Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 48

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΚΥΠΡΟΥ

Χριστιανικοι Συνδεσμοι Γυναικων

Άσκηση και Ησυχασμός


στην πνευματική ζωή του πιστού

Ενθύμιον Κατασκηνωτικών Τριημέρων


Καλοκαίρι 2018
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΙΕΡΑΣ
Χαιρετισμός Προέδρου Συντονιστικής
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΚΥΠΡΟΥ Επιτροπής Χριστιανικών Συνδέσμων
Γυναικών (ΧΣΓ) Ιεράς Αρχιεπισκοπής
Συμβουλευτική Επιτροπή: Κύπρου κ. Χαράς Δημοσθένους 1
π. Παναγιώτης Πίπης
π. Θεόδωρος Θεοδώρου Ιστορία και Θεολογία του Ησυχασμού
π. Κυριάκος Κυριάκου Επισκόπου Καρπασίας κ.Χριστοφόρου 3
Ορθοδοξία Καλογήρου Άσκηση και Ησυχασμός στην
πνευματική ζωή του πιστού
Διοικητικό Συμβούλιο Αρχιμ. Γρηγορίου Μουσουρούλη 6
Συντονιστικής Επιτροπής
Χριστιανικών Συνδέσμων Πρόσχες εἰς τήν βοήθειάν μου, Κύριε.
Γυναικών (Χ.Σ.Γ.): Ψαλμός 37ος
Πρωτ. Δημοσθένη Δημοσθένους,
Πρόεδρος: Χαρά Δημοσθένους Δρ Θεολογίας 15
Γραμματέας: Μαρία Π/Βασιλείου
Ταμίας: Μαρία Δημοσθένους Αποστολικό ανάγνωσμα
Μέλη: Ευανθία Αχιλλέως Πρωτ. Σωκράτη Ανδρέου, Δρ Θεολογίας 20
Μαρία Πηλαβάκη
Αναστασία Κυλίλη Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Πρωτ. Σωκράτη Ανδρέου, Δρ Θεολογίας 24
Ευδοκία Παναγή
Από τη σοφία της ασκητικής εμπειρίας 28
Επιμέλεια Εντύπου
Πρωτ. Σωκράτης Ανδρέου Άσκηση και Νηστεία μέσα από τους
Χαρά Δημοσθένους Ύμνους
Πρωτ. Δημήτριου Δημοσθένους, Θεολόγου 31
σ ε σ υ ν ε ρ γα σ ί α μ ε τ ο Η Λατρεία του Θεού ψυχῇ τέ καί σώματι
Γρ α φ ε ί ο Εκκλησιαστικής Ευδόκιου Δημητρίου, Θεολόγου 37
Κατηχήσεως και Διακονίας της
Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Δόξα σοι ο Θεός!
Ευανθίας Αχιλλέως, Πρεσβυτέρας 44

Όνειρο εωθινό
Ευανθίας Αχιλλέως, Πρεσβυτέρας 45

Πρόσχες εις την


βοήθειάν μου, Κύριε...
Χαιρετισμός Προέδρου Συντονιστικής Επιτροπής
Χριστιανικών Συνδέσμων Γυναικών
κ. Χαράς Δημοσθένους

Με τη βοήθεια του Θεού καταξιωθήκαμε να πραγματοποιήσουμε και


φέτος άλλο ένα έτος πνευματικής ανασυγκρότησης, τόσο μέσα από τις
συνάξεις μας στους κύκλους μελέτης της Αγίας Γραφής, όσο και μέσα
από τις διάφορες πνευματικές ευκαιρίες της μυστηριακής ζωής της
Εκκλησίας μας.
Σ’ αυτή την υλόφρονη και υλιστική εποχή δύσκολα ακούγεται λόγος
για άσκηση πνευματική και φρόνημα ησυχαστικό. Οι καρδιές των
Χριστιανών βάρυναν «ἐν κραιπάλῃ καί μέθη καί μερίμναις βιοτικαίς» και
δύσκολα ακούμε την προτροπή περί νηστείας, αγρυπνίας, προσευχής,
δηλ. ασκήσεως πνευματικής. Το λυτρωτικό κήρυγμα του Θεανθρώπου
Ιησού μας, ήταν και θα είναι πάντοτε η αιώνια αλήθεια και η μόνη οδός
Θεογνωσίας, ανεξαρτήτως της δικής μας ραθυμίας και αδιαφορίας.
Ολόκληρη η ανθρώπινη φύση που υποδουλώθηκε στο νόμο της
φθοράς και του θανάτου δεν μπορεί με κανένα άλλο τρόπο να απαλλαγεί
από τη βιαιότητα του παραλόγου παρά μόνο με άσκηση. Με την είσοδό
μας στη ζωή απαιτείται ασφαλώς η επίγνωση και η προσπάθεια για
πραγμάτωση του προορισμού μας. Η δημιουργία του ανθρώπου έγινε
«κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του δημιουργού. Η αξιοποίηση των
πνευματικών χαρισμάτων που μας δόθηκαν με το «κατ’ εικόναν» μας
δίδουν τη δυνατότητα της θέωσης, του αγιασμού, της ομοίωσης με τον
δημιουργό.
Η Ορθόδοξη χριστιανική άσκηση είναι το αναγκαίο και απαραίτητο
μέσο προς εξυγίανση και επιστροφή στην αξία του καθολικού μας
προορισμού. Άλλωστε ο ίδιος ο Κύριος επεσήμανε : «ἑνός δέ ἐστί χρεία».
(Λουκ 1,42). Η θεία αποκάλυψη είναι η βάση της υγιούς μας γνώσης.
Από αυτή γνωρίσαμε τους εαυτούς μας, τον κόσμο που μας περιβάλλει
και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Η αποκάλυψη ως απόρροια και
ενέργεια της Θείας χάρις, αλάνθαστα μας οδηγεί στην υγιή φύση των
πραγμάτων.
Είναι γεγονός ότι η πτώση του ανθρώπου αλλοίωσε σε τρόπο
και χρόνο τη ροή των πραγμάτων. Έτσι γεννήθηκε η αναγκαιότητα

1
της προσπάθειας από την πλευρά του ανθρώπου που πάσχει για να
ισορροπήσει και να ανακτήσει την υγεία της φθαρμένης φύσης. Και ένα
μέρος της αγάπης του Θεού Λόγου ήταν και αυτό. Να μην ενεργήσει
προστακτικά, να μην διατάξει τον τρόπο επιστροφής του καταπεσόντος
ανθρώπου, αλλά να υποδείξει με φιλανθρωπία, πρακτικά, την επιστροφή
και να τονίσει την σημασία των θείων εντολών. Ποια πρόφαση λοιπόν
μπορεί να δικαιολογήσει την ανθρώπινη ραθυμία;
Να λοιπόν, που όχι μόνο η λογική, αλλά και η άκρα συγκατάβαση
του αποκεκαλυμμένου Λόγου του Θεού, μας συνιστά και μας προκρίνει
να συναντήσουμε τον Χριστό μέσα από την ασκητική εμπειρία της
αγιοπνευματικής και μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας μας. Γι’ αυτό η
πνευματική άσκηση δεν νοείται ως κάτι ξεχωριστό από την μυστηριακή
ζωή της Εκκλησίας. Οι μορφές της άσκησης αγγίζουν όλες τις δυνάμεις
της ψυχοσωματικής σύνθεσης του ανθρώπου, όπως είναι η νηστεία,
η εγκράτεια, η σιωπή, η προσευχή και οτιδήποτε μεταμορφώνει τον
άνθρωπο στην ενάρετη και εν Χριστώ ζωή του.
Η άσκηση καθεαυτή δεν σώζει τον άνθρωπο, αλλά αποβλέπει στην
αρτιότερη πνευματική οικοδόμησή του προς εκπλήρωση του σκοπού και
του νοήματος της εν Χριστώ ύπαρξής του. Το παν στην πρακτική μορφή
της άσκησης έγκειται στην πραγμάτωση συμφωνίας της θέλησης και της
ζωής μας με το θέλημα και τη ζωή του ίδιου του Σωτήρα και Θεού μας.
«Μείνατε ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν ὑμῖν» (Ιω. 15,4).
Κατέστη λοιπόν ωφελιμότερο το φετινό θέμα των κατασκηνωτικών
μας συνάξεων να τιτλοφορείται ως εξής: «Άσκηση και Ησυχασμός στην
πνευματική ζωή του πιστού». Τι ρόλο διαδραματίζει η άσκηση στην
πνευματική ζωή του Χριστιανού; Ποια τα είδη της ασκήσεως και σε τι
αποσκοπεί πραγματικά και ουσιαστικά αυτή η αγιοπατερική πρακτική;
Μπορούμε να διακρίνουμε πτυχές της ασκητικής εμπειρίας μέσα
από τη σύγχρονη και έγγαμη εκκλησιαστική μας ζωή; Αυτά και άλλα
ερωτήματα θα μας απασχολήσουν τόσο στο παρόν τεύχος με τη σχετική
αγιογραφική και πατερική βιβλιογραφία, όσο και στις συζητήσεις μας
στα κατασκηνωτικά τριήμερα.

2
Ιστορία και Θεολογία του Ησυχασμού
τοῦ Επισκόπου Καρπασίας Χριστοφόρου

Μελετώντας κάποιος προσεκτικά τό ἱστορικό περίγραμμα τῆς ἐποχῆς


τῶν λεγομένων ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, βλέπει τήν θεία βούληση νά
ἀποκαλύπτει μέσα ἀπό αὐτή τήν πολεμική ἀκόμη πιό ξεκάθαρα τόν
τρόπο σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πλοῦτος τῆς ἡσυχαστικῆς ἐμπειρίας,
τόν ὁποῖο ἐβίωναν κυρίως οἱ Μοναχοί ἡσυχαστές, γιά τούς πολλούς
ἦταν ἄγνωστος, ἀπρόσιτος καί γενικά ἐξωπραγματικός. Σέ μία ἐποχή
κατά τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολή δεχόταν, κυρίως στήν ἐπικράτεια
τοῦ Βυζαντίου, σφοδρή ἐπίθεση καί ἐπηρεασμό ἀπό τόν δυτικό
ἀνθρωπισμό καί τήν φιλοσοφία, ἡ Ἐκκλησία ἐκαλεῖτο νά διασώσει τόν
δικό της ἀνθρωπισμό, ὁ ὁποῖος στηριζόταν πάνω στό βασικό δόγμα τῆς
Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τῆς ἕνωσης τῆς θείας καί ἀνθρώπινης
φύσης στό ἕνα καί μοναδικό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου.
Δηλαδή, κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα εἴχαμε τήν σύγκρουση δύο διδασκαλιῶν
περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη ἦταν αὐτή ἡ ὁποία στηριζόταν πάνω
στήν Φιλοσοφία καί στήν σχολαστική Θεολογία τῆς Δύσης. Καί οἱ δύο
- Φιλοσοφία καί σχολαστική Θεολογία - ἔθεταν ὡς κέντρο καί βάση
τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου. Μέ ἄλλα λόγια,
«κέντρον πάντων ὁ ἄνθρωπος». Ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ ἑαυτοῦ του καί
γιά τόν ἑαυτό του ἀγωνίζεται νά κατανοήσει τόν Θεό καί τόν κόσμο πού
τόν περιβάλλει. Ὁ Οὑμανισμός τῆς Δύσης, ὅπως τόν περιγράψαμε καί
στήν Η΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὁ ὁποῖος στήν οὐσία θεοποιεῖ τόν ἴδιο
τόν ἄνθρωπο, προσπαθεῖ διά τῆς Φιλοσοφίας καί τοῦ σχολαστικισμοῦ
νά διεισδύση καί στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή. Δυστυχῶς, τό πέτυχε σ’ ἕνα
μεγάλο βαθμό μέσω τῶν φιλοσοφικῶν καί ἀνθρωπιστικῶν σπουδῶν, οἱ
ὁποῖες ἀναπτύχθηκαν πολύ κατά τόν ΙΔ΄ αἰῶνα στό Βυζάντιο.
Ἡ δεύτερη διδασκαλία περί ἀνθρώπου στηριζόταν πάνω στήν
ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων. Ἡ διδασκαλία
αὐτή ἔθετε ὡς κέντρο καί βάση τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ὄχι τήν λογική
τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Κέντρο πάντων εἶναι ὁ
Θεάνθρωπος, στό πρόσωπο τοῦ ὁποίου ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν
Θεό, χωρίς ὁ ἄνθρωπος νά μεταβάλλεται σέ Θεό καί ὁ Θεός σέ ἄνθρωπο,
ἀλλά διατηρώντας ὁ καθ’ ἕνας αὐτό τό ὁποῖο εἶναι. Ὁ Θεός χαρίζει στόν

3
ἄνθρωπο ὅλα τά θεῖα ἰδιώματα καί τόν καθιστᾶ συμμέτοχο τῆς δόξας
Του καί γνώστη ὅλων τῶν θείων ἐνεργειῶν Του. Τήν γνώση αὐτή τήν
ἀποκτοῦσαν ὅσοι καθάριζαν τόν ἑαυτό τους ἀπό τά πάθη καί δέχονταν
τήν ἔλλαμψη τῆς θείας χάρης μέσα τους διά τῆς προσευχῆς καί τῶν
μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας
διέσωζαν καί θεωρητικά καί πρακτικά οἱ Μοναχοί ἡσυχαστές, οἱ ὁποῖοι
δέν ἦταν δυνατό νά ἐπηρεασθοῦν ἀπό τήν Φιλοσοφία καί σχολαστική
Θεολογία. Φυσικά, ὅταν λέμε ἡσυχαστές, δέν ἐννοοῦμε μόνο αὐτούς οἱ
ὁποῖοι ζοῦσαν μακριά ἀπό τόν κόσμο. Ὅπως θά δοῦμε παρακάτω πιό
ἀναλυτικά, ὁ ὅρος ἡσυχασμός ἔχει μία βαθύτερη πνευματική ἔννοια, ἡ
ὁποία ἀφορᾶ ὅλους τούς Χριστιανούς καί ἀναφέρεται στήν ἐσωτερική
ἡσυχία ἀπό τά πάθη καί τήν ἐνοίκηση τῆς θείας ἐνέργειας μέσα τους.
Τό βασικό, λοιπόν, ἐμπόδιο στήν διάβρωση τοῦ φρονήματος τῶν
Ὀρθοδόξων καί στήν ἀλλοίωση τῆς διδασκαλίας περί σωτηρίας τοῦ
ἀνθρώπου ἦταν ὁ ἡσυχασμός καί οἱ ἐκπρόσωποί του, ὅσοι δηλαδή τόν
βίωναν ὡς μία πραγματικότητα. Αὐτοί κυρίως ἦταν οἱ Μοναχοί, ἀλλά καί
πνευματικοί ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέσα στόν κόσμο.
Ὁ Ἡσυχασμός, ὅπως ἀναπτύχθηκε καί βιώθηκε μέσα στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία ἔχει δύο ἔννοιες. Ἡ πρώτη του ἔννοια εἶναι ἡ ἐξωτερική. Ὁ
ὅρος αὐτός προέρχεται ἀπό τήν λέξη ἡσυχία. Ὁ ἡσυχασμός μέ τήν πρώτη
του ἔννοια ἦταν ἡ φυγή ἀπό τόν κόσμο, τούς ἐξωτερικούς θορύβους,
τίς μέριμνες, τίς κοσμικές συγχύσεις καί γενικά ὅ,τι προκαλοῦσε τήν
κοσμική φροντίδα καί ἡ καταφυγή σ’ ἕνα ἥσυχο ἐξωτερικά μέρος, ὥστε
ὁ ἄνθρωπος νά παραμένει ἀπερίσπαστος καί νά ζεῖ πνευματική ζωή. Ἔτσι
δημιουργήθηκαν τά ἀναχωρητήρια, οἱ σκῆτες, τά μοναστήρια. Ὅμως ἡ
ἐξωτερική ἡσυχία ἀπό μόνη της δέν ἦταν καί δέν εἶναι ἱκανή νά βοηθήσει
τόν ἄνθρωπο νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Χρειάζεται καί ἡ ἐσωτερική ἡσυχία.
Ἡ δεύτερη, λοιπόν, ἔννοια τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι ἡ ἐσωτερική ἡσυχία. Ἡ
ἡσυχία ἀπό τά πάθη, ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί ἡ ἐπιστροφή του μέσα στήν
καρδία, ἡ ἡσυχία τῆς συνείδησης καί γενικά ἡ παραμονή τῆς θείας χάρης
μέσα στόν ὅλο ἄνθρωπο. Ἡ ἡσυχία αὐτή ἐπιτυγχανόταν μέ τήν μελέτη,
τήν μυστηριακή ζωή, τήν νοερά προσευχή, τήν μετάνοια καί γενικά μέ
ὅ,τι βοηθοῦσε τόν νοῦ νά μή διαχέεται στά ὑλικά καί ἐμπαθῆ πράγματα,
ἀλλά νά στρέφεται στόν Θεό.
Παρ’ ὅτι ὁ Ἡσυχασμός, ὅπως τόν περιγράψαμε πιό πάνω, εἶναι
ἕνας τρόπος ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀναπτύχθηκε ἀπό τούς Μοναχούς, ὅμως
εἶναι στήν οὐσία του καί κατ’ ἀναλογία ὁ καθολικός τρόπος ζωῆς τῆς
Ἐκκλησίας γιά ὅλους τούς Χριστιανούς. Ἡ ἱερά ἡσυχία, ἡ ἀποδέσμευση
ἀπό τά τοῦ κόσμου καί ἡ ἐσωτερική εἰρήνευση ἀπό τά πάθη, ὅπως θά

4
δοῦμε καί πιό κάτω ἀναλυτικά, ἀποτελεῖ τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, τήν
ὁποία ἐβάδισαν καί ὁ Χριστός, ὡς ἄνθρωπος, καί οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ
Ἅγιοι. Εἶναι ἡ ἀνεκτίμητη κληρονομιά τήν ὁποία ἐκληρονομήσαμε. Εἶναι
αὐτό, τό ὁποῖο μᾶς παρέδωσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔγραφε στούς
Γαλάτες καί σ’ ὅλους τούς Χριστιανούς: «ἐμοί δέ, μή γένοιτο καυχᾶσθαι
εἰ μή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι’ οὗ (τοῦ σταυροῦ
τοῦ Κυρίου) ἐμοί κόσμος ἐσταύρωται, κἀγώ τῷ κόσμῳ».
Ἐπειδή στίς μέρες μας παρουσιάζονται πάρα πολλοί, οἱ ὁποῖοι
δέν ἔχουν τίς προϋποθέσεις τῶν ἁγίων καί θεολογοῦν ἤ καλύτερα
θεομαχοῦν, χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή. Ἐπιχειρεῖται μία προσπάθεια
ἀνάμειξης τῶν ἐμπειριῶν τῶν ἡσυχαστῶν Πατέρων μέ τίς «ἐμπειρίες»
τῶν Βουδιστῶν, Ἰνδουϊστῶν, Ἀποκρυφιστῶν, Φιλοσόφων, στοχαστῶν
κτλ, γιά νά μᾶς παρουσιάσουν ἕνα κράμα θρησκευτικῶν ἰδεολογιῶν καί
νά μᾶς πείσουν ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι τά ἴδια ἀκριβῶς μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα
μᾶς παρέδωκαν οἱ Πατέρες μας. Ὅπως καί τότε ὁ Βαρλαάμ, ὁ Ἀκίνδυνος
καί οἱ ἀντιησυχαστές εὕρισκαν στήριξη καί κάλυψη ἀπό ἐπισκόπους,
ἱερεῖς, μοναχούς καί θεολόγους, ἔτσι καί σήμερα βρίσκουν κάλυψη
ἀπό τούς ἰδίους μέσα στήν Ἐκκλησία καί διαβρώνουν τό φρόνημα τῶν
Χριστιανῶν. Ἀλλοιώνουν τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο σωτηρίας τοῦ
ἀνθρώπου. Δέν εἶναι δυνατό, ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ζυμωθεῖ μέ τόν
ἀποκρυφισμό καί διαλογισμό νά γράφουν βιβλία περί τῆς Ὀρθοδόξου
Πνευματικότητας καί νά ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ ἐμπειρίες τῶν Ὀρθοδόξων
Μοναχῶν εἶναι οἱ ἴδιες μέ τῶν Μοναχῶν τοῦ Θιβέτ καί νά σχηματίζουν
ὁμάδες, γιά νά τούς μάθουν τήν τεχνική τῆς νοερᾶς προσευχῆς σέ στύλ
διαλογισμοῦ. Ἡ εὐθύνη δέν ἀνήκει μόνο στούς ἀμαθεῖς, ἀλλά καί σ’
αὐτούς πού ἐτάχθηκαν νά μεταδώσουν τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ὡς τήν
μόνη ἀπλανή ὁδό καί ὑπόμνηση τῆς ἀφθάρτου ζωῆς.

5
Η Άσκηση στην πνευματική ζωή του πιστού
τοῦ Ἀρχιμ. Γρηγόριου Μουσουρούλη, Θεολόγου

«Οἱ δέ τοῦ Χριστοῦ τήν σάρκα ἐσταύρωσαν


σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις», (Γαλ. 5,24)
Ὁ σημερινός ἄνθρωπος, περισσότερο ἴσως ἀπό κάθε ἄλλη φορά στό
διάβα τῆς ἱστορίας, ἀναζητᾶ ἐναγώνια τήν ἄνεση, τὴν ἀνάπαυση, τὸν
πλοῦτο, τή δόξα καὶ τὴν τιμή. Κυνηγᾶ μέ πάθος τήν ἡδονή, τίς κοσμικές
ἀπολαύσεις μέ ἕνα κρυφό πόθο: τήν ἀνακάλυψη καί τήν ἀπόκτηση τῆς
εἰρήνης τῆς ψυχῆς, τῆς γαλήνης καί τῆς ἁρμονίας τῶν ἐσωτερικῶν του
δυνάμεων. Γι’αὐτό καί αἰσθάνεται πολύ ἄβολα ὅταν τοῦ μιλᾶς γιά ἀγώνα,
θυσία, πόνο, κόπο, μόχθο, στερήση, ἐγκράτεια, ὀλιγάρκεια, ἁπλότητα,
ταπείνωση καὶ μετριοφροσύνη.
Καί ὅμως ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς συναντᾶται, ἐκεῖ πού δέν τὴν περιμένεις.
Τήν ψυχική εἰρήνη τήν συναντᾶς στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού ἀρκεῖται
στά ὀλίγα, πού βιώνει τό κυριακό αἴτημα γιά τόν ἄρτο τόν ἐπιούσιο, στήν
καρδιά τοῦ πράου, τοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ἁπλοῦ καὶ τοῦ σώφρονα. Χρειάζεται
λοιπὸν ἕνας ὑπεύθυνος ἀγώνας γιά τὴν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς
ἡσυχίας. Γιά τό νόημα λοιπόν τῆς ἄσκησης καί τήν ἀναγκαιότητά της
στή ζωὴ μας, θὰ ἐκθέσω στήν ἀγάπη σας τόν πατερικό λόγο, ὥστε
καθρεπτίζοντας σ’αὐτόν τόν ἐσωτερικό μας κόσμο νά πάρουμε τίς
ἀπαραίτητες ἀποφάσεις καί νά ἀναλάβουμε τόν ἀπαραίτητο ἀγώνα,
πού θά φέρει στήν ψυχή μας καρπούς πνευματικούς τήν ἀνάπαυση τῆς
ψυχῆς, τήν ἐσωτερική ἄνεση, τήν πραγματική ἐλευθερία. Καί τοῦτο
ὀφείλουμε νά τό κάνουμε, ἂν πράγματι θέλουμε να
λεγόμαστε καὶ νά εἴμαστε πνευματικοὶ ἄνθρωποι, πιστὰ
μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Μεταφερόμαστε λοιπόν στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, στόν μακάριο
τόπο τῆς τρυφῆς τῶν Πρωτοπλάστων. Ἐκεῖ μέσα ὅπως
λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ Ἀδὰμ παρήκουσε τήν
ἐντολή τοῦ Θεοῦ καὶ ἦλθε στή ζωὴ του ὁ θάνατος, οἱ
μέριμνες, οἱ πόνοι καὶ ἡ ἀθυμία, καὶ ἡ ζωὴ του κατάντησε
βαρύτερη ἀπό τόν θάνατο. Ἡ δημιουργία τοῦ πρώτου
ἀνθρώπου ἦταν στολισμένη μὲ τὴν ἀκακία καὶ τὴν

6
ἀθῳότητα. Ὁ στολισμὸς αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν καθημερινὸ ἀγώνα του ἦταν
βοηθὸς στό νά φθάσει στήν τελειότητα, στή θέωση. Ἡ ὑπακοὴ του στόν
Δημιουργὸ καὶ Πλάστη του καὶ ἡ ὑπομονετικὴ ἀνοδικὴ πορεία γιά τὴν
κατάκτηση τῆς ἀρετῆς ἦταν μιά ἄσκηση. Ἡ ἀνταπόκριση ἡ ἐλεύθερη τοῦ
Ἀδὰμ στή θεία ἀγάπη ἦταν ἀφορμὴ συνεργασίας καὶ ἀρχὴ ἀσκήσεως.
Ἡ πίστη στό θεῖο θέλημα, ἡ ἀμέριμνη ὑπακοή, ἡ ἀνταπόδοση ἀγάπης, ἡ
ἐκκοπή τοῦ θελήματος, ἡ εὐχαριστιακὴ δοξολογία θὰ ἀναδείκνυαν τὸν
Ἀδὰμ ἅγιο καὶ δέν θὰ τὸν ταλαιπωροῦσε ἡ κατάχρηση τῆς ἐλευθερίας, ἡ
παρακοὴ τῆς περιέργειας, ἡ ἐπιπολαιότητα τῆς δοκιμασίας καί ἡ σαγήνη
τῆς πονηρίας.
Ἡ συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ λάθους ἦταν τραγικὴ γιά ὅλο τὸ
ἀνθρώπινο γένος. Ματαιώθηκε τὸ θεῖο σχέδιο, ναυάγησε ἡ εὐλογημένη
θεανθρώπινη σχέση, τό ἀνέβασμα τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό
θρυμματίστηκε, ἔγινε κομμάτια καί τή θέση του πῆρε ἡ πίκρα τῆς
λαθροφαγίας. Ἡ πτώση τῶν Πρωτοπλάστων δυσχαίρανε τίς σχέσεις
ἀνθρώπου καί Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος τώρα δυσκολότερα ἀπαρνεῖται τό
θέλημά του προκειμένου νά ἀσπασθεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «κατ’
εἰκόνα» ἔχει χάσει τήν καθαρότητά του, ἡ φύση ἔχει ἀδυνατίσει, ὁ νοῦς
ἔχει σκοτεινιάασει, ἡ ἐπιθυμία ἔχει γλιστρήσει στά χειρότερα.
Στό σημεῖο αὐτό τῆς ὀλιγωρίας, ἀδυναμίας καί τῆς ἀμαύρωσης
παρουσιάζεται ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἄσκησης ὡς ὅπλου, πού θά βοηθήσει
στό ξεπέρασμα τῶν δυσκολιῶν. Νοσηρὲς ἀδυναμίες, δυσώδη πάθη,
ἀπροθυμία γιά τὸ ἀγαθὸ εἶναι καταστάσεις, ποὺ μπορεῖ καὶ πρέπει ἡ
ἄσκηση νά τίς διορθώσει. Ἡ ἄσκηση εἶναι τὸ καλύτερο ἐργαλεῖο γιά τὴν
ἀνορθώση τῆς ψυχῆς. Καὶ πράγματι «ὅσο πιό δύσκολη καί πιό κοπιαστική
εἶναι ἡ ἄσκηση τόσο γίνεται καί πιό ἀναγκαία, πιό ἀπαραίτητη», λέγει
ὀ π.Γεώργιος Καψάνης. Ἡ ἄσκηση ὁδηγεῖ μέ ἀσφάλεια τὴν ψυχὴ στή
μετάνοια.
Ὅταν λέμε ἄσκηση στήν Ὀρθοδοξία δέν ἐννοοῦμε μία στείρα
καθηκοντολογία, μία πιστὴ τήρηση ἑνός ἄκαμπτου τυπικοῦ.
Ὅλη ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες
στηλιτεύουν αὐτὴ τή στάση καὶ τὴν βάζουν στήν
ἴδια θέση μέ τήν ἔλλεψη τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ, μέ
τὴν ἀσπλαγχνία καὶ τὴν ἀδικία. Ἄσκηση καὶ μετάνοια,
ἄσκηση καὶ προσευχή, ἄσκηση καὶ μυστηριακὴ ζωὴ ὁδηγοῦν
τὸν πιστὸ στήν ἀγάπη, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εἰρήνη.
Νά μιλήσουμε πιό συγκεκριμένα: Ἄσκηση εἶναι ἡ ἀγάπη.
Γιά νά δείξω ἀγάπη στόν συνάνθρωπό μου γιά νά βιώσω αὐτή
τήν εὐλογημένη κατάσταση, πού εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί

7
ταυτόχρονα δείκτης ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό πρέπει νά ἀναλάβω
ἀγώνα καί μάλιστα σκληρό. Μέτρο τοῦ μέτρου τῆς ἀγάπης μας πρός τόν
Θεό μᾶς, λέγει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀγάπη πρός τόν
πλησίον, πρός τόν ἀδελφό. Ἐκεῖνος, γράφει ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος, πού δέν
ἀγαπᾶ τόν ἀδελφό του «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ» (Α΄ Ἰω. 3,10).
Ἡ ἀγάπη ὅμως γιά νά εἶναι ἔμπρακτη ἀπαιτεῖ συνεχῆ ἀγώνα, ζυμώνεται
σέ κάθε στιγμή μέ τή θυσία, τήν ὑποχωρητικότητα, τήν κατανόηση, τό
σεβασμό.
Μία ἄλλη μορφὴ ἄσκησης εἶναι οἱ καθημερινὲς διαπροσωπικὲς
σχέσεις, ποὺ τόσο κουράζουν τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο. Κουράζεται ὁ
σημερινός ἄνθρωπος στίς σχέσεις ἐπικοινωνίας καί συνεργασίας μέ τούς
ἄλλους, γιατὶ ἀπό τίς σχέσεις αὐτὲς ἀπουσιάζει ὁ Χριστός. Χωρίς Χριστό
ὅμως δέν εἶναι ποτέ δυνατό νά δείξει κάποιος τήν τόσο ἀπαραίτητη στό
ζήτημα αὐτό ἀρετή τῆς ὑπομονῆς. Χωρίς Χριστό ἀνάμεσά μας, δέν εἶναι
ποτέ δυνατό νά ὑπάρξει καταλλαγή καί συνδιαλλαγή καί συμφιλίωση μ’
ἐκείνους πού μᾶς ἀδίκησαν ἤ ὁπωσδήποτε μᾶς ἔβλαψαν.
Ἡ ἄσκηση δέν συντελεῖται μόνο ἀνάμεσα στίς δύσκολες ἀνθρώπινες
σχέσεις. Ἡ ἄσκηση εἶναι καὶ μιά ἀνώτερη ἔκφραση ἀγάπης πρός τόν Θεό.
Στόν ἀνενδεῆ Θεὸ προσφέρουμε κάτι ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση, τὴν ἄνεση,
τὴν εὐχαρίστησή μας. Τί ἐννοῶ μέ αὐτό. Ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεός δέν ἔχει
ἀνάγκη ἀπό ἐμᾶς. Ὅ,τι καί νά προσφέρουμε στό Θεό δέν αὐξάνουμε τή
μακαριότητα, οὔτε τή δόξα Του. Προσφέροντάς Του ὅμως τό
μόνο δικό μας, δηλ. τήν ἑκούσια προσφορά τῆς ἀνάπαυσής
μας, παίρνουμε πολύ περισσότερα ἀπό τό Θεό.
Κάνουμε μιά μικρή ἄσκηση π.χ. στό θέμα
τοῦ φαγητοῦ. Τρῶμε λιγότερο, τρῶμε λιτά,
ἀσκούμαστε στήν ὀλιγάρκεια, ἀγρυπνοῦμε
λίγο στή μελέτη καί τήν προσευχή, ἀσκοῦμε
τή σιωπή, ὅσοι εἴμαστε λαλίστατοι, καί παίρ-
νουμε χαρά, νοιώθουμε ἀνάλαφροι. Ζοῦμε
τήν εὐλογία τῆς νήψης καί τῆς ἐγρήγορσης. Ἡ
στέρηση, ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὀλιγάρκεια προσφέρουν
μιά διαφορετικὴ ἀλλά ἰσχυρὴ ἀνάπαυση στήν
ἀνθρώπινη ψυχή. Μέ τό νά ἀσκούμαστε λοιπόν
βοηθούμαστε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
Ὁλο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι μιά πρόσκληση
γιά ἀγώνα, θυσία, ὅδευση τῆς στενῆς ὁδοῦ,
νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ὑπακοή.
Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε κατὰ τὴν ἐδῶ

8
πρώτη παρουσία Του μεγάλος ἀσκητής. Τὸ ἴδιο καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι που τὸν
ἀγάπησαν καὶ τὸν μιμήθηκαν. Τὸ εὐαγγέλιο καὶ ἡ προέκταση του, ποὺ
εἶναι τὰ συναξάρια, διδάσκουν πῶς ἡ ἀνθρωπίνη ἀντιδραστικότητα θὰ
μεταμορφωθεῖ ἀπὸ τή Θεία Χάρη καί πῶς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος θὰ γίνει
«καινή ἐν Χριστῷ κτίση».
Εἶναι γνωστό πώς τὸ ἔνδυμα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι πάντα ταπεινὸ καὶ
ἀσκητικό. Ἄσκηση δίχως ταπείνωση καὶ ταπείνωση δίχως ἄσκηση καὶ:
Ὀρθοδοξία χωρίς ἄσκηση καὶ ταπείνωση εἶναι ἄγνωστα στήν Ὀθόδοξη
Ἐκκλησία μας. Ἡ ἄσκηση δέν εἶναι σκοπὸς τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ
ἄσκηση εἶναι μέσο γιά τὴν ἐπιτεύξη τοῦ σκοποῦ, ποὺ εἶναι ἡ θέωση.
Ἡ ἄσκηση ἀπορρίπτει τὰ περιττά, τονίζει τ’ ἀπαραίτητα, βοηθᾶ στή
συγκέντρωση, ἀπαλλάσσει ἀπὸ πολλές μέριμνες, τὴν ταραχή, τὴν ἐπίδειξη
καί τὴν κατάχρηση. Ἡ ἄσκηση εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἕνα ἐργαλεῖο πού μᾶς
ἔδωσε ὁ Πανάγαθος Θεὸς γιά τὴν ἐπιστροφὴ μας στόν Παράδεισο.
Ἡ ἄσκηση ἀκόμη φανερώνει τὸν διακαὴ πόθο τοῦ ἀνθρώπου γιά τή
σωτηρία του. Τοῦτο τὸ δείχνει ἔμπρακτα. Ὁ Θεὸς σῴζει αὐτούς πού
θέλουν νά σωθοῦν καὶ αὐτοί πού θέλουν νά σωθοῦν κάμνουν ἔργο τὸν
λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγωνίζονται γιά τήν τελειοποίησή τους. Αὐτός, ποὺ
θέλει να σωθεῖ δίχως κανένα ἀγώνα, εἶναι ἄγνωστος γιά τὴν Ὀρθοδοξία.
Εἶναι ἀπαραίτητη καὶ ἡ ἀνθρωπίνη προσπάθεια στό ἔργο τῆς θείας
βοηθείας. Οὔτε μόνος ὁ Θεὸς σῴζει, οὔτε ὁ ἄνθρωπος μόνος σῴζεται.
Χρειάζεται ἐπιμελὴς συνεργασία, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσίαση τῆς
ἀνθρωπίνης ἐπιθυμίας γιά νά ἔλθει ὡς συμπαραστάτης ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς
δέν καταστρατηγεῖ ποτέ τὴν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Κυρίως ἔρχεται ἐκεῖ
πού τὸν καλοῦν καὶ μάλιστα μὲ ταπεινὸ φρόνημα.
Ὁ ἀσκητικὸς ἀγώνας τοῦ πιστοῦ εἶναι ὁπωσδήποτε δύσκολος. Δέν
εἶναι ὅμως ἀκατόρθωτος. Στόν ἀγώνα αὐτόν ἡ ἐξασθενημένη ἀπὸ τὴν
ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση ἀντιδρᾶ καί μάλιστα ἔντονα μὲ τὴν ἀμέλεια,
τή ραθυμία, τή νωχέλεια καὶ τὴν καλοπέραση. Τὸ σῶμα ζητεῖ συνεχῆ
ἀνάπαυση, τρυφή, περιποίηση, καλοφαγία καὶ διασκέδαση. Δέν θέλει
κόπο, ἀγώνα, θυσία, πόνο καί μόχθο. Ἡ σπουδή, ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ
εὐκολία, ἡ ἄνεση καὶ ἡ προχειρότητα χαρακτηρίζει τή ζωή πολλῶν.
Ἐντούτοις παρατηρεῖται μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν ἀγωνία τῆς καλοζωῒας
μία στενότητα, ἕνα ἀνικανοποίητο, ἕνα κενό, μία ρηχότητα, μία
πλαδαρότητα, ποὺ ἄλλοτε ἀποκαλεῖται μοναξιὰ κι ἄλλοτε ἄγχος. Στό
σῶμα ὅμως νά δίνουμε αὐτό πού τοῦ πρέπει καὶ τίποτε παραπάνω.
Ὁ πλεονασμός, ὁ κορεσμός, τὸ πολυποίκιλο φέρνουν ἀσθένεια, φόρτο,
ταραχὴ καὶ ὄχι πραγματικὴ ἄνεση. Να τιμᾶμε τὸ σῶμα ἂλλ’ ὄχι νά τὸ
λατρεύουμε. Ἡ σαρκολατρεία εἶναι μιά ἐπικίνδυνη εἰδωλολατρεία τῆς

9
ἐποχῆς μας, τῆς ὁποίας οἱ ὀπαδοὶ δυστυχοῦν πολυτρόπως.
Ὁ ἀγώνας μας κατὰ τοῦ κόσμου δέν σημαίνει ἀναγκαστικὰ φυγὴ
ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτόν μέ διάθεση μίσους
ἀπέναντί του. ‘Ἀλλὰ σημαίνει ἀντίδραση ὑγιῆ στο κοσμικὸ φρόνημα, τὸ
καθαρὰ ὑλιστικό, τὸ βίαια ἀντιπνευματικό. Καλούμαστε σὲ μία σιωπηλὴ
σταυροφορία, σὲ μία μυστικὴ ἀντιστάση, σὲ μία συνεχῆ ἐπαγρύπνηση. Ἡ
κακία τοῦ κόσμου, ἡ ἀπάτη, τὸ ψέμα, ἡ ὑποκρισία, ἡ φιληδονία δέν θὰ
πρέπει να κυριεύσουν τὴν καρδιά τοῦ χριστιανοῦ. Ὁ κόσμος ἄλλα φρονεῖ,
ἄλλα σκέπτεται, ἄλλα φαντάζεται, ἄλλα ἐλπίζει, καί γιά ἄλλα μάχεται.
Σ’ αὐτή τήν κατάσταση ἐμεῖς θά ἀντιπροσφέρουμε τήν περισυλλογὴ
μας, τὰ γνήσια βιώ-ματα μας, τήν εἰρήνη καὶ τή χαρὰ μας. Αὐτά θὰ
εἶναι τὸ καλύτερο κήρυγμα πρὸς τὸν πάσχοντα κόσμο. Ἕνα κόσμο πού
ἴσως δέν γνωρίζει τὴν ἀξία τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἤ πού ἡ ἁμαρτία τὸν
ἀπονεύρωσε καὶ τοῦ ἀφαίρεσε κάθε ἰκμάδα γιά πνευματικοὺς ἀγῶνες.
Ὁ ἀγώνας μας κατὰ τοῦ πονηροῦ εἶναι δυσκολότερος. Ἡ πανουργία
του, ἡ πείρα του τόσων αἰώνων, ἡ τέχνη τῆς μεγάλης κακίας του
κατάφεραν να ρίξουν καὶ ἁγίους. Ἡ ταπείνωση, κατὰ τὸν Μέγα Ἀντώνιο,
διαλύει εὔκολα ὅλες τὶς δαιμονικὲς πλεκτάνες. Ἡ μυστηριακὴ ζωή, ὁ
σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἁγιασμός, ὁ ὑπάκουος καὶ πρόθυμος ἀγώνας μας
εἶναι τὰ ἀντίδοτα στά φαρμακερὰ βέλη ἤ ἡ ἀσπίδα γιά τὴν ἀπόκρουσή
τους. Ὅταν τὸ σκοτάδι γίνεται φῶς γιά νά σκοτίσει, πρέπει νά εἴμαστε
φωτισμένοι γιά νά τὸ διακρίνουμε. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε πώς ὁ ἀγώνας
ὁ ἀσκητικὸς εἶναι σημαντικὴ συνδρομὴ γιά τὴν ἀπόκρουση τῶν πονηρῶν
βελῶν καὶ μάλιστα ἡ προσευχὴ καὶ ἡ νηστεία.
Ἐφόσον οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ τοῦ ἀνθρώπου, οἱ προαιώνιοι καὶ μοχθηροί,
εἶναι σὲ ὅλη μας τή ζωή «ἐπὶ θύραις», φυσικὸ εἶναι καὶ ὁ ἀγώνας μας
νά ὑπάρχει μέχρι τοῦ τάφου. Ἀντιλαμβανόμαστε βέβαια πώς ὁ ἀγώνας
διαφοροποιεῖται ἀπὸ ἡλικία σὲ ἡλικία, ἀφοῦ διαφορετικῆς μορφῆς,
ἐντάσεως καὶ διάρκειας εἶναι οἱ πειρασμοί, οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ πτώσεις
τῆς νεότητας ἤ τῶν γηρατειῶν. Δίχως βεβαίως καὶ σὲ αὐτές τίς
περιπτώσεις νά εἶναι πάντα ἴδια ἡ μορφὴ τῶν προσβολῶν.
Ἡ κατάληξη τῆς ἀσκήσεως εἶναι, ὁ πιστὸς νά γίνει ἄνθρωπος
πνευματικός. Δέν ἀρκεῖ νά μείνουμε σὲ μιά παθητική ἄμυνα
ἡ σὲ μία πολεμικὴ κατὰ τῶν ἐχθρῶν τοῦ χριστιανοῦ,
ἄλλα διὰ τοῦ ταπεινοῦ μας ἀγῶνος νά φθάσουμε
στόν ἐσωτερικὸ στολισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τίς ἀρετές.
Τοῦτο τὸ ἔργο τῆς θεοποιοῦ ἀσκήσεως δέν εἶναι γιά
ὀλίγους, γιά ἐκλεκτούς, γιά τοὺς δυνατούς, γιά τοὺς
μοναχοὺς ἤ τοὺς κληρικούς. Εἶναι κανόνας γιά ὅλο τὸ

10
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι ποθοῦν τή σωτηρία τους καλοῦνται ν’
ἀγωνισθοῦν. Δέν ὑπάρχουν χῶροι μέσα στήν Ἐκκλησία ὅπου ὁ ἄνθρωπος
ἐπαναπαύεται χωρίς συνεχῆ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ὅμως αὐτός, τὸ μέτρο
τῆς ἀσκήσεως, κυμαίνεται διαφοροποιείται ἀπὸ ἄνθρωπο σὲ ἄνθρωπο,
ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις, τὶς δυνατότητες, τὶς συνθῆκες, τὶς καταστάσεις,
τὶς ἀποφάσεις καί τίς κλίσεις τοῦ πιστοῦ. Ἀκόμη παρὰ τὸ συνεχόμενο
τοῦ ἀγῶνος ὁ πρόθυμος ἀγωνιστής ποτέ δέν ἀποκάμνει, γιατὶ ὁ ἴδιος
ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέπτεται, γιά νά τὸν ἐνισχύσει, νά τὸν ἐνθαρρύνει καὶ
νὰ τὸν χαριτώσει. Ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ βαπτίσματός μας
στρατολογούμαστε στήν καλὴ παρατάξη τοῦ Κυρίου γιά ἕνα ὑπεύθυνο
καὶ μακρὺ ἀγώνα.
Ὅλοι οἱ πιστοί καλούμεθα νά ἀποκτήσουμε τίς θεοποιές ἀρετές.
Μή ξεχνᾶμε πώς ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ φιλαδελφία, ἡ
φιλαλληλία, ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα
ἀσκητικοῦ ἀγώνα. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀφαιρέσει κάτι ἀπὸ τὸν πλοῦτο του
πῶς θὰ δώσει στόν πτωχό; Ἂν δέν κουρασθεῖ ὁ ἴδιος πῶς θ’ ἀναπαύσει
τὸν ἄλλον; Ἂν δέν στερηθεῖ λίγο ἀπὸ τὸν ὕπνο του, ἀπὸ τὸ φαγητὸ του,
ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντα του, πῶς θὰ βοηθήσει τὸν πεινασμένο, τόν ἄνθρωπο
πού τηγανίζεται κυριολεκτικά μέσα στή μοναξιά του, τὸν ἄρρωστο καὶ
τὸν ἀπελπισμένο; Ἂν δέν ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον, δέν θ’ ἀγαπήσουμε
καὶ τὸν Θεό, θὰ παραμείνουμε σ’ ἕνα ἐπικίνδυνα νοσηρὸ ἀτομισμό.
Γιά νά ἔχει ὅμως κανεὶς μιά καρδιά, ποὺ πάσχει ἀπὸ ἀγάπη, θὰ πρέπει ν’
ἀσκηθεῖ, να θυσιάσει κάτι, νά πελεκήσει τὸ ἐγὼ του. Χρειάζεται νά χύσει
πολλά δάκρυα μετάνοιας, νήψης καὶ ἐξομολόγησης, γιά νά φθάσει νά
θυσιάζεται γιά τοὺς ἄλλους, νά προσφέρεται, νά καίγεται ἡ καρδιά του
γιά τὸν ἀδελφὸ του. Ὁ Συναξαριστὴς εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ παραδείγματα
τέτοιων φλογερῶν ἀνθρώπων ἀγάπης. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ αὐστηροὶ
ἀσκητές, πυρπολημένοι ἀπὸ τή θεία ἀγάπη ἄφηναν τὴν ἀγαπημένη τους
ἡσυχία, τὴν ἀσφάλεια τῆς μονώσεώς τους κι ὁδηγοῦνταν σὲ πόλεις καὶ
χωριά γιά νά κηρύξουν καὶ νά βοηθήσουν τὸν πλανώμενο ἄνθρωπο,
χωρίς νά πτοοῦνται ἀπό τούς πολλούς καὶ μεγάλους κινδύνους, χωρίς
νά φοβοῦνται καὶ αὐτὴ τή ζωή τους.
Ἡ ἄσκηση εἶναι δίχως νόημα, εὐλογία καὶ ἁγιασμό, ἂν εἶναι
ἀπομακρυσμένη ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι γίνεται εὔκολα
κατανοητό, πὼς ἡ δίαιτα δέν ἔχει καμμιά σχέση μὲ τή νηστεία, ἡ ἀγρυπνία
μὲ τὴν ἀϋπνία, ἡ μοιρολατρικὴ στάση ἀπέναντι στήν φτώχεια μὲ τὴν
ἐγνωσμένη ἀπόρριψη τοῦ περιττοῦ καὶ τὴν ἐντρύφηση στήν ἁπλότητα.
Δέν ἀσκεῖται λοιπὸν κανεὶς ὅπως αὐτός νομίζει ὡς ὀρθό. Συχνὰ ὁ νοῦς μας
εἶναι νοσηρός. Κάμνουμε λοιπὸν αὐτό πού λέγει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο,

11
αὐτό πού οἱ θεοφόροι Πατέρες ὁρίζουν στούς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ αὐτό
πού ἐπιτρέπει ὁ πνευματικὸς μας πατέρας. Ἡ αὐθαιρεσία, ἡ πρωτοτυπία,
ἡ ἀνυπακοὴ εἶναι ἄγνωστα γιά τὴν Ὀρθόδοξη ἄσκηση. Δέν τρώγω μόνο
νηστήσιμα φαγητὰ ἀλλά καὶ λίγα καὶ ἁπλὰ καὶ φθηνά. Νηστεύω κυρίως
γιά τὴν ψυχική μου ὑγεία. Νηστεύω τρώγοντας αὐτά, ποὺ ἡ Ἐκκλησία
μοῦ ὁρίζει, καὶ ὄχι αὐτά, ποὺ ἐγὼ θεωρῶ, ὅτι πρέπει νά φάγω. Μὲ τὸν
τρόπο αὐτὸ μαθαίνω νά ὑπακούω, νά μαθητεύω, νά ταπεινώνομαι, νά
θραύω τὸν ἀτομισμὸ καὶ νά ἑνώνομαι μὲ τὸ ὅλο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
μου.
Εἶναι γνωστὴ ἡ ρήση τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος, πὼς εἴμαστε παθοκτόνοι καὶ
ὄχι σωματοκτόνοι. Τὸ σῶμα λοιπὸν τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία,
ἀφοῦ θὰ τὸ προσλάβουμε, μετὰ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, χωρίς τὰ
στοιχεῖα τῆς φθορᾶς. Ἀγωνιζόμαστε λοιπὸν νά τιθασσεύσουμε καὶ νά
χαλιναγωγήσουμε τὸ σῶμα καὶ νά τὸ κάνουμε ὅ,τι ἐμεῖς θέλουμε καὶ ὄχι
ὅ,τι θέλει αὐτό. Ὅπως ὁ Μέγας Ἀρσένιος ποὺ ἔλεγε, ἔλα, στόν ὕπνο, καὶ
ἐρχόταν, ἤ φύγε, καὶ ἔφευγε.
Ἐὰν ἐξετάσει κανεὶς τὴν ὅλη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, θὰ παρατηρήσει
μία αὐστηρότητα, ἀγωνιστικότητα καὶ κακουχία, ποὺ ὅμως ὁδηγεῖ σὲ μιά
φιλανθρωπία καὶ ἄνεση. Πράγματι ὅλα μέσα στήν Ἐκκλησία θυμίζουν
ἑτοιμασία γιά πόλεμο. Μακρὲς περίοδοι νηστείας καὶ κατὰ τακτὲς
ἡμέρες, μακρὲς καὶ καθημερινὲς ἀκολουθίες μὲ πολύωρη ὀρθοστασία,
κανόνες ἐπιτιμίων, ἀγρυπνίες, δάκρυα, γονυκλισίες, πορεῖες κ.λ.π. Στή
Δυτική Ἐκκλησία καταργήθηκε τελείως ἡ ἄσκηση στήν προσπάθεια
ἐκσυγχρονισμοῦ της γιά νά προσελκύσει περισσότερους πιστούς. Μὰ ἡ
ἀποτελεσματικότητα τῆς μεταρρύθμισης ἀπέβη μάταιη. Δέν ἦταν αὐτὸ τὸ
ζητούμενο. Τὰ προβλήματα παρέμειναν ἄλυτα. Ἡ θώπευση τῶν παθῶν
ποτέ δέν ἰκανοποιεῖ τὸν εἰλικρινῆ καί τίμιο ἄνθρωπο.
Ἡ ἄσκηση, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, δέν εἶναι στυγνή, σκυθρωπή,
στείρα, ἀλλά ἐπιλεγμένη ὁδὸς διορθώσεως, ποὺ θὰ ὁδηγήσει στήν
ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ γι αὐτὸ μπορεῖ ἄνετα νά χαρακτηριστεῖ
ὡς χαροποιὸς ὁδὸς παρὰ τὴν ἀνηφορικότητα της. Ὁ Ὀρθόδοξος μὲ τὴν
ἄσκησή του ἀρνεῖται τὴν κοσμικὴ τρυφὴ γιά τὴν παραδείσια τρυφή.
Ἔχει λοιπὸν ἡ Ὀρθόδοξη ἄσκηση ἕνα δυναμισμό καί ἕνα ἐσχατολογικὸ
χαρακτήρα. Εἶναι ὁ διακαὴς πόθος τῆς συνάντησης τοῦ πιστοῦ μὲ τὸν
Οὐράνιο Νυμφίο. Μὲ αὐτὴ τὴν προοπτικὴ ἡ ἄσκηση παίρνει ἐντελῶς
ἄλλη διάσταση.
Εἴπαμε προηγουμένως πώς ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία
ἔφερε ἕνα μάταιο ἐκσυγχρονισμό. Αὐτό ἔχει σάν
συνέπεια νά παρουσιάζεται συχνά καί ἀνάμεσα

12
στούς ὀρθοδόξους χριστιανούς τὸ ἐρώτημα ἂν καὶ κατὰ πόσον θὰ
βοηθοῦσε μία ἁπλοποίηση κι ἐλάττωση τοῦ αὐστηροῦ τυπικοῦ τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μερικοὶ μάλιστα τονίζουν τὴν ἀνάγκη τῆς ἄμεσης
ἐκσυγχρόνισης τῆς ὅλης Ἐκκλησίας καί πώς αὐτή ἡ μεταποίησή της θὰ
ἦταν καὶ ἕνα ἄνοιγμα βοηθείας γιὰ τοὺς πολλούς. Πρέπει ἐκ προοιμίου
νὰ ποῦμε πώς ἡ Ἐκκλησία δὲν φοβᾶται τὴν ἀλλαγή, ἐκτός φυσικὰ τῆς
δογματικῆς διδασκαλίας της, καὶ ὅταν ὑπῆρξε πραγματικὴ ἀνάγκη, δὲν
ἀρνήθηκε πρώτη νὰ προστρέξει στὸ γνήσιο αἴτημα τοῦ πληρώματός της.
Θὰ μπορούσαμε λοιπὸν νὰ διαπραγματευθοῦμε τὸ θέμα αὐτὸ ἢ θὰ ἔπρεπε
ν’ ἀπορρίψουμε τή συζήτησή του τελείως; Σ’ ἐκείνους πού ἐρωτοῦν
καλοπροαίρετα θά ἔλεγε κανείς πώς τουλάχιστον γιὰ τὴν ἐλάττωση τοῦ
ἀσκητικοῦ ἀγῶνος ὁ πνευματικὸς ἔχει τὴν πλήρη δυνατότητα νὰ κρίνει
καὶ νὰ κανονίσει. Γιὰ γενικότερα ὅμως θέ-ματα χρειάζονται μεγάλη
σοβαρότητα, μελέτη, ὑπευθυνότητα, λεπτότητα καὶ θεῖος φωτισμός.
Τὸ καλοδιάθετο ὅμως ἐρώτημα παραμένει. Μήπως θὰ ἦταν κέρδος,
ἰδιαίτερα γιὰ τή νεολαία μας, χριστιανισμός χωρίς καμμία ἄσκηση;
Εἶναι γεγονός, πὼς οἱ ἄνθρωποι τοῦ καιροῦ μας ἀδυνατοῦν νὰ
κατανοήσουν τὸ νόημα τῆς ἀσκήσεως στή ζωὴ μας. Ἡ ὅλη γύρω
κατάσταση τοῦ κόσμου δὲν βοηθεῖ καθόλου σὲ αὐτὴ τὴν ἐμβάθυνση.
Ἡ ἀδιαφορία πού προῆλθε ἀπὸ μιά κακή ἀγωγή καὶ μία παιδεία, ποὺ
ὡς σκοπὸ της ἔχει τὴν ἔπαρση, τὴν εὐημερία, τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν
αὐτάρκεια, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ παρασύρει τὸν ἄνθρωπο σὲ μιά
εὔκολη ζωή. Ἡ συναισθήση τῆς ἁμαρτίας ἀπουσιάζει, ἡ συνείδηση ἔχει
ἀμβλυνθεῖ, τὰ ἠθικὰ κριτήρια ἔχουν ἀλλοιωθεῖ, ὁπότε γιὰ ποιό λόγο
νὰ ὑπάρξει ἀγώνας πνευματικὸς καὶ πῶς νὰ νεκρωθεῖ τὸ κέντρο τῆς
ἁμαρτίας;
Σήμερα ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ὑποστηρίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει
νά ἀπεκδυθεῖ τὸν ἀσκητικὸ της χιτώνα. Ἄν συμβεῖ κάτι τέτοιο ἡ Ἐκκλησία
θὰ ἔχει συσχηματισθεῖ μὲ τὸν κόσμο τοῦ αἰῶνος τούτου, χωρίς πλέον
δυνατότητα νὰ τὸν μεταμορφώσει καὶ νὰ τὸν θεώσει. Ἡ ἄσκηση εἶναι,
ἐπαναλαμβάνουμε, πάρα πολύ ἀπαραίτητη βοήθεια γιὰ τὸν χριστιανό
πού ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του. Οἱ ἄνθρωποι πού ζητοῦν οὐσιαστικὴ
βοήθεια στή ζωὴ τους ὁμολογοῦν πώς εἶναι πρόθυμοι γιὰ ὅποια θυσία.
Οἱ καιροὶ ἀλλάζουν, τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀλλάζει, γιατὶ εἶναι
ἀλήθεια πώς ἡ βαθύτερη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου παραμένει ἡ
αὐτή. Σὲ μία ἀμετανόητη ἐποχὴ ἡ Ἐκκλησία θά συνεχίσει νά μιλᾶ νηφάλια
γιὰ μετάνοια, σὲ μία ἔξαρση τῆς ἐπάρσεως θὰ παραμένει ἀναγκαία ἡ
γαλήνη τῆς ταπεινοφροσύνης, σὲ μία κοινωνία τῆς ὑπεραφθονίας καὶ
τῆς ὑπερκατανάλωσης δὲν θὰ πρέπει νὰ παύσουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ τὸ

13
ἀπαραίτητο τῆς ἄσκησης καὶ τῆς ἐγκράτειας.
Ἡ ἄσκηση ἀπὸ τὴν ἀρχὴ της συνδέθηκε ἄρρηκτα μὲ τὴν προσευχή. Ὁ
ἄνθρωπος πού νηστεύει καί ἐγκρατεύεται εἶναι ἄνθρωπος πού προσεύχεται
καλύτερα. Οἱ ἡμέρες τῆς νηστείας ἦταν πάντα γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡμέρες
περισσότερης σέ ἔκταση χρόνου καί θερμότερης σέ ποιότητα προσευχῆς.
Ἡ Μ. Τεσσαρακοστὴ κυρίως συνδυάζεται μ’ ἐντονότερη προσευχή. Ἡ
νηστεία καὶ προσευχὴ εἶναι δύο κρίκοι ἀπαραίτητοι γιά τήν ἄσκηση. Μ’
αὐτές ἐπιχειρεῖται ἡ κάθαρση τοῦ πιστοῦ, θανατώνεται ἡ φιληδονία, ἡ
γαστριμαργία καὶ ἡ κοιλιοδουλεία. Ἔχει λεχθεῖ πώς ἡ νηστεία εἶναι ἡ
καθαρίστρια τῆς ψυχῆς.
Ἡ ἀληθινὴ νηστεία θὰ προχωρεῖ πάντοτε ἀπὸ τὴν ἀποχὴ τῶν βρωμάτων
στήν ἀποχὴ τῶν κακῶν. Ἀληθινὴ νηστεία, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, εἶναι
νὰ γίνουμε ξένοι ἀπὸ τὸ κακό, νὰ χαλιναγωγοῦμε τή γλώσσα μας, ν’
ἀπέ-χουμε ἀπὸ τὸν θυμό, νὰ χωριζόμαστε ἀπό τίς βλαβερὲς ἐπιθυμίες,
τὴν κατάκριση, τὸ ψέμα, τὴν ἐπιορκία. Ἡ ἀληθινὴ λοιπὸν νηστεία εἶναι
συνυφασμένη πάντα μὲ τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς.
Ἔλεγε ἕνας Ἁγιορείτης Γέροντας: «Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας δὲν εἶναι
θέμα εὐκαιρίας ἢ συμπτώσεως, ἄλλα εἶναι θέμα ἐργασίας καὶ βίας. “Βιασταὶ
ἁρπάζουσι τὴν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν”. Ἐμεῖς δυστυχῶς σήμερα θέλουμε
νά πᾶμε στόν Παράδεισο ἄκοπα. Ὅμως “οὐδείς μετ’ ἀνέσεως εἰσῆλθεν εἰς
τόν Παράδεισον”».
Συγκεφαλαιώνοντας τά ὅσα εἴπαμε γιά τό τί εἶναι ἡ ἄσκηση καί τί μᾶς
προσφέρει στήν πνευματική μας ζωή λέμε ὅτι: Τήν ἄσκηση μᾶς τήν ζητεῖ
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ἡ πνευματική μας μητέρα διότι: Ὁ χρόνος τῆς
ζωῆς μας εἶναι «συνεσταλμένος», εἶναι συμμαζεμένος, μικρός. Ὁ χρόνος
περνᾶ, φεύγει καί μᾶς παρασύρει στήν ἀντίπερα ὄχθη, στήν ἀτελεύτητη
αἰωνιότητα. Αὐτό σημαίνει πώς ὁ πιστός πού θέλει νά κερδίσει τή
σωτηρία του ὀφείλει νά ὑποβάλλει τόν ἑαυτό του σέ συνεχή, σύντονη
προσπάθεια. Ὀφείλει νά ἐπιδεικνύει μιά ἀσκητική δραστηριότητα γιά
ἀπελευθέρωση ἀπ’ ὅ,τι δέν ὑπάρχει μετά τόν θάνατο καί τό ὁποῖο δέν
εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ματαιότης.
Ἡ ἄσκηση ζητεῖται ἀπό τόν πιστό, γιά νά μήν ὑποδουλώνεται ἀπό
τά πρόσκαιρα καί φθαρτά τοῦ κόσμου τούτου πράγματα καί νά
μή συμπνίγεται ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ μάταιου κόσμου οὔτε νά
θαμβώνεται ἀπό τήν φαντασία τῶν πρόσκαιρων πραγμάτων.
Ἡ ἄσκηση γίνεται γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἐλύτρωσε
ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο μέ τό σταυρικό του θάνατο καί ὁ ὁποῖος ζητεῖ
νά τόν ἀκολουθοῦμε σηκώνοντας τόν δικό μας σταυρό καί ζώντας ἅγια
ζωή.

14
Ἡ ζωή τῆς ἄσκησης εἶναι ἀπόδειξη ὅτι
ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό πρόθυμα καί
ὑποφέρουμε γι’ Αὐτόν μέ εὐχαρίστηση, ὅπως
καί Ἐκεῖνος «ἔπαθεν ὑπέρ ἡμῶν» καί μᾶς ἄφησε
παράδειγμα νά τό μιμηθοῦμε.
Ἡ ἄσκηση μᾶς βοηθεῖ νά ἀποσπώμαστε ἀπό
τά παρόντα καί νά στρεφόμαστε πρός τά
μέλλοντα, τά αἰώνια, τά ἀληθινά, ἐκεῖνα
πού μένουν γιά πάντα.
Ἡ ἄσκηση εἶναι μιά δυναμική ἀντίδραση ἐναντίον
τῶν ἄτακτων ἐπιθυμιῶν τῆς σάρκας.
Ἡ ἄσκηση εἶναι ὁ μόνος δρόμος γιά νά μπορέσει νά
εὐαρεστήσει ὁ ἄνθρωπος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πράγμα
πού ἀποτελεῖ τόν πρῶτο καί κύριο σκοπό τῆς ζωῆς του.
Δέν πρόκειται λοιπόν γιά μιά ἁπλῆ ἀλλαγή ἀλλά γιά μιά οὐσιαστική
μεταμόρφωση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου μέ τή βοήθεια πάντοτε τῆς θείας
Χάριτος. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγώνας γιά νά ἐπανακτήσουμε μέ τή χάρη τοῦ
Θεοῦ τό «ἀρχαῖον κάλλος» τῆς ψυχῆς τό ὁποῖο, ὅπως εἴπαμε καί στήν
ἀρχή τῆς ἀποψινῆς ὁμιλίας, χάσαμε κατά τήν περίοδο τῆς ἄνεσης στόν
Πράδεισο τῆς τρυφῆς.
Ἄς ἀναλάβουμε λοιπόν μέ διάθεση καί κέφι αὐτόν τόν ἀγώνα τοῦ
περιορισμοῦ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου πού φέρουμε μέσα μας, ὥστε μέ τή
Χάρη καί τή συνδρομή τῆς βοηθείας τοῦ Ἁγίου Θεοῦ νά γίνουμε ὅπως
μᾶς θέλει Ἐκεῖνος, ὁ Κύριος καί Ἐξουσιαστής τοῦ παντός.

15
Από την Παλαιά Διαθήκη
Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε...
του Πρωτ. Δημοσθένη Δημοσθένους, Δρ Θεολογίας

Κείμενο (Ψαλμ. 37ος):


«ΚΥΡΙΕ, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με. Οτι
τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ’ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου· οὐκ
ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη
ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου. Οτι αἱ ἀνομίαι μου
ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ’ ἐμέ.
προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης
μου· ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν
σκυθρωπάζων ἐπορευόμην. Ότι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ
οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου· ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα,
ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου. Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ
ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη. Η καρδία μου
ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου,
καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ’ ἐμοῦ. Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας
μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν· καὶ
ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι
ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν. Εγὼ
δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ·
καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι
αὐτοῦ ἐλεγμούς. ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός
μου. Ότι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι
πόδας μου ἐπ’ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν. Ότι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ
ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Ότι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ
ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου. Οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι
καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως· οἱ
ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον
ἀγαθωσύνην. Μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ·
πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου».

Μετάφραση:
«Κύριε μη μ’ επιπλήξεις πάνω στην οργή σου, και πάνω στο θυμό σου μη με
τιμωρήσεις. Γιατί με διαπέρασαν τα βέλη σου και με πιέζει η δύναμή σου.

16
Δεν έχει υγεία το κορμί μου, γιατί οργίστηκες, πονούν τα κόκαλά μου όλα,
γιατί αμάρτησα. Οι ανομίες μου σωρεύτηκαν ψηλότερα απ’ το κεφάλι μου,
καθώς ως φορτίο βαρύ με καταπιέζουν. Βρώμισαν και σάπισαν οι πληγές
μου, απ’ την ανοησία μου. Ταλαιπώρησα, κυρτώθηκα εντελώς, θλιμμένος
περπατώ όλη την ημέρα. Τα σπλάχνα μου είναι γεμάτα φλόγωση και δεν
υπάρχει υγεία στο κορμί μου. Φθάρηκα και τσακίστηκα ολότελα κραυγάζω
από τον πόνο της καρδίας μου. Κύριε, εσύ γνωρίζεις όλη τη λαχτάρα μου,
κι ο στεναγμός μου δε σου είναι κρυφός. Χτυπάει η καρδία μου ανάστατη,
μ’ άφησε η δύναμή μου, ως και το φώς ακόμα των ματιών μου το ‘χασα
κι αυτό. Φίλοι και γνώριμοι δεν μου συμπαραστάθηκαν στα βάσανά
μου, κι οι πιο δικοί μου με κρατάνε σε απόσταση. Αυτοί που τη ζωή μου
επιβουλεύονται μου στήνουνε παγίδες, αυτοί που θέλουν να με βλάψουν
πως θα με καταστρέψουν απειλούν κι απάτες σχεδιάζουν όλη μέρα. Αλλά
εγώ κάνω τον κουφό, πως δεν ακούω, και τον μουγγό, που να μιλήσει δεν
μπορεί. Είμαι σαν ένας άνθρωπος που δεν ακούει τίποτα κι απόκριση στο
στόμα του δεν έχει. Γιατί σ’ εσένα, Κύριες ήλπισα, εσύ θα μου αποκριθείς
Κύριέ μου, Θεέ μου. Γι’ αυτό είπα: «Ας μη χαρούν μ’ εμένα οι εχθροί μου
κι ας μη καυχιούνται εναντίον μου όταν το πόδι μου γλιστράει». Εγώ είμαι
έτοιμος να πέσω, κι ο πόνος μου παντοτινά είναι υπαρκτός. Την ανομία μου
δημόσια την ομολογώ κι η αμαρτία μου στο άγχος με βυθίζει. Όλο ζωή
και δύναμη οι εχθροί μου και πλήθος όσοι αναίτια με μισούν, κι όσοι κακό
αντί καλό μου ανταποδίνουν, μ΄ εχθρεύονται που επιδιώκω το καλό. Μη
μ’ εγκαταλείπεις Κύριε, Θεέ μου, μη φεύγεις μακριά μου. Έλα γοργά και
βοήθησέ με Κύριε και σωτήρα μου!»

Ερμηνευτική προσέγγιση - Σχολιασμός:


Ο προφητάναξ Δαυίδ στον 37ο ψαλμό πραγματεύεται
με λεπτομέρεια την προσωπική του δραματική
κατάσταση όπου βρίσκεται εξαιτίας κυρίως και
πρωτίστως λόγω των αμαρτιών του, αλλά και
εξαιτίας των διαφόρων σωματικών αλγηδόνων
και αλλότριων περιστάσεων. Ο ψαλμός αυτός
γράφηκε ακριβώς μαζί με τα γεγονότα της αποστασίας
και της επανάστασης του Αβεσσαλώμ, ενώ δεν είναι
τυχαίο που σε πολλές περιπτώσεις διαβάζεται και
ως προσευχητική ικεσία από τους Χριστιανούς
που ταλαιπωρούνται από σωματικές ασθένειες
αλλά και εξωτερικές δοκιμασίες και επιβουλές.
Με πολύ έντονα παραστατικές εικόνες

17
σκιαγραφεί την εσωτερική του «κόπωση» αλλά και την ψυχοσωματική
του εξασθένηση ως αποτέλεσμα της δικής του πνευματικής ραθυμίας.
Μάλιστα, αυτή η ολότελη φθορά που υπέστη η ύπαρξή του, έχει άμεση
εξάρτηση από την σχέση που ο ίδιος ο άνθρωπος έχει με τον ίδιο τον Θεό,
και ότι η συνάρτηση της δικής του ανυπακοής προκαλεί κατά κάποιον
τρόπο την «οργή» του Θεού, πράγμα που συνθλίβει ακόμη περισσότερο
τα «οστά» του.
Παρόλο που οι πρώτοι στοίχοι φανερώνουν την τραγικότητα της
προσωπικής κατάστασης του ανθρώπου, αλλά και την δραματική
παθητικότητα της προσωπικής του αδυναμίας να σκύψει μέσα από την
άσκηση και να «γυμνάσει» τα αισθητήρια του σώματος και του πνεύματος,
εντούτοις βλέπουμε μιαν εναγώνια έκφραση αυτοσυνειδησίας όπου ο
άνθρωπος του Θεού αναγνωρίζει το πεπερασμένο των ανθρωπίνων
του δυνατοτήτων και επιζητεί την άνωθεν, εκ Θεού παραμυθία και
συγκατάβαση.
Πρόκειται για συνθήκες κορύφωσης της φυσικής αντοχής, συνθήκες
που κλίνουν προς το μοιραίο τέλος αφού οι «φίλοι» και «πλησίον»,
εγκαταλείπουν τον τίμιο αγωνιστή (τον Δαυίδ), ενώ εκείνοι που θέλουν να
του δώσουν την χαριστική βολή πλησιάζουν όλο και περισσότερο. Βρήκαν

18
την ευκαιρία και εκφράζονται με όλη την κακία της ταλαιπωρημένης
ψυχής τους, συκοφαντικά και υβριστικά. Δεν έχει απομείνει ελπίδα
καμιάς βοήθειας από μέρους των ανθρώπων. Έτσι, μέσα από τον ψαλμό
αυτό είναι εμφανής η απάθεια του ψαλμωδού μπροστά στην εμπαθή
στάση για την υπεροχή από μέρους των εχθρών του και την απειλούμενη
φυσική εξόντωσή του. Ο ψαλμωδός, εντείνει αδιαμαρτύρητα τη σιωπή
του αυτή και ταυτόχρονα δεν ακούει ώστε να κινδυνεύσει να συναινέσει
με απειλές, δεν αντιδρά με κανένα τρόπο μπροστά στον κάθε εκβιασμό
που εκτοξεύεται από το κακό. Ενθυμείται, ότι έχει αθάνατη ψυχή, έχει
την ετοιμότητα να προσφερθεί ο ίδιος και να γίνει θυσία προς χάριν της
ειρήνης και της συμφιλίωσης με τον Θεό. Έτσι περνά το ελπιδοφόρο
μήνυμα της μετανοίας, αφού ξεκάθαρα πλέον η προσοχή του στρέφεται
ενάντια στην αμαρτία (στ. 19).
Η πονηρία του εχθρού της ψυχής μας εστιάζεται στο να μας στρέψει
προς τον κλονισμό της πίστεώς μας και της παραίτησής μας από την
εκζήτηση του ελέους του Θεού. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τόσο η
θρασύτητα και η τόλμη της αμαρτίας που ζημιώνουν τόσο την ψυχή μας,
όσο η συνεπακόλουθη εντροπή και ο άτοπος φόβος που κατακρημνίζουν
στην απελπισία και το αμετανόητο.
Το κατόπιν της αμαρτίας σκηνικό οφείλει να μην οδηγεί προς την
νάρκωση της ψυχής. Η λύπη, που προκύπτει ως αποτέλεσμα της αμαρτίας
και της πτώσης, ας δώσει τη θέση της σε μια υγιή συνέπεια. Δηλαδή
προς την ανόρθωση και την σωτηρία, όταν ο Χριστιανός προσφεύγει
στον εξομολόγο πνευματικό ιερέα και εξομολογείται τις αμαρτίες του.
Ο προφητάναξ Δαυίδ μας καταθέτει την αξία και τη μοναδικότητα της
μετάνοιας ως ψυχοσώτηρας όχι μόνο μέσα από τον 37ο ψαλμό αλλά
και από άλλους εξίσου εκπληκτικούς ψαλμούς (6,31,50,101,129,142).
Γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αρκετός ένας τραγικός απολογισμός όσον
ακριβής κι αν είναι, ούτε μάλλον η απλή καταγραφή των πληγών και
των τραυμάτων από την αμαρτία. Χρειάζεται η επιστροφή κάτω από τον
σταυρό του Σωτήρος μας….. και η εκζήτηση του θείου ελέους Του: «μὴ
ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ’ ἐμοῦ· πρόσχες εἰς τὴν
βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου».

19
Αποστολικό Ανάγνωσμα

Η άσκηση ελευθερώνει
του Πρωτ. Σωκράτη Ανδρέου, Δρ Θεολογίας

Κείμενο (Α΄ Κορ. 9,19 - 9,27):


«Ἐλεύθερος γὰρ ὢν ἐκ πάντων πᾶσιν ἐμαυτὸν ἐδούλωσα, ἵνα τοὺς πλείονας
κερδήσω· καὶ ἐγενόμην τοῖς ᾽Ιουδαίοις ὡς ᾽Ιουδαῖος, ἵνα ᾽Ιουδαίους κερδήσω·
τοῖς ὑπὸ νόμον ὡς ὑπὸ νόμον, μὴ ὢν αὐτὸς ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον
κερδήσω· τοῖς ἀνόμοις ὡς ἄνομος, μὴ ὢν ἄνομος θεοῦ ἀλλ᾽ ἔννομος Χριστοῦ,
ἵνα κερδάνω τοὺς ἀνόμους· ἐγενόμην τοῖς ἀσθενέσιν ἀσθενής, ἵνα τοὺς ἀσθενεῖς
κερδήσω· τοῖς πᾶσιν γέγονα πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω. Πάντα δὲ ποιῶ διὰ
τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι. Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἐν σταδίῳ
τρέχοντες πάντες μὲν τρέχουσιν, εἷς δὲ λαμβάνει τὸ βραβεῖον· οὕτως τρέχετε
ἵνα καταλάβητε. Πᾶς δὲ ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα
φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον. Εγὼ τοίνυν οὕτως τρέχω ὡς
οὐκ ἀδήλως, οὕτως πυκτεύω ὡς οὐκ ἀέρα δέρων· ἀλλὰ ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα
καὶ δουλαγωγῶ, μή πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι».

Μετάφραση:
«Είμαι ελεύθερος, χωρίς εξάρτηση από κανέναν, κι όμως έκανα τον εαυτό μου
σκλάβο όλων για να κερδίσω όσο το δυνατό πιο πολλούς. Ανάμεσα στους
Ιουδαίους συμπεριφέρθηκα σαν Ιουδαίος για να τους κερδίσω για το Χριστό,
κι ενώ εγώ ο ίδιος δεν είμαι πια κάτω από την αυθεντία του νόμου, ανάμεσα σ’
αυτούς που είναι συμπεριφέρθηκα σαν να ήμουν και εγώ, για να τους κερδίσω για
το Χριστό. Παρόμοια, όταν βρισκόμουν μ’ αυτούς που αγνοούν το νόμο του Θεού,
αφού είμαι δεμένος με το νόμο του Χριστού. Με όσους έχουν πίστη αδύνατη,
έγινα το ίδιο, για να κερδίσω τους αδύνατους στην πίστη. Για τους πάντες έγινα
τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να σώσω μερικούς. Κι όλα αυτά τα κάνω για
το ευαγγέλιο ώστε να μπορέσω και εγώ να συμμετάσχω στα αγαθά του. Δεν
ξέρετε ότι οι δρομείς στο στάδιο τρέχουν όλοι, ένας όμως παίρνει το βραβείο;
Τρέχετε, λοιπόν, κι εσείς έτσι ώστε να κατακτήσετε το βραβείο. Οι αθλητές που
ετοιμάζονται για τον αγώνα, υποβάλλονται σε κάθε είδους αποχή, για να λάβουν
εκείνοι ένα στεφάνι που μαραίνεται, εμείς όμως ένα αμάραντο. Εγώ λοιπόν, έτσι
τρέχω, με τα μάτια στηλωμένα στο τέρμα, έτσι πυγμαχώ, όχι σαν κάποιον που
δίνει γροθιές στον αέρα. Αλλά με σκληρές ασκήσεις ταλαιπωρώ το σώμα μου και
το υποδουλώνω, από φόβο μήπως, ενώ θα έχω κηρύξει στους άλλους, εγώ ο
ίδιος κριθώ ακατάλληλος».

20
Ερμηνευτική προσέγγιση - Σχόλια
Ο αυθεντικός και πάντοτε επίκαιρος λόγος του αποστόλου Παύλου
αδιαμφισβήτητα αποτελεί οδοδείκτη και ασφαλή πλοηγό για τη ζωή του
κάθε πιστού Χριστιανού. Μέσα από τις επιστολές που, παρόλο που ο ίδιος
απευθύνεται στις τότε κατά τόπους Εκκλησίες για διάφορα ποιμαντικά, ηθικά
και πνευματικά θέματα, μπορεί κανείς να αντλήσει την πεμπτουσία της εν
Χριστώ αληθινής πνευματικής ζωής.
Το πιο πάνω ανάγνωσμα, είναι παρμένο μέσα από την Α΄ προς Κορινθίους
επιστολή του απ. Παύλου, όπου ο απόστολος προσπαθεί να νουθετήσει αλλά
και να καθοδηγήσει στην ορθή πίστη και ζωή τους πιστούς Χριστιανούς της
Κορίνθου. Είναι όμως εμφανές ότι αυτό δεν γίνεται μόνο με λόγια, αλλά
προτάσσει το δικό του παράδειγμα και τη δική του θυσία, για χάριν του
ευαγγελίου, και του Χριστού.
Πρωτίστως, δίνει στους εν Χριστώ αδελφούς, αλλά και σε όλους τους
ανθρώπους, Ιουδαίους και εθνικούς, το πραγματικό νόημα της ελευθερίας,
και πιο συγκεκριμένα, της εν Χριστώ ελευθερίας, και η οποία δεν νοείται
ως τέτοια εάν δεν προϋποθέτει εθελούσια και εκούσια την προσωπική και
ολοκληρωτική θυσία και δουλεία του εαυτού του για χάριν των άλλων. Αυτή
η εθελούσια αυτοπροσφορά του «προς πάντας», δεν έχει καμία κοσμική ή
εμπορική σκοπιμότητα. Αντίθετα, όπως αναφέρει, σκοπό έχει να κερδίσει όσους
περισσότερους ανθρώπους μπορεί, και φυσικά εννοεί το έργο της ευαγγελικής
του αποστολής: να διδάξει το ευαγγέλιο του Χριστού και να κηρύξει τον λόγο
και την πίστη Του, σε όλα τα έθνη.
Ο ευαγγελισμός των εθνών δεν ήταν απλά ένα Θείο πρόσταγμα για τους
αποστόλους. Ήταν το επισφράγισμα του προσωπικού τους ευαγγελισμού. Ήταν
γι’ αυτούς μια εσωτερική διαπίστευση ως μέλη γνήσια της Εκκλησίας του Χριστού,
πράγμα που γεννούσε διαρκώς μέσα τους την ανάγκη να πραγματώσουν αυτή
την αποστολή σ’ όλη την οικουμένη. Γι’ αυτό λέει χαρακτηριστικά: «πάντα δὲ
ποιῶ διὰ τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα συγκοινωνὸς αὐτοῦ γένωμαι». Έτσι, ο απόστολος
των εθνών έκανε τα πάντα για να προσεγγίσει και να ευαγγελίσει όλους τους
λαούς. Μετά τη μεταστροφή του, δεν πολέμησε τον Ιουδαϊσμό, αντίθετα,
συμπεριφέρθηκε ως Ιουδαίος σεβόμενος και συναναστρεφόμενος
τις Ιουδαϊκές συνήθειες, θέλοντας να μπολιάσει σ’ αυτούς την μόνη
αλήθεια της εν Χριστώ σωτηρίας. Δεν αντιστρατεύτηκε τον
Ιουδαϊκό νόμο, αλλά ενσωματώνοντάς τον στην νέα
Χριστιανική πίστη, έδωσε σ’ αυτόν (το νόμο), το πραγματικό
νόημα που του έλειπε: την Χάρη που έφερε ο Χριστός δια της
θυσίας και της αναστάσεώς Του. Ακόμα, όπως αναφέρει,
πέρασε τόσες ασθένειες και κακουχίες, ώστε όντας ο ίδιος
«παθών» να είναι σε θέση να ιατρεύει και να θεραπεύει εν
Χριστώ τους ασθενείς στην πίστη ανθρώπους.

21
Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο της ποιμαντικής αφύπνισης του αποστόλου
δεν είναι να κερδίσει τους Κορινθίους πείθοντάς τους με επιχειρήματα,
αλλά να τους προβληματίσει ουσιαστικά, τονίζοντας συνάμα με ειλικρίνεια
και ευθύτητα το δύσκολο αλλά ευλογημένο στάδιο της προσωπικής τους
επιλογής. Διασκευάζει, ή μάλλον παρομοιάζει τον πνευματικό αγώνα του
πιστού Χριστιανού με τον αγώνα των αθλητών που αγωνίζονται στο στίβο με
σκοπό να κερδίσουν το πολύτιμο βραβείο. Όλοι οι αθλητές συμμετέχουν σε ένα
αγώνισμα και αγωνίζονται στον στίβο με στόχο να κερδίσουν το έπαθλο το οποίο
δίνει αξία τόσο στην επί του στίβου προσπάθεια τους, όσο και στην συνολική
– προηγούμενη άσκησή τους ώστε να φθάσουν σε τόσο υψηλά αγωνιστικά
επίπεδα. Αυτή η πολύ εύστοχη και παραστατική εικόνα αντικατοπτρίζεται
στη θεολογική σκέψη του αποστόλου Παύλου στον εσωτερικό πνευματικό
αγώνα του πιστού και μάλιστα έναν αγώνα με τεράστιες διαστάσεις αλλά
και προοπτικές. Έναν αγώνα ο οποίος έχει αξία ασυγκρίτως μεγαλύτερη από
τον αγώνα ενός αθλητή, αφού το έπαθλο που επιζητεί να κερδίσει δεν είναι
ένα κλαδί ελαίας ή κάποιο τιμαλφές τρόπαιο, αλλά το άφθαρτο τρόπαιο της
βασιλείας του Θεού.
Ξεκαθαρίζει όμως ο απόστολος, ότι ο πνευματικός αγώνας του πιστού είναι
αγώνισμα μετ’ εμποδίων. Μάλιστα, φέρει ως παράδειγμα τον προσωπικό του
κόπο και μόχθο τονίζοντας ότι ο ίδιος δεν αγωνίζεται χωρίς λόγο, αλλά έχει
επίγνωση και ευθύνη της αποστολής του. Μια αποστολή, την οποία ο ίδιος
χαράσσει με πολύ σκληρή και επίπονη άσκηση με στόχο την ολοκληρωτική
προσφορά του προς τους εν Χριστώ αδελφούς του. Έτσι λοιπόν, η άσκηση,
οι κακοπάθειες, οι ασθένειες και οι δοκιμασίες, δεν αποτελούν μιάσματα της
σύγχρονης εποχής, ούτε καρκινώματα της δήθεν απρόσωπης και ανήθικής
κοινωνίας μας, όπως πολλές φορές απερίσκεπτα και ανεπίγνωστα πιστεύουμε.
Είναι αυτά τα εμπόδια που καλούμαστε να περάσουμε στο διάβα της ζωής μας
ώστε να φθάσουμε στον τελικό τερματισμό.
Πώς όμως θα τα καταφέρουμε; Έχουμε όλοι μας την φυσική και ψυχική
δύναμη να αγωνιστούμε δίκαια και επάξια; Έχουμε επίγνωση του βραβείου
και της τιμής η οποία προκρίνεται στο στίβο της πνευματικής μας πορείας;
Αυτοί και άλλοι προβληματισμοί γεννιούνται μέσα από αυτό το αποστολικό
ανάγνωσμα, και δεν είναι πρόσκαιροι ή παροδικοί, αλλά είναι παντοτινοί και
συνεχώς προκύπτουν μπροστά μας αφού πολλές φορές κάποια εμπόδια είναι
τόσο ψηλά που αδυνατούμε να τα ξεπεράσουμε και να σηκωθούμε. Μάλιστα
ορθώνονται ακόμη πιο θεόρατα όταν πεισματικά και αδιάφορα αρνούμαστε
να παραδεχθούμε την προσωπική μας αδυναμία, και να ζητήσουμε τη βοήθεια
του αθλοθέτη Χριστού. Τι θα γίνει όμως; Θα παραμείνουμε ανενεργής και
άπρακτοι, βολεμένοι στην επίπλαστη και ανέραστη πραγματικότητά μας, ή
θα συνεχίσουμε την πορεία μας με τα όπλα και τα εφόδια που μας χάρισε ο
Χριστός;

22
Εύλογα, όλοι μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο κάθε Χριστιανός έχει στη
ζωή του τον προσωπικό του αγώνα. Χωρίς άσκηση και προσπάθεια δεν μπορεί
να αγωνιστεί σθεναρά. Η νηστεία, η προσευχή, η εγκράτεια και η νήψη του
νου, προετοιμάζουν την καθαρότητα της καρδιάς, και η καθαρότητα της
καρδιάς δεν είναι τίποτα λιγότερο από την θεωρία του Χριστού (Ματθ. 5,
8). Αυτός ο αγώνας όμως, δεν πραγματώνεται χάρη στις δυνατότητες του
ανθρώπου. Σίγουρα, προϋποθέτει την εκούσια εν Χριστώ ελευθερία, η οποία
θα ελκύσει το έλεος και τη χάρη του Θεού η οποία θα κινήσει μέσα μας τον
πόθο και την ροπή να Τον συναντήσουμε. Γι’ αυτό ας έχουμε στην καρδιά
μας τα λόγια του απ. Παύλου: «…καυχώμεθα ἐν ταῖς θλίψεσιν· εἰδότες ὅτι ἡ
θλῖψις ὑπομονὴν κατεργάζεται· ἡ δὲ ὑπομονὴ δοκιμήν· ἡ δὲ δοκιμὴ ἐλπίδα· ἡ δὲ
ἐλπὶς οὐ καταισχύνει· ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ
Πνεύματος Αγίου τοῦ δοθέντος ἡμῖν· ἔτι γὰρ Χριστὸς ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν ἔτι
κατὰ καιρὸν ὑπὲρ ἀσεβῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5, 3-6).

23
Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Η ασκητική του Γάμου
του Πρωτ. Σωκράτη Ανδρέου, Δρ Θεολογίας

Κείμενο (Ματθ. 19,1-12):


«Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, μετῆρεν ἀπὸ
τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια τῆς ᾽Ιουδαίας πέραν τοῦ ᾽Ιορδάνου.
Καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. Καὶ
προσῆλθον αὐτῷ Φαρισαῖοι πειράζοντες αὐτὸν καὶ λέγοντες. Εἰ ἔξεστιν
ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν· ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
εἶπεν, Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ κτίσας ἀπ᾽ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν
αὐτούς· καὶ εἶπεν, Ἕνεκα τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν
μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα
μίαν. ὥστε οὐκέτι εἰσὶν δύο ἀλλὰ σὰρξ μία. ὃ οὖν ὁ θεὸς συνέζευξεν
ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. Λέγουσιν αὐτῷ, Τί οὖν Μωϋσῆς ἐνετείλατο
δοῦναι βιβλίον ἀποστασίου καὶ ἀπολῦσαι [αὐτήν]·Λέγει αὐτοῖς ὅτι Μωϋσῆς
πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τὰς γυναῖκας
ὑμῶν, ἀπ᾽ ἀρχῆς δὲ οὐ γέγονεν οὕτως. Λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ
τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μὴ ἐπὶ πορνείᾳ καὶ γαμήσῃ ἄλλην μοιχᾶται. Λέγουσιν
αὐτῷ οἱ μαθηταὶ [αὐτοῦ], Εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς
γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι. Ο δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Οὐ πάντες χωροῦσιν
τὸν λόγον [τοῦτον], ἀλλ᾽ οἷς δέδοται. Εἰσὶν γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας
μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτως, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ
τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν
βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ο δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω».

Μετάφραση:
Όταν ο Ιησούς τελείωσε αυτά τα λόγια, αναχώρησε από τη Γαλιλαία και
ήρθε στα σύνορα της Ιουδαίας, στην απέναντι όχθη του Ιορδάνη. Πλήθος
πολύ τον ακολούθησε, κι εκεί τους θεράπευσε. Τον πλησίασαν τότε οι
Φαρισαίοι και, για να τον φέρουν σε δύσκολη θέση, του είπαν: «Επιτρέπεται
να χωρίσει κανείς από τη γυναίκα του για οποιονδήποτε λόγο;». Κι αυτός
τους απάντησε: «Δεν διαβάσατε πως ο δημιουργός από την αρχή τους
έκανε άντρα και γυναίκα; Και είπε, “γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άντρας τον
πατέρα και τη μητέρα του και θα ενωθεί με τη γυναίκα του, και οι δύο θα
γίνουν ένας άνθρωπος”. Συνεπώς δεν είναι πια δύο αλλά ένας άνθρωπος.

24
Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός, δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος”. Του
λένε: “Γιατί τότε ο Μωυσής πρόσταξε να της δίνει γραπτό διαζύγιο και να
τη χωρίζει;” Τους λέει: “Ο Μωυσής επέτρεψε να χωρίζετε τις γυναίκες
σας, γιατί είστε σκληρόκαρδοι· αρχικά όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Σας βεβαιώνω πως όποιος χωρίσει τη γυναικα του, για άλλον λόγο εκτός
από πορνεία, και παντρευτεί άλλη, διαπράττει μοιχεία. Αλλά και όποιος
παντρευτεί χωρισμένη γυναίκα διαπράττει μοιχεία”. Του λένε τότε οι
μαθητές του: “Αν τέτοια είναι η σχέση του άντρα με τη γυναίκα, καλύτερα
να μην παντρευτεί κανείς”. Κι αυτός τους είπε: “Αυτό δεν το μπορούν όλοι,
αλλά μόνο εκείνοι που τους το έδωσε ο Θεός. Γιατί υπάρχουν ευνούχοι που
γεννήθηκαν έτσι από τη μάνα τους, υπάρχουν ευνούχοι που τους ευνούχισαν
οι άνθρωποι και υπάρχουν ευνούχοι που μόνοι τους ευνουχίστηκαν, για
χάρη της Βασιλείας των Ουρανών. Όποιος μπορεί να βαδίζει αυτόν τον
δρόμο ας τον βαδίσει».

Ερμηνευτική Προσέγγιση – Ανάλυση


Συχνά οι ευαγγελιστές διασώζουν πολύ ενδιαφέρουσες και ωφέλιμες
συζητήσεις του Χριστού με τους Φαρισαίους και μάλιστα σε δύσκολά
θέματα τα οποία φαινομενικά στην πρώτη τους απήχηση μπορεί να
προκαλούσαν το θρησκευτικό συναίσθημα ή ακόμα και την δυσπιστία
των Ιουδαίων εναντίον του Χριστού, αφού κατά τη δημόσια δράση του,
φανερώνει την μεσσιανική του ιδιότητα αναζωογονώντας ριζοσπαστικά
το βαθύτερο νόημα των διατάξεων του Μωσαϊκού νόμου. Τέτοιο
ενδιαφέρον φανερώνει και το παραπάνω ευαγγελικό ανάγνωσμα μέσα
από το οποίο ο Χριστός ανεπιφύλακτα διευκρινίζει το πραγματικό νόημα
της «έννομης συζυγίας».
Το ερώτημα που τίθεται στον Χριστό από τους Φαρισαίους
άπτεται ενός πολύ σοβαρού και σημαντικού θέματος του θεσμού του
Ισραηλιτικού γάμου: Για ποιους λόγους θα μπορούσε ένας άνδρας να
διαζευχθεί τη σύζυγό του; Σίγουρα, οι Φαρισαίοι δεν ερωτούσαν τον
Χριστό γιατί πραγματικά νοιαζόντουσαν για το θέμα, αλλά για να δουν
την αντίδραση του Χριστού έναντι των Μωσαϊκών διατάξεων που
είχαν οι Ισραηλίτες για διάφορα πρακτικά θέματα. Ο Χριστός, απαντάει
πολύ εύστοχα, και μάλιστα πολύ πειστικά, σμιλεύοντας τις θεολογικές
απαρχές της δημιουργίας με την ευλογία του γάμου και την μυστηριακή
και αγαπητική συσχέτιση του ανδρογύνου σε ένα σώμα, μια σάρκα.
Τα λόγια αυτά του Χριστού, θα μπορούσαμε χωρίς υπερβολή, να
ισχυριστούμε ότι αποτελούν τα «ιδρυτικά λόγια» του μυστηρίου του
γάμου, αφού επί τούτων των λόγων θεμελιώνεται και η Παύλεια

25
θεολογία του γάμου στην προς Εφεσίους επιστολή του.
Έτσι λοιπόν, ο γάμος και η σύζευξη μεταξύ ανδρός και γυναικός
αποτελεί μυστήριο και μάλιστα «μέγα μυστήριο» (Εφ. 5,32) το οποίο έχει
τις αρχικές του καταβολές μέσα από την δημιουργική πρόνοια και σοφία
του Θεού, ο Οποίος δημιούργησε τον άνθρωπο «άρσεν και θήλυ»(Γεν.
5,2). Ο γάμος δεν είναι ένα κοινωνικό γεγονός ή μια φαντασμαγορική
θρησκευτική τελετή, αλλά είναι το κατεξοχήν μυστήριο μέσα από το
οποίο χαράσσεται η νέα κοινή εν Χριστώ πορεία δύο ανθρώπων, οι
οποίοι γίνονται πλέον «ένα σώμα», και καλούνται με την ευλογία της
Εκκλησίας να βαδίσουν τα διάφορα μονοπάτια της ζωής με προοπτική
την βασιλεία των ουρανών.
Ο γάμος είναι μια παλαίστρα. Μπορεί πολύ χαρακτηριστικά
να το παρομοιάσει κανείς ως ένα μικρό κοινόβιο, όπου ο άνδρας
και η γυναίκα εναποθέτουν την αγαπητική τους σχέση στην κοινή
ασκητική και πνευματική τους πρόοδο. Η ασκητική πορεία του γάμου,
προϋποθέτει εκατέροθεν θυσία, αλληλοπεριχώρηση, κατά το πρότυπο
της ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία. Αγαπητική ένωση, αμοιβαία
αυτοπροσφορά, αμοιβαία υποταγή, ενάρετη ζωή, όχι φιλήδονη
και εγωιστική – μονομερής στάση. Γι’ αυτό η Εκκλησία
ευλογεί και τιμάει τους νεονύμφους με «στεφάνους
ἐκ λίθων τιμίων» αφενός μεν ως τρόπαιο νίκης
για την αγνότητα τους να φθάσουν μέχρι τον
γάμο καθαροί και αμόλυντοι, και αφετέρου να
προετοιμάσει και να προεικονίσει την ένδοξη
αλλά συνάμα και δύσκολη προοπτική της
κοινής σταυρικής τους πορείας μέσα στην
πνευματική τους ζωή.
Ο γάμος δεν είναι μια βασανιστική
συμβίωση, ούτε μια συμβιβαστική συνύπαρξη
και μάλιστα τις πλείστες των περιπτώσεων
σε μια δήθεν αρχή ανοχής και αποδοχής
του άλλου. Ο γάμος δεν είναι ούτε ένα
θεσμικό γεγονός που αποσκοπεί απλά στην
οριοθέτηση και διασφάλιση κάποιων νομικών
διατάξεων μεταξύ των συζύγων, όπως πολύ
πιθανόν γινόταν κατά το πλείστον με τους
Ιουδαϊκούς γάμους. Αποτελεί πρωτίστως
κοινωνία αγάπης δύο προσώπων τα οποία
αποτελούν πλέον ένα συμπαγές και άρρηκτο

26
ζεύγος. Αυτή η κοινωνία αγάπης μεταξύ των συζύγων συνεχώς αυξάνεται
πνευματικά με σκοπό την κατά χάριν ένωσή τους με τον Χριστό. Ο γάμος
είναι μυστήριο μέσα από το οποίο διαχέεται η χάρη του Θεού. Όσοι
εντάσσουν τον γάμο στην προοπτική της Βασιλείας του Θεού, τότε αυτοί
προγεύονται τα αγαθά της αιώνιας Βασιλείας Του μέσα στη ζωή τους. Γι’
αυτό δεν έχει νόημα η μονομερής αποξένωση του ενός συζύγου από τον
άλλο χάριν δήθεν μιας ακραίας ατομικής ασκητικής πρακτικής. Η άσκηση,
η εγκράτεια πρέπει να αποτελούν «ίδιον» χαρακτηριστικό γνώρισμα της
αγαστής και ενάρετης σχέσης του ανδρογύνου.
Γι’ αυτό, δεν είναι υπερβολή να υπενθυμίσουμε ότι, το «τόλμημα»
του ανθρώπου να παντρευτεί το πρόσωπο που πραγματικά αγαπά,
δεν αποτελεί μόνο ικανοποίηση της συναισθηματικής ή και ερωτικής
του έκφρασης που εύλογα και πάντοτε υπάρχουν σε κάθε ζεύγος,
αλλά αποτελεί πρωτίστως και θέλημα Θεού, αφού αυτούς που δένει η
Εκκλησία με τα δεσμά του μυστηρίου του γάμου, δεν μπορεί κανείς να
τα λύσει.
Δυστυχώς όμως, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται
αυξημένος αριθμός διαζυγίων μεταξύ των ανδρογύνων, και μάλιστα
σε μεγάλο βαθμό, πράγμα που δημιουργεί σοβαρές επιπτώσεις και
πολλά κοινωνικά προβλήματα στη ζωή των ανθρώπων. Οι λόγοι είναι
ενδεχομένως γνωστοί και προφανείς. Δεν ταιριάζουμε άλλο..., δεν με
καταλαβαίνεις…, κάνεις ότι θέλεις…, δεν συνεισφέρεις στον οικογενειακό
προϋπολογισμό…, κουράστηκα να είμαι πλέον ο/η δούλη σου…, και
πολλά άλλα ακόμη πιο τραγικά και σοβαρά. Είναι αλήθεια, ότι πολλοί
από τους λόγους αυτούς αποτελούν σοβαρές αιτίες κατά τις οποίες το
ζευγάρι αποξενώνεται πολύ συχνά μεταξύ του. Άλλοτε, οι ρυθμοί και οι
«ανάγκες» της καθημερινότητας πιέζουν και σφυρηλατούν τις ελάχιστες
ρομαντικές στιγμές των αγαπημένων προσώπων. Οι προτεραιότητες
της σύγχρονης απαιτητικής παραγωγικής διαδικασίας στην εργασία,
καθιστούν την συζυγική εκφραστικότητα ακόμη πιο απόμακρη και στεγνή.
Αυτά όλα, όντως αποτελούν πραγματικότητες της σύγχρονης συζυγικής
ζωής, αλλά δεν αποτελούν παρά μόνο, πτυχές μιας ζωής άγλυκης,
ανέραστης και δίχως Χριστόν συγκατοίκησης. Η πραγματική συζυγία
καλείται να βιώσει όλα τα παραπάνω συν Θεώ. Καλείται να δώσει χώρο
και χρόνο και νόημα στην ομόκεντρη και παράλληλη πορεία της χωρίς να
αποκάμνει, αλλά με υπομονή, επιμονή και ελπίδα, να βρίσκει κουράγιο να
αγωνίζεται και να ασκείται στον στίβο της θυσίας. Έτσι ο ένας σύζυγος
θα βλέπει μέσα από τον άλλο την χαρά και την χάρη του Θεού η οποία
ζωογονεί και θρέφει αυτούς που έχουν ειρήνη και ελπίδα σ’ Αυτόν.

27
Αποσπάσματα από τον Μικρό Ευεργετινό και Λόγους Πατέρων

...από τη σοφία της ασκητικής εμπειρίας

Του αββά Ησαϊα


«Αδελφέ, μη λιποψυχήσεις μπροστά σε κανένα κόπο, για να μην περάσουν μέσα
σου οι ενέργειες του εχθρού. Γιατί όπως ακριβώς ένα ερειπωμένο σπίτι έξω
από την πόλη γίνεται τόπος ακαθαρσιών, έτσι και η ψυχή του οκνηρού αρχαρίου
γίνεται κατοικητήριο κάθε ακάθαρτου πάθους».

Του αγίου Διαδόχου


«Ο δρόμος της αρετής, σ’ εκείνους που αρχίζουν ν’ αγαπούν την ευσέβεια, φαίνεται
πολύ σκληρός και σκοτεινός, όχι γιατί είναι πράγματι τέτοιος, αλλά γιατί η φύση
του ανθρώπου, από τη γέννησή του κιόλας, έρχεται σε επαφή με την άνεση των
ηδονών. Σ’ εκείνους όμως που μπόρεσαν να φτάσουν ως τη μέση του δρόμου,
φαίνεται ευχάριστη και πολύ ξεκούραστη, γιατί με τη συνέργεια του αγαθού, έχει
υποταχθεί η κακία στη συνήθεια της αρετής και χάνεται μαζί με την ανάμνηση
των παράλογων ηδονών. Γι’ αυτό η ψυχή βαδίζει στο εξής με ευχαρίστηση το
δρόμο των αρετών. Να γιατί ο Κύριος, προτρέποντάς μας στην οδό της σωτηρίας,
λέει: «ὅτι στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ
ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν» (Ματθ. 7,14). Σ’ εκείνους όμως που με θερμή
διάθεση αποφασίζουν την τήρηση των αγίων εντολών του, λέει: «ὁ γὰρ ζυγός
μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.» (Ματθ. 11,30). Πρέπει λοιπόν
από την αρχή του πνευματικού αγώνα να βιάζουμε τη θέλησή μας στην εργασία
των αγίων εντολών του Θεού, ώστε ο αγαθός Κύριος, βλέποντας τον σκοπό και
τον κόπο μας και ότι έχουμε την προαίρεση να υπηρετήσουμε ολοπρόθυμα τις
ένδοξες βουλές Του, να μας στείλει έτοιμο
το άγιο θέλημά του. Γιατί από τον Κύριο
ετοιμάζεται η θέλησή μας: «αἱ γὰρ ἔξοδοί
μου ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις
παρὰ Κυρίου» (Παροιμ. 8,35), ώστε με
πολλή χαρά να εργαζόμαστε ακατάπαυστα
το αγαθό. Τότε πράγματι θα αισθανθούμε,
ότι «ὁ Θεὸς γάρ ἐστιν ὁ ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν
καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς
εὐδοκίας (Φιλ. 2,13)».

28
Του αγίου Εφραίμ
«Εκείνος που θέλει να ευαρεστήσει το Θεό και να γίνει κληρονόμος του μέσω της
πίστεως και να ονομαστεί και ο ίδιος παιδί του Θεού, που γεννήθηκε από το Άγιο
Πνεύμα, πρέπει, αφού αποκτήσει πριν απ’ όλα τη μακροθυμία και την υπομονή,
να υπομένει με γενναιότητα και ευχαρίστηση τις θλίψεις και τις δυσκολίες
που συναντά, δηλαδή σωματικές αρρώστιες, και πόνους, εξευτελισμούς και
προσβολές από τους ανθρώπους ή διάφορους αόρατους πολέμους, που κινούν
εναντίον της ψυχής τα πονηρά πνεύματα θέλοντας να την οδηγήσουν σε χαύνωση
και αμέλεια. Αυτό γίνεται με οικονομία του Θεού, που παραχωρεί να δοκιμαστεί
ο καθένας μας με διάφορες θλίψεις, για να φανούν εκείνοι που Τον αγαπούν
με όλη τους την ψυχή, αν υπομένουν με γενναιότητα και ευχαρίστηση όλα όσα
προξενούνται από τον πονηρό και δεν απομακρύνονται από την ελπίδα και την
εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, αλλά πάντα περιμένουν με πολλή πίστη και υπομονή να
λυτρωθούν από τις δοκιμασίες με τη βοήθεια της χάριτος. Μ’ αυτόν τον τρόπο
θα μπορέσουν να γλυτώσουν από κάθε πειρασμό και να πετύχουν έτσι την
εκπλήρωση της υποσχέσεως, αφού φάνηκαν κι αυτοί άξιοι της Βασιλείας με το
ν’ ακολουθήσουν τα ίχνη όλων των αγίων κάθε εποχής και του ιδίου του Κυρίου,
και έγιναν κοινωνοί όχι μόνο των παθημάτων τους αλλά και της δόξας τους (Β΄
Κορ. 1,7).
Παρατήρησε λοιπόν και δες, πως από την αρχή όλοι οι πατέρες και οι πατριάρχες
και οι προφήτες και οι απόστολοι και οι μάρτυρες έτσι κατόρθωσαν να
ευαρεστήσουν το Θεό, περνώντας δηλαδή μέσα από το δρόμο των θλίψεων και
των πειρασμών και υπομένοντας με καρτερικότητα και χαρά όλες τις δυσκολίες,
χάρη στην ελπίδα της αναμενόμενης ανταμοιβής, αποβλέποντας, στο Θεό και
παίρνοντας δύναμη από την ελπίδα σ’ Αυτόν. Και ο απόστολος επίσης λέει: «εἰ
δὲ χωρίς ἐστε παιδείας ἧς μέτοχοι γεγόνασιν πάντες· ἄρα νόθοι καὶ οὐχ υἱοί
ἐστε» (Εφ. 12,8). Και ο Κύριος μακαρίζει εκείνους που αγωνίζονται γι’ Αυτόν
και βασανίζονται σκληρά – είτε φανερά από τους ανθρώπους, είτε κρυφά από
τα πονηρά πνεύματα, τα οποία πολεμούν την ψυχή που αγαπάει τον Θεό και
προκαλούν σ’ αυτήν ποικίλες θλίψεις, για να εμποδίσουν την είσοδο της στην
αιώνια ζωή, αν την κάνουν να γλιστρήσει στην αμέλεια και την απελπισία. Οι
πειρασμοί, επομένως, δοκιμάζουν και ξεχωρίζουν τις ψυχές που αγαπούν το Θεό
από εκείνες που δεν Τον αγαπούν, κι έτσι φανερώνουν ποιες είναι άξιες του Θεού
και ποιες ανάξιές Του.
Κάθε ψυχή λοιπόν που θέλει να ευαρεστήσει το Θεό, ας κρατάει με γενναιότητα,
πριν απ’ όλα την υπομονή και την ελπίδα. κι έτσι θα μπορέσει να σηκώσει και να
ξεπεράσει κάθε επίθεση και προσβολή του πονηρού. Γιατί ο Θεός, σε μια ψυχή
που ελπίζει σ’ Αυτόν και Τον περιμένει με υπομονή, δεν επιτρέπει να πέσει σε
τόσο μεγάλο πειρασμό, ώστε ν’ απελπιστεί από ένα βάρος που δεν μπορεί να

29
σηκώσει (Α΄ Κορ. 10,13). Ούτε όμως και ο πονηρός πειράζει και θλίβει την ψυχή
όσο θέλει, αλλά όσο του επιτρέπει ο Θεός. Γιατί ξέρει ο Πλάστης μας πόσο πρέπει
να μπει η ψυχή σε δοκιμασία και πειρασμό, και τόσο μόνο επιτρέπει».

Του οσίου Κασσιανού


«Η ακηδία είναι το έκτο στη σειρά πάθος από τα οκτώ που περιγράφει ο Όσιος.
Τα χαρακτηριστικά του πάθους αυτού είναι η ψυχική κόπωση, η αδιαφορία
για τα πάντα, η τεμπελιά και η απραξία. Η ακηδία συγγενεύει με τη λύπη και
επιτίθεται συνήθως τους μοναχούς και πιο βίαια τους ερημίτες. Παραπέμποντας
στο ψαλτήριο: «Ενύσταξεν ἡ ψυχή μου ἀπὸ ἀκηδίας· βεβαίωσόν με ἐν τοῖς λόγοις
σου. Οδὸν ἀδικίας ἀπόστησον ἀπ’ ἐμοῦ καὶ τῷ νόμῳ σου ἐλέησόν με» (Ψαλμ.
118,28), ο όσιος παρατηρεί ότι πρόκειται για την πνευματική ραθυμία της ψυχής
η οποία νυστάζει και απομακρύνεται από την άσκηση και το πνευματικό της έργο».

«Ο γάρ ζυγός μου χρηστός


καί τό φορτίον μου ελαφρόν εστιν» Ματθ. 11,30

30
Άσκηση και Νηστεία μέσα από τους Ύμνους
του Πρωτ. Δημητρίου Δημοσθένους, Θεολόγου

Μέσα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας θα μπορούσαμε να αντλήσουμε


αρκετούς ύμνους όπου συνδέουν την άσκηση με τη νηστεία και τη νήψη στην
ζωή του χριστιανού. Ιδιαίτερα όμως τέτοιους ύμνους βρίσκουμε μέσα από
το Τριώδιο, και μάλιστα στην αρχή της περιόδου της νηστείας της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής, όπου ο χριστιανός καλείται σε έναν ασυμβίβαστο αγώνα
εναντίον της αμαρτίας.
Ἐν τῷ ὄρει τῷ Χωρήβ, τῇ νηστείᾳ καθαρθείς, εἶδε Θεόν Ἠλίας.
Καθαρθῶμεν καί ἡμεῖς, νηστείᾳ τήν καρδίαν, καί ὀψόμεθα Χριστόν.1
Στο πιο πάνω τροπάριο ο υμνογράφος κάνει αναφορά στον προφήτη Ηλία
λέγοντας πως στο όρος Χωρήβ, ο Ηλίας καθάρισε την ψυχή του με τη νηστεία.
Ως αποτέλεσμα τούτου, ο Ηλίας είχε θεοψία. Ας καθαρίσου-
με και εμείς την καρδιά μας μαζί με τη νηστεία, έτσι ώστε
και εμείς να γίνουμε άξιοι θεοψίας, όπως ακριβώς και ο
προφήτης Ηλίας.
Οι αγιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν για τον
προφήτη Ηλία, ότι ζούσε μια αυστηρή και ασκητική
ζωή. Επί πλέον ήταν ανυποχώρητος σε θέματα γνήσιας
λατρείας του Θεού. Γι’ αυτό βρίσκουμε τον προφήτη Ηλία
να είναι υπέρμαχος των πατρώων παραδόσεών του, όταν
ο βασιλιάς Αχαάβ επηρεασμένος από την ειδωλολάτρισσα
σύζυγό του Ιεζάβελ, επέβαλε τη λατρεία των ψεύτικων θεών Βάαλ και Ιστάρ.
Ως αποτέλεσμα τούτου ο Ηλίας προφητεύει στο βασιλιά Αχαάβ, ανομβρία. Οι
αγιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν για τον Ηλία ότι αρχικά καταφεύγει
στην περιοχή ανατολικά του Ιορδάνη, όπου ο Θεός τον έτρεφε θαυματουρ-
γικά μέσω ενός κόρακα και ακολούθως καταφεύγει σε μια χήρα στη περιοχή
Σαρεπτά. Τον καιρό της φιλοξενίας του από την χήρα της Σαρεπτά, γίνονται
δύο θαύματα. Το πρώτο θαύμα ήταν ότι η χήρα παρόλο που είχε λιγοστά τρό-
φιμα αποθηκευμένα, αυτά δεν εξαντλούνταν ποτέ. Το δεύτερο θαύμα έχει να
κάνει με τον γιο της χήρας της Σαρεπτά, όπου είχε πεθάνει και ο Ηλίας τον
ανάστησε.

1 Τριώδιο, β΄ τροπάριο β΄ κανόνος Όρθρου, Δευτέρας Α΄ εβδομάδας των νηστειών

31
Κατά το τρίτο έτος της ανομβρίας ο Θεός έστειλε τον Ηλία στον βασιλιά
Αχαάβ. Εκεί ο προφήτης προκάλεσε τον βασιλιά, ζητώντας να προσευχηθούν
οι ιερείς των ειδωλολατρικών θεών του και ο ίδιος, ζητώντας βροχή, οι μεν
στον Βάαλ και την Ιστάρ, ο δε από τον αληθινό Θεό. Ο βασιλιάς δέχτηκε την
πρόκληση και στο όρος Κάρμηλο συγκεντρώθηκαν 450 ιερείς των ειδώλων
και ο Ηλίας. Η προσευχή των ιερέων των ειδώλων απέβηκε άκαρπη, ενώ όταν
ο Ηλίας προσευχήθηκε στο Θεό, η προσευχή του έγινε δεκτή και ο Θεός έστειλε
φωτιά από τον ουρανό, κατακαίοντας το θυσιαστήριο το οποίο ο Ηλίας είχε
τοποθετήσει επί τούτου. Ο λαός μετά από αυτό το θαυμαστό γεγονός, τάχθηκε
με το μέρος του Ηλία και εξόντωσε τους ιερείς του Βάαλ, ενώ αμέσως τερμα-
τίστηκε η ανομβρία και άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού.
Από το γεγονός όμως η Ιεζράελ ήθελε να σκοτώσει τον Ηλία, γι’ αυτό ο
Ηλίας καταφεύγει στο όρος Χωρήβ. Εκεί ο Ηλίας έχει θεοψία, αφού του μιλά
ο Θεός και εμφανίζεται ο Θεός ως ήχος από ελαφρύ δροσερό αεράκι.2
Όλα τα πιο πάνω θαυμαστά γεγονότα της ζωής του Ηλία, έχουν να κάνουν με
ότι ο ίδιος ο Προφήτης ζούσε μια ασκητική ζωή, γεμάτη με την παρουσία του
Θεού. Γι’ αυτό και εμείς «Καθαρθῶμεν….νηστείᾳ τήν καρδίαν» για να αξιωθούμε
να δούμε τον Αναστημένο Χριστό.
Στον πρώτο λόγο του περί νηστείας ο Μέγας Βασίλειος, για να δείξει τη
σημασία της νηστείας στη ζωή του χριστιανού, αναφέρει και το πιο κάτω:
«Ἐκακώθημεν διά τῆς ἁμαρτίας, ἰαθῶμεν διά τῆς μετανοίας. μετάνοια χωρίς
νηστείας ἀργή»3.
Γράφει ο Μέγας Ιεράρχης, ότι εξαιτίας της αμαρτίας εμείς το ανθρώπινο
γένος, έχουμε κακοποιηθεί. Και συνεχίζει λέγοντας πως ο μόνος τρόπος
για να θεραπευθούμε από αυτή την κακοποίηση, είναι η μετάνοια, η οποία
μετάνοια εάν δεν συνδυάζεται με τη νηστεία, είναι δύσκολο να θεραπευθεί
από αυτή την κακοποίηση, η ανθρώπινη φύση. Μάλιστα πιο πάνω στο λόγο
του ο Μέγας Βασίλειος, δίνει μια εικόνα από την ιατρική επιστήμη της εποχής
του αναφέροντας τα ακόλουθα: «Ὥσπερ γάρ ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῶν παίδων
ζωογονούμενοι σκώληκες φαρμάκοις τισί δριμυτάτοις ἐξαφανίζονται, οὕτως
ἁμαρτίαν, ὑποικουροῦσαν τῷ βάθει, ἐναποκτείνει τῇ ψυχῇ ἐπεισελθοῦσα νηστεία,
ἥγε ὡς ἀληθῶς τῆς προσηγορίας ταύτης ἀξία».4 Δηλαδή όπως τα σκουλήκια,
που αναζωογονούνται στα έντερα των παιδιών, εξαφανίζονται όταν αυτά
θεραπευτούν από κάποια δραστικά φάρμακα, έτσι και η νηστεία όταν
εισχωρήσει στη ψυχή του ανθρώπου, θανατώνει την αμαρτία που φωλιάζει
στο βάθος της ψυχής του ανθρώπου.

2 Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες αναφέρονται στο Γ΄ Βασιλειών στα κεφ. 17-19
3 Μεγάλου Βασιλείου, Λόγος Ά περί νηστείας, PG 31,168
4 Ο.π. PG 31,165

32
Από το πιο πάνω απόσπασμα του
πρώτου λόγο περί νηστείας5, του
Μεγάλου Βασιλείου, ο Άγιος συν-
δυάζει την μετάνοια μαζί με τη νη-
στεία. Μάλιστα τη μετάνοια την
θεωρεί «αργή» χωρίς τη νηστεία. Με
τη λέξη «αργή» θα μπορούσαμε να
υποθέσουμε πάρα πολλά. Όμως θα
ήταν καλό να ανατρέξουμε σε ακόμα
δύο ύμνους της Μεγάλης Τεσσαρακοστής για να δούμε πρώτον τη δύναμη της
νηστείας και δεύτερον τον συνδυασμό που θα πρέπει να έχει η νηστεία, για να
είναι ευάρεστη στο Θεό και ωφέλιμη για να νικήσουμε την αμαρτία.
Ἐλήλυθεν ἡ Νηστεία, ἡ μήτηρ τῆς σωφροσύνης, ἡ κατήγορος τῆς ἁμαρτίας,
καί συνήγορος τῆς μετανοίας, ἡ πολιτεία τῶν Ἀγγέλων,
και σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. οἱ πιστοί ἀνακράξωμεν. ὁ Θεός, ἐλέησόν ἡμᾶς.6
Στο πιο πάνω τροπάριο αναφέρονται οι ευεργετικοί καρποί της αρετής της
νηστείας. Μέσα στους ευεργετικούς καρπούς αναφέρεται πως η νηστεία είναι η
μητέρα της σωφροσύνης, η κατήγορος της αμαρτίας, η συνήγορος της μετάνοιας.
Για την αρετή της σωφροσύνης μας μιλά η Παλαιά Διαθήκη. Στο βιβλίο
της Σοφίας Σολομώντος αναφέρεται πως η σοφία διδάσκει τη σωφροσύνη,
τη σύνεση, τη δικαιοσύνη και την ανδρεία, αρετές από τις οποίες δεν υπάρχει
τίποτε άλλο πιο χρήσιμο στη ζωή των ανθρώπων.7
Το Δ΄ βιβλίο των Μακκαβαίων αναφέρεται εκτενέστερα στην αρετή της
σωφροσύνης. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται πως σωφροσύνη
σημαίνει κυριαρχία στις επιθυμίες8. Γι’ αυτό συμβουλεύει ο συγγραφέας του
Δ΄ Βασιλειών, ότι πρέπει οι πιστοί στο Θεό να είναι προσεκτικοί και να μην επι-
τρέπουν σε λόγια και πράξεις να στέκονται εμπόδιο στη σωφροσύνη9. Εμπόδιο
δε στη σωφροσύνη, σύμφωνα πάλι με το Δ΄ Βασιλειών, είναι η γαστριμαργία
και η επιθυμία10.

5 Οι λόγοι περί νηστείας του Μεγάλου Βασιλείου διαβάζονται στις μονές στο άνοιγμα της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
6 Τριώδιο, α΄ τροπάριο αίνων Όρθρου, Δευτέρας Α΄ εβδομάδας των νηστειών
7 «καὶ εἰ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ τις, οἱ πόνοι ταύτης εἰσὶν ἀρεταί· σωφροσύνην γὰρ καὶ φρόνησιν
ἐκδιδάσκει, δικαιοσύνην καὶ ἀνδρείαν, ὧν χρησιμώτερον οὐδέν ἐστιν ἐν βίῳ ἀνθρώποις».
8 «σωφροσύνην δὴ τοίνην ἐστὶν ἐπικράτεια τῶν ἐπιθυμιῶν, τῶν δὲ ἐπιθυμιῶν αἱ μέν εἰσι ψυχικαί,
αἱ δὲ σωματικαί, καί τούτων ἀμφοτέρων ὁ λογισμὸς ἐπικρατεῖν φαίνεται», Δ΄ Μακκαβαίων 1,31
9 «ὁ γὰρ λογισμὸς τῶν μὲν ἀρετῶν ἐστιν ἡγεμών, τῶν δέ παθῶν αὐτοκράτωρ. Ἐπιθεωρεῖτε
τοίνυν πρῶτον διὰ τῶν κωλυτικῶν τῆς σωφροσύνης ἔργων, ὅτι αὐτοδέσποτός ἐστι τῶν παθῶν
ὁ λογισμός», Ό.π. 1,30
10 «εἰ ἄρα τῶν σωφροσύνης κωλυτικῶν παθῶν ὁ λογισμὸς φαίνεται ἐπικρατεῖν, γαστριμαργίας
τε καὶ ἐπιθυμίας», Ό.π. 1,3

33
Τα πιο πάνω εδάφια από την Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε ότι η σοφία είναι
αυτή που διδάσκει τη σωφροσύνη, τη σύνεση τη δικαιοσύνη, την ανδρεία,
την κυριαρχία στις επιθυμίες, την κυριαρχία στο τι βγαίνει από το στόμα του
ανθρώπου, στη νηστεία.
Έτσι στο τροπάριο η αρετή της νηστείας συνδέεται με τη σοφία. Δηλαδή
ο σοφός άνθρωπος είναι αυτός που νηστεύει. Και προχωρεί πιο κάτω και
λέγει το τροπάριο ότι όπως η σοφία, έτσι και η αρετή της νηστείας, γεννά τη
σωφροσύνη, τη μετάνοια και γενικά η νηστεία είναι ο κατήγορος της αμαρτίας.
Έτσι με τη νηστεία και γενικά την άσκηση, ο πιστός πορεύεται προς την σωτηρία
της ψυχής του.
Το τρίτο τροπάριο το οποίο επιλέξαμε να αναφέρουμε, είναι ακόμη πιο
συγκεκριμένο από τα δυο πιο πάνω τροπάρια, αναφέροντας με περισσότερη
ακρίβεια το τι πρέπει ο άνθρωπος να συνοδεύει τη νηστεία του και γενικά την
ασκητική ζωή του.
Νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. ἀληθής νηστείᾳ, ἡ τῶν
κακῶν ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός,
καταλαλιᾶς, ψεύδους, καί ἐπιορκίας. ἡ τούτων ἔνδεια, νηστεία ἐστίν, ἀληθής καί
εὐπρόσδεκτος11.
Σύμφωνα με το πιο πάνω τροπάριο η ευάρεστη στο Θεό νηστεία, αλλά
συνάμα και αληθινή νηστεία συνδέεται με την αλλοτρίωση από τα κακά. Δηλαδή
την οικειοθελή αποξένωση του ανθρώπου από την αμαρτία. Η αποξένωση
του ανθρώπου από την αμαρτία σημαίνει την εγκράτεια της γλώσσας, στην
αποχή από το θυμό, στο χωρισμό από τις επιθυμίες, την αποξένωση από την
καταλαλιά, το ψεύδος και την επιορκία.
Όλα τα πιο πάνω συνοδευόμενα με τη νηστεία, αποτελούν την ασκητική ζωή
της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γιατί δεν νοείται ασκητική ζωή της Εκκλησίας χωρίς
τον αγώνα για την αλλοτρίωση του ανθρώπου από τα κακά. Και αλλοτρίωση
εννοείται ο άνθρωπος να γίνει ξένος προς το κακό, προς την αμαρτία, γιατί
η κακία και η αμαρτία είναι ξένα προς τη φύση του ανθρώπου. Η φράση
«αλλοτρίωση κακών» θα μπορούσε να εννοηθεί και το ότι ο κάθε χριστιανός
θα πρέπει να αλλοτριωθεί και από κάθε τι το οποίο τον παρασύρει στο να
διαπράξει το κακό, δηλαδή την αμαρτία, εφόσον όπως είπαμε το κακό και η
αμαρτία είναι ξένα προς την ανθρώπινη φύση. Το κακό και η αμαρτία είναι
κάτι το οποίο ο άνθρωπος «κληρονόμησε» μετά την αμετανοησία που επέδειξε
στον Θεό, μετά την παρακοή της εντολής του Θεού, να μην καταναλώσει από
τον απαγορευμένο καρπό.
Συνεχίζοντας το τροπάριο τοποθετεί μέσα στη νηστεία και στην καθόλα
ασκητική ζωή της Εκκλησίας, την εγκράτεια γλώσσας. Όταν αναφέρεται
11 Τριώδιο, α΄ τροπάριο αποστίχων εσπερινού, Δευτέρας Α΄ εβδομάδας των νηστειών

34
εγκράτεια γλώσσας, ίσως εννοείται η προσπάθεια του ανθρώπου να μην
πέφτει στο αμάρτημα της βλασφημίας. Φυσικά εννοείται η προσπάθεια του
ανθρώπου να μην πέφτει στο αμάρτημα του σχολιασμού των συνανθρώπων
του και τόσα άλλα που θα μπορούσαν να αναφερθούν αλλά και που ο καθένας
θα μπορούσε να σκεφτεί. Είναι γεγονός ότι διαβάζοντας διδακτικές ιστορίες
του γεροντικού βλέπουμε αρκετές φορές τους γέροντες να βάζουν ως στόχο
τους την ολιγολογία, ή ακόμα και το να μην μιλούν άσκοπα, γιατί θεωρούν την
πολυλογία ως αιτίες να οδηγηθούν σε αμαρτήματα.
Το τροπάριο συνεχίζει λέγοντας πως αληθινή ασκητική ζωή, βρίσκεται
και στην αποχή από τον θυμό. Μέσα στους ψαλμούς διαβάζουμε: «παῦσαι
ἀπό ὀργῆς και ἐγκατέλιπε θυμόν»12. Δηλαδή ο ψαλμωδός μας προτρέπει
να σταματήσουμε αμέσως να παρασυρόμαστε, να αγανακτούμε και να
οργιζόμαστε. Ο στάρετς Μακάριος της Όπτινα σχετικά με τον θυμό έλεγε:
«Ο θυμός δεν μας δόθηκε, για να εκνευριζόμαστε εναντίον του πλησίον μας,
αλλά για να αυξήσει τον ζήλο μας κατά της αμαρτίας. Όταν εκνευριζόμαστε με
τον συνάνθρωπό μας, ενεργούμε ενάντια στη φύση μας. Νευρικοί και οξύθυμοι
γινόμαστε επειδή είμαστε υπερήφανοι. Η οξυθυμία φανερώνει την εσωτερική μας
διάθεση. Την κατάσταση αυτή πρέπει να τη διορθώσουμε με την αυτομεμψία, την
υπομονή και την αγάπη. Δεν πρέπει να παρατηρούμε τις αδυναμίες των άλλων,
δεν πρέπει να κατακρίνουμε τον πλησίον μας».
Το τροπάριο συνεχίζει λέγοντας πως η αληθινή ασκητική ζωή συνδέεται
και με τον χωρισμό από τις επιθυμίες. Αν ο άνθρωπος υπακούει στις επιθυμίες
του, τότε είναι ευάλωτος στην αμαρτία. Αν όμως ο άνθρωπος αγωνίζεται να
μην υπακούει στις επιθυμίες του, τότε ο αγώνας του θα είναι πιο εύκολος.
Στην Προς Ρωμαίους επιστολή διαβάζουμε τα πιο κάτω: «Μὴ οὖν βασιλευέτω
ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν
αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ»13. Είναι εμφανές στο πιο
πάνω εδάφιο ότι ο θείος Απόστολος συνδέει την αμαρτία με
την επιθυμία. Η αμαρτία μπαίνει στη ψυχή μας, εφόσον εμείς με
την επιθυμία της επιτρέπουμε να εισέλθει και να μας χωρίσει
από τον Θεό.
Ακολούθως ο υμνογράφος συνδέει την
ασκητική ζωή με αυτά που βγαίνουν από το στόμα
του ανθρώπου. Δηλαδή μαζί με την προσοχή στις
τροφές, δηλαδή στο τι μπαίνει από το στόμα του
ανθρώπου στο σώμα του, πρέπει ο άνθρωπος να
προσέχει και το τι βγάνει από το στόμα του. Γι’ αυτό

12 Ψαλμός 36,8
13 Ρωμαίους 6,12

35
λέγει ότι ο άνθρωπος οφείλει να αποχωριστεί και από την καταλαλιά, το ψέμα
και την επιορκία. Η καταλαλιά είναι όταν ο άνθρωπος περιπίπτει στην αμαρτία
του να μιλά εναντίον του συνανθρώπου του, δηλαδή, κατά το απλούστερα
λεγόμενον, το κουτσομπολιό. Είναι δε η καταλαλιά ένδειξη μεγάλου εγωισμού,
γιατί ο άνθρωπος με αυτό το αμάρτημα, θέτει τον εαυτό του ως κριτή των
πράξεων του συνανθρώπου του. Μάλιστα βάζοντας ο υμνογράφος μετά την
καταλαλιά το ψέμα και την επιορκία, δείχνει πως αυτά συνδέονται μεταξύ
τους και πως ο αληθινός αγωνιστής πρέπει να τα αποφεύγει, γιατί όλα μαζί
αποτελούν μεγάλο εμπόδιο στη αληθινή πνευματική ζωή.
Από όλα τα πιο πάνω έγινε φανερό πόσο σημαντικός είναι για τον Χριστιανό
ο αληθινός πνευματικός αγώνας, που συνοδεύεται με την αληθινή νηστεία. Γι’
αυτό «καθαρθῶμεν καί ἡμεῖς, νηστείᾳ τήν καρδίαν, καί ὀψόμεθα Χριστόν».

,
~ εν καί, ημε~ις, νηστείαι τήν καρδίαν,
«καθαρθωμ
καί οψόμεθα Χριστόν»

36
Η Λατρεία του Θεού ψυχή τε και σώματι
τοῦ Εὐδόκιου Δημητρίου, Θεολόγου

Ἀπό τή διήγηση τῆς Δημιουργίας στήν Παλαιά Διαθήκη γνωρίζουμε ὅτι ὁ


Θεός πῆρε χῶμα γιά νά πλάσει τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καί ἐνεφύσησε σ’ αὐτό
πνοή ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ὄν διφυές, συναποτελούμενο ἀπό σῶμα
καί ψυχή.
Οἱ ἐπιστήμες τῆς Βιολογίας καί τῆς Ψυχολογίας δείχνουν φανερά ὅτι ὅλες
οἱ λειτουργίες τοῦ ἀνθρώπινου ὀργανισμοῦ ἐπιτελοῦνται ἀπαραίτητα μέ τή
συνάρτηση τῶν σωματικῶν καί τῶν ψυχικῶν ἀναγκῶν. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ
ἄνθρωπος λειτουργεῖ ψυχοσωματικά στίς διάφορες ἐκφάνεις τῆς ζωῆς του: ἄν
πεινᾶ ἤ διψᾶ, ἡ ψυχή ξυπνᾶ τήν ἐπιθυμία γιά φαγητό ἤ νερό γιά νά καλυφθεῖ ἡ
σωματική ἀνάγκη· ἄν πονᾶ ἤ θλίβεται, ἡ ψυχή ὑποφέρει καί τό σῶμα νωθρεύει
καί δακρύζει· ἄν χαίρεται ἤ ἀγαπᾶ, ἡ ψυχή τέρπεται καί τό σῶμα θάλλει καί
σκιρτᾶ. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τή σωτηρία μας. Τό θεῖο Πάθος καί ἡ ζωοποιός
Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἦταν μιά πραγματικότητα πού βίωσε ψυχοσωματικά.
Ἔτσι κι’ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι βιώνουμε τίς δοκιμασίες καί τή λύτρωση καί μέ
τρόπο ψυχικό καί μέ τρόπο σωματικό. Ὁμοίως καί ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία μας
ἐπιτυγχάνεται μόνο ψυχοσωματικά κι’ ὄχι τμηματικά, μονομερῶς.
Ἀκριβῶς γι’ αὐτό, γιά νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς σῶμα καί ψυχή, προϋποτίθεται
νά συναισθανθεί ψυχῇ τε καί σώματι, νά ἀγωνιστεῖ
ψυχῇ τε καί σώματι, νά ταπεινωθεῖ ψυχῇ τε καί
σώματι, νά προσευχηθεῖ ψυχῇ τε καί σώματι, νά
νηστέψει ψυχῇ τε καί σώματι, νά συσταυρωθεῖ
μέ τόν Χριστό ψυχῇ τε καί σώματι γιά νά
συναναστηθεῖ μαζί Του ψυχῇ τε καί σώματι.
Ὅλα τοῦτα, μποροῦμε νά τά ποῦμε μέ μιά λέξη
«λατρεία»· δηλαδή νά λατρέψει ὁ καθεῖς τόν
Θεό ψυχῇ τε καί σώματι, ἤ ὅπως ἀλλιῶς τό λέει
τό Εὐαγγέλιο «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου
ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς
σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης
τῆς ἰσχύος σου» (Μαρκ. 12,30). Διότι πῶς εἶναι
ἐφικτή ἡ σωτηρία μας ἐάν λατρεύουμε μόνο
σωματικά, ἀλλ’ ὄχι μέ τήν ψυχή μας; Ἤ ἄν Τόν
ἀγαπήσουμε μέ τή λογική, ἀλλ’ ὄχι μέ τήν

37
καρδία μας; Καί πῶς θά μπορούσαμε νά λατρέψουμε τόν Θεό μέ τήν ψυχή μας
νά θέλει, μά τό σῶμα μας νά πράττει ἄλλα;
Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πραγματοποιείται, λοιπόν, μέ τή συλλειτουργία καί
σύμπραξη τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ὅμως πῶς εἶναι αὐτό; Τί σημαίνει
τοῦτο καί πῶς ἐπιτυγχάνεται; Πῶς νά τό ἐπιδιώξουμε γιά νά καταφέρουμε νά
τό βιώσουμε; Καί πῶς νά καταλάβουμε ὅτι ἔτσι εἶναι –«αὐτό» εἶναι τελικά ἡ
πίστη; Θά τό δοῦμε στή συνέχεια.
Κάθε Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας, τά ἱερά Μυστήρια, ὅποια ἐνέργεια
ἐπισυμβαίνει στήν ἐνορία: (α) εἶναι ἕνα γεγονός, βιώνεται ἱστορικά, γίνεται
πράξη σωματική καί (β) εἶναι ἕνας ἀναφορικός συμβολισμός, ἤ ἀκόμα καί μιά
ἄλλη πραγματικότητα μεταφυσική. Συνεπῶς, ἐκτός ἀπό ἱστορικό γεγονός,
εἶναι καί ὐπερκόσμιο γεγονός πού ἀντιλαμβάνεται ἡ ψυχή σάν ἀνεπαίσθητες
πνευματικές δονήσεις. Δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνο πού βλέπουμε ἤ ἀκοῦμε, μά
αὐτά εἶναι ἀποτυπώσεις μιᾶς μυστηριακῆς - ὑπερφυσικῆς πραγματικότητας.
Ὅπως τό γράφει κι’ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «βλέπομεν γάρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου
ἐν αἰνίγματι» (Α΄ Κορ. ιγ΄, 12), «βλέπουμε πρός τό παρόν σάν σέ καθρέφτη
καί κατανοοῦμε σάν σέ αἴνιγμα τήν πραγματικότητα». Αὐτό ἐννοοῦμε λέγοντας
ὅτι ἡ ψυχή ἀντιλαμβάνεται τό ὑψηλότερο νόημα τῶν πεπραγμένων στήν
Ἐκκλησία σάν ἀνεπαίσθητες πνευματικές δονήσεις, διότι γίνονται ἀντιληπτές
μέ προσοχή, συγκέντρωση καί ἄσκηση ἀπό τά πνευματικά αἰσθητήρια τοῦ
ἀγωνιστή Χριστιανοῦ.
Νά ἐξηγήσουμε τά πιό πάνω μέ ὀρισμένα πρακτικά παραδείγματα ἀπό τήν
ἐμπειρία καθενός μας στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.

ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΖΩΗ
Πῶς εἶναι ἡ ἐνοριακή ζωή καί πῶς ἡ Λειτουργία της ἐπεκτείνεται χρονικά
πέραν τοῦ «δι’ εὐχῶν» καί χωρικά ἔξω ἀπ’ τόν ναό; Ὅλοι ἔχουμε ὑπόψιν τί
εἶναι ἡ συμφωνική ὀρχήστρα. Ἀποτελούμενη καμιά φορά ἀπό δεκάδες ὄργανα
παράγουν ὅλα μαζί μουσική, ἄν καί τό καθένα ξεχωριστά ἔχει τή δική του
παρτιτούρα, ἀκολουθεῖ τόν δικό του ρυθμό καί μελωδία. Παρόμοια βιώνεται κι’
ἡ ἐνοριακή ζωή, ὅπου ἡ ἀτομική προσπάθεια μπαῖνει στό πλαίσιο τοῦ συνόλου,
τό «ἐγώ» ὑπάρχει γιά νά εἶναι μέρος τοῦ «ἐμεῖς». Δέν ἔχει σημασία τί ἔκανε τό
«ἐγώ», μά τί τελικά συνδημιούργησε τό «ἐμεῖς».
Ὁ Ἱερέας ἱερουργεῖ μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου· ἡ γυναῖκα πού ζυμώνει
τό πρόσφορο σχετίζεται τελικά μέ τό παιδάκι πού κοινωνᾶ· ὁ ψάλτης
συλλειτουργεῖ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέ τόν κατηχητή· ὁ ἐπίτροπος πού συντονίζει
στόν ναό συνεργεῖ μέ τόν νεωκόρο πού ἀνάβει τά καντήλια τῶν Ἁγίων· ἡ
νοικοκυρά πού φτιάχνει γλυκά γιά τή φιλανθρωπική ἀγορά κοπιάζει γιά τόν
δυσπραγοῦντα ἀδελφό συνενορίτη· ὁ μελισσοκόμος στέλνει τήν κηρύθρα
νά γίνει κερί γιά νά τ’ ἀνάψει ὡς τάμα ὁ προσκυνητής· ὁ ἐλαιοπαραγωγός
συλλέγει τόν ἐλαιόκαρπο γιά νά γίνει λάδι καί να χρησιμοποιηθεῖ στή Βάπτιση

38
τοῦ νεογέννητου· κι’ ὅλοι δίνουν τό «ἐγώ» τους γιά τό «ἐμεῖς»! Καί στό τέλος,
ἀπό τό ὄφελος τοῦ «ἐμεῖς» -τοῦ συνόλου- ἀντλεῖ ὠφέλεια καί τό «ἐγώ»!
Ἀναπαύονται οἱ ψυχές, ξεκουράζονται τά σώματα καί γίνονται ὅλα καί ὅλοι
λατρεία! Κάπως ἔτσι θά τό ἐννοοῦσε κι’ ὁ Γέρος τοῦ Μωριά λέγοντας «ἡ
προκοπή σας καί ἡ μάθησή σας νά μήν γίνῃ σκεπάρνι μόνο γιά τό ἄτομό σας,
ἀλλά νά κοιτάζει τό καλό τῆς κοινότητος καί μέσα ἀπό τό καλό αὐτό νά εὑρίσκετε
καί τό δικό σας» (Ὁμιλία Θεόδωρου Κολοκοτρώνη πρός τούς νέους).

ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Μέσα στή Θεία Λειτουργία, οἱ εὐχές δέν λειτουργοῦν μαγικά οὔτως ὥστε
ὅποιος εἶναι κοντά νά λαμβάνει ἐνέργεια καί νά συνεχίζει ὄμορφα τή ζωή
του. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι μέν σειρά εὐχῶν, Ἀκολουθία, μά εὐχές πού
ἐκφωνοῦνται ἀπό τόν Ἱερέα γιά νά ἀνταποκριθεῖ τό ἐκκλησίασμα. Ἐάν ἐμεῖς,
βαριεστημένα καί νυσταγμένα, εἴμαστε παρόντες στόν ναό, ἀλλά ὁ νοῦς
μας ἀκόμα ὑπνώττει ἤ μετέχει στήν χθεσινή ποδοσφαιρική ἀναμέτρηση,
στό κυνήγι, τίς αὐτοκινητιστικές διαδρομές ταχύτητας, στά ψώνια πού θ’
ἀκολουθήσουν ἤ στήν παραλία, τότε σίγουρα εἴμαστε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ
ἐκτός ναοῦ κι’ ἐξάπαντος δέν μετέχουμε στή Θεία Λειτουργία. Ἡ Λειτουργία
θέλει μετοχή, σύμπραξη, ἀνταπόκριση, συνεργία· εἶναι συντέλεση Μυστηρίου
πού πραγματοποιείται μόνο μέ τήν παρουσία –σωματική καί ψυχική- τόσο τοῦ
Ἱερέως, ὅσο καί τοῦ εὐσεβούς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
«Μά πῶς νά μετέχουμε ἀφοῦ ὅλα τά λέει ὁ παπάς κι’ ὁ ψάλτης;», θά
διερωτηθεῖ κανείς. Παρακάτω θά προσπαθήσουμε νά δοῦμε ἐπιλεκτικά
μερικές στιγμές ἀπό τή λατρεία πού, ἄν καί στιγμές, ἀνοίγουν θύρες πρός τό
ἄπειρο τῆς τρυφῆς τοῦ Θεοῦ -εἶναι ἀφορμές πρόσληψης κι’ ἀπόλαυσής Του.
Φέρει η νοικοκυρά τό πρόσφορο καί τό
προσφέρει στόν ναό. Εἶναι ἤδη μιά προσφορά
τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό. Ἀλλ’ ὅμως ποιά
εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά τοῦ ἀνθρώπου
πρός τόν Θεό, ἄν ὄχι ἡ Παναγία; Το πρόσφορο
συμβολίζει τήν Παναγία· ἔχει στό κέντρο του
σφραγίδα πού γράφει «ΙΣ ΧΣ ΝΙ ΚΑ» κι’ αὐτό
συμβολίζει τόν Χριστό πού κυοφορήθηκε στήν
κοιλία τῆς παναγίας μητρός Του. Λαμβάνει
τό πρόσφορο ὁ ἐπίτροπος ἤ ὁ νεωκόρος, τό
μεταφέρει στό Ἱερο Βῆμα, τό ἐναποθέτει στήν
Ἁγία Πρόθεση· ἐκεῖ πού συχνά ἁγιογραφεῖται ὁ
μικρός Χριστός μέσα σέ δισκοπότηρο. Ἔστω κι’
αὐτή ἡ ἀσήμαντη διαδρομή ἔχει τή λειτουργική
σημασία της, ἀφοῦ συμβολίζει τή διαδρομή
τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἰωσήφ τοῦ μνήστορος

39
στή Ναζαρέτ γιά τήν ἀπογραφή τοῦ πληθυσμοῦ. Κατά τήν Ἀκολουθία τῆς
Πρόθεσης (πρό τοῦ Ὄρθρου καί τῆς Λειτουργίας) ὁ Ἱερέας ἀφαιρεῖ τόν «ἀμνό»
(τό τετράγωνο κεντρικό κομμάτι τοῦ προσφόρου μέ τή σφραγίδα) καί τόν
τοποθετεῖ στό δισκάριο· ἔτσι ἀναπαρασταίνεται ἡ γέννηση τοῦ Κυρίου ἀπό
τήν Παναγία. Ἔπειτα τοποθετεῖται ὁ ἀστερίσκος πάνω ἀπό τόν ἀμνό, ὅπως
φώτιζε ὁ λαμπρός ἀστέρας πάνω ἀπό τή φάτνη τῆς θείας Γέννησης. Σέ μιά
ἑπόμενη φάση, ὁ Ἱερέας παίρνει τή λόγχη και κεντᾶ τόν ἀμνό· κόβει μικρά
κομμάτια γιά τίς μερίδες τῶν Ἀγίων καί τῶν Ἀγγέλων καί τούς «μαργαρίτες»
- δηλαδή τά ψίχουλα τῆς ψίχας τοῦ ψωμιοῦ, τίς ψυχούλες ζώντων καί
κεκοιμημένων ἀνθρώπων πού μνημονεύονται ὑπέρ ὑγείας καί ἀναπαύσεως.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πῶς πλέκεται τό ὑλικό μέ τό ἄυλο, τό κοσμικό μέ τό
ὑπερκόσμιο; Καταλαβαίνουμε ἔτσι πώς τό αἰσθητό μέ τό ὑπεραισθητό, ἀλλά
καί μέ τό ἀσυναίσθητο ἀκόμα, συμφύρονται σ’ αὐτό πού λέμε Μυστήριο, σ’
αὐτό πού λέμε Λατρεία!
Μετά ἀπό λίγη ὥρα γίνεται ἡ «Μικρή Εἴσοδος», ὁπότε ὁ Ἱερέας παίρνει τό
κλειστό Εὐαγγέλιο, που ’ναι γραμμένος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐντός τοῦ
ναοῦ περιφορά του. Τό Εὐαγγέλιο συμβολίζει τόν Χριστό, τόν Υἱό καί Λόγο
τοῦ Θεοῦ. Προπορεύεται ὁ νεωκόρος μέ ἕνα ἀναμμένο κερί πού φωτίζει καί
προετοιμάζει τόν δρόμο· τοῦτο συμβολίζει ἐκεῖνον πού προπορεύθηκε τοῦ
Ἰησοῦ, προετοίμασε τήν ἔλευσή Του καί ὀνομάστηκε Πρόδρομός Του, δηλαδή
τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Βαπτιστή. Μέ τό κλειστό Εὐαγγέλιο δέν φαίνεται τό κείμενο,
τό Εὐαγγέλιο σιωπᾶ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἀκόμα δέν κηρύχθηκε, ὁ Χριστός δέν
μίλησε· τό ἱερο βιβλίο περιφέρεται κλειστό στό μέσον τοῦ ἐκκλησιάσματος,
ὅπως κι’ ὁ Χριστός περιῆλθε στόν κόσμο χωρίς νά κυρήξει κατά τά πρῶτα
χρόνια τῆς ἐπιγείου ζωῆς Του. Ὕστερα ἀνοίγει τό Εὐαγγέλιο, διαβάζει ὁ Ἱερέας,
ἀκούγεται ὁ Λόγος τοῦ Κυρίου, ὁ Χριστός κηρύττει στόν λαό κι’ ἐμεῖς ἀκοῦμε
καί διδασκόμαστε.
Ἄλλο σημεῖο τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ «Μεγάλη Εἴσοδος». Ἱερέας,
νεωκόρος, ἐξαπτέρυγα, δισκοπότηρο, ἄρτος καί οἷνος, «λάβετε φάγετε», «πίετε
ἐξ αὐτοῦ πάντες», γονυπετεῖς γιαγιάδες... Ὅλοι παρόντες στήν
ἱερή πομπή πού ξεκινᾶ ἀπό τήν Ἁγία Προθεση, διέρχεται
τοῦ κυρίως ναοῦ καί καταλήγει στήν Ἁγία Τράπεζα.
Εἶναι ἡ σταυρική πορεία τοῦ Κυρίου πρός τόν Γολγοθᾶ,
πρός τή Θυσία. Γι’ αὐτό στήν Ἁγία Πρόθεση τοῦ Ἱεροῦ
Ναοῦ τῆς Κατασκήνωσης τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς
Στέγης, εἶναι τοιχογραφημένη ἡ «θυσία», ὁ Χριστός
πού θυσιάζεται ὑπέρ πάντων ἡμῶν καί πάντων τῶν
Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ ἀμνός λογχίστηκε ἤδη μέ
τή λόγχη, τό αἰχμηρό μαχαιράκι πού χρησιμοποιεῖ ὁ
λειτουργός γιά νά κόψει, ὅπως ὁ Χριστός λογχίστηκε
ἀπό τόν Ρωμαῖο στρατιώτη. Στήν Ἁγία Τράπεζα, λοιπόν,

40 29
ὁ Ἱερέας προσθέτει τούς μαργαρίτες τοῦ προσφόρου στόν οἷνο καί μετά
εὔχεται στό Ἅγιο Πνεῦμα γιά τή μεταβολή τους σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ: «καί
ποίησον τόν μέν Ἄρτον τοῦτον, τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ σου» καί «τό δέ ἐν τῷ
Ποτηρίῳ τούτῳ, τίμιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ σου».
Στό πλαίσιο αὐτό τί συμβαίνει στόν ναό; Ὁ ψάλτης ψέλνει «Οἱ τὰ Χερουβεὶμ
μυστικῶς εικονίζοντες καὶ τῇ Ζωοποιῷ Τριάδι τὸν Τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες
πᾶσαν τὴν βιωτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν ὠς τὸν βασιλέα τῶν ὃλων ὑποδεξόμενοι
ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν». Αὐτοί πού εἰκονίζουν
μυστικά τά Χερουβείμ –θά δοῦμε στή συνέχεια ποιοί εἶναι- καί ψέλνουν τόν
Τρισάγιο Ὕμνο στήν Ἁγία Τριάδα -ἐδῶ οἱ ψάλτες- (...), να υποδεχτοῦμε τόν
βασιλέα τῶν ὅλων. Οἱ ψάλτες ψέλνουν, οἱ Ἱερεῖς ὑψώνουν μέ τά χέρια τους
τόν βασιλέα (στό δισκοπότηρο) καί... οἱ τάξεις τῶν Ἀγγέλων δορυφοροῦν
τόν βασιλέα, όπως κάνουν οἱ φρουροί. Μα φυσικά, ποιοί ἄλλοι, αυτούς τούς
Ἀγγέλους πού συνοδεύουν τόν Χριστό ἀναπαριστοῦν τά ἐξαπτέρυγα καί τά
παιδιά πού τά ἀναλαμβάνουν στήν ἱερή πομπή. Πῶς ἡ Ἐκκλησία μας σοφά
ἀντιστοίχισε τά πρακτικά μέ τά συμβολικά, τά φαινόμενα μέ τά σημαινόμενα,
τά ὁρατά μέ τά ἀόρατα, τά κοσμικά μέ τά ὑπερκόσμια καί, μάλιστα, μέ ἕναν
τρόπο ἱερό, αὐτό ὀνομάζεται Μυστήριο. Κι’ ἡ μυστηριακή ζωή εἶναι ἡ πλούσια
ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ Μυστηρίου, τό πῶς ἐμεῖς -ὁ καθένας μας- λαμβάνουμε
μέρος στή Λατρεία, πῶς, ἐνῷ ζοῦμε αὐτά πού βλέπουμε κι’ ἀγγίζουμε κι’
ἀκοῦμε, γινόμαστε συμμέτοχοι τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Πῶς ξυπνοῦμε τό πρωί
καί, ἐνῷ εἴμαστε στό σήμερα, βρισκόμαστε νά περπατοῦμε μαζί Του τήν ὁδό
τοῦ μαρτυρίου στόν Γολγοθᾶ καί νά γινόμαστε ἐμεῖς οἱ σταυρωτές Του, ἐμεῖς
ὁ λαός πού ἐπεμφημεῖ στά Ἱεροσόλυμα «εὐλογημένος ὁ Ἐρχόμενος» καί πάλιν
«σταύρωσον, σταύρωσον Αὐτόν», ἐμεῖς ὁ Νικόδημος κι’ ὁ εὐσχήμων Ἰωσήφ,
ἐμεῖς οἱ μυροφόρες γυναίκες, ἐμεῖς ὁ Πρόδρομός Του, ἐμεῖς συνοδοιπόροι Του
στόν σταυρό, ἐμεῖς τά Χερουβίμ Του καί τελικά ἐμεῖς οἱ Κοινωνοί Του!
Κατόπιν εἶναι ὁ καθαγιασμός τῶν Τιμίων Δώρων, ὁπότε τό ψωμί καί τό
κρασί μεταβάλλεται σέ κυριακό σῶμα καί αἷμα. «Καί τί σημαίνει τό γεγονός
πώς εὐλογήθηκε ἕνα κομμάτι ψωμί και λίγο κρασί;», σκέφτεται κάποιος. Νά
δοῦμε ἀπό ποῦ ξεκινᾶ αὐτό τό ψωμί κι’ αὐτό τό κρασί. Ὁ ἀγρός μέ τόν στάχυ
καί τό ἀμπέλι μέ τό σταφύλι γίνονται μέρος τῆς Ἐκκλησίας, γίνονται «πρόναος
λατρείας» κι’ ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ καί τοῦ ἀμπελουργοῦ καταξιώνεται σέ
τέτοιο βαθμό πού γίνεται τό ἔργο τῶν χειρῶν τους τίμιο σῶμα καί τίμιο αἷμα
τοῦ Χριστοῦ κι’ ἐξαγιάζεται. Τότε ὁ Ἱερέας ἀναφωνεῖ «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί
προσφέρομεν», πού πάει νά πεῖ «σοῦ προσφέρουμε τά δικά σου ἀπό τά δικά
σου». Ἄρα παίρνουμε τή Δημιουργία τοῦ Θεοῦ καί Τοῦ τήν ἀντιπροσφέρουμε
σάν νά ’τανε δική μας, διότι εἶναι ὅντως δική μας, μᾶς τήν χάρισε λέγοντας στόν
Ἀδάμ: «αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν καί κατακυριεύσατε
αὐτῆς καί ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης...» (Γεν. 1,27-31). Ἀκριβῶς τήν
ἐντολή αὐτή τοῦ Θεοῦ τηρεῖ ὁ γεωργός κι’ ὁ ἀμπελουργός, χωρίς νά τό

41
ὑποψιάζονται κἄν καί χωρίς νά ξέρουν ὅτι ὁ καθημερινός μόχθος κι’ ὁ ἱδρῶτας
τους ἐξαγιάζεται. Κι’ ἄν ἐργάζονται ταπεινά μέ ἕνα «δόξα σοι ὁ Θεός», σάν
ἄλλη θεία Εὐχαριστία, ἡ δουλειά τους γίνεται λατρεία.
Στή εὐχή τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς γιά τόν καθαγιασμό, ὁ Ἱερέας λέγει
μυστικῶς: «ἔτι προσφέρομέν σοι τήν λογικήν ταύτην καί ἀναίμακτον λατρείαν,
καί παρακαλοῦμεν σε καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν· κατάπεμψον τό Πνεῦμα σου τό
Ἅγιον ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα ταῦτα (...)». Ἱκετεύουμε τόν Θεό νά
καταπέμψει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μόνον πάνω στόν ἄρτο καί τόν οἷνο, μά καί
«ἐφ’ ἡμᾶς» - πάνω μας! Μαζί μέ τό ψωμί καί τό κρασί νά ἁγιαστοῦμε κι’ ἐμεῖς
οἱ ἴδιοι, τό σῶμα καί τό αἷμα τό δικό μας, με τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Γιά τέτοια ἱερότατη ἱκεσία, γιά τέτοιο σοβαρότατο αἴτημα ἡ ψυχή λυγίζει μαζί
μέ τά γόνατα καί πέφτουμε στή γῆ, ὅπως βλέπουμε πολλούς κατά αὐτή τήν
ὥρα τῆς Λειτουργίας.
Κάθε στιγμή τῆς λατρείας γίνεται μέ τήν ταυτόχρονη πορεία ψυχῆς καί
σώματος πρός τόν Θεό, μά ὁ χρόνος καί ὁ χῶρος στεναχορεῖ τήν περαιτέρω
ἀνάπτυξη. Ἄς σημειώσουμε ἀκόμα ἕνα τελευταῖο παράδειγμα. Κάθε φορά πού
ὁ λειτουργός στέκεται στήν Ὡραία Πύλη καί εὐλογεῖ μέ τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ
τοῦ Κυρίου, εἶναι λογικό ὅτι ἀπευθύνεται σέ κάποιους, ἄρα ἀπ’ αὐτούς
ἀναμένει νά ἀνταποκριθοῦν. Ὅταν στρέφεται πρός τό ἐκκλησίασμα καί λέει,
λόγου χάριν, «εἰρήνη πάσι», δηλαδή «εἰρήνη σέ ὅλους», εὔχεται σέ ἐμᾶς τούς
παρόντες νά ζοῦμε εἰρηνικά. Ὁ λαός ἀπαντᾶ -μέ τή φωνή μᾶλλον τοῦ ψάλτη-
«καί τῷ πνεύματί σου», δηλαδή τοῦ ἀντευχόμαστε «τό ἴδιο καί στό δικό σου
πνεῦμα». Ἤ ἀλλοῦ λέγει «ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη
τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ Κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων
ὑμῶν», «νά ’ναι μαζί σας»· σ’ ἐμᾶς τά εὔχεται ὅλα αὐτά καί εἶναι αὐτονόητο ὅτι,
ὅταν κάποιος ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς, τοῦ δίνουμε τήν προσήκουσα προσοχή καί
ἀντιδροῦμε ἀνάλογα. Γυρνᾶ ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ὁ Ἱερέας καί μᾶς προσφέρει τήν
εἰρήνη καί τή Χάρη τοῦ Θεοῦ γιά νά τήν ἔχουμε μαζί μας. Ἐμεῖς πῶς δεχόμαστε
μιά τέτοια δωρεά; Ἀδιάφοροι, καθιστοί καί συζητώντας
γιά τό «δι’ εὐχῶν» πού πλησιάζει; Αὐτό, ἀνθρωπίνως
θά χαρακτηριζόταν ἀγένεια! Ὄρθιοι δεχόμαστε τήν
εὐλογία πού δίδει ὁ κληρικός, κλίνοντας ἐλαφρῶς τό
κεφάλι δείχνουμε ὅτι τή δεχόμαστε μέ εὐχαρίστηση καί
εὐχαριστία, τή στιγμή πού ὁ ψάλτης ἀπαντᾶ ἐκ μέρους
μας «καί μετά τοῦ πνεύματός σου» («ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά
’ναι μαζί καί μέ τό δικό σου πνεῦμα»). Εἶναι κι’ οἱ δεήσεις
πού μᾶς παρακινεῖ ὁ λειτουργός νά ἀναπέμψουμε: «Ὑπέρ
τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καί τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν,
τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», δηλαδή «νά δεηθοῦμε στόν
Κύριο...». Μᾶς παρακινεῖ συνέχεια νά δεηθοῦμε στόν
Κύριο «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», «τοῦ

42
ἁγίου οἴκου τοῦτου» - τοῦ ναοῦ «καί τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου
Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ» - ὅσους βρισκόμαστε ἐκεῖ, «ὑπέρ τῶν εὐσεβῶν καί
Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν» ὅλων τῶν ὁμοδόξων ἔστω κι’ ἄν ἀπουσιάζουν, «ὑπέρ
τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν», «ὑπέρ τῆς πόλεως ταύτης, πάσης πόλεως καί χώρας
καί τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς» - γιά τούς πολίτες τής πόλης καί κάθε πόλης
καί χώρας, «ὑπέρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς καί καιρῶν
εἰρηνικῶν...» - γιά εἰρηνικές καιρικές συνθῆκες καί εὐφορία τῶν καρπῶν, «ὑπέρ
πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων» - γιά τούς
ἀνήμπορους, τούς αἰχμαλώτους, τούς θλιμμένους, τούς ὀργισμένους, ὅσους
διατρέχουν κίνδυνο ἤ ἔχουν κάποια ἀνάγκη, «τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν». Κι’ ἐμεῖς
κάθε φορά καί γιά τόν κάθε ἕναν ἀπαντοῦμε «Κύριε ἐλέησον». Δεηθήκαμε
γιά τόσα καί τόσους, εὐχηθήκαμε γιά ὅλους καί ὅλα. Τελικά, χωρίς νά τό
ἐπιδιώξουμε, ἀνάμεσα σέ αὐτούς γιά τούς ὁποίους εὐχηθήκαμε, εἴμαστε κι’
ἐμεῖς! Κατά συνέπειαν, ἐάν εἴμαστε σέ ἐγρήγορση καί μετέχουμε στίς δεήσεις
καί στήν ὅλη Ἀκολουθία, τότε αὐτή ἡ προσευχή πού ἐνεργοῦμε, γίνεται γιά
ὅλους καί μέσα σέ ὅλους εἴμαστε κι’ ἐμεῖς.
Αὐτή εἶναι ἡ λατρεία μας: μιά καθημερινή σχέση τῶν πιστῶν μεταξύ τους
καί μέ τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ λατρεία μας ὡς ἔργο ὅλων ἐμᾶς μαζί: τοῦ ψάλτη,
τοῦ παιδιοῦ μέ τά ἐξαπτέρυγα, τῆς γιαγιᾶς πού ζύμωσε τό πρόσφορο, τοῦ
γεωργοῦ καί τοῦ ἀμπελουργοῦ, τοῦ ἐλαιοπαραγωγοῦ καί τοῦ μελισσοκόμου,
τοῦ ἱερέα, τῆς κυρίας πού γονατίζει ὑποδεχόμενη τόν βασιλέα, τοῦ νεωκόρου,
τοῦ πιστοῦ πού εἶναι παρῶν, μά κι’ ἐκείνου πού εἶναι ἀπῶν...
Ἔτσι, ἡ προσευχή κι’ ἡ λατρεία, ἀπό γράμματα πού γεμίζουν σελίδες
γίνεται σύναξη ἀνθρώπων, ἀγωνιζόμενων καί πορευόμενων στη σωτηρία. Ἡ
λατρεία δέν εἶναι παθητική λήψη εὐλογίας, ἕνα κατέβασμα θείων δεδομένων
πού ἐγκαθίσταται μηχανικά. Ἡ λατρεία εἶναι δράση, ἀπαιτεῖ ἀλληλεπίδραση,
προϋποθέτει συμμετοχή, θέλει ἐγρήγορση καί νήψη.
Γιά νά ἀπολαύσεις τόν καρπό, πρέπει νά σηκώσεις τό χέρι σου νά τόν
ἀδράξεις. Γιά νά ζήσεις τή λατρεία, εἶναι χρεία νά γίνεις μέλος της, νά γίνεις
μέ ὅλους Ἐκκλησία. Οἱ Χριστιανοί δέν εἴμαστε παθητικοί δέκτες· εἴμαστε
ἐνεργητικοί ἀναζητητές τῆς Ἀλήθειας, ἀκούραστοι μετανοοῦντες, ἐρανιστές
πνευματικῶν ἐμπειριῶν καί ἐραστές τοῦ Παραδείσου!

43
Δόξα σοι ο Θεός!
της Ευανθίας Αχιλλέως, Πρεσβυτέρας

Εμείς δόξα Σοι ο Θεός


στα στεγανά της αγάπης Σου ζήσαμε!
Στην λιακάδα και στον ίσκιο
της Πατρικής φιγούρας!
Στην θαλπωρή και στην φροντίδα
της Μητρικής αγκαλιάς!

Όχι πως δεν δυσκολευτήκαμε.


Όχι πως δεν στερηθήκαμε.
Όχι πως δεν πονέσαμε.
Όχι πως δεν κλάψαμε.
Όχι πως δεν ξεσπιτωθήκαμε.
Όχι πως δεν κάναμε λάθη.
Μα δες , φωτίζεται ολόκληρο το σπιτικό μόνο μ’ ένα
καντήλι αναμμένο με ευλάβεια!
Και ξεδιψούν όλοι μόνο μ’ ένα κύπελο νάμα εκλεκτό,
κέρασμα Θυσίας!
Και χορταίνουν όλοι μ’ ένα ψίχουλο άρτου,
μοίρασμα Αγάπης!
20/6/2018

44
Όνειρο Εωθινό
της Ευανθίας Αχιλλέως, Πρεσβυτέρας

Τι επιμέλεια να κρύβεις τα πραγματικά συναισθήματα μην σε


προδώσουν.........
Μα κρύβεται άραγε το χλωμό φέγγος της ματιάς ;
Το γρήγορο ανοιγοκλείσιμο των βλεφαρίδων ......... ηρωϊκό πάλαιμα
με τα δάκρυα ;
Το κράτημα της αναπνοής ;
Το σφίξιμο των χειλιών μην ξεφύγει αθέλητα ο στεναγμός ;
Ο χρόνος επί γης αδυσώπητα σκληρός .........
Μα η Ζωή σε θέλει να συνεχίζεις και με γυμνά πόδια και με
γόνατα πληγωμένα από τις πτώσεις και με πονεμένα μάτια και με
το το στόμα της αξιοπρέπειας ερμητικά κλειστό .........
Κ’ έπειτα, σαν όνειρο εωθινό, το δέος και η επίγνωση γίνονται
υπομονή. Και περιμένουν φτερούγες να φυτρώσουν από τους
πονεμένους σου ώμους. Φτερούγες ολόλευκες και δυνατές για να
μπορέσεις να πετάξεις ψηλά.
20/6/2018

45
,
«Οι τά Χ,ερουβείμ
μυστικω~ ς εικονίζοντες»

46

You might also like