MMF II 1o Kefalaio

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 33

Σ.Η.

ΜΑΣΕΝ
ΣΠΟΥ∆ΑΣΤΗΡΙΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟ∆ΟΙ
ΦΥΣΙΚΗΣ
Τόµος ΙΙ

• ∆.Ε. της Θεωρητικής Φυσικής


• Μέθοδος Frobenius
• Ειδικές Συναρτήσεις
• Λογισµός Μεταβολών
• Μετασχητισµοί Laplace και Mellin
• Μέθοδος Monte Carlo


 ξ 
νi
f (x) = c i Jν x
a
i=1
 a ξ 
2 νi
ci = 2 2 f (x)xJν x dx
a Jν+1(ξνi) 0 a

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ιούνιος 2013


.
Περιεχόµενα

1 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ 1


1.1 ∆ιαφορικές εξισώσεις της Θεωρητικής Φυσικής . . . . . . . . . . . . . 1
1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών . . . . . . . . . . . . . . . . . . 3
1.2.1 Λύση της ∆.Ε. Helmholtz σε κυλινδρικές συντεταγµένες . . . . . 5
1.2.2 Λύση της ∆.Ε. Helmholtz σε σφαιρικές συντεταγµένες . . . . . 8
1.3 Συνήθεις γραµµικές και οµογενείς διαφορικές εξισώσεις 2ας τάξεως. . 12
1.3.1 Γενικά . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 12
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 14
1.4.1 Ορθογωνιότητα των ιδιοσυναρτήσεων . . . . . . . . . . . . . . . 16
1.4.2 Εκφυλισµός των ιδιοτιµών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 17
1.4.3 Παραδείγµατα προβληµάτων Sturm-Liouville . . . . . . . . . . 20
1.4.4 Πληρότητα των ιδιοσυναρτήσεων . . . . . . . . . . . . . . . . . 24
1.4.5 Συνεχές ϕάσµα ιδιοτιµών . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 25
1.5 Ασκήσεις Κεφαλαίου 1 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 28
Κεφάλαιο 1

∆ιαφορικές εξισώσεις της


Θεωρητικής Φυσικής

Η λύση ενός προβλήµατος στη Φυσική ανάγεται, κατά κανόνα, στην επίλυση
µιας εξισώσεως ή συστήµατος εξισώσεων, που µπορεί να είναι: Αλγεβρικές, ∆ια-
ϕορικές (συνήθεις ή µε µερικές παραγώγους), ολοκληρωτικές, ολοκληροδια-
ϕορικές κλπ. Πρέπει να αναφερθεί ότι στις Μαθηµατικές Μεθόδους Φυσικής
ασχολούµαστε µε τις µεθόδους λύσεως των εξισώσεων αυτών, χωρίς να ενδια-
ϕερόµαστε για το πως προέκυψαν. Αυτό είναι αντικείµενο της Μαθηµατικής
Φυσικής.
Στο πρώτο κεφάλαιο του παρόντος τόµου ϑα γίνει µια σύντοµη παρουσίαση
των ϐασικών διαφορικών εξισώσεων (∆.Ε.) που συναντάµε στη Φυσική και ϑα
περιγράψουµε τη µέθοδο χωρισµού των µεταβλητών που µπορεί να εφαρµοστεί
σε µια µεγάλη κατηγορία γραµµικών ∆.Ε. µε µερικές παραγώγους.
Τέλος, ϑα αναφερθούν ορισµένα χαρακτηριστικά των συνήθων ∆.Ε. δευ-
τέρας τάξεως σε συνδυασµό µε τις περιοριστικές (οριακές) συνθήκες που επι-
ϐάλλονται στις λύσεις, ανάλογα µε το ϕυσικό πρόβληµα. Για την πληρότητα
του κεφαλαίου ϑεωρήθηκε σκόπιµο να επαναληφθούν ορισµένα ϑέµατα που
αναφέρθηκαν στον πρώτο τόµο του ϐιβλίου.

1.1 ∆ιαφορικές εξισώσεις της Θεωρητικής Φυσικής

Στη Θεωρητική Φυσική συναντάµε ∆.Ε. µε µερικές παραγώγους, όπως για


παράδειγµα τις ∆.Ε.:

• Η εξίσωση του Laplace: ∇2 Ψ = 0. Συναντάται στη Θεωρία της Βαρύτητας,


της Υδροδυναµικής, της Ηλεκτροστατικής κλπ.
2 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

• Η εξίσωση του Poisson: ∇2 Ψ = −ρ/ε. Συναντάται στη Θεωρία της Βαρύτη-


τας, της Ηλεκτροστατικής κλπ.
2
• Η κυµατική εξίσωση: 22 Ψ = 0, όπου 22 = ∇2 − c12 ∂t

2 . Συναντάται στα
κυµατικά ϕαινόµενα (διάδοση ελαστικών κυµάτων στα στερεά, όπως δονού-
µενη χορδή, µεµβράνη κλπ.), στη διάδοση ηχητικών και ηλεκτροµαγνητικών
κυµάτων.
1 ∂Ψ
• Η εξίσωση διαχύσεως: ∇2 Ψ = a2 ∂t
. Συναντάται σε ϕαινόµενα διαχύσεως,
διαδόσεως της ϑερµότητας κλπ.
• Η εξίσωση του Helmholtz: ∇2 Ψ±k 2 Ψ = 0. Είναι η ανεξάρτητη από το χρόνο
κυµατική εξίσωση και εξίσωση διαχύσεως.
• Η ανεξάρτητη και η εξαρτηµένη από το χρόνο εξισώσεις του Schrödinger:
2 2
− 2m ∇2 u + V u = Eu , − 2m ∇2 Ψ + V Ψ = i ∂Ψ
∂t . Συναντώνται στην Κβαντο-
µηχανική.
• Η εξίσωση των Klein-Gordon: 22 Ψ = k 2 Ψ. Συναντάται στη Σχετικιστική
Κβαντοµηχανική.
Οι παραπάνω ∆.Ε. είναι γραµµικές και οµογενείς (εκτός από τη ∆.Ε. του
Poisson) 2ας τάξεως µε µερικές παραγώγους. Μερικές ϕορές εµφανίζονται
και ∆.Ε. µε µερικές παραγώγους ανωτέρας τάξεως.
Ο τρόπος λύσεως των ∆.Ε µε µερικές παραγώγους διαφέρει από τον τρόπο
λύσεως των συνήθων ∆.Ε. Στις συνήθεις ∆.Ε. ϐρίσκουµε πρώτα τη γενική λύση
και στη συνέχεια προσπαθούµε απ’ αυτή να ϐρούµε τη λύση που ικανοποιεί
τις οριακές συνθήκες. Αντίθετα στις ∆.Ε. µε µερικές παραγώγους (εκτός του
ότι η έννοια της γενικής λύσεως δεν είναι εύκολο να διατυπωθεί) αυτή δεν είναι
χρήσιµη για τη λύση ενός συγκεκριµένου προβλήµατος. Για παράδειγµα η
∂2Ψ ∂2Ψ
γενική λύση της εξισώσεως του Laplace στο επίπεδο, + = 0, είναι το
∂x2 ∂y 2
πραγµατικό ή το ϕανταστικό µέρος µιας αναλυτικής συναρτήσεως. Το γεγονός
αυτό όµως δε ϐοηθά στην επίλυση ενός συγκεκριµένου προβλήµατος, όπως
όταν ϑέλουµε να ϐρούµε εκείνη τη λύση της εξισώσεως του Laplace που έχει
δοσµένες τιµές επάνω σε µια καµπύλη του επιπέδου.
Από τα προηγούµενα συµπεραίνουµε ότι για την επίλυση µιας ∆.Ε. µε
µερικές παραγώγους, σ’ ένα συγκεκριµένο πρόβληµα, πρέπει να ακολουθή-
σουµε διαϕορετική µεθοδολογία από ό,τι για τη λύση µιας συνήθους ∆.Ε.
Οι συνήθεις µέθοδοι που χρησιµοποιούνται για τη λύση των ∆.Ε. µε µερικές
παραγώγους είναι:
• Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών.
• Η µέθοδος των συναρτήσεων Green.
1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών 3

• Η µέθοδος των ολοκληρωτικών µετασχηµατισµών.


• Αριθµητικές λύσεις µε τη ϐοήθεια των υπολογιστών.

1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών


Με τη µέθοδο χωρισµού των µεταβλητών η λύση της ∆.Ε. µε µερικές παραγώ-
γους ανάγεται στη λύση ενός συστήµατος συνήθων ∆.Ε. Η µέθοδος αυτή, που
στηρίζεται στο επόµενο ϑεώρηµα, µπορεί να εφαρµοστεί σε ∆.Ε της µορφής:

∂2u ∂2u ∂u ∂u
A1 2
+ A2 2 + A3 + A4 + A5 u = 0, (1.1)
∂x ∂y ∂x ∂y
όπου Ai = Ai (x, y), i = 1, 2, 3, 4, 5 είναι συναρτήσεις των ανεξαρτήτων µετα-
ϐλητών x και y , αν περιοριστούµε σε δύο διαστάσεις.
Πριν τη διατύπωση του ϑεωρήµατος, το σχετικό µε το εφαρµόσιµο της
µεθόδου χωρισµού των µεταβλητών, είναι χρήσιµο να αναφερθεί ότι, σ’ ένα
πρόβληµα που ανάγεται σε µια ∆.Ε. (συνήθη ή µε µερικές παραγώγους), οι
λύσεις πρέπει να υπακούν σε ορισµένες συνθήκες που προκύπτουν από τη
ϕύση του προβλήµατος. Για παράδειγµα η λύση πρέπει να έχει γνωστή συµ-
περιφορά σε δοσµένες χρονικές στιγµές ή περιοχές του χώρου. Οι συνθήκες
αυτές µπορεί να είναι αρχικές ή οριακές, αν και από µαθηµατικής πλευρά ο
διαχωρισµό αυτός δεν έχει σηµασία.

Θεώρηµα 1. Αν υπάρχει µια συνάρτηση D(x, y) τέτοια ώστε:


1 (x,y) A3 (x,y)
• Οι συναρτήσεις G1 = AD(x,y) και G3 = D(x,y) είναι συναρτήσεις µόνο της
ανεξάρτητης µεταβλητής x : G1 = G1 (x), G3 = G3 (x).
2 (x,y) A4 (x,y)
• Οι συναρτήσεις G2 = AD(x,y) και G4 = D(x,y) είναι συναρτήσεις µόνο της
ανεξάρτητης µεταβλητής y : G2 = G2 (y), G4 = G4 (y).
5 (x,y)
• Η συνάρτηση AD(x,y) µπορεί να γραφεί ως άθροισµα δύο συναρτήσεων, που
η µια είναι συνάρτηση µόνο του x και η άλλη µόνο του y:
(1) (2)
A5
D = G5 (x) + G5 (y)
• Τότε η λύση της ∆.Ε. (1.1) µπορεί να γραφεί ως γινόµενο δύο συναρτήσεων:
u(x, y) = uλ (x, y) = Xλ (x)Yλ (y) (1.2αʹ)

που είναι λύσεις των ∆.Ε:

d 2 Xλ dXλ  (1) 
G1 (x) 2
+ G3 (x) + G5 (x) − λ Xλ = 0 (1.2βʹ)
dx dx
d2 Yλ dYλ  (2) 
G2 (y) 2 + G4 (y) + G5 (y) + λ Yλ = 0 (1.2γʹ)
dy dy
4 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Η απόδειξη του ϑεωρήµατος µπορεί να γίνει εύκολα αν αντικαταστήσουµε


στη ∆.Ε. (1.1) την u(x, y) µε το γινόµενο X(x)Y (y) και διαιρέσουµε στη συ-
νέχεια µε το γινόµενο D(x, y)X(x)Y (y). Η εφαρµογή της µεθόδου χωρισµού
των µεταβλητών στα παραδείγµατα των εδαφίων 1.2.1 και 1.2.2 ϑα αναδείξει τη
χρησιµότητά της. Σηµειώνεται ότι η µέθοδος αυτή ενδέχεται να εφαρµόζεται σε
ορισµένα συστήµατα συντεταγµένων και να µην εφαρµόζεται σε άλλα. Μετα-
ξύ των πιθανών συστηµάτων συντεταγµένων στα οποία εφαρµόζεται, εκλέγεται
αυτό που ταιριάζει στη γεωµετρία του προβλήµατος.
Λόγω της αυθαίρετης σταθεράς λ που εµφανίζεται στις λύσεις Xλ (x) και
Yλ (y) των ∆.Ε. (1.2βʹ) και (1.2γʹ) παίρνουµε µια απειρία λύσεων της ∆.Ε. (1.1)
της µορφής u(x, y) = uλ (x, y). ΄Ετσι, προς επίλυση της ∆.Ε. µε τις κατάλληλες
συνθήκες ακολουθούµε την εξής πορεία:
Βρίσκουµε πρώτα τις λύσεις µε τη µορφή uλ (x, y) = Xλ (x)Yλ (y) και προ-
σπαθούµε να ικανοποιήσουµε τις υπάρχουσες οµογενείς συνθήκες, εκλέγον-
τας κατάλληλα τις τιµές των αυθαιρέτων σταθερών ολοκληρώσεως των Xλ (x)
και Yλ (y) και των τιµών της παραµέτρου λ : λ1 , λ2 , λ3 , . . . .
Στη συνέχεια διερευνάται η δυνατότητα εκλογής απείρου πλήθους στα-


ϑερών ci έτσι ώστε η σειρά: ci uλi (x, y) να είναι λύση της ∆.Ε. (1.1) που
i=1
ικανοποιεί επιπλέον τις υπόλοιπες οριακές ή αρχικές συνθήκες.1
Η απαραίτητη προϋπόθεση είναι τόσο η ∆.Ε. µερικών παραγώγων όσο και
οι οριακές συνθήκες να είναι γραµµικές και οµογενείς. Μια µορφή οριακών
συνθηκών που συναντάµε συχνά είναι:
 ∂u(x, y) 
a0 u(x, y)(x,y)∈C + a1  =0 (1.3)
∂ξ (x,y)∈C

όπου C : x = x(s), y = y(s) µια καµπύλη του επιπέδου και a0 , a1 είναι


σταθερές που δεν µηδενίζονται συγχρόνως. Η ∂u ∂ξ παριστάνει την παράγωγο
της u ως προς κάποια κατεύθυνση. Η παράγωγος αυτή µπορεί να εκφραστεί
ως γραµµικός συνδυασµός των µερικών παραγώγων της u ως προς x και y .
Η σχέση (1.3) περιλαµβάνει ως µερικές περιπτώσεις τις παρακάτω οµογε-
νείς συνθήκες, που συναντώνται πολύ συχνά στη Φυσική:
∂u(x, y)  ∂u(x, y) 
α) u(x, y)|(x,y)∈C = 0, β)  = 0, γ)  =0
∂x (x,y)∈C ∂η (x,y)∈C
όπου η διάνυσµα κάθετο στην καµπύλη C .
1
Στην περίπτωση συνεχούς ϕάσµατος τιµών της παραµέτρου λ, ϑα έχουµε αντί σειράς
ολοκλήρωµα: 
cλ uλ (x, y)dλ, λ∈σ
σ
1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών 5

Σε σχέση µε την αναπαράσταση της λύσεως της ∆.Ε. (1.1) µε σειρά, ισχύει
το παρακάτω ϑεώρηµα, που είναι γνωστό και ως αρχή της επαλληλίας:

Θεώρηµα 2. Αν οι συναρτήσεις uλi (x, y) = Xλi (x)Yλi (y) είναι λύσεις της
∆.Ε. (1.1) και ικανοποιούν τις οριακές συνθήκες (1.3) και επιπλέον υπάρχουν
σταθερές ci (i = 1, 2, 3, . . .) για τις οποίες οι σειρές:

 ∞
 ∞
 ∞

∂ 2 uλi ∂ 2 uλi ∂uλi ∂uλi
ci , ci , ci , ci
∂x2 ∂y 2 ∂x ∂y
i=1 i=1 i=1 i=1


συγκλίνουν οµοιόµορφα και η σειρά ci uλi (x, y) συγκλίνει απλά στον τόπο
i=1
D και στο σύνορό του C , που καθορίζεται από τις εξισώσεις: x = x(s) και
y = y(s), τότε η συνάρτηση:


u(x, y) = ci uλi (x, y)
i=1
είναι λύση της ∆.Ε. (1.1) στον τόπο D και ικανοποιεί τις οριακές συνθήκες
(1.3) επάνω στην καµπύλη C .
Τα παραπάνω µπορούν να γενικευθούν και στην περίπτωση περισσοτέρων
των δύο ανεξαρτήτων µεταβλητών.
Θα χρησιµοποιήσουµε τη µέθοδο χωρισµού των µεταβλητών στη λύση της
∆.Ε. του Helmholtz, ∇2 Ψ + k 2 Ψ = 0, σε δύο συστήµατα ορθογωνίων συντε-
ταγµένων, σε κυλινδρικές και σε σφαιρικές συντεταγµένες. Η µέθοδος αυτή
χρησιµοποιήθηκε επίσης και στο εδάφιο 10.4.2 του πρώτου τόµου του ϐιβλίου
για τη λύση της ∆.Ε. του Helmholtz σε καρτεσιανές συντεταγµένες. Υπενθυ-
µίζουµε ότι η συνάρτηση Ψ της εξισώσεως του Helmholtz µπορεί να παριστά
π.χ. το ανεξάρτητο από το χρόνο µέρος της λύσεως της κυµατικής εξισώσεως ή
της εξισώσεως διαχύσεως. Με παρόµοιο τρόπο µπορούµε να δουλέψουµε και
µε τις άλλες ∆.Ε. που αναφέρθηκαν στο εδάφιο 1.1.

1.2.1 Λύση της ∆.Ε. Helmholtz σε κυλινδρικές συντεταγµένες


Σε κυλινδρικές συντεταγµένες:
z
x = ρ cos φ , y = ρ sin φ , z=z
όπου οι συντεταγµένες ρ, φ, z είναι δυνατό να z (x,y,z)
παίρνουν τιµές στα διαστήµατα: ρ ∈ [0, ∞), φ ∈
[0, 2π] και z ∈ (−∞, ∞), η ∆.Ε. του Helmholtz y
γράφεται: x ρ y
φ
x
∂2Ψ 1 ∂Ψ 1 ∂2Ψ ∂2Ψ
+ + + = −k 2 Ψ (1.5)
∂ρ2 ρ ∂ρ ρ2 ∂φ2 ∂z 2 Σχήµα 1.1.
6 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Αν Ϲητήσουµε λύσεις της µορφής:

Ψ(ρ, φ, z) = R(ρ)Φ(φ)Z(z) (1.6)

και αντικαταστήσουµε την (1.6) στην (1.5) και στη συνέχεια διαιρέσουµε και
τα δύο µέλη της ∆.Ε. µε R(ρ)Φ(φ)Z(z), ϑα έχουµε:

1  d2 R 1 dR 1 d2 Φ 1 d2 Z
+ + + = −k 2 (1.7)
R dρ2 ρ dρ ρ2 Φ dφ2 Z d2 z
Παρατηρούµε ότι έχουµε ένα άθροισµα όρων που ισούται µε µια σταθερά,
−k 2 . Οι δύο πρώτοι όροι εξαρτώνται µόνο από τις ανεξάρτητες µεταβλητές ρ
και φ και ο τρίτος µόνο από την ανεξάρτητη µεταβλητή z . Εποµένως, τόσο
το άθροισµα των δύο πρώτων όρων, όσο και ο τρίτος όρος πρέπει να ισούνται
µε µια σταθερά τη σταθερά διαχωρισµού. Το άθροισµα των δύο σταθερών
πρέπει να ισούται µε −k 2 . ∆ηλαδή:
1 d2 Z 1  d2 R 1 dR 1 d2 Φ
=ν και + + =λ (1.8)
Z dz 2 R dρ2 ρ dρ ρ2 Φ dφ2
όπου:
ν + λ = −k 2 → λ = −k 2 − ν
Αντικαθιστώντας την τιµή λ = −k 2 − ν στη δεύτερη ∆.Ε. των (1.8) και
πολλαπλασιάζοντας µε ρ2 και τα δύο µέλη της έχουµε:
1  2 d2 R dR 2 2
1 d2 Φ
− ρ + ρ + (k + ν)ρ = (1.9)
R dρ2 dρ Φ dφ2
Επειδή το αριστερό µέλος της ∆.Ε. (1.9) εξαρτάται µόνο από την ανεξάρτητη
µεταβλητή ρ και το δεξιό µέλος µόνο από την ανεξάρτητη µεταβλητή φ, τα δύο
µέλη της ∆.Ε. πρέπει να είναι ίσα µε την ίδια σταθερά, που τη συµβολίζουµε
µε µ. ΄Ετσι η ∆.Ε. (1.9) χωρίζεται στις εξισώσεις:
1 d2 Φ 1  2 d2 R dR
2 2
=µ και ρ + ρ + k + ν ρ = −µ (1.10)
Φ dφ2 R dρ2 dρ
Εποµένως, η ∆.Ε.του Helmholtz (σε κυλινδρικές συντεταγµένες) χωρίζεται
στις τρεις ∆.Ε.:
d2 Z
− νZ = 0 (1.11αʹ)
dz 2
d2 Φ
− µΦ = 0 (1.11βʹ)
dφ2
d2 R dR 
2
ρ2 2 + ρ + k + ν ρ2 + µ R = 0 (1.11γʹ)
dρ dρ
1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών 7

όπου µ και ν οι παράµετροι διαχωρισµού. Οι λύσεις των ∆.Ε. (1.11αʹ), (1.11βʹ)


και (1.11γʹ) καθώς και οι δυνατές τιµές των παραµέτρων διαχωρισµού ν και µ
συνδέονται άµεσα µε τις οριακές συνθήκες του συγκεκριµένου προβλήµατος.
Συνήθως απαιτείται οι λύσεις της ∆.Ε. Helmholtz να είναι περιοδικές ως
προς τη µεταβλητή φ. ∆ηλαδή, για φ0 ∈ [0, 2π] ισχύει:

dΦ(φ)  dΦ(φ) 
Φ(φ0 ) = Φ(φ0 + 2π),  =  (1.12)
dφ φ=φ0 dφ φ=φ0 +2π
Οι συνθήκες αυτές επιτυγχάνονται όταν (ϐλέπε παράδειγµα 2 του εδαφίου
1.4.3 για µια παρόµοια περίπτωση):

µ = −m2 , m = 0, ±1, ±2, ±3, ... και Φm (φ) = A1 eimφ (1.13)

όπου A1 είναι αυθαίρετη σταθερά. Παρατηρούµε ότι, σε κάθε τιµή της σταθερά
διαχωρισµού µ αντιστοιχούν οι δύο γραµµικά ανεξάρτητες λύσεις Φ±|m| (φ) =
e±i|m|φ . Στη σχέση (1.13) η λύση έχει γραφεί χωρίς το σύµβολο ± επειδή
νοείται ότι ο ακέραιος αριθµός m µπορεί να είναι αρνητικός, µηδέν ή ϑετικός.
Η σταθερά διαχωρισµού ν καθορίζεται από επιπρόσθετες οριακές συνθή-
κες. ΄Ετσι, αν απαιτείται π.χ. οι λύσεις Ψ(ρ, φ, z) να µηδενίζονται για z = 0
και z = L, τότε:
Z(0) = 0 και Z(L) = 0 (1.14)

Οι συνθήκες αυτές επιτυγχάνονται όταν (ϐλέπε παράδειγµα 1 του εδαφίου


1.4.3 για µια παρόµοια περίπτωση):

n2 π 2  nπz 
ν=− , n = 1, 2, 3, ... και Zn (z) = A2 sin (1.15)
L2 L

όπου A2 είναι αυθαίρετη σταθερά.


Λαµβάνοντας υπόψη τις σχέσεις (1.13) και (1.15) η ∆.Ε. (1.11γʹ) γράφεται :

d2 R dR  2 n2 π 2  2
ρ2 + ρ + k − ρ − m 2
R=0 (1.16)
dρ2 dρ L2
Με την αλλαγή µεταβλητής:

2 n2 π 2
r = γkn ρ όπου γkn = k2 − (1.17)
L2
η ∆.Ε. (1.16) παίρνει την απλούστερη µορφή:

d2 R dR
r2 2
+r + (r2 − m2 )R = 0 (1.18)
dr dr
8 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Η ∆.Ε. (1.18) λέγεται ∆.Ε. Bessel ακεραίας τάξεως m και η γενική της λύση
είναι:
R(r) = A3 Jm (r) + B3 Nm (r)
όπου Jm (r) και Nm (r) οι συναρτήσεις Bessel και Neumann ακεραίας τάξεως
m, τις οποίες ϑα µελετήσουµε στο εδάφιο ;; και στο Κεφάλαιο ;;.
Αν στο πρόβληµα που εξετάζουµε η R(r) = R(γkn ρ) πρέπει να είναι
ϕραγµένη για ρ = 0, τότε πρέπει να ϑέσουµε B3 = 0, επειδή η συνάρτη-
ση Nm (r) = Nm (γkn ρ) δεν είναι ϕραγµένη σε αυτό το σηµείο. ΄Ετσι, ως λύση
της (1.18) δεχόµαστε µόνο τη Jm (r). ∆ηλαδή:

Rnm (ρ) = A3 Jm (r) = A3 Jm (γkn ρ) (1.19)

Με τη ϐοήθεια τώρα των σχέσεων (1.13), (1.15) και (1.19) οι λύσεις της
∆.Ε. του Helmholtz που ικανοποιεί τις οριακές συνθήκες (1.12) και (1.14) και
είναι ϕραγµένη για ρ = 0, γράφεται :
 nπz 
Ψknm (ρ, φ, z) = Cnm Jm (γkn ρ) sin eimφ (1.20)
L
όπου Cnm = A1 · A2 · A3 είναι αυθαίρετη σταθερά.
Τέλος (αν ισχύουν οι προϋποθέσεις της αρχής της επαλληλίας), η πλέον
γενική λύση της ∆.Ε. (1.5), που υπόκειται στις προαναφερθείσες οριακές συν-
ϑήκες ως προς τις συναρτήσεις Φ(φ), Z(z) και R(ρ), είναι ένας γραµµικός
συνδυασµός των λύσεων Ψknm (ρ, φ, z). ∆ηλαδή,

∞ 
 ∞  nπz 
Ψk (ρ, φ, z) = Cnm Jm (γkn ρ) sin eimφ (1.21)
L
n=0 m−∞

Οι συντελεστές Cnm προσδιορίζονται από τις επιπλέον συνθήκες που πρέ-


πει να ικανοποιεί η γενική λύση Ψk (ρ, φ, z).

1.2.2 Λύση της ∆.Ε. Helmholtz σε σφαιρικές συντεταγµένες


z
Αν χρησιµοποιήσουµε σφαιρικές συντεταγµένες:
z (x,y,z)
x = r sin θ cos φ , y = r sin θ sin φ , z = r cos θ r
θ
όπου οι συντεταγµένες r, θ, φ µπορεί να παίρνουν y
τιµές στα διαστήµατα: r ∈ [0, ∞), θ ∈ [0, π] και x ρ y
φ
φ ∈ [0, 2π], η ∆.Ε. του Helmholtz γράφεται: x

Σχήµα 1.2.
1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών 9

1 ∂  2 ∂Ψ  1 ∂  ∂Ψ  1 ∂2Ψ
r + sin θ + = −k 2 Ψ (1.22)
r2 ∂r ∂r r2 sin θ ∂θ ∂θ r2 sin2 θ ∂φ2
Αν Ϲητήσουµε λύσεις της µορφής:

Ψ(r, θ, φ) = R(r)Y (θ, φ)

αντικαταστήσουµε στη ∆.Ε. (1.22) και διαιρέσουµε µε το γινόµενο R(r)Y (θ, φ),
µετά την αναδιάταξη των διαφόρων όρων, παίρνουµε:

1  d
2 dR  1 1 ∂  ∂Y  1 ∂2Y
r + k2 r2 = − sin θ + (1.23)
R dr dr Y sin θ ∂θ ∂θ sin2 θ ∂φ2
Επειδή το αριστερό µέλος της (1.23) είναι συνάρτηση µόνο της ανεξάρτητης
µεταϐλητής r και το δεξιό µέλος συνάρτηση µόνο των ανεξαρτήτων µεταβλη-
τών θ και φ, πρέπει και τα δύο µέλη να είναι ίσα µε την ίδια σταθερά. Αν
συµβολίσουµε τη σταθερά αυτή µε λ παίρνουµε τις ∆.Ε.:

1 ∂  ∂Y  1 ∂2Y
sin θ + + λY = 0 (1.24αʹ)
sin θ ∂θ ∂θ sin2 θ ∂φ2
d2 R dR

r2 2 + 2r + k2 r2 − λ R = 0 (1.24βʹ)
dr dr
Θα ασχοληθούµε πρώτα µε τη ∆.Ε. (1.24αʹ) και στη συνέχεια µε τη (1.24βʹ).
Αν Ϲητήσουµε λύσεις της ∆.Ε. (1.24αʹ) της µορφής:

Y (θ, φ) = Θ(θ)Φ(φ)

και ακολουθήσουµε τη διαδικασία της µεθόδου χωρισµού των µεταβλητών,


αυτή γράφεται:
 sin θ d  dΘ  1 d2 Φ
− sin θ + λ sin2 θ = (1.25)
Θ dθ dθ Φ dφ2
Επειδή οι µεταϐλητές θ και φ είναι ανεξάρτητες πρέπει και τα δύο µέλη
της ∆.Ε. (1.25) να είναι ίσα µε την ίδια σταθερά µ. ΄Ετσι η ∆.Ε. (1.25) χωρίζεται
στις δύο ∆.Ε.:

d2 Φ
− µΦ = 0 (1.26αʹ)
dφ2
1 d dΘ   µ 
sin θ + λ+ Θ=0 (1.26βʹ)
sin θ dθ dθ sin2 θ
10 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Η ∆.Ε. (1.26αʹ), που είναι ίδια µε τη ∆.Ε.(1.11βʹ), εφόσον ισχύουν περιοδι-


κές συνθήκες για τη Φ(φ), έχει λύσεις τις συναρτήσεις:

Φ(φ) = Φm (φ) = A1 eimφ , µ = −m2 , m = 0, ±1, ±2, . . . (1.27)

Με την αλλαγή µεταβλητής: ξ = cos θ, θ ∈ [0, π], ξ ∈ [−1, 1], επειδή:


dΘ dΘ d d
= − sin θ , = − sin θ
dθ dξ dθ dξ
και
1 d dΘ  d  2 dΘ  d dΘ
sin θ = sin θ = (1 − ξ 2 )
sin θ dθ dθ dξ dξ dξ dξ
η ∆.Ε. (1.26βʹ) γράφεται µε τη µορφή:

d dΘ  m2 
(1 − ξ 2 ) + λ− Θ=0 (1.28)
dξ dξ 1 − ξ2
Η ∆.Ε. στην οποία καταλήξαµε (που γίνεται η ∆.Ε. του Legendre για
m = 0), µε κατάλληλους µετασχηµατισµούς ανάγεται σε µια ∆.Ε. που µπορεί
να λυθεί µε αναζήτηση λύσεως υπό µορφή σειράς ϑετικών δυνάµεων του ξ .
Μπορεί να δειχθεί ότι, αν οι οριακές συνθήκες για θ = 0 και θ = π (ή ξ = ±1)
απαιτούν οι λύσεις της (1.28) να είναι ϕραγµένες, τότε οι παράµετροι λ και µ
πρέπει να παίρνουν τις τιµές:

λ = l(l + 1) : l = 0, 1, 2, 3, . . . και m = 0, ±1, ±2, . . . , ±l (1.29αʹ)

Η λύσεις Θ(θ) που ϐρίσκονται έχουν τη µορφή:


|m|/2 d|m| Pl (ξ)
Θ(θ) = Plm (ξ) = 1 − ξ 2 , ξ = cos θ
dξ |m|
ή
d|m| Pl (cos θ)
Θ(θ) = Plm (cos θ) = sin|m| θ (1.29γʹ)
d(cos θ)|m|
όπου Pl (ξ) τα πολυώνυµα Legendre l τάξεως. Οι συναρτήσεις Plm (ξ) λέγον-
ται προσαρτηµένες συναρτήσεις Legendre (associate Legendre funcions).

Τελικά οι λύσεις Y (θ, φ) της ∆.Ε. (1.24αʹ) πολλαπλασιασµένες µε µια στα-


ϑερά, τον παράγοντα κανονικοποιήσεως, έχουν τη µορφή:

Y (θ, φ) = Ylm (θ, φ) = Nlm Plm (cos θ) eimφ (1.30)


1.2 Η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών 11

Οι συναρτήσεις Ylm (θ, φ) λέγονται σφαιρικές αρµονικές (ϐλέπε εδάφιο ;;).

Η ακτινική ∆.Ε., σχέση (1.24βʹ), ϑέτοντας:

ρ = kr και R(r) = ρ−1/2 w(ρ)

µετασχηµατίζεται στη ∆.Ε.:



2 
ρ2 w (ρ) + ρw (ρ) + ρ2 − l + 12 w(ρ) = 0

Αυτή είναι η ∆.Ε. Bessel τάξεως l + 12 και η γενική της λύση είναι:

w(ρ) = A3 Jl+ 1 (ρ) + B3 Nl+ 1 (ρ)


2 2

όπου Jl+ 1 (ρ) και Nl+ 1 (ρ) οι συναρτήσεις Bessel και Neumann τάξεως l + 12 .
2 2
Αν στο πρόβληµα που εξετάζουµε η ακτινική λύση Rkl (r) = ρ−1/2 w(ρ) =
(kr)−1.2 w(kr) πρέπει να είναι ϕραγµένη για r = 0, τότε πρέπει να ισχύει
B3 = 0, επειδή η συνάρτηση (kr)−1/2 Nl+ 1 (kr) = ρ−1/2 Nl+ 1 (ρ) δεν είναι
2 2
ϕραγµένη σε αυτό το σηµείο. ΄Ετσι, η λύση της ∆.Ε. (1.24βʹ) είναι:

Rkl (r) = A3 (kr)−1/2 Jl+ 1 (kr) (1.32)


2

Με τη ϐοήθεια των σχέσεων (1.30), και (1.32) οι λύσεις της ∆.Ε. του Hel-
mholtz σε σφαιρικές συντεταγµένες που ικανοποιούν τις συνθήκες: α) είναι
περιοδικές ως προς τη µεταβλητή φ, ϐ) είναι ϕραγµένες για θ = 0, και θ = π
και γ) είναι ϕραγµένες για r = 0 γράφονται :

Ψklm (r, θ, φ) = Clm (kr)−1/2 Jl+ 1 (kr) Ylm (θ, φ) (1.33)


2

όπου Clm = A1 · A3 είναι αυθαίρετες σταθερές.


Τέλος (αν ισχύουν οι προϋποθέσεις της αρχής της επαλληλίας), η πλέον
γενική λύση της ∆.Ε. (1.22), που υπόκειται στις προαναφερθείσες οριακές
συνθήκες ως προς τις συναρτήσεις Y (θ, φ) και R(r), είναι ένας γραµµικός
συνδυασµός των λύσεων Ψklm (r, θ, φ). ∆ηλαδή,

∞ 
 l
Ψk (r, θ, φ) = Clm (kr)−1/2 Jl+ 1 (kr) Ylm (θ, φ) (1.34)
2
l=0 m=−l

Οι συντελεστές Clm προσδιορίζονται από τις επιπλέον συνθήκες που πρέπει


να ικανοποιεί η γενική λύση Ψk (r, θ, φ).
12 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

1.3 Συνήθεις γραµµικές και οµογενείς διαφορικές


εξισώσεις 2ας τάξεως.
Από τα παραδείγµατα των εδαφίων 1.2.1 και 1.2.2 γίνεται ϕανερό ότι η µέ-
ϑοδος χωρισµού των µεταβλητών, εφαρµοζόµενη σε πολλές ∆.Ε. 2ας τάξεως
µε µερικές παραγώγους, οδηγεί στη λύση συνήθων, γραµµικών και οµογενών
∆.Ε. 2ας τάξεως, της µορφής:

d   
p(x)y  (x) + q(x) + λρ(x) y(x) = 0 (1.35)
dx
Υποθέτουµε ότι όλες οι σταθερές διαχωρισµού εκτός της λ έχουν προσδιοριστεί.
Επειδή λοιπόν πολλά προβλήµατα της Φυσικής ανάγονται τελικά στη επί-
λυση ∆.Ε. της παραπάνω µορφής, ϑα τις εξετάσουµε µε κάποια λεπτοµέρεια.
Επιπρόσθετα η µελέτη αυτών των ∆.Ε. µας οδηγεί στις Ειδικές Συναρτήσεις
της Μαθηµατικής Φυσικής καθώς και σε συστήµατα ορθογωνίων συναρτή-
σεων τα οποία µπορούν να χρησιµοποιηθούν στην αναπαράσταση διαφόρων
συναρτήσεων.

1.3.1 Γενικά

Η γενική µορφή µιας συνήθους γραµµικής και οµογενούς ∆.Ε. 2α τάξεως


είναι:
A(x)y  + B(x)y  + C(x)y = 0 , a ≤ x ≤ b (1.36)

όπου A(x) ≡ 0.
Οι συναρτήσεις A(x), B(x), C(x) υποτίθεται ότι είναι πραγµατικές συναρ-
τήσεις της πραγµατικής µεταβλητής x και επιπλέον αναλυτικές.

Ορισµός. Μια ∆.Ε. της µορφής (1.36) λέγεται αυτοσυζυγής αν µπορεί να


γραφεί µε τη µορφή:
d 
A(x)y  + C(x)y = 0 (1.37)
dx
dA(x)
ή διαφορετικά αν ισχύει: B(x) = dx .
Αν η (1.36) δεν είναι αυτοσυζυγής τότε µπορεί να γραφεί υπό αυτοσυζυγή
µορφή αν πολλαπλασιάσουµε και τα δύο µέλη της µε τη συνάρτηση Π(x) και
απαιτήσουµε να ισχύει :

d  
Π(x)A(x) = Π(x)B(x) (1.38αʹ)
dx
1.3 Συνήθεις γραµµικές και οµογενείς διαφορικές εξισώσεις 2ας τάξεως. 13

Η λύση της (1.38αʹ) ως προς Π(x) δίνει:

1 
B(x)
Π(x) = exp A(x) dx (1.38βʹ)
A(x)

οπότε η ∆.Ε. (1.37) γράφεται :

d 
p(x)y  + r(x)y = 0 (1.39)
dx

όπου:

 C(x)
B(x)
p(x) = exp A(x) dx και r(x) = p(x) (1.40)
A(x)

Παράδειγµα 1. Η αυτοσυζυγής µορφή της ∆.Ε. του Legendre:


(1 − x2 )y  − 2xy  + l(l + 1)y = 0
επειδή,
dA(x) d
= (1 − x2 ) = −2x = B(x)
dx dx
είναι :
d
[(1 − x2 )y  ] + l(l + 1)y = 0 (1.41)
dx
Παράδειγµα 2. Η αυτοσυζυγής µορφή της ∆.Ε. του Bessel:
x2 y  + xy  + (x2 − ν 2 )y = 0
επειδή,
dA(x) d 2
= (x ) = 2x = B(x)
dx dx
είναι της µορφής της ∆.Ε. (1.39), όπου:
 x
p(x) = exp dx = eln x = x
x2
και
x2 − ν 2 x2 − ν 2
r(x) = p(x) =
x2 x
Οπότε,
d
 x2 − ν 2
xy + y=0 (1.42)
dx x
14 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Υπενθυµίζουµε ότι, η γενική λύση της ∆.Ε. (1.36) είναι ένας γραµµικός
συνδυασµός δύο γραµµικά ανεξαρτήτων λύσεων αυτής. Αν y1 (x) και y2 (x)
είναι δύο τέτοιες λύσεις της ∆.Ε. τότε η γενική λύση είναι:

y(x) = Ay1 (x) + By2 (x)

Οι αυθαίρετες σταθερές A και B προσδιορίζονται από τις αρχικές συνθήκες


του προϐλήµατος (για παράδειγµα η y(x) και y  (x) λαµβάνουν γνωστές τιµές
για x = 0) ή τις οριακές συνθήκες και τους περιορισµούς που πρέπει να
ικανοποιεί η λύση.
Τέλος, αν y1 (x) και y2 (x) είναι δύο γραµµικά ανεξάρτητες λύσεις της ∆.Ε.,
τότε η ορίζουσα του Wronsky είναι µια σταθερά. ∆ηλαδή,
 
 y y1  dy2 (x) dy1 (x)
W (y1 , y2 ) =  1 = y1 (x) − y2 (x) = σταθερά = 0
y2 y2  dx dx

1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville


Σε πολλές περιπτώσεις, συµβαίνει να υπάρχει στους συντελεστές της ∆.Ε. (1.36)
µια παράµετρος λ. Τέτοιες ∆.Ε. συναντήσαµε στα εδάφια (1.2.1) και (1.2.2)
όταν εφαρµόστηκε η µέθοδος χωρισµού των µεταβλητών στην εξίσωση του Hel-
mholtz. Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη στην οποία η παράµετρος
λ εµφανίζεται στο συντελεστή C(x) της ∆.Ε. (1.36) έτσι ώστε αυτή να πάρει την
µορφή :
 
A(x)y  + B(x)y  + C1 (x) + λC2 (x) y = 0 , a ≤ x ≤ b (1.43)

οπότε για την αυτοσυζυγή µορφή της ϑα έχουµε :

d   
p(x)y  + q(x) + λρ(x) y = 0 , a ≤ x ≤ b (1.44)
dx
Ορισµός. Η επίλυση της ∆.Ε. (1.44) µε µια από τις παρακάτω γραµµικές
και οµογενείς οριακές συνθήκες, λέγεται πρόβληµα Sturm-Liouville (S.L.):

A) y(a) = 0 , y(b) = 0
B) y  (a) = 0 , y  (b) = 0
C) y(a) + αy  (a) = 0 , y(b) + βy  (b) = 0 , (α, β = σταθερές) (1.45)
D) y(a) = y(b) , y  (a) = y  (b), p(a) = p(b)
E) p(a) = 0 , y(a) = ϕραγµένη , y  (a) = ϕραγµένη
ή (και) p(b) = 0 , y(b) = ϕραγµένη , y  (b) = ϕραγµένη
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 15

∆ηµιουργείται τώρα το ερώτηµα : ποιες τιµές παίρνει η παράµετρος λ όταν


οι λύσεις της ∆.Ε. (1.44) ικανοποιούν µια από τις παραπάνω οριακές συνθήκες;
Είναι ϕανερό ότι οι ϑεµελιώδεις λύσεις y1 (x) και y2 (x) της (1.44) εξαρτώνται
από την παράµετρο λ.
Κάτω από αρκετά γενικές συνθήκες για τις συναρτήσεις p(x), q(x) και
ρ(x), µπορεί να δειχθεί (ϐλέπε αναφορές [;] και [;]) ότι: υπάρχει ένα αριθ-
µήσιµο σύνολο πραγµατικών τιµών της παραµέτρου λ: λ1 , λ2 , . . . για κάθε
µια από τις οποίες η ∆.Ε. (1.44) έχει λύση που δεν είναι εκ ταυτότητος ίση
µε το µηδέν και ικανοποιεί τις οριακές συνθήκες του προβλήµατος. Αυτές οι
τιµές της παραµέτρου λ : λi λέγονται ιδιοτιµές (eigenvalues) της ∆.Ε. και οι
αντίστοιχες λύσεις yλi (x) (που ικανοποιούν τις οριακές συνθήκες του προβλή-
µατος) λέγονται ιδιοσυναρτήσεις (eigenfunctions) της ∆.Ε που αντιστοιχούν
(ή που ανήκουν) στην ιδιοτιµή λi .
Αν χρησιµοποιήσουµε το γραµµικό διαφορικό τελεστή:

d d
L̂ = p(x) + q(x)
dx dx
η ∆.Ε. (1.44) γράφεται πιο κοµψά ως εξής:

L̂y(x) = −λρ(x)y(x)

που µοιάζει µε την εξίσωση: A X = λX , που συναντάµε στη ϑεωρία των


πινάκων, όπου λ η ιδιοτιµή (ή χαρακτηριστικη τιµή) του πίνακα A και X
το ιδιοδιάνυσµα (ή χαρακτηριστικό διάνυσµα) του A που αντιστοιχεί στην
ιδιοτιµή λ (ϐλέπε αναφορά [;]).
Επειδή µερικές ιδιότητες της ϑεωρίας S.L. ϑα µας χρειαστούν σε επόµε-
να εδάφια, ϑα αναφέρουµε ορισµένα ϑεωρήµατα της ϑεωρίας αυτής και στη
συνέχεια ϑα ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις συγκεκριµένων πα-
ϱαδειγµάτων.
d
Σ’ ό,τι ακολουθήσει ϑα υποθέτουµε ότι οι συναρτήσεις p(x), dx p(x), q(x)
και ρ(x) είναι πραγµατικές και συνεχείς συναρτήσεις της µεταβλητής x ∈
[a, b]. Επίσης p(x) > 0, ρ(x) > 0 για a ≤ x ≤ b και ότι οι σταθερές α και β
της συνθήκης (1.45C) είναι πραγµατικές και ανεξάρτητες της παραµέτρου λ.
Σηµείωση. Οι λύσεις της ∆.Ε. (1.44) µπορούν να ϑεωρηθούν ότι είναι είτε
πραγµατικές συναρτήσεις της πραγµατικής µεταβλητής x είτε µιγαδικές συ-
ναρτήσεις της µορφής y(x) = u(x) + iv(x). Είναι ϕανερό ότι η περίπτωση
αυτή ανάγεται στην προηγούµενη, επειδή για να είναι η y(x) λύση της (1.44)
και να ικανοποιεί τις οριακές συνθήκες (1.45), πρέπει, τόσο το πραγµατικό
µέρος u(x), όσο και το ϕανταστικό v(x), να είναι λύσεις της ίδιας ∆.Ε. και να
ικανοποιούν τις ίδιες οριακές συνθήκες.
16 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

1.4.1 Ορθογωνιότητα των ιδιοσυναρτήσεων

Θεώρηµα 1. Οι ιδιοτιµές του προβλήµατος S.L. είναι πραγµατικοί αριθµοί.


Η απόδειξη του ϑεωρήµατος αυτού είναι όµοια µε την απόδειξη του επο-
µένου ϑεωρήµατος (ϐλέπε άσκηση 1 του εδαφίου 1.5).

Θεώρηµα 2. Οι ιδιοσυναρτήσεις του προβλήµατος S.L. που αντιστοιχούν σε


διαφορετικές ιδιοτιµές είναι ορθογώνιες συναρτήσεις στο διάστηµα [a, b], µε
συνάρτηση ϐάρους ρ(x).

Απόδειξη. Αν yn (x) και ym (x) είναι ιδιοσυναρτήσεις του προβλήµατος S.L.


που αντιστοιχούν στις ιδιοτιµές λn και λm (λn = λm ) τότε αυτές ικανοποιούν
τις ∆.Ε.:

d   
p(x)yn + q(x) + λn ρ(x) yn = 0 (1.46αʹ)
dx
d 
  
p(x)ym + q(x) + λm ρ(x) ym = 0 (1.46βʹ)
dx
Η µιγαδική συζυγής της (1.46αʹ) γράφεται :

d   
p(x) (yn∗ ) + q(x) + λn ρ(x) yn∗ = 0 (1.47)
dx
Στη συνέχεια πολλαπλασιάζουµε την (1.46βʹ) επί yn∗ (x) και την (1.47) επί
ym (x) και αφαιρούµε κατά µέλη, οπότε έχουµε :

d  d 
yn∗ 
p(x)ym − ym p(x)(yn∗ ) + (λm − λn )ρ(x)yn∗ ym = 0
dx dx
ή
d  ∗

p(x)(ym yn − ym yn∗  ) + (λm − λn )ρ(x)yn∗ ym = 0 (1.49)
dx
Ολοκληρώνοντας την (1.49) από a έως b έχουµε :
  b

 x=b
p(x) ym (x)yn∗ (x)−ym (x)yn∗  (x) +(λm −λn ) yn∗ (x)ρ(x)ym (x) dx = 0
x=a a
(1.50)
Ο πρώτος όρος της (1.50) είναι ίσος µε µηδέν για κάθε τύπο οριακών
συνθηκών της (1.45) και επειδή λm = λn ϑα έχουµε :

 b
(yn , ρym ) ≡ yn∗ (x)ρ(x)ym (x) dx = 0 (1.51)
a
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 17

και το ϑεώρηµα αποδείχθηκε.


Σηµείωση 1. Η γενική περίπτωση του προβλήµατος S.L. είναι αυτή που οι
οριακές συνθήκες µηδενίζουν τον πρώτο όρο της σχέσεως (1.50).
Αν συµβαίνει οι ιδιοσυναρτήσεις να είναι κανονικοποιηµένες, δηλαδή:
 b
(yn , ρyn ) = yn∗ (x)ρ(x)yn (x) dx = 1 (1.52)
a

οι σχέσεις (1.51) και (1.52) γράφονται :


 b
(yn , ρym ) = yn∗ (x)ρ(x)ym (x) dx = δnm (1.53)
a

Σηµείωση 2. Αν η ιδιοσυνάρτηση yn (x) δεν είναι κανονικοποιηµένη, τότε


µπορεί να κανονικοποιηθεί αν πολλαπλασιαστεί µε τον παράγοντα κανονικο-
ποιήσεως:
 −1
Nn = (yn , ρyn ) (1.54)

Η κανονικοποιηµένη συνάρτηση:

ỹn (x) = Nn yn (x) (1.55)

λόγω της οµογένειας του προβλήµατος S.L., είναι πάλι ιδιοσυνάρτηση της ∆.Ε.
(1.44) που ανήκει στην ιδιοτιµή λn .
Αν δοθεί λοιπόν µια τυχαία ιδιοσυνάρτηση, µπορούµε από τις άπειρες προς
αυτήν γραµµικά εξαρτηµένες ιδιοσυναρτήσεις, να διαλέξουµε ως ‘‘χαρακτηρι-
στικό αντιπρόσωπο’’ την κανονικοποιηµένη. Σηµειώνεται ότι, η κανονικοποιη-
µένη ιδιοσυνάρτηση δεν ορίζεται µονοσήµαντα. Μπορούµε για παράδειγµα
να πολλαπλασιάσουµε την ỹn (x) επί έναν παράγοντα eiφ (φ =πραγµατικός
αριθµός) και η νέα ιδιοσυνάρτηση ỹ˜n (x) = eiφ ỹn (x) να είναι πάλι κανονικο-
ποιηµένη. ∆ηλαδή παρά την κανονικοποίηση εξακολουθεί ακόµη να υπάρχει
στην ιδιοσυνάρτηση µια αυθαιρεσία ‘‘ϕάσεως’’.

1.4.2 Εκφυλισµός των ιδιοτιµών


Σ’ ένα πρόβληµα S.L., ανάλογα µε τον τύπο των οριακών συνθηκών, ενδέχε-
ται σε κάθε ιδιοτιµή να αντιστοιχεί µια ιδιοσυνάρτηση (η κανονικοποιηµένη)
ή να υπάρχουν ιδιοτιµές στις οποίες αντιστοιχούν δύο γραµµικά ανεξάρτητες
ιδιοσυναρτήσεις. Στην περίπτωση αυτή λέµε ότι έχουµε εκφυλισµό και ότι η
ιδιοτιµή είναι διπλή ή διπλά εκφυλισµένη (degenarate). Γενικά, µια ιδιοτι-
µή λέγεται n-ϕορές εκφυλισµένη, όταν υπάρχουν n γραµµικά ανεξάρτητες
18 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

ιδιοσυναρτήσεις που ανήκουν σ’ αυτή. Προφανώς στην περίπτωση της ∆.Ε.


(1.44) δεν είναι δυνατό να υπάρχει ιδιοτιµή µε πολλαπλότητα µεγαλύτερη του
δύο. Σ’ άλλες όµως περιπτώσεις, όπως για παράδειγµα σε ∆.Ε. µε µερικές
παραγώγους, αυτό είναι δυνατό.
Στη συνέχεια ϑα εξετάσουµε τους τύπους των οριακών συνθηκών, απ’ αυ-
τούς που αναφέρθηκαν στις σχέσεις (1.45), που παρουσιάζεται εκφυλισµός
των ιδιοτιµών.
Ας υποθέσουµε ότι υπάρχουν δύο γραµµικά ανεξάρτητες ιδιοσυναρτήσεις,
u1 (x) και u2 (x) του προβλήµατος S.L. (1.44), που ανήκουν στην ίδια ιδιοτιµή
λ, τότε έχουµε :

d du1  
p(x) + q(x) + λρ(x) u1 = 0
dx dx
και
d du2  
p(x) + q(x) + λρ(x) u2 = 0
dx dx
Αν πολλαπλασιάσουµε επί u2 την πρώτη ∆.Ε. και επί u1 τη δεύτερη και αφαι-
ϱέσουµε κατά µέλη παίρνουµε:

d du1 d du2
u2 p(x) − u1 p(x) =0
dx dx dx dx
ή
d 
p(x)(u2 u1 − u2 u1 ) = 0 (1.56)
dx
∆ηλαδή,
 
p(x) u2 (x)u1 (x) − u1 (x)u2 (x) = c = σταθερά , ∀x ∈ [a, b] (1.57)

Η σταθερά c µπορεί να ϐρεθεί αν υπολογιστεί το αριστερό µέλος της (1.57)


σ’ ένα σηµείο του διαστήµατος [a, b]. Στην περίπτωση των οριακών συνθηκών
τύπου A, B, C και E το αριστερό µέλος της (1.57) είναι ίσο µε µηδέν στο ένα
ή και στα δύο άκρα του διαστήµατος [a, b]. Οι λεπτοµέρειες που µας οδηγούν
σ’ αυτό το συµπέρασµα αφήνονται ως άσκηση. Εποµένως για τη σταθερά c
πρέπει να ισχύει c = 0 και επειδή p(x) ≡ 0, έχουµε :

u2 (x)u1 (x) − u2 (x)u1 (x) = 0 ή W (u2 , u1 ) = 0 (1.58)

΄Αρα οι ιδιοσυναρτήσεις u1 (x) και u2 (x) είναι γραµµικά εξαρτηµένες, αφού


W (u2 , u1 ) = 0 και εποµένως στην περίπτωση των οριακών συνθηκών τύπου
A, B, C και E δεν έχουµε εκφυλισµό των ιδιοτιµών.
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 19

Στην περίπτωση των οριακών συνθηκών τύπου D δεν µπορούµε να καταλή-


ξουµε στην (1.58). Οι λεπτοµέρειες που µας οδηγούν σ’ αυτό το συµπέρασµα
αφήνονται ως άσκηση. Εποµένως σ’ αυτήν την περίπτωση ενδέχεται οι ιδιοτι-
µές να είναι εκφυλισµένες.
Στην περίπτωση που δύο γραµµικά ανεξάρτητες ιδιοσυναρτήσεις ανήκουν
στην ίδια ιδιοτιµή λ δεν µπορεί να εφαρµοστεί το ϑεώρηµα 2 του εδαφίου 1.4.1
και εποµένως οι δύο αυτές ιδιοσυναρτήσεις δεν είναι εν γένει ορθογώνιες.
Το ερώτηµα που δηµιουργείται είναι το εξής: Είναι δυνατό να κατασκευα-
στούν δύο άλλες ιδιοσυναρτήσεις που να είναι ορθογώνιες και να ανήκουν στην
ίδια ιδιοτιµή; Η απάντηση είναι ϑετική και ο τρόπος µε τον οποίο κατασκευά-
Ϲονται αυτές είναι η µέθοδος Gram Schmitd (ϐλέπε αναφορά [;], σελ.145).
΄Ετσι αν u1 (x) και u2 (x) είναι δύο κανονικοποιηµένες ιδιοσυναρτήσεις του
προβλήµατος S.L. που ανήκουν στη διπλή ιδιοτιµή λ, κατασκευάζουµε πρώτα
τις ιδιοσυναρτήσεις:

v1 (x) = u1 (x) και v2 (x) = u2 (x) + cu1 (x) (1.59)

και προσδιορίζουµε τη σταθερά c έτσι ώστε (v1 , ρv2 ) = 0. ∆ηλαδή,

(v1 , ρv2 ) = (u1 , ρ(u2 + cu1 )) = (u1 , ρu2 ) + c(u1 , ρu1 ) = 0

και επειδή η u1 (x) είναι κανονικοποιηµένη έχουµε :

c = −(u1 , ρu2 ) (1.60)

΄Ετσι, οι v1 (x), v2 (x) είναι δύο ορθογώνιες ιδιοσυναρτήσεις που ανήκουν στη
διπλή ιδιοτιµή λ και ϐρίσκονται από τις σχέσεις:

v1 (x) = u1 (x) και v2 (x) = u2 (x) − (u1 , ρu2 )u1 (x) (1.61)

Με την κανονικοποίηση αυτών έχουµε τις ορθοκανονικές ιδιοσυναρτήσεις:

v2 (x)
y1 (x) = v1 (x) και y2 (x) = (1.62)
(v2 , ρv2 )

που ανήκουν στη διπλή ιδιοτιµή λ.


Εποµένως αν δοθεί ένα Ϲεύγος ιδιοσυναρτήσεων u1 (x), u2 (x) που ανήκουν
σε µια διπλή ιδιοτιµή, µπορεί να κατασκευαστεί ένα ορθοκανονικό Ϲεύγος
ιδιοσυναρτήσεων y1 (x), y2 (x) που ανήκει στην ίδια ιδιοτιµή. Αυτές οι ιδιοσυ-
ναρτήσεις είναι συγχρόνως ορθογώνιες µε τις ιδιοσυναρτήσεις που ανήκουν σε
άλλες ιδιοτιµές, σύµφωνα µε το ϑεώρηµα 2.
20 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Αν δεχτούµε κάθε διπλή ιδιοτιµή να τη ϑεωρούµε ως δύο συµπίπτουσες


οδηγούµαστε στο συµπέρασµα: Σε κάθε ιδιοτιµή µπορούµε να αντιστοιχήσου-
µε µια κανονικοποιηµένη ιδιοσυνάρτηση και οι ιδιοσυναρτήσεις είναι δυνατό
να κατασκευαστούν έτσι ώστε όλες να είναι ορθογώνιες µεταξύ τους. ∆ηλαδή,
οι ιδιοσυναρτήσεις του προβλήµατος S.L. µπορούν να κατασκευαστούν
έτσι ώστε να αποτελούν ένα ορθοκανονικό σύστηµα.
Τέλος, πρέπει να αναφέρουµε ότι από το ορθοκανονικό Ϲεύγος ιδιοσυναρ-
τήσεων y1 (x), y2 (x) και εποµένως από το αρχικό Ϲεύγος u1 (x), u2 (x) µπο-
ϱούµε να κατασκευάσουµε και άλλα Ϲεύγη ορθοκανονικών ιδιοσυναρτήσεων
ỹ1 (x), ỹ2 (x). Αυτό γίνεται αν διαλέξουµε έναν κατάλληλο γραµµικό συνδυα-
σµό των y1 (x), y2 (x):

ỹ1 (x) = C11 y1 (x) + C12 y2 (x)


(1.63)
ỹ2 (x) = C21 y1 (x) + C22 y2 (x)
και προσδιορίσουµε τις σταθερές Cij έτσι ώστε οι νέες ιδιοσυναρτήσεις ỹ1 (x),
ỹ2 (x) να είναι ορθογώνιες και κανονικοποιηµένες. ΄Ετσι καταλήγουµε στο
σύστηµα των τριών εξισώσεων:

(ỹ1 (x), ρ ỹ1 (x)) = 1, (ỹ2 (x), ρ ỹ2 (x)), (ỹ1 (x), ρ ỹ2 (x)) = 0
για τον καθορισµό των τεσσάρων αγνώστων Cij (i = 1, 2, j = 1, 2). Το
σύστηµα αυτό έχει εν γένει άπειρες λύσεις. Αυτό σηµαίνει ότι από το ορθο-
κανονικό Ϲεύγος των ιδιοσυναρτήσεων y1 (x), y2 (x) που ανήκουν στη διπλή
ιδιοτιµή λ, µπορούµε να κατασκευάσουµε, µε άπειρους τρόπους και άλλα
Ϲεύγη ορθοκανονικών ιδιοσυναρτήσεων που να ανήκουν στην ίδια ιδιοτιµή.

1.4.3 Παραδείγµατα προβληµάτων Sturm-Liouville


Αυτά που αναφέραµε, στα προηγούµενα εδάφια, ϑα γίνουν κατανοητά µε τα
απλά παραδείγµατα που ϑα µελετήσουµε. Συγκεκριµένα ϑα µελετήσουµε τη
∆.Ε. της αρµονικής κινήσεως:
d2 y
+ λy = 0 , a ≤ x ≤ b (1.64)
dx2
µε οριακές συνθήκες τύπου A και τύπου D . Αυτή η ∆.Ε. συναντάται στη Μη-
χανική. Τη συναντήσαµε επίσης στα εδάφια 1.2.1 και 1.2.2 όταν εφαρµόστη-
κε η µέθοδο χωρισµού των µεταβλητών στην εξίσωση του Helmholtz (σχέσεις
(1.11αʹ), (1.11βʹ) και (1.26αʹ) ).
Η ∆.Ε (1.64) είναι οµογενής 2ας τάξεως µε σταθερούς συντελεστές και η
γενική της λύση δίνεται, ως γνωστό, από τη σχέση :
√ √
y(x) = C1 y1 (x) + C2 y2 (x) = C1 ei λx
+ C2 e−i λx
(1.65)
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 21

Θα εξετάσουµε τη γενική λύση όταν a = −L και b = L, πρώτα για οριακές


συνθήκες τύπου A και µετά για οριακές συνθήκες τύπου D .

Παράδειγµα 1. Να ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις της ∆.Ε.


(1.64) στο διάστηµα −L ≤ x ≤ L, όταν:

y(−L) = 0 και y(L) = 0 (1.66)

Σύµφωνα µε την (1.65) και τις οριακές συνθήκες (1.66), έχουµε :


√ √
x = −L : C1 e−i λL
+ C2 ei λL
=0 (1.67αʹ)
√ √
−i λL
x=L: C1 e i λL
+ C2 e =0 (1.67βʹ)

Για να έχει αυτό το γραµµικό και οµογενές σύστηµα, µη µηδενική λύση ως


προς C1 και C2 πρέπει η ορίζουσα των συντελεστών των C1 , C2 να είναι µηδέν.
∆ηλαδή,  √ √ 
 −i λL 
 e √ ei √λL 
 i λL =0
 e e−i λL 
ή √ √ √
e−i2 λL
− ei2 λL
=0 λL
=1
οπότε ei4
(1.68)

Η σχέση (1.68) ικανοποιείται όταν: 4 λL = n2π , n = 0, ±1, ±2, . . .
Εποµένως η ∆.Ε. (1.64) έχει λύσεις y(x) ≡ 0 για x ∈ [−L, L], που ικανο-
ποιούν τις οριακές συνθήκες (1.66), όταν η παράµετρος λ παίρνει τις τιµές:

n2 π 2
λ ≡ λn = , n = 1, 2, 3, . . . (1.69)
4L2
Αυτές είναι οι Ϲητούµενες ιδιοτιµές. ΄Οταν n = 0, τότε λ0 = 0 και η αντίστοιχη
ιδιοσυνάρτηση είναι ίση µε το µηδέν για ∀x ∈ [−L, L] και δεν παρουσιάζει
ενδιαφέρον.
Οι ιδιοσυναρτήσεις υπολογίζονται ως εξής: Για µια ορισµένη ιδιοτιµή λ =
λn η σχέση (1.67αʹ) δίνει:

C1 = −C2 ei2 λn L
= −C2 einπ = −C2 (−1)n (1.70)

΄Οµοια, η σχέση (1.67βʹ) δίνει: C1 = −C2 (−1)n .


Αντικαθιστώντας την (1.70) στην (1.65) έχουµε :
√ √ √
yn (x) = −C2 ei2 e + C2 e−i λn x
λn L i λn x
√  √ √
= −C2 ei λn L ei λn (x+L) − e−i λn (x+L)
22 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

οπότε:  
nπ(x + L)
yn (x) = Cn sin [ λn (x + L)] = Cn sin (1.71)
2L

όπου η Cn (Cn = −i2C2 ei λn L ) εξακολουθεί να είναι µια αυθαίρετη σταθερά.
Η Cn µπορεί να ‘‘προσδιοριστεί’’ από τη συνθήκη κανονικοποιήσεως:
  
L
nπ(x + L)
Cn∗ Cn sin 2
dx = 1 → Cn∗ Cn L = 1
−L 2L

1
οπότε: |Cn |2 = .
L
Εποµένως οι (πραγµατικές) κανονικοποιηµένες ιδιοσυναρτήσεις είναι :

1  nπ(x + L)
yn (x) = √ sin (1.72)
L 2L

Παρατήρηση. Με το παράδειγµα αυτό επαληθεύονται αυτά που αναφέρ-


ϑηκαν στα εδάφια 1.4.1 και 1.4.2. ΄Ετσι παρατηρούµε ότι: α) Το σύνολο των
ιδιοτιµών είναι ένα αριθµήσιµο σύνολο πραγµατικών αριθµών. ϐ) Οι ιδιοτι-
µές δεν είναι εκφυλισµένες (αφού έχουµε οριακές συνθήκες τύπου Α). γ) Οι
ιδιοσυναρτήσεις yn (x) είναι ορθογώνιες µεταξύ τους. Πράγµατι για n = m
έχουµε :
    
1 L
nπ(x + L) mπ(x + L)
(yn , ym ) = sin sin dx = · · · = 0
L −L 2L 2L

Παράδειγµα 2. Να ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις της ∆.Ε.


(1.64) στο διάστηµα −L ≤ x ≤ L, όταν :

y(−L) = y(L) και y  (−L) = y  (L) (1.73)

Σύµφωνα µε την (1.65) και τις σχέσεις (1.73) έχουµε :


√ √ √ √
C1 e−i + C2 ei λL = C1 ei λL + C2 e−i λL
λL
√ √ √ √ √ √ √ √
C1 i λ e−i λL − C2 i λ ei λL = C1 i λ ei λL − C2 i λ e−i λL

Το σύστηµα των δύο εξισώσεων γράφεται ακόµη:


√ √
C1 sin ( λL) − C2 sin ( λL) = 0 (1.74αʹ)
√ √
C1 sin ( λL) + C2 sin ( λL) = 0 (1.74βʹ)
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 23

Για να υπάρχει µη µηδενική λύση ως προς C1 και C2 , πρέπει να ισχύει:


 √ √ 
 sin( λL) − sin( λL) 
 √ √ =0
 sin( λL) sin( λL) 

ή √ √
2 sin2 ( λL) = 0 =⇒ λL = nπ , n = 0, ±1, ±2, . . .
Εποµένως, οι ιδιοτιµές στην περίπτωση αυτή είναι :

n2 π 2
λ ≡ λn = , n = 0, 1, 2, . . . (1.75)
L2

Αν αντικαταστήσουµε την (1.75) στην (1.65) παίρνουµε τις ιδιοσυναρτήσεις:


 nπx  nπx
yn = C1 exp i + C2 exp −i (1.76)
L L
Παρατηρούµε ότι, λόγω της (1.75) οι εξισώσεις (1.74αʹ) και (1.74βʹ) γράφονται :

(C1 − C2 ) · 0 = 0 και (C1 + C2 ) · 0 = 0

∆ηλαδή στο πρόβληµα αυτό δεν µπορεί να προσδιοριστεί η µια σταθερά ως


συνάρτηση της άλλης (όπως έγινε στο προηγούµενο παράδειγµα), οπότε οι δύο
σταθερές εξακολουθούν να παραµένουν αυθαίρετες. Αυτό σηµαίνει ότι για µια
ιδιοτιµή έχουµε δύο γραµµικά ανεξάρτητες ιδιοσυναρτήσεις. Εποµένως, οι
ιδιοτιµές είναι διπλά εκφυλισµένες. Εξαίρεση αποτελεί η ιδιοτιµή λ0 = 0 που
δεν είναι εκφυλισµένη. Η ιδιοσυνάρτηση που αντιστοιχεί στην ιδιοτιµή λ0 = 0
είναι η y0 (x) = C1 +C2 = C , δηλαδή είναι µια σταθερά. Η κανονικοποιηµένη
ιδιοσυνάρτηση που αντιστοιχεί στην ιδιοτιµή λ0 = 0 είναι :

y0 = 1/ 2L (1.77)

Σύµφωνα µε αυτά που αναφέρθηκαν στο εδάφιο 1.4.2, µπορούµε να πά-


ϱουµε από την (1.76) Ϲεύγη ορθοκανονικών ιδιοσυναρτήσεων όταν n = 0.
(1) (2)
΄Ετσι αν εκλέξουµε τις σταθερές C1 , C2 ώστε οι yn (x) και yn (x) να είναι
κανονικοποιηµένες, παίρνουµε :

1  nπx 1  nπx
yn(1) (x) = √ exp i , yn(2) (x) = √ exp − i (1.78)
2L L 2L L

Εύκολα ελέγχεται ότι αυτές είναι και ορθογώνιες.


24 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Από το παραπάνω Ϲεύγος µπορούµε να πάρουµε και άλλα Ϲεύγη ορθο-


κανονικών ιδιοσυναρτήσεων αν εκλεγούν κατάλληλα οι τιµές των σταθερών
Cij (i, j = 1, 2) των σχέσεων της (1.63). ΄Ετσι για:
1 1 −i i
C11 = √ , C12 = √ , C21 = √ , C22 = √
2 2 2 2
παίρνουµε :
1   nπx  nπx 
ỹn(1) (x) = C11 yn(1) (x) + C12 yn(2) (x) = √ exp i + exp −i
2 L L L
−i   nπx  nπx 
ỹn(2) (x) = C21 yn(1) (x) + C22 yn(2) (x) = √ exp i − exp −i
2 L L L
ή
1  nπx  1  nπx 
ỹn(1) (x) = √ cos , ỹn(2) (x) = √ sin (1.79)
L L L L
Τα σύνολα των ιδιοσυναρτήσεων (1.78) και (1.79) είναι πολύ χρήσιµα στις
εφαρµογές επειδή µε αυτά µπορούµε να κατασκευάσουµε τις εκθετικές και
τις τριγωνοµετρικές Σειρές Fourier µιας συναρτήσεως.

1.4.4 Πληρότητα των ιδιοσυναρτήσεων


Μια ϐασική ιδιότητα των ιδιοσυναρτήσεων του προβλήµατος S.L. είναι ότι αυ-
τές αποτελούν ένα πλήρες ορθοκανονικό σύστηµα. ∆ηλαδή, αν {yn (x)}, n =
1, 2, 3, . . . είναι ένα ορθοκανονικό σύστηµα ιδιοσυναρτήσεων του προβλήµατος
S.L. µε συνάρτηση ϐάρους ρ(x) και f (x) είναι µια κατά τµήµατα συνεχής
συνάρτηση (ή f (x) ∈ L2ρ [a, b]) τότε :

 b 
N 2
 
lim f (x) − Cn yn (x) ρ(x) dx = 0 όπου Cn = (yn , ρf ) (1.80)
N →∞ a
n=1

Με άλλα λόγια για κάθε συνάρτηση f (x) που είναι κατά τµήµατα συνεχής
(ή f (x) ∈ L2ρ [a, b]), η σειρά των ιδιοσυναρτήσεων του προβλήµατος S.L.



f (x) = Cn yn (x) , Cn = (yn , ρf ) (1.81)
n=1

συγκλίνει κατά µέσο όρο στην f (x).


Ισχύει επίσης και το εξής ϑεώρηµα (ϐλέπε και εδάφιο 10.1.2 του πρώτου
τόµου):
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 25

Θεώρηµα αναπτύγµατος. Αν η συνάρτηση f (x) ικανοποιεί τις οριακές


συνθήκες του προβλήµατος S.L., είναι συνεχής στο [a, b] και έχει πρώτη και
δεύτερη παράγωγο που είναι κατά τµήµατα συνεχείς, τότε: η σειρά της σχέ-
σεως (1.81) συγκλίνει απόλυτα και οµοιόµορφα στην f (x) στο [a, b] και οι
συντελεστές της σειράς δίνονται από το δεύτερο µέρος της σχέσεως (1.81).

1.4.5 Συνεχές ϕάσµα ιδιοτιµών

Στην αρχή του εδαφίου 1.4 αναφέραµε ότι το ϕάσµα των ιδιοτιµών της ∆.Ε.
(1.44) µε τις οµογενείς οριακές συνθήκες (1.45) είναι ένα αριθµήσιµο σύνολο.
Στη σχετική µελέτη, ϑεωρήθηκε ότι το διάστηµα [a, b] είναι πεπερασµένο. Σε
πολλά προβλήµατα της Φυσικής όµως, συµβαίνει το ένα ή και τα δύο άκρα
του διαστήµατος να τείνουν στο άπειρο. Η µελέτη των οριακών προβληµάτων
αυτής της µορφής, οδηγεί στο συµπέρασµα ότι σε ορισµένες περιπτώσεις, το
ϕάσµα των ιδιοτιµών είναι διακεκριµένο, ενώ σε άλλες συνεχές. ∆ηλαδή, η
παράµετρος λ µπορεί να παίρνει οποιαδήποτε τιµή µέσα σ’ ένα διάστηµα (ή
διαστήµατα). Τέλος, το ϕάσµα των ιδιοτιµών µπορεί να είναι και µικτό, δηλαδή
να έχουµε τόσο διακεκριµένες, όσο και συνεχείς τιµές της παραµέτρου λ.
Θα περιοριστούµε να υποδείξουµε την εµφάνιση συνεχούς ϕάσµατος ιδιο-
τιµών, εξετάζοντας το παράδειγµα της αρµονικής κινήσεως (εδάφιο 1.4.3) µε
οµογενείς οριακές συνθήκες τύπου D , όταν το διάστηµα είναι (−∞, ∞). Στο
παράδειγµα αυτό είδαµε ότι, όταν L =πεπερασµένο, οι ιδιοτιµές δίνονται από
2 2
τη σχέση λn = nLπ2 , n = 0, 1, 2, . . ..
Παρατηρούµε ότι, όταν το L αυξάνει, η ιδιοτιµή λn πλησιάζει προς την
ιδιοτιµή µηδέν, ενώ η διαφορά µεταξύ δύο διαδοχικών ιδιοτιµών :

(2n + 1)π 2
∆λ = λn+1 − λn =
L2
µικραίνει, δηλαδή το ϕάσµα τείνει να γίνει συνεχές.
Το γεγονός όµως, ότι η λn πλησιάζει προς την ιδιοτιµή µηδέν οπότε και
οι δύο ιδιοσυναρτήσεις (σχέσεις (1.78)) πλησιάζουν προς το µηδέν για κάθε
x, ϕανερώνει, ότι η περίπτωση αυτή δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον. Η
ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι εκείνη, κατά την οποία όταν L → ∞ εξασφαλί-
2 2
Ϲουµε όπως η ιδιοτιµή λn = nLπ2 τείνει σ’ ένα προκαθορισµένο όριο λ (λ > 0)
και οι ιδιοσυναρτήσεις τείνουν στις συναρτήσεις:
√ √
(1) (2)
yλ (x) = αλ ei λx
yλ (x) = αλ e−i λx
(1.82)

Αυτό επιτυγχάνεται, αν όταν L → ∞ πάρουµε και n → ∞, ώστε:


26 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

n2 π 2
lim λn = lim =λ
L→∞ L→∞ L2
n→∞ n→∞

Το πρόβληµα που δηµιουργείται στην περίπτωση του συνεχούς ϕάσµατος


ιδιοτιµών, είναι µε ποιόν τρόπο ϑα ϑεωρούµε τις ιδιοσυναρτήσεις ορθοκανονι-
κές. Είναι ϕανερό ότι το ολοκλήρωµα, για παράδειγµα:
 +∞  +∞
(1)
yλ∗ (1) (x)yλ (x) dx = |αλ | 2
dx
−∞ −∞

δε συγκλίνει. Εποµένως δεν µπορούν να εφαρµοστούν αυτά που αναφέρθηκαν


για το διακεκριµένο ϕάσµα των ιδιοτιµών.
΄Ενας τρόπος µε τον οποίο µπορούν να ϑεωρηθούν οι ιδιοσυναρτήσεις συ-
νεχούς ϕάσµατος ιδιοτιµών ως ορθοκανονικές, είναι µε τη ϐοήθεια της συναρ-
τήσεως δέλτα. Θα οδηγηθούµε στις συνθήκες που πρέπει να ισχύουν, ώστε να
µπορεί να εφαρµοστεί αυτός ο τρόπος, ξεκινώντας από αυτά που αναφέραµε
για την κανονικοποίηση των ιδιοσυναρτήσεων του διακεκριµένου ϕάσµατος
ιδιοτιµών. Πρώτα όµως ϑα κάνουµε ορισµένες παρατηρήσεις για το πως οι
συνθήκες αυτές µπορούν να προκύψουν από τις σχέσεις:


f (x) = Cn yn (x) (1.83αʹ)
n=1

και  b
Cn = yn∗ (x)f (x)dx (1.83βʹ)
a

όπου οι yn (x) είναι ορθοκανονικές στο [a, b] µε συνάρτηση ϐάρους ρ(x) = 1:


 b
yn∗ (x)ym (x)dx = δnm (1.84)
a

Η αντικατάσταση της (1.83βʹ) στην (1.83αʹ) δίνει :


∞ 
 b 
f (x) = yn∗ (x )f (x )dx yn (x) (1.85)
n=1 a

Τέλος, από τη σχέση (1.85), µε αλλαγή της σειράς των συµβόλων της αθροί-
σεως και ολοκληρώσεως, προκύπτει:
 b

f (x) = yn∗ (x )yn (x) f (x )dx
a n=1
1.4 Πρόβληµα Sturm - Liouville 27

οπότε:


yn∗ (x )yn (x) = δ(x − x) (1.86)
n=1
Η σχέση αυτή, λέγεται ‘‘σχέση κλεισίµατος’’ και εκφράζει την πληρότητα
των ιδιοσυναρτήσεων yn (x).
Αν έχουµε συνεχές ϕάσµα ιδιοτιµών, αντί των σχέσεων (1.83αʹ) και (1.83βʹ)
ϑα έχουµε (το ολοκλήρωµα εκτείνεται σ’ όλο το συνεχές ϕάσµα των ιδιοτιµών):

f (x) = Cλ yλ (x)dλ (1.87αʹ)
σ
και  ∞
Cλ = yλ∗ (x)f (x)dx (1.87βʹ)
−∞
Η αντικατάσταση της (1.87βʹ) στην (1.87αʹ) δίνει :
  ∞
f (x) = yλ (x) dλ yλ∗ (x ) f (x ) dx (1.88)
σ −∞

Στη σχέση αυτή καταλήξαµε ϑεωρώντας τις yλ (x) ορθοκανονικές. Εποµένως,


µπορούµε να ϑεωρήσουµε τις yλ (x) ως ορθοκανονικές εφόσον ικανοποιείται
η (1.88).
Κάνοντας µια ‘‘τυπική αλλαγή’’ της σειράς των ολοκληρωµάτων στην (1.88),
αδιαφορώντας για το γεγονός ότι το πρώτο ολοκλήρωµα που προκύπτει δε
συγκλίνει, αυτή γράφεται :
 ∞ 
 
f (x) = f (x )dx yλ∗ (x )yλ (x)dλ (1.89)
−∞ σ

Συγκρίνοντας την (1.89) µε τη σχέση που ορίζεται η συνάρτηση δ , παίρ-


νουµε :

yλ∗ (x )yλ (x)dλ = δ(x − x) (1.90)
σ

Η σχέση αυτή µπορεί να ϑεωρηθεί ως σχέση ορθοκανονικότητας των ιδιο-


συναρτήσεων που ανήκουν σε συνεχές ϕάσµα ιδιοτιµών.
Αν στη σχέση (1.87βʹ) αντικαταστήσουµε την f (x) από την (1.87αʹ) ϑα έχουµε :
 ∞  ∞ 
Cλ = yλ∗ (x)f (x)dx = yλ∗ (x)dx Cλ yλ (x)dλ
−∞ −∞ σ

οπότε µε αλλαγή της σειράς ολοκληρώσεως, παίρνουµε :


  ∞

Cλ = Cλ dλ yλ∗ (x)yλ (x)dx
σ −∞
28 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

Συγκρίνοντας αυτήν τη σχέση µε τη σχέση που ορίζεται η συνάρτηση δ,


παίρνουµε την εξής σχέση ορθοκανονικότητας:
 ∞
yλ∗ (x)yλ (x)dx = δ(λ − λ ) (1.91)
−∞

Κλείνοντας το εδάφιο, αναφέρουµε ότι, το ϕάσµα των ιδιοτιµών σ’ ένα πρό-


ϐληµα οριακών τιµών είναι δυνατό να είναι και µικτό. ∆ηλαδή, η παράµετρος
λ είναι δυνατό να παίρνει, τόσο διακεκριµένες τιµές, όσο και συνεχείς. Στην
περίπτωση αυτή αντί των σχέσεων (1.83αʹ) και (1.87αʹ), ϑα έχουµε :

 
f (x) = Cn yn (x) + Cλ yλ (x)dλ
n σ

2
Επίσης, η σχέση πληρότητας, παίρνει τη µορφή :

   +∞
2 2
|Cn | + |Cλ | dλ = |f (x)|2 dx
n σ −∞

1.5 Ασκήσεις Κεφαλαίου 1


1. Να δειχθεί ότι οι ιδιοτιµές του προβλήµατος S.L. είναι πραγµατικοί αριθµοί.

2. Να δειχθεί ότι ο τελεστής L = dx


d
[p(x) dx
d
]+q(x) µαζί µε κατάλληλες οριακές
συνθήκες (π.χ. σχέσεις (1.45)) είναι αυτοσυζυγής. ∆ηλαδή, να δειχθεί ότι:
(u, Lv) = (Lu, v)
όταν οι συναρτήσεις u(x) και v(x) ικανοποιούν τις ίδιες οριακές συνθήκες.

3. Να δειχθεί ότι:
α) Οι λύσεις της ∆.Ε. του Legendre:
(1 − x2 )y  − 2xy  + l(l + 1)y = 0 , −1 ≤ x ≤ 1
που είναι ϕραγµένες στα σηµεία ±1, είναι ορθογώνιες συναρτήσεις στο διά-
στηµα [−1, 1], µε συνάρτηση ϐάρους ρ(x) = 1. Οι συναρτήσεις αυτές είναι τα
πολυώνυµα του Legendre Pl (x).

β) Οι λύσεις της ∆.Ε. του Hermite:


y  − 2xy  + 2ny = 0 , −∞ < x < +∞
2
Για τη σχέση πληρότητας ή ισότητα του Parseval ϐλέπε πρόταση 2 του εδαφίου 10.1.3 του
πρώτου τόµου.
1.5 Ασκήσεις Κεφαλαίου 1 29

2
για τις οποίες ισχύει: lim y(x)e−x = 0, είναι ορθογώνιες συναρτήσεις στο
x→±∞
2
διάστηµα (−∞, ∞), µε συνάρτηση ϐάρους ρ(x) = e−x . Οι συναρτήσεις αυτές
είναι τα πολυώνυµα του Hermite Hm (x).

4. Να ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις των παρακάτω προβληµάτων


S.L.:

α) y  + λy = 0 0 ≤ x ≤ L, y(0) = 0, y(L) = 0
β) y  + λy = 0 0 ≤ x ≤ 2π, y(0) + y  (0) = 0, y(2π) + y  (2π) = 0
γ) y  + λy = 0 0 ≤ x ≤ 2π, y(0) − y(2π) = 0, y  (0) − y  (2π) = 0
δ) y  + λy = 0 0 ≤ x ≤ π, y  (0) = 0, y  (π) = 0

5. Να ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις του προβλήµατος S.L.:


y  − 2y  + (1 + λ)y = 0 , 0 ≤ x ≤ 1 , y(0) = 0 , y(1) = 0
6. Να ϐρεθούν οι ιδιοτιµές και οι κανονικοποιηµένες ιδιοσυναρτήσεις των
παρακάτω προβληµάτων S.L.:

d 3 
α) (x y ) + λxy = 0, 1 ≤ x ≤ e, y(1) = y(e) = 0
dx
β) x2 y  + 2xy  + λy = 0, 1 ≤ x ≤ 2, y(0) = y(2) = 0
γ) (2x + 3)2 y  + 4(2x + 3)y  + (1 + λ)y = 0, 1 ≤ x ≤ 3, y(0) = y(3) = 0

Υπόδειξη : Οι δύο πρώτες ∆.Ε. µετασχηµατίζονται σε απλούστερες µε τη ϐοήθεια του


µετασχηµατισµού x = et

7. Να δειχθεί ότι για κάθε δύο λύσεις yi (x), yj (x) της ∆.Ε.:
d

xy + λxy = 0, |y(0)| < ∞ , y(1) = 0
dx
ισχύει ότι :
 1
yi (x)xyj (x)dx = 0
0

8. ΄Ενα σύνολο συναρτήσεων yn (x) είναι λύσεις του προβλήµατος S.L.:

d 
p(x)yn + λn ρ(x)yn = 0 , a≤x≤b
dx
και ικανοποιούν κατάλληλες οµογενείς οριακές συνθήκες ώστε οι yn (x) και
ym (x) να είναι ορθογώνιες µε συνάρτηση ϐάρους ρ(x). Να δειχθεί ότι υπάρ-
χουν κατάλληλες οριακές συνθήκες ώστε οι συναρτήσεις yn (x) και ym
 (x) (m =

n) είναι ορθογώνιες στο ίδιο διάστηµα µε συνάρτηση ϐάρους p(x).


30 ∆ΙΑΦΟΡΙΚΕΣ ΕΞΙΣΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ

9. ∆ίνεται η ∆.Ε του Schrödinger:

2 d 2 u
− + V (x)u = Eu
2m dx2
όπου E η ενέργεια και V (x) το δυναµικό (το οποίο υποτίθεται πεπερασµένο).
Να δειχθεί ότι σε προβλήµατα δεµίας καταστάσεως, οπότε lim u(x) = 0 και
x→±∞
το ϕάσµα των ιδιοτιµών της ενέργειας είναι διακεκριµένο, δεν έχουµε εκφυλι-
σµό.
10. ∆ίνεται το πρόβληµα S.L.:

d
[p(x)y  ] + [q(x) + λρ(x)]y = 0 , p(x) > 0, ρ(x) > 0 , 0 ≤ x ≤ 1
dx
α1 y(0) + α2 y  (0) = 0 , β1 y(1) + β2 y  (1) = 0
α) Να δειχθεί ότι αν λn είναι µια ιδιοτιµή του και yn (x) η αντίστοιχη ιδιοσυ-
νάρτηση, τότε :
 1  1
2
λn ρ(x)yn2 (x)dx = p(x)yn (x) − q(x)yn2 (x) dx
0 0
β1 α1
+ p(1)yn2 (1) − p(0)yn2 (0)
β2 α2
Πως γράφεται αυτή η σχέση όταν α2 = β2 = 0·
β
ϐ) Αν q(x) ≤ 0 και β12 ≥ 0 , α
α2 ≥ 0 να δειχθεί ότι : λn ≥ 0.
1

11. Να δειχθεί ότι η λύση της µη οµογενούς ∆.Ε.:


   
d
dx p(x)ϕ + q(x) + µρ(x) ϕ = f (x) , a ≤ x ≤ b
όπου µ µια σταθερά, δίνεται από τη σχέση :

 cn
ϕ(x) = yn (x) , cn = (yn , f ) , µ = λn
(µ − λn )
n=1

όπου λn και yn (x) οι ιδιοτιµές και οι ιδιοσυναρτήσεις του προβλήµατος S.L.:



dx [p(x)yn ] + [q(x) + λn ρ(x)]yn = 0 , a≤x≤b
d

µε κατάλληλες οµογενείς οριακές συνθήκες.

You might also like