Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 23

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ


ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΥΙΟΥ
ΣΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ
ΤΟΥ Γ. Μ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ

ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ
ΜΑΪΟΣ 2007
1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγή ………………………………………………………....................………... 2

2. Η μητέρα – Δέσποινα και ο γιος -Γ. Βιζυηνος.......................………....................……. 4

3. Οι σχέσεις μητέρας – Γεωργή, το αίνιγμα.....................................................................… 6

4. Το αμάρτημα της μητρός ................................................................................................... 10

5. Το αμάρτημα του υιού....................................................................................................... 13

6. Η επιβεβαίωση ή άλλως, Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου...................................... 15

7. Συμπέρασμα...................................................................................................................... 20

8. Βιβλιογραφία ……………………………………………………………........................ 22
2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 Το Αμάρτημα της μητρός μου του Γ. Μ. Βιζυηνού είναι το κορυφαίο διήγημα του Βιζυηνού κι
ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής πεζογραφίας. Το κεντρικό πρόσωπο του διηγήματος είναι η
μητέρα του αφηγητή, την οποία βαραίνει το αμάρτημα της ακούσιας θανάτωσης του ίδιου της του παιδιού,
ενός κοριτσιού. Αυτός ο ακούσιος φόνος θα στοιχειώσει την ζωή την δική της αλλά και των υπολοίπων
παιδιών της, μεταξύ των οποίων είναι και ο αφηγητής. Το αμάρτημα της μητρός το αγνοούσε ο αφηγητής
όσο ήταν παιδί, μέχρι την στιγμή που του το εξομολογήθηκε η ίδια, όταν ήταν πια ενήλικος. Και αυτή η
εξομολόγηση έλυσε το μυστήριο της τόσο περίεργης συμπεριφοράς της μάνας, που έκανε τα πιο παράλογα
πράγματα προκειμένου να αποφύγει το μοιραίο για το δεύτερο, μετά το φονευθέν, κορίτσι της, που
αδιαφορούσε για τα αγόρια της και που υιοθέτησε δύο κορίτσια μετά τον θάνατο και του δεύτερου
κοριτσιού της.
1.2 Θέμα της παρούσης εργασίας είναι η ανάλυση της σχέσης της μητέρας με τον γιο-αφηγητή,
στο μυθιστορηματικό επίπεδο, καθώς και οι προεκτάσεις του μύθου στα υπαρκτά πρόσωπα της Δέσποινας
και του Γεωργίου Βιζυηνού, με έμφαση, βέβαια, στον δεύτερο.
Η πρώτη, βέβαια, ένσταση που μπορεί να διατυπωθεί είναι κατά πόσον δικαιούμαστε να
κινούμαστε ελεύθερα μεταξύ μυθιστορηματικών προσώπων και πραγματικών, μεταξύ αφηγητή και
συγγραφέα, αντλώντας στοιχεία από τους μεν για τους δε και τανάπαλιν. Παρόλο που η σύγχρονη θεωρία
της λογοτεχνίας διακρίνει απολύτως την πραγματικότητα του μυθιστορήματος από την πραγματικότητα του
συγγραφέα, νομίζω ότι ειδικά για τον Βιζυηνό νομιμοποιούμαστε να κινηθούμε μεταξύ αυτών των δύο
πραγματικοτήτων. Άλλωστε, "αφηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο, γύρω στα 1880, σημαίνει: μιλώ για
πραγματικά γεγονότα πού τα είδα με τα μάτια μου ή πού τα άκουσα με τα αφτιά μου, ...εμπιστεύομαι μόνο
στα βιώματα μου και στα βιώματα των συγχρόνων μου κλπ. 'Έτσι εκφράζεται ο κυρίαρχος λόγος γύρω στα
1880. έτσι εκφράζεται, φυσικά, και ό αφηγηματικός λόγος του Βιζυηνού" 1. Επιπλέον, για τον Βιζυηνό
"αυτή η αλληλοστοίχηση ζωής και έργου υφίσταται σε τέτοιο βαθμό ώστε ...το πεζογραφικό του έργο του
εμφανίζεται να έχει μια πολύ μικρή αξίωση στο φανταστικό και να δίνει την εντύπωση μιας έμμεσης –αλλά
και με όχι σαφώς προσδιορισμένους σκοπούς και όρια- δοκιμής για αυτοβιογράφηση"2.
1.3 Ο Βιζυηνός αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερα ικανός στο να ψυχολογεί τους χαρακτήρες των έργων
του –χαρακτήρες της πραγματικής του ζωής-, όπως συμφωνούν όλοι οι μελετητές του έργου του 3.
"Διεισδύοντας στα έγκατα της ψυχής των ηρώων του...ξεδιπλώνει ανεπιτήδευτα με λεπτή ευαισθησία κάθε

1
Μουλλάς: (1980), σ. Ϟγ΄.
2
Αθανασόπουλος: (1992), σ. 15. Επίσης, πρβλ. Παναγιωτόπουλος: (1954), σσ. 7-8.
3
Βλ. ενδεικτικώς, Τσούρας: (1996), σ. 1423 και ιδιαίτερα, Κρανιδιώτης: (1992).
3

πτυχή του εσωτερικού τους κόσμου, εμφανιζόμενος μέσα από την παρουσίαση των μορφών του σαν ένας
με ιδιαίτερη διαίσθηση προικισμένος ψυχογράφος και ψυχογνώστης"4.
Παρόλη όμως την ικανότητα του Βιζυηνού, την αφορμή για την ανάλυση της σχέσης της μητέρας
του Αμαρτήματος με τον γιο της Γεωργή θα μας την δώσουν οι ρωγμές που θα εντοπίσουμε στην
ψυχολογική σκιαγράφηση του προσώπου της μητέρας. Ο συγγραφέας, παρ' όλη την εμπειρία του,
παρουσιάζει έναν δυσερμήνευτο ψυχισμό βάσει των μυθιστορηματικών ή ακόμα και των πραγματολογικών
στοιχείων, τόσο σε ψυχολογικό επίπεδο όσο και σε κοινωνιολογικό. Σε ορισμένα σημεία είναι πολύ
δύσκολο να ανιχνεύσουμε έναν πειστικό συνηθισμένο άνθρωπο πίσω από την μητέρα του Γεωργή. Αυτό
σημαίνει είτε ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη μοναδική περίπτωση είτε ότι στο πρόσωπο της μάνας
προβάλλεται και ο γιος με τους πολλαπλούς ρόλους του, γιος-αφηγητής-συγγραφέας. Οι ρήξεις και οι
ασυνέχειες στην φιλοτέχνηση του ψυχικού πορτραίτου της μητέρας, τελικά, θα αποκαλύψουν τον Βιζυηνό.
Τα αδιέξοδα της μητέρας είναι οι πληγές του γιου της.
1.4 Στα κεφάλαια που θα ακολουθήσουν θα δούμε κατ' αρχάς την πραγματική μάνα του Βιζυηνού
και την σχέση της με τον γιο της. Έπειτα, θα αναλύσουμε την αφήγηση της ιστορίας από τον Γεωργή, σε
σχέση με τον ίδιο και τη μητέρα του, μέχρι το κομβικό σημείο της πλοκής, το αμάρτημα της μητρός.
Εντέλει θα ανακαλύψουμε ότι η ατελής κάθαρση της μάνας, που φανερώνει φαινομενικά μια αντίφαση,
αίφνης, βρίσκει την εξήγησή της στην μετατόπιση της εστίασης από το μητρικό στο υιικό αμάρτημα. Την
επιβεβαίωση δε της υποθέσεως αυτής θα την αναζητήσουμε μέσω της μελέτης ενός άλλου σημαντικότατου
αυτοβιογραφικού διηγήματος του Βιζυηνού, του Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου.

4
Σιδερά-Λύτρα: (1998), σ. 193.
4

2. Η μητέρα – Δέσποινα και ο γιος -Γ. Βιζυηνος

2.1 Για την μητέρα του Βιζυηνού, την Δέσποινα, μοναδικής αξίας πηγή είναι οι μαρτυρίες που
κατέγραψε και διέσωσε ο Μαρίνος Ξηρέας 5. Σύμφωνα, λοιπόν με την έρευνα του Ξηρέα, η μητέρα του
Βιζυηνού, που γεννήθηκε περί τα 1827 στον Άγιο Στέφανο, έμεινε ορφανή σε αρκετά μικρή ηλικία. Ο
Παππουγιωργάκης και η Χατζαποστόλω, δεν ήταν οι πραγματικοί γονείς της αλλά αυτοί που την
υιοθέτησαν και την έφεραν στη Βίζα.
Όταν η Δέσποινα έγινε δεκαοκτώ ετών, ο Παππουγιωργάκης την πάντρεψε με τον Μιχαήλο, τον
πατέρα του Γ. Βιζυηνού. Η Δέσποινα έζησε με τον άντρα της περίπου δέκα χρόνια και είχαν πέντε παιδιά,
Ο Χριστάκης σκοτώθηκε μεγάλος, η Άννα μωρό, όταν την “πλάκωσε” η μάνα της, ο Γ, Βιζυηνός, η Αννιώ,
που πέθανε κι αυτή μικρή, και ο Μιχαήλος που ήταν στην κοιλιά της Δέσποινας, όταν πέθανε ο πατέρας του
και πήρε έπειτα το όνομα του.
2.2 Από την ζωή της Δέσποινας και του Βιζυηνού αξίζει να ξεχωρίσουμε κάποια διαφωτιστικά
της σχέσης τους στοιχεία και περιστατικά. Όταν, το 1872, γύρισε ο Γ. Βιζυηνός από την Κύπρο στην Πόλη,
τους ειδοποίησε στο χωριό και πήγαν ο Μιχαήλος με τη μητέρα του στη Σηλυβρία, και εκεί τον
συνάντησαν, αλλά δεν τον γνώρισαν αμέσως, καθώς ήταν ρασοφορεμένος. Όταν αργότερα ο Γ. Βιζυηνός
γύριζε τα καλοκαίρια από την Αθήνα στην Πόλη, έπαιρνε εκεί και τη μητέρα του και τα δύο αδέλφια του,
τον Χριστάκη και τον Μιχαήλο. Τότε είναι που κανόνισε και την συνάντηση της μητέρας του με τον
Πατριάρχη.
Το 1885, στην Αθήνα διώχνουν τον Γ. Βιζυηνό από το γυμνάσιο στο οποίο δίδασκε, επειδή ήταν
με το κόμμα του Τρικούπη και τον στέλνουν, αργότερα, στη Σύρο. Η Δέσποινα έμεινε στην Αθήνα ένα
χρόνο και γύρισε έπειτα στη Βίζα μαζί με τον Γ. Βιζυηνό. Ήταν μεγάλη της επιθυμία να γυρίσει στο χωριό,
γιατί, αφενός, δεν της άρεσε διόλου η Αθήνα και, αφετέρου, γιατί έπληττε. Κατά την Δέσποινα, ο γιος της
ήταν πάντα αμίλητος και έγραφε συνεχώς. Θα προτιμούσε, όπως έλεγε, να τον είχε κάνει έναν αγελαδάρη
για να έρχεται στο σπίτι και να της μιλά. Ανησυχούσε ακόμη για τα σχέδια που έκανε ο γιος της για το
μεταλλείο στη Θράκη 6. Δυσπιστούσε για την αίσια κατάληξη αυτού του θέματος και αγωνιούσε για την
τύχη του γιου της.
2.3 Η μητέρα του Γ. Βιζυηνού έζησε ως το 1907, δεκαπέντε χρόνια ύστερα από το θάνατο του
Μιχαήλου και έντεκα από το θάνατο του Γ. Βιζυηνού, έχοντας χάσει όλα της τα παιδιά. Από τα πολλά
δάκρυα έχασε το φως της σταδιακά αλλά διατήρησε τα λογικά της ως το τέλος. Επειδή πέρασε περίπου

5
Τα ακολουθούντα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν εξ ολοκλήρου από το Ξηρέας: (1949).
6
Μία από τις εμμονές του Βιζυηνού ήταν να λειτουργήσει κάτι παλιά μεταλλεία που είχε κληρονομήσει,
χωρίς ποτέ να τα καταφέρει.
5

πενήντα χρόνια ντυμένη στα μαύρα, ζήτησε από τη νύφη της, όταν πεθάνει, να τη θάψουν με ανοιχτόχρωμα
ρούχα και άσπρο φακιόλι. Ο θάνατός της ήταν ήρεμος.
Ήταν πολύ άτυχη στη ζωή της η Δέσποινα και το ένοιωθε αυτό ο γιος της. Ο ίδιος στο ποίημα του
Η Μητέρα των Επτά, προφητικά, εξαγγέλλει την τραγική μοίρα της μητέρας του: “Ποιος ξέρει τι σκυλιά της
γης θα ’ρχόνταν εκεί πέρα να φάνε το θαλασσινό, να φάνε τη μητέρα, που πέθαν' απ' την πίκρα της ως τ'
άλλο το πουρνό” 7.
2.4 Πάντως, είναι βέβαιο ότι ο Γ. Βιζυηνός υπεραγαπούσε τη μητέρα του, ενώ της έμοιαζε σε
όλα, κυρίως δε στις χάρες της. Θυμούνται τον Γ. Βιζυηνό μεγάλο με άσπρο πρόσωπο, μαύρα μάτια και
γένια. Όποτε γύριζε στο σπίτι από την Πόλη, φορούσε φέσι κι η μητέρα του, του έλεγε: “Έτσι πρέπεις πιο
καλά”. Από την άλλη, όταν έμαθε από τον γιο της, Μιχαήλο, την είδηση για την τρέλα του Γ. Βιζυηνού του
είπε: “Δε σε το 'λεγα πως θα τρελαθεί μια μέρα από τα πολλά γράμματα!”
Σε ένα γράμμα προς τον Αρχιμανδρίτη Ιωαννίκιο, το οποίο παραθέτει ο Γ. Βαλέτας, ο Γ. Βιζυηνός
αναφέρεται στη μητέρα του: “Προ της ενάρξεως των μαθημάτων μετέβην και προς συνάντησιν της μητρός
μου. Σας αφήνω να φαντασθήτε την χαράν, ην ησθάνθη όταν με είδεν...” (αναφέρεται στην περίοδο που
βρισκόταν στην Πόλη, το 1872). Σε ένα άλλο γράμμα του γραμμένο στις 20-24 Σεπτεμβρίου 1890 στο
Gastein και σταλμένο στον αδελφό του Μιχαήλο, στη Βίζα, ο Γ, Βιζυηνός καταλήγει ως εξής: “Μετά δέκα
ή δώδεκα ημέρας από σήμερον θα είμαι εις Αθήνας, όπου περιμένω να με γράψης τα καθέκαστα του τόπου,
επειδή την άνοιξη πολύ πιθανόν να υπάγω εις το Σαμακόβι. Σας ασπάζομαι όλους και φιλώ το χέρι της
μητέρας”. Μαρτυρείται, μάλιστα, ότι ο Γ. Βιζυηνός έκλαιγε σαν μικρό παιδί κάθε φορά που έφευγε από το
χωριό του. Την τελευταία φορά, το 1889, έκλαιγε περισσότερο, σαν να ήξερε ότι δε θα τους έβλεπε ξανά.
2.5 Από αυτά τα σύντομα βιογραφικά στοιχεία μπορούμε να βγάλουμε δύο πολύ βασικά
συμπεράσματα για την σχέση του Βιζυηνού με την μητέρα του. Το πρώτο είναι ο ιδιαίτερος δεσμός τους, η
σχέση αγάπης, κυρίως του γιου προς τη μητέρα, σε σημείο εξαρτήσεως. Το δεύτερο είναι η κριτική της
μάνας προς το γιο, έστω και αφελής, που όσο κι αν δεν προδίδει έλλειψη αγάπης, δεν σημαίνει ότι δεν θα
πλήγωνε τον γιο. Αυτά τα βασικά συναισθήματα μάνας και γιου θα δούμε να αποκαλύπτονται, να
αναδεικνύονται, να τονίζονται, να στρεβλώνονται, να συγκρούονται και πάντως να είναι διαρκώς παρόντα
και στην σχέση της μυθιστορηματικής μητέρας με τον μυθιστορηματικό γιο της, Γεωργή. Άλλωστε, για τον
Βιζυηνό, "οι μύθοι του δεν υπηρετούσαν μιαν άσχημη πραγματικότητα κάνοντάς την ανεκτή μέσα από
κάποια περιθώρια αυταπάτης ή μέσα από μια παραμυθία πού πρόσφεραν σ' αυτήν. Αντίθετα, οι μύθοι του
συντηρούσαν μέσα σ' αυτή την άσχημη πραγματικότητα την ιδέα ή το δράμα μιας άλλης πραγματικότητας,
κάνοντας με τον τρόπο αυτό την πρώτη ακόμη πιο ζοφερή" 8.

7
Βιζυηνός: (1916), σσ. 129-130.
8
Αθανασόπουλος: (1992), σ.26.
6

3. Οι σχέσεις μητέρας – Γεωργή, το αίνιγμα.

3.1 Το κομβικό σημείο των σχέσεων μητέρας-γιου είναι η εξομολόγηση της μάνας στο παιδί της
του φρικτού της αμαρτήματος. Μέχρι εκείνο το σημείο οι σχέσεις μητέρας και γιου βιώνονται από τον
αφηγητή ως ένα ανεξήγητο αίνιγμα. Για την σκιαγράφηση αυτής της σχέσεως θα ακολουθήσουμε τον
χρόνο της αφήγησης, μέχρι και το σημείο της εξομολογήσεως, και όχι αυτόν των γεγονότων. Είναι ο
ψυχικός χρόνος του αφηγητή, κάτι που στην περίπτωση μας έχει ιδιαίτερη σημασία, μιας και ο αφηγητής
είναι το ένα σκέλος της συσχέτισης την οποία επιχειρούμε.
3.2 Κατ' αρχάς ο τίτλος που "υποδηλώνει αμέσως με το κτητικό "μου" την ύπαρξη ενός ενικού
προσώπου. Και όμως, από την πρώτη κιόλας παράγραφο του κειμένου (παρουσίαση των προσώπων) ο
πληθυντικός επικρατεί."9
Ἄλλην ἀδελφὴν δὲν εἴχομεν παρὰ μόνον τὴν Ἀννιὼ.
Ἤτον ἡ χαϊδεμμένη τῆς μικρᾶς ἡμῶν οἰκογενείας καὶ τὴν ἠγαπῶμεν ὅλοι. Ἄλλ' ἀπ'

ὅλους περισσότερον τὴν ἠγάπα ἡ μήτηρ μας. Εἰς τὴν τράπεζαν τὴν ἐκάθιζε πάντοτε πλησίον

της καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἴχομεν ἔδιδε τὸ καλλίτερον εἰς ἐκείνην. Καὶ ἐνῷ ἡμὰς μᾶς ἐνέδυε
χρησιμοποιοῦσα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτου πατρός μας, διὰ τὴν Ἀννιὼ ἠγόραζε συνήθως νέα.
Ὡς καὶ εἰς τὰ γράμματα δὲν τὴν ἐβίαζεν. Ἄν ἤθελεν, ἐπήγαινεν εἰς τὸ σχολεῖον, ἂν δὲν

ἤθελεν, ἔμενεν εἰς τὴν οἰκίαν. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖον εἰς ἡμᾶς διὰ κανένα λόγον δὲν θὰ

ἐπετρέπετο. 10
Έτσι ξεκινάει το διήγημα, με όλα τα πρόσωπα παρόντα, μα με κυρίαρχο πρόσωπο την μητέρα,
προς την οποία και απευθύνεται η μομφή του Γεωργή, ευθύς εξαρχής. Ο δε πληθυντικός δείχνει ότι τα
αισθήματά του απέναντι στην μητέρα του ήταν κοινά, αντικειμενικά δικαιολογημένα. Είναι μια μητέρα που
μεροληπτεί, είναι μια μητέρα άδικη. Φυσική συνέπεια της μεροληψίας η ζήλεια, που τεχνηέντως
αθωώνεται, εκλογικεύεται θα έλεγε η ψυχανάλυση, αποδιδόμενη κατά κύριο λόγο στην παιδική ηλικία.
Ἐξαιρέσεις τοιαῦται ἔπρεπε, φυσικῷ τῷ λόγῳ, νὰ γεννήσουν ζηλοτυπίας βλαβερὰς
μεταξὺ παιδίων, μάλιστα μικρῶν, ὅπως ἤμεθα καὶ ἐγὼ καὶ οἱ ἄλλοι δύο μου ἀδελφοί... 11
Επόμενο στάδιο, η προσπάθεια να κερδηθεί η αγάπη της μητέρας. Ηταν αδέκαστος προς όλα της τα
τέκνα, μας λέει ο Γεωργής, γεγονός που πρώτος ο ίδιος θα το αναιρέσει αφηγούμενος τα όσα θα
ακολουθήσουν και, κυρίως, την προσευχή της μάνας στην εκκλησία:

9
Μουλλάς: (1980), σ. ργ΄.
10
Βιζυηνός: (1980), "Το αμάρτημα της μητρός μου", σ. 3.
11
ό.π.
7

Μίαν ἡμέραν τὴν ἐπλησίασα ἀπαρατήρητος, ἐνῷ ἔκλαιε γονυπετὴς πρὸ τῆς εἰκόνος τοῦ
Σωτῆρος.

- Πάρε μου ὅποιο θέλεις, ἔλεγε, καὶ ἄφησέ μου τὸ κορίτσι...


- Σοῦ ἔφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου τὸ κορίτσι!12
Αλλά και η ίδια η μάνα θα επιβεβαιώσει την μεροληψία της παραδεχόμενη την ιδιαίτερη αγάπη
της προς την κόρη της, όταν εξομολογείται το αμάρτημα στον ενήλικο γιο της:
Ὁ πατέρας σου σὲ ἔλεγε τὸ ἀδικημένο του, γιατὶ σ' ἀπόκοψα πολὺ 'νωρίς, καὶ μ'
ἐμάλωνε καμμιὰ φορά, γιατὶ σὲ 'παραμελοῦσα. Κ' ἐμένα ἡ καρδιά μου ἐρράγιζε, 'σὰν σ' ἔβλεπα

νὰ χαλνᾶς. Μά, ἔλα ποῦ δὲν ἐμποροῦσα ν' ἀφήσω τὴν Ἀννιὼ ἀπὸ τὰ χέρια μου!13
Για να είναι βέβαια τα παιδιά ότι θα τύχουν της μητρικής προσοχής εντείνουν την φροντίδα και
την περιποίηση του άρρωστου κοριτσιού. Αποδέχονται τον αξιακό κώδικα της μάνας και διεκδικούν
εμμέσως την πρωτοκαθεδρία στην αγάπη της.
Για χάρη της κόρης της η μητέρα δέχεται να ανατρέψει τα πάντα. Υπερβαίνει τον εαυτό της,
βάζοντας κατά μέρος την ντροπή της για να ζητήσει κάθε είδους βοήθεια, ψυχολογική κυρίως και καθόλου
ουσιαστική. Δεχόταν να παίζουν με τον πόνο της, όπως ο κουρέας της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να
ακούει ό,τι θα ήθελε να ακούσει. Παραιτούνταν της λογικής της, γιατί η λογική της της έδειχνε την αλήθεια
που δεν ήταν έτοιμη να δει, ότι, δηλαδή, πρέπει να πληρώσει για την παλιά της αμαρτία, σύμφωνα με την
δική της αρχέγονη ηθική. Δεν σκεπτόταν, φοβόταν. Και ο φόβος καλύπτεται με την θρησκευτικότητα και
την δεισιδαιμονία, που πολύ συχνά, σε άτομα της παραδοσιακής κοινωνίας, έχουν το κοινό υπόβαθρο της
μαγικής αντίληψης των πραγμάτων.
Και να πάλι το παιδικό παράπονο:
Τὸ παιδίον ἐχειροτέρευεν ἀδιακόπως, καὶ ἡ μήτηρ μας ἐγίνετο ὁλονὲν ἀγνώριστος.

Ἐνόμιζες, ὅτι ἐλησμόνησε πῶς εἴχε καὶ ἄλλα τέκνα.

Ποῖος μᾶς ἔτρεφε, ποῖος μᾶς ἔπλυνε, ποῖος μᾶς ἐμβάλωνεν ἡμᾶς τὰ ἀγόρια, οὔτε ἤθελε

κἄν νὰ τὸ γνωρίζῃ. 14
Τελευταίο καταφύγιο για την μάνα, η εκκλησία. Δεν είναι ίσως το κοινωνικό έθος, που της
υπαγόρευσε αυτή την καταφυγή. Είναι η γνώση της ότι εάν υπάρχει σωτηρία αυτή θα προέλθει από Αυτόν
που φοβάται ότι έχει αποφασίσει την τιμωρία της. Ο "τρώσας και ιάσεται" σύμφωνα με την κοινή μαγική
αντίληψη. Κάνει ό,τι μπορεί για να αποτρέψει το αναπόφευκτο.
Και μέσα στην εκκλησία έχουμε την κορύφωση της μητρικής απόρριψης των άλλων παιδιών χάριν
του άρρωστου κοριτσιού. Η μεροληψία της μάνας επιπλήττεται ακόμα και από το ίδιο το κορίτσι, όταν
βλέπει ότι τα αδέλφια της δεν έχουν στα μάτια της μάνας της καμμία αξία.

12
ό.π., σ. 9.
13
ό.π., σ. 24.
14
ό.π., σ. 5.
8

Ἡ ἀσθενὴς ἔρριψε πρὸς τὴν λαλοῦσαν πλάγιον ἀλλ' ἐκφραστικὸν βλέμμα, καὶ, ὡς ἐὰν
ἐπέπληττεν αὐτὴν διὰ τὴν πρὸς ἡμᾶς ἀδιαφορίαν, τῇ ἀπήντησεν... 15
Η μητέρα προσεύχεται για το παιδί της. Έχουσα την συνήθη θρησκευτικότητα της εποχής, που,
όπως προαναφέραμε, λίγο απείχε από το να είναι δεισιδαιμονία, αντιλαμβάνεται την αρρώστια της κόρης
της ως τιμωρία του Θεού. Διατίθεται, λοιπόν, να θυσιάσει τα άλλα παιδιά της χάριν του κοριτσιού,
ακολουθώντας τους αρχέγονους νόμους της εξιλέωσης μέσω της θυσίας. "Η εκπεφρασμένη επιθυμία της
μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα, και μάλιστα
στο βαθμό πού αναγκάζει ένα από τα αγόρια να ζήσει για μέρες και νύχτες στην υγρή εκκλησία. Ό λόγος του
αφηγητή —έστω και ανηλίκου— παρουσιάζει ξαφνικά, και σε πλήρη αντίθεση με το απόσπασμα της πρώτης
σελίδας πού παρατίθεται, μιαν αδυσώπητη μητέρα. Έτσι υπονομεύεται η γνώση του αφηγητή ότι η στοργή της
μητέρας διετέλει ἀδέκαστος καὶ ἵση πρὸς ὅλα της τὰ τέκνα. Αν εγνώριζε κάτι, ήταν το ακριβώς
αντίθετο" 16.
Μετά όμως την φρικτή προσευχή της μάνας, όλο το παιδικό παράπονο για αυτόν τον αφύσικο, στα
μάτια του παιδιού, παραμερισμό του την μάνα του, ξεχειλίζει κι εκφράζει με σαφήνεια αυτό που βασάνιζε
τον μικρό Γεωργή σε όλη του τη ζωή:
Ἀνεκάλεσα εἰς τὴν μνήμην μου ὅλας τὰς πρὸς τὴν μητέρα τρυφερότητας καὶ θωπείας

μου. Προσεπάθησα νὰ ἐνθυμηθὼ μήπως τῆς ἔπταισα ποτέ, μήπως τὴν ἀδίκησα, ἀλλὰ δὲν

ἠδυνήθην. Ἀπεναντίας εὔρισκον, ὅτι ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν

ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον... Ὦ!

εἶπον, ἡ μητέρα μου δὲν μὲ ἀγαπᾶ καὶ δὲν μὲ θέλει!17


Παρόλα αυτά το παιδί θέλει να δείξει το πόσο πόνεσε. Προσπαθώντας να δημιουργήσει ενοχές
στην μητέρα του ή αισθανόμενος εκείνος ενοχές για αρνητικά και πιθανόν ασυνείδητα αισθήματα προς την
μητέρα του18 με μια αθώα μα επιδέξια στοχευμένη προσευχή προς τον πατέρα του ζητάει, ενώπιον της
μητρός του, να πεθάνει εκείνος χάριν της αδελφής του.
Μα, ως ήταν αναμενόμενο, δεν εισακούστηκε η προσευχή του Γεωργή, και η Αννιώ πέθανε. Τότε,
ο θρήνος της μητέρας ξεπέρασε κάθε κοινωνική αναστολή και ξέσπασε ασυγκράτητος. Και αν δεν ήταν οι
παραινέσεις των γνωστών και της εκκλησίας η εγκατάλειψη των υπολοίπων παιδιών θα ήταν απόλυτη.
Άρχισε, λοιπόν, η μάνα να εργάζεται για να θρέψει τα παιδιά της. Και όλοι θα περίμεναν ότι συν τω χρόνω
θα ξεπερνούσε το πένθος της. Και όμως, εκεί που με δυσκολία συντηρούσε τα παιδιά της, υιοθέτησε κι ένα
ακόμη κορίτσι. Δεν είναι αυτό άλλη μια απόδειξη του τουλάχιστον ελλιπούς ενδιαφέροντος της μάνας για
τα αγόρια της; Και πάλι το συγκεκαλυμμένο παράπονο του παιδιού, που πρόωρα ξενιτεύτηκε, που ακούσια
και βίαια απογαλακτίστηκε:

15
ό.π., σ. 7.
16
Χρυσανθόπουλος: (1994), σσ. 46-47.
17
Βιζυηνός: (1980), "Το αμάρτημα της μητρός μου", σσ. 9-10.
18
Βλ. Κρανιδιώτης: (1992), σ.61.
9

Ἀπὸ τῆς στιγμῆς ταύτης ἡ μήτηρ μας ἤρχισε νὰ ἐπιδαψιλεύῃ εἰς τὴν θετήν μας ἀδελφὴν
τόσας περιποιήσεις, ὅσων ἴσως δὲν ἠξιώθημεν ἡμεῖς εἰς τὴν ἡλικίαν της καὶ εἰς καιροὺς πολὺ

εὐτυχεστέρους. Ἐνῷ δε μετ' ὀλίγον χρόνον ἐγὼ μὲν ἐπλανώμην νοσταλγῶν ἐν τῇ ξένῃ, οἱ δὲ
ἄλλοι μου ἀδελφοὶ ἐταλαιπωροῦντο κακοκοιμώμενοι εἰς τὰ ἐργαστήρια τῶν μαστόρων, τὸ ξένον

κοράσιον ἐβασίλευεν εἰς τὸν οἶκον μας, ὡς ἐὰν ἦτον ἐδικός του. 19
Και σαν να μην έφτανε αυτό, νέο κορίτσι ήρθε να αντικαταστήσει το πρώτο, όταν παντρεύτηκε.
Εντέλει, η αγάπη της μητέρας ήταν αδύνατο να ανήκει αποκλειστικώς στα αδικημένα αγόρια. Παρόλα
αυτά, η μητέρα στηρίζει όλες της τις ελπίδες στον ξενιτεμένο Γεωργή. Τί ψυχολογική πίεση θα ασκούνταν
στο παιδί από την αντίφαση, η μητέρα του να προσδοκά στην βοήθειά του, προκειμένου να συνεχιστεί μια
κατάσταση που το παιδί ήθελε να τελειώσει, δηλαδή η υποκλοπή της αγάπης από ένα κορίτσι. Και ο
Γεωργής-αφηγητής αισθάνεται υποχρεωμένος να διαψεύσει τις ελπίδες της μάνας του, αναφερόμενος στην
ιστορία της απόπειράς του να περάσει το ποτάμι, όταν ήταν παιδί 20 και τονίζοντας ότι οι τότε
διατυπωθείσες δεσμεύσεις του, αφενός ήταν παιδιάστικες και αφετέρου ίσχυαν μόνο για το πρώτο
υιοθετημένο κορίτσι.
3.3 Και το αίνιγμα –το ανεξήγητο της θελήσεως της μητέρας να μην δίνεται ποτέ ολοκληρωτικά
στα αγόρια της- λύνεται επιτέλους. Η διήγηση της μητέρας για το αμάρτημά της εξηγεί αυτήν της την
εμμονή. Είναι το σημείο της κάθαρσης για τον περιφρονημένο γιο. Αλλά όχι και για την μητέρα. Γι' αυτήν η
κάθαρση δεν θα έρθει ποτέ. Ούτε και όταν ο ψυχοθεραπευτής γιος θελήσει να την εξιλεώσει μέσω της
εξομολόγησης ενώπιον του Πατριάρχη. Είναι η φύση του αμαρτήματος και της μητέρας τέτοια που η
κάθαρση δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ. Το γιατί θα το εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο.

19
Βιζυηνός: (1980), "Το αμάρτημα της μητρός μου", σ. 15.
20
"...απόπειρα, που ο Καιροφύλας χαρακτηρίζει σαν "παιδιάστικη αφέλεια και τόλμη", ενώ μπορεί να ήταν μια
παρόρμηση φυγής –εδώ τον λόγον έχει η ψυχανάλυση- που προλαβαίνει να αναχαιτίσει η δυναμική μητέρα. Το
περιστατικό αυτό ο συγγραφέας στο δίηγημά του το τροποποιεί επί το ορθολογικότερον", Κρανιδιώτης: (1992),
σ.59.
10

4. Το αμάρτημα της μητρός

4.1 Από τον τίτλο κιόλας του διηγήματος ο αναγνώστης καλείται να απαντήσει στο ποιο ήταν το
μεγάλο αμάρτημα της μητέρας. Η απάντηση φαίνεται εύκολη, με μια πρώτη ανάγνωση: το φοβερότερο
όλων των αμαρτημάτων για έναν γονέα, η θανάτωση του ίδιου του του παιδιού, έστω και ακούσια. Οι
συνέπειες είναι γνωστές και αναμενόμενες. ενοχή, φόβος για θεία τιμωρία, αναζήτηση εξιλεώσεως. "Η
μητέρα αισθάνεται αυτό που ο Φρόυντ ορίζει ως την «ανάγκη για τιμωρία», μια ανάγκη ενδότερη, που δεν
προέρχεται από κάποια πράξη αλλά από το «αίσθημα της ένοχης»". 21
Λογική, επομένως, η πρώτη αντίδραση, η καταφυγή στην εκκλησία. Εκεί επουλώνει προσωρινώς
τα ψυχικά της τραύματα μέχρι την φαινομενικά οριστική θεραπεία μέσω της γεννήσεως του κοριτσιού.
Όλα συμφωνούν με τον ψυχισμό μιας γυναίκας της παραδοσιακής κοινωνίας. Το αμάρτημα συγχωρέθηκε
και η απόδειξη είναι ορατή με τη μορφή του νέου κοριτσιού, που παίρνει και το όνομα του φονευθέντος,
έτσι ώστε η πράξη να είναι ως μη γενόμενη.
Κατά τον Χρυσανθόπουλο, "η μητέρα είναι καθηλωμένη σε ένα συμβάν και η επιθυμία της να το
επανορθώσει έχει εκτοπίσει κάθε επιθυμία να το κατανοήσει" 22. Θα μπορούσε άραγε να το κατανοήσει;
Προκειμένου, όμως, να κατανοήσουμε αυτού του είδους τον ψυχισμό, ας μας επιτραπεί μια ερμηνευτική
παρέκβαση σχετικά με το άτομο της παραδοσιακής κοινωνίας. Όταν έχουμε να κάνουμε με μια
παραδοσιακή, κλειστή κοινωνία δύο είναι τα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν. η μαγική αντίληψη και η
ομαδική συνείδηση.
4.2 Η μαγική αντίληψη είναι προϊόν της πεποίθησης ότι το κακό έρχεται έξωθεν, με άλλα λόγια
η ευθύνη του ανθρώπου είναι από πολύ μικρή έως ανύπαρκτη. Τα αίτια της κακής εκβάσεως των
πραγμάτων εντοπίζονται στο κακό το μάτι, σε μαγικά όντα (ξωτικά, αερικά) ή σε φορτισμένα αρνητικώς
όντα (μαύρη γάτα, γρουσούζης). Ακόμη και ο Θεός ή ο διάβολος εντάσσονται σε αυτό το πλαίσιο,
προσωποποιώντας το καλό και το κακό που έρχονται, αν δεν επιβάλλονται, έξωθεν. Απέναντι σε αυτό το
απειλητικό και μη ελεγχόμενο περιβάλλον ο παραδοσιακός άνθρωπος ανακάλυψε παλαιόθεν
τελετουργικούς τρόπους αμύνης έναντι του κακού και επικλήσεως του καλού (επωδές, ξόρκια, φυλαχτά).
Ενέταξε δε στον ίδιο κόσμο και την θρησκευτική του πίστη, παρόλο που αυτή προσπάθησε να αντιταχθεί,
μαζί με τις τελετουργίες της. Έτσι, μικρή διαφορά για έναν τέτοιο άνθρωπο έχει ο αγιασμός από το νερό
που του δίνει μια μάγισσα ή ευχή του παπά από το ξεμάτιασμα.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό του ατόμου της παραδοσιακής κοινωνίας είναι η ομαδική
συνείδηση23. Το ποιος είναι κάποιος και τι αξία έχει δεν το ορίζει εκείνος, αλλά η κοινότητα στην οποία

21
Χρυσανθόπουλος: (1994), σ. 47.
22
ό.π., σ. 32.
23
Για την ομαδική και την εξατομικευμένη συνείδηση βλ. Dumont: (1988).
11

ανήκει. Με άλλα λόγια δεν αυτοπροσδιορίζεται αλλά ετεροπροσδιορίζεται, αντλώντας την σύσταση της
υπάρξεώς του από την ομάδα. Εάν τον απορρίψει η κοινότητα της οποίας είναι μέλος καταστρέφεται, γιατί
πρώτο του μέλημα είναι να έχει πρόσωπο στην κοινωνία (ή αλλιώς, καθαρό κούτελο). Σε μια τέτοια
κοινωνία το προβάδισμα δίνεται στον κοινωνικό ρόλο και όχι στο εξατομικευμένο άτομο. Για παράδειγμα,
η έγγαμη γυναίκα χάνει το δικό της προσωπικό όνομα και λαμβάνει αυτό του άνδρα της σε γενική
κτητική, επειδή η αξία της αναγνωρίζεται μόνο στο ρόλο της.
Στην περίπτωση της μητέρας του Αμαρτήματος, σίγουρα μέχρι τον θάνατο της Αννιώς και ίσως
και μέχρι την εξομολόγησή της στον Πατριάρχη, έχουμε να κάνουμε με ένα τυπικό παράδειγμα
παραδοσιακού ατόμου, μαγικής αντιλήψεως και ομαδικής συνειδήσεως. Η πρώτη σκέψη του άνδρα της,
προς τον οποίο κι αισθάνεται ευγνωμοσύνη γι' αυτό, είναι να μην ακουστεί ο θρήνος της για το χαμένο της
παιδί για να μην την κακολογήσει ο κόσμος. Εξομολογείται για να εξιλεωθεί και χαίρεται που ο Θεός της
έδωσε κορίτσι γιατί σημαίνει ότι την συγχώρεσε. Δεν την πόνεσε αρχικά, τουλάχιστον μέχρι να χάσει και
το δεύτερο κορίτσι της, η απώλεια του πρώτου παιδιού της ως απώλεια ενός μοναδικού προσώπου που
είναι αδύνατον να επανέλθει όσα κορίτσια κι εάν ακολουθούσαν, όπως θα συνέβαινε με μια σημερινή
μητέρα. Το παιδί-ρόλος μπορεί και αντικαθίσταται με ένα άλλο παιδί 24. Προκειμένου να σώσει την Αννιώ,
σκεπτόμενη μαγικά, προσφέρει κάποιο άλλο της παιδί και αναπληρώνει την απώλεια κάθε κοριτσιού με
ένα άλλο κορίτσι. Σκέπτεται την κοινωνία ακόμη και στον θρήνο για τον άνδρα της, ενώ η κοινωνία πάλι
είναι αυτή που την επαναφέρει στον σωστό δρόμο, όταν προς στιγμήν εκτρέπεται στο θρήνο της δεύτερης
χαμένης κόρης της.
4.3 Μέχρι εδώ είδαμε τον Βιζυηνό να σκιαγραφεί συνεπέστατα το πορτραίτο μιας μάνας της
παραδοσιακής κοινωνίας. Τα πάντα όμως αλλάζουν στην εξομολόγησή της ενώπιον του Πατριάρχη. Θα
περιμέναμε από ένα άτομο, όπως το περιγράψαμε ανωτέρω, να αισθανθεί εξιλεωμένο και κεκαθαρμένο
μετά από την άφεση του Πατριάρχη. Ο ρόλος-Πατριάρχης είναι ο ύψιστος ρόλος και το καλό και η άφεση
δοσμένα από αυτόν τον ύψιστο ρόλο δεν μπορούν παρά να σβήσουν κάθε ίχνος ενοχής. Και όμως, για
πρώτη φορά η μητέρα δεν ικανοποιείται από την συγχώρεση του Πατριάρχη.
Τί νὰ σὲ 'πῶ, παιδί μου! ἀπήντησε τότε σύννους καθὼς ἦτον, ὁ Πατριάρχης εἶναι σοφὸς

καὶ ἅγιος ἄνθρωπος. Γνωρίζει ὅλαις ταῖς βουλαῖς καὶ τὰ θελήματα τοῦ Θεοῦ, καὶ συγχωρνᾶ

ταῖς ἀμαρτίαις ὅλου τοῦ κόσμου. Μά, τί νὰ σὲ 'πῶ! Εἶναι καλόγερος. Δεν ἔκαμε παιδιὰ, γιὰ νὰ

'μπορῇ νὰ γνωρίσῃ, τί πρᾶγμα εἶναι τὸ νὰ σκοτώσῃ κανεὶς τὸ ἴδιο τὸ παιδί του!


Οἱ ὀφθαλμοὶ της ἐπληρώθησαν δακρύων καὶ ἐγὼ ἐσιώπησα. 25
Για πρώτη φορά, συμπεριφερόμενη ως άτομο της νεωτερικής κοινωνίας, η έξωθεν ευλογία δεν
εκβάλλει την έσωθεν απελπισία.

24
Εξ ου και η πολύ πιο ήπια αντιμετώπιση του θανάτου. Ήταν σύνηθες τότε μια μάνα να έχει χάσει πολλά
παιδιά, κάτι που σήμερα είναι αδιανόητο. Πρόκειται για τον εξημερωμένο θάνατο των παραδοσιακών
κοινωνιών, έτσι όπως πολύ εύστοχα τον περιγράφει ο Αριές στο Αριές: (1988). Βλ. επίσης, Alexiou:
(2002).
25
Βιζυηνός: (1980), "Το αμάρτημα της μητρός μου", σσ. 26-27.
12

Πώς, λοιπόν, περνάμε ξαφνικά από τον παραδοσιακό ψυχισμό στο νεωτερικό, από τα
ονειροκριτικά του Αρτεμιδώρου στην ερμηνεία των ονείρων του Φρόϋντ; Μήπως είναι μια ριζική
μεταστροφή της μάνας και ο πόνος της χαρίζει μια εσωτερικότητα που δεν είχε πριν; Πιθανόν. Μήπως,
όμως, πρόκειται για μια προβολή του ενοχικού ψυχισμού του Βιζυηνού στον ψυχισμό της μητέρας του.
Πιθανότερο και άξιο περαιτέρω διερευνήσεως.
13

5. Το αμάρτημα του υιού

5.1 Το αμάρτημα της μητρός είναι ο αθέλητος φόνος του παιδιού της. Αυτό είναι το
αντικειμενικό αμάρτημα, το αντιληπτό από όλους. Για τον Γεωργή-Βιζυηνό όμως, το αμάρτημα για το
οποίο κατηγορεί την μητέρα του είναι η έλλειψη ολοκληρωτικής αγάπης, χάριν ενός κοριτσιού. Το είδαμε
και μέσα από την αφήγηση. Ένα διαρκές παράπονο για την απούσα μάνα.
"Στο επίπεδο της αφήγησης λοιπόν, το πρώτο αμάρτημα είναι το αμάρτημα της επιθυμίας, αυτό
πού γεννάται μαζί με το αίσθημα της ένοχης, το όποιο και αποτελεί το κίνητρο για το δεύτερο, στον
αφηγηματικό χρόνο, αμάρτημα, την πράξη, στην οποία προσδένεται το ασύνειδο αίσθημα ένοχης. Αυτά,
φυσικά, στον αφηγηματικό χρόνο —ή στον αφηγηματικό χώρο—, πού αποτελεί το πεδίο το όποιο διανύει ό
αναγνώστης. Στο επίπεδο της ιστορίας η σειρά αντιστρέφεται, η ιστορία όμως αποτελεί την εκλογίκευση της
αφήγησης·"26 Δεν είναι παράλογος ο Γεωργής. Προσπαθεί να εκλογικεύσει την κατάσταση από την παιδική του
ηλικία ακόμη. "Όμως οι συνεχείς εκφράσεις κατανόησης για τη μητέρα του ή στοργής για την άρρωστη αδελφή
του, δείγματα ενοχοποιημένου ψυχισμού, δεν τον εμποδίζουν, να ομολογήσει απερίφραστα το παράπονο του:" 27
ἀφ' ὅτου ἐγεννήθη αὐτὴ ἡ ἀδελφή μας, ἐγὼ, ὄχι μόνον δὲν ἠγαπήθην, ὅπως θὰ τὸ

ἐπεθύμουν, ἀλλὰ τοῦτ' αὐτὸ παρηγκωνιζόμην ὁλονὲν περισσότερον. 28

5.2 Είναι η ανάγκη ενός παιδιού να αγαπηθεί από την μητέρα του της οποίας η ελλιπής αγάπη δεν
μπορεί να δικαιολογηθεί με καμμία λογική εξήγηση. Ο Γεωργής μπορεί να καταλαβαίνει, αλλά αυτό δεν του
γιατρεύει την επιθυμία να αγαπηθεί.
Και ακόμα χειρότερα. Όσο πιο λογική η εξήγηση της αδυναμίας προσφοράς της μητρικής αγάπης, τόσο
μεγαλύτερη η παιδική ενοχή, γιατί αυτό που είναι φυσικό για τα άλλα παιδιά να το επιθυμούν, γι' αυτό είναι
απαγορευμένο. "Πίσω από την επιφανειακή οικογενειακή ομόνοια, αναγκαία μπροστά στην αρρώστια της
Αννιώς, οι ανικανοποίητες ατομικές ή εγωιστικές ανάγκες αναδεύουν θολές καταστάσεις και καλύπτουν βουβές
συγκρούσεις ή παράπονα. Ο λόγος δεν είναι μόνο ομολογία· είναι και απόκρυψη" 29. Και συνεχίζει πολύ εύστοχα
ο Μουλλάς. "Συνειδητή ή υποσυνείδητη, η "απόκρυψη" 30 επιβάλλει πριν απ' όλα τον εξωραϊσμό και την

26
Χρυσανθόπουλος: (1994), σ. 47.
27
Μουλλάς: (1980), σ. ρδ΄.
28
Βιζυηνός: (1980), "Το αμάρτημα της μητρός μου", σσ. 9-10.
29
Μουλλάς: (1980), σ. ρδ΄.
30
Βλέπε το περί παραδρομής κεφάλαιο στην Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση του Φρόυντ γενικά , και ειδικά
"Το ξεχασμα προθέσεων είναι όντως μονοσήμαντο και η ερμηνεία του, όπως είδαμε [3η Παράδοση, σελ. 54
κ.ε.], δεν αμφισβητείται ούτε από τους μη ειδικούς. Η τάση που διαταράσσει την πρόθεση είναι πάντοτε
μια αντίρροπη πρόθεση, μια μη θέληση, για την οποία απομένει μόνο να ξέρουμε γιατί δεν εκφράσθηκε
διαφορετικά και πιο απροκάλυπτα. Αλλά η ύπαρξη αυτής της αντίρροπης θέλησης είναι αναμφισβήτητη.
Μερικές φορές καταφέρνει κανείς να μαντέψει κάτι από τα αίτια που αναγκάζουν αυτή την αντίθετη
14

απόλυτη αρμονία των οικογενειακών σχέσεων: η μητέρα είναι πρότυπο αφοσίωσης, η άρρωστη Αννιώ δείχνει
αγγελική καλοσύνη και ταπείνωση προς όλους, τα παραμελημένα αγόρια δέχονται με μαζοχιστική κατανόηση τη
μητρική εύνοια προς την αδελφή τους: «Καὶ ὄχι μόνον ἀνειχόμεθα τὰς πρὸς αὐτὴν περιποιήσεις
ἀγογγύστως, ἀλλὰ καὶ συνετελοῦμεν πρὸς αὔξησιν αὐτῶν, ὅσον ἠδυνάμεθα» (σ. 3). Το ότι ο
αφηγητής αποκρύβει ή εξωραΐζει ένα μέρος από τα πραγματικά του αισθήματα, φαίνεται από τη στάση του
απέναντι στα θηλυκά μέλη της οικογένειάς του: αντί να γίνει κατηγορητήριο (όπως παρουσιάζεται σε ορισμένες
στιγμές, ξεφεύγοντας την αυτολογοκρισία), το παράπονο του μεταβάλλεται σε διαρκή υπεράσπιση και
εξιδανίκευση, δηλαδή σ' ένα είδος μετάνοιας πού έρχεται όψιμα να καλύψει την αγανάκτηση και την ενοχή του
στερημένου παιδιού". 31
Αυτό ήταν το αμάρτημα του υιού. Καταλόγιζε στην μητέρα του έλλειψη αγάπης, παρόλο που ήξερε τον
λόγο, εξαιτίας του οποίου δεν μπορούσε να του δείξει η μητέρα όσο θα ήθελε την αγάπη της. Όταν μεγάλωσε
κατάλαβε το δίκιο της μητέρας του, αλλά τα παιδικά τραύματα δύσκολα μπορεί να τα επουλώσει η εκ των
υστέρων ενήλικη λογική εξήγηση. Το παράπονο του μικρού Γεωργή το κουβαλούσε ακόμη μέσα του ο
Βιζυηνός και ήταν αυτό που δεν του επέτρεπε να συγχωρήσει την μητέρα του, αν και έδειχνε κατανόηση γι'
αυτήν.

θέληση να μείνει κρυφή· η ίδια κατορθώνει πάντοτε με την παραδρομή μέσα από την αφάνεια να
επιβάλλει την πρόθεση της, ενώ η αναχαίτιση της θα ήταν βέβαιη, αν ερχόταν σε ανοιχτή αντίθεση".
Φρόυντ: (1996), σ. 72.
31
Μουλλάς: (1980), σ. ρδ΄.
15

6. Η επιβεβαίωση ή άλλως,
Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου.

6.1 Ένα άλλο διήγημα του Βιζυηνού, το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου32 επιβεβαιώνει, πιο
έμμεσα, βέβαια, από το Αμάρτημα της μητρός μου, τις σχέσεις μάνας και γιου, έτσι όπως τις αναλύσαμε στα
προηγούμενα κεφάλαια. Εάν δεν ήταν τόσο έντονα αυτοβιογραφικά τα διηγήματα του Βιζυηνού 33, δεν θα
μπορούσαμε να διαπιστώνουμε τα ίδια αισθήματα και τις ίδιες σχέσεις να επαναλαμβάνονται, μέσα από
διαφορετικά γεγονότα, με μια συνέπεια που προδίδει περισσότερο αφήγηση βιωμάτων παρά μυθοπλασία34.
Στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου το μυστήριο που καλείται να λύσει ο ενήλικος πια
Γεωργής είναι η διαλεύκανση του φόνου του μικρού του αδελφού, του Χριστάκη, κατόπιν της έντονης
παρακίνησης της μητέρας. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι ακούσιος φονιάς του Χριστάκη είναι ο Κιαμήλ,
ένας καλοκάγαθος Τούρκος, τον οποίο έσωσε από βέβαιο θάνατο η μητέρα του Χριστάκη. Την φρικτή αυτή
αλήθεια, όμως, δεν θα την μάθει ποτέ.
6.2 Τα δύο κεντρικά πρόσωπα των δύο διηγημάτων είναι τα ίδια: η μητέρα και ο γιος. Εκείνο που
αλλάζει είναι το τρίτο πρόσωπο, το πρόσωπο άλλοθι για την αφήγηση, που στο Αμάρτημα είναι η Αννιώ,
ενώ στον Φονέα είναι ο Χρηστάκης, αν και στην πραγματικότητα καταλαμβάνουν ελάχιστο αφηγηματικό
χώρο. Στο Αμάρτημα η μητέρα είναι παρούσα από τον τίτλο κιόλας. Στον Φονέα εμφανίζεται στην πρώτη
σειρά του διηγήματος, αν και το θέμα είναι η αναζήτηση του φονέα του αδελφού του αφηγητή.
– Σήμερα πιὰ θὰ φάγω μιᾷ βούκα ψωμὶ νὰ παγῇ στην καρδίᾳ μου! – Εἶπεν ἡ μήτηρ μου

καθεζομένη μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου..."35


Ο Γεωργής ενήλικος πια, παρών με το αυτό το κτητικό μου και στων δυο έργων τους τίτλους 36,
φαίνεται να κερδίζει στην αρχή της αφήγησης την προσοχή και την αγάπη που θα ήθελε να έχει, την αγάπη
που του είχε υποκλέψει η χαμένη αδελφή του και οι αντικαταστάτριές της. Η αναφορά στην έλλειψη και
στην προσδοκία επανόδου του γιου είναι μεγάλη. Του την χρώσταγε η μητέρα:
Ἡ μήτηρ μου...καὶ μετὰ μακρὰν σιωπὴν ἀναστενάξασα βαθέως,

–...Δὲν θὲ γυρίση τὸ παιδί μου, ἔλεγα, δὲν θὰ προφθάση νὰ ἔλθῃ πίσῳ, καὶ θ’ ἀποθάνω,
καὶ θὰ μείνουν τὰ μάτια μου ἀνοιχτά, ἀπὸ τὴν λαχτάρα ποὺ ἔχουν νὰ τὸ διοῦνε! Ὄλ’ ἡμερίτσα

παραφύλαγα τοὺς δρόμους καὶ ρωτοῦσα τοὺς διαβάτας. Καὶ ὅταν ἐβραδυαζεν, ἄφην’ ἀνοιχτὴ

32
Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου".
33
Έστω και εάν στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου παρουσιάζει ως επιτευχθείσα την διαλεύκανση
του φόνου και την εύρεση του φονιά, παρόλο που ξέρουμε ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη στην
πραγματικότητα (Κρανιδιώτης: (1992), σ.60). Τα αισθήματα, όμως, και οι σχέσεις των προσώπων
μεταφέρονται αυθεντικά.
34
Πρβλ. Αθανασόπουλος: (1992), σ. 15. Επίσης, πρβλ. Παναγιωτόπουλος: (1954), σσ. 7-8.
35
Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", σ.60.
36
Πρβλ. Μουλλάς: (1980), σ. ρι΄.
16

τὴν θύρα ἕως στὰ μεσάνυχτα. Μὴ σφαλεῖς, Μηχαῆλε, μπορεῖ να ἔλθ’ ἀκόμη. Καὶ δὲν θέλω νὰ
ἔλθῃ τὸ παιδί μου καὶ νά ’βρη κλειστὴ τὴν θύρα μου. Φθάνει πού εἶναι τόσα χρόνια ἔρημο καὶ

ξένο, ἂς μὴν ἔρθη καὶ στὸ χωριό του νὰ τοῦ φανῇ πῶς δὲν ἔχει κανέναν εἰς τὸν κόσμο, ποὺ νὰ
φυλάγῃ τὸν ἐρχομό του. Σὰν ἐπλάγιαζα, σ’ ἔβλεπα στὸν ὕπνο μου, καὶ μ’ ἐφαίνετο πὼς ἄκουα

τὴν φωνή σου, κ’ ἐσηκονόμουν καὶ ἄνοιγα τὴν θύρα: ᾖλθες, παιδί μου; – Ἤταν ὁ ἀγέρας, ποὺ

σβυντζίνιζε στὸν δρόμο. 37


Και συνεχίζει η μητέρα για άλλη μια παράγραφο να εκφράζει την αγάπη της στον ξενιτεμένο γιο
της. Ο αφηγητής-Γεωργής φαίνεται να αποκαθίσταται, να παίρνει, έστω και καθυστερημένα, τα
οφειλόμενα. Και δεν είναι το μοναδικό σημείο που η μάνα εκφράζει την αγάπη της. Ο αφηγητής πότε
άμεσα και πότε έμμεσα θέλει να δείξει ότι η μητέρα του τον υπολόγιζε, τον σκεφτότανε και, εντέλει, τον
αγαπούσε:
.... Ἔχε τὴν εὐχή μου, Μιχαῆλο! τοῦ εἶπα. Ἀπόψε εὔφρανες τὴν καρδιά μου. Σὰν εἶν’ ὁ

Γιωργὴς μας γερός, εἴμασθ’ ὅλοι καλά!38


Πονάει η μητέρα για την απουσία του ξενιτεμένου, παρόλο που όταν ήταν εκεί δεν έδειχνε το
ενδιαφέρον που του άξιζε (μήπως είναι μια πειστική δικαιολογία που θα ήθελε ο Γεωργής να έχει η μητέρα
του για τα τόσα αναπάντητα γράμματά του;):
Τὰ γράμματά σου δὲν ἤρχοντο τακτικά, γιατὶ τὰ ἄνοιγαν στὸν δρόμο... καὶ ἔτσι ἔμενα

ἐγὼ χωρὶς εἰδήσεις σου, κ’ ἐκαθόμουν κ’ ἔκλαια. 39


Και λίγο παρακάτω:
... τὸν ἔδωσα κ’ ἐγὼ τὸ γράμμα σου, καί, ἔχε τὸν νοῦ σου δά, παιδί μου, τοῦ εἶπα, νὰ μὴ

χάσης τὸ γράμμα τοῦ Γεωργῆ μας!40


Ακόμη και ο Μιχαήλος το επιβεβαιώνει:
Εἰξεύρεις πόσον ἡ μητέρ’ ἀνησυχοῦσεν ὅταν ἔλειπες. 41
Αλλά τα πράγματα αλλάζουν σύντομα. Θα ήταν πολύ ωραίο για τον Γεωργή να ήταν τα πράγματα,
όπως θα ήθελε. Ένας άλλος θάνατος έρχεται να υποκλέψει από τα ζωντανά παιδιά την αγάπη της μάνας.
Αυτή τη φορά ο Χρηστάκης, το μικρότερο από τα αδέλφια, κερδίζει την αγάπη και το ενδιαφέρον της
μάνας και λειτουργεί όπως η Αννιώ των παιδικών χρόνων.
"– Ἐπῆγες εἰς τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, παιδί μου, καὶ δὲν ἐχάθηκες, κ’ ἐγύρισες. Καὶ ὁ

Χρηστάκης μας – πέντε ὥραις δρόμον ἐπῆγε, κ’ ἔμεινεν ἐκεῖ!... Ἒ... μόνον οἱ νεκροὶ δὲν γυρίζουν
πίσου!..."42

37
Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", σ. 61.
38
ό.π., σ. 62.
39
ό.π., σ. 65.
40
ό.π., σ. 66.
41
ό.π., σ. 71.
17

Έλειπε τόσα χρόνια στην ξενιτιά ο Βιζυηνός και περίμενε ότι, ως περιπόθητο πρόσωπο, θα ήταν
εκείνος στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όλων. Πάλι όμως θα έπρεπε να εκλογικεύσει αυτήν την έλλειψη
της αγάπης που θα εδικαιούτο:
Ἡ ἐμὴ παρουσία καθίστα τὴν ἀπώλειαν τοῦ μακαρίτου πολὺ μᾶλλον ἐπαισθητοτέραν,

διότι, καθὼς ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου δικαίως, ἐφαίνετο πλέον πὼς ἡ χαρά μας δὲν εἰμποροῦσε νὰ
εἶναι σωστή...Καὶ οὔτε ἐγὼ νὰ τὸν φιλήσω, οὔτε ὁ πτωχὸς ἀδελφός μου ἠδύνατο πλέον νὰ

εὐφρανθῇ ἐπὶ τῇ ἐπανόδῳ τοῦ τόσον καιρὸν προσδοκηθέντος ἀδελφοῦ τοῦ!43.


Και ξεκινάει η ίδια ψυχολογική διαδικασία των παιδικών του χρόνων. Πάλι πρέπει να κερδίσει την
αγάπη της μάνας συμπαραστεκόμενός της, πέρα από την βαθύτερη θέλησή του. Η σιωπή του στις εκκλήσεις
της μάνας του είναι εκκωφαντική:
Μὰ τώρα, που ᾖρθες πιὰ καὶ σῦ, παιδί μου, μὴν ἀφῆστε τὸν ἀδερφὸ σᾶς ἀνεκδίκητο. Μή

μὲ βλέπεις ἔτσι καὶ σιωπᾷς! 44


Ξέρει ο Βιζυηνός ότι πια εξ αντανακλάσεως θα δέχεται την αγάπη της μητέρας του. Το είχε κάνει
με την Αννιώ, το ξανακάνει με τον Χριστάκη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν τον παρακαλεί η μητέρα
του να έρχεται συχνότερα να την βλέπει, προσθέτοντας, τάχα αφελώς:
Γι’ αὐτὸ ἔρχου κάθε μέρα νὰ σὲ βλέπω, νἄχης τὴν εὐχή μου, καὶ νὰ μὲ λέγῃς δὰ κι ὅλα,

πῶς πηγαίν’ ἡ κρίσι μας. 45


Η μάνα είναι ξανά εκτός εαυτού. Δεν θέλει πολύ να ξεπεράσει ξανά την γυναικεία της συστολή
προκειμένου να βρει τον φονιά του παιδιού της:
Ἂν δὲν εἴχα παιδιὰ στὸν κόσμο, θενἂκοφτα τὰ μαλλιά μου, θενἂβαζα ἀνδρίκια ροῦχα,

καὶ μὲ τὸ τουφέκι στὸν ὦμο θενὰ κυνηγοῦσα τὰ ἰχνάρια τοῦ φονιά, ὡς ποὺ νὰ κδικήσω τὸν νεκρό

μου... 46
Γίνεται σκληρή. Ζητάει μόνο εκδίκηση για τον θάνατο του παιδιού της και ο πόνος της, για
δεύτερη φορά, την οδηγεί στα άκρα:
Γι’ αὐτὸ ἐκδίκησι! πρέπει νὰ γένῃ ἐκδίκησι!...
– Νὰ τὸν ἴδω κρεμασμένον, ἔλεγε, νὰ τραβήξω τὸ σχοινί του καὶ ὕστερα ἂς ἀποθάνω! 47
Και αλλού:

"– Ναί! εἶπε, μετά τινος ἀγρίας ἐντρυφήσεως. Νὰ τὸν ἴδω κρεμασμένο, νά τραβήξω τὸ

σχοινί του, καὶ ὕστερ’ ἂς πεθάνω!"48

42
ό.π., σσ. 61-62.
43
ό.π., σ. 67.
44
ό.π., σ. 68.
45
ό.π., σ. 78.
46
ό.π., σ. 68.
47
ό.π., σσ. 68-69.
48
ό.π., σ. 69.
18

Καταφεύγει σε παρόμοιες δεισιδαιμονικές πράξεις (βλ. το επεισόδιο με την πρόσκληση της


αθιγγανίδος μάγισσας 49) με αυτές που είχε καταφύγει κατά την διάρκεια της ασθένειας της κόρης της,
παρόλο που και τώρα δηλώνει ότι δεν τα πιστεύει πλήρως:
Τώρα, λέγε μου ἐσὺ ὅ,τι θέλεις. Σοῦρβα εἶναι σοῦρβα, τὸ ξέρω. Καὶ τὴν τύχη τὴν
βλέπουν γιὰ τὴν συνήθεια, ὄχι γιὰ τὴν ἀλήθεια, κι’ αὐτὸ σωστό... Τὸ πρᾶγμα ἦταν καθαρὸ καὶ

ξάστερο, μὰ μεῖς δὲν τὸ ψηφήσαμε, μόνο τὸ πήραμ’ ἐλαφρυὰ κ’ ἐγελάσαμεν. 50

Μάταια προσπαθεί ο δυστυχής γιος, με τα εφόδια της μόρφωσής του, να επαναφέρει την
μητέρα του στον δρόμο της λογικής, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο παπάς αλλά και όλο το χωριό, όταν είχε
παραφρονήσει με τον θάνατο της κόρης της:
Τὰ ψυχρὰ τῆς ἐπιστήμης σκέμματα, δι’ ὧν ἐδοκίμαζον ἐνίοτε να καταπραΰνω τὰς ὁρμὰς
τῆς θερμῆς αὐτῆς καρδίας, ἐξητμίζοντο πρὶν φθάσωσι τὸν σκοπὸν αὐτῶν, ὡς μικραὶ σταγόνες

ὕδατος, ὅταν πίπτωσιν ἐπὶ σφοδρῶς φλεγομένης καμίνου. 51


Το γεγονός ότι, βάσει των αντιλήψεων της μητέρας, ο φόνος ξεπλένεται μόνο με φόνο, εξηγεί
αναδρομικά και το γιατί στο Αμάρτημα πίστευε ότι ο Θεός την τιμωρεί για το παιδί που άθελά της σκότωσε,
παίρνοντάς της την Αννιώ. Δεν εξέφραζε στον Θεό παράπονα που ήθελε να πάρει το παιδί της.
Αντικατάσταση με άλλο παιδί ζητούσε. Την Θεία δικαιοσύνη την καταλάβαινε όπως την δική της:
...Διότι, ναὶ μέν, ἐκδίκησιν λέγουσα, ἠννόει κυρίως δικαιοσύνην... 52
Παρόλα αυτά, είδαμε ότι ο γιος αγαπούσε την μάνα. Το είδαμε τόσο στο Αμάρτημα όσο και στα
πραγματολογικά στοιχεία. Σπεύδει, λοιπόν, να την δικαιολογήσει, με όρους, δυνάμει, κοινωνικής
ανθρωπολογίας, προκειμένου να μετριάσει την αρνητική κριτική των αναγνωστών53:
Τόσον φρικαλέως ἐπιθυμητὴ ἐφαίνετο ἡ ἐκδίκησις εἰς τὴν φιλοστοργίαν τῆς φυσικῆς
καὶ ἀμορφώτου γυναικός!54
Και η αγάπη του γιου φαίνεται στο πόσο καλά γνωρίζει τα βάθη της ψυχής της μητέρας του, και
στο με πόση τρυφερότητα την προστατεύει από τον κάπως πιο αδιάφορο αδελφό του:
Ἐδῶ ἡ τρέμουσα φωνή της συνεπνίγη ὑπὸ τῶν λυγμῶν καὶ τῶν κλαυθμῶν τῆς...

Καὶ ἐπειδὴ ἐγνώριζον τὴν φύσιν τῆς δυστυχοῦς μητρός μου, οὔτε ἐγὼ τὴν διέκοψα, οὔτε τὸν

49
ό.π., σσ. 81-84.
50
ό.π., σ. 63.
51
ό.π., σ. 69.
52
ό.π., σ. 69.
53
Πρβλ. "Πόσο άραγε μας βρίσκει όλους σύμφωνους η "συμπαθητική" εκείνη κατανόηση του γιου του
Γεωργή που εναρμονίζει την " τόσον φρικαλέως επιθυμητὴν, ως εφαίνετο, εκδίκησιν" με "την
φιλοστοργίαν της φυσικής και αμορφώτου γυναικός" που ήταν η ίδια η μητέρα του;", Κρανιδιώτης: (1992),
σ. 62.
54
Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", σ. 69.
19

ἀδελφόν μου ἀφῆκα. Ἡ θλῖψις ὑπερεπλημμύρει τὴν φιλόστοργον αὐτῆς καρδίαν, καὶ ἂν δὲν τὴν
ἄφηνεν νὰ ἐκχειλίση ἅπαξ καὶ δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας, δὲν ἠδύνατο νὰ εὔρῃ ἀνακούφισιν. 55
Ως ψυχοθεραπευτής ήξερε πως έπρεπε να αντιμετωπίζει με λεπτότητα τις αδυναμίες της μητέρας
του . Ποτέ δεν θα αστεϊζόταν με τις αδυναμίες της μητέρας του:
56

Πρέπει να σημειώσω, ὅτι ὁ Μιχαῆλος ἐσυνείθιζε ν’ ἀστεΐζηται ἐπὶ τῶν ἀδυναμιῶν τῆς

μητρὸς ἡμῶν,... 57
Δεν φαίνεται πουθενά να δυσανασχετεί με την δυναστική μητέρα που επιβάλει το θέλημά της
αδιαφορώντας για τις αντιρρήσεις των παιδιών της. Ο Μιχαήλος το λέει ξεκάθαρα:
Ἂν σὲ βαστᾷ μὴν τὴν ἀκολουθεῖς; Θα ἤταν καλὴ να μὲ φακιολίση με καμμιὰ βώλακα. 58
Και παρακάτω:
Ἂν σὲ βαστᾷ μὴν τὸ κάμῃς!59
Εκείνος είναι ο υπάκουος γιος, που όπως υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει την μητέρα του στην
ανατροφή του υιοθετημένου κοριτσιού της, έστω και αν δεν το ήθελε καθόλου, έτσι και τώρα θα αναλάβει
άκων να εκπληρώσει την μητρική επιθυμία:
τῇ ὑπεσχέθην ὅτι θὰ κινήσω πάντα λίθον πρὸς εὔρεσιν καὶ τιμωρίαν τοῦ

κακούργου,..."60

6.3 Συνοψίζοντας, λοιπόν, την ερμηνευτική μας προσέγγιση στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού
μου, θα λέγαμε ότι, παρόλο που ο Βιζυηνός προσπαθεί να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα για την
σχέση με την μητέρα του, εντούτοις, και σε αυτό το διήγημα προκύπτει ένας καημός για την αγάπη που δεν
είναι πλήρης ή ,τέλος πάντων, όπως θα ήθελε να την νοιώθει εκείνος. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα
του διηγήματος που φανερώνει την εικόνα που είχε η μάνα για τον γιο της:
Μὰ κεῖνο, ἄκους, ἐπρόκοψε καὶ πῆρεν ἕνα ὄνομα ἀπὸ τὰ περιγραμμάτου· καὶ τώρα, σὰν

τὸ γράφουνε μέσ’ σταὶς ἐφημερίδες, δὲν ἠξεύρω κι ἐγὼ ἡ ἴδια, τὸ παιδί μου εἶναι μαθές ποὺ

λένε, ἢ κανένας φράγκος! 61


Πόσο τεχνηέντως αλλάζει ο Βιζυηνός την πραγματική απορριπτική στάση της μητέρας απέναντι
στην σταδιοδρομία του γιου της στα γράμματα, έτσι όπως την είδαμε στα πραγματολογικά στοιχεία; Πώς
μετατρέπει την απόρριψη σε κρυφό θαυμασμό κάνοντας την μητρική αφέλεια να φαίνεται έπαινος μάλλον
παρά ψόγος; Τι άλλο να σημαίνει αυτό πέρα από το ότι ο γιος θα ήθελε να είχε κερδίσει την αναγνώριση
της μητέρας του.

55
ό.π., σ. 67.
56
Πρβλ. "...κάνουν φανερή την ψυχοθεραπευτική πρόθεση και ικανότητα του συγραφέα στην επικοινωνία
του με τους ήρωές του ". Σιδερά-Λύτρα: (1998), σ. 193. Κρανιδιώτης: (1992), σ. 62.
57
Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", σ. 71.
58
ό.π., σ. 73.
59
ό.π., σ. 74.
60
ό.π., σ. 69.
61
ό.π., σσ. 71-72.
20

7. Συμπέρασμα

7.1 Συνοψίζοντας, είδαμε τον Βιζυηνό, στο μυθιστορηματικό πρόσωπο του Γεωργή, να εκφράζει το
παράπονό του για την έλλειψη αγάπης από την μητέρα του. Μελετώντας και τον βίο του είδαμε την
προσκόλλησή του στην μητέρα του, σαν να προσπαθούσε να υποκλέψει την αγάπη που δεν του έδωσε όταν την
ήθελε. Η αγάπη του ήταν υπερβολική, όπως φαίνεται και από όλο του το έργο ή από τις επιστολές του. Ίσως και
το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε να δείχνει καθήλωση σε μια παιδικότητα, που αν δεν την συμπλήρωνε, δεν
επρόκειτο να ενηλικιωθεί. Δεν είναι τυχαίο το ότι ζούσε συχνά μαζί με την μητέρα του στην Βιζύη και την ήθελε
συνεχώς δίπλα του. Από την άλλη, δεν μπορούμε να διακρίνουμε ισοϋψή, τουλάχιστον, αγάπη από την μάνα. Η
φράση της, όταν έμαθε για τον εγκλεισμό του γιου της στο ψυχιατρείο, ήταν μάλλον σκληρή και αδιάφορη για το
δοκιμαζόμενο παιδί της.
7.2 Το παράπονο του Βιζυηνού εκφράζεται πιο τραγικά στο Αμάρτημα της μητρός μου,
δικαιολογούμενο τεχνηέντως μέσω της παιδικής ζήλειας, αν και η τόσο έντονη και ζωντανή αφήγηση των
παλαιών αισθημάτων αποδεικνύει την αδυναμία υπερβάσεως αυτής της ζήλειας, ακόμη και στην ενήλικη ζωή.
Αυτό το παράπονο δεν εξαφανίζεται ούτε στο Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου αλλά, μην έχοντας την
νομιμοποιητική βάση της παιδικής αθωότητας, είναι υποχρεωμένο να υπολανθάνει πίσω απ' τις γραμμές και
κρυπτόμενο62 να αποκαλύπτει έναν συγγραφέα που δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα φαντάσματα του παρελθόντος
του, στα οποία και οφείλει όμως, την έμπνευση για τα κορυφαία αυτοβιογραφικά του διηγήματα.
7.3 Ολοκληρώνοντας αυτήν την προσέγγιση στο Αμάρτημα της μητρός μου, ας επικεντρωθούμε στην
τελική ερμηνευτική απόπειρα του τρόπου με τον οποίο τελειώνει το διήγημα, δηλαδή στην ανολοκλήρωτη
κάθαρση της μάνας63. Η κάθαρση, λοιπόν, είναι ατελής, όχι γιατί δεν θα μπορούσε η μάνα να ξεπεράσει την
ενοχή του φόνου της κόρης της, αλλά γιατί δεν ήθελε ο Βιζυηνός να νιώσει εξιλεωμένη για το πολύ βαρύτερο

62
Βλ. τα αποσπάσματα που υπαινίσσονται μια νοσταλγία για την ηλικία που δεν έζησε ο συγγραφέας, έτσι
όπως θα ήθελε: Ἐν τῷ κήπῳ τούτῳ ἀκμάζει ἀκόμη μία μηλέα, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῆς ὁποίας τόσον
εὐτυχεῖς συνεπαίζομεν ἄλλοτε, ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου. (Βιζυηνός: (1980), "Ποίος ήτον ο φονεύς
του αδελφού μου", σ. 101). Όσο πρόλαβε να παίξει, γιατί αλλού λέει: Εἶχον παρέλθει τρία περίπου ἔτη
ἀπὸ τῆς νυκτὸς ἐκείνης, ὅτε εἰσηρχόμην εἰς τὸ χωρίον μας, πρώτην φορὰν ἀφ ὅτου τὸ
ἐγκατέλιπον παῖς ἔτι ὧν (ό.π., σ. 100).
63
Μια διαφορετική, πλην όμως πολύ ενδιαφέρουσα, ερμηνεία για το τέλος του διηγήματος δίνει ο
Αθανασόπουλος: "Με αυτή την καταληκτήρια σιωπή του ο αφηγητής αποδέχεται «το αδύνατον της
εξαγνίσεως»· και η αποδοχή αυτή δεν αφορά μόνο την ενοχή της μητέρας του, αλλά και τη δική του. Άλλα
αυτός τι τρόπους χρησιμοποίησε για να απαλλαγεί από τη δική του ενοχή; από την ενοχή του ότι γεννήθηκε αντί
τής κόρης και ότι δεν την υποκατέστησε στον θάνατο; και από την ενοχοποίηση που συνοδεύει την εμπειρία της
στέρησης-διεκδίκησης της μητρικής στοργής; Μήπως ομολογώντας-εξομολογούμενος την ενοχή της ζωής του
και της ύπαρξής του από το δημόσιο βήμα της λογοτεχνικής διήγησης; Ή, μήπως, παράλληλα με τον τρόπο
αυτόν προσπάθησε να εξαγνιστεί κουβαλώντας για πάντα μαζί του —πάνω ή μέσα του— αυτή τη νεκρή
αδελφή, υποκαθιστώντας την με τον τρόπο αυτό στη ζωή —μια και δεν δέχτηκε να την υποκαταστήσει στον
θάνατο; Άλλα αυτός ό τελευταίος τρόπος ισοδυναμεί με μια περιστολή τής ανδρικής φύσης του, με μια
διαιώνιση τής επιβολής πάνω του ενός γένους αταίριαστου με το φύλο του." Αθανασόπουλος: (1992), σ. 221.
21

αμάρτημα που της χρέωνε, την έλλειψη αγάπης προς τον Γεωργή. Δεν μπορούσε να αφήσει να την συγχωρήσει ο
Θεός, γιατί πρώτα εκείνος δεν την είχε συγχωρήσει. Δεν είχε συγχωρήσει, όμως, ούτε τον εαυτό του γι' αυτό που
αισθανόταν, δηλαδή, ζήλεια. Αποτολμώντας μια μεταχρονολογημένη ψυχανάλυση θα λέγαμε ότι ο ενήλικος
Γεώργιος Βιζυηνός θα ήταν λιγότερο θυμωμένος με την μητέρα του και τα αισθήματά του προς αυτήν, εάν
γνώριζε τον σχεδόν σύγχρονό του Pavel Florensky, που βλέπει την ζήλεια ως αρνητική μορφή αυθεντικής
αγάπης: "Eίναι αναγκαία συνθήκη και όψη της αγάπης απαραίτητη, αλλά τιμωρητική, έτσι ώστε όποιος θα ήθελε
να εξαφανίσει τη ζήλεια θα εκμηδένιζε μαζί και την αγάπη"64. Αλλά στην εποχή του Βιζυηνού η επανάσταση της
επιστήμης που σπούδασε ήταν στα σπάργανα. Και η συγχώρεση έμεινε μετέωρη65. Πώς, λοιπόν, θα απάλλασσε
την μητέρα του τόσο εύκολα από την ενοχή που θα έπρεπε να αισθάνεται;

64
Φλωρένσκι: (2006), σ. 41.
65
Τελικά, δηλαδή δεν ήλθε αυτό που ισχυρίζεταιο Ν. Τσούρας: "Μόνο η συγγνώμη, το έλεος που έρχεται
συνήθως αργά, στο τέλος, κλείνει τον κύκλο του θανάτου, λύνει, "ως από μηχανής θεός, το δράμα και τους
λυτρώνει από τα ψυχικά τους δεσμά". Τσούρας: (1996), σ. 1422.
22

8. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

• Αθανασόπουλος, Β., Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού, Καρδαμίτσας, Αθήνα, 1992.
• Alexiou Margaret, Ο Τελετουργικός Θρήνος στην Ελληνική Παράδοση, μτφρ. Δημήτρης Ν.
Γιατρομανωλάκης -Παναγιώτης Α. Ροΐλος, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2002.
• Αριές Φ., Δοκίμια για το Θάνατο στη Δύση από το Μεσαίωνα ως τις Μέρες μας, μτφρ. Καρίνα
Λάμψα, εκδ. Γλάρος, Αθήνα 1988.
• Βιζυηνού Γ., Τα Ποιήματα, εκδ. Φέξη, Αθήναι 1916.
• Βιζυηνού Γ.Μ., "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου", Νεοελληνικά διηγήματα, Ερμής, Αθήνα
1980: 60-103.
• Βιζυηνού Γ.Μ., "Το αμάρτημα της μητρός μου", Νεοελληνικά διηγήματα, Ερμής, Αθήνα 1980: 3-
27.
• Dumont L., Δοκίμια για τον ατομικισμό, Paris 1983, μετάφρ. Μπ. Λυκούδης, Αθήνα 1988.
• Κρανιδιώτης Παντελής, «Βιζυηνός, αυτοκαταγραφόμενος και ψυχολογών, ετεροαναλυόμενος και
μη», Διαβάζω, τευχ. 278, Αθήνα 1992.
• Μουλλάς Παναγιώτης, «Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ.Μ. Βιζυηνός», Νεοελληνικά
διηγήματα,Αθήνα, Ερμής, 1980.
• Ξηρέας Μ., Άγνωστα βιογραφικά στοιχεία και κατάλοιπα του Βιζυηνού, Λευκωσία, 1949.
• Παναγιωτόπουλος, Ι. Μ., "Γεώργιος Βιζυηνός", Εισαγωγή στο Γεώργιος Βιζυηνός, επιμέλεια Ι. Μ.
Παναγιωτόπουλου, Βασική Βιβλιοθήκη 18, Αετός, Αθήναι 1954.
• Σιδερά-Λύτρα Π., «Ψυχοθεραπευτικά ψεύδη στα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού», Νέα Εστία, τευχ.
1694, Αθήνα 1998.
• Τσούρας Νίκος, «Ο Βιζυηνός μέσα από το έργο του», Νέα Εστία, τευχ. 1664, Αθήνα 1996.
• Φρόυντ Σίγκμουντ, Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση, μτφ. Λ. Αναγνώστου, Επίκουρος, Αθήνα 1996.
• Φλωρένσκι Παύλος, Η ζήλεια, μτφρ. Πάολα Ψαρρού, Ίνδικτος, Αθήνα 20062.
• Χρυσανθόπουλος Μ., Γεώργιος Βιζυηνός: μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Εστία, Αθήνα, 1994.

You might also like