Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 7

Λεξικό φιλολογικών και συναφών όρων

Ελληνικοί όροι
αδύνατον: είναι μια μορφή υπερβολής. Σχήμα λόγου κατά το οποίο μια κατάσταση ή περιγραφή
διογκώνεται υπερβολικά, ώστε να μοιάζει αδύνατη (π.χ. και πεθαμένος θα σ’ αγαπώ).
ακροστιχίδα: ἄκρος + στίχος. Στιχουργικό παιχνίδι κατά το οποίο τά πρώτα γράμματα διαδοχικών
στίχων σχηματίζουν μια λέξη ή φράση ή είναι τοποθετημένα σε αλφαβητική σειρά.
Αμβροσιανή Ιλιάς (λατ. Ilias Ambrosiana): εικονογραφημένο χειρόγραφο της Ιλιάδας, το οποίο
αντιγράφηκε περ. το 500 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια και σήμερα φυλάσσεται στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη
(Biblioteca Ambrosiana) του Μιλάνου.
ανακρεόντειος στίχος: το λεγόμενο ανακλαστικό ιωνικό δίμετρο, που έχει τη μορφή ∪∪ – ∪ – ∪ – – .
Ιωνικά δίμετρα (∪∪ – – ∪∪ – –) με ανάκλαση (δηλαδή αντιστροφή) της τέταρτης και πέμπτης συλλαβής
αναφορά (επανάληψη): ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια λέξη ή φράση επαναλαμβάνεται στην
αρχή παρατιθέμενων φράσεων, δίνοντας έμφαση.
άπαξ λεγόμενον: όρος ή λέξη που συναντάται μόνο μια φορά στην ΑΕ (λατινική κτλ.) λογοτεχνία.
αποκατάστασις: τεχνικός όρος για την επιστροφή του ανεστημένου ανθρώπου που επιστρέφει
αποκεκαθαρμένος στην άσπιλη κατάσταση που είχε κατά τη δημιουργία του.

βαρβαρισμός: γραμματικό λάθος. Χρήση γλωσσικού τύπου που διαφοροποιείται μορφολογικά ή


φωνολογικά από την ομιλούμενη ή γραπτή γλώσσα.

γιγαντισμός: η τάση των ποιητών της Ύστερης Αρχαιότητας να παράγουν ποιήματα χιλιάδων στίχων.
γραμματικός (grammaticus): ο καθηγητής που αναλαμβάνει την εκπαίδευση του μαθητή στη δεύτερη
βαθμίδα της εκπαίδευσης στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Η αποστήθιση και σχολαστική μελέτη των κλασικών
ποιητών αποτελεί τον βασικό κορμό της διδασκαλίας τους. Πολλοί από τους ποιητές της Ύστερης
Αρχαιότητας ήταν γραμματικοί.
γραμματιστής (litterator): ο δάσκαλος που διδάσκει γραφή, ανάγνωση και αριθμητική στο πρώτο
στάδιο της εκπαίδευσης. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, η αποστήθιση μεγάλων
ποιητών, ιδιαίτερα του Ομήρου, αποτελούσε τη βάση της εκπαίδευσης, καθώς θεωρούνταν ότι συνιστούσε το
θεμέλιο της ηθικής παιδείας.

δακτυλικό εξάμετρο: δακτυλικό ή ηρωϊκό εξάμετρο είναι το κατεξοχήν μέτρο των στίχων της
αρχαίας ελληνικής επικής, αλλά και διδακτικής ποίησης. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα ομηρικά έπη αλλά
αργότερα και στα επύλλια, τη βουκολική ποίηση και τα επιγράμματα. Ο πρώτος στίχος του ελεγειακού
δίστιχου είναι εξάμετρος.

εγκύκλιος παιδεία (artes liberales): το βασικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο,
το οποίο καθόρισε και τη σημερινή εκπαίδευση. Η εγκύκλιος παιδεία, η γενική εκπαίδευση, αποτελείται από
τη γραμματική, τη λογική (φιλοσοφία) και τη ρητορική (trivium–τριτύς) καθώς και τη μουσική, την
αριθμητική, την αστρονομία και τη γεωμετρία (quatrivium–τετρακτύς). Το σχήμα αυτό καθορίζεται από τον
σοφιστή Ιππία τον 5ο αι. π.Χ., αλλά διατηρείται στο Βυζάντιο και τον Μεσαίωνα.
εγκώμιο: το ἐγκώμιον είναι είδος επιδεικτικού ρητορικού λόγου, που στόχο έχει να εξυμνήσει τις
αρετές του αποδέκτη του. Θέμα του εγκωμίου είναι συνήθως ένα πρόσωπο, πραγματικό ή μυθικό, αλλά και

283
μια πόλη ακόμα κι ένα ζώο ή ένα αντικείμενο. Αποτελεί ένα από τα είδη ρητορικών ασκήσεων (βλ.
προγυμνάσματα) στα οποία ασκούνταν οι μαθητές της ρητορικής.
ελεγειακό δίστιχο: είναι το μέτρο της αρχαϊκής ελεγείας αλλά και του επιγράμματος. Αποτελείται
από έναν δακτυλικό εξάμετρο και έναν πεντάμετρο στίχο: – ∪∪ – ∪∪ – ∪∪ – ∪∪ – ∪∪– – / – ∪∪ – ∪∪ – | –
∪∪ – ∪∪ –.
επίγραμμα: ο όρος προήλθε από το ρήμα ἐπιγράφω που σημαίνει «χαράσσω, εγχαράσσω σε μια
επιφάνεια». Αρχικά επίγραμμα θεωρούνταν οποιαδήποτε επιγραφή ήταν χαραγμένη σε ένα έργο τέχνης ή ένα
μνημείο. Στην ελληνιστική εποχή, όμως, το επίγραμμα παγιώθηκε ως λογοτεχνικό είδος, τα θέματα
εμπλουτίστηκαν ώστε πλέον τα επιγράμματα ήταν όχι μόνο αναθηματικά αλλά και επιτύμβια, ερωτικά,
συμποτικά, σκωπτικά κ.α.
επιθαλάμιο: λυρικό χορικό γαμήλιο άσμα, που ψάλλεται κατά την πομπή του γάμου ή μπροστά από
τον νυφικό θάλαμο.
επικός κύκλος (ή κύκλια έπη): συλλογή επικών ποιημάτων τα οποία πραγματεύονται το θέμα ενός
μυθολογικού κύκλου (κυρίως του θηβαϊκού και του τρωικού). Τα «κύκλια έπη» σώζονται αποσπασματικά
αλλά πληροφορίες για το περιεχόμενό τους αντλούμε από μια περίληψη της Χρηστομάθειας του Πρόκλου (2ος
αι. μ.Χ.) Στον επικό κύκλο ανήκουν τα Κύπρια, η Αιθιοπίς, η Μικρά Ιλιάς, η Ιλίου πέρσις, οι Νόστοι και η
Τηλεγόνεια (ή Τηλεγονία). Τα ποιήματα αυτά συντέθηκαν μάλλον κατά τον 7ο ή 6ο αι. π.Χ.
επιφορά: σχήμα λόγου, που προκύπτει από την επανάληψη μιας λέξης στο τέλος δύο διαδοχικών
κώλων περιόδου.
έπος: η λέξη σήμαινε αρχικά «λόγος, διήγηση» αλλά ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για να
περιγράψει το μεγάλο αφηγηματικό ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο. Ανάλογα με το περιεχόμενό τους τα έπη
διακρίνονται σε τρία είδη: α. το ηρωικό (ή, κατά μοντέρνα διάκριση, στρατιωτικό), όπου ο ποιητής αφηγείται
κλέα ἀνδρῶν με πιο γνωστό παράδειγμα τα ομηρικά έπη, β. το διδακτικό, το οποίο έχει συμβουλευτικό
χαρακτήρα (π.χ. τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου) και γ. το μυθολογικό, το οποίο έχει μυθολογικά θέματα
(όπως τα Αργοναυτικά του Απολλώνιου Ρόδιου).
επύλλιο: γνωστό και με τον περιγραφικό όρο Kleinepos «μικρό έπος». Σύντομο αφηγηματικό ποίημα
σε δακτυλικό εξάμετρο με μυθολογικό θέμα, το οποίο καλλιεργήθηκε κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή
περίοδο.
ευτοπία (locus amoenus): ο λογοτεχνικός τόπος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή ενός
ειδυλλιακού τοπίου, που τυπικά χαρακτηριστικά του είναι η βλάστηση, η σκιά, το απαλό αεράκι και το
τρεχούμενο νερό.

Θεοσοφία της Τυβίγγης: συλλογή εθνικών προφητειών και χρησμών με την οποία οι χριστιανοί
προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι εμπνευσμένοι εθνικοί ποιητές, μάντεις ή και θεοί είχαν προαναγγείλει την
έλευση του Χριστού. Πιστεύεται πως γράφηκε στα χρόνια του αυτοκράτορα Ζήνωνα (474–491 μ.Χ.)
θεουργία: < θεός + ἔργον = η επενέργεια των ίδιων των θεών, που είναι πάντοτε αυτοθελής.
Συνίσταται σε καθαρτικές τελετές και στην επίκληση θεϊκών δυνάμεων μέσω μιας ειδικά διαμορφωμένης
γλώσσας προκειμένου η ψυχή, απαλλαγμένη από τα δεσμά του σώματος, να επανενωθεί με τη θεϊκή πηγή
της.

ίαμβος: ο ίαμβος ήταν αρχαίο ελληνικό μέτρο της απαγγελλόμενης και της αδόμενης ποίησης, το
οποίο αποτελείται από μια βραχεία και μια μακρά συλλαβή. Η ιαμβική ποίηση αποτελεί χαρακτηριστικό είδος
της αρχαϊκής εποχής με κύριο γνώρισμα τον επιθετικό σατιρικό και σκωπτικό τόνο.
Ιουδαιο-χριστιανική γραμματεία: πρόκειται για τη λογοτεχνία που γράφηκε κατά την πρώτη φάση
ανάπτυξης του χριστιανισμού, όταν ακόμη η σύνδεσή του με την ιουδαϊκή θρησκεία ήταν στενή (1 ος–2ος αι.
μ.Χ.) Η ιουδαιο-χριστιανική γραμματεία αποτελεί παρακλάδι της ιουδαιο-ελληνικής γραμματείας, η οποία
έχει τις απαρχές της στην ελληνική μετάφραση της εβραϊκής Πεντατεύχου (3ος αι. π.Χ. και εξής).

284
ιωτακισμός: η προφορά φωνηέντων (η, υ) ή διφθόγγων (ει, οι, υι), που καταρχήν είχαν διαφορετική
φωνολογική αξία, ως γιώτα (ι). Το φαινόμενο αυτό εντάθηκε από τα ελληνιστικά χρόνια και προκαλούσε
σύγχυση στην ορθογραφία σε χειρόγραφα, πάπυρους κτλ.

κέντρων (βλ. ομηρόκεντρα): ποιητικό έργο το οποίο έχει συντεθεί στο σύνολό του από στίχους που
προέρχονται από άλλα, προγενέστερα ποιήματα.
κράση: το φθογγικό πάθος κατά το οποίο γίνεται συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου
μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή την αρχική δίφθογγο της ακόλουθης, προς αποφυγή χασμωδίας.
κώλον: όρος της γραμματικής. Δηλώνει ένα τμήμα περιόδου που φέρει αυτοτελές νόημα και μπορεί
να σημαίνεται με στίξη (κόμμα ή άνω τελεία).

λογότυπος: αγγλ. formula, γαλλ. cliché. Στερεότυπη σύντομη φράση, την οποία ο συνθέτης του έπους
έχει κληρονομήσει από την προφορική επική παράδοση. Στην πιο σύντομή μορφή της αποτελείται από ένα
όνομα και επίθετο.

μπαρόκ (baroque): καλλιτεχνικό ρεύμα που διαμορφώθηκε μετά την Αναγέννηση και ως τον
Διαφωτισμό (περ.1600–1750) και χαρακτηρίζεται από έντονο δραματικό και συναισθηματικό στοιχείο.
Γενικότερα στη λογοτεχνία, ο όρος χαρακτηρίζει ένα ύφος πομπώδες, μεγαλοπρεπές και υπερβολικό που έχει
ως στόχο την έξαρση των συναισθημάτων του αναγνώστη – ακροατή.

νατουραλισμός: φιλοσοφικό ρεύμα που πρεσβεύει ότι αρχή των πάντων είναι η φύση (φυσιοκρατία)
και απορρίπτει κάθε μυστικιστικό ή υπερβατικό στοιχείο. Ειδικότερα στη ζωγραφική αποτελεί τάση η οποία
συνίσταται στην απεικόνιση στοιχείων που αντλούνται από τη φύση (φυτά, ζώα κτλ.)
νεολογισμός: μια καινοφανής λέξη, όρος ή φράση, που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα. Ειδικά στη
λογοτεχνία ο όρος μπορεί να έχει δημιουργηθεί από τον ποιητή από μίμηση ενός προτύπου ή για μετρικούς
σκοπούς.
νεοπλατωνισμός: φιλοσοφική παράδοση που δημιουργήθηκε την εποχή της Ύστερης Αρχαιότητας
ως μετεξέλιξη της πλατωνικής φιλοσοφίας (3ος–6ος αι. μ.Χ.) και συνίσταται στην επανερμηνεία της μέσα από
ένα μυστικιστικό πρίσμα. Ιδρυτής της παράδοσης θεωρείται ο Αμμώνιος Σακκάς (3ος αι. μ.Χ.) αλλά βασικός
εκπρόσωπος του είναι ο Πλωτίνος, ο οποίος ερμήνευσε τον Πλάτωνα μονιστικά και πανθεϊστικά,
συγκεράζοντας την ελληνική φιλοσοφία με την ελληνορωμαϊκή λατρευτική παράδοση και τις ανατολικές
θρησκείες.

ομηρόκεντρα: χρήση ομηρικών στίχων ή ημιστίχιων, που κάποτε μπορούν ελάχιστα να διαφέρουν
από το πρωτότυπο, για να εμπλουτιστούν και να ερμηνεύθουν βιβλικά επεισόδια. Βλ. και κέντρων.

παγανιστής (paganus): κυριολεκτικά «ο κάτοικος της υπαίθρου». Στους αυτοκρατορικούς χρόνους ο


όρος χαρακτήριζε κάποιον που δεν υπηρετούσε στο στρατό, αλλά ζούσε ως απλός πολίτης. Με την εξάπλωση
του χριστιανισμού ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους χριστιανούς για όσους δεν ήταν στρατιώτες του
Χριστού (milites Christi). Έτσι ο όρος κατέληξε να σημαίνει τον μη χριστιανό, τον ειδωλολάτρη.
Παλατινή Ανθολογία (ΠΑ): χειρόγραφο του 10ου αιώνα, το οποίο φυλάσσεται στην Παλατινή
Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης και περιέχει περίπου 4.000 ελληνικά επιγράμματα σε δεκαέξι βιβλία
χωρισμένα κατά θέμα (το δέκατο πέμπτο βιβλίο αποτελεί συμπίλημα τριών μεταγενέστερων συλλογών ενώ το
δέκατο έκτο περιέχει συμβατικά τα επιγράμματα της μεταγενέστερης ανθολογίας του Πλανούδη, τα οποία δεν
περιλαμβάνονται στην ΠΑ).

285
πάπυρος: ο πάπυρος αποτέλεσε το πιο διαδεδομένο υλικό γραφής στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα.
Κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στην Αίγυπτο περίπου το 3000 π.Χ. από το υδρόβιο φυτό cyperus papyrus.
Μικρότερα φύλλα παπύρου συνενωνόταν σε ρολό που τυλίγονταν γύρω από ξύλινο κοντάρι, μορφή με την
οποία ο πάπυρος έφτανε στο εμπόριο. Πάνω στον πάπυρο έγραφαν με ένα αιχμηρό αντικείμενο (κάλαμος ή
γραφίς) βουτηγμένο σε μελάνι. Σήμερα, η επιστήμη της παπυρολογίας ασχολείται με τη μελέτη και τη
συντήρηση των παπυρικών χειρογράφων που βρέθηκαν κυρίως στην Αίγυπτο.
παρεκβολή (excursus): παρέκβαση από το κύριο θέμα υπό συζήτηση ή από την κύρια ιστορία μιας
αφήγησης, για να παρεμβάλει ο ποιητής ένα (συνήθως) σχετικό αφήγημα.
παρήχηση: σχήμα λόγου κατά το οποίο σε διαδοχικές λέξεις επαναλαμβάνεται ο ίδιος φθόγγος
παρθένιον: λυρικό, χορικό άσμα που άδεται από χορό νεαρών κοριτσιών (παρθένων).
πάτρια: τοπικοί μύθοι και παραδόσεις, οι οποίοι αποτελούν πρωτογενές υλικό για τους ποιητές.
πειραστικός ανταγωνισμός (aemulatio): αναφέρεται στη μίμηση και παράλληλα στην αμφισβήτηση
και αντιπαράθεση με το πρότυπο έργο στη λογοτεχνία και την τέχνη, με τελικό σκοπό την υπέρβαση του
προτύπου (superatio) από τον μιμητή του.
περιπλανώμενοι ποιητές (wandering poets): ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον
Alan Cameron για να περιγράψει τους ποιητές που κέρδιζαν τον επιούσιο γράφοντας κατά παραγγελία
εγκώμια, επιθαλάμια και πανηγυρικούς για Ρωμαίους αξιωματούχους ή άλλους εύπορους πολίτες.
πλαισίωση (rahmende Stellung): ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο επίθετο και ουσιαστικό (ή
αντίστροφα) περιβάλλουν τον στίχο.
πνευματικοποίηση (spiritualization): βασικό στοιχείο της έκφρασης, καθώς η περιγραφή φέρνει στο
φως όσα το μάτι αδυνατεί να δει, αλλά και της ποίησης της Ύστερης Αρχαιότητας, που κατατείνει να
υπαινίσσεται ανώτερες, φιλοσοφικές «αλήθειες».
προγυμνάσματα: ρητορικές ασκήσεις στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πρακτικής. Οι μαθητές
καλούνταν να γράψουν επιδεικτικούς λόγους βάσει παραδειγμάτων. Τα πιο γνωστά είδη προγυμνασμάτων
είναι το εγκώμιον, ο ψόγος, η σύγκρισις, η ηθοποιία και η έκφρασις.
προληπτικό κατηγορούμενο (ή του αποτελέσματος): κατηγορούμενο το οποίο αποδίδει στο
υποκείμενο μιαν ιδιότητα την οποία δεν έχει ακόμη, αλλά θα είναι το τελικό αποτέλεσμα της εξέλιξης που
δηλώνει το ρήμα. Συντάσσεται με ρήματα που σημαίνουν εξέλιξη ή αύξηση.
προτύπωση: προεικόνιση. Ειδικά σε θεολογικά συμφραζόμενα ο όρος σημαίνει την ανάδειξη
στοιχείων της Παλαιάς Διαθήκης που προεικονίζουν γεγονότα της Καινής.
πρώτον λεγόμενον: η πρώτη μαρτυρία της χρήσης μιας λέξης στη λογοτεχνική παράδοση.

ρήτωρ (rhetor): καθηγητής ρητορικής, η οποία αποτελούσε μέρος της ανώτερης εκπαίδευσης στον
ελληνορωμαϊκό κόσμο. Οι ρητοροδιδάσκαλοι διδάσκουν την τέχνη της ρητορικής θεωρητικά, μέσα από
ρητορικά εγχειρίδια, αλλά και πρακτικά, μέσω ρητορικών ασκήσεων (βλ. προγυμνάσματα). Στόχος της
διδασκαλίας τους ήταν να ασκηθούν οι μαθητές στην επιτυχή εκφορά δημόσιου λόγου, καθώς επρόκειτο να
ανέλθουν σε δημόσια αξιώματα.

σημείον: θαύμα του Χριστού ως υπόδειγμα για τη μελλοντική βασιλεία του.


σκόλιον: συμποτικό άσμα, συχνά αυτοσχέδιο, που άδεται με τη συνοδεία λύρας.
σονέτο: ποιητικό είδος με σταθερή στιχουργική μορφή που αποτελείται από 14 στίχους. Η βασική του
μορφή είναι το «ιταλικό» σονέτο, το οποίο αποτελείται από 2 τετράστιχες και 2 τρίστιχες στροφές. Ο Σαίξπηρ
συνθέτει «αγγλικό» σονέτο, το οποίο έχει 3 τετράστιχες στροφές και ένα καταληκτικό δίστιχο.
σοφιστής (philosophus): καθηγητής φιλοσοφίας, η οποία αποτελούσε μέρος της ανώτερης
εκπαίδευσης στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Μαθητές συχνά επισκέπτονταν την Αθήνα, το κέντρο των πιο
γνωστών φιλοσοφικών σχολών, για να μαθητεύσουν κοντά στους πιο γνωστούς δασκάλους.

286
συγκρητισμός: ανάμειξη και συγχώνευση στοιχείων. Ειδικά στη θρησκεία, περιγράφει τη διείσδυση
στοιχείων των ανατολικών θρησκειών κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
σύγκρισις: ρητορική άσκηση κατά την οποία γίνεται παραβολή δύο χαρακτήρων ή δύο πράξεων ή
γεγονότων με βάση τα μειονεκτήματα και τα πλεονεκτήματά τους.
συμπόσιον: δείπνο με συνοδεία οινοποσίας (σύν + πίνω). Πρόκειται για ανδρική αριστοκρατική
δραστηριότητα στο πλαίσιο εταιρείας, η οποία είναι μια κοινωνική και πολιτική ομάδα που την έδεναν φιλικοί
δεσμοί. Τα συμποτικά παιχνίδια καθώς και τα άσματα με τη συνοδεία λύρας και αυλού, είναι τα
χαρακτηριστικότερα στοιχεία του συμποσίου.
συνεκδοχή: εκφραστικό–λογοτεχνικό σχήμα κατά το οποίο ένας όρος αντικαθίσταται από έναν άλλο,
με τον οποίο βρίσκεται σε σχέση γενικού προς ειδικό ή αντίστροφα. Η πιο συνηθισμένη μορφή συνεκδοχής
είναι η χρήση του μέρους αντί για το όλο (pars pro toto: π.χ. η στέγη = το σπίτι) ή του ενός αντί για τους
πολλούς (π.χ. ο Αθηναίος = ο κάθε Αθηναίος, οι Αθηναίοι) ή το υλικό αντί για το αντικείμενο (π.χ. ο σίδηρος
= το ξίφος).
σχόλιον: είναι γραμματικά, κριτικά, ή επεξηγηματικά σχόλια, πρωτότυπα ή μη, που εισάγονται στο
περιθώριο του χειρογράφου του αρχαίου συγγραφέα από έναν σχολιαστή.

τετράκωλος (versus tetracolos): εξάμετρος στίχος, ο οποίος αποτελείται από τέσσερεις «μετρικές»
λέξεις (γερμ. Wortbild, ιταλ. parola metrica): π.χ. Ιλ. Β 322 Ἔρχεσθον κλισίην Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος. Ο
τετράκωλος στίχος χρησιμοποιείται ήδη στον Όμηρο, αλλά γίνεται ιδιαίτερα αγαπητός στους νεωτερικούς
ποιητές της Ύστερης Αρχαιότητας, καθώς θεωρήθηκε σεμνός και στιβαρός.
τεχνοπαίγνιον (carmen figuratum): ποιητικό παιχνίδι που στόχο έχει να αναδείξει την οπτική μορφή
ενός ποιήματος. Τα ποιήματα αυτά είναι σχηματικά, γραμμένα με τρόπο δηλαδή που παραπέμπουν σε ένα
σχήμα, ένα αντικείμενο, π.χ. οι Πτέρυγες του ποιητή Σιμία ή ο Βωμός του ποιητή Δωσιάδα.
τμήση: αποκόλληση της πρόθεσης από το ρήμα με το οποίο συναποτελούσε μια σύνθετη λέξη, με
αποτέλεσμα την παρεμβολή άλλων λέξεων μεταξύ τους.
τομή: όρος της μετρικής, ο οποίος περιγράφει το κόψιμο του στίχου σε δύο άνισα ημιστίχια στο τέλος
κάποιας λέξης.

φαντασία: βασική λειτουργία της εκφράσεως, στόχος της οποίας είναι να αποτυπωθεί αυτό που δεν
μπορεί να συλλάβει το μάτι, ώστε να βοηθήσει τον αναγνώστη να ερμηνεύσει και να δει με μια «διανοητική»
οπτική.
Φάουστ: μάγος που έζησε τον 16ο αι. στη Γερμανία και ενέπνευσε ιστορίες και θρύλους. Είναι
περισσότερο γνωστός από το ομώνυμο έργο του Γκαίτε (1749–1832), στο οποίο ο Φάουστ είναι ένας
διανοούμενος που, δυσαρεστημένος από τη ζωή του, πουλά την ψυχή του στον διάβολο προκειμένου να
αποκτήσει απεριόριστη γνώση και ηδονή.

χειρόγραφη παράδοση: κατατάσσονται το σύνολο των χειρογράφων ενός κειμένου, τα οποία έχουν
διασωθεί. Αυτά κατατάσσοντα σε ομάδες («οικογένειες»), ώστε να συγκροτηθεί το γενεαλογικό δένδρο των
χειρογράφων («στέμμα»). Η διαδικασία αυτή αποτελεί προϋπόθεση για την κριτική έκδοση ενός κειμένου.
χιαστό σχήμα: σχήμα λόγου κατά το οποίο δύο λέξεις ή φράσεις που αναφέρονται σε δύο
προηγούμενες λέξεις ή φράσεις τίθενται στον λόγο με αντίστροφη σειρά, χιαστί (σχήμα αββα).

287
Ξενόγλωσσοι όροι

Abbruchsformel: break-off formula. Τυπικές φράσεις με τις οποίες ο ποιητής ανακοινώνει την
πρόθεση του να σταματήσει τη ροή της διήγησής του και να αλλάξει θέμα.

carpe diem: «άδραξε τη μέρα». Η προτροπή του Ορατίου (Ωδές 1.11) έγινε παροιμιακή και
χρησιμοποιείται για την παρότρυνση και ενθάρρυνση των ανθρώπων να ζουν τη ζωή τους στο έπακρο
καθημερινά.
contradictio in adiecto: ρητορικό σχήμα κατά το οποίο υπάρχει μια αντίφαση μεταξύ τμημάτων ενός
επιχειρήματος ή μιας πρότασης, είδος οξύμωρου.

declamatio (μελέτη): ρητορική άσκηση, το κύριο μέσο με το οποίο οι διδάσκαλοι της ρητορικής
εκπαίδευαν τους μαθητές τους. Χωρίζονται σε controversiae, όπου οι μαθητές καλούνται να ετοιμάσουν τους
λόγους των διαδίκων σε μια φανταστική δικαστική υπόθεση και suasoriae, όπου οι επίδοξοι ρήτορες
καλούνται να εκφωνήσουν έναν συμβουλευτικό λόγο σε μια ιστορική ή μυθολογική συγκυρία.

farmer’s curse: η κατάρα που δόθηκε στον πρωτόπλαστο άνθρωπο μετά την εκδίωξη του από τον
κήπο της Εδέμ να κερδίζει εφεξής με κόπο την τροφή του καλλιεργώντας τη γη.
figura etymologica: ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο λέξεις με κοινή ετυμολογία παρατίθενται
η μια δίπλα την άλλη.

Imperium Romanum: η ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο όρος imperium αναφέρεται στην ανώτατη


εξουσία σε καιρό ειρήνης και πολέμου που έχει ο imperator στη Ρώμη. Όμως η έννοια διευρύνθηκε για να
περιγράψει, ως imperium Romanum, την εξουσία της Ρώμης να επιβάλει τη δύναμη και την κυριαρχία της σε
όλες τις κατακτημένες περιοχές.

lacuna (χάσμα): κενό σε ένα χειρόγραφο ή επιγραφή όπου γράμματα ή λέξεις έχουν φθαρεί τόσο
ώστε να μην μπορούν να διαβαστούν.
Leitmotiv: δομικό μοτίβο το οποίο συνδέεται με ένα πρόσωπο, αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια και
λειτουργεί σαν υπενθύμιση του στοιχείου με το οποίο ταυτίζονται στο υποσυνείδητο του ακροατή ή
αναγνώστη.
locus desperatus: αθεράπευτο χωρίο. Χωρίο σε πάπυρο ή χειρόγραφο το οποίο είναι τόσο εφθαρμένο,
ώστε δεν αποδίδει νόημα και οι προσπάθειες θεραπείας του έχουν αποτύχει.

media vox: μέση λέξις, λέξη η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με διττή σημασία, θετική ή αρνητική
ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Π.χ. ἐλπίς «ελπίδα» ή «φόβος».

nomen omen (est): «το όνομα είναι οιωνός», χαρακτηρίζει δηλαδή το πρόσωπο που το φέρει,
προοιωνίζοντας χαρακτηριστικά του.

Pax Romana: ρωμαϊκή ειρήνη. Περίοδος ειρήνης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (περ. 27 π.Χ. μέχρι το
180 μ.Χ.) την οποία καθιέρωσε ο Καίσαρας Αύγουστος και γι’ αυτό αναφέρεται και ως Pax Augusta.
persona loquens: «ομιλούν πρόσωπο». Ο χαρακτήρας που μιλά σε πρώτο πρόσωπο.

288
poésie verbale: ονοματική ποίηση. Καθαρή ποίηση, που βασίζεται στους ήχους παρά στο νόημα των
λέξεων.
pontifex maximus: «ύπατος ποντίφηκας». Είναι ο αρχιερέας του collegium Pontificum στην αρχαία
Ρώμη, όπου αποτελούσε τον μέγιστο θρησκευτικό τίτλο.

terminus post quem: χρονικό όριο μετά το οποίο συνέβη ένα γεγονός (t.p.q.) Αντώνυμο: terminus
ante quem (t.a.q.)

ut pictura poesis: «όπως η ζωγραφική έτσι και η ποίηση». Φράση του Ορατίου (Ars poet. 361) με την
οποία δημιουργεί μια αναλογία ανάμεσα στην ποίηση και τη ζωγραφική, προκειμένου να μιλήσει για την
αισθητική απόλαυση που προσφέρουν στον θεατή/ακροατή.

varia lectio: «διαφορετική ανάγνωση». Αναφέρεται σε εναλλακτική γραφή ή γραφές του ίδιου
χωρίου, όπως παρουσιάζονται σε διαφορετικά χειρόγραφα (v.l.)
vox nihili: ορθογραφικό ή κειμενικό λάθος όπου μια λέξη έχει αντικατασταθεί με μια άλλη εκ
παραδρομής, με αποτέλεσμα να μην αποδίδεται νόημα.
vox propria: τεχνικός όρος, ειδική λέξη για την περιγραφή ενός πράγματος. Η έννοια εκφράζεται και
με τον γαλλικό όρο mot juste.
vulgata (editio): «(έκδοση) “κοινή” ή “για τον λαό”». Πρόκειται για τη λατινική μετάφραση της
Αγίας Γραφής που έγινε στο τέλος του 4ου αι. μ.Χ. από τον Ιερώνυμο κατ’ εντολήν του Πάπα Δάμασου Α΄ και
έκτοτε υιοθετήθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.

289

You might also like