Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 157

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Α΄ ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ

Γεροθανάσης ∆ηµήτριος

«∆ιονυσιακά στοιχεία στα νοµίσµατα της Χαλκιδικής»

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Α΄ ΚΥΚΛΟΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ∆ΩΝ

∆ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΥ ΦΟΙΤΗΤΗ


ΓΕΡΟΘΑΝΑΣΗ ∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ

Επιβλέπουσα καθηγήτρια: ΜΟΥΣΤΑΚΑ Α.

Ηµεροµηνία έγκρισης: 09/02/2011

Η έγκριση της Μεταπτυχιακής Εργασίας από το Τµήµα Ιστορίας –


Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. δεν υποδηλώνει αναγκαστικά ότι αποδέχεται
το Τµήµα τις γνώµες του συγγραφέα.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
Y≤Ü `tÜ|tÇÇx
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ……………………………………………………………………...1
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ…………………………………………......3
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………….…………………....13

2. ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ………….…………………………………………………………17
2.1. Άκανθος…………………….……………………………………………….18
2.2. Άφυτος………………….………………….………………………………..19
2.3. Μένδη…………………...………………………………………………..…20
2.4. Σκάψα………………………………………………………….……………37
2.5. Σκιώνη………………………………………………………………………37
2.6. Τορώνη……………..……………………………………………………….38

3. ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΑ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΜΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑ


∆ΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ…………………………………………………….46
3.1. Άκανθος…………………………………………………………………….46
α. Η νοµισµατική δραστηριότητα της Ακάνθου……………………………48
β. ∆ιονυσιακή εικονογραφία στα νοµίσµατα της Ακάνθου..……………….51

3.2. Άφυτος……………………………………………………………………...54
α. Ιερό ∆ιονύσου και Άµµωνα ∆ία.………………………………………..57
β. Νοµισµατική παραγωγή Αφύτου………………………………………..61
γ. ∆ιονυσιακές παραστάσεις στα νοµίσµατα της Αφύτου…………………64
δ. Συµπεράσµατα…………………………………………………………..66

3.3. Μένδη………………………………………………………………………67
α. Νοµισµατική παραγωγή Μένδης. ………………………………………72
β. Ερµηνευτικές παρατηρήσεις……………………………………………..80
γ. ∆ιονυσιακή εικονογραφία σε σφραγίσµατα αµφορέων της Μένδης…….93
δ. Συµπεράσµατα……………………………………………………………95

1
3.4. Σκάψα……………………………………………………………………..96
α. Νοµισµατική παραγωγή Σκάψας………………………………………97
β. ∆ιόνυσιακές παραστάσεις στα νοµίσµατα της Σκάψας………………..99

3.5. Σκιώνη……………………………………………………………………101
α. Νοµισµατική παραγωγή Σκιώνης……………………………………..105
β. ∆ιονυσιακές παραστάσεις στα νοµίσµατα της Σκιώνης………………109

3.6. Τορώνη……………………………………………………………………111
α. Νοµισµατική παραγωγή Τορώνης……………………………………..113
β. ∆ιονυσιακές παραστάσεις στα νοµίσµατα της Τορώνης………………118
i. ∆ιονυσιακά στοιχεία κατά τον 5ο π.Χ αιώνα…………………….118
ii. ∆ιονυσιακά στοιχεία κατά τον 4ο π.Χ αιώνα……………………120
γ. Συµπεράσµατα…………………………………………………………122

4. Η «ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ» ΤΟΥ ∆ΙΟΝΥΣΟΥ ΣΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ


ΧΑΛΚΙ∆ΙΚΗΣ……………………………………………………………………....124
α. Το σύµπλεγµα Όνος-κόραξ……………………………………………124
β. Ερµηνεία……………………………………………………………….132

5. ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙ∆ΙΚΗ – ∆ΙΟΝΥΣΟΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΑ…………137


α. Μακεδονικό βασίλειο………………………………………………….137
β. Αποικίες………………………………………………………………..138
γ. Θρακοµακεδονικά έθνη, Θάσος………………………………………..139
δ. Συµπεράσµατα…………………………………………………………139

6. ΓΕΝΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ…………………………………………………….142
7. ΠΙΝΑΚΕΣ…………………………………………………………………………146

2
Ι. Συντοµογραφίες - Βιβλιογραφία.

ΑΑΑ Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών


Α∆ Αρχαιολογικό ∆ελτίο
ΑΕ Αρχαιολογική Εφηµερίς
ΑΕΜΘ Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη
AJA American Journal of Archaeology
AJP American Journal of Philology
ANSNNM American Numismatic Society, Numismatic Notes
and Monographs
Ant. Kun. Antike Kunst
BCH Bulletin de Correspodance Hellenique
BSA Annual of the British School at Athens
LIMC Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae
NC Numismatic Chronicle
Nοµ.Χρον. Νοµισµατικά Χρονικά
ΠΑΕ Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
RBN Revue belge de numismatique
SNG Sylloge Nummorum Graecorum
ZfN Zeitschrift für Numismatik

Ακαµάτης 2000 Ακαµάτης, Ι., Ενσφράγιστες λαβές αµφορέων από


την Αγορά της Πέλλας. Ανασκαφή 1980 – 1987. Οι
οµάδες Παρµενίσκου και Ρόδου. 2000.
Αναγνωστοπούλου Αναγνωστοπούλου, Η., Σωστική ανασκαφή στην

3
2004 αρχαία Μένδη, ΑΕΜΘ 18, (2004), 133 κε.
Babelon 1907 ii Babelon, E., Traité des Monnaies Grecques et
Romaines, 1907.
Babelon 1932 Babelon, Ε., Traité des Monnaies Grecques et
Romaines, 1932.
Blanchet 1895 Blanchet, J.A., Observations relatives au type des
monnaies d’ Eretrie, de Dicaea et de Mende, R.B.N
51 (1895), 165 κε.
Βοκοτοπούλου 1987 Βοκοτοπούλου, Ι., Ανασκαφικές έρευνες στη
Χαλκιδική, ΑΕΜΘ 1 (1987), 279 κε.
Βοκοτοπούλου 1988 Βοκοτοπούλου, Ι., Ανασκαφή Μένδης, ΑΕΜΘ 2
(1988), 331 κε.
Βοκοτοπούλου 1989 Βοκοτοπούλου, Ι., Ανασκαφή Μένδης, ΑΕΜΘ 3
(1989), 409 κε.
Βοκοτοπούλου 1990 Βοκοτοπούλου, Ι., Μένδη – Ποσείδι 1990,
ΑΕΜΘ 4 (1990), 399 κε.
Βοκοτοπούλου 1996 Βοκοτοπούλου, Ι., Cities and Sanctuaries of the
Archaic Period in Chalkidike, BSA 91 (1996), 319
κε.
Βουτυράς 2000 Βουτυράς, Ε., Το ιερό του ∆ιονύσου στην Άφυτη,
Μύρτος, (επιµ. Αδάµ – Βελένη, Π.), 2000, 631 κε.
Bradeen 1952 Bradeen, W., The Chalkidians in Thrace, AJP 73
(1952) 356 κε.
Burkert 1993 Burkert, W., Αρχαία Ελληνική Θρησκεία. Αρχαϊκή
και Κλασική Εποχή, (µτφρ. Ν. Π. Μπεζαντάκος –
Α. Αβαγιανού) 1993.
Cahn 1973 Cahn, H. A., Skione – Stagira – Akanthos,
Ant.Kun. Beiheft 1973, 7 κε.
Carpenter 1993
Carpenter, Τ.Α., On the Beardless Dionysus,
Masks of Dionysos, (επιµ. T. A. Carpenter – C. A.
Faraone) 1993, 185 κε.

Γιούρη 1971 Γιούρη, Ε., Το Ιερόν του Άµµωνος ∆ιός παρά την

4
Άφυτιν , ΑΑΑ 4 (1971), 356 κε.
Γιούρη 1976 Γιούρη, Ε., Το εν Αφύτει ιερό του ∆ιονύσου και
το ιερό του Άµµωνος ∆ιός, Neue Forschungen in
griechischen Heiligtumern, (επιµ. Jantezen, U.)
1976, 135, κε.
Desneux 1949 Desneux, J., Les tétradrachmes d'Akanthos, RBN
1949, 5 κε.
∆εσποτίδου 1999 ∆εσποτίδου, Μ.Β., Ανασκαφική έρευνα στην
αρχαία Άφυτη, ΑΕΜΘ 13, (1999) 305 κε.
∆εσποτίδου 2003 ∆εσποτίδου, Μ.Β., Άφυτις 2003, η ανασκαφική
έρευνα στην αρχαία πόλη και το νεκροταφείο της,
ΑΕΜΘ 17 (2003) 322 κε.
∆εσποτίδου 2004 ∆εσποτίδου, Μ.Β. Άφυτις 2004, ΑΕΜΘ 18
(2004) 115 κε.
∆εσποτίδου 2006 ∆εσποτίδου, Μ.Β., Ανασκαφική έρευνα στην
αρχαία Άφυτι, ΑΕΜΘ 20 (2006) 491 κε
Durr 1994 Durr, M.E, Les Stateres de Torone, QT 23 (1994).
Elderkin 1926 Elderkin, G.K., The Mende (Kaliandra) Hoard,
ANSNNM 27, book review, AJA 30 (1926)
Evelpidis 1963 Evelpidis, R., Note additionnelle: Kyr Mendios,
BCH 1963, 516.
Gaebler 1935 Gaebler, H., Die antiken Münzen Nord –
Griechenlands III, Macedonia und Paionia, 1935.
Garlan 2004 α Garlan, Y., Η προέλευση της «οµάδας
Παρµενίσκου» από την Μένδη, ΑΕΜΘ 18 (2004),
141 κε.
Garlan 2004 β Garlan, Y., Η ανάγνωση των σφραγισµάτων
αµφορέων «µε τροχό» από την Άκανθο, ΑΕΜΘ 18
(2004), 181 κε.
Grace 1949 Grace, V., Standard Pottery Containers of the
Ancient Greek World, HespSupp 8, (1949) 175 κε.
Greenwell 1890 Greenwell, W., On some rare Greek Coins, NC
1890, 20 κε.

5
Hammond 1995 Hammond, N.G.L. Griffith, G.T., Ιστορία της
Μακεδονίας, Τόµος Β΄, (µτφρ. Κοσµατόπουλος,
Α., Παιδαράκη Μ., Σαρακώτση Κ., Σιδηροπούλου
Φ. ), 1995.
Hardwick 1998 Hardwick N., The Coinage of Torone from the
Fifth to the Fourth Centuries BC, Studies in Greek
Numismatics in Memory of M.J.Price (επ. R.
Ashton & S.Hurter), 1998.
Head 1911 Head, B. V., Historia Numorum, 1911.
Hatzopoulos 1994 Hatzopoulos M.Β., Cultes et rites de passage dans
la Macédoine antique, Μελετήµατα 19, 1994.
Hersh 1996 Hersh, C., Three Unpublished Macedonian Regal
Coins of the Decade of the 360’s, στο Νοµ.Χρον.
15, (1996), 7κε.
Jeanmaire 1985 Jeanmaire, H., ∆ιόνυσος Ιστορία της Λατρείας του
Βάκχου,(µτφρ Α.Λ Μερτάνη), 1985.
Καµπίτογλου 1975 Καµπίτογλου, Α. Ανασκαφή Τορώνης, ΠΑΕ
1981, 33 κε.
Keller 1913 Keller, O., Die antike Tierwelt, 1913.
Kerenyi 1984 Kerenyi, Κ., Η Μυθολογία των Ελλήνων (µτφρ ∆.
Σταθόπουλου),1984.
Knoblauch 1998 Knoblauch, A.M., Myth and Message in Northern
Greece: Interpreting the Classical Coins of
Mende, Στέφανος, Studies in Honor of B.S.
Ridgway (επιµ. Hartwick, K.J & Hurgeon, M.)
1998, 155 κε.
Κουράκου 2004 Κουράκου, – ∆ραγώνα, Σ., Φυτοπροστασία στους
Αµπελώνες της αρχαίας Μένδης, Οίνον ιστορώ ΙΙΙ,
Τ’ αµπελανθίσµατα, 2004, 57 κε.
Κούσουλας 1977 Κούσουλας, Κ., Αµπελουργία, Γραµµικοί
Αµπελώνες, 1977.
Κοντολέων 1963 Κοντολέων, Ν., Οι αειναύται της Ερέτριας, Α.Ε.
1963, 1κε.

6
Kraay 1976 Kraay, C.M., Archaic and Classical Greek Coins,
1976.

Leake 1835 Leake, W.M., Travels in Northern Greece III,


1835.
LIMC III Casparri, C. - Veneri, A., LIMC II, λ. Dionysos,
1988, 414 κε.
LIMC IV Hermary A. – Jacquemin A. LIMC IV, λ.
Hephaistos, 1988, 627 κε.
Λιλιµπάκη-Ακαµάτη Λιλιµπάκη-Ακαµάτη, Μ. Η καλλιέργεια του
1993 αµπελιού και στοιχεία της Λατρείας του ∆ιονύσου
στην Πέλλα, Αµπελοοινική Ιστορία στο Χώρο της
Μακεδονίας και της Θράκης, Ε΄ Τριήµερο
εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεµβρίου 1993
(1998), 60 κε.
Macdonald 1905 Macdonald, G., Coin types, their origin and
development, 1905.
Μάγειρας 1997 Μάγειρας Π., Αρχαίες Λατρείες και Ιερά στην
Χερσόνησο της Κασσάνδρας, 1997.

Μάγειρας 2001 Μάγειρας, Π., Μενδαίος Οίνος, 2001.


Μαραθάκη 1990 Μαραθάκη, Ε., Οινολογικές παραστάσεις σε
αρχαία ελληνικά νοµίσµατα, Ιστορία του
Ελληνικού κρασιού, Β τριήµερο εργασίας
Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεµβρίου 1990, (1992), 103 κε.
Μαραγκού 1990 Μαραγκού, Α., Το εµπόριο του κρασιού στην
αρχαιότητα, Ιστορία του Ελληνικού Κρασιού, Β
τριήµερο εργασίας Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεµβρίου
1990, (1992), 93 κε.
Μαραγκού 1999 Μαραγκού, Α., Εµπορικοί δρόµοι των κρασιών
της Βόρειας Ελλάδας, Τέχνη και Τεχνική στα
Αµπέλια και τους Οινεώνες της Β.Ελλάδας, Θ΄
τριήµερο εργασίας, Αδριανή ∆ράµας, 25-27

7
Ιουνίου 1999,(2002) 78 κε.
Μακεδονίας Νόµισµα Μακεδονίας Νόµισµα, από την Συλλογή της
Alpha Bank. Κατάλογος έκθεσης, (επιµ. Τσαγκάρη
∆.) 2009.
Meritt 1923 Meritt, B.D., Skione, Mende and Torone, AJA 27
(1923) 447 κε.
Noe 1926 Noe, S.P., The Mende (Kalliandra) Hoard,
ANSNNM 27, (1926).
Ξαγοράκη 1990 Ξαγοράκη. Μ., Αµπελουργία, οινοποιία και
χρήση κρασιού στη µελανόµορφη και
ερυθρόµορφη αγγειογραφία, Ιστορία του
Ελληνικού κρασιού, Β τριήµερο εργασίας
Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεµβρίου 1990, (1992), 97 κε.
Olynthus III Robinson, D. Excavations at Olynthus, part III,
The Coins found at Olynthus in 1928, (1931).

Olynthus VI Robinson, D. Excavations at Olynthus, part VI,


The Coins found at Olynthus in 1931, (1933).

Olynthus IX Robinson, D. Clement, A. Excavations at


Olynthus, part IX, The Chalcidic Mint and the
excavation Coins found in 1928-1934, (1938).
Olynthus XIV Robinson, D. Excavations at Olynthus, part ΧΙV,
Terracottas, Lamps, and Coins found in 1934 and
1938, (1952).

Οικονόµου 1924 Οικονόµου, Γ.Π., Μίνδη – Μένδη, η πατρίς του


Παιωνίου, Α.Ε 1924, 27 κε.
Παπάγγελος 1990 Παπάγγελος, Ι., Άµπελος και οίνος στη
µεσαιωνική Χαλκιδική. Ιστορία του Ελληνικού
Κρασιού, Β τριήµερο εργασίας Σαντορίνη, 7-9
Σεπτεµβρίου 1990, (1992) 219 κε.

8
Παπαγεωργιάδου Παπαγεωργιάδου – Μπάνη, Χ., Παραστάσεις
1993 από το Βακχικό κύκλο σε νοµίσµατα των
βορειοελλαδικών πόλεων, Αµπελοοινική Ιστορία
στο Χώρο της Μακεδονίας και της Θράκης, Ε΄
Τριήµερο εργασίας, Νάουσα 17-19 Σεπτεµβρίου
1993 (1998), 114 κε.
Παπαευαγγέλου 1995 Παπαευαγγέλου, Κ., Τράγιλος: Ένα
νοµισµατοκοπείο της Βισαλτίας. Παρουσίαση των
νοµισµατικών εκδόσεων της Τραγίλου. Πρακτικά
Επιστηµονικού Συµποσίου «Η Νιγρίτα – η Βισαλτία
δια µέσου της Ιστορίας» Νιγρίτα, 27-28 Νοεµβρίου
1993, (1995) 49 κε.
Παπαευθυµίου 2000 Παπαευθυµίου, Ε., Απόδοση τετρώβολου µε τύπο
τράγου στον Αλέξανδρο Α’ (498-454 π.Χ), στο
Οβολός 4, Το Νόµισµα στον Μακεδονικό Χώρο,
Πρακτικά Β’ Επιστηµονικής Συνάντησης,
Νοµισµατοκοπία, Κυκλοφορία, Εικονογραφία,
Ιστορία, Αρχαίοι, Βυζαντινοί και νεώτεροι Χρόνοι.
(επιµ. Π.Α.Βελένη) 2000. 37κε.
Πέτσας 1975 Πέτσας, Φ.Μ., Ναός Άµµωνος παρά την Άφυτιν,
Α.∆. 25 (1970) χρονικά, 354.
Picard 1990 Picard, O., Le monnayage de Thasos, Νοµ.Χρον. 9
(1990) 15κε.
Price - Waggoner 1975 Price, M. Waggoner, N. Archaic Greek Silver
Coinage. The Asyut Hoard, 1975.
Regling 1924 Regling, K., Mende, ZfN 34 (1924) 7 κε.
Sallet 1885 Sallet, A., Beiträge zur antiken Münz- und
Altertumskunde, ZfN 12 (1885) 358 κε.
Σισµανίδης 1991 Σισµανίδης, Κ., Ανασκαφές στην αρχαία Σκιώνη
και στα αρχαία Στάγειρα κατά το 1991, ΑΕΜΘ 5
(1991) 319κε.
SNG ANS Sylloge Nummorum Graecorum, The Collection
of the American Numismatic Society, Part7,

9
Macedonia I: Cities, Thraco-Macedonian,
Paeonian Kings, (1987).

SNG Cop. Sylloge Nummorum Graecorum Copenhagen,


The Royal Collection of Coins and Metals 2,
Danish National Museum, vol. 2 (Thrace and
Macedonia), New Jersey 1982.

SNG U.K V Sylloge Nummorum Graecorum, volume V,


Ashmolean Museum Oxford, part III, Macedonia,
(1976).

SNG Klagenfurt III Sylloge Nummorum Graecorum, Sammlung


Drreer Klagenfurt im Landesmuseum für Kärtnen,
teil III, Thracien – Macedonien – P:aonien (1990).

SNG Sweden II Sylloge Nummorum Graecorum, Sweden II, The


Collection of the Royal Coin Cabinet National
Museum of Monetary History Stockholm, Part 2,
Thrace – Euboia (1980).

Torone Ia, 2001 Torone I The excavations of 1975, 1976 and 1978,
Text, Part 1, (επιµ. Campitoglou, A. –
Papadopoulos, J.K – Jones, O.T ) 2001.
Torone Ib, 2001 Torone I The excavations of 1975, 1976 and 1978,
Text, Part 2, (επιµ. Campitoglou, A. –
Papadopoulos, J.K – Jones, O.T ) 2001.
Torone Ic, 2001 Torone I The excavations of 1975, 1976 and 1978,
illustrations, (επιµ. Campitoglou, A. –
Papadopoulos, J.K – Jones, O.T ) 2001.
Τρακοσοπούλου 1987 Τρακοσοπούλου Ε. Αρχαία Άκανθος: Πόλη και
Νεκροταφείο, ΑΕΜΘ 1 (1987) 295 κε.
Τσιγαρίδα 2003 Τσιγαρίδα, Μ. - Βασιλείου, Σ. Καλλιθέα

10
Χαλκιδικής 2003, Ανασκαφική έρευνα στα
οικόπεδα 145, 146, 147. ΑΕΜΘ 17 (2003) 335 κε.
Τσιγαρίδα 2003 Τσιγαρίδα, Μ. - Μαντατζή, ∆., Ανασκαφική
έρευνα στην περιοχή της Νέας Σκιώνης
Χαλκιδικής – 2003 ΑΕΜΘ 17 (2003) 369 κε.
Τσέλεκας 2000 Τσέλεκας, Π., Λέων και Όνος: Η περίπτωση ενός
απροσδιόριστου νοµισµατοκοπείου, Οβολός 4, Το
Νόµισµα στον Μακεδονικό Χώρο, Πρακτικά Β’
Επιστηµονικής Συνάντησης, Νοµισµατοκοπία,
Κυκλοφορία, Εικονογραφία, Ιστορία, Αρχαίοι,
Βυζαντινοί και νεώτεροι Χρόνοι. (επιµ.
Π.Α.Βελένη) 2000. 51κε.
Tselekas 2009 Tselekas, P., On the “Skione 1990/1” Hoard [CH
VIII (1994), 63; CH IX (2002), 4], Κέρµατα
Φιλίας, Α Νοµισµατική, Τιµητικός τόµος για τον
Ι.Τουράτσογλου, 2009. 321κε.
Τσόκας 2005 Τσόκας, Γ. - Τσούρλος, Π. - Βαξεβανόπουλος,
Μ. - Γεωργιάδης, Φ., Γεωφυσική έρευνα για τον
εντοπισµό της συνέχειας στοάς του σπηλαίου στην
Καλλιθέα Χαλκιδικής, ΑΕΜΘ 19 (2005) 279 κε.
Τσούρτη 1992 Τσούρτη, Η., Συµβολή στην κυκλοφορία των
ευβοϊκών νοµισµάτων, η µαρτυρία των θησαυρών,
Αρχαιολογία 42 (1992), 55 κε.
Walter 1991 Walter, F.O., ∆ιόνυσος Μύθος και Λατρεία (µτφρ
Λουπασάκης Θ.) 1991

Weber 1898 Weber, H. A small find of coins of Mende, NC


1898, 251 κε.
West 1918 West, A.B., The history of the Chalcidic League,
1918.
Wroth 1905 Wroth, W.W., Select Greek coins in the British
museum, NC 1905, 324 κε.
Ψωµά 2000 Ψωµά, Σ., Σταθµητικοί κανόνες στη Χαλκιδική

11
κατά τον 5ο και 4ο αι. π.Χ., στο Οβολός 4, Το
Νόµισµα στον Μακεδονικό Χώρο, Πρακτικά Β’
Επιστηµονικής Συνάντησης, Νοµισµατοκοπία,
Κυκλοφορία, Εικονογραφία, Ιστορία, Αρχαίοι,
Βυζαντινοί και νεώτεροι Χρόνοι. (επιµ.
Π.Α.Βελένη) 2000. 25 κε.
Ψωµά 2001 Psoma S., Olynthe et les Chalkidiens de Thrace,
Etudes de Numismatique et d’Histoire, 2001.
Ψωµά 2002 Ψωµά, Σ., Το Βασίλειο των Μακεδόνων πριν από
τον Φίλιππο Β΄: Νοµισµατική και Ιστορική
Προσέγγιση, Η Ιστορική διαδροµή της
Νοµισµατικής Μονάδας στην Ελλάδα, 2002, 25-45.
Psoma 2006 Psoma, S., The “Lete” coinage reconsidered,
Agoranomia : Studies in Money and Exchange
presented to John H. Kroll, (επιµ. Alfen, P.G.)
(2006), 61 κε.
Zahrnt 1971 Zahrnt, M., Olynth und die Chalkidier,
Untersuchungen zur Staatenbildung auf der
Chalkidishen Halbinsel im 5. Und 4. Jahrhundert
v.Chr. 1971.

12
1. Εισαγωγή.
Ο Διόνυσος ήταν η θεότητα στην οποία αντικατοπτριζόταν, όσο σε καμία
άλλη, ο κύκλος της ζωής, τόσο των έμβιων όσο και των άψυχων όντων. Ο γιός της
Σεμέλης, αποτελεί ίσως την πιο διφορούμενη και μυστηριακή θεότητα του αρχαίου
ελληνικού πάνθεου. Είναι η θεότητα της γέννησης, της βλάστησης, της όμορφης και
ξέγνοιαστης ζωής, και παράλληλα του πιο αποτρόπαιου θανάτου.
Η διφορουμενη φύση του και κυρίως το θείο δώρο του στους
ανθρώπους, που δεν είναι άλλο από τον οίνο, τον κατέστησαν ιδιαίτερα αγαπητό,
όπως άλλωστε φαίνεται και από την πληθώρα των επιθέτων τα οποία συνοδεύουν
το όνομά του. Ο Διόνυσος κατονομάζεται μεταξύ άλλων ως Χθόνιος1, Ζαγρεύς2,
Μαινόμενος και Μαινόλης3, Αγρίος, Επίκρυπτος και Ψευδάνωρ4, Ωμηστής και
Ωμάδιος5, Ανθρωποραίστης6, Παντοδυνάστης7, Νυκτήλιος8, Λικνήτης9, Οίνος10,
Κραδιαίος11, Μεθυδότης12, Χαριδότης13, Μειλίχιος14, Πλουτοδότης15, Πολυγήθης16,
Ευεργέτης17, Σωτήρ18, Ελευθερεύς19, Λύσιος και Λυαίος20, Ιατρός21, Σεμέληιος22,
Περικιόνιος23, Δισσότοκος24, Διμάτωρ25, Τρίγονος26, Πολύμορφος27, Πολυώνυμος28,

1
Kerenyi 1984,235 & Jeanmaire 1985, 47.
2
Πλούταρχος, Περί του εν ∆ελφοίς Ε, 389 Α5 & Kerenyi 1984, 235.
3
Walter 1991, 61,133 & Kerenyi 1984,244.
4
Hatzopoulos 1994, 63 κε.
5
Ορφικοί ύµνοι, 30.5 & Πλούταρχος, Βίοι, Αντώνιος, 24.5.1.
6
Κλαύδιος Αιλιανός, Περ ζ ων ιδιότητος, 12.34.24 & Kerenyi 1984, 257.
7
Ορφικοί ύµνοι, 45.2.
8
Πλούταρχος, Περί του εν ∆ελφοίς Ε, 389 Α5 & Kerenyi 1984, 257.
9
Ορφικοί ύµνοι, 46.1 & Kerenyi 1984, 256.
10
Kerenyi 1984, 240.
11
Πρόκλος, Σχόλια στον Πλατωνικό Τίµαιο, 1.407. 25 & Kerenyi 1984, 240.
12
Ορφικοί ύµνοι, 47.1.
13
Πλούταρχος, Βίοι, Αντώνιος, 24.4.5.
14
Πλούταρχος, Βίοι, Αντώνιος, 24.4.5.
15
Σχόλια στον Αριστοφάνη (Τζετζης) 479a 7 & Walter 1991, 194.
16
Ησίοδος Θεογονία, 941.
17
Walter 1991, 113.
18
Walter 1991, 113.
19
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις I. 2.5.15 & Walter 1991, 87.
20
Πλουτάρχου, ερωτήσεις, 675 F4 & Walter 1991, 98 & Kerenyi 1984, 257.
21
Walter 1991, 113.
22
Walter 1991, 73.
23
Ορφικοί ύµνοι, 47.1 & Jeanmaire 1985, 25.
24
Νόννος, ∆ιονυσιακά, 1.4.
25
Ορφικοί ύµνοι, 50.1.

13
Πολυειδής29, Δίμορφος30, Ταυρομέτωπος31, Σκυλλίτης32, Δύαλος33, Ερχόμενος34,
Βάκχος35, Δενδρίτης, Ένδενδρος και Δενδρεύς36, Ανθέας37, Φλέων, Φλεύς και
Φλοιός38, Συκίτης39, Πυρίσπορος40, Επιλήνιος41, Ομφακίτης42, Εύης και Εύιος43,
Έριφος44, Αιγοβόλος45, Μελαναιγίς46, Μύστης47, Βρόμιος48, Θυρσεγχής49, Ίακχος50,
Όρθος51, Ενόρχης52, Θυλλοφόρος53, Γύννις54, Αρσενοθήλης55, Μουσαγέτης56.
Η πληθώρα των επιθέτων αυτών αντικατοπτρίζει όσο τίποτα άλλο την
πολύπλευρη φύση του θεού. Η διφορούμενη αυτή φύση του Διονύσου ήταν ο
σημαντικότερος λόγος, εξαιτίας του οποίου δεν αποτέλεσε προστάτιδα θεότητα
κάποιας πόλης ή, ακόμη περισσότερο, συνασπισμού. Παρόλα αυτά, ο ίδιος ο θεός ή
τα σύμβολά του, δεν απουσιάζουν από τις νομισματικές εκδόσεις των ελληνικών
πόλεων – κρατών σε όλα τα μήκη και πλάτη της Μεσογείου, ήδη από τα τέλη του
6ου π.Χ. αιώνα57.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της υπό εξέταση περιοχής. Η
Χαλκιδική με τη γεωγραφική και κλιματική της ιδιαιτερότητα, με την πλούσια
26
Ορφικοί ύµνοι, 30.2 & Kerenyi 1984, 256.
27
Πλούταρχος, Περί του εν ∆ελφοίς Ε, 389 B 4.
28
Ορφικοί ύµνοι, 45.2.
29
Πλούταρχος, Περί του εν ∆ελφοίς Ε, 389.
30
Ορφικοί ύµνοι, 30.3 & Walter 1991, 111.
31
Ορφικοί ύµνοι, 45.1.
32
Jeanmaire 1985, 26.
33
Ησύχιος, Λεξικό, λ. ∆ύαλος & Kerenyi 1984, 256.
34
Walter 1991, 83.
35
Ορφικοί ύµνοι, 44.8 & Kerenyi 1984, 241.
36
Πλουτάρχου, ερωτήσεις, 675 F4 & Walter 1991, 90 & Kerenyi 1984, 256.
37
Jeanmaire 1985, 26.
38
Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 3.41.2.
39
Αθήναιος, ∆ειπνοσοφισται, (επιτοµή), 2.1.5.25 & Jeanmaire 1985, 26.
40
Ορφικοί ύµνοι, 45.1.
41
Ορφικοί ύµνοι, 50.1.
42
Κλαύδιος Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία, 3.41.3.
43
Ορφικοί ύµνοι 30, 4 & Kerenyi 1984, 257.
44
Kerenyi 1984, 256.
45
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 9.8.2.1 & Kerenyi 1984, 256.
46
Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, 2.35.1.2 & Walter 1991, 115 & Kerenyi 1984, 257.
47
Kerenyi 1984, 257.
48
Ευριπίδης, Κύκλωψ, 63 & Kerenyi 1984, 257.
49
Ορφικοί ύµνοι, 45.5.
50
Walter 1991, 86 & Kerenyi 1984, 257.
51
Kerenyi 1984, 256.
52
Σχόλια στον Λυκόφρονα (Τζετζης) σχόλιο 212, 1 κε. & Ησύχιος, Λεξικό, λ. Ενόρχης & Kerenyi
1984, 256.
53
Kerenyi 1984, 256.
54
Αισχύλος, fragmenta, fr.61, 136 & Kerenyi 1984, 256.
55
Kerenyi 1984, 256.
56
Walter 1991, 142.
57
Μαραθάκη 1990, 103κε. & Παπαγεωργιάδου 1993, 114 κε.

14
ακτογραμμή της, υπήρξε ανέκαθεν τόπος παραγωγής οίνου, όπως άλλωστε και η
παράλια ζώνη της Μακεδονίας και της Θράκης γενικότερα58.
Σε μία τέτοια περιοχή όπου κυριαρχούσε η καλλιέργεια της αμπέλου, η
παρουσία του θεού του οίνου κάθε άλλο παρά ξενίζει. Δυστυχώς, παρόλο που
αντλούμε από τις πηγές ενδιαφέροντα στοιχεία για την έκταση της
αμπελοκαλλιέργειας, κάτι που καθιστά την έμμεση παρουσία του Διονύσου
αδιαμφισβήτητη, εντούτοις, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, σπάνια μπορούμε να
ανιχνεύσουμε την κοιτίδα λατρείας του θεού του οίνου στη Χαλκιδική. Για την
ακρίβεια, εκτός από την Άφυτο, όπου και έχει εντοπιστεί το κέντρο λατρείας του
θεού, σε καμία άλλη πόλη της Χαλκιδικής δεν έχουμε, προς το παρόν τουλάχιστον,
ούτε γραπτές ούτε αρχαιολογικές μαρτυρίες που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη
κέντρου λατρείας του Διονύσου. Το γεγονός αυτό, δεν μας αποτρέπει από το να
αναζητήσουμε τα συγκεκριμένα στοιχεία σε άλλους τομείς, όπως για παράδειγμα
στις νομισματικές εκδόσεις των πόλεων – κρατών, οι Διονυσιακές παραστάσεις των
οποίων έρχονται για να καλύψουν ένα μεγάλο κενό.
Στα πλαίσια αυτής της εργασίας, θα αναζητηθούν οι νομισματικές
αποδείξεις της ύπαρξης της Διονυσιακής λατρείας, εξετάζοντας στο σύνολό τους τα
νομισματοκοπεία της Χαλκιδικής που υιοθέτησαν έστω και για ένα μικρό διάστημα
διονυσιακές παραστάσεις. Το χρονολογικό φάσμα που καλύπτεται κυμαίνεται από
την έναρξη της νομισματικής δραστηριότητας στην περιοχή στα τέλη του 6ου π.Χ
αιώνα, μέχρι την ενσωμάτωση της επικράτειας της Χαλκιδικής στο βασίλειο του
Φιλίππου Β’ μετά το 348 π.Χ, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η παύση της λειτουργίας
του συνόλου των αυτόνομων νομισματοκοπείων. Σκοπός λοιπόν της εργασίας
αυτής, είναι να αναζητηθεί το είδος της συντελούμενης διονυσιακής λατρείας και
γι’ αυτό κρίθηκε απαραίτητο να ακολουθηθεί μία εικονογραφική σύγκριση με τα
δεδομένα από την υπόλοιπη Μακεδονία, τόσο με τις υπόλοιπες αποικίες των
νότιων Ελλήνων, κυρίως στο Στρυμωνικό Κόλπο, όσο και με τα θρακομακεδονικά
φύλα, καθώς και με το μακεδονικό βασίλειο. Με βάση τη σύγκριση αυτή, θα
αναζητηθούν τυχόν ιδιαιτερότητες που επιχωριάζουν στην περιοχή της Χαλκιδικής.

58
Παπάγγελος 1990, 219 κε.

15
Η παρούσα εργασία δομείται σε έξι κεφάλαια. Τη σύντομη εισαγωγή θα
ακολουθήσει ο κατάλογος με το υπό εξέταση υλικό. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο ΙΙΙ,
θα αναλυθεί διεξοδικά η νομισματοκοπία πόλεων της Χαλκιδικής που φέρουν
διονυσιακές παραστάσεις, με αλφαβητική σειρά. Στη συνέχεια, στο κεφάλαιο IV, θα
αναλυθεί η επιφάνεια του Διονύσου στη Χαλκιδική, με οδηγό μας τις πρώιμες
παραστάσεις στα νομίσματα της Μένδης. Στο πέμπτο κεφάλαιο θα
πραγματοποιηθεί σύγκριση της υπό εξέταση εικονογραφίας από το σύνολο των
νομισματοκοπείων της Χαλκιδικής, με την αντίστοιχη εικονογραφία από την
υπόλοιπη Μακεδονία στην προσπάθειά μας να αναζητήσουμε ορισμένα στοιχεία,
τα οποία και επιχωριάζουν στην Χαλκιδική. Τέλος, στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο
παραθέτουμε τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την εργασία αυτή.
Κλείνοντας, από την θέση αυτή, θα ήθελα να ευχαριστήσω την
επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, κα Μουστάκα Α., για τις καίριες και χρήσιμες
υποδείξεις της, καθόλη τη διάρκεια εκπόνησης αυτής της εργασίας, η οποία
αποτελεί προϊόν μίας άριστης συνεργασίας, καθώς και τα μέλη της επιτροπής κο
Ακαμάτη Ι. και Μανακίδου Ε. για τον χρόνο που διέθεσαν, καθώς και για τις
εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τους. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω
τους γονείς μου για την ηθική και υλική τους συμπαράσταση, τον αγαπητό μου φίλο
Μάγειρα Π., που μου δίδαξε πολλά, καθώς και την κα Γκιουλέκα Μ., δίχως τη
βοήθεια της οποίας δεν θα είχα φτάσει ποτέ σε αυτό το αποτέλεσμα.

16
2. Κατάλογος.

Στο προσεχές κεφάλαιο παρατίθενται οι περιγραφές των νομισμάτων που


χρησιμοποιήθηκαν. Οι καταχωρίσεις χωρίζονται πρωτίστως με βάση την εκδίδουσα
αρχή και δευτερευόντως ανάλογα με τη χρονολογία κοπής. Στην πρώτη σειρά της κάθε
καταχώρησης, έχουμε στην αρχή, τον αύξοντα αριθμό που αντιστοιχεί στην
συγκεκριμένη πόλη που αποδίδεται το νόμισμα, στη συνέχεια την ονομασία της
υποδιαίρεσης, που συνοδεύεται από το μέταλλο στο οποίο κόπηκε, τη χρονολογία
κοπής και τέλος, όπου κατέστη δυνατόν, παρατίθεται το βάρος των νομισμάτων, έτσι
ώστε να διευκολυνθεί ο αναγνώστης στη διαπίστωση του σταθμητικού κανόνα ο
οποίος χρησιμοποιείται. Ξεχωριστά αναγράφεται ο πίνακας και η εικόνα στην οποία
αντιστοιχεί η κάθε καταχώρηση.
Στη δεύτερη υποπαράγραφο της καταχώρησης (Ε.), περιγράφονται οι
παραστάσεις στον εμπροσθότυπο του νομίσματος, ενώ στην τρίτη υποπαράγραφο (Ο.)
γίνεται περιγραφή του οπισθοτύπου. Τέλος, στην τελευταία υποπαράγραφο,
παρατίθεται η βιβλιογραφική παραπομπή που συμπίπτει με την προέλευση της εικόνας
του νομίσματος στο οποίο γίνεται αναφορά.

17
Ι. Άκανθος.

1) Αργυρό τετράδραχμο, 460-430 π.Χ, β.17,31γρ. Πιν. Ι Άκανθος 1.

Ε. Λέοντας κατασπαράσσει ταύρο. Πάνω από το ζωικό σύμπλεγμα η επιγραφή «ΔΗ».


Στο έξεργο κληματσίδα αμπέλου με βότρυ. Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΑΚΑΝΘΙΟΝ».

Desneux 1949, νο 114α.

2) Αργυρό τετράδραχμο, 460-430 π.Χ, β.17,22γρ. Πιν. Ι Άκανθος 2.

Ε. Λέοντας κατασπαράσσει ταύρο. Πάνω από το ζωικό σύμπλεγμα η επιγραφή «ΔΗ».


Στο έξεργο κληματσίδα αμπέλου με βότρυ. Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΑΚΑΝΘΙΟΝ».

Desneux 1949, νο 115α = Babelon 1932 , 664 νο 1059.

3) Αργυρό τετράδραχμο, 460-430 π.Χ, β.14,23γρ. Πιν. Ι Άκανθος 3.

Ε. Λέοντας κατασπαράσσει ταύρο. Στο έξεργο κληματσίδα αμπέλου με βότρυ. Η


παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΑΚΑΝΘΙΟΝ».

Desneux 1949, 116α = SNG GB III, 1292 = Leu 15 (4-5/5/1976), 173.

18
ΙΙ. Άφυτος

1. Αργυρό τετρώβολο 450π.Χ, β.2,10γρ. Πιν. Ι Άφυτος 1.

Ε. Κεφαλή κρανοφόρου Άρη(;) προς τα δεξιά.

Ο. Κλήμα με τέσσερεις βότρυες εντός έγκοιλου τετραγώνου περιμετρικά του οποίου


η επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΟΝ».

SNG Cop. πιν.4, 123 & Gaebler 1935, 44,3 ,πιν.38, 20.

2. Αργυρό τετρώβολο Αφύτου, 450π.Χ, β.1,96γρ. Πιν. Ι Άφυτος 2.

Ε. Κεφαλή πωγωνοφόρου Άρη(;), κρανοφόρου προς τα δεξιά.

Ο. Κλήμα με τέσσερεις βότρυες εντός έγκοιλου τετραγώνου περιμετρικά του οποίου


η επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.8, 209

3. Αργυρός Οβολός Αφύτου 430-400π.Χ, β.0,38γρ. Πιν. Ι Άφυτος 3.

Ε. Κεφαλή αγένειου Άρη(;) κρανοφόρου προς τα δεξιά.

Ο. Αετός προς τα αριστερά εντός έγκοιλου τετραγώνου.

SNG ANS, πιν.8, 210. Βρέθηκε στην περιοχή της Αφύτου.

4. Χάλκινη υποδιαίρεση Αφύτου 1ο μισό 4ου π.Χ, β.5,99γρ. Πιν. Ι Άφυτος 4.

Ε. Κερασφόρος κεφαλή Άμμωνος Δία στα ¾.

Ο. Κάνθαρος περιστοιχισμένος από την επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΩΝ»

SNG Cop. πιν.4, 124.

5. Χάλκινη υποδιαίρεση Αφύτου 1ο μισό 4ου π.Χ, β.5,83γρ. Πιν. Ι Άφυτος 5.

19
Ε. Κερασφόρος κεφαλή Άμμωνος Δία στα ¾.

Ο. κάνθαρος περιστοιχισμένος από την επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΩΝ»

SNG ANS, πιν.8, 211.

6. Χάλκινη υποδιαίρεση Αφύτου 1ο μισό 4ου π.Χ, β.6,02γρ. Πιν. Ι Άφυτος 6.

Ε. Κερασφόρος κεφαλή Άμμωνος Δία στα ¾.

Ο. Kάνθαρος περιστοιχισμένος από την επιγραφή «ΑΦΥΤΑΙΩΝ»

Triton V Sale, 15 Ιαν. 2002, νο 295 = Münzen und Medaillen, Auktion 76, (19-20
Σεπτεμβρίου 1991), 300.

III. Μένδη.

1) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,84γρ. Πιν. ΙΙ 1.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Μπροστά από τον όνο στέκεται ακόμη ένα
κοράκι. Περιμετρικά της παράστασης το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Η παράσταση εντός
στικτού δακτυλίου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 292.

2) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,52γρ. Πιν. ΙΙ 2.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ.». Η
παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

20
SNG ANS, πιν.12, 293.

3) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,88γρ. Πιν. ΙΙ 3.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Κάτω από
τον όνο φυτικό μοτίβο . Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 294.

4) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,95γρ. Πιν. ΙΙ 4.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά τμήμα του εθνικού «ΜΙΝ». Κάτω
από τον όνο αραβόσιτος(;). Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 295.

5) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,86γρ. Πιν. ΙΙ 5.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Στη
γένεση του λαιμού του όνου στεφάνι κισσού. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 296 = Noe 1926 νο.12.

6) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,96γρ. Πιν. ΙΙ 6.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Στη
γένεση του λαιμού του όνου στεφάνι κισσού. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

21
Triton VIII, 10 Ιανουαρίου 2005 νο.120 = Leu 77 (11-12 May 2000), νο 162.

7) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.17,03 γρ. Πιν. ΙΙ 7.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι με το
κεφάλι του στραμμένο προς τα πίσω. Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Η
παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 297. Noe 1926 νο.15.

8) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,58 γρ. Πιν. ΙΙ 8.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Στα καπούλια του όνου διακρίνεται το γράμμα
«Μ». Περιμετρικά το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

CNG 69 ( 8 Ιουνίου 2005) νο129.

9) Αργυρό τετράδραχμο, 520- 480π.Χ, β.16,59 γρ. Πιν. ΙΙ 9.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο
τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Σε δεύτερο επίπεδο πίσω από τον όνο,
αναρριχώμενη κληματαριά με βότρυ. Περιμετρικά τμήμα του εθνικού «ΜΙΝ». Η
παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου στην συμβολή των οποίων μικρός
τετραμερής τροχός.

SNG ANS, πιν.12, 299. Noe 1926 νο 19.

10) Αργυρό τετρώβολο, 520-480π.Χ, 2,72γρ. Πιν. ΙΙ 10.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα αριστερά

Ο. Πενταμελές έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

22
SNG ANS, πιν.12,300.

11) Αργυρό τετρώβολο, 520-480π.Χ, 1,82γρ. Πιν. ΙΙΙ 11.

Ο. Ιθυφαλλικός όνος προς τα αριστερά. Κάτω από το σώμα του όνου τετράκτινο
αστέρι. Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Πενταμελές έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 301.

12) Αργυρό τετρώβολο, 520-480π.Χ, 2,02γρ. Πιν. ΙΙΙ 12.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Πενταμελές έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 302.

13) Αργυρό τετρώβολο, 520-480π.Χ, 2,72γρ. Πιν. ΙΙΙ 13.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά, στο βάθος αναρριχώμενο κλήμα με βότρυ. Δεξιά
του όνου τμήμα του εθνικού «ΜΙΝ». Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμελές έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 303.

14) Αργυρό τετρώβολο, 520-480π.Χ, 2,47γρ. Πιν. ΙΙΙ 14.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά, πάνω από τον οποίο οφθαλμός.

Ο. Τετραμελές έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 304.

23
15) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,33γρ. Πιν. ΙΙΙ 15.

Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά.


Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 305.

16) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,29γρ. Πιν. ΙΙΙ 16.

Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο μοτίβο, τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 306.

17) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,48γρ. Πιν. ΙΙΙ 17.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο μοτίβο, τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 307.

18) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,37γρ. Πιν. ΙΙΙ 18.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο μοτίβο, τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 308.

19) Αργυρό τριημιτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,21γρ. Πιν. ΙΙΙ 19.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο μοτίβο, τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 311.

24
20) Αργυρό τριημιτεταρτημόριο, 520-480π.Χ, 0,20γρ. Πιν. ΙΙΙ 20.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.12, 312.

21) Αργυρό τετράδραχμο, 480- 460π.Χ, β.17,31 γρ. Πιν. ΙΙΙ 21.

Ε. Όνος προς τα δεξιά ο οποίος φέρει στο στόμα του βότρυ. Περιμετρικά της
παράστασης, το εθνικό «ΜΙΝΔΑΙΟΝ». Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ανισομεγέθη τρίγωνα,


στο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 313.

22) Αργυρό τετρώβολο, 480- 460π.Χ, β.2,59 γρ. Πιν. ΙΙΙ 22.

Ε. Όνος προς τα δεξιά πάνω από τον οποίο όστρεο.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα,


στο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 314.

23) Αργυρό τετρώβολο, 480- 460π.Χ, β.2,36 γρ. Πιν. ΙΙΙ 23.

Ε. Ημίτομος Όνος προς τα δεξιά μπροστά από το οποίο η επιγραφή «ΜΕΝ»;

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα,


στο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 315.

24) Αργυρό τριταρτημόριο, 480- 460π.Χ, β.0,51γρ. Πιν. ΙΙΙ 24.

25
Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα, σε


μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 316.

25) Αργυρό τριταρτημόριο, 480- 460π.Χ, β.0,34γρ. Πιν. ΙΙΙ 25.

Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα, σε


μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 318.

26) Αργυρό τριταρτημόριο, 480- 460π.Χ, β.0,55γρ. Πιν. ΙΙΙ 26.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Στο λαιμό του όνου στιγμή/ Έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.12, 320.

27) Αργυρό τριταρτημόριο, 480- 460π.Χ, β.0,41γρ. Πιν. ΙΙΙ 27.

Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα, σε


μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 321.

28) Αργυρό τριημιτεταρτημόριο (;) 480- 460π.Χ, β.0,22γρ. Πιν. ΙΙΙ 28.

Ε. Προτομή όνου προς τα δεξιά, στη βάση του λαιμού του όνου στιγμή. Η
παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

26
Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα, σε
μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 322.

29) Αργυρό τεταρτημόριο 480- 460π.Χ, β.0,16γρ. Πιν. ΙΙΙ 29.

Ε. Δύο αντωπά κεφάλια όνων.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο που χωρίζεται διαγωνίως σε τέσσερα ισομεγέθη τρίγωνα, σε


μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

SNG ANS, πιν.12, 324.

30) Αργυρό τετράδραχμο 460-423π.Χ, β.16,83 γρ. Πιν. ΙV 30.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με ο αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Μπροστά από τον όνο έχουμε παράσταση ενός
κορακιού το οποίο στέκεται μέσα σε ένα κοντοκλαδεμένο κλήμα. Στη γνάθο του
ζώου διακρίνεται στεφάνι από κισσό.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 327.

31) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 17,01. Πιν. ΙV 31.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Μπροστά από τον όνο έχουμε παράσταση
σατύρου ο οποίος βαδίζει προς τα δεξιά και φέρει θύρσο.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 332.

27
32) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β.16,88γρ. Πιν. ΙV 32.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό φέρει
θύρσο.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 336.

33) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 17,10γρ. Πιν. ΙV 33.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Μπροστά από τον όνο έχουμε παράσταση ενός
κορακιού το οποίο στέκεται μέσα σε συστάδα κισσού.
Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου
γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 335.

34) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 17,10γρ. Πιν. ΙV 34.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Ο όνος είναι στεφανωμένος με στεφάνι
πιθανότατα κισσού. Μπροστά από τον όνο έχουμε παράσταση ενός κορακιού το
οποίο στέκεται μέσα σε συστάδα κισσού. Κάτω από την κοιλιά του ζώου
απεικονίζεται μυρμήγκι να κουβαλάει σπόρο. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, περιμετρικά του οποίου


το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 341.

35) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 17,09γρ. Πιν. ΙV 35.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζει το κεφάλι του ακουμπώντας τον αγκώνα του στο κεφάλι του όνου

28
παραμερίζοντας παράλληλα τα αυτιά του ζώου. Μπροστά από τον όνο έχουμε
παράσταση ενός κορακιού το οποίο στέκεται μέσα σε συστάδα κισσού. Η
παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.13, 338. Noe 1926, νο 66.

36) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 16,97γρ. Πιν. ΙV 36.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στην πλάτη όνου, στη


στάση συμποσιαστή. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Ο όνος είναι στεφανωμένος με στεφάνι
πιθανότατα κισσού. Μπροστά από τον όνο έχουμε παράσταση ενός κορακιού το
οποίο στέκεται μέσα σε συστάδα κισσού, ενώ κάτω από το τετράποδο έχουμε
παράσταση σκύλου. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοντοκλαδεμένο κλήμα το οποίο φέρει πέντε βότρυες, εντός τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.14, 342 = Noe 1926, νο 77.

37) Αργυρό τετράδραχμο, 460-423π.Χ, β. 17,15γρ. Πιν. ΙV 37.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, στρέφει προς τα δεξιά το κεφάλι, ξαπλωμένος ανάσκελα


πάνω στην πλάτη όνου. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Ο όνος είναι στεφανωμένος με στεφάνι
πιθανότατα κισσού. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Τέσσερα ανθέμια διαγωνίως τοποθετημένα εντός τετράγωνου γραμμικού


πλαισίου, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.14, 344 = Noe 1926, νο. 82.

38) Αργυρό τετράδραχμο, περί το 423π.Χ, β. 17,17γρ. Πιν. ΙV 38.

29
Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, ξαπλωμένος ανάσκελα
πάνω στην πλάτη όνου. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Τέσσερα τετράγωνα εντός τετράγωνου γραμμικού πλαισίου, τα οποία ανά


συγκεκριμένη απόσταση φέρουν στιγμές καθόλη την επιφάνεια του περιβλήματος
και θυμίζει φατνώματα .Περιμετρικά το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.14, 345 = Noe 1926, νο. 83.

39) Αργυρό τετράδραχμο, περί το 423π.Χ, β. 17,31γρ. Πιν. ΙV 39.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, ανακεκλιμένος στην πλάτη όνου. Με το δεξί του χέρι


κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Στο έξεργο, το
οποίο ορίζεται από δύο γραμμές εδάφους, εκ των οποίων η κατώτερη συντίθεται
από στιγμές, έχουμε παράσταση ακρίδας. Η όλη παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Δεκαεξάκτινο αστέρι πάνω σε κυκλικό δίσκο, τοποθετείται εντός του τετράγωνου


γραμμικού πλαισίου. Στα κενά που αφήνει ο κυκλικός δίσκος στις τέσσερεις γωνίες
του τετραγώνου, έχουμε από ένα βότρυ. Το υπόλοιπο διάκενο συμπληρώνεται από
φύλλα αμπέλου. Η παράσταση θυμίζει φάτνωμα. Περιμετρικά του γραμμικού
πλαισίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.14, 345 = Noe 1926 νο. 83.

40) Αργυρό τετρώβολο 460-423π.Χ, β.2,32γρ. Πιν. V 40.

Ε. Σειληνός ερεθίζει ιθυφαλλικό όνο τραβώντας του τα αυτιά. Η παράσταση εντός


στικτού κύκλου.

Ο. Κοράκι το οποίο στέκεται προς τα δεξιά μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά


του οποίου το εθνικό «»ΜΕΝΔΑΙΟΝ

SNG ANS, πιν.14, 351.

41) Αργυρό τετρώβολο 460-423π.Χ, β.2,32γρ. Πιν. V 41.

Ε. Σειληνός κρατάει όνο από τα αυτιά . Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοράκι το οποίο στέκεται προς τα δεξιά μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά


του οποίου το εθνικό «»ΜΕΝΔΑΙΟΝ

30
SNG ANS, πιν.14, 353.

42) Αργυρό τετρώβολο 460-423π.Χ, β.2,30γρ. Πιν. V 42.

Ε. Σειληνός κρατάει ιθυφαλλικό όνο από το λαιμό σαν να προσπαθεί να ανακόψει


την πορεία του. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοράκι στεκάμενο προς τα δεξιά μέσα σε έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του


οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.14, 353.

43) Αργυρό τριταρτημόριο, 460-423π.Χ, β.0,57γρ. Πιν. V 43.

Ε. Όνος ο οποίος στέκεται προς τα δεξιά, εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοράκι το οποίο στέκεται προς τα δεξιά, εντός έγκοιλου τετραγώνου.

SNG ANS, πιν.14, 354.

44) Αργυρό τριταρτημόριο, 460-423π.Χ, β.0,49γρ. Πιν. V 44.

Ε. Όνος προς τα δεξιά στη ράχη του οποίου στέκεται κοράκι το οποίο τον ραμφίζει
στη γένεση της ουράς εντός στικτού κύκλου.

Ο. Κοράκι το οποίο στέκεται προς τα αριστερά, εντός έγκοιλου τετραγώνου.

SNG ANS, πιν.14, 356.

45) Αργυρό τριταρτημόριο, 460-423π.Χ, β.0,50γρ. Πιν. V 45.

Ε. Όνος προς τα δεξιά εντός στικτού κύκλου.

Ο. κεφαλή λιονταριού κατενώπιον, εντός έγκοιλου τετραγώνου.

SNG ANS, πιν.14, 359.

31
46) Αργυρό τριταρτημόριο, 460-423π.Χ, β.0,48γρ. Πιν. V 46.

Ε. Όνος προς τα δεξιά.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου κάνθαρος, εκατέρωθεν του οποίου δύο
κυκλικά μοτίβα.

SNG ANS, πιν.14, 359.

47) Αργυρό τριταρτημόριο;, 460-423π.Χ, β.0,40γρ. Πιν. V 47.

Ε. Ημίτομος όνος προς τα δεξιά εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου κάνθαρος. Περιμετρικά το εθνικό [Μ]Ε[Ν]

SNG ANS, πιν.14, 364.

48) Αργυρό τριταρτημόριο;, 460-423π.Χ, β.0,32γρ. Πιν. V 48.

Ε. Ημίτομος όνος προς τα δεξιά εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου κάνθαρος. Αριστερά του κανθάρου


διατηρούνται ίχνη από το πρώτο ψηφίο του εθνικού «Μ».

SNG ANS, πιν.14, 367.

49) Αργυρό τριημιταρτημόριο (;), 460-423π.Χ, β.0,24γρ. Πιν. V 49.

Ε. Ημίτομος όνος προς τα δεξιά εντός στικτού κύκλου.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου κάνθαρος περιμετρικά του οποίου τα


πρώτα τρία ψηφία του εθνικού «ΜΕΝ».

SNG ANS, πιν.14, 368.

50) Αργυρό τεταρτημόριο, 460-423π.Χ, β.0,14γρ. Πιν. V 50.

Ε. Προτομή όνου προς τα αριστερά εντός στικτού κύκλου.

32
Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου κάνθαρος.

SNG ANS, πιν.14, 371.

51) Αργυρό τετρώβολο 423-404 π.Χ, β.2,63γρ. Πιν. V 51.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, ξαπλωμένος ανάσκελα


πάνω στην πλάτη όνου. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Αμφορέας εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμμετρικά το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΗ».

SNG ANS, πιν.15, 372.

52) Αργυρό τετρώβολο 423-404 π.Χ, β.1,54γρ. Πιν. V 52.

Ε. Διόνυσος, γενειοφόρος, στρέφει το κεφάλι προς τα πίσω, ξαπλωμένος ανάσκελα


πάνω στην πλάτη όνου. Με το δεξί του χέρι κρατά κάνθαρο, ενώ με το αριστερό
στηρίζεται στην πλάτη του ζώου. Η παράσταση εντός στικτού κύκλου.

Ο. Αμφορέας εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμμετρικά το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΗ».Η


Παράσταση εντός γραμμικού πλαισίου, εξωτερικά του οποίου μαίανδρος(;).

SNG ANS, πιν.15, 373.

53) Αργυρό τετρώβολο 423-404 π.Χ, β.1,9γρ. Πιν. V 53.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου.

Ο. Αμφορέας εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμετρικά του αμφορέα το εθνικό


«ΜΕΝΔΑΙΟΝ».

SNG ANS, πιν.15, 374.

54) Αργυρό τετρώβολο 423-404 π.Χ, β.2 γρ. Πιν. V 54.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου.

33
Ο. Αμφορέας, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΗ».

SNG ANS, πιν.15, 375.

55) Αργυρό τετρώβολο 423-404 π.Χ, β. 1,86γρ. Πιν. V 55.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου.

Ο. Αμφορέας, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΩΝ».

SNG ANS, πιν.15, 376.

56) Αργυρό διώβολο 423-404 π.Χ, β. 0,82γρ. Πιν. V 56.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου.

Ο. Αμφορέας, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΩΝ».

SNG ANS, πιν.15, 377.

57) Αργυρό τετράδραχμο, μετά το 480 π.Χ, β.12,37γρ. Πιν. V 57.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου προς τα αριστερά.

Ο. Ιθυφαλλικός όνος, στη ράχη του οποίου ίσταται κοράκι που τον ραμφίζει στη
γένεση της ουράς του. Περιμετρικά το εθνικό «Μενδαίων».

SNG ANS, πιν.15, 380.

58) Αργυρό τετράδραχμο, μετά το 480 π.Χ, β.12,35γρ. Πιν. V 58.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή Διονύσου προς τα αριστερά.

Ο. Ιθυφαλλικός όνος, στη ράχη του οποίου ίσταται κοράκι που τον ραμφίζει στη
γένεση της ουράς του. Περιμετρικά το εθνικό «Μενδαίων».

SNG ANS, πιν.15, 381.

34
59) Αργυρό διώβολο; Μετά το 380 π.Χ; β.1,11. Πιν. VΙ 59.

Ε. Όνος ο οποίος ίσταται προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Αμφορέας αριστερά από τον οποίο κλαδί κισσού, δεξιά το εθνικό «ΜΙΝ».

SNG ANS, πιν.15, 379.

60) Χάλκινη υποδιαίρεση Α, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, 7,33γρ. Πιν. VΙ 60.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά.

Ο. Αμφορέας, περιμετρικά του οποίου κισσός. Πάνω από τον αμφορέα τμήμα του
εθνικού «ΜΕΝ».

SNG ANS, πιν.15, 382.

61) Χάλκινη υποδιαίρεση Α, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, 5,35γρ. Πιν. VΙ 61.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά.

Ο. Αμφορέας, περιμετρικά του οποίου κισσός. Πάνω από τον αμφορέα τμήμα του
εθνικού «ΜΕΝ».

SNG ANS, πιν.15, 387.

62) Χάλκινη υποδιαίρεση Β, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα. 2,76 γρ. Πιν. VΙ 62.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά.

Ο. Δύο αμφορείς, πάνω από τους οποίους το εθνικό «ΜΕΝ»

SNG ANS, πιν.15, 391.

63) Χάλκινη υποδιαίρεση Β, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα. 2,91 γρ. Πιν. VΙ 63.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά.

35
Ο. Δύο αμφορείς, πάνω από τους οποίους το εθνικό «ΜΕΝ»

SNG ANS, πιν.15, 392.

64) Χάλκινη υποδιαίρεση C, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα. 1,33γρ. Πιν. VΙ 64.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά.

Ο. Αμφορέας, δεξιά από τον οποίο κισσός. Αριστερά από τον αμφορέα τμημα του
εθνικού «ΜΕΝ».

SNG ANS, πιν.15, 395.

65) Χάλκινη υποδιαίρεση C, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα. 1,2 γρ. Πιν. VΙ 65.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα αριστερά.

Ο. Αμφορέας, αριστερά από τον οποίο κισσός. Δεξιά από τον αμφορέα τμήμα του
εθνικού «ΜΕΝ». Πάνω από τον αμφορέα ημισέληνος.

SNG ANS, πιν.15, 397.

66) Χάλκινη υποδιαίρεση C, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα. 1,59γρ. Πιν. VΙ 66.

Ε. Κισσοστεφανωμένη κεφαλή νεαρού Διονύσου προς τα δεξιά. Η παράσταση εντός


στικτού δακτυλίου.

Ο. Αμφορέας, αριστερά από τον οποίο κισσός. Δεξιά από τον αμφορέα τμήμα του
εθνικού «ΜΙΝ». Η παράσταση εντός στικτού δακτυλίου.

SNG ANS, πιν.15, 398 = J.N. Svoronos, Νομισματική συλλογή Ελένης


Μαυροκορδάτου, JIAN 1911, 253 νο.166, πιν.7,32.

36
2.4. Σκάψα.

1) Αργυρό τετρώβολο Κάψας, περί το 480 π.Χ, β.2,65γρ. Πιν. VΙ Σκάψα 1.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά πάνω από τον οποίο απεικονίζεται κύλικα.

Ο. Έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου. Σε δυο έγκοιλα τρίγωνα διακρίνονται


τα ψηφία «ΚΑ».

SNG Cop. πιν.4, 146.

2) Αργυρό τετρώβολο Κάψας, περί το 480 π.Χ, β.2,93γρ. Πιν. VΙ Σκάψα 2.

Ε. Ιθυφαλλικός όνος προς τα δεξιά πάνω από τον οποίο απεικονίζεται κύλικα.

Ο. έγκοιλο μοτίβο τύπου φτερών ανεμόμυλου. Σε δυο φτερά τα ψηφία «ΚΑ».

SNG ANS, πιν.9, 228.

V. Σκιώνη.

1) Αργυρό τριημιόβολο, β.0,49γρ. Πιν. VΙ Σκιώνη 1.

Κεφαλή νέου προς τα αριστερά / Βότρυς εντός εγκοίλου τετραγώνου


περιστοιχιζόμενος από την επιγραφή «[Σ]ΚΙ[Ο;]».

SNG UK V, νο.2374.

2) Αργυρό τριημιόβολο, β.0,45γρ. Πιν. VΙ Σκιώνη 2.

Κεφαλή νέου προς τα δεξιά/ έγκοιλο τετράγωνο μέσα στο οποίο εικονίζονται
βότρυες και φύλλα αμπέλου,

SNG UK V, νο.2375.

37
VII. Τορώνη.

1) Αργυρό τετράδραχμο 500-490 π.Χ, β.14,46γρ. Πιν. VΙI 1.

Ε. Αμφορέας, ελεύθερος στο πέταλο.

Ο. Έγκοιλο τετράγωνο εντός του οποίου άνθος ή άστρο.

Hardwick 1998, πιν. 29,1.

2) Αργυρό τετράδραχμο 500-490 π.Χ, β.14,49γρ. Πιν. VΙI 2.

Ε. Αμφορέας ελεύθερος στο πέταλο.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, εντός του οποίου τμήμα του εθνικού «ΤΕΡΟ».

Hardwick 1998, πιν. 29,2.

3) Αργυρό τετράδραχμο, 500-490π.Χ, β.13,98γρ. Πιν. VΙI 3.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 744.

4) Αργυρή δραχμή, 500-490π.Χ, β.3,64γρ. Πιν. VΙI 4.

Ε. Οινοχόη, προς τα δεξιά.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 745. = Hardwick 1998, πιν. 29, 3.

5) Αργυρό τετράδραχμο, 490-480π.Χ, β.17,26γρ. Πιν. VΙI 5.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου. Από τις λαβές του αμφορέα κρέμονται δύο
βότρυες, ενώ ένας τρίτος υπάρχει στο σώμα του αμφορέα.

38
Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

Hardwick 1998, πιν. 29,5.

6)Αργυρό τετράδραχμο, 490-480π.Χ, β.16,79γρ. Πιν. VΙI 6.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου. Στο κέντρο του σώματος του αμφορέα,
βότρυς.

Ο. τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 743. = C.M.Kraay, “Greek coins Recently Acquired by the
Ashmolean Museum, Oxford” NC 1954 , 10-15, νο. 7.

7) Αργυρό τετράδραχμο, 490-480π.Χ, β.16,72γρ. Πιν. VΙI 7.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου. Στο κέντρο του σώματος του αμφορέα
βότρυς.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, νο.741, πιν.28. = C.M.Kraay, “Greek coins Recently Acquired by the
Ashmolean Museum, Oxford” NC 1954 , 10-15, νο. 3.

8) Αργυρό τετράδραχμο, 490-480π.Χ, β.17,29γρ. Πιν. VΙI 8.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου. Από τις λαβές του αγγείου κρέμονται δύο
βότρυες, ενώ ένας τρίτος υπάρχει στο σώμα του αμφορέα. Εκατέρωθεν του
αμφορέα τα αρχικά «ΗΕ».

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

Hardwick 1998, πιν. 29, 11.

9) Αργυρό τετράδραχμο, 490-480π.Χ, β.18,03γρ. Πιν. VΙI 9.

Ε. Αμφορέας εντός στικτού δακτυλίου. Εκατέρωθεν του αγγείου δύο ιχθείς.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

39
Hardwick 1998, πιν. 29, 12.

10) Αργυρό τετρώβολο, 490-460π.Χ, β.2,26γρ. Πιν. VΙII 10.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά εντός στικτού κύκλου, από το σώμα της οποίας
πιθανότατα κρέμεται βότρυς.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 746. = Hardwick 1998, πιν. 29,6.

11) Αργυρό τετρώβολο, 490-460 π.Χ , β.2,04γρ. Πιν. VΙII 11.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG Cop. πιν. 9, 336.

12) Αργυρό τετρώβολο, 490-460 π.Χ, β.2,675 γρ. Πιν. VΙII 12.

Ε.Οινοχόη προς τα αριστερά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 747.

13) Αργυρό τετρώβολο, 490-460 π.Χ, β.2,67γρ. Πιν. VΙII 13.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά εντός στικτού δακτυλίου.

Ο.Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 748.

14) Αργυρό διώβολο, 490-460 π.Χ, β.1,3γρ. Πιν. VΙII 14.

40
Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά.

Ο. Έγκοιλο τύπου φτερών ανεμόμυλου.

Hardwick 1998, πιν. 29,7.

15) Αργυρός οβολός, 490-460 π.Χ, β. 0,51 γρ. Πιν. VΙII 15.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

Gorny & Mosch 186, 8/9 Marz 2010, νο.1229.

16) Αργυρός ημιοβολός, 490-460 π.Χ, β.0,31γρ. Πιν. VΙII 16.

Ε. Οινοχόη προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 749. = Hardwick 1998, πιν. 29, 9.

17) Αργυρό τεταρτημόριο, 490-460π.Χ, β.0,26γρ. Πιν. VΙII 17.

Ε. Οινοχόη.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 750.

18) Αργυρό τετρώβολο, 424-422 π.Χ, β.2,20γρ. Πιν. VΙII 18.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά εντός στικτού δακτυλίου. Εκατέρωθεν του αγγείου το


εθνικό «ΤΕ».

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

41
SNG ANS, πιν.28, 751. = Hardwick 1998, πιν. 29,13.

19) Αργυρό τετρώβολο, 424-422 π.Χ, β.2,22γρ. Πιν. VΙII 19.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά εντός στικτού δακτυλίου. Εκατέρωθεν του αγγείου το


εθνικό «ΤΕ».

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 752.

20) Αργυρό τετρώβολο, 424-422 π.Χ, β.2,15γρ. Πιν. VΙII 20.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά, εντός στικτού δακτυλίου. Εκατέρωθεν του αγγείου το


εθνικό «ΤΕ».

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο.

SNG ANS, πιν.28, 754.

21) Αργυρός ημιοβολός, 480-460 π.Χ, β. 0,23γρ. Πιν. VΙII 21.

Ε. Οινοχόη προς τα δεξιά, εκατέρωθεν της οποίας το εθνικό «ΤΕ». Η παράσταση


εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετάγωνο.

Gorny & Mosch 186, 8/9 Marz 2010, νο.1231.

22) Αργυρό τετρώβολο, τέλη 5ου π.Χ αιώνα, β. 2,45γρ. Πιν. VΙII 22.

Ε. Σάτυρος γονατίζει προς τα αριστερά στην προσπάθειά του να πιεί οίνο από μία
υπερμεγέθη οινοχόη.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου το εθνικό «ΤΕΡΩΝΑΟΝ»

Hardwick 1998, πιν.29, 15.

42
23) Αργυρός ημιοβολός, τέλη 5ου π.Χ αιώνα, β. 0,26 γρ. Πιν. VΙII 23.

Ε. Πελαργός προσπαθεί να βάλει το ράμφος του σε μία οινοχόη για να πιεί οίνο.

Ο. Τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμετρικά το


εθνικό «ΤΕΡΟ».

Hardwick 1998, πιν.29, 16.

24) Αργυρός ημιοβολός, τέλη 5ου–1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, β.0,33 γρ. Πιν. VΙII 24.

Ε. Πελαργός προσπαθεί να βάλει το ράμφος του σε μία οινοχόη για να πιεί οίνο.

Ο. Τετραμερές τετράγωνο, εντός έγκοιλου τετραγώνου. Απουσιάζει το εθνικό.

Gorny & Mosch 186, 8/9 Marz 2010, νο.1230.

25) Αργυρό τετρώβολο, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, β. 2,44γρ. Πιν. VΙII 25.

Ε. Σάτυρος γονατίζει προς τα αριστερά στην προσπάθειά του να πιεί οίνο από μία
υπερμεγέθη οινοχόη.

Ο. Τράγος βαδίζει προς τα δεξιά περιστοιχιζόμενος από το εθνικό «ΤΕ».

Hardwick 1998, πιν.29, 17.

26) Αργυρό τετρώβολο, 400-348π.Χ, β. 2,23γρ. Πιν. VΙII 26.

Ε. Σάτυρος γονατίζει προς τα αριστερά στην προσπάθειά του να πιεί οίνο από μία
υπερμεγέθη οινοχόη.

Ο. Τράγος βαδίζει προς τα δεξιά περιστοιχιζόμενος από το εθνικό «ΤΕ».

SNG Cop. πιν. 9, 342 (υποστηρίχθηκε ότι το παρόν αποτελεί προϊόν σύγχρονης
εργασίας= πλαστό ). Rollin, F.Neumann, Populorum et Regum Numi veteres inediti II
1783, p.170,1, πιν.VI,1. Mionnet VI, p.632, 137. Wiczay p.102, 2.602, πιν.XI, 224 (στο
λήμμα Αιγαί ), Sestini, Gastigatines 1828, p.25, 2602, Sestini, Mus. Hederv. I p.119,1,
Gaebler Fälschungen V, P.362,22b.

43
27) Αργυρό τετρώβολο, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, β. 2,37γρ. Πιν. VΙII 27.

Ε. Σάτυρος γονατίζει προς τα δεξιά στην προσπάθειά του να πιεί οίνο από μία
υπερμεγέθη οινοχόη.

Ο. Τράγος βαδίζει προς τα δεξιά περιστοιχιζόμενος από το εθνικό «ΤΕ».

Hardwick 1998, πιν.29, 18.

28) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, β. 0,37 γρ. Πιν. IX 28.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά. Εκατέρωθεν το εθνικό «ΤΕ».

Ο. Προτομή τράγου σε προφίλ, προς τα δεξιά.

Hardwick 1998, πιν.29, 19.

29) Αργυρός οβολός, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, 0,42γρ. Πιν. IX 29.

Ε. Οινοχόη προς τα αριστερά εκατέρωθεν της οποίας τα πρώτα δύο γράμματα του
εθνικού «ΤΕ»

Ο. Κεφαλή τράγου προς τα δεξιά.

SNG Cop. πιν. 9, 338.

30) Αργυρό τριτεταρτημόριο, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, β. 0,36 γρ. Πιν. IX 30.

Ε. Οινοχόη προς τα δεξιά, εντός στικτού δακτυλίου.

Ο. Προτομή τράγου σε προφίλ, προς τα δεξιά. Περιμετρικά το εθνικό «ΤΕΡΟ»

Hardwick 1998, πιν.29, 20.

31) Χάλκινη υποδιαίρεση Β, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, 3,85 γρ. Πιν. IX 31.

Ε. Κεφαλή Απόλλωνος προς τα δεξιά.

44
Ο. Δύο αντωπές οινοχόες, πάνω από τις οποίες το εθνικό «ΤΕ».

Hardwick 1998, πιν.29, 22.

32) Χάλκινη υποδιαίρεση C, 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα, 1,95 γρ. Πιν. IX 32.

Ε. Κεφαλή Απόλλωνος προς τα δεξιά.

Ο. Οινοχόη προς τα δεξιά, πάνω από την οποία το εθνικό «ΤΕ».

Hardwick 1998, πιν.29, 23 = Olynthus IX, πιν.30.37.

45
3. ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΚΟΠΕΙΑ ΜΑΚΕ∆ΟΝΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΜΕ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
∆ΙΟΝΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

3.1. Άκανθος.
Η αρχαία Άκανθος βρισκόταν στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, στη
βορειοανατολική ακτή του ισθμού που ενώνει τη χερσόνησο του Αγίου Όρους με
την ηπειρωτική Χαλκιδική. Ιστορικές και επιγραφικές μαρτυρίες καθώς και
αρχαιολογικές ανασκαφές συνηγορούν υπέρ της αναγνώρισης της πόλης στη θέση
της σύγχρονης Ιερισσού59.
Η πόλη ιδρύθηκε στα μέσα περίπου του 7ου αιώνα με τη συμμετοχή
αποίκων τόσο από την Άνδρο, όσο και από τη Χαλκίδα. Το στοιχείο της Άνδρου
επικράτησε έναντι αυτού της Χαλκίδας, με αποτέλεσμα η Άκανθος να θεωρείται
σήμερα αποικία του νησιού των Κυκλάδων. Σύμφωνα με πηγές, η πόλη ιδρύθηκε σε
περιοχή όπου υπήρχε προγενέστερη εγκατάσταση ντόπιου πληθυσμού60.
Η Άκανθος εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο το 492 π.Χ, οπότε και
προσάραξε στην περιοχή της ο στόλος του Δαρείου υπό τον Μαρδόνιο, λίγο πριν
αυτός καταστραφεί στις απόκρημνες ακτές του όρους Άθω. Το 482-80 π.Χ, η
Άκανθος συνδράμει στην κατασκευή του καναλιού, που ένωνε τον Σιγγιτικό με το
Στρυμωνικό κόλπο και που ως απώτερο στόχο είχε τη διέλευση του περσικού
στόλου του Ξέρξη, προς αποφυγή της τραγωδίας του 492 π.Χ.
Μετά την ήττα και την αποχώρηση των Περσών από τη γηραιά ήπειρο, η
Άκανθος προσχωρεί στη Δηλιακή συμμαχία, καταβάλλοντας ετήσιες εισφορές που
ανέρχονταν στο ποσό των τριών ταλάντων αργύρου61. Η πόλη παραμένει πιστή
στους συμμάχους της, Αθηναίους μέχρι το 424 π.Χ. Τη χρονιά αυτή, ο Βρασίδας,
αποσκοπώντας στο να στερήσει από την Αθήνα τους συμμάχους της στη βόρεια
Ελλάδα, την πολιορκεί. Οι Ακάνθιοι αναγκάζονται να προσχωρήσουν χωρίς μάχη
στην πλευρά του Βρασίδα, υπό την άμεση απειλή της καταστροφής των

59
Οι αρχαίες πηγές διίστανται ως προς τη θέση της πόλης. Ο Ηρόδοτος, Ιστορία 7.22.13-4,
60
Το φαινόµενο συνύπαρξης αποίκων µε ντόπιο πληθυσµό µαρτυρείται συχνά στην περίπτωση των
αποικιών της Χαλκιδικής. Χαρακτηριστικά παραδείγµατα αποτελούν η Σκιώνη, η Μένδη και η
Τορώνη, στις οποίες η κατοίκηση είναι συνεχής ήδη από τον πρώτο αποικισµό, ενώ προϊστορικοί
οικισµοί στα πλαίσια των πόλεων αυτών, µας ανάγουν χρονολογικά πολύ πιο πίσω. Πάντως, είναι
δύσκολο να ορίσουµε µε ποιο τρόπο επιτεύχθηκε η συνύπαρξη των δύο στοιχείων.
61
Zahrnt 1971, 34-41 & 51.

46
αμπελώνων της πόλης από τα σπαρτιατικά στρατεύματα. Στη συνέχεια φαίνεται ότι
η Άκανθος βοήθησε ενεργά, στο στρατιωτικό τομέα, τον Βρασίδα, γεγονός που
αποδεικνύεται από την κοινή αφιέρωση ενός θησαυρού στους Δελφούς.
Με την ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ, η πόλη φαίνεται ότι επιστρέφει στην
πλευρά των Αθηνών, στην οποία και παραμένει μέχρι την οριστική ήττα της Αθήνας
το 404π.Χ.
Η Άκανθος έκτοτε παρέμεινε αυτόνομη και ανεξάρτητη, παρ’ όλες τις
έντονες προσπάθειες του Κοινού των Χαλκιδέων να την ενσωματώσουν στο
ομοσπονδιακό τους κράτος. Από τη σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας των Χαλκιδέων
με τον Αμύντα, που χρονολογείται το 393 π.Χ, πληροφορούμαστε μεταξύ άλλων ότι
απαγορευόταν η μονομερής σύναψη συμμαχίας των ενδιαφερομένων με τους
Ακάνθιους, τους Μενδαίους, τους Βοττιαίους και τους Αμφιπολίτες.
Η ανεξέλεγκτη εξάπλωση του Κοινού το 383 π.Χ, όταν και περιήλθαν σε
αυτό πολλές περιοχές του Μακεδονικού βασιλείου, θορύβησε την Άκανθο62, η
οποία στην προσπάθεια να διατηρήσει την αυτονομία της, απευθύνθηκε στη
Σπάρτη για βοήθεια63, από κοινού με την Απολλωνία και τον μακεδόνα βασιλιά
Αμύντα Γ’. Οι Λακεδαιμόνιοι ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα των απειλούμενων από
το Κοινό πόλεων, αποστέλλοντας εκστρατευτικό σώμα στη Χαλκιδική. Το 379 π.Χ, τα
σπαρτιατικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Όλυνθο, πρωτεύουσα του Κοινού,
γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα αφενός την παροδική κατάλυση του Κοινού και
αφετέρου την απομάκρυνση του κινδύνου από την Άκανθο.
Από το 379 μέχρι το 360 π.Χ, η πόλη ήταν σίγουρα ανεξάρτητη και εκτός
του Κοινού των Χαλκιδέων. Κάτι τέτοιο, επιβεβαιώνεται από την αναγραφή του
ονόματος της πόλης στη λίστα των Θεαροδώκων της Επιδαύρου, που χρονολογείται
το 460 π.Χ64. Έκτοτε και για μία δεκαετία ακόμα, η πόλη πρέπει να διατήρησε την
αυτονομία της65.

62
∆εν είµαστε σίγουροι αν κατά την διάρκεια της µεγάλης ισχύος του Κοινού, η Άκανθος αποτέλεσε
ακούσιο µέλος του κοινού. Υπέρ της µη σύνδεσης του Ακάνθου µε το Κοινό των Χαλκιδέων
τάσσονται οι West 1918, 103 & Zahrnt 1971, 149.
63
Ξενοφών Ελληνικά 5.2.11.1 κε & ∆ιοδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη 15.19.3.1-4.
64
IG. IV2 1. 94 b.I. 22.
65
Zahrnt 1971, 149.

47
Η Άκανθος δεν φαίνεται να καταστράφηκε κατά τη σύρραξη των
Μακεδόνων του Φιλίππου με το Κοινό των Χαλκιδέων κατά τα έτη 349/8 π.Χ66. Με
την ήττα του Κοινού και την καταστροφή της πρωτεύουσάς του, της Ολύνθου,
ολόκληρη η Χαλκιδική πέρασε υπό την άμεση ή έμμεση κυριαρχία των Μακεδόνων.

α. Η νομισματική δραστηριότητα της Ακάνθου.


Το νομισματοκοπείο της Ακάνθου ήταν, αν όχι το σημαντικότερο, ένα
από τα πιο σημαντικά νομισματοκοπεία της Μακεδονίας, λόγω της τεράστιας
παραγωγής του και της εκτενούς περιόδου λειτουργίας του. Οι αργυροί στατήρες-
τετράδραχμα της πόλης, ιδιαίτερα αυτοί που κόπηκαν κατά την περίοδο της
περσικής «επικυριαρχίας» στη Μακεδονία, απαντώνται συχνά σε θησαυρούς εντός
και εκτός Ελλάδος.
Η νομισματική δραστηριότητα στην περιοχή ξεκινά στα τέλη του 3ου
τέταρτου του 6ου π.Χ αιώνα και διαρκεί μέχρι και την ενσωμάτωση της περιοχής στο
βασίλειο του Φιλίππου Β΄, το 349 π.Χ. Η νομισματική παραγωγή της πόλης πρέπει
να χωριστεί σε επτά διαδοχικές περιόδους67.

i. Πρώτη περίοδος 525-500 π.Χ.


Κόπηκαν αργυροί στατήρες- τετράδραχμα, τετρώβολα και τριτεταρτη-
μόρια με βάση τον αττικο-ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα. Τα νομίσματα μοιράζονται
τον ίδιο πάντα οπισθότυπο, ο οποίος αποτελείται από ένα έγκοιλο τετράγωνο
χωριζόμενο σε τέσσερα επιμέρους τετράγωνα. Στα τετράδραχμα, έχουμε στον
εμπροσθότυπο σκηνή σπαραγμού ταύρου από λέοντα. Στα τετρώβολα έχουμε στον
εμπροσθότυπο παράσταση ημιτόμου ταύρου, ενώ στα τριτεταρτημόρια έχουμε
κεφαλή ταύρου σε προφίλ.

ii. Δεύτερη περίοδος 500-478 π.Χ.

66
Zahrt 1971, 150. Αρχαιολογικές µαρτυρίες συνηγορούν κατά της καταστροφής της πόλης από το
Φίλιππο Β΄. Βλ. Τρακοσοπούλου 1987, 295 κε.
67
Ο χωρισµός στις επτά περιόδους γίνεται µε βάση την αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή του Π.
Τσέλεκα, και προτιµήθηκε έναντι της κατηγοριοποίησης του J. Desneux 1949, 5 κε, αφενός διότι
κρίθηκε πιο έγκυρη και αφετέρου επειδή είναι πιο πρόσφατη.

48
Κατά την περίοδο αυτή έχουμε τη συνέχιση της κοπής των
υποδιαιρέσεων της πρώτης περιόδου, με τις προσθήκες δύο ακόμη, της δραχμής,
και του διώβολου. Στον εμπροσθότυπο της αργυρής δραχμής, επιλέχθηκε η
παράσταση ταύρου, ο οποίος ίσταται μόνος του χωρίς την παρουσία του θηρευτή,
όπως τον συναντούμε στις μεγαλύτερες υποδιαιρέσεις. Στον οπισθότυπο έχουμε το
γνωστό έγκοιλο τετράγωνο, που χωρίζεται σε τέσσερα επιμέρους τετράγωνα. Στο
τελευταίο νομισματικό νεωτερισμό της περιόδου αυτής, το αργυρό διώβολο,
επιλέγεται στον εμπροσθότυπο η κεφαλή της θεάς Αθηνάς, πλαισιωμένη από τον
γνωστό, τυπικό για το νομισματοκοπείο της Ακάνθου, οπισθότυπο.

iii. Τρίτη περίοδος 478-465 π.Χ.


Κατά την περίοδο αυτή, η κοπή των δραχμών καθώς και των διωβόλων
δεν φαίνεται να συνεχίζεται. Όλες οι υπόλοιπες υποδιαιρέσεις κόβονται με τους
γνωστούς τύπους, με την προσθήκη ενός ρόδακα στον εμπροσθότυπο, ενώ ο
οπισθότυπος γίνεται κανονικός.

iv. Τέταρτη περίοδος 465-460 π.Χ.


Κατά την περίοδο αυτή κόβονται τετράδραχμα, τετρώβολα, καθώς και
διώβολα με τις γνωστές παραστάσεις από τις προηγούμενες περιόδους. Για πρώτη
φορά εμφανίζεται το εθνικό της πόλης στον εμπροσθότυπο των αργυρών
τετραδράχμων, που μέχρι τότε υποδηλωνόταν με την παρουσία ενός λαλούντος
συμβόλου, ενός φύλλου άκανθας.

v. Πέμπτη περίοδος 460-430 π.Χ.


Κόβονται όλες οι υποδιαιρέσεις εκτός από τη δραχμή, η οποία φαίνεται
πως δεν επαναχρησιμοποιήθηκε μετά τη δεύτερη περίοδο του νομισματοκοπείου,
πιθανότατα διότι τα τετρώβολα ήταν πολύ πιο χρηστικά. Στα αργυρά τετράδραχμα-
στατήρες διατηρείται η παράσταση σπαραγμού ταύρου από λιοντάρι στον
εμπροσθότυπο. Η παράσταση πλέον πλαισιώνεται από διάφορα παραπληρωματικά
σύμβολα, τα οποία βρίσκονταν εντός, ή σπανιότερα εκτός, του εξέργου. Το εθνικό
«ΑΚΑΝΘΙΟΝ» εξαλείφεται από τον εμπροσθότυπο, για να πλαισιώσει το έγκοιλο
τετράγωνο του οπισθοτύπου. Στα τετρώβολα διατηρούνται οι γνωστές παραστάσεις

49
με τον ημίτομο ταύρο στον εμπροσθότυπο και το έγκοιλο τετράγωνο στον
οπισθότυπο. Στα διώβολα παραμένει η παράσταση της κεφαλής της θεάς Αθηνάς,
ενώ στον οπισθότυπο, εντός των τεσσάρων τετραγώνων που αποτελούν το έγκοιλο
τετράγωνο, αναγράφονται τα πρώτα τέσσερα γράμματα του εθνικού «ΑΚΑΝ».
Τέλος, στα τριτεταρτημόρια διατηρείται η παράσταση της κεφαλής ταύρου σε
προφίλ, πλαισιωμένης από το γνωστό έγκοιλο τετράγωνο του οπισθοτύπου.

vi. Έκτη περίοδος 430-380 π.Χ.


Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από την αλλαγή του σταθμητικού
κανόνα, από τον αττικό-ευβοϊκό στον θρακομακεδονικό. Κόπηκαν τετράδραχμα,
τετρώβολα και τριτετατρημόρια με τις γνωστές από την προηγούμενη περίοδο
παραστάσεις. Μία νέα υποδιαίρεση, αυτή του οβολού, προστίθεται στις ήδη
υπάρχουσες. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται κεφαλή Απόλλωνα, ενώ στον
οπισθότυπο έχουμε παράσταση λύρας, περιμετρικά της οποίας διακρίνεται το
εθνικό «ΑΚΑΝΘΙΟΝ». Η κοπή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί άσχετη με τα χρονικά
παράλληλα νομίσματα του Κοινού των Χαλκιδέων, που φέρουν παρόμοιες
παραστάσεις. Παράλληλα, προς το τέλος του 5ου με αρχές του 4ου π.Χ αιώνα, η
Άκανθος, όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της Χαλκιδικής, προχώρησε στην κοπή
χάλκινων υποδιαιρέσεων68. Πιο συγκεκριμένα, το νομισματοκοπείο της Ακάνθου
προχώρησε στην κοπή δύο υποδιαιρέσεων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη φέρει
κεφαλή Αθηνάς στον εμπροσθότυπο ενώ στον οπισθότυπο διακρίνεται τετράκτινος
τροχός, εντός του οποίου τοποθετήθηκαν τα τέσσερα πρώτα ψηφία του εθνικού
«ΑΚΑΝ». Στην ελάσσονα υποδιαίρεση, επιλέχθηκε πάλι η κεφαλή της Αθηνάς για
τον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε έγκοιλο τετράγωνο χωριζόμενο σε
τέσσερα μικρότερα, εντός των οποίων τοποθετήθηκαν τα τέσσερα πρώτα γράμματα
του εθνικού.

vii. Έβδομη περίοδος, 380-350 π.Χ.

68
Olynthus IX, 266.

50
Από την περίοδο αυτή έχουμε αργυρά μόνο τετράδραχμα. Στα
νομίσματα αυτά συναντάμε για άλλη μία φορά την παράσταση του λέοντα να
επιτίθεται σε ταύρο, ενώ στο έξεργο έχουμε πάλι είτε παραπληρωματικά σύμβολα,
είτε ονόματα υπευθύνων του νομισματοκοπείου, μία συνήθεια που άρχισε ήδη από
τα τέλη της προηγούμενης περιόδου. Στον οπισθότυπο έχουμε έγκοιλο τετράγωνο,
αποτελούμενο από τέσσερα τετράγωνα, περιμετρικά των οποίων αναγράφεται το
εθνικό.

β. Διονυσιακή εικονογραφία στα νομίσματα της Ακάνθου.


Εκ πρώτης όψεως, έχοντας αναλύσει σε γενικές γραμμές την πορεία
εξέλιξης του νομισματοκοπείου της Ακάνθου, θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί
για ποιο λόγο επιλέχθηκε η συγκεκριμένη πόλη για ανάλυση νομισμάτων που
σχετίζονται με το Διόνυσο και τον κύκλο του. Παρόλο που και ο ταύρος, αλλά και το
λιοντάρι αποτελούν ζώα τα οποία συνδέονται το καθένα ξεχωριστά με το θεό του
οίνου, αφού και τα δύο αποτέλεσαν, σύμφωνα με τη μυθολογία, μεταμόρφωση του
θεού, εντούτοις η παράσταση δεν μπορεί να θεωρηθεί διονυσιακή. Οι πηγές αυτής
της παράστασης πρέπει και αναζητηθούν περισσότερο σε ανατολικά πρότυπα, ίσως
κάτω από την περσική επιρροή που ήταν ακόμη εντονότερη, λόγω της σχετικής
υποτέλειας της πόλης στον Πέρση Βασιλιά, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 470
π.Χ, παρά σε κάποιο μυθολογικό γεγονός.
Παρ’ όλο που τόσο από τις πηγές69, όσο και από ενσφράγιστες λαβές
αμφορέων, πληροφορούμαστε για την ύπαρξη σημαντικών αμπελώνων στην
επικράτεια της Ακάνθου, και παρ’ όλο που ο οίνος της πόλης αποτελούσε
σημαντικότατη πηγή εσόδων για το κράτος, εντούτοις κανένας κύριος νομισματικός
τύπος δεν μας παραπέμπει απευθείας στο Διόνυσο. Κάτι τέτοιο βέβαια είναι
αναμενόμενο για τις μεγάλες υποδιαιρέσεις, όπου το νομισματοκοπείο είχε μακρά
παράδοση και ο θεματολογικός αρχαϊσμός ήταν σκόπιμος, αλλά για ποιο λόγο
επιλέχθηκαν στις μικρότερες υποδιαιρέσεις θεότητες όπως η Αθηνά, ή ο Απόλλωνας

69
Ο Θεόφραστος, Περί φυτών αιτιών 3.15.5.6-8, µας πληροφορεί για τον τρόπο µε τον οποίο γινόταν
το κλάδεµα της αµπέλου στην Άκανθο και το παροµοιάζει, ως ένα βαθµό, µε αυτό της Αφύτου.

51
στη συνέχεια, έναντι του Διονύσου, όταν από τον τελευταίο εξαρτιόταν η τόσο
σημαντική για τους Ακάνθιους ευημερία των αμπελώνων, η επικείμενη καταστροφή
των οποίων από τους Λακεδαιμόνιους του Βρασίδα ήταν ικανή να εξαναγκάσει την
πόλη να παραδοθεί αμαχητί;
Είναι γεγονός ότι ο Διόνυσος, λόγω της διφορούμενης φύσης της
λατρείας του, σπάνια αποτελούσε θεότητα - προστάτη κάποιας πόλης - κράτους.
Από την άλλη πλευρά, ο Διόνυσος αποτελούσε θεότητα που κατά κύριο λόγο
λατρευόταν εκτός των ορίων της πόλης, στη χώρα της πόλης – κράτους. Η ύπαρξη
της Αθηνάς καθώς και του Απόλλωνα στα νομίσματα της Ακάνθου σχετίζονται
προφανώς με λόγους πολιτικούς. Στην περίπτωση της Αθηνάς, τόσο η υποδιαίρεση,
αυτή του διωβολού, στην οποία απεικονίζεται, που δεν είναι τόσο συχνή στο
μακεδονικό χώρο, όσο και η θεματογραφία, μας παραπέμπουν άμεσα στις σχέσεις
της πόλης με την Αθήνα. Από την άλλη, είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσουμε στην
επιλογή του Απόλλωνα ως κύριου νομισματικού τύπου, επιρροή από την
παράλληλη χρονικά νομισματοκοπία του Κοινού των Χαλκιδέων.
Το Διονυσιακό στοιχείο μπορεί να μην είναι κυρίαρχο στα νομίσματα της
Ακάνθου, δεν απουσιάζει ωστόσο παντελώς. Σε ορισμένα αργυρά τετράδραχμα της
πέμπτης περιόδου, κομμένα ανάμεσα στα έτη 460 και 430 π.Χ [πιν. i 1-2], καθώς και
σε ορισμένα τετράδραχμα κομμένα τον 4ο αιώνα [πιν. i, 3] στο θρακομακεδονικό
σταθμητικό κανόνα, εμφανίζεται στο έξεργο του εμπροσθότυπου, κάτω από την
κύρια παράσταση, κληματσίδα αμπέλου με βότρυ.
Αυτές είναι και οι μοναδικές περιπτώσεις που υπονοείται η, γνωστή από
τις πηγές, αμπελοκαλλιέργεια της Ακάνθου και μέσω αυτής, η λατρεία του
Διονύσου. Βέβαια, δεν πρέπει να αγνοούμε, ότι τα παραπληρωματικά αυτά μοτίβα,
θεωρούνται από τους ερευνητές, στο σύνολό τους, σύμβολα του εκάστοτε
υπεύθυνου της κοπής των νομισμάτων. Συνεπώς, η ύπαρξη των συγκεκριμένων
συμβόλων θα μπορούσε να είναι τυχαία και να εναπόκειται στις αισθητικές
προτιμήσεις του κάθε υπεύθυνου του νομισματοκοπείου. Από την άλλη όμως
πλευρά, ακόμη και αν δεχτούμε ότι συνέβαινε κάτι τέτοιο, το γεγονός και μόνο ότι
γνωρίζουμε, μέσω των πηγών, για τους αμπελώνες της Ακάνθου, μας οδηγεί
αναπόφευκτα στο να συνδυάσουμε τα σύμβολα αυτά με την παραγωγή οίνου από
την πόλη, παραγωγή που επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά δεδομένα και, κατ’

52
επέκταση, με την ύπαρξη, έστω και σε περιορισμένο βαθμό, λατρείας του Διονύσου
στην Άκανθο.

3.2. Άφυτος

53
Η αρχαία Άφυτις ή Άφυτη, Άφυτος και Αφυτεία,70 βρισκόταν στα μέσα
περίπου της βόρειας ακτής της Παλλήνης, της σημερινής χερσονήσου της
Κασσάνδρειας. Κατά τον Ηρόδοτο, υπήρξε μία από τις οκτώ πόλεις, που την εποχή
των περσικών πολέμων, μοιράζονταν τη χερσόνησο71. Βορειοδυτικά της Αφύτου
βρισκόταν η Ποτίδαια, νοτιοδυτικά η Σάνη και νοτιοανατολικά η Νεάπολις, αποικία
των Μενδαίων στη βόρεια ακτή της χερσονήσου, πόλη που η θέση της δεν έχει
ακόμη ανασκαφικά εντοπισθεί.
Όσον αφορά την τοποθεσία της αρχαίας πόλης της Αφύτου, αποτελεί μία
θέση άριστα τεκμηριωμένη, ιστορικά και ανασκαφικά, αφενός εξαιτίας του
γεγονότος ότι βρίσκεται κάτω από τη σημερινή κοινότητα Άθυτο, που πρόσφατα
μετονομάστηκε σε Άφυτο, της οποίας το όνομα δεν αφήνει κανένα περιθώριο για
παρερμηνεία και αφετέρου, λόγω της γειτνίασής της με το φημισμένο από τις
αρχαίες πηγές, ιερό του Διονύσου, γνωστότερο στο ευρύ κοινό ως ιερό του Άμμωνα
Δία, το οποίο και έχει εντοπισθεί δύο μόλις χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αφύτου,
στη θέση της κοσμοπολίτικης σήμερα Καλλιθέας.
Λίγα στοιχεία έχουμε στη διάθεσή μας όσον αφορά στην ίδρυση της
πόλης. Στο κέντρο της αρχαίας πόλης, στη θέση «Κουτσόμυλος», βρίσκεται η
ακρόπολη μάλλον της πόλης, όπου υπάρχει ένας φυσικά οχυρός λόφος στον οποίο
έχουν εντοπιστεί κατάλοιπα προϊστορικού οικισμού72. Συνεπώς έχουμε και εδώ μία
συνύπαρξη του γηγενούς πληθυσμού με τους αποίκους.
Η Άφυτος κατά πάσα πιθανότητα υπήρξε αποικία των Ερετριέων73, κάτι
που βέβαια δεν διασώζεται από γραπτές πηγές, αλλά προσεγγίζεται περισσότερο
μέσω των αρχαιολογικών δεδομένων, καθώς στα πρωιμότερα στρώματα
κατοίκησης του επείσακτου πληθυσμού, που χρονολογούνται στα μέσα του 8ου π.Χ
αιώνα, εντοπίσθηκαν αγγεία74 τα οποία μπορούν να συσχετιστούν με το Λευκαντί
της Εύβοιας και είναι ανάλογα με αυτά που βρέθηκαν στη γειτονική Μένδη75.

70
Για τις ονοµασίες της πόλης βλ. Αϊλιος Ηροδιανός, Καθολική προσωδία, 3.1.103. 27-29 &
3.1.221.7-8& 3.1.276.6 & 3.1.343.22 & Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά, 151.1-3.
71
Ηροδότου Ιστορία 7.123.1-7.
72
∆εσποτίδου 1999, 305.
73
Κοντολέων 1963, 21 & ∆εσποτίδου 1999, 308.
74
Γιούρη 1971, 361 & Γιούρη 1976, 135-6.
75
Βοκοτοπούλου 1987, 281.

54
Όσον αφορά την ιστορία της πόλης λιγοστά στοιχεία μας έχουν
διασωθεί. Η πορεία της πόλης μέχρι τα περσικά δεν μπορεί να διευκρινιστεί, από
ιστορικής τουλάχιστον πλευράς. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Ξέρξη στην
κυρίως Ελλάδα το 481-0 π.Χ, η Άφυτος, όπως και όλες οι υπόλοιπες πόλεις της
χερσονήσου της Παλλήνης υποχρεώθηκε να αποδώσει στον πέρση βασιλιά πλοία
και στρατιώτες76. Το τέλος του πολέμου βρίσκει την Άφυτο μέλος της αθηναϊκής
συμμαχίας με εισφορά το όχι ευκαταφρόνητο ποσό των τριών ταλάντων77. Η πόλη
επανεμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας το 432π.Χ, οπότε και αποτέλεσε
στρατιωτική βάση των Αθηναίων υπό το Φορμίωνα, ο οποίος είχε κληθεί να
ανακαταλάβει την γειτονική Ποτίδαια που είχε αποστατήσει από την αθηναϊκή
συμμαχία78. Μέχρι το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου η πόλη παρέμεινε πιστή
σύμμαχος των Αθηνών, από την οποία συχνά ανταμείφθηκε με προνόμια και δεν
επηρεάστηκε από τις αποστασίες των γειτόνων της, Μένδης και Σκιώνης. Με την
ήττα της Αθήνας η πόλη πολιορκείται από το σπαρτιάτη βασιλιά Λύσανδρο, που
όμως έλυσε την πολιορκία, υποκινούμενος από ένα όνειρο, στο οποίο ο Άμμωνας
Δίας τον διέταξε να σταματήσει τον πόλεμο και να τιμά στο εξής το όνομά του79. Το
γεγονός αυτό σηματοδοτεί κατά την άποψη των πλείστων την αφετηρία της
λατρείας του Άμμωνα Δία στην Άφυτο.
Στον 4ο π.Χ αιώνα και εφεξής η πορεία της πόλης είναι λίγο περισσότερο
δυσδιάκριτη. Κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου π.Χ αιώνα η Άφυτος ήταν
πιθανότατα ανεξάρτητη και εκτός του Κοινού των Χαλκιδέων, γεγονός που
αποδεικνύεται και από τη νομισματική της παραγωγή που άκμασε κατά την
περίοδο αυτή. Είναι άγνωστο αν αποτέλεσε για κάποια περίοδο μέλος του Κοινού80.
Το 348 μετά την πτώση της Ολύνθου από το Φίλιππο, η Άφυτος περιέρχεται στη
μακεδονική επικράτεια, χωρίς όμως από ότι δείχνουν οι αρχαιολογικές μαρτυρίες
να υποπέσει στην ίδια μοίρα με αυτήν της πρωτεύουσας του Κοινού των

76
Ηροδότου Ιστορία 7.123.1-4.
77
Για την εισφορά της πόλης στα ταµεία της Αθηναϊκής συµµαχίας βλ. Zahrnt 1971, 34-41.
78
Θουκυδίδου Ιστορία 1.64.2
79
Πλουτάρχου Βίοι Λύσανδρος 20.5 & Παυσανίου Ελλάδος περιήγησης 3.18.3-10.
80
Σε σχέση µε το ζήτηµα βλ. Zahrnt 1971, 169. Έχει επίσης υποστηριχθεί η άποψη ότι η Άφυτος,
όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της Παλλήνης, εισήλθαν στο Κοινό των Χαλκιδέων, κατά το 357 π.Χ,
οπότε και ο Φίλιππος Ε’ παραχωρεί την Ποτίδαια, στους Χαλκιδείς, βλ. Ψωµά 2001, 245. Να
σηµειωθεί παρόλα αυτά, ότι κατά τις ανασκαφές στην Άφυτο, απουσίαζαν τα νοµίσµατα του Κοινού
των Χαλκιδέων, ενώ υπήρχαν νοµίσµατα τόσο της Αφύτου όσο και των υπολοίπων πόλεων της
Παλλήνης, Σκιώνης και Μένδης. Βλ. ∆εσποτίδου 2004, 119.

55
Χαλκιδέων81. Η πόλη στη συνέχεια, όπως είναι άλλωστε λογικό, χάνει τις αστικές της
δομές, ενώ τμήμα τουλάχιστον του άστεως φαίνεται ότι εγκαταλείπεται έπειτα από
φυσική καταστροφή, προς τα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα82. Η ίδρυση της Κασσάνδρειας
το 316/5 π.Χ, στη θέση της Ποτίδαιας λίγα μόλις χιλιόμετρα από την Άφυτο, και η
συνεπαγόμενη μετακίνηση πληθυσμού που συντελέστηκε για την επάνδρωση της
νέας πόλης, ίσως επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την Άφυτο όπως και όλες τις άλλες
πόλεις της χερσονήσου83. Παρόλα αυτά η πόλη παρέμεινε, ως πόλισμα τουλάχιστον,
μέχρι τις αρχές του 1ου μ.Χ αιώνα, καθώς ο Στράβων την αναφέρει μαζί με τη
Μένδη, τη Σκιώνη, τη Σάνη και βεβαίως την Κασσάνδρεια84.
Η θέση της πόλης της Αφύτου μπορεί να ήταν ανέκαθεν γνωστή, αλλά
μόλις πρόσφατα έγιναν τα πρώτα βήματα αρχαιολογικής προσέγγισής της. Βέβαια
οι έρευνες μέχρι στιγμής είναι σωστικού χαρακτήρα και συνεπώς δεν μπορούν να
συγκριθούν ως προς τη σημασία και την έκταση με τη συστηματική ανασκαφή της
Ολύνθου. Σίγουρα είναι μεγάλο ατύχημα το γεγονός ότι η αρχαία Άφυτος βρίσκεται
κάτω από τη σύγχρονη Άφυτο, καθώς η ανασκαφή είναι αναγκασμένη να
ακολουθήσει τους περιορισμούς του ρυμοτομικού συστήματος της σύγχρονης
εποχής85. Ωστόσο προέκυψαν σημαντικά στοιχεία, ικανά να καλύψουν ένα μεγάλο
κενό όσον αφορά την ιστορία της πόλης.
Η ανασκαφή της πόλης ξεκίνησε στην ουσία το 1999 και συνεχίζεται κατά
διαστήματα μέχρι σήμερα. Όπως είπαμε ο σωστικός χαρακτήρας των ανασκαφών,
δεν βοήθησε στη δημιουργία ενός ενιαίου ανασκαφικού πλάνου της πόλης, αλλά
αντ’ αυτού γινόταν ανασκαφή οικοπέδων που προοριζόταν για ανοικοδόμηση.
Ανασκάφηκαν τμήματα του άστεως, καθώς και του αρχαϊκού και κλασικού
νεκροταφείου της πόλης.
Η συμβολή των ανασκαφών αυτών, πέρα από τα πλουσιότατα ευρήματα
που περισυλλέχθηκαν, εντοπίζεται αφενός στο γεγονός ότι επιβεβαιώθηκαν οι
άριστες εμπορικές σχέσεις της εύπορης τάξης με την Αττική και αφετέρου στο ότι η
πόλη, η οποία κάποια στιγμή τον 4ο αιώνα π.Χ επεκτάθηκε με βάση πιθανότατα το

81
∆εσποτίδου 2006, 496 & ∆εσποτίδου 2004, 119. Η συνύπαρξη νοµισµάτων Αφύτου, Φιλίπου Β΄
καθώς και Αλεξάνδρου Γ΄ καθιστούν την υπόθεση αυτή αρκετά ασφαλή.
82
∆εσποτίδου 2003, 330 & ∆εσποτίδου 2004, 120 & ∆εσποτίδου 2006, 498.
83
∆εσποτίδου 2006, 497.
84
Στράβων 7α. 1.27.1-5.
85
∆εσποτίδου 1999, 305.

56
Ιπποδάμειο σύστημα, υπέστη σοβαρότατες καταστροφές από φυσικά αίτια,
πιθανότατα σεισμό, που οδήγησε στην ερήμωση μεγάλου μέρους του άστεως, στα
τέλη του 4ου με αρχές του 3ου π.Χ αιώνα. Η φυσική αυτή καταστροφή και η
συνεπακόλουθη ερήμωση τμήματος της πόλης, δεν θεωρήθηκε άσχετη από τους
ανασκαφείς με την, σχεδόν παράλληλη χρονικά, ίδρυση της Κασσάνδρειας στη θέση
της γειτονικής Ποτίδαιας, η οποία και απορρόφησε πιθανότατα μεγάλο μέρος του
πληθυσμού της Αφύτου86. Υποστηρίζεται δηλαδή η κατάργηση του αστικού
χαρακτήρα της πόλης με ταυτόχρονη όμως κατοίκηση στη «χώρα» της Αφύτου.

α. Ιερό Διονύσου και Άμμωνα Δία.


Το ιερό του Διονύσου και του Άμμωνα Δία βρισκόταν, όπως
αναφερθήκαμε παραπάνω, δύο μόλις χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Αφύτου, εντός
των ορίων της «χώρας» της αρχαίας πόλης. Το ιερό αυτό συνδύασε το όνομά του με
την Άφυτο, ενώ ήταν φημισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του, που
τοποθετείται χρονικά από τον 8οπ.Χ αιώνα, μέχρι τον 4ο περίπου μ.Χ αιώνα.
Η θέση του ιερού ήταν στην ουσία άγνωστη, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας
του 60’. Το 1968, κατά τη διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση ξενοδοχείου,
αποκαλύφθηκαν σημαντικά λείψανα, τα οποία και συσχετίστηκαν άμεσα από τους
αρχαιολόγους με το ιερό του Διονύσου και του Άμμωνα Δία87. Η ανασκαφή στο
χώρο αυτό ξεκίνησε το 1969 και η κύρια ανασκαφική δραστηριότητα κράτησε μέχρι
το 1974. Έκτοτε το τέμενος του Διονύσου και του Άμμωνα Δία, έχει κατά καιρούς
απασχολήσει μέχρι και σήμερα την αρχαιολογική έρευνα88.
Πέρα από τη σημαντικότατη πληροφορία του Πλούταρχου και του
Παυσανία, που σχετίζεται με την εισαγωγή της λατρείας του Άμμωνα Δία στην
Άφυτο89, έχουμε στη διάθεσή μας άλλη μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πηγή, η οποία
προσφέρει περισσότερες πληροφορίες όσον αφορά το ίδιο το ιερό της Αφύτου. Πιο
συγκεκριμένα, ο Ξενοφών μας πληροφορεί ότι το 381-380π.Χ, κατά τη διάρκεια
του πολέμου των Χαλκιδέων με τους Λακεδαιμόνιους, ο βασιλέας των Σπαρτιατών
Αγησίπολις, γιός του Παυσανία, αφού κατέστρεψε την Τορώνη, λόγω ενός

86
∆εσποτίδου 2006, 497.
87
Για τις συνθήκες ανεύρεσης βλ. Πέτσας 1975, 237-45 & Βουτυράς 2000, 632.
88
Τσιγαρίδα 2003, 339-345.
89
Πλουτάρχου Βίοι Λύσανδρος 20.5 & Παυσανίου Ελλάδος περιήγησης 3.18.3-10.

57
σοβαρότατου επεισοδίου θερμοπληξίας ή σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία λόγω
σοβαρότατων εγκαυμάτων, μετέβη στο ιερό του Διονύσου, καθώς εντυπωσιάστηκε
από την πλούσια χλωρίδα και τα πολλά και παγωμένα ύδατα που διέτρεχαν το
ιερό90.

……ὡς δὲ πρόσθεν ἑορακότα


τὸ ἐν Ἀφύτει τοῦ Διονύσου ἱερὸν ἔρως αὐτὸν τότ' ἔσχε τῶν
4 τε σκιερῶν σκηνημάτων καὶ τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων.

Τα στοιχεία αυτά μπορεί να έχουν πλέον αλλοιωθεί από την έντονη


τουριστική δραστηριότητα που έχει πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην
περιοχή της Καλλιθέας, αλλά χαρακτήριζαν την περιοχή της Καλλιθέας μερικές
δεκαετίες πρωτύτερα91.
Στις μέρες μας έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στο συγκεκριμένο
ιερό, ως ιερό του Άμμωνα Δία, παραλείποντας λανθασμένα και για λόγους
συντομίας, τη δεύτερη θεότητα που λατρευόταν στη θέση αυτή. Η λατρεία, όμως,
του Διονύσου στην Άφυτο, όπως παρατέθηκε στην παραπάνω πηγή, αποτελούσε
τουλάχιστον μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, την κυρίαρχη λατρεία του
ιερού. Το κέντρο της λατρείας εντοπίστηκε σε μικρή απόσταση νότια του, κατά πολύ
μεταγενέστερου, ναού του Άμμωνα, σε ένα μικρό σπήλαιο, το οποίο ονομάσθηκε
από τον ανασκαφέα του «σπήλαιο των νυμφών και του Διονύσου».
Τα πρωιμότερα ευρήματα από το χώρο αυτό ανάγονται στο δεύτερο
μισό του 8ου π.Χ αιώνα92, χρονικά παράλληλα δηλαδή με την άφιξη των Ευβοαίων
στην περιοχή της Αφύτου. Μεταξύ των σημαντικότερων ευρημάτων που
ανασύρθηκαν πλησίον της εισόδου του σπηλαίου, ήταν δύο εγχάρακτες
αναθηματικές επιγραφές πάνω σε χείλη αγγείων, εκ των οποίων η πρώτη,
χαραγμένη σε χείλος αττικού ερυθρόμορφου κωδωνόσχημου κρατήρα φέρει την
επιγραφή «ΗΓΙΑΣ ΔΙ[ονύσωι]»,93 ενώ η δεύτερη, πάνω στο χείλος αττικού
μελανόμορφου ελικωτού κρατήρα, φέρει την επιγραφή [..]ΣΙ ΚΡΑΤΑΙΟΣ94. Στο ίδιο

90
Ξενοφώντος Ελλην. 5.3.19,3-4.
91
Βουτυράς 2000, 631.
92
Γιούρη 1971, 366 & Γιούρη 1976, 136.
93
Γιούρη 1971, 363, εικ.15.
94
Γιούρη 1971, 363, εικ.16-7.

58
σημείο βρέθηκε και ένα ειδώλιο Παπποσειληνού. Από την ευρύτερη περιοχή του
ιερού έχουμε επίσης μία αφιερωματική επιγραφή στο Διόνυσο, χαραγμένη πάνω σε
χείλος μελαμβαφούς κύλικας του 5ου π.Χ. αιώνα, στην οποία αναγράφεται το όνομα
του θεού στη γενική [ΔΙ]ΟΝΥΣΟ95. Τέλος, αξίζει ξεχωριστή μνεία η ανεύρεση μίας
μαρμάρινης κεφαλής, μικρού μεγέθους, αγάλματος που από το σύνολο σχεδόν των
ερευνητών αποδίδεται στο θεό του οίνου, και τοποθετείται στιλιστικά στον 4ο π.Χ.
αιώνα96.
Χωριστά πρέπει να αναφέρουμε ένα ενεπίγραφο τμήμα επίστεψης ενός
μαρμάρινου αναθηματικού μνημείου, του δεύτερου μισού του 4ου πΧ αιώνα97, το
οποίο παρόλο που δεν βρέθηκε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής του ιερού,
εντούτοις η προέλευσή του από τη θέση αυτή είναι σίγουρη. Το μνημείο αυτό
βρίσκεται σήμερα στην Ι.Μ Παντελεήμονος του Αγίου Όρους και μεταφέρθηκε εκεί,
από το μετόχι που διατηρούσε η μονή στην Καλλιθέα98. Διακρίνεται η επιγραφή:

[…. ὑπέρ το]ῦ πατρός ἱερητεύσαντος Διονύσωι.

Η επιγραφή αυτή αποτελεί σημαντικότατο τεκμήριο της ύπαρξης ιερέως


του Διονύσου, κάτι που είναι βέβαια, εν πολλοίς, αναμενόμενο. Από όλα αυτά τα
προκείμενα ευρήματα που παρουσιάσθηκαν, επαληθεύτηκε και ανασκαφικά η κατά
τα άλλα γνωστή και από τις πηγές, λατρεία του Διονύσου στην Άφυτο.
Βέβαια απ’ ότι φαίνεται, ο Διόνυσος δεν ήταν η μοναδική θεότητα που
λατρευόταν εντός του σπηλαίου. Η εγχάρακτη αναθηματική επιγραφή [..]ΣΙ
ΚΡΑΤΑΙΟΣ, συμπληρώθηκε από τον ανασκαφέα ως «[Νύμφε]σι Κραταιός». Με τον
τρόπο αυτό εκβιάστηκε η λατρεία των νυμφών στο σπήλαιο, κάτι που βέβαια δεν
μαρτυρείται από τις σωζόμενες πηγές. Βέβαια, οι νύμφες αποτελούσαν θεότητες οι
οποίες συνδέονται τόσο με τα σπήλαια, όσο και με το Διόνυσο. Όμως η
συγκεκριμένη υπόθεση του ανασκαφέα είναι σχετικά μετέωρη, καθώς η
προκείμενη επιγραφή μπορεί να συμπληρωθεί και ως «[Χάρι]σι Κραταιός», κάτι που

95
Γιούρη 1971, 366.
96
Βουτυράς 2000, 634, εικ.1-3, ιδιαίτερα υπ.11, σε σχέση µε την ερµηνεία του γλυπτού.
97
Βουτυράς 2000, 637.
98
Βουτυράς 2000, 636, υπ.16.

59
θολώνει σε μεγάλο βαθμό τα νερά όσον αφορά την εξακρίβωση των
συλλατρευομένων θεοτήτων99.
Η επιλογή ενός τέτοιου τοπίου, ως χώρου λατρείας του Διονύσου,
σίγουρα δεν είναι τυχαία. Η πλούσια βλάστηση, καθώς και το υδάτινο στοιχείο,
μπορούν χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία να συνδεθούν με τη φύση του Διονύσου. Ο
Διόνυσος με το προσωνύμιο «Δενδρίτης» λατρευόταν ως θεός της βλάστησης, των
δένδρων και των ανθέων100. Το νερό από την άλλη, είναι ένα απαραίτητο στοιχείο
στη λατρεία του Διονύσου και σχετίζεται περισσότερο με την επιφάνεια του θεού. Ο
Διόνυσος συναντάται συχνά κατά τη μυθολογία, είτε να εμφανίζεται μέσα από το
νερό, είτε να εξαφανίζεται μέσα σε αυτό. Το ίδιο το σπήλαιο, όπως μαρτυρούν οι
σωζόμενοι σταλαγμίτες, καθώς και ένα τεχνητό, ήδη από την αρχαία εποχή, κανάλι
υδρομάστευσης, ήταν πλούσιο σε νερό, μέχρι και πρόσφατα101. Τα σπήλαια, τέλος,
με το μυστικισμό και την εναλλαγή του φωτός με το σκοτάδι ταιριάζουν απόλυτα
στο μαινόμενο θεό. Άλλωστε, ο Διόνυσος απεικονιζόταν συχνά μέσα σε κάποιο
σπήλαιο, ενώ ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στη μαρτυρία του Παυσανία ότι στη
βόρεια Εύβοια, νησί το οποίο στην ουσία αποίκησε την Άφυτο, υπήρχε σπήλαιο,
μέσα στο οποίο λατρευόταν ο Διόνυσος102.

Η λατρεία του Άμμωνα Δία στην Άφυτο έχει, όπως είδαμε, αφετηρία τα
τέλη του 5ου π.Χ αιώνα, σύμφωνα με το σχετικό επεισόδιο που μας παρέθεσαν οι
Πλούταρχος και Παυσανίας103. Κατά την ίδια περίοδο πρέπει να ιδρύθηκε βωμός
του Άμμωνα, εντός των ορίων του τεμένους του Διονύσου. Αργότερα, κατά το
δεύτερο μισό του 4ου προχριστιανικού αιώνα, κατασκευάζεται ο ναός του Άμμωνα,
βόρεια του σπηλαίου του Διονύσου και πλησιέστερα στη θάλασσα. Στην ίδια εποχή
εντάσσεται και ένα στωικό οικοδόμημα, όχι άσχετο με το ναό του Άμμωνα. Ο ναός
ήταν αρχικά πώρινος, ενώ τα ορατά αρχιτεκτονικά του μέλη είχαν επιχριστεί με
λευκό μαρμαροκονίαμα. Είχε διαστάσεις 10,51 x 21,43μ, ενώ έφερε από 6 κίονες
στις στενές και από 11 στις μακριές του πλευρές. Μία αντικατάσταση του πώρινου

99
Βλ. Βουτυράς 2000, 635-6 υπ.13.
100
Walter 1991, 90 & Kerenyi 1984, 256.
101
Τσόκας 2005, 290.
102
Παυσανίας 2.23,1.
103
Πλουτάρχου Βίοι Λύσανδρος 20.5 & Παυσανίου Ελλάδος περιήγησης 3.18.3-10.

60
θριγκού με μαρμάρινο, σημειώνεται στα τέλη του τρίτου με αρχές του δεύτερου π.Χ
αιώνα και σχετίζεται πιθανότατα με τη γαλατική επιδρομή των αρχών του 3ου π.Χ
αιώνα. Επί ρωμαιοκρατίας και πιο συγκεκριμένα κατά τον 1-2ο αιώνα μ.Χ, ο βωμός
του 5ου π.Χ αιώνα καταχώνεται στην άμμο και αντί αυτού, κατασκευάζεται ένας
μικρός βωμός, εκατέρωθεν του οποίου χτίστηκαν δύο κατασκευές με κερκίδες. Την
ίδια περίοδο παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα εντός των ορίων του
τεμένους, με την ανέγερση διαφόρων κτηρίων καθώς και ενός βαλανείου104. Η λήξη
της περιόδου ζωής του ιερού, τοποθετείται, με σχετική ακρίβεια, στον 4ο αιώνα μ.Χ,
στην περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα Θεοδόσιου105, κάτι που τεκμηριώνεται
τόσο από τα σωζόμενα νομίσματα, όσο και από το γεγονός ότι πολλά αρχιτεκτονικά
μέλη του ναού βρέθηκαν «τεμαχισμένα σε πολλά κομμάτια», από τους οπαδούς της
νέας θρησκείας. Είναι, άλλωστε, εμφανές το μένος των χριστιανών, όπως αυτό
αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπο του θεού Διονύσου, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί
επιμελώς μεγάλα τμήματα.

β. Νομισματική παραγωγή Αφύτου.


Υπό αυτό το ιστορικό και αρχαιολογικό πλαίσιο, μπορούμε πλέον να
στρέψουμε την προσοχή μας στην άμεση ή έμμεση παρουσία του διονυσιακού
στοιχείου στα νομίσματα της πόλης της Αφύτου. Τα νομίσματα της Αφύτου, δεν
έχουν δυστυχώς αποτελέσει μέχρι σήμερα αντικείμενο κάποιας μεμονωμένης
εργασίας, ίσως λόγω του γεγονότος ότι η Άφυτος θεωρείται ένα από τα ελάσσονα
νομισματοκοπεία της Μακεδονίας.
Μέχρι στιγμής, κανένα νόμισμα το οποίο έχει κοπεί πριν από το 460
περίπου π.Χ, δεν μπορεί να αποδοθεί με ασφάλεια στο νομισματοκοπείο της
Αφύτου106. Βάσει λοιπόν των σωζόμενων στοιχείων, μπορούμε να χωρίσουμε τη
νομισματική παραγωγή της Αφύτου σε τρεις κύριες κατηγορίες.

104
Τσιγαρίδα 2003, 340.
105
Τσιγαρίδα 2003, 340
106
Ένα διώβολο που φέρει κάνθαρο στον εµπροσθότυπο και έγκοιλο τετράγωνο στον οπισθότυπο, έχει
κατά καιρούς αποδοθεί στην πόλη. Το εν λόγω νόµισµα χρονολογείται οπωσδήποτε πριν το 460 π.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, η απουσία επιγραφής µας αποτρέπει από το να αποδώσουµε, προς το παρόν
τουλάχιστον, το συγκεκριµένο νόµισµα σε µία πρώιµη νοµισµατική δραστηριότητα της Αφύτου. Βλ.
Babelon 1932, 637 νο. 1031, & πιν.317, 25.

61
i. Πρώτη περίοδος, 460 – τέλη 5ου π.Χ αιώνα.
Από την πρώτη περίοδο, η οποία και τοποθετείται χρονικά από τα μέσα
του 5ου μέχρι την πρώτη δεκαετία του 4ου π.Χ αιώνα, μας έχουν σωθεί, μόνο αργυρά
τετρώβολα [πιν. i 1-2] και οβολοί [πιν. i 3]107. Ο αριθμός των συγκεκριμένων
νομισμάτων είναι παρόλα αυτά εξαιρετικά μικρός, κάτι που δυσκολεύει σε μεγάλο
βαθμό την ανίχνευση της πορείας του νομισματοκοπείου κατά την πρώιμη αυτή
περίοδο. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, παρόλο που έχουμε τόσα
λίγα παραδείγματα, μερικά τετρώβολα είναι κομμένα από την ίδια μήτρα, κάτι που
θα μπορούσε να κάνει κάποιον να υποθέσει ότι αυτές οι κοπές είχαν κατά πάσα
πιθανότητα περιστασιακό χαρακτήρα. Κύριο χαρακτηριστικό της αργυρής
νομισματοκοπίας της περιόδου αυτής, είναι η απεικόνιση στον εμπροσθότυπο
κεφαλής του κρανοφόρου Άρη, ο οποίος αποδίδεται πωγωνοφόρος στα τετρώβολα
και αγένειος στους οβολούς που χρονολογικά έπονται των τετρωβόλων. Στον
οπισθότυπο επιλέγονται κλήμα εντός εγκοίλου τετραγώνου στα τετρώβολα και
αετός, ο οποίος ίπταται, στους οβολούς. Βέβαια, το γεγονός ότι μας έχουν σωθεί
ελάχιστα νομίσματα αυτής της περιόδου, καθιστά μια κατηγοριοποίηση από
ανούσια έως άχρηστη.

ii. Δεύτερη περίοδος 1ο μισό 4ου π.Χ αιώνα.


Η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του νομισματοκοπείου της Αφύτου έχει
ταυτιστεί με το πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ, μέχρι την ενσωμάτωση της πόλης το
348 π.Χ, στο μακεδονικό βασίλειο του Φιλίππου Β΄108. Κατά την εν λόγω περίοδο η
Άφυτος προχώρησε στην κοπή μόνο χάλκινων νομισμάτων. Από την περίοδο αυτή
το σωζόμενο υλικό είναι άφθονο, ενώ δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την

107
Προκαλεί εντύπωση ένα ιδιαίτερα φθαρµένο αργυρό νόµισµα βάρους 30.5 γραµµαρίων (πιθανόν
οκτάδραχµο κοµµένο στον θρακο-µακεδονικό πόδα ) µε τους ίδιους τύπους που εµφανίζονται στα
τετρώβολα. Βλ. Babelon 1932, 639 νο. 1033, & πιν. 317, 27. Λόγω της κακής διατήρησης του
νοµίσµατος, καθώς και του ιδιαίτερου βάρους του, που ξενίζει και επιπλέον αναλογιζόµενοι το µέγεθος
του νοµισµατοκοπίου της Αφύτου, είµαστε αναγκασµένοι να αντιµετωπίσουµε το εν λόγω νόµισµα µε
επιφύλαξη.
108
Olynthus IX, 273.

62
εικονογραφική αλλαγή η οποία επήλθε και κατέστησε την περίοδο αυτή ως σημείο
αναφοράς για τη νομισματοκοπία της Αφύτου.
Κατά την περίοδο αυτή κόπηκαν τρεις χάλκινες υποδιαιρέσεις. Η
μικρότερη (C) έφερε στον εμπροσθότυπο την κεφαλή του Απόλλωνα Καρνείου109,
ενώ στον οπισθότυπο έχουμε παράσταση ιστάμενου αετού προς τα δεξιά,
πλαισιωμένο από το εθνικό «ΑΦΥ». Σε μία σπάνια παραλλαγή της ίδιας
υποδιαίρεσης, συναντάμε κεφαλή του Καρνείου Απόλλωνα στον εμπροσθότυπο,
ενώ στον οπισθότυπο παριστάνεται βότρυς περιστοιχισμένος από το εθνικό110.
Ξεχωριστά πρέπει να αναφέρουμε μία σπάνια χάλκινη έκδοση της πόλης, που φέρει
στον εμπροσθότυπο κεφαλή Αθηνάς, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε παράσταση
κουκουβάγιας, περιμετρικά της οποίας αναγράφεται το εθνικό «ΑΦΥ». Η έκδοση
αυτή σχετίζεται πιθανότατα με τα γεγονότα του 362 π.Χ111.
Η μεσαία υποδιαίρεση (B) φέρει στον εμπροσθότυπο κεφαλή του
Άμμωνα Δία προς τα δεξιά, ενώ στον οπισθότυπο υπάρχουν δύο αντωποί αετοί
περιμετρικά των οποίων διακρίνεται το εθνικό «ΑΦΥ». Σε ορισμένες περιπτώσεις,
στο κενό που σχηματίζεται ανάμεσα στους δύο αντωπούς αετούς υπάρχει
παράσταση ενός φύλλου κισσού112.
Τέλος, η μεγαλύτερη από τις τρεις υποδιαιρέσεις (A) μπορεί να χωριστεί
σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη [πιν. i 4-6], που είναι χρονολογικά προγενέστερη, φέρει
στον εμπροσθότυπο την κεφαλή του Άμμωνα Δία στα τρία τέταρτα, ενώ στον
οπισθότυπο έχουμε την παράσταση ενός κανθάρου, ο οποίος πλαισιώνεται από το
εθνικό «ΑΦΥΤΑΙΩΝ». Η δεύτερη φέρει στον εμπροσθότυπο κεφαλή του Άμμωνα Δία
προς τα δεξιά, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε ιστάμενο αετό περιμετρικά του οποίου
το εθνικό «ΑΦΥ».

iii. Τρίτη περίοδος, μετά το 187 π.Χ.


Η Τρίτη περίοδος νομισματικής δραστηριότητας απέχει πολύ χρονικά
από τις δύο προηγούμενες, ενώ η έναρξή της τοποθετείται γύρω στο 187 π.Χ, υπό
τον Φίλιππο Ε΄. Για την περίπτωση αυτή βέβαια, δεν είναι καθόλου σίγουρο, κατά

109
Για τον Απόλλωνα Καρνείο βλ. Burkert 1993, 482.
110
Olynthus III, 39, 71 & πιν.6 71.
111
Olynthus IX, 218, 5 & 274.
112
Olynthus VI, 44, νο.44, & πιν.12, 44.

63
πόσο τα εν λόγω νομίσματα κόπηκαν στο νομισματοκοπείο της ίδιας της πόλης της
Αφύτου, η οποία κατά την διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων είχε περιέλθει σε
κάμψη, ή είχαμε μία κοπή στα πλαίσια του ιερού του Άμμωνα Δία, που σύμφωνα με
τα αρχαιολογικά δεδομένα ευημερούσε, σε αντίθεση με την πόλη της Αφύτου.
Κόπηκαν δύο σειρές χάλκινων μόνο νομισμάτων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη
μοιάζει με τη δεύτερη υποκατηγορία της μεγαλύτερης χάλκινης υποδιαίρεσης του
πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ, ενώ η μικρότερη μοιάζει με τη μεσαία χάλκινη
υποδιαίρεση της ίδιας εποχής. Τα συγκεκριμένα νομίσματα, διακρίνονται από αυτά
της δεύτερης περιόδου, εκτός από το στυλ και μέσω του βάρους τους, το οποίο
είναι πολύ μεγαλύτερο από το βάρος των νομισμάτων της δεύτερης περιόδου,
καθώς είναι προσαρμοσμένα στα μέτρα και τα σταθμά που υιοθετήθηκαν μετά το
187 π.Χ από τις ημιαυτόνομες πόλεις της Μακεδονίας, όπως τη Θεσσαλονίκη, την
Πέλλα, την Αμφίπολη και την Απολλωνία.

γ. Διονυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της Αφύτου..


Στον οπισθότυπο των αργυρών τετρωβόλων που κόπηκαν μετά το 460
π.Χ [πιν. i 1-2], έχουμε, όπως είδαμε, την απεικόνιση κλήματος, που φέρει τέσσερεις
βότρυες εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμετρικά του τετραγώνου, διακρίνεται το
εθνικό «ΑΦΥΤΑΙΟΝ». Το μοτίβο του οπισθότυπου βρίσκει σημαντικά παράλληλα
στον οπισθότυπο των χρονικά παράλληλων τετραδράχμων της γειτονικής Μένδης,
μοτίβο το οποίο και πιθανότατα δανείστηκαν οι Αφυταίοι για το νόμισμά τους113.
Παρόλα αυτά, η επιλογή ενός τέτοιου θέματος, σαφώς και δεν είναι τυχαία. Θεωρώ
απίθανο να υιοθετήθηκε το μοτίβο αυτό, εάν η Άφυτος δεν παρήγαγε οίνο, κάτι που
υποδηλώνεται εμμέσως από τις πηγές. Πιο συγκεκριμένα, ο Θεόφραστος114 τον
τέταρτο π.Χ αιώνα, μας πληροφορεί ότι στην Άφυτο επιχωρίαζε μία ιδιαίτερη
ποικιλία αμπέλου, γνωστή με το όνομα «ἀφυταἀος», της οποίας χαρακτηριστικό
ήταν το ότι δεν κλαδευόταν πολύ με σκοπό να βλαστήσει περισσότερο.
Η δεύτερη διονυσιακή παράσταση που έχουμε πάνω σε νομίσματα της
Αφύτου εντοπίζεται στον οπισθότυπο πάλι, της μεγαλύτερης χάλκινης
υποδιαίρεσης του πρώτου μισού του 4ουπ.Χ αιώνα [πιν. i 4-6]. Στον εμπροσθότυπο

113
Πρβλ µε τους οπισθότυπους των αργυρών τετραδράχµων στον [Πιν. iv, 30-39].
114
Θεόφραστος, Περί φυτών αιτιών 3.15.5.5-6.

64
παριστάνεται όπως είδαμε η κεφαλή του κερασφόρου Άμμωνα Δία κατενώπιον,
ενώ στον οπισθότυπο έχουμε την παράσταση κανθάρου πλαισιωμένου από το
εθνικό. Στην περίπτωση αυτή, τα δεδομένα είναι σαφώς πολύ πιο ξεκάθαρα. Στο
νόμισμα αυτό, στην ουσία απεικονίζεται τόσο γραφικά η συλλατρεία του Άμμωνα
Δία με το Διόνυσο στο ιερό του Διονύσου στην Άφυτο. Χρονολογικά, τα υπό εξέταση
νομίσματα έχουν κοπεί στο πρώτο μισό του 4ουπ.Χ αιώνα, λίγες μόνο δεκαετίες
μετά την εισαγωγή στην Άφυτο της λατρείας του Άμμωνα, η οποία τοποθετείται στα
τέλη του 5ουπ.Χ αιώνα, ενώ είναι τα πρώτα που φέρουν στον εμπροσθότυπό τους
την κεφαλή του Άμμωνα Δία. Το συγκεκριμένο νόμισμα, συνεπώς, αποτελεί σταθμό
στη νομισματοκοπία της πόλης, καθώς απεικονίζεται για πρώτη φορά ο Άμμωνας
Δίας. Μετά την κοπή του εν λόγω νομίσματος, το Διονυσιακό στοιχείο εξαλείφεται
σταδιακά από τα νομίσματα της Αφύτου και επικρατούν πλήρως τα σχετιζόμενα με
τον Άμμωνα στοιχεία. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι κατά την πρόσκαιρη
αναβίωση του νομίσματος της Αφύτου επί Φιλίππου Ε΄, απουσιάζει παντελώς
οποιαδήποτε αναφορά στο Διόνυσο.

65
δ. Συμπεράσματα.
Μέσω των δύο αυτών νομισματικών μαρτυριών τεκμηριώνεται η πορεία
της λατρείας του Διονύσου στην περιοχή της Αφύτου. Ο Διόνυσος αποτελούσε την
κυριότερη λατρεία της πόλης115 μέχρι την εισαγωγή της λατρείας του Άμμωνα. Η
λατρεία του Διονύσου συνυπήρξε για ένα διάστημα με τη νέα λατρεία, αλλά δεν
μπόρεσε να την ανταγωνιστεί, με αποτέλεσμα να περιπέσει σε ελάσσονα λατρεία
μέσα στο ίδιο της το ιερό.

115
Βέβαια, δεν µπορεί να διευκρινιστεί µε ακρίβεια η θέση του θεού Άρη στον εµπροσθότυπο των
πρώιµων νοµισµάτων, γεγονός που περιπλέκει σε µεγάλο βαθµό την κατάσταση. Ο Άρης σπάνια
εικονίζεται στη νοµισµατική θεµατολογία και η παρουσία του γεννά ερωτηµατικά, καθώς δεν έχουµε
στη διάθεσή µας κάποια πηγή, ή κάποιο άλλο στοιχείο πέραν των νοµισµατικών ενδείξεων, που να
συσχετίζουν τη θεότητα µε την Άφυτο. Βέβαια, µε λίγη δόση ρίσκου θα µπορούσε να υποθέσει
κάποιος ότι στα εν λόγω νοµίσµατα δεν απεικονίζεται ο θεός, αλλά ο µυθικός ιδρυτής της πόλης, ένα
φαινόµενο που απαντάται συχνά στις πόλεις της Χαλκιδικής, µε χαρακτηριστικότερα παραδείγµατα
αυτά της Αινείας και της Σκιώνης.

66
3. Μένδη.
Η αρχαία Μένδη βρισκόταν στο μέσον περίπου της νότιας ακτής της
Παλλήνης, δύο χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της σημερινής κοινότητας της
Καλάνδρας116. Στη χώρα της πόλης περιλαμβάνονταν οι περιοχές που σήμερα
ανήκουν στις κοινότητες της Καλάνδρας, της Φούρκας, του Κασσανδρινού117, καθώς
και τμήμα του οικισμού Μόλα Καλύβα, όπου και πρέπει να υποθέσουμε ότι
βρισκόταν τα νοτιοανατολικά σύνορά της με την Σκιώνη. Υπάρχει η πιθανότητα, η
Μένδη να είχε πρόσβαση και στον Τορωναίο κόλπο, καθώς δεν μπορούμε από τις
διαθέσιμες πηγές να διευκρινίσουμε τις σχέσεις της πόλης με την αποικία της,
Νεάπολη, που βρισκόταν στην βόρεια ακτή της Παλλήνης, νοτιοανατολικά της
Αφύτου118.
Σημείο αναφοράς της πόλης, αποτελούσε η ακρόπολή της, ευκόλα
αναγνωρίσιμη ακόμα και σήμερα, στη φυσικά οχυρή θέση του λόφου «Βίγλα»119.
Στις παρειές του λόφου που απολήγουν στη θάλασσα, βρισκόταν το
«προάστιον»120, το υπόλοιπο «άστυ» βρισκόταν βόρεια και δυτικά της ακρόπολης.
Ένα ισχυρό τείχος, τμήμα του οποίου έχει ανασκαφικά εντοπισθεί121, καθώς και μία
μεγάλης έκτασης οχυρωματική τάφρος που είναι εμφανής μέχρι σήμερα, περίκλειε
την πόλη από όλες τις πλευρές, και κατέληγε στη θάλασσα.
Η πόλη κατονομάζεται από τους συγγραφείς ως αποικία των Ερετριέων,
αν και δεν μας παραδίδεται ούτε ο ιδρυτής της ούτε το έτος ίδρυσής της122. Παρ’
όλα αυτά, η απόδοση της Μένδης στη συγκεκριμένη μητρόπολη έχει τεκμηριωθεί
με ασφάλεια. Πιο συγκεκριμένα, αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή, απέδειξαν τη

116
Η πόλη είχε αναγνωρισθεί ήδη από τον Leake, κατά την περιοδεία του στη βόρεια Ελλάδα, Leake
1835,156-7.
117
Zahrnt 1971, 200.
118
Ηροδότου Ιστορία 7.123.5 & Zahrnt 1971, 207.
119
Αυτή πρέπει να θεωρηθεί η αναφερόµενη από τον Θουκυδίδη «ακρόπολη» της Μένδης.
Θουκυδίδου Ιστορία 4.130.6.2.
120
Ο όρος «προάστειον» Θουκυδίδου Ιστορία 4.130.1.2, είναι δόκιµος, και σχετίζεται µε την παράλια
ζώνη της πόλης, νοτίως της ακρόπολης.
121
Βοκοτοπούλου 1987, 280.
122
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.123.1.1-2.

67
συνέχιση της κατοίκησης της πόλης ήδη από τον 12ο π.Χ αιώνα123, γεγονός που
καθιστά τη Μένδη μια από τις αρχαιότερες αποικίες στο βόρειο ελλαδικό χώρο.
Σχεδόν τίποτε δεν μας είναι γνωστό για την πορεία της πόλης πριν τα
Μηδικά. Κατά την εκστρατεία του Ξέρξη στη νότια Ελλάδα, η πόλη υποχρεώθηκε,
όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της Παλλήνης, να συνδράμει στο πλευρό των Περσών,
αποδίδοντας σε αυτούς πλοία και στρατό124. Με την αποχώρηση των Περσών το
479/8 π.Χ, η πόλη μαζί με τις υπόλοιπες πόλης της Παλλήνης αποτινάσσει τον
περσικό ζυγό, και προσχωρεί στην Αθηναϊκή συμμαχία, στα ταμεία της οποίας
απέδιδε ετησίως ποσό που κυμαινόταν από πέντε έως εννέα τάλαντα αργύρου125.
Η Μένδη παρέμεινε πιστή στους Αθηναίους μέχρι το 423π.Χ, οπότε και
υποκινούμενη από το παράδειγμα της γειτονικής Σκιώνης, αποστάτησε από τη
συμμαχία, και προσέγγισε τον Βρασίδα126. Ο τελευταίος αναμένοντας την
αντίδραση των Αθηναίων, μετέφερε για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα της Μένδης
καθώς και της Σκιώνης στην Όλυνθο, και ενίσχυσε με σπαρτιατική φρουρά, την
άμυνα των δύο πόλεων127. Στη συνέχεια, η πόλη πολιορκείται από το εκστρατευτικό
σώμα των Αθηναίων, οι οποίοι ανακαταλαμβάνουν σχεδόν άμεσα την πόλη καθώς
κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, η δημοκρατική μερίδα των Μενδαίων, που
επιθυμούσαν τις σχέσεις με την Αθήνα, υπερίσχυσαν των ολιγαρχικών που είχαν
υποκινήσει την αποστασία, με αποτέλεσμα οι πρώτοι να ανοίξουν τις πύλες της
πόλης στους Αθηναίους128. Η φρουρά των Πελοποννησίων, υποχώρησε πρώτα στην
ακρόπολη της πόλης, και κατόπιν, αφού διέσπασε τον Αθηναϊκό κλοιό μετέβη στη
Σκιώνη οπού συνέχισε τον αγώνα κατά των Αθηναίων129. Η Αθήνα τώρα, δεν
τιμωρεί περαιτέρω την αποστασία της Μένδης, καθώς αφενός θα έχανε έναν

123
Βοκοτοπούλου 1987, 281. Σε λάκκους, στην ακρόπολη της Μένδης εντοπίσθηκε κεραµική
υποµυκηναϊκής περιόδου, του 13-12ου π.Χ αιώνα, που µπορεί µε ευκολία να συγκριθεί µε την
αντίστοιχη από το Λευκαντί Ευβοίας. Από ότι φαίνεται, η πόλη σε πρώτη φάση οργανώθηκε στο
φυσικά οχυρό πλάτωµα της ακροπόλεως, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε προς το προάστιο και το
υπόλοιπο άστυ.
124
Ηροδότου Ιστορίαι, 7.123.1-7.
125
Zahrnt 1971, 34-41, 51.
126
Θουκυδίδου Ιστορια, 4.123.1.1-3.1 & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη,12.72.7.1-4.
127
Θουκυδίδου Ιστορια, 4.123.4.1-5 & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη,12.72.7.4 – 8.1.
128
Θουκυδίδου Ιστορια, 4.130.4.1-7.4 & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη,12.72.9.2.
129
Θουκυδίδου Ιστορια, 4.131.3.1-6.

68
οικονομικά ισχυρό σύμμαχο, αφετέρου, η επανεγκατάσταση στην εξουσία της
δημοκρατικής παράταξης ωφελούσε τους Αθηναίους για τους προφανείς λόγους130.
Η Μένδη στο εξής, παραμένει στο πλευρό των Αθηναίων μέχρι το τέλος
του Πελοποννησιακού πολέμου, το 405/4 π.Χ. Μετά την ήττα της Αθήνας το 404π.Χ,
η πόλη παραμένει αυτόνομη και ανεξάρτητη. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ, η Μένδη
διατηρεί την αυτονομία της, ενώ παράλληλα αντιστάθηκε σθεναρά στις
προσπάθειες του Κοινού των Χαλκιδέων να ενσωματώσουν την πόλη στο οινό τους,
γεγονός που διαφαίνεται και από τη σωζόμενη συνθήκη ανάμεσα στον Αμύντα και
το Κοινό το 393/2 π.Χ131, καθώς και από την παρουσία του ονόματος της πόλης στη
λίστα των Θεαροδοκών της Επιδαύρου, κατά το έτος 360/59 π.Χ132. Κατά το ίδιο
έτος είναι πιθανό να υπήρξε πολεμική σύρραξη ανάμεσα στη Μένδη και το Κοινό133.
Έκτοτε, και ειδικά μετά το έτος 357 π.Χ, οπότε και η Ποτίδαια αποδίδεται
από το Φίλιππο Β στους Χαλκιδείς134, μέχρι την κατάλυση του κράτους των
Χαλκιδέων και την καταστροφή της Ολύνθου το 348 π.Χ από το Μακεδόνα ηγεμόνα,
η πορεία της πόλης είναι αβέβαιη. Έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι μετά το 357 π.Χ,
οπότε και προσαρτάται η Ποτίδαια στους Χαλκιδείς, οι υπόλοιπες πόλεις της
Παλλήνης συμπεριλαμβανομένης και της Μένδης, προσκολλώνται σταδιακά στο
Κοινό135. Σε αυτό συνηγορούν αφενός η ανεύρεση αρκετών χάλκινων νομισμάτων
των πόλεων της Παλλήνης στις ανασκαφές της Ολύνθου136 και αφετέρου η
ανεύρεση ενός θησαυρού με νομίσματα του Κοινού, στην περιοχή της Σκιώνης137. Η
ανεύρεση των νομισμάτων στις ανασκαφές της Ολύνθου ερμηνεύτηκε ως απόδειξη
της ενσωμάτωσης των πόλεων της Παλλήνης στο Κοινό. Όμως δεν πρέπει να
παραβλέψουμε το γεγονός, ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν με τα ίδια μέτρα και
σταθμά, με αυτά του Κοινού των Χαλκιδέων, σε περιόδους που οι πόλεις ήταν κατά
πάσα πιθανότητα αυτόνομες, και εκτός του Κοινού. Η υιοθέτηση κοινών μέτρων και

130
Zahrnt 1971,202.
131
IG I3 135 & Zahrnt 1971, 122-4 & Hammond 1995, 203-4. Σύµφωνα µε έναν από τους όρους
της συνθήκης αυτής, απαγορευόταν η µονοµερής σύναψη συµµαχίας των ενδιαφεροµένων, µε τους
Αµφιπολίτες, τους Βοττιαίους, τους Ακάνθιους και τους Μενδαίους.
132
IG. IV2 1. 94 b.I. 26.
133
Ψωµά 2001, 237.
134
Ψωµά 2001, 242.
135
Hatzopoulos, Μ.Β. Μελετήµατα 5 (1988), 44. Tην άποψη αυτή υποστηρίζει και η Ψωµά 2001,
244.
136
Ψωµά 2001, 245.
137
Ψωµά 2001, 245.

69
σταθμών στα χάλκινα αλλά και στα αργυρά νομίσματα των πόλεων της Χαλκιδικής,
διευκόλυνε τις συναλλαγές μεταξύ τους, καθώς και με το Κοινό των Χαλκιδέων.
Συνεπώς τα νομίσματα, εν προκειμένω της Μένδης, ήταν πιθανότατα αποδεκτά
στην Όλυνθο, και γενικότερα στη Χαλκιδική, πριν την υποτιθέμενη ενσωμάτωση της
πόλης στο Κοινό, γεγονός που καθιστά την όλη υπόθεση μετέωρη. Από την άλλη, η
ανεύρεση ενός θησαυρού στη Σκιώνη θα μπορούσε να θεωρηθεί μεμονωμένο
γεγονός, καθώς ανασκαφικά τουλάχιστον, προκαλεί εντύπωση, η απουσία
νομισμάτων του Κοινού των Χαλκιδέων από όλες τις ανασκαφές που μέχρι στιγμής
έχουν πραγματοποιηθεί, εντός της επικράτειας των πόλεων της Παλλήνης138, εκτός
της Ποτίδαιας. Νομισματικά λοιπόν, η ενσωμάτωση, έστω και για κάποια μικρή
περίοδο, της Μένδης στο Κοινό των Χαλκιδέων, δεν μπορεί να αποδειχθεί προς το
παρόν139.
Η Μένδη, στη συνέχεια, με την καταστροφή της Ολύνθου το 348 π.Χ,
προσαρτάται στο Μακεδονικό βασίλειο, χωρίς, απ’ ότι φαίνεται, να καταστραφεί
από τα στρατεύματα του Φιλίππου140. Σοβαρό πλήγμα για την πόλη αποτελεί η
ίδρυση της Κασσάνδρειας, στη θέση της Ποτίδαιας, το 316/5 π.Χ. Έκτοτε,
υποβαθμίζεται η σημασία της, ενώ οι αναφορές σε αυτήν περιορίζονται σε ότι έχει
να κάνει με το φημισμένο «Μενδαίο οίνο», ο οποίος συνεχίζει να παράγεται και να
εξάγεται, παρόλα αυτά, σε μεγάλες ποσότητες κατά την ελληνιστική εποχή, όπως
μαρτυρούν οι πηγές, και τα πολυπληθή σωζόμενα σφραγίσματα στις λαβές των
αμφορέων της ομάδας «Παρμενίσκου»141 που κατά καιρούς εμφανίζονται σε
διάφορες ανασκαφές142.
Ο Στράβωνας, τον 1ο μ.Χ αιώνα μας πληροφορεί για την ύπαρξη της
πόλης143, η οποία όμως έχει πλέον μετατραπεί σε μικρό παράλιο οικισμό «vicus
maritimus», στη σκιά της ρωμαϊκής Κασσάνδρας.

138
Αναγνωστοπούλου 2004, 138. Για τη Μένδη, κατά την απαρίθµηση των νοµισµάτων του πρώτου
µισού του 4ου π.Χ. αιώνα που βρέθηκαν στην ανασκαφή του οικοπέδου «Μπασιά», δεν προέκυψε ούτε
ένα νόµισµα του Κοινού των Χαλκιδέων.
139
Κατά τον Zahrnt 1971,202, είναι άγνωστο το κατά πόσο η Μένδη αποτέλεσε έστω και για µικρό
διάστηµα µέλος του Κοινού.
140
Zahrnt 1971,202.
141
Για την απόδοση της οµάδας «Παρµενίσκου» στη Μένδη βλ. Garlan 2004α, 141 κε.
142
Μεγάλος αριθµός σφραγισµάτων έχει εντοπισθεί κατά καιρούς στην πρωτεύουσα του Μακεδονικού
βασιλείου, Πέλλα, η οποία αποτελούσε σηµαντικό κέντρο κατανάλωσης του οίνου. Βλ. Ακαµάτης
2000, 13-22, 31-49, 127-131, 140-1, 215-222.
143
Στράβων, 7a. 1. 27. 5-6.

70
Οι ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας Μένδης ξεκίνησαν σχετικά
πρόσφατα, το 1986, και η πλειονότητά τους ήταν δοκιμαστικές τομές. Ερευνήθηκε
σε πρώτη φάση, μικρό τμήμα του τείχους της πόλης144, καθώς και τμήμα της
ακροπόλεως, στην κορυφή του λόφου Βίγλα, όπου και βρέθηκαν λάκκοι με
κεραμική από τον 12ο π.Χ έως τον 7ο π.Χ. αιώνα. Η κεραμική των λάκκων ήταν
παρόμοια με αυτή που βρέθηκε στο Λευκαντί της Εύβοιας και συνεπώς αποτέλεσε
την ανασκαφική επιβεβαίωση της ίδρυσης της Μένδης από κατοίκους της Ερέτριας,
κατά τη διάρκεια του πρώτου ελληνικού αποικισμού145.
Μία λίγο μεγαλύτερης έκτασης ανασκαφή πραγματοποιήθηκε στη
συνέχεια στο «προάστιο», όπου αποκαλύφθηκαν τμήματα της αστικής δομής σε
αλλεπάλληλες οικιστικές φάσεις, η παλαιότερη των οποίων χρονολογείται στον 9ο
π.Χ. αιώνα, ενώ η νεώτερη στον 4ο π.Χ. αιώνα. Σημαντικότατο εύρημα που
προέκυψε από την παραπάνω ανασκαφή, αποτελεί μία ενσφράγιστη κεραμίδα
στέγης με την παράσταση ιθυφαλλικού όνου146, εύρημα που στην ουσία
ταυτοποίησε και ανασκαφικά την πόλη, καθώς μέχρι τότε η ταύτιση στηριζόταν στα
νομίσματα που βρεθήκαν στη περιοχή.
Επιπλέον, ανασκάφηκε τμήμα του ανατολικού παράλιου νεκροταφείου
της πόλης στο οποίο αποκαλύφθηκαν παιδικές στην πλειονότητά τους ταφές, ενώ
ανασύρθηκαν πλούσια ευρήματα, από την Κόρινθο και την Αττική, καθώς και
σπουδαιότατοι εγχώριοι ταφικοί αμφορείς που εντυπωσιάζουν147.
Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στις ανασκαφές που
πραγματοποιήθηκαν στο ιερό του Ποσειδώνα στο ακρωτήρι «Ποσείδιον», σήμερα
«Ποσείδι», το οποίο βρισκόταν στην επικράτεια της πόλης, πέντε περίπου
χιλιόμετρα στα δυτικά της. Στη θέση αυτή εντοπίστηκε το παλαιότερο ιερό του
Ποσειδώνα στον ελληνικό χώρο, το οποίο ιδρύθηκε τον 12ο π.Χ αιώνα, χρονικά
παράλληλα δηλαδή με την ίδρυση της Μένδης από τους Ερετριείς148.

144
Βοκοτοπούλου 1987, 280.
145
Βοκοτοπούλου 1987, 281.
146
Βοκοτοπούλου 1988, 335 & σχ.3.
147
Βοκοτοπούλου 1989, 414-5.
148
Βοκοτοπούλου 1989, 416-7 & Βοκοτοπούλου 1990, 399 κε.

71
α. Νομισματική παραγωγή Μένδης.
Η πλούσια νομισματική δραστηριότητα του νομισματοκοπείου της
Μένδης δεν έχει αποτελέσει στο σύνολό της, το αντικείμενο κάποιας μεμονωμένης
εργασίας. Παρόλα αυτά, έχουμε στη διάθεσή μας την εκτενή παρουσίαση, από τον
S.P Noe149, ενός πολύ σημαντικού θησαυρού, που βρέθηκε στις αρχές του 20ου
αιώνα στην περιοχή της αρχαίας πόλης, αποτελούμενος αποκλειστικά από
τετράδραχμα της Μένδης. Η σημαντική αυτή μελέτη, μας έδωσε πληθώρα
συνδυασμών σφραγίδων «die links», όσον αφορά τα αργυρά τετράδραχμα που
κόπηκαν από το 460 π.Χ. έως το 423 π.Χ, ενώ δεν έλειψαν και παλαιότερα δείγματα.
Το πρόβλημα με αυτή τη δημοσίευση είναι ότι εστιάζεται σε μία μόνο υποδιαίρεση
μίας μόνο περιόδου λειτουργίας του νομισματοκοπείου, γεγονός που την καθιστά
ελλιπή. Παρ’ όλα αυτά, η προαναφερθείσα εργασία αποτελεί αφετηρία για
οποιονδήποτε ασχολείται με τα νομίσματα της Μένδης.
Τα νομίσματα της Μένδης μπορούν να χωριστούν σε πέντε, χρονικά
επάλληλες κατηγορίες.

i. Πρώτη περίοδος: 520; - 480π.Χ.


Η έναρξη της νομισματικής δραστηριότητας στη Μένδη τοποθετείται στο
τελευταίο 4ο του 6ου π.Χ. αιώνα150. Ο σταθμητικός κανόνας που υιοθετείται είναι ο
Αττικό-Ευβοϊκός. Κόβονται τετράδραχμα [πιν. ii 1-9], τετρώβολα [πιν. ii 10 & πιν. iii
11-14], διώβολα, οβολοί, τριτεταρτημόρια [πιν. iii 15-18], τριημιτεταρτημόρια [πιν.
iii 19-20]151. Τα τετράδραχμα της περιόδου αυτής απαντώνται συχνά σε θησαυρούς
εκτός των Ελληνικών συνόρων152, ενώ οι μικρότερες υποδιαιρέσεις είχαν μάλλον
τοπικό χαρακτήρα.
Χαρακτηριστικό του νομισματοκοπείου της Μένδης όπως και αρκετών
άλλων νομισματοκοπείων της Μακεδονίας γενικότερα153, αποτελεί το φαινόμενο

149
Noe 1926.
150
Παρόλα αυτά είναι πιθανό να υπήρχαν ορισµένες, λίγες στον αριθµό εκδόσεις, που µπορούν να
χρονολογηθούν λίγο πριν τη συµβατική αυτή ηµεροµηνία, βλ. Babelon 1907ii, 1113, αρ.1596 &
Kraay 1976. 134, 136 &πιν.25, 458.
151
Ψωµά 2000, 28.
152
Craay 1976, 137.
153
Πρβλ. νοµισµατοκοπία Ακάνθου, Σερµύλιας, Τορώνης, Αργίλου.

72
του «κατακερματισμού» της παράστασης τόσο του εμπροσθοτύπου όσο και του
οπισθοτύπου. Πιο συγκεκριμένα, για τις μικρότερες υποδιαιρέσεις υιοθετούνται
τμήματα ή τμήμα της κύριας παράστασης που κοσμεί τον εμπροσθότυπο της
μεγαλύτερης αξίας, και εν προκειμένω του τετράδραχμου. Η αρχή αυτή, ακολουθεί
το νομισματοκοπείο της Μένδης καθ’ όλη τη διάρκεια του 5ου π.Χ αιώνα.
Στα αργυρά τετράδραχμα της πρώτης περιόδου [πιν. ii 1-9],
απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο ιθυφαλλικός όνος, προς τα αριστερά στις
παλαιότερες κοπές ή προς τα δεξιά στις νεότερες, στη ράχη του οποίου στέκεται
κόρακας ο οποίος τις περισσότερες φορές απεικονίζεται να ραμφίζει τον όνο στη
γένεση της ουράς του. Περιμετρικά υπάρχει το εθνικό «ΜΙΝΔΑΟΝ» ή «ΜΙΝΔΑΙΟΝ»
ή «ΜΙΝ» στις νεώτερες [πιν. ii 9]. Η παράσταση βρίσκεται πάντα εντός στικτού
δακτυλίου, ο οποίος και χαρακτηρίζει την αργυρή νομισματοκοπία της πόλης μέχρι
τα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα. Στον οπισθότυπο υπάρχει έγκοιλο μοτίβο στον τύπο των
«φτερών ανεμόμυλου», το οποίο αποτελείται από πέντε ή περισσότερα ομόκεντρα
τρίγωνα στις παλαιότερες, και τέσσερα διαγωνίως τοποθετημένα τρίγωνα, στις
νεώτερες.
Στα τετρώβολα [πιν. ii 10 & πιν. iii 11-14], η παράσταση του
εμπροσθοτύπου περιορίζεται στην παρουσία του ιθυφαλλικού όνου, χωρίς την
παρουσία κόρακα, ενώ στον οπισθότυπο ακολουθείται η γνωστή από τα
τετράδραχμα διάταξη. Στις ελάσσονες υποδιαιρέσεις [πιν. iii, 15-20], έχουμε στον
εμπροσθότυπο την παράσταση κεφαλής όνου, ενώ στον οπισθότυπο συναντάμε
πάλι το γνωστό από τα τετράδραχμα έγκοιλο.

ii. Δεύτερη περίοδος: 480-460 π.Χ.


Η δεύτερη περίοδος έχει ως χρονολογική αφετηρία την αποτίναξη του
περσικού ζυγού το 479 π.Χ και διαρκεί μέχρι το 460 περίπου π.Χ154. Κατά τη δεύτερη
περίοδο νομισματικής δραστηριότητας, περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό η κοπή

154
Για την χρονολογία έναρξης της περιόδου βλ. Craay 1976, 136-7.

73
αργυρών τετραδράχμων, ίσως λόγω της απόσυρσης των περσικών στρατευμάτων
από τη γηραιά ήπειρο, ενώ είναι πιθανό να σταμάτησε για ένα μικρό διάστημα η
νομισματική δραστηριότητα της πόλης155. Πλέον η κοπή των νομισμάτων
εξυπηρετεί αποκλειστικά εγχώριες ανάγκες γεγονός που αποδεικνύεται από τη μη
αντιπροσώπευση της σειράς αυτής σε θησαυρούς εκτός της Χαλκιδικής. Όσον
αφορά την εικονογραφία των νομισμάτων, διατηρούνται με μικρές παραλλαγές οι
γνωστοί τύποι από την προηγούμενη περίοδο.
Χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η αλλαγή του οπισθοτύπου
των νομισμάτων, στον οποίο τα ελεύθερα τρίγωνα του προγενέστερου τύπου
«φτερών ανεμόμυλου», παύουν να βρίσκονται ελεύθερα στο χώρο, καθώς είναι
πλέον εγγεγραμμένα εντός έγκοιλου τετραγώνου, ενώ χωρίζονται μεταξύ τους με
κάθετες ανάγλυφες ταινίες [πιν. iii 21-29]. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί προοίμιο της
επόμενης σειράς. Ένα ακόμη μεταβατικό στοιχείο είναι ότι κάτω από Αττικές
πιθανότατα επιρροές, εμφανίζεται μία σταδιακή αλλαγή του εθνικού από
«ΜΙΝΔΑΙΟΝ» σε «ΜΕΝΔΑΙΟΝ»156, προοικονομώντας την καθολική επικράτηση του
δεύτερου τύπου στην επόμενη περίοδο.

iii. Τρίτη περίοδος 460-423 π.Χ.


Η Τρίτη περίοδος του νομισματοκοπείου αποτελεί σταθμό στη
νομισματοκοπία της Μένδης και της αρχαίας Ελλάδας γενικότερα. Κόβονται οι ίδιες
υποδιαιρέσεις με τις προηγούμενες περιόδους, στον Αττικό – Ευβοϊκό πάντα
σταθμητικό κανόνα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά την ευρεία κυκλοφορία των νομισμάτων
της Μένδης κατά την αρχαϊκή εποχή εκτός του ευρύτερου χώρου της πόλης και της
Ελλάδας γενικότερα, παρατηρείται μία αναστροφή της συγκεκριμένης κατάστασης,
καθώς η πλειονότητα των νομισμάτων από τα οποία έχουμε επιβεβαιωμένη την

155
Knoblauch 1998, 156. Βέβαια, η σταδιακή µετατροπή του εθνικού από ΜΙΝ∆ΑΙΟΝ σε
ΜΕΝ∆ΑΙΟΝ που πραγµατοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή, αποτελεί στοιχείο υπέρ της µη διακοπής
της νοµισµατικής δραστηριότητας.
156
Weber 1898, 252, 8 πιν.16,8 & SNG ANS, πιν.12, 315.

74
προέλευσή τους, προέρχονται από την ίδια τη Μένδη και από την ευρύτερη περιοχή
της Χαλκιδικής157.
Την περίοδο αυτή, κατά την οποία το νομισματοκοπείο της πόλης φτάνει
στην ακμή του, έχουμε στην ουσία μία μετεξέλιξη του, γνωστού από τις
προηγούμενες περιόδους, νομισματικού τύπου του τετραδράχμου [πιν. iv 30 - 39].
Η εξέλιξη αυτή επέφερε αλυσιδωτές αλλαγές στις παραστάσεις των υπόλοιπων
υποδιαιρέσεων, στις οποίες πλέον υιοθετούνται μοτίβα και τμήματα των
παραστάσεων που κοσμούν το αργυρό τετράδραχμο.
Πιο συγκεκριμένα στον εμπροσθότυπο του τετραδράχμου, ο όνος
παραμένει στη θέση του, αλλά πλέον δεν απεικονίζεται ιθυφαλλικός, ενώ ο
κόρακας, εξαλείφεται από τα καπούλια του ζώου και τοποθετείται σε ένα κλαδί
αμπέλου ή κισσού, στο χώρο μπροστά από το τετράποδο. Στη θέση του κόρακα,
κατά μήκος της πλάτης του όνου, έχουμε απεικόνιση ανακεκλιμένου πωγωνοφόρου
Διονύσου, ο οποίος με το αριστερό του χέρι στηρίζεται στο ιερό του ζώο, ενώ με το
δεξί προτείνει κάνθαρο, ή σπανιότερα θύρσο [πιν. iv 32].
Στον οπισθότυπο εγκαταλείπεται το μοτίβο των φτερών ανεμόμυλου,
και υιοθετείται έγκοιλο τετράγωνο, εντός του οποίου παριστάνεται κοντοκλαδεμένο
κλήμα, που φέρει τέσσερεις ή πέντε βότρυες. Περιμετρικά της παράστασης
αναγράφεται το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΟΝ». Ο τύπος του οπισθότυπου παραμένει σχεδόν
αναλλοίωτος στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου αυτής, ενώ ορισμένοι
πειραματισμοί [πιν. iv 37-39] παρατηρούνται προς το τέλος της περιόδου, οπότε
και σε ορισμένες, μικρές στον αριθμό, κοπές, η άμπελος αντικαθίσταται είτε από
δεκαεξάκτινο άστρο εντός κυκλικού δίσκου [πιν. iv 39], είτε από τέσσερα αντωπά
ανθέμια διαγωνίως τοποθετημένα εντός του έγκοιλου τετραγώνου [πιν. iv 37] είτε
από τετράγωνο χωριζόμενο σε τέσσερα επιμέρους τετράγωνα [πιν. iv 38].
Στα αργυρά τετρώβολα [πιν. v 40 - 42], έχουμε στον εμπροσθότυπο την
παράσταση Σειληνού, ο οποίος συγκρατεί διεγερμένο όνο που βρίσκεται μπροστά
του. Η παράσταση βρίσκεται εντός στικτού δακτυλίου. Στον οπισθότυπο έχουμε
παράσταση ιστάμενου κόρακα εντός έγκοιλου τετραγώνου, εντός του οποίου
αναγράφεται το γνωστό από τα τετράδραχμα εθνικό.

157
Tselekas 2009, 321 κε.

75
Στις υπόλοιπες υποδιαιρέσεις [πιν. v 43 - 50] έχουμε παράσταση όνου
προς τα δεξιά ακέραιου ή ημίτομου, εντός στικτού δακτυλίου, ενώ στον οπισθότυπο
απεικονίζεται ιστάμενος κόρακας ή κάνθαρος εντός έγκοιλου τετραγώνου.
Η περίοδος αυτή της νομισματικής δραστηριότητας λήγει με την
αποστασία των Μενδαίων από την Αθηναϊκή συμμαχία και τη συνεπακόλουθη
επανασύνδεσή της το 423π.Χ158.

iv. Τέταρτη περίοδος: 423-404 π.Χ.


Μετά την επανασύνδεση της Μένδης με την Αθηναϊκή συμμαχία, η
νομισματοκοπία της πόλης φαίνεται πως συρρικνώνεται, ως ένα βαθμό, γεγονός
που ίσως να μην αποσυνδέεται από την προγενέστερη πολεμική δραστηριότητα των
Αθηναίων στην περιοχή κατά τα έτη 423-421 π.Χ. Η κοπή των τετραδράχμων με τον
ανακεκλιμένο Διόνυσο πάνω σε όνο, φαίνεται ότι ανακόπτεται159. Την μεγαλύτερη
υποδιαίρεση πλέον αποτελεί το τετρώβολο [πιν. v 51 - 54], στο οποίο όμως η
παράσταση του εμπροσθότυπου αντικαθίσταται, και πλέον απεικονίζεται το μοτίβο
του ανακεκλιμένου Διονύσου σε όνο εντός στικτού δακτυλίου, γνωστό ήδη από τα
τετράδραχμα της προηγούμενης περιόδου. Στον οπισθότυπο των νομισμάτων
επιλέγεται η παράσταση αμφορέα εντός έγκοιλου τετραγώνου. Περιμετρικά του
αμφορέα διακρίνεται το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΗ». Σταδιακά, στο έγκοιλο τετράγωνο του
οπισθοτύπου προσαρμόζεται στην αρχή διπλό γραμμικό πλαίσιο. Στη συνέχεια τη
θέση του εξωτερικού γραμμικού πλαισίου αντικαθιστά μαίανδρος [πιν. v 52], ο
οποίος στη συνέχεια εξαλείφεται, με αποτέλεσμα να μείνει ένα απλό γραμμικό
πλαίσιο περιμετρικά της παράστασης [πιν. v 53]160.

158
Noe 1926, 52-3. Την χρονολογία αυτή προτείνει ο συγγραφέας ως χρονολογία απόκρυψης του
θησαυρού της «Καλάνδρας».
159
Noe 1926, 53 Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται επίσης στα νομίσματα της Ακάνθου, Σκιώνης,
Τορώνης, Αινείας, για διαφορετικούς λόγους βέβαια σε κάθε μία πόλη, καθώς και στις πρώτες
εκδόσεις του Κοινού των Χαλκιδέων. Ένα μοναδικό τετράδραχμο της Μένδης, κομμένο στον αττικό-
ευβοϊκό πόδα, με παραστάσεις γνωστές από την τρίτη περίοδο, αλλά με στοιχεία που δεν μπορούν
να αναχθούν πριν το 423π.Χ, είναι πιθανό να αποτέλεσε μέρος κάποιας ιδιαίτερα περιορισμένης
κοπής τετραδράχμων στο διάστημα ανάμεσα στο 423π.Χ, και στην υιοθέτηση του
θρακομακεδονικού πόδα, με τη συνεπακόλουθη εξέλιξη των νομισματικών τύπων που
πραγματοποιήθηκε περί το 404 π.Χ. Για τον προβληματισμό πάνω στο εν λόγω νόμισμα βλ. Noe
1926,58-9 & πιν. Χ,D.
160
Για την εξέλιξη του τετρωβόλου αυτής της περιόδου πρβλ. Noe 1926, 54-57.

76
Με την υιοθέτηση του μονού γραμμικού πλαισίου στον οπισθότυπο,
παρατηρούμε μία αλλαγή στον εμπροσθότυπο των τετρωβόλων. Η παράσταση του
ανακεκλιμένου Διονύσου εγκαταλείπεται, και τη θέση της πλέον παίρνει η
παράσταση κισσοστεφανωμένης κεφαλής αγένειου Διονύσου [πιν. v 53].
Η υιοθέτηση της κεφαλής του Διονύσου στα νομίσματα της πόλης,
αποτελεί σταθμό για τη νομισματοκοπία της. Στο εξής, ο νεαρός θεός του οίνου θα
κοσμεί τους εμπροσθότυπους, σχεδόν όλων των νομισμάτων που κόπηκαν μέχρι
την παύση του νομισματοκοπείου. Η αξιοσημείωτη αλλαγή που επιφέρει αυτή η
υιοθέτηση είναι ότι πλέον εγκαταλείπεται ο αττικό-ευβοϊκός σταθμητικός κανόνας
και αντικαθίσταται από τον ολοένα δημοφιλέστερο στη Μακεδονία και στη
Χαλκιδική γενικότερα, θρακομακεδονικό.
Δεν είμαστε σίγουροι για το πότε προέκυψε αυτή η αλλαγή, αν και οι
μέχρι στιγμής υποθέσεις, μας υποδεικνύουν την περίοδο ανάμεσα στην ήττα της
Αθήνας κατά την σικελική εκστρατεία το 415 π.Χ. και την τελική πτώση της
Αθηναϊκής ηγεμονίας, το 404 π.Χ161. Το σίγουρο είναι, ότι η μετάβαση από τον ένα
σταθμητικό κανόνα στον άλλο ήταν ήπια, όπως υποδεικνύει η συνέχιση του
νομισματικού τύπου του οπισθοτύπου των τετρωβόλων, κάτι που υποδηλώνει ότι
δεν υπήρχε χρονολογικό χάσμα κατά τη διάρκεια της αλλαγής .
Από την άλλη, δεν έχουμε στη διάθεσή μας κανένα ιστορικό στοιχείο που
να μας δίνει πληροφορίες για μία ενδεχόμενη εξέγερση της Μένδης κατά των
Αθηναίων, ανάμεσα στο 415 με 404 π.Χ, έστω και αν η Αθήνα εμφανίζεται αρκετά
αποδυναμωμένη την περίοδο αυτή. Αντιθέτως, γνωρίζουμε ότι η Μένδη παρέμεινε
πιστή στους Αθηναίους μέχρι την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αναλογιζόμενοι αυτό το γεγονός και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αλλαγή στο
νομισματικό «πόδα» αποτελούσε ξεκάθαρη παραβίαση του Αθηναϊκού
νομισματικού ψηφίσματος162, η χρονολόγηση της αλλαγής, πολύ πριν το 404 π.Χ,
δεν στηρίζεται σε σταθερές βάσεις.

161
Noe 1926, 56-7.
162
Για το Αθηναϊκό νοµισµατικό ψήφισµα βλ. IG. I3 ,1453. Το ψήφισµα αυτό χρονολογείται µεταξύ
των ετών 449 και 414 π.Χ, και αναφέρει ρητώς, ότι απαγορεύεται η κοπή και η χρήση νοµισµάτων που
δεν ακολουθούν τα µέτρα και τα σταθµά των Αθηνών. Το ψήφισµα αυτό αποστάλθηκε σε όλες τις
συµµαχικές πόλεις, µε τη διαταγή να αναρτηθεί έξω από το νοµισµατοκοπείο της κάθε πόλης. Ως
συνέπεια αυτού του γεγονότος, έχουν βρεθεί επτά αποσπασµατικά αντίγραφα του ψηφίσµατος αυτού,
που όλα µαζί καθιστούν την ανάγνωσή του προσιτή. Έχουµε δηλαδή στην περίπτωση αυτή ένα «textus

77
Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου κανόνα από το νομισματοκοπείο της
Μένδης, δεν μπορεί να αποσυσχετιστεί από την κοπή, στον ίδιο κανόνα και κατά
την ίδια περίοδο, των νομισμάτων τόσο του Κοινού των Χαλκιδέων, όσο και των
υπολοίπων πόλεων της Χαλκιδικής, καθώς και του μακεδονικού βασιλείου. Η
ύπαρξη ενός ενιαία αποδεκτού σταθμητικού κανόνα διευκόλυνε τις συναλλαγές,
τόσο με την υπόλοιπη Χαλκιδική, όσο και με το μακεδονικό βασίλειο.
Ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο στοιχείο αποτελεί η κοπή κατά την περίοδο
αυτή ενός σπάνιου χάλκινου νομίσματος, το οποίο φέρει βότρυ στον
εμπροσθότυπο, και κάνθαρο στον οπισθότυπο. Βάση της αρχής του
κατακερματισμού του κύριου νομισματικού τύπου, τα νομίσματα αυτά έχουν
στοιχεία που παραπέμπουν στο αργυρό τετράδραχμο της προηγούμενης περιόδου,
καθώς και στο αργυρό τετρώβολο αυτής της περιόδου, γεγονός που μας οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να έχουν κοπεί μετά την αλλαγή των παραστάσεων
των τετρωβόλων, και συνεπώς πρέπει να χρονολογηθούν ανάμεσα στο 422 και το
404 π.Χ.

v. Πέμπτη περίοδος: 403-348 π.Χ.


Η έναρξη της νομισματικής αυτής περιόδου στηρίζεται περισσότερο σε
πολιτικά παρά σε νομισματικά κριτήρια. Όπως είδαμε παραπάνω, η ομαλή εξέλιξη
των τύπων των τετρωβόλων, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το νομισματοκοπείο
της πόλης παρέμεινε ενεργό καθ’ όλη τη διάρκεια των ταραγμένων καιρών του
τέλους του πελοποννησιακού πολέμου. Κατά την περίοδο αυτή, η Μένδη προχωρά
στην κοπή αρκετών αργυρών τετρωβόλων [πιν. v 55], καθώς και διωβόλων [πιν. v
56] στον θρακομακεδονικό πλέον «πόδα». Στα νομίσματα αυτά, απεικονίζεται η
κεφαλή του κισσοστεφανωμένου Διονύσου στον εμπροσθότυπο, ενώ στον
οπισθότυπο έχουμε αμφορέα περιστοιχισμένο από το εθνικό, εντός έγκοιλου
τετραγώνου. Το έγκοιλο τετράγωνο, όμως, γρήγορα εγκαταλείπεται, με αποτέλεσμα
ο αμφορέας να βρίσκεται ελεύθερος στο πέταλο του νομίσματος [πιν. v 55-6].
Επίσης, εγκαταλείπεται και ο στικτός δακτύλιος που χαρακτήριζε το

compositus». Είναι άγνωστο αν το ψήφισµα αυτό εφαρµόστηκε ποτέ στην πράξη, καθώς σε ορισµένα
νοµισµατοκοπεία, όπως αυτό της Ακάνθου, υπάρχουν ενδείξεις ότι ακολουθήθηκαν διαφορετικά µέτρα
και σταθµά, σε περίοδο που ίσχυε το εν λόγω διάταγµα.

78
νομισματοκοπείο από την έναρξή του. Με την κατάργηση του γραμμικού πλαισίου,
παρατηρούμε μία αλλαγή στον τρόπο αναγραφής του εθνικού, το οποίο πλέον
αναγράφει «ΜΕΝΔΑΙΩΝ».
Κατά την περίοδο αυτή επανακόπηκαν αργυρά τετράδραχμα [πιν. v 57-
8], αν και λίγα στον αριθμό, τα οποία έφεραν την κισσοστεφανωμένη κεφαλή του
αγένειου Διονύσου στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο επανεμφανίζεται
μετά από ένα περίπου αιώνα, το μοτίβο του ιστάμενου ιθυφαλλικού όνου, στη
πλάτη του οποίου έχει κουρνιάσει κόρακας που ραμφίζει τον όνο στη γένεση της
ουράς του.
Κατά την ίδια περίοδο συνεχίζεται και διευρύνεται η κοπή χάλκινων
νομισμάτων, τα οποία εξυπηρετούσαν τις καθημερινές ανάγκες του πληθυσμού.
Κόπηκαν τρεις υποδιαιρέσεις, με αναλογίες ως προς το βάρος 1/3/6. Η μεγαλύτερη
υποδιαίρεση [πιν. vi 60-1] που συμβατικά ονομάζουμε Α, πιθανότατα ημιωβολός,
φέρει στον εμπροσθότυπο κισσοστεφανωμένη κεφαλή του αγένειου Διονύσου, ενώ
στον οπισθότυπο παριστάνεται αμφορέας περιστοιχισμένος από κλαδιά κισσού.
Πάνω από τον αμφορέα διακρίνεται το εθνικό.
Η μεσαία υποδιαίρεση (Β) [πιν. vi 62-3] , μοιράζεται τον ίδιο
εμπροσθότυπο με την Α, στον οπισθότυπο όμως έχουμε στη θέση του ενός μεγάλου
αμφορέα, δύο μικρούς, πλαισιωμένους μόνο από το εθνικό.
Στη μικρότερη υποδιαίρεση [πιν. vi 64-6] ο εμπροσθότυπος είναι ίδιος με
αυτόν των άλλων υποδιαιρέσεων, στον οπισθότυπο όμως έχουμε έναν μικρό
αμφορέα πλαισιωμένο από τμήμα του εθνικού, και σε ορισμένες περιπτώσεις από
κισσό163.
Είναι σχετικά δύσκολο να καθορίσουμε με ακρίβεια πότε παύει η
νομισματική παραγωγή της Μένδης. Ένα «terminus post quem» αποτελεί η
κατάληψη της Ολύνθου από το Φίλιππο Β΄ το 349/8 π.Χ, με τη συνεπακόλουθη
ενσωμάτωση της Μένδης και ολόκληρης της Χαλκιδικής στο Μακεδονικό βασίλειο.
Αν τώρα η πόλη μαζί με την Σκιώνη και την Άφυτο αποτέλεσε μέλος, όπως έχει
υποστηριχθεί, του Κοινού των Χαλκιδέων μετά το 357 π.Χ, κάτι τέτοιο θα
συνεπαγόταν και την ταυτόχρονη παύση του νομισματοκοπείου της κατά την ίδια

163
SNG ANS, πιν.15, 395.

79
περίοδο. Παρόλα αυτά η συμμετοχή της πόλης κατά την τελευταία δεκαετία της
αυτονομίας της στο χαλκιδικιώτικο Κοινό, κάθε άλλο από βέβαια δεν μπορεί να
θεωρηθεί, αν αναλογιστούμε αφενός τη μαρτυρημένη αντιπαλότητα της Μένδης
προς το Κοινό και αφετέρου την απουσία νομισμάτων του Κοινού από τις μέχρι
στιγμής ανασκαφές στην περιοχή της πόλης.

β. Ερμηνευτικές παρατηρήσεις.
Η λατρεία του Διονύσου στη Μένδη δεν μαρτυρείται δυστυχώς από
καμία αρχαία πηγή, ενώ διαθέτουμε ελάχιστες αρχαιολογικές μαρτυρίες, εκτός των
νομισμάτων βέβαια, που να μας υποδεικνύουν την ύπαρξή της164. Παρόλα αυτά
κανένας δεν θα μπορούσε να διανοηθεί τη Μένδη χωρίς την διονυσιακή λατρεία.
Το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Μένδης υπήρξε ο οίνος της165. Ο
Μενδαίος οίνος, ένα κρασί φημισμένο και ιδιαίτερα ακριβό, καθ’ όλη τη διάρκεια
της αρχαιότητας, αποτελούσε την πηγή της ευημερίας για την αρχαία πόλη και για
τους κατοίκους της γενικότερα. Ο Δημοσθένης μας ενημερώνει ότι ένα αττικό
εμπορικό πλοίο προσήλθε στη Μένδη ή στη Σκιώνη με σκοπό να φορτώσει τρεις
χιλιάδες αμφορείς Μενδαίου οίνου166. Το γεγονός αυτό, μας βοηθάει να
αναλογιστούμε την ποσότητα του παραγόμενου οίνου.
Σε μία πόλη, λοιπόν, όπου η ευημερία της σχετίζεται τόσο άμεσα με την
καρποφορία των αμπελώνων της, η λατρεία του Διονύσου δεν είναι απλώς
αναμενόμενη, αλλά σίγουρη. Δυστυχώς, το κέντρο αυτής της λατρείας δεν έχει
ακόμη εντοπιστεί και είμαστε αναγκασμένοι να συμπεράνουμε γι’ αυτήν, στην
ουσία μόνο από τις απεικονίσεις των νομισμάτων της πόλης.

164
Βοκοτοπούλου 1988, 335 & σχ.3. Η παρουσία ενός ιθυφαλλικού όνου σε σφράγισµα κεραµίδας
στέγης, αποτελεί και το µόνο ανασκαφικό τεκµήριο το οποίο και σχετίζεται µε τον ∆ιόνυσο, αν και
καθώς υπάρχουν σαφέστατα παράλληλα µε τον εµπροσθότυπο των πρώιµων τετραδράχµων, το
τεκµήριο αυτό δεν ξεφεύγει από τα δεδοµένα που ήδη γνωρίζουµε από τη νοµισµατική.
165
Εκτός του οίνου η Μένδη υπήρξε κέντρο παραγωγής ξυλείας, όπως υπονοείται σε µία επιγραφή από
την Τορώνη, βλ. Torone Ib, 2001, 765 κε, & Torone Ic 2001, πιν. 100.
166
∆ηµοσθένης, Κατά Λακρίτου, 10.1-11.1.

80
i.Πρώτη περίοδος 520-480 π.Χ.
Με την εμφάνιση του νομίσματος στη Μένδη είναι διάχυτη η απόλυτη
κυριαρχία του διονυσιακού στοιχείου. Ο διεγερμένος όνος, που κοσμεί τον
εμπροσθότυπο των νομισμάτων αποτελεί εικονογραφικό στοιχείο, άμεσα
συνδεδεμένο με το διονυσιακό κύκλο. Ο κόρακας από την άλλη ο οποίος τις
περισσότερες φορές απεικονίζεται να ραμφίζει την γένεση της ουράς του όνου,
αποτελεί όπως θα δούμε παρακάτω ένα πτηνό που, ναι μεν έχει ταυτισθεί με τον
Απόλλωνα, έχει παρόλα αυτά μία ιδιαίτερη σχέση με τη Μένδη και με το χαμένο
διονυσιακό μύθο που πιθανότατα απεικονίζεται στα αργυρά τετράδραχμα της
πρώτης περιόδου167.
Οι περισσότεροι ερευνητές τείνουν να καταλήξουν ότι στον
εμπροσθότυπο του αργυρού τετραδράχμου της πρώτης περιόδου απεικονίζεται μία
σκηνή η οποία ναι μεν εμφανίζεται στη φύση, αλλά με στοιχεία που παραπέμπουν
άμεσα στη διονυσιακή λατρεία, όπως αυτό της λαγνείας του όνου η οποία είναι
εμφανής από την κατάσταση του φαλλού του, καθώς και του θορύβου «Ίακχος» τον
οποίο και φανταζόμαστε, βλέποντας τον όνο στη συγκεκριμένη στάση με το
μισάνοιχτό του στόμα. Ορισμένοι ερευνητές αναγνώρισαν στον όνο μία επιφάνεια
του ίδιου του θεού Διονύσου168, παρόλο που σύμφωνα με το μύθο ο θεός του οίνου
ουδέποτε πήρε τη μορφή του συγκεκριμένου ζώου.
Η σχέση του κόρακα με τον όνο, και ο ρόλος του πτηνού για την
κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το τετράποδο, απασχόλησε τη βιβλιογραφία,
χωρίς όμως να τολμηθούν περαιτέρω προεκτάσεις. Όπως θα δούμε παρακάτω169, ο
ρόλος του πτηνού στην παράσταση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο σημαντικός από
αυτόν που μέχρι στιγμής υποθέταμε.
Ένα στοιχείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε περισσότερο, είναι ότι σε
ορισμένες κοπές, ο όνος απεικονίζεται στολισμένος στο ύψος της θωρακικής
περιοχής, με στεφάνι κισσού, το οποίο από τον τρόπο που έχει αποδοθεί, περιβάλει
τον κορμό του ζώου [πιν. ii 5-6]. Προφανώς στα νομίσματα αυτά απεικονίζεται
σκηνή από εορτασμό προς τιμή του θεού του οίνου. Είναι αξιοσημείωτο ότι

167
Βλ. παρακάτω, κεφάλαιο 4.
168
Knoblauch 1998, 157.
169
Βλ. παρακάτω, κεφάλαιο 4.

81
ανάλογο έθιμο του στολισμού του όνου με στεφάνια και άνθη, επιβίωσε μέχρι και
πριν από λίγες μόλις δεκαετίες στην περιοχή της Καλάνδρας170, οικισμός που
βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με την αρχαία πόλη.

ii. Δεύτερη περίοδος 480-460 π.Χ.


Κατά τη δεύτερη περίοδο, στον εμπροσθότυπο ορισμένων σπάνιων
τετραδράχμων [πιν. iii 21], απεικονίζεται ο όνος να τρέχει προς τα δεξιά φέροντας
στο στόμα του ένα βότρυ. Η χαριτωμένη αυτή σκηνή δεν μπορεί παρά να μας φέρει
στο νου, το επεισόδιο που μαρτυρείται από τον Παυσανία. Στο Ναύπλιο, ένας όνος
που είχε ξεφύγει από τον κύριό του, διακατεχόμενος από τη γνωστή του λαιμαργία,
κορφολόγησε τις κληματσίδες μίας αμπέλου. Ο όνος βέβαια τιμωρήθηκε για την
πράξη του αυτή, έκπληκτοι όμως οι κάτοικοι του Ναυπλίου παρατήρησαν ότι η
άμπελος που κορφολόγησε ο όνος, παρήγαγε τον πιο πολύ καρπό. Έκτοτε,
σύμφωνα με την παράδοση ο όνος θεωρείται ως ο πρώτος διδάξας της κλαδευτικής
τέχνης της αμπέλου.

iii. Τρίτη περίοδος. 460-423 π.Χ.


Την εξέλιξη των νομισματικών τύπων της Μένδης που
πραγματοποιήθηκε με την υιοθέτηση στον εμπροσθότυπο του αργυρού
τετραδράχμου της παράστασης του ανακεκλιμένου Διονύσου πάνω σε όνο,
συνοδεύει μία σειρά από προβληματισμούς.

A. Ερμηνεία εμπροσθοτύπου.
1. Η ταύτιση της πωγωνοφόρας ανακεκλιμένης μορφής στην πλάτη του
όνου με τον θεό του οίνου έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί. Πιο συγκεκριμένα έχει
διατυπωθεί η άποψη ότι στην πραγματικότητα απεικονίζεται Σειληνός171. Η
υπόθεση αυτή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η ανακεκλιμένη μορφή φαίνεται να
βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης. Ο θεός του οίνου παρόλο που έχει την ιδιότητα
να μεταδίδει μέσω του οίνου την θεϊκή του μανία, ποτέ δεν εμφανίζεται να ξεπερνά

170
Μάγειρας 1997, 61.
171
Babelon 1932, 598-630.

82
ο ίδιος το μέτρο172. Επιπλέον ο όνος σχετίζεται περισσότερο με την ακολουθία του
Διονύσου, παρά με τον ίδιο το θεό. Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι στον
εμπροσθότυπο των αργυρών τετρωβόλων αυτής της περιόδου, απεικονίζεται
Σειληνός να συγκρατεί όνο. Γιατί λοιπόν να μην αναγνωρίσουμε στη θέση του θεού
τον πιστό του ακόλουθο;
Σε μία παραλλαγή του εμπροσθότυπου του αργυρού τετραδράχμου, στη
θέση που συνήθως απαντάμε ένα κοράκι πάνω σε άμπελο ή κισσό, έχουμε την
παράσταση Σειληνού ο οποίος φέρει θύρσο στο ένα χέρι ενώ με το άλλο μεταφέρει
ένα ασκί με οίνο173. Αλλού απεικονίζεται ο Σειληνός να φέρει μόνο τον θύρσο [πιν.
iv, 31].
Πρέπει να επισημανθεί η διαφοροποίηση όσον αφορά τόσο τις
αναλογίες, όσο και στον τρόπο απόδοσης, ανάμεσα στις μορφές του Σειληνού που
ίσταται μπροστά από τον όνο και την ανακεκλιμένη μορφή. Η μορφή πάνω στον
όνο, είναι πλούσια ενδεδυμένη, κάτι που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε για το
Σειληνό που βρίσκεται μπροστά από το τετράποδο. Θα μπορούσε βέβαια κάποιος
να υποθέσει ότι κάτι τέτοιο έγινε λόγω της έλλειψης χώρου στο πέταλο. Αλλά και
έτσι, η μορφή πάνω στον όνο προφανώς και είναι πολύ πιο σημαντική από αυτή
που προπορεύεται του τετραπόδου. Επιπλέον η επιβεβαιωμένη παρουσία του ίδιου
του θεού στα νομίσματα της πόλης που κόπηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του
5ου και στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, αποτελούν ένα επιπρόσθετο τεκμήριο
υπέρ της άποψης ότι η ανακεκλιμένη μορφή είναι ο θεός του οίνου. Ας μην ξεχνάμε
την εύθυμη μαρτυρία του Ερμίππου174, ο οποίος υμνώντας τον Μενδαίο οίνο, μας
ενημερώνει ότι:

2.1 Μενδαίῳ μὲν ἐνουροῦσιν καὶ θεοὶ αὐτοί

στρώμασιν ἐν μαλακοῖς.

172
LIMC III Dionysos, 414 κε.
173
SNG UK viii, πιν.24, 548.
174
Έρµιππος, Fragmenta. 2.1-2.

83
2. Διόνυσος ή Ήφαιστος ;
Κατά καιρούς έχει επισημανθεί η σχέση της εν λόγω παράστασης με το
επεισόδιο της επιστροφής του μεθυσμένου Ηφαίστου στον Όλυμπο175.
Υποστηρίζεται δηλαδή ότι εν προκειμένω, η ανακεκλιμένη μορφή θα μπορούσε να
αναγνωρισθεί ως ο μεθυσμένος Ήφαιστος, ο οποίος επιστρέφει στον Όλυμπο
καθισμένος στην πλάτη ενός όνου.
Σύμφωνα με τη σωζόμενη εικονογραφία, ο Ήφαιστος στο συγκεκριμένο
μυθολογικό επεισόδιο, απεικονίζεται είτε καθισμένος στην πλάτη όνου, είτε
ανακεκλιμένος πάνω σε αυτήν176. Στην περίπτωση του ανακεκλιμένου θεού πάνω
στον όνο, έχουμε ένα πολύ σημαντικό εικονογραφικό παράλληλο, με τον
εμπροσθότυπο των τετραδράχμων της Μένδης.
Παρόλα αυτά, ο τρόπος με τον οποίο απεικονίζεται η θεότητα στην
πλάτη του όνου, δεν συνάδει με τον τρόπο απεικόνισης του Ηφαίστου. Ο Ήφαιστος
ως προστάτης των χειρωνάκτων συχνά απεικονίζεται με ανάλογη ενδυμασία.
Επιπλέον πλαισιώνεται από εργαλεία όπως σφυρί ή λαβίδα, ενώ φέρει πίλο.
Η ανακεκλιμένη μορφή στον εμπροσθότυπο των αργυρών νομισμάτων
της περιόδου αυτής είναι αντιθέτως πολύ πλούσια ενδεδυμένη. Επιπροσθέτως, αν
και έχουμε μεγάλη ποικιλία νομισματικών τύπων, δεν απαντάται σε κανένα από
αυτούς, το παραμικρό σύμβολο του Ηφαίστου. Αντιθέτως η ανακεκλιμένη μορφή
απεικονίζεται μερικές φορές στεφανωμένη με φύλλα κισσού, ενώ σε παραλλαγές
φέρει στο ένα χέρι κάνθαρο, και στο άλλο θύρσο.
Όσο λοιπόν και αν δένει η προαναφερθείσα υπόθεση, η παντελής
απουσία συμβόλων του Ηφαίστου από τα υπό εξέταση νομίσματα, αποτελεί
ένδειξη κατά της ταύτισης της ανακεκλιμένης μορφής με τον χωλό θεό. Όσο και να
προσπαθήσουμε να αναγάγουμε τα εμφανή διονυσιακά χαρακτηριστικά της
μορφής στον Ήφαιστο κατά την επιστροφή του στον Όλυμπο, σίγουρα θα
περιμέναμε μια μικρή έστω παρουσία συμβόλων του θεού. Επιπροσθέτως είναι

175
Knoblauch 1998, 159.
176
LIMC IV, 638 κε, νο.114-121 & 129-166. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί η παράσταση πάνω σε ένα
χαλκιδικό αµφορέα, όπου ο Ήφαιστος απεικονίζεται ανακεκλιµένος πάνω σε όνο. Βλ. LIMC IV, 639,
135.

84
κάπως παράλογο σε μία πόλη που ευημερεί μέσω του Διονύσου, να απεικονίσει
στα νομίσματά της τον Ήφαιστο177.

3. Διόνυσος συμποσιαστής.
Η παράσταση στον εμπροσθότυπο των τετραδράχμων, έχει ερμηνευτεί
κατά καιρούς, ως η θριαμβευτική είσοδος του Διονύσου στη Μένδη. Συνειρμικά,
μπορούμε να πούμε ότι εικονίζεται τόσο γλαφυρά, η είσοδος της
αμπελοκαλλιέργειας στη Μένδη, μία ασχολία ιδιαίτερα προσοδοφόρα για την πόλη
και άμεσα συνδεδεμένη με την ευφορία και την ισχύ της ίδιας και των κατοίκων της.
Ο Διόνυσος απεικονίζεται πολύ σπάνια στην εικονογραφία ξαπλωμένος
πάνω σε όνο178. Τις περισσότερες φορές απεικονίζεται να κάθεται πάνω στο
τετράποδο παρά να ξαπλώνει πάνω σε αυτό 179. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται
ο Διόνυσος στην πλάτη του ζώου θυμίζει έντονα σκηνή συμποσιαστή. Ο όνος σε
αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να εκληφθεί ως κλίνη. Ο Διόνυσος στηρίζει την
πλάτη του, στον λαιμό του ζώου, με τον ίδιο τρόπο που ένας συμποσιαστής θα
στηριζόταν στο προσκέφαλο της κλίνης του. Σε μία παραλλαγή του νομισματικού
τύπου, [πιν. iv, 35] ο Διόνυσος στηρίζει το κεφάλι του με το αριστερό του χέρι, με
τον αγκώνα του να έχει τοποθετηθεί ανάμεσα στα αυτιά του όνου180, με
αποτέλεσμα ο όνος να θυμίζει περισσότερο έπιπλο παρά ζωντανό ον.
Σε ένα χάλκινο εξάρτημα προσκέφαλου κλίνης, το οποίο βρέθηκε στην
Πέλλα στις αρχές του 19ου αιώνα, παριστάνεται στο ένα άκρο, προτομή όνου
στεφανωμένου με κλιματσίδες που φέρουν βότρυες, ενώ στο άλλο προτομή
κισσοστεφανωμένου νεαρού Διονύσου με κάνθαρο181. Τόσο η θεματική του
ευρήματος αυτού, όσο και το έπιπλο για το οποίο προοριζόταν, μας παραπέμπουν
άμεσα στην προαναφερθείσα σκέψη για την πηγή έμπνευσης του νομισματικού
αυτού τύπου. Είναι πολύ πιθανόν λοιπόν η παράσταση που απεικονίζεται στον
εμπροσθότυπο των αργυρών αυτών τετραδράχμων, να έχει τις καταβολές του σε
κάποιο, χαμένο σήμερα, έργο της ζωγραφικής ή ακόμη και της πλαστικής.

177
Πάνω στο συγκεκριµένο ζήτηµα βλ. Knoblauch 1998, 159-160.
178
LIMC III, 458-9, νο 400-2. Παρόλα αυτά δεν µπορούµε να βρούµε πιστό παραλληλισµό µε τον
εµπροσθότυπο των νοµισµάτων που µας ενδιαφέρουν.
179
LIMC III, 458, νο 392-9.
180
SNG UK viii, πιν.24, 553 & SNG ANS, πιν.13, 338.
181
ΠΑΕ 1914, 141-2 & Λιλιµπάκη-Ακαµάτη 1993, 63 εικ.3.

85
Β. Ερμηνεία οπισθοτύπου.
Στον οπισθότυπο του αργυρού τετραδράχμου απεικονίζεται όπως είδαμε
παραπάνω κοντοκλαδεμένο κλήμα εντός έγκοιλου τετραγώνου, το οποίο φέρει
τέσσερεις ή ορισμένες φορές πέντε βότρυες. Περιμετρικά του έγκοιλου τετραγώνου
αναγράφεται το εθνικό [πιν. iv, 30-36]. Η ύπαρξη της συγκεκριμένης παράστασης
κάθε άλλο παρά εκπλήσσει. Απεικονίζεται εδώ, το δώρο του Διονύσου στη Μένδη,
το μέσο ευημερίας της, που δεν είναι άλλο από τους πλούσιους αμπελώνες της.

1. Οι αμπελώνες της Μένδης – Μενδαίος οίνος.


Η άμπελος της Μένδης δεν αναφέρεται από τις αρχαίες πηγές ως
κάποια ξεχωριστή ποικιλία, όπως για παράδειγμα αυτή της Ακάνθου ή της Αφύτου,
συνεπώς δεν γνωρίζουμε αν ο Μενδαίος οίνος προερχόταν από μία συγκεκριμένη
ποικιλία αμπέλου, ή ήταν προϊόν ενός ειδικού τρόπου παρασκευής, που είναι και το
πιο πιθανό. Οι αρχαίες πηγές πάντως, μας πληροφορούν ότι οι Μενδαίοι ράντιζαν
τα αμπέλια τους με κάποια ουσία, ώστε να γίνει ο οίνος πιο απαλός182.
Οι παραστάσεις των οπισθοτύπων των αργυρών τετραδράχμων, μας
υποδεικνύουν πιθανότατα, τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η καλλιέργεια της
αμπέλου. Σε αντίθεση με τη γειτονική Άφυτο, η άμπελος δεν αφηνόταν να
βλαστήσει πολύ. Αντιθέτως, περιόριζαν την βλάστηση του φυτού, με το να αφήνουν
πολύ λιγότερα «μάτια». Αυτός ο τρόπος κλαδέματος χρησιμοποιείται ακόμη και στις
μέρες μας σε παραδοσιακούς αμπελώνες καθώς και σε ορισμένους αμπελώνες της,
φημισμένης για την οινοπαραγωγή της, Γαλλίας.
Με το εκτενέστερο κλάδεμα της αμπέλου, επιτυγχανόταν ο έλεγχος της
παραγωγής των σταφυλιών, ενώ εργασίες όπως το κλάδεμα, το κορφολόγημα, το
θειάφισμα καθώς και η αραίωση των φύλλων της αμπέλου διευκολύνονταν, καθώς
το ύψος της αμπέλου ήταν πολύ μικρότερο από αυτό του ανθρώπου183.
Προκαλεί πάντως εντύπωση το γεγονός ότι σε ορισμένα τετράδραχμα και
τετρώβολα της πρώτης περιόδου [ πιν. ii 9 & πιν. iii 13] η άμπελος που απεικονίζεται

182
Φαινίας ο Ερέσιος, fr. Στον Αθήναιο Ι 29.f. Βλέπε επίσης Κουράκου 2004, 57 κε.
183
Για τις αγροτικές εργασίες που αφορούν την καλλιέργεια της αµπέλου, βλ. Κούσουλας 1977, 76
κε.

86
πίσω από τον ιθυφαλλικό όνο, έχει αφεθεί στην βλάστηση, γεγονός που έρχεται σε
αντίθεση με τον τρόπο κλαδέματος της αμπέλου της Μένδης όπως αυτή
απεικονίζεται στους οπισθότυπους των τετραδράχμων της τρίτης περιόδου.
Παρόλο που δεν γνωρίζουμε αν υπήρχε κάποια εγχώρια ποικιλία
αμπέλου στη Μένδη, εντούτοις έχουμε στη διάθεσή μας αρκετά στοιχεία για το
προϊόν των αμπελώνων της πόλης. Ο Μενδαίος οίνος αποτελούσε ένα από τα πιο
εκλεκτά και πιο ακριβά κρασιά της αρχαιότητας. Ήταν γλυκύς, όπως άλλωστε η
πλειονότητα των αρχαίων κρασιών, ενώ, σε αντίθεση με τα περισσότερα, ήταν
λευκός184. Πλήθος αρχαίων συγγραφέων επαινούν το Μενδαίο οίνο, εξαίροντας τον,
τόσο για την ποιότητά του, όσο και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες.
Ένα ζήτημα που προκύπτει, είναι κατά πόσο η παραγωγή των
αμπελώνων της Μένδης μπορούσε να καλύψει τις γνωστές από τις αρχαίες πηγές
ανάγκες για Μενδαίο οίνο. Τεράστιες ποσότητες οίνου εξάγονταν από την πόλη σε
προορισμούς σε όλη τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο185. Προκαλεί λοιπόν
ερωτηματικά, ως προς το κατά πόσο μπορούσε η παραγωγή της πόλης να
υπερκαλύψει τις ανάγκες τις αγοράς.
Μέχρι την ενσωμάτωση της Μένδης στο Μακεδονικό βασίλειο κατά το
348 π.Χ, είναι αδύνατον να φανταστούμε την παραγωγή του Μενδαίου οίνου από
κάποιο φορέα διαφορετικό από αυτό της ίδιας της πόλης. Από σφραγίδες σε λαβές
αμφορέων, στις οποίες απαντώνται συχνά παραστάσεις των νομισμάτων της πόλης,
μας οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι κατά τη διάρκεια της αυτονομίας της Μένδης, η
παραγωγή του οίνου βρισκόταν υπό την αυστηρή επίβλεψη των αρχών της πόλης.
Συνεπώς θα πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα τμήμα της παραγωγής να
προήλθε από αλλού, τουλάχιστον όσο η Μένδη διατηρούσε τις πολιτειακές της
δομές. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι οι εξαγόμενες ποσότητες του Μενδαίου
οίνου ήταν όντως τεράστιες, ενώ το γεωγραφικό φάσμα εξαγωγής του, επίσης
διευρυμένο.
Η πληροφορία του Δημοσθένη186, ότι ένα αθηναϊκό εμπορικό πλοίο
άραξε στη Σκιώνη ή στη Μένδη, με σκοπό να προμηθευθεί τρεις χιλιάδες αμφορείς

184
Κουράκου 2004, 58.
185
Για τα κέντρα κατανάλωσης των µακεδονικών κρασιών βλ. Μαραγκού 1990, 94 & Μαραγκού
1999, 79.
186
∆ηµοσθένης, Κατά Λακρίτου, 10.1-11.1.

87
Μενδαίου οίνου, μία ποσότητα που μεταφράζεται από 100 έως 130 τόνους οίνου,
επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από δύο κλασικά ναυάγια που εντοπίστηκαν στην
περιοχή των βόρειων Σποράδων, τα οποία μάλιστα υπολογίζεται ότι έφεραν
ανάλογες ποσότητες αμφορέων της Μένδης.
Το γεγονός ότι η Σκιώνη αντιμετωπίστηκε από το Δημοσθένη ως κέντρο
διακίνησης των αμφορέων της Μένδης, παρερμηνεύτηκε από ορισμένους
ερευνητές, καθώς θεωρήθηκε απόδειξη ότι ο Μενδαίος οίνος δεν παραγόταν
αποκλειστικά στην Μένδη. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε τη φύση των
σχέσεων των δύο πόλεων. Η Μένδη μετά την αποστασία της Σκιώνης από τη
δηλιακή συμμαχία, ακολούθησε το παράδειγμα της γειτονικής πόλης, και
αποστάτησε και αυτή με τη σειρά της. Είναι πολύ πιο πιθανόν λοιπόν, να υπήρξε
κάποιο είδος συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πόλεις για την εμπορία του προϊόντος
της Μένδης, μία συνεργασία που θα απέφερε σημαντικά οφέλη και στις δύο
πλευρές. Είναι επίσης σημαντικό το γεγονός ότι το λιμάνι της Μένδης
προστατευόταν από το βόρειο και το δυτικό άνεμο, ενώ το λιμάνι της Σκιώνης από
το νότιο και τον ανατολικό, γεγονός που επέτρεπε την μετακίνηση των
εμπορευμάτων ανεξαρτήτως καιρού. Η Σκιώνη λοιπόν αποτέλεσε αποκλειστικά
κέντρο διακίνησης του Μενδαίου οίνου και όχι κέντρο παραγωγής του, τουλάχιστον
μέχρι το 348 π.Χ.
Ένα ζήτημα το οποίο θα μπορούσε να εξετασθεί περεταίρω, είναι το
κατά πόσο η Μένδη προέβη σε εισαγωγή πρώτης ύλης από άλλες οινοπαραγωγές
πόλεις της Χαλκιδικής, έτσι ώστε να καλύψει τις ανάγκες της αγοράς.
Η κατάσταση στην παρασκευή και εμπορία του Μενδαίου οίνου αλλάζει
άρδην, μετά την ενσωμάτωση της Μένδης στο Μακεδονικό βασίλειο του Φιλίππου
το 348 π.Χ. και ιδιαίτερα μετά την ίδρυση της Κασσάνδρειας στη θέση της Ποτίδαιας
το 316 π.Χ. Αποτέλεσμα των δύο αυτών ιστορικών γεγονότων αποτελεί η απώλεια
των απαραιτήτων αστικών δομών που επέτρεπαν την κεντρική διαχείριση του
προϊόντος από την εκάστοτε πολιτειακή αρχή. Είναι πολύ πιθανόν να είχαμε μία
απελευθέρωση της παραγωγής του οίνου, και εκτός της «χώρας» της Μένδης.
Παρόλα αυτά ο οίνος της Μένδης συνεχίζει να εξάγεται σε μεγάλες ποσότητες,
γεγονός που ανάγκασε τον Κάσσανδρο να αναθέσει στον Λύσιππο τη δημιουργία
ενός νέου τύπου αμφορέα για το Μενδαίο οίνο έτσι ώστε να τυποποιηθεί το

88
προϊόν. Ο νέος τύπος αμφορέα της Μένδης θα πρέπει να αναγνωριστεί στους
αμφορείς της ομάδας «Παρμενίσκου», οι οποίοι απαντώνται σε μεγάλες ποσότητες
στην πρωτεύουσα του μακεδονικού βασιλείου, Πέλλα, η οποία αποτελούσε το
μεγαλύτερο καταναλωτικό κέντρο του Μενδαίου οίνου στη Μακεδονία.
Πρόσφατα, προς μεγάλη χαρά των αρχαιολόγων ήρθε στο φως, σε πολύ
μικρή απόσταση ανατολικά της αρχαίας πόλης, το κεραμικό εργαστήριο του
Ευβούλου, ενός από τους πολλούς κατασκευαστές αμφορέων της ομάδας
«Παρμενίσκου»187. Η ανασκαφή αυτή και ο συνεπακόλουθος εντοπισμός του
εργαστηρίου, ήρθε για να καλύψει ένα μεγάλο κενό στην έρευνα, καθώς με αυτό
τον τρόπο τεκμηριώθηκε με τρόπο τελεσίδικο η απόδοση, μέρος τουλάχιστον, της
ομάδας «Παρμενίσκου» στη Μένδη, και συνεπώς αναγνωρίστηκε ο ελληνιστικός
αμφορέας που διακινούσε το Μενδαίο οίνο.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, όπως μας μαρτυρούν οι πηγές, συνεχίστηκε η
παραγωγή του Μενδαίου οίνου, ενώ τα ίχνη του μπορούν να εντοπισθούν μέχρι τον
6ο μ.Χ αιώνα, οπότε και αναφέρεται από το Στέφανο Βυζάντιο.

2. «Πειραματισμοί» στον οπισθότυπο τετραδράχμων.


Ορισμένες διαφοροποιήσεις όσον αφορά το γνωστό τύπο του
οπισθοτύπου των αργυρών τετραδράχμων, παρατηρούνται προς τα τέλη της
περιόδου αυτής. Οι κοπές αυτές, όπως έδειξε η αλληλουχία των σφραγίδων του
θησαυρού της Καλάνδρας, δεν αντικαθιστούν το γνωστό τύπο της κοντοκλαδεμένης
αμπέλου, αλλά εναλλάσσονται με αυτόν188. Θα έλεγε κανείς λοιπόν,
χρησιμοποιώντας εκ των προτέρων τη σημερινή ορολογία, ότι πρόκειται για
αναμνηστικές εκδόσεις, οι οποίες είχαν περιστασιακό χαρακτήρα, και δεν
αντικατέστησαν τον προϋπάρχοντα τύπο του οπισθότυπου, που παρέμεινε ο κύριος
νομισματικός τύπος της πόλης.
Στην πρώτη διαφοροποίηση του νομισματικού τύπου, [πιν. iv 37] τη θέση
της κοντοκλαδεμένης αμπέλου παίρνουν τέσσερα ανθέμια, διαγωνίως
τοποθετημένα εντός τετράγωνου γραμμικού πλαισίου. Ο εμπροσθότυπος σε όλες
τις περιπτώσεις παραμένει ως έχει. Σε μία άλλη παραλλαγή του τύπου, [πιν. iv 38]

187
Garlan 2004α, 141 κε.
188
Noe 1926, 33-34 & πιν. viii, ix.

89
εντός του τετράγωνου γραμμικού πλαισίου, διακρίνεται ένα δεύτερο τετράγωνο, το
οποίο χωρίζεται σε τέσσερα επιμέρους τετράγωνα, μέσω δύο κάθετων μεταξύ τους
ανάγλυφων ταινιών. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τετραγώνου αυτού, όσο και
των κάθετων ταινιών που το χωρίζουν σε επιμέρους τετράγωνα, είναι ότι ανά
συγκεκριμένα διαστήματα εμφανίζονται στιγμές που ομοιάζουν με εφηλίδες
καρφιών. Στην τρίτη και τελευταία διαφοροποίηση, [πιν. iv 39] έχουμε εντός του
τετράγωνου γραμμικού πλαισίου, δίσκο, πάνω στον οποίο απεικονίζεται
δεκαεξάκτινο αστέρι. Τα τέσσερα κενά που προκύπτουν από την ενσωμάτωση του
κυκλικού δίσκου στο τετράγωνο γραμμικό πλαίσιο καλύπτονται από τέσσερις
βότρυες, οι οποίοι είναι περιστοιχισμένοι από φύλλα αμπέλου.
Οι τρεις αυτές παραστάσεις, διαφοροποιούνται σε τόσο μεγάλο βαθμό
από τους συνηθισμένους, για το νομισματοκοπείο της Μένδης, νομισματικούς
τύπους, που η υιοθέτησή τους προκαλεί απορία. Από την άλλη, καθώς οι κοπές
είναι στην ουσία χρονικά επάλληλες, υπάρχει έντονος ο προβληματισμός, μήπως
μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους.
Το τετράγωνο γραμμικό πλαίσιο, στην περίπτωση αυτή αποτελεί σημείο
αναφοράς. Το δεκαεξάκτινο αστέρι περιστοιχισμένο από βότρυες, καθώς και τα
ανθέμια, είναι τοποθετημένα εντός του γραμμικού πλαισίου με έναν τέτοιο τρόπο,
που θυμίζουν φατνώματα. Το διάστικτο τετράγωνο από την άλλη, παρόλο που είναι
πολύ λιτό για να ερμηνευτεί ως φάτνωμα, απεικονίζει σίγουρα κάτι σημαντικό για
το μενδαίο πολίτη, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να αναγνωρίσει από αυτόν.
Διάφορες θεωρίες έχουν διατυπωθεί ως προς το αντικείμενο που απεικονίζεται στα
νομίσματα αυτά, αν και καμία δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαια. Αξίζει παρόλα αυτά
να σημειωθεί, ότι όλες ανεξαρτήτως, συσχετίζουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο,
το εν λόγω αντικείμενο με τη λατρεία.
Με τον τρόπο αυτό βλέπουμε ότι σε γενικές γραμμές οι τρεις αυτές
παραστάσεις έχουν τις ίδιες κατευθύνσεις. Στην περίπτωση του δεκαεξάκτινου
αστεριού μάλιστα, εάν όντως εκλάβουμε την παράσταση ως απεικόνιση
φατνώματος, τότε η παρουσία των βότρυων και των φύλλων της αμπέλου μας
παραπέμπει άμεσα στον Διόνυσο.
Οι διαθέσιμες πηγές, δεν μας πληροφορούν για την ύπαρξη ιερού του
Διονύσου στη Μένδη. Παρόλα αυτά, η τυχόν ύπαρξή του κάθε άλλο παρά εντύπωση

90
θα προκαλούσε. Η Μένδη με το εμπόριο του οίνου της σίγουρα είχε τα μέσα για να
αναγείρει έναν οίκο προς τιμήν του ευεργέτη θεού της. Σε αυτή την περίπτωση, τα
προαναφερόμενα νομίσματα θα μπορούσαν να συσχετισθούν με ένα τέτοιο
γεγονός. Δυστυχώς οι μέχρι στιγμής ανασκαφές δεν έχουν εντοπίσει το κέντρο
αυτής της λατρείας, εφόσον βέβαια υπήρχε189.

iv. Τέταρτη περίοδος 423-404;.


Η περίοδος αυτή, από την οποία μας έχουν σωθεί μόνο τετρώβολα [πιν.
v 51 - 54], χαρακτηρίζεται από μία σημαντική καινοτομία. Σταδιακά εγκαταλείπεται
στον εμπροσθότυπο των τετρωβόλων, η παράσταση του ανακεκλιμένου Διονύσου
πάνω σε όνο, και στη θέση της τοποθετείται η κισσοστεφανωμένη κεφαλή του
αγένειου Διονύσου. Αλλαγή έχουμε επίσης και στον οπισθότυπο, όπου το κοράκι
αντικαθίσταται από την παράσταση ενός αμφορέα ή ελικωτού κρατήρα. Ο νεαρός
Διόνυσος λοιπόν κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο νομισματοκοπείο της
Μένδης κατά την περίοδο αυτή.
Σύμφωνα με το Διόδωρο Σικελό, ο Διόνυσος είχε δύο μορφές190. Στην
παλαιότερη, ο θεός απεικονιζόταν πωγωνοφόρος, όπως άλλωστε όλοι οι Ολύμπιοι
θεοί, ως ένδειξη σοφίας και σεβασμού. Στη νεώτερη ο Διόνυσος απεικονίζεται ως
όμορφος αγένειος νεαρός με θηλυπρεπείς τάσεις. Η μαρτυρία αυτή του Διόδωρου
έρχεται να επιβεβαιώσει αυτό που γνωρίζουμε τόσο καλά από τις απεικονίσεις του
θεού στη σωζόμενη αγγειογραφία , πλαστική και νομισματική.
Η αλλαγή στην απεικόνιση του θεού πραγματοποιείται γύρω στο 425
π.Χ.191 και δεν πρέπει να θεωρηθεί άσχετη με την παράσταση του αγένειου
Διονύσου που κοσμούσε το ανατολικό αέτωμα του Παρθενώνα. Εκτός από τη
συγκεκριμένη παράσταση, ο Διόνυσος απαντάται αγένειος και σε δύο σπάνιες
παραστάσεις ερυθρόμορφων αγγείων που χρονολογούνται ήδη από το 470 π.Χ.
Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες παραστάσεις αποτελούν τη συντριπτική μειοψηφία

189
Μάγειρας 1997, 54-6. Στο βιβλίο του για τις λατρείες στη χερσόνησο της Κασσάνδρειας, ο
Μάγειρας, Π. µας πληροφορεί για την ύπαρξη καταλοίπων ενός σηµαντικού δηµοσίου οικοδοµήµατος,
κατά πάσα πιθανότητα ναού, σε µικρή απόσταση δυτικά της ακροπόλεως, εντός του άστεως της
Μένδης. Μια µελλοντική ανασκαφή στο χώρο αυτό δείχνει αρκετά υποσχόµενη.
190
∆ιόδωρος Σικελός Ιστορική βιβλιοθήκη 4.5.2.8-11.
191
Carpenter 1993, 185.

91
τουλάχιστον μέχρι το 425 π.Χ, οπότε και επέρχεται αυτή η αλλαγή. Μετά το 425 π.Χ,
ο πωγωνοφόρος Διόνυσος εμφανίζεται όλο και πιο σπάνια, ενώ στο εξής κυριαρχεί
η νεανική του μορφή.
Η κεφαλή του κισσοστεφανωμένου νεαρού Διονύσου έχει πολλές
στιλιστικές ομοιότητες με τη δαφνοστεφανωμένη κεφαλή του Απόλλωνα, που
κοσμούσε τις χρονικά παράλληλες αργυρές εκδόσεις του Κοινού των Χαλκιδέων. Η
ομοιότητα αυτή δεν περιορίζεται μόνο στις παραστάσεις του εμπροσθοτύπου. Η
εξέλιξη του νομισματικού τύπου του οπισθοτύπου των αργυρών τετρωβόλων από
το απλό έγκοιλο τετράγωνο που υπήρχε στις πρώιμες εκδόσεις, στο έγκοιλο
τετράγωνο περιμετρικά του οποίου διακρίνεται μονό ή διπλό γραμμικό πλαίσιο, και
τέλος η κατάργηση του έγκοιλου τετραγώνου, παραλληλίζεται με την εξέλιξη των
τετρωβόλων του Κοινού των Χαλκιδέων. Επίσης υπάρχει θα έλεγε κανείς μία
σχετική σχηματική ομοιότητα ανάμεσα στη λύρα που επιλέχθηκε στα τετρώβολα
του Κοινού, και στον κρατήρα- αμφορέα των τετρωβόλων της Μένδης. Τέλος, η
κοπή των τετρωβόλων της Μένδης με την παράσταση κισσοστεφανωμένης κεφαλής
νεαρού Διονύσου στον εμπροσθότυπο και αμφορέα – κρατήρα στον οπισθότυπο,
πραγματοποιήθηκε, σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδόσεις του
νομισματοκοπείου, με βάση τον θρακομακεδονικό πόδα, σύμφωνα με τον οποίο
κόπηκε το σύνολο των τετρωβόλων του Κοινού.

v. Πέμπτη περίοδος. 404;-349 π.Χ.


Την περίοδο αυτή, έχουμε, όπως είδαμε παραπάνω, επανέναρξη της
κοπής αργυρών τετραδράχμων. Η κισσοστεφανωμένη κεφαλή του νεαρού Διονύσου
που κοσμεί τον εμπροσθότυπο των νομισμάτων αυτών [πιν. v 58-9], ακολουθεί την
εικονογραφία των προγενέστερων τετρωβόλων, ενώ είναι δεδομένη η σχέση του
συγκεκριμένου τύπου με τον εμπροσθότυπο των αργυρών τετραδράχμων του
Κοινού των Χαλκιδέων. Στον οπισθότυπο έχουμε την επανεμφάνιση ύστερα από
απουσία ενός περίπου αιώνα, του ιθυφαλλικού όνου, στη πλάτη του οποίου
εδράζεται κόρακας, που τον ραμφίζει στη γένεση της ουράς. Περιμετρικά του
ζωικού συμπλέγματος τοποθετείται το εθνικό «ΜΕΝΔΑΙΩΝ». Η επιλογή ενός τέτοιου
θέματος, ανασυρόμενου από τις απαρχές του νομισματοκοπείου της Μένδης, έστω
και αν έχει πλέον υποβιβαστεί στον οπισθότυπο, αποτελεί αρχαϊστικό στοιχείο.

92
Προς το τέλος της λειτουργίας του νομισματοκοπείου, πληθαίνουν
σχετικά, τα αρχαϊστικά στοιχεία στα νομίσματα της πόλης. Σε μία σπάνια χάλκινη
υποδιαίρεση C [πιν. vi 66], επιλέγεται αντί του καθιερωμένου τύπου του εθνικού
«ΜΕΝ», ο τύπος «ΜΙΝ» που απαντάμε σε νομίσματα που κόπηκαν πριν το 460 π.Χ.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση ενός σπάνιου τετρώβολου [πιν. vi 59],
που στον εμπροσθότυπο φέρει παράσταση ιστάμενου όνου προς τα δεξιά, ενώ στον
οπισθότυπο έχει αμφορέα, αριστερά του οποίου υπάρχει κλαδί κισσού, ενώ δεξιά
του αντικρίζουμε για άλλη μια φορά το προγενέστερο εθνικό «ΜΙΝ». Αξίζει να
σημειωθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις που αναφέραμε, επανεμφανίζεται ο στικτός
δακτύλιος περιμετρικά των παραστάσεων, ο οποίος είχε απορριφθεί από το
νομισματοκοπείο της Μένδης στο διάστημα ανάμεσα στο 423 και 404 π.Χ.
Οι παραπάνω αρχαϊσμοί καθώς και ο τύπος του οπισθοτύπου του
αργυρού τετράδραχμου μας δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για τη συνέχιση του
είδους της διονυσιακής λατρείας και αντίληψης που υπήρχε στα πρώιμα χρόνια
λειτουργίας του νομισματοκοπείου της Μένδης, καθώς συνδέεται το παρελθόν του
νομισματοκοπείου με το παρόν του.

γ. Διονυσιακή εικονογραφία σε σφραγίσματα αμφορέων της Μένδης.


Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε ορισμένους αμφορείς του
5ουπ.Χ. αιώνα, συναντάμε στις λαβές τους, ενσφράγιστες παραστάσεις οι οποίες
ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με το νομισματικό τύπο του ανακεκλιμένου Διονύσου
πάνω σε όνο192. Τα σφραγίσματα αυτά, και κατ’ επέκταση οι αμφορείς, αποδόθηκαν
πέραν πάσης αμφιβολίας στη Μένδη. Βάσει των προαναφερόμενων περιόδων
λειτουργίας του νομισματοκοπείου της πόλης, τα σφραγίσματα αυτά μπορούν να
χρονολογηθούν ανάμεσα στο 460 και το 404 π.Χ.
Η παρουσία ενός νομισματικού τύπου μίας πόλης ως σφράγισμα δεν
αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο ιδίως από τον 4ο π.Χ αιώνα και εξής. Στη Χαλκιδική,
χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ενσφράγιστοι αμφορείς της Ακάνθου,
όπου ως σφράγισμα χρησιμοποιείται η παράσταση ενός τετράκτινου τροχού193, ο

192
Grace 1949, 186 νο.1 & πιν. 20,1. Ένα δεύτερο σφράγισµα βρέθηκε στην πανεπιστηµιακή
ανασκαφή στο Καραµπουρνάκι Θεσσαλονίκης και παραµένει αδηµοσίευτο.
193
Για τα σφραγίσµατα των αµφορέων της Ακάνθου βλ. Garlan 2004β, 181 κ.ε., & Μαραγκού 1999,
81 Α5.

93
οποίος κοσμεί τον οπισθότυπο της μεγαλύτερης χάλκινης υποδιαίρεσης της
πόλης194. Ένα δεύτερο ανάλογο παράδειγμα αποτελεί η Ρόδος, η οποία κατά την
ελληνιστική εποχή χρησιμοποίησε τον εμπροσθότυπο των νομισμάτων της ως
σφραγίσματα για τους αμφορείς που περιείχαν τον παραγόμενο από το νησί οίνο.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, η σφραγίδα στις λαβές των αμφορέων
αποτελούσε ένα είδος «λαλούντος συμβόλου», πιστοποιώντας την προέλευση του
οίνου, μέσω της αναγνωρισιμότητας του νομισματικού τύπου που απεικονιζόταν.
Πέραν της παράστασης του ανακεκλιμένου Διονύσου υπάρχει μία
πληθώρα σφραγισμάτων της Μένδης, τα οποία είτε θυμίζουν νομίσματα της πόλης,
είτε είναι άμεσα σχετιζόμενα με το διονυσιακό κύκλο. Πιο συγκεκριμένα, σε
ορισμένες λαβές αμφορέων απεικονίζεται κεφαλή νεαρού κισσοστεφανωμένου
Διονύσου195, ενώ σε άλλες, παραστάσεις όπως κάνθαρος196, φύλλο κισσού197 καθώς
και δύο αμφορείς198. Όλα τα μοτίβα αυτά τα συναντήσαμε είτε ως κύριες
παραστάσεις, είτε ως τμήμα αυτών στα νομίσματα της Μένδης, ενώ η κεφαλή του
νεαρού Διονύσου μπορεί με ευκολία να παραλληλιστεί με τους εμπροσθότυπους
των νομισμάτων της πόλης που κόπηκαν κατά το πρώτο μισό του 4ου αιώνα,
δίνοντας ένα ευδιάκριτο χρονολογικό πλαίσιο για το ίδιο το σφράγισμα. Πέραν
τούτων υπάρχουν μερικά σφραγίσματα που δεν απαντώνται στη νομισματοκοπία
της πόλης, όπως ένας Σάτυρος κατενώπιον199 ή μία οινοχόη200, τα οποία όμως είναι
σε άμεσο θεματολογικό συσχετισμό με αυτά.
Αυτός ο παραλληλισμός ανάμεσα στα νομίσματα της Μένδης και στα
σφραγίσματα των κλασσικών της αμφορέων, δίνει εκτός από σημαντικά
εικονογραφικά παράλληλα στους νομισματικούς τύπους, πλούσια στοιχεία για την
παραγωγή και την εμπορία του «Μενδαίου οίνου». Πιο συγκεκριμένα, η παρουσία
των ίδιων συμβόλων και μοτίβων, τόσο στα νομίσματα όσο και στις λαβές των
αμφορέων, επιβεβαιώνουν τον κρατικό έλεγχο της παραγωγής οίνου, καθώς τμήμα

194
Βλ. SNG ANS, πιν.2, 53-55.
195
Μάγειρας 2001 34.
196
Μάγειρας 2001 35.
197
Μάγειρας 2001 35.
198
Μάγειρας 2001 35.
199
Μάγειρας 2001 35.
200
Μάγειρας 2001 34.

94
της παραγωγής, σφραγιζόταν με τη σφραγίδα της πόλεως, όπως αυτή κατά καιρούς
απεικονιζόταν στα νομίσματά της.

δ. Συμπεράσματα.
Η απουσία αρχαιολογικών ευρημάτων καθώς και γραπτών πηγών οι
οποίες αναφέρονται στη λατρεία του Διονύσου στη Μένδη, κάθε άλλο παρά
μπορούν να μας οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη λατρεία
απουσίαζε από την πόλη αυτή της Παλλήνης. Αντιθέτως, η ολοκληρωτική
επικράτηση του διονυσιακού στοιχείου στις παραστάσεις του συνόλου των
νομισματικών υποδιαιρέσεων, καθ’ όλη τη διάρκεια λειτουργίας του
νομισματοκοπείου, σε συνδυασμό με την τεκμηριωμένη από τις πηγές και από τα
ανασκαφικά δεδομένα παραγωγή υψηλής ποιότητας οίνου από την πόλη, δεν
αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας ως προς το ποιά ήταν η πολιούχος θεότητα
της Μένδης.
Ο Διόνυσος, λόγω της αντιφατικής φύσης που του απέδωσαν οι αρχαίοι
Έλληνες, σπάνια αποτελούσε την πολιούχο θεότητα κάποιας πόλης κράτους. Η μόνη
θεότητα, εκτός του Διονύσου για τη λατρεία της οποίας στη Μένδη έχουμε στοιχεία,
είναι αυτή του Ποσειδώνα, το ιερό του οποίου, όπως είδαμε παραπάνω, έχει ήδη
εντοπιστεί στην περιοχή. Η θεότητα της θάλασσας διασφάλιζε στους Μενδαίους τη
ζωτικής σημασίας για αυτούς, μετακίνηση του οίνου της πόλης ανά τη Μεσόγειο
και συνεπώς ο Ποσειδώνας αποτελούσε θεότητα άμεσα συνδεδεμένη με την
ευημερία της πόλης.
Παρόλ’ αυτά, στα νομίσματα της Μένδης δεν εμφανίζεται ποτέ ούτε ο
ίδιος ο θεός των υδάτων, αλλά ούτε κάποιο σύμβολό του, γεγονός που μας
πληροφορεί, ότι για τους κατοίκους της Μένδης ο Διόνυσος διαδραμάτιζε ένα
σημαντικότατο ρόλο, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιό τους βίο.

95
3.4. Σκάψα, Κάψα ή Κάμψα.
Η ονομασία αυτής της πόλης της Κρουσίδας ποικίλει. Ο Ηρόδοτος, την
αναφέρει ως Κάμψα201, στους αθηναϊκούς φορολογικούς καταλόγους την
συναντάμε ως Σκάψα202, ενώ οι υπόλοιπες, αν και λίγες στον αριθμό, αρχαίες
πηγές203, την αναφέρουν ως Kάψα. Στη συνέχεια, για αποφυγή σύγχυσης θα
χρησιμοποιείται το εθνικό Σκάψα.
Η Σκάψα λοιπόν, ήταν μία από τις πέντε παράλιες πόλεις της αρχαίας
Κρουσίδας, περιοχής που περιελάμβανε τις εκτάσεις ανάμεσα στο ακρωτήριο της
Επανωμής, όπου βρισκόταν η Αινεία, και στη Νέα Καλλικράτεια, στη δυτική ακτή της
χερσονήσου της Χαλκιδικής που βλέπει προς το Θερμαϊκό κόλπο. Σύμφωνα με τις
πηγές συνόρευε βορειοδυτικά με τη Σμίλα και νοτιοανατολικά με τη Γίγονο, μικρά
πολίσματα της Κρουσίδας204. Η θέση της πόλης δεν έχει ανασκαφικά εντοπισθεί με
βεβαιότητα, αν και είναι πιθανό να σχετίζεται με την τούμπα βορειοδυτικά της
Νέας Ηράκλειας205.
Η Σκάψα ήταν ένα μικρό πόλισμα, γεγονός που αποδεικνύεται από την
σχετικά μικρή εισφορά της, ύψους χιλίων δραχμών, στα ταμεία της Αθηναϊκής
συμμαχίας. Σύμφωνα όμως με την ίδια πηγή, η Σκάψα αποτελούσε την δεύτερη
μετά την Αινεία, σημαντικότερη – πλουσιότερη πόλη της Κρουσίδας.
Για την ιστορική πορεία της πόλης δεν διαθέτουμε, όπως είναι άλλωστε
αναμενόμενο, ικανοποιητικά στοιχεία. Η ιστορία της πόλης συνδέεται και συνεπώς
ερμηνεύεται μέσω της ιστορικής πορείας όλων των πόλεων της Κρουσίδας.
Είναι άγνωστο το πότε και από ποια μητρόπολη ιδρύθηκε η Σκάψα. Οι
σχέσεις με τη Μένδη, όπως αυτές εμφανίζονται μέσω της ομοιότητας των
νομισματικών τύπων των δύο αυτών πόλεων206, καθώς και η σχετική γειτνίαση της

201
Ηροδότου Ιστορία, 7.123.12.
202
Zahrnt 1971, 34-41.
203
Στέφανος Βυζάντιος, Εθνικά (επιτοµή), 370.18-9 & Αϊλιος Ηροδιανός, Καθολική προσωδία
3.3.251.15-6.
204
Ηροδότου Ιστορία, 7.123.11-12.
205
Zahrnt 1971,198,232.
206
Βλ.παρακάτω, κεφάλαιο 3.β.

96
πόλης με τη Δικαία, μας αναγκάζει να θεωρήσουμε την Ερέτρια, ως πιθανότερη
μητρόπολη της Σκάψας.
Η πορεία της πόλης από την ίδρυσή της ως τα Μηδικά, είναι άγνωστη. Η
πόλη, όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της Χαλκιδικής, κατά τη διάρκεια της
εκστρατείας του Ξέρξη στη νότια Ελλάδα, υποχρεώθηκε να αποδώσει στον Πέρση
βασιλιά στρατιωτική αρωγή207.
Μετά την απόσυρση των περσικών δυνάμεων η Σκάψα συμμετέχει στην
Αθηναϊκή συμμαχία, αποδίδοντας στο συμμαχικό ταμείο, στο διάστημα ανάμεσα
στα έτη 452/1 και 433/2 π.Χ, το ποσό των χιλίων αργυρών δραχμών. Μετά το 433/2
π.Χ, η πόλη απουσιάζει από τους φορολογικούς καταλόγους, μαζί με τις υπόλοιπες
πόλεις της Κρουσίδας, εκτός από την Αινεία. Είναι πολύ πιθανόν ότι κατά το έτος
αυτό, η πόλη απομακρύνθηκε από τη συμμαχία, υποκινούμενη πιθανόν από τη
γενικότερη επανάσταση του γένους των Χαλκιδέων κατά των Αθηνών.
Η επανεμφάνιση της πόλης στους καταλόγους του 415/4 π.Χ,
υποδηλώνει την επιστροφή της Σκάψας στην Αθηναϊκή συμμαχία. Έκτοτε η πορεία
της πόλης είναι αβέβαιη. Μετά την οριστική ήττα της Αθήνας το 404 π.Χ, η πόλη
πρέπει κάποια στιγμή να συνδέεται με Κοινό των Χαλκιδέων208. Μετά την ήττα του
Κοινού από τις σπαρτιατικές δυνάμεις το 379 π.Χ, η πόλη πρέπει να ανέκτησε την
αυτονομία της, γεγονός που αποδεικνύεται και από την περιορισμένη κοπή
χάλκινων νομισμάτων στο όνομά της. Στη συνέχεια η πόλη επανασυνδέεται με το
Κοινό209 πριν την κατάλυσή του από τον Φίλιππο το 348 π.Χ. Έκτοτε ενσωματώνεται
στο μακεδονικό βασίλειο και η πορεία της χάνεται στο χρόνο.

α. Νομισματική παραγωγή Σκάψας.


Με τις γνώσεις μας όσον αφορά την ιστορία της πόλης να βρίσκονται στο
λυκόφως, στρεφόμαστε στη νομισματική της παραγωγή, η οποία είναι έως ένα
βαθμό εξίσου προβληματική. Χωρίζουμε την παραγωγή της πόλης σε δύο χρονικές
περιόδους, από τις οποίες όμως έχουμε ελάχιστα δείγματα, ενδεικτικό της
περιορισμένης δυναμικής της πόλης.

207
Ηροδότου Ιστορία, 7.123.7-13.
208
Bradeen 1952, 369.
209
Ψωµά 2001, 243-4

97
i. Πρώτη περίοδος 480-460 π.Χ.
Από την πρώτη περίοδο, η οποία χρονολογείται από το 480 μέχρι το 460
π.Χ210, έχουμε στη διάθεσή μας μόνο αργυρά τετρώβολα [πιν. vi 1-2] κομμένα με
βάση τον αττικό - ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα211. Τα νομίσματα αυτά είναι κομμένα
από λίγες σφραγίδες, γεγονός που μας υποδεικνύει ότι το νομισματοκοπείο της
πόλης δεν λειτούργησε για μεγάλο διάστημα.
Στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων αυτών έχουμε παράσταση
ιθυφαλλικού όνου, πάνω από τον οποίο, ελεύθερο στο πέταλο του νομίσματος
έχουμε την απεικόνιση κύλικας. Στον οπισθότυπο έχουμε έγκοιλο μοτίβο τύπου
φτερών ανεμόμυλου. Σε δύο από τα τέσσερα έγκοιλα τρίγωνα του οπισθοτύπου
διακρίνονται τα ψηφία «Κ» και «Α».
Η ομοιότητα των νομισματικών τύπων που κοσμούν τα τετρώβολα αυτά,
με τα χρονικά παράλληλα νομίσματα της Μένδης είναι εμφανής. Χωρίς την
παρουσία των δύο αυτών γραμμάτων, που αντιμετωπίζονται ως εθνικό, η απόδοση
των προαναφερόμενων νομισμάτων, στο νομισματοκοπείο της Μένδης θα ήταν
απολύτως ταιριαστή212. Οι πρώτοι μάλιστα επιστήμονες που μελέτησαν τον τύπο
αυτό, υποστήριξαν ότι ήταν περιφερειακή έκδοση της Μένδης, κομμένη στο
ακρωτήριο Καναστραίο213. Βέβαια, καθώς η άποψη αυτή δεν μπορεί να
υποστηριχθεί από σοβαρά επιχειρήματα, αναζητήθηκε πόλη της Χαλκιδικής με τα
ανάλογα αρχικά στο εθνικό της214. Με αυτόν τον τρόπο αποδόθηκαν τα νομίσματα
αυτά στη Σκάψα ή Κάψα. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αφενός δεν είμαστε σε
θέση να γνωρίζουμε την προέλευση κανενός από τα σωζόμενα νομίσματα
αφετέρου η ανυπαρξία νομισματικών υποδιαιρέσεων αποτελεί αρκετά σοβαρό
νομισματικό πρόβλημα.

210
Για τα χρονολογικά όρια της κοπής βλ. Sallet 1885, 358.
211
Ψωµά 2000, 28.
212
Babelon 1907 ii, 1143-4.
213
Sallet 1885, 358-9.
214
Babelon 1907 ii, 1144.

98
ii Δεύτερη περίοδος, α΄ μισό 4ου π.Χ. αιώνα.
Μετά από παύση ενός περίπου αιώνα, το νομισματοκοπείο της Σκάψας
επαναλειτούργησε, εκδίδοντας αυτή τη φορά αποκλειστικά χάλκινες υποδιαιρέσεις.
Η κοπή των νομισμάτων αυτών πρέπει να άρχισε μετά το 379 π.Χ215, οπότε με την
ήττα του Κοινού των Χαλκιδέων από τους Σπαρτιάτες, είχαμε μία συρρίκνωση των
εδαφών του.
Στον εμπροσθότυπο των χάλκινων νομισμάτων έχουμε παράσταση
κεφαλής Απόλλωνα, επηρεασμένη προφανώς από τους εμπροσθοτύπους των
νομισμάτων του Κοινού των Χαλκιδέων, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε παράσταση
καθιστού λιονταριού ή πάνθηρα, περιμετρικά του οποίου υπάρχει το εθνικό
«ΣΚΑΨΑΙ»216.

β. Διόνυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της Σκάψας.


Η απόδοση των χάλκινων νομισμάτων στη Σκάψα, σε αντίθεση με τις
προηγούμενες αργυρές εκδόσεις, είναι βέβαιη. Το γεγονός αυτό όμως, δημιουργεί
μία ασυνέπεια ως προς τη θεματολογία των νομισματικών τύπων. Στα πρώιμα
νομίσματα, ο ιθυφαλλικός όνος του εμπροσθοτύπου και ο αναπόφευκτος
συσχετισμός με τους ταυτόχρονους νομισματικούς τύπους της Μένδης μας
παραπέμπουν στη διονυσιακή λατρεία. Από την άλλη όμως, η θεματολογική
επιλογή των παραστάσεων των χάλκινων εκδόσεων του πρώτου μισού του 4ου π.Χ
αιώνα, απομακρύνεται πολύ από τον κύκλο του Διονύσου. Αυτή η θεματολογική
διαφοροποίηση προκαλεί εντύπωση, σε βαθμό που θα μπορούσαμε να
θεωρήσουμε ότι οι δύο αυτές εκδόσεις δεν έχουν κανένα κοινό σημείο αναφοράς,
πέραν της εκδίδουσας αρχής, για την οποία στην πρώτη περίοδο δεν είμαστε
απολύτως βέβαιοι.
Αν παρ’ όλα αυτά αποδεχτούμε ότι τα τετρώβολα της πρώτης περιόδου
αποτελούν όντως κοπές του νομισματοκοπείου της Σκάψας, τότε πρέπει να

215
Ψωµά 2001, 228.
216
Olynthus XIV, 407, 419.

99
διερευνήσουμε τις σχέσεις της πόλης με τη Μένδη217. Παρόλο που τόσο η κύλικα
όσο και ο ιθυφαλλικός όνος είναι στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα στο θεό του
οίνου, ωστόσο, δεν έχουμε στη διάθεσή μας στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την
ύπαρξη λατρείας Διονύσου στη Σκάψα. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι η περιοχή
στην οποία βρισκόταν η αρχαία πόλη έχει ακόμα και σήμερα μεγάλες εκτάσεις
αμπελώνων, αλλά περαιτέρω συσχετισμός θα ήταν ανώφελος.

217
∆εν πρέπει να αποκλείσουµε την πιθανότητα να εργάστηκε κάποιος χαράκτης του
νοµισµατοκοπείου της Μένδης για λογαριασµό της Σκάψας. Κάτι τέτοιο υπονοεί ο Hammond 1995,
135. Πολλά ανάλογα παραδείγµατα «περιφερόµενων» χαρακτών υπάρχουν στο χώρο της Μακεδονίας .

100
3.5. Σκιώνη.
Η πόλη της αρχαίας Σκιώνης βρισκόταν στη νότια ακτή της χερσονήσου
της Κασσάνδρειας, τρία μόλις χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του σημερινού οικισμού
της Νέας Σκιώνης, στη θέση «Μύτικας»218. Βορειοδυτικά, η Σκιώνη συνόρευε με τη
Μένδη, τα σύνορα με την οποία πρέπει να τοποθετηθούν στις περιοχές
Μπουλαμάτσια και Ανέμη, λίγο ανατολικότερα του σημερινού οικισμού Μόλα
Καλύβα. Δυτικά, η κυριαρχία της πόλης εκτεινόταν μέχρι το ακρωτήριο Κάνιστρο,
περιλαμβάνοντας δηλαδή τις περιοχές που ανήκουν σήμερα στα δημοτικά
διαμρίσματα Αγίας Παρασκευής και Παλιουριού. Προς το βορρά, φυσικό όριο της
επικράτειας της Σκιώνης αποτελούσε η αναφερόμενη από τους ντόπιους ως
«Κορυφογραμμή», μια σειρά υψηλών σχετικά λοφίσκων, που διατρέχουν κατά
μήκος το νότιο τμήμα της χερσονήσου της Κασσάνδρας.
Η Σκιώνη αποτελούσε μία από τις παλαιότερες αποικίες στο
βορειοελλαδικό χώρο. Βέβαια, στην περίπτωσή της, συναντάμε έναν ιδιότυπο
αποικισμό. Η ίδρυση της πόλης ανάγεται σε ένα μυθικό γεγονός, κάτι που καθιστά
την απόδοση της Σκιώνης, ως αποικία κάποιας συγκεκριμένης μητρόπολης,
προβληματική. Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο219, Πελληνείς από την Αχαΐα,
επιστρέφοντας από την Τροία, προσάραξαν στην περιοχή της Παλλήνης, είτε για να
ξεχειμωνιάσουν, είτε για να ανεφοδιασθούν. Οι Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες που
είχαν φέρει μαζί τους, κατόπιν παρακίνησης της Αιθίας, κόρης του Λαομέδοντα και
αδερφής του Πριάμου, έκαψαν τα πλοία των Αχαιών, οι οποίοι εξαιτίας του
γεγονότος αυτού, αναγκάσθηκαν να παραμείνουν εκεί, να νυμφευθούν τις Τρωάδες
και να ιδρύσουν τη Σκιώνη. Σύμφωνα με παραλλαγή του ίδιου μύθου, υπονοείται η
ίδρυση της Σκιώνης από τον ίδιο τον Πρωτεσίλαο, άνακτα των Πελληνέων της
Αχαΐας220.

218
Σισµανίδης 1991, 319.
219
Θουκυδίδου, Ιστορία, 4.120.1.3-2.1 & Αϊλιος Ηροδιανός, Καθόλική προσωδία, 3.1.337.26-29 &
Πολύαινος, Στρατηγήµατα 7.47.1.1-8 & Στέφανος Γραµµάτικος, Εθνικά (επιτοµή) 576.11-577.3 &
Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 186.133a. 1.
220
Φώτιος, Βιβλιοθήκη, 186.133a. 1κε.

101
Με βάση τον παραπάνω μύθο, η Σκιώνη θεωρήθηκε, και αντιμετωπίζεται
μέχρι σήμερα, ως η μοναδική αποικία των Αχαιών στο Αιγαίο. Ο μύθος της ίδρυσής
της, ήταν αρκετά διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα καθώς μαρτυρείται από
μεγάλο αριθμό συγγραφέων221. Βέβαια, πίσω από αυτόν το μύθο πολλά
ενδιαφέροντα στοιχεία μπορούν να προκύψουν για την ίδρυση της πόλης. Πιο
συγκεκριμένα, μπορεί να αντικατοπτρίζεται η ανάμειξη των αποίκων της Σκιώνης με
τον εγχώριο πληθυσμό, υποδηλώνοντας την ειρηνική ίδρυση της Σκιώνης όχι μόνο
από τους αποίκους Αχαιούς, αλλά και από τους ντόπιους κατοίκους που
προϋπήρχαν στην περιοχή, σαν ένα πρώιμο είδος συνοικισμού. Άλλωστε, λίγο
δυτικά της αρχαίας πόλης, έχουν εντοπισθεί κατάλοιπα προϊστορικού οικισμού, το
νεκροταφείο του οποίου, διαπιστώθηκε, κατόπιν ανασκαφής, ότι συνόρευε με το
αρχαϊκό νεκροταφείο της Σκιώνης222. Διαπιστώνεται συνεπώς μία συνέχεια
κατοίκησης στην περιοχή, από αρχαιοτάτων χρόνων, γεγονός που θα μπορούσε να
υποστηρίξει τη δημιουργία ενός τέτοιου μύθου.
Η ιστορική διαδρομή της πόλης της Σκιώνης είναι λίγο πολύ γνωστή. Η
πόλη πρωτοεμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο, μόλις το 481 π.Χ, οπότε και κατά
τον Ηρόδοτο, εξαναγκάστηκε να συνεισφέρει στον Ξέρξη πλοία και στρατό223, κατά
την εκστρατεία του εναντίον των νότιων Ελλήνων. Είναι άλλωστε γνωστό το
επεισόδιο με το δύτη Σκυλλία τον Σκιωναίο, ο οποίος εξαναγκάστηκε να
ακολουθήσει τον Ξέρξη και λίγο πριν τη ναυμαχία στο Αρτεμίσιο αυτομόλησε στους
νότιους Έλληνες, κολυμπώντας μία μεγάλη απόσταση224.
Μετά την ήττα και την υποχώρηση των Περσών από την κυρίως Ελλάδα,
η Σκιώνη όπως και το σύνολο των αποικιών της βορείου Ελλάδος, τέθηκε υπό την
«προστασία» της Αθηναϊκής συμμαχίας, συνεισφέροντας ετησίως σε αυτή ποσό
που κυμαινόταν από 4 έως 9 τάλαντα αργύρου225.
Χρονολογία- σταθμός για την πόλη της Σκιώνης αποτέλεσε το 423 π.Χ.
Τότε, υπό τις παρακινήσεις του Λακεδαιμόνιου βασιλέα Βρασίδα, ο οποίος
δραστηριοποιήθηκε κατά την περίοδο αυτή στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, η

221
Βλ. παραπάνω υπ.219.
222
Τσιγαρίδα 2003, 374.
223
Ηροδότου, Ιστορίαι, 7.123.1-7.
224
Ηροδότου, Ιστορίαι, 8.8.1-8 & Αθήναιος, ∆ειπνοσοφισταί, 7.48.11.
225
Zahrnt 1971,235.

102
πόλη αποσκίρτησε από την Αθηναϊκή συμμαχία και στράφηκε στη Σπάρτη226. Αιτία
της εξέγερσης αυτής θα μπορούσε να είναι η σχετικά υψηλή φορολογία που είχε
επιβληθεί στην πόλη από τους Αθηναίους227. Ο Βρασίδας, καθώς φοβήθηκε την
αντίδραση της Αθήνας, μετέφερε για ασφάλεια τα γυναικόπαιδα της Σκιώνης αλλά
και της Μένδης, που είχε στο μεταξύ ακολουθήσει το παράδειγμα της Σκιώνης228,
στην Όλυνθο και ενίσχυσε την άμυνα των πόλεων με σπαρτιατική φρουρά229. Οι
Αθηναίοι απέστειλαν στο μεταξύ εκστρατευτικό σώμα, προκειμένου να
επαναφέρουν σε τάξη τις δύο πόλεις230. Αφού υπέταξαν τη Μένδη, πολιόρκησαν τη
Σκιώνη, περιτειχίζοντάς την με τείχος ώστε να αποκλείσουν κάθε πιθανό
ανεφοδιασμό της231. Η πολιορκία της πόλης κράτησε δύο έτη. Σύμφωνα με τους
όρους της ειρήνης του Νικία, το 421 π.Χ, η Σπάρτη ανακάλεσε τα στρατεύματα της
από τη Σκιώνη232, ενώ η Αθήνα όριζε πλέον την τύχη της πόλης. Οι Αθηναίοι
εκπόρθησαν την πόλη, σκότωσαν κάθε άρρενα υπερασπιστή της και
εξανδραπόδισαν τον υπόλοιπο πληθυσμό233. Η πόλη στο εξής δόθηκε στους
πολύπαθους Πλαταιείς, οι οποίοι είχαν υποστεί παρόμοια μεταχείριση με αυτή των
Σκιωναίων, από τους Θηβαίους234.
Με την πτώση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, το 404 π.Χ, ο Λύσσανδρος,
απέδωσε τη Σκιώνη στους νόμιμους κατοίκους της235 και έκτοτε η πόλη γνώρισε
ακόμη μια περίοδο σχετικής ευημερίας. Κατά το πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, οι
διαθέσιμες αναφορές στην πόλη είναι σχετικά περιορισμένες. Δεν είναι γνωστό
κατά πόσο η Σκιώνη αποτέλεσε μέλος του Κοινού των Χαλκιδέων, αν και από
ορισμένους ερευνητές, η παραχώρηση της Ποτίδαιας από το Φίλιππο Β’ στο Κοινό,

226
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.120.1.1-2 & 4.120.2.1-4.121.2.7 & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική
Βιβλιοθήκη 12.72.1.3-2.1.
227
Zahrnt 1971,235.
228
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.123.1.1-3.1.
229
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.123.4.1-7 & ∆ιόδωρος Σικελός Ιστορική Βιβλιοθήκη 12.72.7.4-8.1.
230
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.129.2.1-131.3.6.
231
Θουκυδίδου Ιστορία, 4.133.4. 1-4 & ∆ιόδωρος Σικελός Ιστορική Βιβλιοθήκη 12.72.9.3-4.
232
Θουκυδίδου Ιστορία, 5.18.7.6-9.
233
Θουκυδίδου Ιστορία, 5.32.1.1-3 & Ισοκράτης Πανηγυρικός, 100.7 & ∆ιόδωρος Σικελός Ιστορική
Βιβλιοθήκη 12.76.4-6.
234
Θουκυδίδου Ιστορία, 5.32.1.4 & Ισοκράτης Πανηγυρικός, 109.3-5 & ∆ιονύσιος
Αλικαρνασσεύς,15. 32. 34 & ∆ιόδωρος Σικελός Ιστορική Βιβλιοθήκη, 12.76.3.7-8.
235
Πλούταρχου Βίοι, Λύσσανδρος, 14.3.4-6.

103
το 357 π.Χ, θα μπορούσε να έχει ως συνεπακόλουθο την ένταξη και των υπολοίπων
πόλεων της Παλλήνης στο Κοινό των Χαλκιδέων236.
Οποιαδήποτε λοιπόν και να ήταν η σχέση της Σκιώνης με το Κοινό των
Χαλκιδέων, φαίνεται ότι η Σκιώνη δεν καταστράφηκε μετά την κατάλυση του Κοινού
από το Φίλιππο το 349-8 π.Χ237. Η πόλη έκτοτε ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό
βασίλειο. Η θέση της αρχαίας πόλης πιθανότατα εγκαταλείφθηκε κατά τα πρώιμα
ελληνιστικά χρόνια, γεγονός που συνδέεται με την ίδρυση της Κασσάνδρειας το
316/5 π.Χ, η οποία και απορρόφησε πληθυσμό από όλη την επικράτεια της
Παλλήνης238.
Τέλος ο Στράβων μας πληροφορεί ότι τον 1ο μ.Χ αιώνα η Σκιώνη
εξακολουθούσε να υπάρχει239. Η πληροφορία αυτή δεν έχει ανασκαφικά
επιβεβαιωθεί, για την περίπτωση τουλάχιστον του άστεως της αρχαίας πόλης, κάτι
που οδηγεί είτε στο ότι είχαμε μεταφορά της θέσης της πόλης, είτε στο ότι
διατηρήθηκε το όνομα αυτό στους σύγχρονους με το Στράβωνα οικισμούς που
διαδέχθηκαν την αρχαία πόλη, λόγω ιστορικής ανάμνησης240.

Η αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή της αρχαίας Σκιώνης είναι, μέχρι


στιγμής, εξαιρετικά περιορισμένη. Δοκιμαστικές τομές εντός του άστεως,
πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά μόλις το 1986241, για να ακολουθήσει πέντε
χρόνια αργότερα μία λίγο μεγαλύτερης έκτασης ανασκαφή στο ίδιο σημείο242. Το
2003 καθώς και το επόμενο έτος, ανασκάφηκε στη θέση «Παναγιά», που βρίσκεται
σε μικρή απόσταση δυτικά της αρχαίας πόλης, τμήμα του αρχαϊκού νεκροταφείου
της Σκιώνης, το οποίο και βρισκόταν δίπλα ακριβώς σε νεκροταφείο της πρώιμης

236
Ψωµά 2001 Η ανεύρεση στην περιοχή της Σκιώνης ενός θησαυρού αποτελούµενου από νοµίσµατα
του Κοινού των Χαλκιδέων αποτελεί τεκµήριο υπέρ της υπόθεσης αυτής. Παρόλα αυτά, ο
συγκεκριµένος θησαυρός θα µπορούσε να είναι σύµπτωση.
237
Zahrnt 1971, 235 & Σισµανίδης 1991,320. Σε κάτι τέτοιο συνηγορούν και τα ευρεθέντα στις
ανασκαφές του 1991, νοµίσµατα του Φιλίππου Β΄ καθώς και του Αλεξάνδρου Γ΄.
238
∆εν µπορούµε να αποκλείσουµε την πιθανότητα η πόλη να επλήγη από κάποια φυσική καταστροφή,
ανάλογη µε αυτήν που επιβεβαιωµένα έπληξε τη γειτονική Άφυτο στα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα, γεγονός
που ερµηνεύει τους µεγάλους ογκόλιθους από δηµόσιο κτήριο του 4ου π.Χ αιώνα, που βρεθήκαν
«ατάκτως ερηµένοι » σε κοιλότητα, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών.
239
Στράβων, 7a. 1. 27. 5-6.
240
Σισµανίδης 1991, 319 κυρίως υπ.4.
241
Α.∆. 41 (1986) χρον. 149.
242
Σισµανίδης 1991, 319-320.

104
εποχής του χαλκού, τμήμα του οποίου επίσης ερευνήθηκε243. Η ανασκαφή αυτή
εκτός από τα εξαιρετικά πλούσια ευρήματα που προέκυψαν από το αρχαϊκό τμήμα
του νεκροταφείου, μας προσέφερε ενδιαφέροντα στοιχεία όσον αφορά τη συνέχεια
της κατοίκησης στην περιοχή της Σκιώνης, κάτι που διαφαίνεται και από την
αρμονική συνύπαρξη των δύο νεκροταφείων.
Από ότι δείχνει η χωροταξική κατανομή των τάφων, οι αρχαϊκές ταφές
κατά κάποιο τρόπο «σεβάστηκαν» τις αντίστοιχες της πρώιμης εποχής του χαλκού,
γεγονός που θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως επιβεβαίωση της υπόθεσης ότι στην
περίπτωση της Σκιώνης είχαμε ειρηνικό αποικισμό, με τη συμμετοχή και του
ντόπιου στοιχείου. Κάτι τέτοιο όπως είδαμε αποτέλεσε κατά πάσα πιθανότητα το
δεδομένο πάνω στο οποίο βασίστηκε ο προαναφερθείς μύθος.

α. Νομισματική παραγωγή Σκιώνης.


Η πόλη της Σκιώνης έκοψε νομίσματα από τα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα
μέχρι την ενσωμάτωσή της στο Μακεδονικό βασίλειο του Φιλίππου Ε΄, το 349/8 π.Χ.
Η νομισματική παραγωγή της πόλης δεν είναι τόσο μεγάλη, όπως οι αντίστοιχες των
πόλεων της Μένδης ή της Ακάνθου, γεγονός που διαφαίνεται και από τη σχετική
σπανιότητα ιδίως των μεγαλύτερων υποδιαιρέσεων. Από την άλλη τα νομίσματα
της πόλης, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του νομισματοκοπείου, φαίνεται
ότι εξυπηρετούσαν τις εγχώριες μόνο ανάγκες, καθώς σπάνια συναντάμε νομίσματα
Σκιώνης σε θησαυρούς μακριά από τη Χαλκιδική244.

i. Πρώτη περίοδος, τέλη 6ου – 479 π.Χ.


Η πρώτη χρονολογικά περίοδος λειτουργίας του νομισματοκοπείου της
πόλης, τοποθετείται χρονικά από την έναρξη της νομισματικής δραστηριότητας, που
υπολογίζεται ότι έγινε στα τέλη του 6ου π.Χ αιώνα, μέχρι την απελευθέρωση της
πόλης από την περσική επικυριαρχία, το 479 π.Χ245. Από την πρώτη αυτή περίοδο

243
Τσιγαρίδα. 2003, 369 κε. & Των ιδίων, 2004, 149 κε.
244
Zahrnt 1971, 234.
245
Η ανεύρεση δύο τετραδράχµων στο θησαυρό του Asuyt, µας οδηγεί στο συµπέρασµα ότι κόπηκαν
πριν το 480-475 π.Χ. Βλ. Price - Waggoner 1975, 43 πιν. ΧΙ,192-3.

105
της νομισματικής παραγωγής, ελάχιστα δείγματα μας έχουν σωθεί, ενώ
προβληματίζει το γεγονός ότι τα σωζόμενα νομίσματα είναι στο σύνολό τους
μεγάλες νομισματικές υποδιαιρέσεις όπως τετράδραχμα και δίδραχμα246, κάτι που
μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει κενό στην έρευνα247.
Στον εμπροσθότυπο των αργυρών τετραδράχμων, κομμένων με βάση τον
αττικό-ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα, απεικονίζεται ο σπαραγμός ενός ελαφιού από
ένα λέοντα, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε έγκοιλο τετράγωνο, χωριζόμενο σε
τέσσερα επιμέρους τετράγωνα. Είναι αξιοσημείωτη η ομοιότητα των πρώιμων
νομισμάτων της Σκιώνης, με τα χρονικά παράλληλα τετράδραχμα, της Ακάνθου248,
των Σταγείρων249, καθώς και ενός αδιευκρίνιστου νομισματοκοπείου, που
λανθασμένα έχει κατά καιρούς αποδοθεί στη γειτονική Μένδη250. Στις τρεις αυτές
περιπτώσεις, η διαφορά έγκειται στο θύμα του λιονταριού. Στην Άκανθο το θύμα
είναι ένας ταύρος, στα Στάγειρα ένας αγριόχοιρος, ενώ στο αδιευκρίνιστο
νομισματοκοπείο, ένας όνος.

ii. Δεύτερη περίοδος, 479-421 π.Χ.


Η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του νομισματοκοπείου αρχίζει αμέσως
μετά τα Περσικά και διαρκεί μέχρι την καταστροφή της Σκιώνης από τους
Αθηναίους το 421 π.Χ. Κόπηκαν τετράδραχμα, δίδραχμα, τετρώβολα, διώβολα,
οβολοί, τριτεταρτημόρια, ημιοβολοί και τεταρτημόρια251. Κατά το έτος 424 π.Χ,
οπότε και η Σκιώνη αποστάτησε από την Αθηναϊκή συμμαχία, εγκαταλείπεται ο
«αττικο-ευβοϊκός» σταθμητικός κανόνας, και υιοθετείται ο θρακο-μακεδονικός,
πρόσκαιρα όμως, καθώς δύο έτη αργότερα, με την καταστροφή και ερήμωση της
πόλης από τους Αθηναίους, σταματάει η κοπή νομισμάτων252.

246
Ο Cahn 1973, 12, εντόπισε µόλις δύο αργυρά τετράδραχµα και ένα µόνο αργυρό δίδραχµο.
247
Ίσως πρέπει να διερευνηθεί περισσότερο η σχέση των πρώιµων αυτών νοµισµάτων της Σκιώνης µε
τα αργυρά τετρώβολα που εκδόθηκαν στις αρχές του 5ου π.Χ αιώνα από τους Σκιθαίους, που φέρουν
ηµίτοµο λέοντα στον εµπροσθότυπο και έγκοιλο , αντίστοιχο µε αυτό των νοµισµάτων της Σκιώνης,
στον οπισθότυπο. Βλ. SNG ANS, πιν27, 719-720. Την άποψη αυτή υποστηρίζει και η Ψωµά 2000,
28.
248
Desneux 1949, 5 κε.
249
Cahn 1973, 7 κ.ε.
250
Τσέλεκας 2000, 51 κε.
251
Ψωµά 2000, 28.
252
Gaebler 1935, 109 & Zahrnt 1971, 235.

106
Για τα τετράδραχμα της νέας σειράς, επιλέχθηκε η απεικόνιση στον
εμπροσθότυπο η κρανοφόρος κεφαλή του Πρωτεσίλαου, πλαισιωμένη στον
οπισθότυπο από μία πρώρα πλοίου, περιμετρικά της οποίας διακρίνονται το εθνικό
«ΣΚΙΟ». Το νόμισμα αυτό αποτελεί μία απευθείας αναφορά στο μύθο ίδρυσης της
πόλης, τόσο στον εμπροσθότυπό του, όπου εικονίζεται ο ιδρυτής της πόλης, όσο και
στον οπισθότυπο, όπου απεικονίζεται η πρώρα πλοίου, γεγονός που φέρνει στο νου
το λόγο για τον οποίο αναγκάστηκαν οι Αχαιοί να παραμείνουν στη Σκιώνη.
Οι υπόλοιπες υποδιαιρέσεις έφεραν αρχικά στον εμπροσθότυπο
κορινθιακό κράνος, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε το έγκοιλο τετράγωνο, γνωστό
ήδη από την πρώτη περίοδο δραστηριότητας του νομισματοκοπείου253. Στη
συνέχεια, οι τύποι αυτοί αντικαταστάθηκαν από την αγένεια κεφαλή νεανία στον
εμπροσθότυπο ενώ στον οπισθότυπο επιλέχθηκε η απεικόνιση οφθαλμού, εντός
έγκοιλου τετραγώνου, στις γωνίες του οποίου διακρίνονται τα τέσσερα πρώτα
γράμματα του εθνικού254. Η κεφαλή του νεανία μπορεί να απεικονίζει είτε τον
Πρωτεσίλαο, είτε τον Απόλλωνα, μιας και ο θεός του φωτός ήταν κυρίαρχη θεότητα
των Πελληναίων της Αχαΐας255, που σύμφωνα με το μύθο ίδρυσαν τη Σκιώνη. Το
μάτι που παρίσταται στον οπισθότυπο, ίσως αναπαριστά τον «οφθαλμό»,
αποτροπαϊκό σύμβολο σε σχήμα ανθρώπινου ματιού, που κοσμούσε τις πρύμνες
των πολεμικών πλοίων256.
Μία διαφοροποίηση όσον αφορά τη γενικότερη φιλοσοφία της επιλογής
των νομισματικών τύπων συναντάμε σε ορισμένα τριτεταρτημόρια257. Στον
εμπροσθότυπο έχουμε τη γνωστή παράσταση του νεανία, ενώ στον οπισθότυπο,
παριστάνεται βότρυς εντός έγκοιλου τετραγώνου, πλαισιωμένος από το εθνικό,
ενώ σε μία άλλη παραλλαγή της ίδιας υποδιαίρεσης έχουμε παράσταση βότρυ και
φύλλα αμπέλου, πάλι εντός έγκοιλου τετραγώνου [πιν. vi 1-2].
Με την αλλαγή του σταθμητικού κανόνα, το 423 π.Χ, διαπιστώνεται μία
αλλαγή και στους τύπους των νομισμάτων. Η κοπή νομισμάτων μεγάλων αξιών

253
Η απόδοση στη Σκιώνη της σειράς των νοµισµάτων αυτής, µε το κορινθιακό κράνος στον
εµπροσθότυπο δεν είναι απολύτως σίγουρη, καθώς στα µέχρι στιγµής σωζόµενα νοµίσµατα απουσιάζει
τυχόν επιγραφή που θα έλυνε το θέµα. Βλ. Ψωµά 2000, υπ.24.
254
SNG ANS, πιν27, 706-710.
255
Wroth 1905, 328.
256
Wroth 1905, 327.
257
SNG UK V ,2374-5 & Wroth 1905, 325, 3.

107
εγκαταλείπεται, και πλέον κόβονται μόνο τετρώβολα και ημιοβολοί258. Όσον αφορά
την εικονογραφία, διατηρείται στον εμπροσθότυπο η κεφαλή του νεανία, ενώ
εξαλείφεται από τον οπισθότυπο η παρουσία του οφθαλμού και επανέρχεται το
κορινθιακό κράνος ή ένα περιστέρι. Το περιστέρι το οποίο και θα χρησιμοποιηθεί
πιο εκτεταμένα στην τελευταία περίοδο, θυμίζει κάπως τον οπισθότυπο των
νομισμάτων της Σικυώνας, και συνεπώς ούτε αυτό το στοιχείο είναι άσχετο με το
μύθο. Η περίοδος αυτή νομισματικής δραστηριότητας λήγει με την καταστροφή της
πόλης το 421π.Χ. Από τότε και για δύο τουλάχιστον δεκαετίες κανένα νόμισμα δεν
κόπηκε στη Σκιώνη.

iii. Τρίτη περίοδος, Α΄ μισό 4ου π.Χ αιωνα.


Ορόσημο για την επανέναρξη της νομισματική δραστηριότητας της
πόλης, αποτελεί ο επαναπατρισμός των Σκιωναίων από το Λύσανδρο, στο τέλος του
5ου π.Χ αιώνα259. Κόπηκαν χάλκινα μόνο νομίσματα, τριών υποδιαιρέσεων. Στη
μεγαλύτερη, έχουμε στον εμπροσθότυπο κεφαλή νεανία, ενώ στον οπισθότυπο
κορινθιακό κράνος πλαισιωμένο από το εθνικό. Στη μεσαία, επιλέγεται η κεφαλή
της Αφροδίτης στον εμπροσθότυπο, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε παράσταση δύο
αντωπών περιστεριών. Τέλος στη μικρότερη, έχουμε πάλι την κεφαλή της
Αφροδίτης στον εμπροσθότυπο ενώ ο οπισθότυπος κοσμείται με ένα μόνο
περιστέρι. Η κοπή των νομισμάτων αυτών σταματά το 348 π.Χ, με την κατάληψη της
πόλης από το Φίλιππο Β΄, ή κατά μία άλλη εκδοχή, το 357 π.Χ, οπότε και η Σκιώνη
εισήλθε στο Κοινό των Χαλκιδέων.

258
SNG ANS, πιν27, 711-715.
259
Πλούταρχου Βίοι, Λύσσανδρος, 14.3.4-6.

108
β. Διονυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της Σκιώνης.
Όπως είδαμε η παρουσία διονυσιακών παραστάσεων στα νομίσματα
της Σκιώνης, είναι σχετικά περιορισμένη, ίσως επειδή το νομισματοκοπείο της
πόλης επικεντρώθηκε στην επιλογή θεμάτων που σχετίζονταν με τον ένα τρόπο ή
τον άλλο, με το μύθο της ίδρυσής της. Είναι πιθανόν πίσω από αυτή την επιλογή, να
κρύβεται μία προσπάθεια των Σκιωναίων, να υποστηρίξουν και να προβάλουν την
παλαιότητα της πόλης τους, έναντι των υπολοίπων πόλεων της Παλλήνης και της
Χαλκιδικής γενικότερα. Το διονυσιακό βέβαια στοιχείο δεν απουσιάζει παντελώς.
Παρόλο που οι κοπές που φέρουν διονυσιακή εικονογραφία είναι
περιορισμένες [πιν. vi 1-2], μπορούν εν τούτοις να μας προσδώσουν ορισμένα
στοιχεία για το κατά πόσο έχουμε μία θεματολογική επιρροή από το γειτονικό
νομισματοκοπείο της Μένδης. Είναι ανούσιο να μιλάμε για λατρεία του Διονύσου
στη Σκιώνη βασιζόμενοι μόνο στους δύο προαναφερόμενους τύπους νομισμάτων.
Άλλωστε, φαίνεται ότι κυρίαρχες θεότητες της πόλης ήταν ο Απόλλωνας260 και η
Αφροδίτη. Παρόλα αυτά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την
πιθανότητα της ύπαρξης αμπελοκαλλιέργειας, η οποία ήταν ίσως μία από τις κύριες
αγροτικές ασχολίες των Σκιωναίων. Άλλωστε, ήταν κάπως δύσκολο για τη γειτονική
Μένδη να στηρίξει τη ζήτηση του προϊόντος της βασιζόμενη αποκλειστικά στους
αμπελώνες που βρίσκονταν εντός των γεωγραφικών της ορίων.
Υπήρχε, λοιπόν, κάποια εμπορική σχέση ανάμεσα στις δύο πόλεις, κάτι
που μπορεί να επιβεβαιωθεί και από το Δημοσθένη, που στο δικανικό του λόγο
κατά του Λακρίτου261, μας πληροφορεί, ότι ένα πλοίο αφού φόρτωσε τρεις χιλιάδες
αμφορείς Μενδαίου οίνου, είτε από τη Μένδη είτε από τη Σκιώνη, κατά την πορεία
του προς τον Εύξεινο Πόντο, βυθίστηκε. Η πηγή αυτή είναι πολύ σημαντική, αφενός
διότι αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος της παραγωγής οίνου της Μένδης και

260
Η λατρεία του Απόλλωνα στη Σκιώνη είναι επιβεβαιωµένη, καθώς εντός των ορίων της «χώρας»
της, στο σηµερινό ακρωτήριο Κάνιστρο, βρισκόταν ο ναός του Καναστραίου Απόλλωνα, στη θέση της
εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, όπου ακόµη και σήµερα διακρίνονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα
εντοιχισµένα στους τοίχους του ναού. Ένα αναθηµατικό ανάγλυφο στον Καναστραίο Απόλλωνα
βρέθηκε στην Άφυτο, στο ιερό του ∆ιονύσου και του Άµµωνα ∆ία. Γιούρη 1971, 361.
261
∆ηµοσθένης, Κατά Λακρίτου, 10.1-11.1.

109
αφετέρου, διότι η Σκιώνη, σύμφωνα με την πηγή, αντιμετωπίζεται στην ουσία ως
κέντρο εμπορίας του εν λόγω προϊόντος262.

262
Αξιοπρόσεκτη παρατήρηση είναι ότι το λιµάνι της αρχαίας Μένδης προστατευόταν από το βόρειο
και το δυτικό άνεµο, ενώ της Σκιώνης αντίθετα, από το νότιο και τον ανατολικό, γεγονός το οποίο
επέτρεπε την προσάραξη των πλοίων σε οποιαδήποτε από τις δύο πόλεις, ανεξαρτήτως καιρού.

110
3.6. Τορώνη.
Η αρχαία Τορώνη βρισκόταν στη νοτιοδυτική ακτή της Σιθωνίας
Χαλκιδικής, χτισμένη πάνω σε φυσικά οχυρό λόφο, σε μικρή απόσταση από τον
ομώνυμο σύγχρονο οικισμό της νέας Τορώνης, τρία χιλιομέτρων βόρεια του
σημερινού οικισμού Πόρτο Κουφό (Κωφός Λιμήν), ο οποίος και βρίσκεται στον
φυσικά διαμορφωμένο κόλπο που χρησίμευε και ως λιμένας της αρχαίας πόλης.
Η Τορώνη, σύμφωνα με τις πηγές, υπήρξε αποικία των Χαλκιδέων της
Εύβοιας263. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η πόλη ιδρύθηκε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα,
γεγονός που την καθιστά την παλαιότερη των αποικιών της Χαλκίδας στη
Χαλκιδική264. Ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή,
απέδειξαν τη συνέχιση της κατοίκησης της θέσης ήδη από την τελική νεολιθική
εποχή, ενώ υπονοείται ένας αποικισμός προγενέστερος αυτού των Χαλκιδέων της
Εύβοιας265.
Σύμφωνα με το μύθο, η Τορώνη ήταν κόρη του Ποσειδώνα και της
Φοινίκης και γυναίκα του Πρωτέα266. Σύμφωνα με τον σχολιαστή του Λυκόφρονα, ο
Πρωτέας μετέβη από την Αίγυπτο, όπου διέμενε, στη Φλέγρα (παλαιότερη
ονομασία της Παλλήνης)· εκεί ενώθηκε με την Τορώνη και απέκτησε δύο γιους, τον
Τμώλο και τον Τηλέγονο267.
Η ιστορική πορεία της Τορώνης από την ίδρυσή της μέχρι τα περσικά δεν
μας είναι γνωστή. Το 480 π.Χ, η Τορώνη, όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της
Χαλκιδικής, υποχρεώνεται να συνδράμει στρατιωτικά στην εκστρατεία του Ξέρξη
εναντίον των νότιων Ελλήνων. Κατά την αποχώρηση των περσικών δυνάμεων η

263
∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική βιβλιοθήκη 12, 68.6. 1-2. Κάτι ανάλογο υπονοείται και από τον
Ηρόδοτο. Βλ. Ηρόδοτος, Ιστορια 8.127.1-7.
264
Καµπίτογλου 1975, 104-5.
265
Torone Ia, 2001, 43.
266
Σχόλια στον Λυκόφρονα, 115. 1 κε.
267
Σχόλια στον Λυκόφρονα, 124.7.b κε.

111
πόλη αποτελούσε σύμμαχος των Περσών, όπως διαφαίνεται από την κίνηση του
Αρτάβαζου να αποδώσει στην Τορώνη την Όλυνθο, που μόλις είχε κυριεύσει268.
Με την αποχώρηση του κυρίου όγκου των περσικών δυνάμεων από τη
γηραιά ήπειρο, η Τορώνη προσκολλάται στην Αθηναϊκή συμμαχία, στο ταμείο της
οποίας συνεισφέρει ποσό που κυμαίνεται από 6 μέχρι 16 τάλαντα αργύρου. Το
έτος 432 π.Χ, η πόλη δεν συμμετείχε στην αποστασία των Χαλκιδέων της Χαλκιδικής
από την Αθηναϊκή συμμαχία και παράμεινε στο πλευρό των Αθηνών μέχρι το 424
π.Χ, οπότε και καταλαμβάνεται, χωρίς να καταστραφεί, από τα Πελοποννησιακά
στρατεύματα του Βρασίδα269. Δύο έτη αργότερα, οι Αθηναίοι υπό τον Κλέωνα, στο
δρόμο του προς την Αμφίπολη, προσάραξαν στη Τορώνη, την οποία υπερασπιζόταν
φρουρά των Σπαρτιατών και, κατόπιν πολιορκίας, την κατέλαβαν, εξανδραπόδισαν
τον πληθυσμό της, ενώ μετέφεραν τους υπερασπιστές της πόλης στην Αθήνα ως
ομήρους270.
Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης του Νικία, η Τορώνη παρέμεινε στα
χέρια των Αθηναίων271, στους οποίους έμεινε πιστή μέχρι την οριστική ήττα της
Αθήνας το 405 π.Χ272.
Η πορεία της πόλης κατά το πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα παρουσιάζει
αρκετά προβλήματα. Η Τορώνη κάποια στιγμή στα τέλη του 5ου με αρχές του 4ου
π.Χ αιώνα γίνεται μέλος του Κοινού των Χαλκιδέων273. Η μεγάλη εξάπλωση του
Κοινού κατά τις δεκαετίες του 390 και του 380 π.Χ, θορύβησε το Μακεδονικό
βασίλειο καθώς και τις πόλεις που επιθυμούσαν να διατηρήσουν την αυτονομία
τους, όπως η Απολλωνία και η Άκανθος. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους
τελευταίους να ζητήσουν το 383 π.Χ την αρωγή της Σπάρτης274. Οι Λακεδαιμόνιοι
ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά τους και απέστειλαν εκστρατευτικό σώμα υπό τον
Αγησίπολι, ο οποίος κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, κατέλαβε την
Τορώνη275. Η συνεπακόλουθη συρρίκνωση ή παροδική διάλυση του Κοινού, με την

268
Ηρόδοτος, Ιστορια 8.127.1-7.
269
Θουκυδίδης Ιστορία 4.110.1.2-3.4 & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 12.68.6.1-6.
270
Θουκυδίδης Ιστορία 5.3.2.1 κε. & ∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 12.73.3.1-6.
271
Θουκυδίδης Ιστορία 5.18.8.1-3.
272
Zahrnt 1971, 250.
273
Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί ως προς το πότε συνδέθηκε η Τορώνη µε το οµοεθνές της, Κοινό
των Χαλκιδέων. Συνολικά βλ. Torone Ia, 2001, 49.
274
Ξενοφώντας Ελληνικά, 5.2.11.1κε.
275
Ξενοφώντας Ελληνικά, 5.3.18.1 -19.1

112
πτώση της Ολύνθου από τα Σπαρτιατικά στρατεύματα το 379 π.Χ, ευνόησε την
αυτονομία της πόλης276.
Η αυτονομία της Τορώνης δεν κράτησε για πολύ. Το 364π.Χ, κατά τη
διάρκεια πολεμικής σύρραξης ανάμεσα στο Κοινό των Χαλκιδέων277 και την Αθήνα,
η πόλη καταλαμβάνεται εκ νέου από τα Αθηναϊκά στρατεύματα του Τιμόθεου278. Η
Τορώνη, όπως και τα υπόλοιπα πολίσματα της Σιθωνίας, απουσιάζει από τη λίστα
των Θεαροδόκων της Επιδαύρου του 360π.Χ, γεγονός που μπορεί να υποδηλώνει
είτε ότι ήταν υπό την κυριαρχία των Αθηναίων, είτε ότι επανασυνδέθηκε με το
Κοινό των Χαλκιδέων. Το σίγουρο είναι ότι μετά το 357 π.Χ279, η πόλη αποτελεί
μέλος του Κοινού280, μέχρι το 349π.Χ, οπότε και την καταλαμβάνει ο Φίλιππος με
προδοσία281, χωρίς πιθανότατα να την καταστρέψει282.
Μετά την προσάρτηση της Χαλκιδικής στο βασίλειο του Φιλίππου,
ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε για την ιστορία της πόλης. Αρχαιολογικά δεδομένα
μαρτυρούν σημαντική συρρίκνωση της πόλης προς τα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα283.
Είναι πιθανό η ίδρυση της Κασσάνδρειας το 316 π.Χ να μην είναι άσχετη από το
γεγονός αυτό.

α. Νομισματική παραγωγή Τορώνης.


Το νομισματοκοπείο της Τορώνης αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση, σε
σχέση τόσο με τα υπόλοιπα νομισματοκοπεία της Χαλκιδικής, όσο και της
Μακεδονίας εν γένει. Δυστυχώς δεν έχει μελετηθεί προς το παρόν το σύνολο του
σωζόμενου υλικού που θα μας επέτρεπε μία περισσότερο ορθολογική
αντιμετώπιση της κατάστασης, όσον αναφορά τόσο τη διάρκεια λειτουργίας του
νομισματοκοπείου, όσο και την αλληλουχία των επάλληλων φάσεών του. Ένα από
τα βασικά προβλήματα που απασχόλησαν τους ερευνητές, ήταν η ύπαρξη μίας

276
Ψωµά 2001, 228.
277
∆εν γνωρίζουµε κατά πόσο η πόλη διατήρησε την αυτονοµία της µέχρι τα γεγονότα του 364 π.Χ ή
επανασυνδέθηκε µε το Κοινό των Χαλκιδέων.
278
∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη 15.81.6.1-4. Παραµένει άγνωστο αν στις παραµονές της
κατάληψης της Τορώνης, η πόλη αποτελούσε µέλος του Κοινού των Χαλκιδέων. βλ Ψωµά 2001, 235.
279
Ισοκράτης, Αρεοπαγιτικός, 9. Ο Ισοκράτης µας πληροφορεί για την απώλεια όλων των
Αθηναϊκών κτήσεων στη Θράκη.
280
Zahrnt 1971, 250.
281
∆ιόδωρος Σικελός, Ιστορική Βιβλιοθήκη 16.53.2.3.
282
Zahrnt 1971, 250 & Torone Ia, 2001, 50.
283
Torone Ia, 2001, 52.

113
πρώιμης νομισματικής φάσης στην οποία χρησιμοποιήθηκε ο θρακομακεδονικός
σταθμητικός πόδας [πιν. vii 1-4], σε μία περίοδο που ο αττικό-ευβοϊκός αποτελούσε
τον απόλυτο κανόνα για τις αποικίες της βορείου Ελλάδας. Η σειρά αυτή
χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ως πλαστή. Στη συνέχεια, κατά καιρούς,
αποδόθηκαν στο νομισματοκοπείο της πόλης νομισματικές εκδόσεις που ως ένα
βαθμό ταίριαζαν θεματολογικά με τη νομισματοκοπία της Τορώνης, αλλά ήταν
πολύ διαφορετικές από την παράδοση του νομισματοκοπείου. Επιπροσθέτως, μέχρι
πρότινος αγνοούσαμε τις αργυρές εκδόσεις της πόλης, που χρονολογούνταν στο
πρώτο μισό του 4ου π.Χ αιώνα, ενώ εκδόσεις που αποδείχτηκαν ότι ανήκουν
στιλιστικά και επιγραφικά στην εν λόγω περίοδο, είχαν χρονολογηθεί κατά ένα
αιώνα προγενέστερα.
Τελευταία, με βάση τα νέα δεδομένα που προσέφεραν οι ανασκαφές της
Ολύνθου, καθώς και της ίδιας της Τορώνης, επιχειρήθηκε από τον H. Hardwick284
μία αναθεώρηση της νομισματικής κατάστασης της Τορώνης. Ακολούθως, θα
χρησιμοποιηθούν οι αναθεωρημένες περίοδοι που προτάθηκαν από τον τελευταίο,
καθώς η εν λόγω εργασία, αφενός εξετάζει το νομισματοκοπείο της Τορώνης στο
σύνολο του, αφετέρου αποτελεί την πιο πρόσφατη πηγή μας για το
νομισματοκοπείο αυτό.
Η νομισματική δραστηριότητα της Τορώνης χωρίζεται σε έξι επάλληλες
χρονικά περιόδους:

i. Πρώτη περίοδος, 500-490 π.Χ.


Η έναρξη της νομισματικής παραγωγής της Τορώνης τοποθετείται στη
μετάβαση από τον έκτο στον πέμπτο π.Χ. αιώνα. Χαρακτηριστικό της περιόδου
αυτής είναι ότι τα πρώτα νομίσματα της πόλης κόπηκαν στον θρακο-μακεδονικό
σταθμητικό κανόνα, έναντι του κατά πολύ συνηθέστερου στην περιοχή αττικο-
ευβοϊκού. Το γεγονός αυτό, έφερε σε δεινή θέση τους ερευνητές, μερικοί από τους
οποίους θεώρησαν τα υπό εξέταση νομίσματα πλαστά. Σήμερα είναι γενικώς
αποδεκτό, ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν για να εξυπηρετήσουν τις εμπορικές
συναλλαγές με τα διάφορα θρακο-μακεδονικά φύλα της περιοχής.

284
Hardwick 1998, 119-134.

114
Κόπηκαν στατήρες – τετράδραχμα [πιν. vii 1-3], καθώς και δραχμές –
τετάρτες του στατήρα [πιν. vii 4], αποκλειστικά στον θρακο-μακεδονικό πόδα285.
Στον εμπροσθότυπο των τετραδράχμων έχουμε παράσταση αμφορέα, ο οποίος
βρίσκεται ελεύθερος στο πέταλο. Ο οπισθότυπος κοσμείται από έγκοιλο
τετράγωνο, εντός του οποίου τοποθετείται άστρο, ή από έγκοιλο τετράγωνο που
απαρτίζεται από τέσσερα επιμέρους τετράγωνα, εντός των οποίων, σε ορισμένα
νομίσματα, εμφανίζονται τα τέσσερα πρώτα γράμματα του εθνικού της πόλης
«ΤΕΡΟ». Στις δραχμές έχουμε μία απλή οινοχόη στον εμπροσθότυπο, ενώ στον
οπισθότυπο έγκοιλο τετράγωνο που αποτελείται από τέσσερα επιμέρους
τετράγωνα.

ii. Δεύτερη περίοδος, 490-480 π.Χ.


Η δεύτερη περίοδος σηματοδοτείται από την εγκατάλειψη του θρακο-
μακεδονικού πόδα και την υιοθέτηση του αττικο – ευβοϊκού. Κόπηκαν
τετράδραχμα, δίδραχμα, τετρώβολα, διώβολα, οβολοί, ημιοβολοί και τεταρτημόρια,
όλα στον αττικό – ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της
περιόδου αυτής, αποτελεί το γεγονός ότι ο αμφορέας που κοσμεί τον
εμπροσθότυπο του τετραδράχμου, ο οποίος μάλιστα ορισμένες φορές φαίνεται ότι
έχει μεταλλικά πρότυπα [πιν. vii 5], είναι διακοσμημένος με τρεις βότρυες, εκ των
οποίων οι δύο κρέμονται από τις λαβές του αμφορέα, ενώ ο τρίτος βρίσκεται στο
σώμα του αγγείου [πιν. vii 5-7]. Εκατέρωθεν του σώματος του αμφορέα έχουμε
ορισμένες φορές τα δύο πρώτα ψηφία του εθνικού, «ΤΕ». Η παράσταση του
εμπροσθοτύπου, οριοθετείται πλέον από στικτό δακτύλιο. Στα τετρώβολα [πιν. viii,
10-13] έχουμε παράσταση οινοχόης στον εμπροσθότυπο, περιμετρικά της οποίας
μερικές φορές διακρίνονται τα δύο πρώτα ψηφία του εθνικού «ΤΕ». Η οινοχόη σε
ορισμένα τετρώβολα διακοσμείται με βότρυ, ενώ στον οπισθότυπο συναντάμε
έγκοιλο τετράγωνο αποτελούμενο από τέσσερα επιμέρους τετράγωνα. Για τις
υπόλοιπες υποδιαιρέσεις, πρότυπο αποτελούν οι παραστάσεις που απεικονίζονται
στο τετρώβολο. Πιο συγκεκριμένα, στα διώβολα [πιν. viii, 14], τους οβολούς [πιν.
viii, 15], τους ημιοβολούς [πιν. viii, 16] και τέλος στα τεταρτημόρια [πιν. viii, 17],

285
Ο Durr 1994, 13-21 συνέλεξε όλα τα µέχρι τότε γνωστά δείγµατα της σειράς αυτής. = les Stateres
de Torone, QT 23 (1994).

115
έχουμε στον εμπροσθότυπο οινοχόη ενώ στον οπισθότυπο το γνωστό τετραμερές
έγκοιλο τετράγωνο.

iii. Τρίτη περίοδος, 480-460 π.Χ.


Κατά την τρίτη περίοδο κόβονται τετράδραχμα, τετρώβολα, διώβολα,
οβολοί, ημιοβολοί και τεταρτημόρια πάλι στον αττικο – ευβοϊκό πόδα. Η διαφορά
ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη περίοδο έγκειται στο ότι πλέον ο αμφορέας
περιστοιχίζεται όχι από τμήμα του εθνικού, αλλά από τα αρχικά ονομάτων ή
σύμβολα του εκάστοτε υπευθύνου του νομισματοκοπείου [πιν. vii, 8-9]. Κατά τα
άλλα, στις υπόλοιπες υποδιαιρέσεις δεν είναι εύκολος ο διαχωρισμός από τη
δεύτερη περίοδο.

iv. Τέταρτη περίοδος, 424-422 π.Χ.


Ενδείξεις υπονοούν την παύση της λειτουργίας του νομισματοκοπείου
της πόλης από το 460 περίπου π.Χ έως την κατάληψη της Τορώνης από τα
στρατεύματα του Βρασίδα286. Κατά την περίοδο της σπαρτιατικής επικυριαρχίας, η
πόλη εγκαταλείπει τον αττικό – ευβοϊκό σταθμητικό κανόνα, για να επανέλθει στον
εξαιρετικά δημοφιλή την εποχή εκείνη θρακομακεδονικό, πιθανότατα κάτω από την
επιρροή του ομοεθνούς Κοινού των Χαλκιδέων. Κόπηκαν μόνο αργυρά τετρώβολα
[πιν. viii, 18-20] καθώς και ημιοβολοί [πιν. viii, 21]. Τα νομίσματα αυτά έφεραν στον
εμπροσθότυπο οινοχόη πλαισιωμένη από το εθνικό «ΤΕ», με την όλη παράσταση να
βρίσκεται εντός στικτού δακτυλίου. Στον οπισθότυπο διακρίνουμε το γνωστό από
τις προηγούμενες περιόδους έγκοιλο τετράγωνο το οποίο διαιρείται σε τέσσερα
επιμέρους τετράγωνα.

v. Πέμπτη περίοδος, τέλη 5ου αιώνα.


Την περίοδο αυτή, που ακολουθεί την αναγκαστική επανασύνδεση της
Τορώνης με την αθηναϊκή συμμαχία, κόπηκαν για άλλη μία φορά, μόνο τετρώβολα

286
Hardwick 1998, 127.

116
και ημιοβολοί στον θρακομακεδονικό πόδα. Οι υποδιαιρέσεις που κόπηκαν μπορεί
να είναι οι ίδιες με αυτές της προηγούμενης περιόδου, ωστόσο παρατηρείται μια
στροφή στην εικονογραφία.
Στον εμπροσθότυπο του αργυρού τετρώβολου [πιν. viii, 22]
απεικονίζεται γυμνός σάτυρος, ο οποίος γονατίζει στην προσπάθειά του να πιει οίνο
από μία υπερμεγέθη οινοχόη. Στον οπισθότυπο έχουμε τετραμερές έγκοιλο
τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου διακρίνεται για πρώτη φορά ολογράφως το
εθνικό της πόλης, «ΤΕΡΩΝΑΟΝ».
Στους αργυρούς ημιοβολούς [πιν. viii, 23-24] επιλέγεται η παράσταση
ενός πελαργού ή ερωδιού, ο οποίος έχοντας πέσει πάνω σε μία οινοχόη προσπαθεί
να πιεί από το περιεχόμενό της. Στον οπισθότυπο των νομισμάτων αυτών έχουμε
τετραμερές έγκοιλο τετράγωνο, περιμετρικά του οποίου εμφανίζεται ορισμένες
φορές τμήμα του εθνικού «ΤΕΡΟ» ή «ΤΕΡΩ».

vi. Έκτη περίοδος, 400- 349 π.Χ.


Κατά την τελευταία αυτή περίοδο νομισματικής δραστηριότητας του
νομισματοκοπείου της Τορώνης κόπηκαν αργυρά τετρώβολα και τριτεταρτημόρια,
καθώς και δύο χάλκινες υποδιαιρέσεις.
Στα τετρώβολα [πιν. viii, 25-27] διατηρήθηκε στον εμπροσθότυπο η
παράσταση του σατύρου που προσπαθεί να πιεί οίνο από οινοχόη. Ο οπισθότυπος
όμως αλλάζει και πλέον διακρίνουμε ένα κριό ο οποίος βαδίζει προς τα δεξιά. Στις
περισσότερες κοπές, τον κριό πλαισιώνουν τα δύο πρώτα ψηφία του εθνικού, «ΤΕ».
Στα τριτεταρτημόρια [πιν. ix, 28-30] έχουμε στον εμπροσθότυπο οινοχόη
πλαισιωμένη από το εθνικό «ΤΕ», ή από κάποιο σύμβολο του υπευθύνου του
νομισματοκοπείου, ενώ για τον οπισθότυπο επιλέχτηκε κεφαλή κριού σε προφίλ, η
οποία πλαισιώνεται από τμήμα του εθνικού «ΤΕΡΟ» ή «ΤΕΡΩ».
Στη μεγαλύτερη χάλκινη υποδιαίρεση B [πιν. ix, 31], εικονίζεται στον
εμπροσθότυπο κεφαλή Απόλλωνα προς τα δεξιά ενώ στον οπισθότυπο έχουμε δυο
αμφορείς, περιστοιχισμένους από τμήμα του εθνικού «ΤΕ». Στην ελάσσονα
υποδιαίρεση C [πιν. ix, 32], η κεφαλή του Απόλλωνα κοσμεί για άλλη μία φορά τον
εμπροσθότυπο, στον οπισθότυπο όμως υπάρχει μία μόνο οινοχόη περιστοιχισμένη
από το εθνικό.

117
Η κατάληψη της πόλης από τα στρατεύματα του Φιλίππου σηματοδοτεί
την παύση της νομισματικής δραστηριότητας στην περιοχή.

β. Διονυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της Τορώνης.


Έχοντας αναλύσει τα βασικά στοιχεία της νομισματικής δραστηριότητας
της Τορώνης, είναι αναπόφευκτο να σταθούμε στην καθολική επικράτηση του
Διονυσιακού στοιχείου στις απεικονίσεις των νομισμάτων της. Πέραν ελαχίστων
εξαιρέσεων, κυρίως ελάσσονες υποδιαιρέσεις προς τα τέλη της νομισματικής
δραστηριότητας, το σύνολο της εικονογραφίας που επιλέγεται για τα νομίσματα της
Τορώνης είναι παρμένα από το διονυσιακό κύκλο.

i. Διονυσιακά στοιχεία κατά τον 5ο π.Χ αιώνα.


Κατά τις τέσσερεις πρώτες περιόδους νομισματικής δραστηριότητας,
όπως είδαμε παραπάνω, επιλέγεται για τη μεγαλύτερη υποδιαίρεση το μοτίβο του
εμπορικού αμφορέα [πιν. vii, 1-3 & 5-9] διακοσμημένου σε ορισμένες περιπτώσεις
με βότρυες αμπέλου, ενώ σε όλες τις υπόλοιπες υποδιαιρέσεις ο εμπροσθότυπος
διακοσμείται από μία απλή οινοχόη [πιν. vii, 4 & πιν. viii, ix] .
Στο σύνολό του, το νομισματοκοπείο της Τορώνης χαρακτηρίζεται από
την παρουσία των δύο αυτών μοτίβων. Κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ αιώνα, τα δύο
αυτά αγγεία μονοπωλούν τη θεματολογία στους εμπροσθότυπους των αργυρών
εκδόσεων της πόλης. Το φαινόμενο αυτό διαφοροποιείται εν μέρει όπως θα δούμε
παρακάτω, στον 4ο π.Χ αιώνα, οπότε και τα αγγεία παύουν να αποτελούν την
μοναδική εικονιστική παράσταση πάνω στα νομίσματα.
Τόσο ο εμπορικός αμφορέας, όσο και η οινοχόη αποτελούν αγγεία που
είναι άμεσα συνδεόμενα με την αποθήκευση και διακίνηση του οίνου το πρώτο και
την κατανάλωση του οίνου το δεύτερο. Συνεπώς είναι σχεδόν αυτονόητος ο
συσχετισμός των παραστάσεων των νομισμάτων της Τορώνης με την καλλιέργεια
της αμπέλου και μέσω αυτής αποδεικνύεται η ύπαρξη κάποιας μορφής διονυσιακής
λατρείας στην πόλη.
Η αμπελοκαλλιέργεια της Τορώνης δυστυχώς δεν μαρτυρείται από
κάποια αρχαία πηγή. Παρ’ όλα αυτά, τόσο αρχαία τοπωνύμια της περιοχής όπως το
ακρωτήριο «Άμπελος» που ανήκε στη «χώρα» της Τορώνης, όσο και η ύπαρξη

118
φημισμένης οινοπαραγωγής ακόμη και σήμερα στην περιοχή της Τορώνη, δεν
αφήνουν κανένα περιθώριο αμφισβήτησης ύπαρξης αμπελοκαλλιέργειας στην
περιοχή. Το γεγονός αυτό και σε συνδυασμό με τις απεικονίσεις των νομισμάτων
της πόλης, υποδεικνύει ότι η παραγωγή οίνου αποτελούσε σημαντικό στοιχείο για
την οικονομία και την ευημερία της Τορώνης. Παρόλα αυτά οι πηγές σιωπούν.
Πιθανότατα ο οίνος της πόλης δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την ποιότητα του, ή
βρισκόταν κάτω από τη σκιά των φημισμένων οίνων που παρήγαγε η Χαλκιδική και
η Μακεδονία γενικότερα, όπως ο Μενδαίος οίνος, ο οίνος της Θάσου και ο Βιβλινός
οίνος.
Πρόσφατα, βέβαια, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ποσότητα του
εξαγόμενου Μενδαίου οίνου, όπως αυτή μαρτυρείται από τις πηγές, δεν θα
μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από την παραγωγή των αμπελώνων την Μένδης, και
συνεπώς υποστηρίχθηκε, ότι στο όνομα του φημισμένου Μενδαίου οίνου γινόταν
διακίνηση οίνου όχι μόνο της Μένδης, αλλά της Χαλκιδικής γενικότερα και κατά
συνέπεια και της Τορώνης.
Επιστρέφοντας τώρα στις εικονιστικές παραστάσεις των εμπροσθότυπων
των νομισμάτων της Τορώνης, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι σε ορισμένες
περιπτώσεις οι εικονιζόμενοι αμφορείς, καθώς και οι οινοχόες, έχουν τόσο λεπτά
στοιχεία, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα μπορούσαμε να έχουμε
απεικόνιση μεταλλικών σκευών, τα οποία όμως δεν συνηθίζονταν στην εμπορία και
διακίνηση οίνου. Είναι λοιπόν εύλογο να αναρωτηθούμε, μήπως οι εν λόγω
απεικονίσεις ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η οικονομία της Τορώνης
στηριζόταν περισσότερο στην εμπορία αμφορέων και διάφορων σκευών, παρά στην
ίδια την αμπελοκαλλιέργεια. Παρά ταύτα, η ύπαρξη εργαστηρίων παραγωγής
αμφορέων σε μία πόλη που παρήγαγε οίνο αποτελεί μάλλον τον κανόνα, παρά την
εξαίρεση.
Συνοψίζοντας την κατάσταση κατά τις τέσσερεις πρώτες περιόδους
νομισματικής δραστηριότητας στην Τορώνη, η ύπαρξη διονυσιακής λατρείας μπορεί
να αναγνωστεί μόνο μέσω της επιλογής αγγείων που σχετίζονται τόσο με την
εμπορία, όσο και με την κατανάλωση του οίνου. Πέρα από αυτό, η
αμπελοκαλλιέργεια της Τορώνης είναι γνωστή και εξηγεί την επιλογή των τύπων

119
αυτών στα νομίσματα της Τορώνης, παρά τις αντιρρήσεις που ειπώθηκαν
παραπάνω.

ii. Διονυσιακά στοιχεία κατά τον 4ο π.Χ αιώνα.


Από τα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα μέχρι την παύση της λειτουργίας του
Τορωναίου νομισματοκοπείου, παρατηρούμε μία αλλαγή στις παραστάσεις που
κοσμούν τα νομίσματα της Τορώνης. Πλέον, υπάρχουν περισσότερες και πιο άμεσες
αναφορές στη διονυσιακή λατρεία. Η υιοθέτηση διονυσιακών συμπλεγμάτων, όπως
αυτό που συναντάμε στα αργυρά τετρώβολα που κόπηκαν μετά το τέλος του 5ου π.Χ
αιώνα, με τη χαριτωμένη παράσταση του μεθυσμένου σατύρου που γονατίζοντας
προσπαθεί να πιεί οίνο από μία υπερμεγέθη οινοχόη [πιν. viii, 22 & 25-27], η
ανάλογη παράσταση με τον πελαργό, στους αργυρούς ημιοβολούς της πέμπτης
περιόδου[πιν. viii, 23-24], καθώς και η παρουσία του κριού, στους οπισθότυπους
των αργυρών νομισμάτων της τελευταίας περιόδου, είτε ιστάμενου στις
μεγαλύτερες υποδιαιρέσεις[πιν. viii, 25-27], είτε σε προφίλ στις ελάσσονες [πιν. ix,
28-30], αποτελούν εικονογραφικά στοιχεία με άμεση σύνδεση με το θεό του οίνου
και την ακολουθία του εν γένει.
Βασικό στοιχείο των παραστάσεων, εξακολουθεί να αποτελεί η οινοχόη,
γνωστή ήδη από τις προηγούμενες περιόδους. Πλέον, όμως, παύει να αποτελεί τη
μοναδική παράσταση του εμπροσθοτύπου των τετρωβόλων, με την προσθήκη του
γονατισμένου σατύρου που προσπαθεί να πιεί οίνο από το αγγείο. Το γεγονός ότι η
γονατιστή μορφή είναι σάτυρος είναι βέβαιο, καθώς αποδίδεται γυμνή, ενώ
απεικονίζεται βραχύσωμη, πωγωνοφόρα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις
διακρίνεται και η ουρά. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν διακατέχεται από τη
γνωστή για το είδος του λαγνεία. Η παράσταση είναι ιδιαίτερα ζωντανή, και
αποδίδει με έναν εξαιρετικά ζωντανό και παραστατικό τρόπο την ακατάσχετη
επιθυμία του σατύρου να καταναλώσει το θείο δώρο που θα τον φέρει σε
κατάσταση μανίας.
Στον οπισθότυπο των αργυρών τετρωβόλων του 4ου π.Χ αιώνα, καθώς
και στον οπισθότυπο των αργυρών τριτεταρτημορίων της ίδιας εποχής, διακρίνουμε
ένα νέο μοτίβο στα νομίσματα της Τορώνης. Η παρουσία του τράγου σε νομίσματα
της Μακεδονίας και της Θράκης εν γένει, δεν προκαλεί εντύπωση, καθώς είναι

120
γνώριμο θεματολογικό μοτίβο τόσο στη μακεδονική βασιλική νομισματοκοπία287,
όσο και σε διάφορες εκδόσεις πόλεων που σχετίζονται με κάποιο τρόπο με αυτήν,
όπως οι υπό αμφισβήτηση κοπές που έχουν κατά καιρούς αποδοθεί στις Αιγές.
Σημαντικό εικονογραφικό παράλληλο αποτελεί η νομισματοκοπία της πόλης Αίνος
στη Θράκη, όπου συναντάμε παρόμοια παράσταση288. Στις αποικίες της Χαλκιδικής
και της Μακεδονίας, δεν έχουμε χρήση αυτού του μοτίβου και συνεπώς προκαλεί
ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο νεωτερισμός της Τορώνης. Βέβαια, ζώα που σχετίζονται με
το Διόνυσο, όπως ο όνος στα νομίσματα της Μένδης και της Σκάψας, ή ακόμα, με
λίγη φαντασία, ο λέοντας και ο ταύρος στα νομίσματα της Ακάνθου, κάθε άλλο
παρά απουσιάζουν από την περιοχή της Χαλκιδικής.
Ο τράγος αποτελεί ζώο που σχετίζεται τόσο με το Διόνυσο, όσο και με
τον Ερμή. Στην περίπτωση του νομισματοκοπείου της θρακικής πόλης Αίνος, όπου
έχουμε παρόμοια απεικόνιση τράγου με αυτήν που συναντάμε στα τετρώβολα της
Τορώνης, θα πρέπει να συσχετίσουμε την ύπαρξη του τετραπόδου με τον Ερμή, ο
οποίος ήταν προστάτης της πόλης και η εικόνα του κοσμούσε τους
εμπροσθότυπους των νομισμάτων της. Στην περίπτωση του μακεδονικού βασιλείου
και των περιφερειακών του κοπών, ο κριός μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία και
ασφάλεια να συσχετιστεί με το Διόνυσο, καθώς σύμφωνα με μία εκδοχή του μύθου,
οι Μακεδόνες κατάγονταν εκτός από τον Ηρακλή, που προβλήθηκε για πολιτικούς
λόγους, και από το Διόνυσο289.
Στα νομίσματα της Μακεδονίας έχουμε συχνά συνύπαρξη διονυσιακών
στοιχείων με στοιχεία που αποδίδονται στον Ερμή. Πιο χαρακτηριστικό όλων
αποτελεί το νομισματοκοπείο της Τραγίλου, όπου στα νομίσματά της εικονίζει την
κεφαλή του Ερμή στον εμπροσθότυπο, η οποία συνοδεύεται από διονυσιακό
σύμβολο που τοποθετείται είτε στον εμπροσθότυπο, είτε στον οπισθότυπο290.
Ο Διόνυσος και ο Ερμής συνδέονται ο καθένας ξεχωριστά με τον κριό.
Κατ’ αρχάς σύμφωνα με το μύθο και οι δύο θεοί πήραν την μορφή του
συγκεκριμένου τετραπόδου. Επιπροσθέτως, ο κριός, ως σύμβολο της γονιμότητας,

287
Για τον Αλέξανδρο Α’ βλ. Παπαευθυµίου 2000, 37 κε. & ενδεικτικά SNG UK iii Lockett
Collection 1378 (Αλέξανδρος Α’), 1389 (Αρχέλαος).
288
Βλ. Head 1911, 247-8, αρ. 155.
289
Hatzopoulos 1994.
290
Παπαευαγγέλου 1995, 49 κε.

121
συνδέεται με σχετική ευκολία με το Διόνυσο και ως ένα βαθμό με τον Ερμή. Ο γιος
της Μαίας, απεικονίζεται συχνά να κάθεται πάνω σε κριό, ενώ φέρει το
προσωνύμιο «τραγοφόρος». Ο τράγος από την άλλη, αποτελούσε σύνηθες σφάγιο
στις θυσίες προς τιμήν του Διονύσου, ενώ ο ίδιος ο θεός ορισμένες φορές
απεικονίζεται με τη συνοδία του τετραπόδου291. Οι πιστοί ακόλουθοι του θεού του
οίνου, σάτυροι, απεικονίζονται με πόδια και ουρά τράγων, στους οποίους ομοίαζαν
και λόγω της λαγνείας τους. Τέλος, η τραγωδία, κορυφαίο δημιούργημα με άμεση
σύνδεση με το Διόνυσο, οφείλει το όνομά της στο εν λόγω τετράποδο.
Η χρυσή, όμως, τομή ανάμεσα στις δύο αυτές θεότητες, έγκειται στο ότι
και οι δύο σχετίζονται, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, με την γονιμότητα, ενώ ως προς
το δώρο του Διονύσου στους ανθρώπους, είναι αναπόφευκτο να υπάρχουν
σύμβολα του θεού του εμπορίου σε νομίσματα πόλεων, που η ευημερία τους
εξαρτάται από την εμπορία του οίνου που παράγουν.
Επιστρέφοντας στις παραστάσεις που μας ενδιαφέρουν και λαμβάνοντας
υπόψη τις θεματολογικές επιλογές του Τορωναίου νομισματοκοπείου, καθ’ όλη τη
διάρκεια λειτουργίας του, οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι η επιλογή του τράγου
στους οπισθότυπους των νομισμάτων πραγματοποιήθηκε με βάση τον διονυσιακό
κύκλο.

γ. Συμπεράσματα.
Το διονυσιακό στοιχείο χαρακτηρίζει το νομισματοκοπείο της Τορώνης
καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του. Από την απλή απεικόνιση των σκευών
που σχετίζονται με την παραγωγή και διακίνηση του οίνου, κατά τον 5ο π.Χ αιώνα,
οδηγούμαστε σε πιο σύνθετα διονυσιακά συμπλέγματα στα τέλη του 5ου και κατά
τη διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου π.Χ αιώνα. Πέραν των χάλκινων
υποδιαιρέσεων του 4ου π.Χ αιώνα, στον εμπροσθότυπο των οποίων έχουμε
παράσταση κεφαλής του Απόλλωνα, όλη η υπόλοιπη νομισματική παραγωγή
συνδέεται, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, με το Διόνυσο και την ακολουθία του.
Δυστυχώς, δεν έχουμε στοιχεία, πλην των νομισμάτων, που να υποδεικνύουν την
ύπαρξη κάποιου κέντρου λατρείας του Διονύσου στην Τορώνη, αν και κάτι τέτοιο

291
LIMC III, 460, νο. 422 & 461 νο. 438, & 463, νο. 460.

122
θα ήταν αρκετά πιθανό. Είναι πάντως άξιο προσοχής ότι ο μοναδικός χώρος
λατρείας που έχει εντοπιστεί στην Τορώνη, είναι ένα ιερό της Αθηνάς, η οποία δεν
εικονίζεται σε κανένα νόμισμα της πόλης.

123
4. Η «επιφάνεια» του Διονύσου στα νομίσματα της Χαλκιδικής.

α. Το σύμπλεγμα Όνος-κόραξ.
Το σύμπλεγμα όνου – κόρακα, το οποίο υιοθετήθηκε στις μεγαλύτερες
υποδιαιρέσεις, κατά την πρώτη περίοδο της νομισματοκοπίας της πόλης της
Μένδης, έχει απασχολήσει πολλές φορές τους ερευνητές. Παρά ταύτα, ενώ το
μοτίβο του όνου ως ζώο σχετιζόμενο με το διονυσιακό θίασο έχει επαρκώς
τεκμηριωθεί, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ισχύει το ίδιο και για το έτερο ζώο του
συμπλέγματος, τον κόρακα, γεγονός που καθιστά την ερμηνεία της όλης
παράστασης προβληματική, καθώς στον κόρακα, όπως θα αναλύσουμε και
παρακάτω, βρίσκεται η άκρη του μίτου που θα μας οδηγήσει πιθανότατα σε μια
πιο ρεαλιστική θεώρηση της υπάρχουσας απεικόνισης.
Το εν λόγω σύμπλεγμα υιοθετήθηκε στα αργυρά τετράδραχμα της
πόλης, που κόπηκαν από την έναρξη της νομισματικής δραστηριότητας στην
περιοχή το 520 π.Χ ή και λίγο μεταγενέστερα292, μέχρι τη μετεξέλιξη του τύπου που
έγινε περί το 460π.Χ293, στο γνωστό τύπο της κλασικής εποχής που απεικονίζει τον
ηλικιωμένο Διόνυσο ξαπλωμένο ανάσκελα στην πλάτη ενός όνου φέροντας
κάνθαρο. Και λέμε ότι ο τύπος ουσιαστικά εξελίχθηκε και δεν καταργήθηκε, καθώς
όλα τα στοιχεία της πρώτης σειράς εμφανίζονται στη δεύτερη.
Βασικό διακριτικό της πρώτης νομισματικής σειράς της Μένδης είναι η
απεικόνιση στον εμπροσθότυπο ενός ιθυφαλλικού όνου ο οποίος ίσταται προς τα
αριστερά στις παλαιότερες κοπές ή δεξιά στις νεώτερες, στη ράχη του οποίου
στέκεται κόρακας ο οποίος ραμφίζει τον όνο στη γένεση της ουράς του [Πιν. ii, 1-9].
Ο όνος τις περισσότερες φορές απεικονίζεται με ανοιχτή την κάτω γνάθο [Πιν. ii, 3],
ενώ το εμπρόσθιο δεξιό του πόδι στις προγενέστερες ή αντιστοίχως το εμπρόσθιο
αριστερό πόδι στις μεταγενέστερες, είναι ελαφρώς λυγισμένο προς τα μπροστά,
σχηματίζοντας αμβλεία γωνία[Πιν. ii, 1-6, 8-9]. Ο όνος στέκεται πάντα πάνω στη
γραμμή που χωρίζει την κύρια παράσταση από το έξεργο, ενώ η όλη παράσταση

292
Price – Waggoner 1975, 44-45.
293
Noe 1926, 62.

124
περιβάλλεται από το χαρακτηριστικό για το νομισματοκοπείο της Μένδης
κουκκιδωτό πλαίσιο. Στον οπισθότυπο των νομισμάτων αυτών υπάρχει έγκοιλο
μοτίβο, στον τύπο φτερών ανεμόμυλου (mill sail), το οποίο αποτελείται από πέντε ή
περισσότερα έγκοιλα τρίγωνα στις παλαιότερες κοπές και από τέσσερα τρίγωνα στις
νεώτερες.

i.Κοράκι ή κάτι άλλο;


Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί ως προς το είδος του πτηνού που
απεικονίζεται στο εν λόγω σύμπλεγμα. Ο E.Babelon294 και ο B. V. Head295
υποστήριξαν ότι πρόκειται για κόρακα «κόραξ» ή για κουρούνα «κορώνη», της
οικογένειας των Κορνιδών. Ο Regling296 από την άλλη ακολουθώντας τον O.
Keller297, απέρριψε τις προηγούμενες θεωρίες και πρότεινε ότι το εν λόγω πτηνό
είναι το Ψαρώνι (starling) , της οικογένειας των Βουφαγιδών. Το πτηνό αυτό είναι
ευεργετικό για ζώα όπως οι όνοι, τα βόδια και τα αιγοπρόβατα, καθώς τρέφεται με
ζωύφια και έντομα που τα ενοχλούν. Βέβαια η υπόθεση αυτή του Regling, επέσυρε
ως συνεπακόλουθο τη σκέψη, ότι η ύπαρξη του συγκεκριμένου πτηνού στα
νομίσματα αυτά, σχετίζεται με τις διατροφικές του προτιμήσεις και συνεπώς
υποβαθμίζει σε σημασία το τυχόν μυθολογικό πλαίσιο.
Στη συνέχεια, το 1926, τρία μόλις έτη μετά τη διατύπωση της σκέψης του
Regling, ακολούθησε η δημοσίευση από τον S. P. Noe298, ενός σημαντικότατου
θησαυρού ο οποίος βρέθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, στην περιοχή της αρχαίας
Μένδης, απαρτιζόμενος εξ ολοκλήρου από αργυρά τετράδραχμα της πόλης, που
αντιπροσώπευαν τις τρεις πρώτες περιόδους παραγωγής του νομισματοκοπείου. Το
ζήτημα της ταυτοποίησης του πτηνού, απασχόλησε, όπως είναι άλλωστε εύλογο,
και το Noe. Ο τελευταίος με τη σειρά του υποστήριξε ότι η μορφή του ράμφους του
πτηνού που απεικονίζεται στα νομίσματα, καθώς και η στάση του σώματός του σε
συνδυασμό με τις αναλογίες του, αποτελούν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η

294
Babelon 1907 ii, 1130-1 νο.1596-1605.
295
Head 1911, 211.
296
Regling 1924, 12.
297
O Keller υποστηρίζει ότι το πτηνό που απεικονίζεται στα τετράδραχµα της Μένδης είναι το
rossenstar. Keller 1913, 98.
298
Noe 1926.

125
απόδοση του πτηνού ως κόρακα είναι αρκετά πιθανή299. Ο Noe επίσης υποστήριξε
ότι ο κόρακας ορισμένες φορές αποκομίζει την τροφή του κατά τον ίδιο τρόπο με το
ψαρώνι (starling), αποσπώντας δηλαδή από την ουρά των μεγάλων ζώων όπως
αιγοπρόβατα, βοοειδή κλπ, κάθε είδους παρασιτικά ζωύφια και έντομα300.
Μετά την προαναφερθείσα δημοσίευση, το ζήτημα της ταύτισης του
πτηνού στα αργυρά νομίσματα της Μένδης δεν επανήλθε, μέχρι σήμερα, στη
βιβλιογραφία, καθώς το σύνολο των ερευνητών υιοθέτησε την άποψη του Noe.
Βέβαια πάντα πρέπει να είναι επιφυλακτικός κανείς καθώς οι πολύ μικρές
διαστάσεις του πτηνού πάνω στο πέταλο του νομίσματος μας αποτρέπουν από το
να εντοπίσουμε τις λεπτές αυτές διαφορές, που θα μπορούσαν να μας
παραπέμψουν στο ένα είδος ή στο άλλο. Συνεπώς, καθώς η θεωρία του Regling δεν
βρήκε στην συνέχεια υποστηριχτές, χρησιμοποιούμε τον κοινά αποδεκτό όρο
«κοράκι» - «crow» για αποφυγή σύγχυσης.

ii.Κόρακας και Απόλλωνας.


Με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε όντως να πει κανείς ότι είναι εντελώς
παράδοξη η απεικόνιση ενός κόρακα, ενός πτηνού τόσο άρρηκτα συνδεδεμένου με
το θεό Απόλλωνα, σε ένα νόμισμα στο οποίο κυριαρχεί ο διονυσιακός κόσμος. Ο
κόρακας αποτελούσε το ιερό πτηνό του Απόλλωνα, στο οποίο μάλιστα αποδίδονταν
και μαντικές ικανότητες. Το πτηνό αυτό, συχνά απεικονίζεται μαζί με το θεό του
φωτός στην αττική αγγειογραφία301.
Βέβαια, δεν είναι τόσο η σχέση του συγκεκριμένου πτηνού με το θεό
του φωτός που μας προβληματίζει, όσο το γεγονός ότι τόσο από τις πηγές όσο και
από τη μέχρι στιγμής σωζόμενη εικονογραφία, δεν προκύπτει πουθενά άμεση
σχέση του κόρακα με το διονυσιακό κύκλο. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που
αρκετοί ερευνητές υποστήριξαν ότι στα αργυρά τετράδραχμα της Μένδης
απεικονίζεται κάποιος, μη μαρτυρημένος σήμερα, διονυσιακός μύθος.

299
Noe 1926,62.
300
Noe 1926,62-63.
301
Βλ. λευκή κύλικα στους ∆ελφούς, όπου απεικονίζεται ο Απόλλωνας καθήµενος, κρατά λύρα µε το
αριστερό χέρι, ενώ µε το δεξί σπένδει. ∆ελφοί, Αρχαιολογικό µουσείο Α.Κ. 8140, περί το 480-70π.Χ.

126
Η περίεργη αυτή σχέση του Διονύσου με τον κόρακα, όπως αυτή
παρουσιάζεται στα νομίσματα της Μένδης, μας φέρνει στο νου την εντύπωση που
είχε προκαλέσει στον περιηγητή Παυσανία, η ύπαρξη ενός λατρευτικού αγάλματος
του Διονύσου, το οποίο είχε τοποθετηθεί στο ναό του Δία Φίλιου στην Αρκαδική
Μεγαλόπολη302. Το άγαλμα αυτό, έργο του φημισμένου Αργείου γλύπτη
Πολύκλειτου, απεικόνιζε το θεό Διόνυσο να ίσταται, φορώντας κοθόρνους, ενώ
έφερε στο ένα του χέρι κύπελλο σπονδής και στο άλλο θύρσο, πάνω στον οποίο
ακουμπούσε ένας αετός. Σύμφωνα με τον περιηγητή, η εικόνα αυτή του πτηνού
πάνω στο θύρσο δεν συνάδει με το διονυσιακό κύκλο303. Αυτή είναι και η μόνη
αναφορά των πηγών σε κάποιο πτηνό που σχετίζεται με το Διόνυσο, και μάλιστα
λαμβάνοντας υπόψη το σχολιασμό του Παυσανία, βλέπουμε πόσο παράλογο θέαμα
αποτελούσε μία ανάλογη σκηνή στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων.

iii.Αγγειογραφικά παράλληλα.
Κάτι τέτοιο τεκμηριώνεται και από την αρχαία ελληνική αγγειογραφία,
καθώς δεν απαντώνται πουθενά απεικονίσεις σχετιζόμενες με το διονυσιακό κύκλο
σε συνδυασμό με παράσταση κόρακα. Παρά ταύτα, αν λάβουμε ως αφετηρία το
μοτίβο του κόρακα πάνω σε όνο, μπορούμε να παραθέσουμε ορισμένα παρεμφερή
αγγειογραφικά παράλληλα. Πιο συγκεκριμένα, αν και δεν μας έχει σωθεί
παράσταση που να απεικονίζει τον εμπροσθότυπο των αρχαϊκών τετραδράχμων της
Μένδης, υπάρχουν ωστόσο, ορισμένες παραστάσεις στις οποίες μπορούμε να
διακρίνουμε αρκετές ομοιότητες με αυτόν.
Σε έναν «τυρρηνικό» αμφορέα του 6ου π.Χ αιώνα που βρέθηκε στο Vulci
της Ιταλίας, έχουμε την παράσταση στον ώμο του αγγείου, ενός βοδιού, το οποίο
ίσταται, πάνω στη ράχη του οποίου υπάρχει ένα πτηνό, πιθανότατα κοράκι304.
Βέβαια η παράσταση αυτή πρέπει να αποσυνδεθεί από το διονυσιακό κύκλο, καθώς
η ύπαρξη του κορακιού στην πλάτη του τετραπόδου πρέπει να συσχετισθεί με τις
διατροφικές του προτιμήσεις, κατ’ αναλογία με τον κόρακα που ραμφίζει στη

302
Παυσανίας, 8.31,4.στ.5-11.
303
Παυσανίας, 8.31,4.στ.10-11.
304
Furtwängler-Reichhold, Griech.Vasenm. πιν.21.

127
γένεση της ουράς του όνου στα τετράδραχμα της Μένδης, όπως είδαμε και
παραπάνω.

iv.Κόραξ πάνω σε όνο, νομισματικά παράλληλα.


Το μοτίβο πάντως του κόρακα στη πλάτη του βοδιού, μας αναγκάζει να
αναφερθούμε σε ορισμένα πολύ σημαντικά αρχαϊκά νομίσματα, τα οποία φέρουν
παρόμοιο διάκοσμο. Πρόκειται για παραστάσεις πάνω σε αργυρά τετράδραχμα της
Ερέτριας, της μητρόπολης δηλαδή της Μένδης, της Καρύστου, καθώς και της
Δικαίας, αποικίας της Ερέτριας στη χερσόνησο της Χαλκιδικής. Τα υπό εξέταση
νομίσματα κόπηκαν ανάμεσα στο τελευταίο τέταρτο του 6ου και στο πρώτο τέταρτο
του 5ου αιώνα π.Χ, χρονικά παράλληλα δηλαδή με την έναρξη της νομισματικής
δραστηριότητας στη Μένδη, ενώ είναι κομμένα στον ίδιο σταθμητικό κανόνα με
αυτόν της Μένδης, τον αττικό-ευβοϊκό.
Αρχίζοντας από την Ερέτρια, ο βασικός νομισματικός τύπος της οποίας,
φέρει στον εμπροσθότυπο μία αγελάδα η οποία ίσταται προς τα αριστερά ή προς τα
δεξιά, η οποία με το οπίσθιο αριστερό ή δεξί της πόδι αντίστοιχα, ξύνει το κεφάλι
της, που είναι στραμμένο προς τα πίσω, ή γλύφει την οπλή του ποδιού της. Κάτω
από την κοιλιά του ζώου συναντά κανείς το αρχικό του εθνικού «Ε». Σε ορισμένα
νομίσματα305, βλέπουμε να ίσταται στην πλάτη της αγελάδας ένα πτηνό, που το
σύνολο των ερευνητών ταυτίζει με χελιδόνι της θάλασσας306. Στον οπισθότυπο των
νομισμάτων αυτών έχουμε έγκοιλο τετράγωνο τύπου «Union Jack »307, ο οποίος
στη συνέχεια αντικαθίσταται από την παράσταση ενός χταποδιού, εντός έγκοιλου
τετραγώνου.
Ανάλογη παράσταση με αυτή που έχουμε στον εμπροσθότυπο της
Ερέτριας, αντικρίζουμε και σε ορισμένα αρχαϊκά τετράδραχμα της γειτονικής
Καρύστου. Έχουμε και πάλι την παράσταση αγελάδας η οποία είτε ξύνει το κεφάλι
της με ένα από τα πίσω πόδια της, είτε γλύφει την οπλή του ποδιού της. Κάτω από
την κοιλιά του ζώου αναγράφεται τμήμα του εθνικού «ΚΑΡ». Πάνω στην ράχη του

305
Price – Waggoner 1975, 54,νο.254 & Kraay 1976, πιν.15,267-9 & SNG Cop.3 Aetolia-Eyboea,
πιν.X,468& Τσούρτη, Η. 1992,57,εικ.7.
306
Blanchet 1895, 166.
307
Kraay 1976, πιν.15,267 & Τσούρτη 1992,57,εικ.7.

128
τετραπόδου συναντάμε για δεύτερη φορά πτηνό308. Στον οπισθότυπο των
νομισμάτων αυτών έχουμε έγκοιλο τετράγωνο τύπου «Union Jack », ο οποίος στη
συνέχεια αντικαθίσταται από την παράσταση αλέκτορος εντός έγκοιλου
τετραγώνου, στην κυριολεξία λαλούντος συμβόλου της πόλης .
Εν κατακλείδι, το τελευταίο νομισματικό παράλληλο από τη Δίκαια της
Χαλκιδικής, ομοιάζει σχεδόν απόλυτα με τα προαναφερθέντα νομίσματα της
Ερέτριας. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι στη θέση οπού στα νομίσματα της
Ερέτριας υπάρχει το αρχικό γράμμα του εθνικού,«Ε», στα νομίσματα της Δικαίας
έχουμε την επιγραφή «ΔΙ», επί τα λαιά, κάτω από την κοιλιά της αγελάδας. Πάνω
στη πλάτη του ζώου απεικονίζεται ξανά ένα πτηνό309.
Η αγελάδα που απεικονίζεται στα νομίσματα της Ερέτριας, της
Καρύστου και κατά προέκταση της Δικαίας, αποτελεί στην ουσία λαλούν σύμβολο
της Εύβοιας, καθώς το νησί ήταν φημισμένο κατά την αρχαιότητα για τα βοοειδή
της, από τα οποία μάλιστα έλαβε και το όνομά της. Κατά μία άλλη εκδοχή, που δε
συγκρούεται απαραιτήτως με την προκείμενη, η αγελάδα σχετίζεται με το μύθο της
δύστυχης Ιούς. Σύμφωνα με μία εκδοχή, η Ιώ σχετίζεται με την ευρύτερη περιοχή
της Εύβοιας, καθώς λέγεται ότι σε μια παραλία της, γέννησε τον Έπαφο310.
Ίσως με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να συσχετίσουμε το χελιδόνι της
θάλασσας με την παράσταση. Βέβαια, έχει υποστηριχθεί η άποψη, ότι το εν λόγω
πουλί αναπαριστά το Δία, ο οποίος μεταμορφωμένος σε πτηνό, οδήγησε τον Ερμή
στο μέρος όπου η Ήρα είχε δέσει την αγελάδα-Ιώ311. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό,
αυτός να ήταν ο λόγος ύπαρξης του πτηνού στη ράχη της αγελάδας στα νομίσματα
των τριών πόλεων που αναφέραμε, και πίσω από μία απλή βουκολική σκηνή, να
υποβόσκει κάτι περισσότερο.
Η Ερέτρια ήταν η μητρόπολη της Μένδης, κάτι που διαφαίνεται εκτός
των άλλων, και από την έως ένα βαθμό ομοιότητα των πρώιμων νομισματικών
τύπων των δύο πόλεων. Η εντύπωση που δίνουν οι εμπροσθότυποι των νομισμάτων
των δύο αυτών πόλεων, είναι αν όχι η ίδια, πανομοιότυπη. Και στα δύο

308
Price – Waggoner 1975, 53,250 &πιν.XIV, & Kraay 1976, πιν.15,26 & Τσούρτη 1992,57,
εικ.8.
309
Greenwell 1890, 30-31.
310
Στράβων, Georg.Geographica X.1.3.10-12. & Ευστάθιος, Phil.Scr.Eccl. I.427,18-23.
311
Blanchet 1895, 166-8.

129
νομισματοκοπεία, επιλέγεται ως κύριο μοτίβο του εμπροσθοτύπου, ένα τετράποδο,
το οποίο είναι άμεσα συνυφασμένο με την αγροτική ζωή των ανθρώπων. Οι
κινήσεις των ζώων και στις δύο περιπτώσεις προσδίδουν στις σκηνές, πηγαία
ζωντάνια και την ψευδαίσθηση της κίνησης, σαν μία φωτογραφία της φύσης πάνω
στο ψυχρό μέταλλο. Η ομοιότητα των δύο νομισματοκοπείων, φαίνεται και από τις
παραστάσεις των οπισθοτύπων. Συγκεκριμένα, ο πρώιμος οπισθότυπος τύπου
«Union Jack» της Ερέτριας, θυμίζει ως ένα βαθμό τον οπισθότυπο των πρώιμων
αρχαϊκών τετραδράχμων της Μένδης, όπου υπάρχει περίπου το ίδιο μοτίβο312.
Ως τελευταία ομοιότητα επέλεξα να αναφέρω τις παρουσίες πτηνών.
Παρόλο που στην περίπτωση των νομισμάτων της Μένδης ο κόρακας εμφανίζεται
πολύ πιο συχνά, σε όλες τις υποδιαιρέσεις και δίνει την εντύπωση ότι διαδραματίζει
ένα πολύ πιο ενεργό ρόλο στη σκηνή, από ότι το πτηνό στη πλάτη της αγελάδας στα
νομίσματα της Ερέτριας, της Καρύστου και της Δικαίας, εντούτοις είναι ιδιαιτέρως
σημαντικό το γεγονός ότι παραστάσεις πάνω σε νομίσματα πόλεων που σχετίζονται
με τη Μένδη μπορούν να ερμηνευτούν και με τη βοήθεια της μυθολογίας, κάτι που
μας παρακινεί να σκεφτούμε, την πιθανότητα να απεικονίζεται όντως στα
νομίσματα της Μένδης, κάποιος μύθος συσχετιζόμενος με το Διόνυσο, αλλά με
ορισμένα στοιχεία του οποίου, απαντώνται στα νομίσματα των τριών αυτών
πόλεων.

v.Σύνδεση κόρακα με την περιοχή της Μένδης.


Το κοράκι επιπροσθέτως, έχει και μία άλλη, ιδιαίτερη σχέση με την
περιοχή της Μένδης η οποία και παρέμεινε σχεδόν μέχρι τις μέρες μας. Σύμφωνα
με διηγήσεις ηλικιωμένων κατοίκων της Καλάνδρας, ενός χωριού το οποίο
βρίσκεται μόλις δύο χιλιόμετρα βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης, πριν από περίπου
μισό αιώνα υπήρχε πλήθος κορακιών στην περιοχή, τα οποία όμως σταδιακά
εξαφανίστηκαν. Εξαιτίας λοιπόν του μεγάλου πληθυσμού των κορακιών που
υπήρχαν στην περιοχή της Καλάνδρας, οι κάτοικοι των γειτονικών πολισμάτων της
Κασσάνδρειας, αποκαλούσαν περιπαικτικά το χωριό «Κορακοχώρι». Επίσης πρέπει
να αναφέρουμε ότι μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, κυρίαρχη ενασχόληση των

312
Βλ. Noe 1926, πιν.I, 3-4.

130
κατοίκων της Καλάνδρας αποτελούσε η αμπελουργία313, η οποία αντικαταστάθηκε
στη συνέχεια από την καλλιέργεια της ελιάς, καθώς εξασφάλιζε μικρότερο κόστος
παραγωγής, καλύτερες αποδόσεις και κυρίως λιγότερο κόπο314.
Από την ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής, έχουμε τη μαρτυρία ότι τα
κοράκια συνήθιζαν να στέκονται στις ράχες των βοοειδών, των αιγοπροβάτων αλλά
και των όνων, χωρίς να τα ενοχλούν, με σκοπό να αποκομίσουν την τροφή τους
αποσπώντας τους μικροοργανισμούς που τα παρενοχλούσαν315.

1.Όνος, σχέση του με τον διονυσιακό κύκλο.


Σε αντίθεση με τον κόρακα, η σχέση του όνου, του έτερου ζώου του
συμπλέγματος, με το διονυσιακό κύκλο είναι γνωστή και επαρκώς τεκμηριωμένη.
Σύμφωνα με το μύθο, ο Διόνυσος, μαζί με τον Ήφαιστο και τους Σατύρους,
συμμετείχαν στη γιγαντομαχία πάνω σε όνους, η κραυγή των οποίων τρομοκράτησε
τους αντιπάλους των θεών, και τους έτρεψε σε φυγή316. Επίσης ο όνος σύμφωνα με
ένα επεισόδιο που μας διηγείται ο Παυσανίας, θεωρείται ως ο πρώτος διδάξας της
τέχνης του κλαδέματος της αμπέλου317. Ένας όνος κοντά στο Ναύπλιο, κυριευμένος
από τη χαρακτηριστική για αυτόν λαιμαργία, κορφολόγησε τις κληματσίδες μιας
αμπέλου, η οποία όμως, λόγω του ιδιότυπου αυτού κλαδέματος παρήγαγε πολύ
περισσότερο καρπό. Επιπροσθέτως ο όνος αποτελεί ίσως το μόνο ζώο που μπορεί
να τραφεί με το νάρθηκα, φυτό από το οποίο κατασκευαζόταν το στέλεχος των
θύρσων, χωρίς κανένα πρόβλημα318.
Η έντονη ερωτική διάθεση του όνου ιδιαίτερα κατά την περίοδο της
αναπαραγωγής του, το γεγονός ότι συχνότατα απαντάται στη φύση ιθυφαλλικός, η
προτίμησή του στις κληματσίδες και στους νάρθηκες, καθώς και ο θόρυβος και ο
σαματάς που προκαλεί με την κραυγή του, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες
έτσι ώστε να θεωρηθεί ο όνος, ζώο άμεσα και άρρηκτα σχετιζόμενο με το Διόνυσο
και τον κύκλο του.

313
Μάγειρας 2001,61,63.
314
Μάγειρας 2001, 61.
315
Noe 1926, 62-3 & Blanchet 1895,168.
316
Ερατοσθένης, Καταστερισµοί,1.11.13-18.
317
Παυσανίας, Ελλ.Περιήγ. ΙΙ. 38.3.3-9.
318
Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 24,2.

131
2.Όνος και θίασος στην αγγειογραφία
Ο όνος, όπως είναι άλλωστε αναμενόμενο, απεικονίζεται συχνότατα στα
έργα του αττικού, και όχι μόνο, κεραμικού, να συνοδεύει διονυσιακές
παραστάσεις. Συνοδεύει συνήθως συμπλέγματα Σάτυρων και Μαινάδων, ενώ
αρκετές φορές παριστάνεται να μεταφέρει στην πλάτη του το θεό του κρασιού.
Ξεχωριστά πρέπει να αναφερθούμε στις παραστάσεις που απεικονίζουν την
επιστροφή του Ηφαίστου στον Όλυμπο, όπου και συναντούμε συνήθως τη μορφή
του μεθυσμένου Ηφαίστου, πάνω σε όνο, ο οποίος συνοδεύεται από το Διόνυσο.

3.Όνος και Μένδη.


Ο όνος αποτέλεσε ένα ζώο το οποίο στην ουσία ταυτίστηκε, με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο, με την πόλη της Μένδης. Καταρχάς ο όνος χρησιμοποιήθηκε ως
κύριο νομισματικό μοτίβο, με παρουσία καθ’ όλη τη διάρκεια της νομισματικής
παραγωγής της πόλης. Κατόπιν, ο όνος ως Κύριος της Μένδης παρέμεινε στην
μνήμη του Έλληνα, ο οποίος μέχρι και σήμερα αποκαλεί χαϊδευτικά τον όνο «κυρ
Μέντιο»319.

β. Ερμηνεία
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί ως προς την ερμηνεία του
συμπλέγματος όνου και κόρακα. Η πλειονότητα των ερευνητών έχει καταλήξει στο
συμπέρασμα ότι στα τετράδραχμα της Μένδης απεικονίζεται κάποιος μη
μαρτυρημένος σήμερα διονυσιακός μύθος που σχετίζεται αποκλειστικά με τη
Μένδη320. Από αυτόν το μύθο λοιπόν, το μόνο στοιχείο το οποίο διαθέτουμε είναι οι
παραστάσεις στα αργυρά τετράδραχμα της πόλης. Συνεπώς μια σωστή απόπειρα
τεκμηρίωσης της θέσης του κάθε ενός ζώου του συμπλέγματος, ήταν κρίσιμη για
την περαιτέρω ενασχόλησή μας με το θέμα. Όπως είδαμε, ο όνος και ο κόρακας με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορούν να συσχετισθούν με τη Μένδη. Το θέμα όμως
που προκύπτει είναι αν μπορούν να συσχετισθούν μεταξύ τους σε μία προσπάθεια
ανάγνωσης του χαμένου αυτού μύθου.

319
Evelpidis 1963, 516, & Βοκοτοπούλου 1996, 321.
320
Macdonald 1905, 108 & Head 1911, 211.

132
Μέχρι τώρα, κάθε προσπάθεια προσέγγισης της εν λόγω παράστασης
είχε ως αφετηρία τον όνο, καθώς η θέση του στην παράσταση είναι πολύ πιο
ξεκάθαρη και επαρκέστερα τεκμηριωμένη από αυτή του κόρακα. Για το κοράκι
μάλιστα, πολλές φορές υπήρχε μόνο μία παράθεση του προβληματισμού που είχε
να κάνει με τη θέση του πτηνού στην παράσταση, καθώς δεν μπορεί άμεσα να
συσχετισθεί με το διονυσιακό κύκλο321, αν και γενικώς επισημαίνεται η σημασία
του για την ορθή κατανόηση της παράστασης322.
Καθώς τονίζεται η απουσία του θεού Διονύσου από τα πρώιμα
νομίσματα της Μένδης, ορισμένοι ερευνητές έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι
στοιχεία της θεότητας πρέπει να αναγνωσθούν στον όνο. Άλλωστε βασικό στοιχείο
που χαρακτηρίζει τη λατρεία του Διονύσου, είναι η «Επιφάνεια», η παρουσία του
θεού στον κόσμο των θνητών με ποικίλες μεταμορφώσεις. Η Knoblauch μάλιστα
προχώρησε παραπέρα, υποστηρίζοντας πως είναι πιθανόν ο όνος να αποτελεί μια
«ζωομορφική απεικόνιση του ίδιου του θεού», κατ’ αναλογία της σχέσης της
γλαύκας με την Αθηνά στα νομίσματα των Αθηνών323.
Βέβαια, είναι γεγονός, ότι όσον αφορά την περιοχή της Μακεδονίας,
σπάνια συναντάμε, απεικόνιση κάποιου θεού στα πρώιμα νομίσματα της περιοχής.
Εξαιρέσεις βέβαια, αποτελούν τα νομίσματα της Ποτίδαιας, κορινθιακής αποικίας
στο στενότερο σημείο που συνδέει τη χερσόνησο της Κασσάνδρας με την υπόλοιπη
Χαλκιδική, όπου έχουμε την παράσταση του Ποσειδώνα Ιππίου και σε ορισμένα
νομίσματα του θρακομακεδονικού φύλου των Ιχνιαίων, όπου απεικονίζεται μία
ανδρική μορφή, η οποία έχει ταυτισθεί με τον Άρη. Επιπροσθέτως, όπως είδαμε
παραπάνω, ούτε η μητρόπολη της Μένδης, Ερέτρια, καθώς και οι πόλεις που
σχετίζονταν με αυτή, έφεραν παρατάσεις μίας συγκεκριμένης θεότητας. Συνεπώς η
απουσία του Διονύσου από τα πρώιμα νομίσματα της Μένδης, δεν είναι κάτι το
παράδοξο, καθώς από ότι φαίνεται, ήταν σύνηθες, τουλάχιστον για τη Μακεδονία,
να μην παριστάνεται μία θεότητα πάνω στα νομίσματα, αλλά αντί αυτής να
υπονοείται η παρουσία της, μέσω των συμβόλων που σχετίζονται με αυτήν, στην
περίπτωση δε της Μένδης με το σύμπλεγμα του όνου με τον κόρακα.

321
Noe 1926, 62-3 & Knoblauch 1998,158.
322
Elderkin 1926, 470 & Knoblauch 1998, 158.
323
Knoblauch 1998, 157.

133
Ας επιστρέψουμε πάλι στο σύμπλεγμα. Μέχρι στιγμής, σημείο αναφοράς
για την αποκρυπτογράφησή του, αποτελούσε ο όνος, και ο κόρακας διαδραμάτιζε
στη σκέψη μας ένα δευτερεύοντα ρόλο, όχι γιατί μπορούσαμε βέβαια να
αποδείξουμε κάτι τέτοιο, αλλά κυρίως λόγω της μη ύπαρξης των στοιχείων εκείνων
που θα υποδείκνυαν το αντίθετο. Στη προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε
διεξοδικότερα το σύμπλεγμα, θα αντιστρέψουμε τους ρόλους, δίνοντας έμφαση
στην παρουσία του κόρακα πάνω στον όνο, στους τρόπους με τους οποίους
απεικονίζεται πάνω σε αυτόν, αποσκοπώντας να προσκομίσουμε τα απαραίτητα
εκείνα στοιχεία που θα καταστήσουν την παράσταση ευανάγνωστη.
Ο Γ.Π. Οικονόμου, στην Αρχαιολογική Εφημερίδα του 1924, είχε
υποστηρίξει, ότι ο κόρακας δεν ραμφίζει τη γένεση της ουράς του όνου μόνο για να
προσκομίσει την τροφή του324, αλλά ότι πίσω από αυτή την κίνηση ο κόρακας ήταν
υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το ζώο και συνεπώς με
αυτό τον τρόπο συνδέεται με το Διόνυσο325.
Στο σημείο αυτό πρέπει να παραθέσουμε την εξής παρατήρηση. Στα
πρώιμα τετράδραχμα της Μένδης, όπου παριστάνεται ο κόρακας να ραμφίζει τα
καπούλια του όνου, ο όνος απεικονίζεται ιθυφαλλικός, με το στόμα ανοιχτό, και με
το πρόσθιο πόδι του ελαφρώς σηκωμένο, έτσι ώστε να σχηματίζει αμβλεία γωνία,
ενώ τα αυτιά του είναι έντονα μαζεμένα προς τα πίσω. Απεικονίζεται δηλαδή ο όνος
τη στιγμή ακριβώς που ογκανίζει, όντας επηρεασμένος από τον ραμφισμό του
κόρακα. Σε ορισμένες άλλες κοπές, λίγο πιο σπάνιες, απεικονίζεται ο κόρακας να
ίσταται στα καπούλια του όνου, χωρίς να τον παρενοχλεί [Πιν. ii, 7]. Ο όνος στην
περίπτωση αυτή βρίσκεται σε μία κατάσταση σχετικής ηρεμίας, αν εξαιρέσει κανείς
το γεγονός ότι εξακολουθεί να απεικονίζεται ιθυφαλλικός, αλλά πλέον δεν έχει
ανοιχτό το στόμα του, το εμπρόσθιό του πόδι δεν είναι λυγισμένο, ενώ τα αυτιά του
απεικονίζονται κανονικά, χωρίς να κατευθύνονται προς τα πίσω. Στις παραστάσεις
αυτές απεικονίζεται πιθανότατα, ένα διαφορετικό στιγμιότυπο της ίδιας σκηνής. Ο
κόρακας έχει ήδη ραμφίσει τον όνο, ο οποίος πλέον δεν ογκανίζει, αλλά παραμένει
ιθυφαλλικός.

324
Οικονόµου 1924,30.
325
Οικονόµου 1924, 31.

134
Αυτές οι παραλλαγές της ίδιας παράστασης είναι αποδεικτικά του ότι ο
κόρακας είναι υπεύθυνος για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο όνος.
Συνεπώς είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι ο κόρακας μεταδίδει τη διονυσιακή μανία
στον όνο, μια εκτίμηση που χαίρει ιδιαίτερης προσοχής. Αν είναι έτσι τα πράγματα,
τότε ίσως πρέπει να επανεξετάσουμε την υπόθεση της Knoblauch, η οποία
πιθανολογούσε ότι πίσω από τον όνο θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε τον ίδιο τον
θεό Διόνυσο.
Ο Διόνυσος άλλωστε αρεσκόταν, σύμφωνα με το μύθο, να μεταδίδει στα
πλάσματα τη θεία μανία, ενώ ο ίδιος έπαιρνε στην ουσία ορισμένες αποστάσεις
από αυτή. Ο Διόνυσος παρότι μεταδίδει τη μανία, σπάνια απεικονίζεται να μετέχει
ενεργά σε αυτήν, κάτι που τεκμηριώνεται και από την αγγειογραφία. Συνεπώς η
εικόνα του διεγερμένου όνου, δεν ταιριάζει στο θεό. Εκτός αυτού, ο όνος δεν
αποτέλεσε ποτέ, σύμφωνα με το μύθο, ζώο στο οποίο μεταμορφώθηκε ο θεός, και
ως προς το εν λόγω ζήτημα σχετίζεται περισσότερο με τον ταύρο, το φίδι, το λέοντα
και την αίγα, παρά με τον όνο. Ο όνος ήταν ζώο το οποίο συνόδευε το θεό και το
θίασό του, στον οποίο και προσκολλήθηκε στη σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, λόγω
της λαγνείας που εμφανίζει από τη φύση του.
Επιπλέον ο όνος και ο Διόνυσος συνυπάρχουν στα νομίσματα της
δεύτερης περιόδου λειτουργίας του νομισματοκοπείου της Μένδης, όπου και
έχουμε τα περίφημα τετράδραχμα με το Διόνυσο ξαπλωμένο ανάσκελα πάνω στην
πλάτη ενός όνου [Πιν. iv, 30-39 ]. Ουσιαστικά δηλαδή, ο Διόνυσος αντικαθιστά τον
κόρακα στην πλάτη του όνου. Μήπως αυτό έχει να μας προσφέρει κάτι
περισσότερο;
Από την άλλη πλευρά, αν το καλοσκεφτούμε, ο κόρακας έχει τις ίδιες
πιθανότητες με τον όνο να αποτελεί ζωομορφική απεικόνιση του Διονύσου. Ο
κόρακας είναι αυτός που μεταδίδει τη μανία στον όνο, όπως ο Διόνυσος τη
μετέδιδε συχνά πυκνά στους ανθρώπους. Από την άλλη όπως είδαμε και
παραπάνω, στη Χαλκιδική δεν ήταν σπάνιο το θέαμα ενός κόρακα ο οποίος να
ραμφίζει τη γένεση της ουράς του όνου για να προσκομίσει την τροφή του. Όμως η
πράξη αυτή ερέθιζε τον όνο, ο οποίος με την σειρά του αντιδρούσε σαν να τον είχε
επηρεάσει η Διονυσιακή μανία. Δεν ήταν δύσκολο λοιπόν για τους Μενδαίους, και
γενικότερα για τους αρχαίους Έλληνες, οι μύθοι των οποίων είχαν τις ρίζες τους

135
στην ερμηνεία φυσικών φαινομένων, να θεωρήσουν αυτή τη σκηνή ως μία
«Επιφάνεια» του Διονύσου. Άλλωστε ο κόρακας μπορεί μεν να σχετιζόταν
περισσότερο με τον Απόλλωνα, αλλά λάτρευε τα σταφύλια και τα σύκα, προϊόντα
τα οποία είχαν σχετισθεί άμεσα με το Διόνυσο.
Αυτός θα μπορούσε, λοιπόν, να είναι ο χαμένος μύθος της Μένδης,
κρυμμένος πίσω από τις παραστάσεις στα πρώιμα νομίσματα της πόλης. Μία
επιφάνεια του προστάτη της θεού, Διονύσου, εγγυητή της ευημερίας της πόλης, ο
οποίος ερχόταν ξαφνικά και μετέδιδε από το πουθενά τη θεία του μανία.

136
5. Διόνυσος στη Χαλκιδική – Διόνυσος στη Μακεδονία.

Στο σημείο αυτό, θα ήταν γόνιμο να προχωρήσουμε σε ένα συνδυασμό


των στοιχείων που προκύπτουν από την παρουσία των διονυσιακών συμβόλων στα
νομίσματα της Χαλκιδικής, με την κατάσταση που επικρατεί στα νομισματοκοπεία
της υπόλοιπης Μακεδονίας. Στην αρχή, θα εξετάσουμε την παρουσία των
διονυσιακών στοιχείων στα νομίσματα του μακεδονικού βασιλείου καθώς και των
υπολοίπων αποικιών στην Πιερία-Ημαθία καθώς και στο Στρυμωνικό κόλπο. Στη
συνέχεια, ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις εκδόσεις των θρακομακεδονικών φύλων,
στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε το κατά πόσο και σε ποιο βαθμό υπήρξε
εισχώρηση της λατρείας του θρακικού Διονύσου στη Χαλκιδική.

α. Μακεδονικό βασίλειο
Η παρουσία του Διονυσιακού στοιχείου στα νομίσματα του μακεδονικού
βασιλείου πριν από το Φίλιππο Β’ είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η μόνη εμφάνιση που
μπόρεσα να εντοπίσω, είναι ένα σπάνιο αργυρό ημιωβολό του Περδίκκα Γ΄326, στον
εμπροσθότυπο του οποίου έχουμε παράσταση κισσοστεφανωμένης327 ανδρικής
κεφαλής προς τα αριστερά, πιθανότατα Διονύσου, ενώ στον οπισθότυπο έχουμε
προτομή ταύρου κατενώπιον. Η ομοιότητα του εμπροσθοτύπου με τους
εμπροσθότυπους των νομισμάτων της Μένδης του 1ου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα,
είναι χαρακτηριστική328. Το νόμισμα αυτό αποτελεί την μοναδική παρουσία
Διονυσιακών στοιχείων στα νομίσματα του βασιλείου της Μακεδονίας μέχρι το
Φίλιππο, σημειώνοντας παράλληλα, ότι σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση, ο
τύπος του τράγου που κοσμεί τα νομίσματα πολλών Μακεδόνων βασιλέων
αποτελεί περισσότερο λαλούν σύμβολο της πόλης που τα εξέδωσε, παρά μπορεί να
εξηγηθεί μέσω της Διονυσιακής λατρείας.

326
Hersh 1996, 11-12.
327
Hersh 1996, 11 υπ. 10.
328
Ψωµά 2002, 29.

137
Κατά τη βασιλεία του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου Γ΄ παρατηρούμε
μία δραματική αύξηση διονυσιακών συμβόλων στα νομίσματα του βασιλείου, αν
και αυτό δεν αντικατοπτρίζεται σε κύριους νομισματικούς τύπους, αλλά σε
παραπληρωματικά σύμβολα που τους συνόδευαν. Πιο συγκεκριμένα, σύμβολα
όπως ο βότρυς, το φύλλο κισσού και ο κάνθαρος, συμπληρώνουν τις κύριες
παραστάσεις τόσο των αργυρών όσο και των χρυσών νομισμάτων και των δύο
βασιλέων. Τα σύμβολα αυτά, αν και σχετίζονται περισσότερο με τους υπευθύνους
του εκάστοτε νομισματοκοπείου, μας παρέχουν εντούτοις χρήσιμα στοιχεία όσον
αφορά την διάδοση της λατρείας του μαινόμενου θεού στο βασίλειο των
Μακεδόνων329. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι εκτός από τον Ηρακλή ο βασιλικός
οίκος των Μακεδόνων καταγόταν και από το Διόνυσο330.

β. Αποικίες.
Από τις υπόλοιπες αποικίες στην παράλια ζώνη της Μακεδονίας, πρέπει
να ξεχωρίσουμε αυτές που βρίσκονται στη βόρεια πλευρά του Στρυμωνικού
κόλπου, λόγω της σχετικής γειτνίασής τους με τα θρακομακεδονικά φύλα της
ευρύτερης περιοχής του Παγγαίου. Η παρουσία διονυσιακών συμβόλων στα
νομίσματα των πόλεων της περιοχής εντοπίζεται στα νομίσματα της Τραγίλου και
της Ηιώνας, ενώ λίγα δείγματα έχουμε και από το προφιλιππικό νομισματοκοπείο
της Αμφίπολης. Στην Τράγιλο, συναντάμε βότρυες και φύλλα κισσού, στους
αργυρούς ημιωβολούς του 5ου π.Χ. αιώνα331, καθώς και στα χάλκινα νομίσματα που
έκοψε η πόλη στο πρώτο μισό του 4ου π.Χ. αιώνα332. Η Ηιώνα, χρησιμοποίησε το
φύλλο κισσού για να συμπληρώσει τη διακόσμηση στον εμπροσθότυπο των
αργυρών οβολών333. Τέλος, η Αμφίπολη, χρησιμοποίησε σε σπάνιες περιπτώσεις,
βότρυ ή φύλλο κισσού, στην αργυρή της νομισματοκοπία.
Οι παραπάνω πόλεις βρίσκονταν σε μία περιοχή με ιδιαίτερη
αμπελοοινική παράδοση, ενώ φαίνεται ότι όσον αφορά την νομισματική τους

329
Για τον ρόλο άλλωστε του ∆ιονύσου στις διαβατήριες τελετές των µακεδόνων µας πληροφορεί ο
Hatzopoulos 1994.
330
Hammond 1995, 26.
331
Μακεδονίας Νόµισµα, 107, νο.108.
332
Γενικά για την νοµισµατοκοπεία της Τραγίλου βλ. Παπαευαγγέλου 1995, 49 κε .
333
Μακεδονίας Νόµισµα, 114.

138
δραστηριότητα, δεν επηρεάστηκαν από τη γειτνίασή τους με την περιοχή του
Παγγαίου, η οποία και θεωρείται κοιτίδα του Θρακικού Διονύσου.

γ. Θρακομακεδονικά έθνη, Θάσος.


Πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία για τη φύση του θρακικού Διονύσου
προκύπτουν από τις διονυσιακές σκηνές στην αργυρή νομισματοκοπία των
θρακομακεδονικών φύλων, καθώς και της Θάσου. Το σύμπλεγμα της αρπαγής
μαινάδας από σάτυρο, όπως αυτό απεικονίζεται στους αργυρούς στατήρες της
Βέργης334 και της Θάσου335, οι παρόμοιες απεικονίσεις με την αρπαγή μαινάδας
από κένταυρο στα νομίσματα των Ορρεσκίων είναι στοιχεία που παραπέμπουν στην
ιδιαίτερη – οργιαστική λατρεία του θρακικού Διονύσου. Όλα τα θρακομακεδονικά
νομισματοκοπεία παύουν μετά το 480 π.Χ.
Στη Θάσο, όπου και γνωρίζουμε την ύπαρξη σημαντικότατης παραγωγής
οίνου, το σύμπλεγμα του σατύρου με τη μαινάδα, συνεχίζει ως τα μέσα περίπου
του 5ου π.Χ αιώνα336. Στον 4ο αιώνα, το σύμπλεγμα εγκαταλείπεται από τα αργυρά
τετράδραχμα, και στη θέση του συναντάμε την κεφαλή του κισσοστεφούς
Διονύσου337, ο οποίος σε αντίθεση με όσα συναντήσαμε στη Χαλκιδική, ιδιαίτερα
στις αργυρές και χάλκινες εκδόσεις της Μένδης του πρώτου μισού του 4ου αιώνα
π.Χ, απεικονίζεται πωγωνοφόρος. Σε ελάσσονες υποδιαιρέσεις καθώς και σε
χρυσούς στατήρες απεικονίζεται ορισμένες φορές και αγένειος338.

δ. Συμπεράσματα.
Το γεγονός ότι για αρκετές πόλεις της Χαλκιδικής έχουμε μαρτυρίες για
προϋπάρχουσα παρουσία, θρακικών-αυτοχθόνων φύλων, τα οποία ήρθαν σε μείξη
με διάφορους τρόπους με τους αποίκους της νότιας Ελλάδας, μας αναγκάζει να
αναζητήσουμε τυχόν κατάλοιπα λατρείας του ιδιαίτερου, θρακικού Διονύσου, όπως
αυτή απεικονίζεται σε νομίσματα θρακομακεδονικών φύλων, όπως οι Λαιαίοι, οι

334
Πρόκειται στην ουσία για τις εκδόσεις που µέχρι πρόσφατα αποδίδονταν στην Λητή, βλ.
Μακεδονίας Νόµισµα, 77.
335
Picard 1990, 15-17.
336
Picard 1990, 16-17.
337
Picard 1990, 17.
338
Picard 1990 17.

139
Ορρέσκιοι, στις εκδόσεις της Βέργης, τα νομίσματα της οποίας είχαν μέχρι πρότινος
ταυτιστεί με τη Λητή339 και τέλος στα πρώιμα νομίσματα της Θάσου. Από την
παραπάνω έρευνα προκύπτει ότι, ενώ έχουμε αρκετές απεικονίσεις διονυσιακής
θεματολογίας στα νομίσματα της Χαλκιδικής, εντούτοις, στις περισσότερες
περιπτώσεις σχετίζονται περισσότερο με τη συντελούμενη στη νότια Ελλάδα
λατρεία του θεού του οίνου, παρά με το θρακικό Διόνυσο. Η μόνη περίπτωση
νομισματοκοπείου στο οποίο ανιχνεύονται κατάλοιπα μίας τέτοιας λατρείας, είναι
αυτή της Τορώνης. Το σύμπλεγμα του γονατιστού σατύρου που προσπαθεί να πιεί
οίνο από μία οινοχόη, το οποίο και κοσμεί τον εμπροσθότυπο των αργυρών
τετρωβόλων που κόπηκαν στα τέλη του 5ου και κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού
του 4ου π.Χ. αιώνα, αποτελεί το μόνο εικονογραφικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε
να μας παραπέμψει ως ένα βαθμό στα συμπλέγματα που απεικονίζονται στα
νομισματοκοπεία των «θρακομακεδονικών» φύλων. Η Τορώνη, άλλωστε, είχε μία
πρώιμη φάση κοπής νομισμάτων, στην οποία υιοθετήθηκε ο θρακομακεδονικός
σταθμητικός πόδας, που είναι συνηθέστερος στα νομίσματα των
θρακομακεδονικών φύλων. Από την άλλη, όμως, υπάρχει σημαντικό χρονολογικό
χάσμα, ανάμεσα στις απεικονίσεις των εμπροσθοτύπων στα θρακομακεδονικά
νομίσματα, των οποίων η έκδοση ανακόπτεται με τη λήξη των περσικών και στα
υπό εξέταση νομίσματα της Τορώνης που δεν μπορούν να χρονολογηθούν πριν τα
τέλη του 5ου π.Χ αιώνα.
Στη περίπτωση λοιπόν της Χαλκιδικής, όπου ο αποικισμός συνετέλεσε
στη μείξη φυλετικών – πολιτισμικών στοιχείων, τα κατάλοιπα του θρακικού
Διονύσου δεν απουσιάζουν, όπως είδαμε, εντελώς, αν και σε καμία περίπτωση δεν
μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι κυριαρχούν. Είναι αρκετά πιθανόν λοιπόν, καθώς
το σύνολο των πόλεων της Χαλκιδικής αποτελούσαν αποικίες πόλεων της νότιας
Ελλάδας, να επικράτησαν τα νεοφερμένα από τους αποίκους διονυσιακά στοιχεία
έναντι της λατρείας του οργιαστικού θρακικού Διονύσου. Κάτι τέτοιο είναι αρκετά
πιθανό, ενώ μία απλή σύγκριση ανάμεσα στα θρακομακεδονικά νομισματοκοπεία
που έφεραν διονυσιακές παραστάσεις και σε διονυσιακές παραστάσεις στα
νομίσματα της Χαλκιδικής μπορεί να επιβεβαιώσει τη διαφορά στη φιλοσοφία της

339
Μακεδονίας Νόµισµα, 77 & Psoma 2006, 61 κε.

140
απεικόνισης, η οποία και οφειλόταν από κοινού σε θρησκειολογικά, αλλά και σε
φυλετικά αίτια.
Κάτι τέτοιο ενισχύεται και από το γεγονός ότι τόσο οι υπόλοιπες αποικίες
των νότιων ελλήνων στην παράλια ζώνη της Μακεδονίας, εκτός βέβαια από τη
Θάσο, όσο και το μακεδονικό βασίλειο, δεν υιοθέτησαν στα νομίσματά τους
στοιχεία του θρακικού Διονύσου, αλλά αρκέστηκαν στη χρησιμοποίηση σε
περιορισμένο βαθμό διονυσιακών συμβόλων, ανάλογων με αυτά που συναντήσαμε
στη Χαλκιδική.

141
6. Γενικά συμπεράσματα.
Έχοντας εξετάσει τα νομισματοκοπεία της Χαλκιδικής που φέρουν
διονυσιακές παραστάσεις και διευκρινίσει ως ένα βαθμό τουλάχιστον τη σχέση τους
με την υπόλοιπη Μακεδονία, θα ήταν γόνιμο να συνδυάσουμε τα αποτελέσματα
αυτής της εργασίας, έτσι ώστε να εξαχθούν τυχόν χρήσιμα συμπεράσματα. Από τη
μελέτη των νομισματοκοπείων της υπό εξέταση περιοχής, παρατηρούμε ότι κατά
την αρχαϊκή και κλασική εποχή μεγάλο μέρος των αποικιών, στην παράλια αυτή
ζώνη της Μακεδονίας, διακόσμησε τα νομίσματά του, έστω και για μικρή περίοδο,
με διονυσιακή θεματολογία. Βλέπουμε δηλαδή, ότι στη Χαλκιδική η παρουσία του
διονυσιακού στοιχείου αποτελεί μάλλον κανόνα, παρά μεμονωμένο γεγονός.

Άκανθος Άφυτος Μένδη Σκάψα Σκιώνη Τορώνη


Διόνυσος _ _ + _ _ _
Όνος _ _ + + _ _
Τράγος _ _ _ _ _ +
Σάτυρος _ _ + _ _ +
Μαινάδα _ _ _ _ _ _
Κόρακας _ _ + _ _ _
Φύλλο _ + + _ _ _
κισσού
Φύλλο + + + _ + +
αμπέλου
Βότρυς + + + _ + +
Αμφορέας _ _ + _ _ +
Οινοχόη _ _ _ _ _ +
Κάνθαρος _ + + _ _ _
Κρατήρας _ _ + _ _ _
Κύλικα _ _ _ + _ _
Θύρσος _ _ + _ _ _

Πιν. 1: Παρουσία διονυσιακών στοιχείων στα νομίσματα της Χαλκιδικής

142
Η παρουσία, ή αντιθέτως η απουσία διονυσιακών στοιχείων στα
νομίσματα των αποικιών της Χαλκιδικής, μας αναγκάζει να χωρίσουμε την υπό
εξέταση περιοχή σε τρεις ζώνες: στη δυτική ακτή της Χαλκιδικής, απέναντι από την
Πιερία, περιοχή που περιλαμβάνει την Κρουσίδα και τη Βοττική, όπου η παρουσία
του Διονυσιακού στοιχείου στα νομίσματα των αποικιών περιορίζεται σε μία μόνο
αμφισβητήσιμη κοπή της Σκάψας. Στην παράλια αυτή ζώνη η άμπελος καλλιεργείται
συστηματικά ακόμη και σήμερα, ενώ μεγάλες βιομηχανίες παρασκευής οίνου και
οινοπνευματωδών εδράζονται στην ευρύτερη περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, η
αμπελοκαλλιέργεια της περιοχής δεν αντικατοπτρίζεται συχνά στη νομισματοκοπία
των πόλεων. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι πόλεις της περιοχής, με εξαίρεση
ίσως την Δικαία και την Αινεία, δεν είχαν μεγάλα οικονομικά μεγέθη που να τους
επέτρεπαν την κοπή, σε μεγάλες ποσότητες, δικού τους νομίσματος.
Ως δεύτερη ζώνη, ορίζουμε την Παλλήνη και τη Σιθωνία. Στις περιοχές
αυτές, η παρουσία του Διονυσιακού στοιχείου στη νομισματοκοπία των πόλεων
είναι συχνότατη. Στην Παλλήνη, η Μένδη, η Σκιώνη, καθώς και η Άφυτος, έκοψαν,
για μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα, νομίσματα με διονυσιακές παραστάσεις. Η
Ποτίδαια, η μοναδική αποικία των Κορινθίων στη βόρεια Ελλάδα, αποτελεί τη μόνη
εξαίρεση στην περιοχή, καθώς στα νομίσματά της δεν έχουμε το παραμικρό
στοιχείο που θα μας οδηγούσε στη διαπίστωση ύπαρξης διονυσιακής λατρείας. Το
γεγονός αυτό ίσως να μην είναι άσχετο της ιδιαιτερότητας που προσέδιδε στην
πόλη το γεγονός ότι υπήρξε η μοναδική αποικία της Κορίνθου στο βόρειο -
ελλαδικό χώρο. Στη Σιθωνία, η νομισματική δραστηριότητα αντιπροσωπεύεται από
τη νομισματική παραγωγή της Τορώνης, η οποία υιοθέτησε σχεδόν αποκλειστικά
διονυσιακή εικονογραφία στα νομίσματά της. Η συχνή ύπαρξη Διονυσιακών
στοιχείων στη ζώνη αυτή, θα πρέπει να συσχετισθεί με την αυξημένη παραγωγή
οίνου των προαναφερόμενων πόλεων.
Η τρίτη ζώνη περιλαμβάνει την ανατολική ακτή της Χαλκιδικής καθώς και
την «Ακτή», τη χερσόνησο του Αγίου όρους. Στην περιοχή αυτή δεσπόζει το
νομισματοκοπείο της Ακάνθου, το οποίο όμως, όπως είδαμε, χρησιμοποίησε
ελάχιστα διονυσιακά στοιχεία στα νομίσματά του. Τα υπόλοιπα, ελάσσονα στο

143
σύνολό τους νομισματοκοπεία της περιοχής, δεν υιοθέτησαν στα νομίσματά τους
στοιχεία που να παραπέμπουν στο μαινόμενο θεό.
Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί η πλήρης απουσία διονυσιακών
στοιχείων από τα νομίσματα του Κοινού των Χαλκιδέων. Κατά τη διάρκεια των
εβδομήντα και πλέον ετών λειτουργίας του νομισματοκοπείου της Ολύνθου, δεν
υπάρχει η παραμικρή νύξη στο Διόνυσο. Σίγουρα, ο Διόνυσος, λόγω της
διφορούμενης φύσης του, δεν αποτελούσε θεότητα στην οποία θα μπορούσε να
εναποτεθεί η σταθερότητα μίας πόλης-κράτους, πόσο μάλλον μίας
συνομοσπονδίας. Στην περίπτωση αυτή, ο Απόλλωνας ταιριάζει πολύ περισσότερο.
Από την άλλη, ο Διόνυσος και ο Απόλλωνας αποτελούν θεότητες με πολλά κοινά
στοιχεία, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις, με σημαντικότερο παράδειγμα αυτό των
Δελφών, υπήρξε συλλατρεία των δύο θεοτήτων. Κάτι τέτοιο πάντως δεν
διαφαίνεται από τη νομισματική παραγωγή του Κοινού. Παρόλα αυτά η
θρησκειολογική και μόνο ερμηνεία, πάνω σε έναν τέτοιο φορέα πολιτικής
προπαγάνδας όπως το νόμισμα, δεν είναι από μόνη της επαρκής. Είναι πολύ
πιθανό, η απουσία Διονυσιακών στοιχείων και παραστάσεων, να υπήρξε πολιτικά
σκόπιμη. Τα διονυσιακά στοιχεία κοσμούσαν νομίσματα πόλεων, με κυριότερα
παραδείγματα αυτά της Μένδης και της Τορώνης, που ανήκαν στην Αθηναϊκή
συμμαχία, η οποία ήταν πολέμιος του Κοινού. Από την άλλη από τους όρους
συμμαχίας του Αμύντα με το Κοινό, καθώς και από τη λίστα των θεαροδόκων,
γνωρίζουμε για τη σθεναρή αντίσταση της Μένδης στις προσπάθειες ενσωμάτωσής
της στο Κοινό, ενώ παράλληλα μετά την ένταξη της Τορώνης στους Χαλκιδείς,
εμφανίζονται για πρώτη φορά, μη διονυσιακά στοιχεία στα νομίσματα της πόλης.
Μήπως λοιπόν η αποσιώπηση των διονυσιακών στοιχείων από το Κοινό των
Χαλκιδέων δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά προϊόν πολιτικής επιλογής;

Τέλος, η ενασχόληση με τις διονυσιακές παραστάσεις στα νομίσματα της


Χαλκιδικής, ήρθε για να επιβεβαιώσει τη γνωστή και από τις πηγές, εκτεταμένη
καλλιέργεια της αμπέλου στη περιοχή. Η συντελούμενη διονυσιακή λατρεία
φαίνεται ότι διαφοροποιείται αισθητά από τη λατρεία του θρακικού Διονύσου,
χωρίς να απουσιάζουν τελείως ορισμένα στοιχεία που παραπέμπουν στο
συγκεκριμένο τρόπο λατρείας του θεού. Αντ’ αυτού, περισσότερες σχέσεις μπορούν

144
να αναγνωρισθούν με τη νότια Ελλάδα, από όπου και ήταν η καταγωγή των
αποίκων της Χαλκιδικής. Παρόλα αυτά, στα πλαίσια των πόλεων – κρατών έχουμε
μία ιδιαίτερη εξέλιξη της λατρείας του θεού του οίνου, όπως είδαμε άλλωστε και
στη Μένδη, προϊόν πιθανότατα της συνάντησης των αυτοχθόνων θρακο-
μακεδονικών φύλων με τους αποίκους της νότιας Ελλάδας, γεγονός που προσδίδει
μία ιδιαιτερότητα στη μελέτη της λατρείας του μαινόμενου θεού στην περιοχή.
Συνοψίζοντας, η Χαλκιδική, μία ιδιαίτερη περιοχή του βορειοελλαδικού
χώρου, τόσο γεωγραφικά όσο και κλιματολογικά, διατηρούσε μία ιδιαίτερη σχέση
με τον θεό του οίνου. Η σχέση αυτή όπως απεικονίζεται στα νομίσματα των πόλεων
της χερσονήσου που αναλύσαμε, βασίζεται στην καλλιέργεια της αμπέλου, η οποία
μαρτυρείται σε όλη την επικράτεια της παραλιακής Χαλκιδικής. Για την
οινοπαραγωγική Χαλκιδική, ο Διόνυσος αποτελούσε στην ουσία εγγυητή της
ευημερίας της, και συνεπώς ως τέτοιος επιλέχθηκε, είτε ο ίδιος είτε μέσω των
πολυάριθμων συμβόλων του για να κοσμεί τα νομίσματα πόλεων της.

145
ΠΙΝ. I

ΑΚΑΝΘΟΣ

A. 460-430 π.Χ.

1AR Λεπτοµέρεια

2AR Λεπτοµέρεια

B. 380-350 π.Χ.

3AR Λεπτοµέρεια

ΑΦΥΤΟΣ
Α. 5ος αιώνας π.Χ.

1AR 2AR 3AR

Β. 1ο µισό 4ου π.Χ αιώνα.

4AE 5AE

6AE
ΠΙΝ. II

ΜΕΝ∆Η.

Α. 520-480 π.Χ.

1AR 2AR

3AR 4AR

5AR 6AR

7AR 8AR

9AR 10AR
ΠΙΝ. III

11AR 12AR 13AR


AR

14AR 15AR 16AR 17AR


AR

18AR 19AR 20AR

Β. 480-460 π.Χ.

21AR 22AR 23AR

24AR 25AR 26AR 27AR

28AR 29AR
ΠΙΝ. IV

Γ. 460-423 π.Χ.

30AR 31AR

32AR 33AR

34AR 35AR

36AR 37AR

38AR 39AR
ΠΙΝ. V

40AR 41AR 42AR


AR

43AR 44AR 45AR 46AR


AR

47AR 48AR 49AR 50AR


AR

∆. 423-404 π.Χ.

51AR 52AR 53AR

54AR

Ε. 404-349/8 π.Χ.

55AR
AR 56AR

57AR 58AR
ΠΙΝ. VI

59 AR 60AE 61AE
AE

62AE 63AE 64AE


AE

65
65AE 66AE

ΣΚΑΨΑ

AR
1AR 2AR

ΣΚΙΩΝΗ

1AR
AR 2AR
ΠΙΝ. VII

ΤΟΡΩΝΗ

Α. 500-490 π.Χ.

AR
1AR 2AR

3AR 4AR

Β. 490-480 π.Χ.

5AR
AR 6AR

7AR

Γ. 490-460 π.Χ.

AR
8AR 9AR
ΠΙΝ. VIII

10AR 11AR 12AR

13AR 14AR 15AR

16AR 17AR

∆. 424-422 π.Χ.

18AR 19AR 20AR

21AR

Ε. Ύστερος 5ος π.Χ. αιώνας.

22AR 23AR 24AR

Στ. 1ο µισό 4ου π.Χ. αιώνα.

AR
25AR 26AR 27AR
ΠΙΝ. IX

AR28 AR29 AR30

AE31 AE32

You might also like