Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 9

[Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία: Ρεύματα, σχολές, τάσεις και κινήματα]

"Κλασικισμός"
Επιμέλεια: Λάμπρος Βαρελάς

- 3. Rene Wellek, "Classicism in Literature", Philip P. Wiener (εκδ.), Dictionary of the history of ideas. Studies
of selected pivotal ideas, New York, Charles Scribner's Sons, 1973, σσ. 449-455. [Μετάφραση για τον Η/Κ Νανά
Βαλδραμίδου]

Κείμενο

Ο ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ο όρος "κλασικισμός" είναι σχετικά καινούργιος, ιδιαίτερα στα αγγλικά. Ο Thomas Carlyle τον
χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στα 1831, αυτάρεσκα και πρόωρα σκεπτόμενος ότι "δε μας προβληματίζουν
διαμάχες πάνω στο ρομαντισμό και τον κλασικισμό", στο δοκίμιό του για τον Schiller (Essay on Schiller) (
Critical and Miscellaneous Essays, Centenary Edition [1899], II, 172). Ο John Stuart Mill στα 1837 εξηγούσε ότι
"η εξέγερση εναντίον των παλαιών παραδόσεων του κλασικισμού ονομάστηκε ρομαντισμός" στη Γαλλία
(Armand Carrel, Dissertations and Discussions [1867], I, 223). Και οι δύο αυτές πρώιμες χρήσεις αναφέρονται
στην ευρωπαϊκή συζήτηση. Όμως κι εδώ ακόμη δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε τον όρο μέχρι πολύ
πίσω στο χρόνο. Φαίνεται πως εμφανίστηκε πρώτα στην Ιταλία στα 1818, κατά τη διάρκεια της συζήτησης
που διεξαγόταν στο Μιλάνο. Ο Ermes Visconti χρησιμοποιεί συχνά τον όρο classicismo σε μια σειρά από
άρθρα, "Ιdee elementari sulla poesia romantica", στο γνωστό "μπλε τετράδιο" Il Conciliatore (βλ. Discussioni e
polemiche sul romanticismo, ed. E. Bellorini, Bari [1943], Ι, 436φφ.). Ο Stendhal υιοθέτησε τον όρο στο
Μιλάνο: διάβασε και παράφρασε τον Visconti, τον οποίο γνώριζε και προσωπικά, και στη συνέχεια έδωσε
στο έργο του Racine et Shakespeare (1823) τους διάσημους, κωμικούς ορισμούς του κλασικισμού και του
ρομαντισμού. "Κλασικισμός είναι η λογοτεχνία που χάρισε τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση στους
προπάππους μας", ενώ ρομαντισμός είναι η λογοτεχνία που χαρίζει απόλαυση σε μας τώρα.

Ωστόσο, ούτε στη Γαλλία ούτε στην Αγγλία χρησιμοποιούνταν ευρέως ο όρος τον 19ο αιώνα. Στην Αγγλία
εμφανίζονται κατά καιρούς αντίπαλες μορφές που έκτοτε έπαψαν να χρησιμοποιούνται. Ο όρος
"κλασικαλισμός" (classicalism) εμφανίζεται π.χ. στην Elisabeth Barrett (1839), τον John Ruskin (1846) και τον
Mathew Arnold (1857). Η εναλλακτική μορφή "κλασικότητα" (classicality) χρησιμοποιούνταν από τον Ruskin,
όταν αναφερόταν στην "ποταπή κλασικότητα του Canova" (Modern Painters, τόμ. Ι). Στη γενικότερα εχθρική
απέναντι στο 18ο αιώνα ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του ο όρος "ψευδο-κλασικισμός"
(pseudo-classicism). Ο James R. Lowell στο δοκίμιό του για τον Pope (1871) κάνει λόγο για έναν
"ψευδο-κλασικισμό, τον κλασικισμό των κόκκινων τακουνιών και περουκών" (Literary Essays, Boston [1891],
ΙV, 8). Στα 1885 η λέξη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σελίδα τίτλου ενός αμερικανικού βιβλίου, του
έργου του Thomas Sergeant Perry Από τον Opitz στον Lessing: μια μελέτη του ψευδο-κλασικισμού στη
λογοτεχνία (From Opitz to Lessing: A Study of Pseudo-classicism in Literature). Ο ουδέτερος όρος
"νεο-κλασικισμός" (neo-classicism) κάνει, λοιπόν, την εμφάνισή του προς τα τέλη του 19ου αιώνα και
εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως, για να δηλώσει την περίοδο του Dryden και του Pope. Αυτήν την
περίοδο, όμως, ο "κλασικισμός" (classicism) γνώριζε ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία. Εμφανίζεται στο δοκίμιο
του Mathew Arnold για τον Heine (1863). Ο Walter Pater, στο δοκίμιό του για το ρομαντισμό (1876),
παραθέτει τον ορισμό του Stendhal και οι ιστορικοί της λογοτεχνίας αναφέρονται όλο και πιο συχνά στον
αιώνα που ονομαζόταν συνήθως "αυγουστιανός" (Augustan) αποκαλώντας τον "αιώνα του κλασικισμού". Η
Histoire de la littérature anglaise (1925) του Louis Cazamian ονόμαζε ένα κεφάλαιο "Κλασικισμός
(1702-1740)" και το βιβλίο του υπήρξε, στην αγγλική του μετάφραση, για πολλά χρόνια η επίσημη αγγλική
ιστορία λογοτεχνίας. Στο εξής, εγχειρίδια περιέχουν κεφάλαια όπως "Η ανατολή του κλασικισμού", "Η
διάλυση του κλασικισμού" κτλ.

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 1 / 9


Παρόμοια, στη Γαλλία ο όρος classicisme χρησιμοποιούνταν σπάνια τον 19ο αιώνα. Μόλις στα 1863
αναφέρεται ως "νεολογισμός" στο Dictionnaire του Littrι. Ο Sainte-Beuve και ο Taine δε χρησιμοποιούν τον
όρο. Η χρήση του επεκτάθηκε γύρω στα 1890: ο mile Deschanel χρησιμοποιεί τον όρο στο Le Romantisme des
classiques (1882) και ο Ferdinand Brunetiθrie τον υιοθετεί στην κριτική του για το βιβλίο ("Classiques et
romantiques", στο Etudes critiques sur l' histoire de la littérature française, Paris [1890], τόμ. ΙΙΙ). Το έργο του
Georges Pellisier Le Mouvement littéraire aux XIX siècle περιείχε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τον τίτλο "Le
classicisme". Στα 1897 ο Louis Bertrand εισάγει τον όρο στη σελίδα τίτλου του βιβλίου του La Fin du
classicisme et le retour à l' antiquité, μιας μελέτης για την αναβίωση του κλασικισμού στη Γαλλία στα τέλη του
18ου αιώνα. Ωστόσο, η επίσημη Histoire de la littérature française (1894) του Gustave Lanson εξακολουθεί να
αποφεύγει τον όρο μέσα στο κείμενο, παρόλο που απαντά τυχαία στους τίτλους δύο κεφαλαίων. Αργότερα,
ο Louis Bertrand ανήκε στην ομάδα των συντηρητικών κριτικών που στις αρχές του εικοστού αιώνα
ξεκίνησαν την αντιρομαντική εκστρατεία που κατηγορούσε τον ρομαντισμό για όλα τα κακά που έφεραν η
Γαλλική Επανάσταση και η αναρχία του καιρού μας. Ο Charles Maurras, εκδότης της Action française, ο
Pierre Lasserre, συγγραφέας του βίαια αντιρομαντικού Le Romantisme français (1907) και ο βαρόνος Seillθre,
ο οποίος έγραψε πολλά βιβλία επιτιθέμενος στη ρομαντική επιδημία, έκαναν τον όρο Classicisme νέο
σύνθημα στη Γαλλία, όπου εξελίχθηκε, επίσης, σε πολιτική και φιλοσοφική πολεμική κραυγή. Στην Αγγλία ο
Τ. Ε. Hulme στηρίχτηκε σημαντικά στα δόγματα του νέου γαλλικού κλασικισμού: η εργασία του
"Ρομαντισμός και Κλασικισμός" (Romanticism and Classicism) (1913, δημοσιεύτηκε στο Speculations, 1924)
παρείχε την πιο συχνά μνημονευόμενη διακήρυξη του νέου κλασικισμού στην Αγγλία. Ο Τ. S. Eliot
διακήρυξε τον κλασικισμό του στον πρόλογό του στο Για τον Lancelot Andrewes (For Lancelot Andrewes,
1928).

Στη Γερμανία γύρω στα 1800 ο όρος "Romantik" έγινε η πολεμική κραυγή μιας ολόκληρης ομάδας
συγγραφέων. Η λέξη, όμως, "Klassik" εμφανίζεται μόνο σε μη δημοσιευμένες σημειώσεις του Friedrich
Schlegel. Στα 1797 κατέγραψε τις αινιγματικές δηλώσεις Absolute Klassik also annihiliert sich selbst ("ο
απόλυτος κλασικισμός εκμηδενίζει τον εαυτό του") και Alle Bildung ist Classik Abstraktion ("Κάθε δομή
αποτελεί κλασική αφαίρεση") (Philosophische Lehrjahre, εκδ. Ε. Behler, Mόnchen [1963], Ι, 23). Ο όρος
"Klassizismus" δε φαίνεται να χρησιμοποιείται καθόλου, έως ότου τον χρησιμοποίησε ο Hermann Hettner στο
έργο του Literatur geschichte des achtzehnten Jahrhunderts (6 τόμοι, 1856-57) αναφερόμενος στον γαλλικό
κλασικισμό. Στην επίσημη Geschichte der deutschen Literatur (1883) του Wilhelm Scherer ο όρος απαντά μόνο
στον πίνακα περιεχομένων. Γύρω σ' αυτήν την εποχή, όμως, στη Γερμανία ο όρος "Klassizismus"
αντικαθίσταται σταδιακά από τον όρο "Klassik". Φαίνεται πως επινοήθηκε από τον Otto Harnack γύρω στα
1887: στο έργο του Goethe in der Epoche seiner Vollendung (1887) τον χρησιμοποιεί πρώτα μέσα σε
εισαγωγικά. Τον θεωρούσε καινοτομία, όπως εξηγούσε στον πρόλογο ενός μεταγενέστερου βιβλίου, Der
deutsche Klassizismus im Zeitalter Goethes (1906): "Αυτήν τη φορά δε θα μπορούσα να αποφύγω τις
δυσάρεστες εκφράσεις 'κλασικισμός' και 'κλασικιστής', στη θέση των οποίων χρησιμοποιώ συνήθως τους
όρους 'Klassik' και 'klassisch', καθώς η πολλή χρήση προσέδωσε ση λέξη 'klassisch' μια ειδική, στενή σημασία
σε σχέση με τη γερμανική ποίηση". Ο Harnack επιχειρεί μια διάκριση μεταξύ "Klassizismus", μίμησης της
αρχαιότητας, και "Klassik", όρου που προσδιορίζει τα έργα του Goethe και του Schiller. Ο νέος όρος
αντικατέστησε τον παλαιότερο στις αρχές του εικοστού αιώνα: ο Friedrich Gundolf, ο πιο εξέχων ιστορικός
λογοτεχνίας του κύκλου γύρω από τον Stefan George, τελειώνει το βιβλίο του Shakespeare und der deutsche
Geist (1911) με ένα κεφάλαιο "Klassik und Romantik". Στα 1922 ο Fritz Strich, στο έργο του Deutsche Klassik
und Romantik: oder Vollendung und Undeutlichkeit, επιχείρησε να εφαρμόσει στη σύγκρουση κλασικισμού και
ρομαντισμού στη Γερμανία τις αρχές της ιστορίας τέχνης του Wφlfflin και την αντίθεση που αυτός διακρίνει
μεταξύ Αναγέννησης και Μπαρόκ. Σύντομα ολοκληρώθηκε ο θρίαμβος του νέου όρου.

Οι λόγοι της επιτυχίας του είναι προφανείς. Ο κλασικισμός, παρόμοιος υπό μια έννοια με το γαλλικό
κλασικισμό, δεν είναι ιδιαίτερα κατάλληλος όρος για τα γραπτά του Goethe και του Schiller, αν
αποκλείσουμε τα στάδια της σταδιοδρομίας τους, κατά τα οποία συνειδητά απέβλεπαν στη μίμηση των
αρχαίων. Ο όρος "Klassik" συνοψίζει το παλαιό νόημα του κανόνα ή προτύπου, ενώ την ίδια στιγμή παύει να

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 2 / 9


γίνεται αισθητός ο συσχετισμός με τους αρχαίους. Έγινε όρος που χαλαρώνει κάπως τη σχέση των Γερμανών
κλασικών με το διεθνή κλασικισμό, ενώ, παράλληλα, αντιστέκεται στη δυτική τάση να αντιμετωπίζονται ως
ρομαντικοί ο Goethe και ο Schiller.

Το ουσιαστικό "κλασικισμός" και οι παραλλαγές του είναι, φυσικά, παράγωγα του επιθέτου "κλασικός". Το
επίθετο classicus εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Aulus Gellius, ένα Ρωμαίο συγγραφέα του 2ου αιώνα
π.Χ., ο οποίος στο σύμμεικτο έργο του Noctes Atticae (19, 8, 15) αναφέρεται στον classicus scriptor, non
proletarius, χρησιμοποιώντας έναν όρο των ρωμαϊκών φορολογικών τάξεων για την κατάταξη των
συγγραφέων. Classicus σημαίνει εδώ "πρώτης τάξης", "εξαίρετος", "ανώτερος". Ο όρος δεν φαίνεται να
χρησιμοποιήθηκε στον μεσαίωνα, κάνει, όμως, ξανά την εμφάνισή του στην Αναγέννηση στα λατινικά και
σύντομα και στις δημώδεις γλώσσες.

Η πρώτη μαρτυρημένη εμφάνιση στα γαλλικά, στο έργο του Thomas Sebillet L' art potique (1548),
αναφέρεται, παραδόξως, στους les bons et classiques poètes français comme sont entre les vieux Alain Chartier
et Jean Meun (Paris [1910], κεφ. ΙΙ, σ. 26). Τα ονόματα των δύο αυτών ποιητών του μεσαίωνα δείχνουν ότι η
λέξη δεν είχε τότε καμία σχέση με την κλασική αρχαιότητα και σήμαινε απλώς "καθιερωμένος" ή
"εξαίρετος". Μένει να ανακαλύψουμε πώς ο όρος ταυτίστηκε σύντομα με τους αρχαίους, όπως στη φράση
"κλασική αρχαιότητα". "Κλασικός" κατέληξε να σημαίνει ρωμαϊκός και ελληνικός, ενώ εξακολούθησε να
υπονοεί, για προφανείς λόγους, ανωτερότητα, αυθεντία, ακόμη και τελειότητα.

Ο "κλασικός" σχετίστηκε, επίσης, και με τη σχολική τάξη (classroom), τα κείμενα που διδάσκονταν στα
σχολεία, μια και οι αρχαίοι ήταν οι μόνοι κοσμικοί συγγραφείς που αποτελούσαν αντικείμενο μελέτης και
σπουδής ως πρότυπα υπεροχής, από άποψη τόσο μορφής όσο και περιεχομένου. Η σημασία "κλασικός" και
"κλασικές σπουδές" περιορίστηκε το 16ο και 17ο αιώνα στους αρχαίους, ενώ αργότερα επεκτάθηκε στις
δημώδεις λογοτεχνίες. Στην Αγγλία ο George Sewell, στην εισαγωγή του στα Ποιήματα (Poems) του
Shakespeare (τμήμα του Shakespeare του Pope, 1725), διατύπωσε το αίτημα για προσεκτικές εκδόσεις Άγγλων
συγγραφέων, τις οποίες "δικαίως οφείλουμε στους δικούς μας μεγάλους συγγραφείς, τόσο στην πεζογραφία
όσο και στην ποίηση. Αυτοί είναι, ως ένα βαθμό, οι δικοί μας κλασικοί". Ο Sewell θεωρούσε πως ο
Shakespeare άξιζε και δικαίως απολάμβανε τέτοια μεταχείριση. Ο Pope, στα 1737, στην Πρώτη Επιστολή του
Δεύτερου Βιβλίου του έργου του Μιμήσεις του Οράτιου (Imitations of Horace), επισημαίνει ότι "who lasts a
century can have no flaw,/I hold that Wit a Classik, good in law" ["όποιος έναν αιώνα διαρκεί, ψεγάδι να 'χει
δεν μπορεί, / το νου αυτόν τότε κι εγώ δικαίως κλασικό θεωρώ"].

Η ίδια διεύρυνση της σημασίας διαπιστώνεται και στη Γαλλία, αν και, παραδόξως, πολύ αργότερα απ' ό,τι
στην Αγγλία. Ο Pierre-Joseph Thoulier D' Olivet, στο έργο του L' Histoire de l' Académie (1729) εκφράζει το
παράπονο ότι "η Ιταλία είχε κλασικούς συγγραφείς, ενώ εμείς ακόμη κανέναν" (εκδ. Livet, Paris [1858], ΙΙ,
47). Μερικά χρόνια αργότερα, ο Voltaire σε μια επιστολή του στον ίδιο αβά D' Olivet του προτείνει να
εκδώσει τους "κλασικούς συγγραφείς της Γαλλίας", ενώ εκείνος θα κρατούσε τον Corneille για τον εαυτό
του. Το Siècle de Louis XIV (1751) του ίδιου του Voltaire τοποθετεί τον αιώνα αυτόν πλάι σε άλλους χρυσούς
αιώνες: του Λέοντα Ι΄, του Αυγούστου και του Αλεξάνδρου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αιώνας του Περικλή
λείπει από τον κατάλογο. Σε όλες αυτές τις συζητήσεις κυριαρχεί η λανθάνουσα σημασία της
"κλασικότητας" ως τρόπου και κανόνα. Το πιο μακρινό πρότυπο πίσω από το μεγάλο σύγχρονο συγγραφέα
στην αρχαιότητα υποτίθεται ως ζήτημα φυσικά, όχι όμως περισσότερο απ' ό,τι όταν ο Dante θεωρούνταν
"κλασικός" στην Ιταλία ή όταν οι Ισπανοί μιλούσαν για το δικό τους Χρυσό Αιώνα. Δεν ετίθετο θέμα ύφους.

Το αποφασιστικό γεγονός για την ανάπτυξη της έννοιας "κλασικισμός" υπήρξε η μεγάλη διαμάχη
ρομαντισμού-κλασικισμού που άρχισε στη Γερμανία με τους αδελφούς Schlegel. Η κρίσιμη καμπή ήταν η
μεταμόρφωση της σημασίας της λέξης "κλασικός" από αξιολογικό όρο σε έναν όρο υφολογικής τάσης, τύπου
ή περιόδου, όπου επιτρέπονται διαφορές ποιότητας. Η επανάσταση του ιστορισμού έκανε αισθητή την
ύπαρξη δύο τουλάχιστον λογοτεχνικών παραδόσεων, της μίας πλάι στην άλλη. Η διχοτόμηση των αδελφών

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 3 / 9


Schlegel αναπτύχθηκε πρώτα στη Γαλλία από τη Madame de Staλl στο De l' Allemagne (1814), λίγους μήνες
όμως πριν από την καθυστερημένη έκδοση του βιβλίου του August Wilhelm Schlegel Vorlesungen über
dramatische Kunst und Literatur κυκλοφόρησε σε μια μετάφραση της εξαδέλφης της, Madame Necker de
Saussure. Στον πρόλογό της (1813) η Madame Necker σχολίαζε με οξυδέρκεια: "Στο έργο του κυρίου Schlegel
το επίθετο 'κλασικός' αποτελεί απλό χαρακτηρισμό γένους, ανεξάρτητο από το βαθμό τελειότητας που
χαρακτηρίζει το γένος". Το βιβλίο της Madame de Staλl προκάλεσε βίαιες αντιδράσεις στη Γαλλία. Ό,τι μέχρι
τότε αποτελούσε τοπική γερμανική διαμάχη, έγινε ευρωπαϊκή. Οι όροι "κλασικός" και "ρομαντικός" έγιναν
σύντομα αντικείμενα συζήτησης σε κάθε χώρα της Ευρώπης και της Αμερικής.

Η ιστορία του όρου αντανακλά την ιστορία της σημασίας του: όρος που σήμαινε αρχικά, το 17ο και 18ο
αιώνα, υπεροχή, ιδιαίτερα στα κείμενα της αρχαιότητας, άλλαξε κάτω από την επίδραση της επανάστασης
του ρομαντισμού και του ιστορισμού, για να γίνει όρος ύφους, προκαλώντας αντίθετα ή παράλληλα ύφη:
ρομαντικό, ρεαλιστικό, νεοτερικό κ.λπ. Η ακριβής αξιολογική σημασία του κλασικισμού θα ποικίλλει
αναγκαστικά ανάλογα με το περιεχόμενο και την πολεμική στάση του συγγραφέα. Συχνά ο "κλασικισμός"
χρησιμοποιείται υποτιμητικά, προκειμένου να δηλώσει την ακαδημαϊκή, συμβατική τέχνη. Σε άλλες
περιπτώσεις, αποκτά και πάλι την παλιά σημασία της ανώτερης αξίας, της τελειότητας και της υπεροχής
όπως στους Γάλλους κλασικιστές κριτικούς αυτού του αιώνα ή στους Άγγλους ομολόγους τους, Τ. Ε. Hulme
και Τ. S. Eliot. Σε διαφορετικές χώρες διαφορετικές εποχές χαρακτηρίζονται "κλασικές": η σημασία
μετατοπίζεται τότε από την υπεροχή, το μεγαλείο της περιγραφής με μια λανθάνουσα σχέση με την
αρχαιότητα ή ακόμη το αίτημα του ανταγωνισμού ή της υπέρβασης της αρχαιότητας, στη σημασία ενός
ουδέτερου, αντικειμενικού χαρακτηρισμού ενός προγενέστερου ύφους της τέχνης. Η κατάσταση είναι πολύ
διαφορετική στις βασικές χώρες της Ευρώπης.

Οι Ιταλοί σήμερα κάνουν λόγο για "κλασικισμό" κυρίως αναφερόμενοι στην Ιταλική Αναγέννηση ή για
neoclassicismo στο 18ο αιώνα: π.χ. στις τραγωδίες του Alfieri. Στην Ιταλία, ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά
ιδιαίτερη αίσθηση ότι η Ιταλία είχε τον κλασικό της αιώνα, παρόλο που ο Dante είναι ο μεγάλος κλασικός με
την έννοια της υπεροχής. Μια σειρά όπως οι Classici Italiani περιλαμβάνει απλώς συγγραφείς όλων των
εποχών και υφολογικούς τρόπους κάθε επιπέδου.

Στη Γαλλία κλασικός θεωρείται ο 17ος αιώνας: κλασικοί είναι ο Corneille, ο Racine, ο Μoliθre, ο Pascal, ο La
Fontaine. Στις αρχές του 19ου αιώνα, κυρίως με τον Chateaubriand, άρχισε να υμνείται ως κλασικός ο
γαλλικός 17ος αιώνας σε έντονη αντίθεση με το 18ο αιώνα, ο οποίος σε ένα σύγχρονο ιστορικό λογοτεχνίας
μπορεί να φανεί, από την άποψη του ύφους και της κριτικής θεωρίας, σε μεγάλο βαθμό ως συνέχεια του
17ου αιώνα. Στις αρχές, όμως, του 19ου αιώνα οι δύο περίοδοι αντιπαραβάλλονταν για λόγους τους οποίους
θα μπορούσαμε να ονομάσουμε πολιτικούς: ο 17ος αιώνας εξέφραζε τη συντηρητική αντίδραση, ενώ η
λογοτεχνία του 18ου αιώνα έφερε το στίγμα ότι είχε προετοιμάσει, ακόμη και προκαλέσει, τη Γαλλική
Επανάσταση. Ο Dιsiré Nisard υπήρξε, στο έργο του Histoire de la littérature française (4 τόμοι, 1844-61), ο
υποστηρικτής με τη μεγαλύτερη επιρροή αυτής της ιδέας. Το γαλλικό πνεύμα, υποστηρίζει, άγγιξε την
τελειότητα το 17ο αιώνα, τη στιγμή που τα πάντα εμφανίζονται από τότε ως παρακμή. Θεωρεί το γαλλικό
κλασικό αιώνα παράλληλο με εκείνο του μεγάλου Αυγούστου, ενώ -όπως υποστήριζε σε ένα προηγούμενο
βιβλίο του, Études des moeurs et de critique sur les poètes latins de la décadence (2 τόμοι, 1834)- ο αιώνας της
Αργυρής Λατινικής αντιστοιχεί στον γαλλικό 19ο αιώνα.

Με τους σκηνικούς θριάμβους της ηθοποιού Rachel σε τραγωδίες του 17ου αιώνα και τη μεγάλη επιτυχία της
τραγωδίας του Franηois Ponsard Lucrèce στα 1843, η επιστροφή του κλασικισμού θεωρούνταν βέβαιη. Ο
Ponsard, κάπως διστακτικά, προσποιούνταν πως θυμόταν ελάχιστα ότι κάποτε γινόταν η διάκριση ανάμεσα
σε "κλασικούς και ρομαντικούς ή τέλος πάντων κάποιους που ονομάζονταν κάπως έτσι". Τίποτα, όμως, δε
βγήκε απ' αυτήν την αναβίωση. Οι νέοι λάτρεις της κλασικής αρχαιότητας προτιμούσαν να κάνουν λόγο για
την "παγανιστική σχολή" ή ονόμαζαν το ύφος τους néo-grec. Επρόκειτο μάλλον για ένα νέο ελληνισμό που
θεωρούσε τον εαυτό του πολύ διαφορετικό από την παράδοση του γαλλικού κλασικισμού. Πρέπει να δούμε

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 4 / 9


το γνωστό δοκίμιο του Sainte-Beuve "Qu' est-ce qu' un classique?" (1850) μέσα σ' αυτά τα συμφραζόμενα. Ενώ
επιμένει στην ελληνολατινική παράδοση, ο Sainte-Beuve στοχεύει στη διεύρυνση της έννοιας. Αναγνωρίζει
ότι υπάρχει κάτι που υπερβαίνει τη γαλλική παράδοση: ο Όμηρος, ο Dante και ο Shakespeare είναι επίσης
κλασικοί, αν και δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτού που θα ονομάζαμε γαλλικό κλασικισμό. Ο
Sainte-Beuve γνωρίζει πολύ καλά πως αυτό το είδος κλασικισμού με τους κανόνες του ανήκει οριστικά στο
παρελθόν. Ακόμη κι έτσι όμως, υποστηρίζει, πρέπει να διατηρήσουμε τη γνώση και τη λατρεία των κλασικών
και συγχρόνως να τη διευρύνουμε και να την κάνουμε πιο ελεύθερη (Causeries du Lundi, τόμ. ΙΙΙ).

Στην Αγγλία, η περίοδος που σήμερα αποκαλείται γενικά Αιώνας του Κλασικισμού δεν έχει συγκρίσιμη
διάρκεια, γιατί, με μια μεταγενέστερη ματιά, η εποχή του Dryden και του Pope ξεπεράστηκε από την
ελισαβετιανή εποχή, ειδικότερα από τον Shakespeare και τον Milton. Οι Άγγλοι κλασικιστές δεν ονόμαζαν
τους εαυτούς τους έτσι. Έκαναν λόγο για μίμηση των αρχαίων ή για τήρηση των κανόνων. Κάτω από την
επίδραση του ρομαντικού κινήματος η φήμη τους μειώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και αντιμετωπίζονταν
σαν να ανήκουν σε μια περασμένη εποχή, η οποία αποκαλούνταν άλλοτε αυγουστιανή κι άλλοτε εποχή του
Pope, εποχή της Βασίλισσας Άννας, όχι όμως κλασική εποχή. Ο Macaulay, στα 1820, έκανε λόγο για την
"κριτική σχολή της ποίησης"· άλλοι αναφέρονταν σ' αυτήν ως "γαλλική σχολή", υποτιμητικός όρος, καθώς
άφηνε να εννοηθεί ότι οι Άγγλοι ποιητές προήλθαν από τη Γαλλία. Αυτή ήταν η υπόθεση που κρυβόταν πίσω
από τους γνωστούς στίχους του Pope (από την Πρώτη Επιστολή του Δεύτερου Βιβλίου στο Imitations of
Horace [1737]):

We conquer'd France, but felt our


captive's charms:
Her Arts victorious triumph'd o'er our Arms.

[Κατακτήσαμε τη Γαλλία,
μα νιώσαμε της αιχμάλωτής μας τα θέλγητρα:
νικητήριες οι Τέχνες της θριάμβευσαν πάνω στα όπλα μας.]

Υπήρχε η υπόθεση ότι ο αγγλικός κλασικισμός ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της Παλινόρθωσης του 1660, όταν
οι Stuarts επέστρεψαν από την εξορία στη Γαλλία. Αυτή η εξάρτηση των Άγγλων κλασικών από τους
Γάλλους αμφισβητήθηκε από τότε: έντονα, π.χ. από τον Thomas De Quincey στα 1851, ο οποίος αρνήθηκε
ότι "ο Dryden ή ο Pope επηρεάστηκαν ποτέ, έστω και λίγο, από τη γαλλική λογοτεχνία" (Collected Writings,
εκδ. D. Masson [1896], XI, 61) και κάπως πιο διακριτικά από τους σύγχρονους φιλολόγους που τόνισαν τα
ιθαγενή στοιχεία του αγγλικού νεοκλασικισμού (π.χ. ο P. S. Wood στο Modern Philology, 24 [1926], 201-08)
και ακολούθησαν τη νεοκλασική θεωρία στην Αγγλία μέχρι τον Ben Jonson.

Αυτό μας φέρνει πίσω στο παρελθόν της ιστορίας της κριτικής, στις κοινές στη γαλλική και αγγλική
λογοτεχνία πηγές της νεοκλασικής, με άλλα λόγια της αριστοτελικής και της ορατιακής θεωρίας, η οποία
διαμορφώθηκε στην Ιταλία στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα και κωδικοποιήθηκε στο έργο
Poetics (1561) του Julius Caesar Scaliger και από τους Ολλανδούς ουμανιστές Vossius και Heinsius. Ο Ben
Jonson παράφρασε και μετάφρασε αυτούς τους συγγραφείς στις Ανακαλύψεις του (Discoveries) (βλ. J. E.
Spingarn, "The Sources of Jonson's Discoveries", στο Modern Philology, 1, [1905]) και Γάλλοι κριτικοί του 17ου
αιώνα επηρεάστηκαν χωρίς αμφιβολία τόσο από τους Ιταλούς όσο και από τους Ολλανδούς (βλ. επίσης Edith
G. Kern, The Influence of Heinsius and Vossius upon French Dramatic Theory, Baltimore [1949]). Η άμεση
επίδραση του Boileau στον Dryden και τον Pope είναι αναντίρρητη, όπως και η επίδραση του Moliθre στον
Wycherley. Υπήρξαν και πολλές άλλες επαφές, οι οποίες δε θα πρέπει, βέβαια, να σκιάσουν την ουσιαστική
πρωτοτυπία των μεγάλων ποιητών, του Dryden και του Pope, και του μεγαλύτερου πεζογράφου της εποχής,
του Jonathan Swift.

Ακόμη κι έτσι, οι Άγγλοι συγγραφείς του 18ου αιώνα δε θα μπορούσαν ποτέ να διεκδικήσουν μετά το 1800

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 5 / 9


τη θέση υπεροχής που κατείχαν οι Γάλλοι κλασικοί της εποχής του Λουδοβίκου 14ου στη Γαλλία ή ο Goethe
και ο Schiller στη Γερμανία. Σε πρόσφατες δεκαετίες, εξαιτίας της γενικής αντιρομαντικής αντίδρασης,
έγιναν πολλές προσπάθειες για την αποκατάσταση της "κλασικής" αγγλικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα σε
λόγιους κύκλους. Ο T. S. Eliot ύμνησε τον Dryden (βλ. Homage to John Dryden, 1924). Ο Pope απέκτησε
πολλούς οπαδούς και θαυμαστές: ακόμη και η μετάφρασή του του Ομήρου αποκαταστάθηκε ως θρίαμβος
της τέχνης της διασκευής. Ο Dr. Johnson είχε πάντα οπαδούς, κυρίως ως πρόσωπο και ως μύθος. Λόγιες
προσπάθειες για την αναβίωση του 18ου αιώνα, ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, κινούνται συχνά από ένα
αίσθημα νοσταλγίας για μια εποχή στην οποία υποτίθεται ότι υπήρχε ακόμη μια κοινωνία με συνοχή και
σωστή ιεραρχία των τάξεων, ένα ήσυχο καταφύγιο από τις εντάσεις των καιρών μας. Η μορφή, ωστόσο, του
μισάνθρωπου κοσμήτορα διαψεύδει αυτήν την αντίληψη. Ο T. S. Eliot σωστά αναφέρει ότι "δεν έχουμε
κλασική εποχή ούτε κλασικό ποιητή στην Αγγλία", αν και μας υπενθυμίζει ότι "μόνο αν μπορούμε να
απολαύσουμε το έργο του Pope, θα είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε πλήρως την αγγλική ποίηση" (What is
a Classic?, London [1945]).

Οι Γερμανοί εξακολουθούν να αναγνωρίζουν έξι Klassiker: Klopstock, Lessing, Wieland, Herder, Goethe και
Schiller (Wilhelm Mόnch, "Über den Begriff des Klassikers" στο Zum deutschen Kultur- und Bildungsleben,
Berlin [1912]), εξαιρετικά ετερογενής ομάδα, από την οποία ο Klopstock φαίνεται να ανήκει μάλλον σ' αυτό
που συνήθως ονομάζουμε αισθηματισμό (sentimentalism)· ο Lessing, παρά την πολεμική του εναντίον των
πρακτικών της γαλλικής τραγωδίας, είναι ένας ορθολογιστής κλασικιστής που λατρεύει τον Αριστοτέλη· ο
Wieland είναι μάλλον άνθρωπος του Διαφωτισμού, η τέχνη του οποίου μας φαίνεται συχνά ροκοκό· τον
Herder θα τον χαρακτηρίζαμε ανορθολογιστή προρομαντικό. Δύσκολα καταλαβαίνει κανείς πώς ένας
συγγραφέας όπως ο Herder μπορεί να ονομαστεί klassisch. Στα 1767 αναφώνησε "Ω, η καταραμένη λέξη
'Klassisch"' (Samtliche Werke, εκδ. B. Suphan, I, 412) και επιτέθηκε στον Goethe και τον Schiller για τη στροφή
τους στον κλασικισμό, θεωρώντας ότι προδίδουν τα διδάγματά του.

Ο Goethe και ο Schiller δεν αυτοχαρακτηρίζονταν Klassiker και μάλιστα τηρούσαν μια αμφίσημη στάση
απέναντι στην όλη επιχείρηση της δημιουργίας μιας κλασικής λογοτεχνίας. Ο Goethe, στα 1795, σε ένα άρθρο
με τίτλο "Literarischer Sansculottismus", υποστήριζε ότι κανένας Γερμανός συγγραφέας δεν θεωρεί τον εαυτό
του klassisch και ότι δεν θα ήταν υπέρ "των επαναστάσεων που θα μπορούσαν να προετοιμάσουν κλασικά
έργα στη Γερμανία" (Samtliche Werke, επετειακή έκδοση, XXXVI, 141). Το κείμενο γράφτηκε, όταν η Γαλλική
Επανάσταση δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει την πορεία της: ο Goethe φοβόταν τους κινδύνους του
συγκεντρωτισμού και της κατάργησης των μικρών γερμανικών κρατιδίων, με ένα από τα οποία (το Δουκάτο
της Βαϊμάρης) ταυτιζόταν, καθώς "κλασική" ήταν γι' αυτόν η γραφή που εξέφραζε την ενότητα ενός έθνους.
Μόνο μετά τη μεγάλη συζήτηση που προκάλεσαν οι αδελφοί Schlegel, άρχισε ο Goethe να χρησιμοποιεί τον
όρο πιο ελεύθερα, είτε αρνούμενος τη διάκριση και εμμένοντας στην παλιά σημασία της υπεροχής είτε
παίρνοντας θέση εναντίον των ρομαντικών. Μια επιστολή του 1804 αναφέρει ότι ο Goethe απέρριπτε τη
διαφορά μεταξύ ρομαντικού και κλασικού, γιατί "καθετί μεγαλειώδες είναι eo ipso κλασικό" (επιστολή του
Heinrich Voss, Jr., στον L. R. Abeken, στις 26 Ιανουαρίου 1804, στα Gesprache του Goethe, εκδ. von
Biedermann, Wiesbaden [1949], σ. 163). Όμως αργότερα, στα 1829, ο Goethe έκανε τη γνωστή δήλωση στον
Eckermann: "Ονομάζω κλασικό το υγιές, ρομαντικό το αρρωστημένο" (12 Απριλίου 1829, Gesprache mit
Goethe, εκδ. Houben, Leipzig [1948], σσ. 263-64). Ο Goethe ενοχλούνταν τότε από εκείνα που θεωρούσε
υπερβολές των Γερμανών ρομαντικών, όπως ο Ε. Τ. Α. Hoffmann, και δεν συμπαθούσε το νέο γαλλικό roman
frenetique, ιδιαίτερα το Notre Dame de Paris (1831) του Victor Hugo. Δεν έβλεπε, ωστόσο, την πολύ ευρύτερη
σημασία της αντίθεσης· σε μια συζήτησή του 1830 με τον Eckermann ο Goethe προέβη στη λανθασμένη
δήλωση ότι οι αδελφοί Schlegel έδωσαν απλώς άλλο όνομα στη διάκριση του Schiller ανάμεσα στο ναίφ
(naive) και το αισθηματικό (sentimental) (ό.π., 21 Μαρτίου 1830, σσ. 322-23). Ο ίδιος ο Goethe ισχυριζόταν
πάντα ότι ο ίδιος ήταν υπεράνω της διαμάχης. Στην Helena και ιδιαίτερα στη μορφή του Ευφορίωνα ο
Goethe στόχευε στη "συμφιλίωση των δύο ποιητικών μορφών" (ό.π., 16 Δεκεμβρίου 1829, σ. 299). Ενώ ο
Goethe έβλεπε τη διαμάχη από κάποια απόσταση, ο ίδιος εξελισσόταν γρήγορα, κατά τη διάρκεια της ζωής
του, σε Γερμανό Klassiker ή τουλάχιστον σε έναν από τους δύο μεγάλους Klassiker.

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 6 / 9


Ο Goethe, μετά τη μεγάλη διεθνή επιτυχία του έργου του Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου (1774), περιήλθε σε
σχετική λήθη. Μόνο η επιτυχία του Hermann und Dorothea (1797) και η εντύπωση που προξένησε η συλλογή
επιγραμμάτων, Xenien, γραμμένη σε συνεργασία με τον Schiller, του χάρισαν ηγετική θέση στη γερμανική
λογοτεχνία. Η υψηλή φήμη του Goethe εξασφαλίστηκε πρώτα από τους αδελφούς Schlegel, οι οποίοι τον
ευνοούσαν έναντι του Schiller, ωστόσο δε θεωρούσαν ούτε τον ένα ούτε τον άλλο κλασικό. Ο Friedrich
Schlegel έλπιζε ήδη στα 1800 ότι ο Goethe θα εκπλήρωνε το έργο της "εναρμόνισης του κλασικού με το
ρομαντικό" (Gesprach uber die Poesie, στο Kritische Schriften, εκδ. W. Rasch, Mόnchen [1956], σ. 334). Στις
Διαλέξεις περί δραματικής τέχνης και λογοτεχνίας (Lectures on Dramatic Art and Literature) (1809-11) του
August Wilhelm Schlegel ο Goethe εξετάζεται μαζί με το ρομαντικό δράμα που γράφτηκε μετά το
Shakespeare. Ενώ η φήμη του Goethe ως μεγάλου ποιητή και ως μύθου μεγάλωνε τις πρώτες δεκαετίες του
19ου αιώνα και ενώ τα κείμενά του άρχισαν να εισδύουν στα σχολεία, ωστόσο, για πολύ καιρό ούτε αυτός
ούτε ο Schiller θεωρούνταν Klassiker ή έστω εκπρόσωποι του "κλασικισμού". Ολόκληρος ο πρώιμος 19ος
αιώνας στη Γερμανία, καθώς κυριαρχούνταν από τη ρομαντική θεωρία και το ρομαντικό γούστο, δε θα
μπορούσε να θεωρεί κολακευτικό τον όρο "κλασικισμός". Ο Friedrich Schlegel στα 1800 αναφερόταν με
περιφρόνηση στους "ονομαζόμενους κλασικούς ποιητές της Αγγλίας: Pope, Dryden και όποιον άλλο" (
Gesprach uber die Poesie, ό.π., σ. 288).

Οι σημαντικής επιρροής κύκλοι μαθημάτων του August Wilhelm Schlegel αντιμετώπιζαν όλες τις μορφές του
κλασικισμού, τη γαλλική, την αγγλική και τη γερμανική, με πολεμική σκληρότητα. Οι ιστορίες λογοτεχνίες
της εποχής απέφευγαν τους όρους "κλασικισμός" και "κλασικός". Έτσι, ο Gervinus στην επίσημη Geschichte
der poetischen Nationalliteratur der Deutschen (5 τόμοι, 1835-42) δεν αναφέρεται ποτέ στον Goethe ή τον
Schiller ως klassisch ή Klassiker. Ο Gervinus ήταν μάλλον της άποψης ότι η νέα έκδοση του Faust (1808)
τοποθετούσε τον Goethe "στην εμπροσθοφυλακή των ρομαντικών τάσεων" (Leipzig [1871-74], V, 789). Το
ίδιο ισχύει και για άλλες ιστορίες, όπως η λαϊκή Geschichte der deutschen Nationalliteratur (1857) του A. F. C.
Vilmar. Μόνο μετά το Die deutsche Nationalliteratur des 19. Jahrhunderts (1854) του Rudolf Gottschall ο
Goethe και ο Schiller ονομάζονταν πια σταθερά die Klassiker. Στα 1867, όταν καταργήθηκαν τα προνόμια
που προστάτευαν την ανατύπωση των έργων του Goethe και του Schiller, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι
Klassikerausgaben. Με την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας τα έργα του Goethe και του Schiller
αποκτούσαν όλο και περισσότερο το ρόλο ενός εθνικού παλλάδιου: μια πολιτιστική κληρονομιά
περιβεβλημένη από ένα σχεδόν δεισιδαίμον δέος. Η ίδρυση της Goethe-Gesellschaft (1885), η έκδοση των
Απάντων του Goethe σε 143 τόμους, γνωστή ως Weimarer Ausgabe, και η εμφάνιση ενός νέου ακαδημαϊκού
επαγγέλματος, της Goethe-Philologie, αποτελούν συμπτώματα αυτής της νίκης. Μόνο στον εικοστό αιώνα
στάθηκε δυνατή η διατύπωση πιο αμερόληπτων απόψεων για τους Γερμανούς κλασικούς στη Γερμανία.

Εκ των υστέρων είναι προφανές ότι ο όρος "κλασικισμός" είναι όρος του 19ου αιώνα. Εμφανίζεται πρώτα
στην Ιταλία στα 1818, στη Γερμανία στα 1820, στη Γαλλία στα 1822, στη Ρωσία στα 1830, στην Αγγλία στα
1831. Γύρω στα 1887 στη Γερμανία ο νέος όρος Klassik, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τυχαία από
τον Friedrich Schlegel στα 1797, παραμέρισε τον όρο Klassizismus. Οι δύο όροι έχουν σαφώς κάτι κοινό: την
αναφορά στην υπεροχή, την εξουσία και τη σχέση με την αρχαιότητα. Στις χώρες που συζητήσαμε, ωστόσο,
ο όρος "κλασικισμός" αναφέρεται σε τρία διακριτά σώματα της λογοτεχνίας: τον γαλλικό 17ο αιώνα, τον
αγγλικό όψιμο 17ο και πρώιμο 18ο αιώνα και τη γερμανική λογοτεχνία του τέλους του 18ου αιώνα.
Διαφέρουν σημαντικά ως προς την υπόσταση και τη μορφή τους, την αξίωσή τους για αυθεντικότητα και
μεγαλείο, ακόμη και ως προς τη σχέση τους με την αρχαιότητα. Ο γαλλικός κλασικισμός διατήρησε το
τεράστιο γόητρό του, η πρόσφατη όμως φιλολογική επιστήμη ελαχιστοποίησε το χρέος του στην
αρχαιότητα. Ο Henri Peyre, στο Qu' est-ce que le classicisme?(1935), τόνισε τη διαφορά και μοναδικότητα του
γαλλικού κλασικισμού και υποστήριξε ότι "οι σχέσεις ανάμεσα στη γαλλική λογοτεχνία του 17ου αιώνα και
εκείνη της αρχαιότητας είναι πολύ πιο χαλαρές από ό,τι συνήθως υποθέτουμε" (Le Classicisme francais, New
York [1942], σ. 32). Ο αγγλικός κλασικισμός παρέμεινε βασικά φιλολογική τέρψη και ευχαρίστηση. Οι
Γερμανοί κλασικοί, έστω και περιορισμένοι στον Goethe και τον Schiller, εξακολουθούν να φωτίζουν το
λογοτεχνικό ορίζοντα. Ο γαλλικός και αγγλικός κλασικισμός είναι πολύ πιο "λατινικοί" απ' ό,τι ο

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 7 / 9


γερμανικός, ο οποίος είναι μάλλον συνειδητά "ελληνικός". Σε μια ιστορία για τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά
ύφη, βασισμένη σε μια αναλογία προς την ιστορία τέχνης, ο γαλλικός κλασικισμός θα εμφανιζόταν στενά
συνδεδεμένος με το μπαρόκ: διαθέτει πολλά χαρακτηριστικά μπαρόκ, τα οποία όμως αποσιωπούνται ή
απαλύνονται, όπως έδειξε πειστικά ο Leo Spitzer στο άρθρο του "Die klassische Dampfung in Racines Stil",
στο Romanische Stil- und Literatur-studien (Marburg [1931], Ι, 135-268). Ο αγγλικός κλασικισμός φαίνεται να
σχετίζεται περισσότερο με το Διαφωτισμό, με το ρεαλισμό, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις διατηρεί
δεσμούς με ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ροκοκό στο καλλιτεχνικό του ύφος. Κάτι τέτοιο φαίνεται να
ισχύει για το έργο Rape of the Lock του Pope (Friedrich Brie, Englische Rokoko-epik, München [1927]). Ο
γερμανικός κλασικισμός, ακόμη και στην πιο συνειδητοποιημένη φάση του, εμφανίζεται συχνά ρομαντικός ή
ίσως νοσταλγικός και ουτοπικός, όπως και αλλού. Ο ελεγειακός τόνος είναι έντονος στον Andr Chnier και
στους ζωγράφους και γλύπτες της επιστροφής στην αρχαιότητα. Οι David, Canova και Thorvaldsen έχουν μια
δυνατή αισθηματική φλέβα. Το όνειρο του χρυσού αιώνα δεν απέχει ποτέ πολύ (Rudolf Zeitler, Klassizismus
und Utopia, Uppsala [1954]). Το αυτοκρατορικό ύφος του Ναπολέοντα είναι κλασικιστικό: όμως ο Ναπολέων
κουβαλούσε μαζί του το Βέρθερο και τον Όσσιαν.

Η αναβίωση του κλασικισμού στα τέλη του δέκατου ένατου και τις αρχές του εικοστού αιώνα υπήρξε έντονη
και πολύ σαφής στη Γαλλία. Ο Charles Maurras (1868-1952) διακήρυξε τον κλασικισμό ως σύνθημα γύρω στα
1894. Ο "κλασικισμός" μ' αυτόν και τους συνεχιστές του ήταν μέρος ενός γενικότερου ιδεολογικού σχήματος
στο οποίο η μοναρχία, η πίστη στη Ρωμαϊκή Εκκλησία ως θεσμό, η αντίληψη για την ιστορία, τη Γαλλία και
το παρελθόν της συγχωνεύονταν σε μια συνεκτική ιδεολογία με έντονη πολιτική επιρροή. Η Action francaise,
όμως, δυσφημίστηκε εξαιτίας της συνεργασίας της με τους Γερμανούς κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πολλοί άλλοι σύγχρονοι, οι οποίοι συχνά διαφωνούσαν βίαια με τον Maurras και την ομάδα του,
ασπάστηκαν επίσης αυτό που ονόμαζαν κλασικισμό: ο Julien Benda, σφοδρός αντίπαλος του ρομαντισμού,
εξαιρετικά ορθολογιστής φαινομενικά, συνιστούσε τον κλασικισμό. Για ένα διάστημα, ακόμη και ο Andre
Gide θεωρούσε τον εαυτό του ως τον "καλύτερο εκπρόσωπο του κλασικισμού", όπως είπε στον mile Henriot
στα 1921. Το μυστικό ήταν η "μετριοπάθεια", η τάση προς τη λιτή και ανεπιτήδευτη έκφραση
(understatement). Ο Gide υποστήριζε ότι κλασικοί υπήρχαν μόνο στη Γαλλία, αν εξαιρέσει κανείς τον Goethe·
ο κλασικισμός είναι γαλλική εφεύρεση, ενώ οπουδήποτε αλλού παραμένει τεχνητός, όπως δείχνει η
περίπτωση του Alexander Pope. (Βλ. "Billet à Angèle" Oeuvres complètes [1932], τόμ. XL.) Όταν ο κριτικός
Jacques Riviθre επέστρεψε από τη γερμανική αιχμαλωσία του μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και
ανέλαβε τη θέση του εκδότη της Nouvelle Revue francaise, υποσχέθηκε, στην προεξαγγελτική του δήλωση, να
"… περιγράψει ό,τι μας φαίνεται ότι προεικάζει μια κλασική αναγέννηση, όχι έναν κατά γράμμα και καθαρά
μιμητικό… αλλά ένα βαθύ, εσωτερικό κλασικισμό" (La Nouvelle Revue francaise 13 [Ιουνίου 1919], 8).
Επίσης, ο Paul Valery θεωρούσε τον εαυτό του κλασικιστή και υπερασπιζόταν ακόμη και τους πιο
αυθαίρετους κανόνες και περιορισμούς. Η πειθαρχία, η καθαρότητα, η μορφή, ο περιορισμός αποτελούν τα
κλασικιστικά μοτίβα της ποιητικής του.

Ο γαλλικός νεοκλασικισμός επεκτάθηκε στο εξωτερικό. Οι δύο Αμερικανοί νεοουμανιστές, ο Paul Elmer
More και ο Irving Babbitt, άντλησαν από τις προηγούμενες εκδοχές της γαλλικής αντιρομαντικής σκέψης,
ιδιαίτερα από τον Brunetiere. Ο Babbitt ενέκρινε το Maurras, αλλά έμεινε άναυδος, όταν έμαθε ότι το βιβλίο
του Lasserre για το ρομαντισμό ήταν εκτεθειμένο σε ένα βιβλιοπωλείο στο Quartier Saint Germain μαζί με
βιβλία που συνηγορούσαν υπέρ της παλινόρθωσης της μοναρχίας. Ο Babbitt παρέμεινε ένας καλός
Αμερικανός δημοκρατικός που αντιπαθούσε κάθε "ανώφελη πολιτική και θρησκευτική αντίδραση"
(Πρόλογος στο The New Laokoön, Boston [1910]). Ο Babbitt υπήρξε καθηγητής του T. S. Eliot στο Χάρβαρντ
και πρέπει να επηρέασε την ιδεολογία του περί λογοτεχνίας. Ο Eliot διάβασε τον Maurras, του αφιέρωσε το
βιβλιαράκι του για το Dante (1929) και αναγνώρισε την τεράστια επίδραση του Maurras στη διανοητική του
ανάπτυξη (Nouvelle Revue francaise, ΙΙ [1923], 619-25). Ο "κλασικισμός", ωστόσο, του Eliot διατηρεί μόνο
μερικές πολύ γενικές ομοιότητες με εκείνον του Maurras. Περιγράφοντας το σύγχρονο κλασικισμό ως "μια
τάση προς μια υψηλότερη και καθαρότερη σύλληψη του Λόγου και έναν πιο αυστηρό και νηφάλιο έλεγχο
των αισθημάτων από το Λόγο", παραθέτει έναν ετερογενή κατάλογο ονομάτων: Sorel, Maurras, Benda,

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 8 / 9


Hulme, Maritain και Babbitt (Criterion, 4 [1926], 5). Ο T. E. Hulme προηγήθηκε του Eliot όσον αφορά το
θαυμασμό του για το γαλλικό νεοκλασικισμό, δε θα μπορούσε όμως να έχει επηρεάσει τον Eliot, μια και τα
δοκίμια του Hulme, Speculations, τυπώθηκαν μόλις το 1924· ο Eliot είχε πραγματοποιήσει την εξέλιξή του
πολύ νωρίτερα μέσα στον εικοστό αιώνα.

Και στη Γερμανία έγιναν προσπάθειες να αναβιώσει ο κλασικισμός: ο Paul Ernst (1866-1933) μίλησε με
αυτούς τους όρους, ο Hugo von Hofmannsthal έδειξε τέτοιες τάσεις, όπως και ολόκληρος ο κύκλος γύρω από
τον Stefan George, δεν μπορούμε, όμως, να μιλάμε για ένα οργανωμένο κίνημα. Το ίδιο ισχύει και στη Ρωσία,
όπου ο συμβολιστής ποιητής Vyacheslav Ivanov (1866-1949) ήταν ένας κλασικός λόγιος και η ομάδα που
αυτοχαρακτηρίζονταν Ακμεϊστές ασχολούνταν και πάλι με κλασικά θέματα και μορφές.

Ο νεοκλασικισμός του εικοστού αιώνα είναι και ήταν συχνά ακαδημαϊκός, ενώ χαρακτηριζόταν και από
τάσεις φυγής: στη Γαλλία συνδυαζόταν με την ξενοφοβία, με ένα βίαιο εθνικισμό που είχε συνείδηση της
αντίθεσής του προς καθετί βόρειο, γερμανικό και ρομαντικό. Ωστόσο, το νεοκλασικό κίνημα παρείχε και
κάτι που διέθετε αισθητική σημασία: την αντίσταση κατά της κατάργησης της τέχνης και της απόρριψης του
ωραίου, που κορυφώθηκαν πρόσφατα στην pop και op art, την συγκεκριμένη ποίηση (concrete poetry) και την
ηλεκτρονική μουσική. Μπορεί ο νεοκλασικισμός να έχει στενές προτιμήσεις και να υιοθετεί μια συγκεκριμένη
εικόνα του ανθρώπου, όμως ο Φειδίας και ο Βιργίλιος, ο Raphael και ο Tiziano, ο Racine και ο Goethe θα
αποτελούν πάντα δικλείδα ασφαλείας, σημείο αναφοράς, παράδειγμα του τι είναι τέχνη ή τουλάχιστον ένα
είδος τέχνης, και θα προκαλούν το θαυμασμό διαμέσου των αιώνων. Με αυτήν την έννοια, ο κλασικισμός
μπορεί να επιβιώσει και πιθανόν να αναμορφωθεί στο μέλλον. Δεν είναι απλώς μια ιστορική έννοια, αλλά μια
ζωντανή ιδέα.

[Σημειώνεται ότι παραλείπεται η βιβλιογραφία]

(c) 2006 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας σελίδα 9 / 9

You might also like