Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 5

Κική Δημουλά

-εκτός σχεδίου-

ΟΤΑΝ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Όταν τη νύχτα κάθεσαι μόνη


γεμάτη σκέψεις,
κι η μοναξιά τριγυρίζει
στο σκοτεινό δωμάτιο
με βήματα γάτας και την τρίχα σηκωμένη
σαν να 'ρχεται θύελλα,

σε παρακαλώ,

ανάμεσα στα ονόματα που θα καλέσεις


να μοιραστούν τη μοναξιά και το σκοτάδι,
φώναξε, πρώτον, εμένα...

Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής
-Διπλός χρόνος-

ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μοναξιά σα μια βροχή συμβαίνει.


Από τη θάλασσα στα δειλινά ανεβαίνει,
απ' τους απόμερους, κρυφούς αγρούς πηγαίνει,
στον ουρανό που την κατέχει πάντοτε όλη.
Και τότε από τον ουρανό πέφτει στην πόλη.

Βρέχει εδώ κάτω σ' ερμαφρόδιτες στιγμές,


που είναι οι στράτες όλες στην αυγή στραμμένες
κι όταν δεν έχουν κάτι βρει δυο ηδονές
κι έτσι χωρίζουν απογοητευμένες,
κι είναι ψυχές γεμάτες μίσος ξαπλωμένες
σ' ένα κρεβάτι που αντάμα τις κρατάει:

Η μοναξιά με τα ποτάμια τότε πάει...

Rainer Maria Rilke


*μτφ: Λένια Ζαφειροπούλου
-ποιητική, τεύχος έβδομο-
ΝΥΧΤΟΛΟΓΙΟ

Η φρικιαστική αίσθηση της μοναξιάς, η επικοινωνία με τους άλλους, η αγωνία σου μπροστά στη
βεβαιωμένη τώρα πια αδυνατότητα αυτής της επικοινωνίας. Ακολουθεί μια σύντομη αλύπητη
διερεύνηση του εγώ, έρχεται η νύχτα σε πολλαπλασιάζει πότε με πραγματικότητες, πραγματικές
αισθήσεις, πότε με παραισθήσεις κι όνειρα. Έχει ανοίξει το κορμί σου όλες τις πόρτες του και
μπαίνουν μέσα του τα πάντα, τρέφεσαι και λεηλατείσαι σαν κτήνος. Την άλλη μέρα ακμαίος, δε
συνέβη τίποτα. Le sentiment de ne pas comprendre autrui n'est pas de ceux qui troublent les nuits
de beaucoup de personnes.

Τάκης Σινόπουλος
-Νυχτολόγιο-

ΟΠΟΙΟΣ ΜΕΤΡΑΕΙ Τ' ΑΣΤΡΑ

Η μοναξιά αργά μιλά


με λόγια κουρασμένα
τρέχει ο χρόνος σιωπηλά
και συ ξεχνάς εμένα

Η μοναξιά δε βιάζεται
ο χρόνος πάντα τρέχει
και ό,τι δε μοιράζεται
στο τέλος δεν αντέχει

Η μοναξιά χωρίς κραυγές


υψώνει γύρω κάστρα
βγάζει στα χείλη του πληγές
όποιος μετράει τ' άστρα

Νίκος Καραβηράκης / Ηλίας Κατσούλης


(με τον Νίκο Ανδρουλάκη)

Δημουλα

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ

Στον ουρανό επικρατεί μεγάλη σκοτεινιά.


Κι έτσι καθώς με πήρε το παράθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω.

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

Τον θυμάμαι ακόμα.


Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν τ’ άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.

Στο χωρισμό μήτε αντίο


μήτε φιλί.

ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ

Πολύ μου μοιάζει.


Τον συνάντησα στημένον
κάτω από ένα υπόστεγο μελαγχολίας.
Στο βλέμμα του αγωνιούσε
του κενού η αντανάκλασις.
Οι κινήσεις του
πληγωμένη απαγγελία νερού.
Η υποθετική με τράβηξεν ευρυχωρία.
Πλησίασα,
και με λόγια πολλά κι ασύνδετα
τη μοναξιά μου του εξιστόρησα.

ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
Περαστικός.
Και ιδιότροπα για μένα γραφικός.
Κάτι σαν άψυχος, κάτι σαν ξένος,
μ’ αγαπημένος.
Η βιάση του ματαιωμένος όρθρος,
Ασφυκτιούσαμε.
Στενό του πάθους μας το οίκημα,
κι ένας πικρός συνωστισμός τα σχήματά μας.
Χαμηλοτάβανα τα σχέδιά μας,
δίχρωμος της καρδιάς ο φωτισμός,
κι αλλόκοτα της σκέψης μας τα κάδρα.

Ήταν περαστικός.

Ορισμοί
Μ’ αρέσουνε οι διάφοροι Θεοί
που συναντώ στα πάρκα, στα μουσεία,
και στων σπιτιών τους κήπους,
πάλαι ποτέ Θεοί και τώρα τέχνη,
γνώσις μυθολογίας, κι εξωραϊσμός.

Έτσι κι εσύ, Θεά Αφροδίτη.


Σε συναντώ χρόνια τώρα,
μόνη, κατάμονη,
γωνία Κοδριγκτώνος και Κυψέλης
—μια διασταύρωση θνητών—
σ’ ενός σπιτιού τον κήπο,
ελάχιστον, όσο για να χωράει
το ξάφνιασμα που προκαλείς
κι ένα φυτό αναρριχώμενο που,
όταν του βάζει λόγια ο ήλιος,
σου αφήνει
μικρά σημάδια από σκιά
στο σχήμα και στο μέγεθος του φύλλου.

Και τώρα πια ήρθ’ η στιγμή,


Θεά Αφροδίτη, να μιλήσουμε
σαν ίσος προς ίσον. Θέλω να πω
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Λένε η γη πως στρέφεται
περί τον πολυμήχανο άξονά της,
κι εκείνος μέσα μας.
Για να το καταλάβεις,
άξονας ή μοίρα
είναι αυτό που συνετέλεσε
ώστε να κουβεντιάζουμε τώρα οι δυο μας
σαν ίσος προς ίσον:
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Στρέφεται, λες, ένα στρογγυλό
επίμονο κυνηγητό
της νύχτας πίσω από τη μέρα,
κι έτσι τελεσφορούν τα εικοσιτετράωρα.
Οξύ το πρόβλημα των εικοσιτετραώρων,
Θεά Αφροδίτη, ή και του χρόνου.

Χρόνος είναι
ό,τι μεσολαβεί και μετατρέπει.
Διαιρείται σε στιγμές.
Στιγμή είναι, βέβαια,
ένα τίποτε του χρόνου.
Όμως χωράει τ’ αποκορυφώματα,
Θεά Αφροδίτη.
Κι εκτός που διαιρείται σε στιγμές,
εκτός που τις μεγάλες ιστορίες
στο έλεος της μνήμης τις αφήνει,
απαραιτήτως διαιρείται
(όπως ίσως σου έδειξε
το αναρριχώμενο φυτό)
σε τέσσερις μεγάλες εποχές:
στο χειμώνα, στην άνοιξη,
στο καλοκαίρι και, τέλος,
στο περίλυπο φθινόπωρο,
που υπερασπίζεται πολύ τ’ αγάλματα
και κάποιους φθινοπωρινούς ανθρώπους.
Φθινοπωρινοί άνθρωποι
είναι αυτοί
που κουβεντιάζουνε μαζί σου
σαν άγαλμα προς άγαλμα.
Εις επήκοον της μοναξιάς.
Μοναξιά δε είναι, Θεά Αφροδίτη,
αυτή που φαίνεται στο βάθος:
πίσω ακριβώς κι από τις δυο μας.

You might also like