Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 110

ISSN 1791-910X

© 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ


για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με
τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l.
ΝΥΦΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: The Bridal Suite
© 1998 by Sandra Myles. All rights reserved.
Μετάφραση: Μαίρη Κορινθίου
Επιμέλεια: Μ. Ραγκούση
Διόρθωση: Ρήγας Καραλής
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΙΣΚΟ
Τίτλος πρωτοτύπου: The Bride Price
© 2001 by Day Totton Smith. All rights reserved.
Μετάφραση: Ροζαλία Μπουκουβάλα
Επιμέλεια: Ανθή Σαββιδάκη
Διόρθωση: Σωτηρία Αποστολάκη
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς
τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 46
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
ΝΥΦΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Ο Γκρίφιν Μακένα ήταν λήσταρχος.


Οι εφημερίδες και οι αυθεντίες της Γουόλ Στρητ έλεγαν ότι ήταν ιδιοφυΐα στα οικονομικά, αλλά η Ντάνα Άντερσον ήξερε καλύτερα. Ο Μακένα ήταν
λήσταρχος, καθαρά και ξάστερα, που έπαιρνε ό,τι ήθελε, είτε αυτό ήταν μια ολόκληρη εταιρεία είτε μια γυναίκα.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε κανείς ν’ αποκαλέσει έναν τέτοιο άνθρωπο;
Ήταν όμως και πολύ ωραίος άντρας. Τουλάχιστον έτσι τον παρουσίαζαν οι κουτσομπολίστικες στήλες. Η Ντάνα υπέθετε ότι σίγουρα θα υπήρχαν κάποιες
γυναίκες που θα τον έβρισκαν γοητευτικό. Είχε μπλε ζαφειρένια μάτια, πυκνά, μεταξένια μαύρα μαλλιά, ένα όμορφο λακκάκι στο πιγούνι του, μια σχεδόν
τέλεια μύτη, κι ένα καλοσχηματισμένο κορμί με φαρδιούς ώμους και μακριά πόδια.
Και λοιπόν; Δεν είπε ποτέ κανείς ότι οι ληστές έπρεπε να είναι άσχημοι.
Ο Μακένα αγόραζε προβληματικές εταιρείες και τις μετέτρεπε σε κερδοφόρες επιχειρήσεις. Και όλοι έλεγαν ότι αυτό ήταν αποτέλεσμα της ικανότητας, του
θάρρους και της αποφασιστικότητάς του. Ξεχνούσαν ότι είχε ξεκινήσει έχοντας ήδη πίσω του μια περιουσία ικανή να κινήσει ένα ολόκληρο βασίλειο και ότι
χαιρόταν ιδιαίτερα να ελέγχει το πεπρωμένο των άλλων.
Και να έχει τους ανθρώπους γύρω του να τον κολακεύουν και να τον υπηρετούν με δουλοπρέπεια, ιδιαίτερα τις γυναίκες.
Όχι όλες όμως, σκέφτηκε η Ντάνα, διασχίζοντας το χολ προς το γραφείο του Μακένα. Ναι, σίγουρα όχι όλες. Η ίδια, για παράδειγμα, δεν είχε
εντυπωσιαστεί καθόλου απ’ αυτό τον άνθρωπο. Πέρα από ληστής ήταν και μέλος της λέσχης «Οι Φίλοι Μου Έχουν Πάντα Δίκιο». Ένας υπερόπτης,
εγωιστής και σοβινιστής, με το σίγμα κεφαλαίο.
Αυτό που του χρειαζόταν, αντί για κολακευτικούς δημοσιογράφους και θηλυκά έτοιμα να λιποθυμήσουν στο πέρασμά του, ήταν η αλήθεια.
Και θα του την έλεγε.
Έξω από το γραφείο του σταμάτησε.
Όχι βέβαια την αλήθεια για την αφεντιά του. Η Ντάνα δεν ήταν ανόητη. Στην Ντάτα Μπάιτς δε δούλευε απλά. Είχε κάνει καριέρα, μια καριέρα για την οποία
είχε δουλέψει σκληρά και είχε σκοπό να τη συνεχίσει. Η αλήθεια που θα του έλεγε θ’ αφορούσε το ολοκαίνουριο ηλεκτρονικό πρόγραμμα της εταιρείας,
αυτό που θα παρουσιαζόταν στο μεγάλο συνέδριο πληροφορικής στο Μαϊάμι εκείνο το Σαββατοκύριακο, το πρόγραμμα που υποτίθεται ότι θα έσωζε την
Ντάτα Μπάιτς από το κατρακύλισμα.
Μόνο που αυτό δε θα γινόταν. Δεν μπορούσε να γίνει, γιατί το πρόγραμμα ήταν σωρός κουβάρι.
Ήδη είχε προσπαθήσει να ενημερώσει τον Μακένα πριν από μια εβδομάδα.
«Ο κύριος Μακένα είναι πολύ απασχολημένος», της είχε απαντήσει η γραμματέας του, η φοβερή και τρομερή δεσποινίς Μέισι. Η Ντάνα της είχε απαντήσει
ότι ο «Κύριος Πολύ Απασχολημένος» είχε φροντίσει να δηλώσει κατά τη διάρκεια μιας συνέλευσης ότι ήταν επίσης και «πολύ προσιτός».
Δεν είχε όμως δηλώσει ότι ανήκε σ’ εκείνους που πίστευαν στην ισότητα των φύλων!
Δεν ήταν βέβαια ν’ απορεί κανείς. Τι είδους άντρας είναι αυτός που το όνομά του βρίσκεται διαρκώς στις κουτσομπολίστικες στήλες; Τι είδους άντρας είναι
αυτός που κάθε εβδομάδα φωτογραφίζεται και με διαφορετική γυναίκα;
Τι είδους άντρας είναι αυτός που θα έλεγε το αστείο που είχε πει ο Μακένα στη συνέλευση;
«Να θυμάστε», είχε πει σοβαρός, «ότι είμαστε όλοι μαζί ενωμένοι σ’ αυτή την προσπάθεια. Αν η Ντάτα Μπάιτς εκπληρώσει το όραμα που έχω γι’ αυτήν –
και σας διαβεβαιώ, θα το εκπληρώσει–, θα είναι επειδή όλοι θα έχουν κάνει ό,τι μπορούν».
«Όλοι και όλες», είχε φωνάξει η Τζίνι Άαρονς. Ο Μακένα είχε χαμογελάσει μαζί με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους.
«Ενδιαφέρουσα παρατήρηση», είχε πει αθώα. Όταν τα γέλια είχαν σταματήσει, είχε προσθέσει ότι ποτέ δεν αμφέβαλλε για την αξία του θηλυκού γένους.
«Εγώ βάζω στοίχημα για το αντίθετο», είχε μουρμουρίσει μέσα από τα δόντια της η Ντάνα.
Και αν είχε έστω κι ελάχιστες αμφιβολίες, ο Μακένα είχε φροντίσει να τις διαλύσει όταν είχαν συναντηθεί την προηγούμενη εβδομάδα, αφού τελικά η Μέισι
είχε συμφωνήσει να της κλείσει ένα ραντεβού. Η Ντάνα είχε πάει με όλα τα στοιχεία που θα αποδείκνυαν ότι το καινούριο πρόγραμμα δε θα ήταν έτοιμο
εγκαίρως, αλλά ο Μακένα δεν είχε δείξει κανένα ενδιαφέρον να την ακούσει.
«Χαίρω πολύ», είχε πει και είχε σηκωθεί από το γραφείο του, με ύφος αυτοκράτορα που χαιρετούσε έναν υπήκοό του. «Θα ήθελες λίγο καφέ, τσάι;»
«Τίποτα, ευχαριστώ», του είχε απαντήσει ευγενικά εκείνη και είχε αρχίσει να του εξηγεί το λόγο της παρουσίας της εκεί. Ο Μακένα όμως την είχε διακόψει,
με μια κίνηση του χεριού του.
«Ναι, ναι. Ο Ντέιβ μου είπε ότι μπορεί να ’ρχόσουν να διαμαρτυρηθείς».
«Δε διαμαρτύρομαι, κύριε», άρχισε να λέει η Ντάνα, όταν ξαφνικά συνειδητοποίησε τι της είχε πει. «Ο Ντέιβ; Εννοείτε πως γνωρίζετε ήδη ότι υπάρχει
πρόβλημα;» Ήταν μεγάλη ανακούφιση που τελικά ο Ντέιβ είχε δει την πραγματικότητα. Χαμογέλασε. «Χαίρομαι που το ακούω. Δε φανταζόμουν ότι...»
«...ότι θα έχανες την προαγωγή». Ο Μακένα έγνεψε καταφατικά. «Μου το εξήγησε κι αυτό ο Ντέιβ. Καταλαβαίνει απόλυτα γιατί δε θα σε ευχαριστούσε
κάτι τέτοιο».
«Ότι θα έχανα την προαγωγή; Μα εγώ δεν...»
«Επίσης μου είπε ότι έχεις παραπονεθεί πως δεν έχει αναγνωριστεί το έργο σου».
«Εγώ;»
«Ευγενικά, φυσικά». Ο Μακένα της χαμογέλασε συγκαταβατικά. «Με διαβεβαίωσε ότι του το επισήμανες με πολύ τακτ».
«Αλήθεια;» είπε η Ντάνα παγερά.
«Ήταν πολύ ευθύς», είπε ο Μακένα και χαμογέλασε ξανά, αυτή τη φορά με συμπάθεια. «Ο Ντέιβ κι εγώ έχουμε γνωριμία χρόνων, βλέπεις. Ήμαστε στην
ίδια φοιτητική ένωση».
«Αλήθεια;» είπε ξανά η Ντάνα, ακόμα πιο ψυχρά.
«Σε διαβεβαιώ, δεσποινίς Άντερσον, οι προσπάθειές σου θα έχουν την αναγνώριση που τους αξίζει. Πρόκειται να εφαρμόσω ένα πρόγραμμα ειδικών
αμοιβών και...»
«Κύριε Μακένα». Η Ντάνα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν ήρθα εδώ για να ζητήσω ανταμοιβή για τη δουλειά μου, ούτε προαγωγή. Ήρθα να σας πω ότι το
καινούριο πρόγραμμα που θα βγάλουμε στην αγορά δεν πρόκειται να λειτουργήσει! Αν το παρουσιάσετε στο συνέδριο που θα γίνει στο Μαϊάμι...»
«Όχι ‘‘αν’’, δεσποινίς Άντερσον. Όταν. Και δε θα είμαι εγώ αυτός που θα το παρουσιάσει, θα είναι ο Ντέιβ. Υποθέτω θα ήλπιζες ότι θα το παρουσίαζες εσύ,
αλλά...»
«Ω, για τ’ όνομα του Θεού!» Η Ντάνα τινάχτηκε όρθια και τον αγριοκοίταξε. «Δεν ψάχνω να βρω έναν ώμο να γείρω πάνω του και να κλάψω, που να
πάρει! Ήρθα για να σας προειδοποιήσω ότι το πρόγραμμα είναι άνω κάτω, αλλά, αν δε θέλετε να με ακούσετε, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό».
«Και γιατί είναι άνω κάτω, δεσποινίς Άντερσον;»
«Γιατί...» Η Ντάνα δίστασε. Γιατί ο Ντέιβ είναι ένας μεθύστακας, παραλίγο να πει. Αλλά ο Μακένα δε θα την πίστευε ποτέ. «Γιατί έχει ιό. Είναι
προβληματικό».
«Το ίδιο μου είπε κι ο Ντέιβ. Επίσης, μου είπε ότι το πρόγραμμα το έγραψες εσύ, δεσποινίς Άντερσον. Όχι ότι εκείνος ή εγώ σε θεωρούμε υπεύθυνη,
φυσικά, αν αναλογιστεί κανείς την έλλειψη εμπειρίας που έχεις».
«Τι πράγμα;»
«Με διαβεβαίωσε όμως ότι θα μάθεις γρήγορα. Μου είπε ότι είσαι έξυπνη κι εύστροφη».
Η Ντάνα τον κοίταξε έκπληκτη. «Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Εγώ δεν...»
«Και τώρα, αν μου επιτρέπεις...» Ο Μακένα χαμογέλασε ευγενικά κι αφού σηκώθηκε όρθιος, έκανε το γύρο του γραφείου του και την έπιασε απαλά από τον
αγκώνα. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να με ενημερώσεις. Η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή για τους υπαλλήλους μου, δεσποινίς Άντερσον... ή μήπως μπορώ να
σε λέω Ντάνα;»
Οργισμένη, σε σημείο που να μην μπορεί να δει καθαρά μπροστά της, εκείνη τράβηξε το χέρι της.
«Μπορείτε να με λέτε κυρία Άντερσον», του πέταξε.
Τι ανοησία από μέρους της. Ακόμα και τώρα η ανάμνηση αυτή την έκανε να ριγεί. Κανένας, μα κανένας στην Ντάτα Μπάιτς, δεν ήταν τόσο γελοία τυπικός.
Οι υπάλληλοι κυκλοφορούσαν με τζιν και μακό μπλουζάκια κι αστειεύονταν μεταξύ τους. Εκείνη ήταν η μόνη που φορούσε ταγέρ, αλλά όταν έβαζες ένα
στόχο έπρεπε να δουλέψεις σκληρά για να τον πετύχεις. Παρά τους νόμους περί ισότητας των δύο φύλων, η πραγματικότητα απείχε πολύ από τη θεωρία και
μια γυναίκα έπρεπε ακόμα να καταβάλει διπλή προσπάθεια από έναν άντρα για να αναγνωριστεί η αξία της.
«Δεσποινίς Άντερσον. Συγνώμη. Κύρια Άντερσον ήθελα να πω, φυσικά».
Η γνωστή φωνή ακούστηκε πίσω της. H Ντάνα γύρισε και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον Γκρίφιν Μακένα.
«Κύριε Μακένα. Δε... Νόμιζα...»
«Γλωσσοδέτη πάθατε, κυρία Άντερσον; Πολύ παράξενο».
Η Ντάνα έγινε κατακόκκινη. Πώς τα κατάφερνε; Είχε έναν τρόπο να την κάνει να νιώθει... πώς να το πει; Ακατάλληλη; Όχι, δεν ήταν αυτό. Ήξερε την αξία
της. Δε θα έφτανε ποτέ εκεί που είχε φτάσει, αν δεν ήταν καλή σ’ αυτό που έκανε. Διστακτική. Ναι, αυτό ήταν. Την έκανε να νιώθει διστακτική. Έπρεπε να
έφταιγε το χαμόγελο που φορούσε όταν την κοιτούσε, σαν να ήξερε κάτι που εκείνη δε γνώριζε.
«Εμένα ψάχνετε; Ή απλά σκεφτήκατε να λουφάρετε στο διάδρομο;»
«Δεν έχω λουφάρει ποτέ στη ζωή μου, κύριε Μακένα. Ναι, εσάς έψαχνα. Πρέπει να μιλήσουμε».
Ο Μακένα ανασήκωσε τα φρύδια του. «Πάλι;»
«Πάλι», απάντησε εκείνη αποφασιστικά.
«Να δω...» Τράβηξε πίσω τη μανσέτα του κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Έχω μερικά λεπτά διαθέσιμα».
Τι γενναιοδωρία! Η Ντάνα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει.
«Ευχαριστώ», είπε και, προσπερνώντας την ξαφνιασμένη δεσποινίδα Μέισι που φύλαγε την είσοδο του γραφείου του Μακένα σαν δράκος, μπήκε μέσα.
«Δεν έχει ραντεβού, κύριε», είπε μέσα από τα δόντια του ο δράκος.
«Δεν πειράζει, δεσποινίς Μέισι», απάντησε εκείνος καθησυχαστικά. Στάθηκε λίγο και κοίταξε την Ντάνα να προχωράει μέσα στο γραφείο του. Δεν ήταν
κίνηση ευγένειας, ήθελε απλά ν’ απολαύσει τη θέα!
Η κυρία Άντερσον είχε το βήμα λέαινας, όλο δυναμισμό και υπερηφάνεια, και μια χρυσή χαίτη που της ταίριαζε απόλυτα. Τα μάτια της, όταν γύρισε και τον
κοίταξε, είχαν την απόχρωση του σμαραγδιού, τα δε χείλη της ήταν σαρκώδη, βελούδινα κι απίστευτα προκλητικά, έτσι χωρίς κραγιόν. Κι όσο για το κορμί
της... θηλυκό, με τις σωστές καμπύλες παρά τα συντηρητικά σύνολα που φορούσε...
Ο Γκρίφιν έκλεισε την πόρτα κι έγειρε πάνω της, σταυρώνοντας τα μπράτσα στο στήθος του.
Κρίμα που μια τέτοια γυναίκα είχε μονομανία με τη δουλειά της. Ο Ντέιβ όμως τον είχε προειδοποιήσει.
«Αυτή η Άντερσον είναι σκληρό καρύδι, Γκριφ», του είχε πει. «Ξέρεις τι εννοώ. Θα ήθελε να είχε γεννηθεί άντρας, αλλά, μια και αυτό δε συνέβη, θεωρεί
όλους τους άντρες από τον Αδάμ και έπειτα υπεύθυνους για τις συμφορές που έχει υποστεί ο κόσμος».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε, πλησίασε στο γραφείο του και κάθισε στην πολυθρόνα. Γιατί μερικές γυναίκες ήθελαν να πηγαίνουν ενάντια στη φύση; Αυτό ήταν
κάτι που δεν το είχε καταλάβει ποτέ.
«Λοιπόν, κυρία Άντερσον, τι μπορώ να κάνω για σας σήμερα;»
Η Ντάνα ξερόβηξε. «Κύριε Μακένα...»
Μα τι έκανε; Τον κοίταξε με δυσπιστία. Ο Μακένα είχε στρέψει την προσοχή του σε κάτι χαρτιά στο γραφείο του, χωρίς να της δίνει καμιά σημασία.
«Κύριε Μακένα;»
Εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του. «Μμμ;»
«Κύριε, θα ήθελα να σας πω...»
Ο Μακένα έσκυψε ξανά και συνέχισε να κοιτάζει τα χαρτιά του.
«Κύριε Μακένα, θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν με ακούγατε».
«Συγνώμη».
Η ματιά του καρφώθηκε πάνω της. Από την έκφρασή του η Ντάνα κατάλαβε ότι δε λυπόταν καθόλου. Έχανε τον καιρό της μαζί του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Σήμερα το πρωί ‘‘έτρεξα’’ το καινούριο πρόγραμμα», του είπε.
«Και;»
«Είναι σκέτη καταστροφή. Δεν υπάρχει τρόπος να γίνει σωστή παρουσίαση αύριο, στο συνέδριο του Μαϊάμι».
Ο Μακένα της χάρισε ένα σύντομο χαμόγελο. «Ευτυχώς που δε θα το παρουσιάσω εγώ. Θα το παρουσιάσει ο Ντέιβ».
Ο ανόητος! Η Ντάνα του χαμογέλασε ευγενικά.
«Δεν έχει σημασία ποιος θα το παρουσιάσει», του είπε ήρεμα. «Αυτό που προσπαθώ να σας πω είναι ότι δε λειτουργεί σωστά. Κι ο Ντέιβ δεν...»
«Είναι κρίμα, ξέρετε».
«Ποιο πράγμα;»
«Να έχετε αναστατωθεί από την προαγωγή που δεν πήρατε».
«Κύριε Μακένα, σας είπα ότι αυτό δεν έχει καμιά σχέση με...»
«Ο φάκελός σας είναι έξοχος δεσποινίς... συγνώμη... κυρία Άντερσον». Ο Μακένα έγειρε πάνω στο γραφείο του και το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό
της. «Βρήκα τον καιρό και του έριξα μια ματιά μετά την κουβέντα που είχαμε την περασμένη εβδομάδα».
Η Ντάνα στένεψε τα μάτια της.
«Ευχαριστώ, αλλά δε χρειάζομαι επιβεβαίωση. Είμαι καλή σ’ αυτό που κάνω. Πολύ καλή. Το ξέρω. Έχω περάσει πολλές ώρες μ’ αυτό το πρόγραμμα, πάρα
πολλές, αλλά ο Ντέιβ...»
Ο Μακένα σηκώθηκε όρθιος.
«Δε θα ήθελα αυτό να γίνει μονομανία, κυρία Άντερσον». Η φωνή του ήταν ευγενική, αλλά αυτή τη φορά το χαμόγελό του ήταν παγερό. «Είστε μια
πολύτιμη συνεργάτρια, το ίδιο κι ο Φόρεστερ. Κι αυτός είναι τώρα ο υπεύθυνος».
«Ακριβώς», είπε η Ντάνα, πριν προλάβει να συγκρατηθεί. «Αυτός είναι ο υπεύθυνος».
«Είναι ο σωστός άνθρωπος για τη δουλειά, κυρία Άντερσον. Το φύλο του δεν έχει καμιά σημασία. Κι όσο για σας... θα σας πρότεινα να ξανασκεφτείτε τη
θέση σας. Η Ντάτα Μπάιτς θα ήθελε να σας έχει στους κόλπους της, αλλά, αν εσείς δε νιώθετε καλά μαζί μας, ίσως θα ήταν καλύτερα να αποχωρήσετε».
Η Ντάνα πάντα πίστευε ότι ήταν μια γυναίκα με ξεκάθαρη σκέψη. Και ήξερε ότι αυτή η ψυχρή προσέγγιση της ζωής ήταν ένα από τα πλεονεκτήματά της.
Κι όμως, εκείνη τη στιγμή ένιωσε μια ακράτητη επιθυμία να πει στον Μακένα τι να κάνει τις συμβουλές του.
Δεν μπορούσε όμως. Η ζωή της και η καριέρα της προχωρούσαν σύμφωνα με τα σχέδιά της ή τουλάχιστον έτσι γινόταν μέχρι που είχε μπει στη μέση ο
απίστευτος Μακένα. Να την έπαιρνε ο διάβολος αν τον άφηνε να της καταστρέψει τα σχέδια.
«Κυρία Άντερσον; Έγινα αντιληπτός;»
Η Ντάνα πίεσε τον εαυτό της να του ανταποδώσει το άγριο βλέμμα. «Απόλυτα», είπε ήρεμα. «Καλό απόγευμα, κύριε Μακένα».
Κάνοντας επιτόπου στροφή, βγήκε από το γραφείο του, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά πίσω της.

***

Η Ντάνα άνοιξε με φόρα την πόρτα στις γυναικείες τουαλέτες.


Ο Μακένα δεν ήταν μόνο απίστευτος, ήταν και αποκρουστικός.
«Το κάθαρμα», είπε μέσα από τα δόντια της. Πλησίασε στον κοντινότερο λευκό πορσελάνινο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση, έβαλε τις χούφτες της από κάτω κι
έριξε δροσερό νερό στα μάγουλά της. «Το αναίσθητο τέρας, το κάθαρμα!»
Τράβηξε μια χαρτοπετσέτα από τη θήκη, σκούπισε με δύναμη το πρόσωπό της και μετά την έκανε μπαλάκι και την πέταξε στο καλάθι των αχρήστων.
Τυφλός ήταν; Εντάξει, είχε δημιουργήσει την επιτυχία του με τα χρήματα που είχε κληρονομήσει, είχε όμως και κάποιο ταλέντο. Όλοι το παραδέχονταν
αυτό. Ακόμα κι ο Άρθουρ το υποστήριζε, που ήξερε απ’ αυτά.
«Έχε υπόψη σου, καλή μου», της είχε πει όταν είχε αναλάβει ο Μακένα, «ότι αυτός ο τύπος είναι ιδιοφυΐα στα οικονομικά».
Η Ντάνα είχε τόσο εντυπωσιαστεί που άκουγε τον Άρθουρ να κάνει αυτό το σχόλιο, ώστε η προσφώνηση, «καλή μου», της είχε περάσει απαρατήρητη.
«Σιγά την οικονομική ιδιοφυΐα», είχε πει. «Είναι ένας κακομαθημένος, που τα βρήκε όλα έτοιμα και μεγάλωσε με χρυσά κουτάλια».
Ο Άρθουρ την είχε πληροφορήσει ότι μπορεί να ήταν έτσι, αλλά ο Μακένα είχε τριπλασιάσει την περιουσία που είχε πάρει στα χέρια του.
«Αν διάβαζες την Τζέρναλ», της είχε πει ο Άρθουρ ήρεμα, «θα ήξερες ότι ο άνθρωπος αυτός γνωρίζει τα πάντα γύρω από το συγκεκριμένο τομέα».
Μπορεί. Η Ντάνα έγειρε πάνω στο νιπτήρα, με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος της και αγριοκοίταξε τη σειρά με τις κλειστές πόρτες. Δεν είχε όμως
ιδέα για τα προγράμματα των υπολογιστών, όπως κι εκείνη δεν είχε, προφανώς, ιδέα για τον προϊστάμενό της. Ο Ντέιβ οδηγούσε το τμήμα τους στη
διάλυση, αλλά όταν είχε προσπαθήσει να το πει στον Μακένα, εκείνος παραλίγο να βάλει τα γέλια. Και για ποιο λόγο;
Γιατί αυτός κι ο Φόρεστερ ήταν φίλοι από παλιά. Γιατί εκείνη δε θα γινόταν ποτέ «ο παλιός φίλος», αφού ήταν γυναίκα. Η Ντάνα είχε τελειώσει το κολέγιο
πιστεύοντας απλοϊκά ότι ο σεξισμός στη δουλειά ήταν κάτι που ανήκε στο παρελθόν. Πέντε χρόνια όμως εμπειρίας τής είχαν διδάξει άλλα πράγματα.
Αν ήσουν άντρας, το όριο ήταν ο ουρανός. Αν ήσουν γυναίκα, πάνω από το κεφάλι σου υπήρχε ένας γυάλινος θόλος. Κι εκείνη τον είχε φτάσει.
Το μοναδικό είδος των γυναικών με το οποίο οι Μακένα όλου του κόσμου τα πήγαιναν καλά, ήταν αυτές που ήξεραν να κάνουν τα γλυκά μάτια.
Χτύπησε με πείσμα το πόδι της κάτω. Αν λιποθυμούσε στα πόδια του, θα της έδινε προσοχή. Αν ήταν άντρας και πήγαινε να του μιλήσει για το πρόγραμμα,
θα την άκουγε. Επειδή όμως δε συνέβη ούτε το ένα ούτε το άλλο, είχε φροντίσει ν’ απαλλαγεί απ’ αυτήν, σαν να ήταν ένα ενοχλητικό έντομο.
«Ο ανόητος!» είπε και στράφηκε προς τον καθρέφτη.
Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκε στις τουαλέτες η Τζίνι Άαρονς.
«Μη μου πεις λέξη», της είπε η Ντάνα εκνευρισμένη.
Η Τζίνι ανασήκωσε τα φρύδια της απορημένη. «Γεια σου κι εσένα».
«Πώς καταφέρνει και ανέχεται τον εαυτό του; Είναι ο πιο βαρετός, ο πιο ελεεινός...»
«Ο Άρθουρ; Βαρετός ναι, αλλά ελεεινός νομίζω ότι παραπάει». Η Τζίνι έσκυψε προς τον καθρέφτη, στένεψε τα μάτια της και κοίταξε κάτι στο πιγούνι της.
«Υπέροχα. Βγάζω σπυρί κι απόψε έχω ραντεβού μ’ εκείνο τον τύπο που γνώρισα στο χορό των ελεύθερων. Τι λες, να επιχειρήσω να το σπάσω;»
«Δε μιλάω για τον Άρθουρ. Για τον Μακένα λέω. Ποιος νομίζει ότι είναι; Ποιος διάβολος νομίζει ότι είναι;»
«Ένας κούκλος. Να τι είναι».
«Ένας βλάκας. Αυτό είναι. Ένας κακομαθημένος, ελεεινός...»
«Η γιαγιά μου έλεγε ότι η επανάληψη δείχνει έλλειψη δημιουργικού μυαλού».
«Η γιαγιά σου δε γνώρισε ποτέ τον κύριο Είμαι Ο Θεός. Τζίνι, τι κάνεις εκεί πέρα;»
«Σπάω το σπυρί. Δεν μπορώ να βγω έξω μ’ ένα σπυρί σαν ελιά στο πιγούνι μου. Είναι αηδιαστικό».
Η Ντάνα αναστέναξε. «Καθόλου».
«Είναι. Είμαι σαν το κορίτσι στη διαφήμιση της κρέμας για την ακμή».
«Έχεις κρέμα επικάλυψης;»
«Έχει ο ελέφαντας προβοσκίδα;»
«Ωραία, δώσ’ τη μου. Και την πούδρα σου. Θα τ’ απλώσω πάνω στο σπυρί σου και θα εξαφανιστεί. Μακάρι να μπορούσε να κάνει κάποιος το ίδιο και στην
αυτού εξοχότητα τον κύριο Μακένα».
Η Τζίνι έγειρε υπάκουα το πρόσωπό της προς το φως. «Δεν το βρίσκω σωστό να θέλεις να εξαφανίσεις τον Μακένα».
«Γιατί όχι; Χάρη στον κοσμάκη θα κάνω».
Η άλλη κοπέλα χαμογέλασε. «Εγώ πάλι πιστεύω ότι θα έκανες χιλιάδες γυναικεία μάτια να δακρύσουν».
«Ειλικρινά», είπε η Ντάνα παγερά, «δε δίνω δεκάρα για την ερωτική του ζωή, αν και με τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις γυναίκες μπορεί και να του αξίζει
ό,τι πάθει».
«Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν είσαι θαυμάστριά του», παρατήρησε η Τζίνι εύθυμα.
«Αν εννοείς ότι δεν έχω εντυπωσιαστεί από την εμφάνιση και τα λεφτά του, πολύ σωστά».
«Δεν υπάρχει λόγος να τσακωνόμαστε για την εμφάνισή του. Μόνο ένας τυφλός δε θα τον έβρισκε κούκλο. Κι όσο για τα λεφτά, απ’ ό,τι άκουσα, πέρυσι
αγόρασε αρκετές επιχειρήσεις που τις μετέτρεψε σε κερδοφόρες».
«Υπέροχα. Πρώτα ο Άρθουρ και τώρα εσύ, να μου κάνετε το ίδιο κήρυγμα».
«Σε παρακαλώ, μη με βάζεις στον ίδιο παρονομαστή με τον Άρθουρ».
«Ο Μακένα είναι λήσταρχος και το ξέρεις», είπε η Ντάνα, αγνοώντας την παρέμβαση της συναδέλφου της.
«Επιμένει ακόμα να φοράει παπιγιόν;»
«Ο Μακένα;» Η Ντάνα κοίταξε επίμονα την Τζίνι.
«Ο Άρθουρ. Κάποιος πρέπει να του μιλήσει. Σήμερα πια οι άντρες δεν ντύνονται έτσι».
«Νομίζω ότι το παπιγιόν τον κάνει να ξεχωρίζει», είπε η Ντάνα. «Εξάλλου, μιλούσα για τον Μακένα και, σε παρακαλώ, μην μπεις στον κόπο να μου
αναφέρεις πόσες θέσεις εργασίας έχει σώσει, γιατί αυτό έχει δευτερεύοντα λόγο στο σκοπό του, που είναι να γίνει όσο πιο πλούσιος είναι δυνατόν».
«Θεέ μου, αλήθεια; Θα έπρεπε να τον στήσουν στα δυο μέτρα».
«Και να προσθέσει στα τρόπαιά του όσο περισσότερα γυναικεία κεφάλια μπορεί στον ελεύθερο χρόνο του. Γύρνα λίγο προς το μέρος μου, σε παρακαλώ».
«Μα εσύ μόλις είπες ότι δε σε νοιάζει η προσωπική του ζωή».
«Ναι, δε με νοιάζει. Η συμπεριφορά του όμως προς τις γυναίκες επηρεάζει και τον τομέα της δουλειάς».
«Ουάου». Η Τζίνι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μη μου πεις», είπε ενθουσιασμένη. «Σου ρίχτηκε;»
«Χα!»
«Χα σημαίνει ναι;»
«Χα σημαίνει ότι εύχομαι να το είχε κάνει». Τα μάτια της Ντάνα έλαμψαν. «Τότε θα μπορούσα, τουλάχιστον, να του δώσω την απάντηση που του αξίζει.
Αυτός ο άντρας είναι ένα σεξιστικό γουρούνι, που βλέπει τις γυναίκες σαν αντικείμενα».
«Νόμιζα ότι είπες πως δε σου ρίχτηκε», είπε η Τζίνι ξαφνιασμένη.
«Ναι». Η Ντάνα έκανε ένα βήμα, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και κοίταξε το πρόσωπο της Τζίνι. «Ορίστε. Αν κρατήσεις τα χέρια σου μακριά από το
πιγούνι σου, κανείς δε θα καταλάβει τίποτα».
Η Τζίνι γύρισε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. «Θαύμα! Έγινα ξανά άνθρωπος!»
«Πράγμα που δεν μπορούμε να το πούμε και για τον κύριο Μακένα». Η Ντάνα στηρίχτηκε στην άκρη του νιπτήρα και κάρφωσε το βλέμμα της στον
καθρέφτη. «Πες μου, σε παρακαλώ, την αλήθεια. Ακούγομαι ανόητη;»
Η Τζίνι κοίταξε τη φίλη της κι αναστέναξε. «Το πρόβλημά σου δεν είναι πώς ακούγεσαι, φιλενάδα. Είναι πώς φαίνεσαι. Οι άνθρωποι που σχεδιάζουν
περίπλοκα προγράμματα υπολογιστών υποτίθεται ότι δεν περιμένει κανείς να μοιάζουν στη Μισέλ Φάιφερ. Εκτός από τα μαλλιά ίσως. Αν τ’ άφηνες κάτω...»
«Ξέχνα την εμφάνισή μου», είπε η Ντάνα αναστενάζοντας, «αν και είναι ένα μέρος του προβλήματος με τον Μακένα. Όταν με κοιτάζει, το μόνο που βλέπει
είναι ένα θηλυκό».
«Τι λες;» είπε η Τζίνι μελιστάλαχτα.
«Κάθεται σαν αυτοκράτορας στο θρόνο του και με κοιτάει κουνώντας το κεφάλι του σαν να με ακούει, ενώ μέσα του έχει ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα
ότι δεν έχω τίποτα αξιόλογο να του πω, απλά και μόνο γιατί είμαι θηλυκού γένους».
«Πότε συνέβη αυτό;» τη ρώτησε η Τζίνι.
«Την περασμένη εβδομάδα και πριν από μερικά λεπτά. Τον έχω συναντήσει δυο φορές και ήταν και οι δυο καταστροφικές». Η Ντάνα άρχισε να
πηγαινοέρχεται. «Δε με άκουσε, Τζίνι. Απλά με αντιμετώπισε με συγκατάβαση και στο τέλος μου είπε ότι αν δε μου αρέσει αυτή η δουλειά να πάω να βρω
μια άλλη».
«Αυτό δεν ακούγεται ευχάριστο».
«Και γιατί, ξέρεις;»
«Να σου πω», είπε η Τζίνι, «υποθέτω επειδή...»
«Επειδή σήκωσα το ανάστημά μου μπροστά του, γι’ αυτό. Επειδή δεν είμαι η μαριονέτα που νόμιζε. Ω, που να πάρει. Πώς μπορεί να είναι τόσο τυφλός;»
«Ντάνα, κοίτα. Νομίζω ότι το παρακάνεις».
«Λάθος νομίζεις. Χάρη στον προϊστάμενό μου, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το καινούριο πρόγραμμα».
«Είσαι σίγουρη;»
«Απολύτως». Η Ντάνα πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Ντέιβ έχει πρόβλημα αλκοολισμού».
«Πλάκα μου κάνεις;»
«Σοβαρολογώ. Βέβαια, δεν τραυλίζει ούτε και παραπατάει, αλλά μερικές φορές είναι τόσο μεθυσμένος, που δεν μπορεί ούτε την οθόνη να κοιτάξει».
«Μα... μα κάποιος θα το είχε προσέξει...»
«Το πρόσεξε. Εγώ».
«Του μίλησες;»
«Φυσικά».
«Και;»
«Το αρνήθηκε. Μετά μου είπε ότι δε θα με πίστευε κανείς. Εκείνος είναι το μεγάλο όνομα. Εκείνος έχει την εμπειρία. Και τώρα περνώ το μισό χρόνο μου
προσπαθώντας να διορθώσω τα λάθη του και τον άλλο μισό κάνοντας τη δική μου δουλειά. Το αποτέλεσμα είναι ένα γενικό μπέρδεμα».
Η Τζίνι δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Να πάρει», είπε μαλακά. «Τι φοβερή περίπτωση. Θα πρέπει να μιλήσεις στον Μακένα. Το ξέρω ότι δε θα είναι
εύκολο...»
«Πήγα ήδη. Τι νομίζεις ότι έκανα πριν από ένα τέταρτο;»
«Του είπες ότι ο Ντέιβ είναι αλκοολικός;»
«Όχι, ήξερα ότι δε θα με πίστευε. Του είπα όμως ότι το πρόγραμμα έχει πρόβλημα».
«Και τι απάντησε;»
«Μου είπε ότι ξέρει πως υπάρχουν προβλήματα κι ότι ο Ντέιβ του είπε ότι εγώ είμαι η αιτία κι ότι καταλαβαίνει την αναστάτωσή μου που δεν πήρα την
προαγωγή». Τα μάτια της Ντάνα άστραψαν.
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μέσα μπήκε ο Τσάρλι, ο επιστάτης, που κοίταξε χαρούμενος τις δυο γυναίκες. Στο ένα χέρι κρατούσε μια
σφουγγαρίστρα και στο άλλο έναν κουβά.
«Συγνώμη που σας διέκοψα, κυρίες μου. Χτύπησα, αλλά μάλλον δε με ακούσατε».
«Δεν πειράζει». Η Τζίνι έριξε μια ματιά στην Ντάνα. «Τελειώσαμε από δω μέσα».
«Γυναικείες κουβέντες, έτσι;» Ο Τσάρλι χαμογέλασε καλοσυνάτα. «Και λίγο φτιάξιμο, υποθέτω. Ε, λοιπόν, κορίτσια, σας διαβεβαιώ ότι δε σας είναι
απαραίτητο. Είστε πολύ όμορφες από την ίδια τη φύση».
Η Τζίνι κοίταξε την έκφραση της Ντάνα κι έπνιξε ένα βογκητό.
«Πράγματι», είπε εκείνη παγερά. «Τι μπορούμε να κάνουμε εμείς οι γυναίκες αν δεν έχουμε την έγκριση ενός άντρα;»
Ανίδεος για την κινούμενο άμμο κάτω από τα πόδια του, ο Τσάρλι χαμογέλασε πλατιά. «Δεν είναι γεγονός αυτό;»
«Θέλεις ένα γεγονός;» Η Ντάνα τον πλησίασε. Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του άντρα, που οπισθοχώρησε. «Πρώτον, δεν είμαστε κορίτσια. Είμαστε
γυναίκες», του είπε, κουνώντας το δάχτυλό της κάτω από τη μύτη του. «Κι όσο για την έγκριση ενός άντρα...»
Η Τζίνι άρπαξε την Ντάνα από το μπράτσο και την τράβηξε έξω από τις τουαλέτες, χαμογελώντας απολογητικά στον Τσάρλι. «Δεν έχει τίποτα μαζί σου.
Είναι απλά λίγο ταραγμένη».
«Δεν είμαι καθόλου ταραγμένη», είπε εκείνη και στράφηκε. «Απλώς κουράστηκα να με χαϊδεύουν στο κεφάλι συγκαταβατικά, σαν να είμαι κανίς κι όχι
άνθρωπος».
Ο Τσάρλι τις κοίταξε σαστισμένος. «Εγώ δεν είπα λέξη για σκυλιά, δεσποινίς».
«Ω, για τ’ όνομα του Θεού! Δεν έχουν καμιά δουλειά τα σκυλιά. Εννοούσα...» Η Ντάνα έκανε μια χειρονομία απόγνωσης. «Άντρες!» είπε μετά και βγήκε
βιαστικά από τις τουαλέτες.

***

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Τσάρλι στεκόταν μπροστά στο γραφείο του Γκρίφιν Μακένα. Τα λευκά του φρύδια είχαν σμίξει.
«Είχα πάει να σφουγγαρίσω τις γυναικείες τουαλέτες και βρέθηκα να με κατηγορεί ότι την είχα προσβάλει λέγοντας ότι ήταν σκύλος. Σας ρωτώ, κύριε, γιατί
να το κάνω; Εγώ αγαπώ τα σκυλιά. Βέβαια, δεν μπορώ να πω ότι τρελαίνομαι ειδικά για τα κανίς, όπως είπε. Δεν αντέχω τα γαβγίσματά τους συνέχεια,
καταλαβαίνετε...»
Ο Γκρίφιν έγνεψε καταφατικά. Τι στα κομμάτια του έλεγε αυτός ο άντρας εκεί πέρα;
Του άρεσε ο Τσάρλι, αλλά τον απασχολούσαν σοβαρότερα πράγματα, όπως το συνέδριο που ξεκινούσε την επομένη στο Μαϊάμι.
Όπως το να καταλάβει γιατί μια τόσο όμορφη γυναίκα σαν την Ντάνα Άντερσον ήταν απερίγραπτος χαρακτήρας.
Συνοφρυώθηκε. Γιατί έχανε τον καιρό του μαζί της; Εντάξει, ήταν όμορφη, αλλά ήταν και βάσανο. Αν παραδεχόταν ότι δεν τα ήξερε όλα, κι έκανε αυτό που
της έλεγαν, τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα.
Όχι ότι υπήρχε τέτοια πιθανότητα. Η τέλεια κυρία Άντερσον να δέχεται εντολές από έναν άντρα; Παραλίγο να βάλει τα γέλια. Κι όμως, κάποιος έπρεπε να
υπάρχει που θα μπορούσε να τη δαμάσει. Δε θα ήταν εύκολο, αλλά θα είχε πολύ ενδιαφέρον όλη αυτή η αποφασιστικότητα κι ο θυμός να μετατραπούν σε
πάθος.
«...απλά είπα ότι και οι δυο τους ήταν όμορφες. Βάζω στοίχημα ότι κι ο σκύλος της το ίδιο όμορφος θα ’ναι».
Ο Γκρίφιν έστρεψε ξανά την προσοχή του προς τον Τσάρλι. Εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει τι του έλεγε, όπως και πριν από πέντε λεπτά, που ο
φτωχός άντρας είχε μπει στο γραφείο του, με την έξαλλη από θυμό δεσποινίδα Μέισι να τον ακολουθεί, αποφασισμένη να φυλάει το γραφείο του αφεντικού
της σαν κέρβερος, παρά την υπενθύμισή του ότι οι υπάλληλοι της Ντάτα Μπάιτς μπορούσαν να τον βλέπουν οποιαδήποτε ώρα.
«...η αδερφή της γυναίκας μου είχε κάποτε ένα κανίς. Το διαβολόπραγμα όλο δόντια ήταν και γαβγίσματα που σε ξεκούφαιναν».
Ο Γκρίφιν έγνεψε με συμπάθεια κι έστρεψε την προσοχή του στον επιστάτη, που την άξιζε αφού είχε καταφέρει να περάσει από τη Μέισι, με τη
σφουγγαρίστρα και τον κουβά ακόμα στα χέρια.
«...καλύτερα να έρθω κατευθείαν σ’ εσάς, κύριε, αφού είπατε ότι η πόρτα σας είναι πάντα ανοιχτή. Σωστά;»
«Σωστά». Ο Γκρίφιν ξερόβηξε. «Αν και δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα ποιο είναι το πρόβλημα...»
«Να σας πω, κύριε. Η δεσποινίς θεώρησε ότι την πρόσβαλα, εκείνη και το κανίς της ίσως. Πράγμα που εγώ δεν έκανα».
Ο Γκρίφιν έτριψε με τα χέρια το μέτωπό του.
«Ποιος ξέρει τι θα κάνει; Ίσως να έρθει να σας παραπονεθεί. Όλες αυτές τις ανοησίες που έχω διαβάσει για τη σεξουαλική παρενόχ... όπως κι αν λέγεται». Ο
Τσάρλι φάνηκε εμβρόντητος. «Είχε μια οργή μέσα στα πράσινα μάτια της, που ήταν σαν πάγος».
«Έχει πράσινα μάτια;» ρώτησε ο Γκρίφιν.
«Μάλιστα, κύριε. Στην άκρη της γλώσσας μου το είχα να της πω ότι ήταν σαν σμαράγδια. Ευτυχώς που δεν το είπα. Τέλος πάντων, σκέφτηκα ότι θα ήταν
προτιμότερο να έρθω και να σας μιλήσω».
«Και πώς τη λένε;» ρώτησε ξανά ο Γκρίφιν, αν και ήξερε πολύ καλά πλέον για ποια επρόκειτο.
«Η φίλη της την είπε... σας είπα ότι ήταν δύο, κύριε Μακένα;»
«Ναι, μου το είπες. Πώς τη φώναξε η φίλη της, Τσάρλι;»
«Ντάνα».
Ο Γκρίφιν σηκώθηκε χαμογελώντας βιασμένα κι άπλωσε το χέρι του στον Τσάρλι.
«Ελπίζω να έκανα καλά που ήρθα σ’ εσάς, κύριε. Δε θέλω να δημιουργήσω κανένα πρόβλημα στο κορίτσι... στη γυναίκα ήθελα να πω», είπε ο Τσάρλι.
«Ξέχασέ το, Τσάρλι. Η παρεξήγηση θα λυθεί με την Ντάνα Άντερσον».
«Θα πρέπει να της μιλήσετε, σωστά; Πέστε της ότι δεν ήθελα να προσβάλω το σκυλί της».
«Εντάξει», είπε ο Γκρίφιν και συνόδευσε τον άλλο άντρα έξω από το γραφείο του.
Ω, ναι, θα μιλούσε στην Ντάνα Άντερσον. Είχε να της πει μερικά πράγματα. Πρώτα είχε προσπαθήσει να διαβάλει τον Ντέιβ και τώρα είχε αναστατώσει
έναν ηλικιωμένο άντρα. Ήταν πρόβλημα, με το Π κεφαλαίο και η λύση των προβλημάτων ήταν ειδικότητά του.
Σφυρίζοντας σιγανά, ξαναγύρισε στο γραφείο του. Η Ντάνα Άντερσον ήταν μια γυναίκα που δυσκόλευε τη ζωή των ανθρώπων. Η θέση της ήταν στο σπίτι,
στην κουζίνα ή έστω στο γραφείο, κάνοντας τη δουλειά μιας γραμματέως. Δεν είχε καμιά θέση στον επιχειρηματικό κόσμο, όπου δημιουργούσε χάος. Κι αν
δεν μπορούσε να δεχτεί τη σωστή της θέση, τότε ας πήγαινε να βρει μερικές ακόμα φεμινίστριες από τη δεκαετία του ’70 να κάψουν μαζί τα σουτιέν τους.
Η ανάσα του κόπηκε. Μια εικόνα δημιουργήθηκε στο μυαλό του. Είδε την Ντάνα να στέκεται δίπλα σε μια φωτιά και να τον κοιτάζει με τα πράσινα μάτια
της. Τα χρυσά της μαλλιά έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της. Ύστερα, άρχισε αργά να βγάζει όχι μόνο το σουτιέν της, αλλά και ό,τι άλλο φορούσε.
Γυμνή ήταν πολύ πιο όμορφη απ’ ό,τι είχε ονειρευτεί. Γιατί, ναι, που να πάρει, την είχε ονειρευτεί, έστω κι αν δεν του άρεσε να το παραδέχεται.
Έκλεισε τα μάτια του. Η φαντασίωση ήταν πολύ δυνατή. Μπορούσε να νιώσει τη ζέστη της φωτιάς κι έβλεπε την Ντάνα ν’ ανασηκώνει τα χέρια της στα
μαλλιά της και ν’ αρχίζει να χορεύει. Για κείνον. Μόνο για κείνον...
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του, βλαστήμησε κι άρπαξε το τηλέφωνο.
«Δεσποινίς Μέισι», γρύλισε. «Στείλτε μου αμέσως εδώ την Ντάνα Άντερσον».
«Θέλει να σας δει ο κύριος Φόρεστερ, κύριε».
«Εντάξει, στείλ’ τον μέσα και κράτα την Άντερσον».
«Μάλιστα, κύριε».
Ο Γκρίφιν κάθισε στη θέση του. Θα αφιέρωνε στον Φόρεστερ πέντε λεπτά, αν και έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο άντρας αυτός είχε αρχίσει να γίνεται
ενοχλητικός. Λίγη καθυστέρηση όμως δεν έβλαπτε. Αντίθετα, έκανε πιο γλυκό αυτό που είχε να δώσει στην όμορφη ξανθιά με τα πράσινα μάτια.
Χαμογελώντας, έγειρε πίσω την καρέκλα κι έβαλε τα πόδια του πάνω στο γραφείο.
Η σκέψη και μόνο ότι η Άντερσον θα βρισκόταν χωρίς δουλειά τού έφτιαχνε τη μέρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Η Ντάνα ήταν πνιγμένη στη δουλειά.


Δυστυχώς, όχι με τη δική της δουλειά. Ασχολιόταν με τη διόρθωση των λαθών του Ντέιβ. Το γραφείο της ήταν γεμάτο χαρτιά, δισκέτες και πλαστικά
κυπελλάκια του καφέ. «Η μανιακή με την τάξη», την είχε αποκαλέσει ο Ντέιβ πριν πάρει την προαγωγή του. Πώς μπορούσε ν’ ασχοληθεί κανείς με την τάξη
όμως όταν ο κόσμος όλος γκρεμιζόταν γύρω του;
Την τελευταία ώρα την είχε περάσει προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να διορθώσει το τελευταίο πρόβλημα του προγράμματος. Οι αριθμοί χόρευαν στην
οθόνη. Σταμάτησε, τους κοίταξε και μετά πάτησε το κουμπί που τους καταχώριζε.
«Σε παρακαλώ», είπε, «ας είναι σωστό».
Το θαύμα δεν έγινε.
Όχι ότι το περίμενε. Στον υπέροχο κόσμο των υπολογιστών συνέβαιναν πολύ συχνά λάθη, όχι όμως και θαύματα.
Μακάρι ο Γκρίφιν Μακένα να μπορούσε να το βάλει αυτό μέσα στο ξερό κεφάλι του...
Το ξερό, όμορφο κεφάλι του.
Αναστέναξε, έγειρε πίσω κι άπλωσε το χέρι της στο κοντινότερο πλαστικό ποτήρι. Στον πάτο του υπήρχε λίγο σκούρο υγρό. Έκανε ένα μορφασμό, το ήπιε
και μετά ξανακοίταξε στην οθόνη.
Εκεί ήταν σαν να είδε ξαφνικά το υπεροπτικό πρόσωπο του Μακένα.
«Χαμογέλα, Μακένα», είπε. «Γιατί όχι; Ο κόσμος είναι όλος δικός σου». Ακύρωσε τα νούμερα που είχε γράψει, αλλά η εικόνα του Μακένα δεν έλεγε να
φύγει από μπροστά της. «Έπρεπε να έχω παραιτηθεί. Έπρεπε να του έχω πετάξει κατάμουτρα τι να την κάνει τη δουλειά του».
Ποτέ δεν είναι αργά. Μπορούσε να σηκώσει το τηλέφωνο, να καλέσει το γραφείο του...
Άπλωσε το χέρι της, αλλά εκείνη τη στιγμή το τηλέφωνο χτύπησε.
«Εμπρός», είπε άγρια.
«Ντάνα;»
Ήταν ο Άρθουρ. Η Ντάνα έκλεισε τα μάτια της.
«Α, εσύ είσαι».
«Περίμενες κάποιον άλλο, καλή μου;»
«Όχι. Απλά είμαι... είμαι πολύ απασχολημένη, Άρθουρ, γι’ αυτό, αν δε σε πειράζει...»
«Εντάξει, Ντάνα. Ένα γεια ήθελα να σου πω».
«Γεια και σ’ εσένα», απάντησε εκείνη, καταβάλλοντας προσπάθεια ν’ ακουστεί φυσική. «Και τώρα με συγχωρείς, αλλά...»
«Θα σε δω απόψε;»
«Όχι. Δηλαδή, ναι. Δηλαδή...»
Διάβολε. Ήταν αγενής, τραύλιζε κι όλα εξαιτίας του Μακένα. Έριξε άλλη μια σύντομη ματιά στην οθόνη. Το πρόσωπό του ήταν πάντα εκεί. Γεμάτο
ειρωνεία. Του έβγαλε τη γλώσσα και μετά έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας. Πού είχε πάει η λογική της; Αυτή η λογική για την οποία ήταν πάντα
υπερήφανη;
«Άρθουρ». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είσαι ελεύθερος για φαγητό; Αν ναι, μπορούμε να συναντηθούμε...» Σταμάτησε, αναλογιζόμενη τα εστιατόρια που
υπήρχαν ανάμεσα στο δικό της γραφείο και το γραφείο του Άρθουρ. Κι ο Μακένα θα μπορούσε να φάει σε κάποιο απ’ αυτά, μόνο που ήταν το τελευταίο
πρόσωπο στον κόσμο που θα ήθελε να δει. «Στο Πορτοφίνο», είπε στην τύχη το όνομα ενός εστιατορίου που είχε διαβάσει πρόσφατα στους Τάιμς.
«Στο Πορτοφίνο; Εντάξει, αλλά... είσαι καλά, Ντάνα;»
«Μια χαρά. Απλώς... σε χρειάζομαι».
«Αχ, καλή μου», είπε ο Άρθουρ.
Η Ντάνα δε συνειδητοποίησε ότι μπορεί να του είχε δώσει λανθασμένη εντύπωση, μέχρι τη στιγμή που βγήκε από την πόρτα της. Αλλά τότε ήταν πια πολύ
αργά.

***

Ο Γκρίφιν είχε πάει σε πολλά εστιατόρια στη ζωή του, αλλά ποτέ σε κάποιο που του θύμιζε παρεκκλήσι.
Μακάρι να είχε δώσει τη δέουσα προσοχή όταν είχε μπει στο γραφείο του η Σίνθια και του είχε ζητήσει να τη συνοδεύσει σε γεύμα.
Ασφαλώς, της είχε πει, μολονότι ήξερε ότι κανονικά θα έπρεπε να είχε βρει κάποια δικαιολογία να το αποφύγει. Τελευταία η Σίνθια το είχε παρατραβήξει. Η
σκέψη του όμως ήταν στην Ντάνα Άντερσον και στην ικανοποίηση που θα ένιωθε όταν θα την απέλυε. Το επόμενο που είχε καταλάβει ήταν ότι βρισκόταν
δίπλα στη Σίνθια μέσα σ’ ένα ακριβό εστιατόριο με βιολιά να παίζουν.
«Τι είναι αυτό εδώ;» μουρμούρισε.
«Λέγεται Πορτοφίνο», ψιθύρισε εκείνη, χαμογελώντας βιασμένα. «Η μητέρα σου είπε ότι οι Τάιμς είχαν ένα πολύ κολακευτικό σχόλιο».
Η μητέρα μου, η προξενήτρα, σκέφτηκε ο Γκρίφιν, πιέζοντας τον εαυτό του να χαμογελάσει. Προφανώς, ήταν καιρός να τα πουν λίγο με τη γοητευτική
Μέριλιν Μακένα, που ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Πριν από μερικά χρόνια είχε αποφασίσει ότι ο γιος της έπρεπε να παντρευτεί και κατέβαλλε κάθε προσπάθεια
προς αυτή την κατεύθυνση.
«Αν προτιμάς, να πάμε κάπου αλλού», είπε η Σίνθια.
«Όχι», απάντησε εκείνος. «Καλά είναι εδώ».
Μόνο που δεν ήταν. Μπορεί οι Τάιμς να είχαν προτίμηση στο Πορτοφίνο, αλλά για κείνον ήταν αποτυχία. Προτιμούσε να μπορεί να βλέπει τι έτρωγε,
πράγμα αδύνατο με τον τεχνητό χαμηλό φωτισμό του μαγαζιού και το σερβιτόρο να πηγαινοέρχεται συνέχεια και να ρωτά μελιστάλαχτα αν ήταν όλα εντάξει.
Διάβολε, όχι, δεν είναι εντάξει, ήθελε να του πει. Μπορεί κάποιος ν’ ανάψει τα φώτα και να πάρει αυτά τα λουλούδια μπροστά απ’ το πρόσωπό μου;
Ο Γκρίφιν έπνιξε ένα αναστεναγμό. Η αλήθεια ήταν ότι δεν επρόκειτο να κάνει τίτοτα τέτοιο. Είχε πάει εκεί με τη θέλησή του και τώρα πλήρωνε το λάθος
του.
Ο μαιτρ τους είχε βάλει να καθίσουν σ’ ένα τραπέζι για δύο, πίσω από τα φύλλα ενός τεχνητού φοίνικα, που είχαν βουτήξει μέσα στη σούπα, στη σαλάτα
του και τώρα στο μοσχάρι του.
«Δεν είναι ρομαντικά;» είπε η Σίνθια ονειροπόλα.
«Ναι», είπε ο Γκρίφιν παραμερίζοντας ένα φύλλο από το φοίνικα. «Είναι».
«Το ήξερα ότι θα σου αρέσει», πρόσθεσε εκείνη, ανοιγοκλείνοντας σαγηνευτικά τα βλέφαρά της. Ο Γκρίφιν δεν είχε ποτέ άλλοτε προσέξει αυτή της την
κίνηση. Το είχε διαβάσει στα βιβλία, αλλά δεν ήξερε τι σήμαινε. Το έκαναν, άραγε, όλες οι γυναίκες για να τραβήξουν την προσοχή ενός άντρα; Η Άντερσον,
πάντως, σίγουρα δε θα έκανε ποτέ τέτοιο πράγμα.
«Γκρίφιν;»
Ανασήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε. Η Σίνθια του χαμογελούσε. Αυτό ήταν παλιό. Η Σίνθια πάντα χαμογελούσε. Όχι σαν τη γοητευτική κυρία
Άντερσον που τον αγριοκοίταζε.
«Γκρίφιν». Η Σίνθια γέλασε κι έγειρε χαριτωμένα το κεφάλι της στο πλάι. «Μοιάζεις σαν να είσαι χιλιόμετρα μακριά».
«Με συγχωρείς, Σιν». Ο Γκρίφιν ξερόβηξε. «Σκέφτομαι αυτό το συνέδριο».
«Στη Φλόριντα; Μου το είπε η μητέρα σου».
Ω μαμά, σε παρακαλώ, σταμάτα!
«Ναι», είπε ανάλαφρα ο Γκρίφιν. «Ενδιαφέρον θα είναι. Δεν έχω ξαναπάει σε συνέδριο πληροφορικής».
«Σε ζηλεύω», είπε η Σίνθια κι αναστέναξε.
Ο Γκρίφιν την κοίταξε κι ανασήκωσε το φρύδια του απορημένος. «Δεν ήξερα ότι σ’ ενδιαφέρουν οι υπολογιστές».
Εκείνη γέλασε. «Ω Γκρίφιν! Αστειεύεσαι; Ήθελα να πω ότι σε ζηλεύω που θα φύγεις από το κρύο εδώ πέρα και θα περάσεις ένα όμορφο Σαββατοκύριακο
στη Φλόριντα. Μακάρι να είχα την ευκαιρία να το κάνω».
Ο Γκρίφιν έσφιξε το πιγούνι του. Η Μέριλιν, η προξενήτρα, αυτή τη φορά το είχε παρακάνει.
«Ναι», είπε ευγενικά, «θα είναι όμορφα, αλλά αμφιβάλλω αν βρω καιρό να πατήσω το πόδι μου σε καμιά παραλία. Θα τρέχω από τη μία σύσκεψη στην
άλλη».
«Καταλαβαίνω», είπε η Σίνθια, χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. Όχι, δεν καταλάβαινε. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, αλλά έχανε τον καιρό της μαζί του. Αργά ή γρήγορα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να
της το πει.
Κάποια μέρα αναμφίβολα θα έκανε κάποιον άντρα ευτυχισμένο. Πέρα από όμορφη ήταν και μορφωμένη, αλλά δεν ανήκε στο είδος των γυναικών που την
ενοχλούσε το γεγονός ότι ήταν θηλυκό. Καταλάβαινε ότι ανάμεσα στα δυο φύλα υπήρχαν διαφορές. Η Σίνθια ήταν σαν πνοή φρέσκου αέρα. Δεν είχε
επαγγελματικούς στόχους, δεν έβλεπε τους άντρες σαν εχθρούς. Της άρεσε που ήταν γυναίκα.
Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία τι θα την έκανε ευτυχισμένη. Θα της αρκούσε να γίνει σύντροφος ενός άντρα, να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του, να μένει
σπίτι, να μαγειρεύει, να τον φροντίζει. Μεταφορικά, φυσικά, γιατί σίγουρα θα υπήρχε μια στρατιά από υπηρέτες.
Η Σίνθια δε θα σε έκανε ποτέ ν’ αναρωτηθείς αν θα έλεγε «ευχαριστώ» όταν θα της άνοιγες την πόρτα του αυτοκινήτου ή αν θα το θεωρούσε ένδειξη ότι
την κατέτασσες στο ασθενέστερο φύλο.
Ο Γκρίφιν ήξερε ότι, αν έψαχνε για σύζυγο, δε θα κοιτούσε παραπέρα.
Μόνο που δεν έψαχνε για κάτι τέτοιο. Όχι ακόμα. Ίσως να μην το έκανε ποτέ. Η ζωή του ήταν γεμάτη και συναρπαστική. Αγαπούσε τη δουλειά του, την
ελευθερία του. Όχι ότι δεν του άρεσε να τη μοιράζεται κάπου κάπου. Ο κόσμος ήταν γεμάτος πρόθυμες, όμορφες γυναίκες, που ευχαρίστως δέχονταν να
περάσουν κάποιο χρονικό διάστημα μαζί του, χωρίς καμιά δέσμευση. Δεν ανήκαν στον τύπο της γυναίκας για σπίτι, όπως είχε παρατηρήσει κάποτε η μητέρα
του. Κι εκείνος είχε ευχαριστήσει σιωπηλά το Θεό γι’ αυτό.
Αλλά, αν κάποτε αποφάσιζε να κατασταλάξει και η Σίνθια ήταν ακόμα διαθέσιμη, μπορεί και να το σκεφτόταν. Του άρεσε και ίσως να κατάφερνε να την
αγαπήσει. Κι αν δεν την έπαιρνε στην αγκαλιά του όπως είχε φανταστεί ότι είχε πάρει την Ντάνα Άντερσον και της είχε κάνει έρωτα σε μια τροπική παραλία,
τι μ’ αυτό; Το πάθος δεν ήταν απαραίτητο σ’ ένα γάμο.
Έσμιξε τα φρύδια του. Διάβολε, γιατί σκεφτόταν συνέχεια αυτή τη γυναίκα;
Η Άντερσον να κάνει έρωτα σε μια παραλία. Αστείο πράγμα! Αυτή δε θα είχε βγει ποτέ της ραντεβού.
Ξαφνικά τινάχτηκε στο κάθισμά του.
Όχι, δεν ήταν δυνατόν!
Ήταν. Εκεί, στο ίδιο εστιατόριο, σε μια διακριτική γωνιά, βρισκόταν η Ντάνα Άντερσον... μ’ έναν άντρα!
Τι ήθελε εκεί; Θα μπορούσε να βάλει στοίχημα ότι θα προτιμούσε κάποιο εστιατόριο υγιεινής διατροφής ή απλά ένα γιαούρτι στο γραφείο. Αντί γι’ αυτό
την έβλεπε καθισμένη ανάμεσα στα φύλλα του φοίνικα και των βελούδινων κουρτινών της ψευτορομαντικής ατμόσφαιρας του Πορτοφίνο. Μαζί μ’ έναν
άντρα.
Έναν περιποιητικό άντρα.
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο.
Ο άγνωστος που τη συνόδευε ήταν άψογος, τόσο στους τρόπους του όσο και στην εμφάνισή του.
«Μεσιέ;»
Ο Γκρίφιν ανασήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το σερβιτόρο δίπλα στο τραπέζι.
«Θα επιθυμούσαν ο κύριος και η κυρία επιδόρπιο; Ίσως μια τάρτα;»
Αυτό που θα επιθυμούσε ο Γκρίφιν ήταν να παρακολουθεί ανενόχλητος την Άντερσον και το συνοδό της, αλλά η Σίνθια είχε μια έκφραση καρτερική. Ο
σερβιτόρος, αποθαρρημένος προφανώς από την όψη του Γκρίφιν, οπισθοχώρησε σαν να περίμενε να δεχτεί επίθεση.
Από τη μεριά του πάλι εκείνος κατέβαλε προσπάθεια να χαμογελάσει ευγενικά.
«Τίποτα για μένα, ευχαριστώ», είπε. «Σιν; Τι θα ήθελες;»
Η Σίνθια άκουσε το σερβιτόρο να της απαγγέλλει μια ατέλειωτη λίστα επιδορπίων. Η Άντερσον, η κυρία Άντερσον, πάντως, σίγουρα δεν έτρωγε. Αυτό ο
Γκρίφιν μπορούσε να το πει με βεβαιότητα. Μπορεί να μην έβλεπε από κει που καθόταν το πιάτο της, αλλά την έβλεπε που τσιμπούσε απλά το φαγητό της.
Από την άλλη, ο άντρας με το παπιγιόν φαινόταν ανήσυχος. Το φανέρωνε η έκφρασή του. Κοιτούσε την Άντερσον με μια καρτερική έκφραση στο πρόσωπό
του.
Ποιος μπορούσε να τον κατηγορήσει; Παρά τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαλλιά, το τουίντ σακάκι και το φαρδύ καρό παντελόνι, η Ντάνα Άντερσον ήταν
μια γυναίκα που τραβούσε το βλέμμα.
Ο Γκρίφιν έσμιξε ξανά τα φρύδια του. Ναι, βέβαια, και τα πιράνχας είχαν πολύ ενδιαφέρον να τα κοιτάζει κανείς.
Ο τύπος κάτι της είπε και η Άντερσον έκανε να του απαντήσει. Σταμάτησε και προσπάθησε ξανά. Τώρα φαινόταν απορροφημένη στην κουβέντα και
μιλούσε κάνοντας χειρονομίες και γέρνοντας εμπρός, κινδυνεύοντας από τα αναμμένα κεριά που υπήρχαν στην ανθοσύνθεση στο κέντρο του τραπεζιού. Την
είδε να παίρνει το χέρι του άλλου άντρα στα δικά της και το πρόσωπο εκείνου να λάμπει.
Ο Γκρίφιν κατσούφιασε. Ο τύπος αυτός ταίριαζε απόλυτα στην Άντερσον. Ήταν από κείνους που μπορούσε να τους σύρει κανείς από τη μύτη, που δε θα
της ζητούσε ποτέ να χορέψει γι’ αυτόν γυμνή στην παραλία.
«Γκρίφιν, είσαι καλά;»
Κοίταξε τη Σίνθια απέναντί του. «Ναι, είμαι μια χαρά», της είπε ήρεμα.

***

«Γιατί δεν τρως, Ντάνα; Έχει τίποτα το ψάρι σου;»


Εκείνη αναστέναξε. Ο Άρθουρ την κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον. Δεν είχε άδικο. Τον είχε προσκαλέσει σε γεύμα και τώρα καθόταν απέναντί του χωρίς να βάζει
μπουκιά στο στόμα της, κοιτάζοντας απλά την εικόνα της μέσα στα γυαλιά του.
«Όχι, εντάξει είναι, Άρθουρ. Πολύ καλό».
Δηλαδή, υπέθετε ότι ήταν καλό, γιατί στην πραγματικότητα δεν το είχε αγγίξει. Έφταιγε που το Πορτοφίνο σέρβιρε το ψάρι ολόκληρο, με το κεφάλι και την
ουρά. Και, εντάξει, με την ουρά μπορεί να μην είχε πρόβλημα, αλλά το κεφάλι ήταν άλλη υπόθεση. Το μικρό πλάσμα κειτόταν πάνω σ ’ ένα στρώμα από
κάτι που έμοιαζε με φύκια, με το γυαλιστερό του μάτι γυρισμένο προς τα πάνω, καρφωμένο στο χερουβείμ που ήταν ζωγραφισμένο στο περίτεχνο ταβάνι.
Η Ντάνα έπνιξε ένα ρίγος. Δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με φαγητά που έδειχναν έτοιμα να ζωντανέψουν μέσα στο πιάτο. Εξάλλου, αν η αναμέτρηση με τον
Μακένα εκείνο το πρωινό τής είχε κόψει την όρεξη, το περιβάλλον του Πορτοφίνο είχε ολοκληρώσει το έργο.
Δεν είχε ιδέα ότι το εστιατόριο θα ήταν διακοσμημένο μ’ ένα τόσο υπερβολικό ντεκόρ. Αν το ήξερε, δε θα είχε προτείνει σε καμιά περίπτωση να πάνε εκεί.
Ξερόβηξε, έβαλε το μαχαίρι και το πιρούνι στο πιάτο της και σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της.
«Άρθουρ», είπε μαλακά, «φοβάμαι ότι η επιλογή μου δεν ήταν σωστή».
«Το ήξερα», απάντησε εκείνος, «ότι στην πραγματικότητα δε σου αρέσει το ψάρι! Πού είναι ο σερβιτόρος; Θα του πω να σου φέρει κάτι άλλο».
Η Ντάνα άπλωσε το χέρι της κι έπιασε το δικό του. «Δεν είναι το ψάρι το πρόβλημα».
Ο Άρθουρ ανασήκωσε τα φρύδια του απορημένος. «Δεν είναι;»
«Το πρόβλημα είναι...» Η Ντάνα συνοφρυώθηκε. Στο μυαλό της ήταν ο Μακένα. Αυτό όμως που παραλίγο να πει ήταν: Εσύ, εγώ, εμείς οι δυο, Άρθουρ.
Δεν ταιριάζουμε.
Μόνο που δεν ήταν αλήθεια. Ταίριαζαν απόλυτα. Απλά έφταιγε η διάθεσή της εκείνη τη μέρα. Κι απόδειξη ο τρόπος που είχε φερθεί στο φτωχό επιστάτη.
Το ίδιο κιόλας απόγευμα θα του ζητούσε συγνώμη.
«Το πρόβλημα είναι ο Γκρίφιν Μακένα», είπε τελικά ξεροβήχοντας.
«Ο εργοδότης σου; Ντάνα, καλή μου, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τι σχέση έχει αυτός με το φαγητό μας;»
«Καμιά. Έχει μαζί μου. Με τη δουλειά μου, με τον αυτοσεβασμό μου, με τις ευθύνες στην Ντάτα Μπάιτς». Τράβηξε το χέρι της κι ανακάθισε. «Δεν μπορείς
να φανταστείς πόσο τον σιχαίνομαι».
Ο Άρθουρ αναστέναξε. «Ντάνα, καλή μου...»
«Μήπως θα μπορούσες να σταματήσεις να το λες αυτό;»
«Ποιο, το καλή μου;»
Η Ντάνα πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Τίποτα, συγνώμη. Απλά... πέρασα ένα άσχημο πρωινό, αυτό είναι όλο. Τα νεύρα μου είναι χάλια. Γι’ αυτό
σε κάλεσα. Θέλω τη συμβουλή σου».
«Θέλεις...» Το χαμόγελο του Άρθουρ έσβησε κάπως, αλλά μετά άνθισε ξανά στο πρόσωπό του. «Είμαι στη διάθεσή σου».
«Υπάρχει ένα πρόβλημα με τον προϊστάμενό μου και το πρόγραμμα που δουλεύω. Προσπάθησα να το πω στον Μακένα, αλλά δε με άκουσε».
«Παράξενο. Ο Γκρίφιν Μακένα είναι ευφυής επιχειρηματίας. Σύμφωνα με την Τζέρναλ...»
« Η Τζέρναλ δεν μπήκε στον κόπο ν’ αναφέρει ότι είναι ένας εγωιστής και πομπώδης βλάκας! Σιχαίνομαι να δουλεύω γι’ αυτόν». Η Ντάνα σταμάτησε.
«Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου, λοιπόν».
Το παπιγιόν ανεβοκατέβηκε στο λαιμό του Άρθουρ. «Με κολακεύεις, καλή μου».
«Θα πρέπει ν’ αρχίσω να ψάχνω γι’ άλλη δουλειά;»
«Αν ρωτάς εμένα...»
«Ή να προσπαθήσω να το ξεπεράσω; Ο Μακένα δε θα μείνει στην Ντάτα Μπάιτς για πάντα, ενώ ο Ντέιβ Φόρεστερ ίσως».
«Σωστό. Και...»
«Αν όμως παραιτηθώ, τι συστατική επιστολή θα πάρω;»
«Μια επιστολή που θα αναφέρει την καταπληκτική...»
«Από την άλλη, τι έχω να πετύχω αν μείνω; Ο Φόρεστερ θα συνεχίσει να τα κάνει θάλασσα και ο Μακένα να με θεωρεί βραχνά».
«Καταλαβαίνω. Αν νομίζεις...»
«Όταν όμως το καινούριο πρόγραμμα παρουσιαστεί αύριο, θα με απολύσει, ούτως ή άλλως. Αν εγώ παραιτηθώ νωρίτερα, θα νομίζει ότι με ανάγκασε να το
κάνω». Τα μάτια της Ντάνα στένεψαν. «Αρνούμαι να του δώσω αυτή την ικανοποίηση».
«Να σου πω», τη διέκοψε ο Άρθουρ. «Αν θέλεις πραγματικά τη γνώμη μου...»
«Αλλά μπορεί και να μη χρειάζομαι συστάσεις. Γνωρίζω πολύ κόσμο σ’ αυτή τη δουλειά. Θα μπορούσα να βρω κάπου αλλού μια θέση και να στείλω τον
Μακένα και τη δουλειά του στο διάβολο».
«Πράγματι. Αλλά...»
«Μόνο που αυτό θα ήταν σαν να παραδινόμουν. Όχι, δε θα το κάνω ποτέ!» Η Ντάνα έπιασε το χέρι του Άρθουρ. «Ω, χαίρομαι που ζήτησα τη γνώμη σου!
Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες να πάρω μια λογική απόφαση».
Εκείνος την κοίταξε απορημένος. «Παρακαλώ...»
«Είσαι υπέροχος, το ξέρεις; Έχεις πάντα ένα τόσο ξεκάθαρο, διαυγές μυαλό».
Τα μάγουλα του Άρθουρ ρόδισαν. Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν πάνω στο χέρι της κι έγειρε μπροστά, με το παπιγιόν του ν’ ακουμπά στις μαργαρίτες της
ανθοσύνθεσης που τους χώριζε.
«Σ’ ευχαριστώ, καλή μου».
«Εγώ σ’ ευχαριστώ».
Λάμποντας από ικανοποίηση, ο Άρθουρ έφερε το χέρι της στα χείλη του.
«Μεσιέ». Ο σερβιτόρος χαμογέλασε αχνά. «Μήπως θα ήθελε ο κύριος και η δεσποινίς καφέ ή κάποιο επιδόρπιο;»
«Τίποτα, ευχαριστώ», είπε η Ντάνα και, χαμογελώντας στον Άρθουρ, σηκώθηκε όρθια. «Χάρη σ’ εσένα, ξανάνιωσα. Ανυπομονώ να ξαναγυρίσω στη
δουλειά μου».

***
Ο Γκρίφιν προσπαθούσε απελπισμένα να παρακολουθήσει τι του έλεγε η Σίνθια, αλλά πώς μπορούσε με το θέαμα μπροστά του; Ο άντρας με το παπιγιόν
είχε φιλήσει με λατρεία το χέρι της Άντερσον κι εκείνη του είχε χαρίσει ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο.
Ύστερα εκείνη σηκώθηκε όρθια. Ο παπιγιονάκιας τη μιμήθηκε κι οι δυο τους προχώρησαν προς το μέρος του.
Το πιγούνι του Γκρίφιν σφίχτηκε. Άφησε την πετσέτα του πάνω στο τραπέζι κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του.
«Γκρίφιν;» είπε η Σίνθια.
Η Άντερσον κρατούσε τον άγνωστο από το μπράτσο και τον κοιτούσε σαν να ήταν ο μοναδικός άντρας στον κόσμο.
«Γκρίφιν; Φεύγουμε;» ρώτησε η Σίνθια.
Εκείνος σηκώθηκε και στάθηκε με τα μπράτσα σταυρωμένα στο στήθος του. Η αξιότιμη κυρία Άντερσον μιλούσε και χαμογελούσε πλατιά, έχοντας το
βλέμμα της καρφωμένο στον άντρα με το παπιγιόν.
Ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται. Εκείνον δεν τον είχε κοιτάξει ποτέ μ’ αυτό τον τρόπο. Όχι ότι το ήθελε, αλλά ήταν εξοργιστικό να το βλέπει.
«...δε θα ήξερα τι να κάνω χωρίς εσένα», την άκουσε να του λέει.
Σε λίγο θα έπεφταν πάνω του. Ο Γκρίφιν χαμογέλασε σχεδόν, αναλογιζόμενος το σοκ που θα δεχόταν εκείνη. Την τελευταία στιγμή, όμως, ο άντρας με το
παπιγιόν πήρε το γεμάτο λατρεία βλέμμα του από την Άντερσον και τον είδε ξαφνικά μπροστά τους, να στέκεται ακίνητος.
Την επόμενη στιγμή έγινε κάτασπρος σαν πανί.
«Κύριε Μακένα!»
Η Άντερσον κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Ακριβώς. Αυτό ακούς συνέχεια στο γραφείο. Κύριε Μακένα αυτό, κύριε Μακένα το άλλο. Ειλικρινά,
μερικές φορές θέλω να...»
«Βρε, βρε», είπε παγερά ο Γκρίφιν. Στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα βεβιασμένο χαμόγελο, καθώς εκείνη σταμάτησε μερικά εκατοστά πιο πέρα. «Προσέξτε
τι θα πείτε, κυρία Άντερσον. Εξάλλου, σε δημόσιο χώρο είμαστε».
Η καρδιά της Ντάνα σφυροκόπησε στο στήθος της. «Εσύ», είπε σκυθρωπή.
«Εγώ, κυρία Άντερσον. Ο κόσμος είναι πολύ μικρός».
Το μυαλό της Ντάνα θόλωσε. Ο Μακένα; Μαζί με μια γυναίκα που έμοιαζε να έχει βγει από κάποιο περιοδικό μόδας; Αδύνατον. Είχε διαλέξει εκείνο το
εστιατόριο σίγουρη ότι ο Μακένα δε θα πήγαινε ποτέ εκεί.
Γιατί δεν παραμέριζε από μπροστά της; Ίσως τότε να μπορούσε να πάρει μια ανάσα.
«Σύστησέ μας», της ψιθύρισε ο Άρθουρ.
«Απολαύσατε το φαγητό σας, κυρία Άντερσον;»
«Ντάνα, σε παρακαλώ, σύστησ...»
«Τι θέλεις εσύ εδώ;» είπε η Ντάνα στον Γκρίφιν.
Εκείνος συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Ήρθα να φάω, κυρία Άντερσον. Εσείς;»
«Δεν εννοώ τι κάνετε εδώ, κύριε Μακένα. Εννοώ... Θεέ μου!» Η Ντάνα όρθωσε τους ώμους της. «Συγνώμη, αλλά θα ήθελα να φύγω», είπε παγερά.
«Ω, βέβαια, είμαι σίγουρος γι’ αυτό».
«Κύριε Μακένα, έχω κάνει διάλειμμα για φαγητό».
«Αυτό είναι γεγονός», απάντησε εκείνος εύθυμα.
Που να πάρει, γιατί ο Άρθουρ δεν έκανε πίσω να της αφήσει λίγο χώρο; Η Ντάνα τον σκούντησε με τον αγκώνα της στα πλευρά του, αλλά εκείνος δεν
κουνήθηκε από τη θέση του. Και πώς να το κάνει, αφού κοιτούσε τον Γκρίφιν Μακένα, σαν ελάφι που είχε ακινητοποιηθεί από τα φώτα ενός αυτοκινήτου;
Έσφιξε το πιγούνι της, έκανε ένα βήμα πίσω και πάτησε με αποφασιστικότητα το πόδι του Άρθουρ. Αυτό τον έκανε να οπισθοχωρήσει κάπως. Τώρα
μπορούσε ν’ ανασάνει κανονικά, χωρίς ν’ αναπνέει την κολόνια του Μακένα.
«Με συγχωρείτε, κύριε Μακένα. Θα σας δω στο γραφείο».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ακριβώς, δεσποινίς, συγνώμη, κυρία Άντερσον».
Με τα μάγουλά της να φλογίζονται, η Ντάνα τον προσπέρασε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
Φτάνοντας στο πεζοδρόμιο, ο Άρθουρ μπήκε μπροστά της.
«Γιατί δε με σύστησες, Ντάνα;»
Εκείνη έριξε μια άγρια ματιά στο εστιατόριο πίσω τους. «Μπράβο θράσος που το έχει!»
«Έπρεπε να μας έχεις συστήσει. Ήταν μια θαυμάσια ευκαιρ...»
«Τον είδες;»
«Φυσικά και τον είδα».
«Έλα τώρα, Άρθουρ. Εννοώ αν είδες τον τρόπο που στεκόταν, το ύφος του».
«Τι θα σκέφτεται; Η ευγένεια απαιτούσε να...»
Η Ντάνα έδιωξε φυσώντας μια τούφα από τα ξανθά μαλλιά που έπεφτε στα μάτια της. «Κι αυτή η γυναίκα που ήταν μαζί του, η δεσποινίς Τελειότης....»
«Εγώ θα έλεγα ότι ήταν μάλλον γοητευ...»
«Το ευγενικό χαμόγελο, τα άψογα μαλλιά, το κομψό σύνολο, ο αέρας της εκλεπτυσμένης».
«Ντάνα, ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι σε έχει αναστατώσει τόσο».
«Αυτό είναι το θέμα, Άρθουρ. Δεν μπορείς να καταλάβεις, αλλά είμαι αναστατωμένη γιατί... γιατί...»
Αλήθεια, γιατί; Ο Μακένα είχε πάει στο ίδιο εστιατόριο που είχε πάει κι εκείνη, παρέα με μια όμορφη γυναίκα. Και λοιπόν;
«Αντίο, Άρθουρ. Σ’ ευχαριστώ για το γεύμα».
Τον προσπέρασε ανασηκώνοντας το πιγούνι της και κατευθύνθηκε προς τη γωνία. Ο Άρθουρ την κοίταξε για μερικές στιγμές επίμονα και μετά έτρεξε πίσω
της.
«Ντάνα, καλή μου, ας μην τσακωθούμε».
«Δεν τσακωθήκαμε. Απλά δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να εντυπωσιάστηκες τόσο από τον Γκρίφιν Μακένα».
«Δεν εντυπωσιάστηκα. Απλά...» Ο Άρθουρ αναστέναξε. «Άσ’ το, δεν πειράζει. Θα βγούμε για δείπνο απόψε;»
«Ναι. Όχι. Δεν ξέρω. Πάρε με τηλέφωνο αργότερα».
«Για δείπνο», είπε εκείνος, κάπως αποφασιστικά. «Εντάξει;»
Η Ντάνα αναστέναξε. «Εντάξει. Θα σε δω στις επτά».

***

Όταν επέστρεψε στο γραφείο, βρήκε τον Ντέιβ Φόρεστερ, που δεν είχε ακόμα πάρει την απογευματινή του δόση βότκας, να την περιμένει στην πόρτα. Την
υποδέχτηκε με μια αινιγματική ματιά.
«Έφαγες καλά, Ντάνα;»
«Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
Ο Φόρεστερ χαμογέλασε. «Σε θέλει το αφεντικό».
Η Ντάνα δεν απάντησε. Απλά έκανε επιτόπου στροφή και προχώρησε προς το γραφείο του Μακένα, λέγοντας στον εαυτό της ότι δεν επρόκειτο ν’ ανεχτεί
καμιά ανοησία πλέον απ’ αυτό τον άντρα κι ότι είχε κάνει πολύ καλά που είχε δει τον Άρθουρ, γιατί τώρα ήταν ήρεμη και μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τον
Γκρίφιν Μακένα με ψυχραιμία.
Η δεσποινίς Μέισι την υποδέχτηκε με μια ματιά παρόμοια με του Φόρεστερ.
«Ο κύριος Μακένα σας περιμένει, δεσποινίς Άντερσον».
«Κυρία», είπε η Ντάνα και μπήκε στο γραφείο του Μακένα.
Καθόταν στη θέση του και την κοιτούσε σαν αυτοκράτορας στο θρόνο του. «Ζητήσατε να με δείτε, κύριε Μακένα;»
«Κλείστε την πόρτα, παρακαλώ, κυρία Άντερσον».
Εκείνη υπάκουσε. «Κύριε Μακένα, αν πρόκειται για τη συνάντησή μάς στο εστιατόριο...»
«Δε με απασχολεί πού πηγαίνετε για φαγητό. Μπορείτε να τρώτε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε και με όποιον θέλετε».
«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σας, κύριε». Η Ντάνα χαμογέλασε γλυκά. «Σ’ αυτή την περίπτωση, για ποιο πράγμα θέλετε να με δείτε;»
Και ο Μακένα χαμογέλασε. Σαν γάτα που έβλεπε καναρίνι.
«Απολύεστε».
«Ορίστε;»
«Απολύεστε, κυρία Άντερσον. Μ’ άλλα λόγια, αδειάστε το γραφείο σας, περάστε από το λογιστήριο και μην ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ».
Απολύεται; Απολύεται; Η όραση της Ντάνα θόλωσε. Η λογική της πήγε περίπατο.
«Δεν μπορείς να με απολύσεις», του πέταξε. «Γιατί παραιτούμαι!»
Ο Γκρίφιν έγειρε πίσω την πολυθρόνα του κι έπλεξε τα δάχτυλά του πίσω από το κεφάλι του.
«Όπως θέλετε, κυρία Άντερσον. Ειλικρινά, δε δίνω δεκάρα, από τη στιγμή που συμφωνούμε να μην είστε πλέον υπάλληλός μου».
Μπορεί να έφταιγε το ύφος του, η στάση του, ο τρόπος που το είχε πει, αλλά η Ντάνα ένιωσε ότι είχε φτάσει στα όριά της.
Πλησίασε, πήρε μια στοίβα χαρτιά πάνω από το γραφείο του και τα πέταξε στον αέρα.
«Είσαι ένας βλάκας. Ένας μεγάλος, απίστευτος βλάκας».
Εκείνος την κοίταξε ήρεμα. Η ανάσα της έβγαινε βαριά, τα μάτια της πετούσαν φωτιές κι έδειχνε έτοιμη να τον κατασπαράξει.
Κάτι μέσα του σφίχτηκε. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της, σηκώθηκε κι έκανε το γύρο του γραφείου του.
«Κι εσύ είσαι μια γυναίκα που της χρειάζεται ένα καλό μάθημα».
«Πάνω σε τι; Στο ότι ο κόσμος είναι κτήμα κάποιων αντρών σαν κι εσένα;»
Ένα δυσοίωνο χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Γκρίφιν. Για δεύτερη φορά στη ζωή της, για δεύτερη φορά εκείνο το απόγευμα, η Ντάνα ένιωσε την ανάγκη
να κάνει ένα βήμα πίσω. Αλλά δεν το έκανε. Θα ήταν λάθος να υποχωρήσει.
Το γεγονός όμως ότι έμεινε ακλόνητη στη θέση της αποδείχτηκε μεγαλύτερο λάθος. Γιατί, όταν ο Γκρίφιν την πλησίασε, δε βρήκε καμιά δυσκολία να την
τραβήξει στην αγκαλιά του.
«Στο ότι οι γυναίκες έχουν ένα σκοπό, κυρία Άντερσον», της είπε και, σκύβοντας, βύθισε τα χέρια του στα μαλλιά της και τη φίλησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Δεν ήταν ένα κανονικό φιλί.


Καμιά καμπάνα δε χτύπησε μέσα της, καμιά έκρηξη χρωμάτων δεν έγινε πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα.
Όχι ότι είχε κλείσει σκόπιμα τα μάτια της. Αντανακλαστική κίνηση ήταν. Κι ούτε περίμενε καμπάνες να χτυπήσουν χαρμόσυνα. Όλα αυτά συνέβαιναν στα
αισθηματικά ρομάντζα μόνο.
Απλά, όταν σε φιλούσε κάποιος σαν τον Γκρίφιν Μακένα, θα περίμενες...
Θα περίμενες;
Δεν περίμενε τίποτα. Αυτό ήταν το θέμα. Ο Μακένα την είχε πάρει στην αγκαλιά του τόσο ξαφνικά, που την είχε σοκάρει. Αυτό ακριβώς που ήθελε.
Εκείνη τη στιγμή αντέδρασε. Τραβήχτηκε και, σφίγγοντας τη γροθιά της, τον χτύπησε στο στομάχι. Ήταν σαν να είχε χτυπήσει έναν τοίχο. Άξιζε τον κόπο
όμως. Μόνο και μόνο για να δει την έκπληξη ν’ απλώνεται στο πρόσωπό του.
«Έι», είπε αγανακτισμένος.
Ο σφυγμός της Ντάνα χτύπησε φρενιασμένα.
«Έι;» Ο τεντωμένος δείκτης της ακούμπησε στο στήθος του, που ήταν λες από ατσάλι. «Αυτό μόνο έχεις να πεις, άνθρωπε των σπηλαίων;»
«Για περίμενε...»
«Πώς τόλμησες, Μακένα; Πώς τόλμησες να με φιλήσεις;»
Σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Εκείνος κάτι έκανε να πει, αλλά το μετάνιωσε. Η Άντερσον περίμενε μια απάντηση. Άξιζε μια απάντηση. Μόνο που δεν είχε
να της δώσει καμία.
Γιατί την είχε φιλήσει; Πολύ ωραία ερώτηση. Δε φιλούσες μια γυναίκα απλά και μόνο επειδή δεν της άρεσαν οι άντρες. Από την άλλη, ήταν μια πρόκληση
κι εκείνος δεν αρνιόταν ποτέ τις προκλήσεις στη ζωή του, αρχής γενομένης από τη μέρα που είχε κληρονομήσει την τεράστια περιουσία μαζί μ’ ένα
σημείωμα που του είχε δώσει δειλά ο δικηγόρος του πατέρα του, του Τζον Μακένα. Ένα σημείωμα που δε θα το ξεχνούσε ποτέ του:
Αυτή είναι η περιουσία μου, Γκρίφιν. Δούλεψα μια ολόκληρη ζωή για να την αποκτήσω. Εσύ πόσο χρόνο θα χρειαστείς για να τη σκορπίσεις;
Αυτή η πρόκληση, έστω κι αν ήταν από έναν άντρα που δεν είχε ποτέ καιρό για τη γυναίκα και το γιο του, είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά του
Γκρίφιν. Είχε όμως καταφέρει να το τραβήξει και να φτιάξει μια αυτοκρατορία για την οποία ήταν υπερήφανος και η οποία θα εντυπωσίαζε τον πατέρα του
αν ζούσε.
Πού ήταν όμως η πρόκληση να κρατά μια απρόθυμη γυναίκα στην αγκαλιά του;
Πουθενά. Γιατί, λοιπόν, το είχε κάνει;
Έσμιξε τα φρύδια του. Μακάρι να μπορούσε να βρει μια εξήγηση. Ένα μάθημα της είχε πει, αλλά τι μάθημα, αφού δεν πίστευε λέξη απ’ όλα όσα είχε πει
για τη θέση της γυναίκας στην κουζίνα και την κρεβατοκάμαρα.
Εντάξει, δεν του άρεσαν οι γυναίκες που έβλεπαν τους άντρες σαν εχθρούς, αυτό όμως δε σήμαινε ότι ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων των σπηλαίων,
που τις χτυπούσαν στο κεφάλι, τις έριχναν στον ώμο και τις πήγαιναν στη σπηλιά τους. Πώς αλλιώς όμως λεγόταν αυτό που είχε κάνει;
«Η σιωπή σου λέει πολλά, Μακένα».
Ο Γκρίφιν κοίταξε το οργισμένο πρόσωπο της Ντάνα.
«Φαντάζομαι ότι έχεις συνειδητοποιήσει πως έχει περάσει ο καιρός που ένας άντρας συμπεριφερόταν σε μια γυναίκα σαν να ήταν ο αφέντης».
Ο Γκρίφιν έσμιξε ακόμα περισσότερο τα φρύδια του. Είχε δίκιο, που να πάρει. Κι αυτό ήταν που τον είχε συγκρατήσει και δεν την είχε φιλήσει πραγματικά.
Η ξαφνική συνειδητοποίηση ότι δεν υπήρχε καμιά λογική εξήγηση σ’ αυτό που έκανε, ότι η λογική «εγώ είμαι ο άντρας κι εσύ η γυναίκα» δεν τον είχε ποτέ
συγκινήσει.
Κι όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί, της όφειλε μια συγνώμη.
Ξερόβηξε. «Δεσποινίς Άντερσον...»
«Κυρία», είπε εκείνη παγερά. «Μήπως έχεις και βλάβη στη μνήμη σου, εκτός από ορμονική διαταραχή;»
Ένας μυς σφίχτηκε στο πιγούνι του Γκρίφιν. «Κυρία Άντερσον», είπε, καταβάλλοντας προσπάθεια να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Υποθέτω, θέλω να
πω, ίσως...»
Δεν μπορούσε να το πει. Δεν μπορούσε να της ζητήσει συγνώμη όταν εκείνη τον κοιτούσε σαν να ήταν κανένα σιχαμερό ερπετό.
Πέρασε τα χέρια του μέσα στα μαλλιά του και προσπάθησε ξανά.
«Άκου», της είπε. «Άκου, κυρία Άντερσον...»
«Όχι». Τα πράσινα μάτια της τη μια πετούσαν φωτιές και την άλλη τον κοιτούσαν παγερά. «Όχι. Εσύ άκου, κύριε Μακένα».
Ο Γκρίφιν την έπιασε από τον καρπό. «Κυρία Άντερσον, αν προσπαθούσες να ηρεμήσεις...»
«Πάρε το χέρι σου, Μακένα!»
Ο Γκρίφιν έπνιξε ένα γέλιο. Ήξερε ότι θα την έκανε έξαλλη αν γελούσε.
«Είπα...»
«Το άκουσα». Ο Γκρίφιν άφησε τον καρπό της και πήρε μια απολογητική έκφραση. «Κυρία Άντερσον, θα ήθελα να σου πω...»
«Δε με νοιάζει τι θα ήθελες να μου πεις, Μακένα. Μπορεί όμως να νοιάζει εσένα αυτό που θέλω να σου πω εγώ». Χαμογέλασε, έβαλε τα χέρια της στους
γοφούς κι έγειρε πίσω το κεφάλι της. «Και μάλιστα είμαι απόλυτα βέβαιη γι’ αυτό. Θα σου σβήσει το ηλίθιο χαμόγελο που έχεις στο πρόσωπο!»
«Κυρία Άντερσον, σε διαβεβαιώνω ότι δε χαμογελώ. Άφησέ με να σου μιλήσω μια στιγμή...»
Ο δείκτης της βρήκε για μια ακόμα φορά με δύναμη το στήθος του.
«Άσε τους δικηγόρους σου να μιλήσουν, κύριε Μακένα, Γιατί, σε διαβεβαιώ, θα φροντίσω όλες οι γυναίκες της Νέας Υόρκης να μάθουν τι είδους
άνθρωπος είσαι!»
Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν. «Σταμάτα να με σκουντάς με το δάχτυλό σου».
«Άκουσες τι είπα; Θα σου κάνω μήνυση!»
Το χέρι του άρπαξε απότομα το δικό της. «Εσύ άκουσες τι σου είπα, Άντερσον;»
«Άφησέ με!»
«Θα σε αφήσω όταν θα ηρεμήσεις».
«Ήρεμη είμαι. Απολύτως ήρεμη. Τόσο ήρεμη, που μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι ο Γκρίφιν Μακένα έχει μπλέξει άσχημα».
Εκείνος έβαλε τα γέλια.
«Μπορείς να γελάς όσο θες. Γέλα μέχρι να πας στο δικαστήριο, γιατί μετά δε θα σου δοθεί άλλη ευκαιρία, καθώς θα αντιμετωπίζεις μήνυση για σεξουαλική
παρενόχληση».
«Αστειεύεσαι».
«Έτσι σου φαίνομαι;»
Ο Γκρίφιν φάνηκε να το σκέφτεται. Έδειχνε έξαλλη από θυμό, αγανακτισμένη και... απίστευτα όμορφη. Ένιωσε το σφυγμό της να χτυπά δυνατά στον
καρπό της. Τα μάτια της είχαν το χρώμα του Ατλαντικού, πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, τα μάγουλά της το χρώμα των μπουμπουκιών του τριαντάφυλλου και
τα ανακατεμένα μαλλιά της ήταν υπέροχα.
Το κορμί του σφίχτηκε. Ήξερε πώς είχαν ανακατευτεί τα μαλλιά της. Εκείνος τα είχε ανακατέψει, όταν είχε βυθίσει μέσα τους τα χέρια του για να τη
φιλήσει.
Στην πραγματικότητα δεν την είχε φιλήσει όμως. Μπορεί να το είχε στο μυαλό του, μπορεί να ήταν αυτή η πρόθεσή του, αλλά πριν προλάβει ν’ αρχίσει είχε
συνειδητοποιήσει τι πήγαινε να κάνει και τελικά είχε απλά αγγίξει με τα χείλη του τα δικά της.
Αν την είχε φιλήσει αληθινά, θα ήταν κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Θα την είχε τραβήξει πάνω του, έτσι που να νιώσει το στήθος της στο στέρνο του, θα είχε
ανοίξει τα χείλη της με τα δικά του και θα είχε γευτεί το μεταξένιο εσωτερικό του στόματός της. Θα είχε ανασάνει το άρωμά της, θα είχε ψιθυρίσει το όνομά
της και θα είχε δεχτεί την παράδοσή της, με τα μπράτσα της τυλιγμένα γύρω από το λαιμό του.
«...κάτι να πεις;»
Ο Γκρίφιν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του κι άφησε το χέρι της. «Τι πράγμα;»
«Για κάποιον που έχει συνηθίσει να δίνει διαρκώς διαταγές, δε φαίνεται να έχεις κάτι να πεις τώρα». Η Ντάνα τον αγριοκοίταξε. «Μπορεί να νομίζεις ότι δε
σοβαρολογώ πως θα σου κάνω μήνυση για σεξουαλική παρενόχληση...»
«Κοίτα, Άντερσον, αν θέλεις να σου ζητήσω συγνώμη...»
«Συγνώμη;» Ο τόνος της φωνής της τον έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Θ’ αστειεύεσαι, βέβαια. Αυτό που θέλω είναι ο λαιμός σου κάτω από το σπαθί της
δικαιοσύνης». Του χαμογέλασε δολοφονικά. «Και, πίστεψέ με, αυτό θα κάνω, Μακένα. Κι όταν όλα θα έχουν τελειώσει, ο κόσμος θα έχει πια μάθει τι
σεξιστικό κτήνος είσαι».
Όμορφη, αλλά τρελή, σκέφτηκε ο Γκρίφιν και σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος του.
«Άκου, κυρία μου...»
«Δεν είμαι ‘‘κυρία’’!»
«Και βέβαια δεν είσαι!»
«Μη διαστρέφεις τα λόγια μου, Μακένα. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Δεν είμαι ‘‘κυρία’’, είμαι άνθρωπος και δεν πρόκειται να δεχτώ καμιά ανοησία από
μέρους σου».
«Αν έκλεινες για δυο λεπτά το στόμα σου, θα μάθαινες ότι τόση ώρα τώρα προσπαθώ να σου ζητήσω συγνώμη».
«Για ποιο πράγμα;»
«Που σε φίλησα, γι’ αυτό».
«Είναι αργά. Το έχεις ήδη κάνει».
Ο Γκρίφιν έβρισε σιγανά. «Φυσικά και το έχω κάνει! Διαφορετικά, γιατί ν’ απολογηθώ;» Σταμάτησε, μέτρησε μέχρι το δέκα και προσπάθησε ξανά. «Κοίτα,
ας μην το παρατραβήξουμε».
Η Ντάνα σταύρωσε κι εκείνη τα μπράτσα στο στήθος της. «Εσύ το παράκανες. Όχι εγώ».
«Εντάξει. Θέλεις να μου κάνεις μήνυση; Κάνε μου».
«Αυτό έχω σκοπό».
«Πήγαινε βρες κανένα ασυνείδητο δικηγορίσκο ν’ αναλάβει την υπόθεση».
«Κάθε άξιος δικηγόρος θα πηδούσε από τη χαρά του, Μακένα».
«Κάθε λογικός δικηγόρος θα ξεσπούσε σε γέλια, Άντερσον». Της χαμογέλασε ειρωνικά. «Δεν μπορείς να μου κάνεις μήνυση».
«Ποιος το λέει αυτό;»
«Η λογική. Δε δουλεύεις πλέον για μένα, το ξέχασες;»
Η Ντάνα ένιωσε για μια στιγμή πανικό. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να γλιτώσει έτσι μετά απ’ αυτό που είχε κάνει. Ή μ’ αυτό που ευχόταν να είχε κάνει.
«Αυτό που λες δεν έχει καμιά σημασία», είπε. «Μπορώ να κάνω μήνυση σ’ όποιον θέλω».
«Διάβολε, σταμάτα να κουνάς το δάχτυλό σου μπροστά στο πρόσωπό μου!»
«Θα το κουνώ όπου μ’ αρέσει. Δε δουλεύω για σένα πια, όπως τόνισες προηγουμένως, και δεν έχω καμιά υποχρέωση να δέχομαι εντολές».
«Σωστά», απάντησε ο Γκρίφιν βλοσυρά. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να δέχεσαι εντολές. Ούτε κι εγώ να είμαι ευγενικός».
«Ευγενικός; Εσύ;» Η Ντάνα γέλασε. «Εσύ δε θα μπορούσες να είσαι ευγενικός, ακόμα κι αν έπαιρνες ιδιαίτερα μαθήματα».
«Θα κατέβεις επιτέλους απ’ τη σαπουνόφουσκα όπου έχεις ανέβει, Άντερσον;»
«Ποια σαπουνόφουσκα;»
«Αυτή που στη θέση ‘‘φύλο’’ γράφει ‘‘ουδέτερο’’».
«Ανόητο το σχόλιό σου, Μακένα».
«Είναι η αλήθεια. Ο Φόρεστερ είχε δίκιο για σένα».
«Ο Φόρεστερ;» Η Ντάνα συνοφρυώθηκε. «Τι δουλειά έχει ο Φόρεστερ;»
«Προσπάθησε να μου πει ποια είσαι από την πρώτη μέρα. Με προειδοποίησε ότι μισείς όλους τους άντρες ανεξαιρέτως».
Η οργή έβαψε το πρόσωπο της Ντάνα κατακόκκινο. «Δεν πρόκειται ν’ απαντήσω σε μια τέτοια γελοιότητα».
«Γιατί; Επειδή είναι η αλήθεια;»
«Μπαίνουμε στον εικοστό πρώτο αιώνα, Μακένα. Οι γυναίκες που επιλέγουν την καριέρα από το γάμο δε θεωρούνται παράξενες».
Εκείνος χαμογέλασε παγερά. «Δηλαδή με τον παπιγιονάκια έχεις μια φλογερή ερωτική σχέση, Άντερσον;»
«Είσαι αληθινά αστείος, Μακένα».
«Είμαι άντρας, θέλεις να πεις».
«Είσαι αναχρονιστικός και μια και η λέξη αυτή είναι πολύ μεγάλη για να την καταλάβεις, θα σου την εξηγήσω πιο απλά».
«Ω, για να το δω».
«Είσαι απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι».
Ο Γκρίφιν κοίταξε την Ντάνα. Τα μαλλιά της πλαισίωναν το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της και η ανάσα της έβγαινε τόσο γρήγορα ώστα ούτε το
καλοραμμένο σακάκι δεν μπορούσε να κρύψει το στήθος της που ανεβοκατέβαινε με δύναμη.
Κάτι σκοτεινό κι ακαθόριστο άρχισε ν’ αναδεύεται βαθιά μέσα του. Σταμάτα, τον προειδοποίησε η φωνή της λογικής. Εκείνος όμως δεν είχε πει ποτέ όχι σε
μια πρόκληση.
«Κάνεις λάθος», είπε τόσο παγερά, όσο καυτή ήταν η φωνή του. «Ξέρω πολύ καλά ποια είναι η θέση της γυναίκας».
Και, απλώνοντας τα χέρια του, την τράβηξε ξανά στην αγκαλιά του και τη φίλησε.

***

Δε μοιάζει με το φιλί που μου έδωσε προηγουμένως.


Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη της Ντάνα.
Η δεύτερη ήταν ότι η Νέα Υόρκη πιθανότατα να είχε δεχτεί το χτύπημα ενός δυνατού σεισμού, καθώς το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια της.
Την πρώτη φορά τα χείλη του ήταν παγωμένα, τώρα έκαιγαν. Το κάθαρμα, σκέφτηκε... Την επόμενη στιγμή ένιωσε τον κόσμο να γυρνά γύρω της.
Αρπάχτηκε από τα πέτα του σακακιού του Γκρίφιν για να κρατηθεί.
Ακούστηκε ένα πνιχτό βογκητό. Από το στόμα της είχε βγει; Μάλλον. Ο Γκρίφιν μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και την έσφιξε πάνω του, έτσι που τα
σώματά τους κόλλησαν το ένα στο άλλο.
Τα χέρια του γλίστρησαν στην πλάτη της, αγκάλιασαν τους γλουτούς της και την ανασήκωσαν προς το μέρος του. Η Ντάνα ένιωσε το σκληρό ανδρισμό
του να πιέζει το κορμί της.
Τι κάνω; σκέφτηκε πανικόβλητη κι ανασηκώνοντας τα μπράτσα της τα τύλιξε γύρω από το λαιμό του. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του και η
ανάσα της άρχισε να βγαίνει γοργά.
Εκείνη τη στιγμή, όπως ξαφνικά την είχε πάρει στην αγκαλιά του, το ίδιο ξαφνικά ο Γκρίφιν την έσπρωξε μαλακά πέρα κι έκανε ένα βήμα πίσω.
Η Ντάνα ταλαντεύτηκε λίγο, ανοιγόκλεισε τα μάτια της και κοίταξε το ανέκφραστο πρόσωπό του.
«Βλέπεις;» της είπε ήρεμα. «Αυτή είναι η θέση των γυναικών».
«Τι πράγμα;» ψιθύρισε βραχνά εκείνη.
«Λέω ότι δεν μπορείς να στηρίξεις κατηγορία εναντίον μου, κυρία Άντερσον».
«Δεν...» Η Ντάνα κατάπιε με δυσκολία. «Δεν μπορώ να στηρίξω κατηγορία;»
Στις άκρες των χειλιών του Γκρίφιν άνθισε ένα χαμόγελο. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του κι έγειρε προς τα πίσω.
«Καμία. Εκτός, βέβαια, κι αν θέλεις να περιγράφω με κάθε λεπτομέρεια κάθε δευτερόλεπτο από την τελευταία περίπτυξή μας».
Η Ντάνα έφερε το χέρι της στο λαιμό της. «Θέλεις να πεις ότι... σκόπιμα...»
«Νόμιζες ότι με κυρίευσε το πάθος, κυρία Άντερσον;» Το χαμόγελο έγινε τώρα γκριμάτσα. «Ίσως πρέπει να σου φρεσκάρω λίγο τη μνήμη. Εσύ ήσουν που
αναστέναξες, εσύ βόγκηξες, εσύ...»
«Ψέματα!» φώναξε εκείνη κατακόκκινη.
«Και παραλίγο να με πνίξεις όταν τύλιξες τα χέρια σου γύρω απ’ το λαιμό μου».
«Φίδι! Κτήνος!»
«Ύστερα ήταν κι ο τρόπος που άνοιξες το στόμα σου και με φίλησες. Πολύ αποτελεσματική κίνηση, κυρία Άντερσον. Κι απολαυστική».
«Παλιό...»
Ο Γκρίφιν έπιασε το χέρι της που τινάχτηκε προς το μέρος του και το κατέβασε αργά.
«Σκέψου το», της είπε μαλακά. Το χαμόγελο είχε τώρα σβήσει από τα χείλη του κι είχε δώσει τη θέση του σε μια παγερή έκφραση. «Θα ήθελες πραγματικά
να κυνηγήσεις μια δίκη που απλά θα αποδείκνυε την άποψή μου;»
«Ποια άποψή σου;» είπε η Ντάνα με τη φωνή της να τρέμει από οργή. «Ότι είσαι αηδιαστικός;»
«Ότι είσαι αυτή ακριβώς που είπα ότι είσαι, Άντερσον. Μια γυναίκα που έχει απελπισμένα την ανάγκη ενός αρσενικού».
Η Ντάνα προσπάθησε απεγνωσμένα να κρατήσει την ψυχραιμία της. Ήξερε τι ήθελε. Ήθελε να την κάνει να χάσει τον αυτοέλεγχό της.
Μόνο που αυτό δε θα ξανασυνέβαινε. Οι δυνατές κι ανεξάρτητες γυναίκες έπρεπε πάντα να είναι ψύχραιμες. Μήπως δεν είχε δει τη μητέρα της να
αγωνίζεται ενάντια στο δεσποτισμό του πατριού της; Από τότε είχε ορκιστεί να μην υποταχτεί στη θέληση κανενός άντρα.
Κι όμως, ο άντρας απέναντί της την είχε κάνει να χάσει την ψυχραιμία της και τη λογική της. Γι’ αυτό και είχε ανταποδώσει το φιλί του.
Πώς το είχε κάνει αυτό; Πώς της είχε ξεφύγει;
«Δεν έχεις να πεις τίποτα, κυρία Άντερσον;»
«Τίποτα», απάντησε ήρεμα. «Πέρα από το γεγονός ότι αν μου δοθεί ξανά η ευκαιρία να σε δω, Μακένα, δε θα διστάσω να σπάσω με ένα λοστό το ξερό
κεφάλι σου».
Ο Γκρίφιν της γύρισε την πλάτη και πήγε στο γραφείο του. «Θα φροντίσω να μη σου δώσω αυτή την ευκαιρία. Και τώρα, αν τελειώσαμε, θα τηλεφωνήσω
στο λογιστήριο να ετοιμάσουν την επιταγή σου».
Η Ντάνα έκανε επιτόπου στροφή και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Με το χέρι στο πόμολο, γύρισε και τον κοίταξε. Ο Μακένα, καθισμένος στο γραφείο
του, την είχε ήδη βγάλει από το μυαλό του. Ήταν απορροφημένος σ’ ένα χαρτί μπροστά του και κρατούσε κάποιες σημειώσεις στο περιθώριο της κόλλας.
«Μακένα;» Εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι του. Του χαμογέλασε βιασμένα. «Έτσι, για την ιστορία...»
«Ναι;»
«Εκείνο το βογκητό που νόμιζες ότι άκουσες, ναι, ήταν από μένα». Το χαμόγελο πλάτυνε στα χείλη της. «Προσπαθούσα να συγκρατηθώ και να μην κάνω
εμετό. Ευτυχώς που με άφησες».
Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο, σκέφτηκε καθώς βρόντηξε την πόρτα πίσω της και προσπέρασε την έκπληκτη δεσποινίδα Μέισι, αλλά καλύτερο από το τίποτα.
Δεν ήθελε ν’ αφήσει τον Γκρίφιν Μακένα να νομίζει ότι την είχε επηρεάσει το φιλί του. Αυτό που την είχε επηρεάσει ήταν τα συναισθηματικά
σκαμπανεβάσματα των τελευταίων εβδομάδων.
Γιατί να μη σκεφτεί να του το πει νωρίτερα, όταν στεκόταν και την κοίταζε γεμάτος ικανοποίηση;
Όχι ότι είχε σημασία, δηλαδή.
«Αντίο και καλά ξεκουμπίδια», μουρμούρισε και, παίρνοντας την τσάντα της, κατευθύνθηκε προς το λογιστήριο.

***

Μόλις η πόρτα έκλεισε, ο Γκρίφιν ξεφύσηξε ανακουφισμένος.


Άφησε κάτω το χαρτί που προσποιόταν ότι διάβαζε και την πένα του και πέρασε τα χέρια μέσα στα μαλλιά του.
Τι τον είχε πιάσει;
Ήδη ήταν ανόητο να φιλήσει μια φορά την Άντερσον, αλλά και δεύτερη; Αυτό ήταν παράλογο. Ήξερε ότι δεν ήθελε να τη φιλήσει. Δεν ήταν από τους
άντρες που ο εγωισμός τους δεν τους άφηνε να καταλάβουν πότε μια γυναίκα έλεγε όχι.
Εξάλλου, στην πραγματικότητα η Ντάνα Άντερσον δεν τον έλκυε.
Έσπρωξε προς τα πίσω την πολυθρόνα του και σηκώθηκε όρθιος. Δεν τον έλκυε; Παραλίγο να βάλει τα γέλια, έτσι όπως στάθηκε στο παράθυρο,
κοιτάζοντας τους ουρανοξύστες. Η κυρία Άντερσον δε θα έμπαινε ποτέ στη λίστα με τις γυναίκες με τις οποίες θα ήθελε να βρεθεί μόνος σ’ ένα ερημονήσι,
έστω κι αν ήταν το τελευταίο θηλυκό πάνω στον πλανήτη.
Γιατί, λοιπόν, την είχε φιλήσει και δεύτερη φορά; Πώς και το δεύτερο αυτό φιλί τον είχε κάνει να νιώσει σαν να είχε φύγει όλος ο αέρας από τους πνεύμονές
του;
Ρίγησε. Ευτυχώς που είχε συνέλθει νωρίς. Λίγο ακόμα και θα την είχε γδύσει.
«Να πάρει», είπε σιγανά και κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία.
«Κύριε;»
Στράφηκε. Στην πόρτα στεκόταν η δεσποινίς Μέισι, με τα φρύδια της ανασηκωμένα ερωτηματικά.
«Χτύπησα την πόρτα, αλλά...»
«Τι συμβαίνει, δεσποινίς Μέισι;»
«Τηλεφώνησαν από το λογιστήριο, κύριε. Είναι εκεί η δεσποινίς Άντερσον και ζητά μια επιταγή».
«Ναι, σωστά. Η δεσποινίς Άντερσον τελείωσε τη συνεργασία της μαζί μας. Πέστε στο λογιστήριο να της κόψουν μια επιταγή με την εξόφλησή της».
«Μάλιστα, κύριε Μακένα. Τίποτε άλλο;»
Ναι, σκέφτηκε ο Γκρίφιν. Δώσε μου το τηλέφωνο ενός καλού ψυχολόγου.
«Όχι, ευχαριστώ, δεσποινίς Μέισι», είπε δυνατά.
Η δράκαινα στράφηκε και πήγε στην πόρτα, όπου σταμάτησε και γυρνώντας τον κοίταξε.
«Α, κύριε Μακένα; Έχω ετοιμάσει τα έγγραφα που μου ζητήσατε. Θα τα δείτε τώρα ή να τα βάλω στα εισερχόμενα;»
Ο Γκρίφιν προσπάθησε να καταλάβει τι του έλεγε.
«Τα έγγραφα;»
«Μάλιστα, κύριε. Για το ταξίδι σας στη Φλόριντα, αύριο».
Στη Φλόριντα. Την επομένη. Ο Γκρίφιν παραλίγο να βογκήξει απελπισμένα. Είχε καταφέρει να ξεχάσει το συνέδριο, τα ραντεβού, το νέο πρόγραμμα, ένα
πρόγραμμα που ήθελε ακόμα διόρθωση, χάρη στη γοητευτική κυρία Άντερσον.
«Κύριε;»
«Καλύτερα να ρίξω μια τελευταία ματιά, δεσποινίς Μέισι. Και, παρακαλώ, ειδοποιήστε τον Ντέιβ Φόρεστερ να έρθει αμέσως στο γραφείο μου».
Μερικά λεπτά αργότερα, ο Γκρίφιν βρέθηκε βουτηγμένος μέσα σε ένα σωρό χαρτιά. Πέρασε λίγη ώρα και μετά τα παραμέρισε κι έτριψε κουρασμένα το
μέτωπό του.
Ποιον κορόιδευε; Δεν μπορούσε να διαβάσει αυτά τα χαρτιά. Δεν είχε ιδέα από υπολογιστές ούτε και από προγράμματα. Θα έπρεπε να βασιστεί στην
εμπειρία του Ντέιβ.
Κρίμα που δεν είχε απολύσει την Ντάνα Άντερσον από την πρώτη στιγμή που του είχε παραπονεθεί γι’ αυτήν ο Ντέιβ.
Έσμιξε τα φρύδια του κι έριξε μια ματιά στο ρολόι του. Πού στα κομμάτια ήταν ο Φόρεστερ;
Πάτησε το κουμπί της ενδοεπικοινωνίας. «Δεσποινίς Μέισι, καλέστε ξανά τον Φόρεστερ και...»
Η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι εμφανίστηκε η δεσποινίς Μέισι με τα χέρια σφιχτά πλεγμένα μπροστά της.
«Κύριε Μακένα, προσπάθησα να τον σταματήσω, αλλά...»
Ένας άντρας την προσπέρασε.
Ο Γκρίφιν σηκώθηκε όρθιος. «Ντέιβ;» είπε.
Ναι, ήταν ο Ντέιβ, αλλά ένας Ντέιβ που δεν είχε ξαναδεί. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, το πουκάμισό του είχε ένα λεκέ και στα χείλη φορούσε ένα πλατύ,
χαζό χαμόγελο.
«Τι συμβαίνει, Ντέιβ;» είπε ξανά ο Γκρίφιν.
«Την απέλυσες», είπε ο Φόρεστερ, γέρνοντας δεξιά.
«Την Άντερσον; Ναι. Μακάρι να σε είχα ακούσει νωρίτερα και να... Τι συμβαίνει, Ντέιβ; Είσαι άρρωστος;»
«Μια χαρά είμαι, φίλε μου». Ο Ντέιβ χαμογέλασε ξανά κι έγειρε αριστερά τώρα. Ο Γκρίφιν πλησίασε βιαστικά και τον έπιασε από το μπράτσο.
«Ντέιβ, έλα, κάθισε. Δεσποινίς Μέισι, μπορείτε να δείτε αν υπάρχει γιατρός στο κτίριο;»
«Δε θέλω γιατρό», είπε ο Φόρεστερ και τινάχτηκε από ένα λόξιγκα.
Ο Γκρίφιν έκανε πίσω αηδιασμένος. «Διάβολε, Ντέιβ. Βρομάς σαν μπιραρία!»
«Όχι... Σαν αποστακτήριο», είπε ο Φόρεστερ και γέλασε. «Που βγάζει δωδεκάχρονο εκλεκτό ουίσκι». Του έκλεισε το μάτι κι έγειρε μπροστά. «Μου
τελείωσε η βότκα πριν από λίγο».
Ο Γκρίφιν προσπάθησε να μην εισπνέει την ανάσα του Ντέιβ, καθώς τον τραβούσε προς τον καναπέ.
«Η Άντερσον είχε δίκιο. Μου είπε ότι είσαι αλκοολικός, αλλά δεν την πίστεψα».
«Εγώ αλκοολικός; Μην είσαι ανόητ...»
Ο Φόρεστερ βόγκηξε, γύρισε τα μάτια του προς τα πάνω, έγειρε πίσω κι έπεσε βαριά πάνω στα μαξιλάρια του καναπέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η Ντάνα τηλεφώνησε στον Άρθουρ από την είσοδο της Ντάτα Μπάιτς.
Η γραμματέας του της είπε ότι ήταν σε σύσκεψη, αλλά αν ήταν επείγον...
Επείγον; Η Ντάνα παραλίγο να βάλει τα γέλια. Είχε χάσει τη δουλειά της, είχε ταπεινωθεί...
«Κυρία Άντερσον; Είναι επείγον; Μπορώ να τον διακόψω, αν θέλετε».
«Όχι», είπε βιαστικά η Ντάνα. «Όχι, δεν είναι επείγον. Απλά πέστε στον κύριο Κόκλεϊ ότι του τηλεφώνησα για το δείπνο μας απόψε και...»
«Ω, τώρα που το λέτε, ο κύριος Κόκλεϊ μου είπε να σας πάρω και να σας ενημερώσω ότι έχει κάνει κράτηση για τις έξι σ’ ένα εστιατόριο που λέγεται Το
Δέντρο. Είναι...»
«Ξέρω πού είναι, κυρία Κοστέλο, αλλά δεν...»
«Κυρία Άντερσον, με καλούν στην άλλη γραμμή. Μπορείτε να περιμένετε μια στιγμή, παρακαλώ;»
Η Ντάνα έγειρε το μέτωπό της στο τζαμένιο χώρισμα του τηλεφωνικού θαλάμου.
«Δεν πειράζει», είπε κουρασμένα. «Πέστε απλά στον κύριο Κόκλεϊ ότι θα συναντηθούμε στις έξι».
Έκλεισε το τηλέφωνο, έριξε μια ματιά στο ρολόι της και προχώρησε προς την πόρτα. Είχε μπροστά της δυο ώρες. Ευτυχώς. Χρειαζόταν χρόνο να ηρεμήσει
και να τακτοποιήσει τις σκέψεις της, πριν συναντήσει τον Άρθουρ. Ο ήρεμος, λογικός και σοβαρός Άρθουρ θα τη βοηθούσε να βάλει τα πράγματα σε μια
τάξη.
Ναι, σκέφτηκε διασχίζοντας τη Μάντισον Άβενιου, ο Άρθουρ θα με βοηθήσει να ξαναβρώ την ισορροπία μου.
Του είπε τα νέα αμέσως μόλις τους σερβίρισαν το κυρίως πιάτο.
«Άρθουρ;»
Εκείνος ανασήκωσε το βλέμμα του. Στο πιρούνι του ήταν καρφωμένο κάτι ροζ, ζελατινοειδές.
«Ναι, καλή μου;»
«Παραιτήθηκα».
Ο Άρθουρ κοίταξε το ανέγγιχτο πιάτο της κι έσμιξε τα φρύδια του. «Χωρίς να δοκιμάσεις την πάπια σου; Αλήθεια, Ντάνα;»
«Από τη δουλειά μου», του εξήγησε εκείνη με φωνή σταθερή. «Παραιτήθηκα σήμερα το απόγευμα».
Η μπερδεμένη έκφρασή του μετατράπηκε σε δυσπιστία. Το ροζ, ζελατινοειδές κομμάτι γλίστρησε στο πιάτο του, χωρίς να του δώσει σημασία.
«Αστειεύεσαι».
Εκείνη έγειρε μπροστά, αποφεύγοντας προσεκτικά τα κεριά που ήταν στο κέντρο του τραπεζιού. Την τελευταία φορά που είχαν φάει εκεί, η διακόσμηση
θύμιζε καφετέρια μουσείου. Τώρα έμοιαζε να συναγωνίζεται το Πορτοφίνο. Τι είχαν πάθει τα εστιατόρια του Μανχάταν;
«Δε θα αστειευόμουν ποτέ με κάτι τέτοιο, Άρθουρ».
Εκείνος χλόμιασε. «Εννοείς...»
«Εννοώ αυτό που είπα. Παραιτήθηκα».
«Έτσι απλά;»
«Έτσι απλά».
Είδε το παπιγιόν του ν’ ανεβοκατεβαίνει καθώς ο Άρθουρ κατάπιε με δυσκολία. Η επιθυμία ν’ απλώσει το χέρι της, να του το βγάλει και να το πετάξει πέρα
ήταν σχεδόν ακαταμάχητη.
Σταμάτα, είπε σιωπηλά κι αυστηρά στον εαυτό της. Τι έχεις πάθει, Ντάνα;
Ήταν παράλογο να ξεσπάσει την οργή της πάνω του. Δεν έφταιγε αυτός που ένιωθε άθλια. Όλο το απόγευμα το είχε περάσει περπατώντας, χωρίς να
καταφέρει να καταλαγιάσει το θυμό της. Το καλύτερο θα ήταν να πάει σε κάποιο από τα νησιά της Καραϊβικής και να βρει ένα μέρος όπου θα έφτιαχνε ένα
μικρό κέρινο ομοίωμα του Γκρίφιν Μακένα.
«Αχ, καλή μου», είπε ο Άρθουρ. «Τι έγινε;»
Εκείνη αναστέναξε. Ο Άρθουρ την κοιτούσε σαν να του είχε πει ότι σε είκοσι τέσσερις ώρες θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου. Φυσικά, τώρα που είχε
απολυθεί, τώρα που ο φάκελός της θα έλεγε ότι ήταν σκέτη καταστροφή σαν προγραμματίστρια, τώρα που είχε μπει στη λίστα των ανέργων, μπορεί και να
ήταν πολύ λογικό να βλέπει έτσι τα πράγματα.
«Πώς συμβαίνει συνήθως; Με κάλεσε ο Μακένα για να με απολύσει κι εγώ...»
«Νόμιζα ότι είπες πως παραιτήθηκες».
«Παραιτήθηκα, απολύθηκα... τι σημασία έχει; Δε δουλεύω πλέον στην Ντάτα Μπάιτς».
«Ντάνα». Ο Άρθουρ ξερόβηξε. «Έχει μεγάλη σημασία. Απολύθηκες ή παραιτήθηκες;»
«Και τα δύο», είπε εκείνη ύστερα από σύντομη σκέψη.
«Δεν μπορεί να είναι και τα δύο».
«Μπορεί».
Ο Άρθουρ συνοφρυώθηκε. «Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Το μεσημέρι συμφώνησες να μην παραιτηθείς από τη δουλειά σου».
«Συμφωνήσαμε. Και δεν το έκανα».
«Μα μόλις τώρα είπες...»
«Δεν ήταν δική μου ιδέα, Άρθουρ. Όταν όμως ο Μακένα μου είπε ότι απολύομαι, κάτι έπρεπε να πω, δε συμφωνείς; Έτσι του είπα ότι δε με απέλυε,
παραιτούμουν».
Ο Άρθουρ την κοίταξε μερικές στιγμές επίμονα. «Κατάλαβα».
«Δεν κατάλαβες».
«Κατάλαβα. Ήσουν εκνευρισμένη...»
«Ήμουν οργισμένη».
«Εντάξει. Κι έτσι σκέφτηκες να του βγεις από πάνω, λέγοντας ότι παραιτείσαι».
Η Ντάνα αναστέναξε και πήρε το πιρούνι της. «Κάτι τέτοιο, υποθέτω».
«Θα πρέπει να το σκεφτούμε. Σίγουρα κάποιος τρόπος θα υπάρχει για επανόρθωση».
«Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω εκεί μέσα, παρακαλώντας να πάρω πίσω τη θέση μου».
«Όχι βέβαια. Εννοώ ότι κάποια θετική κίνηση θα πρέπει να υπάρχει, έστω και με την παρούσα κατάσταση».
Η Ντάνα τον κοίταξε επίμονα. «Το πιστεύεις;»
«Ασφαλώς. Δεν μπορούμε να το αφήσουμε να περάσει έτσι, χωρίς να κάνουμε τίποτα».
Εκείνη χαμογέλασε. «Ευχαριστώ. Δεν ήμουν σίγουρη πώς θα το έβλεπες».
«Ντάνα, καλή μου, ξέρεις πόση σημασία έχεις για μένα. Γιατί να μη σε υποστηρίξω σε μια στιγμή σαν κι αυτή;»
«Να σου πω... Το ξέρω πως με θεωρείς τρελή που αντιπαθώ τον Μακένα. Εννοώ, το ξέρω πως τον βλέπεις σαν καλό επιχειρηματία...»
«Είναι αναμφισβήτητα πρώτος στον τομέα του. Αλλά αυτό δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι σου έκανε σήμερα. Το θέμα είναι, ποιος έκανε την πρώτη κίνηση;»
Η καρδιά της Ντάνα σκίρτησε. Είδε τον εαυτό της μέσα στην αγκαλιά του Μακένα, με τα χείλη τους κολλημένα με πάθος.
«Την πρώτη κίνηση;» είπε με δυσκολία.
«Ναι. Αυτός ή εσύ;»
«Αυτός, αλλά...»
«Σου έδωσε κάποια προειδοποίηση;»
«Προειδοποίηση;»
«Ναι. Προειδοποίηση. Κάποιο σημάδι που θα μπορούσες να τον αποθαρρύνεις».
«Ασφαλώς και προσπάθησα να τον αποθαρρύνω! Αν νομίζεις ότι απλά τον άφησα...»
«Αυτό πρέπει να το αποσαφηνίσουμε. Γιατί αν δε σου έδωσε καμιά προειδοποίηση, η κατάσταση είναι προς όφελός μας».
Ένα νευρικό γέλιο ανέβηκε στα χείλη της Ντάνα. «Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
«Δε... δε βλέπω πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό, Άρθουρ. Τι σημασία έχει; Εξάλλου, ξέρω τι θα ισχυριστεί. Θα πει ότι... ότι του ανταπέδωσα το φιλί. Δεν
είναι αλήθεια, βέβαια. Θέλω να πω, μπορεί να φάνηκε έτσι... Τι συμβαίνει;»
«Το φιλί;» Ο Άρθουρ έγινε κάτασπρος. «Το φιλί;»
«Ναι. Δεν ήταν δική μου ιδέα. Έγινε όπως το είπες. Ο Μακένα άρχισε κι εγώ...» Τα μάτια της Ντάνα ξαφνικά άνοιξαν διάπλατα. «Δε μιλούσες γι’ αυτό;»
«Όχι», είπε ο Άρθουρ ψυχρά. «Δε μιλούσα γι’ αυτό». Έγειρε μπροστά. Το παπιγιόν του απείχε ελάχιστα εκατοστά από τη φλόγα των κεριών. «Για να το
καταλάβω καλύτερα. Θέλεις να πεις ότι φίλησες τον Γκρίφιν Μακένα;»
«Ναι. Όχι! Εκείνος με φίλησε. Εκείνος...» Η Ντάνα κατάπιε με δυσκολία. Τι ανόητη που ήταν! Πώς ήθελε να ξέρει ο Άρθουρ για το φιλί, αφού μόνο οι δυο
τους το ήξεραν;
«Ντάνα;»
Πίεσε τον εαυτό της να τον κοιτάξει. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει.
«Τι έγινε ακριβώς μέσα στο γραφείο του Μακένα;»
«Τίποτα που να έχει σημασία. Ήταν θυμωμένος. Κι εγώ το ίδιο. Και η κατάσταση...» Πήρε μια βαθιά τρεμάμενη ανάσα. «Για τι πράγμα μιλούσες; Είπες ότι
έχει σημασία αν προσπάθησα να τον σταματήσω».
Ο Άρθουρ έγειρε πίσω στο κάθισμά του, έβγαλε τα γυαλιά του, τα σκούπισε με τη λινή πετσέτα και μετά τα ξανάβαλε. Όταν μίλησε, η φωνή του ήταν
ήρεμη.
«Μιλούσα για το ταμείο ανεργίας».
«Το ταμείο ανεργίας;» Η Ντάνα ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της ξαφνιασμένη.
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Αν ο Μακένα σε απέλυσε χωρίς να σου πει προηγουμένως ότι ήταν δυσαρεστημένος από τη δουλειά σου, μπορεί να
προβάλεις κάποια απαίτηση. Αν όμως παραιτήθηκες πριν προλάβει να πει λέξη, όχι».
«Το ταμείο ανεργίας», είπε ξανά η Ντάνα. Έγνεψε καταφατικά κι έπλεξε σφιχτά τα χέρια στην ποδιά της. «Βέβαια».
«Το ποσό που θα μπορέσεις να πάρεις εβδομαδιαία δεν είναι τεράστιο, βέβαια, αλλά θα σε βοηθήσει μέχρι να βρεις αλλού δουλειά».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Χρήματα. Ο Άρθουρ μιλούσε τόση ώρα για χρήματα κι αυτή νόμιζε... Γιατί να μην το έχει σκεφτεί; Το φιλί,
εκείνο το καταραμένο φιλί, είχε κολλήσει στο μυαλό της. Δεν ήταν παρά μια σκόπιμη ταπείνωση. Ο Γκρίφιν Μακένα ήθελε να τη γελοιοποιήσει και τα είχε
καταφέρει. Είχε αντιδράσει τη στιγμή που εκείνη ήταν μπερδεμένη και δεν είχε προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε.
«...τηλεφωνήσω εκ μέρους σου τη Δευτέρα το πρωί, αν το εγκρίνεις. Ντάνα; Συμφωνείς;»
«Πού να τηλεφωνήσεις;»
«Σε κάποιους στην Ανεργία. Δεν ακούς τι σου λέω τόση ώρα;»
«Φυσικά και ακούω», απάντησε εκείνη απότομα. «Ευχαριστώ. Άρθουρ. Τηλεφώνησέ τους. Θα σου είμαι ευγνώμων».
Και ήταν αλήθεια. Ο Άρθουρ ήταν ευγενικός και καλός. Δε θα συμπεριφερόταν ποτέ σε μια γυναίκα όπως είχε συμπεριφερθεί ο Γκρίφιν σ’ εκείνη...
Έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και σηκώθηκε όρθια.
«Ντάνα; Τι συμβαίνει, καλή μου;»
«Θέλω... θέλω να πάρω λίγο καθαρό αέρα, Άρθουρ. Εδώ μέσα είναι αποπνικτικά. Πέρασα μια πολύ δύσκολη μέρα...»
«Καταλαβαίνω». Ο Άρθουρ σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος. Μετά έβγαλε το πορτοφόλι του και πήρε μερικά χαρτονομίσματα στα χέρια του. Σταμάτησε και
κοίταξε προς το ταβάνι, κάνοντας νοερά το λογαριασμό.
«Εξήντα πρέπει να φτάνουν», μουρμούρισε. Δίστασε. «Μάλλον θα πρέπει να είναι πενήντα οκτώ, αλλά...»
Η Ντάνα δάγκωσε το κάτω χείλος της. Ο Γκρίφιν Μακένα δε θα ασχολιόταν ποτέ τόσο σχολαστικά με το λογαριασμό. Θα έβγαζε μερικά χαρτονομίσματα
και θα τα άφηνε πάνω στο τραπέζι. Στην πραγματικότητα ποτέ δε θα άφηνε τα πράγματα να τραβήξουν τόσο. Θα καταλάβαινε τη διάθεσή της από την πρώτη
στιγμή που θα την έβλεπε, θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, θα παραμέριζε τα μαλλιά από το πρόσωπό της, θα χαμογελούσε και θα τη φιλούσε μέχρι να τα
ξεχάσει όλα, μέχρι να μείνει μόνο εκείνος μέσα στο μυαλό της...
«Και παραγγείλαμε και οι δυο μους σοκολάτα».
«Να πάρει η ευχή, Άρθουρ!» Η Ντάνα άπλωσε το χέρι της, πήρε τα χαρτονομίσματα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι. «Πλήρωσε, επιτέλους», είπε και,
παίρνοντας το σακάκι και την τσάντα της, βγήκε βιαστικά από το εστιατόριο, με τον Άρθουρ να την ακολουθεί.

***

Η Νέα Υόρκη είχε τη φήμη πόλης που δεν κοιμόταν ποτέ.


Ήταν αλήθεια. Άσχετα με την ώρα, μέρα νύχτα, πάντα έβρισκες καταστήματα έτοιμα να σ’ εξυπηρετήσουν.
Γι’ αυτό ακριβώς και η Ντάνα μπορούσε να κάθεται οκλαδόν στις έξι το πρωί στο καθιστικό της, με μια πίτσα μπροστά της. Στο αριστερό της χέρι
κρατούσε ένα κουτί Κόκα Κόλα διαίτης και στο δεξί ένα μισοφαγωμένο κομμάτι πίτσας με λουκάνικα, μανιτάρια και κρεμμύδι. Είχε ήδη καταβροχθίσει δύο
κομμάτια.
Ένα κομμάτι τυρί κρεμόταν από την άκρη του κομματιού της πίτσας. Το πήρε στο στόμα της πριν πέσει πάνω στην μπλούζα της. Στην τηλεόραση μπροστά
της, μια καλογυμνασμένη γυναίκα έκανε γυμναστική.
«Ένα, δύο, τρία», είπε η γυναίκα στην οθόνη.
«Ένα, δύο, τρία», επανέλαβε και η Ντάνα μπουκωμένη.
«Σπρώξτε, τραβήξτε και πάρτε βαθιές ανάσες», ξαναείπε η γυναίκα.
«Σπρώξτε, τραβήξτε και... ω, στο διάβολο!»
Η Ντάνα κατάπιε και το τελευταίο κομμάτι της πίτσας και παίρνοντας το κοντρόλ της τηλεόρασης άλλαξε κανάλι. Ποιος θα πίστευε ότι μια γυναίκα με τόσο
καλογραμμένο σώμα χρειαζόταν να ασκείται τόσο εξαντλητικά;
«Όχι εγώ, πάντως», είπε η Ντάνα και σηκώθηκε όρθια.
Η γυμναστική ήταν ιδέα του Άρθουρ. Την είχε βάλει σ’ ένα ταξί και της είχε πει να πάει σπίτι της και να μην ανησυχεί για τίποτα.
«Δεν ανησυχώ», του είχε απαντήσει μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. «Γίνομαι απλά έξαλλη όταν σκέφτομαι ότι αυτός ο άντρας με απέλυσε επειδή πίστεψε
όλα αυτά τα ψέματα που του είπε ο Φόρεστερ».
«Θα τα φροντίσω εγώ όλα», είπε ο Άρθουρ καθησυχαστικά. Μετά είχε σκύψει, την είχε φιλήσει ανάλαφρα και της είχε πει να πάει σπίτι της και να
ξεθυμάνει το θυμό της στο στατικό ποδήλατο που της είχε κάνει δώρο τα Χριστούγεννα, αντί να βγει για τρέξιμο έξω.
«Είναι επικίνδυνο να το κάνεις αυτό μόνη σου».
«Ξέρω τάι τσι και καράτε, Άρθουρ, το ξέχασες; Σου το έχω πει ότι πήρα μαθήματα όταν ήμουν στο κολέγιο».
Η συνοφρυωμένη έκφραση του Άρθουρ της είχε φανερώσει τι πίστευε γι’ αυτά τα σπορ.
«Θα ανησυχούσα αν ήξερα πως θα το κάνεις αυτό, καλή μου. Ειλικρινά, μη βγεις έξω μόνη σου για τρέξιμο».
Για μια στιγμή η Ντάνα νόμιζε ότι εννοούσε πως θα πήγαινε να τρέξει μαζί της, αλλά είχε κάνει λάθος. Ο Άρθουρ δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τα σπορ. Κι όμως,
το πρωί των Χριστουγέννων είχε φτάσει σπίτι της ένα μεγάλο πακέτο με το στατικό ποδήλατο μέσα. Κάτι που η Ντάνα δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ.
Δεν της άρεσε.
Κατά έναν ανόητο τρόπο, το ποδήλατο από τότε βρισκόταν σε μια γωνιά του καθιστικού της, μια συνεχής υπενθύμιση του αγύμναστου, κατάλευκου
κορμιού του Άρθουρ. Το περασμένο καλοκαίρι είχαν πάει για μια μέρα στο Φάιαρ Άιλαντ και η εμφάνιση του Άρθουρ με το μαύρο μαγιό δεν ήταν καθόλου
ευχάριστη.
Ντροπή σου, Ντάνα!
Γιατί να είναι οπωσδήποτε γυμνασμένος; ρώτησε τον εαυτό της, πετώντας το υπόλοιπο της πίτσας μέσα στο σκουπιδοτενεκέ. Ο Άρθουρ δούλευε με το
μυαλό του, όχι με τα χέρια του. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για κάποιον σαν κι αυτόν να διαθέτει μυς.
Ούτε κι ο Γκρίφιν Μακένα είχε λόγο να διαθέτει καλογυμνασμένο κορμί, αλλά διέθετε. Όταν την είχε κρατήσει στην αγκαλιά του, τα μπράτσα του ήταν λες
από ατσάλι και το κορμί του πάνω στο δικό της σαν ένα κομμάτι γρανίτης. Όχι, όχι γρανίτης. Ο γρανίτης ήταν ψυχρό πέτρωμα, ενώ ο Γκρίφιν ήταν ένας
άντρας καυτός.
«Σύνελθε, ανόητη», είπε στον εαυτό της και, βγάζοντας απότομα την μπλούζα και το παντελόνι της, κατευθύνθηκε προς το ντους.

***

Στις επτά είχε αντικαταστήσει την Κόκα Κόλα διαίτης με μια κούπα σκέτο καφέ, το παντελόνι της φόρμας με ένα τζιν κι από πάνω είχε φορέσει ένα φούτερ.
Ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της. Τώρα ένιωθε καλύτερα, ακόμα κι αν δεν είχε κοιμηθεί όλη νύχτα. Εξάλλου, πώς μπορούσε να κοιμηθεί, με την
ταπείνωση που είχε δεχτεί από τον Μακένα να έχει στοιχειώσει μέσα της;
Είχε όμως ανατείλει μια καινούρια μέρα, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Καιρός ν’ αφήσει το χθες πίσω και να κοιτάξει μπροστά.
Μ’ άλλα λόγια, καιρός ν’ αρχίσει να ψάχνει για άλλη δουλειά.
Ξεκλείδωσε την εξώπορτα και κοίταξε στο χαλάκι για την πρωινή εφημερίδα. Δεν υπήρχε τίποτα. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς. Ο Χοσέ καθυστερούσε μερικές
φορές να της φέρει τους Τάιμς. Δεν είχε όμως το κουράγιο να του παραπονεθεί. Όταν κάποια στιγμή του είχε πει ότι χρειαζόταν κούρεμα, το αγόρι τής είχε
απαντήσει ότι πρώτα έπρεπε να φροντίσει τη μητέρα του και μετά να κοιτάξει τον εαυτό του.
Η Ντάνα αναστέναξε. Κι εκείνη είχε να φροντίσει τη μητέρα της και μολονότι οι συνθήκες μπορεί να μην ήταν ίδιες, ήξερε πόσο δύσκολη ήταν για ένα παιδί
μια τέτοια ευθύνη.
Τελικά είχε πάει μέχρι την καφετέρια της γωνίας, είχε αγοράσει την εφημερίδα και την είχε ανοίξει στη σελίδα με τις αγγελίες. Την Παρασκευή συνήθως δεν
υπήρχαν πολλές, αλλά ήταν μια αρχή. Μετά θα τηλεφωνούσε στην Τζίνι, που θ’ αναρωτιόταν τι είχε συμβεί. Οι φήμες θα είχαν οργιάσει τώρα στην Ντάτα
Μπάιτς κι η φίλη της θα είχε ακούσει ήδη ένα σωρό διαφορετικές εκδοχές. Ήταν σημαντικό για κείνη κάποιος, τουλάχιστον, να ξέρει την αλήθεια.
Και μάλιστα, θα την πάρω αμέσως τώρα, είπε στον εαυτό της.
Τι θα της έλεγε όμως; Θα της έλεγε για το φιλί;
Η Ντάνα μαρμάρωσε με το ασύρματο τηλέφωνο στο χέρι, αλλά ήταν αργά. Είχε ήδη πάρει το νούμερο και η Τζίνι το είχε σηκώσει.
«Εμπρός;»
«Εγώ είμαι. Σε ξύπνησα;»
«Όχι», είπε η Τζίνι με φωνή νυσταγμένη.
«Νόμιζα ότι θα έχεις σηκωθεί για να πας στη δουλειά».
«Ναι, σωστά. Άσε με μόνο μερικά δευτερόλεπτα να συνέλθω».
«Όχι, εντάξει. Θα σε πάρω αργότερα».
«Ντάνα; Ντάνα!» Η φωνή της Τζίνι ακούστηκε τώρα ζωηρή. «Εσύ είσαι;»
Η Ντάνα πέρασε το χέρι της μέσα στα υγρά ακόμα από το ντους μαλλιά της, που είχαν αρχίσει να σγουραίνουν.
«Ναι».
«Δόξα τω Θεώ! Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ μήπως σε είχαν απαγάγει. Θα πρέπει να σε πήρα και δέκα φορές χθες βράδυ. Δεν κοιτάς ποτέ τον τηλεφωνητή
σου;»
Η Ντάνα έριξε μια ματιά στον τηλεφωνητή καθώς πηγαινοερχόταν. Το κόκκινο φωτάκι αναβόσβηνε φρενιασμένα. Της τον είχε χαρίσει ο Άρθουρ στα
γενέθλιά της, αλλά εκείνη εξακολουθούσε ν’ αγνοεί την ύπαρξή του.
«Συγνώμη. Δεν ήθελα να σε κάνω ν’ ανησυχήσεις».
«Να με ανησυχήσεις;» Η Τζίνι γέλασε. «Σε είδα χθες να τρομοκρατείς τον καημένο τον Τσάρλι και μετά το επόμενο που άκουσα ήταν ότι είχες
προβλήματα».
«Δεν είναι ακριβώς έτσι».
«Δε σε απέλυσε ο Μακένα;»
Η Ντάνα άφησε την άκρη της γλώσσας της να γλιστρήσει στο κάτω χείλος της. «Κατά κάποιον τρόπο».
«Απολύθηκες κατά κάποιον τρόπο;»
«Παραιτήθηκα».
«Πριν ή μετά την απόλυση;»
«Τι σημασία έχει;»
«Αν θέλεις να πάρεις επίδομα ανεργίας...»
«Για τ’ όνομα του Θεού, όλοι αυτό σκέφτεστε μόνο; Το επίδομα ανεργίας;»
«Ποιοι όλοι;»
Η Ντάνα έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι της. «Εσύ, ο Άρθουρ...»
«Για πρώτη φορά συμφωνώ με τον Άρθουρ. Τα χρήματα είναι σημαντικός παράγοντας σε μια τέτοια περίπτωση».
«Υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα, Τζίνι».
«Όπως;»
«Όπως τι είπε ο Μακένα».
«Για ποιο πράγμα;»
Πρόσεχε, Ντάνα. «Για... για την αναχώρησή μου. Είπε ότι με απέλυσε ή ότι παραιτήθηκα;»
«Σου είπα. Ξέρουμε ότι απολύθηκες».
Η Ντάνα έσμιξε τα φρύδια και χαμήλωσε το βλέμμα της στις παντόφλες της. «Και;»
«Και, τι;»
«Αυτό είναι όλο; Δεν είπε τίποτ’ άλλο;»
«Ο Μακένα δεν είπε τίποτα. Τελεία. Ούτε σ’ εμένα ούτε σε κανέναν άλλο. Αυτά που σου λέω τα έμαθα από τις φήμες που κυκλοφόρησαν».
«Ω!»
«Γιατί ρωτάς; Υπάρχει και κάτι άλλο;»
«Όχι», είπε η Ντάνα βιαστικά. «Όχι βέβαια».
«Είσαι σίγουρη;» Η φωνή της Τζίνι χαμήλωσε. «Πες μου τι έκανε, Ντάνα. Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη».
«Δεν έκανε τίποτα. Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς».
«Ω, έλα τώρα; Έκανε τίποτα εκτός ορίων;»
Η Ντάνα κοκκίνισε. «Όχι βέβαια».
«Κάτι που δεν μπορείς ακόμα να το πιστέψεις;»
«Όχι! Γιατί έχεις αυτή την ιδέα...»
«Σου ρίχτηκε», είπε κατηγορηματικά η Τζίνι.
«Όχι!» Δεν έλεγε ψέματα. Αυτό που είχε κάνει ο Μακένα δεν είχε σχέση με το σεξ αλλά με την εξουσία.
«Ω», είπε η Τζίνι απογοητευμένη. «Τι έκανε τότε;»
«Σου είπα, δεν έκανε τίποτα».
«Έχασε την ψυχραιμία του;»
Η Ντάνα έκλεισε τα μάτια της. Για μια στιγμή ναι, πίστευε ότι ο Γκρίφιν είχε χάσει την ψυχραιμία του. Ήταν όταν την είχε φιλήσει για δεύτερη φορά.
Είχε κάνει λάθος όμως. Όλα ήταν μια καλοστημένη παράσταση.
«Όχι», απάντησε. «Δεν έχασε την ψυχραιμία του. Μου είπε ότι ήθελε να φύγω κι εγώ του είπα ότι παραιτούμαι. Τότε εκείνος μου απάντησε να πάω στο
λογιστήριο να πάρω την επιταγή μου και να μην ξαναπατήσω στην Ντάτα Μπάιτς». Αναστενάζοντας κάθισε βαριά στον καναπέ.
«Ουάου!»
«Ναι, Οουάου. Τώρα πρέπει να ψάξω να βρω άλλη δουλειά. Δεν ξέρω όμως τι συστάσεις θα πάρω από την Ντάτα Μπάιτς».
«Ναι, αυτό εξηγεί πολλά», παρατήρησε η Τζίνι.
«Τι εξηγεί;»
«Ότι σου έδωσε δρόμο. Και ότι ο γερο-Ντέιβ, όπως λένε, ξεσκεπάστηκε».
Τα μάτια της Ντάνα άνοιξαν διάπλατα. «Αλήθεια;»
«Αυτό λένε οι φήμες».
«Ο Μακένα το ξέρει;»
«Πρέπει. Λένε ότι έγινε πύραυλος».
«Τι εννοείς; Τι συνέβη;»
«Σήμερα αρχίζει το συνέδριο στο Μαϊάμι, το ξέχασες;»
Η Ντάνα αναστέναξε. «Πώς μπορώ να το ξεχάσω;»
«Υποτίθεται ότι ο Ντέιβ θα έδειχνε σε όλους τη λειτουργία του καινούριου προγράμματος».
«Δε γίνεται. Το πρόγραμμα είναι λάθος».
«Αχά. Και οι φήμες λένε ότι ο Μακένα το έμαθε τελικά».
«Μη βασίζεσαι σ’ αυτό. Προσπάθησα πολλές φορές να τον προειδοποιήσω...»
«Τον είδα η ίδια στο πληκτρολόγιο».
«Σοβαρολογείς; Ποιο πληκτρολόγιο;»
«Στον υπολογιστή. Του Ντέιβ πρώτα και του δικού σου μετά. Καθόταν εκεί και πατούσε τα πλήκτρα συνέχεια...»
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Ντάνα συνοφρυώθηκε κι έριξε μια ματιά στο ρολόι της. Σχεδόν επτάμισι. Ποιος ήταν τέτοια ώρα;
«...κάνει ό,τι μπορούσε για να λειτουργήσει το πρόγραμμα, χωρίς αποτέλεσμα».
«Περίμενε, Τζίνι. Κάποιος χτυπά».
«Στις επτάμισι το πρωί; Πρόσεχε. Δε νομίζω ότι ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης χτυπούσε την πόρτα των υποψήφιων θυμάτων του, αλλά ποτέ δεν ξέρεις».
Η Ντάνα χαμογέλασε. «Ο Χοσέ θα είναι μάλλον», είπε και σηκώθηκε όρθια.
Η Τζίνι μισογέλασε. «Πονηρή. Κι εγώ που νόμιζα ότι μόνο ο Άρθουρ είχε το κλειδί της καρδιάς σου».
«Ο Χοσέ είναι ο εφημεριδοπώλης. Συνήθως περνά το Σάββατο το πρωί, αλλά μερικές φορές...»
Το κουδούνι χτύπησε ξανά. Ανυπόμονος ο Χοσέ εκείνη τη μέρα.
«Για πες μου, λοιπόν, τι έγινε παρακάτω με τον Μακένα», είπε η Ντάνα, στερεώνοντας το τηλέφωνο στον ώμο της και ξεκλειδώνοντας την πόρτα.
«Τι να σου πω; Σου τα είπα όλα. Καθόταν και κοιτούσε στην οθόνη, πατούσε τα πλήκτρα, έβριζε, μουρμούριζε, έπινε τον έναν καφέ μετά τον άλλο,
προσπαθώντας να καταλάβει τα μυστικά του προγράμματος».
Η Ντάνα ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Ο Γκρίφιν Μακένα», είπε ανοίγοντας την πόρτα, «μπορεί να πάει πιο γρήγορα εκατό γυναίκες στο κρεβάτι, παρά να
βρει το πρόγραμμα στον υπολογ... Ω Θεέ μου!»
«Ντάνα;» είπε η Τζίνι. «Τι συμβαίνει; Πλάκα έκανα για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη...»
Η Ντάνα κοίταξε επίμονα τον άντρα που στεκόταν μπροστά της. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να δεχτεί τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, παρά αυτό που έβλεπε.
«Σωστά», είπε ο Γκρίφιν Μακένα αδύναμα. «Θα μπορούσα να πάω χίλιες γυναίκες στο κρεβάτι μου πιο γρήγορα απ’ το να βρω το καταραμένο το
πρόγραμμα στον υπολογιστή».
«Ντάνα; Ποιος είναι; Μίλα μου», ακούστηκε πανικόβλητη η φωνή της Τζίνι.
«Άνοιξε την πόρτα, Άντερσον».
Ίσως να μην ήταν αληθινός. Ίσως να ήταν μια αυταπάτη.
«Σε διαβεβαιώ ότι έχω έρθει για δουλειά», είπε ο Γκρίφιν παγερά.
«Ντάνα; Ντάνα, πες κάτι!»
«Άνοιξε την πόρτα. Και μίλα, επιτέλους, για να σωπάσει αυτή η υστερική στο τηλέφωνο».
Ήταν αληθινός. Και οργισμένος. Η Ντάνα το έβλεπε στον τρόπο που στεκόταν, στα μπράτσα που ήταν σταυρωμένα στο στήθος του, στα μάτια που είχαν
στενέψει, στα χείλη που είχαν σφιχτεί.
«Κυρία Άντερσον;»
Η Ντάνα κοίταξε πέρα από τον ώμο του Γκρίφιν και είδε τον Χοσέ.
«Είστε καλά, κυρία Άντερσον;»
Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά στο αγόρι πίσω του. «Καλά είναι». Ύστερα κοίταξε επίμονα την Ντάνα. «Δεν είσαι, Άντερσον;»
Η Ντάνα κοίταξε πρώτα τον έναν και μετά τον άλλο. Ύστερα έβγαλε την αλυσίδα του σύρτη και πήρε την εφημερίδα από τα χέρια του Χοσέ, αφήνοντας τον
Γκρίφιν να περάσει στο καθιστικό.
«Ντάνα, μίλησέ μου», ούρλιαξε στο τηλέφωνο η Τζίνι.
Ο Γκρίφιν σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. «Μίλησέ της», είπε και κοίταξε τον Χοσέ. «Και στον υποτιθέμενο σωτήρα σου».
Η Ντάνα κατάπιε με δυσκολία. Τα μέλη της είχαν μουδιάσει. «Όλα είναι εντάξει», είπε στον Χοσέ και στην Τζίνι. «Ειλικρινά».
Ο Χοσέ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και κατέβηκε τα σκαλιά της εισόδου. Η Τζίνι όμως ήταν πιο επίμονη.
«Κάποιος ήρθε, σωστά;»
«Ναι. Και τώρα πρέπει να κλείσω».
«Θέλεις να πάρω την αστυνομία;»
Η Ντάνα ένιωσε ένα υστερικό γέλιο ν’ ανεβαίνει στα χείλη της. «Η αστυνομία δεν μπορεί να με βοηθήσει».
«Κανένας δεν μπορεί», είπε ο Μακένα, χαμογελώντας παγερά. «Μόνο εγώ».
«Ντάνα;»
Η Ντάνα πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της. «Καλά είμαι, Τζίνι».
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
«Πάρε με μετά, εντάξει;»
Η Ντάνα απάντησε καταφατικά. Μετά έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε κατάματα τον Μακένα.
«Έχεις δυο λεπτά για να μου εξηγήσεις για ποιο λόγο ήρθες. Μετά...»
«Μετά θα καλέσεις την αστυνομία;» τη ρώτησε εκείνος, χαμογελώντας ξανά ψυχρά.
Η Ντάνα άφησε το τηλέφωνο και την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι κι έκανε ένα βήμα πίσω. Ένιωθε διαλυμένη. Ηρέμησε, δεν μπορεί ν’ ακούσει την καρδιά
σου να χτυπά δυνατά, καθησύχασε τον εαυτό της.
«Μετά θα σου δώσω μια κλοτσιά που θα σου μείνει αξέχαστη. Και σου υπόσχομαι, Μακένα, ύστερα απ’ αυτό δε θα μπορείς να υπερηφανεύεσαι για τις
γυναίκες που θα πηγαίνεις στο κρεβάτι σου, για πολύ καιρό».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5

Αν ήταν αλήθεια ότι ένα βλέμμα μπορούσε να σκοτώσει, ο Γκρίφιν κανονικά έπρεπε να βρίσκεται σωριασμένος στα πόδια της Ντάνα και να ξεψυχά.
Το μήνυμα που του έστελναν τα μάτια της ήταν ξεκάθαρο. Ένας μυς σφίχτηκε στο πιγούνι του.
Η απειλή της ότι θα τον κλοτσούσε ίσως να φαινόταν αστεία, αν αναλογιζόταν κανείς τη σωματική της διάπλαση και τη δική του, αλλά μερικές φορές το
θάρρος αποκαθιστούσε την έλλειψη φυσικής δύναμης. Αυτό το είχε μάθει καλά τον πρώτο καιρό που είχε βρεθεί να κολυμπά στα βαθιά νερά της Γουόλ
Στρητ.
Από την άλλη, δεν είχε εκείνη το μονοπώλιο της οργής. Κι ο ίδιος ήταν έξαλλος, γιατί είχε περάσει τη νύχτα του μ’ έναν υπολογιστή, που αρνιόταν να του
αποκαλύψει τα μυστικά του.
Κοίταξε την Ντάνα. Στεκόταν μπροστά του έτοιμη να τον κατασπαράξει.
Συγκρατήθηκε να μη χαμογελάσει. Κάθε βδομάδα περνούσε αρκετές ώρες σ’ ένα γυμναστήριο για ερασιτέχνες μπόξερ. Ήταν ένα μέρος που μύριζε ιδρώτα
αντί για κολόνια κι αποσμητικό χώρου. Καιρό πριν, όταν ήταν ακόμα στο κολέγιο, είχε μάθει ότι ένας άντρας μπορούσε ν’ αποκτήσει πολύ καλό σώμα
χτυπώντας με γροθιές ένα σάκο, πράγμα που τώρα έκανε δύο φορές την εβδομάδα. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ αποκτήσει δυνατό κορμί και γρήγορα
αντανακλαστικά. Δε θα χρειαζόταν παρά κλάσματα δευτερολέπτου για να την αρπάξει και να την ξαπλώσει στο πάτωμα.
Στο πάτωμα, μ’ εκείνον από πάνω της.
Διάβολε, τι του συνέβαινε; Αυτή η γυναίκα δεν του άρεσε. Δεν ήταν ο τύπος του. Και μάλιστα, κανενός άντρα ο τύπος δεν μπορούσε να είναι, τουλάχιστον
με την εμφάνιση που είχε εκείνο το πρωινό. Η αυστηρή και συντηρητική κυρία Άντερσον του γραφείου είχε δώσει τώρα τη θέση της σε μια εντελώς
διαφορετική γυναίκα. Τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα, νωπά από το ντους και κατσάρωναν στεγνώνοντας. Φορούσε μια μπλούζα, ένα ξεβαμμένο τζιν κι
ένα ζευγάρι παντόφλες που σίγουρα είχαν δει καλύτερες μέρες. Τι στα κομμάτια είχε πάθει; Τι τον ένοιαζε τι φορούσε; Αυτό που τον ένοιαζε ήταν ότι η
γυναίκα αυτή είχε κάνει θάλασσα το πρόγραμμα του υπολογιστή κι ότι κατά πάσα πιθανότητα ήταν η μόνη που μπορούσε να το ξεδιαλύνει.
Κι αυτό το τζιν... Έτσι όπως κολλούσε πάνω της, σαν δεύτερο δέρμα, τονίζοντας τους λεπτούς γοφούς της και τα μακριά πόδια της...
«Ξέρω τι σκέφτεσαι, Μακένα».
Το βλέμμα του Γκρίφιν συνάντησε το δικό της.
«Αν ήμουν στη θέση σου, δε θα το επιχειρούσα. Έχω μαύρη ζώνη στο καράτε».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Στην πραγματικότητα η Ντάνα δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν, διαφορετικά θα είχε ορμήσει πάνω του σαν αγριόγατα.
«Αλήθεια;» είπε.
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. Δεν ήταν εντελώς ψέμα. Αν συνέχιζε να κάνει μαθήματα, τώρα θα είχε πάρει μαύρη ζώνη, αλλά αυτό δεν ήταν δική του δουλειά.
«Αν δε με πιστεύεις, μπορείς να δοκιμάσεις».
Ο Γκρίφιν σκέφτηκε ξανά την ατέλειωτη νύχτα που είχε περάσει. Ήταν μια νύχτα που έσβησε μέσα του το πάθος πολύ πιο γρήγορα από την απειλή της
Άντερσον.
«Δε θα τα καταφέρεις ποτέ», του είχε πει τραυλίζοντας ο Φόρεστερ, αφού είχε πιει πρώτα μια κούπα καφέ που του είχε δώσει με το ζόρι ο Γκρίφιν. «Αυτή η
Άντερσον είναι διαβόλου κάλτσα».
Ο Γκρίφιν είχε ανασηκώσει το βλέμμα του από το πληκτρολόγιο. «Νόμιζα ότι είπες πως είναι ακατάλληλη».
«Ναι, κι αυτό».
«Τι από τα δύο είναι, Ντέιβ; Ακατάλληλη ή έξυπνη;»
«Είναι αρκετά έξυπνη ώστε να καταστρέψει το πρόγραμμα».
Ύστερα ο Φόρεστερ είχε τιναχτεί από ένα λόξιγκα, είχε κουλουριαστεί στην άκρη του καναπέ κι είχε βυθιστεί σ’ ένα λήθαργο. Αηδιασμένος, ο Γκρίφιν τον
είχε αφήσει εκεί. Στις τέσσερις πια το πρωί, είχε παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια να βγάλει το πρόγραμμα κι είχε δακτυλογραφήσει ένα γράμμα όπου
ενημέρωνε τον Φόρεστερ ότι ήταν τυχερός που απλά τον απέλυε. Το είχε στερεώσει στο πέτο του συνεργάτη του κι είχε πάει σπίτι του να κάνει ένα ντους και
να κλείσει για δυο ώρες τα μάτια του, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι μόνο μια ελπίδα υπήρχε να σώσει την Ντάτα Μπάιτς. Εξάλλου, περισσότερες
μύγες έπιανες με το μέλι παρά με το ξίδι.
«Άκουσες τι σου είπα, Μακένα;» Η Ντάνα στένεψε τα μάτια της. «Μια κίνηση να κάνεις και θα το μετανιώσεις πικρά».
Ο Γκρίφιν πήρε μια σοβαρή έκφραση.
«Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε.
«Καλά κάνεις».
«Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος να φτάσεις σε τέτοιες ακρότητες».
Εκείνη ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Υπάρχει. Ξέχασες πώς μου φέρθηκες;»
Εννοούσε το φιλί τους. Ο Γκρίφιν το ήξερε, αλλά κολυμπώντας με καρχαρίες είχε μάθει ότι μερικές φορές είναι καλύτερα να κάνεις το βλάκα.
«Όχι», είπε. «Πώς θα μπορούσα να ξεχάσω κάτι τόσο αλησμόνητο;» Ένα αχνό ρόδισμα απλώθηκε στην επιδερμίδα της. Ωραία, σκέφτηκε σκυθρωπός. Ας
την αφήσω να υποφέρει λίγο. Πέρασαν μερικές στιγμές. «Σε διαβεβαιώ, δεν ξεχνώ ποτέ τη θλιβερή στιγμή που αναγκάζομαι να απολύσω έναν πολύτιμο
συνεργάτη».
Η Ντάνα τα ’χασε.
«Να απολύσεις; Μα εγώ νόμιζα... νόμιζα ότι μιλούσες για...»
«Για ποιο πράγμα;»
Τα μάγουλά της κοκκίνισαν τώρα. Μετά ξερόβηξε, όρθωσε τους ώμους της και σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της.
«Τι θέλεις εδώ, Μακένα; Εξήγησέ μου αμέσως».
«Θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνοι, όσο θα μιλάμε;» τη ρώτησε εκείνος, γνέφοντας προς την ανοιχτή πόρτα.
Η Ντάνα κράτησε το βλέμμα της ακλόνητο πάνω του.
«Όχι».
«Σου αρέσει να έχεις ακροατές;» Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. «Δεν έχω αντίρρηση».
Η Ντάνα κοίταξε πίσω του. Στην πόρτα τού απέναντι διαμερίσματος στεκόταν η κυρία Γκιμπς. Φορούσε μια ροζ ρόμπα κι είχε μια εκστατική έκφραση που
φανέρωνε ότι είχε ήδη μαζέψει αρκετά στοιχεία για κουτσομπολιό για μια εβδομάδα.
«Γεια σου, γλυκιά μου», είπε η κυρία Γκιμπς. «Ποιος είναι ο όμορφος επισκέπτης σου;»
«Δεν είναι...»
«Και βέβαια είναι». Η κυρία Γκιμπς ανοιγόκλεισε σαγηνευτικά τα βλέφαρά της στον Γκρίφιν. «Καλημέρα».
«Καλημέρα».
«Ω, κοίτα χαμόγελο! Δε θα μας συστήσεις, γλυκιά μου;»
Η Ντάνα έκανε μια γκριμάτσα απαυδισμένη. «Για τ’ όνομα του Θεού...»
«Είμαι ο Γκρίφιν Μακένα», απάντησε εκείνος ανάλαφρα.
«Ο φίλος της;»
«Ο εργοδότης της. Ο πρώην εργοδότης της, δηλαδή. Η κυρία Άντερσον δε δουλεύει πλέον...»
Η Ντάνα έκλεισε με δύναμη την πόρτα και τον αγριοκοίταξε. «Δε βγάζεις ανακοίνωση, λέω εγώ;»
«Συγνώμη. Δεν ήξερα ότι ήθελες να το κρατήσεις μυστικό».
«Παραιτήθηκα, το ξέχασες;»
«Σχήμα λόγου, Άντερσον».
«Γεγονός, Μακένα. Έχεις ένα λεπτό να μου εξηγήσεις γιατί ήρθες εδώ».
«Μου περισσεύουν και πενήντα δευτερόλεπτα».
«Ωραία. Γιατί η ώρα περνά...»
«Τι διάβολο έκανες στο πρόγραμμά μου;»
Τα μάτια της Ντάνα άνοιξαν διάπλατα. «Ορίστε;»
«Είπα...»
«Άκουσα τι είπες, Μακένα. Τρελάθηκες; Δεν έκανα τίποτα στο πρόγραμμα».
«Ο Φόρεστερ λέει...»
«Εξάλλου, το πρόγραμμα αυτό δεν είναι δικό σου».
«Αλήθεια;» Ο Γκρίφιν χαμογέλασε βιασμένα. «Και ποιανού είναι η Ντάτα Μπάιτς;»
«Μπορεί να έχεις αρκετά χρήματα ώστε να νομίζεις ότι μπορείς ν’ αγοράσεις όλο τον κόσμο, Μακένα, αλλά δεν έχεις το μυαλό για να...»
Ο Γκρίφιν κινήθηκε αστραπιαία. Την άρπαξε από τα μπράτσα αρκετά δυνατά ώστε να την ανασηκώσει, χωρίς όμως να την πονέσει.
«Έχεις κότσια, Άντερσον». Τα μπλε του μάτια βυθίστηκαν στα δικά της. «Σου το έχει πει ποτέ κανείς αυτό;»
Η καρδιά της Ντάνα χτύπησε δυνατά. «Άσε με, Μακένα».
«Γιατί;» Η φωνή του ήταν σιγανή και κάπως βραχνή. «Πριν από λίγο μου έλεγες ότι δε με φοβάσαι».
«Αλήθεια είναι».
Τα χέρια του ανέβηκαν και τώρα την έπιασε από τους ώμους. Η ματιά του έπεσε στα χείλη της. Η Ντάνα ένιωσε το βάρος του βλέμματός του, τη ζεστασιά
του, λες και χάιδευε τα χείλη της με το δάχτυλό του.
«Εγώ νομίζω ότι με φοβάσαι».
Εκείνη τραβήχτηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω. Έπαιζε μαζί της, το ήξερε, αλλά δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί.
«Αυτό που θέλω να πω», του είπε απότομα, «είναι ότι το να είσαι ιδιοκτήτης μιας εταιρείας προγραμμάτων υπολογιστών, δε σημαίνει απαραίτητα κι ότι
καταλαβαίνεις απ’ αυτά».
«Κι αυτό που θέλω να πω εγώ», απάντησε το ίδιο απότομα ο Γκρίφιν, «είναι ότι το πρόγραμμα έγινε από τον Ντέιβ Φόρεστερ, που είναι υπάλληλός μου».
Χαμογέλασε υπεροπτικά. «Άρα, είναι δικό μου».
Η Ντάνα τον προσπέρασε, πήρε την κούπα με τον καφέ από το τραπέζι και προχώρησε στην κουζίνα.
«Πολύ ωραία. Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις. Δε με αφορά».
«Ο Φόρεστερ είπε ότι το κατέστρεψες».
«Το ίδιο είπες κι εσύ όταν με απέλυσες», παρατήρησε εκείνη, ρίχνοντας το υπόλοιπο του καφέ μέσα στο νεροχύτη και σερβίροντας φρέσκο.
«Επαναλαμβάνω, μπορείς να πιστεύεις ό,τι θέλεις».
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. Κοίταξε τον καφέ που είχε μείνει στην καφετιέρα και μετά την Ντάνα.
«Ποιος έφτιαξε τον καφέ που ήταν στην κούπα σου στο γραφείο;»
Εκείνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της μπερδεμένη. «Τι πράγμα;»
«Υπάρχει μια μεγάλη κίτρινη κούπα πάνω στο γραφείο σου και μέσα έχει κάτι μαύρο και γλοιώδες που κάποτε θα έπρεπε να ήταν καφές. Ποιος τον έφτιαξε;
Εσύ;»
«Όχι. Η Σουέλεν. Δουλεύει κάτω στο χολ και...»
«Τότε θα πιω ένα φλιτζάνι απ’ αυτόν εδώ», είπε ο Γκρίφιν κι έγνεψε προς την καφετιέρα.
«Ορίστε;»
«Είπα...»
«Άκουσα τι είπες, Μακένα. Αυτό που δεν άκουσα ήταν να σου προσφέρω καφέ».
Ο Γκρίφιν κούνησε το κεφάλι του συγκαταβατικά, άπλωσε το χέρι του, πήρε ένα φλιτζάνι από το ράφι και σερβίρισε καφέ.
«Η φιλοξενία σου δεν είναι και πολύ θερμή, Άντερσον», είπε κι ήπιε μια γουλιά. «Αυτό εδώ είναι προτιμότερο».
Η Ντάνα έκανε μια γκριμάτσα, γυρνώντας τα μάτια της προς τα πάνω. «Τι είσαι, τέλος πάντων, Μακένα; Οικονομικό κεφάλι ή ειδικός στον καφέ;»
«Επιζών». Στα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. «Δεν μπορούσα να καταλάβω αν αυτό το πράγμα στο γραφείο σου ήταν ένα αποτυχημένο πείραμα ή μια
μυστική φόρμουλα για λάδι μηχανής».
Η Ντάνα γέλασε. Δεν το ήθελε, αλλά όταν θυμήθηκε πόσες φορές τις νύχτες που έμενε μέχρι αργά είχε ανατριχιάσει πίνοντας τον καφέ της Σουέλεν, που
εγγυόταν ότι κρατούσε τα μάτια ανοιχτά, δεν είχε καταφέρει να συγκρατηθεί.
Κι ο Γκρίφιν γέλασε. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε. Ήταν απίστευτα γοητευτικός όταν γελούσε. Βέβαια, πάντα ήταν γοητευτικός, αλλά όταν γελούσε...
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ντάνα έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και μετά το σήκωσε.
«Ντάνα».
«Άρθουρ». Ο καλός, πιστός Άρθουρ. Η άγκυρα με την πραγματικότητα. Μια μεγάλη ανακούφιση χύθηκε μέσα της. «Ω, χαίρομαι πολύ που ακούω τη φωνή
σου».
«Κι εγώ που ακούω τη δική σου. Νιώθεις καλύτερα τώρα;»
«Καλύτερα;»
«Ήσουν τόσο ταραγμένη χθες βράδυ, που ανησύχησα...»
«Άντερσον;» είπε ο Γκρίφιν.
Η Ντάνα συνοφρυώθηκε. «Συγνώμη, Άρθουρ. Δε σε άκουσα. Τι είπες;»
«Δεν έχω όλη τη μέρα στη διάθεσή μου, Άντερσον. Πες σ’ όποιον είναι ότι έχεις δουλειά».
Η Ντάνα έκλεισε το ακουστικό με το χέρι της. «Δεν είμαι πλέον υπάλληλός σου, Μακένα. Δε δέχομαι εντολές από σένα».
«Λες και δέχτηκες ποτέ».
«Ντάνα; Είναι κανείς εκεί;» τη ρώτησε ο Άρθουρ.
Η Ντάνα αναστέναξε κι έβαλε ξανά το ακουστικό στ’ αυτί της. «Ναι, Άρθουρ. Είναι εδώ ο Γκρίφιν Μακένα».
«Εκεί, στο διαμέρισμά σου;»
Εκείνη αναστέναξε ξανά. Ο Άρθουρ έκανε σαν να του είχε πει ότι την είχε επισκεφτεί ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
«Ναι».
«Για ποιο λόγο βρίσκεται εκεί;»
«Δεν ξέρω, Άρθουρ. Δε μου είπε ακόμα».
Ο Γκρίφιν έσμιξε τα φρύδια του. «Ο παπιγιονάκιας είναι;»
Η Ντάνα έκανε μια γκριμάτσα.
«Δε φαντάζομαι να προσπάθησε να κάνει τίποτα ανάρμοστο, Ντάνα;»
«Όχι, δεν πρόκειται γι’ αυτό, Άρθουρ».
«Βάζω στοίχημα ότι ήρθε να σε δει, γιατί ανησυχεί μήπως πας στο Ταμείο Ανεργίας και τους μιλήσεις».
«Τι σου λέει;» τη ρώτησε ο Γκρίφιν πλησιάζοντας.
Η Ντάνα του γύρισε την πλάτη της. «Μάλλον έχεις δίκιο».
«Καταπληκτικά νέα, καλή μου, καταπληκτικά. Ίσως θα έπρεπε να μου δώσεις να μιλήσω στον κύριο Μακένα».
«Όχι, Άρθουρ, δεν είναι απαραίτητο».
«Τι συμβαίνει;» Ο Γκρίφιν έσκυψε πάνω από τον ώμο της κι η ζεστή του ανάσα χάιδεψε το μέτωπό της. «Φοβάται μη σου ριχτώ;»
«Άκου μερικές σύντομες συμβουλές τότε, Ντάνα. Να θυμάσαι ότι τα δικαιώματά σου καλύπτονται από το νόμο...»
«Του είπες ότι με φίλησες;» ψιθύρισε ο Γκρίφιν.
Η Ντάνα στράφηκε προς το μέρος του και τον αγριοκοίταξε. «Δεν έκανα τίποτα τέτοιο!»
«Τι δεν έκανες;» τη ρώτησε ο Άρθουρ. «Ντάνα, άσχετα με το τι προσπαθεί να σου πει, τα δικαιώματά σου λένε...»
«Θα σε πάρω εγώ, Άρθουρ». Η Ντάνα έκλεισε το τηλέφωνο και κοίταξε τον Γκρίφιν. «Είπες ότι θα μου εξηγήσεις γιατί ήρθες εδώ, Μακένα. Σ’ ακούω,
λοιπόν».
Εκείνος έσμιξε τα φρύδια του. Γιατί είχε πάει εκεί, αλήθεια; Δε θυμόταν. Η όσφρησή του είχε γεμίσει από το άρωμα της Ντάνα. Έκανε ένα βήμα πίσω και
ξερόβηξε.
«Ήρθα να σε ρωτήσω για το πρόγραμμα, Άντερσον».
«Τι πράγμα;»
«Έχει δίκιο ο Φόρεστερ. Εσύ το κατέστρεψες».
«Πώς θέλεις να σου πω το ‘‘όχι’’ για να το καταλάβεις, Μακένα; Αν αυτό ήρθες να μου πεις...»
«Δεν είναι μόνο αυτό».
Η Ντάνα φύσηξε μια τούφα μαλλιών που έπεφτε στο μέτωπό της. «Τελείωνε, εντάξει; Έχω και δουλειά».
«Εννοείς να ψάξεις να βρεις καινούρια δουλειά», είπε ο Γκρίφιν, χαμογελώντας βιασμένα.
«Μπες στο θέμα, Μακένα. Τι θέλεις;»
«Πόση συμμετοχή είχες στη δημιουργία του προγράμματος;»
Η Ντάνα ετοιμάστηκε να του δώσει μια πληρωμένη απάντηση, αλλά κάτι στο ύφος του τη σταμάτησε.
«Μεγάλη», απάντησε.
«Το φτιάξατε από κοινού με τον Φόρεστερ;»
Εκείνη χαμογέλασε παγερά. «Πολύ θα το ήθελε».
«Ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, Άντερσον. Μπορείς να φτιάξεις το πρόγραμμα;»
«Αυτό είναι η μία εκδοχή, υποθέτω». Η Ντάνα άφησε κάτω την κούπα με τον καφέ της. «Είσαι ο πιο σοβινιστής κι απίστευτος άνθρωπος που έχω
γνωρίσει!»
«Ευχαριστώ», είπε ο Γκρίφιν ευγενικά. «Δεν ήρθα όμως για ν’ ακούσω κομπλιμέντα».
«Ω, για τ’ όνομα του Θεού...»
Η Ντάνα έκανε να προσπεράσει, αλλά ο Γκρίφιν την έπιασε από το μπράτσο και τη σταμάτησε.
«Δεν τελείωσα ακόμα, Άντερσον». Έριξε μια ματιά στο ρολόι της κουζίνας. «Ο αντιπρόσωπος της Ντάτα Μπάιτς πρέπει να βρίσκεται στη Φλόριντα μέχρι
τη μία το μεσημέρι».
«Υπέροχα», απάντησε εκείνη χαμογελώντας πλατιά. «Ακριβώς την ώρα του μεσημεριανού».
«Έχουν προγραμματιστεί συσκέψεις από τη μιάμιση μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Ύστερα θα ακολουθήσει δείπνο με...»
«Θα έχει πολλή δουλειά, ε;» είπε εκείνη εύθυμα.
«Αν αυτό το Σαββατοκύριακο αποδειχτεί φιάσκο, τότε η Ντάτα Μπάιτς πιθανότατα θα καταρρεύσει».
Η Ντάνα αναστέναξε κι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της. «Κι εσύ θα χάσεις χρήματα. Είμαι όμως σίγουρη ότι αυτό δε σε απασχολεί καθόλου».
«Πολλοί άνθρωποι θα χάσουν τις δουλειές τους. Μπορείς να αστειευτείς και μ’ αυτό, Άντερσον;»
Η Ντάνα τον κοίταξε και τα μάτια της πήραν μια χρυσαφένια απόχρωση. «Έχεις δίκιο, έτσι θα γίνει. Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω όμως, Μακένα».
«Ναι».
«Και τώρα έχεις πρόβλημα».
«Η εταιρεία έχει πρόβλημα».
«Με συγχωρείς που σε ρωτώ, αλλά υπάρχει καμιά διαφορά;»
Ο Γκρίφιν άφησε κάτω την κούπα με τον καφέ του. «Ρώτα αυτούς που θα χάσουν τη δουλειά τους και άκου τι θα σου πουν».
Είχε δίκιο. Αν η Ντάτα Μπάιτς έκλεινε, θα έχανε τη δουλειά της η Τζίνι, ο Τσάρλι ο επιστάτης, η Σουέλεν και διακόσια περίπου ακόμα άτομα.
«Έχεις δίκιο», του είπε μετά από λίγο.
«Το ξέρω και, πίστεψέ με, δε νιώθω καμιά ικανοποίηση γι’ αυτό».
«Το ελπίζω! Αν με άκουγες...»
«Εννοείς αν σε είχα ακούσει όταν μου είχες μιλήσει για τον Φόρεστερ. Ναι, έπρεπε να το είχα κάνει». Ο Γκρίφιν έβαλε τα χέρια στις τσέπες του. «Επίσης,
δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να σε είχα απολύσει».
Η Ντάνα ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. Δεν μπορούσε να δείξει ικανοποιημένη, αφού η επιχείρηση βρισκόταν σε τόσο δύσκολη θέση.
«Δε θα είχε καμιά σημασία. Δε θα μπορούσα ποτέ να φτιάξω το πρόγραμμα μέχρι σήμερα το πρωί».
«Ούτε ο Φόρεστερ».
«Αν είχε δουλέψει λίγο παραπάνω, ίσως...» Χαμογέλασε θλιμμένα. «Η μητέρα μου συνήθιζε να λέει ότι αν κυβερνούσε το ‘‘αν’’ τον κόσμο, όλοι θα
πήγαιναν στον παράδεισο».
Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. «Η μητέρα σου ήταν φιλόσοφος».
«Ρεαλίστρια ήταν», απάντησε η Ντάνα σοβαρή. «Εντάξει, Μακένα, δεκτή η συγνώμη σου. Τώρα με συγχωρείς, αλλά...»
«Κάτι πήγες να πεις για το τι θα συνέβαινε αν ο Φόρεστερ ήταν πιο λειτουργικός».
Η Ντάνα στερέωσε μια τούφα από τα μαλλιά της πίσω από τ’ αυτί της και, προσπερνώντας τον Γκρίφιν, πήγε στο καθιστικό και κάθισε στον καναπέ. Μετά
ανέβασε τα πόδια της πάνω στο τραπεζάκι του καφέ και τα σταύρωσε.
«Άντερσον;»
Ανασήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε να κάθεται απέναντί της στην ξύλινη, κουνιστή πολυθρόνα.
«Κάτι έλεγες για τον Φόρεστερ».
Εκείνη ξερόβηξε καθαρίζοντας το λαιμό της. «Έλεγα ότι, αν ήταν νηφάλιος, υπήρχε πιθανότητα –μικρή, βέβαια– να έχει έτοιμο το πρόγραμμα για το
Σαββατοκύριακο».
«Πώς; Τι εννοείς λέγοντας ότι θα το είχε έτοιμο;»
«Αν και δεν είναι αυτός που έφτιαξε στην πραγματικότητα το πρόγραμμα, η αλήθεια είναι ότι δούλεψε μαζί μου. Και πρόκειται για ευφυΐα, όταν είναι
νηφάλιος. Άρα, ήταν πολύ πιθανό να το κάνει να λειτουργήσει. Ίσως όχι ολοκληρωμένα, αλλά τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος». Αναστέναξε και
κατέβασε τα πόδια της κάτω. «Δεν μπορεί όμως, άρα τι σημασία έχει να το συζητάμε;»
Ο Γκρίφιν την κοίταξε για αρκετή ώρα. Μετά έγειρε πίσω, σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του κι άρχισε να κουνά την πολυθρόνα μπρος πίσω.
«Δηλαδή, λες ότι εσύ έφτιαξες το πρόγραμμα...»
«Κατά το μεγαλύτερο μέρος».
«...αλλά μόνο ο Φόρεστερ θα μπορούσε να το κάνει να λειτουργήσει αυτό το Σαββατοκύριακο».
Η Ντάνα τίναξε επάνω το κεφάλι της. «Δεν είπα κάτι τέτοιο».
«Το είπες μόλις τώρα».
«Είπα ότι ο Φόρεστερ, ο νηφάλιος Φόρεστερ, θα μπορούσε να το φτιάξει, γιατί είναι υπάλληλός σου».
«Α, κατάλαβα. Δηλαδή, μπορεί να το κάνει και κάποιος άλλος».
«Δε νομίζω. Εκτός κι αν έχει στη διάθεσή του δυο μέρες καιρό».
«Κι αν ήταν δυνατόν;»
Η Ντάνα ανασήκωσε τον έναν της ώμο. «Ένας καλός προγραμματιστής ίσως θα μπορούσε να σε βγάλει από τη δύσκολη θέση».
«Ένας καλός προγραμματιστής. Άντρας, δηλαδή», είπε ο Γκρίφιν και χαμογέλασε.
Η Ντάνα σηκώθηκε όρθια. «Σχήμα λόγου, Μακένα. Αναφέρομαι σ’ ένα υποθετικό πρόσωπο, ιδιοφυΐα στους υπολογιστές. Ένα πρόσωπο ταλαντούχο και
ικανό, με...»
«...γνώσεις».
«Ακριβώς. Κι ο νηφάλιος Ντέιβ Φόρεστερ είναι το μοναδικό τέτοιο πρόσωπο που διαθέτει η Ντάτα Μπάιτς».
«Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα, Άντερσον». Τα μάτια του Γκρίφιν συνάντησαν τα δικά της. «Ο Φόρεστερ δε δουλεύει στην Ντάτα Μπάιτς πλέον. Τον
απέλυσα σήμερα το πρωί». Χαμογέλασε κι η Ντάνα ένιωσε σαν καναρίνι παγιδευμένο μέσα σ’ ένα κλουβί, με τη γάτα απέξω να ξερογλείφεται. «Η Ντάτα
Μπάιτς δε διαθέτει κανένα τέτοιο πρόσωπο, εκτός από σένα».
Η Ντάνα τινάχτηκε όρθια. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Μήπως πίστευε ότι θα ξαναγυρνούσε να δουλέψει για λογαριασμό του; Την είχε απολύσει, πιστεύοντας
όλα τα ψέματα που του είχε σερβίρει ο Φόρεστερ, κατηγορώντας την ακόμα και για σαμποτάζ.
«Ξέχνα το», του πέταξε.
Ο Γκρίφιν σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος. Το βλέμμα του στυλώθηκε στο δικό της.
«Σου έχω ήδη ζητήσει συγνώμη, Άντερσον. Τι περισσότερο θέλεις να κάνω;»
«Μου ραγίζεις την καρδιά», είπε παγερά η Ντάνα.
«Δε θέλω την καρδιά σου, το μυαλό σου θέλω. Σκέψου όλους αυτούς τους αθώους που θα υποφέρουν, εξαιτίας των πληγωμένων αισθημάτων σου».
«Αυτό νομίζεις; Ότι πλήγωσες τον εγωισμό μου;» Τον αγριοκοίταξε. «Έχω να σου πω κάτι, Μακένα...»
«Αν παρουσιάσω το πρόγραμμα στη Φλόριντα αυτό το Σαββατοκύριακο θα σημαίνει το τέλος της εταιρείας και το ξέρεις».
«Ω, υπέροχα! Μόνο που δε λειτουργεί. Δεν μπορείς να μου το καταλογίσεις αυτό, κύριε!»
«Διάβολε, αργόστροφη είσαι; Το ξέρεις ότι είσαι η μόνη που μπορείς να μας βγάλεις απ’ αυτή τη θέση».
«Μας; Δεν υπάρχει ‘‘μας’’, το ξέχασες; Δεν είμαι πλέον υπάλληλος της Ντάτα Μπάιτς».
«Μπορείς να γίνεις. Και τότε θα έχεις την ευκαιρία να μας γλιτώσεις».
«Την ευκαιρία να γλιτώσω το τομάρι σου, Μακένα, αυτό δεν εννοείς;»
«Βρε, βρε, τι ωραία που μιλάς, Άντερσον!»
«Τελείωνε, Μακένα. Τι θέλεις από μένα;»
Το χαμόγελό του ήταν σχεδόν παιδιάστικο, το βλέμμα του όμως ήταν αποφασιστικό.
«Αν βυθιστεί η Ντάτα Μπάιτς, θα πνιγούν όλοι».
«Να και κάτι στο οποίο συμφωνούμε. Και λοιπόν;»
«Και λοιπόν, ανέβα ξανά στο καράβι».
Η Ντάνα τον κοίταξε επίμονα. Την παρακαλούσε... Ω, όχι. Την κοιτούσε σαν να της έκανε χάρη, σαν να περίμενε να πετάξει από τη χαρά της, να τυλίξει
ενθουσιασμένη τα μπράτσα της στο λαιμό του...
«Όχι», είπε αποφασιστικά και τον κοίταξε κατάματα.
«Όχι;» Ο Γκρίφιν φάνηκε έκπληκτος.
«Όχι. Δε θέλω να ξαναγυρίσω στη θέση μου κι αυτό είναι τελεσίδικο».
Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. «Μα εγώ δε σου πρόσφερα ξανά τη θέση σου».
Τα μάγουλα της Ντάνα έγιναν κατακόκκινα. Τον αναθεματισμένο! Τον είχε αφήσει να τη γελοιοποιήσει για δεύτερη φορά.
«Φύγε, Μακένα», του είπε. «Κάνε στροφή, πήγαινε στην πόρτα και...»
«Αυτό που σου προφέρω είναι μια καινούρια θέση».
Η Ντάνα έμεινε ακίνητη. «Καινούρια θέση;»
«Ακριβώς. Θα πάρεις τη θέση του Φόρεστερ».
Γύρισε αργά, πολύ αργά, προς το μέρος του, περιμένοντας ότι θα τον έβλεπε να γελάει. Η έκφρασή του όμως ήταν σοβαρή.
«Τη θέση του Φόρεστερ;»
«Φυσικά».
Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Και θα έχω αύξηση μισθού», είπε.
«Έχω ήδη ενημερώσει το λογιστήριο».
«Έχεις ήδη...» Έκανε μια γκριμάτσα γυρνώντας τα μάτια της προς τα πάνω. «Σου έχει πει ποτέ κανείς πόσο υπερόπτης είσαι, Μακένα;»
«Πολλοί. Και πριν βιαστείς ν’ αντιδράσεις, σου λέω ότι έχω δώσει εντολή για αύξηση μισθού σαράντα τοις εκατό».
«Αλήθεια;» είπε εκείνη σαρκαστικά. «Και υποθέτω πως νομίζεις ότι ένα... Είπες σαράντα τοις εκατό;»
«Δεν είναι αρκετό;» Ο Γκρίφιν χαμογέλασε χωρίς ίχνος χιούμορ. «Πενήντα τότε».
Η Ντάνα έβαλε τα χέρια πίσω στην πλάτη της κι έπλεξε τα δάχτυλά της. «Θέλω συμβόλαιο με μερίδιο στις μετοχές και ιατρική ασφάλιση».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Δεκτό».
«Καινούρια επίπλωση στο γραφείο του Φόρεστερ». Η Ντάνα χαμογέλασε παγερά. «Δε μ’ αρέσουν τα μεταλλικά γραφεία και τα παλιά ντουλάπια που είναι
γεμάτα περιοδικά με γυναίκες».
«Κάνε ό,τι θέλεις». Ο Γκρίφιν της άπλωσε το χέρι του. «Σύμφωνοι;»
Η Ντάνα κοίταξε πρώτα το χέρι του και μετά τον ίδιο. «Όχι ακριβώς».
Με έκπληξη τον είδε να γελά. «Εντάξει. Ζήτα ό,τι θες τώρα που μπορείς. Τι άλλο θέλεις; Γραμματέα; Έγινε. Βοηθούς; Εντάξει. Έλα τώρα, Άντερσον. Τι
άλλο μπορεί να θέλεις;»
«Έναν τίτλο. Ο τίτλος της αντιπροέδρου θα με ικανοποιούσε αρκετά», είπε και περίμενε, ξέροντας ήδη ότι το είχε παρακάνει.
«Αν ήσουν άντρας», είπε μαλακά ο Γκρίφιν, «θα έλεγα ότι έχεις... κότσια». Το βλέμμα του γλίστρησε πάνω της εξοργιστικά αργά. «Αλλά αν είναι κάτι
βέβαιο, είναι πως δεν είσαι άντρας».
Τα μάγουλα της Ντάνα έγιναν και πάλι κατακόκκινα, αλλά έμεινε ακλόνητη στη θέση της.
«Συμφωνείς ή όχι;»
«Είσαι σκληρό καρύδι, Άντερσον».
«Είμαι ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι, Μακένα».
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Εντάξει. Είσαι η καινούρια αντιπρόεδρος έρευνας και ανάπτυξης. Πώς ακούγεται αυτό;»
Πώς ακουγόταν; Σαν θαύμα. Μπορούσε να του απαντήσει, χωρίς να τον αφήσει να καταλάβει ότι η καρδιά της χτυπούσε σαν πιστόνι;
«Μια χαρά», απάντησε με αξιοθαύμαστη αυτοσυγκράτηση.
«Φυσικά, έχεις την απόλυτη ευθύνη να σώσεις την Ντάτα Μπάιτς αυτό το Σαββατοκύριακο».
«Φυσικά».
«Τότε, ας δώσουμε τα χέρια».
Ο Γκρίφιν άπλωσε ξανά το χέρι. Η Ντάνα το κοίταξε κι ύστερα γλίστρησε αργά το δικό της μέσα στην πλατιά παλάμη του.
Τα δάχτυλά τους ενώθηκαν, σφίχτηκαν. Ένιωσε τη ζεστασιά του...
Ξαφνικά τράβηξε απότομα το χέρι της πίσω. «Είναι... είναι αργά».
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε και τραβώντας τη μανσέτα του έριξε μια ματιά στο ρολόι του. «Διάβολε! Μπορείς να ετοιμαστείς σε είκοσι λεπτά;»
Εκείνη γέλασε. «Χρονομέτρησέ με».
Ο Γκρίφιν την κοίταξε. Το πρόσωπό της ήταν αναψοκοκκινισμένο, τα μάτια της έλαμπαν. Πάλεψε με την επιθυμία να την πάρει στην αγκαλιά του. Ήθελε
να την κάνει να νιώθει αυτή τη χαρά για κείνον, όχι για τη δουλειά.
Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Πήγαινε τότε. Κάτω περιμένει το αυτοκίνητο».
Η Ντάνα έκανε επιτόπου στροφή και όρμησε στην κρεβατοκάμαρά της, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω της. Ο Γκρίφιν άκουσε συρτάρια ν’
ανοιγοκλείνουν. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά εκείνη εμφανίστηκε ξανά. Φορούσε πουκάμισο, φούστα, χαμηλοτάκουνα παπούτσια και κρατούσε μια μικρή
βαλίτσα και το φορητό υπολογιστή της.
Κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.
«Οκτώ λεπτά έκανες, Άντερσον. Βρήκες καιρό να φτιάξεις ακόμα και τα μαλλιά σου».
Κάτι στον τόνο της φωνής του έκανε την Ντάνα ν’ ανασηκώσει το χέρι της και να πιάσει τον κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. «Έχει κάτι το
χτένισμά μου;»
«Όχι», απάντησε εκείνος ανέκφραστα. «Είναι όπως πάντα».
«Ωραία, τότε». Η Ντάνα χαμογέλασε. «Σου το είπα ότι θα είμαι στην ώρα μου έτοιμη, Μακένα».
Ο Γκρίφιν άπλωσε το χέρι του να πάρει τη βαλίτσα της. Εκείνη αντιστάθηκε για μερικά λεπτά, αλλά στο τέλος του την έδωσε.
Μπήκαν στο ασανσέρ και κατέβηκαν στο χολ σιωπηλοί. Κάποια στιγμή είχε αρχίσει να χιονίζει. Η πόλη είχε μια παράξενη ηρεμία. Ο Γκρίφιν έπιασε απαλά
την Ντάνα από τον αγκώνα και την οδήγησε στη Μερσέντες που ήταν παρκαρισμένη στο πεζοδρόμιο. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα κι εκείνη μπήκε μέσα.
«Στο αεροδρόμιο Γκουάρντια, σε παρακαλώ, Όλιβερ», είπε ο Γκρίφιν και κάθισε δίπλα της. «Κι όσο πιο σύντομα γίνεται».
Είχαν σχεδόν φτάσει στο αεροδρόμιο, όταν η Ντάνα στράφηκε προς το μέρος του.
«Θα είμαστε σ’ επαφή, φυσικά».
«Σ’ επαφή;»
«Ναι, θα σου τηλεφωνώ από το Μαϊάμι και θα σε κρατώ ενήμερο».
Ο Γκρίφιν πήγε να της πει ότι δεν ήταν ανάγκη να το κάνει, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Όλιβερ σταμάτησε το αυτοκίνητο δίπλα στο πεζοδρόμιο.
«Θέλω να ξέρεις ότι δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω, κύριε Μακένα», είπε η Ντάνα και πλησίασε προς την πόρτα. «Δεν υπόσχομαι τίποτα, καταλαβαίνεις,
απλά σου λέω πως θα κάνω ό,τι μπορώ για να σώσω την Ντάτα Μπάιτς αυτό το Σαββατοκύριακο».
«Ελπίζω για το καλό όλων μας να πετύχεις».
Ο Όλιβερ άνοιξε την πόρτα και η Ντάνα με τον Γκρίφιν βγήκαν έξω. «Δεν υπάρχει λόγος να με συνοδεύσεις μέσα, κύριε Μακένα».
«Τι συμβαίνει, Άντερσον; Ξαφνικά άρχισες να με αποκαλείς πάλι κύριο Μακένα;»
«Αυτό απαιτεί η ευγένεια. Εξάλλου, τώρα εργάζομαι για σένα». Χαμογέλασε κι έκανε να πιάσει τη βαλίτσα της. «Αν τα πράγματα δεν πάνε καλά και με
απολύσεις ξανά, να είσαι σίγουρος ότι οι προσφωνήσεις μου θα είναι εντελώς διαφορετικές. Αντίο, κύριε Μακένα», είπε και του άπλωσε ευγενικά το χέρι.
Ο Γκρίφιν το πήρε στο δικό του. «Καλημέρα, κυρία Άντερσον», απάντησε το ίδιο ευγενικά.
Η Ντάνα συνοφρυώθηκε. «Δεν καταλαβαίνω».
«Απλό είναι». Ο Γκρίφιν πήρε τη βαλίτσα του από τον Όλιβερ, έπιασε την Ντάνα από τον αγκώνα και την έστρεψε προς την είσοδο του αεροδρομίου,
σίγουρος ότι θ’ άκουγε κάποιες από τις προσφωνήσεις που του είχε υποσχεθεί νωρίτερα. «Εσύ κι εγώ θα πάμε μαζί στο Μαϊάμι».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6

Η Ντάνα σταμάτησε, όταν συνειδητοποίησε τι της είχε πει και μετά γύρισε και τον κοίταξε. «Τι είπες;»
Εκπληκτικό πόσο ήρεμη ακούγεται, σκέφτηκε εκείνος. Δυσοίωνα ήρεμη. Δεν ξεγελάστηκε στιγμή. Είχε ξαναδεί αυτή την έκφραση στο βλέμμα της κι
ένιωθε ότι λίγο ήθελε για να του επιτεθεί μ’ ένα χτύπημα καράτε.
«Άκουσες τι είπα», απάντησε και την έπιασε από το μπράτσο. «Θα πάμε στο συνέδριο μαζί».
«Όχι!»
«Συνέχισε να προχωράς, σε παρακαλώ, κυρία Άντερσον. Έχουμε αργήσει».
«Και θ’ αργήσουμε περισσότερο, αν δε μου πεις ότι αστειεύεσαι».
«Φαίνομαι ν’ αστειεύομαι;»
Η Ντάνα του έριξε μια ματιά, καθώς την οδηγούσε βιαστικά μέσα στο χώρο του αεροδρομίου. Όχι, δεν έμοιαζε ν’ αστειεύεται καθόλου. Το στομάχι της
σφίχτηκε.
«Βάλ’ το καλά στο κεφάλι σου, Μακένα, έχεις τόσες πιθανότητες να έρθεις μαζί μου, όσες κι ένα γουρούνι να πετάξει!»
«Καταπληκτική φαντασίωση, Άντερσον».
«Θα αφήσεις το μπράτσο μου; Δε μ’ αρέσει να με τραβολογάνε, σαν να είμαι κανένα πακέτο», είπε εκείνη εξοργισμένη.
«Κι εγώ δεν έχω σκοπό να σταθώ και να κουβεντιάσω ένα θέμα που δεν είναι στην ατζέντα μου. Έχουμε αργήσει. Πόσες φορές πρέπει να σου το πω;»
«Τι σημαίνει “έχουμε’’; Εγώ πάω στη Φλόριντα, εσύ όχι».
Είχαν φτάσει στον έλεγχο εισιτηρίων. Ο Γκρίφιν άφησε τις αποσκευές τους πάνω στον πάγκο.
«Βάλε τον υπολογιστή σου πάνω στον ιμάντα, Άντερσον».
«Δε βάζω τίποτα!»
«Ω, που να... Άσε το διαβολόπραγμα κάτω», γρύλισε εκείνος και της πήρε τον υπολογιστή από το χέρι. Ύστερα την έσπρωξε χωρίς ιδιαίτερη ευγένεια μέσα
από τις ακτίνες σωματικού ελέγχου και την ακολούθησε. «Θα πάμε μαζί στο Μαϊάμι», είπε, παίρνοντας τις αποσκευές που είχαν ήδη περάσει από τις ακτίνες.
«Δεν πρόκειται να έρθω μαζί σου! Και μπορώ να μεταφέρω μόνη μου τα πράγματά μου».
«Είμαι σίγουρος», απάντησε ο Γκρίφιν, αγνοώντας τις προσπάθειές της να πάρει τη βαλίτσα και τον υπολογιστή από τα χέρια του. «Μπορείς να κάνεις ό,τι
μπορεί κι ένας άντρας, εκατό φορές καλύτερα».
«Πολύ σωστά».
«Θύρα επτά», είπε μετά εκείνος και την έσπρωξε προς τ’ αριστερά. «Από κει θα πάμε».
«Δεν πρόκειται να πάμε, Μακένα».
«Σχήμα λόγου, σε διαβεβαιώ». Ο Γκρίφιν χαμογέλασε παγερά. «Θα έπρεπε να είναι καταδικασμένος σε θάνατο κανείς για να θέλει μια γυναίκα σαν κι εσένα
στη ζωή του».
«Πίστεψέ με, τα αισθήματα είναι αμοιβαία», είπε η Ντάνα και τον αγριοκοίταξε. «Θα περπατήσεις πιο σιγά;»
«Θα χάσουμε το αεροπλάνο. Σου το ξαναλέω, έχουμε αργήσει».
«Κι εγώ σου ξαναλέω, δεν ‘‘έχουμε’’ κάνει τίποτα μαζί. Εγώ θα χάσω το αεροπλάνο. Και...»
«Προσοχή, παρακαλώ. Πτήση Ιστ Κόουστ Αιρ 356 για Μαϊάμι, άμεση επιβίβαση, θύρα επτά».
Η Ντάνα άρπαξε τον Γκρίφιν από το μπράτσο και τον γύρισε απότομα προς το μέρος της.
«Μου είπες ψέματα», τον κατηγόρησε. «Μου είπες ότι ο αντιπρόσωπος της Ντάτα Μπάιτς πρέπει να είναι στο Μαϊάμι σήμερα στη μία».
«Και θα είναι, αν το βουλώσεις επιτέλους και προχωρήσεις».
«Δεν έχεις ιδέα από υπολογιστές. Το παραδέχτηκες κι ο ίδιος».
«Ακριβώς».
«Τι δουλειά έχεις, λοιπόν, εκεί πέρα;»
Εκείνος γέλασε. «Δε θέλω να σου το υπενθυμίζω, Άντερσον, αλλά δική μου είναι η εταιρεία».
«Κι εμένα δε μ’ αρέσει να σου το υπενθυμίζω, αλλά αυτό δεν πρόκειται να εντυπωσιάσει κανέναν».
Ο Γκρίφιν της χαμογέλασε πονηρά. «Θα τους εντυπωσιάσει, όταν θα δουν ότι έχουμε φτιάξει ένα καταπληκτικό καινούριο πρόγραμμα».
«Το ελπίζεις», μουρμούρισε η Ντάνα.
«Σ’ αυτό το συνέδριο θα είναι πολλοί επαγγελματίες, Άντερσον. Κι αυτοί ξέρουν ότι εγώ είμαι η Ντάτα Μπάιτς!»
«Θεέ μου, είσαι απίστευτος!»
«Όταν αντιμετωπίζουν τον ανώτερο, οι άνθρωποι νιώθουν σιγουριά».
«Χα».
«Έχε μου εμπιστοσύνη, Άντερσον. Αλήθεια είναι. Έτσι έφτασα εδώ που είμαι σήμερα».
«Έφτασες γιατί μεγάλωσες με χρυσά κουτάλια».
Ο Γκρίφιν την έπιασε και τη γύρισε προς το μέρος του. «Έφτασα γιατί δούλεψα σκληρά», της είπε ψυχρά. «Όπως κι εσύ».
«Ω, κάνε μου τη χάρη, Μακένα. Γεννήθηκες πλούσιος κι όλα ήταν εύκολα για σένα, ενώ άνθρωποι σαν κι εμένα...»
«Άνθρωποι σαν κι εσένα, τι;»
Η Ντάνα κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. «Τίποτα. Δε θα καταλάβεις».
«Είσαι σνομπ, το ξέρεις; Σου το έχει ξαναπεί ποτέ κανείς; Πιστεύεις ότι όποιος γεννήθηκε πλούσιος είναι άχρηστος».
«Δεν είναι αλήθεια!»
«Είναι». Ο Γκρίφιν έκανε ένα μορφασμό. «Άκου, λοιπόν, κάτι. Όχι ότι σε αφορά δηλαδή, αλλά σου λέω ότι δούλευα σκληρά στο κολέγιο, όπως κι εσύ».
«Αυτό είναι γελοίο...» Τα μάτια της Ντάνα στένεψαν ξαφνικά. «Πώς το ξέρεις ότι δούλευα στο κολέγιο;»
«Διάβασα το φάκελό σου». Ο Γκρίφιν άρχισε να τη σπρώχνει προς την έξοδο επιβίβασης. «Πιστεύεις ότι σου πρόσφερα τη θέση της αντιπροέδρου, χωρίς
να είμαι σίγουρος ότι έχεις τα προσόντα ν’ ανταποκριθείς;»
«Δε μου πρόσφερες τη θέση της αντιπροέδρου. Την απαίτησα...» Τον κοίταξε και είδε ένα αχνό χαμόγελο ν’ ανθίζει στα χείλη του. «Διάβολε, Μακένα!
Ήρθες προετοιμασμένος να μου δώσεις τη δουλειά, έτσι;»
«Ας πούμε ναι. Τελεία. Ο καλός προγραμματισμός είναι η ψυχή της επιτυχίας. Εντυπωσιακός ο φάκελός σου, Άντερσον. Σχεδόν το ίδιο εντυπωσιακός όσο
κι ο δικός μου».
«Είμαι σίγουρη».
Ο Γκρίφιν γέλασε. «Στην αρχή με είχαν πετάξει από δύο διαφορετικά σχολεία, αλλά όταν έπρεπε να πληρώσω εγώ τα δίδακτρά μου, στρώθηκα και... Α,
εδώ είμαστε. Θύρα επτά». Άφησε τη βαλίτσα κι έβγαλε από την τσέπη του τις κάρτες επιβίβασης. «Πάρ’ τες και πάμε».
Η μισοτελειωμένη ιστορία του για μια στιγμή είχε αποσπάσει την προσοχή της Ντάνα. Τώρα όμως που τον είδε να γνέφει προς τη θύρα επιβίβασης,
ξαναβρήκε το λογικά της.
«Αποκλείεται». Έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν πάω πουθενά μαζί σου, Μακένα. Παρουσίασε το πρόγραμμα μόνος σου, φίλε. Εγώ δεν έρχομαι».
«Μην είσαι ανόητη!»
«Πολύ σωστά το κατάλαβες. Δεν είμαι καθόλου...»
«Εντάξει, ας το ξεκαθαρίσουμε». Ο Γκρίφιν την κοίταξε στα μάτια παγερά. «Έχεις σκοπό να γίνεις η αντιπρόεδρος της εταιρείας μου ή θα το παίξεις
σεμνότυφη;»
«Σεμνότυφη;» είπε οργισμένη η Ντάνα και κοίταξε το πέτρινο λες πρόσωπο με τα σφιγμένα χείλη και τα ψυχρά μάτια. «Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει ότι ξέρω γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου».
«Το ελπίζω, Μακένα! Ελπίζω να καταλαβαίνεις πόσο προσβλητικό είναι να έχεις τόσο λίγη πίστη σ’ εμένα».
Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. Ήταν από κείνα τα γεμάτα αυταρέσκεια χαμόγελα, που η Ντάνα ήθελε να σβήσει από το πρόσωπό του.
«Φοβάσαι», της είπε μαλακά.
«Εγώ;» Η Ντάνα ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Μη γίνεσαι ανόητος! Εγώ δε φοβάμαι τίποτα».
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια. Απλά δε μου αρέσουν οι ψεύτες».
Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν. «Μπορεί να είμαι πολλά πράγματα, Άντερσον, αλλά δεν είμαι ψεύτης».
«Μου είπες ψέματα γι’ αυτό το ταξίδι». Η Ντάνα δίστασε. Τα μάγουλά της ρόδισαν. «Για να... για να...»
Κατάπιε με δυσκολία. Για να με πάρεις κάπου μακριά και να με αποπλανήσεις, παραλίγο να του πει. Δε θα ήταν όμως ανόητο; Να την αποπλανήσει; Γιατί
στα κομμάτια να ήθελε κάτι τέτοιο; Δεν ήταν ο τύπος του κι αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση, γιατί ούτε κι εκείνος ήταν ο δικός της. Τι κι αν την είχε φιλήσει
μια φορά; Εντάξει, δύο, αλλά το πρώτο φιλί δε μετρούσε. Ήταν απλά ένα άγγιγμα των χειλιών, ενώ το δεύτερο είχε κάνει τα γόνατά της να λυγίσουν.
Κάτι που αποδείκνυε περίτρανα ποιος ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Ο Γκρίφιν Μακένα ήταν σοβινιστής μέχρι το κόκαλο. Αντιπροσώπευε όλα όσα οι γυναίκες είχαν πολεμήσει γενιές ολόκληρες κι όμως, υπήρχαν θηλυκά που
τους άρεσε αυτό το είδος του αρσενικού. Και πιθανότατα ορδές ολόκληρες, μόλις θα έφταναν στο Μαϊάμι. Η παρέλαση των μισόγυμνων κορμιών με τα
μπικίνι θα τον κρατούσε απασχολημένο από την πρώτη στιγμή που το αεροπλάνο θ’ ακουμπούσε στο έδαφος.
«Για να, τι;»
Το χαμόγελο είχε ξαναγυρίσει στο πρόσωπο του Γκρίφιν, πιο γλυκό τώρα και με σημασία. Τα μπλε του μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά της. Η καρδιά της
χτύπησε άτακτα στο στήθος της. Όταν ήταν μικρή, η Ντάνα είχε πάρει σπίτι μια γάτα. Όχι για πολύ, βέβαια. Στον πατέρα της δεν άρεσαν τα ζώα. Θυμόταν
όμως με ευχαρίστηση το χρονικό διάστημα που είχε το μικρό ζώο παρέα της.
Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Ω, ναι, η γάτα εκείνη ήταν ένα πλάσμα απίστευτης ομορφιάς, μόλις όμως έβλεπε κανένα σπουργίτι στην αυλή μετατρεπόταν σ’
έναν αμείλικτο κυνηγό. Όχι από ανάγκη να κορέσει την πείνα της, απλά από ευχαρίστηση...
Ο Γκρίφιν άπλωσε το χέρι του κι άφησε το δάχτυλό του να γλιστρήσει στο κάτω χείλος της. Η Ντάνα τινάχτηκε.
«Φοβάσαι», της είπε και τα μάτια του έλαμψαν. «Φοβάσαι αυτό που μπορεί να συμβεί αν περάσουμε το Σαββατοκύριακο μόνοι».
Η Ντάνα δε σκέφτηκε, απλά αντέδρασε. Άφησε κάτω τον υπολογιστή της, ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, βύθισε τα χέρια της στα μαλλιά του
Γκρίφιν και τράβηξε το πρόσωπό του προς τα κάτω, κολλώντας τα χείλη της στα δικά του.
«Έι», είπε εκείνος ξαφνιασμένος, την επόμενη όμως στιγμή χάθηκε μέσα στη δίνη του φιλιού της.
Ο Μακένα την είχε φιλήσει για ν’ αποδείξει τη θεωρία του. Ε, λοιπόν, το ίδιο μπορούσε να κάνει κι εκείνη...
Μπορεί και όχι.
Κάτι φοβερά έντονο, σαν ηλεκτρισμός, φάνηκε να περνά από τα χείλη του στα δικά της. Το αίμα της έβραζε. Ω, σκέφτηκε απελπισμένη, ω...
Τραβήχτηκε, με το σφυγμό της να καλπάζει. Ο Γκρίφιν είχε μια έκπληκτη έκφραση στο πρόσωπό του.
«Άντερσον;»
Πες κάτι, έδωσε εντολή η Ντάνα στον εαυτό της με έντονο ύφος. Για τ’ όνομα του Θεού, πες κάτι έξυπνο!
«Βλέπεις;» Η φωνή της ακούστηκε βιασμένη. Ξερόβηξε. «Βλέπεις, κύριε Μακένα; Αν σε φοβόμουν, θα σε φιλούσα; Θα στεκόμουν μπροστά σου τόσο
ήρεμη και ψύχραιμη;» Σταμάτα, της είπε η καρδιά της που χτυπούσε φρενιασμένα. «Όχι. Ελπίζω, λοιπόν, να το έβαλες καλά μέσα στο ξερό σου το κεφάλι.
Δε σε φοβάμαι ούτε και θα περάσω το Σαββατοκύριακο μαζί σου». Τα μάτια της στυλώθηκαν στα δικά του. Τέντωσε το χέρι της προς τα κάτω και
αναζήτησε το χερούλι της θήκης του υπολογιστή της. «Το μόνο που φοβάμαι είναι ότι θα δείξεις την άγνοιά σου και δε θα με αφήσεις να χειριστώ όπως
πρέπει το πρόγραμμα».
Ο Γκρίφιν πήγε κάτι να πει, αλλά το μετάνιωσε. Για πρώτη φορά στη ζωή του, δεν είχε ν’ απαντήσει τίποτα.
«Προσοχή, παρακαλώ. Τελευταία αναγγελία αναχώρησης της πτήσης 356 για Μαϊάμι».
Η Ντάνα πήρε την κάρτα επιβίβασης από το χέρι του και προχώρησε. «Βιάσου, αλλιώς θα χάσουμε το αεροπλάνο».
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα απραξίας. Μετά ο Γκρίφιν ξερόβηξε, ίσιωσε τη γραβάτα του, πήρε τα πράγματά του και την ακολούθησε.

***

Τι είχε συμβεί στο αεροδρόμιο;


Ο Γκρίφιν καθόταν στη μια άκρη του καθίσματος μέσα στο ταξί που τους μετέφερε από το αεροδρόμιο του Μαϊάμι στο Οτέλ ντε λας Πάλμας,
προσπαθώντας να καταλάβει. Διάβολε, σκέφτηκε αμήχανα. Σ’ όλη την πτήση αυτό προσπαθούσε να καταλάβει. Τι του έλεγε ότι τώρα θα έβρισκε μια
απάντηση;
Έριξε επιφυλακτικά μια ματιά στην Ντάνα. Καθόταν όσο πιο μακριά του μπορούσε, με την πλάτη της όρθια, τα γόνατα ενωμένα και τα χέρια της διπλωμένα
στην ποδιά της. Το προφίλ της είχε μια σοβαρή έκφραση. Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει, σκεφτόταν το πρόγραμμα. Το ίδιο είχε κάνει και κατά τη διάρκεια
του ταξιδιού, με το φορητό υπολογιστή της στα γόνατα και τα δάχτυλά της να πετούν πάνω στο πληκτρολόγιο, γυρισμένη προς το παράθυρο, σε μια στάση
που φανέρωνε καθαρά ότι δεν ήθελε να τη διακόψουν.
Η διάθεσή του χειροτέρεψε. Το βλέμμα του γλίστρησε ξανά πάνω της. Παρά την άκαμπτη στάση της, η φούστα της είχε ανέβει πάνω από τα γόνατά της,
αποκαλύπτοντας ένα μέρος του μηρού της και τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από τον κότσο χαμηλά στον αυχένα της, έτσι που τώρα μικρές, ατίθασες
μπούκλες έπεφταν στο μέτωπο και γύρω από τ’ αυτιά της. Η τελευταία φορά που είχε δει τα μαλλιά της ανακατεμένα ήταν όταν τα είχε ανακατέψει εκείνος.
Ακόμα θυμόταν τη μεταξένια υφή τους.
Διάβολε.
Τράβηξε το βλέμμα του από πάνω της και κοίταξε έξω από το παράθυρο.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όλα είχαν αλλάξει.
Εκείνο το φιλί στο αεροδρόμιο...
Δεν ήταν απλά ότι τον είχε φιλήσει, αν και έπρεπε να παραδεχτεί ότι η αντίδρασή της αυτή τον είχε σοκάρει. Ήταν ο τρόπος που το είχε κάνει. Ήρεμα,
σκόπιμα.
Εγώ έχω τον έλεγχο εδώ, ήθελε να του πει.
Μόνο που δεν ήταν έτσι. Ούτε εκείνος είχε τον έλεγχο. Μέσα σε μια στιγμή το φιλί της από ψυχρό κι αδιάφορο είχε γίνει φλογερό. Πριν όμως προλάβει ν’
αφεθεί, εκείνη είχε τραβηχτεί και τον είχε κοιτάξει μ’ ένα βλέμμα τόσο αδιάφορο, σαν να είχε ανταλλάξει χειραψία με το θείο του τον Έντγκαρ.
Τι είχε συμβεί; Είχε κι αυτή χάσει τον έλεγχο, όπως ο ίδιος, ή απλά δεν ήξερε τι του γινόταν;
Όχι ότι έδινε δεκάρα, δηλαδή. Ακόμα και η τελευταία γυναίκα στον κόσμο να ήταν, η Ντάνα Άντερσον θα έπρεπε να περιμένει υπομονετικά μέχρι να
γυρίσει να την κοιτάξει. Ποιος έξυπνος άντρας θα έδειχνε ενδιαφέρον για μια τέτοια γυναίκα; Η γλώσσα της ήταν κοφτερή κι ο τρόπος της απότομος.
Μισούσε τους άντρες και το πιθανότερο ήταν να ένιωθε τρόμο για τη γυναικεία της φύση.
Μ’ άλλα λόγια, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση!
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. Πρόκληση; Γελοίο! Πρόκληση ήταν η επιτυχία της Ντάτα Μπάιτς. Η μετατροπή της Ντάνα Άντερσον σε
αληθινή γυναίκα δεν ήταν πρόκληση. Ας το έκανε κάποιος άλλος.
Ο παπιγιονάκιας, για παράδειγμα.
Θα άφηνε όμως ποτέ τον παπιγιονάκια να γευτεί τη ζεστασιά των χειλιών της; Θα ένιωθε ποτέ ο άλλος άντρας αυτή τη διέγερση όταν η Ντάνα πάλευε ν’
ανακτήσει τον αυτοέλεγχό της; Θα μπορούσε ο παπιγιονάκιας ή οποιοσδήποτε άλλος να της μάθει ότι η φλόγα του πάθους ήταν πολύ πιο επικίνδυνη από τη
φλόγα της οργής; Ότι μια γυναίκα μπορούσε ν’ αφεθεί στην αγκαλιά ενός άντρα, χωρίς να παραδώσει την ψυχή της;
Έσμιξε τα φρύδια του. Που να πάρει, ίσως τελικά να είχε πραγματικά χάσει τα μυαλά του! Έγειρε μπροστά.
«Οδηγέ; Μπορούμε να πάμε πιο γρήγορα;»
Ο οδηγός του ταξί τον κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη στο παρμπρίζ κι αναστέναξε. Άλλος ένας τρελός Νεοϋορκέζος που είχε έρθει κυνηγώντας τον ήλιο,
αλλά δεν είχε την υπομονή να ηρεμήσει και να χαλαρώσει.
«Σι», είπε. «Κανένα πρόβλημα», πρόσθεσε και πάτησε το γκάζι. Κανένα πρόβλημα, σκέφτηκε ο Γκρίφιν και, γέρνοντας ξανά πίσω, σταύρωσε τα μπράτσα
του στο στήθος και προσπάθησε να στρέψει τη σκέψη του στο συνέδριο.

***

Το Οτέλ ντε λας Πάλμας ήταν ένα καινούριο, μεγάλο ξενοδοχείο, δίπλα στη θάλασσα.
Έμοιαζε με μια τεράστια τούρτα, διακοσμημένη με ροζ κρέμα και άφθονα φύλλα χρυσού.
Η Ντάνα δε θα ξαφνιαζόταν καθόλου αν έβλεπε τη Μέριλιν Μονρόε να κατεβαίνει τα σκαλιά της εισόδου.
«Ενδιαφέρον», είπε ο Γκρίφιν, καθώς διέσχιζαν το χολ.
Ήταν η πρώτη λέξη που είχε βγει από τα χείλη του, από τη στιγμή που είχαν επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Μήπως ήταν ένδειξη ανακωχής; Εντάξει, θα τη
δεχόταν. Εξάλλου, ήταν αδύνατον να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο μαζί χωρίς ν’ ανταλλάσσουν κάποιες φράσεις τουλάχιστον.
«Ναι, πολύ ενδιαφέρον», του απάντησε και τάχυνε το βήμα της για να τον φτάσει.
Προφανώς το φιλί που του είχε δώσει είχε κάνει τη δουλειά του. Ο Γκρίφιν είχε υποχωρήσει. Η σκέψη αυτή ήταν αρκετά καθησυχαστική. Ένα
Σαββατοκύριακο σκληρής δουλειάς. Για δυο μέρες θα ήταν υποχρεωμένη ν’ ανεχτεί την παρέα του και μετά όλα θα τελείωναν. Θα γυρνούσαν στη Νέα
Υόρκη, η Ντάτα Μπάιτς θα σωζόταν κι εκείνος θα συνέχιζε την πορεία του.
Κι η Ντάνα... η Ντάνα θα ήταν αντιπρόεδρος. Τι υπέροχο! Ο Άρθουρ θα ήταν πολύ υπερήφανος γι’ αυτή. Θα ήταν...
Παραλίγο να της ξεφύγει ένα βογκητό. Θα δοκίμαζε μια μεγάλη έκπληξη όταν περνούσε το βράδυ να την πάρει για δείπνο και δεν την έβρισκε σπίτι της.
Μέσα στη δίνη των εξελίξεων, είχε ξεχάσει να του τηλεφωνήσει και να τον ενημερώσει για την αλλαγή του προγράμματος.
Θα το έκανε όμως μόλις βρισκόταν μόνη στο δωμάτιό της.

***

Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν είχε λεπτό μουστάκι και πλατύ χαμόγελο. Φορούσε σκούρο κοστούμι με στενά πέτα κι ένα διακριτικό παπιγιόν.
Πάλι παπιγιόν μπροστά μου, σκέφτηκε ο Γκρίφιν.
Εξάλλου, δεν του άρεσε καθόλου το χαμόγελο του άλλου άντρα. Πώς μπορούσε κάποιος να χαμογελά λέγοντας: Όχι, δεν υπάρχει καμιά κράτηση στο
όνομα Ντάτα Μπάιτς;
«Ελέγξτε το ξανά», είπε ο Γκρίφιν.
«Δεν υπάρχει θέμα, κύριε. Έψαξα στις κρατήσεις. Δεν υπάρχει κράτ...»
«Κοίτα ξανά», είπε αγριεμένος ο Γκρίφιν.
Ο υπάλληλος μπορεί να είχε ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του, αλλά δεν ήταν ανόητος. Τα δάχτυλά του έτρεξαν πάνω στο πληκτρολόγιο του
υπολογιστή.
«Λυπάμαι, κύριε. Δεν έχουμε κράτηση στο όνομα της Ντάτα Μπάιτς».
Ο Γκρίφιν κοίταξε την Ντάνα άγρια. «Ποιος έκανε την κράτηση, Άντερσον;»
«Πώς θες να το ξέρω εγώ;»
«Σωστά». Ο τόνος της φωνής του χρωματιζόταν από σαρκασμό. «Πώς να το ξέρεις εσύ; Επειδή είχες αναλάβει αυτή την υπόθεση...»
Αρκετά με την ανακωχή. «Δεν την είχα αναλάβει εγώ. Ο Ντέιβ ήταν υπεύθυνος, το ξέχασες;»
Ο Γκρίφιν έσμιξε τα φρύδια και πέρασε το χέρι στα μαλλιά του. «Εντάξει», είπε απότομα. «Μπορεί να τα έκανε θάλασσα και να κράτησε δωμάτιο στο
όνομά του. Φόρεστερ», είπε στον υπάλληλο. «Κοίτα στο όνομα Φόρεστερ».
«Φόρεστερ, Φόρεστερ...» Ο υπάλληλος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Το χαμόγελό του έμοιαζε τώρα περισσότερο με γκριμάτσα. «Φοβάμαι ότι δεν
υπάρχει καμιά κράτηση σ’ αυτό το όνομα, κύριε».
«Μήπως στο Μακένα;» Ο Γκρίφιν προσπάθησε να μη δείχνει πόσο εκνευρισμένος ήταν. Δεν έφταιγε ο υπάλληλος, αν δεν είχε γίνει κράτηση.
«Για να δω... Όχι, ούτε στο όνομα Μακένα».
Ο Γκρίφιν πίεσε με τα δυο του δάχτυλα την άκρη της μύτης του. «Υποθέτω ότι δε σου πέρασε ποτέ από το μυαλό να ελέγξεις αυτά τα πράγματα, Άντερσον,
έτσι;» μουρμούρισε. «Εννοώ, δεδομένου ότι ήξερες πως ο Ντέιβ έχει πρόβλημα».
«Γιατί να το κάνω;» Η Ντάνα χαμογέλασε μελιστάλαχτα.
Εκείνος αναστέναξε. Όταν είχε δίκιο, έπρεπε να της το αναγνωρίζει. «Εντάξει». Κοίταξε τον υπάλληλο. «Δεν έχει γίνει, λοιπόν, κράτηση».
«Ακριβώς, κύριε».
«Άρα θα πρέπει να επανορθώσουμε, κύριε...» Κοίταξε την ταμπελίτσα με το όνομα στο πέτο του υπαλλήλου «...κύριε Γουίτ-μπαϊ». Χαμογέλασε ανάλαφρα.
«Θα θέλαμε μια σουίτα, παρακαλώ».
«Αποκλείεται», απάντησε η Ντάνα, χαμογελώντας επίσης ανάλαφρα και στράφηκε στον υπάλληλο, που κι αυτός χαμογελούσε. «Θέλουμε δύο δωμάτια»,
είπε ευγενικά. «Δύο διαφορετικά δωμάτια, σε διαφορετικούς ορόφους».
«Χρειαζόμαστε μια ενιαία σουίτα», ξαναείπε ο Γκρίφιν αγνοώντας τη. «Να έχει μεγάλο κεντρικό σαλόνι, όπου θα δεχόμαστε τους πελάτες και δύο
κρεβατοκάμαρες, ξεχωριστές, με δικό της μπάνιο η καθεμία, που θα βγάζουν στο σαλόνι. Υπάρχουν τέτοιες σουίτες, κύριε Γουίτμπαϊ;»
Ο υπάλληλος τίναξε ένα χνούδι από το πέτο του. «Φυσικά, κύριε».
«Ωραία. Μια τέτοια θέλουμε, λοιπόν».
«Ασφαλώς, κύριε Μακένα, μόνο που δεν υπάρχουν ελεύθερες», απάντησε ο υπάλληλος.
«Δεν υπάρχουν;»
«Οι σουίτες έχουν κλειστεί μήνες πριν».
Ήρεμα, είπε σιωπηλά ο Γκρίφιν στον εαυτό του. Το ν’ αρπάξεις τον υπάλληλο από τα πέτα δε θα είναι λύση. Έφταιγε αυτό το αναθεματισμένο του
χαμόγελο. Αυτός ο τύπος το πιθανότερο θα ήταν να χαμογελά ακόμα και στην τελευταία του ανάσα.
«Βέβαια», είπε ήρεμα. «Τότε θα πρέπει, φοβάμαι, ν’ ακολουθήσουμε τη συμβουλή της βοηθού μου. Δύο δωμάτια, παρακαλώ, κύριε Γουίτμπαϊ».
«Τη συμβουλή της αντιπροέδρου», τον διόρθωσε η Ντάνα. «Δύο δωμάτια, σε διαφορετικούς ορόφους και σε διαφορετικές πτέρυγες, αν είναι δυνατόν».
«Τρία δωμάτια», είπε ο Γκρίφιν μέσα από τα δόντια του. «Στον ίδιο όροφο. Που να επικοινωνούν. Υποθέτω ότι το προσωπικό υπηρεσίας θα μπορεί να
βγάλει το κρεβάτι από το μεσαίο και να φέρει έναν καναπέ και μερικές πολυθρόνες, έτσι;»
«Θα υπάρξει έξτρα χρέωση, φυσικά».
«Βέβαια. Μπορεί όμως να γίνει;»
Ο Γουίτμπαϊ αναστέναξε. «Είμαι σίγουρος ότι θα γινόταν, κύριε... αν είχαμε τρία δωμάτια που να επικοινωνούσαν. Αλλά δεν έχουμε».
Ο Γκρίφιν αρπάχτηκε από την άκρη του πάγκου. «Τρία συνεχόμενα τότε».
«Λυπάμαι, ειλικρινά, κύριε».
«Εντάξει, τότε δώσε μας τρία δωμάτια στον ίδιο...»
Ο Γουίτμπαϊ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχουμε τρία διαθέσιμα δωμάτια, κύριε».
«Δύο τότε», είπε ο Γκρίφιν μ’ ένα δυσοίωνο ύφος.
Το χαμόγελο του υπαλλήλου άρχισε, επιτέλους, να σβήνει. «Κύριε, δεν υπάρχει τίποτα. Όλα τα δωμάτιά μας έχουν κλειστεί εβδομάδες πριν».
Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν. «Για να βεβαιωθώ ότι άκουσα καλά. Δεν έχετε κράτηση στο όνομα της εταιρείας μου ούτε στο δικό μου ούτε και σε
κανένα άλλο όνομα που να έχει σχέση μ’ εμένα. Και τώρα μου λες ότι δεν υπάρχει ούτε ένα δωμάτιο σ’ ολόκληρο το ξενοδοχείο;»
«Φοβάμαι πως ναι, κύριε. Βέβαια, έχουμε κάτι διαθέσιμο, αλλά...»
«Θα το πάρουμε».
Η Ντάνα άγγιξε επιφυλακτικά το μπράτσο του Γκρίφιν. «Μακένα», ψιθύρισε.
Εκείνος στράφηκε προς τη μεριά της. «Τι θέλεις;»
Η Ντάνα κοίταξε τον υπάλληλο και μετά τον Γκρίφιν. «Δεν μπορούμε να μείνουμε στο ίδιο δωμάτιο».
«Άκουσες τι είπε αυτός ο άνθρωπος; Το δωμάτιο αυτό είναι το μοναδικό που υπάρχει».
Ο τόνος της φωνής του ήταν επικίνδυνα ήρεμος, αλλά η Ντάνα δεν έδινε δεκάρα.
«Δε με νοιάζει. Αποκλείεται να μείνω στο ίδιο δωμάτιο με...»
«Μα δεν πρόκειται για δωμάτιο, κυρία».
Ο Γκρίφιν και η Ντάνα κοίταξαν ταυτόχρονα τον υπάλληλο, που κατάπιε νευρικά.
«Είναι σουίτα».
Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στα χείλη του Γκρίφιν. «Σουίτα;»
«Μάλιστα, κύριε».
Η Ντάνα έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Μα μόλις είπατε...»
«Έκανε λάθος», απάντησε ο Γκρίφιν γελώντας. «Όλοι κάνουμε λάθη, κύριε Γουίτμπαϊ, έτσι δεν είναι;»
«Μάλιστα, κύριε. Δηλαδή, όχι ακριβώς...»
«Μην ανησυχείς, Γουίτμπαϊ. Θα στείλω για σένα μια κολακευτική επιστολή στο διευθυντή, όπου θα του λέω πόσο καλά κάνεις τη δουλειά σου. Το κλειδί,
παρακαλώ».
Ο υπάλληλος δίστασε. «Ίσως πρέπει να σας εξηγήσω πρώτα, κύριε Μακένα. Η σουίτα αυτή είναι μοναδική και χρεώνεται ιδιαίτερα».
«Ευγενικό το ενδιαφέρον σου, Γουίτμπαϊ, αλλά θα την πάρουμε».
«Μάλιστα, κύριε. Αλλά λέγοντας μοναδική, εννοώ ότι είναι...»
«Μη μου πεις; Περί τίνος πρόκειται; Μήπως είναι η προεδρική σουίτα;»
Το βλέμμα του υπαλλήλου στράφηκε προς την Ντάνα. Έδειχνε αμήχανος. Καμπανάκι κινδύνου ήταν αυτό που άκουγε ή βούιζαν τ’ αυτιά της;
«Όχι ακριβώς, κύριε», απάντησε ο Γουίτμπαϊ και ξερόβηξε. «Πρόκειται για... για τη νυφική σουίτα».
«Μην ανησυχείς, ένας απλός χαρακτηρισμός είναι», είπε μετά ο Γκρίφιν, οδηγώντας την Ντάνα προς τα ασανσέρ. «Δε σημαίνει τίποτα το ιδιαίτερο».
«Δε νομίζω», επέμεινε εκείνη. «Διαφορετικά θα την έλεγαν δωμάτιο 2010 ή σουίτα 2010. Τη λένε όμως νυφική σουίτα».
«Ξενοδοχείο είναι, Άντερσον. Δίνουν ό,τι ονόματα θέλουν στις σουίτες τους. Αν ο Τζορτζ Ουάσιγκτον κοιμόταν σε κάθε μέρος που είχε τ’ όνομά του, δε
θα του έμενε καιρός ν’ ασκήσει τα καθήκοντα του Προέδρου».
«Δε με νοιάζει τι λες, Μακένα. Δεν πρόκειται να μείνω μαζί σου σε μια νυφική σουίτα».
Σταμάτησαν μπροστά από μια σειρά ασανσέρ με επιφάνειες καλυμμένες με καθρέφτες. Ο Γκρίφιν πάτησε το κουμπί της κλήσης.
«Και ποιος θα μάθει ότι είναι η νυφική σουίτα, αν δεν τους το πεις; Κοίτα, άκουσες τι είπε ο υπάλληλος. Δεν υπάρχει άλλο δωμάτιο».
«Υπάρχουν όμως άλλα ξενοδοχεία».
«Ναι, αλλά το συνέδριο γίνεται σ’ αυτό το ξενοδοχείο. Οι συσκέψεις θα γίνουν εδώ. Και οι παρουσιάσεις. Εδώ θα είναι οι άνθρωποι που κάναμε δυόμισι
χιλιάδες χιλιόμετρα για να συναντήσουμε». Της χαμογέλασε παγερά. «Σ’ αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να μείνουμε, Άντερσον».
«Όχι όμως στη νυφική σουίτα».
«Θα ξεχάσεις επιτέλους αυτό το ανόητο όνομα; Με άκουσες με τ’ αυτιά σου να ρωτώ τον υπάλληλο τι σημαίνει αυτό και να μου απαντά ότι δεν είναι τίποτα
ιδιαίτερο».
«Δεν είπε τέτοιο πράγμα», απάντησε η Ντάνα.
«Δε χρειαζόταν. Μας είπε ότι υπάρχει μία κρεβατοκάμαρα...»
«Ναι, μία κρεβατοκάμαρα», είπε εκείνη και τον αγριοκοίταξε.
«Μία κρεβατοκάμαρα κι ένα μεγάλο σαλόνι». Ο Γκρίφιν χαμογέλασε καθώς οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν μπροστά τους. «Δε θα σε πειράζει να κοιμηθείς
στον καναπέ του σαλονιού, έτσι δεν είναι;»
Ω, όχι, δε θα του έδινε την ικανοποίηση να του απαντήσει. «Υπάρχει επίσης κι ένα μόνο μπάνιο», είπε η Ντάνα μπαίνοντας μέσα στο ασανσέρ. «Ένα
μπάνιο, Μακένα, το καταλαβαίνεις;»
«Ένα χρειαζόμαστε κι εμείς», απάντησε ο Γκρίφιν. Μέσα στο ασανσέρ μπήκε κι ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Οι πόρτες έκλεισαν αθόρυβα. «Όχι ότι μου αρέσει
η ιδέα να το μοιραστώ. Δεν έχω καμιά διάθεση να βλέπω μια κουρτίνα από γυναικεία εσώρουχα κρεμασμένα όταν θα κάνω το πρωινό μου ντους».
Η Ντάνα έριξε μια ματιά στα άλλα δύο άτομα που ήταν μέσα στον ανελκυστήρα. Είχαν τα πρόσωπά τους στραμμένα μπροστά, αλλά τ’ αυτιά τους ήταν
τεντωμένα προς τη μεριά τους.
«Σε πληροφορώ ότι δεν κρεμάω εσώρουχα μέσα στο μπάνιο», είπε χαμηλόφωνα.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
«Και τι τα κάνεις; Τα πλένεις και τα παίρνεις στο κρεβάτι μαζί σου;»
«Τα κρεμάω... Άσ’ το καλύτερα. Δε σε αφορά».
«Με αφορά τώρα που θα μοιραστούμε τη νυφική σουίτα». Ο Γκρίφιν χαμογέλασε πλατιά. «Δεν είναι εκπληκτικό; Σήμερα θα περάσουμε τη νύχτα μαζί και
χθες δε σε ήξερα καλά καλά ακόμα».
Το ηλικιωμένο ζευγάρι γύρισε και κοίταξε την Ντάνα που έγινε κατακόκκινη. «Δεν είναι αυτό που νομίζετε», τραύλισε εκείνη. «Δεν είμαστε... δεν
έχουμε...»
«Ντροπή», είπε η γυναίκα.
Ο άντρας της ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της. «Οι καιροί έχουν αλλάξει, Μοντ».
«Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ, Χάρολντ. Νεαρή μου δεσποινίς, δώσε στον άντρα αυτόν ό,τι θέλει και σε διαβεβαιώ ότι θα πρέπει να ξεχάσεις το
γάμο οριστικά».
«Μα δε θέλω να με παντρευτεί!» Η Ντάνα δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Δεν καταλαβαίνετε. Εκείνος κι εγώ...»
Ευτυχώς, το ασανσέρ έφτασε στον όροφό τους. Οι πόρτες άνοιξαν. Η Ντάνα βγήκε βιαστικά έξω και στράφηκε προς τον Γκρίφιν, που την ακολούθησε.
«Δεν ήταν καθόλου αστείο! Αν νομίζεις ότι θα περάσω ένα Σαββατοκύριακο να σε ακούω να λες σαχλά αστεία...» Σταμάτησε κι έσμιξε τα φρύδια της. Ο
Γκρίφιν κοιτούσε πάνω από τον ώμο της με μια έκφραση που την έκανε ν’ ανατριχιάσει. «Τι συμβαίνει;»
«Κοίτα», μουρμούρισε εκείνος.
Η Ντάνα γύρισε. Ένα πνιχτό βογκητό ανέβηκε στα χείλη της.
Στο βάθος του διαδρόμου υπήρχε μια πόρτα. Ήταν σ’ ένα απομονωμένο σημείο, με δυο ανθοστήλες δεξιά κι αριστερά, γεμάτες λευκά και ροζ
τριαντάφυλλα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Σίγουρα επρόκειτο για κάποιο αστείο. Πάνω στην πόρτα υπήρχε επιπλέον και μια μικρή, μπρούντζινη
πλακέτα. Ακόμα κι από κει που στεκόταν μπορούσε να διαβάσει τι έγραφε επάνω.
«Όχι», ψιθύρισε.
Ο Γκρίφιν γέλασε βιασμένα. Έβγαλε το κλειδί της σουίτας τους, κοίταξε τον αριθμό του δωματίου και μετά την πλακέτα επάνω στην πόρτα.
«Δυστυχώς», της είπε. «Καλώς όρισες στη νυφική σουίτα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7

Η Ντάνα στάθηκε με τα πόδια της να βυθίζονται μέσα στο αφράτο πέλος του λευκού χαλιού που κάλυπτε τη νυφική σουίτα από τη μια άκρη ως την άλλη,
λέγοντας στον εαυτό της να παραμείνει ψύχραιμη.
Πάρε βαθιές ανάσες, είπε σιωπηλά. Εναρμόνισε το σώμα, το μυαλό και το πνεύμα σου. Η ιδέα του τάι τσι είναι να βρίσκεις το κέντρο της ισορροπίας σου.
Την πηγή της δύναμης και της ηρεμίας.
Έκλεισε τα μάτια της κι έβαλε τα χέρια στο διάφραγμά της.
«Εισπνοή», ψιθύρισε. «Εκπνοή. Μέσα, έξω. Μέσα, έξω...»
«Τι διάβολο κάνεις εκεί πέρα;»
Η Ντάνα ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της ξαφνιασμένη. Μπροστά της στεκόταν ο Γκρίφιν και την κοιτούσε σαν να ήταν τρελή.
«Συγκεντρώνομαι...» απάντησε.
«Συγκεντρώνεσαι». Εκείνος έκανε ένα μορφασμό. «Εμένα μου φαίνεται ότι μάλλον αγκομαχάς».
«Μην είσαι ανόητος. Ποτέ δεν...» Το δωμάτιο άρχισε ξαφνικά να γυρνά κι όλα έγιναν γκρίζα.
«Έι!» Ο Γκρίφιν άπλωσε το χέρι του και την έπιασε από τη μέση. «Αυτό μου έλειπε τώρα, Άντερσον. Να λιποθυμήσεις στα χέρια μου».
«Δεν πρόκειται να λιποθυμήσω», είπε εκείνη αδύναμα. «Απλά ένιωσα...»
«Ότι λιποθυμάς. Αυτά παθαίνεις όταν αναπνέεις σαν ατμομηχανή. Έλα, κάθισε».
Η Ντάνα κοίταξε τον καναπέ όπου την οδηγούσε. Είχε το σχήμα μισοφέγγαρου κι ήταν καλυμμένος μ’ ένα λευκό μεταξωτό ύφασμα. Πάνω του υπήρχαν
ριγμένα αφράτα κόκκινα μαξιλάρια σε σχήμα καρδιάς.
Ρίγησε και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Μακένα. «Δεν έχω τίποτα, ευχαριστώ».
«Και να φροντίσεις να μην αποκτήσεις. Δε θα ήθελα να περάσω το χρόνο μου μ’ ένα ξεψυχισμένο θηλυκό».
«Δεν είμαι ξεψυχισμένο θηλυκό, Μακένα. Και πρέπει να σου πω ότι δεν έχω λιποθυμήσει ποτέ στη ζωή μου».
«Ωραία. Γιατί...» Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά πίσω της και σταμάτησε απότομα. «Ω! Για κοίτα! Έχεις ξαναδεί ποτέ τέτοιο μέρος;»
«Όχι», είπε η Ντάνα. «Γι’ αυτό ακριβώς και... προσπαθούσα να συγκεντρωθώ», πρόσθεσε. Ένιωθε σαν να είχαν ακολουθήσει την Ντόροθι στη Χώρα του
Οζ.
«Αυτός που έκανε τη διακόσμηση θα πρέπει να ήταν παράφρων», είπε εκείνος. «Είναι απίστευτο».
Η Ντάνα έσμιξε τα φρύδια της. Ίσως να ονειρευόταν ή να είχε παραισθήσεις. Το είχε ξαναπάθει μια φορά, όταν ήταν μικρή. Η μητέρα της την είχε πάει σε
μια οδοντιατρική κλινική και ο οδοντίατρος –φοιτητής της οδοντιατρικής, όπως είχε μάθει αργότερα– της είχε χορηγήσει κάτι σαν αέριο για να τη ναρκώσει.
Το είχε όμως παρακάνει, με αποτέλεσμα η Ντάνα να δει μπλε πιθήκους να κρέμονται ξαφνικά από το ταβάνι.
Ένα απλό επεισόδιο παραισθήσεων ήταν, της είχαν πει όταν την είχαν συνεφέρει. Όχι και τόσο απλό, είχε σκεφτεί. Κι ο λόγος δεν ήταν το έντρομο βλέμμα
του φοιτητή της οδοντιατρικής, ήταν ο φόβος που είχε νιώσει η ίδια βλέποντας πράγματα που ήξερε ότι δεν είχαν καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Τώρα όμως όλα ήταν αληθινά.
«Μαξιλάρια σε σχήμα καρδιάς», είπε ο Γκρίφιν. «Για φαντάσου!»
Κρατούσε στα χέρια του ένα μαξιλάρι και την κοίταζε χαμογελώντας, σαν να περίμενε να μοιραστεί το αστείο του. Ύστερα το άφησε κι άρχισε να τριγυρνά
μέσα στο δωμάτιο, σταματώντας εδώ κι εκεί για να κοιτάξει από κοντά κάποιο αντικείμενο. «Κοίτα εδώ, Άντερσον. Ποτήρια σαμπάνιας και μια κάρτα που
λέει ότι υπάρχει ένα μπουκάλι στο ψυγείο».
«Ωραία», είπε εκείνη ευγενικά. «Μπορούμε να την προσφέρουμε στους πρώτους καλεσμένους μας».
«Ναι. Για κοίτα κι αυτό. Στερεοφωνικό συγκρότημα με CD». Ο Γκρίφιν γέλασε. «Ρομαντική μουσική».
«Ρομαντική μουσική. Καταπληκτικό».
«Υπάρχει και βίντεο». Ο Γκρίφιν έσκυψε και κοίταξε τις βιντεοκασέτες που βρίσκονταν τακτοποιημένες πάνω στο ράφι. «Καζαμπλάνκα, Ένας αξέχαστος
Έρωτας. Και κάποιο άλλο που λέει, Τα Καλύτερά μας Χρόνια». Συνοφρυώθηκε. «Θα πρέπει να είναι παλιό αυτό».
Η Ντάνα έγνεψε καταφατικά. «Ναι, είναι...»
Κατάπιε με δυσκολία. Τι είχε πάθει; Μια σουίτα, είχε πει ο Γουίτμπαϊ. Μια νυφική σουίτα. Ήξερε τι θα έπρεπε να περιμένει. Κι ήθελε να βάλει τα γέλια,
όπως έκανε ο Γκρίφιν... μόνο που δεν μπορούσε. Κι ύστερα πάλι, γιατί ο λαιμός της είχε στεγνώσει, ακούγοντάς τον να διαβάζει τους τίτλους των
ρομαντικών παλιών αυτών ταινιών;
«Ω διάβολε».
Ανασήκωσε το βλέμμα της και κοίταξε. Ο Γκρίφιν είχε διασχίσει το σαλόνι κι είχε ανοίξει μια πόρτα που υποτίθεται ότι θα ήταν η κρεβατοκάμαρα. Τώρα
είχε στραφεί και κοιτούσε προς το μέρος της.
«Δεν μπορείς να φανταστείς τι υπάρχει εδώ μέσα».
«Τι;» είπε εκείνη, καταβάλλοντας προσπάθεια να ακουστεί εύθυμη.
«Έλα να δεις».
Η Ντάνα φόρεσε ένα χαμόγελο στα χείλη της. «Τι είναι; Η κρεβατοκ... Ω Χριστέ μου!» είπε μόλις κατάφερε να ρίξει μια ματιά.
«Το ίδιο λέω κι εγώ. Θα το πίστευες;»
Όχι, δεν μπορούσε να το πιστέψει. Δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι ένα μπάνιο θα ήταν έτσι. Κι εκείνη που ανησυχούσε ότι θα το μοιραζόταν...
«Ροζ μάρμαρο», είπε ο Γκρίφιν, σφυρίζοντας με θαυμασμό. «Κι ένα ντους που χωράει έξι άτομα μέσα».
«Οκτώ», τον διόρθωσε η Ντάνα εύθυμα, αν και το βλέμμα της δεν ήταν στην ντουσιέρα, αλλά στην μπανιέρα, αν μπορούσε κανείς ν’ αποκαλέσει μπανιέρα
αυτό το πράγμα σε σχήμα καρδιάς.
Κανείς δε θα έκανε ποτέ μπάνιο εκεί μέσα, αυτό ήταν σίγουρο.
Η μπανιέρα ήταν επίσης από ροζ μάρμαρο, βουτηγμένη σε μια ζούγκλα από λουλούδια και φτέρες, λουσμένη στο απαλό φως των προβολέων. Πάνω στο
περβάζι υπήρχαν άλλα δυο ποτήρια σαμπάνιας, δίπλα σε μια ποικιλία από αρωματικά έλαια και αφρόλουτρα.
Ο Γκρίφιν πήρε ένα μπουκάλι, το άνοιξε και μύρισε. «Ιησού Χριστέ. Μύρισε να δεις, Άντερσον».
«Όχι». Η Ντάνα έκανε ένα βήμα πίσω γελώντας. «Είμαι... είμαι αλλεργική στα βαριά αρώματα».
«Ναι, είναι βαρύ», είπε ο Γκρίφιν και κλείνοντας το μπουκάλι το άφησε στη θέση του. «Ωραία διάταξη».
«Ναι, δεν είναι; Θα τα καταφέρουμε. Εννοώ, όταν θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το μπάνιο».
Εκείνος γύρισε και της χαμογέλασε. Ήταν ένα περιπαικτικό χαμόγελο, αλλά η καρδιά της Ντάνα σκίρτησε.
«Ίσως είναι σκόπιμο να παραλείψουμε το ντους και να χρησιμοποιήσουμε την μπανιέρα», είπε. «Υπάρχει αρκετός χώρος για δύο».
Το πρόσωπό της πήρε ένα άλικο χρώμα. Η Ντάνα μίσησε τον εαυτό της γι’ αυτό, αλλά στάθηκε ακλόνητη και τον κοίταξε στα μάτια.
«Θα φτιάξω ένα πρόγραμμα και θα το κολλήσω στην πόρτα», του είπε παγερά. «Έχεις αντίρρηση;»
«Έι, Άντερσον, που πήγε η διάθεσή σου για λίγη περιπέτεια;»
«Εγώ προτιμώ να κάνω ντους το πρωί. Εσύ μπορείς να κάνεις το βράδυ».
Το χαμόγελο του Γκρίφιν άρχισε να σβήνει. «Ο παπιγιονάκιας πότε κάνει ντους;»
Διάβολε, την έκανε ξανά να κοκκινίσει.
«Οι συνήθειες του μνηστήρα μου δε σε αφορούν, κύριε Μακένα».
«Είσαι αρραβωνιασμένη;»
«Είμαστε σαν αρραβωνιασμένοι, αλλά ούτε κι αυτό σε αφορά».
Τα μάτια του Γκρίφιν σκοτείνιασαν. «Αν ήσουν δική μου μνηστή», της είπε μαλακά, «να μ’ έπαιρνε ο διάβολος αν σε άφηνα να φύγεις Σαββατοκύριακο με
κάποιον άλλο».
«Δεν έχω φύγει με κάποιον άλλο άντρα, έχω φύγει μαζί σου, σ’ ένα καθαρά επαγγελματικό ταξίδι. Ο Άρθουρ το ξέρει αυτό, δηλαδή θα το μάθει, μόλις του
τηλεφωνήσω».
«Ναι», είπε ο Γκρίφιν και σταυρώνοντας τα μπράτσα του έγειρε πάνω στον τοίχο, «το πρόσεξα».
«Ποιο πράγμα; Αλήθεια, κύριε Μακένα, θα ήθελα, ξέρεις, να πάω στην κρεβατοκάμαρά μου, να τακτοποιήσω τα πράγματά μου». Ο Γκρίφιν άπλωσε το χέρι
του κι άφησε το δάχτυλό του να γλιστρήσει στο μάγουλό της.
«Ότι δεν τηλεφώνησες στο γερο-Άρθουρ».
«Είπα ότι...»
«Σου πρόσφερα μια δουλειά κι εσύ το μόνο που σκέφτηκες ήταν να πετύχεις τη μεγαλύτερη δυνατή θέση». Το χαμόγελό του ήταν χαλαρό, όπως και το χάδι
του στο μάγουλό της. «Αν ήσουν μνηστή μου, θα περίμενα να σκεφτείς πρώτα εμένα, αντί να μπεις στο πρώτο αεροπλάνο και να φύγεις από την Πολιτεία
μαζί με κάποιον άλλο».
«Θα σταματήσεις να το λες αυτό;» είπε η Ντάνα εκνευρισμένη κι έδιωξε το χέρι του από πάνω της. «Εσύ ο ίδιος είπες ότι δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Κι
επαναλαμβάνω, δεν έχω...»
«Πρόσεχε, Άντερσον». Ο Γκρίφιν γέλασε μαλακά. «Αν έχεις σκοπό να προσβάλεις τον ανδρισμό μου, τότε θα αναγκαστώ να σου αποδείξω πόσο λάθος
κάνεις».
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και καρφώθηκαν το ένα στο άλλο.
«Το απολαμβάνεις», είπε η Ντάνα, με σιγανή, οργισμένη φωνή. «Το διασκεδάζεις να με φέρνεις σε δύσκολη θέση».
«Αυτό κάνω; Σε φέρνω σε δύσκολη θέση;»
«Το ξέρεις πολύ καλά!»
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. Τον είχε καταλάβει. Αυτό ακριβώς έκανε. Κι είχε κάθε δικαίωμα να είναι εκνευρισμένη. Το να φέρνεις μια γυναίκα σε δύσκολη
θέση ήταν άλλος ένας τρόπος να τη φλερτάρεις κι εκείνος δε φλέρταρε ποτέ τις γυναίκες με τις οποίες συνεργαζόταν. Ποτέ δεν το είχε κάνει. Ήταν πολύ
κακό για τη δουλειά.
Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι ήταν πολύ σοβαρή ή ότι είχε μια παράξενη απλοϊκότητα, σπάνια σε μια γυναίκα καριέρας. Σπάνια σε οποιαδήποτε γυναίκα
της εποχής.
«Αν αυτό εδώ το μέρος σε κάνει να νιώθεις άβολα, Μακένα, μην το φορτώνεις σ’ εμένα».
«Μη γίνεσαι ανόητη!» της είπε παγερά, μολονότι ήξερε πολύ καλά ότι η Ντάνα είχε δίκιο. Η σουίτα αυτή τον έκανε πράγματι να νιώθει άβολα, αλλά δεν είχε
σκοπό να την αφήσει να το καταλάβει. Εκείνος είχε το πάνω χέρι. Εκείνος έλεγχε την κατάσταση.
«Είναι καιρός να πιάσουμε δουλειά». Την προσπέρασε, πήρε τις βαλίτσες τους και διέσχισε το σαλόνι. «Θα τακτοποιήσουμε τα πράγματά μας...»
«Ξέχνα τον πληθυντικό», του είπε η Ντάνα, πλησιάζοντας βιαστικά. «Εγώ θα πάρω την κρεβατοκάμαρα κι εσύ το σαλόνι».
«Οι ντουλάπες όμως είναι στην κρεβατοκάμαρα, Άντερσον». Ο Γκρίφιν σταμάτησε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και την άνοιξε σπρώχνοντας με
τον ώμο του. «Κι έχω σκοπό να τακτοποιήσω τα ρούχα μου στην ντουλάπα», πρόσθεσε. «Αν νομίζεις...»
Η φωνή του έσβησε.
«Μακένα; Τι συμβαίνει;»
Εκείνος γέλασε βιασμένα. «Προετοιμάσου γι’ αυτό που θα δεις», της είπε και της άπλωσε το χέρι του.
Η Ντάνα κοίταξε το απλωμένο χέρι, το αγνόησε, πήρε μια βαθιά ανάσα και μπήκε μέσα στην κρεβατοκάμαρα.
«Μετά το μπάνιο, τίποτα δεν μπορεί να με ξαφνιάσει...» είπε κι η ανάσα της κόπηκε. «Θεέ και Κύριε», ψιθύρισε.
«Αχά».
Αν το σαλόνι είχε βγει από τη Χώρα του Οζ, η κρεβατοκάμαρα ήταν...
«Οι Χίλιες Και Μία Νύχτες», είπε ο Γκρίφιν μαλακά.
Η Ντάνα γύρισε και τον κοίταξε. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Είναι...»
Δεν μπορούσε να περιγράψει αυτό που έβλεπε. Δυο τοίχοι ήταν ντυμένοι με ανοιχτό ροζ μετάξι. Ένας ήταν από τζαμαρία κι είχε θέα στον ωκεανό, ενώ ο
τέταρτος καλυπτόταν από καθρέφτη κι ήταν απέναντι από το κρεβάτι, ένα κρεβάτι σκεπασμένο με επίσης ροζ μετάξι και ατέλειωτα μέτρα δαντέλας.
«Διάβολε», είπε ο Γκρίφιν σιγανά.
Στράφηκε προς το μέρος της. Η Ντάνα τον είδε ν’ αντανακλάται στους καθρέφτες· δέκα διαφορετικοί Μακένα που ο καθένας τους την κοιτούσε μ’ έναν
τρόπο που έκανε την καρδιά της να σταματήσει. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και στο δωμάτιο απλώθηκε σιωπή. Όχι, όχι σιωπή. Ένα βουητό έφτανε στ’
αυτιά της, κάτι σαν τον ωκεανό. Ναι, ο ωκεανός θα έπρεπε να ήταν, που έσπαγε στην παραλία από κάτω...
«Ντάνα».
Ο Γκρίφιν ψιθύρισε το όνομά της. Ξαφνικά εκείνη ανακάλυψε ότι το βουητό που άκουγε ήταν το αίμα που έτρεχε ορμητικό στις φλέβες της.
«Όχι», είπε. Δεν κατάλαβε αν αυτή ήταν που προχώρησε προς το μέρος του ή αν πλησίασε εκείνος, πάντως την επόμενη στιγμή βρέθηκε στην αγκαλιά του.
«Όχι, Γκρίφιν».
Ψέμα. Καθώς εκείνος έσκυψε προς το μέρος της, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, βύθισε τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του και του
πρόσφερε τα χείλη της.
Του πρόσφερε τα πάντα.
Εκείνος στέναξε αχνά κι αγκαλιάζοντας το κεφάλι της με την παλάμη του, πήρε το στόμα της στο δικό του. Το φιλί του ήταν διψασμένο, καυτό. Δεν είχε
καμιά τρυφερότητα, αλλά αυτό που αναζητούσε η Ντάνα δεν ήταν η τρυφερότητα. Εκείνον ήθελε. Τον ήθελε πολύ, τον ήθελε για όλη την υπόλοιπη ζωή της.
Κι όταν ο Γκρίφιν τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι, αναστέναξε και βυθίστηκε μαζί του μέσα στο μετάξι, με τα χέρια της να γλιστρούν
ανυπόμονα μέσα από το πουκάμισό του, πάνω στο γεροδεμένο κορμί του.
«Ντάνα», ψιθύρισε ο Γκρίφιν, λες και μόνο αυτό μπορούσε να πει. Προσπάθησε να τραβηχτεί για να μπορέσει να της βγάλει τα ρούχα, αλλά εκείνη
κόλλησε πάνω του ψιθυρίζοντας τ’ όνομά του και φιλώντας τον με μια πρωτόγνωρη λαχτάρα. Ανυπόμονος, ο Γκρίφιν έπιασε την μπλούζα της και την
έσκισε, αποκαλύπτοντας τη σάρκα της στα λαίμαργα χείλη του...
Κάπου ακαθόριστα άρχισαν να χτυπούν παράξενες καμπάνες στο ρυθμό του γαμήλιου εμβατηρίου.
Ήταν το κουδούνι της σουίτας.
Έμειναν και οι δύο ακίνητοι. Το κουδούνι χτύπησε ξανά. Ο Γκρίφιν έβρισε, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήγε ν’ ανοίξει.
Η Ντάνα ανακάθισε. Έτρεμε. Τι ήταν αυτό που είχε κάνει ή, μάλλον, που είχε σχεδόν κάνει; Σηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να σκεφτεί. Από το σαλόνι
άκουσε ομιλίες. Η μία ήταν του Γκρίφιν, απότομη κι οργισμένη. Η άλλη του... Γουίτμπαϊ; Μια φωνή απολογητική.
Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Έντρομη έκανε ένα γύρο. Κάπου θα έπρεπε να υπήρχε ντουλάπα, χολ, ένα μέρος όπου θα μπορούσε να κρυφτεί, να
φτιάξει τα μαλλιά της, την μπλούζα της...
«Ήταν ο διευθυντής».
Η Ντάνα στράφηκε προς την πόρτα. Είδε τον Γκρίφιν να την κοιτάζει ψυχρά. Έκλεισε τα πέτα του σακακιού πάνω από την μπλούζα της, αλλά το βλέμμα
του ήταν καρφωμένο στο πρόσωπό της.
«Ήρθε να μάθει...» Γέλασε σκληρά. «Ήρθε να μάθει αν είμαστε ευχαριστημένοι».
Η Ντάνα ένιωσε την επιδερμίδα της να κοκκινίζει. «Ευχαριστημένοι;» είπε μουδιασμένα.
«Ναι. Ξέρεις, αν η φιλοξενία είναι καλή, αν έχουμε αρκετές πετσέτες...» Ένας μυς σφίχτηκε στο μάγουλό του. «Του είπα ότι δεν μπορούμε να μείνουμε
εδώ».
Εκείνη έγνεψε απότομα καταφατικά. «Ωραία».
«Του είπα ότι αποκλείεται να φιλοξενήσουμε πελάτες μέσα σ’ ένα τέτοιο σκηνικό».
Η Ντάνα έγνεψε ξανά καταφατικά. Ήταν ίσως και το μόνο που μπορούσε να κάνει. Το μυαλό της είχε θολώσει. Κοίταξε επίμονα τον Γκρίφιν. Πώς
μπορούσε να φαίνεται τόσο ήρεμος, τόσο ατάραχος, σαν να βρίσκονταν στο γραφείο, σαν να μην είχαν...
«Του είπα ότι δε γεννήθηκα χθες κι ότι ξέρω πολύ καλά πως τα ξενοδοχεία κρατούν πάντα ένα δυο δωμάτια για περίπτωση ανάγκης ή για να φιλοξενήσουν
κάποιον επώνυμο, που μπορεί να περάσει την πόρτα τους απροειδοποίητα».
«Και τι απάντησε;» Η Ντάνα ξερόβηξε καθαρίζοντας το λαιμό της.
Για μια στιγμή είδε κάτι ν’ αναδεύεται κάτω από το προσωπείο της αταραξίας.
«Μου την έφερε. Μου είπε ότι υπήρχαν αυτά τα δωμάτια, αλλά δεν υπάρχουν πλέον κι ότι αν έμπαινε κάποιος επώνυμος θα έπρεπε να τον βάλουν στην
ντουλάπα με τις σκούπες». Ο Γκρίφιν σταμάτησε. «Έτσι κι εγώ του είπα ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε».
«Όχι!» φώναξε σχεδόν η Ντάνα. «Ξέχνα το, Μακένα. Δεν πρόκειται να μείνω σ’ αυτή...»
«Άκουσέ με, Ντάνα».
«Δεν μπορείς να μου αλλάξεις απόφαση. Ό,τι συνέβη... ό,τι παραλίγο να συμβεί...»
«Τίποτα δε συνέβη».
Η Ντάνα τον κοίταξε επίμονα. Ήταν λες και είχε σμιλευτεί από πέτρα, το πρόσωπό του σκληρό, τα μάτια του παγερά μπλε... Ο άντρας μπροστά της ήταν ο
Γκρίφιν Μακένα, ο ταλαντούχος επιχειρηματίας. Για πρώτη φορά στη ζωή της συνειδητοποίησε γιατί τον σέβονταν και... τον φοβόνταν.
«Τίποτα δε συνέβη», επανέλαβε εκείνος.
Ήταν ανόητο, αλλά τα λόγια του την πόνεσαν.
«Δεν μπορείς να προσποιηθείς...»
«Δεν προσποιούμαι». Ο Γκρίφιν την πλησίασε. Εκείνη έδωσε σιωπηλά στον εαυτό της εντολή να μην οπισθοχωρήσει. «Αναφέρω απλά τα γεγονότα.
Είμαστε κι οι δυο κουρασμένοι κι αυτός εδώ ο χώρος δε σ’ αφήνει ν’ αγιάσεις». Τα χείλη του σφίχτηκαν.
«Μ’ άλλα λόγια είσαι μια γυναίκα κι είμαι ένας άντρας. Και, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας».
Η Ντάνα όρθωσε το ανάστημά της. «Για μια στιγμή, Μακένα...»
«Άσε τη συζήτηση, Άντερσον. Δεν πρόκειται να το κουβεντιάσω. Το βασικό είναι ότι η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχό μας πριν από λίγο, αλλά αυτό δεν
πρόκειται να ξανασυμβεί».
«Έχεις απόλυτο δίκιο».
«Η σεξουαλική έλξη μπορεί να ελεγχθεί, όπως και κάθε άλλο συναίσθημα».
«Συμφωνώ, Μακένα».
Ο Γκρίφιν χαμογέλασε αχνά. «Πιστεύεις ότι θα πρέπει να προσφωνούμε ο ένας τον άλλο με τα μικρά μας ονόματα; Αναλογιζόμενοι τη σχέση μας, εννοώ.
Την επαγγελματική μας σχέση. Θα σε λέω Ντάνα κι εσύ εμένα Γκρίφιν. Αυτή την τακτική ακολουθώ με τους ανθρώπους που συνεργάζομαι. Κι όσο για τα
υπόλοιπα...» Έκανε με το χέρι του μια κίνηση απορριπτική. «Ξέχνα τα».
«Να τα ξεχάσ...»
«Μπορείς να το κάνεις, έτσι δεν είναι;»
Η φωνή του ήταν σκληρή και δυσοίωνη. Για ποιο πράγμα ανησυχούσε; Μήπως θεωρούσε τον εαυτό του τόσο ακαταμάχητα γοητευτικό, που θα έπρεπε να
την αποθαρρύνει; Ε, λοιπόν, δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχεί. Ό,τι είχε συμβεί πριν από λίγα λεπτά ήταν αποτέλεσμα της εξάντλησης των τελευταίων δύο
ημερών. Δεν απείχε πολύ από τους μπλε πιθήκους που είχε δει παλιά να κρέμονται από το ταβάνι.
«Ναι».
«Ωραία, χαίρομαι που το ξεκαθαρίσαμε».
«Κι εγώ. Και τώρα, αν δε σε πειράζει, Γκρίφιν, θα ήθελα να τακτοποιήσω τα πράγματά μου».
«Ασφαλώς».
«Είμαι σίγουρη ότι δε θα έχεις αντίρρηση, αν σου πω ν’ ανοίξεις τη βαλίτσα σου στο σαλόνι».
«Κανένα πρόβλημα».
Η Ντάνα χαμογέλασε ευγενικά και περίμενε τον Γκρίφιν να παραμερίσει. Αλλά εκείνος έμεινε ακίνητος.
«Σε παρακαλώ. Στέκεσαι μπροστά μου».
«Ω!»
Ο Γκρίφιν και πάλι δεν κουνήθηκε. Η Ντάνα ξερόβηξε. «Γκρίφιν, παραμέρισε, σε παρακαλώ».
«Είσαι σίγουρη ότι άκουσες τι σου είπα; Για το ότι δεν υπάρχει τίποτα ν’ ανησυχείς;»
«Φυσικά», του απάντησε εκείνη αμέσως και τον κοίταξε. Την είχε πλησιάσει ή ήταν της φαντασίας της; Τα μάτια του ήταν σκοτεινά κι η καρδιά της
χτυπούσε σαν τρελή.
«Σεξουαλική έλξη», μουρμούρισε εκείνος και το βλέμμα του έπεσε στα χείλη της. «Εύκολο να την ελέγξει κανείς, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που δεν
είσαι ο τύπος μου, Άντερσον».
«Κι εσύ δεν είσαι ο τύπος μου, Μακένα». Η καρδιά της χτύπησε ξανά δυνατά. Το χέρι του ανέβηκε στο λαιμό της και τα δάχτυλά του χώθηκαν μέσα στα
μαλλιά της. Τι είχαν πάθει τα πόδια της και δεν τη βαστούσαν; «Δεν είσαι καθόλου ο...»
Το στόμα του Γκρίφιν σκέπασε το δικό της απαλά. Από τα χείλη της βγήκε ένα αχνό μουρμουρητό. Ανασήκωσε το χέρι της κι άγγιξε το μάγουλό του.
Αμέσως όμως το κατέβασε.
Ο Γκρίφιν ανασήκωσε το κεφάλι του.
«Ήταν απλά μια εκτροπή», ψιθύρισε. «Κατάλαβες;»
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Κατάλαβα». Το χέρι της αυτή τη φορά ακούμπησε στο στέρνο του, πάνω στην καρδιά του. Ο Γκρίφιν το πήρε
και το έφερε στα χείλη του. «Μια εκτροπή», είπε η Ντάνα με φωνή που έτρεμε.
«Σίγουρα», απάντησε ο Γκρίφιν. Ανασήκωσε το πρόσωπό της προς το μέρος του και τη φίλησε ξανά, αργά, παθιασμένα, με την άκρη της γλώσσας του να
παίζει με τη δική της.
Η Ντάνα ρίγησε. «Σίγουρα», είπε και πήρε τη γλώσσα του στο στόμα της.
Ο Γκρίφιν βόγκηξε πνιχτά και τα χέρια του κατέβηκαν στους γλουτούς της. Οι παλάμες του σφίχτηκαν πάνω στη σάρκα της και την ανασήκωσε προς το
μέρος του. Ήταν πολύ ερεθισμένος. Ο ανδρισμός του πίεζε δυνατά την κοιλιά της. Εκείνη ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι αρπάχτηκε από τα
πέτα του.
Ξαφνικά τραβήχτηκαν κι οι δύο ταυτόχρονα. Τα πρόσωπά τους ήταν αναψοκοκκινισμένα. Τα δευτερόλεπτα άρχισαν να περνούν. Στάθηκαν κοιτάζοντας
επίμονα ο ένας τον άλλο. Μετά ο Γκρίφιν πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα.
«Θα κατέβω κάτω να δω ποιοι έχουν έρθει», της είπε, αγγίζοντας φευγαλέα με την ανάποδη της παλάμης του την καμπύλη που διέγραφε ο λαιμός της.
«Εντάξει;»
«Ναι».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ωραία», είπε ήρεμα, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. «Έλα να με βρεις στο μπαρ στις έξι. Εντάξει;»
«Στις επτά», απάντησε η Ντάνα, νιώθοντας την καρδιά της ν’ ανακτά ξανά τον κανονικό της ρυθμό. «Έτσι θα έχω τον καιρό να συνεχίσω το πρόγραμμα
που ξεκίνησα μέσα στο αεροπλάνο».
«Επτά, εντάξει». Ο Γκρίφιν έκανε ένα βήμα πίσω. «Άντερσον;»
Η Ντάνα ξερόβηξε. «Ναι;»
Για μια ατέλειωτη στιγμή εκείνος δε μίλησε. Μετά αγκάλιασε με το ένα του χέρι το πρόσωπό της και τη φίλησε ξανά, με μια γλυκιά τρυφερότητα που τη
ζάλισε.
«Αν η πόρτα έχει κλειδαριά, κλείδωσέ την το βράδυ όταν θα έρθεις να κοιμηθείς», ψιθύρισε.
Βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη περίμενε λίγο μέχρι να σιγουρευτεί ότι την κρατούσαν τα πόδια της κι ύστερα έκλεισε προσεκτικά την πόρτα. Υπήρχε
κλειδαριά. Την κοίταξε, το σκέφτηκε και μετά γύρισε το κλειδί, αν και δεν ήταν πλέον απαραίτητο. Μετά κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και πήρε μια βαθιά
ανάσα.
Τελικά σήκωσε το τηλέφωνο και πάτησε κάποια πλήκτρα.
«Τον κύριο Κόκλεϊ, παρακαλώ», είπε. Ακούγοντας τη γνωστή φωνή του Άρθουρ παραλίγο να βάλει τα κλάματα από ανακούφιση.
«Άρθουρ», άρχισε να λέει εύθυμα. «Φοβάμαι ότι δε θα μπορέσω να έρθω στο ραντεβού μας για δείπνο απόψε. Δε θα το πιστέψεις πού βρίσκομαι...»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

Ο Γκρίφιν κάθισε στο σαλόνι Φοίνικας του Οτέλ ντε λας Πάλμας. Μήπως τρελάθηκα; αναρωτήθηκε.
Πώς αλλιώς μπορούσε να εξηγήσει αυτό που είχε κάνει;
Ήταν ένας ενήλικος, εκλεπτυσμένος, ευφυής, με απόλυτο έλεγχο των συναισθημάτων του, της συμπεριφοράς και των ορμονών του.
Τουλάχιστον αυτός ήταν πριν πλησιάσει την Ντάνα με την ορμή και το πάθος ενός επιβήτορα.
Έφερε το ποτήρι με το μπέρμπον μέχρι τα χείλη του, αλλά μετά το άφησε ξανά κάτω. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να μεθύσει. Ίσως το καλύτερο θα ήταν
να πάει να ρίξει έναν κουβά κρύο νερό πάνω του. Ή να επισκεφτεί έναν καλό ψυχίατρο.
Πες μου, γιατρέ, θα του έλεγε, γιατί ένας άντρας που έχει όποια γυναίκα θέλει, να προσπαθήσει να ρίξει στο κρεβάτι τη μία και μοναδική που δεν του
αρέσει;
Καταπληκτική ερώτηση. Χαμήλωσε το βλέμμα στο ποτό του, έσμιξε τα φρύδια του, το σήκωσε και μετά το ξανακατέβασε γι’ άλλη μια φορά.
«Αλήθεια, γιατί;»
Δεν είχε ιδέα. «Διάβολε», μουρμούρισε.
«Κύριε;»
Ο Γκρίφιν ανασήκωσε το βλέμμα του και είδε τον μπάρμαν να του χαμογελά ευγενικά.
«Θέλετε κάτι;»
«Όχι. Ναι». Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. «Υποθέτω ότι έρχονται εδώ συνέχεια διάφοροι και σου λένε ένα σωρό ιστορίες».
«Ω, και βέβαια, κύριε».
«Οι άντρες μιλάνε συνήθως για γυναίκες, οι γυναίκες για τους άντρες...»
«Περισσότερο είναι οι άντρες που μιλάνε, κύριε».
Ο Γκρίφιν έγνεψε καταφατικά. «Οι γυναίκες είναι σχεδόν ένα τελείως διαφορετικό είδος, σωστά;»
Ο μπάρμαν γέλασε μαλακά. «Μπορείτε να το πείτε κι έτσι».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε κι έσπρωξε το ποτό του παραπέρα. «Πάρε το μπέρμπον και φέρε μου μια σόδα με λεμόνι», είπε.
«Όπως θέλετε, κύριε. Τίποτε άλλο;»
«Όχι, μόνο τη σόδα».
Όταν ο μπάρμαν του σερβίρισε τη σόδα, έγνεψε καταφατικά για να τον ευχαριστήσει κι ήπιε μια γερή γουλιά.
Τι είχε συμβεί εκεί πάνω, στη νυφική σουίτα; Γιατί είχε φιλήσει την Ντάνα Άντερσον;
Την είχε φιλήσει; Ο Γκρίφιν παραλίγο να βάλει τα γέλια. Δεν την είχε φιλήσει απλά, παραλίγο να της επιτεθεί. Και θα το έκανε αν είχε περισσότερο χρόνο
στη διάθεσή του.
Όχι, η επίθεση δεν ήταν η σωστή λέξη. Εκτός κι αν η Ντάνα παραδεχόταν ότι κι εκείνη του είχε επιτεθεί. Όταν την είχε αγγίξει, είχε νιώσει σαν να είχε
αγγίξει τη φωτιά. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο γι’ αυτόν.
Το ποτήρι άρχισε να ταλαντεύεται μέσα στο χέρι του. Το άφησε προσεκτικά κάτω και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μπορεί να ήταν τρελός τελικά. Ή μπορεί να ήταν εκείνη. Απ’ ό,τι μπορούσε να καταλάβει, αποτελούσαν περίπτωση για μελέτη, δύο φαινομενικά λογικοί
άνθρωποι να φτάνουν ξαφνικά στα άκρα.
Το μόνο βέβαιο ήταν ότι δεν είχε ποτέ ξανακάνει κάτι τέτοιο στη ζωή του. Πάντα του άρεσαν οι γυναίκες κι απολάμβανε το αχαλίνωτο, παθιασμένο σεξ,
αλλά διατηρούσε τον αυτοέλεγχό του.
Μέχρι τη στιγμή που είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο η Άντερσον.
Ήταν ανοησία του να την πάει εκεί πέρα. Δε θα έπρεπε να είχε ξεχάσει τι είχε συμβεί στο γραφείο την προηγουμένη. Ούτε και τότε είχε διατηρήσει τον
αυτοέλεγχό του, όπως και στην κρεβατοκάμαρα πριν από λίγο. Αν είχε λίγο μυαλό στο κεφάλι του, έπρεπε...
Διάβολε.
Αν, αν, αν. Θα έπρεπε, θα μπορούσε, θα είχε κάνει...
Ήπιε λίγη σόδα. Πώς του το είχε πει; Ότι όλοι θα πήγαιναν στον παράδεισο αν το «αν» κυβερνούσε τον κόσμο;
Είχε δίκιο. Ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Αυτό που έπρεπε τώρα να κάνει ήταν να ξεχάσει όλες τις ανοησίες και ν’ ασχοληθεί με τη δουλειά.
Εντάξει, ήταν γοητευτική. Και λοιπόν; Στην ατζέντα του υπήρχαν οι πιο όμορφες γυναίκες της Νέας Υόρκης. Τι σημασία μπορούσε να έχει μια απλά
γοητευτική παρουσία μπροστά τους;
«Καμία», μουρμούρισε. «Απολύτως καμία».
Ήταν σέξι; Τον κοιτούσε με τα μάτια της να λάμπουν σαν αστέρια;
«Όχι», μουρμούρισε ο Γκρίφιν.
Η Ντάνα είχε πει ότι δεν ήταν ο τύπος του. Ούτε κι εκείνη ήταν ο δικός του. Εντάξει, μπορεί να είχε πιθανότητες, αλλά τι μ’ αυτό; Βασικά είχε τόση
θηλυκότητα πάνω της όση κι ένα φύλλο χαρτιού.
«Γεια».
Ο Γκρίφιν στράφηκε και κοίταξε τη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά που σκαρφάλωσε στο σκαμπό δίπλα του. Όμορφη, σκέφτηκε. Πολύ όμορφη. Μακριά,
ίσια μαλλιά, οβάλ πρόσωπο, μεγάλα σκούρα μάτια και χείλη σαρκώδη που ξεσήκωναν τη φαντασία του.
Η γυναίκα τού χαμογέλασε. «Ήρθες για το συνέδριο;»
Η φωνή της ήταν σιγανή και ζεστή. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, χωρίς μανίκια, με γυμνή πλάτη. Το στήθος της ορθωνόταν μέσα από το κορσάζ, σαν
άγουρο φρούτο. Χαμογέλασε, έγειρε λίγο πίσω και σταύρωσε τα πόδια της.
Είμαι πολύ τυχερός, είπε ο Γκρίφιν στον εαυτό του.
«Ναι», απάντησε χαμογελώντας. «Κι εσύ;»
Εκείνη έγνεψε καταφατικά. «Είμαι στους Υπολογιστές Όμνιπλεξ», του είπε κι άπλωσε το χέρι της. «Τζούλι Έβερετ».
Ο Γκρίφιν το πήρε και το κράτησε ένα δευτερόλεπτο πάνω από το όριο που καθόριζαν οι καλοί τρόποι. Ένα βάρος φάνηκε να σηκώνεται από τους ώμους
του. Τελικά θα περνούσε ένα ευχάριστο Σαββατοκύριακο.
«Γεια σου, Τζούλι Έβερετ. Εγώ είμαι...»
«Κύριε;»
Ο Γκρίφιν ανασήκωσε το βλέμμα του και είδε τον μπάρμαν να του δίνει το τηλέφωνο. «Συγνώμη που σας διακόπτω, κύριε Μακένα».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. «Τηλεφώνημα;»
«Μάλιστα, κύριε».
«Εντάξει». Πήρε το τηλέφωνο, χαμογελώντας στην κοκκινομάλλα. «Μείνε σ’ αυτή τη σκέψη, Τζούλι Έβερετ».
«Ποια σκέψη;»
«Αυτή που ελπίζω να μοιραζόμαστε για το υπόλοιπο της βραδιάς».
Εκείνη γέλασε. Ήταν ένα όμορφο γέλιο, απαλό και μελωδικό. Ο Γκρίφιν ένιωσε το ηθικό του ν’ ανυψώνεται. Έτσι έπρεπε να είναι οι γυναίκες. Γλυκές και
πρόθυμες να δώσουν ικανοποίηση...
«Μακένα;»
Η οργισμένη φωνή της Ντάνα αντήχησε μέσα στ’ αυτί του. Έκλεισε το μάτι στην κοκκινομάλλα, στράφηκε από την άλλη και άρχισε να μιλά στο τηλέφωνο.
«Τι συμβαίνει, Άντερσον; Πού είναι το πρόβλημα;»
«Εσύ είσαι το πρόβλημα».
Ο Γκρίφιν συνοφρυώθηκε. «Άκου, Άντερσον. Πρόκειται για κάτι σοβαρό; Γιατί αν μπορεί να περιμένει...»
«Πρέπει πάντα να γίνεται το δικό σου, έτσι;»
«Ήδη σου έχω ζητήσει συγνώμη γι’ αυτό», απάντησε εκείνος, χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Δεν υπάρχει ανάγκη να...»
«Είπα να βάλω την τσάντα μου κάτω από το κάθισμα κι εσύ μου είπες ότι θα ήταν καλύτερα να τη βάλεις πάνω από τη θέση».
«Τι στα κομμάτια είναι αυτά που λες;»
«Για την τσάντα μου σου μιλάω, δεν καταλαβαίνεις;»
«Τι έπαθε η τσάντα σου; Διάβολε, Άντερσον...»
«Δεν είναι εδώ».
«Τι πράγμα;»
«Δεν είναι εδώ η τσάντα μου», επανέλαβε η Ντάνα ανυπόμονα. «Μοιάζει με τη δική μου, έχει το ίδιο μέγεθος και χρώμα, αλλά όταν την άνοιξα βρήκα μέσα
τα άπλυτα κάποιου άντρα».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. Αυτό του έλειπε τώρα.
«Εντάξει», της είπε. «Θα το αναφέρω στην αεροπορική εταιρεία».
«Δεν είμαι ανίκανη, Μακένα. Αυτό το έκανα ήδη».
«Και; Θα έχουν ήδη ενημερωθεί, φαντάζομαι, από αυτόν που πήρε τη βαλίτσα σου κατά λάθος. Πες τους να στείλουν κάποιον να γίνει η αλλαγή».
«Υποθέτεις ότι όλα έγιναν κατά λάθος, Μακένα. Η αναστάτωση στην κράτηση του ξενοδοχείου δε σου έμαθε τίποτα;»
Ο Γκρίφιν ένιωσε κάτι να σφυροκοπά στους κροτάφους του. «Έχεις δίκιο. Ξέχνα ό,τι είπα. Μπες στο θέμα».
«Το θέμα είναι ότι δεν έχω τη βαλίτσα μου. Ούτε και η εταιρεία την έχει. Η πτήση συνεχίστηκε για την Μπογκοτά. Τα ρούχα μου πιθανότατα βρίσκονται
μέσα σε μια ψάθινη καλύβα, δίπλα στον Αμαζόνιο».
Ο Γκρίφιν έκλεισε τα μάτια του και μετά τα ξανάνοιξε και κοίταξε προς το ταβάνι. «Ο Αμαζόνιος είναι μακριά από την Μπογκοτά».
«Δε με νοιάζει, που να πάρει! Θέλω τα ρούχα μου!»
«Εντάξει, ηρέμησε. Συμβαίνουν αυτά. Κοίτα, βλέπω ένα μαγαζί στο χολ απ’ όπου μπορείς να βρεις ό,τι χρειάζεσαι. Κατέβα, αγόρασε ό,τι θέλεις και χρέωσέ
το σ’ εμένα».
«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».
«Μην είσαι ανόητη. Δε σου προτείνω να σε σπιτώσω».
Εκείνη τη στιγμή στο οπτικό του πεδίο μπήκε η κοκκινομάλλα. Με μια ματιά ο Γκρίφιν κατάλαβε ότι είχε ακούσει την τελευταία φράση του.
Σκέπασε με την παλάμη του το τηλέφωνο.
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις», της είπε αμέσως.
«Μείνε σ’ αυτή τη σκέψη», απάντησε εκείνη χαμογελώντας αχνά.
Η φωνή της Ντάνα ακουγόταν από το ακουστικό. Την αγνόησε. Κοίταξε την κοκκινομάλλα ν’ απομακρύνεται και μαζί της ν’ απομακρύνονται τα σχέδιά
του για κείνο το βράδυ. Έσφιξε το πιγούνι του, γύρισε την πλάτη του προς την πόρτα κι έβαλε ξανά το ακουστικό στ’ αυτί του.
«Έχεις πέντε λεπτά να κατέβεις κάτω, Άντερσον. Πέντε λεπτά. Αν δεν είσαι, ξέχνα τη δουλειά σου. Έγινα αντιληπτός;»
«Ό,τι πεις, Μακένα». Η φωνή της έτρεμε από την οργή. «Ελπίζω όμως να είσαι έτοιμος να εξηγήσεις σε όλους γιατί τριγυρνώ με σκισμένα ρούχα».
«Εντάξει, κατάλαβα. Μείνε εκεί που είσαι. Θα φροντίσω εγώ για όλα».
«Δε θέλω να φροντίσεις για όλα. Θέλω απλά να μου φέρεις κάτι να φορέσω».
«Θα σου αγοράσω ρούχα και θα τα στείλω επάνω».
«Ευχαριστώ».
«Πες μου τι θέλεις».
«Τα πάντα. Οδοντόβουρτσα, οδοντόκρεμα, βούρτσα μαλλιών».
«Κοίταξε στο μπάνιο. Έχει όλα τα απαραίτητα είδη τουαλέτας».
«Σωστά. Σου μιλώ από το ασύρματο. Μια στιγμή να πάω να δω... Εντάξει, ξέχνα την οδοντόβουρτσα και τα υπόλοιπα. Πάρε μου κάτι να φορέσω για το
βράδυ. Θα μείνω εδώ να δουλέψω το πρόγραμμα μέχρι να έρθει η ώρα να σε συναντήσω κι αύριο θ’ αγοράσω και τα υπόλοιπα».
«Καλό ακούγεται». Ο Γκρίφιν έκανε νόημα στον μπάρμαν να του φέρει χαρτί και μολύβι. «Μέγεθος;»
Η Ντάνα δίστασε. Ο Γκρίφιν τη φαντάστηκε να προσπαθεί να βρει έναν ανώδυνο τρόπο να του δώσει μια τόσο προσωπική πληροφορία.
«Έλα, Άντερσον, τι συμβαίνει; Φοβάσαι μήπως φτιάξω κανένα κέρινο ομοίωμα και καρφώσω πάνω του καρφίτσες;»
«Οκτώ», απάντησε εκείνη παγερά. «Φοράω το νούμερο οκτώ».
Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. «Οκτώ. Υπέροχα. Θ’ αγοράσω ένα τσουβάλι και θα πω να το στείλουν επάνω».
«Πολύ αστείο. Σε παρακαλώ, πάρε μου κάτι απλό».
«Θα κάνω ό,τι μπορώ».
«Μια λευκή μπλούζα με μακριά μανίκια».
«Σου είπα, θα κάνω ό,τι μπορώ».
«Κι ένα σύνολο με παντελόνι. Ή φούστα με σακάκι, αν δεν υπάρχει σύνολο με παντελόνι. Θέλω κάτι συντηρητικό».
«Άντερσον, δεν είμαι ο Καλύτερος Καταναλωτής της Χρονιάς».
«Πες στην πωλήτρια ότι θέλω μια φούστα κάτω από το γόνατο ή ένα παντελόνι. Από τουίντ αν είναι δυνατόν ή από λεπτό μαλλί. Α, και προτιμώ σκούρο
χρώμα...»
Ο Γκρίφιν έκλεισε το τηλέφωνο.
***

Το κατάστημα με τα ρούχα ήταν ακριβώς έξω από το χολ του ξενοδοχείου. Η βιτρίνα ήταν διακοσμημένη με χρυσά κι ασημένια μπαλόνια, ένα φλαμίνγκο
και μερικά μαγιό που τον έκαναν να σταματήσει. Είχε ξαναδεί τέτοια στην Κυανή Ακτή, αλλά μπορούσε πραγματικά μια γυναίκα να φορέσει δυο κομμάτια
μετάξι και σαγιονάρες στις Ηνωμένες Πολιτείες και να βγει έξω;
Σκέφτηκε θλιμμένα την πανέμορφη Τζούλι. Πώς ήταν το επίθετό της, αλήθεια;
Η Ντάνα θα ήταν ακόμα πιο όμορφη έτσι ντυμένη.
Σμίγοντας τα φρύδια του, μπήκε μέσα.
Η πωλήτρια, απροσδιορίστου ηλικίας και κομψή, τον πλησίασε αμέσως. Ο Γκρίφιν αμφέβαλλε αν γνώριζε τη λέξη τουίντ, αλλά έκανε μια προσπάθεια.
«Τουίντ;» είπε εκείνη, με μια έκφραση σαν να είχε καταπιεί μια κουταλιά λεμόνι.
«Τουίντ», επανέλαβε ο Γκρίφιν ανάλαφρα. «Ξέρετε... είναι από μαλλί, το είδος του υφάσματος που προτιμούν οι γεροντοκόρες. Στο νούμερο οκτώ».
Το χαμόγελό της τον διαβεβαίωσε ότι ήταν πρόθυμη να μοιραστεί το αστείο του.
«Ξέρω το ύφασμα, κύριε, αλλά φοβάμαι ότι δεν το ζητά πια κανείς εδώ, στο Σάουθ Μπιτς».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά κι έκανε μια βόλτα μέσα στο μικρό μαγαζί. Παράξενο, αλλά δεν είχε ξαναβρεθεί σε παρόμοιο μέρος. Δε χάριζε ποτέ στις
γυναίκες που συνόδευε ρούχα για δώρο. Αρώματα ναι, λουλούδια, κοσμήματα μερικές φορές, αλλά ρούχα ποτέ.
Τα ρούχα ήταν κάτι προσωπικό... αλλά ήταν επίσης και κάτι πολύ ενδιαφέρον.
«Τι είναι αυτό;» είπε κι έδειξε κάτι από ανοιχτό μπλε μετάξι.
«Εσώρουχο, κύριε. Η κυρία για την οποία πρόκειται προτιμά κάτι τέτοιο αντί για σουτιέν;»
Η σκέψη του Γκρίφιν πέταξε σ’ εκείνο το πρωινό. Ήταν σίγουρος ότι η Ντάνα δε φορούσε τίποτα κάτω από την μπλούζα της. Δεν το χρειαζόταν, εξάλλου.
Είχε νιώσει το στρογγυλό, στητό στήθος της πάνω στο στέρνο του...
«Κύριε;»
Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του. «Θα το πάρω», είπε ξαφνικά.
«Έχουμε και το ίδιο σλιπ», είπε η πωλήτρια και του έδειξε δύο διαφορετικά σλιπ από το ίδιο μετάξι. «Ποιο από τα δύο νομίζετε ότι θα προτιμούσε η κυρία;
Το σορτς ή το σλιπ;»
Η κυρία θα προτιμούσε να με στραγγαλίσει, σκέφτηκε ο Γκρίφιν, ιδιαίτερα αν της αγοράσω εσώρουχα.
«Ω, το σλιπ», είπε αποφασιστικά.
«Υπάρχουν και ίδιες ζαρτιέρες, φυσικά».
«Βέβαια», απάντησε ήρεμα εκείνος.
«Και κάλτσες. Θα προτιμούσε η κυρία ανοιχτό χρώμα; Στο χρώμα της επιδερμίδας, ίσως;»
Διάβολε, πού είχε μπλέξει; Μπορούσε ήδη να φανταστεί την Ντάνα να φορά μόνο τα εσώρουχα, τις ζαρτιέρες και τις κάλτσες...
«Ναι», απάντησε βιασμένα και ξερόβηξε. «Στο χρώμα της επιδερμίδας».
Η υπάλληλος έγνεψε καταφατικά. «Είπατε ότι η κυρία προτιμά τα παντελόνια;»
«Ναι, αυτά προτιμά», είπε ο Γκρίφιν, «αλλά, απ’ ό,τι κατάλαβα, δεν έχετε κάτι τέτοιο από τουίντ».
«Έχω όμως ένα σύνολο από μετάξι που θα πρέπει να της κάνει».
«Είναι στο νούμερο οκτώ;»
«Μάλιστα. Ελάτε να σας το δείξω».
Η υπάλληλος τράβηξε κάτι από μια κρεμάστρα. Τα σέξι εσώρουχα, τα μαγιό στη βιτρίνα, τα ανάλαφρα ρούχα που κρέμονταν παντού μέσα στο κατάστημα
είχαν διεγείρει τη φαντασία του Γκρίφιν. Το σύνολο που ήταν στην κρεμάστρα όμως τον επανέφερε αμέσως στην πραγματικότητα. Ήταν από λευκό μετάξι.
Η φούστα ήταν τόσο μακριά που θα μπορούσε να τη φορέσει και μια καλόγρια και το σακάκι αρκετά φαρδύ, ώστε να χωρά δύο σώματα μέσα.
Το μίσησε αμέσως. Αλλά η Ντάνα θα το λάτρευε.
«Θα το λέγατε συντηρητικό αυτό;» ρώτησε την πωλήτρια.
Η υπάλληλος του έριξε μια παράξενη ματιά. Είχε δίκιο ν’ απορεί, αν αναλογιζόταν κανείς ότι ένας άντρας με τέτοιο γούστο στα εσώρουχα έκανε αυτή την
ερώτηση.
«Μάλλον», είπε σιγανά.
Ο Γκρίφιν έγνεψε καταφατικά. Ήθελε να της πάρει συντηρητικά ρούχα; Ε, λοιπόν, συντηρητικά θα της έπαιρνε.
«Υπέροχα. Στείλτε τα στη...» Παραλίγο να έλεγε «στη νυφική σουίτα», αλλά τα χείλη του δεν μπορούσαν να προφέρουν αυτές τις λέξεις. «Στη σουίτα
2010. Και χρεώστε τα στο λογαριασμό μου».
«Θα θέλατε να δούμε και παπούτσια, κύριε;»
«Παπούτσια;» Ο Γκρίφιν φάνηκε ξαφνιασμένος. «Έχει... έχει παπούτσια. Μαύρα, αν θυμάμαι καλά. Συντηρητικά, όπως και το σύνολο. Ξέρετε, αυτά με το
χαμηλό τακούνι... Τι συμβαίνει;»
Η υπάλληλος ξερόβηξε. «Αν μπορώ να σας προτείνω, κύριε...» Πήρε ένα ζευγάρι δερμάτινα με λουριά, στην ίδια απόχρωση με τα ρούχα. «Αυτά εδώ θα
ταίριαζαν άψογα».
«Ναι, βέβαια». Ο Γκρίφιν άρχισε να νιώθει άβολα. Ίσως έπρεπε να πει στην πωλήτρια τι ήθελε και να την αφήσει να βρει εκείνη τα πάντα, αντί ν’
ανακατεύεται ο ίδιος. «Αν νομίζετε ότι χρειάζεται και παπούτσια, βάλτε τα».
«Τι νούμερο;»
Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του. «Δεν ξέρω. Είναι ψηλή. Όχι πολύ. Είναι...»
«Περίπου στο ύψος μου;»
«Ναι. Ίσως πέντε πόντους ψηλότερη. Και λίγο πιο... ε, με περισσότερες καμπύλες...»
Διάβολε, η υπάλληλος προσπαθούσε να κρύψει ένα χαμόγελο. Κι αυτός... αυτός είχε κοκκινίσει! Ναι, είχε κοκκινίσει γιατί μια γυναίκα που στην ουσία δεν
του άρεσε τον είχε στείλει να κάνει κάτι που κανένας άντρας δε θα το έκανε.
Πήρε μια βλοσυρή έκφραση.
«Στείλτε μερικά μεγέθη επάνω», είπε με το ίδιο ύφος που έδινε εντολή στο χρηματιστή του ν’ αγοράσει δέκα χιλιάδες μετοχές. «Κάποιο θα της κάνει».
Έριξε μια ματιά στο μικρό σωρό από μετάξι που η Ντάνα δε θα αποκαλούσε ποτέ εσώρουχα. «Κι όσο γι’ αυτά εδώ...»
«Κύριε;»
Ξέχνα τα, ήθελε να της πει, αλλά, διάβολε, δεν είχε δικαίωμα ένας άντρας να κάνει όνειρα;
«Στείλτε τα κι αυτά επάνω», είπε. Μετά υπέγραψε το λογαριασμό και βγήκε βιαστικά από το κατάστημα.

***
Παίρνοντας τηλέφωνο την Ντάνα, της είπε ότι σε λίγο θα είχε επάνω ό,τι χρειαζόταν. Ο ίδιος θα περνούσε το απόγευμά του στην αίθουσα συσκέψεων και θα
συναντιόνταν στο χολ στις επτά, όπως είχαν συμφωνήσει.
Στις επτά παρά τέταρτο πήγε να την περιμένει. Το ίδιο πρωινό είχε ετοιμαστεί εν ριπή οφθαλμού. Δεν είχε λόγο να πιστεύει κάτι άλλο για το βράδυ. Οι
γυναίκες γενικά είχαν μια εντελώς διαφορετική άποψη για το χρόνο απ’ αυτή που είχαν οι άντρες, αλλά η Ντάνα αποτελούσε εξαίρεση.
Τα λεπτά περνούσαν. Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά στο μεγάλο ρολόι του τοίχου πάνω από τα ασανσέρ και συνοφρυώθηκε. Επτά και είκοσι. Πού ήταν; Εκείνο
το βράδυ γινόταν ένα κοκτέιλ πάρτι για όσους έπαιρναν μέρος στο συνέδριο. Θ’ ακολουθούσε δείπνο. Ήταν από τα πράγματα που σιχαινόταν, αλλά ήξερε
ότι έπρεπε να το υποφέρει. Έχει κάνει, άραγε, καμιά πρόοδο με το πρόγραμμα; αναρωτήθηκε. Το είχε δουλέψει μόνο δυο ώρες, αλλά...
Ξαφνικά η καρδιά του σταμάτησε. Από το ασανσέρ βγήκε επιφυλακτικά μια γυναίκα. Μια γυναίκα που δεν την είχε ξαναδεί. Η γυναίκα που ήθελε σ’ όλη τη
ζωή του.
Η Ντάνα.
Με το δίκιο της η υπάλληλος τον είχε κοιτάξει σαν να ήταν τρελός, όταν την είχε ρωτήσει αν το σύνολο ήταν συντηρητικό. Συντηρητικό; Του ήρθε να βάλει
τα γέλια με τη βλακεία του.
Ό,τι είχε σκεφτεί για κείνα τα ρούχα ήταν λάθος. Κατ’ αρχάς δεν ήταν λευκά, είχαν το χρώμα του ελεφαντόδοντου, μια απόχρωση που τόνιζε τη ροδαλή
επιδερμίδα της κι έκανε τις μπούκλες των μαλλιών της να λάμπουν ολόχρυσες. Το σακάκι, που νόμιζε ότι ήταν φαρδύ, ήταν στην πραγματικότητα πολύ σέξι,
με μια ζώνη που έσφιγγε τη λεπτή της μέση. Τα πέτα του δεν είχαν κουμπιά κι από μέσα ο Γκρίφιν είδε τη λευκή επιδερμίδα του λαιμού της Ντάνα και τις
απαλές καμπύλες του στήθους της.
Ύστερα ήταν η φούστα. Ο λαιμός του στέγνωσε. Τι ανόητος να πιστέψει ότι η φούστα αυτή δεν ήταν αποκαλυπτική. Εντάξει, ήταν μακριά, αλλά κολλούσε
πάνω στα πόδια της μ’ έναν ιδιαίτερα προκλητικό τρόπο.
Στο χολ απλώθηκε μια ακαθόριστη αναταραχή. Οι παρευρισκόμενοι είχαν γυρίσει και κοιτούσαν. Με την καρδιά του γεμάτη ανυπομονησία, ο Γκρίφιν
άρχισε να πλησιάζει την Ντάνα. Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του και να πει σ’ όλους τους άντρες με τα γουρλωμένα μάτια ότι η όμορφη αυτή γυναίκα
ήταν δική του.
Δική του; Μα δεν ήταν δική του. Δεν ήθελε να είναι δική του.
Ήθελε;
«Γκρίφιν;»
Η φωνή της, μαλακή και υπέροχα γλυκιά, έκανε το σφυγμό του να επιταχυνθεί. Στέκονταν λίγα εκατοστά ο ένας μακριά από τον άλλο. Το κεφάλι της
Ντάνα είχε γείρει προς τα πίσω, τα μάτια της έλαμπαν και τα χείλη της είχαν μισανοίξει. Ο Γκρίφιν παραδόθηκε. Ναι, την ήθελε. Κι εκείνη τον ήθελε. Το
έβλεπε στο επίμονο βλέμμα της.
«Ναι», της είπε μαλακά και της χάρισε ένα δολοφονικό χαμόγελο.
Μπορούσε να λειτουργήσει. Πρώτα αυτό το Σαββατοκύριακο κι ύστερα μια χαλαρή σχέση στην πόλη. Για ένα μήνα, ίσως για δύο...
«Γκρίφιν», είπε εκείνη, «αν ήμαστε μόνοι...»
Το κορμί του τεντώθηκε. Ένιωσε τον ερωτισμό της στιγμής, τα λόγια του πόθου που ήταν έτοιμη να ξεστομίσει εκεί, μπροστά σ’ όλο τον κόσμο.
«Αν ήμαστε μόνοι, θα σε σκότωνα».
Ο Γκρίφιν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του έκπληκτος.
«Σου ζήτησα να μου αγοράσεις τουίντ».
«Δεν είχαν τουίντ».
«Σου ζήτησα κάτι συντηρητικό».
«Συντηρητικό μου είπαν ότι είναι».
«Δεν έχω ξαναφορέσει ποτέ κάτι τόσο... τόσο...»
«Θηλυκό;»
«Αποκαλυπτικό. Όλοι με κοιτάζουν».
«Ναι». Εκπληκτικό πώς μπορούσε να κάνει μια τόσο λογική συζήτηση, όταν στην πραγματικότητα ήθελε να την πάρει στα χέρια του και να την
απομακρύνει από κει. «Είσαι... είσαι...»
Το χέρι της Ντάνα γλίστρησε κρυφά και τον χτύπησε στο στομάχι. «Και τι ήταν αυτό με τα...» Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. «...με τα εσώρουχα;»
Ο Γκρίφιν πέρασε τα μπράτσο του γύρω από τη μέση της. «Μπορούμε να το συζητήσουμε κάπου αλλού;»
«Θα το συζητήσουμε εδώ, τώρα».
«Ωραία. Τότε θα πρέπει να μιλάς λίγο πιο δυνατά, γιατί ο κύριος δεξιά σου δεν ακούει καλά τι λέμε».
Η Ντάνα έριξε μια ματιά στα δεξιά της και το πρόσωπό της ρόδισε. Άφησε τον Γκρίφιν να την οδηγήσει σε μια γωνιά, πίσω από δυο μεγάλες γλάστρες με
φοίνικες.
«Απάντησέ μου», του πέταξε και τραβήχτηκε από το χέρι του. «Γιατί στα κομμάτια μου αγόρασες αυτά τα εσώρουχα;»
Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Νόμιζα ότι τα χρειαζόσουν».
«Δεν τα χρειάζομαι. Έχω τα κατάλληλα...» Το αίμα έβαψε ξανά το πρόσωπό της κόκκινο. «Ξέρεις τι εννοώ. Αυτά που διάλεξες είναι... εξοργιστικά».
«Ήταν τα μόνα που είχαν». Δεν της έλεγε απόλυτα ψέματα. Εξάλλου, δεν ήταν τα μόνα που είχε δει; Το βλέμμα του γλίστρησε πάνω της, σταμάτησε στα
χείλη της κι ύστερα ανέβηκε ξανά στα μάτια της. «Πες μου, λοιπόν».
«Τι να σου πω;»
Εκείνος χαμογέλασε χαλαρά.
«Τα φοράς;»
«Αν τα...» Η Ντάνα ανασήκωσε το πιγούνι της. «Αυτό δε σε αφορά».
Ο Γκρίφιν χαμογέλασε και η ανάσα της κόπηκε μπροστά στην επικίνδυνη υπόσχεση που της έδινε το χαμόγελό του.
«Που σημαίνει ότι τα φοράς».
«Που σημαίνει αυτό που σου είπα, Μακένα. Δε σε αφορά. Αλλά, ακόμα κι αν τα φορώ, είναι επειδή έκανα ντους και δεν μπορούσα να ξαναβάλω τα ίδια που
φορούσα όλη μέρα».
«Ντους;» Ο Γκρίφιν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της. Ένιωσε το απαλό μετάξι να γλιστρά, τη ζεστασιά της σάρκας της. «Χρησιμοποίησες την
μπανιέρα, φαντάζομαι», της είπε με το χέρι του να γλιστρά κάτω από τα μαλλιά της στον αυχένα της.
Η Ντάνα κατάπιε με δυσκολία. «Μην αλλάζεις θέμα! Δεν είχες κανένα δικαίωμα να μου αγοράσεις εσώρουχα».
Εκείνος χαμογέλασε. «Ήθελες να με στραγγαλίσεις μόλις τα είδες, σωστά;»
«Δεν πρόκειται να λειτουργήσει, Μακένα».
«Ποιο; Τα εσώρουχα; Μα ήδη παραδέχτηκες ότι τα φοράς...»
«Εννοώ αυτό το... το παιδιάστικο σχέδιο που έχεις βάλει κατά νου». Τα δάχτυλά του χάιδευαν απαλά την επιδερμίδα της. Τι όμορφα που ήταν! Ήθελε να
γείρει το κεφάλι της και να γουργουρίσει ευχαριστημένη σαν γάτα...
«Ποιο παιδιάστικο σχέδιο;»
«Είμαι έξυπνη γυναίκα, Μακένα. Ξέρω τι πας να κάνεις».
«Αλήθεια;» Τα μάτια του Γκρίφιν σκοτείνιασαν. Την πλησίασε, αλλά εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. Η πλάτη της ακούμπησε στον τοίχο. «Ωραία, Άντερσον.
Πολύ ωραία. Γιατί εγώ δεν ξέρω τι κάνω».
«Ξέρεις. Προσπαθείς να... Μην το κάνεις αυτό!»
«Απλώς σε μυρίζω». Ο Γκρίφιν έσκυψε κι άγγιξε πρώτα την άκρη της μύτης του και μετά τα χείλη του στην ευαίσθητη επιδερμίδα πίσω από τ’ αυτί της. «Τι
άρωμα φοράς;»
«Είναι...» Θεέ και Κύριε, τα γόνατά της λύγιζαν! «Είναι έλαια μπάνιου. Τα βρήκα μέσα στο καλάθι που υπάρχει δίπλα στην μπανιέρα».
«Νόμιζα ότι είπες πως δε χρησιμοποίησες την μπανιέρα».
«Αλήθεια είναι. Απλά άπλωσα το λάδι μετά από...»
«Άπλωσες;» Ο Γκρίφιν την πλησίασε ακόμα περισσότερο. Τώρα το κορμί του ακουμπούσε πάνω στο δικό της. Η Ντάνα ένιωσε τη ζεστασιά του να περνά
πάνω της και τον ερεθισμένο του ανδρισμό να πιέζει την κοιλιά της. «Παντού;» Η φωνή του ήταν σιγανή. «Αν ήμουν εκεί, θα μπορούσα να σου το απλώσω
εγώ».
Εκείνη έκλεισε τα μάτια της. «Σε παρακαλώ, σταμάτα».
«Τι πράγμα; Προσπαθώ να σε εντυπωσιάσω με το πόσο χρήσιμος μπορώ να γίνω».
Ένα αχνό βογκητό βγήκε από τα χείλη της. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που ήταν σίγουρη ότι ο Γκρίφιν μπορούσε να την ακούσει.
«Μακένα...»
«Γκρίφιν». Έσκυψε κι άγγιξε απαλά τα χείλη της. «Ένας άντρας και μια γυναίκα που μοιράζονται μια νυφική σουίτα, πρέπει τουλάχιστον να μιλάνε με τα
μικρά τους ονόματα».
«Άκουσέ με», είπε απελπισμένη η Ντάνα. «Έκανα ντους επειδή είχα αργήσει. Πέρασα όλο το απόγευμα δουλεύοντας το πρόγραμμα».
«Αλήθεια;»
«Ναι. Πρέπει να ξαναπροσπαθήσω αργότερα».
«Πολύ αργότερα».
«Να σε πάρει, Γκρίφιν! Είναι άδικο. Προσπαθώ να σου πω ότι έκανα πρόοδο στο πρόγραμμα κι εσύ... εσύ προσπαθείς να με αποπλανήσεις».
Έγινε σιωπή. Μετά εκείνος τραβήχτηκε τόσο όσο χρειαζόταν για να την κοιτάξει στα μάτια.
«Έχεις δίκιο», της είπε ήρεμα. «Αυτό κάνω».
Η Ντάνα κοκκίνισε. «Δε... δεν περίμενα να το παραδεχτείς τόσο... τόσο...»
Εκείνος πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Είναι αργά πια για να λέμε ψέματα, Ντάνα. Δεν είμαστε παιδιά. Ξέρουμε και οι δύο τι συμβαίνει».
Η λογική της της έλεγε ν’ αρνηθεί τα λόγια του, αλλά πώς μπορούσε να το κάνει, μετά από κείνες τις στιγμές που είχαν περάσει το απόγευμα; Πώς
μπορούσε όταν τον κοιτούσε κι έτρεμε από τον πόθο;
«Είναι λάθος», ψιθύρισε.
«Γιατί είναι λάθος;»
«Γιατί...» Αλήθεια, γιατί ήταν λάθος; «Υπάρχει άλλη γυναίκα. Σε είδα μαζί της στο εστιατόριο».
«Η Σίνθια;» Ο Γκρίφιν κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Απλή φίλη είναι». Τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Κι ο παπιγιονάκιας; Έχεις πραγματικά κάτι μαζί
του;»
«Ο Άρθουρ; Όχι. Θέλω να πω, ποτέ δεν είπε...»
Ο Γκρίφιν την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε. «Δεν έχω ποθήσει ποτέ γυναίκα όπως ποθώ εσένα», ψιθύρισε, με το βλέμμα του βυθισμένο στο δικό
της. «Μίλησέ μου ειλικρινά, Ντάνα. Κι εσύ με θέλεις το ίδιο».
Είχε δίκιο. Κι εκεί ήταν το λάθος. Γιατί, αν κοιμόταν μαζί του, θα ήταν κάτι που δε θα το ξεχνούσε ποτέ...
Εκείνος πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της. «Έλα μαζί μου».
«Πού;»
Στο κρεβάτι, ήθελε να της πει... αλλά όχι ακόμα. Ήθελε να παρατείνει την απόλαυση της ανυπομονησίας, μέχρι να τυλιχτούν και οι δύο μέσα στις φλόγες
του πόθου.
«Δεν ξέρω. Μπορούμε να κάνουμε βόλτα στην παραλία. Ίσως ν’ ανάψουμε και μια φωτιά», ψιθύρισε. «Μπορούμε να χορέψουμε κιόλας στην άμμο. Σ’
αρέσει να χορεύεις;»
Εκείνη τον κοίταξε και χαμογέλασε. «Ναι, μ’ αρέσει...»
Ο Γκρίφιν έσκυψε και τη φίλησε λαίμαργα. Αυτή τη φορά η Ντάνα ανασηκώθηκε προς το μέρος του, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και
μισάνοιξε τα χείλη της.
«Γκρίφιν», ψιθύρισε κι έκρυψε το ξαναμμένο πρόσωπό της στο στήθος του. «Γκρίφιν...»
Ένιωσε το ρίγος που διαπέρασε το κορμί του. «Στο διάβολο», είπε εκείνος και την οδήγησε έξω στο χολ του ξενοδοχείου, βγαίνοντας πίσω από τους
φοίνικες. «Το μόνο μέρος που θα πάμε είναι...»
«Ω Θεέ μου!» Η Ντάνα ξαφνικά σταμάτησε και το πρόσωπό της έγινε κάτασπρο. «Κοίτα», ψιθύρισε κι έδειξε προς τη ρεσεψιόν.
«Τι συμβαίνει;» είπε ο Γκρίφιν ενοχλημένος. Αμέσως μετά ένα βογκητό βγήκε από τα χείλη του. Στη ρεσεψιόν στεκόταν μια γυναίκα. Ήταν
αναψοκοκκινισμένη κι έδειχνε χαμένη. «Σίνθια;» μουρμούρισε με δυσπιστία.
Η Ντάνα τραβήχτηκε από κοντά του. «Απλή φίλη, ε;» Η φωνή της έτρεμε. Γύρισε και τον κοίταξε. Τα μάτια της πετούσαν φωτιές. «Φίδι! Τι είδους
άνθρωπος είσαι;»
«Ντάνα, σου τ’ ορκίζομαι, δεν είχα ιδέα ότι θα έρθει εδώ».
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια...»
«Και σκέφτηκες να δοκιμάσεις την τύχη σου μαζί μου, έτσι;»
«Θα πρέπει ν’ αποφάσισε να μου κάνει έκπληξη».
«Και σου την έκανε».
«Θα με ακούσεις...» Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν. «Να με πάρει ο διάβολος».
«Αυτό ξαναπές το!» Η Ντάνα έβαλε τα χέρια στους γοφούς της. «Αν δεν ήμουν κυρία, Μακένα, θα σου έλεγα μερικά πολύ όμορφα κοσμητικά...»
«Σου προτείνω να κατέβεις από τον άμβωνα, Άντερσον», είπε ο Γκρίφιν και, πιάνοντάς την από τους ώμους, την έστρεψε προς την είσοδο του ξενοδοχείου.
Η φωνή του ήταν ανέκφραστη και παγερή. «Δεν είσαι σε θέση να μου κάνεις μαθήματα ηθικής, με αυτά τα δεδομένα».
Η Ντάνα έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Άρθουρ;» ψέλλισε εμβρόντητη.
«Ο παπιγιονάκιας με σάρκα και οστά». Ο Γκρίφιν κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία.
«Δεν καταλαβαίνω. Εγώ ποτέ...»
«Ναι, το ξέρω. Αλλά όταν παίζεις ένα παιχνίδι έχεις και το ρίσκο του». Τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τον καρπό της. «Ώρα να χορέψουμε στο
ρυθμό της μουσικής, μωρό μου». Μόλις που πρόλαβε να φορέσει ένα χαμόγελο στα χείλη της, καθώς την τράβηξε και διέσχισαν μαζί το χολ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Ο Γκρίφιν δεν μπορούσε να το πιστέψει.


Το χολ ήταν σαν σκηνή πριν τραβηχτεί η αυλαία. Καμιά κίνηση, κανένας ήχος. Όλοι οι βασικοί χαρακτήρες με τις μάσκες τους, στη θέση τους, έτοιμοι να
πουν τα λόγια του ρόλου τους.
Στη ρεσεψιόν στεκόταν η Σίνθια και κοντά στην πόρτα της εισόδου ο παπιγιονάκιας.
Δίπλα του ήταν η Ντάνα, έξαλλη από θυμό.
«Κοίτα τώρα τι έκανες», του είπε και, τραβώντας το χέρι της από το δικό του, κατευθύνθηκε προς τον Άρθουρ.
Ο Γκρίφιν την κοίταξε καθώς απομακρυνόταν. Τι είχε κάνει; Μα, φυσικά. Καθαρά γυναικεία αντίδραση να τον κατηγορεί για κάτι για το οποίο ήταν
απόλυτα αθώος. Ο Θεός ήξερε ότι δεν είχε προσκαλέσει τη Σίνθια να πάει εκεί πέρα. Εκείνη όμως είχε, άραγε, καλέσει τον Άρθουρ; Αν έκρινε από τον τρόπο
που τον είχε φιλήσει πίσω από τους φοίνικες δεν του φαινόταν πιθανό, αλλά οι γυναίκες ήταν απρόβλεπτα πλάσματα –άλλος ένας λόγος για να μην μπαίνουν
στον κόσμο των επιχειρήσεων.
«Γκρίφιν!»
Ο Γκρίφιν φόρεσε ένα χαμόγελο στα χείλη του. Η Σίνθια τον είχε δει και τώρα τον πλησίαζε με ενθουσιασμό, κουνώντας τα χέρια της σαν μαζορέτα.
«Σίνθια. Τι έκπλ...»
«Ω Γκρίφιν», είπε εκείνη και ρίχτηκε στην αγκαλιά του. Ήταν κάτι που το έκανε για πρώτη φορά, κάτι που ο Γκρίφιν ευχόταν να μην το είχε κάνει. Για μια
στιγμή δίστασε, αλλά μετά τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της.
Δίπλα στην πόρτα ο παπιγιονάκιας έκανε το ίδιο στην Ντάνα.
Διάβολε, σκέφτηκε ο Γκρίφιν. Διάβολε!
Η Σίνθια τραβήχτηκε, έπλεξε τα δάχτυλά της στα δικά του και του χαμογέλασε.
«Ξαφνιάστηκες, αγάπη μου;»
Αν είχε ξαφνιαστεί; Είχε μείνει εμβρόντητος. Και τι ήταν πάλι εκείνο το «αγάπη μου»;
Την είδε να γελά χαρούμενα. Υπερβολικά χαρούμενα, συνειδητοποίησε ο Γκρίφιν, νιώθοντας τα χέρια της να παγώνουν μέσα στα δικά του.
«Το ξέρω ότι σου ήταν ξαφνικό. Αν θέλεις να φύγω, πες το μου και θα γυρίσω αμέσως σπίτι. Αλλά σκέφτηκα... Ξέρεις, φάγαμε με τη Μέριλιν. Η μια
κουβέντα έφερε την άλλη και μου είπε...»
Ο Γκρίφιν ένιωσε το σφυγμό του να επιταχύνεται. «Η μητέρα μου σου πρότεινε να έρθεις;» τη ρώτησε ήρεμα.
«Όχι», απάντησε η Σίνθια, οπισθοχωρώντας αμέσως. «Συζητούσαμε για το πώς προτιμούν οι άντρες τις γυναίκες τους και τότε σκέφτηκα πόσο όμορφο θα
ήταν να έρθω ξαφνικά να σε δω». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Ήταν ανόητο από μέρους μου, Γκρίφιν, έτσι; Συγνώμη. Θα πάρω ένα ταξί και...»
«Μην είσαι ανόητη».
«Είσαι σίγουρος;»
Υπάρχουν φορές στη ζωή ενός άντρα που ένα ψέμα είναι πράξη ευγένειας. Όσο για το Σαββατοκύριακο που ανυπομονούσε να περάσει μέχρι πριν από λίγες
στιγμές... Το βλέμμα του καρφώθηκε πάνω στην Ντάνα. Ήταν κρεμασμένη στο μπράτσο του παπιγιονάκια και του χαμογελούσε σαν να ήταν ο όμορφος
πρίγκιπας.
Πώς του είχε περάσει από το μυαλό ότι ήθελε να την πάει στο κρεβάτι;
«Ασφαλώς», είπε απότομα.
Η Σίνθια χαμογέλασε. «Υπέροχα, αγάπη μου. Σου υπόσχομαι να μην είμαι μέσα στα πόδια σου. Το ξέρω ότι έχεις σημαντική δουλειά να κάνεις εδώ».
Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και το χαμόγελο έσβησε κάπως από τα χείλη της. «Απ’ ό,τι βλέπω, ήδη σε πήρα από μια συζήτηση. Πολύ γοητευτική
γυναίκα. Δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι ασχολείται με τους υπολογιστές».
Ο Γκρίφιν κοίταξε ξανά το ευτυχισμένο ζευγάρι. Ήταν αφοσιωμένοι στην κουβέντα τους. Τα χέρια του παπιγιονάκια ακουμπούσαν χαλαρά στη μέση της
Ντάνα, που τον κοιτούσε με προσοχή.
«Ναι», είπε βεβιασμένα.
«Τι κάνει;»
Με τρελαίνει, σκέφτηκε εκείνος σμίγοντας τα φρύδια του.
«Γκρίφιν; Έχει έρθει για το συνέδριο;»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Δουλεύει στην Ντάτα Μπάιτς, την εταιρεία που αγόρασα. Είναι αντιπρόεδρος έρευνας και ανάπτυξης».
Τα μάτια της Σίνθια άνοιξαν διάπλατα. «Αλήθεια; Ω, θα ήθελα να τη γνωρίσω. Πάντα μου άρεσαν οι γυναίκες που χωρίς να παραιτηθούν από τη
θηλυκότητά τους πετυχαίνουν στον κόσμο των αντρών». Τον έπιασε από το μπράτσο και του χαμογέλασε. «Θα με συστήσεις, αγάπη μου; Αν και ίσως θα
έπρεπε να περιμένουμε μια πιο κατάλληλη στιγμή. Η αντιπρόεδρός σου φαίνεται πολύ απασχολημένη τώρα».
«Από την άλλη πάλι», είπε ο Γκρίφιν πιάνοντας τη Σίνθια από το χέρι, «καμιά στιγμή δεν είναι καλύτερη από το παρόν».
Πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα στην Ντάνα. «Κυρία Άντερσον», είπε ο Γκρίφιν χαμογελώντας παγερά. «Καταπληκτικό. Βλέπω πέσατε πάνω σε έναν παλιό
φίλο».
Το χαμόγελο της Ντάνα ήταν το ίδιο ψυχρό με το δικό του. «Όπως κι εσείς, κύριε Μακένα. Μικρός που είναι ο κόσμος, δε συμφωνείτε;»
«Απίστευτα». Ο Γκρίφιν τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Σίνθια. «Από δω η Σίνθια Γκούντινγκ. Η Ντάνα Άντερσον».
«Χαίρομαι, δεσποινίς...» Η Σίνθια δίστασε. «Έχουμε ξανασυναντηθεί;»
«Δε νομίζω», είπε η Ντάνα. Ήταν αλήθεια. Δεν είχαν συναντηθεί επίσημα, απλά είχαν προσπεράσει η μια την άλλη μέσα στο Πορτοφίνο. Της άπλωσε το
χέρι. Η Σίνθια το κοίταξε και μετά το πήρε. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κυρία Γκούντινγκ».
«Ω, μη με αποκαλείτε κυρία», είπε η Σίνθια, περνώντας χαρούμενα το μπράτσο της στον αγκώνα του Γκρίφιν. «Δεσποινίς είμαι. Δεν είμαι, ξέρετε, οπαδός
όλων αυτών των φεμινιστικών ανοησιών, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;»
Τρεις ή τέσσερις φορές τον είχε πει αγάπη της μέσα σε πέντε λεπτά; Ένας μυς σφίχτηκε στο πιγούνι του Γκρίφιν. «Ναι, Σίνθια».
«Μια κι εγώ είμαι όμως», είπε η Ντάνα με ύφος απότομο, «γιατί να μην κάνουμε τα πράγματα εύκολα; Είμαι η Ντάνα κι εσύ είσαι η Σίνθια».
«Κι εγώ είμαι ο Άρθουρ», επενέβη εκείνη τη στιγμή ο Άρθουρ χαρούμενα.
«Ω». Η Ντάνα κοκκίνισε. «Ω, λυπάμαι πολύ. Από δω ο Άρθουρ Κόκλεϊ. Ο Γκρίφιν Μακένα. Είναι ο...»
Ο Άρθουρ γέλασε. «Ξέρω ποιος είναι, καλή μου. Όλοι ξέρουν τον Γκρίφιν Μακένα». Του άπλωσε το χέρι του. «Χάρηκα».
Ο Γκρίφιν αντάλλαξε μια χειρονομία μαζί του, γνέφοντας καταφατικά. «Χάρηκα κι εγώ, Κόκλεϊ».
«Έχω παρακολουθήσει την πορεία της καριέρας σας μ’ ενδιαφέρον, κύριε Μακένα».
«Γκρίφιν», είπε εκείνος. «Ή σκέτο Μακένα. Η κυρία Άντερσον. δεν ανέφερε ότι σε περίμενε».
Ο Άρθουρ γέλασε. «Δε με περίμενε. Έκπληξη της έκανα».
«Δεν είναι καταπληκτικό;» είπε η Σίνθια χαρούμενα. «Κι εγώ έκανα έκπληξη στον Γκρίφιν».
«Ένα βράδυ γεμάτο εκπλήξεις», είπε η Ντάνα χαρούμενα.
Στη μικρή παρέα απλώθηκε σιωπή.
«Δεν πάμε να πιούμε ένα ποτό;» είπε μετά ο Γκρίφιν κοφτά.
«Υπέροχα», απάντησε η Σίνθια. «Αλλά...» Κοκκίνισε. «Έχω κάποιο πρόβλημα, αγάπη μου. Μόλις μου είπαν στη ρεσεψιόν ότι δεν έχουν διαθέσιμα
δωμάτια. Εγώ τους είπα... τους ζήτησα...» Γέλασε νευρικά. «Τους είπα ότι ήρθα να περάσω το Σαββατοκύριακο μαζί σου».
«Δεν είναι πολύ όμορφο;» Το χαμόγελο της Ντάνα ήταν λες από ατσάλι.
Ο Γκρίφιν της το ανταπέδωσε. «Πράγματι», είπε, αγνοώντας το γεγονός ότι η σχέση του με τη Σίνθια δεν είχε ποτέ ξεπεράσει ένα φιλί για καληνύχτα. «Δεν
είναι;»
«...κι ο υπάλληλος κοίταξε στον υπολογιστή, αγάπη μου, και είδε ότι το δωμάτιό σου είναι...»
«Το 2010», είπε ο Γκρίφιν βιαστικά.
Ο Άρθουρ συνοφρυώθηκε. «Είσαι σίγουρος; Νομίζω ότι η Ντάνα, όταν μιλήσαμε το απόγευμα στο τηλέφωνο, μου είπε ότι αυτό είναι το δικό της δωμάτιο
κι ότι μπορούσα να την πάρω κατευθείαν εκεί, αντί μέσω της ρεσεψιόν».
«Όχι», είπε η Ντάνα.
«Όχι», είπε κι ο Γκρίφιν ταυτόχρονα και ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του. «Αυτό είναι το νούμερο της εταιρικής σουίτας της Ντάτα Μπάιτς».
Ο Άρθουρ φάνηκε ακόμα περισσότερο μπερδεμένος. «Δεν καταλαβαίνω, Ντάνα. Μένεις στην ίδια σουίτα με τον Γκρίφιν;»
«Όχι», απάντησε εκείνος.
«Ναι», είπε η Ντάνα και γέλασε νευρικά καθώς στράφηκαν όλοι προς το μέρος της. «Εννοώ... εννοώ...»
«Εννοεί», επενέβη ο Γκρίφιν μαλακά, «ότι μοιραζόμαστε το σαλόνι της σουίτας».
«Κι είναι το δωμάτιο 2010;» Ο Άρθουρ κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία. «Έχω μπερδευτεί. Αν το σαλόνι είναι το νούμερο 2010, τότε το δωμάτιό σου
τι νούμερο έχει, Ντάνα;»
Η Ντάνα έριξε μια απελπισμένη ματιά στον Γκρίφιν. «Δε θυμάμαι. Κύριε Μακένα; Μπορείτε...»
«Διάβολε, όχι», απάντησε εκείνος γελώντας. «Δεν τα πάω καλά με τους αριθμούς, κυρία Άντερσον. Το ξέρετε». Κοίταξε χαρούμενα τη Σίνθια που τον
κοιτούσε κι εκείνη σαστισμένη. «Δεν είναι εκπληκτικό; Κάποιος που δεν τα πάει καθόλου καλά με τα νούμερα να βρίσκεται σ’ ένα συνέδριο για
υπολογιστές;»
«Κάτι παραπάνω από εκπληκτικό», είπε ο Άρθουρ σιγανά. «Δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον με τέτοια επιτυχία στη Γουόλ Στρητ να μην τα πηγαίνει καλά
με τα νούμερα».
«Δεν το εννοούσε». Τα κεφάλια στράφηκαν προς την Ντάνα. «Θέλω να πω, εννοούσε ότι δεν τα πάει καλά με τα απλά νούμερα που δεν έχουν το σήμα του
δολαρίου».
Διάβολε, σκέφτηκε ο Γκρίφιν αηδιασμένος. Το χάσμα ανάμεσά τους γινόταν όλο και πιο βαθύ.
«Έχω μια ιδέα», της είπε απότομα. «Σίνθια; Κόκλεϊ; Έχετε δειπνήσει; Υπέροχα», είπε πριν προλάβει κανείς ν’ απαντήσει. «Η κυρία Άντερσον κι εγώ μόλις
ετοιμαζόμαστε να πάμε για φαγητό. Γιατί να μη συνεχίσουμε την κουβέντα μας στην τραπεζαρία;»
«Και οι τέσσερις;» είπε η Ντάνα με φωνή βιασμένη. Και πάλι όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Κοκκίνισε. «Θέλω να πω... δε θα δοθεί δείπνο για όσους
παίρνουν μέρος στο συνέδριο απόψε, κύριε Μακένα;»
«Θα το παραβλέψουμε».
«Μα...»
«Θα το παραβλέψουμε, κυρία Άντερσον». Ο τόνος του Γκρίφιν δεν της άφησε περιθώριο για διαφωνίες. «Σίνθια; Συμφωνείς;»
«Βεβαίως», απάντησε εκείνη. «Αλλά πρώτα...» Δυο ροζ σημάδια εμφανίστηκαν στα μάγουλά της. «Πρέπει να τακτοποιήσουμε το θέμα του δωματίου,
Γκρίφιν», ψιθύρισε. «Για να στείλω τον καμαριέρη με τη βαλίτσα μου...»
«Ναι, κύριε Μακένα». Η Ντάνα χαμογέλασε, αλλά το βλέμμα της πετούσε φλόγες οργής. «Ας συζητήσουμε το θέμα του δωματίου».
«Δεν υπάρχει καμιά βία», είπε ο Άρθουρ μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο. «Η Ντάνα κι εγώ...»
«Πρόκειται για επαγγελματικό ταξίδι, Κόκλεϊ».
Η φωνή του Γκρίφιν ήταν ψυχρή. Αυτό που ήθελε στην πραγματικότητα ήταν να ρίξει μια γροθιά στη μύτη του παπιγιονάκια, αλλά δε θα έλυνε τίποτα έτσι.
Η κατάσταση εξελισσόταν γρήγορα. Ήταν ο άντρας που ήθελε η Ντάνα, ο άντρας που αγαπούσε. Το Σαββατοκύριακο μαζί του θα ήταν απλά ένα διάλειμμα
χωρίς καμιά σημασία.
«Γκρίφιν;» Η Σίνθια γέλασε νευρικά. «Γκρίφιν, με πονάς».
Χαμήλωσε το βλέμμα του. Τα δάχτυλά του έσφιγγαν το χέρι της Σίνθια.
«Συγνώμη, Σίνθια. Δεν...»
Άφησε το χέρι της και κοίταξε την Ντάνα. Ξαφνικά βρέθηκε ξανά πίσω από τους φοίνικες, τη στιγμή που την κρατούσε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της
ρόδισε. Η ανάσα της άρχισε να βγαίνει πιο γρήγορη. Κατάλαβε ότι κι εκείνη σκεφτόταν το ίδιο πράγμα. Έκανε ένα βήμα πίσω.
«Κυρία Άντερσον, οδηγήστε τους στην τραπεζαρία, όσο εγώ θα είμαι στη ρεσεψιόν. Είμαι σίγουρος ότι ο υπάλληλος ευχαρίστως θα βρει δωμάτια για τη
Σίνθια και τον Άρθουρ σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο».
Άκουσε τη Σίνθια να παίρνει μια βαθιά ανάσα. «Ω», είπε ξαφνιασμένη και γύρισε έτσι ώστε η πλάτη της να βλέπει προς τους άλλους. «Δηλαδή... δηλαδή δε
θα μείνω μαζί σου, Γκρίφιν;»
Εκείνος χαμογέλασε. «Όχι, Σίνθια», της είπε μαλακά κι άγγιξε απαλά το μάγουλό της. «Λυπάμαι, αλλά δε γίνεται να μείνεις μαζί μου».

***

Εντάξει, ο Μακένα δε θ’ άφηνε τη Σίνθια να κοιμηθεί μαζί του.


Ε, λοιπόν, τότε ούτε κι εκείνη θ’ άφηνε τον Άρθουρ να κοιμηθεί μαζί της. Τι τον είχε πιάσει, αλήθεια, κι είχε πάει εκεί χωρίς να της πει τίποτα; Η Ντάνα
έσμιξε τα φρύδια της. Ακόμα και να είχε δικό της δωμάτιο, δε θα του επέτρεπε ποτέ να μείνει μαζί της. Η σχέση τους δεν είχε προχωρήσει τόσο. Απλά
γνωρίζονταν μερικούς μήνες.
Τον Γκρίφιν Μακένα τον γνωρίζεις δυο εβδομάδες, αλλά ήσουν έτοιμη να κοιμηθείς μαζί του, Άντερσον. Αν δεν είχαν εμφανιστεί ξαφνικά ο Άρθουρ και η
Σίνθια...
Ευτυχώς που είχε συμβεί αυτό, γιατί, αν κοιμόταν με τον Μακένα, ίσως να έκανε το μεγαλύτερο λάθος στη ζωή της. Ήξερε τι συνέβαινε όταν άνθρωποι που
δούλευαν μαζί κατέληγαν να κάνουν σεξ. Καταστρεφόταν η επαγγελματική τους σχέση. Μπορούσε να χάσει τον τίτλο της...
Μπορούσε να χάσει πολύ περισσότερα πράγματα.
Όχι, όχι, δε θα το έκανε. Ναι, ο Γκρίφιν Μακένα ήταν συναρπαστικός άντρας κι εκείνη δεν ήταν φτιαγμένη από σίδερο. Μπορεί να είχε υποκύψει στη
γοητεία του, στην έντονη σεξουαλική έλξη που ασκούσε πάνω της...
Είχε σχεδόν υποκύψει, δηλαδή. Ω, ναι. Ευτυχώς που είχε εμφανιστεί η Σίνθια την κατάλληλη στιγμή.
Και καλύτερα που ο Γκρίφιν δε θα μοιραζόταν το κρεβάτι του μαζί της.
Η Ντάνα δάγκωσε το κάτω χείλος της. Δε θα μπορούσε ν’ αντέξει να βρίσκεται ξαπλωμένη στο σκοτάδι, ξέροντας ότι εκείνος έκανε έρωτα σε μια άλλη
γυναίκα, την άγγιζε, τη φιλούσε, της έκανε όλα όσα είχε πρόθεση να κάνει στην ίδια.
Θα είχε κοιμηθεί με τη Σίνθια αν είχε δικό του δωμάτιο, άραγε;
Φυσικά. Η Σίνθια ήταν η... η...
Ποια; Όχι η μνηστή του, πάντως. Έτσι έλεγαν τα κουτσομπολιά. Ούτε η ερωμένη του. Υπήρχε κάτι απόμακρο πάνω της που δε φανέρωνε κάτι τέτοιο.
Ποια ήταν, τότε;
Η Ντάνα έριξε μια ματιά από την άκρη του μεγάλου καταλόγου που κρατούσε προς το μέρος της άλλης γυναίκας. Η Σίνθια καθόταν δίπλα της στο τραπέζι
της τραπεζαρίας, κρατώντας τον κατάλογο σε μια γωνία ώστε να γέρνει ελαφρά το κεφάλι της. Φορούσε ένα ανοιχτό ροδακινί σύνολο, με πέρλες στο λαιμό
και δυο μικρές πέρλες στ’ αυτιά της. Ήταν η εικόνα της τέλειας, κομψής γυναίκας, με γαλλική ανατροφή.
«Λοιπόν;» είπε η Ντάνα κι άφησε τον κατάλογό της πάνω στο τραπέζι. «Πόσο καιρό ξέρεις τον Γκρίφ... τον κύριο Μακένα;»
Η Σίνθια ανασήκωσε το βλέμμα της και χαμογέλασε. «Από πάντα. Οι μητέρες μας είναι παλιές φίλες και με τον Γκρίφιν πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο».
«Α». Η Ντάνα θυμήθηκε την ανόητη ιστορία που της είχε πει ο Γκρίφιν ότι τάχα δούλευε όσο ήταν στο κολέγιο. «Βάζω στοίχημα ότι ήσαστε ο βασιλιάς κι
η βασίλισσα του σπιτιού», είπε μ’ ένα μικρό γέλιο.
Η Σίνθια κοκκίνισε γοητευτικά. «Εγώ, ναι, ήμουν η βασίλισσα, αλλά ο Γκρίφιν είχε φύγει στο μεταξύ».
«Είχε φύγει;»
«Ναι. Πήγε σε άλλο πανεπιστήμιο. Δηλαδή, σε ένα δυο διαφορετικά πανεπιστήμια. Δεν ξέρω τις λεπτομέρειες».
«Μα είπες ότι πήγατε σχολείο μαζί».
«Στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό. Εγώ μετά παρακολούθησα, φυσικά, το θηλέων της δεσποινίδας Λίβινγκστον κι ο Γκρίφιν έφυγε στο εξωτερικό, στην
ακαδημία του Έσεξ. Όλοι αυτό κάνουν. Ξέρεις, τώρα».
«Φυσικά», είπε η Ντάνα ανάλαφρα, αναλογιζόμενη το μικρό πέτρινο σχολείο στο Τζέρσι Σίτι. «Ξέρω».
«Κι εσύ με τον Άρθουρ; Γνωρίζεστε καιρό;»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Λίγους μήνες μόνο».
Η Σίνθια χαμογέλασε. «Εγώ θα έβαζα στοίχημα ότι τον Ιούνιο θα γίνει γάμος».
«Η αλήθεια είναι ότι δε μου έχει κάνει ακόμα πρόταση γάμου...»
«Θα σου κάνει όμως. Κι εσύ θα πεις ‘‘ναι’’. Αυτό δε θέλουν όλες οι κοπέλες; Να έχουν έναν άντρα να τις φροντίζει;»
«Εγώ δε χρειάζομαι έναν άντρα να με φροντίζει!» είπε με έντονο ύφος η Ντάνα. «Καμιά γυναίκα δεν το θέλει αυτό».
«Ναι, υπάρχουν κάποιες που νιώθουν έτσι, υποθέτω». Η Σίνθια αναστέναξε. «Εγώ όμως είμαι μάλλον παλιομοδίτισσα. Κι ο Γκρίφιν. Συμφωνούμε και οι
δύο ότι μια γυναίκα πρέπει να επικεντρώνει τη ζωή της γύρω από τον άντρα της».
Η καρδιά της Ντάνα σφίχτηκε. Αυτό ήταν, λοιπόν, η Σίνθια. Ούτε ερωμένη ούτε φιλενάδα. Η Σίνθια ήταν η προγραμματισμένη σύζυγος.
«Πολύ ωραία». Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Τότε θα πρέπει να είστε πολύ ευτυχισμένοι μαζί».
«Όπως είπες κι εσύ για το συνοδό σου, ο Γκρίφιν δε μου έχει κάνει ακόμα πρόταση γάμου...»
«Θα σου κάνει όμως».
«Αυτό πιστεύει η μητέρα του».
Είχε και τις ευλογίες της μητέρας Μακένα!
Όχι ότι είχε σημασία, δηλαδή.
«Αυτό... αυτό είναι υπέροχο», είπε χαρούμενα.
Η Σίνθια αναστέναξε. «Απλά εύχομαι...»
«Τι εύχεσαι;»
Και οι δυο γυναίκες ανασήκωσαν τα βλέμματά τους κι είδαν τον Γκρίφιν να στέκεται δίπλα στο τραπέζι. Ήταν πολύ όμορφος. Πολύ γοητευτικός. Και θα
παντρευόταν τη Σίνθια, που θα υπάκουε σε κάθε εντολή του και θα ικανοποιούσε κάθε επιθυμία του, αντί να του αντιμιλά και να τον εκνευρίζει σε σημείο
που να θέλει να την πάρει στην αγκαλιά του για να ηρεμήσει την κατάσταση...
«Τι εύχεσαι, Σίνθια;» είπε ξανά ο Γκρίφιν. Η Ντάνα σηκώθηκε όρθια.
«Θέλει να επιστρέψει γρήγορα ο Άρθουρ για να μπορέσουμε να τελειώνουμε με το φαγητό», είπε και, χαμογελώντας, απομακρύνθηκε, αναζητώντας τον
Άρθουρ.
Αναζητώντας τη λογική της που είχε πάει περίπατο.

***

«Χορεύουν πολύ όμορφα, δε συμφωνείς, Γκρίφιν;»


Τα μάτια του Γκρίφιν στένεψαν. Η Ντάνα κι ο παπιγιονάκιας χόρευαν βαλς. Θα έβαζε στοίχημα ότι ο παπιγιονάκιας είχε πάρει μαθήματα χορού. Κι ο ίδιος
είχε πάρει. Ήταν ένα από τα πράγματα που έπρεπε να κάνεις στο Έσεξ. Ένας άντρας μπορούσε να χορεύει βαλς και συγχρόνως να κρατά μια γυναίκα σφιχτά
πάνω του, να νιώθει το κορμί της στο δικό του, να μυρίζει το άρωμά της,
Η Σίνθια ακούμπησε το χέρι της στο δικό του. «Γκρίφιν; Δε χορεύουν όμορφα;»
«Ναι», απάντησε εκείνος και στα χείλη του άνθισε μια παρωδία χαμόγελου.
«Κι η ορχήστρα είναι πολύ καλή, δε νομίζεις;»
Ο Γκρίφιν έγνεψε καταφατικά. «Ναι», είπε ξανά και τα μάτια του έπεσαν πάλι πάνω στην Ντάνα και στον παπιγιονάκια.
«Γκρίφιν». Η Σίνθια έγειρε προς το μέρος του. «Δεν έχεις χορέψει ούτε μια φορά μαζί μου απόψε».
«Μπορεί αργότερα».
«Μόνο ένα χο...»
«Δεν έχω διάθεση, Σίνθια».
«Ω».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. Διάβολε, σκέφτηκε, είμαι ένα αναίσθητο κάθαρμα. Ποιος έφταιγε όμως; Γιατί η Σίνθια δεν του εναντιωνόταν; Γιατί δεν τον
χτυπούσε στο στήθος με το τεντωμένο δείκτη της και να του πει, «Άκου, Γκρίφιν, αν δε σταματήσεις να μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι σκουπίδι, θα βρω
κάποιον άλλο που θα μ’ εκτιμά περισσότερο;»
Γιατί δεν ήταν η Ντάνα, γι’ αυτό.
Να πάρει, σκέφτηκε κι έστρεψε την πλάτη του στην πίστα.
«Σίνθια».
«Ναι;»
Τα μάτια της έλαμπαν από δάκρυα που δε θα κυλούσαν ποτέ στα μάγουλά της. Ο Γκρίφιν άπλωσε το χέρι του κι αγκάλιασε το πρόσωπό της.
«Σιν, συγνώμη».
Εκείνη κατέβαλε προσπάθεια να χαμογελάσει.
«Δεν υπάρχει λόγος, Γκρίφιν».
«Υπάρχει».
«Όχι, δεν υπάρχει».
«Να πάρει!» Ο Γκρίφιν πήρε απότομα το χέρι του. «Μη μιλάς σαν να είμαι άγιος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαι παρά ένα κάθαρμα. Το ξέρω ότι όλο
το βράδυ σου έχω φερθεί απαίσια».
«Όχι όλο το βράδυ. Τέλος πάντων, είσαι απασχολημένος με τη δουλειά. Καταλαβαίνω. Δε θα έπρεπε να έχω έρθει». Η Σίνθια χαμογέλασε ξανά, μόνο που
τώρα ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. «Απλά ήθελα να σου κάνω έκπληξη».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε και σκούπισε το δάκρυ με το δάχτυλό του. «Ναι, και την έκανες».
Εκείνη έριξε μια ματιά προς την πίστα. «Η δεσποινίς Άντερσον είναι πολύ όμορφη».
«Αλήθεια; Δεν το έχω...»
«Κι έξυπνη. Πάντως, έχει περίεργες ιδέες. Είναι φεμινίστρια».
«Είναι ανεξάρτητη γυναίκα, Σίνθια».
«Είδες πώς πήρε το θέμα στα χέρια της; Τράβηξε την καρέκλα της χωρίς να περιμένει τον Άρθουρ να το κάνει, λέγοντας στο σερβιτόρο τι ήθελε να φάει,
αντί να παραγγείλει ο Άρθουρ γι’ αυτήν». Η Σίνθια κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία. «Δεν έχω ξαναδεί τέτοια συμπεριφορά».
«Αν δεν του άρεσε, μπορούσε να το πει ο παπιγιον... ο Κόκλεϊ».
«Δεν πρέπει ένας άντρας να λέει τι δεν του αρέσει. Αντίθετα, μια γυναίκα πρέπει να περιμένει τον άντρα να πάρει τις αποφάσεις».
«Η Ντάνα είναι φεμινίστρια».
«Ναι, έτσι δείχνει, αν και η εξωτερική της εμφάνιση... είναι...»
«Ναι;»
«Πολύ προκλητική. Ξέρεις. Το άνοιγμα στη φούστα, το ντεκολτέ. Ο συνοδός της είμαι σίγουρη ότι θα την ήθελε πιο διακριτικά ντυμένη».
Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά στην πίστα. Η ορχήστρα έπαιζε τώρα ένα ταγκό κι ο παπιγιονάκιας είχε γείρει την Ντάνα πάνω στο μπράτσο του. Τα μαλλιά της
είχαν χυθεί πίσω της σαν χρυσή φωτιά και το πόδι της είχε απλωθεί μπροστά, ακάλυπτο από τον αστράγαλο μέχρι το μηρό.
«Εμένα μου φαίνεται...» Ξερόβηξε. «Μου φαίνεται μια χαρά».
Η μουσική άλλαξε ξανά κι έγινε απαλή και τρυφερή. Τα φώτα χαμήλωσαν. Ο παπιγιονάκιας προσπάθησε να τραβήξει την Ντάνα κοντά του, αλλά εκείνη δεν
τον άφησε. Μετά το βλέμμα της συνάντησε το βλέμμα του Γκρίφιν. Την επόμενη στιγμή ανασήκωσε το πιγούνι της και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά του
συνοδού της.
Ο Γκρίφιν ένιωσε την όρασή του να θολώνει.
Τα χέρια του παπιγιονάκια γλίστρησαν στην πλάτη της κι έφτασαν μέχρι τη μέση της, ενώ της Ντάνα τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του.
«Αρκετά», γρύλισε και σηκώθηκε όρθιος.
«Γκρίφιν; Τι συμβαίνει, αγάπη μου;»
«Είναι αργά», απάντησε εκείνος κι άφησε μερικά χαρτονομίσματα πάνω στο τραπέζι. «Αύριο είναι δύσκολη μέρα».
«Μα δεν έχω τελειώσει ακόμα το...» Η Σίνθια ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της ξαφνιασμένη καθώς ο Γκρίφιν τράβηξε την καρέκλα της για να σηκωθεί και την
οδηγούσε βιαστικά στην πίστα. «Γκρίφιν, σε παρακαλώ, λίγο πιο σιγά...»
Η Ντάνα κι ο παπιγιονάκιας λικνίζονταν στο ρυθμό της μουσικής. Εκείνη είχε γείρει το κεφάλι της στον ώμο του κι είχε κλείσει τα μάτια. Μουρμουρίζοντας
κάτι μέσα από τα δόντια του, ο Γκρίφιν την ακούμπησε στον ώμο.
«Καιρός να αποσυρθούμε, Άντερσον».
Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Ορίστε;»
«Είπα πως είναι αργά και το πρωί πρέπει να σηκωθούμε νωρίς».
«Μα...»
«Κόκλεϊ;»
Ο Γκρίφιν νόμιζε για μια στιγμή ότι ο Κόκλεϊ θα διαμαρτυρόταν. Κάτι πρωτόγονο κι άγριο αναδεύτηκε μέσα του. Έλα, λοιπόν, δώσε μου μια δικαιολογία,
σκέφτηκε, χαμογελώντας σχεδόν.
«Ναι», είπε ο Άρθουρ. Άφησε την Ντάνα, καταπίνοντας με δυσκολία. Το παπιγιόν ανεβοκατέβηκε στο λαιμό του. «Ντάνα, ο κύριος... ο Γκρίφιν θέλω να
πω, έχει δίκιο. Περάσαμε όλοι μια δύσκολη μέρα».
Ο Γκρίφιν έπιασε την Ντάνα από τον αγκώνα. «Πράγματι», είπε και προχώρησε προς την έξοδο του κλαμπ, κρατώντας μια γυναίκα σε κάθε του χέρι.
Μόλις έφτασαν στο χολ, η Ντάνα στράφηκε προς το μέρος του.
«Άφησέ με, Μακένα!»
«Σου είπα, είναι αργά».
«Υπάλληλός σου είμαι, όχι ιδιοκτησία σου. Όταν αποφασίσω να πάω για ύπνο, θα...»
«Έπρεπε να το έχεις κάνει ώρες τώρα. Πρέπει να τελειώσεις το πρόγραμμα, Άντερσον. Ή μήπως ξέχασες τις ευθύνες σου;»
«Σου είπα, έχω σχεδόν τελειώσει με το πρόγραμμα. Άλλη μισή ώρα δουλειάς και...»
«Θέλω αυτή η μισή ώρα δουλειάς να γίνει απόψε, όχι αύριο το πρωί».
Η Ντάνα έκανε ένα βήμα πίσω. «Είσαι ο πιο εγωιστής...»
«Γκρίφιν!» Το πρόσωπο της Σίνθια είχε γίνει κάτασπρο. «Θα την αφήσεις να σου μιλά έτσι;»
«Άκου, Γκρίφιν», είπε τώρα ο Άρθουρ, που είχε γίνει κι αυτός κάτασπρος. «Μπορείς να μιλάς πιο ευγενικά».
«Μην ανακατεύεσαι, Κόκλεϊ».
«Ναι, Άρθουρ». Τα μάτια της Ντάνα πέταξαν φωτιές. «Μην ανακατεύεσαι. Το θέμα αφορά τον Μακένα κι εμένα».
Ο Γκρίφιν άφησε τη Σίνθια και πλησίασε την Ντάνα. «Πήγαινε στο δωμάτιό σου», είπε με σιγανή, παγερή φωνή.
«Δεν είμαι παιδί, Μακένα».
«Είσαι υπάλληλος και δεν ήρθαμε να κάνουμε διακοπές εδώ. Αν θέλεις να κρατήσεις τη δουλειά σου, θα κάνεις ό,τι σου λέω».
«Στο δωμάτιό μου;» Η φωνή της Ντάνα έτρεμε από οργή. «Στο δωμάτιό μου; Εννοείς τη νυφ...»
Ω Θεέ, παραλίγο να πει «νυφική σουίτα». Τότε όλα θα χάνονταν. Η δουλειά της, η προαγωγή της, ο σεβασμός του Άρθουρ, που δε θα πίστευε ποτέ την
αλήθεια. Και ποιος θα την πίστευε; Σίγουρα ούτε η Σίνθια, που στεκόταν με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια στα μάγουλά της, θα πίστευε ποτέ ότι με τον
Μακένα μοιράζονταν τη νυφική σουίτα, ενώ στην πραγματικότητα έπρεπε να μοιράζονται το ρινγκ του μποξ.
«Σε μισώ, Μακένα», ψιθύρισε τρέμοντας.
«Ω Ντάνα», είπε ο Άρθουρ με αγωνία σχεδόν. «Κύριε Μακένα, δεν το εννοούσε...»
«Το εννοούσε», είπε ο Γκρίφιν παγερά, «αλλά δεν πειράζει, Κόκλεϊ. Από τους υπαλλήλους μου θέλω αποτελέσματα, όχι την αγάπη τους. Ελάτε με τη
Σίνθια μαζί μου. Θα πω στο θυρωρό να καλέσει ένα ταξί».
«Ντάνα;» είπε ο Άρθουρ και πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη του. «Ντάνα, να φύγω;»
Εκείνη ανασήκωσε το πιγούνι της. «Αν νιώθεις ότι πρέπει να κάνεις αυτή την ερώτηση, Άρθουρ, δε χρειάζεται να σου δώσω εγώ την απάντηση».
Έκανε επιτόπου στροφή, διέσχισε το χολ του ξενοδοχείου και πήγε στο ασανσέρ που περίμενε, συγκρατώντας τα δάκρυα οργής, μέχρι που οι πόρτες
έκλεισαν πίσω της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10

Η Ντάνα έβαλε την ηλεκτρονική της κάρτα που ξεκλείδωνε την πόρτα μέσα στην κλειδαριά της νυφικής σουίτας. Το φως στην κλειδαριά έγινε πράσινο.
Έσπρωξε την πόρτα, μπήκε και την έκλεισε δυνατά πίσω της.
«Μακένα», είπε πετώντας την κάρτα αδιάφορα μέσα στο δωμάτιο, «είσαι ένα πρώτης τάξεως κάθαρμα!»
Τα παπούτσια της ακολούθησαν την πορεία της κάρτας, τα παπούτσια που είχε διαλέξει ο Μακένα, παπούτσια που καμιά σοβαρή γυναίκα δε θα φορούσε
ποτέ. Λεπτά λουριά, λεπτά, ψηλά τακούνια. Το περπάτημα μ’ αυτά τα παπούτσια θα μπορούσε να είναι ολυμπιακό άθλημα.
Θράσος που το είχε αυτός ο άντρας.
«Θράσος», είπε δυνατά η Ντάνα κι όρμησε στην κρεβατοκάμαρα, βγάζοντας με μανία από πάνω της το μεταξωτό σύνολο και πετώντας το σε μια γωνιά.
Άκου να της δίνει εντολές! Να της λέει τι να κάνει. Να λέει σε όλους τι να κάνουν. Να της αγοράζει ένα εξοργιστικό ντύσιμο και εσώρουχα –ναι, εσώρουχα–
και μετά να τη ρωτά αν τα είχε φορέσει.
Φυσικά και τα φορούσε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Δεν μπορούσε να φορέσει τα δικά της μ’ αυτό το σύνολο με το βαθύ ντεκολτέ και το σκίσιμο στη
φούστα.
Δεν μπορούσε να το κάνει όταν, κλείνοντας τα μάτια της, φανταζόταν τον Μακένα να την κοιτάζει να τα φορά.
Ξεκρέμασε μια ρόμπα και τη φόρεσε.
Τι γελοία σκέψη! Πάντως, για ένα πράγμα είχε δίκιο ο Μακένα. Ήταν, πράγματι, μια ατέλειωτη μέρα. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν ένας καλός ύπνος.
Στο διάβολο οι εντολές του για δουλειά στο πρόγραμμα. Εξάλλου, τι ήξερε αυτός από προγράμματα και υπολογιστές;
«Τίποτα», μουρμούρισε, διασχίζοντας ξανά το σαλόνι. Δεν είχε ιδέα. Απ’ όσο ήξερε, το μόνο πράγμα που ο Μακένα είχε μάθει καλά ήταν να διευθύνει.
Άνοιξε τη συρόμενη τζαμόπορτα και βγήκε στο μπαλκόνι. Ο αέρας ήταν ζεστός και γεμάτος από το άρωμα του ωκεανού. Αναστέναξε, ακούμπησε τους
αγκώνες της στο περβάζι και κάρφωσε το βλέμμα της στα σκοτεινά νερά πέρα.
Τι γλυκό από μέρους του Άρθουρ να πάει να τη βρει εκεί. Δε θα φανταζόταν ποτέ ότι ένας τόσο συγκρατημένος άνθρωπος θα μπορούσε να κάνει κάτι τόσο
αυθόρμητο.
«Τι σ’ έπιασε;» τον είχε ρωτήσει όταν χόρευαν. Ο Άρθουρ είχε κοκκινίσει και της είχε πει ότι ήθελε να της κάνει έκπληξη.
«Βλέπεις;» είχε απαντήσει χαμογελώντας αχνά. «Είμαι κι εγώ καμιά φορά απρόβλεπτος».
Το βράδυ είχε κυλήσει τόσο όμορφα, μέχρι τη στιγμή που ο Μακένα...
Ω διάβολε.
Η Ντάνα κάθισε σε μια ψάθινη πολυθρόνα κι έτριψε τα μάτια της.
Γιατί κορόιδευε τον εαυτό της; Το βράδυ εκείνο ήταν φριχτό, από την πρώτη στιγμή που είχε δει τον Άρθουρ στο χολ.
Τι φάρσα! Και να προσποιείται ότι διασκέδαζε κάθε φορά που τον έβλεπε να στέκεται προσοχή όταν μιλούσε ο Μακένα.
«Ναι, Γκρίφιν», είπε κι ακούμπησε το πιγούνι της στο στήθος της. «Ό,τι κρασί θέλεις εσύ, Γκρίφιν».
Η παράσταση της Σίνθια ήταν ακόμα χειρότερη. Εκείνη η φωνή μικρού κοριτσιού, οι γεμάτες λατρεία ματιές, ο τρόπος που κρεμόταν από τα χείλη του
Μακένα, λες κι εκείνος έβγαζε την Επί Του Όρους Ομιλία.
Όχι ότι είχε μιλήσει πολύ ο Γκρίφιν, δηλαδή. Το μεγαλύτερο διάστημα γρύλιζε. Γι’ αυτό και, όταν η Σίνθια είχε προτείνει νευρικά ότι θα ήταν όμορφα να
ρίξουν μια ματιά στο κλαμπ του ξενοδοχείου, η Ντάνα είχε αρπάξει την ευκαιρία.
Οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από το να κάθονται αμήχανοι και τεντωμένοι γύρω από ένα τραπέζι.
«Πάμε», είχε πει κι είχε σηκωθεί, πριν ο Γκρίφιν προλάβει να προβάλει το αυτοκρατορικό του βέτο.
Διαπιστώνοντας όμως ότι ούτε η μουσική ούτε η ατμόσφαιρα στο μισοσκότεινο χώρο δεν είχαν καταφέρει να φτιάξουν τη διάθεση της παρέας, είχε αρπάξει
τον Άρθουρ αποφασιστικά από το χέρι και του είχε πει ότι ήθελε να χορέψουν.
«Να χορέψουμε;» είχε επαναλάβει εκείνος, σαν να του είχε προτείνει να περάσουν με βάρκα τον Ατλαντικό.
«Ναι, να χορέψουμε», είχε ξαναπεί αποφασιστικά η Ντάνα. «Θυμάσαι εκείνα τα μαθήματα που μου είπες ότι έκανες; Γιατί να πάνε χαμένα;»
Ήταν μια πρόταση στην οποία ο Άρθουρ δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Έτσι, την είχε ακολουθήσει στη μικρή πίστα, όπου η Ντάνα τον είχε σχεδόν
παρακαλέσει να βάλει το χέρι του στη μέση της.
«Μα σε κρατώ ήδη στην αγκαλιά μου», είχε απαντήσει εκείνος.
Κι είχε δίκιο. Την κρατούσε μ’ έναν τρόπο που η κηδεμόνας κάποιας κοπέλας του λυκείου θα επιδοκίμαζε, αλλά η Ντάνα ήθελε κάτι άλλο.
«Κράτα με στην αγκαλιά σου, σαν να το νιώθεις», του είπε, προσπαθώντας να μην ακουστεί σαν να του έδινε εντολή. «Κοίτα τους άλλους γύρω μας.
Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Εκείνος κοίταξε, αλλά συνέχισε να τη στριφογυρνά στην πίστα με τόσο μεγάλο κενό ανάμεσά τους, που θα χωρούσε να περάσει λεωφορείο!
«Θέλω να με σφίξεις στην αγκαλιά σου», είχε ψιθυρίσει τελικά η Ντάνα, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρά της.
Μπροστά σ’ αυτή την ανάμνηση ένα μικρό βογκητό βγήκε απ’ τα χείλη της τώρα.
Τι φοβερή συμπεριφορά από μέρους της. Στην πραγματικότητα δεν ήθελε να την κρατήσει αγκαλιά ο Άρθουρ. Ήθελε απλά να ξετρελάνει τον Μακένα.
Και το είχε καταφέρει.
Ο σφυγμός της χτύπησε δυνατά καθώς θυμήθηκε την έκφραση του Γκρίφιν, όταν τελικά ο Άρθουρ την είχε σφίξει στην αγκαλιά του. Τα μάτια του είχαν
στενέψει, τα ρουθούνια του πετάριζαν από οργή.
Σε κάποιο άλλο μέρος, κάποια άλλη εποχή, ήξερε ότι θα είχε πλησιάσει, θα την είχε πάρει από την αγκαλιά του Άρθουρ, θα την είχε μεταφέρει στο κάστρο
του και θα της είχε κάνει παθιασμένο έρωτα, μέχρι να τον ικετεύσει να τη λυπηθεί, μέχρι να κολλήσει πάνω του και να του πει την αλήθεια, ότι δεν είχε πάψει
ποτέ να τον θέλει.
Έσκυψε το κεφάλι της κι έμεινε ακίνητη για μια στιγμή. Μετά, σηκώθηκε αργά όρθια.
Ήταν κουρασμένη. Γι’ αυτό έκανε αυτές τις τρελές σκέψεις. Αυτό που ήθελε ήταν να ξεκουραστεί, χωρίς να σκέφτεται, να βλέπει και ν’ ακούει τον Γκρίφιν
Μακένα. Και μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να το πετύχει.
Πήγε στην πόρτα της νυφικής σουίτας και πήρε την ταμπέλα «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ»από το πόμολο. Ας κοιμόταν στο χολ, ας κοιμόταν στην παραλία, ας
κοιμόταν κουλουριασμένος έξω από την πόρτα, σαν κοπρόσκυλο που ήταν!
Πάντως, μέσα στη σουίτα δε θα κοιμόταν.
Ξαφνικά ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από τους ώμους της. Φυσικά και δε θα κοιμόταν εκεί ο Γκρίφιν. Γιατί δεν του είχε πατήσει πόδι όταν είχε ξεκινήσει
όλη αυτή η τρέλα; Μπορούσε να κλείσει δωμάτιο σε κάποιο άλλο ξενοδοχείο. Τι κι αν έπρεπε να πηγαινοέρχεται όταν θ’ άρχιζε το συνέδριο;
Άνοιξε την εξώπορτα, ανασηκώνοντας το πιγούνι της. Εκείνη ήταν η προγραμματίστρια, όχι ο Γκρίφιν.
Σχεδόν ταυτόχρονα άκουσε τις πόρτες του ασανσέρ ν’ ανοίγουν κι από μέσα να βγαίνει ο Γκρίφιν.
«Ντάνα;»
Η Ντάνα πάγωσε, αλλά μόνο για μια στιγμή.
«Γκρίφιν», είπε ευγενικά. Μετά έβαλε την ταμπέλα με το «ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ» στο πόμολο, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.
Τα βήματά του αντήχησαν βαριά στο διάδρομο.
Ασφαλής μέσα στη σουίτα, η Ντάνα έβαλε το σύρτη ασφαλείας. Άκουσε την κάρτα του να μπαίνει στην ηλεκτρονική κλειδαριά, αλλά εκείνη ήταν πιο
γρήγορη. Ο σύρτης μπήκε στη θέση του και η πόρτα κλείδωσε.
«Ντάνα». Ο Γκρίφιν ανεβοκατέβασε το πόμολο. «Άνοιξε την πόρτα».
«Όχι». Η Ντάνα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά κι ακούμπησε τις παλάμες της πάνω στην πόρτα. «Δεν ανοίγω».
«Μην είσαι ανόητη. Άνοιξε την πόρτα».
«Έτσι μου συμπεριφέρθηκες. Σαν να ήμουν ανόητη». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Άκου, Μακένα. Νομίζεις ότι μπορείς να διατάζεις τους άλλους γύρω σου, να
περνά το δικό σου πάντα...»
«Άνοιξε την πόρτα, Άντερσον».
Η Ντάνα έκλεισε τα μάτια της. Ω, αυτή η φωνή. Μπορούσε να φανταστεί τα μάτια του να καίνε, το στόμα του να έχει σφιχτεί...
«Άντερσον!» Η γροθιά του Γκρίφιν προσγειώθηκε πάνω στην πόρτα. «Μ’ ακούς; Άνοιξε, είπα».
«Γιατί δεν προσπαθείς ν’ ακούσεις κι εμένα μια φορά;» απάντησε εκείνη. «Σε μισώ, σε απεχθάνομαι».
«Άντερσον, αν θέλεις να διατηρήσεις τη δουλ...»
«Δεν μπορείς να με απολύσεις. Όχι τώρα, τουλάχιστον. Με χρειάζεσαι για το πρόγραμμα».
«Θα μετρήσω ως το δέκα. Ύστερα καλύτερα ν’ ανοίξεις την καταραμένη την πόρτα, γιατί αλλιώς...»
«Δεν ακούω τίποτα», είπε εκείνη. «Φύγε».
«Κοίτα, δεν ξέρω τι σ’ έχει πειράξει, αλλά...»
«Αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Δεν ξέρεις, ενώ θα ’πρεπε».
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. Ακουμπώντας τ’ αυτί της στην πόρτα, η Ντάνα μπορούσε να τον ακούει τόσο καθαρά, σαν να βρισκόταν μέσα στο δωμάτιο μαζί
της.
«Μήπως επειδή πρότεινα στη Σίνθια και στον παπιγιον... και στον Κόκλεϊ να φύγουν για να κοιμηθούμε;»
«Πρότεινες;» Η Ντάνα έκανε ένα βήμα πίσω και σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος της. «Πρότεινες;» είπε και γέλασε βιασμένα.
«Εντάξει, μπορεί να ήμουν κάπως απότομος...»
«Είναι αργά για απολογίες. Είσαι φριχτός άνθρωπος, Γκρίφιν Μακένα, και σε μισώ».
«Αυτό το είπες ήδη».
«Σε απεχθάνομαι».
«Κι αυτό το είπες».
«Αξίζει να σου το ξαναπώ».
Ο Γκρίφιν έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πάνω στην πόρτα. «Ντάνα, για τ’ όνομα του Θεού, λογικέψου. Πού θα κοιμηθώ;»
«Δε με νοιάζει! Πήγαινε στην παραλία. Πήγαινε σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Κοιμήσου με τη Σίνθια». Η φωνή της έσπασε, αν και δεν υπήρχε λόγος. «Γιατί
να χάσεις την αποψινή νύχτα χωρίς λόγο;»
«Δεν κοιμάμαι με...» Ο Γκρίφιν άκουσε μια πόρτα ν’ ανοίγει κάπου πίσω του. Ω διάβολε, σκέφτηκε εκνευρισμένος. «Δεν κοιμάμαι με τη Σίνθια», είπε με
χαμηλή φωνή. «Όχι ότι σε αφορά, δηλαδή».
«Έχεις δίκιο. Δε με αφορά. Γιατί δεν κοιμάσαι;»
Πόσες φορές δεν είχε κάνει κι ο ίδιος την ίδια ερώτηση στον εαυτό του; «Τι είδους ερώτηση είναι αυτή; Δεν ξέρω γιατί δεν κοιμάμαι μαζί της. Εσύ γιατί δεν
κοιμάσαι με τον παπιγιονάκια;»
«Και πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω», απάντησε εκείνος. Γιατί νιώθω αυτή την ανακούφιση; αναρωτήθηκε. «Λοιπόν, γιατί δεν κοιμάσαι μαζί του;»
Αλήθεια, γιατί; «Η σχέση μας είναι σ’ ένα ανώτερο επίπεδο απ’ αυτό».
«Χαίρομαι για σας, αλλά εξακολουθώ να θέλω ένα μέρος για να κοιμηθώ απόψε».
«Κατέβα στο χολ. Εκείνες οι πολυθρόνες μού φάνηκαν πολύ άνετες».
Άλλη μια πόρτα άνοιξε στο διάδρομο.
«Άντερσον». Ο Γκρίφιν έκανε ό,τι μπορούσε για ν’ ακουστεί λογικός. «Άνοιξέ μου να μπω».
«Δε θέλω».
«Διάβολε, Άντερσον. Θα σου το πω για τελευταία φορά...»
«Τι συμβαίνει, νεαρέ;»
Ο Γκρίφιν απομακρύνθηκε από την πόρτα και κοίταξε τριγύρω. Μια γυναίκα τον κοιτούσε μέσα από την πόρτα ενός δωματίου του ξενοδοχείου. Στα μαλλιά
της φορούσε μπικουτί κι έδειχνε μπερδεμένη.
«Τι συμβαίνει;» είπε εκείνος.
«Γιατί μιλάς στην πόρτα;»
«Δε μιλάω στην πόρτα. Μιλάω στη... στην...»
«Τι λέει εκεί πέρα;» Η γυναίκα κοίταξε την μπρούντζινη πινακίδα πάνω στην πόρτα του δωματίου 2010. «Νυφική σουίτα; Είναι η νυφική σουίτα;»
Ο Γκρίφιν ξερόβηξε. «Όχι. Θέλω να πω, λέει... λέει...» Έκανε μια χειρονομία απελπισμένος. «Συγνώμη που σας ανησυχήσαμε, κυρία. Γιατί δε... δεν πάτε να
ξαπλώσετε; Σας ζητώ συγνώμη αν...»
«Ω, τώρα καταλαβαίνω». Η γυναίκα ανασήκωσε τα φρύδια της. «Ξέχασες το κλειδί σου; Κλειδώθηκες έξω;»
Ω Θεέ μου, γιατί σ’ εμένα; αναρωτήθηκε ο Γκρίφιν. «Μαντάμ, ειλικρινά, εκτιμώ το ενδιαφέρον σας, αλλά...»
«Περίμενε, νεαρέ. Θα τηλεφωνήσω στη ρεσεψιόν και θα τους πω να στείλουν κάποιον να σου ανοίξει την πόρτα».
«Όχι», είπε ο Γκρίφιν, αλλά μετά έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Δηλαδή, ναι. Ευχαριστώ, κυρία. Περιμένετε μια στιγμή να πω στη... γυναίκα μου τα
ευχάριστα νέα. Αγάπη μου;» Έγειρε πάνω στην πόρτα. «Ντάνα, καλή μου; Το άκουσες αυτό; Μια γειτόνισσά μας προσφέρθηκε να καλέσει τη ρεσεψιόν. Θα
στείλουν κάποιον ν’ ανοίξει την πόρτα».
«Κανείς δεν πρόκειται ν’ ανοίξει την πόρτα, Μακένα. Έχω βάλει το σύρτη, το ξέχασες;»
Ο Γκρίφιν αναστέναξε. «Τι είπες; Έχει κολλήσει ο σύρτης; Ωραία, θα πω στην καλή Σαμαρείτισσα να ειδοποιήσει τη ρεσεψιόν να στείλουν συνεργείο.
Μπορούν να βγάλουν την πόρτα από τους μεντεσέδες». Σταύρωσε τα μπράτσα του και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στην πόρτα μ’ ενδιαφέρον. «Θα
μαζευτεί πλήθος, να είσαι σίγουρη».
Πέρασε μια στιγμή. Ύστερα η αλυσίδα κροτάλισε, η κλειδαριά γύρισε και η πόρτα άνοιξε. Ο Γκρίφιν κοίταξε τη γυναίκα με τα μπικουτί στα μαλλιά.
«Δεν είναι καταπληκτικό; Η γυναίκα μου κατάφερε τελικά ν’ ανοίξει την πόρτα μόνη της».
Εκείνη χαμογέλασε. «Όνειρα γλυκά, νεαρέ».
«Επίσης, κυρία», είπε ο Γκρίφιν και μπήκε μέσα στη νυφική σουίτα. Η πόρτα έκλεισε πίσω του και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την Ντάνα.
«Πιο φριχτό κι απ’ το ίδιο το γεγονός είναι να μάθουν όλοι ότι θα περάσω τη νύχτα μαζί σου», του είπε εκείνη.
Το πιγούνι του Γκρίφιν σφίχτηκε. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει τέτοια οργή για μια γυναίκα. Διάβολε, σκέφτηκε κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες του.
«Για πρώτη φορά συμφωνούμε», απάντησε. «Αν επιχειρήσεις να δημιουργήσεις ξανά επεισόδιο δημοσίως, να ξέρεις ότι θα το πληρώσεις».
«Ω, παράτα με, Μακένα! Αν υπάρχει κάποιος που δημιουργεί επεισόδια δημοσίως, αυτός είσαι εσύ!»
«Ορίστε;» είπε εκείνος παγερά.
«Εννοώ που με διατάζεις τι να κάνω. Που μου είπες να πάω στο δωμάτιό μου, σαν να ήμουν κανένα δεκάχρονο παιδί».
«Σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, σου υπενθυμίζω ότι έχεις δουλειά να κάνεις». Ο Γκρίφιν την προσπέρασε, έβγαλε το σακάκι του και το πέταξε σε μια
καρέκλα. «Το ξέρω ότι θα προτιμούσες να προσποιηθείς πως βρίσκεσαι σ’ ένα Σαββατοκύριακο αναψυχής, ότι το μόνο πράγμα που θα είχες να κάνεις ήταν
να... ν’ αρπάξεις το φίλο σου και να πάτε στην πίστα, αλλά...»
«Δεν άρπαξα κανέναν». Η Ντάνα στάθηκε μπροστά στον Γκρίφιν κι έβαλε τα χέρια στη μέση της.
«Αλήθεια;»
«Αλήθεια».
«Τελείωσες το πρόγραμμα;»
«Αστειεύεσαι; Μόλις ανέβηκα. Δεν πρόλαβα ούτε το μακιγιάζ μου να βγάλω».
Είχε προλάβει όμως να γδυθεί. Η μακριά ρόμπα που φορούσε κρεμόταν πάνω της ανοιχτή. Ούτε το σκίσιμο στη μεταξωτή φούστα της προηγουμένως δεν
αποκάλυπτε τόσο τα μακριά της πόδια, όπως τώρα αυτή η ρόμπα.
Ο Γκρίφιν ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται.
«Φύγε από μπροστά μου», της είπε άγρια.
«Πρώτα θα μιλήσουμε. Μετά, ευχαρίστως να υπακούσω».
Ήταν ανάγκη να το κάνει αυτό; Να γείρει πίσω το κεφάλι της και να πέσουν τα μαλλιά της στην πλάτη της;
«Να πάρει», είπε ο Γκρίφιν, «κάνε πέρα».
«Δεν έχω καμιά όρεξη να βλέπω το πρόσωπό σου ούτε ν’ ακούω τη φωνή σου, Μακένα».
«Αμήν. Τώρα φύγε από...»
«Κι όσο για το πρόγραμμα, θα σηκωθώ τα χαράματα να το δουλέψω».
Ο Γκρίφιν τράβηξε τη γραβάτα του και την πέταξε πάνω στο σακάκι του. «Το καλό που σου θέλω».
«Τώρα που κανονίστηκε το θέμα, πάω να ξαπλώσω». Η Ντάνα τον αγριοκοίταξε. «Και σου υπόσχομαι ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή σου και να κλειδώσω
την πόρτα».
«Γιατί;»
«Γιατί; Τι εννοείς, Μακένα; Γιατί...» Η Ντάνα δίστασε. Ο Γκρίφιν ξεκούμπωσε το πουκάμισό του, το έβγαλε και το πέταξε στο πάτωμα. «Τι κάνεις εκεί
πέρα, Μακένα;»
«Γδύνομαι».
«Σταμάτα». Η Ντάνα κατάπιε με δυσκολία και μετά άρπαξε από κάτω το πουκάμισό του και του το έδωσε. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να το φορέσεις;»
Εκείνος κοίταξε το πουκάμισο και μετά εκείνη. «Για ποιο λόγο; Θα ξαπλώσω. Δεν κοιμάμαι ποτέ ντυμένος, Άντερσον. Εσύ;»
«Όχι βέβαια. Εννοώ...» Τι εννοούσε; Το μυαλό της είχε σταματήσει μπροστά στη θέα των όμορφων γεροδεμένων μυών του και του ανδρικού τριχώματος
που κάλυπτε το στέρνο του, φτάνοντας μέχρι κάτω στην επίπεδη κοιλιά του.
«Τότε τι φοράς όταν κοιμάσαι;»
Το βλέμμα της ανέβηκε στο πρόσωπό του. Την κοιτούσε, με τα βλέφαρά του μισόκλειστα. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει.
«Γελοία ερώτηση».
«Έτσι νομίζεις;»
Αυτά τα μάτια. Τόσο σκοτεινά και τόσο επίμονα καρφωμένα πάνω της...
«Γιατί είσαι τόσο οργισμένη μαζί μου, Άντερσον;»
Η φωνή του ήταν απαλή, σαν χάδι. Η Ντάνα ένιωσε ένα ρίγος να διατρέχει τη σπονδυλική της στήλη.
«Ξέρεις γιατί. Μου συμπεριφέρθηκες σαν να... σαν να ήμουν σκλάβα. Άντερσον, κάνε αυτό, Άντερσον κάνε εκείνο...»
«Είχες πέσει πάνω του στην πίστα».
Η Ντάνα κοκκίνισε. «Κάνεις λάθος!»
«Ο φτωχός ανόητος είναι ερωτευμένος μαζί σου». Ο Γκρίφιν την πλησίασε με αργά κι αποφασιστικά βήματα, χωρίς τα μάτια του ν’ αφήσουν στιγμή τα
δικά της. «Δε συμβαίνει όμως το ίδιο μ’ εσένα».
«Μην είσαι ανόητος. Δεν ξέρεις τίποτα για... Τι κάνεις εκεί;»
Το χαμόγελο του Γκρίφιν ήταν επικίνδυνο κι απίστευτα σέξι. «Δεν απάντησες στην ερώτησή μου, Άντερσον». Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το πέτο της
ρόμπας της. «Φοράς τα εσώρουχα που σου αγόρασα;»
«Όχι. Μακένα, τι κάνεις...»
«Θέλω να δω μόνος μου».
Η καρδιά της Ντάνα χτύπησε τρελά. Ο Γκρίφιν άνοιξε τη ρόμπα της.
«Με αποκαλείς ψεύτρα;» του είπε με φωνή που έτρεμε.
«Μου ζητάς να μην το κάνω;» απάντησε εκείνος. Κι η δική του φωνή έτρεμε.
Ο χρόνος, σταμάτησε. Η ρόμπα άνοιξε, αλλά τα μάτια του Γκρίφιν έμειναν καρφωμένα στα δικά της.
«Ντάνα», της είπε με φωνή βραχνή.
«Ναι, ω, ναι...»
Την επόμενη στιγμή βρέθηκε στην αγκαλιά του.
Περίμενε ότι θα την έγδυνε, εκεί, στο σαλόνι. Ο Γκρίφιν όμως δεν το έκανε. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα της
σουίτας, όπου το φως του φεγγαριού πάλευε να διαπεράσει το σκοτάδι.
Και τότε τη φίλησε, τόσο γλυκά, που έκανε την καρδιά της να λιώσει. Αργά, πολύ αργά, έτσι που της φάνηκε μια αιωνιότητα, την άφησε να πατήσει στο
έδαφος.
«Άσε με να σε δω», της είπε. Η Ντάνα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Η ρόμπα γλίστρησε από τους ώμους της και η ματιά του ταξίδεψε στο κορμί της.
Το μυαλό της θόλωσε. Ποτέ, κανένας άντρας δεν την είχε κοιτάξει μ’ αυτό τον τρόπο. Χωρίς να τη χαϊδεύει, χωρίς να την αγγίζει, τη χάιδευε και την άγγιζε
με το βλέμμα του.
Το στήθος της φούσκωσε και οι θηλές της ορθώθηκαν.
«Όμορφη», ψιθύρισε ο Γκρίφιν. Η Ντάνα το ήξερε ότι ήταν. Τουλάχιστον εκείνη τη νύχτα, για κείνο τον άντρα.
Η ρόμπα κύλησε στο χαλί. Ο Γκρίφιν την κοίταξε πολλή ώρα, με το φεγγάρι να γεμίζει το πρόσωπό του σκιές. Μετά άπλωσε το χέρι του, έπιασε το
δαντελένιο εσώρουχο και της το έβγαλε.
Η ανάσα του κόπηκε και τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν από τον πόθο.
«Όμορφη Ντάνα».
Γονάτισε μπροστά της και κατέβασε το σλιπ της. Τα δάχτυλά του άγγιξαν την επιδερμίδα της κι άρχισαν να τη χαϊδεύουν, μέχρι που από τα χείλη της βγήκε
πνιχτά το όνομά του. Μετά έγειρε το κεφάλι του μπροστά κι η ανάσα του φτερούγισε στους μηρούς της. Το επόμενο που ένιωσε η Ντάνα ήταν το στόμα του
πάνω της.
Το σοκ που της προκάλεσε το φιλί του την κατέκλυσε με ένα καυτό κύμα πόθου. Ένιωσε να τρέμει. Η κραυγή που βγήκε από τα χείλη της ήταν γεμάτη
πάθος και δυσπιστία. Όχι, σκέφτηκε, όχι, δεν μπορεί να τελειώσει τόσο γρήγορα. Ήθελε αυτό που θα συνέβαινε να κρατούσε για πάντα.
Ο Γκρίφιν τη φίλησε ξανά. Ένας λυγμός ακούστηκε κι η Ντάνα ταλαντεύτηκε. Αρπάχτηκε από τους ώμους του για να συγκρατηθεί.
«Όχι», είπε απελπισμένα. «Γκρίφιν, σε παρακαλώ...»
«Ναι», απάντησε εκείνος έντονα και σηκώνοντάς την ξανά στα χέρια του τη μετέφερε στο κρεβάτι και την ξάπλωσε πάνω στα μεταξωτά σεντόνια.
Η Ντάνα τον παρακολούθησε να γδύνεται. Ήταν πολύ όμορφος, με τους φαρδιούς ώμους και τους μυς να διαγράφονται υπέροχα στο στομάχι και την
κοιλιά. Οι γοφοί του ήταν στενοί και τα πόδια του μακριά και καλοσχηματισμένα.
Ο Γκρίφιν έσκυψε από πάνω της κι εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του, μισανοίγοντας τα χείλη της κι ανασηκώνοντας το κορμί της προς το δικό του, για να
τη γευτεί, για ν’ ανασάνει το άρωμά της, όπως ανάσαινε κι η ίδια το δικό του.
«Γκρίφιν», ψιθύρισε. «Θέλω... θέλω...»
«Τα πάντα», είπε εκείνος και μπήκε μέσα της ασυγκράτητος.
Η Ντάνα ένιωσε να διαλύεται σε χιλιάδες μικρά κομμάτια, σαν κρύσταλλος που είχε γίνει σκόνη. Αν νιώθω έτσι τώρα που τον μισώ, πώς θα νιώθω όταν θα
παραδεχτώ ότι τον αγαπώ; σκέφτηκε μια στιγμή πριν σταματήσει να λειτουργεί εντελώς το μυαλό της.

***

Ο Γκρίφιν ξύπνησε ώρες αργότερα με την Ντάνα να κοιμάται στην αγκαλιά του.
Ήταν γυρισμένη στο πλάι, με το κεφάλι της ν’ ακουμπά στον ώμο του και τα χείλη της εκατοστά πιο μακριά από το λαιμό του. Κάθε ανάσα που έπαιρνε,
έστελνε κι ένα απαλό χάδι πάνω στην επιδερμίδα του.
Ήταν αργά. Πολύ αργά. Το φεγγάρι είχε χαθεί από τον ουρανό και στην κρεβατοκάμαρα είχε απλωθεί ένα βελούδινο σκοτάδι.
Ο Γκρίφιν αναδεύτηκε κι η Ντάνα αναστέναξε και τον πλησίασε ακόμα περισσότερο. Τα μεταξένια μαλλιά της ακούμπησαν στα χείλη του. Μύρισε το
λουλουδένιο άρωμά τους. Τι ήταν; Εκείνος τα μόνα λουλούδια που ήξερε ήταν τα τριαντάφυλλα. Τα κόκκινα, καυτά τριαντάφυλλα με τα μακριά κοτσάνια
που έστελνε χρόνια τώρα στις γυναίκες.
Χαμογέλασε. Χωρίς να ξέρει πώς, ήταν βέβαιος ότι η γυναίκα που είχε στην αγκαλιά του δε θα εντυπωσιαζόταν από τέτοια λουλούδια. Την τράβηξε πάνω
του. Ήταν η ίδια τριαντάφυλλο. Ένα υπέροχο τριαντάφυλλο, με γλυκό άρωμα και... πολλά αγκάθια.
Την άκουσε κάτι να μουρμουρίζει μέσα στον ύπνο της. Ακούμπησε το χέρι του στο μάγουλό της κι άφησε το δάχτυλό του να γλιστρήσει πάνω στη
μεταξένια επιδερμίδα της.
«Τι είναι, αγάπη μου;» της ψιθύρισε.
Εκείνη αναστέναξε και τ’ όνομά του γλίστρησε από τα χείλη της. Τον έβλεπε στ’ όνειρό της.
Η καρδιά του πλημμύρισε από ένα συναίσθημα που δεν είχε προηγούμενο.
Την έσφιξε στην αγκαλιά του κι άφησε τη γλυκιά ζεστασιά του σώματός της να τον βυθίσει σ’ έναν όμορφο ύπνο.

***

Όταν ο Γκρίφιν ξύπνησε ξανά είχε πια ξημερώσει.


Το φως του ήλιου έλουζε το δωμάτιο. Από τα χείλη του βγήκε ένα βογκητό διαμαρτυρίας κι άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της Ντάνα...
Ήταν όμως μόνος στο κρεβάτι. Αν δεν το είχε ζήσει, θα μπορούσε να υποθέσει ότι είχε περάσει μόνος ολόκληρο το βράδυ. Πουθενά δεν υπήρχε ίχνος της.
Τα σκεπάσματα ήταν τακτοποιημένα στο σημείο όπου είχε κοιμηθεί εκείνη και τα μαξιλάρια στη θέση τους.
Ανακάθισε και πέρασε τα χέρια του μέσα στα μαλλιά του.
Συνήθως αυτός ήταν που έφευγε πρώτος. Όχι ότι το έβαζε στα πόδια όταν έκανε έρωτα. Στις γυναίκες άρεσε να τις παίρνει κανείς αγκαλιά κι αυτό το ήξερε.
Κι εκείνου του άρεσε να νιώθει αυτό το συναίσθημα της πληρότητας μετά από ένα καλό σεξ. Γι’ αυτό κι έμενε στο κρεβάτι για μισή ή μία ώρα και μάλιστα
κάποια φορά μέχρι το πρωί.
Ο Γκρίφιν δεν πίστευε στις ερωτικές ιστορίες της μιας νύχτας. Πάντα τηλεφωνούσε την επόμενη μέρα, στέλνοντας λουλούδια και πρόσκληση για δείπνο ή
για κάποιο θέατρο. Γενικά άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν μόνα τους για κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να χάσει το ενδιαφέρον του, κάτι αναπόφευκτο.
Έσμιξε τα φρύδια και κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα.
Πού στο διάβολο ήταν η Ντάνα;
Φόρεσε το παντελόνι του, ανέβασε το φερμουάρ και βγήκε από την κρεβατοκάμαρα.
«Ντάνα;»
Στη μέση του σαλονιού σταμάτησε. Την είδε έξω στο μπαλκόνι. Καθόταν σταυροπόδι στην πολυθρόνα κι είχε στα πόδια της το φορητό υπολογιστή της.
Φορούσε ακόμα τη ρόμπα κι είχε σηκώσει τα μαλλιά της ψηλά στο κεφάλι της. Το πρόσωπό της έλαμπε από το πρωινό πλύσιμο.
Ξαφνικά ένιωσε σαν ένα χέρι να έσφιγγε την καρδιά του.
Ήταν πολύ όμορφη.
Θα έπρεπε να έκανε κάποιο θόρυβο, γιατί ξαφνικά η Ντάνα ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το βλέμμα της φωτίστηκε. Τα μάγουλά της
βάφτηκαν κόκκινα κι έφερε το χέρι στα μαλλιά της σε μια κίνηση τόσο θηλυκή, που στο λαιμό του ανέβηκε ένας κόμπος.
Του χαμογέλασε. «Γεια», είπε.
Εκείνος της ανταπέδωσε το χαμόγελο και το χαιρετισμό. Στην πραγματικότητα ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει... να της πει...
Η Ντάνα χτύπησε κάτι στο πληκτρολόγιο και μετά σηκώθηκε με τον υπολογιστή στα χέρια και μπήκε μέσα.
«Γεια», ξαναείπε.
«Γεια».
«Έχω καλά νέα».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Ήταν ξυπόλυτη και τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν άβαφτα. Δε θυμόταν να είχε ξαναδεί νύχια ποδιών γυναίκας άβαφτα άλλη
φορά.
«Γκρίφιν;»
Ανασήκωσε το βλέμμα του στο όμορφο, χαμογελαστό πρόσωπό της.
«Τελείωσα με το πρόγραμμα. Είναι εντάξει».
«Α». Ο Γκρίφιν άρχισε να την πλησιάζει αργά. «Υπέροχα».
«Μου πήρε λίγο... Γκρίφιν, τι κάνεις εκεί πέρα;»
Εκείνος πήρε μαλακά τον υπολογιστή από τα χέρια της και τον άφησε πάνω στο τραπέζι.
«Γκρίφιν; Δε θέλεις να μάθεις για το πρόγραμμα;» τον ρώτησε η Ντάνα με φωνή βραχνή.
Της έγνεψε καταφατικά, σοβαρός. «Θέλω να τα μάθω όλα», είπε, λύνοντας τη ζώνη της ρόμπας της. «Με κάθε λεπτομέρεια».
Το κεφάλι της έγειρε πίσω καθώς εκείνος έσκυψε και φίλησε το στήθος της. Από το στόμα της βγήκε ένας πνιχτός στεναγμός και τα χέρια της βυθίστηκαν
στα μαλλιά του.
«Γκρίφιν... Γκρίφιν, δεν μπορώ... δεν μπορώ να σκεφτώ όταν...»
Αδιαφορώντας για τα λόγια της, ο Γκρίφιν τη σήκωσε στην αγκαλιά του και, διασχίζοντας τη νυφική σουίτα, τη μετέφερε στο κρεβάτι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Ενοχές.
Αυτό ένιωθε η Ντάνα. Ενοχές, σαν να βυθιζόταν στον ωκεανό που έσκαγε στην ακτή από κάτω, καυτός όπως και η ζέστη του τελευταίου πρωινού.
Στάθηκε στη βεράντα της νυφικής σουίτας, με τα δάχτυλά της σφιγμένα πάνω στο κάγκελο και προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι δεν υπήρχε κανένας
λόγος να νιώθει ενοχές.
Δεν ήταν δεσμευμένη με κανέναν. Ούτε και ο Γκρίφιν. Και ήταν ενήλικες. Ό,τι είχε συμβεί μεταξύ τους δεν μπορούσε να πληγώσει κανέναν.
Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν ακόμα περισσότερο πάνω στο κάγκελο.
Ποιον κορόιδευε; Υπήρχαν δυο άνθρωποι σ’ ένα ξενοδοχείο λίγα λεπτά πιο πέρα, που θα πληγώνονταν βαθιά αν μάθαιναν ότι εκείνη και ο Γκρίφιν είχαν
κάνει έρωτα. Ο Άρθουρ είχε διανύσει όλη αυτή την απόσταση για να βρίσκεται κοντά της. Ήταν ερωτευμένος μαζί της και το ήξερε. Επειδή δεν της το είχε
πει δεν άλλαζε το γεγονός.
Ύστερα ήταν κι η Σίνθια. Η Σίνθια που κοιτούσε τον Γκρίφιν με τόση λατρεία στο βλέμμα της...
«Γλυκιά μου;»
Στο άκουσμα της φωνής του Γκρίφιν, η Ντάνα έκλεισε τα μάτια της. Άκουσε τις πόρτες της βεράντας ν’ ανοίγουν πίσω της και το σώμα του άγγιξε
φευγαλέα το δικό της.
Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξε πάνω του.
Μη, είπε στον εαυτό της. Ω, μην το κάνεις. Είναι λάθος. Είναι λάθος...
«Ντάνα».
Τα χείλη του Γκρίφιν ακούμπησαν στο λαιμό της. Η ανάσα της κόπηκε. Σ’ αγαπώ, σκέφτηκε. Ω Γκρίφιν, σ’ αγαπώ. Γιατί να το αρνηθεί;
Εκείνος όμως δεν την αγαπούσε. Εκείνος περνούσε απλά ένα όμορφο Σαββατοκύριακο κι αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Είχε εξαπατήσει δύο
υπέροχους ανθρώπους, απλά και μόνο για να βρεθεί στην αγκαλιά ενός άντρα από τα χείλη του οποίου δε θ’ άκουγε ποτέ τις μαγικές λέξεις...
«Πού ήσουν; Ξύπνησα και δε σε βρήκα», είπε ο Γκρίφιν και, παραμερίζοντας τα μαλλιά της, φίλησε απαλά την ευαίσθητη επιδερμίδα πίσω από τ’ αυτί της.
«Μου έλειψες».
«Νιώθω... νιώθω νευρικότητα».
«Νευρικότητα;» Ο Γκρίφιν γέλασε μαλακά και την έστρεφε προς το μέρος του. «Έχω την κατάλληλη θεραπεία», της είπε, ανασηκώνοντας το πρόσωπό της
προς το δικό του. «Το μόνο που είχες να κάνεις ήταν να με ξυπνήσεις».
«Γκρίφιν». Η Ντάνα ακούμπησε τα χέρια της στο στήθος του. «Γκρίφιν, σκεφτόμουν...»
«Κι εγώ».
Της χαμογέλασε κι αναζήτησε τα χείλη της, αλλά εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της αλλού.
«Σε παρακαλώ, άκουσέ με». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σκεφτόμουν... σκεφτόμουν τον Άρθουρ».
«Τι συμβαίνει μ’ αυτόν;» Το χαμόγελό του έσβησε. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να του δώσεις αναφορά».
«Το ξέρω. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εσένα και τη Σίνθια. Αλλά...»
Ο Γκρίφιν ακούμπησε το δείκτη του πάνω στα χείλη της, για να την κάνει να σωπάσει.
«Δεν τους ζητήσαμε εμείς να έρθουν εδώ, Ντάνα».
«Ναι, φυσικά. Κι όμως...»
«Ούτε κι είχαμε σχεδιάσει αυτό που συνέβη μεταξύ μας».
Η Ντάνα χαμογέλασε. Ήταν τόσο γελοίο, ακόμα και να το σκέφτεται κανείς.
«Έχεις δίκιο», είπε γελώντας μαλακά. «Και μάλιστα, αν σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι μεταξύ μας, θα έβαζα στοίχημα ότι ένας από τους δυο
μας θα πετούσε τον άλλο στον ωκεανό».
«Στον ωκεανό, ε;» Ο Γκρίφιν γέλασε. «Αν ήξερα ότι η καινούρια αντιπρόεδρος της εταιρείας θα έκανε τέτοιες δολοφονικές σκέψεις, δε θα συμφωνούσα
ποτέ να μοιραστώ μια σουίτα μαζί της».
Το χαμόγελο της Ντάνα έσβησε. «Δε θα έπρεπε να είχαμε μείνει μαζί, Γκρίφιν. Αν δεν...»
Ο Γκρίφιν έσκυψε και τη φίλησε. Εκείνη προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά πώς μπορούσε όταν τα χείλη του ήταν τόσο γλυκά; Ανήμπορη ν’ αντισταθεί,
τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του.
«Θα μπορούσαμε να έχουμε μείνει σε δυο διαφορετικά πατώματα», ψιθύρισε εκείνος, «αλλά δε θα είχε καμιά σημασία. Ήταν αναπόφευκτο, Ντάνα. Θα
πρέπει κι εσύ να το νιώθεις».
Η Ντάνα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά κι ακούμπησε το μέτωπό της στο πιγούνι του.
«Το νιώθω. Αλλά σκέφτομαι συνέχεια τον Άρθουρ και...»
«Ξέρω έναν τρόπο να λύσουμε αυτό το πρόβλημα», είπε ο Γκρίφιν και, παίρνοντάς τη στα χέρια του, τη μετέφερε μέσα.
«Όχι». Η Ντάνα ακούμπησε μαλακά το χέρι της πάνω στο γοφό του. «Πρέπει να κατέβουμε κάτω. Σε λίγο θ’ αρχίσει η παρουσίαση και...»
«Στο διάβολο η παρουσίαση».
«Δεν το εννοείς αυτό».
Εκείνος αναστέναξε. Η Ντάνα είχε δίκιο. Η Ντάτα Μπάιτς βρισκόταν σε επικίνδυνο σημείο, έτοιμη να καταρρεύσει. Την άφησε να πατήσει αργά κάτω,
συνειδητοποιώντας συγχρόνως ότι στην πραγματικότητα έπρεπε ν’ ανησυχεί για την καρδιά του.
Ξαφνικά ένιωσε ευάλωτος, σαν να ήταν φτιαγμένος από γυαλί.

***

Η αίθουσα παρουσίασης του συνεδρίου ήταν γεμάτη αντιπροσώπους από δώδεκα περίπου εταιρείες, αλλά ο περισσότερος κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω
από τα εκθέματα της Ντάτα Μπάιτς.
Το πρόγραμμα δε λειτουργούσε απλά, ήταν άψογο. Ο Γκρίφιν δε θυμόταν άλλη φορά να είχε ανταλλάξει τόσες χειραψίες και να είχε δεχτεί τόσα
συγχαρητήρια.
«Δεν οφείλεται σ’ εμένα», έλεγε συνέχεια. «Το πρόγραμμα είναι δημιούργημα της αντιπροέδρου, της Ντάνα Άντερσον».
Κάποια στιγμή το κοινό αραίωσε. Ο Γκρίφιν προσποιήθηκε ότι πήρε μια ανάσα ανακούφισης. «Τα καταφέραμε», της είπε. «Χάρη σ’ εσένα».
«Συμφωνώ». Η Ντάνα χαμογέλασε και σούφρωσε τη μύτη της. «Αλλά το πρόγραμμα πουλάει εξαιτίας σου. Όσο κι αν με πονά να το παραδεχτώ, είχες
δίκιο. Εσύ είσαι αυτός που θέλουν όλοι να γνωρίσουν».
«Νομίζω ότι πρέπει να πάμε κάπου να το γιορτάσουμε». Ο Γκρίφιν πήρε το χέρι της στο δικό του κι έπαιξε με τα δάχτυλά της. «Τι λες, πάμε να φάμε;»
«Γεύμα». Η Ντάνα αναστέναξε. «Καλή ιδέα».
«Αστακό σαλάτα κι ένα μπουκάλι παγωμένο λευκό κρασί».
«Μμμ. Ακόμα καλύτερη».
«Ωραία». Ο Γκρίφιν την πλησίασε περισσότερο και της χαμογέλασε. «Μπορούμε να παραγγείλουμε με την υπηρεσία δωματίων, στη σουίτα μας. Θα φάμε
και μετά θα κάνουμε ένα απολαυστικό μπάνιο στην μπανιέρα. Πώς σου φαίνεται;»
Η Ντάνα κοκκίνισε. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το υπονοούμενό του. «Τώρα;»
Εκείνος γέλασε. «Τώρα».
«Μα δε θα γίνει κάποια ομιλία σε μισή... Γκρίφιν, μη με κοιτάς έτσι».
«Έλα πάνω μαζί μου, Ντάνα. Άσε με να σου βγάλω αυτό το φόρεμα, ν’ αφήσω τα μαλλιά σου κάτω και...»
«Μακένα; Έι, καταπληκτική δουλειά, φίλε».
Ο Γκρίφιν ανασήκωσε το βλέμμα του και είδε έναν παλιό συμμαθητή του να τον κοιτάζει χαρούμενος. Για μια στιγμή σκέφτηκε να του πει ότι η στιγμή
ήταν ακατάλληλη, αλλά η Ντάνα είχε ήδη τραβήξει διακριτικά το χέρι της από το δικό του κι είχε απομακρυνθεί. Αναστέναξε κι άπλωσε το χέρι του στο
συμμαθητή του.
«Έβανς», είπε. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω».
«Κι εγώ. Διάβασα, ξέρεις, ότι αγόρασες αυτή την εταιρεία, αλλά δεν είχα ιδέα ότι...»
Ο Γκρίφιν προσπάθησε να δώσει προσοχή στα λόγια του συνομιλητή του, αλλά η σκέψη του ήταν στην Ντάνα.
Την είδε να στέκεται μερικά βήματα πιο πέρα και να εξηγεί το πρόγραμμα σε κάποιον που, προφανώς, δεν μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά ανάμεσα σ’
ένα τσιπ υπολογιστή και στα τσιπς με ρίγανη. Τα μάτια του στένεψαν. Δεν του πήρε πολύ για να καταλάβει ότι το ενδιαφέρον του αγνώστου ήταν
περισσότερο στην Ντάνα και λιγότερο στο πρόγραμμα. Εκείνη όμως συνέχισε να του εξηγεί υπομονετικά, μέχρι που ύστερ’ από λίγο η προσοχή του άντρα
στράφηκε πραγματικά στον υπολογιστή.
«Κατάλαβα», είπε. Η Ντάνα του χαμογέλασε μ’ έναν τρόπο σαν να είχε κερδίσει ολυμπιακό μετάλλιο.
Ο άντρας είπε κάτι, η Ντάνα χαμογέλασε και μετά αντάλλαξαν μια χειραψία. Ο Γκρίφιν χαλάρωσε. Εκπληκτικό. Ο άγνωστος την είχε τελικά αντιμετωπίσει
από σεξουαλικό αντικείμενο σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Δύσκολη μεταστροφή για πολλούς –και για τον ίδιο ακόμα. Η αλήθεια ήταν ότι η Ντάνα είχε δίκιο.
Κανένας δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι ζούσαν σ’ έναν ανδροκρατούμενο κόσμο.
Ω Θεέ, ήταν υπέροχη. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ του άλλη γυναίκα σαν κι αυτήν. Το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν που την
είχε αφήσει να φύγει από την αγκαλιά του το πρωί και να κατέβουν κάτω, όπου τη μοιραζόταν μ’ εκατό άλλους ανθρώπους. Πόση ώρα θα περνούσε μέχρι να
την έχει ξανά δική του;
«Πρόσεχε, Μακένα».
Ο Γκρίφιν στράφηκε προς τον Έβανς, που του έκλεισε με σημασία το μάτι.
«Σοβαρολογώ».
«Συγνώμη, Έβανς. Να προσέξω τι πράγμα;»
«Που προσέλαβες αυτή τη διάνοια. Αν θέλει να πάει στη Μασαχουσέτη, δεν έχει παρά να το πει. Είναι έξυπνη κι όμορφη, Μακένα. Φοβερός συνδυασμός».
«Ναι, ναι».
«Θα είμαστε ευτυχισμένοι να έχουμε μια τέτοια στην εταιρεία μας».
Οι δυο άντρες αντάλλαξαν μια θερμή χειραψία χαμογελώντας. «Μην κάνεις όρεξη, Έβανς», είπε ο Γκρίφιν. «Η Ντάνα Άντερσον δεν πρόκειται να φύγει από
την Ντάτα Μπάιτς».
Δεν πρόκειται να πάει πουθενά, σκέφτηκε, καθώς ο Έβανς απομακρύνθηκε. Σταύρωσε τα μπράτσα στο στήθος του και στηρίχτηκε στο γραφείο της
παρουσίασης, παρακολουθώντας τη να εξηγεί το καινούριο πρόγραμμα σε κάποιον άλλο επισκέπτη του συνεδρίου. Αποκλείεται, είπε σιωπηλά μέσα του.
Είχε αγγίξει ένα θαύμα και δε θα το άφηνε να του φύγει μέσα από τα χέρια.
Την είδε ν’ απαντά σε μια δύσκολη ερώτηση για το πρόγραμμα, με άνεση και γοητεία. Ο Έβανς είχε δίκιο. Όμορφη κι έξυπνη. Τα μαλλιά της έπεφταν
ελεύθερα στους ώμους της, μετά την απειλή του ότι θα της τα έλυνε, αν τα έπιανε σε κότσο πίσω και φορούσε ένα κρεμ φόρεμα, απλό και σοβαρό, αλλά
πολύ θηλυκό κι όμορφο. Νωρίτερα είχε παραγγείλει τηλεφωνικά κάποια πράγματα από το κατάστημα που της είχε αγοράσει το μεταξωτό σύνολο το
προηγούμενο βράδυ. Με ανακούφιση ο Γκρίφιν είχε διαπιστώσει ότι η επιθυμία της για «κάτι επαγγελματικό» δεν είχε οδηγήσει σε ένα από κείνα τα
συντηρητικά σύνολα που φορούσε στο γραφείο. Το κατάστημα μάλιστα της είχε στείλει επάνω δυο φορέματα, ένα κίτρινο κι ένα άλλο, σε ανοιχτό βιολετί
χρώμα.
«Θέλω δύο σύνολα», την είχε ακούσει να λέει αποφασιστικά, πριν από μερικές ώρες. «Σε απλή γραμμή, χωρίς βολάν, για επαγγελματικές εμφανίσεις, στο
μέγεθος οκτώ».
Η φωνή της ήταν εκπληκτικά ψύχραιμη, αν αναλογιζόταν κανείς ότι έδινε την παραγγελία καθισμένη οκλαδόν πάνω στο αναστατωμένο κρεβάτι τους,
φορώντας μόνο το πουκάμισο του Γκρίφιν, μ’ εκείνον δίπλα της.
«Κι ένα φόρεμα γι’ απόψε», της είχε ψιθυρίσει εκείνος, φιλώντας τη στο μέτωπο.
«Δε χρειάζομαι φόρεμα γι’ απόψε», του είχε απαντήσει. «Έχουμε να πάμε σ’ εκείνο το δείπνο και μετά θα μιλήσει...»
«Ένα μαύρο, στενό φόρεμα», είπε πει ο Γκρίφιν, γλιστρώντας το χέρι του μέσα από το πουκάμισό της.
«Γκρίφιν». Η Ντάνα είχε σκεπάσει με το χέρι της το τηλέφωνο. «Δεν μπορώ... σταμάτα...»
Κι εκείνος είχε σταματήσει... μόλις η Ντάνα παρήγγειλε τελικά το μαύρο φόρεμα. Ύστερα της είχε πάρει το τηλέφωνο από τα χέρια και την είχε τραβήξει
μέσα στα αναστατωμένα σεντόνια.
«Να σταματήσω τι;» είχε μουρμουρίσει. Μετά είχαν βρεθεί ξανά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
Έσμιξε τα φρύδια του κι άλλαξε στάση. Σκέψου κάτι άλλο, είπε στον εαυτό του, πριν γίνεις ρεζίλι δημόσια.
Σκέψου για το δείπνο αργότερα, για την ώρα που θα γυρίσετε στη σουίτα και θα κλείσετε την πόρτα πίσω σας...
Ω διάβολε.
Σκέψου τη Σίνθια και τον Άρθουρ που μπήκαν μόλις μέσα στην αίθουσα.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε καταφέρει να μη σκεφτεί καθόλου τη Σίνθια, μετά από το τηλεφώνημα που της είχε κάνει στο ξενοδοχείο της, λέγοντας ότι θα
ήταν απασχολημένος σχεδόν όλη τη μέρα.
«Εντάξει», είχε απαντήσει εκείνη. «Καταλαβαίνω».
Όχι, ήθελε να της πει. Όχι, δεν καταλαβαίνεις. Κάτι του είχε συμβεί και το ήξερε. Κάτι όμορφο, που τον φόβιζε συγχρόνως. Ένιωθε ένα συναίσθημα που
δεν μπορούσε να το προσδιορίσει, ένα συναίσθημα που δεν ήταν έτοιμος να το αναλύσει, ούτε και να το αγνοήσει όμως.
Ένα πράγμα ήταν σίγουρο: έπρεπε να πει στη Σίνθια ότι δεν είχαν κοινό μέλλον. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό και θα έκανε ό,τι μπορούσε για να το δει κι εκείνη.
Τώρα το καταλάβαινε. Η Σίνθια ήταν καλή, με τρυφερή καρδιά, αλλά δεν ήταν η σωστή γυναίκα γι’ αυτόν και δε θα γινόταν ποτέ. Αν παντρευόταν, θα ήταν
από έρωτα. Ο πατέρας του είχε παντρευτεί με τον ίδιο τρόπο που έκανε τις δουλειές του κι έτσι είχε μεγαλώσει το γιο του. Ψυχρά κι υπολογιστικά.
Ο γάμος όμως δεν ήταν δουλειά. Ήταν αγάπη και η αγάπη δεν είχε να κάνει με στόχους, είχε να κάνει με το απόλυτο δόσιμο σ’ έναν άλλο άνθρωπο.
Όταν ένας άντρας παντρευόταν, θα έπρεπε να το κάνει γιατί η γυναίκα εκείνη θα του έδινε τη χαρά και το πάθος, θα μοιραζόταν τα όνειρα και τα
ενδιαφέροντά του.
Τα όνειρα; Και τα όνειρα του παπιγιονάκια; Μήπως γι’ αυτό δεν είχε πάει εκεί ο Κόκλεϊ, επειδή αγαπούσε την Ντάνα κι ήθελε να την παντρευτεί;
Η καρδιά του Γκρίφιν χτύπησε δυνατά. Έπρεπε να κάνει κάτι, γρήγορα. Έπρεπε να πει στην Ντάνα ότι... ότι αν αγαπούσε ποτέ... αν παντρευόταν ποτέ...
«Γκρίφιν;»
Η Ντάνα γύρισε προς το μέρος του κατάχλομη. Είχε δει τη Σίνθια και τον Άρθουρ.
«Ντάνα». Πήρε το παγωμένο χέρι της στο δικό του. «Άκουσέ με, γλυκιά μου...»
«Γκρίφιν, δεν μπορώ να τους αντικρίσω! Δεν μπορώ! Πώς μπορέσαμε να...»
Η ανάσα της είχε κοπεί. Ο πανικός της τον τρομοκράτησε. Η Ντάνα ήταν έτοιμη να πει τα λάθος λόγια, να κάνει τη λάθος κίνηση, να συμφωνήσει σε ό,τι
της ζητούσε ο Κόκλεϊ και να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της προσπαθώντας να εξιλεωθεί που είχε αγαπήσει έναν άλλον άντρα. Γιατί, που να πάρει η ευχή,
ναι, είχε αγαπήσει έναν άλλο άντρα. Γι’ αυτό είχε κοιμηθεί μαζί του. Γιατί τον αγαπούσε. Μόνο αυτόν.
Κι εκείνος την αγαπούσε. Τη λάτρευε! Ήταν ανόητος που φοβόταν να το παραδεχτεί.
«Ντάνα». Η φωνή του ακούστηκε οργισμένη, αλλά δεν μπορούσε να το αποφύγει. «Μην πεις τίποτα. Μ’ ακούς; Όταν πλησιάσουν, άσε να μιλήσω εγώ. Εσύ
μην...»
«Γκρίφιν», είπε η Σίνθια, «επιτέλους. Σας ψάχναμε παντού!»
«Σίνθια». Η καρδιά του Γκρίφιν χτύπησε δυνατά, αλλά τα χρόνια που είχε εξασκηθεί στη διατήρηση της ψυχραιμίας του σε δύσκολες στιγμές φάνηκαν
απίστευτα χρήσιμα. Της χαμογέλασε και σκύβοντας τη φίλησε στο μάγουλο.
«Πώς πήγε η δουλειά;»
Τουλάχιστον είχε πάψει να τον αποκαλεί «αγάπη μου». Ίσως να ήταν καλό σημάδι.
«Μια χαρά», είπε.
«Υπέροχα». Η Σίνθια κοίταξε πάνω από τον ώμο του. «Δεν είναι υπέροχο, Άρθουρ;»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ναι, υπέροχο», είπε και το βλέμμα του πέταξε από τον Γκρίφιν στην Ντάνα. Υποψιαζόταν κάτι; Έτσι έδειχνε,
πάντως. Ο Γκρίφιν κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει την Ντάνα από κει το συντομότερο και να μιλήσουν.
«Λοιπόν», είπε, «θα σας δούμε αργότ...»
«Ντάνα;» Η φωνή του Άρθουρ ακούστηκε πάνω από τη δική του. Αυτό σίγουρα δεν ήταν καλό σημάδι από έναν άντρα που μέχρι το προηγούμενο βράδυ
δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια. «Ντάνα, καλή μου, θέλω να σου μιλήσω».
«Όχι», είπε ο Γκρίφιν. «Δεν μπορείς τώρα. Η Ντάνα κι εγώ πρέπει να... να πάμε σ’ ένα ραντεβού, Κόκλεϊ».
«Το ραντεβού σας μπορεί να περιμένει. Θα της μιλήσω τώρα».
Η Ντάνα στηρίχτηκε στο γραφείο, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθια. Ο Άρθουρ ήξερε! Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς, αλλά ήξερε. Αλλιώς δεν
εξηγιόταν η αντίστασή του στον Γκρίφιν.
Τι απαίσια που του είχε φερθεί! Ο Άρθουρ είχε πάει εκεί για να είναι μαζί της κι εκείνη πώς του το είχε ανταποδώσει; Είχε κοιμηθεί με τον Γκρίφιν,
αδιαφορώντας για τα αισθήματα και τις ελπίδες του. Η αλήθεια, βέβαια, ήταν ότι δε θα τον ερωτευόταν ποτέ, ούτε σ’ ένα εκατομμύριο χρόνια, άσχετα με την
έκβαση της σχέσης της με τον Γκρίφιν...
«Ντάνα;» είπε ο Άρθουρ.
Εκείνη τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από τη μέση της. «Ναι», είπε ήσυχα, «εντάξει. Πάμε κάπου ήρεμα. Κι εγώ θέλω να σου μιλήσω».
Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν. Η Σίνθια με μια ευγενική περιέργεια, ο Άρθουρ με ενδιαφέρον και ο Γκρίφιν με μια έκφραση που της έλεγε, «μην είσαι
ανόητη».
«Αλήθεια», ψιθύρισε. «Δεν μπορώ... Εννοώ, θέλω να σου πω...»
«Άντερσον».
Η φωνή του Γκρίφιν ακούστηκε απότομη. Η Ντάνα γύρισε και τον κοίταξε.
«Θέλω να μιλήσω στον Άρθουρ», του είπε. «Μόνη».
«Θα σε συμβούλευα να μην το κάνεις».
«Δε σε αφορά, Γκρίφιν».
«Και βέβαια με αφορά!» είπε εκείνος κατηγορηματικά κι έσκυψε προς το μέρος της, με τα μάτια του να πετούν φλόγες οργής.
Τα χείλη της Ντάνα άρχισαν να τρέμουν. Όλα ήταν τόσο θλιβερά φανερά. Ο Γκρίφιν φοβόταν μήπως πει στον Άρθουρ τι είχε συμβεί. Από τον Άρθουρ θα
το μάθαινε η Σίνθια κι έτσι θα έχανε την ευκαιρία να έχει και το σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη.
«Μην ανησυχείς», του είπε. «Το θέμα αυτό αφορά τον Άρθουρ κι εμένα».
«Θα με ακούσεις, που να πάρει η ευχή;»
«Όχι». Η Ντάνα ξερόβηξε, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Όχι, δε θα σε ακούσω. Ξέρω τι πρέπει να πω στον Άρθουρ και θα το κάνω».
Το πιγούνι του Γκρίφιν σφίχτηκε. «Τότε συγκρατήσου να το κάνεις στη Νέα Υόρκη, στον ελεύθερο χρόνο σου».
«Ω Θεέ μου», είπε η Σίνθια νευρικά. «Γκρίφιν, ειλικρινά...»
«Μην ανακατεύεσαι σ’ αυτό, σε παρακαλώ, Σίνθια. Η κυρία Άντερσον είναι υπάλληλός μου. Λυπάμαι που πρέπει να της υπενθυμίσω ξανά αυτό το γεγονός,
αλλά είμαι υποχρεωμένος».
«Άκου, Μακένα, δεν μπορείς να μιλάς στην Ντάνα μ’ αυτό τον τρόπο. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα...»
«Ποιος θα με σταματήσει, Κόκλεϊ; Εσύ;»
«Τρελός είσαι;» Η φωνή της Ντάνα ακούστηκε τόσο δυνατά, που σταμάτησε κάθε κουβέντα γύρω τους, αλλά δεν την ένοιαζε. «Τι συμβαίνει, Μακένα; Δεν
αντέχεις να βλέπεις τους άλλους να μη γονατίζουν όταν ακούνε τη φωνή σου;»
«Ντάνα». Ο Γκρίφιν προσπάθησε να την πιάσει από το μπράτσο, αλλά εκείνη το τράβηξε. «Ντάνα, ηρέμησε. Δεν ξέρεις τι λες. Είσαι αναστατωμένη».
«Πολύ σωστά. Είμαι αναστατωμένη! Δε θα έπρεπε να σε είχα αφήσει ποτέ να με πείσεις ν’ αναλάβω αυτή τη δουλειά, Μακένα, Ποτέ!»
«Για περίμενε μια στιγμή. Εγώ δε σε έπεισα να κάνεις τίποτα. Εσύ με εκβίασες να σου δώσω τη θέση της αντιπροέδρου».
«Χα!» Η Ντάνα τον αγριοκοίταξε. «Ξεχνάς ότι παραδέχτηκες πως είχες ήδη διαβάσει το φάκελό μου κι είχες αποφασίσει να μου δώσεις την προαγωγή που
σου ζήτησα! Αλλά έτσι είσαι εσύ, σωστά; Πάντα ψάχνεις για το νούμερο ένα!»
«Ντάνα». Τα μάτια του Γκρίφιν καρφώθηκαν πάνω της, προσπαθώντας να στρέψει τα πράγματα αλλού, πριν ήταν πολύ αργά. «Ντάνα, σου ζητώ να με
ακούσεις».
«Τότε πες κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο».
Σ’ αγαπώ, σκέφτηκε εκείνος... Αλλά η Σίνθια δίπλα του είχε μια έκφραση που έδειχνε ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Της όφειλε κάτι καλύτερο από
το ν’ ακούσει ότι δεν ένιωθε τίποτα γι’ αυτήν, μπροστά σε τόσους ξένους.
«Βλέπεις, Μακένα;» Η φωνή της Ντάνα έτρεμε. Για μια στιγμή είχε ελπίσει... «Δε νοιάζεσαι για κανέναν παρά μόνο για τον εαυτό σου. Εντάξει. Βλέπω ότι
δεν έχω άλλη επιλογή παρά να σου πω αυτό που περίμενα να σου πω όταν θα γυρνούσαμε στη Νέα Υόρκη...»
Ο Γκρίφιν ένιωσε ένα παγωμένο ρίγος να διαπερνά τη σπονδυλική του στήλη. Η Ντάνα που κρατούσε την προηγούμενη νύχτα στην αγκαλά του είχε
εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της σε μια γυναίκα με ατσάλινο βλέμμα, γεμάτο αποφασιστικότητα. Είχε γίνει ξανά η γυναίκα που είχε γνωρίσει στη Νέα
Υόρκη.
«Εμπρός», της είπε. «Σ’ ακούω».
«Πολύ καλά». Η Ντάνα χαμογέλασε κι απλώνοντας το χέρι της το πέρασε στο μπράτσο του Άρθουρ. «Ο Τίμοθι Έβανς μου πρόσφερε μια θέση στην
εταιρεία του».
Μια περίεργη ακινησία φάνηκε ν’ απλώνεται παντού.
«Και;»
«Και...» Η Ντάνα δίστασε για λίγο. «Και σκοπεύω να τη δεχτώ». Χαμογέλασε πλατιά, παρ’ ότι ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που είχε κάνει ποτέ. «Το μόνο
που μου μένει τώρα είναι να πείσω τον Άρθουρ ότι θα είμαστε ευτυχισμένοι στη Βοστόνη». Βλέποντας το σοκ να καθρεφτίζεται στα χαρακτηριστικά του
Γκρίφιν, στράφηκε και χαμογέλασε στον Άρθουρ, πριν κάνει καμιά ανοησία και βάλει τα κλάματα. «Θα είμαστε, έτσι δεν είναι;» του είπε.
Κι ο Άρθουρ, ο φτωχός, καλός Άρθουρ, δίστασε μόνο μια στιγμή πριν της πει ναι.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12

Πόσο χρειαζόταν ένας λογικός άντρας για να συνειδητοποιήσει ότι είχε δεχτεί το χτύπημα μιας καταστροφής;
Δυο ώρες, το πολύ.
Όχι, δηλαδή, ότι ο Γκρίφιν τα είχε ξεκαθαρίσει όλα, μέχρι τη στιγμή που πήραν με τη Σίνθια την απογευματινή πτήση για τη Νέα Υόρκη.
Ό,τι είχε συμβεί ανάμεσα στην Ντάνα κι εκείνον ήταν, αν ήθελε να πει την καθαρή αλήθεια, καλό σεξ. Κι αυτό δεν ήταν έκπληξη. Η κατάληξη στο κρεβάτι
ήταν αναπόφευκτη για δυο φυσιολογικούς, γοητευτικούς ενήλικες, που είχαν βρεθεί στον παράδεισο κι είχαν κλειδωθεί μέσα σε μια νυφική σουίτα.
Αλλά ο έρωτας; Ο Γκρίφιν παραλίγο να βάλει τα γέλια. Ο έρωτας, όπως έλεγε και το τραγούδι, δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό. Ο πόθος ήταν το κυρίαρχο
συναίσθημα, κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Απλά τα πράγματα είχαν ξεφύγει από τον έλεγχό του, αυτό ήταν όλο. Τα συναισθήματά του, οι αντιδράσεις του και
η συμπεριφορά του προς τη Σίνθια.
Τη φτωχή Σίνθια.
Καθόταν δίπλα του στην πρώτη θέση του αεροπλάνου, με τα μάτια κλειστά και τα χέρια της πλεγμένα στην ποδιά της. Η έκφρασή του μαλάκωσε. Η καλή,
αγαπημένη Σίνθια. Δεν την είχε δει ποτέ εκνευρισμένη, να βγάζει τα νύχια της σαν αγριεμένη γάτα. Ούτε και του είχε ποτέ παραπονεθεί για τον τρόπο που
της φερόταν.
Βέβαια, δεν είχε το δικαίωμα να παραπονεθεί. Δική της ιδέα ήταν να πάει να τον βρει.
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Γιατί προσπαθούσε να φορτώσει όλο αυτό το μπέρδεμα στη Σίνθια; Εντάξει, είχε εμφανιστεί μπροστά του απροειδοποίητα, αλλά
είχε χρειαστεί μεγάλο θάρρος για να το κάνει. Θα έπρεπε να της έχει πει πόσο θαύμαζε αυτό το θάρρος της. Όπως θα έπρεπε να είχε υπογραμμίσει στην
Ντάνα τον οξύθυμο χαρακτήρα της.
Πόσο αντίθετες ήταν οι δυο γυναίκες! Η Σιν, πρόθυμη πάντα να δίνει χαρά κι η Ντάνα, έτοιμη πάντα να βγάζει αγκάθια σαν σκαντζόχοιρος. Μόνο ένας
ανόητος δε θα έβλεπε τη διαφορά και δε θα καταλάβαινε ποια ήταν η σωστή γυναίκα για έναν άντρα.
Η Σίνθια ήταν η σωστή.
Τι φοβερό μπέρδεμα κι αυτό! Και για ποιο λόγο; Γιατί είχε προσπαθήσει να δώσει μια τέτοια ρομαντική χροιά σ’ ένα απλό Σαββατοκύριακο δυο εραστών;
«Γελοίο», μουρμούρισε.
Η Σίνθια γύρισε και τον κοίταξε. «Είπες τίποτα, Γκρίφιν;»
Η φωνή της ήταν απαλή και γλυκιά, όπως πάντα. Της χαμογέλασε και χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι της.
«Τίποτα. Κλείσε τα μάτια σου, Σιν, και προσπάθησε να ξεκουραστείς».
«Γκρίφιν, θέλω να σου πω ότι αυτό το Σαββατοκύριακο...»
«Το ξέρω», τη διέκοψε εκείνος ήρεμα. «Λυπάμαι και σου υπόσχομαι ότι θα επανορθώσω».
Η Σίνθια πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ναι, είμαι σίγουρη γι’ αυτό».
Ο Γκρίφιν ήταν αποφασισμένος να το κάνει. Απλά ένιωθε έκπληξη που είχε γοητευτεί από μια γυναίκα σαν την Ντάνα. Ναι, ήταν όμορφη, αλλά όμορφη
ήταν και η Σίνθια. Κι ενώ η Σίνθια ήταν πολύ θηλυκή, η Ντάνα δε θα δίσταζε να προσγειώσει τη γροθιά της στο μάτι ενός άντρα, αν τολμούσε να της πει μια
λέξη.
Βέβαια, δεν του είχε πει ψέματα κι αυτό έπρεπε να της το αναγνωρίσει. Από την αρχή τού είχε ξεκαθαρίσει ότι μπορούσε να παίξει το παιχνίδι των αντρών
στον ανδροκρατούμενο κόσμο. Και το είχε κάνει. Είχε δεχτεί μια καλύτερη θέση κάτω από τη μύτη του, όπως είχε πάει και στο κρεβάτι μαζί του.
Σεξ. Αυτό ήταν. Έρωτας; Ω, όχι. Η Ντάνα δεν τον είχε ερωτευτεί. Ευτυχώς, γιατί ούτε κι εκείνος ήταν ερωτευμένος μαζί της.
Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του.
Ούτε κι εγώ, σκέφτηκε και γυρνώντας κοίταξε έξω από το παράθυρο τα σύννεφα.

***

Ο Άρθουρ και η Ντάνα δεν κατάφεραν να κλείσουν θέση την τελευταία στιγμή για το αεροδρόμιο Κένεντι, γι’ αυτό πήραν την πτήση των επτά, που θα τους
πήγαινε στο Νιούαρκ.
«Μπορούμε να πάμε με ταξί στο Μανχάταν», είπε εκείνη. Ήξερε ότι ο Άρθουρ θα της έλεγε ότι ήταν πιο σωστό να έπαιρναν το λεωφορείο, όπως επίσης
ήξερε ότι θα έπρεπε να καταβάλει προσπάθεια για να διατηρήσει την ψυχραιμία της. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ν’ ακούσει ήταν για το σωστό και το
λάθος.
Ο Άρθουρ όμως κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και της είπε ότι δεν είχε καμιά αντίρρηση.
Δένοντας τις ζώνες τους, γύρισε και την κοίταξε.
«Ντάνα, είσαι σίγουρη ότι αυτό θέλεις να κάνεις;»
Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο, κάτι αναμενόμενο. Η Ντάνα ήξερε ότι τον είχε ξαφνιάσει δεχόμενη την πρότασή του, που καιρό τώρα προσπαθούσε ν’
αποφύγει.
«Απολύτως», είπε και του χαμογέλασε αχνά.
Φτωχέ μου, σκέφτηκε κι αναστέναξε. Ο Άρθουρ σίγουρα θα ήλπιζε πως θα ήθελε να μείνουν στη Φλόριντα το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο για να
γιορτάσουν τον αρραβώνα τους. Εντάξει, μπορούσαν να τον γιορτάσουν, αλλά όχι τώρα κι όχι σ’ ένα μέρος όπου είχε φερθεί σαν όλα τα θηλυκά που
μισούσε, σαν μια ανόητη που έπεφτε ανάσκελα μόλις κάποιος σαν τον Γκρίφιν Μακένα της χαμογελούσε.
Το εγωιστικό κάθαρμα! Της είχε φερθεί σαν άντρας που μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε. Σαν άντρας που πίστευε ότι οι γυναίκες υπήρχαν στον
κόσμο για έναν και μοναδικό λόγο: για την απόλαυσή του. Κι εκείνη τι είχε κάνει; Είχε πέσει στα χέρια του, αυτό είχε κάνει! Τον είχε αφήσει να την πείσει να
μοιραστούν την αναθεματισμένη νυφική σουίτα, τον είχε αφήσει να την αποπλανήσει...
Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό της. Ποιον κορόιδευε; Ο Γκρίφιν δεν την είχε αποπλανήσει. Τον είχε ακολουθήσει με τη θέλησή της και θα έμενε στην
αγκαλιά του για πάντα, αν την ήθελε.
Όχι, όχι! Έδινε μια ρομαντική χροιά σε ό,τι είχε συμβεί, αντί ν’ αντιμετωπίζει την αλήθεια, ότι, δηλαδή είχε νιώσει σεξουαλική έλξη για έναν άντρα που θα
μπορούσε να ήταν ξένος, για έναν άντρα με εντελώς διαφορετικά πιστεύω από τα δικά της.
«Ντάνα;»
Έναν άντρα που ήθελε μ’ όλη την καρδιά της...
«Ντάνα, θέλω να σου πω ότι αυτό το Σαββατοκύριακο...»
Όχι, ήταν ανόητο. Η καρδιά της δεν είχε καμιά απολύτως σχέση μ’ αυτό. Ένα άλλο σημείο του σώματός της ήταν υπεύθυνο για τη συμπεριφορά της των
δύο τελευταίων ημερών. Κι είχε φερθεί στον Άρθουρ, στον καλό, γλυκό Άρθουρ μ’ έναν τρόπο που δεν του άξιζε. Αλλά θα επανόρθωνε, θα περνούσε όλη
την υπόλοιπη ζωή της προσπαθώντας να επανορθώσει.
«Ντάνα», είπε ξανά ο Άρθουρ. Γύρισε, του έπιασε το χέρι και του χαμογέλασε.
«Το ξέρω. Ήταν ένα φριχτό Σαββατοκύριακο, Άρθουρ, αλλά σου υπόσχομαι να επανορθώσω».
«Όχι», είπε εκείνος βιαστικά, «αυτό είναι το θέμα. Δε χρειάζεται να...»
«Θα το κάνω», απάντησε η Ντάνα κατηγορηματικά, καταφέρνοντας να χαμογελάσει.
Ο Άρθουρ δίστασε, σαν να μην την πίστευε. Μετά αναστέναξε.
«Ναι», είπε, «ναι, είμαι σίγουρος».
Έκλεισε τα μάτια του. Ύστερα από μια στιγμή έκανε κι η Ντάνα το ίδιο.
Θα τον παντρευόταν, θα γινόταν μια καλή σύζυγος, θα μάθαινε να τον αγαπάει...
Θα μάθαινε να μη σκέφτεται τον Γκρίφιν...
Δάκρυα εμφανίστηκαν κάτω από τις χαμηλωμένες βλεφαρίδες της, αλλά γύρισε το κεφάλι της από την άλλη.

***

Ένα μήνα αργότερα η σύσκεψη που είχε συγκαλέσει ο Γκρίφιν στην Ντάτα Μπάιτς πλησίαζε στο τέλος της. Ευτυχώς, σκέφτηκε η Τζίνι Άαρονς.
Στην Τζίνι άρεσε η κομψότητα των υπολογιστών, δεν της άρεσαν όμως καθόλου οι αναλύσεις, οι αναφορές και οι έρευνες, κάτι που είχε ανατεθεί εκείνο το
πρωινό σε όλα τα ανώτερα στελέχη της εταιρείας. Χασμουρήθηκε και κατέβαλε προσπάθεια να παραμείνει ξύπνια και να παρακολουθήσει την πορεία της
σύσκεψης... Και για ποιο λόγο;
Η βασική αρχή ήταν αρκετά απλή.
Η Ντάτα Μπάιτς λειτουργούσε άψογα.
Όχι ότι ήταν μια πληροφορία που δημιουργούσε έκπληξη. Μετά το συνέδριο στο Μαϊάμι τα πράγματα είχαν διορθωθεί. Ο Γκρίφιν Μακένα είχε αποκτήσει
καινούριους πελάτες κι η Ντάνα είχε αναλάβει μια καινούρια δουλειά στη Βοστόνη. Επίσης, είχε αρραβωνιαστεί με τον Άρθουρ.
Η Τζίνι αναστέναξε. Θα παντρευόταν τον Άρθουρ. Τον καλό, γλυκό και βαρετό μέχρι θανάτου Άρθουρ.
Ένα χειροκρότημα απλώθηκε στην αίθουσα συσκέψεων, καθώς ο Μακένα πλησίασε το μικρόφωνο. Κάποιος σφύριξε. Ο Μακένα χαμογέλασε κι
ανασήκωσε τα χέρια του κάνοντας νόημα να ησυχάσουν.
«Ξέρετε», είπε, «πριν από λίγο καιρό είχα την αίσθηση ότι μερικοί από σας ήσαστε έτοιμοι να μου πετάξετε ντομάτες την επόμενη φορά που θα
ξανασυναντιόμαστε».
Όλοι γέλασαν.
«Χαίρομαι διπλά που τα νέα που ακούσαμε σήμερα ήταν καλά». Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. «Και τώρα έχω να σας πω ακόμα καλύτερα. Με την εταιρεία να
έχει σταθεί στα πόδια της πλέον, σκοπεύω ν’ αποσυρθώ από τη διεύθυνση». Ακούστηκαν ένα δυο σφυρίγματα. Ο Μακένα γέλασε μαζί με τους υπόλοιπους.
«Είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρετε το ίδιο καλά και χωρίς εμένα να χώνω τη μύτη μου εκεί που δεν πρέπει, αλλά πριν συμβεί αυτό θα ήθελα να σας
ενημερώσω για τις μετοχές σας».
Ένα χαρούμενο μουρμουρητό απλώθηκε στο χώρο. Η Τζίνι θα τα έλεγε όλα στην Ντάνα όταν θα συναντιόταν το βράδυ για δείπνο. Όχι ότι θα είχαν,
δηλαδή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη φίλη της, τώρα που είχε αναλάβει τη νέα θέση στη Βοστόνη και με τα σχέδια που έκανε για το γάμο της με τον Άρθουρ.
Κάθε φορά που μιλούσαν, η Ντάνα αναφερόταν με πολύ ενθουσιασμό σ’ αυτό, παρ’ ότι δεν είχαν ορίσει ακόμα ημερομηνία.
Ο Μακένα τελείωσε και οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
«Δική μου η σαμπάνια», είπε. Ύστερα όμως έσφιξε μερικά χέρια και γλίστρησε από την αίθουσα.
Από κείνο το Σαββατοκύριακο στο Μαϊάμι, όλοι είχαν προσέξει ότι ήταν πάντα πολύ απασχολημένος.
Η Τζίνι αναστέναξε. Εκείνο το Σαββατοκύριακο στο Μαϊάμι.... Ηλιόλουστες μέρες, φεγγαρόλουστες νύχτες με παρέα έναν τέτοιο όμορφο άντρα σαν τον
Γκρίφιν και η Ντάνα είχε αποφασίσει να παντρευτεί τον Άρθουρ;
Διάβολε. Περίεργα που ήταν τα γούστα κάποιων ανθρώπων.

***

Η Μέισι, η δράκαινα, τηλεφώνησε στο γραφείο της Τζίνι και της είπε ότι ήθελε να τη δει ο Μακένα.
Ευχάριστα παράξενο, σκέφτηκε εκείνη. Ίσως τελικά να την είχε προσέξει. Έφτιαξε τα μαλλιά της, έλεγξε το μακιγιάζ της και πήγε στο γραφείο του.
Ο Μακένα στεκόταν και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Η Τζίνι στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα και θαύμασε τους φαρδιούς ώμους του.
«Γεια», είπε μετά. «Με ζητήσατε».
Ο Μακένα στράφηκε. Η Τζίνι έσμιξε τα φρύδια της. Δεν τον είχε δει από κοντά εβδομάδες τώρα. Βέβαια, ήταν πάντα όμορφος, αλλά στις άκρες των ματιών
του είχαν σχηματιστεί αχνές ρυτίδες και τα χείλη του είχαν γίνει μια σφιγμένη γραμμή.
Έδειχνε να έχει ανάγκη από έναν καλό ύπνο.
Της έκανε νόημα να καθίσει σε μια πολυθρόνα και μετά άρχισε να της εξηγεί ότι ήθελε να είναι βέβαιος πως λειτουργούσε απρόσκοπτα η εταιρεία πριν
φύγει. Η Τζίνι ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο. Δε χρειαζόταν να κάνει μαζί της αυτή τη συζήτηση.
Κάποια στιγμή η παράξενη κουβέντα τους έφτασε στο τέλος της.
«Λοιπόν», είπε εκείνος διστάζοντας.
«Λοιπόν;» είπε και η Τζίνι περιμένοντας.
Ο Μακένα κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Τίποτα. Αυτό ήταν όλο, κυρία Άαρονς».
Εκείνη έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε να φύγει. Είχε φτάσει στην πόρτα, όταν ο Γκρίφιν φώναξε τ’ όνομά της.
«Κυρία Άαρονς;»
Η Τζίνι γύρισε και του χάρισε το καλύτερο χαμόγελό της. «Τζίνι», του είπε.
Ο Μακένα έγνεψε καταφατικά. Στεκόταν πίσω από την πολυθρόνα του και τα δάχτυλά του είχαν σφιχτεί στην πλάτη της. Πήρε μια βαθιά ανάσα.
«Τζίνι, αναρωτιόμουν... ε...»
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του. Ο Γκρίφιν έσμιξε τα φρύδια του και πάτησε το κουμπί. «Τι είναι, δεσποινίς Μέισι; Σας είπα
να κρατήσετε τα τηλεφωνήματά μου».
«Μάλιστα, κύριε, αλλά έχω στη γραμμή τη δεσποινίδα Γκούντινγκ. Θέλει να επιβεβαιώσει το ραντεβού σας για δείπνο και να σας ενημερώσει ότι θα
καθυστερήσει λίγο».
«Ποιο δείπνο;» Ο Γκρίφιν αναστέναξε και πέρασε το χέρι του μέσα στα μαλλιά του. «Ναι, φυσικά. Πέστε της εντάξει. Στο Σε Μοντ, στις επτά. Αν αργήσει,
θα περιμένω. Κρατήστε τώρα τα υπόλοιπα τηλεφωνήματα». Πάτησε ξανά το κουμπί και κοίταξε την Τζίνι. «Αυτό που ήθελα να σας ρωτήσω, κυρία Άαρονς,
Τζίνι, είναι...»
«Ναι;» είπε εκείνη, προσπαθώντας να μη δείξει πόσο μπερδεμένη ήταν. Ο Μακένα μασούσε τα λόγια του; Αδύνατον.
«Ξέρω ότι εσύ και η Ντάνα Άντερσον ήσαστε φίλες».
«Μάλιστα, κύριε. Εξακολουθούμε να είμαστε».
«Μαθαίνεις νέα της;»
«Φυσικά. Είμαστε σ’ επαφή. Και μάλιστα απόψε θα συναντηθούμε».
«Είναι στη Νέα Υόρκη;»
Η Τζίνι συνοφρυώθηκε. Ο Μακένα είχε ένα ύφος σαν κάποιου που ρωτούσε αν υπήρχαν σωσίβια πάνω σ’ ένα πλοίο.
«Μάλιστα. Η Ντάνα κι εγώ θα βρεθούμε και μετά θα βγει για φαγητό με το μνηστήρα της».
Ο Μακένα έκανε ένα μορφασμό. «Φυσικά». Πήγε στο παράθυρο, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και κοίταξε έξω. «Και τι λέει; Είναι ευχαριστημένη;»
«Ευχαριστημένη;» Η Τζίνι χαλάρωσε. Τώρα καταλάβαινε τι συνέβαινε. Η Ντάνα ήταν καλή σ’ αυτό που έκανε κι ο Μακένα αναρωτιόταν αν μπορούσε να
την ξαναπροσλάβει. «Απ’ όσο ξέρω, της αρέσει η καινούρια της δουλειά...»
«Στο διάβολο η δουλειά!» Ο Γκρίφιν γύρισε προς το μέρος της. Τα μάτια του πετούσαν φωτιές. «Σε ρωτάω για την Ντάνα, για τη ζωή της. Είναι
ευτυχισμένη;»
Α, γι’ αυτό πρόκειται, σκέφτηκε η Τζίνι. Το πρόσωπο του Μακένα ήταν τώρα ένα ανοιχτό βιβλίο. Έβλεπε καθαρά τη στενοχώρια του. Ό,τι κι αν είχε συμβεί
στο Μαϊάμι, ξεπερνούσε τη δουλειά.
«Ευτυχισμένη;» επανέλαβε μουδιασμένα.
«Ναι». Ο Γκρίφιν την αγριοκοίταξε. «Διάβολε, αγγλικά μιλάω. Μια απλή ερώτηση είναι, κυρία Άαρονς».
Η Τζίνι σκέφτηκε λίγο. Δεν ήταν και τόσο απλή. Ναι, η Ντάνα της έλεγε ότι ήταν ευτυχισμένη. Και μάλιστα το έλεγε συνέχεια. Αλλά υπήρχε εκείνη η
σκοτεινιά στα μάτια της...
«Δεν ξέρω. Αυτή είναι η αλήθεια, κύριε Μακένα».
«Παντρεύτηκε;»
«Όχι ακόμα, αλλά ο γάμος θα γίνει τον επόμενο μήνα», του είπε.
Ο Μακένα κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Ύστερα, χωρίς να πει τίποτα, ξαναπήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Πέρασαν μερικές στιγμές. Μετά η
Τζίνι βγήκε αθόρυβα από το γραφείο του κι έκλεισε πίσω της την πόρτα.
Είχε πει ένα μεγάλο ψέμα στον Μακένα. Κι όμως, ένιωθε σαν να του είχε πει, ναι, υπάρχουν σωσίβια σ’ αυτό το πλοίο, και να του είχε πετάξει ένα.
Σωστό ή λάθος, ό,τι κι αν συνέβαινε από δω και πέρα, δεν μπορούσε να το ελέγξει.

***

Η Ντάνα διέσχιζε την Τρίτη Λεωφόρο, πηγαίνοντας στο ραντεβού της με την Τζίνι. Μέσα της ευχόταν να το είχε ακυρώσει.
Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να δει την Τζίνι. Ήθελε. Ήταν ότι είχε να κάνει πολλά πράγματα στη Βοστόνη. Να φροντίσει το καινούριο της διαμέρισμα, ν’
ασχοληθεί με την καινούρια της δουλειά, να κάνει σχέδια για το μέλλον...
Πώς θα τα κατάφερνε όλα αυτά, αν έμενε στη Νέα Υόρκη;
Εξάλλου, η Νέα Υόρκη δεν ήταν πλέον κομμάτι της ζωής της. Ήταν παρελθόν.
Όπως παρελθόν ήταν κι ο Γκρίφιν.
Τάχυνε το βήμα της. Όσο γελοίο κι αν ήταν, ο Γκρίφιν ήταν διαρκώς στη σκέψη της όλη μέρα. Και ήταν γελοίο, γιατί δεν είχε κανένα λόγο να τον
σκέφτεται πια. Η ανάμνηση εκείνου του Σαββατοκύριακου ήταν μια ντροπή.
Έρωτας... Τι αστείο! Είχε παραδοθεί σε μια έντονη σεξουαλική επιθυμία κι ύστερα είχε πει ψέματα στον εαυτό της ότι τον είχε ερωτευτεί. Κι αυτό ήταν η
μεγαλύτερη ταπείνωση. Να πρέπει να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά της, ντύνοντάς τη με μια ροζ απόχρωση ρομαντισμού.
Εντάξει, παραδεχόταν ότι εξακολουθούσε να τον σκέφτεται. Και υπήρχαν φορές που τον έβλεπε και στον ύπνο της.
Τι ανόητο από μέρους της, τη στιγμή που μόνο το σεξ τους είχε δέσει.
Όμως δεν ήταν το σεξ που ονειρευόταν. Ονειρευόταν ότι ήταν ασφαλής στην αγκαλιά του. Ονειρευόταν ότι έκανε όλα όσα δεν είχε προφτάσει να κάνει: να
περπατήσουν χέρι χέρι στην παραλία, να πάνε μια βόλτα στην εξοχή, να μοιραστούν τη ζωή και τις ελπίδες τους...
«Έι, πρόσεχε πού πας, κοπέλα μου».
Η Ντάνα μουρμούρισε μια συγνώμη. Παραλίγο να πέσει πάνω σε κάποιον. Ωραία, τώρα έπεφτε και πάνω στους ανθρώπους στο δρόμο. Γιατί δεν είχε
γυρίσει στη Βοστόνη; Αυτή ήταν η πρόθεσή της όταν είχε τηλεφωνήσει στην Τζίνι για ν’ ακυρώσει το ραντεβού τους εκείνο το απόγευμα, αλλά η φίλη της
δεν της είχε δώσει την ευκαιρία.
«Δεν έχω καιρό τώρα να μιλήσουμε», της είχε πει. «Θα τα πούμε αργότερα, σ’ ένα καινούριο ρεστοράν που έχει ανοίξει, το Σε Μοντ. Θα συναντηθούμε εκεί
στις επτά, εντάξει;»
Η Ντάνα αναστέναξε. Άλλο ένα απίστευτο εστιατόριο με λουλούδια και κεριά. Είχε πει στον Άρθουρ να πάει κι εκείνος εκεί. Ήθελε να τον γνωρίσει στην
Τζίνι και να της δώσει την ευκαιρία να τον συμπαθήσει. Ο Άρθουρ ήταν πολύ καλός άνθρωπος και γεμάτος κατανόηση. Φαινόταν να καταλαβαίνει απόλυτα
την ανάγκη της να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα παντρευτεί. Δεν την είχε πιέσει ούτε στο ελάχιστο και δεν είχε αναφέρει ποτέ ξανά το θέμα του γάμου, μετά
από κείνη τη νύχτα που είχαν φύγει από τη Φλόριντα.
Ναι, ο Άρθουρ είχε καλά στοιχεία, αλλά δεν ήταν ο Γκρίφιν.
Τα δάκρυα της απόγνωσης ήρθαν χωρίς προειδοποίηση. Φτάνοντας στην πόρτα του εστιατορίου, κύλησαν στα μάγουλά της. Όχι, δεν μπορούσε εκείνο το
βράδυ να δει την Τζίνι, ούτε τον Άρθουρ. Και ήξερε με βεβαιότητα ότι δεν μπορούσε να τον παντρευτεί. Άρχισε να οπισθοχωρεί, αλλά ήταν αργά. Η πόρτα
του εστιατορίου άνοιξε απότομα κι από μέσα βγήκε κάποιος. Έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο.
Χωρίς να το καταλάβει, η Ντάνα βρέθηκε στην αγκαλιά του Γκρίφιν.

***

Ο Γκρίφιν στεκόταν στο χολ της εισόδου του Σε Μοντ, νιώθοντας σαν φυλακισμένος που περιμένει την ετυμηγορία του δικαστή.
Ήταν λάθος να βγει έξω για φαγητό με τη Σίνθια, ενώ στο μυαλό του είχε την Ντάνα. Αυτό τον εκνεύριζε.
Γιατί να σκέφτεται την Ντάνα; Δεν υπήρχε κανένας λόγος. Και τι ανόητα που είχε φερθεί το πρωί με την Τζίνι Άαρονς, κάνοντας ένα σωρό ερωτήσεις για
μια γυναίκα που δε θα ξανάβλεπε ποτέ. Που δεν ήθελε να ξαναδεί. Έπρεπε ν’ αφήσει το παρελθόν πίσω του και να συνεχίσει τη ζωή του.
Ήταν καιρός να προχωρήσει σε μια πιο επίσημη μορφή της σχέσης του με τη Σίνθια.
Η Σίνθια ήταν η σωστή γυναίκα γι’ αυτόν. Δεν του είχε δημιουργήσει ποτέ πρόβλημα, ήταν ευχάριστη και δεν είχε φέρει ποτέ αντίρρηση στις αποφάσεις
του.
Μόνο που δεν την αγαπούσε.
Και λοιπόν; Ένας καλός γάμος ήταν σαν μια καλή συνεργασία. Χρειαζόταν μια σταθερή βάση και με τη Σίνθια την είχε. Η ζωή τους θα ήταν άνετη,
ευχάριστη και... βαρετή.
Ενώ, αντίθετα, η ζωή με την Ντάνα δε θα ήταν ποτέ βαρετή. Θα ήταν γεμάτη από αντιθέσεις και τη χαρά της επανένωσης, μ’ ένα πάθος που θα έκανε την
καρδιά του να τραγουδάει.
«Διάβολε», μουρμούρισε και, κάνοντας απότομα επιτόπου στροφή, έσπρωξε την πόρτα του εστιατορίου.
Δεν ήθελε να ζήσει μια άνετη ζωή. Ήθελε η ζωή του να έχει χαρά.
Ήθελε την Ντάνα.
Ήταν κάπου εκεί έξω. Και δε θα ησύχαζε αν δεν την έβρισκε και δεν την έκανε να παραδεχτεί ότι τον αγαπούσε κι εκείνη. Έστω κι αν χρειαζόταν να την
πάει σηκωτή στην εκκλησία.
«Ναι», είπε καθώς έβγαινε έξω από την πόρτα και... έπεφτε πάνω της.
Κοιτάχτηκαν κατάπληκτοι.
«Γκρίφιν;»
«Ντάνα;»
Ω, πόσο μου έχει λείψει, σκέφτηκε εκείνη. Τα πόδια της είχαν ήδη αρχίσει να τρέμουν και μόνο που τον είδε. Μακάρι να γινόταν ένα θαύμα...
Ναι, σκέφτηκε ο Γκρίφιν, ω, ναι. Αυτό ήταν το άλλο μισό της ψυχής του. Η καρδιά του χτυπούσε ήδη δυνατά. Έπρεπε κι εκείνη να τον αγαπάει, που να
πάρει η ευχή, έπρεπε.
«Εγώ...» Η Ντάνα έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι της. «Δεν περίμενα...»
«Ούτε κι εγώ», της απάντησε και ξερόβηξε.
Μίλησέ του. Πες την αλήθεια, Ντάνα. Πες του ότι τον αγαπάς. Ότι θα τον αγαπάς πάντα. Το ξέρεις.
«Ντάνα». Ο Γκρίφιν κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπό της. «Ντάνα», ξαναείπε. Διάβολε, μη γίνεσαι ανόητος. «Δεν μπορείς να παντρευτείς τον
Άρθουρ», συνέχισε βιαστικά. «Δε θα σε αφήσω να το κάνεις».
«Δε θα...» Η Ντάνα του ανταπέδωσε το επίμονο βλέμμα. «Ξέρεις, Μακένα, δεν μπορείς να...»
«Μπορώ και θα το κάνω. Που να σε πάρει, Άντερσον, δεν πρόκειται να παντρευτείς αυτό τον άντρα!»
«Φυσικά και θα τον παντρευτώ. Θέλω να πω...»
«Δε θα τον παντρευτείς, γιατί θα παντρευτείς εμένα», είπε ο Γκρίφιν μισοκλείνοντας απειλητικά τα μάτια του.
«Τι πράγμα;» ψιθύρισε εκείνη.
Ο Γκρίφιν πήρε μια βαθιά ανάσα. «Είπα... ω Ντάνα, έλα δω».
Άπλωσε τα χέρια του και την πήρε στην αγκαλιά του. Εκείνη αντιστάθηκε στην αρχή, αλλά μετά, τη στιγμή που ο Γκρίφιν άρχιζε να πιστεύει ότι είχε χάσει
το παιχνίδι, ένα χαμόγελο άνθισε δειλά στα χείλη της.
«Ω Γκρίφιν», είπε κι αφέθηκε στα χέρια του.
Τα χείλη τους ενώθηκαν. Τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της, τα δικά της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του.
«Ντάνα...» της είπε. «Ντάνα, αγάπη μου».
«Γκρίφιν, μου έλειψες τόσο πολύ...»
Ο Γκρίφιν αγκάλιασε το πρόσωπό της και τη φίλησε ξανά. «Σ’ αγαπώ μ’ όλη μου την καρδιά», ψιθύρισε.
«Πες το μου ξανά».
Εκείνος το επανέλαβε μ’ ένα ακόμα φιλί που την έκανε να λιώσει ολόκληρη.
«Όταν είπες ότι θα παντρευόσουν τον Κόκλεϊ», μουρμούρισε πάνω στο στόμα της, «παραλίγο να τρελαθώ».
«Κι εγώ, όταν συνειδητοποίησα ότι προσπαθούσες να προστατεύσεις τη Σίνθια...»
«Να προστατεύσω τη Σίνθια;»
«Ναι». Η Ντάνα πέρασε την άκρη της γλώσσας της στα χείλη της. «Εννοώ που δεν ήθελες να μάθει για μας, επειδή την αγαπούσες».
«Ω γλυκιά μου, πρέπει να μιλήσουμε. Η Σιν είναι πολύ καλή κοπέλα, αλλά δεν την αγάπησα ποτέ».
«Ούτε κι εγώ αγαπώ τον Άρθουρ. Εσύ είσαι ο μοναδικός άντρας που αγάπησα στη ζωή μου, Μακένα».
Η καρδιά του γέμισε χαρά. «Όχι μόνο ο μοναδικός, αλλά και ο πρώτος και ο τελευταίος. Έχεις καμιά αντίρρηση;»
«Καμιά», απάντησε η Ντάνα χαμογελώντας.
Ο Γκρίφιν την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Όταν σκέφτομαι πόσο χρόνο χάσαμε...»
Η Ντάνα ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και κόλλησε πάλι τα χείλη της στα δικά του φιλώντας τον αχόρταγα.
«Νόμιζα ότι σε είχα χάσει», ψιθύρισε εκείνος.
«Το ξέρω. Κι εγώ νόμιζα ότι... ότι οι αναμνήσεις μου θα ήταν το μοναδικό πράγμα που θα είχα στη ζωή μου από σένα».
Ο Γκρίφιν τραβήχτηκε λίγο και κοίταξε τα μάτια της που έλαμπαν από δάκρυα χαράς. Τα σκούπισε με τα χείλη του, νιώθοντας και τα δικά του να
υγραίνονται.
«Άντερσον», της είπε πνιχτά.
Εκείνη χαμογέλασε κι άγγιξε με το δάχτυλό της το στόμα του. «Ναι, Μακένα;»
Ο Γκρίφιν έσκυψε κι ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. «Δεν είμαι εύκολος άνθρωπος», της είπε.
«Αυτό ξαναπές το».
«Είμαι ισχυρογνώμων και λίγο εγωιστής».
«Ναι, λίγο».
«Κι έχω την τάση να είμαι ιδιαίτερα προστατευτικός σε ό,τι θεωρώ δικό μου».
«Ωραίο λόγο βγάζεις, Μακένα. Μήπως θέλεις να μου πεις ότι είσαι λίγο σοβινιστής;»
«Εγώ;» Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. «Δεν είναι απίθανο». Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν και το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του.
«Άντερσον;»
«Ναι;»
«Πότε θα παντρευτούμε;»
«Πότε; Μα δε μου έχεις κάνει ακόμα πρόταση γάμου, Μακένα, κι άρχισες να δίνεις εντολές, να κάνεις σχέδια μόνος σου...»
«Σταμάτα, Άντερσον», είπε ο Γκρίφιν και τη φίλησε. Η Ντάνα αναστέναξε κι έγειρε στην αγκαλιά του.
«Την επόμενη εβδομάδα», είπε με ύφος ονειροπόλο. «Είναι πολύ κοντά;»
«Δε θέλω να σε πιέσω...» Ο Γκρίφιν χαμογέλασε. «Τι λες γι’ αυτό το Σαββατοκύριακο;»
«Μου φαίνεται θαυμάσιο... Ω Γκρίφιν», είπε η Ντάνα και ξαφνικά το πρόσωπό της συννέφιασε. «Ξεχάσαμε κάτι».
«Τι πράγμα, αγάπη μου;»
«Πώς θα πούμε τα νέα στον Άρθουρ και τη Σίνθια;»
«Διάβολε». Ο Γκρίφιν αναστέναξε κι ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της. «Δε θα είναι εύκολο».
«Ο Άρθουρ θα πληγωθεί πολύ».
«Και η Σίνθια».
«Το ξέρω». Η Ντάνα κοίταξε πάνω από τον ώμο του και συνοφρυώθηκε. «Και, απ’ ό,τι βλέπω, ήρθε η ώρα να κάνουμε αυτό που πρέπει...» Η ανάσα της
κόπηκε. «Άρθουρ;»
«Πού είναι;» Ο Γκρίφιν έριξε μια ματιά τριγύρω. «Να είσαι γενναία. Άσε με να το χειριστώ εγώ». Ξαφνικά έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε έκπληκτος το
ζευγάρι που πλησίαζε αγκαλιασμένο. «Σιν;»
Η Σίνθια και ο Άρθουρ στράφηκαν προς το μέρος τους.
«Γεια σου, Γκρίφιν», είπε η Σίνθια συνεσταλμένα. «Εμείς... μόλις... Συναντηθήκαμε με τον Άρθουρ καθώς ερχόμαστε και σας είδαμε που... θέλω να πω,
σας ακούσαμε...»
«Η Σίνθια κι εγώ ερωτευτήκαμε εκείνο το Σαββατοκύριακο στο Μαϊάμι», είπε ο Άρθουρ. Στεκόταν με το κορμί του τεντωμένο και το χέρι του περασμένο
γύρω από τη μέση της Σίνθια. Τα μάγουλά του ρόδισαν αχνά. «Κεραυνοβόλος έρωτας, ξέρετε. Περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή να σας το πούμε, αλλά...»
«Αλλά δεν ερχόταν ποτέ», είπε η Σίνθια. «Κι εμείς που δε θέλαμε να σας πληγώσουμε...»
«Τελικά αποφασίσαμε να σας πούμε τα νέα απόψε». Ο Άρθουρ ξερόβηξε. «Ανησυχούσαμε για την αντίδρασή σας, αλλά...»
«Αλλά», είπε η Σίνθια, ακουμπώντας το κεφάλι της στον ώμο του, «απ’ ό,τι φαίνεται, όλα πήγαν μια χαρά».
Η Ντάνα χαμογέλασε και στράφηκε προς τον Γκρίφιν. «Νομίζω ότι όλα τακτοποιήθηκαν».
«Ω, δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό, Άντερσον. Για παράδειγμα, άλλαξα γνώμη για το γάμο μας αυτό το Σαββατοκύριακο». Ανασήκωσε το πρόσωπό της προς
το μέρος του. «Τι θα ’λεγες για αύριο;»
Η Ντάνα γέλασε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα χαράς. «Θα έλεγα ότι είναι η καλύτερη ιδέα που είχες ποτέ, Μακένα».

***

Δυο χρόνια μετά ήρθε το πρώτο παιδί της Άντερσον και του Μακένα.
Ήταν αγόρι. Ένα όμορφο αγόρι που ζύγιζε τριάμισι κιλά και είχε τα μπλε μάτια του πατέρα του και τα χρυσά μαλλιά της μητέρας του.
Όταν μεγάλωσε αρκετά ώστε να μπορεί να μείνει ένα Σαββατοκύριακο με την ευτυχισμένη γιαγιά του, οι γονείς του γιόρτασαν το γεγονός μένοντας γα λίγες
μέρες στη νυφική σουίτα του Οτέλ ντε λας Πάλμας, στην παραλία του Μαϊάμι.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΙΣΚΟ
ΠΡΌΛΟΓΟΣ

Ολντ Μιλ, Κολοράντο


Τον περικύκλωσαν σαν τα τσακάλια που επιτίθενται όλα μαζί σ’ ένα αρπακτικό επειδή φοβούνται να αναμετρηθούν ένα ένα μαζί του.
Ο Γκίντεον τους αγνόησε και εστίασε την προσοχή του στον πιο άμεσο κίνδυνο: τον άντρα που ήταν αποφασισμένος να τον ρίξει κάτω. Λίγο πιο κει
σιγόκαιγαν τα απομεινάρια ενός αλευρόμυλου εκατό χρόνων. Η φωτιά είχε απλωθεί παντού, καταστρέφοντας την κοπιαστική δουλειά της ανακαίνισης που
είχε διαρκέσει έναν ολόκληρο χρόνο. Ο καπνός τού έφερνε τσούξιμο στα μάτια και τον έκανε να τ’ ανοιγοκλείνει διαρκώς. Τίναξε το κεφάλι του
προσπαθώντας να διώξει απ’ το πρόσωπό του τα υγρά από τον ιδρώτα μαλλιά του.
«Δεν έκαψα εγώ το μύλο σου», του είπε με σφιγμένα δόντια.
«Βλακείες!» Η φωνή του Σπένσερ ακούστηκε κοφτή, λαχανιασμένη. «Αφού σε είδαν!»
«Λες ψέματα!»
«Ποιος άλλος θα είχε λόγο να το κάνει;»
«Εσύ μήπως; Στοιχηματίζω ότι τα λεφτά της ασφάλειας θα σου ’ρθουν κουτί, τώρα που πέθανε ο γέρος σου». Η απάντηση σ’ αυτό ήταν μια γροθιά στο
σαγόνι, τόσο δυνατή, που τον έριξε κάτω.
«Δεν υπάρχουν λεφτά, κάθαρμα!» ούρλιαξε ο Σπένσερ. «Αυτός ο μύλος ήταν όλη μου η περιουσία».
«Δεν τον έκαψα εγώ». Ο Γκίντεον παρέμεινε στο έδαφος, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να δώσει ένα ειρηνικό τέλος στον καβγά. Ήταν ανώφελο,
ένιωθε όμως υποχρεωμένος να προσπαθήσει. «Αν δε με πιστεύεις, ρώτα και την αδερφή σου».
«Την Πάιπερ να την αφήσεις ήσυχη. Η σχέση σου μαζί της έχει τελειώσει».
Κάτι πρωτόγονο ξύπνησε μέσα του, μια ενστικτώδης παρόρμηση να προστατεύσει αυτό που του ανήκε. «Είναι δική μου», είπε τραχιά. «Θα είναι για πάντα
δική μου. Κανείς δεν μπορεί να μου την πάρει. Ούτε καν εσύ».
«Έτσι λες;» Η πρόκληση δεν έμεινε αναπάντητη. «Με κατέστρεψες, και ορκίζομαι ότι θα σε κάνω να το πληρώσεις. Είσαι ένα σκουπίδι, Χαρτ. Αυτό ήσουν,
είσαι και πάντα θα είσαι».
Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο Γκίντεον είχε αγωνιστεί πάρα πολλά χρόνια για να προστατεύσει το όνομα και την υπόληψή του. Θα ήταν
ασυγχώρητος αν άφηνε τώρα τον Σπένσερ να τα καταστρέψει για κάτι που δεν είχε κάνει. Σηκώθηκε όρθιος σκουπίζοντας το αίμα από το στόμα του. Κι
έκανε την επίθεσή του.
Τα λεπτά που ακολούθησαν ήταν άγρια, καθώς κανένας απ’ τους δύο δεν υποχωρούσε. Το πλήθος έδινε κουράγιο στον Σπένσερ, παίρνοντας εξαρχής το
μέρος του καλού παιδιού της πόλης. Ο Γκίντεον έκανε το λάθος να έρθει πολύ κοντά στην άκρη του κύκλου, με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα βίαιο χτύπημα
στην πλάτη. Ακολούθησαν κλοτσιές από αρβύλες, που τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του. Είχε όμως αρκετή εμπειρία από καβγάδες του δρόμου, όπου,
παρ’ όλο που βρισκόταν πάντα σε μειονεκτική θέση, κατάφερνε να έχει το πάνω χέρι. Αν ήθελε να επιβληθεί και σ’ αυτόν εδώ, έπρεπε να ξεφύγει από τη
δυσμενή θέση στην οποία βρισκόταν.
Κάποια στιγμή καταφερε να πετάξει τον Σπένσερ έξω από τον κύκλο, αναγκάζοντας το πλήθος να σκορπίσει. Ήταν η ευκαιρία που χρειαζόταν για να δώσει
τέλος στον καβγά. Έσφιξε τις γροθιές του, έτοιμος να ρίξει κάτω τον αντίπαλο. Ξαφνικά, όμως, μια τρικλοποδιά τον έκανε να σωριαστεί βίαια στο χώμα.
Αρχικά παρέμεινε ακίνητος από την έκπληξη. Πρέπει να είχε σπάσει τουλάχιστον ένα πλευρό. Πονούσε καθώς ανέπνεε κι όταν προσπαθούσε να κουνηθεί.
Αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Από στιγμή σε στιγμή ο Σπένσερ θα του χιμούσε. Ανάγκασε με δυσκολία τον εαυτό του να σηκωθεί.
Βρίσκονταν πια κοντά στο ποτάμι, σε μια απότομη όχθη ύψους τριών μέτρων. Ένας από τους δύο θα έμενε όρθιος, και δε θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό
του αν άφηνε τον Σπένσερ να είναι εκείνος που θα τα κατάφερνε. Μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει κι ετοιμάστηκε να χτυπήσει.
Κάποιος τον άρπαξε από πίσω κι ο Γκίντεον μούγκρισε οργισμένος. Ελευθερώθηκε με μια ευκολία που θα πρέπει να οφειλόταν στην περίσσεια αδρεναλίνη
που έρεε στο αίμα του. Το μόνο που ήξερε ήταν πως κάτι μέσα του είχε ξεφύγει από τον έλεγχο. Όρμησε στον Σπένσερ, τερματίζοντας τον καβγά με ένα και
μόνο χτύπημα με το δεξί του χέρι. Εκείνος έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε φαρδύς πλατύς στο χώμα.
Τότε, τα τσακάλια γύρω του αφηνίασαν και ο Γκίντεον έσπευσε να εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του την πεινασμένη αγέλη.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 1

Ντένβερ, Κολοράντο
Πέντε χρόνια μετά...
Η συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου δεν εξελισσόταν όπως την είχε σχεδιάσει.
Ο Γκίντεον Χαρτ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και κοίταξε το χάος που εκτυλισσόταν γύρω του. Οι ιδιοκτήτες και οι εκπρόσωποι των τριών εταιρειών
που είχε αγοράσει πρόσφατα είχαν ήδη πιαστεί στα χέρια. Δύο απ’ αυτούς περιποιούνταν από ένα μαυρισμένο μάτι, κάποιος άλλος το πρησμένο του σαγόνι
κι ένας ακόμα το σπασμένο του δόντι. Και η προμηθεύτρια στην οποία ο Γκίντεον είχε αναθέσει το κέτερινγκ είχε αποφασίσει ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα
των μεθυσμένων συνδαιτυμόνων, πίνοντας από ένα μπουκάλι απ’ το καλύτερό του Λαφίτ Ρότσιλντ, με αποτέλεσμα να καταφέρει να βάλει φωτιά στο
τραπέζι προσπαθώντας να ανάψει τις κρέπες σουζέτ.
Όμως το αποκορύφωμα έμελλε να είναι η άφιξη της Πάιπερ Μοντγκόμερι.
Ο Γκίντεον δεν περίμενε ότι θα εμφανιζόταν σ’ αυτό το πάρτι. Για την ακρίβεια, δεν περίμενε ότι θα την ξανάβλεπε ποτέ. Όμως εκείνη βγήκε από το
ασανσέρ με την αποφασιστικότητα ενός αγγέλου εκδικητή, ντυμένη στα κίτρινα, τόσο λαμπερή, που φάνταζε σαν φλεγόμενος ήλιος. Πόσος καιρός είχε
περάσει από την τελευταία συνάντησή τους; Τέσσερα χρόνια; Πέντε;
Έσφιξε τα χείλη του. Πέντε χρόνια, δύο μήνες και δώδεκα μέρες. Αλλά ποιος καθόταν να μετρήσει...
Εκείνη σταμάτησε αμέσως μόλις πέρασε την πόρτα, σήκωσε τη φωτογραφική μηχανή Λάικα που κρεμόταν στο λαιμό της και τράβηξε βιαστικά μερικές
φωτογραφίες. Θα ’λεγε κανείς πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η φωτογραφία εξακολουθούσε να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής της, ήταν η δική της
ερμηνεία για τον κόσμο γύρω της, διατυπωμένη μέσα από ένα φακό Καρλ Τσάις. Κατέβασε τη μηχανή και σάρωσε το χώρο με το βλέμμα, προσπαθώντας
αναμφίβολα να τον εντοπίσει. Να πάρει η ευχή, ήταν τόσο όμορφη... Τα μαλλιά της ήταν πιο κοντά από παλιά, μόλις που άγγιζαν τους ώμους της. Όμως
παρέμεναν ολόισια, με αποχρώσεις από πολύ ανοιχτές ξανθές, σχεδόν λευκές, έως και πυρρόξανθες. Το κορμί της μπορούσε να κάνει τους άντρες να
πέφτουν στα πόδια της, ενώ τα γαλάζια μάτια της με το ευθύ βλέμμα εξέπεμπαν τόσο πάθος, που έκαναν τον οποιοδήποτε γύρω της να νιώθει άβολα. Μόνο
που ο Γκίντεον δεν ήταν ο οποιοσδήποτε.
Περίμενε υπομονετικά να τον εντοπίσει. Πολύ σύντομα το βλέμμα της έπεσε πάνω του. Αρχικά, για μια στιγμή που φάνηκε ολόκληρη αιωνιότητα, κανείς
απ’ τους δυο δεν αντέδρασε. Τα μάτια της σκοτείνιασαν, όπως όταν γίνεται έκλειψη κι ο ήλιος χάνεται ξαφνικά. Σκεφτόταν άραγε το χωρισμό τους; Ή
μήπως η τωρινή τους κατάσταση προκαλούσε τον πόνο που διέκρινε στο βλέμμα της;
Έσφιξε το σαγόνι της και με φανερή αποφασιστικότητα άρχισε πάλι να τραβάει φωτογραφίες –προς τη μεριά του, αυτή τη φορά. Όταν τελείωσε, προχώρησε
προς το μέρος του, με το κίτρινο φόρεμά της να τυλίγεται γύρω από τα γόνατά της σε κάθε της βήμα. Η αλλοφροσύνη που επικρατούσε στην αίθουσα δεν
την εμπόδισε. Απέφυγε μια εστία μάχης κι έπειτα θέλησε να περάσει μέσα από μια άλλη. Μια γερή αγκωνιά στο στομάχι έκανε τον έναν από τους
αντιμαχόμενους να παραπατήσει, ενώ το θανατηφόρο της τακούνι του έκοψε απότομα οποιαδήποτε διάθεση για αντίποινα.
Ο Γκίντεον άνοιξε δρόμο πλησιάζοντάς την αποφασιστικά. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του πως δεν το έκανε επειδή ενδιαφερόταν για την ασφάλειά
της. Το τι θα της συνέβαινε δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Τα χείλη του σφίχτηκαν. Ψεύτη. Είχε φτιάξει την περιουσία του διαλύοντας τις ψευδαισθήσεις των
άλλων και τώρα έφτιαχνε ο ίδιος μία για τον εαυτό του. Εντάξει· τον ενδιέφερε. Τον ενδιέφερε επειδή ο ίδιος σκόπευε να καταστρέψει τον αδερφό της. Και
δυστυχώς αυτό σήμαινε ότι, αν η Πάιπερ στεκόταν εμπόδιο, θα ήταν αναγκασμένος να τη βγάλει απ’ το δρόμο του ή να καταστρέψει κι εκείνη.
«Γεια σου, αστεράκι».
Εκείνη εξαγριώθηκε ακούγοντας το χαϊδευτικό της. «Άντε στο δ...»
Ο Γκίντεον δεν της επέτρεψε να ολοκληρώσει. Εντάξει, δε χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία για να μαντέψει το παρακάτω... Παραμέρισε τη μηχανή της,
βύθισε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, την τράβηξε στην αγκαλιά του και σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του. Εκείνη κόλλησε το κορμί της στο δικό του.
Η γεύση της ήταν ακόμα καλύτερη απ’ όσο τη θυμόταν· ζεστή, γλυκιά, απαλή. Τα πλούσια χείλη της ταίριαζαν με τα δικά του σαν να είχαν φτιαχτεί ειδικά
για κείνον. Ίσως πάλι ο ίδιος να είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτή. Έτσι όπως την κρατούσε στην αγκαλιά του, το στήθος, η μέση, τα πόδια της ταίριαζαν απόλυτα
με τα δικά του.
Το κορμί της είχε αλλάξει λίγο. Τα πόδια, η μέση και τα μπράτσα της ήταν πιο λεπτά από τότε που την είχε αγκαλιάσει για τελευταία φορά, στα είκοσί της
χρόνια, ενώ οι καμπύλες στο στήθος και τους γλουτούς της ήταν τώρα πιο πλούσιες. Αυτή όμως ήταν η μοναδική αισθητή διαφορά. Όλα όσα είχαν
πραγματική σημασία, όσα τον είχαν τραβήξει κοντά της εξαρχής, παρέμεναν ίδια. Φαίνονταν ξεκάθαρα στην τρυφερή δύναμη του αγγίγματός της, στο
αποφασιστικό της βλέμμα. Ξεχείλιζε από μια ακαταμάχητη θηλυκή ενεργητικότητα.
Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα για να απολαύσει το άρωμά της, να απορροφήσει τη μυρωδιά της. Ένιωθε πως θα μπορούσε να βουλιάξει και να πνιγεί μέσα
της, να χάσει και το παραμικρό ίχνος λογικής που του είχε απομείνει. Κατέβασε τα δάχτυλά του στην πλάτη της, ακολουθώντας τη ραχοκοκαλιά της, και την
έσφιξε ακόμη περισσότερο πάνω του. Εκείνη δεν αντιστάθηκε. Ούτε όμως έλιωσε μέσα στην αγκαλιά του, όπως είχε ελπίσει ο Γκίντεον. Αντί γι’ αυτό,
ένιωσε το τακούνι της γόβας της στο πίσω μέρος του ποδιού του. Η προειδοποίησή της έφερε αποτέλεσμα. Ο Γκίντεον είχε δει πόση ζημιά μπορούσε να
προκαλέσει το συγκεκριμένο γυναικείο όπλο.
«Εντάξει, εντάξει. Αυτή τη φορά νίκησες», μουρμούρισε με τα χείλη του πολύ κοντά στα δικά της.
«Λάθος. Πάντα νικάω».
«Πάντα;» Δίνοντάς της ένα βιαστικό φιλί, απόδιωξε την παρόρμησή του να τη σηκώσει στην αγκαλιά του και να τη μεταφέρει κάπου όπου θα μπορούσαν
να δώσουν ένα πιο παθιασμένο τέλος σ’ αυτή τη συνάντηση. Την άφησε, προσπαθώντας να κρύψει τη δίψα του πίσω από μια ευγενική έκφραση. Δεν ήταν
εύκολο. Ποτέ δεν του ήταν εύκολο. «Σε προειδοποιώ, γλυκιά μου. Αυτό σύντομα θ’ αλλάξει».
Η Πάιπερ πισωπάτησε καταβάλλοντας εμφανή προσπάθεια να συγκρατηθεί. Απ’ ό,τι φαινόταν, ούτε και η ίδια είχε μείνει ασυγκίνητη. Το φιλί του την είχε
επηρεάσει περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. «Να πάρει, Γκίντεον! Γιατί το έκανες αυτό;»
«Ποιο; Α, που σε φίλησα;» Ανασήκωσε τους ώμους. Μα δεν ήταν ολοφάνερο; «Ήθελα να το κάνω».
«Κι ό,τι θέλει ο μέγας κύριος Χαρτ το παίρνει, έτσι;»
«Σοφά λόγια».
«Μάλλον καταστροφικά». Έστρεψε το βλέμμα της στα απομεινάρια του τραπεζιού, που κάπνιζαν ακόμα, και τράβηξε άλλη μια φωτογραφία. Έπειτα τον
κοίταξε ξανά. «Πρόβλημα με το κέτερινγκ;»
Εκείνος αναστέναξε. «Μια απλή περίπτωση πυρομανίας. Τίποτα το ανησυχητικό».
Τα χείλη της συσπάστηκαν και τελικά αφέθηκε να γελάσει. Το γέλιο της ξύπνησε κάτι βαθιά μέσα του, κάτι που πίστευε ότι δε θα μπορούσε να νιώσει ποτέ
ξανά. «Ειλικρινά, Γκίντεον. Γιατί δε μου κάνει καμία εντύπωση το γεγονός ότι σ’ ένα δικό σου πάρτι έχει ξεσπάσει κανονικός πόλεμος;»
«Α, είναι ταλέντο». Την τράβηξε στο πλάι, καθώς μια καράφα με πανάκριβο ουίσκι πέρασε ξυστά από δίπλα τους κι έπεσε στον απέναντι τοίχο. «Να σου
δώσω μερικά παραδείγματα;»
«Ευχαριστώ, δε θα πάρω».
Είχε έρθει πια η ώρα να ασχοληθούν με το κυρίως θέμα. «Λοιπόν, πού είχαμε μείνει;»
«Ετοιμαζόμουν να σε στείλω στο δ...»
«Κι εγώ το απέφυγα μ’ ένα φιλί». Ευχαριστήθηκε διαπιστώνοντας πως η αυστηρή του προειδοποίηση δεν της διέφυγε. «Να υποθέσω ότι έχεις έρθει εκ
μέρους του Σπένσερ;»
«Πρέπει να μιλήσουμε». Οι φωνές γύρω τους δυνάμωσαν και αναγκάστηκε να μιλήσει πιο δυνατά για ν’ ακουστεί. «Ιδιαιτέρως, αν δε σε πειράζει».
Της έδειξε μια πόρτα μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. «Στο γραφείο μου».
Αυτή τη φορά, καθώς διέσχιζαν την αίθουσα, ο Γκίντεον μπήκε ανάμεσα στην Πάιπερ και τον απειλητικό περίγυρο. Οι διαπληκτισμοί είχαν κοπάσει, γιατί
οι αντιμαχόμενες πλευρές είχαν αρχίσει να κουράζονται. Ωστόσο, αυτό δεν εμπόδισε την Πάιπερ να προσπαθήσει να παρέμβει στη διαμάχη, ελπίζοντας να
δώσει ένα ειρηνικό τέλος. Αν και δεν ήταν από τις γυναίκες που απέφευγαν τους καβγάδες, προσπαθούσε να βρίσκει ειρηνικές λύσεις ακόμα και στις
χειρότερες καταστάσεις. Ήταν ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της την εποχή που ο Γκίντεον την είχε πρωτογνωρίσει και μάλλον τίποτα δεν είχε
αλλάξει από τότε.
Για να την αποτρέψει να αναμειχτεί στο συγκεκριμένο καβγά, χρησιμοποίησε το πιο απλό και αποτελεσματικό μέσο που διέθετε ένας άντρας του χαρακτήρα
του. Πέρασε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση της και την κράτησε κοντά του, εμποδίζοντάς την ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τη μηχανή της. «Πρέπει να είσαι
η μοναδική γυναίκα που ξέρω, που είναι τόσο ανόητη ώστε να χώνεται σ’ έναν ξυλοδαρμό και να διακινδυνεύει τη σωματική της ακεραιότητα από
ενδιαφέρον για τους διαπληκτιζόμενους».
«Γκίντεον, θα έχουμε τραυματίες αν δεν τους σταματήσεις».
«Δική τους επιλογή. Αν πιστεύουν ότι έτσι μπορούν να λύσουν τα προβλήματά τους... Θα πρότεινα όμως εσύ να μείνεις απέξω. Με το να επεμβαίνεις στους
καβγάδες των άλλων είναι σίγουρο πως θα πληγωθείς. Πίστευα ότι είχες πάρει το μάθημά σου την τελευταία φορά που έκανες το ίδιο λάθος».
Το πληγωμένο της βλέμμα τον βρήκε απροετοίμαστο. «Γκίντεον, αυτό δεν ήταν καθόλου ευγενικό. Παλιά ήσουν απλώς σκληρός. Βλέπω όμως ότι τώρα
έχεις γίνει απάνθρωπος».
Μα τι λέει; αναρωτήθηκε εκείνος. «Μπορείς να μου εξηγήσεις...»
Με μια απότομη κίνηση, ξέφυγε από τη λαβή του. «Κυρίες και κύριοι!» φώναξε. «Ακούστε με, σας παρακαλώ. Θα χαρείτε να μάθετε ότι ο κύριος Χαρτ
άλλαξε γνώμη. Δεν υπάρχει πια λόγος να τσακώνεστε».
Για μια στιγμή επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ύστερα όλοι άρχισαν να πανηγυρίζουν. Ένας κακομοίρης κατέρρευσε στο πάτωμα κλαψουρίζοντας σαν μωρό.
Η Πάιπερ του έριξε μια ματιά κι έπειτα κοίταξε τον Γκίντεον με τόση οργή, που θ’ ανάγκαζε οποιονδήποτε άλλον να πισωπατήσει. Συναισθανόταν άραγε
πόση δύναμη έκρυβε το βλέμμα της; Μάλλον. Οι γυναίκες πάντοτε εκμεταλλεύονται τα ατού τους.
Η φωτογραφική μηχανή πήρε πάλι φωτιά, χωρίς όμως αυτό να εμποδίσει την Πάιπερ να συνεχίσει να τον κατηγορεί. «Εσύ φταις που κλαίει. Είσαι κάθαρμα,
Γκίντεον, ειλικρινά. Έτσι θα τιτλοφορήσω αυτές τις φωτογραφίες. ‘‘Ένα κάθαρμα εν δράσει’’».
«Λάθος», τη διόρθωσε, «εσύ φταις που κλαίει. Και θα κλάψει ακόμα περισσότερο, όταν διαπιστώσει ότι είπες ψέματα».
«Αυτό θα το ρυθμίσεις εσύ», του ανακοίνωσε. «Θα το κανονίσεις προτού πληγωθεί και κανένας άλλος».
«Όπως θα κάνω και με τον Σπένσερ;»
«Ναι».
«Πάντα πετούσες στα σύννεφα. Και κάποτε μ’ άρεσε αυτό».
Η Πάιπερ τινάχτηκε. «Ποτέ δεν πετούσα στα σύννεφα. Για την ακρίβεια, ήμουν πιο ρεαλίστρια απ’ όλους σας. Πράγματι όμως περιμένω το καλύτερο από
τους ανθρώπους».
«Φωτογραφίζεις ό,τι καλύτερο κρύβουν μέσα τους», τη διόρθωσε.
«Πάντα αυτό κάνω, ίσως επειδή πάντα ελπίζω ότι η καλοσύνη θα νικήσει τις περισσότερες ανθρώπινες αδυναμίες».
«Και πώς αντιμετωπίζεις την απογοήτευση;»
Ο ήχος της μηχανής σταμάτησε. «Αυτό θα πει κυνισμός». Τον κοίταξε εξεταστικά. «Ανυπομονώ να εμφανίσω το φιλμ. Αναρωτιέμαι αν θα βρω κάποιο
ίχνος καλοσύνης που να έχει ξεμείνει μέσα σου».
«Αμφιβάλλω. Όμως αυτό το ήξερες, έτσι δεν είναι;» Ο άντρας δίπλα τους είχε σταματήσει να κλαίει. Σηκώθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε προς το μέρος
τους. «Ώρα να πηγαίνουμε», είπε ο Γκίντεον.
Πέρασε το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους της κι άνοιξε την πόρτα, αφήνοντας πίσω τους την καταστροφή. Από το χάος της αίθουσας, βρέθηκαν σ’ έναν
σκοτεινό, σιωπηλό διάδρομο.
Η Πάιπερ στάθηκε για λίγο, για να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Ο διάδρομος φαινόταν να εκτείνεται ως το άπειρο, μια ψευδαίσθηση που ο
οικοδεσπότης είχε ξοδέψει πολλά χρήματα για να πετύχει. Φάνταζε λες και κάποια αόρατη οντότητα ρουφούσε όλο το φως και την ενέργεια από το
περιβάλλον, αφήνοντας πίσω της μόνο μια ανησυχητική ηρεμία. Απ’ όσο θυμόταν ο Γκίντεον, όσοι έμπαιναν σ’ αυτόν το διάδρομο μιλούσαν πάντοτε
ψιθυριστά. Φυσικά, η Πάιπερ ήταν η εξαίρεση.
«Απ’ ό,τι βλέπω δεν έχεις χάσει το ταλέντο σου». Η φωνή της αντήχησε σ’ όλον το διάδρομο, αποδιώχνοντας τις σκιές. «Πάντα καταφέρνεις να
δημιουργείς εντυπώσεις».
Εκείνος έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Κάνω ό,τι μπορώ».
«Δε χρειάζεται να κοπιάζεις, Γκίντεον. Από μόνος σου είσαι αρκετά εντυπωσιακός».
Η παρατήρηση τον εξέπληξε. «Κομπλιμέντο;»
«Διαπίστωση», του απάντησε κοφτά. «Η παρουσία σου ήταν επιβλητική από τότε που ήσουν ακόμη παιδί».
Ο Γκίντεον δεν ήξερε τι να πει, κι έτσι προτίμησε να σιωπήσει. Η συνάντηση δεν εξελισσόταν όπως την είχε στο μυαλό του, ίσως επειδή δεν την είχε καν
σχεδιάσει. Στο βάθος του διαδρόμου, κρυμμένη στο σκοτάδι, υπήρχε μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα από ξύλο καρυδιάς. Ήξερε πόσο τρομακτική φάνταζε, γιατί
ο σχεδιασμός της αποσκοπούσε σ’ αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα. Ξαφνικά η Πάιπερ συνειδητοποίησε ότι ο Γκίντεον την κρατούσε ακόμα. Ελευθέρωσε το
χέρι της κι έκανε ένα βήμα στο πλάι για να απομακρυνθεί κάπως. Οι κινήσεις της τον εκνεύριζαν, αλλά δεν ήξερε γιατί. Είχε συνηθίσει πια να τον κρατούν σε
απόσταση. Όταν όμως το έκανε εκείνη, τον ενοχλούσε αφάνταστα.
Προχώρησε κι άνοιξε την πόρτα, πιάνοντάς την ξανά απ’ τη μέση. Εκείνη ελευθερώθηκε για άλλη μια φορά από τη λαβή του και στράφηκε να τον κοιτάξει.
Ο Γκίντεον έκλεισε την πόρτα με δύναμη· μέσα στην απόλυτη ησυχία, αυτός ο ήχος ακούστηκε σαν πυροβολισμός. Όμως η Πάιπερ, εκτός από μια
επιφυλακτικότητα που διακρινόταν στο βλέμμα της, δεν έδειχνε να φοβάται. Αντίθετα, η έκφρασή της έγινε ακόμα πιο μαχητική.
Αυτό δεν τον εξέπληξε. Η Πάιπερ Μοντγκόμερι σπανίως υποχωρούσε μπροστά στις δυσκολίες. Του άρεσε που δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Έτσι η μάχη
τους θα γινόταν πιο ισότιμη, άσχετα αν το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο. Είχε χρειαστεί πέντε ολόκληρα χρόνια για να πετύχει τον αδερφό της σε μια
δύσκολη στιγμή της ζωής του, και τώρα που τα είχε καταφέρει σκόπευε να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες στο έπακρο.
Η Πάιπερ δεν επιτέθηκε αμέσως, όπως είχε κάνει νωρίτερα. Στάθηκε μπροστά του, εξετάζοντας τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο δωμάτιο και τον κάτοχό του.
Προς μεγάλη του έκπληξη, δεν αναζήτησε τη μηχανή της. Άλλωστε ποτέ δεν την είχε χρησιμοποιήσει για να κρυφτεί πίσω από τους παντοδύναμους φακούς
της. Είχε μέσα της πολύ δυναμισμό, δεν μπορούσε να αρκεστεί σε κάτι τέτοιο. Τη χρησιμοποιούσε περισσότερο σαν μέσο για ν’ ανακαλύψει την αλήθεια
πίσω από κάθε είδους προσχήματα. Αυτή όμως ίσως να ήταν η μοναδική κατάσταση που θα προτιμούσε να μην ξεσκεπάσει. Τα αποτελέσματα μπορεί να
αποδεικνύονταν καταστροφικά, τόσο για την ίδια όσο και για τον Σπένσερ.
Του χαμογέλασε προκλητικά. «Λοιπόν, θα ξεκινήσεις πρώτος;»
Δεν υπήρχε λόγος να τη ρωτήσει γιατί είχε έρθει. Ήξεραν και οι δυο την απάντηση. Υπήρχαν πιο ενδιαφέροντα θέματα ν’ ασχοληθούν. «Δεν πήρες το
μάθημά σου την τελευταία φορά που μπήκες ανάμεσα σ’ εμένα και τον αδερφό σου;» τη ρώτησε ήρεμα.
Η Πάιπερ ένιωσε να κοκκινίζει, όπως και νωρίτερα. Κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να συγκρατηθεί. Καθώς δεν άντεχε να τον κοιτάζει διατηρώντας
ταυτόχρονα την ψυχραιμία της, γύρισε και κατευθύνθηκε προς ένα ντουλάπι αντίκα, όπου ο Γκίντεον φύλαγε τον ηλεκτρονικό εξοπλισμό του. Υποψιάστηκε
ότι η ξαφνική της οπισθοχώρηση ίσως να φάνταζε προκλητική στα μάτια του, αλλά δεν μπορούσε να αντέξει. Έπρεπε να πάρει μια ανάσα.
«Ωραίο», μουρμούρισε.
Εκείνος την ακολούθησε. «Τι κακό είπα;»
«Τσίπεντεϊλ είναι;»
«Είναι η δεύτερη φορά που αντιδράς υπερβολικά, επειδή αναφέρθηκα στον τσακωμό μου με τον Σπένσερ. Θέλω να μάθω γιατί».
«Δεν είναι και πολύ ευχάριστη ανάμνηση».
«Δεν είναι ευχάριστη για κανέναν μας. Αυτό όμως δεν εξηγεί γιατί δείχνεις έτοιμη να λιποθυμήσεις όποτε το αναφέρω. Δε σου ταιριάζει τέτοια αντίδραση.
Λοιπόν, τι συμβαίνει;»
Πώς μπορεί να μου κάνει μια τέτοια ερώτηση; αναρωτήθηκε η Πάιπερ. Τόσο άκαρδος έχει γίνει; Ή μήπως πιστεύει πως ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές;
Προσπάθησε να πνίξει την πικρία της. Εκείνος θα ’πρεπε να ξέρει ότι τέτοιες πληγές ποτέ δε γιατρεύονται πραγματικά. Ο πόνος λιγοστεύει, αλλά πάντα μένει
κάπου βαθιά θαμμένος, σε σημείο που να μην τον φτάνουν εύκολα άστοχα λόγια ή πράξεις.
Έστρεψε την προσοχή της σ’ ένα γδάρσιμο πάνω στην πόρτα του ντουλαπιού. Ήλπιζε ότι τα γδαρσίματα στη δική της ψυχή δεν ήταν τόσο εμφανή. Δεν
είχε υπολογίσει όμως την παρατηρητικότητα του Γκίντεον. Είχε ανακαλύψει με τερατώδη ευκολία το σκοτεινό κομμάτι που έκρυβε μέσα της. «Δεν ήξερα ότι
ενδιαφέρεσαι για αντίκες», του είπε σταθερά.
Προς μεγάλη της ανακούφιση, εκείνος αποδέχτηκε την αλλαγή θέματος. Ήταν βέβαιο ότι θα επανερχόταν στο προηγούμενο, αλλά η προσωρινή υποχώρηση
της έδινε χρόνο για να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Δεν ενδιαφέρομαι», της είπε. «Αυτό το απέκτησα όταν αγόρασα τη Βιομηχανία Ράμσεϊ».
Η Πάιπερ είχε την αίσθηση ότι το σχόλιο δεν είχε γίνει τυχαία. Υπήρχε κάποιος λόγος που της έδινε τη συγκεκριμένη πληροφορία. Άλλωστε ο Γκίντεον δε
συνήθιζε να κάνει άσκοπες συζητήσεις. «Δεν ήξερα ότι η εταιρεία ήταν δική σου».
«Δεν είναι. Δεν υφίσταται πλέον ως επιχείρηση. Τώρα αποτελεί κομμάτι έξι διαφορετικών εταιρειών».
Αυτή η περιγραφή του έκανε την Πάιπερ να φανταστεί ένα παζλ που τα κομμάτια του είχαν σκορπιστεί κι έπειτα είχαν ξαναμπεί απρόσεκτα σε λάθος
κουτιά. Τα κομμάτια αυτά δε θα μπορούσαν ποτέ πια να αποτελέσουν ένα ολοκληρωμένο σύνολο, αλλά ούτε και θα ταίριαζαν στο καινούριο παζλ όπου τα
είχαν βάλει. Χάιδεψε τις καμπύλες του ξύλου. Ένιωσε μελαγχολία μ’ αυτή τη σκέψη και χαμογέλασε με πικρία. Ήξερε ότι η αντίδρασή της ήταν παράλογη.
Δεν υπήρχε κανένας συναισθηματικός δεσμός με την εταιρεία ή με τους ανθρώπους της.
«Δηλαδή αυτό το ντουλάπι είναι ό,τι απέμεινε από αυτή την εταιρεία», παρατήρησε.
Ο Γκίντεον ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι».
Του έριξε ένα γρήγορο βλέμμα. Τα τελευταία είκοσι λεπτά, είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μην του επιτρέψει να την επηρεάσει, να κρατήσει τις
μνήμες από τη σχέση τους σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, κλεισμένη στο γραφείο που αποτελούσε τη βάση των δραστηριοτήτων του, δυσκολευόταν όλο
και πιο πολύ, ειδικά μετά το φιλί που είχαν ανταλλάξει. Δεν είχε καμία ελπίδα να μην επηρεαστεί από εκείνον, τουλάχιστον όσο βρίσκονταν μόνοι. Εξέπεμπε
μια ατόφια αρρενωπή δύναμη που φαινομενικά ενισχυόταν από το συγκεκριμένο χώρο, σαν να κυριαρχούσε η παρουσία του και στην παραμικρή γωνιά του
δωματίου. Αυτή η σκέψη ήταν τρομακτική.
Ο χρόνος δεν τον είχε επηρεάσει θετικά. Τα χαρακτηριστικά του πάντοτε ήταν αδρά, έντονα. Τώρα όμως φανέρωναν μια σκληρότητα, σημάδι ότι μέσα του
είχαν κυριαρχήσει οι πιο σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητάς του. Στα σημεία όπου κάποτε λεπτές ρυτίδες μαλάκωναν την ένταση από τα σκοτεινά μάτια
και το θεληματικό του πιγούνι, τώρα η Πάιπερ δεν έβλεπε το παραμικρό ίχνος της ευγένειας που τόσο είχε αγαπήσει.
Ο Γκίντεον είχε κρυφτεί πίσω από τη μάσκα του επιχειρηματία· όμως εκείνη δεν ξεγελιόταν. Το μεταξωτό κοστούμι και τα καλοχτενισμένα μαύρα του
μαλλιά είχαν αντικαταστήσει το τζιν, το μακό και τις ακατάστατες μπούκλες του· όμως πίσω απ’ αυτή τη λουστραρισμένη επιφάνεια κρυβόταν μια
πρωτόγονη ψυχή. Την πρόδιδε η ένταση στο βλέμμα του και το ατσαλένιο κορμί που είχε φτιάξει την εποχή της σκληρής χειρωνακτικής δουλειάς. Οι
περιστάσεις είχαν κάνει ανελέητο αυτό τον άντρα· ζούσε χωρίς συμβιβασμούς και συμπόνια, ίσως επειδή στα νιάτα του δεν είχε γνωρίσει τίποτα από τα δύο.
Υπήρχε κι άλλη μια αλήθεια, που η Πάιπερ δεν μπορούσε να την αγνοήσει όσο κι αν προσπαθούσε. Είχε συμβάλει και η ίδια στη διαμόρφωση αυτού του
άτεγκτου χαρακτήρα. Τον είχε προδώσει στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Δεν είχε φανεί αρκετά δυνατή, ώστε να παλέψει για κείνον και, σαν
αποτέλεσμα, τρεις άνθρωποι είχαν χάσει ό,τι πολυτιμότερο είχαν στον κόσμο. Όμως αυτή η γνώση δεν άλλαζε ό,τι ήδη είχε γίνει. Μπορούσε ωστόσο ν’
αλλάξει τα μελλοντικά σχέδια του Γκίντεον. Τότε, είχε φανεί αδύναμη. Τώρα, είχε όλη τη θέληση και το θάρρος για να παλέψει.
Άλλωστε, δε χρωστούσε μόνο στον Σπένσερ για όσα είχαν συμβεί. Χρωστούσε και στον Γκίντεον. Έπρεπε να επανορθώσει για ένα μεγάλο κακό που είχε
κάνει. Και θα το πραγματοποιούσε, αδιαφορώντας για το προσωπικό κόστος. Το μόνο ζήτημα ήταν πώς θα κατάφερνε να το πετύχει.
Πήρε ένα αντικείμενο που βρισκόταν σε περίοπτη θέση πάνω στο έπιπλο, προσπαθώντας να κερδίσει λίγο χρόνο για να σκεφτεί. Διαπίστωσε έκπληκτη ότι
επρόκειτο για πραγματικό έργο τέχνης. Ένα εξαίσιο κεραμικό όπου είχε ζωγραφιστεί ένας γονατισμένος πολεμιστής πάνω σε λευκό και κόκκινο πηλό. Αν
θυμόταν καλά, χρησίμευε ως δοχείο και σκεύος σερβιρίσματος για υγρά. «Από πότε άρχισες να ενδιαφέρεσαι για την τέχνη της προκολομβιανής εποχής; Ή
μήπως τυχαία το απέκτησες κι αυτό;»
«Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα. Το συγκεκριμένο κομμάτι ανήκε στον Άρτσιμπαλντ Φένζερ».
Η Πάιπερ έσμιξε τα φρύδια. «Το ’χω ακουστά το όνομα. Αυτός δεν είχε κάποια σχέση με χαλυβουργία; Νομίζω πως πριν από χρόνια είχα διαβάσει ότι
χρεοκόπησε».
Ο Γκίντεον χάιδεψε την καμπύλη που σχημάτιζε το όπλο του πολεμιστή, προσέχοντας να αποφύγει ν’ αγγίξει το χέρι της. Άραγε το έκανε επίτηδες;
Απέφευγε το άγγιγμά της επειδή δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του; Η Πάιπερ έδιωξε βιαστικά αυτή τη σκέψη. Αν ίσχυε αυτό, γιατί την είχε φιλήσει;
«Ο Φένζερ αρνήθηκε να πουλήσει την εταιρεία», της εξήγησε. «Η χρεοκοπία ήταν η μόνη εναλλακτική λύση».
«Λύση το λες εσύ αυτό;»
Ο Γκίντεον ανασήκωσε τους ώμους. «Προτίμησε αυτή από το να την πουλήσει σ’ εμένα».
«Κι εσύ αγόρασες τα απομεινάρια της επιχείρησής του σε δημοπρασία;»
«Όχι, δεν άξιζε πια ν’ ασχοληθώ με την περίπτωσή του».
«Δεν καταλαβαίνω. Αγόρασες τα έργα τέχνης που είχε, έτσι δεν είναι; Γιατί να το κάνεις αυτό, αφού...»
«Αυτό ήταν το αγαπημένο του κομμάτι». Της πήρε προσεκτικά το κεραμικό και το ακούμπησε ξανά πάνω στο έπιπλο. «Αποτελεί και μια θαυμάσια
υπενθύμιση».
«Για σένα;»
«Όχι».
Προσπάθησε τρομερά για να μη φανερώσει την έκπληξή της. «Το χρησιμοποιείς ως προειδοποίηση για όσους βρίσκονται σε παρόμοια θέση μ’ εκείνον,
έτσι;» Ο Γκίντεον δεν επιβεβαίωσε την υπόθεσή της, αλλά εκείνη ήξερε ότι είχε μαντέψει σωστά. «Και λειτουργεί; Οι άλλοι χάνουν την ψυχραιμία τους
μόλις μαθαίνουν την ιστορία που κρύβεται πίσω του;»
«Αυτό θα το δούμε, σωστά;»
Η Πάιπερ κοίταξε το κεραμικό με αποστροφή. Στράφηκε και παρατήρησε ξανά το χώρο, βλεποντάς τον τώρα κάτω από εντελώς διαφορετικό πρίσμα.
Αναζήτησε τη μηχανή της· ήθελε αργότερα να διαπίστωνε αν οι φωτογραφίες θα επιβεβαίωναν τις υποψίες της. «Όλο το δωμάτιο είναι διακοσμημένο με
ερείπια από ανθρώπινες ζωές, Γκίντεον;» τον ρώτησε καθώς τραβούσε.
Έσφιξε τα χείλη του ακούγοντάς την. «Τα κομμάτια προέρχονται από τις εταιρείες που αγοράζω».
«Που αγοράζεις... ή που καταστρέφεις;»
«Δεν καταστρέφω τις επιχειρήσεις που αγοράζω». Η επικίνδυνη χροιά της φωνής του δεν μπορούσε να της διαφύγει. «Αυτό το έχουν κάνει ήδη οι
ιδιοκτήτες τους. Εγώ απλά περιμαζεύω τα απομεινάρια τους προσφέροντας μια λογική τιμή».
Γύρισε να τον κοιτάξει. «Για να τα κάνεις τι, Γκίντεον; Πού καταλήγουν τα συντρίμμια που μαζεύεις;»
«Τα πουλάω».
Δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταραχτεί. Εκείνος απλώς επιβεβαίωνε τις υποψίες της. «Μάλιστα. Αντί, δηλαδή, να δημιουργείς, όπως έκανες παλιά, τώρα
προτιμάς να καταστρέφεις».
Η κίνηση των ώμων του μαρτυρούσε ότι είχε αρχίσει να χάνει την υπομονή του. «Έχουμε βγει εκτός θέματος».
«Καθόλου. Νομίζω ότι δεν έχουμε ξεφύγει καθόλου. Το αντίθετο. Ξέρεις βέβαια ότι έχω έρθει για το ζήτημα του Σπένσερ και του συμβολαίου».
«Το υπέθεσα». Το βλέμμα του έγινε ψυχρό, φανερώνοντας μια σκληρή περηφάνια. «Δε θα ερχόσουν να με δεις για κανέναν άλλο λόγο, έτσι δεν είναι;»
Δε θα την πίστευε αν του έλεγε την αλήθεια, κι έτσι δεν έκανε τον κόπο. «Τι σχέδια έχεις;» τον ρώτησε.
Στα χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο, η σκιά εκείνου του χαμόγελου που έβλεπε παλιά η Πάιπερ. «Σκοπεύω βέβαια να καταστρέψω τον αδερφό σου».
«Το συμβόλαιο δεν είχε γίνει ανάμεσά σας, Γκίντεον». Πίεσε τον εαυτό της να μην ακουστεί παρακλητικά. Μ’ αυτό τον τρόπο ποτέ δε θα κατάφερνε να του
αλλάξει γνώμη. Πριν από χρόνια θα μπορούσε να συζητήσει λογικά μαζί του. Τώρα πια, όμως, δε φαινόταν καθόλου λογικός. Είχε περάσει πάρα πολύς
καιρός κι ήταν πολλές οι πικρίες που εκκρεμούσαν ακόμα ανάμεσά τους. Μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιον άνθρωπο που ήταν αποφασισμένος να πάρει
εκδίκηση, και τώρα είχε δει έναν. Μήπως δεν παρατηρούσε και τον αδερφό της τα τελευταία πέντε χρόνια; «Ο Σπένσερ είχε κάνει αυτή τη συμφωνία μ’ έναν
παλιό οικογενειακό φίλο».
Ο Γκίντεον ένευσε καταφατικά. «Τον Τζακ Γουάιλι. Δυστυχώς όμως για σας, ο Τζακ δε φρόντισε να κλείσει το συμβόλαιο πριν να πεθάνει. Κι αφού δεν το
έκανε, το συμβόλαιο σχετίζεται μ’ εμένα και αυτό έγινε όταν αγόρασα την επιχείρηση του Γουάιλι από τους κληρονόμους του».
«Μα ο Τζακ δεν είχε τέτοιο σκοπό», προσπάθησε να του εξηγήσει η Πάιπερ. «Εκείνος ήθελε να βοηθήσει τον Σπένσερ».
«Όπως είπα... θα ’πρεπε να είχε προβλέψει κάποιο απρόοπτο συμβάν, αν δεν ήθελε ν’ αφήσει τον αδερφό σου εκτεθειμένο».
«Και τώρα εσύ θα ζητήσεις να γίνει η εκτέλεση του συμβολαίου;»
Προς μεγάλη της έκπληξη ο Γκίντεον κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καθόλου. Απλούστατα, τον επόμενο μήνα που θα λήξει, δε θα το ανανεώσω».
Η Πάιπερ εξαγριώθηκε. «Υπάρχει καμιά διαφορά;»
«Μεγάλη. Αν απαιτούσα τώρα την εκτέλεση του συμβολαίου, ο αδερφός σου δε θα είχε καμιά επιλογή. Εγώ του δίνω ένα μήνα για ν’ αποφασίσει πώς θα
πληρώσει».
«Πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου».
Ο σαρκασμός της τον έκανε να την πλησιάσει περισσότερο. «Πίστεψέ με. Είμαι κάτι παραπάνω από γενναιόδωρος». Η λεκτική του επίθεση πρόδωσε τη
λύσσα που δυσκολευόταν να κρύψει. «Ο αδερφός σου έκανε ό,τι μπορούσε για να με καταστρέψει. Πίστευες πραγματικά ότι θα το άφηνα έτσι, ότι δε θα
έβρισκα κάποιον τρόπο να του ανταποδώσω την τόση ευγένειά του;»
«Δεν το έκανε σκόπιμα».
«Μπα; Εγώ νομίζω ότι βρήκε την ιδανική δικαιολογία για να μας χωρίσει. Και τα κατάφερε, έτσι δεν είναι;»
Ο Γκίντεον ήξερε πολύ καλά πως ο χωρισμός τους δεν οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στις κατηγορίες του Σπένσερ. «Και εξαιτίας αυτού που συνέβη
πριν από πέντε χρόνια, εσύ τώρα σκοπεύεις να τον καταστρέψεις;»
«Ο Σπένσερ θα καταστραφεί αν χάσει αυτό που έχτιζε τα τελευταία πέντε χρόνια;»
«Ναι».
Ο Γκίντεον δεν κάμφθηκε. Άραγε είχε χάσει για πάντα την ικανότητα να συμπονάει και να συγχωρεί; «Ίσως τότε να νιώσει σ’ ένα μικρό βαθμό όπως ένιωσα
κι εγώ. Και θα δούμε αν θα έχει το κουράγιο να μαζέψει τα συντρίμμια και να προχωρήσει ή αν θα παραδοθεί».
«Και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του μέσα στην πικρία;»
Ο Γκίντεον φάνηκε να το διασκεδάζει πραγματικά. «Αυτό πιστεύεις ότι έκανα εγώ;»
«Πιστεύω ότι επέτρεψες η πικρία σου ν’ αλλάξει αυτό που ήσουν κάποτε».
«Όχι η πικρία, γλυκιά μου. Μάλλον η σκληρή πλευρά της ζωής». Όλη αυτή η σκληρή πλευρά καθρεφτίστηκε ξαφνικά στο πρόσωπό του. «Εσύ κι ο
αδερφός σου με βάλατε σ’ αυτό το μονοπάτι. Γιατί λοιπόν παριστάνεις την έκπληκτη, τώρα που διαπιστώνεις ότι το ακολούθησα;»
Η Πάιπερ κούνησε το κεφάλι της. «Μην κατηγορείς εμάς γι’ αυτό που έγινες. Καθένας κάνει τις επιλογές του, Γκίντεον».
Παρατήρησε ξανά το χώρο. Ήταν τραγική η σκέψη ότι είχε χτίσει την επιχείρησή του πάνω σε στάχτες καταστροφής. Άραγε πόσες διαφορετικές εταιρείες
αντιπροσωπεύουν όλα αυτά τα αντικείμενα; αναρωτήθηκε. Πόσα φαντάσματα στοιχειώνουν τις γωνιές αυτού του δωματίου; «Δε μετανιώνεις για τίποτα απ’
όσα έχεις κάνει;»
Εκείνος στάθηκε ακριβώς πίσω της. «Μόνο για ένα πράγμα μετανιώνω στη ζωή μου».
«Και ποιο είναι αυτό;»
Της έσφιξε τους ώμους, αναγκάζοντάς τη να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Δεν έχεις κερδίσει το δικαίωμα να μάθεις».
Τα λόγια του της ξύπνησαν την περιέργεια. «Δεν το έχω κερδίσει;»
Το πρόσωπό του έμεινε ξαφνικά ανέκφραστο και η Πάιπερ συνειδητοποίησε ότι ποτέ δεν είχε δει τόση μοναξιά σ’ έναν άνθρωπο. Φαινόταν τρομερά
ευάλωτος, κάτι που ποτέ του δε θα παραδεχόταν. Κι ούτε θα χαιρόταν αν εκείνη του έδειχνε ότι το καταλάβαινε. Λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει, να
μαλακώσει τον πόνο του, όπως έκανε όταν ήταν ακόμα μαζί. Αυτό ωστόσο ξεπερνούσε τις ικανότητές της. Ποτέ δε θα την άφηνε να τον πλησιάσει τόσο. Όχι
πια. Παλιότερα θα δεχόταν το χάδι της. Τώρα όμως θα το θεωρούσε ένδειξη αδυναμίας, μιας αδυναμίας που έπρεπε πάση θυσία να πνίξει.
«Πριν από χρόνια σου είχα εμπιστευτεί τα παιδιάστικα μυστικά μου», της είπε.
«Τα θυμάμαι». Τον κοίταξε επίμονα. «Εσύ όμως φαίνεται ότι τα ’χεις ξεχάσει».
«Ήταν ανόητα όνειρα. Ανούσια».
«Και οι στόχοι που τα αντικατέστησαν είναι καλύτεροι;»
«Ναι».
«Γιατί;»
«Γιατί κανείς δεν μπορεί πια να μου πάρει ό,τι έχω».
Η Πάιπερ γέλασε, αλλά το γέλιο της ήχησε λυπητερό. «Αχ, Γκίντεον. Κανείς δεν μπορεί να σου τα πάρει, γιατί δεν έχεις δημιουργήσει τίποτα που ν’ αξίζει
πραγματικά. Και κανείς δεν μπορεί να σ’ αγγίξει σαν άνθρωπο, γιατί δεν επιτρέπεις σε κανέναν να σε πλησιάσει, μήπως τυχόν και πληγωθείς ξανά».
«Κι ούτε θα το επιτρέψω ποτέ». Η επιμονή του απλώς επιβεβαίωσε τις υποψίες της. Όμως ταυτόχρονα δυσκόλευε περισσότερο τη δική της δουλειά. «Ας
ξεμπερδεύουμε μ’ αυτό, Πάιπερ. Έκανες το καθήκον σου. Ήρθες να με παρακαλέσεις εκ μέρους του αδερφού σου. Κι εγώ δε συγκινήθηκα. Γύρνα σπίτι και
πες του ότι ήρθε η ώρα να πληρώσει γι’ αυτά που έκανε».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι της μ’ ένα πείσμα που συναγωνιζόταν το δικό του. «Όχι, Γκίντεον. Δεν ήρθα να σε παρακαλέσω. Κάθε άλλο».
«Μη με υποτιμάς. Ήρθες για το συμβόλαιο».
«Σωστά. Γι’ αυτό ήρθα».
Ο Γκίντεον ανασήκωσε τα φρύδια του. «Ήρθες για να συμμορφωθείς με τους όρους του συμβολαίου;»
«Ναι».
Τα μάτια του σκοτείνιασαν ακόμα περισσότερο από την έκπληξη και το θυμό. «Σύμφωνα με τους όρους, ο Σπένσερ θα πρέπει ή να εξοφλήσει το δάνειο ή
να παραιτηθεί από την ιδιοκτησία του. Κι εσείς δεν έχετε τα χρήματα που χρειάζονται για την αποπληρωμή του δανείου. Το έχω ελέγξει».
«Πράγματι, δεν τα έχουμε».
«Ήρθες λοιπόν για να διαπραγματευτείς την κατάσχεση του μύλου;»
«Ξεχνάς την τρίτη επιλογή».
Δεν άργησε να τη θυμηθεί. «Έχεις να προσφέρεις κάποιο αντίτιμο ίσης αξίας;» τη ρώτησε.
Η Πάιπερ δε δίστασε καθόλου. «Ναι».
«Σε προειδοποιώ, Πάιπερ. Απαιτώ να πάρω το ακριβές ποσό».
«Μην ανησυχείς, θα το πάρεις».
«Και τι σκοπεύεις να μου δώσεις;»
Εκείνη χαμογέλασε. «Τον εαυτό μου. Εγώ είμαι το ακριβές αντίτιμο του δανείου».
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 2

«Τι είδους αστείο είναι αυτό;» τη ρώτησε ο Γκίντεον οργισμένος.


Η Πάιπερ κούνησε ατάραχη το κεφάλι της. «Δεν είναι αστείο».
«Μισό λεπτό, να καταλάβω. Προσφέρεις τον εαυτό σου ως αντίτιμο για το δάνειο του Σπένσερ;»
«Πού είναι το πρόβλημα; Πιστεύεις ότι δεν αξίζω τόσο;»
Αν εκείνη ήξερε πόσο εξαγριωμένος ένιωθε, δε θα τραβούσε άλλο το σκοινί και θα έψαχνε την πλησιέστερη έξοδο για να φύγει. «Δε θα ήθελες να ξέρεις τι
σκέφτομαι τώρα», την προειδοποίησε.
«Εσύ δε μου έμαθες να αντιμετωπίζω δημιουργικά τα προβλήματα;»
Έγειρε το κεφάλι στο πλάι, έτσι που τα μαλλιά της άγγιζαν τον ώμο της. Ο Γκίντεον λαχταρούσε όσο τίποτα να βυθίσει τα χέρια του σ’ αυτόν το μεταξένιο
χείμαρρο, όπως συνήθιζε να κάνει όταν ήταν εραστές. Τα δάχτυλά του έκαιγαν, καθώς ήθελε να νιώσει ξανά εκείνη τη γνώριμη υφή τους. Η ευκαιρία που του
είχε δοθεί λίγο νωρίτερα δεν είχε ικανοποιήσει στο ελάχιστο τη δίψα του. Ο πόθος του είχε φουντώσει τόσο, που του προκαλούσε σωματικό πόνο. Η
αδυναμία του αυτή ενίσχυε τον εκνευρισμό του, καθώς τον ανάγκαζε να παραδεχτεί πόσο μεγάλη επιρροή ασκούσε ακόμα εκείνη πάνω του.
«Να αντιμετωπίζεις τα προβλήματα δημιουργικά;» επανέλαβε. «Μα τι λες τώρα, Πάιπερ;»
«Δε θυμάσαι;» Το βλέμμα της έγινε ζεστό.
Γιατί να εκπέμπει τόσο μαγνητισμό; αναρωτήθηκε εκείνος. Ένιωθε πως θα τρελαινόταν. Ήθελε να βρει τη δύναμη να τη διώξει, να την πετάξει έξω χωρίς
δεύτερη σκέψη. Όμως οι ορμόνες του τον ωθούσαν να κλειδώσει την πόρτα και να την κρατήσει. Να την κρατήσει. Αυτές οι λέξεις έκρυβαν μια απεριόριστη
μαγευτική έλξη.
«Κάποτε μου είχες πει ότι, όταν δεν είχες χρήματα για να αγοράσεις αυτό που ήθελες, έπρεπε να βρεις δημιουργικές εναλλακτικές λύσεις».
«Ξέχνα το», την έκοψε. «Δε θα το δεχτώ».
Η Πάιπερ έδειξε να πεισμώνει. «Δε σου ζητάω να συμβιβαστείς. Αξίζω περισσότερα από το δάνειο. Δεν καθόμουν με σταυρωμένα χέρια τα τελευταία πέντε
χρόνια. Μπορώ να φανώ πολύ χρήσιμη και σ’ εσένα και στις επιχειρήσεις σου».
«Κάνοντας τι; Βγάζοντας φωτογραφίες;»
Η ερώτησή του δεν ήταν σαρκαστική. Εκτιμούσε τις ικανότητές της. Όσο ήταν ακόμα μαζί, η Πάιπερ είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή ως φωτογράφος
βρεφών. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες της απαθανάτιζαν αλησμόνητες εικόνες, εξασφαλίζοντάς της ευρύτατη αποδοχή στην περιοχή, αν και ήταν μόλις
είκοσι χρονών.
«Αν θες να βγάζω φωτογραφίες, θα χαρώ να το κάνω. Πιστεύω όμως ότι οι ικανότητές μου στη διοίκηση θα σου χρησίμευαν περισσότερο. Έχω πτυχίο στη
διοίκηση επιχειρήσεων, πέρα απ’ τις φωτογραφικές γνώσεις μου. Και, αν δε χρησιμεύω έτσι, έχω ταλέντο στην επικοινωνία· πάντοτε είχα. Ίσως υπάρχει
κάποια κενή θέση για μένα».
«Αποκλείεται».
Μια ασυνήθιστη σκληρότητα σκοτείνιασε τα χαρακτηριστικά της, μια έκφραση εντελώς αταίριαστη με τις τρυφερές καμπύλες του προσώπου της. Εκείνη
πάντα έκανε τους άλλους να γελούν και ηρεμούσε τα πνεύματα αντί να τα οξύνει. Όμως ο Γκίντεον είχε ξεχάσει πόσο πεισματάρα μπορούσε να γίνει,
ιδιαίτερα μπροστά σε αναποδιές. Όταν αποφάσιζε να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα, το έκανε χωρίς δισταγμούς και συμβιβασμούς, μ’ ένα πάθος ανίκητο.
«Δε σου ζητάω να επιλέξεις», του δήλωσε. «Σου λέω απλώς ότι, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, η απόφαση είναι δική μας, δική μου και του
Σπένσερ. Μπορεί να παραιτηθεί από το μύλο, να επιστρέψει τα χρήματα που του είχε δανείσει ο Τζακ ή να προσφέρει ένα αντίτιμο ίσης αξίας με το ποσό που
οφείλει. Εμείς, λοιπόν, επιλέξαμε την τελευταία λύση».
«Κι εγώ την απορρίπτω».
Η Πάιπερ κούνησε το κεφάλι της. «Δική σου επιλογή. Βέβαια σ’ αυτή την περίπτωση το συμβόλαιο ακυρώνεται. Θα σου πρότεινα να ξαναδιαβάσεις τα
σχετικά αποσπάσματα, Γκίντεον. Θα δεις ότι δεν έχεις άλλη λύση».
«Πάντα υπάρχει».
«Αυτό έλεγες και σ’ όλους τους ιδιοκτήτες των εταιρειών που αναλάμβανες; Τους ωθούσες να βρουν εναλλακτικές λύσεις, αντί γι’ αυτή που τους πρότεινες
εσύ;»
Ο Γκίντεον δεν προσπάθησε καν να το αρνηθεί. «Όχι βέβαια».
Έκπληκτος διαπίστωσε πως δε φάνηκε ικανοποιημένη ακούγοντας τα λόγια του. Μάλλον συμπόνια πρόδιδε η φωνή της. «Σκέψου το, Γκίντεον. Αν
αρνηθείς να ανανεώσεις το συμβόλαιο, δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά μόνο να ικανοποιήσουμε τους όρους».
«Αυτό λέω κι εγώ».
«Ωραία. Εμείς όμως έχουμε πάντοτε στη διάθεσή μας τρεις επιλογές και η μία είναι να σου προσφέρουμε ισάξιο αντίτιμο». Η έκφρασή της πονήρεψε. «Κάτι
που σημαίνει ότι είσαι αναγκασμένος να με υποστείς».
Ο Γκίντεον προσπάθησε να κρύψει τον εκνευρισμό του. Δεν έχει αλλάξει καθόλου! σκέφτηκε. Όπως πάντα, η Πάιπερ χώνεται οπουδήποτε. Το έκανε βέβαια
χαριτωμένα, αλλά αυτό δεν άλλαζε το αποτέλεσμα. Τις περισσότερες φορές το πείσμα της έβλαπτε περισσότερο την ίδια παρά οποιονδήποτε άλλον. Μα δεν
το έβλεπε; «Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι ο Σπένσερ συμφώνησε σε κάτι τέτοιο. Πάντοτε προτιμούσε να δίνει μόνος τις μάχες του. Ή μήπως ελπίζει ότι θα
μπορέσεις να μου αλλάξεις γνώμη;»
Η Πάιπερ κούνησε το κεφάλι της. «Ξέρουμε ότι αποκλείεται να συμβεί αυτό. Ο Σπένσερ καταλαβαίνει απόλυτα την έννοια της εκδίκησης, όπως
καταλαβαίνει κι ότι αυτό που είχαμε κάποτε εμείς οι δύο ανήκει πια στο παρελθόν».
«Κι αφού καταλαβαίνει την έννοια της εκδίκησης, γιατί στέλνει εσένα;» Στράφηκε να την αντικρίσει. «Γιατί να σε βάλει σε κίνδυνο; Δεν ταιριάζει στο
χαρακτήρα του».
Παρατήρησε κάτι στην έκφρασή της που τον έκανε να σωπάσει. Η Πάιπερ δε συνήθιζε να αποφεύγει το βλέμμα του. Διέθετε μια έμφυτη εντιμότητα και μια
ευθύτητα που παρέμενε ίδια όπως και η ισχυρογνωμοσύνη της. Ξαφνικά κατάλαβε. «Ανάθεμα, Πάι-περ! Δεν το ξέρει ότι ήρθες εδώ, έτσι δεν είναι;»
Η Πάιπερ χαμογέλασε αυθάδικα κι έπειτα ανασήκωσε τους ώμους. «Ο Σπένσερ μπορεί να γίνει τόσο πεισματάρης όσο κι εσύ. Κι αφού τώρα λείπει σε
ταξίδι, σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να τον φέρω προ τετελεσμένου παρά να του παρουσιάσω την απόφασή μου ως μια ακόμα επιλογή που
επιδέχεται περαιτέρω συζήτηση».
«Θα υπάρξει περαιτέρω συζήτηση, να είσαι σίγουρη γι’ αυτό».
Το χαμόγελο έσβησε και αντικαταστάθηκε από μια έκφραση αποφασιστικότητας. «Δε θα καταλήξουμε σε τσακωμό, όπως εκείνος που σκηνοθέτησες
προηγουμένως στην αίθουσα των συσκέψεων».
«Σε διαβεβαιώ ότι δεν τον σκηνοθέτησα εγώ».
«Εσύ τον προκάλεσες και δεν έκανες τίποτα για να τον σταματήσεις».
Ο Γκίντεον την κοίταξε εξεταστικά. «Με κατηγορείς επειδή οι χρυσοχόοι μέσα δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν;»
«Ναι, τους οδήγησες σε μια τέτοια κατάσταση που σίγουρα θα τους ανάγκαζε να βγάλουν προς τα έξω το χειρότερο εαυτό τους. Και το έκανες σκόπιμα· το
ξέρεις. Όπως κι εγώ. Μόλις οι συγκεκριμένοι άνθρωποι καταφέρουν να ηρεμήσουν και να σκεφτούν νηφάλια, θα το καταλάβουν κι εκείνοι».
«Αρκετά, Πάιπερ! Η υπομονή έχει τα όριά της».
«Μα ακόμα δεν άρχισα», του ανταπάντησε έντονα. «Κάποτε ήσουν ο άνθρωπος που εμπιστευόμουν όσο κανέναν. Τώρα όμως έχεις αλλάξει. Δεν είσαι πια ο
ίδιος».
Η ψυχραιμία του Γκίντεον μηδενίστηκε μεμιάς. Αρκούσαν μόνο μερικές αστόχαστες κουβέντες από μια γυναίκα που κάποτε την είχε αγαπήσει όσο τίποτα
στη ζωή του, μια γυναίκα που του ήταν πολυτιμότερη και από το λόγο της τιμής του ακόμα. «Αυτός ο άνθρωπος δεν υπάρχει πια! Τον κομμάτιασαν σιγά
σιγά και δεν έχει απομείνει τίποτα απ’ αυτόν!»
«Δικαιολογίες. Αν ήθελες, θα μπορούσες να ξεπεράσεις τις δυσκολίες. Αυτό δε μου έλεγες πάντα;» Έκανε το λάθος να τον πλησιάσει. Και το ακόμα
μεγαλύτερο λάθος ν’ ακουμπήσει τα χέρια της πάνω του· χέρια απαλά, τρυφερά. «Πάντα έλεγες ότι ο άνθρωπος δεν προσδιορίζεται από τους εξωτερικούς
παράγοντες. Ότι, όταν κάποιος έχει θέληση και κρατά το λόγο του, μπορεί να ξεπεράσει κάθε κακουχία».
«Αυτά τα έλεγε ένα παιδί. Ένα ανόητο παιδί που δεν είχε μάθει τις πικρές αλήθειες της ζωής».
«Και ποιες είναι αυτές οι αλήθειες;»
Ο Γκίντεον κοίταξε τα δάχτυλα που του έσφιγγαν το μπράτσο. Φαίνονταν απίστευτα λευκά και λεπτά πάνω στο σκούρο του κοστούμι. Άραγε εκείνη
συνειδητοποιούσε πόσο ευάλωτη ήταν; Πόσο εύκολα μπορούσε ο ίδιος να συντρίψει την ψυχή της; Μάλλον όχι, γιατί αλλιώς δε θα βρισκόταν εκεί. Τέτοια
αυτοθυσία ξεπερνούσε τα ανθρώπινα όρια. Αν η Πάιπερ τα συνειδητοποιούσε όλα αυτά, θα έψαχνε να βρει την πιο βαθιά τρύπα για να κρυφτεί, μέχρις ότου
εκείνος εξαντλούσε το θυμό του πάνω στον ξεροκέφαλο Σπένσερ.
Απομάκρυνε μαλακά το χέρι της από το μπράτσο του. Αν δεν το έκανε, θα υπέκυπτε στις ορμές που τον κατέκλυζαν από τη στιγμή που την είχε πρωτοδεί
στην πόρτα του. «Η αλήθεια είναι ότι τα χρήματα και η δύναμη αποτελούν το μοναδικό νόμισμα που αναγνωρίζουν οι άνθρωποι. Κανείς δεν υπολογίζει την
ειλικρίνεια, πόσω μάλλον την προσπάθεια και τη θέληση. Ο λόγος της τιμής μου δε σήμαινε τίποτα όλ’ αυτά τα χρόνια. Όταν ήρθαν τα δύσκολα, οι
άνθρωποι του Ολντ Μιλ δε δυσκολεύτηκαν καθόλου να πιστέψουν τις κατηγορίες που εκτόξευε η αφρόκρεμα ενάντια στο γιο ενός μέθυσου».
«Πού το ξέρεις;» του αντιγύρισε. «Εκείνη τη μέρα τσακωθήκατε με τον Σπένσερ κι έπειτα εσύ έφυγες, αφήνοντας πίσω σου συντρίμμια. Πώς να σε
πιστέψουν, αφού δεν έμεινες για να υπερασπιστείς το λόγο της τιμής σου; Ο Σπένσερ μου είπε...»
«Πάψε!» Χρειάστηκε ένα ολόκληρο λεπτό για να επανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Χαμήλωσε τη φωνή του, αλλά αυτή η ηρεμία ήταν πιο τρομακτική
από οτιδήποτε θα μπορούσε να πει μέσα στο θυμό του. «Αν αγαπάς τη ζωή σου, μη μου αναφέρεις λόγια του αδερφού σου».
«Γκίντεον...»
«Αρκετά με τις ανοησίες, Πάιπερ. Όλ’ αυτά έγιναν πολύ καιρό πριν. Ξέχνα το παρελθόν και αντιμετώπισε το παρόν. Έχουμε δουλειά να κάνουμε και θα
πρότεινα να ξεκινήσουμε».
«Είμαι απλώς ένα αντίτιμο, επομένως μάλλον δε μου επιτρέπεται να διαφωνώ». Τον κοίταξε θυμωμένα. «Όχι πολύ».
Την έκοψε προφέροντας μόνο μια λέξη που την έκανε να κοκκινίσει. Τράβηξε τη γραβάτα του, προσπαθώντας να χαλαρώσει το σφίξιμο που τον έπνιγε και
να ηρεμήσει. Πώς μπορεί να με εξαγριώνει τόσο εύκολα; αναρωτήθηκε. Φημιζόταν για την ψυχραιμία του σ’ όλους τους επιχειρηματικούς κύκλους. Έφτανε
όμως μόνο μία λέξη της για να χάσει τον αυτοέλεγχό του.
«Αναγνωρίζω την επινοητικότητά σου», της είπε τελικά. «Αυτό όμως δεν αλλάζει την κατάσταση. Ο αδερφός σου υπέγραψε ένα συμβόλαιο με τον Τζακ
Γουάιλι κι εγώ θα εισπράξω τα χρωστούμενα. Είτε τώρα είτε σ’ ένα μήνα, δεν έχει καμία σημασία. Ο Σπένσερ θα καταστραφεί κι εσύ καλά θα κάνεις να
μείνεις έξω απ’ αυτό».
Πίστευε ότι η οργή του αρκούσε για να την αποθαρρύνει. Αλλά την είχε υποτιμήσει. Η Πάιπερ πήρε μια βαθιά ανάσα και το βλέμμα της έλαμψε από πείσμα.
«Θα εισπράξεις τα χρωστούμενα εδώ και τώρα. Από μένα. Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς την προσφορά μου, Γκίντεον, εκτός κι αν σκοπεύεις ν’ ακυρώσεις το
συμβόλαιο. Είμαι το αντίτιμο του δανείου, πράγμα που σημαίνει ότι είμαι όλη δική σου».
Θα έπρεπε ν’ αρνηθεί την προσφορά της, αλλά όσο το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο πειρασμό ένιωθε για να δεχτεί. Εκείνο το φιλί σήμαινε πολλά. Την
ήθελε με το ίδιο πάθος όπως και πριν από πέντε χρόνια. Είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που την είχε κρατήσει για τελευταία φορά στην αγκαλιά
του, που την είχε φιλήσει όπως σήμερα, που την είχε κάνει δική του. Ίσως τελικά η εκδίκησή του απέναντι στον Σπένσερ να ήταν πιο γλυκιά απ’ ό,τι
περίμενε. Θα ήταν ανόητος αν απέρριπτε την προσφορά της. Αργότερα, όταν εκείνη δε θ’ άντεχε πια το φόρτο της δουλειάς και θα παραιτούνταν, θα
μπορούσε να απαιτήσει τα χρήματά του. Και στο μεταξύ, θα έπαιρνε πίσω όλα όσα του είχε στερήσει κάποτε ο αδερφός της.
«Είσαι σίγουρη ότι θες να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε επίμονα. «Θα είναι δύσκολο».
Το βλέμμα της ξανάγινε εύθυμο. «Δε φαντάστηκα ποτέ ότι θα με διευκόλυνες».
«Έχεις καταλάβει ότι, αν η αξία σου δεν αντιστοιχεί στο οφειλόμενο ποσό, δε θα μπορείς να σώσεις πλέον τον αδερφό σου;»
«Φρόντισες να το κάνεις σαφές».
«Θα σου κάνω σαφές και κάτι ακόμα». Με δυο βήματα βρέθηκε ξανά δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Από τη στιγμή που θα δεχτώ την
προσφορά σου, θα είσαι όλη δική μου. Οτιδήποτε θελήσω, οτιδήποτε ζητήσω, θα είσαι υποχρεωμένη να το πραγματοποιήσεις».
«Εννοείται ότι, όσον αφορά τη δουλειά, θα είμαι όλη δική σου». Το κορμί της χαλάρωσε μέσα στο δικό του, λες κι ένα μέρος του υποσυνειδήτου της τον
εμπιστευόταν απόλυτα. Ο Γκίντεον έσφιξε τα χείλη του. Ήταν ανόητο εκ μέρους της να εκτίθεται τόσο, ιδιαίτερα σ’ έναν άντρα όπως αυτός. «Θα πρέπει
όμως να σεβαστείς τα όρια μεταξύ των εργασιακών υποχρεώσεων και των προσωπικών απαιτήσεων».
Ο Γκίντεον ενέδωσε στον πειρασμό και γλίστρησε τα χέρια του στα μαλλιά της. Ένιωθε την ένταση μέσα του να χαλαρώνει, λες και το άγγιγμά της
μπορούσε να ξορκίζει τους δαίμονες που τον κυνηγούσαν. Ταυτόχρονα όμως αυτό το άγγιγμα προκαλούσε μια νέα πηγή έντασης, που δυσκολευόταν όλο
και περισσότερο να καταπνίξει. «Κι αν οι απαιτήσεις μου συμπεριλαμβάνουν και τα δύο;»
«Είμαι το αντίτιμο ενός επιχειρηματικού κι όχι προσωπικού δανείου». Η Πάιπερ κάρφωσε πάνω του το βλέμμα της, αναπολώντας γεγονότα από την εποχή
που η πίστη της σ’ εκείνον ήταν ακλόνητη. «Ξέρω ότι θα το σεβαστείς αυτό, Γκίντεον, κι ότι δε θα χρησιμοποιήσεις την εργασιακή μας σχέση για να
αποσπάσεις κάτι παραπάνω».
Μα εκείνος ήθελε κάτι παραπάνω. Ήθελε όλα όσα μπορούσε να του δώσει. Δε θα τα ’παιρνε βέβαια με τη βία. Δεν είχε απομακρυνθεί τόσο από τον παλιό
εαυτό του. «Όσα χρόνια σε ξέρω, σου φέρομαι πάντα με σεβασμό».
Η Πάιπερ ελευθερώθηκε προσεκτικά από την αγκαλιά του. «Το ίδιο, λοιπόν, να κάνεις και τώρα».
Η διακοπή της σωματικής επαφής τον επηρέασε περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. «Δεν πρόκειται να λειτουργήσει αυτό, Πάιπερ».
«Γιατί; Επειδή δεν μπορείς ν’ ανεχτείς τη σκέψη ότι θα δουλεύουμε μαζί;» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Ή μήπως ανησυχείς ότι θα σ’ αρέσει
περισσότερο απ’ όσο θα ήθελες;»
Εκείνος έμεινε ακίνητος. «Φύγε, όσο ακόμα είναι καιρός», σφύριξε προειδοποιητικά μέσ’ απ’ τα δόντια του.
Το πρόσωπό της συσπάστηκε. «Πάτησα λάθος κουμπί, ε;»
«Καλό θα ήταν να το αποφύγεις στο μέλλον».
«Σύμφωνοι. Θα φύγω». Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Κι έπειτα ακόμα ένα. «Θα ξανάρθω όμως αύριο, πρωί πρωί».
«Θα πρότεινα να το ξανασκεφτείς».
«Δεν μπορώ».
«Εξαιτίας του Σπένσερ;»
«Όχι, Γκίντεον». Προχώρησε ως την πόρτα του γραφείου. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, βλέποντάς τη να προσπαθεί πάρα πολύ για ν’ ανοίξει την
πόρτα. Όμως η ευθυμία του μηδενίστηκε όταν εκείνη στράφηκε προς το μέρος του και πρόσθεσε: «Θα ξανάρθω γιατί με χρειάζεσαι».

***

Η Πάιπερ στηρίχτηκε στην κλειστή πόρτα του γραφείου για να πάρει ανάσα. Τα ’χε καταφέρει. Είχε καταφέρει να τον αντιμετωπίσει μετά από τόσα χρόνια κι
είχε βγει ζωντανή από την αναμέτρηση. Βέβαια δεν είχε μείνει αλώβητη, αλλά τα τραύματα ήταν ασήμαντα σε σύγκριση μ’ εκείνα που είχε πέντε χρόνια πριν.
Ακόμα αδυνατούσε να πιστέψει πόσο είχε αλλάξει ο Γκίντεον. Με δυσκολία αναγνώριζε υπολείμματα από το χαρακτήρα του άντρα που ήξερε κάποτε, κι
αυτό την πλήγωνε περισσότερο απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί. Πάντοτε ήταν σκληρός, υπέμενε τις πληγές του με μια στωικότητα που της ράγιζε την καρδιά.
Αλλά τότε αυτή η σκληρότητα αντισταθμιζόταν από συμπόνια και γενναιοδωρία. Υπερασπιστής των αδυνάτων, τιμωρός των νταήδων, προστάτης, μαχητής,
εραστής. Ήταν όλ’ αυτά ταυτόχρονα κι ακόμα περισσότερα. Ποτέ όμως δε θα είχε φανταστεί ότι εκείνος έκρυβε τέτοιες αρετές, αν βασιζόταν σ’ ό,τι είχε
αντικρίσει προηγουμένως. Η οργή του κινδύνευε να ξεσπάσει, οι πληγές του παρέμεναν νωπές, ακόμα και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια.
Όταν ένιωσε ότι τα πόδια της μπορούσαν πια να τη στηρίξουν, προχώρησε προς την έξοδο του ατελείωτου διαδρόμου. Τώρα της φάνηκε ακόμα πιο
τρομακτικός, ίσως εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισης που είχε υποστεί. Φτάνοντας στην πόρτα που έβγαζε στην αίθουσα των συσκέψεων, σταμάτησε
κι αναρωτήθηκε αν έπρεπε να φύγει όπως είχε έρθει ή ν’ αναζητήσει κάποια άλλη έξοδο. Μέσα από τον παχύ τοίχο, ακούγονταν αδύναμες φωνές που δεν της
άφησαν περιθώρια επιλογής. Ανίκανη ν’ αντισταθεί στον πειρασμό, άνοιξε την πόρτα και μπήκε.
Τα υπολείμματα της καταστροφής παρέμεναν ανέγγιχτα. Θα ’παιρνε χρόνο μέχρι αυτό το δωμάτιο να ξαναγινόταν κατοικήσιμο. Η μικρή αυτή έκπληξη του
Γκίντεον θα του στοίχιζε ακριβά κάνοντας την ανακαίνιση. Εκτός από την προμηθεύτρια, κανένας άλλος δεν είχε φύγει ακόμα. Οι αντιπρόσωποι των
εταιρειών, εμφανώς ανήσυχοι, κουβέντιαζαν σε μικρά πηγαδάκια.
«Καλησπέρα σας», τους είπε κλείνοντας την πόρτα. Όλοι γύρισαν να την κοιτάξουν, σαν να αντίκριζαν έναν από μηχανής θεό. Αυτό της έδωσε μια ιδέα.
«Θα μπορούσατε να καθίσετε για λίγο, σας παρακαλώ; Θα ήθελα να σας θέσω κάποιες ερωτήσεις».

***

Ο Γκίντεον στάθηκε στη μέση του γραφείου, βρίζοντας μέσ’ απ’ τα δόντια του. Πώς τα είχε καταφέρει εκείνη; Πώς είχε μπορέσει να διαπεράσει τα τείχη που
έχτιζε μέσα του τα τελευταία πέντε χρόνια; Χαρίζοντάς του ένα χαμόγελο, τον είχε κάνει σχεδόν να την παρακαλάει. Ήταν γελοίο. Εκείνος ήταν ο δυνατός.
Δεν το ’χε καταλάβει ακόμα;
Πέρασε το χέρι από το σβέρκο του και μόρφασε. Όχι. Δεν το ’χε καταλάβει και δε θα το καταλάβαινε ποτέ.
Η Πάιπερ Μοντγκόμερι είχε ταλέντο στο να αγνοεί επιδεικτικά τα πρέπει του κόσμου γύρω της, όπως και το ότι η ίδια ήταν τόσο ευάλωτη. Πάντα έτσι
φερόταν, από μικρή. Θυμόταν την πρώτη φορά που είχε αντιληφθεί το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό της. Ήταν μόλις εφτά οχτώ χρονών και, όρθια μπροστά
στον πάγκο με τα διάφορα γλυκίσματα, στο ψιλικατζίδικο του Μέρφι, προσπαθούσε ν’ αποφασίσει τι να πάρει με ύφος ειδήμονα. Και ο Γκίντεον
αντιμετώπιζε τα γλυκίσματα με την ίδια σοβαρότητα. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν πως η Πάιπερ μπορούσε ν’ αγοράσει ό,τι της γυάλιζε, ενώ εκείνος όχι.
Ο Γκίντεον χάζευε περιοδικά και την παρακολουθούσε, ένα άτακτο πιτσιρίκι που τώρα είχε μπει στην εφηβεία. Ήταν η πριγκίπισσα Μοντγκόμερι, όπως την
αποκαλούσε με τους φίλους του. Πάντα, φορούσε με απίστευτο καμάρι ρούχα που για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν σκέτη καταστροφή.
Έπρεπε να παραδεχτεί ότι πάνω της υπήρχε κάτι που προκαλούσε θαυμασμό. Τα γαλάζια μάτια της κοίταζαν τον κόσμο μ’ ένα βλέμμα που μαρτυρούσε ότι
αψηφούσε τα πάντα, ένα βλέμμα που κι ο ίδιος ζήλευε μυστικά. Ανήκαν βέβαια σε τάξεις τελείως διαφορετικές. Το σπίτι της στην κορυφή του λόφου απείχε
έτη φωτός από το δικό του ξεχαρβαλωμένο τροχόσπιτο. Και το καθετί πάνω της έκανε εντονότερη αυτή τη διαφορά.
Περπατούσε σαν πριγκίπισσα, μ’ έναν τρόπο μαγικό. Ίσως οφειλόταν στο ότι ποτέ δεν περπατούσε. Χόρευε, χοροπηδούσε, πετούσε και στροβιλιζόταν.
Ακόμα κι όταν έμπαιναν στη γραμμή στο σχολείο και όλα τα παιδάκια στέκονταν ακίνητα, εκείνη δε σταματούσε λεπτό να στριφογυρίζει.
Η Πάιπερ έσκυψε πάνω από τον πάγκο με τα γλυκά, και τα ξανθά μαλλιά σκέπασαν το πρόσωπό της. Είχε τα πιο μακριά και ίσια μαλλιά απ’ όλα τα
κοριτσάκια στο σχολείο. Ήταν όμορφη για την ηλικία της. Πολύ ομορφότερη από τα κουτσούβελα που γεννούσε κάθε τόσο η μάνα του. Κι όσο για το ότι τα
χέρια και τα πόδια της ξεπρόβαλλαν λεπτά σαν καλαμάκια κάτω από στρώματα ροζ δαντέλας, ε, δεν έφταιγε εκείνη που οι γονείς της την έντυναν έτσι. Η
αλήθεια ήταν πως η χαρούμενη συμπεριφορά της τον έκανε συχνά να χαμογελάει, ένα κατόρθωμα που τον εντυπωσίαζε περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο
χαρακτηριστικό της.
Μετά από τόση ώρα που στεκόταν και κοίταζε τα γλυκά, το στομάχι του είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται. Αποφάσισε ότι ήταν καιρός να φύγει. Όσο κι αν του
άρεσε να χαζεύει τις συλλογές του Μέρφι, ήταν αναγκασμένος να ικανοποιήσει την απερίγραπτη πείνα του με τη μία και μοναδική πλάκα σοκολάτας που
βρισκόταν βαθιά χωμένη στην τσέπη του. Εξάλλου, είχε και καλύτερα πράγματα να κάνει από το να χαζεύει πλουσιόπαιδα –για παράδειγμα, να πάει στον
παλιό μύλο και να ψαρέψει τίποτα πέστροφες για το δείπνο.
Άφησε τα περιοδικά και προχώρησε προς την έξοδο. Αν δε στεκόταν τυχερός ούτε σήμερα, η οικογένεια θα ’τρωγε πάλι λουκάνικα με φασόλια για
βραδινό. Κι αυτό ήταν το χειρότερο ενδεχόμενο, καθώς τα λουκάνικα σπανίως έφταναν για όλους.
«Έι, Χαρτ!» Ο Γκίντεον ένιωσε στον ώμο το βαρύ χέρι του ιδιοκτήτη. «Πού πας;»
«Φεύγω. Πού θες να πηγαίνω;» Προσπάθησε να ελευθερωθεί από το χέρι του Μέρφι, που τον έσφιγγε. «Έχεις κανένα πρόβλημα;»
«Εσύ είσαι το πρόβλημά μου». Ο Μέρφι κάρφωσε το δάχτυλο στο στήθος του μικρού. «Παλιοκλέφτη! Πας να φύγεις χωρίς να πληρώσεις τη σοκολάτα».
«Τι βλακείες είν’ αυτές που λες;»
«Για πρόσεχε τα λόγια σου, μικρέ». Το μούτρο του κοκκίνισε. «Είσαι ίδιος με το γέρο σου. Κατά μάνα, κατά κύρη. Έπρεπε να σ’ είχα πετάξει έξω απ’ την
αρχή που πάτησες το πόδι σου εδώ».
«Άσε με ήσυχο». Προσπαθούσε μάταια να ξεφύγει από τη μέγγενη που τον έσφιγγε. Ο Μέρφι ήταν ένας από τους πιο μεγαλόσωμους και δυνατούς άντρες
στην πόλη. «Δεν έκλεψα τίποτα».
«Αυτή τη σοκολάτα που εξέχει από την τσέπη σου δεν την έχεις πληρώσει».
Ο Γκίντεον εξαγριώθηκε. «Την πλήρωσα στο γιο σου. Ρώτα τον».
Έριξε ένα βλέμμα στο γιο του Μέρφι, αλλά απ’ το χαμόγελό του κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να περιμένει καμιά βοήθεια από κει. Οι διαμαρτυρίες του δεν
καλυτέρεψαν την κατάσταση, εξασφαλίζοντάς του ένα περιποιημένο χαστούκι.
«Φώναξε το σερίφη, γιε μου!» πρόσταξε ο Μέρφι. Άρπαξε τον Γκίντεον τόσο δυνατά από τ’ αυτί, που το παιδί κόντεψε να βάλει τα κλάματα. Όχι ότι θα
επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να το κάνει. Καλύτερα να πέθαινε. «Είναι ώρα αυτό το αλητάκι να δει τον κόσμο μέσ’ από τα κάγκελα. Αν και είμαι σίγουρος
ότι δε θα τη γλιτώσει στο μέλλον. Κατά μάνα, κατά κύρη».
«Ασ’ τον ήσυχο!»
Ο Γκίντεον δε θα ξεχνούσε ποτέ το έκπληκτο βλέμμα του Μέρφι, βλέποντας την Πάιπερ να παίρνει την κατάσταση στα χέρια της. Δεν περπατούσε. Δε
χόρευε· ούτε και στριφογύριζε. Πετούσε. Και σταμάτησε μόνο όταν βρέθηκε δίπλα τους, ένας μικρός ανεμοστρόβιλος που ίσα που έφτανε στη μέση του
γίγαντα Μέρφι. Η έκπληξή του κορυφώθηκε, όταν κατέβασε με δύναμη το χέρι της πάνω στο δικό του, που έσφιγγε το αυτί του Γκίντεον. Ο Μέρφι δεν
πρέπει να ένιωσε τίποτα περισσότερο από ένα τσίμπημα κουνουπιού, ωστόσο τράβηξε το χέρι του, λες και τα δάχτυλά του είχαν πάρει φωτιά, και
πισωπάτησε.
«Τι κάνεις, κορίτσι μου;» Η ερώτησή του εξέφραζε περισσότερο παράπονο παρά απαίτηση.
Εκείνη στάθηκε ακριβώς μπροστά από τον Γκίντεον, με ανοιχτά τα αδύνατα μπρατσάκια της, λες κι αυτά τα κλαράκια θα μπορούσαν να αντισταθούν στα
γεροδεμένα μπράτσα του Μέρφι. «Ο Γκίντεον Χαρτ πλήρωσε για τη σοκολάτα του. Τον είδα. Έδωσε τα λεφτά στον Τίμι». Έστρεψε το φλογερό της βλέμμα
στον άτυχο μικρό. «Κι αν πεις ότι δε σου τα ’δωσε, θα ’σαι μεγάλος ψεύτης».
Ο Γκίντεον δεν είχε ξαναδεί πιο αστείο θέαμα στη ζωή του. Ξέσπασε σε γέλια, κάτι που έκανε τον Μέρφι να σαστίσει ακόμα περισσότερο. Εκείνον όμως
τον βοήθησε να αποδιώξει τα δάκρυα που τόση ώρα προσπαθούσε να καταπιεί. «Πες τα, αστεράκι!» την ενθάρρυνε.
«Ο μπαμπάς μου λέει ότι ο λόγος της τιμής ενός άντρα είναι ό,τι πιο σημαντικό έχει. Ο Γκίντεον είπε ότι πλήρωσε, κι αυτή είναι η αλήθεια. Όταν δίνεις το
λόγο της τιμής σου, πάει να πει ότι λες πάντα την αλήθεια, ό,τι κι αν γίνει. Κι όλα τα παιδιά λένε ότι ο Γκίντεον δε λέει ποτέ ψέματα». Η φωνή της
μαρτυρούσε σεβασμό. «Ποτέ μα ποτέ».
Τότε μπήκε στο μαγαζί ο Σπένσερ. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Γκίντεον. Ζύγισε την κατάσταση προσεκτικά και ρώτησε ήρεμα: «Συμβαίνει
κάτι;»
Προς μεγάλη έκπληξη του Γκίντεον, η Πάιπερ δεν έτρεξε ν’ αρπαχτεί από τον αδερφό της. Δεν ξέσπασε σε λυγμούς, δε ζήτησε βοήθεια ούτε και αντέδρασε
όπως τα περισσότερα κοριτσάκια που θα βρίσκονταν στη θέση της. Αντίθετα, έμεινε ακίνητη, έχοντας τα μάτια της καρφωμένα στο γιο του Μέρφι. «Πες την
αλήθεια», τον πρόσταξε. «Πες στον μπαμπά σου ότι ο Γκίντεον πλήρωσε».
Ο Τίμι ζάρωσε κάτω από το σπινθηροβόλο βλέμμα της. «Πλήρωσε», μουρμούρισε.
Ο Μέρφι ξέσπασε, σίγουρα λόγω της αμηχανίας που ένιωθε. «Έξω! Φύγετε όλοι αμέσως!»
Κανείς τους δεν έχασε καιρό. Μέσα σε δύο δευτερόλεπτα βρίσκονταν και οι τρεις απέξω. Μέχρι και ο Σπένσερ κινήθηκε με αξιοθαύμαστη ταχύτητα.
Στάθηκαν μαζί στο πεζοδρόμιο. Ο Γκίντεον δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να κάνει ή να πει. Έβγαλε από την τσέπη του τη σοκολάτα που είχε αγοράσει και
την έτεινε στην Πάιπερ. «Πάρε».
Εκείνη κούνησε το κεφάλι κι αρνήθηκε ευγενικά. Η ιστορία θα τελείωνε εκεί, αν μία τούφα απ’ τα μαλλιά της δε γαργαλούσε ξαφνικά το μπράτσο του. Ο
Γκίντεον δεν είχε νιώσει ποτέ κάτι τόσο απαλό. Με μια τρυφερότητα, που δεν ήξερε ότι τη διέθετε, ξέμπλεξε την τούφα και την έβαλε ξανά στη θέση της.
Έπειτα της πρόσφερε ξανά τη σοκολάτα. Η αμηχανία έκανε τα λόγια του ν’ ακουστούν πιο άγρια απ’ όσο υπολόγιζε. «Πάρ’ τη σου λέω!»
«Όχι, ευχαριστώ», επανέλαβε εκείνη ευγενικά.
Ο Γκίντεον έγινε κατακόκκινος. Ο Σπένσερ δεν είχε μιλήσει ακόμα, γεγονός που δυσκόλευε περισσότερο τα πράγματα. Μήπως πίστευε πως η Πάιπερ είχε
άδικο; Μήπως πίστευε ότι είχε βοηθήσει έναν ψεύτη, έναν κλέφτη; Μπορεί. Ο κόσμος συνήθιζε να πιστεύει τα χειρότερα γι’ αυτόν. «Την κέρδισες με το
σπαθί σου». Κούνησε τη σοκολάτα κάτω από τη μύτη της, κάνοντας επίτηδες τη φωνή του ν’ ακουστεί ανυπόμονη, λες και αυτό που είχε συμβεί δε σήμαινε
τίποτα για τον ίδιο. «Έλα τώρα. Πάρ’ τη! Δεν πρόλαβες ν’ αγοράσεις τίποτα για σένα».
Η Πάιπερ δίστασε για λίγο. Έπειτα την πήρε και την έκοψε με προσοχή στα δύο. «Θα τη μοιραστούμε. Δίκαιο δεν είναι;»
Ο Γκίντεον έμεινε για λίγο να κοιτάζει το απλωμένο χέρι της. Γιατί ήταν τόσο καλή μαζί του, τόσο εκνευριστικά ευγενική; Λες και ήταν κανένα φτωχό
ορφανό. Δεν ήξερε πώς ν’ αντιδράσει, κι έτσι, μ’ όλη την περιφρόνηση που μπορεί να δείξει ένας έφηβος, της απάντησε: «Ό,τι πεις».
Την είχε πληγώσει, το κατάλαβε από το βλέμμα της που σκοτείνιασε. Κι αυτό τον έκανε να νιώσει πιο άσχημα ακόμη και απ’ όσα είχε ακούσει να λέει ο
Μέρφι. Ο Σπένσερ την αγκάλιασε προστατευτικά. «Έλα, Πάιπερ. Πάμε». Δεν της άφησε περιθώριο ν’ αρνηθεί και την τράβηξε προς το σπίτι. «Την επόμενη
φορά να δώσεις μόνος σου τις μάχες σου», του πέταξε καθώς απομακρυνόταν.
Ο Γκίντεον έμεινε ακίνητος για λίγο κι έπειτα έτρεξε πίσω τους. Μάζεψε όλο του το κουράγιο, παραμέρισε τον Σπένσερ και στάθηκε μπροστά στην Πάιπερ.
«Ξέχασα να σ’ ευχαριστήσω».
«Δεν πειράζει».
«Πειράζει», επέμεινε. «Κανένας άλλος δε θα με υπερασπιζόταν έτσι. Ο Τίμι δε θα ’χε πει την αλήθεια αν δεν τον είχες αναγκάσει εσύ. Κι αυτό δε θα το
ξεχάσω ποτέ. Αν πει κανένα παιδί κάτι κακό για σένα, θα ’χει να κάνει μαζί μου».
«Η Πάιπερ έχει αδερφό», τον έκοψε ο Σπένσερ. «Δε χρειάζεται κανέναν να την υπερασπιστεί».
Ο Γκίντεον δεν υποχώρησε. «Τώρα έχει κι εμένα. Δε θα την πειράξει κανείς». Έκπληκτος ξεχώρισε στο βλέμμα της κάτι που τον έκανε να νιώσει σαν
πραγματικός ήρωας. «Έχεις το λόγο μου».
Από κείνη την ημέρα, η φράση αυτή έγινε το ιδιαίτερο ρητό του.
Όποτε κάποιος τον αμφισβητούσε, εκείνος επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα λόγια της Πάιπερ, μέχρι να πείσει τους πάντες για την ειλικρίνειά του. Και
φρόντιζε πάντα να τηρεί αυτά που έλεγε, αφομοιώνοντας σιγά σιγά την ουσία αυτής της φράσης. Και τελικά, η αλήθεια αυτή έγινε ο πυρήνας ολόκληρης της
ύπαρξής του.
Για δέκα χρόνια, το αγόρι αυτό από το ξεχαρβαλωμένο τροχόσπιτο τιμούσε το λόγο του ως την πιο ακριβή του περιουσία· τη μοναδική του περιουσία. Έτσι
σφυρηλάτησε το χαρακτήρα του κι έγινε ένας άντρας που πολεμούσε για την αξιοπρέπειά του με σκληραγωγημένα χέρια, γεροδεμένο κορμί και άμεμπτη
ηθική στη δουλειά του. Όλα αυτά διατηρήθηκαν μέχρι τη μοιραία εκείνη μέρα· όταν, δίπλα στα αποκαΐδια του παλιού μύλου, κατάλαβε ότι τα λόγια, που
τόσο πολύ τιμούσε ως τότε, ήταν απλώς λόγια. Δε σήμαιναν τίποτα, δεν μπορούσαν να του εξασφαλίσουν το παραμικρό.
Ο Γκίντεον κάρφωσε το βλέμμα του στην τεράστια δίφυλλη πόρτα που τον είχε χωρίσει από την Πάιπερ. Τι εννοούσε; αναρωτήθηκε ξανά. Θα ξανάρθω
γιατί με χρειάζεσαι. Δε χρειαζόταν κανέναν. Η ανάγκη αποτελούσε ένδειξη αδυναμίας κι αυτός είχε παλέψει σκληρά για να καταπνίξει την παραμικρή
αδυναμία του. Προφανώς όμως υπήρχε μία που την είχε αγνοήσει. Μια αδυναμία που όλο τον επόμενο μήνα θα είχε τον καιρό να την αποβάλλει πια.
Μια αδυναμία που ονομαζόταν Πάιπερ.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 3

«Καλημέρα». Η Πάιπερ χαμογέλασε στον άντρα που κάποτε είχε αγαπήσει περισσότερο κι απ’ τη ζωή της. Το χαμόγελό της έμοιαζε ν’ αναδύεται από τα
βάθη της καρδιάς της. Και, όπως δεν μπορούσε πια να ελέγξει αυτή της την παρόρμηση, δεν μπορούσε και να εξηγήσει γιατί, μετά από τόσα χρόνια,
αισθανόταν ακόμα τόση έλξη για κείνον. «Έτοιμος να αρχίσεις δουλειά;»
Ο Γκίντεον δε σήκωσε το κεφάλι του να την κοιτάξει. «Αυτό μάλλον εγώ θα ’πρεπε να το πω».
«Άρα σου απάντησα ήδη, έτσι δεν είναι; Είμαι όλη δική σου».
Η δήλωσή της του τράβηξε την προσοχή. Σήκωσε το κεφάλι και στο σκοτεινό του βλέμμα του έλαμψε ο πόθος. «Επικίνδυνα λόγια».
«Είναι δικά σου λόγια. Εσύ μου τα είπες χτες, δε θυμάσαι;»
Η λάμψη στα μάτια του έγινε πιο έντονη. «Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σε πανικόβαλα».
«Μη γίνεσαι γελοίος», του είπε σκωπτικά. «Δεν μπορείς να με πανικοβάλεις μόνο με λόγια».
«Τι λες τότε για πράξεις;» Άφησε στην άκρη το στυλό του κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του.
«Ούτε αυτά με τρόμαξαν χτες, έτσι δεν είναι;» Τον είχε προκαλέσει αρκετά. Παρά τα πειράγματά της, δεν ήθελε σε καμιά περίπτωση να δώσει προσωπική
χροιά στην επαγγελματική τους συνεργασία. Τουλάχιστον όχι ακόμα. «Τι λέει το πρόγραμμα για σήμερα; Αποφάσισες σε ποια θέση θα με βάλεις;»
«Ασφαλώς».
Η Πάιπερ διέκρινε μια σκληρότητα στη φωνή του. Υποψιαζόταν μάλιστα ποιος ήταν ο λόγος που είχε προκαλέσει αυτή τη σκληρότητα. Της ξέφυγε ένας
ελαφρύς αναστεναγμός. «Σου έδωσα πάρα πολύ χρόνο να σκεφτείς, έτσι;»
«Ορίστε;»
Εκείνη κάθισε στην άκρη του γραφείου του, που ήταν εξίσου επιβλητικό και αυστηρό με το υπόλοιπο δωμάτιο. Γινόταν προφανές ότι ο κάτοχός του δεν τα
πήγαινε πολύ καλά με το φως και τις απαλές γραμμές. Να άλλο ένα πρόβλημα που έπρεπε να λύσει. «Λέω... Σου έδωσα πάρα πολύ χρόνο να σκεφτείς».
Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Τελικά αποφάσισες πως έκανες λάθος».
«Ένα μεγάλο λάθος».
«Σωστά. Ένα μεγάλο λάθος. Έπρεπε να μιλήσεις απευθείας με τον Σπένσερ αντί να συζητήσεις μαζί μου για το συμβόλαιο. Και βέβαια δεν έπρεπε να μ’
αφήσεις να σε πείσω για όλα αυτά τα περί αντιτίμου. Αλλά η πιο αντιεπαγγελματική σου κίνηση ήταν ότι μου επέτρεψες να σε πλησιάσω. Με φίλησες, εμένα,
το χειρότερο εχθρό σου». Έκανε μία παύση. «Σωστά;» τον ρώτησε.
Ο Γκίντεον σηκώθηκε, ακούμπησε τα χέρια του πάνω στο γραφείο κι έσκυψε προς το μέρος της, εισβάλλοντας απότομα στον προσωπικό της χώρο. Ως
μέθοδος εκφοβισμού, ήταν πολύ αποτελεσματική. Όχι όμως τόσο πολύ, ώστε να την αναγκάσει να οπισθοχωρήσει. Εκείνος μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι
αυτό το στρίμωγμά του της άρεσε. Και καθώς το σκεφτόταν η Πάιπερ, συνειδητοποιούσε πως της άρεσε περισσότερο απ’ όσο νόμιζε. Απολάμβανε τη
μυρωδιά του που τη ζάλιζε, τη ζεστασιά του κορμιού του έτσι όπως έσκυβε πάνω της, τη σταθερή του αναπνοή. Όλες οι αισθήσεις της τον αναγνώριζαν σαν
κάτι ιδιαίτερα οικείο, σαν μια αγαπημένη γεύση που είχε καιρό ν’ απολαύσει και κόντευε να ξεχάσει πόσο πολύ της είχε λείψει. Τώρα που οι αναμνήσεις την
κατέκλυζαν ξανά, ένιωθε ότι δε θα μπορούσε ν’ αντισταθεί για πολύ ακόμα στον πόθο που την παρέσυρε.
«Τα ’χεις υπολογίσει όλα, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε.
Η Πάιπερ πίεσε τον εαυτό της να συγκεντρωθεί στο πιο άμεσο πρόβλημα και να παραμερίσει όλα τ’ άλλα. Επίτευγμα αρκετά δύσκολο, αν σκεφτόταν κανείς
πως «όλα τ’ άλλα» σχετίζονταν με τον Γκίντεον, έναν άντρα που ήταν αδύνατον ν’ αγνοήσει. «Τα περισσότερα», του απάντησε τελικά. Από το παζλ έλειπαν
ακόμα ορισμένα κομμάτια, που θα ’πρεπε να συμπληρωθούν από τον Σπένσερ, μόλις θα επέστρεφε από το επαγγελματικό του ταξίδι στην Καλιφόρνια.
«Μπορεί να μου ’χουν ξεφύγει μερικές λεπτομέρειες».
Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας τον Γκίντεον να αποτραβιέται. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες και κατευθύνθηκε προς τα μεγάλα παράθυρα, απ’ όπου
έβλεπες ολόκληρο το Ντένβερ. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα. Λίγο ακόμα και θα είχε κάνει κάτι ασυγχώρητο... Όπως το να αγνοήσει τη μεταξύ τους
απόσταση και να θελήσει να γευτεί ξανά εκείνη την αγαπημένη, ξεχασμένη απόλαυση.
«Πάιπερ, δεν πρόκειται να πετύχει».
Το περίμενε ότι θα το ’λεγε αυτό. «Θα είναι δύσκολο», συμφώνησε.
«Θα μπορούσα να κάνω μήνυση στον αδερφό σου, αντί ν’ ανεχτώ αυτή την ανόητη ιστορία».
«Θα μπορούσες. Αλλά σκέψου πόσο περισσότερο θα απολαύσεις την εκδίκησή σου, βγάζοντας πάνω μου όλη σου την οργή». Υποκρίθηκε ότι έτρεμε. «Δε
σου φτιάχνει την ημέρα η σκέψη ότι θα μου κάνεις μαύρη τη ζωή;»
Η Πάιπερ θα χαιρόταν περισσότερο αν ο Γκίντεον το αρνιόταν κατηγορηματικά, αντί να στρέψει πάνω της αυτό το βλέμμα αρπακτικού. «Πιστεύεις ότι
πρόκειται για παιχνίδι;»
Ο τόνος του την ανησύχησε. Φαινόταν ήρεμος και ψυχρός, σημάδι ότι τα αισθήματά του ήταν τα ακριβώς αντίθετα. «Δεν έχω αποφασίσει ακόμα για τι
ακριβώς πρόκειται», παραδέχτηκε.
«Σε προειδοποιώ, εγώ δεν παίζω. Και σε προειδοποιώ ακόμα ότι, αν αποφασίσεις να μπεις στη μάχη, είναι βέβαιο ότι θα πληγωθείς».
Εκείνη δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Μ’ έχεις συνηθίσει σε κάτι τέτοια».
Της φάνηκε ότι ο Γκίντεον κλονίστηκε. Συνήλθε πάντως αμέσως. «Αυτό ισχύει αντίστροφα».
Η Πάιπερ περίμενε για λίγο. «Τι εννοείς;» τον ρώτησε τελικά.
«Εννοώ ότι εσύ κι ο αδερφός σου μου έχετε κάνει πολύ μεγαλύτερο κακό απ’ αυτό που μπορεί να έχω κάνει εγώ σ’ εσάς». Κάνοντας μόνο μια κίνηση με το
χέρι του, την απέτρεψε να του κάνει κι άλλη ερώτηση. Από τη θέση που βρισκόταν, η Πάιπερ δεν μπορούσε να διακρίνει την έκφρασή του, όμως ο τόνος της
φωνής του αρκούσε για να την κάνει να σωπάσει. «Αρκετά, Πάι-περ. Θα πρότεινα ν’ ακούσεις τους όρους μου. Ύστερα μπορείς να τους δεχτείς ή να τους
απορρίψεις. Δε δίνω δεκάρα. Αν όμως είσαι αποφασισμένη να ξεπληρώσεις εσύ το δάνειο του Σπένσερ, θα πρέπει να ξέρεις τους όρους της συμφωνίας».
Η Πάιπερ βολεύτηκε με θράσος πάνω στο γραφείο του κι εκείνος την κοίταξε με θυμό. «Έτοιμη είμαι. Χτύπα». Προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις
χαμογελώντας. «Που λέει ο λόγος, δηλαδή».
«Θα αμείβεσαι με το βασικό μισθό. Το καθαρό ποσό της αμοιβής σου θα πηγαίνει εξ ολοκλήρου για την αποπληρωμή του δανείου».
«Εξ ολοκλήρου; Δε θα μου αφήνεις δεκάρα για να τρώω ή να πληρώνω το νοίκι;»
«Αν χρειάζεσαι χρήματα για να συντηρηθείς, ζήτα από τον αδερφό σου. Ή άρχισε να πουλάς ακριβότερα τις φωτογραφίες των μωρών».
Η Πάιπερ ένιωσε το στόμα της να στεγνώνει. «Δε... δε φωτογραφίζω πια μωρά».
Αυτό τον παραξένεψε. «Τα παράτησες;» Ξαφνικά συνοφρυώθηκε. «Γιατί; Ήσουν πολύ καλή».
«Τώρα φωτογραφίζω γαμπρούς και νύφες». Προσπάθησε ν’ ακουστεί αδιάφορη, σαν να μην επρόκειτο για μία από τις πιο επώδυνες αποφάσεις που είχε
πάρει ποτέ. «Είναι πιο εύκολο».
«Εμένα μ’ άρεσαν αυτές με τα μωρά».
Η Πάιπερ σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. «Δεν αποφασίζεις εσύ, έτσι δεν είναι;» Δοκίμασε ν’ αλλάξει συζήτηση. «Θα κρατάς λοιπόν ολόκληρο το μισθό
μου;»
Ο Γκίντεον δίστασε, σαν να προτιμούσε να παραμείνει στο προηγούμενο θέμα. Τελικά ανασήκωσε τους ώμους του. «Μέχρι τελευταίας δεκάρας», της
απάντησε. Έμεινε σιωπηλός περιμένοντας ότι εκείνη θα ’λεγε κάτι, θα διαμαρτυρόταν, θα έκανε φασαρία.
Η Πάιπερ αναγνώρισε την πονηριά του κοιτάζοντάς τον συνωμοτικά. «Καλή προσπάθεια, Γκίντεον, αλλά δεν αρκεί για να με κάνει ν’ αλλάξω γνώμη».
«Είναι πιο αποτελεσματική απ’ όσο νομίζεις», την προειδοποίησε. «Ίσως όχι ακόμα. Είσαι πεισματάρα, βλέπεις. Αλλά ο Σπένσερ δε θα σ’ αφήσει να
σέρνεσαι έτσι για πολύ. Θα μπει στη μέση και θα μου δώσει αυτό που θέλω. Είναι πολύ περήφανος για ν’ αφήσει τη μικρή του αδερφή να πληρώσει τα
σπασμένα του».
«Τα ’χεις υπολογίσει όλα, έτσι;»
«Θέλω τον Σπένσερ. Και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα τον τσακώσω».
«Αυτό θα το δούμε».
Η Πάιπερ άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά που βρίσκονταν επάνω στο γραφείο για να βρει χρόνο να σκεφτεί. Η δουλειά που είχε βάλει μπροστά ήταν
δύσκολη. Δε θα ’πρεπε μόνο να βρει κάποιον τρόπο να γκρεμίσει τα τείχη που είχε χτίσει γύρω του ο Γκίντεον, αλλά και να αντιμετωπίσει την αντίδραση του
αδερφού της όταν θα μάθαινε πώς είχε αποφασίσει εκείνη να χειριστεί το ζήτημα του συμβολαίου. Κοίταξε ανήσυχη προς το παράθυρο. Δυστυχώς, ο
Γκίντεον είχε δίκιο.
Ο Σπένσερ θα έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να την κρατήσει μακριά από κάθε κίνδυνο και ήταν βέβαιο ότι το τωρινό μπλέξιμο, όπως και τον άντρα
που ευθυνόταν γι’ αυτό, θα τα θεωρούσε κάτι παραπάνω από επικίνδυνα. Με λίγη τύχη, η Πάιπερ θα κατάφερνε να τον καθησυχάσει, ώστε να δώσει λύση
στο οικονομικό τους πρόβλημα. Έπρεπε να τα καταφέρει προτού εκείνος έκανε κάποια απερίσκεπτη κίνηση, όπως, ας πούμε, να έδινε το μύλο που τον
ξαναέχτιζε εδώ και πέντε χρόνια. Ο πόλεμος σ’ όλα αυτά τα μέτωπα θα ήταν δύσκολος, ακόμα και για έναν άνθρωπο τόσο αισιόδοξο όσο ήταν η ίδια. Αλλά
θα τα κατάφερνε.
Έπρεπε να τα καταφέρει.
Αφού είχε πάρει πια την απόφασή της, στράφηκε ξανά στον Γκίντεον. «Σύμφωνοι, κύριε Χαρτ. Δέχομαι τους όρους σας». Φρόντισε να μην προδώσει τον
παραμικρό δισταγμό ή αμφιβολία με τα λόγια ή την έκφρασή της. «Ώρα για δουλειά, λοιπόν. Τι λέει το πρόγραμμα για σήμερα;»
«Καταρχήν να κατέβεις απ’ το γραφείο μου». Η εντολή ήταν σαφής, και καλά θα έκανε να τη λάμβανε υπόψη. Προφανώς ο Γκίντεον περίμενε ότι εκείνη θ’
απέρριπτε τους όρους του. Θα ’πρεπε λοιπόν να είναι προετοιμασμένη για κάθε είδους αντίποινα. «Οι υπάλληλοι στέκονται όρθιοι ή –όταν τους δίνεται η
άδεια– κάθονται σε καρέκλα».
Υπάκουα η Πάιπερ κατέβηκε από το γραφείο και κατευθύνθηκε προς το έπιπλο αντίκα, στην άκρη του δωματίου. «Το επόμενο;»
«Η πρώτη σου δουλειά θα είναι να καλέσεις τους χρυσοχόους που βρίσκονταν εδώ χτες και να παραδεχτείς ότι τους είπες ψέματα. Στη συνέχεια θα τους
πεις την αλήθεια».
Του έριξε ένα βλέμμα πάνω απ’ τον ώμο της. «Η οποία είναι;...»
«Ότι η Χαρτ & Σία θα εξαγοράσει τις επιχειρήσεις τους, όπως ακριβώς τους εξήγησα στη χτεσινή συνεδρίαση. Τίποτα δεν άλλαξε. Αυτό θα πρέπει να γίνει
απολύτως σαφές. Δε θα τους δώσεις καμία εξήγηση και καμία υπόσχεση. Οποιοδήποτε ερώτημα υπάρξει να απευθυνθούν σ’ εμένα». «Έμεινε ακίνητος
μπροστά στο παράθυρο, καρφώνοντάς την επίμονα με το βλέμμα του.
Μήπως πιστεύει ότι θα τα παρατούσα από την πρώτη κιόλας μέρα; αναρωτήθηκε εκείνη. Αν ναι, τότε μ’ έχει υποτιμήσει. Η Πάιπερ ήξερε από πριν τι θα της
ζητούσε.
«Από τη στιγμή που τους έδωσες ψεύτικες ελπίδες, είναι δική σου ευθύνη να επανορθώσεις», πρόσθεσε ο Γκίντεον.
Εκείνη έστρεψε την προσοχή της στο μικρό έργο τέχνης επάνω στο ντουλάπι. Γιατί ήταν τόσο όμορφο; Θα προτιμούσε να ήταν ένα σκέτο κομμάτι πηλός,
αντί να κουβαλάει ένα τέτοιο παρελθόν. Έμπαινε στον πειρασμό να το πετάξει στο καλάθι των αχρήστων. «Απλή περιέργεια... Τι τρόπαια σκοπεύεις να
πάρεις απ’ αυτές τις εταιρείες, αφού τις εξαγοράσεις;»
«Δεν παίρνω τρόπαια».
«Ασφαλώς και παίρνεις. Βέβαια, εσύ νομίζεις ότι είναι απλώς κομμάτια που έχεις περισώσει από τις εταιρείες που σου ανήκουν». Συνειδητοποίησε πως
ψηλάφιζε ασυναίσθητα το γδάρσιμο στο ντουλαπάκι. «Όταν όμως εμφάνισα τις φωτογραφίες, είδα κάτι πολύ παράξενο».
Ο Γκίντεον έσμιξε τα φρύδια. «Αυτή η συζήτηση είναι χάσιμο χρόνου. Θα πρότεινα να στρωθούμε στη δουλειά».
Η Πάιπερ αγνόησε την υπόδειξη και τη βλοσυρότητά του. Κάτι της έλεγε ότι η έκφραση αυτή του είχε γίνει πια συνήθεια. Ήταν κι αυτό κάτι που έπρεπε ν’
αλλάξει. Έβγαλε από την τσάντα της ένα πάκο με ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Τις αράδιασε πάνω στο γραφείο του και του έκανε νόημα να πλησιάσει.
«Τι είναι;» τη ρώτησε ανυπόμονα.
«Οι χτεσινές φωτογραφίες». Τον άφησε για λίγο να τις κοιτάξει. «Δε συνειδητοποίησα αμέσως τι δεν πήγαινε καλά. Έπειτα όμως παρατήρησα ότι κανένα
από τ’ αντικείμενα εδώ μέσα δεν ταίριαζε με τα υπόλοιπα. Βλέπεις;» Του έδειξε μερικά από τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα. «Όταν τα κοιτάζεις από κοντά,
δεν είναι τόσο εμφανές. Όταν όμως τα βλέπεις μαζεμένα σε μια σειρά από φωτογραφίες, το καταλαβαίνεις αμέσως».
«Πού θες να καταλήξεις;»
Μα δεν το είχε προσέξει; Η Πάιπερ δυσκολευόταν να το πιστέψει. Ελάχιστα πράγματα ξέφευγαν απ’ το βλέμμα του. «Τίποτα απ’ όσα βρίσκονται εδώ μέσα
δεν το ’χεις διαλέξει εσύ, έτσι δεν είναι; Υπάρχει κάτι που να το διάλεξες μόνος σου, επειδή το χρειαζόσουν και πήγες να το αγοράσεις σε μαγαζί;» Πίστευε
πως δε θα της απαντούσε.
Όμως, μετά από μια στιγμή, εκείνος έσφιξε τα χείλη κι ένευσε απότομα. «Όχι».
Η Πάιπερ δεν άργησε καταλάβει πόσο λάθος είχε κάνει. Ο Γκίντεον δεν το είχε συνειδητοποιήσει. «Αχ, Γκίντεον», ψιθύρισε με συμπόνια. «Ποτέ δε
συνειδητοποίησες ότι ουσιαστικά όλα αυτά ήταν τρόπαια, έτσι;»
«Σου είπα. Δεν είναι...» Μια βρισιά ξέφυγε μέσ’ από τα δόντια του. Κλότσησε μια καρέκλα που βρισκόταν μπροστά του και πήγε στην άλλη άκρη του
δωματίου. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη από την έντασή του. Τα μάτια του έλαμπαν απ’ όλα όσα τον έκαιγαν μέσα του, αλλά αδυνατούσε να τα
εκφράσει. «Να πάρει ο διάολος! Πώς τα καταφέρνεις, μου λες; Έχεις μια μοναδική εκνευριστική ικανότητα να εισχωρείς τόσο».
Η Πάιπερ, παρ’ όλο το ρίσκο, προτίμησε να φανεί περισσότερο ειλικρινής παρά διακριτική. «Απλώς προσέχω πράγματα που εσύ αρνείσαι να δεις».
Ο σαρκασμός διαδέχτηκε την οργή του. «Τώρα δηλαδή, εκτός από υπάλληλος, θα είσαι και η φωνή της συνείδησής μου;»
Εκείνη δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να τον πειράξει, ελπίζοντας πως έτσι θα ελάφρυνε λίγο την ατμόσφαιρα. Το ύφος του φανέρωνε ότι είχε
φτάσει πολύ κοντά στα όριά του. «Μόνο με τα διπλά λεφτά».
«Καλή προσπάθεια».
«Αλλά όχι».
«Αποκλείεται».
Η Πάιπερ ανασήκωσε τους ώμους. «Στην περίπτωση αυτή, εσύ θα είσαι υπεύθυνος για τη συνείδησή σου». Άφησε στην άκρη τις φωτογραφίες κι
επέστρεψε στο ντουλαπάκι. Ασκούσε πάνω της μια περίεργη έλξη. Έφταιγε άραγε αυτό το ανόητο γδάρσιμο; Ή μήπως ήταν ο απόηχος μιας ζωής χαμένης
που τη συγκινούσε τόσο; «Οι φωτογραφίες βοηθούν σ’ αυτό, έχουν την ιδιότητα ν’ αποκαλύπτουν την αλήθεια. Έχεις σκεφτεί ποτέ να το δοκιμάσεις; Αν
θες, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τη δική μου μηχανή».
«Ευχαριστώ, δε θα πάρω». Ο Γκίντεον σταμάτησε αρκετά κοντά της ώστε να κάνει αισθητή την παρουσία του, όχι όμως τόσο ώστε να τη βάλει σε πειρασμό
να κάνει κάτι που τελικά θα την έφερνε σε δύσκολη θέση. «Είμαι σίγουρος ότι η επιμονή σου σ’ αυτού του είδους τις λεπτομέρειες θ’ αποδειχθεί επικίνδυνο
πλεονέκτημα για τη Χαρτ & Σία».
«Το ελπίζω». Η Πάιπερ άνοιξε το ντουλάπι κι έβαλε μέσα το κεραμικό. Αφού δεν μπορούσε να το καταστρέψει, ας το εξαφάνιζε τουλάχιστον για να μην το
βλέπει. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Γιατί κανόνισες να συναντηθούν οι ιδιοκτήτες και των τριών εταιρειών την ίδια ώρα;»
«Απλούστατα, για να τους πω ότι σκοπεύω ν’ αγοράσω τις επιχειρήσεις τους».
«Αυτό το ξέρω». Η Πάιπερ συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι η μεταξύ τους απόσταση είχε μειωθεί στο μισό. Πίεσε τον εαυτό της να πάρει μια βαθιά ανάσα. Ο
Γκίντεον εξέπεμπε τρομερή ένταση, μόνο που τώρα ήταν διαφορετική. Η οργή του είχε ξεθυμάνει, αφήνοντας πίσω της μια άλλου είδους ταραχή, μια
ενέργεια που δεν είχε καμία σχέση με δουλειά, αλλά μ’ έναν ακατανίκητο πόθο που φλεγόταν μέσα της. «Γιατί όμως και τους τρεις ταυτόχρονα; Θα
μπορούσες να τους μιλήσεις ιδιαιτέρως».
«Θα μπορούσα. Αλλά έτσι ξεμπέρδεψα με μία μόνο συνάντηση».
Η Πάιπερ συγκέντρωσε την προσοχή της στο πρόβλημα· κάτι δύσκολο, έτσι όπως την περιέβαλλε μια τόσο αντρική δύναμη. Ήταν μια δύναμη που
εξέπεμπε εκείνος. Την έβλεπε να καίει στο βλέμμα του, να τονίζει αυτούς τους μυς και τους τένοντες που κανένα κοστούμι δεν μπορούσε να κρύψει. «Τι
ήταν όμως αυτό που είπες ή έκανες που προκάλεσε τελικά αυτή την ανοιχτή σύγκρουση;»
«Τι σημασία έχει;» τη ρώτησε εκείνος ανυπόμονα.
«Κάνε μου τη χάρη», τον παρακάλεσε καθώς απομακρυνόταν από το ντουλάπι. «Αφού εγώ είμαι αυτή που θ’ αντιμετωπίσει τις αντιμαχόμενες πλευρές,
θέλω να ξέρω πώς έγιναν τα πράγματα».
«Ούτως ή άλλως εσύ θα πρέπει να τους πεις την αλήθεια», την προειδοποίησε. «Θα είμαι γενναιόδωρος. Θα σου επιτρέψω να τους δεις έναν έναν, αν
προτιμάς, για να τους ανακοινώσεις τα καλά νέα».
«Θα μου παραχωρήσεις και σωματοφύλακα;»
Προς μεγάλη της έκπληξη, ο Γκίντεον πήρε την ερώτησή της στα σοβαρά. «Δεδομένης της χτεσινής τους αντίδρασης, μάλλον θα ήταν φρόνιμο».
«Έλα τώρα! Ακόμα δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Πώς ξεκίνησε ο καβγάς;»
«Εντάξει», έκανε εκείνος τελικά, «θα σου πω. Αν μη τι άλλο, θα σου δώσει ένα καλό μάθημα».
«Μάθημα; Δηλαδή δε θα μ’ αρέσει αυτό που θ’ ακούσω;»
«Πολύ αμφιβάλλω». Τη στρίμωξε κοντά στο γραφείο. «Για έναν και μόνο λόγο μπόρεσα τόσο εύκολα ν’ αποκτήσω αυτές τις τρεις εταιρείες».
Η Πάιπερ υποχώρησε μπροστά στο αναπόφευκτο, παραδόθηκε στο πλησίασμά του μ’ έναν αναστεναγμό που οφειλόταν πιθανότατα σε ξεκάθαρη
ευχαρίστηση. «Και ποιος είναι αυτός ο λόγος;»
«Οι ιδιοκτήτες τους αναλώνονταν στις μεταξύ τους έχθρες και δεν ασχολούνταν με την ουσία. Ο αγώνας για επικράτηση είχε γι’ αυτούς μεγαλύτερη
σημασία από τις επιχειρήσεις τους. Έγινε πιο σημαντικός από τις οικογένειες, τους υπαλλήλους τους, ακόμα και τις δουλειές τους».
Το βλέμμα της Πάιπερ φανέρωνε κατάπληξη και αγωνία. Το μάθημα θα πρέπει να ήταν σκληρό για όλους όσοι είχαν αναμειχτεί σ’ αυτή την ιστορία. Η
υπενθύμιση τους χρειαζόταν αναμφίβολα. Αλλά, απ’ όσο γνώριζε τον Γκίντεον, φανταζόταν ότι θα τους την είχε σερβίρει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ή
το ελάχιστο ίχνος ευγένειας. «Κι έτσι, τους μάζεψες όλους εδώ για να τους δώσεις να καταλάβουν το λάθος τους».
«Κι ακολούθησαν μπουνιές, κλοτσιές...»
«Και φωτιά στο τραπέζι».
Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα μειδίαμα, ό,τι είχε απομείνει από το πλατύ χαμόγελο που κάποτε ήξερε εκείνη. Ο άντρας που θυμόταν η Πάιπερ
ξεθώριαζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κι αν ήθελε κάποτε να τον ξαναβρεί, θα ’πρεπε να βιαστεί.
Ο Γκίντεον έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Το χειρότερο είναι ότι έχασα σχεδόν όλο το ουίσκι που είχα στην κάβα μου. Και μάλιστα, το μισό απ’ αυτό
κατέληξε στα χαλιά και στους τοίχους».
«Σκέτη τραγωδία», μουρμούρισε εκείνη.
«Αν είχες δοκιμάσει αυτό το ουίσκι, θα καταλάβαινες».
«Απ’ ό,τι κατάλαβα, θέλεις εγώ να εξηγήσω για δεύτερη φορά στους ιδιοκτήτες των εταιρειών πώς έχουν τα πράγματα».
«Ακριβώς. Η γραμματέας μου, η Λίντσεϊ, θα σου δώσει τα ονόματα και τα τηλέφωνά τους. Δε θα δυσκολευτείς να κανονίσεις μια δεύτερη συνάντηση,
αφού θα έχουν την εντύπωση ότι όλα είναι μια χαρά στο μικρόκοσμό τους. Τότε εσύ θα πρέπει να τους πεις ότι λυπάσαι, αλλά έκανες λάθος».
«Κατάλαβα. Και μετά θα πρέπει να βρω μέρος να κρυφτώ».
Ο Γκίντεον έκανε μια γκριμάτσα. «Ή να κρυφτείς εσύ ή να κρύψεις οτιδήποτε σπάει. Α, και κυρίως το ουίσκι».
«Κανένα πρόβλημα». Η Πάιπερ μάζεψε την τσάντα και τη μηχανή της. «Άσ’ το πάνω μου».
Ο τόνος της φωνής της θα πρέπει ν’ ακούστηκε υπερβολικά καθησυχαστικός, γιατί ο Γκίντεον έμεινε ακίνητος. «Μην τα θαλασσώσεις. Θα το μετανιώσεις
πικρά». Η φωνή του φανέρωνε τρομερή σκληρότητα.
Μάλλον εκείνος θα το μετάνιωνε, αν η Πάιπερ δεν ακολουθούσε το ένστικτό της. Αυτό όμως δε θα του το ’λεγε ακόμα. Πιθανότατα δε θα το εκτιμούσε.
Του χαμογέλασε καθησυχαστικά και προχώρησε προς την πόρτα. Της έκανε εντύπωση που μπορούσε και πάλι ν’ αναπνεύσει. «Έχε μου εμπιστοσύνη. Ξέρω
τι κάνω».
«Γιατί δυσκολεύομαι τόσο να το πιστέψω;»
Ήταν ώρα να φύγει. «Δεν έχω ιδέα», του απάντησε και το έβαλε στα πόδια, προτού εκείνος συνειδητοποιήσει ότι οι υποψίες του ήταν σωστές· τα σχέδιά της
διέφεραν σημαντικά από τα δικά του.

***

«Όλα εντάξει;» τη ρώτησε ο Γκίντεον.


«Τα κανόνισα όλα», τον διαβεβαίωσε η Πάιπερ κλείνοντας την πόρτα. «Τι βαριά που είναι! Καταλαβαίνω ότι θες να εντυπωσιάζεις τον κόσμο, αλλά...
σκέψου λίγο και την καημένη τη γραμματέα σου».
«Εκείνη λέει ότι έτσι κάνει και γυμναστική».
Κάτι στον τόνο της φωνής του την εμπόδισε να γελάσει. Τον αναζήτησε με το βλέμμα της μέσα στο μισοσκόταδο του δωματίου. Η φωνή του, φωνή
εξαντλημένου ανθρώπου, ερχόταν από τον καναπέ που βρισκόταν δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο από την αχνή λάμψη του
ουρανού που έμπαινε από το τζάμι. Η Πάιπερ πλησίασε και είδε τον Γκίντεον ξαπλωμένο μ’ ένα ουίσκι στο χέρι.
«Ώστε το χαλί δε ρούφηξε όλο σου το απόθεμα», παρατήρησε.
«Σε παρακαλώ, αστεράκι». Τα παγάκια κουδούνισαν μέσα στο ποτήρι καθώς έπινε μια γουλιά. «Δεν έχω κουράγιο για καβγάδες. Κάνε υπομονή μέχρι
αύριο».
Η Πάιπερ βολεύτηκε στην πιο κοντινή καρέκλα. Κάτι έτρεχε. Δυστυχώς δεν μπορούσε ακόμα να μαντέψει τι ακριβώς. Κάποτε ο καθένας τους μπορούσε να
διαβάσει τις πιο μύχιες σκέψεις του άλλου. Τα πράγματα όμως είχαν αλλάξει· ο άντρας που είχε μπροστά της της ήταν παντελώς άγνωστος. «Πρόβλημα;»
τον ρώτησε μαλακά.
«Έχω χάσει πια το μέτρημα. Και, προτού με ρωτήσεις, δε σκοπεύω να τα συζητήσω μαζί σου».
«Επειδή φοβάσαι ότι, αν ανοιχτείς, θα μάθω περισσότερα απ’ όσα πρέπει να ξέρω για σένα;»
Το σιγανό γέλιο του της ράγισε την καρδιά. «Επειδή δε σε αφορά. Έχει πάψει εδώ και χρόνια να σε αφορά, θυμάσαι;»
Προσπάθησε πολύ για να του μιλήσει τελικά. «Δεν περνάει μέρα που να μην το θυμηθώ», παραδέχτηκε με τρεμάμενη φωνή.
«Πες μου για τις συναντήσεις».
Ήταν ειρωνεία που είχαν κι οι δύο παρόμοια συναισθήματα· το συναίσθημα της απώλειας και το μαρτύριο που συνόδευε αυτή την απώλεια. Και όμως, δεν
μπορούσαν να τα μοιραστούν. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο. Ο πόθος σιγόκαιγε ακόμα μέσα τους, παρ’ όλα όσα τους είχαν χωρίσει, ένας πόθος που θα
μπορούσε να αναζωπυρωθεί με την πρώτη άστοχη κουβέντα.
«Νομίζω ότι πήγαν καλά». Η Πάιπερ ρύθμισε με επαγγελματική άνεση τους φακούς της μηχανής της. «Θα πάρω μια φωτογραφία».
«Καλύτερα όχι».
«Με συγχωρείς, Γκίντεον. Πρέπει να το κάνω. Είναι ένα είδος εμμονής».
«Ξέρω από εμμονές», της είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Έχω κι εγώ τις δικές μου».
Το φλας άστραψε κι εκείνος απαθανατίστηκε ξαπλωμένος στον καναπέ· το ένα του πόδι λυγισμένο, το χέρι του διπλωμένο πίσω απ’ το κεφάλι και τα γυμνά
του πέλματα χωμένα ανάμεσα στα δερμάτινα μαξιλάρια. Τα μαύρα του μαλλιά έπεφταν κυματιστά στο μέτωπό του, αποκαλύπτοντας έναν επαναστάτη κάτω
από τη μάσκα του επιχειρηματία.
Δε φορούσε πια το κοστούμι του, ούτε καν το πουκάμισό του. Είχε βάλει ένα φθαρμένο τζιν, που επέτρεπε να διαγραφούν οι δυνατοί του μύες. Η
πρωτόγονη χάρη του, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, μαρτυρούσε ότι δεν ένιωθε απόλυτα άνετα. Κάτω από την επιφάνεια σιγόβραζε η ένταση, μια ένταση που
θύμιζε αγρίμι έτοιμο να αμυνθεί μπροστά στο πρώτο σημάδι κινδύνου και να επιτεθεί στην παραμικρή πρόκληση.
Αυτός ήταν ο Γκίντεον που ήξερε, ο Γκίντεον που μεταμορφωνόταν από γόη σε αρπακτικό με ταχύτητα που έκοβε την ανάσα. Και οι δύο αυτοί ρόλοι
αποτελούσαν άμυνες επίκτητες από την επαφή με τον περίγυρό του. Είχε μάθει να χρησιμοποιεί τη γοητεία του ως μέσο για να γίνει ένα με τους κατοίκους
του Ολντ Μιλ. Όμως η ενστικτώδης αντίδρασή του σε κάθε απειλή ήταν αποτέλεσμα μιας παιδικής ηλικίας σημαδεμένης από τόση βιαιότητα, που η Πάιπερ
μπορούσε μόνο να φανταστεί. Όσο ήταν μαζί της, αυτή η άγρια, επιθετική πλευρά του είχε ατονήσει. Η άμυνά του είχε χαλαρώσει και ο ίδιος είχε ανοιχτεί.
Της είχε μάθει να ψαρεύει στο ποτάμι, πλάι στον παλιό μύλο, και την είχε βοηθήσει να σκίσει τις δαντέλες των φουστανιών της, για να μη φαίνεται τόσο
μη-μου-άπτου. Αργότερα, της έμαθε να παίζει μπέιζμπολ σαν αγόρι και να πηδάει χωρίς να στραμπουλάει τον αστράγαλό της.
Ήταν ο μόνος που είχε μπορέσει να την παρηγορήσει όταν είχε χάσει τη μητέρα της από καρκίνο. Την κρατούσε στην αγκαλιά του με μια τρυφερότητα
ασυνήθιστη για την ηλικία του και την άφηνε να βρέχει με δάκρυα όλα του τα πουκάμισα μέχρις ότου, μετά από μήνες, η θλίψη της άρχισε να μαλακώνει. Ο
Γκίντεον ήταν ο άνθρωπος που είχε αφήσει τον Φρέντι Κόλινγκτον με δύο σπασμένα δόντια, όταν εκείνος θεώρησε ότι είχε το δικαίωμα να χώσει τη γλώσσα
του στο στόμα της, ενάντια στη θέλησή της, ενώ ταυτόχρονα ξέσκιζε το πιο όμορφο φόρεμά της.
Έπειτα, όταν ο φόβος της είχε αντικατασταθεί από οργή, ο Γκίντεον την είχε απομακρύνει, για να μην αναλάβει η ίδια να σπάσει και τα υπόλοιπα δόντια του
Φρέντι. Την είχε βοηθήσει να ξαναφτιάξει το φόρεμά της και της είχε μάθει όλα όσα χρειαζόταν για τα φιλιά. Τα αληθινά φιλιά. Φιλιά που την είχαν κάνει να
χάσει τον κόσμο γύρω της. Ο Γκίντεον ήταν ο προστάτης, ο φίλος, ο σύντροφος και ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της. Τελικά, έγινε και εραστής της και,
όπως είχε πιστέψει, η αδερφή ψυχή της.
«Γκίντεον», ψιθύρισε, ενώ πονούσε από την ένταση των αναμνήσεων. Είχε περάσει μια αιωνιότητα από την τελευταία φορά που είχε επιτρέψει στον εαυτό
της να θυμηθεί.
«Μην το κάνεις αυτό, Πάιπερ. Δε γίνεται. Είναι πολύ αργά πια για μας».
Εκείνη ήξερε ότι ο Γκίντεον είχε δίκιο. Αλλά εδώ και καιρό υπήρχαν πολλές αναπάντητες ερωτήσεις. Είχε υποφέρει πολύ, δε δικαιούνταν λοιπόν κάποια
εξήγηση; Είχε αποδεχτεί την αναισθησία του, την είχε αντιμετωπίσει με το δικό της τρόπο και τελικά είχε συνέλθει. Αλλά, παρ’ όλες τις συνέπειες των
παλιών γεγονότων, η Πάιπερ ήθελε να μάθει τις αιτίες που εξηγούσαν τις πράξεις του.
«Τι συνέβη;» τον ρώτησε. «Ούτε αυτό δεν μπορείς να μου πεις;»
«Ξέρεις πολύ καλά τι συνέβη». Εκείνος άδειασε το ποτήρι του και το ακούμπησε στο κοντινό του τραπεζάκι. «Ο Σπένσερ μου έκλεψε τα μοναδικά
πράγματα που μπορούσα να πω ότι ήταν δικά μου».
«Δεν έκλεψε τίποτα».
«Σταμάτα να τον υπερασπίζεσαι!» Τινάχτηκε όρθιος. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου η Πάιπερ νόμισε ότι θα τη σήκωνε στα χέρια του. Τελικά εκείνος
στράφηκε προς το παράθυρο. Στηρίχτηκε στο διπλό τζάμι κι άφησε το βλέμμα του να ταξιδέψει στην πόλη. «Αστεράκι, πάντα πιστεύεις το καλύτερο για
τους ανθρώπους. Εκείνοι όμως δε συμπεριφέρονται πάντα όπως περιμένεις. Καμιά φορά φέρονται εντελώς ανεξήγητα».
Αυτή ήταν η μόνη εξήγηση που μπορούσε να της δώσει; Όχι, λοιπόν, δε θα τη δεχόταν. «Εσύ έτσι λειτουργείς τώρα;»
«Ναι».
Η Πάιπερ άφησε την ασφάλεια που ένιωθε στη θέση της και τον πλησίασε. Ήταν μια επικίνδυνη κίνηση, αλλά έπρεπε να την κάνει. Η γυναικεία διαίσθησή
της την έσπρωχνε να τον αγγίξει, ενώ η λογική της φώναζε να μην κάνει κάτι τόσο ριψοκίνδυνο. «Ποιο είναι το ανεξήγητο, Γκίντεον;»
«Διστάζω. Μου δίνεται η ευκαιρία να καταστρέψω τον αδερφό σου και... να πάρει!» Η γροθιά του χτύπησε στο βαρύ τζάμι. «Διστάζω όπως τότε».
Η Πάιπερ έσμιξε τα φρύδια της απορημένη. «Δεν καταλαβαίνω. Πώς δίστασες τότε;»
«Άφησα τον Σπένσερ να ξεφύγει». Έσκυψε τους ώμους του, ενώ οι σφιγμένοι μύες του φανέρωναν την εσωτερική του ένταση. Η Πάιπερ προσπάθησε να
τον χαλαρώσει με τα δάχτυλά της. Ή μήπως καιγόταν απλώς από επιθυμία να νιώσει τη ζεστασιά του; «Έπρεπε να τον είχα συντρίψει αντί να τον αφήσω νά
ξεφύγει, μετά απ’ όσα μου είχε κάνει».
Εκείνη τον κοίταξε μη τολμώντας να πιστέψει στ’ αυτιά της. Πώς μπορούσε να λέει κάτι τέτοιο; Η οργή την πλημμύρισε. «Κάνεις λάθος! Το τέλος του
καβγά εκείνου ήταν αρκετά άσχημο από μόνο του».
«Όχι! Έπρεπε πρώτα να βεβαιωθώ ότι ο Σπένσερ είχε καταπιεί όλες τις βρόμικες κατηγορίες του». Ο Γκίντεον στράφηκε προς το μέρος της κι ακούμπησε
τα χέρια του στους ώμους της. Παρ’ όλη τη σκληρότητα των λόγων και της έκφρασής του, το άγγιγμά του μαρτυρούσε μια απίστευτη τρυφερότητα. «Ο
αδερφός σου έκλεψε την υπόληψή μου. Την έκανε κομμάτια, Πάιπερ. Ήσουν εκεί. Το ξέρεις ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να υπερασπιστώ τον
εαυτό μου».
«Πίστευε ότι εσύ είχες κάψει το μύλο. Έκανε λάθος. Έκανα ό,τι μπορούσα για να τον κάνω να το καταλάβει, αλλά...»
Την έκοψε απότομα. «Ο λόγος της τιμής μου ήταν όλη μου η περιουσία. Είχα την ατυχία η οικογένειά μου ν’ αποτελείται από μεθύστακες και ψεύτες και να
μεγαλώνω σε μια πόλη μικρή, με μνήμη ελέφαντα. Το ξέρεις ότι ήμουν στιγματισμένος από την ημέρα που γεννήθηκα. Χρειάστηκα μια ολόκληρη ζωή για ν’
αποδείξω ότι ο λόγος της τιμής μου άξιζε κάτι. Δεν είχα χρήματα. Δεν είχα γνωριμίες. Δεν είχα καμία εξωτερική υποστήριξη. Το μοναδικό μου στήριγμα
ήταν ο εαυτός μου και η ακεραιότητα που είχα υπερασπιστεί όλ’ αυτά τα χρόνια».
Η οργή της Πάιπερ εξατμίστηκε. Δικαιολογούσε την εμμονή του, ακόμα κι όταν κάθε του λέξη άνοιγε περισσότερο την παλιά πληγή της. Τα χείλη της
σφίχτηκαν κι αναγκάστηκε να δεχτεί την αδυσώπητη αλήθεια. Ήταν τρελό, όμως το πάθος που είχε νιώσει κάποτε για τον Γκίντεον παρέμενε ζωντανό, είτε
το ήθελε είτε όχι. Αλλιώς δε θα ’χε γυρίσει πίσω, δε θα ’χε βάλει τον εαυτό της σε τέτοιο κίνδυνο.
Ευτυχώς, τον είχε συγχωρήσει για το κακό που της είχε κάνει. Είχε μάθει να ζει με τις πληγές της και να προχωράει στη ζωή. Προφανώς, ο Γκίντεον δεν είχε
καταφέρει να κάνει το ίδιο. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε εκείνη να βρει κάποιο τρόπο να τον εμποδίσει να προκαλέσει κι άλλο πόνο. Δε θα τον άφηνε ν’
αφιερώσει τη ζωή του στην εκδίκηση. Του άξιζε κάτι καλύτερο. Το ίδιο και στον Σπένσερ.
«Ξέρω πόσο δυσκολεύτηκες να ξεπεράσεις το παρελθόν σου. Και σε θαυμάζω για τον τρόπο που το χειρίστηκες. Ήσουν ο πιο αξιοσέβαστος άνθρωπος που
γνώρισα ποτέ».
«Μέχρι που ο αδερφός σου με κατηγόρησε ότι έκαψα την κληρονομιά του. Από κείνη τη στιγμή, ο λόγος μου δεν άξιζε τίποτα. Ο σεβασμός που είχα
κερδίσει με τόσο κόπο κατέρρευσε. Μέσα σε πέντε λεπτά, έγινα ξανά ένα από τα ρεμάλια τους Χαρτ».
«Όχι, Γκίντεον. Υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν ότι είσαι αθώος».
«Κάνεις λάθος. Περίμεναν να αποδείξω ότι είμαι ίδιος μ’ όλη την οικογένειά μου. Απλώς χρειάστηκα λίγο χρόνο παραπάνω για να δείξω τον πραγματικό
εαυτό μου».
Της ξέσκιζε την καρδιά. «Μην το κάνεις αυτό. Μην αφήνεις ένα λάθος να σε τρώει, να σου καταστρέφει τη ζωή».
Της χάιδεψε το λαιμό κι έπειτα βύθισε τα χέρια του στα πυκνά της μαλλιά. «Ίσως και να μπορούσα να το αντιμετωπίσω, αν ο Σπένσερ δε μου είχε στερήσει
και κάτι ακόμα πιο πολύτιμο».
Η Πάιπερ τον κοίταξε παραξενεμένη. «Πιο πολύτιμο από την υπόληψή σου; Δεν υπήρχε κάτι τέτοιο».
«Υπήρχες εσύ».
Αυτή η μοναδική του φράση της έφερε δάκρυα στα μάτια. «Όχι. Αχ, όχι!»
«Πήρες το μέρος του, Πάιπερ». Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Έλεγες ότι μ’ αγαπούσες. Όμως δεν μπορούσες να μ’ αγαπήσεις. Σου έστειλα ένα σημείωμα
και σου ζητούσα να φύγουμε μαζί, να κάνουμε μια καινούρια αρχή. Ξέρεις πόσες ώρες σε περίμενα; Πόσο διακινδύνευσα για να σε περιμένω;»
Σου έστειλα ένα σημείωμα... Σε περίμενα... Η Πάιπερ πονούσε και μόνο που ανάσαινε. Ο Γκίντεον δεν ήξερε. Θεέ μου, δεν ήξερε τίποτα. Αυτό πρώτη φορά
της περνούσε απ’ το μυαλό. Όλ’ αυτά τα χρόνια εκείνη πίστευε ότι ο Γκίντεον απλώς δεν ενδιαφερόταν. Τελικά όμως δεν του το είχαν πει ποτέ. «Αχ,
Γκίντεον», ψιθύρισε, «δεν καταλαβαίνεις».
«Να καταλάβω τι;»
Κούνησε το κεφάλι της. «Χρειάζομαι χρόνο να το σκεφτώ».
Ο Γκίντεον την έσφιξε με τα χέρια του κι έφερε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Η Πάιπερ δεν μπορούσε πια ν’ αποφύγει το ανελέητο βλέμμα του,
ούτε και το πείσμα που αντίκριζε σ’ αυτό. «Πάιπερ, να καταλάβω τι;»
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 4

Η Πάιπερ αρνήθηκε ν’ απαντήσει, παρά τον εκνευρισμό που διέκρινε στο βλέμμα του. Πρώτα χρειαζόταν μερικές πληροφορίες. «Για ποιο σημείωμα μιλάς;»
Ο εκνευρισμός του έγινε οργή. «Αυτό που έδωσα στην Τζάσμιν. Μου ορκίστηκε ότι σου το έδωσε, μην προσπαθείς λοιπόν να με πείσεις ότι δεν το πήρες.
Δεν πιάνει».
Η Πάιπερ μόλις που θυμόταν τη μικρή του αδερφή, ένα μικροκαμωμένο μελαχρινό αγρίμι που ξεσήκωνε τη γειτονιά και αντιμετώπιζε με δυσπιστία και
φόβο όποιον την πλησίαζε. Ίσως η Τζάσμιν να της είχε δώσει κάποιο σημείωμα. Η μνήμη της δεν είχε συγκρατήσει και πολλά από εκείνη την περίοδο. «Κι
αν... αν δεν ήμουν σε θέση ν’ απαντήσω στο σημείωμά σου, θ’ άλλαζε κάτι;»
«Σχετικά με τα σχέδιά μου για τον Σπένσερ;»
«Ναι».
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του, αναγκάζοντάς τη να πλησιάσει περισσότερο. Τα κορμιά τους ταίριαζαν τόσο καλά μεταξύ τους, που έκανε ακόμα
χειρότερη τη συναισθηματική απόσταση που τους χώριζε. «Απολύτως τίποτα. Ο αδερφός σου κατέστρεψε όλα όσα είχα χτίσει στο Ολντ Μιλ. Με τις
ανυπόστατες κατηγορίες του γκρέμισε χρόνια ολόκληρα εξαντλητικής προσπάθειας. Η ιστορία δεν αφορά πια μόνο εμάς τους δύο, γλυκιά μου. Έχει
προχωρήσει πολύ παραπέρα». Κρατούσε ακόμα το πρόσωπό της. «Πες μου τώρα, τι είναι αυτό που δεν ξέρω;»
Η Πάιπερ σπάραζε, γιατί ήξερε την απάντηση αλλά δεν μπορούσε να του τη δώσει. Δεν τολμούσε να του πει την αλήθεια, τουλάχιστον όχι στην κατάσταση
που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή ο Γκίντεον. Θα κατέστρεφε τον τελευταίο συνδετικό κρίκο που εξακολουθούσε να τους ενώνει, όσο κι αν εκείνος αρνιόταν
να το παραδεχτεί. Ίσως μετά από καιρό, όταν θα ’χαν δουλέψει μαζί για λίγο, να κατάφερνε να διαπεράσει τον πόνο και την πικρία του, να τον κάνει να
συνειδητοποιήσει ότι η μέρα εκείνη είχε σημάνει την καταστροφή όλων τους.
Στο μεταξύ, όμως, έπρεπε να κάνει κάτι, προτού εκείνος την αναγκάσει να του απαντήσει. Γλίστρησε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του, τον τράβηξε
περισσότερο κι ακούμπησε τα χείλη της στα δικά του. Καταλάβαινε ότι τον είχε αιφνιδιάσει. Η ένταση ήταν διάχυτη στο κορμί του και για μια στιγμή νόμισε
ότι εκείνος θα απέφευγε το φιλί της. Όμως ο Γκίντεον της παραδόθηκε αναστενάζοντας.
Η απρόσμενη ένωσή τους ήταν εξαίσια, καλύτερη ακόμα κι από την πρώτη, στην αίθουσα συσκέψεων. Εκεί, ο Γκίντεον της είχε αιφνιδιάσει και η Πάιπερ
είχε υποταχτεί. Τώρα όμως εκείνη ήταν ο εισβολέας. Ήταν αποφασισμένη ν’ απολαύσει την παραφορά της. Το αποτέλεσμα ήταν συγκλονιστικό· ένα απλό
φιλί αρκούσε για να κατακλυστεί από συναισθήματα που είχε σχεδόν ξεχάσει ότι υπήρχαν.
Η επαφή με τα ζεστά, υγρά της χείλη τον έκανε να νιώσει μια απίστευτη έκρηξη μέσα του. Το στόμα του μισάνοιξε και η Πάιπερ εισέβαλε, προβάλλοντας
τις απαιτήσεις της με απολαυστική επιμονή. Ποτέ της δε δίσταζε να εκφράσει τα συναισθήματά της. Με τον Γκίντεον, κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο. Είχε την
ικανότητα να ξεκλειδώνει τα πιο βαθιά κρυμμένα μυστικά της.
Η μοναδική της ελπίδα ήταν αυτό να μην ίσχυε πια. Γιατί η Πάιπερ χρειαζόταν απεγνωσμένα χρόνο· χρόνο για ν’ αποφασίσει πώς θ’ απαντούσε στην
ερώτησή του, να λύσει τα προβλήματα του παρελθόντος με προσεκτικούς χειρισμούς, να ανακαλύψει και να αποκαλύψει ξανά τον άντρα που είχε αγαπήσει
κάποτε. Δυστυχώς ο Γκίντεον ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα υπομονετικός, ακόμα και κάτω από καλύτερες συνθήκες απ’ αυτές που βρίσκονταν τώρα.
«Δε θ’ αποφύγεις την ερώτησή μου έτσι», την προειδοποίησε. Η φωνή του ακουγόταν βραχνή απ’ τον πόθο.
«Μπορεί και όχι». Η Πάιπερ χαμογέλασε πονηρά. «Τουλάχιστον όμως θα σε αποσπάσω για λίγο, έτσι ώστε να κερδίσω χρόνο για να σκεφτώ».
«Αν είναι έτσι, έχεις όσο χρόνο θες. Είτε έτσι είτε αλλιώς, εγώ θα πάρω τις απαντήσεις μου».
Η προειδοποίηση ήταν σαφής, άσχετα αν η Πάιπερ δεν μπορούσε να την εκτιμήσει σωστά εκείνη τη στιγμή. Είχε καταφύγει στο φιλί χρησιμοποιώντας το
ως δικαιολογία για ν’ αποφύγει την ερώτησή του. Όμως στην πραγματικότητα αυτό το φιλί είχε αποκαλύψει μια πραγματική της επιθυμία. Ανίκανη να
συγκρατηθεί, σφράγισε για μια ακόμη φορά τα χείλη του με τα δικά της.
Τα χρόνια που είχαν ζήσει χωριστά της είχαν δώσει την ευκαιρία να κάνει συγκρίσεις. Είχαν περάσει κι άλλοι άντρες από τη ζωή της, άντρες που πίστευε
ανόητα ότι θα μπορούσε ν’ αγαπήσει. Κάτι όμως την κρατούσε να μην προχωρήσει στην απόλυτη δέσμευση, να μην ενδώσει στον πειρασμό μιας σοβαρής
σχέσης. Τώρα καταλάβαινε το γιατί.
Κανενός τα φιλιά δεν την είχαν κάνει να χάσει τον έλεγχο, ούτε της είχαν προκαλέσει τον πόθο που ένιωθε με τον Γκίντεον. Βαθιά μέσα της, εκεί που μόνο
η ωμή αλήθεια είχε θέση, ήξερε ότι, αν αυτός ο άντρας αποφάσιζε να τη ρίξει γυμνή κάτω, εκείνη θα τον καλωσόριζε χωρίς κανένα δισταγμό. Τόσο πολύ τον
ήθελε· παρ’ όλα όσα τους χώριζαν.
Λες κι ένιωσε τον πόθο της, ο Γκίντεον άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της. Η ανάσα τους έβγαινε λαχανιασμένη κι ο αέρας βάρυνε από την ένταση
της επιθυμίας τους. Για μια στιγμή ο χρόνος πάγωσε, καθώς παρόν και παρελθόν γίνονταν ένα. Ήταν η στιγμή των αποφάσεων, κάτι που ήξεραν και οι δύο.
Η Πάιπερ θα μπορούσε να κλείσει ξανά το πουκάμισό της και να φύγει. Θα μπορούσε όμως και να ακολουθήσει την καρδιά της, ν’ αφεθεί στην αγκαλιά του.
Αν το δωμάτιο ήταν κατάφωτο κι όχι τυλιγμένο από σκιές, ίσως εκείνη να μην είχε βρει κουράγιο να προχωρήσει.
Όμως επικράτησε ο παραλογισμός και η Πάιπερ έκανε το μοιραίο βήμα.
Το πουκάμισο κι υστέρα η ροζ μεταξωτή της φούστα βρέθηκαν στο πάτωμα. Ο Γκίντεον την οδήγησε στον καναπέ. Φορούσε ακόμα το τζιν του, μα κι αυτό
δε θα ίσχυε για πολλή ώρα ακόμη. Ήταν τόσο ερεθισμένος, που θα πρέπει να τον στένευε τρομερά.
Η Πάιπερ πάλεψε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. Η προσπάθεια ήταν δύσκολη. Το δέρμα του έκαιγε κάτω από τα δάχτυλά της, η πλάτη και οι ώμοι του
συσπόνταν με κάθε της χάδι. Ο Γκίντεον αναστέναξε βαθιά και τη σκέπασε με ασυγκράτητα φιλιά ενώ ξεκούμπωνε το σουτιέν της. Τα χέρια του
ακολούθησαν την καμπύλη της μέσης της κι έφτασαν στο μεταξωτό ύφασμα που κάλυπτε τους γοφούς της. Ξαφνικά εκείνη σφίχτηκε στην αγκαλιά του,
συνειδητοποιώντας ότι το μυστικό της δε θα μπορούσε να μείνει κρυφό για πολύ ακόμα.
«Δε σκόπευα να σε αποσπάσω τόσο πολύ», κατάφερε να ψελλίσει. Η φωνή της πνίγηκε, καθώς τα χείλη του άγγιξαν την ερεθισμένη θηλή της. «Αύριο θα
το μετανιώσουμε. Το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι;»
«Σε θέλω. Μια τελευταία φορά».
Το εννοεί πραγματικά αυτό; αναρωτήθηκε. «Για χάρη του παλιού καλού καιρού;» τον ρώτησε με δυσκολία.
«Χρειάζομαι μόνο αυτή τη νύχτα, σου τ’ ορκίζομαι. Μετά απ’ αυτό, η σχέση μας θα παραμείνει απρόσωπη, όπως τη θέλεις».
Όμως η Πάιπερ δε χρειαζόταν μόνο μία νύχτα. Και ήξερε ότι ούτε εκείνος θ’ αρκούνταν σ’ αυτό. Χρειάστηκε μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα για να
συνηθίσει ξανά την επαφή με τους φαρδιούς του ώμους και το δυνατό του στέρνο. Τον ήξερε αυτό τον άντρα, θυμόταν και την παραμικρή καμπύλη του
κορμιού του. Ένας Θεός ήξερε πώς είχε αντέξει τόσο καιρό μακριά του. Πώς θα τον άφηνε τώρα να φύγει; «Μπορούμε να ξεχάσουμε ό,τι συνέβη απόψε;»
«Όχι να το ξεχάσουμε, όχι. Απλά...»
«Να μην επιτρέψουμε να επηρεάσει την επαγγελματική μας σχέση;»
Ο Γκίντεον διέκοψε την ερώτησή της φιλώντας τη με πάθος. «Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη δουλειά».
«Αλλά;»
Η ζεστή ανάσα του χάιδεψε τους γυμνούς της ώμους. «Τώρα θέλεις να συζητήσουμε;»
«Προηγουμένως, θεώρησα ότι η συζήτηση θα ήταν η πιο επικίνδυνη επιλογή». Η Πάιπερ πάλευε να βάλει τις λέξεις σε σωστή σειρά, ενώ έντρομη
συνειδητοποιούσε ότι η κοινή λογική την εγκατέλειπε. «Τώρα άλλαξα γνώμη».
«Ίσως μπορώ να σε κάνω ν’ αναθεωρήσεις».
Ο Γκίντεον απομακρύνθηκε ελάχιστα κι ένα κύμα δροσερού αέρα μείωσε κάπως την αποπνικτική θέρμη που τους τύλιγε. Η Πάιπερ μπόρεσε να σκεφτεί
ψύχραιμα, μέχρι τη στιγμή που ένιωσε τα χέρια του στους μηρούς της. Εκείνος χώρισε τον έναν απ’ τον άλλον και άρχισε να χαϊδεύει νωχελικά την
ευαίσθητη επιδερμίδα της. Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό ότι θα μπορούσε ν’ αντισταθεί, ούτε καν όταν τους χώριζε πια μόνο το τζιν του κι ένα
κομμάτι μεταξωτού υφάσματος. Τα κορμιά τους είχαν πάρει φωτιά.
«Θυμάσαι;» της ψιθύρισε. «Θυμάσαι πώς ήταν;»
Η Πάιπερ ανατρίχιασε. «Πώς θα μπορούσα να το ξεχάσω;» Είχαν μοιραστεί ζεστές καλοκαιρινές νύχτες λουσμένες από το φεγγαρόφωτο, πλημμυρισμένες
από χάδια και έρωτα. Εκείνη την εποχή τίποτα δεν μπορούσε να τους χωρίσει. Η ζωή τούς πρόσφερε αμέτρητες ευκαιρίες, επειδή βρίσκονταν μαζί κι ήταν
ερωτευμένοι. «Σου λείπει καθόλου;» τόλμησε να τον ρωτήσει.
«Υπάρχουν κάποιες μέρες που μου λείπει». Η σιδερένια πόρτα που είχε υψώσει μπροστά της άνοιξε διάπλατα, δίνοντάς της την ευκαιρία να δει για μια
στιγμή τον άντρα που είχε αγαπήσει, όπως επίσης και την αγωνία που εκείνος αδυνατούσε πια να κρύψει. «Κάποιες μέρες μοιάζει με μια ακόρεστη πείνα που
δεν μπορώ να καταπνίξω. Λαχτάρα, θλίψη, ένας πόνος αβάσταχτος».
Η Πάιπερ τον κράτησε σφιχτά, καθώς ευχόταν να μπορούσε να του προσφέρει την παρηγοριά που τόσο χρειαζόταν. «Και τότε γιατί; Αν αυτό που είχαμε
σήμαινε τόσο πολλά, γιατί δεν μπορούμε να λύσουμε τις διαφορές μας;»
Ένιωθε την ένταση να επιστρέφει, καταλάβαινε ότι ο Γκίντεον προσπαθούσε ν’ ανασυγκροτηθεί, έβλεπε ότι οι προσπάθειές της να τον πλησιάσει έπεφταν
στο κενό. «Δε γίνεται τίποτα, αστεράκι. Τώρα κάνουμε έρωτα. Μπορείς να το δικαιολογήσεις με όποιο τρόπο θες. Για χάρη του παλιού καλού καιρού, επειδή
δεν είχαμε ποτέ την ευκαιρία να πούμε αντίο ή επειδή έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που κοιμήθηκες με κάποιον. Διάλεξε όποια δικαιολογία θες·
προσωπικά δε δίνω δεκάρα. Κατάλαβε όμως ότι εδώ μιλάμε για σεξ, απλά και μόνο σεξ. Μην προσπαθείς να το εξωραΐσεις ή να του δώσεις κάποια ιδιαίτερη
σημασία».
«Γκίντεον, σε παρακαλώ».
«Με θέλεις, Πάιπερ. Το ξέρεις αυτό». Την έσφιξε στα μπράτσα του. Το τραχύ του άγγιγμα πάνω στο γυμνό της δέρμα ήταν ένα ακαταμάχητο ερωτικό
κάλεσμα. «Έχει περάσει πολύς καιρός. Το έχουμε ανάγκη».
Δεν μπορούσε να το αρνηθεί αυτό. «Το ξέρω».
«Άσ’ το λοιπόν να συμβεί. Αφού το ξέρεις ότι αυτό θες. Και οι δυο μας το θέλουμε από την πρώτη στιγμή που μπήκες εδώ».
«Και μετά;»
«Ανάθεμα, Πάιπερ. Σταμάτα να βάζεις τον Σπένσερ ανάμεσά μας. Τίποτα δεν μπορεί να μου αλλάξει γνώμη γι’ αυτό».
Η Πάιπερ δυσκολευόταν να μιλήσει, να σκεφτεί. Δυσκολευόταν να πιστέψει ότι το μόνο που ο Γκίντεον ήθελε από κείνη ήταν ένα σύντομο, χυδαίο
ζευγάρωμα. Έκλεισε τα μάτια της. Ήταν ηλίθιο εκ μέρους της να πιστέψει ότι επρόκειτο για κάτι περισσότερο, ότι μπορεί να εμπεριείχε κάποιο συναίσθημα.
«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, Γκίντεον. Τουλάχιστον όχι τώρα, όχι προτού μας δοθεί η ευκαιρία να συζητήσουμε αυτό το θέμα».
«Τώρα, εγώ θέλω να κάνω μόνο ένα πράγμα, που σίγουρα δεν είναι το να πιάσω κουβέντα».
Η Πάιπερ τον ήθελε τόσο απελπισμένα που κόντευε να βάλει τα κλάματα. «Εντάξει, τότε απάντησέ μου σε μία σύντομη ερώτηση».
Τα χείλη του ακολούθησαν τη γραμμή του λαιμού της κι άρχισαν να κατεβαίνουν χαμηλότερα. «Ρώτα με γρήγορα».
Εκείνη ξεστόμισε την πρώτη σκέψη που της ήρθε στο μυαλό, ελπίζοντας ότι θα τον αποσπούσε όση ώρα χρειαζόταν για ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία της.
«Ποιανού είναι αυτός ο καναπές;»
«Ορίστε;»
«Ο καναπές, λέω... Είναι κι αυτός ένα τρόπαιο, σωστά; Από ποιον τον πήρες;»
Η φράση που τον άκουσε να λέει την έκανε να κοκκινίσει. «Όχι πάλι».
«Κάνουμε έρωτα πάνω σε συντρίμμια, έτσι δεν είναι; Πες μου, ποιανού είναι. Μήπως ο αυτός ο καναπές είχε κάποια συναισθηματική αξία για κείνον, όπως
και το κεραμικό;»
«Σταμάτα, Πάιπερ».
«Τόσο λίγο ενδιαφέρεσαι για τον πόνο των άλλων;»
Εκείνος ανασηκώθηκε λιγάκι κι ένα δροσερό αεράκι απλώθηκε ξανά ανάμεσά τους· μόνο που αυτή τη φορά παρέμεινε εκεί. «Έγινες σαφής. Και κατάφερες
να καταστρέψεις αυτές τις στιγμές. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς σκόπευες να κάνεις».
«Λυπάμαι, Γκίντεον», του είπε με απόλυτη ειλικρίνεια. «Ήταν το μόνο πράγμα που μπόρεσα να σκεφτώ για να σε σταματήσω».
Εκείνος στάθηκε όρθιος. Μάζεψε το πουκάμισο και τη φούστα της και της τα πέταξε. Η Πάιπερ δεν καθυστέρησε ψάχνοντας για το σουτιέν της. Ντύθηκε
με εντυπωσιακή ταχύτητα, πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε και πάλι προς το μέρος του.
«Έχουμε πολλά να τακτοποιήσουμε», του ανήγγειλε. Ένιωσε ανακούφιση διαπιστώνοντας πως η φωνή της δεν πρόδιδε την ταραχή που επικρατούσε μέσα
της. «Και ένα απ’ αυτά είναι ό,τι συνέβη σ’ αυτό τον καναπέ».
Με το πάτημα ενός διακόπτη, ένα αμείλικτο φως απλώθηκε παντού και τρύπωσε σε κάθε γωνιά του δωματίου. Η Πάιπερ ένιωσε εντελώς εκτεθειμένη·
άλλωστε αυτός ήταν και ο σκοπός του Γκίντεον. Πέρασε το χέρι της μέσα απ’ τα μαλλιά της κοιτάζοντας ανήσυχα τριγύρω. Πού στο καλό μπορεί να ήταν το
σουτιέν και τα παπούτσια της; Ίσως, αν φορούσε όλα της τα ρούχα, να μην ένιωθε τόσο ευάλωτη.
Εκείνος την πλησίασε έχοντας πάρει μια απόμακρη έκφραση. «Αν θες να ξέρεις, τίποτα δε συνέβη σ’ αυτό τον καναπέ. Τίποτα το σημαντικό, δηλαδή». Ο
ανελέητος επιχειρηματίας είχε επανέλθει δριμύτερος. Όποια πόρτα κι αν είχε ανοίξει –μια πόρτα που είχε επιτρέψει στην Πάιπερ να μπει για λίγο στο ιερό του
άβατο– τώρα είχε κλείσει ερμητικά. «Το μοναδικό ζήτημα που έχουμε να τακτοποιήσουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο σκοπεύεις να ξεπληρώσεις το χρέος
του αδερφού σου».
«Κάνεις λάθος, Γκίντεον». Πώς μπορούσε να του εξηγήσει τις ανησυχίες της, αφού εκείνος ούτε θα αντιλαμβανόταν ούτε και θ’ αναγνώριζε τη σημασία
τους; «Έχεις αλλάξει».
«Άσε με να μαντέψω...» Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Μάλλον όχι προς το καλύτερο».
«Όχι, αφού όλες σου οι ενέργειες γίνονται είτε για εκδίκηση είτε...» Του έδειξε τα αντικείμενα που τους περιέβαλλαν. «Είτε για να καταστρέψεις ό,τι
βρίσκεται στο δρόμο σου. Συμπεριλαμβανομένης εμού».
«Εσύ να μην ανακατεύεσαι».
Η Πάιπερ δε χαμήλωσε τα μάτια της κάτω από το βλέμμα του. «Θα ανακατευτώ. Ο Γκίντεον που γνώριζα δεν μπορεί να έχει χαθεί. Ακόμα κι αν αυτό θα
είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω, θα ψάξω να τον ξαναβρώ. Ή να τον βγάλω από το λήθαργό του».
Ο Γκίντεον ξέσπασε σ’ ένα σκληρό γέλιο. «Θ’ αστειεύεσαι, βέβαια».
«Καθόλου».
«Πιστεύεις πως πρόκειται για παραμύθι σαν αυτό της Ωραίας Κοιμωμένης; Μόνο που αυτή τη φορά πρόκειται για το Μαγεμένο Πρίγκιπα που τον άλλαξε
ένας κακός μάγος;»
«Κάτι τέτοιο».
Ο Γκίντεον στηρίχτηκε στο γραφείο του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Χωρίς το πουκάμισο και με το τζιν του ανοιχτό, φάνταζε επικίνδυνα
αρρενωπός. Πάντα διέκρινες πάνω του κάτι πρωτόγονο, επικίνδυνο, λες και παντού και πάντα ήταν έτοιμος για φασαρίες. Η Πάιπερ είχε την αίσθηση ότι η
ίδια η δουλειά του ενίσχυε αυτή την πτυχή της προσωπικότητάς του κι αντί ν’ αμβλύνει τη σκληρή πλευρά του, την είχε οξύνει με τα χρόνια. Δάγκωσε τα
χείλη της. Για ποιο λόγο πίστευε πως μπορούσε να εξημερώσει ένα τέτοιο θηρίο; Αυτό πια δεν ήταν αισιοδοξία, ήταν...
Ο Γκίντεον έγειρε το κεφάλι στο πλάι και την κοίταξε ψυχρά κι εξεταστικά. «Τι είναι αυτό που σε κάνει να πιστεύεις ότι εγώ θέλω ν’ αλλάξω;»
Εντάξει λοιπόν, ήταν ανόητο εκ μέρους της να πιστέψει ότι το φιλί της μπορούσε να βγάλει από το λήθαργο τον άντρα που γνώριζε κάποτε. Και ίσως η
αισιοδοξία της να φαινόταν εντελώς παράλογη. Αλλά ήταν αποφασισμένη να μην τα παρατήσει. Δεν μπορούσε να τα παρατήσει. «Η ανάγκη σου για
εκδίκηση σ’ έχει καταστρέψει. Αν συνεχίσεις έτσι, σε λίγο δε θα υπάρχει επιστροφή».
«Και λοιπόν;»
Μα δεν καταλαβαίνει; αναρωτήθηκε. «Δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος, Γκίντεον. Το ξέρω. Τα τρόπαια και η εκδίκηση είναι αυτά που σε σκλήρυναν. Αυτά σ’
έκαναν απάνθρωπο».
Ο Γκίντεον γέλασε. «Και αυτό είναι κακό;»
«Πάψε! Το ξέρεις ότι δεν είναι το σωστό».
«Αυτή η υπεροψία σου θα λειτουργήσει σαν μπούμερανγκ». Απομακρύνθηκε από το γραφείο και την πλησίασε. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε
κοντά του για μια ακόμη φορά. «Πάντα έτσι ήμουν. Μόνο εσύ δεν το είχες καταλάβει. Με είχες βάλει με το ζόρι πάνω σ’ ένα άσπρο άλογο, μου ’χες
φορτώσει μια χρυσή πανοπλία και με αποκαλούσες ιππότη. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πραγματικά ήμουν ιππότης».
Η Πάιπερ δυσκολευόταν ν’ ανασάνει. Αυτό που ήθελε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήταν να χαθεί μέσα στην αγκαλιά του. «Η τιμή σου σήμαινε τα
πάντα για σένα», κατάφερε να του πει.
«Ναι, όπως και η αλήθεια και η δικαιοσύνη. Ξεπερασμένες ανοησίες». Ο ειρωνικός του τόνος την πλήγωνε περισσότερο απ’ όσο μπορούσε ποτέ να
φανταστεί. «Η τιμή μου δε σήμαινε τα πάντα για μένα. Σήμαινε τα πάντα για σένα. Για μένα ήταν ένα μέσο για να πετύχω το στόχο μου».
«Ποιο στόχο;»
«Να σε κατακτήσω».
Για μια στιγμή η Πάιπερ τον πίστεψε. Πίστεψε ότι ήταν άκαρδος. Πίστεψε ότι στην ψυχή του βασίλευε το σκοτάδι. Πίστεψε ότι είχε πάρει ένα δρόμο χωρίς
γυρισμό. Δεν μπορούσε ν’ αντέξει το βάρος της αμφιβολίας. «Γκίντεον», ψιθύρισε.
«Δώσε μου τον Σπένσερ και δε θα σε ξαναενοχλήσω».
Η Πάιπερ έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να πνίξει το γέλιο της. Ο Γκίντεον είχε πει ακριβώς αυτό που δεν έπρεπε. Ακόμα κι αν δεν υπήρχε το
ζήτημα του αδερφού της, ούτως ή άλλως οι δυο τους θα είχαν έρθει αντιμέτωποι. Απλώς εκείνος δεν το ήξερε. Η μοίρα έκρυβε πάντα μια ειρωνεία.
Ακούμπησε πάνω του, λες και η επαφή τους να την ανακούφιζε. Η μυρωδιά του της πρόσφερε σιγουριά. Παρ’ όλο που τα λόγια του την πλήγωναν, το
άγγιγμά του φανέρωνε μια τρυφερότητα που δεν την ξεγελούσε. Ήταν γεννημένος για να προστατεύει, όσο κι αν ο ίδιος ήθελε να αντισταθεί στη φύση του.
«Ώστε λοιπόν έχεις γίνει ένα απάνθρωπο κάθαρμα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να σε αλλάξω, έτσι;»
«Σε γενικές γραμμές, ναι. Αλλά δε χρειάζεται να κάθεσαι και να κοιτάς. Ούτε να συμμετέχεις. Δώσε μου αυτό που θέλω και είσαι ελεύθερη να φύγεις».
«Εγώ είμαι αυτό που θέλεις, Γκίντεον».
Το πρόσωπό του συσπάστηκε και κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας μάταια να διαμαρτυρηθεί. «Κάποτε, ναι. Αλλά, τώρα που προσπάθησες να με
ξυπνήσεις με το φιλί σου, δεν τα κατάφερες».
«Προφανώς κάποια μάγια λύνονται πιο δύσκολα από άλλα», μουρμούρισε εκείνη συλλογισμένη.
Ο Γκίντεον της απάντησε γελώντας άτονα. «Αυτά τα μάγια δε λύνονται, αστεράκι». Μάζεψε πίσω απ’ τ’ αυτί της μια τούφα απ’ τα μαλλιά της. Ήταν μια
χειρονομία οικεία, που την έκανε με μια ασυνείδητη τρυφερότητα, και η Πάιπερ πίστευε ότι ο ίδιος ποτέ δεν την είχε αντιληφθεί. «Φύγε μακριά μου.
Περάσαμε όμορφες στιγμές και δε θα ’θελα να τις χαλάσω πληγώνοντάς σε».
«Είναι πολύ αργά».
«Έτσι νομίζεις. Όμως ο πόνος που ένιωσες όλα αυτά τα χρόνια δε συγκρίνεται μ’ αυτόν που μπορώ να σου προκαλέσω τώρα», την προειδοποίησε.
Η Πάιπερ πάλεψε το ζοφερό σκοτάδι των αναμνήσεων που την κατέκλυζαν. Ένιωθε πως τίποτα δεν ήταν πιο τρομερό απ’ αυτό. Πισωπάτησε και τον
κοίταξε. «Ούτε που φαντάζεσαι πόσο λάθος κάνεις».
Μια αποφασιστικότητα γεμάτη σκληράδα σκίασε τα χαρακτηριστικά του. «Μη με προκαλείς, γιατί θα χάσεις. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, εγώ θα
πάρω αυτό που θέλω».
«Αυτό θα το δούμε».
Ο Γκίντεον την άφησε να φύγει. «Δεν μπορείς να νικήσεις, Πάι-περ. Δεν έχεις χρήματα για να συντηρηθείς όσο θα δουλεύεις για μένα και δε θα έχεις χρόνο
για να κερδίσεις αυτό το ποσό. Από αύριο θα ξεκινήσεις την πρώτη σου επιχείρηση καταστροφής. Μπορείς βέβαια να δώσεις ένα τέλος σ’ όλα αυτά και να μ’
αφήσεις να τα βρω με τον αδερφό σου».
«Αποκλείεται».
«Πώς θ’ αντιδράσει ο Σπένσερ, όταν ανακαλύψει ότι ανακατεύεσαι στις δουλειές του;»
«Όχι και πολύ καλά», παραδέχτηκε η Πάιπερ. Η ματιά της έπεσε στα ψηλοτάκουνα παπούτσια της δίπλα στον καναπέ και διέσχισε το δωμάτιο για να πάει
να τα φορέσει. Για κάποιον περίεργο λόγο, οι πόντοι που της πρόσθεταν τόνωσαν το ηθικό της. «Όμως θα του εξηγήσω και θα καταλάβει».
«Εγώ πάλι νομίζω ότι ο Σπένσερ θα το πάρει άσχημα».
«Όχι πιο άσχημα από σένα· δε θα ’χει βέβαια και περισσότερες επιλογές». Κατάφερε να του χαμογελάσει. «Μάλλον θα πρέπει και οι δυο σας να το πάρετε
απόφαση».
«Ή θα πρέπει εσύ να πάρεις απόφαση ότι θα μας ανέχεσαι για όσο θα διαπραγματευόμαστε. Γιατί, μόλις πιάσω τον Σπένσερ, αυτό ακριβώς θ’ αρχίσουμε να
κάνουμε».
Άρα δεν της έμενε και πολύς χρόνος. Ευτυχώς, ο αδερφός της έλειπε στην Καλιφόρνια, προσπαθώντας να προσελκύσει επενδυτές που θα ενδιαφέρονταν
για το μύλο και την αναζωογόνηση της περιοχής. Αλλά δε θα έμενε εκεί για πολύ ακόμα. Δύο, τρεις εβδομάδες το πολύ. Αν ως τότε δεν είχε βρει κάποια
λύση, μπορεί το σχέδιο του Γκίντεον για εκδίκηση να πετύχαινε. Η Πάιπερ εντόπισε το σουτιέν της, που βρισκόταν πεταμένο στον καναπέ. Έσπευσε να το
αρπάξει και το έχωσε στη θήκη της μηχανής της. Έπρεπε με κάθε τρόπο να ξαναβρεί τον άντρα που ήξερε κάποτε και να τον ελευθερώσει· όποιο κι αν ήταν
το κόστος.
«Σ’ ευχαριστώ για την προειδοποίηση». Μάζεψε τα πράγματά της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Πριν βγει έξω, στράφηκε προς το μέρος του. «Άκου
τώρα και τη δική μου προειδοποίηση. Δε σκοπεύω να τα παρατήσω. Είσαι δεμένος μαζί μου, είτε το θέλεις είτε όχι. Και πρόκειται να γίνουν αρκετές αλλαγές
εδώ μέσα. Να είσαι λοιπόν έτοιμος».
Ήταν καλή δήλωση για μια αξιοπρεπή έξοδο. Η Πάιπερ αναστέναξε αυθόρμητα. Δηλαδή η δήλωσή της θα ήταν ακόμα καλύτερη, αν δε χρειαζόταν τη
βοήθεια του Γκίντεον για ν’ ανοίξει τη βαριά διπλή πόρτα. Όμως τι άλλο να γινόταν; Αν μη τι άλλο, τον άφηνε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. Κάτι ήταν κι
αυτό...

***

«Λοιπόν, πού πάμε;» τον ρώτησε η Πάιπερ.


Ο Γκίντεον οδηγούσε κάνοντας ελιγμούς στους δρόμους του Ντένβερ. Της έριξε μια βιαστική ματιά. Πάντα τον εντυπωσίαζε το πόσο πρόσχαρη παρέμενε,
κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Μετά από τη χτεσινοβραδινή τους συζήτηση, περίμενε ότι η συμπεριφορά της θα ήταν κάπως εχθρική. Όμως η Πάιπερ
έλαμπε μέσα στα κίτρινα και το βλέμμα της θύμιζε καταγάλανο ουρανό. Ο Γκίντεον έτριξε τα δόντια του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πως ήθελε
να σκίσει το κίτρινο ύφασμα και να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να δει το βλέμμα της να σκιάζεται από πάθος.
Ανάθεμα! Έσφιξε τα χέρια του στο τιμόνι. Δε θα την άφηνε να τον αποσπά μ’ αυτό τον τρόπο. Η αρχειοθέτηση. Αυτό ήταν. Θα την έστελνε στο τμήμα
αρχειοθέτησης του λογιστηρίου. Ίσως έτσι να σταματούσε να βασανίζεται και να τη φαντάζεται ξαπλωμένη στον καναπέ, μ’ ένα κομμάτι δαντέλα μόνο ν’
αγκαλιάζει τους γοφούς της. Έπειτα θα ξεφορτωνόταν και τον καταραμένο τον καναπέ. Και μετά, για να είναι σίγουρος, θα...
«Γκίντεον; Άκουσες τι σε ρώτησα; Πού πηγαίνουμε;»
Του ξέφυγε μια βρισιά. Μετά, σίγουρα έπρεπε να πάει σε κάποιο γιατρό, για να του πει επιτέλους τι ακριβώς είχε πάθει. Ποτέ του δεν είχε πρόβλημα
συγκέντρωσης... Τουλάχιστον όχι μέχρι να εμφανιστεί η Πάιπερ. «Θέλω να ρίξω μια ματιά σε μια εταιρεία που περνάει κρίση, για να δω αν υπάρχει κάτι που
να αξίζει να περισώσω».
Το πρόσωπό της έλαμψε ακούγοντας τα λόγια του. «Να περισώσεις; Ωραία».
«Να περισώσω σημαίνει να διαλύσω και να ξαναπουλήσω για να κερδίσω απ’ αυτό».
Το χαμόγελό της αντικαταστάθηκε από μια γκριμάτσα εκνευρισμού. «Σκοπεύεις να τους καταστρέψεις;»
Ο Γκίντεον ανασήκωσε τους ώμους. «Να τους καταστρέψω, να τους διαλύσω, να τους εξουδετερώσω... όπως θες πες το».
«Καλά, δε σε κουράζει αυτό; Δε νιώθεις ποτέ την ανάγκη να χτίσεις κάτι αντί να γκρεμίσεις;»
Την κοίταξε ειρωνικά. «Καμιά φορά. Αλλά ξαπλώνω και μου περνάει».
«Πολύ αστείο». Το βλέμμα της φανέρωνε όλη τη δυσαρέσκειά της, κι όσο κι αν εκείνος ήθελε να συνεχίσει να την ειρωνεύεται για την αποδοκιμασία της,
το χαμόγελό του έσβησε. Η Πάιπερ είχε τον τρόπο να ταράζει τη συνείδησή του. Περίεργο, θα έπαιρνε όρκο ότι δεν του είχε απομείνει πια ούτε ίχνος
συνείδησης. «Τι εταιρεία είναι αυτή;» τον ρώτησε.
«Είναι ένα μικρό θέρετρο για σκι κοντά στην πόλη Χάπι. Η επιχείρηση λειτουργεί εδώ και δύο γενιές περίπου, αλλά τα τελευταία χρόνια πρέπει ν’
αντιμετωπίσει σκληρό ανταγωνισμό από άλλες, μεγαλύτερες μονάδες που βρίσκονται τριγύρω».
«Στη Χάπι δεν είναι και τα κεντρικά γραφεία των χρυσοχόων;»
«Ναι».
«Θα τους επισκεφτείς κι αυτούς;»
«Το έχω κάνει εδώ και μήνες. Γιατί;»
«Απλώς, αναρωτιόμουν».
Κάτι στον τόνο της φωνής της του κίνησε υποψίες. «Άκου, Πάι-περ. Αυτή τη στιγμή προσπαθώ να αποκτήσω το θέρετρο των Τάι-λερ. Αν αναμειχτείς με
οποιονδήποτε τρόπο στις διαπραγματεύσεις, θα το μετανιώσεις. Έγινα σαφής;»
«Απολύτως».
Ήταν ανυποχώρητος. Όχι δηλαδή ότι εκείνη θα υποχωρούσε. Ο τόνος της φωνής της παρέμενε ψύχραιμος κι επαγγελματικός. Αλλά, όπως έβγαλε ξαφνικά
τη μηχανή της κι άρχισε να τραβά με αποφασιστικότητα μια σειρά φωτογραφίες, έγινε φανερό ότι δεν αισθανόταν και τόσο αμερόληπτη.
«Πώς θα τις ονομάσεις αυτές;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Ο Άκαρδος Χαρτ;»
«Μπα, σκεφτόμουν να πω: ‘‘Η Κούρσα του Διαβόλου’’».
«Καλό ακούγεται».
«Έτσι νομίζω κι εγώ».
Εκείνος περίμενε για λίγο. «Εδώ μιλάμε για δουλειά, Πάιπερ», της είπε τελικά.
«Όχι», τον διόρθωσε. «Μιλάμε για ανθρώπινες ζωές. Καταλαβαίνω την επιθυμία σου να εκδικηθείς εμένα και τον Σπένσερ. Αλλά ο Ράμσεϊ κι ο Φένζερ τι
σου έχουν κάνει;»
«Πάλι αυτή η εμμονή σου με την επίπλωση του γραφείου μου;»
«Ναι».
Ήταν βέβαιο ότι θα ξεφορτωνόταν τον καναπέ· προτού κάποιος την ενημέρωνε για το πώς είχε βρεθεί στην κατοχή του. «Όλοι αυτοί καταστράφηκαν από
μόνοι τους».
«Εσύ όμως θα μπορούσες να τους έχεις βοηθήσει. Κι αυτό ίσως να έκανε τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και χρεοκοπίας».
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι. «Προσφέροντάς τους βοήθεια θα μπορούσα να έχω καταστραφεί κι εγώ μαζί τους».
«Καμιά φορά χρειάζεται να ρισκάρεις για να κάνεις το σωστό».
Κάτι στη φωνή της άφηνε να εννοηθεί ότι μιλούσε από προσωπική εμπειρία. Εννοούσε άραγε το ότι πρόσφερε τον εαυτό της ως αντίτιμο για το δάνειο του
Σπένσερ; Εκείνος δεν μπορούσε να φανταστεί κάτι άλλο, κάτι που να είχε σχέση με την ημέρα που κάηκε ο μύλος. Κανείς δεν είχε κάνει το σωστό εκείνη την
ημέρα.
«Ξέρω τι πας να κάνεις, αστεράκι», της είπε μαλακά. «Αλλά δεν πρόκειται να βγάλεις κάτι. Είμαι αυτός που είμαι. Κι είναι καλύτερα ν’ απομακρυνθείς παρά
να φθείρεις τον εαυτό σου παλεύοντας ενάντια στο αναπόφευκτο».
«Αυτό όμως θα σήμαινε ότι σ’ έχω ξεγράψει». Τον χτύπησε καθησυχαστικά στο γόνατο κι εκείνος λίγο έλειψε να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου. «Κι
εγώ δεν είμαι έτοιμη να το κάνω αυτό».
Ήταν εντελώς ηλίθιος. «Έπρεπε να την είχε πετάξει έξω από την πρώτη στιγμή που είχε εμφανιστεί. Αφού δεν το έκανε, θα ’πρεπε να τη στριμώξει σε
κάποιο ξεχασμένο τμήμα της εταιρείας, έτσι ώστε να μην την έβλεπε σε καθημερινή βάση. Στο λογιστήριο, αυτό ήταν. Ίσως όμως να ήταν καλύτερα να την
έχει κοντά του, για να την προσέχει. Έτσι θα ήταν σίγουρος ότι δε θα του δημιουργούσε προβλήματα. «Στο πίσω κάθισμα υπάρχει ένας φάκελος. Φέρ’ τον
εδώ».
«Μάλιστα, κύριε».
Το ύφος του είχε ακουστεί πιο προστακτικό απ’ όσο ήθελε πραγματικά, κι έτσι σκόπιμα άλλαξε τον τόνο της φωνής του. «Κάνε μου τη χάρη και ρίξ’ του
μια ματιά».
Έτσι ήταν καλύτερα. Αντί για λυσσασμένη τίγρη ακουγόταν τώρα σαν τίγρη που είχε πιαστεί σε παγίδα. Τρομερή βελτίωση. Την κοίταξε για να καταλάβει
αν είχε εκτιμήσει τη διαφορά και ξαφνικά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τη μηχανή της. Πώς είχε καταφέρει να μη χάσει ξανά την ψυχραιμία του κατά τη
διάρκεια της διαδρομής, ένας Θεός το ήξερε! Όχι δηλαδή ότι η Πάιπερ εκτίμησε αυτή του την προσπάθεια.
Αφού ολοκλήρωσε την ανάγνωση του φακέλου, τον έκλεισε με δύναμη και στράφηκε έξαλλη να τον κοιτάξει. «Σκοπεύεις να καταστρέψεις μια οικογένεια;
Το έργο που χτίστηκε με τον ιδρώτα, τα δάκρυα και το αίμα τεσσάρων γενεών;»
Ο Γκίντεον έσφιξε τα δόντια του. Η Πάιπερ έτρεμε από αγανάκτηση κι αυτό σήμαινε ότι του έμενε μόνο μία επιλογή· να περάσει στην άμυνα. Ήταν μια
αντίδραση απολύτως φυσιολογική. Και με κανένα τρόπο δε σήμαινε ότι εκείνος είχε το άδικο. «Ναι, το σκέφτομαι σοβαρά».
«Πώς μπορεί να σου περνάει απ’ το μυαλό κάτι τέτοιο; Οι Τάι-λερ είναι μία από τις οικογένειες που ίδρυσαν την πόλη. Διέσχισαν όλη τη χώρα με κάρα.
Έφτιαξαν από την αρχή τη ζωή τους, βασιζόμενοι μόνο στη γη που πατούσαν».
«Ανθρακωρύχοι ήταν. Και τα κατάφερναν μια χαρά για ένα διάστημα. Εγώ φταίω που δεν αξιοποίησαν σωστά τα χρήματά τους;»
«Οι φιλανθρωπίες που έκαναν ήταν λανθασμένη αξιοποίηση των χρημάτων τους; Ακόμα κι όταν έκλεισε το ανθρακωρυχείο, εκείνοι φάνηκαν αρκετά
δημιουργικοί, ώστε να ξεκινήσουν κάτι καινούριο. Ένα χειμερινό θέρετρο για σκι ήταν φοβερή καινοτομία εκείνο τον καιρό».
«Ε, τώρα η νέα τους ιδέα δε λειτουργεί. Δεν έχουν και πολλές επιλογές. Απλώς δεν το έχουν συνειδητοποιήσει ακόμα».
«Είμαι σίγουρη ότι θα κάνεις ό,τι μπορείς για να τους κάνεις να το καταλάβουν».
Α, μα αυτή σκοπεύει να με τρελάνει τελείως! σκέφτηκε ο Γκίντεον. Και μέχρι στιγμής τα καταφέρνει περίφημα... «Δε θα κάνω τίποτα, μέχρι να αποφασίσω
αν θέλω να εξαγοράσω την επιχείρηση ή όχι. Μπορεί να μην αξίζει τόσα όσα αυτά που χρωστάνε στην τράπεζα».
«Κι αν αξίζει;»
«Τότε, θα τους κάνω την προσφορά μου απόψε το βράδυ».
«Απόψε;»
Την κοίταξε εξεταστικά και κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε να το σκέφτεσαι. Δεν είσαι καλεσμένη στο δείπνο».
«Ανησυχείς για το τι μπορεί να κάνω;»
«Η παρέμβασή σου δε θ’ άλλαζε τίποτα. Απλώς θα έκανε την κατάσταση δυσκολότερη απ’ όσο χρειάζεται».
Η Πάιπερ δεν έκανε άλλο σχόλιο μέχρι που έφτασαν στο θέρετρο. Αυτό που δεν είχε προβλέψει ο Γκίντεον ήταν τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της
όταν βρέθηκε έξω από το σαλέ που στόλιζε τη βουνοπλαγιά. Για κάποιον περίεργο λόγο, τα δάκρυα αυτά τον επηρέασαν περισσότερο απ’ οτιδήποτε του είχε
πει μέχρι τώρα.
«Είναι πανέμορφο», ψιθύρισε εκείνη. «Γι’ αυτό και τέσσερις γενιές των Τάιλερ επέλεξαν να ζήσουν εδώ. Αν είχα γεννηθεί εδώ, ούτε κι εγώ θα ’θελα να
φύγω».
Ανίκανος να συγκρατηθεί, ο Γκίντεον πέρασε το μπράτσο γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του. «Σου θυμίζει το μύλο σας, ε;»
Εκείνη προσπάθησε πολύ για να συγκρατήσει ένα λυγμό και να ηρεμήσει. «Ο μύλος μας ξεπεράστηκε, όπως και το θέρετρο των Τάιλερ. Η ιδέα του
Σπένσερ να τον αναστηλώσει και να τον μετατρέψει σε τουριστικό αξιοθέατο ήταν καλή και θα είχε αντίκτυπο σ’ ολόκληρη την πόλη. Είναι κρίμα που κι
αυτοί εδώ οι άνθρωποι δε σκέφτηκαν κάτι παρόμοιο».
«Δε νομίζω ότι μπορεί να γίνει αυτό. Δεν έχουν αρκετά χρήματα για ν’ ανταγωνιστούν τις μεγαλύτερες μονάδες της περιοχής. Αλλά στοιχηματίζω ότι με
μια καλή ανακαίνιση αυτό το μέρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε χειμερινό καταφύγιο για αστέρες του Χόλιγουντ».
Η Πάιπερ κούνησε διστακτικά το κεφάλι της. «Ή για κάποιον που έχει βγάλει του κόσμου τα λεφτά από το χρηματιστήριο και θέλει να ξοδέψει μερικά
εκατομμυριάκια».
«Καλή ιδέα».
Εκείνη αναστέναξε βαθιά και ο Γκίντεον επιστράτευσε όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην παρασυρθεί και τη φιλήσει. Δεν είχαν χαθεί όλα.
Τουλάχιστον, όχι ακόμα. Αν της έδινε μόνο ένα φιλί, το κίτρινο φορεματάκι της θα γινόταν τελικά πράσινο ξαπλώνοντας στο γρασίδι. Έτσι, την άφησε και
κατευθύνθηκε προς το αμάξι.
«Λοιπόν, τι γίνεται τώρα;» τον ρώτησε.
Της άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού. «Τώρα επιστρέφουμε στο Ντένβερ, κάνουμε την έρευνα και τους υπολογισμούς μας και παίρνουμε μια απόφαση».
«Και μετά;»
«Μετά θα κάνω στους Τάιλερ μια προσφορά που καλά θα κάνουν να μην απορρίψουν».
«Εκτός αν τους έρθει κάποια καλύτερη ιδέα», ψιθύρισε η Πάιπερ.
Ο Γκίντεον μόρφασε. Τώρα αυτό γιατί ακούγεται σαν προειδοποίηση; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Και γιατί είχε ένα προαίσθημα ότι εκείνη θα έβρισκε τρόπο να
πραγματοποιήσει την απειλή της; Κούνησε το κεφάλι του. Αυτή ήταν η τιμωρία του, που είχε φανεί τόσο υποχωρητικός και την είχε αφήσει να μείνει. Την
επόμενη φορά που θα προσπαθούσε να τον στρέψει προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση που ο ίδιος δε θα ήθελε να πάρει, θα πατούσε πόδι. Απλά θα της
έλεγε όχι.
Βέβαια. Αυτό σίγουρα θα λειτουργούσε.
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 5

«Δε νομίζω ότι έχεις άλλη επιλογή, Μπιλ», εξήγησε υπομονετικά ο Γκίντεον. «Ή θα πουλήσεις ή θα κηρύξεις πτώχευση. Τουλάχιστον, αν πουλήσεις, θα
έχεις κι ένα μικρό κέρδος».
«Η τράπεζα...»
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του. «Συγνώμη που σ’ το λέω, αλλά η τράπεζα δεν πρόκειται να βοηθήσει. Αυτοί θέλουν τα λεφτά τους και τα θέλουν τώρα.
Έτσι, εγώ είμαι ο μόνος που μπορεί να σε βγάλει από τη δύσκολη θέση».
Ο Μπιλ έσφιξε τα χείλη. «Θα εξαγοράσεις την οφειλή μας από την τράπεζα, σωστά;»
«Ναι».
«Έχουμε ακούσει διάφορα για σένα, Χαρτ», τους διέκοψε ο γιος του Τάιλερ. «Και τίποτα απ’ αυτά δεν είναι καλό».
Ο Τζάρετ διέθετε όλο το πάθος της νιότης που δεν μπορούσε και να το ελέγξει. Αναμφίβολα ο χρόνος και μερικά γερά χτυπήματα θα διόρθωναν το
πρόβλημα. Ειδάλλως το παιδί θα τα ’βρισκε σκούρα. Ο Γκίντεον θα μπορούσε να του διηγηθεί μερικά από τα πιο σκληρά μαθήματα που είχε πάρει όσο
ζούσε στο Ολντ Μιλ, αλλά δε θα είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ορισμένα πράγματα πρέπει να τα ζήσεις ο ίδιος.
«Έχεις φτάσει στον πάτο», συνέχισε ο Γκίντεον απευθυνόμενος στον πατέρα του. «Δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα κι αυτή τη σεζόν. Οι εναλλακτικές σου
λύσεις είναι περιορισμένες».
Ο Τζάρετ έσπρωξε το πιάτο του στη μέση του τραπεζιού. «Εννοείς ότι, αν δεν πουλήσουμε την επιχείρηση, θα μας αναγκάσεις να κηρύξουμε πτώχευση.
Άκου να σου πω, τις απειλές σου να τις βάλεις...»
Το τέλος της πρότασης πνίγηκε από τον ήχο του κουδουνιού. Βέβαια ο Γκίντεον είχε καταλάβει τι ήθελε να του πει ο Τζάρετ. Αυτή την έκφραση την είχε
ακούσει κι άλλες φορές και σίγουρα θα την άκουγε και στο μέλλον. Προσπάθησε να μη χαμογελάσει, καθώς ήξερε πως, αν το έκανε, δε θα άρεσε σε
κανέναν. «Με συγχωρείτε ένα λεπτό», τους είπε ευγενικά.
Με δεδομένο ότι το διαμέρισμά του βρισκόταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου που είχε και τα γραφεία του, οι ξαφνικοί επισκέπτες ήταν σπάνιοι. Οι
φύλακες δεν άφηναν κανέναν να περάσει χωρίς να τον ειδοποιήσουν. Άρα υπήρχαν δύο πιθανότητες: ή ο επισκέπτης ήταν μία από τις δύο αδερφές του ή...
«Γεια σου, Γκίντεον. Δε θα με βοηθήσεις;» Η Πάιπερ εμφανίστηκε κεφάτη. «Μπορείς να πάρεις καμιά τσάντα; Οι φύλακες ήταν πολύ ευγενικοί· μ’ άφησαν
να τα κουβαλήσω όλα αυτά εδώ, αλλά έπρεπε να επιστρέψουν στο πόστο τους. Τους είπα λοιπόν ότι θα τα μεταφέρουμε μαζί».
«Θα τα μεταφέρουμε;» Ο Γκίντεον κοίταξε έξω στο διάδρομο. Μισή ντουζίνα βαλίτσες, καμιά δεκαριά κουτιά και μια περίεργη συλλογή από πλαστικές και
χάρτινες τσάντες ήταν σκορπισμένα έξω από το διαμέρισμά του. «Τι διάολο γίνεται εδώ, Πάιπερ;»
«Δε φαίνεται; Μετακομίζω». Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα που οδηγούσε στο καθιστικό. «Αχ, ξέχασα ότι θα είχες παρέα απόψε».
Εκείνος έτριξε τα δόντια του. Η Πάιπερ Μοντγκόμερι ήταν η μεγαλύτερη ψεύτρα που είχε γνωρίσει ποτέ. «Ήξερες πολύ καλά...»
Εκείνη τον αγνόησε και πλησίασε τους φιλοξενούμενους απλώνοντας το χέρι της. «Θα πρέπει να είστε ο Μπιλ Τάιλερ». Η χειραψία της είχε μια ζεστασιά
και μια αμεσότητα που πάντοτε ζήλευε ο Γκίντεον. «Πολύ χαίρομαι που σας γνωρίζω. Είμαι η Πάιπερ Μοντγκόμερι».
Ο Μπιλ την κοίταξε εξεταστικά και με εμφανή καχυποψία, προτού ανταποκριθεί στη χειραψία της. «Είστε η σύζυγος του κυρίου Χαρτ».
Εκείνη γέλασε καλόκαρδα. «Ω, όχι».
Αμέσως μετά έδωσε το χέρι της στον Τζάρετ. Εκείνος δίστασε ακόμα περισσότερο από τον πατέρα του, κοιτάζοντάς τη με ολοφάνερη έχθρα. Για μια
στιγμή, ο Γκίντεον νόμισε ότι θ’ αναγκαζόταν να την υπερασπιστεί, κάτι που θα προτιμούσε ν’ αποφύγει. Ευτυχώς ο νεαρός δε βιάστηκε να πει κάτι αγενές,
αν και ανταποκρίθηκε απρόθυμα.
Η Πάιπερ στράφηκε στον Μπιλ και του χάρισε το πιο λαμπερό της χαμόγελο. «Δεν είμαι σύζυγός του. Δυστυχώς είμαι κάτι πολύ χειρότερο. Είμαι η
αποπληρωμή μιας πίστωσής του». Κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της τον Γκίντεον με πονηριά. «Σωστά δεν το έθεσα;»
Εκείνος έκλεισε τα μάτια κι έβρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του.
«Μάλλον όχι».
Η καχυποψία του Τάιλερ μετατράπηκε σε απορία. «Παρακαλώ; Η αποπληρωμή είπατε;»
Η Πάιπερ βολεύτηκε στην καρέκλα που βρισκόταν κοντά του. «Ακριβώς. Ενός δανείου που είχε πάρει ο αδερφός μου».
Ο Τάιλερ κούνησε το κεφάλι. «Με συγχωρείτε. Δυσκολεύομαι να σας καταλάβω».
«Μα είναι απλό. Βλέπετε, ο Σπένσερ, ο αδερφός μου, είχε δανειστεί κάποια χρήματα· όχι από τον Γκίντεον, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Έπρεπε λοιπόν
είτε να πληρώσει το χρέος του, είτε να του προσφέρει ένα αντίτιμο ίσης αξίας». Κοίταξε με λαιμαργία στο τραπέζι της τραπεζαρίας. «Έχω πεθάνει της πείνας.
Θα σας πείραζε αν έτρωγα λίγα απ’ αυτά τα καροτάκια;»
«Πάιπερ...» Ο Γκίντεον με δυσκολία την προειδοποίησε να σταματήσει. Αλλά μήπως τον άκουγε ποτέ; Γιατί την αποψινή βραδιά να γινόταν κάποια
εξαίρεση;
«Δεν μπορείς να μου προσφέρεις μερικά καροτάκια;» Η διαμαρτυρία της φάνηκε να έπεισε τους Τάιλερ. Διαισθανόταν την ευνοϊκή διάθεση των ανθρώπων
απέναντί της. «Δεν έχω φάει για βράδυ», τους εξομολογήθηκε. «Δεν είχα χρήματα, δηλαδή. Όταν γίνεσαι αντίτιμο δανείου, το πορτοφόλι σου υποφέρει».
Ο Μπιλ κοίταζε μία την Πάιπερ και μία τον Γκίντεον. «Μα αυτό είναι παράλογο. Πώς γίνεται να είσαι εσύ το αντίτιμο ενός δανείου του αδερφού σου;»
Ο Γκίντεον απελπίστηκε. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, στηρίχτηκε στην πόρτα και περίμενε μοιρολατρικά να δει πώς η Πάιπερ θα τίναζε στον αέρα
μια ολόκληρη επαγγελματική συμφωνία. «Έλα, αστεράκι. Πες τους ότι είμαι ένα ασυνείδητο κάθαρμα. Θα το πιστέψουν, σου το εγγυώμαι».
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Εντάξει». Πήρε ένα καρότο από το μπολ και το δάγκωσε. «Για να είμαι ειλικρινής, αυτό ήταν δική μου ιδέα. Εγώ
προσφέρθηκα να γίνω το αντίτιμο του δανείου».
Ο Τζάρετ πετάχτηκε πάνω. «Προσφέρθηκες; Να... να του δοθείς, εννοείς;» Την κοίταξε με τρόμο. «Γιατί να κάνεις κάτι τέτοιο;»
«Να του δοθώ;» Η Πάιπερ κοκκίνισε ελαφρά και ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του με θαυμασμό. Πώς το κάνουν αυτό οι γυναίκες; αναρωτήθηκε. Θα
πρέπει να είναι γενετικά προγραμματισμένες. «Μα όχι, δεν κατάλαβες. Δεν είμαι τέτοιου είδους αντίτιμο».
Ήταν η σειρά του Τζάρετ να κοκκινίσει. «Τότε;»
Η Πάιπερ κοίταξε το περιεχόμενο του πιάτου δίπλα της και αρκέστηκε σε μια χούφτα ελιές. «Ο αδερφός μου, βλέπετε, χρειάζεται ένα χρόνο ακόμα για να
ολοκληρώσει τις εργασίες στο μύλο του. Γι’ αυτό ήθελε τα χρήματα. Για να ανακαινίσει το μύλο και μερικά κτίσματα του περασμένου αιώνα που μας
ανήκουν. Σκοπεύει να τα μετατρέψει σε τουριστικά αξιοθέατα και να γλιτώσει την πόλη μας από την οικονομική καταστροφή. Έτσι, θα μπορέσει να
ξεπληρώσει το χρέος του στον Γκίντεον».
Ο Τάιλερ φάνηκε να ενδιαφέρεται. «Καλή ιδέα».
«Κι εγώ έτσι πίστευα. Αλλά όταν ο Γκίντεον εξαγόρασε το χρέος μας...»
«Κάτι μου θυμίζει αυτό», μουρμούρισε ο Τζάρετ.
«Τα ίδια κι εσείς;» ρώτησε συμπονετικά εκείνη.
Ο Τάιλερ έκανε μια γκριμάτσα. «Έτσι φαίνεται».
«Τέλος πάντων. Ο Γκίντεον θέλει τώρα τα χρήματά του, δεν μπορεί να περιμένει άλλον ένα χρόνο. Εγώ, λοιπόν, σκέφτηκα έναν τρόπο για να ικανοποιηθεί
η απαίτησή του, χωρίς ο Σπένσερ να χάσει το μύλο του».
«Έτσι, για τα πρακτικά, δηλώνω ότι προσωπικά δεν είμαι καθόλου ικανοποιημένος», ανακοίνωσε ο Γκίντεον.
Η Πάιπερ έγειρε προς τους Τάιλερ. «Οφείλεται στο ότι δεν ικανοποιείται με τίποτα».
«Όχι και με τίποτα!» Ο Γκίντεον την κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα που προμήνυε εκδίκηση. «Έχω να κάνω κάποιες προτάσεις που θα μου εξασφάλιζαν πλήρη
ικανοποίηση».
Με μια δραματική χειρονομία, η Πάιπερ σταύρωσε τα χέρια της. «Βλέπετε τι εννοώ;» τους είπε. «Πώς πρέπει ν’ αντιδράσω εγώ σ’ ένα τέτοιο σχόλιο;»
«Δεν ξέρω τι να πω, γλυκιά μου». Ο Μπιλ έσμιξε τα φρύδια του σκεφτικός. «Είσαι σίγουρη ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη εναλλακτική;»
Η Πάιπερ αναστέναξε βαθιά. «Είναι για ένα χρόνο μόνο. Πόσο χάλια μπορεί να γίνουν τα πράγματα;» δήλωσε θαρρετά. «Βέβαια, όλα μου τα χρήματα θα
πηγαίνουν στην αποπληρωμή του δανείου. Γι’ αυτό είμαι εδώ τώρα. Αυτά που έχω δε μου φτάνουν για να συντηρηθώ. Ή θα μετακομίσω στο σπίτι του
Γκίντεον ή θα πρέπει να βρω ένα βολικό μέρος σε κάποιο ήσυχο δρόμο για να κοιμηθώ».
Ο Μπιλ τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. «Χριστέ μου!»
Η Πάιπερ άρχισε και πάλι να τσιμπά φαγητό από το πιάτο του Γκίντεον, υποστηρίζοντας πλήρως την εικόνα του φτωχού, πεινασμένου αδέσποτου. Ο
Γκίντεον σίγουρα θα τη χειροκροτούσε, αν δε φοβόταν ότι μπορεί και να τον αποκεφάλιζαν. «Σκέφτηκα ότι, αφού κρατάει όλα μου τα χρήματα, θα πρέπει να
κρατήσει κι εμένα».
«Μισό λεπτό», τη διέκοψε ο Τζάρετ. «Πώς μπορεί να κρατάει όλα σου τα χρήματα χωρίς τη συγκατάθεσή σου;»
Κάρφωσε πάνω του τα μεγάλα μάτια της. «Δε σας είπα;» τον ρώτησε με προσποιητή αλλά πειστική αθωότητα. «Είμαι υποχρεωμένη να δουλέψω για κείνον,
μέχρις ότου ξεχρεωθεί το δάνειο. Είναι το αφεντικό μου. Λέει στο λογιστή να κρατήσει όλα τα χρήματά μου... κι αυτός υπακούει».
Ο Μπιλ σηκώθηκε όρθιος. «Χαρτ, αυτό είναι απαράδεκτο. Είχα ακούσει πολλές φήμες για σένα. Αλλά δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα ήσουν τόσο
διεφθαρμένος».
Ο Γκίντεον έσκυψε το κεφάλι του. «Όπως τα λες. Είμαι διεφθαρμένος ως το μεδούλι».
«Είναι κρίμα». Η Πάιπερ τσίμπησε άλλο ένα κομμάτι κοτόπουλο από το πιάτο του. «Να φανταστείτε ότι κάποτε ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος στον κόσμο».
«Νομίζω ότι το “γλυκός’’ είναι κάπως υπερβολικό, αστεράκι».
«Γλυκός», επέμεινε η Πάιπερ. Έβαλε κρασί σ’ ένα ποτήρι και το πρόσφερε στον Μπιλ. «Είναι μια θλιβερή ιστορία. Θέλετε να σας τη διηγηθώ;»
Ο Γκίντεον σφίχτηκε. «Μην τολμήσεις».
Ο Τάιλερ πήρε το ποτήρι με το πανάκριβο κρασί και ρούφηξε μεμιάς το μισό. Έπειτα σωριάστηκε με θόρυβο στο κάθισμα δίπλα της. «Και βέβαια θα
τολμήσει, Χαρτ. Έλα, Τζάρετ. Θέλω να τ’ ακούσεις κι εσύ αυτό. Να δεις πώς ένας άνθρωπος μπορεί να πάρει τον κακό δρόμο».
«Θαύμα», μουρμούρισε ο Γκίντεον. «Η ιστορία μου θα γίνει παράδειγμα προς αποφυγήν».
Ο Τάιλερ του έκανε νόημα να σωπάσει και στράφηκε στην Πάιπερ. «Για πες μας, λοιπόν, τι συνέβη. Θέλω πολύ να μάθω».
Πήρε κι εκείνη ένα ποτήρι κρασί και ήπιε μια γουλιά, δείχνοντας να το απολαμβάνει ιδιαίτερα. «Μπράβο, Γκίντεον, καλή επιλογή».
«Χαίρομαι που εγκρίνεις. Θα μεταβιβάσω τα σχόλιά σου στον παραγωγό».
Η Πάιπερ έπνιξε ένα χαμόγελο και αγνόησε το σχόλιό του, στρέφοντας όλη της την προσοχή στον Τάιλερ. «Όλ’ αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, όταν ο
Γκίντεον δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από το γιο σας». Τράβηξε κοντά της το πιάτο του και πήρε λίγο ακόμα από το κοτόπουλό του. «Κατηγορήθηκε τότε για
ένα φριχτό έγκλημα. Εμπρησμό, για να ’μαι ακριβής».
«Εμπρησμό!»
«Φυσικά ήταν αθώος», βιάστηκε να διευκρινίσει εκείνη. «Αλλά αυτή η ιστορία κατέστρεψε ολοκληρωτικά τη φήμη του».
«Τον κατέστρεψε, ε;»
«Ναι, μετά από πολλά χρόνια σκληρής δουλειάς».
«Τι θλιβερό!» παρατήρησε ο Γκίντεον ειρωνικά. Μα δεν το καταλαβαίνουν ότι δραματοποιεί υπερβολικά τα γεγονότα; αναρωτήθηκε. «Πάιπερ...»
Με τη διακοπή του κέρδισε μόνο μια θυμωμένη ματιά. «Δικιά μου είναι η ιστορία, Γκίντεον. Θα την πω όπως θέλω εγώ».
«Άσε την κοπέλα να μιλήσει», συμφώνησε ο Τάιλερ. «Δεν υπάρχει λόγος να διαφωνείτε για ασήμαντες λεπτομέρειες.
»Αφού λέει ότι καταστράφηκες, ποιος είσαι εσύ που θα διαφωνήσεις;»
«Ίσως αυτός που έζησε από πρώτο χέρι τα γεγονότα», παρατήρησε ξερά ο Γκίντεον.
«Οι πρωταγωνιστές μιας ιστορίας δεν είναι πάντα οι πιο αντικειμενικοί κριτές», είπε η Πάιπερ.
«Πολύ σωστά», συμφώνησε ο Τάιλερ.
Για να γιορτάσει τη συμφωνία τους, εκείνη του ξαναγέμισε το ποτήρι. «Μέχρι τότε, ο Γκίντεον είχε περάσει τη ζωή του φροντίζοντας τη μητέρα και τις
αδερφές του. Ήταν έξι. Το φαντάζεστε; Τις συντηρούσε και δούλευε σαν σκυλί, προσπαθώντας ν’ αποδείξει την αξία του». Σώπασε για να εξετάσει το
μπρόκολο που στόλιζε το πιάτο της. Τελικά το τίμησε κι αυτό, αν και με λιγότερο ενθουσιασμό απ’ ό,τι το κοτόπουλο. «Και δε φρόντιζε μόνο την οικογένειά
του. Όχι... Ό,τι αδικία συνέβαινε γύρω του, ο Γκίντεον έτρεχε να τη διορθώσει».
«Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο;»
«Ήταν ένας πραγματικός ιππότης με χρυσή πανοπλία, όσο κι αν εκείνος ισχυρίζεται το αντίθετο. Όλα τα είχε· δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε». Άρχισε να τ’
απαριθμεί. «Χρυσή πανοπλία, περήφανο άλογο, κοφτερό ξίφος και ό,τι άλλο χρειάζεται ένας ιππότης».
«Ξέχασες τη δέσποινα των λογισμών μου», μουρμούρισε ο Γκίντεον.
Η Πάιπερ πήρε μια βαθιά ανάσα και ένευσε καταφατικά. «Σωστά. Και μια μέρα οι συντοπίτες του του τα πήραν όλα».
«Μου τα πήραν;» Ο Γκίντεον ίσιωσε το κορμί του θυμωμένος. «Με πέταξαν έξω από την πόλη, γλυκιά μου. Αν θες να πεις την ιστορία, πες την
τουλάχιστον σωστά».
Εκείνη τον κοίταξε απορημένη και το ποτήρι κόντεψε να της φύγει απ’ το χέρι. «Ορίστε;»
Η έκπληξή της δεν ήταν προσποιητή. Ενδιαφέρον. «Δε σου το ’χε πει κανένας;»
«Αχ, Γκίντεον». Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Γι’ αυτό έφυγες; Εκείνοι σ’ έδιωξαν;»
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα όρεξη να διαφωνήσω έχοντας ένα περίστροφο στον κρόταφο».
«Περίστροφο;» Άφησε προσεκτικά το ποτήρι της στο τραπέζι. «Εννοείς ότι σε απείλησαν με όπλα;»
«Εντάξει, ένα ήταν μόνο. Αλλά διάλεξαν το πιο εντυπωσιακό, έτσι, για να με κάνουν να συμμορφωθώ». Την κοίταξε με κάποιο σκεπτικισμό. «Αλήθεια δεν
το ήξερες; Τόσο γρήγορα που διαδίδονται τα κουτσομπολιά στο Ολντ Μιλ...»
Η Πάιπερ έσπρωξε μακριά το πιάτο και μαζεύτηκε στην καρέκλα της. Τώρα η εικόνα του αδέσποτου γινόταν πολύ αληθινή. «Όχι, κανείς δε μου μιλούσε για
σένα. Όποτε τους ρωτούσα, άλλαζαν θέμα».
Η έκφραση του Μπιλ Τάιλερ είχε γίνει πατρική. «Δηλαδή γνωριζόσαστε τότε; Παιδικός έρωτας;»
Εκείνη σκούπισε τα δάκρυά της κι ένευσε καταφατικά. «Μπιλ, μακάρι να τον είχες γνωρίσει τότε. Αρχή του ήταν ότι ο λόγος της τιμής σήμαινε τα πάντα για
έναν άντρα. Όμως όλα άλλαξαν όταν κατηγορήθηκε άδικα. Εκείνος άλλαξε. Τώρα δεν εμπιστεύεται κανέναν. Κι αντί να βοηθάει τους άλλους να φτιάξουν τη
ζωή τους, βλέπει τους πάντες και τα πάντα σαν εμπορεύματα που αγοράζονται ή πουλιούνται. Δεν είναι λυπηρό;»
«Πολύ».
Η Πάιπερ χαμογέλασε λυπημένα. «Το ήξερα ότι θα συμφωνούσες».
Ο Γκίντεον πέρασε το χέρι μέσ’ απ’ τα μαλλιά του. «Δεν το πιστεύω αυτό που συμβαίνει», μουρμούρισε.
«Αυτή είναι η αλήθεια», επέμεινε εκείνη.
Έκανε λάθος κι έπρεπε να την κάνει να το καταλάβει. Δεν μπορούσε να της επιτρέψει να τον βλέπει ακόμα με τα μάτια μιας εικοσάχρονης. Εδώ και καιρό
δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. «Το τι συνέβη τότε είναι παλιά ιστορία. Και δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα κατάσταση».
Η Πάιπερ του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο σιγουριά. «Και βέβαια έχει».
Ο Γκίντεον έσφιξε τις γροθιές του. Γιατί; Γιατί να είναι αναγκασμένος να την πληγώσει ξανά; Γιατί δεν μπορούσε να τον αντικρίσει όπως ήταν και να
φερθεί έξυπνα; Οποιαδήποτε άλλη γυναίκα θα είχε φύγει όσο πιο μακριά μπορούσε για να τον αποφύγει. Όμως εκείνη ήθελε απεγνωσμένα να πιστέψει σ’
αυτόν. Όλ’ αυτά έπρεπε να τελειώσουν. Θα έβαζε τα πράγματα στη θέση τους εδώ και τώρα, είτε ήθελε η Πάιπερ να τα δεχτεί είτε όχι.
«Θέλετε να σας πω πώς ξεκίνησε η επιχείρησή μου;» τους ρώτησε.
«Εννοείς πώς αποφάσισες ν’ αρχίσεις να καταστρέφεις εταιρείες για να βγάζεις το ψωμί σου;» Η Πάιπερ βολεύτηκε καλύτερα στη θέση της. «Πολύ θα
ήθελα να μάθω».
Με ειλικρίνεια και χωρίς κανένα δισταγμό. Θα τους τα έλεγε και θα τους πετούσε έξω. Θα έφευγαν πολύ πρόθυμα, δεν υπήρχε αμφιβολία. Έπειτα θα έπινε
μόνος του το υπόλοιπο κρασί, ίσως κι ένα μπουκάλι ακόμα, έτσι για το καλό. Όλη αυτή η ζεστασιά και η συμπόνια τον έκαναν να θέλει να γίνει σκνίπα στο
μεθύσι. «Όταν με πέταξαν έξω από την πόλη, πήγα να δουλέψω σε μια μικρή κοινοπραξία μικροαπατεώνων».
«Ποτέ δε θα με κάνεις να πιστέψω ότι ήξερες πως ήταν απατεώνες όταν δέχτηκες τη δουλειά», του δήλωσε η Πάιπερ.
«Εντάξει, δεν το ήξερα, αλλά...»
«Βλέπεις;» μουρμούρισε εκείνη γυρνώντας προς τον Μπιλ.
«Κόφ’ το! Και να το ήξερα, πάλι θα πήγαινα να δουλέψω μαζί τους. Σ’ εκείνη τη φάση δε μου καιγόταν καρφί. Μου πρόσφεραν λεφτά και ήμουν έτοιμος
να κάνω ό,τι μου ζητούσαν για να τα πάρω».
«Επειδή έπρεπε να συντηρήσεις τη μητέρα σου και τις αδερφές σου».
Ο Γκίντεον αρνήθηκε να επιβεβαιώσει την υποψία της. «Τα μέλη της συμμορίας εξαπατούσαν τους πελάτες τους και σκόπευαν να με χρησιμοποιήσουν ως
δόλωμα. Δεδομένης της φήμης μου στο Ολντ Μιλ, δε θα ’ταν δύσκολο να πείσω τις Αρχές ότι εγώ ήμουν ο ένοχος».
«Κι εσύ τι έκανες, όταν ανακάλυψες το σχέδιό τους;» τον ρώτησε ο Τζάρετ με έκδηλο ενδιαφέρον.
Μα πώς έγινε και κέρδισα την υποστήριξη του μικρού; αναρωτήθηκε έκπληκτος. Δεν είχε κανένα τέτοιο σκοπό. «Τους την έφερα. Έπαιξα το παιχνίδι τους.
Και κατάφερα να μαζέψω πολλά στοιχεία για έναν απ’ αυτούς. Οι τύποι ήταν επικηρυγμένοι. Κι εγώ πήρα την αμοιβή μέχρι τελευταίας δεκάρας».
Η Πάιπερ χαμογέλασε πλατιά. «Δε σας είπα ότι είναι γλύκας;»
«Μπράβο, Χαρτ», είπε ο Μπιλ κουνώντας το κεφάλι του επιδοκιμαστικά.
Μα γιατί δε μ’ ακούνε; απόρησε ο Γκίντεον. Αυτοί δεν είπαν πως είμαι ένα διεφθαρμένο κάθαρμα; «Δεν τελείωσα. Πήρα τα λεφτά της αμοιβής και
κυνήγησα όλους όσοι ήταν αναμειγμένοι στην υπόθεση».
Ο Τζάρετ πετάχτηκε πάνω ενθουσιασμένος. «Φανταστικό!»
Ανάθεμα! Ακόμα δεν είχαν καταλάβει τίποτα. Μάλλον έπρεπε να τους το συλλαβίσει. «Χρησιμοποίησα κάθε δόλια μέθοδο που μπορούσα για να τους φέρω
σε αδιέξοδο κι έπειτα να τους καταστρέψω. Δε μ’ ένοιαζε αν οι μέθοδοί μου ήταν βρόμικες ή παράνομες, ούτε κι αν μαζί με τους ενόχους την πλήρωναν και
αθώοι. Εκείνοι θα πλήρωναν κι εγώ θα έπαιρνα την αμοιβή».
Ο Τζάρετ σφύριξε με θαυμασμό. «Καλό! Μακάρι να ήμουν από μια μεριά».
Το πρόσωπο του Γκίντεον σφίχτηκε τόσο, που ήταν άξιον απορίας πώς κατάφερε να μιλήσει. «Πήρα εκδίκηση. Το καταλαβαίνεις; Κι αυτό είναι κακό».
«Πράγματι», συμφώνησε η Πάιπερ. «Και δεν πρέπει να τον ενθαρρύνεις, Τζάρετ. Όλος αυτός ο θυμός και η επιθετικότητα οδήγησαν τον Γκίντεον να πάρει
λάθος δρόμο. Έτσι δεν είναι, Μπιλ;»
Το βλέμμα του γέρου φανέρωνε κατανόηση. «Φυσικά. Έπρεπε να το ’χω καταλάβει». Έριξε μια ματιά στον Γκίντεον και κούνησε το κεφάλι. «Δε χρειάζεται
να απορεί κανείς που βλέπεις τους πάντες σαν εχθρούς σου. Πολεμάς τους κακούς τόσο καιρό, που έχεις πια ξεχάσει πώς να συμπεριφέρεσαι στους καλούς».
«Μα τι διάολο...»
Ο Τάιλερ έβγαλε ένα επιφώνημα που φανέρωνε ενδιαφέρον. «Μην ανησυχείς, γιε μου. Εγώ και η Πάιπερ θα σε βοηθήσουμε να το ξεπεράσεις».
Εκείνη ένευσε καταφατικά. «Εννοείται».
«Πάνε τα χρόνια με τον υπόκοσμο, έτσι, κύριε Χαρτ;» γέλασε ο Τζάρετ. «Κι εμένα θα μ’ άρεσε πάντως να κάνω αυτούς τους απατεώνες να πληρώσουν».
Ο Γκίντεον εξερράγη. «Έχετε τρελαθεί και οι τρεις σας; Κάνω ακριβώς αυτό που θέλω, όπως το θέλω και όποτε το θέλω. Μ’ αρέσει αυτό που κάνω, που να
πάρει!»
«Τουλάχιστον όμως συνειδητοποιείς ότι δεν κάνεις αυτό που θα ’πρεπε να κάνεις», παρατήρησε καθησυχαστικά η Πάιπερ. «Όχι, όταν έχεις να κάνεις με
αθώους ανθρώπους όπως οι Τάιλερ».
Ο Μπιλ ένευσε καταφατικά. «Κι αυτό δείχνει ότι υπάρχει ακόμα ελπίδα για σένα, αγόρι μου. Είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».
Ο Γκίντεον έβγαλε έναν περίεργο ήχο, κάτι ανάμεσα σε αναστεναγμό και βρυχηθμό. Πάλεψε απεγνωσμένα να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Λίγο αργά
μεν, αλλά τελικά μπόρεσε να καταλάβει πού ήταν το πρόβλημα. Η Πάιπερ είχε μεταδώσει στους Τάιλερ αυτό το περίεργο είδος παραφροσύνης που τη
διακατείχε. Προφανώς ήταν κολλητικό. Μόλις έμπαινε κάπου, οι παρόντες έχαναν κάθε ίχνος κοινής λογικής. Τον πλημμύρισε μια πρωτόγνωρη ηρεμία.
«Νομίζω ότι το πρώτο λάθος μου ήταν που άνοιξα την πόρτα», είπε. «Το δεύτερο ήταν ότι δεν την πέταξα έξω από την πρώτη στιγμή που προσπάθησε να
μπει».
«Είναι προφανές ότι αυτή η κοπέλα είναι τρελή για σένα, εδώ και χρόνια. Και στοιχηματίζω ότι σε υπερασπίστηκε όταν όλοι οι άλλοι είχαν στραφεί
εναντίον σου», του δήλωσε ο Μπιλ.
«Προσπάθησα». Το βλέμμα της Πάιπερ φαινόταν θλιμμένο. «Αλλά δεν τα κατάφερα».
Ο Μπιλ της χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι. «Δε θα ήταν εύκολο να τον υποστηρίξεις όταν έφυγε. Είχες μείνει ολομόναχη να τον υπερασπιστείς, χωρίς καμία
εξωτερική βοήθεια».
«Δεν έφυγα», διαμαρτυρήθηκε ο Γκίντεον. «Δεν άκουσες τι είπα πριν; Μ’ έδιωξαν».
«Αν ήμουν τόσο πλούσιος όσο εσείς, κύριε Χαρτ, θα γύριζα πίσω και θα τους ανάγκαζα να με ακούσουν», είπε ο Τζάρετ με την ειλικρίνεια της ηλικίας του.
«Είμαι σίγουρος ότι κι εκείνος θα πάρει τελικά αυτή την απόφαση. Έλα, Τζάρετ. Ώρα να πηγαίνουμε». Ο Μπιλ σηκώθηκε, πλησίασε τον Γκίντεον και τον
χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Νομίζω ότι εμείς οι δύο θα μπορέσουμε να συνεργαστούμε, όταν θα σ’ έχουμε φέρει πια ξανά στον ίσιο δρόμο. Ε, τι λες;»
«Τώρα δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα», παραδέχτηκε ο Γκίντεον με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
«Ένα απλό ‘‘ευχαρίστως’’ αρκεί. Έχεις πολλές ελπίδες, αγόρι μου. Στηρίξου στην Πάιπερ και θα πας πολύ μπροστά». Ο Τάιλερ χαμήλωσε τη φωνή του.
«Αρχικά νόμιζα ότι τις εννοούσες εκείνες τις βλακείες για το αντίτιμο του δανείου. Αλλά τώρα καταλαβαίνω ότι είναι ένας τρόπος για να την κρατήσεις
κοντά σου μέχρι να λύσετε τις διαφορές σας. Σωστή κίνηση! Α, αν θέλετε μπορώ να σας βάλω στην καλύτερη σουίτα μου για το μήνα του μέλιτος, χωρίς να
πληρώσετε δραχμή».
«Αν έρθει ποτέ αυτή η μέρα, δε θα χρειαστεί να μας φιλοξενήσεις». Ο Γκίντεον ευχήθηκε να μπορούσε να σπάσει κάτι. «Το ξενοδοχείο θα είναι δικό μου».
Ο Μπιλ γέλασε δυνατά. «Σωστά, σωστά». Έριξε μια ματιά στο γιο του. «Πάμε, Τζάρετ. Ας αφήσουμε την Πάιπερ να κανονίσει τις λεπτομέρειες με τον
Γκίντεον».
«Μείνετε ήσυχοι. Αναλαμβάνω εγώ από δω και πέρα», τους υποσχέθηκε εκείνη.
«Θα περιμένω τηλεφώνημά σας όταν καταλήξετε σε κάποιο σχέδιο».
«Το σχέδιό μου το ξέρετε», πρόλαβε να πει ο Γκίντεον.
Ο Μπιλ κούνησε το κεφάλι του τάχα απηυδισμένος. «Ξέρω το πρώτο σχέδιο. Θα περιμένω ν’ ακούσω και το άλλο προτού αποφασίσω».
Φτάνει ως εδώ! σκέφτηκε ο Γκίντεον. «Δεν υπάρχει άλλο σχέδιο».
«Όχι ακόμα», χαμογέλασε ο Μπιλ.
Δεν υπήρχε λόγος να συνεχίσουν τη συζήτηση. Μόλις οι Τάιλερ έφυγαν, ο Γκίντεον γύρισε στην Πάιπερ.
«Ξέρω», του είπε εκείνη αναστενάζοντας. «Αύριο πρωί πρωί θες να τηλεφωνήσω στον Μπιλ και να του εξηγήσω».
«Ακριβώς». Συνέχισε με φωνή που πρόδιδε την κατάπληξή του. «Με λυπήθηκαν!»
«Όχι ακριβώς. Απλώς ένιωσαν συμπόνια για όσα έχεις περάσει».
«Συμπόνια; Συμπόνια! Που να σε πάρει η ευχή!» ούρλιαξε ο Γκίντεον. «Τρόμο έπρεπε να νιώθουν, όχι συμπόνια».
Η Πάιπερ έσμιξε τα φρύδια της. «Δεν ξέρω. Δε νομίζω ότι το να νιώθουν τρόμο απέναντί σου θα οδηγούσε κάπου».
Εκείνος της μίλησε μέσα από τα δόντια του. «Όχι βέβαια! Αφού ανέλαβες εσύ...» Παραμέρισε κλοτσώντας μία από τις βαλίτσες της. «Κι όλα αυτά εδώ τι
είναι;»
«Σου είπα. Μετακομίζω».
«Μη μου το λες!»
«Σου το λέω. Άλλωστε το λάθος είναι δικό σου. Δε θα χρειαζόταν να το κάνω, αν δεν ήσουν τόσο έξυπνος».
Ο Γκίντεον κατέβαλε φοβερή προσπάθεια να παραμείνει ψύχραιμος. Ένιωθε ότι σε λίγο θ’ άρχιζε να βγαίνει πραγματικός καπνός από τ’ αυτιά του. «Αν
ήμουν τόσο έξυπνος, γλυκιά μου, τώρα εσύ δε θα βρισκόσουν εδώ, οι Τάιλερ θα είχαν προ πολλού υπογράψει τη συμφωνία κι εγώ δε θα είχα φτάσει στα
πρόθυρα της παραφροσύνης».
Η Πάιπερ έκανε βιαστικά ένα βήμα πίσω. «Θέλω να πω ότι... Πώς να ζήσω χωρίς λεφτά; Αν επιμένεις να τα κρατήσεις όλα, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίσεις και
τις συνέπειες».
Ο Γκίντεον κοίταξε θυμωμένος τη βαλίτσα στα πόδια του.
«Να υποθέσω ότι τώρα αυτές οι συνέπειες είναι σκορπισμένες στην είσοδο του σπιτιού μου;»
«Οι περισσότερες». Έσφιξε τα χέρια της τόσο, που οι αρθρώσεις άσπρισαν. «Αυτά που βλέπεις είναι λίγο πολύ όλα μου τα υπάρχοντα».
Ο Γκίντεον πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του. Ήταν ανάγκη να το έλεγε τώρα αυτό; «Περίεργο που δε χρησιμοποίησες αυτή την ατάκα με τους
Τάιλερ», μουρμούρισε.
«Δεν πρόλαβα να τη σκεφτώ». Η Πάιπερ έγειρε το κεφάλι στο πλάι και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Τι λες, θα ήταν υπερβολικό;»
«Είσαι η μοναδική γυναίκα που θα μπορούσε να το πει χωρίς ν’ ακουστεί υπερβολικό», παραδέχτηκε απρόθυμα.
Το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο, πειρακτικό και φώτισε όλο της το πρόσωπο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ο Γκίντεον δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ
του είχε λείψει η παλιά συντροφικότητά τους. Το χαμόγελό της γέμισε ένα μεγάλο, σκοτεινό κενό μέσα του, ικανοποίησε μια ανάγκη που δεν ήξερε ότι την
είχε.
«Κι εσύ είσαι ο μοναδικός άντρας που θα το δεχόταν αυτό από μένα», του απάντησε με φωνή που πρόδιδε κάποια ανακούφιση.
«Πιστεύεις ότι είμαι υπερβολικά ελαστικός;»
«Καθόλου. Απλώς πιστεύω ότι η φήμη του πολλά-βαρύ-κι-ασήκωτου είναι κάπως υπερβολική».
«Υπερβολική;» Θα ’πρεπε ν’ αστειεύεται. «Αν η εντύπωσή σου αυτή στηρίζεται στο ότι φάνηκα υποχωρητικός μαζί σου τις τελευταίες μέρες, θα πρότεινα
ν’ αναθεωρήσεις».
«Δε χρειάζεται, σε ξέρω καλά. Αντιμετωπίζεις πάντα τον κόσμο έτοιμος για καβγά, περιμένεις πάντα το χειρότερο. Αυτός όμως είναι ένας μηχανισμός
άμυνας». Τον κοίταξε μ’ ένα ύφος που μαρτυρούσε ότι πίστευε απόλυτα τα λεγόμενά της. «Κάτω απ’ αυτή την επιφάνεια είσαι ευγενικός, συμπονετικός,
ζεστός και γενναιόδωρος».
Ο Γκίντεον δεν ήθελε να της επιτρέψει να περιμένει το καλύτερο από αυτόν, ούτε και να πιστεύει στο παραμύθι που είχε φτιάξει μόνη της. Δεν επρόκειτο ν’
αλλάξει κάτι θεωρώντας τον ιππότη και, προσδίδοντάς του τόσες αρετές, δεν μπορούσε να τον κάνει να τις αποκτήσει. Ήθελε επιτέλους η Πάιπερ να τον
έβλεπε όπως ακριβώς ήταν, μακριά από την ψεύτικη εικόνα που είχε κατασκευάσει με τη φαντασία της.
Έσφιξε τις γροθιές του. «Φαίνεται ότι σου έχω δώσει λάθος εντύπωση», της είπε με επισημότητα. «Προφανώς ήμουν υπερβολικά φιλικός».
Η Πάιπερ έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. «Θεωρείς φιλική τη μέχρι τώρα συμπεριφορά σου;»
«Φυσικά». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Πίστεψέ με, δε θα σου άρεσε να μ’ έβλεπες απ’ την ανάποδη. Όμως αυτό θα γίνει, αν συνεχίσεις έτσι».
«Κι αν αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να σε πλησιάσω;» Τον κοίταξε με απόγνωση. «Βέβαια, τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως θα ήταν καλύτερα να σου
φέρω ένα τούβλο στο κεφάλι».
«Τελικά... αρχίζω να καταλαβαίνω», παρατήρησε σκεφτικός. «Αρχικά μπλέχτηκες στο συμβόλαιό μου με τον Σπένσερ. Μετά στη δουλειά με τους
χρυσοχόους. Τώρα στην ιστορία με τους Τάι-λερ. Νομίζω ότι ξέρω τι λάθος έκανα».
«Ωραία. Το ήξερα ότι τελικά θ’ αναγνώριζες τα λάθη σου». Η Πάιπερ έκανε το τελευταίο βήμα που τους χώριζε. Τον έπιασε απ’ τη μέση και πλησίασε το
πρόσωπό της στο δικό του. «Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις τώρα είναι να επανορθώσεις. Πες σε όλους ότι άλλαξες γνώμη. Πες τους ότι αποφάσισες ν’
αρχίσεις να χτίζεις αντί να γκρεμίζεις, κι όλα θα διορθωθούν».
Εκείνος συνέχισε σαν να μην την είχε ακούσει. «Σε άφησα να κάνεις το δικό σου όποτε συναντιόμαστε κι εσύ κατέληξες στο λογικό –αλλά λανθασμένο–
συμπέρασμα ότι θα συμφωνούσα σε όλες σου τις απαιτήσεις. Πρέπει τώρα να σκεφτώ τι να κάνω για να το διορθώσω αυτό». Της έκανε νόημα προς τις
βαλίτσες της. «Θα ξεκινήσω απ’ αυτό το τελευταίο. Δε φαντάζομαι να περιμένεις ότι θα μετακομίσεις εδώ;»
«Καλά, δεν άκουσες που σου το εξήγησα πριν; Ή μήπως μιλούσα σε κάποιον άλλον;» Άρχισε να σκέφτεται φωναχτά. «Χωρίς λεφτά, χωρίς σπίτι...»
«Ο Σπένσερ...»
«Ο Σπένσερ μένει στο Ολντ Μιλ. Αν μετακομίσω εκεί, η απόσταση θα είναι πολύ μεγάλη, δε νομίζεις;»
«Πανάθεμά σε, Πάιπερ». Ο εκνευρισμός του γινόταν όλο και εντονότερος. Όμως αδυνατούσε να βρει τρόπο για να την ξεφορτωθεί, εκτός από το να την
πετάξει στο δρόμο. «Δεν είναι δικό μου το πρόβλημα».
«Ναι, αλλά εσύ το δημιούργησες».
Τώρα μου παριστάνει τη χαζή, σκέφτηκε ο Γκίντεον. «Αυτός ήταν ο σκοπός μου. Να σου στερήσω όλες τις επιλογές, έτσι ώστε να βγεις από τη μέση και ν’
αφήσεις εμένα και τον Σπένσερ να λύσουμε τις διαφορές μας».
«Να τις λύσετε; Ωραία τα λες. Εννοείς να βγω από τη μέση και να σε καμαρώνω που θα τον καταστρέφεις».
«Αφού σ’ αρέσει να τ’ ακούς, εντάξει. Αυτό ακριβώς εννοώ».
Η Πάιπερ του χαμογέλασε γλυκά. «Από σένα ξεκίνησε όλο αυτό, εγώ απλώς σου το επιστρέφω. Καιρός να συνειδητοποιήσεις ότι οι πράξεις μας έχουν και
κάποιες συνέπειες».
Τον είχε φέρει πια στα όριά του. «Έτσι λες; Συνέχισε να μπλέκεσαι στα πόδια μου και θα δεις τι συνέπειες μπορεί να έχουν οι δικές σου πράξεις».
Εκτός από ένα ελαφρό κοκκίνισμα στα μάγουλά της, τίποτ’ άλλο δεν πρόδιδε κάποια αντίδραση στην απειλή του. «Θα με βοηθήσεις να τα φέρω αυτά μέσα
ή θα το κάνω μόνη μου;» τον ρώτησε ατάραχη.
«Ανάθεμα, γιατί να σε βοηθήσω; Δεν είμαι αναγκασμένος να το υποστώ όλο αυτό, ξέρεις!» Συνέχισε να το λες αυτό στον εαυτό σου, πρόσθεσε νοερά.
«Χρειάζομαι μόνο μια αφορμή για να σε πετάξω έξω· μόνο μία».
«Είμαι σίγουρη ότι μπορείς να βρεις δεκάδες».
Κούνησε απειλητικά το δάχτυλό του μπροστά στο πρόσωπό της. «Μία. Μόνο μία».
Τα μάτια της έλαμψαν από οργή. «Μία; Πολύ ωραία. Τι θα ’λεγες γι’ αυτή... Πάω για ύπνο». Έσκυψε και πήρε τη βαλίτσα της. «Σου αφήνω όλα τα
υπόλοιπα για να τα φέρεις μέσα μόνος σου».
«Σιγά να μην τα φέρω!»
«Μπορείς να πετάξεις αυτά έξω αντί για μένα, αν αυτό σε βοηθήσει να νιώσεις καλύτερα. Πρόσεξε τα κουτιά. Είναι γεμάτα φωτογραφίες. Έτσι και πάθουν
ζημιά...» Κούνησε κι εκείνη απειλητικά το δάχτυλό της. «Μόνο αυτό σου λέω. Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά».
Μόλις τελείωσε, η Πάιπερ προχώρησε προς το εσωτερικό του διαμερίσματος. Δυστυχώς είχε ξεχάσει μια μικρή λεπτομέρεια. Σταμάτησε απότομα και τον
κοίταξε με απογοητευμένο βλέμμα. «Κανονικά, θα ’πρεπε να μπω στο δωμάτιό μου και να πω την τελευταία μου λέξη κλείνοντας με δύναμη την πόρτα».
Ο Γκίντεον αναστέναξε βαθιά. «Δεύτερη πόρτα δεξιά, στο τέλος του διαδρόμου».
«Ευχαριστώ». Ξερόβηξε και συνέχισε. «Εξακολουθώ να είμαι έξαλλη μαζί σου».
«Δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή».
«Ωραία. Ήθελα να γίνει σαφές. Καληνύχτα. Κι ευχαριστώ για τη φιλοξενία».
«Καληνύχτα, αστεράκι. Δεν κάνει τίποτα».
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 6

Η Πάιπερ βγήκε από το υπνοδωμάτιο και προχώρησε αργά προς το χολ. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, είτε εξαιτίας του καβγά τους, είτε –κι αυτό ήταν πιο
πιθανό– επειδή ήξερε ότι ο Γκίντεον κοιμόταν λίγο πιο πέρα. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, ένιωθε την ανάγκη να βρει τις φωτογραφίες της. Τη βοηθούσαν να
χαλαρώνει, ίσως επειδή την κρατούσαν προσγειωμένη. Η εμπειρία της την είχε διδάξει ότι οι φωτογραφίες –τουλάχιστον οι δικές της– δεν έλεγαν ποτέ
ψέματα. Ακόμα κι όταν η αλήθεια που έδειχναν δεν ήταν ευχάριστη, ήξερε ότι μπορούσε να τις εμπιστευτεί.
Έκπληκτη διαπίστωσε πως ο Γκίντεον είχε μεταφέρει όλα της τα μπαγκάζια μέσα στο διαμέρισμα. Τι να ’κανε; Να τ’ άφηνε σκορπισμένα μπροστά στην
είσοδο; Ποτέ δε θ’ αντιδρούσε τόσο ξεροκέφαλα, όσο κι αν η ίδια πίστευε ότι είχε αλλάξει τα τελευταία χρόνια. Η Πάιπερ ένιωσε θλίψη στη σκέψη ότι
θεωρούσε τον εαυτό του τόσο απάνθρωπο. Ίσως αυτή να ήταν η εξήγηση των σκληρών αποφάσεων που έπαιρνε ως επιχειρηματίας. Ήθελε να επιβεβαιώσει
την εικόνα που είχε ο ίδιος για τον εαυτό του. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που εκείνη ήθελε να δει τις φωτογραφίες.
Έπρεπε να του αποδείξει ότι έκανε λάθος.
Τα κουτιά ήταν τοποθετημένα τακτικά δίπλα στο γραφείο του. Αυτό το γραφείο ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο που δέσποζε στον κάτω όροφο και,
πιθανότατα, προοριζόταν για προσωπική χρήση. Σε αντίθεση με τον μαύρο βερνικωμένο όγκο που ακουμπούσε στο χαλί σαν φονική αράχνη, αυτό εδώ ήταν
παλιομοδίτικο, φτιαγμένο από ένα χρυσοκαφετί, ζεστό ξύλο βελανιδιάς. Ήταν λες και τα δύο αυτά γραφεία αντιπροσώπευαν τις δύο διαφορετικές πλευρές
του Γκίντεον. Η επιφάνειά του ήταν εντελώς άδεια και η Πάιπερ επωφελήθηκε για ν’ ακουμπήσει πάνω ένα από τα κουτιά της, προτού ανάψει τη λάμπα που
βρισκόταν εκεί κοντά. Τότε τον είδε.
«Γκίντεον!» Ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ έχοντας πάρει μια στάση πανομοιότυπη μ’ εκείνη που είχε όταν τον είχε βρει μετά από τη συνάντησή της με
τους χρυσοχόους. Όπως και τότε, φορούσε μόνο ένα τζιν. «Δεν είχα καταλάβει ότι ήσουν εδώ. Ούτε κι εσύ μπορούσες να κοιμηθείς;»
«Όχι».
«Λόγω της συνάντησης με τους Τάιλερ;» τον ρώτησε, ελπίζοντας ότι δε θα επιβεβαίωνε την υποψία της.
«Όχι, όχι γι’ αυτό».
Η Πάιπερ έκανε άλλη μια προσπάθεια. «Ξέρω! Ήθελες να δεις αν η πανοπλία σού κάνει ακόμα, προτού ανέβεις και πάλι στο άσπρο σου άλογο και ξεχυθείς
στη μάχη». Του χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Σωστά;»
«Καμία σχέση».
Κρίμα. Και πάλι όμως... Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Του έριξε μια κλεφτή ματιά. Με λίγη τύχη, θα απέρριπτε και την τελευταία της εκδοχή. «Μήπως
επειδή βρίσκομαι εδώ;»
«Μπίνγκο». Στριφογύρισε, ενώ τα δερμάτινα μαξιλάρια βούλιαζαν από το βάρος του σαν μαλακή άμμος. «Και για να ’χουμε καλό ρώτημα, εσύ τι κάνεις
εδώ;»
«Ήθελα να ρίξω μια ματιά στις φωτογραφίες μου».
«Ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο;»
Ναι, σκέφτηκε. «Όχι».
Ήταν φανερό ότι δεν την πίστεψε, αλλά προσποιήθηκε πως δεν κατάλαβε το μικρό της ψέμα. «Αν θες απλώς να σκοτώσεις την ώρα σου, σε παρακαλώ,
εξήγησέ μου κάτι».
«Αν μπορώ...» Η Πάιπερ δε θα είχε πρόβλημα να συνεχίσουν τη συζήτηση, αν φορούσε κάτι παραπάνω από το λεπτό νυχτικό της. Αλλά, πάλι, ο Γκίντεον
την είχε δει και με λιγότερα ρούχα. Και, παρά τον τρόπο που την κοίταζε, δε φαινόταν έτοιμος να την αρπάξει και να την κάνει ν’ αναστενάξει. Κρίμα.
Πήγαινε καιρός από τότε που κάποιος την είχε κάνει ν’ αναστενάξει πραγματικά. Ο τελευταίος ήταν... ο Γκίντεον. Έδιωξε βιαστικά αυτή τη σκέψη. «Τι θέλεις
να σου εξηγήσω;»
«Οι φωτογραφίες σου είναι εκπληκτικές. Γιατί τις κρατάς κρυμμένες μέσα σε κουτιά;»
«Αυτά είναι αντίγραφα που τα ’χω πρόχειρα γιατί μου χρειάζονται συχνά. Τα αρνητικά βρίσκονται στο στούντιό μου».
Τον είχε αιφνιδιάσει. «Στούντιο;»
«Εκεί ασχολούμαι με τις γαμήλιες φωτογραφίες. Και μη ρωτήσεις για το νοίκι. Είναι πληρωμένο για ένα χρόνο. Όταν λήξει το συμβόλαιο, θα πρέπει να μου
βρεις χώρο και για τον εξοπλισμό μου».
«Εγώ;»
«Εσύ, βέβαια».
«Άσε, ξέρω. Αφού κρατάω όλα σου τα λεφτά, θα πρέπει να υποστώ και τις συνέπειες».
Του χάρισε το πιο λαμπερό της χαμόγελο. «Επιτέλους, το κατάλαβες».
Το βλέμμα του έγινε ειρωνικό. «Με συγχωρείς που άργησα τόσο». Δεν της έδωσε χρόνο ν’ απαντήσει. «Εξήγησέ μου και κάτι ακόμα».
«Είναι ανάγκη;» Υπήρχαν πολλά επικίνδυνα θέματα που θα μπορούσε να θίξει εκείνος και η Πάιπερ δεν ένιωθε ότι ήταν κατάλληλη στιγμή για κάποια από
αυτά. «Είσαι έξυπνος άνθρωπος. Δεν μπορείς να βγάλεις μόνος σου κάποιο συμπέρασμα;»
«Κάνε μου τη χάρη». Δυστυχώς για κείνη, ο Γκίντεον σηκώθηκε και την πλησίασε. Αν είχε τη μηχανή της, θα ’βγαζε μια φωτογραφία με τίτλο «Αναζήτηση
Λείας». Προσπάθησε να βρει καταφύγιο πίσω από το γραφείο, καθώς το νυχτικό της θρόιζε γύρω απ’ τους μηρούς της. «Προτού έρθουν οι Τάιλερ, πήρα
κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες».
Χριστέ μου. Η Πάιπερ προσπάθησε να φανεί ατάραχη. «Αλήθεια;»
«Φαίνεσαι νευρική».
Σκόπιμα έδωσε μια ειρωνική χροιά στη φωνή της. «Είναι ένα από τα άσχημα της δουλειάς. Το να δουλεύω μαζί σου μου προκαλεί την αίσθηση ότι
απειλούμαι».
«Λογική αντίδραση».
Η Πάιπερ ξερόβηξε. «Ποιες είναι λοιπόν αυτές οι τόσο ενδιαφέρουσες πληροφορίες;»
«Η γραμματέας μου, η Λίντσεϊ, μου είπε ότι πριν από δυο βδομάδες περίπου είχες κάνει αίτηση για δουλειά και ότι ο υπεύθυνος προσωπικού ετοιμαζόταν
να σε προσλάβει. Είναι αλήθεια;»
Απ’ όλες τις ανακαλύψεις που θα μπορούσε να είχε κάνει, αυτή ήταν η λιγότερο επικίνδυνη. Η Πάιπερ ένιωσε ανακούφιση. «Ναι, είχα στείλει μια αίτηση»,
παραδέχτηκε. «Θα συναντιόμαστε, ακόμα κι αν δεν είχες βάλει στο χέρι το συμβόλαιο με τον Τζακ Γουάιλι. Ίσως να συνεργαζόμαστε έτσι κι αλλιώς. Και θα
αναγκαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσουμε τις παλιές εκκρεμότητες».
Δεν έβλεπε συχνά τον Γκίντεον να χάνει την ψυχραιμία του. Αλλά τα λόγια της μάλλον αυτό είχαν πετύχει. «Γιατί; Γιατί να τ’ αναμοχλεύουμε πάλι όλα
αυτά;»
«Δεν είχα άλλη επιλογή», του απάντησε προτού προλάβει να συγκρατηθεί. «Κάποιος μου έστειλε ένα άρθρο που αναφερόταν σ’ εσένα. Αναφερόταν στο
πρόσωπό σου με τη φράση ‘‘Ο Άκαρδος Χαρτ’’*. Έπρεπε να διαπιστώσω αν ήταν αλήθεια».
* Χαρτ στ’ αγγλικά σημαίνει καρδιά. (Σ.τ.Μ.)
«Κι αν ήταν;»
«Τότε, σκόπευα να διορθώσω ό,τι είχε πάει στραβά».
Ο Γκίντεον σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του, σαν αρχαίος πολεμιστής· σκληρός, δυνατός, αφοσιωμενος στην αποστολή του. «Φιλόδοξο σχέδιο. Και πώς
θα το πετύχαινες αυτό;»
Η Πάιπερ ανασήκωσε τους ώμους. «Θα προσπαθούσα να ξαναβρώ την καρδιά σου».
Η έκφρασή του δε μαλάκωσε, όπως είχε ελπίσει εκείνη. «Και νομίζεις ότι ξέρεις πού να ψάξεις;»
«Θα το ανακαλύψω σύντομα». Άνοιξε ένα από τα κουτιά. Οι πιο πρόσφατες φωτογραφίες βρίσκονταν πάνω πάνω, μέσα σε πλαστικές θήκες. Έψαξε μέχρι
που βρήκε αυτή που ήθελε. Έπειτα έβγαλε μια σειρά από επαγγελματικές φωτογραφίες. «Σου ’χω πει γιατί ήμουν τόσο περιζήτητη ως φωτογράφος γάμων;»
«Επειδή έχεις ταλέντο», της απάντησε χωρίς δισταγμό.
Η Πάιπερ του χαμογέλασε πειρακτικά. «Εντάξει... Είναι κι αυτό. Αλλά υπάρχει κι άλλος λόγος». Άπλωσε πάνω στο γραφείο μια σειρά από φωτογραφίες
τυλιγμένες σε πλαστικό. «Είμαι περιζήτητη, επειδή βλέπω κάτω από την επιφάνεια. Αυτό ισχύει περισσότερο για τους γαμπρούς».
Ο Γκίντεον κοίταξε τις φωτογραφίες μία μία. «Είναι εκπληκτικές». Έδειξε αυτή που βρισκόταν πάνω πάνω. «Αυτός;»
«Ο γάμος του ήταν εξαρχής αποτυχημένος».
Εκείνος πάγωσε. «Αποτυχημένος;»
«Ο Κέβιν δε θέλει ουσιαστικά να παντρευτεί. Απλώς δεν το ξέρει ακόμα. Δυστυχώς ούτε η γυναίκα του το ξέρει· αν και αυτό μάλλον θα ’χει αλλάξει πια».
«Κι αυτός εδώ;» Της έδειξε μια άλλη φωτογραφία. «Τι κοιτάζει;»
«Τη γυναίκα του. Τη βλέπει για πρώτη φορά».
«Αυτός ο γάμος θα κρατήσει», μουρμούρισε ο Γκίντεον.
«Πράγματι».
Εκείνος αναστέναξε. «Ωραία, πού θέλεις να καταλήξεις;»
«Στο ότι οι φωτογραφίες μου δε λένε ποτέ ψέματα».
«Και;»
«Και ότι, όπως φαίνεται, έχω ταλέντο στο να κάνω ολοφάνερη την πιο ευάλωτη πλευρά των αντρών».
Το βλέμμα του σκοτείνιασε. «Ευτυχώς δηλαδή που εγώ δεν έχω ευάλωτες πλευρές».
«Αλήθεια;» Έσπρωξε μια φωτογραφία προς το μέρος του. Ήταν από κείνο το βράδυ που βρισκόταν ξαπλωμένος στον καναπέ, μέσα στο σκοτεινό γραφείο,
πίνοντας το ποτό του. «Αυτή η φωτογραφία λέει ότι έχεις».
Ο Γκίντεον δεν της έριξε ούτε μια ματιά. «Κάνεις λάθος».
«Είσαι σίγουρος; Ή απλώς ελπίζεις ότι κάνω λάθος;»
Το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο πάνω της. «Το να εύχεσαι να ήμουν κάποιος –που δεν είμαι, οφείλω να προσθέσω– δεν πρόκειται να με κάνει σαν κι
αυτόν. Άσχετα από το τι δείχνει αυτή η φωτογραφία, εγώ δεν έχω ευάλωτες πλευρές. Δεν το επιτρέπω στον εαυτό μου. Και καλά θα κάνεις να το θυμάσαι
αυτό». Έδειξε με το κεφάλι του τη φωτογραφία. «Πάρ’ τη. Δεν τη θέλω».
Η Πάιπερ απομακρύνθηκε απ’ το γραφείο. Είχε μελετήσει πολύ τη φωτογραφία όσο ήταν μόνη της, για να διαπιστώσει αν επιβεβαίωνε τις υποψίες της
σχετικά με τον Γκίντεον. Όχι πως αμφέβαλλε γι’ αυτό. Αυτό τον άντρα τον γνώριζε καλύτερα κι από τον εαυτό της. Ίσως όμως η φωτογραφία να της έδινε
κάποιο στοιχείο που θα τη βοηθούσε να βρει ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να τον πλησιάσει. Όταν έφτασε στην πόρτα σταμάτησε και του έθεσε μια
τελευταία ερώτηση. Δε στράφηκε να τον κοιτάξει, φοβούμενη μήπως η έκφρασή της την πρόδιδε.
«Πραγματικά σ’ έδιωξαν από το Ολντ Μιλ ή το είπες λόγω του Μπιλ Τάιλερ;» τον ρώτησε.
«Μ’ έδιωξαν».
Και πάλι δε θέλησε να τον κοιτάξει. «Και... το περίστροφο;»
«Και αυτό υπήρχε, και μάλιστα ένα δάχτυλο ήταν έτοιμο να πατήσει τη σκανδάλη του. Τον θυμάσαι τον Μέρφι; Νομίζω ότι ευχόταν να του έδινα μια
αφορμή για να την πατήσει».
Τώρα η Πάιπερ στράφηκε προς το μέρος του ταραγμένη. «Κι εσύ δεν του την έδωσες;»
«Δεν είμαι τόσο ηλίθιος. Κατάφερα να συγκρατηθώ».
Ήσυχη πια, έθεσε το θέμα που την απασχολούσε περισσότερο. «Κι εκείνο το σημείωμα που μου έστειλες;» τόλμησε να ρωτήσει. «Τι έλεγε;»
«Πάιπερ...»
«Τόσο πολλά ζητάω;»
Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Σου έλεγα να με συναντήσεις στο αγρόκτημα του παλιού μυλωνά. Πάντα σου άρεσε αυτό το αγρόκτημα κι ας ήταν σχεδόν σκέτο
ρημάδι. Φαινόταν πως ήταν το τέλειο σημείο συνάντησης για την περίπτωση».
«Γιατί ήθελες να συναντηθούμε εκεί;»
Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. «Αν διάβαζες τα σημειώματα που σου έστελνα δε θα χρειαζόταν να ρωτάς».
«Γκίντεον, σε παρακαλώ».
Μίλησε με δυσκολία. «Σε παρακαλούσα να φύγεις μαζί μου».
«Αυτό μόνο;» ψιθύρισε η Πάιπερ.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι· το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει όσο ποτέ. «Σου ζητούσα να με παντρευτείς».
Για μια στιγμή, η Πάιπερ ένιωσε ανίκανη ν’ ανασάνει, να σκεφτεί, ν’ αντιδράσει. Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα που είχε ορκιστεί ότι δε θα ’χυνε ποτέ.
Άκουσε μια μικρή κραυγή αγωνίας και συνειδητοποίησε με τρόμο ότι είχε βγει από κείνη. Έπρεπε να φύγει προτού χάσει εντελώς τον έλεγχο.
«Πάιπερ;» Η φωνή του έκρυβε μια χροιά προστακτική.
Εκείνη προσπάθησε ν’ αρθρώσει κάτι· οτιδήποτε. Κάτι ανάλαφρο, καθησυχαστικό, κάτι που θα απόδιωχνε αυτό το βλέμμα του. Στάθηκε αδύνατον.
Πισωπάτησε και η φωτογραφία γλίστρησε απ’ το χέρι της κι έπεσε κάτω. Για μια ατέλειωτη στιγμή έμεινε να την κοιτάζει, προσπαθώντας να διακρίνει μέσ’
από τα δάκρυά της τον άντρα που αγαπούσε.
Είχε δίκιο. Βαθιά μέσα του, ο Γκίντεον Χαρτ που είχε γνωρίσει κάποτε εξακολουθούσε να υπάρχει. Η φωτογραφία το επιβεβαίωνε. Προσπάθησε να
στηριχτεί απ’ αυτή τη σιγουριά, καθώς ένιωθε να χάνει τον αυτοέλεγχό της. Ποτέ δεν ήταν από τις γυναίκες που το έβαζαν στα πόδια. Αντίθετα,
περηφανευόταν που μπορούσε ν’ αντιμετωπίζει ακόμα και τις δυσκολότερες καταστάσεις. Όμως τώρα, για πρώτη φορά, προτίμησε να φύγει, προσπαθώντας
έτσι να κρυφτεί απ’ το διαπεραστικό βλέμμα του Γκίντεον και να συμφιλιωθεί με την πίκρα του παρελθόντος, που δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Βγήκε
τρέχοντας από το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω της τη φωτογραφία.

***

Η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω της. Ο Γκίντεον δίστασε για λίγο, αλλά τελικά πήρε τη φωτογραφία από κάτω. Έμεινε να την κοιτάζει ανασαίνοντας βαριά.
Ανάθεμα.
Τελικά φαίνεται ότι και ο ίδιος είχε την ευάλωτη πλευρά του. Η Πάιπερ τον είχε πετύχει ξαπλωμένο στον καναπέ, με το ένα γόνατο λυγισμένο, το μπράτσο
διπλωμένο πίσω απ’ το κεφάλι του, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι. Όμως δε φαινόταν άνετος· έδινε την αίσθηση ότι κάτι του έλειπε. Ήταν χαραγμένο στις
γραμμές του προσώπου του· μια απεγνωσμένη ανάγκη να κατέχει κάτι.
Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία τι ήταν αυτό που του έλειπε· ή ποιος. Είχε καρφώσει το βλέμμα του ακριβώς σ’ αυτό που αποζητούσε.
Στην Πάιπερ.

***

Η Πάιπερ έτρεμε ολόκληρη. Τα περιθώρια στένευαν. Πλησίαζε η στιγμή της μεγάλης αλήθειας. Ήξερε ότι αυτή η μέρα θα ’φτανε κάποτε. Το ήξερε από τη
στιγμή που είχε διαβάσει το άρθρο για τον Γκίντεον κι είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να τον πλησιάσει.
Όμως εκείνος πώς θ’ αντιδρούσε όταν θα μάθαινε όλη την αλήθεια;
Η Πάιπερ κουλουριάστηκε στο κρεβάτι. Λίγες μέρες χρειαζόταν ακόμα. Μόνο λίγες μέρες, για να τον φέρει ξανά στη ζωή της. Για να τον αποχαιρετήσει με
το δικό της τρόπο. Και να συμφιλιωθεί με το παρελθόν. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα.
Λίγες μέρες ζητούσε μόνο.

***

Ανάθεμα, μα πού είναι; αναρωτήθηκε σιωπηλά ο Γκίντεον. Ήταν πια εννιά το βράδυ, είχε περάσει προ πολλού η ώρα που την περίμενε να επιστρέψει από το
ραντεβού με τους Τάιλερ. Πόση ώρα χρειαζόταν για να μεταφέρει τα άσχημα νέα; Αποφάσισε να κατέβει από το διαμέρισμά του στο γραφείο. Σήκωσε το
ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του θυρωρείου όπου βρίσκονταν οι φρουροί.
«Ορίστε, κύριε Χαρτ».
«Δεν επέστρεψε ακόμα;»
«Αν αναφέρεστε στην κυρία Μοντγκόμερι, όχι, κύριε, δεν έχει επιστρέψει ακόμα».
«Ειδοποιήστε με όταν έρθει».
«Βεβαίως, κύριε».
Ο Γκίντεον έκλεισε το τηλέφωνο και χαλάρωσε τη γραβάτα που τον έσφιγγε. Αυτά τα ρούχα τον εμπόδιζαν να σκεφτεί. Περιόριζαν το μυαλό του όπως και
το κορμί του. Ποτέ δεν ήταν ο τύπος του κοστουμαρισμένου άντρα. Κάτι τέτοιες στιγμές, αυτή η εκτίμηση επανερχόταν στο νου του βασανιστικά. Ο κόσμος
των επιχειρήσεων δεν ήταν ο φυσικός του χώρος. Έτσι, είχε μάθει να βρίσκει συμβιβαστικές λύσεις. Όποτε χρειαζόταν να πάρει σημαντικές αποφάσεις,
έβγαζε αυτά τα ρούχα για να μπορέσει ν’ ανασάνει. Έτσι και τώρα, έβγαλε βιαστικά το πουκάμισο και πέταξε πέρα τα παπούτσια του. Όταν έμεινε
ξυπόλυτος, πλησίασε στο παράθυρο κι απέμεινε να κοιτάζει την κατάφωτη πόλη, χωρίς να τη βλέπει πραγματικά.
Γιατί το έκανε αυτό η Πάιπερ; αναρωτήθηκε. Γιατί ανακατεύεται; Έπρεπε να ξέρει πως ο ίδιος θα το ανακάλυπτε και θα αναγκαζόταν ν’ αντιδράσει. Τι την
ωθούσε να μπλέκεται σε καταστάσεις που δεν την αφορούσαν; Και γιατί, όποτε συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο ίδιος την προστάτευε;
Άκουσε να χτυπάει το τηλέφωνο πάνω στο γραφείο του. Ο Γκίντεον το αγνόησε. Θα ήταν ο θυρωρός που ήθελε να τον ειδοποιήσει για την άφιξη της
Πάιπερ. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ελπίζοντας πως θ’ ανακτούσε τον αυτοέλεγχό του προτού να τη δει. Δεν ήταν εύκολο. Η οργή του συναγωνιζόταν τον πόθο
του, έναν πόθο τόσο ισχυρό, που τον ανάγκαζε να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μείνει μακριά της.
Λίγα λεπτά αργότερα, άκουσε τις πόρτες να βροντάνε και την πνιχτή φωνή της Πάιπερ που διαμαρτυρόταν: «Ν’ ανοίγετε όταν σας λέω εγώ. Έτσι και μου
ξαναδημιουργήσετε πρόβλημα, θα...» Μπήκε μέσα στο γραφείο έχοντας τη μηχανή κρεμασμένη στον ώμο της. Έμεινε έκπληκτη βλέποντάς τον να στέκεται
δίπλα στο παράθυρο. «Καλησπέρα, Γκίντεον. Συγνώμη που άργησα».
«Σε περίμενα».
«Πολύ ευγενικό εκ...»
«Δεν είναι ευγενικό. Πρόκειται για δουλειά». Την πλησίασε αργά. Ήξερε ότι θα ήταν λάθος το να πήγαινε πολύ κοντά της, αλλά αδυνατούσε ν’ αντισταθεί
στον πειρασμό. «Πίστευες ότι δε θα το ανακάλυπτα, ότι δε θα μου ’λεγε κάποιος τι πήγες κι έκανες;»
Η Πάιπερ είχε το κουράγιο να ανασηκώσει το βλέμμα της και να τον κοιτάξει με πείσμα. «Το ‘‘ήλπιζα’’ θα ήταν καλύτερη επιλογή».
«Εξήγησέ μου γιατί το έκανες». Η φωνή του ήταν σκληρή.
«Ευχαρίστως». Σκέφτηκε για λίγο κι έπειτα αναστέναξε βαθιά. «Μήπως καλύτερα να μου εξηγήσεις πρώτα εσύ τι ακριβώς είναι αυτό που έμαθες, ενώ εγώ
ήλπιζα ότι δε θα το μάθεις;»
«Δηλαδή υπάρχουν κι άλλα;»
Το πρόσωπό της συσπάστηκε ακούγοντάς τον τόσο αγριεμένο. «Πιθανόν. Είμαι καινούρια στη δουλειά. Ένας Θεός ξέρει πόσα λάθη έχω κάνει».
«Δε μιλάω για λάθος». Ασυναίσθητα την πλησίασε ακόμα περισσότερο. Βρισκόταν πια αρκετά κοντά ώστε να μυρίζει το άρωμά της. «Μιλάω για τη
συνάντησή σου με τους χρυσοχόους».
Η Πάιπερ τον κοίταξε μ’ επιφυλακτικότητα. «Α, αυτό;»
«Ναι, αυτό».
«Δεν καταλαβαίνω γιατί θυμώνεις. Μετέφερα το μήνυμά σου. Τους είπα ότι επιμένεις να τους καταστρέψεις».
«Και επίσης τους είπες να με πολεμήσουν!»
«Ήταν μια λογική υπόδειξη. Εσύ δε μου είπες ότι μπήκαν σε μπελάδες επειδή αρνούνταν να συνεργαστούν; Εγώ τους δήλωσα απλά πως, αν συμμαχούσαν,
ίσως και να ’βρισκαν κάποιο τρόπο για να βγουν από τη δύσκολη θέση».
«Μα δεν καταλαβαίνεις;» της πέταξε άγρια. «Δε θέλω να βρουν τρόπο να βγουν από τη δύσκολη θέση».
«Φυσικά και το καταλαβαίνω». Μια υποψία εκνευρισμού φάνηκε στο βλέμμα της. «Εκείνοι δεν καταλάβαιναν πόσο αποφασισμένος είσαι, όχι εγώ. Και δεν
μπορούσα να τους προσφέρω κάποια χειροπιαστή βοήθεια. Το μόνο που μπορούσα ήταν να τους δώσω μια συμβουλή».
«Δηλαδή, αν μπορούσες, θα τους είχες βοηθήσει».
«Φυσικά. Μ’ αρέσει να βοηθάω τους ανθρώπους».
Ο Γκίντεον κάλυψε τη λιγοστή πια απόσταση που τους χώριζε και την έπιασε από τους ώμους, ανίκανος να συγκρατηθεί και να μην την αγγίξει. «Τότε,
βοήθησε εμένα».
Η Πάιπερ αναστέναξε ελαφρά. «Εννοείς να σε βοηθήσω να διορθώσεις να πράγματα;»
Εκείνος γέλασε άγρια, χωρίς να την αφήσει από τα χέρια του. Δεν μπορούσε να την αφήσει. Όχι τώρα, που τα χείλη της βρίσκονταν τόσο κοντά στα δικά
του, το καρδιοχτύπι του εναρμονιζόταν με το δικό της και που η τρυφερότητα και η λάμψη της φώτιζαν κάθε σκοτεινή γωνιά της ψυχής του. «Ποτέ δεν τα
παρατάς, έτσι;»
«Ποτέ. Έλα, αφού θέλεις να τους βοηθήσεις. Παραδέξου το».
«Τις εταιρείες τους θέλω».
Το βλέμμα της φλογιζόταν από ένα έντονο πάθος που δεν είχε καμιά σχέση με τον πόθο της για εκείνον, αλλά είχε απόλυτη σχέση με το βάθος της
βεβαιότητάς της. «Όποιο κι αν είναι το τίμημα;»
«Ναι».
Τώρα το πάθος χρωμάτισε και τη φωνή της. «Όποιος κι αν πληγωθεί εξαιτίας σου;»
«Μην ανακατεύεσαι και δε θα πληγωθείς». Την ένιωθε σαν μια φλόγα μέσα στα χέρια του, άγρια και λαμπερή. Καμάρωνε παρατηρώντας πώς είχε εξελιχθεί
όλ’ αυτά τα χρόνια που ζούσαν χώρια, όσο κι αν λυπόταν βαθιά που δεν είχε παρακολουθήσει από κοντά όλη της την πορεία.
«Δε θα σ’ αφήσω να τους κάνεις κακό, Γκίντεον», τον προειδοποίησε εκείνη. «Ούτε θα σ’ αφήσω να βλάψεις τον άντρα που κρύβεις μέσα σου,
καταστρέφοντάς τους».
«Δεν μπορείς να με σταματήσεις».
Αρκετό χρόνο είχαν χάσει μ’ αυτή τη συζήτηση. Τώρα υπήρχαν άλλα, σημαντικότερα θέματα που έπρεπε να φροντίσει. Χαμήλωσε το κεφάλι του, ενώ
εκείνη ανασήκωνε το δικό της· τα χείλη τους συναντήθηκαν. Προτού όμως ο Γκίντεον προλάβει να γευτεί αυτό που ποθούσε, η διπλή πόρτα άνοιξε με
δύναμη κι ένας άντρας όρμησε μέσα.
«Κάθαρμα! Πάρε τα βρόμικα χέρια σου από πάνω της!»
Ο Γκίντεον αντέδρασε ενστικτωδώς. Βιαστικά έσπρωξε την Πάιπερ πιο βαθιά μέσα στο προστατευτικό σκοτάδι του δωματίου, μακριά από τον άμεσο
κίνδυνο. Ταυτόχρονα έτεινε ορμητικά το χέρι του μ’ ανοιχτή την παλάμη στο στήθος του απρόσκλητου επισκέπτη. Ξαφνικά, συνειδητοποίησε ότι ο
άνθρωπος που είχε ρίξει κάτω ήταν ο Σπένσερ. Βλέποντάς τον πεσμένο, κανονικά θα έπρεπε να νιώσει τεράστια ικανοποίηση. Αντ’ αυτού, η διαίσθησή του
έλεγε ότι είχε κάνει τις πιο άστοχες κινήσεις... τουλάχιστον όσον αφορούσε την Πάιπερ.
Εκείνη έσφιξε τη γροθιά της και τον χτύπησε στο μπράτσο, κάτι που πιθανότατα προκάλεσε περισσότερο πόνο στην ίδια παρά στον Γκίντεον. «Βλάκα! Τι
παριστάνεις τώρα, τον Τζάκι Τσαν; Μπορείς για μια φορά στη ζωή σου ν’ αντιμετωπίσεις μια κατάσταση χρησιμοποιώντας το μυαλό σου και όχι γροθιές;»
«Μάλλον όχι», παραδέχτηκε εκείνος. Πώς θα μπορούσε να της εξηγήσει ότι θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να την προστατεύσει; Όσο σκληρό κι αν ήταν;
Αφού ο ίδιος δεν ήξερε καν την απάντηση.
Η Πάιπερ έστρεψε την προσοχή της στον Σπένσερ, που κείτονταν στο πάτωμα. «Για όνομα του Θεού, Σπένσερ! Τι κάνεις εδώ;»
Προς μεγάλη ικανοποίηση του Γκίντεον, εκείνος χρειάστηκε να προσπαθήσει τρεις φορές για να καταφέρει να μιλήσει. «Ήρθα να σε σώσω».
«Τώρα γιατί εμένα κάτι μου θυμίζει αυτό; Και γιατί εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι εντελώς περιττό;»
Τελικά ο Σπένσερ κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, γεμάτος οργή και πόνο. «Κοίτα τον!» Κοίταξε οργισμένος τον Γκίντεον. «Είναι ημίγυμνος, τα φώτα
είναι σβηστά και είχε τα χέρια του πάνω σου. Τι περιμένεις δηλαδή να πιστέψω;»
Η Πάιπερ σταύρωσε τα χέρια μπροστά στο στήθος της. «Ωραία, κι έπρεπε να του επιτεθείς γι’ αυτό;»
«Δεν του επιτέθηκα, εγώ...»
«Χίμηξες πάνω μου σαν αφηνιασμένος ταύρος», τον έκοψε ο Γκίντεον.
«Σκόπευα να κάνω πολύ περισσότερα απ’ αυτό. Σκόπευα να σε στείλω στο χώμα». Ο Σπένσερ έβγαλε ένα βρυχηθμό, καθώς προσπαθούσε σκυμμένος να
πάρει ανάσα. «Δώσ’ μου ένα λεπτό και θα δούμε αν μπορώ να τα καταφέρω αυτή τη φορά».
Η φωνή του Γκίντεον έκρυβε ειρωνεία αλλά και κάποιο θαυμασμό. «Δεν έχεις νικήσει ποτέ, σε κανέναν από τους καβγάδες μας», παρατήρησε. «Τι σε κάνει
να πιστεύεις ότι τώρα θα τα καταφέρεις;»
«Έχω εξασκηθεί περισσότερο».
«Το είδα».
Αυτός ο σαρκασμός προκάλεσε μια άμεση αντίδραση. Αν η Πάιπερ δεν είχε μπει ανάμεσά τους, ο Σπένσερ θα είχε επιτεθεί ξανά. Θα ’ταν κρίμα. Ο Γκίντεον
θα είχε βρει πάλι μια αφορμή να παραστήσει τον Τζάκι Τσαν.
Ο αδερφός της θα πρέπει να μάντεψε τις προθέσεις του, γιατί, αντί να του επιτεθεί, έπιασε προστατευτικά την Πάιπερ απ’ τους ώμους. «Πάμε, Πάιπερ».
«Δεν πρόκειται να πάει πουθενά. Δεν την απέλυσα ακόμα».
Η προκλητική του δήλωση προκάλεσε ακριβώς αυτό που περίμενε ο Γκίντεον. Το βλέμμα του Σπένσερ έλαμψε από την έκπληξη και η οργή του φούντωσε
πάλι. «Τι εννοείς μιλώντας για “απόλυση’’;»
«Ό,τι ακριβώς σημαίνει η λέξη. Ως εργοδότης της, μόνο εγώ μπορώ να της δώσω την άδεια να φύγει». Περίμενε λίγο αφήνοντας τον Σπένσερ να
συνειδητοποιήσει τα λεγόμενά του. «Δεν της την έχω δώσει ακόμα», πρόσθεσε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του. «Μα δεν είναι υπάλληλός σου».
Ο Γκίντεον χαμογέλασε χαιρέκακα. Δεν έπρεπε να απολαμβάνει τόσο αυτό που συνέβαινε, αλλά το απολάμβανε. «Κι όμως. Προσλήφθηκε αυτή τη
βδομάδα».
«Τότε, μπορείς να θεωρήσεις ότι αυτή η βδομάδα ήταν η πρώτη και η τελευταία της εδώ».
Η Πάιπερ ξέφυγε από τον Σπένσερ. «Έχετε πάρει χαμπάρι ότι είμαι κι εγώ εδώ;»
«Αυτό θα το συζητήσουμε σε λίγο», της δήλωσε ο αδερφός της. «Το γιατί είσαι εδώ... το γιατί δε θα ’πρεπε... Και το γιατί δε θα ξαναπατήσεις εδώ μέσα».
«Μάλιστα. Δυστυχώς όμως δε δέχομαι εντολές από σένα».
«Μόνο από μενα δέχεται εντολές», τον κέντρισε ο Γκίντεον.
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει, έχοντας πάρει μια έκφραση τόσο έντονα προστατευτική όσο ήταν και η δική του. Κάποτε, θα τον είχε κι εκείνη υπερασπιστεί
μ’ όλο της το πάθος. Δε θα ’πρεπε να του λείπουν αυτές οι εποχές, όμως του έλειπαν πολύ. «Δε με βοηθάς», του παραπονέθηκε.
«Δεν προσπαθώ να βοηθήσω. Να θυμάσαι πως δεν κυνηγάω εσένα».
Η Πάιπερ έσφιξε περισσότερο τη μηχανή που κρατούσε, αλλά εκείνος διαπίστωσε με ανακούφιση πως δεν τράβηξε φωτογραφία. Ο ίδιος δε θα εκτιμούσε
ιδιαίτερα αυτά που θα αποκάλυπταν τέτοιου είδους φωτογραφίες σχετικά με τον εσωτερικό του κόσμο· ή, τουλάχιστον, τη δική της ερμηνεία για’ όλ’ αυτά.
Η Πάιπερ μπορούσε να μοιράζεται με τους άλλους τις εντυπώσεις της με αρκετά σκληρή αμεσότητα.
Η έκφρασή της αγρίεψε. «Δε θα το κάνεις αυτό. Δε θα κυνηγήσεις τον αδερφό μου. Η συμφωνία μας ισχύει, ανεξάρτητα απ’ αυτό το τελευταίο απρόοπτο.
Ήταν βέβαιο ότι ο Σπένσερ θα μάθαινε κάποια στιγμή γι’ αυτή τη συμφωνία. Κοίταξε θυμωμένα τον αδερφό της. «Αν και δεν περίμενα ότι θα συνέβαινε
τόσο σύντομα. Και μια και το ’φερε η κουβέντα, εσύ πώς το έμαθες;»
«Εγώ του το είπα», της απάντησε ο Γκίντεον. «Δηλαδή του είπα όσα χρειάζονταν για να τον αναγκάσω να πάρει το επόμενο αεροπλάνο από την
Καλιφόρνια».
Εκείνη έκλεισε τα μάτια. «Έπρεπε να το ’χα καταλάβει. Αλλιώς πώς θα μπορούσες ν’ απολαύσεις ολοκληρωτικά την εκδίκησή σου;»
«Δε θα μπορούσα».
«Ας μου πει κάποιος τι συμβαίνει», τους είπε ο Σπένσερ. «Τώρα».
Η Πάιπερ αναστέναξε. «Τι σου έχει πει ο Γκίντεον;»
«Απ’ ό,τι φαίνεται, λίγα πράγματα. Χτες το βράδυ μου τηλεφώνησε ο κύριος από δω πληροφορώντας με πως έχεις εγκατασταθεί στο διαμέρισμά του και
πως, αν μου είχε απομείνει κάποιο ίχνος υπευθυνότητας, θα ’πρεπε να γυρίσω στο Ντένβερ για να σε σώσω».
Ο Γκίντεον διαπίστωσε ενοχλημένος πως η Πάιπερ τον κάρφωσε μ’ ένα βλέμμα που τον έκανε να νιώσει σαν άτακτο σχολιαρόπαιδο. Το ήξερε καλά αυτό
το βλέμμα. Εκείνη πίστευε ότι οι πράξεις του είχαν κάποια ιδιαίτερη σημασία, ότι κάτι ευγενικό τον είχε ωθήσει να πάρει τον Σπένσερ· ο Γκίντεον ένιωσε να
πνίγεται. Το είχε κάνει μόνο και μόνο για να βάλει τον αδερφό της στο χέρι μια ώρα αρχύτερα. Η Πάιπερ ήταν έτοιμη να βγάλει οποιαδήποτε γελοία
συμπεράσματα, προκειμένου να εξηγήσει πόσο καλός άνθρωπος ήταν. Όμως θα έπεφτε έξω, κι ο ίδιος θα προσπαθούσε να της το ξεκαθαρίσει με την πρώτη
ευκαιρία.
«Για να μπεις σε τόσο κόπο προσπαθώντας να φέρεις πίσω τον Σπένσερ, θα πρέπει να σε τάραξα πολύ χτες το βράδυ», μουρμούρισε εκείνη. «Γιατί; Λόγω
του ό,τι συνέβη με τους Τάιλερ ή λόγω της μεταμεσονύκτιας συζήτησής μας;»
«Μάλλον λόγω του ότι η πόρτα του υπνοδωματίου σου δεν έχει κλειδαριά», της απάντησε μελιστάλαχτα.
«Άρα δεν ήταν ο φόβος, αλλά ο πειρασμός». Το βλέμμα της μαρτυρούσε χαρά και προσποιητή απόγνωση. «Πολύ ηρωικό που προσπάθησες να με σώσεις
από κάτι χειρότερο και από θάνατο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως ό,τι πάθαινα θα το πάθαινα από σένα».
«Δεν έχω πέσει τόσο χαμηλά, ώστε να χρησιμοποιήσω εσένα για να εκδικηθώ τον αδερφό σου».
Η Πάιπερ έβαλε τα χέρια της στη μέση. «Σκέφτηκες ποτέ πως μπορεί εγώ να μην ήθελα να σωθώ;» τόλμησε να ρωτήσει. «Ή ότι, παρά τους πειρασμούς,
ξέρουμε καλά και οι δυο μας ότι ποτέ δε θα προσπαθούσες να τον εκδικηθείς μ’ αυτό τον τρόπο;»
Στάθηκε ακριβώς μπροστά της. «Ναι, το σκέφτηκα ότι μπορεί να μην ήθελες να σωθείς», της απάντησε κάνοντας ολοφάνερη τη δυσαρέσκειά του. «Είναι
ένα από τα πιο εξοργιστικά ελαττώματά σου. Γιατί επιμένεις να αγνοείς ότι σ’ αυτό το έργο εγώ είμαι ο κακός, όχι ο ήρωας».
«Μα βέβαια. Τι ανόητη που είμαι... Πώς μπόρεσα να κάνω τέτοιο λάθος;» Τον αγριοκοίταξε όπως είχε κάνει κι εκείνος. «Μάλλον θα οφείλεται στη στολή
σου... Α, και στον τρόπο που τρέχεις να με υπερασπιστείς όποτε φοβάσαι ότι μπορεί να πληγωθώ».
Ο Γκίντεον πέρασε το χέρι μέσ’ από τα μαλλιά του. Αυτή η κοπέλα σκόπευε να τον τρελάνει εντελώς· αν δεν το είχε κάνει ήδη. «Ποτέ μου δεν έχω
γνωρίσει γυναίκα που να είναι τόσο αποφασισμένη να δεθεί πάνω στις ράγες και να προκαλέσει το τρένο να περάσει από πάνω της, αντί να επιτρέψει σε
κάποιον να την προστατεύσει», της είπε. Της έδειξε τον Σπένσερ. «Ακόμα και τώρα, που κανόνισα να έρθει κάποιος να σε σώσει, εσύ εξακολουθείς να μην
το εκτιμάς. Είμαι σίγουρος ότι θα ριχτείς πάλι πάνω στις ράγες και θα φωνάξεις το τρένο να σε πατήσει. Κι όσο για το αν θα σε χρησιμοποιούσα για να
εκδικηθώ τον αδερφό σου... Αν ήθελα, χτες θα μπορούσα πολύ εύκολα να περάσω τη νύχτα στο δωμάτιό σου».
«Και γιατί δεν το έκανες;»
Γιατί δεν ήθελα να σε πληγώσω μ’ αυτό τον τρόπο, σκέφτηκε εκείνος αυθόρμητα, αλλά κατάφερε να μην της το πει. Γιατί, από τη στιγμή που θα κάναμε
έρωτα, θα μου ήταν πια αδύνατον να σ’ αφήσω να φύγεις ξανά... Έσφιξε τα δόντια του αντιμετωπίζοντας τη σκληρή αλήθεια. Ό,τι κι αν είχε συμβεί ανάμεσά
τους στο παρελθόν, τώρα αδυνατούσε να της κάνει κακό συνειδητά. Και το χειρότερο ήταν ότι, αν είχαν κάνει έρωτα, όχι μόνο δε θα μπορούσε να την
αφήσει να φύγει, αλλά δε θα μπορούσε και να βλάψει τον αδερφό της. Κοίταξε τον Σπένσερ οργισμένα. Ανάθεμα! Αν δεν κατάφερνε να βγάλει την Πάιπερ
από τη μέση, ίσως και πάλι να αδυνατούσε να τον βλάψει.
« Συγγνώμη! Μήπως θα μπορούσε κάποιος να μου εξηγήσει τι διάβολο συμβαίνει εδώ;» τους διέκοψε εκείνος. «Γιατί δουλεύεις γι’ αυτό το κάθαρμα,
Πάιπερ; Και γιατί μένεις στο διαμέρισμά του; Έχεις χάσει κάθε ίχνος κοινής λογικής;»
«Έτσι φαίνεται», του απάντησε εκείνη με απόλυτη σοβαρότητα.
Ο Γκίντεον σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του. Ήταν ώρα να κατευθύνει αυτή τη συζήτηση. Ήθελε να απομακρύνει την Πάι-περ όσο το δυνατόν
συντομότερα και να μείνει μόνος με τον Σπένσερ. Ίσως τότε να μπορούσε να συγκεντρωθεί ώστε να πάρει εκδίκηση. «Είναι απλό. Εξαγόρασα την οφειλή
σας».
«Οφειλή;» Ο Σπένσερ τους κοίταξε συνοφρυωμένος. «Ποια οφειλή;»
Η Πάιπερ τον σκούντησε με τον αγκώνα της. «Ξέρεις... τη γνωστή οφειλή».
«Ακριβώς», είπε ο Γκίντεον. «Τη γνωστή οφειλή. Το συμβόλαιο που είχες με τον Τζακ Γουάιλι, δε θυμάσαι; Το εξαγόρασα και ζητάω πίσω τα χρήματά
μου».
Η αρχική έκπληξη του Σπένσερ μετατράπηκε αμέσως σε οργή. «Κάθαρμα...»
«Αρχίζεις να γίνεσαι βαρετός», παρατήρησε πειρακτικά ο Γκίντεον. «Δεν μπορείς να σκεφτείς κάτι πιο πρωτότυπο;»
Αμέσως η Πάιπερ μπήκε στη μέση. «Ηρέμησε, Σπένσερ. Το ’χω αναλάβει εγώ αυτό».
Πότε θα μάθει αυτή η κοπέλα να μην μπλέκεται στα πόδια μου; αναρωτήθηκε ο Γκίντεον, κιτρινίζοντας απ’ το θυμό. Μάλλον ποτέ, αν έκρινε από το
παρελθόν της... «Μην ανακατεύεσαι εσύ», την προειδοποίησε.
«Θ’ ανακατευτώ». Εκείνη στράφηκε ξανά στον αδερφό της. «Ο Γκίντεον δεν μπορεί να μας πάρει το μύλο, αν του δώσουμε ένα αντίτιμο ίσης αξίας. Το λέει
το συμβόλαιο».
Το βλέμμα του Σπένσερ πλημμύρισε από οργή και απόγνωση. «Δεν έχουμε τίποτ’ άλλο να του δώσουμε, τίποτα. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό που θα
πλησίαζε στην αξία του μύλου;»
«Εγώ».
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 7

Τα λόγια της αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα για μερικές ατέλειωτες στιγμές. Ο Γκίντεον ένιωσε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Το σχόλιό της τον
τάραξε πολύ περισσότερο απ’ όσο τον Σπένσερ, ίσως επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχε συνειδητοποιήσει όλη την αλήθεια. Η Πάιπερ άξιζε περισσότερο
απ’ όσο ο μύλος. Η ταραχή του αυτή του στοίχισε πολύ. Ο Σπένσερ χίμηξε οργισμένος πάνω του, αιφνιδιάζοντάς τον.
Και οι δύο προσγειώθηκαν κάτω με δύναμη, παρασύροντας την Πάιπερ από τον ώμο και ρίχνοντάς την πάνω στο γραφείο. Ο ήχος του τζαμιού που έσπαγε
ακούστηκε δυνατότερα από τη σιγανή κραυγή πόνου που βγήκε από τα χείλη της. Όμως αυτός ο ανεπαίσθητος ήχος έφερε τον Γκίντεον στα συγκαλά του.
Κάθε σκέψη εκδίκησης σβήστηκε, μόλις συνειδητοποίησε ότι εκείνη μπορεί να είχε χτυπήσει. «Αστεράκι;»
Ο Σπένσερ τον έσπρωξε και σηκώθηκε πρώτος από κάτω. «Πάι-περ; Είσαι καλά, γλυκιά μου;»
Η μηχανή της είχε πέσει κάτω κι εκείνη γονάτισε δίπλα της, γυρίζοντας την πλάτη της στους άλλους δύο. «Φύγε, Σπένσερ», είπε ήρεμα.
«Αποκλείεται», διαμαρτυρήθηκε εκείνος. «Δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα». Της άπλωσε το χέρι του ικετευτικά. «Σε παρακαλώ, Πάιπερ. Μην το κάνεις
αυτό. Δεν μπορεί να θέλεις ακόμα να τον υπερασπίζεσαι, μετά από τόσο καιρό. Μετά απ’ τον καβγά και τα τόσα άλλα που έχουν γίνει».
«Δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει για τον καβγά και τα όσα ακολούθησαν».
«Βλακείες!»
«Αφού σου λέω, δεν του είπαν τίποτα». Έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Το βλοσυρό βλέμμα της έκανε τον Γκίντεον να βγει εκτός ελέγχου. Αν δεν
ήταν σίγουρος ότι ο Σπένσερ σκόπευε να του επιτεθεί ξανά, θα αφιερωνόταν σ’ εκείνη για να μάθει τι ακριβώς της προκαλούσε τόσο πόνο. «Δεν ξέρει τι
συνέβη, όπως κι εγώ δεν ήξερα ότι τον έδιωξαν από την πόλη».
Ο Γκίντεον έπιασε τον Σπένσερ από το μπράτσο, αναγκάζοντάς τον ν’ απομακρυνθεί από εκείνη. «Πράγματι δεν της είχες πει ότι μ’ έδιωξαν από το Ολντ
Μιλ;»
«Όχι βέβαια. Θα ήμουν τρελός αν της το ’λεγα». Ελευθερώθηκε με ανυπομονησία από τη λαβή του. «Ποτέ δε λέει ψέματα. Ή μήπως το ’χεις ξεχάσει μετά
από τόσα χρόνια;»
Όχι, δεν είχε ξεχάσει. Απλώς του ήταν πολύ ευκολότερο το να φαντάζεται ότι η Πάιπερ τελικά είχε πάρει το μέρος του αδερφού της και είχε επιτρέψει στο
σερίφη να τον αναγκάσει να φύγει, παρά το να σκεφτεί σοβαρά μια άλλη εκδοχή· ότι, δηλαδή, ποτέ της δεν τον είχε αγαπήσει. Ότι όσα για τον ίδιο ήταν ο
κόσμος ολόκληρος, για εκείνη δεν ήταν παρά μια ασήμαντη περιπετειούλα. «Γιατί; Γιατί της έκρυψες την αλήθεια;»
«Εσύ είχες φύγει», του εξήγησε απρόθυμα ο Σπένσερ. «Δεν υπήρχε λόγος να μάθει όλες τις λεπτομέρειες. Και μετά απ’ όσα της είχες κάνει, δε νομίζω ότι
θα μπορούσε ν’ αντέξει...»
«Έκανες λάθος που μου το έκρυψες», τον έκοψε με τραχύτητα η Πάιπερ. «Νόμισα ότι ο Γκίντεον με είχε εγκαταλείψει, ότι δεν ενδιαφερόταν».
Ο Σπένσερ θέλησε να την πλησιάσει, αλλά ο Γκίντεον μπήκε στη μέση και τον εμπόδισε. «Ούτε να το σκέφτεσαι, Μοντγκόμερι. Θα την αγγίξεις μόνο αν
περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου».
«Μη με προκαλείς!» Ο Σπένσερ στράφηκε στην αδερφή του. «Πάιπερ, άκουσέ με. Συγνώμη που δε σου είπα την αλήθεια. Αυτό όμως δεν αλλάζει τίποτα.
Αυτός θέλει να εκδικηθεί και θα το κάνει μ’ όποιον τρόπο μπορέσει, ακόμα κι αν χρειαστεί τελικά να χρησιμοποιήσει εσένα».
«Κάνεις λάθος. Ποτέ δε θα με πλήγωνε σκόπιμα».
«Μη γίνεσαι ανόητη. Αυτό ακριβώς θα κάνει. Ό,τι κι αν λες εσύ, δεν του καίγεται καρφί».
«Τώρα ίσως όχι. Αλλά δικαιούται να μάθει την αλήθεια γι’ αυτά που έγιναν. Αν στη συνέχεια εξακολουθεί να θέλει να πάρει εκδίκηση, θα σας αφήσω να τα
βρείτε οι δυο σας».
Ο Σπένσερ φάνηκε να υποχωρεί, πιθανότατα επηρεασμένος από την αποφασιστικότητά της. «Πόσο χρόνο θα χρειαστείς;»
«Λίγες μέρες μόνο. Μόνο αυτό ζητάω. Χρειάζομαι χρόνο για να εξηγήσω τα πράγματα με το δικό μου τρόπο».
Ο Γκίντεον αρνήθηκε να παραμείνει αμέτοχος. Ακούγοντάς τους, είχε την αίσθηση πως ο ίδιος αδυνατούσε να κατανοήσει όλα όσα ανέφεραν εκείνοι. Σαν
να έπαιζε σ’ ένα παιχνίδι χωρίς να ξέρει τις οδηγίες και τους κανόνες· κι αυτό δεν του άρεσε καθόλου. «Τι να εξηγήσεις, Πάιπερ; Τι είναι αυτό που μου
κρύβεις;»
Εκείνη δεν απάντησε, αλλά κουλουριάστηκε ακόμα περισσότερο.
Κάτι δεν πήγαινε καλά κι ο Γκίντεον υποπτευόταν ότι αυτό δεν είχε καμιά σχέση με το σπασμένο φακό της φωτογραφικής μηχανής. Έδειξε την είσοδο
κουνώντας το κεφάλι του. «Δίνε του, Μοντγκόμερι».
«Φύγε, Σπένσερ, σε παρακαλώ», πρόσθεσε κι εκείνη. «Θα σου τηλεφωνήσω αργότερα».
«Πάιπερ...»
«Σε παρακαλώ».
Ο Γκίντεον ποτέ δεν είχε ξανακούσει έτσι τη φωνή της. Διέσχισε αμίλητος το δωμάτιο και άνοιξε διάπλατα τις πόρτες. Το βλέμμα του μαρτυρούσε ότι, αν
χρειαζόταν, θα χρησιμοποιούσε και βία για να απομακρύνει τον Σπένσερ. Εκείνος δίστασε για μια στιγμή, αλλά τελικά τον ακολούθησε.
«Αν την πληγώσεις, δεν πρόκειται να ξαναδείς το φως του ήλιου», του δήλωσε προχωρώντας.
Ο Γκίντεον χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την αυτοκυριαρχία για να μην απλώσει ξανά χέρι πάνω του. «Αν δε θέλεις να πληγώνεται, να δίνεις μόνος
σου τις μάχες σου. Θέλω το μύλο. Δώσε μού τον και η Πάιπερ είναι όλη δική σου».
Ο Σπένσερ έσκυψε ντροπιασμένος το κεφάλι του. Ο Γκίντεον έμεινε έκπληκτος ακούγοντάς τον να του λέει με χαμηλωμένη φωνή: «Δεν της είπα την
αλήθεια για το λόγο που έφυγες από την πόλη, επειδή θα έτρεχε από πίσω σου».
«Δεν έπρεπε να πάρεις εσύ αυτή την απόφαση».
«Την πήρα όμως. Τότε δεν ήσουν ό,τι καλύτερο για κείνη, όπως δεν είσαι και τώρα». Τον πλησίασε περισσότερο. «Ούτε για μια στιγμή δεν πίστεψα ότι δεν
ήξερες το μέγεθος της ζημιάς που άφησες πίσω σου».
«Για τελευταία φορά... Δεν έκαψα εγώ το μύλο», του δήλωσε ο Γκίντεον μιλώντας μέσ’ απ’ τα δόντια του.
«Δε μιλάω γι’ αυτό. Νομίζεις ότι ενδιαφέρομαι για το μύλο τόσο όσο και για την αδερφή μου; Τώρα φεύγω αποκλειστικά και μόνο επειδή η Πάιπερ επιμένει
κι εγώ θα έκανα τα πάντα για κείνη. Αλλά σ’ το λέω ξεκάθαρα. Δε θα πάρεις ούτε το μύλο και, φυσικά, ούτε και την αδερφή μου. Δε θα σ’ αφήσω να τα
καταστρέψεις ξανά».
Λέγοντας αυτά, ο Σπένσερ εξαφανίστηκε. Ο Γκίντεον έκλεισε την πόρτα με δύναμη και γύρισε στην Πάιπερ. Ήταν ακόμα σκυμμένη στο πάτωμα, πίσω από
το γραφείο, με την πλάτη στραμμένη προς το μέρος του· η μηχανή βρισκόταν στα πόδια της. Εκείνος βρέθηκε δίπλα της αστραπιαία, γονάτισε, την
αγκάλιασε και την έσφιξε στο στήθος του.
«Με συγχωρείς, γλυκιά μου. Δεν ήθελα να κάνω ζημιά στη μηχανή σου. Τι έπαθε;»
Η Πάιπερ έτρεμε στην αγκαλιά του. «Μπορείς, σε παρακαλώ, να μου φέρεις μια πετσέτα; Βρεγμένη, αν γίνεται».
Ο Γκίντεον ένιωσε να παραλύει. «Τι συμβαίνει;»
«Γκίντεον... σε παρακαλώ».
Τα λόγια της μόλις που ακούγονταν, αλλά τον έκαναν ν’ αντιδράσει αμέσως. Την άφησε προσεκτικά κι έτρεξε στο μπάνιο, δίπλα στο γραφείο του. Πήρε μια
πετσέτα, την έβρεξε και επέστρεψε βιαστικά κοντά της. Και τότε το είδε. Η Πάιπερ κρατούσε σφιχτά με το αριστερό χέρι το δεξί της μπράτσο. Το δωμάτιο
ήταν πολύ σκοτεινό για να διακρίνει κανείς καθαρά τα χρώματα, αλλά κάτω απ’ το αχνό φως που υπήρχε ο Γκίντεον μπορούσε να δει ότι τα δάχτυλά της
ήταν βουτηγμένα στο αίμα.
Γονάτισε δίπλα της πιέζοντας την υγρή πετσέτα στο μπράτσο της, προκειμένου να σταματήσει το αίμα που έτρεχε. «Μπορείς να μου πεις τι στο καλό
συνέβη;» τη ρώτησε.
«Εγώ έφταιγα. Προσπάθησα να πιάσω τη μηχανή πριν πέσει, γλίστρησα κι έπεσα πάνω στο γραφείο. Το μπράτσο μου βρήκε στη γωνία. Δεν ήθελα να δει ο
Σπένσερ ότι έχω χτυπήσει. Δε... δε θα το ’παιρνε και πολύ καλά».
«Κόπηκες απ’ το γραφείο μου;»
Η Πάιπερ προσπάθησε να γελάσει. «Φαίνεται ότι μερικά από τα τρόπαιά σου είναι περισσότερο επικίνδυνα απ’ αυτόν που τα συλλέγει».
Οπισθοχώρησε λίγο ακούγοντας το σχόλιό της. «Ανάθεμα! Δε βλέπω τι κάνω. Έλα, πάμε στο μπάνιο».
Δεν την περίμενε να σταθεί μόνη της. Τη σήκωσε στα χέρια και την πήγε στο πλαϊνό δωμάτιο. Την άφησε να σταθεί όρθια, άνοιξε τη βρύση και της έβαλε
το χέρι κάτω από το νερό. Έπειτα έβγαλε την πετσέτα προσεκτικά.
«Πώς είναι;» τον ρώτησε εκείνη αποφεύγοντας να κοιτάξει. Η φωνή της ακουγόταν ανέκφραστη, αλλά το πρόσωπό της είχε γίνει κάτασπρο σαν το πανί.
«Ευτυχώς δεν έχει κοπεί κάποια αρτηρία». Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε πώς κατάφερνε ν’ ακούγεται τόσο ψύχραιμος. «Όμως πρέπει να πάμε στο νοσοκομείο για
να σου το ράψουν».
«Όχι! Όχι νοσοκομείο».
«Λογικέψου, Πάιπερ».
«Όχι νοσοκομείο», επανέλαβε. Η άρνησή της φανέρωνε μια περίεργη επιμονή. Τελικά, ήταν πολύ πιο αναστατωμένη απ’ ό,τι είχε φανεί αρχικά. «Καθάρισέ
το με σαπούνι και βάλε έναν επίδεσμο. Αύριο θα πάω στο γιατρό. Όμως στο νοσοκομείο δεν πάω».
«Άκου να σου πω. Δεν υπάρχει περίπτωση να περιμένεις μέχρι αύριο για να πας στο γιατρό. Πάει και τελείωσε».
Η Πάιπερ άρχισε να τρέμει. «Μη μου παριστάνεις εμένα το σκληρό. Δεν μπορείς να μου δίνεις διαταγές και να περιμένεις να υπακούσω».
«Ως εργοδότης σου, μπορώ και με το παραπάνω. Αν όμως αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα, έχουμε μια γνωστή στην κλινική εδώ πιο κάτω. Τη θυμάσαι
τη Λούσι, την αδερφή μου;»
Είχε καταφέρει να της αποσπάσει την προσοχή για λίγο. «Και βέβαια τη θυμάμαι. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα πως είστε δίδυμα».
«Λοιπόν, έχει γίνει γιατρός. Θα της τηλεφωνήσω και θα κανονίσω να συναντηθούμε στο νοσοκομείο».
«Μα δε θέλω να... Άουτς! Τσούζει».
Της σκούπισε προσεκτικά την πληγή. «Συγνώμη, δεν ήθελα να σε πονέσω».
Η αναπνοή της έβγαινε κοφτή. «Γκίντεον;»
«Τι είναι, αστεράκι;»
«Ειλικρινά σου ζητάω συγνώμη».
Αν οι συνθήκες ήταν διαφορετικές, θα ’βρισκε αστείο τον επίσημο τόνο της. «Έλα τώρα. Γιατί ζητάς συγνώμη;»
«Ή θα κάνω εμετό ή θα λιποθυμήσω. Ίσως και τα δύο».
Έπρεπε να ’χε καταλάβει πολύ νωρίτερα πόσο άσχημα ένιωθε εκείνη. Τύλιξε γύρω από το μπράτσο της μια καθαρή πετσέτα, την τράβηξε κοντά του και την
έβαλε να καθίσει στο πάτωμα, κρατώντας την πάντα σφιχτά στο στήθος του. Ακουμπούσε πάνω του, λες και ήταν πραγματικά πλασμένη για την αγκαλιά
του. «Μόλις ηρεμήσεις λίγο θα τηλεφωνήσω στη Λούσι. Δε μένει πολύ μακριά».
«Δε θέλω...»
«Θα πάμε στο νοσοκομείο, τελεία και παύλα». Η Πάιπερ δεν απάντησε, απλά έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του κι αναστέναξε βαθιά. Ο Γκίντεον δεν
ήξερε ότι είχε τέτοια φοβία με τα νοσοκομεία. Ίσως να ’χε κάποια σχέση με το θάνατο της μητέρας της. Θυμόταν ότι είχε πεθάνει από καρκίνο. Προφανώς
αυτού του είδους η αρρώστια θα την είχε αναγκάσει να μένει πολλές ώρες στο νοσοκομείο κι αυτό θα την είχε επηρεάσει. «Θα σε πάω στον καναπέ και μετά
θα τηλεφωνήσω στην αδερφή μου».
Μέσα σε μισή ώρα βρίσκονταν στο νοσοκομείο, κλεισμένοι και οι τρεις τους σ’ ένα μικρό θάλαμο. «Φυσικά κι έπρεπε να τη φέρεις», παρατήρησε η Λούσι
γκρινιάρικα. «Απορώ και που κάθισες και να το συζητήσεις. Δεν είναι του στυλ σου».
«Είχαμε σοκαριστεί», της εξήγησε ήρεμα.
«Καλά». Η Λούσι τον έδιωξε ενοχλημένη και χάρισε στην Πάι-περ το πιο επαγγελματικό της χαμόγελο. «Ευτυχώς δεν είναι βαθύ. Δυο ράμματα
χρειάζονται μόνο. Θα κάνουμε κι ένα αντιτετανικό εμβόλιο. Να υποθέσω ότι ο Γκίντεον μπορεί να σε προσέχει απόψε;»
«Ναι».
Η Λούσι αναστέναξε. «Το φοβόμουν. Αν ο αδερφός μου θέλει να γελοιοποιηθεί και πάλι, είναι δική του δουλειά. Εγώ δεν μπορώ να τον εμποδίσω».
«Αρκετά, Λούσι», την έκοψε ο Γκίντεον. «Εγώ κάνω κουμάντο εδώ».
Εκείνη κοίταξε με νόημα το γυμνό του στέρνο και το χαμηλοκάβαλο τζιν του. «Ναι, βλέπω πώς κάνεις κουμάντο. Σου κατέστρεψε μια φορά τη ζωή. Γιατί
τώρα την αφήνεις να το ξανακάνει;»
«Θα ’θελες να μου κάνεις στραβά τα ράμματα;» τη ρώτησε η Πάιπερ.
Η Αούσι την κοίταξε σαστισμένη. «Ορίστε;»
«Θα ένιωθες καλύτερα αν σ’ άφηνα να μου κάνεις στραβά τα ράμματα; Ή μπορείς απλά να μην κάνεις ράμματα για να μείνει η ουλή».
«Ποτέ δε θα ’κανα κάτι τέτοιο», διαμαρτυρήθηκε η Λούσι. «Εγώ προσπαθώ να βοηθάω τους ανθρώπους, όχι να τους βλάπτω».
«Κι εγώ δε θα ’κανα ποτέ κακό στον αδερφό σου. Όχι σκόπιμα, τουλάχιστον. Ποτέ δεν το έκανα και ποτέ δε θα το κάνω». Η Πάιπερ την κοίταξε σταθερά.
«Δεν ήξερα ότι τον αδερφό σου τον έδιωξαν από την πόλη. Αν το ήξερα, πιθανότατα αυτά τα πέντε χρόνια θα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά».
Ο Γκίντεον έμεινε ακίνητος, καθώς το σχόλιό της προκάλεσε αναμνήσεις. Δεν ξέρει τίποτα. Δεν ξέρει για τον καβγά και τα όσα ακολούθησαν. Η αίσθηση
ότι έπαιζε σ’ ένα παιχνίδι χωρίς να ξέρει τους κανόνες έγινε πιο δυνατή και του προκάλεσε μια ένταση που αδυνατούσε ν’ αγνοήσει. Ο τραυματισμός της
Πάιπερ τον είχε εμποδίσει να της ζητήσει εξηγήσεις. Αλλά με κάποιο τρόπο θα την ανάγκαζε να του πει την αλήθεια. Απόψε.
«Τελείωνε», είπε στην αδερφή του. «Θέλω να φεύγουμε από δω».
Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. «Κανένα πρόβλημα». Δε χρειάστηκε πολλή ώρα να κλείσει την πληγή και να τη δέσει. Όταν τελείωσε, έδωσε στον Γκίντεον μια
λίστα με οδηγίες. Σηκώθηκε να φύγει, κοίταξε την Πάιπερ κι αναστέναξε. «Σε προειδοποιώ. Μου υποσχέθηκες ότι δε θα τον πληγώσεις. Αν τα θαλασσώσεις,
θα χρειαστεί ν’ αντιμετωπίσεις τις οργισμένες αδερφές του».
Η Πάιπερ χαμογέλασε. «Κι ο αδερφός μου το ίδιο είπε στον Γκίντεον. Μήπως να βρεθούμε όλοι μαζί και να τα πούμε; Στοιχηματίζω ότι έχουμε
περισσότερα κοινά απ’ όσα νομίζεις».
Η Λούσι της χαμογέλασε με λιγότερη απροθυμία αυτή τη φορά. «Ένα θα σου πω... Το ότι φύγαμε από το Ολντ Μιλ ήταν ό,τι καλύτερο μας συνέβη ποτέ.
Αυτό σου το χρωστάμε».
Μέσα στο αυτοκίνητο, πηγαίνοντας στο σπίτι, η Πάιπερ παρέμενε ασυνήθιστα σιωπηλή. Ακόμα κι όταν μπήκαν στο ασανσέρ, αρνήθηκε να ξεκινήσει
οποιαδήποτε συζήτηση. Μόνο όταν έφτασαν πια στο καθιστικό κι έβαλαν να πιουν λίγο μπράντι για να συνέλθουν κάπως, αποφάσισε να ξεκινήσει. «Τι
εννοούσε η Λούσι όταν έλεγε ότι το καλύτερο που σας συνέβη ποτέ ήταν το ότι φύγατε από το Ολντ Μιλ;» ρώτησε τον Γκίντεον.
Εκείνος δίστασε για λίγο. Δε σκόπευε να αναφέρει σε κάποιον αυτή την ιστορία. Όμως είχαν ήδη αρκετά μυστικά μεταξύ τους. «Όταν μ’ έβαλαν φυλακή,
δεν υπήρχε κανένας να προστατεύσει τη μητέρα μου και τις αδερφές μου από τον πατέρα μου».
Η Πάιπερ τον κοίταξε με φρίκη. «Αχ, Γκίντεον...»
«Μη νιώθεις τόσο άσχημα. Αυτό τελικά έδωσε στη μητέρα μου την ώθηση που χρειαζόταν για να πάρει τα κορίτσια και να φύγει. Μέχρι τότε δεν είχαν να
πάνε πουθενά. Όταν μ’ έδιωξαν από την πόλη, ήρθαν μαζί μου. Τελικά τα βγάλαμε πέρα, αν και ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ δύσκολος».
Την είδε να δακρύζει. Το θέαμα του ξέσκισε την καρδιά. «Αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό, Πάιπερ», της είπε γλυκά.
«Το λες σαν να ’χει τελειώσει πια». Η απάντησή της φανέρωνε ένταση και εκνευρισμό. «Αν είχε τελειώσει όμως, δε θα εξακολουθούσες να κρατάς κακία.
Αυτά που έγιναν τότε σε άλλαξαν πολύ. Και να τελικά ποιο δρόμο αποφάσισες να πάρεις».
Ο Γκίντεον πάλεψε να πνίξει ένα κύμα θυμού που τον πλημμύρισε. «Ο δρόμος αυτός επέτρεψε στην οικογένειά μου ν’ απολαύσει ένα βιοτικό επίπεδο που
διαφορετικά δε θα είχε γνωρίσει ποτέ. Έστειλα τις αδερφές μου στο κολέγιο, πλήρωσα για τις σπουδές της Λούσι κι αγόρασα στη μητέρα μου το πρώτο της
σπίτι. Μέχρι τότε ζούσε άθλια, μέσα σε τροχόσπιτα που δεν έκαναν ούτε για χοιροστάσια. Αυτός ο δρόμος μου έδωσε την ώθηση να πετύχω πράγματα που
δε θα ’χα κάνει ποτέ αν είχα μείνει στο Ολντ Μιλ».
Ήπιε την τελευταία γουλιά από το μπράντι του κι άφησε το ποτήρι στο ξύλινο τραπέζι δίπλα του. «Και μου έμαθε τι παθαίνεις όταν επιτρέπεις στον εαυτό
σου να είναι ευάλωτος. Οι αδυναμίες σε κάνουν αδύναμο».
«Ήμουν κι εγώ μία από τις αδυναμίες σου, Γκίντεον;» τον ρώτησε. «Ήταν και η αγάπη μας μία απ’ αυτές;»
Εκείνος σηκώθηκε, πλησίασε το παράθυρο κι έμεινε για λίγο να κοιτάζει την πόλη. «Εσύ ήσουν η μοναδική αδυναμία μου», παραδέχτηκε.
«Και είσαι αποφασισμένος να μην επαναλάβεις αυτό το λάθος, έτσι;»
«Με τίποτα». Της έριξε ένα σκληρό βλέμμα πάνω από τον ώμο του. «Θέλω να μάθω τι είναι αυτό που μου κρύβεις, Πάιπερ. Τώρα. Τι είναι αυτό που ξέρετε
εσύ κι ο Σπένσερ για την ημέρα του καβγά και που εγώ το αγνοώ;»
Η Πάιπερ προσπάθησε να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να του απαντήσει. Πλησίασε στο παράθυρο και στάθηκε δίπλα του, ίσως
επικίνδυνα κοντά του. Ο πόθος τούς κατέκλυσε με μια δύναμη σχεδόν ανεξέλεγκτη. Ήταν λες και ανάμεσά τους, όποτε βρίσκονταν αρκετά κοντά,
αναπτυσσόταν μια πρωτόγονη έλξη.
Ο Γκίντεον ένιωθε ότι άρχιζε πάλι να λειτουργεί εκείνος ο αρχαίος αργαλειός, που ύφαινε βιαστικά μαλακές κλωστές, κλωστές λαμπερές από την αρχέγονη
ανάγκη της ένωσης.
«Εντάξει, λοιπόν. Θα σου τα εξηγήσω όλα», του απάντησε η Πάιπερ. «Αμφιβάλλω όμως αν εσύ θα εκτιμήσεις τα λεγόμενά μου», τον προειδοποίησε.
«Άσε με εμένα ν’ ανησυχήσω γι’ αυτό». Η μυρωδιά του νοσοκομείου που παρέμενε πάνω της επίμονα του προκαλούσε περισσότερο εκνευρισμό. Η Πάιπερ
δεν έπρεπε να μυρίζει φαρμακίλα. Το άρωμά της ήταν άλλο, το ήξερε καλά. Αν εξαρτιόταν απ’ τον ίδιο, θα φρόντιζε ώστε αυτή η μυρωδιά να μην την άγγιζε
ποτέ ξανά. «Απάντησέ μου».
Η Πάιπερ αναστέναξε απρόθυμα και πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του. «Όχι», του είπε, μόλις εκείνος πήγε να πιάσει τους καρπούς της. «Θα
ξανανοίξει η πληγή».
Ο Γκίντεον στάθηκε αλύγιστος μέσα στην αγκαλιά της. «Μα τι κάνεις;»
«Απαντάω στην ερώτησή σου... με τον τρόπο μου». Του χαμογέλασε με μια τόσο έντονη θέρμη, που αχρήστεψε όλους τους τοίχους που είχε υψώσει γύρω
απ’ την καρδιά του. «Ή μήπως έχει περάσει τόσος καιρός, που έχεις πια ξεχάσει αυτό τον τρόπο επικοινωνίας;»
Σφίχτηκε πάνω του και το άγγιγμά της ήταν τόσο απαλό, τόσο γυναικείο, πλημμυρισμένο κυριολεκτικά από τη ζεστασιά του κορμιού και της ψυχής της. Ο
Γκίντεον προσπάθησε να μείνει τελείως ακίνητος αντί να τη σφίξει στην αγκαλιά του, όπως λαχταρούσε. Κόλλησε τα χέρια στα πλευρά του, αντί ν’ αγγίξει
τις πλούσιες καμπύλες της και να εξερευνήσει αυτό το κορμί, που τόσο καλά γνώριζε κάποτε. Οι κινήσεις της τον ανάγκασαν να συνειδητοποιήσει το
αναπόφευκτο. Όσο κι αν ο ίδιος υποστήριζε το αντίθετο, η Πάιπερ εξακολουθούσε να είναι η μεγαλύτερη αδυναμία του.
«Θυμάμαι ότι την ίδια μέθοδο χρησιμοποίησες και την προηγούμενη φορά που προσπαθούσες ν’ αποφύγεις τις ερωτήσεις μου. Τότε πέτυχε. Τώρα όμως
δεν πρόκειται να πετύχει».
«Το ξέρω. Αλλά άσε με να το χαρώ για ένα λεπτό ακόμα. Σε παρακαλώ, Γκίντεον. Κάνε μου αυτή τη μικρή χάρη και μετά θα σου απαντήσω».
Εκείνος δεν μπορούσε να της αρνηθεί, αφού κι ο ίδιος λαχταρούσε να νιώσει τα μισανοιγμένα χείλη της πάνω στα δικά του. Ο πόθος κατέλαβε κάθε
εκατοστό του κορμιού του, ενώ το ένστικτό του τον έσπρωχνε ν’ αρπάξει αυτό που επιθυμούσε, λες και η Πάιπερ ήταν κάποια επιχείρηση που έπρεπε να
κατακτήσει διά της βίας. Αντί γι’ αυτό, κράτησε προσεκτικά το πρόσωπό της μέσα στα χέρια του κι έκλεψε το φιλί της· γλυκά, τρυφερά. Δεν απαιτούσε πια
την ανταπόκρισή της, αλλά αντίθετα συνειδητοποίησε πως τη ζητούσε με στοργή. Κι όταν πια είχε κερδίσει τον πιο γλυκό αναστεναγμό και την πιο
γενναιόδωρη ανταπόκρισή της, είδε ξεκάθαρα πως ο ίδιος έκανε κάτι που είχε ορκιστεί πως αδυνατούσε πια να το κάνει.
Της παρέδιδε όλα όσα είχε μέσα του.
Η Πάιπερ τον κράτησε λίγο ακόμα, προσφέροντάς του τον εαυτό της όπως κι εκείνος είχε προσπαθήσει να κάνει και πετυχαίνοντάς το καλύτερα καθώς ήταν
πάντα γενναιόδωρη από τη φύση της. Το φιλί τους πήρε μια διαφορετική διάσταση κι ο Γκίντεον χρειάστηκε κάποιο χρόνο για να καταλάβει τι ήταν αυτό που
είχε αλλάξει. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει, αλλά η διαίσθησή του έλεγε με σιγουριά ότι εκείνη τη στιγμή η Πάιπερ τον αποχαιρετούσε. Γι’ αυτό και τον είχε
φιλήσει πριν να του απαντήσει σ’ αυτά που της ζητούσε. Γιατί, όταν πια θα είχαν δοθεί όλες οι εξηγήσεις, η σχέση τους θ’ άλλαζε. Ξαφνικά ο Γκίντεον
ένιωσε πως δεν τον ενδιέφεραν πια οι απαντήσεις. Δε θυμόταν καν τις ερωτήσεις.
«Όχι», της μουρμούρισε. «Μη σταματάς».
«Πρέπει. Σου έδωσα μια υπόσχεση και θα την κρατήσω».
«Πάιπερ...»
Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ που με βοήθησες απόψε».
«Δε χρειάζεται να τελειώσει αυτό», επέμεινε εκείνος.
«Κι όμως».
Ο Γκίντεον δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί αισθανόταν τόση απόγνωση. Η απόγνωση μαρτυρούσε την ύπαρξη κάποιας ανικανοποίητης ανάγκης. Κι ο ίδιος
δε χρειαζόταν τίποτα και κανέναν. Δεν της είχε δηλώσει ότι δε θα επέτρεπε ξανά στον εαυτό του ν’ ανοιχτεί; «Τουλάχιστον μείνε μαζί μου απόψε. Άσε με να
σου κάνω έρωτα. Θα μιλήσουμε το πρωί».
«Όχι. Η συζήτηση πρέπει να γίνει απόψε. Μέχρι το πρωί, μπορεί το κουράγιο μου να μ’ εγκαταλείψει». Ξέφυγε απρόθυμα από την αγκαλιά του και
κατευθύνθηκε προς την πόρτα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια. «Μέχρι τώρα δε σου έχω δώσει απαντήσεις. Κι έχεις το δικαίωμα να ξέρεις».
«Τι πράγμα;»
Η Πάιπερ κατάπιε με δυσκολία. «Ρώτησες τι ήταν αυτό που σου κρύβουμε με τον Σπένσερ».
«Λοιπόν;»
«Κατά τη διάρκεια του καβγά, έπεσα από το ανάχωμα και τραυματίστηκα». Ανασήκωσε τους ώμους λες και τα λεγόμενά της δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία.
«Γι’ αυτό δεν πήρα είδηση ότι είχες συλληφθεί κι ότι σ’ έδιωξαν από την πόλη. Ήμουν στο νοσοκομείο».
Μετά από ένα λεπτό ο Γκίντεον άκουσε τον ήχο της πόρτας της κρεβατοκάμαράς της που έκλεινε.

***

Ο Γκίντεον αδυνατούσε να κοιμηθεί. Εξακολουθούσε να ακούει τα λόγια της Πάιπερ. Κατά τη διάρκεια του καβγά, έπεσα από το ανάχωμα και
τραυματίστηκα. Γι’ αυτό δεν πήρα είδηση ότι είχες συλληφθεί κι ότι σ’ έδιωξαν από την πόλη. Ήμουν στο νοσοκομείο. Υπήρχαν κι άλλα. Πολύ περισσότερα
απ’ όσα του είχε πει. Το καταλάβαινε από την έκφραση του προσώπου της κι απ’ το σκοτεινιασμένο βλέμμα της.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε ένα τζιν και κατέβηκε στο γραφείο του. Μάζεψε τη μηχανή της Πάιπερ από κάτω και εξέτασε τη ζημιά. Οι φακοί είχαν
σπάσει κι έπρεπε ν’ αντικατασταθούν. Θ’ άφηνε μήνυμα στη γραμματέα του να το φροντίσει αύριο, πρωί πρωί.
Αφού μάζεψε τα σπασμένα γυαλιά, ανέβηκε ξανά πάνω. Η ησυχία ήταν απόλυτη και καταθλιπτική. Ο Γκίντεον αισθανόταν την ανάγκη ν’ αρχίσει να πετάει
διάφορα, να βγει έξω και ν’ αρχίσει να τρέχει, να υποχρεώσει το σώμα του να δουλέψει σκληρά, έτσι όπως έκανε όταν ζούσε στο Ολντ Μιλ. Έπρεπε να κάνει
κάτι για να πνίξει τις φωνές που βασάνιζαν το νου του. Άρχισε να βηματίζει μέσα κι έξω στα δωμάτια, μέχρι που βρέθηκε έξω από την κρεβατοκάμαρα της
Πάιπερ, οδηγημένος από δυνάμεις που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Έπιασε το πόμολο κι έσπρωξε την πόρτα προς τα μέσα. Το φως του διαδρόμου νίκησε το σκοτάδι που βασίλευε στο δωμάτιο. Το φως χύθηκε στο χαλί κι
έφτασε ως το κρεβάτι, επιτρέποντας έτσι να διαγραφεί η φιγούρα της, καθώς εκείνη κοιμόταν κουλουριασμένη κάτω από τα σκεπάσματα. Η αναπνοή της
ήταν ήρεμη και το πληγωμένο χέρι της αναπαυόταν πάνω στο μαξιλάρι.
Ο Γκίντεον ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του. Γιατί να είναι τόσο απερίσκεπτη; σκέφτηκε. Δεν έπρεπε να μπει ανάμεσα σε δύο άντρες που ήταν
αποφασισμένοι να πληγώσουν ο ένας τον άλλο. Είχε τραυματιστεί εξαιτίας της γελοίας ανάγκης της να προστατεύσει τον Σπένσερ· λες και ο αδερφός της
είχε ζητήσει ποτέ προστασία. Έκλεισε τα μάτια του συνειδητοποιώντας την πικρή αλήθεια. Ο ίδιος αποζητούσε την αντιπαράθεση, έψαχνε μια ευκαιρία να πει
στον Σπένσερ καταπρόσωπο όσα σχεδίαζε να κάνει για να τον εκδικηθεί. Και η ευκαιρία τού είχε δοθεί. Αλλά με τι κόστος;
Να πάρει η ευχή! Τι είναι αυτά που έχω κάνει; αναρωτήθηκε.
Πότε αυτή η ανάγκη του για εκδίκηση είχε γίνει τόσο σαρωτική, ώστε να του επιτρέπει να βλάψει τη γυναίκα που κάποτε είχε αγαπήσει περισσότερο απ’
οτιδήποτε στον κόσμο; Πλησίασε στο κρεβάτι και την κοίταξε, ενώ ένα αχνό χαμόγελο χαλάρωνε τους σφιγμένους μυς του προσώπου του. Από μικρό παιδί
λάτρευε αυτή τη γυναίκα και, παρ’ όλες τις αλλαγές που τον είχαν σημαδέψει, αλλαγές που ήταν φανερό ότι τη δυσαρεστούσαν, εκείνη είχε παραμείνει ίδια.
Πάντοτε ήταν δυνατή, γενναιόδωρη. Αποφασισμένη να υπερασπιστεί τους αδυνάτους. Ακόμα και τα μαλλιά της είχαν μείνει ίδια, ξανθά και ολόισια. Έπιασε
απαλά μια τούφα. Είχαν πάντοτε την ίδια μεταξένια υφή, ό,τι απαλότερο είχε αγγίξει ποτέ του. Το χαμόγελό του χάθηκε, καθώς τα μαλλιά γλίστρησαν
ανάμεσα στα δάχτυλά του.
Αύριο. Αύριο θα του έλεγε και την υπόλοιπη αλήθεια. Θα μάθαινε πώς είχε πέσει από το ανάχωμα και είχε καταλήξει στο νοσοκομείο. Ως τότε θα έμενε
μακριά της, για να μην κάνει κάτι που αργότερα θα το μετάνιωναν και οι δύο.
Σιγά σιγά προχώρησε προς την πόρτα.
«Γκίντεον;»
Η Πάιπερ ανακάθισε και κοίταξε γύρω της σαστισμένη. Εκείνος στεκόταν στην πόρτα του δωματίου, έχοντάς της στραμμένη την πλάτη του. Ακούγοντας τη
φωνή της, οι ώμοι και η πλάτη του σφίχτηκαν από ένταση.
«Κοιμήσου», της είπε χωρίς να στραφεί.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Ήθελα να δω αν είσαι καλά».
«Καλά είμαι». Όχι όμως κι εκείνος. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Τι συμβαίνει, Γκίντεον; Έγινε κάτι;»
Και πάλι εκείνος δε γύρισε να την κοιτάξει. «Τίποτα δε συνέβη. Κοιμήσου», της ξανάπε.
Η Πάιπερ μάζεψε τα γόνατα στο στήθος της. «Δε με ξεγελάς εμένα. Σε ξέρω πολύ καλά. Κάτι σ’ έχει αναστατώσει. Φταίει ο καβγάς με τον Σπένσερ;»
Τότε μόνο γύρισε και για μια στιγμή το προφίλ του διαγράφτηκε απ’ το φως. Η έκφραση και το βλέμμα του μαρτυρούσαν την ταραχή του. Βαθιές ρυτίδες
αυλάκωναν το πρόσωπό του. «Δεν είναι ο καβγάς. Είναι τα αποτελέσματα του καβγά».
«Για το χέρι μου;» τον ρώτησε μαλακά.
«Δεν έπρεπε να μπεις στη μέση. Σε είχα προειδοποιήσει».
«Πράγματι», συμφώνησε αμέσως εκείνη. «Δικό μου το λάθος. Κάποτε μου είχες πει ότι είμαι η μοναδική γυναίκα που θ’ ανακατευόταν σ’ έναν καβγά και
θα διακινδύνευε τη σωματική της ακεραιότητα από ενδιαφέρον για τους αντιπάλους. Να λοιπόν και η απόδειξη».
«Μην αστειεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα!»
Αν είναι δυνατόν. Πραγματικά πρέπει να ήταν πολύ ταραγμένος. «Πώς πρέπει ν’ αντιδράσω εγώ τώρα;» τον ρώτησε. «Πώς θα έπρεπε ν’ αντιδρούσα όταν
αρχίσατε να τσακώνεστε με τον Σπένσερ;»
«Έπρεπε να μείνεις απέξω».
«Δεν καταλαβαίνεις».
Την κοίταξε για μια στιγμή κι αναστέναξε. «Εντάξει. Τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνω;»
«Δεν μπορούσα να μείνω απέξω απ’ αυτό. Είστε οι άνθρωποι που αγαπώ περισσότερο απ’ οτιδήποτε στον κόσμο».
Τα λόγια αυτά ειπώθηκαν με αφοπλιστική ειλικρίνεια κι ο Γκίντεον πισωπάτησε σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός. «Δεν είναι δυνατόν».
Η Πάιπερ γέλασε. «Φυσικά και είναι».
«Τον Σπένσερ ναι. Αλλά όχι...» Το πρόσωπό του συσπάστηκε και ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι.
«Σ’ ερωτεύτηκα όταν ήμουν οχτώ χρονών. Την ημέρα που μου υποσχέθηκες ότι θα με προστατεύεις κι ότι κανένας δε θα μπορούσε πια να με πληγώσει.
Μου έδωσες το λόγο της τιμής σου, το θυμάσαι;»
«Δεν είσαι πια οχτώ χρονών». Οι λέξεις έβγαιναν με δυσκολία από τα χείλη του. «Και έχω προδώσει το λόγο μου εδώ και καιρό».
«Δεν το έκανες σκόπιμα. Με προστάτευσες όσο μπορούσες. Δε ζητάω τίποτα περισσότερο απ’ αυτό».
Ο Γκίντεον χτύπησε το χέρι του στην πόρτα. «Ανάθεμά σε! Σταμάτα να προσπαθείς να με κάνεις κάτι που δεν είμαι. Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο που
περιγράφεις, αλλά σίγουρα δεν είμαι εγώ».
«Εγώ ξέρω ποιος είσαι. Εσύ έχεις ξεχάσει».
«Εντάξει», έκανε κουρασμένα. «Μπορείς να πιστεύεις ό,τι θες, αν αυτό σ’ ευχαριστεί. Το μόνο που σου ζητάω εγώ είναι να φύγεις από το δρόμο μου. Από
δω και πέρα αναλαμβάνουμε εγώ κι ο Σπένσερ».
«Αποκλείεται. Κανείς από τους δυο σας δεν αντιμετωπίζει λογικά το θέμα. Και δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να του κάνεις κακό, όπως δε θ’ αφήσω και τον
Σπένσερ να κάνει κακό σ’ εσένα. Πρέπει να υπάρχει κάποια εναλλακτική λύση και είμαι αποφασισμένη να τη βρω».
«Πάιπερ...»
«Επόμενο θέμα, Γκίντεον».
Εκείνος φαινόταν έτοιμος να πει κι άλλα, αλλά τελικά παραιτήθηκε. «Αφού είσαι ξύπνια, θέλω να σε ρωτήσω κάτι».
Η λάμψη στα μάτια του έδειχνε ότι αυτό που θα έθιγε δε θα της άρεσε περισσότερο από το προηγούμενο. «Δεν μπορεί να περιμένει μέχρι αύριο;» τον
ρώτησε.
«Όχι, δεν μπορεί. Αλλιώς θα μείνω ξάγρυπνος όλη νύχτα».
Δε χρειαζόταν και μεγάλη φαντασία για να μαντέψει κανείς τι ήταν αυτό που τον βασάνιζε. Η Πάιπερ υποχώρησε μπροστά στο αναπόφευκτο. «Εντάξει.
Ακούω».
«Είπες ότι έπεσες από το ανάχωμα, δίπλα στο μύλο». Πήρε μια βαθιά ανάσα λες και προετοιμαζόταν για ν’ ακούσει την απάντησή της. «Πώς έγινε αυτό;»
Του έδωσε μία τελευταία ευκαιρία να το αποφύγει. «Δε νομίζω ότι θες να ξέρεις».
«Εγώ έφταιγα, έτσι; Δεν ξέρω το πώς και το γιατί, αλλά...» Οι μύες του προσώπου του συσπάστηκαν κι έγινε φανερή η προσπάθειά του ν’ αρθρώσει την
ερώτηση μέσ’ από τα σφιγμένα του δόντια. «Αλλά για κάποιο λόγο εγώ ήμουν υπεύθυνος, έτσι;»
«Δικό μου ήταν το λάθος».
«Πώς;»
«Προσπάθησα να σταματήσω τον καβγά, όπως και σήμερα». Στα χείλη της ζωγραφίστηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Μάλλον πρέπει να κάνω κάτι μ’ αυτή
την πλευρά του χαρακτήρα μου».
Ο Γκίντεον προσπαθούσε απεγνωσμένα να θυμηθεί τις λεπτομέρειες. Τελικά ένευσε με το κεφάλι. «Δε σε είδα πουθενά εκεί γύρω την ώρα του καβγά».
«Στην αρχή όχι, γιατί δεν μπορούσα να σε φτάσω. Υπήρχε πάρα πολύς κόσμος μπροστά μου και δε μ’ άφηναν να περάσω. Όμως, όταν έσπασες τον κλοιό,
σκόρπισαν όλοι, θυμάσαι;»
«Πώς μπορώ να το ξεχάσω; Τότε κάποιος μ’ έριξε κάτω κι έσπασα δύο πλευρά».
«Αχ, Γκίντεον». Αυτό το κομμάτι της ιστορίας δεν το ήξερε. Απ’ ό,τι φαίνεται ήταν πολλές οι λεπτομέρειες που της είχαν ξεφύγει. «Και πώς κατάφερες να
συνεχίσεις;»
«Δεν είχα άλλη επιλογή». Ο Γκίντεον μετακινήθηκε λίγο και το φως που έπεσε στο πρόσωπό του έκανε ολοφάνερο πως υπήρχαν πολλά συναισθήματα
κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια. «Πες μου τη συνέχεια, Πάιπερ. Πώς τραυματίστηκες;»
«Όταν σηκώθηκες όρθιος, κατάλαβα από την έκφρασή σου ότι κάποιος από τους δυο σας θα έπεφτε και θα πληγωνόταν πολύ άσχημα». Χαμήλωσε τη φωνή
της. «Ήσαστε και οι δύο πολύ κοντά στο ποτάμι. Φοβόμουν ότι μπορεί και να σκοτωνόσαστε».
«Παρακάτω!»
Συνέχισε μιλώντας βιαστικά. «Έκανα ένα τρομερό λάθος. Σ’ άρπαξα από το μπράτσο. Δεν κατάλαβες ότι ήμουν εγώ. Σίγουρα θα νόμιζες ότι ήταν εκείνος
που σου είχε βάλει την τρικλοποδιά».
«Θυμάμαι αόριστα ότι κάποιος μ’ έπιασε, λίγο πριν να ρίξω κάτω τον Σπένσερ. Με μια κίνηση τον τίναξα μακριά· δηλαδή τίναξα εσένα».
«Κι εγώ τότε έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα».
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 8

Ο Γκίντεον φάνηκε τόσο οργισμένος, που η Πάιπερ έκανε πίσω.


Αμέσως βρέθηκε κοντά της και την αγκάλιασε. «Υπήρχαν βράχια εκεί. Μυτερά βράχια».
Η Πάιπερ έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια ν’ αστειευτεί. «Ναι, το διαπίστωσα».
«Λυπάμαι. Λυπάμαι τόσο πολύ».
«Δεν ήξερες ότι ήμουν εγώ. Κι όλα αυτά έγιναν πριν από πολύ καιρό».
«Τι ακριβώς έπαθες;»
Και μόνο η σκέψη εκείνων των ημερών τής προκαλούσε δάκρυα στα μάτια. Δάκρυα που δεν τολμούσε ν’ αφήσει τον Γκίντεον να δει. Πάλεψε να αποδιώξει
κάθε υποψία πόνου από τη φωνή της. «Μην το σκέφτεσαι πια», του ψιθύρισε. «Ούτε κι εγώ το σκέφτομαι».
«Τι ακριβώς έπαθες;»
Η Πάιπερ δεν ήξερε τι να του απαντήσει. Η σιωπή έμοιαζε να είναι η μοναδική επιλογή της. Ο Γκίντεον θα πρέπει να είδε στα μάτια της κάτι απ’ όλ’ αυτά
που πλημμύριζαν την ψυχή της. Τη βοήθησε ν’ ακουμπήσει ξανά στο μαξιλάρι, προσπαθώντας να την καθησυχάσει. Πολύ αργά, με μια αποφασιστικότητα
που δεν επιδεχόταν αντίσταση, ξεκούμπωσε το νυχτικό της. Η Πάιπερ του έπιασε τα χέρια και προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά εκείνος συνέχισε
ακάθεκτος. Ήταν πολύ δυνατός και τόσο αποφασισμένος... Ελευθέρωσε τους ώμους της από το βαμβακερό ύφασμα και τη χάιδεψε με το βλέμμα του.
Η Πάιπερ δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρυφτεί, έμεινε εκεί ακίνητη, γυμνή, εκτεθειμένη.
Η ανάσα του άλλαξε μόλις βρήκε αυτό που έψαχνε. Έπιασε τον ώμο της με τα χέρια του κι ακολούθησε τη λεπτή γραμμή που σαν δρεπάνι σημάδευε το
δέρμα της. «Έσπασες το χέρι σου;»
«Όχι, την... την κλείδωση του ώμου».
«Χτύπησες κι αλλού;»
Εκείνη έσφιξε τα δόντια και περίμενε. Ο Γκίντεον παραμέρισε το νυχτικό κι έστρεψε το σώμα της όπως και το δικό του ώστε το φως να έπεφτε κατευθείαν
πάνω τους. Η χρυσαφένια λάμψη του την τύλιξε αποκαλύπτοντας τα πάντα. Η Πάιπερ κάρφωσε το βλέμμα της στο ταβάνι, ενώ τα δάκρυα που τόση ώρα
προσπαθούσε να πνίξει γλιστρούσαν τώρα από τις άκρες των ματιών της κι ύγραιναν τα μαλλιά στους κροτάφους της. Οι χτύποι της καρδιάς του βούιζαν στ’
αυτιά της και η έκφραση του πόνου στο πρόσωπό του φανέρωνε μια αγωνία που της ήταν αδύνατον ν’ αντέξει. Τότε ο Γκίντεον την άγγιξε ξανά. Με την
άκρη του δαχτύλου του ακολούθησε την ουλή που ξεκινούσε από ψηλά στη μέση της. Χωρίς να της μιλήσει, εξερεύνησε κάθε εκατοστό της μέχρι που
έφτασε στο τέλος της, στο χαμηλότερο σημείο της κοιλιάς.
Η ανάσα της έγινε κοφτή από το τόσο οικείο άγγιγμά του. Εκτός από τους γιατρούς, κανείς άλλος δεν είχε δει ποτέ αυτή την ουλή. Αλλά ο Γκίντεον ήταν
αποφασισμένος να φτάσει μέχρι το τελευταίο χιλιοστό της. Τη στιγμή που η Πάιπερ ένιωσε ότι δε θ’ άντεχε ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω, εκείνος έσκυψε
το κεφάλι του. Τα μαλλιά του της χάιδεψαν το στομάχι και η ανάσα του ξεσήκωσε μια θύελλα μέσα της. Έπειτα τα χείλη του άγγιξαν την ουλή. Κινήθηκαν
γλυκά, πλημμυρίζοντάς τη με μια ζεστασιά που κάποτε αποτελούσε ένα ολοζώντανο κομμάτι της ζωής της.
«Γκίντεον!» Τα χείλη της σχημάτισαν το όνομά του σαν να τον ικέτευε για κάτι που και η ίδια δεν τολμούσε να εκφράσει με λόγια.
«Εγώ σου το ’κανα αυτό».
«Ήταν ατύχημα».
«Εγώ προκάλεσα αυτά τα σημάδια στο κορμί σου». Ο Γκίντεον σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Αν μπορούσε ν’ αποστρέψει το βλέμμα της, η Πάιπερ
σίγουρα θα το ’κανε. Η πίκρα που διέκρινε στο βλέμμα του ξεπερνούσε οτιδήποτε είχε δει στη ζωή της. Ο πόνος του έμοιαζε δυνατότερος ακόμα κι απ’ τον
δικό της. «Μακάρι να μπορούσα να τα πάρω εγώ, να τα μεταφέρω στο δικό μου σώμα».
Τον πίστευε. «Το ξέρω ότι ποτέ δε θα με πλήγωνες συνειδητά».
«Τότε όχι».
«Ούτε και τώρα». Τα λόγια της δεν έκρυβαν κανένα δισταγμό ή αμφιβολία.
Εκείνος χάιδεψε για μια ακόμη φορά την ουλή της. «Αυτή τη στιγμή ούτε που μου περνάει από το μυαλό να σε πληγώσω». Στο πρόσωπό του ήταν
χαραγμένη η απελπισία. «Δεν ξέρεις πόσο λυπάμαι, αστεράκι».
Η Πάιπερ αντέδρασε ενστικτωδώς. Τον αγκάλιασε και τον κράτησε σφιχτά κοντά της. Δεν υπήρχαν λόγια για να τον παρηγορήσει. Τουλάχιστον κανένα δεν
είχε μπορέσει να παρηγορήσει την ίδια. Την περίμενε με τρόμο αυτή τη στιγμή, τη στιγμή που ο Γκίντεον θ’ ανακάλυπτε πόσο είχε καταστρέψει τις ζωές
τους εκείνη η μέρα του καβγά. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που είχε μείνει μακριά του για πέντε ολόκληρα χρόνια. Αλλά όχι πια. Ο Γκίντεον τη
χρειαζόταν όπως τον χρειαζόταν και η ίδια. Είχε έρθει η ώρα να γιατρέψουν τις παλιές πληγές τους.
«Όλοι μας κάναμε λάθη. Αλλά αυτά πέρασαν πια. Τώρα πρέπει ν’ αποφασίσουμε πώς θα πορευτούμε από δω και πέρα».
«Θα σου δείξω πώς...»
Σιγά σιγά την έκανε να καταλάβει την πρόθεσή του δίχως λόγια. Τα χείλη του άγγιξαν τα δικά της γλυκά κι επίμονα. Το άγγιγμά του ήταν διστακτικό,
εξερευνητικό, γεμάτο από μια απέραντη τρυφερότητα. Το φιλί τους ήταν πλημμυρισμένο από φρεσκάδα κι είχαν μια γεύση ανίχνευσης, σαν να δοκίμαζαν
κάτι πρωτόγνωρο, καινούριο. Η Πάιπερ δεν είχε ζήσει ποτέ της κάτι τόσο ερωτικό· μια αίσθηση παρθενικής ανακάλυψης, συνδυασμένης με τον αισθησιασμό
της οικειότητας. Της θύμιζε τόσο έντονα την πρώτη τους φορά, τότε που είχαν δει το μέλλον ν’ απλώνεται μπροστά τους με αμέτρητες προοπτικές.
Ο Γκίντεον θα πρέπει να σκέφτηκε το ίδιο. «Θυμάσαι;» της ψιθύρισε. «Θυμάσαι την πρώτη νύχτα που κάναμε έρωτα;»
Θυμόταν και την παραμικρή λεπτομέρεια. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει; Εκείνη τη νύχτα είχε μεταμορφωθεί ολόκληρος ο κόσμος της. Οι κοριτσίστικες
φαντασιώσεις της είχαν μετουσιωθεί σε μια πραγματικότητα που κρατούσε κρυμμένη στην καρδιά της μέχρι εκείνη την ημέρα. Είτε το συνειδητοποιούσε ο
Γκίντεον είτε όχι, οι δυο τους ήταν για πάντα δεμένοι. Ένα κομμάτι του εαυτού της θα έμενε για πάντα δικό του μέχρι να πέθαιναν. «Εσύ δεν ήθελες», του
θύμισε.
«Ήσουν πολύ μικρή. Δεν έπρεπε να σ’ έχω αγγίξει». Κι έπειτα, σαν ν’ αναιρούσε ασυνείδητα τα ίδια του τα λόγια, την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Όταν
άρχισα όμως, ήταν αδύνατον πια να σταματήσω».
«Μα δεν ήθελα να σταματήσεις. Ούτε τώρα θέλω».
«Τι θα κάνω επιτέλους μ’ εσένα, γλυκιά μου;»
Η Πάιπερ ανασηκώθηκε μέχρι που τα χείλη της άγγιξαν τ’ αυτί του και του ψιθύρισε κάτι που του προκάλεσε ανατριχίλα. «Τι θα ’λεγες γι’ αυτό;»
Ο Γκίντεον χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να μπορέσει ν’ αρθρώσει μια απάντηση. «Θα έλεγα ότι είναι μια πιθανότητα».
Η Πάιπερ χάιδεψε τις αδρές γραμμές του προσώπου του. «Θα κάνουμε μια καινούρια αρχή. Άγγιξέ με έτσι όπως με φίλησες πριν. Ξέχνα το παρελθόν.
Ξέχνα τον πόνο. Ζητάω πολλά;»
«Ζητάς δηλαδή μια αυταπάτη;» Η φωνή του σκλήρυνε. «Προτιμάς το παραμύθι;»
Ναι! παραλίγο να του φωνάξει. Συνειδητοποίησε όμως ότι η αλήθεια δεν είναι έτσι, δεν μπορούσε ποτέ να είναι αυτή η αλήθεια. Πώς θα μπορούσαν να
εκτιμήσουν το παρόν, χωρίς ν’ αναγνωρίσουν όλα όσα είχαν περάσει μέχρι να φτάσουν ως εδώ; Στο παρελθόν οφειλόταν η τωρινή διαμόρφωση των
χαρακτήρων τους, των καλών και των κακών πλευρών τους.
«Θέλω να μου δώσεις ό,τι έχεις», του απάντησε. «Αρκεί να είναι ειλικρινές».
«Εντάξει. Αν ζητάς ειλικρίνεια, θα την έχεις. Δεν εξακολουθώ να είμαι όπως ήμουν και αρνούμαι να υποκριθώ. Όμως θα σου δώσω ό,τι έχει μείνει από τον
άντρα που γνώρισες κάποτε.
Και...» Δίστασε πριν συνεχίσει. «Και δε θα σου πω ποτέ ψέματα. Έχεις... έχεις το λόγο της τιμής μου».
«Αχ, Γκίντεον...»
Την κοίταξε με αποφασιστικότητα. «Αυτές τις λέξεις δεν τις έχω πει σε κανέναν από τότε που κάηκε ο μύλος. Αλλά τις λέω τώρα σ’ εσένα...»
Η Πάιπερ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της. «Ούτε μία φορά όλ’ αυτά τα χρόνια;»
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπήρχε λόγος. Τώρα, όμως, κάτι μου λέει ότι εσύ είσαι η μόνη που δικαιούται να τις ακούσει για μια τελευταία
φορά».
«Όχι τελευταία», τον ικέτεψε. «Σε παρακαλώ, μην το λες αυτό».
Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Κανείς δε δίνει πια σημασία στην τιμή, αστεράκι, μόνο εσύ».
«Κι όμως! Δίνεις σημασία εσύ».
«Ζήτησες ειλικρίνεια και σου τη δίνω». Σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της με μια τρυφερότητα που σίγουρα θα την αρνιόταν. «Είσαι σίγουρη ότι δε
θες μια αυταπάτη;»
Τα χείλη της σφίχτηκαν πεισματικά. «Ποτέ δεν προσποιήθηκε ο ένας στον άλλο και δε σκοπεύω ν’ αρχίσουμε τώρα να το κάνουμε». Χάιδεψε τους
φαρδιούς του ώμους, σαν ν’ αναγνώριζε τις γραμμές του σώματός του. «Τι λες, λοιπόν; Σ’ άρεσε η πρότασή μου ή όχι;»
Τα λόγια της τον έκαναν να αντιδράσει αυτόματα. Ο Γκίντεον έγειρε προς τα πίσω και το φως του διαδρόμου φώτισε τα τεντωμένα από τον πόθο
χαρακτηριστικά του. Τα μάγουλά του είχαν βαφτεί κόκκινα και στα μάτια του έκαιγε μια άγρια σκοτεινή λάμψη. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, γδύθηκε
βιαστικά κι αμέσως γύρισε κοντά της.
Η Πάιπερ τον υποδέχτηκε με ολάνοιχτη την αγκαλιά της. Είχε περάσει τόσος καιρός. Τόσο πολύς καιρός. Παρ’ ότι είχε βγει και μ’ άλλους αυτά τα
τελευταία χρόνια, η ερωτική επιθυμία που είχε νιώσει ήταν ελάχιστη. Τότε μπορούσε εύκολα ν’ αντισταθεί στον πειρασμό να επιτρέψει στα πράγματα να
προχωρήσουν. Αυτό όμως που ένιωθε τώρα δεν μπορούσε να συγκριθεί μ’ εκείνα τα ήπια συναισθήματα! Κι ο πειρασμός ν’ αφήσει τα πράγματα να
φτάσουν στο τέρμα την κατέκλυζε κι εκείνη αδυνατούσε ν’ αντισταθεί.
Ο πόθος που την πλημμύριζε έκανε ολόκληρο τον κόσμο της να διαλύεται σε μικρά, ασύνδετα μεταξύ τους κομμάτια. Μονάχα ο Γκίντεον παρέμενε όρθιος
στη μέση του χάους, κρατώντας τη σε επαφή με το παρόν. Όταν η καταιγίδα θα κόπαζε, θα συζητούσαν και θα του τα ’λεγε όλα, και ας ακολουθούσε
οτιδήποτε μετά. Αυτή η νύχτα όμως θα ήταν δική τους, θα ’ταν το κλείσιμο ενός κύκλου από το παρελθόν και, ίσως, το ξεκίνημα ενός καινούριου που θα
οδηγούσε στο μέλλον.
Βύθισε τα δάχτυλά της μέσα στα πυκνά του μαλλιά και τον τράβηξε πάνω της. Τα χείλη του, δυνατά και σίγουρα, μισάνοιξαν για να την καλωσορίσουν.
Αναστενάζοντας με απόλαυση, η Πάι-περ άρχισε τη γλυκιά της διεκδίκηση. Δάγκωσε ελαφρά το κάτω χείλος του κι έπειτα το χάιδεψε με την άκρη της
γλώσσας της. Σ’ αυτή τη σιωπηλή μονομαχία, ο Γκίντεον ανταποκρίθηκε με μια επιθετικότητα που άναψε μέσα της μια φλόγα· μια φλόγα που ξεχυνόταν
ανεξέλεγκτη σ’ όλο της το κορμί.
«Μη σταματάς». Τρέμοντας κάτω από το βάρος του, μετακινήθηκε έτσι ώστε τα σώματά τους να ταιριάξουν απόλυτα, οδηγημένη από το ένστικτο που είχε
παραμείνει αλάνθαστο στο πέρασμα του χρόνου. «Μη σταματήσεις ποτέ πια».
Φιλήθηκαν ξανά και ξανά, μ’ ένα πάθος που πλησίαζε την απελπισία. «Δεν το ήξερα», ψιθύρισε ο Γκίντεον. «Σου τ’ ορκίζομαι, δεν ήξερα ότι θα ’ταν η
τελευταία φορά».
Ακουγόταν τόσο ταραγμένος, που η Πάιπερ βιάστηκε να τον καθησυχάσει χαμογελώντας του γλυκά. «Για ποιο πράγμα θα ήταν η τελευταία φορά;»
Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε στον καθησυχασμό της κι αυτό την ανησύχησε. Θα ’κανε τα πάντα για να τον αλαφρώσει από το σκοτάδι που τον βάραινε. «Το
βράδυ πριν από τον καβγά, όταν κάναμε έρωτα δίπλα στο μύλο. Δεν ήξερα ότι εκείνη θα ήταν η τελευταία φορά που θα ήμαστε μαζί, η τελευταία φορά που
θα σε φιλούσα. Δεν ήξερα ότι δε θα υπήρχε αύριο για μας. Όταν σε άγγιζα, όταν σε κρατούσα, όταν σ’ άκουγα να ψιθυρίζεις το όνομά μου, όταν σ’ ένιωθα
να λιώνεις στην αγκαλιά μου, δε φανταζόμουν ότι αυτές οι στιγμές θα ήταν οι τελευταίες που θα περνούσα μαζί σου.
»Αν το ήξερα, θα ’χα χαράξει στη μνήμη μου με ανεξίτηλο μελάνι κάθε δευτερόλεπτο εκείνης της νύχτας».
«Αχ, Γκίντεον», μουρμούρισε η Πάιπερ, σφίγγοντάς τον πάνω της. «Δεν ξέρεις ότι κι εγώ έτσι ένιωθα;»
Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι, σαν να λύγιζε κάτω από κάποιο βάρος ασήκωτο. «Αργότερα... αργότερα προσπάθησα να θυμηθώ. Προσπάθησα να κρατηθώ
από κάθε στιγμή που μπορούσα να επαναφέρω στη μνήμη μου. Αλλά αυτές γλιστρούσαν κι έφευγαν, έσβηναν σαν την ηχώ».
«Έτσι είναι. Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν». Κράτησε ξανά το πρόσωπό του στα χέρια της και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. «Κάνε μου έρωτα και θα
δημιουργήσουμε καινούριες αναμνήσεις, στιγμές που δε θα ξεχάσουμε ποτέ».
Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στα δικά του, καθώς τα χέρια της γλιστρούσαν χαμηλότερα, χαϊδεύοντας το περίγραμμα του στέρνου του. Χάιδεψε τους
μυς που διαγράφονταν στην επίπεδη κοιλιά του κι έφτασε ως την πηγή του πόθου του. Ένας ενθαρρυντικός στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του και τον είδε
να κάνει μια κίνηση ενστικτώδη, σαν να την ικέτευε και ταυτόχρονα να απαιτούσε. Δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο. Έκλεισε στην παλάμη της τον παλλόμενο
ανδρισμό του και, με αργές, ηδονικές κινήσεις, τον χάιδεψε, λαχταρώντας να νιώσει ξανά το κάθε εκατοστό του. Η αίσθηση ήταν μοναδική, πολύ καλύτερη
απ’ αυτή που είχε διατηρήσει στη μνήμη της αυτά τα πέντε χρόνια.
«Με σκοτώνεις». Τα λόγια βγήκαν με δυσκολία μέσ’ από τα σφιγμένα δόντια του.
Η Πάιπερ χαμογέλασε σιγανά. «Ό,τι μπορώ κάνω. Σ’ αρέσει;»
«Περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι». Την έσπρωξε να ξαπλώσει πίσω στα μαλακά μαξιλάρια κι εκείνος γονάτισε μέσα στο ζεστό δέλτα που σχημάτιζαν τα
πόδια της. «Επίτρεψέ μου να ανταποδώσω τη χάρη».
Πέρασε το χέρι του μέσα από το τρίχωμα που σκίαζε το εσωτερικό των μηρών της κι άγγιξε την άκρη της ουλής της. Έπειτα, ακολουθώντας την αντίστροφη
πορεία, βυθίστηκε στην υγρή ζεστασιά της. Χάιδευε, ερέθιζε τις μεταξένιες πτυχές της, μέχρι που την ένιωσε να τρέμει κάτω από το άγγιγμά του.
«Φτάνει», τον ικέτεψε. «Δεν αντέχω άλλο».
«Αντέχεις...»
Και της το απέδειξε, αρπάζοντας τη μία θηλή της ανάμεσα στα δόντια του, παιδεύοντάς τη με απολαυστική επιμονή. Ταυτόχρονα, γλίστρησε το δάχτυλό
του βαθιά μέσα στον πυρήνα της θηλυκής της φύσης. Κάθε κύτταρο του κορμιού της ανταποκρίθηκε στο άγγιγμά του κι εκείνος την άκουσε να βγάζει μια
πνιχτή κραυγή.
Η Πάιπερ ένιωσε ένα τρέμουλο βαθιά μέσα της και τα χείλη της έκλεισαν σφιχτά, καλωσορίζοντας τον αγαπημένο εισβολέα. Το βλέμμα της καρφώθηκε
πάνω του απελπισμένα, σαν μια σιωπηλή ικεσία για την ολοκλήρωση που πλησίαζε. Ο Γκίντεον δε δίστασε.
«Είσαι δική μου», της μουρμούρισε, παίρνοντας θέση ανάμεσα στα πόδια της. «Ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα δική μου».
«Γκίντεον».
Το όνομά του ξέφυγε από τα χείλη της, σαν μια έκφραση επιβεβαίωσης και ολοκληρωτικής αφοσίωσης. Με μια κίνηση εκείνος χαμήλωσε από πάνω της κι
ήρθε με ταχύτητα ευεργετική να τη συναντήσει στην κίνησή της. Η Πάιπερ ένιωθε την ανάγκη του που μεγάλωνε, την ανεξέλεγκτη δύναμη που τον ωθούσε
να την πάρει, μια λαχτάρα που αντιμαχόταν την προσπάθειά του να κινηθεί πιο αργά για ν’ απολαύσει το κάθε δευτερόλεπτο της επαφής τους.
Ο έλεγχός του ήταν αξιοθαύμαστος. Με μία μόνο αποφασιστική κίνηση, γλίστρησε μέσα της. Η Πάιπερ τεντώθηκε για να συναντήσει το σιωπηλό ρυθμό
του με μια μελωδία πρωτόγονη που ξεπηδούσε από τα βάθη της ψυχής της. Θα πρέπει να την άκουγε κι εκείνος, γιατί κάθε διείσδυσή του συντονιζόταν
απόλυτα με τις δικές της ωθήσεις. Η ένωση τους ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή επαφή, κάθε άγγιγμα τους έδενε περισσότερο, κάθε ψίθυρος ήταν μια
υπόσχεση, κάθε βλέμμα ένας αιώνιος όρκος.
Η Πάιπερ σφίχτηκε πάνω του κι ευχήθηκε εκείνη η στιγμή να κρατούσε για πάντα. Όμως έσβησε πολύ γρήγορα και η μελωδία ολοκληρώθηκε πριν καλά
καλά αρχίσει. Οι συσπάσεις της έρχονταν κατά κύματα, έκλειναν γύρω του φέρνοντάς τον ακόμα πιο κοντά της. Μ’ έναν άγριο στεναγμό, ο Γκίντεον
βυθίστηκε μέσα της εντελώς, χάθηκε μέσα στο κορμί της. Αυτό ήταν αρκετό για να την οδηγήσει στην κορύφωση. Μια κορύφωση δυνατή, μια ανακούφιση
και ταυτόχρονα πόνος.
«Ξέρεις τι μου έκανες;» Η ερώτηση βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη της.
Ο Γκίντεον κατέρρευσε μέσα στην αγκαλιά της. «Σου έδωσα αυτό που και οι δυο μας ζητούσαμε από τη στιγμή που εισέβαλες ξανά στη ζωή μου. Ό,τι κι αν
κάνεις, μη μου πεις πως ήταν λάθος».
Η Πάιπερ έκλεισε τα μάτια της, ανίκανη να κινηθεί ή να σκεφτεί, πόσω μάλλον να μετανιώσει. «Δεν ήταν λάθος, σου μιλάω ειλικρινά. Αναρωτιέμαι,
μάλιστα, γιατί περιμέναμε τόσο... και πότε μπορούμε να το επαναλάβουμε».
«Να δούμε αν αύριο το πρωί θα νιώθεις εξίσου καλά γι’ αυτά που έγιναν απόψε», της απάντησε εκείνος επιφυλακτικά. «Πολλές φορές, το έντονο φως της
μέρας αλλάζει τα συναισθήματα, μια και το μυαλό παίρνει τη θέση της καρδιάς».
Μα γιατί ν’ αλλάξουν αύριο τα αισθήματά της, αφού δεν άλλαξαν κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε ατελείωτων χρόνων; Καθώς η εξάντληση την τύλιγε, η
Πάιπερ προσπάθησε να τον καθησυχάσει. «Κι αύριο το πρωί, το μυαλό μου θα ’ναι εξίσου ευτυχισμένο μ’ όλο το υπόλοιπο κορμί μου». Τον κοίταξε
πειρακτικά. «Έχεις το λόγο της τιμής μου».
Εκείνος την έσφιξε πάνω του, τυλίγοντας γύρω της τα σκεπάσματα. Έμεινε για μερικά λεπτά να την κοιτάζει. Η Πάιπερ κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του,
μ’ ένα χαμόγελο απόλυτης ικανοποίησης στα χείλη. Ο Γκίντεον παραμέρισε τα μαλλιά από το πρόσωπό της, καταλαβαίνοντας πως είχε φτάσει πια η στιγμή
της ειλικρίνειας. Έκλεισε τα μάτια κι ευχήθηκε να ’χε βρει το κουράγιο να της το πει νωρίτερα. «Γλυκιά μου;»
Καμία απάντηση.
«Αστεράκι;»
Από τα χείλη της βγήκε ένας ελαφρός αναστεναγμός που φανέρωνε το βαθύ ύπνο και τα γλυκά όνειρα που ήδη έβλεπε.
Τι σημασία έχει; σκέφτηκε ο Γκίντεον. Το ότι θα κοιμάται όταν θα της το πω δε θ’ αλλάξει καθόλου την αλήθεια. Εξάλλου πριν από λίγο της είχε υποσχεθεί
απόλυτη ειλικρίνεια. Έγειρε πάνω της, ρουφώντας την απαλή αίσθηση της επιδερμίδας της, μεθώντας από τη μυρωδιά του κορμιού της. Εκείνη τη στιγμή την
ένιωσε μέσα του, στην καρδιά και το μυαλό του, μέχρι που αισθάνθηκε πως καιγόταν στα βάθη της ψυχής του. Κάτι συνέβη μέσα του, ένα ξαλάφρωμα που
δεν του άξιζε, αλλά που το καλοδέχτηκε ανακουφισμένος. Και μετά από τόσο καιρό που είχε περάσει καταδικασμένος αιώνια, όπως νόμιζε, στο απόλυτο
σκοτάδι, βρέθηκε ξαφνικά στην πιο μαγευτική λιακάδα.
«Αναρωτιέμαι γιατί νοιάζεσαι ακόμα για μένα», της ψιθύρισε. «Δεν ξέρω τι έχω κάνει για ν’ αξίζω τόση πίστη, αφού ποτέ δε θα γίνω ο άντρας που θα σου
άξιζε. Όμως σ’ αγαπώ, Πάιπερ. Πάντα σ’ αγαπούσα. Και πάντοτε θα σ’ αγαπώ».

***

Ο Γκίντεον ξύπνησε έχοντας την περίεργη αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Διαπίστωσε έκπληκτος πως είχαν περάσει ώρες από την αυγή. Δε θυμόταν
πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί μέχρι τόσο αργά. Κοίταξε την Πάιπερ, που κοιμόταν κουλουριασμένη στην αγκαλιά του. Δεν είχε κουνηθεί
καθόλου όλη τη νύχτα. Ήταν λες και είχε επιστρέψει επιτέλους στο σπίτι και δε σκόπευε να ξαναφύγει ποτέ. Όσο κοιμόταν, εκείνος είχε το χρόνο να
τακτοποιήσει μέσα του αυτά που του είχε πει το προηγούμενο βράδυ για τον καβγά. Όμως αυτή η αίσθηση, πως υπήρχε «κάτι» που του είχε ξεφύγει, είχε
γίνει ακόμα πιο έντονη και ζητούσε άμεση απάντηση.
Μετακινήθηκε προσεκτικά, αφήνοντας το κεφάλι της Πάιπερ στο μαξιλάρι. Ένα μουρμουρητό ικανοποίησης ακούστηκε από τα χείλη της κι ο Γκίντεον
χάιδεψε με τον αντίχειρά του το απαλό της μάγουλο. Τώρα που είχε μπει ξανά στη ζωή του, θα φρόντιζε να μην ξανάφευγε ποτέ πια. Όταν κι εκείνη θα
καταλάβαινε ότι ο ίδιος δεν υπήρχε κανένας λόγος να αλλάξει, όλα θα εξελίσσονταν μια χαρά.
Ο Γκίντεον σηκώθηκε και κατευθύνθηκε σιγά σιγά προς το γραφείο του. Άναψε το φως, ενώ ένιωθε την ανησυχία του να εντείνεται· ήταν βέβαιος πως
υπήρχε κάτι σημαντικό που του ξέφευγε. Η Πάιπερ του είχε εξηγήσει πώς είχε πέσει, αλλά το ένστικτό του, που είχε μάθει να το εμπιστεύεται πάντα,
εξακολουθούσε να τον κεντρίζει. Υπήρχε κάποια σημαντική λεπτομέρεια που του την είχε αναφέρει σε κάποια άλλη συζήτησή τους, μια λεπτομέρεια
απαραίτητη, σαν ένα κομμάτι του παζλ που χρειαζόταν για να ολοκληρωθεί η εικόνα. Αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ποια ήταν αυτή.
Άνοιξε το πρώτο από τα κουτιά της, που βρισκόταν δίπλα στο γραφείο του. Πίστευε με βεβαιότητα ότι αυτό που έψαχνε κρυβόταν κάπου εκεί, ανάμεσα στις
φωτογραφίες της.
Μέσα σε μία ώρα είχε δει τις περισσότερες από αυτές. Ήταν όλες τους εκπληκτικές, αποκάλυπταν τη στενή σχέση που την έδενε με το εκάστοτε θέμα της. Ο
Γκίντεον πάντοτε θεωρούσε ότι αυτό ήταν το βασικό στοιχείο του προσωπικού της ύφους. Ακόμα όμως δεν είχε καταφέρει να βρει το κομμάτι που του
έλειπε, κι αυτό τον τρέλαινε.
Έριξε ακόμα μια ματιά στις φωτογραφίες των πρώτων χρόνων, που βρίσκονταν αραδιασμένες πάνω στο γραφείο του. Ήταν εκατοντάδες φωτογραφίες από
το Ολντ Μιλ, που μαρτυρούσαν ένα ακατέργαστο ταλέντο που εξελισσόταν. Κανένας κάτοικος δεν της είχε ξεφύγει. Υπήρχαν επίσης αρκετές φωτογραφίες
της οικογένειάς της και μερικές που απεικόνιζαν τους δημοτικούς συμβούλους της πόλης. Μία άλλη έδειχνε την κυρία Γουάτζ, μπροστά στο μαυροπίνακά
της, να εξηγεί τα μυστήρια της γεωμετρίας. Ο Γκίντεον θυμήθηκε χαμογελώντας πόσο πολύ αντιπαθούσε το μάθημά της και τελικά πόσο πολλά είχε μάθει
ακούγοντάς την. Υπήρχε τέλος και μια φωτογραφία της μητέρας του που, χλομή και κουρασμένη, άπλωνε την μπουγάδα, ενώ η μικρή του αδερφή έπαιζε στα
πόδια της.
Αυτό που αναζητούσε δεν ήταν εκεί και το βλέμμα του έγινε βλοσυρό. Να πάρει η ευχή! Ό,τι και να γινόταν, έπρεπε να φτάσει ως το τέλος. Η Πάιπερ του
είχε πει κάτι σημαντικό κι ήταν σίγουρος ότι αυτό είχε κάποια σχέση με τις φωτογραφίες της. Πλησίασε το μικρό τραπέζι δίπλα στον καναπέ κι έβγαλε από
ένα κουτί τις πιο πρόσφατες φωτογραφίες της. Ένιωσε άβολα καθώς τις μελετούσε. Ήταν μια ολόκληρη σειρά από στιγμιότυπα, που είχε τραβήξει την πρώτη
της μέρα, όταν είχε διακόψει τη συνάντησή του με τους χρυσοχόους.
Διακρινόταν τρομερή φόρτιση σ’ αυτές τις φωτογραφίες. Οργή. Φόβος. Θλίψη. Συναισθήματα που είχε προκαλέσει ο ίδιος. Μετά ακολουθούσαν εκείνες
που είχαν τραβηχτεί αφού η Πάιπερ είχε ανακοινώσει ότι ο Γκίντεον είχε αλλάξει γνώμη. Χαρά. Ανακούφιση. Ενθουσιασμός. Στη συνέχεια έριξε μια ματιά
στις φωτογραφίες από το γραφείο του και από τη διαδρομή τους προς τη Χάπι, όταν εκείνος προσπαθούσε να δικαιολογηθεί που θ’ αγόραζε το θέρετρο των
Τάιλερ. Τέλος, βρήκε κι εκείνη που τον έδειχνε ξαπλωμένο στον καναπέ, που φανέρωνε τον πιο ευάλωτο εαυτό του. Και πάλι, όμως, δεν έβρισκε τίποτα που
να ερμήνευε την τωρινή ανησυχία του.
Γύρισε στο γραφείο και κοίταξε τις φωτογραφίες από την περίοδο που ο ίδιος και η Πάιπερ ήταν χωριστά. Οι περισσότερες ήταν πορτραίτα νεονύμφων.
Προς μεγάλη του έκπληξη, τα προσωπικά στιγμιότυπα ήταν πολύ λιγότερα από εκείνα των προηγουμένων χρόνων. Ο Γκίντεον εξέτασε με μεγαλύτερη
προσοχή δύο φωτογραφίες που είχαν τραβηχτεί λίγο πριν το ξέσπασμα του καβγά, καθώς και αρκετές από τον κατεστραμμένο μύλο. Υπήρχαν και μερικές
που πρέπει να είχαν τραβηχτεί τους μήνες που ακολούθησαν εκείνα τα γεγονότα.
Ορισμένες έδειχναν τον Σπένσερ, γερασμένο πριν της ώρας του. Υπήρχε και μία δική της. Ο Γκίντεον έσμιξε τα φρύδια καθώς την κοίταζε προσεκτικά. Η
Πάιπερ καθόταν κουλουριασμένη πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, με το πρόσωπο μισογυρισμένο προς το φακό. Άραγε ο Σπένσερ είχε τραβήξει αυτή τη φωτογραφία;
Κι αν ναι, γιατί; Δεν ήταν κάποιο κολακευτικό πλάνο. Το αντίθετο, αφού η Πάιπερ φαινόταν άρρωστη.
Δίπλα του ακούστηκε το διακριτικό κουδούνισμα του τηλεφώνου. Καθισμένος στην άκρη του γραφείου κι έχοντας καρφώσει τα μάτια του στη φωτογραφία
της, ο Γκίντεον το σήκωσε. «Παρακαλώ;»
«Γκίντεον, ευτυχώς. Μπιλ Τάιλερ. Ελπίζω να μη σε πέτυχα σε ακατάλληλη ώρα».
«Καθόλου. Τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Έχω άσχημα νέα. Η τράπεζα αποφάσισε να κατάσχει το θέρετρο. Το μάθαμε σήμερα πρωί πρωί».
Αυτά τα λόγια τού τράβηξαν την προσοχή. «Λυπάμαι. Ήλπιζες ότι θα περίμεναν λίγο ακόμα, ε;»
«Εγώ... Αναρωτιόμουν αν ενδιαφέρεσαι ακόμα να ασχοληθείς μ’ αυτό».
«Ναι, εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι ν’ αγοράσω το ξενοδοχείο».
Ακολούθησε μια μακριά σιωπή. Έπειτα ο Μπιλ μίλησε ξανά, αλλά η φωνή του ακούστηκε πιο βραχνή. «Μόνο αυτό έχεις να προτείνεις;»
Το ύφος του Γκίντεον ήταν πάντα ευθύ και σκληρό. Για κάποιο λόγο, όμως, αυτή τη φορά δυσκολεύτηκε ν’ απαντήσει. «Φοβάμαι πως ναι. Δε βλέπω καμία
άλλη εναλλακτική λύση».
«Εντάξει, λοιπόν. Να υποθέσω ότι είσαι ακόμα διατεθειμένος να δώσεις το ποσό που είχαμε πει;»
«Ναι».
«Ωραία, δεχόμαστε την προσφορά σου. Και... και σ’ ευχαριστώ».
Ο Γκίντεον αισθάνθηκε άθελά του μια περίεργη ενοχή. Γιατί όμως να νιώθει ένοχος; Ο άνθρωπος χρειαζόταν βοήθεια και του την έδινε. Μπορεί να μην
ήταν ακριβώς η βοήθεια που θα προτιμούσαν οι Τάιλερ, αλλά εδώ επρόκειτο για δουλειά, απλά και ξεκάθαρα. Όπως και στη ζωή, έτσι και στις επιχειρήσεις
δεν είναι πάντα όλα ρόδινα.
«Δώσ’ μου δυο ωρίτσες να τακτοποιήσω τις λεπτομέρειες. Θα μιλήσουμε αργότερα», του είπε ο Γκίντεον.
Αμέσως μόλις η συζήτηση ολοκληρώθηκε, η Πάιπερ άνοιξε την πόρτα του γραφείου του. Πλησίασε τον Γκίντεον από πίσω, πέρασε τα χέρια της στη μέση
του και αναστέναξε βαθιά. «Μμμ... Τι ωραία».
Εκείνος γύρισε, την αγκάλιασε καλωσορίζοντάς τη μ’ ένα παρατεταμένο φιλί. «Καλημέρα και σ’ εσένα. Για πού ετοιμάστηκες;» τη ρώτησε βλέποντάς την
ντυμένη.
«Έχω ήδη αργήσει στη δουλειά. Και δε θέλω ν’ αργήσω κι άλλο, χουζουρεύοντας στο κρεβάτι όλο το πρωί». Του χαμογέλασε· το βλέμμα των γαλάζιων
ματιών της ήταν πλημμυρισμένο από μια αγάπη που του ζέσταινε την ψυχή. «Εσύ τι κάνεις;»
Ο Γκίντεον σήκωσε τη φωτογραφία για να της τη δείξει. «Κοιτάζω μια φωτογραφία σου».
Αμέσως την ένιωσε να σφίγγεται κι είδε το βλέμμα της να σκοτεινιάζει. «Δεν το θυμόμουν ότι την είχα κρατήσει».
«Δεν είναι και πολύ καλή. Ποιος την τράβηξε; Ο Σπένσερ;»
«Ναι. Περίπου έξι μήνες αφότου έφυγες».
Είχε μαντέψει σωστά. Αλλά αυτό που ήθελε να μάθει... «Γιατί σε τράβηξε εκείνος;»
«Για να με συνεφέρει». Ανασήκωσε τους ώμους της νευρικά, χωρίς τη συνηθισμένη της χάρη. «Ήθελε να δω πώς είχα γίνει».
«Πώς είχες γίνει;»
«Είχα αποτραβηχτεί κι είχα νεκρωθεί συναισθηματικά». Έκανε μια ανυπόμονη κίνηση. «Φαίνεται κι απ’ τη φωτογραφία».
«Οι φωτογραφίες δε λένε ψέματα», επανέλαβε ο Γκίντεον.
«Όσο κι αν προσπαθούσα να το αρνηθώ τότε, όχι, δε λένε ψέματα». Η Πάιπερ κοίταξε έκπληκτη γύρω της. «Γιατί έχεις βγάλει έξω όλες μου τις
φωτογραφίες;»
«Κάτι ψάχνω».
Τον κοίταξε ανήσυχη, σχεδόν πανικοβλημένη. «Στις φωτογραφίες μου;»
«Ναι», της απάντησε αργά. «Δεν μπορεί να μου φύγει από το μυαλό η ιδέα ότι κάτι λείπει. Να υποθέσω ότι δε φαντάζεσαι τι μπορεί να είναι αυτό, έτσι;»
«Δεν έχω ιδέα». Έπιασε προσεκτικά μια φωτογραφία και την ακούμπησε στο πλάι. «Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;»
Να πάρει. Είχε μια ικανότητα να τον στριμώχνει... «Ο Μπιλ Τάιλερ».
Η Πάιπερ τον κοίταξε με ενδιαφέρον. «Και;»
«Ήθελε να μου πει ότι η τράπεζα του έδωσε τελεσίγραφο. Σκοπεύουν να ξεκινήσουν τις διαδικασίες κατάσχεσης».
Η απελπισία διαδέχτηκε τον ενθουσιασμό της. «Αχ, όχι. Αυτό είναι τρομερό. Τι θα κάνεις;»
«Θ’ αγοράσω το θέρετρο», της απάντησε ο Γκίντεον.
«Εννοείς ότι θα εξαγοράσεις το χρέος του από την τράπεζα». Η αισιοδοξία έλαμπε στο βλέμμα της. «Θα του δώσεις την ευκαιρία να σταθεί πάλι στα πόδια
του, έτσι δεν είναι;»
Ο Γκίντεον δεν έκανε καμία προσπάθεια να φανεί διαλλακτικός. «Όχι».
Ποτέ του δεν είχε φανταστεί πόσο επώδυνο θα ήταν το να παρακολουθήσει το θάνατο μιας ελπίδας, ιδιαίτερα μέσα στο βλέμμα της γυναίκας που αγαπούσε
περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή του. Η Πάιπερ έπλεξε τα δάχτυλά της κι έσφιξε τα χέρια της, μέχρι που οι αρθρώσεις της άσπρισαν. «Σε παρακαλώ,
Γκίντεον».
«Πάλι μπαίνεις στη μέση», την προειδοποίησε. «Και δεν έχεις καμία δουλειά εκεί».
«Κάποιος πρέπει να το κάνει».
«Όχι όμως εσύ». Σήκωσε τη φωτογραφία που είχε βάλει στην άκρη η Πάιπερ· το βλέμμα του φανέρωνε αποφασιστικότητα. «Αν μπορείς να με βοηθήσεις
να βρω αυτό που ψάχνω, θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως. Όμως δεν πρόκειται να συζητήσω το θέμα του Τάιλερ μαζί σου».
Η Πάιπερ δίστασε· ήταν φανερό το πόσο πολύ ήθελε να διαφωνήσει μαζί του. Θα πρέπει όμως να διέκρινε στο βλέμμα του την αποφασιστικότητα, γιατί η
έκφρασή της άλλαξε κι έγινε πανομοιότυπη μ’ εκείνη της φωτογραφίας. Ανήσυχος ο Γκίντεον την είδε ξαφνικά να καταλαμβάνεται από μια απέραντη
απελπισία. «Είσαι σίγουρος ότι δε θες ν’ αφήσουμε κατά μέρος αυτό το ζήτημα; Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το συζητήσουμε;» τον ρώτησε.
«Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Αλλά το ένστικτό μου λέει ότι θα ήταν καλύτερα να το λύσουμε τώρα».
«Κι εσύ πάντα ακούς το ένστικτό σου».
Δεν ήταν ερώτηση. «Ακόμα κι όταν τ’ αποτελέσματα μπορεί να μην είναι ευχάριστα», της επιβεβαίωσε. Τα χείλη της Πάιπερ άρχισαν να τρέμουν ελαφρά
και ξαφνικά εκείνος συνειδητοποίησε την αλήθεια.
Μα πώς δεν το είχε δει ως τώρα; Εκείνη ήξερε. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που αγνοούσε ο ίδιος, η Πάιπερ το ήξερε. Την έπιασε απαλά από το πιγούνι κι
ανασήκωσε τρυφερά το πρόσωπό της. «Τι είναι αυτό που χάνω, αστεράκι;»
Δεν πίστευε ότι θα του απαντούσε. Όμως εκείνη ελευθερώθηκε από το άγγιγμά του κι αγκάλιασε το κορμί της σαν να κρύωνε πολύ. «Είχες φτάσει κοντά»,
του είπε. «Είχες ακολουθήσει τη σειρά των φωτογραφιών, αλλά ξέχασες κάτι. Κάτι από τον πρώτο καιρό».
«Τι;»
Του έδειξε προς τη γωνιά του δωματίου. «Σου λείπουν μερικές φωτογραφίες. Βρίσκονται σ’ εκείνο εκεί το κουτί».
Ο Γκίντεον έριξε μια ματιά. Ήταν ένα μικρό, σκονισμένο χαρτοκιβώτιο, βαλμένο χωριστά από τ’ άλλα και κλεισμένο προσεκτικά με ατελείωτα μέτρα
κολλητικής ταινίας. Δεν είχε καταλάβει ότι περιείχε φωτογραφίες. Έμοιαζε με κάτι που είχε σφραγιστεί κι είχε καταχωνιαστεί στο βάθος κάποιας ντουλάπας
για να ξεχαστεί. «Νόμιζα ότι τις είχα δει όλες. Αλλά μου έλειπαν αυτές, ε;»
«Δεν το αφήνουμε καλύτερα;»
«Τι έχει μέσα το κουτί;»
«Δε θες να δεις».
Χωρίς να πει λέξη, ο Γκίντεον το κουβάλησε στο γραφείο και το άνοιξε μ’ ένα ψαλίδι. Τράβηξε έξω προσεκτικά ένα πάκο φωτογραφίες. «Οι φωτογραφίες
με τα μωρά», μουρμούρισε. Το κομμάτι που έλειπε μπήκε στη θέση του. «Πώς μπόρεσα να τις ξεχάσω;»
Η Πάιπερ έμεινε αμίλητη.
«Θυμάμαι που μου είχες πει ότι έχεις σταματήσει να τραβάς φωτογραφίες μωρών. Για κάποιο λόγο μου είχε κάνει εντύπωση. Αλλά γιατί είναι έτσι
κλεισμένες μέσα στο κουτί; Λες και προσπαθείς να τις κρύψεις». Έσμιξε τα φρύδια του χωρίς να καταλαβαίνει. «Γιατί; Γιατί να κρύψεις...»
Η Πάιπερ τον κοίταζε ανέκφραστη.
Και τότε ο Γκίντεον κατάλαβε. Κοίταξε ξανά τις φωτογραφίες και κούνησε το κεφάλι του. Αν συνήθιζε να προσεύχεται, τώρα θα ’χε πέσει στα γόνατα.
«Όχι». Η φωνή του έσπασε κι απ’ τα χείλη του βγήκε ένας ήχος που έμοιαζε με κραυγή πληγωμένου ζώου. «Σε παρακαλώ, όχι».
ΚΕΦΆΛΑΙΟ 9

Ο Γκίντεον άφησε τις φωτογραφίες να γλιστρήσουν από το χέρι του και στηρίχτηκε στο γραφείο, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα γόνατά του που
έτρεμαν. «Ήσουν έγκυος όταν έπεσες;» Αγωνιζόταν να πάρει ανάσα για να αρθρώσει αυτά τα λόγια που δε θα ’πρεπε ποτέ να ειπωθούν· δε θα χρειαζόταν να
ειπωθούν, αν δεν ήταν εκείνος. «Έχασες το παιδί; Το παιδί μας;»
Τα μάτια της Πάιπερ πλημμύρισαν δάκρυα. Ένιωθε κι εκείνη το ίδιο απελπισμένη. «Λυπάμαι τόσο πολύ».
Ο Γκίντεον προσπάθησε πολύ για να μιλήσει. «Σκότωσα το παιδί μας».
«Όχι!» Βρέθηκε κοντά του αμέσως και τον αγκάλιασε. «Κι ο Σπένσερ είπε το ίδιο πράγμα, κατηγόρησε κι εκείνος τον εαυτό του. Αλλά ήταν ατύχημα. Ο
μύλος δεν έπρεπε να καεί. Ο αδερφός μου δεν έπρεπε να σε κατηγορήσει. Δεν έπρεπε να ’χετε καβγαδίσει οι δυο σας. Κι εγώ δε θα ’πρεπε να ’χω μπει στη
μέση. Δεν καταλαβαίνεις; Τίποτα απ’ όλ’ αυτά δεν έπρεπε να ’χει συμβεί».
Η φωνή του ακούστηκε σαν να ’ρχόταν από χιλιόμετρα μακριά. «Συνέβησαν όμως».
«Ναι. Κι όσο κι αν εμείς προσπαθούμε ν’ αλλάξουμε το παρελθόν, δεν μπορούμε».
«Πώς έγινε; Αυτό πες μου μόνο».
Η Πάιπερ άνοιξε το στόμα της κι έπειτα το ξανάκλεισε. Ο Γκίντεον την ένιωσε να τρέμει στα χέρια του κι έσκυψε μέχρι που το πιγούνι του ακούμπησε στα
μεταξένια μαλλιά της. Ήθελε να βουλιάξει μέσα της, να χαθεί. Σ’ όλη του τη ζωή αυτό ήθελε. Κι αντί γι’ αυτό, το μόνο που είχε καταφέρει να κάνει ήταν να
την πληγώσει. Η σκέψη τον πόνεσε αφόρητα. Την είχε πληγώσει. Είχε ρίξει στα βράχια το μοναδικό πλάσμα που θα ’δινε και τη ζωή του για να το
προστατεύσει. Το παιδί τους δεν είχε προλάβει να δει το φως του ήλιου. Κι όλ’ αυτά από δικό του λάθος. Ανατρίχιασε, ανίκανος να διώξει τη φρικιαστική
εικόνα από το μυαλό του.
«Σε παρακαλώ, Πάιπερ. Πρέπει να ξέρω».
Έσφιξε τα χέρια της γύρω από τη μέση του και χώθηκε στην αγκαλιά του. «Όταν έπεσα, με πήγαν στο νοσοκομείο. Όμως το μόνο που σκεφτόμουν ήταν
πώς θα σ’ έβρισκα», του ψιθύρισε. «Κανένας δε μου έλεγε πού είχες πάει κι αν ήσουν καλά. Έπρεπε να είχα επιμείνει, τώρα το βλέπω».
«Κι εγώ έπρεπε να σ’ έχω βρει, όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες». Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι άλλο. «Η Τζάσμιν παίρνει όρκο ότι σου έδωσε το σημείωμά μου.
Αφού ήσουν στο νοσοκομείο...»
«Δεν ήμουν συνέχεια. Αφού ακινητοποίησαν τον ώμο μου κι έραψαν το τραύμα στην κοιλιά, έφυγα από το νοσοκομείο παρά τις οδηγίες των γιατρών».
Ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του κι ένα δάκρυ κύλησε πάνω στο στήθος του. «Αχ, Γκίντεον. Ήταν τόσο ανόητο αυτό που έκανα. Πήγα σπίτι για ν’
αλλάξω και να πάω να σε ψάξω. Τότε θα πρέπει να με βρήκε η Τζάσμιν. Δε θυμάμαι αν πήρα το σημείωμα, ούτε τι έγραφε. Θα πρέπει να λιποθύμησα
αμέσως αφού έφυγε».
Ο Γκίντεον βύθισε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της και τη χάιδεψε προσπαθώντας να την ανακουφίσει όσο μπορούσε από τον πόνο της. «Και μετά;»
«Λίγο αργότερα με βρήκε ο Σπένσερ. Όταν συνήλθα, βρισκόμουν πάλι στο νοσοκομείο και το μωρό...» Η ανάσα της κόπηκε και χρειάστηκε να περάσει ένα
λεπτό για να καταφέρει να συνεχίσει. «Το μωρό είχε χαθεί. Δεν είχα καν καταλάβει ότι ήμουν έγκυος. Προφανώς καθυστέρησαν να βγουν τα αποτελέσματα
των εξετάσεων, αλλιώς θα ήξεραν νωρίτερα την κατάστασή μου. Αν είχα μείνει στο νοσοκομείο, ίσως θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει αυτό που συνέβη.
Ίσως το μωρό μας να μην...»
Εκείνη τη στιγμή κατέρρευσε κι άρχισε να κλαίει σιωπηλά, σπαρακτικά, λες κι ο πόνος της ήταν κρυμμένος τόσο βαθιά, που ούτε ένας ήχος δεν μπορούσε
να βγει στην επιφάνεια. Ο Γκίντεον ένιωθε τα δάκρυα να καίνε και τα δικά του μάτια, την καρδιά του να ξεχειλίζει από την απόγνωση. Περισσότερο απ’
οτιδήποτε στον κόσμο ήθελε να ουρλιάξει, να δώσει διέξοδο σ’ όλ’ αυτά που η Πάιπερ είχε κρατήσει κλειδωμένα βαθιά μέσα της. Τον πλημμύριζε η ανάγκη
ν’ ανακουφίσει τον πόνο και των δυο τους. Αλλά δεν υπήρχαν λόγια. Για αρκετή ώρα δεν είπε τίποτα, μόνο την κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του,
προσπαθώντας να της δώσει όση δύναμη του είχε απομείνει.
Όταν ένιωσε ότι μπορούσε και πάλι να μιλήσει, τη ρώτησε: «Κατηγορούσες τον εαυτό σου, έτσι; Γι’ αυτό τράβηξε τη φωτογραφία ο Σπένσερ;»
Η Πάιπερ έψαξε στην τσέπη της για χαρτομάντιλο και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της. «Δε φαντάζεσαι πόσες φορές αναρωτήθηκα ‘‘τι θα γινόταν
αν...’’. Αλλά αυτό το πράγμα μπορεί να σε τρελάνει. Ό,τι έγινε, έγινε. Δεν υπάρχει τρόπος ν’ αλλάξει. Χρειάστηκα έξι μήνες για να συνειδητοποιήσω αυτή
την απλή αλήθεια. Και αφού πιέστηκα πολύ και από τον Σπένσερ».
Δεν ήταν περίεργο που εκείνος φερόταν τόσο προστατευτικά σε σχέση με την αδερφή του και ένιωθε τόσο οργισμένος με τον άνθρωπο που ήταν υπεύθυνος
για τον πόνο της. «Αν ήξερα ότι είχες χτυπήσει, δε θα σ’ άφηνα με τίποτα, παρά το όπλο και παρά τις απειλές του σερίφη».
Η Πάιπερ τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Δε μου είπες για το σερίφη. Ποιες απειλές;»
«Μ’ άφησε να διαλέξω. Αν έμενα, θα είχα ν’ αντιμετωπίσω κατηγορίες για εμπρησμό, απόπειρα δολοφονίας, αντίσταση κατά της Αρχής κι ό,τι άλλο
μπορούσαν να μου φορτώσουν».
«Οπότε κι εσύ έφυγες».
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι. «Μου έδωσαν μία ώρα για να τα μαζέψω και να φύγω. Κι εγώ κρύφτηκα στο δάσος για δύο μέρες, περιμένοντας νέα σου,
μέχρι που με ανακάλυψε ο Μέρφι».
«Έφυγε κι εκείνος, αν αυτό σε κάνει να νιώθεις καλύτερα». Χάιδεψε παρηγορητικά τους τεντωμένους μυς του μπράτσου του. Ο Γκίντεον θέλησε να
διαμαρτυρηθεί, να της πει ότι εκείνος έπρεπε να την παρηγορεί. Αλλά, για κάποιο λόγο, δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει αυτές τις λέξεις. «Λίγο μετά τη φωτιά, ο
Μέρφι τα πούλησε όλα, πήρε το γιο του και την κόρη του κι έφυγαν».
«Ξέχνα τον αυτόν. Το Ολντ Μιλ θα τα καταφέρει καλύτερα χωρίς την αφεντιά του». Την έπιασε από το πιγούνι και ανασήκωσε το πρόσωπό της να την
κοιτάξει. «Τώρα θέλω να σε ρωτήσω κάτι άλλο».
«Ό,τι θες».
«Τι θα έκανες αν δεν είχες τραυματιστεί; Αν είχες πάρει το σημείωμά μου;»
Η Πάιπερ δε δίστασε στιγμή. «Θα σου ζητούσα να μείνεις και να παλέψεις. Το Ολντ Μιλ ψυχορραγούσε. Ακόμα ψυχορραγεί. Χρειάζεται κάποιον με τη
δική σου θέληση και αποφασιστικότητα –αυτή που έχει κι ο Σπένσερ– για να το αποτρέψει αυτό. Κι εσύ χρειαζόσουν την οικογένεια που δεν έβρισκες στο
σπίτι σου. Το ίδιο και η μητέρα σου και οι αδερφές σου. Ούτε κι αυτό έχει αλλάξει».
«Κάνεις λάθος. Δε χρειάζομαι τίποτα και κανέναν». Εκτός από εσένα, πρόσθεσε σιωπηλά. Δεν μπορούσε πια να ξεφύγει απ’ αυτή την αλήθεια κι ούτε
προσπαθούσε πια να της κρυφτεί, όπως πριν από λίγες μέρες. Αναστέναξε βαθιά. «Ανοησίες, αστεράκι. Χρειάζομαι εσένα. Πάντα σε χρειαζόμουν και
στοιχηματίζω ότι πάντα θα σε χρειάζομαι».
Ο πόνος της ελάφρυνε από ένα χαμόγελο που του θύμιζε την πρώτη αχτίδα του ήλιου, μετά από μια ατέλειωτη νύχτα. «Πάντα το ίδιο νιώθαμε, έτσι δεν
είναι;»
«Για τα περισσότερα πράγματα». Ο Γκίντεον δίστασε για λίγο μπροστά σ’ όλα εκείνα που η Πάιπερ αρνούνταν ακόμα να δεχτεί. «Όχι όμως για όλα».
«Ναι, ξέρω. Θα ήταν δύσκολο να αλλάξεις την κοινή γνώμη, μια και ο Σπένσερ ήταν τόσο βέβαιος ότι εσύ είχες καταστρέψει το μύλο. Αλλά με τον καιρό
θα τα καταφέρναμε. Ακόμα μπορείς να τα καταφέρεις, Γκίντεον. Μαζί μπορούμε να δείξουμε τη δια-φορά. Όχι μόνο στο Ολντ Μιλ. Μπορούμε να
βοηθήσουμε ανθρώπους, όπως τον Μπιλ Τάιλερ και τους χρυσοχόους».
Ο Γκίντεον έκλεισε τα μάτια. Σιχαινόταν αυτό που πήγαινε να κάνει εκείνη, αλλά ήξερε ότι, αν υπήρχε μια ελπίδα για τους δυο τους, αυτή ήταν η μόνη του
επιλογή. Η Πάιπερ θα εξακολουθούσε ν’ ανακατεύεται, μέχρι εκείνος να την απομάκρυνε από τον κίνδυνο. «Αυτό δεν πρόκειται να γίνει».
«Σε παρακαλώ, Γκίντεον...»
«Δε θα γίνει, γιατί σε διώχνω».
Το πρόσωπό της έγινε άσπρο σαν το πανί. «Μα τι λες τώρα;»
«Ξέρω ότι θες να βοηθήσεις τον Μπιλ Τάιλερ. Και τους χρυσοχόους. Και τον αδερφό σου. Αλλά δεν μπορείς».
«Εσύ όμως μπορείς».
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του. «Θα σκίσω τα γραμμάτια του αδερφού σου. Από τη στιγμή αυτή δε μου χρωστάει δεκάρα. Δεν έχεις κανένα λόγο να
συνεχίσεις να βρίσκεσαι εδώ. Θα φροντίσω να πληρωθείς καλά για τις έως τώρα υπηρεσίες σου».
«Όχι!» Το σφίξιμό της δυνάμωσε. «Μην το κάνεις αυτό, Γκίντεον».
«Αύριο τα πράγματά σου θα μεταφερθούν όπου ζητήσεις».
«Η χτεσινή νύχτα λοιπόν δε σήμαινε τίποτα για σένα;»
Ο Γκίντεον παραλίγο να χάσει τον έλεγχό του. «Σήμαινε τα πάντα για μένα», της δήλωσε κοφτά. «Σ’ αγαπώ, Πάιπερ. Σε λατρεύω. Και σε θέλω στη ζωή
μου».
«Αλλά;»
«Αλλά δεν μπορώ να γίνω αυτός που θέλεις».
«Μα είσαι ήδη αυτός που θέλω. Δεν είσαι ούτε σκληρός ούτε απάνθρωπος», επέμεινε εκείνη. «Το ξέρω».
«Όταν πρόκειται για δουλειά, είμαι».
«Όχι. Αν ήσουν δε θα διέγραφες το χρέος του Σπένσερ».
Και οι δυο ήξεραν ότι η παρατήρηση ήταν άστοχη. «Αυτό το κάνω για σένα», της είπε. «Το κάνω για να δώσω μια ευκαιρία σ’ εμάς τους δυο».
«Αλλά δεν πρόκειται να βοηθήσεις τον Τάιλερ, ούτε και κανέναν άλλον, έτσι;»
Ο Γκίντεον κούνησε το κεφάλι του. «Κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να σκεφτείς πολύ σοβαρά το μέλλον σου μαζί μου. Θα πρέπει να με δεχτείς όπως
ακριβώς είμαι, με όλα μου τα ελαττώματα. Δεν μπορείς να μπαίνεις στη μέση όποτε διαφωνείς με κάποια απόφασή μου».
Η Πάιπερ του χαμογέλασε θλιμμένα. «Μα δεν καταλαβαίνεις; Αυτή είμαι. Το κορίτσι που μπαίνει στη μέση».
«Εγώ όμως δεν μπορώ να επιτρέψω να συνεχιστεί αυτό. Δεν μπορώ να σ’ αφήνω να πέφτεις στις ράγες μόλις βλέπεις ένα τρένο να πλησιάζει. Κάποιο απ’
αυτά τελικά θα σε πατήσει. Και μετά απ’ όσα μου είπες για το παιδί...» Το πρόσωπό του συσπάστηκε. «Δεν μπορώ να σε δω ξανά να πληγώνεσαι. Θέλω να
σε παντρευτώ. Θέλω να ξαναχτίσουμε μαζί τη ζωή μας. Ναι... να κάνουμε παιδιά που θα χαρούν κι αυτά την αγάπη μας, αντί να καταστραφούν απ’ αυτή».
Η Πάιπερ άφησε τα χέρια της να πέσουν άψυχα στο πλάι. «Σ’ αυτή την περίπτωση, νομίζω ότι πρέπει και οι δυο μας να σκεφτούμε πολύ σοβαρά το κοινό
μας μέλλον».
«Δε θες να παντρευτούμε;»
Η Πάιπερ κούνησε το κεφάλι. «Δεν είναι αυτό. Εσύ μπορεί να μη θες να με παντρευτείς». Ελευθερώθηκε από την αγκαλιά του και πισωπάτησε λίγο.
«Ξέχασες τις φωτογραφίες των μωρών;»
Ο Γκίντεον κοίταξε για λίγο το κουτί κι ανασήκωσε τα φρύδια του ερωτηματικά. «Τι σχέση έχουν αυτές;»
«Δε σταμάτησα να βγάζω φωτογραφίες επειδή έχασα το παιδί σου». Έφτασε στην πόρτα και σταμάτησε για λίγο. «Σταμάτησα, γιατί δεν μπορώ να
ξανακάνω παιδιά».

***

«Χαρτ, τι διάβολο κάνεις εδώ;»


Ο Γκίντεον στράφηκε λαχανιασμένος προς τον Σπένσερ. «Θα μπορούσα να σου κάνω την ίδια ερώτηση, δεδομένου ότι αυτό είναι το γραφείο μου κι εσύ
βρίσκεσαι εδώ απρόσκλητος».
«Τη γραμματέα σου να κατηγορήσεις. Εκείνη τηλεφώνησε στην Πάιπερ. Δεν την άφησα να το πάρει και στη θέση της ήρθα εγώ». Ο Σπένσερ έριξε ένα
βλέμμα γύρω στο δωμάτιο. «Είσαι απασχολημένος, βλέπω. Αλλάζεις τη διακόσμηση;»
«Εσύ να κοιτάζεις τη δουλειά σου», γρύλισε ο Γκίντεον. «Τώρα που μπήκες μέσα, μπορείς να κάνεις μεταβολή και να βγεις ξανά έξω».
«Συγνώμη, αλλά δεν μπορώ. Ίσως να μπορούσα, αν δεν είχες σκίσει τα γραμμάτια. Ή αν δεν είχες κάνει πάλι κουρέλι την αδερφή μου».
«Την Πάιπερ;» Αυτή η δήλωσή του του τράβηξε την προσοχή. «Προσπαθώ όλη μέρα να τη βρω. Πού βρίσκεται;»
Ο Σπένσερ αγνόησε την ερώτησή του, κάνοντας τον Γκίντεον να εξοργιστεί. «Είσαι σε κακή κατάσταση. Χάος επικρατεί εδώ μέσα». Έκανε μερικά βήματα
και σταμάτησε μπροστά σ’ ένα σωρό από διαλυμένα ξύλα που βρίσκονταν κάτω. «Υποθέτω ότι αυτό είναι το γραφείο σου. Ή τουλάχιστον ό,τι έχει
απομείνει απ’ αυτό. Υποθέτω επίσης ότι γι’ αυτό η Λίντσεϊ τηλεφώνησε τόσο πανικόβλητη».
«Δικά μου είναι τα έπιπλα, δικό μου και το τσεκούρι». Ο Γκίντεον σήκωσε ψηλά το εν λόγω εργαλείο, αγνοώντας τους μυς του που διαμαρτύρονταν λόγω
της παρατεταμένης πίεσης που είχαν υποστεί. Έσφιξε τα δόντια του για ν’ αντέξει τον πόνο και κατάφερε να μιλήσει. «Κι εγώ αποφασίζω πώς θα τα
χρησιμοποιήσω».
«Δεν μπορώ να φέρω αντίρρηση σ’ αυτό. Απλώς από περιέργεια... Τι σου έφταιξε;»
Ο Γκίντεον πέταξε το τσεκούρι στη μέση του σωρού. Εκείνο προσγειώθηκε με κρότο κι έμεινε εκεί, γυαλίζοντας ανάμεσα στα θαμπά ξύλινα κομμάτια. «Τι
θες εδώ;» ρώτησε κουρασμένα τρίβοντας το πονεμένο χέρι του.
«Σκέφτηκα να κάνω άλλη μια προσπάθεια να σου μιλήσω, τώρα που η Πάιπερ δεν είναι εδώ». Ο Σπένσερ έσκυψε πάνω από τα απομεινάρια του γραφείου.
«Πρέπει να κάνεις κάτι για τα νεύρα σου, Χαρτ. Γιατί να καταστρέψεις κάτι τόσο όμορφο;»
«Γιατί πλήγωσε την αδερφή σου».
Εκείνος ανασήκωσε τα φρύδια του απορημένος. «Συγνώμη;»
«Κατά τη διάρκεια της... συζήτησής μας, χτες το βράδυ», μουρμούρισε. «Έπεσε πάνω του και κόπηκε».
«Και γι’ αυτό εσύ το έκανες κομματάκια; Έντονη αντίδραση, δε νομίζεις;»
«Όχι».
«Και τα υπόλοιπα;» Ο Σπένσερ έδειξε τα υπόλοιπα κατεστραμμένα έπιπλα. «Όλ’ αυτά της επιτέθηκαν; Ή μήπως τα καταστρέφεις προληπτικά, μήπως
αρχίσουν κι αυτά να την καταδιώκουν;»
«Κατά κάποιον τρόπο, ναι». Από τη στιγμή που είχε διαλύσει το γραφείο, του είχε φανεί απολύτως φυσικό να καταστρέψει και τα υπόλοιπα αντικείμενα.
Τώρα δεν ήταν πια τόσο σίγουρος. «Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, τι κάνεις εδώ, Μοντγκόμερι;»
«Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε», του απάντησε. «Εννοώ να μιλήσουμε πραγματικά. Χωρίς την Πάιπερ στη μέση».
«Καλή ιδέα». Ο Γκίντεον ένευσε με το κεφάλι προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στο διαμέρισμά του. «Πάμε πάνω. Αφού είσαι εδώ, πρέπει να δεις κάτι».
Ο Σπένσερ τον ακολούθησε στο γραφείο του. «Καταρχήν επίτρεψέ μου να σου πω ότι εκτιμώ ιδιαιτέρως το ότι διέγραψες το χρέος μου. Καταλαβαίνω ότι
το έκανες για ν’ απομακρύνεις την Πάιπερ από τον κίνδυνο κι όχι επειδή ξαφνικά καταλήφθηκες από μια ακατανίκητη ανάγκη να με βοηθήσεις. Και πάλι,
όμως, σκοπεύω να σε ξεπληρώσω μέχρι τελευταίας δεκάρας».
«Καρφί δε μου καίγεται για τα λεφτά», του δήλωσε εκείνος.
«Εμένα όμως με νοιάζει. Αν σου πω ότι είναι ζήτημα τιμής, ίσως και να με καταλάβεις».
Ο Γκίντεον σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του γραφείου. «Μοντγκόμερι, να φανείς έξυπνος για μια φορά στη ζωή σου. Μην παίζεις με τη φωτιά».
«Πονάει, ε;»
«Μπορείς να το πεις κι έτσι». Ο Γκίντεον προχώρησε προς το γραφείο του κι άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στις φωτογραφίες της Πάιπερ. Όταν βρήκε αυτές
που ήθελε, τις έτεινε προς τον Σπένσερ. Ήταν μια σειρά από φωτογραφίες που είχε τραβήξει εκείνη, λίγο πριν ξεσπάσει ο καβγάς. «Ξέρω ότι δε με πιστεύεις,
οπότε δε θα κουραστώ λέγοντάς το πολλές φορές. Δεν έκαψα εγώ το μύλο σου».
«Έτσι είχες πει», είπε ο Σπένσερ ανέκφραστα.
Ο Γκίντεον τον κάρφωσε με το βλέμμα του. «Το είχα πει επειδή ήταν αλήθεια».
Μετά από μια στιγμή που φάνηκε αιώνια, ο Σπένσερ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ωραία. Κι αν δεν το έκανες εσύ, τότε ποιος το έκανε;»
Είχε έρθει η ώρα ν’ απλώσει όλα του τα χαρτιά στο τραπέζι. Είτε τον πίστευε ο Σπένσερ είτε όχι. Τουλάχιστον, αν του παρουσίαζε τη δική του εκδοχή, θα
είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε. Δεν ήξερε γιατί ήταν τόσο σημαντικό το να πείσει τον αδερφό της Πάιπερ για την αθωότητά του. Όμως ήταν.
«Υποψιάζομαι ποιος έβαλε τη φωτιά. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ με σιγουριά. Μακάρι η ζωή να ’ταν τόσο τακτοποιημένη.
Δεν είναι όμως. Είναι γεμάτη από άλυτα αινίγματα».
«Ισχυρίζεσαι ότι η ιστορία αυτή θα μείνει για πάντα ένα άλυτο αίνιγμα;» Μια χροιά κυνισμού χρωμάτιζε τη φωνή του Σπένσερ. «Θες να πεις ότι θα πρέπει
ν’ αρκεστώ στο λόγο της τιμής σου σχετικά με τη φωτιά;»
«Προσωπικά δε μου καίγεται καρφί για το αν σου αρκεί ο λόγος της τιμής μου», του αντιγύρισε ο Γκίντεον. Του έδειξε τις φωτογραφίες. «Αλλά μπορεί να
θέλεις να ρίξεις μια ματιά σ’ αυτές εδώ. Ίσως ν’ αντιδράσεις όπως αντέδρασα κι εγώ όταν τις είδα».
Ο Σπένσερ πλησίασε στο γραφείο και τις εξέτασε προσεκτικά. Οι κάτοικοι του Ολντ Μιλ είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το μύλο που καιγόταν, κοιτάζοντας
πανικόβλητοι τις φλόγες. «Αυτές είναι της Πάιπερ», μουρμούρισε. «Δεν είμαι σίγουρος αν μου τις έδειξε ποτέ».
«Ίσως να μην ήθελε να σε αναστατώσει».
«Προφανώς», είπε ο Σπένσερ συνοφρυωμένος. «Εντάξει, παραδίνομαι. Τι είναι αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να δω;»
«Στο ξεκίνημα του καβγά, ισχυρίστηκες ότι κάποιος με είχε δει να βάζω τη φωτιά. Τότε πίστεψα ότι έλεγες σκόπιμα ψέματα, γιατί κανένας δε θα μπορούσε
να μ’ έχει δει. Τώρα είμαι περίεργος. Ποιος σου είπε ότι με είχε δει;»
«Η Τρις».
«Η Τρις Μέρφι. Η φιλενάδα σου». Ο Γκίντεον του έδειξε σε μια άκρη της φωτογραφίας. «Εδώ δεν είναι;»
«Βέβαια», απάντησε ανυπόμονα ο Σπένσερ. «Ήταν μάρτυρας».
«Κοίτα ποιος στέκεται πίσω της».
«Ο πατέρας της, ο γερο-Μέρφι. Λοιπόν;»
«Κοίτα την έκφρασή του».
Ο Σπένσερ κοίταξε πιο προσεκτικά και τελικά του ξέφυγε μια βρισιά. «Δεν το πιστεύω!»
«Το βλέπεις κι εσύ, έτσι δεν είναι;»
«Είναι ο μόνος που δε φαίνεται τρομοκρατημένος».
«Τρομοκρατημένος; Έλα τώρα, Σπένσερ! Ο άνθρωπος φαίνεται τουλάχιστον ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ γιατί».
«Δεν είμαι σίγουρος. Ξέρω ότι δε χώνευε την οικογένειά μου, όπως δε χώνευε και τη δική σου. Εσείς ήσαστε για πέταμα κι εμείς ήμαστε πολύ φαντασμένοι
για τα γούστα του. Νομίζω ότι αυτό άλλαξε όταν άρχισα να βγαίνω με την Τρις. Δε φαινόταν να τον ενοχλεί που η κόρη του θα επωφελούνταν από έναν
ενδεχόμενο γάμο μαζί μου». Ο Σπένσερ κούνησε το κεφάλι. «Ποιος ξέρει γιατί είναι τόσο χαρούμενος. Ίσως να ευχαριστιόταν που μ’ έβλεπε να
καταστρέφομαι».
«Ειδικά αν παρέσερνες κι εμένα μαζί σου». Έδωσε στον Σπένσερ λίγο χρόνο για να δει καλύτερα τη φωτογραφία, προτού κάνει την επόμενη ερώτησή του.
«Μπορείς να σκεφτείς κάποιο λόγο για τον οποίο ο Μέρφι θα επιδίωκε να μας φέρει σε ρήξη;»
«Κάτι παραπάνω από ρήξη, θες να πεις». Ο Σπένσερ πήρε στα χέρια του μία ακόμα φωτογραφία. «Καταλαβαίνω πού το πας, αλλά δε νομίζω ότι μας οδηγεί
κάπου. Πιστεύεις πραγματικά ότι ήταν τόσο διεστραμμένος, ώστε να βάλει φωτιά στο μύλο μου, μόνο και μόνο για να μας φέρει σε σύγκρουση; Συγνώμη,
αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό».
Ο Γκίντεον ανασήκωσε τους ώμους του. «Τον θεωρώ ικανό να κάνει τα πάντα. Αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι δε μου περνάει από το μυαλό ποιο μπορεί
να ήταν το κίνητρό του. Ήλπιζα ότι μπορεί εσύ να έχεις κάποια ιδέα. Σκέφτεσαι τίποτα;»
Ο Σπένσερ ετοιμάστηκε να του απαντήσει, μα ξαφνικά δίστασε. «Η Τρις προσπαθούσε πάντα να με πείσει να πουλήσω το μύλο και να φύγουμε από την
πόλη», παραδέχτηκε αργά. «Ακόμα κι ο πατέρας της προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη. Μου έλεγε ότι θα μπορούσαμε να συνεταιριστούμε και να
στήσουμε κάτι σ’ ένα άλλο μέρος. Εγώ ήμουν ανένδοτος. Ο πατέρας μου ήταν αποφασισμένος να ξανακάνει το Ολντ Μιλ μια τουριστική πόλη με
προοπτικές κι εγώ ήθελα να κάνω το όνειρό του πραγματικότητα. Όταν η Τρις έμαθε ότι δεν υπήρχαν καθόλου ασφάλιστρα, αποφάσισε να χωρίσουμε. Η
οικογένεια τα μάζεψε και μέσα σε μια βδομάδα είχαν φύγει από την πόλη».
«Υπάρχει περίπτωση να πίστευαν ότι ο μύλος ήταν ασφαλισμένος; Υπάρχει περίπτωση να τον έκαψαν, ελπίζοντας ότι έτσι θα σε ανάγκαζαν να κάνεις αυτό
που ήθελαν; Ίσως έτσι θα μπορούσαν πιο εύκολα να σε πείσουν να φύγετε από την πόλη με τα λεφτά στο χέρι. Άλλωστε, δε θα μπορούσες να ξαναχτίσεις
τίποτα εκεί, αφού ο κυριότερος πόλος έλξης για τους τουρίστες θα είχε καταστραφεί».
«Αυτό εννοούσες όταν έλεγες ότι ποτέ δε θα το μάθουμε με σιγουριά, έτσι;»
«Οφείλω να ομολογήσω ότι όλα αυτά είναι απλές υποθέσεις από μέρους μου και υπάρχει περίπτωση να είναι εντελώς αβάσιμες. Αλλά από τη στιγμή που
είδα αυτές τις φωτογραφίες...» Το γέλιο του περιείχε πίκρα. «Πώς το λέει η Πάιπερ;»
«Οι φωτογραφίες δε λένε ποτέ ψέματα».
Ο Γκίντεον ένευσε με σιγουριά. «Το ένστικτό μου λέει ότι αυτό που βλέπουμε εδώ δεν είναι ψέμα».
«Το ίδιο και το δικό μου». Ο Σπένσερ ξεροκατάπιε. «Ήμουν τόσο σίγουρος ότι το ’χες κάνει εσύ».
«Γιατί; Σου έκανα ποτέ κάτι κακό;»
«Δεν ήταν ότι είχες κάνει κάτι».
«Αλλά ότι ήμουν αυτός που ήμουν».
Ο Σπένσερ τον κοίταξε κατάματα. «Δε μιλάω για τον πατέρα σου, ούτε για το πώς μεγάλωσες. Μιλάω για τη φύση σου. Η Πάιπερ δε σε είδε ποτέ με τον
τρόπο που σ’ έβλεπαν οι άλλοι. Έβλεπε μόνο τα καλά».
«Ενώ εσύ;»
«Εγώ έβλεπα κάποιον που ήξερε μόνο να καταστρέφει και ποτέ να δημιουργεί. Κι αυτό δεν έχει αλλάξει. Τουλάχιστον απ’ όσο μπορώ να διακρίνω».
Στηρίχτηκε στο γραφείο. «Η Πάιπερ σ’ τα είπε όλα, έτσι; Για το ατύχημα και το μωρό».
Ο Γκίντεον χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για ν’ απαντήσει με μια σχετική ψυχραιμία. «Ναι, μου τα είπε. Μου είπε και ότι δεν μπορεί να
ξανακάνει παιδιά».
«Και η αντίδρασή σου σ’ αυτό ποια ήταν;» Ο Σπένσερ δεν περίμενε απάντηση. «Πήρες το τσεκούρι κι έκανες κομμάτια το γραφείο σου».
Το χείλη του Γκίντεον σφίχτηκαν. «Πού θες να καταλήξεις;»
«Δεν έχεις αλλάξει, Χαρτ. Κι είναι κρίμα. Αντί να βρεις έναν εποικοδομητικό τρόπο για ν’ αντιμετωπίσεις τον πόνο σου, εσύ διάλεξες τον πιο καταστροφικό
που βρήκες μπροστά σου». Ο Σπένσερ σηκώθηκε όρθιος κι άφησε τις φωτογραφίες στο γραφείο. «Γι’ αυτό πάλεψα τόσο πολύ για να σας κρατήσω μακριά
τον έναν από τον άλλο. Δε θέλω να καταστρέψεις την αδερφή μου. Την τελευταία φορά παραλίγο να πεθάνει. Δε θα διακινδυνεύσω να ξανασυμβεί κάτι
τέτοιο».

***

Αρκετές ώρες αργότερα, ο Γκίντεον κατέβηκε ξανά κάτω και κοίταξε τα ερείπια στο γραφείο του. Τι είχε πει ο Σπένσερ; Ότι ήταν στη φύση του να
καταστρέφει ό,τι βρισκόταν γύρω του. Βλέποντας τι είχε κάνει με τα έπιπλα, ήταν αναγκασμένος να παραδεχτεί την αλήθεια. Αυτή ήταν η ενστικτώδης
αντίδρασή του. Αλλά ο Σπένσερ είχε κάνει λάθος σ’ ένα βασικό σημείο. Η Πάιπερ δεν είχε δει μόνο τα καλά που είχε μέσα του. Τον είχε δει ολόκληρο, με τα
ελαττώματα και τα προτερήματά του. Κι εξακολουθούσε να τον αγαπάει και να πιστεύει σ’ αυτόν.
Συνειδητοποίησε και κάτι ακόμα. Όταν τον είχε βάλει πάνω σ’ εκείνο το άσπρο άλογο και του είχε φορέσει την πανοπλία του ιππότη, του έλεγε με τον
τρόπο της ότι μπορούσε να επιλέξει αν θα είναι ο ήρωας ή ο κακός της ιστορίας. Όλα εξαρτιόνταν από τις επιλογές του. Μπορούσε να εξακολουθήσει ν’
αρπάζει, να χτίζει την αυτοκρατορία του πάνω στα ερείπια των επιχειρήσεων που διέλυε. Μπορούσε να εξακολουθήσει να καταστρέφει. Ή να χτίσει ένα
μέλλον διαφορετικό μαζί με την Πάιπερ.
Έσκυψε αργά πάνω από τα συντρίμμια του μικρού επίπλου Τσίπεντεϊλ και πήρε το μικρό κεραμικό. Σαν από θαύμα δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα.
Επιλογές, θύμισε ξανά στον εαυτό του. Αυτό ήθελε από τη ζωή; Στράφηκε προς το παράθυρο και κοίταξε τα ψηλά βουνά που δέσποζαν στο βάθος του
ορίζοντα.
Τελικά, μήπως το μέλλον του βρισκόταν κάπου αλλού;

***

Τη βρήκε δίπλα στο ποταμάκι που κυλούσε λίγο πιο πέρα από τον πρόσφατα ανακαινισμένο αλευρόμυλο.
Η Πάιπερ είχε ξαπλώσει στο γρασίδι, δίπλα στο νερό, και κοιμόταν βαθιά. Ο Γκίντεον έσκυψε πάνω της ανήσυχος. Τα μάτια της σκιάζονταν από μαύρους
κύκλους και το πρόσωπό της φανέρωνε ένταση, μια ένταση που καθόλου δεν ανακουφιζόταν από τα όνειρα που έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Παραμέρισε
τρυφερά μια τούφα μαλλιών από το μέτωπό της και χάιδεψε απαλά τους κροτάφους της. Φαινόταν εξαντλημένη. Άλλη μια αμαρτία που τον βάραινε.
«Αστεράκι;» της ψιθύρισε. «Ξύπνα, γλυκιά μου».
Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. Τεντώθηκε και κοίταξε γύρω της έκπληκτη. «Γκίντεον;» Ξαφνικά θυμήθηκε τα πάντα και το βλέμμα της σκοτείνιασε από ένα
σωρό διαφορετικά συναισθήματα. Κανένα απ’ αυτά δεν ήταν ένα από εκείνα που ήθελε ο Γκίντεον να δει στο πρόσωπό της. «Τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να σε βρω, τι άλλο;» Κάθισε κοντά της κι ακούμπησε στο γρασίδι το δώρο που της είχε φέρει. «Έτσι εύκολα νόμισες ότι θα μου ξεφύγεις;»
Η Πάιπερ θέλησε να διαμαρτυρηθεί. «Δεν προσπάθησα να σου ξεφύγω».
«Σοβαρά;»
«Ωραία, ίσως και να προσπάθησα. Αλλά, αν το σκεφτείς καλύτερα, θα δεις ότι αυτή τη φορά ήμουν δικαιολογημένη». Ίσιωσε την πλάτη της και τον κοίταξε
περήφανα στα μάτια. «Αν πρόκειται γι’ αυτό που σου είπα...»
«Εν μέρει, ναι».
«Δε φταις εσύ, εντάξει; Δεν ήταν δικό σου το λάθος. Δεν περιμένω τίποτα από σένα. Μπορεί ο καθένας να πάρει το δρόμο του. Είναι ξεκάθαρο αυτό;»
Πιο τρυφερά από ποτέ, ο Γκίντεον βύθισε τα δάχτυλά του μέσα στα μαλλιά της. Η αίσθηση ήταν μοναδική. Την είχε αγαπήσει αυτή τη γυναίκα, πρώτα σαν
αγόρι, μετά σαν έφηβος και τελικά σαν άντρας. Αλλά μ’ έναν περίεργο τρόπο ανακάλυπτε ότι εξακολουθούσε να την ερωτεύεται διαρκώς. «Απολύτως».
Νιώθοντας το άγγιγμά του η Πάιπερ αναστέναξε βαθιά κι έγειρε πάνω του. Ο Γκίντεον δέχτηκε το βάρος της χαμογελώντας και απολαμβάνοντας όσο τίποτε
άλλο την επαφή τους. «Γιατί ήρθες;» τον ρώτησε. «Τι άλλο μένει να πούμε;»
«Υπάρχουν πολλά. Αλλά πρώτα θέλω να σου δώσω κάτι». Ακούμπησε στα πόδια της το δώρο που της είχε φέρει. «Α, δε σου είπα. Είναι γαμήλιο δώρο».
Η Πάιπερ δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να το πάρει. «Πολύ αστείο. Δε θυμάμαι να μου έκανες πρόταση γάμου».
Ο Γκίντεον έκανε μια γκριμάτσα. «Σου την κάνω τώρα, αστεράκι. Για να είμαι ειλικρινής, σε ικετεύω». Έσπρωξε το κουτί προς το μέρος της. «Άνοιξέ το.
Σε παρακαλώ».
Εκείνη το πήρε απρόθυμα. Με αργές κινήσεις έλυσε την κορδέλα κι έσκισε το περιτύλιγμα. Τέλος άνοιξε το κουτί κι έβγαλε το προστατευτικό κάλυμμα.
«Το κεραμικό;» Δεν έδειξε να εκστασιάζεται. «Οι περισσότεροι άντρες θα διάλεγαν κάτι πιο παραδοσιακό. Μια βέρα, ας πούμε».
«Οι περισσότεροι άντρες δεν παντρεύονται εσένα».
Η Πάιπερ έσφιξε τα χείλη της. «Για μισό λεπτό, να καταλάβω. Μου το χαρίζεις αυτό; Μου δίνεις ένα από τα τρόπαιά σου ως δώρο; Και περιμένεις να χαρώ;
Ή μήπως ελπίζεις ότι θα μ’ εντυπωσιάσεις;»
«Όχι. Απλά την ημέρα του γάμου μας θα επιστρέψουμε αυτό το συγκεκριμένο τρόπαιο στον Άρτσιμπαλντ Φένζερ. Τότε θα περιμένω να χαρείς και βέβαια
να εντυπωσιαστείς όσο δεν περιγράφεται».
Η Πάιπερ τον κοίταζε άφωνη. Προφανώς αυτό ήταν κάτι που δεν είχε προβλέψει. «Γιατί;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Γιατί να το κάνεις αυτό;»
«Είναι η υπόσχεση που σου δίνω», της απάντησε. «Μια υπόσχεση πολύ πιο βαθιά απ’ αυτή που αντιπροσωπεύει η βέρα».
Τον κοίταζε ερευνητικά. Για πρώτη φορά, μια αχτίδα ελπίδας τρεμόπαιξε στο βλέμμα της. «Τι είδους υπόσχεση είναι αυτή;»
«Σου υπόσχομαι ότι βρήκα επιτέλους τον τρόπο να ξανανέβω πάλι σ’ εκείνο το άσπρο άλογο. Σου υπόσχομαι ότι μαζί μπορούμε να χτίσουμε το μέλλον
μας, αντί να το καταστρέψουμε. Σου υπόσχομαι ότι θα σ’ αγαπώ μέχρι το τέλος της ζωής μου». Γλίστρησε και το άλλο του χέρι μέσα στα μαλλιά της. «Τη
μέρα που κάηκε ο μύλος, χάσαμε το μέλλον μας. Δε θέλω να χάσω κι εσένα».
«Όχι, Γκίντεον. Χάσαμε το μέλλον που θα μπορούσαμε να έχουμε τότε». Σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε, χαϊδεύοντάς τον με τη ζεστή ανάσα της.
«Θα δεις. Μαζί θα φτιάξουμε ένα καινούριο μέλλον».
«Γι’ αυτό να ’σαι σίγουρη». Ο Γκίντεον δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο. Τη φίλησε παθιασμένα κι εκείνη ανταποκρίθηκε με απέραντη γενναιοδωρία.
Πέρασε πολλή ώρα προτού εκείνος θυμηθεί το δεύτερο δώρο που της είχε φέρει. «Α, έχω κι ένα δεύτερο γαμήλιο δώρο».
«Δαχτυλίδι;»
Να πάρει. Εκείνος ανακάθισε νευρικά. «Όχι ακριβώς. Αλλά αυτό θα είναι το αμέσως επόμενο στη λίστα. Αλήθεια».
Η Πάιπερ χαμογέλασε πλατιά. «Όχι κι άλλο τρόπαιο, έτσι;»
«Όχι». Δίστασε για λίγο, προσπαθώντας να γίνει απόλυτα ειλικρινής. «Τουλάχιστον... Δεν είχα αυτό στο μυαλό μου όταν το αγόραζα. Ήθελα μόνο να σε
κάνω ευτυχισμένη».
«Τότε, δεν μπορεί να είναι τρόπαιο», τον καθησύχασε.
«Είναι το αγρόκτημα του παλιού μυλωνά. Σκέφτηκα ότι, όταν θα παντρευτούμε, μπορούμε να μετακομίσουμε εκεί και να το φτιάξουμε. Ξέρω πόσο πολύ
σου άρεσε το μέρος αυτό». Της έριξε ένα βλέμμα αβεβαιότητας. «Θα χρειαστεί πολλή δουλειά. Αλλά νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μαζί».
Τα μάτια της Πάιπερ πλημμύρισαν δάκρυα. «Και το θέρετρο;» τον ρώτησε μόλις ένιωσε ότι μπορούσε και πάλι να μιλήσει. «Τι θα κάνεις μ’ αυτό;»
«Έφερα τον Μπιλ σε επαφή με τους χρυσοχόους. Εκείνος δεν μπορεί να τα καταφέρει με το θέρετρο και οι άλλοι δεν μπορούν να τα καταφέρουν με τον
μεταξύ τους ανταγωνισμό. Σκέφτηκα λοιπόν ότι με μια μικρή οικονομική ενίσχυση μπορούν να συνδυάσουν τα συμφέροντά τους. Θα μπορούσαμε να
φτιάξουμε ένα θέρετρο, όπου ο κόσμος θα ’ρχεται και θα σκάβει για να βρει το ασήμι του. Έπειτα θα μπορεί να συναντηθεί με τους ντόπιους τεχνίτες, που
ξέρουν να σχεδιάσουν και να φτιάξουν χειροποίητα κοσμήματα απ’ αυτό το ασήμι».
«Θαυμάσια ιδέα, Γκίντεον».
«Του Μπιλ του άρεσε. Κι οι άλλοι τη βρήκαν καλή. Τα καλοκαίρια θα μπορούν να διοργανώνουν συνέδρια για σχεδιαστές και κοσμηματοπώλες. Και το
χειμώνα οι Τάιλερ θα λειτουργούν τις εγκαταστάσεις του σκι. Η Χάπι μπορεί να γίνει το κέντρο του κοσμήματος στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Τι λες κι
εσύ; Δε θα μπορούσε;»
«Ναι». Η Πάιπερ γελούσε μέσ’ από τα δάκρυά της. «Θα μπορούσε. Κάθε μέρα γίνονται θαύματα».
Άρχισε να νιώθει τον κόμπο που είχε δημιουργηθεί βαθιά μέσα του από την ένταση τόσων χρόνων να λύνεται σιγά σιγά. «Και βέβαια γίνονται».
«Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη, Γκίντεον; Ήσουν αποφασισμένος να συνεχίσεις να καταστρέφεις».
Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να της απαντήσει. «Το μωρό». Ο λαιμός του συσπάστηκε κι ο Γκίντεον τύλιξε τα χέρια του γύρω της, ακουμπώντας το μέτωπό
του πάνω στο δικό της. «Σκεφτόμουν συνεχώς... Κι αν είχε ζήσει; Τώρα θα ’χε κλείσει τα τέσσερα. Θα ήταν σε μια ηλικία που θ’ άρχιζε να κάνει ερωτήσεις.
Και βλέποντας τη ζωή μου και το πώς την έχω κάνει, δεν ήμουν σίγουρος ότι θα ’θελα να απαντήσω σ’ αυτές τις ερωτήσεις».
«Γιατί;»
Η φωνή του έγινε τραχιά από τον πόνο. «Κάποτε μου είπες ότι κανείς δεν μπορεί να μου πάρει αυτά που έχω, γιατί δεν έχω χτίσει τίποτα που ν’ αξίζει τον
κόπο να το πάρει κάποιος. Δεν είναι αυτή η αρχή που θα ήθελα να περάσω στα παιδιά μου».
Σ’ αυτή την ανάμνηση, ένα σύννεφο σκοτείνιασε το πρόσωπό της. «Ήθελα τόσο πολύ να γεννήσω το παιδί σου», του ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή. «Το
ξέρεις, έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά και το ξέρω». Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του. «Τι είπαν οι γιατροί; Υπάρχει καμιά ελπίδα;»
Η Πάιπερ κούνησε το κεφάλι. «Οι λέξεις που χρησιμοποίησαν ήταν ‘‘μηδαμινές πιθανότητες’’, ‘‘μία στο εκατομμύριο’’ και ‘‘θαύμα’’».
«Γίνονται και θαύματα, Πάιπερ».
«Δεν καταλαβαίνεις». Του χαμογέλασε. Από κείνη τη στιγμή, ο Γκίντεον ήξερε ότι γι’ αυτόν τίποτ’ άλλο δεν είχε τόση σημασία όσο αυτή η γυναίκα στο
πλευρό του. «Εγώ το θαύμα μου το έχω ήδη ζήσει. Εσύ είσαι το μοναδικό θαύμα που χρειάζομαι. Σ’ αγαπώ, Γκίντεον. Μόνο αυτό έχει σημασία».
Την έσφιξε πάνω του. Το γλυκό γρασίδι τους τύλιγε μ’ ένα άρωμα που είχε κοντέψει να το ξεχάσει. Μπροστά στα πόδια τους, το ρυάκι μουρμούριζε μια
γνώριμη σερενάτα, ενώ ο θόρυβος του μύλου από πάνω τους τον έκανε να συνειδητοποιήσει κάτι πολύ σημαντικό. Του είχαν λείψει όλ’ αυτά, περισσότερο
απ’ όσο φανταζόταν. Κάποια στιγμή, ενώ είχε αλλού την προσοχή του ή ήταν πολύ απορροφημένος από τον εαυτό του για να νοιαστεί, το άρωμα του Ολντ
Μιλ είχε ποτίσει τα κόκαλά του. Είχε ριζώσει εκεί, ήσυχα και μ’ επιμονή και δεν είχε φύγει όλ’ αυτά τα χρόνια που εκείνος βρισκόταν μακριά. Όσο κι αν
προσπαθούσε να το αρνηθεί, η πόλη και τα βιώματα που είχε μέσα σ’ αυτήν είχαν διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Και τώρα συνειδητοποιούσε και
κάτι ακόμα πιο σημαντικό.
Είχε πια επιστρέψει στο σπίτι του και δε σκόπευε να φύγει ποτέ ξανά.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, αστεράκι», της ψιθύρισε. «Και σου ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε κάνω ευτυχισμένη. Έχεις το λόγο της
τιμής μου».
Η Πάιπερ έκλεισε τα μάτια της, απόλυτα ευτυχισμένη. Οι τελευταίες του λέξεις είχαν ειπωθεί με μια απίστευτη ευκολία, είχαν βγει ασυναίσθητα από τα
βάθη της καρδιάς του. Είτε εκείνος το καταλάβαινε είτε όχι, ήταν η απόδειξη ότι η Πάιπερ είχε κερδίσει το δικό της θαύμα. Ο δρόμος ήταν μακρύς και
δύσκολος. Αλλά τώρα που είχαν γυρίσει πια πίσω, εκείνη πραγματικά δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο.
ΕΠΊΛΟΓΟΣ

Στα χρόνια που ακολούθησαν...


Το σούρουπο είχε απλωθεί στο Κολοράντο, σκεπάζοντας τους λόφους με βιολετιές σκιές. Από την ευτυχισμένη κοινότητα του Ολντ Μιλ ξεχυνόταν ένα
χρυσό φως που έφτανε μέχρι τα τελευταία σπίτια, στις παρυφές της πόλης. Απλωνόταν από το μύλο του Σπένσερ, που αποτελούσε πια μεγάλο πόλο έλξης
των τουριστών, μέχρι και την Κατασκευαστική Χαρτ, που κάποτε ήταν νεκροταφείο κατεστραμμένων αυτοκινήτων.
Το όνομα ήταν λίγο παραπλανητικό, γιατί η επιχείρηση δεν κατασκεύαζε κτίρια. Ήταν όμως ιδιοκτησία ενός ανθρώπου που είχε ένα μοναδικό ταλέντο στο
να μετατρέπει τις εταιρείες που βρίσκονταν ένα σκαλοπάτι πριν την καταστροφή σε επιτυχημένες επιχειρήσεις. Επιχειρηματίες απ’ όλη τη χώρα έρχονταν ως
εδώ για να τον συμβουλευτούν και καμιά φορά να του ζητήσουν να τους βοηθήσει. Εκείνος έδινε πάντα αυτό που του ζητούσαν, με απίστευτη γενναιοδωρία.
Μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη, στους πρόποδες του βουνού, ένα σπίτι έσφυζε πάντα από ζωή. Ήταν χτισμένο στο αγρόκτημα του παλιού μυλωνά,
μία τεράστια έκταση που κάποτε θεωρούνταν κατεστραμμένη. Όλα όμως είχαν αλλάξει, χάρη σε χέρια που, γεμάτα αγάπη, είχαν ανακαινίσει το μέρος όταν
το αγόρασαν πριν από δέκα χρόνια.
Εμφανείς αλλαγές είχαν γίνει στο εξωτερικό του. Το σπίτι ήταν περιτριγυρισμένο από κήπους γεμάτους λουλούδια. Το κυρίως κτίριο και οι δευτερεύοντες
χώροι έλαμπαν φρεσκοβαμμένοι. Στην είσοδο, μια κούνια λικνιζόταν από το φύσημα του ανέμου, καλωσορίζοντας τους επισκέπτες. Και στη γυάλινη πόρτα,
στο μπροστινό μέρος του σπιτιού, καθρεφτιζόταν ένα αγόρι κι ένα κορίτσι που ψάρευαν δίπλα δίπλα στο ποταμάκι, κοντά σ’ έναν παλιό μύλο.
Οι αλλαγές στο εσωτερικό ήταν εξίσου δραματικές. Εκεί που κάποτε βρισκόταν μόνο μια παλιά, σκονισμένη σοφίτα, τώρα δέσποζε ένα στούντιο. Μέσα
υπήρχαν άφθονες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πολλές από τις οποίες είχαν κερδίσει εθνικά βραβεία. Και μπορεί το στούντιο να ήταν χώρος όπου επιτρεπόταν
να μπουν μόνο λίγοι εκλεκτοί, αλλά η απαγόρευση αυτή αποτελούσε μια σπάνια εξαίρεση σ’ ένα κατά τα άλλα ζεστό και φιλόξενο σπίτι.
Μια μεγάλη, μοντέρνα κουζίνα αποτελούσε χώρο συνάντησης φίλων και συγγενών. Το δωμάτιο που πειρακτικά ονόμαζαν «επίσημη τραπεζαρία» ήταν κάθε
άλλο παρά επίσημο. Ούτε το μεγάλο καθιστικό προσφερόταν για παρόμοιους χαρακτηρισμούς. Μοναδική πινελιά επισημότητας ήταν οι κορνιζαρισμένες
φωτογραφίες που στόλιζαν τους τοίχους. Όμως ακόμα κι αυτή η μικρή παραχώρηση διαψευδόταν από τις πόζες των φωτογραφιών.
Η πρώτη φωτογραφία έδειχνε ένα γυμνό μωρό μπροστά σε μια παλιά μεταλλική μπανιέρα. Τα λαμπερά μαύρα μάτια του και τα κατακόκκινα μάγουλά του
προειδοποιούσαν για την εχθρική διάθεση του μικρού. Αλλά το πιο παραστατικό απ’ όλα ήταν η κατακόκκινη πετσέτα που διέγραφε την τροχιά της καθώς
είχε πεταχτεί προς το μέρος του φωτογράφου. Στη δεύτερη φωτογραφία ένα μικρό κοριτσάκι, όχι πάνω από τεσσάρων χρονών, φορούσε το νυφικό της
μαμάς του. Στεκόταν πάνω στις ψηλές γόβες κι από το λαιμό του κρέμονταν μια σειρά από μαργαριτάρια, που έφταναν μέχρι τα γόνατά του. Τα ολόισια
ξανθά μαλλιά της μικρής ξεπρόβαλλαν μέσα από ένα βέλο που έκρυβε σχεδόν όλο το πρόσωπό της. Δεν μπορούσε όμως να κρύψει το γλυκό της χαμόγελο
και τα τεράστια φωτεινά μπλε μάτια της, που έλαμπαν κάτω από τις δαντέλες και τα τούλια.
Ακολουθούσε η φωτογραφία ενός μικρού αγοριού, με μαύρα μαλλιά ανακατωμένα από τον αέρα, που έβαζε το τελευταίο καρφί σ’ ένα εντυπωσιακό ξύλινο
σπιτάκι πάνω στα κλαδιά ενός ψηλού δέντρου. Ο φακός είχε συλλάβει αυτή τη στιγμή της ολοκλήρωσης· το παιδικό πιγούνι, προτεταμένο με
αποφασιστικότητα, μαρτυρούσε τη θέληση του άντρα που θα γινόταν κάποτε ο μικρός και τα γκριζογάλανα μάτια του φανέρωναν ενθουσιασμό.
Τελευταία απ’ όλες ήταν η φωτογραφία ενός κοριτσιού, που πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά. Φορούσε τζιν και η έκφρασή της σε
καθήλωνε με την αποφασιστικότητά της. Από το πουκάμισό της έλειπαν περισσότερα κουμπιά απ’ όσα βρίσκονταν ακόμα επάνω και οι άκρες του ήταν
χωμένες όπως όπως μέσα στο παντελόνι. Τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της έφταναν ως τη μέση της και τα μαύρα της μάτια μαρτυρούσαν την ενέργεια που
έσφυζε μέσα της. Στο λαιμό της ήταν περασμένη η πρώτη της φωτογραφική μηχανή. Η μικρή ήταν κουρνιασμένη κάτω από ένα δέντρο κι ετοιμαζόταν να
φωτογραφίσει το πρώτο πέταγμα μιας νεογέννητης κουκουβάγιας.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσίαζε τους επισκέπτες βλέποντας τις φωτογραφίες ήταν το ταλέντο του ανθρώπου που τις είχε τραβήξει. Το επόμενο σχόλιό
τους το έκαναν μόλις συνειδητοποιούσαν ότι οι φωτογραφίες δεν ήταν πια ασπρόμαυρες· στοιχείο πρωτόγνωρο για το συγκεκριμένο φωτογράφο. Το χρώμα
πλημμύριζε την εικόνα, δίνοντας σε κάθε φωτογραφία βάθος, φως, χαρά. Μερικοί προτιμούσαν το ύφος των παλιών φωτογραφιών. Άλλοι ενθουσιάζονταν
με τις καινούριες. Όλοι όμως συμφωνούσαν για το πιο σημαντικό γεγονός:
Οι φωτογραφίες αυτές παρίσταναν θαύματα. Και τα τέσσερα «θαύματα», όπως τα φώναζαν χαϊδευτικά, μεγάλωναν με γονείς που τα λάτρευαν, σε μια πόλη
που είχε οδηγηθεί στην ευημερία από τις οικογένειες Χαρτ και Μοντγκόμερι, σ’ ένα μέρος που ξεχείλιζε από αγάπη και όπου η ευτυχία ήταν εγγυημένο
αγαθό. Γιατί, μέσα από την αγάπη τους, η Πάιπερ και ο Γκίντεον είχαν ανακαλύψει την πιο απλή αλήθεια.
Πως θαύματα συμβαίνουν πάντα.

Περιεχόμενα
ΝΥΦΙΚΗ ΣΟΥΙΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΡΙΣΚΟ
Πρόλογος
Κεφάλαιο 1
Κεφάλαιο 2
Κεφάλαιο 3
Κεφάλαιο 4
Κεφάλαιο 5
Κεφάλαιο 6
Κεφάλαιο 7
Κεφάλαιο 8
Κεφάλαιο 9
Επίλογος

You might also like