Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε 1 ώρα

You might also like

Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 53

Borgeson, Long & Singer

Μπόργκενσον, Λογκ & Σίγκερ

ΟΛΟΚΛΗΡΟΣ Ο
ΣΑΙΞΠΗΡ
… ΣΕ ΜΙΑ ΩΡΑ
The Complete Works of William
Shakespeare (abridged)

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Αρβανιτάκης

2002-2003
Φώτα στη σκηνή. Ακούμε έντονες συζητήσεις απ’ τα παρασκήνια.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ κάνει νόημα στην Αφροδίτη να το πάρει απ’ την
αρχή. Ήχος ταινίας που γυρίζει πίσω. Ξανακούμε τη φανφάρα.
Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ. Τον ακολουθεί ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ με πολύ
τρακ κι ένα κείμενο στο χέρι.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι. Καλώς
ορίσατε στην παράστασή μας. Λέγομαι
Αντώνης Χιώτης.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Διαβάζοντας) Καλησπέρα σας κι από μένα.
Λέγομαι Βάσω Χοχλάκα.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εκ μέρους των «Αστέγων» σας ευχαριστούμε
από καρδιάς που μας τιμάτε απόψε με την
παρουσία σας.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Είμαστε σίγουροι πως θα το μετανιώσετε.
(Σκέψη) Είμαστε σίγουροι πως δεν θα το
μετανιώσετε.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Επειδή το θέαμα που θ’ απολαύσετε απόψε
είναι κάτι το μοναδικό…
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Είπαμε να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή για να
σας προετοιμάσουμε.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σε μια μόνο ώρα θα σας φανερώσουμε το
μεγαλείο όλων των έργων του Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα ή τα λεφτά
σας. (Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ γυρίζει σελίδα) Πίσω!
(Σκέψη) Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε μια ώρα ή τα
λεφτά σας πίσω!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κι όχι μόνο αυτό. Στην παράστασή μας
παράλληλα με το σαιξπηρικό κείμενο…
ΒΑΣΩ: (Μπαίνοντας στο θέατρο και προχωρώντας
στην σκηνή, λαχανιασμένα) Θα προσφέρουμε
και κριτικό σχολιασμό! Καλησπέρα σας κι από
μένα, λέγομαι Βάσω Χοχλάκα!
(Οι κύριοι κοιτάνε τα ρολόγια τους και της ρίχνουν δυο πολύ
άγρια βλέμματα. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φεύγει)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μέσα σε μια ώρα θα κάνουμε όλα τα έργα, θα
τα σχολιάσουμε, και, προκειμένου να μείνουμε
πιστοί στη δομή του Σαίξπηρ, θα βρούμε και
καιρό, απίστευτο κι όμως αληθινό, να κάνουμε
και διάλειμμα!
ΒΑΣΩ: Και να το αποτέλεσμα! Κυρίες και κύριοι, με
πολλή περηφάνια σας παρουσιάζουμε...
ΑΝΤΩΝΗΣ: …τα Άπαντα του Σαίξπηρ, σε παγκόσμια πρώτη
έκδοση, ΣΥΝΤΕΤΜΗΜΕΝΗ!
ΒΑΣΩ: (Τη βγάζει απ’ το μπούστο της) Να τη, αυτή
εδώ. Μια έκδοση που θα κάνει άνω κάτω τον
κόσμο της Σαιξπηρικής κριτικής. Κι όπως πολύ
σοφά μας λέει ο Πολώνιος στον Άμλετ, Πράξη
Δεύτερη, Σκηνή Δεύτερη, Στίχος Ενενήντα ή
κάπου εκεί γύρω...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Μπαίνοντας) Η συντομία είν’ της σοφίας η
ψυχή!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (από τα παρασκήνια) Παναγιώτη, να σου πω!
(Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ βγαίνει)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αφαιρέσαμε λοιπόν όλα τα περιττά στοιχεία...
ΒΑΣΩ: ... και περάσαμε κατευθείαν στο σεξ και τη βία.
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Παίρνοντας το βιβλίο απ’ τη ΒΑΣΩ) Βεβαίως
τίποτα δε μας υποχρεώνει να το ακολουθούμε
κατά γράμμα. Απόψε φέρ’ ειπείν θα έχετε την
ευκαιρία να παρακολουθήσετε όλες τις
Σαιξπηρικές ηρωίδες...
(Η ΒΑΣΩ τον φιλάει μ’ ευγνωμοσύνη. Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
σπρωγμένος. Διαβάζει από ένα κουτί τσιγάρων)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ευχαριστούμε Αντώνη, όμως να σας
παρουσιάσουμε τώρα έναν συνάδελφο, που
χωρίς τις τρομακτικές γνώσεις του γύρω από
τον Σαίξπηρ, τη βαθειά του καλλιέργεια, την
έμπνευση και χαρισματικότητά του, αυτή η
παράσταση θα ήταν αναμφίβολα πολύ, πολύ …
καλύτερη. Παρακαλούμε, υποδεχτείτε τον
Λευτέρη Μυρσινιά.
ΟΛΟΙ: Μπράβο! Μπράβο! Λευτέρης Μυρσινιάς!
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ παίρνει παράμερα τη
ΒΑΣΩ και την ενημερώνει για την αποψινή διανομή)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Αγέλαστος) Ευχαριστώ, Παναγιώτη.
Καλησπέρα σας κυρίες και κύριοι. Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ. Ένα θηρίο της λογοτεχνίας που η
επιρροή του έφτασε σ’ όλες τις γωνιές της γης.
Κι όμως, πόσοι από μας σ’ αυτόν τον σκοτεινό
αιώνα πραγματικά γνωρίζουμε κι εκτιμούμε το
ασύλληπτο έργο που περιέχεται σ’ αυτό τον
τόμο; (Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δείχνει τα τσιγάρα. Ο
ΛΕΥΤΕΡΗΣ τον διώχνει) Πολύ λίγοι,
δυστυχώς! Δυστυχώς! Όμως μην ανησυχείτε,
εμείς είμαστ’ εδώ! Προχωρούμε με τη
φιλολογική μας ανάλυση. Επωμισμένος με τον
πολύ σημαντικό ρόλο του βιογράφου απόψε ο
Παναγιώτης Χλίμπος.
(Δείχνουν αριστερά. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ μπαίνει από δεξιά μ’ ένα
μάτσο καρτέλες. Καθώς μπαίνει, πέφτει πάνω στον ΑΝΤΩΝΗ,
του πέφτουν οι καρτέλλες στο πάτωμα. Τις μαζεύει βιαστικά)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πρόσεχε!
ΒΑΣΩ: Να σε βοηθήσω...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Ελαφρώς υστερικά) Όχι! Άσε με, είναι
βαλμένες με τη σειρά! (Διαβάζει από τις
καρτέλες. Με πολύ προφορά) Ουίλλιαμ
Σαίξπηρ. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ γεννήθηκε το
1564 στο Stradford-upon-Avon.. Στο Stradford-
upon-Avon, τελεία. Τρίτος από οκτώ παιδιά,
ήταν ο πρώτος γιος του John Shakespeare,
μεγαλέμπορου, και της Mary Arden, κόρης ενός
Ρωμαιο... (άλλη κάρτα) καθολικού
γαιοκτήμονα. Στα 1582 παντρεύτηκε την Ann
Hathaway...(άλλη κάρτα) την Ann Hathaway,
τελεία. Έφυγε απ’ το Stradford όταν τον
πιάσανε να κυνηγάει παράνομα στο πάρκο έναν
ευγενή (Βήχας απ’ τους άλλους) Να κυνηγάει
παράνομα στο πάρκο ενός ευγενή. Έφτασε
στο... (άλλη κάρτα)... Λονδίνο το 1588. Το 1592
ήταν ήδη πολύ γνωστός σαν ηθοποιός και
συγγραφέας. Μετά το 1608 η θεατρική του
παραγωγή λιγοστεύει και φαίνεται ότι περνάει
περισσότερο καιρό στο Stradford όπου
υπαγορεύει το έργο...(άλλη κάρτα)... «Mein
Kampf» στον γραμματέα του, Rudolf Hess, έργο
στο οποίο θέτει τις βάσεις του προγράμματος
για την ανόρθωση της Γερμανίας στην
ηγεμονία της Ευρώπης. Αφού καταλαμβάνει τη
Ζώνη του Ρήνου και προσαρτά την Αυστρία,
εισβάλλει στην Πολωνία το Σεπτέμβριο του
1939, γεγονός το οποίο μένει στην ιστορία σαν
η πιο (άλλη κάρτα) ευεργετική κατάκτηση στα
χρονικά του παγκόσμιου πολιτισμού. Ο
πρόωρος θάνατος του όμως στα χέρια ενός
αξιωματικού του, του Κλείτου, βάζει τέλος στη
λαμπρή αυτή σταδιοδρομία. Πολλές απ’ τις
πόλεις που κατάκτησε ονομάζονται
Αλεξάνδρεια προς τιμήν του. (Στον ΑΝΤΩΝΗ)
Για δες, αυτό δεν το ‘ξερα! (Διαβάζει πάλι από
άλλη κάρτα) Κείτεται θαμμένος στην εκκλησία
του Stradford. Ευχαριστώ! (υποκλίνεται)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Και τώρα...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Επιτέλους, καιρός ήτανε...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Με πολλή συγκίνηση και τρακ...
ΒΑΣΩ: Σας παρουσιάζουμε....
ΟΛΟΙ: «Ολόκληρο τον Σαίξπηρ σε μια ώρα».
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Σ’ ένα θεατή) Μέτρα χρόνο κι εσύ αν θέλεις.
(Μουσική. Φεύγουν αφήνοντας μόνη τη ΒΑΣΩ που ανοίγει το
βιβλίο κι αρχίζει να διαβάζει)
ΒΑΣΩ: Ο κόσμος όλος είναι θέατρο! Γυναίκες κι
άνδρες, ηθοποιοί και μόνο! Που
μπαινοβγαίνουν στο σανίδι! Και στη διάρκεια
μιας ζωής, ένας μονάχα παίζει πρόσωπα πολλά!
«Ένας μονάχα παίζει πρόσωπα πολλά» Τι
μεγάλη αλήθεια. Κυρίες και κύριοι, από που ν’
αρχίσουμε καλύτερα, παρά από τη Βερόνα, με
δυο απ’ τους πιο αγαπητούς ήρωες του
Σαίξπηρ...(προφανώς κάτι την βασανίζει πολύ.
Κάθεται στο προσκήνιο). Αν μου επιτρέπετε μια
μικρή διακοπή, θα ήθελα ν’ αναφερθώ σ’ ένα
κάπως λεπτό θέμα. Μιλάω για την κατάφωρη
αντροκρατία που κυριαρχεί στο θέατρο από την
εποχή του Σαίξπηρ και που ακόμα δε λέει να
υποχωρήσει. Σα να μην έφτανε λοιπόν που
υπάρχουν ελάχιστες γυναίκες στην παράσταση,
ένας συνάδελφος -δε θέλω να λέω ονόματα-
(τελείως συμπτωματικά, αυτή τη στιγμή
μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ χτενίζοντας μια
περούκα) επειδή θεωρείται αρχαιότερος και
-τώρα από που βγαίνει αυτό, δεν έχω ιδέα-
αυθεντία στις σαιξπηρικές ηρωίδες, απόψε τις
ανέλαβε όλες αυτός. Τέλος πάντων! «Ρωμαίος
και...» (Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ μπαίνει
σκουπίζοντας. Εντελώς τυχαία βρίσκεται
δίπλα της και της ψιθυρίζει κάτι) Καλά! (Στο
κοινό) Στον αποψινό «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» ο
Παναγιώτης Χλίμπος, πέρ’ απ’ τ’ ότι θα
φτιάχνει ατμόσφαιρα, θα επιχειρήσει και τον
ασύλληπτα απαιτητικό ρόλο του Μπαλκονιού.
«Ρωμαίος και Ιουλιέτα!» Πρόλογος! (ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ βγάζει τη σκούπα απ’ τη σκηνή,
επανέρχεται κι αρχίζει να περιγράφει τα
λεγόμενα) Δυο σπιτικά, ισάξια σ’ όνομα και
λεβεντιά, με πλούτη μύρια, την ωραία Βερόνα
στεφανώνουν! Εχτροί παλιοί καινούργιο
στήνουνε καυγά, όπου πολίτες μ’ αίμα
πολιτών... ΠΟΛΙΤΩΝ! (ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δεν
ξέρει πως να κάνει το «πολιτών») τα χέρια τους
λερώνουν. Απ’ τα μοιραία τα σπλάχνα των δυο
εχτρών, τ’ άστρα δυο άμοιρων παιδιών σμίγουν
στην κίνησή τους! Μα για να θάψει η αγάπη
τους την έχτρα των γονιών, πρώτα να χάσουν
πρέπει οι ίδιοι την ζωή τους! Πράξη Πρώτη,
Σκηνή Πρώτη. Το αντάμωμα στο δρόμο...(ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κάνει τον τροχονόμο)...δυο
νέων ψηλών, μελαχροινών, κομψών! Ο ένας, ο
Μπενβόλιο...
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ (Μπαίνοντας) 24000 baci…
ΒΑΣΩ: ... Ο άλλος, ο Σαμψών.
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Μπαίνοντας) Ti voglio ben assai...
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: O sole mio!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ La donna e mobile...
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ Aaaaaa, a far l’ amore comichatu...
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: A casa di Rene, botigglia di vino...
ΒΑΣΩ: Από την έχθρα την αρχαία θρεμμένο, το βλέμμα
τους καρφώνει σα στιλέτο! Ο από δω, αφέντη
του έχει το Μοντέγο, ο από κει, τον Καπουλέτο
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ (Ιταλική προφορά) Ααχ, εκείνος είναι!
Μου τη σπάει, μου τη σπάει, δε μπορώ, μου τη
σπάει ατελείωτα. Porca madonna, porca
miseria, θα του τσακίσω τα kokkala!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ (Ιταλική προφορά) Ααχ, εκείνος είναι!
Τον σιχαίνομαι, αυτόν, την οικογένειά του, το
σκυλί του, τους σιχαίνομαι όλους. Θα του va
fanculo τη mamma mia!
(Ο ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ δαγκώνει το δάχτυλο του)
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Για μένα το δαγκώνεις το δάχτυλο
signiore;
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Όχι signiore, Όχι για σένα! Αλλ’ όμως
το δαγκώνω. Καυγά θέλεις, signiore;
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Καυγά, signiore; Όχι, signiore.
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γιατί αν θες καυγά, εδώ είμ’ εγώ! Αφέντη
υπηρετώ τόσο καλόν όσο κι εσύ.
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλύτερο, όμως, no.
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si, Καλύτερο.
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Impossibile!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Certo!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Si!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: No!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Λες ψέματα karioli!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Poustraki, ξεσπάθωσε αν τολμάς!
(Ξεσπαθώνουν κι ορμάνε ο ένας στον άλλο. Όλ ‘αυτά
εκφωνώντας ιταλικές βρισιές. Cretino! Cornuto! Mascalzone!
Farabutto! Παράλληλα ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ και η ΒΑΣΩ
τσακώνονται κι αυτοί με φασαρία. Βαβούρα απ’ τα ηχεία. Ο
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ κολλάει τον ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗ
στον τοίχο)
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: No!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Si!
(Σιωπή. Ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ γδέρνει τον τοίχο με τα
νύχια του)
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: No!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Si!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: No!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Si!
ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Anatrichiazo, no!!!
(Ο ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ κυνηγάει τον ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗ
εκτός σκηνής. Ο ΣΑΜΨΩΝ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ βγαίνοντας, πετάει στη
σκηνή ένα ομοίωμά του και στη συνέχεια ο
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ πέφτει πάνω του, το χτυπάει, το
πατάει και του κάνει διάφορες λαβές)
ΒΑΣΩ: Μπαίνει ο Πρίγκιπας!
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ως Πρίγκιπας)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ: (Ουρλιάζει προσπαθώντας ν’
ακουστεί) Υπήκοοι ανυπάκουοι! Υπήκοοι
ανυπάκουοι!...(Καθώς δεν του δίνει κανείς
σημασία, κάνει νόημα στην Αφροδίτη να
σταματήσει τη μουσική) Grazie, Venus! Υπήκοοι
ανυπάκουοι που την ειρήνη μάχεστε, τ’ ατσάλι
σας βουτώντας στο αίμα ο ένας του άλλου. Συ,
Καπουλέτο, έλα μαζί μου! (παίρνει την κούκλα)
Κι εσύ, Μοντέγο, έλα τ’ απόγεμα, τις αποφάσεις
μας να μάθετε κι οι δυο σας.
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΠΡΙΓΚΗΠΑΣ φεύγει με την κούκλα)
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Που ‘ν’ ο Ρωμαίο; Τον είδε σήμερα
κανένας; Στ’ αλήθεια χαίρομαι που δεν ήταν σ’
αυτή τη φασαρία.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Κοιτώντας στα παρασκήνια) Romeo? Romeo?
Mi dispiache, no! Ah! Μα να ‘τος που ‘ρχεται.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Απ’ έξω) Ti amo ti! AAAMO! Ti amo ti!
AAAMO!
(Μπαίνει ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ, μυρίζοντας ένα
γαϊδουράγκαθο)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ti amo! Τi amo!…
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Bongiorno, ξάδερφε!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι; Ακόμη τόσο νέα είν’ η μέρα;
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μόλις που βάρεσαν οι... (Ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ ΡΟΛΟΪ χτυπάει πολύ γρήγορα
οχτώ) Οχτώ. (Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ χτυπάει άλλη
μια) Εννιά!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωιμέ! Τι ατελείωτες που ν’ οι θλιμμένες
οι ώρες!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Και ποιά είν’ η θλίψη που
μακραίνει του Ρωμαίου τις ώρες;
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τους λείπει εκείνο που αν το ‘χαν θα τις
μίκραινε.
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Δεν καταλαβαίνει. Μετά από
σκέψη) Η αγάπη!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αλλοίμονο, τ’ αντίθετο.
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Εντελώς χαμένος) Ma che?
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Ανυπόμονα) Της αγάπης η ανταπόδοση!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αλλοίμονο! Η αγάπη, στην όψη της
γλυκειά! Πως γίνεται στην αίσθηση τυραννική,
τραχιά!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αλλοίμονο! Η αγάπη, στην όψη της
τυφλή Πως βρίσκει πάντα τρόπους για να σε
τυραννεί. (Ρομαντικός αναστεναγμός)
Ααααααχ!
ΜΠΕΝΒΟΛΙΟ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ααααααχ! Ρωμαίο, Ρωμαίο!...Απόψε
δίνουνε χορό οι Καπουλέτοι στο Agurri! Θα ‘ναι
κι η Ροζαλίνα, που τόσο σ’ έκανε καψούρη, μαζί
με της Βερόνας όλες τις άλλες καλλονές! Έλα
μαζί μου! Σύγκρινέ τη μ’ όποια θες! Κι άμα δεν
πεις τον κύκνο σου όρνιο, να μη με λεν...!Να μη
με λεν... (Δυστυχώς ξεχνάει τ’ όνομά του)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Ψιθυριστά) Μπενβόλιο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Έλα, τι θες;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπενβόλιο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Α! Να μη με λεν Μπενβόλιο!
(Φεύγουν)
ΒΑΣΩ: Έτσι στο άψε σβήσε ξεπετάξαμε τις σκηνές
Ένα και Δύο. Πάμε τώρα…(διαβάζει) στων
Καπουλέτων τον χορό, όπου σε μια σκηνή
αφόρητα ρομαντική, βρίσκει ο Ρωμαίος, της
μοίρας του τη διαλεχτή. (Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ
ως ΙΟΥΛΙΕΤΑ, χορεύοντας. Μπαίνει κι ο
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ, τη βλέπει και παθαίνει
πλάκα) Για την ακρίβεια, του ‘ρχεται ο ουρανός
καπάκι...
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Μονοκοπανιά) Αγάπησε ως τα τώρα η
πονεμένη μου η καρδιά! Αρνήσου το μάτια,
γιατί δεν είχες δει ομορφιά πριν από τούτη τη
βραδιά.
ΒΑΣΩ: ... Και μια και δυο αρχίζει το καμάκι.
(Παίρνει την ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗ από το χέρι. Χορεύουν)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αν τ’ άγιο τούτο εικόνισμα τ’ αγγίζω,
λες, με χέρι βέβηλο και τολμηρό πολύ, τα χείλη
μου είν’ εδώ, δυο ντροπαλοί προσκυνητές, το
κρίμα μου να σβήσουν μ’ ένα γλυκό φιλί.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλέ προσκυνητή, πολύ το χέρι σου
αδικείς που σέβας μόνο έδειξε μ’ ετούτη του τη
στάση. Έχει κι ο Άγιος χέρια που αγγίζουν οι
ευσεβείς, σαν με τα χείλη προσκυνούν σεμνά το
εικονοστάσι.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δεν έχουν χείλια κι οι άγιοι, και οι
προσκυνητές;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Έχουνε! Ναι! Χείλια να λένε προσευχές.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ε! Τότε, αγία εσύ, άσε τα χείλια μου να
προσκυνήσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Οι εικόνες δε σαλεύουν! Αφήνονται σ’
ό,τι οι πιστοί θελήσουν.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ε! Μη σαλέψεις ούτε συ, οι προσευχές
μου να σ’ αγγίσουν. (Φιλί)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ε! Τότε πάνω μου το κρίμα ας αφήσουν.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κρίμα απ’ τα χείλια μου; Δώσ’ μου το
πίσω. (Φιλί)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Εκνευρισμένος) Τι θα γίνει ρε μαλάκα!
Πόσες φορές θα σε φιλήσω!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Απολογούμενος) Το λέει το κείμενο.
(Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ του ρίχνει γονατιά στ’ αχαμνά. Ο
ΡΩΜΑΙΟΣ/ ΛΕΥΤΕΡΗΣ διπλώνεται απ’ τον πόνο)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Τώρα μπαμπά! Έφτασα! (Φεύγει)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ποιός είν’ ο κύρης της; Ποιός είν’ ο
κύρης της; (Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ βγαίνει στα
παρασκήνια) ΠΟΙΟΣ ΕΙΝ’ Ο ΚΥΡΗΣ ΤΗΣ;
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ξανάρχεται ως ΠΑΡΑΜΑΝΑ)
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Την κόρη, εγώ τη βύζαξα που τώρα της
μιλούσες! Του Καπουλέτου είν’ το μοναδικό κι
ολάκριβο βλαστάρι. Απ’ της Βερόνας όλες τους
τις χαμηλοβλεπούσες, εκτός που ‘ναι θρεφτάρι,
αχ! στον παρά πως θα χεστεί, αυτήν όποιος την
πάρει. (Φεύγει)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Του Καπουλέτου το μοναδικό κι
ολάκριβο βλαστάρι; Αλλοίμονο, χρεώθηκα για
πάντα στον εχθρό μου. (Μπαίνει το
ΜΠΑΛΚΟΝΙ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ με κισσό και
γλάστρα στο κεφάλι. Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ
στην πλάτη του) Τι κάνετε;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τη σκηνή του μπαλκονιού!
ΒΑΣΩ: Η περίφημη σκηνή του μπαλκονιού, την οποία,
μετά από εξονυχιστική έρευνα στο κείμενο, θα
σας δώσουμε μ’ έναν καινούργιο, ριζοσπαστικό
τρόπο.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Πίσω από ένα κλαράκι. Υποτίθεται
κρυμμένος πίσω απ’ τις φυλλωσιές) Τι φως σ’
εκείνο το παράθυρο προβάλλει; Είν’ η Ανατολή,
κι είν’ η Ιουλιέτα ο Ήλιος!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Ψεκάζοντας τα λουλούδια. Δεν έχει
πάρει έιδηση τον Ρωμαίο) Ρωμαίο, Ρωμαίο!
Γιατί να ‘σαι Ρωμαίος! Αρνήσου τον πατέρα
σου, άλλαξε τ’ όνομά σου! Πέταξε τ’ όνομα που
μέλος σου δεν είναι, κι αντί για τ’ όνομα πάρε
με όλη εμένα.
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Εμφανίζεται ξαφνικά) Στον λόγο σου
σε παίρνω.
(Πέφτει πάνω στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ/ΜΠΑΛΚΟΝΙ)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ωχχχ!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Συγγνώμη Παναγιώτη, με συγχωρείς...
(Ξανασημαδεύει) Στον λόγο σου σε παίρνω!
Αγάπη φώναξέ με και πια Ρωμαίο δεν θα με
λένε!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ποιός είν’ εκεί; Ο Ρωμαίος δεν είσαι, ο
Μοντέγος;
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο, ομορφιά μου
εσύ, αν δε σ’ αρέσουν.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μ’ αγαπάς; Το ξέρω, θα πεις ΝΑΙ! Κι εγώ
θα σε πιστέψω. Μ’ αν πάρεις όρκο, μπορεί να
τον πατήσεις! Αν μ’ αγαπάς, Ρωμαίο, πες το
σταράτα...
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (ορκίζεται) Μα το φεγγάρι, να, κυρά μου
το αργυρό...
(Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ προσπαθεί να κάνει το ΦΕΓΓΑΡΙ. Αδύνατον!)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αχ, στο φεγγάρι, όχι, μην ορκίζεσαι που
όλο έρχεται και φεύγει, έρχεται και φεύγει,
έρχεται και φεύγει, έρχεται και φεύγει, έρχεται
και φεύγει...
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σε τι να σου ορκιστώ; (Ο
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ τελειώνει) Μα την
Παρθένα! (ορκίζεται)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Που δεν έχει πάρει πρέφα ότι τέλειωσε)
Τώρα παρθένα! Έρχεται, έρχεται, έρχεται,
έρχεται, έρχεται, έρχεται...Καλύτερα μην
ορκιστείς καθόλου. Παρ’ όλη τη χαρά που ‘χω
για σε, δε χάρηκα τη συμφωνία μας τούτη
απόψε. (Ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ ΛΕΥΤΕΡΗΣ κάνει
τσιγάρο, προσφέρει ένα και στην ΙΟΥΛΙΕΤΑ/
ΑΝΤΩΝΗ) Πολύ άξαφνη, βιαστική,
αναπάντεχη! Σαν αστραπή που χάνεται προτού
να πεις αστράφτει! Γλυκέ μου, καληνύχτα!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μα θα μ’ αφήσεις έτσι, χωρίς μια
ικανοποίηση;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Βλέμμα απορίας στο κοινό) Ποιά άλλη
«ικανοποίηση» μπορείς να ‘χεις απόψε;
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τον όρκο δώσ’ μου της παντοτεινής σου
αγάπης.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μ’ αυτόν στον έδωσα πριν καν μου τον
ζητήσεις.(Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ δίνει τζούρα
στον ΜΠΑΛΚΟΝΙ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Δυο λόγια
αγάπη μου, μετά στ’ αλήθεια καληνύχτα. Αν
είναι τίμια η αγάπη σου και γάμος ο σκοπός
σου, πρωί-πρωί μήνυσέ μου. Καλή σου νύχτα!
Καληνύχτα! (Τραγουδά) Ο χωρισμός είναι
καημός τόσο γλυκός!... (Η
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ σβήνει το τσιγάρο στη
γλάστρα. Ο ΜΠΑΛΚΟΝΙ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
διαμαρτύρεται) Πω πω φεύγω! Αλλιώς ...
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Συγκρατώντας τον έξαλλο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ που πήρε φωτιά) Ηθοποιός
σημαίνει φως! (Στην ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗ)
Ύπνος να ‘ρθει στα μάτια σου, γαλήνη στην
καρδιά σου! Αχ ύπνος να ‘μουν να βρεθώ κι εγώ
στην αγκαλιά σου. (Κοιμάται)
ΒΑΣΩ: Κι έτσι ο Ρωμαίος μας βρίσκεται στον έβδομο
ουρανό.
Καθώς από τον έρωτα έγιν’ ο νους του βάλτος.
Δε λέμε, καλή η Ιουλιέτα βέβαια, μα έχει ένα
κακό!
Και να το τώρα που ‘ρχεται! Ο ξάδελφος
Τυβάλτος!
ΤΥΒΑΛΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Μπαίνει. Γκάβακας με πρόβλημα στο
«ρο») Ρωμαίο! Είσαι ένας τραχανός! Τράβηξε
το σπαθί σου αν τολμάς! Ξεσπάθωσε αν
τολμάς!
(Ο ΤΥΒΑΛΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ του πετάει ένα σπαθί. Το πιάνει η
ΒΑΣΩ που το δίνει στον Ρωμαίο ο οποίος το κρατάει τεντωμένο
κλείνοντας τα μάτια του)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τυβάλτο! Φίλε μου! Γιατί έτσι μ’
αποπαίρνεις; Αγάπη σου ‘χω πιο πολλή απ’ όση
βάζει ο νους σου.
ΤΥΒΑΛΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Τράβηξε το σπαθί σου!
(Ο ΤΥΒΑΛΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ ορμάει και καρφώνεται)
ΤΥΒΑΛΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Τρομερό! Τραυματίστηκα!
(Πέφτει πάνω στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ/ΜΠΑΛΚΟΝΙ και βγαίνουν μαζί
απ’ τη σκηνή μπουσουλώντας. Η ΒΑΣΩ γυρίζει ξέφρενα σελίδες
στο κείμενο)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι έγινε;
ΒΑΣΩ: Δεν έχω ιδέα. Πήδηξε πολλά... Το
αεροπλανικό... Τα λεπίδια στον αέρα... Τη
φωτιά... Εεε... (Του δείχνει μια σελίδα) Πάμε
εδώ!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ντάξει. (Φεύγει)
ΒΑΣΩ: Συνεπώς...Λοιπόν...(Πεζά πάντα) Του ξάδερφου
τ’ ατύχημα δεν ήτανε μικρή ζημιά! Από δω κι
εμπρός, παρ’ όλη του Μοναχού την πονηριά, και
τα ύπουλα τεχνάσματα της Παραμάνας, τους
εραστές, τους κυνηγά μια τρομερή γκαντεμιά.
Κι όπως θα δείτε σύντομα, θα γίνει της...
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (μπαίνει με μαστίγιο) Γοργά καλπάστε,
του Ήλιου άτια φλογοπόδαρα! Τη νύχτα φέρτε
μου γοργά μαυροντυμένη! Αχ, έλα νύχτα, του
έρωτα προστάτισσα! Έλα Ρωμαίο, μέρα μέσα
στη νύχτα! Νύχτα γλυκειά, νύχτα σεμνή! Αχ!
Έλα νύχτα, νύχτα, νύχτα, νύχτα, νύχτα! Έλα,
έλα, έλα, έλα, έλα, έλα, έλα, έλα! (Στο κοινό)
Δεν το ‘γραψα εγώ! Φέρε μου τον Ρωμαίο! Αχ!
Να η Παραμάνα μου. (Σιωπή) Αχ! Να η
Παραμάνα μου!
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ συνειδητοποιεί ότι έχει αναλάβει αυτός όλους
τους γυναικείους ρόλους. Ξαφνικά, έχει μια ιδέα. Κοιτάει
ικετευτικά τη ΒΑΣΩ η οποία όμως λιμάρει με μεγάλη αφοσίωση
τα νύχια της)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Ψιθυριστά) Βασάκι, κάνεις την
Παραμάνα;
ΒΑΣΩ: Απ’ όλους τους ρόλους, την Παραμάνα βρήκες
να μου δώσεις; (Ικετευτικό βλέμμα απ’ τον
ΑΝΤΩΝΗ) Ούτε να το συζητάς!
(Η ΒΑΣΩ φεύγει. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ σκοτώνει τον χρόνο)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Να ‘την! Η Παραμάνα μου!
Παραμάναααα! Παραμανίτσααα! Περιμένω!
Aspetto. Non venire. Παραμάνα! Περιμένω!
Παραμάνα περιμένω. Παραμένω. Περιμάνα...
(Αποφασίζει να παίξει τη σκηνή μόνος του)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αχ! Να η Παραμάνα μου! Τι νέα
Παραμάνα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ανάθεμα την ώρα, πάει, πέθανε,
νεκρός!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπορεί ο ουρανός να ν’ τόσο φθονερός;
(Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ως ΠΑΡΑΜΑΝΑ)
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ανάθεμα την ώρα, πάει, πέθανε,
νεκρός!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αχ! Να η Παραμάνα μου! Τι νέα
Παραμάνα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ανάθεμα την ώρα, πάει, πέθανε,
νεκρός!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπορεί ο ουρανός να ν’ τόσο φθονερός;
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ντυμένος κι αυτός ΠΑΡΑΜΑΝΑ)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΠΑΡΑΜΑΝΑ: Ανάθεμα την ώρα, πάει, πέθανε,
νεκρός!
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στον ΛΕΥΤΕΡΗ, δείχνοντας τον
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Αχ! Να η Παραμάνα μου!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Α! Παρντόν! (Φεύγει)
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Τι νέα Παραμάνα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Έξαλλος) Ανάθεμα την ώρα, πάει,
πέθανε, νεκρός!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπορεί ο ουρανός να ν’ τόσο φθονερός;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ρωμαίο, Ρωμαίο! Ποιος να μου το
‘λεγε! Ρωμαίο!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Πήρε ο Ρωμαίος, αλλοίμονο, ο ίδιος την
ζωή του;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Την είδα την πληγή! Την είδα με τα
μάτια μου! Θεέ μου! Έλεος! Εδώ, στο μαλλιαρό
του στήθος! Μόλις την είδα λιποθύμησα!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Πέφτει στην αγκαλιά ενός άντρα-θεατή
στην πρώτη σειρά) Σπάσε, καρδιά μου! Έρμο
ναυάγιο, σπάσε μονομιάς! Αχ! Όχι! Πέθανε!
Πάει! Έφυγε! Νεκρός! (στον θεατή στου οποίου
την αγκαλιά είναι) Θα πάμε σε κανένα μπαράκι
μετά;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τυβάλτο! Αχ Τυβάλτο! Φίλε
κολλητέ! Το ‘λπιζα εγώ να ζω να δω τον άδικό
σου τον χαμό!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Σκοτώθηκε ο Ρωμαίος κι ειν’ κι ο
Τυβάλτος μου νεκρός;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Όχι, Ιουλιέτα...
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ο ακριβός μου ξάδερφος κι ο πιο ακριβός
μου κύριος;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Όχι, Ιουλιέτα...
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Τότε σαλπίστε σάλπιγγες το τέλειωμα
του κόσμου!
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Όχι, Ιουλιέτα...
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μάτια, στη φυλακή, μη δείτε πάλι
λευτεριά...
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Όχι, Ιουλιέτα…Δεν πέθανε…Τον
εξόρισαν…
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Δεν ακούει. Απτόητη) Καταραμένη γη,
πάψε την κίνησή σου...
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ιουλιέτα... Ιουλιέταααα!
(Επιτέλους ακούει) Ο Τυβάλτος σκοτώθηκε!
Ναι! Μα τον Ρωμαίο, τον έστειλαν εξορία.
Επειδή σκότωσε τον Τυβάλτο πριν τον
σκοτώσει εκείνος! Τον Ρωμαίο τον έστειλαν
εξορία.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Θεέ μου! Πως! Του άντρα μου το χέρι,
έχυσε του Τυβάλτου το αίμα;
ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Το έχυσε! Το έχυσε! Αλλοίμονο! Το
έχυσε! Αααααα!
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αααααααααα!
(Κλαίνε υστερικά. Τέλος, παίρνουν το ψεκαστήρι και ρίχνουν
νερό στα πρόσωπα η μια της άλλης)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Guest Star, Παναγιώτης Χλίμπος!
(Η ΠΑΡΑΜΑΝΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φεύγει)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στο κοινό) Τώρα! Ο Ρωμαίος ζει, που ο
Τυβάλτος θα τον σκότωνε. Καλό είν’ αυτό, δεν
είναι; Και ο Τυβάλτος είν’ νεκρός που του
Ρωμαίου μου ήθελε να πάρει την ζωή. Καλό είν’
κι αυτό, δεν είναι; Τότ’ εγώ γιατί αισθάνομαι
σκατά;
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ως ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ. Ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κάνει το ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Συνέχεια) Αχ, Πάτερ Λαυρέντιε! Ο
Τυβάλτος σκοτώθηκε κι ο Ρωμαίος εξορίστηκε
και θέλουν να με παντρέψουν μ’ έναν άσχετο
και...
ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τον πόνο σου τον ξέρω
κιόλας, κόρη μου! Να! Πάρ’ το φιαλίδιο αυτό
και το αποσταγμένο υγρό, κατέβασέ το όλο. Θα
νοιώσεις ένα μούδιασμα με ρίγος και με νύστα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Πίνει) Αχ! Νοιώθω ένα μούδιασμα με
ρίγος και με νύστα.
ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι! Μπρίκια κολλάμε;
(Η ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ καταρρέει. Ο ΠΑΤΕΡ ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ/
ΛΕΥΤΕΡΗΣ φεύγει. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κάνει τον
ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ. Μπαίνει ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ ΛΕΥΤΕΡΗΣ)
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Παίρνει το κεφάλι της
ΙΟΥΛΙΕΤΑΣ/ΑΝΤΩΝΗ στα γόνατά του) Αγάπη
μου, γυναίκα μου! Ο θάνατος που βύζαξε το
μέλι της πνοής σου, δε σου άγγιξε ούτε τόσο δα
την άμετρη ομορφιά σου! (Του πέφτει η
περούκα της ΙΟΥΛΙΕΤΑΣ/ΑΝΤΩΝΗ) Αγαπημένη
κόρη εσύ, γιατί ‘σαι τόσο ωραία! (Της βάζει
όπως όπως την περούκα) Μη σ’ είδε ο Χάρος ο
άσαρκος κι αυτός και σ’ ερωτεύθη! Και σε
κρατάει εδώ πανέμορφη, μέσ’ στο φριχτό
σκοτάδι; Να! Στην αγάπη μου! (Πίνει απ’ το
μπουκαλάκι που βγάζει απ’ την τσέπη του)
Τίμιε φαρμακοτρίφτη, το είπες, ναι, το φάρμακο
γοργό! Μ’ ένα φιλί, πεθαίνω (Ο
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ πάει να φιλήσει την
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗ, η οποία όμως αποστρέφει
το πρόσωπο. Ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ την
υποχρεώνει.) Μ’ ένα φιλί, πεθαίνω...
(Ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ πεθαίνει. Ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ έχει συγκινηθεί πολύ. Η
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ ξυπνάει, τεντώνεται, και κοιτάει γύρω
της)
ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αααααχ! Ξύπνησα! Πού, μα ω, πού είν’ η
αγάπη μου; Αχ! Νάτη! Τι ν’ τούτο δω; Φιαλίδιο!
Στο χέρι... της αγάπης μου! (Προσπαθεί να τον
ξυπνήσει. Το μυρίζει συγκρίνοντάς το με το
δικό της) Φαρμάκι! (Προσπαθεί να πιει. Είναι
άδειο) Σκληρέ! Το ήπιες όλο! Ούτε σταλιά
πονετική να μ’ έφερνε κοντά σου! Έλα μαχαίρι,
ποιος στη χάρη σου! Ετούτο είν’ το θηκάρι σου!
(Βγάζει το μαχαίρι του Ρωμαίου απ’ τη θήκη
του και μαχαιρώνεται) Εδώ να βρεις αναπαμό,
κι εγώ τον άδικό μου τον χαμό! Τέλος!
(Ο ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ κι η ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ πάνε να
σηκωθούν)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ: (Επιτιμητικά) Επίλογος!
(Ξαναξαπλώνουν) Ποτέ ιστορία δεν είχε τόσο
σπαραγμό, σαν του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας
τούτη εδώ!
ΡΩΜΑΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ, ΙΟΥΛΙΕΤΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ και
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ:
(Σηκώνονται. Υποκλίνονται) Grazie, grazie!
Mille bacci, mille lucci. Complimenti! Grazie!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κυρίες και κύριοι, δουλεύοντας την παράσταση
βρεθήκαμε κι εμείς μπρος στο αιώνιο πρόβλημα
που συναντούν όλοι όσοι ανεβάζουν τους
κλασσικούς! Πως, δηλαδή, να κάνουμε αυτά τα
παλιά έργα να μιλήσουν σ’ ένα σύγχρονο κοινό!
Μια δημοφιλής ιδέα είναι να τα τοποθετούμε σε
μοντέρνες εποχές. Έχουμε δει, π.χ. Σαίξπηρ
στημένο στο φεγγάρι, σε στρατόπεδα
συγκεντρώσεως των Ναζί, στην ζούγκλα του
Αμαζόνιου, ή το Μπαχτσέ Τσιφλίκι. Εμείς στην
παρουσίασή μας θα περιλάβουμε, όχι μοναχά
ολόκληρο τον Σαίξπηρ, αλλά και τα
σημαντικότερα στυλ ερμηνείας που του
επιβλήθηκαν κατά καιρούς. Θ’ αποτίσουμε φόρο
τιμής σε πνευματικά κινήματα, σε μεγαλοφυΐες
που σημάδεψαν την ερμηνεία του Βάρδου,
καθώς και σ’ επιρροές από άλλες τέχνες.
Λαμπρό παράδειγμα της εντυπωσιακότατης
αυτής προσπάθειας, η αιμοσταγής, αιμόφυρτη
και κατακρεουργημένη τραγωδία Τίτος
Ανδρόγυνος εεε… Τίτος Ανδρόνικος, ως μάθημα
μαγειρικής.
(Μπαίνει η ΒΑΣΩ ως ΤΙΤΟΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ με πανοπλία)
ΤΙΤΟΣ/ΒΑΣΩ: (Με γαλλική προφορά) Φίλοι του καλού
φαγητού, bonsoir. Καλωσορίσατε στην εκπομπή
μας «Ρωμαϊκά Δείπνα»! Στο τέλος μιας
κουραστικής μέρας, αφού σας κόψανε το χέρι,
δολοφόνησαν τους γιους σας, βιάσανε την κόρη
σας και της κόψανε τη γλώσσα, τα χέρια και τα
πόδια, το τελευταίο πράγμα που ‘χετε στο
μυαλό σας είναι το μαγείρεμα. Εκτός βεβαίως
κι αν το menu περιλαμβάνει τον βιαστή της
κόρης σας. (Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
κουβαλώντας μια τεράστια χύτρα) ...που θα
σερβίρετε σε dinner party στη maman του.
Μαζί με την κόρη μου, Λαβίνια, θα σας
δείξουμε πως! (Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ως
ΛΑΒΙΝΙΑ χωρίς χέρια και πόδια, πάνω σε μια
βάση με ρόδες) Bonsoir, Λαβίνια!
ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Bonsoir papa!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Είναι πλέον κοινώς αποδεκτό μεταξύ των
καθιερωμένων μελετητών του Σαίξπηρ ότι η
πρόθεση της Λαβίνια σ’ αυτή την ατάκα ήταν να
πει το εξής:
ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ματοβαμμένε κύρη μου, ας δώσουν οι
Θεοί, να ν’ η εκδίκησή μας τρομερή στο ελεεινό
σκουλήκι! Να ξεκουνήσουν οι ουρανοί, ν’
ανοίξουν τους κρουνούς τους! Να ρίξουν στο
κεφάλι του τις πιο φριχτές κατάρες!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Όμως, επειδή της κόψανε την γλώσσα:
ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Bonsoir papa!
ΤΙΤΟΣ/ΒΑΣΩ: Πως νοιώθουμε σήμερα;
ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Όχι και κόχο καουά. Μου κόπχαε κη
ουώχα.
ΤΙΤΟΣ/ΒΑΣΩ: Ω θέαμα φριχτό, πως μου ακονίζεις το μυαλό με
σκέψεις ματωμένες! Όμως εμείς θα
εκδικηθούμε, δεν είν’ έτσι, δεν θα εκδικηθούμε;
(Άγρια, στον Βιαστή-κούκλα) Και βέβαια θα
εκδικηθούμε! Το μισητό λαρύγγι σου κακούργε
τέντωσέ μου! Κι εσύ, Λαβίνια, ετοιμάσου το
αίμα να δεχτείς. Πρώτα θέλουμε να κόψουμε
ίσια κι όμορφα απ’ την καρωτίδα ως τον
αυχένα, εεεεεεετσι... (Κόβει το λαιμό του
Βιαστή-κούκλα! Αίμα! Πολύ αίμα!)
ΒΙΑΣΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (από μέσα) Ααααργκχ!
ΤΙΤΟΣ/ΒΑΣΩ: Ωωωωπ! Προσέχετε! Να χρησιμοποιείτε
πάντοτε μεγάλο μπωλ γι’ αυτή την δουλειά,
γιατί τ’ ανθρώπινο κορμί έχει τουλάχιστο δέκα
λίτρα αίμα.(Διαβάζει σαν από συνταγή) Τα
κόκκαλα κακούργε σε σκόνη θα στ’ αλέσω και
με το αίμα σου μαζί την ζύμη θα ζυμώσω. Θ’
ανοίξω φύλλο και μ’ αυτό, μια πίτα θε να
φτιάξω, με τα μυαλά και μάτια σου ευτύς να τη
γεμίσω! Κι όταν νεκρός πια μείνει, δηλαδή
περίπου... (η ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ
ανεβοκατεβάζει το μπαλτά, ο
ΒΙΑΣΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ χτυπιέται για λίγο
και μετά σταματά)...τώρα, μέσα στη ζύμη το
αισχρό κεφάλι του θα βάλω…(το κεφάλι
αποχωρίζεται κι ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ λιποθυμάει)…
να σιγανοψηθεί για τρία τέταρτα σε μέτριο
φούρνο. (αναμονή, τη βγάζουν) Και να, στο άψε
σβήσε έχετε μια θεσπέσια κεφαλόπιττα α λα
Τίτο! Ποιος θέλει να δοκιμάσει; Μα πάρτε λίγο!
Bon appetit!
ΛΑΒΙΝΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Bon appetit!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ας αφήσουμε όμως τη «ματοβαμμένη φάση» του
νεαρού Σαίξπηρ για να περάσουμε σ’ ένα πιο
ώριμο κείμενο, την κατάμαυρη και θεοσκότεινη
τραγωδία, Οθέλλος, ο Μαύρος...
(Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ με μαύρη κυπριακή μαντήλα)
ΟΘΕΛΛΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Με κυπριακή προφορά) Όταν για
μέναν θα μιλάτε, πέστεν ούλην την αλήθκειαν!
Τζιαι τα καλά, τζιαι τα κακά! Για κάποιον που
αγάπησεν, αν όχι συνετά, πάντως πολλά. Γιατί
ποτέ ιστορία εν’ ήσεν τόσον σπαραγμόν, σαν
του Οθέλλου τζιαι της Δυσδαιμόνας τούτη...
δαμαί. (μαχαιρώνεται) Δυσά! (Πεθαίνει. Οι
υπόλοιποι τον κοιτάνε συγχυσμένοι.
Ετοιμάζονται να το μιλήσουν το πράγμα)
Πέστε ακόμα, ότι όταν κάποτ’ ένας Τούρκος,
έδερεν έναν Βενετόν τζιαι προσέβαλεν το
κράτος, που τον λαιμόν τον σύλον ήρπαξτον,
τζι’ αλύπητα έσφαξά τον, έτσι!
(ξαναμαχαιρώνεται)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Αμήχανα στο κοινό) Είπαμε του Παναγιώτη να
κάνει την έρευνα για τον Οθέλλο
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στο κοινό) Να μάθει για την εποχή, τον χώρο...
ΒΑΣΩ: (Αυστηρά στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Θα είδε
προφανώς ότι το έργο διαδραματίζεται στην
Κύπρο...
(Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φεύγει σα χεσμένος υπό τα επιτιμητικά
βλέμματα των άλλων)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Βέβαια, δε λέμε, η ερμηνεία του Οθέλλου είναι
πάντα προβληματική, καθότι είναι... μαύρος,
και... βεβαίως εμείς δεν είμαστε ρατσιστές!
Αλλά τώρα, μαύρος...
ΒΑΣΩ: Θα ήταν παρατραβηγμένο.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ίσως θα ‘ταν καλύτερα ν’ αφήσουμε τον
Οθέλλο και να περάσουμε...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τιιιιιιι! Και να μην κάνω τη Δυσδαιμόνα;
Αποκλείεται!
ΒΑΣΩ: Καλά, η Δυσδαιμόνα μας μάρανε τώρα; Εδώ
υπάρχει πρόβλημα άποψης. Αλλά εσύ μόνο τον
εαυτούλη σου κοιτάς. Τι να σου πω, ο εγωισμός
σου δεν έχει όρια!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Έλα ρε Αντώνη τώρα! Υπάρχουν τόσοι και
τόσοι ρόλοι. Έτσι κι αλλιώς η Δυσδαιμόνα δεν
κάνει και τίποτα! Κάθεται κει και περιμένει να
την πνίξουν!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αποκλείεται! Ο αγαπημένος μου ρόλος!
Εκπληκτική επιτυχία! Δημιουργία! Οι κριτικές!
Διθύραμβοι! Και το κοινό μου; Μου ζητάς ν’
απογοητεύσω το κοινό μου;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Μπαίνοντας και τραγουδώντας hip hop)
Ακούστε να σας πω,
του Οθέλλου τα καπρίτσια
Που γούσταρε τον πόλεμο
και τα λευκά κορίτσια!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εεε; Ναι! Ναι! (πάνω στον ρυθμό) Και για τον
άλλο τον κακό,
τον δόλιο Ιάγο...
ΒΑΣΩ: (και αυτή με ρυθμό) Που του Οθέλλου
ορκίστηκε,
τον βίο θα στον φάγω!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Του Οθέλλου που λιμπίστηκε
μια γκόμενα λευκή
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Και μια και δυο την έπεισε
να τόνε παντρευτεί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κι ευτύς στον πόλεμο έφυγε,
κι έμεινε η Δυσδαιμόνα
ΒΑΣΩ: Να κείτεται ανέραστη.
Μονάχη στον κοιτώνα
ΒΑΣΩ, ΛΕΥΤΕΡΗΣ και ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ:
Καημένη Δυσδαιμόνα, στο κρύο του χειμώνα!
Έφυγε, την άφησε μονάχη στον κοιτώνα!
Έφυγε, την άφησε μονάχη στον κοιτώνα!
(Παύση. Όλοι κοιτάνε τον ΑΝΤΩΝΗ που το παίζει σνομπ.
Σασπένς)
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Πολύ πεζά) Ούτ’ ένα γράμμα, μια κάρτα, ένα
τηλέφωνο, ένα μύνημα, ένα SMS, ένα e-mail!
(Στον ρυθμό) Η Δυσδαιμονα ήταν πιστή,
στον σύζυγο και κύρη
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Είναι γυναίκα ιδανική,
για κάθε νοικοκύρη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: Μα ο Ιάγος έκανε,
κι αυτός τα σχέδιά του
ΒΑΣΩ: Δυσφήμηση στην όμορφη
και λάδι στην φωτιά του!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ήταν κακός, πολύ κακός,
και φίδι στην μιλιά του
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: Ήτανε κακός, πολυ κακός
και άσος στην δουλειά του!
ΟΛΟΙ: Ήταν κακός, πολύ κακός,
τόσο κακός που λέει
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: Ο πούστης, ο σκυλάραπας
θα χέσω στην φωλιά του!
I fuck you, fuck you, fuck you, fuck you, fuck!
I fuck you, fuck you, fuck you, fuck you!
ΒΑΣΩ: Ιάγε τώρα αμόλατο!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πως θα τόνε τουμπάρεις!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Με ποια ανείπωτη πουστιά!
ΒΑΣΩ: Την γούνα του θα γδάρεις!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: Την ξέρω τη λαφράδα του!
Είναι πολύ ζηλιάρης!
Θα χρειαστώ βοήθεια!
Έναν άνθρωπο θαυμάσιο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Πάει και βρίσκει γρήγορα,
τον κόπανο, τον Κάσιο.(δηλαδή την ΒΑΣΩ)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: (Κρεμάει ένα string της ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑΣ
στην ζώνη του ΚΑΣΣΙΟΥ/ΒΑΣΩΣ) Στην ζώνη
του εκρέμασε,
της δόλιας το μαντήλι!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΟΘΕΛΛΟΣ (Το βρίσκει) Που ο Οθέλλος να το
βρει,
ΟΛΟΙ: Κι ο ουρανός σφοντύλι!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΙΑΓΟΣ: Εκείνος επολέμαγε
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τις μάχες κυβερνούσε
ΒΑΣΩ: Σπαθί στο χέρι κράταγε!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τις νίκες τις πηδούσε!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΟΘΕΛΛΟΣ:(Πεζά, βλέποντας το μαντήλι) Μπας
κι η Μόνα με τον Κάσσιο παίζουν το «πως το
τρίβουν το πιπέρι;»
ΟΛΟΙ: Η ζήλεια τον ετάραξε
ΒΑΣΩ: Απόφαση θα πάρει
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Την κακομοίρα κοπελιά
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΟΘΕΛΛΟΣ: Μ’ αυτό το μαξιλάρι! (Ορμά με ένα
μαξιλάρι στην ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ/ΑΝΤΩΝΗ και
την πνίγει)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Πεζά) Αφού σιγουρευτεί ότι τα κακάρωσε
ρίχνει έναν πολύ συγκινητικό μονόλογο,
μοιρολογώντας την κατάντια του και
μελετώντας το ενδεχόμενο ν’ αποχωρήσει απ’
την ενεργό δράση!(ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΟΘΕΛΛΟΣ
βουβά κάνει τον μονόλογό του)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Με ρυθμό πάλι) Μα να η υπηρέτρια,
την πόρτα πάει να σπάσει!
ΑΙΜΙΛΙΑ/ΒΑΣΩ: Αχ Μαύρε, Μαύρε κι άραχλε,
η πλάση να σωπάσει!
Ποτέ του δε σ’ απάτησε
το πλάσμα αυτό το άγιο,
Ήταν αγνό
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ήταν λευκό
ΒΑΣΩ: Νερό ήταν καθάριο.
Γιατί της έκανες μπλαβό;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Το πρόσωπο το άσπρο;
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΔΥΣΔΑΙΜΟΝΑ: (Σηκώνει το κεφάλι. Στιγμιαία
ανάσταση) Σωστό!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΟΘΕΛΛΟΣ: (Τραγική στιγμή) ΑΝΑΘΕΜΑ ΤΗΝ
ΩΡΑ ΜΟΥ!!!!!!!
ΑΙΜΙΛΙΑ/ΒΑΣΩ: (Έντονη επιτίμηση) O tempora o mora!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Του προσφέρει το σπαθί) Σκατά όλα τα έκανες!
Και τι θα κάνεις τώρα;
ΟΘΕΛΛΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Πεζά. Με έμφαση στις
ομοιοκαταληξίες)
Για τον Οθέλλο σα μιλάτε,
μη δείξετε κακία
Μα όλα να τα πείτε,
και τα υπέρ και τα κατά.
Για κάποιον που αγάπησε
με πάθος πιο πολύ, παρά σοφία
Και που στο τέλος τον έφαγαν
τα... κακοποιά στοιχεία.(Πέφτει στο σπαθί)
ΒΑΣΩ: (Με ρυθμό) Ο Ιάγος συνελήφθηκε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Του ρίξανε ισόβια
ΒΑΣΩ: Την μία τον πάνε φυλακή
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Την άλλη έξω! …Βόδια! (Σταματάνε. Τον
κοιτάνε όλοι) Δεν μου βγήκε η ομοιοκαταληξία
ρε παιδιά!
ΟΛΟΙ: (με ρυθμό πάλι) Ποτέ η ιστορία μας,
δεν είχε τέτοια λύπη
της Δυσδαιμόνας τούτη εδώ
και του Οθέλλου η φρίκη.
(Υποκλίσεις απ’ όλους)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ας αφήσουμε όμως για λίγο τη μαυρίλα των
τραγωδιών κι ας περάσουμε στις κωμωδίες.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κωμωδίες! Αυτός είσαι! Πάρα πολύ ωραία!
ΒΑΣΩ: Πολύ σωστός! Μάλιστα! Κωμωδίες!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ωωωωχουουου! Κωμωδίες! Ουφφφφ!
(Ετοιμάζονται)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σσστ! Όσον αφορά τις κωμωδίες, ο Σαίξπηρ
ήταν μάνα στο να δανείζεται την πλοκή απ’
αλλού. Βασικά ότι έγραψε, από κάπου το
έκλεψε.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: «Έκλεψε» Αντώνη μου, είναι ίσως λίγο βαρύ.
«Αφομοίωσε».
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ντάξει, τότε αφομοίωσε τρία-τέσσερα
ανέκδοτα της εποχής, τα τράβηξε από δω, τα
τέντωσε από κει, κι έφτιαξε δεκάξι έργα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Βλέπετε, βασικά ο Σαίξπηρ ήτανε συγγραφέας
της φόρμουλας. Όταν εύρισκε μια πιασάρικη
ιδέα, τη χρησιμοποιούσε…
ΟΛΟΙ: Πάλι και πάλι και πάλι.
ΒΑΣΩ: Έτσι λοιπόν, κύριε Σακεσπήρο, η ερώτηση που
σας θέτουμε είν’ η εξής:
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γιατί
ΑΝΤΩΝΗΣ: γράψατε
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: δεκάξι
ΒΑΣΩ: κωμωδίες
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: ενώ
ΑΝΤΩΝΗΣ: θα
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: μπορούσατε
ΒΑΣΩ: ωραιότατα
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: να
ΑΝΤΩΝΗΣ: ‘χατε
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: γράψει
ΒΑΣΩ: μόνο
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: μια;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σε απάντηση αυτού του ζωτικού ερωτήματος,
τολμήσαμε να συμπτύξουμε και τις δεκαέξι
κωμωδίες του Σαίξπηρ σ’ ένα μόνο έργο, το
οποίο τιτλοφορήσαμε…
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αγώνας Παρεξηγήσεων Δυο Κυρίων απ’ τη
Βενετία Όπως Αγαπάτε τις Εύθυμες Κυράδες
της Βερόνας σ’ ένα Χειμωνιάτικο Όνειρο
Καλοκαιρινής Δωδέκατης Νύχτας
ΑΝΤΩΝΗΣ: ή...
ΒΑΣΩ: Το Ημέρωμα του Κυμβελίνου από τον πολύ
κακό Τρωίλο, Έμπορο της Τρικυμίας, με την
κωμωδία Όπως Σας Αρέσει Για το Τίποτα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: ή...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Άγονο τέλος καλό Μέτρο για τη Στρίγγλα
Χρυσηίδα.
(Σκοτάδι)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κωμωδία;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κωμωδία!
ΒΑΣΩ: Κωμωδία!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Καθόλου ενθουσιασμένος) Κωμωδία...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κωμωδία;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κωμωδία!
ΒΑΣΩ: Κωμωδία!
(Σφαλιάρα)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (ενθουσιασμένος) Κωμωδία!
(Φως)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Πράξη Πρώτη! Ένας Ισπανός Δούκας απ’ τη
Βρετανική Ιλλυρία παίρνει όρκο αγνότητας,
Παραχωρεί τη διακυβέρνηση του βασιλείου στο
σαδιστή τύραννο δίδυμο αδερφό του, μαθαίνει
κάτι φανταστικά μαγικά και κάνει πανιά για το
Χρυσό Αιώνα της Αθήνας μαζί με τις κόρες του,
τρία ζευγάρια πανέμορφες δίδυμες παρθένες
φτυστές μεταξύ τους (οι παρθένες
αλληλοφτύνονται). Καθώς περνάει νότια απ’
την Ιταλία (Ο Δούκας περνάει κάτω από μια
μπότα), το καράβι του συναντάει μια φοβερή
τρικυμία που, στη λύσσα της, ρίχνει σ’ ένα
ερημονήσι τον Δούκα μαζί με την πιο όμορφη
απ’ τις παρθένες κόρες του η οποία μπαίνει
κατά λάθος σε μια σπηλιά όπου την βιάζει ένα
πλάσμα που είναι ή άνθρωπος ή ψάρι ή και τα
δυο μαζί.
(Ο ΒΑΤΡΑΧΑΝΘΡΩΠΟΣ βιάζει την ΠΑΡΘΕΝΑ που άδει
πανευτυχής)
ΠΑΡΘΕΝΑ/ΒΑΣΩ: Ααααααααα!
ΚΥΡΙΟΙ: Έλα έλα σ’ ένα καράβι μούτσο!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πράξη Δεύτερη! Οι χαμένοι εδώ και χρόνια γιοι
του σαδιστή τυράννου αδελφού του Δούκα,
κατά σύμπτωση κι αυτοί επίσης τρία ζευγάρια
φτυστών μεταξύ τους διδύμων
(αλληλοφτύνονται), φτάνουνε στην Τροία.
Παρότι πασχίζουν να διατηρήσουν στην ψυχή
τους τα στοιχεία της ευγενικής τους
καταγωγής, εντούτοις, ρακένδυτοι και τελείως
άφραγκοι, αναγκάζονται να δανειστούν από
έναν Εβραίο, ο οποίος, οσφραινόμενος με τι
κορόιδα έχει να κάνει, βάζει για εγγύηση τους
εγκεφάλους τους. Στο μεταξύ, τα έξι αδέρφια
ερωτεύονται έξι Ιταλίδες αδελφές, τρεις απ’ τις
οποίες είναι φαρμακόγλωσσες στρίγγλες!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ μπουρ!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: ... ενώ οι άλλες τρεις, υπάκουες κι ανεγκέφαλες
ξανθιές...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ααχ!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πράξη Τρίτη!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οι θαλασσοδαρμένες δίδυμες κόρες του Δούκα
ξεβράζονται στις ακτές του νησιού που εμείς
ξέρουμε ότι είν’ η Ιταλία αλλ’ αυτές δεν το
ξέρουν, ντύνονται σαν άνδρες και
προσλαμβάνονται ως λακέδες των στριγγλών,
κι’ ως προξενητές για τους γιους του σαδιστή
τύραννου αδερφού του Δούκα. Οδηγούν όλους
τους εραστές σ’ ένα κοντινό δάσος όπου μια
καλοκαιρινή νύχτα, μια συμμορία
ζαβολιάρικων ξωτικών στύβει τον αφροδίσιο
χυμό από ένα ερμαφρόδιτο λουλούδι στα μάτια
των στριγγλών, κάνοντάς τις να ερωτευτούν
τους λακέδες τους, που με τη σειρά τους
ερωτεύονται τους γιους του σαδιστή τυράννου
αδερφού του Δούκα, καθώς η Βασίλισσα των
ξωτικών αποπλανά ένα γάιδαρο κι’ όλοι περνάν
καλά σ’ ένα πολύ ευχάριστο όργιο με bisexual
κτηνοβασίες.
ΟΛΟΙ: Πράξη Τέταρτη!
ΒΑΣΩ: Οι γέροι πατεράδες των Ιταλίδων αδερφάδων,
ανακαλύπτοντας πως οι κόρες τους έχουν
εξαφανιστεί, στέλνουν μηνύματα στους
λακέδες, διατάζοντάς τους να σκοτώσουν
όλους τους άνδρες της περιοχής.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι ευσυνείδητοι αυτοί αγγελιαφόροι, μη
μπορώντας να βρούνε τους άνδρες στο δάσος,
σε μια άστοχη ένδειξη αφοσίωσης δίνουν το
μήνυμα ο ένας στον άλλο κι
αλληλοσκοτώνονται.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Φοράει ένα ρώσικο καπέλο και κρατάει ένα
βιολί) Στο μεταξύ, το ψαρίσιο πλάσμα κι ο
Δούκας φτάνουν στο δάσος μεταμφιεσμένοι
Ρώσοι, και για κάποιο εντελώς ανεξήγητο λόγο
ερμηνεύουν μια υποβρύχια βερσιόν του
Βυσσινόκηπου του Τσέχωφ.
ΑΝΤΩΝΗΣ, ΛΕΥΤΕΡΗΣ, ΒΑΣΩ: Στη Μόσχα! Στη Μόσχα! Στη
Μόσχα!
ΟΛΟΙ: Πράξη Πέμπτη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι λακέδες κι οι ξανθιές αρχίζουν μια πάλη
σώμα με σώμα μέσ’ στην λάσπη...
ΑΝΤΩΝΗΣ: κατά την οποία ξεσκίζονται τα ρούχα των
λακέδων...
ΒΑΣΩ: φανερώνοντας γυναικεία όργανα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ο Δούκας αναγνωρίζει τις κόρες του...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μπαμπά!
ΒΑΣΩ: Οι γιοι του σαδιστή τυράννου αδερφού του
Δούκα αναγνωρίζουν το θείο τους...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Θείο!
ΒΑΣΩ: Ο σαδιστής τύραννος αδερφός του Δούκα
αναγνωρίζει τον Δούκα...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αδερφέ!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Η παρθένα κόρη αναγνωρίζει τη σπηλιά...
ΒΑΣΩ: Ααααααααα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι φαρμακόγλωσσες στρίγγλες αναγνωρίζουν
πως θα ‘θελαν κι αυτές ν’ αναγνωρίσουν τη
σπηλιά...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μπουρ μπουρ μπουρ Αααααα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τα ξωτικά αναγνωρίζουν το νησί το οποίο
βεβαίως δεν είναι η Ιταλία καθότι η Ιταλία δεν
είναι νησί, αλλά ο Σαίξπηρ αυτό δεν το ξέρει.
ΒΑΣΩ: Το ψαρίσιο πλάσμα αναγνωρίζει τον Εβραίο...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ο Εβραίος αναγνωρίζει τις Τρεις αδελφές αλλά
δεν αναγνωρίζει τον Τσέχωφ...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Σε αντίποινα η Ρωσία δεν αναγνωρίζει το
Ισραήλ...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Οι γέροι πατεράδες αναγνωρίζουν το γάιδαρο ο
οποίος φημολογείται ότι κατά τη διάρκεια της
ημέρας κυκλοφορεί μεταμφιεσμένος σε γνωστό
πρόσωπο της Μυτιλήνης...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οι ξανθιές αναγνωρίζουν ότι έγιναν κι αυτές
φαρμακόγλωσσες στρίγγλες...
ΒΑΣΩ: Κι όλοι παντρεύονται μεταξύ τους κι αρχίζουν
ένα τρικούβερτο ξεφάντωμα...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: …κατά το οποίο η Βασίλισσα των ξωτικών
αναγνωρίζει το bisexual όργιο...
ΟΛΟΙ: Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
(Πολύ σοβαρές υποκλίσεις προς το κοινό)
ΒΑΣΩ: Ας επιστρέψουμε τώρα στις τραγωδίες του
Σαίξπηρ, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο είναι
πολύ πιο αστείες απ’ τις κωμωδίες.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πάρτε για παράδειγμα το Σκωτσέζικο έργο,
Μάκμπεθ...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μα τι κάνει; Καλά, μαλάκας είσαι;
ΒΑΣΩ: Δεν είναι δυνατόν! Ρεεε! Μα τι ζώον!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ρε συ! Ηλίθιε! Κρετίνε!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Συγγνώμη παιδιά!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ρε μαλάκα, πόσες φορές να στο πούμε;
ΒΑΣΩ: Δεν κάνει να λες το έργο αυτό με τ’ όνομά του.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στο κοινό) Είναι γρουσουζιά.
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στο κοινό) Φριχτή γρουσουζιά! Όπως το να
σφυρίζεις στα παρασκήνια.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Παιδιά συγγνώμη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπορείς να το παίζεις.
ΒΑΣΩ: Αλλά ποτέ να μην το λες με τ’ όνομά του.
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Συσκέπτονται) Τι κάνουμε τώρα;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δε νομίζω πως έχουμ’ άλλη εκλογή!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τι! Θες να πεις... (Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ νεύει ναι με
το κεφάλι)
ΒΑΣΩ: Τι! Το... (Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ νεύει πάλι ναι)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Και το... (Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ νεύει πάλι ναι)
ΒΑΣΩ: Μα...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δεν έχει μα, μας γρουσούζεψε ο μαλάκας,
πρέπει να τον ξεματιάσουμε. Παράδοση
αιώνων.
ΒΑΣΩ: Καλά και το κοινό τι θα κάνει τόση ώρα;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κριτική!
(Γυρίζουν και κοιτάνε τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ που πάει σα χεσμένος
στα παρασκήνια. Οι υπόλοιποι τον ακολουθούν. Η ΒΑΣΩ
προβάλλει το κεφάλι της και ρίχνει ένα συνωμοτικό βλέμμα στην
Αφροδίτη. Μπαίνει μουσική.)
ΒΑΣΩ: Τις στιγμές εκείνες τις πολύ ιδιαίτερες, μόλις
πριν το... όταν είστ’ έτοιμοι να... αλλά δεν
ξέρετε πως να διακόψετε την... χωρίς να
διαλύσετε τη μαγεία της στιγμής... πείτε το με
ποίηση! Δανειστείτε απ’ τον ανεξάντλητο
ρομαντισμό του Βάρδου, κι αντιμετωπίστε τη
δύσκολη ώρα μ’ ένα προφυλακτικό «Speak to
me like Sex-πηρ». Σε κάθε πακετάκι κι από ένα
σονέτο, συντετμημένο!
(Οι κύριοι επιστρέφουν από τα παρασκήνια. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
ελαφρά ζαλισμένος. Η ΒΑΣΩ κρύβει το προφυλακτικό στο
μπούστο της)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ντάξει
ΑΝΤΩΝΗΣ: Αυτό ήτανε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Φτηνά τη γλιτώσαμε!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Καλά που προλάβαμε, δε λες;
ΒΑΣΩ: Που είχαμε μείνει;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Στον Μάκμπε... θ.
(Βλέμματα ανείπωτης οργής πανταχόθεν. Αυτή τη φορά ο
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δεν περιμένει. πάει κατευθείαν στα παρασκήνια,
ακολουθούμενος απ’ τους άλλους. Ξανά η μουσική για την
διαφήμιση)
ΒΑΣΩ: Επιστήμονες σ’ όλο τον κόσμο συμφωνούν ότι ο
σαιξπηρικός ίαμβος είναι το πιο ερωτικό μέτρο
στην ποίηση. Έχει αποδειχτεί πως η απαγγελία
ενός σονέτου την κατάλληλη στιγμή, θα δώσει
στον άνδρα μια αίσθηση ρυθμού που θα την/τον
τρελάνει. Συνουσιαστείτε λοιπόν στον ρυθμό
του Βάρδου, συνευρεθείτε ιαμβικά...
(Οι κύριοι επιστρέφουν. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φιμωμένος με ταινία)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εεεε! Τι κάνει αυτή ρε;
ΒΑΣΩ: (Σηκώνεται απ’ το πάτωμα) Κυρίες και κύριοι,
μετά απ’ τη σύντομη αυτή διακοπή, έχουμε τη
χαρά να σας παρουσιάσουμε τη δική μας
μεγαλοφυή διασκευή!
(Αρχίζουν να φοράνε κιμονό επί σκηνής. Ο ένας βοηθά τον άλλο
στο ντύσιμο παράλληλα μιλάνε)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (πολύ σοβαρά, με θρησκευτική σχεδόν
ευλάβεια) Μια στις τόσες παρουσιάζεται μια
ερμηνεία που αφήνει έν’ ανεξίτηλο χνάρι στον
κόσμο της τέχνης...
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Το ίδιο σοβαρά) Αραιά και που, μια
μεγαλοφυΐα βρίσκει τον τρόπο...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σημαδεύει ένα έργο για πάντα...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Κι όσον αφορά τον...( Εμφανίζουν από ένα
πλακάτ ο καθένας που γράφει: «θ» «κμ» «πε»
«Μα». Πολύ ικανοποιημένοι. Κάτι όμως σα να
μην πηγαίνει καλά. Κοιτιούνται. Κοιτάνε τα
πλακάτ. Αρχίζουν να αλλάζουν θέση μέχρι που
στο τέλος σχηματίζουν την λέξη «Μα» «κμ»
«πε» «θ» Πλησιάζουν ο ένας τον άλλο.
Εντάξει. Σηκώνουν τα πλακάτ) αρκούν δυο
λέξεις να σας πούμε και θα καταλάβετε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ και ΑΝΤΩΝΗΣ (και ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φιμωμένος):
Ακίρα Κουροσάουα!
(Γκονγκ. Γιαπωνέζικη μουσική)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Dona iro des ka?
ΑΝΤΩΝΗΣ: Τι πλάσμα είσ’ εσύ;
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Naoside kuntesai!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Φωνή αν έχεις μίλα!
(Η ΜΑΓΙΣΣΑ ξετυλίγει μια κόκκινη κορδέλα μεσ’ απ’ το στόμα
της. Την δίνει στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ/ΜΑΚΜΠΕΘ που την διαβάζει
καταπολεμώντας την αηδία του)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Macbeth! Macbeth! Mokuyobi oua
Macdaf!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μάμκπεθ, Μάκμπεθ, φυλάξου απ’ τον
Μακντάφ!
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ως ΜΑΚΝΤΑΦ)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Ζητάει περισσότερες πληροφορίες,
πάντα στα Γιαπωνέζικα) Tagasugi mas?
(Η ΜΑΓΙΣΣΑ του δίνει μια κορδέλλα που βγάζει από μια
εσωτερική τσέπη)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (διαβάζει) Macbeth! Macbeth! Nan
chidobidi youkatsou no oouari goro igu naga
itsiban ii rasii des!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μάμκπεθ, Μάκμπεθ, τίποτα μη φοβάσαι...Όσο
το δάσος δε σηκώνεται σε σένα να ‘ρθει.
ΜΑΚΝΤΑΦ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ:(Κρύβεται πίσω από ένα κλαράκι) Τζά!
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Ζητάει περισσότερες πληροφορίες,
πάντα στα Γιαπωνέζικα) Tagasugi mas?
(Η ΜΑΓΙΣΣΑ βγάζει μια κορδέλα από το παπούτσι της και του
την δίνει.)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (διαβάζει) Otokonochito to
onanochito ga aroute imas Macbeth!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Άντρας από γυναίκα γεννημένος δε θα πειράξει
τον Μάκμπεθ!
(Ο ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ χορεύει απ’ την χαρά του)
ΜΑΚΝΤΑΦ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Φτου και βγήκα!
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Τον δείχνει στο κοινό) Μακντάφ!
Χα χα χα χα χα!
ΜΑΚΝΤΑΦ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Vakarimas Macbeth yoi Macdaf
onanochito no manaka aroui!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Μάθε Μάκμπεθ πως τον Μακντάφ γυναίκα δεν
τον γέννησε! Απ’ την κοιλιά της μάνας του πριν
γεννηθεί, αποκόπη.
(Ο ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δεν καταλαβαίνει)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ααα! Χαρακίρι!
ΜΑΚΝΤΑΦ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπουνταλά! Καισαρική! Χα χα χα
χα! (τον μαχαιρώνει)
ΜΑΚΜΠΕΘ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Πέφτοντας και έξω φρενών, στην
Μάγισσα) Χαμούρα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ανόητη!
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ως ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ. Σκουπίζει με μανία τα
χέρια της που στάζουν μια αηδιαστική βλέννα)
ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΜΠΕΘ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Έβγα λεκέ σιχαμερέ, έβγα σου
λέω! Αίματα! Αααααααα! Ποτέ ιστορία δεν είχε
τόσο σπαραγμό, σαν του...(δείχνουν όλοι τα
πλακάτ) ετούτη εδώ!
ΟΛΟΙ: Arigato! Kozarimasta!
(Υπόκλιση)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Και μια που θίξαμε το θέμα της Καισαρικής, ο
Ιούλιος Καίσαρ τύραννος ήταν κι αυτός, όμως
πολύ δημοφιλής.
(Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ως ΚΑΙΣΑΡ. Χλαμύδα και στεφάνι. Οι
άλλοι τρεις τον υποδέχονται μ’ έναν ενθουσιασμό που δεν κρύβει
τις συνωμοτικές τους διαθέσεις)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ & ΑΝΤΩΝΗΣ: Άβε Καίσαρ μελλοθάνατε! Σε
χαιρετούμε!
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Αφηρημένα) Γεια σας, γεια σας!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μια μέρα ο μάντης τον ορμήνεψε!
(Η ΒΑΣΩ ως ΜΑΝΤΗΣ μασάει ένα φύλλο απ’ το στεφάνι του)
ΜΑΝΤΗΣ/ΒΑΣΩ:Καίσαρα, Καίσαρα, φυλάξου απ’ τους Ειδούς
του Μάρτη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ο Καίσαρ όμως τον αγνόησε!
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τι ειν’ οι «Ειδοί» του Μάρτη;
ΜΑΝΤΗΣ/ΒΑΣΩ:Η 15η Μαρτίου.
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Α! Δηλαδή σήμερα!
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ/ΒΡΟΥΤΟΣ τον μαχαιρώνει πισώπλατα)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στον ΑΝΤΩΝΗ) Et tu, Brute?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μια σημειωσούλα εδώ πέρα. Σύμφωνα με τη
μαρτυρία του αντίζηλού του, του Μπεν
Τζόνσον, ο Σαίξπηρ ήταν στούρνος στα
λατινικά, τα δε ελληνικά του... γάμησέ τα!
Επειδή όμως είναι παγκοσμίως γνωστή η κακία
του Τζόνσον, μετά από εξαντλητική αναδίφηση
σε πηγές πολύ πιο αξιόπιστες, όπως οι Βίοι του
Πλουτάρχου, οι τραγωδίες του Ρακίνα κι η
ταινία με το Μάρλον Μπράντο, καταλήξαμε ότι
ο διάλογος μεταξύ Καίσαρα και Βρούτου θα
πρέπει να έλαβε χώρα κάπως έτσι!
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Σηκώνεται. Παίρνουν τη σκηνή λίγο
πριν)
ΒΡΟΥΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Caesare, in tempore praeterito plus quam
perfecto de te mox dicent!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ω Καίσαρ, σύντομα ο λαός θα μιλάει για σένα
σε χρόνο υπερσυντέλικο!
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ συμβουλεύεται την κλεψύδρα του)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Di! Ecce hora! Uxor mea me
necabit. Abeo!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ω ρε γαμώτο! Κοίτα την ώρα! Θα με σκοτώσει η
γυναίκα μου! Έφυγα!
ΒΡΟΥΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Προσπαθώντας να του αποσπάσει την
προσοχή) Di! Vide matrem transitam!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πω ρε! Κοίτα ένα μανάρι που περνάει!
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Το ‘χαψε) Ubi?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Που;
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ/ΒΡΟΥΤΟΣ τον μαχαιρώνει πισώπλατα)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Et tu, Brute?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι εσύ, Βρούτε;
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Subito minime valeo!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ξαφνικά δε νοιώθω και τόσο καλά.
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Alea jacta est, veni vidi vici, quo vadis
status quo? regina rosas amat, moratorium,
coitus interruptus, video video video video, et
cetera!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Διάφορες άναρθρες επιθανάτιες κραυγές.
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ πεθαίνει μεγαλοπρεπώς)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Caesar mortuus est. Μπορεί βέβαια, με μια
μικρή παραλλαγή του κειμένου, το πράγμα να
‘γινε κι έτσι!
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ubi?
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ/ΒΡΟΥΤΟΣ τον μαχαιρώνει πισώπλατα)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Et tu, fili Brute?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι εσύ, τέκνον Βρούτε;
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ πεθαίνει)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Caesar mortuus est. Ή έτσι!
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ubi?
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ/ΒΡΟΥΤΟΣ κάπως θηλυπρεπής αυτή τη φορά τον
μαχαιρώνει πισώπλατα)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Et tu, fili Brute?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι εσύ, τεκνό Βρούτε;
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ πεθαίνει)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Caesar mortuus est. Ή έτσι
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ubi? Ubi? Ubi?
(Του δείχνουν το ΒΡΟΥΤΟ/ΑΝΤΩΝΗ αγκαλιά μ’ έναν άντρα
θεατή)
ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Et tu cum fili, Brute?
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι εσύ με τεκνό, Βρούτε;
(Ο ΚΑΙΣΑΡ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ πεθαίνει από καρδιακή προσβολή)
ΒΡΟΥΤΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Περιφρονητικά) Anus ramolimentus!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κωλόγερε!
(Η ΒΑΣΩ ως ΜΑΡΚΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ παίρνει θέση πάνω από το
πτώμα του)
ΑΝΤΩΝΙΟΣ/ΒΑΣΩ:Φίλοι, Ρωμαίοι, πατριώτες! Ήρθα για να
κηδέψω εδώ τον Καίσαρα! Κι όχι να τον
παινέσω! Γι’ αυτό ας τον κηδέψουμε να
τελειώνουμε, να περάσουμε στο δικό μου έργο,
Αντώνιος...
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Εκτός, από τα παρασκήνια) …και
Κλεοπάτρα! (μουσική. Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ως
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ, φορώντας μαύρη περούκα και
κρατώντας ένα φίδι. Τσιμπιέται απ’ το φίδι. Σ’
ένα θεατή) Σας παρακαλώ, ρουφήχτε το!
(Οι άλλοι τρεις τον κοιτάνε αηδιασμένοι. Αποφασίζουν να τον
διακόψουν)
ΒΑΣΩ: Περνάμε στον Κυμβελίνο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Τσίμπησε. Κινάει για τα παρασκήνια) Μια
στιγμή έφτασα! Κυμβελίνος! Ιμογένη! Που την
έβαλα; Συνεχίστε σεις!
(Οι υπόλοιποι τον περιμένουν να βγει. Αργεί. Αποφασίζουν να
συνεχίσουν)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αγαπητοί φίλοι, παρόλο τον ενθουσιασμό του
Αντώνη και τη φλόγα της προσμονής που
βλέπουμε να λάμπει στα μάτια σας, με μεγάλη
λύπη πρέπει να σας πούμε ότι δε θα
παρουσιάσουμε τον Κυμβελίνο απόψε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ο Κυμβελίνος συγκαταλέγεται στη κατηγορία
που οι περισσότεροι μελετητές αποκαλούν «Τ’
Απόκρυφα Έργα του Σαίξπηρ»
ΒΑΣΩ: Που είναι επίσης γνωστά και ως «Τα Δύσκολα
Έργα»
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ή απλώς «Τα φέσια».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ε, λοιπόν, αρνιόμαστε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μάλιστα. αρνιόμαστε!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Δεν είναι ότι δε μπορούμε... Προσέξτε...
(Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ντυμένος ΙΜΟΓΕΝΗ. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
του εξηγεί)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Όχι!. Απλώς δε θέλουμε να σας το κάνουμ’
αυτό. Θα σκυλοβαρεθείτε.
ΒΑΣΩ: Μπορούμε βέβαια να κάνουμε τον Κοριολανό
μέσ’ απ’ το γερμανικό εξπρεσιονισμό..
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ναι, ναι! Happening!
(Χορεύουν και τραγουδάνε can-can)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ, ΒΑΣΩ και ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Όχι! Άστο! Αηδίες!
(Επαναφορά στην ομαλότητα)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Προχωράμε, υπάρχουν ακόμη τόσα
αριστουργήματα...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Όπως τα ιστορικά έργα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τα οποία, καθότι αριστουργήματα, δεν
απαιτούν σκηνοθετικούς αυνανισμούς.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Λειτουργούν από μόνα τους. Μιλάνε
κατευθείαν στον σημερινό θεατή.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σ’ όλους εσάς που ζείτε καθημερινά το κυνήγι
της εξουσίας
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Και γνωρίζετε πλέον καλά ότι για τους ηγέτες,
το να κυβερνούν σημαίνει ότι υπάρχουν...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι ότι ο μόνος τρόπος να πάψουν να κυβερνούν
είναι να πάψουν να υπάρχουν...
ΒΑΣΩ: Έτσι, χωρίς παραπάνω εισαγωγές
ΟΛΟΙ: Τα Ιστορικά έργα του Σαίξπηρ!
(Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ με μια λεκάνη τουαλέτας σαν θρόνο,
την βάζει στην μέση της σκηνής. Έρχεται ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ, κάθεται
στο θρόνο και στέφεται Βασιλιάς)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ριχάρδος Δεύτερος!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΡΙΧΑΡΔΟΣ Β προσεγγίζει τη ΒΑΣΩ. Αυτή του
δίνει ένα ΤΕΖΑ για την αναπνοή του και τέζα. Στέφει τον άντρα
της, τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ/ΕΡΡΙΚΟ Δ’)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ερρίκος Τέταρτος Μέρος Πρώτο!
(Ο ΕΡΡΙΚΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ θέλει να ξεφορτωθεί τη σύζυγό του.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ του φέρνει μια βόμβα. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ την δίνει
δώρο στη σύζυγό του. Φεύγει με τον ΑΝΤΩΝΗ. Η ΒΑΣΩ
εξαφανίζεται. Οι συνωμότες επιστρέφουν)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ερρίκος Τέταρτος Μέρος Δεύτερο!
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ φέρνει στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ένα παρόμοιο δώρο.
Αυτός βέβαια δεν το χάβει. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ όμως το ‘χει προβλέψει,
τον τινάζει στον αέρα με μια τρόμπα και κάθεται αυτός στο
θρόνο)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ερρίκος Πέμπτος!
(Η ΒΑΣΩ παίρνει μια τρίχα απ’ το κεφάλι του
ΑΝΤΩΝΗ/ΕΡΡΙΚΟΥ Ε, την τυλίγει στην κούκλα που του έχει
κλέψει και του κάνει βουντού. Ο ΑΝΤΩΝΗΣ πεθαίνει απ’ τα
γέλια. Η ΒΑΣΩ στέφει τον σύζυγό της ΛΕΥΤΕΡΗ/ΕΡΡΙΚΟ ΣΤ’)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ερρίκος Έκτος Μέρος Πρώτο!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ με χίλια παρακάλια καταφέρνει να πείσει τη
σύζυγό του να φορέσει το στέμμα. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ το πιάνει με
δυο ηλεκτρόδια και κατεβάζει τον διακόπτη)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ερρίκος Έκτος Μέρος Δεύτερο!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ λιμπίζεται τον ΑΝΤΩΝΗ. Τον καθίζει στα
γόνατά του, του δίνει ένα ΤΕΖΑ για την αναπνοή του και τέζα)
ΒΑΣΩ: Ερρίκος Έκτος Μέρος Τρίτο!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ λιμπίζεται τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ, τον καθίζει στα
γόνατά του, του δίνει ένα ΤΕΖΑ για την αναπνοή του αλλά το
τρώει αυτός στη μούρη και τέζα. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ χαμένος
αφήνει το στέμμα και φεύγει)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Βασιλιάς Ιωάννης!
(Ο ΑΝΤΩΝΗΣ /ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ αφοδεύει και φεύγει)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ριχάρδος Τρίτος!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΡΙΧΑΡΔΟΣ Γ μπαίνει κουτσαίνοντας. βγάζει το
παπούτσι του, το μυρίζει και τέζα. Η ΒΑΣΩ φοράει το στέμμα)
ΒΑΣΩ: Νταϊάνα της Αγγλίας!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εεεεεπ! Δεν έγραψε τέτοιο έργο ο Σαίξπηρ!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Δεν έγραψε;
ΒΑΣΩ: Γαμώτο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δηλαδή τους κάναμ’ όλους τους βασιλιάδες;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ναι.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Σ’ ένα θεατή) Με συγχωρείτε, να δω το
προγραμματάκι σας μια στιγμούλα;
ΒΑΣΩ: Τι κάνεις;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κοιτάω τη λίστα των έργων. Νομίζω τα κάναμ’
όλα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σοβαρά μιλάς;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ναι! Ναι!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Είδατε, κυρίες και κύριοι, τι σας λέγαμε;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Να, κοίτα, μόλις τελειώσαμε τα Ιστορικά!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ρωμαίο κάναμε...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ιουλιέτα...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οθέλλο αράπ...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κωμωδίες... Τρεις Αδελφές...
ΒΑΣΩ: Καίσαρα... Τρεις Αδερφές...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τον Μάκ....
ΟΛΟΙ: (Έντονα, προλαβαίνοντάς τον) Τον κάναμε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωχ! Παιδιά....
ΟΛΟΙ: Τι ‘ναι; Τι έγινε;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Βασιλιά Ληρ!
ΟΛΟΙ: Ωχ! Γαμώτο! Ρε πούστη μου! Διάολε...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λοιπόν, πάμε! Ένα, δύο, τρία!
ΟΛΟΙ: Βασιλιάς Ληρ!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στο κοινό) Είδατε; Ούτε 50 λεπτά!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Θα πρέπει να σπάσαμε ρεκόρ.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στο κοινό) Θα σας αφήσουμε να φύγετε λιγάκι
νωρίτερα απόψε.
ΒΑΣΩ: Μα τι λες τώρα, δε γίνεται αυτό. Εδώ τους
υποσχεθήκαμε τον Σαίξπηρ σε μια ώρα...
ΑΝΤΩΝΗΣ: «Το πολύ!» «Ολόκληρο τον Σαίξπηρ σε μια ώρα
το πολύ.» Μόνο ένας βλάκας θα καταλάβαινε
«σε μια ώρα το λιγότερο.»
ΒΑΣΩ: Όπως και να ‘χει το πράγμα, δε μπορούμε να
τους αφήσουμε να φύγουν...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ιδίως τώρα που ήρθαμε και στο κυριλέ το
θέατρο...
ΒΑΣΩ: (Πηγαίνει να μαζέψει τα πράγματα και να τα
βάλει στο μπαούλο. Βρίσκει το κρανίο Το
δείχνει έντρομη στους άλλους) Ρε σεις! Ώστε
τα κάναμε όλα Χλίμπε!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ώστε τελειώσαμε Παναγιώτη, ε;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Θα κάνω φόνο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ώστε τα κάναμ’ όλα Παναγιωτάκη;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τον Άμλετ, ρε; Τον Άμλετ;
ΒΑΣΩ: Και καθόμαστε τόση ώρα σαν κρετίνοι!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Καλά έχεις αντιληφθεί πόσο βλάκας είσαι;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μη με λες βλάκα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Βλάκα! Βλάκα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σκάστε! Σκασμός! Όχι μόνο δε σπάσαμε
ρεκόρ... Μας έχουν μείνει δέκα λεπτά!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Δε γίνεται σε δέκα λεπτά ο Άμλετ! Είναι
αδύνατον ακόμα και για μας.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ε, τι να κάνουμε, θα πρέπει να κόψουμε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Με φρίκη) ΝΑ ΚΟΨΟΥΜΕ!!!!!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ε, να κόψουμε, αγόρι μου, να κόψουμε! Τώρα
που πιάσαμε τόσα λεφτά (δείχνει τους θεατές)
και θα τους τα γυρίσουμε; Άσε καλύτερα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κόφτε ότι νομίζετε! Μην αλλάζετε όμως τη
σειρά! Και προς θεού, μη συγγράφετε! Ο Βάρδος
μπορεί να κάνει και χωρίς τον ποιητικό σας
οίστρο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Αφρούδσεν, ατμόσφαιρα για το μεγαλύτερο
έργο που γράφτηκε ποτέ στα Δανέζικα!
(Ο φωτισμός αλλάζει. Πολύ σκοτάδι.)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ και ΑΝΤΩΝΗΣ: Άμλετ! Πρίγκιπας της Δανίας!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ο χώρος! Δανία!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Απ’ έξω) Ο χρόνος! Παλιά! Πολύ παλιά!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Νύχτα στο κάστρο της Ελσινόρης. Μπαίνουνε
δυο φρουροί.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: Ποιος είναι ‘κει;
ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: Απάντα πρώτα συ! Στάσου και δώσ’ το
σύνθημα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ & ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: Να
ζήσει ο βασιλιάς!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: Μπερνάρντο, συ;
ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: Άντε να κοιμηθείς, Φρανσίσκο.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: Φχαριστώ!
ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: Καλή σου νύχτα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: Καληνύχτα!
(Μπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: (Στο Μπερνάρντο) Ποιος ειν’ εκεί;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: (Στον Οράτιο) Ποιος ειν’ εκεί;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Φίλος!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: (Φεύγοντας, στον Οράτιο)
Καληνύχτα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Στο καλό!
ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: (Φεύγοντας, στον Οράτιο) Καληνύχτα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Στο καλό!
(Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ως ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ)
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: (Στο Φρανσίσκο που έχει ήδη φύγει)
Καληνύχτα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ: (Απ’ έξω, στον Μαρσέλλο
Καληνύχτα!
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: (Στο Μπερνάρντο) Καληνύχτα!
ΒΑΣΩ/ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ: (Φεύγοντας, στον Μαρσέλλο)
Καληνύχτα!
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: (Στο Μπερνάρντο) Στο καλό!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Μαρσέλλο;
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: Οράτιο;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Οράτιος, ναι!
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: Οράτιο!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΟΡΑΤΙΟΣ: Τι;
ΑΝΤΩΝΗΣ/ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ: Μαρσέλλος!
(Ακούμε χτύπους ρολογιού. Πολύ υποβλητικοί, αλλά δυστυχώς
τρομερά αργοί για την περίσταση. Ο ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ κάνει
νόημα στην Αφρούδσεν, κι αμέσως η ταινία αρχίζει να παίζει
πιο γρήγορα)
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Χτύπησε το ρολόι μεσάνυχτα! Άντε να
κοιμηθείς, Οράτιο!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Καληνύχτα!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Τον σταματάει) Στο κ... Οράτιο!
«Εκείνο» φάνηκε πάλι απόψε;
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Α μπα! Κι ούτε που θα φανεί.
(Εμφανίζεται ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ως το εντυπωσιακό στην όψη
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΑΜΛΕΤ ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ. Φριχτοί ήχοι.)
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Νομίζω πως τ’ ακούω!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ίδιος ο βασιλιάς!
(Το ΦΑΝΤΑΣΜΑ εξαφανίζεται)
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πειράχτηκε!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Θύμωσε.
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τρέμεις.
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Κιτρίνισες.
(Ξαναμπαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ. Φριχτοί ήχοι.)
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Να το!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ξανάρχεται!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Να του μιλήσουν θέλει.
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ποιος είσαι; Στάσου!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Μίλα μας!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αν έχεις μέσα σου φωνή...
(Μαγνητοφωνημένος κόκορας. Το ΦΑΝΤΑΣΜΑ αλαφιάζεται και
το στρίβει)
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σταμάτα το, Μαρσέλλο!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Αριστερά) Να το εδώ!
(Μαγνητοφωνημένος κόκορας)
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Δεξιά) Εκεί!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Τον έσκιαξε το λάλημα του πετεινού.
(Κάνει νόημα στην Αφρούδσεν κι ο μαγνητοφωνημένος κοκ...)
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μα δες! Χαράζει το ξημέρωμα στα ρόδινα
ντυμένο. (Φωτισμός μέρας. Συγχαρητήρια στην
Αφρούδσεν) Ας σηκωθούμε απ’ τη φρουρά κι
αν συμφωνείς, να πούμε αυτά που έγιναν
στον…
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ & ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Άμλετ,
Πρίγκιπα της Δανίας!
(Φεύγουν καθώς μπαίνει η ΒΑΣΩ ως ΑΜΛΕΤ, μαύρο καλσόν,
στιλέτο κλπ. Πολύ εντυπωσιακή επίδειξη μελαγχολίας. Είναι
προφανές ότι έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ω να μπορούσε τούτη η τόσο, τόσο στέρεη
σάρκα, να γενεί νερό, να λιώσει, δροσιά να
σκορπιστεί! Τέτοια κατάντια! Ούτε δυο μήνες
πεθαμένος! Τόσο αγαπούσε τη μητέρα μου! Ας
μην το σκέφτομαι!
(Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ/ΚΛΑΥΔΙΟΣ κι ο ΑΝΤΩΝΗΣ/ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ
μπαίνουν κάνοντας νόημα στη ΒΑΣΩ/ΑΜΛΕΤ να κόψει λόγια)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αν και του ακριβού αδερφού μας η
μνήμη ακόμα είναι χλωρή, τη χτεσινή μας
αδελφή, γυναίκα μας την κάναμε.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Αδυναμία τ’ όνομά σου είναι γυναίκα! Να
παντρευτεί το θείο μου; Του άντρα της τον
αδελφό! Της παρηγοριάς τα ψητά, δεν πήγανε
χαμένα! Στου γάμου τα τραπέζια τ’
αποτέλειωσαν κρύα. Τι πληκτικά, πεζά, στείρα
κι ανούσια που μου φαίνονται του κόσμου τα
καμώματα.! Φτου σας! Ω! Φτου σας! (Ο
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ αηδιασμένος, φεύγει)
(Η Γερτρούδη φεύγει καθώς μπαίνει ο Λαέρτης)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λαέρτη τώρα εσύ, τι θες να μας
ζητήσεις;
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Αφέντη μου, την άδειά σου να φύγω
στη Γαλλία
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Έχεις του κύρη σου την ευλογία;
Πολώνιε; (Παύση. Τίποτα) Πολώνιε;
ΑΝΤΩΝΗΣ ως ΠΟΛΩΝΙΟΣ: (Εκτός, από τα παρασκήνια)
Πήγαινε!
(Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ/ΛΑΕΡΤΗΣ φεύγει)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στον Άμλετ) Άμλετ, σκέψου μας σαν
πατέρα σου, μη φύγεις, μείνε!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Βγάζοντας το κεφάλι της απ’ τα
παρασκήνια) Μείνε!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ας είναι.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωραία! Ποτό! Κανονιά!
(Μαγνητοφωνημένο ...κιρικουουουου! Ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ
τρομοκρατημένος κάνει νόημα στην Αφροδίτη. μπαίνουν ο
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ κι ο ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ ΑΝΤΩΝΗΣ)
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αφέντη μου, σε χαιρετώ.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Χειραψίες) Μαρσέλλο! Οράτιο! Οράτιο!
(Μαγνητοφωνημένη κανονιά. Την αγνοούν)
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Για του πατέρα σου ήρθα την κηδεία.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Κι εγώ που νόμιζα πως ήρθες για της μάνας μου
τον γάμο! (σαν υπνοβάτης) Θαρρώ πως βλέπω
τον πατέρα μου...
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Κύριέ μου, που;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Μέσ’ στη συνείδησή μου.
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ & ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (νόημα «του
‘στριψε») Ααα!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Νομίζω, αφέντη μου, τον είδα χτες τη
νύχτα.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Εντελώς αδιάφορα) Τον είδες; Ποιον;
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τον βασιλιά πατέρα σου.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Με τρομερή ένταση) Τον βασιλιά πατέρα μου.
Που αυτό;
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Πα’ στις επάλξεις.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Οπλισμένο;
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οπλισμένο.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Βλοσυρό;
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Μη καταλαβαίνοντας, αμήχανα) Πιο
πολύ θλίψη από...
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Χλωμός ή κόκκινος;
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Κι αυτός μπερδεμένος) Πολύ.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της
Δανιμαρκίας! Απόψε θα ‘ρθω στη σκοπιά. Ας
ήταν να ‘ρχονταν η νύχτα!
(Ο φωτισμός αλλάζει. Αρχίζουν να τρέμουν απ’ το κρύο)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Δαγκώνει ο αγέρας παγωμένος.
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Για δες, αφέντη μου, έρχεται!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Άγγελοι κι άγιοι του Θεού, βοηθάτε!
(Μπαίνει το ΦΑΝΤΑΣΜΑ. Φριχτοί ήχοι. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δε
δείχνει να βιάζεται καθόλου)
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Άκου με!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Μίλα, κι εγώ θ’ ακούσω.
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Η ώρα μου κοντεύει.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Καημένο Φάντασμα!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μη με λυπάσαι!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Μίλα!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Θ’ ακούσεις.
ΟΛΟΙ: Θα μιλήσεις; Λέγε! Πέσ’ το ρε πουλάκι μου!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Αν τον πατέρα σου τον ακριβό
αγαπούσες, να εκδικηθείς τον άνομο κι
αφύσικό του φόνο.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Φόνο!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Φόνο!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Φόνο!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Φόνο! Φόνο! Το φίδι που
φαρμάκωσε τον έρημο πατέρα σου, τώρα φοράει
το στέμμα του.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ο θείος μου!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ο θείος σου!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ο θείος του!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Παύση παιγμένη. Μυρίζει γύρω
του) Οσμίζομαι το αγέρι της αυγής.
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Η Αφροδίτη ξεχνά να βάλει κόκορα.
Αναγκάζεται) Κικιρικουουουου!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Τι να κάνει, αναγκάζεται να
βιαστεί) Ας είμαι σύντομος. (ανακούφιση από
τους υπόλοιπους).Κει που κοιμόμουνα, αυτός ο
πόρνος, ο αιμομίχτης, ο μοιχός, κλεφτά στ’ αυτί
μου χύνει απόσταγμα θανατερού βοτάνου. Το
αίμα πήζει στη στιγμή, το δέρμα σκάει,
σκληραίνει, κρούστα, λέπια, πύο σιχαμερό,
πέτσα φριχτή, φλοιός, έκκριμα λέπρας
βρωμερής, γιαχ, γιαχ! Φριχτό, φριχτό, όσο δε
γίνεται φριχτό! Μην τ’ ανεχτείς των
βασιλιάδων της Δανίας η κλίνη, στρώμα για
κολασμένη αιμομιξία και για λαγνεία να γίνει!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Αιμομιξία!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λαγνεία!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Στρώμα!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Αντίο, Άμλετ! Μην ξεχνάς!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Στους Μαρσέλλο και Οράτιο) Κι εσείς τη χάρη
να μου κάμετε, λέξη μην πείτε πουθενά γι’ αυτά
που ‘δατ’ απόψε.
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αφέντη μου, ποτέ!
(Τους σπρώχνει εκτός σκηνής)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ε τότε στο καλό! Κι εγώ θα κάνω τον τρελό!
(Βγαίνει. Ακούμε θορύβους και σύγχυση στα παρασκήνια, «τι
κάνεις εδώ, βιάσου, κλπ» Μπαίνει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ως
ΠΟΛΩΝΙΟΣ, ένα γερόντιο. Περιφέρεται με το πάσο του στη
σκηνή, καθαρίζει το λαιμό του, ζυγιάζει τη μασέλα του και...)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Η συντομία είν’ της σοφίας η ψυχή!
(Είναι τρομερά ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Γυρίζει και
κινάει για την έξοδο)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Απ’ τα παρασκήνια) Εφτά λεπτά! Κόβε λόγια!
(Μπαίνει ο ΑΝΤΩΝΗΣ ντυμένος ΟΦΗΛΙΑ)
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αχ πατεράκη μου, στην κάμαρά μου...
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Τον κόβει. Του ‘φαγε την ατάκα) Τι
τρέχει, Οφηλία;
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Ξανά) Αχ πατεράκη μου, στην κάμαρά μου
ο αφέντης Άμλετ, με το κεφάλι κάτω στους
αστραγάλους εμπρός μου άσπρος σαν τα
γόνατά του μ’ αρπάζει θλιβερή απ’ την κόλαση
απ’ τα φρύδια έτσι και με το χέρι τ’ άλλο
τινάζει κουνώντας το κεφάλι πάνω κάτω και
βγάζει στεναγμό σα για να σκάσει το κεφάλι
του. πάνω απ’ τον ώμο του! Χωρίς τα μάτια
του!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μ’ αυτό ειν’ αληθινή του έρωτα
μανία! (Μπαίνει ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ) Μα νάτος
που έρχεται. Θα τόνε δοκιμάσω. Τι κάνει ο
καλός μου αφέντης, ο Άμλετ;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Καλά.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στο κοινό) Φευγάτος! Φευγάτος!
Κύριέ μου, τι διαβάζεις;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Λόγια
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στο κοινό) Αν κι όλ’ αυτά είναι
τρέλα, έχουν μια κάποια συνοχή. Σ’ αφήνω
αφέντη μου!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Βάζει το κεφάλι της στην πόρτα)
Μπαμπά, μπαμπά, ήρθαν οι θεατρίνοι γι’ αυτό
έλα όσο μπορείς πιο σύντομα! ΣΥΝΤΟΜΑ!
(φεύγει)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οι θεατρίνοι! Αχ! Για ότι ζητήσεις
στον κόσμο, αυτοί οι καλύτεροι, για έργα
τραγικά ή κωμικά, ιστορικά, βουκολικά,
ειδυλλιακά, κωμειδυλλιακά, ιστορικο-
ειδυλλιακά, τραγικο-ιστορικά, τραγικο-κωμικο-
ιστορικο-ειδυλλιακά...(Τον παίρνουν σηκωτό)
Δεν είναι δυνατόν...
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Του έχει περάσει η τρέλα) Θα βάλω αυτόν τον
θίασο να παίξει μπρος στον θείο μου κάτι που
να θυμίζει του πατέρα μου το φόνο. Θα κοιτάω.
Και να χλωμιάσει μόνο, ξέρω! Γερά πατάω!
(Τραβάει το στιλέτο) Να ζει κανείς, ή....
ΑΝΤΩΝΗΣ: (από τα παρασκήνια) Να μη ζει!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Να ζει κανείς, ή να μη ζει; Ιδού η απορία! Τι
‘ναι για την ψυχή καλύτερο, αγόγγυστα να
δέχεσαι τις σαϊτιές και τις πετριές μιας
ανελέητης μοίρας ή με τα όπλα ν’ αντιστέκεσαι
στο πέλαο των βασάνων και πολεμώντας να
τους δίνεις τέλος; Θάνατος! Ύπνος! Ίσως
όνειρα! Α! Εδώ ειν’ ο κόμπος...
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Μπαίνοντας με τον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Μπράβο
Βάσω! Μπράβο! (Στο κοινό) Τελικά όμως αυτός
ο μονόλογος δεν είναι και τόσο σημαντικός.
Βλέπετε, εδώ ο Άμλετ αντί να σκέφτεται πως να
εκδικηθεί τον θείο του, μιλάει γι’ αυτοκτονίες,
κι αυτό αδυνατίζει το ρόλο. Εγώ λέω ν’
αφήσουμε γι’ απόψε αυτόν τον μονόλογο και να
πάμε στο έργο μέσα στο έργο...
(Η ΒΑΣΩ καρφώνει τον ΑΝΤΩΝΗ μ’ ένα θανατερό βλέμμα)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Μπαίνοντας) Καλή ιδέα! Έτσι δε θα χάσουν
τίποτα...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Σταθείτε ρε παιδιά! Να πει τον άλλο τον
μονόλογο τουλάχιστον! Τον «Τι έργο τέχνης
που ν’ ο άνθρωπος» Αυτόν που λέει: «Είν’ λίγες
μέρες τώρα - δεν ξέρω το γιατί - που μέσα μου
έσβησε η χαρά. Τις ασχολίες μου τις παλιές τις
έχω εγκαταλείψει, κι η διάθεσή μου ειν’ πια
τόσο βαριά, που το εξαίσιο τούτο
κατασκεύασμα, η γη, μου φαίνεται σαν άγονο
ξερό ακρωτήρι. Ο ασύγκριτος ετούτος θόλος, ο
αιθέρας - βλέπετε - το λαμπερό στερέωμα, η
θεόρατη σκέπη η κεντημένη με χρυσάφι και
φωτιά, στα μάτια μου φαντάζουν όλα σαν
συμπυκνωμένοι βρωμεροί αχνοί. Τι έργο τέχνης
που ν’ ο άνθρωπος! (Ο ΑΝΤΩΝΗΣ το παίρνει
προσωπικά) Τι άρχοντας στο νου! Στην όψη και
την κίνηση, τι έκφραση, τι θαύμα! Στην πράξη
αγγελικός. Στη νόηση Θεός. Της πλάσης το
αριστούργημα, ο βασιλιάς των ζωντανών. Κι
όμως, τι ‘ναι για μένα η πεμπτουσία αυτής της
σκόνης;»
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (εκτός) Όχι Παναγιώτη, δεν έχουμε καιρό γι’
αυτόν. Είν’ όμως εκείνος ο άλλος που λέει:
(Μπαίνει) «Μίλησε κανείς γι’ αγάπη σε
γυναίκα οργισμένη όσο αυτή; Πως! Εγώ, που με
το ξίφος μου της πήρα σύζυγο και πεθερό, να
την κερδίσω, ενώ η καρδιά της κόχλαζε απ’ τ’
άγριο πάθος - το στόμα της απ’ τις κατάρες
αφρισμένο, έχοντας τον Θεό και τη συνείδησή
της εναντίον μου, κι ούτ’ έναν με το μέρος μου,
έξω απ’ τον Διάβολο και το υποκριτικό μου το
ταλέντο; Στοιχηματίζω το δουκάτο μου, αυτή
με βρίσκει - κι ας μη μπορώ βεβαίως ο ίδιος να
το δω - άντρα μ’ ακατανίκητη ομορφιά!»
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κι αυτός είναι πολύ ωραίος! Γιατί όμως
κουτσαίνεις όταν τον λες;
ΒΑΣΩ: (Δεν κρατιέται άλλο) Για ηλίθια με περνάτε
όλοι σας; Και καλά δεν κατάλαβες πως δεν
κάνει Άμλετ. Κάθε βράδυ προσπαθεί ο χόντρος
να χώσει κάπου τον Ριχάρδο! Βλάκα! Ε, βλάκα!
(στον ΑΝΤΩΝΗ που γελάει) Εσύ μη γελάς! Μη
γελάς εσύ! Εσύ ‘σαι ο χειρότερος απ’ όλους.
Μου ‘χεις πάρει όλους τους ρόλους, κι έχεις το
θράσος από πάνω να μη μ’ αφήνεις να πω ούτ’
ένα μονόλογο! Από που κι ως που να κάνεις την
Ιουλιέτα, μου λες; Έχεις δει την φάτσα σου
στον καθρέφτη; Μια παρωδία είσαι! Από
ερμηνεία δε...οδοστρωτήρας! Υπερβολικέ!
Αγγούρι! Άσχημη! Ψεύτη! Μονότονε!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Α, σε παρακαλώ πολύ, Βάσω, μη με λες βλάκα!
Όλα κι όλα! Μη γίνουμ’ από δυο χωριά εδώ
μέσα!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Α, κοίταξε να δεις! Στο κάτω κάτω εγώ δεν είπα
ούτ’ ένα μονόλογο σήμερα! Στους άλλους να τα
πεις!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Έν’ άλογο! Έν’ άλογο! Το βασίλειό μου για έν’
άλογο!
ΒΑΣΩ: Ψωνάρα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ε! Ντροπή!
(Παύση)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Νόημα να συνεχίσουν) Αφέντη μου, στο
μοναστήρι! Άντε! Πάμε!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωραία, πάμε, γρήγορα...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δε μπορώ, δεν είμαι ντυμένη...
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μα είναι σημαντική σκηνή, δε μπορούμε να την
πηδήξουμε...
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δε μπορώ. Δεν είμαι προετοιμασμένος, πως το
λένε. Η Οφηλία δεν είναι παίξε γέλασε, είναι
πολύ δύσκολος ρόλος. Σύνθετος.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Έλα κόφ’ τις μαλακίες, τώρα...
ΒΑΣΩ: Σιγά τον ρόλο!
ΑΝΤΩΝΗΣ: ΣΙΓΑ ΤΟ ΡΟΛΟ!!!!!!!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ε ναι ρε Αντώνη, σιγά το ρόλο. Ο καθένας
μπορεί να παίξει την Οφηλία! Τι είν’ η Οφηλία;
Ριχάρδος; Η μάνα μου μπορεί να παίξει την
Οφηλία.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Δείχνοντας μια κύρια στο κοινό) Αυτή εδώ η
κυρία μπορεί να παίξει την Οφηλία.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Α! Ναι; γιατί δεν την παίζει τότε!
ΒΑΣΩ: Τρομερή ιδέα!
(Η ΒΑΣΩ κι ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ αρπάζουν την κακομοίρα και τη
σέρνουν στη σκηνή)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ελάτε ρε παιδιά, δε μπορείτε να φέρετε μια
άσχετη να παίξει την Οφηλία.
ΒΑΣΩ: Δεν είναι άσχετη, κι εξάλλου η ίδια
προσφέρθηκε.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στην εθελόντρια) Πρωτ’ απ’ όλα, πως είπαμε τ’
ονοματάκι σας;
ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ: ---------------------------------
(Λέει τ’ όνομά της)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ωραία, ______________, Αυτή είναι μια πολύ απλή
σκηνή.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Είναι τρομερά πολύπλοκη!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ο Άμλετ είχε ένα δεσμό με την Οφηλία, αλλά μ’
όλ’ αυτά που γίνανε με τον πατέρα του και την
μάνα του και το θείο του και λοιπά και λοιπά,
δε μπορεί ν’ ασχολείται πια μαζί της.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Της φέρεται πολύ πούστικα! (Μεσ’ απ’ τα
δόντια του) Αλλ’ άντε τώρα εσύ να
κατανοήσεις, να συλλάβεις...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Έτσι, τσαντίζεται και της λέει να τον αφήσει
ήσυχο! Της λέει: «Στο μοναστήρι, άντε!» Στη
δική μας εκδοχή, το μόνο που προλαβαίνει αυτή
να πει είναι: «Αφέντη μου...!» Αυτό είν’ όλο. Ο
Άμλετ της λέει «Στο μοναστήρι, άντε!», κι αυτή
λέει: «Αφέντη μου...!» Ντάξει; Το δοκιμάζουμε;
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Τη σπρώχνει με κακία καθώς περνάει δίπλα
της. Πριν αποχωρήσει) Καλή επιτυχία!
ΒΑΣΩ/ΑΜΛΕΤ: Στο μοναστήρι, άντε!
ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ: Αφέντη μου...!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Καθόλου ενθουσιασμένος, φυσικά) Τ’ άκουσες,
Παναγιώτη; Εμένα μ’ άρεσε πολύ.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Ανάλογα με την περίσταση)
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Ξαναμπαίνει) Φρίκη ήταν. Απαράδεκτο. Χωρίς
να θέλω να γίνομαι κακός, αλλά, δεν είστε
ηθοποιός και, για να ‘μαστε ειλικρινείς, σας
φαίνεται. Προφανώς δεν έχετε ιδέα τι περνάει
απ’ το μυαλό της Οφηλίας αυτή τη στιγμή.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οι ηθοποιοί χρησιμοποιούν αυτό που λέμε...
ΒΑΣΩ: «Το από μέσα»
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τον εσωτερικό μονόλογο.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ακριβώς! Κι αυτό ακριβώς είναι που σας λείπει,
και σαν αποτέλεσμα, η ερμηνεία σας ήταν
επίπεδη και μονοδιάστατη. Αν και φανερώσατε
καλή διάθεση…
ΒΑΣΩ: Εγώ θα το ‘λεγα ταλέντο. Έχετε ταλέντο. Σε
σύγκριση με κάποιους άλλους, σίγουρα έχετε
ταλέντο! Χρειάζεστε δουλειά βέβαια...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπορούμε να σας βοηθήσουμε αν θέλετε.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (ενθουσιασμένος) Ναι! Ναι! Σεμινάριο!
Σεμινάριο!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Αφροδίτη, σεμινάριο!
(Η πλατεία φωτίζεται)
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τώρα θα βοηθήσετε όλοι, να φτιάξουμε λίγο
ατμόσφαιρα για την ________.
ΒΑΣΩ: Θέλουμε να τη βοηθήσουμε να νοιώσει τι
περνάει αυτή τη στιγμή απ’ το μυαλό της
Οφηλίας.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Θα κάνουμε μια άσκηση που συνηθίζουν οι
ηθοποιοί. Όλοι εμείς θα κάνουμε τις φωνές που
ακούει στο κεφάλι της η Οφηλία.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Σαν Φροϋδική ανάλυση.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εσείς! (φέρνει ένα άλλο θεατή) Εσείς θα
παίξετε το Εγώ της Οφηλίας. Σ’ αυτό το στάδιο,
το Εγώ της είναι λίγο εδώ, λίγο εκεί, χαμένο,
ένα Εγώ... μαστουρωμένο.
ΒΑΣΩ: Για αυτό θα γυρνάτε μια δεξιά μια αριστερά...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Και θα λέτε «Προς τα που; Προς τα που; Προς
τα που;» Τι λέτε, το δοκιμάζουμε λίγο;
ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ: Προς τα που; Προς τα που; Προς τα που;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πιο δυνατά!
ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ: Προς τα που; Προς τα που; Προς τα που;
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ωραία, πολύ ωραία! Τώρα, εσείς η από δω
μεριά, θα είστε το Εκείνο της Οφηλίας. Το
Εκείνο σ’ αυτή τη φάση περνάει μια υπαρξιακή
κρίση. Δεν ξέρει τι είναι πραγματικό και τι δεν
είναι. Θα σηκώσουμε λοιπόν όλοι τα χέρια μας
στον αέρα, θα τα κουνάμε πέρα δώθε, έτσι, και
θα λέμε «Ίσως ναι, ίσως όχι, ίσως ναι, ίσως
όχι» Ωραία, πολύ ωραία. Φτάνει! ΦΤΑΝΕΙ!!
Φυλάξτε λίγο και για μετά.
ΒΑΣΩ: Τώρα εσείς από δω, θα είστε το Υπερεγώ της
Οφηλίας. Το Υπερεγώ είναι οι φωνές που
κουδουνίζουν στο κεφάλι της και της λένε τι
πρέπει να κάνει. Ίσως η Οφηλία το μόνο που
θέλει να πει είναι: «Κοίταξε, Άμλετ, κόφ’ τις
μαλακίες, το βιολογικό μου ρολόι χτυπάει - τ’
ακούς - τικ τακ τικ τακ και θέλω να κάνω
παιδιά τώρα!»
(Στο μεταξύ ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ δίνει οδηγίες στην ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ
να πει την ατάκα της μόλις της δώσουν το σήμα)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λοιπόν το δοκιμάζουμε; Όλοι εσείς εδώ θα
πείτε: «Κοίταξε, Άμλετ, κόφ’ τις μαλακίες, το
βιολογικό μου ρολόι χτυπάει - τ’ ακούς - τικ
τακ τικ τακ και θέλω να κάνω παιδιά τώρα!»
Πάμε με το τρία: ένα, δύο, τρία!
ΥΠΕΡΕΓΩ: «Κοίταξε... μαλακίες... τικ τακ... τώρα!»
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Υπερεγώ, είσαστε για τα πανηγύρια.
(Ψιθυρίζει) Βάσω! Κόφ’ το!
ΒΑΣΩ: Υπερεγώ, ας κάνουμε μια μικρή αλλαγή στο
κείμενό σας. Για να γίνει πιο έντονο, ίσως θα
‘ταν καλύτερα να πείτε μόνο «τώρα, τώρα,
τώρα!»
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πάμε πάλι, Υπερεγώ!
ΥΠΕΡΕΓΩ: Τώρα, τώρα, τώρα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εντάξει, Υπερεγώ, αυτό ήταν κάπως λιγότερο
τελείως απαράδεκτο. Προχωράμε. Ο Άμλετ από
δω θα δώσει την ατάκα στην Οφηλία. Ο
Πολώνιος θα λέει κι εκείνος το κείμενό του!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Η συντομία είν’ της σοφίας η ψυχή!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: …που δεν έχει και μεγάλη σχέση με τη
δεδομένη σκηνή, αλλά αυτό είναι καλό!
Συμβολίζει το μπέρδεμα στο μυαλό της
Οφηλίας! Κι εδώ που τα λέμε οι περισσότεροι
πατεράδες σε στιγμές κρίσης πάντα κάτι τέτοια
άσχετα λένε, κι εκτός αυτού είν’ τα μόνα λόγια
του Πολώνιου που ξέρει ο Παναγιώτης. Πάμε
λοιπόν: Άμλετ!
ΒΑΣΩ/ΑΜΛΕΤ: Στο μοναστήρι, άντε
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πολώνιος!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Η συντομία είν’ της σοφίας η ψυχή.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εγώ!
ΕΓΩ: (αριστερά, δεξιά) Προς τα που; Προς τα που;
Προς τα που;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εκείνο! Χέρια στον αέρα!
ΕΚΕΙΝΟ: (χέρια στον αέρα) Ίσως ναι, ίσως όχι, ίσως ναι,
ίσως όχι
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Υπερεγώ!
ΥΠΕΡΕΓΩ: Τώρα, τώρα, τώρα.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μπράβο, μη σταματάτε!
(Όλα τα παπαράνω ανακατωμένα, όπως είναι φυσικό και μεγάλη
βαβούρα Το όλο πράγμα αναπτύσσεται σ’ ένα τρελό crescendo)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εντάξει, ΦΤΑΝΕΙ!
(Όλοι γυρίζουν και δείχνουν την ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ. Προβολέας πάνω
της. Αυτή, τι να κάνει η κακομοίρα)
ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ: Αφέντη μου!
(Πανζουρλισμός. Χειροκροτήματα. Μαγνητοφωνημένο πλήθος. Οι
ηθοποιοί ξεφορτώνονται το ΕΓΩ με μια χειραψία, ενώ την
ΕΘΕΛΟΝΤΡΙΑ/ΟΦΗΛΙΑ την περιβάλλουν μ’ απίστευτη λατρεία.
Την φέρνουν να υποκλιθεί στο κοινό. Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ δείχνει το
ρολόι, συνειδητοποιούν ότι έχουν σπαταλήσει άπειρο χρόνο,
πανικοβάλλονται κι αναλαμβάνουν τον προηγούμενο τρομακτικό
ρυθμό)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Εδώ είν’ ο κόμπος. Μα να η ωραία Οφηλία.
(Στο μεταξύ ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ φέρνει τις κούκλες στον
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ και τον βοηθάει να τις βάλει στα χέρια του)
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αφέντη μου...
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Στο μοναστήρι, άντε!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Με διαφορετική απόχρωση αυτή τη φορά)
Αφέντη μου! Αφέντη μου! Αφέντη μου! Καλέ μου
αφέντη! Αφέντη μου! Το κατάλαβες, _________;
(Φεύγει)
(Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ μιλάει στις κούκλες)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Πείτε τα λόγια σας καθώς τα πρόφερα εγώ, μην
πριονίζετε τον αέρα, ούτε και πεθαμένα,
κρατείστε σα να λέμε τον καθρέφτη και μη
μιλάτε άλλο.
(Μπαίνει ο ΚΛΑΥΔΙΟΣΛΕΥΤΕΡΗΣ. Τον ακολουθεί η
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι κάνει ο ανιψιός και γιος μας ο
Άμλετ;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κάθισε αφέντη μου.
(Ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ σηκώνει έναν θεατή και κάθεται στην
πρώτη σειρά)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στον ΠΟΛΩΝΙΟ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Κύριέ
μου, άκουσα πως έπαιξες κι εσύ στα νειάτα
σου.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τον Καίσαρα. Με σκότωσε ο τέκνον
Βρούτος. Κύριέ μου, Πράξη Πρώτη.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ποιο έργο;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ο Καλός, ο Κακός και η Άσκημη!
(Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα συναντιούνται, ερωτεύονται και
προχωρούν κατευθείαν στη συνουσία)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Διάλειμμα!
(Φώτα πλατείας. Περιφέρονται σαν σε δεξίωση)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ήταν σύντομο!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Σαν αγάπη γυναίκας.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στη ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗ)
Κυρία, πως σας φαίνεται το έργο;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ενδιαφέρον! Η κυρία υπόσχεται πάρα
πολλά νομίζω.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Παραπέμπει ευθέως!
(Κουδούνι)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κύριέ μου, Πράξη Δεύτερη.
(Με το τέλος μιας ακόμα συνουσίας, η μαριονέτα/βασιλιάς
χασμουριέται, τεντώνεται και ξαπλώνει να κοιμηθεί.
Εμφανίζεται η μαριονέτα/Κλαύδιος και ρίχνει blanco στο αυτί
του βασιλιά. Ο βασιλιάς αρχίζει να χτυπιέται. Ο
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ σηκώνεται)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ο βασιλιάς σηκώνεται. Σταματήστε
το έργο!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Φώτα! Φώτα! Να φύγω!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Στοιχηματίζω χίλιες λίρες! Το Φάντασμα είχε
δίκιο.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Αφέντη μου, η κυρία μητέρα σου
ζητάει να σε δει.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Κι εγώ θα υπακούσω. (Φεύγει)
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Φεύγει) Τι θα της πει θα
κρυφακούσω.
(Ο ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κρύβεται)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Λοιπόν, μητέρα, τι συμβαίνει;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (αρχίζει να ουρλιάζει χωρίς να της
έχει δώσει κανένα λόγο) Τι κάνεις! Όχι! Ωχ!
Να με σκοτώσεις θέλεις; Βοήθεια!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Βοήθεια! Ωχ, σκοτώθηκα!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αλλοίμονο, τι έκανες;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Πάψε τα χέρια έτσι να σφίγγεις! (Η
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ σφίγγει τα χέρια της)
Σύχασε, κάτσε, κι άσε με να σφίξω την καρδιά
σου.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Άμλετ! Που ν’ ο Πολώνιος;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Σε δείπνο.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δείπνο! Πού;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Εκεί που τρώγεται! Όχι που τρώει.
(Φεύγουν όλοι. Μπαίνει ο ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Που ειν’ ο βασιλιάς; (Παύση)
(Μπαίνει βιαστικά ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ με τη
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗ)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γερτρούδη άφησέ μας. (Η
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ, τελείως μπερδεμένη,
φεύγει) Καλέ μου Λαέρτη, ψυχραιμία!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ανάξιε βασιλιά! Δώσε μου τον
πατέρα μου!
(Παύση. Προφανώς εδώ έπρεπε ν’ ακουστεί κάτι)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι ήχος θλιβερός φτάνει στ’ αυτιά του;
(Η ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ ουρλιάζει απ’ τα παρασκήνια)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τι ήχος θλιβερός φτάνει στ’ αυτιά
μου; Κόρη μονάκριβη, αδελφούλα μου, γλυκιά
Οφηλία!
(Μπαίνει η ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ)
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Γυμνό τον έριξαν στη γη! Ω! Νάνι νάνι, ω
νάνι νάνι! Πουλάκι, στο καλό! Είμαι τρελή,
θεότρελη, για δέσιμο, τα ‘χω τελείως χαμένα!
(στην Εθελόντρια που έπαιξε την Οφηλία
προηγουμένως) Αυτό θα πει ηθοποιία! (σ’ έναν
θεατή) Να! Δεντρολίβανο για να θυμάσαι!
Πικρόχορτο για σένα! Και λίγο για μένα!. Θα
σου ‘φερνα και μενεξέδες, όμως μαράθηκαν σαν
πέθανε ο πατέρας μου!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στο κοινό) Εκδίκηση!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Λευτέρη, ποια είναι η επόμενη σκηνή της
Οφηλίας;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δεν έχει άλλες σκηνές η Οφηλία.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Έλα κόφ’ τις αηδίες.
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τι, εγώ τις έκοψα; Αυτό έγραψε ο Σαίξπηρ.
Σπάσε!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Δηλαδή μένει ο πνιγμός;
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Δίνε του!
ΑΝΤΩΝΗΣ: Οκέυ (Φεύγει)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Τι να κάνω να δειχτώ του κύρη μου
αντάξιος γιος, κι όχι μόνο στα λόγια;
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι δυο σας θα μονομαχήσετε και
στοίχημα...
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Μπαίνοντας μ’ ένα ποτήρι νερό) Φύγαμε!
(Ρίχνει το νερό στο πρόσωπό της, πνίγεται, πεθαίνει, σηκώνεται,
κάνει να φύγει)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι δυο σας θα μονομαχήσετε...
(Η ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ ξανάρχεται, υποκλίνεται και φεύγει)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Οι δυο σας θα μονομαχήσετε και
στοίχημα θα βάλω πάνω σας.
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Κι εγώ το ξίφος μου θα βάψω, μ’
ένα υγρό θανατερό που έστω και ξώπετσα αν
τον πάρει...
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κι αν κάτι δεν πάει καλά, για να
σκεφτώ! (Παύση. Στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ που
ανυπομονεί) Παύση παιγμένη! Το βρήκα! Όταν
στη μάχη πάνω ανάψει και θέλει αυτός να πιει,
θα του ‘χω έτοιμο ποτό φαρμακωμένο.
(Μπαίνει η ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ για ν’ αναγγείλει τα κακά
μαντάτα)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Οι δυστυχίες, μας έρχονται η μια
πάνω στην άλλη. Λαέρτη, η αδερφή σου...
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Οργισμένος, βγαίνοντας)
Αλλοίμονο, πνιγμένη!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Αποσβολωμένη) Ναι, πνιγμένη...
(Η ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ, τι να κάνει, φεύγει κι αυτή. Ο
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ ΛΕΥΤΕΡΗΣ μεταμορφώνεται επί σκηνής σε
ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗ. Μπαίνει ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ φέρνοντας του το
φτυάρι)
ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Τούτο το καύκαλο είχε μια
γλώσσα μέσα του, και τραγουδούσε κάποτε
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ποιανού ήταν;
ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ποιανού θαρρείς; (Φεύγει)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Αλλοίμονο καημένε Γιόρικ!
(Κρύβεται. Μπαίνουν ο ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κι η
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ /ΑΝΤΩΝΗΣ κουβαλώντας τη νεκρή Οφηλία-
Κούκλα. Ακολουθεί ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ ΛΕΥΤΕΡΗΣ που αγωνίζεται να
ντυθεί)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Βάλτε τη μεσ’ στο χώμα. Απ’ το
πανέμορφο κι αμόλυντο κορμί της, πανσέδες να
φυτρώσουν.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Πετώντας λουλούδια στον τάφο)
Ομορφιά στην ομορφιά. Έχε γεια.
(Ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ αρχίζει να ρίχνει χώμα)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μη ρίχνετε άλλο χώμα μια στιγμή
(πολύ αργά, το τρώει στη μούρη) Να τηνε σφίξω
μια ύστερη φορά στην αγκαλιά μου.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Πετάγεται στη σκηνή) Εγώ είμ’ ο Άμλετ της
Δανίας!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οι δαίμονες να πάρουν την ψυχή σου!
(Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ τρέχει προς το πτώμα και προσπαθεί να το
αποσπάσει απ’ το ΛΑΕΡΤΗ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ. Παλεύουν, τραβώντας
και οι δυο. Ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ βγαίνει απ’ τη σκηνή)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Χωρίστε τους! Άμλετ! Λαέρτη! Άμλετ!
Λαέρτη! Κλαύδιε!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Απ’ έξω) Δε μπορώ τώρα!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Φρανσίσκο! Μπερνάρντο! Μαρσέλλο!
Οράτιο!
(Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ αφήνει το πτώμα που καταλήγει στη
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗ. Ξαναμπαίνει ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ως ΟΣΡΙΚ με
τα ξίφη Το ένα ξίφος έχει πάνω του το σήμα του δηλητηρίου
πασιφανές. Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ διαλέγει λάθος ξίφος)
ΟΣΡΙΚ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στον ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ) Βλάκα! (δίνει το άλλο
στον Άμλετ)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Στον ΟΣΡΙΚ/ΛΕΥΤΕΡΗ, συνωμοτικά,
νομίζοντας πως είν’ ο Οράτιος) Οράτιο, οι
Ρόζενστερν είναι νεκροί!
ΟΣΡΙΚ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Ψιθυριστά) Όχι, δεν είμ’ ο Οράτιος! Το
πηδάμ’ αυτό.
ΑΝΤΩΝΗΣ: (Ψιλο-έξαλλος, θα ήθελε πολύ να ξέρει) Επιτέλους,
ποιον κάνεις τώρα;
ΟΣΡΙΚ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Ψιθυριστά) Τον Όθρικ. (Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ κι
η ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ προσπαθούν να
θυμηθούν) Όθρικ! (Ως Οσρικ) Ο βασιλιάθ,
αφέντη μου, μου ανέθεθε…(Φεύγει)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (Το ‘πιασε) Α! Θα παλέψω! Τα ξίφη δώστε μας.
(φυσικά, τους τα ‘χουν δώσει ήδη)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (δείχνει το ρολόι) Ένα λεπτό!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Προσέχετε. Κόβουν άσκημα αυτά.
(Κάνουν τους χαιρετισμούς. Ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ
φοβούμενος πως άργησε, μπαίνει τρέχοντας στη σκηνή)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Χτύπημα. Χτύπημα ολοκάθαρο.
(Σύγχυση) Σταθείτε! Δώστε μου να πιω! (φέρνει
ο ίδιος στον εαυτό του μια κούπα)
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Στον ΚΛΑΥΔΙΟ/ΛΕΥΤΕΡΗ) Τώρα
ποιον κάνεις;
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Εσύ ποιον λες; Άμλετ! Δικό σου ετούτο
το μαργαριτάρι. (ρίχνει ένα δηλητηριασμένο
μαργαριτάρι στο κρασί) Περάστε του το
κύπελλο. (πάει ο ίδιος να του το δώσει)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: (ακόμα συγχυσμένος) Άσ’ το για λίγο, θείε...
Νεκροθάφτη... Οθρικ...
(Το βρήκε. Συνεχίζεται η ξιφομαχία. Ο Αμλετ τρυπάει τον
Λαέρτη)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Castrato) Αααα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Άλλο ένα χτύπημα. Τι λες;
(Ο ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ εξετάζει το ξίφος που του έχει μπει
ανάμεσα στα σκέλια)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Βαθιά φωνή) Ξέγδαρμα, ξέγδαρμα,
το παραδέχομαι.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Άμλετ! Να! Πίνει για τη νίκη σου η
βασίλισσα.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Μην πιεις, Γερτρούδη, μη!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Συχώρα με, κύριέ μου, αλλά θα πιω.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Με τρομερή αγωνία) Είν’ το
φαρμακωμένο το... (ότι έγινε έγινε) πολύ αργά!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Έλα, Λαέρτη, και το τρίτο.
(Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ πάει να τραβήξει το σπαθί του αλλά ο
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ τον κόβει. Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ
οργισμένος του παίρνει το σπαθί. Ο ΛΑΕΡΤΗΣ/ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κι
ο ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ διαμαρτύρονται. Αλλάζουν σπαθιά. Στη
διαδικασία ο ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ κόβεται)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πεθαίνω!
(Η ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ δε νοιώθει και τόσο καλά Κανείς δεν
της δίνει σημασία. Προκαλεί. Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ αφήνει το ξίφος
του να πέσει στο πάτωμα)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Τι έπαθε η βασίλισσα;
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Λιγοθυμιά της ήρθε που είδε τα αίματα.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Όχι, όχι, Άμλετ, το πιοτό! Το κύπελλο!
Ήπια φαρμάκι!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ω σκευωρία! Προδοσία!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Στο πάτωμα. Του δείχνει το
δηλητηριασμένο ξίφος) Άμλετ, σε σκότωσα! Ο
βασιλιάς για όλα φταίει.
(Ο ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ τρομάζει τον ΚΛΑΥΔΙΟ/ΛΕΥΤΕΡΗ που πέφτει
πάνω στο σπαθί του ΛΑΕΡΤΗ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ, και κατόπιν πάνω
στον ίδιο το ΛΑΕΡΤΗ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ)
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωχ, σκοτώθηκα!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Συχώρα με Άμλετ. Η αμαρτία μου
ΕΠΕΣΕ πάνω μου όλη.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Σ’ ακολουθώ κι εγώ.(Στο κοινό) Σεις που
κοιτάτε ωχροί και τρέμοντας ότι έγινε… Αν
είχα χρόνο, ω, θα μπορούσα να σας πω…(Του
κλείνουν το στόμα) Τ’ άλλα σιωπή.
(Πεθαίνει. Σκοτάδι. Φως. Μουσική. Σηκώνονται, χορεύουν κι
αλληλοσυγχαίρονται για το θρίαμβό τους)
ΑΝΤΩΝΗΣ: Σας ευχαριστούμε κυρίες και κύριοι, μα ω πως
σας ευχαριστούμε, είσαστε καταπληκτικό
κοινό. Με τη συμπαράστασή σας τα
καταφέραμε. Ακριβώς μια ώρα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ολόκληρος ο Σαίξπηρ σε ακριβώς μια ώρα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σε ακριβώς μια ώρα... (Διαμαρτυρίες από το
κοινό) Ε; Δεν ήταν ακριβώς μια ώρα; Καλά δεν
έχετε ακούσει αυτό που λέμε…
ΟΛΟΙ: «Θεατρική… αηδία»;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Για να σας δείξουμε λοιπόν την ευγνωμοσύνη
μας θα το κάνουμε...
ΟΛΟΙ: Ακόμα μια φορά!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανίας
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Γυναίκα μας την κάναμε.
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Να εκδικηθείς τον άνομο κι
αφύσικό μου...
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Φόνο!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Ο θείος μου!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Στρώμα!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Η συντομία είν’ η ψυχή!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Να ζει ή να μη ζει; Απορία. Να η Οφηλία. άντε!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Αφέντη μου...
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ήταν σύντομο! Φώτα! Να φύγω!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Στοιχηματίζω δέκα λίρες, το Φάντασμα είχε
δίκιο. Λοιπόν μητέρα, τι συμβαίνει;
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Όχι! Να με σκοτώσεις θες! Βοήθεια!
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Βοήθεια! Ωχ, σκοτώθηκα!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Άμλετ, που ν’ ο Πολώνιος;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Σε δείπνο.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Που;
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Φύγαμε! (ρίχνει νερό στο πρόσωπό της)
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Γλυκιά Οφηλία!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Καημένε Γιόρικ!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Βάλτε τη μέσ’ στο χώμα.
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ομορφιά στην ομορφιά.
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Μη ρίχνετε άλλο χώμα, μια στιγμή
(πολύ αργά πάλι)
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Εγώ είμαι της Δανίας!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ξέγδαρμα! Ωχ! Πεθαίνω!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ήπια φαρμάκι!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ωχ, σκοτώθηκα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Τ’ άλλα σιωπή.
(Καταλήγουν στις ίδιες στάσεις που ήταν προηγουμένως.
Σκοτάδι. Φως. Σηκώνονται και χαιρετούν. Σύντομη σύσκεψη)
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Είσαστε καταπληκτικοί κυρίες και κύριοι, τι να
πούμε, τέτοια υποδοχή...
ΒΑΣΩ: Τι να κάνουμε...Πως να σας ευχαριστήσουμε...
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πως! Πως!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Θα το κάνουμε ακόμη μια φορά, ανάποδα!
ΛΕΥΤΕΡΗΣ: (Στο κοινό) Καλά, είστε και πολύ μαζόχες!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Σιωπή τ’ άλλα.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Σκοτώθηκα ωχ!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Φαρμάκι ήπια.
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πεθαίνω! Ωχ! ξέγδαρμα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Δανίας της είμ’ εγώ!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Πετάει με πολλή οργή χώμα στον
ΚΛΑΥΔΙΟ/ ΛΕΥΤΕΡΗ) Στιγμή μια χώμα άλλο
ρίχνετε μη!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Μαζεύοντας λουλούδια) Ομορφιά
στην ομορφιά!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Χώμα στο μέσ’ τη βάλτε.
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Γιορικ καημένε!
ΛΑΕΡΤΗΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Οφηλία γλυκιά!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: (Φτύνει νερό μεσ’ στο ποτήρι) Φύγαμε!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Που;
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Δείπνο σε.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Πολώνιος ο είν’ που Άμλετ;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Σκοτώθηκα ωχ!
ΓΕΡΤΡΟΥΔΗ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Βοήθεια! Θες σκοτώσεις με να; κανείς
τι; Ωχ! όχι!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Συμβαίνει τι μητέρα λοιπόν; Δίκιο είχε
Φάντασμα το, λίρες δέκα στοιχηματίζω.
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ωγύφ αν! Ατώφ! Ατώφ! Σύντομο
ήταν!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ουμ ηντέφα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Άντε μοναστήρι στο! Οφηλία η να!
ΟΦΗΛΙΑ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Ουμ ηντέφα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Απορία! Ζει μη να η κανείς ζει να;
ΠΟΛΩΝΙΟΣ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ψυχή η σοφίας της ειν’ συντομία η!
ΜΑΡΣΕΛΛΟΣ/ΑΝΤΩΝΗΣ: Στρώμα!
ΑΜΛΕΤ/ΒΑΣΩ: Μου θειος ο!
ΟΡΑΤΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Ονόφ!
ΦΑΝΤΑΣΜΑ/ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ονόφ μου αφύσικο κι άνομο τον
εκδικηθείς να!
ΚΛΑΥΔΙΟΣ/ΛΕΥΤΕΡΗΣ: Κάναμε την μας γυναίκα!
ΟΛΟΙ: Δανίας της βασίλειο στο σάπιο είναι κάτι!
(Ανάποδες υποκλίσεις) Πολύ πάρα
ευχαριστούμε σας! Πολύ πάρα ευχαριστούμε
σας! Πολύ πάρα ευχαριστούμε σας!

ΤΕΛΟΣ

You might also like