Professional Documents
Culture Documents
(ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ) (Le Blues Entre Les Dents)
(ΡΟΒΗΡΟΣ ΜΑΝΘΟΥΛΗΣ) (Le Blues Entre Les Dents)
http://vinylmine1.rssing.com/browser.php?indx=10674426&item=264
Την γαλλική ταινία του Ροβήρου Μανθούλη Le Blues Entre les Dents (ή Μπλουζ
με Σφιγμένα Δόντια, όπως έγινε γνωστή στην Ελλάδα), παραγωγής 1973, την είδα
για πρώτη φορά την 19/2/1996 στο Γαλλικό Ινστιτούτο (μάλλον αργά δηλαδή,
παρότι την «κυνηγούσα» από τα χρόνια του ’80), στο πλαίσιο του
προγράμματος Κινηματογράφος & Πραγματικότητα (Cinéma et Réalité), ενώ,
έκτοτε, την ξαναείδα κανα-δυο φορές ακόμη.
Πότε προβλήθηκε για πρώτη φορά το "Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια" στην Ελλάδα;
Δεν είμαι απολύτως βέβαιος, αν και η κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη από την
εφημερίδα Το Βήμα τής 3/2/1976, όπως αναδημοσιεύεται στο βιβλίο Λεξικό
Ταινιών με Κριτικές του Βασίλη Ραφαηλίδη / Τόμος ΙΙ / Κ-Μπέργκμαν [Αιγόκερως,
Αθήνα 1982], πιθανώς να δείχνει το «πότε;». Για την μορφή της ταινίας δεν έχω
να πω πολλά – τα λέει ο αείμνηστος Ραφαηλίδης εξάλλου – αν και θέλω να
σημειώσω τον επιτυχή συνδυασμό ντοκιμαντέρ και ταινίας με υπόθεση. Πράγματι,
είναι άλλο πράγμα να βλέπεις τον Furry Lewis (1893-1981), έναν
σημαντικότατο bluesman που για 30 χρόνια (1929-1959) ήταν δισκογραφικώς
χαμένος, να χειρίζεται με τέτοια δύναμη και πάθος την κιθάρα του, ή τον Bukka
White (1909-1977) να αυτοσχεδιάζει μπροστά στο «μάτι» της κάμερας. Στην
ταινία εμφανίζονταν ακόμη ο Roosevelt Sykes (1906-1983), ο Sonny Terry (1911-
1986) με τον Brownie McGhee (1915-1996), ο B.B. King, οι αχώριστοι,
τότε, Buddy Guyκαι Junior Wells (1934-1998),o Mance Lipscomb (1895-1976) και
ακόμη o πολύ τρανός Robert Pete Williams (1914-1980) – μία blues «κατηγορία»
μόνος του. Από την άλλη μεριά, η μυθοπλαστική εικόνα της ζωής του νέου μαύρου
ζευγαριού (που πήγαζε, λες, μέσα από τα ίδια τα τραγούδια), υπογράμμιζε, με
έκδηλο τρόπο, την καθημερινή και βιωμένη σκληρότητα, με όλη εκείνη τη
μοιρολατρική αντίληψη που διαπνέει σχεδόν κάθε διάστασή της. Όπως γράφει και
ο Christian Zimmer στο βιβλίο του Κινηματογράφος και Πολιτική [Εξάντας, Αθήνα
1976]: «Το μπλουζ είναι επίσης μια τέχνη εγκατάλειψης, που προσφέρει στον
μαύρο ένα καθαρό αισθητικό ξεπέρασμα των προβλημάτων του και που μ’ αυτόν
τον τρόπο του αφαιρεί τον πόθο για ένα πολιτικό ξεπέρασμα.(…) Κι εδώ βρίσκεται
ο κίνδυνος. Ζαλισμένος από το να τραγουδάς τη ζωή σου, καταλήγεις να ξεχνάς
ότι ίσως πρέπει να την αλλάξεις». Σε κάθε περίπτωση, και ανεξαρτήτως της
κουβέντας που μπορεί να αναπτυχθεί γύρω από τα blues, η ταινία του Ροβήρου
Μανθούλη αποτελεί υπόδειγμα μουσικού ντοκιμαντέρ, και πρόδρομος όσων άλλων
(σχετικών) θ’ ακολουθούσαν.
Όσον αφορά στο βιβλίο Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια θα έλεγα πως είναι πολλάκις
διαφωτιστικό, καθότι αποτελεί το χρονικό της εξέλιξης των γυρισμάτων, αλλά όχι
μόνον αφού συνδυάζεται με «αλήθειες» ευρύτερης αξίας σχετικές με την
αφροαμερικανική μουσική παράδοση. Για ορισμένες απ’ αυτές, ελάχιστες, μπορεί,
προσωπικώς, να έχω σχηματίσει μίαν άλλη άποψη, αλλά σε γενικές γραμμές οι
«αλήθειες» τού Μανθούλη, που λειτουργούν με την συμπυκνωμένη δύναμη του
σλόγκαν, αξίζουν τόσο (θα έλεγα) όσο και οι μαρτυρίες των ανθρώπων. Πόσω
μάλλον, όταν προέρχονται όχι από κάποιον μουσικογραφιά, με τα όποια αισθητικής
ή άλλης φύσεως κολλήματα, αλλά από έναν παρατηρητή της κάμερας, που ναι μεν
διάβασε και συλλογίστηκε, αλλά που, ταυτοχρόνως, είδε. Σταχυολογώ μερικές:
«Η γενιά της αμφισβήτησης άκουγε ποπ και ροκ, οι μικροαστοί φανκ, σόουλ και
Τζέιμς Μπράουν».
«Εμείς λέμε ‘τα μπλουζ’. Στα αγγλικά η λέξη είναι στον ενικό».
«Όσο τα μπλουζ ανεβαίνανε στα βόρεια και στις μεγαλουπόλεις χάνανε την
αθωότητα της υπαίθρου και ερχόμενα σε επαφή με πιο επαγγελματίες μουσικούς
κερδίζανε σε τεχνική και ύφος».
«Τα μπλουζ έχουν δύο ρίζες. Τα τραγούδια της δουλειάς, τα worksongs και το
γκόσπελ, τους θρησκευτικούς ύμνους».
«Τα μπλουζ είναι μοιρολατρικά τραγούδια, δεν έχουν διέξοδο. Ο Μπι Μπι Κινγκ
κατάφερνε, όταν ήθελε, να τα γυρίσει σε ποζιτιβίστικη γιορτή».
«Να και δύο μπλούζμεν που είχαν τηλέφωνο» (σ.σ. αναφερόμενος στους Sonny
Terry & Brownie McGhee).
Αξίζει, τέλος, να πω λίγα λόγια για τον Επίλογο που συμπληρώνει την έκδοση,
επειδή κι εκεί διαβάζουμε ενδιαφέροντα στοιχεία. Βασικά, καταγράφονται εν τάχει
ολιγόλογα βιογραφικά, ή μάλλον μία απλή εντύπωση (προτιμότερο) για
κάποιους bluesmen, οι οποίοι κρίνονται ως σημαντικοί από τον συγγραφέα – από
τον Lead Bellyκαι τον Big Bill Broonzy, μέχρι τον Buddy Guy και τον Junior Wells.
Ανάμεσά τους εμφανίζονται και κάποιοι λευκοί, όπως π.χ. η Janis Joplin, αλλά το
όνομα που, προσωπικώς, με είχε παραξενέψει (όταν διάβαζα το βιβλίο) ήταν
εκείνο της Karen Dalton (1937-1993). Μία ξεχωριστή τραγουδίστρια που
ηχογράφησε μόλις δύο LP ενόσω ζούσε (χωρίς ούτε ένα δικό της τραγούδι
ανάμεσα – αλλά και τι μ’ αυτό, αφού όλα τα μετέτρεπε σε δικά της!) και η οποία
φαίνεται πως είχε ως είδωλό της την Billie Holiday.«Την ανακάλυψα σ’ ένα
γύρισμα που έκανα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, στο κλαμπ Gaslight»
γράφει ο Μανθούλης. «Όταν μεταδόθηκε το φιλμ από την Γαλλική Τηλεόραση το
1970, έσπασαν τα τηλέφωνα ‘ποια είναι και που είναι’. Ο Σταρκ, μάνατζερ της
Μιρέιγ Ματιέ, έσπευσε στη Νέα Υόρκη να την κλείσει, αλλά η Ντάλτον είχε
εξαντληθεί τόσο από τις ουσίες που έπαιρνε, ώστε δεν ήταν σε θέση να
τραγουδήσει πια».
Η συνύπαρξη της κινηματογραφικής τέχνης με την ίδια την ζωή (ή έστω με την
αποτύπωσή της στο φιλμ), δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε ακίνδυνη. Ο Ροβήρος
Μανθούλης, στο 56σέλιδο πρόγραμμα των εκδηλώσεων Κινηματογράφος &
Πραγματικότητα / Φεβρουάριος ’96, υποστηρίζει πως σ’ αυτή τη σχέση ενεδρεύει
συχνά… η δημαγωγία, ή, αντίθετα, η αφομοίωση του έργου από το κέλυφος της
πραγματικότητας, ή ακόμα, το χειρότερο απ’ όλα, η ποιητική αφυδάτωση.
Στο Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια η ποίηση μοιάζει κάπως σαν ανεξόφλητος
λογαριασμός. Σαν κάτι που έρχεται από πολύ μακριά, αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο,
αλλά καταγραμμένο ίχνος…
Tip (δια χειρός Μανθούλη). «‘Τι γίνεται η παλιά μας φίλη;’ με ρώτησε κάποτε ο
Γκάτσος στο πατάρι του Λουμίδη. ‘Ποια; Η Λίλη Μακ;’ τον ρώτησα ξαφνιασμένος.
‘Όχι βρε αδερφέ. Η Ποίηση!’»…