Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 21

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ

ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Βυζαντινή και δυτική τάξη πραγμάτων


υπό τις θεωρίες του Carl Schmitt

Μάριος Νοβακόπουλος

ΑΘΗΝΑ 2018

1
Εισαγωγή
Ο Καρλ Σμιτ υπήρξε από τους σημαντικότερους αλλά και πλέον αμφιλεγόμενους πολιτικούς
στοχαστές του 20ου αιώνα. Ο Γερμανός διανοητής διακρίθηκε για τις θεωρίες του περί κράτους,
εξουσίας και πολιτικής θεολογίας, κατηγορήθηκε δε για τη σύντομη σύμπραξη του με το
εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς. Ο μελετητής του Μεσαίωνα αναγνωρίζει εύκολα τη θεώρηση της
χριστιανικής αυτοκρατορίας ως το «κατέχον», δηλαδή θεόπεμπτη δύναμη η οποία με την παρουσία
της ελέγχει τις δυνάμεις της ανομίας και καθυστερεί την έλευση των εσχάτων. Και οι πιο σύγχρονης
αναφοράς θεωρίες του όμως, μπορεί να φανούν χρήσιμες στην εξέταση της μεσαιωνικής ιστορίας.
Εδώ, η αυτοκρατορική τάξη πραγμάτων του Βυζαντίου θα αντιπαραβληθεί με εκείνην της Δυτικής
Ευρώπης και αμφότερες θα ιδωθούν μέσα από τα πλαίσια τριών όρων που χρησιμοποιούνται από
τον Σμιτ: εκτός από το Κατέχον είναι ο Μείζων χώρος (Großraum) και η αυτοκρατορία (Reich).

Η διατύπωση και το περιεχόμενο των όρων


Εκ πρώτης όψεως ο συγκεκριμένος σμιτιανός στοχασμός αποτυπώνεται σε συνθήκες και
θεματολογία πολύ μακρινές από το θέμα μας. Το 1941 εκδίδεται στη Σαγκάη της Κίνας (τότε υπό
ιαπωνική κατοχή) το πρώτο τεύχος του ναζιστικού περιοδικού «20ος αιώνας». Εκεί ο Καρλ Σμιτ
δημοσιεύει το άρθρο «Großraum und Reich», σύνοψη παλαιότερου βιβλίου του. Στο κείμενο αυτό ο
Γερμανός πολιτικός επιστήμονας προσπαθεί να αποδομήσει τη δυτική, φιλελεύθερη τάξη που
επικρατεί στο διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πολιτική. Σε αντιδιαστολή με την κατ’ αυτόν
παρωχημένη θεωρία του κυριάρχου κράτους και τις παγκόσμιες πολιτικές συνθήκες που επέβαλλε
δια της θαλασσοκρατίας της η Μεγάλη Βρετανία, αντιπροτείνεται η εισαγωγή στη νομική ορολογία
των εννοιών του Μείζονος Χώρου και της Αυτοκρατορίας.

Ο Μείζων Χώρος «είναι ένας συνδυασμός τριών παραγόντων: ενός πολιτικά αφυπνισμένου
πληθυσμού, μιας πολιτικής ιδέας και μιας πολιτικής περιοχής η οποία είναι υπό την κυριαρχία αυτής
της ιδέας και αποκλείει κάθε ξένη επέμβαση». 1Αρχέτυπο του Μείζονος Χώρου κατά το Σμιτ είναι το
Δόγμα Μονρόε, το οποίο διεκήρυξε ο ομώνυμος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών το 1823. Το
δόγμα όριζε τις ΗΠΑ ως κυρίαρχη δύναμη της αμερικανικής ηπείρου και κήρυσσε απαράδεκτη κάθε
ευρωπαϊκή ανάμιξη εκεί, την επαύριον της ανεξαρτησίας των ισπανικών αποικιών. Οι αμερικανικοί
λαοί είχαν αποδεσμευθεί από την ευρωπαϊκή πολιτική ηγεμονία και γύρω από τις αρχές της
αυτοδιάθεσης και της αποαποικιοποίησης απέκλεισαν τις δυνάμεις της Γηραιάς Ηπείρου από το
παίγνιο ισχύος στο δυτικό ημισφαίριο. Ανεξαρτήτως εάν το Δόγμα Μονρόε συνιστά πολιτική πράξη
ή αρχή διεθνούς δικαίου (ερώτημα το οποίο ο Σμιτ θα αφήσει αναπάντητο ως επουσιώδες),
δημιουργείται ένα Großraum διεθνούς δικαίου, αφού κατοχυρώνεται η αρχή της μη επέμβασης και
της άρνησης του παλαιού ευρωκεντρικού-μοναρχικού καθεστώτος. Αντίθετα η Βρετανική
αυτοκρατορία, λόγω του ότι οι κτήσεις της ήταν διεσπαρμένες παντού στην υφήλιο και η συνοχή της
εξαρτάτο από την ελεύθερη ναυσιπλοΐα, προώθησε μία ερμηνεία της ισχύος οικουμενική και αν-
εδαφική.2

Ένας Μείζων Χώρος δεν μπορεί να διαμορφωθεί μόνος του: χρειάζεται να τον κηρύξει, οριοθετήσει
και υπερασπίσει μία σημαντική δύναμη. Δύναμη η οποία έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να
κατοχυρώσει προνομιακό της Großraum δεν είναι απλώς κράτος, ίσο και όμοιο με τα πάμπολλα
ασήμαντα που συνιστούν τη διεθνή κοινωνία. Η δύναμη αυτή είναι Reich, Αυτοκρατορία.

1
α) Carl Schmitt-Robert M. W. Kempner, (2016) Ο Καρλ Σμιτ στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης, Αθήνα:
εκδόσειςσυγχρονικότητα, σελ. 35, β) William Hooker, (2009) Carl Schmitt’s International Thought-Order and
Orientation, Καίμπριτζ: Cambridge University Press, σελ. 133
2
Carl Schmitt’s International Thought, σελ. 134-135.

2
Αυτοκρατορίες είναι «εκείνες οι ηγέτιδες δυνάμεις που οι πολιτικές ιδέες τους ακτινοβολούν σε μία
μείζονα, καθορισμένη γεωγραφική σφαίρα, η οποία αποκλείει αξιωματικά τις επεμβάσεις
εξωτερικών δυνάμεων εντός της, και που ως δυνάμεις υψώνονται πάνω από τα κρατικά σύνορα και
τα πληθυσμιακά όρια ενός και μόνο λαού». Διευκρινίζεται πως Αυτοκρατορία δεν είναι απλώς ένα
μεγάλο γεωγραφικά κράτος ούτε μία σφαίρα επιρροής. Τα κράτη εντός του Μείζονος Χώρου της
Αυτοκρατορίας διατηρούν την υπόσταση τους, έστω ως υφιστάμενα.3

Μιλώντας για γεωγραφία, ο συγγραφέας προσπαθεί να ορίσει την έννοια του χώρου σε συνάφεια με
την διεθνοπολιτικό σχήμα Großraum-Reich: «ο χώρος, αφ’ εαυτός, ξεκάθαρα δε συνιστά συμπαγή
τάξη. Αλλά εξίσου ξεκάθαρα, κάθε συμπαγής τάξη και κοινότητα έχει ένα συγκεκριμένο
περιεχόμενο σε όρους τόπου και χώρου. Υπό αυτήν την έννοια, μπορεί να πει κανείς πως κάθε
νομικό καθίδρυμα-κάθε θεσμός-έχει μία σύλληψη του χώρου εσωτερική για τον εαυτό του, και
συνεπώς φέρνει μαζί της τη δική του εσωτερική ουσία και τα δικά του εσωτερικά όρια». 4 Γίνεται
λόγος για μία μεγάλη επανάσταση στην έννοια του χώρου, όπως αυτή που είχε μεταβάλει τον 16-
17ο αιώνα τη μεσαιωνική (δικτυακή, αλληλεπικαλυπτόμενη, διασπασμένη) σε νεωτερική (κρατική,
αποκλειστική, ενιαία).5

Έχοντας εκθέσει τους προτεινόμενους όρους, ο Καρλ Σμιτ παρατηρεί πως ανακύπτουν τέσσερα
νομικά πλαίσια σχέσεων: μεταξύ Großraume, μεταξύ ηγετικών Reiche, μεταξύ των λαών εντός του
Großraum και μεταξύ λαών διαφορετικών Großraume. 6 Βεβαίως, οι σκέψεις αυτές γίνονται στα
πλαίσια του 20ου αιώνα και δη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σκιαγραφώντας μία παγκόσμια
κατανομή ισχύος μεταξύ ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας και Σοβιετικής
Ένωσης. Είναι τα διανοητικά, ιδεολογικά και νομικά εργαλεία για την κατοχύρωση της εξάπλωσης
και διεκδίκησης θέσης ηγεμόνα της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. 7 Όμως οι περιγραφόμενες
καταστάσεις θυμίζουν εντυπωσιακά την γεωπολιτική κατάσταση του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα, και
ιδιαίτερα τους χώρους και τις αλληλεπιδράσεις Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανοσύνης.

Το μεσαιωνικό Reich και το Großraum του


Για τη συσχέτιση Μεσαίωνος και Reich δε χρειάζεται πολλή ανάλυση. Reich άλλωστε σημαίνει
αυτοκρατορία. Στην πολιτική θεωρία του Σμιτ το υπόδειγμα του Reich προέρχεται από τη
μεσαιωνική αυτοκρατορία της Δύσεως (Καρολίγγειοι-Οθωνίδες, Αγία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία).
Εκείνη με τη σειρά της αποτελούσε μιμητή και επίδοξο εταίρο ή αντικαταστάτη της ανατολικής
Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Για να αναδειχθεί η φύση της αυτοκρατορίας και της αυτοκρατορικής
τάξεως πραγμάτων, θα εξετασθεί αντίστροφα, από την αποσύνθεση της προς τις βάσεις.

Αναφέρθηκε ήδη πως ο Σμιτ δε δεχόταν τη νομική ισότητα των κρατών με τα Reiche και καλεί για
τη διαφορετική ταξινόμηση και αντιμετώπιση τους βάσει διεθνούς δικαίους. Η αρχή της τυπικής
ισότητος μεταξύ των κυριάρχων κρατών προέκυψε στη δυτική Ευρώπη μετά την Ειρήνη της
Βεστφαλίας το 1648. Η εν λόγω συνθήκη σηματοδότησε την λήξη του εξαιρετικά καταστροφικού
Τριακονταετούς πολέμου μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Διαμαρτυρομένων και την κατάργηση της
μεσαιωνική παπο-αυτοκρατορικής ordo rerum που καθόριζε τη δυτική ιστορία επί 8 αιώνες. Το
ανεξάρτητο κράτος, κηρύττοντας και διαφυλάσσοντας για τον εαυτό του όλες τις εξουσιαστικές
αρμοδιότητες και τις βάσεις νομιμοποίησης (συγκεντρωμένες γύρω από τον απόλυτο μονάρχη) μαζί

3
α) Ο Καρλ Σμιτ στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης, σελ. 39, β) Carl Schmitt’s International Thought, σελ. 136.
4
Ο.π., σελ. 142.
5
Ο.π., σελ. 143.
6
α) Ο Καρλ Σμιτ στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης, σελ. 43-44, β) Ο.π., σελ. 137.
7
Ο.π., σελ. 137-141.

3
με αποκλειστική εδαφικότητα, απεξαρτήθηκε από τα περίπλοκα υπερεθνικά πλέγματα πίστεως που
απέρρεαν από το γερμανορωμαίο καίσαρα και τον λατινορωμαίο ποντίφικα.

Ως τότε το διεθνές σύστημα της ευρωπαϊκής Δύσεως χαρακτηριζόταν από σχέσεις ανισότητος και
ιεραρχίας. Ο Φράγκος και ύστερα ο Γερμανός ηγεμόνας, βασιζόμενοι στις εντυπωσιακές
κατακτήσεις τους (οι οποίες ενοποίησαν μεγάλο μέρος της ως τότε διασπασμένης κεντρικής και
δυτικής Ευρώπης) και τη νομιμοποίηση που τους έδινε το χρίσμα του επισκόπου Ρώμης, κήρυξαν
αυτοκρατορίες με αξιώσεις ιδιαίτερης θέσεως στη θεία πρόνοια και οικουμενικής εξουσίας στα
κοσμικά πράγματα. Οι πάλαι ποτέ βάρβαροι προσπαθούσαν να αναζωπυρώσουν το μεγαλείο της
αρχαίας Ρώμης, την οποία ναι μεν κατέλυσαν βιαίως, μετείχαν όμως ποικιλοτρόπως στην πολιτική
και θρησκευτική της παράδοση. Η αίγλη της ρωμαϊκότητος και το διοικητικό κενό που άφησε η
πτώση του 5ου αιώνος στην Εσπερία οδήγησε τον Κάρολο (800) και τον Όθωνα το Μέγα (962) να
διεκδικήσουν τον τίτλο του Αυγούστου Καίσαρος. Εάν η Ρώμη ήταν η αιώνια και μέγιστη
αυτοκρατορία που έμελε να υποτάξει στο εκπολιτιστικό όραμα της την υφήλιο, η χριστιανική Ρώμη
ήταν ακόμη υψηλότερη και απολυτότερη στη φύση ως θεοκυβέρνητο κράτος.

Το γερμανορωμαϊκό-λατινικό όραμα προσέκρουε όμως στο επιζόν ελληνορωμαϊκό. Ενόσω οι


παραπάνω πολιτικές διεργασίες άλλαζαν άρδην τον χάρτη και τον πολιτικό πολιτισμό της Δύσεως, η
ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία παρακολουθούσε με αποτροπιασμό. Εκείνη έφερε ήδη από τον
4ο αιώνα, αδιάκοπα και οργανικά, το αφήγημα του χριστιανικού ρωμαϊκού οικουμενισμού. Η
αμφισβήτηση της ρωμαϊκής νομιμότητος της Κωνσταντινουπόλεως επένδυε αλλά και αναμόχλευε το
υπάρχον κλίμα απομάκρυνσης μεταξύ των δύο μερών του παλαιού imperium, τη θεολογική
απόκλιση ελληνοπρεπούς και λατινοπρεπούς χριστιανισμού και τον ανταγωνισμό μεταξύ Ρωμανίας
και Φραγκίας. Το γεγονός πως αμφότερες είχαν τις ίδιες βάσεις (Χριστός, καίσαρ) καθιστούσε την
ατμόσφαιρα τοξική, αφού η διαπάλη δεν ήταν μεταξύ διαφορετικών κοσμοθεωριών αλλά
διεκδικητών της ίδιας κωνσταντίνειας κληρονομιάς, νομίμων και σφετεριστών, ορθοδόξων και
κακοδόξων.

Με την εκτεταμένη αυτή εισαγωγή εκτίθενται τα δύο (κατά την ιστορική και την παράγωγη της
σμιτιανή έννοια) Reiche του χριστιανισμού, το Δυτικό και το Ανατολικό. Και τα δύο λογίζονταν
από εαυτούς και γείτονες ως ανώτεροι πολιτικοί οργανισμοί, με κορυφαία θέση στα ανθρώπινα
πράγματα και προνομιούχα επαφή με τη θεία σφαίρα. Αμφοτέρων προΐστατο βασιλεύς αυτοκράτωρ
με παγκόσμιες αξιώσεις και ιεροπρεπή θέση-αν και το κατά πόσον ο βασιλεύς ήταν και ιερεύς θα
καθοριζόταν και στα δύο συστήματα μετά από μακρούς και επιπόνους αγώνες. Το εδαφικό
αποτύπωμα των αυτοκρατοριών ήταν συνήθως πολύ μεγάλο, όμως το πεδίο ηγεμονίας τους δεν
περιοριζόταν στη μεθόριο του αμέσου πολιτικού τους ελέγχου. Και έξω από αυτήν βασιλίσκοι,
ηγεμόνες και άρχοντες δέχονταν την αυτοκρατορική επικυριαρχία. Στην ανατολή γύρω από το
Βυζαντινό αυτοκράτορα απλωνόταν το δίκτυο των «αδελφών», των «υιών», των «φίλων» και των
«δούλων» του, ηγεμόνων ποικίλης σημασίας και εγγύτητας με τον πολιτικό και πολιτιστικό πυρήνα
της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτού του «οίκου» προΐστατο ο βασιλεύς, με τον πατριάρχη δίπλα του
να ποιμαίνει τις (περισσότερο ή λιγότερο αποκεντρωμένες) ορθόδοξες Εκκλησίες.

Στη δύση ο αυτοκράτορας είχε άμεση δικαιοδοσία επί των κυρίως γερμανικών εδαφών (τα οποία
περιελάμβαναν σημαντικά τμήματα των σημερινών Κάτω Χωρών, της Γαλλίας, Ιταλίας, Τσεχίας και
Πολωνίας), ως κορυφαίος της εκεί φεουδαλικής ιεραρχίας. Εκτός αυτών των συνόρων
αναγνωριζόταν ως ανώτερος των λοιπών βασιλέων, συνήθως όμως η θέση αυτή δε συνεπαγόταν
άμεση επιρροή. Το παράλληλο δίκτυο της συγκεντρωτικής λατινικής Εκκλησίας λειτουργούσε και
συμπληρωματικά (ως μία στρατιωτική-ιερατική διαρχία) και ανταγωνιστικά, αφού οι πάπες όχι μόνο
δε δέχονταν βασιλική ανάμιξη στα εκκλησιαστικά, αλλά αξίωναν υπεροχή και στην κοσμική
σφαίρα. Στο απόγειο της, επί Ιννοκεντίου Γ’ (1198-1216) η παποσύνη ασκούσε άμεσο φεουδαλικό

4
έλεγχο επί μεγάλου μέρους της Ευρώπης: ο εν λόγω πάπας καθαίρεσε τον βασιλέα Ιωάννη
Ακτήμονα της Αγγλίας, για να τον ξαναδιορίσει αμέσως ως φόρου υποτελή. Η Εκκλησία
διατηρούσε δομές οικονομικές, εκπαιδευτικές (πανεπιστήμια) και στρατιωτικές (μοναστικά τάγματα,
σταυροφορικά κράτη). Αντίθετα με την αυτοκρατορία της οποίας τα όρια ήταν πρακτικώς
καθορισμένα, έστω και στην πλέον διασταλτική θέαση τους, στη συντεταγμένη δυτική
Χριστιανοσύνη, η Αγία Έδρα ήταν οικουμενική και πανανθρώπινη.8

8
Carl Schmitt’s International Thought, σελ. 77-78.

5
Διαυτοκρατορικές σχέσεις και ανταγωνισμός χώρου
Βλέπουμε λοιπόν πως τα αυτοκρατορικά συστήματα υπερέβαιναν κατά πολύ τα εδαφικά όρια των
κρατών-πυρήνων τους, πολλώ δε συγκεκριμένους λαούς και έθνη. Η ακτινοβολία, σε μία εποχή
πριν την αυγή των ιδεολογιών κατά τη σύγχρονη έννοια, συνδεόταν με τη θρησκεία. Το άριστο
μέσον επέκτασης επιρροής και ενσωμάτωσης λαών και περιοχών στην εκάστοτε «οικουμένη» ήταν
η ιεραποστολή. Ανάλογα με ποιας Εκκλησίας οι κήρυκες ευαγγέλιζαν το τάδε έθνος, έφερναν τις
αντίστοιχες πολιτικές δομές, γλώσσα, πολιτιστική κληρονομιά κ.α.

Κάθε imperium-Reich προσπαθούσε να καθορίσει το Großraum, ως σφαίρα αποκλειστικής επιρροής


και επιβολής του συστήματος πολιτικής ιεραρχίας του. Παράλληλα προσπαθούσε να αποκρούσει τις
διεισδύσεις του αντιζήλου στη ζώνη του «εγγύς εξωτερικού» του (για να χρησιμοποιήσουμε τον
μετασοβιετικό όρο). Τα γεωπολιτικά και θρησκευτικά όρια του Μείζονος χώρου εν πολλοίς
ταυτίζονταν, αφού όπου υπερείχε πολιτικά η μία αυτοκρατορία επέβαλε την Εκκλησία της, και όπου
επικρατούσε η μία Εκκλησία καλλιεργούσε στενούς πολιτικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με την
αντίστοιχη αυτοκρατορία. Γενικά ο χώρος της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας (κατά το δημοφιλή όρο
του Dimitri Obolensky) ήταν η ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, ο Καύκασος και η Μέση
Ανατολή. Η βόρεια και δυτική Ευρώπη υπάγονταν στο δυτικό σύστημα, την Χριστιανική Πολιτεία
(respublica Christiana). Ενδιαμέσως, στις περιφέρειες μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών (εν πολλοίς,
κεντρική και νότια Ευρώπη) η δικαιοδοσία και η πολιτικο-θρησκευτική υπεροχή έγινε αντικείμενο
μακροχρονίων και σκληρών αντιμαχιών μεταξύ τους.

Α. Από την πτώση στην ανασύσταση της Δυτικής Ρώμης

Τους πρώτους αιώνες μετά την πτώση της δυτικής Ρώμης (476) δεν υπήρχε εναλλακτικό
αυτοκρατορικό και κοσμοθεωρητικό σύστημα σε σχέση με αυτό της Κωνσταντινούπολης.
Μολονότι ουσιαστικώς ανεξάρτητοι, οι Γερμανοί βασιλείς αναγνώριζαν ως ανώτατη αρχή τους τον
ανατολικό αυτοκράτορα, έκοβαν νόμισμα με τη μορφή του και εξέδιδαν νόμους στο όνομα του.
Εκείνος με τη σειρά του τους απένειμε αυλικούς τίτλους (κλασσική τακτική που θα συνεχιστεί μέχρι

6
το τέλος της Βυζαντινής ιστορίας) και τους ονόμαζε αντιβασιλείς του. Η τυπική αυτή βυζαντινή
επικυριαρχία αποτέλεσε το πρόσχημα για την εξαπόλυση των αναστηλωτικών εκστρατειών από τον
Ιουστινιανό (527-565), καθώς οι πολιτικές ανατροπές στα βασίλεια των Βανδάλων της Αφρικής και
των Οστρογότθων της Ιταλίας θεωρήθηκε πως προσέβαλαν τους εκλεκτούς της
Κωνσταντινουπόλεως ηγεμόνες και συνεπώς την αυτοκρατορική τάξη. Οι πόλεμοι αυτοί οδήγησαν
στην πρόσκαιρη ανακατάληψη της δυτικής Μεσογείου (Ιταλία, βορειοδυτική Αφρική, νότια Ισπανία
και νήσοι) και την επαναφορά της πρεσβυτέρας Ρώμης σε ρωμαϊκά χέρια.

Εκείνη την εποχή η παποσύνη τίθεται υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκράτορα. Οι ζώνες
δικαιοδοσίας μεταξύ πατριαρχείων παραμένουν διακριτές και, παρ' ότι η Αγία Έδρα ήδη από τότε
διεκήρυττε την ανωτερότητα και οικουμενικότητα της έναντι των αδελφών της, δεν είχε ούτε την
ισχύ ούτε τη θεολογική-ιδεολογική τεκμηρίωση να τη διεκδικήσει στο βαθμό που έκανε πολύ
αργότερα. Εκείνη την εποχή ακόμη τα όρια των Εκκλησιών δε συνεπάγονταν όρια διαφορετικών ή
ανταγωνιστικών πολιτικών χώρων ούτε πολιτισμών. Υπό την παπική ποιμαντορική βακτηρία δε
βρισκόταν μόνο η λατινική και γερμανική Δύση, αλλά και η Ελλάδα και τα δυτικά Βαλκάνια. Το
ελληνικό στοιχείο της νοτίου Ιταλίας και της ίδιας της Ρώμης ήταν ακμαίο, ενώ οι περισσότεροι
πάπες της περιόδου ήταν ελληνόφωνοι ή ελληνομαθείς. Η θεολογική διαφοροποίηση, τέλος, είχε
ελάχιστα διευρυνθεί τότε.

Η βυζαντινή επάνοδος στη Δύση δεν έμελε να μακροημερεύσει. Οι πιεστικές ανάγκες, των
αβαροσλαβικών εισβολών στα Βαλκάνια και των περσικών και αραβικών πολέμων στην ανατολή
απορρόφησαν το σύνολο της οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος της Κωνσταντινουπόλεως. Στην
Ιταλία η γερμανική φυλή των Λογγοβάρδων εισέβαλε και κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της
χερσονήσου (568), αφήνοντας υπό αυτοκρατορικό έλεγχο μόνο το νότο και κάποιες μεγάλες πόλεις
στα κεντρικά, όπως η Ρώμη. Σαν να μην ήταν αρκετά δυσχερής η κατάσταση, το 726 στην ανατολή
ξέσπασε η θρησκευτική κρίση της Εικονομαχίας. Η κίνηση αυτή, καρπός των θεολογικών
αντιλήψεων και πολιτικών υπολογισμών των Ισαύρων αυτοκρατόρων, αποξένωσε απόλυτα την (ήδη
αγανακτισμένη από τη βυζαντινή κακοδιοίκηση και τις άκομψες επεμβάσεις στα εσωτερικά της)
παπική έδρα και τις παραμελημένες δυτικές επαρχίες. Σε αντίποινα για την αντίδραση των παπών
Γρηγορίου Β' και Γ', οι οποίοι υποκίνησαν εξεγέρσεις στον ελλαδικό χώρο κατά της εικονομαχικής
διοίκησης, ο αυτοκράτορας Λέων Γ' απέσπασε τις επαρχίες του Ιλλυρικού από την εκκλησιαστική
δικαιοδοσία της Ρώμης (740).

Αυτές οι εξελίξεις οδήγησαν στην τελική πολιτική χειραφέτηση της παποσύνης από το βυζαντινό
κράτος. Υπό την ασφυκτική πίεση των Λογγοβάρδων ο πάπας Στέφανος Β' κατέφυγε στη βοήθεια
των Φράγκων (752). Ο βασιλεύς Πεπίνος και ύστερα ο γιος του Καρλομάγνος συνέτριψαν τους
εχθρούς του πάπα και του παρέδωσαν τις ανακτηθείσες βυζαντινές επαρχίες του Λατίου και της
Πενταπόλεως ως δικό του, αυτόνομο κράτος. Η ανερχόμενη φραγκική αυτοκρατορία, έχοντας
κυριαρχήσει σε μεγάλα τμήματα της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης, προκάλεσε τη βυζαντινή
κοσμοθεωρία κηρύσσοντας εαυτόν διάδοχο της δυτικής Ρώμης, με τη στέψη του Καρλομάγνου ως
αυγούστου τα Χριστούγεννα του έτους 800, από τον πάπα Λέοντα Γ'. Πλέον είχε δημιουργηθεί ένα
ανταγωνιστικό και εναλλακτικό Reich με το δικό του Großraum, όχι μόνο αμφισβητώντας τη
νομιμοποίηση και την ταυτότητα των ανατολικών αλλά και ανατρέποντας το πολιτικοστρατιωτικό
καθεστώς της Ιταλίας, μήτρας της ρωμαϊκότητος. Τα επόμενα χρόνια οι βυζαντινές κτήσεις εκεί θα
περιοριστούν στον απώτατο νότο (παλαιά Μεγάλη Ελλάς-Απουλία, Καλαβρία), ενώ οι Φράγκοι θα
καταστρέψου τη Βενετία και τις δαλματικές ακτές. Την πρώτη αυτή περίοδο ανταγωνισμού των δύο
αυτοκρατοριών (752-814), ο διαφιλονικούμενος χώρος ορίζεται στην περιοχή Ιταλίας-
βορειοδυτικών Βαλκανίων. Σε θρησκευτικό επίπεδο η φραγκική κάθοδος στη Ρώμη θα οδηγήσει
στη διακοπή επικοινωνίας μεταξύ ελληνικών και λατινικής Εκκλησίας, στη λήθη της γλώσσας της
μίας πλευράς από την άλλη και τη θεολογική απομάκρυνση. Σε αντίδραση στη βυζαντινή κυριαρχία

7
αλλά και ως εγγύηση απέναντι στη νέα, φραγκική, η παποσύνη ανέπτυξε μία πολιτική θεολογία
(βασισμένη σε φαλκιδεύσεις όπως η Κωνσταντίνειος Δωρεά και οι Ψευδοϊσιδώρειες Διατάξεις)
ανεξαρτησίας αλλά και υπεροχής της Εκκλησίας απέναντι στη βασιλική εξουσία. Εκεί ξεκινά η
διαρχία του δυτικού Reich.

Β. Γεωπολιτική της ιεραποστολής

Τον 9ο αιώνα η επέκταση του χριστιανισμού προς τα βορειοανατολικά των παλαιών ρωμαϊκών
συνόρων άνοιξε νέα πεδία πολιτικής και πολιτισμικής διείσδυσης για το Βυζάντιο και τους Φραγκο-
λατίνους. Υπό τη δραστήρια ηγεσία του Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου, η Βυζαντινή Εκκλησία
έστειλε ιεραποστολές στις σλαβικές χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, συγχρόνως με
αντίστοιχα εγχειρήματα της Ρώμης. Οι ευαγγελικές δραστηριότητες συνέπεσαν με τη σοβαρή κρίση
μεταξύ παποσύνης και οικουμενικού πατριαρχείου (Φωτειανό σχίσμα) με αίτια τόσο πολιτικά όσο
και δογματικά. Αυτό όξυνε τον ανταγωνισμό και δηλητηρίασε τις εκκλησιαστικές σχέσεις. Να
σημειωθεί ότι μέχρι τότε η ρήξη αφορούσε τις δύο αυτοκρατορίες και όχι τις Εκκλησίες τους. Η
σθεναρή στάση της Αγίας Έδρας κατά της Εικονομαχίας την είχε κάνει προμαχώνα της Ορθοδοξίας
έναντι των αυτοκρατορικών πιέσεων, κερδίζοντας έτσι μεγάλο σεβασμό στην ανατολή. Ταυτόχρονα
η παποσύνη ανθίστατο ακόμη στις φραγκικές θεολογικές πιέσεις, με τον πάπα Λέοντα Γ’ να αντιδρά
στην καινοτομία του filioque («και εκ του Υιού» εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) τοποθετώντας
αργυρές πλάκες με το παλαιό Σύμβολο της; Πίστεως έξω από τον Άγιο Πέτρο.

Η περίοδος 860-870 υπήρξε καθοριστική για το θρησκευτικό και πολιτισμικό μέλλον της Ευρώπης,
αφού αναλόγως με το που επικράτησε ο ελληνικός ή ο λατινικός κλήρος, εκεί χαράχθηκαν τα
σύνορα του δυτικοευρωπαϊκού και ανατολικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι αποστολικοί

8
ανταγωνισμοί είχαν καίρια σημασία, καθώς η επικράτηση σε αυτούς επιβεβαίωνε το καθεστώς μίας
περιοχής ως τμήμα εκάστου αυτοκρατορικού κοσμοσυστήματος: βασικό χαρακτηριστικό του
Großraum είναι η ύπαρξη μίας επικρατούσας και αποκλειστικής πολιτικής ιδέας, ενώ βασική
ιδιότητα του Reichείναι η ικανότητα αποκλειστικής ηγεμονίας και ιδεολογικής προβολής στο
Μείζονα χώρο του.

Οι Σλάβοι της Μεγάλης Μοραβίας και της Παννονίας είχαν αρχικά δεχθεί το χριστιανισμό από τους
δυτικούς, όμως ο βασιλεύς Ραστισλάβος προσέγγισε τους Βυζαντινούς, ευελπιστώντας πως
εξαρτώντας την τοπική Εκκλησία από την Κωνσταντινούπολη θα ενέτεινε την πολιτική του
αυτονομία. Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί Κωνσταντίνος-Κύριλλος και Μεθόδιος έφθασαν στην
περιοχή (863) φέρνοντας μαζί τους ένα νέο αλφάβητο, το γλαγολιτικό, και τα ιερά κείμενα
μεταφρασμένα στη σλαβονική γλώσσα. Παρ’ ότι η παποσύνη είδε τουςιεραποστόλους με
συμπάθεια, η φραγκική ιεραρχία αντέδρασε πολύ έντονα, καθώς η περιοχή ανήκε στην
αρχιεπισκοπή του Σαλτσβούργου. Μετά το θάνατο του Μεθοδίου (885) η παπική στάση άλλαξε, με
τους Φράγκους να διώχνουν τους μαθητές του και να απαγορεύουν τη βυζαντινή λειτουργία και τη
σλαβονική γλώσσα.

Αντίστοιχη διαδικασία εκλατινισμού έγινε, τους επομένους δύο αιώνες, στην Κροατία.
Ευρισκόμενη στο ενδιάμεσο μεταξύ βυζαντινών Βαλκανίων και φραγκο-γερμανικής κεντρικής
Ευρώπης, η Κροατία δέχθηκε θρησκευτικά και πολιτιστικά ερεθίσματα από αμφότερες τις
αυτοκρατορίες. Η πρώτη επαφή έγινε την εποχή του Ηρακλείου (7ος αι.) από Βυζαντινούς. Η
μεγαλύτερη εγγύτητα όμως των δυτικών (σε μια εποχή που το Βυζάντιο διεξήγαγε αγώνα για τον
έλεγχο των ευρωπαϊκών του επαρχιών) και η ακόλουθη κατοχή της περιοχής από την Ουγγαρία
οδήγησε στη σταδιακή επικράτηση της λατινικής γλώσσας και λειτουργίας. Η δε Ουγγαρία είχε,
στα μέσα του 10ου αιώνος, επίσης δεχθεί ιεραποστόλους πρώτα από το Βυζάντιο, με αποτέλεσμα τη
βάπτιση ορισμένων ηγεμόνων. Στο μεταίχμιο όμως της νέας χιλιετίας οι βασιλείς Γέζα και
Στέφανος στράφηκαν προς τη δύση, οδηγώντας στη σταθερή επικράτηση της λατινικής Εκκλησίας
στην κεντρική Ευρώπη.

Νοτίως της Κροατίας, η Σερβία είχε και εκείνη τον 7ο αιώνα γνωρίσει το χριστιανισμό αλλά από την
πλευρά της Ρώμης. Η πρώτη εκείνη αποστολική προσπάθεια δεν είχε μακροπρόθεσμα
αποτελέσματα, και έτσι το 869-870 τον ευαγγελισμό επανέλαβαν ο Κωνσταντίνος και ο Μεθόδιος.
Λίγο νωρίτερα (864) το Βυζάντιο είχε επιτύχει τη βάπτιση του βασιλέως των Βουλγάρων, Βόριδος,
με το όνομα Μιχαήλ, υπό την πνευματική πατρότητα του ομωνύμου αυτοκράτορος (Μιχαήλ Γ’ ο
Μέθυσος, 842-867). Ο έλεγχος όμως των θρησκευτικών δομών από ελληνικό κλήρο που
λειτουργούσε στην ελληνική γλώσσα δημιούργησε στους Βουλγάρους φόβο για την απώλεια της
ανεξαρτησίας και της ταυτότητος τους. Ο Βόρις έστειλε πρεσβείες στη Ρώμη και προσκάλεσε
παπικούς ιεραποστόλους. Η απόπειρα αυτή εξόργισε τον πατριάρχη Φώτιο και συνάντησε άμεση
απάντηση από τον αυτοκράτορα. Υπό την πίεση στρατιωτικού αποκλεισμού ο Βόρις ανέκρουσε
πρύμναν. Σε σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (869-870) η Βουλγαρική Εκκλησία
εξασφάλισε την αυτονομία της, υπό βυζαντινή όμως επιρροή.

Ο αποστολικός ανταγωνισμός έληξε με τις Εκκλησίες σοβαρά ψυχραμένες η μία απέναντι στην άλλη
και την κεντρική και ανατολική Ευρώπη διανεμημένες σε ζώνες επιρροής. Έτσι, ύστερα από τις
εξελίξεις του 9-10ου αιώνος, το Βυζάντιο κέρδισε τη Βουλγαρία και τη Σερβία, ενώ η παποσύνη τη
Μοραβία, την Ουγγαρία και την Κροατία. Σε περιοχές όπου λόγω γεωγραφίας δεν υπήρχε ισχυρή
παρουσία της άλλης πλευράς, η Κωνσταντινούπολη ευαγγέλισε τη Ρωσίακαι η Ρώμη την Πολωνία.

9
Γ. Η πρόκληση της Γερμανικής αυτοκρατορίας

Τον9οαιώνα η Καρολίγγειος αυτοκρατορία διασπάστηκε, ακολουθώντας το παραδοσιακό φραγκικό


δίκαιο που ήθελε την πατρική περιουσία να κατανέμεται εξ ίσου στους υιούς. Έτσι, ο διάδοχος του
Καρλομάγνου Λουδοβίκος Α’ ο Ευσεβείς μοίρασε το κράτος του δια τρία, σε ισάριθμα τέκνα του
(συνθήκη του Βερντέν, 843). Ο Λουδοβίκος ο Γερμανός πήρε τα ανατολικά εδάφη, αντιστοιχώντας
περίπου στο σημερινό χώρο της Γερμανίας (Ανατολική Φραγκία), ο Κάρολος ο Φαλακρός τη
Γαλατία, σχηματίζοντας τη βάση του μελλοντικού γαλλικού βασιλείου (Δυτική Φραγκία) και ο
πρεσβύτερος Λοθάριος Α’ τον ενδιάμεσο χώρο, μία επιμήκη και στενή λωρίδα γης από τη Βόρεια
θάλασσα μέχρι την κεντρική Ιταλία, κατά μήκος του Ρήνου (Μέση Φραγκία), μαζί με τον
αυτοκρατορικό τίτλο. Το εύθραυστο και εδαφικώς ασυνάρτητο της Μέσης Φραγκίας φάνηκε πολύ
σύντομα, καθώς στους ακολούθους εμφυλίους πολέμους διαμελίστηκε επανειλημμένα και απέμεινε
μόνο το ιταλικό τμήμα της. Ο 9ος αιώνας υπήρξε εποχή κρίσης, με την κεντρική εξουσία να
εξασθενεί και να ενισχύονται οι τοπικοί άρχοντες έναντι των βασιλέων. Εκεί εντοπίζεται η
εδραίωση του φεουδαλικού φαινομένου, το οποίο θα διαμορφώσει καθοριστικά τις δυτικές
μεσαιωνικές κοινωνίες επί αιώνες. Στην πολιτική αποσύνθεση ήρθαν να προστεθούν σοβαρές
εξωτερικές απειλές, όπως οι επιδρομές των Βίκινγκς από το βορρά και των Μαγυάρων από την
ανατολή. Ο τελευταίος ανατολικός βασιλιάς της Καρολιγγείου γραμμής, ο Λουδοβίκος ο Παις,
πέθανε το 911 και οι Γερμανοί ευγενείς εξέλεξαν νέο ηγεμονικό οίκο, τους Οθωνίδες. Ο
αυτοκρατορικός τίτλος, έχοντας απομείνει στους Φράγκους βασιλείς της Ιταλίας, εξέλιπε το 924.

Από τους Οθωνίδες της Γερμανίας προέκυψε η ανασύσταση της Καρολιγγείου αυτοκρατορίας και η
δεύτερη διεκδίκηση της ρωμαϊκής οικουμενικότητος. Υπό τον Ερρίκο τον Ορνιθοκυνηγό (919-936)
και τον Όθωνα (936-973) αποκαταστάθηκε ένα κάποιο είδος συγκεντρωτικής εξουσίας στις
ανατολικές και κεντρικές μετακαρολίγγειες περιοχές. Το 951 ο Όθων νυμφεύθηκε την βασίλισσα
Αδελαΐδα και με τον τρόπο αυτό κέρδισε τον έλεγχο της Ιταλίας, ενώ το 955 συνέτριψε τους
Μαγυάρους. Το 962 στη Ρώμη στέφθηκε από τον πάπα αυτοκράτορας. Η ημερομηνία αυτή
θεωρείται ορόσημο για την ευρωπαϊκή ιστορία, ως αφετηρία της μελλοντικής Αγίας Ρωμαϊκής

10
αυτοκρατορίας-του Α’ Γερμανικού Reich. Η ανησυχητική γερμανική κάθοδος στην Ιταλία και η
οικειοποίηση του αυτοκρατορικού τίτλου προκάλεσε τριβές με το Βυζάντιο, το οποίο μέχρι πρότινος
είχε εξαιρετικές σχέσεις με τους Ανατολικούς Φράγκους και τον Όθωνα. Ύστερα από μακρά
απουσία, στα τέλη του 9ου αιώνος οι Βυζαντινοί είχαν επιστρέψει στον ιταλικό νότο, εκδιώκοντας
τους Άραβες πειρατές και πειθαναγκάζοντας την υποταγή των εντοπίων αρχόντων. Η μεταστροφή
της υποτελείας ορισμένων λομβαρδικών πριγκιπάτων από το Βυζάντιο στους Γερμανούς συνιστούσε
παραβίαση της βυζαντινής αποκλειστικής πολιτικής σφαίρας και ευθεία απειλή. Ο Όθων έστειλε
πρεσβείες στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Λιουτπράνδο της Κρεμόνος, συγχρόνως όμως εισέβαλε
στις βυζαντινές κτήσεις της κάτω Ιταλίας. Η εξέλιξη αυτή εξόργισε τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’
Φωκά ο οποίος, με την αυτοπεποίθηση που του έδινε η ισχυρότατη κατάσταση του βυζαντινού
κράτους, η αίγλη του νικητή των Σαρακηνών και η νομιμότητα του κωνσταντινείου στέμματος,
απέρριψε κάθε σκέψη για διαπραγματεύσεις και βασιλικό συνοικέσιο, πολλώ δε για την αναγνώριση
του Όθωνος ως kaizer. Με την ανατροπή του Νικηφόρου το 969 από τον Ιωάννη Α’ Τσιμισκή, ο
νέος αυτοκράτορας επεδίωξε την εξομάλυνση των σχέσεων με τους Γερμανούς. Η βυζαντινή
βασιλοπούλα Θεοφανώ νυμφεύθηκε το γιο του Όθωνος, Όθωνα Β’, και έγινε ανακατανομή των
χώρων επιρροής στην Ιταλία: το Βυζάντιο διατήρησε τα θέματα Καλαβρίας και Απουλίας μαζί με
την επικυριαρχία της Δημοκρατίας του Αμάλφι και του δουκάτου της Νεαπόλεως, ενώ το
Μπενεβέντο, η Καπούα και το Σαλέρνο αναγνωρίστηκαν ως δορυφόροι της Γερμανίας.

Δ. Το Σχίσμα και οι Σταυροφορίες

Η κρίσιμη περίοδος 11-13ου αιώνος θα σηματοδοτήσει κοσμοϊστορικές αλλαγές για τη μεσαιωνική


Ευρώπη και Μέση Ανατολή. Για το αντικείμενο της μελέτης, από αυτές θα ξεχωρίσει η άνοδος και
επέκταση της δυτικής Χριστιανοσύνης, εξελίξεις που οδήγησαν στην παραβίαση του βυζαντινού

11
Großraum και στη συνέχεια την κατάλυση του ίδιου του βυζαντινού Reich. Βασικά σημεία
αναφοράς της περιόδου ήταν το μεγάλο Σχίσμα των Εκκλησιών (1054), η μάχη του Ματζικέρτ
(1071) και οι τέσσερις πρώτες Σταυροφορίες (1095-1204).

Στην περίοδο αυτή η προς ανατολάς εξάπλωση των δυτικών θα φέρει τη σύγκρουση στον πυρήνα
του ανατολικομεσογειακού χώρου, όμως η αφορμή των τριβών αλλά και μεγάλο μέρος αυτών θα
λάβει χώρα στην Ιταλία. Η έξωση του Βυζαντίου από την ιταλική χερσόνησο, κάτι που ισοδυναμεί
με δραματική μείωση της επιρροής του στην παποσύνη και της δυνατότητας προβολής ισχύος στη
δυτική Ευρώπη/Μεσόγειο, δίνει πλέον το ελεύθερο σε ανερχόμενες δυτικές δυνάμεις να απειλήσουν
την αυτοκρατορία στην ενδοχώρα της. Αυτή η αυτοκρατορική υποχώρηση θα ανοίξει την
ανατολική Μεσόγειο στα ιταλικά, νορμανδικά, γαλλικά και γερμανικά συμφέροντα, ενώ σε
συνδυασμό με την ταυτόχρονη βυζαντινή παρακμή και τουρκική προέλαση, θα οδηγήσει σε ραγδαία
ανατροπή της ισορροπίας ισχύος. Η παρακμή αυτή, οικονομική, κοινωνική και στρατιωτική, είχε
αρχίσει τουλάχιστον από το 1025-1030, όμως η διατήρηση της εξωτερικής ασφάλειας έδινε στο
Βυζάντιο μία ψευδή εικόνα αίγλης και ισχύος.

Τη δεκαετία του 1050 οι Νορμανδοί μισθοφόροι της Ιταλίας είχαν εξεγερθεί κατά των Βυζαντινών,
Λομβαρδών και Αράβων κυρίων τους, καταλαμβάνοντας πόλεις και ιδρύοντας, υπό την ηγεσία του
Ροβέρτου Γυισκάρδου, δική τους ηγεμονία. Η νορμανδική απειλή έφερε σε συνεννόηση τη
βυζαντινή πλευρά με την παποσύνη, όμως οι εντεινόμενες θεολογικές διαμάχες (π.χ. η επιβολή
αζύμων άρτων στις ελληνικές ενορίες της Ιταλίας από τους Νορμανδούς) εμπόδιζαν τη σύναψη
σταθερής συμμαχίας. Μία λατινική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη το 1054 όχι μόνο δεν
εξομάλυνε τις διμερείς σχέσεις, αλλά αντίθετα οδήγησε σε αμοιβαίους αφορισμούς και στο οριστικό
Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Η ρήξη αυτή, προκληθείσα σε μεγάλο βαθμό από την
αδιαλλαξία και κακότροπη συμπεριφορά των διαπραγματευομένων, αποδείχθηκε καίρια σε
θρησκευτικό επίπεδο, όμως εκείνη την εποχή πέρασε σχεδόν απαρατήρητη: ήταν τα γεγονότα της
επόμενης εκατοπεντηκονταετίας που διέλυσαν τη χριστιανική ενότητα. Σε πιο άμεσες συνέπειες,
χωρίς συμμαχία ο πάπας ήρθε σε συμβιβασμό με τους Νορμανδούς, οι οποίοι με τη σειρά τους
κατέλαβαν την τελευταία βυζαντινή κτήση στην Ιταλία, τη Βάρη, το 1071. Το νέο νορμανδικό
βασίλειο των Δύο Σικελιών, παρ’ ότι γρήγορα εκβυζαντινίστηκε πολιτιστικά, υπήρξε για έναν αιώνα
θανάσιμος αντίπαλος της Κωνσταντινουπόλεως, με τελικό στόχο τίποτε λιγότερο από την άλωση της
και την υφαρπαγή του αυτοκρατορικού θρόνου. Από την άλλη οι Νορμανδοί στάθηκαν μόνιμος
ανταγωνιστής των Γερμανών στο παίγνιο της ιταλικής κυριαρχίας, ωθώντας τους τελευταίους σε
συχνή συνεργασία με το Βυζάντιο.

Εκείνη η χρονολογία υπήρξε ιδιαίτερα μελανή για τη βυζαντινή ιστορία, αφού εκτός από την πτώση
της Ιταλίας έφερε και την κατάρρευση της Μικράς Ασίας. Ύστερα από χρόνια επιδρομών στα
ανατολικά σύνορα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι συνέτριψαν τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη στο
Ματζικέρτ. Για τα επόμενα δύσκολα χρόνια, κατασπαρασσόμενο από εμφυλίους πολέμους και
εχθρικές επιδρομές, το Βυζάντιο έχασε ολόκληρη σχεδόν τη χερσόνησο, απώλεια που δεν είχε
καταφέρει να προκαλέσει ούτε το αραβικό Χαλιφάτο στην ακμή του. Τη δυναστεία των Δουκών
ανέτρεψε ο Αλέξιος Κομνηνός (1081-1118), εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας,
εγκαινιάζοντας μία μεγάλη αναστηλωτική προσπάθεια και την τελευταία περίοδο βυζαντινής ισχύος.
Την πρώτη δεκαετία της βασιλείας του ο νέος αυτοκράτορας απέκρουσε με μεγάλη δυσκολία τη
νορμανδική εισβολή στην Ελλάδα, όπως και τις επιδρομές των τουρκογενών νομάδων στα
Βαλκάνια. Η αμετάκλητη παρακμή του βυζαντινού στόλου οδήγησε στην παραχώρηση προνομίων
στη Βενετία με αντάλλαγμα τη διάθεση του δικού της, συμφωνία που αποδείχθηκε καταλύτης της
οικονομικής αποικιοποίησης του Βυζαντίου. Η αδυναμία του Αλεξίου να εξαπολύσει μεγάλης
κλίμακας αντεπίθεση τη Μικρά Ασία τον έκανε να στραφεί προς τη Δύση για βοήθεια.

12
Παρ’ ότι την περίοδο εκείνη η παποσύνη βρισκόταν σε σκληρό αγώνα με τη Γερμανική
αυτοκρατορία σχετικά με την Έριδα της Περιβολής (πρωτεία κοσμικής ή εκκλησιαστικής εξουσίας,
πολύ συνοπτικά), ενδιαφέρθηκε έντονα για τη βυζαντινή υπόθεση. Η τουρκική προέλαση στη Μέση
Ανατολή και τη Μικρά Ασία είχε συνοδευτεί από εκτεταμένες σφαγές και εκτοπίσεις πληθυσμών,
ενώ διέκοψε το εξαιρετικά δημοφιλές στην Εσπερία προσκύνημα των Ιεροσολύμων. Ο πάπας
Γρηγόριος Ζ’ είχε το 1077 υποσχεθεί στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα να ηγηθεί προσωπικά
πολυπληθούς στρατιάς για την ανάκτηση της Μικράς Ασίας, με την Έριδα όμως να μαίνεται και τον
ποντίφικα να εγκαταλείπει επανειλημμένα τη Ρώμη καταδιωκόμενος, το σχέδιο έμεινε στα χαρτιά.
Ο πάπας Ουρβανός Β’ συνήψε στενές σχέσεις με τον Αλέξιο Α’ Κομνηνό, ήρε τον αφορισμό του και
δέχθηκε θερμά τις κλήσεις του για στρατιωτική συνδρομή.

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή. Στη Σύνοδο του Κλερμόν-Φεράν της Γαλλίας το 1095, ο
πάπας Ουρβανός διεκτραγώδησε τα δεινά των Βυζαντινών και των προσκυνητών της Μέσης
Ανατολής στους συγκεντρωμένους επισκόπους και ιππότες, τόνισε το αδιανόητο να βρίσκεται η
Αγία Πόλη Ιερουσαλήμ στα χέρια των απίστων και κήρυξε τις περίφημες Σταυροφορίες. Ήταν η
πρώτη φορά που η Δυτική Χριστιανοσύνη ως σύνολο ξεκινούσε μία οργανωμένη προσπάθεια, ως
στρατευμένο ενιαίο σύνολο, κατά των συλλογικών εχθρών της. Αυτό καθίσταται διπλά
αξιοσημείωτο αν ληφθεί υπ’ όψιν πως την πρωτοβουλία την πήρε η ίδια η παποσύνη (ένδειξη της
υπεροχής της σε αυτήν τη φάση της Έριδος της Περιβολής) και πως οι βασικοί δρώντες ήταν
διάφοροι και απόκεντροι ηγεμόνες, όχι ο Γερμανός αυτοκράτορας.

Εντελώς συνοπτικά η Σταυροφορία των Βαρώνων διέσχισε τη Βυζαντινή επικράτεια και κατέληξε
στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αλέξιος χρησιμοποίησε το δυτικό πολιτικό πλαίσιο για να
εξασφαλίσει έστω τον έμμεσο έλεγχο της. Καθώς με τη μακρινή αποδημία τους θεωρήθηκε πως οι
φεουδάρχες είχαν απεξαρτηθεί από την υποτέλεια στον αφέντη τους, και ήταν ο αυτοκράτορας της
ανατολής που όχι μόνο τους είχε προσκαλέσει αλλά και γενικά αξίωνε επικυριαρχία στο χώρο αυτό,
ο Αλέξιος ζήτησε (και έλαβε από τους πιο πολλούς) όρκο πίστεως από τους Σταυροφόρους. Μεταξύ
άλλων οι τελευταίοι υποσχέθηκαν την απόδοση την αυτοκρατορία των χαμένων από τους
μουσουλμάνους εδαφών της. Με τη συμφωνία αυτή φάνηκε το Βυζαντινό σύστημα να ελίσσεται
υπό την απρόσμενη εισαγωγή δυτικών δυνάμεων στο Μείζονα χώρο του, εντάσσοντας τις στο δικό
του πλέγματος ιεραρχίας και επικυριαρχίας. Στην πράξη όμως μία σειρά παρεξηγήσεων και ερίδων
διέλυσε την αρχική συνεργασία Βυζαντινών και Σταυροφόρων (που είχε οδηγήσει στην εκπόρθηση
της Νικαίας και την ανάκτηση της δυτικής Μικράς Ασίας για τους πρώτους): τα λατινικά κράτη που
ιδρύθηκαν στις μεσογειακές ακτές της Μέσης Ανατολής ύστερα από την επιτυχία της εκστρατείας
(1099)μόνο τυπικά αναγνώρισαν τη βυζαντινή υπεροχή, και αυτό όχι πάντοτε. Υπήρξαν κράτη πιο
πιστά (Τρίπολη, Ιερουσαλήμ) από άλλα (Αντιόχεια), όμως γενικά τόσο ο Αλέξιος όσο και οι
διάδοχοι του Ιωάννης Β’ (1118-1143) και Μανουήλ Α’ (1143-1180) χρειάστηκε επανειλημμένα να
καταφύγουν σε εκβιασμούς και ευθεία στρατιωτική δράση για να στερεώσουν την εκεί εξουσία
τους.

Εν τοις πράγμασι όχι μόνο τα Σταυροφορικά Κράτη δεν εντάχθηκαν στο βυζαντινό κόσμο, αλλά
δημιούργησαν αυτόνομο υποσύστημα εντός του και έδωσαν μόνιμο πάτημα επέμβασης στις δυτικές
οικουμενικές δομές. Το ελληνικό Reichδεν μπορούσε πλέον να επιβάλει αποκλειστική κυριαρχία
στο Großraum του, ούτε να εμποδίσει την ανάμιξη του αντιπάλου του στα βασικά θέματα της
άμεσης γεωπολιτικής «γειτονιάς» του.Ο αιώνας των Κομνηνών αυτοκρατόρων αναλώθηκε, πέραν
του σταθερού αγώνα ανάκτησης της Μικράς Ασίας, στην απόκρουση νορμανδικών και ουγγρικών
εισβολών, σε απέλπιδες απόπειρες αποτίναξης της εμπορικής κυριαρχίας της Βενετίας, ατέρμονες
έριδες με τους Φράγκους της Αντιοχείας και αποτυχημένες απόπειρες συνεννόησης με τη Γερμανική
αυτοκρατορία. Με την τελευταία το Βυζάντιο είχε κοινό συμφέρον την αντιμετώπιση των
Νορμανδών, όμως η αιωνόβια αντιπαράθεση για τη χρήση του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου,

13
μαζί με την τραυματική εμπειρία της Β’ Σταυροφορίας (1147-1149) εξανέμισε την όποια προοπτική
σύμπηξης σταθερής συμμαχίας. Η εκστρατεία του Μανουήλ για την ανάκτηση της Απουλίας από
τους Νορμανδούς (1155-1156) απέτυχε παταγωδώς, και έτσι για το υπόλοιπο της βασιλείας του
αρκέστηκε στη διπλωματική και οικονομική υποστήριξη των πόλεων της βορείου και κεντρικής
Ιταλίας (της παπικής Ρώμης συμπεριλαμβανομένης) κατά του Γερμανού αυτοκράτορος Φρειδερίκου
Βαρβαρόσσα. Η πολιτική αυτή οδήγησε στη σφοδρή ήττα του Φρειδερίκου στη μάχη του Λενιάνο
(1176). Τον επόμενο χρόνο όμως η συνθήκη της Βενετίας έδωσε τέλος στους ιταλικούς πολέμους
και συμφιλίωσε παποσύνη, Γερμανούς και Νορμανδούς. Η βασιλεία του Μανουήλ έληξε με τις
σχέσεις των δύο κόσμων στο χειρότερο δυνατό σημείο, παρά τις αρχικές του προθέσεις για
συμφιλίωση (η «λατινομανία» του αυτοκράτορος αυτού ήταν διαβόητη, με ενδεικτική την επιλογή
δύο δυτικών συζύγων) και τους ακολούθους του αγώνες για περιφερειακή ηγεμονία. Το 1180 βρήκε
το Βυζάντιο εξαντλημένο οικονομικά και χωρίς σταθερή ηγεσία.

Ε. Από την μία άλωση στην άλλη

Ο εκφυλισμός και η πτώση της δυναστείας των Κομνηνών σηματοδότησε το τέλος της βυζαντινής
δύναμης και την έκλειψη του ελληνικού και του ανατολικού χριστιανικού πολιτισμού ως αυτονόμου
ιστορικού πόλου πρώτης τάξεως. Με την παρακμή και διάλυση της αυτοκρατορίας τους
βασανιστικούς δύο αιώνες που ακολούθησαν, ήρθε η αποσύνθεση του βυζαντινού διεθνούς
συστήματος και η απορρόφηση ή κατάκτηση του από τους δυτικούς και μουσουλμάνους αντιπάλους
του.

Το 1182 η επικράτηση της αντιλατινικής παρατάξεως στην Κωνσταντινούπολη οδηγεί στη μαζική
σφαγή και εξανδραποδισμό δεκάδων χιλιάδων Ιταλών και άλλων Λατίνων παροίκων της. Λίγο
αργότερα ο τελευταίος των Κομνηνών, Ανδρόνικος Α’, θα ανατραπεί και κατακρεουργηθεί από τον
όχλο λόγω της ανικανότητος του να σταματήσει τη νορμανδική εισβολή, θύμα της οποίας είχε πέσει
η Θεσσαλονίκη. Η ανάρρηση στο θρόνο της δυναστείας των Αγγέλων (1185) θα ξεκινήσει με την
αποσόβηση του κινδύνου αυτού αλλά σχεδόν αμέσως θα ακολουθηθεί από ολική και πολύπλευρη
κρατική διάλυση. Η προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων στην ανατολή και η ανεξαρτητοποίηση
της Βουλγαρίας στο βορρά συνοδεύθηκαν από ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με τη Δύση. Την
περίοδο της Γ’ Σταυροφορίας (1189-1193) το Βυζάντιο για πρώτη φορά θα ταχθεί με τους

14
μουσουλμάνους αντί τους χριστιανούς. Η συμμαχία με το Σαλαδίνο όμως δεν θα αποφέρει κανένα
όφελος στην αυτοκρατορία, μόνο αποκρουστική εντύπωση στη Δύση και την αφορμή για την
κατάκτηση πρώτα από τους Άγγλους, ύστερα από τους Ναΐτες και εν τέλει από τους Γάλλους
Λουζινιάν, της Κύπρου.

Το Βυζάντιο αναστατώθηκε έτι μία φορά από δυναστικές διαμάχες, αυτή τη φορά όμως με πολύ
μεγαλύτερες διαμάχες από ό,τι μπορούσε να προβλέψει κανείς. Η ανατροπή του Ισαακίου Β’
Αγγέλου από τον Αλέξιο Γ’ οδήγησε αυτόν και το γιο του, επίσης Αλέξιο, στην εξορία. Στο
Δυρράχιο συνάντησαν το στόλο της Δ’ Σταυροφορίας (1202-1204), ήδη αφορισμένης από τον πάπα
Ιννοκέντιο για τη λεηλασία της δαλματικής πόλης Ζάρα. Με την υπόσχεση δυσθεωρήτου
χρηματικού ποσού, ένωσης των Εκκλησιών και σύμπραξης στη Σταυροφορία, οι Λατίνοι έπλευσαν
μαζί με τους εξορίστους για την Κωνσταντινούπολη, με στόχο την παλινόρθωση τους. Ο στόχος
επετεύχθη, αλλά ο νέος βασιλεύς Αλέξιος Δ’ δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του.
Οι μεγάλοι φόροι που επέβαλε προκάλεσαν εξέγερση, με αποτέλεσμα την ανατροπή του και τη
άνοδο του Αλεξίου Ε’ Δουκός Μουρτζούφλου, που επιχείρησε να αντισταθεί. Πρωτοστατούντων
των Βενετών και του δόγη των, Ερρίκου Δανδόλου, οι Σταυροφόροι αποφάσισαν να κατακτήσουν
και να διαμελίσουν την αυτοκρατορία (partitioRomaniae). Ακολούθησε η άλωση της
Κωνσταντιουπόλεως στις 13 Απριλίου 1204, με τις γνωστές μεγάλης κλίμακος καταστροφές, σφαγές
και λεηλασίες. Το καθεστώς που επέβαλαν οι νέοι αφέντες στα καπνίζοντα ερείπια της άλλοτε
Βασιλίσσης των Πόλεων αποδείχθηκε θνησιγενές, όμως ο ανατολικός κόσμος δεν θα ανέκαμπτε
ποτέ ξανά.

Οι αλλαγές που προκάλεσε η Δ’ Σταυροφορία υπήρξαν μεγάλης ιστορικής σημασίας, καθώς


ανέτρεψαν άρδην ολόκληρο το βυζαντινό σύστημα, οριστικοποίησε το θρησκευτικό και πολιτισμικό
σχίσμα και εγκαινίασε την αποικιοποίηση και περιφερειοποίηση του ελληνικού, βαλκανο-
ανατολικοευρωπαϊκού και ανατολικοχριστιανικού κόσμου. Η βυζαντινή αυτοκρατορία
κατακερματίστηκε ανεπανόρθωτα, ενώ η ισχύς της υπέστη τέτοιο πλήγμα που το δίκτυο
οικουμενικής επικυριαρχία της αποσυντέθηκε πλήρως. Τρία διάδοχα ρωμαϊκά κράτη ανέλαβαν να
περισώσουν ό,τι απέμενε και να διώξουν τους Φραγκο-ιταλούς από τον ελλαδικό χώρο. Οι
αυτοκρατορίες της Νικαίας και της Τραπεζούντος και το δεσποτάτο της Ηπείρου πίεσαν τα
σταυροφορικά κράτη και προκάλεσαν τη σχετικά σύντομη πτώση τους, ενώ ταυτοχρόνως
πολεμούσαν αναμεταξύ τους. Τον αγώνα για την κληρονομιά της αυτοκρατορικής ιδέας και την
ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως κέρδισε η Νίκαια το 1261, παλινορθώνοντας το Reichστο
κέντρο του.

Όταν όμως ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος εγκαθίστατο στη Βασιλεύουσα, πέριξ του βασιλείου του (που
πλέον περιελάμβανε τη δυτική Μικρά Ασία και τη βαλκανική λωρίδα γης μεταξύ Αίμου και Πίνδου
από τον Εύξεινο Πόντο ως την Αδριατική, μαζί με μερικά νησιά του Αιγαίου) απλωνόταν μια
χαώδης γεωπολιτική κατάσταση. Από το Δούναβη ως τον Ευφράτη, στον παραδοσιακό πυρήνα της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πολυάριθμες ηγεμονίες φράγκικες, ιταλικές, ελληνικές, αλβανικές,
σερβικές, βουλγαρικές και τουρκομανικές μάχονταν συναμεταξύ τους, σε έναν κυκεώνα που θύμιζε
τη ρωμαϊκή Δύση την εποχή της καταρρεύσεως. Η οικονομική και στρατιωτική ισχύς του
Βυζαντίου έβαινε μειούμενη, το ίδιο και η έκταση του, ακρωτηριασμένη κυρίως από την τουρκική
προέλαση προς το Αιγαίο και ύστερα πέρα από την Προποντίδα, στα Βαλκάνια. Εμφύλιες
συγκρούσεις και θρησκευτικές διαμάχες στέρησαν την απαραίτητη ενότητα από τους Βυζαντινούς.
Από την άλλη η καταστροφή της αυτοκρατορίας ως ισχυρού και ενιαίου πόλου του
ανατολικοχριστιανικού πολιτισμού είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση της Κοινοπολιτείας. Σε
ιδεολογικό και συναισθηματικό επίπεδο η Κωνσταντινούπολη παρέμενε θρύλος και ο αύγουστος της
αξιοσέβαστος, μέχρι το Βυζάντιο να πέσει οριστικά. Όμως πρακτικά τα έθνη που κάποτε
βρίσκονταν υπό την επιρροή του ανεξαρτητοποιούντο ή λοξοκοιτούσαν προς δυσμάς.

15
Βλαχοβούλγαροι και Σέρβοι κατέκλυσαν τις βυζαντινές κτήσεις της Μακεδονίας και διεκδίκησαν,
έστω προσωρινά, τον αυτοκρατορικό τίτλο. Συχνά στρέφονταν προς την παποσύνη για να
αναγνωριστεί το βασιλικό τους καθεστώς, όπως και η ανεξαρτησία των εκκλησιών τους.
Απεγνωσμένο μπροστά στην πλημμυρίδα των Οθωμανών Τούρκων, το Βυζάντιο προσέφερε δις,
στις συνόδους της Λυόν (1274) και της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439) την Εκκλησία του στη
Ρώμη, σε ενωτικά εγχειρήματα τα οποία όμως οδηγήθηκαν σε ναυάγιο από την κοινωνική
αντίδραση. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος επισκέφθηκε όλες τις βασιλικές αυλές της
Ευρώπης ως την Αγγλία για να ζητήσει βοήθεια, χωρίς να κερδίσει όμως τίποτα πέρα από
συμπάθεια. Στο ταξίδι της επιστροφής συνελήφθη στη Βενετία για χρέη. Οι κλήσεις της παποσύνης
(η οποία είχε χάσει μεγάλο μέρος της δύναμης της από την κρίση του 14ου αιώνος και την ανάπτυξη
πρωίμων συγκεντρωτικών βασιλείων-αντιβάρων στη υπερεθνική της επιρροή) για στήριξη του
Βυζαντίου οδήγησαν σε δύο αποτυχημένες Σταυροφορίες, στη Νικόπολη (1396) και τη Βάρνα
(1444). Το 1453 ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής κατέλαβε τη Κωνσταντινούπολη
και ο τελευταίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ’ έπεσε μαζί της.

Η Δ’ Σταυροφορία ουσιαστικά έκρινε την πάλη των δύο μετακωνσταντινείων συστημάτων, της
ανατολικής και της δυτικής αυτοκρατορίας. Παρ’ ότι η πτώση της πρώτης δεν προέκυψε από
απευθείας δράση της δεύτερης αλλά λοιπών παραγόντων του δυτικού συστήματος (προεξαρχούσης
της Βενετίας), η άλωση του 1204 άφησε ακέφαλο, διασπασμένο και υποταγμένο τον ελληνικό
ανατολικό κόσμο. Όλα αυτά το 13ο αιώνα, την εποχή που η Γερμανική αυτοκρατορία έφθανε στο
απόγειο της έκτασης και της ισχύος της και ο ευρύτερος δυτικός πολιτισμός βίωνε μια σημαντική
οικονομική, τεχνική και πνευματική ανάπτυξη, προπομπό της παγκόσμιας κυριαρχίας του κατά τους
ακολούθους αιώνες. Ο ελληνογενής ανατολικοχριστιανικός κόσμος υπήρξε ο πρώτος σε μία μακρά
σειρά πολιτισμών που θα υπέκυπταν στη φρενήρη εξάπλωση της Δύσεως. Με την τελική του
απορρόφηση από τη δυναμική του οθωμανικού Ισλάμ, τέθηκε ουσιαστικά εκτός ιστορίας. Από τη
μακρά θεολογική και ιδεολογική διαμάχη του με τη Δύση εξήλθε τόσο ηττημένος σε επίπεδο
ανάμνησης και ιστοριογραφίας που μόλις τον τελευταίο αιώνα η βυζαντινή ιστορία και ο πολιτισμός
της κερδίζουν σταδιακά τον κοινό σεβασμό, έπειτα από αιώνες στοχευμένης πολεμικής. Η απουσία
ενωτικού ορθοδόξου πόλου στη νεώτερη εποχή οδήγησε στον κατακερματισμό της Ορθοδοξίας σε
αντιμαχόμενα έθνη, ιδεολογικώς προσαρτημένα στη Δύση (η Ρωσία λόγω της διακριτής ιστορίας της
αλλά και τη γενική απομόνωση της και άλλα χαρακτηριστικά, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση που
ξεφεύγει από το αντικείμενο αυτής της μελέτης. Το μόνο που θα σημειωθεί είναι πως ούτε εκείνη
ξέφυγε, με το δικό της τρόπο, από τη δυτική πολιτισμική επιβολή).

16
Δομή, ιδεολογία και το Κατέχον
Ένας Μείζων χώρος δεν αποτελεί μόνο γεωγραφική έκταση. Συνιστά αντιθέτως ένα ευρύ σύστημα
εξουσίας, εντός του οποίου η Αυτοκρατορία ασκεί άμεσο ή έμμεσο έλεγχο στα υφιστάμενα της
κράτη. Το σύστημα αυτό διέπει ένα ιδεολογικό αφήγημα νομιμοποίησης, ένα πλαίσιο δικαίου και
ορισμένοι θεσμοί. Η Βυζαντινή Κοινοπολιτεία και η δυτική Χριστιανική Πολιτεία οργάνωναν τους
κόσμους τους μέσα από αυτές τις διαδικασίες.

Εξωτερικά, το Βυζάντιο συνέθετε ένα δίκτυο πίστεως και επικυριαρχίας, μία ιεραρχία εξουσίας που
κατέληγε στον ίδιο τον αυτοκράτορα. Ο αύγουστος προΐστατο όλων των βασιλέων της Γης ως ο
πατέρας μίας μεγάλης οικογενείας. Κάτω από αυτόν κατατάσσονταν τα έθνη και οι ηγεμόνες
αναλόγως με την ισχύ τους, την αρχαιότητα του πολιτισμού τους και το βαθμό των σχέσεων τους με
το Βυζάντιο. Για παράδειγμα ο Γερμανός αυτοκράτορας προσφωνείτο «αδελφός» στην επίσημη
αλληλογραφία. Ο τσάρος των Βουλγάρων από την άλλη αποκαλείτο «υιός», ενώ δευτερευούσης
σημασίας ηγεμονίσκοι και άρχοντες αρκούντο στο χαρακτηρισμό «φίλοι» ή και «δούλοι». Στη
βυζαντινή σφαίρα επιρροής ανήκαν κράτη και φυλές της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης (ιδίως
Σλάβοι), των Βαλκανίων και του Καυκάσου, όπως και αρκετές πόλεις της Ιταλίας (Βενετία, Αμάλφι
κ.α.). Πέρα από το πλαίσιο της Βυζαντινής Κοινοπολιτείας απλωνόταν η βαρβαρότητα, η «ακοσμία
των ανιδρύτων εθνών».

17
Με τον αυτοκράτορα ύπατο μονάρχη και τον πατριάρχη κορυφαίο ποιμένα ψυχών, το Βυζαντινό
κράτος φυσικά θεωρείτο το κέντρο του κόσμου. Η κληρονομιά της Ρώμης αφ’ εαυτή θα μπορούσε
να δικαιολογήσει μία τέτοια αντίληψη, όμως η έλευση του χριστιανισμού ενέδυσε την ιδεολογία της
υπεροχής με έναν μεταφυσικό μανδύα. «Το Κράτος των Ρωμαίων ου καταλυθήσεται, θα μείνει
αλώβητον ανά τους αιώνας, ως πρώτον πιστεύσαν εις τον Δεσπότην Χριστόν» έγραφε ο μοναχός
Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης τον 6ο αιώνα, εκθέτοντας λιτά την υπερηφάνεια της ρωμαϊκής
παντοδυναμίας και την αυτοπεποίθηση της θείας ευνοίας. Τρεις αιώνες αργότερα, όταν ο
Κωνσταντίνος-Κύριλλος αποπειράθηκε να ευαγγελίσει τους Χαζάρους, είπε μιλώντας για το
Βυζάντιο: «Στη Γη υπάρχει μόνο ένα αληθινό βασίλειο, που έχει για πρότυπο και υπόδειγμα την
ουράνια βασιλεία, αυτό που ποτέ δεν θα καταλυθεί». Εάν ποτέ καταλυόταν η Βυζαντινή
αυτοκρατορία, αυτό θα ήταν σημάδι για την έλευση των εσχάτων ημερών. Μόνο ο ίδιος ο
Αντίχριστος θα μπορούσε να καταστρέψει το ιερό κράτος της Κωνσταντινουπόλεως, πριν την τελική
του συντριβή από τον ίδιο το Χριστό στη Δευτέρα Παρουσία. Η αντίληψη αυτή ήταν εξαιρετικά
δημοφιλής στη λαϊκή φιλολογία και αποτυπώθηκε σε πλήθος προφητειών, οι οποίες
πολλαπλασιάζονταν σε περιόδους κρίσεων και προσέδιδαν στις απτές ανησυχίες το περίβλημα του
μεταφυσικού τρόμου. Αυτή η ψυχολογία, κοινή και με το δυτικό κόσμο και την αυτοκρατορία του,
εντοπίστηκε από τον Σμιτ υπό τον όρο του «Κατέχοντος». Στη Β’ προς Θεσσαλονικείς επιστολή
του, ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για το «κατέχον» ή τον «κατέχοντα», τη δύναμη που
καθυστερεί και εμποδίζει τη φανέρωση του Αντιχρίστου στο κόσμο. Παρ’ ότι μια πιο συμβατική
ερμηνεία αποδίδει το Κατέχον στο Άγιο Πνεύμα ή στην Εκκλησία, παραδοσιακά ήταν η μεσαιωνική
αυτοκρατορία που θεωρείτο ως ο τελευταίος προμαχώνας κατά του επαπειλουμένου Αρμαγεδδώνος.
Η αυτοκρατορία-Κατέχον κρατά υπό έλεγχο τις δυνάμεις της ανομίας και τους σκότους, συντηρεί
την τάξη και την ειρήνη, φυλάσσει την Εκκλησία και προάγει την πίστη. Για τον Σμιτ το Κατέχον
είναι βασικός πυρήνας και κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης ιστορίας, όπως και έννοια απαραίτητη
για την κατανόηση της υπό χριστιανικό πρίσμα.9

Το δυτικό σύστημα είχε μεν όμοιο αφήγημα αλλά ήταν δομικά πιο περίπλοκο. Με τον Καρλομάγνο
και ύστερα τον Όθωνα το Μέγα η σύζευξη της φραγκο-γερμανικής αυτοκρατορικής αρχής με την
Εκκλησία δημιούργησε ένα δίκτυο πίστεως, ιεραρχίας και ενότητος αντίστοιχο του Βυζαντινού. Το
διεθνές σύστημα αυτό αποκλήθηκε «Χριστιανική Κοινωνία/Πολιτεία/Οικουμένη»
(societas/respublica/universitas christiana) ή απλώς Χριστιανοσύνη (christianitas). Και αυτό το
σύστημα ήταν δικέφαλο, με τον πάπα ως ύπατο των επισκόπων και αντιπρόσωπο του Θεού στη Γη
και τον Γερμανό αυτοκράτορα ως ανώτερο κοσμικό άρχοντα. Η Χριστιανοσύνη είχε τη συνείδηση
μίας κοινής πίστης που καθόριζε ταυτότητες, ήθη και αξίες, και ενός ενιαίου γεωπολιτικού-
γεωπολιτισμικού συνόλου. Το κανονικό δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας, όπως κάποτε το
ρωμαϊκό, διέτρεχε όλη τη δυτική Ευρώπη ως πλαίσιο κοινών υποχρεώσεων και καθορισμού του
δέον πράξαι σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Τα λατινικά, ως γλώσσα της Εκκλησίας, έγιναν το
κοινό μέσο συνεννοήσεως των Ευρωπαίων και το εργαλείο αναπτύξεως της φιλολογίας και της
μορφώσεως. Όπως και με το Βυζάντιο, έτσι και τα εδάφη και τα έθνη εκτός της Χριστιανοσύνης
θεωρούντο νομή βαρβάρων, την οποία οι χριστιανοί ηγεμόνες μπορούσαν νομίμως να
διεκδικήσουν.10

Στον πάπα υπάγονταν όλοι οι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι. Καθώς η Αγία Έδρα θεωρούσε εαυτόν
ως ενσάρκωση όλης της Εκκλησίας και μοναρχικού τύπου διοίκηση όλης της Χριστιανοσύνης,
κήρυττε την πρωτοκαθεδρία και έναντι των ανατολικών πατριαρχείων. Από την άλλη ο
αυτοκρατορικός θεσμός θα περάσει από πολλές αναταράξεις. Η ανάπτυξη μονίμου δυναστικής
διαδοχής και συγκεντρωτικής εξουσίας αποδείχθηκε αδύνατη καθώς το φεουδαρχικό σύστημα
9
Carl Schmitt, (2006) The Nomos of the Earth in the International Law of the Ius Publicum Europaeum, ΝέαΥόρκη:
Telos Press Publising, σελ. 59-62.
10
Ο.π., σελ. 58.

18
ευνοούσε τη συσσώρευση πλούτου και στρατιωτικής ισχύος στους επί μέρους δούκες, πρίγκιπες και
λοιπούς ευγενείς. Εν τέλει τον αυτοκράτορα άρχισε να εκλέγει ένα συμβούλιο ισχυρών
φεουδαρχών. Μόνο όταν μία αληθινά ισχυρή προσωπικότητα ανερχόταν στο θρόνο μπορούσε να
καθυποτάξει τους ηγεμονίσκους και να ασκήσει αληθινή εξουσία σε όλην την εντυπωσιακή έκταση
της αυτοκρατορίας, που ξεκινούσε από τις Κάτω Χώρες και τη Λωρραίνη και εκτεινόταν ως τη
Βοημία και τη βόρειο Ιταλία. Η κοσμική ιεραρχία ήταν σαφώς καθορισμένη μόνο εντός των ορίων
της αυτοκρατορίας, με τον αυτοκράτορα να προΐσταται των διαφόρων ευγενών. Εκτός των
γερμανικών εδαφών, ως φέρων το ρωμαϊκό τίτλο και το παπικό χρίσμα, ο «Römisch Kaiser»
θεωρείτο πρώτος μεταξύ ίσων σε σχέση με τους άλλους Ευρωπαίους μονάρχες. Η αναγνώριση αυτή
ήταν κάτι που εξαρτάτο άμεσα από την ισχύ του και τη δυνατότητα να επιβάλλει το σεβασμό με
πολιτικά μέσα. Με την πάροδο των αιώνων, οι άλλοι βασιλείς που βρίσκονταν εκτός των
αυτοκρατορικών ορίων δυσανασχετούσαν όλο και περισσότερο ενώπιον οιασδήποτε γερμανικής
αξιώσεως για πρωτοκαθεδρία. Ιδίως η Γαλλία, με την αντίθεση στο Γερμανό αυτοκράτορα αλλά και
τον πάπα αργότερα θα ανοίξει το δρόμο για τη σύλληψη και εδραίωση της συγχρόνου αντιλήψεως
περί κρατικής κυριαρχίας. Αυτή η διάκριση μεταξύ παπικής και αυτοκρατορικής σφαίρας μπορεί να
ερμηνευθεί ως ύπαρξη δύο Großraume, ενός κοσμικού (του φραγκο-γερμανικού Reich) και ενός
διττής φύσεως, και κοσμικής και πνευματικής (της παπικής έδρας). Η απόκλιση από τη σμιτιανή
τυπολογία είναι ευκόλως εξηγήσιμη, αφού ο Γερμανός στοχαστής την ανέπτυσσε τον 20ο αιώνα στη
βάση αποκλειστικώς κοσμικών δυνάμεων, χωρίς να χρειάζεται να λάβει υπ’ όψιν μια τέτοια
προνεωτερική ιδιαιτερότητα.

Ταυτότητα και αφύπνιση


Για το Σμιτ η ύπαρξη ενός μείζονος χώρου προϋποθέτει έναν πολιτικό αφυπνισμένο πληθυσμό και
μία ιδεολογία η οποία να συνέχει και να νομιμοποιεί την Αυτοκρατορία. Τα εξουσιαστικά
αφηγήματα αναφέρθηκαν ήδη. Όμως η πολιτική αφύπνιση έχει κομβική σημασία, για τη
συνειδητοποίηση από έναν πολιτισμό της μοναδικότητος και ετερότητος του. Αυτή με τη σειρά της
θα του επιτρέψει να μετατραπεί από σύστημα αξιών σε σύστημα πολιτικής επιβολής και επιρροής.
Η ύπαρξη ισχυρής ταυτότητος συμπληρώνει την πρακτική ισχύ της Αυτοκρατορίας και συντηρεί το
πνεύμα της και μετά την παρακμή ή την πτώση της. Στο ιστορικό σύμπλεγμα δυτικής και
ανατολικής αυτοκρατορίας της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης παρατηρούνται τρία κύματα
αφυπνίσεως. Πρώτα έρχεται η αφύπνιση της παποσύνης από την ηγεμονία του Βυζαντίου, στις
αρχές του 8ου αιώνος. Ακολουθεί η έγερση των Φράγκων και των Γερμανών από τον 9ο αιώνα και
εξής, οι οποίοι αμφισβητούν την ρωμαϊκότητα των «Ελλήνων» και καλλιεργούν τη θεολογική
απομάκρυνση. Αυτές οι κινήσεις προκαλούν τη βυζαντινή αντίδραση, η οποία μέσα από τις
Σταυροφορίες θα κλιμακωθεί απότομα σε μαχητικά αντιλατινική αφύπνιση το 1204.

Για τη συνειδησιακή χειραφέτηση της παποσύνης έγινε ήδη λόγος. Έχοντας πλέον προσαρμοστεί
στο μεταρωμαϊκό περιβάλλον της Δύσης και απογοητευμένος από τη βυζαντινή διοίκηση (η οποία
όχι μόνο αδυνατούσε να την υπερασπιστεί αποτελεσματικά, αλλά ήταν και αρκετά καταπιεστική), ο
πάπας έπαυσε να είναι απλός υπήκοος και εξάρτημα του αυτοκρατορικού συστήματος, διεκδικώντας
πολιτική και εκκλησιαστική αυτονομία. Τον 8ο αιώνα η επικράτηση της Εικονομαχίας στο
Βυζάντιο και η ασυγκράτητη προέλαση των Λογγοβάρδων στην Ιταλία έκανε την Αγία Έδρα να
στραφεί σε νέο προστάτη. Εκεί εμφανίζονται οι Φράγκοι: με την κάθοδο τους στην Ιταλία και την
απόδοση στον πάπα εδαφών να τα κυβερνά ως κοσμικός ηγεμόνας, η παποσύνη πλέον γίνεται
διακριτός γεωπολιτικός και πολιτισμικός παίκτης από την Κωνσταντινούπολη.

Η παπική αφύπνιση φέρνει την φραγκική. Ο Καρλομάγνος αξιοποιεί την αποστροφή της παποσύνης
προς το Βυζάντιο για να οικειοποιηθεί τον ρωμαϊκό αυτοκρατορικό τίτλο και να κατηγορήσει το
Βυζάντιο για αίρεση. Η ανεξάρτητη συνείδηση της Φραγκίας, και ύστερα όλης της δυτικής

19
Ευρώπης, κτίζεται στην άρνηση της ρωμαϊκότητος της Κωνσταντινουπόλεως (πλέον έδρα των
«Ελλήνων», όχι των Ρωμαίων) και την απόρριψη της ανατολικής θεολογίας. Εξαιρετικά συμβολική
στιγμή συγκρούσεως υπήρξε η αντιμιλία Νικηφόρου Φωκά και Λιουτπράνδου, όπου στο μένος του
κατά των Βυζαντινών ο Γερμανός κληρικός φθάνει στο σημείο να κατηγορήσει τους Ρωμαίους (των
οποίων το όνομα είχε έρθει να κατοχυρώσει για τον ηγεμόνα του) ως ηθικά εκφυλισμένους και
δολίους, πλέκοντας το εγκώμιο των γερμανικών φυλών.

Με την πάροδο των αιώνων η απόσταση μεγάλωνε, με σημεία-σταθμούς το Σχίσμα και τις
Σταυροφορίες. Στα τέλη της βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού και ειδικά επί Ανδρονίκου οι
εύθραυστες σχέσεις του Βυζαντίου με την παποσύνη, τη Γερμανική αυτοκρατορία και τις ιταλικές
πόλεις κατέρρευσαν τελείως. Την απροκάλυπτη εχθρότητα της Γ’ Σταυροφορίας ακολούθησε η
ευθεία σύγκρουση της Δ’. με τις γνωστές συνέπειες. Η δήωση της Βασιλευούσης και ο διαμελισμός
της αυτοκρατορίας υπήρξε ισχυρό τραύμα για τους Βυζαντινούς. Η αυτοπεποίθηση της πρώτης
στον κόσμο, οικουμενικής αυτοκρατορίας με την λαμπρή πρωτεύουσα χάθηκε οριστικά.
Διεσπαρμένοι και εξόριστοι από την πατρίδα όπως οι Ισραηλίτες στην Βαβυλώνα, διαμόρφωσαν μία
συνείδηση καθαρά αντιλατινική με αμυντικά χαρακτηριστικά. Το τέλος των κοσμοκρατορικών
ψευδαισθήσεων ακολούθησε μια ταυτότητα σαφέστερα οριοθετημένη εδαφικά και εθνικά. Για αυτό
το λόγο το 1204 θεωρείται αρχή του Νέου Ελληνισμού. Όταν το 1261 η Κωνσταντινούπολη
ανακτήθηκε, το Βυζάντιο είχε ολοκληρώσει την μακρά πορεία πολιτικής και πολιτισμικής
αυτοσυνειδησίας του. Το πρόβλημα ήταν πως δεν είχε πλέον Μείζονα χώρο και ήταν Αυτοκρατορία
μόνο στο όνομα.

20
Βιβλιογραφία
Συλλογικό, (2006) Ιστορία των Ελλήνων, Αθήνα: εκδόσεις Δομή.
Carl Schmitt-Robert M. W. Kempner, (2016) Ο Καρλ Σμιτ στο δικαστήριο της Νυρεμβέργης,
Αθήνα: εκδόσεις συγχρονικότητα.
Carl Schmitt, (2006) The Nomos of the Earth in the International Law of the Ius Publicum
Europaeum, ΝέαΥόρκη: Telos Press Publising.
Jackson, R. και Sorensen, G., (2006) Θεωρία και Μεθοδολογία των Διεθνών Σχέσεων-Η Σύγχρονη
Συζήτηση, Αθήνα: εκδόσεις Gutenberg.
Le Goff, J., (2006) Η Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα;, Αθήνα: εκδόσεις Πόλις.
Patlagean, E., (2014) Ο Ελληνικός Μεσαίωνας, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
William Hooker, (2009) Carl Schmitt’s International Thought-Order and Orientation, Καίμπριτζ:
Cambridge University Press.
Γιανναράς, Χ., (2015) Η Ευρώπη γεννήθηκε από το «Σχίσμα», Αθήνα: εκδόσεις Ίκαρος.
Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., (2009) Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα: εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε., (2015) Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, Αθήνα:
εκδόσεις Ψυχογιός.
Παπασωτηρίου, Χ., (2011) Βυζαντινή Υψηλή Στρατηγική 6ος-11ος αιώ-νας, Αθήνα: Εκδόσεις
Ποιότητα.

Δείτε περισσότερα
Το ιστολόγιο μου-Ιστορία, Θρησκεία και Διεθνής Πολιτική

Σελίδα ιστορίας και ανάλυσης Cognosco Team

Βίντεο Cognosco Team στο YouTube

21

You might also like