Χριστιανισμός Και Διηνεκής Φιλοσοφία

You might also like

Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 4

Χριστιανισμός και Διηνεκής φιλοσοφία, Τζέιμς Κάτσινγκερ

Θεολόγοι και φιλόσοφοι της θρησκείας κατανόησαν την διηνεκή φιλοσοφία με δύο
διακριτούς τρόπους. Ανάμεσα στους παπικούς συγγραφείς, αυτούς που
επηρεάσθηκαν ιδιαίτερα από τις διδαχές του Αγίου Θωμά Ακινάτη, συνδέεται συχνά
με την κλασσική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης και αναφέρεται σε
πεποιθήσεις σχετικά με τον Θεό, την ανθρώπινη φύση, την αρετή, και την γνώση τις
οποίες οι εκκλησιαστικοί πατέρες και οι μεσαιωνικοί σχολαστικοί μοιράζονται με
τους προ-χριστιανούς φιλοσόφους, ειδικά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η
λατινική έκφραση “philosophia perennis”, «διηνεκής φιλοσοφία», χρησιμοποιήθηκε
πιθανόν για πρώτη φορά με αυτήν την έννοια από τον Agostino Steucho, έναν
βιβλιοθηκάριο του Βατικανού, και τέθηκε σε χρήση κατά τον πρώιμο δέκατο όγδοο
αιώνα από τον φιλόσοφο Leibniz. Πιο πρόσφατα, η φράση χρησιμοποιήθηκε με έναν
ευρύτερο τρόπο για να δηλώσει την ιδέα πως όλες οι μεγάλες θρησκευτικές
παραδόσεις του κόσμου είναι εκφράσεις μίας μοναδικής σωτηριώδους αλήθειας.
Συγκρίνοντας αυτήν την αλήθεια με ένα αιώνιο άνθος, ένας περεννιαλιστής
ισχυρίζεται πως υπάρχει μία θεϊκή Πηγή κάθε γνώσεως, η οποία άνθιζε διαρκώς κατά
την ιστορία. Οι μεγάλες θρησκείες, συμπεριλαμβανομένου του Ινδουισμού, του
Βουδισμού, του Ταοϊσμού, του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλάμ, είναι
διαφορετικές μορφές αυτής της σοφίας και μερικές φορές αναφέρονται ως μονοπάτια
που οδηγούν στην ίδια κορυφή ή ως διάλεκτοι μίας κοινής γλώσσας.

Κατανοητή με αυτή την δεύτερη σημασία, η διηνεκής φιλοσοφία εκλαϊκεύτηκε τον


εικοστό αιώνα από τον Aldous Huxley σε ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο (1946). Οι
πλέον γνωστοί και αξιόλογοι εκφραστές της, ωστόσο, είναι οι Ananda
Coomaraswamy, Rene Guenon, και ειδικά ο Frithjof Schuon, του οποίου η
«Υπερβατική Ενότητα των Θρησκειών» (1948) είναι αξιοσημείωτης σημασίας για
τον προσδιορισμό της σύγχρονης περεννιαλιστικής οπτικής. Σύμφωνα με τον Σουόν
και αυτούς της σχολής του, μία διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στην εξωτερική ή
εξώτατη και την εσωτερική ή εσώτατη διάσταση των θρησκειών. Από εξωτερικής
απόψεως τα δόγματα των θρησκειών του κόσμου είναι ξεκάθαρα διαφορετικά, ακόμα
και αντικρουόμενα, όπως μπορεί να φανεί στις θεολογίες τους. Η Ινδική παράδοση,
παραδείγματος χάριν, περιλαμβάνει πολλούς θεούς, ο Ιουδαϊσμός επιμένει ότι
υπάρχει μόνο ένας Θεός, και ο Βουδισμός διακηρύσει το ερώτημα περί Θεού ως
αμφιλεγόμενο. Η πάλι, ο Χριστιανισμός πιστεύει ότι ο Θεός είναι Τριάδα και πως ο
θείος Υιός ενσαρκώθηκε ως Ιησούς Χριστός, πεποιθήσεις ρητώς απορριπτέες από το
Ισλάμ. Σύμφωνα με την διηνεκή φιλοσοφία, ωστόσο, αυτές οι εξωτερικώς
αποκλίνουσες διδασκαλίες, προνοητικά προσαρμοσμένες στις πνευματικές,
ψυχολογικές, και πολιτισμικές ανάγκες διαφορετικών λαών σε διαφορετικά στάδια
της ιστορίας, μπορούν να συμφιλιωθούν εσωτερικώς από αυτούς που έχουν
συναίσθηση των μεταφυσικών και συμβολικών νοημάτων τους και που είναι έτοιμοι
να ακολουθήσουν το χρυσό νήμα του δογματικού γράμματος στο βαθύτερο
πνευματικό νόημα του. Αυτός είναι ο λόγος που κανείς βρίσκει τέτοια αξιοπρόσεκτη
ομοφωνία ανάμεσα στους μεγάλους μυστικούς και σοφούς, όπως τον Shankara στον
Ινδουισμό, τον Ibn Arabi στο Ισλάμ, και τον Meister Eckhart στον Χριστιανισμό. Η
διηνεκής φιλοσοφία θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως πλουραλισμός, αν και με
δύο σημαντικούς όρους. Πρώτον, σε αντίθεση με πολλούς πλουραλιστές, οι διηνεκείς
φιλόσοφοι δεν θεωρούν κάθε θρησκευτική παράδοση ως έγκυρη, αλλά διαχωρίζουν
ανάμεσα σε αληθινές θρησκείες και σε κίβδηλες, ανθρώπινες ή δαιμονικές και, εντός
αυθεντικών παραδόσεων, ανάμεσα σε ορθόδοξες και αιρετικές μορφές. Κάποια
μονοπάτια οδηγούν ευθέως προς την κορυφή, ενώ άλλα κάνουν ατέρμονους κύκλους
γύρω από τη βάση, ή οδηγούν μακριά προς την έρημο. Δεύτερον, ενώ ο
πλουραλισμός βλέπει την θρησκεία ως αποτέλεσμα της προσπάθειας του ανθρώπου
να φτάσει σε μία θεϊκή Πραγματικότητα η οποία ποτέ δεν μπορεί να γνωσθεί ως είναι
αφ’ εαυτής, ο περεννιαλισμός διδάσκει ότι οι αληθινές ή ορθόδοξες θρησκείες του
κόσμου είναι άμεσα αποκαλυμμένες από αυτήν την Πραγματικότητα, κάθε μία
αντιπροσωπευόμενη σε ένα αρχέτυπο μέσα στον θείο νου. Οι αποκαλυμμένες
παραδόσεις δεν συνιστούν μερικές ή συμπληρωματικές αλήθειες, οι οποίες θα πρέπει
να συνδυασθούν συγκρητιστικά ώστε να επιτευχθεί μία ολοκληρωτική κατανόηση.
Κάθε μία είναι, μάλλον, πλήρως αληθή, με την έννοια ότι προμηθεύει τους οπαδούς
της με οτιδήποτε χρειάζονται για να επιτύχουν την ύψιστη ή πλέον ολοκληρωμένη
ανθρώπινη κατάσταση, μία κατάσταση στην οποία θα δύνανται να επιβεβαιώσουν
εμπειρικά την αλήθεια μέσω της μετοχής τους στην ίδια την φύση του Θεού.

Πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο παραδοσιακός Χριστιανισμός είναι σε μεγάλο βαθμό


εχθρικός προς την διηνεκή φιλοσοφία. Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς των άλλων
θρησκειών, οι περισσότεροι χριστιανοί είναι είτε εξκλουσιβιστές, αρνούμενοι την
σωτηρία οποιουδήποτε εκτός Εκκλησίας, είτε ινκλουσιβιστές, επεκτείνοντες την
δυνατότητα σωτηρίας μόνο σε αυτούς τους μη χριστιανούς οι οποίοι έχουν απόλυτη
άγνοια του Ευαγγελίου αλλά που βρίσκονται μέσα στην Εκκλησία λόγω της
επιθυμίας τους για σωτηρία και ως εκ τούτου ωφελούνται από το λυτρωτικό έργο του
ενσαρκωμένου Υιού. Αλλά το να πεις, όπως ο περεννιαλισμός, πως ο Χριστιανισμός
είναι μία ακόμη, ανάμεσα σε άλλες αποκαλυμμένες θρησκείες και πως οι μη
χριστιανοί δύνανται να σωθούν ανεξάρτητα από τα γεγονότα του Ευαγγελίου,
φαίνεται στους περισσότερους χριστιανούς ως αντίθεση στην πίστη τους. Από την Β’
Βατικάνεια Σύνοδο, για παράδειγμα, η Παπική Εκκλησία υιοθέτησε μία κυρίως
ινκλουσιβιστική θέση, αναγνωρίζοντας την παρουσία βέβαιων μερικών αληθειών σε
άλλες θρησκείες, και όμως στην διακήρυξη της “Dominus Iesus” (2000) απορρίπτει
ρητώς την ιδέα ότι μπορεί να υπάρχουν διέξοδοι σωτηρίας πέρα από τον Ιησού
Χριστό, του οποίου το ιστορικό πάθος, ο θάνατος και η ανάσταση είναι τα
ουσιαστικά μέσα για την σωτηρία όλων. Σύμφωνα με τον Schuon και άλλους
περεννιαλιστές αυτή η κυριαρχούσα τάση ανάμεσα στους Χριστιανούς δεν πρέπει αν
προκαλεί έκπληξη, ούτε πρέπει να αμφισβητηθεί η χρησιμότητα της για την μεγάλη
πλειοψηφία των πιστών. Ο βασικότερος σκοπός κάθε θρησκείας είναι να εξασφαλίσει
την σωτηρία όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, και οι πλείστοι άνθρωποι,
χριστιανοί ή άλλοι, δύνανται να εκλάβουν στα σοβαρά την παράδοση τους μόνον
εφόσον είναι πεπεισμένοι πως είναι η καλύτερη, αν όχι η μοναδική, οδός προς
προσέγγιση του Θεού. Οι επικριτές επιχειρηματολογούν πως η Καινή Διαθήκη,
εκλαμβανόμενη ως όλο, αντιτίθεται στην διηνεκή φιλοσοφία, και αυτό είναι σε
γενικές γραμμές αληθές. Οι μουσουλμάνοι μπορούν να προσφέρουν μία αντίστοιχη
κριτική, και θα έχουν δίκιο εάν πουν πως το Κοράνιο, όσο και αν κάποιες φορές
αναφέρεται θετικώς στους Λαούς της Βίβλου, εντούτοις δίνει προτεραιότητα σε
όσους ακολουθούν το παράδειγμα του Μωάμεθ. Όμως για τον περεννιαλιστή αυτό
απλώς δείχνει πως ο βασικός στόχος των θρησκειών του κόσμου, ξεκινώντας με τις
γραφές και τις αποστολικές αρχές τους, είναι να βοηθήσουν τους οπαδούς τους να
παραμείνουν πιστοί σε μία ενιαία μορφή σωτηριώδους αλήθειας, και όχι να θέσουν
τα θεμέλια για δια-θρησκειακούς διαλόγους. Από την άλλη, με δεδομένη την κοινή
προέλευση των θρησκειών σε μία υπερβατική Πηγή η οποία, καθώς όλες οι
παραδόσεις πιστοποιούν οι ίδιες, ξεπερνάει απείρως ακόμη και τις δικές της αυτό-
εκφράσεις, είναι στην φύση των πραγμάτων ότι οι γραπτές και δογματικές
διατυπώσεις κάθε θρησκείας θα έπρεπε να περιλαμβάνουν ορισμένα ανοίγματα ή
ενδείξεις για την υποβόσκουσα εγκυρότητα της διηνεκούς φιλοσοφίας. Αυτές οι
ενδείξεις μπορούν να βρεθούν όχι μόνο στην περιφέρεια των θρησκευτικών
παραδόσεων, αλλά στα πλέον κεντρικά και ουσιαστικά τους δόγματα.

Αυτή είναι οπωσδήποτε η περίπτωση του Χριστιανισμού, όπου ένα από τα πιο
σημαντικά ανοίγματα μπορεί να βρεθεί στην παραδοσιακή κατανόηση του Προσώπου
του Χριστού. Οι χριστιανοί που υποστηρίζουν πως η θρησκεία τους είναι είτε
μοναδικώς είτε αποκλειστικώς αληθής, συχνά υποστηρίζουν την θέση τους
επικαλούμενοι τα λόγια του Χριστού, «εγώ είμαι η οδός, και η αλήθεια και η ζωή,
κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα παρά μέσω Εμού.» (Ιωάννης, 14:6). Σύμφωνα με
τους περεννιαλιστές θεολόγους, ωστόσο, μία εξκλουσιβιστική, ή ακόμη και
ινκλουσιβιστική ερμηνεία αυτού και άλλων αποσπασμάτων δεν είναι με κανένα
τρόπο αναγκαία, και ίσως μάλιστα να προδίδει μία αιρετική Χριστολογία. Διότι στο
ανεπτυγμένο δόγμα των οικουμενικών συνόδων, το αληθινό πρόσωπο του Χριστού,
ήτοι, το υποκείμενο που σκέπτεται τις σκέψεις του, ομιλεί τα λόγια του και είναι ο
συντελεστής όλων του των πράξεων, είναι ο αιώνος Λόγος ή Υιός του Θεού, το
Δεύτερο Πρόσωπο της Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ένας άνθρωπος που
υιοθετήθηκε από τον Θεό, ούτε κάποιος στον οποίο ο Θεός ενοίκησε την παρουσία
του, ούτε ένα ενδιάμεσο ον δημιουργημένο από το Θεό ως το ανώτατο των
κτισμάτων, ούτε πάλι ένα σύνθετο ον, εν μέρει θείο και εν μέρει ανθρώπινο. Ποιος
είναι ο Ιησούς, είναι ο θείος Υιός, «ομοούσιον τω Πατρί, δι' ου τα πάντα εγένετο»
(Σύμβολο της Νίκαιας). Από όλα τα Ευαγγέλια, το Κατά Ιωάννη είναι το πιο
εμφατικό σε αυτό το θέμα, καθώς το ίδιο Πρόσωπο που λέει για τον εαυτό του πως
είναι η μόνη οδός προς τον Πατέρα λέει επίσης «Πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί»
(Ιωάννης 8:58), ένα απόσπασμα του οποίου οι τόνοι υποσκάπτουν την ταυτοποίηση
του Χριστού με ένα αυστηρά χρονικό σύνολο σωτηριωδών γεγονότων. Οι χριστιανοί
περεννιαλιστές συμπεραίνουν ότι είναι σφάλμα να συγχέουμε την μοναδικότητα του
μονογενούς και αιωνίου Υιού του Θεού με την φερόμενη μοναδικότητα της ιστορικής
του εκδηλώσεως στην Παλαιστίνη του 1ου αιώνος. Δίχως να αρνούνται πως υφίσταται
μόνο ένας Υιός του Θεού, ή πως μόνον αυτός είναι ο υπεύθυνος για την σωτηρία, ή
πως ο Ιησούς Χριστός είναι αυτός ο Υιός, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν Βιβλικές
ή δογματικές βάσεις για την υπόθεση πως αυτός ο Υιός περιόρισε το σωτηριολογικό
του έργο στην ενσαρκωμένη παρουσία του ως Ιησούς. Αντιθέτως, όπως ο άγιος
Αθανάσιος και άλλοι πρώιμοι Πατέρες επέμειναν, μολονότι ο Υιός «έγινε σάρκα και
έζησε ανάμεσα μας» (Ιωάννης 1:14), δεν ήταν περιορισμένος από το σώμα του, έστω
και στο επίγειο έργο του. Ορισμένες φορές επισημαίνεται ότι αυτή η ακολουθία
λόγων τραβάει ένα χάσμα ανάμεσα στις δύο φύσεις του Χριστού, μειώνοντας την
ακεραιότητα και την σημασία του ιστορικού Ιησού για χάρη του Λόγου ή κοσμικού
Χριστού. Αυτό όμως σημαίνει πως ξεχνάμε ότι ένας ξεχωριστός Ιησούς της ιστορίας,
νοημένος ως ένας συγκεκριμένος άνδρας με μία χρονικά ορισμένη ψυχοσύνθεση,
είναι περισσότερο η επινόηση σύγχρονων μελετητών, που είναι οι ίδιοι σε αντίθεση
με τις ίδιες τις διδασκαλίες που οι παραδοσιακοί χριστιανοί θέλουν να διασφαλίσουν.
Σύμφωνα με τους πατέρες, ειδικά αυτούς που ερμήνευσαν την Σύνοδο της
Χαλκηδόνος (451) συμφώνως με τα λόγια που καθιέρωσε ο Άγιος Κύριλλος της
Αλεξάνδρειας, ο Ιησούς της ιστορίας είναι ο κοσμικός Χριστός, καθώς δεν υπάρχει
κανένα ιστορικό πρόσωπο που να μπορεί να συλληφθεί μαζί ή παράλληλα με το
αιώνιο Πρόσωπο του μοναδικού Υιού. Φυσικά, η ανθρωπότητα του Ιησού δεν μπορεί
να απορριφθεί. «Σαν εμάς σε όλα, εκτός από την αμαρτία» (Όρος της Χαλκηδόνος),
όντως γεννήθηκε, όντως σταυρώθηκε και όντως αναστήθηκε από τους νεκρούς. Όμως
όταν αντιμετωπίζουμε αυτήν την ανθρωπότητα, αυτό που κάποιος αντιμετωπίζει δεν
είναι ένα ατομικό ανθρώπινο ον – δεν είναι ένας «άνδρας από την Ναζαρέτ» - αλλά η
ανθρώπινη φύση καθαυτή τιθέμενη στον Θεό και έτσι θεοποιηθείσα. Αφότου
κατανοήθηκε αυτό το λεπτό σημείο, ένας αριθμός άλλων διδαχών της Γραφής
αρχίζουν να έχουν ένα πιο ευρύ νόημα. Διαβάζει κανείς με έναν νέο και φρέσκο
τρόπο, πως ο Χριστός «είναι τον αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται
στον κόσμο αυτό» (Ιωάννης 1:9), πως «καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω, ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς
αὐλῆς ταύτης» (Ιωάννης 10:16) και πως «οὐκ ἔστι προσωπολήπτης ὁ Θεός, ἀλλ᾿ ἐν
παντὶ ἔθνει ὁ φοβούμενος αὐτὸν καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην δεκτὸς αὐτῷ ἐστι»
(Πράξεις 10:34-35) κα βλέπει κάποιος πως ότι τα γεγονότα του πάθους του Χριστού
στον Γολγοθά είναι το έργο σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο για μία αυστηρώς
άχρονη σωτηρία, καθώς ο Αμνός του Θεού, του οποίου «οὕτω καὶ δι᾿ ἑνὸς
δικαιώματος εἰς πάντας ἀνθρώπους εἰς δικαίωσιν ζωῆς.» (Προς Ρωμαίους 5:18), είναι
«εσφαγμένου από καταβολής κόσμου» (Αποκάλυψη 13:8). Ακολουθούντες το νήμα
αυτών των ενδείξεων, αρχίζει κανείς να αισθάνεται πως ο Υιός ή Λόγος, μακράν του
να είναι περιορισμένος σε μία θρησκεία, είναι το θεϊκό αξίωμα πίσω από κάθε
αποκάλυψη και η αιώνια πηγή της σωτηρίας σε κάθε αυθεντική παράδοση. Καίτοι
πραγματικά ένσαρκος ως Ιησούς Χριστός στον Χριστιανισμός, είναι σωτηριολογικά
δραστήριος σε και μέσω μη χριστιανικών θρησκειών επίσης. Σε κάποιες είναι παρών
σε έναν ίσο προσωπικό τρόπο, όπως στον Κρίσνα και στα άλλα ινδικά άβαταρ, στον
οποίο επίσης «έγινε άνθρωπος» (Σύμβολο της Νίκαιας), ενώ σε άλλες εμφανίζεται με
έναν μη προσωπικό τρόπο, όπως στο Κοράνιο του Ισλάμ, όπου κατέστησε τον Εαυτό
του βιβλίο.

You might also like