Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 17

Πλάτων Πολιτεία (427d–445e)

Να λοιπόν, ω γιε του Αρίστωνα, που θα σου ήταν θεμελιωμένη πια στην [427d] εντέλεια η
πολιτεία μας. Και τώρα φρόντισε από πού θα βρεις φως αρκετό, προσκάλεσε μάλιστα και τον
αδερφό σου και τον Πολέμαρχο να σε βοηθήσουν, για να ιδούμε μήπως ανακαλύψομε μες σ᾽
αυτήν πού τάχα να βρίσκεται η δικαιοσύνη και πού η αδικία και τί διαφέρουν η μια από την
άλλη και ποιάν από τις δυο πρέπει να ᾽χει αποκτήσει εκείνος που θα είναι αληθινά
ευτυχισμένος, αδιάφορο αν του το αναγνωρίσουν ή όχι όλοι, και θεοί και άνθρωποι.
Τίποτα δε μας λες τώρα, είπεν ο Γλαύκων, γιατί εσύ μόνος σου υποσχέθηκες να το αναζητήσεις
αυτό, [427e] λέγοντας πως θα ήταν ασέβεια από μέρος σου να μη βοηθήσεις μ᾽ όλη του τη
δύναμη και με κάθε τρόπο τη δικαιοσύνη.
Είναι αλήθεια πραγματικώς αυτό που μου θυμίζεις και έτσι βέβαια πρέπει να κάμω, ανάγκη
όμως και σεις να δώσετε χέρι.
Δε θα λείψομε.
Ελπίζω λοιπόν πως έτσι θα κατορθώσουμε να το βρούμε: έχω την ιδέα πως αν η πολιτεία μας
είναι θεμελιωμένη απάνω σε ορθές βάσεις, δεν μπορεί παρά να είναι στην εντέλεια καλή.
Ανάγκη πάσα.
Είναι λοιπόν φανερό πως πρέπει να έχει σοφία, ανδρεία, σωφροσύνη και δικαιοσύνη.
Βεβαιότατα.
Ό,τι λοιπόν απ᾽ αυτά βρούμε μέσα της, το υπόλοιπο δε θα ᾽ναι εκείνο που δεν έχομε βρει;
[428a] Πώς όχι;

Η σοφία, η ανδρεία και η σωφροσύνη ως αρετές της πολιτείας


Όπως βέβαια και μέσα σ᾽ ό,τι άλλο, αν ζητούσαμε το ένα από τέσσερα πράγματα που περιέχει,
όταν θα τύχαινε να το βρούμε και να το γνωρίσουμε αυτό πρώτα πρώτα, δε θα είχαμε ανάγκη
από τίποτ᾽ άλλο, κι αν πάλι βρίσκαμε πρώτα τα τρία τα άλλα, θα καταλαβαίναμε απ᾽ αυτά και
ποιό είναι εκείνο που ζητούμε· αφού είναι φως φανερό πως δεν είναι άλλο παρά εκείνο που
έμεινε.
Πολύ σωστά.
Αφού λοιπόν κι αυτά που είπαμε πως έχει η πόλη μας είναι τέσσερα, δεν πρέπει να γίνει η
έρευνά μας με τον ίδιο τρόπο;
Έτσι βέβαια είναι φανερό πως πρέπει.
Και λοιπόν το πρώτο πράγμα, που μου φαίνεται εμένα ολοφάνερο μες στην πόλη μας,
είναι [428b] η σοφία· και παρουσιάζεται σχετικά μ᾽ αυτήν κατιτί αλλόκοτο.
Το ποιό;
Σοφή τωόντι μου φαίνεται η πόλη που περιγράψαμε, αφού ξέρει να κρίνει σωστά. Ή όχι;
Ναι.
Και όμως αυτό το πράγμα, το να ξέρει δηλαδή κανείς να κρίνει σωστά, είναι χωρίς αμφιβολία
κάποια επιστήμη· γιατί όχι βέβαια η αμάθεια, αλλά η επιστήμη είναι εκείνη που κάνει τους
ανθρώπους να κρίνουν σωστά.
Λογικότατα.
Πολλές όμως και κάθε λογής επιστήμες υπάρχουν μέσα στην πόλη.
Πώς όχι;
Και να πρέπει τάχα για την επιστήμη των ξυλουργών να δώσομε τον τίτλο της σοφίας και της
ορθοφροσύνης στην πόλη μας;
[428c] Κάθε άλλο βέβαια, γιατί απ᾽ αυτή την επιστήμη θα της ταίριαζε ο τίτλος της ξυλουργικής.
Ώστε δεν μπορεί να ονομαστεί η πόλη σοφή για την επιστήμη που έχει να κρίνει σωστά πώς να
γίνονται καλύτερα οι δουλειές της ξυλουργικής.
Όχι βέβαια.
Ή μήπως ίσως από την επιστήμη της για τα χάλκινα σκεύη, ή από καμιά άλλη τέτοια;
Από καμιά βέβαια από τις τέτοιες.
Ούτε λοιπόν από την επιστήμη που δουλειά της έχει τον καρπό που βγαίνει από τη γη θα τη
λέγαμε σοφή αλλά γεωργική.

1
Μου φαίνεται.
Τί λοιπόν; Υπάρχει μες στην πολιτεία που θεμελιώσαμε εμείς κάποια επιστήμη που να την
έχουν μερικοί μόνο από τους πολίτες, και που μ᾽ αυτήν κρίνει όχι για ένα [428d] κάποιο
ιδιαίτερο πράγμα μες στην πόλη, αλλά για ολόκληρο τον εαυτό της, με ποιόν καλύτερο τρόπο
να κανονίζει και τις εσωτερικές της υποθέσεις και τις σχέσεις της με τις άλλες πόλεις;
Υπάρχει βέβαια.
Και ποιά λοιπόν είναι αυτή η επιστήμη και ποιοί την έχουν;
Αυτή, που δουλειά της είναι να φυλάγει την πολιτεία και που την έχουν οι άρχοντες, που τους
ονομάσαμε τώρα δα τέλειους φύλακες.
Απ᾽ αυτή λοιπόν την επιστήμη τί τίτλο δίνεις στην πόλη;
Τον τίτλο της ορθοφροσύνης και της πραγματικής σοφίας.
Τώρα, ποιοί νομίζεις πως θα μας είναι στην πόλη μέσα [428e] περισσότεροι: οι χαλκιάδες, ή
αυτοί οι αληθινοί φύλακες;
Πολύ περισσότεροι βέβαια οι χαλκιάδες.
Και λοιπόν και από τους άλλους που παίρνουν τ᾽ όνομά τους από την όποια επιστήμη τους, δε
θα είναι αυτοί οι φύλακες οι λιγότεροι;
Πολύ μάλιστα λιγότεροι.
Από τη μικρότατη λοιπόν αυτή τάξη που είναι ένα από τα τμήματά της και από την επιστήμη
που υπάρχει σ᾽ αυτήν, δηλαδή στον προϊστάμενο και τον άρχοντα, θα είναι σοφή ολόκληρη η
πολιτεία που θεμελιώθηκε σύμφωνα με τη φύση· και σε πολύ μικρό αριθμό δημιουργεί, καθώς
φαίνεται, η φύση [429a] αυτό το γένος που έχει αποκλειστικό του προνόμιο εκείνη την
επιστήμη, που μόνη απ᾽ όλες τις επιστήμες πρέπει να ονομάζεται σοφία.
Έτσι καθώς το λες, χωρίς την παραμικρότερη αμφιβολία.
Ιδού λοιπόν που βρήκαμε, και γω δεν ξέρω πώς, το ένα από τα τέσσερα αυτά, καθώς και το
μέρος της πόλης, όπου έχει την έδρα του.
Όσο για μένα έχω την ιδέα πως έχει βρεθεί έτσι που να μη χρειάζεται πια τίποτα.
Μα κι η ανδρεία επίσης, κι αυτή η ίδια, και το μέρος της πόλης, όπου έχει την έδρα της, κι απ᾽
όπου πρέπει να ονομαστεί κι η πόλη ανδρεία, δεν είναι πολύ δύσκολο ν᾽ ανακαλυφθεί.
Πώς δηλαδή; [429b] Σε ποιό άλλο μέρος της θα μπορούσε κανείς ν᾽ αποβλέψει για να ονομάσει
την πόλη ή δειλή ή ανδρεία, παρά σε κείνο που στρατεύεται γι᾽ αυτήν και που την
υπερασπίζεται;
Σε κανένα άλλο μέρος της βέβαια.
Γιατί, υποθέτω, αν οι άλλοι της πολίτες ήτανε δειλοί ή ανδρείοι, αυτό δε θα ᾽δινε το δικαίωμα
να ονομαστεί η πόλη τέτοια ή τέτοια.
Όχι βέβαια.
Και ανδρεία λοιπόν είναι η πόλη χάρη σ᾽ ένα από τα μέρη της, γιατί σ᾽ εκείνο μέσα υπάρχει η
δύναμη που θα σώζει για πάντα [429c] την ιδέα ως προς τα φοβερά πράγματα, πως είναι
δηλαδή αυτά και τέτοιας λογής, όποια και όποιας λογής τα παράγγειλε ο νομοθέτης στο
εκπαιδευτικό του σύστημα. Ή δεν το ονομάζεις αυτό ανδρεία;
Δεν πολυκατάλαβα αυτό που είπες· μα ξαναπέ το πάλι.
Ένα είδος σωτηρίας λέγω εγώ πως είναι η ανδρεία.
Και ποιό είναι το πράγμα που το σώζει;
Την ιδέα που έχομε αποχτήσει με το νόμο της ανατροφής για τα φοβερά πράγματα, ποιά
δηλαδή είναι αυτά και τί λογής· και έλεγα σωτηρία για πάντα, το να την φυλάγει κανείς πέρα
για πέρα, είτε σε λύπες, είτε σε [429d] χαρές είτε σ᾽ επιθυμίες είτε σε φόβους βρίσκεται, και να
μην τη χάνει ποτέ του. Και με τί μου φαίνεται πως είναι όμοιο αυτό θα σου παραστήσω, αν
θέλεις, με μια παρομοίωση.
Μα θέλω βέβαια.
Ξέρεις λοιπόν πως οι βαφείς, όταν θέλουν να βάψουν τα μαλλιά πορφυροκόκκινα, διαλέγουν
πρώτα από τα τόσα χρώματα ένα είδος, τα λευκά, έπειτα τα υποβάλλουν με μεγάλη επιμέλεια
σε όχι μικρή επεξεργασία, για να κρατήσουν όσο μπορεί περισσότερο το άνθος από το χρώμα,
και έτσι τότε τα βάφουν. [429e] Και ό,τι βαφεί μ᾽ αυτόν τον τρόπο, δεν ξεθωριάζει έπειτα, και το
πλύσιμο, ούτε χωρίς αλισίβες ούτε μ᾽ αλισίβες, δεν μπορεί να τα κάμει να χάσουν το άνθος της
βαφής των· όσα όμως δεν βαφούν έτσι, ξέρεις δα πώς καταντούν, αν κανείς βάψει άλλο χρώμα

2
μαλλιά, είτε και αυτά τα ίδια χωρίς να τα επεξεργαστεί πριν.
Ναι, ξέρω· γίνονται σαν ξεπλυμένα και μια αηδία.
Ένα τέτοιο λοιπόν πράγμα να υποθέσεις πως εκάναμε όσο μας ήταν μπορετό και μείς, όταν
διαλέγαμε τους στρατιώτες μας και [430a] τους ανατρέφαμε με τη μουσική και τη γυμναστική.
Μήτε άλλο τίποτα να νομίζεις πως ζητούσαμε μ᾽ αυτή μας την προσπάθεια, παρά πώς να
πεισθούν και να δεχτούν μες στην ψυχή τους όσο γίνεται καλύτερα τους νόμους, όπως τα
μαλλιά τη βαφή, για να μην ξεθωριάσει ποτέ η ιδέα τους για τα φοβερά και για όλα τ᾽ άλλα, μια
που και την κατάλληλη φύση και την κατάλληλη ανατροφή έχουν πάρει, και να μην τους
ξεπλένουν τη βαφή τα σαπουνίσματ᾽ αυτά, ούτε η ηδονή, που είναι ικανή να το κάμει
ασφαλέστερα από το κάθε σαπουνόχωμα [430b] και τη θολόσταχτη, ούτε η λύπη ούτε ο φόβος
ούτε και καμία άλλη επιθυμία. Αυτή λοιπόν τη δύναμη και την παντοτεινή διατήρηση της ορθής
και σύμφωνης με τους νόμους ιδέας για τα φοβερά και όχι πράγματα, αυτή είναι που ονομάζω
και παραδέχομαι εγώ τουλάχιστον ανδρεία, εκτός αν εσύ έχεις καμιάν αντίρρηση.
Απολύτως καμιά· γιατί υποθέτω πως κάθε άλλο παρά το όνομα της ανδρείας θα ᾽δινες σ᾽ αυτή
που λέμε την ιδέα, ούτε θα τη νόμιζες καθόλου νόμιμη, αν δεν είχε αποκτηθεί με την ανατροφή
και την εκπαίδευση, όπως έξαφνα συμβαίνει με τη γενναιότητα των ζώων και των ανδραπόδων.
[430c] Έχεις απόλυτα δίκιο σ᾽ αυτό που λες.
Έτσι λοιπόν παραδέχομαι πως αυτό είναι ανδρεία.
Παραδέξου ακόμα πως είναι και πολιτική αρετή, και τότε θα είναι σωστότερος ο ορισμός σου·
γι᾽ αυτό όμως θα μπορούσαμε, αν θέλεις, να συζητήσομε καλύτερα καμιάν άλλη φορά. Γιατί δεν
πρόκειται τώρα γι᾽ αυτό το ζήτημα, αλλά για τη δικαιοσύνη· ώστε, όσο για κείνο, υποθέτω πως
μπορούμε να θεωρήσομε αρκετή τη συζήτηση.
Καλά λες.
Μας μένουν λοιπόν ακόμα δυο πράγματα, που πρέπει να ζητήσομε να δούμε μες
στην [430d] πόλη μας: η σωφροσύνη, κι εκείνο που γι᾽ αυτό ακριβώς κάνομε όλη αυτή την
εξέταση, η δικαιοσύνη.
Βεβαιότατα.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαμε να βρούμε τη δικαιοσύνη, για να μην έχομε ανάγκη πια να κάνομε
λόγο για τη σωφροσύνη;
Εγώ τουλάχιστο ούτε ξέρω, ούτε θα ήθελα να βρεθεί αυτή πρώτα, αφού δεν θα υπήρχε τότε
λόγος να εξετάσομε κατόπι τη σωφροσύνη· μα αν θέλεις να ευχαριστήσεις και μένα, εξέτασέ
την αυτήν πριν από κείνη.
[430e] Θα είχα άδικο να μην το θελήσω.
Άρχισε λοιπόν την εξέταση.
Ας την αρχίσω· κι όσο μπορώ να δω από δω που βρισκόμαστε, μοιάζει, περισσότερο από τα δύο
προηγούμενα, με κάποια συμφωνία και αρμονία.
Πώς;
Σαν ένα κάποιο έμορφο συγύρισμα να είναι η σωφροσύνη και συγκρατημός για μερικές ηδονές
και επιθυμίες, όπως εννοούν όταν λέγουν για κάποιον, και ᾽γω δεν ξέρω πώς, ότι είναι
καλύτερος από τον εαυτό του και άλλα τέτοια, που φαίνονται σα σκιαγραφία μάλλον αυτής της
αρετής. Δεν είναι έτσι;
Πάρα πολύ μάλιστα.
Δεν είναι όμως γελοίο αυτό το «καλύτερος από τον εαυτό του»; Γιατί εκείνος που είναι
καλύτερος από τον εαυτό του θα ήταν φυσικά και χειρότερος από τον εαυτό του και ο
χειρότερος καλύτερος, [431a] αφού και στις δύο περιστάσεις γίνεται λόγος για το ίδιο πρόσωπο.
Πώς όχι;
Μα μου φαίνεται να θέλει να πει αυτός ο λόγος πως υπάρχει μέσα στην ψυχή του ίδιου
ανθρώπου κατιτί το καλύτερο και κατιτί το χειρότερο και όταν επικρατήσει εκείνο που φυσικά
είναι το καλύτερο, τότε λέμε το «καλύτερος από τον εαυτό του»· και είναι έπαινός του αυτό.
Όταν όμως ή από κακή εκπαίδευση ή από κάποια κακή συναναστροφή, νικηθεί το καλύτερο,
που θα είναι μικρότερο από το παραπανίσιο το [431b] χειρότερο, το έχομε για κατηγορία αυτό
και τον ονομάζομε τότε «χειρότερο από τον εαυτό του» και ακόλαστον εκείνον που βρίσκεται σ᾽
αυτή την κατάσταση.
Κι έτσι φαίνεται πραγματικώς.

3
Παρατήρησε λοιπόν τώρα τη νέα μας πόλη και θα βρεις πως υπάρχει μες σ᾽ αυτή το πρώτο απ᾽
αυτά. Γιατί με το δίκιο θα πεις πως ονομάζεται καλύτερη από τον εαυτό της, αφού, σ᾽ εκείνο
όπου επικρατεί το καλύτερο από το χειρότερο, σ᾽ αυτό πρέπει να δίνομε τον τίτλο της
σωφροσύνης και να τ᾽ ονομάζομε καλύτερο από τον εαυτό του.
Μα το παρατηρώ κι έτσι είν᾽ αλήθεια.
Αλήθεια όμως είναι ακόμα πως τις πολλές και λογής λογής επιθυμίες και [431c] ηδονές και
λύπες θα τις έβρισκε κανείς στα παιδιά προπάντων και στις γυναίκες και στους υπηρέτες και
στον κατώτερο όχλο εκείνων που με το όνομα μόνο είναι ελεύθεροι.
Πραγματικώς.
Ενώ τις απλές και μετρημένες, που τις κυβερνά με νου και ορθοφροσύνη το λογικό, θα τις
πετύχεις σε λίγους μόνο και σε κείνους ακριβώς που είναι από φυσικό τους άριστοι και πήραν
και την καλύτερη ανατροφή.
Αλήθεια.
Δε βλέπεις λοιπόν πως κι αυτά σού τα έχει η πόλη μας και πως μες σ᾽ αυτήν υποτάσσονται οι
επιθυμίες των πολλών [431d] και των χειρότερων στις επιθυμίες και τη φρόνηση που στολίζει
τους ολιγότερους και χρηστότερους;
Το βλέπω.
Ώστε αν μπορούμε να πούμε για μια πόλη πως είναι ανώτερη και από τις ηδονές και από τις
επιθυμίες και από τον εαυτό της τον ίδιο, πρέπει και για τη δική μας να το πούμε αυτό.
Χωρίς την παραμικρότερη αμφιβολία.
Δεν θα της άξιζε λοιπόν σύμφωνα μ᾽ όλα αυτά και ο τίτλος της σωφροσύνης;
Και πολύ μάλιστα.
Κι αν ακόμα πάλι σε μιαν άλλη πόλη τύχαινε να βρίσκονται σύμφωνοι και [431e] οι άρχοντες και
οι υπήκοοι στην ιδέα για το ποιοί πρέπει να κυβερνούν, και στη δική μας θα επικρατούσε αυτή
η συμφωνία. Ή δεν το παραδέχεσαι;
Και πάρα πολύ μάλιστα.
Και σε τέτοια περίπτωση, σε ποιούς από τους πολίτες θα πεις πως υπάρχει η σωφροσύνη, στους
άρχοντες ή στους αρχομένους;
Μα και στους δυο υποθέτω.
Βλέπεις λοιπόν πως δεν πέσαμε έξω στη μαντεία μας πρωτύτερα, όταν λέγαμε πως με κάποιαν
αρμονία παρόμοια είναι η σωφροσύνη;
Πώς δα;
Γιατί δεν είναι όπως η ανδρεία και η σοφία, που βρίσκεται καθεμιά τους [432a] σε μια μόνο
τάξη μες στην πόλη και την κάνουν, καθώς ελέγαμε, ή ανδρεία ή σοφή, αλλά η σωφροσύνη
είναι απλωμένη καθαυτό απάνω σ᾽ όλη την πόλη κι έχει την ιδιότητα να παράγει μια διαπασών
αρμονία ανάμεσα και στην ανώτερη και στην κατώτερη και στη μεσαία τάξη, είτε, αν θέλεις, ως
προς τη φρόνηση, είτε αν θέλεις, ως προς τη δύναμη, είτε ως προς τον αριθμό ή τα χρήματα είτε
σε ό,τι άλλο από τα τέτοια· ώστε μ᾽ όλο μας το δίκιο θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτή η
ομόνοια είναι η σωφροσύνη, μια συμφωνία δηλαδή ανάμεσα στο φυσικά χειρότερο και
καλύτερο απάνω στο ζήτημα: ποιό απ᾽ τα δυο τους πρέπει να ᾽χει την εξουσία και μες στην πόλη
και μες στο κάθε άτομο.
[432b] Είμαι απολύτως σύμφωνος.
Πολύ καλά· ώστε έχομε ανακαλύψει τα τρία είδη μες στην πόλη, όπως έτσι τουλάχιστο μας
φαίνεται· εκείνο τώρα που μένει ακόμα, για να μετέχει και μ᾽ αυτό η πόλη μας στην αρετή, ποιό
να είναι τάχα; Φανερό βέβαια πως αυτό είναι η δικαιοσύνη.
Φανερό.
Λοιπόν τώρα, Γλαύκων, πρέπει να σταθούμε σα να ᾽μαστε κυνηγοί ολόγυρ᾽ απ᾽ το θάμνο και να
᾽χομε τα μάτια μας τέσσερα μήπως μας ξεφύγει από καμιά μεριά η δικαιοσύνη και χαθεί και
γίνει άφαντη. [432c] Γιατί εδώ κάπου βέβαια είναι κρυμμένη. Κοίτα λοιπόν και βάλε όλη σου
την προσοχή μήπως τυχόν τη δεις εσύ πρωτύτερα και με ειδοποιήσεις κι εμένα.
Μακάρι να μπορούσα· θα ήταν καλύτερα για μένα, αν μ᾽ έπαιρνες για ακόλουθό σου, για να
μπορώ να βλέπω όσα θα μου δείχνεις εσύ.
Κάμε λοιπόν μαζί μου την προσευχή σου κι ακολούθα με.
Έτσι θα κάμω, μόνο τράβα μπρος.

4
Ναι, μα πολύ κακοπέραστος μου φαίνεται ο τόπος και ολοΐσκιωτος· μεγάλη αλήθεια η σκοτεινιά
και δύσκολα θα μπορέσομε να ψάξομε. Αλλά όμως ας προχωρήσουμε.
[432d] Εμπρός λοιπόν.

Η δικαιοσύνη και η αδικία μέσα στη ζωή της πολιτείας


Κι εγώ, αφού κοίταξα δεξιά αριστερά, α, α, φώναξα, Γλαύκων, σαν να μου φαίνεται πως είμαστε
πάνω σε κάτι χνάρια και πολύ πιστεύω πως δε θα μας ξεφύγει έτσι εύκολα.
Χαράς ευαγγέλια λοιπόν.
Μα πώς αλήθεια την πάθαμε σα βλάκες!
Τί πράγμα πάθαμε;
Ώρες τώρα απαρχής μου φαίνεται πως κυλιόταν μπρος στα πόδια μας και μεις, οι γελοίοι, δεν
το βλέπαμε· καθώς μερικοί κάποτε ψάχνουν να βρουν [432e] κάτι που κρατούν στο χέρι τους,
έτσι κι εμείς δε στρέφαμε τα μάτια μας αμέσως απάνω του, μα κάπου αλλού μακριά, έτσι που
ίσως και να μας ξέφευγε.
Τί εννοείς δηλαδή;
Να· μου φαίνεται πως ενώ τόση ώρα μιλούσαμε και ακούαμε γι᾽ αυτό το πράγμα, δε
μπορούσαμε να καταλάβομε κι εμείς οι ίδιοι πως γι᾽ αυτό κατά κάποιο τρόπο μιλούσαμε.
Είναι πολύ μακρύ το προοίμιο για έναν που έχει τόση επιθυμία ν᾽ ακούσει. [433a] Μα άκουσε
να δεις αν έχω δίκιο. Εκείνο δηλαδή που απαρχής, όταν θεμελιώναμε την πόλη μας,
ορίσαμε πως πρέπει να κάνει παντοτινά ο καθένας, εκείνο είναι, καθώς μου
φαίνεται, ή κάτι αυτού του είδους, η δικαιοσύνη. Ορίσαμε δηλαδή και πολλές
φορές, αν θυμάσαι, το επαναλάβαμε, πως ο καθένας μ᾽ ένα μόνο από τα διάφορα
επαγγέλματα, που είναι στην πόλη, χρωστά να καταγίνεται, μ᾽ εκείνο που θα ήταν
από φυσικού του πιο επιτήδειος να κάνει.
Ναι, το λέγαμε.
Και πραγματικώς, ότι αυτό είναι δικαιοσύνη, το να καταγίνεται δηλαδή κανείς μόνο
με τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται με πολλές δουλειές, και από πολλούς
άλλους [433b] το έχομε ακούσει κι εμείς οι ίδιοι το ᾽χομε πει πολλές φορές.
Αλήθεια, το ᾽χομε πει.
Αυτό λοιπόν, φίλε μου, καταντά τρόπον τινά να είναι δικαιοσύνη: το να κάνει κανείς
τη δική του τη δουλειά. Και ξέρεις από πού το συμπεραίνω;
Όχι, μα λέγε ν᾽ ακούσω.
Μου φαίνεται πως ό,τι μένει στην πόλη υπόλοιπο, ύστερ᾽ από κείνα που εξετάσαμε,
δηλαδή ύστερ᾽ από τη σωφροσύνη, την ανδρεία και τη φρόνηση, είναι ακριβώς
εκείνο που έδωσε τη δύναμη και σ᾽ όλα τα άλλα να γεννηθούν και που τους
εξασφαλίζει, μια που γεννήθηκαν, τη διατήρησή τους, όσον καιρό τουλάχιστο
διατηρείται και το ίδιο [433c] μες στην πόλη. Και είχαμε αλήθεια πει πως ό,τι θα
μείνει, αφού βρίσκαμε τα τρία άλλα, αυτό θα ήταν η δικαιοσύνη.
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Και όμως αν χρειάζονταν να βγάλει κανείς την απόφασή του, ποιό απ᾽ αυτά είν᾽
εκείνο που θα καταστήσει την πόλη μας όσο παίρνει τελειότερη, πολύ δύσκολα θα
μπορούσε να κρίνει, αν είναι ή η ομοφωνία ανάμεσα στους άρχοντες και τους
αρχομένους, ή η διατήρηση της νόμιμης ιδέας που φυτεύτηκε μέσα στις ψυχές των
στρατιωτών για τα πράγματα που πρέπει να φοβούνται είτε όχι, ή [433d] η
φρόνηση και η άγρυπνη επίβλεψη των αρχόντων, ή αν εκείνο προπάντων κάνει την
πόλη τελειότατη, όταν υπάρχει μες στην ψυχή και παιδιού και γυναίκας και δούλου
και ελεύθερου και τεχνίτη και άρχοντα και υπηκόου, το να είναι δηλαδή ένας ο
καθένας και να κάνει τη δουλειά τη δική του χωρίς ν᾽ ανακατεύεται με άλλες.
Δύσκολο, αλήθεια, ν᾽ αποφασίσει κανείς· δε λέγω όχι.

5
Ισοδύναμος, λοιπόν, συναγωνιστής μες στην πόλη με τη σοφία και τη σωφροσύνη
και την ανδρεία της, για ν᾽ αποχτήσει την τέλειά της αρετή, είναι, καθώς φαίνεται,
και η δύναμη να περιορίζεται ο καθένας στα έργα του.
Βεβαιότατα.
Αυτός λοιπόν ο ισοδύναμος για την απόχτηση της τέλειας
αρετής [433e]συναγωνιστής δεν θα παραδεχτείς πως είναι η δικαιοσύνη;
Θέλει και ρώτημα;
Κοίτα τώρα αν θα φτάσομε στο ίδιο συμπέρασμα κι απ᾽ αυτό το δρόμο: τις δίκες μες
στην πόλη δεν θα τις αναθέσεις βέβαια στους άρχοντες;
Μα σε ποιούς άλλους;
Και θα επιθυμούν τάχα αυτοί τίποτ᾽ άλλο περισσότερο, όταν δικάζουν, παρά ούτε
να παίρνει κανείς τα ξένα πράγματα ούτε να χάνει τα δικά του;
Τίποτ᾽ άλλο, παρ᾽ αυτό.
Γιατί αυτό είναι το δίκιο;
Ναι.
Ώστε κι από τούτο θα μπορούσαμε να συμφωνήσομε [434a] πως δικαιοσύνη είναι
το να έχει κανείς και να κάνει τη δική του τη δουλειά και ό,τι του ταιριάζει.
Έτσι είναι.
Κοίταξε τώρα αν και σ᾽ αυτό συμφωνείς μαζί μου: αν ένας υποδηματοποιός
επιχειρεί να κάνει την εργασία του ξυλουργού, ή ο ξυλουργός του υποδηματοποιού,
παίρνοντας ο ένας του άλλου τα εργαλεία και τα κέρδη, ή και αν ο ίδιος επιχειρεί να
κάνει και τις δυο δουλειές και γίνει αυτή η αλλαγή σ᾽ όλα τ᾽ άλλα επαγγέλματα, σου
φαίνεται τάχα πως θα μπορούσε αυτό να φέρει καμιά μεγάλη βλάβη στην πόλη;
Όχι πολύ μεγάλη.
Μα όταν όμως, νομίζω, ένας προορισμένος από τη φύση να είναι τεχνίτης, ή ένας
άλλος [434b] χρηματιστής, το πάρει έπειτ᾽ απάνω του ή για τα πλούτη του, ή για το
μεγάλο κόμμα του, ή τη δύναμή του, ή για ό,τι άλλο τέτοιο, και επιχειρήσει να μπει
στην τάξη του στρατιωτικού, ή ο στρατιωτικός στην τάξη του βουλευτή ή του
άρχοντα, χωρίς να είναι άξιος, και παίρνουν αυτοί ο ένας του άλλου τα εργαλεία και
τις τιμές, ή όταν ο ίδιος επιχειρεί να κάνει όλ᾽ αυτά μαζί, τότε θα παραδεχτείς και
συ, υποθέτω, πως αυτή η μεταβολή και η πολυπραγμοσύνη των θα είναι η
καταστροφή της πολιτείας.
Εξάπαντος.
Ώστε αυτή η πολυπραγμοσύνη και το ανεκάτωμα [434c] μεταξύ των τών τριών
ειδών που υπάρχουν μες στην πόλη είναι η μεγαλύτερή της βλάβη, και πολύ σωστά
θα μπορούσε να ονομαστεί το πιο μεγάλο κακούργημα που θα είχε να πάθει.
Χωρίς την ελάχιστη αμφιβολία.
Το μεγαλύτερο λοιπόν αυτό κακούργημα που θα μπορούσε να κάμει κανείς στην
πόλη του δε θα το ονομάσεις αδικία;
Πώς όχι;
Αυτό λοιπόν είναι η αδικία· μα ας πάρομε τώρα το πράγμα και αντίστροφα: όταν
καθεμιά από τις τρεις τάξεις, εργατικοί, επίκουροι και φύλακες, περιορίζεται στα
έργα της, και ο καθένας μες στην πόλη κοιτάζει τη δική του μόνο δουλειά, αυτό θα
ήταν, αντίθετα με το άλλο, δικαιοσύνη και θα έκανε δίκαιη την πόλη.
[434d] Κι εγώ το παραδέχομαι πως δε μπορεί να είναι αλλιώς παρά έτσι.

Ο δίκαιος άνθρωπος

6
Ας μη λέμε όμως ακόμα πως είναι απολύτως αναμφισβήτητο, αλλ᾽ αν, κι όταν
εφαρμοστεί αυτό το είδος απάνω στον καθέναν άνθρωπο, το παραδεχτούμε πως
είναι κι εκεί δικαιοσύνη, τότε πια θα είμαστε σύμφωνοι —γιατί τί άλλο θα είχαμε να
πούμε;— ειδεμή, θα κοιτάξομε να σκεφθούμε τίποτε άλλο. Προς το παρόν ας
βγάλομε ως πέρα τη σκέψη που παραδεχτήκαμε για ορθή, ότι δηλαδή, αν
επιχειρούσαμε να βρούμε τη δικαιοσύνη πρώτα σε κανένα από τα μεγαλύτερα που
την έχουν, θα ήταν δυνατό να καταλάβομε ευκολότερα τί πράγμα είναι και στον
κάθε άνθρωπο και [434e] δεχτήκαμε για τέτοιο μεγαλύτερο την πόλη, κι έτσι τη
θεμελιώσαμε όσο μπορούσαμε πιο τέλεια, γιατί πάρα πολύ καλά ξέραμε πως δε
μπορούσε παρά να βρίσκεται μέσα σε μια τέτοια. Εκείνο λοιπόν που βρήκαμε εκεί
ας το μεταφέρομε και στον ένα, κι αν εφαρμόζεται απολύτως κι εδώ, πάει καλά· αν
όμως ήθελε παρουσιαστεί τίποτε άλλο στον ένα, τότε ξαναγυρίζομε πάλι στην πόλη
κι αρχίζομε νέα δοκιμή, και [435a] ίσως συγκρίνοντάς τα το ένα κοντά στο άλλο και
τρίβοντάς τα μεταξύ τους, να κατορθώναμε να ξεπηδήσει, καθώς η φλόγα από τα
πυρεία, κι από μέσα τους η δικαιοσύνη· κι αφού έτσι φανερωθεί, θα είναι πια
τέλεια βεβαιωμένη για μας η ύπαρξή της.
Αυτός, αλήθεια, που λες είναι ο σωστός δρόμος κι έτσι ας κάμομε.
Άραγε λοιπόν, αν ένα αντικείμενο μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο τα πει κανείς πως
είναι το ίδιο πράγμα και τα δυο, είναι ανόμοια ή όμοια ως προς εκείνη την ιδιότητα
που τα κάνει το ίδιο πράγμα και τα δυο;
Όμοια βέβαια.
[435b] Ώστε και ο δίκαιος άνθρωπος, ως προς αυτή την ιδιότητα της δικαιοσύνης, καμιά
διαφορά δεν θα ᾽χει από τη δίκαιη πόλη, αλλά θα είναι όμοιός της.
Μάλιστα, όμοιός της.
Παραδεχτήκαμε όμως πως μια πόλη είναι δίκαιη, όταν από τα τρία είδη φυσική ιδιοσυγκρασίας,
που υπάρχουν μέσα της, το καθένα τους έκανε τη δουλειά του· και της αποδώσαμε πάλι την
ιδιότητα της σωφροσύνης και της ανδρείας και της σοφίας για κάποιους άλλους χαρακτήρες και
συνήθειες που παρουσιάζουν αυτά τα τριών ειδών φυσικά.
Αλήθεια.
Το ίδιο λοιπόν, φίλε μου, θα αξιώσομε και για τον ένα άνθρωπο, όταν έχει δηλαδή αυτές τις
ίδιες ιδιότητες [435c] μες στην ψυχή του, πως είναι σωστό, γι᾽ αυτή την ομοιότητα, ν᾽ αξιωθεί να
πάρει εκείνες τις ίδιες ονομασίες με την πόλη.
Ανάγκη πάσα.
Να λοιπόν πάλι, φίλε μου, που πέσαμε σ᾽ ένα δύσκολο σχετικά με την ψυχή ζήτημα, αν έχει
δηλαδή αυτές τις τρεις ιδιότητες μέσα της είτε όχι.
Και βέβαια δεν μου φαίνεται πολύ εύκολο· γιατί είναι ίσως αληθινή, Σωκράτη, η παροιμία που
λέει: όλα τα καλά δύσκολα.
Έτσι φαίνεται· και να ξέρεις καλά, Γλαύκων, πως, όπως [435d] εγώ τουλάχιστο φαντάζομαι, μ᾽
αυτή τη μέθοδο που μεταχειριζόμαστε τώρα στη συζήτηση, υπάρχει φόβος να μην πετύχομε το
ολωσδιόλου σωστό· γιατί είναι άλλος μακρύτερος και περισσότερος ο δρόμος που θα μας
οδηγούσε εκεί· ίσως όμως και ν᾽ αξίζει κι αυτή η μέθοδος σχετικά μ᾽ όσα είπαμε και συζητήσαμε
πρωτύτερα.
Δε θα ᾽τανε αρκετό κι αυτό; εγώ τουλάχιστο θα ήμουν, προς το παρόν, και μ᾽ αυτό
ικανοποιημένος.
Μα τότε λοιπόν ακόμα παραπάνω κι εγώ.
Μην αποκάνεις λοιπόν, μόνο άρχισε την εξέταση.
[435e] Δεν είναι τάχα απόλυτη ανάγκη να παραδεχτούμε πως τα ίδια ιδιώματα και συνήθεια
υπάρχουν μέσα στον καθένα από μας όποια και μες στην πόλη; γιατί βέβαια δεν έχουν ερθεί
απ᾽ αλλού και σ᾽ αυτή· επειδή θα ήτανε γελοίο να φανταστεί κανείς πως ο θυμοειδής έξαφνα
χαρακτήρας που αποδίδουν σε μερικά έθνη, όπως στους Θράκες και στους Σκύθες και γενικά
στους βορινούς λαούς, ή η φιλομάθεια, που θα μπορούσε [436a] κανείς ν᾽ αποδώσει στο δικό

7
μας προπάντων έθνος, ή η φιλοχρηματία, που θα μπορούσαμε να πούμε πως χαρακτηρίζει
κυρίως τους Φοίνικες και τους Αιγυπτίους, δεν έχουν την αρχή τους από τους πολίτες, για να
βρίσκουνται και μες στις πόλεις των.
Βεβαιότατα.
Ώστε έτσι είναι το πράγμα και δεν παρουσιάζει καμιά δυσκολία να το καταλάβει κανείς.
Όχι βέβαια.
Απ᾽ εδώ όμως αρχίζει η δυσκολία: αν δηλαδή με την ίδια ενέργεια της ψυχής κάνομε το καθετί,
ή με ιδιαίτερη για το καθένα απ᾽ αυτά τα τρία· άλλη είναι η δύναμη της ψυχής, που μ᾽ αυτή
μαθαίνομε, άλλη που μ᾽ εκείνη θυμώνομε, άλλη που γεννά μέσα μας την επιθυμία της τροφής,
τις γενετήσιες ηδονές και όλα [436b]τα παρόμοια, ή με ολάκερη την ψυχή κάνομε το καθένα απ᾽
αυτά, όταν αιστανθούμε την ορμή να το κάμομε; Νά ποιό είναι δύσκολο να το ορίσομε με όλη
την ακριβολογία που χρειάζεται.
Το βλέπω κι εγώ.
Ιδού λοιπόν πώς λέω εγώ να δοκιμάσομε να βρούμε αν είναι οι ίδιες αυτές οι τρεις δυνάμεις, ή
διαφορετική η καθεμιά τους.
Πώς;
Είναι ολοφάνερο πως το ίδιο πρόσωπο δε θα μπορούσε τον ίδιο καιρό να κάνει ή να πάσχει
αντίθετα πράγματα, μέσα τουλάχιστο στο ίδιο μέρος του εαυτού του ή σχετικά με το ίδιο
αντικείμενο· ώστε, αν βρούμε να γίνεται πουθενά αυτό το πράγμα, θα συμπεράνομε πως δεν
ήταν μια και η ίδια αυτές [436c] οι δυνάμεις, αλλά πολλές.
Έστω.
Πρόσεξε τώρα αυτό που λέω.
Λέγε το.
Να στέκεται και να είναι τον ίδιον καιρό ακίνητο το ίδιο πράγμα και με ίδιο μέρος του εαυτού
του μπορεί άραγε να γίνει ποτέ;
Καθόλου.
Ας το καθορίσομε όμως ακόμα πιο καθαρά, για να μη μας γεννηθεί καμιά διαφωνία όταν
προχωρήσομε παραπέρα. Αν δηλαδή μας έλεγε κάποιος για έναν άνθρωπο, που ενώ στέκει,
κουνεί τα χέρια του και το κεφάλι, πως ο ίδιος και στέκεται και κουνιέται μαζί, δε θα του κάναμε
την παρατήρηση πως [436d] δεν πρέπει να το λέει έτσι, αλλά πως ένα του όποιο μέρος είναι
ακίνητο και ένα άλλο κουνιέται; Έτσι δεν είναι;
Έτσι είναι.
Κι αν λοιπόν ο ίδιος για να κάμει, έτσι παιχνιδιάρικα, ακόμη μεγαλύτερη επίδειξη λεπτολογίας
μάς έλεγε πως η σβούρα τουλάχιστο ολόκληρη και κουνιέται και στέκεται τον ίδιον καιρό, όταν
στρέφεται με ακίνητα μπηγμένο το κέντρο της επάνω στο ίδιο σημείο, και ότι το ίδιο κάνει και
όποιο άλλο στρέφεται γύρω από τον άξονά του χωρίς ν᾽ αλλάζει θέση, δε θα το παραδεχτούμε
βέβαια, επειδή αυτά [436e] δεν μένουν ακίνητα ούτε στρέφονται με το ίδιο μέρος του εαυτού
των, αλλά θα πούμε πως ξεχωρίζομε στα πράγματα αυτά τα δυο μέρη, τον ίσιο τον άξονα και
την κυκλική περιφέρεια, και πως με το ίσιο τους μέρος στέκουν ακίνητα, επειδή αυτό δεν γέρνει
από καμιά μεριά, ενώ με την κυκλική τους περιφέρεια στρέφονται έναν γύρο· όταν όμως η
ευθεία γραμμή του άξονά τους κλίνει είτε δεξιά είτε αριστερά είτε μπρος είτε πίσω, ενώ
εξακολουθούν τον ίδιο καιρό να στρέφονται, τότε με κανένα τους μέρος δεν μπορούμε να
πούμε πως στέκουν.
Και πολύ σωστά.
Ώστε ό,τι και να μας πουν απ᾽ αυτά, δε θα μας κάμει να τα σαστίσομε, ούτε θα μας πείσει
περισσότερο, πως είναι ποτέ δυνατόν το ίδιο πράγμα την ίδια ώρα και με το ίδιο
μέρος [437a] του εαυτού του και ως προς το ίδιο αντικείμενο να κάνει ή να πάσχει τα αντίθετα.
Και μένα βέβαια δε θα με πείσει ποτέ.
Μολαταύτα, για να μην είμαστε αναγκασμένοι να εξετάζομε και ανασκευάζομε όλες αυτές τις
αντιρρήσεις και να χάνομε έτσι άδικα τον καιρό μας, ας δεχτούμε για σωστή την υπόθεση πως
έτσι είναι το πράγμα κι ας προχωρήσομε παρακάτω, με τη συμφωνία πως, αν κάπου βρεθεί πως
δεν είναι αυτά έτσι όπως τα δεχτήκαμε, όλα τα συμπεράσματα που βγαίνουν απ᾽ αυτή την
υπόθεση θα τα θεωρήσομε άκυρα.
Έτσι πρέπει να κάνομε. [437b] Λέγε μου λοιπόν τώρα: το να δείχνει κανείς πως θέλει

8
κάτι, με το να δείχνει πως δεν το θέλει, και το να επιθυμεί να πάρει κατιτί, με το να
αρνιέται να το πάρει, και το να δέχεται πρόθυμα, με το να το αποστρέφεται, θα τις
πάρεις όλες αυτές τις ενέργειες ή τα πάθη (γιατί ως προς αυτό δεν υπάρχει καμιά
διαφορά) για πράγματα αντίθετα μεταξύ τους ή όχι;
Μα βέβαια αντίθετα.
Τί λοιπόν; την πείνα και τη δίψα και όλες γενικά τις επιθυμίες καθώς πάλι και τη
θέληση και τη βούληση, δε θα τα βάλεις όλ᾽ αυτά [437c] κάπου εκεί μαζί με αυτές
τις ιδιότητες που αναφέραμε τώρα δα; Δε θα πεις, παραδείγματος χάρη, πως η
ψυχή του ανθρώπου που επιθυμεί κατιτί αισθάνεται ένα σπρώξιμο προς εκείνο που
επιθυμεί, ή πως δέχεται πρόθυμα το πράγμα που θα ήθελε να το έχει, ή πως πάλι,
σε περίπτωση που θέλει κάτι ν᾽ αποχτήσει, δίνει έτσι μ᾽ ένα νεύμα στον εαυτό της
τη συγκατάθεσή της, σαν να τη ρωτούσε κάποιος, δείχνοντας έτσι όλη της τη
λαχτάρα για την απόχτησή του;
Μάλιστα.
Τί δε; το να μην ορέγεται, το να μη θέλει, το να μην επιθυμεί δεν είναι το ίδιο
πράγμα με το να αποστρέφεται και να σπρώχνει μακριά της, και δε θα βάλομε
αυτές τις ενέργειες της ψυχής σ᾽ όλα τα αντίθετα μ᾽ εκείνα που είπαμε πριν;
[437d] Πώς όχι;
Αφού έτσι είναι το πράγμα, δε θα πούμε λοιπόν πως έχομε ένα είδος επιθυμίες και
ανάμεσα σ᾽ αυτές δυο προπάντων φανερότερες, εκείνες που λέμε πείνα και δίψα;
Θα πούμε.
Και πως η μια είναι επιθυμία πιοτού κι η άλλη τροφής;
Ναι.
Κι όσο είναι αυτό η δίψα, είναι άραγε επιθυμία της ψυχής για τίποτα περισσότερο
απ᾽ αυτό που λέγαμε; Δηλαδή η δίψα είναι άραγε δίψα ζεστού ή κρύου ή πολλού ή
λίγου πιοτού, ή και μ᾽ ένα λόγο ενός τέτοιου ή τέτοιου πιοτού; Ή, αν μαζί με τη
δίψα [437e] υπάρχει και η έννοια της ζέστης, ήθελε παρουσιάσει και την πρόσθετη
επιθυμία του ψυχρού, καθώς και την επιθυμία του ζεστού, αν είχε μαζί της την
έννοια της ψυχρότητας; Και αν με την παρουσία της εννοίας του πολλού είναι
πολλή η δίψα, θα γεννήσει την επιθυμία του πολλού πιοτού, και αν είναι λίγη του
λίγου; Η καθαυτό όμως δίψα δε θα ήταν ποτέ επιθυμία για κανένα άλλο πράγμα
παρά για κείνο που είναι το φυσικό της αντικείμενο, δηλαδή απλώς του πιοτού,
καθώς και η πείνα απλώς της τροφής.
Μάλιστα, έτσι είναι· η καθεμιά καθαυτό επιθυμία είναι επιθυμία μόνο του καθαυτό
φυσικού της αντικειμένου· το να είναι όμως το αντικείμενο αυτό τέτοιο ή τέτοιο, το
χρωστά στις πρόσθετες εκείνες έννοιες.
[438a] Πρόσεξε μόνο μη μας βρει κανείς πως δεν το ᾽χομε ξεκαθαρίσει καλά το
ζήτημα και μας κάμει να τα χάσουμε, αν μας πει πως κανείς δεν επιθυμεί απλώς
πιοτό, αλλά καλό πιοτό, και όχι φαΐ, αλλά καλό φαΐ. Γιατί όλοι φυσικά επιθυμούν τα
καλά· αν λοιπόν η δίψα είναι επιθυμία, θα ήταν επιθυμία για κάποιο καλό πράγμα,
είτε πιοτό είναι είτε ό,τι άλλο εκείνο που επιθυμεί· το ίδιο και για τις άλλες
επιθυμίες.
Ίσως και να ᾽χει κάποιο δίκιο εκείνος που θα ᾽κανε αυτή την παρατήρηση.
Ναι, μα όσα πράγματα αναφέρονται σ᾽ έν᾽ άλλο πράγμα [438b] είναι τέτοια ή τέτοια
εξαιτίας της αναφοράς, καθώς μου φαίνεται, που έχουν σε μιαν ορισμένη ποιότητα,
τα καθαυτό όμως πράγματα αναφέρονται στο καθαυτό μόνο αντικείμενό τους.
Δεν το κατάλαβα.

9
Δεν καταλαβαίνεις πως το μεγαλύτερο είναι τέτοιο, που να είναι μεγαλύτερο από
κάποιο άλλο;
Βεβαιότατα.
Από κάτι δηλαδή μικρότερό του;
Ναι.
Και το πολύ μεγαλύτερο από το πολύ μικρότερο;
Ναι.
Άραγε λοιπόν κι ένα που ήταν κάποτε μεγαλύτερο από ένα που ήταν κάποτε
μικρότερο, κι ένα που θα είναι στο μέλλον μεγαλύτερο από ένα που θα ᾽ναι στο
μέλλον μικρότερο;
Πώς όχι;
[438c] Το ίδιο λοιπόν δεν γίνεται και με το περισσότερο σχετικά με το λιγότερο, και
με το διπλάσιο σχετικά με το μισό, και με όλα τα τέτοια, καθώς και με το βαρύτερο
σχετικά με το ελαφρότερο, και το γρηγορότερο με το αργότερο, κι ακόμη και με τα
θερμά και τα ψυχρά και με όλα τα όμοιά τους;
Βεβαιότατα.
Και τί λες; Δε γίνεται το ίδιο και με τις επιστήμες; Η καθαρή δηλαδή και καθαυτή
επιστήμη αντικείμενό της έχει την καθαυτή μάθηση, ή ό,τι άλλο πράγμα πρέπει να
θεωρηθεί αντικείμενό της· ενώ μια ορισμένη και ειδική επιστήμη,
ένα [438d] ορισμένο και ειδικό αντικείμενο. Και ιδού τί εννοώ: όταν έγινε η
επιστήμη να χτίζουν σπίτια, δεν ξεχώρισε από τις άλλες επιστήμες, ώστε να
ονομαστεί οικοδομική;
Πώς όχι;
Για ποιόν άλλο λόγο βέβαια παρά επειδή ήταν τέτοια που να μη μοιάζει με καμιάν
άλλη;
Ναι.
Δεν πήρε λοιπόν την ιδιαίτερη ποιότητά της από την ιδιαίτερη ποιότητα του
αντικειμένου της, καθώς και όλες οι άλλες τέχνες και επιστήμες;
Έτσι είναι.
Αυτό λοιπόν πες, αν με εννόησες τώρα πως ήθελα να πω τότε, όταν έλεγα ότι όσα
πράγματα είναι τέτοια που να αναφέρονται σε κάτι, αυτά, όταν είναι καθαρά και
καθαυτά, αναφέρονται μόνο σ᾽ ένα καθαρό και καθαυτό αντικείμενο, όταν όμως
έχουν και κάποιαν ορισμένη ποιότητα, αναφέρονται σε κάποιο με ορισμένη
ποιότητα αντικείμενο. [438e] Και δε θέλω μ᾽ αυτό να πω ότι ένα πράγμα είναι
όποιας λογής και το αντικείμενό του, παραδείγματος χάρη ότι η επιστήμη που έχει
αντικείμενό της τα υγιεινά και τα βλαβερά είναι και αυτή υγιεινή και βλαβερή, και η
επιστήμη των κακών και των καλών καλή και κακή επιστήμη· αλλά επειδή έγινε
επιστήμη όχι αποκλειστικά εκείνου που είναι αποκλειστικό αντικείμενό της, αλλά
κάποιου με ορισμένη ποιότητα, δηλαδή του υγιεινού και του βλαβερού, κατάντησε
και αυτή να γίνει επιστήμη με ορισμένη ποιότητα, και αυτό την έκαμε να
ονομάζεται όχι πια απλώς επιστήμη, αλλά από την ποιότητα εκείνου που πήρε το
αντικείμενό της: ιατρική.
Εννόησα τώρα και έτσι μου φαίνεται πως είναι.
[439a] Και τη δίψα πάλι δεν την τοποθετείς με τα πράγματα που είναι αυτά που
είναι, επειδή αναφέρεται σε κάτι που είναι αντικείμενό τους; Γιατί υπάρχει
υποθέτω δίψα.
Βεβαιότατα, του πιοτού.

10
Και δεν είναι τέτοια ή τέτοια η δίψα αναλόγως του τέτοιου ή τέτοιου πιοτού; Ενώ η
καθαρή και καθαυτή δίψα δεν είναι κάτι που αναφέρεται απλώς στο καθαρό μόνο
και καθαυτό πιόσιμο και όχι στο πολύ ή στο λίγο, ούτε στο καλό ή κακό, ούτε, μ᾽ ένα
λόγο, στο τέτοιο ή τέτοιο πιοτό;
Εξάπαντος.
Ώστε η ψυχή εκείνου που διψά τίποτ᾽ [439b] άλλο δεν επιθυμεί παρά να πιει, και
τούτο λαχταρά και σ᾽ αυτό σπρώχνεται.
Ολοφάνερο.
Ώστε να κάποτε τύχει και την τραβά κάτι πίσω και δεν την αφήνει να πιει ενώ διψά,
αυτό δεν θα είναι κάτι άλλο μέσα της από κείνο που διψά και σα θηρίο τη σέρνει να
πιει; Γιατί είπαμε πως το ίδιο πράγμα με το ίδιο μέρος του εαυτού του και σχετικά
με το ίδιο αντικείμενο δεν μπορεί να κάνει τον ίδιο καιρό αντίθετα πράγματα.
Όχι βέβαια.
Καθώς, νομίζω, για τον τοξότη δε θα ᾽ταν σωστό να λέμε πως τα χέρια του τον ίδιο
καιρό κι αμπώθουν από τον εαυτό του και σέρνουν πίσω το τόξο, αλλά πως άλλο
χέρι είναι εκείνο που το αμπώθει κι άλλο αυτό που το τραβά πίσω.
[439c] Συμφωνότατος.
Τώρα, δε θα παραδεχτούμε πως υπάρχουν μερικοί, που ενώ διψούν δε θέλουν να
πιουν;
Και πάρα πολλοί μάλιστα και πολλές φορές.
Τί λοιπόν θα ᾽πρεπε να πει κανείς γι᾽ αυτούς; Όχι πως υπάρχει μες στην ψυχή τους
κάτι που τους προστάζει και κάτι άλλο που τους εμποδίζει να πιουν, και πως αυτό
το άλλο είναι διαφορετικό από το πρώτο και το νικά;
Κι εγώ αυτό νομίζω.
Και μήπως άραγε εκείνο που σ᾽ αυτή την περίσταση εμποδίζει παρουσιάζεται μέσα
στην ψυχή, όταν [439d] παρουσιάζεται, εξ αφορμής του λογισμού, ενώ εκείνα που
την τραβούν και τη σέρνουν είναι αποτελέσματα από τίποτα παθήματα και
νοσήματα;
Έτσι φαίνεται.
Δε θα ήταν λοιπόν παράλογο να ισχυριστούμε πως είναι δυο και διαφορετικά
μεταξύ τους πράγματα αυτά, το ένα που την κάνει να στοχάζεται και το λέμε λογικό,
και το άλλο που ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίχνεται σαν παραλογιασμένο
στις τέτοιες άλλες επιθυμίες, αλόγιστο και επιθυμητικό, σύντροφός της σε κάποιες
απολαύσεις και ηδονές.
[439e] Δεν θα ᾽χαμε πραγματικώς άδικο να τα ξεχωρίσομε έτσι.
Ας το πάρομε λοιπόν πια για ορισμένο, πως δυο αυτά τα είδη υπάρχουν μες στην
ψυχή· όσον αφορά τώρα το θυμό και τη δύναμη που μας κάνει να θυμώνουμε, να
είναι τάχα τρίτο είδος, ή με ποιό από τα δυο που είπαμε να είναι όμοιο στην ουσία
του;
Ίσως με το δεύτερο, το επιθυμητικό.
Αλλά εγώ άκουσα κάτι μια φορά που το πιστεύω αληθινό: πως κάποτε δηλαδή
ανεβαίνοντας από τον Πειραιά ο Λεόντιος, ο γιος του Αγλαΐωνα, εκεί κατά το βορινό
τείχος απέξω, παρατήρησε από μακριά νεκρούς ξαπλωμένους στο μέρος που
γίνονται οι θανατικές εκτελέσεις, και αιστάνθηκε επιθυμία να πλησιάσει να τους δει
από κοντά, σύγκαιρα όμως και κάποιαν αποστροφή που τον έσπρωχνε πίσω, κι είχε
έτσι στην αρχή αυτό τον πόλεμο με τον εαυτό του και [440a] σκέπαζε το πρόσωπό
του, ώσπου επιτέλους νικημένος από την επιθυμία έτρεξε κοντά στους νεκρούς και

11
ανοίγοντας τα μάτια του διάπλατα «να, είπε, κακορίζικα, χορτάσετε το ωραίο το
θέαμα».
Ναι, και εγώ το άκουσα.
Αυτός όμως ο λόγος σημαίνει πως η οργή καμιά φορά αντιμάχεται με τις επιθυμίες,
σαν ένα κάτι διαφορετικό από άλλο.
Αυτό πραγματικώς σημαίνει.
Μα δεν παρατηρούμε και σε πολλές άλλες περιστάσεις, όταν
κανείς [440b]αισθάνεται να τον παρασύρουν με βία παράλογες επιθυμίες, πως
αρχίζει να τα βάζει με τον εαυτό του και να θυμώνει μ᾽ εκείνο που τον βιάζει μέσα
του, και, σαν ν᾽ αντιμάχονται δυο, έρχεται ο θυμός και γίνεται σύμμαχος με το
λογικό του; Να συμμαχήσει όμως αυτός με τις επιθυμίες και να πάει ενάντια στο
λογικό, ενώ αυτό του απαγορεύει να το κάμει, θαρρώ πως δε θα μας πεις πως
αιστάνθηκες ποτέ να έγινε ένα τέτοιο πράγμα μέσα σου, ούτε και σε κανέναν άλλο.
Όχι, μά την αλήθεια.
[440c] Τί γίνεται όμως, όταν κανείς συναισθάνεται πως έχει άδικο; Δεν οργίζεται
τόσο πιο λίγο, όσο ευγενικότερα αισθήματα έχει, ό,τι και να του επιβάλει, είτε
πείνα είτε ψύχος είτε κι όποιαν άλλη κακομεταχείριση, εκείνος που αναγνωρίζει
πως έχει δίκιο να τον μεταχειρίζεται μ᾽ αυτό τον τρόπο, και ούτε θα θελήσει, αυτό
δα που λέγω, να σηκωθεί ο θυμός του εναντίον του;
Αλήθεια.
Εάν όμως πιστεύει κανείς πως αδικείται, δεν αναβράζει τότε μέσα του ο θυμός και
αγριεύει και πηγαίνει σύμμαχος με το μέρος εκείνου που του φαίνεται δίκιο, και
υπομένοντας πείνα και κρύο και ό,τι άλλο τέτοιο πάσχει, [440d] δεν κατορθώνει να
τα κατανικήσει και τότε μόνο τελειώνει τις γενναίες του προσπάθειες, όταν πετύχει
ή όταν πεθάνει, ή όταν, καθώς ο σκύλος από το βοσκό, έτσι κι αυτός τραβηχτεί πίσω
από το λογικό που είναι μέσα του και μερέψει;
Πραγματικώς μοιάζει μ᾽ αυτό το παράδειγμα που έφερες, αφού μάλιστα
παραδεχτήκαμε πως στη δική μας τουλάχιστο πόλη πρέπει οι πολεμιστές να
υπακούουν στους άρχοντες σαν τα σκυλιά στους βοσκούς.
Πολύ καλά κατάλαβες αυτό που θέλω να πω. Μα βάζεις ακόμη στο νου σου και κάτι
άλλο εκτός απ᾽ αυτό;
[440e] Το ποιό;
Ότι ο θυμοειδής χαρακτήρας μάς φανερώνεται τώρα αντίθετος απ᾽ ό,τι λίγο πριν;
Γιατί τότε τον θεωρήσαμε σαν ένα είδος επιθυμητικό κι αυτόν, ενώ κάθε άλλο παρά
τέτοιο λέμε τώρα πως είναι, αφού όταν ξεσπάσει καμιά στάση μες στην ψυχή,
παίρνει τα όπλα με το μέρος του λογικού.
Αμφιβολία δεν χωρεί.
Μη δεν είναι λοιπόν κι αυτό τίποτ᾽ άλλο παρά ένα κάποιο είδος του λογικού, ώστε
να μην είναι τρία τα είδη μες στην ψυχή αλλά δυο μονάχα, το λογικό και το
επιθυμητικό; Ή όπως στην πόλη μας μέσα υπήρχαν τρεις [441a] τάξεις που την
αποτελούσαν, των εργατικών, των πολεμιστών και των αρχόντων, έτσι και μέσα
στην ψυχή υπάρχει κι αυτό το τρίτο είδος, ο θυμοειδής δηλαδή χαρακτήρας, που
είναι ο φυσικός επίκουρος του λογικού, αν τουλάχιστο δεν διαφθαρεί από την κακή
ανατροφή;
Ανάγκη να υπάρχει κι αυτό το τρίτο.
Ναι βέβαια, αν τουλάχιστο φανεί πως είναι διαφορετικό από το λογικό, καθώς
εφάνηκε πως είναι διαφορετικό από το επιθυμητικό.

12
Μα δεν είναι δύσκολο ν᾽ αποδειχτεί αυτό· γιατί στα παιδιά θα μπορούσε κανείς να
παρατηρήσει πως, ευθύς όταν γεννηθούν, είναι γεμάτα από θυμό, όσο όμως για
λογικό, μερικοί μου φαίνεται πως ποτέ τους δεν [441b] αποκτούν, και οι
περισσότεροι πάλι πολύ αργά.
Πολύ σωστή, μά την αλήθεια, αυτή σου η παρατήρηση. Κι αυτό που λες θα
μπορούσε κανείς να το παρατηρήσει και στα ζώα, πως έτσι είναι. Θα μπορούσε
ακόμα να το μαρτυρήσει κι εκείνος ο στίχος του Ομήρου, που κάπου και πριν τον
αναφέραμε, που λέει:
και χτύπησε το στήθος του κι έτσι είπε της καρδιάς του·
γιατί εγώ παρουσιάζει ο Όμηρος δυο ξεχωριστά πράγματα, που μαλώνει το ένα το
άλλο· [441c] εκείνο που με το λογικό έκρινε για το καλύτερο και το χειρότερο, και
κείνο που απερίσκεπτα το παίρνει ο θυμός.
Πολύ σωστά το λες.
Έτσι λοιπόν το περάσαμε, αν και με πολύ κόπο, αυτό το πέλαγος, κι έχομε αρκετά
οπωσδήποτε συμφωνήσει να παραδεχτούμε πως υπάρχουν οι ίδιες και στον ίδιο
αριθμό αυτές οι δυνάμεις μες στην ψυχή του καθενός ανθρώπου, όπως και μέσα
στην πόλη.
Έτσι είναι.
Δεν είναι λοιπόν τώρα ανάγκη, όπως και με ό,τι ήταν η πόλη σοφή, έτσι και με το
ίδιο πράγμα να είναι σοφός και ο ιδιώτης;
Πώς όχι;
[441d] Και με ό,τι και όπως ανδρείος ο ιδιώτης, με το ίδιο και με τον ίδιο τρόπο να είναι ανδρεία
η πόλη, και όλα τ᾽ άλλα που συντείνουν για την τέλεια αρετή να υπάρχουν κατά τον ίδιο τρόπο
και σε κείνον και σ᾽ αυτήν;
Ανάγκη πάσα.
Και δίκαιος λοιπόν θα πούμε, Γλαύκων, πως είναι ένας άνθρωπος κατά τον ίδιο τρόπο που ήταν
δίκαιη και η πόλη.
Κι αυτό ανάγκη πάσα.
Μα δεν μπορεί βέβαια να έχομε ξεχάσει πως η πόλη ήταν δίκαιη με το να περιορίζεται καθεμιά
από τις τρεις τάξεις που την αποτελούν στη δική της δουλειά.
Δε μου φαίνεται να το ᾽χομε ξεχάσει.
Ας θυμόμαστε λοιπόν πως και καθένας από μας, εφόσον [441e] το κάθε μέρος της ψυχής του
κάνει τη δική του τη δουλειά, θα είναι δίκαιος και θα περιορίζεται να κάνει τη δουλειά του.
Και πολύ μάλιστα πρέπει να το θυμόμαστε.
Δεν ανήκει λοιπόν στο λογικό το δικαίωμα να κυβερνά, αφού αυτό έχει τη σοφία και την
υποχρέωση να έχει έγνοια για ολόκληρη την ψυχή; και το θυμοειδές πάλι να είναι βοηθός και
σύμμαχός του;
Βεβαιότατα.
Και δε θα είναι το συγκέρασμα της μουσικής και της γυμναστικής εκείνο που λέγαμε πως θα τα
φέρει σε τέλεια συμφωνία μεταξύ τους, με το να δυναμώνει και [442a] να τρέφει το ένα με
καλά λόγια και μαθήματα, και να χαλαρώνει και να πρααίνει του άλλου την ορμή, ημερώνοντάς
το με την αρμονία και το ρυθμό;
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Κι αφού λοιπόν με αυτό τον τρόπο ανατραφούν τα δυο τους και μάθουν αληθινά το μάθημά
τους και συμπληρώσουν την εκπαίδευσή τους, τότε αυτά θα κυβερνούν το επιθυμητικό, που
είναι το μεγαλύτερο μέρος της ψυχής του καθενός και το πιο αχόρταγο για χρηματισμό· και θα
το προσέχουν μήπως, με το να παραγεμίζεται με τις σωματικές λεγόμενες ηδονές, πολύνει και
δυναμώσει [442b]και δεν κάνει πια τη δουλειά του, αλλά επιχειρήσει να υποδουλώσει και
εξουσιάσει εκείνα που κανένα φυσικό δικαίωμα δεν έχει (να τα εξουσιάσει) και φέρει έτσι άνω
κάτω ολάκερη τη ζωή των ανθρώπων.
Και πολύ μάλιστα.

13
Δε θα φυλάγουν λοιπόν αυτά τα δυο και τους εξωτερικούς εχθρούς με τον καλύτερο για την
ασφάλεια ολάκερης της ψυχής και του κορμιού τρόπο, όταν από τη μια μεριά το λογικό θα
σκέπτεται και θα αποφασίζει, και από την άλλη το θυμοειδές θα πολεμά και ακολουθώντας τον
άρχοντα θα εκτελεί τις αποφάσεις εκείνου;
Έτσι είναι.
Και ανδρείο λοιπόν, νομίζω, ονομάζομε κάθε άνθρωπο απ᾽ αυτό το μέρος [442c] της ψυχής του,
όταν δηλαδή το θυμοειδές, μες απ᾽ όλες τις λύπες και τις ηδονές κρατάει απαρασάλευτα όσα
του έμαθε και του πρόσταξε το λογικό να θεωρεί φοβερά ή όχι.
Πολύ σωστά.
Σοφό πάλι ονομάζομε τον άνθρωπο από κείνο το μικρό μέρος της ψυχής που είχε την ανώτατη
εξουσία μέσα της και έδινε όλες εκείνες τις προσταγές, κι έχει πάλι το ίδιο την επιστήμη να
γνωρίζει ποιό είναι το συμφέρον και για το καθένα από τα τρία χωριστά και για το σύνολό τους.
Βεβαιότατα.
Και τί; δεν ονομάζομε σώφρονα τον άνθρωπο από τη φιλία και συμφωνία ανάμεσα σ᾽ αυτά,
όταν και το μέρος που έχει την εξουσία και τ᾽ άλλα δυο, που είναι υπάκουά του, [442d] μένουν
σύμφωνα πως το λογικό είναι εκείνο που πρέπει να εξουσιάζει και δεν επαναστατούν εναντίον
του;
Τίποτ᾽ άλλο βέβαια, παρά αυτό είναι η σωφροσύνη και της πόλης και του πολίτη.
Δίκαιος τέλος θα είναι από κείνο βέβαια που τόσες φορές είπαμε, και με τον ίδιο τρόπο.
Ανάγκη πάσα.
Τί όμως; Μήπως εν τω μεταξύ αδυνάτισε κάπως η όρασή μας και μας φαίνεται η δικαιοσύνη
κάτι άλλο από κείνο που βρήκαμε μες στην πόλη;
Δεν το πιστεύω εγώ τουλάχιστο.
Έτσι όμως θα μπορούσαμε ν᾽ αποκτήσομε την τέλεια βεβαιότητα, [442e] αν υπάρχει καμιά
ακόμη αμφιβολία μες στην ψυχή, βάζοντας σε ενέργεια τα βαρετά εκείνα παραδείγματα.
Τα ποιά;
Να, λόγου χάρη: αν επρόκειτο σχετικά με κείνη την πόλη και με τον άνθρωπο που από φυσικού
του και από ανατροφή είναι όμοιος μ᾽ αυτήν, να συμφωνήσομε μεταξύ μας αν θα μπορούσε
ένας τέτοιος να καταχραστεί μια παρακαταθήκη χρυσάφι ή ασήμι που του εμπιστευτήκανε —
νομίζεις πως θα βρισκότανε κανείς να πιστέψει [443a] πως αυτός περισσότερο θα ήταν ικανός
να κάμει τέτοιο πράγμα, παρά οι άλλοι όσοι δεν είναι τέτοιοι;
Κανείς βέβαια.
Δε θα ήταν ακόμη ανίκανος αυτός να κάμει ιεροσυλία, ή να κλέψει, ή να προδώσει είτε τους
ατομικούς φίλους του είτε όλη την πόλη;
Ανίκανος βέβαια.
Ούτε, εννοείται, θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να πατήσει τον όρκο του ή όποιαν άλλη
συμφωνία.
Πώς θα μπορούσε;
Μοιχείες επίσης και αδιαφορίες για την περιποίηση των γονιών και για τη λατρεία των θεών
είναι βέβαια πράγματα που σε κάθε άλλον ταιριάζουν παρά σ᾽ αυτόν.
Σε κάθε άλλον. [443b] Και η αιτία όλων αυτών δεν είναι το ότι καθένα από τα μέρη
της ψυχής του περιορίζεται στο έργο του, είτε αν πρόκειται να κυβερνά είτε να
υπακούει;
Αυτό και τίποτ᾽ άλλο.
Κάθεσαι λοιπόν και ζητάς ακόμη αν είναι άλλο πράγμα η δικαιοσύνη, παρά η
δύναμη αυτή που μας δίνει τέτοιους ανθρώπους και πόλεις;
Όχι βέβαια εγώ, μά το Δία.
Ώστε να λοιπόν που μας βγήκε πέρα για πέρα σωστό το όνειρό μας, που, καθώς
λέγαμε, μας έκανε να υποψιαστούμε, ευθύς απαρχής που θεμελιώναμε την πόλη
μας, πως με τη βοήθεια [443c] κάποιου θεού κοντεύομε σχεδόν να ᾽χομε πετύχει
κάτι που να είναι σαν αρχή και τύπος της δικαιοσύνης.
Πέρα για πέρα σωστό.

14
Κι ήταν λοιπόν πραγματικώς, Γλαύκων, μια εικόνα της δικαιοσύνης αυτό που
λέγαμε, πως ο υποδηματοποιός δηλαδή και ο ξυλουργός τίποτ᾽ άλλο δεν πρέπει να
κάνει παρά ό,τι από τη φύση του είναι προορισμένος να κάνει, και το ίδιο για όλα τ᾽
άλλα.
Έτσι φαίνεται.
Η αλήθεια όμως είναι, καθώς φαίνεται, πως τέτοιο βέβαια πράγμα είναι η
δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως στις εξωτερικές πράξεις του ανθρώπου, αλλά σε
ό,τι γίνεται [443d] μέσα του και με τον εαυτό του: να μην επιτρέπει δηλαδή στο
καθένα από τα μέρη που υπάρχουν μέσα του να κάνει ό,τι δεν είναι δουλειά του,
ούτε να καταπιάνεται με τα καθήκοντα το ένα του άλλου· αλλ᾽ αφού τακτοποιήσει
καλά εκείνα που αποκλειστικά είναι δικά του και κυριαρχήσει του εαυτού του και
γίνει ο συγυριστής και ο φίλος του εαυτού του και συναρμόσει τα τρία μέρη της
ψυχής του σαν να ήταν οι τρεις ακριβώς τόνοι της μουσικής κλίμακας, ο
υψηλότερος, ο χαμηλότερος και ο μέσος, καθώς και όσοι άλλοι τυχαίνει να
υπάρχουν μεταξύ, και συνδέσει [443e] όλ᾽ αυτά, ώστε από τα πολλά να γίνει ένας
μόνο, τέλεια σωφρονισμένος και αρμονισμένος, έτσι πια τότε ν᾽ αρχίσει να κάνει αν
έχει να κάνει τίποτα, είτε θέλει ν᾽ αποχτήσει χρήματα, ή να περιποιείται το σώμα
του, ή να αναμιχθεί στην πολιτική, ή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, χωρίς όμως να παύει
ποτέ να θεωρεί και να ονομάζει σε όλ᾽ αυτά δίκαιη και καλή την πράξη που διατηρεί
και τελειοποιεί αυτή τη συνήθεια, σοφία την επιστήμη που επιστατεί και διευθύνει
αυτή την πράξη, αδικία [444a] εκείνη που την καταστρέφει κάθε φορά, και αμάθεια
την δοξασία πάλι που επιστατεί και διευθύνει την πράξη της καταστροφής.
Είναι ορθότατα, Σωκράτη, όλ᾽ αυτά που λες.
Πολύ καλά· ώστε, αν πούμε πως βρήκαμε πια τί είναι ο δίκαιος άνδρας και η δίκαιη
πόλη και τί η δικαιοσύνη μέσα σ᾽ αυτούς, δεν πιστεύω να φανούμε πως είμαστε και
πολύ γελασμένοι.
Όχι βέβαια.
Σύμφωνοι λοιπόν;
Σύμφωνοι.
Έστω· μένει λοιπόν τώρα να εξετάσομε, νομίζω, την αδικία.
Βέβαια.

Ο άδικος άνθρωπος
[444b] Ημπορεί λοιπόν η αδικία να είναι άλλο πράγμα παρά μια σύγκρουση
ανάμεσα σ᾽ αυτά τα τρία μέρη της ψυχής, όταν δεν περιορίζονται στα έργα τους,
αλλά επεμβαίνουν στα ξένα καθήκοντα, ή όταν επαναστατεί το ένα μέρος ενάντια
στο σύνολο της ψυχής, για να πάρει αυτό την εξουσία που δεν του ταιριάζει, γιατί
είναι πλασμένο από τη φύση να δουλεύει και να υπακούει σε κείνο που είναι
ορισμένο να κυβερνά; Αυτά λοιπόν, και η ταραχή και η σύγχυση μεταξύ τους, θα
πούμε πως είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η αμάθεια και κάθε, μ᾽
ένα λόγο, κακία.
Αυτά, βέβαια.
[444c] Λοιπόν και το να κάνει κανείς άδικες πράξεις και να αδικεί, καθώς και το να
κάνει τα δίκαια, δεν έχουν πια όλ᾽ αυτά ξεκαθαριστεί ολοφάνερα, μια που
ξεκαθαρίστηκε τί είναι και η αδικία και η δικαιοσύνη;
Πώς αυτό;
Γιατί δεν έχουν καμιά διαφορά από τα υγιεινά και τα βλαβερά πράγματα, μα ό,τι

15
είναι εκείνα για το σώμα, το ίδιο είναι κι αυτά για την ψυχή.
Πώς δηλαδή;
Τα υγιεινά πράγματα δίνουν την υγεία και τα βλαβερά προξενούν τις αρρώστιες.
Ναι.
Κατά τον ίδιο λόγο και οι δίκαιες πράξεις δεν κάνουν τη δικαιοσύνη, [444d] και οι
άδικες την αδικία;
Αναγκαστικά.
Και όταν λέμε ότι τα υγιεινά δίνουν την υγεία, εννοούμε βέβαια πως αποκαθιστούν
ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία του ανθρωπίνου σώματος τη φυσική τους
ισορροπία, ώστε να εξουσιάζει ή να εξουσιάζεται το ένα από το άλλο· και ότι τα
βλαβερά γεννούν αρρώστιες σημαίνει πως εξουσιάζει ή εξουσιάζεται το ένα από το
άλλο αντίθετ᾽ απ᾽ ό,τι το θέλει η φύση.
Έτσι είναι.
Κατά τον ίδιο λόγο, «κάνουν τη δικαιοσύνη» δεν σημαίνει πως αποκαθιστούν
ανάμεσα στα μέρη της ψυχής την ισορροπία που ζητά η φύση, ώστε να εξουσιάζει
και να εξουσιάζεται το ένα από το άλλο, και «κάνουν την αδικία», πως παρά τη
φύση εξουσιάζει και εξουσιάζεται άλλο από άλλο;
Δεν χωρεί αμφιβολία.
Αρετή λοιπόν, καθώς φαίνεται, θα είναι κάποια υγεία και [444e] ομορφιά και
ευεξία της ψυχής, και κακία μια αρρώστια και ασκήμια και ανημποριά.
Έτσι είναι.
Δεν οδηγούν λοιπόν οι καλές πράξεις στην απόκτηση της αρετής, και οι αισχρές της
κακίας;
Ανάγκη πάσα.
Εκείνο λοιπόν, καθώς φαίνεται, που μας μένει πια, είναι να εξετάσομε [445a]αν
ωφελεί επίσης να κάνει κανείς δίκαιες πράξεις και να εξασκεί τα καλά έργα και να
είναι δίκαιος, είτε τον έχουν είτε δεν τον έχουν οι άλλοι για τέτοιον, ή (αν ωφελεί)
να αδικεί και να είναι άδικος, κι αν ακόμα δεν τιμωρείται ουδέ γίνεται καλύτερος με
την τιμωρία.
Αλλά τώρα πια, Σωκράτη, μου φαίνεται γελοίο να επιμένομε σ᾽ αυτή την εξέταση·
γιατί, αν όταν χαλά η φυσική σύσταση του σώματος, μας φαίνεται αβίωτος ο βίος,
έστω και μέσα σ᾽ όλα τα φαγιά και τα πιοτά και τα πλούτη και τις κάθε λογής
εξουσίες, πολύ περισσότερο θα ήταν αβίωτος, αν διαταραχτεί
και [445b]καταστραφεί η φυσική σύσταση εκείνου ίσα ίσα που μας δίνει τη ζωή,
έστω και αν έχει κανείς τη δύναμη να κάνει ό,τι θελήσει άλλο, εκτός από κείνο που
θα τον απαλλάξει από την κακία και την αδικία και θα τον βοηθήσει ν᾽ αποκτήσει τη
δικαιοσύνη και την αρετή, μια που φάνηκε να είναι η καθεμιά τους τέτοια, όπως
εμείς την αποδείξαμε.
Γελοίο πραγματικώς· αφού όμως μια φορά φτάσαμ᾽ εδώ και μπορέσαμε να δούμε
ολοφάνερα πως έτσι είναι αυτά, δεν πρέπει ν᾽ αποκάμομε.
Κάθε άλλο βέβαια πρέπει παρά ν᾽ αποφύγομε τον κόπο.
[445c] Έλα λοιπόν τώρα πλησίασε να δεις πόσα διάφορα είδη έχει, καθώς μου
φαίνεται, η κακία, όσα τουλάχιστο απ᾽ αυτά αξίζει να τα παρατηρήσει κανείς.
Σε ακολουθώ, μόνο δείξε μού τα.
Και λοιπόν βλέπω εγώ, σαν από σκοπιά, αφού εδώ μας έχει φέρει η έρευνά μας,
πως ένα μόνο είδος αρετής υπάρχει, άπειρα όμως κακίας κι ανάμεσα σ᾽ αυτά
κάποια τέσσερα που κι αξίζει να τα μνημονέψει κανείς.

16
Τί θέλεις να πεις;
Όσοι τρόποι πολιτευμάτων υπάρχουν τόσοι καταντά και τρόποι ψυχής να
υπάρχουν.
Πόσοι λοιπόν;
[445d] Πέντε είδη πολιτεύματα και πέντε της ψυχής.
Λέγε μας λοιπόν ποιά.
Λέγω λοιπόν πως ένα είδος θα ήταν το πολίτευμα αυτό που εμείς περιγράψαμε και
που θα μπορούσαμε να του δώσομε διπλή ονομασία: όταν δηλαδή υπάρχει
ανάμεσα στους άρχοντες ένας που ιδιαίτερα θα ξεχωρίζει, θα ονομάζονταν τότε
βασιλεία, κι όταν περισσότεροι, αριστοκρατία.
Αλήθεια.
Αυτό λοιπόν είναι το ένα είδος που λέγω· γιατί είτε [445e] περισσότεροι είτε ένας
μόνο βρεθεί να ᾽ναι, δε θα μπορούσε να μετακινήσει κανέναν από τους αξιόλογους
νόμους της πολιτείας, μια που θα είχε ανατραφεί και εκπαιδευθεί με τον τρόπο που
αναπτύξαμε.
Δε θα ᾽ταν, βέβαια, φυσικό.

17

You might also like