίος υπη-
ρέτησε». Ύστερα από δική μου παρέμβαση πήρε το σπίτι ο
- 206 -
Ελπίδιος. Ήταν και ο π. Ευστάθιος, επίσης, πολύ ενάρετος. Κ.Ι.:
Απ' την Αμμόχωστο.
μ.Ν.Μ.: Ναι. Τον γνώρισα, ευλαβέστατος, αγαπητός στη
Σκήτη. Πήγαινα και τους έβλεπα. Ο πατήρ Ελπίδιος με ηγάπησε
δια τούτο περισσότερο και θα εύχεται τώρα βέβαια για μένα τον
αμαρτωλό και ανάξιο.
Κάποτε μου διηγήθη το εξής περιστατικό: Πρώτον μου
απεκάλυψε ότι ήταν 13 αδέλφια και μου είπε: «να έχεις την ευχή
του Θεού, είναι ωραίο αυτό το έργο που κάνεις (Ιδρυτής και η ψυχή
του Πανελλήνιου Συνδέσμου φίλων των πολυτέκνων). Κι' εγώ
ξέρεις, είμαστε 13 αδέλφια και με τον μακαριστό το Φιλούμενο
είμαστε δίδυμοι. Άφησε να σου πω κάτι να το γράψεις». Και,
δυστυχώς, δεν το έχω γράψει ακόμη. «Όταν ήμουνα στον Πανάγιο
Τάφο σε ένα μοναστήρι του Πανάγιου Τάφου, είχαμε εργάτες, τους
οποίους λέγανε Αμανίτες, παλαιοί απόγονοι των Σαμαρειτών.
Αυτοί δεν παραδέχονται όλη την Παλαιά Διαθήκη, αλλά μόνο την
Πεντάτευχο. Αίρεση Εβραϊκή. Λοιπόν, ένα πρωί βγήκα έξω από το
Μοναστήρι, και βλέπω τον Αμάν πρησμένο και έντονα ζαρωμένο,
τρέμοντα. - Τι έχεις Αμάν; - Τίποτα. Έμεινα απ' έξω από τη σκηνή
απόψε και έριξε αγιάζι και δεν είχα πού να πάω και αρρώστησα.
Κρύωσα. Και έτρεμε. - Και γιατί δεν έμπαινες μέσα στη σκηνή; -
Δεν μπορούσα, γιατί ο νόμος μας, μας απαγορεύει να κοιμηθούμε
με τη γυναίκα μας όταν είναι έγκυος. Κι η γυναίκα μου είναι έγκυος.
Εγκράτεια».
Ο πατήρ Ελπίδιος ήταν δίδυμος με το μακαριστό Φιλούμενο,
ο οποίος είναι σήμερα ιερομάρτυς και το λείψανο του έμεινε
άσηπτο. Όταν ήταν νήπια τα δύο παιδιά αυτά δεν θήλαζαν Τετάρτη
και Παρασκευή. Και η μαρτυρία αυτή προέρχεται εκ των αδελφών
τους. Επιζούσαν μέχρι πρόσφατα δύο αδελφές τους, μία στην
Αθήνα και μία στην Κύπρο. Και είναι μαρτυρία αυτών. Και δεν είναι
τυχαίο καθόλου. Οι μεγάλοι άγιοι δεν εθήλαζαν, όπως ο άγιος
Ευθύμιος.
Κ.Ι.: Δηλαδή αυτοί ήταν εκ κοιλίας μητρός των κεκλημένοι;
μ.Ν.Μ.: Αυτό θέλω να πω.
Όταν αρρώστησε ο Γέροντας και τον κατέβασαν στην Αθήνα,
είχε αφήσει εντολή να τον πάρουν στο Άγιο Όρος, μετά το θάνατο
του. Τελικώς, είχε πολλή θαλασσοταραχή και δεν μπορούσε να
προσαράξει το καράβι και τον έθαψαν κάτω στην Αθήνα. Τώρα
ήλθαν να τον ξεθάψουν και δεν δέχονται οι μοναχές ενός
μοναστηριού όπου εξομολογούσε. Τον είχαν Γέροντα τους. Λένε
ότι το σώμα του είναι άσηπτο και κάνει θαύματα. Ακούστε ένα
θαύμα το οποίον είναι και το τελευταίο της επίγειας ζωής του. Ήταν
σε κώμα. Κώμα αφανές. Δεν είχε καθόλου κινήσεις. Ήταν ήρεμος.
- 207 -
Κι ενώ ήταν αναίσθητος, φαινομενικά (με διαβεβαίωση γιατρού),
έκανε την ευχή. Είχε ένα κομποσχοινάκι και το 'παίζε. Οπότε
κατέβηκε ο νυν ηγούμενος, ο Εφραίμ, να πάρει την ευχή του, όταν
έμαθε ότι πεθαίνει. Πήγε και λέει: «την ευχή Γέροντα», «όχι είναι
κλινικά νεκρός, σε κώμα, δεν αισθάνεται τίποτα», λέει ο γιατρός.
Λέει ο ηγούμενος: «δεν νομίζω». Και παίρνει το κομποσχοίνι, του
το αφαιρεί και τότε ανοίγει τα μάτια, απλώνει το χέρι και παίρνει το
κομποσχοίνι, χωρίς να πει τίποτα.
Κ.Ι.: Επομένως δεν ήταν σε κώμα.
μ.Ν.Μ.: Συνέχισε, χωρίς να μιλήσει, να κάνει πάλιν την ευχή
του. Όπως είχε πει σε κάποιον, τρόπον τινά, για να τον τονώσει ως
εξομολογούμενο, ότι δεν αισθάνετο καθόλου σαρκικούς
πειρασμούς, ήταν αυτό που είπατε «εκ κοιλίας μητρός».
Κ.Ι.: Παρθένος.
μ.Ν.Μ.: Είπε: «εγώ δεν έχω καθόλου ιδέα, τι είναι αυτά τα
πράγματα». Όχι απλώς παρθένος, αλλά παρθένος τω νοί. Δεν είχε
φαντασίες. Ήταν αφιερωμένος και γι' αυτό είχε πολλά πνευματικά
αποτελέσματα. Μου ανέφεραν και αρκετά θαύματα, τα οποία είχαν
γίνει και μετά το θάνατο του, στον τάφο του. Επρόκειτο για μία
μεγάλη μορφή. Μάλιστα μου είπε κάποιος κάτω στον Πανάγιο
Τάφο ότι ο Ελπίδιος ήταν ανώτερος του Φιλουμένου. Ο
Φιλούμενος έφθασε εκεί δια του μαρτυρίου, ενώ ο Ελπίδιος με την
άσκηση του και την ταπεινότητα του. Όντως, ο Ελπίδιος ευρίσκεται
εν σκηναίς ζώντων.
- 209 -
Γεννήθηκε στην Κρήτη, στο χωριό Βλάτος της επαρχίας
Κισάμου του νομού Χανίων το 1867 από ευσεβείς γονείς και
εγαλουχήθη με τα νάματα τής πίστεως και ευλάβειας.
Σε νεαρά ηλικία ο πόθος των θείων, ο όποιος κατέφλεγε την
αγνή και φιλόθεη καρδιά του, ώθησε αυτόν να εγκατάλειψη τον
κόσμο και να καταφυγή στο "Αγιον Όρος, όπου έκοινοΒίασε στην
Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου και επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο στους
πνευματικούς αγώνας τής Αγγελικής Πολιτείας.
Σύντομα, για την καλή του υπακοή και την ολοκληρωτική του
αφοσίωση στην εκπλήρωση των θείων εντολών, στολίσθηκε με
αρετές και χαρίσματα. Σε κατάλληλη ηλικία εχειροτονήθη Διάκονος
και Πρεσβύτερος και προεχειρίσθη Πνευματικός. Παραλλήλως
αύξησε τους κόπους τής εγκράτειας, τής νηστείας και προσευχής,
τής αγρυπνίας και τής κακοπάθειας, άλλα και την ταπείνωση και
αγάπη προς τον Θεόν και προς πάντας. "Έτρωγε ελάχιστα και
ελειτουργούσε καθημερινώς.
Ό Ηγούμενος τής Μονής, Βλέποντας τον θείο του ζήλο και
την πνευματική του πρόοδο, του έδωσε ευλογία αν ησυχάσει Σε
ασκητήριο τής Μονής έπ' ονόματι τής Αγίας Τριάδος και νά
κατέρχεται στο Μοναστήρι μόνον όταν θα υπήρχε ανάγκη
εφημερίας. Εκεί, ή επίδοσης του στην νηπτική εργασία τον αξίωσε
πλουσιότερων χαρισμάτων και ιδίως τής διοράσεως και
προοράσεως, τα όποια μάλιστα εξεδηλώθη σαν αργότερα, δια τής
εμφανείας τής Κυρίας Θεοτόκου.
Μετά από αρκετό διάστημα χρόνου εκοινοβίασε επ' ολίγον
στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας και κατέληξε στην Ιερά Σκήτη του
Αγίου Παντελεήμονος τής Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου. Εκεί
συνέρεαν Πατέρες από όλο το "Αγιον Όρος, για πνευματική
καθοδήγηση και συμβουλή ιδίως περί νοεράς προσευχής και
απαθείας.
Το 1920 ο Γέροντας εστάλη από την Ιερά Επιστασία του
Αγίου "Όρους στην γενέτειρα του νήσο τής Κρήτης μαζί με τα Τίμια
Δώρα των Μάγων, τα όποια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του
Αγίου Παύλου, για την αντιμετώπιση λοιμικής νόσου. Κατά την
επιστροφή του διήλθε από την Αθήνα, όπου και εξομολόγησε μέγα
πλήθος πιστών.
"Ήδη όμως από ετών είχε σοβαρό οφθαλμολογικό
πρόβλημα, το όποιο εξανάγκασε αυτόν, αφού έχασε μάλιστα και το
φως του, να κατέλθει και πάλι στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε
έως τέλους τής επιγείου ζωής του, μετά από 35 περίπου έτη
ασκητικής διαμονής στο Περιβόλι τής Παναγίας. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, επειδή ανέκτησε έστω και ελλιπώς την δράση
του, μετά από θεραπεία, προσπαθούσε νά επιστρέψει στο "Αγιον
- 210 -
"Όρος, άλλα κάθε φορά πού ξεκινούσε, ή δράσης του σχεδόν
εχάνετο και έτσι, παρά την θέληση του, επέστρεφε στην Αθήνα!
Τούτο συνέβη κατά τις παραμονές τής Ημερολογιακής Καινοτομίας
του 1924 και, όπως φαίνεται, ή θεία Πρόνοια είχε το σχέδιο Της...
"Όταν τελικώς επεβλήθη ή Καινοτομία, ο Γέρων Ιερώνυμος
αντιτάχθηκε σθεναρώς εις αυτήν και αφιερώθηκε πλέον στην
πνευματική στήριξη και ενθάρρυνση του διωκομένου Ποιμνίου των
ευλαβών του Πατρίου, των εραστών τής Πίστεως και Παραδόσεως
τής Ορθοδοξίας μας, ως θεόπεμπτος προφήτης και παρηγορητής,
ιδίως μέσω τής Εξομολογήσεως και τής πνευματικής
καθοδηγήσεως. Αρχικά στους Αμπελοκήπους και εν συνεχεία στο
Παλαιό Φάληρο, εδέχετο αναρίθμητα πλήθη πιστών και τα
οδηγούσε εις επίγνωσιν θεού, δια τής μετανοίας και τής ομολογίας
τής ορθής Πίστεως!
Κατά το έτος 1930, μαζί με την πνευματική του θυγατέρα
Ανδρομάχη Ηλιοπούλου, την μετέπειτα Χριστονύμφη Μοναχή και
Καθηγουμένη, και άλλες αφιερωμένες ψυχές, άρχισαν να
ανεγείρουν την Ιερά Μονή τής Αγίας Οσιοπαρθενομάρτυρος
Παρασκευής στις Αχαρνές Αττικής, στους ΝΑ πρόποδες τής
Πάρνηθος. Στον πνευματικό αυτόν μελισσώνα τής γνησίας
Ορθοδοξίας ο Γέροντας διήλθε πλέον τα τελευταία έτη τής ζωής
του, φωτιζόμενος και φωτίζων. Αξιώθηκε μάλιστα να Ίδη κάποτε
την Αγία Παρασκευή εντός του δυτικού περιβόλου τής Μονής, εκεί
όπου σήμερα υπάρχει Προσκυνητάρι προς τιμήν Της. Ή δε Ιερά
Μονή εδέχετο τακτικά, και ζώντος του Γέροντος και μετά την
Κοίμηση του, την ευλογία τής επισκέψεως του Ομολογητού
Ιεράρχου πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου (1" 1955), ο όποιος
πολύ ανεπαύετο εις Αυτήν.
Ό Γέρων Ιερώνυμος ήταν φύσις ευαίσθητος και ποιητική και
κατέλειπε φυλλάδια και χειρόγραφα, στα όποια αφήνει με
χαριτωμένους στίχους νά εκφρασθεί ο πόνος και ή αγάπη πού
ξεχειλίζει την ύπαρξη του για τον λατρευτό Κύριο μας, άλλα και ή
αγωνία του για την καθοδήγηση των ψυχών, οι όποιες ζητούσαν
την πνευματική Βοήθεια του. "Όμως, όπως όλοι οι δίκαιοι,
επρόκειτο νά δοκιμασθεί με θλίψεις, στενοχώριες, συκοφαντίες και
διωγμούς. Ιδίως μάλιστα όταν οι Καινοτόμοι προσπαθούσαν νά
τον συλλάβουν για νά τον απελάσουν στο "Αγιον "Όρος, ώστε νά
παύση το ομολογιακό και θεάρεστο έργο του, ή θεία σκέπη και
αντίληψης πάντοτε διαφύλασσε και διέσωζε αυτόν θαυμαστώς,
αυτός δε ως παράδειγμα υπομονής και ανεξικακίας ηύχετο όπερ
των διωκτών του, πλήρης ευαγγελικής αγάπης.
Αρχάς του 1943, προαισθανόμενος την έξοδο του από τον
μάταιο τούτο κόσμο, εκκάλεσε τον Άρχιμ. π. Χρυσόστομο Νασλίμη
- 211 -
για να λειτουργήσει στην Μονή και να τον κοινωνήσει των
Άχραντων Μυστηρίων. "Έτσι, προετοιμασμένος για το μεγάλο
ταξίδι, παρέδωσε την όσία ψυχή του στον Πλάστη του, πού τόσο
θερμά και πιστά αγάπησε και υπηρέτησε...
Απόσπασμα από το βιβλίο Περιγραφή των περιπλανήσεων και των ταξιδιών του
Αθωνίτη μονάχου Παρθενίου στην Ρωσία, την Μολδαβία, την Τουρκία και τους Αγίους
Τόπους, τ. VI, Μόσχα, 1856.
- 215 -
καθώς και από την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ποιοι όμως έζησαν
εκεί και με ποιο τυπικό δεν το ξέρουμε, γιατί όλα τα έγγραφα
καταστράφηκαν από τους Σαρακηνούς... Πολλά έχουν γραφεί για
τους παλαιούς πατέρες σε βιβλία πού έχουν το τίτλο Πατερικό. Σ'
ένα τέτοιο βιβλίο γράφει ότι κάποτε ένας μαθητής του Γρηγορίου
του Σιναΐτη, πού ζούσε στη σκήτη του Μαγουλά, προσευχήθηκε
στην Παναγία και ζήτησε να του αποκαλυφθεί αν στο Αγιον Όρος
ήσαν πολλοί εκείνοι πού κατάφεραν να σώσουν τις ψυχές τους.
Άκουσε τότε μια φωνή πού απευθυνόταν προς αυτόν μέσα στη
νύχτα να του λέει να βγει έξω από το κελί του και να κοιτάξει
πέρα σ' ένα ψηλό βουνό. Βγήκε πράγματι έξω και είδε την
Βασίλισσα των Ουρανών να στέκεται στην κορυφή του βουνού
λάμποντας μέσα σε άρρητο φως και να την περιβάλει ένα τεράστιο
πλήθος από πύρινες στήλες. Και τότε άκουσε πάλι την φωνή να
του λέει: «Βλέπεις αυτό το αναρίθμητο πλήθος των πύρινων
στηλών; Αυτοί όλοι είναι Αθωνίτες πατέρες, πού αν θέλησης να
τους μέτρησης θα βρεις ότι είναι περισσότεροι κι από τ' άστρα τ'
ουρανού».
Θέλω τώρα να γράψω για τους πιο πρόσφατους πατέρες
πού διέπρεψαν στο Αγιον Όρος τον καιρό της σύντομης διαμονής
μου εκεί και λίγο πριν άπ' αυτήν. Αυτοί ήταν πολυάριθμοι κι εγώ
γνώρισα σχετικά λίγους. Άλλα από που ν' αρχίσω και για ποιόν
να πρωτογράψω; Μου φαίνεται πώς το σωστό είναι να γράψω
πρώτα γι' αυτόν που ήμουνα συνδεδεμένος πιο στενά μαζί του και
που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς των αγώνων και των παλαισμάτων
του, γι' αυτόν πού ο ίδιος άκουσα τις ψυχοσωτήριες οδηγίες του,
για τον γέροντα δηλαδή και πνευματικό μου, τον πατέρα Αρσένιο.
Τον Αρσένιο τον ανέστησε ή Μεγάλη Ρωσία στις όχθες του
μεγάλου και ενδόξου πόταμου Βόλγα. Γεννήθηκε στην πόλη
Μπάλαχεν της επαρχίας Νιζέγκοροντ σε μία οικογένεια με μέτρια
οικονομική κατάσταση. Οι γονείς του ήταν Ορθόδοξοι. Στο
βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Αλέξιος. Στην παιδική του ηλικία
έμαθε ανάγνωση και γραφή. Την νεότητα του την πέρασε μέσα σε
κοσμικές φροντίδες, άλλα ο Κύριος προβλέποντας ότι θα γινόταν
εκούσιο κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος δεν τον άφησε να
μολυνθεί από τα πάθη της σαρκός. Σύντομα του ενέπνευσε την
επιθυμία να μελετήσει την Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων.
Τότε συνειδητοποίησε την ματαιότητα και την ψευτιά αυτού του
κόσμου με τις ψυχοφθόρες του μέριμνες.
Όταν έγινε είκοσι χρονών εγκατέλειψε σπίτι και γονείς κι
άρχισε να περιπλανάται σαν προσκυνητής στην Ρωσία. Τα θεμέλια
της μοναχικής του ζωής τα έβαλε στην έρημο του κοινοβίου
Πέσνοσα πού βρισκόταν στην περιφέρεια της Μόσχας. Εκεί έγινε
- 216 -
μέλος της αδελφότητας και πέρασε τρία χρόνια σε υπακοή. Μετά
του ήλθε ή επιθυμία να ταξιδεύσει στο εξωτερικό και να πάει στα
μοναστήρια της Μολδαβίας, πού τότε ήταν στις δόξες τους με τους
μεγάλους γέροντες και τους ασκητές τους. Όταν εξομολογήθηκε την
επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα, εκείνος έδωσε την ευ-
λογία του, κι έτσι ο Αλέξιος, παρά τις αντιρρήσεις του ηγουμένου,
ξεκίνησε για το ταξίδι του.
Όταν έφθασε στο Κίεβο προσκύνησε τα άγια λείψανα των
θαυματουργών αγίων και βρήκε εκεί ένα συνταξιδιώτη πού τον
έλεγαν Νικήτα και καταγόταν από την επαρχία της Τούλα. Αυτός ο
Νικήτας ήταν ο μετέπειτα μόνιμος σύντροφος του για σαράντα και
πλέον χρόνια μέχρι τον θάνατο του και ήταν εκείνος πού μαζί του
μοιράσθηκε όλες τις θλίψεις, τους μόχθους και τους αγώνες του.
Μαζί προσευχήθηκαν στους θαυματουργούς αγίους του Κιέβου,
πήραν την ευλογία τους και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους.
Όταν έφθασαν στην Μολδαβία επισκέφθηκαν όλα τα
μοναστήρια και τις σκήτες της. Στην σκήτη Μπαλασέφσκι βρήκαν
ένα πνευματικό πατέρα και οδηγό και του εμπιστεύθηκαν τις ψυχές
και τα σώματα τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα εκείνος τους έκειρε
μοναχούς και στον μεν Αλέξιο έδωσε το όνομα Άβελ, στον δε
σύντροφο και συναγωνιστή του έδωσε το όνομα Νίκανδρος. Μετά
από λίγο χρόνο ο οδηγός και ποιμένας τους βλέποντας τα
σπουδαία παλαίσματα και την ταπεινοφροσύνη τους, υποχρέωσε
τον π. Άβελ να λαβή την Ιεροσύνη, γιατί δεν είχε κανένα κώλυμα
και κατείχε καλά τις Γραφές.
Ή Ιεροσύνη όμως του φαινόταν πολύ βαρεία και γι' αυτό
εκλιπαρούσε με πολλά δάκρυα τον πνευματικό του πατέρα να μην
βάλει στους ώμους του τέτοιο μεγάλο βάρος, πού ήταν πάνω από
τις δυνάμεις του, άλλα να τον αφήσει να υπηρέτη τον Κύριο σαν
απλός μοναχός. Ό γέροντας του, του είπε τότε ότι οποίος θέλει να
κάνη υπακοή δεν επιτρέπεται να έχει δική του γνώμη, αλλά πρέπει
απλώς να κάνη αυτό πού του λένε. Δεν πρέπει αυτός να επιχειρεί
να διδάσκει τον γέροντα του, αλλά αντίθετα πρέπει να κάνη υπακοή
ακόμη και μέχρι την ώρα του θανάτου του. Ό Άβελ έβαλε μετάνοια
στον γέροντα του και είπε: «Συγχώρα με, άγιε πάτερ! Αμάρτησα·
κάνε όπως σε αναπαύει».
Σύντομα χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και μετά Ιερομόναχος
και με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών της σκήτης έγινε
πνευματικός. Ακόμη όμως και όταν έγινε ιερομόναχος δεν άλλαξε
ως προς την υπακοή και την ταπείνωση. Υποτασσόταν στον
γέροντα του έστω και αν εκείνος δεν ήταν Ιερέας και δεν άρχιζε
τίποτε δίχως την ευλογία του. Επί δεκαοκτώ χρόνια τόσο αυτός
όσο και ο παραδελφός του ο Νίκανδρος ήσαν υποταγμένοι στον
- 217 -
ποιμένα και οδηγό τους με τέλεια υπακοή και εκκοπή του θε-
λήματος τους.
Μετά τον θάνατο του γέροντα παρ' όλο πού ο π. Νίκανδρος
επιθυμούσε να έχει για πνευματικό οδηγό του τον π. Άβελ, επειδή
ήταν Ιερομόναχος και πνευματικός, εκείνος δεν συμφωνούσε για
κανένα λόγο να γίνει γέροντας του, άλλα επέμενε ότι έπρεπε να
ζουν σαν αδελφοί κάνοντας υπακοή ο ένας στον άλλο. Αφού
έζησαν έτσι για λίγο διάστημα, είχαν και οι δύο μια αποκάλυψη
από το Θεό, πού τους διάτασσε να πάνε στο Αγιον Όρος και να
παραμείνουν εκεί μέχρι τον θάνατο τους. Αυτή την αποκάλυψη
την εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο και άρχισαν να
προετοιμάζονται για την αναχώρηση τους.
Όταν το έμαθαν αυτό οι αδελφοί της σκήτης και οι πατέρες
από τα αλλά μοναστήρια άρχισαν να τους λένε ότι σ' αυτούς τους
ταραχώδεις καιρούς θα τους ήταν αδύνατο να πάνε όχι μόνο στο
Αγιον Όρος, άλλα ούτε καν στην Τουρκία, ότι όλοι όσοι
κατοικούσαν στο Όρος είχαν φύγει, ότι το Όρος ήταν τώρα γεμάτο
Τούρκους και ληστές, τα μοναστήρια τα έλεγχαν οι Τούρκοι και
ήταν κλειστά, τα κελιά τα είχαν καταλάβει ληστές και σ' όλη την
επικράτεια της Τουρκίας δεν επιτρεπόταν ή μετακίνησης
Χριστιανών και ότι παντού έτρεχε ποτάμι το χριστιανικό αίμα.
Άλλα ο π. Άβελ τους απαντούσε: «Άγιοι πατέρες, πράγματι έτσι
είναι, όπως τα λέτε. Αυτό το ξέρουμε. 'Αφού όμως αυτό το θέλει ο
Θεός ας γίνει το θέλημα Του».
οι πατέρες έλεγαν την αλήθεια, γιατί πριν από λίγο μόνο
καιρό οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο και
υπήρχε μεγάλη αναταραχή στην Κωνσταντινούπολη. Ό π. Άβελ
ένοιωθε ότι ή αποκάλυψις ήταν μια κλήσης από τον Θεό, πού το
άγιο θέλημα Του ήταν να πάει στον Άθωνα. Γι' αυτό δεν έδινε
σημασία στις συμβουλές των ανθρώπων, άλλα πίστευε
ακλόνητα ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε να δοκιμασθεί πάνω από
τις δυνάμεις του. Ό π. Νίκανδρος σαν άνθρωπος δίσταζε, άλλα ο
π. Άβελ τον στήριξε λέγοντας του ότι είναι πάντα καλύτερα να
υπάκουη κανείς στον Θεό παρά στους ανθρώπους. Προε-
τοιμάσθηκαν λοιπόν για να φύγουν. ότι είχαν τα μοίρασαν στους
αδελφούς και κράτησαν μόνο χρήματα και βιβλία για το ταξίδι.
Πήγαν πρώτα στην Γαλικία κι εκεί ναύλωσαν ένα καΐκι και
σάλπαραν για την Κωνσταντινούπολη Όταν όμως έφθασαν εκεί
συνάντησαν μόνο θλίψεις και δάκρυα. Το ελληνικό αίμα έτρεχε
ποτάμι στους δρόμους και οι Έλληνες τους έλεγαν: «Πατέρες,
γιατί ήλθατε σε μας τώρα; Μήπως για να μοιραστείτε μαζί μας τον
καιρό των οδυνών μας; Εκεί στην Μολδαβία πού ήσασταν δεν
σφάζουν τόσα κριάρια όσους δικούς μας ανθρώπους σφάζουν
- 218 -
εδώ σήμερα — εκατοντάδες κάθε μέρα μέσα στις πλατείες,
μπροστά στα μάτια όλων και κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώνονται
κρυφά στα σοκάκια. Πηγαίνετε πίσω στη Μολδαβία, γιατί είναι
αδύνατο να πάτε στο Αγιον Όρος, όσο κι αν το θέλετε. Από την
θάλασσα δεν μπορείτε να πάτε γιατί δεν ταξιδεύουν καράβια και
ή στεριά είναι γεμάτη κλέφτες, ενώ το Αγιον Όρος έχει κι αυτό
γεμίσει από ληστές. Οι Τούρκοι κατοικούν στα μοναστήρια μαζί
με τους μοναχούς».
Οι πατέρες μας όμως πίστευαν ακράδαντα και ήλπιζαν ότι
θα τα κατάφερναν να φθάσουν στο Αγιον Όρος. Εκείνη την ε-
ποχή στην Κωνσταντινούπολη το ψωμί ήταν πολύ ακριβό κι
αυτοί, πού ήδη είχαν ξοδέψει ένα μέρος από τα χρήματα τους
για το ταξίδι και τα υπόλοιπα για τρόφιμα, δεν είχαν τώρα
καθόλου χρήματα και κανείς δεν ήθελε τα βιβλία τους. Πέρασαν
λοιπόν εκείνο τον χειμώνα στην Κωνσταντινούπολη ζώντας από
ελεημοσύνες και κατάφεραν όχι μόνο να συντηρηθούν οι ίδιοι,
άλλα και να συντηρήσουν πολλούς φτωχούς Έλληνες. Το τι
θλίψεις πέρασαν εκεί αυτό το διάστημα μόνο ο Θεός πού τους
έστειλε γνωρίζει.
Με τις βροχές της άνοιξης, οι πατέρες εμπιστεύθηκαν τα
βιβλία τους σε κάποιον Έλληνα και ξεκίνησαν για το Αγιον Όρος
από την στεριά. Για τις δοκιμασίες, τις ατυχίες και τα χτυπήματα
πού υπέμειναν στην διάρκεια του ταξιδιού τους μόνος μάρτυρας
είναι ο Θεός. Τους δοκίμασε σαν τον χρυσό στο χωνευτήρι, για
να τους κάνη λαμπρότερους. Σχεδόν κάθε ώρα δέχονταν
επιθέσεις από ληστές, δεν είχαν όμως τίποτε για να τους πάρουν.
Χρήματα δεν είχαν καθόλου και τα ράσα τους ήταν κουρελια-
σμένα. Άλλοι τους χτυπούσαν, άλλοι τους έπαιρναν και το
τελευταίο ξεροκόμματο πού είχαν, κι άλλοι τους τυραννούσαν
πρώτα και μετά τους άφηναν να φύγουν. Έτσι συνέχισαν να
ταξιδεύουν πάνω από ένα μήνα και τελικά έφθασαν στο Αγιον
Όρος. Τι βρήκαν εκεί; Οι μοναστικοί οικισμοί ήταν
εγκαταλελειμμένοι και οι κήποι είχαν γίνει ένα με τα δάση· τα
μοναστήρια ήταν κλειδωμένα και ο στρατός της Βασίλισσας των
Ουρανών είχε διασκορπιστεί σε διάφορες χώρες. Μερικοί
κρύβονταν σε αδιαπέραστα δάση, σε λόφους και σε σπηλιές και
άλλοι ήσαν κλειδωμένοι μέσα στα μοναστήρια. Πολύ λίγοι ήσαν
αυτοί πού κυκλοφορούσαν. Οι πατέρες μας πήγαν κατ' ευθείαν
στην Έφορο του Αγίου Όρους, στο μοναστήρι των Ιβήρων, στην
θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταϊτισσας. Όταν
έφθασαν στην πύλη της μονής οι Ιβηρίτες πατέρες τους
υποδέχθηκαν και τους οδήγησαν στην εκκλησία να γονατίσουν
μπροστά στην Βασίλισσα των Ουρανών. Όταν πήγαν εκεί και
- 219 -
είδαν την εικόνα αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά, έπεσαν στα γόνατα,
έχυσαν πολλά δάκρυα και την παρακάλεσαν να τους δεχθεί στο
περιβόλι της.
Επίσης χάρηκαν πολύ και θαύμασαν πού σε τέτοιους
ανήσυχους καιρούς, όταν οι στρατιώτες της (οι μοναχοί) είχαν
όλοι διασκορπιστεί, εκείνη, ή Άνασσα και Υπέρμαχος Στρατηγός,
παρέμενε στην θέση της, λαμπρή και περιχαρής με την μεγάλη
στολή της, κεκοσμημένη με χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες.
Το μοναστήρι ήταν γεμάτο Τούρκους, άλλα δεν μπορούσαν να
κλέψουν την εικόνα. οι πατέρες μας ρώτησαν τους μοναχούς:
«Γιατί δεν πήρατε την εικόνα να την κρύψετε κάπου μακριά; Πώς
γίνεται και δεν της πήραν οι Τούρκοι τα στολίδια της; Γιατί δεν
έκλεψαν τον πλούτο της;».
Οι Έλληνες πατέρες της μονής Ιβήρων τους απάντησαν:
«Πού να την πάμε και γιατί; Αύτη είναι ο υπερασπιστής και προ-
στάτης μας και ο φρουρός του Αγίου Όρους. Μπορεί να μας έχει
τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας, άλλα δεν απέστρεψε το
πρόσωπο της από μάς και παραμένει μαζί μας. Με τον τρόπο
πού μας κοιτάζει τόσο ευτυχισμένα έχουμε ακόμα ελπίδα ότι οι
θλίψεις μας θα περάσουν. Το μόνο πού νοιώθουμε τώρα είναι ή
χαρά και ή παράκλησις ότι ή ουράνια Βασίλισσα παραμένει μαζί
μας. Κι Όταν οι Τούρκοι μας προκαλούν ανυπόφορες θλίψεις και
στερήσεις τρέχουμε σ' αυτήν και βρίσκουμε παρηγοριά στις λύπες
μας. Ρωτάτε γιατί οι Τούρκοι δεν αφαίρεσαν τους θησαυρούς
της. όχι μόνο δεν μπορούν να τους πάρουν, αλλά ούτε και να
μπουν σ' αυτό το μικρό παρεκκλήσι. Πάνε τρία χρόνια τώρα από
τότε πού κατοικούν στο μοναστήρι κι ακόμη δεν πάτησαν το πόδι
τους σ' αυτήν την εκκλησία. Όταν θυμώσουν μαζί μας κι αρχίζουν
να μας ζητούν χρυσάφι, ασήμι και εκκλησιαστικά σκεύη, τους
λέμε ότι δεν έχουμε τίποτε —αν και τα έχουμε, άλλα είναι κρυμ-
μένα μακριά και δεν θα τους τα παραδίναμε κι αν ακόμη μας
βασάνιζαν. Τους δείχνουμε αυτήν την αγία εικόνα και τους λέμε:
"Να, σ' αυτήν την εικόνα υπάρχει πολύ χρυσάφι, ασήμι και
πολύτιμες πέτρες. "Αν θέλετε πάρετε". Αυτοί όμως στέκονται στην
πόρτα και λένε: "Αυτήν δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε·
κοιτάξτε με τι θυμό μας κοιτάζει!" Και φεύγουν ντροπιασμένοι.
Ευχαριστούμε λοιπόν την Παντάνασσα πού προστατεύει την
εικόνα της και σώζει και σκέπει εμάς τους αμαρτωλούς. Την
ευχαριστούμε ακόμη και γιατί έστειλε τους Τούρκους για να μας
ταπείνωση για τις αμαρτίες μας. Αν δεν ήταν κι αυτοί εδώ, οι
κλέφτες θα τα είχαν λεηλατήσει όλα και θα μας είχαν κυριολεκτικά
ρημάξει.
Θα σας πούμε ακόμη κάτι. Πριν από ένα χρόνο περίπου
- 220 -
υπήρχε τόση σύγχυσης και ανησυχία στο Αγιον Όρος πού όλοι ο!
εναπομείναντες Αθωνίτες πατέρες ήθελαν να φύγουν. Πριν από
την σύγχυση αυτή οι Αγιορείτες μοναχοί ήταν σαράντα χιλιάδες,
τώρα όμως έχουν μείνει μόνο χίλιοι, αλλά κι αυτοί ήθελαν να
φύγουν και να πάνε ποιος ξέρει που. Νόμιζαν ότι ή θεομήτωρ
είχε εγκαταλείψει εντελώς το Αγιον Όρος και γι' αυτό ερήμωσε.
Όταν όμως άρχισαν να το συλλογίζονται σοβαρά, ή
Γοργοηπήκοος Άνασσα, ή Υπέρμαχος Στρατηγός και Θεοτόκος
εμφανίσθηκε σε πολλούς πατέρες και ερημίτες και τους είπε:
"Γιατί φοβάσθε και γιατί ταράσσεται ή καρδιά σας με τέτοιες
σκέψεις; Όλα αυτά θα περάσουν και θα ξεχασθούν και το Αγιον
Όρος θα γέμιση πάλι από μοναχούς. Προσέξτε, σας υπόσχομαι
ότι όσο βρίσκεται ή εικόνα μου στην Μονή των Ιβήρων στο Αγιον
Όρος δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτε. Επιστρέψτε λοιπόν στα
κελιά σας. Όταν όμως φύγω από την μονή Ιβήρων, τότε ας
πάρει ο καθένας τον ντορβά του κι ας πάει όπου θέλει". Και
τώρα όλοι οι ερημίτες έρχονται στο μοναστήρι μας κάθε Κυριακή
και κοιτάζουν να δουν εάν ή Θεοτόκος βρίσκεται στην θέση της. Κι
όταν βεβαιώνονται επιστρέφουν πάλι στα κελιά τους στην έρημο».
Όταν τ' άκουσαν αυτά οι πατέρες μας χάρηκαν πολύ,
πρώτα γιατί ή Παναγία εξακολουθούσε να προστατεύει τους
μοναχούς, κι υστέρα επειδή υπήρχαν ακόμη τόσοι πολλοί
ερημίτες.
Κατόπιν οι Ιβηρίτες πατέρες τους οδήγησαν στον ξενώνα
όπου και ξεκουράστηκαν μία ολόκληρη εβδομάδα. Μετά τους
είπαν: «Άγιοι πατέρες σας αναπαύσαμε, άλλα σας παρακαλούμε
μη μας επιβαρύνετε άλλο, γιατί δεν έχουμε χώρο ούτε και για
τους δικούς μας. Έχουμε εδώ σαράντα Τούρκους και δεν έχουμε
με τι να τους ταίσουμε. Παντού τριγυρνούν κλέφτες κι εμείς δεν
διαθέτουμε κανένα εισόδημα. Μπορείτε να πάτε στην σκήτη μας,
να πάρετε ένα κελί μ' ένα μικρό παρεκκλήσι και να μείνετε εκεί.
Θα καλλιεργείτε τον κήπο, θα κάνετε κανένα εργόχειρο κι έτσι θα
καταφέρετε κάπως να συντηρηθείτε. Αν χρειαστείτε τίποτε εμείς
θα σας βοηθήσουμε και μπορείτε να έρχεσθε όποτε θέλετε στο
μοναστήρι για να κοιμάστε».
Οι πατέρες μας ευχαρίστησαν τους Ιβηρίτες για την
φιλοξενία τους, πήραν ένα κελί στην σκήτη κι άρχισαν να ζουν
πλέον εκεί. Καλλιεργούσαν τον κήπο και σκάλιζαν ξύλινα
κουτάλια, άλλα εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανείς για ν'
αγοράσει το εργόχειρο τους. Έτσι έζησαν εκείνους τους
ταραγμένους καιρούς για τέσσερα χρόνια και περισσότερο. Το
πώς συντηρούνταν μόνο ο Θεός το ξέρει· αυτοί δεν έλεγαν τί-
ποτε σε κανένα. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να βρεθεί ψωμί.
- 221 -
Πολλές φορές ρώτησα τον γέροντα μου: «Άγιε πάτερ, τι τρώγατε
εκείνους τους δύσκολους καιρούς;» Κι αυτός μου απαντούσε:
«και τι λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο; Ζητείτε δε πρώτον την
Βασιλείαν τον Θεού και την δικαιοσύνη αυτού και ταύτα πάντα
προστεθήσεται υμίν». Έτσι τρέφονταν οι πατέρες μας κι όχι μόνον
αυτοί, αλλά πάνω από χίλιοι εναπομείναντες στο Αγιον Όρος τους
έτρεφε ο Θεός!
Εκείνα τα χρόνια απέκτησαν μεγάλους πνευματικούς
θησαυρούς. Μέσα στις θλίψεις και την υπομονετική αντιμετώπιση
των σωματικών στερήσεων άνθισαν και ωρίμασαν και έδωσαν
καρπούς. Ό Κύριος, ο Ουράνιος Βασιλεύς τους αντάμειψε για τις
στερήσεις αυτές με δώρα του Αγίου Πνεύματος και τους βοήθησε να
κατανικήσουν τον εχθρό διάβολο, τον προαιώνιο αντίπαλο, και να
υπερνικήσουν τα πνευματικά και σωματικά τους πάθη. Έφθασαν
στο γαλήνιο λιμάνι της πνευματικής ειρήνης και της σιωπής, στην
ένωση δηλαδή του νου τους με τον Θεό. Ό Θεός έδωσε στον μεν π.
Άβελ το χάρισμα της διακρίσεως και της διοράσεως, στον δε π.
Νίκανδρο το χάρισμα των δακρύων. Ό π. Νίκανδρος θρηνούσε
πράγματι με δάκρυα μέρα και νύχτα μέχρι τον θάνατο του.
Όταν μετά την ταραχώδη αυτή και θλιβερή εποχή ευδόκησε ο
Κύριος να στείλει ειρήνη στην χώρα, οι στρατοί και τα φουσάτα
νικήθηκαν, οι ληστές εξαφανίσθηκαν και αποκαταστάθηκε ή ηρεμία.
Τότε άρχισαν και οι αδελφοί να επιστρέφουν στο Όρος και οι
Ορθόδοξοι Χριστιανοί λαϊκή να το επισκέπτονται κατά μεγάλες
ομάδες για προσκύνημα.. τότε άρχισαν να αγοράζονται και τα
εργόχειρα των γερόντων.
Ήλθε ένας έμπορος και τα αγόρασε όλα οι δικοί μας πατέρες
πούλησαν όλα τους τα κουτάλια και πήραν 2000 χιλιάδες λεβα,
δηλαδή 400 ρούβλια. Ο π. Νίκανδρος καταχάρηκε και είπε. «Δόξα
τω Θεό τώρα θα εξοικονομήσουμε τις ανάγκες μας.» ο π. Άβελ
κούνησε το κεφάλι και είπε ¨ναι, τώρα θα τις εξοικονομήσουμε»
Μετά από λίγες μέρες ήλθε κάποιος λαϊκός και ζητούσε ελεημοσύνη.
Ό π. Άβελ τον ρώτησε: «Από που είσαι και τι χρειάζεσαι;» Ό λαϊκός
του απάντησε με δάκρυα: «Άγιε πάτερ, είμαι από την Χίο και οι
Τούρκοι έπιασαν αιχμαλώτους την γυναίκα και τα παιδιά μου και
θέλουν πέντε χιλιάδες λέβα για να τους ελευθερώσουν. "Όλο τον
περασμένο χρόνο γύριζα και ζητούσα ελεημοσύνη και κατάφερα,
δόξα τω Θεώ, να μαζέψω τρεις χιλιάδες λέβα, μα χρειάζομαι ακόμη
δύο χιλιάδες. Με την δύναμη του Θεού θα τα μαζέψω και αυτά σιγά-
σιγά». "Όταν τ' Άκουσε αυτά ο γέροντας μας του είπε: «Έλα μέσα
στο κελί μου και κάπως θα σε βοηθήσω». Μπήκε πράγματι στο κελί
ο λαϊκός και τότε ο π. Άβελ πήρε όλα τα χρήματα πού είχε και του τα
έδωσε λέγοντας: «Πάρ' τα αυτά και πήγαινε να εξαγόρασης την
- 222 -
γυναίκα και τικ παιδιά σου». Ό λαϊκός τότε απάντησε: «Γέροντα,
γιατί με κοροϊδεύεις; Έτσι κι αλλιώς έχω τις στενοχώριες μου δώσε
μου ένα λέβα και θα φύγω». Ό π. Άβελ του λέει πάλι: «όχι, τέκνο
μου, δεν σε κοροϊδεύω. Εγώ είμαι πνευματικός πώς είναι δυνατόν
να σε κοροϊδέψω; Πάρε τα χρήματα και πήγαινε στην ευχή του
Θεού», Ό λαϊκός άρχισε να κλαίει από την συγκίνηση του και τότε ο
γέροντας του έβαλε στον κόρφο τα χρήματα και τον ξεπροβόδισε
μέχρι την πόρτα. Ό λαϊκός έφυγε πετώντας από χαρά.
Όταν το είδε αυτό ο π. Νίκανδρος έχυσε πικρά δάκρυα και
είπε: «Πάτερ, τι έκανες; Γιατί έδωσες όλα τα χρήματα; Τέσσερα
χρόνια δουλεύαμε και νομίσαμε για μια στιγμή ότι θα καλύπταμε τις
ανάγκες μας. Άλλα τώρα θα θρηνούμε πάλι». Ό γέροντας μας όμως
του είπε: «Αχ, π. Νίκανδρε, πότε θα γίνουμε τέλειοι μοναχοί; Ό Θεός
μας καθοδηγεί τόσο καιρό μέσα από τις θλίψεις μας και συ ακόμα
δεν απόκτησες σταθερότητα; Τότε πού οι καιροί ήταν πραγματικά
πολύ δύσκολοι Εκείνος μας έθρεψε και δεν θα μπόρεση να μας
θρέψη τώρα; Τώρα, δόξα τω Θεώ, τα εργόχειρα πουλιούνται. Θα
δουλέψουμε πάλι και θα πουλήσουμε, άλλα τα περισσευούμενα
χρήματα θα τα δίνουμε για τον θησαυρό του Θεού και γιατί να
σκοτιζόμαστε για χρήματα που δεν είναι δικά μας; Αυτά τα χρήματα
ήδη μας απέσπασαν το νου από τον Θεό. Στεκόμαστε στην
προσευχή αλλά σκεφτόμαστε τα χρήματα. Ό Κύριος είπε: οπού γαρ
εστίν ο θησαυρός υμών εκεί εσταί και ή καρδία υμών». Ας είναι
λοιπόν κι εμάς ο θησαυρός μας μ' Εκείνον και οι καρδιές μας θα 'ναι
κι αυτές μαζί Του». Τότε ο π. Νίκανδρος έπεσε στα πόδια του με
συντριβή, θρήνησε και ζήτησε συγχώρηση κι από την ώρα εκείνη
δεν έδειξε ενδιαφέρον για τίποτε, αλλά μόνο έκλαιγε μέχρι τον
θάνατο του.
Αγαπούσαν τον πλησίον τους πιο πολύ κι άπ' τον ίδιο τους
τον εαυτό κι αυτό το έδειχναν με τις πράξεις τους. Αγωνίζονταν
πάντοτε ώστε να είναι όλοι ειρηνεύοντες. Ποτέ δεν άφηναν κανένα
άπ' αυτούς πού έρχονταν στο κελί τους για κάποιαν ανάγκη να
φυγή στενοχωρημένος. Αν ήταν κανείς πικραμένος εξ αιτίας
βιοτικών αναγκών, του έδιναν ότι μπορούσαν ακόμη και πάνω α-
πό τις δυνάμεις τους.
Γρήγορα έγιναν και οι δύο μεγαλόσχημοι. Ό π. Άβελ ο
πνευματικός έγινε μεγαλόσχημος από κάποιον μεγαλόσχημο
μοναχό Αρσένιο και πήρε κι αυτός το όνομα Αρσένιος. Μετά έκαμε
ο ίδιος μεγαλόσχημο τον π. Νίκανδρο κα! τον ονόμασε Νικόλαο.
Άρχισαν λοιπόν να ζουν σαν γέροντας και υποτακτικός και πέρασαν
δέκα χρόνια στην σκήτη του 'Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που
λέγεται σκήτη των Ιβήρων. Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των αδελφών
της σκήτης άρχισαν οι πολλές συζητήσεις κα! παρουσιάσθηκαν
- 223 -
πολλά βιοτικά προβλήματα πού χρειαζόταν προσοχή εξ' αιτίας των
λαχανόκηπων και των περιβολιών. Αυτό έπεσε βαρύ για τους
πατέρες μας κα! αποφάσισαν να αποσυρθούν στην εσώτερη
έρημο, στην απόλυτη σιωπή, για να μην έχουν βιοτικές και
κοσμικές μέριμνες κα! για να μπορούν να ζουν μόνοι με τον Θεό,
γιατί ο πραγματικός εραστής της ερήμου και ησυχαστής δεν μπορεί
να υποφέρει τα πολλά λόγια και τις μάταιες φροντίδες.
Άφησαν λοιπόν το κελί της σκήτης και πήραν ένα άλλο κελί
αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, πού βρισκόταν
πάνω σ' ένα λοφίσκο στην περιοχή πού ή έρημος ήταν σχεδόν
αδιαπέραστη και απείχε μία ώρα από την σκήτη και μία ώρα από
την Μονή των Ιβήρων. Παλαιότερα αυτό το κελί ήταν μεγάλο, αλλά
κατά την διάρκεια των ταραχών καταστράφηκε σχεδόν από τα
θεμέλια'. Το ξανάχτισαν λοιπόν μόνοι τους άλλα μικρότερο, έκαναν
αγιασμό στην εκκλησία κα! ξεχώρισαν δύο δωμάτια. Εκεί άφησα κι
εγώ τους βοστρύχους των μαλλιών μου, γιατί σ' αυτό το κελί
έκειραν μοναχό εμένα τον άθλιο. Οι πατέρες τότε έβαλαν τα
θεμέλια της νέας τους ζωής σύμφωνα με τους κανόνες της ερήμου.
Δεν είχαν καμία κοσμική φροντίδα· ούτε κήπο είχαν, ούτε περιβόλι.
Αν και υπήρχαν γύρω ελαιόδενδρα, αυτοί δεν τα φρόντιζαν. Μόνον
όταν ωρίμαζε ο καρπός προσλάμβαναν κάποιον δικό τους άν-
θρωπο για να μαζέψει τις ελιές. Εγώ υπήρξα αυτόπτης μάρτυς της
αυστηρής τους ζωής και πολλές φορές κοιμήθηκα στο κελί τους.
Μελέτησα καλά τον τρόπο ζωής τους και ήθελα κι εγώ να μείνω
μαζί τους και να μάθω από αυτούς τον μοναχισμό. Εκείνοι όμως
δεν δέχονταν κανένα κι έλεγαν: «Κανείς δεν μπορεί να ζήση μαζί
μας. Εμείς οι ίδιοι καταλήξαμε σ' αυτόν τον τρόπο ζωής μόνο
Αφού πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια κι ακόμη τώρα έχουμε
πειρασμό και υποκύπτουμε. Το πνεύμα είναι πρόθυμο, άλλα ή
σαρξ ασθενής κι αν δεν ήταν ή Χάρις του Θεού να μας δυναμώνει
δεν θα τα καταφέρναμε».
Μετά τον ερχομό τους στο Αγιον Όρος ο π. Νικόλαος έζησε
δεκαεννιά χρόνια κι ο π. Αρσένιος εικοσιτέσσερα, κι όλο αυτό το
διάστημα δεν έβαλαν στο στόμα τους ούτε ψάρι, ούτε τυρί, ούτε
κρασί, ούτε λάδι. Ή τροφή τους ήταν βρεγμένα παξιμάδια. Αυτά τα
παξιμάδια τα έπαιρναν από την Μονή των Ιβήρων και τα
κουβαλούσαν στην πλάτη τους μέχρι τον λόφο πού ήταν το κελί
τους. Έτρωγαν επίσης και μελιτζάνες τουρσί βουτηγμένες ή
πασπαλισμένες σε κόκκινο πιπέρι και πάστωναν κόκκινες
πιπεριές. Αυτή ήταν ή καθημερινή τροφή τους· παξιμάδια,
πιπεριές και μελιτζάνες και καμία φορά λίγα κρεμμύδια, αν τους
έφερνε κανείς. Τις αλατισμένες ελιές και τα σύκα τα είχαν μόνο για
τους επισκέπτες. Αύτη ήταν ή τροφή τους κι εγώ κάθισα πολλές
- 224 -
φορές στο τραπέζι τους. Έτρωγαν πάντοτε μόνο μία φορά την
ημέρα κατά τις τρεις το απόγευμα, ενώ την Τετάρτη και την
Παρασκευή έκαναν απόλυτη νηστεία.
Το τυπικό τους ήταν το έξης: Μετά το γεύμα και μέχρι τον
εσπερινό κλεινόταν στα κελιά τους και μελετούσαν διάφορα
πνευματικά συγγράμματα. Μετά έκαναν εσπερινό κατά την
καθιερωμένη ταξί. Διάβαζαν πάντοτε προσεκτικά και με δάκρυα,
ήσυχα και ταπεινά, δίχως να βιάζονται. Μετά ακολουθούσε το
απόδειπνο με ένα κανόνα της Παναγίας και ή βραδινή προ-
σευχή. όλη την νύχτα την περνούσαν άγρυπνοι με προσευχές
και μετάνοιες. Όταν τους έπιανε ο ύπνος λαγοκοιμόταν για λίγο
καθιστοί, άλλα ποτέ πάνω από μία ώρα. Πιο συχνά όμως ούτε κι
αύτη την ώρα δεν κοιμόνταν, αλλά βίαζαν τον εαυτό τους,
έβγαιναν έξω και περπατούσαν μέσα στην νύχτα για να
ξυπνήσουν. Δεν είχαν ρολόι, αλλά ήξεραν πάντα την ώρα, γιατί
στους πρόποδες του λόφου, στην Μονή Ιβήρων σήμαιναν τις
ώρες με μία καμπάνα που την άκουγαν πάντα. Τα μεσάνυχτα
πήγαιναν στην εκκλησία για κοινή προσευχή και διάβαζαν το
μεσονυκτικό και τον όρθρο κατά την καθιερωμένη ταξί. Μετά τον
όρθρο διάβαζαν πάντοτε ένα παρακλητικό κανόνα και τους
χαιρετισμούς της Παναγίας. Μετά ησύχαζαν στα κελιά τους
μέχρι την αυγή. Με το φως της αυγής άρχιζαν το εργόχειρο τους.
Δούλευαν χωριστά ο καθένας κι έφτιαχναν από δέκα κουτάλια.
Δεν αντάλλαζαν λέξη μεταξύ τους, εκτός αν ήταν κάτι απολύτως
αναγκαίο, αλλά παρέμεναν σιωπηλοί με νίψη και με συνεχώς
αυξανόμενη νοερά προσευχή. Τα κουτάλια πού σκάλιζαν ήταν
πολύ απλά. Κατόπιν διάβαζαν τις Ώρες, έκαναν μία δέηση στην
Παναγία και ακολουθούσε το γεύμα τους.
Έτσι περνούσαν μέρες και νύχτες με αδιάλειπτη προσευχή
και εργόχειρο. Ό γέροντας ήθελε ανέκαθεν να λειτουργεί συχνά,
γι' αυτό όταν υπήρχαν πρόσφορα και νάμα γινόταν πάντα Θεία
Λειτουργία. Συνήθως ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν αυτά. Τις
πιο πολλές φορές έκαναν Λειτουργία οι δυο τους μόνο. Πολλές
φορές παρακολουθούσα την Λειτουργία από τον πρόναο κι
άκουγα την μελωδική τους ψαλμωδία, πού συνοδευόταν από
δάκρυα κατανύξεως. Έβλεπα τότε δύο γέροντες εξαντλημένους
και σκελετωμένους από την νηστεία· τον ένα όρθιο στο Ιερό να
κλαίει μπροστά στην Αγία Τράπεζα του Κυρίου και να μη μπορεί
από τα δάκρυα να προφέρει καλά-καλά τις εκφωνήσεις παρά
μόνο με στεναγμούς καρδίας και τον άλλο να στέκεται στο
αναλόγιο και να κλαίει κι αυτός. Έτσι, από τους λυγμούς και τα
κλάματα αλλά και από την φυσική τους αδυναμία σχεδόν δεν
καταλάβαινα τι έλεγαν. Ναι, είναι αλήθεια ότι λίγα μπορούσε ν'
- 225 -
ακούσει το ανθρώπινο αυτί, άλλα ο Κύριος άκουγε ο ίδιος την
Λειτουργία τους γιατί, όπως είπε: Και επί τίνα επιβλέψω, άλλ' ή
επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου; Εδώ
έψαλλαν τον Τρισάγιο Ύμνο πραγματικά χωρίς καμία βιοτική
φροντίδα και χωρίς ίχνος κοσμικών λογισμών. Εδώ
παρευρισκόταν ο ίδιος ο Κύριος κοντά τους, σύμφωνα μ' αυτά
πού μας υποσχέθηκε: Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το
εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω οι δύο γέροντες αγαπούσαν τόσο
πολύ τον Κύριο, ώστε δεν ήθελαν να μακρύνουν άπ' Αυτόν ούτε
για ένα λεπτό. Μοναδική χαρά τους ήταν ή νοερή, καρδιακή και
προφορική επικοινωνία μαζί Του. Οι συνομιλίες τους ήταν πάντα
σχετικές με την προσευχή και την αγάπη του Θεού και του
πλησίον. Αν κάποιος άρχιζε να μιλά υποτιμητικά για τον αδελφό
του μπροστά τους, τότε εκείνη σταματούσαν την συζήτηση
Σ' αυτούς οι πτωχοί έβρισκαν βοήθεια, οι τεθλιμμένοι
παράκληση και οι ασταθείς λόγω αμαρτιών και παθών γρήγορη
επαναφορά στην ευθεία οδό και ελευθερία από τις κακές τους
έξεις.
Θα μιλήσω τώρα για τον εαυτό μου. Όταν ήλθα στο Αγιον
Όρος δεν είχα σχεδόν ούτε ένα καπίκι. Ό π. Αρσένιος μου έδωσε
ευλογία να μάθω να σκαλίζω κουτάλια, μα δεν είχα χρήματα ν'
αγοράσω εργαλεία. Όταν του το ανέφερα εκείνος απάντησε: «Μη
στενοχωριέσαι». Πήρε ένα σακούλι από το παράθυρο, άδειασε τα
χρήματα πού είχε μέσα, τα μέτρησε και μου τα έδωσε λέγοντας:
«Πάρ' τα, έχω τριάντα λέβα μόνο». Εγώ τότε έκλαψα και είπα:
«Άγιε Γέροντα, δεν άφησες τίποτε για σένα;» Εκείνος τότε είπε:
«Θ' αποκτήσουμε αρκετά, μη νοιάζεσαι για μας, ο Θεός θα μας
φροντίσει. Πόσα χρειάζεσαι εσύ για τα εργαλεία;» Εγώ είπα:
«Πενήντα λέβα». Πήγε τότε μέσα στο εκκλησάκι κι έφερε ένα
βιβλίο. Μου το έδωσε και είπε: «Πήγαινε και δώσ' το ενέχυρο
στον Κορένεβ και πάρε όσα χρήματα χρειάζεσαι. Αργότερα εγώ
θα το ξαναπάρω πάλι άπ' αυτόν». Ω, τι δάκρυα μου έφερε αυτή
ή συμπεριφορά του! Έκλαιγα σ' όλον τον δρόμο της επιστροφής
και μέχρι τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό το περιστατικό. Όποτε
το θυμάμαι κλαίω. Το πρώτο πράγμα πού ρωτούσε ο γέροντας
ήταν: «Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος; Μήπως σου λείπει τίποτε;»
Θα σας πω τώρα για ένα άλλο περιστατικό πού έγινε στο
πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ένας παραδελφός μου,
ο Θεόκλητος, πήρε ό,τι χρήματα είχε, κάπου εκατόν πενήντα
λέβα και ξεκίνησε για το πανηγύρι για ν' αγοράσει ράσα και χον-
τρή λινάτσα για ζωστικό. Όταν έφθασε είδε ότι είχε χάσει τα
χρήματα κι αυτό τον στενοχώρησε πολύ κι άρχισε να θρηνεί. Κα-
θώς τον είδε ο πνευματικός π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Γιατί είσαι
- 226 -
τόσο λυπημένος;» Εκείνος του είπε ότι έχασε όλα του τα
χρήματα κι ο γέροντας τον ρώτησε πάλι: «Έχεις πράγματι τόσο
μεγάλη ανάγκη;» Κι αδειάζοντας το σακούλι του, του έδωσε όλα
τα χρήματα πού είχε λέγοντας: «Να, πάρ' τα, έχω μόνο εξήντα
λέβα. Πήγαινε κι αγόρασε ότι χρειάζεσαι». Ό π. Θεόκλητος πήρε
τα χρήματα κι έφυγε, μετά όμως σκέφθηκε: «Εγώ είμαι νέος και
μπορώ να δουλέψω, αυτοί είναι γέροντες και αδύναμοι, άλλα και
πάλι μου έδωσαν και το τελευταίο τους λέβα, γιατί πιστεύουν ότι
Όποτε Θεός θα τους φροντίσει. Γιατί λοιπόν δεν θα φροντίσει και
μένα ο Θεός; Θα γυρίσω και θα τους δώσω τα χρήματα πίσω».
Πήγε λοιπόν πίσω κι έδωσε τα χρήματα στον π. Αρσένιο, άλλα
εκείνος δεν τα έπαιρνε. Ό Θεόκλητος έπεσε τότε στα πόδια του
και με πολλά δάκρυα τον εκλιπαρούσε να τα δεχθεί. Ό γέροντας
τέλος τα πήρε, στράφηκε όμως και τον ρώτησε: «Δεν θα
μετανιώσεις;» «όχι, άγιε Γέροντα», απάντησε ο Θεόκλητος, «δεν θα
μετανιώσω. Τώρα που πήρες πίσω τα χρήματα είμαι πολύ
χαρούμενος».
Αφού έζησαν αρκετά χρόνια στην έρημο, τους ήλθε ή επιθυμία
να ταξιδεύσουν και να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Ό Κύριος
φρόντισε να ικανοποίηση σύντομα την επιθυμία των δούλων Του.
Το 1836 ήλθε στο Αγιον Όρος από την Ρωσία ο ιερομόναχος
Ανίκητος (πρίγκιπας Σικμάτωφ). Περιόδευσε όλο το Αγιον Όρος κι
επισκέφθηκε και τους δύο ασκητές μας στο καλύβι τους στην έρημο.
Συζήτησε μαζί τους διάφορα πνευματικά θέματα και μέσα του
κινήθηκε μεγάλη αγάπη γι' αυτούς, ώστε διάλεξε τον π. Αρσένιο για
πνευματικό του πατέρα. Μετά τους πρότεινε, αν ήθελαν να πάνε
μαζί του στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί δέχθηκαν και ο πρίγκιπας χάρηκε
πολύ πού θα είχε τέτοια συντροφιά. Πήγαν λοιπόν στην αγία πόλη
Ιερουσαλήμ και προσκύνησαν τον Ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου και
άλλα Ιερά προσκυνήματα. Πέρασαν στα Ιεροσόλυμα όλο τον
χειμώνα και την περίοδο του Πάσχα και μετά επέστρεψαν στο Αγιον
Όρος κι εγκαταστάθηκαν πάλι στο καλύβι τους στην έρημο.
Όπως όμως άκουσα ο ίδιος από το στόμα του γέροντα, μόνο
ο Θεός γνωρίζει τι θλίψεις πέρασαν εκεί. Σ' όλη τους την ζωή δεν
τους είχαν συμβεί τέτοιοι πειρασμοί. Ρώτησα λοιπόν τι είδους
στενοχώριες ήταν αυτές και πώς συνέβησαν. Ήταν μήπως εξ αιτίας
της ανέχειας; Ό Γέροντας απήντησε: «όχι, όλα τα είχαμε άφθονα
από τον Θεό κι από τους ανθρώπους. Άπ' αυτήν την άποψη δεν
γινόταν καλύτερα. Οι προσκυνητές μας έδιδαν ευλογίες κι εμείς κατά
το έλεος του Θεού τις μοιράζαμε σ' όλους τους φτωχούς Άραβες.
Ή στενοχώρια μας είχε άλλη αιτία. Επειδή ζήσαμε τόσα χρόνια
στην έρημο, είχαμε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι ο κόσμος κι εκεί κάτω
βρεθήκαμε στο κέντρο της ίδιας της ματαιότητας. Και ακόμη πιο
- 227 -
πολύ στενοχωρηθήκαμε γιατί δεν μπορούσαμε να νηστέψουμε.
όλοι μας περιποιόνταν, μας προσκαλούσαν να τους επισκεφθούμε
και μας τιμούσαν, κι εμείς πού δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε
όλα αυτά θρηνούσαμε με πόνο και δεν βλέπαμε την ώρα να
γυρίσουμε πίσω στο Αγιον Όρος. Μετά την επιστροφή τους ο π.
Νικόλαος ζήτησε από το γέροντα του να μην αφήνει κανένα
επισκέπτη να πηγαίνει στο κελί του, για να έχει ησυχία.
Ένα χρόνο περίπου πριν από την κοίμηση του π. Νικολάου
είχαν και οι δύο στον ύπνο τους μία αποκάλυψη από τον Θεό. Ό
π. Νικόλαος άκουσε μία φωνή να του λέει ότι ταξίδευε σε μία
μεγάλη ταραγμένη θάλασσα και τώρα έφθανε σ' ένα γαλήνιο
λιμάνι. Ό π. Αρσένιος άκουσε κι αυτός μία φωνή πού του έλεγε ότι
πλησίαζε σε κάποια μεγάλη και όμορφη πολιτεία και ότι τέλειωνε
το ταξίδι του. οι γέροντες εκμυστηρεύθηκαν την αποκάλυψη τους ο
ένας στον άλλο και συνειδητοποίησαν ότι ήταν εκ Θεού και ότι
πλησίαζε ή ώρα του θανάτου τους. Αύξησαν τότε τις προσευχές και
τα δάκρυα τους κι άρχισαν να προετοιμάζονται για την αποδημία
τους.
Έξι μήνες πριν από τον θάνατο του ο π. Νικόλαος έχασε την
όραση του, αλλά με τους πνευματικούς του οφθαλμούς έβλεπε
τέλεια και ο Κύριος του αποκάλυψε τους αγίους πού ζούσαν ακόμη
στο Αγιον Όρος. Αυτό το εξομολογήθηκε στον π. Αρσένιο γιατί
πάντα φοβόταν την δαιμονική απάτη. Εκείνος του είπε να είναι
πολύ προσεκτικός, άλλα δεν του έδωσε εντολή να εξακρίβωση την
προέλευση των δραμάτων του. Του είπε μόνο να κλαίει μπροστά
στον Θεό και να ζήτα άφεση των αμαρτιών του. Ό π. Νικόλαος
προσβλήθηκε αργότερα κι από άλλες ασθένειες. Δεν μπορούσε πια
να πηγαίνει στην εκκλησία, άλλα έμενε συνήθως στο κρεβάτι του.
Πίεζε πολύ τον εαυτό του να το δεχθεί αυτό, γιατί δεν ήθελε για κα-
νένα λόγο να πλαγιάζει. Όταν όμως ο γέροντας του ήθελε να
λειτουργήσει το Σάββατο ή την Κυριακή, ερχόταν στο κελί του π.
Νικολάου και του έλεγε: «Πάτερ Νικόλαε, πρέπει να
λειτουργήσω». Τότε εκείνος μ' ευχάριστη διάθεση του απαντούσε:
«Λειτούργησε, πάτερ». Ό π. Αρσένιος έλεγε πάλι: «Πώς όμως να
λειτουργήσω, Αφού εσύ είσαι άρρωστος κι εγώ δεν μπορώ να τελέσω
το μυστήριο μόνος μου;» Και τότε ο π. Νικόλαος απαντούσε: «Θα
έλθω και θα σε βοηθήσω». Σηκωνόταν τότε από το κρεβάτι του και
πήγαινε. Διάβαζαν την Θεία Μετάληψη και τελούσαν την Θεία
Λειτουργία. Ό π. Νικόλαος κοινωνούσε κι έπαιρνε ένα πρόσφορο, με
το όποιο τρεφόταν σχεδόν όλη την εβδομάδα. Δεν έτρωγε τίποτε
άλλο. Έτσι έζησαν επί έξι ολόκληρους μήνες. Κάθε εβδομάδα λει-
τουργούσαν μία φορά και μερικές φορές δύο, παρ' όλο πού ο
αναγνώστης και ψάλτης ήταν άρρωστος και τυφλός. Ποτέ δεν
- 228 -
ματαιώθηκαν οι Λειτουργίες και ποτέ οι Νικόλαος δεν παρέλειψε να
κάνη το διακόνημα του Έτσι τέλεσαν την Θεία Λειτουργία και το
Σάββατα των Απόκρεω και ο π. Νικόλαος κοινώνησε. Μετά την
Λειτουργία πήγε στο κελί του και ο π. Αρσένιος στο δικό του. Ύστερ’
από λίγο ο π. Νικόλαος ήλθε στο κελί του γέροντα του, έπεσε στα
πόδια του κι άρχισε να του λέει: «Συγχώρα με, άγιε γέροντα, πού
ήλθα τώρα, αλλά πρέπει να σου πω κάτι». Ό πνευματικός του είπε:
«Ό Θεός να σε συγχώρεση. Πες μου, τι είναι;» Άρχισε τότε Όποτε π.
Νικόλαος, με δάκρυα στα μάτια, να του εκμυστηρεύεται τα ακόλουθα:
«Άγιε πάτερ, όταν γύρισα στο κελί μου μετά την Λειτουργία και
κάθισα στο κρεβάτι μου, άνοιξαν ξαφνικά τα μάτια μου κι άρχισα να
βλέπω καθαρά. Άνοιξε ή πόρτα του κελιού μου κι όλο το κελί γέμισε
φως. Τότε μπήκαν μέσα τρεις άνθρωποι· δύο νέοι πού κρατούσαν
λαμπάδες κι ανάμεσα τους ένας άνδρας με Ιερατικά άμφια, πού
έλαμπε μέσα σε μία ανέκφραστη δόξα, ο όποιος με πλησίασε και
μου είπε: "Ευλόγησαν, πάτερ Νικόλαε". Εγώ φοβήθηκα και δεν
μίλησα. Εκείνος τότε μου είπε πάλι: "Γνωρίζεις ποιος είμαι;"
Τότε πήρα θάρρος και του απάντησα: "Ναι, πράγματι σε
ανεγνώρισα". Ρώτησε πάλι: "Και ποιος είμαι;" Απάντησα: "Είσαι ο
π. Ανίκητος, ο φίλος μας πού πήγαμε μαζί στα Ιεροσόλυμα κι
έχουν περάσει τώρα τρία χρόνια από τότε πού πέθανες". Τότε μου
είπε: "Ναι, πάτερ Νικόλαε, εγώ είμαι! Βλέπεις με τι δόξα μ'
αντάμειψε ο Ουράνιος Βασιλεύς, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός; Και
σένα θα σ' ανταμείψει με τέτοια δόξα. Σε τέσσερις ημέρες θα
ελευθερωθείς άπ' όλες τις θλίψεις και τις αρρώστιες σου. Ό Κύριος
με έστειλε να σε παρηγορήσω". Μετά Έφυγαν ξαφνικά κι έμεινα
μόνος. Τα μάτια μου ήταν πάλι κλειστά, άλλα ή καρδιά μου ήταν
γεμάτη ανείπωτη χαρά».
Όταν τ' άκουσε αυτά ο π. Αρσένιος του είπε: «Πρόσεχε να μην
πειραστής π. Νικόλαε. Μη πιστεύεις σ' αυτό το δράμα μόνο , να
έχεις την ελπίδα σου στον Θεό και να εκλιπαρείς το έλεος Του». Ό
π. Νικόλαος για μένα ο,τι θέλει ο Θεός, όμως ή καρδιά μου γέμισε
από ανέκφραστη χαρά. Σε Ικετεύω, κάνε Λειτουργία κάθε μέρα κι
εγώ θα προετοιμάζομαι να δεχθώ τα άγια Μυστήρια». Ό π.
Αρσένιος απάντησε: «Καλά, θα λειτουργώ, άλλα μόνο και μόνο για
να κοινωνάς κάθε μέρα». Μετά άπ' αυτό ο π. Νικόλαος γύρισε στο
κελί του.
Έγινε Λειτουργία την Κυριακή, την Δευτέρα και την Τρίτη. Ό
π. Νικόλαος κοινώνησε, κι αυτό του έκανε καλό. Την Τετάρτη της
Τυρινής διάβασαν μόνο τις Ώρες, άλλα την Πέμπτη ο π. Αρσένιος
ξαναλειτούργησε. Ό π. Νικόλαος διάβαζε κι έψαλλε στην
Λειτουργία και κοινώνησε πάλι. Μετά την Λειτουργία ο γέροντας
του, του έδωσε ένα πρόσφορο κατά την συνήθεια πού είχαν, άλλα
- 229 -
εκείνος δεν το πήρε. Μόνον είπε: «Πάτερ, έλα στο κελί μου». Ό π.
Αρσένιος τον ακολούθησε. Ό π. Νικόλαος κάθισε στο κρεβάτι του
με την πλάτη στον τοίχο και το πρόσωπο του άρχισε να
αλλοιώνεται και να γίνεται κατακόκκινο. Ύψωσε τα χέρια του προς
τον ουρανό και φάνηκε να βυθίζεται σε έκσταση. Μετά συνήλθε κι
άρχισε να λέει: «Σ' ευχαριστώ, άγιε πάτερ, πού ανέχθηκες όλα μου
τα παραπτώματα μέχρι τέλος και με οδήγησες στην Ουράνια
Βασιλεία». Ό π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Πάτερ Νικόλαε, τι
βλέπεις;» Κι αυτός απάντησε: «Βλέπω πώς έχουν έλθει άγγελοι
και πώς έσχιζαν το χειρόγραφο των αμαρτιών μου. Ήλθε ή ώρα.
Ευλόγησαν, πάτερ». Εκείνος απάντησε: «Ό Θεός να σ' εύλογη».
«Με το χέρι σου ευλόγησε με», είπε ο π. Νικόλαος κι ο γέροντας
τον ευλόγησε με το χέρι του. Ό ετοιμοθάνατος πήρε το χέρι, το
φίλησε και δίχως να τ' αφήσει σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό
και ψιθύρισε απαλά: «Κύριε, δέξου το πνεύμα μου στα χέρια Σου»·
και παρέδωσε το πνεύμα. Ό π. Αρσένιος άρχισε να φωνάζει:
«Πάτερ Νικόλαε, πάτερ , Νικόλαε!» Άλλ' εκείνος είχε πια φύγει,
για να συνάντηση τον Κύριο του, για τον όποιο τόσο αγωνίσθηκε
από την νεότητα του και τον όποιο υπηρέτησε με πίστη και
αγάπη. Πράγματι, τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των
οσίων Αυτού .
Κοιμήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 1841 την Πέμπτη της Τυρινής.
Εκείνο τον καιρό εγώ κοινοβίαζα στο Ρωσικό μοναστήρι, κάπου
είκοσι βέρστια από το ερημικό τους καλύβι. Μάθαμε τα νέα για τον
θάνατο του το Σάββατο το βράδυ και φθάσαμε εκεί την Κυριακή,
δηλαδή την τέταρτη ήμερα. Πολλοί αδελφοί Ρώσοι είχαν μαζευθή
για την ταφή, όλοι πνευματικοπαίδια του π. Αρσενίου. "όλοι τους
ήταν έκπληκτοι, γιατί ο π. Νικόλαος κειτόταν σαν να ήταν
ζωντανός. Το πρόσωπο του δεν είχε αλλάξει καθόλου και τα χέρια
και τα πόδια του είχαν την ελαστικότητα των ζωντανών μελών,
Αφού δεν είχαν ξυλιάσει καθόλου. Όλο το σώμα του ήταν μαλακό
και το στόμα του ανέδιδε ένα ευχάριστο άρωμα σαν από θυμίαμα.
όλοι ο! αδελφοί χάρηκαν και δόξασαν τον Θεό. Τα πόδια του όμως
ήταν πολύ πρησμένα από την πολλή ορθοστασία. Την Κυριακή της
Τυρινής τον θάψαμε και γύρισε ο καθένας στον τόπο του.
Ό π. Αρσένιος έμεινε τώρα μόνος με τον Θεό κι άρχισε κι
αυτός να προετοιμάζεται για την δική του μετάσταση. Πολλοί του
ζητούσαν να έλθουν να μαθητεύσουν και να μείνουν κοντά του, άλλ'
εκείνος δεν δεχόταν κανένα επί ένα ολόκληρο χρόνο. Μετά του
απεκάλυψε ο Θεός ότι θα ζούσε ακόμη λίγο καιρό σ' αυτόν τον
κόσμο, για το καλό των αδελφών. Άρχισε τότε να δέχεται όλους
εκείνους πού επιθυμούσαν να μείνουν μαζί του και μέσα σε μικρό
μόνο διάστημα πήρε κοντά του οκτώ αδελφούς. Έπρεπε λοιπόν να
εγκαταλείψουν αυτό το καλύβι,230γιατί ήταν πολύ μικρό. Πήγαν
λοιπόν στην Λακκοσκήτη, πού είναι αφιερωμένη στον
μεγαλομάρτυρα Δημήτριο, στην βαθιά Έρημο. Πήραν το
μεγαλύτερο κελί και εγκαταστάθηκαν εκεί οι πατέρες της σκήτης
χάρηκαν πολύ, πού ήλθε κοντά τους ένας τέτοιος φωστήρας πού
θα μπορούσε να φώτιση όλους εκεί με την ζωή του. Οι Ρώσοι όμως
αδελφοί πού ζούσαν στις Καρυές και στην Καψάλα λυπήθηκαν
πάρα πολύ πού ο πατέρας και ποιμένας τους έφυγε μακριά τους,
κάπου μιάμιση μέρα δρόμο. "όσο κι αν ήταν όμως μακρύς και
δύσβατος ο δρόμος δεν τον εγκατέλειψαν, άλλα έμπαιναν στον
κόπο και τον επισκέπτονταν στην νέα του διαμονή. Εκείνος τους
έλεγε να μην κοπιάζουν τόσο, αλλά να κοιτάξουν να βρουν κάποιον
πνευματικό πατέρα πού να μένη κοντά τους. Αυτοί απάντησαν: «Άγιε
γέροντα, υπάρχουν πολλοί πνευματικοί πατέρες, μα δεν μπορούμε
να βρούμε κανένα πνευματικό πού να μας αναπαύει».
Μερικοί από τους υποτακτικούς του δεν μπορούσαν να
προσαρμοσθούν στον τρόπο ζωής και την ακτημοσύνη του κι
Έκαναν σχέδια να φύγουν. Άρχισαν λοιπόν να ζητούν την ευλογία
του, για να πάνε να βρουν ; ένα άλλο μέρος να μείνουν. Εκείνος
άρχισε τότε να τους επιτιμά και να τους λέει:, «Τέκνα μου, από τι
έχετε δυσαρεστηθεί; Με τι σας βάρυνα; "Αν νοιώθετε δυστυχείς
πού έχουμε πολλή εργασία, τότε καθίστε ο καθένας στο κελί του
και ησυχάζετε. Μόνο να μην παραμελείτε τον κανόνα σας και τις
ακολουθίες στην Εκκλησία. Να έχετε πάντοτε τον νου σας
προσηλωμένο σε ευσεβείς σκέψεις και στην αδιάλειπτη νοερά
προσευχή. Αγωνιστείτε μ' όλη την δύναμη να καθαρίσετε τον
εσωτερικό άνθρωπο και μην αφήνετε τον λογισμό σας να μην ενδίδει
σε καμία δαιμονική ιδέα. Να κάνετε εξαγόρευση όλων των λογισμών
σας και να μην τους κρύβετε, για να μην μπόρεση να σας καταβάλει
ο διάβολος. Μήπως όμως δεν είστε ικανοποιημένοι με το φαγητό
μας Μη στενοχωριέστε γι' αυτό. Ό Κύριος θα μας στείλει ό,τι έχουμε
ανάγκη για τροφή και ανάπαυση. Γιατί αυτός είναι πού είμαι.
Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν τον Θεού και την δικαιοσύνην
αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν.
Μερικοί όμως από τους μαθητές του δεν δέχθηκαν αυτές τις
οδηγίες του γέροντα και του είπαν: «Ποιος μπορεί να υποφέρει την
ακτημοσύνη σου; ότι και να μας στείλει ο Θεός εσύ θα το μοιράσεις
στους άλλους». Τότε ο γέροντας είπε: «Όποιος θέλει να μείνει μαζί
μου, ας ακολουθήσει το παράδειγμα μου. Όποιος δεν θέλει ν'
ακολουθήσει τον δικό μου τρόπο ζωής, ας πάει να ζήση οπού
θέλει, αλλά πάντως μέσα στο Αγιον Όρος. Δεν δίνω ευλογία να
φυγή κανείς σας από το Αγιον Όρος, έκτος αν αυτό είναι το ιδιαίτερο
θέλημα του Θεού για κάποιον από σας». Μετά άπ' αυτό πολλοί
έφυγαν από κοντά του και πήγαν σε διάφορα μοναστήρια και
σκήτες, οπού υπέδειξε στον231καθένα. "όσο όμως κι αν απο-
μακρύνθηκαν σωματικά, όλοι παρέμειναν συνδεδεμένοι μαζί του εν
πνεύματι και αγάπη.
Ό π. Αρσένιος έζησε στην σκήτη τρία χρόνια και μετά για
πολλές εύλογες αιτίες αποφάσισε να φυγή από 'κει με όλους τους
μαθητές του. Αγόρασαν το κελί της Αγίας Τριάδος κοντά στη Μονή
Σταυρονικήτα κι άρχισαν να ζουν εκεί. "όλοι οι Ρώσοι αδελφοί
χάρηκαν, που γύρισε κοντά τους ο πατέρας και ποιμένας και
παρηγορητής τους στις θλίψεις, κι όλοι δόξασαν κι ευχαρίστησαν
τον Ύψιστο. Εκεί, σ' εκείνο το κελί, έζησε μέχρι την κοίμηση του.
Κατά την διάρκεια της ζωής του ο π. Αρσένιος υπέστη πολλές
διώξεις και συκοφαντίες από φθονερούς και κακοπροαίρετους
ανθρώπους που λίγο έλειψε να καταφέρουν και να τον απελάσουν.
Πράγματι, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, πάντες οι θέλοντες
ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται
Κάποτε ήλθε στο Αγιον Όρος κάποιος ιερομόναχος
Παλλάδιος από το μοναστήρι του Σάρωφ της Ρωσίας. Αυτός
εγκαταστάθηκε στη σκήτη του Προφήτη Ηλία και πέθανε μετά από
λίγο καιρό. Μετά τον θάνατο του οι Μικρορώσοι μοναχοί ανακά-
λυψαν μέσα στα πράγματα του ένα δερμάτινο κομποσχοίνι κι ένα
παραμανδύα. Τότε τους έπιασε υστερία και φώναζαν ότι όλοι οι
Μεγαλορώσοι μοναχοί ήταν σχισματικοί —επειδή τους μισούσαν
από καιρό και άπλα ζητούσαν να τους διώξουν από το Αγιον Όρος.
οι Έλληνες και οι Βούλγαροι μοναχοί έμειναν έκπληκτοι, γιατί
αγαπούσαν τους Μεγαλορώσους περισσότερο από τους
Μικρορώσους κι αυτό το γεγονός τους κατέλαβε εξ απρόοπτου. Οι
Μικρορώσοι όμως έκαναν την δουλειά τους. Συκοφαντούσαν τους
Μεγαλορώσους και πιο πολύ απ' όλους τον ποιμένα και πνευματικό
τους, τον π. Αρσένιο. Έστειλαν το παραμανδύα και το δερμάτινο
κομποσχοίνι στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως για να πεισθεί
κι έγραψαν ένα σωρό συκοφαντικές κατηγορίες, Όταν τα έλαβε
αυτά ο Πατριάρχης, εξεπλάγη κι αυτός. Εξέτασε το θέμα στην
ολομέλεια της Ιεράς Συνόδου και κατάλαβαν όλοι ότι επρόκειτο
περί συκοφαντίας, γιατί ήταν βέβαιοι ότι όλοι οι μοναχοί που
προέρχονταν από την Μεγάλη Ρωσία ήταν Ορθόδοξοι. Ό
Πατριάρχης πάντως ειδοποίησε τον πνευματικό, τον π. Αρσένιο, να
παρουσιασθεί μπροστά του αυτοπροσώπως. Εκείνη την εποχή
αυτός ζούσε ακόμη στην έρημο με τον π. Νικόλαο. Ξεκίνησαν
λοιπόν κι οι δύο για την Κωνσταντινούπολη
Πήγαν με τα πόδια, γιατί δεν είχαν αρκετά χρήματα να
πληρώσουν το εισιτήριο του πλοίου. Ή Κωνσταντινούπολις απέχει
από το Αγιον Όρος χίλια βέρστια. Όταν έφθασαν εκεί,
παρουσιάσθηκαν μπροστά στον Πατριάρχη. Εκείνος τους
ρώτησε για όλα και, επειδή κατάλαβε ότι επρόκειτο περί
συκοφαντίας, λυπήθηκε πολύ232για ότι συνέβη. Μετά τους έδειξε
το παραμανδύα και το κομποσχοίνι και τους ρώτησε: «Κι αυτά εδώ
τι είναι;» Ό π. Αρσένιος απάντησε ότι ο π. Παλλάδιος είχε έλθει
από το κοινόβιο του Σάρωφ κι ότι εκεί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν
αυτά τα αντικείμενα όταν έκαναν τον ατομικό τους κανόνα. Ό
Πατριάρχης είπε· «Έχω ακούσει για το Μοναστήρι του Σάρωφ. Ό
κόσμος επαινεί με τα καλύτερα λόγια την ζωή και το τυπικό του».
Μετά ρώτησε: «Πώς ήλθατε εδώ, από την στεριά ή από την
θάλασσα;» Εκείνοι απάντησαν: «Με τα πόδια ήλθαμε,
Παναγιότατε!» Τότε ο Πατριάρχης είπε με δάκρυα: «Αχ πατέρες, σε
τι κόπο σας έβαλα! Γιατί δεν ήλθατε με το πλοίο;» Απάντησαν:
«Δεν είχαμε να πληρώσουμε το εισιτήριο». Ό Πατριάρχης τότε
τους έδωσε χρήματα και τους διέταξε να επιστρέψουν με το πλοίο.
Έγραψε επίσης μία επιστολή στην Κοινότητα του Αγίου Όρους,
στην οποία έλεγε να μην ενοχλούν πια τέτοιους καλούς πατέρες και
να μη δέχονται καμία συκοφαντία εις βάρος τους. Ακόμη ότι Όποιος
τολμήσει να τους ξανασυκοφαντήση να αφορίζεται και να φεύγει
από τ' Αγιον Όρος. "Έτσι λοιπόν οι πατέρες μας επέστρεψαν πίσω
και τα στόματα των συκοφαντών έκλεισαν.
Ό π. Αρσένιος προσέφερε πολλά με την πνευματική του
καθοδήγηση στη ζωή του Αγίου Όρους. οι Ρώσοι έμπαιναν στο Ρω-
σικό μοναστήρι του αγίου Παντελεήμονος, μόνο αν έπαιρναν την
ευλογία του. Σε πολλούς έδωσε την εντολή να μείνουν και να
ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους στο Αγιον Όρος, έστω και παρά
την θέληση τους, και πολλούς έστειλε έξω από το Όρος σε
διαφόρους τόπους. Εγώ ο αμαρτωλός ήμουν ένας άπ' τους
τελευταίους. Μ' έστειλε πίσω στη Ρωσία, στη γη της Σιβηρίας.
Έχω ακούσει θαυμαστές ιστορίες για τον γέροντα Αρσένιο.
Το 1839 ο μοναχός Ιωασάφ από το ρωσικό κελί Κορένεβυ ήταν
άρρωστος. Μία νύχτα χειροτέρεψε πολύ κι επειδή είδε ότι
πλησίαζε το τέλος, ήθελε να δη τον πνευματικό του για να
εξομολογηθεί. Εκείνη τη νύχτα έμεναν κάποιοι επισκέπτες στο κελί
και δύο άπ' αυτούς προθυμοποιήθηκαν να πάνε μ' ένα φανάρι να
ειδοποιήσουν τον γέροντα, πού έμενε σε μίαν απόσταση πάνω από
πέντε βέρστια. Όταν ήλθαν στον π. Αρσένιο του είπαν ότι ο
Ιωασάφ πεθαίνει και ήθελε να τον είδη. Του ζήτησαν να πάει μαζί
τους για πιο γρήγορα, Αφού αυτοί είχαν φανάρι κι έξω ήταν
σκοτάδι κι έβρεχε. Αυτός τους είπε: «Ναι, γρήγορα, πεθαίνει.
Πηγαίνετε γρήγορα εσείς μπροστά κι εγώ θα ετοιμασθώ τώρα και
θα σας προλάβω με το δικό μου φανάρι». Εκείνοι του είπαν να τον
περιμένουν να πάνε όλοι μαζί και να βιασθούν, άλλ' αυτός τους
έστειλε πρώτους και είπε ότι θα τους προλάβαινε στον δρόμο.
Έφυγαν λοιπόν γρήγορα συζητώντας και λυπόταν, πού θα έκανε
μόνος του αυτή την διαδρομή μέσα στο δάσος, ενώ έβρεχε. Φοβόταν
επίσης ότι ο άρρωστος θα233πέθαινε πριν τον προλάβει ο π.
Αρσένιος. Όταν έφθασαν στο κελί, τους περίμενε ο μοναχός
Φίλιππος. Τους είπε ότι ο π. Ιωασάφ είχε ήδη πεθάνει και τους
ρώτησε: «Γιατί αργήσατε τόσο πολύ να 'ρθήτε;» Αυτοί απάντησαν:
«Περπατούσαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, γιατί
βιαζόμασταν να φθάσουμε, πριν πεθάνει». Ό π. Φίλιππος τότε
τους είπε: «Γιατί προσπαθείτε να δικαιολογηθείτε; Μήπως
σταματήσατε πουθενά για καμία επίσκεψη; Ό πνευματικός ήλθε
εδώ και μισή ώρα. Πρόλαβε και τον ξομολόγησε, τον κοινώνησε και
του διάβασε την ευχή εις ψυχορραγούντας. Ό π. Ιωασάφ πέθανε
μόλις τώρα». Όταν τ' άκουσαν αυτά εξεπλάγησαν, γιατί δεν είχε
περάσει περισσότερο από μία ώρα από τότε πού έφυγαν από το
κελί του π. Αρσενίου. Μπήκαν λοιπόν μέσα, έβαλαν μετάνοια και
τον ρώτησαν: «Άγιε πάτερ, πώς έφθασες τόσο γρήγορα; Δεν σε
είδαμε. Πότε μας προσπέρασες;» Αυτός τους απάντησε: «Δεν
μπορούσα να αργοπορήσω και να μην προλάβω να έλθω στην ώρα
μου· έτσι έκοψα δρόμο από ένα μονοπάτι πού δεν το ξέρετε
εσείς». Αυτοί δεν είπαν τίποτε, αν και ήξεραν ότι δεν υπήρχε άλλος
δρόμος. Αναρωτήθηκαν μήπως ήλθε με τον ίδιο τρόπο με τον
προφήτη Αββακούμ, όταν εκείνος έφερε φαγητό στον προφήτη
Δανιήλ από την Παλαιστίνη στην Βαβυλώνα, στο πηγάδι πού τον
είχαν ρίξει. Κι άλλη μία φορά ο π. Αρσένιος εμφανίσθηκε κατά
παρόμοιο τρόπο σε δύο μοναχούς στην Καψάλα.
Το 1845 συνέβη επίσης ένα περιστατικό πού δεν μπορεί
παρά να οφείλεται σε θαύμα. στις 4 Ιουλίου αποφάσισε να πάει
στην πανηγύρι του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου στη Μεγίστη
Λαύρα. Αφού λειτούργησε εκείνη την ημέρα, ξεκίνησε παίρνοντας
τον δρόμο πού πάει γύρω από τον Άθωνα κι έφθασε στην Λαύρα
για την ολονυχτία του αγίου Αθανασίου. Ή διαδρομή από το κελί
του μέχρι την Μονή του Αγίου Παύλου διήρκεσε οκτώ ώρες με τα
πόδια και από του Αγίου Παύλου μέχρι την Λαύρα είναι πενήντα
βέρστια. όλη την αγρυπνία, πού κράτησε δεκαέξι ώρες, την
παρακολούθησε όρθιος και μετά δεν πήγε στην τράπεζα, αλλά
πήρε λίγο ψωμί και ξεκίνησε για τον γυρισμό. Το βραδάκι έφθασε
στο κελί του από άλλο δρόμο μέσα σε οκτώ ώρες. όλοι
θαυμάσαμε, γιατί αυτή ή απόστασης είναι για νέους ανθρώπους
τριών ήμερων ταξίδι, ενώ αυτός, γέρος εβδομήντα χρονών και
μάλιστα άρρωστος με ποδάγρα, έκανε Όλο αυτό το ταξίδι σε
μιάμιση μέρα, Αφού πρώτα παρακολούθησε όρθιος όλη την
αγρυπνία. Αργότερα τον ρώτησα: «Πάτερ πώς μπόρεσες να πάς
και να ήρθες τόσο γρήγορα, Αφού σ' όλη την διαδρομή τα
μονοπάτια φιδογυρίζουν πάνω στα βουνά κι είναι γεμάτα
κοφτερές πέτρες;» Εκείνος μου απάντησε: «Ανακαινισθήσεται ως
αετού ή νεότης μου, όχι κατά την φύση, άλλα με την βοήθεια του
Θεού». 234
Το 1837 ήλθε στο Αγιον Όρος ένας νεαρός από την Μεγάλη
Ρωσία πού τον έλεγαν Ματθαίο. Εκάρη μοναχός και ονομάστηκε
Μωυσής. Αργότερα θέλησε να πάει στα Ιεροσόλυμα και ο π.
Αρσένιος, πού ήταν πνευματικός του, του έδωσε ευλογία. Αφού
έμεινε λίγο καιρό στην Ιερουσαλήμ, πήγε στην Αίγυπτο και στο
ορός Σινά. Συνολικά ταξίδευε τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό
έμαθε Ελληνικά, Τουρκικά και Αραβικά. Μα και όταν γύρισε στο
Αγιον Όρος, εξ αιτίας της αρνητικής επίδρασης πού έχουν οι
περιπλανήσεις στην σταθερότητα της μοναχικής ζωής, δεν
μπορούσε να μείνει ήσυχα σ' έναν τόπο. 'Αφού έμεινε για λίγο
στο Αγιον Όρος, ήθελε ν' αρχίσει πάλι τα ταξίδια και να πάει στα
Ιεροσόλυμα. Ό π. Αρσένιος τον συμβούλευε να μην πάει, άλλ'
εκείνος τον εκλιπαρούσε θερμά να του δώσει την ευλογία του.
Βλέποντας ο πνευματικός ότι ο Μωυσής ήταν αποφασισμένος,
του έδωσε ευλογία, αλλά με τον όρο να επιστρέψει γρήγορα στο
Όρος μετά το Πάσχα. Όταν όμως ο Μωυσής πήγε στα
Ιεροσόλυμα δεν γύρισε πίσω, αλλά πήγε πάλι στο Σινά κι από
κει στην Αίγυπτο και μετά στην Ρώμη. Το ταξίδι αυτό διήρκεσε
και πάλι τρία χρόνια. Από την Ρώμη επέστρεψε στην επικράτεια
της Τουρκίας (πού τότε εκτείνονταν και στην σημερινή
Γιουγκοσλαβία). Στην Βοσνία τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και του
έκαναν ερευνά. Επειδή βρήκαν επάνω του πολλές συστατικές
επιστολές, πού απευθύνονταν σε διάφορα πρόσωπα, τον πήραν
για κατάσκοπο και τον καταδίκασαν σε θάνατο με αποκεφαλισμό.
Εκείνος ζήτησε έναν Χριστιανό ιερέα, εξομολογήθηκε τις αμαρτίες
του, κοινώνησε κι ετοιμάσθηκε να πεθάνει. Την ημέρα της
εκτελέσεως του τον πήγαν στον πασά, για να του διάβαση την
καταδικαστική απόφαση. Καθώς στεκόταν μπροστά στον πασά,
μπήκε ξαφνικά ένας αγγελιαφόρος από την Κωνσταντινούπολη
Όταν αντελήφθη τι συνέβαινε ρώτησε: «Πάτερ Μωϋσή, γιατί είσαι
συ εδώ;» Ό Μωυσής από την μια έτρεμε κι από την άλλη
χάρηκε πολύ, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Τότε ο πασάς ρώτησε
τον αγγελιαφόρο: «Μήπως τον γνωρίζεις τούτον εδώ;» Κι εκείνος
είπε: «Πώς είναι δυνατόν να μην τον ξέρω; Αυτός είναι ο Μωυσής ο
Αγιορείτης κι έχει έλθει πολλές φορές στο σπίτι μου στην Αίγυπτο».
Ό πασάς κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Και εμείς νομίζαμε ότι
ήταν κατάσκοπος κι ετοιμαζόμασταν να τον εκτελέσουμε». Τότε
είπαν στον Μωϋσή: «Τράβα τώρα γρήγορα στο Αγιον Όρος και να
πάψης να περιδιαβαίνεις, γιατί μπορεί να σε σκοτώσουν». Αφού
πήρε λοιπόν τα χαρτιά του, γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε
στο Αγιον Όρος και πήγε να μείνει στη Μονή Σταυρονικήτα. Ό π.
Αρσένιος του είπε: «Τώρα να μείνεις εδώ μέχρι τον θάνατο σου και
να μην σκεφτείς να ξαναφύγεις». Το περιστατικό αυτό συνέβη το
1845. 235
Εκείνο τον χρόνο ο π. Αρσένιος μου έδωσε εντολή να
γυρίσω πίσω στην Ρωσία, άλλα μου έδωσε ταυτόχρονα και την
ευλογία του να επισκεφθώ πρώτα τους Αγίους Τόπους. Έτσι
ξεκίνησα το Σεπτέμβριο για τα Ιεροσόλυμα. Μετά από την
αναχώρηση μου ήλθε στο Αγιον Όρος ο Αγιορείτης μοναχός
Ιγνάτιος, που είχε πάει στην Ρωσία για να μαζέψει χρήματα για
τα Ιεροσόλυμα, και πήγε να μείνει στη Μονή Σταυρονικήτα.
Προσπάθησε να πείσει τον π. Μωϋσή να πάει κι αυτός μαζί του
στα Ιεροσόλυμα σαν διερμηνέας, γιατί μιλούσε διάφορες γλώσσες.
Εκείνος συμφώνησε και πήγε πάλι στον π. Αρσένιο για ευλογία.
Αυτός όμως του είπε: «Πάτερ Μωϋσή, σου έχω πει ότι το Αγιον
Όρος είναι ο τάφος σου. Μη σκέφτεσαι να φυγής και να πάς
πουθενά. Δεν είναι θέλημα Θεού και δεν σου δίνω την ευλογία μου.
Κι αν θέλησης να με παράκουσης και να αντιταχθείς στο θέλημα
Του και να φυγής, γνώριζε πώς δεν θα μπόρεσης να το κάνης. Ό
Ιγνάτιος θα φυγή μόνος του». Ό Μωυσής γύρισε στο μοναστήρι
και είπε στον Ιγνάτιο ότι ο πνευματικός του δεν του δίνει ευλογία.
Ό Ιγνάτιος τότε του είπε: « τι κάθεσαι και τον ακούς τον
ψευδοπροφήτη; Άφησε τον να λέει ότι θέλει. Πάμε και μη φοβάσαι».
Ό Μωυσής συμφώνησε κι άρχισε να ετοιμάζεται για το ταξίδι.
Μερικοί αδελφοί είπαν στον π. Αρσένιο ότι ο Μωυσής
σχεδίαζε να φυγή πάλι για τα Ιεροσόλυμα με τον Ιγνάτιο, αλλά
αυτός τους είπε: «Μη φοβάστε, δεν θα πάει». Μετά από λίγο του
είπαν πάλι ότι ο Ιγνάτιος είχε ναυλώσει ένα καΐκι κι ήταν έτοιμος
να φυγή με τον Μωϋσή. Ό π. Αρσένιος τους είπε πάλι: «Ό
Ιγνάτιος θα φυγή με τους άλλους, άλλα ο Μωυσής θα μείνει εδώ...»
Ήλθαν πάλι και του είπαν ότι το καΐκι ήταν ήδη στην προβλήτα κι
ότι φόρτωναν τις προμήθειες και τα ρούχα· το πρωί θα
επιβιβάζονταν και θ' αναχωρούσαν. Αυτός όμως τους απάντησε:
«όλοι θα μπουν στο πλοίο και θα φύγουν, αλλά ο Μωυσής θα μείνει
στο Όρος. Που μπορεί να πάει ο Μωυσής, αν δεν το θέλει ο Θεός;»
Πολλοί δεν συμφωνούσαν και του έλεγαν ότι ο Μωυσής θα φυγή,
εκείνος όμως επέμενε: «Θα δούμε το πρωί πώς θα πηδήσει στο
καΐκι».
Εν τω μεταξύ ο Ιγνάτιος και ο Μωυσής τα ετοίμασαν όλα,
ώστε να μπορέσουν ν' αναχωρήσουν με το πρώτο φως της αυγής
και ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Το πρωί που σηκώθηκαν όλοι,
πήγαν στο κελί του Μωϋσή για να τον ξυπνήσουν, άλλ' Αυτός δεν
απαντούσε. Άρχισαν να χτυπούν την πόρτα, άλλα καμία
απάντησης. Έσπασαν τότε την πόρτα και μπήκαν στο κελί. Ό
Μωυσής ήταν ξαπλωμένος στη μέση του κελιού με το στόμα του
γεμάτο αφρούς. Νόμισαν ότι είχε πεθάνει, αλλά κοίταξαν καλύτερα
και είδαν ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Μόνο έβλεπε, αλλά δεν
μπορούσε να μιλήσει ή να236κουνήσει τα μέλη του, γιατί είχε
παραλύσει εντελώς.
Ό Ιγνάτιος έφυγε για το ταξίδι μόνος του κι οι αδελφοί πήγαν
στον π. Αρσένιο να του πούνε τι είχε συμβεί στον π. Μωϋσή
Εκείνος, όταν άκουσε τι συνέβη έκλαψε πικρά και είπε: «Να,
πατέρες, αυτά κάνει παρακοή και ή αντίθεσης στο θέλημα του
ξεχωριστά, τους συγχώρησε και τους έδωσε άφεση, τους ευλόγησε
και τους έδωσε οδηγίες που να πάνε, για να περάσουν το υπόλοιπο
της ζωής τους. Αυτό το έκανε σχεδόν μέχρι και το τελευταίο λεπτό
της ζωής του. Κατόπιν, ενώ ήταν ξαπλωμένος σ' ένα μεγάλο
μπαλκόνι, τους είπε να φύγουν, και όλοι κατέβηκαν κάτω. Άρχισε
να προσεύχεται, αλλά δεν μπορούσαν ν' ακούσουν τι έλεγε. Σήκωσε
τρεις φορές τα χέρια του προς τον ουρανό· την τρίτη φορά τα άφησε
να πέσουν κι έμεινε ακίνητος. Όταν πλησίασαν, είδαν ότι είχε
κοιμηθεί και είχε παραδώσει το πνεύμα του στα χέρια του Κυρίου
του, τον οποίο είχε αγαπήσει από την νεότητα του και για χάρη
του Όποιου είχε αφανίσει την σάρκα του μέχρι το τέλος του.
Πράγματι τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού.
Όταν οι πατέρες είδαν ότι ο γέροντας ήταν πια νεκρός,
όρμησαν επάνω του, τον αγκάλιασαν και πότισαν το καταταλαιπω-
ρημένο σώμα του με δάκρυα οδύνης, γιατί έχασαν τον πατέρα και
ποιμένα, τον οδηγό, τον διδάσκαλο και παρηγορητή τους. Πολλοί
έκλαιγαν. Κατόπιν άρχισαν να τον ετοιμάζουν για την ταφή. Όταν
τον έγδυσαν και είδαν τα πόδια του, αντίκρισαν ένα τρομερό θέαμα.
Από τα γόνατα και κάτω δεν υπήρχαν παρά σχεδόν μόνο κόκαλα·
το δέρμα ήταν σάπιο από την πολλή ορθοστασία και τις πληγές
τόσων χρόνων. όλοι τότε απόρησαν πώς μπορούσε να στέκεται και
να περπατά τόσο γρήγορα. Οι υποτακτικοί του πού έμεναν μαζί του
δεν ήξεραν τίποτε για την κατάσταση των ποδιών του κι αυτός δεν
τους είχε κάνει ποτέ λόγο. Ήταν πάντοτε όρθιος και πετούσε σαν
πουλί σ' όλο το Αγιον Όρος. Επί πλέον δεν ανέδιδε ποτέ καμία
δυσάρεστη οσμή. Τον έθαψαν δίπλα στο άγιο Βήμα, στο εκκλησάκι
του κελιού του, της Αγίας Τριάδος, που ανήκει στη Μονή
Σταυρονικήτα, στις 25 Μαρτίου 1846 Έτσι το Αγιον Όρος έχασε ένα
φωτεινό στύλο, μία λαμπάδα πού καίγονταν για τον Χριστό. Επί
εικοσιτέσσερα χρόνια στήριξε και φώτιζε όλη την ρωσική αδελ-
φότητα του Αγίου Όρους και όχι μόνον αυτήν, αλλά και τους
Έλληνες, τους Βουλγάρους και τους Μολδαβούς (Ρουμάνους). Οι
Έλληνες έλεγαν: «Ό Αρσένιος είναι μεγάλος γέροντας». Για να
περιγραφή κανείς όλους τους αγώνες, τις αρετές και τα περιστατικά
της ζωής του, θα χρειαζόταν να γράψει τόμους ολόκληρους. είναι
όμως αρκετό να πούμε άπλα ότι εκεί στο Αγιον Όρος έζησε ο
γέροντας Αρσένιος, πού έδειξε στους μαθητές του τον δρόμο της
Ζωής, διδάσκοντας τους όχι με λόγια, άλλα με το παράδειγμα του.
Ό π. Αρσένιος ήταν237μετρίου αναστήματος, τα γένια
του δεν ήταν πολύ μακριά και είχαν γκρίζες τούφες. Το κεφάλι
του έγερνε πάντα λίγο προς τα δεξιά. Το πρόσωπο του ήταν
διάφανο και φωτεινό, τα μάτια του ήταν πάντα γεμάτα δάκρυα. Ή-
ταν πολύ λεπτός και είχε κατακόκκινη όψη. Όταν μάλιστα
λειτουργούσε, όλοι θαύμαζαν, πού το πρόσωπο του ήταν τόσο
φλογερό. Τα λόγια του ήταν γλυκά, ακριβή και πάντοτε αλάτι
ηττημένα· με λίγες μόνο λέξεις μπορούσε να προκαλέσει δάκρυα
στον .συνομιλητή του. Ήταν πολύ καταρτισμένος στην Αγία Γραφή
και στα έργα των αγίων Πατέρων συνήθιζε να αναφέρει διάφορα
χωρία άπ' αυτά, κάτι πού προκαλούσε τον θαυμασμό των
μορφωμένων. Οι υποτακτικοί του ποτέ δεν τον είδαν να κοιμάται ή
να κείτεται στο πλευρό πάντα τον έβλεπαν όρθιο και καμιά φορά
καθιστό. Κοιμόταν ελάχιστα, κι αυτό συνέβαινε όταν καθόταν, ώστε
δύσκολα το παρατηρούσε κανείς. Ήταν πάντοτε απασχολημένος
στην προσευχή, την μελέτη και το εργόχειρο του. Όντως δεν έδιδε
ύπνο στους οφθαλμούς του ούτε νυσταγμό στα βλέφαρα του, ούτε
ανάπαυση στο σώμα του. Ή διδασκαλία και οι οδηγίες του π, Αρ-
σενίου συμφωνούσαν απόλυτα με το πνεύμα των παλαιών
πατέρων. Δίδασκε τους πάντες να ζουν σύμφωνα με το θέλημα
του Θεού, σύμφωνα με τις συμβουλές των γερόντων κι όχι
σύμφωνα με την δική τους αντίληψη και επιθυμία. Ή γραμμή του
ήταν δυσβάσταχτη για μερικούς, επειδή παρακινούσε όλους με
αυστηρότητα να κάνουν το κάθε τι σύμφωνα με το θέλημα του
Θεού, όπως ακριβώς αγωνιζόταν και ο ίδιος να κάνη. Τον καιρό
πού πέθανε δεν υπήρχε ανάμεσα στους Ρώσους του Όρους
κανένας άλλος γέροντας σαν κι αυτόν, έκτος κι αν ήλθε κανείς
άλλος αργότερα. Υπήρχαν βέβαια πολλοί ασκητές, ήταν όμως
πιο απλοί και δεν είχαν αποκτήσει τέτοια διάκριση σαν την δική
του. Σε τρία χρόνια, όπως είναι ή συνήθεια στο Αγιον Όρος,
έκαναν την εκταφή του. Τα οστά του ήταν κίτρινα σαν κερί και
ευωδίαζαν.
238
ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ
Στην Καλύβα «Μεταμόρφωσις», έζησε με πολύ σκληρό
ασκητικό αγώνα, ο ιερομόναχος Μήνας. Κατάγονταν από το
Μαυροβούνι της Σερβίας, Έλληνας την καταγωγή. Είχε μεγάλη
ευλάβεια στα θεία, πολύ φόβο Θεού, κι αγαπούσε όλους τους
Πατέρες με ειλικρινή αγάπη, όπως μου ομολόγησαν οι Πατέρες της
Σκήτης αυτής, έφτανε το ημερονύχτι να κάνει, με την αδεία του
πνευματικού του, από χίλιες μέχρι τρεις χιλιάδες μετάνοιες κα!
πενήντα - εκατό κομποσχοίνια. Σα μοναδικό όπλο εναντίον της
πολυλογίας είχε την προσευχή, πού δεν έλειπε από το στόμα του,
γι' αυτό και τα λόγια του με τους Πατέρες ήταν ελάχιστα, δεν
άδειαζε να μιλήσει από την προσευχή. Έτσι αγωνιζόμενος έφτασε
σε βαθύ γήρας και παρέδωκε το πνεύμα του στον Κύριο
αντιμετωπίζοντας το θάνατο με χαρά και με την ελπίδα της αιωνίου
ζωής και μακαριότητας
239
ΕΥΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ
Ό Παπα - Χρυσόστομος είχε στη συνοδεία του, δυο αδέρφια
ανίψια του, πού έγιναν Μοναχοί στο Κελί του «Αγίου Δημητρίου»
και έλαβαν τα ονόματα, ο πρώτος Μιχαήλ πού έγινε και ιερέας και
ο δεύτερος Γαβριήλ, ο όποιος στον κόσμο είχε κάνει γραμματέας
του Κομμουνιστικού Κόμματος, όταν όμως έγινε Μοναχός, ήταν
ευλαβέστατος, ταπεινός, λιγόλογος και είχε μνήμη θανάτου
παντοτινή.
Ό Παπα - Χρυσόστομος για να έχει ζωντανή τη μνήμη του
θανάτου, έφτιαξε μόνος του τον τάφο του, τον όποιον όμως αντί να
επισκέπτεται αυτός, πήγαινε ο νεαρός ανιψιός του Μοναχός
Γαβριήλ συχνά, έμπαινε μέσα, έβαζε ξερά χόρτα και αφού έκανε
την προσευχή του —τον Κανόνα— μετάνοιες και κομβοσχοίνια,
μετά ξάπλωνε κι έκανε τον πεθαμένο. Επειδή όμως το μέρος είναι
πολύ υγρό και ή δίαιτα τους πολύ πενιχρή και λιτή, δεν άργησε, ο
νεαρός Μοναχός, αλλά καλός υποτακτικός να προσβληθεί από
πλευρίτιδα, ή οποία σε συνέχεια εξελίχθηκε σε φυματίωση και έτσι
δεν άργησε τελικά να εγκαινιάσει στην πραγματικότητα αυτός τον
τάφο, σε πολλή νεαρή ηλικία μόλις 25 ετών, αντί για το θείο και
γέροντα του Παπα - Χρυσόστομο, πού προορίζονται ο τάφος και ο
όποιος διακρίνονταν για την σκληρότητα και αδιακρισία του, γι'
αυτό και τον βίον κατέλυσε στον κόσμο και όχι στο Άγιον Όρος.
Άλλ' ο νέος και καλός υποτακτικός κέρδισε μέσα σε λίγα χρόνια τον
Παράδεισο και την αιώνια μακαριότητα, γιατί αξιώθηκε να
καταταγεί με τους οσίους Αγιορείτες Πατέρες, προς δόξαν Θεού.
240
Ο Γερο-Ιγνάτιος Διονυσιάτης.
244
Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού
Γρηγοριατικού Κελιού των Ιωασαφαίων Καρυών
Ό Ρουμάνος με τα πουλάκια
Ό Γέροντας μας, ο π. Ιωάσαφ, έμαθε μουσικά στην Ιερά
Μονή Σταυρονικήτα στον μέγα πρωτοψάλτη τότε, στον Συνέσιο
τον Σταυρονικητιανό, πού τον λέγανε «το αηδόνι του Αγίου
Όρους». Μια μέρα -γιατί σαν νέο και αυτόν τον έπιανε καμιά φορά
πειρασμός, μελαγχολία-, σκεφτότανε να φυγή στον κόσμο, και τα
λοιπά, γιατί τάχα εδώ δεν έχει πνευματικούς ανθρώπους. Του λέει
τότε ο δάσκαλος του, ο π. Συνέσιος: «Έλα να σε πάω να δεις ότι
και μέχρι σήμερα υπάρχουν άγιοι άνθρωποι εδώ στο Άγιον Όρος».
Πάνε προς την Μονή Παντοκράτορας. Είχε κάτι ασκητήριο εκεί. Σε
μια περιοχή εκεί έχει ένα κελάκι πάνω από την θάλασσα πολύ
όμορφο, τον Τίμιο Πρόδρομο. Εκεί κοντά βρίσκουν έναν Ρουμάνο
γέροντα, δεν θυμάμαι πώς τον λέγανε, στον πατέρα Συνέσιο
βέβαια γνωστό. «Να δεις», του λέει, «αυτός πόσο έχει εξοικειωθεί
με την φύση, και τα ζώα δεν τον φοβούνται και έρχονται κοντά
του». «Όταν φθάσαμε εκεί», συνέχισε ο Γέροντας μας, «μας
κέρασε ένα σύκο, λίγο νεράκι και λίγο τσίπουρο». Του λέει ο π.
Συνέσιος: «Γέροντα, θα φωνάξεις να έρθουν τα πουλάκια εδώ
πέρα;». Αμέσως αρχινάει ο Ρουμάνος με την δική του γλώσσα να
τα καλή. Τότε απ' όλα τα σημεία του ορίζοντος τρέχανε τα
πουλάκια και ερχότανε σ' αυτόν. Καθότανε επάνω του, από το
κεφάλι του μέχρι τα πόδια του, επάνω στα ρούχα του, πάνω στα
252
χέρια του, στον ώμο του, στο κεφάλι του. Όλο γεμάτο πουλάκια.
Μόλις το είδε ο γέροντας μας θαύμασε. Απόρησε που υπάρχουνε
τέτοιοι άνθρωποι, που δεν τους φοβούνται τα ζώα. Είχε ημερέψει
και άλλα ζωάκια, αλεπούδες, λαγούς κ.τ.λ. Μας έλεγε ο Γέροντας:
«Για, να δοκιμάσω τώρα και εγώ. Πάω και εγώ να πω κάποια
λόγια παρόμοια με αυτά του Ρουμάνου ασκητή, αλλά κανένα πουλί
δεν πάτησε σε μένα, μόνο στον Ρουμάνο». Το είδε αυτό το
πράγμα ο Γέροντας μας και θαύμασε. Όχι ένα πουλάκι. Γεμάτο!
Γέμισε πουλάκια! Γύρω-γύρω φτερουγίζανε. Ένα θαυμαστό
πράγμα ήταν αυτό. Άγρια πουλιά. Μας έκανε και εμάς εντύπωση
αυτό το πράγμα πού μας διηγήθηκε ο Γέροντας. Αυτά για τον
Ρουμάνο. Αυτά εκεί στην Καψάλα, κοντά στην Μονή Σταυρονικήτα
προς Παντοκράτορα.
Οι «ζεύγαλοι» - Ό γέρο-Κώστας
Αλλά και οι λαϊκοί πού μένουνε εδώ στο Άγιον Όρος
παίρνουνε μία χάρη, παρ' ότι πολλές φορές βλέπουμε ότι δεν
έχουνε και βίο σωστό και πολλές φορές ίσως μας σκανδαλίζουν.
Μερικοί λένε: «τι τους θέλουμε αυτούς τους κοσμικούς εδώ πέρα
και δεν τους βγάζει έξω ή Ιερά Κοινότης». Σε παλαιότερη εποχή,
απ' ότι μας λέει ο παπά-Ακάκιος των Παχωμαίων πού είναι
μεγαλύτερος, αποφάσισε ή Ιερά Κοινότης να τους μαζέψει όλους
αυτούς -εμείς τους λέγαμε «ζεύγαλους» ή «καβιώτες»- και να τους
βγάλει έξω, να τους κάνη εξορία από το Άγιον Όρος, διότι οι
περισσότεροι από αυτούς μεθούσανε, πέφτανε στους δρόμους,
ζούσαν άσωτη ζωή. Τότε υπήρχαν τα καράβια τα μεγάλα, όπως το
«Γεώργιος Φ», πού ερχότανε από Θεσσαλονίκη και πήγαινε
Καβάλα, και κάθε δεκαπενθήμερο περνούσε από την Δάφνη. Αυτή
ήταν ή συγκοινωνία του Αγίου Όρους. Όταν τους μαζέψανε εκεί
στην Δάφνη, είπαν: «Μια πού είναι τώρα μαζεμένοι όλοι -ίσως να
ήταν καμιά πενηνταριά άτομα- να τους βγάλουμε μία φωτογραφία,
έτσι για ανάμνηση, για την ιστορία, να τους έχουμε». Όταν έβγαλαν
την φωτογραφία και εμφανίσανε την πλάκα, είδανε επάνω απ'
όλους αυτούς τους «ζεύγαλους» την Παναγία μας να τους
σκεπάζει. Παρουσιάστηκε ή Παναγία στην πλάκα, οπότε
254
αποφάσισαν οι πατέρες να μη τους διώξουν: «Αφού ή Παναγία
μας τους σκεπάζει, ποιοι είμαστε εμείς πού θα τους διώξουμε;».
Γνωρίσαμε έναν απ' αυτούς, πού τον έλεγαν γέρο-Κώστα, ο
όποιος έμενε στο Μπουραζέρι, πριν να πάνε ακόμα εκεί οι
πατέρες, όταν ήταν λίγοι Ρώσοι. Είχανε εξώσπιτα απ1 έξω και
ζούσανε κάποιοι απ5 αυτούς τους «ζεύγαλους»· Σ' ένα καλυβάκι
εκεί ζούσε και ο γέρο-Κώστας. Έναν βαρύ χειμώνα είχε πέσει
πολύ χιόνι και ο γέρο-Κώστας αρρώστησε από γρίπη. Είχε πέσει
60-70 πόντους χιόνι και δεν μπορούσε κανείς να πάει να τον δη.
Όταν έλιωσε το χιόνι, πήγαν οι άλλοι λαϊκοί, οι «ζεύγαλοι», εκεί να
τον δουν, και του λένε: «Γέρο-Κώστα πώς τα πέρασες με το χιόνι;
Ποιος σου έφερνε ψωμί εδώ πέρα; Είχες τρόφιμα να πέρασης;».
«Είχα αρρωστήσει, παιδιά, πολύ άσχημα και θα πέθαινα από
γρίπη, αλλά μία μαυροφόρα κυρία ερχότανε, άναβε την σόμπα μου
και μ' έκανε και τσάι. Μου 'δινε και παξιμάδι και έτσι πέρασα αυτή
την κρίση. Αλλιώς θα πέθαινα, θα ήμουν πεθαμένος». Τον
υπηρετούσε ή Παναγία και αυτός το θεωρούσε τόσο φυσιολογικό...
Γέρο-Αντώνης Τσούκας
Ερχόταν από την Λήμνο μ' έναν γάιδαρο. Τον έβαζε και στο
καράβι μέσα.
Στον γέρο-Γιάννη μας έκανε εντύπωση ή απλότητα και ή
ευλάβεια του. Αυτός δούλευε χρόνια πολλά εδώ στο Άγιο Όρος και
στο τέλος ήρθε να πάρει ένα χαρτί από την Ιερά Κοινότητα, για να
εισαχθεί στο γηροκομείο Μυτιλήνης.
Πριν από καιρό με είχε ανταμώσει και μου λέει: «Πάτερ, θα
μου κάνης μια εικονίτσα;». Του λέω: «Μπάρμπα-Γιάννη, εσύ δεν
έχεις χρήματα να πλήρωσης. Είναι ακριβές οι εικόνες»· Λέει: «Αμ
συ πολλά θα μου ζητήσεις, εγώ λίγα θα σου δώκω». «Ποια
εικονίτσα θέλεις;» «Να! Είδα την Παναγία μια μέρα ξεκινώντας από
το Ιβήρων να πάω στο Καρακάλου και μου λέει· "γύρνα πίσω και
να πας αύριο, διότι θα πάθεις απόψε κακό". Εγώ έκανα υπακοή
και γύρισα, αλλά είχα τόση χαρά». «Πώς την είδες την Παναγία;»
«Την είδα πάνω σε συννεφάκια άσπρα, και όλα αυτά πού
φορούσε, τα ενδύματα της, ήταν λευκά. Πήρα τόση χαρά, και πήγα
την άλλη μέρα στην Μονή Καρακάλου».
Την παρήγγειλε τελικά την εικόνα στους Αναναίους. Ήρθε
εδώ στο κελί μας την τελευταία μέρα της ζωής του, για να πάρουμε
τηλέφωνο στους Αναναίους, αν ετοίμασαν την εικόνα, γιατί ο
Μπάρμπα-Γιάννη ς ετοιμαζόταν να εισαχθεί στο γηροκομείο
Μυτιλήνης. Ήρθε να πάρει το χαρτί από την Κοινότητα, ότι
δούλεψε εδώ στο Άγιον Όρος. Ό καημένος ανέβαινε βογκώντας
την σκάλα, γιατί είχε καρδιά, είχε ανεπάρκεια. Αύτη την τελευταία
φορά πού ήρθε μας είπε ότι κοινώνησε. Μάλιστα τον έπιασε και
μια κρίση μέσα στην Πορτάΐτισσα. Τον έβγαλαν λίγο έξω, συνήλθε,
και ανέβηκε στις Καρυές για να πάρει το χαρτί. Το βράδυ όμως
κοιμήθηκε εδώ πίσω από τον Ταλέα, τον έπιασε ή καρδιά του και
πέθανε. Δεν πρόλαβε να πάει στην Μυτιλήνη, γιατί ή Παναγία τον
ήθελε εδώ πέρα. Τον έθαψαν εδώ στο κοιμητήρι στις Καρυές. Μας
έλεγε, πώς είδε την Παναγία μας πάνω στα σύννεφα, και όταν
πήραμε τηλέφωνο από εδώ στους Αναναίους του είπαν:
«Μπάρμπα-Γιάννη, ή εικόνα εστάλη στο νησί. Όταν θα πάς, θα την
βρεις εκεί».
Είχε απλή ζωή. Φορούσε γουρουνοτσάρουχα -εμάς μας
έκαναν εντύπωση-. Είχε και ένα ντουρβαδάκι από έναν τράγο, πού
το έκανε μόνος του. Εγώ τον πείραζα: «Μπάρμπα-Γιάννη, να μου
κάνης δώρο ένα ζευγάρι τσαρούχια». Έρχεται μια μέρα, με την
απλότητα πού είχε, και μου λέει: «Πάτερ, πάτερ, σου έφερα ένα
258
δώρο». Μ' έφερε ένα ζευγάρι γουρουνοτσάρουχα. «Αυτά θα τα
βάλετε στην έκθεση, και θα 'ρχονται οι Ευρωπαίοι να τα βλέπουνε,
και να! θα πέφτει το χρήμα!». Γελούσα με την απλότητα του
ανθρώπου. Για αυτό και τον αξίωσε ή Παναγία και κοιμήθηκε εδώ
πέρα.
«Κλωνάρη», τον λέγανε. Μετά τον έβγαλαν «Μπάρμπα-
Γιάννη». Δεν λεγόταν «Μπάρμπα-Γιάννης». «Κλωνάρης» το
επίθετο του ήτανε. Ήτανε απ' το Καρπενήσι και μετά πήγε στην
Λήμνο.
Κοιμόταν έξω στο δάσος, γιατί σ' όλη του την ζωή βοσκός
ήτανε. Τότε είχαμε λύκους στο Άγιο Όρος. Πάει ένας λύκος μια
νύχτα που κοιμόταν έξω στο δάσος και τον μύριζε γύρω-γύρω,
επειδή τα γουρουνοτσάρουχα μυρίζανε. Λέει ο Μπάρμπα-Γιάννης:
«Παναγία μου -έτρεμα από τον φόβο μου- αν με βοηθήσεις και δεν
με πειράξει ο λύκος...». «Άντε που θα 'ταν λύκος, κανένας σκύλος
θα 'τανε», του λέω. «Μια ζωή βοσκός ήμουνα. Δεν ξέρω, δεν
γνωρίζω τους λύκους;... Και αν δεν με πειράξει, θα σου φέρω ένα
δοχείο λάδι, Παναγία μου». Έφυγε ο λύκος. Τον μύρισε και έφυγε.
Την άλλη μέρα πήρε από τον Ταλέα ένα δοχείο λάδι και το πήγε
στο «Άξιον εστί», στην Παναγία μας. Απλοί άνθρωποι.
Πολύ αστείος ήτανε. Μιλούσε και έκανε αυτό το «ααχα-
χααα». Του έλεγε ο γέροντας μας: «τι κάνεις έτσι και θορυβείς;
Αναστατώνεις τον κόσμο. Φωνάζεις». «Ά! γέροντα. Από μέσα μου
έρχεται, από μέσα μου. Θα πάω Σαλώνικα. Οι γιατροί θα μου το
θεραπεύσουν αυτό».
Μας έκανε εντύπωση πού αξιώθηκε να δη την Παναγία μας
επάνω στα σύννεφα με λευκά φορέματα, και έτσι αγιογράφησαν οι
αδελφοί Αναναίοι την εικόνα.
Γέρων Παγκράτιος
Είχαμε την ευλογία να γηροκομήσουμε και να διακονήσουμε
κατά τα τελευταία χρόνια, στις τελευταίες στιγμές του πού ήταν
πολύ οδυνηρές, κι' έναν άλλον γέροντα, τον γέροντα Παγκράτιο,
πού ήταν και αυτός αρχοντάνθρωπος. Ή καταγωγή του ήτανε από
το Γομάτι της Χαλκιδικής. Είχε συγγενείς κάποιους γέροντες εδώ.
Μάλιστα ένας συγγενής του ήταν καλός πνευματικός. Είχε πολύ
μεγάλη φήμη. Ήταν ο παπά-Νεόφυτος πού έμενε στα Βατοπαιδινά
κελιά, στον Άγιο Προκόπιο. Τον φέρανε τον γέροντα Παγκράτιο,
μικρό παιδάκι -νομίζω 8 ετών-, Δημητράκης τότε. Τον φορτώσανε
πάνω σ' ένα ζώο. Δύο κοφίνια είχε το ζώο. Στο ένα είχαν βάλει τον
Δημητράκη και στο άλλο ένα γουρουνάκι, και τον έφεραν στο Άγιο
Όρος, για να κοιτάζει έναν παππούλη πού είχανε εκεί άρρωστο.
Αλλά ο μικρός ήθελε παιγνίδια. Πήγαινε κάτω από το κρεβάτι και
κουνούσε τον παππού. Στενοχωριόταν ο παππούς. Έπαιρνε το
μπαστούνι και τον έδερνε. Έμεινε όμως στο Άγιο Όρος, παρ' ότι
δεν είχε κλίση για μοναχός. Έμεινε από αγάπη προς τους
γέροντες. Μάλιστα, όταν έγινε μοναχός, έλεγε: «τι έγινα εγώ;»
Έκλαιγε. «Σκλάβωσα την ζωή μου τώρα». Άλλα έμεινε μέχρι το
τέλος και κράτησε το ράσο, γιατί αγαπούσε τους γέροντες.
Και αυτός είχε πολλή αγάπη προς τους πλησίον του. Όπου
αρρωστούσε κανείς, τον έτρεχε στους γιατρούς. Βοηθούσε όσο
μπορούσε. Είχε ένα πολύ καλό σπίτι, τον Άγιο Προκόπιο, πού το
είχε πεντακάθαρο μέσα. Τον διακονούσε τον Άγιο με πολλή
αγάπη. Στο τέλος επέτρεψε ο Θεός να πάθη καρκίνο στον
πνεύμονα. Υπέμεινε με καρτερία την ασθένεια του δυόμισι χρόνια
περίπου. Έλαχε σ' εμάς να τον διακονήσουμε κατά τις τελευταίες
μέρες της ζωής του. Θυμάμαι ότι του άρεσε και ή πολιτεία και τα
υψηλά πρόσωπα. Πάντα ήθελε να κάνη συντροφιά με υψηλά
πρόσωπα, με υπουργούς, με στρατηγούς. Παρ' ότι ήταν
αγράμματος, έγραφε πανέμορφα. Όμως στο τέλος, ενώ
νοσηλευόταν στο Θεαγένειο και ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση -
τα λογικά του βέβαια τα είχε τετρακόσια-, μας λέει: «Πατέρες να με
πάρετε και να με πάτε στο Άγιο Όρος. Θέλω να κοιμηθώ εκεί, γιατί
πλησιάζει το τέλος μου». Του λέω: «Γέροντα, είναι πολύ δύσκολα
να σε μεταφέρουμε, γιατί το ασθενοφόρο δεν μπορεί να σε
μεταφέρει. Είσαι με τους όρους. Είσαι με το οξυγόνο». Ήταν όντως
σε πολύ αθλία κατάσταση και είχε φρικτούς πόνους. Λέει: «Θα
βρείτε τρόπο εσείς και θα με μεταφέρετε. Ή Παναγία δεν θα μ'
264
αφήσει να κοιμηθώ εδώ. Θέλω να πάω στο Άγιον Όρος. Να μου
φέρετε ελικόπτερο». «Πώς θα σε φέρουμε ελικόπτερο γέροντα;
Που θα το βρούμε το ελικόπτερο; Ξέρω ότι μεταφέρει ασθενείς
από το Άγιο Όρος προς τα έξω, αλλά από έξω προς τα μέσα δεν
μεταφέρει». «Εσείς θα το κανονίσετε και θα φύγουμε». Ήταν τόσο
σίγουρος. Εμείς δεν είχαμε τέτοια ελπίδα, να μεταφερθεί ο γέρο-
Παγκράτιος στο Άγιο Όρος με ελικόπτερο. Λέω, ας κάνουμε μία
προσπάθεια, αφού το απαιτεί ο γέροντας.
-Πόσων χρονών ήταν ο γέροντας;
-Ήτανε 92 χρονών. Μάλιστα, πριν αρρωστήσει, ερχότανε
από τα Βατοπαιδινά κελιά -3 ώρες με τα πόδια- εδώ στις Καρυές,
στο κελί μας. πολύ τακτικά το έκανε αυτό. Ενενήντα δυο χρονών.
Δεν τον έπιανε κανείς. Αετός ήτανε. Ήταν λεπτούλης πολύ.
Παίρνουμε τηλέφωνο στον διοικητή εδώ, τον κ. Κασμίρογλου. Του
λέμε: «Ό διοικητής -ο Ψυχάρης- έχει ελικόπτερο και έρχεται».
«Μπα!» λέει. «Αυτός δεν έχει δικό του. Νοικιάζει. Δεν έχουμε
δυνατότητα εμείς να σας προσφέρουμε ελικόπτερο».
Αναρωτιόμαστε, που θα βρούμε ελικόπτερο. Μας λένε: «Είναι σε
περιπολία στην Χαλκιδική το ελικόπτερο μας -ήταν πρωτομαγιά-.
Δεν μπορεί να πάει στο Άγιον Όρος». Παίρνουμε στην
Ιντερσαλόνικα και βρίσκεται εκεί πέρα μία ψυχή, μια κυρία, και μας
διευκολύνει. Λέει: «Είναι σε αποστολή το ελικόπτερο τώρα, άλλα
όταν θα έρθει, θα σας πάρω τηλέφωνο. Θα πετάξετε το απόγευμα
για το Άγιον Όρος». Εμάς μας φάνηκε παράξενο, και όμως παίρνει
σε λίγο -είπε ότι συνεννοήθηκε με τον πιλότο- και μας λέει: «Έξι ή
ώρα πετάτε για το Άγιο Όρος».
Του λέμε του γέρο-Παγκρατίου: «Βρέθηκε το ελικόπτερο. Ή
Παναγία βοήθησε και ο άγιος Προκόπιος». Ω! χαρά! ο γέρο-
Παγκράτιος. Το κάθε λεπτό του φαινόταν χρόνος. «Με γελάσατε»,
έλεγε. «Πότε θα φύγουμε; Πέρασε ή ώρα». «Όχι δεν πέρασε».
Ήταν μεσημέρι, μία ή ώρα. «Κατά τις πέντε θα ρθή το ασθενοφόρο
να σε πάρει και θα πάμε στο ελικοδρόμιο...». Είχε φοβερό πόθο να
ρθή στο Άγιον Όρος... Τελικά πήγαμε στο ελικοδρόμιο. Μπήκαμε
μέσα στο ελικόπτερο και πετάξαμε. Όταν φθάσαμε εδώ, μας λέει:
«Χαμηλώστε να δω το κελάκι μου» (του αγίου Προκοπίου). «Δεν
θα πας στο κελάκι σου;» «Όχι. Θα πάμε στο σπίτι. Εκεί πέρα θα
πεθάνω». Χαμήλωσε το ελικόπτερο πάνω από τον Άγιο Προκόπιο.
Σηκώθηκε λιγάκι ο γέρο-Παγκράτιος και είδε το κελάκι του. Έκανε
τον σταυρό του πάνω από τον Άγιο Προκόπιο. Μετά
προσγειώθηκε το ελικόπτερο στις Καρυές, ένα δωμάτιο το κάναμε
εντατική. Μας δώσανε όλα τα φάρμακα από το Νοσοκομείο. Έζησε
πέντε μέρες εδώ πέρα και πέθανε. Τον ξενυκτούσαμε.
Εκείνο που μας έκανε εντύπωση είναι ότι από τότε που ήρθε
265
στο Άγιο Όρος έπαψαν οι πόνοι. Τίποτα. Παρ' ότι είχε δυσκολία.
Είχε τον ρόγχο αυτό. Είχε υγρά στους πνεύμονες. Τον ρωτούσαμε:
«Σε δυσκολεύει;» «Μπα, καθόλου. Τίποτα δεν αισθάνομαι»,
απαντούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον κουνάμε λιγάκι, γιατί
άναβαν τα πόδια του. Ήρθε και ο ανιψιός του εδώ πέρα. Που
πήγαν εκείνοι οι πόνοι; Αφού είχε καρκίνο ο άνθρωπος και ήταν
στα τελευταία του; Κοινωνούσε κάθε μέρα. Μάλιστα, την τελευταία
μέρα μου λέει: «Πάτερ Βασίλειε, κάτι θυμήθηκα. Φέρε τον
πνευματικό». Εξομολογείται το μεσημέρι. Το βράδυ βάρυνε.
Άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος. Παίρνω αμέσως, 10-11 το βράδυ, το
νοσοκομείο. Μου λένε: «Αμέσως ασθενοφόρο για τον Πολύγυρο».
«Ποιο ασθενοφόρο; Φεύγει ο άνθρωπος. Πέστε μας, τι να
κάνουμε». Έδωσαν κάποιες οδηγίες: Κορτιζόνη, θεοφυλίνη,
διουρητικά, μέσα στον όρο.
Μου λέει ο γέρο-Παγκράτιος: «Άστα, τα φάρμακα αυτά. Δεν
με βοηθάνε πλέον. Ότι ήταν να κάνουν, το 'κάνανε. Εγώ τώρα
φεύγω. Μόνο κάθισε λίγο εδώ δίπλα μου, να μου κάνης λίγη
συντροφιά. Σε λίγο φεύγω». Λέω στον γέροντα (τον π. Ιγνάτιο):
«Πήγαινε, ξεκουράσου λίγο. Ε! Μπορεί να τα λέει έτσι ο παππούς.
Που ξέρει ότι θα φυγή; Μπορεί να ζήση και μέρες ακόμη».
Πήγε να ξεκούραστη λίγο ο γέροντας. Τακτοποίησα τον
ασθενή και κάθισα δίπλα του. Εκεί πού μιλούσαμε, τον πήρε λίγο ο
ύπνος. Ξεψύχησε σαν πουλάκι. Βγάζω τους όρους.
Κοιμάμαι και εγώ δίπλα του. Σκέπτομαι: «Θα τον
ετοιμάσουμε το πρωί. Δεν παγώνει ο μοναχός. Το πρωί χαράματα
θα ξυπνήσω τον γέροντα και θα του αναγγείλω το γεγονός. Μετά
θα τον ετοιμάσουμε». Ούτε πάγωσε, ούτε τίποτα. Είχε οσιακό
τέλος ο γέρο Παγκράτιος.
266
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
267
Εφραίμ ο ταλαίπωρος - Εφραίμ ο Σύρος……..Σελ…………….118
Ο Γέρων Καλλίνικος Στα Κατουνάκια……..Σελ…………….119
Ο Μακαριστος Γερων Εφραίμ Κατουνακιωτης……..Σελ…………….126
Αντύπας Ο Μολδαβός Ο Πνευματικός……..Σελ…………….131
Ο Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης, Ένας Λόγιος
Ησυχαστής……..Σελ…………….136
Π. Σάββας Ο Πνευματικός 1821-1908) ……..Σελ…………….150
Πορεία Προς Την Αγία Άννα……..Σελ…………….154
Άγιοι Στη Σκήτη Της Αγίας Άννας……..Σελ…………….155
Μεγάλοι Διδάσκαλοι Της Έρημου -Μικρή Αγία
Άννα……..Σελ…………….156
Ο Πατριάρχης Κύριλλος Ο Ε' Μοναχός Στην Αγία
Άννα……..Σελ…………….166
Ιωακείμ Αγιαννανίτης. Ο Ελληνοαμερικάνος
Κολλυβάς……..Σελ…………….167
Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, Ένας Υμνωδός Από Τον
Άθωνα. ……..Σελ…………….175
Στέφανος Μοναχός «Ο Αμερικανός» ……..Σελ…………….184
Υπόδειγμα Αγνού Και Αληθινού Υποτακτικού……..Σελ…………….185
Στη Νέα Σκήτη Αγιάσανε Μητροπολίτες Και
Επίσκοποι……..Σελ…………….189
Ο Ασκητής Γερο - Δαμασκηνός (Ιστ' Αιώνας) ……..Σελ…………….192
Ο Γερο Χαράλαμπος Με Τη Μνήμη Θανάτου (Ιζ' Αιώνας)
……..Σελ…………….193
Στον Πύργο Της Νέας Σκήτης Ο Γερο - Δανιήλ (Ιθ' Αιώνας)
……..Σελ…………….195
Ο Ιερομόναχος Γαβριήλ Στη Νέα Σκήτη (1880 -1967)
……..Σελ…………….196
Ο Γερο Ιωσήφ - Φραγκίσκος Στη Ν. Σκήτη (1912)
……..Σελ…………….199
Ο Δεσπότης Της Ευβοίας Μοναχός Στη Ν.
Σκήτη……..Σελ…………….200
Ο Γέρων Αβέρκιος……..Σελ…………….202
Γέρων Ευλόγιος……..Σελ…………….204
Έδειξε Ιώβειο Υπομονή Ο Μοναχός Νικόλαος……..Σελ…………….207
Πνευματικός Γέρων Ιερώνυμος Ιερομόναχος Αγιορείτης Ο
Κρής……..Σελ…………….208
Ο Αρχιμανδρίτης Ιωακείμ Σπετσέρης 1860-
1934……..Σελ…………….211
Αρσένιος Και Νικόλαος Οι Ιβηροσκητιώται……..Σελ…………….214
ΕΝΑΡΕΤΟΣ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ……..Σελ…………….238
ΕΥΛΑΒΗΣ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΣ……..Σελ…………….239
Ο Γερο-Ιγνάτιος Διονυσιάτης……..Σελ……………. 240
Συνομιλία Με Τους Πατέρες Του Ιερού Γρηγοριατικού Κελιού Των
Ιωασαφαίων Καρυών……..Σελ…………….244
Π. Μάξιμος Και Π. Γεννάδιος Ιβηρίται Και Π. Γεώργιος Και Π. Παχώμιος
Από Το Κελί Του Αγίου Γεωργίου Του Φανερωμένου.
……..Σελ…………….244
Πατήρ Χαράλαμπος Ο Κομποσκοινάς……..Σελ…………….249
Ό Ρουμάνος Με Τα Πουλάκια……..Σελ…………….251
268
Γέρων Πανάρετος Παντοκρατορινός……..Σελ…………….252
Οι «Ζεύγαλοι» - Ό Γέρο-Κώστας……..Σελ…………….253
Γέρο-Αντώνης Τσούκας……..Σελ…………….254
Γέρων Φανούριος, Ο Ρουμάνος Ασκητής Από Την
Καψάλα……..Σελ…………….255
Πατήρ Ηρωίδων Ο Ρουμάνος……..Σελ…………….256
Πατήρ Δαμασκηνός Από Την Κουτλουμουσιανή
Σκήτη……..Σελ…………….256
Γέρο-Γιάννης Ο Λαϊκός Από Την Λήμνο……..Σελ…………….257
Ή Αγάπη Των Γερόντων Π. Αγαθαγγέλου Και Π.
Παϊσίου……..Σελ…………….258
Γέρων Ιωάσαφ, Ο Μακαριστός Γέροντας Μας……..Σελ…………….259
Γέρων Παγκράτιος……..Σελ…………….263
269