Professional Documents
Culture Documents
Γεώργιος Αντουράκης
Γεώργιος Αντουράκης
Η επίδραση της τιμής των Μαρτύρων στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Γνωστή είναι η αγάπη και η τιμή ολοκλήρου του πληρώματος της Εκκλησίας όχι μόνο προς
τους Ήρωες της Πίστεώς τους, αλλά και προς τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων τους. Oι
Χριστιανοί με υπερηφάνεια "εδείκνυον" και προέβαλαν τα Μαρτύρια, τα δε τίμια λείψανα των
υπέρ της νέας Πίστεως μαρτυρησάντων Αγίων τα θεωρούσαν μοναδικούς θρησκευτικούς
θησαυρούς, «ως τιμιώτερα λίθων πολυτελών και πολυτιμώτερα υπέρ χρυσίον», κατά το
μαρτύριο του Αγίου Πολυκάρπου. Ηδη από την εποχή των διωγμών (κατά τους τρεις
πρώτους αιώνες) ο σεβασμός των πιστών προς τα ιερά λείψανα ήταν στενότατα
συνδεδεμένος με τις γύρω από τα Μαρτύρια συνάξεις, με επίκεντρο πάντοτε την τέλεση του
Μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας. Από τον 4ο μάλιστα αιώνα και εξής τίμια λείψανα
Μαρτύρων ήταν τοποθετημένα στο ιερό Βήμα, και μάλιστα κοντά στην Αγία Τράπεζα-
Θυσιαστήριο, όλων των κανονικών (με εγκαίνια) χριστιανικών Ναών, οι οποίοι και αυτοί
δύνανται να χαρακτηρισθούν "εν ευρυτέρα συμβολικη εννοία" ως Μαρτύρια τού
"Αρχιμάρτυρος" Χριστού και των συμμαρτύρων Του Αγίων. Κατά συνέπειαν, τα Χριστιανικά
Μαρτύρια -δηλαδή οι ναϊδιόσχημες κατασκευές επί των μαρτυρικών τάφων- σχετίζονται
άμεσα όχι μόνο με την εξέλιξη της Χριστιανικής Ναοδομίας και Τέχνης γενικότερα, αλλά η
αγάπη και η τιμή των πιστών προς τους Μάρτυρες επέδρασε καθοριστικά στην εν γένει
λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Ασφαλώς βαθύτατα είναι τα αίτια μιας τόσης αγάπης και τιμής
(όχι όμως και λατρείας) προς τους Ήρωες-Μάρτυρες της Χριστιανικής Πίστεως. Κάποτε
μάλιστα είναι και ανεξήγητα, ανερμήνευτα ή και μυστηριώδη, κυρίως για την "παράξενη"
εποχή μας, που δεν αντέχει θυσίες μεγάλες, αλτρουϊσμούς ή και... "μαρτύρια", χωρίς
συμφέρον, σκοπό ή ιδεολογία. Φαίνεται ότι οι υψηλές ιδεολογίες έχουν αλλάξει νόημα και
σκοπό, αφού ο σύγχρονος άνθρωπος δύσκολα βιώνει τον ενθουσιαστικό χαρακτήρα του
Μαρτυρίου υπέρ της "εν Χριστώ" Πίστεως. Oι Μάρτυρες (των τεσσάρων πρώτων αιώνων
κυρίως) εθεωρούσαν μέγα "κέρδος το υπέρ Χριστού αποθανείν".
Κατά τη σύνταξη της εν λόγω μελέτης συνεχώς μας απασχολούσε το ερώτημα: Ποια θα είναι
η προσφορά μας όχι μόνο στους ακροατές μας, αλλά και στην Επιστήμη γενικότερα;
Βασιζόμενοι βέβαια στις μακροχρόνιες έρευνες των μέχρι σήμερα μελετητών, προσπαθήσαμε
να δώσομε "κάτι το νέο", και μάλιστα μια "αναβίωση" παλαιοτέρων αντιλήψεων-μηνυμάτων
για μια "Μαρτυροκεντρική-Ναοκεντρική» ζωή.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
α. Έννοια: Κατά τους τρεις πρώτους αιώνες oι Μάρτυρες αποτελούσαν τους "Χριστοφόρους"
Ήρωες του πληρώματος της Εκκλησίας. Το βαθύτερο νόημα του μαρτυρίου τους ήταν για
τους πρώτους Χριστιανούς η ύψιστη υπαρξιακή τεκμηρίωση της πίστεως και της ζωής τους.
Το μαρτύριο δεν ήταν μόνο μια δημόσια ομολογία (μαρτυρία) της πίστεώς τους, αλλά και
έμπρακτα -με το διωγμό και το μαρτυρικό τους θάνατο- αποδείκνυαν ότι αποτελούσαν τους
πλέον αληθινούς μαθητές του Χριστού. Ακολουθούσαν πιστά το παράδειγμα του Κυρίου και
θεωρούσαν ιδιαίτερη τιμή να μιμηθούν το Πάθος του Αρχηγού της Πίστεώς τους. Με το
πάθος τους αναδεικνύονται άξιοι αθλητές των εντολών του Κυρίου, καλοί και αφοσιωμένοι
στρατιώτες του Βασιλέα Χριστού, για τον Οποίο ευχαρίστως προσέφεραν ό,τι είχαν, τη ζωή
τους! Ως συνέπεια του "καλού αγώνος" τους, της υπέρτατης θυσίας τους, πίστευαν
ακράδαντα ότι θα συναντήσουν τον Κύριό τους, ο οποίος ως δίκαιος "αγωνοθέτης" θα τους
στεφανώσει με "τον στέφανον της δικαιοσύνης". Αυτή ήταν η μέγιστη τιμή των Μαρτύρων
της Χριστιανικής Πίστεως, oι οποίοι -ορμώμενοι από έμπρακτη αγάπη και μαρτυρικό
ενθουσιασμό- θεωρούσαν ως μέγα "κέρδος... το αποθανείν υπέρ του Χριστού".
Γνωστός είναι ο συσχετισμός μεταξύ των ηρώων-αθλητών και των χριστιανών Μαρτύρων.
Πατέρες και εκκλησιαστικοί συγγραφείς (των τεσσάρων πρώτων αιώνων, αλλά και μετέπειτα)
αναφέρονται στο συσχετισμό μάρτυρα-άθλητή (ήρωα). Έτσι π.χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος,
αναφερόμενος στον όσιο και φιλόσοφο Ήρωνα, λέγει: «Δεύρο μοι στήθι των ιερών πλησίον
και της μυστικής ταύτης τραπέζης καμού του διά τούτων μυσταγωγούντος την θέωσιν, oις σε
προσάγειλόγος και βίος και η διά του παθείν κάθαρσις. Δεύρο σε αναδύσω τοις ημετέροις
στεφάνοις και ανακηρύξω λαμπρά τη φωνή, ουκ εν Ολυμπία μέση ουδέν εν θεάτρω, μικρώ
της Ελλάδος, ουδέ ηγωνισμένου παγκράτιον, ή πυγμήν ή δίαυλον, ή τι των μικρών
αγωνισμάτων και επί μικροίς τοις άθλοις, ουδέ εις τιμήν ηρώων τινος ή δαιμόνων,... αλλ'
έναντίον (=ενώπιον) Θεού και αγγέλων και παντός του της Εκκλησίας πληρώματος» (βλέπε
Ε.Π.Ε., τόμος 3ος, σ. 252-255). Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος σε κάποια ομιλία του (που ίσως
είναι νόθος), επιγραφομένη "Εις Βαρλαάμ τον Μάρτυρα", περιγράφει παραστατικότατα το
μαρτύριο του Βαρλαάμ, τονίζοντας παράλληλα την επιβράβευση και το στεφάνωμά του από
τον "αγωνοθέτη" Χριστό. Βλέπε σχετικά Mignε, P.G., τόμος 3lος, στ. 489. Πρβλ. και Στ
.Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμος Β', Αθήνα 1990, σ.400.
β. Θεολογία: Στην αρχαία Εκκλησία, ήδη από το 2ο αιώνα, ήταν διαμορφωμένη η λεγόμενη
"Θεολογία του Μαρτυρίου", όπως αποδεικνύεται στο περίφημο κείμενο του μαρτυρίου του
Αγίου Πολυκάρπου. Έτσι, σύμφωνα με το τόσο περιεκτικό αυτό κείμενο, το μαρτύριο
αποτελεί μίμηση του Πάθους του Κυρίου, του πρώτου των μαρτύρων, του "Αρχιμάρτυρος"
Χριστού. Oι πρώτοι μιμητές του Πάθους του Κυρίου υπήρξαν oι Απόστολοι, oι οποίοι ορθώς
χαρακτηρίζονται ως oι κατ' εξοχήν Μάρτυρες. Κατ' επέκταση, στενότατη ήταν η σχέση των
μαρτύρων με τον Αρχιμάρτυρα Χριστό, όχι μόνον επειδή "κοινωνούν τοις του Χριστού
παθήμασιν", αλλά και επειδή υπήρχε ακράδαντη η πίστη, ότι "πας ο υπέρ της Χριστού δόξης
παθών, την κοινωνίαν αεί έχει μετά του ζώντος Θεού". Διάχυτη επίσης ήταν η πίστη ότι ο
Κύριος παρευρίσκεται κατά την ώρα των παθών του μάρτυρα και τον ενισχύει στον αγώνα
του, ενώ ο μάρτυρας αισθάνεται να πληρούται από θείο Πνεύμα, δηλαδή από τη θεία Χάρη.
Έτσι oι Μάρτυρες θεωρούνται ως oι κατ' εξοχήν "χριστοφόροι, θεοφόροι, πνευματοφόροι".
Κατά την ώρα του μαρτυρίου, οι λόγοι τους επιστεύετο ότι ήταν λόγοι του Αγίου Πνεύματος
-που μιλούσε μέσω αυτών- ήταν λόγοι ιεροί και αποκαλυπτικοί. Η μεγάλη σημασία του
μαρτυρίου επεκτείνεται και στους άλλους πιστούς Χριστιανούς (ακόμη και στους εθνικούς!),
διά μέσου του λαμπρού παραδείγματος και του πνευματοφόρου κηρύγματος του μάρτυρα.
α. Γενικά: Η πίστη ότι ο μάρτυρας ήταν "χριστοφόρος" ή και "ναός του Αγίου Πνεύματος"
οδήγησε από πολύ ενωρίς την Εκκλησία στην αντίληψη -ή πεποίθηση- ότι: τα σώματα των
μαρτύρων είχαν υπερφυσικές ιδιότητες, ευωδίαζαν κ.λπ. Οι αντιλήψεις αυτές είναι διάχυτες
στα "Μαρτυρολόγια", και μάλιστα στο παλαιότερο εκείνο κείμενο του μαρτυρίου του Αγίου
Πολυκάρπου, σύμφωνα με το οποίο: α) οι χριστιανοί της Σμύρνης έσπευδαν να αγγίξουν το
σώμα του Αγ. Πολυκάρπου, επειδή πίστευαν ότι ήταν "πνευματοφόρος". β) Oι φλόγες
περικύκλωναν και δεν κατέκαιαν το σώμα του Αγ.Πολυκάρπου και της Αγ.Θέκλας. γ) Μετά το
μαρτυρικό θάνατο του Αγ. Πολυκάρπου, οι χριστιανοί της Σμύρνης ήθελαν, πάση θυσία,, να
πάρουν το πολύτιμο λείψανό του, "κοινωνήσαι τω αγίω αυτού σaρκίω", να αγγίξουν δηλαδή
και να ασπασθούν το νεκρό σώμα του μάρτυρα. δ) Τα λείψανα του Επισκόπου Σμύρνης
Πολυκάρπου οι πιστοί τα θεωρούσαν "ως τιμιώτερα λίθων πολυτελών και πολυτιμώτερα υπέρ
χρυσίον". Κατά συνέπεια, ήδη από τον 2ο αιώνα, υπήρχε διάχυτη η πίστη του πληρώματος
της Εκκλησίας ότι κοινωνούν του Αγίου Πνεύματος όχι μόνο τα ζώντα σώματα αλλά και τα
τίμια λείψανα των μαρτύρων τους, τα οποία είχαν ιδιαίτερη αγιαστική και σωστική δύναμη για
τους πιστούς. Έτσι ερμηνεύεται και το γεγονός, ότι τα μέλη της χριστιανικής κοινότητος
προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποσπάσουν τα τίμια λείψανα των μαρτύρων ή ακόμη και
τα προσωπικά τους αντικείμενα (ενδύματα κ.λπ.), επειδή και αυτά έχουν υπερφυσικές
ιδιότητες, αφού ήλθαν σε άμεση επαφή με το αγιασμένο σώμα του μάρτυρα.
Το επίκεντρο του εορτασμού της γενεθλίου ημέρας του μάρτυρα αποτελούσε η τέλεση της
θείας Ευχαριστίας, με την οποία επιδιωκόταν η μυστική και αδιάκοπη κοινωνία των πιστών με
τον αγαπημένο τους μάρτυρα "εν τω ποτηρίω του Χριστού". Εκτός από τα συνήθη Ιερά
αναγνώσματα της Αγίας Γραφής, το προπαρασκευαστικό μέρος της θείας Λειτουργίας
περιελάμβανε ανάγνωση των άθλων των μαρτύρων -που περιέχονταν στα προσφιλή κείμενα
των Μαρτυρολογίων- καθώς και εκτέλεση σχετικών Ύμνων, που ψάλλονταν "εις δόξαν
Χριστού και έπαινον των Μαρτύρων Αυτού". Ο εορτασμός της μνήμης των μαρτύρων
περιελάμβανε επίσης ολονυκτίες ή "πανυχίδες" (=διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις κατά τη
διάρκεια της νύκτας), προσευχές και Ύμνους. Όλα αυτά ελάμβαναν χώραν ήδη από τον 3ο
και 4ο αιώνα και εξής, σύμφωνα και με μαρτυρίες Πατέρων της Εκκλησίας.
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Τα αγιασμένα σώματα των Μαρτύρων ή τα λείψανά τους εθάπτοντο, όπως και οι υπόλοιποι
χριστιανοί, στα νεκροταφεία των πόλεων ή των αγροτικών συνοικισμών (χωριών). Συνήθως
τα νεκροταφεία -επίγεια, υπέργεια ή υπόγεια- ευρίσκοντο "εκτός των τειχών" των πόλεων,
δηλαδή στην ύπαιθρο (σύμφωνα και με τους ρωμαϊκούς νόμους). Ως γνωστόν -και παρά την
προσπάθεια των χριστιανικών κοινοτήτων να διατηρούν αμιγώς χριστιανικά κοιμητήρια-
υπάρχουν και περιπτώσεις που oι μάρτυρες, όπως και οι απλοί πιστοί, εθάπτοντο στα συνήθη
νεκροταφεία των εθνικών ή και των αιρετικών. Αυτό συνέβαινε κυρίως σε περιόδους
διωγμών, γιατί εν καιρώ ειρήνης απαγορευόταν αυστηρά ο ενταφιασμός χριστιανών σε
νεκροταφεία εθνικών ή αιρετικών. Για τα αρχαία χριστιανικά κοιμητήρια έχομε πολλές
μαρτυρίες, όπως π.χ. εκείνες: α) του Τερτυλλιανού (ad Scapulam, 3, M.L. 779), β) του
Ιππολύτου (εις Δανιήλ, 4,51),γ) του Ιωάννου του Χρυσοστόμου (εις Ανάληψιν, P.G., τόμος
50ος, στ. 441-443), ο οποίος μεταξύ άλλων, αναφέρει για την Αντιόχεια και τα εξής: «0υ την
τυχούσαν ζημίαν υπέμειναν από των τόπων, τρέχων μεν προς τα λείψανα των μαρτύρων,
μετά δε αμφιβολίας και διακρίσεως ποιούμενος τας ευχάς διά το αγνοείσθαι τας θήκας των
Αγίων και πού κείνται οι θησαυροί oι αληθινοί».
Από πολύ ενωρίς, ήδη από το 2ο αιώνα, oι πιστοί ήθελαν να εξάρουν ιδιαίτερα τους
μαρτυρικούς τάφους, ιδρύοντας πάνω από αυτούς ιδιαίτερες κατασκευές. Σύμφωνα με
πληροφορίες του ιστορικού Ευσεβίου, υπήρχαν περικαλλή οικοδομήματα πάνω από τους
τάφους των Μαρτύρων στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, κατά το τέλος του 3ου και τις αρχές
του 4ου αιώνα. Επίσης, χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το προ του Μεγάλου
Κωνσταντίνου αψιδωτό μνημείο-Μαρτύριο στην Κρύπτη του Αποστόλου Πέτρου στο
Βατικανό (Ρώμη), όπως επιβεβαίωσαν και oι πολυετείς ανασκαφές στα υπόγεια του
περίφημου αυτού ναού της Ρώμης, που θεωρείται κτίσμα του Μ. Κωνσταντίνου, όπως και oι
περικαλλείς ναοί του Ευαγγελιστού Ιωάννου στο Λατερανό, του Αποστόλου Παύλου Ρώμης
κ.ά,. (βλέπε εικόνες 10-23). Σημαντική είναι, επίσης, η μαρτυρία του Ευσεβίου (VΙΙ, 1,5, VΙΙΙ,
1-2, 5-6) για ίδρυση αυτοτελών Εκκλησιών-Ναών, επειδή οι Χριστιανοί «μηδαμινώς έτι τοις
πάλαι οικοδομήμασιν αρκούμενοι, ευρείας εις πλάτος ανά πάσας τας πόλεις εκ θεμελίων
ανίστων Εκκλησίας». Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι κατά την περίοδο αυτή (2ος καί 3ος αι.) θα
ιδρύοντο και ιδιαίτερα Μαρτύρια πλησίον των εν λόγω ναών, που αναφέρει ο Εϋσέβιος.
Σημειωτέον ότι καθ' όλο το 4ο αιώνα υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των ναών των πόλεων
και των Μαρτυρίων. Ασφαλώς δε τα περικαλλή Μαρτύρια ιδρύοντο σε περιόδους ειρήνης της
Εκκλησίας, όπως αποδεικνύουν και τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε συνδυασμό βέβαια και με
τις φιλολογικές μαρτυρίες.
Μετά την ειρήνευση της Εκκλησίας, oι χριστιανικές κοινότητες -από απέραντη τιμή και αγάπη
προς τους μάρτυρές τους- ανοικοδόμησαν περικαλλή επιτύμβια μνημεία, τα οποία ορθώς
ονομάστηκαν Μαρτύρια και έχουν ποικίλους τύπους και μορφές, όπως: α) μικρές-απλές
αψίδες, που περιλαμβάνουν τον τάφο του μάρτυρα, β) κυκλοτερείς ή περίκεντροι ναΐσκοι, με
σχήμα κυκλικό, τρίκογχο ή σταυρικό, γ) επιμήκη οικοδομήματα, με τη γνωστή μορφή της
βασιλικής. (Βλέπε εικόνες).
1. Στον Σάλωνα της Δαλματίας οι ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως αξιόλογα Μαρτύρια
του 3ου και 4ου αιώνα. Έτσι π.χ. στο κοιμητήριο Kapljuc ανευρέθηκε -μέσα σε ιδιαίτερο
περίβολο, που περιείχε και άλλους μαρτυρικούς τάφους- το μαρτύριο (τάφος) του μάρτυρα
Αστερίου. Βρισκόταν μέσα σε μικρή αψίδα, όπως και το μαρτύριο του Αποστ.Πέτρου στο
Βατικανό. Αργότερα στα τέλη του 4ου αιώνα, κατασκευάστηκε προ της αψίδας μία βασιλική
κυρίως προς τιμή του μάρτυρα Αστερίου (εικ. 3). Παρόμοια μορφή είχε και ένα άλλο μνημείο-
Μαρτύριο στο λεγόμενο κοιμητήριο της Μοναστηρίνης.
3. Στη Θεσσαλονίκη, στον ίδιο ακριβώς τόπο όπου μαρτύρησε ο πολιούχος Άγ. Δημήτριος,
ιδρύθηκε αρχικά μικρό μνημείο-οικίσκος, λείψανα του οποίου απεκάλυψαν oι ανασκαφές του
Γ. Σωτηρίου. Το κτίσμα μάλιστα αυτό κατασκευάσθηκε από οικοδομικά υλικά ρωμαϊκού
λουτρού, του οποίου μόνο την κυκλοτερή αψίδα συμπεριέλαβε αρχικά το Μαρτύριο του
Αγ.Δημητρίου. Ως γνωστόν, πάνω από το μαρτύριο-κρύπτη του Μάρτυρα ανοικοδομήθηκε
αργότερα (4ος-5ος αι.) μνημειώδης πεντάκλιτη βασιλική προς τιμή του μεγαλομάρτυρα Αγ.
Δημητρίου, πολιούχου της συμπρωτεύουσας Θεσ/νίκης (βλέπε εικ. 17-19).
4. Στην Έφεσο επίσης υπήρχε, ήδη από το 2ο αιώνα, ο τάφος του Ευαγγελιστού lωάννου,
πάνω από τον οποίο υπήρχε κιβώριο, στηριζόμενο σε τέσσερις κίονες. Με επίκεντρο το
μνημείο αυτό κατασκευάσθηκε αργότερα μεγαλόπρεπη Βασιλική επί Μ. Κων/νου, και
Βυζαντινός ναός επί Ιουστινιανού, πάντοτε επ' ονόματι του Ευαγγελιστού Ιωάννου του
Θεολόγου (βλ. εικ.15). Τα Μαρτύρια έγιναν προσφιλές θέμα και στις διακοσμητικές λεγόμενες
Τέχνες (Γλυπτική, Ζωγραφική, κεντητά υφάσματα, Μικροτεχνία κ.λπ.). Χαρακτηριστικό είναι
π.χ. ύφασμα από την Αίγυπτο, που απεικονίζει αρχαία Μαρτύρια με τη μορφή μικρών,
μονόκλιτων διώροφων ναϋδρίων με αμφικλινή στέγη.
5. Στις ρωμαϊκές κατακόμβες -όπου υπήρχαν, μεταξύ άλλων, και πολλοί τάφοι χριστιανών
Μαρτύρων των πρώτων αιώνων- ο πάπας Δάμασος Α' (366-384) αναζήτησε και ξεχώρισε
τους μαρτυρικούς τάφους, επέδειξε δε ιδιαίτερη μέριμνα γι' αυτούς και την εν γένει
αναζωπύρηση της αγάπης και τιμής των πιστών προς τους Μάρτυρες, όπως: α) χάραξη
καλλιγράφων επιγραφών επί των τάφων των λαοφιλών Μαρτύρων, β) διακόσμηση και
διεύρυνση του προ των μαρτυρικών τάφων χώρου, ώστε να διευκολύνονται oι πιστοί που
συγκεντρώνοντο κατά τον εορτασμό της γενεθλίου ημέρας του μάρτυρα.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης, ότι μετά τον θρίαμβο της Εκκλησίας (313 εξ.) παρουσιάζεται μια
τεράστια "Μαρτυριολογική" οικοδομική δραστηριότητα. Σ' ολόκληρη δηλαδή την
Αυτοκρατορία ιδρύονται μεγαλοπρεπα Μαρτύρια, και μάλιστα πάνω στα ήδη προϋπάρχοντα
-συνήθως μικρά και ταπεινά- τα οποία μετασχηματίσθηκαν επί το λαμπρότερον, σύμφωνα και
με το νέο πνεύμα και τις αυξημένες ανάγκες της Εκκλησίας. Ως γνωστό, τόσο ο Μ.
Κωνσταντίνος, όσο και ο Ιουστινιανός, ανέλαβαν ενεργό δράση στην ανοικοδόμηση παλαιών
και νέων Μαρτυρίων-Ναών.
6. Το σημαντικότερο βέβαια Μαρτύριο της εποχής του Μ.Κων/νου (και της μητρός του
Αγ.Ελένης) είναι εκείνο το "Σωτήριον Μαρτύριον" στον Πανάγιο Τάφο του "Αρχιμάρτυρος"
Χριστού. Το Παλλάδιον αυτό Μνημείο του Χριστιανισμου ήταν εύλογο να επηρεάσει
αφάνταστα όχι μόνο πολλά Μαρτύρια-Ναούς, αλλά και τη Χριστιανική Ναοδομία γενικότερα.
Ήταν ένα κυκλικό οικοδόμημα με χρυσό κουβούκλιο (κιβώριο) πάνω σε κίονες, που περιέκλειε
τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου. Με επίκεντρο το κτίσμα αυτό δημιουργήθηκε ένα ευρύτατο
οικοδομικό συγκρότημα: πεντάκλιτη βασιλική, δύο αίθρια, προπύλαια κ.λπ. (βλέπε εικ. 11).
7. 'Εξίσου σπουδαίο Μαρτύριο-Νάος της Κωνσταντινείου εποχής είναι των Αγίων Αποστόλων
ΚΠόλεως, δεύτερο μεγάλο Παλλάδιο του Χριστιανισμού, αφού στο κέντρο τοποθετήθηκαν οι
λάρνακες (κενοτάφια) των Δώδεκα Αποστόλων. Ως γνωστό, το Μνημείο αυτό σε σχήμα
έλεύΘερου Στανρού, μέ πέντε τρούλλους -έτυχε ιδιαίτερης προσοχής και λατρείας κυρίως επί
της εποχής του Ιουστινιανού, οπότε και ανακατασκευάστηκε σε μεγαλοπρεπέστατο Σταυρικό
Μνημείο, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για την κατασκευή και άλλων μεγάλων Μνημείων της
Αυτοκρατορίας, όπως π.χ. του ναού του Ιωάννου του θεολόγου στην Έφεσο, του ναού του
Αγίου Μάρκου της Βενετίας κ.α. (βλέπε εικ. 14). Δυστυχώς ο Ναός-Μαρτύριο των 12
Αποστόλων καταστράφηκε (εκ θεμελίων!) μετά το 1453, αφού oι Τούρκοι -θέλοντας να
εκδικηθούν την πίστη των Χριστιανών- εξαφάνισαν το Μνημείο, μαζί με τα τίμια λείψανα
(Λάρνακες) όχι μόνο των Αποστόλων, αλλά και των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, oι οποίοι
-κατά παλαιά συνήθεια- ήθελαν να ευρίσκονται και αυτοί πλησίον των Μαρτύρων-
Αποστόλων, και μάλιστα "οίκω, Θεού προπάροιθεν" όπως αναφέρεται και σε χριστιανικές
επιγραφές. Βλέπε σχετικά Γ.Β. Αντουράκη, Ελληνική Χριστιανική Επιγραφική, Αθήνα 1991,
σελ. 68 εξ. Έτσι, και oι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, όπως και oι περισσότεροι ευσεβείς
Χριστιανοί, επιθυμούσαν διακαώς να θάπτονται πλησίον των λαοφιλών Μαρτύρων
(Αποστόλων, Αγίων, Οσίων), oι οποίοι πάντοτε τους "συντρόφευαν", δηλαδή "εδέοντο υπέρ
των ψυχών των". H σωστική και αγιαστική δύναμη των Μαρτυρίων (των τιμίων λειψάνων
τους) έγινε προοδευτικά και σταθερά, "κανόνας πίστεως" ή και μέτρον ευλαβείας του
πληρώματος της Εκκλησίας.
8. Ήδη από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου έχομε μαρτυρίες ιδρύσεως πολλών και
μεγαλοπρεπών Μαρτυρίων-Ναών σε πολλά μέρη της Αυτοκρατορίας, όπως π.χ. α) στην
Ιταλία (και μάλιστα στη Ρώμη), β) στη Μ. Ασία (Έφεσο κ.α..), γ) στην Αίγυπτο (Αγ. Μηνά
κ.α.), δ) στη Παλαιστίνη, ε) στη Συρία, στ) στη Βόρειο Αφρική, ζ) στην Ελλάδα (περίφημο
είναι π.χ. το Μαρτύριο του αγίου Λεωνίδη στον Ιλισσό). Βλέπε εικόνες Μαρτυρίων, στην θέση
των οποίων ιδρύθηκαν συνήθως και αξιόλογοι ομώνυμοι ιεροί Ναοί.
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Σημειωτέον ότι, όπως προκύπτει τόσο από τις γραπτές πηγές όσο και από τα αρχαιολογικά
δεδομένα, σχεδόν όλα τα επί της εποχής του Μ. Κων/νου Μαρτύρια ιδρύθηκαν εκτός των
πόλεων (με εξαίρεση βέβαια τη βασιλική του Λατερανού στη Ρώμη). Η συνήθεια αυτή
φαίνεται ότι διατηρήθηκε καθ' όλο το 4ο αιώνα, κατά τον οποίο υπήρχε σαφής διάκριση
μεταξύ των εκτός πόλεων Μαρτυρίων και εκείνων που βρίσκονταν εντός των πόλεων. Η
βασική διαφορά τους ήταν ότι: στα εκτός πόλεως μαρτύρια η τέλεση της θείας Λειτουργίας-
Ευχαριστίας γινόταν κατά τη γενέθλιο ημέρα του τιμωμένου Αγίου (δηλ. μια φορά το χρόνο),
ενώ στους αστικούς ι. ναούς-μαρτύρια γινόταν τακτικά (Κυριακές, Εορτές). Η συνήθεια αυτή
επικράτησε καθ' άλλους τους αιώνες, μέχρι και σήμερα: Για τα εκτός πόλεων Μαρτύρια έχομε
μαρτυρίες από πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας. Πρβλ.
Ε.Π.Ε., τόμος 6ος, σελ. 189, όπου ο Μέγας Βασίλειος αναφέρεται "εν τοις προ της πόλεως
μαρτυρίοις".
α. Μαρτύρια-Ναοί των πόλεων: Από το δεύτερο μισό του 4ου αιώνα σημειώνεται μια
πολύ σημαντική εξέλιξη, όσον αφορά τον τόπο και τρόπο τιμής των Μαρτύρων στα αστικά
κέντρα. Οι Χριστιανοί, θέλοντας να τιμήσουν ακόμη περισσότερο τους Μάρτυρές τους,
επιθυμούσαν να ενταφιάζουν τους νέους Μάρτυρες (αλλά και Αγίους-Οσίους) όχι πλέον στην
ύπαιθρο, αλλά στις πόλεις, για να τους έχουν δηλαδή πιο κοντά, να τους αγιάζουν με την ιερή
"σιωπή" της συντροφιάς τους. Προς τιμή των Μαρτύρων ιδρύονται πλέον νέοι περικαλλείς
ιεροί Ναοί μέσα στις πόλεις.
Εντός των ναών αυτών όχι μόνο θάπτονται οι νέοι Μάρτυρες-Άγιοι, αλλά και επιδιώκετο η
μεταφορά (μετακομιδή) τιμίων μαρτυρικών λειψάνων ή σαρκοφάγων από προηγούμενα
Μαρτύρια. Κατάλληλος τόπος ταφής Μαρτύρων ή μετακομιδής ολοσώμων ιερών λειψάνων
θεωρήθηκε: α) το ιερό Βήμα των νέων Ναών, και μάλιστα η τοποθέτηση ιερών λειψάνων
πλησίον της Αγίας Τραπέζης, ή και κάτω από αυτή, εντός κρύπτης, β) ένα μέρος του κυρίως
ναού, συνήθως περίοπτο και κατάλληλο για την προσπέλαση των προσκυνητών, γ) ένα από
τα προσκτίσματα των ι.Ναών ή σπανιότερα στον αυλόγυρο των Εκκλησιών (προς Ανατολάς ή
προς Δυσμάς). Oι προς τιμή των Μαρτύρων νέοι ι.Ναοί ήταν οι προστάτες (= πολιούχοι) των
πόλεων, εθεωρούντο δε ως ασφαλέστεροι από κάθε πύργο ή περιτείχισμα (τείχος), επειδή
περιείχαν τα τίμια λείψανα των Μαρτύρων τους, των ηρώων της Χριστ.Πίστεως, τα "Κλέα"
των Αγίων ανδρών και γυναικών. Έτσι, σιγά-σιγά εγκαταλείπεται η συνήθεια ταφής
Μαρτύρων στην ύπαιθρο, αφού επικρατεί πλέον η αντίληψη ιδρύσεως λαμπρών
"Καθεδρικών" Ναών εντός των πόλεων, όπου συνήθως εδρεύουν Επίσκοποι και πολλοί
κληρικοί, οι οποίοι τελούν τακτικά τη Θ. Λειτουργία, μεταδίδοντας τη Θ. Κοινωνία στους
πιστούς. Με την πάροδο των αιώνων "εγκαταλείπονται κάπως" τα ταπεινά και λιτά Μαρτύρια-
Ναοί της υπαίθρου, εφ' όσον το επίκεντρο των λατρευτικών συνάξεων μεταφέρεται
προοδευτικά στους αστικούς Ναούς, προς τιμή των λαοφιλών Αγίων-Μαρτύρων.
α) Σπουδαία καινοτομία της εποχής, από τα τέλη του 4ου αιώνα και εξής, ήταν η
μετακομιδή ιερών λειψάνων -και μάλιστα ο τεμαχισμός τους- για τον καθαγιασμό
(εγκαίνια) των ι.Ναών των πόλεων, oι οποίοι δύνανται να θεωρηθούν ως "αστικά Μαρτύρια".
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα μεταφερόμενα τίμια λείψανα των αρχαιοτέρων Μαρτύρων
τοποθετούνται συνήθως στο ι.Βήμα των νέων Εκκλησιών, κάτω από την Αγία Τράπεζα ή
κοντά σ'αυτήν (κυρίως στους Ναούς της Δύσεως) για να ευρίσκονται πλησίον του τόπου
τελέσεως της Θείας Ευχαριστίας. Ασφαλώς η καινοτομία αυτή είχε σημαντικότατες συνέπειες
όχι μόνο στην μετέπειτα μορφή και διακόσμηση των ι.ναών, αλλά και στην καθόλου
λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, εφ' όσov: α) Μεταφέρεται πλέον η τιμή και ο εορτασμός των
Μαρτύρων από την ύπαιθρο στα μεγάλα αστικά κέντρα (πόλεις ή χωριά). Oι πιστοί τιμούν και
"συντροφεύουν" καθημερινά, και όταν θέλουν, τους Μάρτυρές τους και όχι μόνο κατά τη
γενέθλιο ημέρα τους, όπως γινόταν παλαιότερα. Έτσι, η τιμή και η αγάπη προς τους
Μάρτυρες-Αγίους συνυφαίνεται στενότατα με την καθημερινή ζωή της Εκκλησίας, της οποίας
η λατρεία καθίσταται περισσότερο "Μαρτυροκεντρική-Χριστοκεντρική".
β) Στους ι. Ναούς των πόλεων και των μεγαλυτέρων συνοικισμών (χωριών) που είναι πλέον
κανονικοί, δηλαδή καθαγιασμένοι με τίμια λείψανα Μαρτύρων, η Θεία Ευχαριστία -ως
επίκεντρο της Θείας Λειτουργίας- δεν τελείται πλέον μόνο μια φορά το χρόνο, όπως στα
εκτός πόλεως Μαρτύρια, αλλά τακτικά, όπως και στους άλλους ι.Ναούς των αστικών
κέντρων, όπου ευκολότερα συναθροίζονται oι πιστοί. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια την
ταύτιση του Θυσιαστηρίου-Αγ. Τραπέζης του Χριστιανικού Ναού με τον Τάφο του
"Αρχιμάρτυρος" Χριστού και των Μαρτύρων της Χριστιανικής Πίστεως. Όπως όμως και αλλού
υπογραμμίζουμε, η ταύτιση αυτή είχε συντελεσθεί αρχικά στους τάφους των Μαρτύρων,
όπου γίνονταν oι ενθουσιώδεις συνάξεις των πιστών, με κύριο σκοπό την συμμετοχή τους
στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας.
γ) Προοδευτικά, αλλά σταθερά, δεν υπάρχει πλέον διάκριση ανάμεσα στα Μαρτύρια και
στους κανονικούς ι.Ναούς. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, ολόκληρος ο Χριστιανικός Ναός,
με επίκεντρο το θυσιαστήριο και το ι.Βήμα, καθίσταται πλέον Μαρτύριο προς τιμή του
Μάρτυρα-Αγίου-Οσίου, στον οποίο είναι αφιερωμένος ο Ναός.
Για την προέλευση όμως των διαφόρων τύπων του χριστιανικού Ναού, και ιδιαίτερα της
ελληνιστικής Βασιλικής, εκφράστηκαν κατά καιρούς και άλλες απόψεις ή θεωρίες από
σημαντικούς ερευνητές της Χριστιανικής Τέχνης. Χωρίς να παραβλέπομε τις θέσεις αυτές
-αντίθετα δε τις σεβόμαστε και τις συνεκτιμούμε- εξακολουθούμε να πιστεύομε ότι: oι
ποικίλοι τύποι των Μαρτυρίων διεδραμάτισαν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην τελική
διαμόρφωση και επικράτηση των Χριστιανικών Ναών. Η παλαιοχριστιανική Βασιλική, κατά
κύριο λόγο, εξελίχθηκε και επηρεάστηκε αφάνταστα από τα Μαρτύρια και τα νεκρικά
παρεκκλήσια των τεσσάρων πρώτων αιώνων, όπως και σε άλλη ευκαιρία υποστηρίζομε
ταπεινά. Ασφαλώς τα Μαρτύρια (κυκλικά, σταυρικά, τρίκογχα και επιμήκη) θα αποτέλεσαν τα
βασικά πρότυπα για την τελική διαμόρφωση όχι μόνο των Βασιλικών, αλλά και την
κυκλοτερών ή περίκεντρων Ναών των μεγάλων αστικών κέντρων. Βλέπε π.χ. το τρίτομο έργο
μας, με τίτλο "Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική", Αθήνα 1993 (τρίτη έκδοση). Βλέπε
επίσης Ν. Duval, Les édifices de culte des origines à l' époque Constantinienne, ACΙAC, ΙΧ,
Roma 1975, τόμ. Ι, σελ. 513 κ.ε., όπου υπάρχουν συγκεντρωμένες oι παλαιότερες απόψεις
για την προέλευση της Βασιλικής.
Ειδικότερα, πολύ μεγάλη είναι η επίδραση και η σχέση των Μαρτυρίων με τα επιμέρους
τμήματα του ι.Βήματος των Χριστ.Ναών: Αγία Τράπεζα, Κιβώριο, Σύνθρονο, Κόγχη, Φράγμα
Πρεσβυτερίου (Εικονοστάσι-Τέμπλο) κ.λπ. Το θέμα αυτό είναι επίσης μεγάλο και θα έπρεπε
κάποτε να αφιερωθεί ειδική μονογραφία. Στα περιορισμένα όμως πλαίσια της παρούσας
μελέτης-εισήγησης υπογραμμίζομε -εντελώς συνοπτικά- μερικά μόνο κύρια σημεία.
α. Κόγχη, Αγία Τράπεζα καί Κιβώριο. Ως γνωστό, το ιερό Βήμα περιλαμβάνει ορισμένα
στοιχεία, που σχετίζονται με τον περιβάλλοντα τον τάφο του Μάρτυρα χώρο, δηλαδή το
Μαρτύριο. Ανατολικά καταλήγει σε κόγχη, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε αρκετά αψιδωτά
Μαρτύρια (κυκλικά, τρίκογχα, σταυρικά κ.α.). Εντός της κόγχης του ι.Βήματος τοποθετείται
το θυσιαστήριο-Αγία Τράπεζα, που συμβολίζει τον Τάφο του "Αρχιμάρτυρα" Χριστού, κυρίως
μετά τον επίσημο καθαγιασμό της με ιερά λείψανα (εγκαίνια). Την σταθερή πλέον Αγία
Τράπεζα στεγάζει ή προστατεύει το Κιβώριο, το οποίο καθίσταται απαραίτητο από το τέλος
του 4ου αιώνα κ.έ. Το Κιβώριο ή κουβούκλιο, στηριζόμενο σε τέσσερις κίονες, παρουσιάζει
μεγάλη ομοιότητα με ανάλογης μορφής τάφους Μαρτύρων, τα λεγόμενα teguria (εικ. 3). Η
συμβολική ταύτιση της Αγ. Τραπέζης με τον Τάφο του Χριστού συνετέλεσε αποφασιστικά
στην υπερύψωση του Κιβωρίου (εν είδει Ουρανού) πάνω από τον Τάφο-Αγία Τράπεζα.
Από τον 4ο αιώνα κ.ε. αρχίζουν να απεικονίζονται σταδιακά και σκηνές με καθαρά ιστορικό
περιεχόμενο, όπως αυτές του πάθους και του θανάτου των Μαρτύρων. Χαρακτηριστικό είναι,
επίσης, ότι κατά την εν λόγω εποχή οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφέρονται συχνά στα φρικτά
βασανιστήρια των Μαρτύρων, αποσκοπώντας στη μίμηση από τους πιστούς των άθλων των
ηρώων της Χριστιανικής Πίστεως. Πρβλ. π.χ. τα λόγια του Γρηγορίου του Θεολόγου (Ε.Π.Ε.,
τόμ. 3ος, σελ. 126-129). Έτσι, τα προσφιλέστερα θέματα που κοσμούσαν τα αρχαία
Μαρτύρια εμπλουτίζονται σιγά-σιγά, υιοθετούνται και τελικά επικρατούν στην αγιογράφηση
των Χριστιανικών Ναών. Έχοντας μάλιστα υπ' όψη μας τη μεγάλη σημασία που απέδιδαν και
oι Πατέρες της Εκκλησίας στη Ζωγραφική των ι.Ναών -για τη διδασκαλία, την κατήχηση και
την ηθική αρωγή και διαπαιδαγώγηση των πιστών- αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο σκηνές
από τη ζωή και το πάθος των Μαρτύρων και των Αγίων κατέχουν τόσο μεγάλη έκταση στην
εικονογράφηση της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ναοδομίας. Χαρακτηριστικά ειναι εν προκειμένω
και τα εξής λόγια του Μεγάλου Βασιλείου: «α γaρ ο λόγος της ιστορίας διά της ακοής
παρίστασι, ταύτα γραφική σιωπώσα διά της μιμήσεως δείκνυσιν» (πρβλ. Migne, P.G., τόμ.
31ος, στ. 508-509). Oι παραστάσεις αυτές δύνανται να χαρακτηρισθούν και ως
"πρωτοεικόνες" της Θείας Επιφανείας στους Μάρτυρες-Αγίους μέσα στους οίκους Λατρείας-
Ναούς-Μαρτύρια της Χριστιανικής Ιστορίας και Τέχνης.
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ:
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τελειώνοντας, συν Θεώ, την παρούσα μελέτη-εισήγηση, κρίνω σκόπιμο να διατυπώσω ακόμη
κάποιες συνοπτικές σκέψεις-απόψεις, υπό μορφή επιλεγομένων ή και συμπερασμάτων,
διευκολύνοντας έτσι τους αναγνώστες-μελετητές.
3. Από τον 4ο αιώνα και εξής η ΚΠολη είχε το ιδιαίτερο προνόμιο κατοχής και επιδείξεως
ολοσώμων ιερών λειψάνων Μαρτύρων, Αγίων, Οσίων. Oι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, θέλοντας
να καταδείξουν το θρησκευτικό γόητρο της Νέας Πρωτεύουσας, καλώς ή κακώς
"απογύμνωσαν" τις Ανατολικές κυρίως Επαρχίες από τα πολύτιμα και ιερά λείψανα των πλέον
λαοφιλών Μαρτύρων και Αγίων. Έτσι, ένας μεγάλος αριθμός ολόσωμων αγίων λειψάνων
μετακομίστηκε στην ΚΠολη, τα οποία τοποθετήθηκαν με ιδιαίτερη ευλάβεια σε παλαιούς ή και
νέους περικαλλείς ι.Ναούς-Μαρτύρια, συνήθως στο χώρο του ιερού Βήματος. Γνωστοί είναι
π.χ. oι λαμπροί ι.Ναοί -κυρίως από την εποχή του Μ.Κωνσταντίνου μέχρι τους χρόνους του
Ιουστινιανού- στους οποίους μετακομίσθηκαν πολύτιμα ιερά λείψανα.. Σημειωτέον ότι αρχικά
το όνομα Μαρτύριο δόθηκε μόνο για ι.Ναούς που φιλοξενούσαν ολόσωμα και αυθεντικά
ιερά Λείψανα. Παράλληλα όμως (ήδη από τον 4ο αι. κ.ε.) ως αυθεντικά Μαρτύρια-Ναοί
θεωρήθηκαν και εκείνα που περιείχαν έστω και ένα τεμάχιο γνησίου ιερού λειψάνου, αφού
δεν ήταν δυνατόν όλες οι Εκκλησίες (Ανατολής και Δύσεως) να κατέχουν ολόσωμα ιερά
λείψανα, και μάλιστα των πλέον δημοφιλών Μαρτύρων και Αγίων. Κατ' οικονομίαν, λοιπόν, η
επίσημη Εκκλησία αναγκάστηκε να παραδεχθεί και να εφαρμόσει τον "τεμαχισμόν" των
ολοσώμων ι.λειψάνων.
4. Τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση ήταν κοινώς παραδεκτή -ή και υποχρεωτική- η
αντίληψη, ότι: η Θεία Ευχαριστία (Θ. Λειτουργία) έπρεπε να τελείται "επί του αίματος
των Μαρτύρων", δηλαδή επάνω στην Αγία Τράπεζα, η οποία είχε καθαγιασθεί με τεμάχιο
ιερού λειψάνου χριστιανού Μάρτυρα ή Αγίου. Η πράξη αυτή -ως πανάρχαια αρχή και
συνήθεια- επικράτησε σ' ολόκληρη τη Χριστιανική Ορθοδοξία, τόσο κατά τους τρεις πρώτους
αιώνες, όσο και μετέπειτα (4ος-10ος αιώνας). Αυτό επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις διάφορες
πηγές (κείμενα), αλλά και από τις πλούσιες αρχαιολογικές μαρτυρίες, δηλαδή από τα ίδια τα
χριστιανικά Μνημεία, όπως: Άγιες Τράπεζες, λειψανοθήκες, "εγκαίνιον" ή "καταθέστον"
ι.Ναών, ψηφιδωτές επιγραφές στο χώρο του ι.Βήματος κ.λπ. Ήδη από την αρχή του
λεγόμενου "Μεσαίωνα" (7ος-9ος αι.) η τοποθέτηση τιμίων λειψάνων πάνω ή κάτω από τις
Άγιες Τράπεζες (εγκαίνια), δηλ. ο πλήρης καθαγιασμός των Εκκλησιών, φαίνεται ότι είχε
ολοκληρωθεί. Ασφαλώς θα υπήρχαν και κάποιες καθυστερήσεις καθαγιασμού-εγκαινίων, δεν
μαρτυρούνται όμως αντιδράσεις ή αντιθέσεις. Ας σημειωθεί ότι η Ανατολή προτιμούσε
πάντοτε τα ολόσωμα ιερά λείψανα των Μαρτύρων, ενώ η Δύση αρκείτο έστω και σε ελάχιστα
τεμάχια ιερών λειψάνων, τα οποία ευσεβείς (ή μή) προσκυνητές "μετέφερον, ευκαιρίας
δοθείσης". Δυστυχώς, δεν είναι άγνωστες και ορισμένες "αρπαγές, καταχρήσεις ή και
εμπόριο" ιερών λειψάνων κυρίως από τους Δυτικούς. Γνωστή είναι π.χ. η περίπτωση της
μεταφοράς ή "αρπαγής" του ιερού λειψάνου του Επισκόπου Μύρων της Λυκίας Αγίου
Νικολάου, του οποίου το λείψανο "κλάπηκε" το 1087 από δυτικούς (εμπόρους) και
φιλοξενείται μέχρι σήμερα σε ομώνυμο περικαλλή ναό στο Μπάρι της Ιταλίας. Γεγονός
πάντως είναι ότι ανέκαθεν υπήρχαν στενότατοι δεσμοί και αλληλεπιδράσεις μεταξύ των
αρχαίων Μαρτυρίων και των Χριστ. Ναών όχι μόνο των επαρχιών, αλλά και των πόλεων.
Ασφαλώς ισχυρός συνεκτικός κρίκος μεταξύ τους ήταν και η καθιέρωση-εγκαίνια όλων των
ι.Ναών με τίμια λείψανα Μαρτύρων (4ος αι. κ.έ.)
5. Τα Μαρτύρια αγαπήθηκαν και τιμήθηκαν τόσο πολύ από το σύνολο του πληρώματος της
Εκκλησίας, ώστε αρκετά Μαρτύρια μετατράπηκαν σε περικαλλείς ιερούς Ναούς μεγάλων ή
μικρών αστικών κέντρων, ενώ παράλληλα συνδέθηκαν στενά κυρίως με το ιερό Βήμα των
Χριστιανικών Ναών και -με επίκεντρο πάντοτε την Αγία Τράπεζα- αποτέλεσαν τη βάση της
Χριστιανικής Ναοδομίας και Τέχνης. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι υπάρχει πάντοτε μια σταθερή
αναλογία, συμμετρία ή και ταύτιση, μεταξύ του Τάφου, των Παθών και της Αναστάσεως του
"Αρχιμάρτυρος" Χριστού και των Μαρτύρων της Χριστιανικής Πίστεως. Με την τέλεση της
Θείας Ευχαριστίας επί του ιερού Θυσιαστηρίου, τα Μαρτύρια σχετίζονται -συμβολικά,
λειτουργικά καί θεολογικά- με την Ανάσταση του Κυρίου, ο οποίος και στεφανώνει τους
εκλεκτούς του Μάρτυρες. Πρβλ. το πλούσιο Εικονογραφικό Μέρος της μελέτης (Εικόνες 1-
35).
6. Άν ληφθούν υπ' όψη όλα τα παραπάνω λεχθέντα, πιστεύω ότι ερμηνεύονται και
κατανοούνται καλύτερα και απειράριθμα Μνημεία της Χριστιανικής Τέχνης, και μάλιστα: α) η
Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική και κυρίως τα επιμέρους τμήματα του ι.Βήματος: Αγ.Τράπεζα,
Κιβώριο, Σύνθρονο, Τέμπλο συνδέονται στενά με τις μορφές και τη χρησιμότητα των
Χριστ.Μαρτυρίων (πρβλ.και τα "Άγια των Αγίων" της Π.Διαθήκης). β) Τα εικονογραφικά
θέματα, που αρχικά κοσμούσαν τα ιερά κτίρια των Μαρτυρίων-Ναών, πλουτίστηκαν
προοδευτικά και "πέρασαν" ευκολότερα στη Μνημειακή Εκκλησιαστική Ζωγραφική. γ) Oι
τόσο πλούσιοι Εικονογραφικοί κύκλοι (ιστορικός, λειτουργικός και δογματικός), καθώς και oι
θαυμάσιοι Εκκλησιαστικοί Ύμνοι, και μάλιστα η Θεία Λειτουργία -όλα μαζί- υποβοηθούν και
κατατείνουν: 1) στη δοξολογία του Τριαδικού Θεού και των εκλεκτών του, Μαρτύρων-Αγίων,
και 2) στη θέωση των πιστών διά του φρικτού Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Ασφαλώς
αυτό είναι το Κέντρο της Λατρευτικής Ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία ορθώς
χαρακτηρίζεται και ως "Εκκλησία της Αναστάσεως", με έντονο "Μαρτυρο-Αγιοκεντρικό"
χαρακτήρα, πάντοτε όμως "εις δόξαν του εν Τριάδι Θεού".
ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Γ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, Χριστιανική Αρχαιολογία και Επιγραφική, Τόμοι Α', Β', Γ', Αθήνα 1993 (τρίτη
έκδοση).
Γ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, Ο Άγιος Νικόλαος στη Βυζαντινή Τέχνη και Παράδοση, Αθήναι 1988.
Γ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, Ταφή, καύση και Ανάσταση νεκρών. Μηνύματα από την Παράδοση και την
Τέχνη, Αθήνα 1986 (β' έκδοση).
Γ. ΑΝΤΟΥΡΑΚΗΣ, Επιλογή λαϊκών όρων γύρω από το Χριστιανικό ναό και τις Γιορτές, Αθήνα
1986.
Ν. DUVAL, Les édιfιces du culte des origines à l'époque Constantinienne, ACΙAC ΙΧ, Roma
1975, τομ. Ι, σσ. 513-537.
Α. GRABAR, Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l' art chrétien antique, Ι
(Architecture), ΙΙ (Ιconographie), Paris 1943-1946.
Α. GRABAR, L'art de la fin de l' antiquité et du Moyen Age, τόμ. ΙΙ, Ρaris 1968.
ΤΗ. CLAUSΕR, Die Cathedra im Totenkult der Heidnischen und Christliche Antike, Münster in
Westfallen 1927 (β' έκδ. 1971).
Κ. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ, Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, Αθήναι 1958 (β' έκδοση).
ΣΤ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Πατρολογία, τόμ. Α' και Β', Αθήνα 1977, 1990.
Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ, Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού Ιωάννου του Θεολόγου εν Εφέσω, Αθήναι
1924.
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ, Η τελετουργία της Θείας Ευχαριστίας κατά τους δύο πρώτους αιώνας,
Αθήναι 1934.
Α. ΦΥΤΡΑΚΗΣ, Λείψανα και τάφοι Μαρτύρων κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, Αθήναι 1955.
Α. ΦΥΤΡΑΚΗΣ, Aι αντιδράσεις κατά της τιμής των Αγίων εν τη αρχαία Εκκλησία και τα αίτια
αυτών, Αθήναι 1956.
Προηγούμενη Σελίδα