Professional Documents
Culture Documents
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΜΟΣ Α΄
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΟΜΟΣ Α΄
Θεματική ενός κειμένου: Το κύριο θέμα για το οποίο «μιλά» ένα λογοτέχνημα,
αλλά και τα υπόλοιπα ζητηματα, όσα τυχόν συνάπτονται με το κεντρικό του
θέμα·
Ύφος ενός κειμένου: Ο γενικός τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη γλώσσα ώστε
να δημιουργεί την αίσθηση ενός ορισμένου τόνου < μιας συνολικής διάθεσης
απέναντι στο θέμα < στους αναγνώστες·
Τρόποι έκφρασης που χρησιμοποιεί το κείμενο: Τα σχήματα λόγου που
συνθέτουν τη ρητορικη του διάσταση.
Αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ τη διάκριση «μορφής» και «περιεχομέ-
νου» θα λέγαμε ότι η θεματική αφορά μάλλον το περιεχόμενο ενώ η ρητορικη
μάλλον τη μορφή. Αν πάλι θέλουμε να διακρίνουμε τις ιδέες ή τις απόψεις που
εκφράζονται από τις τεχνικές επικοινωνίας και πειθούς που τις υποστηρίζουν
τότε η θεματική αφορά περισσότερο τις πρώτες ενώ η ρητορικη τις δεύτερες. Ας
σημειώσουμε πάντως ότι η ρητορικη ενός κειμένου συνιστά, από πολλές απόψεις,
την πιο κρίσιμη διάσταση της λογοτεχνικής του υπόστασης και συνδέεται στενά
με το ύφος του: το ύφος, με τις εναλλαγές και τις ασάφειές του, διαμορφώνεται
από τη ρητορικη.
Θεματική
Είναι απαραίτητη η διάκριση τους κυρίως θέματος ενός κειμένου από τα
συμπληρωματικά η δευτερευοντα θέματα - τα οποία είναι συχνά κρίσιμης
σημασίας, μιας και συνιστούν το πλαίσιο όπου εμφανίζεται η εντάσσεται το
κύριο θέμα Θέμα μπορεί ασφαλώς να συνιστά όχι μόνο ένα αντικείμενο
περιγραφής η αφηγησης, αλλά και ένα ερώτημα η πρόβλημα πρακτικού η
θεωρητικού τύπου, εκτίμησης η στοχασμού. Μπορεί να είναι διατυπωμένο ρητά
στον τίτλο η στην εισαγωγή του κειμένου, αλλά και να λανθάνει η να δηλώνεται
μόνο έμμεσα η και αλληγορικά μέσα στο κείμενο. Το θέμα είναι, εν πάση
περιπτώσει, ένα ζητημα του οποίου το ενδιαφέρον προβάλλεται η φωτίζεται από
το λογοτεχνικό κείμενο και στο οποίο στρέφεται η προσοχή και ο
προβληματισμός του αναγνώστη.
Ένα απλό σχετικό παράδειγμα είναι και πάλι αυτό της Οδύσσειας. Το ομηρικό
έπος έχει για θέμα του τις περιπέτειες του Οδυσσέα· θεματοποιεί, παράλληλα,
την ιδέα της πατρίδας και του νόστου, ίσως και, πιο αφηρημένα, το ζητημα της
ανθρώπινης ταυτότητας. Όμως, μόνο μια αλληγορικη ερμηνεία, όπως ηδη έχουμε
σημειώσει, θα μας επέτρεπε να μετατοπιστούμε από τα θέματα αυτά σε ένα άλλο
επίπεδο και να ισχυριστούμε, επί παραδείγματι, ότι η Οδύσσεια αφορά τις
σχέσεις του κάθε ανθρώπου με την πνευματική του αλήθεια και τον αγώνα
αναζήτησης και αναγνώρισης της.
Ύφος
Ο ορισμός που δίνει το λεξικό του Έιμπραμς είναι ασαφής αλλά και χρήσιμος:
«Ως ύφος ορίζεται κατά παράδοση ο τρόπος της γλωσσικής έκφρασης σε
έμμετρο η πεζό λόγο, δηλαδη το πως λένε τα όσα λένε οι ομιλητές η οι
συγγραφείς».56 Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ύφος είναι κάτι σαν γενικός
τόνος που ορίζεται από το ίδιο το κείμενο αλλά και ορίζει τη λογοτεχνική του
ιδιοσυστασία: ρυθμίζει το πώς το κείμενο, ως λογοτεχνική γραφή, προβάαλλει τη
θεματική του. Το ύφος λοιπόν, είναι θεμελιώδες γνώρισμα κάθε λογοτεχνικού
κειμένου.
Ας σημειωθείότι οι όροι που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να
χαρακτηρίσουμε το ύφος ποικίλλουν ανάλογα με το κείμενο αλλά και με τις
ανάγκες της ανάγνωσης μας. Ενδέχεται να είναι όροι μάλλον τεχνικοί (ύφος
«υψηλό» η «ειρωνικό») η καθημερινής χρησης (ύφος «μελαγχολικό» η «παιγνιώ-
δες»)· να αφορούν αποκλειστικά τη λογοτεχνία < και άλλες τέχνες (ύφος «μπα -
ρόκ»)· να αφορούν ένα δεδομένο κείμενο η το συνολικό έργο ενός συγγραφέα
(δηλαδη το προσωπικό του ύφος) η ακόμη και συνολικές ροπές λογοτεχνικών
σχολών < ολόκληρων εποχών.
Πρόκειται για διάφορους τρόπους χρήσης της γλώσσας που αποκλίνουν σε σχέση
με χρήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν κανονικές και έχουν, με την
απόκλιση αυτη, σημαίνουσες επενέργειες ύφους και νοήματος. Προφανώς,
βρισκόμαστε και πάλι σε ναρκοπέδιο προβλημάτων: πολύ μελάνι έχει χυθεί για
το πώς ορίζεται η κανονικότητα στη γλώσσα και πώς αναγνωρίζεται η απόκλιση,
για το ποιες είναι ακριβώς οι λειτουργίες < επενέργειες των ρητορικών
σχημάτων, ποια είναι τα σημαντικότερα και πώς μπορεί κανείς έλλογα να τα
ορίσει και να τα χωρίσει σε ομάδες, το κατά πόσον είναι ενδιαφέρουσες και
χρήσιμες οι απειράριθμες σχετικές κατηγορίες και ταξινομήσεις της ρητορικής
και της υφολογίας. Ας σημειωθεί ότι σχήματα λόγου δεν απαντώνται μόνο στη
λογοτεχνία: η καθημερινή γλώσσα είναι γεμάτη από ρητορικές «αποκλίσεις»,
πολλές φορές τόσο συνηθισμένες η τυποποιημένες που δεν γίνονται καν
αντιληπτές.
Σκοπός μας εδώ είναι να εξετάσουμε σύντομα ορισμένα στοιχεία ρητορικής
ανάλυσης αλλά και να θέσουμε σχετικά ερωτήματα: στη διάρκεια του μαθήματος
και με αφορμή συγκεκριμένα λογοτεχνήματα, θα επανερχόμαστε διαρκώς σε πιο
συγκεκριμένες πλευρές του όλου προβλήματος της ρητορικής η σε συγκεκριμ ένα
σχήματα λόγου.
Πρέπει πρώτα να θυμηθούμε ορισμένα σχήματα λόγου όπως τα έχουμε ίσως
μάθει από παλιά - όχι τόσο για να εντρυφησουμε στη σχετική ορολογία όσο για
να έχουμε επίγνωση του είδους των γλωσσικών φαινομένων που μας
απασχολούν.
Ένα πρώτο βημα είναι να ξεχωρίσουμε διάφορα είδη «αποκλίσεων» από την
«κανονική» χρηση της γλώσσας: κάθε είδος απόκλισης συνδέεται με ορισμένα
σχήματα λόγου παραπλήσιας λειτουργίας. Εννοείται ότι δεν υπάρχει καμία κοινά
αποδεκτή ταξινόμηση σχημάτων του λόγου. Υπάρχουν όμως πολλές που μας
βοηθούν να χωρίσουμε τα σχήματα με τρόπο πρακτικό και λειτουργικό
Τύποι σχημάτων
Μία αρκετά λειτουργική ταξινόμηση των σχημάτων λόγου μας προτείνει το
παλιό Συντακτικό της νέας ελληνικής.^^ Θα την ακολουθήσουμε εδώ, με μικρές αλ-
λαγές, εντοπίζοντας και τα σημαντικότερα σχήματα κάθε κατηγορίας.
α) Σχήματα σχετικά με τη σημασία λέξεων η φράσεων.
Κρατήστε τη μεταφορά, βάσει της οποίας μια λέξη χρησιμοποιείται στη θέση
της κυριολεκτικά εννοούμενης επειδή οι αντίστοιχες ιδέες έχουν μια ομοιότητα η
μια αναλογία, αν και όχι πάντα προφανή (από την καθημερινή μας γλώσσα:
«βράχος» ηθικης, «χρυσή» καρδιά).
Η προσωποποίηση μπορεί να θεωρηθεί ειδική περίπτωση της μεταφοράς: κά-
ποια ομοιότητα ανάμεσα στη μορφή ενός άψυχου πράγματος η μιας αφηρημένης
ιδέας και στη φυσιογνωμία < συμπεριφορά ενός ανθρώπινου προσώπου μας επι-
τρέπει να αποδώσουμε στα πρώτα ιδιότητες του δεύτερου.
Η διαφορά της μεταφοράς με τη μετωνυμία η τη συνεκδοχή είναι
σημαντική: ενώ η μεταφορά στηρίζεται στην ομοιότητα η την αναλογία, η
μετωνυμία και η συνεκδοχή μάς μεταβιβάζουν από την κυριολεκτικά εννοούμενη
σημασία σε μια άλλη που συνάπτεται με αυτη σε αλληλουχία αιτίου - αιτιατού η
με σχέση μέρους και όλου η με άλλη σχέση πρακτικής η λογικής σύνδεσης η
γειτνίασης (και πάλι από την καθημερινή γλώσσα: γερη «πένα», δίχως «στέγη»,
«πόλη» ανάστατη). Η διάκριση μεταξύ μετωνυμίας και συνεκδοχής είναι λεπτή
αλλά δεν χρειάζεται να σας απασχολήσει ιδιαίτερα: μπορούμε να
χρησιμοποιούμε τον όρο «μετωνυμία» και για τις δύο περιπτώσεις.
Εξαιρετικά σημαντική είναι και η ειρωνεία, στην οποία θα επανέλθουμε ανα-
λυτικά αργότερα. 58 Προσθέστε το οξύμωρο και το παράδοξο, που μάλλον εδώ
θα πρέπει να ενταχθούν, σαν μορφές ειρωνείας.
Ας σημειωθεί ότι η αμφισημία πολλών λέξεων ή εκφράσεων μπορεί να γίνει
μηχανισμός πολύ ιδιόρρυθμων μεταφορών ή άλλων τεχνασμάτων του λόγου (λο-
γοπαίγνια).
Σημειώστε ότι η πολύ γνωστή μας παρομοίωση από πολλούς δεν θεωρείται
σχήμα σαν τα προηγούμενα: αφού ρητά εισάγει σχέση σύγκρισης (συνήθως με
ένα «σαν»), δεν συνεπάγεται καμιά απόκλιση από το κανονικό νόημα των χρησι-
μοποιούμενων λέξεων.
Οι υπόλοιπες αναφερόμενες κατηγορίες σχημάτων αφορούν όχι την αντικατά-
σταση λέξεων από άλλες μη κυριολεκτικής σημασίας, αλλά το πώς οι
επιλεγμένες λέξεις συντάσσονται στο πλαίσιο μιας φράσης < σε ευρύτερες
ενότητες του κειμένου: β) Σχήματα αλλαγής της αναμενόμενης σειράς των
λέξεων.
Πρόκειται για σχηματισμούς κάπως παράδοξους, οι οποίοι, δίχως να φτάνουν
την ασυνταξία η τη γραμματική αντικανονικότητα, προσδίδουν έμφαση στις σχέ-
σεις που έχουν μεταξύ τους οι αντίστοιχες λέξεις.
Το υπερβατό είναι ασφαλώς σχήμα που καλό είναι να θυμόμαστε («έτσι πηρε
η αλεπού το στάρι η πονηρή»). Το χιαστό, το ασύνδετο και το πολυσύνδετο είναι
άλλες περιπτώσεις σχηματισμών που τραβούν την προσοχή.
γ) Σχήματα σχετικά με την οικονομία και την πληρότητα του λόγου.
Στα όρια της γραμματικής και νοηματικής κανονικότητας βρίσκονται συχνά
και τα σχήματα αυτής της κατηγορίας: διάφορες μορφές έλλειψης όρων των προ-
τάσεων, επανάληψης λέξεων αλλά και, γενικότερα, υπερβολικής σύντμησης η
επιμήκυνσης φραστικών δομών.
Εδώ θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και την αποστροφή, πολύ σημαντική για
την κλασική ρητορικη τέχνη: ο ομιλητης διακόπτει την κανονική ροη του λόγου
του και απευθύνεται μάλλον απρόσμενα σε κάποιο πρόσωπο < αντικείμενο -συ-
χνά απόν- < και σε μια αφηρημένη ιδέα την οποία προσωποποιεί. δ) Σχήματα
ανατροπής γραμματικών η συντακτικών σχέσεων.
Πρόκειται για περιπτώσεις ελαφριάς ασυνταξίας, η οποία προσδίδει στη φρά-
ση η σε συγκεκριμένα τμήματα προτάσεων ιδιόρρυθμη δομη και ανάλογη έμφα-
ση. Συντακτική η γραμματική «ανακολουθία» είναι ίσως ένας όρος που
μπορούμε να χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε πρόχειρα σε κάθε σχήμα
αυτής της κατηγορίας («ο κόσμος χτίζουν εκκλησιές», «παίρνει τον κατήφορο,
την άκρη το ποτάμι» η και «για δέστε τον αμάραντο, σε τι βουνό φυτρώνει»). ε)
Σχήματα ηχου και ρυθμού.
Εδώ θα μπορούσαν να ενταχθούν διάφορες μορφές παιχνιδιών με τους ήχους
και τη μορφή των λέξεων που μπορούμε να ονομάσουμε παρηχησεις («τρανή λα-
λιά, τρόμου λαλιά»). Στην περίπτωση της παρονομασίας έχουμε λέξεις ηχητικά η
μορφολογικά παρόμοιες, που δημιουργούν την εντύπωση νοηματικής συγγένειας,
ενώ η ετυμολογία δεν δικαιολογεί τέτοια υπόθεση («Χάρε χαρά που μού ’δω -
σες^»).
Όλες οι τεχνικές της στιχουργικης (συγκρότηση στίχων και στροφών, ρυθμοί
και μέτρα, συστήματα ομοιοκαταληξίας) θα μπορούσαν κάλλιστα να θεωρηθούν
ρητορικά σχήματα - αλλά σε αυτές θα επανέλθουμε αργότερα, όταν ασχοληθούμε
με την ποίηση.
Η ανίχνευση σχημάτων λόγου, πάντως, δεν πρέπει να γίνεται μηχανικά η σω-
ρευτικά, με σκοπό την εξαντλητική καταγραφή των ρητορικών τρόπων ενός κει-
μένου. Εκείνο που χρειάζεται συνήθως είναι να εντοπίζουμε ενδεικτικά τα σχή-
ματα που υποστηρίζουν το συνολικό ύφος του κειμένου < τις διακυμάνσεις του
και ορίζουν έτσι τον τρόπο με τον οποίο το κείμενο χειρίζεται τη θεματική του.
Ούτε και η ονομασία του είδους του σχήματος έχει τόση σημασία: οι σχετικοί
προβληματισμοί ενδιαφέρουν στο βαθμό που μας βοηθούν να διακρίνουμε
σαφέστερα και να περιγράφουμε ακριβέστερα τα παιχνίδια της γλώσσας και τις
πιθανές τους επενέργειες ως προς την κατανόηση και ερμηνεία ενός κειμένου.
Έτσι πρέπει να αντιληφθείτε και την παρακάτω άσκηση.
Δραστηριότητα 10/Κεφάλαιο 1
Άσκηση ανάγνωσης
Ραιημόν Κενώ, «Αφήγηση» και «Στομφώδες» από τις Ασκήσεις ύφους:
Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων.
Τα δύο αυτά μικρά κείμενα του γάλλου συγγραφέα Ραιημόν Κενώ (1903-
1976) συναποτελούν το αναφερόμενο βιβλίο (Exercises de style, πρώτη γαλλική
έκδοση: 1947) μαζί με δεκάδες άλλα παρόμοια που φέρουν τίτλους όπως «Λιτό»,
«Μάγκικο», «Παρηχητικό», «Υβριστικό», «Επιτηδευμένο» κ.λπ.: ίδια ιστορία
που λέγεται με διάφορους τρόπους από τη φωνή ενός διαφορετικού κάθε φορά
προσώπου. Διαβάζοντας θα επιδιώξουμε: (α) να εντοπίσουμε το θέμα των
κειμένων αυτών (β) συμπληρώνοντας τον τίτλο των κειμένων, να
προσδιορίσουμε με ακρίβεια το συνολικό ύφος του καθενός- (γ) να εντοπίσουμε
στοιχεία της ρητορικής κάθε κειμένου που διαμορφώνουν το ύφος του. Ας
εξετάσουμε τα ερωτήματα ένα-ένα.
α) Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα
στο ρητό (αλλά δευτερεύουσας σημασίας) και στο λανθάνον ή έμμεσο (αλλά
ουσιαστικά πρωτεύον) θέμα. Ξεκινάμε λοιπόν από το αρχικό επίπεδο της
ιστορίας που μας παρουσιάζουν τα κείμενα. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται
για επεισόδια από την καθημερινή ζωή ενός ατόμου με ιδιόμορφο παρουσιαστικό
και ενδυματολογικές ευαισθησίες, ενός δανδή ίσως. Μπορούμε επίσης να
θεωρήσουμε ότι έμμεσα σχολιάζεται η κοινωνική ένταση ανάμεσα στο
ιδιόρρυθμο αυτό πρόσωπο και στους συνήθεις επιβάτες μέσων μαζικής
συγκοινωνίας. Θα ήταν ωστόσο λάθος αν μέναμε στο επίπεδο αυτό. Η ιστορία
καθαυτή, έτσι όπως παρουσιάζεται, δεν προκαλεί κανένα ενδιαφέρον, κάθε άλλο
μάλιστα: ο χειρισμός της μάλλον υπογραμμίζει τον αδιάφορο χαρακτήρα της. Αν
υπάρχει ενδιαφέρον στα δύο κείμενα, πρέπει να προκύπτει από το πώς
συνδέονται μεταξύ τους στο πλαίσιο του όλου βιβλίου. Με βάση τη σύνδεση
αυτή διαμορφώνεται και έρχεται στο προσκήνιο ένα άλλο πολύ διαφορετικό
θέμα, το οποίο υποδεικνύουν, εξάλλου, οι τίτλοι των κειμένων αλλά και του όλου
βιβλίου: «Αφήγηση», «Στομφώδες», Ασκήσεις ύφους. Θέμα των κειμένων αυτών
του Κενώ είναι η ίδια η γλώσσα και, πιο συγκεκριμένα, η πλαστική, ας πούμε,
ικανότητα της γλώσσας: ικανότητα να μορφοποιεί, βάσει του ύφους, τα
πρόσωπα, τα πράγματα, τα γεγονότα ή τις σκέψεις που συνθέτουν την
πραγματικότητα. Μπορούμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι το θέμα ενέχει και
φιλοσοφικές διαστάσεις που δεν είναι προφανείς στους τίτλους: πόσο δεδομένη
μπορεί να θεωρηθεί η πραγματικότητα εκτός γλώσσας, όταν δεν έχουμε άλλον
τρόπο να αναφερθούμε σε αυτήν από τη γλωσσική μίμηση ή αναπαράσταση;
β) Το ερώτημα περί ύφους συνεπιφέρει την έννοια του «αφηγητή», στην οποία θα
επανέλθουμε αναλυτικότερα παρακάτω. Αφηγητής είναι το νοερό πρόσωπο ή η
«φωνή» που διηγείται την ιστορία ή μεταφέρει τα γεγονότα ή τις σκέψεις που
συνθέτουν το αφήγημα. Η λειτουργία αυτή μπορεί να επιτελείται από ποικίλες
θέσεις και οπτικές γωνίες: ο αφηγητής μιλά άλλοτε σαν ουδέτερος παρατηρητής
που καταγράφει, άλλοτε σαν πιο ζωντανή παρουσία που απευθύνεται ρητά στους
αναγνώστες ή σε κάποιον τρίτο και αναφέρεται και στον εαυτό της σε πρώτο
πρόσωπο. Το ύφος κάθε κειμένου συχνά υπονοεί ή υποδεικνύει συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά του αφηγητή: το βαθμό συναισθηματικής του εμπλοκής στην
ιστορία, την κοινωνική του θέση ή το επάγγελμά του κ.λπ. Το ζήτημα του αφηγη-
τή συνδέεται, έτσι, στενά με το ζήτημα του ύφους.
Το ύφος της «Αφήγησης» είναι σχεδόν εμφατικά ουδέτερο < περιγραφικό:
ύφος ψυχρής καταγραφής γεγονότων, που αποφεύγει σχεδόν κάθε χροιά
υποκειμενικής αξιολόγησης και, πάντως, κάθε δραματική ένταση. Λείπουν
ακόμα και επεξηγήσεις ή επιπλέον πληροφορίες που θα έκαναν το ύφος αυτό πιο
ενημερωτικό και ίσως πιο δημοσιογραφικό. Ο αφηγητής εδώ μοιάζει να είναι μια
απροσδιόριστη οντότητα που δύσκολα συναντά κανείς γύρω του. Δημιουργείται
μάλιστα η απορία: ποιος θα μπορούσε ποτέ και για ποιο λόγο να περιγράφει τόσο
ουδέτερα μια ιστορία τόσο αμφίβολου ενδιαφέροντος;
Ο όρος «Στομφώδες» αποδίδει πολύ εμπεριστατωμένα το ύφος του δεύτερου
κειμένου. Το πρόβλημα είναι το ακριβές είδος του στόμφου, αλλά και η
λειτουργία του. Θυμίζει ίσως, από ορισμένες πλευρές, στόμφο δεινού ρήτορα ή
και ποιητή παλαιότερων εποχών. Αρκεί όμως αυτό για να προσδιορίσουμε την
ιδιαιτερότητα του ύφους και τη μορφή του αφηγητή στο κείμενο που εξετάζουμε;
Ο στόμφος δεν είναι αντίστοιχος του θέματος της ιστορίας, είναι παράταιρος,
προφανώς υπερβολικός και μάλιστα σε βαθμό γελοιότητας: κανένας ρήτορας και
κανένας ποιητής δεν θα μιλούσε ποτέ για μια τέτοια ιστορία υιοθετώντας τέτοιο
τόνο. Ποιος μιλά λοιπόν; Τι ακριβώς δηλώνει ο στόμφος στο συγκεκριμένο αυτό
κείμενο; Μπορούμε ίσως να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα, αν όχι τη μορφή
του συγκεκριμένου αφηγητή, τουλάχιστον τις προθέσεις του: ο αφηγητής αυτός
δεν θέλει να πείσει για το ενδιαφέρον της ιστορίας που αφηγείται, κάθε άλλο
μάλιστα, θέλει να δείξει ότι ο στόμφος δεν πείθει καθόλου. Δεν υιοθετεί λοιπόν
το στόμφο, τον ειρωνεύεται. Ακριβέστερα: τον παρωδεί. Το κείμενο είναι
παρωδία του ρητορικού < ποιητικού στόμφου που ήταν ίσως συνηθισμένος σε
ορισμένα κοινωνικά πλαίσια σε παλαιότερες εποχές. Οπότε, η φωνή που
χρησιμοποιεί το στόμφο στο κείμενο του Κενώ μπορεί κάλλιστα να είναι φωνή
ηθοποιού που διακωμωδεί από θεατρική σκηνή τον ρήτορα ή τον ποιητή παρό-
μοιου στόμφου.
γ) Ως προς τα συγκεκριμένα ρητορικά σχήματα, το ύφος της «Αφήγησης»
διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από την απουσία σχημάτων. Δεν είναι καθόλου
εύκολο να γράψει ή να μιλήσει κανείς αποφεύγοντας την οποιαδήποτε αίσθηση
ρητορικού διανθίσματος ή ακόμα και μεταφορές ή μετωνυμίες τυποποιημένες
από την καθημερινή χρήση. Μία υπόνοια σχήματος βρίσκεται στη σχεδόν
ανεπαίσθητη τυποποιημένη μεταφορά του «για να ριχτεί σε μια θέση που
άδειασε». Το σημαντικότερο λοιπόν ρητορικό χαρακτηριστικό της «Αφήγησης»
είναι ότι αποφεύγει σχεδόν προκλητικά τα προκλητικά σχήματα λόγου.
Με το «Στομφώδες» βρισκόμαστε στο άλλο άκρο: υπερβολική χρήση σχημάτων
κάθε είδους τόσο, ώστε τα σχήματα να χάνουν τη συνήθη τους ρητορική
λειτουργία και το συνολικό κείμενο να αποκτά νόημα μόνο υπό το πρίσμα του
σχήματος της παρωδίας. Μπορούμε ενδεικτικά να αναφέρουμε τη χρήση
σύνθετων λέξεων που θυμίζουν επική ή λυρική γλωσσοπλαστία, συχνά με
μεταφορικό τρόπο: «αχνοκινούνται», «γοργόφτερο», «γοργοπόδαρη»,
«πολεμόστρατο». Οι μεταφορές, παρομοιώσεις και υπερβολές είναι και αυτές
μιμήσεις ποιητικού τόνου: «ρόδινα δάχτυλα της αυγής», «σα βέλος γοργόφτερο»,
«θωριά γιγάντια», «λαιμός μακρύτερος κι απ' της καμηλοπάρδαλης», και πιο
κάτω «να σπείρει το ολέθριό της μικρόβιο». Η αναφορά στο «αλευρωμένο»
πρόσωπο είναι ασαφής και ίσως άτεχνη, τουλάχιστον στη μετάφραση που έχουμε
(πρόσωπο πουδραρισμένο; χλωμό;). Η εμφατική προσωποποίηση της
«Διχόνοιας» μας παραπέμπει στην παράδοση της αλληγορίας, στο πλαίσιο της
οποίας αφηρημένες έννοιες παίρνουν μορφή ανθρώπινου χαρακτήρα. Δεν
λείπουν και οι μετωνυμίες ή συνεκδοχές: τα «μπαρουτοκαπνισμένα στήθια» πα-
ραπέμπουν σε πεδίο μάχης· ενώ σε άλλες φράσεις η προσοχή εστιάζεται σε
ασυνήθιστα για τη λογοτεχνία σημεία του σώματος: «στόμα μολυσμένο από χάος
οδοντόπαστας» και «να πιάσω με το επιδέξιο αυτί μου».
Έχουμε, βεβαίως, και πολλά σχήματα στο επίπεδο της σύνταξης των φράσεων
και της συγκρότησης του κειμένου, με τυπικότερο εκείνο των διάφορων μορφών
επανάληψης: από το «η Διχόνοια, λέω, _» στη φράση «νεαρός με το λαιμό
καμηλοπάρδαλης και το κορδόνι γύρω απ' το καπέλο».
Ας σημειωθεί, τέλος, και η χρήση ενός ακόμη παραδοσιακού ρητορικού
τεχνάσματος, του αυτοαναφορικού υπαινιγμού, που προσδίδει πολλαπλή
ειρωνική χροιά λογοπαίγνιου στη φράση «ήρωας μιας άσκησης ύφους»:
πρόκειται για κάποιον που υπερβάλλει υιοθετώντας ένα ορισμένο ύφος
ενδυμασίας ή κίνησης ή για τον ήρωα των κειμένων που διαβάζουμε και που
συνθέτουν τις Ασκήσεις ύφους του Κενώ.
1.2.4 Για την αφηγηση
Αφηγηση και αφηγητης
Θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια ορισμένα στοιχεία θεωρίας και μεθόδου που
αφορούν ένα είδος λογοτεχνικής γραφής που συναντάμε τόσο σε ποιητικη όσο
και σε πεζογραφικη μορφή: την αφηγηση και στο συγκεκριμένο, τη νοερή εικόνα
και την υλική αίσθηση - έτσι ώστε στο τέλος ο αναγνώστης, όπως περίπου και ο
ποιητής του σονέτου, να μένει μετέωρος ανάμεσα στα δύο. Θυμόμαστε ότι η
μεταφορά συνδέεται με την ιδεατή σχέση μεταξύ μορφών και τη νοερή
απόλαυση, ενώ η μετωνυμία στηρίζεται σε σχέσεις πρακτικής συνάφειας και μας
προσγειώνει, κατά κάποιον τρόπο, στον κόσμο των αισθήσεων. Το ποίημα που
διαβάζουμε συνιστά παράδειγμα για το πώς τα σχήματα λόγου εμπεριέχουν το
ένα το άλλο και συχνά είναι πολύ δύσκολο να τα διακρίνουμε. Όπως μας θυμίζει
το άρθρο του Μαντά, παραπέ- μποντας στον θεωρητικό και πεζογράφο Ουμπέρτο
Έκο, οι αναλογίες που υποστηρίζουν μια μεταφορική σχέση ενέχουν
αναπόφευκτα σχέσεις συνάφειας, έτσι ώστε «κάθε μεταφορά είναι στο βάθος μια
μετωνυμία». Η δε προσωποποίηση, που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για το
άψυχο σαν να ήταν έμψυχο, στηρίζεται σε σχέσεις είτε μεταφορικής αναλο γίας
είτε μετωνυμικής συνάφειας.
Ας παρακολουθήσουμε λοιπόν στο σονέτο 128 το ρόλο της μεταφοράς και της
μετωνυ- μίας σε συνάρτηση με την προσωποποίηση. Τα πλήκτρα που
«αναφωνούν» όταν τα αγγίζουν τα δάχτυλα είναι προσωποποίηση που
προϋποθέτει το μεταφορικό πέρασμα από τον ήχο του πιάνου στην ανθρώπινη
φωνή. Μεταφορική σχέση, δηλαδή ομοιότητα, μας περνά και από το παίξιμο των
πλήκτρων στην επίσης προσωποποιητική ιδέα του φιλιού: υπάρχει άγγιγμα και
στα δύο. Οι μεταφορές αυτές όμως εμπεριέχουν μετωνυμίες: το πέρασμα από τον
ήχο στη φωνή και, κυρίως, από το άγγιγμα στο φιλί στηρίζεται στην πρακτική
συνάφεια.
Εξάλλου, η μεταβίβαση από τη φωνή ή το φιλί στο πρόσωπο, που ο επίδοξος
εραστής «φθονεί» ή με το οποίο θα ήθελε να αλλάξει θέση, είναι και αυτή
μετωνυμική: από μέλη ή σημεία του σώματος στο συνολικό πρόσωπο, δηλαδή
από το μέρος στο όλο. Έχουμε έτσι συνεχή συσχέτιση της ιδέας του ανθρώπινου
προσώπου με μέλη ή σημεία του σώματός του, και παράλληλα μετάβαση από
ορισμένα σημεία του σώματος σε άλλα (από τα δάχτυλα στο στόμα και στα
χείλη, αλλά και από τις «ρώγες» των δαχτύλων στις ρώγες του στήθους). Έχουμε
συνάμα πέρασμα από την ακοή στην όραση και από εκεί στην αφή. Κι έτσι η
ακρόαση της μουσικής, η πλέον αφηρημένη αισθητική απόλαυση, συναρθώνεται
με εικόνες προκλητικά απτού ερωτικού συγχρωτισμού.
Μα τα χείλη αιωρούνται σε «κενό», κενό που είναι ίσως αυτό που
δημιουργούν τα μεταφορικά άλματα που ακυρώνουν την εγγύτητα των
μετωνυμικών συγχρωτισμών. Και το τελευταίο δίστιχο έρχεται να ζητήσει την
αναίρεση των σχημάτων λόγου, ίσως και του ίδιου του ποιήματος: τα πλήκτρα ας
φιλούν ρητορικά τα δάχτυλα, φτάνει εγώ να μπορέσω κυριολεκτικά να φιλήσω
τα χείλη.
Μπορύμε να δώσουμε έναν προκαταρκτικό, πολύ σύντομο ορισμό της έννοιας:
αφηγηση έχουμε όταν παρουσιάζονται γεγονότα σε συνεχή λόγο και σε αλληλου-
χία ώστε να συνθέτουν μια ορισμένη ιστορία. Δεν αποκλείεται, βεβαίως (και μά-
λιστα έτσι συμβαίνει κατά κανόνα), η αφηγηση να εμπεριέχει στοχασμούς,
διαλόγους, έκφραση προσωπικών συναισθημάτων, περιγραφές προσώπων <
αντικειμένων. Τα κυριότερα είδη αφηγηματικής λογοτεχνίας είναι η επική
ποίηση, το μυθιστόρημα και το διηγημα.
Πρωταρχικής σημασίας για την ανάλυση της αφηγησης είναι η διάκριση αφη-
γητή και συγγραφέα. Συγγραφέας είναι το συγκεκριμένο πρόσωπο που συγγράφει
το αφηγηματικό λογοτέχνημα με τις προθέσεις και τις ιδέες του, τα προβλήματα
και τις ανησυχίες του, το παρελθόν και το παρόν < το μέλλον του. Αφηγητης εί -
ναι το νοερό πρόσωπο του οποίου η φωνη παρουσιάζει τα όσα συνθέτουν το
αφήγημα· πρόκειται για μια περισσότερο < λιγότερο συνειδητή επινόηση του
συγγραφέα, ένα επακόλουθο του τρόπου γραφής του· έχει, λοιπόν, υπόσταση
παρόμοια με τους ηρωες (η χαρακτήρες) της ιστορίας που αφηγείται. Πολλές
φορές είναι προφανές ότι ο συγγραφέας επινόησε το πρόσωπο ενός αφηγητη: ο
αφηγητης ενός διηγήματος η μυθιστορήματος μπορεί να είναι γυναίκα ενώ ο
συγγραφέας είναι άντρας, < να τοποθετείται σαν σύγχρονος και γνωστός των
ηρώων του αφηγήματος ενώ η εποχή της ιστορίας δεν είναι εκείνη όπου ζει ο
συγγραφέας. Ενδέχεται, επίσης, να υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί αφηγητές σε
ένα αφηγημα. Και στις περιπτώσεις αυτές, αλλά και όταν ο αφηγητης είναι μια
φωνη που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι του ίδιου του συγγραφέα, μπορούμε να
προσθέσουμε ένα ακόμη, ενδιάμεσο επίπεδο ανάλυσης: τον λεγόμενο
«υπονοούμενο συγγραφέα», δηλαδη το διαρκές ερώτημα, εν τέλει, που ο
αναγνώστης κάθε αφηγήματος θέτει μεταφέροντας τη σκέψη και την προσοχή
του από αυτά που διαβάζει στην εικόνα ή την ιδέα κάποιου που τα έχει γράψει -
για τον οποίο μπορεί να μη γνωρίζει τίποτα περισσότερο από το ότι είναι το
πρόσωπο που συνέθεσε το αφήγημα.
Το ζήτημα του αφηγητή, δηλαδή του υποκειμένου της αφήγησης, αφορά το
πώς επιτελείται η αφήγηση και είναι τουλάχιστον τόσο σημαντικό όσο και το
αντικείμενο της αφήγησης: με τι ιδιότητες και τι είδους κύρος μιλά ο αφηγητής;
από ποια θέση σε σχέση με τα υπόλοιπα πρόσωπα; τι ξέρει ή βλέπει ή αισθάνεται
και τι μεταφέρει στον αναγνώστη; τι στάση κρατάει σε σχέση με την ιστορία που
αφηγείται και τους ήρωές της και πώς επηρεάζει τον τρόπο που τους
αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης; Το ύφος του κειμένου υποδεικνύει ή υπενθυμίζει
ανά πάσα στιγμή τα παραπάνω χαρακτηριστικά του αφηγητή και της στάσης του.
Παρόμοια ερωτήματα μπορούν να τεθούν για όλα τα αφηγηματικά είδη αλλά
και σε όλες σχεδόν τις μορφές λογοτεχνίας. Η αντίστοιχη έννοια για τη λυρική
ποίηση είναι το «ποιητικό υποκείμενο» ή το «λυρικό εγώ»: πρόκειται για τη
φωνή που μιλάει στο λυρικό ποίημα και η οποία δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον
ποιητή, όσο και αν το πρώτο πρόσωπο προβάλλεται εμφατικά ή ο τόνος είναι
σαφώς προσωπικός και εξομολογητικός. Στην περίπτωση του δοκιμίου
μπορούμε, αντιστοί- χως, να χρησιμοποιούμε τον όρο «ομιλητης».
Από την άλλη μεριά, η δραματουργία διακρίνεται από τις άλλες μορφές
λογοτεχνικής γραφής ακριβώς χάρη στο γεγονός ότι στο θεατρικό έργο, έτσι
όπως παρουσιάζεται στη σκηνη, δεν υπάρχει κατά κανόνα κεντρικός αφηγητης:
τα διάφορα πρόσωπα του έργου τον υποκαθιστούν μέσα από τους διαλόγους <
μονολόγους τους. Αν πάλι τύχει και ο συγγραφέας ανεβάζει στη σκηνη πρόσωπο
που κρατάει ρόλο αφηγητη ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα πρόσωπα και τις
σχέσεις τους, τότε έχουμε ένα ενδιαφέρον παράδειγμα διάκρισης αφηγητη και
συγγραφέα: ο ηθοποιός που θα παίξει τον αφηγητη δεν είναι καθόλου
υποχρεωμένος να θεωρήσει ότι το πρόσωπο αυτό ταυτίζεται με τον συγγραφέα
του έργου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Έμμετρος λόγος
Η επιβολή της γραφής περιορίζει κάπως, αλλά καθόλου δεν αναιρεί, τη σημα -
σία του προφορικού στοιχείου, το οποίο κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα υπει -
σέρχεται στον πολιτισμό της γραφής με πολλούς τρόπους.
Χαρακτηριστική από την άποψη αυτη είναι η λειτουργία του ζογκλέρ: δημό-
σιος αναγνώστης, τραγουδιστής, ηθοποιός και διασκεδαστης, ο οποίος
αναλαμβάνει τη διάδοση πολλών ειδών ποίησης. Μα και η ίδια η εκκλησιαστική
ακολουθία, ως ποικιλόμορφη δημόσια ανάγνωση κειμένων, μπορεί να θεωρηθεί
παράδειγμα ανάλογων πρακτικών.
Το προφορικό στοιχείο, εξάλλου, υπεισέρχεται και στην ίδια τη γραφή: ο έμ-
μετρος λόγος, που συνδέεται στενά με τους φυσικούς ρυθμούς κάθε γλώσσας και
τρόπου ομιλίας, είναι πολύ διαδεδομένος στα κείμενα που γράφονται τον Μεσαί -
ωνα. Εναλλάσσεται συχνά με τον πεζό, ανεξάρτητα από το αν και κατά πόσο
αναγνωρίζεται μια ιδιαίτερη ποιητικη η λογοτεχνική σημασία στο αντίστοιχο
κείμενο. Το κριτήριο φαίνεται ότι ηταν κυρίως η χρηση του κειμένου: ό,τι
προοριζόταν για απομνημόνευση και απαγγελία (συχνά με συνοδεία μουσικής)
γραφόταν έμμετρα.
Κρίσιμης σημασίαςγια την εξέλιξη της νεότερης ευρωπαϊκής ποίησης και
λογοτεχνίας ήταν η σχέση ομιλούμενης και γραπτής γλώσσας.
Ο έμμετρος γραπτός λόγος πειθαρχεί σε ένα μέτρο. Με βάση το μέτρο αυτό,
οργανώνεται το ποίημα σε στίχους και, ενδεχομένως, σε στροφές. Κάθε στίχος
απαρτίζεται από μετρικούς ποδες, δηλαδη από επαναλαμβανόμενα μικρά σύνολα
στοιχειωδών ρυθμικών ενοτήτων Ο τρόπος διαδοχής των συλλαβών μέσα σε κάθε
πόδα και των ποδών μέσα στον στίχο χαρακτηρίζει το μέτρο του ποιήματος.
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα άλλαξε, σε σχέση με τη μέχρι τότε πρακτική,
το μετρικό σύστημα, δηλαδη ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αισθητός ο ρυθμός
και αρθρώνεται το μέτρο. H αλλαγή αυτη συναρτάται με μια γενικότερη αλλαγή
στον τρόπο ομιλίας, που επέρχεται με το πέρασμα του προφορικού λόγου από τα
παλαιότερα ελληνικά η λατινικά σε καινούριες μορφές τους η σε άλλες γλώσσες.
Ένα στοιχείο της αλλαγής αυτής είναι ότι περιορίζεται η εναλλαγή της έκτασης
των φωνηέντων (μακρό η βραχύ) και αυξάνεται ο ρόλος του τονισμού. Αλλάζει
έτσι και ο τρόπος εκφοράς του έμμετρου λόγου.
Στο νέο αυτό μετρικό σύστημα, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, δεν γράφεται
μόνο η ποίηση των δημωδών γλωσσών η ιδιωμάτων, αλλά και, ολοένα και
συχνότερα, η ποίηση της μεσαιωνικής λατινικής ή της βυζαντινής αττικίζουσας
ελληνικής γλώσσας το οποίο οδηγεί στην επινόηση και καλλιέργεια νέων
στιχουργικών μορφών και νένων ειδών ποιητικού λόγου.
Αλληγορική ερμηνεία
Υπάρχει μια ειδικότερη συμβολή του Μεσαίωνα στην ερμηνεία των λογοτεχνι -
κών κειμένων. Πρόκειται για την αλληγορικη ερμηνεία των κειμένων - έναν τρό-
πο ερμηνείας που, παράλληλα με τον απλό εξηγητικό σχολιασμό, ηταν ηδη πολύ
διαδεδομένος την εποχή των ελληνιστικών χρόνων αλλά επεκτάθηκε ιδιαίτερα
κατά τον Μεσαίωνα.
Αλληγορικό είναι ένα κείμενο η τμήμα ενός κειμένου, ιδίως αφηγηματικού χα-
ρακτήρα, όταν μπορεί να αναγνωστεί και να κατανοηθεί σαν εκτεταμένο σχήμα
λόγου και, ειδικότερα, σαν αναπτυγμένη μεταφορά. Το αφηγημα, δηλαδη, δεν
έχει τόση αξία για την ιστορία που αφηγείται κυριολεκτικά: η ιστορία αυτη και
οι ηρωές της δεν είναι παρά ένας έντεχνος τρόπος για να εκφραστούν με πιο
συγκεκριμένο < γλαφυρό τρόπο γενικές πνευματικές και ηθικές, πολύ συχνά
χριστιανικές, αξίες.
Αλληγορικά θεωρήθηκαν από τους μεσαιωνικούς ερμηνευτές τους πολλά κεί-
μενα των οποίων ο αλληγορικός χαρακτήρας δεν είναι δεδομένος η προφανής.
Για παράδειγμα, πολλές βιβλικές αφηγήσεις αλλά και μορφές της ελληνικής και
ρωμαϊκής μυθολογίας διαβάστηκαν συχνά σαν προσωποποιήσεις αρετών < σαν
συμβολικές αναφορές στη θεϊκή δημιουργία και τον ανθρώπινο προορισμό. Τα
παλαιότερα κείμενα έγιναν, έτσι, περισσότερο οικεία, κατανοητά και, εν τέλει,
αποδεκτά για τους χριστιανούς αναγνώστες τους. Έχουμε ηδη αναφερθεί στο πα -
ράδειγμα της αλληγορικης ερμηνείας της Οδύσσειας, στη διάδοση της οποίας συ-
νέβαλε ιδιαίτερα ο νεοπλατωνισμός.
Δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εκτενέστερα εδώ με τη μεσαιωνική παράδοση
της αλληγορικης ανάγνωσης, την τεχνική και τους κανόνες της. Πρέπει, όμως, να
θυμάστε ότι διατήρησε τη μεγάλη ισχύ της στην Ευρώπη τουλάχιστον μέχρι την
ωρίμανση των Νεότερων Χρόνων - και εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό
ρόλο στην ανάγνωση και κατανόηση της λογοτεχνίας.
Κατά τον Μεσαίωνα αποδίδεται μεγάλη αξία σε ένα ιδιαίτερο είδος ποίησης,
την επική - τόσο σε μορφές που μιμούνταν αρχαιοελληνικά η ρωμαϊκά πρότυπα
όσο και σε νέες μορφές που γράφονταν και απαγγέλλονταν < τραγουδιόνταν (κυ -
ρίως κατά τον ύστερο Μεσαίωνα). Πριν προχωρήσουμε, αξίζει να αφιερώσουμε
λίγο χρόνο στα στοιχεία που ορίζουν το έπος ως λογοτεχνικό είδος.
Μεσαιωνικά έπη
Μία πρώτη (και λιγότερο σημαντική) κατηγορία μεσαιωνικών επικών κειμένων
στη Δύση είναι εκείνα που έχουν άμεση σχέση με τους μύθους και τις ιστορίες
των ελληνικών και ρωμαϊκών επών. Κρατούν μόνο τις γενικές γραμμές της ιστο-
ρίας η των ηρώων και αναπλάθουν την πλοκή με τρόπο πολύ διαφορετικό. Τα πε-
ρισσότερα από τα κείμενα αυτά είναι μεταφράσεις < παραλλαγές κειμένων που
πρωτογράφτηκαν (στα λατινικά, στα ελληνικά η και σε άλλες ανατολικές γλώσ-
σες) στους ελληνιστικούς, ύστερους ρωμαϊκούς < πρώιμους μεσαιωνικούς χρό-
νους. Έχουμε εδώ το τυπικά μεσαιωνικό πέρασμα από κείμενο σε κείμενο και από
γλώσσα σε γλώσσα, με πληρη σύγχυση < ασάφεια τις περισσότερες φορές ως
προς την ταυτότητα ενός συγγραφέα η το βαθμό πρωτοτυπίας του λόγου. Διαμορ-
φώνονται έτσι «κύκλοι» μεσαιωνικών κειμένων κατά κανόνα (αλλά όχι πάντα)
έμμετρων, που είναι κάτι σαν ύστερες μορφές του έπους και πρόδρομοι του μυθι -
στορήματος. Μπορούμε να αναφέρουμε, ειδικότερα:
• τον κύκλο του Αλεξάνδρου, που στηρίζεται στην ιστορία αλλά και τους μύθους
γύρω από τον μακεδόνα βασιλιά και οικουμενικό κατακτητη·
• τον κύκλο του τρωικού πολέμου, με πηγη όχι τόσο την ομηρικη Ιλίάδα όσο έμ-
μετρες αφηγήσεις, σε λατινική γλώσσα, της ιστορίας του τρωικού πολέμου,
που
τοποθετούνται στον 4ο - 5ο μ.Χ. αιώνα.17
Γύρω στον 12ο αιώνα πληθαίνουν τα δείγματα μιας άλλης μορφής μεσαιωνι κού
έπους, η οποία εκφράζει σαφέστερα στοιχεία της μεσαιωνικής φεουδαρχίας,
καθώς και της ωρίμανσης ομιλούμενων γλωσσών. Πρόκειται για έμμετρα αφηγή-
ματα σε δημώδεις γλώσσες, που μεταφέρουν συχνά τοπικές προφορικές παραδό-
σεις και προορίζονται να τραγουδηθούν με συνοδεία μουσικής. Αναφέρονται στη
σχετικά νεότερη ιστορία, συνδυάζοντας παγανιστικούς θρύλους της λατινικής, ελ-
ληνικής η τευτονικης μυθολογίας, με θέματα αντλούμενα κυρίως από τη διαδικα-
σία του εκχριστιανισμού και την αντιπαράθεση με το Ισλάμ < τους Οθωμανούς.
Επικές και ηρωικές διαστάσεις παίρνει έτσι ένας ιδιαίτερος μεσαιωνικός τύπος
πολέμου: ο θρησκευτικός.
Τα τυπικότερα δείγματα του είδους έρχονται από τα παλαιά γαλλικά, φέρουν το
γενικό όνομα chansons degeste («έπη ανδραγαθημάτων») και αφορούν το θρύλο
του Καρλομάγνου.18 H στιχουργικη τους μορφή ακολουθεί τη νεότερη μετρική:
ισοσύλλαβοι στίχοι 8-12 συλλαβών, τονικό μέτρο, ομοιοκαταληξία. Από τα
παλαι- ότερα είναι το Τραγούδι του Ρολάνδου (La chanson du Roland, 11ος - 12ος
αιώνας, δίχως απόλυτα εξακριβωμένο συγγραφέα). Χαρακτηριστική είναι και η
περίπτωση του ισπανικού έπους Εϊ Σιντ (El Cid), η γερμανική επική παράδοση του
Τραγουδιού των Νίμπελουνγκ (Nibelungenlied) κ.λπ.
Σημειώστε και την περίπτωση του κύκλου κειμένων της ιρλανδικής παράδοσης
και ειδικότερα το Ταξίδι του Αγίου Μπρενταν. Ξεκινούν από λατινικό κείμε- νο-
πηγη του 11ου αιώνα και μεταφέρουν στοιχεία της Οδύσσειας η τηςΛινειάδας στο
μεσαιωνικό πλαίσιο των ιεραποστολικών περιπλανήσεων και προσκυνημάτων,
αντανακλώντας την εμπειρία των ιρλανδών και σκώτων σκαπανέων του δυτικού
μοναχισμού.
Ειδική κατηγορία αποτελεί ο κύκλος των ισλανδικών σάγκα (saga), αφηγημά-
των σε πεζό λόγο, ίσως πλησιέστερων στο μυθιστόρημα παρά στο έπος, αλλά με
συστηματικές αναφορές στη σκανδιναβική ιστορία, των οποίων η σύνθεση ξεκί-
νησε γύρω στον 12ο αιώνα.
Δείγμα επικής ποίησης στην ελληνικη γλώσσα έχουμε και από το Βυζάντιο του
12ου αιώνα, με τα σωζόμενα αποσπάσματα του επικού κύκλου του Αιγενη Ακρίτα.
Είναι γραμμένα σε βυζαντινή κοινή με πολλά νεότερα, δημώδη στοιχεία. Ο στίχος
είναι ο ρυθμικός δεκαπεντασύλλαβος (ο λεγόμενος «πολιτικός»), που θα επικρα-
τήσει στη νεοελληνική ποιητικη γλώσσα. Το θέμα, ο ηρωας των ακριτικών περιο-
χών της αυτοκρατορίας, θα περάσει στην προφορική παράδοση της νεοελληνικής
δημοτικής ποίησης.
Ιπποτικές μυθιστορίες
Τα αφηγήματα αυτά δίνουν σε θρύλους δυτικοευρωπαϊκών λαών μορφή προ-
σαρμοσμένη στα δεδομένα της μεσαιωνικής φεουδαρχίας κατά την περίοδο της
ακμής και ωρίμανσης της. Εκφράζουν ασφαλώς ένα καθεστώς όπου η εκκλησία
και οι στρατιωτικές δραστηριότητες έχουν ακόμα κυρίαρχη σημασία, αλλά αντα-
νακλούν και σημαντικές εξελίξεις < αλλαγές· όπως, επί παραδείγματι, τον ιδιάζο -
ντα ρόλο που αρχίζει να διαδραματίζει η γυναίκα καθώς αλλάζει η θέση της στον
αναπτυσσόμενο θεσμό της φεουδαρχικης αυλής, ιδίως όταν συνθήκες ειρηνης
επιτρέπουν την ανάπτυξη κοινωνικής ζωης και δραστηριοτήτων πολιτισμού και
ψυχαγωγίας. "Ηρωες των ιπποτικών μυθιστοριών είναι ιππότες των φεουδαρχικών
αυλών που περιπλανώνται, συχνά μόνοι, αναζητώντας περιπέτειες· όχι όμως
οποιεσδηποτε περιπέτειες και κυρίως όχι καθαρά πολεμικές περιπέτειες, παρά
εκείνες που καλλιεργούν και αναδεικνύουν την ιδιαίτερη αρετή τους, δηλαδη την
ιπποτικη ευγένεια. Κεντρικό θέμα των σχετικών ιστοριών είναι ο λεγόμενος ευ-
γενης έρωτας. Θα επανέλθουμε αναλυτικότερα λίγο παρακάτω.
Μία πολύ σημαντική και ίσως τη λογιότερη μορφή του είδους αποτελούν τα έρ-
γα ενός από τους πρώτους επώνυμους λογοτεχνικούς συγγραφείς της Δύσης: του
Γάλλου Κρετιέν ντε Τρουά (Chretien de Troyes, περ. 1135-1183), του οποίου τα
κείμενα συνέβαλαν αποφασιστικά στην καθιέρωση μίας συγκεκριμένης διαλέκτου
(francien) ως λογοτεχνικής και, αργότερα, επίσημης γαλλικής γλώσσας, αλλά και
στη διαμόρφωση της θεματικής της ιπποτικης ευγένειας και του ευγενούς έρωτα.
Σημαντική πηγη για τα έργα του ντε Τρουά είναι ο θρύλος του βασιλιά Αρθούρου
και των ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, αναγόμενος στην παγανι- στικη
παράδοση των Κελτών, και μάλιστα στην ιστορία της αντίστασης τους στους
Σάξονες.
Οι ιστορικοί της λογοτεχνίας αποδίδουν μεγάλη σημασία στο ύφος η, γενικό-
τερα, τη συγγραφική τεχνική του ντε Τρουά, η οποία απομακρύνεται αισθητά από
την επική υψηλη μονοτονία. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση ότι «ο Chretien de
Troyes συνδυάζει την ειρωνεία με τη σοβαρότητα, τον έρωτα με τους ιπποτικούς
κανόνες, με τόση μαεστρία στη γραφή και στη σκέψη [_] που του αξίζει να ανα-
γνωρισθεί ως ο πρώτος πραγματικός άνθρωπος των γραμμάτων που εκφράστηκε
σε μια ομιλούμενη γλώσσα της Ευρώπης». 24 Η σημασία του έργου του
εντοπίζεται, πιο συγκεκριμένα, σε τεχνικές που θεωρούνται ενδεικτικές της
νεότερης πεζογραφίας και, ειδικότερα, της μυθιστοριογραφίας, όπως αυτη της
ειρωνείας και, γενικότερα, της κριτικής απόστασης του αφηγητη από τα πρόσωπα
της ιστορίας: «Ο Chretien χειρίζεται την ειρωνεία, την αναφορά σε πολλαπλές
απόψεις, την επέμβαση του αφηγητη - ιδιαζόντως πολύπλοκη σε ορισμένες
περιπτώσεις - τη χρηση, μέσα στην ίδια τη δομη της ιστορίας, επαναλήψεων και
αντιθέσεων που απαιτούν από την πλευρά του ακροατηρίου μια ερμηνευτική
προσπάθεια αποκλείοντας την απλή παθητική στάση». 25
Χαρακτηριστικό δείγμα ιπποτικής μυθιστορίας είναι και το Τριστάνος και
Ιζόλδη:. σώζεται σε πολλαπλές επώνυμες και ανώνυμες εκδοχές διάφορων ευρω-
παϊκών γλωσσών - μεταξύ των οποίων η σερβο-κροατική και η τσέχικη.
Σημειώστε και την πολυμορφία και της βυζαντινής μυθιστορίας: μέχρι τον 12ο
αιώνα τα σχετικά αφηγήματα, σε μεγάλο βαθμό αλληγορικά, είναι σε αττικίζουσα
γλώσσα. Από τον 13ο και κυρίως τον 14ο αιώνα, έχουμε τυπικά ιπποτικές μυθι-
στορίες που συνδυάζουν το δυτικό πρότυπο με στοιχεία μιας ελληνικής λαϊκής
ποίησης, σε γλώσσα και ύφος μάλλον δημώδη και στίχο δεκαπεντασύλλαβο.
Πολλές μεταφράσεις και παραλλαγές ιπποτικών μυθιστοριών κυκλοφόρησαν
και διαβάστηκαν ευρύτατα, μέχρι και τον 16ο αιώνα. Και, όπως θα δούμε, θα τρο
φοδοτησουν τη νεότερη λογοτεχνία με έναν πολύ δικό της μυθιστορηματικό
ηρωα: τον Δον Κιχώτη.
Έτσι, λοιπόν, έχουμε από τροβαδούρους ποιήματα ερωτικά για αγάπες από-
μακρες, αλλά σε τόνο μάλλον ρεαλιστικό:
• Ας δώσει ο Πλάστης κάθε
ζωντανού - Που έπλασε τέτοια
αγάπη μακρινή - Χαρά στον πόθο
αυτού μου του καημού·
• Με την αγάπη αυτή τη μακρινή Σ’ έναν κρυψώνα ας σμίξω ερωτικό,
• Σε κάμαρα ή σε κήπο σκιερό,
• Πού ’ναι παλάτια αγάπης μαγικά! 32
Έχουμε και ποιήματα που αναθυμούνται την επική ατμόσφαιρα σε τόνο κατα-
στροφικής γιορτής:
• Μ’ αρέσει ως φτάνει η εμπροστοφυλακή,
• Που ο κόσμος τρομαγμένος πηλαλά,
• Κουβαλώντας το βιός του, εδώ κι εκεί,
• Μ’ αρέσει όταν έρχεται η στρατιά.
• Και μέσα απ’την καρδιά μου αναγαλλιάζω Σαν βλέπω κάστρα, οχύρωσε
γερές,
• Ντάπιες χαντάκια, αδιάβατες φραγές Να χτυπιούνται με λύσσα- και
θαυμάζω Σαν παίρνονται, με μάχες φονικές,
• Από σκληρούς κι αντρείους πολεμιστές. 33
Έχουμε και το σατιρικό και αντικληρικό:
• Ποιμένες λεν πως είναι οι
κληρικοί- Μη σας γελούν, φονιάδες
είν’ σωστοί με φάτσα αγίου
υποκριτική.
• Σαν τους βλέπω ντυμένους με ιερά,
• Μου θυμίζουν το λύκο, που προβιά Φόρεσε αρνιού για να ‘μπει ο
πονηρός Σε στάνη ξεγελώντας τα σκυλιά, κάποιαν ημέρα που ήταν
νηστικός.
• Κι έτσι, χάρη σ’ αυτή την πονηριά,
• Εδιάλεξε τ’ αρνιά τα πιο παχιά Και δίχως να το πάρουν μυρουδιά,
• Ετύλωσε την άδεια του κοιλιά. 34
Αναγεννήσεις
«Αναγέννηση» και «Ουμανισμός»: όπως οι περισσότεροι τέτοιοι όροι, έτσι και
οι δύο αυτοί είναι δημιούργημα όχι της εποχής στην οποία αναφέρονται, αλλά
κατοπινών μελετητών και κυρίως ιστορικών του 19ου αιώνα. Ο όρος «Αναγέννη-
ση» μεταφέρει στα ελληνικά τον γαλλικής καταγωγής, αλλά ευρύτερα καθιερωμέ-
νο όρο Renaissance. Ως ιστορική κατηγορία έγινε ευρύτερα γνωστός, αλλά και
αντικείμενο διαμάχης και αμφισβήτησης, μετά τη χρηση του από τον γερμανόφω -
νο ελβετό ιστορικό Μπούρκχαρτ (Jacοb Burckhardt) το 1860 στο έργο του O πο-
λιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία.'4 Δηλώνει την εκ νέου γέννηση του πολιτι-
σμού μετά τη μεσαιωνική έκλειψη της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας.
Οι αρχές αυτού του φαινόμενου μπορούν να ανιχνευτούν σε περιοχές του Βορ-
ρά της ιταλικής χερσονήσου (ξεκινώντας από τη Φλωρεντία της Τοσκάνης) γύρω
στα μέσα του 14ου αιώνα, και η εξάπλωση του, με διαφορετικές μορφές και σε
πολλές χώρες της ευρωπαϊκής Δύσης, εκτείνεται κυρίως από τα μέσα του 15ου αι -
ώνα μέχρι και τις αρχές του 17ου.
Οι αμφισβητήσεις που προκάλεσε ο όρος αφορούν, μεταξύ άλλων, τη σχέση
του νεότερου δυτικού πολιτισμού με την αρχαιότητα αλλά και τον Μεσαίωνα. Τα
σχετικά ερωτήματα ποικίλλουν. Δεν υπήρξαν, άραγε, κατά τη διάρκεια του Με-
σαίωνα άλλα φαινόμενα πολιτισμικής άνθησης η «αναγέννησης» εξίσου σημαντι-
κά; Μήπως, επιπλέον, τα φαινόμενα αυτά διαδραματίζουν ουσιαστικότερο ρόλο
για τη διαμόρφωση του νεότερου ευρωπαϊκού πολιτισμού απ’ ό,τι ο πολιτισμός
που αναφαίνεται στην Ιταλία του 14ου αιώνα; Πόσο πρόκειται πράγματι για γέν-
νηση εκ νέου και πόσο για αναπροσανατολισμό, και μάλιστα σε κατεύθυνση που
διαγράφει, σε μεγάλο βαθμό, το άμεσο παρελθόν αλλά και το γειτονικό του Βυζά-
ντιο; Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα στοιχεία που μελετήσαμε στο προηγούμε -
νο κεφάλαιο περί Μεσαίωνα προέρχονται από ιστορικές έρευνες σχετικά πρό-
σφατες, οι οποίες είδαν τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα με διάθεση ευνοϊκότερη από
εκείνη που διαμόρφωσε η Αναγέννηση του 15ου αιώνα.
Γεγονός παραμένει ότι πολλοί λόγιοι και ηγεμόνες της εποχής που μελετάμε εί -
χαν, πράγματι, την αίσθηση η τη συνείδηση ότι ζούσαν σε μια εποχή ανανέωσης.
Σε πολλά κείμενά τους, για παράδειγμα, υπάρχει αντιπαράθεση του παρόντος με
το άμεσο παρελθόν, υπό το σχήμα της αντιπαράθεσης φωτός και σκότους, του πε -
ράσματος από τη νύχτα σε μια νέα αυγη. Ανάμεσα στον ελληνορωμαϊκό
πολιτισμό και τη χριστιανική συνέχειά του στο παρόν έβλεπαν κάτι σαν
πολιτισμικό κενό Στον τομέα των τεχνών, την Αναγέννηση σηματοδοτούν τα
μεγάλα ονόματα του Λεονάρντο ντα Είντσι (Leonardo da Vinci, 1452-1519), του
Ραφαήλ (Raffaello Sanzio, 1483-1520) και του Μικελάντζελο (Michelangelo
Buonarroti, 1475-1564). Στον τομέα των γραμμάτων έχουμε το ρεύμα η κίνημα
του Ουμανισμού.
Ανθρωπισμός
Ο όρος «ουμανισμός» προέρχεται από τον λατινικό «humanismus», συχνά απο-
διδόμενο στα ελληνικά και με τον όρο «ανθρωπισμός». Ο Κικέρωνας είχε
χαρακτηρίσει τους Έλληνες genus humanissimum, γένος, δηλαδη, που
ανταποκρινόταν στον υπέρτατο βαθμό σε αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν
humanitas: στην ανθρώπινη φύση αλλά και, ειδικότερα, στο αίσθημα της αξίας
του ανθρώπου η στην παιδεία που προωθεί τέτοια αισθήματα μέσω της
καλλιέργειας του ανθρώπινου λόγου. Στην Ιταλία της Αναγέννησης, η μελέτη των
κλασικών γλωσσών και γραμμάτων, ελληνικών και λατινικών, φέρει το όνομα
«studia humanitatis». Ως κατηγορία της νεότερης ιστορίας των ιδεών, τον όρο
εισάγει ο γερμανός ιστορικός Βόιγκτ (G. Voigt) το 1859 σε μελέτη του για τον
«πρώτο αιώνα του Humanismus» στην Ιταλία.
Το ρεύμα η κίνημα του ουμανισμού της αναγεννησιακής εποχής διακρίνεται
όχι μόνο από το ενδιαφέρον για την κλασική αρχαιότητα αλλά και από το γεγονός
ότι το ενδιαφέρον αυτό συνδυάζεται με μια συνολική θεώρηση του κόσμου, η
οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, πολύ συνοπτικά, «ανθρωποκεντρική» και
να αντιδιασταλεί με τη «θεοκεντρικη» οπτική του Μεσαίωνα. Ο άνθρωπος, δηλα-
δη, ορίζεται κέντρο του σύμπαντος < της θεϊκής δημιουργίας και, μάλιστα, με
τρόπο που αποδίδει μεγάλη αξία στην καθημερινή επίγεια ζωη του· δίνεται
μεγάλη έμφαση στην κοινωνική και πολιτική διάσταση των ανθρώπινων
πραγμάτων, η οποία αντιμετωπίζεται με διάθεση κριτική αλλά και με αίσθηση
εμπιστοσύνης και αισιοδοξία. Η αντίληψη αυτη προϋποθέτει το αξίωμα της
αγαθότητας της ανθρώπινης φύσης· και μια τέτοια φύση δικαιούται και οφείλει να
επιδιώκει τη συνεχή βελτίωση των συνθηκών της ζωης της και την πληρη
αξιοποίηση των τεράστιων πνευματικών και υλικών δυνατοτήτων της. Μόνο έτσι
ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως άνθρωπος και επιβεβαιώνει την αγαθή πληρότητά
του σε απόλυτη αρμονία με τον εαυτό του και με τον κόσμο γύρω του.
Συστατικό στοιχείο της ουμανιστικής θεώρησης είναι το ιδανικό μιας παιδείας
η οποία καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ασχοληθεί με τις τέχνες και τα γράμματα
αλλά και με το δημόσιο βίο και τις επιστήμες· να συνομιλεί με σύνεση αλλά και
να πράττει επιδέξια. Θεμέλιο μιας τέτοιας ουμανιστικής η ανθρωπιστικής παιδείας
ορίζεται η αρχαία ελληνικη και ρωμαϊκή γραμματεία, αλλά και, γενικότερα, η
μελέτη των γλωσσών και της τέχνης του λόγου. Το γενικό ανθρώπινο πρότυπο του
ουμανισμού συνδυάζεται, έτσι, με ένα συγκεκριμένο πρότυπο λογιοσύνης που
στηρίζεται στη συστηματική μελέτη και αφομοίωση της αρχαιοελληνικής και
λατινικής γραμματείας ως βάσης διάπλασης αλλά και αναμόρφωσης του
ανθρώπου - και που θα παραμείνει πόλος αναφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού
και της παιδείας του.
Θα ηταν λάθος, πάντως, να πιστέψουμε ότι με την εξάπλωση του ουμανισμού
υποχωρούν η θρησκευτική συνείδηση και ο θεολογικος προβληματισμός. Κάθε
άλλο. Όπως διαπιστώνουν οι σύγχρονοί μας ιστορικοί:
Αν τίποτα δεν είναι πιο κουτό απο το να μιλάς κουτά για σοβαρά πράγματα,
τίποτα δεν είναι πιο έξυπνο απο το να μιλάς για κουταμάρες δίχως να φαίνεσαι
κουτός. Όσο για μένα, ας με κρίνουν οι άλλοι. Αν όμως δε με ξεγελά ο
εγωισμός, θαρρώ πως παίνεσα την Τρέλα, μα με τρόπο που δεν είναι ολότελα
τρελός.
Τώρα για την επίκριση ότι δαγκάνω θ’ αποκριθώ πως ανέκαθεν οι πνευματικοί
άνθρωποι είχαν το ελεύθερο να κοροϊδεύουν ατιμώρητα τις συνθήκες ζωής
γενικά, φτάνει αυτό να μην καταντάει λύσσα. [_]
Όσο για λόγου μου [_] μετρίασα τόσο το ύφος μου που ο λογικός αναγνώστης
εύκολα θα καταλάβει πώς πιο πολύ γυρεύω να τέρψω παρά να τσούξω. [_]
Βάλθηκα να καταγράψω πιότερο τις λόξες παρά τα αίσχη. Πάλι, αν μένει πια
κανένας πεισματάρης, που μήτε αυτά τα λόγια δεν τον μαλακώνουν, τον
παρακαλώ να στοχαστεί πως είναι ωραίο να σε κατακρίνει η Τρέλα. Αφού
εκείνη βάζω και μιλά, έπρεπε να σεβαστώ και τα χαρακτηριστικά του ρόλου
της.13
Από την αρχη της ομιλίας της η Τρέλα έχει και εκείνη ναρκοθετήσει το πεδίο
του λόγου της, καθώς προσδιορίζει το πολύ περίεργο είδος προσοχής και εμπι -
στοσύνης που ζητά από τον αναγνώστη:
Μα τι άλλο είναι η ζωή του ανθρώπου, από μια κωμωδία όπου μπαίνεις
προστατευμένος πίσω από τη μάσκα και παίζεις το ρόλο σου, ώσπου να σε
βγάλει έξω απ’ τη σκηνή ο χορηγος. Αυτός, άλλωστε, συχνά ζητάει απο τον
ίδιο τον ηθοποιό να παίξει πολύ διαφορετικούς ρόλους: ένας που φορούσε τη
βασιλική πορφύρα ξαναφαίνεται με κουρέλια δούλου. Ώστε όλα είναι πλαστά;
Και βέβαια! Μα η κωμωδία της ζωής δεν παίζεται διαφορετικά
Η ειρωνεία, από την άλλη, είναι άραγε μάλλον κωμική ή μάλλον τραγική;
Βλέπουμε καθαρά πως αντιτίθεται στην αδιακρισία του κωμικού, που είναι
εγκάρδιο και πληβειακό, κι ότι οι μεγάλοι εί- ρωνες, εν γένει, δεν έχουν γράψει
κωμωδίες. Ανάμεσα στην απατηλότητα της ειρωνείας και στην ειλικρίνεια του
γέλιου δεν υπάρχει χώρος συμφωνίας. Αυτή προκαλεί το γέλιο χωρίς να επιθυμεί η
ίδια να γελάσει, και αστειεύεται ψυχρά χωρίς να διασκεδάζει. Είναι σκωπτική αλλά
κατηφής. 'Η μάλλον προξενεί το γέλιο, για να το παγώσει αμέσως. Ο λόγος είναι
πως υπάρχει σε αυτήν μια περιστροφή, κάτι το έμμεσο και παγερό, όπου
προαισθανόμαστε το ανησυχητικό βάθος της συνείδησης. 'Ετσι, η φαιδρότητα
γρήγορα μετατρέπεται σε δυσφορία κι ένταση.
[^]
Το γέλιο είναι μια ανάφλεξη, δηλαδή μια πρώτη κίνηση αυθόρμητη, ενώ η
ειρωνεία, που είναι γέλιο βραδυφλεγές και καταπνίγεται σχεδόν εν τη γενέσει του,
είναι μια κίνηση δεύτερη κι αναστο- χαστική - motus secundus. [_]
Εν τούτοις, αν η ειρωνεία δεν είναι διόλου διατεθειμένη να γελά, επιθυμεί ακόμη
λιγότερο να κλαίει, αφού η ειρωνεία και το κωμικό έχουν την «απόσταση» από
κοινού: απόσταση του εγώ ως προς τα αντικείμενα κι απόσταση αντικειμένου από
αντικείμενο. Η ειρωνεία διαμελίζει την τραγωδία της μοίρας, που γίνεται έτσι
κωμειδύλλιο. Πρέπει μήπως να σκεφθούμε ότι η ειρωνεία, καθώς βρίσκεται μεταξύ
κωμικού και τραγικού, είναι το σημείο της απάθειας όπου το γέλιο σωπαίνει, χωρίς
τα δάκρυα να 'χουν ακόμη αναβλύσει; Μια ήρεμη κι ενδιάμεση ζώνη του
χαμόγελου;
[_] Στην πραγματικότητα η ειρωνεία δεν είναι neutrum -ουδέτερο- αλλά utrumque
-αμφότερα. Δεν είναι «ουδέτερη» αλλά κυριολεκτικά κωμικο-τραγική. Είναι και το
ένα και το άλλο μάλλον, παρά ούτε το ένα ούτε και το άλλο [_]19
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 3
Άσκηση εφαρμογής
Έρασμος, Μωρίας εγκώμιον, (αποσπάσματα): Ανθολόγιο Λογοτεχνικών
Κειμένων. Διαβάζοντας τα προτεινόμενα αποσπάσματα από το βιβλίο του
Εράσμου προσπαθήστε να προσδιορίσετε σε ποιο βαθμό ο συγγραφέας
υπερασπίζεται ή καταγγέλλει ουμανιστικές αξίες. Για την απάντησή σας
προσέξτε κυρίως το πώς λειτουργεί η ειρωνεία του κειμένου. Μπορείτε να
αξιοποιήσετε και τις θέσεις του Μπούρκχαρτ περί αναγνώρισης αλλά και
αμφισβήτησης της σημασίας της λογιοσύνης και των έργων της την εποχή
της Αναγέννησης (Δραστηριότητα 2 του παρόντος κεφαλαίου).
Ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
3.3 ΠΟΙΗΣΗ
Ο βαρύς τόνος του Δάντη, η gravitas, διατηρείται τόσο αδιάπτωτα που δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία για το ύψος στο οποίο κινείται το ύφος του. [_]
Ταυτόχρονα όμως είναι αναντίρρητο ότι η έννοια του υψηλού διαφέρει
ουσιαστικά από τα αρχαία πρότυπά του, τόσο θεματικά όσο και γλωσσικά.
Τα θέματα που παρουσιάζει η Θεία Κωμωδία είναι με τα κριτήρια της
αρχαιότητας ένα ανήκουστο κράμα υψηλών και ταπεινών στοιχείων. [_] και
γενικά ο Δάντης, όπως ξέρουν όλοι οι αναγνώστες, δεν γνωρίζει κανένα
φραγμό στην ακριβή και χωρίς περιστροφές μίμηση του καθημερινού, του
γελοίου και του αποκρουστικού. [...] πουθενά δεν φαίνεται τόσο καθαρά η
αντίθεση των δύο παραδόσεων, της αρχαίας διάκρισης των υφολογικών
επιπέδων και της χριστιανικής ανάμειξής τους, όσο σε αυτή τη δυνατή
ιδιοσυγκρασία, που βρίσκεται συνειδητά ανάμεσά τους: τείνει προς την
αρχαία, χωρίς να μπορεί να εγκαταλείψει και την άλλη. Πουθενά η ανάμειξη
των επιπέδων ύφους δεν πλησιάζει τόσο πολύ την υφολογική ασυνέπεια. 22
Μπορούμε να δώσουμε εδώ δύο ακραία παραδείγματα της «υφολογικης ασυ -
νέπειας» της Κωμωδίας. Η μετάφραση είναι του Νίκου Καζαντζάκη, 23 του
οποίου η ιδιόρρυθμη δημοτική αναπαράγει πολύ εύστοχα τον τόνο της δημώδους
αλλά υψηλότονης δαντικής γλώσσας. Η μετάφραση αυτή κρατά μεν τον σταθερό
ποιητικό ρυθμό του ιαμβικού ενδεκασύλλαβου, αλλά δεν αποπειράται να
αναπαραγά- γει το στιχουργικό σχήμα της τερτσίνας. Από την «Κόλαση», 8oς
κύκλος, δεύτερη τάφρος όπου οι κόλακες βασανίζονται βυθισμένοι σε
περιττώματα (18ο άσμα, στίχοι 113-117 και 127-131):
Πήγαμε εκεί, και μες το λάκκο κάτω
λαο θωρώ σε βρώμα βουτημένο,
λες άδειασαν εδώ του ανθρώπου οι βόθροι.
Κι ως ζητουν χάμου εκεί με τη ματιά μου,
κάποιον τηρώ με κάρα σκατωμένη, που πια
λαϊκός, παπάς δεν ξεχωρίζεις [^]
Και τότε ο οδηγητης μου: ‘σπρώξε, μού
κπε, μια στάλα πιο μπροστά το πρόσωπό
σου, τα μάτια σου να φτάσουν ως το
μούτρο της βρωμερής αναμαλλιάρας
πόρνης που ξύνεται με σκατωμένα νύχια,
πότε ολόρθη και πότε ξαπλωμένη.
Και από τον «Παράδεισο», ύστατος αναβαθμός, ο ποιητης μπροστά στο θεϊκό
φως ( 33ο άσμα, στίχοι 100-108 και 115-120):
Τόσο ’ταν θαυμαστό το Φως ετούτο, που πουθενά τα μάτια αλλού να γύρουν
να θεν δε θα μπορούσαν πια ποτέ τους· τι, το αγαθό που η βούληση γυρεύει
στο Φως το βρίσκει αυτό, κι απόξω του όλα ψεγαδιαστά, που εντός του
τέλεια λάμπουν.
Θα γίνει τώρα πιο λειψή η λαλιά μου, να πει τ’ ό,τι θυμούμαι, από του
βρέφους που ογραίνει ακόμα στο βυζί τη γλώσσα.
[^]
Μες τη βαθειά τη λαγαρήν ουσία της άγιας Λάμψης ξέκρινα τρεις γύρους,
ίδιοι κι οι τρεις μα τριλογής βαμμένοι.
Κι ως δόξα τ’ ουρανού από δόξα βγαίνει,
όμοια κι αυτοί κι ο τρίτος σα φωτιά ’ταν
που δώθε κείθε ισόπνοα φυσούσαν.
Ερμηνευτικές προσεγγίσεις
Θα αναφέρουμε εδώ, πολύ συνοπτικά, τρεις ερμηνείες του συγκεκριμένου έρ -
γου - οι οποίες συνιστούν δείγματα διαφορετικών τρόπων ερμηνευτικής προσέγ-
γισης της ποίησης γενικότερα.
(α) H πρώτη είναι η τάση που θεωρεί τη Θεία κωμωδία ποίημα θρησκευτικού
χαρακτήρα. Ορισμένα κείμενα του Δάντη μας επιτρέπουν να θεωρήσουμε ότι ο
ίδιος ο ποιητης (όπως εξάλλου και ο πρώτος σχολιαστής του, ο Βοκκάκιος) πρό -
τεινε ως μέθοδο σύλληψης αλλά και κατανόησης του κειμένου του την
αλληγορία, όπως την έχουμε ηδη συναντήσει και σχολιάσει στο προηγούμενο
κεφάλαιο της μελέτης μας: η Κωμωδία μας μιλά αλληγορικά για την ιδέα της
κάθαρσης και ανάληψης της ανθρώπινης ψυχής αλλά και για τη γενικότερη ιδέα
μιας μετάβασης από τον κόσμο της ύλης στον κόσμο του πνεύματος, με άξονα
τους χριστιανικούς νόμους της θείας δικαιοσύνης.
(β) Μια αρκετά διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση έχει προταθεί από τον
Άουερμπαχ. Αναγνωρίζει τη σημασία της θρησκευτικής έμπνευσης για την
ποίηση του Δάντη, αλλά δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο γεγονός ότι η ποίηση
αυτη αναπλάθει με ιδιαίτερη επιμονή και προσοχή τον επίγειο κόσμο και τις
σχέσεις που τον διέ- πουν. Βλέπει έτσι να διαφαίνεται καθαρά και στον Δάντη η
τάση που, σύμφωνα με τη γενικότερη ιστορική του προσέγγιση, αποτελεί βασικό
γνώρισμα της νεότερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας· δηλαδη, ένας ορισμένος
ρεαλισμός, ο οποίος έχει μεν την πηγη του στα πρότυπα των βιβλικών κειμένων
αλλά, υιοθετούμενος και αναπτυσσόμενος από τη νεότερη λογοτεχνία, οδηγείται
σε διαφορετικούς δρόμους. Μέσα από τη σύζευξη ποικίλων ειδών και τόνων
γραφής, η θρησκευτική θεώρηση υποχωρεί μπροστά στην ποιητική μίμηση και
παρουσίαση μιας εξαιρετικά σύνθετης εικόνας της ανθρώπινης
πραγματικότητας. H δαντική ισορροπία ιδανικού και πραγματικότητας,
πνευματικής αχρονίας και ιστορίας, προβάλλει εν τέλει με ενάργεια την ει κόνα
του συγκεκριμένου ανθρώπου και των συνθηκών της επίγειας ζωής του:
Με τους δικούς του όρους, ο άγγλος κριτικός της τέχνης και της λογοτεχνίας,
αλλά και μυθιστοριογράφος του τέλους του 19ου αιώνα, Ουώλτερ Παίητερ, ανα -
φέρεται στο ίδιο θέμα. Διαβάζει στο σύμβολο της Βεατρίκης όχι την
αναπαράσταση χριστιανικών ιδεών < αρχών ούτε τη μορφή του δαντικού έρωτα,
παρά τη λογοτεχνική πρόταση ενός ιδανικού τύπου ανθρώπινου προσώπου, η
οποία διαπερνά τις ιστορικές εποχές και τα δεδομένα τους πρότυπα:
Πετραρχικό βλέμμα
Το θέμα αυτό, γνωστό μας ηδη από τους τροβαδούρους και την ιπποτικη
μυθιστορία, παίρνει εδώ την πετραρχική μορφή του:
α) Ο λόγος σχηματίζει μία συγκεκριμένη εικόνα της αγαπημένης, με τρόπο
που μοιάζει να διστάζει ανάμεσα στην υλική της παρουσία και την ιδεατή
αναπαράσταση της, τη συγκεκριμένη μορφή και την εξαΰλωση των
γνωρισμάτων της, την αίσθηση της κοντινής παρουσίας και τη διαρκή τάση
απομάκρυνσης της· και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περιγραφές της
Λάουρας που υπάρχουν στα κείμενα, ελάχιστα μας επιτρέπουν να
ανασυγκροτήσουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της.
β) Βασική, κατά συνέπεια, αναδεικνύεται η λειτουργία ενός ποιητικού βλέμ -
ματος που διαρκώς περνά από την όραση στην ενόραση, καθώς πολύ συχνά το
αντικείμενό του, η μορφή της γυναίκας, είναι σχεδόν διαφανές η δυσδιάκριτο
μέσα στην ίδια του τη φωτεινότητα.
γ) Διαρκής, λοιπόν, είναι η παλινδρόμηση ανάμεσα στα στοιχεία μιας
υλικότη- τας που υποτάσσεται στους νόμους του χρόνου και στην αντίρροπη
τάση μετάβασης σε ένα επίπεδο μορφών < ιδεών, τις οποίες η ποιητικη μνημη
μπορεί να ελπίζει ότι θα διατηρήσει μακρυά από τη φθορά του χρόνου - αν όχι
και από τον θάνατο.
δ) Παράλληλα, είναι διαρκής η μετατόπιση από την εικόνα της αγαπημένης η
και την αναφορά των συνθηκών υπό τις οποίες ο ποιητης τη συνάντησε, σε
στοχασμούς που έμμεσα η άμεσα αφορούν τον ίδιο τον ποιητη, τη δύναμη του
ποιητικού λόγου η και την προβλεπόμενη η επιδιωκόμενη δόξα με την οποία η
ποίηση, όπως έχουμε δει, συναρτάται στο πλαίσιο των νεότερων ουμανιστικών
αξιών.
Τα παραπάνω μας θυμίζουν, ασφαλώς, την ένταση ανάμεσα στον ρεαλισμό
και την εξιδανίκευση για την οποία μιλήσαμε με αφορμή τους τροβαδούρους και
την ιπποτικη μυθιστορία (ενότητα 2.2.8). Έχουμε κάτι σαν νοερή διελκυστίνδα
ανάμεσα στην πνευματικότητα και την υλικότητα, τη νόηση και την αίσθηση,
την ιδεατή αφαίρεση και την επίγεια πραγματικότητα. Μπορούμε να μιλήσουμε
για μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα στις αντιτιθέμενες αυτές διαστάσεις -
όπως εξάλλου και ανάμεσα στην ευδαιμονία του ερωτικού αισθήματος και τη
μελαγχολία της επίγνωσης του θανάτου (τα πρώτα 263 ποιήματα αναφέρονται
στη Λάουρα εν ζωη ενώ τα υπόλοιπα θεωρούν δεδομένο το θάνατό της).
Διαισθανόμαστε, συνάμα, ότι η τάση της εξιδανίκευσης μάλλον κυριαρχεί
συνολικά. Λέει σχετικά ο Διονύσης Καψάλης, υπογραμμίζοντας και τη
γενικότερη πολιτισμική σημασία του πετραρχικού σονέτου και προσδιορίζοντας
τη σχέση του με την παράδοση των τροβαδούρων:
Στο σονέτο συναντώνται, σαν διακριτές εκδοχές του ίδιου περιεχομένου, δύο
αντίρροπες, στην τάξη του χρόνου, δυνάμεις: η εκκοσμίκευση και η
εξιδανίκευση. Η γλώσσα του σονέτου εκκοσμικεύει τον λανθάνοντα
ερωτισμό της θρησκευτικής ευλάβειας, με-
τοχετεύοντάς τον στη μορφή της επίγειας ερωμένης- και συγχρόνως
εξιδανικεύει την ερωτική επιθυμία που ελευθέρωσε, δίνοντάς της σχήμα
ευλαβικό. Ο πετραρχισμός, λοιπόν, δεν είναι απλώς μια καινούργια ερωτική
διάλεκτος για την ποίηση, ένα σύστημα αναλογικών εικόνων -παρομοιώσεων
και μεταφορών - που εκλογικεύουν το ερωτικό αίσθημα- είναι συγχρόνως
και μια καινούργια ηθική του έρωτα, ένα όχημα ερωτικής παιδείας και
συνομιλίας, από τα αρτιότερα που δημιούργησε ο πολιτισμός, και μια
καινούργια μορφή αυτοσυνειδησίας στη λυρική ποίηση. Το πρώτο πρόσωπο
του πετραρχικού εγκωμίου αφομοιώνει μεν τον αυλικό εραστή της
προβηγκιανής ποίησης, με όλη την ιπποτική εξάρτυσή του, αλλά τον
αναγκάζει να αντικρίσει τον εαυτό του και να τον αναστοχαστεί στο
κάτοπτρο των δικών του ιδανικεύσεων. 31
Πετραρχικά σχήματα
Ιδιαίτερα σημαντικά, σε συνάρτηση με τα παραπάνω, αναδεικνύονται ορισμέ -
να σχήματα λόγου που εκφράζουν η και υλοποιούν, στο επίπεδο των ίδιων των
μηχανισμών της ιταλικής γλώσσας, την ένταση η την ισορροπία στην οποία
αναφερ- θηκαμε. Χαρακτηριστική είναι η χρηση της μεταφοράς - της σύζευξης
αφηρημέ- νων ιδεών και υλικών πραγμάτων. H «παγωμένη φλόγα» του έρωτα
είναι παράδειγμα μιας τυπικά πετραρχικής χρησης της μεταφοράς, η οποία
κινείται και στην κατεύθυνση του οξύμωρου: συνενώνει έννοιες προκλητικά
αντιφατικές μεταξύ τους. Μια ανάλογη σύζευξη υποδηλώνουν πολύ συχνά και
οι προσωποποιήσεις στοιχείων της φύσης, καθώς και το σχήμα της υπερβολής,
που, όταν ξενίζει η προβληματίζει ιδιαίτερα την καθημερινή μας λογική, γίνεται
παράδοξο.
Ένα άλλο ρητορικό σχήμα που διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην πετραρχική
ποίηση είναι το λογοπαίγνιο, που εκμεταλλεύεται την κοινή μορφή η εκφορά
διαφορετικών λέξεων: παρηχησεις (επανάληψη των ίδιων φθόγγων μέσα σε
διαφορετικές λέξεις ενός στίχου) αλλά και, κυρίως, παρονομασίες (γειτνίαση <
και επανάληψη λέξεων που ηχούν παρόμοια αλλά έχουν διαφορετικό νόημα). Ας
προσέξουμε ότι η συστηματική χρήση των σχημάτων αυτών αναπαράγει, κατά
κάποιον τρόπο, σχεδόν ειρωνικά, το παιχνίδι μεταξύ υλικότητας και πνεύματος
που διατρέχει την πετραρχική ποίηση: η ομοιότητα στο επίπεδο των αισθήσεων
(ακοής για τους φθόγγους και όρασης για τα γράμματα των λέξεων) είναι σαν να
συνδέει ιδέες που στο επίπεδο της νόησης διαφέρουν < διίστανται. Κεντρικής
σημασίας είναι το παιχνίδι με το ίδιο το όνομα της αγαπημένης: Laura, lauro
(δάφνη που παραπέμπει στην ποιητική δόξα), l’ aura (αύρα < αεράκι, που
υπογραμμίζουν το ανάλαφρο < το φευγαλέο της αίσθησης), l’ auro (χρυσός,
λάμψη της παρουσίας της Λάουρας).
Οι πετραρχικοί αυτοί σχηματισμοί λειτούργησαν ως κοινοί τόποι της
ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ορίζοντας όχι μόνο μια ορισμένη εικόνα του έρωτα <
της γυναίκας αλλά και ένα πρότυπο ποιητικού λυρισμού. Αυτό συνιστά την
ιστορική τους δύναμη αλλά και εξηγεί τη δυσμένεια στην οποία έχουν πλέον
περιπέσει.
Η ποίηση του Βιγιόν διακρίνεται, γενικά, για το εύρος της θεματικής της, που
καλύπτει πολλές και αντιφατικές πλευρές του υλικού παρόντος: ζωη και
θάνατος, γλέντι και μοναξιά, ευλάβεια και παρανομία. Ο τόνος είναι ποικίλος
και δεν μας επιτρέπειπάντα να προσδιορίσουμε με σαφήνεια και βεβαιότητατα
συναισθήματα που τον γεννούν: εναλλάσσεται, διαρκώς, ανάμεσα στην ευθυμία
και τη μελαγχολία, τη χαρά και το πένθος, την εξομολογητικη και την ειρωνική
η οξύτατα σαρκαστική διάθεση, την ελευθεροστομία και τη σεμνότητα, τη
βωμολοχία και τον λυρισμό, τα κλασικά πρότυπα και το μεσαιωνικό τραγούδι.
Αν, πάντως, η Θεία κωμωδία μας επιβάλλει να ελέγξουμε την τάση μας να
διαβάσουμε ένα ποιητικό έργο σαν να ηταν θρησκευτικό κείμενο, οι μπαλάντες
του Βιγιόν μας επιβάλλουν να ελέγχουμε την τάση να διαβάζουμε την ποίηση
σαν άμεση και αυθόρμητη έκφραση διαυγών συναισθημάτων η σαν απλη και
ειλικρινή καταγραφή πραγματικών εμπειριών της καθημερινής ζωης.
3.4 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ
Κατά την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, ο πεζός λόγος προσλαμβάνει με-
γάλη δημοτικότητα και αυτονομείται σε σχέση με τον έμμετρο: εμφανίζονται και
καλλιεργούνται είδη και μορφές πεζογραφίας με τους δικούς τους κανόνες γρα -
φής και με ιδιαίτερα κριτήρια αξιολόγησης. H επέκταση της γραφής σε βάρος
της προφορικότητας, καθώς και η διάδοση του τυπωμένου βιβλίου, συμβάλλουν,
ασφαλώς, στην κατεύθυνση αυτη.
Κοινωνικά, το φαινόμενο συναρτάται με τη μετάβαση στον πολιτισμό της
αναγεννησιακής πόλης, δηλαδή στα ήθη και στις αναγνωστικές ανάγκες νέων
αστικών κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και με μια γενικότερη αλλαγή συνηθειών
και προτιμήσεων που αντανακλά και το ανακαινιστικό πνεύμα του ουμανισμού.
Ας σημειωθεί ότι ο νεότερος λογοτεχνικός πεζός λόγος γεννιέται, κατά κάποι -
ον τρόπο, μέσα από τον ποιητικό - πράγμα που ηχεί ίσως παράδοξο σήμερα,
όταν ο πεζός λόγος είναι η πιο συνηθισμένη μορφή γραφής και θεωρείται
μάλλον φυσικότερος. Από τον 15ο αιώνα διαδίδεται ευρύτατα η εξής πρακτική:
μεταγραφή μεσαιωνικών έμμετρων κειμένων (κυρίως επών και μυθιστοριών
δημωδών γλωσσών) σε πεζή μορφή, σε γλώσσες εθνικές - συχνά υπό την
προτροπή ηγεμόνων ή τοπικών αρχόντων. Τα παραγόμενα πεζά λογοτεχνικά
κείμενα εκδίδονται και κυκλοφορούν σε εντυπωσιακούς αριθμούς αντιτύπων.
Παράλληλα, όμως, γράφονται σε εθνικές γλώσσες και νέα πεζά αφηγηματικ ά
κείμενα, ξεπηδώντας μέσα από τις διαφορετικές δημώδεις παραδόσεις της έμμε -
τρης διδακτικής λογοτεχνίας και μυθιστορίας, αλλά και της επικής ποίησης.
Ανάμε- σά τους, η ιστορία της νεότερης λογοτεχνίας διακρίνει τις πρώτες
συλλογές διηγημάτων και τα μυθιστορήματα. Σε αυτά θα συγκεντρώσουμε τώρα
την προσοχή μας.
Το διηγημα
Το διηγημα μπορεί να οριστεί ως εξης: αφηγημα σχετικά μικρής έκτασης, του
οποίου το θέμα επικεντρώνεται σε περιορισμένο αριθμό θεμάτων, επεισοδίων <
προσώπων. H τέχνη αυτής της σύντομης αλλά περιεκτικής πεζογραφικης αφήγη-
σης συνεπιφέρει νέα δεδομένα λογοτεχνικού ύφους, συναρτώμενα με τα νέα
πρότυπα παιδείας και κοινωνικότητας. Θα επιμείνουμε, παρακάτω, σε ορισμένες
διαστάσεις του λογοτεχνικού αυτού ύφους.
Novellino ηταν ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησε ηδη από τα τέλη του 13ου
αιώνα στην Τοσκάνη της Β. Ιταλίας μια συλλογή σύντομων πεζών αφηγημάτων
- είδους που είχε αναπτυχθεί στην Ιταλία σε αστικό, κυρίως, πλαίσιο με τυπικά
διδακτικό και σατιρικό χαρακτήρα. Το όνομα της συλλογής δηλώνει κάτι
καινούργιο, νέο αλλά και κάτι μικρό < σύντομο. 35 Ο σκοπός των αφηγημάτων
της συλλογής, της οποίας ο συγγραφέας δεν είναι γνωστός, προσδιορίζεται ρητά
στην εισαγωγή της: απευθύνονταν στο καλλιεργημμένο κοινό της πόλης και
επιδίωκαν όχι μόνο να τους ψυχαγωγήσουν, αλλά και να προωθησουν τη
γλωσσική παιδεία καλλιεργώντας την τέχνη του λόγου της εθνικής γλώσσας
τους. H εξαιρετικά ανομοιογενώς θεματική της συλλογής συνδύαζε τα
παραδοσιακά μεσαιωνικά θέματα της ιπποτικης μυθιστορίας η και της βιβλικής
γραμματείας με μια στροφή προς νέες, αστικές μορφές και αξίες κοινωνικής
ζωης.
Οι ιστορικοί ανάγουν, πράγματι, την εμφάνιση της συλλογής Novellino στην
πρώιμη ανάπτυξη ενός αστικού πολιτισμού ο οποίος ευνόησε τη συγγραφή αλλά
και τη μετάφραση και κυκλοφορία πολλών συλλογών αφηγημάτων, ορισμένες
από τις οποίες βρίσκονται πιο κοντά στη μορφή αυτού που αποκαλούμε
παραμύθι, με προέλευση λατινική η και ασιατική. H μεσαιωνική διδακτική
γραμματεία (και, ειδικότερα, το μετεξελισσόμενο πρότυπο της Μυθιστορίας του
Ρόδου) θεωρείται ότι αποτελεί το βασικό ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο
εμφανίζονται τα αφηγήματα αυτά και βαθμιαία σχηματίζεται, διακρίνεται και
αυτονομείται το διηγημα.
Πολύ σύντομα εμφανίζεται και το λογοτέχνημα το οποίο, από τη Φλωρεντία,
θα ασκήσει μεγάλη επιρροή στην ευρωπαϊκή πεζογραφία για τους επόμενους
τρεις αιώνες περίπου: το Δεκαήμερο του ουμανιστη λόγιου, μαθητη και φίλου
του Πετράρχη, Εοκκάκιου (1313-1375), στον οποίο θα επανέλθουμε
αναλυτικότερα. Καινοτομία του αποτελεί η ένταξη των αφηγημάτων σε ενιαίο
πλαίσιο, έτσι ώστε το Δεκαήμερο να έρχεται πολύ κοντά στο μυθιστόρημα.
H τάση του νέου λογοτεχνικού είδους επεκτείνεται στη Δυτική Ευρώπη αλλά και
πέρα από αυτη, μέσα από τη μετάφραση, τη μίμηση η την τοπική προσαρμογή
των ιταλικών προτύπων.
Το μυθιστόρημα
Το μυθιστόρημα ως νεότερο είδος πεζογραφίας ορίζεται από τη μεγάλη έκτα-
ση και τη σύνθετη δομη της αφηγησης του: η ευρεία πλοκή συνενώνει ικανό
αριθμό πρωτευόντων και δευτερευόντων μυθιστορηματικών ηρώων η και
ιστοριών και εκτείνεται, κατά κανόνα, σε μεγάλα χρονικά διαστήματα.
Θα ηταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το μυθιστόρημα προέρχεται από το
διηγημα η ότι είναι, για παράδειγμα, σύνθεση πολλών διηγημάτων η διηγημα
που παίρνει μεγαλύτερη έκταση. Η εμφάνιση του είναι παράλληλη με αυτη του
διηγήματος και οι πηγές ανάγονται από τους ιστορικούς όχι τόσο στη διδακτική
λογοτεχνία, όσο: α) σε μετεξελίξεις της επικής ποίησης και της ιπποτικης
μυθιστορίας (εξ ου και η καθιέρωση του γαλλικού όρου «roman»)·
β) σε είδη παλαιότερης γραμματείας, όπως οι διάλογοι η ορισμένα πρώτα
δείγματα μυθιστορημάτων της ύστερης αρχαιότητας·
γ) σε αφηγηματικές μορφές της εκκλησιαστικής γραμματείας, όπως οι βίοι
αγίων.
Πρέπει, πάντως, να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν θέτουμε ζητηματα
ιστορικής σχέσης μεταξύ ειδών < μορφών λογοτεχνίας. Όσο και αν το
μυθιστόρημα μπορεί να θεωρηθεί ότι κάπως συνδέεται με το έπος στο επίπεδο
της μορφής (μακροσκελής αφηγηση), διαφοροποιείται ριζικά από αυτό στο
επίπεδο των ιδεών η και της θεώρησης του κόσμου. Εξάλλου, τα παλαιότερα
δείγματα μυθιστορημάτων, όπως εκείνα της ελληνιστικής εποχής, αναπτύχθηκαν
παράλληλα με την επική παράδοση και συχνά ανταγωνιστικά προς αυτήν. Η
ιπποτικη μυθιστορία είναι, ίσως, η καθοριστικότερη από όλες τις παραπάνω
πηγές. Από τα μέσα του 15ου και κυρίως κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα,
αποκτά μεγάλη δημοτικότητα, όπως αναφέραμε, η μεταγραφή σε πεζό λόγο
έμμετρων μεσαιωνικών αφηγημάτων το ίδιο ισχύει και για τις μεταφράσεις < τις
παραλλαγές τους σε πολλές εθνικές γλώσσες. Έτσι δημιουργούνται τα πρώτα
νεότερα μυθιστορήματα που διατηρούν τη θεματική και το αξιολογικό πλαίσιο
των μεσαιωνικών τους προτύπων.
Η εξαιρετική σημασία του μυθιστορήματος στην ιστορία της νεότερης ευρω -
παϊκής λογοτεχνίας έγκειται στο γεγονός ότι ο εκτεταμένος πεζός του λόγος
καλλιεργεί ορισμένα ιδιαίτερα στοιχεία ρητορικής και θεματικής, τα οποία,
σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, διαμορφώνουν μια καινοφανή εικόνα του
κόσμου και της ανθρώπινης ζωης.
Αξίζει να προσέξουμε την ανάλυση που έχει προτείνει ο ρώσος θεωρητικός της
γλώσσας και της λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν για την ιστορική ιδιαιτερότητα
του μυθιστορήματος. Η ιδιαιτερότητα αυτη, σύμφωνα με τον Μπαχτίν,
αναδεικνύεται καθαρότερα όταν αντιπαραβάλλουμε το μυθιστόρημα με το
αρχαίο η μεσαιωνικό έπος. Πολύ συνοπτικά: το έπος σβήνει, σχεδόν, το παρόν,
κάτω από την εικόνα ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος που γίνεται πηγη κάθε
αξίας - ενώ το μυθιστό ρημα συνδέει διαρκώς το παρελθόν με το παρόν και με
το μέλλον σαν επείγοντα αιτούμενα· το έπος χρησιμοποιεί την ποιητικη γ λώσσα
του υψηλού η ηρωικού ύφους - ενώ το μυθιστόρημα παίζει ελεύθερα με πολλές
παραδόσεις αλλά και νέες τάσεις γλωσσικών τρόπων και ύφους γραφής· το έπος
παρουσιάζει τους ηρωές του ως τέλεια και ολοκληρωμένα ανθρώπινα πρότυπα,
ενσαρκώσεις αξιών και εθνικής μοίρας - ενώ ο μυθιστορηματικός ηρωας είναι
οντότητα υπό διαμόρφωση, πρόσωπο που συνδυάζει συχνά αντιφατικά στοιχεία,
ανοιχτό σε απρόβλεπτες εξελίξεις· το έπος παρουσιάζει την ανθρώπινη
κατάσταση σταθερή στο χρόνο, με έμφαση στο αίσθημα υψηλού η ηρωϊκού
δράματος - ενώ το μυθιστόρημα βλέπει τα ανθρώπινα πράγματα ρευστά και
ασταθή, να προκαλούν ποικίλα < συγκεχυμένα συναισθήματα, αδοκίμαστους
προβληματισμούς < απορία, συχνά γέλιο. 36
Κρίσιμης σημασίας στο πεδίο της λογοτεχνικής αφηγησης, είτε ποιητικής είτε
πεζογραφικης, αναδεικνύεται έτσι η νέα σχέση που αναπτύσσει η λογοτεχνική
γραφή με την ιστορική συνείδηση. Η επική εικόνα του παρελθόντος, όπως ηδη
έχουμε αναφέρει (ενότητα 2.2.4), δεν ανταποκρίνεται στη νεότερη ιδέα της ιστο -
ρίας. Η παρακάτω παρατήρηση του Μπαχτίν για το θέμα αυτό είναι συγκρίσιμη
με τις παρατηρήσεις του Άουερμπαχ για τη μεσαιωνική επική ποίηση:
Στο σύνολο του. ο κόσμος της υψηλής λογοτεχνίας την κλασική εποχή
προβάλλεται στο παρελθόν, στο απόμακρο επίπεδο της μνήμης- δεν
πρόκειται όμως για ένα παρελθόν πραγματικό και σχετικό, που συνδέεται με
το παρόν με σταθερές χρονικές διαβάσεις, αλλά για το παρελθόν των αξιών,
των απαρχών και των κορυφώσεων. Αυτό το παρελθόν είναι
αποστασιοποιημένο, τελειωμένο κλειστό σαν κύκλος. 37
Για πρώτη φορά στη λογοτεχνική και ιδεολογική συνείδηση, ο χρόνος και ο
κόσμος γίνονται ιστορικοί. Ανακαλύπτονται (έστω αρχικά, με τρόπο θολό
και συγκεχυμένο) ως ένα γίγνεσθαι, μια ατέρμονη κίνηση προς ένα
πραγματικό μέλλον, ως μια μοναδική ανολοκλήρωτη διαδικασία που
αγκαλιάζει κάθε πράγμα. Κάθε γεγονός, όποιο και αν είναι, κάθε φαινόμενο,
κάθε πράγμα και γενικότερα κάθε αντικείμενο λογοτεχνικής αναπαράστασης,
χάνει αυτή την πληρότητα, αυτό το τελείωμα, αυτή την απελπιστικά
«πανέτοιμη», αμετακίνητη όψη που είχε μέσα στον κόσμο του επικού
«απόλυτου παρελθόντος», το οποίο χωρίζεται μ’ ένα αδιαπέραστο σύνορο
από το παρόν που συνεχίζεται, που δεν έχει τελειώσει. 38
Αυτή η σχέση του μυθιστορηματικού λόγου με μια νέα ιστορική αντίληψη του
χρόνου συνεπιφέρει και μια νέα εικόνα του ανθρώπινου βίου γενικότερα, καθώς
και της σχέσης που αναπτύσσει κάθε άνθρωπος με τον εαυτό του και με τους
γύρω του. Κάθε στιγμή ενέχει το σπέρμα < τη δυνατότητα της αλλαγής η και της
ανατροπής της. Κατά συνέπεια, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι
απολύτως < πλήρως αυτό που εμφανίζεται να είναι:
Με βάση όλα τα παραπάνω μπορεί κανείς να δει πιο αναλυτικά και τη διάκρι -
ση διηγήματος και μυθιστορήματος. Η διαφορά δεν είναι τόσο η ίδια η έκταση
όσο ορισμένα χαρακτηριστικά αφηγηματικής πλοκής και αφηγηματικών τρόπων
που συναρτώνται με αυτή. Ο λόγος του διηγηματος οργανώνεται πολύ συχνά με
άξονα την πρόκληση μιας ενιαίας συνολικής εντύπωσης και απαιτεί, συνήθως
στο τέλος του διηγήματος, ένα σημείο πύκνωσης της έντασης ή κρίσιμης
αναγνώρισης μιας κατάστασης, μια κορύφωση σφιχτά αρθρωμένης
αφηγηματικής δομής. Γι’ αυτό και το κλείσιμο του διηγήματος είναι πάντα πολύ
κρίσιμης αφηγηματικής σημασίας, σημείο κλειδί της δομής του συνόλου.
Απεναντίας, το μυθιστόρημα είναι μια πολυπρισματική δομή, όπως πολύ
εύστοχα διατυπώνεται στην ακόλουθη περιγραφή του λεξικού του Abrams:
Από την εποχή που μελετάμε προέρχεται ένα κείμενο που θεωρείται ότι σημα-
τοδοτεί τη γένεση της νεότερης μυθιστορηματικής γραφής: Γαργαντούας και
Πα- νταγκρυέλ του Γάλλου Φρανσουά Ραμπελαί (Frangois Rabelais, 1484-
1553). Ο Βοκκάκιος προηγείται ιστορικά έναν αιώνα περίπου. "Ηδη, όμως, το
Δεκαήμερο βρισκόταν στα όρια μεταξύ συλλογής διηγημάτων και σπονδυλωτού
μυθιστορήματος, καθώς οι ιστορίες των αφηγητών εντάσσονται σε ενιαίο
πλαίσιο.
3.4.2 Δεκαήμερον
O Βοκκάκιος και τα ηθη της πόλης
Ο, γνωστός μας ηδη, λόγιος της ιταλικής Αναγέννησης, Βοκκάκιος, ηταν λίγο
νεότερος του Πετράρχη, γόνος οικογένειας εμπόρων. Προκειμένου να ασχοληθεί
επαγγελματικά με τη λογοτεχνία στη μητρικη του γλώσσα, αντιστάθηκε επίμονα
σε πιέσεις που του ασκούσε η οικογένειά του και ο κοινωνικός της κύκλος.
Θυμηθείτε τα λόγια του σχετικά με την οικονομική κατάσταση του λογοτέχνη,
που είναι ενδεικτικά της κοινωνικής θέσης του επαγγέλματος του λογοτέχνη
όπως εμφανίζεται στις αρχές των νεότερων χρόνων (βλ. ενότητα 3.1.1). H
αλήθεια είναι ότι ο ίδιος εγκατέλειψε τη λογοτεχνία αλλά και την ιταλική
γλώσσα αμέσως μετά το Δεκαήμερο: η γνωριμία του με τον Πετράρχη συνέβαλε
αποφασιστικά στο να αφο- σιωθεί στις ουμανιστικές σπουδές και στα λατινικά.
Υπήρξε, πάντως, από τους πρώτους που έγραψαν δοκίμια αποτίμησης και
ερμηνείας της λογοτεχνίας σε νεότερη γλώσσα (θυμηθείτε το κείμενό του για
τον Δάντη).
Το Δεκαήμερον (Decameron) έχει γίνει γνωστό, αν όχι περιβόητο, για τον
ερωτικό χαρακτήρα και την αντιεκκλησιαστικη στάση πολλών από τα εκατό
διηγήματα που το συνθέτουν. Και για τα δύο είχε κατηγορηθεί ο Βοκκάκιος, ηδη
από την εποχή που κυκλοφόρησαν οι πρώτες ιστορίες του, γύρω στα 1350
(συνέχισαν να γράφονται μέχρι το 1353 περίπου). Και τα δύο στοιχεία είναι
πράγματι παρόντα στο έργο του, αλλά όχι με τρόπο που δικαιολογεί την
αποκλειστική εστίαση της προσοχής σε αυτά. Στην ιστορία της λογοτεχνίας το
Δεκαήμερο κατέχει εξέχουσα θέση, κυρίως ως πρότυπο καινοφανούς
πεζογραφικού ύφους. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι, τοποθετώντας τα
διηγηματά του σε ενιαίο αφηγηματικό πλαίσιο, πλησιάζει πολύ, όπως ηδη
έχουμε επισημάνει, τη δομη του μυθιστορήματος.
Το αφηγηματικό πλαίσιο έχει ως εξης: Επτά γυναίκες και τρεις άντρες, όχι
αριστοκρατικής καταγωγής αλλά υψηλης παιδείας, εγκαταλείπουν την πόλη
όπου κατοικούν, τη Φλωρεντία, όταν ενσκήπτει η μεγάλη επιδημία της
πανούκλας του 1348. Καταφεύγουν σε ένα εξοχικό, όπου περνούν δέκα μέρες
διηγούμενοι ο ένας στον άλλον, υπό την προεδρία του καθενός διαδοχικά, από
μία ιστορία κάθε μέρα.
Τα διάφορα θέματα των ιστοριών έχουν κοινό άξονα το γενικότερο θέμα της
αποτυχίας η της επιτυχίας ανθρώπινων επιδιώξεων - με την ερωτική κατάκτηση
η απόλαυση να διαδραματίζει, πράγματι, κυρίαρχο ρόλο. Η δυνατότητα του
ανθρώπου να πετύ- χει το σκοπό του < να ευτυχήσει παρουσιάζεται εξαρτώμενη,
κατά κανόνα, από την επιδεξιότητα στο χειρισμό του λόγου. Τέχνη επιβίωσης η
επιβολής, λοιπόν, άμεσα συ- ναρτώμενη με τη δεξιοτεχνία του λόγου - ενώ δεν
λείπει η αναφορά στις ηθικές αξίες της εντιμότητας και της ειλικρίνειας, θέμα
σε σχέση με το οποίο ο κλήρος γίνεται αντικείμενο κριτικής η και
διακωμώδησης. Πρόκειται, με την έννοια αυτη, για έναν κόσμο
ανθρωποκεντρικό και άρα ουμανιστικό - κόσμος που προϋποθέτει, μεταξύ
άλλων, και τους πολιτισμικούς και κοινωνικούς θεσμούς της αναγεννησιακής
πόλης.
Προσέξτε την πλειοψηφία των γυναικών στην παρέα. Δεν είναι τυχαία η σύν -
θεση αυτη. H ιδιαίτερη σχέση της γυναίκας με την ανάγνωση αλλά και τη
συγγρα φ< της πεζογραφίας θα είναι σταθερά της ιστορίας της νεότερης
ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Βοκκάκιος, στον πρόλογό του, αφιερώνει ρητά το
βιβλίο του στις γυναίκες, στις οποίες, εξάλλου, απευθύνεται ως αναγνώστριές
του, δίχως, βεβαίως, να ξεπερνά τα σχετικά στερεότυπα της εποχής και
επικαλούμενος έμμεσα τη γνωστή μας αρχη της τέρψης και της ωφέλειας:
Θα ’θελα να μπορούσα να επανορθώσω την αδικία μιας Μοίρας που
τσιγκουνεύεται τη βοηθειά της στ’ αδυνατοτερα πλάσματα - όπως το
βλέπουμε σε σχέση με τις αδύναμες γυναίκες! Για να βοηθήσω λοιπόν και
για να δώσω ένα καταφύγιο σε όσες είναι ερωτευμένες - για τις άλλες είναι
αρκετή η βελόνα, το αδράχτι κι η κουβαρίστρα - θα παραθέσω εκατό
διηγήματα (παραμύθια, παραβολές ή αφηγήσεις, όπως λάχει) που τον καιρό
της θανατερής επιδημίας της πανούκλας - περασμένης τώρα πια - τα διηγή-
θηκε μια αξιότιμη συντροφιά από εφτά νεαρές και τρεις νέους.. [_] Όσες από
τις προ- στατευόμενές μου διαβάσουν τις σελίδες μου, θα έχουν διπλό
κέρδος: τον πικάντικο τρόπο της αφήγησης και χρήσιμες συμβουλές για τη
στάση που πρέπει να υιοθετήσουν ή ν’ αποφύγουν στη ζωή. 41
Στον επίλογο που κλείνει τη δέκατη μέρα, επανέρχεται η ιδέα ότι οι ιστορίες
του Δεκαήμερου μπορούν να φανούν όχι μόνον απολαυστικές αλλά και
χρήσιμες. Διευκρινίζεται, επιπλέον, ότι τέτοιες ιστορίες ενδιαφέρουν εκείνες
κυρίως τις γυναίκες οι οποίες συνδυάζουν την ερωτική διάθεση με ενάρετο
πνεύμα αλλά και ελεύθερο χρόνο και που χρησιμοποιούν την ανάγνωση για να
γεμίσουν τον χρόνο αυτόν. Διακρίνεται έτσι καθαρά η ιδέα μιας νέας
λειτουργίας της λογοτεχνίας που τη διαφοροποιεί τόσο από τα θρησκευτικά
κείμενα (με τη δικη τους επιβεβλημένη ωφελιμότητα) όσο και από τη λογοτεχνία
της λαϊκής διασκέδασης (με το δικό της είδος συλλογικής απόλαυσης).
Λογοτεχνικός πανταγκρυελισμός
Τα τέσσερα < πέντε, λοιπόν, βιβλία του Ραμπελαί πραγματεύονται σε συνέχειες
την ιστορία μιας οικογένειας γιγάντων, με κεντρικό ηρωα τον Πανταγκρυέλ, γιο
του Γαργαντούα (μορφές που ο Ραμπελαί δανείστηκε από τη μεσαιωνική λο -
γοτεχνική παράδοση): γέννηση, διαπαιδαγώγηση, πολεμικά κατορθώματα, ταξί -
δια και γνωριμίες με διάφορους τύπους ανθρώπων.
Γίγαντες, δηλαδη άνθρωποι υπερβολικών διαστάσεων, από κάθε άποψη.
Εντατική κι εκλεκτικη σχέση με το φαγητό και το ποτό χαρακτηρίζει αυτούς
τους εραστές κάθε μορφής καλής ζωης και περιπέτειας. Συνάμα, εντυπωσιακές
αρετές τους διακρίνουν: καλοί και αγαθοί, φιλοπερίεργοι, πρόθυμοι να
βοηθήσουν το συνάνθρωπο, όπου και αν βρίσκεται. Υπόβαθρο αυτών, η
ευρύτατη ουμανιστική παιδεία τους, πάντα με έμφαση στη γλωσσομάθεια και
την τέχνη του λόγου. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν σύμβολα της μεγάλης,
γιγαντιαίας αξίας που ο ουμανι- σμός αποδίδει στον άνθρωπο και σε όλες τις
διαστάσεις, υλικές και πνευματικές, της επίγειας ζωης του - σύμβολα καθόλου
απαλλαγμένα και από μία ειρωνική πλευρά, που υπονοεί μια επιφύλαξη απέναν τι
στον γιγαντισμό του ουμανιστικού ανθρώπινου προτύπου.
Δεν θα ηταν, πάντως, τόσο πολυσυζητημένο το έργο του Ραμπελαί, αν
περιοριζόταν απλώς στη δημιουργία τέτοιων συμβόλων. Μετράει κυρίως η
λογοτεχνική του επεξεργασία: η ιδιαιτερότητα της γραφής του. Πρόκειται για
ανάμειξη πολλών και πολύ διαφορετικών ειδών γραφής, που ασκούν τη γαλλική
γλώσσα (αλλά και την ελληνικη του μεταφραστή) σε κάθε είδους ύφος, από το
διδακτικό η φιλοσοφικό στο σατιρικό και το χυδαίο, από το δοκίμιο στο στίχο,
από την αφηγηση στην απλη καταλογογράφηση, από τη δραματική ένταση στη
φάρσα, με διαρκή έμφαση στο κωμικό στοιχείο. /φος, λοιπόν, όχι μέσο, αλλά
διαμέσου κάθε δυνατού ύφους: η μυθιστορηματική γραφή διατρέχει τα διάφορα
ξεχωριστά πρότυπα ύφους, τα δοκιμάζει και τα μιμείται όλα, τα αναμειγνύει, τα
ανασυνθέτει, τα πα- ραλλάσσει. Και αυτό συχνά με σκοπό την άμεση < έμμεση
διακωμώδηση κάθε λογοτεχνικού είδους < ύφους που μιμείται. Έχουμε, δηλαδη,
παρωδία. Ας παρακολουθήσουμε την παρωδία επί τω έργω πριν περιγράψουμε
αναλυτικότερα την έν- νοιά της και τη σημασία της για το μυθιστόρημα.
Παράδειγμα μας δίνει το επεισόδιο που αφηγούνται τα κεφάλαια 10 έως 13
του Πανταγκρυέλ. Στο κεφάλαιο 10 ο Πανταγκρυέλ βρίσκεται για σπουδές στο
Παρίσι και «εκείνη ακριβώς την περίοδο εκκρεμούσε στο Δικαστήριο μια δίκη
μεταξύ δύο σπουδαίων αρχόντων: από τη μια πλευρά ηταν ο Κύριος Κωλοφιλη -
της, ο ενάγων, από την άλλη ο Κύριος Κουραδομυριστης, ο εναγόμενος. Η
αντιδικία τους ηταν τόσο υψηλού επιπέδου και τόσο δύσκολη δικανικώς, ώστε
το δικαστήριο του Κοινοβουλίου έβρισκε πως επρόκειτο για κινέζικα». 49 Ο πιο
διαβασμένος από τους δικαστές ρίχνει λοιπόν την ιδέα να απευθυνθούν στον
διάσημο ηδη για τις γνώσεις του Πανταγκρυέλ. Όπως και γίνεται, οπότε τα δύο
επόμενα κεφάλαια αφιερώνονται στους λόγους που εκφωνούν οι δύο αντίδικοι
εκθέτοντας τη διαφορά τους. Κωλοφιλητης, ενδεικτικά:
Δεδομένου οτι ο δικαστικός κλητήρας μου έβαλε τόσο ψηλά το κέντρο του
στόχου στη
βληματοδόχη ώστε ο γραμματέας δεν έγλειψε κυκλοτερώς τα δάχτυλά του
στολισμένα
με φτερά χηνου, ενώ εκδηλως βλέπουμε πως καθένας πληρώνει τη λέζα,
εκτός αν παρατηρούμε εν προοπτική αυτοπτικώς κατά την καμινάδα, στο
σημείο όπου κρέμεται η ταμπέλα του κρασιού με σαράντα λουριά, τα οποία
είναι ανάγκα στα είκοσι σαμάρια πενταετίας. Τουλάχιστον, όποιος δε θα
ήθελε να ξαμολήσει το αρπακτικό πουλί ενώπιον κοφτό μακαρονάκι πριν του
βγάλει την καλύπτρα, επειδή το μνημονικό χάνεται συχνά αν βρακωθείς
ανάποδα. Γι’ αυτό ο Θεός να φυλάει από το κακό τον Τιμπώ Μιτένες! 50
Όθεν, Κυριοι, quid juris pro minoribus [ποιο δίκαιο για τους ανήλικους]:
Γιατί η κοινή χρήση του Σαλικού νόμου είναι τέτοια ώστε ο πρώτος
ταραχοποιός που ξενοτρώει τη γελάδα, ξεμυξίζεται στο μέσον δίχως σολφέζ
σολιάσματος των παπουτσήδων, οφείλει, εν τω καιρώ του «Χαίρε
Κεχαριτωμένη» να αναπληρώνει την ένδεια του πέους του με αφρό που
μαζεύεται την ώρα που στάζει η μύτη στη λειτουργία του μεσονυκτίου.
[^]
Δια ταύτα ως ανωτέρω, μετά δαπανών, ζημιών και τόκων. 51
Κι έτσι τελείωσε η δίκη και τα «τα δύο μέρη αναχώρησαν αμφότερα ευχαρι -
στημένα για την απόφαση, πράγμα που υπήρξε σχεδόν απίστευτο». 53
Παρωδία και μυθιστόρημα
Παρωδία αποκαλούμε τη λογοτεχνική μίμηση γλωσσικού ιδιώματος (π.χ. της
δικανικης αγόρευσης, όπως μόλις είδαμε) η ύφους (π.χ. του υψηλού ύφους) η
και λογοτεχνικού είδους (π.χ. του σονέτου) η, ακόμα, συγκεκριμένου
λογοτεχνικού έργου (π.χ. της Θείας Κωμωδίας) η και την έμμεση αναφορά σε
κάτι απ’ όλα αυτά (π.χ. μέσω της επιμονής σε ένα θέμα η της προβολής ενός
ορισμένου λογοτεχνικού ηρωα), με τρόπο που ελέγχει το κύρος τους και
προβάλλει απρόβλεπτες η συ- γκαλυμμένες διαστάσεις τους, κατά κανόνα με
κωμικά αποτελέσματα. Είναι λοιπόν κάτι σαν ειρωνεία με ευρύτερης κλίμακας
χαρακτήρα, όπου η λογοτεχνία ειρωνεύεται διάφορους τρέχοντες τρόπους
έκφρασης και γραφής η και τον ίδιο τον εαυτό της, άλλοτε με περισσότερη και
άλλοτε με λιγότερη λεπτότητα.
Με την ευρύτατη και συστηματική χρηση της παρωδίας, όπως
παραδειγματικά τη βλέπουμε στον Ραμπελαί, το μυθιστόρημα γίνεται, λοιπόν,
μίμηση διαφόρων τρόπων γλωσσικής έκφρασης < και εκφάνσεων της
λογοτεχνικής παράδοσης. Λέει ο Μπαχτίν: «Το μυθιστόρημα παρωδεί τα άλλα
είδη (ακριβώς ως είδη)· καταγγέλλει τις συμβατικές μορφές τους και τη
συμβατική τους γλώσσα, αποβάλλει τα μεν και ενσωματώνει τα δε στη δικη του
ιδιαίτερη δομη, αναδιατυπώνοντάς τα και δίνοντάς τους έναν άλλο τονισμό». 54
Το μυθιστόρημα ανοίγει, έτσι, το πεδίο μιας νέας λογοτεχνικής γλώσσας, η
οποία φιλοδοξεί να περιέχει, σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, όλες τις
προηγούμενες.
Ας κλείσουμε διαβάζοντας τον Μπαχτίν να σχολιάζει ειδικότερα τον Ραμπε-
λαί. Τα σχόλιά του αφορούν άμεσα και τη σπασμένη γλώσσα που τόσο εύστοχα
αποδίδει η μετάφραση των αποσπασμάτων που διαβάσαμε πιο πάνω - ενώ επιση-
μαίνουν συνάμα τα όρια της παρωδιακης κατάδειξης της αλήθειας:
[...] επιφέρει σύγχυση στις συνήθεις όψεις και αναλογίες των πραγμάτων
[και] κάνει το πραγματικό να εμφανίζεται μέσα στο εξωπραγματικό, το σοφό
μέσα στο τρελό, την αγανάκτηση μέσα στην άνεση και την αισθησιακή χαρά
της ζωής- [κάνει επίσης] τη δυνατότητα ελευθερίας να λάμψει μέσα το
παιχνίδι των δυνατοτήτων. Δεν θεωρώ ότι είναι σωστό να αναζητεί κανείς
στο σωστό νόημα, δηλαδή στο μεδούλι του οστού, κάτι καθορισμένο, ένα
δίδαγμα με σταθερό περίγραμμα. Αυτό που κρύβεται στο έργο του, αλλά
παρά ταύτα εκφράζεται με χίλιους τρόπους, είναι μια πνευματική στάση την
οποία ο ίδιος αποκαλεί παντακρυελισμό, μια προσέγγιση της ζωής που
συλλαμβάνει διαμιάς το πνευματικό και το αισθησιακό, που δεν αφήνει να
της ξεφύγει καμιά από τις δυνατότητές της. 60
Λογοτεχνικό μπαρόκ
H προέλευση του όρου «μπαρόκ» αμφισβητείται, αλλά η υπόθεση ότι προέρ-
χεται από πορτογαλική λέξη που σημαίνει «ακανόνιστο (η πρισματικό) μαργαρι -
τάρι», όσο και αν δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ευσταθεί, μας δίνει μια εύ γλωττη
εικόνα του νοηματός του.
Ο όρος ξεκίνησε αναφερόμενος στην αρχιτεκτονική και στις εικαστικές
τέχνες και, ειδικότερα, σε τάσεις που εκδηλώθηκαν στα τέλη, περίπου, του 16ου
αιώνα και επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια του 17ου, κυρίως στην Ιταλία, την
Ισπανία και τη Βιέννη. Για πολλούς μελετητές, το μπαρόκ είναι στενά
συνδεδεμένο με το πνεύμα και τους φορείς της καθολικής Αντιμεταρρύθμισης:
θεωρείται ότι συχνά χρησιμοποιηθηκε για να προωθήσει η και να επιβάλει στις
ευρύτερες μάζες το θρησκευτικό συναίσθημα. Στη λογοτεχνική ιστορία και
κριτική, ο όρος είχε στην αρχη αρνητικη σημασία (δήλωνε την υπερβολική η
εξεζητημένη χρηση διακοσμη- τικών < ρητορικών στοιχείων), αλλά περί τα τέλη
του 19ου αιώνα άρχισε να χρησιμοποιείται πιο ουδέτερα, ως χαρακτηρισμός
τεχνοτροπιών της εποχής που μας ενδιαφέρει εδώ. Έχει πάντως αμφισβητηθεί
συχνά η χρηση του ως ιστορικής κατηγορίας και, κυρίως, η δυνατότητα του να
αποδώσει την ιδιαιτερότητα της αγγλικής η της γαλλικής λογοτεχνίας της
εποχής.
Το ύφος μπαρόκ ορίζεται, γενικά, από στοιχεία που εντυπωσιάζουν και απο-
τυπώνονται έντονα στο νου και στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβά -
νεται και αισθάνεται τον κόσμο:
• επιβλητική συνδυαστική φαντασία, με χρηση μορφών τόσο της μυθολογίας
και της κλασικής αρχαιότητας (συχνά αλληγορικά) όσο και θρησκευτικής
μεγαλοπρέπειας·
• συστηματική αξιοποίηση της πλούσιας εικόνας και του περίπλοκου σχεδίου,
με έμφαση στη γενική ατμόσφαιρα μάλλον παρά στην καθαρότητα των
γραμμών
• έμφαση στη διαρκή ροη της κίνησης των ανθρώπινων αλλά και των φυσικών
πραγμάτων
• πλούτος και ποικιλία διακοσμησης, η οποία, μάλιστα, με την υπερβολή της
συχνά οδηγεί στην εκζητηση.
Στη λογοτεχνία, τα παραπάνω παίρνουν ειδικότερη μορφή:
• τόνοι υποβλητικού μυστηρίου, με αναφορές στο κατάλληλο φυσικό αλλά και
αρχιτεκτονικό περιβάλλον
• έμφαση στο παράδοξο, σε απότομες μεταβολές στάσεων < νοοτροπιών, σε
καταστάσεις ανισορροπίας και έντασης·
• εναλλαγές ύφους μέσα στο ίδιο έργο, και, κυρίως, σύζευξη του τραγικού και
του κωμικού στοιχείου·
• επίμονη χρηση εντυπωσιακών η εκκεντρικών σχημάτων λόγου, όπως οι εντυ-
πωσιακές παρομοιώσεις < μεταφορές, τα ποικίλα λογοπαίγνια, η παράδοξη
σύνταξη η το ασύνδετο.
Ο μπαρόκ άνθρωπος «θεωρεί ότι τα πάντα είναι φαινομενικότητα», όπως κά-
πως γενικευτικά αλλά εύστοχα έχει γραφτεί. 7 Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι είναι
αρκετά γενικευμένη, στη λογοτεχνία του 17ου αιώνα, η ζητηση νέων τρόπων έκ -
φρασης, μέσα από τους οποίους προβάλλεται η ισχύς διαφόρων μεθόδων και
τρόπων αναπαράστασης αλλά και, γενικότερα, το παιχνίδι αλλεπάλληλων και
συ- γκρουόμενων φαινομένων και ψευδαισθήσεων.
Ανάλογη λειτουργία ασκούν και παλαιότερα σχήματα λόγου που αποκτούν
ιδιαίτερη σημασία < γίνονται πολύ δημοφιλη σε μπαρόκ περιβάλλοντα, όπως
διάφορα είδη μεταφοράς, καθώς και η αλληγορία. Η αλληγορικη ερμηνεία αλλά
και η επινόηση νέων αλληγορικών αφηγήσεων είναι συχνά τρόποι να
διατηρηθούν η να καλλιεργηθούν δεσμοί με παλαιότερες ιδέες < μορφές που
έχουν χάσει τη σημασία τους στην καθημερινή ροη των πραγμάτων και
«ζωντανεύουν» μέσα από ιστορίες που τις χρησιμοποιούν η τις αναπαριστούν με
συμβολική γλαφυρότητα. Σημαντική για το μπαρόκ είναι, ειδικότερα, η
προσπάθεια σύζευξης μορφών της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας με τις
αξίες και την οπτική γωνία του χριστιανισμού.
Κλασικισμός
Το επίθετο «κλασικός», ως προσδιορισμός ενός λογοτεχνικού <
καλλιτεχνικού έργου, έρχεται από τα λατινικά: ο scriptor classicus (συγγραφέας
που χρησιμοποιεί καλλιεργημένη γλώσσα, απευθυνόμενος στους λίγους)
διακρινόταν από τον scriptor proletarius (συγγραφέα κοινού η και χυδαίου
επιπέδου). Έκτοτε, ο όρος διατηρεί μια
πολύ έντονη αξιολογική χροιά. «Κλασικό» έργο σημαίνει, κατα βάση, έργο
«πρώτης τάξεως», δηλαδη αναγνωρισμένο η καθιερωμένο ως πρότυπο
διαχρονικό η διιστορικό - κατ’ επέκταση, έργο παλαιότερο, που αξίζει και
πρέπει να γίνεται αντικείμενο συστηματικής μελέτης αλλά και μίμησης από τους
νεότερους. Κλασικισμό μπορούμε να αποκαλέσουμε κάθε θεώρηση της
λογοτεχνίας (η της τέχνης γενικότερα), η οποία διακρίνει ορισμένα έργα
(συνήθως συγκεκριμένους συγγραφείς < και εποχές) ως κλασικά και αξιώνει <
υπερασπίζεται την κανονιστική θέση και λειτουργία τους.
Οι κλασικιστικές τάσεις είναι ιδιαίτερα αισθητές, τόσο στο πεδίο της θεωρίας
της λογοτεχνίας όσο και σε εκείνο της λογοτεχνικής παραγωγής, κυρίως μετά τα
μέσα του 17ου αιώνα. Κλασικά θεωρούνται, βεβαίως, τα έργα της παλαιάς
ελληνικής και λατινικής γραμματείας - η οποία ονομάζεται πλέον «αρχαία».
Προσέξτε το εξης λεπτό αλλά κρίσιμο σημείο. Ο κλασικισμός του 17ου αιώνα
δεν προϋποθέτει μια οπτική ιστορική με την αυστηρη έννοια του όρου. Δεν
αναπτύσσεται προβληματισμός σχετικά με την ιστορική εξέλιξη της λογοτεχνίας
από την αρχαιότητα στους Νεότερους Χρόνους. Τα έργα της κλασικής
γραμματείας θεωρείται ότι ακολουθούν σταθερούς κανόνες, οι οποίοι
αντιστοιχούν σε γενικούς και αναλλοίωτους νόμους της ανθρώπινης φύσης αλλά
και κάθε ανθρώπινης γλώσσας. Έτσι, ο κλασικισμός της εποχής αξιοποιεί
ιδιαίτερα τις γνωστές μας πραγματείες περί ποιητικής του Αριστοτέλη και του
Οράτιου. Επεκτείνει πάντως τις αναφορές του και σε άλλα κείμενα, παλαιά και
νεότερα. H Δύση γνωρίζεται ευρύτερα, για παράδειγμα με την πολύ ιδιόμορφη
και ίσως αντι-αριστοτελικη πραγματεία ΠερίΎ„ονς του 1ου αιώνα μ.Χ., που
αποδίδεται στον ρήτορα και φιλόσοφο Λογγίνο* τη μετέφρασε στα γαλλικά ο
Μπουαλώ, τον οποίο θα συναντήσουμε αμέσως παρακάτω.
Ο κλασικισμός αυτός βρίσκει τη σημαντικότερη έκφραση του, τόσο σε
επίπεδο κριτικής όσο και σε επίπεδο λογοτεχνικών έργων, στη Γαλλία του
Λουδοβίκου XIV. Ο γαλλικός κλασικισμός είναι αυστηρά δεοντολογικός ως
θεωρία: αναλύει αλλά και επεξεργάζεται κανόνες που αφορούν συγκεκριμένα τη
θεματική και το ύφος του κάθε διαφορετικού είδους λογοτεχνικής γραφής, έτσι
ώστε η γαλλική γλώσσα, μέσω των συγγραφέων της, να αναδειχθεί αντάξια της
ισχύος των κλασικών ελληνικών και λατινικών.
Ξεχωρίζουν οι ακόλουθες αρχές:
• H διπλή επιδίωξη της ωφέλειας (η της διαπαιδαγώγησης) και της αισθητικής
απόλαυσης, παραμένει ακλόνητο αξίωμα.
• H λογοτεχνική γραφή πρέπει να μιμείται και να προβάλλει τη γενικότερη αρ -
μονία και τάξη που θεωρείται ότι προσιδιάζει στην ανθρώπινη φύση.
• H λογοτεχνική γραφή πρέπει, κατά συνέπεια, να αναπαριστά τον κόσμο και
τον άνθρωπο όχι τόσο με ρεαλισμό όσο με αληθοδάνεια και, παράλληλα, με
τρόπο διαυγή, χαράζοντας με σαφήνεια, ακρίβεια και καθαρότητα τα περι -
γράμματα και τα χρώματα των εικόνων της.
• Επιβάλλεται ο αυστηρός διαχωρισμός των λογοτεχνικών ειδών: κάθε διαφο -
ρετικό λογοτεχνικό είδος εκφράζει μια διαφορετική πλευρά της ανθρώπινης
φύσης και οφείλει να μένει πιστό στο ύφος, τη θεματική και τους στιχουργι -
κούς κανόνες που θεωρείται ότι αρμόζουν στην πλευρά αυτη.
• Αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία σε ζητηματα άρθρωσης και ρυθμού του λόγου
και της όλης σύνθεσης των έργων τέχνης.
Με βάση τα παραπάνω, ο όρος «κλασικισμός» παραπέμπει συχνά σε ορισμέ -
νες γενικές αισθητικές αλλά και ιδεολογικές αρχές: αίσθηση αρμονίας και ισορ-
ροπίας, αποφυγή υπερβολών στο ύφος η τη διακόσμηση, εκτίμηση της λιτότητας
η των αδρών χαρακτηριστικών.
Κλασικιστικη ποιητικη
Κυριότερος αλλά και διαλλακτικός εκφραστής της θεωρίας και δεοντολογίας
του κλασικισμού θεωρείται ο Μπουαλώ (Nicolas Boileau, 1636-1711) με το
έργο του Ποιητική Τέχνη (ArtPoetique, 1674): μία παρουσίαση, αυστηρη αλλά
και πνευματώδης, αρχών και αξιών λογοτεχνικής γραφής. Δεν πρέπει να ξενίζει
το γεγονός ότι το κείμενο είναι γραμμένο σε έμμετρη μορφή: βρισκόμαστε στην
εποχή της διάκρισης των λογοτεχνικών ειδών, αλλά ο στίχος ακόμα
εναλλάσσεται με τον πεζό λόγο. Στο κείμενο αυτό βρίσκει κανείς, μεταξύ
άλλων, και ορισμούς συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών, δηλαδη, κυρίως,
μορφών λυρικής ποίησης. Έχουμε, έτσι, για την ελεγεία:
Για το σονέτο, εντολές απόλυτης τεχνικής αυστηρότητας, του ίδιου του Απόλ -
λωνα:
Και, τέλος, για το επίγραμμα, με τη σχετική ελευθερία στο πλαίσιο των λίγων
στίχων του:
Πολύ εύγλωττοι είναι και οι παρακάτω στίχοι, όπου διαφαίνεται τόσο ο αντα -
γωνισμός, ιδιαίτερα έντονος στο πλαίσιο του κλασικισμού, ανάμεσα στον
κριτικό η θεωρητικό και τον συγγραφέα, αλλά και τα διαφορετικά κοινωνικά
περιβάλλοντα που μετέχουν, με το γούστο και τα ηθη τους, στη διαμόρφωση του
λογοτεχνικού πεδίου. Ο ποιητης, λέει ο Μπουαλώ, συνήθως ενοχλείται από την
κριτική, αλλά προσποιείται το αντίθετο:
Ισως η μεγαλύτερη ένταση της εποχής είναι εκείνη που αναπτύσσεται μεταξύ,
αφενός, εκείνων που αποδέχονται και εντείνουν τον αναπαρασταστικό αυτό
πλούτο και, αφετέρου, εκείνων που, μελετώντας συστηματικά τις διαφορές, επι-
διώκουν να ελέγξουν την κατάσταση, αναδεικνύοντας τους νόμους που τη διέ-
πουν, στηριζόμενοι σε οικουμενικά γνωρίσματα της ανθρώπινης φύσης - δηλαδη
της ανθρώπινης νόησης και γλώσσας. Οι πρώτοι εκφράζονται συχνά μέσα από
τεχνοτροπίες μπαρόκ. Οι δεύτεροι μπορεί να είναι αυστηρά προτεσταντικά πνεύ-
ματα, ρηξικέλευθοι ορθολογιστές η ενθουσιώδεις κλασικιστές - με πολλές πιθα-
νότητες, σε κάθε περίπτωση, να διερευνούν, έστω και ανεπίγνωστα, νέους δρό -
μους αναπαραστατικού πλούτου. Την ένταση αυτη κωδικοποιούμε στο παρόν
κεφάλαιο ως διάκριση μπαρόκ και κλασικισμού, διάκριση της οποίας κοινό
υπόβαθρο μπορεί να θεωρηθεί η οξεία επίγνωση του προβλήματος της
αναπαράστασης.
Ο Μισέλ Φουκώ, από το έργο του οποίου δανείζεται πολλά ο
προβληματισμός μας, αποδίδει στο ζητημα της αναπαράστασης κεντρική
ιστορική σημασία. Διακρίνει, πιο συγκεκριμένα, τρεις μεγάλες εποχές που
αντιστοιχούν η καθεμιά σε έναν ιδιαίτερο σχηματισμό ανθρώπινου λόγου 16 : την
εποχή της Αναγέννησης
(όπου επιμένουν ακόμη σχήματα νόησης και αίσθησης του ύστερου Μεσαίωνα),
την εποχή του 16ου και 17ου αιώνα (όπου κυριαρχεί η επίγνωση της
αναπαράστασης και των περιπλοκών της) και την κατεξοχην εποχή της
νεωτερικότητας, η οποία αναφαίνεται κατά τον 18ο αιώνα και επιβάλλεται κατά
τον 19ο (οπότε η προσοχή στρέφεται στις διεργασίες γένεσης και ανάπτυξης των
φαινομένων και στην ερμηνεία τους υπό την οπτική της ιστορικής δυναμικής
τους).
Δραστηριότητα 4/Κεφάλαιο 4
Δραστηριότητα ανάγνωσης
Διαβάστε τα παρακάτω αποσπάσματα διαφορετικών κειμένων συγγραφέων
της εποχής. Στους συγγραφείς αλλά και στα συγκεκριμένα κείμενα θα
επανέλθουμε μέσα στο παρόν κεφάλαιο. Εδώ προσπαθήστε μόνο να
διακρίνετε τον τρόπο με τον οποίο το κάθε απόσπασμα θέτει και χειρίζεται -
δηλαδή θεματοποιεί, όπως θα λέγαμε με όρους πιο τεχνικούς- το ζήτημα της
αναπαράστασης σε συνάρτηση με εκείνο του ανθρώπινου υποκειμένου. α) Ο
Μονταίνιος, στο παρακάτω απόσπασμα από τα Δοκίμιά του, μιλά για τον
«ξεχωριστό άνθρωπο», δηλαδή για τον ίδιο τον εαυτό του, που τα Δοκίμια
σκοπό έχουν να «ζωγραφίσουν», δηλαδή να περιγράψουν. Το ανθρώπινο
υποκείμενο παρουσιάζεται ασταθές και ευμετάβλητο και ο συγγραφέας
αυτήν ακριβώς την κατάσταση πασχίζει να «διηγηθεί» με τη δοκιμιακή
γραφή του :
Δεν ζωγραφίζω το είναι [του ξεχωριστού ανθρώπου]. Ζωγραφίζω το πέρασμά του'
όχι το πέρασμά του από μια ηλικία σε άλλη, ή, όπως λέει ο λαός, από εφτά χρόνια
σε εφτά χρόνια, αλλά από μέρα σε μέρα, από λεφτό σε λεφτό. Πρέπει να
προσαρμόζω τη διήγησή μου στην ώρα. Θα μπο- ρεί σε λίγο ν' αλλάξω, όχι τυχαία
μόνο, αλλά και από πρόθεση. Αυτό το βιβλίο είναι κατάλογος διαφορετικών και
μεταβλητών γεγονότων και ιδεών αναποφάσιστων και - αν κατά τύχη συμβεί -
αντιθετικών, είτε γιατί εγώ ο ίδιος είμαι διαφορετικές, είτε γιατί συλλαμβάνω τα
θέματα κάτω από άλλες περιστάσεις και απόψεις.'7
,) Στα σονέτα του ο Σαίξπηρ διαμαρτύρεται για την επιμονή παλαιών τρόπων
αναπαράστασης:
Γιατί οι στίχοι μου στερούνται νέου κόσμου
και δεν γεννούν λαμπρές τροπές ή
ποικιλμούς;
Γιατί δε στρέφω όπως στρέφει ο καιρός
μου, σ' άλλες μεθόδους σε παράξενους
ειρμούς;'8
Αλλά και αμφισβητεί τη δύναμη κάθε αναπαράστασης:
Δραστηριότητα 5/Κεφάλαιο 4
Ασκήσεις ανακεφαλαίωσης ενότητας 4.1
1) Κατά την εποχή αυτή, τα παρακάτω ευρωπαϊκά κράτη συνδέονται, σε
επίπεδο κρατικής εξουσίας, με συγκεριμένες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Προσδιορίστε τις επιλέγοντας μεταξύ Καθολικισμού, Μεταρρύθμισης και
Ορθοδοξίας.
Ισπανία
Ηνωμένες Επαρχίες
Γαλλία (17ος αιώνας)
Αγγλία
Αυστρία (Βιέννη των Αψβούργων)
Γερμανικά κρατίδια
Ελβετία
Ρωσία
2) Ορισμένα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά θεωρούνται, από ιστορικούς
της λογοτεχνίας, ότι είναι γνωρίσματα ενός από τα δύο βασικά ρεύματα του
17ου αιώνα: του μπαρόκ ή του κλασικισμού. Προσδιορίστε τα.
Τολμηρή φαντασία και αίσθηση
κίνησης- Παιχνίδι ποικίλων
αναπαραστάσεων Διάκριση
λογοτεχνικών ειδών Εμφατικό σχήμα
λόγου'
Μίμηση κλασικών προτύπων
Διαυγής αναπαράσταση της ανθρώπινης φύσης.
3) Δώστε έναν σύντομο ορισμό της έννοιας της αναπαράστασης και
προσδιορίστε τη σημασία που αποκτούν τα σχετικά ζητήματα κατά την
εποχή που μελετάμε.
4.2.4 Δοκίμια
Μονταίνιος και δοκιμιακη γραφή
Ο Μονταίνιος (ή Μονταίν ή και Μονταίνι), καταγόμενος από αριστοκρατική
οικογένεια της περιοχής του γαλλικού Μπορντό, αποσύρθηκε, σε ηλικία 40 περί -
που ετών, στον πύργο του, ύστερα από μια ζωή ταξιδιών, μελετών και δημόσιων
αξιωμάτων. Καθολικός στο θρήσκευμα, είχε συνδεθεί και με τη μοναρχική αυλή,
στο πλαίσιο της οποίας προσπάθησε να κρατήσει αποστάσεις από τις βίαιες θρη-
σκευτικές συγκρούσεις. Στον πύργο άρχισε να συγγράφει, να διορθώνει και να
συμπληρώνει κείμενα στοχασμών μικρής σχετικά έκτασης. Το 1580 δημοσιεύτη
καν τα δύο πρώτα βιβλία των στοχασμών αυτών, με ένα σύνολο 94 κεφαλαίων,
και το 1588 δημοσιεύτηκε το τρίτο βιβλίο, με 13 κεφάλαια, συνοδευόμενο από
συμπληρωμένη μορφή των πρώτων. Τα θέματα είναι ποικίλα: ζωη και θάνατος,
δόξα και μετριοφροσύνη, κανίβαλοι και αρχαίοι συγραφείς, υποκρισία και
ειλικρίνεια, συνείδηση και οκνηρία, φιλία και διαπαιδαγώγηση, διατροφή και
πόνος, καθημερινή εμπειρία και αναγνώσεις.
Ο τίτλος με τον οποίο δημοσιεύτηκαν τα κείμενα του Μονταίνιου, μας λέει,
ίσως, περισσότερα πράγματα για το έργο του από πολλές αναλύσεις. Bssais ση-
μαίνει δοκιμές - δοκιμές γραφής η γραφή που δοκιμάζει την ανθρώπινη εμπειρία
και δοκιμάζεται μαζί της. Λίγο αργότερα (κυρίως με τη χρηση του από τον
Φράν- σις Μπαίηκον, το 1598) ο όρος «δοκίμιο» προσέλαβε τη νεότερη σημασία
ενός πεζογραφικού είδους: κείμενο διατύπωσης στοχασμών, απόψεων <
κριτικής, το οποίο, τοποθετούμενο μεταξύ λογοτεχνίας και φιλοσοφίας,
διακρίνεται για τη μικρή, σχετικά, έκταση του, το προσεγμένο ύφος του και την
ποικιλία της θεματικής που μπορεί να καλύπτει.
Η ιστορία των ιδεών έχει συχνά επιμείνει σε ορισμένες αρχές < πεποιθήσεις
οι οποίες έφτασαν σχεδόν να ταυτίζονται με το όνομα του Μονταίνιου:
αστείρευτη περιέργεια για καθετί το ανθρώπινο και αναγνώριση της ποικιλίας <
και της σχετικότητας των ανθρώπινων πρακτικών και αξιών προσέγγιση της
γνώσης με βάση την προσωπική εμπειρία και τον δημιουργικό πειραματισμό και
όχι τη συσσώρευση η απομνημόνευση γνώσεων αντίθεση σε κάθε είδους
δογματισμό < μισαλλοδοξία, ίσως και σε κάθε τάση αναγωγής των ανθρώπινων
πραγμάτων σε γενικές αρχές < βεβαιότητες· άρνηση ακόμα και του ενδεχόμενου
γενικού κύρους μιας οποιασδηποτε γενικής «μεθόδου» στοχασμού και γραφής.
Με λίγα λόγια, σκεπτικισμός απέναντι σε κάθε τύπου αυθεντία, σε κάθε
αποκρυσταλλωμένη γνώμη < και συγκροτημένη θεώρηση των ανθρώπινων
πραγμάτων' και, ως προς την αντιπαράθεση ρασιοναλισμού και εμπειρισμού,
ίσως προς την κατεύθυνση του εμπειρισμού - σωστότερο, όμως, θα ηταν να
δούμε τα δοκίμια του Μονταίνιου να ελέγχουν την ίδια την αντιπαράθεση, στο
βαθμό που είναι, καθαυτή, συνάρτηση μιας μάλλον αφηρημένης και
γενικευτικης θεώρησης του προβλήματος της γνώσης.
Έχει συχνά θεωρηθεί ο Μονταίνιος προάγγελος του νέου κοινωνικού προτύ-
που της γενικά καλλιεργημένης και κοινωνικά λειτουργικής εντιμότητας του
honnete homme. Δεν θα πρέπει, ωστόσο, να ταυτίζεται με αυτό: μπορεί να ηταν
θιασώτης της ιδέας της γενικής παιδείας και καλλιέργειας και ένθερμος υποστη -
ρικτης της συνομιλίας και, γενικότερα, των κοινωνικών σχέσεων, αλλά η
οξύτητα της κριτικής του ματιάς βρίσκεται συχνά σε διάσταση με τις
προδιαγραφές της ελεγχόμενης κοινωνικότητας τις οποίες προϋποθέτει η
«ευπρεπής» προσαρμογή στα ηθη της αυλής. Η ένταση και το ριζοσπαστικό
στοιχείο του προβληματισμού του, εξάλλου, κάνουν πολλούς να τον
συσχετίζουν περισσότερο με τη στοχαστική στάση που εκφράζουν οι
σαιξπηρικοί ηρωες, στον αντίποδα του γαλλικού κλασικισμού. Από την άλλη
μεριά, ο Μονταίνιος εξακολουθεί να διέπεται από τη ροπη προς την αρχαία
ελληνικη και λατινική γραμματεία.
Τα Δοκίμια, αλλά και οι πολλές μεταφράσεις τους, βρέθηκαν στον Index των βι
βλίων που καταδικάστηκαν από την καθολική εκκλησία. Ο ευρωπαϊκός
Διαφωτισμός του 18ου αιώνα θα δει στον Μονταίνιο έναν πρόδρομό του. Ο
Ρουσσώ όμως, την ίδια εποχή, θα είναι πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό
που αντιλαμβάνεται ως έλλειψη η απαλειφη του συναισθηματικού στοιχείου από
τη γραφή του Μονταίνιου.
Η ιστορία είναι πιο πολύ το κυνήγι μου, η η Ποίηση, που την αγαπώ με μια
ιδιαίτερη κλίση. Γιατί, καθώς έλεγε ο Κλεάνθης, όπως η φωνή, στριμωγμένη
στο στενό κανάλι μιας σάλπιγγας, βγαίνει πιο σουβλερή και πιο δυνατή, έτσι
μου φαίνεται ότι και η σκέψη, σφιγμένη στα ρυθμικά μέτρα της ποίησης,
ξεχύνεται πολύ πιο ορμητικά και με χτυπάει μ’ ένα πιο ζωηρό τράνταγμα.
Όσο για τις φυσικές ικανότητες που υπάρχουν σ’ εμένα, και που τις
δοκιμάζω εδωπέρα, τις νιώθω να λυγούνε κάτω απο το βάρος. Οι
διαλογισμοί μου και η κρίση μου περπατούνε πασπατευτά, τρικλίζοντας,
σκοντάφτο- ντας και παραπατώντας· και, οποτε πάω το μακρύτερο που
μπορώ, πάλι και τότε δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος: βλέπω ακόμα τόπο
πέρα, θολά όμως και συννεφιασμένα, που δεν μπορώ να τον ξεχωρίσω. 23
Ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του έργου του Μονταίνιου είναι το γεγο-
νός ότι παρουσιάζει, εν τέλει, το ανθρώπινο υποκείμενο σαν κάτι που μοιάζει
αλλά και που συναρτάται με την ίδια τη δοκιμασία της γραφής. Και θα πρέπει να
το κατανοήσουμε αυτό σε δύο κατευθύνσεις. H πρώτη: τα βιβλία είναι
φτιαγμένα από τον ανθρώπινο εαυτό που εκφράζεται μέσα από αυτά. H δεύτερη:
ο ανθρώπινος εαυτός δεν προϋπάρχει της γραφής που τον εκφράζει, παρά
σχηματίζεται μέσα από τη γραφή αυτη.
Ο Άουερμπαχ επιμένει ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ο άνθρωπος, όπως τον αντι -
λαμβάνεται ο Μονταίνιος, δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να οριστεί - ούτε με
βάση γενική φιλοσοφική προβληματική ούτε και με βάση επαγωγικούς συλλογι-
σμούς στηριγμένους σε συστηματική μελέτη εμπειρικών περιπτώσεων:
Με αυτή την έννοια, ο Μονταίνιος δεν είναι εκπρόσωπος < πρόδρομος κανε-
νός ρεύματος ιδεών: το κείμενό του αφορά όχι τόσο την έκφραση
συγκεκριμένων ιδεών, όσο τη σχέση κάθε ιδέας με μια πρακτική κατ’ ανάγκην
ημιτελούς δοκιμασίας - πρακτική δοκιμιακής γραφής. Πρόκειται ασφαλώς για
θεώρηση του ανθρώπινου υποκειμένου που δεν είναι πλέον καθαρά ουμανιστική.
Ο άνθρωπος παραμένει κέντρο του κόσμου, αλλά με οξύτατη την επίγνωση του
πόσο αβέβαιος είναι ο κόσμος αυτός μαζί με το απορημένο κέντρο του.
4.3 ΠΟΙΗΣΗ
παράδοσης
Γενικό γνώρισμα της επικής ποίησης της εποχής είναι η συνεχιζόμενη και
εντει- νόμενη σύζευξη θεμάτων της, σχετικά πρόσφατης, εκκλησιαστικής και
πολιτικής ιστορίας, με στοιχεία της κλασικής μυθολογίας αλλά και με τη
θεματική του έρωτα. Τα όρια μεταξύ του έπους και της έμμετρης μυθιστορίας
είναι πλέον πολύ ασαφή.
Το πρώτο όνομα που εκφράζει την επική ποίηση της εποχής τόσο από
πλευράς ιστορίας της λογοτεχνίας όσο και από πλευράς απήχησης στους
αναγνώστες και κριτικούς των καιρών του, είναι εκείνο του ποιητή Τορκουάτο
Τάσσο (Torquato Tasso, 1544-1595). Κατάγεται από τη Νάπολη της Νότιας
Ιταλίας και όχι από τα παραδοσιακά λίκνα της ιταλικής Αναγέννησης. Και
υπήρξε από τους πρώτους ευρωπαίους λογοτέχνες των οποίων η λογοτεχνική
φήμη και αναγνώριση στον καιρό τους συνδυάστηκε με μια προσωπική ιστορία
μεγάλης πνευματικής και ψυχολογικής αστάθειας: μέρος της ζωής του το πέρασε
κλεισμένος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο (από όπου έδωσε και πεζογραφικό έργο:
επιστολές και διαλόγους).
Το επικό ποίημα που τον καταξίωσε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, έχει θέμα
την
«απελευθέρωση» της Ιερουσαλήμ από την πρώτη Σταυροφορία: με τον τίτλο
Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ εκδοθηκε για πρώτη φορά το 1581 και ηταν
καρπός μακρόπνοου σχεδίου και επίμονων διορθώσεων και συμπληρώσεων. Τα
στοιχεία του μύθου και του ερωτικού λυρισμού δένονται με το επικό θέμα του
θρησκευτικού πολέμου, με τρόπο που επιτρέπει στους κριτικούς να θεωρούν το
ποίημα όχι μόνο όψιμο καρπό της ιταλικής Αναγέννησης, αλλά και πρώτο
δείγμα λογοτεχνικών τάσεων ύφους μπαρόκ. Ο ίδιος ο Τάσσο προσπάθησε να
ξαναγράψει το έπος του απαλλάσσοντάς το από στοιχεία που θεωρήθηκαν
υπερβολικά λυρικά < αισθησιακά και τονίζοντας το θρησκευτικό του
χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα ηταν η Κατα- κτημένη Ιερουσαλήμ (1593), έργο
που σήμερα θεωρείται μικρής αξίας, αλλά οδήγησε το συγγραφέα του στην
επίσημη αναγνώριση από την παπική Ρώμη. 26
Το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα αποκτούν τη νεότερη επική τους έκφραση
και άλλες δυτικοευρωπαικές γλώσσες. Κορυφαίος εκρόσωπος του ευρωπαϊκού
έπους αναδεικνύεται ο Καμοενς (Luis de Camοens, 1524-1580), ο οποίος με το
έργο του ξεκινά την ανάπτυξη της πορτογαλικής γλώσσας και ανανεώνει την
επική ποίηση, προσδίδοντάς της έναν αισθητά νεωτερικό χαρακτήρα (παρακά τω
θα αναφερθούμε αναλυτικότερα). H γερμανική ασκείται στο επικό ύφος μέσω
του Ολλανδού Βαν ντερ Νουτ (Jan Van der Noot, 1539-1600) που, λόγω της
καλβινιστικης του τοποθέτησης, έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωης του
στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στο έργο του Το βιβλίο της έκστασης (Das Buch
Extasis η Olympiados) ο ίδιος ο ποιητης γίνεται ηρωας μιας επικής νίκης
εναντίον του κακού και κερδίζει την αγαπημένη του, σε μια σύνθεση
εμπνευσμένη όχι τόσο από τον Δάντη, όσο από την κλασική μυθολογία. Μα και
η αγγλική γλώσσα, με το ημιτελές επικό ποίημα του Σπένσερ (Edmund Spenser,
1552-1599) Hβασίλισσα των στοιχειών (The Faerie Queen), αποκτά τη δικη
της ποιητικη εκδοχή του έπους, αφιερωμένη στη βασίλισσα Ελισάβετ.
Παράλληλα, αναπτύσσεται η δανική γλώσσα με τη μετάφραση του νεολατινικού
μεσαιωνικού ιστοριογραφηματος Ανδραγαθήματα των Δανών (Gesta Danorum,
από τον Anders Sorensen Vedel, 1542-1626), ενός κειμένου που θα
λειτουργήσει ως υπόδειγμα της νεότερης δανικής λογοτεχνίας.
Το 17ο αιώνα, η επική ποίηση φαίνεται ότι έχει υποχωρήσει αισθητά στις χώ-
ρες της Δυτικής Ευρώπης, δίνοντας τη θέση της σε αφηγηματική ποίηση της
οποί- ας ο τόνος δύσκολα θα χαρακτηριζόταν επικός. Στην περίπτωση του
θρησκευτικού έπους του Άγγλου ποιητη Μίλτον (John Milton, 1608-1674), θα
επανέλθουμε παρακάτω. Ποίηση αφηγηματική έχουμε και από τον Ολλανδό
Βόντελ (Joost van den Vondel, 1587-1679) από τον οποίο ο Μίλτον ίσως
επηρεάστηκε. Ο Βόντελ είναι γνωστότερος κυρίως για ποιητικά έργα
θρησκευτικού στοχασμού και έμμετρα δράματα μπαρόκ τάσεων. Θεωρείται
έκφραση μιας «χρυσής εποχής» ολλανδικής ισχύος και πολιτιστικής άνθησης,
όσο και αν ασπάστηκε τον καθολικισμό και άσκησε κριτική στον κυρίαρχο
καλβινισμό της χώρας του. Δείγματα αφηγηματικής ποίησης που έχουμε από τη
Σουηδία και τη Δανία θεωρούνται, απεναντίας, λιγότερο σημαντικές
περιπτώσεις επιβίωσης επικών θεμάτων ή συμβόλων.
Το παραδοσιακό επικό είδος σε ποικίλες μορφές, συνεχίζει να καλλιεργείται
εντατικά στις χώρες και τις εθνικές γλώσσες της κυριαρχούμενης κεντρικής και
της ΝΑ Ευρώπης. Ο σλοβακικός λαός αποκτά την επική έκφραση της δικής του
εθνικής ιστορίας με ένα ποίημα που φέρει τον εύγλωττο τίτλο Δάκρυα,
αναστεναγμοί κι ευχές της σλοβακικής φυλής. Η σερβο-κροατικη αλλά και η
ουγγρική και πολωνική γλώσσα δίνουν έργα επικά, με θεματική, κατά κανόνα,
εμπνευσμένη από τους πολέμους κατά των Οθωμανών και την υπεράσπιση μιας
αδιαχώριστα εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Το όνομα του Κροάτη
Γκούντουλιτς (Ivan Gundulic, 1589-1638) και το επικό του ποίημα Οσμάν
(Osman, γραμμένο το 1626, με πρώτη έκδοση μόλις το 1826 και επηρεασμένο
από την ποίηση του Τάσσο αλλά με θεματική επικεντρωμένη στην
αντιπαράθεση χριστιανισμού και οθωμανισμού) είναι συ- νυφασμένα με την
άνθηση ενός αναγεννησιακού πνεύματος αλλά και με μια έντονα θρησκευτική
ποίηση τάσεων μπαρόκ στη Δημοκρατία της Ραγούζας. 27
Ο Ερωτόκριτος του Bιτσέvτζου Κορνάρου, κορύφωση της «Κρητικης
Αναγέννησης» (μεταξύ 1645 και 1660, με πρώτη έκδοση στη Bεvετία το 1713),
βρίσκεται πλησιέστερα σε μεσαιωνικά αλλά και ιταλικά αναγεννησιακά
πρότυπα ιπποτικης μυθιστορίας μάλλον, παρά επικής ποίησης: 10.000
δεκαπεντασύλλαβοι στίχοι σε δημώδη ελληνικά, όπου το θέμα του έρωτα
τοποθετείται σε μια Αθήνα μάλλον απροσδιόριστη ιστορικά. Παράλληλα, ανθεί
στην Κρητη η θρησκευτική αλλά και βουκολική αφηγηματική ποίηση, ενίοτε σε
δραματοποιημένη μορφή - και πάντα σε γλώσσα δημώδη.
Πανευρωπαϊκός λυρισμός
Η λυρική ποίηση της εποχής που μελετάμε (με τη γενικότερη έννοια του
όρου, που συμπεριλαμβάνει και τη σατιρική ή άλλες μορφές μη αφηγηματικής
ποίησης), απαλλάσσεται δύσκολα από το κυρίαρχο ρεύμα του πετραρχισμού,
αλλά είναι πλέον έκδηλη η προσπάθεια καλλιέργειας ενός ιδιαίτερου ποιητικού
λόγου σε πολλές εθνικές γλώσσες. Γενικό χαρακτηριστικό είναι η διεύρυνση της
θεματικής αλλά και η μεγάλη έμφαση στην αναζήτηση νέων στιχουργικών
μορφών και καινοτόμων σχημάτων του λόγου που προσιδιάζουν στην παράδοση
κάθε εθνικής γλώσσας.
Μία πρώτη φάση της εξέλιξης αυτής, έως το τέλος του 16ου αιώνα, βρίσκεται
ακόμη υπό την επήρεια του Πετράρχη, αλλά αναπτύσσεται, συνάμα, το
αντίπαλο δέος μιας νεότερης λυρικής παράδοσης, κυρίως γαλλικής· και στη
συνέχεια, τον 17ο αιώνα, η Ευρώπη φαίνεται να αναπτύσσει πολλαπλά κέντρα
ποιητικής δημιουργίας. Υπάρχουν, γενικά, στοιχεία που μας επιτρέπουν να
διακρίνουμε, στο μάλλον ποικιλόμορφο αυτό πεδίο, την ένταση ανάμεσα στα
πρότυπα της κλασικής παράδοσης και στο ύφος μπαρόκ.
Η ομάδα των επτά γάλλων ποιητών, οι οποίοι στο δεύτερο μισό του 16ου
αιώνα ονομάστηκαν «Πλειάς» (Pleiade), ήθελαν η γαλλική ποίηση να γίνει
πεδίο ανανέωσης, γλωσσικής και στιχουργικής, έτσι ώστε να αξίζει πράγματι το
όνομα
ενός ουράνιου αστερισμού. Ο Ντυ Μπελαί, που ηδη έχουμε συναντήσει στο
προηγούμενο κεφάλαιο ως ουμανιστη συγγραφέα της πραγματείας Περί νπερά-
σπισης και εμπλοντισμού της γαλλικής γλώσσας (1549), είναι σημαίνον μέλος
της ομάδας: η κριτική του αλλά και η ποίηση του ενθαρρύνουν όχι μόνο τη
μίμηση αρχαίων προτύπων, αλλά και την καλλιέργεια νέων ποιητικών μορφών,
την αναζήτηση και αξιοποίηση αρχαϊκών και τοπικών ιδιωμάτων της γαλλικής,
τη χρηση όρων τεχνικών αλλά και νεολογισμών στην ποίηση, την ανάπτυξη
νέων σχημάτων μέτρου και ομοιοκαταληξίας.
Το σονέτο κυριαρχεί, αλλά το ύφος και ο τόνος της ποίησης ποικίλλει
ανάλογα με τα θέματα που αλλάζουν: έρωτας, ασφαλώς, αλλά και αγάπη και
νοσταλγία της πατρίδας, καθημερινές συναναστροφές, φιλοσοφικοί
προβληματισμοί, ως και πολεμική στο πλαίσιο των θρησκευτικών συγκρούσεων.
Ο Ρονσάρ, που αναφέραμε πιο πάνω (4.2.1) ως εκπρόσωπο του ποιητικού
καθολικισμού, είναι και αυτός μέλος της ομάδας και το ποιητικό του έργο
καλύπτει όλο το φάσμα της θεματικής αυτής, με το ερωτικό στοιχείο κυρίαρχο.
Ας σημειωθεί ότι, μέσω της Πλειάδας, επανέρχεται και κατακτά κεντρική θέ -
ση στη γαλλική ποίηση, κυρίως στην ποίηση δραματικής έμπνευσης με
διαλογικά και αφηγηματικά στοιχεία, ένα παραδοσιακά γαλλικό στιχουργικό
σχήμα: ο αλεξανδρινός στίχος 28 των δώδεκα συλλαβών που θα προσλάβει
αργότερα, κατά τον 17ο αιώνα, την τυπικότερη μορφή του στο θέατρο του
γαλλικού κλασικισμού.
Στην Αγγλία, είναι η ώρα της Ελισαβετιανής εποχής, ώρα θεάτρου κυρίως,
αλλά και ποιητικής αναγέννησης. Το σονέτο κυριαρχεί και εδώ, μετά την
εισαγωγή του στην αγγλική ποίηση στα μέσα, περίπου, του αιώνα. Βασικός
εκπρόσωπός του ο Σίντνεϋ (Sir Philip Sidney, 1554-1586). Ο Σίντνεϋ είναι και
συγγραφέας μιας σημαντικής πραγματείας για την Υπεράσπιση της Ποίησης (A
defence of Poetry, 1579), η οποία αντανακλά την επίδραση που ασκεί την εποχή
αυτη η αριστοτελική ποιητικη. Παράλληλα, η ποίηση του Σπένσερ, τον οποίο
ηδη συναντήσαμε ως επικό ποιητη, για πολλούς ιστορικούς σηματοδοτεί την
ωρίμανση της αγγλικής αναγέννησης.
Επιφανέστερος εκπρόσωπος του αγγλικού σονέτου, ο οποίος άσκησε και
μονι- μότερη επίδραση στην εξέλιξη της αγγλικής ποίησης, είναι ο Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ (William Shakespeare, 1564-1616). Στον Σαίξπηρ θα ξαναγυρίσουμε,
βεβαίως, για τη δραματουργία του. Σημαντικότατα ωστόσο θεωρούνται και τα
ερωτικά σονέτα του.
Ας σημειωθεί ότι, όπως η γαλλική ποίηση, έτσι και η αγγλική έχει προσδιορί -
σει, την εποχή αυτη, τη στιχουργικη μορφή που θεωρείται ότι προσιδιάζει στη
γλώσσα της: το ιαμβικό πεντάμετρο 29 που ο Σαίξπηρ καλλιεργεί συστηματικά.
Την κυριαρχία του στίχου αυτού η αγγλική ποίηση δεν κατόρθωσε να
αμφισβητήσει, παρά μόνο με τα κινήματα του νεωτερισμού του 20ού αιώνα.
Σημειώστε και την ανάδειξη δύο μεγάλων ονομάτων, πρωτεργατών της νεότε
ρης ποιητικής τέχνης στην Ουγγαρία και την Πολωνία: Μπώλωσι (Balint
Balassi, 1554-1594) και Κοχανόφσκι (Jan Kochanowski, 1530-1584) αντίστοιχα.
Χαρακτηριστικό είναι ένα ποίημα του δεύτερου, όπου ο ποιητης δανείζεται την
εικόνα του από τον Πρωτέα, θεό της θάλασσας και των μεταμορφώσεων: το
ποιητικό πνεύμα διεκδικεί την αυτονομία του σε σχέση με τις κοινωνικές και
πολιτικές δομές και βλέπει τον εαυτό του να διατρέχει κάθε συνιστώσα της
εθνικής του ταυτότητας - δίχως να περιορίζεται σε καμία.
Ας σημειωθεί και η περίπτωση των Ερωτικών ποιημάτων, μεταφορά του πε-
τραρχικού ποιητικού ιδιώματος σε νεοελληνικό ιδίωμα της Κύπρου - υπό
ενετικη ηγεμονία, λίγο πριν από την κατάκτηση του νησιού από τους
Οθωμανούς (1570). 30
Περνώντας στον 17ο αιώνα, διάφορες μορφές λυρισμού εμφανίζονται πλέον
παντού στη δυτική αλλά και την κεντρική Ευρώπη: πολλές γλώσσες μετέχουν,
έτσι, σε ένα ευρύτερο και αρκετά ανομοιογενές ποιητικό γίγνεσθαι (γερμανικά,
δανικά και φλαμανδικά, τσέχικα και σλοβάκικα, αλλά και ουγγρικά, πολωνικά,
ρωσικά). Οι «μεγάλες» ευρωπαϊκές γλώσσες εξακολουθούν, βεβαίως, λόγω του
κύρους αλλά και της διάδοσης τους, να μας δίνουν ονόματα που συγκρατούμε
πιο εύκολα < που συναντάμε πιο συχνά: το όνομα του άγγλου «μεταφυσικού»
ποιητη Τζον Ντον (John Donne, 1572-1631), στον οποίο θα επανέλθουμε· η
εκείνο του γάλλου θεωρητικού του νεοκλασικισμού και συγγραφέα σατιρικής,
κυρίως, ποίησης, Μπουαλώ (1636-1711), συγγραφέα και της γνωστής μας
έμμετρης Ποιητικής τέχνης- και εκείνο του Λα Φονταίν (Jean de la Fontaine,
1621-1695), του οποίου οι αφηγηματικοί αλλά και διδακτικοί η σατιρικοί Μύθοι
(Fables, 1668-1694) χρησιμοποιούν το αισώπειο παράδειγμα ως πλαίσιο
κριτικής των νεότερων ηθών, αλλά και θεωρούνται κείμενα μεγάλης ρητορικής
δεξιοτεχνίας.
Λίγα εδάφια αργότερα, η μορφή του Βάσκο ντα Γκάμα παρουσιάζεται στο
ποίημα με τρόπο που μας δίνει ίσως την πεμπτουσία του Ευρωπαίου της εποχής
που μελετάμε: «Τέκνον της φιλοπολέμου και πεπολιτισμένης Ευρώπης ων, ζητώ
τας τόσον πεφημισμένας εν τω σύμπαντι ανατολικάς χώρας» (εδ. 63).
Σε τόνους που συνδυάζουν το επικό ύψος με τη δραματική η και τη λυρική
ένταση, ο Μίλτον μας παρουσιάζει ένα ηρωα πολύ πιο αντιφατικό, καθώς ο
Σατάν έχει τη μορφή αρχέγονου επαναστάτη απέναντι στην εξουσία του
απόμακρου Θεού. Στο πρώτο βιβλίο του Χαμένου Παραδείσου (στ. 110-124), ο
Σατάν, αμέσως μετά την πτώση του από τα θεϊκά Ουράνια, τυλιγμένος ακόμα σε
πύρινη λίμνη, μιλά για τη στάση του απέναντι στον Θεό απευθυνόμενος στον
υπαρχηγό των στρατιών του, Βεελζεβούλ - και η μετάφραση είναι στη δημοτικη,
σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο:
Πολλές οι διαφορές, λοιπόν, σε αυτούς τους δύο τρόπους σύλληψης και έκ-
φρασης του επικού πνεύματος των ιστορικών καιρών. Και μία ομοιότητα, κοινή
βάση στην οποία στηρίζονται, ίσως, οι σαφείς διαφορές: και στις δύο περιπτώ -
σεις, νεότερες εθνικές γλώσσες λογαριάζονται με την πρόκληση του «υψηλού»
ποιητικού ύφους. Το ζητούμενο είναι η σχέση μεταξύ των νεότερων αυτών
επικών λόγων και της παλαιότερης επικής παράδοσης - με άλλα λόγια, η
λειτουργικότητα της ίδιας της κατηγορίας της επικής ποίησης, όταν οι κόσμοι
του Ομηρου, του Bιρ- γίλιου αλλά και του Δάντη αποτελούν σχετικά μακρινό
ιστορικό πατρελθόν.
Προκλήσεις σχημάτων
Ο ιταλικός όρος «concettο» που χρησιμοποιεί ο Καψάλης (με αντίστοιχο αγ -
γλικό τον όρο «conceit») σημαίνει ιδέα αλλά δηλώνει και το ιδιαίτερα
εντυπωσιακό η και προκλητικό σχήμα λόγου, ίσως και εξεζητημένο: εκείνο που
η ιδιορρυθμία του τραβάει έντονα την προσοχή του αναγνώστη. Αναφέρεται
ειδικότερα στην εμφατικη και αινιγματική μεταφορά, ιδιαίτερα όταν ένα
ολόκληρο, σχετικά σύντομο ποίημα, παρουσιάζει μια τέτοια μεταφορά η
αρθρώνεται με βάση αυτήν. Οι πετραρχικές μεταφορές θεωρούνται δείγματα
τέτοιων σχημάτων λόγου. 36
Ανεξάρτητα πάντως από το ζητημα της ορολογίας (πότε ακριβώς μια μεταφο -
ρά γίνεται concetto;) γεγονός είναι ότι στην πετραρχική παράδοση του ευρωπαϊ-
κού λυρισμού αλλά και στην πορεία της απομάκρυνσης από αυτήν, στη διάρκεια
του 16ου και του 17ου αιώνα, η μεταφορά διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο: δεν
είναι ένα απλό σχήμα που διανθίζει το λόγο, παρά αποκτά συχνά η ίδια κεντρικό
ενδιαφέρον για ένα ποίημα, ιδίως όταν υποδεικνύει μια ιδιαίτερα παράδοξη
σχέση ομοιότητας η συναρτά πράγματα και ιδέες που θεωρούνται απολύτως
ξένα μεταξύ τους. Ένα ποίημα, για παράδειγμα, όπου κεντρική θέση κατέχει η
σύγκριση της σχέσης δύο ερωτευμένων προσώπων με έναν διαβητη (θα το
διαβάσουμε σε λίγο) ασφαλώς προσανατολίζει την προσοχή του αναγνώστη όχι
μόνο στην ερωτική σχέση, αλλά και στο πώς ακριβώς μπορεί να την αφορά η
εικόνα και η λειτουργία του διαβητη - η και στο πώς ακριβώς μπορεί,
γενικότερα, να λειτουργεί η μεταφορά η το σχήμα του λόγου.
Έτσι, όχι μόνο αλλάζει η εικόνα η και η προσέγγιση των παραδοσιακών θεμά -
των η ιδεών, αλλά δημιουργείται και το γενικότερο ερώτημα του ρόλου που δια -
δραματίζει ο τρόπος της απεικόνισης για την αντίληψη και κατανόηση του αντι-
κειμένου η της ιδέας που απεικονίζεται. Συμβαίνει και εδώ κάτι που παρατηρού -
με πολύ συχνά και σε πολλές λογοτεχνικές μορφές κατά την εποχή που
μελετάμε: τίθεται επί τάπητος το ζητημα της αναπαράστασης. Έρχεται, δηλαδη,
στην επι φάνεια με ιδιαίτερη έμφαση η σημασία της ίδιας της λογοτεχνίας, των
εκφραστικών της τρόπων, της γλώσσας της. Η λογοτεχνική γλώσσα
υπογραμμίζει το στοιχείο της αυθαιρεσίας των συμβόλων της, την ανεξαρτησία
της από τους τρέχοντες τρόπους περιγραφής, την ισχύ της απέναντι στην
πραγματικότητα και στον κοινότοπο τρόπο αντίληψης της - τόσο που η
πραγματικότητα αυτη να μένει συχνά απορία πίσω από το παιχνίδι των
λογοτεχνικών αναπαραστάσεών της.
Το ποίημα έχει έτσι συχνά την τάση να μετατρέπεται σε ένα είδος γρίφου <
διανοητικής άσκησης που προβληματίζει τον αναγνώστη σχεδόν ανεξάρτητα
από τη βασική του θεματική.
Δραστηριότητα 7/Κεφάλαιο 4
Άσκηση εφαρμογής
Σαίξπηρ, Σονέτο LXXIV (74): Ανθολ^-γιο Λ^-γ^τεχνικών Κειμένων.
Για τον σχετικό ρεαλισμό της ερωτικής ρητορικής των σαιξπηρικών
σονέτων, σε αντιδιαστολή με την πετραρχική εξιδανίκευση, θυμηθείτε το
σονέτο 128 (από τα πρώτα της σειράς που μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε
ότι απευθύνονται σε γυναίκα) που συζητήσαμε στην εισαγωγή σε συνάρτηση
με τα σχήματα της μετωνυμίας και της μεταφοράς (ενότητα 1.2.3).
Το σονέτο της παρούσας δραστηριότητας, όπως και εκείνο της επόμενης,
ανήκουν στο σώμα των 126 πρώτων που οι κριτικοί θεωρούν ότι
απευθύνονται σε νεαρό άνδρα. Πάντως σε καμία από τις δύο περιπτώσεις
δεν γίνεται φανερό το φύλο (ή και οποιοδήποτε άλλο γνώρισμα) του
προσώπου στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής και, άρα, δεν έχουμε ίσως το
δικαίωμα να το θεωρήσουμε απολύτως δεδομένο. Ο δε συνδυασμός των δύο
ποιημάτων μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα της ποικιλίας των προσωπείων
του λυρικού εγώ των σαιξπηρικών σονέτων, και μάλιστα όταν το πρόσωπο
προς το οποίο απευθύνεται ο λόγος του ποιητή μπορεί να υποτεθεί ότι είναι
το ίδιο.
Το 74ο σονέτο συνδέεται με άλλα που μιλούν για το θάνατο, είτε του
ομιλούντος είτε του αγαπημένου προσώπου (υποκείμενο των ρημάτων του
πρώτου στίχου πρέπει να εννοηθεί ο Χάρος). Στο συγκεκριμένο ποίημα ο
ποιητής, απευθυνόμενος σε πρόσωπο προφανώς αγαπημένο, μιλά για την
ποίησή του σε συνάρτηση με το φάσμα του θανάτου του. Εκείνο που λέει
είναι σαφές και απλό: μεγαλύτερη σημασία από τη φυσική παρουσία έχει το
ίδιο το ποίημα που παραμένει μετά το θάνατο του ποιητή.
Ερωτήματα:
α) Πώς συνδυάζεται στο ποίημα το θέμα της αξίας της ποίησης με την ιδέα
των οικονομικών σχέσεων;
β) Πώς παρουσιάζεται από το ποίημα η θέση της ποίησης σε σχέση με την
αντίθεση πνεύματος και σώματος;
Ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 8/Κεφάλαιο 4
των. Ο ποιητής εδώ φαίνεται να αναπτύσσει έναν προβληματισμό που αφορά
όσους κρατούν μια στάση απόμακρη σε σχέση με τις καθημερινές σχέσεις
και τριβές. Δεν είναι όμως καθόλου σαφές ούτε το ακριβές επιχείρημα που
αναπτύσσει, ούτε ο τόνος στον οποίο μιλά. Πώς μπορεί να διατυπώσει κανείς
εμπεριστατωμένες υποθέσεις για το περί τίνος πρόκειται και ποια η
ιδιαίτερη σημασία της ίδιας της ασάφειας του ποιήματος;
Θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από τα στοιχειώδη: δεν είναι καθόλου σαφές
αν αυτό που αναφέρεται αφορά ερωτικές ή, έστω φιλικές σχέσεις. Θα
μπορούσε να αφορά σχέσεις κοινωνικής δέσμευσης και αλληλεγγύης, όπως
εκείνες που διαμορφώνονται ανάμεσα σε έναν ποιητή και σε ένα μέλος της
αριστοκρατίας της εποχής, που του έχει χαρίσει την εύνοιά του. Τι ακριβώς
όμως λέει το ποίημα;
Το πρώτο τετράστιχο αναφέρεται σε μια ορισμένη στάση: υπάρχουν
άνθρωποι που έχουν τη δυνατότητα να ενεργήσουν θετικά ή αρνητικά, μα
δεν το κάνουν, μένοντας «ανενεργοί», «ψυχροί, ακίνητοι, [_] αργοί». Το
ποίημα αναφέρεται, λοιπόν, σε στάσεις ή συμπεριφορές που θα μπορούσαν,
ίσως, να θεωρηθούν, εν μέρει τουλάχιστον, αλαζονικές. Το δεύτερο
τετράστιχο σαν να μακαρίζει τη στάση αυτή: αυτοί οι άνθρωποι, οι
προικισμένοι, είναι που κυριαρχούν, ενώ οι άλλοι υποτάσσονται στην ισχύ
τους με τρόπους ποικίλους. Το τρίτο τετράστιχο κάνει ένα από τα πιο
δυσερμήνευτα άλματα των σαιξπηρικών σονέτων: μας παρουσιάζει μια
παραβολή βάσει της οποίας άνθη που αναπτύσσονται και πεθαίνουν μόνα
έχουν μεν μεγάλη αξία ή χάρη, αλλά πάντα κινδυνεύουν να εκμηδενιστούν
μολυσμένα. Αναμενόμενο είναι ο αναγνώστης να αναρωτηθεί ποια ακριβώς
είναι η σχέση της παραβολής με το πρώτο οκτάστιχο και σε ποιο βαθμό η
ιστορία του άνθους ρίχνει κάποιο ιδιαίτερο φως στην περίπτωση των
ανθρώπινων συμπεριφορών. Και ίσως έρχεται να βοηθήσει το ακροτελεύτιο
δίστιχο, το οποίο όμως, επαναλαμβάνοντας τον τόνο της παραβολής σε
σύντομη μορφή επιγράμματος, μάλλον περιπλέκει τα πράγματα, αντι-
καθιστώντας το ένα αίνιγμα με άλλο.
Οποιαδήποτε συγκεκριμένη ερμηνεία ως προς το επιχείρημα που το
ποίημα διατυπώνει, είναι παρακινδυνευμένη. Μπορούμε να προτείνουμε
πάντως την εξής, στηριζόμενοι στο τελευταίο δίστιχο αλλά και στη σχέση
των τριών μερών που διακρίναμε (αρχική διαπίστωση και δύο παραβολές).
Το ποίημα παρουσιάζει την ακόλουθη γνώμη: είναι δύσκολο ή
παρακινδυνευμένο να μετέχει κανείς σε πλέγματα ανθρώπινων σχέσεων
ανταποκρινόμε- νος πρακτικά στις επιταγές ή τις ανάγκες τους (με τις
πράξεις κινδυνεύουν και τα πιο γλυκά να πικρίσουν), αλλά είναι ακόμη
χειρότεροι οι κίνδυνοι που παραμονεύουν όσους αποφεύγουν κάθε ανάμειξη
στα ανθρώπινα (οι κρίνοι που μένουν ψυχροί και άπραγοι, ζώντας καθαυτοί,
μπορεί να έχουν χειρότερο τέλος, σαπίζοντας).
Δεν λύνεται όμως έτσι το ερμηνευτικό ζήτημα, απλώς τίθεται σαφέστερα.
Ποιος μιλά στο ποίημα και σε ποιον; Πρόκειται για μία φωνή ή για δύο σε
διάλογο; Και σε τι τόνο γίνονται οι διαπιστώσεις ή αναφέρονται οι
παραβολές; Πρόκειται για στοχαστικό μονόλογο, για συμβουλή προς
κάποιον ή για απειλητική υπενθύμιση;
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο εραστής απευθύνεται σε αγαπημένο
πρόσωπο που δεν ανταποκρίνεται σε ερωτικό κάλεσμα. Ή ότι φίλος
απευθύνεται σε φίλο που δεν μετέχει σε κοινά εγχειρήματα. Τίποτα όμως δεν
αποκλείει και πιο ακραίες ερμηνείες: η φωνή ενδέχεται να απευθύνεται στον
ποιητή καταλογίζοντας στην ποίηση και στα άνθη της ρητορικής της
δεινότητας στάση ψυχρότητας και ακινησίας από θέση ισχύος. Αν δεχτούμε
την ερμηνεία αυτή, η ίδια η ποίηση είναι το γλυκό άνθος ή ο κρίνος που,
απομακρύνοντας τον κίνδυνο της πικρίας των πράξεων, εκθέτει τον
δημιουργό της στον κίνδυνο της απραξίας και της αποσύνθεσης. Οπότε, η
φωνή που μιλά θα είναι φωνή του αγαπημένου προσώπου που
διαμαρτύρεται' ή ίσως και του ίδιου του ποιητή που προβληματίζεται
απευθυνόμενος στον ίδιο του τον εαυτό. Έχουμε, ούτως ή άλλως, πλήρη
ανατροπή της τάσης της λυρικής παράδοσης να εξιδανικεύει την ίδια την
ποίηση.
Δεν προτείνουμε υιοθέτηση της τελευταίας αυτής ακραίας ερμηνείας.
Σωστότερο μάλλον θα ήταν να αποδεχτούμε τον τόνο του σιβυλλικού
χρησμού, έναν από τους τόνους που χρωματίζουν πολύ συχνά τη φωνή του
ποιητικού υποκειμένου των σαιξπηρικών σονέτων. Το ουσιαστικό, πάντως,
είναι να αισθανθούμε και να αναγνωρίσουμε τη ρητορική απροσδιοριστία
ως βασικό στοιχείο του σονέτου αυτού.
Συνδέοντας τώρα τα δύο σονέτα που μόλις διαβάσαμε, έχουμε μια εικόνα
της συνθε- τότητας του ποιητικού τους υποκειμένου. Πρόκειται για φωνή
που δεν σταματά να αλλάζει οπτική γωνία και διάθεση, διαρκώς
δοκιμάζοντας την ισχύ ποικίλων τρόπων αναπαράστασης και της ερωτικής
σχέσης και της λειτουργίας της ποίησης σε άμεση συνάρτηση με άλλες, πολύ
διαφορετικές μορφές ανθρώπινων σχέσεων.
Ποιητικη μεταφυσική
Το στοιχείο των προκλητικών σχημάτων λόγου και της αντίστοιχης διανοητι -
κής άσκησης ηταν ηδη αισθητό στον Πετράρχη και ακόμα εντονότερο στον
Σαίξπηρ. Γίνεται κυρίαρχο σε μια ομάδα ποιητών των αρχών και μέσων του
17ου αιώνα που αντιμετωπίστηκαν, ηδη από τον 18ο αιώνα, ως ενιαία τάση και
είναι σήμερα γνωστοί με το όνομα «μεταφυσικοί ποιητές».
Ο όρος «μεταφυσικοί» δεν έχει κατ’ ανάγκην τη συνηθη σημασία που
παραπέμπει σε θρησκευτικού < και καθαρά φιλοσοφικού τύπου
προβληματισμούς. Αρχικά χρησιμοποιηθηκε με ειρωνικές η αρνητικές
συνδηλώσεις, υπονοώντας υπερβολικά αφηρημένη σκέψη η κατάχρηση
ρητορικών τεχνασμάτων σε βάρος του αγνού < απλού συναισθήματος.
Καθιερώθηκε όμως αναφερόμενος, γενικότερα, στο στοιχείο της πνευματικής
αλλά και αισθητικής ιδιορρυθμίας - στοιχείο που εντείνεται με τη χρηση
εικόνων από την τρέχουσα πραγματικότητα της εποχής, και μάλιστα από τον
κόσμο της εγκυκλοπαιδικής γνώσης, των επιστημών και της τεχνικής, όπως το
παράδειγμα του διαβητη που αναφέραμε. Μπορούμε να αναφέρουμε ως
επιπλέον γενικά γνωρίσματα των μεταφυσικών ποιητών:
• την έντονη παρουσία ενός ειρωνικού η και πιο άμεσα πνευματώδους τόνου,
που συχνά παρωδεί τη συμβατική λυρική ρητορικη·
• την άρθρωση επιχειρημάτων σε μορφή συγκροτημένων λογικών συλλογισμών
• τη σύζευξη του λυρισμού η συναισθήματος με τον έλλογο στοχασμό < την
περίπλοκη επιχειρηματολογία.
Η ποίηση του Τζον Ντον (John Donne, 1572 - 1631) η του Άντριου Μάρβελ
(Andrew Marvell, 1621 - 1678) είναι παραδείγματα της θεματικής και τεχνοτρο-
πίας που καλλιέργησαν οι επονομαζόμενοι «μεταφυσικοί ποιητές» της αγγλικής
γλώσσας. Ο πρώτος ηταν πολύ γνωστός στην εποχή του και για τη δοκιμιακη
γραφή των στοχασμών του, τα εκκλησιαστικά του κηρύγματα, την καθαρά
θρησκευτική του ποίηση. Αλλά είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στην
ποίηση του ο Ντον, παράλληλα με το θρησκευτικό του στοιχείο, αναδεικνύεται
σε ποιητη που με την ανατρεπτική του αισθητική, ιδίως τη χρηση ρητορικών
σχημάτων που εισάγουν συστηματικά εικόνες ρεαλιστικών αναφορών,
απομακρύνεται σαφέστατα από την πετραρχική παράδοση. Ας σημειωθεί ότι τα
περισσότερα ποιηματά του δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό του (1633). Ο
Μάρβελ ηταν γνωστός στην εποχή του κυρίως για την πολιτική του
δραστηριότητα. Και στη δικη του περίπτωση η δημοσίευση των ποιημάτων
έρχεται μετά το θάνατό του (1681).
Ο ποιητης και κριτικός της λογοτεχνίας Τ. Σ. Έλιοτ, με το δοκίμιό του «Οι
μεταφυσικοί ποιητές» (1921) συγκεντρώνει την προσοχή του στη σύζευξη
ευαισθησίας και νοημοσύνης, φαντασίας και παρατήρησης, η οποία, σύμφωνα
με την οπτική του, ακολουθεί και διευρύνει πρότυπα αναγεννησιακής παιδείας
και λογιοσύνης. Ο λόγος των μεταφυσικών ποιητών, μας λέει ο Έλιοτ,
λογαριάζεται ποιητικά και με το συναίσθημα και με τον στοχασμό -
αναγνωρίζοντας έτσι τη συνύπαρξη και συλλειτουργία στοιχείων φαινομενικά
αντίρροπων. Αυτό τους διαφοροποιεί από μετέπειτα ποιητικά ρεύματα όπως
εκείνο του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, που πριμοδότησαν μία πλευρά της
ποιητικής ιδιοσυγκρασίας σε βάρος άλλης:
4.4 ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Στην ενότητα αυτη θα μελετήσουμε την εξέλιξη των βασικών ειδών
πεζογραφι- κού αφηγηματικού λόγου, ιδίως του μυθιστορήματος. Παράλληλα,
θα εξετάσουμε επιπλέον διαστάσεις του μυθιστορήματος ως λογοτεχνι κού
είδους.
• Ειδύλλιο
• Μυθιστόρημα πικαρέσκο
• Πολυγλωσσία
• Σίντνεϋ, Αρκαδία
• Λαζαρίγιο ντε Τόρμες
• Κεβέδο
• Ντε λα Φαγιέτ
Η πρώτη υποενότητα (4.4.1) εξετάζει τα γενικά χαρακτηριστικά της εξέλιξης
της πεζογραφίας της εποχής. Το δεύτερο μέρος (4.4.2) επικεντρώνεται στο μυθι-
στόρημα Δον Κιχώτης, του οποίου αποσπάσματα καλείται να διαβάσει ο
φοιτητης.
Στο πλαίσιο της παραπάνω ανάγνωσης, συνεχίζουμε τη διερεύνηση
ορισμένων θεωρητικών πλευρών της μυθιστορηματικής γραφής, οι οποίες
συνδέονται στενά με ζητηματα που ηδη εξετάσαμε σε συνάρτηση με τον
Ραμπελαί (υποενότητα 4.4.3).
Βουκολικός ιδεαλισμός
Μία πρώτη μορφή αφηγηματικής πεζογραφίας της εποχής είναι εκείνη που
συνεχίζει μια παράδοση της αναγεννησιακής νεο-λατινικης λογοτεχνίας,
συνδυα- ζόμενη συχνά με έμμετρη γραφή: πρόκειται για το βουκολικό η
ποιμενικό αφήγημα που παίρνει και το όνομα του ειδυλλίου. Το παιχνίδι και οι
ερωτικές περιπέτειες των ηρώων του δίνουν τη δυνατότητα για ανάπτυξη
μοτίβων που προαγγέλλουν το μπαρόκ: μεταμφιέσεις και, γενικότερα, έμφαση
στα φαινόμενα και την ψευδαίσθηση. Την ίδια στιγμή, κεντρική θέση μπορεί να
κατέχουν οι αναφορές στην κλασική αρχαιότητα: η γνωστή μας αναγεννησιακή
Αρκαδία του Σανατζάρο λειτουργεί ως βασικό πρότυπο.
Δείγματα τετοιων αφηγημάτων έχουμε από την Αγγλία, την Πορτογαλία, τη
Γαλλία, αλλά και την Πολωνία και την Κροατία. Άγγλος, πάντως, είναι ο
συγγραφέας της πιο διάσημης βουκολικής μυθιστορίας της εποχής, εκπρόσω πος
της αγγλικής αναγέννησης, τον οποίο ήδη έχουμε συναντήσει ως λυρικό ποιητή
και θεωρητικό της ποίησης: ο Φίλιπ Σίντνεϋ με τη δική του ημιτελή Αρκαδία
(Arcadia, πρώτη ημιτελής έκδοση μετά τον θάνατό του, 1590) αναπαράγει σε
μείγμα πεζού και έμμετρου λόγου την εικόνα της ελληνικής Αρκαδίας ως
ιδανικού τόπου ή χώρου ειδυλλιακής ζωής που συνδέει ή και συγχέει αρμονικά
βασιλείς και ποιμένες
- ενώ η πλοκή συναρτά τον έρωτα με την πολεμική περιπέτεια.
Η τάση αυτή μπορεί να θεωρηθεί συγγενής με πολλές παραλλαγές και μετεξε-
λίξεις της ευρωπαϊκής πεζογραφίας του 17ου αιώνα που συχνά υπάγονται από
τους ιστορικούς της λογοτεχνίας σε μια γενικότερη ροπή ιδεαλιστικης πεζογρα -
φίας. Οι αναφορές στην κλασική αρχαιότητα παραμένουν, παράλληλα με μια θε-
ματική που, εκτός από το βουκολικό δράμα, πριμοδοτεί στοιχεία της ιπποτικής
παράδοσης, όπως ο εξιδανικευμένος έρωτας, η θρησκευτική πίστη και η περιπέ -
τεια, συχνά με έμφαση σε σύμβολα ή και αλληγορικές σημασίες.
Η πεζογραφία αυτή, αν και με σχετικά πλούσια παραγωγή σε όλες τις χώρες
της δυτικής Ευρώπης, δεν κατόρθωσε να δώσει έργα που να συγκεντρώνουν το
διαχρονικό ενδιαφέρον της κριτικής και να ξεχωρίζουν, έτσι, στην ιστορία της
ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Μία από τις εξαιρέσεις, τόσο για το θέμα όσο και για
το
φύλο της συγγραφέως, είναι η Πριγκηπισσα της Κλεβ (La Princesse de Cleves,
πρώτη, ανώνυμη έκδοση, 1678) της Γαλλίδας Ντε λα Φαγιέτ (Marie de la
Fayette, 1634-1693): η πλοκή του μυθιστορήματος τοποθετείται στην εποχή της
Αναγέννησης και συνδυάζει με τρόπο μάλλον μοναδικό για την εποχή του τη
νεότερη ιστορία με την ανάλυση του ψυχολογικού κόσμου της ηρωίδας.
Ριζικά διαφορετικός είναι, βέβαια, ο κόσμος της πόλης όπως τον παρουσιάζει,
λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Ανώνυμος τουΛαθαρίγιο. Στο παρακάτω απόσπασμα,
από την αρχη του βιβλίου, ο Λαθαρίγιο αφηγείται την ιστορία της σχέσης που
είχε η χηρα μητέρα του με μαυριτανό εραστή όταν «πηγε να ζησει στην πόλη
κοντά στους καθωσπρέπει» και έπιασε δουλειά στο σπίτι του Διοικητη.
Προσέξτε όχι μόνο τον ρεαλισμό και την ειρωνεία της περιγραφής, αλλά και την
κοινωνική κριτική και την ειρωνεία:
Εκεί γνώρισε έναν μαυριτανό αγωγιάτη, που ερχόταν σπίτι μερικές φορές τα
βράδυα και έφευγε το πρωί. Άλλες πάλι, κατέφθανε μεσημεριάτικα ν’
αγοράσει τάχα αβγά, κι έμπαινε μέσα. Εγώ στην αρχή τον είχα πάρει από
κακό μάτι, φοβόμουνα το χρώμα και το αγριωπό του πρόσωπο, όμως αφότου
κατάλαβα ότι με τον ερχομό του καλυτέρευε το φαί, άρχισα να τον συμπαθώ,
γιατί πάντοτε έφερνε ψωμί, κομμάτια κρέας και ξύλα για τη φωτιά το
χειμώνα.
Και με τα σούρτα-φέρτα και τα σούπα-μούπες, η μητέρα μου μού χάρισε ένα
χαριτωμένο αραπάκι που το χόρευα στα πόδια μου και το ζέσταινα.
[^]
Το’ φερε η κακιά μας τύχη και τα πάρε-δώσε του Ζάιδε -έτσι τον έλεγαν- τα
έμαθε ο επιστάτης. Έγινε έρευνα και βρέθηκε να λείπει μισός σανός που
προοριζόταν για τα ζώα, ενώ συνέχεια χανόντουσαν τα πίτουρα, τα ξύλα, τα
ξυστριά, οι κουβέρτες των αλόγων και τα χάμουρα. Ακόμα, αν δεν υπήρχε
τίποτε άλλο, ξεπετάλωνε τα ζώα και μ’ όλα αυτά βοηθούσε τη μητέρα μου να
μεγαλώσει το αδερφάκι μου.
Δε μας κάνει εντύπωση, βέβαια, αν κάνουν το ίδιο ο παπάς η ο καλόγηρος -ο
ένας τα σουφρώνει από τους φτωχούς κι ο άλλος από το μοναστήρι για τις
πιστές του και γι’ άλλες ανάγκες τους -, αλλά όταν το κάνει ένας φτωχός
σκλάβος από αγάπη. Αποκαλύ- φθηκαν λοιπόν όλα αυτά κι άλλα τόσα, γιατί
ρωτούσαν και μένα, με φοβέριζαν, και σαν παιδί απαντούσα και τα
μαρτυρούσα από την τρομάρα μου, είπα ακόμα και για τα πέταλα που με είχε
στείλει η μητέρα μου να πουλήσω στον σιδερά.
Το φουκαρά τον πατριό μου τον μαστίγωσαν και τον βασάνισαν ρίχνοντας
καυτό λίπος στις πληγές του, τη δε μητέρα μου τη μαστίγωσαν εκατό φορές
και όχι μόνο της απαγόρευσαν να ξαναπατήσει στο σπίτι του Διοικητή, αλλά
και να ξαναβάλει στο δικό της τον καημένο τον Ζάιδε. 39
θερβαντικός ηρωας
Τον έχουμε ακουστά τον Δον Κιχώτη. "Ισως έχουμε και μια εικόνα του κατά
νου, κάπου θα έχει πάρει το μάτι μας μια από τις αναρίθμητες και σχεδόν
στερεότυπες αναπαραστάσεις του: γέρος μάλλον, ψηλός και ξερακιανός, με μια
πανοπλία ιππότη κάπως άτσαλα φορεμένη, ένα κοντάρι στο χέρι, ασπίδα,
καβάλα σε ψωριάρικο άλογο· αλλά συνήθως ευθυτενής και, παραδόξως,
επιβλητικός· στο βάθος η δίπλα του, επάνω σε γαϊδούρι, κοντόχοντρος, κάποιος
που πρέπει να είναι υπηρέτης η βοηθός και το όνομά του το έχουμε ακούσει κι
αυτό - Σάντσο Πά- ντσα. Είναι και ένα επεισόδιο της ιστορίας του Δον που
κάποιος θα μας το έχει διηγηθεί, ίσως και να μας το ανέφερε για να
χαρακτηρίσει τη δικη μας συμπεριφορά: πέρασε τους ανεμόμυλους για
εχθρικούς ιππότες και τους επιτέθηκε, μα βρέθηκε πιασμένος στα φτερά τους
και πεταμένος στους αγρούς. Χρησιμοποιούμε και τον όρο δονκιχωτισμός:
στάση αλαφροΐσκιωτη, ονειροπαρμένη απέναντι στα πράγματα, ίσως και
αλαζονικη· εκείνου που νομίζει ότι είναι ο ηρωας που όλος ο κόσμος έχει
ανάγκη και προσμένει να φανεί· μα ίσως και του κάθε «ιδεαλιστή», και του
άλλου που, απλώς, στην καθημερινή ζωή του, φορτίζει πρόσωπα και πράγματα
με σημασίες, νοήματα περισσά, και δεν ξέρει από «ωχ, αδερφέ!».
Είναι, τέλος πάντων, ο Δον Κιχώτης σημείο αναφοράς, είτε θετικής είτε
αρνητικής, που μας βοηθάει να ονομάσουμε και να αξιολογήσουμε στάσεις και
συμπε
ριφορές που μας χαρακτηρίζουν, κατά καιρούς, όλους, λίγο έως πολύ.
Αντίστοιχη λειτουργία, εκτός από τις βιβλικές μορφές, έχουν μόνο ορισμένοι
ηρωες της μυθολογίας η μεγάλες μορφές της ιστορίας. Και μέσα από την
περίπτωση του Δον, η νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία και, ειδικότερα, το
μυθιστόρημα, έδειξε ότι μπο- ρεί να έχει δύναμη ισάξια αλλά και ξεχωριστή - να
παράγει σχεδόν μυθικές μορφές ηρώων, το ίδιο ισχυρές με τις παλαιότερες αλλά
και πολύ διαφορετικές.
Εξάλλου, ο Δον Κιχώτης σε αυτη τη δύναμη της λογοτεχνίας μας παραπέμπει
μιας και η ιδιοτυπία του οφείλεται, σύμφωνα με το μυθιστόρημα που τον έχει
πλάσει, στο ότι έχει για πρότυπά του ηρωες των δημοφιλέστερων
μυθιστορημάτων της εποχής του.
H μορφή του Δον Κιχώτη εμφανίστηκε με το έργο του Ισπανού Μιγκέλ ντε
Θερβάντες (Miguel de Cervantes, 1547-1616): O πολνμήχανος ιππότης Δον
Κιχώτης της Μάντσα (El ingenioso hidalgo don Quijote de la Mancha), πρώτο
μέρος το 1605, δεύτερο μέρος το 1615. Το έργο αυτό από πολλούς
αναγνωρίζεται ως το πρώτο σημαντικό νεότερο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα -
εκτοπίζοντας από τη θέση αυτη τον ίσως υπερβολικά προκλητικό Πανταγκρυέλ.
Ας σημειωθεί ότι η ζωη που έκανε ο Θερβάντες εκφράζει, και αυτη, την αύ-
ξουσα καθιέρωση του θεσμού της πεζογραφίας και του επαγγέλματος του
λογοτέχνη: αρχικά στο στρατιωτικό επάγγελμα και αργότερα, μετά από
συμμετοχή σε πολέμους κατά των Οθωμανών και την αιχμαλωσία του,
επαγγελματίας συγγραφέας. Όχι και τόσο επιτυχημένος, οικονομικά αδύναμος,
προσπαθεί να επιβιώσει δίνοντας ποικίλες κατευθύνσεις στη συγγραφική του
δουλειά. Έγραψε, μεταξύ άλλων, βουκολικό και ερωτικό μυθιστόρημα, θεατρικά
έργα (που δεν έχουν πείσει για τη σημασία τους) και διηγήματα η νουβέλες (που
σήμερα θεωρούνται κλασικά του είδους).
Το στοιχείο της παρωδίας, που συναντήσαμε και στο Γαργαντούας και
Παντα- γκρνέλ, είναι και στην περίπτωση του Δον Κιχώτη πολύ εμφανές. Το
βιβλίο μπο- ρεί να θεωρηθεί παρωδία των ιπποτικών αφηγημάτων που είχαν, την
εποχή του Θερβάντες, μεγάλη επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό της Ευρώπης.
Όπως θα δούμε λίγο παρακάτω, ο ίδιος ο συγγραφέας, στον πρόλογο του έργου,
μας επιτρέπει, ίσως, κάτι τέτοιο.
Ο ηρωας του Θερβάντες είναι ένας «ιδαλγός»: ισπανός ευγενης κατώτερων
βαθμίδων, μικρός γαικτημονας του χωριού της Μάντσα. Και είναι φανατικός
αναγνώστης ιπποτικών αφηγημάτων: θεωρεί ότι ο κόσμος των αφηγημάτων
αυτών είναι η πραγματικότητα και ότι ο ίδιος είναι ιππότης με αποστολή να
βοηθά τους αδικημένους η αδύναμους προκειμένου να σταθεί άξιος του έρωτά
του για την ιδανική αγαπημένη του, Δουλτσινέα. Ο κόσμος γύρω του είναι γι’
αυτόν ένα απέραντο πεδίο ηρωικης δράσης, το οποίο ο ίδιος φορτίζει με
απολύτως η σχεδόν φανταστικές προκλήσεις. Το μυθιστόρημα τον
παρακολουθεί στις διάφορες περιπέτειες που ζει < που νομίζει ότι ζει καθώς
φεύγει από το χωριό του και περιπλανιέται, ιδιόμορφος πίκαρο, καβάλα στο
αρρωστιάρικο άλογό του. Με παρέα τον Σά- ντσο Πάντσα, ιπποκόμο και βοηθό
του, αφελή αλλά και αγαθό, από πολλές απόψεις σώφρονα συγχωριανό του,
αγράμματο μεν αλλά γνώστη καλό των λαϊκών
θρύλων και παροιμιών. Εκείνοι τους οποίους συναντά στο δρόμο του τον
θεωρούν τρελό η μισότρελο και τον συμπαθούν < τον φοβούνται, τον
κοροϊδεύουν < τον εκμεταλλεύονται και, στην περίπτωση του κουρέα και του
παπά του χωριού, τον αναζητούν για να τον φέρουν πίσω σώο στο χωριό
ελπίζοντας ότι θα τον «γιατρέψουν». Και παράλληλα καλλιεργείται η σχέση του
με τον Σάντσο, ο οποίος, από απορημένο αλλά καλόγνωμο συνοδοιπόρο που
ελπίζει και σε αδρη ανταμοιβή, εξελίσσεται σε φίλο του και θαυμαστή, πιστό μα
και κριτικό υποστηρικτη. Τρεις φορές φεύγει ο Δον Κιχώτης από το χωριό του.
Και τρεις φορές γυρνά, την τρίτη για να πεθάνει, καταπονημένος πια και μάλλον
μετανοημένος.
Άλλωστε, αν δε γελιέμαι, αυτό το βιβλίο δεν έχει ανάγκη απο τίποτ’ απ’
αυτά που λες που του λείπουν γιατί δεν είναι ολάκερο παρά ένα
στραπατσάρισμα των ιπποτικών βιβλίων που γι’ αυτά δε μίλησε ποτέ ο
Αριστοτέλης, ούτε είπε τίποτα ο Άγιος Βασίλειος, ούτε ήξερε τίποτα ο
Κικέρωνας. [_] Και αφού το βιβλίο σου δεν έχει άλλο σκοπό παρά να
ξεκάνει την υπόληψη και την πέραση που έχουν στον κόσμο και τον κοινό
λαό τα ιπποτικά βιβλία, δεν είναι ανάγκη να ζητιανεύεις λόγια από τους
φιλοσόφους, διδάγματα από τη Γραφή, μύθους από τους ποιητάδες, σχήματα
από τους ρήτορες, θαύματα από τους αγίους παρά να προσπαθήσεις απλά, με
λόγια κατανοητά, τίμια και καλά τοποθετημένα, να βγαίνει η κουβέντα σου
και η φράση σου ηχηρή και ευχάριστη, και να ζωγραφίζεις, με όσα θα σου
γεννά η φαντασία σου και θα φτάνει η δύναμή σου, εκείνο που θέλεις να
πεις, δίνοντας τους στοχασμούς σου δίχως να τους μπερδεύεις και να τους
σκοτεινιάζεις. Προσπάθησε ακόμη ώστε, διαβάζοντας την ιστορία σου ο
μελαγχολικός να νοιώθει την ανάγκη να γελάσει, ο γελαστός να γελάει
περισσότερο, ο απλός άνθρωπος να μην πλήττει, ο έξυπνος να θαυμάζει για
την εύρεση, ο σοβαρός να μην την καταφρονεί κι ούτε ο φρόνιμος να
αποφεύγει να την παινέψει. Τέλος, έχε πάντα στο σημάδι να γκρεμίσεις την
κακά θεμελιωμένη μηχανή αυτών των ιπποτικών βιβλίων, που τόσοι τα
μισούνε κι ακόμη περισσότεροι τα θαυμάζουν γιατί αν το κατορθώσεις αυτό,
δεν θα είναι μικρό το κατόρθωμά σου. 40
Τα παραπάνω ισοδυναμούν με μια μικρή πραγματεία για τη νέα τέχνη του λό-
γου, την πεζογραφία, που δεν στοχεύει ούτε στο κύρος της αρχαίας η της εκκλη -
σιαστικής παράδοσης ούτε και στον περιθωριακό κόσμο της λαϊκής ψυχαγωγίας,
αλλά προσδιορίζουν μάλλον στενά το βασικό θέμα < το στόχο του βιβλίου. Θα
μπορούσαμε, πράγματι, μαζί με τον φίλο του προλόγου, να θεωρήσουμε, όπως
ηδη είπαμε, ότι πρόκειται για μια παρωδία ιπποτικών μυθιστοριών. Όμως, στον
ίδιο αυτόν πρόλογο, αμέσως μετά, ο συγγραφέας, αν και δεν διαφωνεί ρητά με
τα όσα είπε ο φίλος, ορίζει κάπως διαφορετικά το αντικείμενο του βιβλίου του,
δίχως καθόλου, για μια ακόμη φορά, να αποφεύγει την ανατρεπτική ειρωνεία:
[Καλόβολε αναγνώστη,] θα διαβάσεις έτσι απλή και χωρίς περιστροφές την
ιστορία του ξακουστού Δον Κιχώτη απο τη Μάντσα, για τον οποίο όλοι που
κατοικούνε στην περιφέρεια του κάμπου του Μοντιέλ πιστεύουν πως
στάθηκε ο πιο αγνός εραστής και ο πιο γενναίος ιππότης που είδανε από
πολλά χρόνια οι άνθρωποι σε κείνα τα μέρη. Δε θέλω να σου καυχηθώ πολύ
για το καλό που σου κάνω με το να σου δίνω να γνωρίσεις έναν ιππότη τόσο
ξεχωριστό και τόσο τιμημένο- θέλω όμως να μου χρωστάς χάρη για τη
γνωριμία που θα κάνει με τον φημισμένο Σάντσο Πάνσα, τον ιπποκόμο του,
που στο πρόσωπό του, όπως νομίζω, σου δίνω μαζεμένες όλες τις
ιπποκομήσιες χάρες που βρίσκονται σκορπισμένες μέσα στους σωρούς των
μάταιων ιπποτικών βιβλίων. Και μ’ αυτό, ο Θεός να σ’ έχει εσένα καλά κι
εμένα να μη με ξεχνάει. Χαίρε. 41
Ανεξάρτητα από το πώς ορίζουμε τον σκοπό του βιβλίου, έχουμε δύο μορφές
που γίνονται λογοτεχνικοί ήρωες επειδή ο ένας τους διάβασε και ερμήνευσε με
τρόπο υπερβολικά σοβαρό λογοτεχνία και ο δεύτερος επειδή μαγνητίστηκε από
την αλλόκοτη επιβολή του πρώτου. Και μέσα στο πλαίσιο του μυθιστορήματος
αυτού ο κεντρικός ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με άλλους αναγνώστες, άλλου
τύπου, διαφορετικών λογοτεχνικών κειμένων. Στο δεύτερο, μάλιστα, μέρος του
έργου, που πολλοί θεωρούν και το σημαντικότερο, ο Δον Κιχώτης, στην τρίτη
του κατά σειρά έξοδο, κυκλοφορεί ως ήδη γνωστός μυθιστορηματικός ήρωας
και συναντά στο δρόμο του αναγνώστες του πρώτου βιβλίου των περιπετειών
του! Πράγμα που δεν έχει άλλο αποτέλεσμα από τη διαρκή εμπλοκή σε
περιπέτειες που σκηνοθετούνται από εκείνους οι οποίοι, όχι κατ’ ανάγκη
κακόβουλα, θέλουν να διασκεδάσουν μαζί του.
Είναι κάπως σαν η ίδια η λογοτεχνία να γίνεται ήρωας ενός λογοτεχνικού έρ-
γου. Αναγνωρίζοντας, με τον τρόπο αυτό, τη λογοτεχνία και την ανάγνωσή της
ως συστατικό στοιχείο του πολιτισμού του, ο νεότερος Ευρωπαίος, μέσα από το
έργο του Θερβάντες, αναγνωρίζει ότι η ταυτότητά του διαρκώς θα διατηρεί ένα
χαρακτήρα όχι μόνο φανταστικό αλλά και ειρωνικό - διαρκώς θα έχει να
λογαριάζεται με τη λογοτεχνική ανάγνωση και τις περιπλοκές της.
Και μία επιπλέον περιπλοκή για το συγκεκριμένο βιβλίο: Μαθαίνουμε,
μεταξύ άλλων, στον πρόλογο, ότι ο συγγραφέας (θα έπρεπε σωστότερα να
πούμε: ο αφηγητής) «αν και φαίνεται πατέρας είναι ο μητριός του Δον Κιχώτη».
Αργότερα, στο 9ο κεφάλαιο, θα μάθουμε τι εννοεί. Εκεί μας λέει ότι την ιστορία
του Δον Κιχώτη
δεν την επινόησε ο ίδιος, παρά είναι μετάφραση ενός αραβικού χειρογράφου
που βρήκε μια μέρα τυχαία στην αγορά του Τολέδο με τίτλο: «Ιστορία του Δον
Κιχώτη από τη Μάντσα, γραμμένη από τον άραβα ιστορικό Σεητ Χαμίτ
Μπενεγγελη». Δεν πρόκειται για την πραγματικότητα: είναι αναμφισβήτητο ότι
τον Δον Κιχώτη όπως τον ξέρουμε τον έγραψε ο Θερβάντες. Πρόκειται όμως για
μια σημαντική λογοτεχνική σύμβαση της εποχής: θυμηθείτε ότι αφηγητης του
Γαργαντούα και τον Πα- νταγκρνέλ δεν είναι ο Ραμπελαί αλλά ο «κυρ
Αλκοφριμπάς, αποσπαστης της πεμπτουσίας». Η σύμβαση αυτη ίσως τελικά
υποδεικνύει μια αλήθεια της μυθιστορηματικής γραφής: ο αφηγητης δεν επιζητά
να εκφράσει τα προσωπικά του συναισθήματα η τις απόψεις του· τοποθετείται
σε μια οπτική γωνία από την οποία μας μεταφέρει μία ιδιόμορφη θεώρηση των
πραγμάτων.
Διιστάμενες ερμηνείες
Πολλοί κριτικοί και θεωρητικοί της λογοτεχνίας, μα και λογοτέχνες <
φιλόσοφοι απέδωσαν στον Δον Κιχώτη σημασία και εμβέλεια δραματικού < και
τραγικού ηρωα: με τον ιδεαλισμό του εκφράζει και διεκδικεί, σχεδόν
απεγνωσμένα, την ισχύ μα και την αναπόφευκτη αδυναμία εκείνου που αποδίδει
στη λογοτεχνία και στις ιδανικές μορφές της μία κρίσιμη σπουδαιότητα. Έτσι, ο
Χάρολντ Μπλουμ, τοποθετώντας τον Δον Κιχώτη δίπλα στο έργο του Σαίξπηρ
και του Δά- ντη, και υιοθετώντας μια άποψη που τη θεωρεί ρομαντική, λέει:
Ας δούμε από κοντά τα διάφορα στοιχεία αυτής της τοποθέτησης που κλείνει,
σαν συνολικό συμπέρασμα, το κεφάλαιο της Μίμησης του Άουερμπαχ περί Δον
Κιχώτη.
Τραγωδία η κωμωδία;
Το πρώτο στοιχείο είναι ότι δεν πρόκειται για τραγωδία < για αφηγηση
δραματικής έντασης. Και αυτό επειδή η «τρέλα» του ηρωα δεν του επιτρέπει να
εμπλακεί ουσιαστικά στα όσα συμβαίνουν γύρω του < να αναλάβει την ηθικη
ευθύνη των συνεπειών των πράξεών του έτσι ώστε να έρθουν στην επιφάνεια
πλευρές του χαρακτήρα του η να αποκαλυφθούν μηχανισμοί ευρύτερης
κοινωνικής η πολιτικής σημασίας. Κατά τον Άουερμπαχ άστοχες είναι και οι
ψυχολογικού < κοινωνικού τύπου εξηγήσεις της «τρέλας» του Δον. Για
παράδειγμα, το γεγονός ότι ο αφηγητης του μυθιστορήματος τοποθετεί τον ηρωά
του σε συγκεκριμένη κοινωνική θέση και μας δίνει ορισμένα στοιχεία για τις
συνθήκες ζωης στο χωριό του, δεν επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η «τρέλα»
του Δον είναι απόρροια αυτού του τρόπου ζωης η κάτι σαν επαναστατημένη
αντίδραση στη μονοτονία του. Ο Δον Κιχώτης παρουσιάζεται μάλιστα ως διττή
προσωπικότητα: από τη μια, απροσάρμοστος στα δεδομένα της πραγματικότητας
όταν αυτά δεν συμβαδίζουν με την εμμονή του· από την άλλη, αρκετά έξυπνος
και καλλιεργημένος κοινός νους αλλά ιδεολογικά μάλλον συντηρητικός η,
τουλάχιστον, συμβατικός, δίχως απόψεις < τρόπους δράσης που θα αμ -
φισβητούσαν η θα υπέσκαπταν το κοινωνικό καθεστώς.
Δεν πρόκειται πάντως ούτε για καθαρή κωμωδία. Ο Άουερμπαχ υπογραμμίζει
ένα βασικό στοιχείο της γραφής του Θερβάντες: το γνωστό μας από τον
Βοκκάκιο μέσο ύφος, που αποφεύγει τις δραματικές εντάσεις. Σημαντικό
στοιχείο του ύφους αυτού, στην περίπτωση του Δον Κιχώτη, είναι το ότι ο
αφηγητης αποφεύγει συστηματικά να αποτιμησει είτε τη δονκιχωτική
ιδιορρυθμία είτε την πραγματικότητα που συχνά ταπεινώνει < βασανίζει τον
Δον. Το ουσιώδες, κατά τον Άουερμπαχ, είναι αυτη ακριβώς η ουδετερότητα του
αφηγητη, η οποία επιτρέπει στην αφηγηση να καταγράψει και να παρουσιάσει
δίχως να κρίνει. Προσέξτε, πράγματι, την αμφιθυμία του τρόπου με τον οποίο ο
αφηγητης μας εξηγεί για πρώτη φορά, στο αρχικό κεφάλαιο, το τι ακριβώς
συμβαίνει με τον ηρωά του. Πρόκειται για «τρελό» που «έχασε πια τέλεια το νου
του», αλλά και για «δύστυχο ονειροπόλο» με στοχασμούς «γλυκούς» μιας
«άφραστης μαγείας»:
Στο τέλος έχασε πια τέλεια το νου του, έτσι που τονε κυρίεψαν οι πιο
αλλόκοτες ιδέες που πέρασαν ποτέ από τρελού κεφάλι. Του φάνηκε πως
ητανε καλό και ωφέλιμο, τόσο για να λάμψει η δόξα του όσο και για το
καλό του τόπου του, να γίνει πλανόδιος ιππότης- να γυρίζει τον κόσμο, με
το άλογό του και τα όπλα του, να γυρεύει περιπέτειες, και
να κάνει κι αυτός ολα οσα είχε διαβάσει πως έκαναν οι πλανόδιοι ιππότες- να
διορθώνει όλων των ειδών τις αδικίες, να μπαίνει σε τόσες συμπλοκές, σε
τόσους κινδύνους, ώστε, νικώντας παντού, να κάνει αθάνατο τ’ όνομά του.
Φανταζότανε, ο δύστυχος ονειροπόλος, πώς έβλεπε κιόλας να στεφανώνεται
η παλικαριά του με το κράτος τουλάχιστον της Τραπεζούντας. Και τόσο
γλυκοί του ήταν αυτοί οι λογισμοί και με τέτοια άφραστη μαγεία τον
τραβούσαν, που αποφάσισε να πραγματοποιήσει τους πόθους του δίχως να
χάνει καιρό. 44
Μυθιστορηματικό παιχνίδι
Ο Άουερμπαχ θεωρεί, πολύ εύστοχα, ότι η διάσταση αυτή του παιχνιδιού
είναι η κινητήρια δύναμη του όλου εγχειρήματος του Θερβάντες: «Η στάση του
Θερβά- ντες είναι τέτοια που ο κόσμος του γίνεται ένα παιχνίδι στο οποίο κάθε
μορφή είναι δικαιολογημένη, και μάλιστα απλώς και μόνον επειδή ζει στον
συγκεκριμένο τόπο της». 45 Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι το παιχνίδι αυτό
είναι σαν να αναγνωρίζει και να ψηλαφεί τα όρια της υπάρχουσας τάξης
πραγμάτων, δίχως ωστόσο να αποκαλύπτει και να κλονίζει την τάξη αυτή:
Η γλώσσα λοιπόν, όχι μόνο σε διεθνές < διακρατικό επίπεδο, αλλά και, κυ -
ρίως, μέσα σε κάθε συγκεκριμένο κράτος < κοινωνικό στρώμα, ακόμα και στο
επίπεδο του κάθε ατόμου στις καθημερινές του συναναστροφές, υπάρχει σε
κατάσταση διαρκούς επαφής και συνδιαλλαγής, διαρκούς διαλόγου μεταξύ
διαφορετικών γλωσσικών τρόπων. Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε: μεταξύ
διαφορετικών φωνών - και να μιλήσουμε για «πολυφωνία» μάλλον παρά για
«πολυγλωσσία».
Είναι προφανές ότι, με τον όρο «διάλογος», στο πλαίσιο του προβληματισμού
αυτού, δεν εννοούμε μόνο την τυπική μορφή επικοινωνίας δύο διαφορετικών
ομιλητών. Διαλογικός, με μία ευρύτερη σημασία του όρου, μπορεί να είναι και ο
λόγος ενός μόνο ομιλητή στην καθημερινή ζωή ή ο μονόλογος ενός ήρωα σε ένα
θεατρικό έργο ή ο λόγος ενός αφηγητή σε ένα αφηγηματικό κείμενο. Πότε; Όταν
το πρόσωπο που μιλά ή, απλούστερα, η φωνή που ακούγεται, χειρίζεται τη
γλώσσα με τρόπο που απηχεί όχι μια ενιαία ή συμπαγή, ατομική ή συλλογική
συνείδηση, αλλά την εσωτερική συνθετότητα και ποικιλία της συνείδησης
αυτής, τις αντιφάσεις, τις αμφιβολίες και τις διακυμάνσεις ή παλινδρομήσεις
της, τις σχέσεις της με άλλες συνειδήσεις· όταν η γλώσσα του ομι λητή
προσπαθεί να προλάβει και να εκ- φράσει την άποψη ή την απάντηση εκείνου
προς τον οποίο απευθύνεται και απη-
χεί έτσι γλωσσικούς τρόπους και τρόπους σκέψης άλλων ομιλητών <
συνομιλητών. Σε μια κατάσταση διαλογικης άρθρωσης και χρησης της γλώσσας,
ελάχιστα από τα όσα λέγονται πηγάζουν απευθείας από έναν ατομικό νου < έναν
περιχαρακωμένα ατομικό συναισθηματικό κόσμο, από μια ευδιάκριτη ατομική
συνείδηση: όλα περνούν από το φίλτρο αυτών που θα μπορούσε να σκέφτεται,
να αισθάνεται, να λέει και κάποιος άλλος.
Διαλογικο μυθιστόρημα
Το μυθιστόρημα, κατά τον Μπαχτίν, είναι το κατεξοχην λογοτεχνικό είδος
της νεότερης εποχής, επειδή ακριβώς χειρίζεται τη λογοτεχνική γραφή με τρόπο
που εκφράζει και προωθεί την πολυφωνία της αντίστοιχης κοινωνίας:
Το μυθιστόρημα δίνει έτσι μια νέα διάσταση και τροπή στο ζητημα της
αναπαράστασης: Αν η γλώσσα και οι ποικίλες εκφάνσεις της δεν μπορούν να
θεωρηθούν καθαρό προϊόν μιας ευδιάκριτης ατομικής η ενιαίας συλλογικής
συνείδησης, τότε σε καθετί που λέγεται < γράφεται απηχούνται ποικίλοι και
συχνά αντιφατικοί τρόποι θεώρησης του κόσμου, που έρχονται έτσι διαρκώς σε
επαφή < σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό εξηγεί ίσως και την
ιδιαίτερη απηχηση που αποκτούν οι μυθιστορηματικοί ηρωες υποκαθιστώντας,
εν μέρει, τους ηρωες της μυθολογίας, της εκκλησιαστικής παράδοσης η και της
παλαιότερης επικής λογοτεχνίας. Ας διαβάσουμε και πάλι τον Μπαχτίν:
Το αν θα δούμε τον Δον Κιχώτη σαν κωμικό χαρακτήρα, σαν τραγικό ηρωα η
σαν λυρική φωνη, φαίνεται ότι είναι ερώτημα που υποχρεωτικά παραμένει ανοι-
χτό ακριβώς επειδή, ως μνθιστορηματικός ηρωας, περιέχει τη γλώσσα της
τραγωδίας, της κωμωδίας και του λυρισμού, παίζοντας με την ίδια τη διάκριση
των διαφορετικών αυτών τόνων. Δεν μπορεί, αλήθεια, η παρακάτω περιγραφή
της γοητείας της ιπποτικης μυθιστορίας να θεωρηθεί ούτε απλά κωμική ούτε
γνήσια λυρική. Βρισκόμαστε στο τέλος περίπου του πρώτου τόμου και ο Δον
Κιχώτης είναι κλεισμένος σε κλουβί από τους συγχωριανούς του που τον έχουν
αναζητήσει και θέλουν να τον γυρίσουν σώο στο χωριό. Από το κλουβί αυτό
μιλά σ’ έναν καλόγερο ο οποίος έχει ηδη εκφράσει τις θεωρητικές του
επιφυλάξεις απέναντι στα ιπ- ποτικά αφηγήματα. Και λέει ο Δον, ανάμεσα σε
άλλα, αναφερόμενος στον ιππότη ηρωα ενός τέτοιου αφηγήματος:
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ιδέα της ιπποτικης μυθιστορίας, η ακόμα και
εκείνη του επικού ηρωϊσμού, αποκαθηλώνεται με τον Δον Κιχώτη. Ο φίλος του
προλόγου, που μιλούσε για το γκρέμισμα της μηχανης των ιπποτικών βιβλίων,
μάλλον δεν είχε καταλάβει καλά, δεν είχε αντιληφθεί την όλη εικόνα. Είναι
πολύ πιθανό ο ιπποτισμός και, μαζί του, η μυθιστορία, να μεταφέρεται σε άλλο
βάθρο. Το ερώτημα του σωστού τρόπου αναπαράστασης της πραγματικότητας
δεν περατώνεται. Ανοίγει με τρόπο που θα το κάνει να παραμένει διαρκώς
ανοιχτό.
Δραστηριότητα 12/Κεφάλαιο 4
Άσκηση εφαρμογής
Μιχ. Θερβάντες, Δον Κιχώτης, Α τόμος, κεφ. 47, (απόσπασμα): Ανθολόγιο
Λογοτεχνικών Κειμένων.
Με το απόσπασμα αυτό βρισκόμαστε στο τέλος περίπου του πρώτου τόμου, λίγο πριν
τη σκηνή της ομιλίας του Δον μέσα από το κλουβί, μέρος της οποίας παραθέσαμε πιο
πάνω. Ο παπάς και ο κουρέας, που έχουν οργανώσει αυτή την επιχείρηση «διάσωσης»
και επιστροφής του Δον στο χωριό του, έχουν συναντήσει και συνομιλούν με τον
καλόγερο στον οποίο αργότερα θα μιλήσει και ο ίδιος ο Δον Κιχώτης. Αφού έχει
ακούσει για τη «μονομανία» του ιδαλγού, ο καλόγερος αναπτύσσει τις απόψεις του για
τα βιβλία της ιπποτικής μυθιστορίας αλλά και για την τέχνη της λογοτεχνικής γραφής
γενικότερα.
Προσπαθήστε να προσδιορίσετε αν ο καλόγερος εκφράζει απόψεις των οποίων
αναγνωρίζετε την τοποθέτηση στο πλαίσιο της κεντρικής αντιπαράθεσης κατά την
εποχή που μας ενδιαφέρει. Με ποια έννοια θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο λόγος
του είναι σε μεγάλο βαθμό και δείγμα πολυφωνικής μυθιστορηματικής γραφής; Ποιο
κομμάτι της ομιλίας ενδέχεται να εκφράζει τον ίδιο τον Θερβάντες;
Ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
4,5 ΘΕΑΤΡΟ
4.5.1 H ανάδειξη του θεάτρου
Πολλές πολιτισμικές ροπές της εποχής που μελετάμε συναρτώνται με ένα φαι -
νόμενο που τη διακρίνει ως το τυπικότερο, ίσως, χαρακτηριστικό της: την
άνθηση και εξάπλωση του θεάτρου τόσο στο επίπεδο του θεάματος, όσο και σε
εκείνο των κειμένων που προορίζονται για (< προέρχονται από) θεατρική χρηση,
δηλαδη της δραματουργίας. Εποχή της αναπαράστασης: και το θέατρο δεν είναι
άλλο παρά αναπαράσταση στο έπακρο, μιας και η θεατρική παράσταση
αναπαριστά το θεατρικό κείμενο και τα παιχνίδια ανάμεσα στην ψευδαίσθηση
και την πραγματικότητα βρίσκουν το φυσικό τους χώρο στη θεατρική σκηνη με
τα σκηνικά, τη μουσική και τους ηθοποιούς της. Εποχή του κλασικισμού: το
θέατρο είναι είδος που άνθησε στην κλασική Ελλάδα και θέτει με ιδιαίτερη
έμφαση το θέμα των νόμων και των κανόνων του τραγικού και του κωμικού
είδους. Εποχή διαμάχης ιδεών, θρη σκευτικών και άλλων: το θέατρο, ηδη από
την εποχή του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, έχει δείξει τη δύναμη
του ως μέσο διαπαιδαγώγησης, γεγονός που ενδιαφέρει ιδιαίτερα τα νέα κέντρα
εξουσίας και παιδείας γύρω από τις μοναρχικές αυλές και μέσα στις μεγάλες
πόλεις.
Την εποχή που μελετάμε, συνεχίζονται οι δύο διακριτές θεατρικές
παραδόσεις που είχαν εμφανιστεί, με ελάχιστη σχέση < σύνδεση μεταξύ τους,
από την εποχή της ιταλικής Αναγέννησης: (α) το λόγιο θέατρο, όπου οι ηρωες
της κλασικής μυθολογίας μιλούν τη γλώσσα, συχνά λατινική, του ουμανισμού <
του θρησκευτικού κηρύγματος (β) το λαϊκό θέατρο, όπου κυριαρχεί η φάρσα η
το έντονο δραματικό στοιχείο και η αλληγορικη ηθολογία. Το σπουδαιότερο
φαινόμενο, όμως, είναι η εμφάνιση, στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα, νέων
τάσεων που ξεπερνούν, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, την παραπάνω
διχοτόμηση, συναρμοζόντας το λόγιο με το λαϊκό στοιχείο και δίνοντας τα
πρώτα σημαντικά δείγματα νεότερης δραματουργίας σε εθνικές γλώσσες. Αυτές
τις τάσεις θα παρακολουθήσουμε από κοντά, δια- κρίνοντας δύο περιόδους
εκδήλωσής τους: το δεύτερο ημισυ του 16ου αιώνα, όπου έχουμε την εμφάνιση
της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε (commedia dell’ arte) και του αγγλικού
θεάτρου της ελισαβετιανής εποχής με βασική την παρουσία του Σαίξπηρ· τον
17ο αιώνα όπου τοποθετείται, κυρίως, το θέατρο του ισπανικού μπαρόκ και του
γαλλικού κλασικισμού.
Τα θεατρικά κείμενα, την εποχή που μελετάμε, είναι κατά κανόνα έμμετρα -
και η δραματουργία θεωρείται τέχνη ποιητικη. Συχνά, ωστόσο, χρησιμοποιείται
και ο πεζός λόγος, εναλλασσόμενος, μάλιστα, με τον έμμετρο στο ίδιο έργο. Το
κριτήριο επιλογής είναι αισθητικό αλλά και κοινωνικό: σύμφωνα με την επικρα-
τούσα σύμβαση, καταστάσεις < χαρακτήρες που απέχουν από το τραγικό ύψος <
και την υψηλη κοινωνική θέση που αρμόζει στον τραγικό ηρωα επιτρέπουν η
επιβάλλουν τη χρηση του πεζού λόγου στη θεατρική ομιλία.
Το ίδιο το θέατρο μοιάζει να έχει πληρη επίγνωση της σημασίας του ηδη από
τον 16ο αιώνα - και αναφέρεται σε αυτήν συχνά, έμμεσα < άμεσα, μέσα από τα
θεατρικά έργα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση τουΆμλετ, όπου ο κεντρικός
ηρωας του έργου λέει τα ακόλουθα με αφορμή την επίσκεψη στην αυλη του ενός
περιοδεύοντος θιάσου, απευθυνόμενος στον αυλάρχη: «Άκουσε, να τους
περιποι- ηθείς καλά, γιατί αυτοί είναι το απόσταγμα και το σύντομο χρονικό της
εποχής: μετά το θάνατό σου θα ’ταν καλύτερα για σένα κακη επιγραφή στο
μνήμα σου, παρά κακός τους λόγος όσο ζεις». 53
Η τάση να παρουσιάζονται στη σκηνη, σαν μέρη ενός θεατρικού έργου, θεα -
τρικές παραστάσεις < θεατρικού τύπου δραστηριότητες (το λεγόμενο «θέατρο εν
θεάτρω») επεκτείνεται και λίγο αργότερα, τον 17ο αιώνα, γίνεται γνώρισμα της
δραματουργίας του μπαρόκ.
Ο 16ος και, κυρίως, ο θεατρικός 17ος αιώνας έδωσαν ιδιαίτερη ώθηση στη
συζήτηση γύρω από το νόημα του τραγικού και του κωμικού, η οποία απασχολεί
διαρκώς τα ευρωπαϊκά γράμματα στη νεότερη εξέλιξη τους: εμπλέκονται σε αυ -
τήν όχι μόνο λογοτέχνες < θεωρητικοί της λογοτεχνίας, αλλά και εκπρόσωποι
των κοινωνικών επιστημών η της φιλοσοφίας. 54 Το ζητημα, όπως εξάλλου και
το κλασικό θέατρο συνολικότερα, είχε υποχωρήσει στη διάρκεια του Μεσαίωνα:
τα πρότυπα της βιβλικής και εκκλησιαστικής γραμματείας δεν ευνοούσαν μιαν
αντίληψη του τραγικού που έμοιαζε απολύτως ξένη προς τη χριστιανική
θεώρηση της σχέσης μεταξύ θείου πάθους και ανθρώπινης λύτρωσης. Θα
προσπαθήσουμε εδώ να εντοπίσουμε ορισμένες διαστάσεις του ζητήματος όπως
κληροδοτηθηκαν στη νεότερη Ευρώπη από την αριστοτελική ποιητικη: στο Περί
ποιητικής του Αριστοτέλη διατυπώνονται οι αρχές της διάκρισης του έπους, της
τραγωδίας και της κωμωδίας ως βασικών ειδών ποιητικής τέχνης - με την
πρωτοκαθεδρία να αποδίδεται στην τραγωδία.
1.1.7) Έτσι λοιπόν, μένουμε στο τέλος με μιαν ιδέα που μας δείχνει
δύο πλευρές η απόψεις, τις οποίες δεν μπορούμε ούτε να χωρίσουμε ούτε
να συνδιαλλάξουμε. [_] [Το άτομο] φαίνεται πως γεννά το κακό μέσα του
και στην προσπάθειά του να το κατανικησει και να το απομακρύνει,
αγωνιά και πάσχει, και φθάνει στο σημείο να ακρωτηριάσει την ίδια του
την ύπαρξη και να χάσει όχι μόνο το κακό αλλά και το ανεκτίμητο
καλό. 57
1.1.10) Γέλιο
1.1.11) O προβληματισμός γύρω από την κωμωδία έχει υπάρξει εξίσου
έντονος. Ο όρος είναι ασαφής και συχνά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει
απλώς την απουσία τραγικού τύπου εντάσεων ή δραματικού τέλους (θυμηθείτε
και την Κωμωδία του Δάντη). Έχει χαθεί το τμήμα της Ποιητικής του
Αριστοτέλη το οποίο, σύμφωνα με όσα λέει η εισαγωγή του σωζόμενου
κειμένου, ανέλυε την κωμωδία - κι έτσι το πεδίο της νεότερης συζήτησης γύρω
από το θέμα ήταν πιο ανοιχτό. Υπάρχει μόνο ο αριστοτελικός ορισμός της
κωμωδίας: κωμωδία είναι «μίμησις φαυλοτέ- ρων» πράξεων, δηλαδή μη
«σπουδαίων», και μάλιστα με τρόπο που προκαλεί το γέλιο· το δε «γελοίον»
αφορά, επίσης, ένα «αμάρτημα» αλλά όχι φθαρτικό: ασχήμια και παραμόρφωση,
αλλά δίχως οδύνη. 59
1.1.12) Ο Μπωντλαίρ (Charles Baudelaire), κορυφαίος μεταρομαντικός
γάλλος ποιητής του 19ου αιώνα, αλλά και κριτικός της τέχνης και της
λογοτεχνίας, στο δοκίμιο που έχει αφιερώσει στο γέλιο, υπογραμμίζει μία
επιπλέον διάσταση των πραγμάτων. Διακρίνει την απλή ή τρέχουσα μορφή του
κωμικού από αυτό που αποκαλεί
1.1.13) «απόλυτο κωμικό». Στην πρώτη περίπτωση έχουμε το κωμικό που
προκύπτει από τη θέα αδυναμιών η άλλων αποκλίσεων από τα ισχύοντα
δεδομένα - και που, κατά κάποιον τρόπο, αποδέχεται η και στηρίζει τα δεδομένα
αυτά, τους μέσους όρους και τις κανονικότητές τους. Η δεύτερη περίπτωση είναι
εκείνη του κωμικού που ο Μπωντλαίρ ταυτίζει με το γκροτέσκο. Τον όρο αυτό
χρησιμοποιεί με σημασία κάπως διαφορετική από τη συνηθη, του εντυπωσιακά
και κωμικά αλλόκοτου η παράταιρου: πρόκειται εδώ για το ριζοσπαστικά
κωμικό, εκείνο που προκύπτει από μια συνολικότερη θεώρηση των ανθρώπινων
πραγμάτων και του εγγενώς παράδοξου η αστήρικτου χαρακτήρα τους - με
παράδειγμα, μεταξύ άλλων, το κωμικό του Ραμπελαί. Να πώς περιγράφει το
απόλυτο κωμικό ο Μπωντλαίρ:
1.1.14) Υπάρχει μία περίπτωση όπου το ζήτημα είναι πολυπλοκοτερο.
Πρόκειται για το γέλιο του ανθρώπου, αλλά το πραγματικό γέλιο, το
βίαιο γέλιο, στη θέα πραγμάτων που δεν αποτελούν σημεία αδυναμίας η
δυστυχίας των συνανθρώπων του. Εύκολα μαντεύει κανείς ότι εννοώ το
γέλιο που προκαλείται από το γκροτέσκο. Οι φανταστικές δημιουργίες,
τα όντα που ο κώδικας του κοινού νου αδυνατεί να τα εκλογικεύει η να
τα νομιμοποιήσει, μας προκαλούν συχνά μια τρελή, υπερβολική
ιλαρότητα, μέχρι σπαραγμού και λιγοθυμίας. Προφανώς πρέπει να γίνει
διάκριση καθότι εν προκειμένω υφίσταται μια ανώτερη βαθμίδα. [_]
Θέλω να πω πως στην περίπτωση αυτή, είναι η έκφραση της ιδέας της
ανωτερότητας όχι πλέον του ανθρώπου έναντι του ανθρώπου αλλά του
ανθρώπου έναντι της φύσης. [_] Το γέλιο που προκαλείται από το
γκροτέσκο ενέχει κάτι το βαθύ, το αξιωματικό και το πρωτόγονο, που
γειτνιάζει με την αθώα ζωή και την απόλυτη χαρά πολύ περισσότερο
από το γέλιο που το προκαλεί το κωμικό των ηθών. 60
Γαλλικός κλασικισμός
Το γαλλικό θέατρο είναι το πεδίο όπου ο κλασικισμός μας δίνει τα
τυπικότερα δείγματά του. Βασικοί εκπρόσωποί του δύο συγγραφείς τραγικοί:
Κορνέιγ (Pierre Corneille, 1606-1684), με θεματολογία όπου κυριαρχεί η ιδέα
της αριστοκρατικής τιμής· Ρακίνας (Jean Racine, 1639-1699), με έμφαση στο
θέμα του ερωτικού πάθους. Και οι δύο τιμηθηκαν στη ζωη τους με μια θέση στο
νέο θεσμό της Γαλλικής Ακαδημίας - γεγονός ενδεικτικό του κύρους που είχε
αποκτήσει στον καιρό τους η δραματική τέχνη.
Εκείνος, ωστόσο, ο οποίος παρέμεινε στην ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμά -
των ως ο δημοφιλέστερος εκφραστής του κλασικού γαλλικού πνεύματος αλλά
και δημιουργός με καθοριστική επίδραση στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία,
είναι συγγραφέας κωμωδιών: ο Μολιέρος (Moliere, ψευδώνυμο του Jean-
Baptiste Poquelin, 1622-1673). Μαζί με τον Λα Φονταίν και τους νεότερους
Ρακίνα και Μπουαλώ, αποτέλεσαν βασικούς πόλους του γαλλικού
κλασικιστικού ρεύματος - όχι βεβαίως δίχως διαφορές, εντάσεις και
ανταγωνισμούς.
Θυμηθείτε το ρόλο της μοναρχικής αυλής στη διαμόρφωση του γαλλικού
κλασικισμού εν γένει: η αυλη άσκησε έντονη επίδραση και στη δραματουργία,
τόσο ως πλαίσιο υποστήριξης και ελέγχου των δημιουργών της όσο και ως
κοινό. Ωστόσο, αισθητη στο θέατρο, περισσότερο απ’ ό,τι στην ποίηση, ηταν
και η επίδραση της πόλης - πράγμα που εύκολα διακρίνεται στη θεματική και
τους τρόπους κυρίως της μολιερικης κωμωδίας, όπως θα δούμε σε λίγο.
Θα μελετήσουμε τώρα συστηματικότερα το έργο του Σαίξπηρ περνώντας
μετά σε εκπροσώπους του γαλλικού κλασικισμού.
4.5.4 H περίπτωση Σαίξπηρ
Το σαιξπηρικό έργο
Για τη ζωη του Σαίξπηρ ελάχιστα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε, πάντως, με
αρκετή βεβαιότητα, ότι έγραψε, εκτός από τα σονέτα στα οποία ηδη
αναφερθηκαμε, περισσότερα από 35 θεατρικά έργα που χρονολογικά
εμφανίστηκαν ανάμεσα στα 1590 και στα 1612 (πρώτη συγκεντρωτική έκδοση,
1623). Το δραματουργικό αυτό έργο έχει ένα εντυπωσιακό εύρος. Εύρος
θεματικό: όλα σχεδόν τα γνωστά μας είδη θεάτρου, τραγωδία και κωμωδία,
δράματα ιστορικής αναφοράς η ερωτικής θεματικής. Εύρος χαρακτήρων: κάθε
είδους ηρωες από πλευράς κοινωνικής θέσης, έθνους και φυλής· τόποι που
εκτείνονται σε κάθε γωνιά της λεκάνης της Μεσογείου αλλά και σε χώρες
φανταστικές· σε χρόνους μυθικής < κλασικής αρχαιότητας η νεότερους. Κυρίως,
όμως, εύρος γλωσσικό: λεξιλογίου και ρητορικών σχημάτων. Λέει ο Στάινερ:
Δεν υπάρχει σχεδόν καμία κυριότητα, καμία συνιστώσα των έργων και
των ημερών των ανθρώπων, την οποία ο Σαίξπηρ να μην έχει
απεικονίσει στη γλώσσα, πάνω στην οποία να μην έχει ρίξει το
περιγραφικό δίχτυ του απαράμιλλου λεξικού και γραμματικού του
πλούτου. Χειριστής σχεδόν τριάντα χιλιάδων λέξεων (ο κόσμος του
Ρακίνα είναι χτισμένος με το ένα δέκατο αυτού του αριθμού) ο Σαίξπηρ,
περισσότερο από οποι- οδηποτε άλλο ανθρώπινο ον, έχει κάνει τον κόσμο
να νοιώθει άνετα μέσα στη λέξη. 62
Σύμφωνα με τον Άουερμπαχ, οι σχέσεις αυτού του θεάτρου με την αρχαί α πα-
ράδοση του τραγικού, αλλά και με τη χριστιανική παράδοση, είναι περίπλοκες.
Υπάρχει, από τη μια, η απομάκρυνση από τη μεσαιωνική εστίαση στη σχέση αν -
θρώπινου και θεϊκού δράματος και η επανασύνδεση με την αρχαία ιδέα του τρα -
γικού:
[Στο ελισαβετιανό θέατρο] το δράμα του Χριστού δεν είναι το
πανανθρώπινο δράμα ούτε το σημείο στο οποίο συγκλίνουν όλα τα
ανθρώπινα πεπρωμένα. Η δραματοποιη- μένη ιστορία λαμβάνει ως
επίκεντρο μια ορισμένη ανθρώπινη δράση, από την οποία αντλεί την
ενότητά της, και ανοίγει το δρόμο για την αυτοτελή τραγικότητα του
ανθρώπου. Η μεγάλη τάξη την οποία αποτελούσαν στο παρελθόν το
προπατορικό αμάρτημα, η θεϊκή θυσία και η Δεύτερη Παρουσία
υποχωρεί, το ανθρώπινο δράμα βρίσκει την τάξη του στον εαυτό του,
και εδώ παρεμβαίνει το αρχαίο πρότυπο με το δέσιμο της πλοκής, την
«κρίση» και την τραγική λύση. 64
Υπάρχει όμως, συνάμα, μια στροφή προς τον πλούτο της συγκεκριμένης και
«ταπεινής» ανθρώπινης πραγματικότητας που μας απομακρύνει από την
κλασική τραγωδία και συνδέεται, γενικότερα, με την καλλιέργεια του μέσου
ύφους και της ρεαλιστικής λογοτεχνικής ματιάς. Τη στροφή αυτή δεν την
παρατηρούμε μόνο στον Σαίξπηρ: την εκδηλώνουν επίσης, τον 17ο αιώνα,
ορισμένες πλευρές του μπαρόκ - ο δε γαλλικός κλασικισμός θα προσπαθήσει με
τους κανόνες του να την ελέγξει.
Σαιξπηρικοί μονόλογοι
Με βάση τα παραπάνω, ο τραγικός σαιξπηρικός ηρωας, αν και πάντα βασι -
λιάς, πρίγκιπας < αριστοκράτης, ελάχιστα μοιάζει με τον ηρωα η την ηρωίδα
είτε της αρχαίας τραγωδίας είτε του γαλλικού κλασικισμού. Ο λόγος του είναι
πολύ συχνά καθημερινός, σε ύφος σχεδόν κωμωδίας (Ερρίκος ο Δ' αλλά και
Άμλετ)· φιλοσοφεί, αλλά με τρόπο προσωπικό, που προβάλλει τις αντιφάσεις
και τις μεταπτώσεις των στοχασμών του (Άμλετ)· συγχρωτίζεται με μέλη λαϊκών
τάξεων, αλλά και υποστηρίζει τον τρόπο ζωης τους (Ερρίκος ο Δ')· ενδέχεται να
είναι άσχημος, παραμορφωμένος (Ριχάρδος ο Γ') η να παρουσιάζεται στη σκηνη
φρικτά ταλαιπωρημένος από φυσικές κακουχίες (βασιλιάς Ληρ). Και το τραγικό
αμάρτημα η σφάλμα πηγάζει συχνά είτε από κάποιας μορφής απροσδιόριστη
αδυναμία (Άμλετ η και Ληρ) είτε από κακία η φιλοδοξία, κάθε άλλο παρά
αντάξια ενάρετου χαρακτήρα (Ριχάρδος ο Γ' αλλά και Μακμπέθ).
Γενικότερα, ο σαιξπηρικός τραγικός ηρωας διαμορφώνεται κατά τη διάρκεια
του έργου, πλάθεται υπό την πίεση των συνθηκών της ζωης του παρατηρώντας η
κρυφακούοντας, κατά κάποιο τρόπο, τον εαυτό του να περιπλανιέται, να αμφι -
βάλλει, να παλινδρομεί και να μεταβάλλεται. Σημαντικότατοι για την εικόνα του
σαιξπηρικού τραγικού ηρωα είναι οι μονόλογοι. Στα σημεία αυτά ο ηρωας φι λο-
σοφεί αλλά, όπως ηδη είπαμε, όχι στον υψηλό τόνο της ύστατης επίγνωσης της
αλήθειας, αλλά στον προσωπικό τόνο μιας απεγνωσμένης και, ενδεχομένως,
άκαρπης αναζήτησης της. Ο Άουερμπαχ αντιδιαστέλλει ως εξης το μονόλογο αυ -
τόν από εκείνον της κλασικής τραγωδίας:
Η συνείδηση, λέει ο Άμλετ, δηλαδή η επίγνωση των πραγμάτων και η σκέψη γύρω
από αυτά, υποσκάπτει τη δυνατότητα να παρθούν και να υλοποιηθούν αποφάσεις. Σε
συνάρτηση με το πρόβλημα αυτό, πρέπει να κατανοήσουμε και το αρχικό ερώτημα του
μονολόγου. Ο Άμλετ δεν αναρωτιέται αν αξίζει να ζει κανείς ή αν θα ήταν καλύτερα
να αυτοκτο- νήσει. Ίσως σωστά ο μεταφραστής του Άμλετ Βασίλης Ρώτας αποδίδει το
γνωστό μας «Να ζει κανείς ή να μη ζει_» με ένα πιο αφηρημένο «Να' ναι κανείς ή να
μην είναι^». Ο Άμλετ εδώ προσδιορίζει το ερώτημα της αξίας της ζωής ως γενικό
ερώτημα που κατατρύχει τον άνθρωπο' αναζητά τους λόγους για τους οποίους το
απαντάμε συνήθως αποδεχόμενοι τη ζωή ως έχει, που δεν είναι άλλος από το φόβο
μπροστά στο άγνωστο του θανάτου' και προβληματίζεται για τις συνέπειες μιας τέτοιας
επιλογής. Μία από τις συνέπειες αυτές είναι και το ότι η ανθρώπινη βούληση, δηλαδή
η απόφαση και η πράξη, θα κινδυνεύουν να παραλύσουν κάτω από το βάρος της οξείας
επίγνωσης των περιπλοκών της ανθρώπινης κατάστασης. Αν θέλουμε να εκφραστούμε
με τους περισσότερο φιλοσοφικούς όρους που χρησιμοποιεί ο Μπλουμ, σε κείμενό του
που θα διαβάσετε για μια από τις επόμενες Δραστηριότητες, μπορούμε να πούμε ότι ο
Άμλετ διαπιστώνει πως υπάρχει «αποφατική σχέση ανάμεσα στη γνώση και την
πράξη», δηλαδή σχέση αντίφασης μάλλον παρά αρμονικής σύζευξης. Αυτό θα είναι
και μία τουλάχιστον πλευρά του προβλήματος που αντιμετωπίζει και στοιχειοθετεί την
τραγικότητά του: στοχασμός που δεν βρίσκει τρόπο να οδηγηθεί έλλογα και μεθοδικά
στην απόφαση και την πράξη.
Η συνέχεια της σκηνής είναι και αυτή πολύ γνωστή: πρόκειται για τη συνάντηση
μεταξύ Άμλετ και Οφηλίας, όπου ο Άμλετ, αντί να μιλήσει τρυφερά ή και ερωτικά
στην Οφηλία, καθώς θα ήταν αναμενόμενο, φαίνεται να βάζει σε εφαρμογή το σχέδιο
της παραφροσύνης του και φέρεται πολύ παράδοξα, έως αλλοπρόσαλλα. Όλα σχεδόν
τα παρακάτω στοιχεία που εντοπίζει ο Άουερμπαχ μπορούμε να τα διακρίνουμε στα
λόγια του Άμλετ καθώς περνά από τον μονόλογό του στο διάλογο με την Οφηλία:
[Τα] ηθη πρέπει να είναι αυτά που αρμόζουν στο κάθε πρόσωπο. [_] Ο
ποιητής πρέπει να εξετάζει την ηλικία, την αξιοπρέπεια, την καταγωγή,
τη θέση και τη χώρα αυτών που παρουσιάζει- πρέπει να γνωρίζει αυτό
που οφείλει στην πατρίδα του, στους γονείς του, στους φίλους του, στο
βασιλιά του· ποιο είναι το καθήκον ενός άρχοντα, ή ενός αρχιστρατήγου,
ώστε να μπορέσει να προσαρμόσει σ’ αυτό εκείνους που θέλει να γίνουν
αγαπητοί στους θεατές, και ν’ απομακρύνει απ’ αυτό εκείνους που θέλει
να γίνουν μισητοί, διότι είναι ένα αλάθητος κανόνας ότι, για να πετύχει
ένα έργο, πρέπει να ενδιαφερθεί το ακροατήριο για τους πρωταγωνιστές.
Καλό είναι ακόμα να παρατηρήσουμε ότι όσα λέει ο Οράτιος για τα ήθη
κάθε ηλικίας δεν υποτάσσονται σ’ ένα κανόνα που να μπορέσει να
χρησιμοποιήσει κανείς χωρίς αμφιβολία. 72
Έχουμε έτσι αυτό που ο Άουερμπαχ, στο σχετικό κεφάλαιο του Μίμησις, επι-
σημαίνει ως διάσταση του γαλλικού κλασικισμού: αυστηρούς περιορισμούς του
ρεαλισμού εκείνου που είχε ηδη αρχίσει να ωριμάζει στην ευρωπαϊκή
λογοτεχνική γραφή του μέσου ύφους η της υφολογικης εναλλαγής, αλλά και στο
θέατρο του Σαίξπηρ: «Η κλασική τραγωδία των Γάλλων αντιπροσωπεύει το
ανώτατο όριο διάκρισης υφολογικών επιπέδων και αποκοπής του τραγικού από
την καθημερινή πραγματικότητα στο οποίο έφτασε ποτέ η ευρωπαϊκή
λογοτεχνία». 75 Επισημαίνει όμως επίσης ο Άουερμπαχ ότι οι ίδιοι οι
δραματουργοί < οι θεωρητικοί του κλασικισμού επικαλούνται διαρκώς τις ιδέες
του φυσικού και του λογικού, σε συνάρτηση με εκείνες του πιθανού και του
αναγκαίου, για να παρουσιάσουν τον τρόπο σύνθεσης και το νόημα του έργου
τους. Τι σημαίνει αυτό; Η εξήγηση βρίσκεται στο πώς ακριβώς
αντιλαμβάνονταν το ανθρώπινο υποκείμενο, δηλαδή την ίδια την έννοια της
ανθρώπινης φύσης, με βάση το πρότυπο της καλλιεργημένης εντιμότητας:
Πρέπει όμως, και αυτό είναι το σημαντικότερο, να αναλογιστούμε ότι
στην εποχή του Ρακίνα η αντίληψη περί φυσικότητας διέφερε από την
αντίστοιχη των μεταγενέστερων γενεών. Το φυσικό δεν το έβλεπαν τότε
σε αντίθεση με τον πολιτισμό, δεν το συνέδεαν με τις αντιλήψεις περί
πρωτόγονων πολιτισμών, γνήσιων λαϊκών στοιχείων ή τοπίων της
υπαίθρου, αλλά το ταύτιζαν με έναν πλήρως ανεπτυγμένο τύπο
ανθρώπου, που συμπεριφέρεται κόσμια και προσαρμόζεται αβίαστα σε
κάθε κατάσταση της ζωής, όποιες κι αν είναι οι απαιτήσεις της. Με τον
ίδιο τρόπο σήμερα εγκωμιάζουμε μερικές φορές τη φυσικότητα ενός
πολύ μορφωμένου ανθρώπου. Το φυσικό ήταν σχεδόν ταυτόσημο του
λογικού και του ευπρεπούς. 76
Φαίδρα
Από τους δύο βασικούς εκπροσώπους της γαλλικής τραγωδίας, ο Ρακίνας εί -
ναι ο πιο χαρακτηριστικός του κλασικισμού. Ο Κορνέιγ, αρκετά νεότερος, τείνει
συχνά να καταστρατηγήσει κανόνες όπως εκείνοι της συμμετρίας της
δραματουρ- γικης δομής η της λιτότητας, με ακραίο παράδειγμα τονΣιντ (Le
Cid, 1636). Έχει, εξάλλου, γράψει και κωμωδίες, εκ των οποίων η πιο
φημισμένη έχει τον τίτλο Η κωμική ψευδαίσθηση (L’ illusion comique, 1636)
και είναι παράδειγμα της τεχνικής του «θεάτρου εν θεάτρω», που έχει κυρίως
συνδυαστεί με το μπαρόκ. Ο Ρακίνας γράφει μόνο τραγωδίες και διακρίνεται για
τη μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής στους κλασικιστικούς κανόνες δομής
του θεατρικού έργου, για το τραγικό ύψος των ηρώων του, καθώς και για την
«ελάχιστη ύλη» των έργων του - απόλυτη εστίαση της πλοκής τους στην
τραγική ένταση η σύγκρουση που αποτελεί το θέμα τους.
^σως λίγα κείμενα είναι τόσο εύγλωττα, από την άποψη της κλασικιστικης
αναμόρφωσης του τραγικού, όσο η Φαίδρα του Ρακίνα, που περιγράφεται από
τον ίδιο ως «ό,τι πιο έλλογο έχω παρουσιάσει στο θέατρο». Ο μύθος είναι από
την τραγωδία του Ευριπίδη Ιππόλυτος: η Φαίδρα, δεύτερη σύζυγος του βασιλιά
των αρχαίων Αθηνών Θησέα (τον είχε ακολουθήσει από την Κρητη όπου ηταν
πριγκίπισσα και όπου ο Θησέας τη συνάντησε όταν πηγε εκεί να αντιμετωπίσει
τον Μινώταυρο) ερωτεύεται δίχως ανταπόκριση τον θετό γιο της Ιππόλυτο,
πράγμα που, όταν αποκαλύπτεται, οδηγεί τον Ιππόλυτο στο θάνατο και τη
Φαίδρα στην αυτοκτονία.
Στην πρώτη πράξη του έργου, ο Θησέας έχει φύγει και η τύχη του αγνοείται.
Ο Ιππόλυτος, γιος του από την πρώτη του γυναίκα, θέλει να φύγει προς
αναζήτηση του και έμμεσα εκφράζει τον έρωτά του για την Αρικία - έρωτας που
ο Θησέας δεν θα ενέκρινε. Στην πρώτη εμφάνιση της, η Φαίδρα, δεύτερη
σύζυγος του Θη
σέα, εμφανίζεται συντετριμμένη και ομολογεί τον έρωτά της για τον Ιππόλυτο
στην τροφό και έμπιστη της Οινώνη, η οποία ωστόσο δεν την αφήνει να
αυτοκτο- νησει, για χάρη του δικού της γιου. Φτάνουν νέα σύμφωνα με τα οποία
ο Θησέας είναι νεκρός. Στη δεύτερη πράξη, η Φαίδρα ζητά να δει τον Ιππόλυτο,
να του μιλήσει για το γιο της και την τύχη του μετά το θάνατο του Θησέα. Αντ’
αυτού, όμως, του φανερώνει πως είναι ερωτευμένη μαζί του. Στη συνέχεια του
έργου, ο Θησέας επιστρέφει ζωντανός, η Οινώνη συκοφαντεί τον Ιππόλυτο
ισχυριζόμενη ότι αυτός έχει ασεβήσει απέναντι στη Φαίδρα, η Φαίδρα
προσπαθεί να υπερασπιστεί τον Ιππόλυτο αλλά μαθαίνει για τον έρωτα του για
την Αρικία. Η σύγχυση και οι εντάσεις που δημιουργούνται οδηγούν στο θάνατο
του Ιππόλυτου και στην αυτοκτονία της Φαίδρας, που πεθαίνει έχοντας
προλάβει να ομολογήσει στον Θησέα τον έρωτά της για τον γιο του.
Πρόκειται, σε μεγάλο βαθμό, για μια πλοκή επικεντρωμένη στην αναστολή
της δράσης: όχι μόνο στον βασανιστικό έρωτα της Φαίδρας αλλά και στο πώς οι
συνθήκες την αποτρέπουν από το να δώσει η ίδια τέλος στη ζωη της.
Ενδιαφέρουσα θα ηταν, από την άποψη αυτη, μια σύγκριση με τον Άμϊετ - την
οποία όμως δεν μπορούμε να επιχειρήσουμε εδώ.
Η έκδοση του έργου, το 1677, συνοδεύεται από πρόλογο που εκθέτει με
σαφήνεια τόσο τη σημασία του κλασικού προτύπου όσο και τις απαραίτητες
προσαρμογές στα δεδομένα της κλασικιστικης ευπρέπειας.
Δραστηριότητα 21/Κεφάλαιο 4
Άσκηση εφαρμογής
Ρακίνας, Φαίδρα, «Πρόλογος»: Ανθολόγιο Κριτικών Κειμένων.
Τζωρτζ Στάινερ, Ο θάνατος της τραγωδίας, κεφ. ΙΙΙ (απόσπασμα): Ανθολόγιο
Κριτικών Κειμένων.
α) Διαβάστε τον πρόλογο του Ρακίνα και προσδιορίστε τα σημεία που αναφέρονται
στην αριστοτελική έννοια του τραγικού και, ειδικότερα, στην κλασικιστική της
θεώρηση και εφαρμογή.
β) Διαβάστε τα σχόλια του Στάινερ για τον Ρακίνα και τη Φαίδρα η οποία, σύμφωνα με
την ανάλυση του Στάινερ, είναι ένα από τα τελευταία σημαντικά θεατρικά έργα που
ανταπο- κρίνονται στον αυστηρό ορισμό της τραγωδίας όπως διατυπώνεται στο πρώτο
κεφάλαιο του Θανάτου της τραγωδίας.
Ενδεικτική απάντηση για το πρώτο ερώτημα θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του
κεφαλαίου.
Δραστηριότητα 22/Κεφάλαιο 4
Άσκηση εφαρμογής
Ρακίνας, Φαίδρα, Πράξη Β', Σκηνή 5 (απόσπασμα): Ανθολόγιο Λογοτεχνικών
Κειμένων.
Η Φαίδρα έχει ζητήσει να δει τον Ιππόλυτο προκειμένου να του μιλήσει για τη λεπτή
θέση στην οποία βρίσκεται ο φυσικός της γιος μετά την απώλεια του Θησέα.
Καταλήγει να του μιλήσει για τον έρωτά της, στην αρχή δειλά και συγκαλυμμένα, ίσως
και άθελά της, μιλώ
ντας του για τον Θησέα (στ. 646 - 663) και, στη συνέχεια, σε έκρηξη ερωτικής
εξομολόγησης (στ. 674 -712). Προσδιορίστε πώς η τραγική ηρωίδα εμφανίζεται να μην
έχει τον έλεγχο ούτε των ερωτικών της συναισθημάτων, αλλά ούτε και του γεγονότος
ότι τα φανερώνει. Πιο συγκεκριμένα:
α) Εστιάζοντας την προσοχή σας στον μονόλογο της τελικής εξομολόγησης (στ. 672-
712), εντοπίστε τα σημεία όπου διακρίνεται αυτό που ο Ρακίνας έχει διευκρινίσει στον
Πρόλογό του: «όταν αναγκάζεται να αποκαλύψει [τον έρωτά της] μιλά γι' αυτό με μια
σύγχυση που δείχνει καθαρά ότι το έγκλημά της είναι περισσότερο μια τιμωρία των
θεών παρά μια ροπή της θέλησής της» (σ. 13).
β) Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στο πρώτο μέρος του αποσπάσματος, όπου η Φαίδρα
φανερώνει για πρώτη φορά τον έρωτά της περνώντας από τον Θησέα στον Ιππόλυτο
(στ. 646-663), προσπαθήστε να διακρίνετε αν η πρώτη αυτή ομολογία γίνεται
ηθελημένα ή είναι προϊόν σχεδόν αθέλητο της σύγχυσης στην οποία βρίσκεται η
βασίλισσα.
Ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
στον κεντρικό ηρωα - περίπτωση ορισμένων κωμωδιών ηθών αλλά, κυρίως, κω-
μωδιών χαρακτήρα. Παραδείγματα της πρώτης τάσης: Το σχολείο γυναικών, Ο
αρχοντοχωριάτης, Ο κατά φαντασίαν ασθενής. Παράδειγμα της δεύτερης: Ο
μισάνθρωπος.
Προσέξτε την κριτική που ασκεί στον Μολιέρο για τις παρεκκλίσεις του προς
τη φάρσα ο, κατά τα άλλα θερμός υποστηρικτης του, Μπουαλώ:
Μισάνθρωπος
Στην περίπτωση του Μισάνθρωπου (Le Misanthrope, 1966), η αυστηρή και
πολεμική σχεδόν απόσταση του ήρωα από τα κοινωνικά ήθη διαποτίζεται από
μια ευαισθησία ή μια γενικότερη αίσθηση μελαγχολίας, η οποία, συχνά,
προσδίδει στον ήρωα τη διάσταση όχι κωμικού χαρακτήρα αλλά πολιτισμικού
προτύπου - διάσταση που έχει συζητηθεί από φιλόσοφους, όπως οι Βολταίρος
και Ρουσσώ.
Το έργο διαδραματίζεται στις παρυφές της Αυλής και των «σαλονιών» της
λόγιας αριστοκρατίας, όπου μετέχουν όλοι οι χαρακτήρες του. Ο
«μισάνθρωπος» Αλσέστ, ωστόσο, διαφέρει από τους υπόλοιπους: απεχθάνεται
την προσωπική και κοινωνική υποκρισία που βλέπει να κυριαρχεί παντού γύρω
του. Το έργο ξεκινά οργανώνοντας τη στοιχειώδη πλοκή του γύρω από δύο
νήματα: μία δίκη που εκ- κρεμεί μεταξύ του Αλσέστ και ενός αντίδικου ο οποίος
τον συκοφαντεί, και τον έρωτα του Αλσέστ για τη Σελιμέν, η οποία, ωστόσο,
είναι αρμονικά ενσωματωμέ
νη στους κύκλους τους οποίους ο Αλσέστ εχθρεύεται. Το έργο παρακολουθεί
την προσπάθεια του Αλσέστ να πλησιάσει την Σελιμέν και να την κερδίσει
απομακρύ- νοντας την από κόλακες φίλους < επίδοξους εραστές. Στην τελευταία
πράξη μαθαίνουμε ότι ο Αλσέστ έχει χάσει τη δίκη. Αποφασίζει να υλοποιήσει
πλέον την εκφρασμένη διάθεση του να εγκαταλείψει την πόλη και καλεί τη
Σελιμέν να τον ακολουθήσει. Εκείνη δεν δέχεται παρά την ομολογημέ νη
ανταπόκριση της στον έρωτά του. Την απορρίπτει και αποφασίζει να φύγει
μόνος, ενώ ο επιστήθιος φίλος του Φιλέντ, που έχει συνάψει δεσμό με την
αγαπημένη του Ελιάντ, ελπίζει ότι θα τον συγκρατησει για μια ακόμη φορά.
Καθόλου δεν λείπει από τον Μολιέρο μια κριτική της κοινωνικής τάξης πραγ-
μάτων, ιδίως σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, αλλά και του προτύπου του ανθρώπου
της αυλής - που με ιδιαίτερη ευστοχία κατακρίνει η και γελοιοποιεί ο ηρωας του
Μισάνθρωπου στην πρώτη σκηνη του έργου:
Δεν έχει όμως απολύτως άδικο ο Άουερμπαχ όταν επισημαίνει ότι οι περιορι-
σμοί του ρεαλισμού που εντοπίσαμε για την κλασικιστικη τραγωδία είναι παρό -
ντες, αν και κατά τρόπο πολύ χαλαρότερο και διαφορετικό, και στο έργο του
Μο- λιέρου. Δεν θα πρέπει, πράγματι, να αναζητήσει κανείς στον Μολιέρο
ρεαλιστική αναπαράσταση της ζωής των λαϊκών ή και αστικών στρωμάτων,
ούτε εξάλλου και κοινωνική ή πολιτική κριτική με τη σύγχρονη σημασία του
όρου: «Η κριτική που ασκείται στα ήθη και στα έθιμα είναι καθαρά ηθικής
φύσεως, δηλαδή θεωρεί την υφιστάμενη δομή της κοινωνίας δεδομένη και
δικαιολογημένη και προεξοφλεί τη διάρκεια και τη γενική ισχύ της». 80 Ισως
όμως, αντί να μετράμε ή να ταξινομούμε την κριτική με τα κριτήρια της
ιστορικής και κοινωνικής συνείδησης του 19ου και 20ού αιώνα, θα έπρεπε να
σκύψουμε στην ίδια τη μολιερική κωμωδία για να αντι- ληφθούμε σαφέστερα
την οξύτητα της ιδιαίτερης οπτικής της.
Δραστηριότητα 23/Κεφάλαιο 4
Άσκηση εφαρμογής
Μολιέρος, O Μισάνθρωπος, Πράξη A', Σκηνή 1 (απόσπασμα): Ανθολόγιο
Λογοτεχνικών Κειμένων]
H Σκηνή 1 εισάγει τον χαρακτήρα του Αλσέστ καθώς συνομιλεί με το φίλο του Φιλέντ,
ο
οποίος διαφωνεί με τις κρίσεις και τις επιλογές του. Θα περίμενε κανείς, σε μια
κωμωδία, ο ένας τουλάχιστον από τους δύο αυτούς ήρωες να αναδεικνύεται κωμικός
απέναντι στη σοβαρότητα του άλλου. Ο ίδιος ο Φιλέντ έχει πει στον Αλσέστ, λίγο πριν
τον μονόλογο της αρχής του αποσπάσματος: «Με την αρρώστια αυτή όπου πας γίνεσαι
κωμωδία,/ Κι αυτό το θείο μένος σου για του καιρού μας το ήθος/ Γελοίο σε κάνει, μα
το Θεό, μπροστά σε ανθρώπους πλήθος» (στ. 106-108). Κάτι τέτοιο όμως δεν
συμβαίνει: οι δύο φίλοι αναπτύσσουν αμφότεροι πολύ πειστικά τις διαφορετικές τους
αντιλήψεις.
Δοκιμάστε να συνοψίσετε τη στάση του Φιλέντ: ποιο κοινωνικό ιδανικό ή ανθρώπινο
πρότυπο της εποχής εκφράζουν οι απόψεις του για την κοινωνική συμβατικότητα αλλά
και τις ερωτικές σχέσεις; Ποια στοιχεία της στάσης του Αλσέστ του προσδίδουν ισχύ
ενός διαφορετικού προτύπου ή και αντίπαλου δέους; Μπορούμε να μιλήσουμε για
στάση κοινωνικής ή πολιτικής κριτικής που αναιρεί κάπως τη σχετική άποψη του
Άουερμπαχ ότι «η κριτική που ασκείται στα ήθη και στα έθιμα είναι καθαρά ηθικής
φύσεως»;
Ενδεικτική απάντηση θα βρείτε στο Παράρτημα, στο τέλος του κεφαλαίου.
Το άλμα προς την υπέρβαση σημειώνεται προς το τέλος του 18ου και τις
αρχές του 19ου αιώνα. Είναι στο χρονικό διάστημα απο τα μέσα της
δεκαετίας του 1780 έως το 1830 που το ανάστημα του Σαίξπηρ περνάει
απο τη σφαίρα της φυσιολογικής αξιολόγησης σε αυτό που οι σύγχρονοι
φυσικοί επιστήμονες ονομάζουν «μοναδικότητα», ένας νόμος και ένα
φαινόμενο από μόνα τους [_] Για περισσότερο από μια γενιά, η
διαπίστωση ότι ο Σαίξπηρ δεν ήταν μόνον ο πιο χαρισματικός από όλους
τους συγγραφείς, αλλά ένα ον του οποίου οι δυνάμεις δημιουργίας κατά
έναν τρόπο συναγωνίζονταν εκείνες της φύσης και του Θεού, είχε γίνει
στερεότυπο. 81
Την τάση αυτη εκφράζει σήμερα, μεταξύ πολλών άλλων, και ο Μπλουμ, ο
οποίος, στο βιβλίο του O δυτικός κανόνας, τοποθετεί τον Σαίξπηρ στο κέντρο
του κανόνα της δυτικής λογοτεχνίας. 82
Συγκρατηστε, πριν συνεχίσουμε, αυτη τη χρηση του όρου «κανόνας». Στους
αλεξανδρινούς χρόνους σημαινε συλλογές αναγνωρισμένων και υποδειγματικών
κειμένων παλαιότερων συγγραφέων. Πριν περάσει στη νεότερη λογοτεχνία, ο
όρος χρησιμοποιηθηκε από την εκκλησία για να δηλώσει και πάλι αναγνωρισμέ-
να επισημως βιβλία, αυτη τη φορά τα θεόπνευστα κείμενα που συγκροτούν την
Αγία Γραφή. Και έτσι φορτισμένος ο όρος χρησιμοποιηθηκε για να δηλώσει το
σύνολο των κειμένων που αναγνωρίζονται ως τα κατεξοχην λογοτεχνικά κείμενα
μιας ορισμένης γλωσσικής < και ευρύτερα πολιτισμικής παράδοσης. Κάθε λογο-
τεχνικός κανόνας (μιας νεότερης εθνικής λογοτεχνίας < του δυτικού πολιτισμού
στο σύνολό του) έχει < τείνει να προσδιορίσει και τα δικά του «κλασικά» έργα <
τους δικούς του «κλασικούς» συγγραφείς: πόλους αναφοράς που συνοψίζουν
αξίες και πρότυπα για μίμηση (για τους εκάστοτε κλασικιστές) < για
αμφισβήτηση (από τους εκάστοτε αντιπάλους της κυρίαρχης κατάστασης).
Για τον Μπλουμ, η αξία του σαιξπηρικού έργου < της εικόνας του ανθρώπου
που παρουσιάζει, υπερβαίνοντας τα ευρωπαϊκά όρια, λειτουργεί ως βασικό έρ ει-
σμα για να δημιουργηθεί μία νέα λογοτεχνική παράδοση που θα μπορούσε να
θεωρηθεί όχι απλώς ευρωπαϊκή ή δυτική αλλά και, ευρύτερα, οικουμενική - και
που συναγωνίζεται έτσι την παράδοση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών
κειμένων. Πρόκειται για τη λογοτεχνία ενός πολιτισμού ο οποίος, ξεκινώντας
από το νεότερο ευρωπαϊκό του κέντρο, εξαπλώνεται και αναπτύσσεται σε
παγκόσμιο επίπεδο με χαρακτήρα «πολυπολιτισμικό». Η παράδοση αυτή
στηρίζεται στον δικό της κανόνα, ο οποίος έχει για βασικό κλασικό του
συγγραφέα τον Σαίξπηρ:
Στο έργο του Σέξπιρ υπάρχει μία ουσία που εμμένει και η οποία
αποδεικνύεται πολυ- πολιτισμική, τόσο θαυμάσια κατανοητή σε όλες τις
γλώσσες της οικουμένης ώστε να
έχει θεσπίσει μία γνήσια πολυπολιτισμικη συνθήκη σε ολόκληρο τον
κόσμο, που ξεπερνά κατά πολύ τις δικές μας πολιτικοποιημένες
προσπάθειες προς ένα τέτοιο ιδανικό. Ο Σέξπιρ είναι το κέντρο ενός
εμβρυώδους οικουμενικού Κανόνα, μήτε δυτικού μήτε ανατολικού και
όλο και λιγότερο ευρωκεντρικού [_] 83
Σήμερα, η παλιά ιδέα οτι η λογοτεχνία παρέχει διδάγματα ζωης έχει υποχωρή -
σει αισθητά στους ακαδημαϊκούς και λογοτεχνικούς κύκλους. Αλλά η
ιδεολογική κριτική του σαιξπηρικού έργου συνεχίζεται από ποικίλες πλευρές.
Επισημαίνε- ται, για παράδειγμα, η αναπαραγωγή στερεοτύπων για τη θέση της
γυναίκας η συγκεκριμένων κοινωνικών και εθνικών ομάδων. Ο Μπλουμ απαντά,
υποστηρίζοντας όχι μόνο τον Σαίξπηρ αλλά και τη λογοτεχνικότητα της
λογοτεχνίας:
[_] ο Σαίξπηρ είναι πάντα πιο μπροστά απο σένα, διανοητικά και
φανταστικά, όποιος κι αν είσαι, όποτε κι αν είσαι. Σε καθιστά
αναχρονιστικό γιατί σε εμπεριέχει- δεν μπο- ρείς να τον εντάξεις κάπου.
Δεν μπορείς να τον φωτίσεις μ’ ένα νέο δόγμα, είτε είναι μαρξισμός, είτε
φροϋδισμός
Όπως, δηλαδη οι ηρωές του, έτσι και ο Σαίξπηρ, σύμφωνα με τον Μπλουμ,
δεν κηρύσσει απόψεις < κοσμοθεωρίες· τις εκφράζει με τις αντιφάσεις τους,
κρατώντας τις αποστάσεις ενός ανθρώπινου νου που δεν περιορίζεται σε καμιά
από αυτές, καταδεικνύοντας ότι «Οι κορυφαίοι συγγραφείς της Δύσης
υποσκάπτουν κάθε σύστημα αξιών, δικό τους και δικό μας». 87
Επιμένουν, πάντως, τα ερωτήματα που θέτει ο Στάινερ στη δικη του «αρνητι -
κή» προσέγγιση του Σαίξπηρ:
Είναι η «δημιουργία λέξεων», ακόμα και στο ζενίθ της ομορφιάς, της
μουσικότητας, της ενδεικτικής και μεταφορικής γνησιότητάς τους, η
οποία είναι σχεδόν απρόσιτη στις αναλύσεις μας, πραγματικά αρκετή;
Είναι οι χαρακτήρες του Σαίξπηρ, σε τελική ανάλυση, κάτι περισσότερο
από μαγγελιανά σύννεφα λεκτικής ενέργειας, που στριφογυρίζουν γύρω
από ένα κενό, γύρω από μια απουσία αλήθειας και ηθικού
περιεχομένου; 88