Professional Documents
Culture Documents
κείμενα
κείμενα
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Γιώργος Καραμανώλης
ΓιώρΓοσκαραμανώλησ
1. Εισαγωγή
Ο όρος ή διέπει όλη την αρχαιοελληνική γραμματεία, από τις πρώτες
αρχές, τα ομηρικά ποιήματα, μέχρι την ύστερη αρχαιότητα και τη χριστια-
νική γραμματεία. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να συναντάμε τον όρο
ή με διαφορετικό περιεχόμενο σε διαφορετικές εποχές και σε διαφορε-
τικού είδους κείμενα, για παράδειγμα λογοτεχνικά ή φιλοσοφικά. Παρά το
γεγονός όμως ότι ο όρος απαντά με περιεχόμενο που ποικίλλει στα κείμενα
διαφορετικών εποχών της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, είναι σημαντικό
να τονίσουμε από την αρχή σε τι εν γένει αναφέρονται οι αρχαίοι με τον ελ-
ληνικό όρο ή (και αργότερα οι Λατίνοι με τον όρο anima). Και αυτό είναι
σημαντικό, καθώς σήμερα ο αντίστοιχος όρος στις ευρωπαϊκές γλώσσες δη-
λώνει κάτι ασαφές.1 Είναι αξιοπρόσεκτο ότι καμία σύγχρονη επιστήμη δεν
ασχολείται με την ψυχή, καμία δηλαδή δεν προβάλλει ως επιστήμη της ψυ-
χής. Η φιλοσοφία εξετάζει τον νου και τα σχετικά νοητικά φαινόμενα (φιλο-
σοφία του νου), ενώ η ψυχολογία είναι κατά βάση επιστήμη της ανθρώπινης
συμπεριφοράς, συναισθηματικής, γνωστικής, κοινωνικής, η δε φιλοσοφική
ψυχολογία εξετάζει γνωστικές ή συναισθηματικές συμπεριφορές, όπως η
παρατήρηση αντικειμένων, από φιλοσοφική σκοπιά, δηλαδή από τη σκοπιά
του πώς μας πληροφορούν αυτές οι παρατηρήσεις για τον νου.
Το γεγονός, βέβαια, ότι καμία από τις σύγχρονες επιστήμες δεν ασχολεί-
ται με την ανθρώπινη ψυχή καθαυτή δεν σημαίνει φυσικά ότι τα εννοιολο-
γικά χαρακτηριστικά που περιγράφονται από τον αρχαίο όρο ή (anima)
1
Έχω κατά νου τους όρους, π.χ., soul, Seele, anima, âme.
330 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
2
Μια καλή συνοπτική παρουσίαση του περιεχομένου και της ιστορίας του αρχαίου όρου
ψυχή και των σχετικών φιλοσοφικών θεωριών μπορεί να βρει κανείς στο κείμενο του
Lorenz (2009).
3
Αριστοτέλης, Π ί ή 405a19-21· Δ.Λ. 1.24, DK A 22, B 7.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 331
στοτέλης αρνείται κάτι τέτοιο και διαχωρίζει τα φυτά από τα ζώα ως δύο
διακριτά είδη εμβίων όντων (βλ. πιο κάτω, σ. 349-50), και άρα, υποστηρίζει,
ότι έχουν διαφορετικού είδους ψυχή.
Το επιπλέον ερώτημα είναι πώς διαφοροποιείται ο άνθρωπος από τα
υπόλοιπα έμψυχα όντα, είτε από το σύνολο των φυτών και των ζώων είτε
μόνο από τα υπόλοιπα ζώα. Το ερώτημα εδώ είναι αν οι λειτουργίες του
ζωντανού ανθρώπου, από τη θρέψη και τον μεταβολισμό, που απαντούν σε
όλα τα έμβια, έως τη νόηση, που είναι χαρακτηριστικά ανθρώπινη, είναι
διακριτές ανθρώπινες λειτουργίες επειδή είναι διαφορετικές όταν απαντούν
στον άνθρωπο, ή τέτοιες είναι μόνο εκείνες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο
αποκλειστικά, όπως η νόηση και ίσως και η ιδιαίτερου τύπου αίσθηση του
ανθρώπου. Στο ερώτημα αυτό έχουμε μια ποικιλία απαντήσεων και όχι δύο
αντίθετες απαντήσεις. Ο Πλάτων δεν διακρίνει ανάμεσα στην επιθυμία του
πεινασμένου ανθρώπου και του πεινασμένου ζώου για φαγητό, αλλά αντίθε-
τα υποστηρίζει ότι πρόκειται για παρόμοια ψυχική λειτουργία, και μαζί με
τον Αριστοτέλη θεωρεί ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι η αιτία λειτουργιών
που απαντούν και σε άλλα ζώα αλλά ταυτόχρονα και η αιτία λειτουργιών,
όπως η νόηση, η λογική σκέψη, που χαρακτηρίζουν μόνο τον άνθρωπο.
Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή ο άνθρωπος διαφέρει από τα υπόλοιπα ζώα
μόνο στο τελευταίο επίπεδο, της νόησης. Αυτό όμως το χαρακτηριστικό
του ανθρώπου, η νόηση, σημαίνει για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη
ότι ο άνθρωπος μπορεί να διαχειριστεί τις επιθυμίες του, που όπως είπαμε
είναι κατά τη γνώμη τους κοινές με αυτές των ζώων, με έναν τρόπο που δεν
διαθέτουν τα υπόλοιπα ζώα, δηλαδή μέσω του ελέγχου τους από τη λογική
σκέψη. Ο άνθρωπος επιθυμεί να ξεδιψάσει, όπως και τα ζώα, μπορεί όμως
και να επιθυμεί να μην επιθυμεί να ξεδιψάσει, επιθυμία που δεν έχουν τα
ζώα.4 Το χαρακτηριστικό της λογικής σκέψης, σύμφωνα με τον Πλάτωνα
και τον Αριστοτέλη πάντα, προσθέτει στον άνθρωπο ένα επιπλέον επίπεδο
επιθυμιών, το επίπεδο των λογικών επιθυμιών, όπως είναι η επιθυμία να
μελετήσω φιλοσοφία ή φυσική, ή να πάω θέατρο, ή να μην ξεδιψάσω και να
μην κοιμηθώ.
Οι Στωικοί, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι όλες οι ψυχικές λειτουργίες
του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των επιθυμιών, είναι διαφορετικού
4
Πρώτος θεματοποιεί το ζήτημα αυτό ο Πλάτων στην Π ί IV, 439bc. Βλ. και
Frankfurt (1971), 5-20, που διακρίνει επιθυμίες πρώτου και δεύτερου επιπέδου.
332 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
τύπου από αυτές των άλλων ζώων αλλά ακόμη και των παιδιών. Για τους
Στωικούς δηλαδή όχι μόνο έχουμε τη δυνατότητα διαφορετικής διαχείρι-
σης των επιθυμιών μας σε σχέση με τα υπόλοιπα ζώα, αλλά οι ίδιες μας οι
επιθυμίες, συμπεριλαμβανομένων των απολύτως σωματικών, για φαγητό,
ποτό, ύπνο κτλ., είναι διαφορετικού τύπου από αυτές των υπόλοιπων ζώ-
ων. Κατά τη γνώμη των Στωικών οι επιθυμίες αυτές στον ώριμο άνθρωπο
έχουν μια λογική δομή, δηλαδή συγκροτούνται με λογικό τρόπο. Το ερώτη-
μα που ανακύπτει φυσικά εδώ είναι τι ακριβώς εννοούν με τον όρο ή,
ό οι παραπάνω φιλόσοφοι. Μια πρώτη απάντηση είναι ότι για τους
Στωικούς ήδη τα δεδομένα των αισθήσεων του ώριμου ανθρώπου έχουν
λογική, εννοιολογική, δομή, πράγμα που δεν συμβαίνει με τα δεδομένα των
αισθήσεων των ζώων και των μικρών παιδιών. Και από τη στιγμή που τα
αισθητηριακά δεδομένα είναι λογικά δομημένα, οι επιθυμίες που πηγάζουν
από τις αισθήσεις έχουν για τους Στωικούς ανάλογη λογική δομή (βλ. πιο
κάτω, ενότητα 5, σ. 359-61).
Ένα στοιχείο που ήδη προκύπτει από τα παραπάνω με σαφήνεια είναι
ότι για όλους τους αρχαίους φιλοσόφους η ψυχή ως το χαρακτηριστικό που
είναι υπεύθυνο για την ταυτότητα του ανθρώπου ως ζωντανού ανθρώπου
διακρίνεται από καθολικότητα, καθώς υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους.
Το είδος της καθολικότητας της ψυχής, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο η
ψυχή είναι μια καθολική οντότητα, ένα καθόλου δηλαδή, συζητείται φυσι-
κά έντονα μεταξύ των αρχαίων φιλοσόφων. Το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι
διαφωνούν για το είδος του καθολικού χαρακτηριστικού που είναι η ψυχή
επιβεβαιώνει ότι συμφωνούν για την καθολικότητά της – ανεξάρτητα από
την ακριβή οντολογική της φύση (για την οποία μιλώ πιο κάτω).
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα για το οποίο ερίζουν οι φιλόσοφοι στην
αρχαιότητα είναι φυσικά η σχέση ψυχής και σώματος. Το ερώτημα αυτό
σχετίζεται βέβαια στενά με το ερώτημα σχετικά με τη φύση της ψυχής και
το είδος της καθολικότητάς της, τυγχάνει ωστόσο και μιας σχετικής αυτο-
νομίας. Οι φιλόσοφοι διαφωνούν αν η ψυχή είναι νοητή ή υλική/σωματική
οντότητα, με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη να τάσσονται υπέρ της πρώ-
της άποψης, αν και διαφωνούν στον τρόπο με τον οποίο η ψυχή είναι νοητή
οντότητα, και τους Επικούρειους και τους Στωικούς να τάσσονται υπέρ
της δεύτερης, ενώ και αυτοί διαφωνούν μεταξύ τους περί του είδους της
υλικότητας/σωματικότητας της ψυχής. Ωστόσο, οι οπαδοί της δεύτερης
άποψης, που θεωρούν την ψυχή υλική/σωματική, τη διακρίνουν από τη σω-
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 333
5
Βλ. Ψευδο-Γαληνός, Ό ί, τ. 19 Kühn, 451.18-452.17. Ενδεικτική είναι η
αναφορά στο θέμα του Κλήμεντος (Σ ί 8.85.7) ως ενός κατεξοχήν έ .
Η λέξη ἔ , που προέρχεται από το ύ , ρήμα που χρησιμοποιείται για τα φυτά
(βλ. LSJ s.v.), είναι ενδεικτική της θέσης των Στωικών. Βλ. σχετικά Congourdeau
(2007).
6
Βλ. Wilberding (2011).
334 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
εμφάνισης της ψυχής ήδη στο έμβρυο, καταδικάζει για πρώτη φορά στην
αρχαιότητα την έκτρωση ως φόνο.7
Στη συνέχεια του κειμένου μου θα επιχειρήσω να παρουσιάσω τον
προβληματισμό σχετικά με τη φύση της ψυχής και τους τρόπους πραγ-
μάτευσης των υπόλοιπων ερωτημάτων που μόλις πιο πάνω διατύπωσα σε
χρονολογική σειρά, από την πρώιμη ελληνική σκέψη έως την ύστερη αρχαι-
ότητα. Η πορεία αυτή θα αναδείξει, ελπίζω, τον διάλογο που συντελείται
στην αρχαία φιλοσοφία και την προοδευτικά αυξανόμενη συνθετότητα με
την οποία διατυπώνονται τα ερωτήματα και αντίστοιχα διαμορφώνονται
οι απαντήσεις. Η θεωρία του Πλωτίνου (204-270 μ.Χ.) για την ψυχή είναι
χαρακτηριστική αυτής της συνθετότητας. Είναι σημαντικό ωστόσο στην
έρευνα αυτή να κρατήσουμε ζωντανή την έμφαση στη διαφοροποίηση του
περιεχομένου του όρου ή, που, όπως είπα, είναι κατ’ ουσίαν το ουσιώδες
χαρακτηριστικό της ταυτότητας των ζωντανών οργανισμών, αλλά και του
ζωντανού ανθρώπου ειδικότερα, δηλαδή η ουσία του ανθρώπου.
7
Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Τερτυλλιανός στο έργο του De anima κεφ. 24, το πρώτο
σωζόμενο χριστιανικό έργο σχετικά με την ψυχή. Τη συζητώ στο Karamanolis (2013),
197.
8
Η συζήτηση για τη χρονολόγηση των ομηρικών ποιημάτων είναι μεγάλη και αναζωπυ-
ρώθηκε πρόσφατα από την προσπάθεια του Μ. West να τα χρονολογήσει στον 6ο αιώνα,
ωστόσο η παραδοσιακή άποψη που τα χρονολογεί στο τέλος του 8ου - αρχές του 7ου
αιώνα παραμένει η πειστικότερη. Για τη χρήση του όρου ή στον Όμηρο, βλ. Snell
(1975).
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 335
ἱ ὲ ό ἐ ῦ έ ῖό ἡ ή, ὶ ὲ ῦ έ ώ ὐ ὲ
ἔ ί ,ὥ ἐ ό ὰ ὺ Π ὺ ύ ὴ ῦ
ὴ ἰ ὸ ὸ ἐ ύ ῶ . (Π ί ή 407b20-23)
Aυτοί βέβαια το μόνο που προσπαθούν να πούνε είναι τι είναι η ψυχή, χωρίς να
συζητούν καθόλου σχετικά με το σώμα που θα τη δεχθεί, σαν να είναι δυνατό
σύμφωνα με τους πυθαγόρειους μύθους μια οποιαδήποτε ψυχή να εισέλθει σε ένα
οποιοδήποτε σώμα.
Απ’ όσα γνωρίζουμε, η κριτική του Αριστοτέλη μάλλον δεν αδικεί στο ση-
μείο αυτό την πραγματικότητα. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που έχουμε, οι
Πυθαγόρειοι μιλούνε για την ψυχή ως μια οντότητα που μεταφέρεται από
το ένα σώμα στο άλλο, και το σώμα αυτό δεν είναι αναγκαστικά ανθρώπινο,
αλλά ενδέχεται να είναι και σώμα ζώου ή φυτού. Σύμφωνα με τη μαρτυρία
του Πορφύριου, ο οποίος είχε ιδιαίτερη εκτίμηση στην πυθαγόρεια φιλοσο-
φία, ο Πυθαγόρας υποστήριζε ότι η ψυχή είναι αθάνατη και ότι μεταβάλ-
λεται όταν εισέρχεται στο σώμα διαφορετικών ζώων (Βί Π ό 19,
DK 14 Α 8). Ανάλογη είναι η μαρτυρία του εξίσου μεγάλου θαυμαστή του
Πυθαγόρα, Ιάμβλιχου (4ος αιώνας μ.Χ.), σύμφωνα με την οποία ο Πυθα-
γόρας θυμόταν τους πρότερους βίους πολλών από αυτούς που συναντούσε
(Βί Π ό 63). Και ο επίσης Πυθαγόρειος Εμπεδοκλής υποστήριζε
ότι στο παρελθόν έζησε ως νεαρός άνδρας, ως νεαρή γυναίκα, ως θάμνος, ως
πουλί και ως ψάρι (Δ.Λ. 8.77, DK B 117).9
Αυτό που αναφαίνεται από τις μαρτυρίες αυτές είναι μια σημαντική δι-
αφορά από τη χρήση του όρου ή στην αρχαϊκή λογοτεχνία και ειδικά
στην ομηρική. Ενώ στην τελευταία ο όρος ή χρησιμοποιείται μόνο για
τον άνθρωπο, στους Πυθαγόρειους η ψυχή χαρακτηρίζει και τα υπόλοιπα
ζώα αλλά και τα φυτά, είναι υπεύθυνη δηλαδή για το φαινόμενο της ζωής
σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς εν γένει. Με άλλα λόγια, η ψυχή είναι
για τον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του εκείνη που διαφοροποιεί συνολικά
τα έμβια από τα άβια όντα, μια αντίληψη που υιοθετεί αργότερα και ο Πλά-
των στον Τί (77b).
9
Σχετικές είναι και οι μαρτυρίες του Ηροδότου (4.95) και του απ. 7 DK του Ξενοκράτη.
Βλ. περαιτέρω Huffman (2011), και πιο κάτω, σ. 339-40.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 337
Την άποψη αυτή δεν φαίνεται να την υιοθετεί, ωστόσο, ο σύγχρονος του
Πυθαγόρα Ηράκλειτος, ο οποίος αναφέρεται στην ψυχή σε αρκετά από τα
σωζόμενα αποσπάσματά του, αν και με έναν ιδιαίτερα σκοτεινό τρόπο. Σε
ένα από αυτά φαίνεται να επισημαίνει τη δυσκολία που ενέχει η έρευνα για
την ψυχή.
Ψ ῆ ί ἰὼ ὐ ἂ ἐ ύ , ᾶ ἐ ό ὁ ό . ὕ ὺ ό ἔ .
(Δ.Λ. 9.7, DK 22 B 45)
Δεν μπορείς να ανακαλύψεις τα πέρατα της ψυχής, ακόμη και αν δοκιμάσεις κάθε
δυνατό δρόμο σκέψης, γιατί η ουσία της είναι δυσερεύνητη.
10
Βλ. Bartoš (2012).
11
ἀὴ ὁ ό ῇ, ἄ ὑ ὸ ὸ ἀή ό , ὐ ἐ ΐ ὅ ί ,ὑ ὴ
ὴ ὴ ἔ («όταν κάποιος μεθύσει, χάνει τον δρόμο του αφού οδηγείται από ένα
ανήλικο παιδί και δεν ξέρει πού πηγαίνει, καθώς η ψυχή του είναι υγρή», DK B 117).
Βλ. επίσης DK B 68.
338 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
12
Π ί ὲ ὶἽ ὶἩ ά ώ ύ [ ὴ ὴ] ή (Θεο-
δώρητος, Ε . . . V.18, απ. DK 18 Α 9), και Τερτυλλιανός, De anima 5.2,
Hipparchus et Heraclitus ex igni [animam effingunt] («ο Ίππαρχος και ο Ηράκλειτος
πιστεύουν ότι η ψυχή αποτελείται από πυρ»). Πβ. απ. DK Β 36.
13
Για μια διεξοδική συζήτηση της σωματικής φύσης της ψυχής στον Ηράκλειτο, βλ.
Betegh (2007).
14
Ψ ὴ ὲ ὰ ἶ ὐ ὸ ὶ ῦ (Π ί ή 405a9, DK 68 A 101).
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 339
15
Τη θεωρία αυτή υποστηρίζει ο Σιμμίας στον Φ ί (86b κ.ε.), που εμφανίζεται ως
μαθητής του Φιλολάου. Βλ. περαιτέρω Huffman (1993), 307-332.
16
Στη σύγχρονη φιλοσοφία του νου επιφαινομεναλισμός είναι η θεωρητική άποψη (που
έχει πολλές ποικιλίες) ότι τα νοητικά φαινόμενα ανάγονται σε εγκεφαλικά φαινόμενα.
Βλ. σχετικά Caston (1997).
340 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
Όπως ήδη είπα πιο πάνω, είναι σημαντικό ότι για τους Πυθαγόρειους
η ψυχή ως αρμονία, ως λογική δομή δηλαδή, χαρακτηρίζει εξίσου όλα τα
ζωντανά σώματα, όχι μόνο τα ανθρώπινα, αλλά και ζώων, για παράδειγμα.
Η παρακάτω μαρτυρία είναι ενδεικτική.
ά έ ώ ὰ ᾶ ἐ έ ῶ ὲ ὡ ἀ ά ἶ ὶ ὴ -
ή, ἶ ά ἰ ἄ έ ῴ , ὸ ὲ ύ ὅ ὰ ό ὰ
ὰ ό ά ά ί , έ ᾽ ὐ ὲ ἁ ῶ ἔ , ὶὅ ά ὰ ό
ἔ ὁ ῆ ῖ ί . έ ὰ ἰ ὴ Ἑ ά ὰ ό ῶ ί
ῦ Π ό . (Πορφύριος, Βί Π ό 19-20)
Ιδιαίτερα γνωστό σε όλους είναι ότι [ο Πυθαγόρας] υποστήριζε πρώτα πως η
ψυχή είναι αθάνατη και κατόπιν μεταβάλλεται σε άλλα είδη ζώων και επιπλέον
ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα επιστρέφουν οι ψυχές στις προηγούμενες
καταστάσεις, και δεν είναι κανείς νέος με μια απόλυτη έννοια, και επίσης ότι πρέ-
πει να θεωρούμε όλα τα έμψυχα όντα ως ανήκοντα στο ίδιο γένος. Ο Πυθαγόρας
λέγεται ότι ήταν ο πρώτος που έφερε αυτές τις απόψεις στην Ελλάδα.
Εδώ συναντούμε για πρώτη φορά δύο ενδιαφέρουσες αντιλήψεις για την
ψυχή: πρώτον, την αντίληψη ότι η ψυχή είναι αθάνατη με την έννοια ότι επι-
ζεί του θανάτου του σώματος και, δεύτερον, την άποψη, που είναι συνέπεια
της πρώτης, ότι η ψυχή ταξιδεύει από σώμα σε σώμα επιβιώνοντας του
θανάτου τους.17 Για τον λόγο αυτό, φαίνεται, οι Πυθαγόρειοι απαγόρευαν
τη θανάτωση αλλά και την κατανάλωση ζώων ως τροφή. Η άποψη αυτή
θεωρούνταν στην αρχαιότητα χαρακτηριστική πυθαγόρεια δοξασία (τη
βρίσκουμε, για παράδειγμα, και στον Εμπεδοκλή, DK B 135). Και οι δύο
παραπάνω απόψεις υιοθετούνται αλλά και εξελίσσονται σημαντικά από τον
Πλάτωνα.
3. Πλάτων
Στο έργο του Πλάτωνα το ενδιαφέρον για την ψυχή και τις λειτουργίες της,
καθώς και τη σχέση της με το σώμα γίνεται κεντρικό από την αρχή της
συγγραφικής του πορείας. Ήδη στην Α ί , το πρωιμότερο έργο του, ο
Σωκράτης εμφανίζεται να μιλά ως εξής:
17
Βλ. Δ.Λ. 8.20, Ιάμβλιχος, Βί Π ό 85, 150.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 341
ὐ ὲ ὰ ἄ ά ἐ ὼ έ ἢ ί ὑ ῶ ὶ έ ὶ έ-
ή ά ἐ ῖ ή ά ό ὲ ὕ ό ὡ ῆ
ῆ ὅ ὡ ἀ ί ἔ (Α . 30a7-b2)
Γιατί εγώ δεν κάνω τίποτε άλλο από το να τριγυρνώ για να πείσω τόσο τους νέους
όσο και τους μεγαλύτερους να μη φροντίζουν ούτε για τα σώματά τους ούτε για τις
περιουσίες τους περισσότερο ή εντονότερα από το πώς θα κάνουν την ψυχή τους
όσο καλύτερη γίνεται.
Σωκράτης δίνει μια σειρά από επιχειρήματα για να υποστηρίξει ότι η ψυχή
είναι αθάνατη, δηλαδή ότι επιβιώνει του θανάτου του σώματος και συνεχί-
ζει να ζει παντοτινά.18 Τα επιχειρήματα αυτά είναι τα εξής:
α) Το κυκλικό επιχείρημα, σύμφωνα με το οποίο ψυχή και σώμα είναι αντί-
θετες ουσίες, όπως δίκαιο-άδικο, ευχάριστο-δυσάρεστο, και οι αντίθετες
ουσίες έχουν αντίθετες ιδιότητες. Αν λοιπόν το σώμα είναι φθαρτό και
θνητό, όπως όλοι δεχόμαστε, τότε η ψυχή πρέπει να είναι άφθαρτη και
αθάνατη.
β) Το επιχείρημα της ανάμνησης (μια μορφή του συναντούμε και στον Μέ-
), το οποίο υποστηρίζει ότι η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο από την
ανάμνηση μορφών ή ιδεών, που η ψυχή γνώρισε πριν από την εμφάνισή
της στο σώμα. Το γεγονός ότι η ψυχή έχει την ικανότητα να ανακαλεί
τέτοιου είδους γνώση σημαίνει, υποστηρίζεται, ότι προϋπήρχε της γέν-
νησης του σώματος.
γ) Το επιχείρημα της ομοιότητας, το οποίο υποστηρίζει ότι η ψυχή δεν
συγγενεύει με τις αισθητές ουσίες που αποτελούνται από μέρη, αλλά με
τις νοητές οντότητες, όπως η δικαιοσύνη, που δεν είναι σύνθετες. Τέτοιες
οντότητες εξ ορισμού δεν επιδέχονται φθορά και καταστροφή, δεν είναι
δηλαδή στη φύση τους να φθείρονται. Αν η ψυχή είναι μια τέτοια οντότη-
τα, τότε δεν επιδέχεται φθορά, δηλαδή θάνατο.
δ) Τέλος, το επιχείρημα σχετικά με την ουσία της ψυχής, κατά το οποίο η
ζωή είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της ύπαρξης ψυχής, χαρακτηριστική
ή ουσιώδης ιδιότητά της θα λέγαμε, όπως η θερμότητα είναι χαρακτηρι-
στική ιδιότητα της φωτιάς. Αν είναι έτσι, τότε η ουσία της ψυχής είναι
η ζωή, όπως η ουσία της φωτιάς είναι η θερμότητα, και αν, συνεπώς, η
ψυχή είναι κατ’ ουσίαν ζωή, τότε η ζωή ως ουσιαστικό γνώρισμα της ψυ-
χής δεν μπορεί να χαθεί, άρα η ψυχή ζει αιωνίως, είναι δηλαδή αθάνατη.
Προφανώς τα παραπάνω επιχειρήματα επιτρέπουν μια σειρά από ενστά-
σεις και αντιμετωπίζονται με επιφύλαξη (σημαντική για τον αναγνώστη
του διαλόγου) ήδη από τους συνομιλητές του Σωκράτη.19 Το επιχείρημα
της ομοιότητας, για παράδειγμα, που παίζει σημαντικό ρόλο στη σύνολη
18
Η συζήτηση για τα επιχειρήματα αυτά είναι μεγάλη. Βλ. κυρίως Gallop (1975), 103-
145, 192-222, Bostock (1986), 21-41, και Frede (1978).
19
Βλ. π.χ. το σχόλιο του Κέβη στον Φ ί 88b.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 343
Τί έ; ἦ ᾽ ὅ · ῶ ἐ ἀ ώ ῳ ά ἔ ᾽ὅ ἄ έ ἄ ἢ ὴ ἄ ὶ
ό ;
Οὐ ἔ .
Πό ῦ ῖ ὰ ὸ ῶ ά ἢ ὶἐ έ ; έ ὲ ὸ
ό , ἷ ύ ἐό ὶ ί ἐ ὶ ὐ ί ἕ , ὸ ὴ ί , ὶ ί
20
Βλ. Στράτων στον Ολυμπιόδωρο, Υ ό Φ ί (απ. 123-124 Wehrli), Βόη-
θος στον Ευσέβιο, Ε ήΠ ή XI.28.1.
21
Βλ. σχετικά Frede (1978), 39-41.
344 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
ἐ ύ ἐ ὶ ὸ ὴἐ ί , ὶἄ ί ὁ ῶ ἐ έ ὴ ὴ ῖ
ὰ ὸ ῶ (94b4-c1)
Άρα λοιπόν, είπε αυτός, θα έλεγες ότι υπάρχει πέρα από την ψυχή κάτι άλλο από
όσα συνθέτουν τον άνθρωπο που να τον διοικεί, ειδικά αν αυτή είναι σοφή;
Όχι βέβαια.
Άραγε συμπορεύεται η ψυχή με όσα συμβαίνουν στο σώμα ή αντιτίθεται σε
αυτά; Εννοώ δηλαδή περιπτώσεις όπου το σώμα ζεσταίνεται και διψά και η ψυχή
το σπρώχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, να μην πιει δηλαδή, και όταν το σώμα
πεινά, η ψυχή το σπρώχνει να μη φάει, και σε πολλές παρόμοιες περιπτώσεις βλέ-
πουμε την ψυχή να αντιτίθεται σε αυτά που συμβαίνουν στο σώμα.
Είναι σημαντικό ότι στο κείμενο αυτό η πείνα έχει ως αιτία της το σώμα,
ενώ η ψυχή είναι η αιτία του ελέγχου της, δηλαδή η ψυχή είναι αιτία μό-
νο λογικών επιθυμιών. Οι επιθυμίες του ζωντανού σώματος ταράζουν την
ψυχή και καθιστούν αναγκαίο τον έλεγχό της, αλλά ακόμα και η αίσθηση
φαίνεται να την αναστατώνει (Φ ί 79c-d). Η αίσθηση, μαθαίνουμε, δεν
είναι μια λειτουργία αμιγώς της ψυχής, αλλά μια λειτουργία που η ψυχή
εκτελεί μέσω του σώματος και με τη χρήση του, δηλαδή με τη χρήση των
αισθήσεων (79c). Το γεγονός ότι αισθήσεις μπορούν να μας παραπλανήσουν
(83ac) έχει να κάνει με τον ρόλο του σώματος και όχι της ψυχής. H πλάνη,
υποστηρίζεται, προέρχεται από το σώμα και όχι από την ψυχή. Η ψυχή
καθαυτή νοεί, κατανοεί δηλαδή με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων, που
μπορεί να είναι εσφαλμένα. Από την άλλη, βέβαια, η ψυχή έχει και επιθυ-
μίες, όχι μόνο νόηση, όμως οι επιθυμίες της επιβεβαιώνουν τον νοητικό
της χαρακτήρα: για παράδειγμα, η ψυχή επιθυμεί να γνωρίζει, να μαθαίνει
(Φ ί 114c-e). Η ψυχή ως αιτία νοητικών ιδιοτήτων ή επιθυμιών του αν-
θρώπου είναι και η ίδια νοητή οντότητα (80b), o ἐ ὸ ἄ , όπως θα
μάθουμε στην Π ί 589a, σε αντίθεση με το αισθητό, μεταβλητό σώμα,
στα όρια του οποίου είναι εγκλωβισμένη η ψυχή (81e, 82e). Η σχέση ψυχής
και σώματος είναι στον Φ ί αντιθετική (ἐ έ , 94c1).
Αντιθετική είναι η σχέση ψυχής και σώματος και στον Φ ί . Στον
διάλογο αυτό συναντούμε ένα επιχείρημα για την αθανασία της ψυχής πα-
ρόμοιο με το τελευταίο επιχείρημα του Φ ί . Ενώ στο επιχείρημα του
Φ ί αφετηριακό σημείο είναι η προκείμενη ότι η ψυχή είναι η αιτία της
ζωής (105d3-4), στον Φ ί αφετηριακή είναι η προκείμενη ότι η ψυχή
είναι συνεχώς κινούμενη (245c6). To επιχείρημα του Φ ί συνεχίζει με
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 345
τον ισχυρισμό ότι η ψυχή δεν επιδέχεται το αντίθετο της ζωής που επιφέρει
(105d10-11), ενώ στον Φ ί το επιχείρημα συνεχίζει με τον ισχυρισμό ότι
αυτό που κινεί τον εαυτό του δεν μπορεί να παύσει να κινείται (245c6-9),
για να καταλήξουν και τα δύο επιχειρήματα στο συμπέρασμα ότι η ψυχή
είναι αθάνατη (Φ ί 105e6, Φ ί 246a1).22 Kαι στον Φ ί και στον
Φ ί η ψυχή εμφανίζεται να έχει ένα ουσιώδες χαρακτηριστικό που είναι
ασύμβατο με τη φθορά και τον θάνατο: τη ζωή στον Φ ί , την κίνηση
στον Φ ί . Οι ομοιότητες των δύο διαλόγων δεν σταματούν εδώ, καθώς
και στον Φ ί , όπως στον Φ ί , η ψυχή φροντίζει για το σώμα, που
είναι, αντίθετα με την ψυχή, θνητό (246c5-6) και εμπόδιο για την ψυχή
(250c). Στον Φ ί , ωστόσο, έχουμε μια σημαντική εξέλιξη σε σχέση με
τον Φ ί . Στον μύθο που ακολουθεί το σύντομο επιχείρημα για την
αθανασία της ψυχής στον Φ ί (246a3-257a2), διαπιστώνουμε ότι η ψυχή
απαρτίζεται από μέρη που δεν είναι μόνο λογικής φύσης αλλά και άλογα. Τα
άλογα αυτά μέρη της ψυχής είναι υπεύθυνα για τις επιθυμίες εκείνες για τις
οποίες στον Φ ί αιτία θεωρούνταν το σώμα. Η εικόνα του ηνίοχου ενός
άρματος με δύο άλογα, ένα που τον υπακούει και ένα ανυπάκουο, προφανώς
υποδεικνύει ότι η ψυχή έχει και άλογα μέρη, ιδέα που δεν απαντά στον μύθο
του Φ ί για τις μεταθανάτιες τύχες της ψυχής (110b3-115a9), αλλά
απαντά φυσικά αργότερα στην Π ί και στον Τί . Ο Πλάτων αντι-
λαμβάνεται λοιπόν και διορθώνει το πρόβλημα της φύσης της ψυχής στον
Φ ί , που επιγραμματικά είναι ότι η ψυχή θεωρείται εκεί αιτία μόνο
νοητικών χαρακτηριστικών και το σώμα αιτία των υπόλοιπων ζωτικών
λειτουργιών, όμως το σώμα είναι καταρχήν ζωντανό λόγω της ύπαρξης της
ψυχής σε αυτό, άρα, με μία έννοια, η αιτία των σωματικών επιθυμιών πρέ-
πει να είναι η ψυχή και όχι το σώμα. Ο Πλάτων επιχειρεί να αντιμετωπίσει
το ζήτημα αυτό συστηματικότερα στη συνέχεια του έργου του. Η Π ί
είναι έργο σταθμός και στο ζήτημα της ψυχής.
Στην Π ί το θέμα της ψυχής ανακύπτει σε συνάφεια με τη συζήτηση
για τη δικαιοσύνη, που είναι το κεντρικό ζήτημα του διαλόγου. Ο Σωκράτης
εμφανίζεται να ισχυρίζεται ότι είναι από κάθε άποψη προτιμότερο να είναι
κανείς δίκαιος παρά άδικος (Π ί 357a), συμπέρασμα που προκύπει από
ένα επιχείρημα ανάλογο του ἔ του ανθρώπου στα Η ά Ν ά Ι.6,
καθώς ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί ότι καθετί είναι στην καλύτερή του
22
Βλ. Bett (1986).
346 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
23
Το επιχείρημα του Πλάτωνα για τη διαίρεση της ψυχής το αναλύει ο Lorenz (2006),
κεφ. 1.
24
Η θεωρία της διαιρεμένης ψυχής στην Π ί είναι πολυσυζητημένη. Βλ. κυρίως
Cooper (1984), Ferrari (2003), Lorenz (2006), 10-52.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 347
25
Βλ. και Νό 895e-896a.
348 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
26
Για τη συγκρότηση του σώματος και τη σχέση του με την ψυχή στον Τί , βλ. Karfik
(2012).
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 349
27
Η θεωρία του Αριστοτέλη για την ψυχή έχει γίνει αντικείμενο μεγάλης συζήτησης. Ση-
μαντικές για την κατανόησή της είναι οι συμβολές του Frede (1992), του Lear (1988),
96-151, του Menn (2002) και του Caston (2006).
350 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
ψη και η μνήμη. Για τον Αριστοτέλη η ψυχή είναι ενός τύπου ύ , που
είναι υπεύθυνη για τον τρόπο με τον οποίο μια οντότητα είναι ζωντανός
οργανισμός και για τις αλλαγές που τον διέπουν, και διαφέρει από το ένα ον
στο άλλο μόνο στον βαθμό που το φαινόμενο της ζωής χαρακτηρίζεται από
ποικιλία, καθώς σε διαφορετικούς οργανισμούς συνεπάγεται την ύπαρξη
διαφορετικής ομάδας δεξιοτήτων ή ιδιοτήτων. Η ζωή ενός θηλαστικού, για
παράδειγμα, συνεπάγεται την οργάνωση εκείνη που δίνει τη δυνατότητα
στο ζώο αυτού του τύπου να κινείται και να αισθάνεται με μεγάλη συνθετό-
τητα, δεξιότητες που δεν περιλαμβάνει η ζωή ενός κατώτερου ζώου, πόσο
μάλλον ενός φυτού, ενώ η ζωή του ανθρώπου συνεπάγεται μια οργάνωση
που καθιστά δυνατή την ιδιαίτερη δεξιότητα της νόησης.
Το γεγονός ότι για τον Αριστοτέλη η ψυχή είναι ουσιωδώς μία ύ
που συνεπάγεται ένα ορισμένο σύνολο δυνατοτήτων, τέτοιο που να εξηγεί
τη ζωή ενός ορισμένου ζωντανού οργανισμού, σημαίνει ότι η ψυχή για τον
Αριστοτέλη είναι μια ορισμένη αρχή οργάνωσης ενός σώματος, έτσι ώστε
αυτό να μπορεί να εμφανίζει το φαινόμενο της ζωής με την όποια σχετι-
κή ποικιλία. Mε την έννοια αυτή της οργανωτικής αρχής η ψυχή για τον
Αριστοτέλη είναι, όπως και για τον Πλάτωνα, μια νοητή οντότητα, δηλαδή
οντολογικά διαφορετική από το σώμα το οποίο οργανώνει, δηλαδή ζωο-
ποιεί. Για τον Αριστοτέλη ωστόσο –και εδώ έγκειται η κύρια διαφορά του
από τον Πλάτωνα– η ψυχή, αν και οντολογικά διακριτή του σώματος, δεν
υπάρχει ανεξάρτητα από το σώμα, παρά μόνο σε σύνδεση με αυτό, ακριβώς
γιατί η ψυχή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ειδική μορφή οργάνωσης του
σώματος, δηλαδή η μορφή οργάνωσης εκείνη που επιτρέπει στο σώμα να εί-
ναι ζωντανό με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πράγμα που σημαίνει ότι η ψυχή
προκειμένου να επιφέρει την ιδιαίτερη οργάνωση του φαινομένου της ζωής
απαιτεί ενός ορισμένου είδους σώμα, π.χ. του δελφινιού ή του ανθρώπου, δη-
λαδή ένα σώμα με ορισμένη υλική υφή, όργανα, μέρη και χαρακτηριστικά.
Η απαίτηση αυτή όμως δεν είναι ούτε ένα θεωρητικό ούτε ένα αντικειμενικό
προαπαιτούμενο, δεν είναι δηλαδή ούτε μια θεωρητική συνθήκη ούτε και
κάτι που αντικειμενικά προϋπάρχει, αλλά κάτι που καθορίζει η ίδια η ψυχή
ως μορφοποιητική δύναμη. Προκειμένου δηλαδή να προκύψει η ψυχή του Χ
ζώου, θα πρέπει να διαμορφωθεί το ιδιαίτερο σώμα που θα τη φιλοξενήσει,
με την ίδια έννοια που για να προκύψει η όραση θα πρέπει να διαμορφωθεί το
σώμα του οφθαλμού που η όραση απαιτεί, και αυτή η διαμόρφωση, υποστη-
ρίζει ο Αριστοτέλης, είναι έργο της ψυχής. Το παράδειγμα με τον οφθαλμό
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 351
μαθηματικά, είναι δηλαδή μια οργάνωση του σώματος που, από τη στιγμή
που υπάρχει, μπορεί να ενεργοποιήσει διάφορες επιπλέον λειτουργίες χωρίς
να δημιουργήσει μια νέα οργάνωση. Ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει αυτή την
ἐ έ πρώτη, γιατί είναι θεμελιωδέστερη. Και είναι θεμελιωδέστερη
γιατί είναι ενεργή χωρίς να έχει συνεχώς ενεργητική δράση.
Με την έννοια αυτή η ψυχή για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει χωριστά του
σώματος, αν και μπορεί να νοηθεί ως μια οντότητα χωριστή του σώματος,
και η κριτική του Αριστοτέλη στους προγενέστερους στο θέμα αυτό είναι,
όπως είδαμε, ακριβώς ότι εξετάζουν την ψυχή ως οντότητα ανεξάρτητη του
σώματος. Η άποψη αυτή σημαίνει, για τον Αριστοτέλη, ότι δεν έχουν κατα-
νοήσει τον αιτιακό ρόλο της ψυχής, αλλά και ότι δεν μπορούν να κατανοή-
σουν τη σχέση της με το σώμα. Το παρακάτω χωρίο είναι χαρακτηριστικό
της αριστοτελικής αντίληψης για την ψυχή και τη σχέση της με το σώμα.
ὸ ὶ ὐ ῖ ῖ ἰἓ ἡ ὴ ὶ ὸ ῶ ,ὥ ὐ ὲ ὸ ὸ ὶ ὸ ῆ , ὐ ᾽
ὅ ὴ ἑ ά ὕ ὶ ὸ ὗ ἡ ὕ . ὸ ὰ ἓ ὶ ὸ ἶ ῶ έ , ὸ
ί ἡἐ έ άἐ . (Π ί ή ΙΙ.1, 412b 6-9)
Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να συζητούμε αν η ψυχή και το σώμα είναι μία ενότη-
τα, όπως συμβαίνει και με το κερί και το σχήμα του, και γενικώς με την ύλη ενός
πράγματος και με το είδος που βρίσκεται στην ύλη. Γιατί η ενότητα και το να είναι
κάτι λέγεται με πολλούς τρόπους, αλλά κυριολεκτικά μιλώντας είναι η ενεργητική
ύπαρξη (ἐ έ ]).
28
Σχετικά με τις ά της ψυχής, βλ. τώρα Johansen (2012).
354 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
29
Για το ζήτημα του νου στον Αριστοτέλη, βλ. Caston (2002) και Miller (2012).
30
Τα σημαντικότερα χωρία σχετικά με τις απόψεις των Επικουρείων και των Στωικών
για την ψυχή είναι συγκεντρωμένα από τους Long-Sedley.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 355
31
SVF II.879, II.885.
32
έ ὲ ύ [ ὴ] ῦ ᾶ ἔ , Δ.Λ.10.63.
33
Για τους Επικούρειους βλ. το χωρίο του Λουκρήτιου που παραθέτω και το χωρίο του
Επίκουρου στη σημ. 34 πιο κάτω. Για τους Στωικούς βλ. SVF I.90, II.319, 329, 329,
361.
356 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
αντίληψης των Επικουρείων ότι κάτι μπορεί να είναι αιτία και να αλληλεπι-
δρά μόνο αν είναι σώμα, είναι το παρακάτω χωρίο του Λουκρήτιου.
praeterea per se quod cumque erit, aut faciet quid
aut aliis fungi debebit agentibus ipsum
aut erit ut possint in eo res esse gerique .
at facere et fungi sine corpore nulla potest res
nec praebere locum porro nisi inane vacansque .
ergo praeter inane et corpore tertia per se
nulla potest rerum in numero natura relinqui,
nec quae sub sensus cadat ullo tempore nostros
nec ratione animi quam quisquam possit apisci .
(De rerum natura 1.440-448)
Επιπλέον οτιδήποτε υπάρχει από μόνο του είτε θα δρα
στα άλλα πράγματα είτε θα παθαίνει από τη δράση των άλλων,
είτε θα είναι τέτοιο που τα πράγματα θα μπορούν να υπάρχουν και να ανήκουν
σε αυτό.
Τίποτα όμως δεν μπορεί να δράσει ή να πάθει χωρίς σώμα
ούτε να καταλάβει χώρο, εκτός και αν είναι κενός και άδειος.
Άρα λοιπόν εκτός από το κενό και τα σώματα τρίτη φύση
δεν μπορεί να υπάρξει στη σειρά των πραγμάτων
που να μπορεί να υποπέσει στην αντίληψη των αισθήσεων
είτε να μπορεί να κατανοήσει κάποιος με τη λογική του νου.
Για τους Επικούρειους λοιπόν η ψυχή δεν μπορεί παρά να είναι σώμα, αφού
δρα και παθαίνει.34 Aνάλογη είναι και η αντίληψη των Στωικών, και ένα
σχετικό, αποκλειστικά στωικό αυτή τη φορά, επιχείρημα είναι ότι μόνον αν
η ψυχή είναι σώμα μπορούν να εξηγηθούν οι ψυχικές ομοιότητες παιδιών
και γονέων, αφού αυτό που προσφέρουν οι γονείς για τη γέννηση του παι-
διού είναι σωματικό, υλικό, το σπέρμα, για παράδειγμα, από την πλευρά
του πατέρα.35
34
Βλ. και Επίκουρος, Ε . Η ό . Ι.67 (Long-Sedley 14Α): ᾽ἑ ὸ ὲ ὐ ἔ ῆ
ὸἀ ώ ὴ ῦ ῦ . ὸ ὲ ὸ ὔ ῆ ὔ ῖ ύ ,ἀ ὰ ί ό-
᾽ἑ ῦ ῖ ώ έ . ὥ ’ ἱ έ ἀ ώ ἶ ὴ ὴ ί -
. ὐ ὲ ὰ ἂ ἐ ύ ῖ ὔ ά , ἰἦ ύ · ῦ ᾽ἐ ῶ ἀ ό ῦ
ά ὶ ὴ ὴ ὰ ώ . Είναι πιθανό ο Λουκρήτιος στο παραπάνω
παράθεμα να έχει υπόψη του ανάλογα χωρία του Επίκουρου, ίσως από το έργο του Επί-
κουρου Π ί ύ .
35
Σχετικά με τα επικούρεια επιχειρήματα για τη σωματικότητα της ψυχής, βλ. Annas
(1994), 123-156.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 357
Aς δούμε στη συνέχεια την επικούρεια και τη στωική άποψη για την ψυ-
χή από πιο κοντά. Κατά τον Επίκουρο η ψυχή, όπως και καθετί που υπάρχει
στον κόσμο, αποτελείται από άτομα και είναι σώμα στον βαθμό που είναι
ένα σύνολο ατόμων. Ο Επίκουρος προσδιορίζει το είδος της ατομικής δομής
της ψυχής και υποστηρίζει ότι η ψυχή αποτελείται από τέσσαρα είδη ατό-
μων. Παραθέτω το σχετικό χωρίο.
Ἐ ί [ έ ὴ ὴ] ᾶ ἐ ά ,ἐ ῦ ώ ,ἐ ῦ ἀ ώ-
,ἐ ῦ ῦ, ἐ ά ὸ ἀ ά · ῦ ᾽ἦ ὐ ῷ ὸ
ἰ ό ·ὧ ὸ ὲ ῦ ί , ὸ ὲ ἀέ ἠ ί , ὸ ὲ ὸ ὴ έ
ό ῦ ώ , ὸ ᾽ἀ ό ὴ ἐ ἡ ῖ ἐ ῖ ἴ ·ἐ ὐ ὶ
ὰ ῶ ὀ έ ί ἶ ἴ . (Αέτιος 4.3.11, Long-Sedley 14C)
Ο Επίκουρος υποστηρίζει ότι η ψυχή είναι κράμα τεσσάρων στοιχείων, ενός
στοιχείου φωτιάς, ενός αέρα, ενός πνεύματος, και ενός τετάρτου που δεν του δίνει
όνομα. Και αυτό είναι εκείνο που έχει την ικανότητα της αίσθησης. Από αυτά το
πνεύμα είναι υπεύθυνο για την κίνηση, ο αέρας για την ηρεμία, το θερμό για τη
θερμότητα που έχει το σώμα, ενώ αυτό που δεν έχει όνομα είναι υπεύθυνο για την
αίσθηση που έχουμε, ενώ σε κανένα άλλο από τα στοιχεία δεν υπάρχει αίσθηση.
Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο παραπάνω χωρίο είναι ότι ο Επί-
κουρος διακρίνει ένα ιδιαίτερο στοιχείο, στο οποίο μάλιστα δεν δίνει όνομα,
ως υπεύθυνο για την αίσθηση συνολικά. Το στοιχείο αυτό, μαθαίνουμε από
ένα χωρίο του Λουκρήτιου, διαπερνά και ενώνει όλα τα άλλα στοιχεία που
αποτελούν την ψυχή, ώστε να συγκροτείται μια ενότητα της ψυχής με ικα-
νότητα αισθητηριακή.36 Για τον λόγο αυτό άλλωστε ο Λουκρήτιος ονομάζει
αυτό το τέταρτο στοιχείο «ψυχή της ψυχής» (anima animae). Ο Λουκρήτιος
επιπλέον διακρίνει μεταξύ anima και animus, μια διάκριση που φαίνεται
να αντιστοιχεί στη διάκριση μεταξύ του αισθητικού και νοητικού μέρους
της ψυχής από τη μια, το οποίο σχετίζεται με το τέταρτο στοιχείο, και του
υπολοίπου μέρους της ψυχής, από την άλλη, που είναι υπεύθυνο για τη ζωή
εν γένει, δηλαδή για τις ζωτικές λειτουργίες. Η διάκριση αυτή επιβεβαιώ-
νεται στο σχετικό κείμενο του Επίκουρου, την Ε ή Η ό (63-
64, Long-Sedley 14A). Εκεί ο Επίκουρος διακρίνει ένα πιο ευαίσθητο μέρος
της ψυχής από το υπόλοιπο ἄ , δηλαδή την υπόλοιπη ψυχή που είναι
διασπαρμένη στο σώμα και το ίδιο το σώμα. Το ιδιαίτερο αυτό μέρος της
36
Λουκρήτιος, De rerum natura 3.262-265, 268-272.
358 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
ψυχής, που έχει πιο λεπτή, ποιοτική υφή ( έ ), αυτό που ο Λουκρήτι-
ος ονομάζει anima, αντιστοιχεί, θα λέγαμε, στο μη λογικό μέρος της ψυχής
στο σχήμα του Πλάτωνα. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε φαίνεται ότι γινόταν
κατανοητό ήδη στην αρχαιότητα.37 Την αντίληψη αυτή ενισχύει ο ισχυρι-
σμός του Λουκρήτιου ότι η ψυχή ως anima θα πρέπει να υποτάσσεται και να
ακολουθεί την ψυχή ως animus,38 ένας ισχυρισμός ανάλογος του σχετικού
πλατωνικού και αριστοτελικού ισχυρισμού για την υποταγή του αλόγου
μέρους της ψυχής στο λογικό. Ωστόσο, ο Επίκουρος με τη διάκριση αυτή
φαίνεται να υπογραμμίζει κυρίως τη σημασία της αίσθησης στον άνθρωπο,
και για τον λόγο αυτό δίνει τόση αξία στο αισθητικό μέρος της ψυχής· επί-
σης φαίνεται να τονίζει την αλληλεξάρτηση ψυχής και σώματος που απαιτεί
η αίσθηση. Για τον Επίκουρο ψυχή και σώμα είναι δύο αλληλεξαρτώμενα
σώματα που αλληλοεπιδρούν. Κανένα τους δεν μπορεί να λειτουργήσει ως
ψυχή ή ως σώμα χωρίς το άλλο. Αντιλαμβάνεται κανείς εδώ τη σημασία
της μεταφυσικής προκείμενης της επικούρειας φιλοσοφίας, σύμφωνα με
την οποία μόνο τα σώματα αλληλεπιδρούν.
Η αντίληψη των Στωικών για την ψυχή αντιστοιχίζεται και αυτή, όπως
ήδη είπα, στη γενικότερη μεταφυσική τους θεώρηση, και ειδικότερα στην
οντολογία τους και στη θεωρία τους για την αιτιότητα.39 Οι Στωικοί υπο-
στηρίζουν ότι υπάρχουν δύο μόνο αρχές ή αίτια, το ποιούν και το πάσχον, και
ταυτίζουν το πρώτο με το ῦ , το οποίο χαρακτηρίζουν ως ὸ
ῦ . Το ῦ είναι κατά τη γνώμη τους υπεύθυνο για τη διαμόρφω-
40
ση, τη συγκρότηση και τη συνοχή όλων των όντων, και για τον λόγο αυτό το
ονομάζουν «συνεκτική αιτία», αυτό όμως δεν σημαίνει ότι όλα τα όντα είναι
διαμορφωμένα από το ίδιο ῦ . Οι Στωικοί διακρίνουν τρία διαφορετικά
είδη ύ , καθένα από τα οποία είναι υπεύθυνο για διαφορετικά όντα
στον κόσμο. Τα άψυχα όντα, όπως οι πέτρες, το χώμα, η θάλασσα, συγκρο-
τούνται και συνέχονται από ένα είδος ύ το οποίο χαρακτηρίζουν ως
ἕ . Ένα διαφορετικό είδος ύ ευθύνεται για τη συγκρότηση των
απλούστερων ζωντανών οργανισμών όπως είναι τα φυτά, το οποίο χαρα-
κτηρίζουν ως ύ ή ῦ ό . Τέλος, τα ζώα συγκροτούνται από ένα
37
Βλ. Διογένης Οινοανδεύς 37.1.5-7 και τη συζήτηση του Von Staden (2000), 82-84.
38
Λουκρήτιος, De rerum natura 3.136-144. Βλ. σχετικά και Gill (2011), 131.
39
Βλ. Long (1999), 560-584.
40
Δ.Λ. 7.134· SVF II.300· Long-Sedley 44B· πβ. Κικέρων, De natura deorum III.92.
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 359
41
Βλ. Von Staden (2000), 104.
360 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
τα άλλα δύο μέρη, και κάτι ανάλογο κάνει αργότερα και ο Αριστοτέλης στα
Η άΝ ά . H επιθυμία όμως για τους Στωικούς είναι ένα νοητικό
φαινόμενο στον βαθμό που πρόκειται για μια ενέργεια της ψυχής με βάση
την οποία κάτι αναγνωρίζεται ως επιθυμητό. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει
να αποδώσουμε σε ένα αντικείμενο μια ιδιαίτερη ιδιότητα την οποία δεν
έχει αναγκαστικά αλλά του την αποδίδουμε εμείς, την ιδιότητα του επιθυ-
μητού, και αυτό έχει να κάνει με τη δική μας ταυτότητα ή, στην περίπτωση
του ανθρώπου, και με τις δικές μας ιδιαίτερες πεποιθήσεις, τις αντιλήψεις
και την ιδιοσυγκρασία μας. Ένα παγωτό ή ένα γρήγορο αυτοκίνητο είναι
επιθυμητά από νοήμονα υποκείμενα που αντιλαμβάνονται τα αντικείμενα
γύρω τους ως Χ ή Ψ, και τέτοιες επιθυμίες προκύπτουν από σχετικές πε-
ποιθήσεις ή και αλυσίδες πεποιθήσεων (SVF II.462). Βέβαια, η δίψα μας δεν
εξαρτάται από τις πεποιθήσεις μας για τον κόσμο, θα έλεγε κανείς, αλλά
κατά τους Στωικούς και η επιθυμία μας να ξεδιψάσουμε αρθρώνεται στον
ενήλικα άνθρωπο με προτασιακό, γλωσσικό, τρόπο, και έτσι διαφέρει από
τη σχετική επιθυμία του μη λογικού ζώου. Δηλαδή η δίψα του ώριμου αν-
θρώπου είναι κατά τους Στωικούς λογική επιθυμία, ενώ του ζώου άλογη.
Για τους Στωικούς η ψυχή ή το ἡ ὸ δεν διέπεται από τις αντιθέ-
σεις της ψυχής που συναντήσαμε στον Πλάτωνα, αλλά είναι πολύ εγγύτερα
στο λογικό μέρος της πλατωνικής ψυχής. Οι Στωικοί προφανώς συνειδητά
αποστασιοποιούνται από την πλατωνική και αριστοτελική αντίληψη για
την ψυχή και έρχονται εγγύτερα στην αντίληψη για το mens που συναντού-
με στον Ντεκάρτ, όπου η επιθυμία είναι χαρακτηριστικό του. Το ἡ ὸ
έχει όμως μια πλειάδα λειτουργιών, που ενίοτε οι πηγές μας τις περιγρά-
φουν ως μέρη· ωστόσο, τα «μέρη» αυτά δεν θα πρέπει να τα αντιληφθούμε
ως τέτοια με την έννοια ότι υπάρχει δυνητικά κάποιος ανταγωνισμός ή
ένταση μεταξύ τους, όπως συμβαίνει με τα μέρη της ψυχής στον Πλάτωνα.
Τα «μέρη» του ἡ ῦ είναι για τους Στωικούς οι πέντε αισθήσεις, η
φωνή, η αναπαραγωγή και ο νους. Ο τελευταίος έχει ρόλο ενοποιητικό και
ρυθμιστικό όλων των υπόλοιπων λειτουργιών του ἡ ῦ και με μία έν-
νοια συνέχει όλα τα υπόλοιπα «μέρη».
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από τον τρόπο με τον οποίο κατά τους
Στωικούς αναδύεται ο λόγος στον άνθρωπο και τον διαμορφώνει. Η ανά-
δυση του λόγου σημαίνει, κατά τους Στωικούς, ότι οι αισθητηριακές μας
εντυπώσεις είναι πια ενός ορισμένου τύπου, δηλαδή λογικές, και αυτό για
τους Στωικούς σημαίνει ότι έχουν προτασιακή δομή· δηλαδή, όταν βλέπου-
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 361
6. Ύστερη αρχαιότητα
Στην ύστερη αρχαιότητα το ζήτημα της φύσης της ψυχής και της σχέσης
ψυχής και σώματος γίνεται εντελώς κεντρικό. Αυτό γίνεται προφανές από
μια ματιά στο έργο φιλοσόφων όπως ο Πλούταρχος, ο Αλέξανδρος ο Αφρο-
δισιεύς, ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος. Ένας λόγος
που εξηγεί την κεντρική θέση του ζητήματος της ψυχής είναι ότι, όπως
έχουμε δει, έχει κομβική θέση στο συνολικό οικοδόμημα της μεταφυσικής
τόσο στην πλατωνική όσο και στην αριστοτελική φιλοσοφία, και ο χώρος
της μεταφυσικής γίνεται εξαιρετικά σημαντικός στην ύστερη αρχαιό-
τητα και ειδικά στον πλατωνισμό της ύστερης αρχαιότητας. Η ψυχή δεν
είναι μόνο ένα παράδειγμα ἴ που αποτελεί την ουσία μιας κατηγορίας
πραγμάτων, των εμβίων, αλλά είναι και το ἶ εκείνο που μας αποκαλύ-
πτει την ιδιαίτερη φύση του ανθρώπου, και με βάση αυτή τη φύση μπορού-
με να αποφανθούμε πώς θα πρέπει να ζήσει ο άνθρωπος προκειμένου να
δικαιώσει τη φύση του και έτσι να ευδαιμονήσει.
42
Βλ. Κικέρων, De finibus bonorum et malorum III.20-22, Aέτιος 4.11, SVF II.83.
362 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
43
Βλ. περαιτέρω Κaramanolis (2014), ενότ. 5.
44
Βλ. σχετικά O’Meara (1993), 12.
45
Μια καλή παρουσίαση των απόψεων του Πλωτίνου για τη σχέση ψυχής και σώματος
βρίσκει κανείς στον Emilsson (1991).
ΨύΧΗ, ΝΟύΣ ΚΑΙ ΣΩΜΑ 363
46
Το ζήτημα αυτό πραγματεύεται ο Πλωτίνος στην Ε ά IV.9: Eἰ ᾶ ἱ ὶ ί .
Βλ. και Ε . IV.8.4.10-24, IV.8.8.
364 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
(Ε . ΙV.3.23), πράγμα που σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι τοπικά παρούσα
στο σώμα.47 Δεύτερον, υποστηρίζει ότι το σώμα μας οργανώνεται σε μια
έμβια δομή μέσω αυτού που ονομάζει «ίχνος της ψυχής», που αποτελεί μια
απεικόνιση της ψυχής του κόσμου πάνω μας.48 Αυτό το ίχνος της ψυχής
είναι ένα τρίτο γένος, θα λέγαμε, δηλαδή διαφορετικό τόσο από το σώμα
όσο και από την ψυχή καθεαυτή. Το ίχνος της ψυχής είναι υπεύθυνο για την
έμβια δομή μας, για την οποία η ψυχή είναι εν γένει η αιτία σύμφωνα με
τον Πλωτίνο, που εδώ βασίζεται στον Τί .49 Και με αυτή την έννοια το
ίχνος της ψυχής είναι υπεύθυνο για τις επιθυμίες, τα αισθήματα και τα συν-
αισθήματά μας. Ωστόσο αυτό δεν είναι μια τελική απάντηση. Στην προτε-
λευταία του πραγματεία, την Ε ά Ι.1, με τον τίτλο «Tι είναι ο ζωντανός
οργανισμός» (Τί ὸ ῶ ), o Πλωτίνος επανέρχεται στο ζήτημα σχετικά
με το πώς η ψυχή είναι αιτία επιθυμιών και συναισθημάτων, δηλαδή πώς η
ψυχή ζωοποιεί το σώμα. Προφανώς η απάντησή του σχετικά με τον ρόλο
του ίχνους της ψυχής δεν τον ικανοποίησε απόλυτα. Στη νέα του πραγμα-
τεία επιχειρεί να εισηγηθεί μια θεωρία σύμφωνα με την οποία η ψυχή ως
ενέργημα οργανώνει το σώμα μέσω ά και ενεργειών, μια αντίληψη
που είναι εν μέρει αριστοτελική, προερχόμενη από το Π ί ή , αλλά την
οποία είχαν υιοθετήσει σε κάποια μορφή και προηγούμενοι Πλατωνικοί,
όπως ο Πλούταρχος για παράδειγμα. Η ιδέα βασίζεται εδώ στη διάκριση
μεταξύ είδους/ιδέας και ένυλου είδους/ιδέας. Το δεύτερο είναι υπεύθυνο για
τη δομή, την οργάνωση και την ταυτότητα ενός αισθητού πράγματος, αν
και η τελική αιτία είναι ουσιαστικά για έναν Πλατωνικό σαν τον Πλωτίνο η
νοητή, χωριστή ιδέα, η ψυχή. Η Ε ά Ι.1. κλείνει χαρακτηριστικά με μια
αγωνιώδη επίκληση αλλά και μία απάντηση.
Τὸ ὲ ἐ ά ὶ ύ ἡ ῖ ἢἡ ή; Ἢ ἡ ῖ , ἀ ὰ ῇ ῇ . Τὸ ὲ « ῇ
ῇ» ῶ ; Ἆ ῷἔ ἐ έ ;Ἢᾗ ή . (Ε . Ι.1.13.1-3)
Ποιος τελικά έχει κάνει αυτή την έρευνα εδώ, εμείς ή η ψυχή; Σίγουρα εμείς, αλλά
μέσω της ψυχής. Kαι τι θα πει «μέσω της ψυχής»; Μήπως κάναμε την έρευνα επει-
δή έχουμε ψυχή; Όχι, αλλά ως ψυχή.
47
Βλ. σχετικά Caluori (2015), κεφ. 8.
48
Βλ. Ε . IV.4.4.18-19 και την ανάλυση του Noble (2013).
49
Αυτό το χαρακτηριστικό της ψυχής τονίζει σωστά, κατά τη γνώμη μου, ο Caluori
(2015), ότι δηλαδή η ψυχή εν γένει, κοσμική ή ατομική, είναι αιτία οργάνωσης, για την
ακρίβεια έμβιας οργάνωσης.
366 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΗΣ
7. Eπίλογος
Η παρουσίαση του προβληματισμού των αρχαίων φιλοσόφων για την ψυχή
ελπίζω να έδειξε πόσο σημαντικό μέρος της φιλοσοφικής τους ενασχόλησης
αποτελούσε ο τομέας αυτός. Και αυτό συμβαίνει επειδή για τους αρχαίους
φιλοσόφους η ψυχή είναι, όπως είπα από την αρχή, το ιδιαίτερο εκείνο χα-
ρακτηριστικό που κάνει τον άνθρωπο αυτό που είναι: ζωντανό άνθρωπο. Η
εξέταση αυτού του χαρακτηριστικού είναι καίριας σημασίας για τη θεωρη-
τική συζήτηση του τρόπου με τον οποίο ενεργούμε και αποφασίζουμε, αλλά
και του τρόπου με τον οποίο μπορούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας, να βελ-
τιωθούμε και να ζήσουμε τη ζωή που ταιριάζει σε ένα ον όπως ο άνθρωπος.
Η σπουδή της ψυχής είναι για τον αρχαίο φιλόσοφο όχι μόνο μια άσκηση
οντολογίας, δηλαδή μεταφυσικής, αλλά και μια σπουδή ανθρωπολογίας που
αποτελεί τη βάση της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας.
B ί
Ferrari, G. R. F. (2003), City and Soul in Plato’s Republic, Sankt Augustin: Academia Verlag.
Frankfurt, Η. (1971), «Freedom of the Will and the Concept of Person», Journal of Philosophy
68, 5-20.
Frede, D. (1978), «The Final Proof of the Immortality of the Soul in Plato’s Phaedo 102A-
107A», Phronesis 23, 1-41.
Frede, M. (1992), «On Aristotle’s conception of the soul», στο Μ. Νussbaum, A. O. Rorty
(επιμ.), Essays on Aristotle’s De anima, Oxford: OUP.
Furley, D. (1956), «The early history of the concept of soul», Bulletin of the Institute of Clas-
sical Studies 3, 1-18.
Gallop, D. (1975), Plato Phaedo, Oxford: OUP.
Gill, C. (2011), «Psychology», στο J. Warren (επιμ.), The Cambridge Companion to Epicure-
anism, Cambridge: CUP, 125-141.
Huffman, C. (1993), Philolaus of Croton, Cambridge: CUP.
― (2011), «The Pythagorean conception of the soul from Pythagoras to Philolaus», στο D.
Frede & B. Reis (επιμ.), Β dy and Soul in Ancient Philosophy, Berlin: De Gruyter, 21-44.
Johansen, T. (2012), The Powers of Aristotle’s Soul, Oxford: OUP.
Karamanolis, G. (2013), The Philosophy of Early Christianity, Durham: Acumen/Routledge.
― (2014), «Plutarch», The Stanford Encyclopedia of Philosophy, E. N. Zalta (επιμ.),
URL: <https://plato.stanford.edu/archives/win2016/entries/plutarch/>.
Karfik, F. (2012), «The Constitution of the Human Body in Plato’s Timaeus», Croatian Jour-
nal of Philosophy 12, 167-181.
Laks, A. (1999), «Soul, sensation, and thought», στο Α. Long (επιμ.), The Cambridge Com-
panion to Early Greek Philosophy, Cambridge: CUP, 250-270.
Lear, J. (1988), Aristotle . The Desire to Understand, Cambridge: CUP.
Long, A. (1999), «Stoic Psychology», στο K. Algra, J. Barnes, J. Mansfeld, M. Schofield
(επιμ.), Τhe Cambridge History of Hellenistic Philosophy, Cambridge: CUP, 560-584.
Lorenz, H. (2006), The Brute Within, Oxford: OUP.
― (2009), «Ancient Theories of Soul», The Stanford Encyclopedia of Philosophy, E. N. Zalta
(επιμ.), URL: <https://plato.stanford.edu/archives/sum2009/entries/ancient-soul/>.
Menn, S. (2002), «Aristotle’s Definition of Soul and the program of De anima», OSAP 22,
83-139.
Miller, F. D., Jr. (2012), «Aristotle on the Separability of the Mind», στο C. Shields (επιμ.),
Τhe Oxford Handbook of Aristotle, Oxford: OUP, 306-339.
Noble, C. (2013), «How Plotinus’ Soul animates his Body: The Argument for the Soul-Trace
at Ennead 4.4.18.1-9», Phronesis 58, 249-279.
O’ Meara, D. (1993), Plotinus . An Introduction to the Enneads, Oxford: OUP.
Schofield, M. (1991), «Heraclitus’ theory of soul and its antecedents», στο S. Everson, Psy-
chology (επιμ.), Cambridge: CUP, 13-34.
Snell, B. (1975), Die Entdeckung des Geistes, Göttingen 1975· ελλ. έκδοση: Η ά
ύ , μτφρ. Δ. Ιακώβ, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1989.
Von Staden, H. (2000), «Hellenistic Theories of Body and Soul», στο J. Wright, P. Porter
(επιμ.), Psyche and Soma . Physicians and metaphysicians on the mind-body problem from
Antiquity to Enlightment, Oxford: OUP, 79-116.
Wilberding, J. (2011), To Gaurus on how embryos are ensouled and On what is in our power,
London: Bristol University Press.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ
ιακώΒοσΒασιλειου
1. Εισαγωγή
Στον σύγχρονο κόσμο, η φιλοσοφία είναι μία από τις πολλές επιστήμες
που μπορεί να σπουδάσει ένας προπτυχιακός ή μεταπτυχιακός φοιτητής.
Η μεταφυσική, η γνωσιοθεωρία, η ηθική, η αισθητική, η φιλοσοφία του
νου, η φιλοσοφία της γλώσσας είναι κλάδοι της φιλοσοφίας, καθένας από
τους οποίους επικεντρώνεται σε συγκεκριμένα ζητήματα. Γιατί όμως να
επιλέξει κάποιος να σπουδάσει φιλοσοφία και όχι φυσική, εντομολογία ή
αστρονομία; Κι αν επιλέξει πράγματι να σπουδάσει φιλοσοφία, γιατί να
ασχοληθεί με τον έναν ή τον άλλο κλάδο της; Κατά τη γνώμη μου, η μόνη
απάντηση που μπορεί να δοθεί στα δύο αυτά ερωτήματα είναι ότι πρόκειται
για ένα ζήτημα ενδιαφέροντος ή γούστου. Για παράδειγμα, ορισμένοι άν-
θρωποι θέλουν να γίνουν φυσικοί και κάποιοι άλλοι μηχανικοί· το ίδιο και οι
φιλόσοφοι – ορισμένοι θέλουν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία της γλώσσας
και κάποιοι άλλοι με τη φιλοσοφία του νου. Δεν υπάρχει καμιά ιεραρχία,
απλώς διαφορετικοί τομείς της ανθρώπινης γνώσης που επιλέγουμε να
σπουδάσουμε και να γνωρίσουμε ανάλογα με τις προτιμήσεις μας.
Για τους αρχαίους, ωστόσο, τα πράγματα ήταν διαφορετικά.1 Γι’ αυτούς
η μελέτη της φιλοσοφίας –ή τουλάχιστον η υποστήριξη μιας φιλοσοφικής
θέσης σε ορισμένα ζητήματα– ήταν ουσιώδους σημασίας για να ζήσουν μια
ορθολογική, τακτοποιημένη και καλή ζωή. Όταν ο Σωκράτης λέει στην
πλατωνική Α ί ότι «ο άνθρωπος δεν πρέπει να ζει δίχως να ερευνά
τη ζωή του» (ὁ ὲ ἀ έ ί ὐ ὸ ἀ ώ ῳ, 38a), διατυπώνει την
1
Με τον όρο «αρχαίοι» αναφέρομαι κατά βάση σε μια ελίτ μορφωμένων ανδρών (και ενί-
οτε γυναικών) οι οποίοι έγραψαν και μελέτησαν τα ελληνορωμαϊκά κείμενα που έχουμε
σήμερα στη διάθεσή μας.
370 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
ή ανόητο, το άδικο, το άσωτο και το δειλό, που είναι κακό (με την έννοια ότι
βρίσκεται στον αντίποδα του ενάρετου).
Θα πραγματευτούμε λεπτομερέστερα τις αρετές αυτές πιο κάτω, αλλά
ίσως είναι χρήσιμο να κάνουμε εδώ μια σύντομη σκιαγράφησή τους. Η σο-
φία δεν περιλαμβάνει μόνο την πολυμάθεια (ως αντίθετο της άγνοιας), αλλά
και τη σωφροσύνη σε ό,τι αφορά στις επιλογές και τις αποφάσεις μας στη
ζωή. Η δικαιοσύνη αφορά κυρίως την επιθυμία μας να είμαστε δίκαιοι και
να μην αδικούμε τους άλλους. Για τους Έλληνες, ανδρείος ήταν αυτός που
έδειχνε θάρρος στη μάχη, αλλά κι εκείνος που αντιμετώπιζε με καρτερικό-
τητα τις δυσκολίες της ζωής, όπως η αρρώστια, η φτώχεια κ.ο.κ. Τέλος,
η εγκράτεια –η αρετή που μας ξενίζει περισσότερο από κάθε άλλη– προϋ-
ποθέτει τη σωστή αντιμετώπιση των επιθυμιών και των συναισθημάτων
μας. Ο εγκρατής άνθρωπος ικανοποιεί τις επιθυμίες του και εκδηλώνει τα
συναισθήματά του μόνον όταν και όπου πρέπει· τρώει και πίνει με μέτρο,
ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο. Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν θυμώνει χωρίς
σοβαρό λόγο, αν και θυμώνει όταν πρέπει. Βασικό στοιχείο της ιδέας αυτής
δεν είναι η συνήθης αντίληψη της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης για την
αποχή ή την αποφυγή ικανοποίησης των επιθυμιών και εκδήλωσης των
συναισθημάτων μας, αλλά το να έχουμε τις σωστές και πρέπουσες επιθυ-
μίες και συναισθήματα τη σωστή στιγμή. Αν, για παράδειγμα, κάποιος
επιτεθεί στην οικογένειά μας και δεν θυμώσουμε, δεν είμαστε εγκρατείς.
Αλλά αν μας πατήσει κάποιος κατά λάθος το πόδι στο ασανσέρ και γίνουμε
έξαλλοι, πάλι δεν είμαστε εγκρατείς. Όπως λέει ο Αριστοτέλης, ο εγκρα-
τής άνθρωπος εκφράζει τα σωστά συναισθήματα τη σωστή στιγμή για τα
σωστά πράγματα. Μπορούμε ήδη να συμπεράνουμε από την περιγραφή
αυτή ότι, με δεδομένη την ιδέα του «σωστού» συναισθήματος, η εγκράτεια
προϋποθέτει, κατά κάποιον τρόπο, τη σοφία. Για να παίρνει κανείς σωστές
αποφάσεις, χρειάζεται να ξέρει πόσο πρέπει να θυμώσει ή να λυπηθεί σε μια
συγκεκριμένη κατάσταση, και για να είναι εγκρατής, πρέπει να θυμώνει ή
να λυπάται όπως ένας σοφός άνθρωπος.
Στο σημείο αυτό, πρέπει να πω δυο λόγια για το πώς αντιλαμβάνονταν
οι Έλληνες την ψυχή. Όλες οι αρετές που μόλις αναλύσαμε ανήκουν στην
ψυχή, ενώ αρετές όπως η υγεία και η ομορφιά στο σώμα. Η ή δεν είναι
ένας όρος που χρησιμοποιούμε συχνά στις μέρες μας εκτός του πλαισίου
των θρησκειών, για τις οποίες είναι μια χαρακτηριστική πλευρά του εαυτού
μας, συνήθως άυλη, που υποτίθεται ότι επιβιώνει μετά τον θάνατό μας. Για
372 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
τους Έλληνες όμως ψυχή σήμαινε ζωή· στις σχετικές λατινογενείς λέξεις
μάλιστα η ψυχή σηματοδοτεί τη διαφορά των έμψυχων από τα άψυχα αντι-
κείμενα. Γι’ αυτό και η άρνηση της ψυχής θα ήταν τόσο παράλογη όσο η
άρνηση της ύπαρξης των έμβιων όντων. Έτσι, τα ανθρώπινα όντα έχουν και
σώμα και ψυχή. Σε ένα ανθρώπινο ον η ψυχή περιλαμβάνει, αλλά και είναι
υπεύθυνη τουλάχιστον για τον νου και τις σκέψεις του, τα συναισθήματα,
τις προτιμήσεις και τις αντιπάθειές του, τα στοιχεία του χαρακτήρα του,
κ.τ.ό. Στην ελληνική σκέψη, η ίδια η έννοια της ψυχής δεν περιλαμβάνει
αναγκαστικά κάποια μεταφυσική ή φυσική ερμηνεία του εμψύχου. Μια
συζήτηση για το οι άνθρωποι έχουν ψυχή θα ήταν γελοία. Η άρνηση της
ψυχής θα ισοδυναμούσε με άρνηση του γεγονότος ότι οι άνθρωποι έχουν
νου, σκέψεις, συναισθήματα, συμπεριφορές, χαρακτηρολογικά στοιχεία
κ.ο.κ. Αν την κατανοήσουμε έτσι, τότε η χρήση της ή με την ελληνική
έννοια του όρου δεν είναι ιδιαίτερα προβληματική – η άρνηση της ύπαρξης
των ψυχών θα ισοδυναμούσε με άρνηση της ύπαρξης ζωντανών ανθρώπων.
Η δεύτερη μείζων έννοια της ελληνικής ηθικής είναι η ὐ ί ή «ευ-
τυχία», όπως κατά παράδοση μεταφράζεται. Είναι ίσως παραπλανητικό να
μεταφράζουμε την ὐ ί ως ευτυχία, στο μέτρο που έχουμε την τάση να
σκεφτόμαστε την ευτυχία ως ένα είδος θετικού αισθήματος ή και διάθεσης.
Μπορεί τη μια μέρα να είμαστε ευτυχισμένοι και την άλλη στενοχωρημένοι.
Η ὐ ί αντίθετα πρέπει, από ορισμένες απόψεις, να γίνεται καλύτερα
αντιληπτή ως «ευημερία». Όταν κάποιος είναι ὐ ί «περνάει καλά» ή
«ζει καλά». Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να νιώθει καλά επειδή έχει
πάρει ναρκωτικά κι έτσι στην ερώτηση αν είναι ευτυχισμένος να απαντήσει
καταφατικά. Μπορεί όμως ο άνθρωπος αυτός να μην ευημερεί είτε γιατί
είναι άρρωστος είτε γιατί είναι εθισμένος στη χρήση ναρκωτικών. Κανένας
δεν θα τον έλεγε ευτυχισμένο με την αριστοτελική έννοια του όρου.
Η ὐ ί , όπως λέει ο Αριστοτέλης, είναι το υπέρτατο αγαθό με την
έννοια ότι είναι αυτό για το οποίο κάνουμε όλα όσα κάνουμε. Περιγράφοντάς
τη γενικά ως ευ ζην, η ὐ ί είναι και πρέπει να είναι κάτι που θέλουμε
όλοι να έχουμε. Αν και όλοι επιθυμούμε να ζούμε καλά και να περνάμε καλά,
μπορεί να διαφωνούμε ριζικά για το τι σημαίνει αυτό. Δεν είναι τυχαίο ότι
ένα από τα βασικά ερωτήματα της ελληνικής ηθικής είναι το εξής: «τι είναι
ὐ ί ;», το οποίο ισοδυναμεί με το ερώτημα: «τι σημαίνει να ζούμε κα-
λά ή να περνάμε καλά ως άνθρωποι;». Πολλοί Έλληνες φιλόσοφοι –αλλά όχι
όλοι– και πολλές ελληνικές σχολές σκέψης πιστεύουν ότι για να είναι κανείς
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 373
2
Αν και αυτό μετρά σαν η «μισή αρετή ενός ανθρώπου»· βλ. Irwin (1989).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 375
Στο μέτρο που η ευρύτερα αποδεκτή αυτή άποψη για τις αιτίες της αρετής
είναι ορθή, το να γίνουμε ενάρετοι είναι κάτι που δεν εξαρτάται από μας και
γι’ αυτό δεν μπορούμε να το διδαχτούμε. Αν η αρετή είναι προϊόν της φύσης,
της τύχης ή της έμπνευσης, τότε δεν έχουμε κανέναν λόγο να προσπαθήσου-
με να γίνουμε ενάρετοι είτε μόνοι μας είτε βρίσκοντας κάποιον που μπορεί
να μας τη διδάξει. Η άποψη των σοφιστών ότι μπορούσαν να διδάξουν την
αρετή στους ανθρώπους στρεφόταν ευθέως εναντίον της ομηρικής αντίληψης
για την αρετή. Στη θεωρία, αν όχι στην πράξη, η ιδέα των σοφιστών είναι
πολύ δημοκρατική, στον βαθμό που η αρίστευση, που κάποτε ήταν κτήμα
μόνο μιας ελίτ, μπορούσε τώρα να αποκτηθεί απ’ όλους. Ακόμα και αν οι
σοφιστές δεν επιδίωκαν να εκπαιδεύσουν τον πολύ κόσμο,3 αλλά προσέφεραν
ένα μάλλον ακριβό προϊόν σε όσους μπορούσαν να το πληρώσουν, η θέση τους
ότι η αρετή μπορεί (σε μεγάλο βαθμό) να διδαχτεί υπονόμευε σημαντικά την
άποψη ότι η αρετή αποτελεί τμήμα της φυσικής κληρονομιάς των ανθρώ-
πων. Η θέση αυτή ήταν πολύ ριζοσπαστική για τον 5ο αιώνα π.Χ.
4. Σωκράτης
Μια και ο ίδιος ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) δεν έγραψε κανένα έργο, είναι
δύσκολο να γνωρίζουμε με βεβαιότητα πολλά πράγματα γι’ αυτόν. Το πιο
γνωστό στοιχείο για τη ζωή του είναι ότι καταδικάστηκε κι εκτελέστηκε
από τους Αθηναίους με την κατηγορία της ασέβειας προς τους θεούς το 399
π.Χ. Διαθέτουμε μόνο τρεις πηγές πληροφόρησης για τον Σωκράτη. Και οι
τρεις είναι περίπου σύγχρονές του: ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (περ.
460-περ. 386 π.Χ.), ο ιστορικός Ξενοφώντας (περ. 430-περ. 357 π.Χ.) και,
βέβαια, ο Πλάτων (περ. 429-347 π.Χ.). Το 423 π.Χ. ο Αριστοφάνης έγραψε
και ανέβασε ένα θεατρικό έργο με τον τίτλο Ν έ , στο οποίο ο Σωκρά-
της εμφανίζεται να ιδρύει μια σχολή –το ή – και να λέει διάφορα
πράγματα για τους θεούς καθισμένος σ’ ένα καλάθι που αιωρείται. Οι Ν έ-
είναι ωστόσο μια κωμωδία και γι’ αυτό είναι δύσκολο να ξέρουμε αν και
σε ποιο βαθμό τα λόγια και οι πράξεις του Σωκράτη, ως θεατρικού ήρωα,
είναι ανάλογες εκείνων του πραγματικού φιλοσόφου. Το παράξενο είναι ότι
ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Σωκράτη ως σοφιστή. Το γεγονός, βέβαια,
3
Όπως ορθά επισημαίνει ο Kerferd (1981), 17.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 377
ότι αυτό που κυρίως τον ενδιέφερε ήταν «να συζητά καθημερινά για την
αρετή»4 ήταν ίσως αρκετό για να τον θεωρήσουν σοφιστή.
Οι περισσότεροι ειδικοί, πάντως, υποθέτουν ότι όντως γνωρίζουμε κά-
ποια πράγματα για τον Σωκράτη: πέρασε όλη του τη ζωή στην Αθήνα, προ-
φανώς παντρεύτηκε και έκανε παιδιά, πολέμησε γενναία σε διάφορες μάχες
και υπήρξε φίλος ορισμένων από τους πιο ισχυρούς άντρες της αθηναϊκής
αριστοκρατίας της εποχής του. Ήταν επίσης πολύ φτωχός, καταγόταν από
ταπεινή οικογένεια, δεν άσκησε κανένα γνωστό επάγγελμα, κυκλοφορούσε
ξυπόλυτος και, σύμφωνα με τα κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα, ήταν μάλλον
άσχημος, με γουρλωτά μάτια και πλακουτσή μύτη. Ένα από τα πολλά αι-
νίγματα σχετικά με τον Σωκράτη είναι πώς ένας τόσο φτωχός και άσχημος
άντρας, που δεν άσκησε ποτέ κανένα δημόσιο αξίωμα, κατάφερε να γίνει
τόσο ισχυρός και σημαντικός σε μια πόλη που θαύμαζε πολύ το κάλλος, τον
πλούτο, την ευγενική καταγωγή και την επιτυχία – ιδιότητες που, σύμφωνα
με την «παραδοσιακή» αντίληψη, συνιστούσαν την αρετή.
Αν η περιγραφή αυτή είναι σωστή, ο Σωκράτης ως ιστορική προσωπικό-
τητα ενσαρκώνει την ιδέα της αρίστευσης ως κατάστασης του χαρακτήρα,
δηλαδή με κριτήριο το ποιος είναι ο Σωκράτης ως άνθρωπος. Η ιδέα ότι η
καλοσύνη ή η αρετή αποτελούν ιδιότητες του χαρακτήρα του ανθρώπου μάς
είναι πολύ οικεία λόγω της κληρονομιάς που μας άφησε η ιουδαιοχριστια-
νική παράδοση. Ωστόσο, στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. η ιδέα αυτή ήταν
πιο πρωτότυπη, αφού τότε η αρίστευση ενός ανθρώπου εξαρτιόταν από το
ποιος είναι (δηλαδή αν κατάγεται από μια εξέχουσα οικογένεια και κατέχει
κάποιο υψηλό αξίωμα), το τι έχει (τον πλούτο και την περιουσία του) και
την ομορφιά του. Ο Σωκράτης εμφανίζεται ως το απόλυτο αντιπαράδειγμα,
αφού, παρόλο που δεν διαθέτει καμιά από τις ιδιότητες αυτές, το θάρρος, η
εγκράτεια και η σωφροσύνη του δείχνουν ότι είναι παρά ταύτα ενάρετος. Αν
είναι έτσι, τότε προκαλεί μικρότερη έκπληξη το γεγονός ότι ο Σωκράτης
ως πρόσωπο των διαλόγων θέτει το ερώτημα σχετικά με το τι πραγματικά
είναι η αρετή.
Ένας άλλος τρόπος μέσω του οποίου ο Σωκράτης, ιδιαίτερα ο πλατωνι-
κός, αμφισβητεί την παραδοσιακή έννοια της αρετής είναι εκείνος της πα-
ρομοίωσης της αρετής με την έ . Η αρετή εμφανίζεται να μοιάζει με την
έ κατά δύο τουλάχιστον τρόπους που δικαιολογούν γιατί ο Σωκράτης
4
ἑ ά ἡ έ ὶἀ ῆ ὺ ό ῖ (Α . 38a).
378 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
εξετάζει την τέχνη σε μια διερεύνηση της φύσης της αρετής. Πρώτον, τόσο
η έ όσο και η αρετή προϋποθέτουν να είναι κανείς αξιόπιστος ως προς
τις πράξεις του: το να κάνεις το σωστό στην περίπτωση της αρετής, το να
φτιάχνεις ή να ερμηνεύεις σωστά στην περίπτωση των ώ . Και οι δύο
αφορούν την πράξη, το πράττειν με την ευρεία έννοια του όρου. Δεύτερον,
στους σωκρατικούς διαλόγους οι πράξεις των ενάρετων ανθρώπων και των
τεχνιτών έχουν παρόμοια αιτία. Βασικό στοιχείο της έ , ως έννοιας,
είναι ότι συνιστά ένα είδος ώ , τέτοιο που οι πράξεις του ειδικού να
οφείλονται σε μια πολύ συγκεκριμένη αιτία και όχι στην τυφλή τύχη, στο
έμφυτο ταλέντο ή στη θεία εύνοια. Το να κατέχει κανείς μια έ σημαίνει
να κατέχει γνώση. Η παρομοίωση της έ με την αρετή, λοιπόν, λειτουρ-
γεί ως εξής: μια καλή πράξη είναι αποτέλεσμα γνώσης, όπως ακριβώς και η
κατασκευή υποδημάτων. Η ιδέα αυτή είναι αμφιλεγόμενη ειδικά τον 5ο αι-
ώνα π.Χ., όταν οι παραδοσιακές απόψεις για την αρετή δέχονταν ότι η αιτία
της εντοπίζεται σε εκείνα ακριβώς τα στοιχεία στα οποία η έ ήταν αντί-
θετη: την τυφλή τύχη, το έμφυτο ταλέντο και τη θεία εύνοια. Η πιο πάνω
αναλογία υπονοεί ότι το να είναι κανείς ενάρετος είναι θέμα τεχνογνωσίας.
Αυτό εγείρει μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με το ποιος έχει την τεχνο-
γνωσία και πώς μπορούμε να πούμε ποιος την έχει. Ο ίδιος ο Σωκράτης
αρνείται ότι έχει τη γνώση της αρετής που θα τον έκανε ειδικό σε ζητήματα
ηθικής. Αλλά αφού συμφωνεί ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό από το
να είναι κανείς ενάρετος και, πάνω απ’ όλα, να κάνει ενάρετες πράξεις (ή,
τουλάχιστον, να μην κάνει κακές), αφιερώνει τη ζωή του στην αναζήτηση
του νοήματος της αρετής.
Θα πραγματευτώ με αρκετές λεπτομέρειες τις θέσεις του πλατωνικού
Σωκράτη στην επόμενη ενότητα. Για την ώρα, θα κρατήσω μια αγνωστι-
κιστική στάση σχετικά με το αν ή σε ποια έκταση οι απόψεις και τα επι-
χειρήματα του πρωταγωνιστή των πλατωνικών διαλόγων αποτυπώνουν
με ακρίβεια τις απόψεις και τα επιχειρήματα του Σωκράτη ως ιστορικής
προσωπικότητας.
5. Πλάτων
Αποτελεί κοινή πρακτική όσων, στο πλαίσιο των αγγλόφωνων σπουδών,
μελετούν τα τελευταία 40 ή 50 χρόνια την κατά Πλάτωνα αρετή να διακρί-
νουν την πλατωνική από τη σωκρατική ερμηνεία της αρετής, χωρίζοντας
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 379
5 .1 Σ ήέ ή ή
Οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι οι απόψεις του Σωκράτη και του
Πλάτωνα για την ηθική δεν ταυτίζονται.6 Ορισμένοι θεωρούν τους πρώτους
διαλόγους ως μια φάση της πλατωνικής σκέψης (μια σωκρατική περίοδο),
ενώ κάποιοι άλλοι πάνε ακόμα πιο πέρα, επιχειρώντας να υποστηρίξουν ότι
η πρώτη αυτή περίοδος ταιριάζει, με μεγαλύτερη ή μικρότερη ακρίβεια, με
τις απόψεις του Σωκράτη ως ιστορικής προσωπικότητας.7 Στους «πρώ-
τους» ή «σωκρατικούς» διαλόγους, ο Σωκράτης αποποιείται τη γνώση.8 Αν
και δεν έχει γνώση της αρετής, την αναζητεί συζητώντας με τους συνομιλη-
τές του, γιατί κι αυτός, όπως όλοι οι Έλληνες ηθικοί φιλόσοφοι, είναι ευδαι-
μονιστής. Πιστεύει δηλαδή ότι η ὐ ί είναι το ύψιστο αγαθό και ότι
5
ύπάρχει και η λεγόμενη «ύστερη» περίοδος, αν και οι διάλογοι που, πολύ συχνά, πε-
ριλαμβάνονται σε αυτή την ομάδα αποδίδουν μικρότερη σημασία στην ηθική και την
αρετή.
6
Με τη φράση «περισσότεροι ειδικοί» αναφέρομαι κυρίως στην αγγλόφωνη επιστημονι-
κή κοινότητα των τελευταίων 40 ή 50 χρόνων. Και δεν μιλώ για τους «παραδοσιακούς»
ειδικούς του πλατωνικού έργου των τελευταίων 25 αιώνων· για την ανάλυση των τρό-
πων ανάγνωσης των πλατωνικών διαλόγων από την ευρύτερη αυτή οπτική γωνία, βλ.
Annas (1999).
7
Ο Γρηγόρης Βλαστός είναι ένας από τους διαπρεπέστερους υποστηρικτές της άποψης
αυτής· βλ. (1991) και άλλες αναφορές στη Βιβλιογραφία. Η εν λόγω άποψη αναπτύσσε-
ται και υποστηρίζεται, με σημαντικές διαφορές σε πολλά σημεία, από τον Irwin (1977),
(1995). Το έργο του Βλαστού οδήγησε σε μια ολόκληρη βιομηχανία παραγωγής μελε-
τών για τον Σωκράτη σε αντίθεση με τον Πλάτωνα. Βλ., για παράδειγμα, Brickhouse-
Smith (1994), Benson (1992), (2000), McPherran (1996).
8
Ο κατάλογος ποικίλλει, αν και τυπικά περιλαμβάνει τουλάχιστον την Α ί , τον
Χ ί , τον Κ ί , τον Ε ύ , τον Γ ί , τον Ι ί ά , τον Ί , τον
Λά και τον Π ό · για καταλόγους κι επιχειρήματα σχετικά με την κατάταξη
των πλατωνικών διαλόγων, βλ. Βλαστό (1991) και Irwin (1995). Για μια κριτική των
επιχειρημάτων του Βλαστού και του Irwin, βλ. Kahn (1996). Για μια πιο πρόσφατη αξι-
ολόγηση των ζητημάτων χρονολόγησης και εξέλιξης σε ό,τι αφορά τους διαλόγους, βλ.
Irwin (2008). Στο παρόν δοκίμιο ο «Σωκράτης» θα παραπέμπει στον πρωταγωνιστή
των πλατωνικών διαλόγων, εκτός κι αν υπάρχει κάποια άλλη ένδειξη.
380 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
η αρετή έχει καίρια σχέση με την ευτυχία του ανθρώπου.9 Στους διαλόγους
αυτούς η αποποίηση της γνώσης εκ μέρους του Σωκράτη φαίνεται απόλυτα
λογική, και ο ίδιος παρουσιάζεται επανειλημμένα να υποβάλλει ερωτήσεις
σε όσους υποστηρίζουν ότι γνωρίζουν τι είναι αρετή, περιγράφοντας τον
εαυτό του ως κάποιον που ενδιαφέρεται σοβαρά να βρει την απάντηση. Πα-
ρά την αποποίηση της γνώσης, η ιδέα ότι ο Σωκράτης πιστεύει πως η αρετή
είναι γνώση και, ειδικότερα, γνώση του καλού και του κακού αποτελεί τμή-
μα των περισσότερων σύγχρονων ερμηνειών. Πρέπει να παρατηρήσουμε,
ωστόσο, ότι η άποψη πως η αρετή είναι γνώση σαφώς και αποτελεί μια
άποψη για το τι σημαίνει να ί κάποιος ενάρετος. Ακόμα και αν αυτό ήταν
αληθές όμως, δεν θα μας έλεγε τίποτα για το τι σημαίνει να είναι μια ά
ενάρετη και δεν θα μας προσέφερε καμία ένδειξη για να αποφασίσουμε τι να
κάνουμε.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τους ίδιους τους διαλόγους. Στον Ε ύ-
ο Σωκράτης προσπαθεί να ορίσει αν η ενέργεια του Ευθύφρονα να μη-
νύσει τον πατέρα του με την κατηγορία του φόνου είναι ευσεβής (ή σωστή).
Θέλει να μάθει τι είναι αυτό που κάνει όλες τις ευσεβείς πράξεις ευσεβείς,
έτσι ώστε να μπορέσει να ελέγξει κάθε πράξη τέτοιου τύπου για να δει αν
μετέχει «της ιδέας» της ευσέβειας και με αυτόν τον τρόπο να μάθει αν είναι
ευσεβής ή όχι (6d-e). Ο Σωκράτης δεν επιτυγχάνει τον στόχο του λέγοντας
στον Ευθύφρονα ότι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο ή είναι θέμα γνώ-
σης. Η συμφωνία με την άποψη ότι το να είναι κανείς ενάρετος είναι θέμα
γνώσης δεν μας βοηθά να επιλύσουμε ένα πρακτικό πρόβλημα, όπως αυτό
του Ευθύφρονα: είναι σωστό (ευσεβές) να μηνύσει τον πατέρα του ή όχι;
Οι περισσότεροι ειδικοί αντί να επικεντρώσουν την προσοχή τους στο
πρακτικό αυτό πρόβλημα, στρέφουν στο σημείο αυτό το ενδιαφέρον τους σε
προβλήματα σχετικά με την ηθική ψυχολογία του Σωκράτη. Αν πιστεύει
ότι η αρετή είναι γνώση, τότε πρέπει να πιστεύει ότι η γνώση του γεγο-
νότος πως μια πράξη είναι ενάρετη αποτελεί για ένα άτομο την αναγκαία
και ικανή συνθήκη για να την κάνει· αυτό συχνά ονομάζεται «σωκρατική
νοησιαρχία». Το πρόβλημα με την άποψη αυτή είναι ότι δείχνει να αντι-
βαίνει στην κοινή λογική, αφού αρνείται ότι υπάρχει έλλειψη βούλησης ή
εγκράτειας. Πολύ συχνά οι άνθρωποι φαίνεται να ξέρουν τι πρέπει να κά-
9
Χρησιμοποιώ τη φράση «έχει καίρια σχέση» για να είμαι ασαφής ως προς την ακριβή
σχέση· οι ειδικοί διαφοροποιούνται στο θέμα αυτό.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 381
10
ύ ὶ ῆ ἐ ή ὥ ὶἀ ό , έ ὑ ὸ ῶ ἄ
ἁ ά (Π ό 352c).
382 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
με τον θυμό, αφού κάποιος αισθάνεται θυμωμένος όταν τον αδικούν, όταν για
παράδειγμα τον κατηγορούν άδικα ή τον συκοφαντούν. Στις περιπτώσεις
αυτές το ὲ επιθυμεί να διορθώσει την αδικία αυτή κι έτσι μπορεί να
γίνει «σύμμαχος» του λόγου, στο μέτρο που νοιάζεται για την αδικία (ή και
για την αδικία που υφίστανται οι άλλοι). Ωστόσο, το ὲ δεν πρέπει να
κυβερνά γιατί νοιάζεται μόνο για τη δόξα και τη φήμη. Ένας άνθρωπος μπο-
ρεί να υποκύψει στην επιθυμία του για τη νίκη ή τη δόξα και να κάνει άφρονες
ή ακόμα και άδικες πράξεις. Από μετρημένος πολέμιος της αδικοπραγίας
μπορεί να φτάσει στο σημείο να επιχαίρει για την ήττα του εχθρού του ή να
συνεχίσει να τον τιμωρεί, όπως κάποιες ομάδες σε σύγχρονα αθλήματα που,
ενώ έχουν εξασφαλίσει τη νίκη, συνεχίζουν να σκοράρουν για να εξουθενώ-
σουν τον αντίπαλο. Και ενώ το ὲ στην έξαψη του ανταγωνισμού θα
μπορούσε να σκεφτεί ότι η νίκη δεν έχει όρια, το ὸ πρέπει να επικρα-
τήσει, γιατί μόνο αυτό βλέπει το δάσος και όχι το δέντρο και αντιλαμβάνεται
ότι μια τέτοια πράξη θα ήταν λανθασμένη. Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η νίκη
έχει όρια και ότι πέραν των ορίων αυτών δεν μπορεί να γίνει «ευγενέστερη»
και «καλύτερη». Σε έναν δίκαιο και μετριοπαθή άνθρωπο το ὲ θα
ακούσει την έκκληση του ῦ για αυτοσυγκράτηση.
Κατά παρόμοιο τρόπο, το ἐ ὸ έχει επίγνωση του καλού με την
έννοια ότι ξέρει τι το ικανοποιεί και τι το απογοητεύει, τι του προκαλεί ηδο-
νή και τι πόνο. Και ενώ το ἐ ὸ θα μπορούσε να αρνηθεί μια ηδονή
είτε για να αντλήσει μεγαλύτερη απόλαυση αργότερα είτε για να αποφύγει
τον πόνο, είναι εξ ορισμού ανίκανο να σκεφτεί με κριτήριο την αρετή, τι εί-
ναι δηλαδή καλό ή σωστό να πράξει κανείς, ανεξάρτητα από την ηδονή ή τον
πόνο που αυτό προκαλεί. Για μια ακόμα φορά, μόνο το ὸ μπορεί
να ρωτήσει (και να απαντήσει) αν ή ό να αναζητήσει μια συγκε-
κριμένη ηδονή ή να αποφύγει κάτι που προκαλεί πόνο, εφόσον το «καλό»
συνίσταται σε μια δραστηριότητα που δεν είναι απλώς ηδονική.
Σε αντίθεση με την ιδέα που κυριαρχεί στους «σωκρατικούς» διαλό-
γους, η ψυχή δεν νοείται ως ένας απλός και ενοποιημένος νους, αλλά ως
τόπος ώ, ώ και ώ ορέξεων που μπορούν να
παρασύρουν –και συχνά όντως παρασύρουν– τον άνθρωπο σε διαφορετικές
κατευθύνσεις. Με την αναγνώριση των μη ορθολογικών αυτών ορέξεων ο
Πλάτων μας προσφέρει τη δυνατότητα να εξηγήσουμε όχι μόνο την έλλει-
ψη εγκράτειας, αλλά και την αρετή, νοούμενη ως αυτό που κάνει ένα άτομο
ενάρετο. Ενώ, λοιπόν, οι σωκρατικοί διάλογοι δεν μας είπαν ποτέ τι είναι
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 383
5 .2 Η ή έ Π ά
ύπάρχουν, ωστόσο, σοβαροί λόγοι για να σκεφτούμε ότι τελικά η καθιερω-
μένη αυτή άποψη δεν περιλαμβάνει μια σημαντική πτυχή της εστίασης των
διαλόγων της «πρώτης» και της «μέσης» περιόδου στο θέμα της αρετής.
Πρώτον, πρέπει να καταλάβουμε ότι η αρετή γίνεται αντιληπτή ως σκο-
πός. Κατά τον Σωκράτη, η ενάρετη πράξη πρέπει να υπερτερεί κάθε άλλου
σκοπού που μπορεί να έχουμε στο μυαλό μας όταν κάνουμε κάτι (όπως το
να ευχαριστήσουμε κάποιον, να αποφύγουμε τον πόνο, να σώσουμε τη ζωή
ενός συνανθρώπου μας, να πλουτίσουμε κ.ο.κ.). Το σημαντικό, κατά την
άποψη του Σωκράτη και του Πλάτωνα είναι ότι η αρετή πρέπει να αποτε-
λεί τον υπέρτατο σκοπό του πράττειν, πράγμα που ονομάζω «ύπεροχή της
384 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
11
Για περισσότερες πληροφορίες κι επιχειρήματα σχετικά με το θέμα αυτό, βλ. Vasiliou
(2008).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 385
βάσει του οποίου είναι δίκαιες. Με τη γνώση αυτή θα ήταν τότε δυνατόν
να εξετάσει οποιαδήποτε πράξη, όπως την προτεινόμενη στον Σωκράτη
δραπέτευση από τη φυλακή, και να γνωρίζει αν είναι δίκαιη ή όχι. Στους
πρώτους διαλόγους, οι συνομιλητές του Σωκράτη ισχυρίζονται ότι είναι ει-
δικοί σε ζητήματα αρετής και ως εκ τούτου γνωρίζουν τι είναι αρετή. Όπως
έχουμε δει, ο Σωκράτης αρνείται ότι κατέχει τη γνώση αυτή. Ωστόσο, κατά
τον έλεγχο των ισχυρισμών των συνομιλητών του φέρνει στην επιφάνεια τις
αντιφάσεις των απόψεών τους, που δείχνουν τουλάχιστον ότι δεν έχουν τη
γνώση που νομίζουν ότι έχουν.
Η γνώση αυτή είναι πολύ σημαντική για τον Σωκράτη, αλλά και για
όλους όσοι είναι αφοσιωμένοι στην ύπεροχή της αρετής. Αν είμαστε αφοσι-
ωμένοι πραγματικά στην ύπεροχή της αρετής, θα θέλουμε πάνω απ’ όλα να
κάνουμε ενάρετες πράξεις και γι’ αυτό πρέπει να ορίσουμε τι ί ενάρετη
πράξη. Αν γνωρίζαμε τη μορφή όλων των ενάρετων πράξεων, θα βρίσκαμε
έναν τρόπο να γνωρίσουμε ποιου τύπου πράξη είναι ενάρετη και ποια όχι.
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι μόνο από άγνοια μπορεί να έχει αδικήσει κά-
ποιον. Αυτό είναι λογικό αν πιστέψουμε ότι ήταν πάντα αφοσιωμένος στην
ύπεροχή της αρετής. Αν πιστεύουμε στην ύπεροχή της αρετής, και η πίστη
μας είναι ακλόνητη, τότε ο μόνος τρόπος να εξηγήσουμε τις άδικες πράξεις
μας (πράξεις που αντιβαίνουν στην αρετή) θα ήταν η άγνοιά μας για το τι
είναι ενάρετη πράξη. Αν ο Σωκράτης μπορούσε να βρει έναν ειδικό στην
ηθική, θα απαλλασσόταν από την άγνοιά του είτε μαθαίνοντας από αυτόν
είτε ακολουθώντας τις οδηγίες του.
Αλλά δεν τον βρίσκει ποτέ. Όλες ανεξαιρέτως οι προσπάθειες ν’ απαντή-
σουμε στο ερώτημα «Τι είναι F;», προσπάθειες που επιχειρούν να εντοπί-
σουν τα κοινά στοιχεία όλων των πράξεων τύπου F, αποτυγχάνουν. Σε μια
σύνοψη του επιχειρήματος αυτού στην αρχή του βιβλίου 1 της Π ί ,ο
γηραιός Κέφαλος υποστηρίζει, απαντώντας στον Σωκράτη, ότι δικαιοσύνη
σημαίνει «να επιστρέφει κανείς αυτό που οφείλει». Αυτό ακούγεται αρχι-
κά λογικό, αλλά ο Σωκράτης του απαντά με ένα αντιπαράδειγμα: αν είχες
τα όπλα κάποιου και έπρεπε να τα επιστρέψεις, αλλά εκείνος γύριζε να τα
ζητήσει σε έξαλλη κατάσταση, σίγουρα δεν θα ήταν δίκαιο ή σωστό να του
τα επιστρέψεις ενόσω βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση. Έτσι, για κάθε συ-
μπεριφορικό ορισμό που θα μπορούσαμε να δώσουμε σε μια συγκεκριμένη
αρετή, χρησιμοποιώντας μη αξιολογικούς όρους, φαίνεται ότι υπάρχει σε
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 387
5 .3 Η ή Πολιτεία
Στην Π ί βρίσκουμε την πιο λεπτομερή και περίπλοκη εξήγηση της
σχέσης των προσδιοριστικών ερωτήσεων με τις ερωτήσεις ως προς τον
σκοπό. Η πρόκληση του Θρασύμαχου στο βιβλίο 1, που εξελίσσεται και
ενισχύεται από τον Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο στο βιβλίο 2, υποκρύπτει
μια ερώτηση ως προς τον σκοπό: γιατί πρέπει να ενεργούμε πάνω απ’ όλα
δίκαια, ενάρετα, ηθικά, ειδικά όταν είναι προφανές ότι αυτό αντιβαίνει
στα συμφέροντά μας; Πώς θα μπορούσαμε ίσως να βελτιώσουμε τη θέση
μας συμπεριφερόμενοι δίκαια όταν αυτό προϋποθέτει την παραίτησή μας
από τα υλικά αγαθά όσο και από την ικανοποίηση της επιθυμίας μας; Εν
ολίγοις, γιατί να αφοσιωθούμε εκουσίως στην ύπεροχή της αρετής, όπως
υποστηρίζει στην Α ί του ότι έκανε πάντα ο Σωκράτης, αν έχουμε τη
δυνατότητα να μην το κάνουμε;
Σύμφωνα με την παραδοσιακή θεώρηση της Π ί , η απάντηση
του Σωκράτη διαφέρει σημαντικά από τον τρόπο που προσέγγιζε την αρε-
τή στους πρώιμους διαλόγους. Σε αυτούς προσπάθησε να απαντήσει στο
ερώτημα περί αρετής, αλλά δεν τα κατάφερε. Αποποιήθηκε τη γνώση και
οι διάλογοι κατέληξαν σε ἀ ί . Αν και είναι αλήθεια ότι η Π ί δεν
καταλήγει σε ἀ ί , οι απαντήσεις στο ερώτημα περί των αρετών δεν
συνιστούν απαντήσεις στα ερωτήματα που είχαν τεθεί στους πρώτους δι-
αλόγους. Όπως έχω ήδη επισημάνει, το να γνωρίζουμε τι σημαίνει ί
κανείς ενάρετος (για παράδειγμα, να έχει γνώση) δεν μας βοηθά αν θέλουμε
να απαντήσουμε σε μια προσδιοριστική ερώτηση εδώ και τώρα (ή εν γέ-
νει). Όταν ο Σωκράτης παρουσιάζει την ερμηνεία της τριμερούς ψυχής στο
βιβλίο 4, σε αντιστοιχία με τις τρεις τάξεις των πολιτών της Καλλίπολης,
δίνει και μια ερμηνεία του τι σημαίνει να είναι κανείς ενάρετος ή δίκαιος.
Ένας άνθρωπος είναι δίκαιος αν τα τρία μέρη της ψυχής του είναι διατεταγ-
μένα και ιεραρχημένα σωστά, δηλαδή αν το ὸ κυβερνά, το ὲ
συμπαρίσταται και το ἐ ὸ υπακούει.
ύπάρχουν δύο σημαντικά σημεία στον «ορισμό» της δικαιοσύνης που
πρέπει να κατανοήσουμε. Πρώτον, ο «ορισμός» αυτός έχει ως στόχο να
αποτελέσει μέρος της απάντησης στην πρόκληση του Γλαύκωνα και του
388 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
12
Αποτελεί μέρος μόνο του λόγου, αφού, σύμφωνα με το επιχείρημα που αναπτύσσεται
μέχρι το τέλος του βιβλίου 4, αυτό που έχει δείξει ο Σωκράτης είναι ότι υπάρχει ένα
αγαθό για την ψυχή του ενάρετου που διέφυγε της προσοχής μας. Πρέπει να φτάσουμε
στα βιβλία 8 και 9 για να δείξει ο Σωκράτης τι είδους ζημίες υφίσταται ο άδικος άν-
θρωπος και πώς οι υποτιθέμενες ηδονές που αποκτά αδικώντας τους άλλους μέσω της
ικανοποίησης των επιθυμιών του δεν είναι αυτές που φαντάζουν.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 389
θεί από μια ερμηνεία της αρετής «επικεντρωμένη στην πράξη», σύμφωνα
με την οποία η προσπάθεια είναι να εντοπιστεί το κοινό στοιχείο όλων των
θαρραλέων ή δίκαιων πράξεων, και προσεγγίζει την αρετή με έναν τρόπο
«επικεντρωμένο στο άτομο», προσπαθώντας τώρα, αντίθετα από πριν, να
εντοπίσει το κοινό στοιχείο όλων των θαρραλέων ή δίκαιων ατόμων. Σύμ-
φωνα με την ερμηνεία αυτή, οι θαρραλέες και δίκαιες πράξεις δεν θα είναι
τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τις πράξεις των θαρραλέων και δίκαιων
ατόμων. Σε πολλές εκδοχές της άποψης αυτής η ουσία μιας δίκαιης πράξης
έγκειται στο ότι γίνεται από έναν δίκαιο άνθρωπο· αυτό είναι που την ά
δίκαιη.
Προσωπικά δεν πιστεύω ότι αυτό είναι το νόημα του πλατωνικού επι-
χειρήματος. Πρώτον, υπάρχει πολύ στενότερη σχέση ανάμεσα στις δίκαιες
πράξεις και τους δίκαιους ανθρώπους από αυτή που αναγνωρίζεται εδώ,
γιατί η «αρχή της έξης», σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι γίνονται δίκαι-
οι κάνοντας δίκαιες πράξεις, θαρραλέοι κάνοντας θαρραλέες πράξεις κτλ.,
υποστηρίζεται από τον Σωκράτη στα βιβλία 2 και 3 και πιο συγκεκριμένα
στην περιγραφή της εκπαίδευσης των φυλάκων. Η αρχή αυτή απαιτεί να
τεθούν κάποιοι όροι για το ποια είδη πράξεων είναι ενάρετα, έτσι ώστε να
μπορεί να γίνουν ενάρετοι οι φύλακες κάνοντας ανάλογες πράξεις. Αν είναι
έτσι, τότε αυτό που ά μια πράξη ενάρετη πρέπει σε μεγάλο βαθμό να
είναι ανεξάρτητο από το άτομο που την εκτελεί. Πρέπει να κατανοήσουμε
ότι η θεωρία για το τι είναι δίκαιο που απαντά στο βιβλίο 4 αποτελεί μέρος
της απάντησης σε μια ερώτηση σχετικά με τον σκοπό και όχι ένας τρόπος
παράκαμψης της σημασίας των προσδιοριστικών ερωτήσεων. Άλλωστε, η
αρχή της έξης, που μνημονεύεται επανειλημμένα ακόμα και στο τέλος του
βιβλίου 4 (444c-e), απαιτεί να τεθούν οι όροι αυτοί. Ποιος όμως θα θέσει
τους όρους αυτούς και πώς θα το κάνει;
Σε αυτό ακριβώς το σημείο κάνουν την εμφάνισή τους οι Φιλόσοφοι-βα-
σιλείς.13 Στο βιβλίο 5 ακούμε τον σκανδαλώδη ισχυρισμό ότι, αν δεν γίνουν
οι Φιλόσοφοι βασιλείς ή οι βασιλείς Φιλόσοφοι, δεν θα δημιουργηθεί ποτέ η
13
Γράφω τη λέξη με κεφαλαίο γιατί αντιλαμβάνομαι τον φιλόσοφο με την τεχνική εκείνη
έννοια του όρου που έχει στην Π ί : ο φιλόσοφος που πρέπει να γίνει βασιλιάς για
να μπορέσει να δημιουργηθεί η Καλλίπολη, που γνωρίζει τις Ιδέες, που έχει μια ξεχω-
ριστή και ανώτερη παιδεία κτλ.
390 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
5 .4 Σ έ
Σύμφωνα με την πλατωνική Π ί , λοιπόν, η απάντηση στο ποιες πρά-
ξεις είναι καλές και ποιες κακές, μια απάντηση κρίσιμη για την εφαρμογή
της αρχής της έξης, περιλαμβάνεται στη γνώση των Ιδεών που πρέπει να
έχουν οι Φιλόσοφοι στην Καλλίπολη. Η θέση αυτή δεν είναι πειστική για
14
ἢ ἱ ό ύ ἐ ῖ ό ἢ ἱ ῆ ῦ ό ὶ ά -
ή ί ὶ ἱ ῶ (Π . 473c-d).
15
Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, ο ίδιος ο Σωκράτης αποποιείται, ακόμα και στην Π ί , τη
γνώση των Ιδεών και, ιδιαίτερα, την Ιδέα του Αγαθού (505a).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 391
6. Αριστοτέλης
6 .1 Ε ί ή
Ο Αριστοτέλης έχει γράψει δύο μείζονα έργα περί ηθικής, τα Η ά Ε ή-
και τα πιο γνωστά και σημαντικά Η ά Ν ά .17 Αν και η αρι-
στοτελική ηθική φιλοσοφία αναπτύσσει περαιτέρω πολλά από τα ζητήματα
που έθεσαν ο Σωκράτης και ο Πλάτων, το ιδιαίτερα εντυπωσιακό με το έργο
του Αριστοτέλη είναι ότι τοποθετεί στον πυρήνα της ηθικής του την ὐ -
ί , η οποία συνήθως μεταφράζεται ως «ευτυχία». Παρά το γεγονός ότι
ο Αριστοτέλης θα συμφωνούσε με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα ως προς
το ότι πρέπει πάνω απ’ όλα να είμαστε ενάρετοι και να πράττουμε ενάρετα,
16
Η αριστοτελική θέση, όπως και οι σύγχρονες αναβιώσεις της, εγείρει ζητήματα αντι-
κειμενικότητας: μπορεί να έχουμε διάφορες απόψεις για το σωστό και το λάθος που
οφείλονται στην ανατροφή μας. Αν πήραμε καλή ανατροφή, είναι πιθανό και οι απόψεις
με τις οποίες ανατραφήκαμε να είναι σωστές. Αλλά πώς μπορώ να ξέρω ότι είναι σω-
στές; Πώς μπορούμε να κρίνουμε αντικρουόμενες ηθικές απόψεις που προκαλούνται
από αντικρουόμενες ανατροφές;
17
ύπάρχει κι ένα τρίτο έργο στο αριστοτελικό corpus, τα Μ ά Η ά, που, όπως υπο-
στηρίζουν οι περισσότεροι ειδικοί, δεν έχει γραφτεί από τον Αριστοτέλη, αλλά ίσως
από κάποιον μαθητή του.
392 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
εστιάζει την προσοχή του στο πώς αυτό προάγει την ευτυχία μας ή πώς
τη συνιστά. Κατά τη γνώμη πολλών ειδικών, το «ευδαιμονιστικό πλαίσιο»
τίθεται αρχικά από τον Σωκράτη (όπως παρουσιάζεται από τον Πλάτω-
να).18 Σύμφωνα με αυτό, κάτι είναι καλό στο μέτρο που προάγει την ευτυ-
χία μας. Αυτή καθαυτή η ευτυχία είναι το «ύψιστο αγαθό», υπό την έννοια
ότι αποτελεί τον σκοπό όλων όσα κάνουμε, αλλά και τον μόνο σκοπό την
εκπλήρωση του οποίου επιδιώκουμε ως αυτοσκοπό και όχι χάριν κάποιου
απώτερου ή ανώτερου πράγματος. Αν κάποιος μας ρωτήσει για το ποιος
είναι ο υπέρτατος σκοπός της ζωής μας, μπορεί αρχικά να απαντήσουμε ότι
δεν έχουμε έναν τέτοιο σκοπό. Αντίθετα, έχουμε διάφορους επιμέρους σκο-
πούς, όπως ίσως η υγεία μας, η οικογένειά μας, οι φίλοι μας, η γνώση και η
κατανόηση του κόσμου γύρω μας κτλ. Οι σκοποί αυτοί, λοιπόν, εξηγούν τις
δραστηριότητές μας: πλένουμε τα δόντια μας, πάμε στον γιατρό, κάνουμε
γυμναστική, τρώμε θρεπτικές τροφές κ.ο.κ. με σκοπό να είμαστε σωματικά
υγιείς. Επισκεπτόμαστε τους φίλους μας, φροντίζουμε τα αγαπημένα μας
πρόσωπα, καλλιεργούμε τις προσωπικές μας σχέσεις με σκοπό να έχουμε
μια καλή και ικανοποιητική κοινωνική ζωή. Επίσης, διαβάζουμε και μελε-
τάμε με σκοπό να διευρύνουμε τον τρόπο που κατανοούμε τον κόσμο γύρω
μας. Σε αυτό το παράδειγμα, λοιπόν, διακρίνουμε τρεις σκοπούς –τη σω-
ματική υγεία, την ικανοποιητική κοινωνική ζωή και τη λογική κατανόηση
του κόσμου– που εξηγούν τους λόγους για τους οποίους κάνουμε ό,τι κάνου-
με (σωματική άσκηση, κοινωνικές συναναστροφές, επισκέψεις σε κάποια
βιβλιοθήκη κτλ.). Ο Αριστοτέλης αναρωτιέται όμως αν υπάρχει κάποιος
απώτερος σκοπός, χάριν του οποίου κάνουμε όλα αυτά τα πράγματα. Και
απαντά ότι τα κάνουμε γιατί θέλουμε να ζούμε καλά και να περνάμε καλά,
πράγμα που ο ίδιος ταυτίζει με την ευτυχία. Ενώ μπορεί να θέλουμε να πε-
τύχουμε σκοπούς όπως το να έχουμε υγεία, να αποκτήσουμε φιλίες και να
εξελιχθούμε πνευματικά, προσπαθούμε να τους πετύχουμε θεωρώντας ότι
μέσω αυτών θα κατακτήσουμε την ευτυχία.
ύπάρχουν δύο σημεία σχετικά με την αριστοτελική ερμηνεία της ὐ -
ί που πρέπει να τονίσουμε. Πρώτον, όπως είπα και στην εισαγωγή, η
ὐ ί για τον Αριστοτέλη αλλά και για τους περισσότερους Έλληνες
18
Βλ. Vlastos (1991). Ο Irwin (1995) υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε και τον
Πλάτωνα υπό το πρίσμα της ευδαιμονίας, αν και συμφωνεί ότι ως προς αυτό η πλατω-
νική επιχειρηματολογία δεν είναι τόσο κατηγορηματική όσο η αριστοτελική.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 393
φιλοσόφους δεν είναι κυρίως ένα αίσθημα. Με αυτή την έννοια, η μετάφραση
της συγκεκριμένης έννοιας ως «ευτυχίας» είναι παραπλανητική· η ὐ -
ί είναι κάτι πιο αντικειμενικό από αυτό που εκφράζει ο όρος «ευτυχία».
Όπως λέει ο Αριστοτέλης, είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται με το να «ζούμε
καλά» ή να «περνάμε καλά», πράγμα που έκανε ορισμένους ειδικούς να με-
ταφράσουν την ὐ ί ως «ανθρώπινη ευημερία». Τι λοιπόν μας κάνει να
ευημερούμε; Ο Αριστοτέλης δίνει την απάντησή του σε ένα επιχείρημα που
είναι γνωστό ως επιχείρημα της λειτουργίας (Η . Ν . Ι.7). ύποστηρίζει
ότι τα ανθρώπινα όντα χαρακτηρίζονται από μια ιδιαίτερη «λειτουργία»
(ἔ ). Μέρος της φύσης ενός ανθρώπινου όντος είναι η ικανότητά του να
σκέφτεται. Ωστόσο, δεν αρκεί να έχει ώ την ικανότητα αυτή, πρέπει
και να την ασκεί. Βασική αρχή της αριστοτελικής φιλοσοφίας εν γένει είναι
η άποψη ότι η έ είναι ανώτερη της ά . Η ιδέα είναι ότι, όταν
ένα πράγμα (φυτό, ζώο, άνθρωπος ή και θεός) είναι ενεργό, γίνεται όλα όσα
μπορεί να γίνει: πραγματοποιεί τη φύση του πλήρως και γι’ αυτό ευημερεί.
Η λειτουργία ενός ανθρώπινου όντος είναι μια έ του λόγου. Αν έχου-
με μια ενεργό ζωή που συμφωνεί με τον λόγο και την αρετή, όπως λέει ο
Αριστοτέλης, τότε ευημερούμε.
Αυτό μας οδηγεί σε μια δεύτερη παρατήρηση που είναι και το συμπέρα-
σμα του επιχειρήματος της λειτουργίας: η ευτυχία είναι μια ενέργεια του
λόγου που συνάδει με την αρετή. Η ὐ ί είναι μια ενέργεια: είναι κάτι
που ά , όχι κάτι που έ . Η κατανόηση της ευτυχίας ως ενέργειας
έχει πολλές επιπτώσεις, η πιο σημαντική από τις οποίες αφορά τη σχέση
της ενέργειας της αρετής με την έ που είναι ευτυχία. Όταν μιλούσα
για τους βασικούς σκοπούς που πολλοί από μας έχουμε, όπως η σωματι-
κή υγεία, η καλή κοινωνική ζωή, ή και το να είμαστε «καλοί» ή «άριστοι»
άνθρωποι, είδαμε ότι ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως, ακόμα κι αν επιδιώ-
κουμε τα αγαθά αυτά ως αυτοσκοπούς, τα θέλουμε και χάριν της ευτυχίας.
Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης επιμένει πως η ὐ ί είναι ενέργεια μας
βοηθά να αντιληφθούμε ότι το «να κάνουμε το χ για χάρη του ψ» μπορεί
να κατανοηθεί με διαφορετικούς τρόπους. Η πρώτη σχέση που πιθανώς
έρχεται στον νου μας είναι η εργαλειακή σχέση μέσων και σκοπού. Μπορεί
κάποιος, για παράδειγμα, να εργάζεται για να πληρώνεται. Σκοπός του εί-
ναι να βγάλει λεφτά και η δουλειά είναι το μέσο για να τα αποκτήσει. Στις
περισσότερες περιπτώσεις αν οι άνθρωποι έπαυαν να πληρώνονται, δεν θα
συνέχιζαν να εργάζονται. Αυτό δείχνει ότι η δουλειά είναι απλώς το μέσο
394 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
λιγότερο ηθικό· αντίθετα, η σχέση της ενέργειας της φιλίας με την ενέργεια
του ενάρετου πράττειν ά την ευτυχία σε διαφορετικές στιγμές.
6 .2 Ο έ
Έχουμε ήδη δει ότι ο Σωκράτης αντιμετωπίζει τις αρετές τόσο ως αγαθά
της ψυχής όσο και ως αγαθά για την ψυχή. Ο Αριστοτέλης εξομοιώνει «τα
αγαθά του σώματος» (δηλαδή την υγεία και την ομορφιά) με αγαθά όπως
η τύχη, ο πλούτος και η φήμη. Αποκαλεί όλα αυτά τα αγαθά «εξωτερικά»,
εννοώντας ότι είναι μεν καλά για τον άνθρωπο, αλλά εξωτερικά ως προς την
ψυχή ή τον χαρακτήρα του. Οι αρετές, βέβαια, πρέπει να είναι «εσωτερικά
αγαθά». Στα Η ά Ν ά , Ι.13, διαιρεί τις αρετές σε δύο κατηγορίες:
τις αρετές χαρακτήρα ( ὰ ἠ ὰ ) και τις αρετές σκέψης ( ὰ ά ).
Για τους σκοπούς των Η ώ Ν ί ο Αριστοτέλης διαιρεί την ψυχή
σε δύο τμήματα: το «μη λογικό» και το «λογικό» ( ἷ ὸ ὲ ἄ ὐ ῆ
ἶ , ὸ ὲ ό ἔ ). Στη συνέχεια διαιρεί το πρώτο εξ αυτών σε δύο επί-
σης μέρη. Το πρώτο μέρος, το ό , είναι μη λογικό στον βαθμό που
είναι υπεύθυνο για το γεγονός ότι είμαστε ζωντανοί. Το μέρος αυτό, λέει ο
Αριστοτέλης, δεν παίζει κανέναν ρόλο στην ανθρώπινη αρετή: το γεγονός
ότι μεγαλώνουν τα μαλλιά ή χτυπά η καρδιά μας δεν είναι κάτι που εξαρ-
τάται από μας και, ως εκ τούτου, που μπορούμε να κάνουμε καλά ή κακά.
Το δεύτερο, ωστόσο, μέρος του μη λογικού τμήματος της ψυχής, το ἐ -
ό , είναι κατά κάποιον τρόπο λογικό, αφού μπορεί να υπακούει στον
λόγο ( έ [ ό ], ᾗ ή ό ἐ ὐ ῦ ὶ ό ). Το «μπο-
ρεί» έχει μεγάλη σημασία εδώ· ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το προσφυές
παράδειγμα ενός παιδιού που υπακούει τον πατέρα του: το παιδί ί να
υπακούσει ή να παρακούσει τον πατέρα του. Τα αισθήματα και τα συναι-
σθήματα του ανθρώπου, ο φόβος, η εμπιστοσύνη, ο θυμός, η επιθυμία για
φαγητό, ποτό ή σεξ, η ντροπή κτλ., εδρεύουν στο ό τμήμα της
ψυχής. Το ενδιαφέρον με τα αισθήματα αυτά, σε αντίθεση με την αναπνοή,
τον ύπνο ή την αύξηση των μαλλιών, έγκειται στο γεγονός ότι κατά μία έν-
νοια προκαλούνται από εύπλαστες ορέξεις που μπορούν να καθοδηγηθούν ή
να διαμορφωθούν από το άτομο, δηλαδή ύ να υπακούσουν στον λόγο
(έστω και αν αυτό δεν συμβαίνει πολύ συχνά). Μπορεί, λόγου χάριν, να θέ-
λουμε να κάνουμε έρωτα με κάποιον, αλλά το αποφεύγουμε, γιατί έχουμε
αναλάβει τη δέσμευση ότι δεν θα κάνουμε κάτι τέτοιο· μπορεί να θέλουμε
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 397
6 .3 Ἕξις ή ή
Στην αρχή του βιβλίου 2 των Η ώ Ν ί ο Αριστοτέλης ασχο-
λείται με το πώς γίνεται κάποιος ενάρετος. Και ενώ, όπως λέει, η αρετή
σκέψης είναι προϊόν διδασκαλίας και προϋποθέτει εμπειρία και χρόνο, η
αρετή χαρακτήρα είναι αποτέλεσμα της συνήθειας (ἐ ἔ ί ),
διαμορφώνοντας καταστάσεις έξης. Όπως φαίνεται, μια αρετή χαρακτή-
ρα είναι μια χαρακτηρολογική κατάσταση έξης που προκύπτει από την
επανάληψη παρόμοιων δραστηριοτήτων, δηλαδή δραστηριοτήτων παρό-
μοιου ηθικού τύπου. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί μια μεταφορά με την
τεχνική δεξιότητα: «οι χτίστες γίνονται χτίστες χτίζοντας και οι αρπιστές
παίζοντας άρπα· κατά τον ίδιο τρόπο, γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες
πράξεις, εγκρατείς κάνοντας πράξεις εγκράτειας και θαρραλέοι κάνοντας
θαρραλέες πράξεις».19 Πράττοντας με συγκεκριμένους τρόπους, αποκτάμε
τη συνήθεια να πράττουμε με τους τρόπους αυτούς, οι οποίοι γίνονται, ας
πούμε, δεύτερη φύση μας. Πράγματι, ο Αριστοτέλης τονίζει ότι ένα αξιο-
σημείωτο χαρακτηριστικό των ανθρώπινων όντων είναι η ικανότητά τους
να αποκτούν έξεις, σε αντίθεση, λόγου χάριν, με μια πέτρα. Οι πέτρες, σύμ-
φωνα με τον Αριστοτέλη, κινούνται από τη φύση τους προς τα κάτω. Και
10.000 φορές να πετάξουμε μια πέτρα προς τα πάνω, δεν πρόκειται να την
κάνουμε, δηλαδή να την «εθίσουμε», να κινηθεί προς τα πάνω. Αντίθετα,
ένας άνθρωπος που κάνει κάτι 10.000 φορές, για παράδειγμα αποφεύγει
τις δυσκολίες, πίνει πολύ, κλέβει ό,τι θέλει, θα γίνει αντιστοίχως δειλός,
μέθυσος ή κλέφτης. Έχοντας γίνει τέτοιος άνθρωπος, το πιθανότερο είναι
να κάνει τέτοιες πράξεις. Έχοντας συνηθίσει να κλέβει ό,τι θέλει, δηλαδή
έχοντας γίνει κλέφτης, το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να κλέβει· έχοντας
συνηθίσει να τρώει πάρα πολύ κι έχοντας γίνει λαίμαργος, είναι πιθανό να
συνεχίσει να τρώει πάρα πολύ. ύπάρχει, λοιπόν, στον άνθρωπο μια ισχυρή
τάση να αποκτά έξεις: όσο περισσότερο πράττουμε με έναν συγκεκριμένο
τρόπο, τόσο περισσότερο γινόμαστε εκείνο το είδος ανθρώπου που έχει την
τάση να πράττει με τον τρόπο αυτό. Γι’ αυτό και είναι δύσκολο να αλλάξουμε
τον χαρακτήρα του ανθρώπου: η έξη γίνεται στο τέλος δεύτερη φύση. Θεω-
19
ἷ ἰ ῦ ἰ ό ί ὶ ί ί· ὕ ὴ ὶ ὰ ὲ ί
ά ί ό , ὰ ὲ ώ ώ , ὰ ’ἀ ῖ ἀ ῖ (Η . Ν .
1103a33-b2).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 399
20
ῶ ὲ ἐὰ ἰ ώ , ἔ ’ ἐὰ ύ , ὶ ύ ’ ὐ ά, ὸ ὲ ί ἐὰ
ὶ ί ὶἀ ή ἔ ά ῃ (Η . Ν . 1105a30-b9).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 401
6 .4 Σ έ
Η αριστοτελική ηθική αποτέλεσε βασικό στοιχείο της ελληνικής ηθικής
σκέψης και η αντίληψή μας για την τελευταία, λόγω κυρίως του ευδαιμονι-
στικού πλαισίου που τέθηκε στα Η ά Ν ά , αποτέλεσε το πλαίσιο
των υπόλοιπων αρχαίων ηθικών θεωριών. Οι Στωικοί και οι Επικούρειοι
υιοθετούν και αυτοί μια αντίληψη περί ευδαιμονίας, που υπήρξε κεντρική
στο ηθικό τους σύστημα. Ήδη από τον Αριστοτέλη και μετά το σημαντι-
κότερο ερώτημα της ελληνικής ηθικής σκέψης είναι το εξής: «τι είναι ευ-
τυχία;». Το ερώτημα αυτό διαιρείται σε επιμέρους ερωτήματα: «τι ρόλο
διαδραματίζουν η αρετή –ηθική και διανοητική–, ο στοχασμός, η ηδονή, το
συναίσθημα, η τιμή και η τύχη στην ευτυχισμένη ζωή;», «είναι η ευτυχία
έ ή κατάσταση;», «σε ποιον βαθμό εξαρτάται η ευτυχία μας από
εμάς;».
7. Ελληνιστική φιλοσοφία
Ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ. σηματοδοτεί την αρχή της
ελληνιστικής εποχής. Έναν χρόνο αργότερα πεθαίνει ο Αριστοτέλης. Κατά
την περίοδο αυτή η φιλοσοφία κυριαρχείται από τρεις μεγάλες σχολές σκέ-
ψης: την επικούρεια (Κήπος), τη στωική (Στοά) και τον σκεπτικισμό.21 Αν
και οι στοχαστές αυτής της περιόδου δεν είναι τόσο γνωστοί όσο ο Σωκρά-
της, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, η φιλοσοφία ήταν ιδιαίτερα ζωντανή και
δημοφιλής κατά τους αιώνες που ακολούθησαν τον θάνατο του Αριστοτέλη,
πρώτα στην Αθήνα και στη συνέχεια, με εντεινόμενο ρυθμό, στη Ρώμη αλ-
λά και στη Ρόδο τον 1ο αιώνα π.Χ.
Εκτός αυτού, η φιλοσοφία ποτέ άλλοτε δεν επέδειξε τόσο μεγάλο ενδι-
αφέρον για την ηθική όσο κατά την περίοδο αυτή. Η κάθε σχολή ερμήνευε
με τον δικό της τρόπο την ευτυχία. Κατά την ελληνιστική εποχή οι σχολές
επηρέαζαν σημαντικά τον τρόπο ζωής των οπαδών τους. Παρά το γεγονός
ότι τουλάχιστον οι Στωικοί και οι Επικούρειοι αφιέρωναν πολύ χρόνο και
ενέργεια στη μελέτη και άλλων φιλοσοφικών τομέων, όπως η λογική, η
γνωσιοθεωρία, η φυσική και η μεταφυσική, στο επίκεντρο των ενδιαφερό-
ντων τους ήταν η ηθική. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, για τις μείζονες
21
Δεν θα αναλύσω εδώ τη σχολή των Σκεπτικών λόγω έλλειψης χώρου.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 403
7 .1 Ε ί
Το 303 π.Χ. ο Επίκουρος (περ. 341-271 π.Χ.) ίδρυσε στην Αθήνα τη δική
του σχολή που έγινε γνωστή ως «Κήπος». Λέγεται ότι είχε σπουδάσει κοντά
στον Πύρρωνα, μια θρυλική μορφή της αρχαιοελληνικής σκέψης κατά τον
4ο αιώνα π.Χ., ο οποίος δεν άφησε κανένα γραπτό έργο. Αν και ο Επίκουρος
ήταν πολυγραφότατος, μικρό μόνο τμήμα του έργου του διασώθηκε, λίγες
επιστολές και οι Κύ ό (40 συνολικά γνωμικά που συμπυκνώνουν τη
φιλοσοφία του και που οι οπαδοί του έπρεπε να αποστηθίσουν). Γνωρίζου-
με, ωστόσο, περισσότερα πράγματα για τους Επικούρειους και ειδικότερα
για την επικούρεια φυσική από τον Λουκρήτιο (περ. 90-περ. 50 π.Χ.), τον
Ρωμαίο επικούρειο ποιητή, ο οποίος έγραψε ένα έργο με τον τίτλο De rerum
natura (Γ ύ ά ).
Ο Επίκουρος ήταν ηδονιστής και πίστευε ότι η ηδονή είναι το αγαθό.
Αυτό είχε ως συνέπεια, ήδη από την εποχή του, να υπάρξει μια επίμονη
(και ίσως σκόπιμη κάποιες φορές) παρανόηση της θεωρίας του. Αν και
404 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
22
Η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του Αριστοτέλη, ο οποίος, όπως είδαμε,
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 405
πιστεύει ότι η ευτυχία είναι έ . Γι’ αυτό και υποστηρίζει ότι για να είναι κανείς
ευτυχισμένος πρέπει να επιδοθεί σε μια έ ευτυχίας (σε μια ορθολογική έ ,
σύμφωνη με την αρετή) «στο πλαίσιο μιας πλήρους ζωής». Για κάποιον που πεθαίνει
πολύ νέος δεν μπορούμε να πούμε ότι έζησε μια ευτυχισμένη ζωή.
406 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
Επιπλέον, τον παρακολουθεί ο Θεός ή οι θεοί όσο είναι ζωντανός; Του δίνει
ή του στερεί ό,τι του ζητάει (εισακούοντας ή μη εισακούοντας τις προ-
σευχές του); Τι συμβαίνει την ώρα του θανάτου; κ.ο.κ. Στις μέρες μας τα
ερωτήματα αυτά δεν απασχολούν τους ανθρώπους λιγότερο απ’ όσο στην
εποχή του Επίκουρου.
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται, σύμφωνα με τον επικουρισμό, η σημα-
σία της επιστήμης.
Εἰ ὲ ἡ ᾶ ἱ ῶ ώ ὑ ί ἠώ ὶ ἱ ὶ ά , ή ὸ
ἡ ᾶ ᾖ ,ἔ ὸ ὴ ῖ ὺ ὅ ῶ ἀ ό ὶ ῶ ἐ ῶ, ὐ ἂ
ό ί . (Κ .Δ . 11)
Αν δεν μας προκαλούσαν καμία ανησυχία ή αν δεν μας προξενούσαν κανένα φόβο
τα ουράνια σώματα και ο θάνατος, και αν ακόμα δεν μας βασάνιζε η άγνοια των
ορίων του πόνου και των επιθυμιών, τότε δεν θα χρειαζόμασταν τις φυσικές επι-
στήμες.
Οὐ ἦ ὸ ύ ύ ὑ ὲ ῶ ά ὴ ό ί ἡ ῦ ύ
ύ ,ἀ ’ὑ ύ ά ῶ ὰ ὺ ύ ·ὥ ὐ ἦ ἄ ί ἀ -
ί ὰ ἡ ὰ ἀ ά . (Κ .Δ . 12)
Δεν μπορεί κάποιος να απαλλαγεί από τους φόβους για τα πιο σημαντικά πράγμα-
τα, αν δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος αλλά πιστεύει τους μύθους
που λέγονται για αυτό. Γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να απολαμβάνει ακέραιες
τις ηδονές της ζωής χωρίς να γνωρίζει τις φυσικές επιστήμες.
Οὐ ὲ ὄ ἦ ὴ ὰἀ ώ ἀ ά ά ῶ ἄ ὑ ό
ώ ὶ ῶ ὑ ὸ ῆ ὶ ἁ ῶ ῶ ἐ ῷ ἀ ί ῳ . (Κ .Δ . 12-13)
Ήταν ανώφελο να προσπαθήσει να προστατευτεί κανείς από τους ανθρώπους, ενώ
συνέχιζε να αντιμετωπίζει με φόβο τα ουράνια σώματα, όσα βρίσκονται κάτω από
τη γη και γενικώς όλα τα πράγματα στο άπειρο.
της φύσεως της ηδονής. Η μελέτη των φυσικών επιστημών έχει μεγάλη ση-
μασία για την απαλλαγή μας από τις ενοχλητικές έγνοιες, δηλαδή από τον
πόνο, πράγμα που ισοδυναμεί με ηδονή. Για να κατακτήσουμε την πραγ-
ματική ευτυχία, δηλαδή την ἀ ί , πρέπει να μελετήσουμε τις φυσικές
επιστήμες. Ο ηθικός στόχος είναι εκείνος που μας υπαγορεύει να αναζητή-
σουμε τη θεωρητική κατανόηση του κόσμου.
Δεν έχουμε εδώ τη δυνατότητα να εξετάσουμε την επικούρεια φυσική,
αλλά με δύο λόγια θα λέγαμε ότι ο Επίκουρος είναι υποστηρικτής του ατο-
μισμού. Πιστεύει ότι το σύμπαν αποτελείται μόνο από δύο «πράγματα»,
τα άτομα και το κενό. Το κενό είναι ο χώρος που πρέπει να υπάρχει για να
κινούνται τα άτομα. Τα άτομα είναι αδιαίρετα υλικά στοιχεία που συνδυά-
ζονται μεταξύ τους για να συγκροτήσουν όλα τα μακροσκοπικά όντα που
υπάρχουν στον κόσμο, όπως οι πλανήτες, τα βράχια, τα φυτά, τα ζώα και
οι άνθρωποι. Ο Επίκουρος πιστεύει, όπως όλοι οι Έλληνες άλλωστε, στην
ύπαρξη σώματος και ψυχής (αφού πιστεύει στα έμψυχα αντικείμενα), αλλά
θεωρεί ότι η ψυχή είναι υλική και αποτελείται από άτομα όπως καθετί άλ-
λο.23 Έτσι, για τον Επίκουρο η ψυχή μας (όπως και το σώμα μας, αλλά και
όλα τα άλλα όντα, του ήλιου και της γης μη εξαιρουμένων) θα διαλυθεί μετά
θάνατον στα συστατικά της στοιχεία, που είναι τα άτομα. Για τον Επίκουρο
λοιπόν δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή. Ο Επίκουρος αναπτύσσει με συντο-
μία την επιχειρηματολογία του σχετικά με τους λόγους για τους οποίους
δεν υπάρχει στην πραγματικότητα θάνατος. ύποστηρίζει ότι ο θάνατος δεν
έχει καμιά σχέση ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους νεκρούς, αφού οι
ζωντανοί δεν είναι νεκροί και οι νεκροί δεν υπάρχουν. Ως ηδονιστής, για τον
οποίο κάθε αξία αποκτάται μέσω της αισθητηριακής εμπειρίας, αντιμετω-
πίζει τον θάνατο, δηλαδή τη διακοπή της εμπειρίας αυτής, ως κάτι που δεν
μπορεί να βιωθεί. Όταν επέρχεται ο θάνατος, πιστεύει, δεν είμαστε εκεί. Γι’
αυτό και δεν υπάρχει λόγος να φοβόμαστε τον θάνατο ή ό,τι «συμβαίνει»
μετά από αυτόν. Ο Επίκουρος ισχυρίζεται ότι ο φόβος του θανάτου είναι
εντελώς παράλογος· ο δικός μας θάνατος είναι αδύνατον να μας προκαλέσει
πόνο – πώς θα μπορούσε άλλωστε; Όλος ο πόνος βρίσκεται στην προσδοκία
ενός γεγονότος που, σύμφωνα με την επικούρεια φυσική, δεν μπορούμε να
23
Σχετικά με τις επικούρειες απόψεις για την ψυχή, βλ. Καραμανώλης, στον παρόντα
τόμο, σ. 354-8.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 409
βιώσουμε. Έτσι, δεν υπάρχει και μετά θάνατον ζωή.24 Επιπλέον, από τη
στιγμή που κατανοήσουμε, όπως είδαμε πιο πάνω, ότι η ηδονή είναι κατά-
σταση, θα αντιληφθούμε ότι ούτε η ά της ζωής έχει κάποια σημασία,
αφού η μακροβιότητα δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και μεγαλύτερη ηδονή.
Πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι σε μεγάλο βαθμό ο επικουρισμός είναι μια
ή, ένας τρόπος ζωής, και όχι μια απλή θεωρία ή ένα σύνολο δογματι-
κών απόψεων. Μια και ο σκοπός του ανθρώπου είναι να απαλλαγεί από τον
πόνο και να φτάσει στην ἀ ί , δεν αρκεί μόνο να του ότι δεν πρέπει
να φοβάται τον θάνατο ή ότι η μακροβιότητα δεν θα του προσφέρει περισ-
σότερες ηδονές. Ούτε αρκεί να διαβάσει ένα ή δύο θεωρητικά επιχειρήματα
για να πετύχει τον στόχο αυτό· πρέπει να έ τις θεωρίες αυτές, γιατί
αλλιώς δεν θα καταφέρει να φτάσει στην αληθινή ἀ ί . Όπως τόνιζε ο
David Hume, η πίστη είναι αίσθημα – μπορούμε να φανταστούμε κάτι κατά
βούληση, αλλά δεν μπορούμε να πιστέψουμε κάτι κατά βούληση. Πρέπει
να μελετήσουμε επισταμένα το σύμπαν για να κατανοήσουμε την υλιστική
φυσική του Επίκουρου, έτσι ώστε να φτάσουμε στο σημείο να την πιστέ-
ψουμε, κατά τον τρόπο που κάποιος μελετά αστρονομία για να μπορέσει να
κατανοήσει από μόνος του γιατί ο ήλιος απέχει 93.000.000 μίλια από τη γη
και να μην το δέχεται επειδή του το λέει μια επιστημονική αυθεντία. Κατά
τον ίδιο τρόπο, ο Επίκουρος πίστευε ότι η μελέτη της επιστήμης θα μπο-
ρούσε να μας απαλλάξει από την ψυχική ταραχή που μας προκαλεί ο φόβος
του θανάτου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι, κάποιος πειθόταν από τις
θεωρίες αυτές, θα ζούσε «σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους» (Ε ή
Μ έ 135), χωρίς να φοβάται καθόλου για την απώλεια της ζωής
του ή της περιουσίας του.
Τέλος, ο Επίκουρος, σε συμφωνία με τον στόχο της ἀ ί , θεωρούσε
ότι οι αρετές και ιδιαίτερα η δικαιοσύνη είναι ωφέλιμες μόνο ως εργαλεία.
Πίστευε ότι η δικαιοσύνη είναι απλή σύμβαση, μια συμφωνία για το πώς
24
Παρότι ο χώρος δεν μας επιτρέπει να εντρυφήσουμε περισσότερο στον επικουρισμό, θα
πρόσθετα ότι οι υποστηρικτές του δεν πίστευαν καθόλου πως οι θεοί έχουν κάποια σχέση
με μας. Το να ανησυχούν οι θεοί για την καθημερινότητα των ανθρώπων θα ερχόταν σε
πλήρη αντίθεση με την τέλεια ευτυχία τους, την τέλεια ἀ ί . Ο θυμός και παρόμοια
συναισθήματα είναι μορφές ταραχής που δεν θα εκδήλωναν ποτέ τέλεια όντα, όπως οι
θεοί. Ορισμένοι ειδικοί θεωρούν ότι οι Επικούρειοι ήταν απλώς άθεοι. Όπως και να έχει
όμως, αφού οι θεοί δεν έχουν καμία σχέση με τους ανθρώπους, δεν υπάρχει λόγος να
ανησυχούμε γι’ αυτούς: δεν χρειάζονται και δεν θέλουν τίποτα από μας. Σχετικά με τις
θέσεις του Επίκουρου για τους θεούς, βλ. Ράγκος, στον παρόντα τόμο, σ. 314-5.
410 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
7 .2 Σ ί
Η δεύτερη μεγάλη φιλοσοφική σχολή της ελληνιστικής περιόδου είναι ο
στωικισμός, που ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα (περ. 335-263 π.Χ.).
Ο «πρώτος» στωικισμός θεμελιώνεται στη φιλοσοφική σκέψη του ιδρυτή
του, αλλά και των δύο διαδόχων του στην κεφαλή της σχολής, του Κλεάνθη
(περ. 331-232 π.Χ.) και του Χρύσιππου (περ. 280-207 π.Χ.)· μια ακόμα ση-
μαντική, αν και ανορθόδοξη, προσωπικότητα μεταξύ των Στωικών ήταν ο
Αρίστων ο Χίος ή Αρίστων ο Φάλανθος (περί τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.), ο
οποίος περιόριζε τη φιλοσοφία στην ηθική. Για τον «ορθόδοξο» στωικισμό,
η φιλοσοφία διαιρείται σε τρεις κλάδους: τη φυσική, την ηθική και τη λογι-
κή. Για όλους ανεξαιρέτως τους Στωικούς πάντως η ηθική ήταν ο πιο ση-
μαντικός κλάδος της φιλοσοφίας. Ταυτόχρονα, φαίνεται25 ότι ο στωικισμός
25
Ό,τι γνωρίζουμε για την ηθική των Στωικών δεν προέρχεται άμεσα από τα κείμενα
των τεσσάρων αυτών σημαντικών μορφών του πρώτου στωικισμού, καθώς δεν έχουν
διασωθεί πλήρη έργα τους. Οι κύριες πηγές μας για την ηθική του πρώτου στωικισμού
είναι ο Κικέρων στο De finibus III-ΙV, ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο VII και η Ε ή
ή ή στον Ιωάννη Στοβαίο (η οποία αποδίδεται στον Άρειο τον Δίδυμο).
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 411
Οι πηγές αυτές χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα π.Χ., 200 περίπου χρόνια μετά τη
συγκρότηση του πρώτου στωικισμού.
26
Βλ. σχετικά Ράγκος, στον παρόντα τόμο, σ. 316-8.
412 ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΙΑΚΩΒΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟύ
Αν την τραβήξει κανείς στα άκρα μάλιστα, φαίνεται ότι εξαλείφει πλήρως
τη δυνατότητα της ηθικής πράξης, γιατί, αν τίποτα από όσα κάνουμε δεν
εξαρτάται από μας, αφού δεν μπορούμε να πράξουμε διαφορετικά απ’ ό,τι
πράττουμε, τότε είναι σαφές ότι δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας.
Και αν δεν είμαστε υπεύθυνοι για τις πράξεις μας, τότε πώς θα μπορούσε
να δικαιολογηθεί ο έπαινος ή ο ψόγος; Και αν δεν υπάρχει έπαινος ή ψόγος,
πώς μπορούμε να μιλήσουμε για αρετή ή για κακία, για καλό ή για κακό; Οι
Στωικοί εναντιώνονται στη φαινομενική αυτή περιπλοκή της κοσμολογίας
τους. ύποστηρίζουν ότι, ακόμα και αν δεν ελέγχουμε τα σημαντικά και με-
γάλα γεγονότα της ζωής μας, όπως, για παράδειγμα, αν θα ζήσουμε ή θα
πεθάνουμε, μπορούμε να ελέγξουμε τις παρορμήσεις και τις πράξεις μας σε
σχέση με τα γεγονότα αυτά. Ακόμα και αν ό,τι συμβαίνει είναι μοιραίο να
συμβεί, το πώς νιώθουμε ή αντιδρούμε σε αυτό εξαρτάται από μας. Έτσι
εξηγείται γιατί οι Στωικοί είναι επιφυλακτικοί απέναντι στην άποψη πως
υπάρχουν δύο ύψιστα αγαθά:
Sed ex hoc primum error tollendus est, ne quis sequi existimet, ut duo sint ultima bo-
norum . etenim, si cui propositum sit conliniare hastam aliquo aut sagittam, sicut nos
ultimum in bonis dicimus, sic illi facere omnia, quae possit, ut conliniet huic in eius
modi similitudine omnia sint facienda, ut conliniet, et tamen, ut omnia faciat, quo
propositum adsequatur, sit hoc quasi ultimum, quale nos summum in vita bonum dici-
mus, illud autem, ut feriat, quasi seligendum, non expetendum . (Κικέρων, De finibus
bonorum et malorum III.22)
Εδώ όμως δεν πρέπει κανείς εσφαλμένα να θεωρήσει ότι υπάρχουν δύο ανώτερα
αγαθά. Όπως στην περίπτωση ενός ανθρώπου που πρέπει να στοχεύσει σε κάποιο
σημείο με το ακόντιο ή το τόξο, το ίδιο ισχύει και για το δικό μας ανώτερο αγαθό.
Στο παράδειγμά μας ο άνθρωπος πρέπει να κάνει τα πάντα για να πετύχει τον
στόχο. Ανάλογο είναι το να πράξει κανείς οτιδήποτε είναι δυνατό για την επίτευξη
αυτού που αποκαλούμε ύψιστο αγαθό στη ζωή, το οποίο είναι ο τελικός στόχος.
Μόνο που η επίτευξη αυτού του στόχου είναι, όπως υποστηρίζουμε, να τον έχουμε
επιλέξει όχι να τον έχουμε επιδιώξει. (μτφρ. Γ. Καραμανώλης/Ειρ. Μητούση)
Ο ύψιστος στόχος ενός ανθρώπου είναι να κάνει ό,τι μπορεί για να πετύχει
τον σκοπό του και όχι ο ίδιος ο σκοπός, μια και η επίτευξή του δεν εξαρτάται
από τον ίδιο, αλλά από τη φύση ή τον θεό. Ο στωικός σοφός είναι ο ιδανικός
και απόλυτα ενάρετος άνθρωπος. Διαθέτει γνώση και πείρα, δεν κάνει ποτέ
λάθη και επιλέγει διαρκώς να κάνει πράξεις αρετής, δηλαδή πράξεις που
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 413
και η ασχήμια, είναι στην πραγματικότητα «αδιάφορα», υπό την έννοια ότι
δεν επηρεάζουν καθόλου την ευτυχία μας. Πρόκειται για μια πολύ ισχυρή
και εκ πρώτης όψεως αβάσιμη άποψη, που φαίνεται να υπονοεί ότι ο σοφός
δεν νοιάζεται αν θα ζήσει ή θα πεθάνει και ότι όχι μόνο είναι ευτυχισμένος σε
κάθε περίπτωση, αλλά ότι είναι εξίσου ευτυχισμένος όταν πεθαίνει από την
πείνα ή όταν τον βασανίζουν όσο και όταν τρώει καλά ή τον περιποιούνται.
Αφού κανένα από τα «αδιάφορα» αυτά πράγματα δεν επηρεάζει την ευτυχία
μας, τελικά η στωική άποψη περί ευτυχίας δεν διαφέρει από την άποψη αυτή.
Οι Στωικοί, ωστόσο, εισάγουν μια διάκριση ανάμεσα στα αδιάφορα που
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «προκαλούν μια διέγερση» και στα αδιάφορα
που δεν προκαλούν διέγερση (Δ.Λ. 7.102). Μεταξύ των τελευταίων συγκα-
ταλέγονται πράγματα όπως το αν ο αριθμός των τριχών της κεφαλής μας
είναι μονός ή ζυγός, ή το αν τεντώνουμε ή μαζεύουμε το δάχτυλό μας. Αυτά
τα πράγματα είναι απολύτως αδιάφορα – ποιος αλήθεια νοιάζεται για το
αν ο αριθμός των τριχών της κεφαλής του είναι μονός ή ζυγός; ύπάρχουν,
ωστόσο, αδιάφορα, όπως η ηδονή και ο πόνος, η ζωή και ο θάνατος κτλ., τα
οποία διαιρούνται σε όσα προτιμάμε (επιλέγουμε) και σε όσα δεν προτιμάμε
(δεν επιλέγουμε). Σκοπός της διαίρεσης αυτής είναι να κάνει περισσότερο
πειστική τη στωική θέση. Ο σοφός δεν αντιμετωπίζει διλήμματα, όπως το
να ζήσει ή να πεθάνει και το να βασανιστεί ή όχι, με τον ίδιο τρόπο που
δεν τον απασχολεί το ζήτημα του αριθμού των τριχών της κεφαλής του.
Αφού ζει σε απόλυτη συμφωνία με τη φύση, θα προτιμήσει να φάει παρά
να πεθάνει της πείνας, να επιδιώξει την ηδονή παρά τον πόνο κ.ο.κ., πάντα
σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης. Αλλά, βέβαια, δεν θα κάνει ποτέ αυτά
τα πράγματα, αν σε ορισμένες περιστάσεις είναι αντίθετα με την αρετή. Αν
η αρετή απαιτεί να θυσιάσει τη ζωή του, θα το κάνει όχι μόνο ήρεμα και
χωρίς συναισθήματα (όπως θα δούμε πιο κάτω), αλλά και χωρίς να επη-
ρεαστεί η ευτυχία του. Το γεγονός ότι οι Στωικοί αποδίδουν κάποια αξία
στα αδιάφορα, επιλέγοντας ορισμένα εξ αυτών και απορρίπτοντας κάποια
άλλα, ενώ ταυτόχρονα υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα η ύπαρξη ή
η έλλειψή τους δεν επηρεάζει την ευτυχία των ανθρώπων, εγείρει μια σειρά
ουσιαστικών και σύνθετων φιλοσοφικών ερωτημάτων. Τι είδους αξία έχουν
τα αδιάφορα αν δεν έχουν ηθική αξία;
Η στωική ηθική, όπως και η επικούρεια, ενδιαφέρεται για το άτρωτο του
ανθρώπου. Όπως έχουμε δει, οι Στωικοί συγκροτούν μια ηθική σύμφωνα με
την οποία η ευδαιμονία του ανθρώπου εξαρτάται απολύτως από τον ίδιο.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 415
Β ί
Algra, K., Barnes, J., Mansfeld, J. & Schofield, M. (επιμ.) (1999), The Cambridge History of
Hellenistic Philosophy, Cambridge: CUP.
Annas, J. (1981), An Introduction to Plato’s Republic, Oxford: OUP.
― (1993), The Morality of Happiness, Oxford: OUP.
― (1999), Platonic Ethics, Old and New, Ithaca: Cornell University Press.
Benson, H. (επιμ.) (1992), Essays on the Philosophy of Socrates, Oxford: OUP.
― (2000), Socratic Wisdom, Oxford: OUP.
Brickhouse, T. & Smith, N. (1989), Socrates on Trial, Princeton: Princeton University Press.
― (1994), Plato’s Socrates, Oxford: OUP.
Cooper, J. (1977), «The Psychology of Justice in Plato», American Philosophical Quarterly 14,
151-157, ανατυπωμένο στο Cooper (1999), 118-137 (όπου και οι παραπομπές).
― (επιμ.) (1997), Plato Complete Works, Indianapolis: Hackett Press.
― (1999), Reason and Emotion, Princeton: Princeton University Press.
Fine, G. (επιμ.) (2008), Oxford Handbook of Plato, Oxford: OUP.
Harte, V. (1999), «Conflicting Values in Plato’s Crito», Archiv für Geschichte der Philosophie
81, 117-147.
Irwin, T. (1977), Plato’s Moral Theory, Oxford: OUP.
― (1989), Classical Thought, Oxford: OUP.
― (1995), Plato’s Ethics, Oxford: OUP.
― (2008), «The Platonic Corpus», στο Fine (2008), 63-87.
Kahn, C. (1996), Plato and the Socratic Dialogue, Cambridge: CUP.
Kerferd, G. (1981), The Sophistic Movement, Cambridge: CUP.
McDowell, J. (1979), «Virtue and Reason», The Monist 62, 331-350.
ΑΡΧΑΙΑ ΗΘΙΚΗ 417
― (1986), «Critical Notice of Bernard Williams’ Ethics and the Limits of Philosophy», στο
Mind 65, 377-386.
McPherran, M. (1996), The Religion of Socrates, Penn State: Penn State University Press.
Miller, M. (1996), «“The arguments I seem to hear”: argument and irony in the Crito», Phro-
nesis 51, 121-137.
Vasiliou, Ι. (2008), Aiming at Virtue in Plato, Cambridge: CUP.
Vlastos, G. (επιμ.) (1971), The Philosophy of Socrates, Garden City: Anchor Books.
― (επιμ.) (1971), Plato II, Garden City: Anchor Books.
― (1983), «The Socratic Elenchus: Method is All», OSAP 1, 27-58 και 71-74, βελτιωμένο
και ανατυπωμένο στο Vlastos (1994), 1-37 (όπου και οι παραπομπές).
― (1985), «Socrates’ disavowal of knowledge», Philosophical Quarterly 35, 1-31. βελτιωμένο
στο Vlastos (1994), 39-66 (όπου και οι παραπομπές).
― (1991), Socrates, Ironist and Moral Philosopher, Ithaca: Cornell University Press· ελλ. έκ-
δοση: Σ ά Ε ή ό ό , μτφρ. Π. Καλλιγάς, Αθήνα: Εστία,
1993.
― (1994), Socratic Studies, Cambridge: CUP.
Weiss, R. (1998), Socrates Dissatisfied, Oxford: OUP.