Professional Documents
Culture Documents
P3010 SM
P3010 SM
P3010 SM
Λέγοντας όμως περί Δικαίου, ας ρίξουμε μία ματιά στα κυριότερα Νομοθετικά έργα
των Βυζαντινών χρόνων. Η πρώτη απόπειρα, έλαβε χώρα επί των ημερών του
του Θεοδοσιάνιου εγχειρήματος, έγινε την εποχή του Ιουστινιανού τον 6ο αιώνα,
μέσω της κωδικοποιήσεως του Ρωμαϊκού Δικαίου, σε ένα σώμα υλικού, το λεγόμενο
και «Corpus Iuris Civilis», που αποτελείτο από τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος
μέρος είχε τον τίτλο «Εισηγήσεις» (Instituta) και αποτελούσε στην ουσία μία
σύνοψη, ένα πρακτικό εγχειρίδιο θα λέγαμε στα χέρια των σπουδαστών των
σύντομη περίληψη του Corpus Iuris Civilis, προσαρμοσμένη όμως στις ανάγκες της
εποχής του.
Την εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας, τώρα, – μέσα 9ου έως μέσα 11ου –
βλέπουμε μία σημαντική και αξιόλογη παραγωγή Νομοθετημάτων. Έτσι έχουμε την
αναφορά για την ανεξαρτησία του Πατριαρχικού Λόγου. Επίσης, την ίδια εποχή, τον
παρουσίαση των «Βασιλικών», του δεύτερου πιο σημαντικού κώδικα μετά τον
Σύνοψις των Βασιλικών» στα μέσα του 10ου αιώνος, «Ο Τιπούκειτος» τον
11ο, «Η Σύνοψη των Νόμων» επίσης τον 11ο, «Το Πόνημα Νομικόν» τον ίδιο
αιώνα, όπως και «Η Πείρα». Το πιο άξιο λόγου έργο όμως της Ύστερης Βυζαντινής
εξουσία υπήρξε, φυσικά, απόλυτη αλλά και καταλυτική. Κατά συνέπεια και το δίκαιο
δεν μπορούσε να ξεφύγει αυτού του κανόνος. Το περιεχόμενό του, ήταν στην ουσία
εκφράζονταν μέσα από μία σειρά Νεαρών, που εξέδιδαν σε τακτά χρονικά
δημιουργός των Νόμων ήταν ο αυτοκράτορας, εντούτοις Πηγή τους εμφάνιζε τον
Θεό και αυτό για να συμπεριλάβει με τον μανδύα της Ιερότητος τις όποιες
κρατούσα άποψη περί του απόλυτου Κριτού και Νομοθέτη, του αυτοκράτορος. Αυτό
αποτελούσε και ένα είδος δόγματος στο Βυζάντιο. Να σημειώσουμε, μόνο, πως την
δύσκολη αυτή προσπάθεια ανέλαβε να φέρει εις πέρας με μία δεκαεξαμελή επιτροπή
παρεμβαίνοντας
στα
Ρωμαϊκής Νομοθεσίας. Έτσι, θα αποτελούσε ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των
δικαστών, στην προσπάθειά τους για καλύτερη απονομή της δικαιοσύνης. Πάντοτε
όμως υπό το άγρυπνο βλέμμα του ανωτάτου άρχοντος, του αυτοκράτορος. Άλλωστε
οιαδήποτε νομική δυσερμηνεία οδηγούσε αναγκαστικά στον ίδιο, καθόσον μόνο
κράτους έπρεπε να είναι συνεχής και αρμονική. Οι νόμοι, επομένως, που εντάσσοντο
άλλωστε και τον βασικότερο στόχο του Ιουστινιανού με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα.
Κατά την διάρκεια της δυναστείας των Ισαύρων, τώρα, και συγκεκριμένα κατά τα
έτη της βασιλείας του ιδρυτού της Λέοντος Γ’ (717-741), επιχειρήθηκε μία νέα
επιτομή του Corpus Iuris Civilis και στόχευε στην προσαρμογή του δικαίου στις
κράτους. Αφορούσε κυρίως ποινικά αδικήματα και προέβλεπε την ποινή του
οποία όμως παρέμεινε για ορισμένα εξ΄αυτών, τα ιδιαιτέρως ειδεχθή. Είναι βεβαίως
συζητήσιμο, εάν, και κατά πόσο ήταν προτιμώτερος ο ακρωτηριασμός από τον
θάνατο, δεδομένου ότι, το μέτρο αυτό συνιστούσε για πολλούς έναν εκβαρβαρισμό
του Ρωμαϊκού Δικαίου. Συν τοις άλλοις, έδειχνε και έναν επηρεασμό από πρακτικές
της Ανατολής. Το γεγονός αυτό, από μόνο του, δε συνάδει με τις αντιλήψεις περί
του «Πρώτου Χριστιανικού Κώδικα» και το πλήθος των βιβλικών κειμένων που
επήρεια των μεταβολών των κοινωνικών συνθηκών, όπως στην περίπτωση του
χρόνια των Μακεδόνων. Κυρίως, αυτό φαίνεται από την έκδοση ορισμένων Νεαρών
από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, όπου δίδεται περαιτέρω νομική κάλυψη στο δικαίωμα του
Βυζαντινού Μονάρχη να συγκεντρώσει υπό τον έλεγχό του το σύνολο της κρατικής
εξουσίας. Οι διακηρύξεις του τύπου, ο αυτοκράτορας υπεράνω των νόμων και περί
παντοδυναμία σε όλο της το μεγαλείο. Συνεπώς, δεν προξενεί εντύπωση πως στην
διαφορά με τον Ιουστινιανό, όμως, είναι πως ο ίδιος, κάπου παραδέχονταν την
υπεροχή των νόμων, έτσι ώστε, να αναγκάζεται να υπακούει και ο ίδιος σε αυτούς.
Το πρότυπο αυτό, του ηγεμόνα δηλαδή που υποτάσσεται και ο ίδιος στους νόμους,
ήταν, σύμφωνο με την έννοια της «Εννόμου Επιστασίας». Εδώ, φαίνεται καθαρά
κάποιο χωρίο των Βασιλικών, που προβλέπει πως σε κάθε περίπτωση που ο νόμος
καθίστανται ελλιπής και παρουσιάζει κενά, τότε, αυτά έρχεται να τα καλύψει
Νομοθεσία του Βυζαντίου, μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης, στα μέσα του
15ου αιώνος, στους οθωμανούς. Αυτό δε, κατοχυρώνεται κυρίως κατά την διάρκεια
του 12ου αιώνος επί βασιλείας Μανουήλ Α΄ Κομνηνού, όπου ορίστηκε ρητώς, πως
το Ιουστινιάνειο.
μνεία στο θέμα των «Δύο Εξουσιών», του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη. Οι δύο
αυτοί σημαντικότεροι θεσμοί του Βυζαντινού κράτους, αποτελούσαν ταυτόχρονα και
τους πόλους εξουσίας, εξέφραζαν δε, ο μεν Αυτοκράτωρ την κεφαλή της κοσμικής
και κατ΄ επέκταση της πολιτικής εξουσίας, ενώ ο Πατριάρχης ήταν η κεφαλή της
καθήκοντά τους, όπως και τα διαχωριστικά όρια των εξουσιών τους. Η νέα αυτή
υπήρχαν δύο διαφορετικές εξουσίες, αλλά δύο μορφές εμφάνισης της μόνης
ανενεργός από τον Λέοντα τον ΣΤ΄, έναν άκρως απολυταρχικό μονάρχη.
δύναμη των αριστοκρατών γαιοκτημόνων για μια σειρά από λόγους. Αυτοί οι λόγοι
αξιώσεις στον αυτοκρατορικό θρόνο. Τέλος, για οικονομικούς λόγους ήταν πιο
του βυζαντίου σε όλους τους τομείς, επομένως και στο δίκαιο. Κάτω από αυτές τις
δυσοίωνες συνθήκες, δεν υπήρχε η σκέψη για τη σύνταξη νέων νόμων, παρά μόνο
ευρετήριο των Βασιλικών. Αλλά και η Μεγάλη Σύνοψη των Βασιλικών είναι στην
ουσία μία περίληψή τους. Ακόμη, να τονίσουμε πως γίνεται μία προσπάθεια για την
Επιστημών. Τέτοια ήταν η Σύνοψη των Νόμων, του Μιχαήλ Ψελλού και το Πόνημα
αιώνα. Στα έξι βιβλία της, βλέπουμε μία ταξινόμηση του υπάρχοντος ποινικού και
αστικού δικαίου. Και αυτό διότι, οι ανάγκες της εποχής ζητούσαν τη συγγραφή ενός
από το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος στη θέση του αστικού δικαίου έως τα μέσα του
20ου αιώνος.
πλούσιο ανατολικό τμήμα της και ο δεύτερος ο χριστιανισμός. Η νέα θρησκεία, είχε
αναπτύξει ιδιαίτερα μεγάλη δυναμική μετά την παύση των τελευταίων διωγμών επί
αυτοκρατορίας. Το κύρος της Εκκλησίας, έτσι, αυξήθηκε και επομένως μετά την
εύνοια του Μ. Κωνσταντίνου, πέρασε στο στάδιο της προνομιακής μεταχείρισής της
και τέλος στην επιβολή της χριστιανικής θρησκείας σε όλους τους υπηκόους της
συγκεκριμένους κανόνες και υποδείγματα, ώστε από την μία να είναι αρεστός στον
Θεό, αλλά και από την άλλη να εμπνέει εμπιστοσύνη στους υπηκόους του.
ήταν ο «Νομοκανών», ένα έργο όπου η τελική έκδοσή του έγινε από τον Θεόδωρο
Βαλσαμώνα τον 12ο αιώνα. Υπάρχει, μάλιστα, διάχυτη η άποψη, τόσο από τον
και σε άλλα ζητήματα, εκτός αυτών των οποίων όριζε η εν λόγω Νεαρά,
όγκο υποθέσεων. Γεγονός όμως ήταν, πως με την πάροδο των αιώνων και ιδιαίτερα
στους τελευταίους δύο, προ της οριστικής πτώσης του Βυζαντίου, η ισχύς του
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1978, Τόμοι Ζ, Η, Θ
2. Β. Πέννα, Βυζάντιο και Ελληνισμός, Εκδόσεις Ε.Α.Π, Πάτρα, 1999, Κεφάλαιο 1