Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 189

ΒΙΠΕΡ 1552

ΣΕΙΡΑ
ΜνθlΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ ΓΟΥΕΣΤΕΡΝ

ΛοΥϊΣ Λ' ΑΜΟΥΡ:


το ΠΑΙΧΝιΔΙ ΤΟΥ θΑΝΑΤΟΥ

Μετάφραση:
θΑΝΑΣΗ ΖΑΒΑΛΟΥ

Τυπογραφική διόρθωση:
ΝΤΑΝΑΣ ΒΑΠΚΙΩΤΗ

COPYRIGHT�' LOUIS L' AMOUR 1979, Published by

arrangement with Bantam Books, Inc., Ν. Υ.

COPYRIGHT i) PAPYROS GRAPHIC ARTS S.A. 1982

Γιά τ1ιν έλληνική γλώσσα

ΤΙτ).ος τi'Jς πραrwτiιπoυ έχδόσεως


ΤΗΕ ΚΕΥ - WCK ΜΑΝ

Στοιχειοθετήθη"ε dπό τή .ΦΩΤΟΣΕΤ ΕΠΕ. "α{ ΈΙCΤυπώθηιcε στις έγιcατα­


στάσεις τής .Πάπυρος - Γραφι"α{ Τέχναι ΑΕ. Κηφισίας "α{ Άνδ. Πουρνά­
Ρα 6 (Μαρο6σι) - Ύπεύθυνος φωτοστοιχειοθεσιας Γιωργος Πάσσαρης.
ΛΟΥΙΣΛ' ΑΜΟΥΡ

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ θΑΝΑΤΟΥ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΘΑΝΑΣΗ ΖΑΒΑΛΟΥ

ΠΑΠΥΡΟΣ - ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε. ΑθΗΝΑI


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Ό Κ;;λοκ ηταν lνας μοναχικός δνθρωπος καΙ μπρο­
στό του βρισκόταν μόνο � lρημος. Π ίσω του έρχόταν
μιό όμόδα όνθρωποκυνηγών ό καθένας όπό τούς
όποΙους, έκτός όπό τό δπλο του, κρατού σε κι lva σχοινί.
Κόθε σχοινl εlχε lτοιμη τή θηλιό γιό κρέμασμα καΙ κόθε
δντρας ηταν όποφασlσμένος νό κυνηγήσει τόν Κ;;λοκ
μέχρι τέλους.
Ό μοναχικός καβαλόρης εΤχε παρέα τό μ υαλό του καί
γι' αύτό δέν τόν φόβιζε � μοναξιό του. Ήταν δυνατός,
πιό ύπομονετικός όπό τούς περισσότερους δντρες καΙ 1'\­
ξερε καλό έκείνους τούς όγριότοπους. ΟΙ δντρες πού τόν
κυνηγού σαν δέν Ι'\ξεραν τΙποτα γι' αύτόν, έκείνος δμως
Ι'\ξερε τΙ εΤδους δνθρωποl ήταν κι αύτό τόν l Kave νό αl­
σθόνεταl πιό σίγουρος καΙ δυνατός.
Ό σκληρός τρόπος ζω;;ς στό δγρια έκείνα μέρη εΙχε
διαμορφώσει όνόλογα τή διόπλαση τού σώματος τών
όντρών, τόν χαρακτήρα τους καί εΙχε κόνεl τό αΤσθημα
δικαιοσύνης μέσα τους σκληρό καί όμείλlκτο στήν όπαί­
τησή τους γιό τιμωρία. Στήν lρημο καί σ' έκεΙνους τούς
δγριους τόπους εΙχαν φτιόξεl τό σπΙτια τους καί σ' έκείνη

7
τήν Τδια �ρημo πού δέν γνώριζε οΙκτο καΙ μεγαλοψυχlα
όφειλαν τήν τόλμη τους καΙ τούς κανόνες της κοινωνικης
συμβίωσης.
'0 κηλοκ βρισκόταν σέ μιά περιοχή δπου r'ι γη ήταν
κομματιασμένη, αύλακωμένη καΙ άνώμαλη. Μ ιά γη μα­
γευτική, κακοτρόχαλη καΙ πανάρχαια. Ήταν μ ιά γη κατα­
στραμμένων έπάλξεων καΙ γκρεμισμένων πύργων. Ή­
ταν μιό γη �ρημη, άλλά σπαρμένη μέ άκέφαλες φιγούρες
δγνωστων καΙ παράξενων θεών καΙ γεμάτη άπό έπικά
�ργα φτιαγμένα άπό πέτρα πού ήταν λεηλατη μένα άπό
τόν δνεμο καί τΙς καταιγΙδες, φθαρμένα άπό άμέτρητες
πλημ μ ύρες, ξεφλουδισμένα άπό τούς καύσωνες τού κα­
λοκαιριού καΙ τΙς παγωνιές τού χειμώνα.
Ό κηλοκ κατευθυνόταν πρός τήν Άριζόνα. Πέρα άπό
τόν όρίζοντα πρός τά βόρεια όπλωνόταν r'ι Γιούτα. Άλλό
άνάμεσα σ' αύτόν καΙ τήν άσφάλεια δέν ύπηρχε παρά
μόνο r'ι �ρημoς, Μ ιά άπέραντη καΙ δνυδρη �ρημoς καΙ γι'
αύτό �πρεπε νά βασιστεί στήν έπινοητι κότητά του γιά νά
βρεί Ιναν τρόπο νά ξεφύγει άπό τούς διώκτες του.
Τά σύνορα άνάμεσα στΙς δύο πολιτείες ήταν μπρο­
στό, άλλά στόν χάρτη δέν ήταν παρό μόνο μιό γραμμή,
δγνω στη στήν όμόδα τών άντρών πού τόν κυνηγού σε.
Κι δν άκόμα 0\ διώκτες ι'jξεραν τήν ύπαρξη αύτών τών
συνόρων, αύτό τό πράγμα δέν σήμαινε τΙποτα γιό κεΙ­
νους. Αύτό πού εΙχε σημασΙα γι' αύτούς ήταν τό δτι ό άν­
θρωπος πού κυνηγούσαν εΤχε ι'\δη περάσει κάποια άλλα
σύνορα, τό σύνορα άνόμεσα στό νόμο καΙ στήν παρανο­
μΙα, στό σωστό καΙ τό λανθασμένο, στό τΙ εΤχε γΙνει καΙ
τΙ δέν εΊχε γΙνει.
Τό νά σκοτώσεις Ιναν δντρα πού σέ άντιμετώπιζε μέ
δπλο, γι' αύτούς δέν ήταν Ιγκλημα, κι ούτε στά χρόνια

8
έκείνα λογιζόταν αύτό έγκλημα όπό κανέναν άλλον. Στό
όνατολικό τών ' Ηνωμένων Π ολιτειών καί στήν Ε ύρώπη
ΟΙ άντρες τακτοποιού σαν τό θέματα τιμής μέ πιστόλια,
όλλό έντελώς τυπικό καί προγραμματι σμένα. Στή Δύση
δμως πού ήταν �νας καινούργιος κόσμος καί πού ΟΙ άν­
θρωποι ήταν συχνό ξένοι μεταξύ τους, τό θέματα τιμής
τακτοποιούνταν άμεσα καί χωρίς τυπικότητες.
Τό νό πυροβολή σεις δμως �ναν άντρα πισώπλατα, ή­
ταν έγκλημα, καί αύτό πίστευαν πώς εΙχε κόνει ό άνθρω­
πος πού κυνηγούσαν, καί γι' αύτό έπρεπε νό κρεμαστεί.
Άλλό α ύτό δέν ήταν όρκετό γιό τόν άνθρωπο πού
τόν έλεγαν Κήλοκ νό καταλόβει τή φιλοσοφία τών διω­
κτών του . Τό σημαντικότερο πρόγμα γι' αύτόν ήταν νό
μπορέσει νό ξεφύγει.
Άν καί δέν ι')ξερε κανέναν όπ' αύτούς πού τόν κυνη­
γούσαν, αΙσθανόταν ώστόσο πώς ύπήρχαν καί καλοί άν­
θρωποι μεταξύ τους, καί πώς ίσως ό ίδιος σέ μιό άλλη
περίπτωση νό βρισκόταν στή θέση τους σόν όνθρωπο­
κυνηγός κι όχι σόν κυνηγημένος. Κι αύτό γιατί ε1χε δου­
λέψει δΙπλα σέ τέτοιους άντρες, είχε πολεμήσει δίπλα
τους, καΙ ι')ξερε πόσο σκληρό δούλευαν, πώς ήταν σκλη­
ροί, όλλό δΙκαιοι, σύ μφωνα μέ τούς νόμους τους. 'Όταν
τέτοιοι άντρες πάνε νό έγκατασταθούν σ' �ναν καινού ρ­
γιο τόπο, μεταφέρουν μαζί τους τούς δικούς τους νό­
μους, γιατί αύτοί ΟΙ Τδιοι χτίζουν τό σπίτια, τίς πόλεις,
τούς κοινωνικούς θεσμούς.
Καί τώρα ό Κήλοκ έπρεπε νό δραπετεύσει ι') νό στα­
θεί νό τούς όντι μετωπίσει . "Αν διόλεγε τό δεύτερο έπρε­
πε νό σκοτώσει - κότι πού δέν τό ι')θελε - γιατί δέν
αΙσθανόταν, όκόμα τουλόχιστον, έχθρα γι' αύτούς τούς
άντρες.

9
- Π ρός τό πού λέτε νό lXEI τραβήξει ; ΕΙπε Ινας άπό
τό άπόσπασμα.
- Μδλλον, κατό τήν πατρίδα του. Θό χρειαστεί έφό­
δια δν σκοπεύει νό πόει μακριό ... δν δέν τόν lχουμε πιό­
σει έμείς μέχρι τότε.
- Πού μένει;
- Ήταν ξένος σ' αύτό τό μέρη, καί δέν εΙχε έφόδια
γιό μεγόλο ταξίδι . Στό μαγαζί εΙπαν μερικοί πώς δταν l­
φευγε άπό τήν πόλη δέν άγόρασε τίποτε δλλο έκτός άπό
μιό γυναικεία χτένα.
- Γυναικεία χτένα;
- Φαίνεται παρόξενο, άλλό lTaI μδς εΤπαν. Μ ιό άπ'
αύτές τίς όμορφες χτένες πού συνηθίζουν νό φορδνε ΟΙ
Ί σπανίδες. "Εψαξε μέσα σ' δλη αύτή τή σαβούρα τού
μαγαζιού γιό νό βρεί αύτή τή χτένα.
Ό Κίμελ στένεψε τό μάτια του γιό νό προστατευτούν
άπό τόν δυνατό, έκτυφλωτικό "λιο καί εΤπε:
- "Εχει καλό δλογο. Καταπίνει τό μίλια χωρίς πρό­
βλημα.
- E"rvaI Ινα μεγαλόσωμο δυνατό δλογο, εlπε ό
Τσέσνι. Τό lXW δεί. "Εχει Ινα μαρκόρισμα μέ σημα μιό
κλειδαριό καί Ινα κλειδί. Δέν lXW ξαναδεί τέτοιο μαρκό­
ρισμα δλλη φορά.
Γιό λΙγα λεπτά άπόλυτη ι'ισυχία όπλώθηκε καί δέν
άκούγονταν παρά μόνο ΟΙ όπλές τών άλόγων καί τό τρl­
ξιμο άπό τΙς δερμάτινες σέλες.
- Καλύπτει καλό τό rχνη του, εΙπε ό Ν ήλ νιώθοντας
τήν άνόγκη νό πεί κότι. Ήταν ό νεότερος της παρέας, κι
έπίσης ήταν τό τελευταίος πού lφτασε σέ κείνα τό μέρη
- μόλις πρίν τέσσερα χρόνια.
Ό Χόρντιν ήταν ό καλύτερος άπ' δλους aτό νό διαβό-

10
ζει Τχνη όπό μα κριό, κι όπό τήν όρχή εΙχε φανεί ένοχλη­
μένος όπό τό γεγονός δτι ό δνθρωπος πού κυνηγούσαν
δέν όπομακρυνόταν τρέχοντας. Διατηρούσε ένα σταθε­
ρό, όργό καλπασμό, καί δέν έδειχνε τή διόθεση νό έπι­
ταχύνει. Μ ελετώντας τό χνόρια καί βγόζοντας συ μπέρα­
σμα γιό τό νόημό τους, ό Χόρντιν εΙχε ένα κακό προαί­
σθημα δτι θό εΙχαν προβλήματα.
- Δέν εΙναι πρωτόρης, εΙπε ό Τσέσνι καί προλαβαί­
νοντας νό πεί αύτό πού εΙχε στό μυαλό του ό Χόρντιν
συνέχισε: Δέν ξέρει μόνο νό καλύmει τό Τχνη του, όλλό
καί νό μήν κουρόζει τό δλογό του. Καί φαίνεται νό ξέρει
όπό όγριότοπους.
Σκόνη σηκώθηκε όπό τίς όπλές τών όλόγων τους. Ό
�λιoς τούς τσουρούφλιζε στούς ώμους. Ή γη όπό κότω
ηταν καυτή. Κύματα ζεστού όέρα χόρευαν μπροστό
τους καΙ ύπόσχονταν νερό πού δμως δέν ύπηρχε, ένώ τό
γαλόζιο τών βουνών όπό πολύ μα κριό ύποσχόταν δρο­
σιό πού στήν πραγματικότητα δέν εΙχαν.
Τό μονοπότι τραβού σε Τσια μπροστό τους καί μόνο δ­
ταν συναντούσε μεγόλους βρόχους � θόμνους παρέκ­
κλινε λίγο. -Εμοιαζε σόν μιό λόVΧη πού τήν ε1χε σφηνώ­
σει κόποιος στήν καρδιό τών μακρινών λόφων. ΟΙ έξι
δντρες τού καταδιωκτικού όποσπόσματος προχωρού­
σαν προσεχτικό χωρΙς νό ξέρουν τί έχει στό μ υαλό του ό
δνθρωπος πού κυνηγούσαν.
Μπορείς νό καταλόβεις τί εΤδους δνθρωπος εΙναι κό­
ποιος δν τόν όκουλουθήσεις γιό όρκετό διόστημα. Μπο­
ρείς νό βγόλεις τό συμπέρασμα δν εΙναι καλός � κακός,
όγαθός, � πονηρός, θαρραλέος � δειλός. Π ολλοί δνθρω­
ποι πού δέν ξέρουν νό διαβόσουν ουτε μιό λέξη, μπο­
ρούν νό καταλόβουν τόν χαρακτήρα καί τήν Ιστορία κό-

11
ποιου όπό τό Τχνη του καί τόν τρόπο πού όνόβει φωτιές.
Άπό τότε πού έφυγαν όπό τήν πόλη φρηντομ, ΟΙ διώ­
κτες τού κηλοκ εΙχαν μόθει πολλό γι' αύτόν, όλλό ίιπηρ­
χαν κι δλλα πολλό πού δέν ι'jξεραν.
- Πώς ξεκίνησε � δλη Ιστορία ; Ρώτησε ένας όπό αύ­
τούς.
Μέσα σέ κείνη τήν όπόλυτη � συxία � έρώτηση έμει­
νε χωρίς όπόντηση.
Ιέ λίγο ό Χόρντιν γύρισε τό κεφόλι του πρός τό πίσω
κι δφησε τόν δνεμο νό παρασύρει τό λόγια του . Ένώ μι­
λού σε, μετακίνησε τό δπλο του όπό τό ένα χέρι στό δλ­
λο γιό νό σκουπίσει τό Ιδρωμένα χέρια του στό που κόμι­
σό του.
- Λέγονται πολλό καί δ ιόφορα, εΙπε. Ό Τζόνι εΤχε
πεί δτι ό κηλοκ παρεξηγήθηκε στό μαγαζί τού Μπόν Τόν
ένώ όγόραζε τροφή γιό τό δλογό του . Ό Τζόνι όπλοφο­
ρού σε ένώ ό κηλοκ όχι, κι ό παλικαρός ό Τζόνι τού εΙπε
νό πόει νό πόρει ένα δπλο γιατl θό τόν σκότωνε εΤτε ή­
ταν όπλισμένος εΤτε δχι. Ό Τζόνι ήταν όκόμα μέσα στό
σαλούν δταν ό κηλοκ γύρισε κι δνοιξε μέ μ ιό δυνατή
σπρωξιό τήν πόρτα. Άμέσως μετό πυροβόλησε τόν Τζό­
νι δυό φορές στήν πλότη, ένώ αύτός έπινε στό μπόρ.
Μ ιό τρίτη σφαίρα έκανε κομμότιαένα μπουκόλι ούίσκl.
Άφού πέρασε ένα λεmό χωρίς νό μιλήσει κανείς, ό
Ν ήλ ρώτησε κοροϊδευτικό:
- Θό τόν κρεμόσουμε γιατl σκότωσε τόν Τζόνι ι'j
γιατί κατέστρεψε μιό μπουκόλα ούίσκι;
Ήταν πρόγματι μιό σωστή έρώτηση, όλλό ι'ι σoβαρό�
τητα της όποστολης, πού εΙχαν όναλόβει, δέν δφηνε πε­
ριθώρια γιό χιούμορ, κι έτσι έμεινε όναπόντητη.
Τό μότια τού Ν ήλ περιπλανήθηκαν πόνω στήν δσπρη

12
γη πού ψηνόταν κότω όπό τόν χόλκινο tjλιο καΙ πού ήταν
σημαδεμένη έδώ κι έκεί όπό βαθιό άρ6γιος καΙ αύλακω­
μένη όπό πανόρχαια λόβα. Π οτέ δέν τού δρεσε τό λυν­
τσόρισμα, κι όκόμα περισσότερο � Ιδέα νό λυντσόρει
κόποιον γιό τόν όποίον ι'\ξερε πολύ λίγα πρόγματα. ΟΙ
δντρες πού ηταν δΙπλα του, ήταν φΙλοι, γεΙτονες, καΙ μ'
αύτούς μοιραζόταν τή δουλειό καΙ τΙς λίγες χαρές της
ζωης.
- UΟπως αύτός lTOI κι ΟΙ δλλοι εΤχαν lρθει σ' αύτούς
τούς δγριους τόπους καΙ δημιούργησαν οΙκογένειες. Ή
οΙκογένεια δμως όπαιτεί τόξη καί σεβασμό στό δικαιώ­
ματα τών δλλων, όναγνώριση της όναγκαιότητας γιό θέ­
σπιση νόμων. ΟΙ γυναίκες τους τούς όκολούθησαν καΙ
μαζί τους lφεραν τΙς προσωπικές τους έπιθυμίες. Άνό­
μεσα σ' αύτές ηταν � όνόγκη νό δημ ιουργηθούν σχο­
λεία, έκκλησlες καί κοινωνικές σχέσεις.
ΟΙ Τδιοι ΟΙ κότοι κοι της πόλης φρηντομ δ ιόλεγαν τούς
νόμους. -Αν ΟΙ παρόνομοι δέν lKavav φασαρίες μέσα
στήν πόλη, αύτό όφειλ6ταν στό γεγονός ότι, όπως δλ­
λωστε σέ δλες τίς πόλεις της Δύ σης, ό κρεοπώλης, ό
φούρναρης ι'\ ό τραπεζίτης ήταν δλοι τους βετερόνοι τού
πολέμου. ΕΤχαν πολεμήσε ι στόν Έ μφύλιο Πόλεμο, κα­
θώς καΙ μέ τούς Ίνδιόνους. 'Όλοι τους εlχαν έκπαιδευτεί
όπό μ ικροί στό δπλα καΙ ήταν πόντα �τoιμoι νό τό χρησι­
μοποιήσουν σέ ώρα όνόγκης. ΟΙ κότοικοι της φρηντομ
εΤχαν όκουστό γιό έφόδους πιστολέρο ι'\ συμμοριών σέ
δλλες πόλεις. Κότι τέτοιο όμως δέν εΤχε συμβεί στή δι­
κιό τους πόλη ποτέ.
Ή συμμορία τού Τζέημς καί τού Γιόνγκερ, έπιχείρησε
νό κόνει κότι τέτοιο στό Ν όρθφιλντ, όλλό δσοι έπέζη­
σαν lφυγαν κακήν κακώς. ΟΙ Ντόλτον πόλι, δοκlμασαν

13
τό Τδιο στό Κόφιβιλ καΙ ό μοναδικός πού έπέζησε εΤχε
δεκόξι σφαίρες πού τΙς έφαγε πισώπλατα ένώ έτρεχε νό
φύγει. Κόπου - κόπου, παρόμοιες όποτυχημ ένες προ­
σπόθειες έκαναν κι δλλοι, πρός όπογοήτε υση βέβαια
τών κατοlκων πού περΙμεναν πώς καΙ πώς κότι τέτοια νό
σπόσουν τή ρουτίνα τους.
ΟΙ πι στολόδες όπομονώνονταν κοινωνι κό όπό τούς
δλλους, δπως ΟΙ χαρτοπαίχτες ι'j ΟΙ πόρνες πού δροίιν
στό δικό τους χώρο, καΙ μποροίισαν νό κότσουν στήν
πόλη δσο ι'jθελαν, όρκεί νό μή δημιουργοίισαν προβλή­
ματα στούς κατοlκους.
Ή πόλη φρηντομ δμως, δέν ήταν τόσο παλιό ώστε νό
έχει καθιερώσει τέτοιου είδους όπαρόβατους κοινωνι­
κούς διαχωρισμούς κι έπειτα δέν ύπηρχε κανένας δλλος
γραφτός νόμος έκτός όπ' αύτούς πού ΟΙ ίδιοι ΟΙ κότοι κοl
της εΤχαν θεσπΙσει. 'Όλοι ι'jξεραν τόν Τζόνι καί σ' δλους
ήταν γνω στό δTl εlχε πυροβοληθεί πισώπλατα.
- Π οιός ήταν μπροστό στή σκηνή τοίι φόνου; ρώτη­
σε ό Ν ήλ.
- Βασικό, κανένας δέν εΊδε τή σκηνή, όπόντησε κό­
ποιος όπό τούς δντρες τοίι όποσπό σματος. "Εγινε
όστραπιαία, ένώ ό Σόμ ήταν όπασχολημένος στήν δλλη
δκρη τοίι μπόρ. Μοίι φαίνεται πώς αύτός ό κηλοκ δέν
θό έδωσε καθόλου χρόνο στόν Τζόνι νό όντιδρόσει. 'Ό­
λοι μας ξέρουμε πόσο έπιδέξιος πι στολός ήταν ό ΤζόνΙ.
- Ό Τζόνι, ξανόπε, ό Ν ήλ, δέν ήταν μόνο πολύ έπι­
δέξιος, όλλό διαβολεμένα έπιδέξιος καί τό εΙχε πόρει πο­
λύ έπόνω του .
Ό Ν ήλ αΙσθόνθηκε λίγο δσχημα κι ένοχα πού όμφέ­
βαλε έστω καΙ γιό μιό στιγμή γιό τήν όθωώτητα τοίι
Τζόνι. Δέν μποροίισε δμως νό ξεχόσει τό γεγονός δTl ό

14
Τζόνι δέν συμπαθούσε καθόλου τούς ξένους.
Ό Ν ήλ καΙ ΟΙ συντρόφοι του σήκωσαν τό μαντήλια
τους ως τή μ ύτη γιό νό όποφύγουν τή σκόνη πού εlχε
όρχίσει νό γίνεται ένοχλητική. Ό Ν ήλ όναζήτησε μέ τό
μότια του τό γαλόζιο χρώμα τών μακρινών λι μνών πού
πανέμορφες καί δελεαστι κές άπλώνονταν στό βόθος
μπροστό τους. Τό fjξερε πώς ήταν όφθαλμαπότη καΙ πώς
πολλοί δντρες εΙχαν χόσει τή ζωή τους προσπαθώντας
νό φτόσουν στήν όπατηλή δροσιό τους.
·Ι σως κότω όπό αύτό τό κύ ματα τού ζεστού όέρα πού
χόρευαν μπροστό τους ίιπηρχε νερό. "Επρεπε δμως νό
ξέρεις καΙ νό τό βγόζεις όπό τή γη. Αύτή ι') σκέψη τόν έ­
κανε νό κατεβόσει τό χέρι του πρός τό παγούρι του, όλ­
λό όμέσως σκέφθηκε πώς τώρα πιό τό νερό θό ηταν �­
να δυ σόρεστο ζεστό ζου μ ί κι δλλωστε εΙχε όπομείνει
πόρα πολύ λίγο. Έξ δλλου, κανένας δλλος όπό τό όπό­
σπασμα δέν εlχει δείξει όκόμα καμιό διόθεση νό πιεί.
- Θό τόν γνωρίσεις δμα τόν δείς, ΚΙμελ; ρώτησε ό
Τσέσνι.
- Εlναι μεγαλόσωμος, λεmός, όλλό δυνατός, γύρω
στό τριόντα πέντε. Δέν έτυχε νό πεί μέ τί όσχολείται, όλ­
λό στό μαγαζί πού τόν εΙδαν εΙπαν πώς φαίνεται σκληρό
καρύδι.
Ό Τσέσνι ήταν �νας νευρώδης δντρας μέ δυνατό
ι')λιοκαμένα χέρια. Ήταν τόσο σκληρός δσο �να μαστίγιο
καΙ τό μότια του έμοιαζαν μέ σκληρό ότσόλι . uOTav πρω­
τοπηγε σ' έκείνα τό μέρη, έξόπλισε τό ρόντσο του, δσο
καλύτερα μπορού σε, φέρνοντας μερικό ζώα πού στήν
όρχή τό περιποιόταν τόσο πολύ σόν νό ήταν νεογέννη­
τα. Ήταν καλός δνθρωπος καί καλός γείτονας, όλλό δέν
ίιποχωρούσε εΟκολα. 'Ι σχυρογνώμων καί πρώτος παν-

15
τού . Ήταν ό πρώτος πού Ιφτασε στό ρόντσο τού Νήλ δ­
ταν εΊχε ξεσπόσει μιό μεγόλη φωτιό.
Άμέσως μετό τόν Τσέσνι εΙχε Ιρθει ό Κίμελ, όδη­
γώντας τό κόρο του, όνυπόμονος νό καλλιεργήσει τή γη
καΙ νό φτιόξει τό δικό του ρόντσο. Πέρσι πού ό Χόρντιν
εlχε σπόσει τό πόδι του καί δέν μπορού σε νό περπατή­
σει, ό Κίμελ εΙχε φροντlσει τό ζώα του κι δς ήταν ό χει­
μώνας βαρύς κι Ικανε τόσο κόπο καθημερινό νό φτό σε ι
τό ρόντσο τού Χόρντιν.
Ό Τσέσνι καΙ ό Τζόνι Γουέμπ, τόν όποίο εΙχε σκοτώ­
σει ό KiΊλOK, εΙχαν κόνει μαζί γιό �να διόστημα στό βου­
νό Σκουόου. 'Ε κεί εΙχαν μαζέψει δγρια ζώα, κι δταν ό
Τσέσνι όδήγησε τό μικρό του κοπόδι σ' αύτό τό μέρη, ό
Τζόνι τόν όκολούθησε κι έγκαταστόθηκε έκεί μόνι μα.
Ό Τζόνι Γουέμπ ήταν πολύ πανού ργος δντρας, μό δ­
λοι τόν συμπαθού σαν Ιτσι δπως ήταν. Γελού σε πολύ, l­
κανε συνέχεια φόρσες καΙ δέν τό 'χε σέ τίποτα νό σκό­
σει �να δλογο, Ιτσι γιό πλόκα. Ήταν πολύ γρήγορος στό
πιστόλι καί κανείς δέν τού παρόβγαινε.
'Όταν ό Ν ήλ Ιφτασε σ' έκείνα τό μέρη, όμέσως συ­
νειδητοποίησε μέ τί κοινωνία εΊχε νό κόνε ι, γΙ' αυτό
φρόντισε όμέσως νό πιόσει γερές φιλίες. Δέν ήξερε
πολλό πρόγματα όκόμα γιό τή Δύση γιατί στήν πατρίδα
του, στό Όχόιο, ήταν �νας φιλήσυχος όγρότης. Γρήγορα
δμως Ιμαθε πολλό. 'Όταν τόν προσκόλΈσαν νό όκολου­
θήσει τό όπόσπασμα �ξερε τί Ικανε κι αlαθανόταν �να
πραγματικό μέλος. Ήταν τιμή γι' αύτόν νό Ιχει δΙπλα του
τέτοιους δντρες.
Ό Ν ήλ όκολουθούσε έπίμονα μέ τό μότια του τό Τχνη
τού όλόγου τού κηλοκ κι Ινιωθε �να παρόξενο συναl­
σθημα συνειδητοποιώντας δτι Τσως σύντομα σκοτωνό-

16
ταν ό καβαλόρης αύτού τού όλόγου . Ίσως πόλι τό δικό
του χέρι περνού σε τή θηλιό γύρω όπό τόν λαιμό τού άν­
τρα πού κυνηγού σαν.
Π οτέ του δέν εΙχε σκοτώσει - ούτε καΙ Ίνδιόνο όκό­
μα - καΙ ποτέ του δέν εΤχε δεί σκοτωμ ένο. ·'σως νό η­
ταν ό μόνος ποίι δέν εΙχε τέτοιου εΤδους έμπειρΙα όνό με­
σα στοίις άντρες τού όποσπόσματος.
Τώρα πιό ό Τζόνι Γουέμπ δέν ύπηρχε, ούτε τό γέλιο του
καΙ τό όστεία του ποίι lδιναν κέφι γιό δουλειό στό ρόν­
τσο. Ό Ν ήλ αlσθόνθη κε lvoXa ποίι ποτέ δέν εΊχε συμ­
παθήσει πραγματικό τόν Τζόνι, lδΙως στήν όρχή δταν εΤ­
χε πρωτοέρθει σ' έκείνα τό μέρη. Μόνο δταν μπήκε
στήν παρέα τού Τσέσνι, ό Τζόνι κατόλαβε πώς ό Ν ήλ
δέν ηταν όπ' αύτοίις ποίι τοίις άρεσαν ΟΙ καβγόδες. Μ ε­
τό όπ' αύτό ό Ν ήλ καΙ ό Τζόνι δέν τό πήγαιναν καΙ πολίι
άσχημα.
Θό πρέπει νό ηταν πολύ προκλητι κός ό Τζόνι μέ τό δ­
πλο του, σκέφτη κε ό Ν ήλ, όλλό δέν τού άξιζε νό τή φόει
καΙ στήν πλότη Ι
- Π ροχωρεί μέ τό πόδια, όδηγώντας τό άλογό του,
φώναξε ό Τσέσνι ξαφνικό.
- ·Εχει πολίι μυαλό, εΙπε ό Χόρντιν. Μού φαΙνεται
πώς θό μάς ταλαιπωρήσει πολίι μέχρι νό τόν πιόσουμε.
- ·'σως νό κουτσόθη κε τό άλογό του, εΊπε ό Μακόλ­
πιν.
- Δέν νομlζω νό συμβαΙνει κότι τέτοιο, εΙπε κόποιος
άλλος. Μ άλλον ό κηλοκ εΙναι παμπόνηρος.
·Αφη σαν πΙσω τους �να μ Ιλι, καΙ μετό άλλο �να.
'Αφού πέρασαν όργό δλη έκεΙνη τήν όμμώδη lκταση, l­
φτασαν σέ μιό κατόξερη πεδιόδα ποίι ι'ι καυτή άμμος της
τοίις τσουροίιφλιζε όπελπιστικό. Ό Χόρντιν lδειξε δυό

17
στΙγματα όπό σταγόνες πόνω στήν κρούστα της δμμου.
- Νερό ! ξεφώνισε.
- Θό πρέπει νό διψόει πολύ, εΤπε ό Νήλ. Καλό θό
κόνει νό προσέχει δταν πΙνει.
- 8όζω στο!χημα δτι σκούπιζε τό ρουθούνια τού
όλόγου του, εΤπε ό Τσέσνι . 'Όταν r'ι δμμος κολλήσει στό
ρουθούνια τού όλόγου, μπορεί νό πνιγεί καθώς όνα­
πνέει τρέχοντας.
Ό δντρας πού κυνηγού σαν δέν lTpeXE βέβαια μέ τό
δλογό του, όλλό δν τόν πλησΙαζαν θό όναγκαζόταν νό
τρέξει. Ό Νήλ σκούπισε τό φρύδια του κα! τό καπέλο
του όπό μέσα πού ηταν μού σκεμα όπ' τόν Ιδρώτα. Τότε
όκριβώς θυμήθηκε τή γυναlκα του καΙ τό γόλα πού συ­
νήθιζε νό βόζει σέ μιό πέτρινη κανότα στό πηγόδι νό
κρυώσει. Τώρα θό πρέπει νό 'τανε δ,ΤΙ lnPEne.
Ξαφνι κό κο!ταξε τόν �λιo. Π ρΙν λΙγο ηταν όριστερό
τους κα! τώρα εΤχε βρεθεί δεξιό. Σκέφτηκε πώς αύτό lYI­
νε γιατί r'ι στροφή πού πήρανε όπό τό μονοπότι ήταν πο­
λύ όπότομ η . Ό Χόρντιν μπροστό, lβρισε έκνευρισμέ­
νος.
'Ακολουθώντας τον, βρέθηκαν σέ �να δνοιγμα σό
χαντόκι. Φαινόταν καθαρό δτι ό κηλοκ εΙχε δέσει τό
δλογό του έκεί προηγο υ μένως, ΛΙγο πιό πέρα, σ' �να
βρόχο, κότι σόν δσπρο χαρτ! κουνιόταν.
Ό Τσέσνι κατηφόρισε πρός τό έκεί νό τό πόρει κα!
τόν δκουσαν νό βλαστημόει ξανό. Σέ λΙγο έπέστρεψε κι
lδωσε τό χαρτ! στόν Χόρντιν. "Ε μοιαζε μέ χαρτί κομμέ­
νο όπ' αύτό τό βιβλία πού κρατάνε τούς λογαριασμούς
τους ΟΙ μαγαζότορες, κι έπόνω lγραφε:
«Τόν σκότωσσ τlμια. 'Έξι δντρες δέν εΤνσι άρκετοl.
Πηγαlνετε νά φέρετε κι δΜους. ΟΙ γκριζομάλληδες κα-

18
Λύτερα νά μήν άναΛαμβάνουν τέτοιες δύσκοΛες άποστο­
Λές παρά νά σφίξουν τά Λουριά τών άΛόγων τους καί νά
καθίσουν στ' αύγά τους».
Τό αημεΙωμα δέν εlχε ύπογραφή.
- Τό παλιοτόμαρο ! εΙπε έξαγριωμένος ό Σόρτ. ΣΙ­
γου ρα θό μας τήν Ιχει στήσει λίγο πιό κότω.
Ό Ν ήλ, μέ τό πρόσωπό του κατακόκκινο όπό θυ μό,
Ισφιξε τό λου ρl της σέλας τού όλόγου του . Δέν φόνηκε
νό τόν προσέχει κανεΙς. 'Όλοι αΙσθόνονταν τό Τδιο ντρο­
πιασμένοι. Αύτό τό σημεΙωμα δν καΙ εΙχε πρόθεση νό
τούς βοηθήσει, τούς ντρόπιασε. ΕΊχαν έξαγριωθεί, όλλό
καΙ φοβηθεί ταυτόχρονα. ΕΊχαν τήν έντύπωση πώς ό δν­
τρας πού κυνηγού σαν τούς παρακολουθούσε κρυ μμένος
κόπου έκεί κοντό, καΙ μπορού σε εύ κολα νό σκοτώσει Ι­
ναν ι'i περισσότερους, πρΙν καταφέρουν νό όντεπιτε­
θούν ι'i νό ζητήσουν καταφύγιο.
Ό κηλοκ Ιπαιζε μαζl τους καΙ αύτό δέν τούς δρεσε
καθόλου. Ή όξιοπρέπειό τους ε1χε θιγεί καΙ πόνω όπ' δ­
λα αύτός ό δντρας τούς εΙχε κόνει νό αΙσθόνονται μηδα­
μινοΙ κι όνήμποροι. Ήταν σΙγουροι πιό δη ό κηλοκ ήταν
κόπου έκεί τριγύρω.
- 'Ακούς έκεί, τόν σκότωσε τΙμιαl εΙπε έκνευρισμέ­
νος ό Μακόλπιν. 'Ακριβώς στήν πλότη τόν κτύπησε !
Π ροχώρησαν όλλό μέ περι σ9ότερη προσοχή αύτή τή
φορό. Τό θήραμό τους εΊχε κόνει στροφή καΙ τούς εΊχε
όφήσει νό προσπερόσουν. Μ έχρι έκεΙνη τή στιγμή ήταν
διώκτες. Τώρα αΙσθόνονταν διωκόμενοι .
Σκόπιμα, ό δντρας πού κυνηγούσαν χρησι μοποιούσε
κόθε κόλπο πού θό μπορού σε νό κόνει τήν καταδίωξή
του όκόμα πιό δύσκολη. Τό σημεΙωμα έκείνο εΙχε σκοπό
νό τούς καθυστερήσει δσο τό δυνατόν πιό πολύ. Δηλα-

19
δή, θό έπρεπε νά σταματάνε κάθε λίγο, νά περι κυκλώ­
νουν κόθε μέρος δπου θά μπορού σε νά τούς εΤχε στήσει
ένέδρα καί γενικό οΙ κινήσεις τους νά εΤναι πολύ προσε­
κτικές. Μά κάθε φορό δλες αύτές οΙ προφυλάξεις δέν εΊ­
χαν κανένα όποτέλεσμα. Πού fjξεραν δμως όν δέν τούς
έρχόταν ξαφνικά μιά σφαίρα;
Τώρα τό μονοπάτι τούς όδηγούσε στόν πυθ μένα μιας
τερόστιας γούβας δπου δέν έφταναν οΙ σποραδικ ές δυ­
νατές πνοές τού όνέμου. Ήταν σάν Ινας φού ρνος πού ό
πυθμένας καί τά τοιχώματό του όνόδυαν όνελέητη ζέ­
στη. Τούς φαινόταν δτι περνού σαν όνάμεσα όπό φλόγες
πού τούς καψάλιζαν καί τούς έκαιγαν. Τά μ άτια τους
έτσουζαν όπό τό όλότι τού Ιδρώτα καί ι'ι φαγούρα ηταν
έντονη στά σημεία πού ι'ι σκόνη εΤχε κολλή σει καί εΤχε
γίνει σκληρή μάζα. Συνεχίζοντας τήν πορεία τους, ό
Χάρντιν μελετούσε κι έλεγχε τά τοιχώματα προσεχτικά,
ψάχνοντας γιά ίχνη τού θηράματός τους.
Ξαφνικά ι'ι γού βα πηρε τό σχημα ένός τερόστιου έπί­
πεδου πλατώματος πού όδηγού σε σέ μιό ξερή λίμνη, ό­
σπρη όπό τά δλατα. uEva λεmό στρώμα στόσιμου νερού
γεμότο δλατα σκέπαζε τό κέντρο της λίμνης.
Ό κ ηλοκ εlχε περάσει τό όλογό του μ έσα όπό τό λι­
γοστό νερό της λίμνης καί τό ίχνη του φαίνονταν όκόμα
καθαρά. σι όντρες τού όποσπάσματος κοίταξαν γιά λίγο
τά ίχνη όνοιγοκλείνοντας τό μότια τους μέσα στό όποία
έτρεχε Ιδρώτας.
- Δέν μπορεί νό διέσχισε τή λίμνη, παρατήρησε ό
Χάρντιν. Τό κέντρο της θό πρέπει νό εlναι πολύ βαθύ κι
όν προσπαθούσε νά περάσει όπό κεί θά βούλιαζε.
Ή όμόδα χωρίστηκε. σι τρείς όπ' αύτούς όρχι σαν νά
κάνουν τόν κύκλο της λίμνης όναζητώντας Τχνη. Δέν εΤ-

20
χαν όπομακρυνθεί ούτε έκατό μέτρα δταν ό Ν ήλ γύρισε
πίσω καΙ εΙδε τόν Τσέσνl μέ σηκωμένα τό χέρια νό τούς
φωνόζεl νό γυρlσουν πlσω. ΕΤχε βρεί όπό πιό σημείο της
λlμνης ε/χε στρlψεl ό δντρας πού καταδίωκαν.
Τό κόλπο ήταν πολύ όπλό όλλό εΙχε σκοπό νό όργο­
πορή σεl τό όπόσπασμα καΙ νό κερδlσεl χρόνο ό κατα­
διωκόμενος. Ό θυμός τού Ν ήλ ξαναφούντωσε. Τού κη­
λοκ τού δρεσε νό παlζεl μαζί τους.
Στήν όρχή ό Ν ήλ εΤχε έλπίσεl δη αύτή r'ι l στορlα θό
τέλειωνε πολύ γρήγορα καΙ πώς τό βρόδυ θό ήταν στό
ρόντσο του. Καθώς δμως περνού σαν οΙ ώρες r'ι κατα­
δίωξη γινόταν δλο καί πιό δύσκολη. ΟΙ ώρες περνούσαν
κι tπρεπε νό κατασκηνώσουν κόπου. Μό όκόμα καί τό
πού καί πότε θό κατασκήνωναν έξαρηόταν όπό τόν δν­
θρωπο πού κυνηγού σαν. ' Ε κείνος "'ξερε πώς νό κινηθεί
καί πού νό τραξήξεl, ένώ αύτοl δέν μπορούσαν ποτέ νό
μαντέψουν τίς κινήσεις του . Ήταν όλοφόνερο πώς ό κη­
λοκ έπεδlωκε νό τούς όποθαρρύνεl. Σκόπιμα, διόλεγε τό
πιό κακοτρόχαλα, δύσκολα μονοπότια πού όδηγούσαν
σέ όνώμαλες κι έπικίνδυνες περιοχές.
Ή γραμμή όπό τό fχνη τών όπλών τού όλόγου τού
κηλοκ, tστριβε όπότομα πρός τό όριστερό καί συνέχιζε
όνόμεσα στούς πυ κνούς θόμνους, πρός τήν όπότομ η
πλαγιό τού βουνού.
- Πού στό διόβολο πηγαlνεl ; ξεστόμισε ό Τσέσνl
ένοχλημένα. Δέν καταλαβαlνω τlποτα.
Κανείς δέν τού όπόντησε. Ό �νας πlσω ΟΟό τόν δλ­
λον συνέχισαν τό δρόμο τους μέ φανερό τό σημόδια της
κόπωσης. Ξαφνικό ό ΚΙμελ, πού ήταν τώρα μπροστό,
σταμότησε. Λlγο πιό πέρα μ ιό λεπτή γραμμή νερού tπε­
φτε όπό τούς βρόχους μέσα σέ μιό γούβα μέ πέτρες γύ-

21
ρω - γύρω.
'Ο ΚΙμελ κατέβηκε στόν πυθμένα της γού βας καΙ ΟΙ
δλλοι τόν όκολούθηααν.
- θό πιώ λιγόκι, εΙπε ό ΚΙμελ.
ΚαΙ δεΙχνοντας τή μικρή τεχνητή γούρνα πού δη-
μιουργούσαν ΟΙ πέτρες, πρόσθεσε:
- Κόποιος τήν �xει φτιόξει πρόσφατα.
' Ο Χόρντιν �ψαxνε τριγύρω γιό Τχνη.
- ΣΙγου ρα αύτός τήν �φτιαξε, εΙπε. Άναρωτιέμαι
πώς τό κατόφερε.
- Μού φαΙνεται πώς ξέρει πολύ καλό αύτό τό μέρη,
εΙπε ό Σόρτ.
'Ο Χόρντιν κρυφογέλασε, τό μότια του πηραν μιό πα­
ρόξενη �Kφραση καΙ εΙπε:
- Μπλέξαμε μέ τσακόλι ! Τώρα πιό ξέρουμε πώς τό νό
πιεί �νας δντρας μέ τό δλογό του νερό δέν εΙναι χόσιμο
χρόνου . Τό νό πιούν δμως �ξι δλογα κι �ξι δντρες εlναι,
καΙ πολύ μόλιστα. Ποιός ξέρει πόσην ώρα θό κόνει νό
ξαναγεμΙσει ι'ι γούρνα.
- Ξέρει πολλό κόλπα, εΙπε ό ΚΙμελ.
- Νομlζεις πώς θό τολμή σει νό δώσει μόχη μαζl
μας; ρώτησε ό Μακόλπιν.
- 'Οπωσδήποτε ! εΤπε ό Τσέσνι . Δέν θό διστόσει νό
δώσει μόχη, πιστεύω.
'Ο Χόρντιν τού �ριξε μιό ματιό καί ρώτησε �ρεμα:
- Βγόζεις τό Τδιο συμπέρασμα πού βγόζω κι έγώ;
-Αν ναΙ. τότε καταλαβαΙνεις τί μας περιμένεΙ.
'Ο Ν ήλ σόλιωσε τό ξερό του χεΙλια καΙ κοlταξε καΙ
τού ς δυό. Ήταν �Kδηλη ι'ι όλλαγή της �Kφρασης στό
πρόσωπό τους καΙ τότε �νιωσε νό παγώνει όπό τόν φό­
βο του .

22
Αύτός ό κηλοκ ήταν πολύ σίγουρος γιά τόν έαυτό
του . "Οχι μόνο τούς εΙχε πεί πώς είχε σκοτώσει τίμια, όλ­
λά τούς εΙχε προειδοποιήσει νά πάρουν τά μέτρα τους.
Τό γεγονός καΙ μόνο δτι τούς εΙχε τού χεριού του, τόσο
κοντά πού ήταν, τούς lKaVE νά σκέφτονται δτι θά μπο­
ρούσε νά τούς εΙχε ι'\δη σκοτώσει. Θά μπορούσε νά
τούς εΙχε σκοτώσει σάν τό ψάρι μές aτή γυάλα όλλά πε­
ρΙμενε νά βρεί τό κατάλληλο μέρος.
·0 Ν ήλ δέν ήταν δειλός, όλλά μόλις σκέφτηκε τή γυ­
ναΙκα του, μόνη aτό ράντσο, ρίγησε. "ίσως νά πέθαινε
σήμερα καΙ ι'ι γυναίκα του δέν θά μπορούσε νά τά κατα­
φέρει μόνη της. Θά 'πρεπε νά παρατήσει τό ράντσο τους
καί δ,ΤΙ άλλο ε1χαν σχεδιάσει μαζΙ. Θά όναγκαζόταν νά
γυρίσει πΙσω aτούς γονείς της καί γιά νά έξοικονομήσει
τά χρήματα γιά τό ταξΙδι θά τά πούλαγε δλα.
Τό φώς της μέρας άρχισε νά φεύγει σιγά - σιγά κι ό t'ι­
λιος ιΊπλωσε τίς τελευταίες θαμπές όχτΙδες του στήν l­
ρημο. Μές aτήν όπόλυτη ι'ισυχία της έρήμου Ινα όρτύκι
όKoύaτηKε κι Ινα άλλο κάπου δεξιά τους όπάντησε aτό
κάλεσμα τού πρώτου .
«Θά μπορούσαμε ν ά τά παρατήσουμε πρίν είναι όρ­
γά», σκέφτηκε ό Ν ήλ.
Δέν τόλμησε δμως νά φανερώσει τή σκέψη του όλλά
ούτε καί ΟΙ άλλοι θά lKavav κάτι τέτοιο άν σκέφτονταν
τό ίδιο. Κάτι πού ε"lχαν όρχΙσει lnPEnE νά τό τελειώ­
σουν. Ό νόμος δέν πρέπει νά χλευάζεται καί ό παράνο­
μος πρέπει νά πληρώνει γιά τΙς παρανομίες του .
- Ιάν ν ά μ α ς lXEI δέσει μέ λάσο καΙ δ έ ν μπορούμε
νά ξεφύγου με, παραπονέθηκε ό Τσέσνι.
'Από τήν όρχή ό καταζητούμενος τούς lKaVE δ,ΤΙ ι'\θε­
λε. Τούς όδηγούσε δπου ι'\θελε αύτός. ··Ενας κοινός κα-

23
ταζητούμενος σκέπτεται πώς νό ξεφύγει κι όχι πώς νό
βοηθήσει τό όπόσπασμα νά τόν πιάσει γρηγορότερα.
Λογικά Ιπρεπε νά τρέξει νά σωθεί καί νά ψάξει γιά καμιό
τρύπα νό κρυφτεί. Αύτός δμως δέν νοιαζόταν γιά τέτοια.
Φαινόταν νά ξέρει καλό τήν Ιρημο καΙ προχωρούσε μέ
τό πάσο του. 'Όταν "'θελε νά κερδίσει λΙγο χρόνο, τόν
κέρδιζε μέ τά παμπόνηρα κόλπα του.
Σ' δλους πέρασε όπό τό μυαλό μ ιά όνατριχιαστ ική
σκέψη: 'Αργά ι'\ γρήγορα θά όδηγούσε τή λεία του στό
μέρος πού βολευόταν καλύτερα καί μετά τΙ τούς περ ίμε­
νε ; Π όσους θά σκότωνε;
Ή περηφάνια τους δμως καί ό λόγος πού τούς κουβά­
λησε έδώ κατανίκησε τόν φόβο. "Επρεπε νά πληρ ώσει
τό κάθαρμα γιά τό φόνο τού Τζόνι.
Ή σκέψη τού Ν ήλ ξαναγύρισε στή γυναΙκα του. Τώρα
θό πρέπει νό τάιζε τό μωρό τους καί νά όναρωτιέται πού
νά ή ταν ό άντρας της τέτοια ώρα. Τό φαγητό του θά τόν
περίμενε στό τραπέζι ζεστό. Κανείς τους δέν πίστευε
πώς θά ή ταν τόσο δύσκολο νά πιάσουν αύτόν τόν άν­
τρα. Τό πολύ - πολύ νά πέφτανε καΙ μερικές πιστολιές.
Μ ελαγχολι κό, ό Ν ήλ άρχισε νά συνειδητοποιεί δτι τό
λιγότερο δ ιάστημα πού θά ' κανε νά γυρΙσει στό σπίτι
τ ου, θά 'τανε μιά βδομάδα - άν γύριζε, βέβαια τελικά.

24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τό μονοπότι πού όκολουθούσαν διέσχιζε τούς δια­
βρωμένους πρόποδες ένός βουνού πού ήταν γεμότοl
όπό θαμνώδεις κέδρους. Ήταν tva παρόξενο, όνώμαλο
βουνό καί πόνω του όπλώνονταν τερόστια δόχτυλα μαύ­
ρης ξερής λόβας πού κατέληγαν στή λίμνη πού εΙχαν πε­
ρόσεl πρΙν λlγο. Μπροστό τους φόνηκε tva πετρώδες ύ­
ψωμα μέ κόθετες πλευ ρές.
·0 κηλοκ δέν βιαζόταν καί ταξίδευε σόν Ίνδιόνος,
διαλέγοντας τήν πιό μακρινή διαδρομή δν αυτή δέν δυ­
σκόλευε τό δλογό του. Ό καθένας όπό τούς διώκτες του
όνησυχούσε πολύ γιό τό τί δλλο θό τούς σκόρωνε στή
συνέχεια. τι ήταν δραγε έ κείνο πού έ κανε αυτόν τόν δν­
τρα τόσο σίγουρο γιό τόν έαυτό του;
Ό ΤσέOVI όνέβηκε μέ τό δλογο στό πετρώδες ύψωμα
καί ξεκαβόλησε νό ξεκουραστεί τό ζώο. Μαζεύτηκαν δ­
λοl γύρω του κι δρχισαν νό έξετόζουν τήν περιοχή. Ή­
ταν δλοl τους δουλευτές καί ΟΙ όνόγκες τού ρόντσου καί
τών ζωντανών τούς κρατούσαν έκεί, καί ποτέ δέν τούς
εΙχε δοθεί ι'ι ευκαιρία νό ταξιδέψουν πιό πέρα. Κανείς
τους δέν εΙχε φτόσεl δλλοτε τόσο μακριό.

25
- τι νό 'χει στό μυαλό του, Χόρντιν, ρώτησε ό
Τσέσνι. 'Απ' δ,ΤΙ βλέπω δέν ύπόρχει κανένα μέρος νό
κρυφτεί.
- Δέν μπορεί νό τραβήξει δυτικό, εΤπε ό Χόρντιν κι
όφού ξέπλυνε τό στόμα του μέ μ ιό μεγόλη ρουφηξιό όπό
νερό, τήν κατόπιε. Τό φαρόγγι εΤναι όρκετό μα κριό καΙ
θό χρειαζόταν φτερό νό φτόσει μέχρι έ κεί.
- Έ μείς μπορεί νό νομlζουμε πώς δέν ύπόρχει τΙπο­
τα έ κεί πόνω, αύτός δμως κότι παραπόνω θό ξέρει, συ­
νέχισε ό Χόρντιν καΙ κρέμασε προσεχτικό τό παγούρι
του στό μπροστινό μέρος της σέλας. Μπλέξαμε μέ τσα­
κόλι καΙ δέν θό ξεμπλέξουμε εύκολα.
- Ποιός τό 'πε πώς δέν θό ξεμπλέξουμε εύκολα, διό­
βολε; εΤπε ό Τσέσνι κατακόκκινος όπό τόν θυμό του. -Αν
δέν τόν δώ έγώ κρεμασμένο δέν ξαναγυρνόω στή
φρηντομ.
Ό Τσέσνι δέν όστε ιευόταν καΙ ιΊ όργή του ήταν όλο­
φόνερη στό τραχύ πρόσωπό του. ·0 καλύτερός του φl­
λος ήταν νεκρός καΙ ό κηλοκ έπρεπε νό πληρώσει γι' αύ­
τό.
Ό Ν ήλ αΙσθανόταν μπερδεμένος. -Ηξερε πολύ καλό
τήν όναγκαιότητα τού νόμου καΙ της τόξης καΙ τό δτι δν
δέν ύπηρχε έπΙσημος νόμος ΟΙ Ιδιοι ΟΙ πολlτες ήταν
ύπεύθυνοι γιό τΙς πρόξεις τους. Σκέφτηκε πώς πρόγματι
αύτό έλεγε ιΊ λογική, όλλό δέν τόν ένθουσlαζε καΙ πολύ
ιΊ δμεση κατόσταση πού όντιμετώπιζαν. VΟπως πολλοl
δλλοι δντρες, έτσι κι αύτός προτιμούσε νό κοιτόζει τή
δουλειό του, νό τρώε ι τό βρόδυ δΙπλα στή γυναlκα του,
νό όπολαμβόνει τΙς ώραΤες μυρωδιές της κουζlνας, νό αl­
σθόνεται τή γλυκιό ιΊρεμΙα πού πρόσφεραν τό βρόδια
στό σπιτικό του καΙ νό πηγαΙνει έπιτέλους γιό ύπνο στό

28 .
μαλακό καΙ ζεστό του κρεβότι.
ΑΙσθανόταν μειονεκτικό καΙ ζήλευε κόπως τούς δλ­
λους πού Ιδειχναν τόσο όφοσιωμένοι καΙ παθιασμένοι
στό Ιργο τους.
ΧωρΙς όμφιβολlα, κανένας δέν Ινιωθε νό εΙναι όσφα­
λής ιΊ ζωή του ι'\ τό ύπόρχοντό του δν δέν τούς κόλυπτε
Ινας αύστηρός νόμος. Ντροπιασμένος σκέφτηκε πώς ό
Τδιος θέλησε νό όκολουθήσει τούς δλλους. όλλό μέχρι
τώρα ήταν έντελώς όμέτοχος στήν όλη ύπόθεση. ΕΙχε
φτόσει ιΊ στιγμή πού Ιπρεπε νό έκλέξουν μεταξύ τους Ι­
ναν όρχηγό.
Πόνω στήν κορυφή τού πετρώδους ύψώματος είχαν
μεΙνει δσπρα σημόδια όπό τΙς όπλές ένός όλόγου, π�ύ
όπωσδήποτε ήταν τού κηλοκ, όλλό τούς πηρε πόνω από
μισή ώρα νό βρούν όπό ποιό μεριό τού βρόχου εΙχε φύ­
γει ό δνθρωπός τους.
- Τού πηρε έλόχιστη ώρα νό μδς μπερδέψει μέ τό Τ­
χνη πού δφησε καΙ κέρδισε πολύ χρόνο πόλι, εΙπε ό
Χόρντιν καθώς δρχισαν νό κατεβαΙνουν όπό τό πετρώ­
δες ύψωμα. -Αν όκολουθήσει αύτή τήν τακτική συνέχεια
δέν θό χρειαστεί νό τρέξει καθόλου.
Χαμηλό δρχισε νό σκοτεινιόζει καΙ ό ούρανός γέμι σε
όπό όλα τό ύπαρκτό χρώματα. ·Εκεί πού βρΙσκονταν ή­
ταν μιό γωνιό της γνωστης έρήμου Πέιντιντ. 'Αφαύ
διέσχισαν Ινα πλατύ κοlλωμα, Ιφτασαν σέ μιό Ιρημο μέ
σχεδόν ότέλειωτους όμμόλοφους. Πιό πέρα, μυτεραί
βρόχοι ύψώνονταν κόθετα πρός τόν ούρανό καΙ μιό μέ­
σσ φόνταζε έπιβληTlκό, όρκετές έκατοντόδες μέτρα πό­
νω όπό τήν έρημο.
- Βμαστε τυχεροl πού δέν μδς Ιχει στήσει καμΙα
ένέδρα όκόμα, εΙπε ό Χόρντιν. θό μδς εΙχε σκοτώσει

27
σάν μ ύγες.
Δέν πρόλαβε νά τελειώσει τά λόγια του καί μιά σφαί­
ρα σφύ ριξε θυμωμένη σχίζοντας τόν άέρα, κάνοντάς
τους νά τρέξουν όλοι ξαφνιασμένοι νά καλυφτούν.
Ό Σόρτ γλίστρησε άπό τή σέλα του καί σύρθη κε μέ­
χρι �να λοφίσκο άπό δμμο. Τό δλογό του στάθηκε έκεί
πού τό εΙχε άφήσεl τό άφεντlκό του, κοιτάζοντας άδιά­
φορα μπροστά του. Ξαφνικά άναπήδησε τρομα γμένο
καθώς μιά δλλη σφαίρα κομμάτιασε ξανά τή νεκρι κή
σιωπή.
- "Αν μού σκότωσε τό δλογο θά τόν ... γρύλισε ό
Σόρτ κι δρχισε νά βλαστημάει.
Τό δλογο κουνιόταν νευρικά πάνω στήν δμμο καί ό
Σόρτ είδε μέ άνήμπορη λύσσα ότι άπό τό παγούρι πού η ­
ταν κρεμασμένο στή σέλα του δρχισε νά τρέχει �να αύ­
λόκι όπό νερό.
ΟΙ δντρες τού όποσπάσματος έψαξαν μέ τό βλέμ μα
τους όλους τούς λοφίσκους, όλλά τίποτα δέν κουνιόταν,
δέν φαινόταν κανένα ίχνος ζωής. Ό "λιος πού έδυε έπε­
σε γεμάτος πάνω στά μάτια τους. Τό μονοπάτι τούς εlχε
όδηγήσεl γύ ρω άπό �ναν άμμόλοφο καί r'ι σφαίρα είχε
έρθει άπό πίσω τους. ΕΙχε κάνει στροφή καί είχε βρεθεί
όπό πίσω τους ι'\ εΙχε σταθεί κόπου καί τούς περίμενε
μέχρι πού τόν προσπέρασαν;
Τό νερό άπό τό παγούρι εΙχε όδειάσεl σχεδόν όλο καί
τώρα έσταζαν όργά - όργά ΟΙ τελευταίες σταγόνες. Ή ί­
δια σφαίρα θά μπορούσε νά εΙχε κάνει τήν ίδια ζημ ιά
στό κεφάλι κάποιου όπό τούς δντρες τού άποσπάσμα­
τος.
UΟλοl τους όρχι σαν νά σκέπτονται τί νά σήμαινε όρα­
γε τό τρύπημα τού παγουριού. ΕΙχαν γεμίσει τά παγού-

28
ρια τους στήν πηγή, καΙ είχαν όρκετό νερό. Μό ό δντρας
πού κυνηγούσαν f\ξερε πού πήγαιναν - ι'j μδλλον πού
τούς όδηγούσε - καΙ όπωσδήποτε θό είχε κόποιο λόγο
νό τούς στερήσει ένα παγούρι νερό.
'Ακόμα ηταν πεσμένοι έκεί πού είχαν ριχτεί στήν όρ­
χή, καΙ περlμεναν. wEKave τρομερή ζέστη, όλλό ι'ι σκιό
τών όμμ6λοφων πρόσφερε λlγη δροσιό στούς ταλαιπω­
ρημ�νoυς δντρες.
- wEXEI φύγει όπό ώρα, είπε ό Μακόλπιν, σπόζοντας
τή σιωπή.
Κανείς δέν έδειξε διόθεση νό κόνει κανένα δλλο σχό­
λιο. Λfγες στιγμές όργότερα ό Μ ακόλπιν έβγαλε όποφα­
σιστικό·τό καπέλο του καΙ τό πέταξε σ' ένα βρόχο. Δέν
συνέβη όμως τίποτα. 'Όταν βαρέθηκε νό περιμένει, όνα­
σηκώθηκε καΙ δπλωσε τό χέρι του νό μαζέψει τό καπέλο
του όταν μιό σφαΙρα καρφώθηκε δΙπλα του σφυρίζοντας
σόν θυμωμένη σφήκα. Ήταν κι αύτό ένα μήνυμα ότι ό
κηλοκ ηταν όκόμα έκεί καΙ δέν ξεγελιόταν μέ κότι τέτοια
κόλπα.
Τό δλογό τους μ ισοκοιμόντουσταν στόν �λιo. 'Από
κότω τους ι'ι δμμος έκαιγε όνυπόφορα. Ό Ν ήλ αΙσθανό­
ταν πολύ κουρασμένος καί δέχτηκε μέ εύχαρίστηση τήν
όναγκαστική όνόπαυση πού τούς έπέβαλε ό κηλοκ. ΕΙχε
βολέψει τό σώμα του κατό μ ήκος μιδς λεmης λωρίδας Τ­
σκιου καί προσπαθούσε νό ι'ιρεμήσει.
Μ ετό όπ6 μισή ώρα, ό Χόρντιν όναδεύτηκε κι δ ρχισε
νό σέρνεται κόνοντας μιό προσπόθεια νό έλέγξει τούς
γύρω όμμόλοφους. 'Εξαφανίστηκε όπό μπροστό τους κι
όφού έλειψε όρκετή ώρα, μιό μακρόσυρτη κραυγή έ κα­
νε τόν Νήλ νό πεταχτεί έκεί πού τ6ν έπαιρνε ό Οπνος. Εί­
δε τόν Χόρντιν νό στέκεται έκεί πού είχαν πέσει ΟΙ πρώ-

29
τες σφαίρες. καΙ νό τούς κόνει νόη μα μέ τό χέρια νό πά­
νε έκεί. UΕνας - Ινας όνέβηκαν στό δλογό τους καΙ πλη­
σίασαν τόν Χόρντιν.
Πόνω σ' !να μ ικρό Οψωμα της δμμου. τρείς μπρούτζι­
νοι κόλυκες στέκονταν δρθιοι σόν στρατιωτόκια. Πιό
πέρα. Ινα τόξο σχη ματισμένο όπό πέτρες Ιδειχνε μιό
φρόση πού ήταν χαραγμένη πόνω στή σκληρή δμμο:
«'Ακολουθήστε τά Τχνη μου».
- Τό γουρούνι! Δέν θό τού βγεί σέ καλό. φώναξε ό
Τσέσνι έξαγριωμένος. πετώντας τό καπέλο του κότω.
καΙ μέ μιό δυνατή κλωτσιό Ισκαψε τό σημείο πού ήταν
γραμ μένο τό μήνυμα.
- Μάς κοροϊδεύει μού φαίνεται. εΙπε ό Σόρτ φανερό
όπογοητευμένος. θό πληρώσει ό μπόσταρδος γι' αύτό.
Ξεκίνησαν πόλι. όκολουθώντας τό χνόρια τού όλόγου
τού κηλοκ πού συνοδεύονταν όπό τόξα χαραγμένα όπό
σπασμένα κλαδιό ι'\ πέτρες.
UΟλοι τους ήταν σοβαροί δντρες πού εΙχαν όναλόβει
μιό σοβαρή όποστολή καί ι'ι έλαφρότητα δν δχι ι'ι περι­
φρόνηση πού τούς όντιμετώπιζε ό κηλοκ τούς Ιδινε στό
νεύρα. Τώρα τό θέμα δρχισε νό γίνεται πιό προσωπικό
γιό τόν καθένα. γιατί ό κηλοκ δχι μόνο τούς ξέφευγε.
όλλό τούς εΙρωνευόταν πού δέν μπορούσαν νό τόν πιό­
σουν. Τό χειρότερο όπ' όλα ηταν δη τό δλογο τού δολο­
φόνου. μέ τήν τακτική πού τηρούσε τό όφεντικό του. θό
μπορούσε νό συνεχίσει νό περπατόει γιό μέρες. δν δχι
γιό βδομόδες.
Τό τερόστιο λεκανοπέδιο φαινόταν τώρα όμυδρό πί­
σω τους. μέσα στή ρόζ όμίχλη. Ό ι'\λιος Ιδυε. όλλό δλοι
τους μπορούσαν νό διακρίνουν τό μ ήνυμα πού ηταν
γραμμένο μέ κιμωλlα πόνω σ' lva βρόχο. μέ τερόστια

30
γράμματα. uEva έπΙπεδο κομμότι κιμωλΙας πού �ταν κομ­
μένο άπό �να βράχο κιμωλΙας, �ταν άκριβώς κάτω άπό
τό μήνυμα πού Ιλεγε:
«Βρείτε καμιά ακιά γιά vΆ μή σάς χτυπήσει ό Ijλιος».
-Ετσι δπως �ταν πτώματα καΙ μέ κουρελιασμένα νεϋ­
ρα, δέν εΤχαν καμΙα διάθεση νά κάνουν κανένα σχόλιο.
ΚοΙταξαν τό μήνυμα σάν άποβλακωμένοι καΙ συνέχισαν
τήν πορεΙα τους. ΟΙ σκιές τών βράχων πάνω στήν Ιρημο
μεγάλωναν καΙ τ' δλογά τους προχωροϋσαν μετά βΙας.
Ό άέρας της έρήμου γινόταν πιό δροσερός. Ό Ν ήλ, πού
ήταν τελευταίος στή γραμμή, γύρισε καί κοίταξε πΙσω
του .
Π Ισω τους δφηναν μ ιά τερόστια Ικταση, μέ τΙς κορυ­
φές καΙ τΙς πλαγιές τών βουνών κατάχρυσες κάτω άπό
τόν �λιo πού Ιδυε καΙ τόν ούρανό γεμάτο όπό βαθυκόκ­
κινα σύννεφα. Τό ρόζ χρώμα της έρήμου πού ήταν διά­
χυτο, εΙχε σκουρύνει όρκετά, καΙ μαϋρες σκιές όπλώ­
νονταν στά όνοΙγματα τών φαραγγιών. Μακριά όπό κεί,
ι'\ γυναΙκα τοϋ Ν ήλ θά περΙμενε Ιξω στήν πόρτα μέ όγω­
νΙα. Μ ετά, όπογοητευμένη θά πήγαινε νά βάλει τροφή
στά ζωντανά, καί μετά θά έπέστρεφε στό σπΙτι νά τα1"σει
τό μωρό. Θά Ιτρωγε μόνη της ένώ όκόμα θά εΙχε καρ­
φωμένα τά μάτια της στό μονοπάτι.
Ό Ν ήλ σκέφτηκε πώς ΟΙ μέρες παραμονης τους στήν
Ιρημο θά παρατείνονταν, δγνωστο γιά πόσο καιρό όκό­
μα, καΙ ρΙγησε στήν Ιμμονη Ιδέα πού τόν βασάνιζε τε­
λευταία, δτι κανεΙς τους δέν θά ξανάβλεπε τή φρηντομ.
Ποιός ήταν αύτός ό δντρας πού προχωροϋ σε μπρο­
στά τους. τούς περιγελοϋσε καΙ σκόπιμα δέν τούς σκό­
τωνε; Πώς ήταν δυνατόν, h'ας δντρας πού εΙχε σκοτώ­
σει πισώπλατα, νά όντιδρδ lτσι;

31
Ξαφνικό, ό ΚΙμελ καί ό Μακόλπιν πού προχωρού σαν
μέ τό δλογό τους ό �νας δΙπλα στόν δλλο, σταμότησαν.
σι δλλοι πλησιόσαν καί μαζεύτηκαν γύρω τους. Μπρο­
στά τους �να τόξο σχηματισμένο άπό πέτρες Ιδειχνε ένα
κατηφορικό στενό μονοπότι πού περνούσε άνόμεσα άπό
δυό πελώριους βρόχους. θό 'λεγε κανεΙς πώς ηταν �νας
τερόστιος βρόχος σχισμένος στό δύο. Μόλις πλη σΙασαν,
�νας παγερός άέρας φύσηξε όπό μέσα καί ό φόβος τους
μεγάλωσε. -Αν προχωρούσαν μέσα στό στένεμα τών
βρόχων πού τό τοιχώματά τους εΤχαν μερικές έκατοντό­
δες μέτρα ύψος Τσως δέν θό μπορούσαν νά γυρΙσουν πΙ­
σω. Ήταν τόσο στενό πού �να δλογο δέν μπορούσε νό
στρΙψει.
Ό ΚΙμελ Ιχωσε τό χέρι του στήν τσέπη, Ιβγαλε τά
άπαραΙτητα, κι άφού Ιστριψε προσεχτικά �να τσιγάρο,
μισόκλεισε τά μάτια του γιά νά μελετήσει καλύτερα τό
στένεμα μέ τΙς άπόκρημνες πλαγιές του καί τούς έπικίν­
δυνους βράχους πού κρέμονταν άπειλητικά άπό πάνω.
Τελικά εΤπε:
- τr λές, Χάρντιν;
- Μπορεί νά μήν Ιχει άκόμα δοκιμάσει νά τό χρησι-
μοποιήσει γιά ένέδρα, άλλά σΙγουρα θά τό 'χει σκοπό,
όπάντησε ό Χάρντιν. μΕνας παλικαράς μέ δπλο καί μυαλό
σΙγου ρα μπορεί νά μός σκοτώσει μ ι6 καΙ μός κουβάλησε
έδώ πάνω.
- Δέν νομΙζω νά θέλει νά κάνει κάτι τέτοιο, εΤπε ό
Ν ήλ χωρlς νά πολυσκεφτεί καΙ οι λέξεις ι'ιχήσανε παρά­
ξενα στήν παγωμένη άτμόσφαιρα.
- τr θά πεί αύτό; γρύλισε ό Τσέσνι έπιθετικά.
- Δέν ξέρω, όπάντησε ό Νήλ.
:σ Τσέσνι τόν κοlταξε καλά - καλό, φανερά ένοχλημέ-

32
νος, άλλά ό Ν ήλ συνέχισε:
- ΕΙχε πολλές εύκαιρίες νά μας σκοτώσει, άλλά δέν
τό ' κανε. "Αν εΙχε τέτοιο σκοπό θά τό εΙχε κάνει πρό
πολλού καί δέν θά σπαταλού σε Ιτσι δσκοπα τόν καιρό
του .
"Η θελε ν ά ύποστηρίξει τήν δποψή του μέ έπιχειρήμα­
τα, άλλά προτίμησε νά μή φανερώσει τίς σκέψεις του καΙ
εΙπε άπό μέσα του : «Γιατί δραγε δέν μας σκότωσε άπό
τήν πρώτη στιγμή; Θά μπορούσε νά εΙχε σκοτώσει του­
λάχιστον μερικούς άπό μας καί νά τό 'χε σκάσει δταν
έμείς τρέχαμε νά κρυφτούμε».
Τό παγούρι πού τρύπησε μέ τή σφαίρα του ό Κήλοκ,
Ιβαλε πάλι σέ σκέψεις τόν Ν ήλ. Τό σημάδεψε άπό καμ ιά
τρακοσαριά μέτρα μακριά άλλά πέτυχε διάνα. Πώς κατά­
λαβε δραγε δτι ήταν παγούρι; Μήπως εΙχε κιάλια μαζί
του ; Σχεδόν ηταν σίγουρος γι' αύτό. Πολλοί λίγοι δντρες
εΤχαν κιάλια. Μόνο μερικοί πρώην στρατιώτες μπορεί νά
εΙχαν κρατήσει τά κιάλια τους � νό τό εΙχαν βουτήξει άπό
καμιά στρατιωτική μονάδα.
ΕΊχε τό παράξενο αrσθημα δτι ό Κήλοκ τούς κοιτούσε
κατάφατσα μέ τό κιόλια του καί μπορούσε νό διαβάζει
τΙς κινήσεις τών χειλιών τους ένώ μιλού σαν.
- Στό δ ιόβολο καΙ τό μονοπάτι, φώναξε ό Χόρντιν
ξαφνι κά κι άφού πήρε τή Γουlντσεστερ χώθηκε στό στέ­
νεμα τών βρόχων.
Δέν εΊχαν δλλη έκλογή παρό νά ά κολουθήσουν.
Άμέσως σκοτείνιασε. Ό άναβολέας τού Ν ήλ άκου μ­
πού σε τά τοιχώματα τών βρόχων κόπου - κάπου καί δέν
μπορού σε νά δεί τίποτα μπροστό � πίσω του . Μόνο δ­
ταν κοιτού σε έπόνω, μπορού σε νά διακρίνει μιά λεπτή
γραμμή άπό ούρανό καΙ καμιά φορά κανένα άστέρι νά

33
λόμπει.
Γιό μιό στιγμή φοβήθηκε μήπως όκούσει κανέναν πυ­
ροβολισμό, όλλό εύτυχώς δέν όκούστηκε τίποτα τελικό.
'Αφού προχώρησαν λίγο, κόνοντας όρκετές στροφές, �­
να γκρί φώς πρόβαλε μα κριό στό βόθος, κι ύστερα κότι
σόν �να λαμπερό όστέρι. Γρήγορα δμως κατόλαβαν πώς
δέν ήταν όστέρι όλλό μιό φωτιό.
Μόλις βγήκαν όπό τό στένεμα, σκορπίστηκαν γρήγο­
ρα, πήραν θέσεις, καί τό δπλα τους ήταν �τoιμα γιό έπί­
θεση.
Τριγύ ρω ύπήρχαν σκόρπια δέντρα καί μερικοί κοντοί
θόμνοι πού έκρυβαν τή θέα τών όντρών. Ό ΤσέΣVΙ ήταν
ό πρώτος πού έφτασε στή φωτιό καί ΟΙ βλαστήμιες του
τόραξαν τήν "συχη νύχτα.
Δίπλα όπό �να ρυόκι, μιό μικρή φωτιό έκαιγε, ένώ δί­
πλα της ύπήρχαν μερικό όκόμα ξύλα. Π ιό πέρα, �να κομ­
μότι χαρτl εΤχε λΙγο καφέ καί ζόχαρη έπόνω.
Κοίταζαν όποσβολωμένοι τή σκηνή, προσπαθώντας
νό καταπνίξουν τόν θ υ μό τους. Χωρίς όμφιβολlα τούς
περιγελούσε. Τούς φρόντιζε καΙ τούς όδηγούσε δπου ι'j­
θελε αύτός σόν νό ήταν νεογέννητα μοσχαρόκια.
- Νό μή μέ λένε Σόρτ δν δέν τόν σκοτώσω, γρύλισε
ό Σόρτ θυμωμένα.
Ό Χόρντιν δμως τό φιλοσόφησε ψύχραιμα καί εlπε:
- WJσως εΙναι καλύτερα νό κότσουμε νό πιούμε τό
καφεδόκι μας. wAλλWOΤE δέν μπορούμε νό ψόχνουμε γιό
Τχνη μές στή νύχτα!
Ό Κίμελ έβγαλε όπό τό σακΙδιό του �να κατσαρόλι
καί τό βύθισε στό ρυόκι νό γεμΙσει νερό. ΤΗταν πόντα
πρακτικός δνθρωπος καί τού δρεσε ό καφές, δλλωστε.
Ξεσέλωσαν τό δλογό τους καΙ τό έδεσαν τηό κότω νό

34
βοσκήσουν. Τό τρόφιμό τους ηταν λιγοστό γιατί δέν πε­
ρίμεναν ποτέ πώς θό τραβιόντουσαν τόσον καιρό μέ τόν
Κήλοκ. Ό Ν ήλ κοίταξε τή λιγοστή ζόχαρη καΙ τή ζήλεψε.
Καιρό εΙχαν νό δοκι μόσουν πραγματι κή, όγνή ζόχαρη.
Πόσο θό ' θελε νό κρατήσει λίγη γιό τή γυναlκα του !
Ό Σόρτ, πού εΙχε ξεθυμώσει f"ό, όρχισε νό έρευνά
τριγύρω του καί ι'! lκφραση τού προσώπου του lδειχνε
σόν νό 'ξερε έκείνο τό μέρος. 'Αφού όκολούθησε τό νε­
ρό τού ρυακιού όνακόλυψε πώς αύτό lπεφτε σέ μιό λι­
μνούλα. Τότε ξεφώνισε:
- Παιδιά, τό ξέρω αύτό τό μέρος. "Εχω όκούσει πολ­
λούς νά μιλάνε γι' αύτό. ΕΙναι τό Π ηγάδι τών Μορμόνων.
Ό Χάρντιν, πού ηταν όπασχολημένος νά βάζει μικρά
κλαράκι στή φωτιά, σηκώθηκε καΙ κοίταξε τριγύρω του
προσεχτικά. Π ροσπαθούσε νά συγκρίνει τά δσα �βλεπε
μπροστά του μέ τά δσα εΤχε όκούσει γιά τό Π ηγάδι τών
Μορμόνων. ΟΙ Τδιοι πανύψηλοι βράχοι γύ ρω όπό �να μι­
κρό πλάτωμα, τά σκόρπια δέντρα, τό λιβάδι. Στό τέλος
εΤπε:
- ΝαΙ, νομlζω πώς έχεις δΙκιο. Κάλλιστα, μπορεί νά
εΤναι τό Π ηγάδι τών Μ ορμόνων.
- Γιατl νομ lζετε πώς μάς κουβάλησε μέχρι έδώ; ρώ­
τησε ό Μακάλπιν.
Ό Ν ήλ κοίταξε δλους κατά σε ιρά καΙ ρώτησε όπορη­
μένος:
- Ποιό εΤναι έπιτέλους αύτό τό Π ηγάδι τών Μορμό­
νων; Δέν τό 'χω όκούσει ποτέ μου.
Κανείς δέν τού όπάντησε.
- ΓιατΙ, διάβολε, τό ' κανε αύτό; εΤπε ό Σόρτ κάνον­
τας μ ιά βόλτα γύρω όπό τή λΙμνη. ΚαΙ δέν εΤναι μόνο αύ­
τό. όλλά μάς lφερε όκριβώς στό Π ηγάδι. Στοιχηματίζω

2, ΤΟ πωχνΙδ, τού θανάτο,' 35


πώς δέν ξέρει δτι ύπόρχει χρυσόφι έδώ.
Ό Χόρντιν έπανέλαβε τήν έρώτηση τού Μακόλπιν
καΙ τό μότια του γελούσαν:
- ,Γιατl νομlζετε πώς μας κουβόλησε μέχρι έδώ;
- Π ι στεύετε τέτοια παραμύθια, δπως τό Π ηγόδι τών
Μορμόνων; εΙπε έκνευρισμένος ό Τσέσνι.
- Πού νό πόρει ό διόβολος, δέν μού τή βγόζεις αύτή
τήν Ιδέα, φώναξε ό Σόρτ. -Ε χω δεί μέ τό rδια μου τό μό­
τια χρυσόφι μέσα σέ κεΙνη τήν κρύπτη. Τό κρατούσα
στό χέρια μου, σας λέω. Λfγα μΙλια πιό πέρα ύπόρχει τό­
σο χρυσόφι πού δέν νομlζω νό τό 'χουν δεί όνθρώπινα
μότια.
- Χρυσόφι ; εΙπε ό Ν ήλ μέ φωνή φανερό ταραγμένη.
- ΜπΙλ, πές τους γιό τό χρυσόφι Ι Έσύ ξέρεις καλύ-
τερα όπ' δλους αύτή τήν Ιστορlα, εΙπε ό Μακόλπιν.
- Δέν πρόκειται νό σας πώ τΙποτα, εΤπε ό ΜπΙλ
Τσέσνι προσπαθώντας νό τούς συνεφέρει. 'Ακόμα δέν
καταλόβατε τΙ προσπαθεί νό μας σκαρώσει ό τύπος, πό­
λι ; -Αν όρχΙσουμε νό ψόχνουμε γιό χρυσόφι, ξεχόστε
τον. Έ μείς θό ψόχνουμε κι έκείνος θό τό.'χει σκόσει γιό
καλό.
- Πόνω όπό δέκα δντρες Ιχουν πεθόνει ένώ προ­
σπαθούσαν νό βρούν αύτό τό Π ηγόδι, εΙπε ό Χόρντιν.
Καί μείς, χόρη στόν Τζόνι, τό βρήκαμε χωρΙς νό κουρα­
στούμε καθόλου.
μΟλοι σώπασαν στό δκουσμα τού όνόματος «Τζόνι)) .
- Μπορούμε νό τόν κρεμόσουμε καΙ μετό νό ξανα­
γυρΙσουμε έδώ, πρότεινε ό Σόρτ ένώ r'ι φωνή του φανέ­
ρωνε λιγότερο ένθουσιασμό.
·0 Μακόλπιν όναδεύτηκε γιό λΙγο καΙ μετό παρατήρη­
σε:

38
- Π ι στεύετε πώς δν φύγουμε όπ' αύτό τό μέρος θό
τό ξαναβροϋ με όργότερα; Ούτε καΙ κείνοι πού κρύψανε
τό χρυ σόφι δέν μπόρεσαν νό ξαναβροϋν αύτό τό κατα­
ραμένο πηγόδι,
- Βόλτε τό μ υαλό σας νό δουλέψει, πρότεινε ό
Τσέσνι, ΕΙναι ποτέ δυνατόν νό μάς έφερνε ό κηλοκ στό
χρυσόφι όντl νό τό κρατήσει δλο γιό τόν έαυτό του;
- Δέν καταλαβαΙνω τΙποτα, εΤπε χαμένος ό Ν ήλ.
Ύπόρχει έδώ τριγύρω κρυμμένο χρυσόφι;
- ΣΙγου ρα θό μάς ξεφύγει ό κηλοκ. εΙπε ό Χόρντιν
χαμογελώντας εΙρωνικό.
- -Ε, τΙ πόθατε; εΙπε έκνευρισμένα ό Τσέσνι. Δέν μι­
λάτε καί γιό τΙποτ' δλλο; Ξεκινήσαμε νό κρεμόσουμε κό­
ποιον καί σείς τώρα μοϋ μιλάτε γιό χρυσόφια καί πρόσι­
να δλογα.
- Θέλω έπιτέλους νό μοϋ πεί κόποιος τήν Ιστορία μέ
τό χρυσόφι, έπέμενε ό Ν ήλ.
- ΜπΙλ. φώναξε ξαφνι κό ό Χόρντιν στόν Τσέσνι. Θυ­
μάσαι τόν Γκέι Κούλι ;
- Τόν θυμάμαι.
� Ό Γκέι �ξερε καλό αύτό τό μέρη καΙ χρόνια έψα­
χνε νό βρεί τΙς χαμένες δμαξες. δρχισε νό λέει ό Χόρν­
τιν. -Ηξερε τό μέρη αύτό πολύ καλύτερα όπό τούς Ναβό­
χο. -Αν ίιποθέσουμε πώς αύτό εΙναι τό Π ηγόδι τών Μορ­
μόνων. τότε έκεί πόνω πρέπει νό εΙναι τό Πέρασμα
Μόρς.
Ό Χόρντιν έκανε ένα πρόχειρο σχέδιο πόνω στήν
δμμο μ' ένα κλαδόκι καί συνέχισε:
- -Αν ό κηλοκ τραβήξει όνατολι κό ι'Ί βορειοανατολι­
κό πρέπει νό περόσει όπό τό πέρασμα Μόρς. "Αλλ ι ώς θό
πρέπει νό πόει δ υτικό γιό νό διαχΙσει τόν ποταμό. Μόνο

37
δμως όπό δύο μεριές μπορεί νά περάσει όπέναντι. Τό
πέρασμα Λή εΤναι βορειοδυτικά, καί τό πέρασμα Φάδερς
εΤναι έπίσης βορειοδυτι κά όλλά όχι καί τόσο μακριά.
Ύποψιάζομαι πώς θά κάνει τόν γύρο γιά νά φτάσει στό
πέρασμα Φάδερς.
Ό Ν ήλ ι'jθελε νά πεί κάτι, όλλά προτίμησε νά σωπά­
σει καί κοίταξε τόν Τσέσνι πού μελε:rού σε τόν χάρτη πού
ήταν χαραγμένος στήν άμμο. "Ηξερε πώς όποιο δρόμο κι
άν τραβούσε ό κηλοκ, �να ήταν σίγου ρο: Θά κατέληγε
στά πιό άγρια καί όπάτητα μέρη της έρήμου, όκολου­
θώντας τά φαράγγια Κολοράντο καί Σάν Χουάν.
- Νά τόν έμποδίσουμε, πρότεινε ό Σόρτ.
- ΕΤναι ποτέ δυνατόν; εΤπε ό Χάρντιν. "Αν δέν βραύ-
με τό μονοπάτι πού τράβηξε, τόν χάσαμε έντελώς.
- Ίσως ό χι, εΤπε ό Ν ήλ. ' Ε κείνη ι'ι χτένα μέ βάζει σέ
σκέψεις.
- Ή χτένα; όπόρησε ό Χάρντιν.
- Μά φυσικά, συνέχισε ό Ν ήλ. Τό μόνο πράγμα πού
διάλεξε ό κηλοκ μέσα όπ' όλες έκείνες τίς προμήθειες
πού �πρεπε νά πάρει όπό τή φρηντομ γιά νά ταξιδέψει
άνετα, ήταν ι'ι χτένα. Μού φαίνεται πώς �xει μιά γυναίκα
πού τόν περιμένει κάπου σ' αύτά τά μέρη.
Ό Χάρντιν κοίταξε τόν Ν ήλ καί εΤπε:
- Καλή ι'ι σκέψη σου, Ν ήλ, �xεις δίκιο.
Ό Ν ήλ κοκκίνισε Ικανοποιημένος. Ό Τσέσνι ξανακοί­
ταξε τόν χάρτη καΙ μ ιά καινούργια Ιδέα τού 'ρθε στό
μυαλό:
- "Αν ό κηλοκ �xει μ ιά γυναίκα κρυ μμένη κάπου
έδώ, όπω σδήποτε θά πάει νά τή συναντή σει. nού θά
μπορού σε λοιπό\( tνας άντρας νά �xει κρύψει μιά γυναί­
κα; Μάλιστα, μιά γυναίκα πού νά ξετρελαίνεται γιά χτέ­
νε ς;

38
- "Ετσι είναι όλες ΟΙ γυναίκες, Χόρντιν, είπε ό Ν ήλ
παίρνοντας περισσότερο θόρρος. UΟλες ΟΙ γυναίκες όγα­
πόνε τό μπιχλιμπίδια. Μ ιό γυναίκα μπορεί νό σού χαρί­
σει τήν καρδιό της άν της ύποσχεθείς νό της δώσεις κό-
τι.
- Δέν συ μφωνώ, εΙπε ό Κίμελ. Κανένας λογι κός άν­
τρας δέν θό 'φηνε μιό γυναίκα μονόχη σ' αύτό τό άγρια
μέρη.
- Μό, τί άλλο θό μπορού σε νό κόνει; παρατήρησε
κόποιος άλλος.
'Όλοι τους έπεσαν σέ σκέψη. "Ηξεραν τό προβλήματα
πού μπορού σε νό είχε �νας άντρας μέ μιό γυναίκα σ' �να
μοναχικό ρόντσο. "Ενιωθαν τό πρόβλημό του άν καί αύ­
τοί δέν είχαν ποτέ τέτοια προβλήματα. ΕΊχαν ό �νας τόν
άλλον. 'Όλοι τους ηταν πολύ δεμένοι καί μΟιΡόζονταν
τόν κίνδυνο. Ό κηλοκ, όμως, ηταν όλομόναχος, �τoι μoς
καί σέ έπιφυλακή νό όντιμετωπίσει τόν έχθρό.
Χωρίς κόν νό τό καταλόβουν, άρχισαν νό τόν συμμε­
ρίζονται καΙ νό τόν βρΙσκουν ύπερόνθρωπο. Τό Τδιο σκέ­
φτονταν καΙ γιό τή γυναlκα του. "Αν δέχτηκε νό κότσει σ'
αύτή τήν έρημιό μονόχη της, σίγουρα ηταν κότι παραπό­
νω όπό γυναlκα.
- 'Όταν τόν βρού με, εΙπε τελικό ό Χόρντιν, μπορεί
νό μήν είναι μόνος του . "Ι σως μός όδηγεί κόπου πού έχει
στήσει ένέδρα μαζl μέ άλλους. Π ιθανόν γι' αύτό καΙ δέν
όνησυχεί.
Ό Σόρτ κοίταξε τόν Χόρντιν πού τό χαρακτηριστικό
του εΊχαν σχεδόν όλλοιωθεί όπό τό σόκ. Αύτόματα, τήν
Τδια σκέψη έ καναν κι ΟΙ άλλοι. Ξ εκΙνησαν νό κρεμό σουν
κόποιον καί μέχρι τώρα όχι μόνο δέν τόν εΊχαν πιόσει,
όλλό ύπηρχε καί φόβος νό σκοτωθούν όλοι πόνω στήν

39
προσπόθεια. υΕνας διαπεραστικός πόνος θέρισε τήν κοι­
λιό τού Ν ήλ μόλις σκέφτηκε τή γυναlκα του όπροστό­
τευτη στό ρόντσο.
Μ ετό όπό λΙγο ό Τσέσνι έσπασε τή σιωπή λέγοντας:
- Παιδιό, κότι πρέπει νό κόνουμε. Π ρέπει νό έπιβό­
λουμε τόν νόμο έδώ πέρα. Δέν πρέπει νό τόν όφήσουμε
νό ξεφύγει ότι μώρητος.
Ό Ν ήλ έπαψε νό σκέφτεται τήν καταδΙωξη καΙ, καΙ
βΡiΊKε καταφύγιο στό δνει ρa. Φανταζόταν βαρυφορτω­
μένα βαγόνια μέ χρυσόφι, πού τό μερΙδιό του όπό αύτό
θό τού έπέτρεπε νό χτΙσει �να ώραίο σπΙτι, νό όγορόσει
ωραία έπιπλα. Θό μπορούσαν νό έχουν ζόχαρη καΙ τσόι
στό σπΙτι. της "Εμα της δρεσε πολύ τό τσόι. της φαινό­
ταν πολύ όριστoKρaτΙKό. Ή "Ε μα ήταν λεπτεπΙλεπτη,
κομψή, χαριτωμένη, καΙ πόντα όνέφερε στΙς συζητήσεις
της τόν τρόπο ζωης τών προγόνων της στή Βοστώνη.
- 'Αναρωτιέμαι ποιός νό 'ναι αύτός ό κηλοκ, εΤπε
δυνατό.
- Δέν μδς ένδιαφέρει ποιός εΤναι, όπόντησε ό
Τσέσνι . ' Εκείνο πού ξέρω εΤναι δτι εΤναι �νας δντρας σόν
δλους μας καΙ μείς έχουμε ξεκινήσει νό τόν κρεμόσουμε.

40
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ή κοπέλα βγήκε άπό τό νερό καΙ στόθηκε στήν δκρη
της λΙμνης νό στύψει τό ξανθό, μα κριό μαλλιό της. ΟΙ κι­
νήσεις της ήταν δνετες, όπόλυτα φυσικές καΙ χωρΙς κα­
μιό συστολή πού ήταν όλόγυ μνη. Τό σώμα της ήταν κό­
τασπρο καΙ όπΙστευτα λαχταριστό μές στή δροσιό τού
πρωινού.
Π οτέ της δέν εΙχε βρεθεί σέ τέτοια άπόλυτη ι'ισυχΙα.
'Ακόμα καΙ τό νερό τού καταρρόχτη πού Ιπεφτε καΙ
όπλωνόταν στή λιμνούλα, άκουγόταν άμυδρό.
Πόνω άπ' δλα, της εΙχε λεΙψει ι'ι μουσική, άλλά ι'ι μου­
σική πού � θελε ν' άκούσει εΙχε φύγει έντελώς άπό τή
ζωή της. "Ολα αύτό τό εΤχε όφήσει σέ κεΙνον τόν δλλο
κόσμο πού φαινόταν νό ε1ναι τόσο μακρινός, δσο Ινα
μακρινό άστέρι. Δέν θό ξανόκουγε πιό μουσική έκτός δν
μόθαινε νό τήν άκούει δπως αύτός.
- -Ακου, ΚριστΙνα, της εlχε πεί. Δέν Ιχεις παρό μόνο
ν' άκούσεις τή φύση. 'Υπόρχει μουσική μέσα στόν δνε­
μο.
Τήν καλύτερη μου σική τού άνέμου, μπορείς νό τήν
άκούσεις στό ψηλό πλατώματα τού Σκέλετον Μέσα, �

41
πόνω στό Τόλ Μόουντεν. Τό φαρόγγια εlχαν δλλου εΤ­
δους μουσική δταν φυσούσε ό δνεμος. Έ κτός όπό τή
μουσική, ύπηρχε διόχυτη ι'ι έλαφριό μυρωδιό τού κέ­
δρου καΙ της φασκομηλιδς, όλλό μερικές φορές, μόνο ι'ι
μυρωδιό της ζέστης.
Ή Κριστίνα lVIwee πώς δλη έκείνη ι'ι γη πού πατούσε
�ταν στοιχειωμένη όπό όναμνή σεις. ·Οχι φυσικό δικές
της, γιατΙ μόλις τελευταία εlχε lpeEI σ' αύτό τό μέρος μέ
τούς όπότομους κι lρημους βρόχους. Ο ύτε βέβαια �ταν
στοιχειωμένη όπό τό παρελθόν τού κηλοκ, γιατΙ δέν η­
ταν παρό ι'ι δεύτερη φορό πού εlχε κατασκηνώσει σέ
κείνο τό μέρος. ΟΙ όνα μνήσεις όνΙ;καν στούς κατοΙκους
έκεΙνου τού τόπου πού εΙχαν χαθεί πρΙν πολλό χρόνια,
Καθώς κοίταζε τό σπίτια τους πού �ταν σκαρφαλωμένα
στούς όπόκρημνους βρόχους τού φαραγγιού, σκεφτόταν
πώς lβρισκε πολλό κοινό σημεία μεταξύ τους, τr θό 'λε­
γε ό κηλοκ δν τού 'λεγε αύτό τό πρόγμα;
Ήταν θεότρελη, πού όκολούθησε �ναν δγνωστο δν­
τρα στήν πιό όπότητη καΙ δγρια γη. 'Ακόμα δέν μπορού­
σε νό καταλόβει τΙ τήν εlχε τραβήξει σ' έκείνον τόν δν­
τρα πού γνώρισε μέσα σέ μ ιό νύχτα. ΕΤχε ξεσπόσει κα­
ταιγΙδα κι ό κηλοκ εΤχε γίνει μού σκεμα όπό τή βροχή
στό πανδοχείο. Τήν κοιτούσε σόν μαγνητισμένος. 'Ακό­
μα δέν μπορού σε νό καταλόβει πώς τήν εΤχε πεΙσει νό
τόν όκολουθήσει έκείνο τό Τδιο βρόδυ.
- Ποιός εΤσαι; τόν εΤχε ρωτήσει ι'ι ΚριστΙν έ κείνη τή
νύχτα.
Τό μότια του δέν ξεκολλού σαν όπό πόνω της.
- Μ ήν εlσαι κουτή! τι σημασία lXEI αύτό; της είχε
όπαντήσει αύτός. Μέ ξέρεις δύο όλόκληρα λεπτό καΙ ξέ­
ρεις πολύ καλό τΙ πρόκειται νό κόνεις.

42
- ΚαΙ τΙ θό κόνω ; εΤχε ρωτήσει όπορημένα τόν δν­
τρα ή Κριστίνα.
- Θό 'ρθεις μαζΙ μου πρΙν όνατείλει ό "λιος, της εΙχε
όπαντήσει ό δντρας. Κι δταν βρούμε παπό θό παντρευ­
τού με.
Ό κηλοκ εΤχε περόσει τό στιβαρό χέρι του στούς ω­
μους της καί τήν έσφιγγε τόσο πού ένιωθε τή μυρωδιό
τού καμένου ξύλου πού ήταν κολλημένη στό δερμότινο
μπουφόν του . Έπίσης, ένιωθε έντονη τή μυρωδιό τού
κέδρου όνακατεμένη μέ τή μυρωδιό τού πεύ κου καί τού
όλόγου.
Θυ μ ήθηκε πού ό κηλοκ εΙχε πλησιόσει τή φωτιό στό
τζόκι καΙ εΤχε βόλει τό δυνατό ή λιοκαμένα χέρια του
κοντό στίς φλόγες. Τότε ή Κριστίνα εΤχε προσέξει τό μί­
σος καί τήν παγερότητα πού εΤχαν τό μότια τού Ν ή ρλαντ
πού τόν παρακολουθούσε. ΕΤχε φοβηθεί πολύ τότε, ή
Κριστίνα.
Δέν εΤχε φοβηθεί γιό τόν έαυτό της, όλλό γιό τόν ξέ­
νο, γιατΙ δέν εΙχε Ιδέα τί δνθρωπος ήταν ό Ν ή ρλαντ. Αύ­
τή τόν εΤχε μόθει πιό καλό.
Τότε ή Κρι στΙνα εΤχε διασχίσει τό δωμότιο καΙ είχε
καθίσει πΙσω όπό τόν Ν ή ρλαντ, προσπαθώντας νό πεί­
σει τόν έαυτό της δτι τόν Ν ή ρλαντ είχε έρθει νό παν­
τρευτεί κι όχι γιό τόν κηλοκ. Τό μότια της δμως δέν ξε­
κολλού σαν όπό τΙς φλόγες της φωτιδς, καί τό μυαλό της
όκολουθού σε τΙς κινήσεις πού έκανε ό ξένος ένώ ζε­
σταινόταν.
Π Ισω της, εΙχε όκούσει κόποιον νό ρωτόει χαμηλό­
φωνα:
- Ποιός εΤναι κείνος;
- Δέν τόν έχω ξαναδεί, όπόντησε ένας δλλος. Τό

43
όλογό του πόντως, �xει �να μαρκόρισμα μέ σημα �να
κλειδΙ καΙ μ ιό κλειδαριά. Ούτε κι αύτό τό �xω ξαναδεί.
Κοιτόζοντας τόν ξένο όρχι σε νό αΙσθόνεται τήν καρ­
διό της νό χτυπόει διαφορετικό άπ' δ,ΤΙ τΙς τελευταΤες
μέρες. Ή καρδιό της όκολουθούσε τό μάτια της π"ι'ι μα­
γεμένα εΤχαν καρφωθεί στόν ξένο πού τόν �λεγα.. κη­
λοκ.
Ήταν ψηλός, μέ δυνατού ς ωμους. Ή ΚριστΙνα κατα­
γόταν άπό χώρα πού ΟΙ δντρες της ήταν δυνατοΙ καί ψη­
λοl. "Ετσι ι'\ξερε νό διαβόζει ποιό σώματα εΊχαν δουλέψει
σκληρό καΙ ποιό εΤχαν σκαρφαλώσει σέ βουνό. Τόν κοι­
τού σε κι �νιωθε περήφανη γιό τό πόσο δυνατός ήταν.
Δέν ήταν τόσο εύ σωμος δσο ό Ν ήρλαντ, άλλό ήταν σΙ­
γουρη πώς ήταν πολύ δυνατός. Παρατήρησε πως τσιτώ­
νονταν ΟΙ μύς των ωμων του κότω άπό τό δερμότινο
μπουφόν του. ΕΙχε δπλο, δπως δλοι βέβαια, κι �να μα­
χαΙρι κυνηγιού. Ή θήκη τού μαχαιριού, καθώς καΙ τού δ­
πλου του, ήταν δεμένες πόνω άπό τό γόνατό του.
'Εννιό όντρες ήταν σέ κείνο τό σαλούν. ' ΕπΙσης, τρείς
γυναίκες κόθονταν, δΙπλα της, άλλό ι'\ξερε δτι δλοι τους
κοιτού σαν αύτή. ΕΊχε συνηθΙσει νό τή θαυ μόζουν. Ήταν
ξανθιό καΙ ψηλότερη άπό πολλούς δντρες. Τό σώμα της
ηταν εύλύγιστο καΙ δυνατό, κι αύτό τό όφειλε στό δτι
στή βορεινή χώρα της δταν ήταν μικρή σκαρφόλωνε σέ
βουνό, � Kανε σκΙ καΙ lππασΙα. Μόλιστα εΙχε πόρει μέρος
σέ άγώνες lππασΙας σέ δλα τό μέρη της Ε ύρώπης καΙ εΤ­
χε άναμετρηθεί μέ τούς φημισμένους άναβότες της
Ο ύγγαρΙας.
"Η ξερε ποιό ήταν καΙ άπό πού εΊχε �ρθει, άλλό δέν ι'\­
ξερε πού πήγαινε καΙ τΙ θό της συνέβαινε στό μέλλον.
' ΕπΙσης, ι'\ξερε πώς ή ζωή πού περνούσε τώρα ήταν πο-

44
λύ διαφορετική όπό τή ζωή της στήν Εύρώπη.
ΟΙ δνθρωποι έδώ ήταν περήφανοι. Περήφανοι γιό
τήν ιίπαρξή τους καΙ τΙς πρόξεις τους. ΕΙχαν μιό περηφό­
νια γιό τό δτι εΤχαν διαλέξει νό ζήσουν στή Δύση, διεκδι­
κώντας τή γη τους καΙ πολεμώντας τούς Ί νδιόνους. · Η
ΚριστΙνα ένιωθε περήφανη κι αύτή μαζl μ' αύτούς, λές
καΙ εΙχε ζήσει χρόνια όνόμεσό τους.
Ό πατέρας της ήταν γνωστός διπλωμότης καί δλοι
σέβονταν τήν καταγωγή του καΙ τΙς Ι κανότητές του. Ή ­
ταν δυνστή προσωπικότητα καί πασΙγνωστος σ έ δλες τΙς
πρωτεύουσες της Ε ύρώπης. Τώρα δμως ήταν νεκρός,
καΙ τό σφόλμα ήταν δικό της, δν βέβαια αύτό μπορούσε
νό θεωρηθεί σφόλμα.
Ή αΙτΙα πού πέθανε ό πατέρας της ηταν ένας δντρας.
Τόν εΙχε συναντήσει στή Β ιέννη καΙ στό ΠαρΙσι καΙ τόν
εΙχε έρωτευθεί παρόφορα, ι'j τουλόχιστον έτσι νόμιζε.
Ήταν παντρεμένος όλλό δέν τό 'ξερε ι'ι Κριστίνα αύτό.
Κόποια φορό της εΙχε μιλήσει δσχημα μπροστό στόν πα­
τέρα της, ό όποίος δέν μπόρεσε νό τού τό συγχωρήσει
αύτό καΙ τόν προκόλεσε σέ μονομαχlα. ' Εκεί, σκοτώθη­
κε ό πατέρας της.
Τότε όκριβώς όποφόσισε νό φύγει όπό τήν Ε ύρώπη
καΙ νό όφήσει δ,ΤΙ ι'jξερε ι<αl όγαπούσε. Δέν εΙχε πιό οΙ­
κογένεια, τίποτα δέν τήν κρατούσε έκεί. Π ρΙν φύγει δ­
μως, πηγε νό δεί τόν πρώην όγαπημένο της.
Μπηκε όπό τήν πόρτα πού συνήθιζε νό όφήνε ι
όνοιχτή καΙ τόν εΙδε ν ό στέκεται δlπλα στό μπουφέ.
- Κριστlνα l εΙπε έκείνος έκπληκτος, καΙ τήν πλησlα­
σε μέ ένα μπουκόλι ποτό κι ένα ποτήρι, όρχΙζοντας νό
της μ ιλόει δπως πρώτα, όλλό αύτή τόν διέκοψε.
"Εξω έκανε κρύο. Ή Κριστίνα έκλεισε τήν πόρτα πlσω

45
της καΙ μέ τό κεφάλι ψηλά κοΙταξε τόν δντρα κατάματα.
- Ό πατέρας μου δέν εΤχε γιό νά σέ μαστιγώσέι δ­
πως σού άξΙζει, τού εΙπε. Ούτε ήταν νέος μέ σταθερό χέ­
ρι νά μήν άστοχήσει δταν σέ σημάδεψε.
- Κριστίνα, της ξαναφώναξε κοιτάζοντάς την έπΙμο­
να.
- Τό δικό μου χέρι δμως εlναι σταθερό, εΙπε, καΙ ση­
κώνοντας τό πι στόλι σημάδεψε ψυχρά. Τόν πυροβόλη σε
καΙ άμέσως πέταξε τό πιστόλι στό πάτωμα κι lφυγε.
'Ένας γέρος ψαράς πού τόν �ξερε άπό μ ικρή τήν πηγε
στίς άκτές της ΔανΙας. 'Από κεί πηρε �να καράβι κι lφτα­
σε στήν 'Αμερική.
Τώρα βρισκόταν σ' αύτό τό ξένο μέρος lχοντας
ύποσχεθεΤ γάμο σ' �ναν δντρα πού δέν άγαπού σε άλλά
πού είχε δεχτεί νά τόν παντρευτεί άπό άνάγκη. Τόν -0-
σκαρ Ν ήρλαντ τόν είχε γνωρίσει στΙς άνατολι κές πολι­
τείες της 'Αμερικης. Τήν είχε πλησιάσει μ ιλώντας τή
γλώσσα της καΙ μαντεύοντας τήν καταγωγή της. της εlπε
πώς θό τραβού σε δυτικό καΙ πώς θά τήν περΙμενε νό
παντρευτούν.
Τό δωμάτιο στό όποίο βρlσκονταν τώρα ήταν μακρό­
στενο καΙ χαμηλοτάβανο μέ �να τζόκι στήν δκρη. Ή
άτμόσφαιρα ηταν άποπνικτική άπό τή ζέστη. Ο ύ σιαστικό
ηταν �να κοινό μπόρ, χωρίς τΙποτα τό lδιαlτερο. Δlπλα
ύπηρχαν δύο δω μerια μέ μερικό κρεβότια μέσα. Τό �να
ήταν γιό τούς δντρες καΙ τό δλλο Υιό τΙς γυναίκες. 'Από
τήν πlσω μεριό τού πανδοχεlου ηταν �να μαντρl κι �νας
στόβλος.
Ξαφνικά ι'ι Κριστlνα πηρε τό βλέμμα της άπό τόν κη­
λοκ ένώ ό Ν ή ρλαντ τήν παρακολουθούσε άκόμα έπlμο­
να. Τό μότια του είχαν τήν Τδια σκληρή lκφραση δπως

48
έκείνο τό όπόγευμα πού εΤχε χτυπή σει βόναυ σα, μέ δλη
του τή δ ύναμη, τό καημένο τό άλογό του.
Ό Ν ή ρλαντ κοlταξε τήν ΚριστΙνα, κι tπειτα τόν ξένο
πού εΤχε "'δη σηκωθεί καΙ κατευθυνόταν πρός τό μπόρ.
Γιό στιγμή, ι'ι ΚριστΙνα πΙστεψε πώς ό Ν ή ρλαντ θό τού
μιλού σε.
- Σού όρέσει λοιπόν ό όμορφονιός ! της εΤπε ό Ν ήρ­
λαντ καΙ ι'ι φωνή του tτρεμε όπό τή ζήλια. τι νομlζεις
πώς εΤναι ; 'Ένας όλήτης πού γυρνόει έδώ κι έκεί.
Ή ΚριστΙνα δέν τού όπόντησε, κι αύτό τόν έξαγρίωσε
όκόμα πιό πολύ.
- Θό σέ τακτοποιήσω έγώ δταν σέ πόρω στό ρόν­
τσο μου. Έ κεί θό σού δεΙξω άν θό ξαναμπορέσεις ·νό
φλερτόρεις μέ άλλον άντρα, καΙ θό τό εύχαριστηθώ.
- ΚαΙ πού ξέρεις άν θό 'ρθω; τού εΤπε προκλητικό ι'ι
ΚριστΙνα.
- ΚαΙ φυ σικό θό 'ρθεις, εΤπε γελώντας νευρικό ό
Ν ή ρλαντ. Ή ρθες έδώ νό μέ παντρευτείς καΙ κανένας
δέν θό σταθεί έμπόδιο.
- Μπορώ νό φροντlσω μόνη τόν έαυτό μου, δέν θέ­
λω τή βοήθεια κανενός. εΤπε ι'ι Κριστίνα κοιτόζοντός τον
κατόματα μέ τό μ εγόλα γαλόζια της μότια.
- 'Εσύ; εΤπε ό Ν ή ρλαντ περιφρονητικό.
Ή Κριστίνα δέν τού όπόντησε κι έξακολούθησε νό
τόν κοιτόζει όνέκφραστα. -Επειτα τού γύρισε τήν πλότη
καΙ προχώρησε κατό τή φωτιό.
Φουντωμένος όπό θυμό ό Ν ή ρλαντ, πετόχτηκε όπό
τόν πόγκο πού καθόταν καΙ μέ λύ σσα τή βούτηξε κι άρχι­
σε νό τήν ταρακουνόει.
- -Αφη σέ την t\ συχη τήν κοπέλα, όκούστηκε νό λέει
κόποιος.

47
Τό χέρι τού Ν ήρλαντ σταμότησε έκεί πού ήταν καΙ σι­
γό - σιγό έλευθέρωσε τήν ΚριστΙνα. 'Αμέσως μετό γύρι­
σε μέ τό μότια θολωμένα όπό τήν όργή κι ήταν Ιτοιμος
νό ριχτεί στόν Κήλοκ, δταν ξαφνιασμένος διαπΙστωσε
πώς ό δντρας πού είχε μιλή σει προηγουμένως δέν ήταν
ό Κιϊλοκ, όλλό ό Ιδιοκτήτης τού πανδοχεΙου.
Ήταν Ινας λεπτός δντρας, γύρω στό σαρόντα, μέ
κουρασμένο πρόσωπο καΙ ζωηρό μότια. Τό χέρι του ή­
ταν Ιτοιμο πόνω σ' Ινα κυνηγετικό δπλο πού βρισκόταν
στόν πόγκο τού μπόρ.
- Σέ μένα μιλάς; ρώτησε ξαφνιασμένος ό Ν ήρλαντ.
- ΝαΙ, σέ σένα, όπόντησε ό δντρας. Κανένας δέν κα-
κομεταχειρΙζεται τΙς γυναίκες έδώ πέρα.
- Δέν θό καθΙσει γιό πολύ έδώ Ιτσι κι όλλιώς, εlπε ό
Ν ήρλαντ όνασηκώνοντας τούς ώμους του περιφρονητι­
κό κι όδιόφορα.
Τότε ό Ιδιοκτήτης εlπε στήν ΚριστΙνα, χωρΙς ν' όφή­
σει όπό τό μότια του τόν Ν ήρλαντ:
- Άν δέν θέλετε, κυρία μου νό τόν όκολουθήσετε,
μήν τόν όκολουθείτε. "Αντρας σας εlναι;
- "Οχι, όπόντη σε r'ι Κριστίνα.
- Ρωτήστε την καλύτερα γιό ποιό λόγο Ιχει Ιρθει
έδώ, πρότεινε ό Ν ή ρλαντ.
- Εlναι όλήθεια πώς ήρθα έδώ νό τόν παντρευτώ,
όλλό σήμερα όπέδειξε τΙ δνθρωπος εlναι πραγματικό.
μΕνας δντρας πού χτυπόει Ινα δλογο θό δοκΙμαζε νό
χτυπήσει καΙ μιό γυναΙκα.
- Θό δοκΙμαζε μόνο; εlπε ό Ν ήρλαντ κοιτόζοντός
την ύπεροπτικό.
- ΝαΙ, θό δοκΙμαζες καΙ δέν θό πρόφταινες νό κόνεις
τίποτα δλλο γιατΙ θό σέ σκότωνα, όπόντησε r'ι ΚριστΙνα

48
όποφασιστικό.
UΟλοι σώπασαν καΙ φοβήθηκαν πώς ι'ι ΚριστΙνα δέν
θό δΙσταζε νό κόνει αύτό πού εlπε.
Παρόλο πού έξακολουθούσε νό κοιτόζει τόν Ν ή ρ­
λαντ, τό λόγια της όπευθύνονταν στόν ΚΙ;λοκ:
- ΕΤμαι ξένη στή χώρα σας καΙ ποτέ δέν μ' έχουν κα­
κομεταχειριστεί στή ζωή μου. θό μπορού σα δμως νό
όντιμετωπίσω κόθε δυσκολία δίπλα σ' έναν δντρα πού
θό μ' όγαπόει καί θό εΤναι εύγενικός μαζί μου. Έσύ δέν
εΤσαι τέτοιος δντρας, Ν ήρλαντ.
Ό ξένος έβγαλε τό καπέλο του καί κόνοντας μιό ύπό­
κλιση στήν Κριστίνα, της εΤπε ι'jρεμα:
- Κυρία μου, δν μέ όκολουθήσετε τό πρωί θό τρα­
βήξουμε δυτικό, έξήντα μΙλια μα κριό όπό δώ, γιό νό
βρούμε έναν παπό, καί θό μού κόνατε μεγόλη τιμή νό μέ
παντρευτεΤτε.
Τό μότια τους συναντήθ ηκαν κι έμειναν νό κοιτόζουν
ό ένας τόν δλλον γιό όρκετή ώρα.
- θό 'ρθω μαζΙ σου, ξένε, εΤπε ι'ι ΚριστΙνα όποφασι­
στlκό.
Ό Ν ή ρλαντ εΤπε κότι όκαταλαβΙστικο νευριασμένος
καί δρμη σε έξω όπό τό μπόρ.
Ό Ιδιοκτήτης τού πανδοχεΙου έβαλε τό δπλο του στή
θέση του καί εlπε στόν ξένο:
- Π έτυχες πολύ καλή γυναΙκα, φΙλε. Βοήθησέ την δ­
μ ως νό γνωρΙσεl τόν τόπο μας.
Ξαφνικό ό κηλοκ τρόβηξε τήν ΚρlστΙνα πιό πέρα νό
της μ ιλήσει, σόν νό ντρεπόταν τό βλέμματα δλων πού η­
ταν καρφωμένα έπόνω τους. UΟλοl κατόλαβαν κι έστρε­
ψαν όλλοϋ τό μότια τους.
- θό πόω σέ δλλα μέρη, της εΤπε. Δέν έχω ούτε

49
ρόντσο, ούτε σπΙτι, όλλό ξέρω tva καλό μέρος πού μπο­
ρεί νό χτΙσει κανεlς.
- Δέν txw καμlα όντlρρηση, τού εlπε.
- "Εχεις δλα τό πρόγματα πού θέλεις νό πόρει.ς μαζl
σου; τή ρώτησε.
- ΝαΙ, τού όπόντησε καΙ τού tδειξε tvav μπόγο μέ
πρόγματα στή γωνΙα. Φοβάμαι πώς εlναι πολλό.
- Θό τό καταφέρου με, της εΙπε ό κηλοκ κοιτόζοντας
τήν όκριβή βαλlτσα, τό μικρό μπαούλο καΙ τ' δλλα πρόγ­
ματα.
*

- Δέν ηταν δσχημη r'ι συμβουλή τού φΙλου στό


μπόρ, εlπε ό κηλοκ ένώ τραβού σαν δυτικό, καΙ τό μόTlα
του κοιτού σαν καρφωμένα μπροστό στό μονοπότι. Νό
σέ βοηθήσω, δlνοντός σου χρόνο νό γνωρΙσεις τόν τό­
πο μας καΙ τίς συνήθειές μας.
Π ρόγματι, ό κηλοκ της tδωσε δσο χρόνο χρειαζόταν
νό προσαρμοστεί στόν καινούργιο τρόπο ζωης. Τιποτα
δέν tμοιαζε μέ τό δσα εΙχε ζήσει στή χώρα της. Κανένα
κοινό σημείο δέν εlχαν αύτό τό ξερό κι tρημα βουνό μέ
τό καταπρόσινα βουνό της όγαπημένης της πατρlδας.
- Δώσε καΙ σύ χρόνο σ' δλους καΙ σέ δλα γύρω σου,
της εlπε ό κηλοκ, καί θό δείς πώς πολύ γρήγορα θό συ­
νηθίσεις.
Ό κηλοκ εlχε όγορόσε ι τρlα όκόμα μουλόρια γιό νό
κουβαλήσει τό πρόγματό της καΙ δχι μόνο δέν εlχε παρα­
πονεθεί γι' αύτό όλλό τό εlχε φορτώσει μέ μεγόλη
φροντlδα καΙ προσοχή, σόν κότι πολύτιμο.
- Μπορείς νό τό πετόξεις, τού εlχε πεί ιΊ Κριστlνα.
Δέν όντιπροσωπεύουν τΙποτα πιό γιό μένα έδώ πέρα.

50
- Μό εlναι δικό σου, της εlπε εύγενικό. Θό σού κό­
νε ι καλό νό έχε ις κοντό σου γνωστό καΙ όγαπημένα σου
πρόγματα.
Παντρεύτηκαν όπλό σέ μ ιό πόλη της έρήμου. Ό πα­
πός πού τούς πόντρεψε ηταν �νας φιλήσυχος καΙ εΙλικρι­
νής δνθρωπος. ' Ε κείνη τή νύχτα κοιμήθηκαν ό �νας πλόι
στόν δλλον, όλλό όχι μαζl.
'Όταν συνέχισαν τό ταξΙδι τους τό δλλο πρωl, ι'ι Κρι­
στΙνα παρατήρησε δτι ό κηλοκ κοιτούσε συνεχώς πίσω
του.
- Περιμένεις νό 'ρθει κανένας; τόν ρώτησε.
- Ποιόν νό περιμένω; Άλλό σέ τέτοια μέρη πρέπει
νό εlναι κανεΙς πόντα προσεχτικός.
Ή ΚριστΙνα κουρό στηκε πόνω στό δλογο τόσες ώρες,
όλλό όκόμα δ ιατηρούσε τΙς δυνόμεις της καΙ τήν τρΙτη
μέρα εlχε συνηθΙσει καί δέν αΙσθανόταν καθόλου κού­
ραση.
'Όταν σταμότησαν νό κατασκηνώσουν, ι'ι Κριστίνα
παρατήρησε τό πόσο μετρημένες καΙ μελετημένες ηταν
ΟΙ κινήσεις τού κηλοκ. Ήταν πόντα σέ έτοιμότητα νό όν­
τιμετωπΙσει τόν κΙνδυνο.
Τήν τέταρτη μέρα, κι ένώ κόθονταν γύρω όπό μιό
φωτιό, τήν κοlταξε όνόμεσα όπό τΙς φλόγες καΙ της εlπε:
- Δέν θ' όργήσουμε νό 'χουμε έπισκέπτες.
Ή ΚριστΙνα περlμενε νό όκού σει τό όνομα χωρlς νό
πεί τΙποτα.
- Ό έπι σκέπτης μας θό εlναι ό Ν ή ρλαντ, της εlπε.
Ή Κριστίνα ταρόχτηκε. Ήταν σΙγουρη πώς ό κηλοκ
δέν έπεφτε ποτέ έξω. Εlχε σχεδόν ξεχόσει τόν Ν ή ρλαντ
πού όπωσδήποτε δέν θό 'ταν καΙ πολύ μακριό τους. 'Ό­
λο τό συναισθήματό της καί ΟΙ σκέψεις της ηταν δοσμέ-

51
νες στό μέρη πού περνού σαν καΙ στόν άντρα πού εΤχε
δΙπλα της.
- 'Ακόμα δέν μέ ρώτησες πού πάμε, της εΤπε ό ΚΙ;-
λοκ.
- UΟπου καΙ νό πάς θό σέ όκολουθήσω, τού εΤπε.
- Ξέρω tva μέρος πού μόνο ΟΙ Ναβόχος τό ξέρουν.
- ΟΙ Ναβόχος εΤναι Ίνδιόνοι;
Ό κηλοκ κούνησε τό κεφόλι του καταφατικό.
- ΚαΙ τΙ θό κόνεις έκεΤ;
- Θό φτιόξω tva κοπόδι καΙ tva ρόντσο .. tva μέρος
.

γιό μάς τού ς δυό.


Ό κηλοκ της μlλησε γιό τό σχέδιό του καΙ γιό τή γη
πρός τήν όποΙα πήγαιναν. Μ ιλού σε ι'\ρεμα καΙ όπλό. Ή
ΚριστΙνα, πού εΤχε γνωρΙσει πολλούς μορφωμένους άν­
τρες πού ι'\ξεραν νό χρησιμοποιούν τΙς λέξεις, κατόλαβε
δτι κι ό κηλοκ εΤχε τήν Τδια Ι κανότητα.
Φόνηκε πώς κατόλαβε τΙ σκεφτόταν καΙ της εΙπε:
- Π ρέπει νό μόθεις νό καταλαβαΙνεις τΙ εΤδους άν­
τρες εΤναι αύτοl πού συναντάς σ' αύτές τΙς νοτιοδυτικές
πολιτείες. Π ολλοl φαΙνονται όμόρφωτοι, καΙ εΤναι όμόρ­
φωτοι, όλλό ξέρουν πόρα πολλό πρόγματα πού εΤναι
όπαραΙτητα γιό τήν έπιβΙωσή τους έδώ. Ύπόρχουν κι άλ­
λοι πού lxouv ταξιδέψει πολύ στήν Ε ύ ρώπη κι όλλού καΙ
μερικοl πού lxouv βγόλει τό πανεπιστήμιο, όλλό δλοι μι­
λάνε τήν εύκολη γλώσσα της δύ σης, τήν όπλή γλώσσα
τών κτηνοτρόφων καΙ τών γεωργών.
Μ ερικές ώρες όργότερα, καθώς εΤχαν πόρει ξανό τό
μονοπότι πού πού όδηγο ύ σε πρός τό δυτικό όνόμεοα
όπό έρήμους καΙ φαρόγγια, � ΚριστΙνα τόν ρώτησε:
- Νομlζεις δτι θό μάς βρούν;
- 'Αργό ι'\ γρήγορα Ι

62
Π όσος καιρός εΙχε περόσει όπό τότε; Μερικές βδομό­
δες, όλλό πόσες όκριβώς δέν ι'\ξερε. Ι' έκείνο τό μέρος ό
χρόνος δέν εlχε καμΙα σημασΙα.
*

Τώρα ι'ι ΚριστΙνα στόθηκε δΙπλα στό νερό καΙ σκουπΙ-


στηκε μέ lva κομμότι σχισμένης κουβέρτας πού τό χρη­
σιμοποιούσε σόν πετσέτα κι Ιπειτα ντύθηκε. ΔΙπλα της
�ταν ι'ι ΓουΙντσεστερ πού της εlχε δώσει ό κηλοκ.
- Ξέρεις νό πυροβολείς; τήν εlχε ρωτήσει.
- ΝαΙ, τού εlχε όπαντή σει. Άλλό δέν πυροβολώ
προτού δώ αύτό στό όποίο θέλω νό ρΙξω κι δταν ριξω
συνήθως δέν όστοχώ.
Δυό μέρες όργότερα ό κηλοκ εΙχε καβαλήσει τό δλο­
γό του καΙ εΙχε φύγει. Π ροτού δμως φύγει της εΙχε πεί:
- wAv μού συμβεί τlποτα καΙ δέν μπορέσω νό γυρl­
σω φύγε όπό δώ καΙ πήγαινε πρός τό δυτικό. Τό ταξlδι
εΙναι μεγόλο, όλλό όκολούθα τό μονοπότι καί θό δείς
τήν ξύλινη πινακlδα πού δεΙχνει πρός τό Π ρέσκοτ.
- Έντόξει. Π όσο καιρό νό περιμένω;
- Δυό βδομόδες τό λιγότερο. 'Ό,τι καΙ νό μού συμ-
βεί, σέ δυό βδομόδες θό μπορέσω νό γυρlσω Ιστω καΙ
σερνόμενος μέ τό τέσσερα.
ΚαΙ τώρα εΙχαν συ μπληρωθεί όκριβώς δυό βδομόδες.
Κι Ιτσι ό χρόνος εΙχε όποκτήσει ξανό σημασlα γιό τήν
Κριστlνα.

53
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ό Τσέσνι τράβηξε τό χαλινάρι τού άλόγου του καΙ
έρεύνησε τήν περιοχή γύρω του. Π ίσω τους ύπηρχαν ΟΙ
γιγάντιες άπότομες πλαγιές άπό τίς όποίες εΤχαν κατέβει
τό προηγού μενο άπόγευ μα. Π ρός τά βόρεια r'ι κορυφο­
γραμμή όπλωνόταν μέχρι έκεί πού έφτανε τό μάτι του
καΙ πρός τά άνατσλικά r'ι περιοχή ηταν σημαδεμένη άπό
σκόρπιους κέδρους. Π ρός τά νότια έκτεινόταν μιά τερά­
στια έκταση μέ άμμόλοφους.
- Λέτε νά γύ ρισε πlσω καΙ νά άνέβηκε ξανά στίς
άπότομες πλαγιές άπό. δπου κατεβήκαμε; ρώτησε ό
Σόρτ.
- Δέν νομlζω, άπάντησε ό Χάρντιν. Έ κτός κι άν ξέ­
ρει καί κάποιο άλλο μονοπάτι νά άνέβει έκεί πάνω. Πάν­
τως δπου κι άν πήγε δέν άφησε Τχνη. Μόλις ξημέρωσε έ­
ψαξα γιά Τχνη, άλλά δέν βρηκα κανένα.
Ό Ν ήλ έμεινε άμίλητος όπολαμβάνοντας τόν πρωινό,
ζεστό �λιo. "Αν καΙ ηταν πολύ κουρασμένος δέν εΤχε κοι­
μηθεί καλά τό βράδυ γιατl εΤχε μαζl του δύο μόνο κου­
βέρτες καΙ σκεφτόταν δλο τό βράδυ τή γυναlκα του άνή­
συχος.

54
Ή περιοχή στήν όποία βρίσκονταν τώρα δέν παρου­
σίαζε κανένα σημάδι ζωής. 'Από τή στιγμή πού ξημέρω­
σε τό μόνο πού εΤχαν δεί ηταν �να μοναχικό γεράκι πού
έψαχνε πεινασμένο γιά τροφή.
Ό Κίμελ πλη σίασε τόν Ν ήλ, έβγαλε τόν ταμπάκο άπό
τήν τσέπη του καί τόν δάγκωσε.
- Δέν μπορώ νά καταλόβω τί ζητάει �νας δνθρωπος
σέ μιά τέτοια περιοχή, εΤπε. 'Ι διαίτερα δταν έχει μαζί του
καί γυναίκα.
- Μπορεί νά εΤναι 'Ινδιάνα, εlπε ό Σόρτ.
Σ' έκείνες έκεί τίς περιοχές κανέναν δέν θεωρούσαν
κατώτερο άπ' αύτόν πού εΤχε παντρευτεί μ ιά 'Ινδιάνα.
Τέτοιους όνθρώπους δέν τούς έμπιστευόταν κανείς καί
Ιδιαίτερα δταν εlχαν σκοτώσει κάποιον πισώπλατα.
- Μπορεί νά εΤναι Μορμόνος, εΙπε ό Μακάλπιν κα­
θώς δρχισαν νά σκαρφαλώνουν στούς λόφους. Μού
φαίνεται δτι τραβάει κατά τή Γιούτα.
- "Αν τραβάει πρός τά κεί μού φαίνεται δτι καλό θά
κάνουμε νά γυρίσουμε πίσω στά σπίτια μας, εΙπε ό Ν ήλ.
Κοίταξαν δλοι τόν Χάρντιν καί τόν Τσέσνι περιμένον­
τας νά άκού σουν τήν άπόφασή τους.
- Μπίλ, έχουμε λίγες πιθανότητες νά βρούμε ξανά
τά Τχνη αύτού τού άνθρώπου, εlπε τελικά ό Χάρντιν. ΕΙ­
ναι πολύ έξυπνος, καί ξέρει καλό τήν περιοχή. "Ι σως
χρειαστούμε μέρες μέχρι νά βρούμε ξανά τά Τχνη του, δν
τά βρούμε τελικά. "Αν πάει πρός τά νότια, στούς άμμόλο­
φους, τόν χάσαμε. 'Ακόμα κι αύτός ό έλαφρός άέρας πού
φυ σάει θά έχει σβήσει τά Τχνη του. Γι' αύτό τό μόνο πού
μΕις μένει εΙναι νά μαντέψουμε πρός τό πού μπορεί νά έ­
χει τραβήξει καί νό τρέξουμε πρός τό κεί μήπως τόν προ­
φτόσουμε.

55
- Κι δν δέν μαντέψουμε σωστά;
- Τότε τό παίρνουμε όπόφαση δτι τόν χάσαμε καί
γυρνάμε στά σπίτια μας.
- Έγώ νομίζω δτι πρέπει νά τράβηξε πρός τά βο­
ρειοανατολικά, εΤπε ό Κίμελ. "Αν ήταν Μορμόνος δέν θά
κατέβαινε νότια νά tρθει στι')ν φρηντομ. θά πι')γαινε βό­
ρεια, έκεί πού ύπάρχουν κι δλλοι Μορμόνοι, γιά τρόφι­
μα.
- Κι δν εΤχε παντρευτεί 'Ινδιάνα θά πι')γαινε πρός τά
χωριά τού Νέου Μ εξικού, εΤπε ό Ν ήλ. Έγώ πιστεύω δτι
ό δνθρωπος πού κυνηγάμε ζεί κάπου έδώ κοντά, σ' αύτι')
έδώ τήν περιοχι').
- θά πάμε στό πέρασμα Φάδερς, εΤπε ό Τσέσνι. "Αν
δέν εΤναι έκεί ι'\ δέν φανεί σέ λfγες μέρες θά πάρουμε τό
ποτάμι πρός τά κάτω μέχρι έκεί πού txEI ό Λη τή σχεδία
του καί πηγαινοφέρνει τούς ταξιδιώτες όπό τή μιά δχθη
στήν δλλη. Δέν πιστεύω δτι ζεΤ σ' α ύτήν έδώ τήν περιο­
χή, Ν ήλ. ΕΙναι tνας δειλός πού σκοτώνει πισώπλατα καί
περιπλανιέται όπό τό tva μέρος στό δλλο. Π ρέπει νά εΤ­
ναι κανείς όληθινός δντρας γιά νά ζήσει σ' αύτά έδώ τά
μέρη.
Ό Τσέσνι ξεκίνησε πρώτος καί τούς όδήγησε σέ tva
άμυδρό μονοπάτι πού τό εΤχαν προσπεράσει πρίν λίγο
γιατί δέν εΤχαν δεί rχνη πάνω του.
Τώρα ι'ι περιοχι') ήταν πιό όμαλή, τό μονοπάτι όρκετά
στρωτό καί ι'ι πορεία αΙσθητά πιό γρήγορη. uOTav δμως
tφτασαν στό πέρασμα Φόδερς τήν έπόμενη μέρα δέν
βρήκαν καθόλου rχνη έκεί. Πήραν τό ποτάμ ι καί ξεκlνη­
σαν πρός τά κάτω, άλλά ούτε καί στίς δχθες του όνακά­
λυψαν πρόσφατα Τχνη.
- Τόν χόσαμε, εΤπε ό Μακάλπιν. Μάς ξέφυγε.

58
- Δέν πρόκειται νό μας ξεφεύγει γιό πόντα, εΤπε ό
Τσέσνι. Κόποτε θό πληρώσει γιό τό Ιγκλημό του.
- Μπορεί νό μας ξεφύγει, άλλό μπορεί καί νά μήν
μας ξεφύγει, εlπε ό Χάρντιν. 'Ε κείνο δμως πού ξέρω έγώ
εΤναι δτι δν δέν παμε στό πορθμείο τού Λη νά πάρουμε
τlποτα τρόφι μα δέν θά ζήσουμε άρκετά ώστε νά μπορέ­
σουμ ε νά τόν βρούμε.
- "Εχεις δίκιο, συμφώνησε ό Σόρτ.
"Ετσι, δν καΙ άπρόθυ μα, ό Τσέσνι ξεκlνησε πρός τά
νότια άκολουθώντας τό ποτάμι. Ό Χόρντιν γύρισε καΙ
κοlταξε πlσω του τόν τεράστιο δγκο τού βουνού Ναβό­
χο.
- 'Από κεί πόνω θό μπορούσε νό δεί κανεlς δλη τή
γύρω περιοχή, εlπε.
*

Ό κηλοκ ηταν ξαπλωμένος μπρούμυτα πόνω σ' �να


βρόχο στήν κορυφογραμμή τού βουνού Ναβόχο καΙ πα­
ρακολουθούσε τούς μακρινούς καβαλόρηδες μέ τό κιό­
λια του. Τού ς μέτρησε �ναν - �ναν. Ήταν έξι δντρες, Ή­
ταν τό άπόσπασμα πού τόν κυνηγούσε, δέν ύπηρχε όμ­
φιβολlα, καΙ κατευθύνονταν νότια πρός τό πορθμείο τού
Λή. Σlγουρα θό Ιβρισκαν τρόφιμα έκε1. άλλό πόσον και­
ρό άκόμα θό μπορούσαν νό μεlνουν μακριό άπό τά
σπαρτά, τά ζώα καΙ τούς δικούς τους;
Δέν κάθισε νά παρατηρήσει δλλο τΙς κινήσεις τους.
Τό δτι εΤχαν χάσει τά Τχνη του καΙ θά δυσκολεύονταν πο­
λύ νά τά βρούν ξανά ηταν φανερό, άλλά ό Κήλοκ εlχε
άργήσει νά έπιστρέψει έκεί πού τόν περίμενε ι'ι Κριστίνα
πού δέν ηταν συνηθισμένη νά ζεί σέ τέτοια μέρη. ΚαΙ εΤ­
χε άκόμα τριάντα μlλια δρόμο μπροστά του.

67
Κατέβηκε ξανό όπό τό όπότομο μονοπότι στήν πηγή
Γουόρ Γκόντ Kaf γέμισε τό παγούρι του καΙ πότισε τό
δλογό του.
'Ανέβηκε ξανό στή βουνοκορφή Kaf ξεκίνησε πρός τό
νοτιοανατολικό. Στό πρώτα δώδεκα μfλια ή πορεfα ήταν
ε ύ κολη, όλλό δταν Ιφτασε στfς πλαγιές τού βουνού
Πιούτ ό �λιoς κόντευε στή δύση του καί εΤχε όρχfσει νό
κόνει κρύο.
Κι αύτός Kaf τό δλογό του ήταν κουρασμένοι, όλλό
συνέχισε τήν πορεfα του μέσα στήν κακοτρόχαλη περιο­
χή μέχρι πού Ιφτασε σέ tva δfστρατο. "Ε στριψε πρός τό
νότια κι δν Kaf όπό κεί ή όπόσταση ηταν μεγαλύτερη,
τουλόχιστον τό μονοπότι ήταν πιό όμαλό. Δέν "θελε δ­
μως νό όφή σει ίχνη Kaf γι' αύτό σέ λfγο έγκατέλειψε τό
μονοπότι, tστριψε βόρεια καί μέχρι νό βγεί τό φεγγ6ρι
εΙχε παρακόμψει τό βουνό Τόλ.
'Ένα μ ίλι περΙπου πιό πέρα δρχισε νό ψόχνει γιό τό
μονοπ6τι πού θ6 τόν tβγαζε στό φαρόγγι πού χωνόταν
βαθιό στή Μέσα Σκέλετον. Δέν ήταν δυνατό νό διασχί­
σει τήν όγκώδη καΙ κατακόρυφη Μέσα. Ί σως βέβαια ν6
ύπηρχε tvo μονοπ6τι πού νό διαπερνούσε τή Μέσα Σκέ­
λετον καί νό tβγαζε στήν όπέναντι πλε υρό της, όλλό ό
κηλοκ δέν τό εΙχε όνακαλύψει ποτέ. "Επρεπε δμως ν6
μπεί μέσα στό φαρ6γγι πού όδηγούσε στούς πρόποδες
της Μ έσα Σκέλετον κι όπό κεί ν6 συνεχίσει κατό μηκος
της κόθετης πλαγιάς της καί ν6 κόνει τόν γύρο της.
Καθώς σκέφτηκε τό μονοπότι στούς πρόποδες γύρω
- γύρω όπό τή Μέσα, όνατρΙχιασε. Δέν ύπηρχε όμφιβο­
λfα δτι τό μονοπότι ήταν καλό "pfv έ κατό χρόνια, δταν τό
χρησιμοποιού σαν ΟΙ Ίνδιόνοι. όλλό τώρα ΟΙ διαβρώσεις
καί ΟΙ κατολισθήσεις τό εΤχαν κόνει πολύ έπικΙνδυνο νό

58
τό περπατήσει κανείς άκόμα καΙ μέρα.
Ήταν πιά περασμένα μεσάνυχτα δταν σταμάτησε τό
δ,λογό του στήν δ,κρη τού μονοπατιού πάνω στό κάθετο
πρόσωπο της Μέσα Σκέλετον καΙ ένιωσε τήν κρύα
ύγρασία πού άνυψωνόταν άπό τίς λιμνούλες' πιό κάτω
καΙ δ,κουσε τό μουρμου ρητό τού μακρινού καταρράχτη.
'Ακούμπησε τό χέρι του όπαλό στόν σβέρκο τού άλό­
γου του.
- Κόπου έκεί κάτω εΤναι τό σπΙτι μας, άγόρι μου, εΙ­
πε. "Ας ξεκινήσουμε προσεχτικά.
ΕΤχε περάσει ξανά άπό κείνο τό μονοπάτι, άλλό τότε
ηταν μέρα.
- "Ελα, άγόρι μου, ξεκΙνα. 'Αργά καΙ προσεχτικά.
Τό μεγάλο δ,λογο χλιμίντρισε, άνήσυχο άλλά πρόθυ­
μο. "Ε βαλε τό �να του πόδι δισταχτικά πάνω στό μονο­
πάτι, ξεφύσηξε μιά - δυό φορές κι έπειτα προσεχτικά λές
καΙ πατού σε πάνω σέ πάγο, δ,ρχισε νά όκολουθεί τό
στενό μονοπάτι. Κάθε τόσο κάποια πέτρα ξεκολλού σε
άπό τό μονοπάτι, κατρακυλούσε κάτω στήν άπότομη
πλαγιά καΙ έπεφτε μέ �ναν πνιχτό γδούπο στή βάση της
πλαγιάς, πολλά μέτρα πιό χαμ ηλό.
*

Τήν δέκατη �Kτη νύχτα r'ι Κριστίνα καβάλησε τό δ,λο-


γό της, προχώρησε κατά μ η κος τού φαραγγιού μέχρι
έκεί πού ένωνόταν μέ τό κεντρικό φαράγγι κι έ κεί στα­
μάτησε μέσα στό σκοτάδι προσπαθώντας νά όκού σει �­
ναν όποιονδήποτε έλπιδοφόρο ήχο.
Γύρισε. Κάτι μέσα της βαθιά της έλεγε δτι δέν τήν εΤ­
χε lγκαταλεΙψει. ΠρΙν λΙγες ώρες εΙχε νιώσει μέσα της
μιά άμφιβολlα, άλλά όπό τή στιγμή πού έπεσε r'ι νύχτα ΟΙ

59
φόβοι της έσβησαν. ·Αν δέν γύριζε αύτό θό σήμαινε δτι
κότι κακό εΤχε συμβεί. ·Ι σως τόν εΤχε βρεί ό Ν ήρλαντ.
Ή ΚριστΙνα δέν όμφέβαλλε τώρα δτι ό Ν ήρλαντ θό
τούς όκολουθούσε γιατl ό Ν ή ρλαντ ήταν ένας δνθρω­
πος πού ένας όπό τούς έλόχιστους σκοπούς της ζωης
του ήταν ι'ι έκδlκηση . Τό μΙσος ήταν τόσο όπαραΙτητο
στή ζωή τού Ν ήρλαντ δσο καΙ τό αΤμα πού έτρεχε στΙς
φλέβες του . ΚαΙ ι'ι ΚριστΙνα ήταν σΙγουρη δτι δν έρχόταν
δέν θό έρχόταν μόνος του.
UΟλες αύτές τΙς μέρες πού έλειπε ό κηλοκ ι'ι ΚριστΙνα
δέν τεμπέλιαζε, γιατl ι'ι τεμπελιό ήταν δγνωστη στόν χα­
ρακτήρα της. Έ κΈΙνη ι'ι ζωή ήταν καινούργια γι' αύτήν,
όλλό δχι έντελώς ξένη. · ΕΤχε κυνηγήσει κι δλλες φορές
στή ζωή της κι έτσι δταν σκότωσε ένα έλόφι πρΙν λΙγες
μέρες τό έγδαρε, τό καθόρισε, έκοψε τό κρέας σέ λωρl­
δες καΙ τό κόπνισε στή φωτιό.
ΕΤχε έπΙσης κου βαλήσει τό πρόγματό τους κότω όπό
μιό προεξοχή της πλαγιάς, ένα μέρος πού τό έκρυβαν
Ιτιές καί λεύ κες, καΙ εΤχε φτιόξει δύο κρεβότια όπό κλα­
διό καί φύλλα Ιτιάς. Κι έπειτα εΤχε βόλει τό δύο κρεβότια
δΙπλα - δΙπλα καΙ τό εΤχε κόνει ένα.
ΟΙ παλιοl, μ υ στηριώδεις κότοικοι τών έρειπωμένων
κτισμότων της πλαγιάς πετού σαν τό σκουπlδια τους καΙ
δ,ΤΙ δλλο δχρηστο κότω όπό τήν δκρη της πλαγιάς δπου
εlχε σχηματιστεί ένας μεγόλος σωρός όπό δχρηστα. Ή
Κριστίνα εΤχε πόει σ' έκείνο τό σημείο καΙ εΤχε κο ιτόξε ι
μέ μεγόλο ένδιαφέρον δλα τό παρόξενα μικροπρόγματα
πού εΙχε βρεί έ κεί � πού εΤχε ξεθόψει όπό τή γη μέ ένα
μ υτερό ξύλο.
'Υπηρχαν κομμότια άπό πήλινες κούπες καΙ τσουκό­
λια, μερι κό μαύρα κι δσπρα, δλλα πορτοκαλl κι δλλα κόκ-

60
κινα, όνακατεμέ να μέ όποτεφρωμένα ξύλα καΙ στόχτες
καΙ φλούδες όπό πέτρ ες ΟΟό τΙς όποίες ΟΙ παλιοl κότοικοι
�Kαναν τΙς κεφαλές γιό τό βέλη τους. Ύπηρχαν έπΙσης
κομμότια όπό λιωμένα σαντόλια, σπασμένα πέτρινα μα­
χαΙρια καΙ πολλό δλλα πρόγματα πού της �δωσαν μ ιό
Ιδέα γιό τούς όνθρώπους πού εΤχαν ζήσει κόποτε έκεί.
Π εριπλανήθηκε έπΙσης μέσα στό έρεΙπια τών έγκατα­
λειμμένων όπό πολλό χρόνια σπιτιών προσπαθώντας νό
δεί μέ τή φαντασΙα της πώς ζού σαν οΙ δνθρωποι έ κεί.
wEVIweE εύτυχισμένη. Τό συνειδητοποlησε αύτό �K­
πλη κτη τήν τετόρτη μέρα όπό τότε πού εΤχε φύγει ό ΚΙ;­
λοκ. Ήταν βέβαια μόνη της. όλλό ό δντρας της θό γυρ­
νού σε γρήγορα καΙ γι' αύτό ι'ι μοναξιό της δέν τήν πεΙρα­
ζε. ΕΤχε όρχlσει νό όγαπόει τΙς ψηλές βουνοπλαγιές, τόν
παγωμένο πρωινό όέρα, τό βαθύ σκιωτα δόση.
Κοlταξε γύρω της καΙ χαμογέλασε στή σκέψη τΙ θό t­
λεγαν οΙ φlλες της δν τήν Ιβλεπαν έ κεΙνη τή στιγμ ή σ'
έκείνο τό μέρος. Αύτή ι'ι όποΙα εΤχε συνηθΙσει νό ζεί καΙ
νό κινείται μέσα στούς όριστοκρατικού ς κύκλους της Εύ­
ρώπης, νό αlσθόνεται ε ύτυχισμένη σ' έκείνο τό Ιρημο
φαρόγγι μακριό όπό τήν δνεση καΙ τήν πολυτέλεια μέσα
στήν όποΙα ζού σε μέχρι πρΙν λlγο καιρό.
ΕΤχε όνακαλύψει lva μ ικρό, έπίπεδο κομ μότι γης γε­
μότο όγριόχορτα καΙ θόμνους, τό όποίο δμως θό μπο­
ρού σε νό καθαριστεί καΙ νό φυτευτεί εύκολα. Θό μπο­
ρούσαν νό κόνουν lvav λαχανόκηπο έ κεί. Τό μέρος ηταν
κοντό στό ποτό μ ι καΙ θό μπορού σαν νό κόνουν lva αύ­
λόκι νό τόν ποτlζουν.
Άνακόλυψε δτι ό σωρός μέ τό δχρηστα όντικεlμενα
στή βόση τiiς πλαγιδς όσκού σε πόνω της μιό παρόξενη
γοητεlα. υΟταν ήταν μ ικρή έπισκεπτόταν ταχτι κό τό σπlτι

81
της ό ΚρΙστιαν Τόμ σεν, ό Δανός όρχαιολόγος πού �ταν ό
πρώτος πού εΙχε χωρΙσει τήν προϊστορική έποχή σέ
τρείς μ ικρότερες - τήν έποχή της Π έτρας, τού Μπρούν­
τζου καί τού Σιδήρου . Ή Κριστίνα εΙχε έπίσης έπισκε­
φτεί πολλές φορές τό μουσείο της Κοπεγχόγης καί της
Στοκχόλμης.
Γοητευ μένη όπό τό όρχαία, μυστηριώδη έρείπια, ή
Κρι στΙνα εΙχε μαζέψει πολλό κομ μότια όπό πήλινα όντι­
κεΙμενα, κομμότια όπό σανδόλια, βέλη καί άλλα όντικεί­
μενα της καθημερινης ζωης τών όνθρώπων πού εΙχαν
ζήσει κόποτε σ' έκεΙνη τήν πλαγιό. Κόθε μέρα δμως ό
φόβος της μεγόλωνε δτι κότι κακό εΙχε συμβεί. δτι ό
Μότ Τσως εΙχε συναντήσει τόν Νήρλαντ r'j τόν εΙχαν
σκοτώσει ΟΙ ' 1νδιόνοι r'j εΙχε γκρε μ ι στεί μέ τό άλογό του
όπό κόποιο κακοτρόχαλο μονοπάτι.
Τή δέκατη lκτη δμως νύχτα ΟΙ φόβοι της εΙχαν διαλυ­
θεί καί κότι μέσα της βαθιό της έλεγε δτι θό γυρνού σε.
Κόπου έκεί πέρα στό σκοτόδι ό Μότ πρέπει νό ταξΙδευε
κότω όπό τό Τδια όστέρια, πρέπει νό όνόπνεε τόν Τδιο
όέρα της έρήμου πού όνόπνεε κι αύτή, πρέπει νό ένιωθε
τήν Τδια παγωνιό της νύχτας πού ένιωθε κι αύτή.
Μ ετό όπό κόμποση ώρα γύρισε πίσω, ξε σέλωσε τό
άλογό της καί τό πότισε.
"Επεσε στό στρώμα πού εΙχε φτιόξε ι καί όποκοιμήθη­
κε, όλλό μετό όπό λΙγο ξύπνησε ξαφνι κό όπό τό όνήσυχο
χλιμΙντρι σμα τού όλόγου της. 'Ανακόθισε γρήγορα καί
πηρε τό τουφέκι πού της εΙχε όφήσει ό Μότ φεύγοντας .
. "Ε στησε αύτί προσπαθώντας νό όκούσει όποιονδή­
ποτε θόρυβο πού θό έμοιαζε ξένος καί όφύσικος καί σέ
λίγο άκουσε τόν όργό, σΙγου ρο βη ματισμό ένός όλόγου
μέσα στή νύχτα. ΠερΙμενε μέ τό τουφέκι στό χέρια της

62
ένώ τό χεlλια της εΤχαν ξεραθεί όπό τήν όγωνlα καί ι'ι
καρδιό της χτυπούσε σόν νό ήταν �τoιμη νό σπόσει.
ΚαΙ τότε δκουσε τή φωνή του:
- Έντόξει, όγόρι μου, τό καταφέραμε. Φτόσαμε σπί­
τι μας.
Ή Κριστlνα πέταξε τό τουφέκι της καΙ έτρεξε πρός τό
μέρος όπό δπου όκούστηκε ι'ι φωνή τού όγαπημένου
της, τρέμοντας.

83
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Π Ε Μ ΠΤΟ
Ό K iΊλOK όνέβηκε aτή Μ έσα Σκέλετον καβόλα aτό
μαύρο δλογό του. Σταμότησε σέ �να ψηλό σημείο όνα­
τολικό όπό �να έρειπωμένο σπΙτι κι έκεί ξε καβόλησε καΙ
όνέβηκε μέ τό πόδια σέ μερικούς ψηλούς βρόχου ς πού
πρόσφεραν καλύτερη θέα.
'Από κεί μπορούσε νό δεί καλό τό φαρόγγια κότω,
τήν κοιλόδα πρός τό Κόσλ Μπιούτ καΙ τούς όμμόλοφους.
Κόθισε πόνω aτoύς βρόχους καΙ lφερε τό κιόλια aτό
μότια του.
Δέν εΤχε φέξει όκόμα γιό καλό, όλλό αύτό πού Ιλπιζε
νό δεί ό KiΊλOK ήταν καπνός όπό φωτιό ι'j σκόνη ι'\ μ ιό
όντανόκλαση τού πρωινού φωτός πόνω σέ κόποιο με­
ταλλικό όντικεΙμενο. wH μάλλον lλπιζε νό μήν δεί τΙποτα
00' δλα αύτό. Τό μόνο πού ι'jθελε ήταν νό τόν όφήσουν
�συxo.
-Ε μεινε lTOI όκΙνητος σ' έκεΙνη τή θέση παρατηρών­
τας τήν περιοχή κότω καΙ γύρω γιό μιό περίπου ώρα. Ό
�λιoς εΤχε σηκωθεί πιό όρκετό πόνω όπό τόν όρΙζοντα.
ΕΤδε πολλό μΙλια μακριό τούς λόφους wEKO, εΤδε τό βρα­
χώδες ύψωμα ΤσΙφ νό ύψώνεται σκοτεινό πρός τόν ού-

64
ρανό λές καΙ δέν μποροϋ σε νό τό φτόσει ό Ι'ιλιος.
ΕΙδε Ινα γερό κι νό κόνει κύκλους στόν ούρανό ... εΙδε
Ινα κοπόδι δγρια δλογα ... εΙδε μερικό όρτύκια δχι πολύ
μακριό. Άλλό δέν ε1δε καβαλόρηδες ούτε τό παραμικρό
σημόδι παρουσlας άνθρώπου.
Καθώς κοιτοϋσε μέ τό κιόλια του σκεφτόταν τήν Κρι­
στΙνα. ·Ι σως ήταν βλακεΙα του νό τή φέρει σ' έκείνα έκεί
τό δγρια μέρη, Τσως άκόμα νό ήταν καΙ βλακεΙα του πού
τήν ε1χε παντρευτεί. Γιό τό μόνο πού ήταν σΙγουρος ή­
ταν δτι έκεΙνη ιΊ γυναlκα ήταν γεννημένη γι' αύτόν κι αύ­
τ6 τ6 εlχε νιώσει άπό τήν πρώτη στιγμή πού τήν ε1χε άν­
τικρΙσει.
Ή ΚριστΙνα ήταν περισσότρο μορφωμένη άπ' αύτ6ν
καΙ ε1χε ζήσει σ' Ιναν κόσμο γιό τόν όποίο αύτός ιΊξερε
έλόχιστα πρόγματα. Ήταν σΙγουρο δτι εlχε σκαρφαλώ­
σει σέ βουνό στήν Ε ύρώπη, ε1χε κατασκηνώσει στήν ϋ­
παιθρο, ε1χε βρεθεΤ μέ βόρκα σέ άγριε μένα ποτόμ ια, άλ­
λό αύτό πού έπρόκειτο νό άντιμετωπΙσει έδώ ήταν κότι
έντελώς διαφορετικό.
Ήταν σΙγουρος δτι τόν άγαποϋ σε κι έκεΙνη ιΊ, δν δέν
τόν άγαποϋσε άκόμα, θό τόν άγαποϋ σε μέ τόν καιρό. Ή
άγόπη δμως δέν ήταν άρκετή. UΕνας γόμος ε1ναι τό άπο­
τέλεσμα τοϋ Ιρωτα άλλό καΙ της κατανόησης καΙ τοϋ σε­
βασμοϋ τών άναγκών τοϋ δλλου. ΚαΙ τώρα τό μυαλό
τοϋ κηλοκ άπασχολοϋ σε σοβαρό ιΊ σκέψη τΙ Ιπρεπε νό
κόνει, πώς νό ένεργή σει. ' Ε κείνο τό πρωτόγονο περι­
βόλλον δέν ήταν κατόλληλο γιό τήν ΚριστΙνα. Δέν ιΊθελε
νό τή δεί νό σκληραΙνει καΙ νό ρυτιδιόζε ι άπό τή δουλειό,
τόν Ι'ιλιο καΙ τόν άέρα.
ΟΙ σκέψεις του ξαναγύρισαν στόν Ν ήρλαντ. Ό Ν ή ρ­
λαντ ήταν σΙγουρο δτι θό ξεκινοϋσε νό τούς βρεί καΙ τό

66
πιό πιθανό ήταν δτι δέν θά έρχόταν μόνος του. ΚαΙ ό
Ν ήρλαντ ήταν έπικlνδυνος - Ινας δντρας πού ι'\ξερε
πώς να μισεί καΙ δέν ήταν καθόλου δειλός.
Ό κηλοκ προσπάθησε νά διώξει τίς άνησυχητικές
σκέψεις άπό τό μυαλό του καΙ έφερε ξανά τά κιάλια ατά
μάτια του . ΕΤδε πάλι τό κοπάδι τών δγριων άλόγων πού
κάλπαζαν άργά πρός τό βραχώδες ύψωμα ΤσΙφ δπου ι'\­
ξεραν πώς θά βρούν νερό. Μερικές φορές ύπΙ;ρχαν κα­
λά δλογα άνάμεσα ατά δγρια κοπάδια, άλλά ΟΙ 'Ινδιάνοι
δέν δφηναν νά τούς ξεφύγουν δταν τά έβρισκαν.
Μ ετά άπό κάμποση ώρα έβαλε τά κιάλια ατή θήκη
τους καΙ κατέβηκε κάτω ατό φαράγγι. "Ενιωθε τήν έπι­
θυμlα νά βρεθεί κοντά ατήν Κριατlνα γιά τήν όποΙα δέν
ι'\ξερε πολλά πράγματα γιστΙ δέν της δρεσε νά μιλάει γιά
τόν έαυτό της. ΚαΙ ό καιρός πού ήταν μαζΙ δέν ηταν πο­
λύς.
Είδε τόν καπνό πού σηκωνόταν άπό τή φωτιά πού εΤ­
χε άνάψει � ΚριατΙνα άλλά ηταν λεπτός καπνός ... τό εΤχε
μάθει αύτό πολύ γρήγορα. Ό καπνός μπορούσε νά ση­
μαΙνει ι'\ προειδοποlηση ι'\ πρόσκληση άλλά σ' έκεΙνη τήν
περιοχή πού εΤχε πολλούς έχθρού ς καΙ καθόλου φΙλους
ό καπνός μπορού σε νά προκαλέσει μόνο προβλήματα.
- ΤΙποτα, της εΤπε όπαντώντας ατή σιωπηλή της
έρώτηση. ΝομΙζω δτι γύρισαν πίσω ατήν πόλη τους.
- Θά ξανάρθουν λές άργότερα;
Ό κηλοκ σκέφτη κε τήν έρώτησή της καΙ έφερε στό
μυαλό του δλα τά πρόσωπα τών άντρών πού είχε δεί πε­
σμένους τόν Ινα δΙπλα στόν δλλον πΙσω άπό τήν όχθη
τού άρ6γιο δταν εΤχε πυροβολή σει καΙ εΤχε τρυπήσει τό
παγούρι τού ένός.
- Ν αΙ, Ινας όπ' αύτούς θά ξανάρθει όπωσδήποτε.

66
Τού έδειξε τό πρόγματα πού εΙχε βρεί στόν σωρό τών
σκουπιδιών τών παλιών, όγνωστων κατοίκων της πλα­
γιάς καί ό κηλοκ τό κοίταξε γιό πολλή ω ρα γοητε υ μένος.
- Στήν Ε ύρώπη τό μελετάνε αύτό τό πρόγματα, τού
εΙπε. Έχε ι όρχίσεl νό γίνεται μία όλ6κληρη έπι στήμη. Ή­
ξερα κόποιον πού ...
Τού εΙπε Υιό τόν Τόμ σεν καί τούς όλλους διανοούμε­
νους καί έπιστήμονες πού σύχναζαν στό σπίτι τού πατέ­
ρα της πού παρόλο πού ήταν διπλωμότης εΙχε κι αύτός
μεγόλο πόθος γιό τήν έρευνα σχετικό μέ τήν προέλευση
τού όνθρώπου.
" Οταν τελείωσε αύτό τό θέμα ι'ι Κριστίνα συνέχισε:
- Ύπόρχεl �να έπίπεδο μέρος μέ καλό χώμα έκεί πέ­
ρα πού νομίζω δτι μπορούμε νό φυτέψουμε λαχανι κό:
Βρηκα σπόρους όπό πεπόνια καί κοτσόνια όπό καλαμπό­
κια κι όν ΟΙ Ίνδιόνοl μπορού σαν καί καλλιεργού σαν τέ­
τοια πρόγματα έδώ αύτό σημαίνει δτι θό μπορέσουμε κι
έμείς.
π ηγαν στό μέρος πού εΙχε όνακαλύψεl ι'ι Κριστίνα. Ό
κηλοκ πηρε μαζί του �να τσεκούρι καί όρχισε νό κόβει
τούς θόμνους. ΟΙ θόμνοl ήταν όραιοί καί καχεκτικοί κι
έτσι μέχρι τό όπόγευ μα εΙχαν καθαρίσει �να όρκετό με­
γόλο κομμότι. Τήν έπόμενη μέρα ό κηλοκ τό έσκαψε, ι'ι
Κριστίνα τό Ισοπέδωσε μέ μ ία τσουγκρόνα καί φύτεψαν
καλαμπόκι, φασόλια καί κολοκύθες. Μέσα σέ μιό βδομό­
δα εΙχαν καθαρίσει καί φυτέψει παραπόνω όπό δύο
στρέμματα.
Τό τρόφιμα πού ό κηλοκ εΙχε όναγκαστεί νό όφήσεl
στή Φρηντομ όρχισαν νό τούς λείπουν πολύ, όλλό ό κη­
λοκ ήταν όπρόθυ μος νό φύγει ξανό καί νό πόε l νό όγο­
ρόσεl τρόφιμα. Δυό φορές τήν ι'ιμέρα έξακολουθοΟσε

3. Τό παιχν/δ, rο ύ eavdrov 87
νό πηγαΙνει στό ψηλό σημείο στή Μέσα Σκέλετον καΙ νό
έρευνόει δλη τή γύρω περιοχή προσεχτικό μέ τό κιόλια
του.
*

Ό ·Οσκαρ Ν ή ρλαντ στεκόταν στόν δρόμο δταν τό


όπόσπασμα γύρισε στή φρηντομ καΙ κοlταξε τούς κου­
ρασμένους άντρες πού ξεκαβόλη σαν καΙ τρόβηξαν όργό
. πρός τό σαλούν γιό �να ποτό.
Ό Σόμ, ό μπόρμαν, πηρε �να μπουκόλι όπό τό ρόφι
πΙσω του καΙ τό έβαλε πόνω στό μπόρ, μπροστό στούς
�ξι άντρες. Δέν χρειαζόταν νό τούς κόνει καμΙα έρώτη­
ση.
- Τόν χόσαμε, ε1πε ό Τσέσνι . Λές καΙ άνοιξε r'ι γη καΙ
τόν κατόπιε.
- Θό ξανόρθει έδώ, ε1πε ό ΚΙμελ. Χρειόζεται τρόφι­
μα. uOTav έφυγε όπό δώ δέν πηρε τΙποτα άλλο έκτός
όπό μιό γυναικεΙα χτένα.
Ό Ν ήρλαντ ε1χε όκολουθήσει τούς άντρες τού όπο­
σπόσματος μέσα στό σαλούν καΙ όκού μπη σε στό μπόρ
χωρΙς νό τούς κοιτόζει, όλλό όκούγοντας τΙ έλεγαν. ΕΊχε
όκολουθήσει τό Τχνη τού κηλοκ μέχρι τή φρηντομ καΙ δ­
ταν έφτασε έδώ άκουσε γιό τόν θόνατο τού Τζόνι καΙ όπό
τΙς περιγραφές κατόλαβε δTl ό άνθρωπος πού τόν εΊχε σκο­
τώσει ηταν ό κηλοκ.
- Ξέρεις πού τόν χόσαμε; εΊπε ό Μακόλπιν καΙ ό
Σόρτ, δταν άκουσε αύτό τό λόγια σήκωσε τό κεφόλι του
καΙ κοlταξε τόν Μακόλπιν όποδοκιμαστικό. Στό Π ηγόδι
τών Μορμόνων.
Ό Σόμ γυόλιζε �να ποτήρι έκεlνη τή στιγμή καΙ τό χέ­
ρια του σταμότησαν ξαφνικό νό δουλεύουν.

68
- Στό Πηγάδι τώ ν Μορμό νω ν; ρώτησε κατόπληκτος.
- 'Ακρι βώς, εΤπε ό Μακόλπιν πού τόν έτρωγε ι'ι έπι-
θυμΙα νό όφηγηθεί τήν ΙστορΙα. Μάς όδήγησε μέχρι έκεί
κι έπειτα έξαφανΙστηκε.
- Π ολλό λές, Μακόλπιν, γρύλισε ό Σόρτ.
- Ξεκινώντας κανεΙς όπό τό Π ηγόδι τών Μορμόνων
καΙ ξέροντας μερικό πρόγματα γι' αύτή τήν ΙστορΙα θό
μπορού σε νό βρεί τΙς Χαμένες 'Άμαξες. Θό μπορούσατε
νό γίνετε δλοι σας πλούσιοι, παιδιό. Π ότε θό ξαναπάτε;
- Νό σού πώ, δρχισε ό Μ ακόλπιν κατεβόζοντας τό
ποτήρι όπό τό χεΙλια του. Έγώ νομΙζω δτι ...
- Τόν όφήσατε νό σάς ξεφύγει, λοιπόν, τόν διέκοψε
ό Νήρλαντ.
Τό μότια δλων τών όντρών γύρισαν στόν ξένο. υΟλων
τών όντρών έ κτός όπό τού Τσέσνι.
- Δέν τόν όφήσαμε καθόλου νό μάς ξεφύγει, γρύλι­
σε ό Τσέσνι. Θό τόν κυνηγήσω όκόμα καί μέχρι τήν κό­
λαση δν χρειαστεί.
- -Εχετε δλοι σας ρόντσα καΙ ζώα πού χρειόζονται
περιποΙηση καΙ προσοχή, εΙπε ό Ν ή ρλαντ. Έγώ δμως
δέν έχω καμιό ύποχρέωση τέτοιου εΤδους.
- τι θέλεις νό πείς; ρώτησε ό Τσέσνι.
- Θό σάς έρθει πιό φτηνό νό πληρώσετε κόποιον νό
πόει νό κυνηγή σει αύτόν τόν δολοφόνο. Έσείς μπορείτε
νά συνεχίσετε τίς δουλειές σας καί νό όφήσετε έμένα νό
πόω νό τόν κυνηγήσω. Θό τόν βρώ όπωσδήποτε. Στήν
πραγματικότητα ξέρω καΙ ποιός εΤναι.
- Τόν ξέρεις εΙπες;
- Ν αί. Τόν λένε Μότ ΚΙ;λοκ ( Κλειδαριό). Γι' αύτό καΙ
έχει μαρκαρισμένο τ6 δλογό του μέ μΙα κλειδαριό καΙ �­
να κλειδί.

69
- Δέν χρειαζόμαστε βοήθεια, είπε ό Μακόλπιν. Θό
τόν βροϋμε μόνοι μας.
- Έγώ λέγομαι "Οσκαρ Ν ήρλαντ καί έχω έρθει όπό
τό δυτικό ψόχνοντας νό βρώ �να καλό μέρος νό έγκατα­
σταθώ. Ή πόλη σας μοϋ δρεσε πολύ καί θό μέ ε ύχαρι­
στοϋ σε νό σάς όπαλλόξω όπ' αύτή τήν άγγαρεία. Θέλω
δμως νό μοϋ δώσετε μιό έξουσιοδότηση.
- τι είδους έξουσιοδότηση;
- Δέν θέλω νό όρχίσω νό κυνηγάω κόποιον φαινο-
μενικό χωρίς λόγο. Θό ι'jθελα νό μοϋ δώσετε τήν δδεια
καί τήν έξουσιοδότηση νό τόν κυνηγήσω σόν νό Ι;μουν
ό σερίφης της πόλης.
Αύτή ηταν μιό καινού ργια Ιδέα γιό τούς δντρες της
φρηντομ. Ό Χόρντιν κότι έκανε νό πεί, άλλό τελικό προ­
τίμησε νό σωπcf1σει. Ό Μπίλ Τσέσνι δέν άπόντησε στήν
πρόταση τοϋ ξένου. ΟΙ ίιπόλοιποι περίμεναν νό κόνει τήν
άρχή ό Τσέσνι ι'Ί ό Χόρντιν.
- Δέν εrχαμε ποτέ φασαρίες στήν πόλη μας, είπε ό
Χόρντιν. Δέν νομίζω δτι χρειαζόμαστε σερίφη.
Ό Ν ήλ δέν εΙχε μιλήσει καθόλου. Δέν ίιπηρχε τίποτε
δλλο πού νό ι'jθελε περισσότερο έκείνη τή στιγμή όπό
τό νό γυρίσει στό ρόντσο καί τή γυναίκα του καΙ νό μεί­
νει έκεί. "Ετσι ιΊ Ιδέα δτι δέν θό χρειαζόταν νό φύγει ξα­
νό νό κυνηγήσει τόν κηλοκ τοϋ φόνηκε στήν όρχή εύχά­
ριστη. 'Από τήν δλλη μεριά δμως δέν έμπιστευόταν κα­
θόλου έκείνον τόν ψυχρό ξένο - δέν τόν έμπιστε υόταν
καθόλου. Καί εΙχε τήν έντύπωση δτι κι ό Χόρντιν αΙσθα­
νόταν τό ίδιο.
- Θό πρέπει νό γίνει μΙα συγκέντρωση τών πολιτών.
εΙπε ό Τσέσνι στόν Ν ήρλαντ καί ό Σόμ καί ό Ν ήλ τόν κοί­
ταξαν έκπληκτοι. Δέν εΤμαστε πολλοί. Θέλω νό πώ δτι

70
γιό νό κόνουμε σερίφη πρέπε ι νό ψηφΙσουν κι όλλοι
έκτός όπό μάς πού ε ίμαστε έδώ.
- Θό περιμένω, εΙπε ό Ν ή ρλαντ καΙ έριξε �να νόμ ι­
σμα γιό τό ποτό του πόνω στό μπόρ. Δέν βιόζομαι . Θό
κατασκηνώσω κόπου έδώ κοντό καΙ θό περι μένω.
Βγηκε όπό τό σαλούν καί γιό λίγο μέσα στήν αΤθουσα
έπι κρότησε όπόλυτη σιωπή. Τήν έσπα σε πρώτος ό Ν ήλ.
- Π ρέπει νό πόω σπίτι μου, εΤπε. Ή γυναίκα μου θό
όνησυχεί.
- Κι έγώ τό ίδιο, εΤπε ό Χόρντιν.
- Καί γιατί νό μήν τόν κόνουμε σερίφη ; εΙπε ξαφνικό
ό Τσέσνι . Έμείς μπορούμε νό γυρΙσουμε στό σπίτια μας
καί τίς δουλειές μας καί νό όφήσουμε αύτόν νό, .. Μόνο
πού θέλω νό τόν κρεμόσου με έδώ δταν τόν πιόσει. "Ας
όφήσουμε τόν Ν ήρλαντ νό τόν βρεί καί νό τόν φέρει
έδώ κι έπειτα τόν κρεμάμε σύ μφωνα μέ δλους τούς τύ­
πους καί τούς κανονι σμούς.
- Μό, δέν τόν ξέρουμε καθόλου αύτόν τόν Ν ή ρλαντ,
εΙπε ό Χόρντιν. Δέν ξέρουμε τί εΤδους δνθρωπος εΙναι.
- ΝΕ, δν όποδειχτεί δτι δέν μάς κόνει ξαναμαζευόμα­
στε καί τόν παύουμε όπό σερίφη, εΤπε ό Τσέσνι. 'Επειδή
θό τόν προσλόβουμε δέν σημαίνει δτι θό όναγκαστούμε
νό τόν έχουμε σερίφη γιό δλη μας τή ζωή. Καί γιό νό εΙ­
μαι ε Ιλικρινής, έγώ δέν νομίζω δτι θέλε ι νό μείνει στήν
πόλη μας. Τό μόνο πού θέλει εΙναι νό βρεί αύτόν τόν φο­
νιό.
- Πώς τό ξέρεις αύτό;
- Δέν είδατε δτι κατόλαβε όμέσως γιό ποιόν μιλού -
σαμε καί ξέρει μόλιστα καί τ' δνομό του ; Π ι στεύω δτι έ­
φτασε μέχρι έδώ κυνηγώντας τον.
- Τότε γιατί νό τόν πληρώσουμε γιό κότι πού θό τό

71
έκανε έτσι κι όλλιώς; εΤπε ό Χόρντιν. ΝΕλα, Ν ήλ, πάμε
έμείς σιγό - σιγό.
Ό Τσέσνι έριξε μΙα δγρια ματιό στούς δύο δντρες πού
ξεκΙνησαν πρός τήν πόρτα.
- Δηλαδή, θέλετε νό πείτε δτι δέν συμφωνείτε νό
τόν προσλόβου με;
Ό Χόρντιν σταμότησε, σκέφτηκε γιό μιό στιγμή τήν
έρώτηση κι έπειτα γύρισε καΙ εΤπε "ρεμα:
- ΝαΙ, ΜπΙλ. · Εγώ δέν συ μφωνώ. Δέν μού όρέσει
καθόλου ό Ν ήρλαντ κι ούτε τόν έμιστεύομαι.
Ό Τσέσνι τού ς γύρισε τήν πλότη έπιδεικτικό καΙ ΟΙ
δύο δντρες βγήκαν όπό τό σαλούν.
Λύνοντας τό δλογό τους όπό τή δέστρα μπροστό στό
σαλούν ό Ν ήλ γύρισε καΙ εΙπε στόν Χόρντιν:
- Δέν ξέρω τΙ νό πώ γιό τόν ΜπΙλ. -Εχει όλλόξει τώ­
ρα τελευταία.
- Δέν έχει όλλόξει. ΕΤναι όπλώς κουρασμένος όπ'
αύτή τήν lστορΙα καΙ πληγωμένος όπό τόν θόνατο τού
φΙλου του τού Τζόνι.
Κι δμως ό Ν ήλ ηταν σlγουρος δτι ό Χόρντιν όνησυ­
χού σε κι αύτός. Ό Τσέσνι φαινόταν πραγματικό όλλαγ­
μένος. ΕΤχε γΙνει στρυφνός, όπότομος καί έκδικητικός. Ό
Ν ήλ πόντα τόν σεβόταν καΙ τόν θαύ μαζε τόν Τσέσνι, όλ­
λό πόντα πρόσεχε νό μήν πεί r'\ κόνει κάτι πού θό μπο­
ρούσε νό τόν δυσαρεστήσει. Ό Τσέσνι έδινε τήν έντύ­
πωση τού όνθρώπου πού ηταν πόντα σΙγουρος δτι εΊχε
δΙκιο. -Ετσι καΙ έπαιρνε μιά όπόφαση δέν ύπήρχε περΙ­
πτωση νό πειστεί δτι δέν ήταν fι σωστή.
*

·0 Ν ήρλαντ όπό τό σημείο δπου εΤχε κατασκηνώσει

72
κοντό στό ποτόμ l ε1δε τούς δύο δντρες νό φεύγουν όπό
τήν πόλη καί χαμογέλασε μέ διαβολική Ι κανοποίηση.
"Ηξερε δτι οΙ δύο έκείνοl ήταν όντΙθετοl μέ τήν Ιδέα
του νό τόν κόνουν σερίφη, όλλό ι'\ξερε κιόλας δτι ή προ­
σπόθειό τους νό φύγουν γιό νό μήν γίνει δυνατή ή ψη­
φοφορία δέν θό πετύχαινε.
UΟλοl οΙ δντρες ήταν κουρασμένοι καί ι'\θελαν νό γυ­
ρίσουν στό σπίτια τους καί δέν φαίνονταν νό lxouv με­
γόλη διόθεση νό ξεκινήσουν ξανό νό κυνηγή σουν τόν
ΚΙ;λοκ. ΚαΙ ό Ν ήρλαντ ήταν σίγουρος δτι ή γνώμη τού
Τσέσνl ήταν έκεΙνη πού μετρούσε. Ό Χόρντιν ήταν Τσως
ό πιό lξυπνος όπ' δλους. Άλλό όκριβώς τό γεγονός δτι
ήταν lξυπνος καί εύαίσθητος τόν lKave νό μήν lXEI όρ­
χηγικές τόσεις. Ό Τσέσνι όπό τήν δλλη μεριό ηταν όπό
τήν πόστα όπό τήν όποΙα ήταν φτιαγμένοι ΟΙ φανατικοί
δλου τού κόσμου. uOao γιό τόν Σόρτ καί τόν Μακόλπιν
- εΤχε μόθει δλα τό όνόματα τών όντρών τού όποσπό­
σματος προτού γυρίσουν - θό lKavav αύτό πού θό l­
λεγε ό Τ σέσνι.
Ό Κίμελ ... αύτός ήταν ό πιό διφορούμενος όπ' δλους.
Ήταν γεροδεμένος καί σκληροτρόχηλος. Άπό τούς δν­
τρες πού δέν θό τό lβαζαν στό πόδια ποτέ σέ μιό μόχη,
όλλό θό lμεναν νό πολεμήσουν μέχρι νό χύ σουν καί τήν
τελευταία σταγόνα όπό τό αΤμα τους. Ό Ν ή ρλαντ όπο­
φόσισε νό όποφύγει όποιαδήποτε σύγκρουση μέ τόν Κί­
μελ πόνω σέ όποιοδήποτε θέμα, δχι γιατί τόν φοβόταν
όλλό γιατί lKPIVE καλύτερο νό μή δώσει όφορμές νό δη­
μιουργηθούν έχθρικό συναισθήματα έναντίον του μέχρι
νό τελειώσει τή δουλειό του.
Πλησίασε τή φωτιό του. Τό νερό πού εΤχε βόλει γιό
καφέ lβραζε.

73
Έριξε μέσα τόν καφέ καί περίμενε σκεφτι κός. Μ έ έ­
ναν σμπάρο θά σκότωνε δυό τρυγό νια. Θά τακτοποιού­
σε τόν λογαριασμό του μέ τόν κηλοκ καΙ θά έπα ι ρνε δ,ΤΙ
μπορούσε άπό έκεΙνη τήν πόλη. Ή πόλη βέβαια δέν εΤχε
νά τού προσφέρει καΙ πολλά πράγματα, άλλά αύτά πού
εΤχε άξιζαν τόν κόπο καί θό ηταν τόσο εύ κολο σάν νά τά
έπαιρνε άπό ένα μωρό. Κι έπειτα θά έφευγε πρός τά δυ­
τικά μέ τήν ξανθιά καΙ μέ δσα θό εΤχε πάρει άπό την πό­
λη γιό νά έγκατασταθεί κόπου γιά λίγο καί νά άπολαύσει
τή γυναίκα καί τά λεφτά.
Τό σχέδιο εΤχε σχηματιστεί στό μυαλό τού Ν ή ρλαντ
άπό τήν πρώτη στιγμ ή πού εΤχε πατήσει τό πόδι του σ'
έκείνη τήν πόλη καί δέν ηταν πολύπλοκο γιατί κι έκείνος
ό ίδιος δέν ηταν πολύπλοκος. Ήταν γιγαντόσω μος,
σκληρός καΙ κτηνώδης, άγνοού σε τΙ σήμαινε συναισθη­
ματι σμός καί δέν έδινε δεκάρα γιά τά δι καιώματα καί τή
ζωή τών άλλων.
Τώρα έφερε τό κύπελλο μέ τόν καφέ στό στόμα του
καί άδιαφόρησε γιό τή γνώμη ι'j τΙς προθέσεις τού Ν ήλ
καΙ τού Χάρντιν.
ΚαΙ γιό τήν Κριστlνα εΤχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο
γιά τό πώς θό μπορούσε νά τού φανεί χρήσιμη καί μέχρι
πότε. "Αν εlχε δμως τήν Ικανότητα νά έπικοινωνεί μέ τά
πνεύ ματα τών νεκρών, ίσως νά μπορούσε νά τού δώσει
μιά συμβουλή ένα στρατιωτι κός άκόλουθος της αύ­
στριακης πρεσβεΙας στήν Κοπεγχάγη πού εlχε κόνει κι
αύτός τό λόθος νό μήν πόρει στό σοβαρό τήν πιθανή άν­
τίδραση της ΚριστΙνας.

74
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΚΤΟ
Ό Μ άτ κηλοκ ήταν �νας δντρας μέ πολλές έλπΙδες
καί λίγες ψευδαι σθήσεις. "Η ξερε καλό τΙ ι'j θελε όπό τή
ζωή ή τουλόχιστον ι'jξερε τΙ ι'jθελε πρώ τα όπό τή ζωή.
"Η θελε �να ράντσο μέ καλό χορτάρι καί νερό καί ι'jθε­
λε γελόδια γιά νό βγάλει λεφτά καΙ δλογα έπειδή τά όγα­
πού σε. Δέν περΙμενε νά κληρονομήσει καμΙα περιουσία
ούτε νά παντρευτεί καμΙα πλού σια ούτε νά βρεί τήν εύ­
καιΡΙα νά κλέψει. "Ηξερε δτι δέν ύπηρχε εύκολος τρόπος
γιά νά κάνει λεφτά, όλλά ούτε καί έψαχνε νά βρεί �ναν.
Καί ηταν περήφανος πού κέρδιζε τή ζωή του μέ τΙς Ι κα­
νότητές του κα! μέ τι μιότητα.
Τό δτι όντι μετώπιζε τώρα μιά μάχη, μιό μάχη πού θά
μπορούσε νά ξεσπά σει όπό πολλές διαφορετι κές κατευ­
θύνσεις, ήταν �να γεγονός τό όποίο τό καταλόβαινε καί
τό δεχόταν. "Αν έκείνοι ήθελαν τέτοιου είδους φασα­
ρΙες, θά τίς είχαν.
Ή ΚριστΙνα ήταν κάτι πού εΙχε έρθει στή ζωή του
άπρόσμενα. Στό μυαλό του εΤχε πάντα τήν ε Ικόνα της
γυναίκας πού ι'jθελε κοντά του . Τό πρόσωπό της δέν ή­
ταν τόσο ξεκάθαρο μέσα στό μυαλό του, άλλά ό χαρα-

75
κτήρας της ήταν. "Ηξερε δτι r'I ζωή πού σκόπευε νό κόνει
δ έν θό ήταν εύκολη καΙ �ξερε τΙ εΤδους γυναlκα χρειαζό­
ταν γιό μιό τέτοια ζωή. Μ όλις εΙδε τήν Κριατlνα κατόλα­
βε άμέσως δτι αύτή ήταν ι'ι γυναlκα πού τού ταlριαζε.
ΕΙχε σχεδιόσει ατό μυαλό του σέ τί εΤδους σπlτι θό
όδηγούσε τή γυναΙκα πού όνειρευόταν, άλλό τώρα πού
τήν εΙχε βρεί δέν εΙχε ένα τέτοιο σπlτι. Τό μόνο πού εΙχε
ήταν ένας βρόχος σέ μιό άπότομη πλαγιό κοντό σέ ένα
ρυόκl.
Κόθε μέρα πού περνού σε έκεί πόνω ατό βουνό ό ΚΙ;­
λοκ έψαχνε όχι μόνο τήν περιοχή γύρω του μ ήπως έπι­
σημόνει έχθρούς νό πλησιόζουν, άλλό έψαχνε καΙ ατό
μυαλό του νό βρεί ένα σχέδιο δρόσης.
ΓιατΙ ό Μ ότ ΚΙ;λοκ δέν σχεδΙαζε νό μεΙνει γιό πολύ σ'
έκεΙνη τήν περιοχή τών Ναβόχο . Η περιοχή ατήν όποΙα
.

θό �θελε νό έγκατααταθεί ήταν πρός τό νοτιοδυτικό.


Ήταν ι'ι δασώδης περιοχή δυτικό άπό τό βουνό Γουόιτ.
ΕΙχε δεί δμως μ ιό όμόδα δγριων άλόγων σ' έκεΙνη τήν
περιοχή τών Ναβόχο πού βρισκόταν τώρα καΙ � θελε με­
ρικό άπ' αύτό. '1διαΙτερα ένα πουλάρι πού εΙχε δεΤ μιό -
δυό φορές άνόμεσό τους.
- "Ι σως νό τό εΙχαν πιόσει ΟΙ 'Ινδιάνοι μέχρι τώρα,
άλλό ό ΚΙ;λοκ δέν τό θεωρούσε αύτό πιθανό γιοτl άκό­
μα κι οΙ 'Ινδιάνοι σπόνια πήγαιναν σ' έκείνα τό μέρη. "Αν
ήταν λΙγο τυχερός θό μπορού σε νό φύγει άπό κεί παlρ­
νοντας μαζl του μερικό έξαιρετικό δλογα γιό άναπαρα­
γωγή.
Τό περισσότερα άπό τό δγρια δλογα δέν ήταν σπου­
δαίας ρότσας, άλλό ύπηρχαν άνόμεσό τους καΙ μερικό
έξαιρετικό ζώα πού δξιζε νό τό πιόσει κανεlς καΙ νό τό
άναπαρόγει .

78
Αύτό εΙδ ι κό τό δλογα πού εΤχε βόλει στό μότι ό κηλοκ
φαΙνονταν έξαιρετι κό καλης ρότσας καΙ ό κηλοκ "'ξερε
πού lπρεπε νό ψόξει νό τό βρεΙ Τήν έπομένη μέρα σκό­
πευε νό κατέβει κότω στό ποτό μ ι καΙ νό όρχlσει νό ψό­
χνει νό τό βρεΙ
Τό κακό δμως �ταν δτι χρειόζονταν τρόφιμα καΙ δλλα
έφόδια. uOTav lφυγε όπό τή ΦΡi'ιντoμ κυνηγημένος όπό
τό όπόσπασμα δέν μπόρεσε νό πόρει τό πρόγματα γιό
τό όποία εΤχε κόνει τόσα μ Ιλια νό προμηθευτεί.
Χρειόζονταν καΙ κρέας, όλλό ύπi'ιρxαν πολλές πιθανό­
τητες νό σκοτώσουν �να έλόφι τήν έπόμενη μέρα στό
ταξΙδι τους.
Ή ΚριστΙνα τόν περΙμενε κοντό στή λιμνούλα.
- Έτοlμασα τό φαγητό, τού εΤπε, όλλό κανένας τους
δέν κουνήθηκε. 'Ο "λιος lδυε κατακόκκινος κι lμειναν
νό κοιτόζουν τό χρώματα νό όλλόζουν γύρω τους όκού­
γοντας τό θλιμ μένο κόλεσμα τών όρτυκιών.
- Μ ' όρέσει αύτή � ι'ιρεμΙα, εΤπε � ΚριστΙνα. Μού
φαΙνεται σόν �να βόλσαμο πού κόνει δλες τίς δυ σκολ!ες
καΙ τό προβλήματα όσήμαντα.
"Εφαγαν σέ όπόλυτη �συxlα καΙ ό κηλοκ lKave μΙα
βόλτα τριγύρω νό βεβαιωθεί δτι δλα �ταν έντόξει.
Τό σημείο στό όποίο εΤχαν κατασκηνώσει ήταν καλό
κρυμμένο. 'Οποιοσδήποτε περνού σε όπό τό πέρασμα
Μόρς - καΙ δέν περνού σαν πολλοl αύτό ήταν όλήθεια
- δέν εΤχε κανένα λόγο νό στρΙψει καΙ νό μπεί μέσα στό
φαρόγγι. Τό στόμιο τού φαραγγιού βέβαια ήταν μεγόλο,
όλλό δέν ύποσχόταν τΙποτα, ένώ τό πέρασμα Μόρς
μπροστό τραβού σε σόν μαγνήτης τούς καβαλόρηδες.
ΝαΙ, ηταν �να καλό μέρος καΙ ό κηλοκ θό λυπόταν δ­
ταν θό τό δφηνε.

77
Κ ρι στ ίνα πηγε καί στό θ η κ ε δ ίπλα το υ .
- 'Όλα α ύ τό πού έχε ι ς δ εί μ έχρ ι τ ώ ρα θό πρέπε ι νό
Ή
σού φα ίνοντα ι σόν �νας κα ινο ύ ργ ιος κόσ μος, της ε ίπε ό
κηλοκ .
- Π ρ αγματι κό, δταν κοιτόζω γ ύ ρ ω μο υ τό βρίσ κω
δ ύ σ κολο νό φαντα στώ δτι πρίν λίγο κ α ι ρό βρ ι σ κ ό μ ο υν
σέ �ναν άλλο κ ό σ μ ο . Κ α ί, πίστεψέ μ ε , εΊμ α ι ε ύτ υ χι σ μ ένη
πού βρ ίσκο μ α ι έ δ ώ .
Τ ό πρω ί έ φ υγαν όπό τ ό φα ρόγγι καί ξε κίνησαν πρός
τά βό ρε ι α . Δυ ό φο ρές ό κηλοκ ε ί δε μ ία όντιλόπη , όλλά
ηταν πολύ μα κ ρ ιό γιό νό τήν πετύχε ι . Άργότερα δμ ω ς �­
να ς λαγός ξεπετάχτ η κε μπρο στά όπό τό άλογό του κ αί ό
κηλοκ τράβηξε τό Κόλτ του καί τό πέ τυχε στό τρίτο πή­
δημα.
Γύ ρω στό μεσημέρι είδε ίχνη ό π ό άγρια άλογα κ α ί τά
μερικό μίλια,
μ ελέτησε προσεχτι κά . Τά ό κ ολο ύ θ η σαν γιά
όλλά δταν έστριψαν πρός �να βαθύ φαράγγι ό κηλοκ
όποφάσισε νά μήν τά όκολουθήσει πιό πέρα.
- Δέν είναι αύτό τό κοπάδι πού θέλω, είπε . Γ ι ' α ύ τό
θά συνεχίσουμε κι δλλο πρός τά βόρεια.
Βρίσκονταν στούς πρόποδες της Μέσα Μπούτ δταν ό
κηλοκ είδε έπιτέλους τό δλογα πού �θελε . Ετχαν έρθει
όπό τή ρεματιό Μουνλάιτ καί τώρα περπατού σαν όργά
βοσκώντας,
Πέρασαν μερικά λεmά προτού δούν όνόμεσό τους τό
χρυσαφί πουλάρι. Στεκόταν όκίνητο σ' �να μ ικρό Οψωμα
μέ τό κεφόλι του όνασηκωμένο καί τό αύτιό του τεντω­
μένα, ΆπεΤχε περισσότερο όπό �να μίλι, όλλά � ότμό­
σφαιρα ηταν πολύ καθαρή καί τό κιάλια τού κηλοκ έφε­
ραν τό πουλάρι πολύ πιό κοντό.
- Έχει τό χρώμα χρυσού νομίσματος καί στά κα-

78
πούλια του μόνο έχει λίγο άσπρο, εΤπε ό Κήλοκ. Αύτό εΤ­
ναι τό κοπόδι πού θέλω.
Γύρισε τό κιόλια του καί κοίταξε καί τό ύπόλοιπα άλο­
γα. Ήταν γύρω στό τριόντα, τό περισσότερα όρσενι κό
καί μερικό εΤχαν ά σπρο χρώμα στούς ώμους ιϊ τό καπού­
λια τους.
- Κοίταξε έκείνο τό χρυσαφί πουλόρι, εΤπε δίνοντας
τό κιόλια του στήν ΚριστΙνα. Τό θέλω, κι έκτός όπ' αύτό
καΙ μερικό άλλα.
Π ή ραν τήν κοίτη ένός ξεροπόταμου πού θό τούς
έβγαζε κοντό στό άγρια άλογα καΙ καθώς προχωρού σαν
προσεχτι κό νό μήν τό τρομόξουν, ό Κήλοκ δέν ξεχνού σε
νό κοιτόζει κόθε τόσο πίσω του . ΕΤχε μόθει όπό πολλό
χρόνια πρΙν δτι γιό νό έπιζήσει έπρεπε νό κοιτόζει κόπου
- κόπου πίσω του καί νό έχε ι πόντα κοντό του tva δπλο.
Ό Κήλοκ δέν σκόπευε νό προσπαθήσει νό πιόσει τό
χρυσαφl πουλόρι όμέσως. "Η θελε μόνο νό μόθει μέχρι
πού πήγαινε, πού έπινε νερό, πού συνήθιζε νό βόσκει.
Αύτό πού ι'jθελε πρός τό παρόν ήταν νό τόν συνηθΙσουν
τό άλογα καΙ νό μ ή θεωρούν τήν παρουσία του όπειλητι­
κή.
Δυό φορές μέχρι νό γεΙρει ό �λιoς βρέθηκαν περΙπου
στό πεντακόσια μέτρα όπό τό κοπόδι, όλλό τό ζώα έ­
στριψαν, όφού δμως πρώτα τούς εΤχαν δεί καλό, μαζl καΙ
τό χρυσαφί πουλόρι, πού τούς παρατήρησε γιό λΙγο μέ
τό κεφόλι όνασηκωμένο καΙ ρουθούνια πού όνοιγόκλει­
ναν κι έπειτα έτρεξε κοντό στό άλλα.
Τή νύχτα τό άκουσαν πού πέρασαν μερι κές έκατοντό­
δες μέτρα μα κριό τους. Σταμότησαν γιό λίγο νό έλέγξουν
τή μυρωδιό τών όνθρώπων κι έπειτα συνέχισαν τόν
δρόμο τους. 'Ένα άλογο έμεινε πίσω όπό τό άλλα.

79
- Αίιτό μπορεί νό πήγε μέ τό δγριο κοπόδι τώρα τε­
λευταία, μουρμού ρισε ό κηλοκ στήν Κ ριστίνα. ΚαΙ Τσως
θυμάται τή μυρωδιό τών όνθρώπων καΙ τού καπνού.
Ή Κρι στίνα όποκοιμήθηκε, όλλό ό κηλοκ Ιμεινε γιό
πολλή ώρα ξυπνητός κοιτόζοντα ς τ' ό στέρια. Τό μ υαλό
του ήταν στό όπόσπασμα. Τού εΤχαν φανεί δλοι όποφα­
σιστικοl δντρες πού τόν κυνηγού σαν πιστεύοντας δτι εΤ­
χαν τό δlκιο μέ τό μέρος τους καί δέν θό έγκατέλε ιπαν
τήν προσπόθειό τους εύκολα.
*

Κανένας στή φρηντομ ι'j τήν γύρω περιοχή δέν ι'j θελε
νό τό πόει κόντρα στόν Μπίλ Τσέσνι καΙ νό τόν κόνει
έχθρό του. Τόν σέβονταν δλοι γιό τήν ένεργητικότητό
του, τήν τιμιότητα καΙ τό θόρρος του, όλλό ι'jξεραν ταυ­
τόχρονα δτι ήταν σκληρός καΙ όνυπόμονος. Ριχνόταν σ'
δλα τό πρόγματα μέ όποφασιστικότητα καΙ πόθος καί
έπέμενε πώς δ,ΤΙ έπρεπε νό γΙνει έπρεπε νό γίνει χωρίς
καθυστερήσεις καΙ όναβολές.
wETOI δταν μπηκε στό σαλούν τό έπόμενο πρωl, ό
Σόμ, πού ήταν έμπειρος δντρας, κοτόλαβε όμέσως δτι τό
πρόγματα θό εΤχαν δυσόρεστες έξελlξεις.
- Πέρασε καθόλου όπό δώ ό Ν ή ρλαντ σήμερα; ρώ­
τησε ό Τσέσνι.
- WΑφη σέ τον αύτόν τόν δνθρωπο �συxo, Μπίλ. Τό
μόνο πού θό μάς δημιουργήσει εΤναι προβλήματα καΙ
φασαρίες.
- Θό δημιουργήσει προβλήματα καΙ φασαρΙες μόνο
στόν κηλοκ καΙ σέ κανέναν δλλον, ε1πε ό Τσέσνι ξερό.
- Wl σως .... Τσως δημιουργήσει καΙ σέ μάς.
Ό Τσέσνι όγνόησε τήν παρατήρηση τού Σόμ. Έ κεί-

80
νος εΤχε πόρει τήν όπόφασή του καΙ δέν έπρόκειτο νό
όφήσει κανέναν νό τόν έπηρεόσει.
- Θό τόν κόνεις σερΙφη; ρώτησε ό Σόμ .
- "Ας πιόσει τόν κηλοκ κι δς λέγεται δπως θέλει.
- ' Εμένα δέν μού όρέσει καθόλου αύτό, ΜπΙλ.
- Δέν μ' ένδιαφέρει δν σού όρέσει ι'j όχι, εΤπε ό
Τσέσνι έκνευρισμένος. Θό ι'jθελες νό πάς νό κυνηγή σεις
έσύ τόν κηλοκ;
Ό Σόμ γύρισε τήν πλότη του στόν Τσέσνι δν καΙ όπό
μιό δποψη τόν καταλόβαινε. Ό Τζόνι ηταν καλός φΙλος
τού Τσέσνι κι �νας φΙλος ηταν κότι πολύ σημαντι κό σ'
έκείνα τό μέρη.
Σέ λΙγο μπηκε στό σαλούν ό Τόπλιντζερ καΙ μ ετό όπ'
αύτόν ό Τζώρτζ Μπένσον. Ό Τσέσνι πηρε τό ποτό του
όπό τό μπόρ, πλη σΙασε τούς δύο δντρες καΙ κόθισε στό
τραπέζι τους.
Ό Σόμ πηρε �να ποτήρι καΙ δρχισε νό τό σκουπlζει.
"Ηξερε δτι σέ λΙγο θό έρχόταν καΙ ό Μ Ιτσελ κι tπειτα ΟΙ
τέσσερις δντρες θό δρχιζαν νό συζητούν νό κόνουν τόν
Ν ή ρλαντ σερΙφη της πόλης. Ό Σόμ κοlταξε tξω όπό τό
παρόθυρο στόν δρόμο πού όδηγούσε στό σπΙτι τού
Χόρντιν. Διόβολε, γιατl δέν εΤχε έρθει; Ή φρηντομ
χρειαζόταν αύτή τή στιγμή τήν ι'jρεμη καΙ όποφασιστι κή
γνώμ η του .
- Φυσικό χρειαζόμαστε �ναν σερΙφη, εΤπε ό Τόπλιν­
τζερ. Αύτό τόν καιρό κυκλοφορούν πολλοl πού γυ­
ρεύουν φασαρΙες. Πόρτε γιό παρόδειγμα αύτόν πού
σκότωσε τόν Τζόνι. "Ενας όλήτης πού τριγυρνόει όπό δώ
κι όπό κεί.
- Μν εΤμαι σlγουρος δτι εΤναι !νας όλήτης πού τριγυρ­
νόει όπό δώ κι όπό κεΙ εΤπε ό Μπένσον. Στό μαγαζl λένε

81
δTl εΤχε παραγγείλει πολλό πρόγματα νό πόρει μαζί του.
- "Ελα τώρα, Τζώρτζ, εΤπε ό Τόπλιντζερ. ·-Οταν πή­
γαινε νό τό πόρει εΤμαι σίγου ρος δTl θ ό ζητούσε πίστω­
ση. "Εχουμε δεί πολλούς τύπους σόν αύτόν στό μέρη
μας.
Ό Μ ίτσελ μπήκε στό σαλούν καί κόθισε στό τραπέζι
μαζί μέ τούς δλλους τρείς δντρες. Παράγγειλε μ Ια μπύ ρα
καί κοίταξε τόν Τσέσνι .
- Αύτός ό Ν ή ρλαντ, εΤπε. Νομίζεις δTl είναι ό κατάλ­
ληλος δνθρωπος γιό τή δουλειά, Μπίλ ;
- Μόνος του τή ζήτησε, είπε ό Τσέσνι. Μού φαίνε­
ται δυνατός καί σκληρός καί πι στεύω δTl θ ό τά καταφέ­
ρε ι.
Ό Σάμ πήρε δλλο �να ποτήρι νό σκουπίσε ι καί κοίτα­
ξε ξανά έξω όπό τό παρόθυρο. Πού ήταν ό Χόρντιν, τε­
λοσπόντων; "Η ό κόμα κι ό Ν ήλ; Ό Ν ήλ δέν παρασυρό­
ταν εύ κολα όπό τούς δλλους καΙ ύπερόσπιζε ι'jρεμα τή
γνώ μη του.
· 0 Τζών Γουέαρ έλειπε στό Π ρέσκοτ καΙ δν ήταν έκεί
δέν θ ό συ μφωνούσε νά κόνουν τόν Ν ή ρλαντ σερΙφη,
σκέφτηκε ό Σόμ. Αύτό ήταν έντελώς όνόητο. ΟΙ Τδιοι ΟΙ
κάτοικοι μπορού σαν νό έπι βόλουν τόν νόμο μόνοι τους
μιό χαρά.
Ό Σόμ δέν δκουγε δλα τό λόγια τών τεσσάρων όν­
τρών, όλλό δσα δέν δκουγε τό μόντευε μέ όκρίβεια.
Διόβολε, θό έκανε έχθρό του τόν Μπίλ Τσέσνι καί τόν
Ν ή ρλαντ, αύτός δμως θά ψήφιζε έναντίον τής πρότασης
νό γΙνει έκείνος ό ϋποmος ξένος σερίφης τής πόλης
τους. Τό κακό ήταν δτι σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς
πού εlχαν όρΙσει έκείνοι ΟΙ rδιοι, μόνο τό �να τρΙτο τών
πολιτών πού εlχαν Ιδιόκτητη περιου σlα στήν πόλη

82
χρειόζονταν νό είναι παρόντες νό ψηφίσουν γιό όποιο­
δήποτε θέμα όφοροϋ σε τήν πόλη. Αύτό σήμαινε δτι άν
συγκεντρώνονταν δώδεκα μποροϋ σαν νό διορίσουν σε­
ρίφη. Καί δταν ύπήρχαν κιόλας ό Τόπλιντζερ, ό Τσέ σνι, ό
Μ ίτσελ καί ό Μπένσον πο ύ ηταν ύπέρ δέν θ ό ηταν δύ­
σκολο νό βρεθοϋν καί μερικοί άλλοι .
Σ έ λίγο μπήκαν μέσα ό Σόρτ καί ό Μακόλπιν καί πή­
γαν κατευθείαν στό μπόρ. Ό Τσέσνι τούς φώναξε.
- Θό ' ρθω σέ λίγο, είπε ό Σόρτ στόν Τσέσνι καί γύ­
ρισε στόν Σόμ. Δώσε μου έκείνο τό μπου κόλι, Σόμ.
Ό Σόμ �σπρωξε τό μπου κόλι καί δύο ποτήρια πρός τό
μέρος τους καΙ κο ύ νησε τό κεφόλι του πρός τόν Τσέσνι.
- Δέν μοϋ όρέσει καθόλου αύτό πού θ έλει νά κάνει
ό Μπίλ. εΤπε.
- Καί τί σέ νοιόζει έσένα τΙ θό πάθει ό φονιός τοϋ
Τζόνι ; είπε ό Σόρτ κουνώντας τούς ώμους του όδιόφο­
ρα.
Π ήρε τό μπου κόλι καί πήγε καί κόθισε μέ τόν Μακάλ­
πιν σέ �να άλλο τραπέζι. Ό Σόμ είδε τόν Σόρτ νό βγόζει
όπό τήν τσέπη του �να χαρτί μέ �να σχέδιο καί νό τό
απλώνει πόνω στό τραπέζι. "Επειτα � Kανε πόνω του �να
Χ μέ �να μολύβι.
- Λοιπόν, έδώ είναι τό Π ηγόδι τών Μορφόνων, εΤπε
ό Σόρτ. "Αν έμείς ...
Ό Σόρτ χαμ ήλωσε τή φωνή του καί ό Σόμ δέν μπόρε­
σε νό όκούσει τίποτα άλλο. Ούτε χρειαζόταν νό όκούσει.
ΟΙ Χαμένες 'Άμαξες είχαν όνόψει πόλι τό αΥματα μερι­
κών.
Ό Τσέσνι πλησίασε τόν Σόρτ καΙ τόν Μακόλπιν.
- Πού νό πόρει ό διόβολος, Σκότ, ε1πε. Θέλω νό μι­
λήσουμε. Θέλω νό. . .

83
- Ξέρω γιό τ! πρόγμα θέλεις νό μιλήσουμε, εΙπε ό
Σόρτ. Θέλεις νό κόνεις τόν Ν ή ρλαντ σερΙφη κα! νό τόν
βόλεις νό κυνηγήσει τόν Κήλοκ. ·Εντόξει. συμφωνώ.
ΨηφΙζω νό γΙνει ό Ν ή ρλαντ σερΙφης.
- Κι έγώ, εΙπε ό Μακόλπιν.
Ό Τσέσνι γύρισε καΙ πήγε ξανό aτό τραπέζι του . Ό
Σόμ εΙχε όκούσει καθαρό τή συνομιλlα τους. Πού aτό
διόβολο ηταν αίιτός ό Χόρντιν;

84
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΒΔΟ Μ Ο
Ό Μάτ κηλοκ Ικανε τό σχέδιό του μέ προσοχή. -Η­
θελε τό χρυσαφί πουλόρι καί μερικά δλλα άπό τά άρσε­
νικά δλογα καί γι' αύτό άπέφευγε νά πλησιόζει πολύ τό
κοπάδι, άφήνοντας τά ζώα νό συνηθίζουν τήν παρουσία
του ένώ αύτός τό παρατηρούσε καθώς Ιβοσκαν � Ιπι­
ναν νερό. Μέσα σέ μ ιά βδομάδα Ι μαθε καλό τό δρομο­
λόγιο τού κοπαδιού. Στό μεταξύ εΤχε σκοτώσει μία άντι­
λόπη καί Ινα έλόφι κι Ιτσι εΤχε έξασφαλίσει τό φαγητό
τό δικό του καί της Κριστίνας.
ΟΙ δυό τους ηταν πάντα μαζί. Ή Κρι στίνα ηταν πόντα
κοντό του στό κυνήγι καί τίς άνιχνεύ σεις. Τό δέρμα της
εΤχε χόσει τό δσπρο του χρώμα καί εΤχε πάρει μία
μπρούντζινη άπόχρωση άπό τόν άέρα καί τόν �λιo. Ή
Κρι στίνα Ιβρισκε τή ζωή σ' έκείνα τά μέρη πολύ συναρ­
παστική καί ένδιαφέρουσα καί σκεφτόταν τήν Ε ύρώπη
δλο καΙ πιό σπάνια.
Τή δέκατη μέρα τελεlωσε ό καφές τους καί γύρισαν
στό μέρος πού εΤχαν κατασκηνώσει στό φαράγγι κοντό
στή λιμνούλα καΙ τά άρχαία έρεlπια στήν πλαγιό.
Ό κηλοκ μελέτησε τό μέρος προσεχτικά καΙ γιά πολ-

85
λή ωρα προτού πλησιόσουν. Άνέβηκε πρώτα σέ μιό ψη­
λή πλαγιό καί κοίταξε κότω στό φαρόγγι γιό τήν περί­
mωση πού κόποιος εΤχε όνακαλύψε ι τό μέρος τους καί
κρυ βόταν κόπου έκεί κοντό. Καί μόνο όφού πέρασαν
δυό - τρείς ώρες κατό τή διόρκεια τών όποΙων ό κηλοκ
παρατηρού σε προσεχτικό τό φαρόγγι καΙ τΙς γύρω πλα­
γιές, κατέβη καν.
Μόζεψαν τό πρόγματό τους καί τό φόρτωσαν στό
μουλόρια. "Επειτα ό κηλοκ καβόλησε τό δλογό του καί
πηγε μόνος του μέχρι τό στόμιο τού φαραγγιού. ' Ε κεί ξε­
καβόλη σε, φόρεσε τό μοκασΙνια του καί πηγε μέχρι τό
μονοπότι νό κοιτόξει γιό ίχνη.
·Ιχνη ύπηρχαν έλόχιστα καί τό πιό πολλό ήταν όπό
πόνυ Ίνδιόνων καί δγρια δλογα καί ήταν �τoι μoς νό έπι­
στρέψει νό πόρει τήν Κρι στίνα καί τό ζώα δταν εΤδε �να
μεγόλο όποτύπωμα μπότας πού πρέπει νό όνηκε σέ �­
ναν μεγαλόσωμο δντρα. Κοντό στό όποτύπωμα της μπό­
τας ύπηρχαν όποτυπώματα όπό φρεσκοπεταλωμένο δ­
λογο.
Ό καβαλόρης εΤχε σταματήσει έκεϊ. εΤχε ξεκαβαλήσει
καί είχε σταθεί λίγο νό όφουγκραστεί. "Επειτα είχε συ­
νεχίσει πρός τό πέρασμα Μόρς.
Ό κηλοκ δέν είχε δεί ποτέ τό Τχνη τού Ν ήρλαντ, όλλό
ήταν σίγουρος δτι αύτό ήταν δικό του. Τό βόρος καΙ τό
ϋψος πού όποκόλυmαν τό ίχνη ταίριαζαν στόν Ν ήρλαντ.
Τό ϋψος αύτουνού πού εΤχε όφήσει τό ίχνη τό καταλό­
βαινε κανένας όπό τήν όπόσταση τού ένός όποτυπώμα­
τος τού ποδιού του όπό τό δλλο. Ό κηλοκ γύρισε στό
δλογό του καΙ τό όδήγησε πΙσω έκεί πού περίμενε r'ι
Κριστίνα, πόνω όπό πετρώδες έδαφος γιό νό μήν όφή­
σει ίχνη.

86
- ' Ε κεί πέρα είδα κάτι ίχνη, είπε ό Κ ή λο κ δείχνοντας
πρός τά πίσω . Νομίζω δτι εΙναι τού Ό σκαρ Ν ήρλαντ.
- τι λές, θά μ ά ς βρεί ;
- Ί σω ς βρεί α ύτό τό μ έ ρος . Ύπά ρχο υ ν πάρα πολ-
λά ίχνη καί ση μάδια τ ρ ι γ ύ ρ ω . Δέν θά βρεί δ μως άπό πού
φ ύγαμε γιατί θ ά φροντίσουμ ε νά πά με άπό πετρώδη μέ ­
ρη νά μήν άφήσουμε ίχνη .
*

Ξεκίνησαν μέ σταθερή κατεύθυνση πρός τά βόρεια


καί βρέθηκαν ξανά στά μέρη πο ύ σ ύχναζε τό χρυσαφί
πουλάρι. Κατασκήνωσαν γιά τή νύχτα στήν όχθ η τής ρε­
ματι ά ς Μ ουνλάιτ άκρι βώς στή ρίζα μερικών τεράστιων
βράχων. ΟΙ βράχοι αύτοί συνεχίζονταν πρός τά βόρεια
σχεδόν μέχρι τό Σάν Χουάν.
"Αναψαν φωτιά καί ό Κήλοκ πήρε τό χέρι τής Κριστί­
νας καί της έδειξε πρός τά δυτι κά, δώδεκα μίλια περίπου
μακριά, �ναν τεράστιο σκοτεινό όγκο πού ύψωνόταν κά­
θετα καί έκλεινε τόν όρίζοντα.
- ' Ε κεί εΙναι ή Νόου Μάνς Μέσα Ι'Η Μέσα τού Κα­
νενός), της εΙπε. Τό ψηλότερο σημείο της στέκεται περί­
που τριακόσια μέτρα πιό ψηλά άπό τήν τριγύρω περιοχή
καί ΟΙ κάθετες πλαγιές της δέν έχουν πουθενά ύψος λι­
γότερο άπό έκατόν πενήντα μέτρα. ' Ολόκληρη ή Μέσα
έχει μ η κος έννιά μίλια καί τό πλάτος της εΙναι, άνάλογα,
όπό διακόσια πενήντα μέτρα ω ς ένά μ ι σι μίλι. Τή λένε
έτσι γιατί δέν ύπάρχει τρόπος νά όνέβει κανείς στήν κο­
ρυφή της. Δηλαδή έτσι λένε δλοι, άλλά έγώ νομίζω δτι
ύπάρχει. Δέν έχω δμως τήν παραμικρή Ιδέα όπό πού
μπορεί νά όνέβει κανείς στήν κορυφή της. "Αν συμβεί τί­
ποτα καί χωριστούμε νά πας στή δυτική της πλευρά. Π ε-

87
ρΙπου στό δύο τρΙτα τού μ ήκους της Μέσα r'ι κόθετη
πλαγιό κόνει �να κοlλωμα. -Αν συμβεί τΙποτα θέλω νό
πάς έκεί καΙ νό μέ περιμένεις.
Τό έπόμενο πρωl εΊδαν ξαφνικό τό χρυσαφl πουλόρι
καΙ ήταν όρκετό κοντό τους. Π ήγαιναν πρός τό δυτικό ό­
ταν τό πουλόρι έμφανΙστηκε όπό �να βαθούλωμα μπρο­
στό τους καΙ δεξιό. Σταμότησε μέ τό κεφόλι του ψηλό
καΙ τό αύτιό του τεντωμένα καΙ τούς κοlταξε όπό τό πολύ
πενήντα μέτρα μακριό. -Αν βρΙσκονταν σέ �να πιό όμαλό
lδαφος, ό ΚΙ;λοκ Τσως προσπαθούσε νό τό πιόσει. "Ε­
νας γρήγορος καλπασμός γιό λΙγο καΙ �να γερό καΙ μα­
κρύ λόσο καί τό χρυσαφl, περήφανο, νεαρό ζώο θό γι­
νόταν δικό τους. Ή πλαγιό έκεί όμως ήταν όμ μώδης καΙ
έντελώς όκατόλληλη γιό τρέξι μο. Τό άλογό του μπορεί
νό γλι στρού σε καΙ νό lσπαζε κανένα πόδι κι άν δέν lnIa­
νε τό πουλόρι όλη r'ι δουλειό του μέχρι τότε θό πήγαινε
χαμένη.
Ή θέα όπό τόσο κοντό τού ύπέροχου ζώου γοήτευσε
τόν ΚΙ;λοκ. 'Από κοντό φαινόταν όκόμα πιό δυνατό καΙ
δμορφο. Τό χρώμα του ήταν τό χρώμα καθαρο ύ χρυσού
καΙ εΊχε μ Ια ά σπρη κηλΙδα στό καπούλια του, άσπρη μου­
σούδα καΙ τρείς άσπρους όστρόγαλους. Τό κεφόλι του
ήταν σηκωμένο περήφανα καΙ κοlταζε τόν ΚΙ;λοκ καΙ τήν
ΚριστΙνα. Τό ύπόλοιπα άλογα τού κοπαδιού βγηκαν σέ
λΙγο όπό πΙσω του όπό τό βαθούλωμα καΙ στόθηκαν γιό
Μγο πΙσω του κοιτόζοντας παραξενεμένα τόν άντρα καΙ
τή γυναlκα.
- Γειό σου, όγόρι μου, εΙπε ό ΚΙ;λοκ. θέλεις νό γί­
νουμε φίλοι;
Τό περήφανο ζώο χλιμlντρισε καΙ όρμησε καλπόζον­
τας σ' �να όπότομο μονοπότι όνόμεσα στούς βρόχους

88
καΙ άμέσως τ6 άκολού θησαν καΙ τά ύπ6λοιπα. Άνάμεσά
τους, παρατήρησε ό Κήλοκ, ύπήρχαν άρκετά νεαρά άρ­
σενικά καί θ ηλυ κό καλής ράτσας. ··Οταν έξαφανΙστηκαν
άνάμεσα στούς βράχους, ό Κήλοκ γύρισε καΙ κοΙταξε τήν
ΚριστΙνα.
- Πώς σού φόνηκε; τή ρώτησε. ΆξΙζε ι δλον αύτό
τ6ν κόπο;
- Φυσικά, άξΙζει, εϊπε ή ΚριστΙνα μέ ένθου σιασμό,
"Ο, Μ άτ, εΤναι θαυμάσιο ζώο !
ΞεκΙνησαν πρ6ς τήν κατεύθυνση πού εΤχε πάρει τ6
κοπάδι.
- Κρίς, ύπάρχει μ ιά !στορlα γιό κάτι χαμένες δμαξες
σ' αύτή έδώ τήν περιοχή καΙ γιά τ6 χρυσάφι πού κουβα­
λού σαν, εΤπε ό Κήλοκ. Ί σως εΙναι άλήθεια καΙ δποιος
θέλει δς ψόξει, έμένα δμως δέν μ' ένδιαφέρουν καθό­
λου. Τό μόνο πού θέλω έγώ εΤναι αύτό τό χρυσαφl που­
λόρι καΙ κανα - δυό άπό τΙς φοράδες άπ' αύτό τό κοπάδι.
Ξαφνικά ό Κήλοκ τράβηξε τό χαλινάρι τού άλόγου του
καΙ τό άνόγκασε νά σταματήσει. "Επειτα δπλωσε τό χέρι
του καΙ σταμάτησε καΙ τό δλογο τής ΚριστΙνας. Τά μάτια
της άκολούθησαν τά δικά του;
Μπροστά τους, μ ι σοσβησμένα άπό τό πέρασμα τού
δγριου κοπαδιού, ηταν φρέσκα Τχνη άπό τρlα πεταλωμέ­
να δλογα.
- Αύτά τό Τχνη lYIvav χθές τό βράδυ, εΤπε ό κηλοκ.
Πρέπει νά κρυφτούμε.
Γύρισαν πΙσω όδηγώντας τά δλογα καΙ τά μουλόρια
τους πάνω στά Τχνη πού ε1χε άφήσει τό δγριο κοπάδι.
Πέρασαν μέσα άπό τό βαθούλωμα άπό τό όποίο ε1χε έμ­
φανιστεί τό χρυσαφl πουλόρι καΙ τά ύπόλοιπα δγρια δ­
λογα καl lfνα μΙλι πιό πlσω lστριψqν κατά μηκος της βά-

89
σης της Μ έ σα Χοσκινίνι καί μπη καν στό στόμιο τού φα­
ραγγιού Κόπερ. ' Εκεί σταμότησαν καί γύρισαν καί κοlτα­
ξαν πίσω τους, όλλό δέν εΤδαν ούτε σκόνη ούτε καμιό
δλλη ένδειξη ζωης σ' δλη τήν όνοιχτή περιοχή πού
όπλωνόταν πlσω τους.
- Τρείς καβαλόρηδες μέ φρεσκοπεταλωμένα δλογα !
εΤπε ό κηλοκ.
- Ψόχνουν γιό μ ά ς;
- Ί σως.
Κοίταξαν γιό λίγη ώρα όκόμα πlσω τους κι έπειτα
μπηκαν μέσα στό φαρόγγι Κόπερ μέ κατεύθυνση πρός
τό δυτικό. Ν ωρίς τό πρωί σταμότησαν καί κατασκήνω­
σαν στό φαρόγγι Κότλ κοντό στήν δκρη της Μέσα
Π ιούτ.
Σέ μιό μ ι κρή φωτιό όνόμεσα σέ βρόχια καΙ θόμνους ή
Κριστlνα έψησε λίγο κρέας όπό τό έλόφι ένώ ό κηλοκ
όπομακρύνθηκε λίγο καΙ όνίχνευσε τήν περιοχή γύρω
τους.
- Μότ, μίλη σέ μου γιό τίς χαμένες δμαξες, εΤπε ή
Κριστίνα δταν κόθισαν δίπλα στή φωτιό νό φά νε.
- Θό σού πώ. Κρίς, νομlζω δτι τό ίχνη τού ένός όπό
τούς τρείς εΤναι τό ίχνη αύτουνού πού βρηκα στό πέρα­
σμα Μόρς. Π ρέπει νό κουρνιόσουμε κόπου μέχρι νό
όπομακρυνθούν δσοι τριγυρνάνε έδώ.
- Δέν έχουμε όρκετό κρέας.
- Θό μάς φτόσει.
Έφαγαν καΙ έ σβησαν τή φωτιό κι έπειτα όποτρα­
βήχτηκαν όνόμεσα σέ μερικούς μεγόλους βρόχους πού
τούς πρόσφεραν κόλυψη όπ' δλες τίς πλευρές.
- Καί τώρα θό σού πώ γιό τίς χαμένες δμαξες, εΤπε ό
κηλοκ στήν Κρι στίνα μόλις βολεύτηκαν. Εlναι μιό παλιό

90
Ιστορία. Ή Δύση είναι γεμότη όπό θαμμένους θησαυ­
ρούς κα! μερικούς όπ' αύτούς τούς Ιχουν βρεί. Σ' δλες
τίς περιοχές πού ύπόρχει κίνδυνος όπό τούς '1νδιόνους
ΟΙ δνθρωποι θάβουν τό χρυσόφι τους '" δ,ΤΙ δλλο πολύ­
τιμο Ιχουν δταν χρειαστεί νό φύγουν βιαστικό '" νό κινη­
θούν γρήγορα. Μερικοί όπό τούς κατόχους τών θησαυ­
ρών σκοτώνονται '" δέν τολμούν νό έπιστρέψουν ξανό
στίς περιοχές τών '1νδιόνων νό πόρουν τόν θησαυρό
τους πΙσω. .
» Πρίν μερικό χρόνια ξεκΙνησαν δεκαεφτό δντρες όπό
τήν Καλιφόρνια μέ δυό δμαξες καί δώδεκα μουλάρια. Ό
κόθε δντρας εΤχε τό δ ι κό του δλογο κα! ήταν καλά όπλι­
σμένος. Στίς δμαξες έκτός όπό τό τρόφιμα κα! τίς δλλες
προμήθειες εΙχαν καί πολύ χρυσόφι. Π όσο όκριβώς κα­
νένας δέν ξέρει. πόντως όρκετό. Τό χρυσόφι ήταν σέ
ρόβδους. σέ όκστέργαστους βώλους καΙ σέ Ισπανικό καί
γαλλικό νομlσμστα.
» Κοντό στόν ποταμό Κολορόντο ΟΙ '1νδιόνοι Μοχόβες
σκοτώσαν τόν Ιναν όπό τούς δεκαεπτό. ΚαΙ κόπου κον­
τό στΙς πηγές Μ πήλ πέθανε δλλος Ινας. Είχε τραυ ματι­
στεί όπό Ινα Ινδιόνικο βέλος στή μόχη κοντό στόν Κο­
λοράντο. άλλό δέν ήταν πολύ βαριό καΙ κανένας δέν πί­
στευε δτι θό πέθαινε.
»uEva βρόδυ . καθώς έτοι μόζονταν νό πέσουν γιό ύ­
πνο. τούς περικύκλωσαν καμιά πενηνταριό .Απάτσι Κο­
γιοτέρο. Ή μάχη κράτησε τρείς μέρες καί ΟΙ λευκοl Ιχα­
σαν δλλον Ιναν δντρα καΙ είχαν δύο τρα υ μστlες. άλλά ό­
χι καί πολύ βαριό.
»Τό βρόδυ μετό τό τέλος της μάχης ό Ινας άπό τούς
δύο τρα υμστΙες πέθανε. δν καΙ κανένας δέν τό περlμενε
κάτι τέτοιο. Ή όμόδα τών λευ κών εΙχε άρχlσει νό άνη-

91
συχεί πολύ. ΕΤχαν μπρoaτό τους δγριες περιοχές καί ό
κόθε δντρας ήταν χρήσι μος γιό τήν όμόδα. Αύτό δμως
πού τούς όνησυχούσε περισσότερο ήταν τό δτι ΟΙ δυό
δντρες εΤχαν πεθόνει χωρίς νό τό περι μένει κανένας.
Δέν μπορούσαν νό έξηγή σουν τόν θόνατό τους καί μερι­
κοί δρχισαν νό μουρμουρίζουν γιό κακό πνεύματα καί
δλλες δεισιδαι μονίες.
» ΕΤχαν μείνει τώρα μόνο δεκατρείς, ΟΙ φορτωμένες δ­

μαξες δ υσκόλευαν τήν πορεία τους καί δλοι τους κατό­


λαβαν δτι ι') θέση τους ήταν πολύ δ ύσκολη. ·0 δλλος
τραυματισμένος ήταν όρκετό καλό, μόνο πού εΤχε τό χέ­
ρι του δεμένο καί κρεμασμένο όπό τόν λαι μό του. Φοβό­
ταν δμως πολύ. Δύο δλλοι τραυ ματισμένοι εΤχαν πεθό­
νει πρίν όπ' αύτόν καί ό δνθρωπος εΤχε τρομοκρατηθεί.
» Πέρασαν τρείς μέρες χωρίς κανένα δλλο έπεισόδιο
κι έπειτα τό βρόδυ της τρίτης μέρας πέθανε ό τραυ ματι­
σμένος. UΕνας Γόλλος όπό τήν όμόδα όνόματι Βαλαντόν,
πού κρατού σε καΙ ι')μερολόγιο της περιπέτειας έκείνης,
ένώ έτοι μαζόταν νό θόψει τόν νεκρό πρόσεξε μιό μ ι κρή
κηλίδα αΤματος μέσα aτό �να α ύτί τού πτώματος. "Εξυσε
τό ξεραμένο αίμα καί όπό κότω τό δόχτυλό του δγγιξε
κότι πού έμοιαζε μέ τήν δκρη ένός σύρματος. Κόποιος
εΤχε σκοτώσει τόν πληγωμένο χώνοντας aτό μ υαλό του
�να ότσόλινο σύρμα πού έ μοιαζε μέ βελόνα. UΟλοι έβγα­
λαν τό συμπέρασμα δτι μέ τόν Τδιο τρόπο πρέπει νό εΤ­
χαν πεθόνει καΙ ΟΙ δλλοι δύο σύντροφοΙ τους. ΚαΙ ό δο­
λοφόνος ήταν κόποιος όπό τούς δντρες της όμόδας.
- Π ότε έγιναν αύτό τό πρόγματα, Μ ότ;
- Π ρίν δεκαπέντε - δεκόξι χρόνια. Λοιπόν, ό Βαλαν-
τόν τρομοκρατήθηκε καΙ δέν τό έκρυψε αύτό όπό τό
ι')μερολόγιό του . Ό δολοφόνος μπορού σε νό εΤναι

82
όποιοσδήποτε όπ' αύτούς καΙ ήταν φανερό ότι τό κίνη­
τρό του ήταν τό χρυσόφl.
» ΕΙπε στούς ύπόλοιπους τΙ όνακόλυψε έκείνο τό Τδιο
βρόδυ γύρω όπό τή φωτιό. Τό έπόμενο πρωί ξεκίνησαν
ξανό, όλλό κανένας δέν έ μπιστευόταν τόν δ ιπλανό του
πιό.
»'0 Βαλαντόν καΙ Ινας δλλος εlχαν βγεί γιό όνΙχνευση
τής περιοχής όταν εΤδαν τούς Άπότσl. Γύρισαν κοντό
στούς ύπόλοιπους καΙ πήραν Ινα μlσοσβησμένο μονο­
πότl πού όδηγο ύ σε πρός τό νότια γιό νό όποφύγουν
τούς Άπότσl, πού όπως φόνηκε δέν τούς εΙχαν δεί.
» Άπό κεί καΙ πέρα δρχισαν τό μεγόλα τους προβλή­
ματα. Μ ία όμμοθύελλα σκέπασε τό μονοπότι τό όποίο
όκολουθοϋ σαν. uEva μουλόρl έ σπασε τό Ινα πόδι του
πόνω στούς βρόχους καί όναγκόστηκαν νό τό σκοτώ­
σουν. Συνέχισαν όμως μέ δυσκολία τήν πορεία τους καί
τελικό βρέθηκαν στό Π ηγόδl τών Μορμόνων.
»Τότε τό πηγόδl αύτό δέν εΙχε όκόμα δνομα καί πολίι
λίγοι τό ",ξεραν. ΕΙχε όμως όρκετό νερό καί � όμόδα
όποφόσlσΈ νό κατασκηνώσει έκεί. Τό βρόδυ όμως Ινας
όπό τούς δντρες έξαφανίστηκε. ΕΙχε πόεl λίγο πιό πέρα
νό φέρει ξύλα γιό τή φωτιό καί πέρασε πολλή ώρα μέχρι
νό προσέξουν ΟΙ δλλοl ότι δέν έπέστρεψε.
» Κανένας δέν τόν εlδε ξανό όπό τότε. Τό πρωΙ βρή­
καν μερικό Τχνη τό όποία όμως όπό Ινα σημείο καί πέρα
χόνονταν πόνω στούς βρόχους.
»Τώρα εlχαν μείνει Ιντεκα δντρες όλοι - όλοι καί εl­
χαν χαθεί μέσα σέ δγνωστα φαρόγγια. Π ροσπόθησαν
γιό πολλές μέρες νό βγοϋν όπό κείνα τό φαρόγγια, όλλό
κόθε φοΡό έφταναν στήν δκρη ένός φαραγγιού πού δέν
έβγαζε πουθενό καί όναγκόζονταν νό γυρlσουν πlσω.

93
Μέ τίς δμαξες, αύτή ήταν πολύ κου ραστική δουλε ιά. Κι
έπειτα έχασαν δλλο ένα όπό τά μουλάρια τους.
»Τά νεϋ ρα τους ήταν τεντωμένα καΙ πολλ ές φορές
κόντεψαν νά όλληλοσκοτωθο ϋν. Μαζί τους ήταν κι ένας
νεαρός δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρονών κι ήταν
αύτός πού βρηκε έ να στενό δνοιγ μα πού έ βγαζε όπό τά
φαράγγια καί όδηγο ϋ σε στήν έρημο.
» Βγηκαν στήν έρημο καί περπάτησαν δύο - τρεί� μέ­
ρες όταν τούς έπιτέθηκαν ξαφνικά ΟΙ Άπάτσι . μ Ενας όπό
τούς δντρες σκοτώθηκε μέ τούς πρώτους πυροβολι­
σμούς καί ΟΙ ύπόλοιποι πρόφτασαν καί όχυρώθη καν πί­
σω όπό κάτι βρόχους. ΟΙ 'Ινδιάνοι πηραν τό περισσότε­
ρα όπό τά δλογα καί τά μουλάρια τους καί όταν ι'ι μάχη
τελείωσε εΙχαν μείνει ζωντανοί μόνο τέσσερις δντρες
καί ό νεαρός.
»'Ένας όπό τούς δντρες ηταν ό Βαλαντόν, πού εΙχε
κρατήσει σημειώσεις στό ι'ιμερολόγιό του γιό τήν πο­
ρεία τους. Μ ετά τή μάχη έ κείνη ένας όπό τούς ύπόλοι­
πους, κάποιος Τρίμ Ν ιοϋχολ, fjθελε νό σκοτώσει τόν
νεαρό, πού όλοι τόν όποκαλοϋσαν μέ τό όνομα Μούλι.
ΟΙ δλλοι δμως τόν έμπόδισαν.
- Γιατί fjθελε νά τόν σκοτώσει, Μάτ;
- Γιατί κατά τή διάρκεια της μάχης μέ τού ς 'Ινδιά-
νους ό Μούλι κρύφτηκε κόπου καΙ δέν πρόσφερε καμ ία
βοήθεια.
- Μά, ηταν παιδl!
- Σ' αύτά έδώ τό μέρη παιδιό αύτης της ι'ιλικίας δου-
λεύουν σάν δντρες καΙ όταν ταξιδεύουν μαζί μέ δντρες
μοιράζονται όλους τούς κινδύνους καί παίρνουν μέρος
στΙς μάχες. Ό Bαλανrόν καί ό Κάμπ Φόστερ όμως έμπό­
δισαν τόν Ν ιοϋχολ νά σκοτώσει τόν νεαρό γιατl χρει6-

94
ζονταν καί τήν παραμικρή βοήθεια πού μπορούσε νό
τούς προσφέρει .
»Τώρα πού τό περισσότερα άλογα καί μουλόρια τους
τό εΙχαν πόρει ΟΙ 'Απότσι, ΟΙ ά ντ ρες πού όπόμειναν ήταν
όναγκασμένοι νό έγκαταλεfψουν τfς δμαξες, κι έτσι γύρι­
σαν nfow στό φαρόγγια νό βρούν ένα καλό μέρος νό
κρύψουν τίς δυό δμαξες μέ τό χρυσόφι, όφού πήραν όπό
μερικό νομfσματα ό καθένας γιό τό έξοδα τού ταξιδιού.
- Τόν Μούλι όμως δέν τόν συ μπαθούσε κανένας καί
έπειδή δέν δ ι καιούταν μερίδιο όπό τό χρυσόφι γιατί ή­
ταν ξένος στήν όμόδα καί τόν εΤχαν πόρει μαζί τους έπει­
δή "θελε νό πόει στό όνατολι κό καί τούς εΤχε παρακαλέ­
σει, τόν έδε σαν καί τόν άφησαν nfow. " Οταν έ κρυψαν τό
χρυσόφι γύρισαν καί τόν πήραν.
»WΕφυγαν όπό κείνη τήν περιοχή βιαστικό Kaf τελικό
έφτασαν στή Σόντα Φέ. ' Ε κεί χώρισαν yraTf κανένας
τους δέν έμπιστε υόταν τούς ύπόλοιπους μ ιό καί κανένας
δέν ι'jξερε δν αύτός πού εΙχε σκοτώσει τουλόχι στον
τρείς όπό τούς συντρόφους τους ήταν όνόμεσα στούς
νεκρούς ι'i στούς έπιζή σαντες. Τό έπόμενο πρωί όμως ό
Βαλαντόν καί ό Φόστερ πήγαν νό δούν τόν Τρίμ Ν ιού­
χολ στό ξενοδοχείο του καί τόν βρήκαν νεκρό μέ ένα μα­
χαίρι στήν πλότη.
»01 τέσσερις ά ντρες είχαν σχεδιόσει νό όγορόσουν
έφόδια, τρόφι μα καί ζώα καί νό γυρΙσουν νό πόρουν τό
χρυσόφι, όλλό ό Βαλαντ όν, μετό τόν φόνο τού Ν ιούχολ.
τρομοκρατήθηκε. Π ήγε στό ξενοδοχείο του καί πήρε τό
'
πρόγ ματό του καΙ έφυγε όπό τή Σόντα Φέ τήν Τδια μέρα,
Δέν ξαναγύρισε ποτέ καί κανένας δέν άκουσε τΙ όπέγινε,
- ΣΙγουρα όμως ΟΙ άλλοι δύο θό προσπόθησαν νό
πάνε νό πόρουν τό χρυσόφι. Τώρα πού τό δεκαεπτό με-

95
ρΙδια Ιγιναν μόνο δύο θό ηταν πολύ δ ύσκολο νό άντέ­
ξουν στόν πειρασμό.
- Ί σως προσπόθησαν. υΟλοι δσοι κυνηγούν θησαυ­
ρούς δμως δέν θέλουν νό πιστέψουν δτι τό κατόφεραν
καΙ σ' αύτή τήν περίπτωση Ιχουν καλούς λόγους νό πι­
στεύουν κότι τέτοιο. Ό μόνος Τσως πού εΙναι ζωντανός
καΙ ξέρει πού εΙναι ό θησαυρός εΙναι ό Βαλαντόν. ΟΙ δλ­
λοι δύο σκοτώθη καν κι αύτοl. Ό μόνος πού Ιμεινε άπό
τήν όμόδα εΙναι ό Μούλι.
- Μότ, έσύ ξέρεις αύτή τήν περιοχή. Θό μπορούσες
Τσως νό βρείς τΙς χαμένες δμαξες.
- ΚρΙς, τό χρυσόφι πού μ' ένδιαφέρει έ μένα εΙναι
έκείνο τό δγριο πουλάρι. ΚαΙ σέ παρακαλώ, μήν όρχΙσεις
νό βόζεις στό κεφόλι σου Ιδέες γιό θησαυρούς καΙ χρυ­
σόφι. "Εχουν σκοτωθεί πολλοl δνθρωποι ψόχνοντας γι'
αύτές τΙς χαμένες δμαξες.
- Γιατl δυσκολεύονται νό τΙς βρούν; Δέν εΙπες δτι εΙ­
ναι κρυ μμένες κόπου έδώ κοντό;
Ό κηλοκ άφουγκρόστηκε γιό λΙγο τούς ι'\χους της
νύχτας προτού όπαντήσει. Ή ΚριστΙνα εΙχε προσέξει
έπίσης δτι κοιτούσε κόθε τόσο τό δλογα παρατηρώντας
κόθε όντΙδρασή τους γιατl αύτό μπορούσαν νό όκού­
σουν κότι πρΙν άπό τούς Τδιους.
- Ό Γκέι Κούλι Ιχει ψόξει πολλό χρόνια γι' αύτδ τό
χρυσόφι καΙ δέν τό βρηκε ποτέ δν καΙ ι'\ξερε πολύ περισ­
σότερα πρόγματα όπό όποιονδήποτε δλλον. υΟταν πέθα­
νε ό Βαλαντόν τό ι')μερολόγιό του Ιπεσε στό χέρια ένός
όνιψιού τού Κούλι καΙ ΟΙ δυό δντρες δρχισαν νό ψό­
χνουν γιό τΙς κρυ μμένες δμαξες.
- ΚαΙ δέν τΙς βρηκαν;
- "Οχι. Αύτό'πού βρηκαν όντl γιό τΙς δμαξες ηταν μιό

98
όμάδα ' Απάτσι. Τραυ μάτισαν τόν Κούλι καΙ τόν όνιψιό
του καΙ τούς πήραν τά δλογα. -Ε μειναν δύο μήνες χωρlς
τρόφι μα καΙ στό τέλος ό άνιψιός τού Κούλι δέν δντεξε
δλλο καl lφυγε άφήνοντας τό ι'ιμερολόγιο τού Βαλαντόν
στόν θείο του. Έ κτός άπό τόν Γκέι Κούλι έγώ εΤμαι ό
μόνος δλλος δνθρωπος πού lXW διαβά σει τό ι'ιμερολό­
γιο.
Σηκώθη κε, άπομακρύνθηκε λlγο καl lστησε ξανά τό
αύτl του γιά όποιονδήποτε όφύ σικο θόρυβο. Ή Κρι στlνα
δέν εΊχε μπορέσει ό κόμα νά καταλάβει πώς ό κηλοκ
περπατού σε όνάμεσα στούς θόμνους χωρlς νά κάνει κα­
θόλου θόρυβο.
Ό κηλοκ lμεινε γιά κάμποση ώρα έ κεί όκlνητος ένώ
τό μ υαλό του μελετούσε τή θέση πού βρlσκονταν ψά­
χνοντας γιά τό τΙ θά lπρεπε νά κάνουν.
ΟΙ δντρες της φρηντομ δέν θά έγκατέλειπαν τόσο εύ­
κολα τήν καταδΙωξη. ΕΤχε δεί τά πρόσωπά τους καΙ εΤχε
καταλάβει δτι ηταν όποφασισμένοι καί εΤχαν πάρει τήν
άποστολή τους στό σοβαρά. ΚαΙ έκτός 00' αύτούς ύπήρ­
χε καΙ ό Ν ήρλαντ μέ τούς δύο δλλους πού τόν συνό­
δευαν.
Ό κηλοκ εΤχε όδηγήσει σκόπιμα τό όπόσπασμα στό
Π ηγάδι τών Μ ορμόνων έλπίζοντας δτι ι'ι δlψα τους γιά
χρυσάφι θό τούς lKave νά όρχΙσουν νά ψάχνουν γιά τΙς
χαμένες δμαξες, όλλά δπως εΤχε όποδειχτεί ό όντιπερι­
σπασμός του έκείνος δέν εΤχε πιάσει.
Ό Κήλοκ �θελε έκείνο τό χρυσαφl πουλάρι καΙ μερι­
κές φοράδες όπό τό δγριο κοπόδι καΙ πlστευε δτι θό
μπορούσε νό τά πιάσει δν εΙχε τόν χρόνο. Χρειαζόταν
όρκετές μέρες όκόμα νό μάθει σέ ποιά σημεία lπιναν τό
δλογα νερό καΙ νά έντοπlσει τό καλύτερο μέρος δπου θό

97
μπορού σε νό παγιδέψει τό κοπόδι. Χρειαζόταν τριόντα
μέ σαρόντα μέρες όκόμα χωρΙς διακοπές όπό όνεπιθύ­
μητους καβαλόρηδες.
Αύτό πού �πρεπε νό κόνει λοιπόν ηταν νό τούς δώσει
τήν έντύπωση δτι εΤχε φύγει όπό έκείνα τό μέρη.
ΚαΙ εΤχε μιό Ιδέα πώς θό μπορούσε νό τό καταφέρει
αύτό.

98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο Γ ΔΟΟ
Μέχρι τώρα ό ΚΙ;λοκ ε1χε σκεφτεί πολλές φορές τό
Τιού μπα Σίτυ. �να μι κρό κέντρο όνεφοδιασμού σέ τρό­
φιμα καί άλλα έφόδια. όλλό ε1χε όποφασίσει δτι δέν .ή­
ταν καθόλου καλή Ιδέα νό πόει έκεί. Τό Τιού μπα Σίτυ η­
ταν πιό κοντό όπό όποιοδήποτε άλλο μέρος στό όποίο
θό μπορού σε νό βρεί τρόφι μα. πολύ πιό κοντό όκόμα κι
όπό τή ΦρΙ;ντομ. όλλά τό νό πόει στήν Τιού μπα Σίτυ σή­
μαινε δτι ι'1 παρουσία του θό γινόταν γνωστή όπό στόμα
σέ στόμα σέ έλάχιστο χρόνο.
Άλλά αύτό ήταν όκριβώς έκείνο πού ι'jθελε τώρα.
- Θό τά μαζέψουμε καί θό ξεκινή σου με πρός τό
Π ρέσκοτ. ε1πε στήν Κριστίνα.
'Όταν έκείνη τόν κοίταξε έρωτηματι κό. πρόσθεσε :
- Τουλάχι στον θό κόνουμε νό φανεί δτι πηγαίνουμε
πρός τό Π ρέσκοτ. Θό ξεκινήσουμε πρός τό Π ρέσκοτ καί
θό φροντίσουμε νό όφήσουμε πίσω μας όρκετό σημό­
δια πού νό πηγαίνουν πρός τό νοτιοδυτι κό μέχρι νό φτό­
σουμε στούς όμμόλοφους δπου τό ίχνη μας θό σβήσουν
γρήγορα.
- Θέλεις νό τούς κόνεις νό πιστέψουν δτι φύγαμε

� . Τ ό πaιχνΙδ, το ί' θα νάτο υ 99


όπ' αύτό τό μέρη;
- Ναί. Τό μόνο πού έχουμε νό χόσουμε εΤναι λlγος
χρόνος.
- Κι δν αύτοl εΤναι στό Τιούμπα Σlτυ, πού εΤπες δτι
θό πδμε;
Ήταν κι αύτό φυσικό. 'Αλλό δν ήταν έ κεί τότε δέν
ύπηρχε δλλη λύση παρό νό δώσει τή μόχη του έ κεί.
ΕΤναι όπlστε υτο τό πώς μερικές φορές ι'ι μοlρα δένει
τΙς ζωές μερι κών όνθρώπων καΙ τΙς τραβόει μέχρι νό συ­
ναντηθούν σέ �να όρι σμένο σημείο πού θέλει αύτή. Κό­
τι τέτοιο φαίνεται εΤχε σκοπό νό κόνει ξανό καΙ πολλό μ l­
λια μακριό όπό τό μέρος πού βρlσκονταν ό ΚΙ;λοκ καΙ ι'ι
Κριστίνα, ό Μπίλ Τσέσνι ξύπνησε ξαφνικό καΙ έμεινε ξα­
πλωμένος στό κρεβότι του μέ τό όνοιχτό του μότια καρ­
φωμένα στό σκοτόδι.
Ό Ν ή ρλαντ εΤχε ξεκινήσει νό κυνηγή σει τόν ΚΙ;λοκ,
όλλό ό ΤσέΣVΙ δέν εΤχε κανένα σκοπό νό όφήσει αύτή
τήν δουλειό στόν ξένο. Αυριο θό πήγαινε νό δεί τόν ΚΙ­
μελ καΙ τόν Ν ήλ καΙ πlστευε δτι δέν θό εΤχαν τlποτα
έπεlγουσες δουλειές, δπως κι ό rδιος έξόλλου.
Βέβαια ό Ν ήλ τόν εΤχε έκνευρίσει λlγο μέ κότι ύπε­
ρευαίσθητες παρατηρήσεις του καΙ πρός τό τέλος εΤχε
δεlξει φανερό τήν όπροθυμία του νό συνεχίσει τήν κα­
ταδίωξη. Παρόλα αύτό δμως ό Ν ήλ ηταν �νας δντρας
στόν όποίον ό Τσέ σνι πίστευε δτι μπορούσε νό έξακο­
λουθεί νό βασίζεταΙ.
Ο Ι σκέψεις του Τσέσνl ταξΙδεψαν πρός τό βόρεια ξα­
νό. Στό Τιούμπα Σίτυ ... δν πήγαινε στό Τιούμπα Σίτυ, έκεί
θό ι'jξερε όκόμα κανένας τήν περιοχή τών Ναβόχο. 'Αρ­
γό ι'j γρήγορα ό ΚΙ;λοκ θό έπρεπε νό βγεί γιό νό βρεί
τρόφιμα καΙ τό Τιούμπα Σlτυ ηταν τό πιό κοντινό μέρος.

1 00
Αύτό πού tπρεπε νό κόνουν ηταν νό πάνε στό Τιούμπα
ΣΙτυ καί νό περιμένουν.
"Αν καί ηταν νύχτα όκόμα ό Τσέσνι κατέβηκε όπό τό
κρεβότι του καί ντύθηκε. Άνασκόλεψε τή φωτιό καί δ­
ναψε tva κερΙ. "Επειτα ξακρέμασε τή ΓουΙντσεστέρ του
κι δρχι σε νό τή λαδώνει.
Τήν Τδια ώρα, όρκετό μΙλια πιό βόρεια, πόνω στό βου­
νό, κότω όπό μερικούς προστατευτικούς βρόχους, μιό
φωτιό τριζοβολούσε. ΔΙπλα της καθόταν σκεφτι κός ό
"Οσκαρ Ν ή ρλαντ. Σήκωσε τό κεφόλι του καί κοΙταξε
τούς δύο δντρες πού τόν συνόδευαν. ·0 Μ Ιτς κοιμόταν,
όλλό ό δλλος ηταν όκόμα ξύπνιος.
- Θό γυρίσουμε πίσω στήν Τιούμπα, εlπε ό Ν ήρ­
λαντ. Θό ξεκινήσουμε τό πρωΙ.
- Έντόξει, εlπε ό όδύνατος νέος δντρας μέ τό γαλα­
νό μότια. uOTav τούς πιόσουμε αύτούς τούς δυό ποιός
θό πόρει τή γυναΙκα;
Ό Ν ή ρλαντ κοΙταξε τόν δλλον δντρα ψυχρό.
- Έγώ, εlπε. Θό τήν πόρω έγώ κι δταν τελειώσω
μαζΙ της μπορείς νό τήν πόρεις κι έσύ δν θέλεις. Άφού
τελειώσω μαζΙ της μόνο tva πρόγμα θό txEI σημασΙα:
Νό μήν μάς ξεφύγει ζωντανή.
- Δέν txw καμ Ια όντΙρηση, εlπε ό νεαρός δντρας.
Άπομακρύνθη κε λίγο όπό τήν φωτιό καί κόρφωσε τό
βλέμ μα του στούς σκοτεινούς όγκους τών βουνών
μπροστό του. Λοιπόν, έκεΙνη � μυτερή κορυφή πρός τό
βόρεια ...
Γύρισε καΙ tριξε μ ιό ματιό στόν Ν ήρλαντ πού όνακό­
τευε τή φωτιό. Ό Ν ή ρλαντ εlχε τόν δικό του σκοπό πού
δέν ένδιέφερε καθόλου τόν νεαρό δντρα μέ τό γαλανό
μότια. Αύτός δμως εΤχε τό δικό του σχέδια καΙ τΙς δικές

1 01
του Ιδέες.
Ό Ν ή ρλαντ άπομακρύνθηκε λίγο άπό τή φωτιά καί
τού φώναξε:
- Έγώ πέφτω γιά ϋπνο. · Εσύ φρόντισε τά άλογα,
�τσι, Μούλι ;
*

Τό Τιούμπα Σίτυ άποτελιόταν άπό �να πλίνθινο μαγαζί


καΙ δυό - τρείς άκατοίκητες ξύλινες καλύβες πού εΤχε
φτιάξει μιά όμόδα νομάδων Ναβόχος.
Ό Μάτ KιiλoK �λυσε τή θηλιά άπό τόν κόκορα τού
έξάσφαιΡού του καί άπελευθέρωσε τή Γουlντσεστερ
άπό τή θήκη της γιό τήν περίmωση πού τή χρειαζόταν.
Πλησιόσαν πρός τό πλίνθινο μαγαζί άπό τούς άμ μό­
λοφους πού ήταν στά βόρεια καί ό KιiλoK στάθηκε γιά
λίγο καί κοlταξε προσεχτικό. Μ όνο �να κουρασμένο lν­
διόνικο πόνυ ήταν δεμένο μπροστά στό μαγαζί. ··Ολα τρι­
γύρω ήταν �συ xα. Ήταν νωρίς τό πρωί καί μία στήλη
καπνού άνέβαινε άργό άπό τήν καμινόδα τού μαγαζιού.
Μέσα στό μαγαζί �νας ψηλός, ξερακιανός άντρας κα­
θόταν πίσω άπό τόν πάγκο παίζοντας μέ τήν δερμότινη
ζώνη του βαριεστη μένα. Σέ μιό καρέκλα δίπλα στή σβη­
στή σόμπα καθόταν �νας γεροδεμένος, σκληροτρόχηλος
άντρας μέ τό πόδια του πάνω σέ μία άλλη καρέκλα. Τό
πρόσωπό του ηταν ι'ιλιοκαμένο, μέ μιό βαθιά ρυτίδα στό
κόθε του μόγουλο.
- Δέν �xω συνηθίσει νό δουλεύω σέ μαγαζl, άλλό
δέν εΤναι καΙ άσχη μη δουλειά, εΤπε ό ψηλός άντρας. ΟΙ
Ναβάχος �xoυν άποτραβηχτεί άπ' αύτά έδώ τό μέρη. "Ε­
χω νό δώ Ίνδιάνο πάνω άπό δυό βδομόδες.
Ό άλλος γέμισε τό τσι μπούκι του καί κοlταξε �ξω άπό

1 02
τό παρόθυρο.
- Θό πάς ξανό στό φαρόγγια, Γκέι; εΤπε ό ψηλός άν­
τρας πού ηταν χαρούμενος πού εΤχε κόποιον νό κου βεν­
τιόσει μαζί του έπιτέλους μετό όπό τόσες μέρες μονα­
ξιάς.
- Ναί, εΙπε ό Γκέι Κούλι κοιτόζοντας όπό τό παρόθυ­
ρο τούς δύο καβαλόρηδες πού πλησίαζαν όπό τό βόρε ια.
Καθώς πλησΙασαν λΙγο όκόμα κατόλαβε δτι ό tνας
όπό τούς καβαλόρηδες ηταν γυναίκα. Μ ιό γυναίκα δέν
ηταν συνηθισμένο θέαμα σ' έκείνα τό μέρη.
ΛΙγα λεmό όργότερα ό Γκέι Κούλι άναψε τό τσι μπού­
κι του καί εΊπε :
- "Εχουμε έπι σκέψεις, Σκίν. ΚοΙταξε μήν ξεχόσεις
τούς καλούς σου τρόπους. ΕΙναι καί μιό γυναίκα.
"Εκπλη κτος ό Σκίν σηκώθηκε καί πλησίασε τό παρό­
θυρο.
- Δίκιο �xεις, εΙπε στόν Κούλι. ΕΤναι μιό πραγματική,
ζωντανή γυναίκα.
Ό άντρας καί � γυναίκα σταμότησαν μπροστό στό
μαγαζί καί ό άντρας ξεκαβόλησε δΙνοντας μιό χαμ ηλό­
φωνη διαταγή στή γυναίκα πού �μεινε καβόλα στό άλο­
γό της.
Ό Μότ κηλοκ άνοιξε τήν πόρτα μέ τήν κόννη της
Γουίντσεστέρ του καί μπηκε μέσα στό μαγαζί. Αύτή � κί­
νηση τού έπέτρεψε νό �xει στραμμένο τό στόμ ιο τού
τουφεκιού του πρός τό έσωτερικό τού μαγαζιού χωρίς
όμως νό φαίνεται δτι όπειλούσε φανερό τούς δύο άν­
τρες πού βρίσκονταν μέσα.
Τό μότια τού Γκέι Κούλι �λαμψαν γιό μιό στιγμή καί �­
κανε νό μιλήσει , όλλό �πειτα τό χείλια του σφΙχτη καν
γύρω όπό τό τσι μπο ύ κι του. Ό Μότ κηλοκ τόν εΙχε κοι-

1 03
τόξει σόν νό � βλεπε κόποιον έντελώς ξένο καΙ ό Κούλι
κατόλαβε δτι ό κηλοκ πρέπε ι νό εΊχε τούς λόγους του
γιό νό τό κόνε ι αύτό.
- Ύπόρχε ι έδώ κανένα μέρος νό φρεσκαριστεί μ ία
κυρΙα; ρώτησε ό κ ηλοκ. "Εχω τή γυναίκα μου �ξω καΙ �­
χου με κόνει πολύ δρόμο.
- Βέβαια, εΤπε ό ΣκΙν καί �δειξε μΙα πόρτα πΙσω όπό
τόν πόγκο. Τό όφεντικό μένε ι έ κεί πΙσω καΙ �xει διαρυθ­
μΙσει καΙ �να μέρος γιό τή γυναlκα του .
Ό κ ηλοκ γύρισε καί κότι εΊπε πόνω όπό τόν ώμο του
κι �πειτα t Kave όκόμα μερικό βήματα μέσα στό μαγαζί.
Γιό νό βοηθήσει τήν ΚρΙς νό κατέβει θό �πρεπε νό γυρΙ­
σει τήν πλότη του πρός τό έ σωτερικό τού μαγαζιού καί
τούς -6ντρες πού βρίσκονταν μέσα καί κότι τέτοιο δέν θό
τό tβρι σ κε πολύ ό σφαλές. Βέβα ι α δέν όνησυχο ύ σε καΙ
τόσο πολύ γιό τόν Γκέι Κούλι δν καΙ εΊχε νό τόν δεί όρ­
κετό χρόνια.
- Χρειόζομαι μερικό τρόφι μα, εΊπε ό Μ ότ καΙ t βαλε
πόνω στόν πόγκο �ναν κατόλογο μέ τό πρόγματα πού ι"j­
θελε. Τό πιό κοντινό μέρος όπό δώ εΊναι τό Π ρέσκοτ, δν
δέν κόνω λόθος, t;
- Μ μμ μ . tKave ό ΣκΙν κουνώντας τό κεφόλι του κα­
ταφατι κό κι tπειτα τό μότια του δνοιξαν δ ιόπλατα όπό
θαυμασμό καθώς εΤδε τήν ΚριστΙνα νό μπαΙνει μέσα.
Ή όμορφιό της tφερε όμέσως μ ι ό όλλαγή στή μο υν­
τή, ψυχρή αΤθο υσα.
- Πάτε στήν Καλιφό ρνια; ρώτη σε ό ΣκΙν.
- "Οχι. Κόπου κοντό στό Π ρέσκοτ. "Ι σως στήν Κοι-
λόδα Σκόλ.
Ή Κρι στΙνα πέρασε όπό τήν πόρτα πΙσω όπό τόν
πόγκο κα Ι ό ΣκΙν δρχισε νό έτοιμόζει τό πρόγματα πού t-

104
γραφε ό κατόλογος τού Κ ήλοκ. Ό Μότ πλη σΙασε τόν
Κούλι πού καθόταν κοντό στή σόμπα.
- Π ώς εΤναι τό μονοπότι όπό δώ καΙ κότω πρός τό
Π ρέσκοτ; τόν ρώτησε.
- 'Αρκετό καλό, εΤπε ό Κούλι χαμογελώντας. Τό lχω
περόσει μιό - δυό φορές.
-Επειτα χαμ ήλωσε τή φωνή του καΙ μουρμούρι σε:
- Έσύ σκότωσες έκείνον στό σαλούν στή Φρήντομ;
- Ναι'
- 'Από τήν περιγραφή κατόλαβα δτι ι'jσOυν έ σ ύ . Ό
τρόπος δμως μέ τόν όποίον τόν σκότωσες μέ lκανε νό
μήν πιστε ύω δτι ι'jσOυν έσύ.
- Ήταν όκου μπι σμένος μέ τό δεξιό του όγκώνα στό
μπόρ. Τρόβηξε μέ τό δεξί του χέρι καΙ μέ πυροβόλησε
κότω όπό τό όριστερό του χέρι όμέσως μόλις μπήκα.
Τού lριξα κι έγώ καΙ ι'ι πρώτη τόν πέτυχε στόν όριστερό
του ώμο καΙ ι'ι δε ύτερη στήν σπονδυλική στήλη. Τόν
σκότωσα τΙμ ια.
- Ποτέ δέν όμφέβαλλα γι' αυτό.
Ό ΣκΙν γέ μ ι ζε όκόμα σακούλες καΙ ζύγιζε.
- Π ροσέλαβαν tvav σερΙφη νό σέ κυνηγή σει. ΕΙναι
ξένος. .. μεγαλόσωμος μέ ψυχρή lκφραση.
- Τόν Ν ή ρλαντ;
- Τόν ξέρει ς;
- Μαλώσαμε γιό τή γυναίκα μου.
- 'Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής, ένώ ό ΣκΙν
lψαχνε όπό δώ κι όπό κεί νό βρεί τό πρόγματα πο ύ ι'jθε­
λε ό Κήλοκ. Δέν ι'jξερε καλό τή θέση τους γιατl δούλευε
έκεί μόνο δταν τό όφεντικό πήγαινε στό Π ρέσκοτ γιό
δουλε ιέςr καΙ γι' α υτό όργο ϋ σε, όλλό ό Κήλοκ δέν βιαζό­
ταν καθόλου, τώρα πού εΙχε βρεί τόν Κούλι.

105
- ΕΤναι τρείς δντρες έκεί πίσω aτό φαρόγγια. τού εΤ­
πε. Ν Εχεις Ιδέα ποιοί μπορεί νό εΤναι ;
- Ν Οχι . . . δέν νομlζω. Άλλό �νας άπ' αύτούς μπορεί
νό εΤναι ό Ν ήρλαντ. δπως τόν εΙπες.
- Π ρέπει νό εΤναι κι δλλοι . 'Οδήγησα τό άπόσπασμα
πού· μέ κυνηγο ύ σε στό Π ηγόδι τών Μορμόνω ν.
- Τό δκου σα. Αύτό δμως δέν πρόκειτα ι νό τούς βοη­
θήσει σέ τίποτα. Έγώ ξέρω πού εΤναι τό πηγόδι τών
Μ ορμόνων έδώ καΙ χρόνια. άλλό α ύτό δέν μέ ώφέλησε
καθόλο υ . Ψόχνεις κι έσύ γιό τΙς χαμένες δμαξες;
- Έγώ ; Ν Οχι• διόβολε ! Έγώ τό μόνο χρυ σόφι πού
θέλω εΤναι �να δλογο . 'Ένα χρυ σαφί πουλάρι.
- Τό έχω δεί κι έγώ κανα - δυό φορές. ΕΤναι σπου­
δαίο ζώο. φΙλε μου.
- ΝΑν σέ ρωτήσει κανένας γιό μένα νό τού πείς δτι
πηγαίνω πρός τό Π ρέσκοτ κι άπό κεί στήν Κοιλάδα Σκόλ.
Θό έγKαταaταθώ έ κεί.
- ' Ωραίο μέρος ιΊ κοιλάδα Σκόλ.
' Ο Γκέι Κούλι δέν ηταν άπό τούς άνθρώπους πού έ­
καναν έ ρωτή σεις. άλλό ηταν σίγουρος δτι ό Κήλοκ δέν
έπρόκειτο νό πόε ι aτό Π ρέσκοτ. ' Ο Κήλοκ εΤχε τήν Τδια
τρέλα μέ τό δλογα δπως αύτός μ έ τόν θησα υ ρό τών χα­
μένων ό μαξιών.
Ή ΚρΙς δνοιξε τήν πόρτα πίσω άπό τόν πόγκο καί
μπήκε μέσα aτό μαγαζί. « Θεέ μου. τί γυναίκα»! σκέφτη­
κε ό Κούλι κοιτάζοντάς την μέ θαυμασμό.
'Ο Μάτ Κήλοκ πήρε τόν σάκο μ έ τά τρόφι μα καί τόν
κου βόλησε έξω . Καθώς τόν φόρτωνε σέ �να άπό τά
μουλάρια έριξε μιά ματιά aτό μονοπάτι. Δέν θά ιΊσύχαζε
μέχρι νό έφε υγε άπό κεί καΙ νά βρισκόταν πάλι aτούς
λόφους.

106
Ό Γκέι Κούλι καί ό Σκίν βγή καν στήν πόρτα καί παρα­
κολο ύ θ η σαν τόν Κήλοκ νό φορτώνε ι .
Ό Κήλοκ έσφιξε τόν τελε υταίο κόμπο καί βοή θ η σε
τήν Κρίς νό όνεβεί στό άλογό της.
- "Αν καμ ιό φορό περόσετε όπό τό Πρέσκοτ, έλδτε
νό μέ δείτε , παιδι ό, εΤπε ό Κήλοκ στούς δύο άντρες.
- Κόποιοι έρχονται, εΤπε ό Κούλι. Δύο κα βαλόρηδες.
- Μ ότ ! έ κανε ι'ι Κρίς όνήσυχη .
- Έντόξε ι , τούς εΤδα.
Ήταν δύο καβαλόρηδες πού έρχονταν όπό τό νότια,
πρόγμα πού μπορεί νό σήμαινε δτι έρχονταν όπό τή
Φρήντο μ . 'Απείχαν διακόσια περίπο υ μέτρα καί έρχον­
ταν όργό χωρίς νό φαίνονται νό όνησυχούν γιό τίποτα.
Μέ μ ι ό φυσική κίνηση ό Κήλοκ άλλαξε θέση έτσι ω στε ι'ι
Κρίς νό μή βρίσκετα ι μέσα στήν πι θανή γρα μ μ ή τού πυ­
ρός.
ΟΙ δύο καβαλόρηδες πλη σίασαν μέ �ναν έλαφρό καλ­
πασμό. Ό Κήλοκ έ κανε δτι έσφιγγε τό λουρί της σέλας
τού όλόγου του έχοντας τό ζώο όνόμε σα σ' α ύτόν καί
τούς δύο καβαλόρηδες.
Πλησίασαν κοιτόζοντας τόν Κήλοκ έπίμονα. Ό κηλοκ
τούς όναγνώρισε καί τούς δύο - ηταν όπό τό όπόσπα­
σμα της Φρ Ι;ντο μ .
Ό Σόρτ στα μότησε τ ό άλογό τ ο υ μπροστό στή δέ­
στρα καί ξεκαβόλησε. Κοίταξε πρός τήν πόρτα καί εΤδε
τόν Κούλι νό κόνε ι �να βήμα στό πλόι. Κότι στήν έ κφρα­
ση τού Κούλι έ κανε τόν Σόρτ νό γυρίσει καί νό κοιτόξει
τόν άντρα πού έτοίμαζε τό άλογό του. Καί όμέ σως τό
ένστι κτό του τόν προειδοποίησε - α ύτός ηταν ό άντρας
πού κυνηγού σαν.
Στόθη κε όκίνητος κοιτόζοντας πίσω, πόνω όπό τόν

1 07
ώμο του . Ή θέση του ηταν έντελώς δβολη γιά νά τρα­
βήξε ι πι στόλι, γιατl Ιπρεπε νά κάνει μΙα όλόκληρη στρο­
φή πρώτα γιά νά ση μαδέψει τόν στόχο του. ΚαΙ δέν
μπορο ύ σε νά δεί καΙ τόν Μα κάλπιν πού ήταν πΙσω καί
όριστε ρό του.
Άπό τή θέση πού εΙχε πόρει πρίν λΙγο ό Κήλοκ τούς
κάλυπτε καΙ τούς δύο . Ό Μακόλπιν δέν εΙχε καταλόβε ι
τΙποτα καί ξέ σφιγγε τά λουριά τού όλόγου του ένώ ό
Σόρτ εΤχε Ιδρώσει.
- Αύτό μ' όρέσε ι σέ σένα, εΤπε ό Σόρτ όπότομα.
υο;τι καΙ νό γΙνει έ σ ύ κόθεσαι καί παlζει ς μέ τό δλογό
σου .
- Κ α ί τ ί σέ πε ι Ρόζει έσένα α ύτό, εΤπε ό Μα κάλπιν
Ικπλη κτος. Έγώ ...
"Επειτα τά μότια του Ιπεσαν πάνω στόν Κήλοκ κι l­
με ινε όκίνητος γιοτl r') έτοιμότητα καΙ r') όποφα σιστι κότη­
τα τού δντρα πΙσω όπό τό δλογο ήταν καθα ρά ζωγραφι­
σμένες πόνω στό πρόσωπό του .
- Καλό θ ά κόνετε ν ό λύσετε τΙς ζώνες σας, παιδιό,
εΙπε ό Κήλοκ ι'\ρεμα. Αύτό έδώ εΤναι �να ι'jσυxo μέρος
καΙ δέν θό ι'jθελα νό τό γε μΙσω μέ αΤματα. Λύ στε τΙς ζώ­
νες σας καΙ όφι'jστε τις νό πέσουν.
Κρατούσε στό χέ ρ ι α του τή Γουlντσε στε ρ κι όπό κεί­
νη τήν όπόσταση δέν ύπι'jΡXε πε ρ lπτωση νό όστοχή σει,
π ρ όγμα πού τό ι'jξεραν πολύ καλό ό Σό ρτ καΙ ό Μ α κάλ­
πιν.
- Γιό δκου νό σού πώ ... δ ρχ ι σε νό λέει ό Μακάλπιν.
- Σκόσε καΙ λύσε τή ζώνη σου, εΤπε ό Σό ρτ δγρια.
ΟΙ δύο δντ ρ ες Ιλυ σαν τΙς ζώνες τους καΙ τίς δφησαν
νό πέσουν καΙ ό Κήλοκ Ι κανε �να νόη μα στόν Σκlν.
- Έσύ, Ιλα καΙ όπομόκ ρ υνε α ύτές τΙς ζώνες καΙ πρό-

108
σεξε νά μήν κάνει ς καμ ία λόθος κίνηση γιατί μπορεί νά
παρεξη γή σω τίς προθέ σεις σου .
, ό
UOTav 6 Σκίν πήρε τίς ζώνες μ έ τ ά πι στόλια μακριά
Κήλοκ βγή κε πΙσω άπό τό άλογό του.
- Τώρα παιδιά κάντε λίγο πιό πΙσω καΙ καθίστ ε, εΤπε.
Θά σάς πώ νά μάθετε πώς έγιναν τά πράγμ ατα.
Μ έ συντομ ία καί μέ άκρίβε ια τούς εΤπε γιά τή μονομα ­
χία στήν όποία τόν έξανάγ κασε ό Τζόνι Γουέμπ καί γιό
τήν κατάλη ξή της.
- Έπε ι δ ή λοιπόν δέν ξέρατε πώς έγιναν τά πράγμ α­
τα δέν σάς κατηγο ρώ πόύ μέ κυνηγή σατε τήν πρώτη
φορό. Τώρα δμως ξέρετε .
- Τι ση μαίνει αύτό; ρώτησ ε ό Σόρτ έπιθετ
ικά.
- Σημαίν ε ι δτι άν σάς ξαναδώ νά έρχε στε άπό πίσω
τό θεωρή σω αύτό έχθρικ ό καί θό ένεργή σω
μου θό
άνόλογα.
­
- Δέν κυνηγά μ ε έ σένα, διαμαρτυρήθη κε ό Μακόλ
πιν. Σκεφτ ήκαμε νό ψάξο υ μ ε λίγο μ ήπως βρούμ ε τίς χα­
μ ένες δμαξες .
δ σο
- Μπορ είτε νό ψόχνετε γιό τΙς χαμέν ες δμαξε ς
θέλε τε. Μ όνο μήν ξεχό σετε ποτέ σας δτι άν σάς πιάσω
μέσα
νό έρχεστε άπό πίσω μου θά σάς χώσω δυό μέτρα
θά μπορέ σετε νά ψόξετε δλλο γιό τίς
στή γή κι έτσι δέν
χαμένε ς δ μαξες.
Τού ς γύρισε τήν πλότη έπιδεικτικό καί πήγε στό άλο­
τούς
γό του . Καβόλ ησε κι έπειτα γύρισε τό δλογο καί
. Κανέν ας δέν εΤχε κουνηθ εί άπό τή θέση του .
κοίταξε
Ι θ ό κό­
- Έ μάς δέν μ ά ς ένδιαφ έρει πού θ ό πάς κ α ί τ
έρεται θό
νεις, εΤπε ό Σόρτ. Άλλά ό Τσέσν ι πού ένδιαφ
σέ πιάσει κι δν δέν σέ πιόσει α ύτός θό σέ π ιόσει ό Νή ρ­
λαντ.

1 09
Ό Μάτ κηλοκ όγνόη σε τόν Σόρτ καί ξε κίνησε πίσω
όπό τήν Κρίς. Γύρισε πίσω καί έριξε μ ία ματιά. Κανένας
όπό το ύς άντρες δέν κινήθηκε όπό τή θέση του μέχρι
πού έφτα σαν στόν πρώτο λόφο.
- Σέ φοβήθ η καν, ε1πε ή Κριστίνα.
- "Οχι , Κρίς, δέν μέ φοβήθ· η καν. Άλλά τού ς κάλυπτα
καλά καί μόνο �νας ήλίθ ιος θά προσπαθού σε νά όντι­
δράσει όπό μία τόσο μειονεκτική θέση.
- Πάντως πρέπε ι νά έχε ις πολύ θάρρος γιά νά κάνε ις
α ύτό πο ύ έκανες.
- Κάθε άντρας κάνε ι α ύτό πού πρέπει νά κάνε ι.
Συνέχι σαν τήν πορεία τους σταθερά πρός τά δυτικά.
Ό κηλο κ γυ ρνο ύ σε καί κοιτο ύ σε πίσω του κάθε τόσο,
άλλά δέν ε1δε ο ύτε σκόνη ούτε καμία άλλη ένδειξη δτι
τούς όκολο υ θ ο ύ σαν.
- Τόν γνώριζες έκείνον τόν άντρα στό μαγαζί;
- Τόν Γκέι Κούλι ; Ναί, τόν ξέρω έδώ καί όρκετά
χρόνια. "Αν έχε ι κάποιος πιθανότητες νά βρεί ποτέ τίς
χα μένες δμαξες, α ύτός ε1να ι ό Κούλι.
- Κανένας δέν μπορεί νά ε1να ι σίγου ρος γι' α ύτό.
Μπορεί νά τίς βρεί κάποιος τυχαία.
Ξαφνικά ή διάθεσή της άλλαξε . Γ ύ ρ ι σε καί κοίταξε πί­
σω της όνήσυχη.
- Μάτ, λές νά μάς πίστεψαν; Λές νά πίστεψαν δτι
φεύγο υ μ ε άπό δώ;
- "Ας τό έλπίσου μ ε . Στό μεταξύ έ μ είς θά πάμ ε νά
βρο ύ μ ε ξανά τό κοπάδι μας.
- Άλλά δταν πιάσεις τά άλογα πού θέλε ι ς δέν θά
πάμε μετά στό Π ρέσκοτ; Δέν θά μάς βρούν έκεί;
- Ίσως. Π ι στεύω δμως δτι μπορεί νά πάνε σέ λίγες
μέρες έκεί, νά μή μάς βρούν καί νά έγκαταλείψουν τίς

1 10
έρε υνές του ς σ' έκείνα τά μέρη.
Κοίταξε τίς σκιές πού έριχναν τά σώματά τους μπρο­
στά ύπολογίζοντας τήν ωρα. Μ α κριά μπροστά τους
ύπηρχε μιά άμ μώδης έ κταση καΙ ό κηλοκ ι'jθελε νά φτά­
σουν έ κεί μέχρι τό βράδυ. Γιατί σ' έκεΙνη τήν ό μ μ ώ δ η έ­
κταση τά ίχνη το υς δέν θά διατηρούνταν γιά πολύ καί άν
ήταν μάλι στα καΙ βράδυ δέν θά μπορού σε νά τούς δεί
κανένας όταν θά έστριβαν καΙ θά άλλαζαν κατε ύθυνση.
Τώρα ό ού ρανός εΤχε πάρει φωτιά στόν δυτι κό όρί­
ζοντα. Καί �να - δύο μ Ιλια μπροστά τους όπλωνόταν ή έ­
ρη μος Π έ ιντιν. τό φαράγγι Κολοράντο καΙ πιό βόρε ια ΟΙ
λόφοι "Εκο μέ τό μονοπάτι . ' Ε κείνοι όμως δέν θά έπα ι ρ­
ναν αύτό τό γνωστό μονοπάτι. Θά έπαι ρναν �να όρχαίο.
όμ υδρό Ινδιάνικο μονοπάτι πού όδηγο ύ σε πρός τά βό­
ρεια, πρός τό πέρα σμα Φάδερς.
Ήταν �να μονοπάτι πού δέν τό χρησι μοποιούσε κα­
νεΙς πιά καΙ τέτοια μονοπάτια ήξερε πολλά ό κηλοκ καί
ηταν α ύτά πού όγαπο ύ σε περισσότερο.

111
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Ό Κ Ι;λοκ στόθηκε σ' �να ύψωμα κοντό στΙς πηγές
Γουό ρ Γκόντ καί μ ελέτησε τήν κακοτ ρ όχαλη πε ρ ιοχή
π ρός τό νότια μέ τό κιόλια το υ . Στίς δέκα μέ ρ ες πού εΤ­
χαν πε ρ όσει όπό τότε πού �φυγαν όπό τό Τιού μπα Σίτυ
δέν εΙχαν καμ ία �νδε ιξη δτι τούς όκολου θού σε κόποιος
ο Ο τε εΙχαν όνακαλύψει τό Τχνη τού χ ρ υ σαφί δγ ρ ιου όλό­
γου .
Ή ταν φανε ρ ό δτι κότι εΙχε τ ρ ομ όξει τό κοπόδι καΙ τό
εΙχε κόνει νό έγκαταλείψει τό μ έ ρ η στό όποία σύχναζε,
όλλό πού μπο ρ εί νό εΤχε πόει ; Ό Κ Ι;λοκ �ξε ρ ε δτι τό κο­
πόδι έ ρχόταν κόπου - κόπου στίς πηγές Γουό ρ Γκόντ.
' Ε κεί τό νε ρ ό ηταν καθα ρ ό, τ ρ ιγύ ρ ω ύπ Ι;ρχε πλού σιο
χο ρτόρ ι καί ΟΙ ψηλές λε ύ κες καί τό πεύ κα �διναν καλή
σκιό.
Άπό τό πρ ω ί ό Κ Ι;λοκ �νιωθε δτι κόποιος τόν πα ρα­
κολου θού σε, δτι κότι συνέβαινε έκεί τ ρ ιγύ ρ ω, όλλό δέν
εΙχε δεί ο Ο τε κα πνό ο Ο τε σκόνη ο Ο τε τίποτα δλλο πού νό
δικαιολογεί όνησυχία. Τελι κό κατέ βασε τό κιόλια του κα Ι
γύ ρ ι σε στό σημείο δπου εΙχαν κατα σ κηνώσε ι
Π ίσω όπό τό σημε ίο έκείνο κα Ι πολλό μίλια πέ ρα όπό

1 12
τήν περιοχή πού εΙχε έρευνήσει πρΙν λΙγο ό ΚΙ;λοκ μέ τό
κιόλια του , έ μφανΙστηκε Ινα μ ι κρό σύννεφο σκόνης πού
καθώς περνο ύ σε ή ώρα δλο καΙ μ εγόλωνε.
Καθ ι σ μ ένη κοντό στή φωτιό, ή ΚρΙς σήκωσε τό κε­
φόλι της καΙ τόν κοlταξε.
- Μότ, σκεφτόμουν δλη αύτή τήν ώρα. Έγώ λέω νό
πάμε στούς βρόχους · Ο ργκαν δπου εΤδαμε τό κοπόδι γιό
τελευταΙα φορό.
- Γιατl εΙδ ι κό στούς βρόχους · Ο ργκαν;
- ΕΙμα ι σΙγουρη δτι τό χρυ σαφl πουλόρι εΙχε κό-
ποιον καθορισμένο προορισμό. Νομlζω δτι όδηγούσε τό
κοπόδι σέ κόποιο μ έρος, όλλό δταν μάς εΙδαν t στριψαν
καΙ δλλαξαν πορεlα. · Αν γυ ρlσο υ μ ε πίσω στούς βρόχους
· Ο ργκαν Τσως βρο ύ μ ε τό Τχνη τους.
Ή σκέψη ήταν καλή καί της τό εΙπε. �Oταν τό ζώα ι'j­
θελαν νό πάνε κόπου συνήθως έπέμεναν μέχρι νό τό
καταφέρουν.
Τό πρόβλημα δμως ηταν δτι ό ΚΙ;λοκ δέν ι'jξερε κανέ­
να μονοπότι όπό τό όποίο θό μπορού σαν νό πάνε κατευ­
θεΙαν στού ς βρόχους · Ο ργκαν. ΚαΙ δέν τού δ ρεσε καθό­
λου ή Ιδέα νό όναγκαστούν νό πάνε πρός τό νότια δπου
πρέπει νό τριγύριζε ό Ν ήρλαντ καΙ Τσως ΟΙ δντρες όπό τή
φρηντομ. Ή κρυψώνα τους έ κεί κοντό στίς πηγές Γουόρ
Γκόντ ήταν Ιδανική καί τό νά πάει νότια, στό πέρασμα
Μάρς, ήταν πολύ έπι κΙνδυνο.
ΕΙχε tρθει στίς πηγές Γουόρ Γκόντ έλπίζοντας νά βρεί
τό χρυσό πουλόρι, άλλά τά μόνα Τχνη όπό δγρια δλογα
πού βρΙ;κε ήταν παλιά. Καί τό μέρος έκείνο τό ι'jξεραν
μόνο ΟΙ Ν α βάχος καί ό Κούλι.
Κοίταξε τήν ΚρΙς άπέναντl, του πΙνοντας μ ι ά γουλιά
όπό τόν καφέ του .

1 13
- Δέν κου ρό στηκες άκόμα; τή ρώτη σε. Θέλω νό πώ,
�να κορίτσι σόν έ σένα, συνη θ ι σ μ ένο άλλιώς...
- Μότ, δέν δφησα πίσω μου τίποτα πού νό άξίζει
τόν κόπο, εΤπε ι'ι Κρι στίνα χαμογελώντας. nptnEI νό μέ
πι στέψεις, εΤμαι πιό ε ύτυχι σμένη έδώ όπό δσ ο αΙσθάν­
θηκα όποιαδήποτε δλλη φορό στή ζω ή μ ο υ .
-Εφυγαν όπό τίς πηγές τ ό έπόμενο πρωί προτού φέ­
ξει, παίρνοντας �να ά μ υ δρό lνδιόνι κο μονοπάτι πο ύ όδη­
γού σε στό όροπέδ ιο Ρέ ινμποου .
Ό Μ ότ όνη συχού σε καί δέν τό �κρυψε.
- Δέν τά ξέρω αύτά τό μέρη, Κρίς. -Αν δέν βρούμε
κάποιον τρόπο νό κατε βού μ ε όπό τή Μ έσα nι ούτ θά
όναγκα στο ύ μ ε νό στρίψου μ ε πρός τό νότια.
'Όταν �νας δντρας εΤχε μία γυναίκα μαζί του τά πρόγ­
ματα γίνονταν πιό δύ σκολα γιατί χρειαζόταν νό σκέφτε­
τα ι πώς νό μήν τήν καταπονήσει καί νό μήν τήν έκθέσε ι
σ έ κίνδυνο κι α ύτό όποσπο ύ σε τήν προσοχή του. Γιό τόν
έα υτό του δέν άνη συχο ύ σε γιατί ήταν συνηθισμένος
στή δίψα, τήν πείνα, τό κρύο καί τό κακοτρόχαλα μονο­
πάτια. Τώρα όμως �πρεπε νά εΤναι πιό προσεχτικός καί
πιό δι σταχτι κός γιατί εΤχε καί τήν Κρίς μαζί του.
ntpaoav τό λε κανοπέδιο Νάκια όπου β ρ η κα ν λίγο νε ­
ρό καί πότι σαν τό δλογα καί τά μουλάρια τους κι άπό κεί
πηραν �να δλλο μ ονοπάτι πού τούς �βγαλε στούς πρό­
ποδες ένός λόφου . 'Εκεί ό κηλοκ στα μάτησε καί έρεύ­
νησε τήν περιοχή κάτω. Κάπου έκεί θά �πρεπε νό ύπάρ­
χει �να κατάλληλο μέρος νά κατασκηνώσουν. ΕΊχαν κά­
νει τουλόχιστον τριάντα μ ίλια έ κείνη τή μέρα καί τά ζώα
ήταν κου ρασμένα .
'Ακρι βώς στήν άπέναντι πλευ ρά τού φαραγγι ού όπά
τό σημείο πού στεκόταν ό κηλοκ καί τριακόσια περίπου

1 14
μέτρα πιό χαμ ηλό ε1δε μ ιό σπηλιό όνό μ ε σα aτό δέντρα
πού τού φόνηκε ό σφαλές μέρος νό περό σουν τή νύχτα
τους. Κι όπό κεί δέν θό βρίσκονταν μακριό όπό τήν πο­
ρεία πού πρέπει νό ε1χε ό κολου θ ή σε l τό άγριο κοπόδl.
'Όταν �φτασαν aτή σπηλιό εΤχε κιόλας νυχτώ σ ε ι . Ή
Κρίς άναψε γρήγορα φωτιό καί έτοίμασε φαγητό. Δίπλα
της ό Κήλοκ άρχισε νό καθαρίζε ι τήν Γoυ ίντσεaτέρ του
καί δταν τελείωσε � βγαλε τό Κόλτ του, τό καθόρισε καί
τό λόδωσε κι α ύτό.
Μ όλις τελείωσαν τό φαγητό r'ι Κρίς τόν ρώτησε :
- Λές νό μας βρούν, Μ ότ;
- Θό μας βρούν.
- Τί θό κόνο υ μ ε ;
- Θ ό δού μ ε .
Λίγο προτού φέξε ι ό Κήλοκ ξύπνησε ξαφνι κό κ α ί τό
μότια του γύρισαν όμέσως aτό άλογα. Στέκονταν όκίνη­
τα μέ τό αύτιό τους τεντω μ ένα.
Στήν όρχή δέν άκουσε τίποτα, σέ λίγο δμως ξεχώρισε
�ναν πολύ μακρινό θόρ υ βο. Ό θόρυβος δυνόμωσε καί
κατόλαβε δτι ηταν άλογα, πολλό άλογα πού περνο ύ σαν
κότω όπό τό φαρόγγl μέσα στή νύχτα.
'Όταν ξημέρωσε r'ι Kρl aτίνα � βαλε νό φτιόξε l καφέ
καί ό Κήλοκ κατέ βηκε στήν κοίτη τού φαραγγιού καί
βρήκε τό φρέσκα ίχνη όπό τριόντα - σαρόντα όπετόλω­
τα άλογα καί όνό μ ε σό τους τό ίχνη τού χρυσαφιού που­
λαριού . Φαίνονταν νό κατευ θ ύ νονται βόρεια πρός τό
φαρόγγl Νόκια.
-Εφαγαν τό πρω ινό τους γρήγορα κι �πεlτα σέλω σαν
τό άλογό τους καί �φυγαν όκολου θώντας τό ίχνη τού ά­
γριου κοπαδιού.
*
Ό Μπίλ Τσέσνl κοίταξε τόν Ν ήλ έκνευρlσμένος.

1 15
- Μερι κές φορές μού φα lνετα ι δτι δέν σέ νοιάζει δν
βρο ύ μ ε ποτέ αύτόν τόν κηλοκ ι"\ όχι. τού εΤπε δγρια.
Ή σκληρή πορεlα δμως τών τελευτα ίων ή μ ερών εΤχε
έκνε υρΙσει καΙ τόν Ν ήλ. Άπό τότε πού γνώρι σε τόν
Τσέσνι φρόντιζε νά μήν τόν έκνευρΙζει καΙ νά μήν τού
πηγαΙνει καθόλου κόντρα. άλλά �νας δντρας γινόταν σε­
βαστός όχι γιατl άκολουθούσε αύτό πού t.λεγε κάποιος
δλλος. άλλά γιατl εΙχε ό rδ ιος τΙς δικές του πεποιθή σεις
καΙ άρχές πού τΙς άκολουθο ύ σε πάντα μ έ σ υνέπεια.
- Δέν ήρθα μαζl σου έπειδή ι"\θελα όπωσδήποτε νά
σκοτώσω κάποιον. εΙπε ό Ν ήλ στόν Τσέ σνι. Άν ό κηλοκ
πυ ροβόλησε τόν Τζόνι πι σώπλατα τού άξΙζε ι νά τόν κρε­
μάσο υ μ ε. άλλά πρέπει πρώτα νά τού δώσο υ μ ε τήν εύ­
καιΡΙα νά μός πεί κι α ύτός πώς t.YIvav τά πράγματα. Αύ­
τός έπι μένει δτι σκότωσε τόν Τζόνι μ έ τΙμιο τρόπο .
- Τί ι"\θελες νά κάνει. νά όμολογή σε ι δτι τόν σκότω­
σε πισώπλατα;
- "Αν ήταν φονιάς θά εΤχε σκοτώσει έναν" καΙ πε­
ρισσότερους άπό μός δταν τού δόθηκε ή εύ καιΡία, εΙπε
ό Ν ήλ. Κι έδώ πού τά λέμε, ΜπΙλ. ξέρε ις πολύ καλά δτι ό
Τζόνι ηταν πολύ καβγατζής. Φορούσε τά πιστόλια του
καί νόμιζε δτι ήταν αύτοκράτορας.
- 'Εσύ θά μού πείς τί ήταν ό φΙλος μου ό Τζόνι. Τί ξέ­
ρεις έσύ γιά τόν Τζόνι, παλιο . . .
- "Ελα, ήρέμησε, ΜπΙλ. εΤπε ό Κlμελ σοβαρά. Δ έ ν εΤ­
ναι σω στό νά τσακώνεσαι μέ τόν Ν ήλ.
Ό Τσέσνι "ξερε δτι ό Κίμελ ήταν ένας έπι κΙνδ υνος
δνθρωπος νά τά βάλει κανεΙς μαζί του σέ όποιουδήποτε
εrδους μάχη. Ή όργή τού Τσέσνι ξεθύ μανε Kof ή λογ ική
έπι κράτησε στό μ υαλό του. Ό ΚΙμελ ήρέμη σε άκουμπι­
σμένος στό χ ώ μα στόν ένα του άγκώνα καΙ δέν εΙπε τl-

1 1β
ποτα άλλο.
· 0 Ν ήλ tβαλε μερ ι κό ξύλα στή φωτιό καΙ εΙπε :
- Ή ρθα μ αζl σας πιστεύοντας δτι δλα θό γΙνουν όν­
θρώπινα καί δπως πρέπει . Δέν ξέρο υ μ ε κότω όπό ποιές
όκριβώς συνθηκες σκοτώθηκε ό Τζόνι καί δέν ξέρου με
καθόλου αύτόν τόν άνθρωπο πού κυνηγάμε. 'Απ' δ,ΤΙ δ­
μως όρχΙζω νό καταλαβαΙνω μού φαίνεται δτι εΙναι �νας
τίμ ιος καΙ θαρραλέος άντρας καί δέν όποκλείεται νό ηταν
ό Τζόνι αύτός πού tφταιγε γιό τή μονομαχlα.
Σιωπή όκολούθησε τό λόγια τού Ν ήλ καΙ μ όνο ΟΙ
φλόγες τριζοβολού σαν χοροπηδώντας στό κέντρο τού
μ ι κρού κύ κλου πού σχημότιζαν ΟΙ καθ ι σ μ ένοι άντρες.
- 'Ακο ύ στε νό σάς πώ κότι, συνέχι σε ό Ν ήλ. "Εχου­
με δ η μ ιουργήσει. μ ιό πόλη μέ πολλούς κόπου ς μ έ σα
στήν έρημιό δπου θό ζή σο υ μ ε καΙ θό μεγαλώ σουμ ε τό
πα ιδιό μας καΙ νομlζω δτι κανένας μας δέν θέλει νό στιγ­
ματίσου μ ε τήν l στορlα της μέ τό λυντσόρισμα ένός
όθώου.
Ό Τσέσνι δέν εΙπε τlποτα, όλλό τό σφιγμένα χαρα­
κτηριστικό του tδειχναν δτι δέν ηταν πρόθυ μος νό
ό κού σει τή φωνή της λογι κης.
Ό Ν ήλ σήκω σε τό κεφόλι του καΙ κοlταξε τόν tva­
στρο ού ρανό. "Ενιωθε Ι κανοπο ι η μ ένος πού εΤχε πεί α ύτό
πού ι'jθελε, αύτό πού tπρεπε νό πεί.
Τό μ ι σό όπό τό προβλήματα τού κόσμου όφείλονταν,
σκέφτηκε ό Ν ήλ, στό γεγονός δτι ΟΙ σωστό σκεφτόμενοι
άνθρωποι κρατού σαν τό στόματό τους κλειστό όντί νό
πούν αύτό πού πίστευαν.
Κανένας δέν ι'jξερε τΙ όκριβώς εΤχε σ υ μ βεί στό σα­
λούν της πόλης τους έ κτός όπό τόν Τδιο τόν Τζόνι καί
όπό τόν άνθρωπο πού κυνηγού σαν. Σ' έκείνο πού σ υ μ -

117
φωνού σαν δλοι ήταν δτι ό Τζόνι εΤχε προκαλέ σει τόν
κ ηλοκ νό πόε ι νό πόρει τό δπλο του όπό τό δλογό του .
"Επειτα οΙ πυ ροβολι σμοί εΤχαν πέσει τόσο γρήγορα πού
κανείς δέν όντιλήφτηκε πώς lYIvav όκριβώς τό πρόγμα­
τα δν καί πολλοί εΙχαν τήν έντύπω ση δτι ό Τζόνι ήταν
έκείνος πού τράβηξε καί πυ ροβόλησε πρώτος.
' 0 Ν ήλ εΤχε κρατήσει πολλές φορές τό στό μα του
κλει στό στό παρελθόν γιατί ήταν καινού ργιος στήν πόλη
καί δέν ήξερε τούς όνθρώπους καί τό θεωρού σε λογικό
νά περι μ ένει μέχρι τώρα νό μόθει τί όκριβώς συνέβα ινε
καί πώς εΤχε � κάθε ύπόθεση. Τώρα δμως καί ό Κίμελ εΙ­
χε διαχωρίσει τή θέση του όπό τόν Τσέσνι, όλλό ό Ν ήλ
ήταν σίγου ρος δτι ό Τσέσνι θό έξακολουθούσε νό θέλει
τόν Κίμελ μαζί του γιατί δλοι ήξεραν δτι ήταν �νας τίμ ιος
καί γενναίος δντρας στόν όποίον μπορού σε νό βασίζεται
κανείς.
Σέ λίγο lπεσαν δλοι γιό υπνο. Τό σημείο στό όποίο εΤ­
χαν κατασκηνώσει όπείχε �ντεKα μίλια όπ' τό μέρος δ­
που βρισκόταν ό Ν ή'ρ λαντ μέ τούς δύο δντρες του . Καί
έλόχι στα μ ίλια πιό πέρα l KaIYE � φωτιά πού εΙχαν άνά­
ψει ό κηλοκ καί � Κρι στίνα .
*

Ό Μότ κηλοκ ξύπνησε καί εΤδε δτι ό άνατολι κός όρί-


ζοντας εΤχε ό ρχίσε ι νό ροδίζει . Τόν εΤχε ξυπνήσει τό άνή­
συχο χλι μ ίντρισμα τού όλόγου του καί ό κηλοκ κοίταξε
τό ζώο πού τό γνώ ριζε τόσο καλό.
- 'Ήσυχα, άγόρι μου, "συχα, εΤπε ό κηλοκ καί παίρ­
νοντας τό δπλο του άπομακρύνθηκε λίγο άπό τή σπηλιό
καί fμεινε όκίνητος στήνοντας τό α ύτί του .
Π έ ρα σαν μερικές στιγμές καί ό κηλοκ ούτε εΤδε ούτε

1 1β
όκουσε τΙποτα. ΟΙ μπότες καΙ τό που κάμισό του ήταν
ατή σπηλιά. Σκέφτηκε νά γυ ρίσε ι πίσω νά ντυ θεί. 'Ό­
ποιος � μ ενε χω ρίς μπότες σ' αύτά τά μέρη τήν εΤχε
όσχημα. Ήταν �τoι μoς νά γυρίσε ι καΙ νά πάε ι στή σπηλιά
δταν μ ία άνεπαίσθητη κίνηση τού τράβηξε τήν προσοχή.
·Ήταν μία έλόχιστη όλλαγή σέ μιά σκιά, μιά σκοτε ινή
γρα μ μ ή πού τού φάνηκε δτι δέν ήταν έκεί πρΙν λΙγο. "Η
μ ήπως ήταν ι'ι φαντασία του;
Ξαφνικά ι'ι Κ ρίς βρέθηκε δΙπλα του κρατώντας τΙς
μπότες, τό που κά μ ισο καί τή θήκη μέ τό πιστόλι του .
- Γιά κοίταξε έ κ ε ί τ η ς εΙπε δείχνοντας μ έ τ ό χ έ ρ ι του
καί δίνοντάς της τό τουφέκι του.
Φόρεσε τό που κά μ ι σό του κι �πειτα κάθ ι σε κάτω καί
φόρεσε τίς μπότες του . 'Όταν σηκώθηκε ι'ι Κριατίνα τού
�δωσε ξανά τό δπλο του .
- Δ έ ν εΙδα τΙποτα, τ ο ύ εΙπε.
Κι δμως κάτι πρέπε ι νά ύπη ρχε έκεί κάτω. Κοίταξε
ατό ση μ είο πού τού εΙχε φανεί δτι εΤχε δεί κάτι παράξε­
νο, �πε lTα κοίταξε γιά λΙγο μακριά γιά νά ξε κου ράσε ι τό
βλέ μ μα του κι �πειτα τό γύρισε ξανά ατό ση μείο πού τόν
ένδιέφερε. Ν αί, κάτι, κάποιος πρέπε ι νά ύπη ρχε έκεί.
Καλό, λοιπόν, τόν εΙχαν βρεί. 'Εκείνος είχε κάνει δ,ΤΙ
μπορού σε γιά νά όποφύγει τίς φασαρίες, όλλά όφού εΙ­
χαν �ρθει μ έχρι έδώ τώρα τόν λόγο εΙχαν ΟΙ σφαίρες.
Ξαφνι κά �νας όντρας έμφανίατηκε όπό τό ση μ είο δ­
που εΙχε τό βλέμ μ α του καρφω μ ένο ό κηλοκ καί ήταν
νέος στήν ι'ιλικία καί έντελώς όγνωατος.
Φορούσε �να παλιό, πλατύγυρο καπέλο, δερμάτινο
σακάκι κι όπό τή ζώνη του κρέμονταν δύο έξάσφα ι ρα.
Στά χέρια του κρατο ύ σε μιά καραμπΙνα Χένρυ καί φαινό­
ταν σάν νά �ψαxνε νά βρεί κάτι - κάποιο όντι κείμενο, κά-

1 19
ποιο φυσικό χαρακτηριστι κό πού εΙχε βόλε ι σόν σημάδ ι .
Ό Μ άτ κ α Ι � ΚρΙς �μειναν ό κΙνητοι παρακολουθών­
τας τόν άντρα πού έρχόταν πρός τό μέρος τους ψόχνον­
τας τριγύρω του . Κοlταξε γιό λΙγο τό όροπέδιο όπέναντl
του κι �πε ιτα γύρισε καΙ κοlταξε πρός τό μέρος δπου
στέκονταν ό κηλοκ καΙ � Κρι στΙνα. ΒρΙσκονταν κρυμμέ­
νοι. καλό πΙσω όπό δέντρα καΙ θ ό μ νους καΙ δέν υπήρχε
περimω ση νό τούς δεί. ΚαΙ δέν τούς εΤδε.
- Δέν ψόχνει γιό ίχνη, μουρμούρισε ό Κήλοκ. Αυτό
σημαίνει δτι ψόχνει γιό κότι άλλο κι όχι γιό μας.
- Γιό τΙ άλλο μπορεί νό ψόχνει ;
- Γιά τίς Χσμένες 'Άμαξες...
Γιό τΙς χαμένες δμαξες έδώ πόνω; Ιlγου ρα οΙ χαμένες
δμαξες ήταν τουλόχι στον δέκα - δεκαπέντε μ Ιλια πιό νό­
τια. wH μ ήπως όχι ; Κότι στήν � Kφρα ση καΙ στΙς κιν ή σε ι ς
τού ξένου έδε ιχνε α υτοπεποlθηση καΙ σιγο υ ρ ιό γιοτΙ δέν
lψαχνε στήν τύχη. "Εψαχνε νό βρεί κόπο ιο συγκεκριμέ­
νο όντι κεΙμενο � μέρος.
"Αν �ψαxνε γιό τΙς χαμένες δμαξες θό �πρεπε νά κοι­
τάζει γιά κανέναν τροχό ι'i γιό κανένα άλλο ξύλινο όπο­
μεινόρι, όλλό έ κείνος φαινόταν νό ψόχνει γιό κάπο ιο φυ­
σικό χαρακτηριστι κό, κόποιο εΙδος ση μαδιού πάνω σέ
βουνό.
ΚαΙ τότε ό Μότ άκουσε Ιναν άλλο θόρυ βο, Ινα όμυ­
δρό τρΙψιμο υφόσματος πόνω σέ βρόχο. Ό θόρυβος εΤ­
χε όκου στεί όπό πΙσω του. Γύρισε γρήγορα κα! ρίχτηκε
στό Ινα του γόνατο όνασηκώνοντας τό τουφέκι του t­
τοι μ ο γιό χρή ση.
"Ενας άντρας στε κόταν πΙσω όπό Ιναν θόμνο μέ τά
χέρια του ψηλό. Ή ταν ό Γκέι Κούλι.
Ό. Μ ότ lμεινε δπως ήταν. μέ τό του φέκι σταθερό

120
στό χέρια του . Ό Γκέι πλησίασε κρατώντας τό χέρια του
ψηλό. Π ίσω του έρχόταν τό δλογό του καί πιό πίσω tva
μουλόρι. 'Όταν Ιφτασε στό εrκοσι μέτρα ό Μ ότ τόν στα­
μότησε.
- Ψόχνε ις γιό τίποτα;
- Γιό τίς χαμ ένες δμαξες. Μ έ ξέρεις έ μ ένα, Ιχω με-
γόλη τρέλα μ' αύτές.
- Δέν τούς βλέπω ι:.ιέ καλό μότι δσους μ έ πλησιό­
ζουν όπό πίσω .
- Δέν φταίω έγώ δν έσύ κοίταζες όπέναντι . Δέν ε1χα
κανένα σκοπό νό σέ πλη σιόσω χωρίς νό μέ όντιληφθείς.
Καί καλό θό κόνει ς νό μέ πιστέψεις γιατί ε1μαι ό μόνος
φίλος πού Ιχεις.
- Τί σ υ μ βαίνει ;
- uOTav Ιφυγες όπό τήν Τιού μπα ηρθε ό Τσέσνι μ έ
τόν Ν ήλ κ α ί τόν Κίμελ. Ό Σόρτ κ α ί ό Μακόλπιν τούς εΙ­
παν γιό σάς τούς δυό, όλλό ο Τσέσνι δέν πίστευ ε δτι θό
πήγαινες στήν κοιλόδα Σκόλ. Καί ό Ν ή ρλαντ βρίσκεται
όπό μέρες έδώ πόνω μαζί μέ δύο δλλους.
Ό Μότ κούνησε τό χέρι του πρός τόν νεαρό δγνωστο
δντρα πού περπατοϋ σε ψόχνοντας όπέναντι, άνόμεσα
στό δέντρα.
- Μ ήπως ό tνας όπό τούς δύο εΤναι α ύτός έκεί πέρα;
Ό Κούλι πλησίασε τόν κηλοκ καί κοίταξε έκεί παύ
τοϋ Ιδειχνε. Ξαφνικό βλαστήμ ησε.
- Μότ. αύτός έ κεί πέρα ε1ναι ό Μούλι. Ό νεαρός
πού ηταν μαζί μ έ τούς δεκαεmό δντρες πού ε1χαν τίς
δύο δμαξες μ έ τό χρυσόφι. Γιό κοίτα τον l Ξέρει ποϋ βρί­
σκεται. Τό γνωρίζει α ύτό τό μέρος. Κότι εΤδε καί τό θυ­
μήθηκε.
Π ραγματικό ό Μ ούλι περπατοϋσε τώρα πιό γρήγορα

12 1
καί r'ι έξαψή του ήταν φανερή. Ήταν σίγου ρο ότι εΤχε
όναγνωρίσει' κόποιο σημόδι.
·Ε κείνη τή στιγμή όκούστηκε τό ποδοβολητό ένός
όλόγου καί κόποιος φώναξε:
- Μούλι ! Π ο ύ πάς, πού νό πόρει ό διόβολος;
Ό καβαλόρης πού φόνηκε σέ λίγο ήταν �νας γεροδε­
μ ένος, μ ε σόκοπος δντρας πού πρέπει νό ήταν ό δεύτε­
ρος συνοδός τού Ν ή ρλαντ.
- Γύ ρνα πίσω, φώναξε ό καβαλόρης. Ό Ν ή ρλαντ έ­
χει γίνει έξω φρενών πού έξαφανίστηκες έτσι. Τί διόβο­
λο ψόχνεις;
- Ψόχνω γιό Τχνη, εlπε ό Μ ούλι. Βρήκα μερικό όλλό
ε ίναι μάλλον παλιό.
- Έντόξε ι . Γύ ρνα πίσω τώρα .
Ό δγνωστος καβαλόρης γύρισε τό δλογό του καί
όπομακρύνθηκε καί ό Μ ούλι τόν ό κολούθησε μ έ τό πό­
δια. Ό Κήλοκ σήκωσε γιό μιό στιγμή τή Γου ίντσε στέρ
του καί μ ετό τήν κατέβασε.
- ΕΤναι πολύ μακριό καί δέν πρόκε ιται νό τούς πετύ­
χεις, εlπε ό Κούλι. Πόντως εΤδες, ό Μ ούλι ήταν �τo ι μ oς
νό βρεί αύτό πού ι'jθελε.
- Αύτός πρέπει νό δολοφόνησε όλους τούς συντρό­
φους του πού δέν σκότω σαν ΟΙ Ίνδιόνοι, εΤπε ό Κήλοκ.
- Π οιός; Ό Μ ούλι; εΤπε ό Γκέι καί ό τόνος τής φω­
νης του δέν ήταν τόσο δύ σπι στος όσο θό έπρεπε γιατί
ηταν φανερό ότι κι έκείνος εΤχε κόνει αύτή τή σκέψη.
Μό, τότε ήταν παιδί.
- Π ό σο χρονών πρέπε ι νό εΤσαι γιό νό κόνει ς μερι­
κούς ϋπουλους φόνους; εΤπε ό Κήλοκ. Έγώ όταν ι'jμoυν
δώδεκα χρονών πολεμούσα τούς Ίνδ ιόνους.
ΟΙ δύο δντρες χόθη καν πίσω άπό τό βρόχια καί ό Γκέι

122
Κούλ ι φάνη κε νά ι')ρ εμεί. Ό κ ηλοκ τόν κοίταξε καί ε ίδε
χ οντρές σταγόνες Ι δρώτα στό μετωπό του.
- Καταλαβαίνεις τί σημαίνε ι αύτό; ε ίπε στόν κηλοκ .
'Όλοι έχουν κάνει λόθος. 'Όλοι πιστε ύουν δτι ΟΙ χα μένες
δ μαξες βρίσκονται καμιά δεκαριά μ ίλια νότια όπό δώ καί
ψάχνουν έ κεί. Έγώ δμως βάζω στοίχημα δτι ό Μούλι
κάτι εΙδε πού τό όναγν ώρισε καί τού εΙπε δτι ΟΙ δ μαξες
βρίσκονται κάπου έδώ κο ντά. Μού φαίνεται δτι σέ λίγο
θά γίνω πλού σιος, φίλε μου.
- Ξέρεις δμως δτι δέν εΙσαι μόνος σου σ' αύτά τά
μέρη, τόν προε ιδοποίησε ό κηλοκ. Ύπάρχουν α ύτοί έ κεί
κάτω πού μέ κυνηγάνε. "Αν δμως μ υ ρ ι στούν δτι τό χρυ­
σάφι εΙναι κάπου έδώ κοντά μπορεί νά ξεχάσουν έμένα
καί νά ριχτούν σέ σένα. "Ετσι, άν βρείς τό χρυσάφι, Γκέι,
τό μόνο πού θά κερδίσε ις εΙναι μία καλή καταδίωξη όπό
τουλόχι στον όχτώ άντρες καί μού φαίνεται δτι τό όποτέ­
λεσμα θό εΙναι νό σέ φάνε τά όρνια.
- Μότ, γιά σκέψου τό έξης, εΙπε ό Κούλι χωρίς νά
δώσει σημασία στή δυ σοίωνη πρόβλεψη τού κηλοκ.
Τόν Μ ούλι τόν έδεσαν ΟΙ άλλοι τέσσερις καί πήγαν νά
κρύψουν τό χρυ σάφι. Τί μπορεί λοιπόν νά όναγνώρισε
τώρα ό Μούλι; "Η τό μέρος στό όποίο τόν εΙχαν δέσει '"
κότι πού εΙδε προτού τόν δέσουν'" όφού τόν έλυ σαν γιό
νό φύγουν. Μ ότ, βάζω στοίχημα δτι τό χρυσόφι δέν βρί­
σκετα ι πιό μακριά όπό ένα μ ίλι όπό δώ ... μπορεί καί λιγό­
τερο.
Ό ΚΙ;λοκ κοίταξε πρός τό μέρος δπου εΙχαν έξαφανι­
στεί ΟΙ δύο άντρες. "Αν πραγματικό ό νεαρός �ταν ό
Μούλι πού �ταν μαζί μέ τήν ό μόδα τών όντρών πού ξε­
κίνησαν όπό τήν Καλιφόρνια μέ τίς δύο δμαξες, τότε δέν
θό �ταν πρόθυμος νό φύγει όπ' α ύτή τήν περιοχή τώρα

123
πού τήν εlχε όνακαλύψει καΙ ι'jξερε δτι τό χρυ σόφι βρι­
σκόταν τόσο κοντό. τι θό Ικανε δμως; Θό έξαφανιζόταν
καί θό άφηνε τόν Ν ή ρλαντ καΙ τόν άλλον νό συνεχΙσουν
μόνοι τους; "Η θό κατέφευγε πόλι στούς φόνους, δπως
φαινόταν δτι εlχε κόνει κι άλλη φορό; υο,τι δ μως κι άν γι­
νόταν, ό Κήλοκ ένιωθε τόν κλοιό νό σφΙγγεται δλο καΙ
πιό πολύ γύρω του.
'Από έκείνο έκεί τό σημείο ήταν σχεδόν όδύνατο νό
ξεφύγουν. ΛΙγα μΙλια πρός τό βόρε ια βρι σκόταν τό φα­
ρόγγι Σόν Χουόν, όλλό ΟΙ όχθες του ήταν κόθετες καΙ τό
μόνο πού έμενε νό κόνε ι κάποιος ήταν νό τό διασχΙσει
όλόκληρο μέχρι τό τέλος του. Π ρός τό όνατολικό ήταν ι'ι
κοιλόδα μέ τή λιμνούλα καΙ τό όρχαία έρείπια δπου εlχαν
μείνει όρκετές μ έρες, όλλό γιό νό φτάσουν έκεί Ιπρεπε
νά διασχΙσουν μ ιό μεγόλη Ικταση πού ήταν έντελώς γυ­
μνή καΙ δπου, δέν ύπή ρχε όμφι βολία, θά γΙνονταν όμέ­
σως όντιλη πτοl.
Τή στιγμή πού εlχε μαζl του καί τήν ΚρΙς καΙ ή ταν
ύπεύθυνος γιά τήν όσφόλειό της, ό Κήλοκ εlχε μόνο μΙα
λύση - νά μεΙνει έκεί πού ήταν, νό όποφύγει νά δη­
μιουργήσει Τχνη καΙ νό έλπΙζε ι δτι ΟΙ διώκτες του δέν θό
τόν έντοπlσουν καί θά όπομακρυνθούν.
- · Εγώ πόω έκεί κάτω, εlπε ό Γκέι Κούλι δεΙχνοντας
πρός τό σημείο πού εlχαν δεΤ τόν Μούλι, καΙ σηκώ θ η κε
μέ τό δπλο του στό χέρι.
·Αλλό προτού προλόβει νό κόνει �να βήμα, τόν στα­
μότησε δ Μ ότ.
- Δέν μπορώ νό σ' όφήσω νό πάς που θενά, Κούλι.
Π ρέπε ι νό μείνεις έδώ, μαζί μας.
Ό Κούλι γύρισε καΙ εΤδε τόν Κήλοκ νό τόν σημαδεύει
μέ τό έξό σφαιρό του.

124
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Ή ΚριστΙνα κοlταξε σοκαρι σμένη τόν δντρα της.
- τι σ υ μ βαlνε ι , Μ ότ, εΙπε ό Γκέι Κούλι. ·Ε σύ κι έγώ . . .
θέλω νό π ώ ... νόμ ι ζα δτι �μασταν φlλοι.
- Βμαστε φlλοι. Π οτέ σου δέν εΙχες καλύτερο φlλο
όπό μένα, Κούλι, όλλό tχεις στό αΙμα σου τόν πυ ρετό
τού χρυσού. -Αν κατέβεις έ κεί κότω θό σέ δούνε � θό
βρούν τό rχνη σου καΙ θό όρχlσουν τό ψόξι μο. ΚαΙ δν
όρχίσουν νό ψόχνουν θό βρουν καΙ τήν Κρlς κι έ μένα. Γ ι '
αύτό δ έ ν μπορώ νό σ' όφήσω ν ό κατέβε ις έ κεί κότω,
Γκέ ι .
- Διόβολε, μ έ τρόμαξες, Μ ότ, εΤπε ό Κούλι καί ή ρέ­
μ η σε. Γιό μιό στιγμή μού πέρασε ή σκέψη δτι � θελες τό
χρυ σόφι γιό τόν έαυτό σου. ΕΙσαι σlγουρος δτι δέν θέ­
λεις κότι τέτοιο;
- Αύτό πού θέλω έγώ εΙναι μερικό όπό κείνα τό δ­
γρια δλογα.
- · Εντόξει, δέν χρειόζεται νό μέ σ η μαδεύεις λοιπόν.
Θό καθlσω � σ υxoς μ έχρι νό όπομακρυνθουν αύτοl � νό
βρεί κόποιος τους τό χρυσόφι. Άλλό δν βρούν τό χρυ­
σόφι δέν σου ύπόσχομαι νό μεlνω δλλο . � συxoς.

125
- Τό καταλαβαίνω α ύτό, Κούλι. Ψόχνεις γι' αύτό τό
χρυ σόφι πολλό χρόνια καΙ νομlζω δη lχε ις fva δ ι καίωμα
νό τό κόνεις δικό σου . "Αν τό βρεί κόποιος άλλος μπορείς
νό φύγεις καί νό όρχΙσει ς νό τόν κυνηγάς καί r'1 Κρίς κι
έγώ θό φροντίσουμε νό όπομακρυνθοίιμε όπ' αύτή τήν
περιοχή. Μ έχρι νό γίνει δμως αύτό άς κότσο υμε έδώ κι
άς μήν μπλέξουμε σέ φασαρίες πού δέν εlναι όπαραΙτη­
τες.
Ό Γκέι Κούλι κόθ ι σε στή σκιό ένός δέντρου καΙ άφη­
σε τό τουφέκι δΙπλα του .
Ή Κρίς κόθ ι σε κι α ύτή κότω μέ πόδ ια πού lτρε μαν.
Εlχε σοκαριστεί καί εlχε τρομόξει καΙ παρόλο πού τό
έπε ι σόδιο όνό μ ε σα στούς δύο άντρες εΙχε λήξε ι όνώδ υ­
να, lvtwe e δη ό κίνδυνος δέν εΙχε περόσε ι . Θό τούς δη­
μ ιουργοίισε προ βλήματα όργότε ρα ό Κούλι; Θό δοκίμα­
ζε νό έκδικηθεί γιό κείνη τήν �πα το υ ;
Π ερΙμεναν καθ ι σ μένοι σ' έκείνο τ ό μέρος γ ι ό πολλές
ώρες. ΟΙ μέλισσες βο ύ ι ζαν κότω όπό τό δέντρα . Κόθε
τόσο τό άλογα χτυποίισαν τό πόδια τους κότω καί κου­
νοίισαν τίς ούρές τους νό δ ι ώξουν τΙς ένοχληηκές μ ύγες.
Κανένας τους δέν μιλοίισε καί τό μεσημέρι πέρασε καί
ηρθε τό όπόγε υ μ α.
- Λές νό lφυγαν, Μ ότ; ρώτησε r'1 Κριστίνα.
- "Οχι.
- Ό Μο ύλι όποκλείετα ι νό lXE I όπομακρυνθεί πολύ
δταν ύπόρχε ι έδώ γύρω τόσο χρυ σόφι πού τόν περιμέ­
νε ι, εΙπε ό Κούλι μέ σιγουριό.
"Εγε ιρε τό κεφόλι του πίσω καΙ κοίταξε τΙς πλαγιές
όπέναντί του . Π οίι θό μποροίισε νό εΙναι κρυ μ μ ένο τό
χρυ σόφι άραγε ; Ό χρόνος πού εΙχαν στή διόθεσή τους
ΟΙ τέ σσερις άντρες πού τό lκρυψαν ηταν λίγος γιατί ΟΙ

126
Ίνδιόνοι τριγυ ρνού σαν έκεί κοντό καί έΠΡΕπε νό τό εΤ­
χαν κρύψει σέ ένα σημείο όπου μπορού σαν νό πάνε ά­
λογα. "Ετσι όπως ήταν κακοτρόχαλη αύτή ι'ι περιοχή
ύπη ρχαν μόνο λ[γες κατευθ ύνσεις πρός τίς όποίες θό
μπορού σαν νό κινηθούν άντρες καί φορτωμ ένα άλογα.
"Αν ι'jξερε πόση ωρα εΤχαν λείψει όπό τότε πού έδε­
σαν τόν Μούλι ... Ό Μ ο ύλι τό ι'jξερε α ύτό κι έτσι το ύ ή­
ταν πιό ε ύ κολο νό έντοπ[σε ι τό σημείο πού ήταν κρυ μ­
μ ένο τό χρυσόφι. ΟΙ τέ σσερις άντρες δέν πρέπε ι νό εΤ­
χαν χρόνο νό όνέβουν στήν όπότομ η πλαγιό της Μ έ σα
Π ιούτ πού ύψωνόταν όπέναντι. "Οχι, τό σημείο πού βρι­
σκόταν κρυ μ μ ένο τό χρυ σόφι έπρεπε νό εΤναι πίσω όπό
έκεί πού κόθονταν τώρα ι'j λίγο πιό βόρεια. Καί ό Κούλι
θεωρού σε πιό πιθανό νό βρίσκεται στή Μ έ σα Ν ό κια,
όκριβώς όπό πίσω τους.
Παρόλο πού ό Κήλοκ παρατηρού σε προσεχτι κά τήν
περιοχή γύρω του γιό όποιαδήποτε ένδειξη κίνησης, τό
μ υαλό του έ κανε τίς Τδιες σκέψεις μέ τόν Γκέι Κούλι.
Κόπου έκεί γύρω ήταν ό Ν ή ρλαντ, ό Μούλι καί έ κεί­
νος ό άλλος καβαλάρης. Κόπου έ κεί γύρω έπίσης ήταν ό
Τσέσνι μέ τού ς ύπόλοιπους άντρες όπό τή Φρήντομ πού
θό πρέπε ι νό ήταν πέντε μαζί μέ τόν Σόρτ καί τόν Μα­
κόλπιν.
Κανένας τους δέν μ ίλησε γιό φαγητό άν καί όλοι τους
πε ινού σαν πολύ. Ό καπνός τής φωτιάς θό μπορού σε νό
τρα βήξε ι όλους αύτούς πού ι'j θελαν νό όποφύγουν.
Ό Γκέι Κούλι εΊχε άναγνωρίαει τόν Μούλιl Ή σκέψη
ήρθε ξαφνι κό aτόν Μάτ κα[ (Τυνοφρυώθηκε. Π ώς γινό­
ταν κα[ ό Κούλι γνώριζε τόν Μούλι; Ό Κούλι θό πρέπει
νό ήταν ένας όπό τούς δεκαεπτό άντρες πού ξεκίνη σαν
όπό τήν Καλιφόρνια ι'j πρέπε ι νό γνώρισε τόν Μούλι στή

127
Σάντα Φέ.
Καί ό Μάτ Κήλοκ μέ δλους έ κείνους τούς έχθρούς
τριγύρω του, συνειδητοποίησε δτι μπορεί νά εlχε δλλον
�ναν έ κεί όκριβώς δίπλα του. "Ο,ΤΙ κι δν συνέβαινε δέν
�πρεπε νά ξεχάσει νά φυλόγεται όπό τόν Γκέι Κούλι.
- ΜάτΙ
Γύρισε καί κοίταξε έκεί πού �δειxνε τό δόχτυλο τής
Κρίς. Τό δγριο κοπάδι ήταν έ κεί κάτω.
- Κοίτα, Γκέι, εlπε ό Μάτ καί άμέσως ξέχασε δλα τ'
δλλα. Τό χρυ σάφι πο ύ θέλω έγώ εΤναι έ κεί κάτω. Τό δλ­
λο σού τό χαρίζω.
Τά δλογα όπείχαν λιγότερο όπό έκατό μέτρα, ό όέρας
ήταν όπό πίσω τους κι �τσι, μήν �xoντας όντιληφθεί τήν
παρουσία τών όνθρώπων, συνέχιζαν τήν όργή πορεία
τους στήν κοίτη τού φαραγγιού. Τό χρυσαφί πο υλόρι ή­
ταν θαυμάσιο, όλλό ύπη ρχαν καί μερικά δλλα ώραία ζώα
έ κτός όπ' αύτό.
- Τέτοια ζώα δέν �xω ξαναδεί, εlπε ό Κούλι μέ θαυ­
μασμό. Τώρα σέ καταλαβαίνω όπόλυτα, Μ άτ.
Ξαφνι κά κοίταξε καλύτερα καί ό τόνος της φωνης του
δλλαξε.
- Έ κείνο δμως τό δλογο μέ τίς δ σπρες βούλες στά
πλευρά καί τήν ούλή στόν δεξιό του ώμο ε1ναι γέρι κο, εΙ­
πε.
- Ναί, εΙναι γέρι κο συμφώνησε ό Μάτ. Άλλά ύπάρ­
χουν καί πολλό νεαρό πουλόρια μέσα στό κοπάδι.
Ό ΚΙ;λοκ δέν εΙχε μάτια γιά τίποτα δλλο έ κτός όπό τά
δλογα. Ή Κρίς δμως παρατηρούσε τόν Κούλι � Kπληχτη
όπό τό ξαφνι κό του ένδιαφέρον. Ό Κούλι δέν κοιτούσε
τό χρυ σαφί πουλόρι, όλλό τή γέρική φορόδα μέ τίς δ­
σπρες βούλες καί τήν ούλή πού ήταν όνάμεσα στό τε-

128
λευταία δλογα.
- Θό τό όφήσουμε νό όπομακρυνθοϋν λΙγο κι �πειτα
θό τό όκολο υ θ ή σουμε γιατl θέλω νό δώ πού θό πάνε,
εΙπε ό KιiλOK.
*

Ό ΜπΙλ Τσέσνι πού πήγαινε πρός τό βόρεια σταμότη-


σε τό δλογό του όταν εΙδε τούς Ίνδιόνους. Ό πιό νεα­
ρός όπ' αύτούς ηταν γνωστός σόν ό Φτηνός ΤζΙμ γιατl
συνήθιζε νό προσφέρε ι τΙς ύπηρε σΙες του φτηνό. Ήταν
πολύ καλός καβαλόρης καΙ εlχε δουλέψε ι πολλές φορές
γιό τόν Τσέσνι.
- ΤζΙμ, θέλει ς δουλειό σόν 'χνηλότης; τόν ρώτησε
τώρα ό Τσέσνι.
Ό Ναβόχο κούνησε τό κεφόλι του όρνητι κό.
- ΝΟχι. Π ηγαΙνω στήν Τιού μπα ΣΙτυ. Κυνηγάς κανέ­
ναν;
- 'Έναν λευκό ... μπορεί νό �xει καΙ μ ία γυναlκα μαζl
του.
Ό ΤζΙμ δΙστασε. Δέν ηταν στόν χαρακτήρα τών Ίν­
διόνων νό δΙνουν δωρεόν πληροφορlες καί μόλιστα σέ
λε υ κούς. 'Από τήν δλλη μεριό όμως αύτός ό λευ κός ηταν
φΙλος του καΙ �νας όπό τούς λΙγους λευκούς ρόντσερς
πού προσλόμ βαναν πρόθυμα Ίνδιόνους στό κτή μ ατό
τους καΙ στό κοπόδια τους.
- Π Ισω έκεί, κοντό στή Μ έ σα Π ιούτ, εΤδα Τχνη όπό
�ξι δλογα. Τό δύο όπ' α ύτό δφησαν Τχνη βαθιό ... εΙχαν
καβαλόρη πόνω τους. Κατέβα ιναν στό φαρόγγι νότια
όπό τό όροπέδιο.
'Όταν Ο Ι Ν αβόχος �φυγαν ό Τσέσνι εΙπε μέ ένθου σ ια­
σμό:

129
- Αύτό ήταν. πα ιδιά ! Τώρα δέν μάς ξεφε ύγε ι .
Ό Ν ήλ κάτι l Kave ν ά πεί. όλλό τ ό μετάνι ωσε. Δέν ή ­
ταν όνάγκη ν ά δ η μ ι ουργή σει θέμα όπό τώρα. "Ας lβρl­
σκαν πρώτα τόν κ ηλοκ καί θό lβλεπε πώς θά έξελίσ­
σονταν τό πρόγματα. Αύτό πού ι'j θελε νό ρωτή σε ι τόν
Τσέσνl ηταν άν σκόπευε νά κρε μάσει τόν κηλοκ μπρο­
στά στή γυναίκα του . Μ έχρι τώρα εΙχε συγκρατηθεί. όλ­
λό τώρα τόν κυρίευσε ξανά ή αΤσθηση τού έπι κείμενου
δράματος. Κοίταξε γύρω του όνήσυχος. Μ έχρι έκείνη τή
στιγμή ό κηλοκ εΙχε όποφύγεl νά όνοίξε l μόχη μαζί τους.
όλλό σέ λίγο θά όναγκαζόταν νά τό κόνε l .
'Από τήν άκρη της πλαγιάς εΙδαν ένα σύννεφο σκόνης
κότω χα μ ηλό . Δέν ήταν πολύ μεγάλο. όλλό σίγουρα
προερχόταν όπό πολλά άλογα .
- Τί νό εΙναl έ κεί κότω. Ν ήλ; ρώτησε ό Τσέσνl.
- "Αγρια άλογα. εΙπε ό Ν ήλ πού εΙχε τήν καλύτερη ό-
ραση όπ' όλο υς. Μ εγάλο κοπάδι. όλλό πηγαίνε ι όργά .
Ή λογική το ύ Μπίλ Τσέσνl τού εΙπε ότι ηταν όπίθανο
ένας καταδιωκόμενος άντρας νά τραβήξε ι όκόμα πιό βό­
ρεια. Μ ε ρ ι κά μ ίλια πιό πέρα πρός τό βόρε ια ύπη ρχε τό
όπότομο φαράγγι Σάν Χουάν καί δπως ι'jξερε ό Τσέσνl
δέν μπορούσε νό τό διαπερά σει κανείς εύ κολα . Ό άν­
θρωπος πού κυνηγο ύ σαν lnPEne νό βρίσκετα ι κόπο υ
όνάμ ε σα στό σημείο πού βρίσκονταν α ύτοί καί τό φα­
ρόγγl Σάν Χουάν.
Ήταν έτοι μος νά δώσει διαταγή νά όρχίσουν νά κατε­
βαίνουν όπό τήν όπότομ η πλαγιά όταν το ύς εΙδε.
Τρείς καβαλόρηδες καί μερικά μουλόρια. Κατέβηκαν
όπό ένα πλότω μα στήν όπέναντl πλαγιά καί ξεκίνησαν
πρός τά βόρε ια όκολουθώντας τά άγρια άλογα.
- Το ύς πιάσαμε. παιδιά. εΤπε ό Τσέσνl χωρίς νά μπο-

. 130
ρεί νό συγκρατήσει τόν ένθουσιασμό του . Νό έ Kείl
- ΕΙνα ι τρείς, εΙπε ό Ν ήλ. -Αν ΟΙ δύο εΙναι ό κηλοκ
καΙ ι'ι γυναlκα του τότε ποιός εΙναι ό τρΙτος;
Δέν όπόντησε κανένας. Ό Τσέσνι εΙχε γυρΙσει τό
δλογό του καΙ εΙχε όρχίσει νό κατεβαΙνει τήν πλαγιό
όσυγκρότητος.
Ό Σόρτ θ υ μ ή θη κε τήν έ κφραση τού κηλοκ στήν
Τιού μπα ΣΙτυ κ.α l ένιωσε �να κρύο ρΙγος στήν πλότη του.
Ό κηλοκ τούς εΙχε πεί δτι θό τούς σκότωνε δν τούς συ­
ναντούσε ξανό μπροστό του.
« Π ρέπε ι νό τόν σκοτώσω», εΙπε ό Σόρτ στόν έαυτό
του . « Π ρέπε ι νό τόν σκοτώσω προτού μέ σκοτώσει αύ­
τός. -Ας πόε ι στόν διόβολο τό κρέμασμα. 'Εγώ θό τού ρl­
ξω».
-Ε μεινε λΙγο πΙσω καΙ βρέθηκε δΙπλα στόν Μακόλπιν.
- Αύτός ό κηλοκ τό έννοούσε α ύτό πού μάς εΤπε
στήν Τιού μπα ΣΙτυ, Μ ακόλπιν.
- τr λές νό κόνουμε;
- Νό τού ρΙξουμε έ μ είς προτού προλόβει νό μάς ρl-
ξε ι α ύτός.
- Ό ΜπΙλ θέλει νό τόν κρεμόσουμε.
- Δέν πόε ι στόν διόβολο κι α ύτός.
- Πώς νό τό κόνουμε λοιπόν;
- -Εχε ι μιό γυναlκα μαζl του καΙ γι' α ύτό θό θελήσει
νό μας μ ιλήσει μ ήπως καΙ μπορέσει νό όποφύγει τή μό­
χη. Θό όφήσουμε τόν Τσέσνι νό μ ιλήσει, όλλό έμείς όπό
τό πλόι θό τού ρΙξουμε ένώ θό μιλάνε.
Ό Ν ήλ έρχόταν τρΙτος μετό τόν ΚΙμελ καΙ καταλόβαι­
νε δτι ι'ι θέση του εΙχε όρχΙσει νό γΙνεται πολύ δύ σκολη.
ΕΙχε βέβαια διατυπώσει τήν δποψή του κι αύτό ηταν κότι
πού τόν Ι κανοποιούσε, όλλό τώρα μέσα στΙς λΙγες έπό-

5. Τό πωχ.l6, τού θα•.ιτου 131


μενες ώρες θό όναγκαζόταν νό σταθεί όντι μέτωπος
μπροστό σέ όπλισμένους δντρες καί σ' αύτή τήν περί­
πτωση ΟΙ παλιές φιλίες δέν θό μετρο ύ σαν. 'Όταν ό
Τσέσνι εΤχε τό σχέδια καί τίς πεπο ι θ ή σεις πού εΤχε δέν
όποκλειόταν ι'ι φιλονι κία όνό μ εσό τους νό έξελι σσόταν
σέ ένοπλη όναμέτρηση καί ό Ν ήλ δέν τό ι'Ί θελε καθόλο υ
αύτό. Γιατί σ' α ύτό τ ό σημείο ήταν όδύνατος δπως εΤνα ι
όδύνατος ό καθένας πού θέλει νό υπερασπίζεται τό δί­
κιο καί τό σωστό. Γιατί ό Ν ήλ θό δίσταζε νό σκοτώσει,
ένώ ΟΙ φανατι σμένοι ποτέ δέν δ ι στόζουν νό τό κόνουν.
Ό Ν ήλ έριξε μιό ματιό στόν Κίμελ. Τί θέση θό έπα ι ρ­
νε α ύτός; 7Ηταν σκληροτρόχηλος δντρας καί εΙχε λόβει
μέρος σέ πολλούς καβγόδες καί μόχες μέ τούς Ίνδιό­
νους. "Αν υπηρχε κόποιος όνόμ εσό το υς πού θό μπορού­
σε νό έμποδίσει τόν Τσέσνι, αύτός ήταν ό Κίμελ πού τό
εlχε κόνει κι δλλη φορό αύτό στό παρελθόν. Καί ό Κίμελ
δέν φαινόταν νό διακατέχεται όπό τό πόθος γιό έκδίκη­
ση δπως ό Τσέ σνι .
ΟΙ πέντε δντρες της φρηντομ κατέβη καν στήν κοίτη
τού φαραγγιού όπό δπου εΤχαν περόσει οΙ τρείς καβαλό­
ρηδες πού καταδίω καν, όλλό έκείνοι εΤχαν κιόλας έξαφα­
νι στεί.
Ή χαμ ηλόφωνη συζήτηση όνόμεσα στόν Σόρτ καί
τόν Μ ακόλπιν εlχε σταματήσει. Ό Ν ήλ ένιωσε τό στό μα
του νό ξεραίνεται δπως γινόταν πόντα σέ στιγμές έντα­
σης καί όγωνΙας. Πόσο μακριό νό βρΙσκονταν ΟΙ τρείς
καβαλόρηδες; σκέφτηκε.
Ό Τσέσνι ξεκίνησε πρός τό βορει οδυτι κό κατό μ η κος
της κοίτης της κοιλόδας καί οΙ υπόλοιπο ι δντρες τόν ό κο­
λού θ η σαν σιωπηλοί.
Λίγο πιό κότω τό έπίπεδο έδαφος στένεψε καί ΟΙ πέν-

1 32
τε άντρες σ υνέχι σαν όργό ό �νας πίσω όπό τόν άλλον.
Ό �λιoς tπεφτε πόνω τους καυτός καί ΟΙ σκιές κότω όπό
τή δ υτική πλαγιό της Μ έσα Ν όου Μ όνς τούς ύπόσχον­
ταν δροσιό, όλλό ΟΙ άντρες εΤχαν τό μότια τους καρφω­
μένα κατε υθείαν μπροστό τους, όλο καί πιό όνή συχοι
καθώς πλη σίαζαν τόν έπι κίνδυνο άνθρωπο πού κυνη­
γού σαν.
Ό Ν ήλ tVIwee τόν Ιδρώτα του νό κυλόει μέσα όπό τό
που κό μ ι σό του . Π α ρακαλο ύ σε νό εΤχε tpeEI καί ό Χόρν­
τιν μέ τήν ψ υχρα ι μ ία, τή λογι κή καί τήν ή ρε μία του πού
πόντα ά μ βλυνε τίς έπι κίνδ υνες κατα στό σεις. Ό Ν ήλ η­
ταν μόνος τους σ' αύτή τήν ύπόθεση καί τό ήξερε καλό.
Κανένας όπό τούς ύπόλοιπους τέσσερις άντρες δέν ηταν
μαζί του . Κανένας δέν ήξερε κόν τί σκεφτόταν fι τί πί­
στε υ ε .
" Ολοι τους εΤχαν ξε κινή σει ν ό σκοτώσουν �ναν άν­
θρωπο καί κόθε βήμα τούς tφερνε όλο καί πιό κοντό
στόν σκοπό το υς . . . νό σκοτώσουν �ναν άνθρωπο πού
μπορεί νό ηταν όθώος, �ναν άνθρωπο πού προσπαθού­
σε νό τούς όποφύγε ι τό σες μέρες τώρα σ' έκείνους τούς
όγριότοπους τραβώντας ξοπίσω του καί τή γυναίκα του .
Κ α ί ποιός ηταν ό τρίτος καβαλόρης μαζί τους κ α ί πώς
θό όντιδρούσε τήν κρίσ ι μ η στιγμή;
*

Ό Μ ότ Κήλοκ τρόβηξε τό χαλινό ρι τού όλόγου του.


Τό άγριο κοπόδι ηταν τώρα πολύ κοντό μπροστό τους.
Αύτό πού fιθελε ηταν νό όνα καλύψει πού πήγαιναν καί
όχι νό τό τρομόξει καί νό τό κόνει νό τρέξουν μέσα στό
φαρόγγι Σόν Χουόν, ΟΙ όχθες τού όποίου όπως ήξε ρε η­
ταν πολύ όπότομες γιό κόμποσα μ ίλια δεξιό καί όριστε­
ρό.

133
Ό Κήλοκ Ινιωθε μ ία παρόξενη όνησυχία μέσα του.
Γύρισε πόνω στή σέλα το υ καί κοίταξε πίσω.
Τίποτα ...
Κοίταξε τή γυναίκα του .
- ΕΤσαι έντόξε ι, Κρίς; τή ρώτησε.
·Εκείνη κούνησε τό κεφόλι της καταφατι κό, όλλό πί­
σω όπό τό όνέ�φραστα χαρακτηρι στι κό τού προσώπου
της ό Κήλοκ εΤδε τήν όνησυχία γιατί εΤχε μόθει πιό τί σή­
μα ινε ή κόθε του Ι κφραση καί ή κόθε του κίνηση. Δεξιό
του Ιχα σκε τό στόμ ι ο ένός στενότερου φαραγγιού καί
ξαφνικό, χωρίς δε ύτερη σκέψη, ό Κήλοκ όδήγησε τό
δλογό του μ έ σα. Ή Κρίς καί ό Κούλι τόν όκολούθησαν.
- Πού πάς όπό δώ; ρώτησε ό Κούλι. Έγώ νόμ ιζα δτι
ήθελες έ κείνα τό δλογα.
- "Εχω μ ι ό δυ σόρεστη προαίσθηση.
· Η Κρίς τόν κοίταξε, όλλό ό Κούλι γρύλι σε :
- ΕΤχες δίκιο γι' αύτό τό δλογα, Μ ότ. Γιατί τό όφή­
νεις τώρα νό φύγουν;
Ό Κήλοκ όγνόησε τόν Κούλι κα ί κοίταξε γρήγορα γύ­
ρω του γιό �να σημείο διαφυγής. Δέν ήταν όπίθανο νό
εΤχαν μπεί σέ �να φαρόγγι πού τό δλλο του δκρο νό κα­
τέληγε σέ μιό όπότομ η πλαγιό χωρίς νό βγόζει πουθενό.
Ή κατε ύ θ υνση πού εΤχε τό φαρόγγι φαινόταν νό όδηγεί
πρός τή Μ έ σα Ν όου Μ όνς. Ό Κήλοκ συνέχι σε τήν πο­
ρεία του προσεχτι κό μπροστό όπό τήν Κρίς καί τόν Κού­
λι καί δταν εΤδε σέ �να σημείο τή νότια δχθη τού φα­
ραγγιού νό εΤναι λιγότερο όπότομ η καί πιό χαμ ηλή όδή­
γησε τό δλογό του έκεί καί όνέ βη κε στήν κορυφή τής δ­
χθης. Κοίταξε γιό λίγο γύρω του κι Ιπε ιτα κατέβηκε ξανό
στόν πυθ μένα τού φαραγγιού.
- Π ε ρ ι μ ένετε έδώ, τούς εΤπε καί γύρισε λίγο πίσω,

134
κατό μ η κος τού πυθμένα τού φαραγγιού όπό δπου είχαν
�ρθει.
Τό Τχνη τους φαίνονταν σέ μερικό σημεία. "Ε κοψε tva
κλαδί όπό tvav θόμνο πίσω όπό �ναν βρόχο καί � Kανε
δ,ΤΙ μπόρεσε νό τό σβήσει. "Επειτα γύ ρισε πίσω στήν
Κρίς καί τόν Κούλι καί τούς όδήγησε στήν κορυφή της ό­
χθης τού φαραγγιού.
- Δέν εΤμαστε καί πολύ καλύτερα έδώ, είπε ό Κούλι.
Τώρα �xo υ μ ε tva φαρόγγι πίσω μας καί άλλο tva πρός
τό νότια. "Ετσι ό μόνος τρόπος πού νομίζω δτι ύπόρχε ι
νό βγο ύ μ ε όπό δώ είναι νό διασχίσουμε τή Νόκια.
Στό ση μείο πού βρίσκονταν ύπηρχαν μερικοί όραιοί,
όνα ι μ ι κοί θόμνοι καί σπασμένα μ ι κρό βρόχια πού δέν
πρόσφε ραν καμ ία όξιόλογη κόλυψη. Ή πλαγιό ηταν έλα­
φρό όνηφορική καί όδηγο ύ σε στήν κόθετη πλαγιό της
Μ έ σα Ν όου Μ όνς.
Καί τότε τούς είδε καί σχεδόν τα υτόχρονα ό πρώτος
άντρας της όμόδας σήκωσε τό κεφόλι του καί κοίταξε
στήν πλαγιό πού βρίσκονταν ό κηλοκ, ι'ι Κριστίνα καί ό
Κούλι. Ό Τσέ σνι τρόβηξε τό χαλινόρια τού όλόγου του
τόσο όπότομα πού τό ζώο όνασηκώθηκε στό πίσω πό­
δια του καί σόν tνας άνθρωπος ΟΙ τέ σσερις άλλοι άντρες
σήκωσαν τό κεφόλια τους καί κοίταξαν πρός τόν κηλοκ.
Τήν Κρίς... πρέπει νά σώσω τήν Κρίςl
- Μείνετε έδώ, διέταξε ό KFιλOK όπότομα καί γυρί­
ζοντας τό άλογό του ά ρχισε νό κατεβαίνει τήν πλαγιό γιό
νό συναντή σει τούς διώκτες του .

135
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝ ΔΕΚΑΤΟ
Ό Μ ότ ΚΙ;λΩΚ άρχισε νό κατεβα[νει τήν πλαγιό κότω
όπό τόν καυτό όπογευ ματινό �λιo, μέ τό δεξ[ του χέρι
όκου μπι σμένο στόν μ η ρό του . Δέν ι'j θελε όπό τήν όρχή
νό δώσει μόχη μ' α ύτούς τούς όνθρώπους, όλλό έκείνοι
συνέχιζαν νό τόν καταδιώκουν κα[ άν βρισκόταν κοντό
στήν Κρ[ς δταν άρχιζε ή όνταλλαγή τών πυ ροβολι σμών
Τσως νό τήν πετύχαινε κόποια σφα[ρα. Γι' α ύτό ό ΚΙ;λοκ
κατέβηκε νό συναντήσει τούς διώκτες του χωρ[ς νό δώ­
σει στόν Κούλι τόν χρόνο νό σκεφτεί τ[ Ιπρεπε νό κόνει
κι α ύτός. Δέν περ[μενε καμ lα βοήθεια όπό τόν Κούλι,
γιατί ό Κούλι δέν εΙχε καμ[α σχέ ση μ ' αύτή τήν ύπόθεση.
Τή μόχη έκε[νη Ιπρεπε νό τή δώσει μ όνος το υ.
Ή όπόσταση όνόμεσα στόν ΚΙ;λοκ καί τούς πέντε άν­
τρες της φ ρηντομ μει ωνόταν μέ κόθε λε πτό πού περ­
νού σε. Ό ΚΙ;λοκ δέν κοιτο ύ σε lδια[τερα κανέναν όπό
τούς πέντε άντρες, όλλό τό βλέμ μ α του τούς κόλυπτε δ­
λους καταγρόφοντας κόθε το υς κ[νηση. ΟΙ δύο όπό τούς
καβαλόρηδες Ιμειναν λ[γο π[σω καί όριστερό. τr νό σή­
μαινε α ύτό; Μ ήπως δέν ι'jθελαν νό όναμειχτούν στή μό­
χη; "Η μ ήπως σχεδ[αζαν νό τόν χτυπή σουν όπ' τό πλό­
για;

1 36
UOTav r'ι όπόστα ση όνόμεσό τους μ ε ιώθ η κε σχεδόν
στό έκατό μέτρα, ό κ ηλοκ στα μότησε τό δλογό του . Στό
όριστερό του ύπηρχαν μ ε ρ ι κοl μ ι κροl κέδροι στήν δκρη
μ ιδς όπότομης πλαγιδς πού εΤχε ύψος πε ρlπου όγδόντα
μέτρα. Στό δεξιό του ύπη ρχε μΙα κόθετη χαρόδρα πού έ­
πεφτε στό φαρόγγι πού όδηγο ύ σε πρός τή Μ έ σα Ν όου
Μόνς.
- Ό κηλοκ έβγαλε τό πόδια του όπό τούς όναβολείς
του καί προχώρησε λΙγα μ έτρα όκόμα πιό κότω . Άπό
όπέναντl του ΟΙ πέντε δντρες πλη σΙασαν κι α ύτοί. 'Όταν
r'ι όπόσταση όνό μ ε σό τους μειώθηκε στό πενήντα μέτρα
περίπου, τούς φώναξε δυνατό:
- Έντόξε ι, μεΙνετε έκεί πού εΤστε!
Σταμότησαν καί ό κ ηλοκ εΤπε :
- Σδς τό ξανόπα δη έκείνον στό σαλούν τόν σκότω­
σα τΙμ ια. Ό καβγατζής φΙλος σας μού ρίχτηκε δταν ι'j­
μουν δοπλος καί μού εΙπε νό πόω νό πόρω τό δπλο μου
καΙ νό γυ ρΙσω γιατl καΙ δοπλος δν ι'j μOυν δέν τόν ένοιαζε
καΙ θό μέ σκότωνε. π ηγα στό δλογό μου καί πηρα όπό
τή θήκη της σέλας τό πι στόλι μου, όλλό μόλις δνοιξα τήν
πόρτα καΙ μπηκα μέσα τρόβηξε τό πι στόλι του έτσι δπως
ηταν όκου μπι σμένος στό μπόρ καί μ έ πυ ροβόλη σε χωρίς
νό γυρΙσει κότω όπό τό όριστερό του χέρι. Τόν πυ ροβό­
λησα κι έγώ καί r'ι πρώτη σφαΙρα τόν χτύπησε στό πλευ­
ρό, καΙ δπως στριφογύρισε r'ι δεύτερη σφαΙρα τόν βρηκε
στήν πλότη.
- UΟλα α ύτό εΙναι ψέματα, φώναξε ό Τσέσνι. Τόν δο­
λοφόνη σες πισώπλατα καί γι' αύτό θό σέ κρεμόσουμε.
Δέν έχει γεννηθεί όκόμα ό δνθρωπος πού θό μπορού σε
νό σκοτώσει τόν Τζόνι σέ τΙμια μονομαχία μέ πιστόλι.
ΚαΙ πολύ περισσότερο, δέν θό μπορού σες νό τόν σκο-

137
τώσεις έσύ.
- "Ετσι λές, φίλε ; εlπε ό Κήλοκ �ρε μα. Τί θό 'λεγες
νό μονομαχή σου μ ε μαζί νό δού μ ε δν θό μπορούσα νό
σκοτώσω τόν Τζόνι τίμια ι'\ όχι . "Ας μονομαχή σου μ ε
έμείς ΟΙ δ υ ό δ ν θέλεις ν ό δείς δ ν εΙ μαι όργός ι'\ γρήγο­
ρος. ΟΙ δλλοι όμως δέν θό πόρουν μέρος.
"Αν καί ό Τσέσνι εΊχε πόρει μέρος σέ πολλές μόχες
στό παρελθόν, ταρόχτηκε. Δέν ήταν δειλός, όλλό α ύτό
πού εlχε μέχρι έκείνη τή στιγμή στό μ υαλό του ήταν μία
καταδίωξη καί �να κρέμασμα ι'\ μία μόχη στήν όποία θό
έπαι ρναν μέρος όλο ι . Δέν εlχε σκεφτεί ποτέ ότι θό όναγ­
καζόταν νό μονομαχήσει μ όνος του μ' έκείνον τόν φο­
νιό.
'Ε κείνος ό Κήλοκ ήταν πονηρός. ΕΙχε ρίξει όλο τό βό­
ρος τής μόχης πόνω στόν Τσέσνι βγόζοντας όλους τούς
δλλους όπ' έξω. ΚαΙ ούτε ΟΙ ύπόλοιποι θό θεωρού σαν τί­
μιο νό τού ριχτούν δν σκότωνε στή μονομαχία τόν Μ πΙλ
Τσέσνι, πού θεωρού σαν όλο ι λίγο - πολύ ό ρχηγό τους.
- 'Ε ντόξε ι , πού νό σέ πόρει ό διόβολος, φώναξε ό
Τσέσνι . Θό σού δεlξω έγώ κόθαρ μα. Θό σού . . .
Π ίσω όπό τόν Κήλοκ κόποιος φώναξε κι έπε ιτα κότι
τόν χτύπησε μέ δύνα μ η στό στήθος. Τήν rδια στιγμή τό
δλογό του σηκώθηκε στό πlσω πόδια του καί ό Κήλοκ έ­
πεσε όπό τή σέλα καΙ σωριόστηκε βαριό στό έδαφος.
Μέ μιό όπεγνω σμένη θέλη ση γιό έπιβlωση ό Κήλοκ
σύρθηκε πρός τή χαρόδρα πού κατέ βαζε στό φαρόγγι
δεξιό του . Τό δεξί του πόδι κότι εΤχε πόθει καΙ τό στήθος
του ήταν μουδιασμένο. Στο ύς βρόχους πού σερνόταν εΊ­
δε αΤματα.
Φτόνοντας στή χαρόδρα στα μότησε γιό λίγο, έβγαλε
�να μαντήλι όπό τήν τσέπη του καΙ τό πlεσε μέ δύνα μ η

138
πόνω στό τρα ύ μα τού στή θους του . Ε ύτυχώς τό που κό­
μ ι σό το υ ήταν χοντρό καί στενό καί κρότη σε τό μαντήλι
έκεί πού �πρεπε. Ή ταν πληγω μ ένος, όλλό δέν ι'jξερε πό­
σο άσχη μα.
Στό λίγα δέ κατα τού δευτερολέ πτου πού εΙχαν μεσο­
λαβήσει όνόμεσα στή φωνή όπό πίσω του καί στήν όντί­
δρασή του εΙχε δεί τί εΙχε σ υ μβεί. ΟΙ δύο άντρες πού εΤ­
χαν μείνει λίγο πίσω καί όριστερό τόν εΙχαν πυροβολή­
σει. Τούς εΤχε δεί νό ση κώνουν τό τουφέκια τους, όλλό
ήταν πολύ όργό.
Στ' αύτιό τού κηλοκ �φτασαν φωνές:
- Γιατί τό � Kανες αύτό, πού νό πόρει ό διόβολος;
- Γιό νό τόν σκοτώσο υ μ ε δέν ι'jρθαμ ε έδώ; όπόντη-
σε ό Σόρτ. Λοιπόν, τόν σκότωσα, τ! θέλεις καί φωνόζεις;
Ό Ν ήλ κοίταξε τόν Σόρτ καί τόν Μακόλπιν �ξω φρε­
νών.
- Αύτό πού κόνατε ήταν άνανδρο, ήταν ...
Δέν πρόλαβε νό τελε ιώσει τήν πρότασή του . ' Από
ψηλό όπό τήν πλαγιό όκού στηκε �νας πυ ροβολισμός. Ό
Ν ήλ άκουσε τή σφαίρα νό καρφώνεται σέ �να κορμΙ καί
εΤδε τόν Σόρτ νό πέφτει όπό τή σέλα του . "Επειτα όκού­
στηκε άλλος �νας πυ ροβολισμός κα! τό άλογο τού Μα­
κόλπιν σηκώθηκε στό πίσω του πόδια καί ά ρχι σε νό
όναπηδόει νιώθοντας φρι κτούς πόνους.
ΟΙ τέσσερις άντρες σκορπΙστη καν νό καλυφτούν.
Ή Κρίς χαμ ήλωσε τό τουφέκι της καί τό γαλανό της
μότια �ψαξαν τήν περιοχή μπροστό της νό έντοπΙσουν
κόποιον στόχο.
- Κυρία μου, καλό θό κόνεις νό μ ' όφήσεις νό σέ πό­
ρω όπό δώ, εΤπε ό Κούλι.
- Φ ύγε, εΤπε ή ΚρΙς παγερό. Φ ύγε όπό κοντό μου.

139
- "Ακου σε νά σού πώ ! �Kανε ό Κούλι καΙ άρπαξε τά
χαλινάρια τού όλόγου της.
Τό τουφέκι στά χέρια της ΚρΙς κινή θ η κε γρήγορα καΙ
όποφα σ ι στικά καί � κάννη του χτύπησε τόν Κούλι στό
πρόσωπο. Ό Κούλι τινάχτη κε πρός τά πίσω, �xασε τόν
�ναν άναβολέα του καί �πεσε στό �δαφoς. "Ε κανε νά
όνασηκωθεί σκουπίζοντας τά ματωμένα του χείλια καί �
ΚρΙς γύρισε τό στό μιο τού τουφεκιού της πρός τά πάνω
του. Ό Γκέι Κούλι �με ινε όκΙνητος.
- "Ακου νά σού πώ . Δέν �θελα νά . . .
- Άνέβα στό άλογό σ ο υ κ α Ι πάρε δ ρ ό μ ο γρήγορα .
Δέν θέλω νά σέ ξαναδώ μπροστά μου.
- 'Εκείνοι έκεί κάτω θά σέ σκοτώσουν. Τούς έριξες
καΙ γι' αύτό θά σέ σκοτώσουν.
- Ό Μ άτ εΊναι έκεί κάτω καΙ θά κατέβω κι έγώ, εΊπε
� ΚρΙς. ' Ε σύ κάθ ι σες σάν �να όνή μπορο, δειλό παιδΙ καΙ
άφη σες νά 'τόν σκοτώ σουν. Τούς εΤΟες έ κείνους τούς
δύο νά τόν σημαδεύουν, ι'Ίξερες τί έπρόκε ιτο νά κάνουν
καί δέν . έ κανες τΙποτα νό τόν βοη θ ή σε ις.
Ό Γκέι Κούλι όνα κό θ ι σε όργό σκουπΙζοντας τό αίμα
όπό τά χεΙλια το υ.
- Κοπέλα μου, ό Μότ εΤναι νε κρός, εΊπε. Τόν εΊδες
πού έπε σε όπό τό άλογό του κι έκείνο ι ΟΙ δύο τού έριξαν
όπό κοντά καΙ δέν μπορεί νό όστόχησαν. Δέν θό μπορέ­
σεις νά ζήσεις έδώ πάνω χωρίς �ναν άντρα. Σού τό ξα­
ναλέω δτι .. .
Ή ΚρΙς πηγε τό άλογό της πίσω άπό τόν Κούλι ση μα­
δεύοντάς τον κι έπειτα γύρισε κα! σΠιΡουνΙζοντάς το δρ­
μησε όνάμεσα στούς θάμνους. Ό Γκέι Κούλι πετάχτη κε
όρθιος, όλλό � Κρίς εΤχε κιόλας έξαφανιστεί.
Ό Κούλι κοΙταξε τριγύρω του προσεχτι κό. Τό άλογο

1 40
τού κηλοκ εΤχε όπομακρυνθεί λΙγο όπό τό σημείο δπου
εΤχε χτυπηθεί ό κύριός του κι lπε ιτα εΤχε σταματή σει. Ό
κ ηλοκ δέν φαινόταν πουθενό κι ούτε κανένας όπό τούς
άλλους άντρες.
Τό μουλόρια μ έ τό τρόφιμα καΙ τίς άλλες προμήθειες
εΤχαν τρέξει πΙσω όπό τό άλογο της ΚρΙς καΙ εΤχαν σκορ­
πΙσει . Ό Κούλι δέν πΙστευε δτι � Κρι στΙνα θό σταματού­
σε νό τό μαζέψει καΙ άν δέν τό lKave αύτό σέ λΙγο θό
όπομακρύνονταν καί δέν θό μπορού σε νό τό πιόσει κα­
νεΙς.
Άφού δέν ι'\θελε νό τό μαζέψει � Κριστίνα, μπορού­
σε νό τό μαζέψει α ύτός γιό λογαριασμό του . Π ρέπει νό
εΙχαν πολλό τρόφιμα πόνω τους μέ τό όποία θό μπορού­
σε νό ζήσει �νας άνθρωπος έκεί πόνω πολλές βδομόδες.
Άνέβηκε στό άλογό του . Τό χεΙλια του πονού σαν πο­
λύ καΙ έριξε νερό στή χούφτα του καΙ lπλυνε τό πρόσω­
πό του όπό τό αΤματα. Τήν πουτόνα ! Τόν εΙχε χτυπή σει
τόσο γρήγορα πού δέν εΙχε προφτόσει νό όντιδρόσει
καθόλου. Π οιό νόμ ιζε δτι ήταν, τέλος πόντων; ΚαΙ πώς
ύπολόγιζε νό τό βγόλει πέρα σ' έκείνα τό βουνό μόνη
της;
Κοlταξε κότω στήν πλαγιό δπου στεκόταν τό άλογο
τού Μότ. Π ολύ λυπηρό α ύτό πού έπαθε ό ΚΙ;λοκ ... ήταν
σπουδαίος άντρας, όλλό ΟΙ σφαίρες δέν κόνουν διόκριση
όνό μ ε σα σέ καλούς καί σέ κακούς - τούς σκοτώνουν
δλους.
Γιατl έκείνη � ήλΙθια � γυναlκα δέν ι'\ θελε νό καταλό­
βει δτι ό Μότ ήταν νεκρός κι δτι έπρεπε νό πόε ι μαζl του .
μΟταν κόποιος εΙναι νεκρός τΙ νόημα έχει νό τόν σκέφτε­
σαι ;
Ό Γκέι Κούλι εΙχε δεί πολλούς νε κρούς στ ή ζωή του

141
καί ποτέ δέν έχανε τόν χρόνο του μαζl τους. Αύτός καΙ ό
Κήλοκ τό πήγαιναν καλό, μόνο πού έ κεΙνη ι'ι μόχη ήταν
τού Κήλοκ κι όχι δική του - θό ήταν ι'ιλΙθιος νό όνα­
με ιχτεί. Τό έλεγε α ύτό συνέχεια στόν έαυτό του καΙ "ξε­
ρε δτι ήταν όλήθεια, όλλό ντρεπόταν λΙγο γιό τή στό ση
πού εΤχε κρατή σει. Ό κηλοκ δμως ήταν τώρα νεκρός καΙ
θό ήταν κρίμα νό όφήσει έκείνα τό τρόφι μα νό πάνε χα­
μένα. Καί τή γυναlκα έπΙσης .
Ξεκίνησε κατό μ ήκος τής πλαγιάς πρός τό νότια.
Ό f\λιος τού όπογε ύ μ ατος ήταν καυτός καί έκτυφλω­
τι κός. Ό όντίλαλος όπό τού ς πυ ροβολισμούς εΤχε σβήσει
πρίν όπό πολλή ωρα. Στόν ού ρανό έμφανίστη κε Ινα γε­
ρόκι πού δρχι σε νό κόβει κ ύ κλους καί σέ λίγο δλλο Ινα.
*

Κότω χαμ ηλό στήν πλαγιό τού λόφου ό Ν ήλ όνασή-


κωσε τό κεφόλι του προσεχτικό. Κοίταξε πρός τό μέρος
όπό δπου εΤχαν. ριχτεί ΟΙ πυροβολισμοl καί δέν εΤδε κα­
μ Ια κΙνηση. Ξαφνικό ό Κίμελ βρέθηκε δίπλα του .
- Ό Σόρτ πληγώ θηκε δσχημα, εΤπε όνήσυχος.
Ό Ν ήλ γύρισε καί όνακόθισε. -Ε βγαλε τό καπέλο του
καΙ πέρασε τό δόχτυλα μέσα όπό τό μαλλιό του . Τό πρό­
σωπό του εΤχε μ ία προβληματι σμένη έ κφραση.
- Ετχα με δδικο, Κίμ. εΤπε. Ό Κήλοκ δέν εΤναι δναν­
δρος δολοφόνος.
- -Οχι, δέν εΤναι .
'Από δίπλα όκού στηκαν βήματα καΙ σέ λίγο φόνηκε ό
Τσέσνι. Φαινόταν σόν νό εΤχε γερόσει μερικό χρόνια μέ­
σα στό λίγα α ύτό τελευταία λεπτό. 'Απέφυγε νό κοιτόξε ι
κατόματα τόν Ν ήλ καί τόν Κίμελ.
- ΕΤστε . . . εΤστε καλό, παιδιό;

1 42
- Ό Σόρτ χτυπήθ η κε. Ε Ιναι κοντά του ό Μακάλπιν.
- τι τούς έπιασε αυτούς τούς δυό ξαφνικά; εΙπε ό
Τσέσνι. Τί τούς ή ρθε καί πυ ροβόλη σαν;
- Ό Μ ακάλπιν εΙπε δτι ό κηλοκ τούς όπείλησε στήν
Τιού μπα Σίτυ δτι άν τούς έβλεπε ξανά μπροστά του θά
τούς σκότωνε. Γι' αυτό σκέφτηκαν νά τού ρίξουν αυτοί
πρώτοι .
- Μπορού σα νά τόν κάνω καλό μόνος μου.
- Μπίλ. τό έριξες στήν τύχη, εΙπε ό Κίμελ. Ό κηλοκ
θά μπορού σε νά σέ σκοτώσεΙ .
- ΕΙναι νε κρός τώρα ;
- Δέν τόν εΤδα. Άλλά ι'ι όπόσταση ήταν πολύ μ ι κρή
καί πρέπε ι νά τόν πέτυχαν.
- ΕΤνα ι πραγματι κός άντρας, εΤπε ό Τσέσνι. ΕΤχα άδι­
κο, τόν εΤχα περά σει γιά ύπουλο φίδι. Τώρα πρέπε ι νά
βρο ύ μ ε τή γυναίκα του καί νό τήν κατεβά σο υ μ ε κάτω
στήν πόλη μαζί μας. ΕΤναι τό μόνο όντρίκε ιο πράγμα πού
μάς μένει νό κάνο υ μ ε .
Ό Ν ήλ κοίταξε τόν Τσέ σνι . Ό Τσέσνι εΤχε δίκιο, δ ν
κ α ί ήταν λίγο ό ργό γ ι ό ν ό κάνουν κότι π ο ύ ήταν πραγμα­
τι κό όντρίκειο. Δέν έπρεπε νό όφήσουν τή γυναίκα έκεί
νό πέσει στά χέρια τού Ν ή ρλαντ.
- Π ρέπε ι νό βρο ύ μ ε τόν Ν ή ρλαντ καί νό τού πού με
δτι ι'ι όποστολή του έληξε, εΤπε στόν Τσέσνι καί τόν Κί­
μελ.
- Έντόξε ι, θό τόν βρο ύ μ ε καί θό τού τό πού με, εΤπε
ό Τσέσνι έλαφρό ένοχλημένος. wETOI κι όλλιώς ι'ι δου­
λειό πού έπρεπε νό κόνει τελείωσε. Πάμε δμως πρώτα
νό βρο ύ μ ε τή γυναlκα καί νό τήν πόρουμε όπό δώ.
- Wl σως δμως αυτή νό μ ή θέλε ι νό τή βρούμε, εΤπε ό
Κίμελ. "ί σως μόλι στα α ύτή νό μάς βρεί πρώτη.

14 3
- τr θέλε ις νά πείς;
- Αύτή πυροβόλησε τόν Σόρτ.
- ΕΊσα ι τρελός;
- 'Αλή θεια σού λέω, εΊπε ό Κlμελ κοιτάζοντας τόν
Τσέσνι κατά ματα. Μπίλ, έκείνη ι'ι γυναίκα σήκωσε τό
τουφέκι της καί σημάδεψε τόν Σόρτ κι δν ό Μ ακάλπιν
δέν πρόφταινε νά πηδ ή σει κάτω όπό τό δλογό του καί
νό κρυφτεί θό τόν εlχε χτυπή σει κι αύτόν.
Ό Τσέσνι ξεκίνησε κάτω στήν κατηφορική πλαγιά
πρός τό μέρος πού ηταν τά δλογα καί ό Μ ακόλπιν μέ τόν
Σόρτ. Σταμότησε δύο φορές καί κοlταξε πρός τά πόνω,
πρός τό σημείο πού εΊχε πέσει ό Κήλοκ.
- "Ι σως αύτός ό Κήλοκ νά τρα υ ματίστη κε μόνο, εlπε .
Καλό θό κόνο υ μ ε νά ψάξο υ μ ε νά τόν βρο ύ μ ε .
- "Ασ' τον "'συχο, είπε ό Κίμελ. Ά ν εlνσι ζωντανός
θά όρχlσει νά πυροβολεί όποιον δεί νό τόν πλη σιάζει καΙ
δέν θό lXEI δ δ ι κο.
'Όταν lφτασαν στό μέρος πού ηταν τά δλογα εΊδαν
τόν Μα κάλπιν νό στέ κεται δρθιος δίπλα στόν ξαπλωμέ­
νο Σόρτ.
- Θό τό καταφέρει, εΙπε ό Μα κόλπιν. Στόθηκε τυχε­
ρός. "Αν ι'ι σφαlρα τόν πετύχαινε λlγο πιό δεξιά θό τού
εΊχε σπόσει τή σπονδ υλική του στήλη.
Π ή ρε τό όπλο του όπό κότω καί κοlταξε τού ς τρείς
δντρες μπροστό του .
- Έ σείς μείνετε έδώ, τούς εlπε . Έγώ θ ό πόω ν ό κυ­
νηγή σω τόν Κήλοκ.
- Ν ό τόν όφήσεις "'συχο, εlπε ό Ν ήλ. 'Αρκετό κακό
τού κόναμε τού όνθρώπου .
- Έσύ μπορείς νά κόνε ις ό,τι θέλε ις, εΙπε ό Μα κάλ­
πιν στόν Ν ήλ. Έγώ θό πόω νό σιγουρευτώ δτι ό Κήλοκ

144
είναι νεκρός. "Αν τόν όφήσο υ μ ε νό ζήσει θό μέ κυνηγόει
σ' δλη του τή ζωή καί σάς μαζί.
- Πρώτα πρέπε ι νό βρο ύ μ ε τή γυναίκα καί νό τήν
κατε βό σου μ ε στήν πόλη, εΤπε ό Τσέσνι. Δέν μπορο ύ μ ε
ν ό τ ή ν όφήσου μ ε έδώ πέρα,
Ό Μακόλπιν κοίταξε τόν Τσέσνι Ι κπλη κτος,
- Μό, πού νό πόρει ό διόβολος, ΜπΙλ. Έσύ ι'\σουν
αύτός πού ι'\θελες περισσότερο όπ' δλους μας νό σκο­
τώσεις τόν κηλοκ. Τώρα κόνεις πίσω. Ή γυναίκα πού
θέλεις νό κατεβόσο υ μ ε στήν πόλη εΤναι αύτή πού χτύ­
πησε τόν Σόρτ καί λίγο Ιλειψε νό χτυπή σει κι έμένα.
Κοίταξε τό άλογό μου.
Τό άλογο τού Μ α κόλπιν στεκόταν λΙγο πιό πέρα μ έ
μ ία ματωμ ένη πληγή ψηλό στ ό πόδι του .
- Θ ό πόρω τ ό άλογο τού Σόρτ κι ά ν είσαι άντρας,
Μπίλ, θό πρέπει νό Ιρθεις κι έσύ μαζί μου, εΙπε ό Μα­
κόλπιν. Π ρέπε ι νό τελε ιώσου μ ε αύτό πού ό ρχίσα μ ε .
- Άρκετό κόνα μ ε μέχρι έ δ ώ , Μπίλ, εΤπε ό Ν ήλ στόν
Τσέ σνι.
Ό Τσέσνι Ικανε νό ξεκινή σει, όλλό Ιπε ιτα σταμότησε
όναποφόσιστος. Ή ταν σίγου ρος τώρα - όπό τή στιγ­
μή πού ό κηλοκ τού εΤχε προτείνε ι νό μονομαχήσουν
όντρίκεια - δη εΙχε κόνει λόθος. Ή ταν σίγου ρος δη ό
Τζόνι Γουέμπ εΙχε σκοτωθεί δπως εΙχε πεί ό κηλοκ. Κ ι
έκτός όπ' αύτό ύπηρχε καί μιό γυναίκα. Κ α ί τού Τσέσνι
δέν τού άρεσε καθόλου πού ό Σόρτ εΤχε πυ ροβολήσει
τόν κηλοκ ένώ έ κείνος συζητο ύ σε μαζί του . Άλλό α ύτό
πού εΤχε πεί ό Μ ακόλπιν ήταν όλή θεια - έκείνος ό ίδιος
εΤχε όνόψει έκείνη τή φωηό καί φρόντιζε νό τήν κρατόει
συνέχεια όνα μ μ ένη.
- Ό κ ηλοκ πρέπει νό εΤναι νεκρός, Μ ό κ, εΙπε. Τόν

14 5
εΙδες πού �πεσε. Δέν μπορεί νό μήν τόν εΤδες όφοϋ έσύ
καΙ ό Σόρτ τοϋ ρίξατε.
- ΚαΙ μέ κατηγορείς έπειδή τοϋ ρΙξαμε; εΤπε ό Μ α­
κόλπιν μέ πικρΙα. -Επρεπε νό τόν εlχες δεί στήν Τιού μπα.
Μάς εΙπε τΙ θό μάς �Kανε άν τόν όκολουθούσαμε καΙ πι­
στε ύω δτι θό τό �Kανε α ύτό πού εΤπε. -Αν αύτός ό άν­
θρωπος ζεί κανένας μας δέν θό μπορεί νό κοι μάται t\au­
χος τό βρόδια.
Ό Τσέσνι δΙστασε. Ό ΚΙμελ �βγαλε τόν ταμπόκο του
όπό τήν τσέπη τοϋ που κό μ ι σού του καΙ δόγκωσε ένα με­
γόλο κομ μότι .
- Ό Μακόλπιν �xε ι δίκιο, Μπίλ. εlπε ό ΚΙμελ. ' Ε μείς
τήν ό ρχΙσαμε αύτή τήν ύπόθεση καΙ εΤτε μάς όρέσει εΤτε
όχι πρέπει νό τήν τελε ι ώ σουμε.
- ' Ε μένα μ ή μέ ύπολογlζετε, εΙπε ό Ν ήλ. Δέν μοϋ ά­
ρεσε όπό τήν όρχή. ΚαΙ τώρα μοϋ όρέσει όκόμα λιγότε­
ρο.
- ' Ε ντόξει, δέν σέ ύπολογlζου με, εlπε ό Τσέ σνι
έξοργισμένος μέ τόν Ν ήλ. -Ετσι κι όλλιώς έγώ ποτέ δέν
σέ ύπολ6γιζα.
- Τό ξέρω τΙ ήλΙθιος καΙ ξεροκέφαλος εΙσαι, δέν εΤ­
ναι όνόγκη νό μοϋ τό έπιβεβαιώσεις, εΤπε ό Ν ήλ. Έγώ
θό πόω νό βρώ τήν κοπέλα νό τήν κατεβό σω στήν πόλη
άν θέλει νό �ρθει κι έσείς κόνετε δ,ΤΙ νομlζετε.
Τούς γύρισε τήν πλότη καΙ όπομακρύνθηκε κα! ό ΚΙ­
μ ελ τόν κοlταξε σκεφτικός.
ΟΙ τρείς άντρες καβόλησαν τό άλογό τους καί πήγαν
στό σημείο πού στε κόταν τό άλογο τοϋ ' Κήλοκ. Μ ιό
σφαΙρα εΙχε χτυπήσει στή σέλα καΙ εΤχε όποστρακι στεί.
Δέν ύπήρχε όμφι βολΙα δτι α ύτή εΙχε κόνε ι τό άλογο νό
σηκωθεί στό πΙσω του πόδια καΙ νό ρΙξει κότω τόν όνα-

1 46
βότη του. Στόν όναβολέα καΙ στό σημείο πού εΙχε πέ σει
ό κηλοκ ύπη ρχαν αΥματα.
Μ ι ό λε πτη γρα μ μ ή όπό σταγόνες αΥματος όδηγο ύ σε
στή βαθιό χαρόδρα πού έσχιζε τήν όπότομ η όχθη τού
φαραγγιού καί κατέληγε στόν πυθμένα του. Λίγα μέτρα
πιό κότω ύπηρχε μ ι ό στενή προεξοχή στό τοίχωμα της
χαρόδρας κι όπό έ κεί καί κότω δέν φαινόταν τίποτα. "Αν
ι'jθελαν νό βρούν τόν κηλοκ θό έπρεπε νό κατέ βουν κό­
τω όπό έκείνη τήν όπότομ η τρύπα.
Κανένας δμως όπό τούς τρείς δντρες δέν εΙχε τή διό­
θεση νό όποτολμήσε ι κότι τέτοι ο.
Ό Κίμελ πηγε στήν δκρη της χαρόδρας καί κοίταξε
κότω. Τό φαρόγγι δέν ηταν βαθύ καί ό' πυθμένας του η­
ταν γε μότος σπασμένα βρόχια.
- "Αν κατόφερε νό κατέβει έ κεί κότω θό έχε ι κρυ­
φτεί καλό, εΤπε στούς δλλου ς. Λοιπόν, θό κατέβω έγώ
κότω νό ψ όξω.
Δέν τού όπόντησε κανένας καί ό Κίμελ συνέχισε :
- Έ σύ, Μακόλπιν, νό μείνεις έδώ μ ήπως έπιχε ιρήσει
νό ξαναβγεί όπό δώ . · Ε σύ, Μπίλ, θό έρθε ις μαζί μου ι'j
προτι μάς νό μείνεις ό μέτοχος;
- Πάμε, εΤπε ό Τσέσνι μήν μπορώντας νό ό ρνηθεί
τήν έ μ μεση πρόκληση στόν όνδρισμό του.
'Όταν ΟΙ δ ύ ο δντρες κατέβη καν στόν πυθμένα τού
φαραγγιού καί έφτασαν όκρι βώς στή βόση της χαρό­
δρας βρήκαν αΥματα στούς βρόχου ς. Λίγο πιό πέρα βρή­
καν !:\ να όποτύπωμα μπότας, όλλό τίποτε δλλο γιατί ό
Κήλοκ ήταν !:\ νας δνθρωπος πού ι'jξερε νό καλύπτε ι τό ί­
χνη του.
- τι λές, ΜπΙλ; ρώτησε ό ΚΙμελ.
- ΕΙναι ζωντανός, όλλό έχει όπομακρυνθεί. Π ρός τό

147
πού λές νά τρα βήξου μ ε ;
- 'Όπου καΙ ν ά πά με τ ό iδιο εΤναι , ε1πε ό Κίμελ. Άλλά
νομ ίζω καλύτερα νά πάρου μ ε τό φαράγγι πρός τά κάτω.
Θά χρειαστεί νερό καΙ λογικά θά πρέπει νά τραβήξε ι
πρός τό φαράγγι Ν άκια. ΜπΙλ ό Μακάλπιν έχει δίκιο.
Έ μείς όρχΙσαμε α ύτή τήν υπόθε ση καΙ πρέπει νά τήν τε­
λειώσουμε.
ΞεκΙνησαν πρός τά κάτω ψάχνοντας γιά iχνη � δλλα
σημάδια παρουσlας τού Κήλοκ καί σέ λΙγο τό φαράγγι
πίσω τους βυθΙστηκε ξανά στήν αΙώνια σιωπή του.

1 48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕ ΚΑΤΟ
Ό Μάτ Κήλοκ όγωνίστη κε νά ξεφύγει όπό τό πηχτό
σκοτόδι πού τόν Ιπνιγε, όγωνίστηκε μέχρι πού κατόφε­
ρε κα! άνοιξε ό ργό τό μότια του . Τό σκοτόδι δμως παρέ­
με ινε τό Τδιο πηχτό. ΝΕμε ινε έντελώς όκίνητος.
Πού βρισκόταν; Ήταν νεκρός; Τόν εΙχαν θόψει ζων­
τανό;
Ένιωσε τόν πόνο Ιντονο στό στήθος του κι αυτό σή­
μαινε δτι ηταν ζωντανός. Π ροσπόθησε νό μετακινηθεί
κα! Ινιωσε tvav άλλο πόνο στό πλε υρό του . ΝΕ μ ε ι νε όκί­
νητος ξανό μέ τό μότια όρθόνοιχτα.
Σήκωσε τό tva του χέρι. Έλόχι στα έ κατοστά πόνω
όπό τό πρόσωπό του ύπήρχε βρόχος. Κότω όπό τήν
πλότη του ύπή ρχε έπΙσης βρόχος. Τό χέρι του συνέχ ι σε
νό ψόχνε ι . Δεξιό του ύπή ρχε κενό.
Τό μ υαλό του άρχι σε νό ξεκαθαρίζε ι όργά . Τόν εΙχαν
πυροβολή σει. Β ρ ι σκόταν στή ρωγμ ή τού βρόχου στήν
όποΙα εΙχε συρθεί δταν εΤχε πέ σει όπό τό άλογό το υ . Ε Ι­
χε λιποθ υ μ ή σε ι , όλλό πρώτα εΙχε προλόβει νό κόνει κά­
τ ι . ΝΑ, ναί, εΊχε στίψε ι αΤμα όπό τό μαντήλι του στούς

βρόχους όπό κότω κι Ιπε ιτα εΤχε συρθεί μέσα σ' έκεΙνη

149
τή ρωγμ ή στό σχεδόν κόθετο πρόσωπο της χαρόδρας
πού κατέβαζε κότω στόν πυθμένα τού φαραγγιού.
"Εψαξε γιό τό πιστόλι του καί τό βρήκε. Τό μαχαίρι
του ήταν κι αύτό στή θήκη του .
Ήταν νύχτα . . . ένιωθε τή δροσιό τού βραδινού όέρα.
Ή ΚρΙς .. έπρεπε νό βρεί τήν Κρίς. της εΊχε πεί δη άν
.

τού συνέβαινε κόη καί χωρίζονταν έπρεπε νό τόν περι­


μένε ι σ' �να όρlσμένο μέρος στή βό ση τής Μ έ σα Ν όου
Μόνς, �να μέρος πού βρισκόταν μόνο λίγα μΙλlα όπό κεί
πού ήταν κουρνlασμένος. Καί ήταν σΙγουρος δη άν ήταν
όκόμα ζωντανή . . . ζωντανή καί έλεύθερη θό πήγαινε έ κεί
νό τόν περι μένε ι .
"Επρεπε ν ό φύγε ι . ΟΙ άντρες τ η ς φρηντομ θ ό πρέπει
νό έψαχναν κι άν δέν τόν έβρι σκαν θό γύριζαν νό ψό­
ξουν ξανό κοντό στό σημείο πού εΊχε πέσε ι .
Μ ήπως εΊχαν όφήσεl κόποιον πίσω τους; Ναί, θυ μό­
ταν όμυδρό δη εΤχε όκούσεl όμlλΙες κι έπε ιτα βήματα
στούς βρόχους όπό πόνω του .
Π ρός τό κότω ή όπόστα ση ήταν πιό μ εγόλη παρό
πρός τό πόνω. Κι έκτός όπ' αύτό χρειαζόταν τό άλογό
του πού έπρεπε νό βρίσκετα ι πόνω. 'Αργό, στηριζόμε­
νος στό δεξί του χέρι, κατόφερε νό συρθεί έξω όπό τή
ρωγμ ή δπου εΊχε βρεθεί ξαπλωμένος όνόσκελα.
Πόνω του εΤδε όστέρια. Στό ρο υθούνια του έφτασε ή
μ υ ρωδιό καπνού.
ΕΤχε τήν έντύπω ση δη ή Κρίς ι'1 ό Κούλl ε1χε χτυπή σε ι
�ναν ι'1 δύο όπό το ύς άντρες της φρηντομ. "Αν ήταν έτσι
τότε Τσως �νας πληγω μ ένος εΤχε μ είνει πίσω καί εΤχε
όνόψε ι μ ία φωηό γιό τή νύχτα. Τό χέρια του ήταν έντό­
ξε l . Π ιό στηκε όπό τούς βρόχους καί άρχ ι σε νό τραβιέται
πρός τό πόνω μέ μ εγόλη προσοχή καΙ δσο πιό όθόρυβα

1 50
μπορο ύ σε . Π ροτού όνασηκώσει τό κεφόλι του πόνω
όπό τό χείλος της χαρόδρας �μεινε γιό λlγο όκlνητος καΙ
όφουγγρόστηκε. Σέ λlγο άκουσε Ιναν όμ υδρό ήχο πού
τού φόνηκε δτι προήλθε όπό κόμποσα μέτρα μακριό.
'Ανασήκωσε προσεχτικό τό κεφόλι του πόνω όπό τό χεί­
λος της στενής, κόθετης χαρόδρας.
Ηκοσι περlπου μέτρα μακριό �Kαιγε μία φωτιό. Τήν r­
δια τή φωτιό δέν τήν � βλεπε γιατl ήταν κρυμ μένη πlσω
όπό μερικούς βρόχους, όλλό � βλεπε τήν όνταύγειό της
στόν γύρο χώρο καΙ τήν τερόστια σκιό ένός όντρ ι κού
κεφαλιού. Ό κηλοκ περΙμενε γιό λlγο σκεφτι κός. "Αν
έπιχε ιΡούσε νό συρθεί �ξω καί ό άντρας γύριζε τό κεφό­
λι του, δέν ύπη ρχε κανένα μέρος νό καλυφτεί.
Κοlταξε προσεχτι κό τριγύρω γιό νό δεί τό άλογα. Μ έ­
χρι έ κείνη τή στιγμή προσπαθούσε νό όγνοεί τόν πόνο
όπό τό τρα ύματό του, όλλό ό λαι μός του εΙχε ξεραθεί καΙ
κότι ύγρό στό στήθος του τού �λεγε δτι τό τρα ύ μα του
εΤχε ό ρχlσει νό αΙμορραγεί ξανό. Κότι εΤχε πόθει ό δεξιός
του γ ό φός καΙ τό πόδι, rσως εΙχαν χτυπήσει δταν �πε σε
όπό τό άλογό του . Μ έχρι τότε �σερνε τό δεξl του πόδι
καΙ τώρα κατόλαβε δτι ήταν όδύνατον νό κινηθεί γρήγο­
ρα άν παρουσιαζόταν όνόγκη.
ΟΙ άλλοι άντρες, σκέφτηκε, δέν θό ήταν πολύ μα κριό
καί σέ λΙγο rσως έπέ στρεφαν, καί τό πρωl θό �ψαxναν
σlγου ρα τό μέρος πιό προσεχτικό. ΚαΙ τότε δέν ύπήρχε
περlπτωση νό μ ήν έντοπlσουν τή ρωγμ ή μέσα στήν
όποία εΤχε συρθεί.
Δέν εΙχε άλλη έκλογή, �πρεπε νό προσπαθήσει νό
φύγει τώρα. Δέν μπορού σε νό δια κινδυνέψει νό πυρο­
βολήσει τόν άντρα δΙπλα στή φωτιό γιατl ό πυροβολι­
σμός θό �φερνε γρήγορα καΙ τούς ύπόλοιπους άντρες.

1 51
Άρχι σε νά σέρνεται μέ τούς άγκώνες του πάνω
στούς βράχους. Ή άγω νΙα τού δάγκωνε τά σωθικά. "Αν
ό δντρας δlπλα στή φωτιά γύ ριζε τό κεφάλι του θά έβλε­
πε τόν κηλοκ έντελώς άκάλυπτο.
Τά δε υτερόλεπτα περνο ύ σαν ά ργά, δσο ά ργά σερνό­
ταν ό Κήλοκ. Τουλάχιστον δέκα φορές ένι ωσε σlγο υρος
δτι ό δντρας τόν δκουσε καί θά γύριζε. Τά σκληρά του
ρούχα τρlβονταν πάνω στούς βράχους καΙ δέν μποροU­
σε νά κάνει τlποτα γι' α ύτό.
Τώρα βρ ι σκόταν στή μέση της όπόστασης όνά μ ε σα
στό χείλος της χαράδρας καΙ τΙς σκιές μπροστά του .
Χρησι μοποιώντας το ύς όγκώνες καΙ τ ό Ινα του γόνατο
σύρθηκε λιγο όκόμα. Δεξιά του φάνηκε ή σκιά ένός θά­
μνου καΙ κατε υθύνθ η κε πρός τά κεί. ΕΤχε λαχανιάσεl καΙ
ό πόνος στό στη θος του ηταν όνυπόφορος.
Τά χέρια του έφτα σαν στή σκιά τού θάμνου καί σέ λί­
γο έφτασε καΙ τό σώμα του . π η ρε δυό - τρείς βαθιές
όναΠVOές καΙ κοlταξε πΙσω του. Ό δντρας δΙπλα στή φω­
τιά εΤχε σηκωθεί δρθιος καΙ τεντωνόταν. Κ ι tπε ιτα γύρι­
σε τό κεφάλι του καί κοίταξε πρός τήν κατεύ θυνση τού
κ ηλοκ. Τά χαρακτηριστικά του φάνηκαν καθαρά καί ό
κηλοκ όναγνώρ ι σε στό πρόσωπό του τόν Ιναν όπό το ύ ς
δυό δντρες π ο ύ εΤχε δεί στ ή ν Τιού μπα. Ό δντρας κοίταξε
γιά λΙγο πρός τήν κατεύθ υνση τού Κήλοκ κι έπειτα γύρι­
σε τό βλέ μ μα του άλλο ύ .
Π ρέπει ν ά κοιτο ύ σε μέσα στίς φλόγες, σκέφτηκε ό
κηλοκ, κι έτσι τά μάτια του δέν μπόρεσαν νά δούν τίπο­
τα στό σκοτάδι.
Ό Κήλοκ σύρθηκε πάνω όπό Ιναν βράχο καΙ βρέθη­
κε κοντά στούς μ ι κρούς κέδρους πού εΤχε δεί λΙγο προ­
τού τόν πυ ροβολήσουν. Σύρθηκε δΙπλα στο ύς κέδρους

1 52
προσεχτικά.
Μ υρίστη κε τά δλογα προτού τόν δούν έκείνα. Σύρθη­
κε λίγο πιό κοντά καί �να όπό τά δλογα ξεφύσησε . Ό

KιiλoK βλα στ ή μ η σε μέσα του καί έπε ιτα ψ ι θ ύ ρ ι σε:


- ' Ε δώ, όγόρι μου, έδώ.
··Ενα δλογο μ ετακινή θ η κε καί οΙ θάμνοι έτριξαν. ·0
KιiλoK σύρθηκε πιό κοντά γιά νά μπορέσει νά ξεχωρίσει
τά ζώα, όλλό τήν έπόμενη στιγμ ή ένι ωσε τήν ύγρή μου­
σούδα ένός όλόγου κοντά στό πρόσωπό του νά τόν μ υ­
ρίζε ι . Ό KιiλoK σήκωσε τό χέρι του, πιάστηκε όπό τή
χαίτη τού όλόγου καί σηκώθ η κε όρθιος. -Επε ιτα τό χέρι
του κινή θ η κε στά καπούλια τού όλόγου ψάχνοντας νά
βρεί τό μαρκάρι σμα, γιατί όνά μ ε σα στο ύς κέδρους έπι­
κρατού σε όπόλυτο σκοτάδι . Ν αί, τό δλογο ηταν τό δ ι κό
του . ··Απλωσε τό χέρι το υ, έπιασε τό χαλινάρι, τό όκο­
λούθησε μέχρι έ κεί πού ηταν δε μένο καί τό έλυ σε.
ΜΕνι ωσε τίς δυνάμεις του νά τόν έγκαταλεΙπουν, όλλό
ι"ιξερε δτι δν έπεφτε έ κεί δέν θά μπορούσε νά ξανα ση­
κωθεί. Στά θ η κε γιά λίγο καί όκούμπησε τό κεφάλι του
πάνω στό πλε υρό τού όλόγου του .
Π ιάστηκε ξανά όπό τ ή χαίτη τ ο υ , έ βαλε τ ό όριστερό
του πόδι στόν όναβολέα καί κατάφερε νά βρεθεί πάνω
στή σέλα. -Επειτα μουρμούρισε κάτι στό αύτί τού όλό­
γου του καί τό ζώο ξεκίνησε όργά μέσα στή νύχτα.
Ό Μότ δέν έ κανε κα μ ία προσπάθεια νά τό όδηγή σει
γιατl χρειαζόταν δλη του τή δύνα μ η νά παρα μείνε ι πάνω
στή σέλα καΙ τό δλογο πήρε τήν πλαγιά πρός τά κάτω.
ΑΙσθάνθ η κε νά ζαλίζεται καί έπεσε μπροστά όγκαλιά­
ζοντας τόν λαι μ ό το ύ όλόγου . Τό σώμα του έγερνε μιά
δεξιά καΙ μιά όριστερά καΙ σέ κάθε βήμα τού όλόγου τόν
διαπερνού σε μιά δυνατή σουβλιά πόνου. Παρόλα α ύτά

1 53
δμως κατάφερε νά παρα μείνε ι πάνω στή σέλα.
*

Ή πρώτη σκέψη της ΚρΙς Γιταν νά όπομακρυνθεί δ σο


πιό γρήγορα γινόταν. Μ όνο δταν εΤχε καλύψει �να μ ίλι
καΙ παραπάνω σκέφτη κε τά μουλάρια. Στα μάτη σε τό
δλογό της καΙ γύρισε πάνω στή σέλα της. Τά μουλόρια
έτρεχαν ξοπlσω της σκόρπια προσπαθώντας νά τή φτά­
σουν.
Πε ρίμενε μέχρι πού τήν έφτασαν τά τέσσερα κι έπει­
τα ξεκίνη σε ξανά . ' Υπηρχαν δλλα τρΙα πιό πίσω, όλλά δέν
έδειχναν διάθεση νά προχωρή σουν πιό γρήγορα γιά νά
τή φτά σουν καί ή ΚρΙς τά όγνόησε. Τά τρόφι μα, ΟΙ σφαί­
ρες καΙ τά δλλα βασικά έφόδια ηταν στά τέ σσερα μου­
λόρια πού είχαν έρθει κοντά της. Τήν Κρι στίνα δέν τήν
άπα σχολού σε τό θέμα τών μουλαρι ών, όλλό ή σκέψη
πού έπρεπε νά πάει, πρός τά πού νά τραβήξε ι .
Ό Μ ά τ τ η ς είχε πεί δτι δ ν ποτέ χωρΙζονταν έπρεπε νά
πάει σ' �να σημείο πού της ε'χε δείξει στήν κάθετη δυτι­
κή πλαγιά της Μ έ σα Νόου Μάνς. 'Ανάμ ε σα σ' αύτήν δ­
μως καί σέ κείνο τό σημείο το ύ ραντε βού βρίσκονταν ΟΙ
δντρες της φ ρηντομ καί ό Γκέι Κούλι . Γι' αύτό έπρεπε νά
κάνει τόν γύρο τού όροπέδιου. Ό Μάτ της εΙχε δεΙξε ι τό
μονοπάτι πού περνού σε μέσα όπό τό. φαράγγι Κόπερ καί
όδηγο ύ σε στό όνaτOλΙKό δκρο της Μ έ σα Ν όου Μάνς. Ή
ΚρΙς κατέβηκε, έδεσε τά μουλόρια πΙσω όπό τό δλογό
της μέ �να σχοινl, καβάλησε ξανά καί ξεκΙνησε.
Μ έ τή δ ύ σ η το ύ �λιoυ εΤχε φτάσει στό φαράγγι Κό­
περ. Ή νύχτα δρχισε νά πέφτει, μΙα νυχτερΙδα έ κανε �­
ναν κύ κλο πάνω όπό τό κεφάλι της καΙ όπό κάπου μα­
κριά όκούστη κε τό κάλεσμα ένός κογιότ.

1 54
Ή αrσθηση τού δπλου μέσα στό χέρι της ήταν καθη­
συχα στική. Τό δλογό της όκολουθούσε μέ α ύτοπεποlθη­
ση τό μονοπότι χωρΙς νό σ υ μ μ ερΙζεται τήν όβεβαιότητα
καΙ τήν όνη συχΙα της όναβότι σσός του .
Ή νύχτα �πε σε πόνω στή γη βα ριό κ α Ι μόνο μιό στε­
νή λωρΙδα �ναστρoυ ού ρανού φα ινόταν πόνω όπό τίς
κόθετες δχθες τού φαραγγιο ύ . Στόν πυθμένα τό κου ρα­
σμένο δλογο της ΚρΙς συνέχιζε ό ργό τόν δρόμο του καΙ
τό μουλόρια ό κολουθού σαν όπρόθ υμα.
Ή Κρι στΙνα ηταν κι α ύτή κουρασ μένη καί εΤχε χόσει
κόθε αrσθηση τού χρόνου. Ξαφνι κό τό δλογο της φόνη­
κε νό σκαρφαλώνει σέ κόποια όνηφοριό καΙ ι'ι δροσερή
νυχτερινή α ύ ρα τή χτύπησε στό πρόσωπο καθώς βρέ­
θ η κε �ξω όπό τό φαρόγγι.
'Αργότερα στα μότησε σέ �να σημείο μέ νερό καΙ πό­
τι σε τό ζώα της, γέ μ ι σε τό παγούρι της καΙ τελι κό σ·
έκείνο τό μέρος �πεσε καΙ κοι μ ή θ η κε γιό μιό - δυό ώρες.
Μ έ τό πρώτο φώς της ι'ιμέρας βρέθη κε στήν δκρη της
Μ έ σα Ν όου Μόνς καΙ στόθηκε νό όφουγκραστεί καί νό
κοιτόξε ι γιό rχνη . Σέ λίγο ξεκίνησε πόλι.
'Ακολούθησε παρόλληλα τήν κόθετη πλευ ρό τού
όροπέδιου κι �τσι εlχε σκιό γιό κόμποσες ώρες. Κόθε
τόσο σταματο ύ σε καΙ � στηνε τό α ύτί της προσεχτι κό.
'Από στιγμή σέ στιγμή ήταν πιθανό νό πέσει πόνω στόν
Γκέι Κούλι, τούς δντρες της φρηντομ � τόν Ν ή ρλαντ.
"Επρεπε δμως νό συνεχΙσει γιατl ό Μότ rσως ηταν ζων­
τανός καΙ χρειαζόταν τή βοήθειό της.
Ή ΚρΙς ήταν σΙγο υ ρη δτι δέν θό μπορού σε νό τή δεί
κανεΙς έκτός κι δν ηταν πόρα πολύ κοντό, γιατl φρόντιζε
νό βρΙσκεται πόντα μέσα στήν σκιό πού �ριxνε ι'ι Μ έ σα
Ν όου Μόνς. Θυ μ ή θ η κε δτι ό Μ ότ της εΤχε πεί δτι όπό

155
τήν δκρη της Μ έ σα μέχρι έ κείνο τό κοlλω μα στήν κόθε­
τη πλαγιό της πού έπρεπε νό συναντηθούν ή όπόσταση
ηταν δύο περΙπου μΙλια. 'Από έκείνο τό κοlλωμα κόπου -
κόπο υ έτρεχε νερό καΙ γι' α ύτό ό κηλοκ πΙστευε δη κό­
που έκεί κοντό Τσως ύπήρχε ένα σημείο όπό τ6 όποίο νό
μπορο ύ σε νό όνέ βει κανεΙς πόνω στήν κορυφή τής Μέ­
σα.
Γύρω της δέν όκουγόταν κανένας δλλος θόρυβος
έκτός όπ' α ύτόν πού έκαναν ΟΙ όπλές τών ζώ ων της.
Ξαφνικό τήν όπόλυτη ή συχΙα κομ μόηασε ένας πυ ρο­
βολισμός. 'Αργό γιό νό μή σηκώσει σκόνη ή Κρι στΙνα
όνέβηκε σέ ένα ύψω μα μπροστό της. Κότω της, μ ι σό πε­
ρΙπο υ μ ίλι μα κριό, εΤδε ένα δλογο νό τρέχει μέ τή σέλα
του δδεια.
Μ έ τήν κα ρδιό της νό χτυπόε ι δυνατό όνασηκώθ η κε
στούς όναβολείς της νό βλέπει καλύτερα καΙ ξε κΙνησε
πρός τό κότω. ΝΕνιωθε σχεδόν σlγουρη δη τό δλογο
έκείνο ηταν τού Μότ, όλλό προσπόθησε νό πεlσεl τόν
έαυτό της δη μπορεί νό έ κανε λόθος.
Ξαφνικό όκούστηκαν κι δλλοι πυροβολι σμοl καΙ ή
Κρlς συνειδητοποίησε μέ ένα σφΙξιμο στήν καρδιό της
δη ηταν πόρα πολύ μακριό γιό νό μπορέσει νό προσφέ­
ριε όποιαδήποτε βοήθεια. ΝΑν ό Μ ότ εΤχε καταφέρει νό
ξεφύγει θό έπρεπε νό έρχόταν πρός αύτήν γιό νό βρεί
βοήθεια, φαγητό καΙ σφαίρες. Συνέχι σε νό κατε βαίνει
τήν όπότομη πλαγιό κι έπε ιτα κόη τήν έ κανε νό γυρΙσει
καΙ νό κοιτόξει πΙσω της.
Τρείς καβαλάρηδες l
Π ρέπει νό ηταν ό Ν ή ρλαντ μέ τούς δύο δλλους δν­
τρες καΙ κόπου εΤχαν δεί τό Τχνη της καΙ έ ρχονταν ξοπl­
σω της. ΚαΙ Τσως τήν εΤχαν κιόλας δεί - ή Κρlστlνα δέν

1 56
μπορού σε νό είναι σίγουρη γι' αυτό.
Ξαφνικό είδε μπροστό της τήν κόθετη πλαγιό της Μ έ­
σα νό κόνει ένα κοίλωμα καί στήν όπέναντι πλε υ ρό τού
κοιλώματος υπη ρχαν θόμνοι καί δέντρα. 'Οδήγησε γρή­
γορα τό δ,λογό της καί τό μουλόρια μέσα στό κοίλω μα,
άρπαξε τό τουφέκι της καί πήδηξε κότω όπό τή σέλα της.
Αυτό ήταν στό σ η μ είο στό όποίο της είχε πεί νό έρθει
ό Μ ότ. Κ ι έ κεί ήταν όποφασι σμένη νό μείνει μέχρι νό
τόν δεί νό έ ρχεται ι'\ νό πει στεί δη ήταν νεκρός.
Μ έ σα της ένιωθε ένα κενό γιατί σ' δλη τή διόρκεια
τού ταξιδιού εΙχε μιό ό μ υδρή έλπίδα δη Τσως τόν έ βρι­
σκε έ κεί νό τήν περι μένει. 'Ο Μότ δμως δέν ήταν έ κεί
καί ο Ο τε υπηρχε κανένα σημόδι που νό δείχνει δη ε ίχε
περό σει όπό κεΙ
Τό μέρος ήταν καλό. Π ίσω της υψωνόταν κόθετη ι'ι
πλαγιό της Μ έ σα. 'Όταν έ βρεχε, όπό τήν κορυφή της
πλαγιάς έπρεπε νό τρέχουν νερό. Τώρα δμως υπηρχε
στό έδαφος τού κοιλώματος μ όνο μΙα μ ι κρή λι μνο ύλα μέ
διόμετρο δύο μ έτρα περίπου, γεμότη νερό.
Κόποιος είχε βόλε ι στήν δ,κρη τού κοιλώματος μερι­
κές πέτρες τή μ Ια πόνω στήν δ,λλη γιό νό προφυλαχτεί
όπό κόποια έπίθεση ι'\ ίσως όπό τόν όέρα. Ή Κρίς γονό­
η σε πίσω όπό κείνο τό πρόχει ρο όχύ ρωμα καΙ περΙμενε.
Δίπλα της πόνω στόν βρόχο έ βαλε ένα κουτl σφαίρες νό
τίς έχει έτοι μες.
Ξαφνι κό, έ κατό περίπου μέτρα όριστερό έμφανΙστηκε
ό Ν ήρλαντ. Χωρίς νό δ ι στόσει, ι'ι Κρι στΙνα σή κωσε τό
τουφέκι της καί κόρφωσε μ ία σφαίρα όκρι βώς μπροστό
του . Τό δλογό του όπισθοχώρησε καί όνασηκώθηκε στό
πίσω του πόδ ια όνή συχο. ΟΙ δύο δντρες πίσω όπό τόν
Ν ήρλαντ γύρι σαν πίσω τό δλογό τους καί κρύφτη καν πί-

1 57
σω όπό tvav τεράστιο βράχο.
'Όταν τό άλογό του ι'ισύχασε ό Ν ήρλαντ κο ίταξε πρός
τό σημείο πού ηταν κρυ μ μένη ι'ι ΚριστΙνα . Ή ταν σΙγου­
ρος ποιός τού εlχε ρΙξει.
- Δέν ώφελεί σέ τΙποτα α ύτό πού κάνε ις, ΚρΙς, εlπε.
"Αστα α ύτά καΙ βγές έξω. Δέν πρόκε ιτα ι νά φ ύγω όπό δώ
άν δέν σέ πάρω μαζΙ μου.
Ή Κρι στίνα δέν όπάντησε.
- Τό ξέρω δτι εΤσα ι έ κεί πέρα . Βγές έξω γιατί όλλιώς
θά έρθω έγώ έκεί καΙ θά σέ βγάλω μέ τό ζόρι.
Άπό κάτω χαμ ηλό όνάμεσα στούς βρόχους ι'ι Κ ρ ι στί­
να άκουσε ό μ υδρά φωνές κι έπειτα tva πυρο βολι σμό.
Ό "Οσκαρ Ν ή ρλαντ έ βγαλε τόν καπνό του κι άρχισε
νά τυλΙγει tva τσιγάρο.
- Δέν ώφελεί σέ τΙποτα αύτό πο ύ κόνεις, εlπε ξανά.
Τόν άντρα σου θά τόν σκοτώσουν σΙγουρα άν δέν τόν
έχουν σκοτώσει όκόμα. Κι άν δέν τόν σκοτώ σουν αύτοί
θά τόν σκοτώσω έγώ. Θά μείνεις μόνη σου έδώ πάνω,
έ κτός βέβαια άν έρθεις μαζl μου .
Τό άλογό του ό ργά έκανε κά θε τόσο μ ερικό βή ματα
πρός τό μέρος της.
Ή ΚριστΙνα πυροβόλησε ξανό .
Ό Ν ή ρλαντ γύρισε τό άλογό του πΙ σ ω βιαστι κά. · Η
σφαΙρα α ύτή τ ο ύ εΙχε πετάξει τ ό καπέλο μακ ρ ιά καΙ ό
Ν ήρλαντ τό κοlταξε σοκαρισμένος. σάν νό μήν �θελε νά
πι στέψει τΙ θά γινόταν άν ι'ι Κρι στΙνα εΊχε σημαδέψε ι
έλόχι στα πιό χαμηλά.
Ή Κρι στΙνα άκουσε τά χαλlκια νό τρΙζουν κάτω όπό
τΙς όπλές τού όλόγου καΙ τόν Ν ή ρλαντ νό βλαστημόε ι
Άλλά εΙχε όκού σει καΙ κάτι άλλο . . � μ ήπως ηταν ι'ι
.

φσντασΙα της;

1 58
Δέν εΙχε όκου στεί κάποιος δλλος θόρυβος όπό κάτω
χα μ ηλό τή στιγμή πού ό Ν ήρλαντ βλαστημούσε δ υνατά;
Κοlταξε δεξιά κι όριστερά της. uOTav θά έπεφτε ή
νύχτα δέν θά μπορο ύ σε νό τούς έμποδlσει νά τήν πλη­
σιάσουν. "Αν περπατού σαν κολλητά στήν κάθετη πλαγιά
θά μπρού σαν rσως νά βρεθούν κι όπό πΙσω της χωρΙς νά
τούς όντιληφθεί.
Ή κάθετη πλαγιά τού όροπέδιου ύψωνόταν πΙσω, δε­
ξιά καΙ όρι στερά της, όλλά ή ΚρΙς δέν τολμού σε νό έγκα­
ταλεΙψε ι έκείνο τό μέρος γιά νά δεί μ ήπως ύπηρχε κανέ­
νας τρόπος νό σκαρφαλώσει πάνω στήν κορυφή του .
Π ερΙμενε μέ δλες τΙς αΙσθήσεις της σέ έπιφυλακή.
Π έ ρασε μιό ώρα .. . δύο . .. τρείς, όλλό τΙποτα δέν συνέ­
βη . Ό ζεστός "'λιος χαλόρωσε τούς μύς της καί βάρυνε
τά βλέφαρά της. Ήταν πολύ κουρασμένη καί τό κεφάλι
της έπεφτε μπροστά στό στηθος της όπό τή νύστα. "1 -
σιωσε τό κορμ l της όποφασι σμένη νά μ ή νικη θεί όπό
τόν ϋπνο καΙ εΤδε μπροστά της τούς μακρινούς λόφους
νά έχουν βαφτεί κόκκινοι όπό τόν "'λιο πού έγε ρνε στή
δύση του .
Συνε ι δητοποlη σε δτι θ ά χρειαζόταν δλες τΙς δυνάμεις
τού σώματος καί τού μ υαλού της δταν θά έπεφτε τό
σκοτάδι. Ή κούραση καί ή νύ στα δμως τήν έκαναν νά
όκου μπή σει γιά μιά στιγμή τό κεφάλι τ r I ς στόν κορμό
ένός κέδρου. Κ ι έπειτα τά μάτια της έ κλει σαν καί όποκοι­
μ ή θ η κε .
*

Ό Μάτ κηλοκ εΤχε χρειαστεί δύο ώρες νά καλύψει


περπατώντας καΙ σερνόμενος �να μίλι μέσα στό φα­
ράγγ ι . Π ροηγουμένως εΙχε θ υ μ ηθεί τό σημείο μέ τή μα-

1 59
λα κή ό μ μ ο στό στόμιο το ϋ φαραγγι οϋ Ν ό κια καΙ καθώς
τό όλογό του πέρασε τρέχοντας δΙπλα όπ' α ύτό τό ση­
μείο εΙχε πηδήξει όπό τή σέλα το υ μέ τό δπλο καΙ τό πα­
γού ρ ι στό χέρι του καΙ είχε προσγει ωθεί μέ έπιδεξιότητα
στή μαλακή όμμο.
Τώρα όπείχε γύρω στά τετρα κόσι ο μ έτρα άπό τό ση­
μείο όπό δπου μπορο ύσε νά σκαρφαλώ σει κανεΙς πάνω
στήν όχθη τού φαραγγιοϋ . ΚαΙ τότε δκου σε τόν πρώτο
πυ ροβολι σμό καΙ τή φωνή τού Ν ή ρλαντ, όλλό δέν μπό­
ρεσε νά ξεχωρίσει τΙ εΙπε . Σέ λΙγο εΙχε όκούσεl �ναν
δε ύτερο πυροβολι σμό κι �πειτα έπικράτη σε ή συχία.
Τρα βού σε τό χτυπη μένο πόδι πΙσω του, όλλό ήταν
σχεδόν σίγου ρος δη δέν ήταν σπασμ ένο τό κό καλο. "0-
σο γιό τό τρα ύμα στό στήθος το υ, δν καί ή σφαΙρα τόν
εΤχε διαπερό σεl καΙ εΙχε βγεί όπό τήν πλότη, δέν φαινό­
ταν νό είχε πόθει κα μΙα σοβαρή ζημ ι ά κανένα βα σ ι κό
όργανο. Καταλό βαινε δτι ηταν σέ δ σχ η μ η κατό σταση,
όλλό εΙχε τή σι δερένια όντοχή ένός όνθρώπου πού εΙχε
συνηθΙσεl στΙς σκληρές συνθή κες έκε ίνων τών όγρι ων
περιοχών καΙ εΤχε νά δ ιαλέξε ι όνά μ ε σα στό νά σ υνεχίσε ι
νό κ ινείται καί νά ξεφύγει όπό τούς διώ κτες του καί στό
νά μείνι::: ι έ κεί ίΤο ύ ήταν καΙ νό πεθόνει. Δέν ύπη ρχε δλλη
έκλογή .
Στά μουλάρια πού �πρεπε νά lXEI ή Κρίς μ α ζί της
ύπή ρχαν φάρμακα καΙ τρόφ ι μα, όλλά αύτό πού �θελε
πιό πολύ ηταν �να φλιτζάνι κα υ τό δυ νατό καφέ .
,

Ό Κήλοκ κατάφερε νά συρθεί δλλα έκατ6 μέτρα κι �­


πε ιτα όρχισε νά σκαρφαλώνει όπό ένα σημείο τής όχθ ης
πού εΙχε φαγωθεί όπ6 τό νερό της βροχής πού lπεφταν
όπό κεί σχη ματΙζοντας έναν μ ι κρό καταρράχτη. Τό πα­
γού ρ ι τόν έ μπόδιζε καθώς σ καρφάλωνε, όλλό δν τόν

1 60
στρίμ ωχναν όνόμεσα στούς βρόχους τό νερό έκείνο θό
μπορούσε νό τού σώσει τή ζω ή. Χωρίς φαγητό θό μπο­
ρού σε νό ζήσει όρκετές μέρες, χωρίς νερό δμως ήταν
χαμένος.
Στήν κορυφή της δχθ ης σταμότησε γιό λίγο λαχανια­
σμένος νό συνέλθε ι . Γέ μ ι σε τό στόμα του νερό, τό κρό­
τησε έ κε1 γιό λίγο κι έπειτα τό κατόπιε ό ργό.
"Ηξερε δτι μέχρι τώρα ΟΙ διώκτες του θό εΙχαν μαντέ­
ψει πού βρισκόταν. Θό εΙχαν όκολο υ θ ή σε ι τό χωρίς όνα­
βότη δλογό του γιό λίγο, όλλό έπειτα θό εΙχαν καταλόβει
τό κόλπο καί θό εΙχαν γυρίσει πίσω ψόχνοντας γιό τό
μέρος όπό δπου εΙχε πηδήξει όπό τό δλογο. Θό πρέπε ι
νό τό εΤχαν βρεί σχετι κό ε ύ κολα, όλλό θό δίσταζαν νό
προχωρήσουν γρήγορα μέσα στό φαρόγγι δπου θό μπο­
ρούσε νό τούς εΙχε στήσει παγίδα καί νό τούς περlμενε.
ΕΙχε χόσει όπό πολλή ώρα κόθε αrσθηση τού χρόνου.
ΕΤχε πέσει καΙ εΤχε σηκωθεί πολλές φορές, όλλό συνέχι­
ζε νό σέρνεται γιατί α ύτό εΤχε γlνει πιό μιό μ ηχανι κή δια­
δ ι κασlα.
- Κρίς . . . Κρlς, γιό δνομα τού Θεού, περlμενέ �ε l
μουρμούρισε .
Π ό σες φορές εΤχε πεί μέχρι τότε α ύτό τ ό λόγια;
Ή Κρlς έπρεπε νό βρίσκεται έ κεί. Ή ταν ζήτη μα ζωης
ι'\ θανότου γιό τόν κηλοκ αύτό τώρα.
"Ηξερε δτι ΟΙ δντρες της φρηντομ ήταν κόπου πίσω
του καΙ εΤχε διαπι στώσει δτι ήταν σκληροl δντρες καΙ
όποφα σισμένοι νό τόν σκοτώσουν.
"Ε κανε μερικό όκόμα βή ματα κι έπειτα παραπότη σε
καΙ έπεσε λαχανιασμένος. Συνέχισε, ΜάτΙ 'Ά ν σέ βρούν
θά σέ σκοτώσουν! Συνέχισε!
Π όνω στήν δμμο εΤδε rχνη όπό όπετόλωτα δλογα,

161
όπό δγρια δλογα. Πώς μπορεί νό εΤχαν όνέβει σ' έκείνο
έ κεί τό μέρος; Θό πρέπει νό ίιπη ρχε κάποιο πιό ε Ο κολο
μονοπότι πού δέν τό εΤχε δεί. Άλλό γιά ποιόν λόγο εΤχαν
όνέβει έ κεί πάνω;
Συνέχισε τόν δρόμο του χρησι μοποιώντας τό δπλο
του σάν μπαστούνι, πέφτοντας κόθε τόσο, Σύρθηκε πά­
νω όπό μερι κούς βράχου ς καί κοιτόζοντας μπροστά του
εΤδε τή σχισμή στό κάθετο τοίχωμα της Μ έ σα Ν όου
Μόνς στή βάση της όποίας πρέπε ι νό τόν περίμενε ή
ΚρΙς. Ή σχι σμή στό πάνω μέ ρος της φαινόταν στενή καί
εlχε ϋ ψος πόνω όπό έ κατόν πενήντα μέτρα. Σέ �να δλλο
όμ μώδες σημείο εΙδε ξανά Τχνη άπετάλωτων όλόγων,
Θά tπρεπε νό ίιπάρχει νερό έκεί πάνω, α ύτό ηταν. Θά
tπρεπε νό ίιπάρχε ι νερό γι' α ύτό εΙχαν άνέβει τά δλογα.
Παραπότησε καΙ tπε σε ξανά καΙ καθώς προσπάθησε
νά όνασηκωθεί εΙδε αΙμα στήν δ μμο. Ιό τραϋμα του,
πού εlχε σταματήσει νό αΙμορραγεί γιά λΙγη ώρα, εlχε
όνοlξε ι ξανά.
Π Ισω του δκου σε πέτρες νά κατρακυλάνε καΙ γύρισε
καί κοlταξε πανι κόβλητος. Κάτι ... κάποιος έρχόταν.

1 62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕ ΚΑΤΟ ΤΡ ΙΤΟ
Ή ά μ μος έτριξε κότω όπό μία μπότα καί ή Κρίς ξύπνη­
σε. Δίπλα της κόποιος γέλασε.
- Δέν τό βρίσκετε λίγο παρόξενο; Ή κυ ρία δέν μός
έφερε καμ ία όντίσταση. Τό 'χει στρώσει στόν ϋπνο το ύ
καλού καιρού.
- Μόλιστα, φίλε μου, πολύ ώραία γυναίκα ! Ό Ν ήρ­
λαντ εlπε δTl δταν τελειώσει μαζί της θό τή δώσει σέ
μός. Π ολύ εύγενι κό α ύτό έκ μέρους του . Ε ύτυχώς, δέν
εlναι καμία κοκαλιόρα ... θό όντέξε ι πολύ.
Ή Κρίς έμε ινε έντελώς όκίνητη, όκου μπι σμένη στόν
κορμό τού κέδρο υ . Εlχε όποτύχε ι . Δέν άξιζε τίποτα . Στήν
όρχή ηταν τόσο προσεχτική καί προσπαθούσε νό τό κό­
νει δλα σω στό. ΕΤχε βρεί έκείνο τό μέρος πού της εΤχε
πεί ό Μότ, εΤχε φτό σει χωρίς καθ υ στέρηση καί στό τέ­
λος . . . στό τέλος τήν εΤχε πόρει ό ϋπνος.
Τό τουφέκι δέν ηταν δίπλα της . . . της τό εΤχαν πόρει.
-Αν καί εΤχε όκούσει μόνο δύο φωνές, ι'\ξερε δTl ΟΙ άν­
τρες ηταν τρείς. τι μπορού σε νό κόνει μόνη της ένόντια
σέ τρείς άντρες;
-Ακουσε βή ματα κι έπε ιτα τή φωνή τού -Οσκαρ Ν ήρ­
λαντ:

6. ΤΟ πιuχνld. rού θανdrο.' 1 63


- Ό λεγόμενος δέν εΤναι πο υθενό έδώ γύρω. Θό εΤ­
ναι νεκρός γιατί όλλιώς θό ήταν έδώ.
- Αύτή δμως εΤναι μιό χαρό.
Ό Ν ή ρλαντ τήν κοίταξε καΙ τή σκούντησε μέ τήν μπό­
τα του .
- Σήκω. Δέν ώφελεί σ έ τίποτα ν ό κόνε ις τόν ψόφ ιο
κοριό.
'Η ΚριστΙνα σηκώ θ η κε όργό . Δέν έφερε καμία όντΙρ­
ρηση ούτε ζήτησε νό τήν όφήσουν " συχη . ΚοΙταξε όπό
τόν Ιναν στόν δλλον, μέ τό μυαλό της γεμάτο σκέψεις.
ΟΙ τρείς δντρες τήν κοιτο ύ σαν χα μογελώντας σαδ ι στικό.
Ή Κρι στίνα �ξερε δτι ή θέση της ήταν δύ σκολη, άλλό
τό μυαλό της δούλε υε καθαρό. Αύτό πού ε1χε μ εγαλύτε­
ρη σημασΙα ήταν νό όποσπό σει τή σκέψη τους όπό τόν
πιθανό έρχομό τού Μ ότ καΙ νό τραβήξει τήν προσοχή
τους μακριό όπό τό φαρόγγι όπό τό όποίο θό έρχόταν,
δν βέβαια τό κατάφερνε.
- Πού εΤναι αύτός; ρώτησε ό Ν ήρλαντ όδ ιόφορα .
- Τόν σκότωσαν έ κείνο ι όπό τή φρηντομ. Κατέβηκε
νό τούς όντι μετωπΙσει καΙ δύο όπ' α ύτούς εΤχαν σταθεί
στό πλάι καΙ τού έριξαν ένώ σ υ ζητούσε μέ τόν όρχηγό
τους. Ν ο μ ίζω δτι τόν Ιναν όπό τούς δυό τόν σκότωσα.
- Τόν σκότω σες; εΤπε ό γεροδεμένος μ ε σόκοπος άν­
τρας έ κπληκτος. Π ώς;
- Μ ' α ύτό έδώ, εΤπε ή Κρι στΙνα καΙ έδε ιξε τό τουφέ­
κι της. -Εριξα καΙ στόν δεύτερο, όλλό μού φαίνεται δτι
χτύπησα μόνο τό δλογό του .
- Καλά θ ό κάνουμε ν ά τ ή ν προσέχο υ μ ε τήν κ υ ρ ία,
Ν ή ρλαντ, εΤπε ό μεσόκοπος δντρας. Φ α Ινε τα ι έπι κ ίνδυ­
νη.
- Θό τήν προσέχω, μήν όνη συχείς.

1 64
Ό Ν ήρλαντ � Kανε μερικό βή ματα κοιτόζοντας γύρω
του τό κοίλωμα, τό δέντρα καί τούς θόμνους. Στό πίσω
μέρος τού κοιλώματος δπου �πεφταν τό νερό τής βρο­
χής ύπή ρχαν μ ι κρό δέντρα, πυ κνο! θόμνοι καί πλού σια
βλόστηση.
- "Αν εΊναι νεκρός τότε γιατί ήρθες έδώ; ρώτησε ό
Ν ήρλαντ τήν Κριστίνα πλη σιόζοντός την.
- ΓιατΙ θέλω νό τόν βρώ καί νό τόν θόψω, εΤπε μ έ
όπόλυτη φ υ σ ι κότητα ή Κρι στίνα. μΟταν φύγουν α ύτο!
έκεί πέρα θό πόω νό τόν βρώ καί θό τόν θόψω. Δέν
πρόκειται νό τόν όφήσω νό τόν φάνε τό καγιότ καί ΟΙ γύ­
πες.
- Μπορεί νό εΤναι νεκρός, όλλό μπορεί καί νό μήν εΊ­
ναι, εΤπε ό Ν ήρλαντ. Θό περι μένουμε έδώ. Κι έσύ θό κό­
νεις τήν όναμονή μας ε ύχόριστη.
Ή Ν ή ρλαντ τήν κοΙταξε, όλλό τό μότια τής Κρι στίνας
ήταν καρφωμένα στήν όπέναντι πλαγιό τής κοιλόδας . Η .

περιοχή έκεί ήταν γυ μνή καΙ ξαφνι κό εΤδε νό κόνει τήν


έμφόνισή του τό δγριο κοπόδι τών όλόγων.
Ή καρδιό της δ ρχισε νό χτυπόει δυνατό. Τό δγρια δ­
λογα ! Ό όέρας ήταν όπό πίσω του ς κι δν δέν τό τρόμαζε
τΙποτα δλλο ήταν σίγουρο δτι θό περνού σαν όπό έκείνο
τό κοίλωμα δπου ι'\ξεραν δτι ύπηρχε νερό.
ΚαΙ τί θό γινόταν τότε, δταν �βρισKαν τόν μ ι κρό έκεί­
νο χώρο κατειλημ μένο; Θό γύριζαν καΙ θό tφευγαν, θό
δρχιζαν νό στριφογυρίζουν πανι κόβλητα ι'\ θό όρμού σαν
μέσα στό κοίλωμα της κόθετης πλαγιάς νό πιούν νερό;
- Πεινόω, θέλω νό έτοι μόσω κότι νό φόω, εΊπε ή
Κριστίνα στόν Ν ήρλαντ. "Εχεις όντίρρηση;
- Καμ ία.
π ηγε στό μ ουλό ρ ια κι δρχισε νό παίρνει δ,ΤΙ χρειαζό-

1 65
ταν. -Ε κανε δσο πιό άργά μπορού σε άναλογιζόμενη πό­
ση ώρα θά lKavav τά δλογα νά φτάσουν στό κοίλω μα.
Π ήγαιναν τακτικά σ' κείνο τό μέρος, τό Ι'\ξερε α ύτό ι'ι
Κριστίνα. ΕΤχε δεί τά Τχνη του ς, άλλά της τό είχε πεί καί ό
Μ άτ.
ΟΙ δντρες πού κυνηγού σαν τόν Μάτ πρέπε ι νά ηταν
κάπου έκεί κάτω, σκέφτηκε. Κι α ύτό κανονικά lΠΡεπε νά
κάνε ι τά ζώα νά κατε υ θ υνθούν πρός τά δώ , πρός τό κοί­
λω μα.
-Αφησε τά τρόφιμα κ άτω καί πηγε νά μαζέψει ξύλα.
Κανένας τους δέν προσφέρθ η κε νά τή βοη θ ή σει καί 1'\­
ξερε δτι τούς δρεσε νά τήν παρακολου θούν. Κάτι εΤχαν
στό μ υαλό της, όλλά κάτι είχε κι α ύ τή στό δ ι κό τη. Στή
θήκη της σέλας ένός μουλαριού ύπηρχε �να μ αχα ί ρ ι .
Γύρισε μέ τά ξύλα, τά δφησε κάτω καΙ πηγε ξανά στά
μουλάρια καθ υ στερώντας δσο μπορούσε νά όνάψει φω­
τιά. -Ε βαλε τό χέρι της στή θήκη το ύ μουλαριού καί δγγι­
ξε τή λαβή τού μαχαιριού. Τό δλογό της ηταν όκριβώc; δl­
πλα της.
·Ακριβώς έκείνη τή στιγμή όκού στηκε μία δγρ ια
κραυγή όπό κάτω όπό τό φαράγγι καΙ ό μ έσως μετά δ­
γριο ποδοβολητό όλόγων. Ή Κρ ι στίνα γύρισε γρήγορα
μέ τό μαχαίρι στό χέρι της.
ΕΤδε τό σύννεφο της σκόνης κι �πε ιτα. ώ θ ο ύ μ ενη όπό
μΙα ξαφνική �μπνευση, ό ρπά χτη κε όπό τό ν λα ι μό το ύ
όλόγου της κα Ι βρέ θ η κε πάνω στή σέλα το υ .
-Ακου σε τόν Ν ή ρλαντ νά τ ή φωνάζε ι όπό πίσω της κι
έκεΙνη τή στιγ μ ή τά δγρια δλογα δρμησαν μέσα στό KOI­
λω μ α Ό Ν ήρλαντ γύρισε καΙ πήδησε πρός τά πίσω, πα­
.

ραπάτησε καΙ lπεσε όνάμεσα στούς βράχους.


· 0 Μ ούλι εΤχε προλάβει καΙ εΤχε χω θεί όνόμε σα

1 88
στούς κέδρους, όλλό ό δλλος, ό Μπόμπ δέν πρόλαβε νό
όντιδρόσει καί βρέθ η κε μπροστό στό δγρια δλογα .
-Απλωσε τό χέρι του πανι κόβλητος νό πιόσει τό δπλο
του, όλλό �να δλλο δπλο βρυχήθηκε όπό κόπου κοντό
καί ό Μπόμπ έπεσε όνόμεσα στό πόδια τών δγριων όλό­
γων.
Τ6 δλογο της Κρίς βρέ θ η κε όνόμεσα στό δγρια ζώα
καί παρασύρθηκε μαζί τους. Τό δγρια δλογα μέ τό νεαρό
χρυ σαφί πουλόρι πρώτο δρμησαν πρ6ς τούς κέδρους
μπροστό στό κόθ ετο τοίχωμα τού όροπέδιου έπε ιτα έ­
στριψαν πίσω όπό �ναν τεράστιο βρόχο καί δ ρχι σαν νό
όνεβαίνουν τρέχοντας �να όνηφορικό, στενό μονοπότι .
Τό δλογο τ η ς Κρίς τ ό ό κολούθησε κ α ί χώθηκε έλα­
φρό τρομαγμένο όνόμεσα στούς κέδρους μαζί μέ τό δλ­
λα. Ή Κρίς μόλις πού πρόλαβε νό σκύψει καί νό όποφύ­
γει μερικό χαμηλό κλαδιό καί ξαφνι κό μέ μερικό τελε υ­
ταία όγωνιώδη, κόθετα βήματα τό δλογό της βρέ θ η κε
στήν κορυφή της Μ έ σα Ν 60υ Μόνς.
Ή Κρίς έπιασε πιό σφιχτό τό χαλινόρια καί γύρισε τό
δλογό της.
Ό Μότ ήταν έκεί, μπροστό της, καβόλα στό δλογό
του.
Ή Κρίς πήδηξε όμέσως όπό τή σέλα της καΙ έτρεξε
κοντό του κι έκείνος έπεσε σχεδόν όπό τό δλογό του καί
βρέθηκε στήν όγκαλιό της. Τό που κό μ ι σό του ήταν γε­
μότο αΤματα καί τό πρόσωπό του ήταν κατόχλω μο.
- Πόρε τό δπλο καί σταμότησέ τους, κατόφερε νό
ψελλίσει.
Ό Μότ κρατήθ η κε όπό τό δλογό του καί .., Κρίς πή ρε
τήν καραμπίνα όπό τό χέρια του καΙ έτρεξε στήν κορυφή
ταύ στενού, όπότομου μονοπατιού. Δέν εΤδε νό έρχεται

167
κανένας, όλλά έριξε μ ι ά προειδοποιητική βολή νά τούς
δώσει νά καταλόβουν τί τούς περίμενε δν έπιχειρούσαν
νά όνέβουν.
'Ο Μ άτ πηγε κοντά της, ρίχτηκε στό �να του γόνατο
μέ τό δλλο του πόδι τεντωμένο κι έπειτα τραβήχτηκε
κοντά σέ μερικούς βράχους.
Τά δγρια δλογα εΙχαν σκορπίσε ι κότω όπό τά δέντρα.
Ή κορυφή τού όροπέδιου ηταν καλ υ μ μένη όπό κέδρους,
πε ύ κα καΙ δλλα δέντρα πού ι'ι Κρίς δέν "'ξερε τό όνομά
τους. Σέ πολλά σημεία ύπήρχε χορτάρι καί όπό τά Τχνη
φαινόταν δτι τό δλογα όνέβα ιναν έ κεί πάνω τακτικό.
Ή ΚρΙς έδωσε τό δπλο στόν Μότ καΙ πλη σlασε τά
μουλόρια πού εΙχαν παρασυρθεί κι αύτά όπό τά δγρια δ­
λογα καί τά εΙχαν ό κολο υ θ ή σει στό όπότομο μονοπάτι
μ έχρι τήν κορυφή.
Σέ λίγο ι'ι ΚρΙς εΤχε όνάψει φωτιό χρησι μοποιώντας
στήν όρχή ξε ρό χορτάρι, φλοιούς δέντρων καΙ λεπτά
κλαριά. uOTav ι'ι φω.τιά δναψε γιά τά καλό έβαλε νερό νά
βράσει κι έπειτα ξεκού μπωσε καΙ έ βγαλε τό που κάμ ισο
τού Μ άτ.
Τό τραύμα στό στή θος του εΤχε μολυνθεί καί εΙχε
όπαΙσια όψη, όλλά ι'ι Κρίς τό έπλυνε προσεχτικό μέ ζε­
στό νερό. Τό τρα ύμα στόν γοφό του ήταν λιγότερο σο­
βαρό δν καΙ φαινόταν πολύ βαθ ύ . ' Ολόκληρος ό μηρός
καί τό πόδ ι ηταν μελανιασμένα όπό τό βαρύ πέσ ι μο όπό
τό δλογο. Ή Κρίς δρχισε νά πλένει τό τραύμα στόν γοφό
του, όλλά ό Μ άτ τή σταμάτησε.
- Βλέπεις έ κείνο τό φυτό; της εΙπε. ' Ε κείνο μέ τό κι­
τρινωπά λουλούδια; Κόψε μερικά φύλλα καΙ βρόστα .

- Τί φυτό εΙναι αύτό;


- ΔΕ.ν ξέρω πώς τό λένε, όλλά φυτρώνει παντού σ'

1 68
α ύτές έδώ τΙς περιοχές. ΟΙ Ν α βάχος ξεπλένουν τά τραύ­
ματα μ ' α ύτό καΙ φαΙνεται δτι εΤναι πολύ όποτελεσματι­
κό.
Ή ΚρΙς έ κανε α ύτό πού της εΤπε ό Μ άτ κι έπε ιτα τόν
κοlταξε καθώς δλη ι'ι φύση γύρω πηρε μΙα κοκκινωπή
όπόχρωση όπό τόν "λιο πού έδυε.
- τι θά κάνου με; τόν ρώτησε.
- Θά διατηρήσουμε τή φωτιά όναμ μένη καί έπειτα
θά όποτραβηχτούμε λΙγο μακριά της. Θά πά με έκεί πέρα,
πίσω όπό κείνο τό πεύκο πού προσφέρε ι κάλυψη καΙ κα­
λό πεδΙο βολής. "Αφησέ με νά κοι μ η θώ μέχρι νά όρχΙσει
ι'ι φασαρΙα. "Επειτα ξύπνησέ μ ε νά φυλόξω έγώ σκοπιά,
όλλά πρέπει νά φροντlσουμε νά καΙει ι'ι φωτιά σ υνέχεια.
Κανένας δέν μπορεί νά όνε βεί στήν κορυφή δσο θά
καίει ι'ι φωτιά γιατl θά φανεί ό μέσως.
"Εμειναν γιά λΙγο σιωπηλοl Kar ι'ι ΚρΙς τού πήρε τό χέ­
ρι καΙ τού τό έσφιξε.
- Χρωστάω τή ζωή μου στόν γερο - Μ πάκ, εΤπε ό
Μ άτ ξαφνικά. Β ρ ή κε τό δγριο κοπάδι καί τό όκολούθησε
γιά νά έχει συντροφιά. Μ πορεί καΙ νά κατάλαβε δτι
ύπήρχε κόποιος λόγος πού τά εΤχαμ ε πλησιάσει κι δλλες
φορές. "Η μουν . . . δέν μπορού σα νά κάνω ούτε lva βήμα
δταν μέ βρήκε. "Ε πρεπε νά τόν δείς τΙ χαρά έ κανε δταν
μέ εlδε. Κατάφερα μέ τό ζόρι νά όνέβω στή σέλα.
- Θά προσπαθήσουν νά όνέβουν έδώ πάνω λές,
Μ άτ;
- ΚρΙς. έσύ πρόσεχε τό μονοπάτι κι έγώ θά . . .

Ή φωνή του έσβησε καΙ τόν πήρε ό ϋπνος.


Ό "λιος εΤχε δύσει. Πάνω ατήν κορυφή τού όροπέ­
διου δλα η ταν �συxα. Ή ΚρΙς πήγε ατά μουλόρια καί τά
ξεφόρτωσε κι έ κείνα τήν κοΙταξαν μέ εύγνωμοσύνη καΙ

169
κ υλΙστη καν στό χορτόρι. Π ροσέχοντας συνέχεια τήν κο­
ρυφή τού μονοπατιού, ιΊ Κρίς πηγε καί ξεσέλωσε τό δλο­
γα καΙ τό �δεσε κοντό στό χορτόρι. -Επε ιτα κο υ βόλησε
μερικές όγκαλιές ξύλα καί τό δφησε κοντό στή φωτιό.
Τριγύ ρω ύπη ρχαν πολλό δέντρα χτυπη μ ένα όπό τούς
κερα υνούς καΙ ιΊ Κρίς δέν δυσκολεύτ η κε νό βρεί πολλό
σπασμένα, ξερό κλαδιό.
Τό δλογο μ έ τό τρία δ σπρα πόδια καί τίς δσπρες βού ­
λες στό πλε υρό πού εΤχε τραβήξε ι τήν προσοχή τού Γκέι
Κούλι δέν �δειxνε καμ ία διόθεση νό φύγει όπό κοντό
τους, ένώ όλα τό ύπόλοιπα εΤχαν όπομα κρυνθεί.
Ή Κρίς �λεγξε καί γέ μ ι σε τό όπλο καί τό πι στόλι τού
Μότ. "Ενιωθε μέσα της tva μ ι κρό φόβο, όλλό καταλό­
βαινε ότι έκεί πού βρίσκονταν δέν δ ιέτρεχαν σοβαρό
κίνδυνο, δν καί ό Μότ ήταν πληγωμ ένος.
Ό ού ρανός πηρε tva σκο ύ ρο μπλέ χρώμα καί έμφα­
νίστη καν τό πρώτα όστέρια. Ή δροσιό της νύχτας στήν
όρχή ηταν ε ύχό ρ ι στη όλλό όργότερα ιΊ Κ ρ Ις πηρε μία
κουβέρτα καί πηγε καΙ σκέπα σε τόν Μότ όπαλό.
Ή Τδια �νιωθε όνήσυχη καί δέν μπορού σε νό καθίσει
σ' tva μέρος. π ηγε στήν δκρη τού μονοπατιού. �στησε
τό α ύτί της κι �πειτα κοίταξε κότω. Στή βό ση της κόθε­
της πλαγιάς, στό κοίλω μα μέ τό νερό καί τούς κέδρους
όπου τήν εΙχαν πιόσει νό κοι μάται, �Kαιγε μ ία φωτιό.
Τό μότια της γύ ρ ι σαν πρός τό νότια, πρός τήν πλαγιό
όπου εΙχαν μείνει τόσες μέρες καί όπου εΙχαν δημιουρ­
γήσει tva κηπο μέ τόσες έλπίδες.
Θό �ρxoνταν τό βρόδυ, ιΊ Κρίς ηταν σίγουρη δτι θό
�ρxoνταν. Άλλό δταν θό �ρxoνταν έκείνη θό ήταν tτoι­
μη καί θό τούς πε ρίμενε.

1 70
Κ ΕΦΑΛΑ ΙΟ ΔΕ ΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ό Ν ήλ γύρισε στή Φρήντομ μέ τόν Σόρτ δεμένο στή
σέλα τού όλόγου του .
Κόποιος κότι φώναξε κ ι όμέσως βγή καν δνθρωποι
στόν δρόμο. ' 0 Σόμ, σκουπΙζοντας τό χέρια στήν ποδιό
του, βγήκε όπό τό σαλούν πΙσω όπό τόν Χόρντιν καΙ τόν
Τζών Γου έαρ. 'Αμέσως ξοπΙσω τους έ μφανΙστη κε καΙ ό
Τόπλιντζερ μέ τόν Τζώρτζ Μπένσον.
- ΕΊνα ι ό Σόρτ, εΊπε ό Ν ήλ σταματώντας μπροστό
στό σαλούν. ΕΊναι νε κρός καΙ φερθήκαμε δνανδρα . -Αν
δέν τούς σταματήσουμε θό δολοφονή σουν καΙ τόν Κή­
λοκ καΙ τή γυναΙκα του .
- Τ ή γυναΙκα του ;
- ΝαΙ, τ ή ν �xε ι μαζΙ του . Κ α Ι τ ή ν πραγματι κότητα ή -
ταν α ύτή πού σκότωσε τόν Σόρτ. Ό Κήλοκ μ ιλού σε μέ
τόν Τσέσνι κι ένώ φαινόταν δτι θό τό �βρισKαν μ εταξύ
τους, ό Σόρτ καί ό Μ α κόλπιν δρχι σαν νό ρΙχνουν έναν­
τΙον τού Κήλοκ.
- Τόν σκότωσαν;
- -Επεσε όπό τό δλογό του, όλλό πρέπει νό εΙναι
όκόμα ζωντανός. " Ομως δν δέ πάμε μερικοΙ όπό μάς νό

1 71
τούς σταματήσου με θό τόν σκοτώ σουν. Κι δν σκοτώ­
σουν α ύτόν θό όναγκαστοίιν νά σκοτώσουν καΙ τή γυ­
ναlκα.
·0 Ν ήλ εlδε τόν ΤάπλΙVΤζερ καΙ ό θ υ μός του ξεχεΙλισε.
- Κι έ κείνος ό καταρα μένος ό σερΙφης πού προσλά­
βατε εlναι έ κεί πάνω μέ τά δύο δλλα τά καθάρματα, τοίι
εlπε.
Τό πρόσωπο τοίι ΤάπλΙVΤζερ κοκκlνι σε καΙ κάτι πήγε
νά πεΙ όλλά ό Ν ήλ τόν πρόλαβε:
- Δέν εΤχατε κανένα δ ι καΙωμα νά προσλάβετε έ κεί­
νον τόν δολοφόνο καΙ νά τόν έξουσιοδοτή σετε νά σκο­
τώσει τόν Κ Ι; λοκ καΙ τή γυναlκα του .
- Γ ι ά δκου έ δ ώ ν ά σ ο ίι πώ, διαμαρτυρήθηκε ό Τό­
πλΙVΤζερ. Έγώ δέν . . .
· 0 Ν ήλ τόν όγνόησε κ α Ι γύρι σε στόν XάΡVΤιν.
- XάΡVΤιν, Ιλα μαζΙ μου νά πάμε νά τούς σταματή­
σου με, τοίι εΙπε. "Αν σκοτώσουν αύτούς τούς δύο θά
vτρoπιαστεί γιά πάvτα � πόλη μας. Θά τό Ιχο υ μ ε δλοι
κρΙμα στόν λαι μό μας .

- Γιά πέστε μου κι έ μένα τΙ ό κρι βώς Ιγινε, εΤπε ό


Γουέαρ. "Ελειπα καΙ δέν Ιχω όκούσει λεπτομέρειες.
Ό Ν ήλ ξεκαβάλησε καΙ μπήκε μ έ σα στό σαλούν καΙ
ξοπlσω του τόν όκολούθησαν ό XάΡVΤιν καΙ ό Γοuέαρ.
Έ κεί έξήγησε στόν Γοuέαρ μέ σuvτoμlα πώς εΤχε ι'ι δλη
κατάσταση.
- Μ έχρι νά γuρΙσουμε έκεί πίσω ξανά Τσως βέβαια
εlναι άργά άλλά δέν μποροίι σα νά κάνω τΙποτα μόνος
,

μου έκτός Τσως όπό τό νά σκοτώσω τόν Μακάλπιν ι'\ τόν


ΚΙμελ rι τόν ΤσέOVΙ, συ μπλήρωσε ό Ν ήλ.
Ό XάΡVΤιν κοlταξε τόν Ν ήλ προσεχτι κά, σκεφτικός.
- "Αλλαξες, Ν ήλ, τοίι εΤπε. Αύτή � l στορlα σέ Ιχει όλ-

1 72
λόξει.
_ Wl σως. Καί rσως γι' αυτό δέν τούς όκολούθησα. Κι
ένώ έφερνα τόν Σόρτ έδώ εΤχα τόν χρόνο νό σκεφτώ
καλό τήν ύπόθεση. Π ρέπει νό πάμε έ κεί νό τούς έμποδί­
σου μ ε νό κόνουν α υτό τό έγκλημα.
- Π ι στεύουν ό κόμα δτι ό κηλοκ δολοφόνησε τόν
Τζόνι Γου έ μπ πισώπλατα;
- -Οχι, κι α υτό εΤναι τό χειρότερο. Ξέρουν δτι δέν τόν
δολοφόνησε πι σώπλατα, όλλό έξακολουθούν νό θέλουν
νό σκοτώσουν τόν κηλοκ. -Ι σώς έπειδή φοβούντα ι τί
μπορεί νό σ υ μβεί δν δέν τόν σκοτώσουν.
- Κ ι α υτός ό Ν ή ρλαντ τί ρόλο παίζε ι ; ρώτησε ό
Γουέαρ.
- Σκοτεινός δνθρωπος, εΤπε ό Ν ήλ. τι λογαριασμούς
εΤχε μ έ τόν κηλοκ δέν ξέρει κανένας, όλλό α ύτό πού νο­
μΙζω έγώ εΤναι δτι ι'\θελε μ ία νομ ι κ ή κόλυψη νό πόε ι νό
τόν βρεί καΙ νό τόν σ κοτώσει. -Εχει σίγουρα τόν δ ι κό
του σ κοπό καί εΤναι πολύ έπι κίνδυνος.
- Καί ή γυναίκα τού κηλοκ;
- Ό Σκίν ό πό τήν Τιού μπα μ ο ύ εΙπε δτι πρόκε ιται γιό
μιό πραγματικ ή κυ ρία. θέλαμε νό τήν πόρουμε όπό κείνα
τό μέρη καί νό τήν φέρουμε έδώ, όλλό δέν τή βρήκαμε
πουθενό.
- Έντόξει, θό πάμε έ κεί καί θό τούς σταματή σου με,
εΊπε ό Χόρντιν όποφα σ ι στ ι κό, καΙ ό Γουέαρ συμφώνησε
μαζί του . -Εχεις δίκιο, Ν ήλ. Δέν πρέπει νό τούς όφή σου­
μ ε νό κόνουν α υτό τό έγκλημα.
Έννιό δντρες ξεκίνησαν όπό τή φρηντομ, έννιό δν­
τρες όποφοσισμένοι νό φτόσουν στήν περιοχή τού δρό­
ματος προτού ή πόλη τους στιγματιστεί μέ τόν φόνο δύο
όθώων. Ξεκίνησαν τό όπόγευ μα καί δλλαξaν δλογα δύο

1 73
φορές μέχρι νά φτάσουν στήν Τιούμπα.
Ό Ν ήλ ήταν σίγου ρος δτι οΙ άντρες της φρηντομ θά
τόν όκολουθού σαν καί εΤχε φροντίσε ι νά τούς πε ριμέ­
νουν στήν Τιού μπα ξε κού ραστα άλογα, όλλά άν καί κό­
λυmαν τά μ ίλια γρήγορα, μέσα του κυριαρχού σε ι'ι ΟΟαι ­
σιόδοξη σκέψη δτι δέν θά προλό βαιναν.
Άλλά τού �διναν έλπίδες οΙ Ι κανότητες καί τό θάρρος
τού κηλοκ καί της γυναίκας του πού ή ταν δ ύ ο άνθρωποι
πού δέν τούς εΤχε γνωρίσει ποτέ.
*

ΕΙχαν πε ρά σει παραπάνω όπό δύο ώρες, όλλό ι'ι Κ ρίς


δέν ξύπνησε τόν Μάτ. Ήταν ι'ι πρώτη φορά πού ξεκο υ­
ραζόταν όπό τή στιγμή πού εΤχε τρα υ ματι στεί. Δέν τόν
ξύπνησε ούτε δταν τού �πλυνε τό τρα ύ μα του ξανά καΙ
τού άλλαξε έπίδε σμο. Ό Μάτ κάτι μουρμούρισε μέ σα
στόν ϋπνο το υ, όλλό δέν άνοιξε τά μάτια του .
"Ε βαλε δύο φορές ξύλα στή φωτιά πλη σιάζοντάς την
μέ προσοχή καί πηγε μέχρι τήν άκρη της όπότομης πλα­
γιάς στήνοντας τό α ύτί της, όλλό δέν δ κουσε τίποτα.
ΟΙ ώρες περνο ύ σαν όργά κα ί ι'ι κο ύρασή της γινόταν
πιό �ντoνη. Ήταν ΠΕρασμένα μεσάνυχτα πιό δταν συνΕΙ­
δητοποίησΕ δτι δέν μπορο ύ σε νά όντέξει άλλο. "Αν τήν
�παι ρνε ό ϋπνος ξανά, α ύτό θά σήμαινε τό τέλος καί τών
δυό τους - θά τούς σκότωναν καί τούς δυό στόν ϋπνο.
Πλη σίασε τόν Μ άτ καΙ τόν άγγιξε στόν ώμο.
- Μάτ ! Μ άτ, ξύπνα Ι
Άναδε ύτηκε κάτω όπό τό χέρι της καΙ τά μάτια του 15-
νοιξαν διάπλατα. 'Όταν όνακά θ ι σε, ι'ι ΚρΙς πήγε στή φω­
τιά καΙ γέμ ι σε �να φλιτζάνι καφέ. Τού πηγε τόν καφέ καί
καθώς τόν κοlταξε σοκαρlστηκε όπό τήν κουρασμένη

1 74
καί όδύνα μ η όψη του . ' Ο Μότ δμως ι'jπιε τόν καφέ καί
σηκώθ η κε όρθιος μόνος του .
Μ ιό πν ο ή όνέ μου σκόρπι σε σπίθες όπό τ ή φωτιό καί
όπό κόπου μακριό όκούστη κε τό μουγκ ρ ητού τών κε­
ραυνών. ' Ο Μ ότ σή κωσε τό κεφόλι του όνήσυχος καί
κοίταξε τόν ού ρανό . ' Ογκώδη μαύ ρα σύννεφα εΤχαν
κρύψει τό όστέρια. Στήν όπέναντι βουνοκορφή μιό
όστραπή φώτι σε τό λιγοστό, όνε μοδαρμένα πε ύ κα.
- Π ρέπε ι νό μαζέψου μ ε τό ζώα καί νά φύγου με, εΙπε
ό Μάτ καθώς μ ε ρ ι κές χοντρές σταγόνες βροχής έπεσαν
γύρω τους. Ή βροχή θό σβήσει τή φωτιό δ,ΤΙ κι δν κά­
νου μ ε .
Κουτσαίνοντας πήγε κοντό στ ό δλογό του, πη ρε τ ή
σέλα όπό κότω κ α Ι τ ή ν έριξε πάνω στ ή ν πλότη τού
ζώου . "Ε σφιξε γρήγορα τό λου ρ ιό κι έπε ιτα σέλωσε καΙ
τό δλογο τής ΚρΙς. Ή ΚρΙς έφερε τά μουλόρια κοντό καί
τό φόρτωσαν μαζΙ.
' Ο Μότ έριξε κόμποσα ξύλα στή φωτιό κι έπε ιτα κα­
βόλησε τό δ,λογό του καί ξε κίνησαν βόρεια πάνω στήν
έπίπεδη κορυφή τού όροπέδιου.
- Π ΡΟ Γού όνέβω έδώ πόνω εΙδα μία όνώμαλη πε­
ριοχή περίπου ένα μ ίλι βόρεια όπό δώ, εΙπε ό Μάτ στήν
Κριστίνα. "Ι σως ύπόρχε ι κάποιο μέρος έκεί νό προφυ­
λαχτού μ ε . Τουλόχι στον έ κεί κότω θό κινδυνεύουμε λι­
γότερο νό μάς χτυπήσει κανένας κεραυνό ς.
Ή βροχή έπεφτε καταρρακτώδης τώρα, όλλό εΙχαν
καί ΟΙ δυό τους μ ο υ σα μόδες καΙ συνέχισαν τήν πορεία
τους μέσα στή νύχτα μέ τά μουλόρια δεμένα μέ ένα
σχοινί όπό πίσω τους.
Μ έ τό φώς τών ό στραπών βρηκαν ένα σ η μ είο δπου
τό πρόσωπο της πλαγιάς η ταν φαγωμ ένο όπό τά νερά

175
τής βροχής πού έπεφταν κότω κι όπό έκεί δρχι σαν νό
κατε βαlνουν μέ μ εγόλη προσοχή . ΕΤχαν κατέβει πε ρlπου
έξήντα μ έτρα όταν στό όριστερό τους εΤδαν ένα σημείο
όπου τό νερό τής βροχής καΙ ΟΙ δνε μοι εΤχαν δ η μ ι o uργ�­
σει μιό βαθιό σχι σμή στό πρόσωπο της πέτρινη ς. όπότο­
μης πλαγιας.
Ή βροχή σταμότησε καΙ μέσα στή σιγαλιό πού όl< ο ­
λού θησε έ βαλαν τό δλογα στή σχι σμή της πλαγια ς κ ι έ­
πειτα τό μουλόρια. Ξε σέλω σαν καΙ ξεφόρτω σαν τό ζώα
καΙ � Κρlς έστρωνε μερικές κου βέρτες νό ξαπλώσου ν ό-
ταν � βροχή δρχι σε ξανό. ,
Ό ού ρανός εΤχε ένα παρόξενο φώς καΙ ΟΙ κε ραυνοl
κυλιόντου σαν μουγκρlζοντας όπό τόν ένα ό ρlζοντα στόν
δλλο. ΣΙγου ροι ότι δέν θό τούς έβρι σκε κανένας μέσα σέ
μιό τέτοια καταιγΙδα. όγκαλιόστη καν γιό νό ζε σταθο ύ ν,
μέ τό μάτια του ς καρφωμένα έξω στήν δγρια νύχτα. Καί
όγκαλια σμ ένοι έτσι όποl<ο ι μ ή θ η καν.
*

Ό Τσέσνι. ό κ ίμελ καΙ ό Μακόλπιν έφτασαν στό κοΙ-


λωμα στή βόση της Μ έ σα Νόου Μ όνς νωρΙς τό πρω ί με­
τό τή βροχή. Π ερΙμεναν μ έχρι νό σταματήσει ό δΥΡ ιοι;
χεΙμαρρος πού εlχε σχη ματιστεί στήν κοίτη το ύ φα­
ραγγιού καΙ όταν τό νερό όποτραβήχτη καν στήν έρημο
καΙ στό πιό χαμηλό μέρη, Ο Ι τρείς δντρες εlχαν συνεχlσε ι
τήν πορεία τους.
Στό μότια τού Ν ή ρλαντ δέν φόνηκε καμία ε ύχαρίστη­
ση όταν εΤδε τούς τρείς δντρες της Φρηντομ νό πλ ησ ιό­
ζουν καΙ τό πρόσωπο τού Μούλι πηρε μ Ια μοχθηρή έκ­
φραση όταν εΤδε ότι μαζl μέ τούς τρείς δντρες �ταν καΙ ό
Γκέι Κούλι. '

1 76
- Σάς ξέφυγαν; ρώτησε ό Τσέσνι σχεδόν έλπίζοντας
μέσα του νό εΙχε γίνε ι πραγματικό κότι τέτοιο.
- 'Ανέβηκαν έ κεί πόνω, εΤπε ό Ν ή ρλαντ κουνώντας
τό κεφόλι τού πρός τήν κορυφή της Μ έ σα.
- Θέλεις νό πείς ότι εΤναι δυνατόν νό όνέβει κανείς
έ κεί πόνω; ρώτησε ό Γκέι Κούλι .
Τό μότια του tπεσαν στό πρόσωπο τού Μούλι γιό Μ­
γο κι tπε ιτα κοίταξε γύρω του προσεχτικό. Ήταν όδύνα­
τον νό καταλόβει κανείς τί σκεφτόταν.
- Αύτοί βρηκαν fvav τρόπο νό όνέβουν, εΊπε ό
Μούλι. 'Ακολούθησαν fva δγριο κοπόδι όλόγων καί
βρέθηκαν στήν κορυφή τού όροπεδίου.
- Έσύ όνέβηκες έ κεί πόνω;
- ΕΤχαν όνόψει μιό φωτιό όκριβώς στήν δκρη τού
γκρεμού καί δέν τολ μ ή σαμε νό όνεβΟ ύ με. Ή βροχή ό­
μως τήν tσβησε κι όπό τότε δέν δναψε ξανό κι αύτό ση­
μαίνει ότι txouv φύγει.
- ΕΤχα τήν έντύπωση ότι ι'\ σα σταν τρείς, διέκοψε
τόν διόλογο τού Κούλι καί τού Μούλι ό Κίμελ.
- Τόν Μ πόμπ Μ Ιτσελ τόν πυροβόλησε ό κηλοκ κι t­
πε ιτα πέρασαν όπό πόνω του όλα τό δγρια δλογα. Τόν
τραβήξαμε έ κεί πέρα.
- Έντόξει, εΤπε ό Τσέσνι. Πάμε τώρα νό τούς βρού­
με.
- 'Αναθέσατε αύτή τή δουλειό σέ μ ένα, εΤπε ό Ν ή ρ­
λαντ χωρΙς νό κινηθεί. Θό τήν κόνω έγώ.
- Βμαστε κι έ μ είς έδώ καί μπορούμε νό βοηθ ή σου­
με, εΊπε ό Τσέσνι.
- Δέν χρειόζομαι βοήθεια.
- Ύπόρχει μ Ια γυναίκα έκεί πόνω πού δέν txEI καμιό
σχέση μέ τόν θόνατο τού Τζόνι Γουέμπ, εΤπε ό Τσέσνι.

177
Θέλο υ μ ε νά τήν πάρο υ μ ε κάτω μαζί μας.
- Θά τή φροντίσω έγώ τή γυναίκα.
Γιά πρώτη φορά aτή ζωή του ό Τσέσνι Ινιωσε όβέ­
βα ιος γιά τόν έα υτό του . Ό Ν ή ρλαντ μπορεί νά ήταν έπι ­
κίνδυνος όνθρωπος, άλλά έκείνος δέν τόν φοβόταν. Αύ­
τό πού τόν ένοχλού σε ήταν δτι ό ίδιος ήταν tνα ς όπό
κείνους πού τόν εΤχαν δ ιορίσει σερίφη. Καί πού τού εΤ­
χαν δώσει έντολή νά κυνηγή σε ι τόν κηλοκ.
- Π ρέπε ι νά προστατέψου με τή γυναίκα. διαμαρτυ­
ρήθηκε ό Μπίλ Τσέσνι. Θά τήν κατεβά σο υ μ ε aτή φρην­
τομ καί θά τή βο η θ ή σο υ μ ε νά πάε ι δπου θέλε ι .
- ΕΤπα θ ά τ ή φροντίσω έγώ καί δέν θέλω τ ή βο ή­
θειά σας.
- Δέν πάει στόν διάβολο καί ι'ι γυναίκα. εΤπε ό Μ α­
κάλπιν έ κνευρισμένος. Αύτή σκότω σε τόν Σόρτ καί πα­
ραλίγο νά σκοτώσει κι έμένα .
- Θά 'ρθουμε μαζί σου, Ν ή ρλαντ, εΤπε ό Τσέσν ι . Θ έ­
λουμε νά βεβα ι ωθούμε δτι ι'ι γυναίκα δέν θά πάθει τίπο­
τα.
- Έγώ εΤμα ι ' ό έ κπρόσωπος τού νόμου έδώ. εΤπε ό
Ν ήρλαντ παγερά. "Αν έπέ μ βεις aτό έ ργο μου θό σέ συλ­
λάβω.
- Δέν νομίζω δτι θά μπορέσεις νό κάνεις κάτι τέ­
τοιο, εΤπε ό Κίμελ.
- Άπολύεσαι όπό σερίφης, Ν ή ρλαντ, εΙπε ό Τσέ σνι.
Γύ ρνα πίσω aτή ΦρΙ;ντομ.
Ό Ν ή ρλαντ κοίταξε τόν Τσέσνι περι φρονητικά.
- Δέν μπορείς νά μέ όπολύσεις, εΤπε . Ξέρω πόσοι
ψηφοι χρειάζονται γιό νά όπολυθώ όπό σερίφης.
Ό Μούλι εΙχε όποτραβηχτεί aτήν δ κρη καί ό Τσέ σνι
κατάλαβε δτι δν ι'ι φιλονικία έ κείνη κατέληγε σέ όνοιχτή

1 78
όνταλλαγή πυροβολι σμών ό Μ ούλι βρισκόταν σέ πλεο­
νεκτική θέση. Ήταν όποφασισμένος δμως νά μ ήν ύπο­
χωρήσει μπροστά στόν Ν ή ρλαντ.
- Έ μένα μή μέ ύπολογίζεις, Τσέσνι, εΙπε ό Μ α κάλ­
πιν. Δέν μέ νοιάζει τί θά πάθει α ύτή ι'ι πουτάνα.
- Δέν ύπάρχει λόγος νά μαλώνου με, εΙπε ό Μ ο ύλι .
Ή γυναίκα εΙναι γερή καί θά όντέξε ι νά τήν περάσου με
όπό �να χέρι δλοι μας.
Ή φρίκη τού Τσέσνι φάνη κε καθαρά στό πρόσωπό
του .
- "Ακου ν ά σ ο ύ π ώ ... άρχισε ν ά λέει όλλά τόν διέκο­
ψε ό Κίμελ.
- Μπίλ ά σε καλύτερα. Τί μάς νοιάζει έμάς γιά τόν
κηλοκ καί τή γυναίκα του ; 'Αφού όναθέσαμε τή δουλειά
στόν Ν ή ρλαντ άς τόν όφήσουμε νά τήν τελειώσεΙ. Π ά μ ε
νά φύγουμε όπό δώ.
- Κίμελ εΊσαι ..
- Μπίλ, εΙπσ πάμε ν ά φύ γουμε άπό δώ.
Ό τόνος της φωνής τού Κίμελ συνέφερε λίγο τόν
Τσέσνι καί τόν Ι κανε νά σκεφτεί λογικά. Κοίταξε τόν Κί­
μελ στά μάτια καί εΤδε μέσα τους τήν προειδοπο ι ητική
Ικφραση καί τό κρυφό τους νόη μα.
- "Ω ! δέν πάει στό διάβολο καί ό κ ηλοκ καί ΟΙ γυναί­
κα του, εΊπε καί γυ ρνώντας τό άλογό του όπομακρύνθη­
κε βιαστικά.
'Όταν ΟΙ δύο άντρες βρέ θ η καν πενήντα περίπου μέ­
τρα μακριά όπό τόν Ν ήρλαντ καί τόν Μ ούλι, ό Τσέσνι
γύρισε καί κοίταξε τόν Κίμελ.
- "Αν νοι μ ίζε ις δτι έγώ ... άρχισε νά λέε ι .
- Βούλωσέ το, Μ πίλ. Ετμαστε ό κ ό μ α κοντά κ α ί μπο-
ρεί νά μάς όκού σουν.

1 79
'Απομακρύνθηκαν λίγο όκόμα καί ό Κίμελ συνέχισε :
- Γιό ποιόν λόγο ν ό σκοτωθείς δδικα κ α ί ν ά μ ή ν κα­
ταφέρεις καί τίποτα. ; Δέν τόν εΤδες έκείνον πού κρατού­
σε καραμπίνα στά χέρια του ;
---.:'Αν νομίζε ις δτι φοβή θ η κα κόνε ις μεγόλο λάθος.
- Τό ξέρω δτι δέν φοβήθ η κες, εΊπε ό Κίμελ. ΕΊσαι
όπλώς tνας ι')λίθιος ξεροκέφαλος. υΟταν σού μπεί μΙα
Ιδέα στό κεφόλι δέν μπορεί νό σού τή βγόλει ούτε ό Τ­
δ ιος ό Θεός. Αύτό πού πρέπει νά κάνο υ μ ε εΙνα ι πολύ
όπλό. Θό τούς όφήσουμε νό πόνε νά βρούνε τόν κηλο κ
καΙ τ ή γυναΙκα του κ ι έμείς θό τούς όκολο υ θ ή σουυε.
'Ο Τσέσνι ένι ωσε βλάκας. Φυσικά. Αύτό ηταν τό πιό
λογι κό πράγμα πού μπορού σαν νό κόνο υν. 'Οποιοσδή­
ποτε κι δν ηταν στή θέση του αύτό θά έ κανε καί δέν θό
προσπαθού σε σώνει καΙ καλό νό άνοίξει μ Ια μάχη δπως
πηγε νό κάνει α ύτός.
- Π ο ύ εΊναι ό Κούλι ; ρώτησε ξαφνικό ό Τσέσνι κα­
θώς τόν θ υ μ ή θηκε.
- -Ε μεινε πΙσω, μέ τούς δλλο υς.
'Ο Μακόλπιν δμως δέν έμεινε μέ τούς δλλο υ ς. Ξεκί­
νησε μ ετά όπό μ ι σό λεπτό όπό πΙσω τους, άλλά ούτε ό
Τσέσνι ούτε ό ΚΙμελ τόν κοίταξαν καΙ άγνόη σαν έντελώς
τήν παρου σfα του. ' Ε κνε υρισμένος όπό τήν έπιδει κτι κή
άδιαφορΙα τους, ό Μακόλπιν σπιρούνισε τό δλογό του
καΙ τούς έφτα σε.
- -Αν νομίζετε δτι θά όνέβω ξανά τό βο υνά νό βρώ
α ύτή πού μέ πυροβόλησε γιά νά τήν κατεβά σω κάτω,
τότε θό εΤστε τρελοΙ, εΊπε στούς δύο δντρες.
'Ο ΚΙμελ γύρισε καΙ τόν κοΙταξε ψυχρά.
-
- Μα κόλπιν, δέν μός πέ ρασε ι'ι Ιδέα δτι θά έ κανες
κάτι τέτοιο, εΤπε. Κι δν θέλεις τή συμβο υλή μου γύρνα

1 80
πΙσω στή φρηντομ, πούλα δ,ΤΙ έχε ις κα! δέν έχει ς σ' δ­
ποιον βρείς κα! φύγε όπό τήν πόλη. Δέν έχε ι σ η μασΙα
πού θό πάς, όλλό νομlζω δτι όπό τώρα καΙ πέρα δέν θό
εΊναι καΙ τόσο ε ύχόρ ι στη ι'ι διαμ ονή σου κοντό στή
φρηντομ.
Ό ΚΙμελ καΙ ό Τσέσνι όπομακρύνθηκαν καΙ δφησαν
τόν Μακόλπιν πΙσω νό τούς κοιτόζει όναποφόσι στος. Ό
Σόρτ εΤχε σκοτωθεί καΙ κανένας όπό τούς δντρες της
φρηντομ δέν μ ιλού σε γιό τΙς χαμένες δ μαξες πιό καΙ
ξαφνι κό κατόλαβε δτι α ύτό πού εΤχε πεί ό Κίμελ ηταν
σωστό. Ή διαμονή του στή φρηντομ δέν θό ηταν καθό­
λου ε ύχόριστη μετό όπό τή στόση πού εΤχε κρατήσει σ'
αύτή τήν ύπόθεση.
- ΚΙμ, φέρθη κα πραγματι κό σόν �νας r'ιλlθιoς ξερο­
κέφαλος, εΤπε ό Τσέσνι. Αύτό πού πΙστε υα μέχρι τώρα
ηταν δτι �νας δειλός εΤχε σκοτώσει τόν Τζόνι πισώπλατα
μέ ύπουλο τρόπο. "Η θελα μέ κόθε τρόπο νό πιόσω καί
νό κρεμόσω τόν κ ηλοκ.
- Δέν ι"\σουν ό μόνος πού τό ι"\θελε αύτό.
- "Οχι, όλλό έγώ ι"\ μουν ό χειρότερος όπ' δλους.
Έπέμενα σόν κανένας φανατικός καΙ παρέσυρα κι δλ­
λους μαζl μου. Γι' αύτό όποχώρησαν καΙ ό Χόρντιν καί ό
Ν ήλ.
- ΕΤναι καΙ ΟΙ δ υό τους τΙμιοι καΙ σωστοl δντρες,
ΜπΙλ.
Ό Τσέσνι σταμότησε τό δλογό του όποφασιστικό.
- Έντόξει, ΚΙμ, δς γυρΙσουμε τώρα πΙσω νό βρό ύ μ ε
έκεΙνη τή γυναlκα ν ό τήν κατεβόσουμε κότω μαζl μας.
Δέν μοϋ όρέσει καθόλου α ύτή ι'ι ύπόθεση, ΚΙμ. Ό Ν ήρ­
λαντ θέλει νό σκοτώσει όπωσδήποτε τόν κηλοκ, φαΙνε­
ται δτι κόποιον παλιό λογαριασμό έχουν μεταξύ τους.

18 1
- WAo' τους νό τό βρούν μόνοι το υ ς, εΙπε ό Κίμελ ι'j­
ρεμος. Ό κηλοκ όπέδε ιξε δτι εΤναι πολύ �ξυπνoς κι δτι σ'
α ύτό τό μέρη βρίσκεται aτό στοιχείο του . Όπο ιοσδήπο­
τε τόν στρ ι μ ώξει κόπου καί τόν όναγκό σει νό όντιδρόσει
θό βρεθεί σέ πιό δύ σκολη θέση όπό αύτή τού κηλοκ.
Τό κοίλω μα στή βόση της κόθετης πλαγιάς της Μ έ σα
δπου εΤχαν όφήσει τόν Ν ή ρλαντ, τόν Κ ούλι κα ί τόν Μ ού­
λι ήταν δδειο δταν γύρισαν πίσω, όλλό τό Τχνη τών όλό­
γων τούς �δε ιξαν όπό πο ύ εΙχαν όνέβει στήν κορφυφή
της Μ έ σα. Τό μονοπότι ήταν κρυ μ μένο καλό πίσω όπό
μ Ια πυ κνή συστόδα κέδρων καί ήταν δ ύ σ κολο νό τό βρεί
κανείς όκόμα κι δν ι'jξερε τήν ύπαρξή το υ . Όδηγού σε
σχεδόν κόθετα στή κορυφή της Μ έσα, "Καλυ μ μ ένο πίσω
όπό κέδρους, πυ κνούς θόμνο υς καΙ σπασμένους βρό­
χους.
Ιέ λΙγο β ρ έθ η καν στήν κορυφή, μόνοι το υς όνόμεσα
στόν ούρανό καΙ τή γη.
- Π ρέπει νό βρούμε τή γυναίκα, Κίμ, εΤπε ό Τσέσνι
όνή συχος. 'Αλλ ι ώς φοβάμαι δτι θό συ μ βεί κότι πο ύ θό
μας κόνει νό ντρεπόμαστε μέχρι νό πεθόνου με.
Ή βροχή εΙχε σβήσει δλα τό Τχνη. WAv �πα ι pναν λάθος
κατεύθυνση ήταν σίγουρο δτι θό �φταναν δταν θό ήταν
πόρα πολύ όργό.
Καί τότε δκουσαν �να πυροβολισμό.

1 82
ΚΕΦΑΛΑ ΙΟ ΔΕ ΚΑΤΟ Π Ε Μ ΠΤΟ

Ό Μάτ κηλοκ ξύπνησε μέ τό πρώτο φώς της μέρας.


Γιά πρώτη φορά στΙς λΙγες τελευταί�ς μ έρες �νιωθε τό
μ υαλό του νά μπορεί νά σκέφτεται καθαρά. ΕΙχε κοι μη­
θεί καλό κα ί εΙχε έπανα κτή σε ι tva μέρος άπό τΙς σωμα­
τι κές καί πνε υ ματι κές δυνάμεις του . Δοκlμασε τό πληγω­
μένο του πόδ ι καΙ τό �νιωσε καλύτερα.
WΕ σπρωξε τΙς κουβέρτες του καΙ φόρεσε τΙς μπότες
του. WΕπε ιτα φόρεσε τή ζώνη του, �λεγξε τό Κόλτ του
καΙ πηγε καΙ στά θ η κε στό στόμιο της σχι σμης τού βρά­
χου στήν όποΙα είχαν βρεί καταφύγιο όπό τήν καταιγίδα.
Μ προστά του άπλωνόταν μ Ια στενή κοιλόδα πού είχε
μ η κος tva περΙπου μ ίλι καΙ �λα μπε καταπράσινη καΙ κα­
θαρή όπό τή βροχή της νύχτας κάτω όπό τόν πρωινό, ζε­
στό �λιo.
π ηγε στά ζώα καΙ τά μουλόρια, κοlταξε τά πέταλό
τους καί τά έπιθεώρησε γενικά.Τά μουλόρια φαlνονταν
ζω ηρά καΙ ε ύδιάθετα κα Ι ό Μάτ τά �λυσε νά πόνε νά βο­
σκή σουν στό πλο ύσιο χορτάρι λlγο πιό κάτω .
Έπειτα γύρισε ξανά στή σχι σμή καΙ κοlταξε τήν Κρίς
πού κοι μόταν άκόμα. Τό πρόσωπό της ηταν ι'\ρεμο καΙ

1 83
όπίστε υτα ό μορφο. Δέν θέλησε νό τήν ξυπνή σε ι γιατί
καταλόβαινε πόσο εΤχε κου ραστεί έ κείνες τίς τελευταίες
μ έρες. -Η ξερε τΙ εΤδους δνθρωποl ηταν α ύτοΙ πού τόν
κυνηγού σαν καΙ γι ' α ύτό tvl weE σlγουρος δτι � Ι στορία
έ κείνη θό τελείωνε μέ τόν Ιναν � δλλο τρόπο προτού
περόσεl � μέρα.
Σέ λίγο θό tKavav τήν έ μφόνισή το υς, δέν ύπήρχε
όμφιβολία. Δέν θά χρειόζο νταν πολλή ώρα νά τόν έντο­
πlσουν καΙ δν καΙ �θελε πολύ νό πιεί Ινα φλιτζόνι καφέ
δέν εΤχε σκοπό νό τούς δ ι ε υ κολύνει νό τόν βρούν μ έ' τό
νό όνόψε l φωτιό καΙ νό δ η μ ιουργήσει καπνό.
Π ήγε στά πρόγματά τους καΙ δέν δργησε νό βρεί τό
χοντρό κουβάρι μέ τό δερμάτινο σχοινί. -Επε ιτα βρήκε έ­
ναν κατάλληλο θόμνο πενήντα μ έτρα πε ρΙπου μακρ ιά
όπό τή σχι σμή καΙ tδεσε έ κεί καλό τή μΙα δ κρη τού σχοι­
νιού, ξετύλιξε τό ύπόλοιπο καί τό Ικρυψε κότω άπό χόρ­
τα καί χώ ματα καί γύρισε πΙσω στή σχισμή το ύ βράχου
κρατώντας τήν δλλη δκρη τού κο υ βαριού .
Στή συνέχεια μιά καί δέν μπορού σε νά πιεί καφέ. έ­
ψαξε στά πράγματά του καΙ βρηκε μία κονσέρβα μέ ρο­
δόκινα. Τήν δνοιξε καΙ μέ τή Γου Ιντσεστε ρ δ Ιπλα του κά­
θ ι σε πάνω σ' Ινα βράχο καΙ τήν tφαγε . uOTav τελείωσε
τά ροδάκινα �πιε δλο τό ζου μ l πού εΤχε μεΙνει ατό τσίγ­
κινο κουτι.
-Ακου σε τήν Κρίς νά άναδεύετα ι κάτω όπό τΙς κου­
βέρτες καΙ ηταν Ιτοι μος νά γυρίσει νά τήν κο ιτάξε ι δταν
εΤδε Ινα όπό τά μουλόρια πού t βοσκαν νά σ η κώνει τό
κεφάλι του . Ό Μάτ πετάχτηκε όρθιος.
- ΤΙ συμβα Ινει , Μ άτ; ρώτησε � ΚρΙς.
- -Ε ρχονται αύτοl πού περ ι μέναμε, ΚρΙς, τής όπάντη-
σε χωρίς νά γυρίσει νά τήν κοιτάξει . Ν ομίζω δτι ι'ι ύπ6-

1 84
θεση αύτή θό πρέπε ι νό τελε ι ώσει έδώ.
- τι μπορώ νό κόνω έγώ νό βοηθήσω;
-uOTav πώ «ΤζΙμ, μ ήν πυροβολείς», τρόβα α ύτό έδώ
τό σχοινl δυνατό.
- Αύτό εΙναι μόνο; ρώτησε ι'ι ΚρΙς καΙ ό Μ ότ κούνη­
σε τό κεφόλι του καταφατικό .
ΟΙ τρείς καβαλόρηδες σταμότησαν στήν δ κ ρ η τού
γκρε μού όκρι βώς πόνω όπό τή σχι σμή δπου βρΙσκονταν
ό κηλοκ καΙ ι'ι Κρι στΙνα.
Ό Κήλοκ κατόλαβε δτι ήταν τρείς γιατl ό "λιος ήταν
όπό πΙσω τους καΙ ΟΙ τερόστιες σκιές τους έπεφταν στό
όπέναντι βρόχια.
Τρείς;
ΕΙχε δεί τόν Μ πόμπ Μ Ιτσελ νό πέφτει μετό τόν πυρο­
βολι σμό του καΙ εΙχε δεί μερικό όπό τό δγρια δλογα νό
περνανε όπό πόνω του . Π ο ιός ηταν τότε ό τρΙτος δν­
τρας;
- ' Ε σύ μείνε έδώ, μουρμούρισε ό Μ ότ στήν ΚρΙς.
Δέν θέλω νό όνησυχώ γιό σένα όταν βρεθώ όντι μέτω­
πος μαζl τους.
- ' Εντόξει. Νό 'τοι, έρχοντα ι .
Τούς εΙδε ν ό κατεβαΙνουν όπό τ ή ν όπότομ η πλαγιό
σχεδόν όπό τό σημείο όπό όπου εΙχε κατέβει αύτός μέ
τήν ΚρΙς τό προηγο ύ μ ενο βρόδυ . 'Απείχαν γύρω στό
τριακόσια μέτρα καΙ θό μπορο ύ σε νό πετύχει τόν �ναν
όπό τούς τρείς, όλλό δέν ήταν σΙγουρος ποιοΙ ήταν καΙ
ούτε ι'j θελε νό μεlνει μερικές ώρες σ' έ κεΙνους τούς
βρόχους πολιορκημένος όπό τούς δλλους δύο -Η θελε
.

νό βρεθεί πρόσωπο μέ πρόσωπο μπροστό του ς καΙ νό


χόσει ι'j νό κερδΙσει γρήγορα κι όντρΙκεια.
UΟταν . κaτέβηκαν στή στενή κοιλόδα καΙ προχώρησαν

185
πρός τή σχι σ μ ή ό Μ ότ βγηκε πίσω όπό τούς βρόχους καί
στόθηκε όπέναντl τους. Στ' όριστερό του ύπη ρχε Ινας
θαλερός κέδρος κα ί στό δεξιό του Ινας σπα σ μ ένο ς βρό­
χος πού εΙχε κυλήσει όπό πόνω.
- Κόνατε πολύ δρόμο νό μέ βρείτε καί δέν θέλω νό
σάς κουρόσω νό μέ ψόχνετε κι δλλο.
ΟΙ τρείς δντρες στα μότη σαν όπότο μα καΙ ό κηλοκ συ­
νέχισε:
- Κρlμα. Γκέ ι . Χαρό μ ι σες τή ζωή σου ψόχνοντας γιό
τό χρυ σόφl, όλλό τελι κό δέν βρηκες τίποτα.
- Εlνα l έδώ πόνω, εΙπε ό Γκέι Κούλl παγερό . Τό
βρήκαμε.
- Αύτό πού ξέρω έγώ δτι βρήκατε εΙνα l με ρ ι κές
σφαίρες στίς κοιλιές σας.
Ό Μ ούλ l κρατού σε τήν καρα μπίνα το υ κι αύτό ήταν
πού όνησυχο ύ σε πιό πολύ τόν κηλοκ. 'Από έ �ε ίνη τήν
όπόσταση ηταν πολύ έπι κίνδ υνο όπλο. Καί ό Μούλι ήταν
δνθρωπος πού δέν δΙσταζε νό σ κοτών ε ι .
Ό ·Οσκαρ Ν ή ραλντ κοίταξε γ ι ά τήν Κριστlνα, άλλά
δέν τήν εΤδε πουθενό. Στό τέλος τά μάτια το υ γύρι σαν
πάνω στόν Μάτ.
- Θά πε θάν ε ις σέ λίγο, κηλοκ, εΙπε μέ Ινα εΙρωνι κό
χαμόγελο γεμάτο αύτοπεποίθηση. ·Εχω ύποσχεθεί στόν
έαυτό μου νά σέ ακοτώσω καί νά σού πά ρω τή γυναίκα.
Ήταν Ιτοι μος νά τρα βήξει τό πιστόλι του . Ό Κήλο κ
τό εlδε καθαρά αύτό καΙ φώναξε:
- ΤζΙμ, μήν πυροβολείς.
Κότι έτριξε όνάμεσα στο ύς θάμνους δεξιό του ς κα ί ό
Μ ούλι γύ ρισε σηκώνοντας τήν καραμπίνα του.
Ό Ν ήρλαντ τράβηξε τό πιστόλι το υ καΙ ό Κήλο κ έ κανε
Ινα βήμα όρι στερό καί γονάτισε. Εlχε σχεδιά σει καλό

1 86
τήν κίνησή του έλπίζοντας νό σκοτώσει τόν Ν ή ρλαντ μέ
τήν πρώτη. ΕΙχε μ ελετή σει καλό τό σημείο έ κεί καί μέ τό
�να βήμα πού έκανε όριστερό βρέ θ η κε μ ι σό μέτρο πιό
χαμ ηλό καί μόλις τό πόδ ι του πότη σε σέ στέρεο έδαφος,
πυροβόλησε.
Κσ! άστ6χησε.
Ή σφαίρα τού Ν ή ρλαντ πέρασε σφυ ρίζοντας θ υ μω­
μένα πόνω όπό τό κεφόλι του καί τό στόμ ι ο τού πι στο­
λιού του χαμ ήλωσε γιό μία δεύτερη βολή. Ό Μ ότ έκανε
�να βήμα μπροστό, βρέθηκε σέ όκόμα πιό χαμηλό έδα­
φος καί πυροβόλησε ξανό. Μ ιό σφαίρα χτύπησε στόν
βρόχο δίπλα του καί όποστρακίστηκε. Σκέφτηκε δη α ύτή
πρέπε ι νό τήν εΊχε ρίξει ό Κούλι καί πότησε τή σκανδόλη
τού πιστολιο ύ του δλλες δύο φορές.
Μ ιό σφαίρα καρφώθ η κε στόν κορμό τού κέδρου
μπροστό του έκτοξεύοντας κομ μόηα φλούδας στό πρό­
σωπό του πού τόν τύφλωσαν γιό μιό στιγμή. Ό Κήλοκ
έπεσε στό γόνατό του , σήκωσε τό χέρι του καί πυροβό­
λησε ξaνό. Π υροβόλησε σημαδεύοντας τήν κόκκινη κη­
λίδα στό που κό μ ι σο τού Ν ή ρλαντ πού μεγόλωνε γρήγο­
ρα. ΕΊδε τόν μ εγαλόσωμο δντρα νό όρχίζει νό πέφτει καί
γύρισε τό πι στόλι του στόν Κούλι πού έξακολουθούσε
νό τού ρίχνει μέ τό μ ίσος ζωγραφι σμένο στό πρόσωπό
του .
Ή σφαίρα τού Κήλοκ πέτυχε τόν Κούλι στόν ώμο καί
τόν πέταξε κότω όπό τό δλογό του .
- Παραδίνομαι, φώναξε ό Κούλι.
- Π ήγαινε στό διόολο ! όπόντησε ό Κήλοκ καί πυρο-
βόλησε ξaνό.
'Από κόπου πίσω βρυχήθηκε �να τουφέκι κι έπειτα
δλλο ένα. Ό Μ ούλι, πού εΙχε γυρίσει τήν καραμπίνα του

1 87
όπό τόν θάμνο καΙ τώρα συ μάδευε τόν Μάτ, τήν κατέ­
βασε καΙ �xωσε τά σπιρούνια του στό πλε υρό τού όλό­
γου του . "Ακού στηκε δλλος Ινα πυροβολι σμός καί ό
Μούλι όπομακρύνθ η κε καλπάζοντας σόν τρελός ένώ
σφαίρες καρφώνονταν στό �δαφoς σέ κόθε βη μα τού
όλόγου του .
nάνω ψηλά στήν όκρη της κάθετης πλαγιάς έμφανl­
στη καν πέντ' Ιξι καβαλάρηδες κρατώντας τουφέκια στά
χέρια τους. 'Από κείνη τήν όπόσταση ήταν σχεδόν όδύ­
νατον νά πετύχουν τόν Μο ύλl, όλλό τό δλογό του, τρα­
μαγμένο, Τσως καΙ γρατσουνι σμένο όπό κάποια σφαΙρο .
συνέχιζε τόν ξέφρενο καλπα σμό του .
uOTav �φτασε στήν όκρη το ύ γκρεμού ηταν πόρα πο­
λύ όργά νά μπορέσει νά στα ματήσει. Τό άφηνlασμένο ό­
λογο � Kανε Ινα τερά στιο όλμα στό κενό, φάνηκε νά μέ­
νει μετέωρο έ κεί γιά μιά στιγμ ή κι �πε ιτα �πεσε καΙ χά­
θ η κε όπό τά μάτια δλων. Τό πιό χαμ ηλό σημείο ηταν
τουλάχι στον έ κατόν πενήντα μέτρα πιό κάτω .
ΟΙ καβαλάρηδες όρχι σαν νά κατεβαΙνουν τήν όπότα­
μη πλαγιά.
Ό Μάτ κηλοκ προχώρησε καί πηγε καΙ στά θηκε πά­
νω όπό τόν Ν ήρλαντ. Ήταν όκόμα ζωντανός καΙ εΙχε
καρφώσει τά lιπλανή μάτια του πάνω στόν κηλοκ. Ψ υ­
χορραγο ύ σε δμως καΙ δέν θά όργούσε νό βρεθεί aτόν
όλλο κόσμο.
- Έσύ θέλησες νά γΙνοuν �τσl τά πράγματα, τού εΙπε
ό Μ άτ. Δέν �μouν έγώ αύτός πού σέ κυνήγησα νό σέ
σκοτώσω.
-Επε ιτα τού γύρισε τήν πλάτη καΙ πλησίασε τόν Κούλι .
Κρατούσε τό πιστόλι του ΙΤοlμο, όλλά ό Κούλl δέν φαι­
νόταν σέ θέση νά 'κάνει όποιαδήποτε κΙνηση.

1 88
- Αυτές ΟΙ χαμένες δμαξες ήταν πού μέ κατό στρε­
ψαν, εΙπε ό Κούλι. ·Από τή μέρα πού ξεκινήσαμε όπό τήν
Καλιφόρνια δέν πήγε τίποτα καλό.
- · Ε σ ύ δολοφόνη σες δλους έκείνους τούς συντρό­
φου ς σου ;
- ·Οχι, ό Μούλι τού ς δολοφόνησε. Έ μείς τόν πήραμε
μαζί μας νό τόν πάμε στό όνατολι κό έπε ι δ ή ήταν μ ι κρός
καΙ δέν μπορού σε νό ταξιδέψει μόνος του κι α υτός όπό
τήν πρώτη μέρα δ ρχισε νό σχεδιόζει νό μάς δολοφονή­
σει δλους.
- Π ότε τό όνακόλυψες αυτό;
- Σιγου ρεύτηκα δταν πέθανε ό δε ύτερος πληγω μέ-
νος δντρας.
Ό Μ ότ τόν κοlταξε καί σκέφτη κε τήν παρόξενη τροπή
πού εΙχαν πόρει τό πρόγματα. Ό Κούλι εΙχε δ ύ ο σφαίρες
στό σώμα του , όλλό θό κατόφερνε νό ζήσε ι . Π ρός τό
παρόν ήταν πολύ καλύτερα όπό δ,ΤΙ ήταν ό Τδιος. Κόθισε
σέ lva βρόχο φροντlζοντας νό σημαδεύει πόντα τόν
Κούλι.
Ή ΚρΙς εΙχε βγεί όπό τή σχι σ μ ή τού βρόχου καΙ μι­
λού σε στούς δντρες πού εΙχαν κατέβει στή στενή κοιλό­
δα.
- Έ κείνο τό χρυ σόφι μέ χόλασε, εΤπε ό Κούλι. Μ έχρι
τότε ι'\μουν καλός δνθρωπος. Ό Μούλι ι'\θελε δλο τό
χρuσόφι γιό τόν έαυτό του κ ι έγώ, πού εΙχα καταλόβει
τό παιχvΙδι του, δέν εΤπα τΙποτα καΙ δέν προσπόθησα νό
τόν σταματήσω. ·Ετσι έγινα κι έγώ Τδιος μ' αυτόν.
- Τό πραγματικό σου δνομα δέν πρέπε ι νό εΤναι
Κούλι.
- ·Οχι. Λέγομαι Μπέν Χόλενμπεκ. ΈξαφανΙστηκα γιό
λΙγα χρόνια γιό νό πιστέψουν δλοι δτι εΤμαι νεκρός. Τό

1 89
πρόβλημα ηταν δτι δλα αύτά τά μέρη μού φαίνονται πα­
ρόμοια μ ετά άπό τόσα χρόνια καί παίρνω άκ ό μα όρκο ότι
οΙ δ μαξες βρίσκονται έπτά όχτώ μ ίλια νότια άπό δώ. ΕΙχα
σκεφτεί νά γυρίσω άμέσως, όλλά όπω ς Ιγιναν τό πράγ­
ματα δέν μπόρεσα νά Ιρθω προτού περόσουν τέσσερα
- πέντε χρόνια. Καί τό δ σχη μ ο εΤναι δτι όταν φύγα με βια­
στι κά δέν � Kανα τόν κόπο νά κο ιτάξω πίσω μ ο υ καί νά
βόλω σημάδια καί όλα φαίνονταν έντελώς διαφο ρ ε τι κά
όταν �ρxεται κανένας όπό τά νότια.
»Τέσσερις - πέντε φορές μού φόνη κ ε γνω στό κΟΟοιο
μέρος, άλλά πόντα γύριζα π ρ ό ς τά νότια γιατί δέν πί­
στευα ότι εΤχαμε πάει τόσο πολύ πρός τά βόρεια δταν
κρύψαμε τίς δμαξες. -Επειτα ε1 δα έκείνο τό κο ίλω μ α στή
βάση της Μ έ σα. ' Ε κεί είχαμε άφήσε ι δε μ ένο τόν Μούλι
καί τό όναγνώρισα άμέσως. Παρόλα α ύτά όμως δέν κα­
τάφερα νά προσανατολιστώ πρός τό πού τραβήξα με νά
κρύψο υ μ ε τίς δ μαξες.
- Δέν σκέφτη κες ποτέ σου ότι ό Βαλαντόν μπορεί
νά �γραψε σ κόπι μα λόθος στό ήμε ρολόγιό του τίς ση­
μειώσεις γιά τήν κατε ύ θ υνση καΙ τήν όπόσταση ; ρώτη­
σε ό κηλοκ. Μπορεί νά έπη ρεόστηκες άπ' αύτό.
"Ολοι οΙ δντρες εΊχαν πλη σιάσε ι άρκετά τώρα καί ό
κ ηλοκ άναγνώρισε στά πρό σωπό το υς τέ σσερις 00' αύ­
τούς πού τόν κυνηγού σαν. Τούς υπόλοιπο υ ς δέν τού ς εΊ­
χε ξαναδεί.
Ό Ν ήλ πήδησε κάτω όπό τό δλογ6 του .
- κηλοκ, ε1μαι ό Ν ήλ καί θέλω νά σού πώ ότ ι λυπό­
μαστε γιά ό,τι �γινε, εΙπε. Είχαμε σχηματίσε ι λόθος γνώ­
μη γιό σένα.
- Τόν σκότωσα τίμια έκείνον στό σαλούν, εΊπε ό κη­
λοκ.

1 90
- Τό ξέρω. Ιέ όδική σαμε.
Ό κηλοκ όκούμπησε τό fva του χέρι στόν ώμο της
Κριστίνας.
- Θέλω νό ξαπλώσω λlγο, Κρlς, εΤπε, καΙ κοιτόζον­
τος τούς δντρες κούνησε τό κεφόλι του πρός τόν Κούλι .
Μ' αύτόν κόνετε δ,ΤΙ θέλετε. Δέν πρόκειται νό συνεχlσει
νό ψόχνει γιό τΙς χαμένες δμαξες.
- τι θέλεις νό πείς; ρώτησε ό Κούλι.
- Θέλω νό πώ δτι θό σταματήσεις νό ψόχνεις γιατί
τΙς βρηκα έγώ, εΙπε ό κηλοκ καΙ tβγαλε όπό τήν τσέπη
τού παντελονιού του μ ιό ξύλινη περόνη τροχού δμαξας.
Τήν tχεις ξαναδεί δλλη φορό αύτή, Κούλι; Π ρέπει νό τήν
εΙχες βόλει έσύ γιό ση μόδι σέ μιό μ ι κρή σχι σμή ένός
βρόχου .
Γύρισε τήν πλότη του στούς ύπόλοιπου ς καΙ στηριζό­
μενος στήν Κρlς βόδι σε μ έχρι τό καταφύγιό τους κι έκεί
όφέθηκε νό πέσει πόνω στΙς κουβέρτες.
- Ιέ μ ιό-δυό μέρες θό φύγο υ μ ε όπό δώ, Κρίς.
- ΚαΙ τό χρυ σαφl πουλόρι;
- Θό γυρlσο υ μ ε νό τό πιόσουμε.
Τέντωσε τό πληγωμένο του πόδι γιό νό τό όνακουφΙ­
σει.
- ΚρΙς, φτιόξε λΙγο καφέ σέ παρακαλώ, εΤπε στή γυ­
ναlκα του . ΕΙμα ι πολύ κουρασμένος.
ΤΕΛΟΙ

191
18 UIOIII- ­
IΛNAIW

You might also like