Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 457

1

Οδυσσεας Γκιλής
Επιμέλεια συλλογής ταξινόμησης και επεξεργασίας υλικού

ΚΑΡΚΙΝΟΣ
ΣΤΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θεσσαλονίκη 2018
2
3

Περιεχόμενα

Αποσπάσματα, χρονολογική ταξινόμηση ................................................................................. 4


Λεξικόν Δημητράκου ............................................................................................................... 10
Οι πληροφορίες περί καρκίνου υπάρχουν από τότε που έχουμε ιατρικά κείμενα, δηλ. από τη
εποχή του Ιπποκράτους ........................................................................................................... 15
Η ιστορία του καρκίνου. http://www.bestrong.org.gr/el/cancer.............................................. 21
«Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αρρώσταιναν από καρκίνο» - Μύθος ή πραγματικότητα; 06.09.2017
-http://www.alfavita.gr/koinonia ............................................................................................. 21
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα. Αποσπάσματα 2.750 ...................................................... 22
Ιπποκράτης ιατρός 46- π.Χ.-377 π. Χ...................................................................................... 22
Διοσκουρίδης Πεδάνιος. 40-90 μ. Χ. ...................................................................................... 34
Ρούφος Εφέσιος ιατρός 98 - 107 μ.Χ.) .................................................................................... 49
Γαληνός ιατρός 129 μ. Χ.-199 μ. Χ. ....................................................................................... 51
Ορειβάσιος περ. 320 – περ. 400 μ. Χ. ................................................................................... 123
Ποικίλα αποσπάσματα .......................................................................................................... 184
Ευρυπίδης .............................................................................................................................. 184
Πλούταρχος ........................................................................................................................... 185
Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. ................................................................................... 192
Ισοκράτης .............................................................................................................................. 201
Σοφοκλής............................................................................................................................... 202
Αριστοφάνης κωμικός ........................................................................................................... 204
Νίκανδρος.............................................................................................................................. 209
Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη .............................................................................. 213
Σχόλια στον Αριστοφάνη ...................................................................................................... 421
Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα .................................................................................................. 451
Σχόλια στον Οππιανό. ........................................................................................................... 453
Σούδα λεξικόν ....................................................................................................................... 453
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ............................................................................................................................. 455
4

Όπως φαίνεται από τα αποσπάσματα που συγκέντρωσα από αρχαία


κείμενα καρκίνος είναι η ασθένεια, το ζώδιο και ο θαλάσσιος κάβουρας.

Καρκίνος, εκτός από ασθένεια και σύμπτωμα και ζώδιον και θαλασσινό
οστρακόδερμα.
καρκίνος ο 1. κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και
ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων:
καρκίνος ο : I1. (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος.
II. Kαρκίνος: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου
ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία
διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22
Iουνίου ως 22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του
παραπάνω ζωδίου.
καρκίνωμα < αρχ. καρκίνωμα [ήδη τον 5ο αι. π.Χ.στον Ιπποκράτη, ηβ.
Έπιδρμ. 7.1.116: γυναικί, έν Άβδήροισι, καρκίνωμα έγένετο περί τά στήθος]
<καρκιν-ώ (-όω).

Ο Ιπποκράτης ήταν αυτός που έδωσε στην πάθηση του καρκίνου


το όνομα της. Ο Ιπποκράτης (Κως 460 π.Χ. - Λάρισα 377 π.Χ. ήταν
Έλληνας ιατρός και θεωρείται μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες
στην ιστορία της ιατρικής.

Αποσπάσματα, χρονολογική ταξινόμηση

4. ARISTOTELES et CORPUS ARISTOTELICUM Phil. Historia


animalium (4 B.C.) Bekker page 490b line 6
τράποδα καὶ πολύποδα· κατὰ διάμετρον γὰρ κινεῖται. Τὰ
μὲν οὖν ἄλλα ζῷα δύο τοὺς ἡγεμόνας ἔχει πόδας, ὁ δὲ (5)
Καρκίνος μόνος τῶν ζῴων τέτταρας.
Γένη δὲ μέγιστα τῶν ζῴων, εἰς ἃ διῄρηται τἆλλα
ζῷα, τάδ’ ἐστίν, ἓν μὲν ὀρνίθων, ἓν δ’ ἰχθύων, ἄλλο δὲ

5. ARISTOTELES et CORPUS ARISTOTELICUM Phil. Historia


animalium (4 B.C.) Bekker page 525b line 31
κραγγὼν πτερύγια ἐφ’ ἑκάτερα ἐν τῇ οὐρᾷ· τὸ δὲ μέσον αὐ-
τῶν ἀμφότεραι ἀκανθῶδες, πλὴν αὕτη μὲν πλατύ, ἡ δὲ (30)
5

κυφὴ ὀξύ. Ὁ δὲ Καρκίνος μόνος τῶν τοιούτων ἀνορροπύγιον·


καὶ τὸ σῶμα τὸ μὲν τῶν καρίδων καὶ τῶν καράβων πρό-
μηκες, τὸ δὲ τῶν καρκίνων στρογγύλον.

10. HARPOCRATION Gramm. Lexicon in decem oratores Atticos (A.D.


1/2?) Alphabetic letter kappa lemma 15 line 7
ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα (5) συγκαρκινωθῇ.
λέγεται Καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης
Τραπεζιτικῷ· εἴη δ’ ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-

16. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix {1764.001} (A.D.


2) Page 110 line 11
ἐπάγουσι δὲ καὶ λῃστηρίων ἢ πολεμίων ἐφόδους καὶ τραύμασι καὶ
τομαῖς καὶ ἐκκοπαῖς μελῶν περιτρέπουσιν ἢ ἰκτερικοὺς ἢ ἀπὸ (10)
ὕψους πτώσεις. Καρκίνος στῆθος στόμαχος μαζοὶ σπλὴν στόμα
ἀπόκρυφοι τόποι ἀμαυρώσεις πηρώσεις διὰ τὸ νεφέλιον· γίνονται
δὲ κατὰ τοῦτον τὸν τόπον λέπραι ἀλφοὶ λιχῆνες ἀποπληξίαι

25. VETTIUS VALENS Astrol. Anthologiarum libri ix {1764.001}


(A.D. 2) Page 167 line 24
κύριος τοῦ κλήρου διοδεύων, λαμβάνομεν· οἷον ὁ κλῆρος Λέοντι,
ὁ κύριος τοῦ Λέοντος Ἥλιος εὑρέθη ἐν τῷ Καρκίνῳ· σημαίνει δὲ
ὁ Καρκίνος στῆθος καὶ στόμαχον· τὴν αἰτίαν οὖν τοῦ πάθους
λέγομεν γεγενῆσθαι ἀπὸ τοῦ Καρκίνου. τοὺς ἐπιμερισμοὺς γὰρ (25)
λαμβάνει τῶν ἐτῶν καὶ ἀνὰ τξʹ ἡμέρας ποιεῖ· τὰς γὰρ εʹ δʹ κατ’

49. JOANNES DAMASCENUS Scr. Eccl. et Theol. Sacra parallela


(recensiones secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros
conflant) (fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8)
Volume 95 page 1573 line 28
μεθ’ ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε λά-
θρα ψηφίδα παρεμβαλὼν ὁ καρκῖνος, διακωλύει τὴν
6

σύμπτυξιν, καὶ εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως


διὰ τῆς ἐπινοίας περιγινόμενον. Αὕτη ἡ κακία τῶν (30)

54. PHOTIUS Lexicogr., Scr. Eccl. et Theol. Lexicon (Ε—Ω)


{4040.030} (A.D. 9) Alphabetic letter kappa Page 132 line 15
ῥιζωθῆι κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαι φασί· Φερεκράτης· Ὁπόταν
σχολάζης, νῖψον, ἵνα τὰ λήϊα Συγκαρκινωθῆι· λέγεται Καρκίνος καὶ
πάθος (15) τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρκίνωμα λέγεται·
εὑρίσκεται δὲ πολλάκις· καὶ κύριον

Πύλη

καρκίνος ο 1. κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και


ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων:
Διάγνωση / θεραπεία / χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου.
Mεταστάσεις του καρκίνου. ~ του / στον πνεύμονα. Γυναικολογικός ~, των
γεννητικών οργάνων της γυναίκας ή του μαστού. || (βοτ.) ασθένεια των
φυτών που παρουσιάζει ομοιότητες με τον καρκίνο των ανθρώπων και των
ζώων. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί
μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· καρκίνωμα2: H γραφειοκρατία είναι
ο ~ της δημόσιας διοίκησης. [λόγ. < ελνστ. καρκίνος < αρχ. καρκίνος (δες
καρκίνος 2)]
καρκίνος ο : I1. (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος. II. Kαρκίνος: 1.
(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. 2.
(αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο
ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Iουνίου ως
22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου.
β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kαρκίνο: Είμαι Kαρκίνος. 3. Tροπικός
του Kαρκίνου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας που έχει
απόκλιση +23Φ 27' από τον ισημερινό καθώς και του παραλλήλου της
γήινης σφαίρας που έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και αποτελεί
το βόρειο όριο της τροπικής ζώνης. [λόγ.: I: αρχ. καρκίνος· ΙΙ: ελνστ. σημ.].
καρκίνωμα το 1. (ιατρ.) κακοήθης όγκος του επιθηλιακού ιστού ή των
αδένων. 2. (μτφ.) χαρακτηριστικό ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί
μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· καρκίνος12: H παράνομη δόμηση
είναι ένα ~ που απλώνεται επικίνδυνα σε όλες τις ακτές μας. Ο
7

πληθωρισμός είναι το ~ της οικονομίας μας. [λόγ.: 1: αρχ. καρκίνωμα· 2:


σημδ. αγγλ. cancerous]
καρκινωματώδης -ης -ες : που έχει τη φύση του καρκινώματος: ~
όγκος. [λόγ. καρκινωματ- (καρκίνωμα) -ώδης απόδ. γαλλ. carcinomateux]
Λεξικό Μπαμπινιώτη
καρκινικός, -ή. -ό 1. αυτός που σχετίζεται μ ε τον καρκίνο: - κύτταρα /
όγκος ·
2.καρκινικός στίχος στίχος που μπορεί να διαβαστεί εί τε κανονικά είτε από
το
τέλος προς την αρχ ή. διατηρώντας το ίδιο νόημα. π.χ . νιψοκ α.\ομήματα
μη \to\ah
οψι\ (από το περι ρραντήριο τής Λγίας Σοφίας στην Πόλη), καρκινοβατώ
ρ.
αμετβ. {!856{ {καρκινοβατείς... \ καρκινοβάτησα! προχω ρώ μ ε πολύ
αργούς
ρυθμούς ή κάνω βήματα προ ς τα πίσω. δεν π αρουσιάζω καμ ία πρόοδο,
μένω
στάσιμος: καρκινοβατεί η διεύρυνση τής Ευρο)παϊκής Ένωσης Συν.
οπισθοδρομοι.
αποτυγχάνω, καθυστερώ. — καρκινοβασία (η) 11897|.
IBTYM. < μτγν. καρκινοβάτης «αυτός που βαδίζει σαν κάβουρας» <
καρκίνος (βλ.λ.) + -βάτης < βαίνω]. καρκινογένεση (η) |-ης κ. -έσεως | -
έσεις, -έσεων} ιατρ. το σύνολο
των διαδικασιών ή μηχανισμών, των οποίων ο πιθανός συνδυασμός μπορεί
να
οδηγήσει στην πρόκληση καρκίνου.
ΙΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ.. < αγγλ. carcinogencsis|. καρκινογόνος, -
ος. -ο ΙΑΤΡ.
(γι α χημικές ουσίες ή φυσικούς παράγοντες) αυτός που μπορεί να
προκαλέσει ή να
ευνοήσει την εμφάνιση καρκίνου.
|ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ.. < αγγλ. carcinogcn|. καρκινοειδής, -ής. -ες
Γαρχ.|
{καρκινοειδ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. αυτός που μοιάζει με καρκίνο, δηλ.
κάβουρα
2./ΩΟΛ. καρκινοειδές (το) κάθε οστρακόδερμο που ανήκει σε ομοταξία
αρθροπόδων.
τα οποία ζουν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό · 3. ΙΑΤΡ. καρκινοειδές (το)
όγκος
μειωμένης κακοήθειας. που συνήθ. βρίσκεται στο πεπτικό σύστημα ή
στους πνεύμονες,
8

καρκινολογία (η) Ιχωρ. πληθ.[ ΙΑΤΡ. ο κλάδος που έχει ως αντικείμενο


μελέτης την
έρευνα και τη θεραπεία τού καρκίνου ΣΥΝ. ογκολογία. — καρκινολόγος
(ο/η),
καρκινολογικός, -ή, -ό.
[LTY.M. Μετ αφρ. δάνειο από αγγλ. canccrology (νόθο σύνθ.)].
καρκινόλυση (η) |-
ης κ. -ύσεως | χ ωρ, πληθ .} ΙΛΓΡ. η καταστροφή κυτ τάρων που προσβλήθ
ηκαν από
καρκίνο. ..καρκινολυπκός, -ή. -ό.
[ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξ έν. όρ., < γαλλ. carcinolyse}. καρκινοπαθής, -ής.
-ές [1866}
|καρκινοπαθ-ούς | -εί ς (ουδ. -ή)} (κ.
ως ουσ.) αυτός που πάσχει από καρκίνο, καρκινοποίηση (η) {-ης κ. -ήσεως
|-
ήσεις, -ήσεων} ΙΛΤΡ. η μ εταλλαγή προϋπάρχουσας καλοήθους βλ άβης
σε καρκίνο.
[F.TYM. Μεταφρ. δάνειο από γαλλ. canccrivationj. καρκίνος (ο) 1. ΙΑΤΡ.
(α) κάθε
κακοήθης όγκος που μπορεί να εμφανιστεί σε οποιονδήποτε από τους
ιστούς τού
οργανισμού και έχει την τάση να επανεμφανίζ εται μετά από κάθε αφαί
ρεσή τ υυ ή
να σχηματίζει μεταστάσεις σε γειτονικά ή και απομακρυσμένα σημεία τού
σώματος: - τού πνεύμονα / των μαστών / τού στομάχου (β) κάθε ασθένεια
που
χαρακτηρίζ εται από τέτοιου είδους όγκους: έχει - 2. (συνεκδ.) καθετί που
μπ ορεί
να προκαλέσει καρκίνο: κάθε μέρα αναπνέουμε τον ~ (αέρα με
καρκινογόνες ουσίες)·
ΦΡ. (μτφ.-κακόσ.) βγάζω τον καρκίνο δεν μπορώ να ανεχθώ άλλο .
υποφέρω από
τη συνεχή πίεση που ασκούν πάνω μου πρόσωπα ή καταστάσει ς: ο
διευθυντής μου
ήταν τόσο απαιτητικός, που μον 'βγάλε τον καρκίνο ΣΥΝ. π ρήζω
3. '/ΩΟΛ. ο κάβουρας, το καβούρι · 4. ΓΡΩΓΡ. τροπικός τού Καρκίνου βλ.
λ.
τροπικός · 5. ΛΣΤΡΟΝ. αμφιφανής αστερισμός τού Β. Ημι σφαιρίου,
τοποθετημ ένος
ανάμεσα στους αστερισμούς τού Αέοντος και των Διδύμων 6. ΑΣΤΡΟΛ.
το τέταρτο
ζο)διο τυύ ζωδιακού κύκλου, που θεωρείται ότι κυρι αρχεί στην περίοδο
απ ό 21
9

Ιουνίου μέχρι 22 Ιουλίου 7. (συνεκδ.) το πρόσωπο που έχει γεννηθεί κατ ά


τη
διάρκεια τής π αραπάνω π εριόδου: είναι ~. ΣΧΟΛΙΟ λ. διάβο,ος.
[[ΗΤΥΜ. αρχ ., αρχική σημ. «κάβουρας», < I.E. *kar-kar- «σκληρός,
τραχύς»(αναδιπλ. θ.), πβ. σανσκρ. karkarah «κάβουρας», λατ. cancer (<
*car-cros) > γαλλ.canccr «καρκίνος» κ.ά. Ομόρρ. πιθ. κράτος (βλ.λ.) Η
σημερινή σημ. είναι ήδη αρχ .και απαντά στον Ιπποκράτη), καρκινοφιλία
(η) {χω ρ. πληθ.} ΙΛΤΡ. η ιδιότηταορισμένων οργάνων και ιστών να
αναπτύσσουν καρκίνο ή μεταστάσεις από καρκίνωμα πυυ υπάρχει στον
οργανισμό.
{ΕΤΥΜ. Ελληνογενής ξέν. όρ.. < αγγλ. cancerophilia (νόθο σύνθ.)}.
καρκινοφοβία
(η) Ιχω ρ. πληθ.} η αγχώδης κατάσταση κατά την οποία κάποιος φοβάται
ότι έχ ει ή
πρόκειται να π ροσβληθεί από καρκίνο.
[m ΥΜ. Ελ ληνογενής ξέν. όρ., < αγγλ . canccrophobia (νόθο σύνθ.)].
καρκινώδης, -
ης. -ες | αρχ .j |καρκινώδ-ους | -ει ς (ουδ. -η), -ών} αυτός που έχει τα
χαρακτηριστικά, ως προς τη φύση ή τη μορφή, τού καρκίνου: ~ όγκος /
εξόγκωμα
ΣΥΝ. κακοήθης. ΙΧΟΛΙΟ λ . -ης. -ης, -ες. καρκίνωμα (το) |αρχ.|
{καρκινώμ-ατο ς | -
ατα. -άτων} 1. ο κακοήθης όγκος που αποτελείται από επιθηλιακό ιστό. ο
καρκίνος
2. (μτφ.) οτιδήποτε παίρνει τη μορφή μόνιμου κακού, από το οποίο δεν
μπορούμε
να απαλλαγούμε, αλλά υπομένουμε παθητικά την καταστροφική του
εξάπλωση: το
ρουσφέτι αποτελεί - τού δημόσιου βίου. — καρκινωματώδης, -ης, -ες |
)853],
Καρλσρούη (η) πόλη τής ΝΔ. Γερμανίας.

Μπαμπινιώτη Ετυμολογικό λεξικό


καρκινικός
καρκινοειδής < αρχ. καρκινο-ειδής
καρκινώδης < ορχ. καρκιν-ώδης
καρκίνωμα < αρχ. καρκίνωμα [ήδη τον 5ο αι. π.Χ.στον Ιπποκράτη, ηβ.
Έπιδρμ. 7.1.116: γυναικί, ένΆβδήροισι, καρκίνωμα έγένετο περί τά στήθος]
<καρκιν-ώ (-όω).
10

ΣΥΝΘ. κα ρ κ ίνο -: καρκίνο-γένεση (μεταφορά τούελληνογενούς ογγλ.


carcinogenesis), καρκινο-γόνας(μεταφορά τού ελληνογενούς ογγλ.
carcinogen),
καρκινο-λογία (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ.cancerology, υβριδικού
συνθ.), καρκινο-παθής (λόγ.[1866]), κορκινο-ποίηαη (μεταφρ. δάνειο από
γαλλ.canc0risotion), κορκινο-φιλία (μεταφορά τού ελληνογενούς αγγλ.
cancerophilio, υβριδικού συνθ.), καρκινο-φοβία (μεταφορά τού
ελληνογενούς αγγλ.cancerophobia, υβριδικού συνθ.) κ.ά.

Λεξικόν Δημητράκου

Καρκινοειδής, Αριστοτέλης ΖΜ 684α, 14 καρκινοπαθής Καρκινόπους


Καρκίνος

Καρκινοσάρξ, καρκινόχειρες, καρκινώ, καρκινώδης, καρκίνωθρον


καρκίνωμα, καρκινωματώδης, καρκίνωσις

Ο Ιπποκράτης ήταν αυτός που έδωσε στην πάθηση του καρκίνου το όνομα
της. Ο Ιπποκράτης (Κως 460 π.Χ. - Λάρισα 377 π.Χ. ήταν Έλληνας ιατρός
και θεωρείται μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες στην ιστορία της
ιατρικής.

Έφη Πουλάκου-Ρεμπελάκου.Αν.Καθηγήτρια Ιστορίας της Ιατρικής


,ΕΚΠΑ

ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΗΣ ΑΤΟΣΣΑΣ, ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ. Ηροδότου


Ιστορίαι, Γ΄: «Ατόσση, τη Κύρου μεν θυγατρί, Δαρείου δε γυναικί, επί
του μαστού έφυ φύμα, μετά δε εκραγέν ενέμετο πρόσω. Όσον μεν δη
χρόνον ην έλασσον, η δε κρύπτουσα και αισχυνομένη έφραζεν ουδενί.
Επεί τε δη εν κακώ ην, μετεπέμψατο τον Δημοκήδην, και οι επέδειξιν…
11

Ως δε άρα μιν μετά ταύτα ιώμενος υγιέα απέδειξε»

Πύλη. καρκίνος ο : . κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και
ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων:
Διάγνωση / θεραπεία / χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου.
Mεταστάσεις του καρκίνου. ~ του / στον πνεύμονα. Γυναικολογικός ~, των
γεννητικών οργάνων της γυναίκας ή του μαστού. || (βοτ.) ασθένεια των
φυτών που παρουσιάζει ομοιότητες με τον καρκίνο των ανθρώπων και των
ζώων. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί
μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· Καρκίνωμα: H γραφειοκρατία είναι
ο ~ της δημόσιας διοίκησης. [λόγ. < ελνστ. καρκίνος < αρχ. καρκίνος (δες
καρκίνος )]
καρκίνος ο : . (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος. II. Kαρκίνος: 1.
(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. 2.
(αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο
ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Iουνίου ως
22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου.
β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kαρκίνο: Είμαι Kαρκίνος. 3.
Tροπικός του Kαρκίνου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας
που έχει απόκλιση +23Φ 27' από τον ισημερινό καθώς και του παραλλήλου
της γήινης σφαίρας που έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και
αποτελεί το βόρειο όριο της τροπικής ζώνης. [λόγ.: I: αρχ. καρκίνος· ΙΙ:
ελνστ. σημ.]

Ηρόδοτος ιστορίες.βι. 3, section 133, line 2

οἶκόν τε μέγιστον εἶχε καὶ ὁμοτράπεζος βασιλέϊ ἐγεγόνεε,


πλήν τε ἑνός, τοῦ ἐς Ἕλληνας ἀπιέναι, πάντα τἆλλά οἱ
παρῆν. Καὶ τοῦτο μὲν τοὺς Αἰγυπτίους ἰητρούς, οἳ βασι-
λέα πρότερον ἰῶντο, μέλλοντας ἀνασκολοπιεῖσθαι ὅτι ὑπὸ
Ἕλληνος ἰητροῦ ἑσσώθησαν, τούτους βασιλέα παραιτησά-
μενος ἐρρύσατο· τοῦτο δὲ μάντιν Ἠλεῖον Πολυκράτεϊ
ἐπισπόμενον καὶ ἀπημελημένον ἐν τοῖσι ἀνδραπόδοισι
ἐρρύσατο. Ἦν δὲ μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βα-
σιλέϊ.
Ἐν χρόνῳ δὲ ὀλίγῳ μετὰ ταῦτα τάδε ἄλλα συνήνεικε γε-
νέσθαι. Ἀτόσσῃ τῇ Κύρου μὲν θυγατρί, Δαρείου δὲ γυναικὶ
ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα, μετὰ δὲ ἐκραγὲν ἐνέμετο πρόσω.
Ὅσον μὲν δὴ χρόνον ἦν ἔλασσον, ἡ δὲ κρύπτουσα καὶ
12

αἰσχυνομένη ἔφραζε οὐδενί, ἐπείτε δὲ ἐν κακῷ ἦν, μετε-


πέμψατο τὸν Δημοκήδεα καί οἱ ἐπέδεξε. Ὁ δὲ φὰς ὑγιέα
ποιήσειν ἐξορκοῖ μιν ἦ μέν οἱ ἀντυπουργήσειν ἐκείνην τοῦτο
τὸ ἂν αὐτῆς δεηθῇ, δεήσεσθαι δὲ οὐδενὸς τῶν ὅσα ἐς αἰς-
χύνην ἐστὶ φέροντα. Ὡς δὲ ἄρα μιν μετὰ ταῦτα ἰώμενος
ὑγιέα ἀπέδεξε, ἐνθαῦτα δὴ διδαχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Δημοκή-
δεος ἡ Ἄτοσσα προσέφερε ἐν τῇ κοίτῃ Δαρείῳ λόγον
τοιόνδε· «Ὦ βασιλεῦ, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι,

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ, Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΤΟΥ


ΟΡΟΥ «ΚΑΡΚΙΝΟΣ» Πρώτος ο Ιπποκράτης παρατήρησε και
κατέγραψε: «Γυναικί εν Αβδήροισι Καρκίνωμα εγένετο περί το στήθος
και δια της θηλής έρρεεν ιχώρ ύφαιμος, επιληφθείσης δε της ρύσιος
απέθανεν». Το όνομα «καρκίνος» ή «καρκίνωμα» δόθηκε στη νόσο από
την εξωτερική μορφή που θύμιζε καβούρι (και άλλες αρρώστιες
βαπτίσθηκαν από ζώα πρβ. ελέφας, λύκος, πολύποδας). Η ομοιότητα
εντοπίζεται στις παρακείμενες του καρκίνου φλέβες που προβάλλουν
έντονα και θυμίζουν σώμα καβουριού που περιβάλλεται από τα πόδια του.

Ιπποκράτης ιατρός. ., De morbis popularibus (= Epidemiae)βι. 5, κεφ. 1,


section 101, line 1

Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, Καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος, καὶ διὰ τῆς


θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος, ἔθανεν. Ἐκ
κατάῤῥου κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐπόνεον, καὶ κατὰ ῥῖνας ὑγροῦ
χωρέοντος, ἐπυρέταινον, ἐπιεικέως ἐν τῇσι πέντε ἡμέ-
ρῃσι περιεψύχοντο. Τῇ Σίμου ἐν τόκῳ σεισθείσῃ, ἄλγημα περὶ τὸ στῆθος
ἐγένετο καὶ πλευρόν· ἀποχρέμψιες πυώδεες· φθίσις κατέστη· ἓξ μῆνας οἱ
πυρετοί· πάλιν διάῤῥοια· παῦσις πυρετοῦ· κοιλίη ἔστη, καὶ περὶ ἡμέρας
ἑπτὰ ἔθανεν. Ἡ κυναγχικὴ χεῖρα δεξιὴν καὶ σκέλος ἤλγησεν· πυρετὸς...

ΓΑΛΗΝΟΣ: ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΟΓΚΟΣ»


Ο Γαληνός είναι εισηγητής του όρου «όγκος» από τον οποίο
αντλεί τη σύγχρονη ονομασία του ο επιστημονικός κλάδος της
Ογκολογίας. Όγκος είναι ο ελληνικός όρος για τη μάζα, το φορτίο, το
βάρος. Ο καρκίνος γίνεται αντιληπτός ως φορτίο που κουβαλά το σώμα.
Στο αρχαιοελληνικό θέατρο ο όρος χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει
το ψυχικό άχθος του τραγικού ήρωα που φορτώνεται και κουβαλά έναν
μεγάλων διαστάσεων κώνο στο κεφάλι.

«Από δε της προς το ζώον ομοιότητος ο καρκίνος»


13

Galenus Med., De sectis ad eos qui introducuntur Kühn τόμ. 1, page 98,
line 17

...ὑπομεῖναι δυνηθέντες ἐπὶ πλέον ὑπὲρ ἁπάντων τούτων


ἀκοῦσαί τε καὶ διασκέψασθαι μόλις ποτὲ μεταγνόντες
ἐπὶ τὸ ἀληθέστερον τρέπονται. τούτοις μὲν οὖν καὶ
ὅσοι μετ' ἀκριβείας τινὸς βούλονται μαθεῖν τι περὶ
τῶν πρώτων καὶ γενικῶν παθῶν, ἰδίᾳ γέγραπται. τὸ
δὲ νῦν εἶναι <ἐπεὶ> τοῖς εἰσαγομένοις χρήσιμον, βραχέα
πρὸς αὐτοὺς εἰπεῖν δίκαιον. εὐξαίμην δ' ἄν τι κἀκεί-
νους ἀπ' αὐτῶν ὄνασθαι· γένοιτο δ' ἂν τοῦτο, εἰ τοῦ
φιλονεικεῖν ἀποστάντες αὐτὸν τὸν λόγον ἐξετάσειαν
ἐφ' ἑαυτῶν. ἔχει δ' ὁ λόγος ὧδε· ἡ καλουμένη καὶ
πρὸς αὐτῶν ἐκείνων φλεγμονὴ παρὰ φύσιν ὄγκος ἐστὶν
ὀδυνηρὸς καὶ ἀντίτυπος καὶ σκληρὸς καὶ θερμός, οὐδέν
τι μᾶλλον ἀραιότερον ἐργαζομένη κατὰ τὸν ‖ ἑαυτῆς
λόγον ἢ πυκνότερον ἑαυτοῦ τὸ μέρος ἢ σκληρότερον
ἀλλὰ μεστὸν ῥεύματος περιττοῦ καὶ διὰ τοῦτο τετα-
μένον. οὐ μὴν πάντως, εἴ τι τέταται, τοῦτο πυκνότερον
ἢ σκληρότερον γέγονεν ἑαυτοῦ. μάθοις δ' ἂν ἐπί τε
βυρσῶν καὶ ἱμάντων καὶ πλοκάμων, εἰ πάντη διατεί-
νειν ἐπιχειρήσαις. οὕτω δὲ καὶ ἡ ἴασις τῶν πεπληρω-
μένων κένωσίς ἐστιν· ἐναντίον γὰρ τοῦτο τῇ πληρώσει.
κενουμένοις δ' εὐθὺς ἕπεται τοῖς μορίοις χαλαρωτέροις...

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ-ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΥΜΩΝ


Ιπποκράτης: 4 χυμοί
• Αίμα
• Φλέγμα
• Κίτρινη χολή
• Μαύρη χολή
Ισορροπία =Ευκρασία = Υγεία
Διαταραχή της Ισορροπίας =
Δυσκρασία = Ασθένεια

ΓΑΛΗΝΟΣ: 14 ΑΙΩΝΕΣ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΤΩΝ


ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΧΥΜΩΝ.

ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ-ΓΑΛΗΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΛΑΙΝΑ ΧΟΛΗ «Ο Καρκίνος υπό


μελαγχολικού γίνεται χυμού» «και οι καρκινώδεις όγκοι εν άπασι τοις
μορίοις γίγνονται, μάλιστα δε τοις τιτθοίς των γυναικών… έχουσι δε την
γένεσιν εκ του μελαγχολικού περιττώματος»
14

ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ


«Οι καρκινώδεις όγκοι εν άπασι τοις μορίοις γίνονται» Όλοι οι ιατροί της
αρχαιότητας δέχονται τη ρήση αυτή του Γαληνού όχι μόνο για τους
επιφανειακούς αλλά και για τους εν τω βάθει που επονομάζουν
«κρυπτούς». Θεωρούν όμως συχνότερο τον καρκίνο του μαστού
ερμηνεύοντας το φαινόμενο από τη θέση τους («χαύνους όντας») που
τους εκθέτει σε κινδύνους εναπόθεσης της υπαίτιας της νόσου «παχυτάτης
ύλης»

ΟΙ ΜΕΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΤΡΟΠΕΣ


Το σύγχρονο όρο «μετάσταση» δεν αναφέρουν τα συγγράμματα.
Ο Αρχιγένης υιοθετεί τη λέξη «σκιά πάθους» για να δηλώσει επινέμηση
πέριξ ιστών Ο Σωρανός χρησιμοποιεί τον όρο «συμπάθεια»
και «φυσική συμπάθεια» για την τάση μετάστασης του όγκου ενός
οργάνου σε συγκεκριμένα όργανα (πχ μεταξύ μήτρας και μαστών)
Ο Λεωνίδης συνδέει με «συμπάθεια» τον καρκίνο του μαστού με τους «εν
μασχάλαις βουβώνας». Ονομάζει δε την υποτροπή «ανάμνησιν» («εις
ανάμνησιν γαρ άγει το πάθος»)

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
«Των μεν πραοτέρων φαρμάκων επιτιθεμένων καταφρονών, υπό δε των
σφοδροτέρων παροξυνόμενος» είναι η επικρατούσα άποψη των
περισσοτέρων ιατρών για τον καρκίνο. «Αγανακτεί προς την ποικιλωτέραν
φαρμακείαν».

(Αρεταίος)
• Ακαλύφη
• Ελλέβορος
• Ερίκη
• Αριστολοχία
• Ερύσιμον

ΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Υπάρχει η επίγνωση των υποτροπών μετά από επέμβαση:
«θεραπευόμενοι γαρ απόλλυνται ταχέως, μη θεραπευόμενοι δε πουλύν
χρόνον διατελέουσι» (Ιπποκράτης)
«Ου θεραπεύονται και η πείρα διδάσκει: πάντας γαρ οίδα τους
επιχειρήσαντας ιάσθαι καρκίνους τοιούτους, παροξύναντας μάλλον
αυτούς, εν τάχει δε τους ανθρώπους αποκτείναντας» (Γαληνός)
15

Η ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΛΕΩΝΙΔΟΥ


(ΟΠΩΣ ΔΙΕΣΩΘΗ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΕΤΙΟΥ)
Εγώ μεν ουν επί των μη συμπεφυκότων τω θώρακι καρκινωμάτων, είωθα
χρήσθαι τη χειρουργία, έστι δε ο τρόπος τοιούτος: της πασχούσης υπτίας
εσχηματισμένης, υπέρ το Καρκίνωμα διαιρώ το μέρος του μαστού το
υγιές, και το διηρημένον υποκαίω καυστηρίοις, έως ότου εσχαρωθέντων
των σωμάτων επισχεθή η αιμορραγία. Είτα πάλιν τέμνω, περιχαράσσων
άμα και βαθυτομών τον μαστόν και πάλιν τα τετμημένα καίω και
πλειστάκις τούτο ποιώ τέμνων και μετά ταύτα καίων προς εποχήν της
αιμορραγίας, και έστιν ακίνδυνος η αιμορραγία αύτη. Μετά δε την τελείαν
αποκοπήν πάλιν επικαίω τα μέρη τα όλα έως αναξηρασμού, το μεν γαρ
πρώτον και δεύτερον προς την της αιμορραγίας εποχήν, έσχατον δε μετά
την τελείαν αποκοπήν τα καυτήρια προσάγειν προς την του πάθους όλου
ανασκευήν. Είωθα δε ποτε και χωρίς καύσεως ενεργείν όταν όγκος γένηται
περί τον μαστόν χοιρώδης, μελετών την του καρκινώματος γένεσιν.
Τοιούτου τοίνυν όντος του πάθους, έξεστιν αρκεσθήναι τη από των
υγιών μερών εκτομή του μαστού, ουδέ σφοδρά γίνεται επί των τοιούτων
αιμορραγία.

ΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Υπάρχει η πεποίθηση ότι οι «κρυπτοί» καρκίνοι δεν πρέπει να
χειρουργούνται, όπως υποστηρίζει ο Ιπποκράτης: «τους εν τω βάθει του
σώματος ουκ αεί θεραπεύειν αγωνιστικώς» Η επέμβαση είναι επικίνδυνη
όταν πλησίον των τομών και των καυτηριάσεων ευρίσκονται ζωτικά
όργανα «κίνδυνος ου μικρός, όταν εγγύς καιρίων μορίων η καύσις
γένηται» (Γαληνός) Είναι γνωστή η μέριμνα που πρέπει να καταβληθεί
για ριζική εξαίρεση των επιφανειακών όγκων «μετά των ριζών εκτεμείν
και καύσαι»

Οι πληροφορίες περί καρκίνου υπάρχουν από τότε που έχουμε ιατρικά


κείμενα, δηλ. από τη εποχή του Ιπποκράτους

Οι πληροφορίες περί καρκίνου υπάρχουν από τότε που έχουμε ιατρικά


κείμενα, δηλ. από τη εποχή του Ιπποκράτους και μετά, αν και παλαιότερα
είχαν γραφεί ιατρικά κείμενα όπως μας πληροφορεί ο Σωκράτης «πολλά γαρ
των ιατρών έστι συγγράμματα». http://ellinikiafipnisis.blogspot.com

Το αξιόλογο βιβλίο του Καθηγητού-Ακαδημαϊκού Αριστ. Κούζη, (1872-


16

1961), Ο καρκίνος παρά τοις αρχαίοις Ελλησιν ιατροίς, Αθήνα 2004, το


οποίο είχε κυκλοφορήσει πριν από εκατό και πλέον χρόνια, πρόσφατα το
επανεκδώσαμε, ώστε να γίνει προσιτό σε εκείνους που θα ήθελαν να
γνωρίσουν τις γνώσεις περί καρκίνου των αρχαίων Ελλήνων ιατρών:
Ιπποκράτους, Γαληνού, Αρεταίου, Ρούφου του Εφεσίου, Διοσκουρίδου,
Αρχιγένους, Φιλόξενου, ΄Αντύλλου, Ορειβασίου, Παλλαδίου, Αετίου,
Παύλου Αιγινήτου, Θεοφάνους Νόννου, Μιχαήλ Ψελλού, Συμεώνος Σήθη
και Ιωάννου Ακτουαρίου. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης αυτής στη
συνέχεια θα παρατεθούν συνοπτικά μερικά στοιχεία που επιλέχθηκαν και
τα οποία θα είναι δυνατόν να δώσουν στον αναγνώστη μία γεύση του
πλούτου των γνώσεων τους.
Οι πληροφορίες περί καρκίνου υπάρχουν από τότε που έχουμε ιατρικά
κείμενα, δηλ. από τη εποχή του Ιπποκράτους και μετά, αν και παλαιότερα
είχαν γραφεί ιατρικά κείμενα όπως μας πληροφορεί ο Σωκράτης «πολλά
γαρ των ιατρών έστι συγγράμματα», (Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα Δ,
β, 10).
Ενδιαφέρον έχει να αναφέρουμε σχετικά με την ονοματολογία ότι οι
αρχαίοι ιατροί έδωσαν στη νεοπλασία το όνομα «καρκίνος» από την
εξωτερική του μορφή. Συγκεκριμένα ο Γαληνός (΄Εκδ. G.C. Kuehn,
Γαληνού ΄Απαντα, Λειψία, 1826, τόμ. ΧΙ, σελ. 140) σημειώνει ότι όπως
στο ζώο καρκίνο (κάβουρα) τα πόδια του είναι εκατέρωθεν του σώματός
του, κατά τον ίδιο τρόπο στον μαστό της γυναικός από τον παρά φύσιν
όγκο οι φλέβες είναι διογκωμένες και καταφανείς, που παρομοιάζονταν με
τα πόδια του καβουριού. Και έκτοτε ο όρος αυτός γενικεύθηκε για όλες τις
νεοπλασίες του σώματος και χρησιμοποιείται από όλους τους αρχαίους
΄Ελληνες ιατρούς, ενώ παράλληλα απαντάται και ο όρος Καρκίνωμα. Οι
όροι αυτοί έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας και καθιερώθηκαν στην διεθνή
ιατρική ορολογία.
17

Σχετικά με τα είδη του καρκίνου, σημειώνεται ότι διακρίνονται με


διαφορετικές ορολογίες: στον κρυπτό και τον επιφανειακό, τον «εν τω
βάθει» και τον «επιπολής», τον «ανέλκωτο» και τον «ηλκωμένο», τον
«σύμφυτον» και «μη σύμφυτον» καρκίνον, δηλ. τον επίκτητο.
Οσον αφορά την αιτιολογία του καρκίνου αυτή ήταν σύμφωνα με τις
αντιλήψεις της εποχής περί χυμών, που πρέσβευαν. Συγκεκριμένα
υποστήριζανοι αρχαίοι Ελληνες ιατροί ότι ο καρκίνος προέρχονταν από τη
«μέλαινα χολή» και το «μελαγχολικό χυμό». Εάν η κάθαρση του
περιττώματος αυτού, που γίνονταν στον σπλήνα, δεν ήταν καλή τότε η
περίσσεια αυτού του χυμού ήταν δυνατόν να δημιουργήσει καρκίνο. Και
ανάλογα με την δριμύτητα του «μελαγχολικού χυμού» θα δημιουργούνταν
ο ανέλκωτος ή ο μεθ' έλκους καρκίνος. Επί πλέον παράγοντες στη
δημιουργία του καρκίνου αναφέρονται η «κακοχυμία», η «δυσκρασία»,
και η δίαιτα.

Ο καρκίνος κατά τους αρχαίους Ελληνες συγγραφείς είχε διάφορο


μέγεθος, «από οφθαλμού ιχθύων μέχρι πέπονος», όπως σημειώνεται από
τον Ορειβάσιο ( έκδ. Daremberg, τόμ. IV, σελ. 18), με επιφάνεια ανώμαλη
και οχθώδη και σκληρή κατά κανόνα σύσταση και με χροιά μελανώτερη
από τα φλεγμαίνοντα μέρη, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Γαληνός
(G.C. Kuehn, τόμ. VII, σελ. 720). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το
γεγονός ότι οι αρχαίοι Ελληνες ιατροί είχαν παρατηρήσει την μεγάλη
ανάπτυξη του αγγειακού συστήματος στους όγκους, οι οποίοι «και
κεκιρσωμένας έχων τας πέριξ φλέβας», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει
εκτός των άλλων ιατρών και ο Αέτιος στον 16ο Λόγο του, (έκδ. Σκεύου
Ζερβού, σελ. 60).

Ο εντοπισμός του καρκίνου σημειώνουν ότι είναι δυνατόν να γίνει σε


κάθε μέρος του σώματος, αλλά όμως τονίζουν ότι ο συχνότερος
18

εντοπισμός είναι στο γυναικείο μαστό και στη μήτρα. Ο Γαληνός


σχετικά γράφει: «Οι καρκινώδεις όγκοι εν άπασι τοις μορίοις γίνονται.
Μάλιστα δε τοις τιτθοίς (μαστοίς) των γυναικών», (έκδ. G. C. Kuehn, τόμ.
ΧV, σελ. 331).

Για την συμπτωματολογία του καρκίνου ενδιαφέροντα είναι αυτά που


έχουν γράψει στα κείμενά τους οι αρχαίοι ιατροί. Είναι δυνατόν η
έναρξη του καρκίνου να είναι λανθάνουσα, να προκαλεί αβλυχρά και ήπια
συμπτώματα, αλλά επίσης και μεγάλα, ισχυρά και σαφή, όπως σημειώνει
ο Γαληνός. (έκδ. G. C. Kuehn, τόμ. Χ, σελ. 976). Μάλιστα ο Ιπποκράτης
είχε παρατηρήσει ότι κατά την έναρξη του καρκίνου οι ασθενείς
αισθάνονται μία πικρία στο στόμα, «καρκίνου γενομένου το στόμα
πικραίνεται» (έκδ. G. C. Kuehn, τόμ. ΙΙΙ, σελ. 466) και συνοδεύεται από
ανορεξία.

Κατά την εξέταση του ασθενούς είχαν παρατηρήσει ότι ο καρκινωματώδης


όγκος όταν ήταν ψηλαφητός ήταν σκληρός στην αφή, ανώμαλος στο
σχήμα, προσφυόμενος στους περιβάλλοντας ιστούς με διεύρυνση των
φλεβών και όχι θερμός και μερικές φορές με έλκη. Προκαλεί διόγκωση και
σκλήρυνση των παρακειμένων λεμφαδένων και δεν συνοδεύεται από
πυρετό. Άλλο σύμπτωμα χαρακτηριστικό του καρκίνου κατά τους
αρχαίους ιατρούς ήταν ο πόνος, όπως ιδιαίτερα τονίζει ο Παύλος ο
Αιγινήτης «καρκίνος εστίν όγκος επώδυνος» (έκδ. Briau, σελ. 210) και η
αιμορραγία.

Επισημαίνουμε ότι ο Αριστ. Κούζης στη σημαντική αυτή μελέτη του για
τις αντιλήψεις περί καρκίνου των αρχαίων Ελλήνων ιατρών κάνει και μία
ιδιαίτερη διάκριση του όρου «σκίρρος», που απαντάται στα αρχαία ιατρικά
κείμενα, με τον σύγχρονο όρο «σκίρρος», τονίζοντας ότι οι παλαιοί ιατροί
19

με τον όρο σκίρρο θεωρούσαν τις χρόνιες φλεγμονές με σκλήρυνση των


ιστών, τις κιρρώσεις των σπλάχνων και τους καλοήθεις όγκους.

Η πρόγνωση του καρκίνου κατά του αρχαίους ήταν χειρίστη.


«Ολέθρια τα καρκινώδεα» τονίζει ο Αρεταίος όπως επίσης και ο
Αέτιος ότι ο καρκίνος είναι «δυσίατος ή ανίατος» με τελική έκβαση το
θάνατο.

Όσον αφορά τη θεραπευτική αγωγή την οποία ακολουθούσαν οι αρχαίοι


΄Ελληνες ιατροί στον καρκίνο, παρατηρούμε ότι στα πρώτα στάδια
αναπτύξεώς του εφάρμοζαν θεραπεία με διάφορα βοηθήματα και φάρμακα
και σε περίπτωση αποτυχίας επακολουθούσαν τη χειρουργική θεραπεία.
Τα βοηθήματα που εφάρμοζαν ήταν σύμφωνα με τις αντιλήψεις περί
αιτίου του καρκίνου, τον μελαγχολικό χυμό του αίματος, που
δημιουργούσε τον καρκίνο και γι' αυτό ακολουθούσαν πρακτικές ώστε να
μειωθεί ο πλεονάζον αυτός αιτιοπαθολογικός χυμός με την κάθαρση, τη
φλεβοτομία και τα φάρμακα. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς τα
θεραπευτικά αυτά μέσα είχαν αποτέλεσμα ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια
του καρκίνου. Χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ορειβάσιος ότι «δυνατόν μην
τους αρχομένους καρκίνους κωλύειν αύξεσθαι καθαίροντας τον
μελαγχολικόν χυμόν πριν εν τω πεπονθότι μορίω στηριχθήναι», (έκδ.
Bassemaker-Daremberg, τόμ. V, σελ. 346).

Πολλές ήταν οι φαρμακευτικές ουσίες, σκευασίες και τα θεραπευτικά


σχήματα, που χρησιμοποιούνταν για τον καρκίνο, δηλωτικό και αυτό
του ανιάτου του καρκίνου. Ας μνημονευθούν μερικές από αυτές που
χρησιμοποιούσαν, όπως τα βότανα ασκληπιάς, ακαλύφη ή κνίδη,
αριστολοχία, δρακοντία, ερύσιμον, ερέβινθος, ελλέβορος, ερίκης
καρπός, ελατήριον ή σίκυς άγριος στρύχνου χυλός και επίθυμον.
20

Επίσης ως αντικαρκινικά φάρμακα χρησιμοποιούνταν οι ποτάμιοι


καρκίνοι, η καδμεία, ο λιθάργυρος, ο μόλυβδος και η χαλκίτις.

Στις περιπτώσεις που αποτύγχανε η θεραπεία με τις φαρμακευτικές ουσίες


και τα βοηθήματα τότε οι αρχαίοι Ελληνες ιατροί κατέφευγαν στη
χειρουργική θεραπεία του καρκίνου. Βέβαια για τους «κρυπτούς», δηλ.
τους εν τω βάθει καρκίνους ακολουθούσαν την προτροπή του Ιπποκράτους
ο οποίος στους «Αφορισμούς», Τμήμα ΄Εκτο, 38, τονίζει ότι είναι
καλλίτερο να μην θεραπεύονται διότι με την αρχή της θεραπείας οι
άρρωστοι πεθαίνουν γρήγορα. Ο Γαληνός συνιστούσε την χειρουργική
θεραπεία μόνον για τους επιπολής καρκίνους και μάλιστα κατορθώνοντας
να τους εκτέμνει με τις ρίζες τους μέχρι τους υγιείες ιστούς, «πάσης μεν
χειρουργίας εκκοπτούσης όγκον παρά φύσιν ο σκοπός εστιν εν κύκλω
πάντα όγκον περικόψαι, καθ ά τω κατά φύσιν έχοντι πλησιάζει» (έκδ. G.
C. Kuehn, τόμ. ΧVΙΙΙ, Α, σελ. 60 και ΧΙ, σελ. 141).

Πριν από την χειρουργική θεραπεία χορηγούνταν τα κατάλληλα φάρμακα


για την κάθαρση του μελαγχολικού χυμού και στη συνέχεια αφαιρούνταν
ο όγκος «ξυραφίοις πεπυρωμένοις ομού τέμνουσι και διακαίουσιν», ένα
είδος δηλ. θερμοκαυτήρος, ώστε να αποφεύγεται η αιμορραγία από τα
αγγεία.Ακολουθούσε μετά μία υγιεινή τονωτική διατροφή, γυμναστική
και αναληπτική αγωγή για την ευχυμία του σώματος.

Συμπερασματικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι αρχαίοι Ελληνες


Ιατροί όχι μόνο έδωσαν το όνομα «καρκίνος» στη νοσολογική αυτή
οντότητα της νεοπλασματικής κακαοηθείας, αλλά επί πλέον διέκριναν
την αιτιολογία και καθόρισαν την συμπτωματολογία, τον εντοπισμό,
τη μορφολογία, τις εκδηλώσεις, την πρόγνωση και τη θεραπευτική
αγωγή, φαρμακευτική και χειρουργική του καρκίνου.
21

Η ιστορία του καρκίνου. http://www.bestrong.org.gr/el/cancer

Παρόλο που οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν πρώτοι τον όρο


καρκίνος για τη συγκεκριμένη νόσο, φαίνεται ο καρκίνος να εντοπίζεται
σε ακόμη παλαιότερες περιόδους.

Έχουν βρεθεί στοιχεία για ένα τύπο καρκίνου των οστών, το


οστεοσάρκωμα, σε οστά κεφαλής και αυχένα σε μούμιες στην Αρχαία
Αίγυπτο. Έχει ακόμη βρεθεί και περιγραφή της συγκεκριμένης νόσου σε
πάπυρο ο οποίος υπολογίζεται να γράφτηκε το 1600 π.Χ.

Στον πάπυρο αναφέρονται 8 περιπτώσεις όγκων ή ελκών στο στήθος οι


οποίοι αντιμετωπίζονταν με καυτηριασμό, το λεγόμενο «τρυπάνι της
φωτιάς». Στον πάπυρο αναφέρονταν ότι η νόσος δεν είχε θεραπεία. Για
τους αρχαίους Αιγυπτίους ο καρκίνος ήταν η τιμωρία από τους Θεούς
για ασεβείς και αμαρτωλές πράξεις.

Τα κείμενα του Ιπποκράτη όμως είναι αυτά που για πρώτη φορά
ονομάζουν αυτή τη νόσο καρκίνο. Η αιτιολογία της βασίστηκε στη
θεώρηση του Ιπποκράτη το 460-370 π.χ. για τους 4 χυμούς (αίμα,
φλέγμα, κίτρινη και μαύρη χολή).

Σε φυσιολογικές συνθήκες οι χυμοί αυτοί βρίσκονται σε ισορροπία, όταν


όμως συσσωρεύεται υπερβολική ποσότητα μαύρης χολής σε
συγκεκριμένα μέρη του σώματος, δημιουργείται ο καρκίνος.

Αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε για πολλούς αιώνες μέχρι περίπου το


1300 μ.Χ. Η θεωρία των χυμών έφτασε στη Ρωμαϊκή εποχή, όπου την
υιοθέτησε και τη διέδωσε ο διάσημος γιατρός Γαληνός.

BeStrong.org.gr - 04.01.15

«Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αρρώσταιναν από καρκίνο» - Μύθος ή


πραγματικότητα; 06.09.2017 -http://www.alfavita.gr/koinonia

Ποια είναι η αλήθεια;

Ο ισχυρισμός διαψεύδεται από την ίδια τη λέξη «καρκίνος«. Αν και


περιπτώσεις της ασθένειας έχουν καταγραφεί στην Αρχαία Αίγυπτο ήδη
22

από το 3.000 πΧ, ήταν ο Ιπποκράτης ο πρώτος που χρησιμοποίησε τις


λέξεις «καρκίνος» και «καρκίνωμα», για να περιγράψει μη ελκώδεις
σχηματισμούς και ελκώδεις όγκους που παρατήρησε στο δέρμα, τη μύτη
και το γυναικείο στήθος. Η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων,
πιθανότατα έγινε διότι καρκίνος σήμαινε καβούρι και με αυτό το τρόπο
ο Ιπποκράτης ήθελα να περιγράψει τα άκρα ορισμένων όγκων (αγγεία)
που αναπτύσσονται σαν «δάκτυλα» ή πλοκάμια, περίπου όπως τα πόδια
του καβουριού.

Ο Γαληνός κατά τον δεύτερο μΧ αιώνα, ήταν ο πρώτος που αναφέρει τη


λέξη «όγκος» για να περιγράψει το οίδημα ή πρήξιμο που προκαλεί μια
κακοήθεια.

Ο καρκίνος συνοδεύει την ανθρωπότητα από την απαρχή της. Υπάρχουν


τουλάχιστον 200 προϊστορικοί σκελετοί ανθρώπων σε μουσεία ανά το
κόσμο με εμφανή σημάδια καρκίνου στα οστά. Προφανώς οι προγονοί
μας δεν υπέφεραν μόνο από καρκίνους στα κόκαλα, αλλά λόγω
αλλοίωσης των ιστών, είναι αδύνατος ο εντοπισμός οποιασδήποτε άλλης
μορφής. Σημειωτέων, οι πιθανότητες καρκίνου αυξάνονται γεωμετρικά
με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής. Προφανώς ένας άνθρωπος που θα
ζήσει μέχρι τα 35 δεν έχει τις ίδιες πιθανότητες καρκινογένεσης με
κάποιον που θα ζήσει μέχρι τα 80. Στη συχνότητα εμφάνισης του
καρκίνου στους ανθρώπους, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τα
σύγχρονα διαγνωστικά μέσα. Πριν 150 χρόνια ένας ασθενής απλά
πέθαινε από άγνωστη αιτία. Σήμερα, τα συμπτώματα και η παθολογία
του καρκίνου είναι γνωστή και σε μεγάλο βαθμό κατανοητή από τους
γιατρούς.

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα. Αποσπάσματα 2.750

Ιπποκράτης ιατρός 46- π.Χ.-377 π. Χ.

Ιπποκράτης ιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae) “Oeuvres


complètes d'Hippocrate, vols. 2–3, 5”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière,
2:1840; 3:1841; 5:1846, Repr. 2:1961; 3:1961; 5:1962.Βι. 2, κεφ. 6, τμ.
22, γρ. 2

Ἢν πολλὸν ῥέῃ γάλα, ἀνάγκη ἀσθενέειν τὸ ἐν γαστρί. Ἢν


στερεώτεροι ἔωσιν οἱ τιτθοὶ, ὑγιη-ρότερον τὸ ἔμβρυον. Φλὲψ ἔχει
παχείη ἐν ἑκατέρῳ τιτθῷ·
23

ταῦτα μέγιστον ἔχει μόριον συνέσιος. Στραγγουρίην λύει


φλεβοτομίη. Ἢν τὰ ἄνω χωρία σπαργᾷ, τὰ περὶ τὴν
κεφαλὴν, ἑλκέων κάθαρσις, ἔμετος, ἱδρώς. Ἀπὸ γαστρὸς
ταραχῆς ἢ ἀπὸ βηχὸς καρκίνου γενομένου, τὸ στόμα πικραίνεται·
διδόναι δὲ πίνειν ἐλατήριον δὶς ἢ τρὶς, ἢν μὴ ψιλὸς ᾖ· ἐπιδεῖν
δεῖ χαλκοῦ ἄνθος, καύσας ἕως ἂν πυῤῥὸν ᾖ, καὶ σπογγίην, ἢν
μὴ ψιλὸς ᾖ. Ἀλύκης, φρίκης, χάσμης, οἶνος ἴσος ἴσῳ ἢ
γάλα. Ὠτὸς περιωδυνίη, σικύην προσβάλλειν. Ὅ τι ἂν τῶν ἄνω πονέῃ,
ὀδύνη ἐς τὰ ἰσχία, ἢ ἐς τὰ γούνατα, καὶ ἆσθμα λύει πάντα τουτέων
γινομένων. Εἰλεοῦ λαπαροῦ,

Ιπποκράτης ιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae) Βι. 5, κεφ. 1,


τμ. 20, γρ. 8

ὕδωρ πίνουσα ψυχρὸν, ἕως ἔμετος εἶχεν· ἐπεὶ δὲ ἐψύχθη ἡ ἄνω


κοιλίη, ἀποκαθαρθεῖσα τῷ ὕδατι, χυλὸν μεταπιοῦσα ψυχρὸν, οὕτω
μετεκλύσθη.
Εὔδημος, ἐν Λαρίσσῃ, αἱμοῤῥοΐδας ἔχων ἰσχυρὰς πάνυ, καὶ
χρονίσας ἔξαιμος ὢν, χολὴν ἐκινήθη, ἀλλ' ἠπίωσε τῷ σώματι, καὶ ἡ
κοιλίη ἐταράχθη κάτω, ὑπεχώρεε χολώδεα, καὶ αἱμοῤῥοΐδες ἐπεῖχον.
Φάρμακον κατωτερικὸν πιὼν, ἀπεκαθάρθη καλῶς, καὶ αὖθις μετέπιε
χυλὸν, καὶ ἔτι ἐτετάρακτο, καὶ ὀδύνη πρὸς τὰ ὑποχόνδρια προσίστατο.
Τούτῳ ἐπεχειρήθη τῇσιν αἱμοῤῥοΐσι τὴν κοιλίην οὐ καλῶς πως
ἔχοντι, ἀλλὰ δεομένῳ θεραπείης ἔτι καὶ ἀπεμέσαι· ἔπειτα δὲ,
ἐπαλειφθέντος τοῦ καρκίνου, πυρετὸς ἐπέβαλε, καὶ οὐκ ἀφῆκε, πρὶν
ἀπέκτεινεν· ὅτε δὲ καὶ ἀφῆκε ῥῖγος, ὑπολαβὼν ἧκεν ὁ πυρετὸς, καὶ
ὑπεχώρεεν αὐτῷ χολὴ καὶ φῦσα, ἡ μὲν διεξῄει, ἡ δὲ ἐνῆν, καὶ ὀδύνη
ἐν τῇ κοιλίῃ. Αἱ δὲ αἱμοῤῥοΐδες ἔξω ἦσαν τοῦ ἀρχοῦ, ἀπὸ τῶν
ἀποκαθαρσίων ἀρξάμεναι, τὸν ἄλλον χρόνον, καὶ ἡ φῦσα διὰ ταύτας
ὑπεγίνετο, καὶ πρὸς πταρμὸν ἐπεγίνετο ἡ ἀρχή.
Ἐν Λαρίσσῃ, ἀνὴρ ἐτρώθη ἐκ χειρὸς λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν,
καὶ τὸ ἄκρον διήνεγκε κάτω τοῦ ὀμφαλοῦ, πελιὸν, ἀποιδέον, καὶ
διῆλθε χωρίον πουλύ. Ἐπεὶ δὲ ἐτρώθη, ἔπειτα ὀδύνη ἔσχε τὰ πρῶτα
ἰσχυρή· καὶ ἐπῳδίσκετο ἡ γαστήρ. Τούτῳ ἐδόθη τῇ ὑστεραίῃ κατω-
τερικὸν, καὶ διεχώρησεν ὀλίγον ὕφαιμον, καὶ ἔθανεν. Ἐδόκεε τούτου

Ιπποκράτης ιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae) Βι. 5, κεφ. 1,


τμ. 101, γρ. 1

ἀσώδης ἦν· χολώδεα κατακορέα· καὶ ὅτε ἀπήμεσεν, ἐδόκεε


ῥηΐων εἶναι· μετ' ὀλίγον δὲ πάλιν τὰ ἀλγήματα δεινά· καὶ ἡ
24

κοιλίη ὡς ἐν εἰλεοῖσιν· θέρμαι, δίψαι· καὶ ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέ-


ρῃσιν ἐτελεύτησεν.
Ὁ δὲ Νεάπολις πληγεὶς ὁμοίως ταῦτ' ἔπασχεν· κλυσθέντι
δ' ἐν δριμεῖ, κοιλίη κατεῤῥάγη· χρῶμα κατεχύθη λεπτὸν, ὠχρὸν, με-
λανέον· ὄμματα αὐχμηρὰ, καρώδεα, ἐνδεδινημένα, ἀτενίζοντα.
Ἐν Καρδίῃ, τῷ Μητροδώρου παιδὶ ἐξ ὀδόντος ὀδύνης
σφακελισμὸς τῆς γνάθου, καὶ οὔλων ὑπερσάρκωσις· μετρίως ἐξεπύησεν·
ἐξέπεσον οἱ γόμφιοι καὶ ἡ σιηγών.
Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, Καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος, καὶ διὰ
τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος, ἔθανεν.
Ἐκ κατάῤῥου κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς ἐπόνεον, καὶ κατὰ
ῥῖνας ὑγροῦ χωρέοντος, ἐπυρέταινον, ἐπιεικέως ἐν τῇσι πέντε ἡμέ-
ρῃσι περιεψύχοντο.
Τῇ Σίμου ἐν τόκῳ σεισθείσῃ, ἄλγημα περὶ τὸ στῆθος ἐγέ-
νετο καὶ πλευρόν· ἀποχρέμψιες πυώδεες· φθίσις κατέστη· ἓξ μῆνας
οἱ πυρετοί· πάλιν διάῤῥοια· παῦσις πυρετοῦ· κοιλίη ἔστη, καὶ
περὶ ἡμέρας ἑπτὰ ἔθανεν.

Ιπποκράτης ιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae)βι. 7, κεφ. 1,


τμ. 111, γρ. 1

μενος χυλὸν πτισάνης, κατείχετο, ἐφρόνεεν, εὔπνοος ἦν.


Τῷ Ἐπιχάρμου ξυνέβη ἐκ περιόδου καὶ ποτοῦ ἀπεψίη. Τῇ
ὑστεραίῃ δὲ πρωῒ ἄσης γενομένης, πιὼν ὕδωρ, ὄξος, ἅλας, ἐξήμεσε
φλέγμα· μετὰ δὲ, ῥῖγος ἔλαβεν· ἐλούσατο πυρεταίνων, τὸ στῆθος
ἤλγει. Τῇ τρίτῃ εὐθὺς πρωῒ, κῶμα ὀλίγον χρόνον ἐπεῖχε, καὶ ἐπε-
λήρει, καὶ πυρετὸς ὀξύς· βαρέως ἔφερε τὴν νοῦσον. Τῇ τετάρτῃ,
ἄγρυπνος· ἀπέθανεν.
Ἀρίστωνι, δακτύλου ποδὸς ἡλκωμένου, ξὺν πυρετῷ ἀσά-
φεια· τὸ γαγγραινῶδες ἀνέδραμεν ἄχρι πρὸς γόνυ· ἀπώλετο· ἦν δὲ
μέλαν, ὑπόξηρον, δυσῶδες.
Ὁ τὸ Καρκίνωμα τὸ ἐν τῇ φάρυγγι καυθεὶς, ὑγιὴς ἐγένετο
ὑφ' ἡμέων.
Πολύφαντος ἐν Ἀβδήροισι κεφαλὴν ὠδυνᾶτο ἐν πυρετῷ
σφοδρῷ· οὖρα λεπτὰ, πουλλά· ὑποστάσιες δασέαι καὶ ἀνατεταρα-
γμέναι· οὐ παυομένου δὲ τοῦ ἀλγήματος τῆς κεφαλῆς, πταρμικὰ
προσετέθη ἐόντι δεκαταίῳ. Μετὰ δὲ, ἐς τράχηλον ὀδύνη ἰσχυρή· οὖ-
ρον ἦλθεν ἐρυθρὸν, ἀνατεταραγμένον, οἷον ὑποζυγίου· παρέκρουσε
τρόπον φρενιτικόν· ἀπέθανεν ἐν σπασμοῖσιν ἰσχυροῖσιν. Παραπλησίως
δὲ καὶ ἡ τοῦ Εὐαλκίδου οἰκέτις ἐν Θάσῳ, ᾗ πουλὺν χρόνον τὰ δα-
σέα ἐχώρει οὖρα, καὶ κεφαλαλγίαι ἐνῆσαν· φρενιτικὴ γενομένη ἀπέ-
θανεν ὡσαύτως σπασμοῖσιν ἰσχυροῖσι·
25

Ιπποκράτης ιατρός De morbis popularibus (= Epidemiae)βι. 7, κεφ. 1,


τμ. 116, γρ. 1

σώδης, καὶ ἐπελιδνώθη πάντα κύκλῳ καὶ σαπρὰ ἐδόκει· ἀπέθα-


νεν· ὑπεκαθάρθη δὲ πρότερον καὶ κατενόει.
Κλόνιγος, ἐν Ἀβδήροισιν, ἦν μὲν νεφριτικός· οὔρει δὲ
αἷμα κατὰ σμικρὸν πουλὺ χαλεπῶς· ἠνώχλει δὲ καὶ κοιλίη δυσεν-
τερική. Τούτῳ πρωῒ μὲν ἐδίδοτο γάλα αἴγειον καὶ ὕδατος πέμ-
πτη μερὶς, ἀνεζεσμένον, τὸ πᾶν κοτύλαι τρεῖς· ἑσπέρην δὲ, ἄρτος
μὲν ἔξοπτος· ὄψα δὲ, σεῦτλα, ἢ σίκυος, οἶνος μέλας λεπτός· ἐδίδοτο
δὲ καὶ σίκυος πέπων· οὕτω δὲ διαιτωμένῳ καὶ ἡ κοιλίη ξυνέστη,
καὶ τὰ οὖρα καθαρὰ ἐφοίτα· ἐγαλακτοπότησε δὲ, ἕως τὰ οὖρα ἀπο-
κατέστη.
Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, Καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος· ἦν δὲ
τοιοῦτον· διὰ τῆς θηλῆς ἰχὼρ ὕφαιμος ἔῤῥει· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς
ῥύσιος, ἀπέθανεν.
Τῷ Δεινίου παιδίῳ ἐν Ἀβδήροισι μετρίως ὀμφαλὸν τμη-
θέντι, συρίγγιον κατελείφθη, καί ποτε καὶ ἕλμινς δι' αὐτοῦ διῆλθεν
ἁδρὰ, καὶ ἔφη, ὅτε πυρέξειε, χολώδεα ὅτι καὶ αὐτὰ ταύτῃ διῄει.
Προσεπεπτώκει τούτῳ τὸ ἔντερον πρὸς τῷ συριγγίῳ, καὶ διεβέ-
βρωτο ὡς τὸ συρίγγιον, καὶ ἐπανεῤῥήγνυτο, καὶ βηχία διεκώλυε δια-
μένειν.

Ιπποκράτης ιατρός Aphorismi “Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol.


4”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1844, Repr. 1962.Κεφ. 6, τμ. 38, γρ. 1

φλεβοτομίη, ἢ φαρμακοποσίη λύει.


Τραυλοὶ ὑπὸ διαῤῥοίης μάλιστα ἁλίσκονται μακρῆς.
Οἱ ὀξυρεγμιώδεες οὐ πάνυ τι πλευριτικοὶ γίνονται.
Ὁκόσοι φαλακροὶ, τουτέοισι κιρσοὶ μεγάλοι οὐ γίνονται·
ὁκόσοισι δὲ φαλακροῖσιν ἐοῦσιν κιρσοὶ γίνονται, πάλιν οὗτοι
γίνονται δασέες.
Τοῖσιν ὑδρωπικοῖσι βὴξ ἐπιγενομένη, κακόν.
Δυσουρίην φλεβοτομίη λύει, τάμνειν δὲ τὰς ἔσω.
Ὑπὸ κυνάγχης ἐχομένῳ οἰδήματα γενέσθαι ἐν τῷ βρόγχῳ
ἔξω, ἀγαθόν.
Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν βέλτιον·
θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θεραπευόμενοι δὲ, πουλὺν
χρόνον διατελέουσιν.
Σπασμοὶ γίνονται, ἢ ὑπὸ πληρώσιος, ἢ κενώσιος· οὕτω δὲ καὶ λυγμός.
26

Ὁκόσοισι περὶ τὸ ὑποχόνδριον πόνοι γίνονται ἄτερ φλεγμο-


νῆς, τουτέοισι πυρετὸς ἐπιγενόμενος λύει τὸν πόνον.
Ὁκόσοισι διάπυόν τι ἐὸν ἐν τῷ σώματι μὴ διασημαίνει,
τουτέοισι διὰ παχύτητα τοῦ τόπου οὐ διασημαίνει.
Ἐν τοῖσιν ἰκτερικοῖσι τὸ ἧπαρ σκληρὸν γενέσθαι, πονηρόν.
Ὁκόσοι σπληνώδεες ὑπὸ δυσεντερίης ἁλίσκονται, τουτέοι

Ιπποκράτης ιατρός Prorrheticon “Oeuvres complètes d'Hippocrate,


vols. 5 and 9”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 5:1846; 9:1861, Repr.
1962.Βι. 2, τμ. 11, γρ. 20

τοιάδε· ἐλαφρὰ καὶ ξύμμετρα, καὶ εὔσπλαγχνα, καὶ μήτε σαρκώδεα


ἰσχυρῶς μήτε σκληρά· κατὰ δὲ χρῶμα ἔστω λευκὸν, ἢ μέλαν, ἢ
ἐρυθρόν· ταῦτα γὰρ πάντα ἀγαθὰ ἄκρητα ἐόντα· εἰ δ' εἴη μιξό-
χλωρον, ἢ χλωρὸν, ἢ πελιδνὸν τὸ χρῶμα, κάκιον γίνεται. Τὰ δὲ
εἴδεα ὅσα ἂν τοῖσι προγεγραμμένοισι τἀναντία πεφύκῃ, εἰδέναι χρὴ
κακίω ἐόντα. Περὶ δὲ ἡλικιῶν, φύματα μὲν ἔμπυα καὶ τὰ
χοιρώδεα, ταῦτα πλεῖστα τὰ παιδία ἴσχουσι, καὶ ῥᾷστα ἐξ αὐτέων
ἀπαλλάσσει· τοῖσι δὲ γεραιτέροισί τε τῶν παιδίων καὶ νεηνίσκοισι
φύεται μὲν ἐλάσσω, χαλεπώτερον δὲ ἐξ αὐτέων ἀπαλλάσσουσι. Τοῖσι
δὲ ἀνδράσι τὰ μὲν τοιαῦτα φύματα οὐ κάρτα ἐπιγίνεται· τὰ δὲ κηρία
δεινὰ, καὶ οἱ κρυπτοὶ καρκῖνοι οἱ ὑποβρύχιοι, καὶ οἱ ἐκ τῶν ἐπινυ-
κτίδων ἕρπητες, ἔστ' ἂν ἑξήκοντα ἔτεα συχνῷ ὑπερβάλλωσι. Τοῖσι δὲ
γέρουσι τῶν μὲν τοιουτοτρόπων φυμάτων οὐδὲν ἐπιγίνεται· οἱ δὲ
καρκῖνοι οἱ κρυπτοὶ καὶ οἱ ἀκρόπαθοι γίνονται, καὶ ξυναπο-
θνήσκουσιν. Τῶν δὲ χωρίων μασχάλαι δυσιητότεραι, καὶ κενεῶνές
τε καὶ μηροί· ὑποστάσιές τε γὰρ ἐν αὐτοῖσι γίνονται καὶ ὑπο-
στροφαί. Τῶν δὲ περὶ ἄρθρα ἐπικινδυνότατοι οἱ μεγάλοι δάκτυλοι,
καὶ μᾶλλον οἱ τῶν ποδῶν. Οἷσι δὲ τῆς γλώττης ἐν τῷ πλαγίῳ ἕλκος
γίνεται πολυχρόνιον, καταμαθεῖν τῶν ὀδόντων ἤν τις ὀξὺς τῶν
κατ' αὐτό.

Ιπποκράτης ιατρός Prorrheticonβι. 2, τμ. 11, γρ. 23

χλωρον, ἢ χλωρὸν, ἢ πελιδνὸν τὸ χρῶμα, κάκιον γίνεται. Τὰ δὲ


εἴδεα ὅσα ἂν τοῖσι προγεγραμμένοισι τἀναντία πεφύκῃ, εἰδέναι χρὴ
κακίω ἐόντα. Περὶ δὲ ἡλικιῶν, φύματα μὲν ἔμπυα καὶ τὰ
χοιρώδεα, ταῦτα πλεῖστα τὰ παιδία ἴσχουσι, καὶ ῥᾷστα ἐξ αὐτέων
ἀπαλλάσσει· τοῖσι δὲ γεραιτέροισί τε τῶν παιδίων καὶ νεηνίσκοισι
φύεται μὲν ἐλάσσω, χαλεπώτερον δὲ ἐξ αὐτέων ἀπαλλάσσουσι. Τοῖσι
δὲ ἀνδράσι τὰ μὲν τοιαῦτα φύματα οὐ κάρτα ἐπιγίνεται· τὰ δὲ κηρία
27

δεινὰ, καὶ οἱ κρυπτοὶ καρκῖνοι οἱ ὑποβρύχιοι, καὶ οἱ ἐκ τῶν ἐπινυ-


κτίδων ἕρπητες, ἔστ' ἂν ἑξήκοντα ἔτεα συχνῷ ὑπερβάλλωσι. Τοῖσι δὲ
γέρουσι τῶν μὲν τοιουτοτρόπων φυμάτων οὐδὲν ἐπιγίνεται· οἱ δὲ
καρκῖνοι οἱ κρυπτοὶ καὶ οἱ ἀκρόπαθοι γίνονται, καὶ ξυναπο-
θνήσκουσιν. Τῶν δὲ χωρίων μασχάλαι δυσιητότεραι, καὶ κενεῶνές
τε καὶ μηροί· ὑποστάσιές τε γὰρ ἐν αὐτοῖσι γίνονται καὶ ὑπο-
στροφαί. Τῶν δὲ περὶ ἄρθρα ἐπικινδυνότατοι οἱ μεγάλοι δάκτυλοι,
καὶ μᾶλλον οἱ τῶν ποδῶν. Οἷσι δὲ τῆς γλώττης ἐν τῷ πλαγίῳ ἕλκος
γίνεται πολυχρόνιον, καταμαθεῖν τῶν ὀδόντων ἤν τις ὀξὺς τῶν
κατ' αὐτό.

Ιπποκράτης ιατρός Prorrheticonβι. 2, τμ. 13, γρ. 6

ἄλλοισι πᾶσιν ἐπιχειρέειν, νεοτρώτοισιν ἐοῦσιν, ὡς ἂν τούς τε πυρε-


τοὺς διαφεύγωσιν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰς αἱμοῤῥαγίας τε καὶ τὰς νομὰς
φυλασσόμενον. Ἀτρεκέστατα δὲ καὶ ἐπὶ πλεῖστον χρόνον τὰς φυλακὰς
αἰεὶ τῶν δεινοτάτων ποιέεσθαι· καὶ γὰρ δίκαιον οὕτως.
Αἱ δὲ νομαὶ θανατωδέσταται μὲν ὧν αἱ σηπεδόνες βαθύταται,
καὶ μελάνταται, καὶ ξηρόταται· πονηραὶ δὲ καὶ ἐπικίνδυνοι ὅσαι μέ-
λανα ἰχῶρα ἀναδιδοῦσιν· αἱ δὲ λευκαὶ καὶ μυξώδεες τῶν σηπεδόνων
ἀποκτείνουσι μὲν ἧσσον, ὑποστρέφουσι δὲ μᾶλλον, καὶ χρονιώτεραι
γίνονται. Οἱ δ' ἕρπητες ἀκινδυνότατοι πάντων ἑλκέων ὅσα νέμεται,
δυσαπάλλακτοι δὲ μάλιστα, κατά γε τοὺς κρυπτοὺς καρκίνους. Ἐπὶ
πᾶσι δὲ τοῖσι τοιουτέοισι πυρετόν τε ἐπιγενέσθαι ξυμφέρει μίην
ἡμέρην καὶ πῦον ὡς λευκότατον καὶ παχύτατον· λυσιτελεῖ δὲ καὶ
σφακελισμὸς νεύρου, ἢ ὀστέου, ἢ καὶ ἀμφοῖν, ἐπί γε τῇσι βαθείῃσι
σηπεδόσι καὶ μελαίνῃσι· πῦον γὰρ ἐν τοῖσι σφακελισμοῖσι ῥεῖ πουλὺ
καὶ λύει τὰς σηπεδόνας.

Ιπποκράτης ιατρός Coa praesagia (0627: 017)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 5”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1846, Repr. 1962.Τμ.
502, γρ. 3

βλέπουσι, χρονιζομένης δὲ τῆς οὐλῆς, ἀμαυροῦσθαι μᾶλλον συμπί-


πτει. Αἱ σύριγγες χαλεπώταταί εἰσιν, ὅσαι ἐν τοῖσι χονδρώ-
δεσί τε καὶ ἀσάρκοισι τόποισι πεφύκασιν, εἰσί τε κοῖλαι, μολοῦνταί
τε καὶ ἰχωροροοῦσιν αἰεὶ, σαρκίον τε ἐπὶ τῷ στόματι ἔπεστιν
αὐταῖς· εὐθεραπευτότεραι δὲ, ὅσαι ἐν τοῖσι μαλθακοῖσι τόποισι καὶ
σαρκώδεσί τε καὶ ἀνεύροισι πεφύκασιν.
Τὰ δὲ πρὸ ἥβης οὐ γίνεται νοσήματα, περιπλευμο-
νικὰ, πλευριτικὰ, ποδαγρικὰ, νεφρῖτις, κιρσὸς περὶ κνήμην, ῥοῦς
28

αἱματηρὸς, καρκίνος μὴ σύμφυτος, λεύκη μὴ συγγενὴς, κατάῤῥους


νωτιαῖος, αἱμοῤῥοῒς, μὴ σύμφυτος χορδαψός· τούτων τῶν νοση-
μάτων πρὸ ἥβης οὐ χρὴ προσδέχεσθαι γενησόμενον οὐδέν. Ἀπὸ
τεσσαρεσκαίδεκα μέχρι δύο καὶ τεσσαράκοντα ἐτέων πάμφορος ἡ
φύσις νοσημάτων ἤδη τοῦ σώματος γίνεται. Πάλιν δὲ ἀπὸ ταύτης
τῆς ἡλικίης μέχρι ξγ ἐτέων οὐ γίνονται χοιράδες, οὐδὲ λίθος ἐν
κύστει, ἢν μὴ τύχῃ πρότερον ὑπάρχων, οὐδὲ κατάῤῥους νωτιαῖος,
οὐδὲ νεφρῖτις, ἢν μὴ παρακολουθῶσιν ἐξ ἄλλης ἡλικίης, οὐδὲ αἱ-
μοῤῥοΐδες, οὐδὲ ῥοῦς αἱματηρὸς, ἢν μὴ πρότερον τύχῃ γεγενημένος·
ταῦτα μέχρι γήρως ἀπέχεται νοσήματα.

Ιπποκράτης ιατρός De morbis i–iii (0627: 023)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vols. 6–7”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 6:1849; 7:1851,
Repr. 1962.Βι. 2, τμ. 37, γρ. 2

τρόπον, τῆς χηλῆς ὑπερειδούσης· ἐπὴν δὲ ἐξελκύσῃς, ἰῆσθαι ὥσπερ


τὸν πρόσθεν.
Ἕτερος πώλυπος· ἔσωθεν παρὰ τὸν χόνδρον ἀπό τευ σκλη-
ρὸν φύεται, καὶ δοκέει μὲν εἶναι κρέας· ἢν δὲ ψαύσῃς αὐτοῦ, ψοφέει
οἷον λίθος. Ὅταν οὕτως ἔχῃ, σχίσαντα τὴν ῥῖνα σμίλῃ ἐκκαθῆραι,
ἔπειτα ἐπικαῦσαι· τοῦτο δὲ ποιήσας, συῤῥάψαι πάλιν τὴν ῥῖνα, καὶ
ἰῆσθαι τὸ ἕλκος τῷ χρίσματι ἐναλείφων, ῥάκος ἐντιθέναι, καὶ ἐπὴν
περισαπῇ, ἐγχρίειν τὸ ἄνθος τὸ ἐν τῷ μέλιτι· ἀλθίσκειν δὲ τῷ μο-
λύβδῳ.
Ἄλλος· φύεται ἐκ πλαγίου τοῦ χόνδρου ἐν ἄκρῳ οἷον καρκί-
νια· πάντα δὲ ταῦτα καίειν χρή· ὅταν δὲ καύσῃς, ἐπιπάσαι τοῦ
ἑλλεβόρου· ἐπὴν δὲ σαπῇ, καθαίρειν τῷ ἄνθει τῷ σὺν τῷ μέλιτι·
ἀλθίσκειν δὲ τῷ μολίβδῳ.
Ἴκτερος· ἡ χροιὴ μέλαινα γίνεται κατὰ τὸ πρόσωπον, μά-
λιστα δὲ τὰ ἐσκιασμένα, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ χλωροὶ καὶ ἡ γλῶσσα κάτω-
θεν, καὶ αἱ φλέβες αἱ ὑπὸ τῇ γλώσσῃ παχεῖαι καὶ μέλαιναι, καὶ
ἄπυρος γίνεται, καὶ οὐρέει παχὺ χολῶδες. Ὅταν οὕτως ἔχῃ, πρῶτον
μὲν τὰς φλέβας τὰς ὑπὸ τῇ γλώσσῃ ἀποσχᾷν, ἔπειτα λούοντα πολλῷ
καὶ θερμῷ, διδόναι πίνειν νήστει τοῦ ἀσφοδέλου τὰς ῥίζας, ἀποκα-
θαίρων,

Ιπποκράτης ιατρός De diaeta i–iv (0627: 031)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 6”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.Τμ.
48, γρ. 21

ἔχουσιν, ἀφ' ὅτων καὶ τὸ πνεῦμα ἐσιὸν ἐς τὸν ἄνθρωπον βλάπτει


29

καὶ βαρύνει. Οἱ δὲ ποτάμιοι καὶ λιμναῖοι ἔτι βαρύτεροι τουτέων.


Πουλύποδες δὲ καὶ σηπίαι καὶ τὰ τοιαῦτα οὔτε κοῦφα, ὡς δοκέει,
ἐστὶν οὔτε διαχωρητικὰ, τοὺς δ' ὀφθαλμοὺς ἀπαμβλύνουσιν· οἱ μέν-
τοι χυλοὶ τουτέων διαχωρέουσιν. Τὰ δὲ κογχύλια, οἷον πίνναι,
πορφύραι, λεπάδες, κήρυκες, ὄστρεα, αὐτὴ μὲν ἡ σὰρξ ξηραίνει,
οἱ δὲ χυλοὶ τούτων διαχωρητικοί. Μύες δὲ καὶ κτένες καὶ τελλίναι
τουτέων μᾶλλον διαχωρέουσιν· αἱ δὲ κνίδαι μάλιστα· καὶ τὰ σε-
λάχεα ὑγραίνει καὶ διαχωρέει. Τῶν δὲ ἐχίνων τὰ ὠὰ καὶ τὸ ὑγρὸν
καράβου διαχωρέει, καὶ ἄρκοι, καὶ καρκῖνοι, μᾶλλον μὲν οἱ ποτά-
μιοι, ἀτὰρ καὶ οἱ θαλάσσιοι, καὶ οὐρέεται. Οἱ τάριχοι ξηραίνουσι
καὶ ἰσχναίνουσι· τὰ δὲ πίονα διαχωρέει ἐπιεικέως· ξηρότατοι μὲν
τῶν ταρίχων οἱ θαλάσσιοι, δεύτερον δὲ οἱ ποτάμιοι, ὑγρότατοι
δὲ οἱ λιμναῖοι, αὐτέων δὲ τῶν θαλασσίων οἱ λεγόμενοι πέρκαι
ἰχθύες ξηρότατοι οὗτοι καὶ τάριχοι.

Ιπποκράτης ιατρός De diaeta i-iv Τμ. 82, γρ. 13

γίνεται, καὶ ἡ κοιλίη ἵσταται καὶ ἡ οὔρησις· ὅταν γὰρ μὴ ἔχῃ


τὸ ἔντερον ὑγρασίην, περὶ τὸν ἀπόπατον περιοιδῆσαν ἀποφράσσει τὰς
διεξόδους, ὀδύνην τε παρέχει, καὶ θέρμη λαμβάνει, καὶ ὅ τι ἂν πίῃ
ἢ φάγῃ ἐξεμέει· τελευτῶν δὲ καὶ κόπρον ἐμέει· οὗτος οὐ βιώσιμος,
ὅταν ἐς τοῦτο ἔλθῃ. Ἀλλὰ χρὴ πρότερον προμηθέεσθαι γινώσκοντα
ὅτι ξηρασίῃ θερμῇ κρατέεται ὥνθρωπος. Διαιτῆσθαι οὖν χρὴ αὐτὸν
τῇ τε μάζῃ προφυρητῇ ῥαντῇ καὶ ἄρτῳ σιτανίων πυρῶν τῷ τε χυλῷ
τῶν πιτύρων ἐξυμωμένῳ, λαχάνοισί τε χρῆσθαι πλὴν τῶν δριμέων
καὶ ξηρῶν καὶ ἑψανοῖσι· καὶ τῶν ἰχθύων τοῖσι κουφοτάτοισιν ἑφθοῖσι·
καὶ τοῖσι κεφαλαίοισι τῶν τε ἰχθύων καὶ καράβων· μυσὶ καὶ ἐχί-
νοισι καὶ τοῖσι καρκίνοιςι, καὶ τῶν κογχυλίων τοῖσι χυλοῖσι καὶ
αὐτοῖσι τοιούτοισιν ὑγροτάτοισι· κρέασι δὲ, τοῖσιν ὑείοισιν ἀκροκω-
λίοισιν ἐμπροσθίοισιν ἑφθοῖσι καὶ ἐρίφων καὶ ἀρνῶν καὶ σκυλάκων
ἑφθοῖσιν· ἰχθύων δὲ τοῖσι ποταμίοισι καὶ λιμναίοισιν ἑφθοῖσιν·
οἴνῳ μαλακῷ, ὑδαρεῖ· τοῖσι δὲ πόνοισι μὴ πολλοῖσι μηδὲ ταχέσιν,
ἀλλ' ἡσύχοισι πᾶσι· τοῖσι δὲ περιπάτοισι πρωῒ μὲν χρήσθω, πρὸς
τὴν ἕξιν ἱκανοῖσι καὶ ἀπὸ γυμνασίου πρὸς τὸν πόνον ξυμμέτροισιν·
ἀπὸ δείπνου δὲ μὴ περιπατείτω· λουτροῖσι δὲ χρήσθω καὶ ὕπνοισι
μαλακοῖσι καὶ ἀρίστῳ· ὕπνῳ τε μετὰ τὸ ἄριστον μὴ μακρῷ· ὀπώρῃ
τε τῇ ὑγραινούσῃ μετὰ τῶν σιτίων χρήσθω· καὶ τοῖσιν ἐρεβίνθοισι
τοῖσι χλωροῖσι, καὶ ξηροὺς δὲ βρέξας ἐν ὕδατι· ἀφελέσθω δὲ τῶν

Ιπποκράτης ιατρός De natura muliebri (0627: 033)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 7”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1851, Repr. 1962.
30

Τμ. 31, γρ. 3

γίζων, πρόσθες· ἢν δὲ φρίσσῃ, ἀφαιρέειν. Ἢν γυνὴ ἀσθενέῃ ἀπὸ


ὑστερέων, καὶ χολαὶ αὐτὴν πνίγωσι, καὶ δέῃ αὐτὴν καθῆραι κούφως
καὶ τῆς ὀδύνης παῦσαι, πευκεδάνου ὀπὸν ὅσον τρεῖς κυάθους δίδου
πίνειν.
Ἢν ἐν τῇ ὀσφύϊ αἱ ὑστέραι ἔωσιν ἢ ἐν τῷ κενεῶνι, ἢν θέλῃς
μετακινῆσαι, τρίψας θεῖον καὶ ἄσφαλτον, μέλι ἑφθὸν παραχέας, καὶ
ποιήσας βάλανον παχείην, ἐς τὴν ἕδρην ἔνθες· καὶ ἐκ τῶν ὑστε-
ρέων ἢν ξηραὶ γένωνται, τὰ αὐτὰ προσθεῖναι ὡς τάχιστα.
Γυναικὶ ὅταν αἱ ὑστέραι σκληραὶ γένωνται καὶ ἐς τὰ αἰδοῖα
ἐξίσχωσι καὶ οἱ βουβῶνες σκληροὶ γένωνται, καὶ καῦμα ἐν τοῖσιν
αἰδοίοισιν ἐνῇ, καρκινοῦσθαι ἄρχεται. Ὅταν οὕτως ἔχῃ, σικύης
χρὴ τὸ ἔσω τρῖψαι καὶ κηρίον, ὕδατος κοτύλην ἐπιχέας, ἐνιεὶς ἐς
τὴν ἕδρην, ἔα καθαίρεσθαι.
Ὁκόταν δὲ γυναικὶ διδῷς φάρμακον, παράμισγε τῷ φαρ-
μάκῳ ὅσα ὑστέρας καθαίρει καὶ ὅσα ἐλαύνει. Ἕτερα ποτὰ καὶ
προσθετὰ, δυνάμενα χόριον ἐξάγειν καὶ ἐπιμήνια κατασπάσαι· καν-
θαρίδας πέντε ἀποτίλας τὰ πτερὰ καὶ τοὺς πόδας καὶ τὴν κεφαλήν·
ἔπειτα τριβόλους παραθαλασσίους σὺν τῇ ῥίζῃ τρίψας ὅσον κόγχην,
καὶ τοῦ ἀνθέμου τοῦ χλωροῦ τὸ ἴσον τρίψας, σελίνου σπέρμα ἴσον,
καὶ σηπίης ὠὰ πεντεκαίδεκα, ἐν οἴνῳ γλυκεῖ κεκρημένῳ δίδου πιεῖν.
Καὶ ἐπὴν ὀδύνη ἔχῃ, ἐν ὕδατι θερμῷ καθήσθω, καὶ μελίκρητα

Ιπποκράτης ιατρός De natura muliebri Τμ. 90, γρ. 1

διεὶς μύρῳ, ἔριον ἀναδεύσας, προστίθει· καὶ πιεῖν δοῦναι ῥητίνην


ἐλαίῳ διέντα.
Ἢν τὸ χορίον μὴ ὑποχωρέῃ, κόνυζαν τρίψας, ἐν εἰρίῳ ποιή-
σας πρόσθεμα, προστιθέναι, καὶ τῇ ἴγδῃ οἴνῳ διατρίψας, δοῦναι
πιεῖν.
Ἢν τὴν κεφαλὴν ἀλγέῃ καὶ τὴν νείαιραν γαστέρα καὶ τὰς
ἰξύας, χολὴ ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐστί· ταύτῃ χρὴ δοῦναι φάρμακον, ὃ
καθαίρειν ἄνω τε καὶ κάτω δύναται, καὶ λούειν θερμῷ, καὶ προστι-
θέναι ὅσα χολὴν καθαίρει, καὶ ἄνισον καὶ μελάνθιον διεὶς οἴνῳ δίδου
πιεῖν.
Ἢν ῥόος ἐγγένηται, καρκίνους ποταμίους ἀποπνίξας ἐν
οἴνῳ, τὸν οἶνον διδόναι πίνειν, καὶ ὑποθυμιῇν ὅσα ξηραίνει καὶ
προστιθέναι. Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, τῶν πράσων ὅσον δεσμίδα τρίψας
ἐν οἴνῳ, δίδου πίνειν, καὶ τοῖσι ξηροῖσι καὶ τοῖσι στρυφνοῖσι
χρήσθω. Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, ἡμιονίδα κατακαύσας, καὶ κόψας
λείην, διασήσας τε, διεὶς οἴνῳ, πίπισκε· τοῖσι δὲ ἄλλοισι τὸν αὐτὸν
31

τρόπον χρῶ. Ἢν ῥοῦς ἐγγένηται, καὶ πολυχρόνιος ἤδη ᾖ, σπόγγον


κατακαύσας καὶ τρίψας λεῖον, οἴνῳ διεὶς εὐώδει, πῖσον, καὶ ὑποθυ-
μιήσας ξήραινε, καὶ προστίθει ὅ τι ἂν ἀποστύφῃ.

Ιπποκράτης ιατρός De mulierum affectibus i–iii (0627: 036)“Oeuvres


complètes d'Hippocrate, vol. 8”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1853, Repr.
1962.Τμ. 40, γρ. 16

ἐόντα. Καὶ θίξις γίνεται καὶ μύκης, ὃς ἄμφω τὰ χείλεα ἔχει ξυν-
δήσας, ἅτε τῆς καθάρσιος ἀπολελαμμένης· εἰ δὲ ἐχώρεεν ἡ κά-
θαρσις, οὐκ ἂν ἐμυκώθη τὰ ἕλκεα· νῦν δὲ ἐπιῤῥεῖ, καὶ παχύνεται ἀλ-
λοκότῳ σαρκί. Ἰῆσθαι οὖν ὡς τὰ ἐν τῷ ἄλλῳ σώματι, καὶ ἐς ὠτειλὰς
ἄγειν· τὸ δὲ χωρίον λεῖον ἔστω καὶ ὁμόχροον. Ἡ Φροντὶς ἔπασχε
ταῦτα ἃ πάσχουσιν αἱ μὴ ἀποκαθαιρόμεναι τὰ λοχεῖα, καὶ ἐπὶ του-
τέοισιν ἤλγει τὸ αἰδοῖον, καὶ ψηλαφῶσα ἔγνω ὅτι οἱ ξυνεπέφρακτο
καὶ ἔφρασε, καὶ μελεδαινομένη ἀπεκαθήρατό τε καὶ ὑγιὴς ἐγένετο
καὶ φορός· εἰ δὲ μὴ ἐμελεδάνθη, μηδέ οἱ ἡ κάθαρσις ἐῤῥάγη αὐτο-
μάτη, τὸ ἕλκος μέζον ἐποίησεν ἂν, καὶ ἐκινδύνευσεν, εἰ μὴ ἐμελε-
δάνθη, καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα.
Εἰ δ' ὁρμηθείη γυναικὶ λοχείη κάθαρσις ὡς ἐς κεφαλὴν,
θώρηκά τε καὶ πλεύμονα, γίνεται γὰρ καὶ τοῦτο, θνήσκουσι πολλάκις
αὐτίκα, ἢν ἴσχηται· εἰ δὲ χωρέοι κατὰ στόμα ἢ ῥῖνας καλῶς,
ἐξάντης γίνεται· εἰ δὲ ὀλίγον ἡ νοῦσος χρονιωτέρη γένοιτο, πάσχοι
ἂν ἡ γυνὴ ὁκοῖα εἴρηται ἀμφὶ τῆς παρθένου, ᾗ τὰ ἐπιφαινόμενα
πρῶτα ὤρουσεν ἄνω· ἡ δὲ γυνὴ πλέονα χρόνον περιέσται τῆς παρ-
θένου, καὶ βληχρότερα τὰ παθήματα ἔσται οἱ, μέχρις οὗ ὁ πλεύμων
διάπυος γένηται. Ἢν δὲ μὴ χωρέῃ οἱ ἡ λοχείη κάθαρσις κατὰ τὸ
στόμα, ἀλλ' ἄνω ὁρμηθεῖσα τράπηται, κεκρύψεται τὰ λοχεῖα καὶ οὐ
χωρήσει, κατά γε δίκην, καὶ βὴξ ὑπολήψεται καὶ ἄσθματα

Ιπποκράτης ιατρός De mulierum affectibus i-iii Τμ. 91, γρ. 12

ἐνελίξασα ἐς ὀθόνιον, ἐς κέδριον ἐμβάψασα, προστιθέσθω πρὸς τὸ


στόμα τῆς μήτρης. Ἕτερον· κάλαμον τὸν εὐώδεα καὶ σικύης ἐντε-
ριώνην τρῖψαι ἐν χηνείῳ στέατι· ἐπίδησον δὲ τὸν ὀμφαλὸν καὶ τὸ
ἦτρον· καὶ σμικρὸν ἀπ' αὐτέου ἐνστάξασα, ἐς εἴριον προστιθέσθω
πρὸς τὸ στόμα τῆς μήτρης· ἐκ τούτου κατ' ὀλίγον ἔρχεται. Ἄλλο·
ἐρευθεδανὸν κόψας καὶ κέδρου πρίσματα, ὕδωρ τε ἐπιχέας, θὲς ἐς
τὴν αἰθρίην, εἶτα πρωῒ δὸς πρὸς τὰς ἀλγηδόνας. Ἄλλο· σιλφίου
ὁκόσον δραχμὴν μίαν, καὶ πράσου χυλὸν ὁκόσον ὀξύβαφον, παραμί-
ξας κέδρινον ἔλαιον ἥμισυ κυάθου σμικροῦ, δὸς πιεῖν. Ἄλλο· ταύρου
χολὴν ὅσον ὀβολὸν, ἢ ἡμιωβόλιον, τρίβων ἐν οἴνῳ δός· ἢ σταιτὶ πε-
32

ριπλάσσων πάλιν καταπιεῖν δίδου. Ἄλλο· καρκίνους ποταμίους


πέντε καὶ λαπάθου καὶ πηγάνου ῥίζαν, καὶ αἰθάλην ἀπὸ τοῦ ἰπνοῦ
τρίψασα ὁμοῦ πάντα καὶ ἑνώσασα ἐν μελικρήτῳ, ὑπαίθριον θεῖσα,
πινέτω νῆστις τρίς. Ἄλλο· σικύης ἐντεριώνην τρίψας λείην ἐν κε-
δρίνῃ πίσσῃ ἐς εἴριον ἐνελίξας, προσδήσας πρὸς τὸ πτερὸν λίνῳ,
προσθέσθω ἔσω· τοῦ δὲ πτεροῦ τὸ σκληρὸν προεχέτω σμικρὸν ἔξω
ἐκ τοῦ εἰρίου· ὅταν δὲ αἷμα φανῇ, ἀφελέσθω. Ἄλλο· ἐλλεβόρου
μέλανος λαβὼν ῥαβδίον ὅσον ἓξ δακτύλων περιείλιξον ἐν εἰρίῳ, τὸ
δὲ ἄκρον ἔα ψιλὸν εἶναι, εἶτα προσθέσθω ἔσω ὅτι μάλιστα· ὅταν δὲ
αἱμαχθῇ τὸ ἄκρον, ἀφελέσθω. Ἄλλο· ἐλλέβορον μέλανα καὶ κανθα-
ρίδας καὶ κόνυζαν τρίψας ἐν ὕδατι καὶ ποιήσας βάλανον μαλθακὸν,

Ιπποκράτης ιατρός De mulierum affectibus i-iii Τμ. 133, γρ. 20

ἑπτὰ ἢ ὀκτώ· ἥ τε γὰρ κοιλίη ἐπιδιδοῖ κατὰ λόγον τοῦ χρόνου,


καὶ τὰ στήθεα ἐπαίρεται, καὶ γάλα δοκέει ἐγγίνεσθαι· ὁκόταν δὲ οὗ-
τος ὁ χρόνος ὑπερπέσῃ, οἵ τε τιτθοὶ ξυνισχναίνονται καὶ ἐλάσσονες
γίνονται, καὶ ἡ κοιλίη τωὐτὸ πάσχει, καὶ τὸ γάλα ἀποδέδρηκεν
ἄδηλον, καὶ ἡ κοιλίη ἐπ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ὃν χρὴ τίκτειν, ἐπει-
δὰν ἔλθῃ, ἀπόλωλε καὶ ξυμπίπτει. Τοιούτων δὲ γινομένων, αἱ ὑστέ-
ραι ἰσχυρῶς ἐς ὀλίγον χρόνον ξυνέρχονται, καὶ τὸ στόμα αὐτέων
ἐξευρεῖν οὐχ οἷόν τε, οὕτω πάντα ξυνειρύονταί τε καὶ ξυναυαίνονται,
καὶ ἐν τοῖσι τιτθοῖσι φυμάτια ἐγγίνεται σκληρὰ, τὰ μὲν μέζω, τὰ
δὲ ἐλάσσω· καὶ οὐκ ἐκπυοῦνται, σκληρότερα δὲ αἰεί· εἶτα ἐξ αὐ-
τέων φύονται καρκῖνοι κρυπτοί. Μελλόντων δὲ καρκίνων ἔσεσθαι,
πρότερον τὰ στόματα ἐκπικραίνονται, καὶ ὅ τι ἂν φάγωσι πάντα δο-
κεῦσι πικρὰ εἶναι, καὶ ἤν τις πλείονα δῷ, ἀναίνονται λαβεῖν, καὶ
σχέτλια δρῶσι· παράφοροι δὲ τῇ γνώμῃ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ σκληροὶ,
καὶ βλέπουσιν οὐκ ὀξέα, καὶ ἐκ τῶν τιτθῶν ἐς τὰς σφαγὰς ὀδύναι
διαΐσσουσι καὶ ὑπὸ τὰς ὠμοπλάτας, καὶ δίψα ἴσχει, καὶ αἱ θηλαὶ
καρφαλέαι, καὶ αὗται πᾶν τὸ σῶμα λελεπτυσμέναι εἰσὶ, καὶ αἱ
ῥῖνες ξηραί τε καὶ ἐμπεπλασμέναι εἰσὶν, οὐκ ἀειρόμεναι· πνεῦμα
μινυθῶδες, καὶ οὐκ ὀδμῶνται οὐδὲν, καὶ ἐν τοῖσιν οὔασι πόνος μὲν
οὐκ ἐγγίνεται, πῶρος δὲ ἐνίοτε. Ὁκόταν οὖν ἐς τόσον προΐωσι τοῦ
χρόνου, οὐ δύνανται ὑγιέες γίνεσθαι, ἀλλ' ἀπόλλυνται ἐκ τουτέων

Ιπποκράτης ιατρός De mulierum affectibus i-iii Τμ. 159, γρ. 3

νειν δὲ παρὰ τὸ πῦρ καὶ τὸ ἀποστάζον εἰρίῳ ξυλλέγειν καὶ προστιθέ-


ναι. Ἢ στέαρ ἐρυθρὸν τὸ ἡδυντὸν χηνὸς, μύρον ῥόδινον, ταῦτα
ξυμμίσγειν, καὶ προστιθέναι εἴριον ἀναδεύσασα. Ἄμεινον δὲ χηνὸς
ἔλαιον, ἢ ὄϊος στέαρ, κηρὸς λευκὸς, ῥητίνη, νέτωπον, ἔλαιον ῥόδινον,
ταῦτα ὁμοῦ τῆξαι καὶ μῖξαι· λουσαμένη δὲ προστιθέσθω χλιερὰ εἴσω
33

πρὸς τὸ στόμα τῶν ὑστερέων. Ἢ ἐλάφου μυελὸν καὶ στέαρ χηνὸς τή-
ξας ῥοδίνῳ ἢ ἰρίνῳ ἐλαίῳ ἀναφυρῇν· εἴριον δὲ μαλθακὸν ἄγαν
προστιθέναι.
Γυναικὶ ὁκόταν αἱ ὑστέραι σκληραὶ γένωνται καὶ ἐς τὰ αἰ-
δοῖα ἐξίωσι, καὶ οἱ βουβῶνες σκληροὶ γίνωνται, καὶ καῦμα ἐν τοῖσιν
αἰδοίοισιν ἐνῇ, καρκινοῦσθαι φιλέει πάντα. Ὅταν ὧδε ἔχῃ, σικύου
χρὴ τὸ ἔνδον τρῖψαι καὶ κηρίον, ὕδατος κοτύλην ἐπιχέας, ἐνεῖναι ἐς
τὴν ἕδρην, καὶ καθαίρεται.
Ἢν τὸ στόμα τῶν ὑστερέων σκληρὸν γένηται ὑπὸ ξηρασίης,
καὶ ἐν σχήματι ἑτέρῳ ᾖ ὁ αὐχὴν, τῷ δακτύλῳ γνώσῃ παραψαύσας·
καὶ ἢν ἄνω ὡς ἐς τὸ ἰσχίον εἰληθέωσι, μὴ προσφέρειν δριμὺ μηδέν·
ἢν γὰρ ἑλκωθῇ ἐπὴν φλεγμήνῃ, κίνδυνος τὸ πάμπαν ἄτοκον γενέσθαι·
προστίθεσθαι δὲ ἅσσα μὴ ὀδάξεται, ὑφ' ὧν καθαρεῖται.

Ιπποκράτης ιατρός De mulierum affectibus i-iii Τμ. 192, γρ. 30

Ἢ λίνου σπέρμα, ἢ ἐρυσίμου φῶξαι, καὶ ἐλαίης


φύλλα χλωρῆς, καὶ μέλαιναν ῥίζαν, μήκωνα ἁδράν· ταῦτα τρίψας
ἐν τῷ αὐτῷ, ἐν οἴνῳ κεκρημένῳ δίδου πίνειν. Ἢ τάμισον ὄνειον
αὶ σίδης γλυκείης ῥίζην καὶ κικίδα ἐξ ἴσου πάντα, καὶ ῥοιῆς γλυκείης
χυλὸν ξὺν οἴνῳ πίνειν. Ἢ λαπάθου καρπὸν, ξὺν τῷ τῆς κικίδος ἔξω
περιεξυσμένῳ· ταῦτα τρίβειν ἄμφω, καὶ ἐν οἴνῳ πίνειν, καὶ μετέπειτα
κυκεῶνα. Ἢν αἷμα ῥέῃ λαῦρον ἐξ ὑστερέων, ἄγνου φύλλα ξὺν οἴνῳ
μέλανι· τὰ στρυφνὰ ῥόον ἵστησιν, οἴνῳ μέλανι μιγνύμενα. Ῥόου καὶ
ὀδύνης· κάχρυος ῥίζαν ἐν οἴνῳ μέλανι πίνειν· ἢν δὲ πλέον ᾖ, τερμίν-
θου καρπὸς τριβόμενος, χρὴ δὲ οἴνῳ καὶ ὕδατι διιέναι καὶ πίνειν. Ἢν
ῥόος γένηται, καρκίνους ποταμίους ἀποπνίξας ἐν οἴνῳ, πίνειν διδόναι
τοῦ τοιούτου οἴνου μεθ' ὕδατος. Ἢν δ' ἔτι φέρηται ὁ ῥόος, πρόμα-
λον φώξας καὶ τρίψας ἐν οἴνῳ δίδου, ἢ πράσων χυλόν. Ἢν δὲ που-
λὺς κατέρχηται ὁ ῥόος, ἡμιόνου ὀνίδα κατακαίειν, καὶ λειῆναι καὶ
ξὺν οἴνῳ διδόναι. Ἢν δὲ πουλυχρόνιος ὁ ῥόος γένηται, σπόγγος
κατακαεὶς ἀρήγει, τρίβειν δὲ λεῖον τὸν σπόγγον καὶ ξὺν οἴνῳ διδόναι
εὐώδει.

Ιπποκράτης ιατρός De alimento (0627: 046)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 9”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1861, Repr. 1962.Τμ.
17, γρ. 2

Ἐς δὲ ταύτην, ἔξωθεν μὲν, κατάπλασμα, κατάχρισμα,


ἄλειμμα, γυμνότης ὅλου καὶ μέρεος, καὶ σκέπη ὅλου καὶ μέρεος,
θερμασίη καὶ ψύξις κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον καὶ στύψις καὶ ἕλκωσις
34

καὶ δηγμὸς καὶ λίπασμα· ἔνδοθεν δὲ, τινά τε τῶν εἰρημένων, καὶ
ἐπὶ τούτοισιν αἰτίη ἄδηλος καὶ μέρει καὶ ὅλῳ, τινί τε καὶ οὐτινί.
Ἀποκρίσιες κατὰ φύσιν, κοιλίης, οὔρων, ἱδρῶτος, πτυάλου,
μύξης, ὑστέρης, καθ' αἱμοῤῥοΐδα, θύμον, λέπρην, φῦμα, Καρκίνωμα,
ἐκ ῥινῶν, ἐκ πλεύμονος, ἐκ κοιλίης, ἐξ ἕδρης, ἐκ καυλοῦ, κατὰ
φύσιν καὶ παρὰ φύσιν· αἱ διακρίσιες τούτων ἄλλοισι πρὸς ἄλλον
λόγον ἄλλοτε καὶ ἀλλοίως. Μία φύσις ἐστὶ ταῦτα πάντα καὶ οὐ
μία· πολλαὶ φύσιές εἰσι ταῦτα πάντα καὶ μία.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος. 40-90 μ. Χ.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός (40-90 μ.Χ.) De materia medica


“Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque, 3
vols.”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906; 3:1914,
Repr. 1958.
Βι. 1, κεφ. 68, τμ. 8, γρ. 6

τον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον προσυποτίθει, ἕως ἂν


αὐτάρκη λιγνὺν δόξῃς συναγηοχέναι. συνεχῶς μέντοι σπόγγῳ
ἐξ ὕδατος ψυχροῦ περίμασσε τὰ ἐκτὸς μέρη τοῦ χαλκώματος·
οὕτως γὰρ προσκαθίζει πᾶσα λιγνὺς μὴ ἄγαν αὐτοῦ πυρου-
μένου, ἐπεὶ ἀποπίπτουσα διὰ τὴν κουφότητα μείγνυται τῇ τοῦ
λιβάνου σποδῷ. ἀποψήσας οὖν τὴν πρώτην λιγνὺν ποίει τὸ
αὐτὸ ἐφ' ὅσον ἂν δοκῇ, ἀναιροῦ δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ κατακαέντος
λιβάνου σποδὸν ἰδίᾳ.
δύναμιν δὲ ἔχει πραυντικὴν τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς φλεγμονῶν,
σταλτικὴν τῶν ῥευμάτων, ἀνακαθαρτικὴν ἑλκῶν, πληρωτικὴν
κοιλωμάτων, σταλτικὴν καρκινωμάτων .
τὸν αὐτὸν τρόπον σκευάζεται καὶ ἐκ τῆς σμύρνης καὶ ἐκ
τῆς ῥητίνης καὶ ἐκ τοῦ στύρακος λιγνύς. ἁρμόζουσι δὲ πρὸς
τὰ αὐτά. καὶ ἐκ τῶν λοιπῶν δὲ δακρύων ὁμοίως τὴν λιγνὺν
λάμβανε.
πίτυς γνώριμον δένδρον. ἔστι δὲ τοῦ αὐτοῦ γένους
καὶ ἡ λεγομένη πεύκη, εἴδει διαφέρουσα. ἀμφοτέρων δὲ ὁ
φλοιὸς στυπτικός, ἁρμόζων πρός τε παρατρίμματα λεῖος κατα-
πλασσόμενος καὶ πρὸς τὰ ἐπιπόλαια τῶν ἑλκῶν καὶ κατακεκαυ-
μένα σὺν λιθαργύρῳ καὶ μάννῃ. ἀναλημφθεὶς δὲ κηρωτῇ μυρ-
σίνῃ ἀπουλοῖ τὰ ἐπὶ τῶν τρυφεροχρώτων ἕλκη καὶ τὰ ἑρπυστικὰ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medicaβι. 2, κεφ. 10, τμ. 1,


35

γρ. 1

σὺν σμύρνῃ καὶ λιβανωτῷ καταπλασθεῖσαι τραύματα καὶ μά-


λιστα τὰ κατὰ τὰ νεῦρα κολλῶσι, καὶ τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορ-
ραγίας σὺν ὄξει λειανθέντες ἐπέχουσι. ζῶσα δὲ ἡ σὰρξ κατα-
ποθεῖσα, τοῦ Λιβυκοῦ μάλιστα, ἀλγηδόνας στομάχου παύει.
μετὰ δὲ τοῦ ὀστράκου ὅλος τριβεὶς καὶ μετ' οἴνου καὶ σμύρνης
ὀλίγης ποθεὶς κολικοὺς θεραπεύει καὶ κύστεως ἀλγήματα.
ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας ὁ χερσαῖος, ἐάν τις βελόνην κατὰ τῆς
σαρκὸς αὐτοῦ φέρων τῷ προισταμένῳ γλοιώδει προσάπτηται
τῆς τριχός.
καρκίνων ποταμίων καέντων ἡ τέφρα κοχλιαρίων
δυεῖν πλῆθος σὺν γεντιανῆς ῥίζης κοχλιαρίῳ ἑνὶ καὶ οἴνῳ πο-
θεῖσα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς βοηθεῖ λυσσοδήκτοις ἐνεργῶς, σὺν δὲ
μέλιτι ἑφθῷ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ καὶ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ
χιμέτλας καὶ καρκινώματα παρηγορεῖ. λεῖοι δὲ ὠμοὶ σὺν γά-
λακτι ὀνείῳ ποθέντες βοηθοῦσι δήγμασιν ἑρπετῶν, φαλαγγίων
καὶ σκορπίων πληγαῖς. ἑφθοὶ δὲ σὺν ζωμῷ ἐσθιόμενοι φθι-
σικοὺς ὠφελοῦσι καὶ τοὺς λαγωὸν θαλάσσιον πεπωκότας. τριφ-
θέντες δὲ σὺν ὠκίμῳ καὶ προσαχθέντες σκορπίους κτείνουσι.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medicaβι. 2, κεφ. 10, τμ. 1,


γρ. 5

ποθεῖσα, τοῦ Λιβυκοῦ μάλιστα, ἀλγηδόνας στομάχου παύει.


μετὰ δὲ τοῦ ὀστράκου ὅλος τριβεὶς καὶ μετ' οἴνου καὶ σμύρνης
ὀλίγης ποθεὶς κολικοὺς θεραπεύει καὶ κύστεως ἀλγήματα.
ἀνακολλᾷ δὲ καὶ τρίχας ὁ χερσαῖος, ἐάν τις βελόνην κατὰ τῆς
σαρκὸς αὐτοῦ φέρων τῷ προισταμένῳ γλοιώδει προσάπτηται
τῆς τριχός.
καρκίνων ποταμίων καέντων ἡ τέφρα κοχλιαρίων
δυεῖν πλῆθος σὺν γεντιανῆς ῥίζης κοχλιαρίῳ ἑνὶ καὶ οἴνῳ πο-
θεῖσα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς βοηθεῖ λυσσοδήκτοις ἐνεργῶς, σὺν δὲ
μέλιτι ἑφθῷ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ καὶ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ
χιμέτλας καὶ καρκινώματα παρηγορεῖ. λεῖοι δὲ ὠμοὶ σὺν γά-
λακτι ὀνείῳ ποθέντες βοηθοῦσι δήγμασιν ἑρπετῶν, φαλαγγίων
καὶ σκορπίων πληγαῖς. ἑφθοὶ δὲ σὺν ζωμῷ ἐσθιόμενοι φθι-
σικοὺς ὠφελοῦσι καὶ τοὺς λαγωὸν θαλάσσιον πεπωκότας. τριφ-
θέντες δὲ σὺν ὠκίμῳ καὶ προσαχθέντες σκορπίους κτείνουσι.
δύνανται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ οἱ θαλάσσιοι, πλὴν ἧττον τούτων
ἐνεργοῦσιν. σκόρπιος χερσαῖος ὠμὸς λεῖος ἐπιτεθεὶς βοήθημα
36

τῆς ἰδίας πληγῆς γίνεται· βιβρώσκεται δὲ καὶ ὀπτηθεὶς πρὸς


τὸ αὐτό.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medicaβι. 2, κεφ. 24, τμ. 1,


γρ. 2

σμήχει λεῖον ἀλφούς, πίτυρα, ὀδόντας, ἐφήλεις. μείγνυται δὲ


καὶ εἰς τὰ ὀφθαλμικὰ πλυθέν· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λευκώματα
κτηνῶν ἐμφυσώμενον, καὶ πτερύγια τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς τήκει σὺν
ἁλσὶ λεῖον προσαγόμενον.
τρίγλα συνεχῶς ἐσθιομένη ἀμβλυωπίας δοκεῖ κατα-
σκευαστικὴ ὑπάρχειν. ὠμὴ δὲ ἀνασχισθεῖσα καὶ ἐπιτεθεῖσα
θαλασσίου δράκοντος καὶ σκορπίου καὶ ἀράχνης δήγματα ἰᾶται.
ὄρχις ἱπποποτάμου ξηρανθεὶς καὶ λειανθεὶς πίνε-
ται μετ' οἴνου πρὸς ἑρπετῶν δήγματα.
καὶ ὁ τοῦ κάστορος ὄρχις – ἔστι δὲ τὸ ζῷον ἀμφί-
βιον, τὸ πλεῖστον ἐν ὕδασιν ἰχθύσι καὶ καρκίνοις τρεφόμενον –
ποιεῖ μὲν [καὶ] πρὸς ἑρπετά, ἔστι δὲ καὶ πταρμικὸς καὶ καθόλου
ποικίλην ἔχει τὴν χρῆσιν· ποθεὶς γὰρ μετὰ γλήχωνος δραχμῶν
πλῆθος δυεῖν ἔμμηνα κινεῖ καὶ ἔμβρυα καὶ δεύτερα ἐκβάλλει.
πίνεται δὲ σὺν ὄξει καὶ πρὸς ἐμπνευματώσεις, στρόφους, λυγ-
μούς, θανάσιμα φάρμακα, ἰξίαν· ἀνακαλεῖται δὲ καὶ τοὺς λη-
θαργικοὺς καὶ τοὺς ὁπωσδήποτε καταφερομένους ἐμβρεχόμενος
σὺν ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καὶ ὀσφραινόμενος, καὶ ὑποθυμιώμενος
δὲ τὰ αὐτὰ ποιεῖ· ἁρμόζει καὶ τρόμοις καὶ σπασμοῖς καὶ
παντὶ τῷ νευρώδει πινόμενός τε καὶ συγχριόμενος, καὶ καθόλου
θερμαντικὴν ἔχει τὴν δύναμιν.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica


Βι. 2, κεφ. 61, τμ. 2, γρ. 2

ἃς ἐμβαλὼν εἰς ἀκώνητον ἀγγεῖον, καὶ τὸ στόμα περιδήσας


ὀθονίῳ ἀραιῷ καθαρῷ, περικατάστρεψον ἀτμῷ ζέοντος ὄξους
δριμυτάτου καὶ κράτει, ἕως ἂν πνιγῶσιν, εἶτα διαπείρας λίνῳ
ἀποτίθεσο. ἐνεργέστεραι δέ εἰσιν αἱ ποικίλαι, μηλίνας ἐγκαρ-
σίους ζώνας ἔχουσαι ἐν τοῖς πτεροῖς, ἐπιμήκεις τὸ σῶμα, ἁδραί,
ἐμπίμελοι ὡς αἱ σίλφαι· ἄτονοι δὲ αἱ μονοχρώματοι. ὡσαύτως
δὲ ἀποτίθενται καὶ αἱ βουπρήστεις, εἶδος οὖσαι κανθαρίδων,
καὶ αἱ πιτύιναι δὲ κάμπαι· καὶ αὗται ἐπὶ κοσκίνου ἐπαιω-
37

ρουμένου θερμοσποδιᾷ φωγνύμεναι ἐπὶ βραχὺ ἀποτίθενται.


δύναμις δὲ αὐτῶν κοινή, σηπτική, θερμαντική, ἑλκωτική, ὅθεν
μείγνυται φαρμάκοις τοῖς πρὸς τὰ καρκινώδη, καὶ λέπρας καὶ
λειχῆνας ἀγρίους θεραπεύουσιν· ἄγουσι δὲ καὶ ἔμμηνα πεσσοῖς
μαλακτικοῖς μιγεῖσαι. ἔνιοι δὲ ἱστόρησαν τὰς κανθαρίδας καὶ
ὑδρωπικοῖς βοηθεῖν, μειγνυμένας ἀντιδότοις, ὡς οὔρησιν κινού-
σας. οἱ δὲ τὰ πτερὰ αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας τοῖς πιοῦσιν αὐ-
τὰς ἀντιφάρμακον ἀνέγραψαν.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 2, κεφ. 104, τμ.


1, γρ. 5

μέλιτι ἀντὶ ἐκλεικτοῦ λημφθὲν καὶ βῆχας παρηγορεῖ. παρί-


στησι δὲ καὶ πρὸς ἀφροδίσια μιγὲν μέλιτι καὶ πεπέρει ἀντὶ
κοπτῆς πολὺ λαμβανόμενον· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτοῦ ἐνίεται
πρὸς ἐντέρων καὶ ὑστέρας δηγμοὺς καὶ ἐκκομιδὴν περιττωμά-
των, καὶ πρὸς φλεγμονὰς τὰς ἐν μήτρᾳ εἰς ἐγκάθισμα, ὥσπερ
τὸ τῆς τήλεως, εὐχρηστεῖ.
ἐρέβινθος ὁ ἥμερος εὐκοίλιος, οὐρητικός, πνευμάτων
γεννητικός, εὐχροίας περιποιητικός, καταμηνίων ἀγωγὸς καὶ ἐμ-
βρύων, καὶ γάλακτος γεννητικός. καταπλάσσεται δὲ μάλιστα ὁ
ὀροβίας ἑφθὸς πρὸς ὄρχεων φλεγμονὰς καὶ ἀχῶρας καὶ λειχῆνας
καὶ ψώρας καὶ μυρμηκίας καὶ τὰ καρκινώδη ἕλκη καὶ κακοήθη
σὺν μέλιτι. καλεῖται δὲ τὸ ἕτερον αὐτῶν εἶδος κριός. ἀμφό-
τεροι δ' εἰσὶ διουρητικώτατοι, διδομένου πρὸς ἴκτερον καὶ
ὕδρωπα τοῦ ἀφεψήματος αὐτῶν σὺν λιβανωτίδι, – βλάπτουσι
δὲ [καὶ] κύστιν εἱλκωμένην καὶ νεφρούς – πρός τε μυρμηκίας
καὶ ἀκροχορδόνας νουμηνίας οὔσης ἔνιοι ἑκάστης ἐξοχῆς ἐρε-
βίνθῳ ψαύοντες ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ εἴς τε ὀθόνιον ἀποδήσαντες
αὐτοὺς ῥίπτειν εἰς τοὐπίσω κελεύουσιν, ὡς ἀποπιπτουσῶν τῶν
ἀκροχορδόνων.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 2, κεφ. 158, τμ.


1, γρ. 8

ταύτης ἡ πόα συνέψεται [τῇ] πτισάνῃ, μάλιστα δ' ἐν Καπ-


παδοκίᾳ. ὁ δὲ καρπὸς αὐτῆς ξηρὸς ἀντὶ πεπέρεως μείγνυται
τοῖς προσοψήμασιν.
ἐρύσιμον· φύεται μὲν περὶ τὰς πόλεις καὶ οἰκόπεδα
καὶ ἐν κήποις· φύλλα δὲ ὅμοια εὐζώμῳ ἀγρίῳ ἔχει, καυλία
ἱμαντώδη, ἄνθη μηλίζοντα· ἐπ' ἄκρων δὲ λοβοὶ κερατοειδεῖς,
38

ἰσχνοί, ὡς τήλιδος, ἐν οἷς σπερμάτια μικρά, καρδάμῳ παρα-


πλήσια, πυρώδη κατὰ τὴν γεῦσιν, ποιοῦντα πρὸς θώρακος ῥευ-
ματισμόν, ἐμπύους, βῆχας, ἴκτερον, ἰσχιάδα ἐκλειχόμενα σὺν
μέλιτι· πίνεται καὶ πρὸς τὰ θανάσιμα φάρμακα. καταπλας-
σόμενον δὲ μεθ' ὕδατος ἢ μέλιτος ὠφελεῖ καρκινώματα κρυπτά,
σκληρίας, παρωτίδας, διδύμων καὶ μαστῶν φλεγμονάς, λεπτύνει
τε καθ' ὅλου καὶ θερμαίνει. ἐπιεικέστερον δὲ γίνεται εἰς τὰ
ἐκλείγματα, ἀποβραχὲν ὕδατι καὶ φωχθὲν ἢ ἐνδεθὲν εἰς ὀθόνιον
καὶ ὀπτηθὲν στέατος περιπλασθέντος.
πέπερι δένδρον ἱστορεῖται φυόμενον ἐν Ἰνδίᾳ, καρ-
πὸν δὲ ἀνίησι κατ' ἀρχὰς μὲν προμήκη καθάπερ λοβούς, ὅπερ
ἐστὶ τὸ μακρὸν πέπερι, ἔχον τὸ ἐντὸς κέγχρῳ παραπλήσιον, τὸ
μέλλον ἔσεσθαι τέλειον πέπερι, ὅπερ κατὰ τοὺς οἰκείους ἀνα-
πλούμενον χρόνους βότρυας ἀνίησι, κόκκους φέροντας οἷον
ἐρρυσωμένους, τοὺς δὲ καὶ ὀμφακώδεις, οἵτινές εἰσι τὸ λευκὸν

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 2, κεφ. 166, τμ.


2, γρ. 1

δρακόντιον· φύλλα ἔχει κισσοειδῆ, μεγάλα, σπίλους


ἔχοντα λευκούς, καυλὸν δὲ ὀρθόν, δίπηχυν, ποικίλον, ὀφιοειδῆ,
διαπόρφυρον τοῖς σπίλοις, βακτηρίας τὸ πάχος· καρπὸς δὲ
ἐπ' ἄκρου βοτρυοειδής, χρώματι τὸ μὲν πρῶτον χλοώδης, πε-
πανθεὶς δὲ κροκίζων, ἐπιδάκνων τὴν γεῦσιν, ῥίζα ποσῶς στρογ-
γύλη, βολβοειδής, ὁμοία ἄρῳ, φλοιὸν ἔχουσα λεπτόν. φύεται
ἐν συσκίοις τόποις περὶ φραγμοὺς καὶ αἱμασιάς.
δύναμιν δὲ ἔχει ὁ καρπὸς χυλισθεὶς καὶ ἐγχυματισθεὶς μετ'
ἐλαίου εἰς τὸ οὖς ὠταλγίαν παύειν, εἰς δὲ τὰς ῥῖνας ἐντιθέ-
μενος ἐν ἐρίῳ πώλυπας δαπανᾶν, καταχριόμενος δὲ στέλλειν
καὶ καρκινώματα. ποθέντες δὲ ὅσον τριάκοντα κόκκοι μετ'
ὀξυκράτου ἐξαμβλώσκουσι, καὶ τὴν ὀσμὴν δέ φασι κατὰ τὸν
μαρασμὸν τῆς ἀνθήσεως τῶν ἄρτι συνειλημμένων ἐμβρύων
φθόριον εἶναι. ἡ δὲ ῥίζα θερμαντικὴ οὖσα βοηθεῖ ὀρθοπνοίαις,
ῥήγμασι, σπάσμασι, βηξί, κατάρρῳ, καὶ τὰ ἐν θώρακι ὑγρὰ
εὐανάγωγα ποιεῖ, ἑφθή τε καὶ ὠμὴ μετὰ μέλιτος καὶ καθ' ἑαυτὴν
βιβρωσκομένη· ξηρὰ δὲ λεία σὺν μέλιτι ἐκλείχεται. ἔστι δὲ
οὐρητική, ὁρμάς τε πρὸς συνουσίας ἐγείρει πινομένη μετ' οἴνου
καὶ ἕλκη κακοήθη καὶ φαγεδαινικὰ μετὰ βρυωνίας λευκῆς σὺν
μέλιτι λεανθεῖσα ἀνακαθαίρει καὶ ἀπουλοῖ, καὶ κολλύρια δὲ ἐξ
αὐτῆς ἀναπλάσσεται πρὸς σύριγγας καὶ ἐμβρύων κομιδήν.
39

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 4, κεφ. 4, τμ. 1,


γρ. 1

ζονας, λεπτούς, θαμνώδεις, ὧν παρὰ τὰ γόνατα φύλλων λεπτῶν


ἐκφύσεις, παραπλησίων τοῖς τῆς ἰτέας, στυφόντων ἐν τῇ
γεύσει· ἄνθος πορφυροῦν ἢ χρυσοειδές· φύεται ἐν τόποις ἑλώ-
ἁρμόζει δὲ ὁ χυλὸς τῶν φύλλων στυπτικὸς ὢν πρὸς αἵμα-
τος ἀναγωγὰς καὶ δυσεντερίας, πόμα καὶ ἔγκλυσμα, ῥοῦν τε γυ-
ναικεῖον ἵστησιν ἐν προσθέτῳ, καὶ πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορ-
ραγίας ἐμφρασσομένη ἡ πόα ἁρμόζει· ἔστι δὲ καὶ τραυματικὴ
καὶ ἴσχαιμος. θυμιαθεῖσα δὲ δριμύτατον ἔχει τὸν καπνόν,
ὥστε καὶ ἑρπετὰ διώκειν καὶ μύας ἀποκτείνειν.
πολύγονον ἄρρεν· οἱ δὲ καρκίνωθρον, οἱ δὲ τευθαλ-
λίδα, οἱ δὲ κλῆμα, οἱ δὲ μυρτοπέταλον, οἱ δὲ πολύκαρπον κα-
λοῦσι. πόα ἐστὶ κλῶνας ἔχουσα λεπτούς, τρυφερούς, πολλούς,
γόνασι περιειλημμένους, ἕρποντας ἐπὶ γῆς ὥσπερ ἡ ἄγρωστις,
φύλλα δὲ πηγάνῳ ὅμοια, ἐπιμηκέστερα δὲ καὶ μαλακώτερα·
ἔχει δὲ καρπὸν παρ' ἕκαστον φύλλον, ὅθεν καὶ ἄρρεν καλεῖται,
ἄνθος δὲ λευκὸν ἢ φοινικοῦν.
δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικὴν καὶ ψυκτικήν. ὁ δὲ χυλὸς πινό-
μενος ἁρμόζει αἱμοπτυϊκοῖς καὶ τοῖς κατὰ κοιλίαν ῥεύμασι καὶ
χολερικοῖς καὶ στραγγουριῶσιν· ἄγει γὰρ οὖρα ἐνεργῶς.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 4, κεφ. 93, τμ.


1, γρ. 6

καὶ λιπαρὰ τὰ φύλλα, ὡς γλωττάρια, πυκνὰ περὶ τῇ ῥίζῃ,


οἱονεὶ ὀφθαλμὸν ἐν μέσῳ περιγράφοντα ὥσπερ τὸ μεῖζον ἀεί-
ζῳον, τῇ γεύσει στύφοντα, καυλίον λεπτὸν καὶ ἐπ' αὐτοῦ ἄνθη
καὶ σπερμάτια ὅμοια ὑπερικῷ, ῥίζαν μείζονα.
ποιεῖ δὲ πρὸς ἃ καὶ τὸ ἀείζῳον.
ἀκαλήφη· οἱ δὲ κνίδην. δισσὸν εἶδος ταύτης· ἡ μὲν γάρ
ἐστιν ἀγριωτέρα, τραχυτέρα καὶ πλατυτέρα καὶ μελαντέρα τοῖς
φύλλοις, καρπὸν δὲ ὅμοιον λινοσπέρμῳ ἔχει, πλὴν ἐλάττονα.
ἡ δ' ἑτέρα λεπτόσπερμός τε καὶ οὐχ ὁμοίως τραχεῖα.
ἀμφοτέρων δὲ τὰ φύλλα καταπλασσόμενα μεθ' ἁλῶν κυνό-
δηκτα ἰᾶται καὶ γαγγραινικὰ καὶ κακοήθη καὶ καρκινώδη καὶ τὰ
ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν καὶ στρέμματα, φύματα, παρωτίδας, φύ-
γεθλα, ἀποστήματα· σπληνικοῖς δὲ μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθεται·
ποιεῖ καὶ πρὸς τὰς ἐκ μυκτήρων αἱμορραγίας τὰ φύλλα σὺν τῷ
χυλῷ λεῖα ἐντιθέμενα· κινεῖ δὲ καὶ ἔμμηνα λεῖα μετὰ σμύρνης
προστεθέντα καὶ ὑστέρας προπτώσεις ἀποκαθίστησι προσαπτό-
40

μενα νεαρὰ τὰ φύλλα. τὸ δὲ σπέρμα ἐπὶ συνουσίαν παρορμᾷ


πινόμενον μετὰ γλυκέος καὶ ὑστέραν ἀναστομοῖ· σὺν μέλιτι δὲ
ἐκλειχόμενον ὀρθοπνοίας ὠφελεῖ καὶ πλευρίτιδας καὶ περιπνευ-
μονίας· ἀνάγει δὲ καὶ τὰ ἐκ θώρακος· μείγνυται δὲ καὶ σηπταῖς.
συνεψηθέντα δὲ τὰ φύλλα κογχαρίοις κοιλίαν μαλάττει,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica Βι. 4, κεφ. 94, τμ.


1, γρ. 7

ματώσεις λύει, οὖρα κινεῖ, σὺν πτισάνῃ δὲ ἑψηθέντα τὰ ἐκ


θώρακος ἀνάγει. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων σὺν ὀλίγῃ σμύρνῃ
ποθὲν κινεῖ καταμήνια, ὁ δὲ χυλὸς ἀναγαργαριζόμενος στέλλει
κιονίδα φλεγμαίνουσαν.
γαλήοψις· οἱ δὲ γάληψις, οἱ δὲ γαλεόβδολον καλοῦσιν.
ὅλον τὸ θαμνίον σὺν τῷ καυλῷ καὶ τοῖς φύλλοις ἐμφερές ἐστι
κνίδῃ, λειότερα δὲ τὰ φύλλα καὶ ἱκανῶς δυσώδη ἐν τῇ διατρί-
ψει, ἄνθη λεπτά, πορφυρᾶ· φύεται ἐν φραγμοῖς καὶ περὶ τὰς
ὁδοὺς καὶ τὰ οἰκόπεδα πανταχοῦ.
δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ὁ καυλὸς διαλυτικὴν σκληρω-
μάτων, καρκινωμάτων , χοιράδων, φυγέθλων, παρωτίδων. δεῖ
δὲ δὶς τῆς ἡμέρας μετ' ὄξους καταπλάσσειν χλιαρὸν ποιοῦντας
τὸ κατάπλασμα· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῆς καταντλεῖται ὠφε-
λίμως· ποιεῖ καὶ πρὸς νομὰς καὶ γαγγραίνας καὶ σηπεδόνας
μεθ' ἁλὸς καταπλασσόμενα.
γάλιον· οἱ δὲ γαλαίριον, οἱ δὲ γαλάτιον· ὠνόμασται
ἀπὸ τοῦ γάλα πηγνύειν ἀντὶ πυτίας αὐτό. τὸ δὲ κλωνίον καὶ
τὸ φύλλον ἔχει ἐμφερέστατον ἀπαρίνῃ, ὀρθὸν δέ, καὶ ἐπ' ἄκρου
ἄνθος μήλινον, λεπτόν, πυκνόν, πολύοσμον· οὗ τὸ ἄνθος πρὸς
τὰ πυρίκαυτα καταπλάττεται καὶ αἱμορραγίαις ἁρμόζει· μείγνυται
καὶ κηρωτῇ ῥοδίνῃ ἡλιαζόμενον,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus


medicinis “Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri
quinque, vol. 3”, Ed. Wellmann, M.Berlin: Weidmann, 1914, Repr.
1958.Βι. 1, κεφ. 145, τμ. 4, γρ. 3

ὄνυχες βοῶν ἢ ὄνων ἢ ἵππων κεκαυμένοι ἐλαίῳ φυραθέντες·


ὄστρακον ἐξ ἴπνου κηρωτῇ ἀναλημφθέν, πενταφύλλου ῥίζα
ὁμοίως λεία σὺν λιβανωτῷ καὶ ἁλσὶν ὀλίγοις, πέπερι σὺν
πίσσῃ, σιλφίου ῥίζα σὺν κηρωτῇ· σκίλλα ὀπτὴ σὺν κηρωτῇ –
διὰ τετάρτης δὲ λύε – , ὄλυνθοι ἄγριοι καὶ ἥμεροι ἑφθοὶ λεῖοι
41

καταπλασσόμενοι καὶ πᾶσαν συστροφὴν διαφοροῦσιν· στύραξ


μαλαχθεὶς καὶ ἐπιτεθείς, ἀπαρίνη μετὰ ὀξυγγίου, ἶρις ἑφθὴ
καταπλασθεῖσα, ἐρύσιμον σὺν ὕδατι ἢ μέλιτι, ἐχίδνη ἑφθὴ
ἐσθιομένη· πυρία ἡ διὰ θαλάσσης, θέρμοι ἑφθοὶ λεῖοι, ἰξὸς
σὺν ῥητίνῃ καὶ κηρῷ, καππάρεως ῥίζα καὶ τὰ φύλλα χλωρὰ λεῖα
σὺν πάλῃ ἀλφίτου, καρκίνοι ποτάμιοι κεκαυμένοι σὺν μέλιτι, κο-
ρίου φύλλα σὺν ἐρεγμῷ, κυάμων Ἑλληνικῶν λέπυρα μετὰ
σχιστῆς καὶ ἐλαίου καὶ πάλης ἀλφίτου, λαπάθου ἀγρίου ῥίζα
μετὰ οἴνου ἑφθή, λιβανωτίδος φύλλα, λινόσπερμον μετὰ νίτρου
ἢ ἁλὸς ἢ κονίας· λίθος πυρίτης κεκαυμένος ἀναλημφθεὶς ῥη-
τίνῃ τερμινθίνῃ, Ἄσσιος λίθος ὁμοίως, φακὸς ἐν ὄξει ἑψηθείς·
καταχρίονται δὲ ὠφελίμως χοιράδες καὶ αἵματι γαλῆς.
περιάπτεται δὲ πρὸς χοιράδας ἀρνογλώσσου ῥίζα
τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ λαμβανομένη καὶ ἐνδεσμευομένη κυτίδι, λαπά-
θου ἀγρίου ῥίζα ὁμοίως, ἀσφοδέλου ῥίζα ὁμοίως, ἠρυγγίου
ῥίζα ὁμοίως·

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 1, κεφ. 171, τμ. 3, γρ. 1

καὶ καυλὸς καὶ ῥίζα ἐν οἴνῳ ἀφεψόμενα καὶ αὐτὰ δὲ κατα-


πλασσόμενα, μάδος ὁ ἀπὸ βυρσοδεψῶν καταντλούμενος, σιλφίου
ἀπόζεμα, ὀρόβου ἀφέψημα, θάλασσα καθ' ἑαυτήν. κατα-
χριόμενα δὲ ὠφελεῖ πρὸ τοῦ ἑλκωθῆναι τὰ χίμετλα· ἀκακίας, πρα-
σίου χυλός, ῥοὸς βυρσοδεψικῆς χυλός, λύκιον, ἀμόργη ἑψητή, κηροῦ
πλατύσματα θερμὰ παρὰ μέρος ἐπιτιθέμενα ὡς πυρία, στυπ-
τηρία μετὰ ψιμυθίου καὶ κηρωτῆς· ἢ βάτου κεκαυμένης τέφρα
μετὰ κηρωτῆς. καταπλάσσεται δὲ πρὸ ἑλκώσεως γογγύλη ἑφθὴ ἐν
ἅλμῃ. πρὸς δὲ τὰ εἱλκωμένα ποιεῖ κηρωτὴ ἐν γογγύλῃ ὠμῇ
ἐγγλυφείσῃ ἐπὶ θερμοσποδιᾷ ἑψηθεῖσα ἢ ἐν κυκλαμίνου ῥίζῃ
ὁμοίως ἐγγλυφείσῃ· δρακοντίου φύλλα ἑφθά, καρκίνοι ποτάμιοι
κεκαυμένοι μετὰ μέλιτος, κοτυληδὼν λεία, λιβανωτὸς σὺν στέατι
ἀρκείῳ, λιθάργυρος σὺν κηρωτῇ μυρσινίνῃ, ἢ μολύβδαινα ὁμοίως,
ἢ ὄνυχες ὄνων ἐπιπασσόμενοι λεῖοι κεκαυμένοι, πνεύμων θα-
λάσσιος λεῖος καταπλασσόμενος, πράσιον λεῖον ὁμοίως κατα-
πλασσόμενον· σῦκα ξηρὰ μετὰ κηρωτῆς ἢ ὠμὰ μετ' ἐλαίου
θερμοῦ λεῖα, φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, κρίνου ῥίζα ἑφθὴ
λεία καταπλασσομένη μετὰ στέατος χοιρείου ἀνάλου, σίδια
ἐν οἴνῳ ἑφθά, σίλφιον μετ' ἐλαίου λεῖον, στέαρ καὶ κηρὸς
μετ' ἐλαίου μυρσινίνου, ἢ φακὸς ἑφθὸς μετ' ἐλαίου θερμοῦ
λεῖος.
42

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 1, κεφ. 193, τμ. 1, γρ. 7

τὰ δὲ τεθηριωμένα ἕλκη ἰδίως στέλλει χαμαιλέων


λεῖος, ὤχρα Ἀττικὴ κεκαυμένη, ἀρσενικὸν καὶ ἄσβεστος ἴσα
πλυθέντα σὺν ὕδατι ἐπὶ ἡμέρας λʹ ἀποχεομένου τοῦ ἐπιπάγου
καθ' ἡμέραν.
πονηρευόμενα δὲ ἕλκη καὶ σκληρίας κακοήθεις
θεραπεύει βαλάνων δρυίνων σὰρξ λεία σὺν ὀξυγγίῳ ἐπιτεθεῖσα,
δρακοντίου ῥίζης χυλός – καὶ πρὸς τὰ εἱλκωμένα καὶ ἡ ῥίζα
ἐπιπλασθεῖσα – , ἄρου ῥίζης ὁμοίως, γαλίου φύλλα καὶ χυλὸς
σὺν ὄξει, βρυωνίας λευκῆς καὶ δρακοντίου ῥίζα σὺν μέλιτι, ἐρέ-
βινθοι ἢ ὄροβοι ἑφθοὶ σὺν μέλιτι· ἰξὸς σὺν λιβανωτῷ, καρκί-
νων ποταμίων ἡ τέφρα σὺν μέλιτι, κισσὸς λεῖος καταπλασσό-
μενος· Ἄσσιος λίθος ἢ τὸ ἄνθος αὐτοῦ καταπασσόμενον ἐπου-
λοῖ, σὺν μέλιτι δὲ ἀνακαθαίρει, καὶ ὄνυξ δὲ ὁ ἐκ τῆς πορφύρας
κατουλοῖ τὰ κακοήθη ἕλκη καταπλασσόμενος· πυροῦ ἀγρίου
τοῦ χελιδονίου λεγομένου ῥίζα ξηρὰ καταπασσομένη, φιλεται-
ρίου ῥίζα καταπλασσομένη, περιστέριον σὺν μέλιτι, θέρμων
ἀπόζεμα συνεχῶς καταντλούμενον.
πρὸς δὲ φαγεδαίνας ποιεῖ μὲν ὅσα καὶ πρὸς
κακοήθη καὶ πονηρευόμενα ἕλκη ἀναγέγραπται, ἁρμόζει δὲ καὶ
ταῦτα· ἀσφοδέλου ῥίζα μετ' ἐλαίου ἑψηθεῖσα καὶ καταπλα-
σθεῖσα, κνίδης φύλλα μετὰ ἁλῶν, ἅλες σὺν μέλιτι καὶ ἀλφίτῳ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 1, κεφ. 196, τμ. 1, γρ. 3

ἐλεφαντιάσεις δὲ ὠφελεῖ ἀρνόγλωσσον κατα-


πλασσόμενον σὺν μέλιτι ἐπὶ τῶν ἐξοιδούντων μερῶν, ἱερὰ βο-
τάνη ὁμοίως, χολὴ ἀγρίας αἰγὸς ἢ τράγου καταχρισθεῖσα·
ὠφελεῖ καὶ γάλα σχιστὸν καταπινόμενον ἱκανῶς τοὺς ἐλεφαντι-
ῶντας, ὠφελεῖ καὶ καλαμίνθη ἐσθιομένη ἢ ὁ χυλὸς αὐτῆς πινό-
μενος ὀρροῦ γάλακτος ἐπιπινομένου, καὶ κεδρία ἐκλειχομένη·
ποιεῖ δὲ θαυμαστῶς ἵππειον στέαρ ἐπιχριόμενον τοῖς οἰδηκόσι
μέρεσιν.
ῥαγάδας δὲ τὰς ἐν ποσὶ θεραπεύει ἐντιθέμενα·
σκίλλης τὸ ἐντὸς σὺν ἐλαίῳ ζεσθὲν καὶ ῥητίνῃ τερμινθίνῃ συλ-
λεανθέν, καρκίνοι ποτάμιοι καέντες λεῖοι σὺν μέλιτι, πολυπο-
δίου ῥίζα καταπλασσομένη, κέρας αἴγειον κεκαυμένον ἀνα-
λημφθὲν στέατι αἰγείῳ· ἢ μέλιτος λίτρα, κηρὸς καὶ ἔλαιον
43

συντακέντα ἴσα, λιθαργύρου 𐆄 δʹ ἑψηθέντα, ἕως ἐμπλαστρῶδες


γένηται· δεῖ δὲ προπερικαθαίρειν τοὺς τύλους καὶ οὕτω
χρῆσθαι τοῖς φαρμάκοις.
σύριγγας δὲ ἐκτήκει καὶ αἴρει ἰοῦβʹ, Ἀμμω-
νιακοῦ θυμιάματοςβʹ κολλουριοποιηθέντα καὶ ἐντεθέντα ταῖς
σύριγξιν μετὰ ὄξους ἢ ὕδατος· ἀμόργη ἡψημένη καὶ ἐγκλυζο-
μένη· ἴριδος ῥίζης ἀπόζεμα ἐγκλυζόμενον καὶ πρὸς κόλπους
ποιεῖ· ἄρου, ἀρισάρου καρπὸς ἐντιθέμενος,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 1, κεφ. 212, τμ. 1, γρ. 3

ὑποκαπνισμὸς ἐπὶ ἡμέρας ἓξ ἐπιτηδευόμενος, ἰὸς σιδήρου σὺν


οἴνῳ γλυκεῖ ἐπιχρισθείς, ἀνήθου σπέρματος κεκαυμένου ἡ τέφρα
καταπασσομένη, χάλκανθος καὶ σίδια σὺν ὄξει λεῖα, στυπτηρία
[ὑγρὰ] σχιστὴ κεκαυμένη ὁμοίως σὺν ὄξει λεία, ἐλατήριον σὺν
ἁλσί, στυπτηρία ὑγρὰ μετὰ ἄρτου καὶ οἴνου καὶ σελίνου.
συκᾶς δὲ ἀφαιρεθείσας καὶ θύμους καὶ κονδυλώ-
ματα ἀποθεραπεύει καὶ οὐκ ἐᾷ πάλιν αὔξεσθαι τέφρα κλημά-
των ἢ καὶ ἡ ἐκ τῶν γιγάρτων σὺν ὄξει καταπλασσομένη.
τὰς δὲ ῥαγάδας θεραπεύει διφρυγὲς σὺν ῥοδίνῳ,
ἀλόη σὺν γλυκεῖ καταχριομένη, διψάκου ῥίζα λεία ἀναλημ-
φθεῖσα κηρωτῇ, καρκίνων ποταμίων καέντων ἡ τέφρα σὺν κη-
ρωτῇ ῥοδίνῃ ἐπιτεθεῖσα, οἴσυπος σὺν μελιλώτῳ καὶ βουτύρῳ,
πίσσα ὑγρὰ καθ' ἑαυτήν, σέριδος χυλὸς σὺν μάννῃ, πορφύρας
ὄστρακον καὲν καὶ σμύρνα ἴσα κηρωτῇ ἀναλημφθέντα ὑγρᾷ.
περὶ τῶν κατὰ τὸν δακτύλιον τραυμάτων· μελάν-
θιον μετὰ ῥοδίνου τριβὲν καὶ λεῖον ἐπιτεθέν.
τὰς δὲ ἐντὸς τῆς ἕδρας ὠφελεῖ ἑλκώσεις ἀμόργη
ἑψηθεῖσα καὶ ἐγκλυζομένη, ἄκοπον τὸ δυσῶδες διὰ πυουλκοῦ
ἐντιθέμενον.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 1, κεφ. 222, τμ. 1, γρ. 3

πορίαις μὴ παρατρίβεσθαι τοὺς βουβῶνας ἄγνου ῥάβδου ἢ


Ἀρτεμισίας τῆς θαλασσίας κρατουμένης.
τετανικοῖς δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις σπωμένοις ἁρμόζει
ἐν ποτῷ μὲν γλήχων μεθ' ἁλὸς καὶ μελικράτου, ἴρεωςβʹ σὺν
μελικράτῳ, σὰρξ ἐχίνου ἐσκελετευμένη ὁμοίως, κύπρινον ἢ
44

καστόριον· κράμβη ἑφθὴ ἐσθιομένη, ὀξαλλίδος ῥίζα σὺν οἴνῳ,


ὀπὸς σιλφίου περιπλασθεὶς κηρῷ ἀντὶ καταποτίου, σέσελι, στα-
φυλίνου ἀγρίου ῥίζα καὶ σπέρμα, ἀκάνθης λευκῆς σπέρμα.
παιδίοις δὲ σπωμένοις βοηθεῖ δαμασωνίου
𐆄 αʹ τῶν φύλλων ἐν μελικράτῳ, βατράχων ζωμὸς ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ
ἠρτυμένος καὶ ἐσθιόμενος, καὶ αὐτοὶ δὲ οἱ βάτραχοι, καρκίνων
ζωμὸς ὁμοίως, ξυλοβαλσάμου τριώβολον ἐν οἴνῳ.
τοὺς δὲ προσφάτους σπασμοὺς θεραπεύει σέσελι
μετὰ μελικράτου πινόμενον. συγχριόμενα δὲ ἐπὶ τετάνου
καὶ σπασμωδῶν τρόμων ἁρμόζει· καστόριον σὺν ἐλαίῳ, ὑπερι-
κὸν ὁμοίως, πευκεδάνου ὀπός, πισσέλαιον, σάμψουχον σὺν ὠμῇ
λύσει, κονία συκίνη σὺν ἐλαίῳ· ἁρμόζει καὶ ἔλαιον συνεχῶς
καταχεόμενον κατὰ τοῦ αὐχένος, καὶ εἰς τὴν ἔμβασιν τοῦ ἐλαίου
κατάβασις. ἐπιμενούσης δὲ τῆς τάσεως ἐπὶ χρόνον ἱκανὸν ὠφε-
λοῦνται καιόμενοι τὸ κατὰ τοῦ τένοντος δέρμα.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 40, τμ. 2, γρ. 4

κράτῳ, σκορδίου ῥίζα ὁμοίως καὶ τοῦ καρποῦαʹ σὺν οἴνῳ.


φθισικοῖς δὲ ἁρμόζει ποτά· ἀγαρικοῦ ὀβολοὶ δύο
μετὰ γλυκέος, ἀκάνθου τοῦ παιδέρωτος ῥίζαι μετὰ μελικράτου,
ἀρνογλώσσου χυλὸς καὶ ἡ πόα ἐσθιομένη ἑφθή, ἀρκίου ῥίζης
𐆄 αʹ μετὰ ὕδατος καὶ στροβίλων μʹ πινομένη, γάλα γυναικεῖον
θηλαζόμενον ἢ αἴγειον ἢ προβάτειον ἢ βόειον πινόμενον, δαφ-
νίδες λεῖαι σὺν μέλιτι ἐκλειχόμεναι· ἐρυσίμου σπέρμα φωκτὸν
σὺν μέλιτι ἢ πτισάνης χυλῷ καθεψηθέν, θαψίας ῥίζης ὀποῦ
ὀβολοὶ δύο πινόμενοι μετὰ οἴνου ἢ ἐν ἑψήμασιν ἢ ἑψητοὶ λαμ-
βανόμενοι, καρκίνοι σὺν τῷ ζωμῷ ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι, βάτραχοι
ὁμοίως, κραταιογόνου ῥίζα σὺν μέλιτι, μυρρίδος ῥίζα μετὰ
ῥοφήματος· πίσσης ὑγρᾶς κυάθου πλῆθος ἐκλειχόμενον, πράσου
χυλὸς ἢ πράσιον ἐκλειχόμενον, ῥᾶ σὺν ὕδατι, ἐλάφου στέαρ
νεαρὸν καθεψηθὲν ἐν ῥοφήματι, βούτυρον σὺν μέλιτι ἑφθόν.
δυσπνοίας καὶ ἄσθματα καὶ ὀρθοπνοίας ὠφελεῖ
ποτά· ἁβροτόνου δραχμὴ σὺν ὕδατι χλιαρῷ, ἀδιάντου ἀφέψημα
σὺν ὕδατι, περικλυμένου δραχμὴ ἐπὶ ἡμέρας μʹ σὺν οἴνῳ, κνίδης
καρπὸς σὺν μέλιτι, ἀλώπεκος πνεύμονος ξηροῦγʹ σὺν μελι-
κράτῳ, βρυωνίας ῥίζης χυλοῦ δραχμὴ μετὰ μέλιτος, Ἀμμωνιακοῦ
𐆄 αʹ σὺν ὀξυμέλιτι, ἀναγύρου φύλλωναʹ ἐν γλυκεῖ,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


45

Βι. 2, κεφ. 65, τμ. 4, γρ. 5

δὲ τοῦτο ἡ λοιπὴ τροφὴ προσαγέσθω· χαμαιάκτης ῥίζης τοῦ


φλοιοῦαʹ, πέπλιον μετ' οἴνου πινόμενον· ποιεῖ καὶ ἄρον
μετ' οἴνου, σχοίνουαʹ μετὰ ἴσου πεπέρεως, σῦκα ξηρὰ
ἐσθιόμενα, σμυρνίου σπέρμα σὺν οἴνῳ, ὑπερικοῦ καρποῦαʹ,
κέστρου φύλλωναʹ μετ' οἴνου, ἐρέβινθοι ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι,
ὄξος σκίλλινον καταρροφούμενον, ὀρίγανος μετὰ σύκου βιβρω-
σκομένη· πηγάνου ἀφέψημα σὺν ὄξει πινόμενον· σικύου ἀγρίου
ῥίζα ἐν οἴνου ἐρρητινωμένου κοʹ βʹ· δεῖ δὲ λαμβάνειν ἐκ τού-
του κυʹ γʹ ἢ δʹ παρ' ἡμέρας γʹ ἢ δʹ, ἕως ἂν ἱκανῶς ὁ ὄγκος
σταλῇ· μαλακῶς δὲ ὑδαρὲς ὑποχωρεῖ καὶ οὔτε στόμαχον
λυμαίνεται καὶ τὰς δυνάμεις τηρεῖ· καρκίνοι ποτάμιοι ξηροὶ
λεῖοι χωρὶς τῶν χηλῶν καὶ ποδῶν μετ' ὀλίγου ὀπίου καὶ ὕδατος
πινόμενοι· κουράλλιον μετὰ στυπτηρίας ἴσης καὶ χυλοῦ καλα-
μίνθης, σίου ἀφέψημα σὺν οἴνῳ, σκίλλης ὀπτῆςαʹ σὺν
ὀξυμέλιτι, μυττωτὸν ἐσθιόμενον καὶ σκόροδον ἑφθὸν ἀντὶ
δριμυφαγίας, ἐχίνου χερσαίου σὰρξ σκελετευθεῖσα καὶ διδομένη
μετ' οἴνου, ὀπόφυλλον πινόμενον μετ' οἴνου· οὖρον αἰγὸς μετὰ
νάρδου στάχυος πινόμενον κυʹ βʹ πλῆθος καθ' ἡμέραν νήστεσιν
– δι' οὔρων δὲ [καὶ] κενωθήσεται πλῆθος ἱκανόν – , οὖρον συάγρου
ὁμοίως· σκίλλα χυλισθεῖσα μιγέντος ὀροβίνου ἀλεύρου, δίδου
δὲαʹ σὺν οἴνῳ πίνειν· πόλιον σὺν οἴνῳ ζεσθέν,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 72, τμ. 1, γρ. 10

έψημα, μυρσίνης ἢ σχίνου ἢ σιδίων ἀφέψημα εἰς ἐγκάθισμα.


τὰς δὲ φλεγμονὰς τῆς ὑστέρας καὶ μύσεις καὶ ἀλγή-
ματα ἀφεψόμενα εἰς ἐγκαθίσματα ὠφελεῖ· ἄγνου σπέρμα, ἀλ-
θαίας ῥίζα, Ἀρτεμισία, βακχάριδος ῥίζα, γλήχων, δάφνη, ἶρις,
κασσία, κάλαμος, σχοῖνος, Κενταυρείου τοῦ μεγάλου ῥίζα, κόνυζα,
κύπερος, λευκοίων ἄνθη ξηρά, μάλιστα ἐπὶ τῶν χρονίων·
μολόχη, μελίλωτον, κρίνων ἄνθη, λευκάνθεμον, πράσου κεφαλω-
τοῦ κόμη, σῦκα ξηρὰ μετὰ τήλεως ἢ πτισάνης, τῆλις, λινό-
σπερμον. ὑποθυμιώμενα δὲ ὠφελεῖ· ἄγνου σπέρμα, βδέλλιον,
κασσία, κάλαμος, λάδανον, λιβανωτίδος σπέρμα καὶ ῥίζα· καὶ
[τὰ] πρὸς τὰ καρκινώδη ποιεῖ ῥητίνη τερμινθίνη καὶ σμύρνα.
προστίθεται δὲ πρὸς τὰς φλεγμονὰς καὶ τὰ ἀλγή-
ματα· ἄγνου σπέρμα λεῖον, ἀλθαίας ῥίζα ἑφθὴ ἐν μελικράτῳ
μαλαχθεῖσα σὺν στέατι χοιρείῳ νεαρῷ καὶ τερμινθίνῃ, ἀνθυλ-
λίου ῥίζα λεία σὺν ῥοδίνῳ, ἀρνογλώσσου χυλὸς ἐν ἐρίῳ, σόγχου
χυλὸς ὁμοίως, Ἀσκληπιάδος χυλὸς ἢ τὰ φύλλα προστιθέμενα,
46

βούτυρον ὁμοίως· τήλεως ἀφηψημένης ὁ ἀποθλιβεὶς χυλὸς


μιγεὶς στέατι χοιρείῳ ἢ βουτύρῳ προσφάτῳ, κρίνου ῥίζα ὀπτὴ
σὺν ῥοδίνῳ καὶ τὰ ἄνθη σὺν κηρωτῇ καὶ μυελῷ καὶ στέατι,
λινόσπερμον ἡψημένον σὺν κρόκῳ καὶ χοιρείῳ στέατι, ὕσσωπον
σὺν βουτύρῳ καὶ μελιλώτῳ, οὔρου ἀνθρωπείου ὑποστάθμη σὺν

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 120, τμ. 1, γρ. 3

οὖρον λυγγὸς λεῖον ἐν ὕδατι, αἰγὸς οὖρον ὁμοίως μετὰ νάρδου


στάχυος, περικλυμένου φύλλα, πέπερι, πήγανον, πίτυος φλοιός,
πόλιον, πράσιον, πράσον ἑφθόν, ῥάφανος καὶ τὸ σπέρμα, ῥη-
τίνη πᾶσα, μάλιστα δὲ σχινίνη· σέλινον ὠμόν τε καὶ ἑφθὸν
καὶ τὸ σπέρμα αὐτοῦ, σιδηρῖτις ἡ καὶ Ἡρακλεία, σίνων, ἄσα-
ρον, σκίλλης ὀπτῆςαʹ σὺν ὀξυμέλιτι, σόγχου ῥίζα καὶ ὁ καρ-
πός, στρουθίου ῥίζα· ἰσχυρῶς οὐρητικοί εἰσιν στρόβιλοι ἐσθιό-
μενοι.
λυσσοδήκτους δὲ ὠφελεῖ τὸ αἷμα τοῦ λυσσῶντος
κυνὸς ποθὲν καὶ τὸ ἧπαρ αὐτοῦ ὀπτηθὲν καὶ βρωθέν, καρκί-
νων ποταμίων ὀφθαλμοὶ φωχθέντες καὶ μετὰ ὕδατος ποθέντες
κυʹ αʹ, ἢ καὶ ὅλων καέντων τῆς τέφραςαʹ ἢ δʹ· Γεν-
τιανῆςαʹ καὶ ἀμπέλου λευκῆς τῆς τέφραςβʹ σὺν οἴνῳ
λευκῷ ἐπὶ ἡμέρας γʹ πινόμενα, καὶ ὁ κυνόδους δὲ τοῦ δακόντος
κυνὸς ἐνδεθεὶς εἰς κυστίδα καὶ περιαφθεὶς βραχίονι· ὠφελεῖ
καὶ λύκιον ποθέν, ἢ ἀριστολοχείας καὶ Γεντιανῆς καὶ δαφνίδων
καὶ σμύρνης, ἴσον ἑκάστου ἀναλαβὼν δίδου πιεῖν ἢ καὶ ἐπὶ τὸ
δῆγμα ἐπιτίθει· βάτραχοι σκευασθέντες καὶ ἐσθιόμενοι, πυτία
κυνὸς ἐν ἑψήματι. καταπλάσσειν δὲ δεῖ ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων
τὰ τραύματα τοῖς δυναμένοις τηρεῖν ἐφ' ἱκανὸν φλεγμαίνοντα
τὰ ἕλκη καὶ μὴ ἐᾶν ταχέως ἐπουλοῦσθαι· βέλτιον δὲ εἰ καὶ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 122, τμ. 5, γρ. 3

ποῦαʹ, ἢ βδελλίουαʹ, ἢ γαλῆν σκελετεύσας καὶ ξηράνας


δίδουβʹ· γεντιανῆς ῥίζηςβʹ μετὰ πεπέρεως καὶ πηγάνου,
τοῦ δὲ χυλοῦαʹ· γῆς Σαμίας τοῦ ἀστέροςβʹ, δαύκου σπέρ-
ματοςβʹ, ἐγκέφαλοι ἀλεκτορίδων πινόμενοι, βάλανοι δρύιναι
ἐσθιόμεναι, ἴριδοςβʹ, Ἑλενίου ἀπόζεμα, ἐλαφοβόσκου ῥίζα
καὶ σπέρμα· ἑλιχρύσου ἀπόζεμα. ἑρπύλλου ἀπόζεμα· ἐρυθρο-
δάνου φύλλα καὶ καυλοί, ἐχίου ῥίζα καὶ φύλλα καὶ καυλὸς καὶ
σπέρμα, τριφύλλου σπέρματοςαʹ καὶ τῶν φύλλων ὁμοίως·
τραγορίγανος, ἧπαρ κάπρου λεῖον ἐν οἴνῳ, ἠρύγγης ῥίζηςαʹ
47

μετὰ σταφυλίνου σπέρματος, ἱππομαράθου ῥίζα καὶ σπέρμα,


ἄμωμον [καὶ], κασσία, καρδάμωμον· καρκίνοι ποτάμιοι λεῖοι
σὺν γάλακτι διεθέντες – ἧττον δὲ οἱ θαλάσσιοι – , κέστρου
φύλλωνβʹ, κινάμωμον, κλινοποδίου ἀπόζεμα, κόστουβʹ
μετὰ πεπέρεως ὀβολῶν βʹ, ὀρίγανος Ἡρακλεωτικὴ καὶ τὸ ἀπό-
ζεμα αὐτῆς, κράμβης χυλός, κυκλαμίνου ῥίζα, κυπαρίσσου σφαι-
ρία· κύμινον καὶ μάλιστα τὸ ἄγριον, λαγωοῦ πυτία καὶ νε-
βροῦ, λεοντοπετάλου ῥίζα, μυρίκης ἀπόζεμα, μαράθου σπέρμα,
μυρρίδος ῥίζα, αἱματίτης λίθος σὺν οἴνῳ· ἀριστολοχείας ῥίζης,
σμύρνης, δαφνίδων, Γεντιανῆς, ἴσον ἑκάστου μέλιτι ἀναλημφθὲν
πίνεται καὶ ἐπὶ τὴν πληγὴν ἐπιτίθεται, μελίας φύλλα σὺν οἴνῳ

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 133, τμ. 1, γρ. 2

σὺν ὄξει ἀνατριβόμενον, ἢ τρίγλα ἀνασχισθεῖσα καὶ ἐπιτε-


θεῖσα, δαφνίδες γʹ πινόμεναι λεῖαι. ἀσκαλαβώτου δῆγμα
ἰᾶται σήσαμον καταπλασθὲν λεῖον.
διώκει δὲ τὰ θηρία ὑποστρωννύμενα· ἁβρότονον,
ἄγνος, ἔχιον, καλαμίνθη, κόνυζα, ὀρίγανον, ἕρπυλλον, πόλιον,
ἀσφόδελος. θυμιώμενα δέ· ἄγνου φύλλα, ἄσφαλτος, βδέλλιον,
ἐλάφου κέρας, καλαμίνθη, καρδάμωμον, χαλβάνη, καστόριον,
κόνυζα, κυπαρίσσου ἢ κέδρου πρίσματα, γαγάτης λίθος, Λυσι-
μάχειος, μελάνθιον, πευκέδανον, σαγαπηνόν, πόλιον.
κτείνει δὲ θηρία προστεθέντα· χαλβάνη σὺν σφον-
δυλίῳ καὶ ἐλαίῳ· καρκίνοι τριφθέντες σὺν ὠκίμῳ καὶ προστε-
θέντες σκορπίους κτείνουσιν· λυχνὶς ἀγρία παρατεθεῖσα σκορ-
πίους σκοτίζει· σταφυλίνου ἀγρίου σπέρμα προστεθέν.
συγχριόμενα δὲ κωλύει θηρία προσάγειν καὶ διώ-
κει· ἀλθαίας καρπὸς μετὰ ἐλαίου καὶ ὄξους, δαφνίδες σὺν ἐλαίῳ
καὶ ὄξει, χαλβάνη καὶ κεδρίδες σὺν ἐλαφείῳ μυελῷ ἢ στέατι,
πάνακος Ἀσκληπιαδείου καρπὸς καὶ ἄνθη σὺν ἐλαίῳ καὶ ὀπῷ·
μολόχης φύλλοις λείοις σὺν ἐλαίῳ ἀλειψάμενος ἄπληκτος ὑπὸ
σφηκῶν καὶ μελισσῶν διαμένει. ποιοῦσιν καὶ κάμπαι αἱ ἐπὶ
τῶν λαχάνων σὺν ἐλαίῳ συγχριόμεναι λεῖαι.
ἀδήκτους δὲ ὑπὸ ἑρπετῶν τηρεῖ ἐλάφου ἄρρενος

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός Euporista vel De simplicibus medicinis


Βι. 2, κεφ. 160, τμ. 1, γρ. 6

ὕδατι, ῥητίνη σὺν μέλιτι, χαμαίπιτυς συνεψηθεῖσα στροβίλοις


σὺν ὕδατι· κνίδης σπέρμα ἢ φύλλα σὺν κριθίνῳ ἀλεύρῳ καὶ
ἐλαίῳ ἑψήσας δίδου· χαλβάνη καὶ χελώνης θαλασσίας ᾠὰ συν-
48

εψηθέντα καλῶς καὶ λαμβανόμενα, βάτραχοι μετὰ ῥίζης ἠρυγ-


γίου ἑψηθέντες καὶ λαμβανόμενοι.
λαγωοῦ δὲ θαλασσίου ποθέντος βοηθεῖ ποθὲν
γυναικὸς γάλα ἢ ὄνου, κεδρία σὺν γλυκεῖ ἢ οἴνῳ, κεδρίδες ἐσθιό-
μεναι, κυκλαμίνου ῥίζα σὺν οἴνῳ, μολόχης τῶν καυλῶν ἀφέ-
ψημα σὺν τῇ ῥίζῃ, ἐλλεβόρου μέλανος ἢ σκαμμωνίαςαʹ,
ῥοαὶ ἐσθιόμεναι οἰνώδεις καὶ οἱ πυρῆνες· οὐδὲν δὲ τῶν ἰχθύων
ὑπομένουσι προσφέρεσθαι, εἰ μὴ καρκίνους ποταμίους, καὶ τού-
τους μόνους πέσσουσιν. τεκμήριον δὲ τοῦ δύνασθαι σωθῆναι
αὐτούς, ἐὰν ἰχθῦς ἡδέως προσενέγκωνται. ἁρμόζει δὲ καὶ ἐλ-
λέβορος λευκός· οὐ γὰρ εὐλαβητέον ἐπ' αὐτῶν τοὺς ἐμέτους.
βοηθεῖ δὲ ἐν ἀρχῇ καὶ οὖρον ἀνθρώπειον ποθὲν καὶ ἐξεραθέν,
καὶ χηνὸς αἷμα παραχρῆμα πινόμενον, καὶ κυκλαμίνου ῥίζα
μετ' οἴνου.
πρὸς δὲ φρῦνον καὶ τὸν κωφὸν βάτραχον βοηθεῖ
χελώνης θαλασσίας ἢ χερσαίας αἷμα ξηρὸν μετ' οἴνου· δαμα-
σωνίου ῥίζης προσφάτου σὺν ὄξειαʹ, ξηρᾶς δὲβʹ μετ'
οἴνου· ποιεῖ καὶ ἄκρατος πολὺς πινόμενος καὶ ἐξεμούμενος,

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica (recensiones e


codd. Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind.
93) “Pedanii Dioscuridis Anazarbei de materia medica libri quinque,
vols. 1–2”, Ed. Wellmann, M.
Berlin: Weidmann, 1:1907; 2:1906, Repr. 1958.Βι. 2, τμ. 166, γρ. 22

καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ. ἡ δὲ ῥίζα ὀρύσσεται ἐν πυραμητῷ καὶ


πλυθεῖσα κατατέμνεται καὶ ἐνείρεται μὲν ἱμάντι, ξηραίνεται δὲ
ἐν σκιᾷ. θερμαντικὴ δέ ἐστι μετὰ συγκράματος. ποιεῖ δὲ ὀπτή
τε καὶ ἑφθὴ μετὰ μέλιτος ἐκλειχομένη πρὸς ὀρθοπνοικούς, ῥήγ-
ματα, σπάσματα, βῆχας, κατάρρουν. ποθεῖσα δὲ μετ' οἴνου
τὰς ἐπὶ συνουσίαν ὁρμὰς κινεῖ. καθαίρει δὲ σὺν μέλιτι λειαν-
θεῖσα καὶ ἐπιπλασθεῖσα τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν καὶ φαγεδαι-
νικὰ καὶ μάλιστα μετὰ λευκῆς ἀμπέλου, καὶ κολλύρια δὲ ἐξ
αὐτῆς σὺν μέλιτι πρὸς σύριγγας ἀναπλάττεται καὶ πρὸς ἐμ-
βρύων κομιδήν· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς ἀλφοὺς σὺν μέλιτι κατα-
χρισθεῖσα, πολύποδας δὲ καὶ καρκινώματα δαπανᾷ. ποιεῖ δὲ
ὁ χυλὸς αὐτῆς καὶ εἰς ὀφθαλμικά, πρὸς νεφέλια, λευκώματα,
ἀχλῦς. ἡ δὲ ὀσμὴ τῆς ῥίζης καὶ τῆς πόας τῶν ἄρτι συνειλημ-
μένων φθόριόν ἐστι, καὶ τοῦ καρποῦ τριάκοντα κόκκοι ποθέντες
μετ' ὀξυκράτου. ἔνιοι δὲ τῷ χυλῷ τούτου καὶ τοὺς ὠταλγοῦν-
τας ἐνεχυμάτισαν μετὰ ἐλαίου. τὰ δὲ φύλλα ὡς στύφοντα τοῖς
νεοτρώτοις ὑπέθεσαν, ἡψημένα δὲ ἐν οἴνῳ καὶ τοῖς χίμετλα
49

ἔχουσι. φασὶ δὲ καὶ τοὺς διατρίψαντας αὐτὰ ταῖς χερσὶν ἢ


τὴν ῥίζαν ἀναιροῦντας ὑπὸ ἔχεως μὴ δάκνεσθαι.

Διοσκουρίδης Πεδάνιος ιατρός De materia medica (recensiones e codd.


Vindob. med. gr. 1 + suppl. gr. 28; Laur. 73, 41 + 73, 16 + Vind. 93) Βι.
4, τμ. 4, γρ. 3

RV: χαμαίπιτυς· οἱ δὲ πιτυόρυσις, οἱ δὲ ὁλοόζηλον,


οἱ δὲ ὁλόκυρον, οἱ δὲ βρυωνία ἀγρία, οἱ δὲ Ἀθήνησιν ἰωνιάν,
ἐν δὲ Εὐβοίᾳ σιδηρῖτιν, προφῆται αἷμα Ἀθηνᾶς, Ῥωμαῖοι κυ-
πρέσσουμ, οἱ δὲ σῆμεν τέρραι, Δάκοι χόδελα.
RV: κέστρον.
RV: βεττονική· Ῥωμαῖοι βεττόνικαμ.
RV: Λυσιμάχειος· οἱ δὲ λύτρον καλοῦσιν.
RV: πολύγονον ἄρρεν· οἱ δὲ πολυγόνατον, οἱ δὲ κυνο-
χάλκη, οἱ δὲ Ἡρακλεία, οἱ δὲ ἀσφάλτιον, οἱ δὲ χιλιόφυλλον, οἱ
δὲ κλῆμα, οἱ δὲ πολύκαρπον, οἱ δὲ καρκίνωθρον, οἱ δὲ μυρτο-
πέταλον, οἱ δὲ κορνοπόδιον, οἱ δὲ ἀριθέα, οἱ δὲ πηδάλιον,
Αἰγύπτιοι θεφίν, οἱ δὲ στεμφίν, προφῆται γόνος ἥρωος, οἱ δὲ
ὄνυξ μυός, Ῥωμαῖοι σημινάλις, οἱ δὲ σκορπίνακα, οἱ δὲ προ-
σερπίνακα, Ἄφροι χουλουμλούμ.
RV: πολύγονον θῆλυ, Ῥωμαῖοι σημινάλις μίνορ.
RV: πολυγόνατον.
RV: κληματῖτις ἑτέρα· οἱ δὲ Φιλεταίριον, οἱ δὲ δαφνοει-
δές, οἱ δὲ πολυγονοειδὲς καλοῦσιν.
RV: Πολεμώνιον· οἱ δὲ Φιλεταίριον, Καππάδοκες χιλιο-
δύναμιν καλοῦσιν.

Ρούφος Εφέσιος ιατρός 98 - 107 μ.Χ.)

Ρούφος ιατρός De renum et vesicae morbis “Oeuvres de Rufus


d'Éphèse”, Ed. Darember g, C., Ruelle, C.É.Paris: Imprimerie Nationale,
1879, Repr. 1963.Κεφ. 3, τμ. 22, γρ. 4

τοῦτο εἰρήσεται, ὅπως ἂν καὶ τὸ σύμπαν οἱ νεφροὶ μὴ λιθιῶσιν. –


Μέγιστον δὲ τῆς θεραπείας, μετριότης σίτου καὶ πέψις· αἱ δὲ
πλησμοναὶ καὶ ἀπεψίαι οὐ μόνον παροξύνουσι τὴν νόσον, ἀλλὰ καὶ
ἐπάγονται· πολλοὶ γοῦν ἐπὶ ταύταις οὔρησαν θολεράς τε ὑποστά-
σεις καὶ ψαμμώδεις· διὸ δὴ παρακελεύομαι καὶ ἐμεῖν ἀπὸ δείπνου
πολλάκις, καὶ τοῦ ἀψινθίου πίνειν θαμινὰ, καί ποτε καὶ φαρμα-
κευθῆναι κάτω, καὶ σιτία αἱρεῖσθαι ἀπὸ ὧν οὔτε πλησμοναὶ, οὔτε
50

ἀπεψίαι ἔσονται. Παρακελεύομαι δὲ καὶ τοῖς οὐρητικοῖς καθαίρεσθαι,


τὸ μὲν ἐπὶ ἡμέρᾳ ἐσθίοντα δαῦκόν τε ἑφθὸν, καὶ μάραθρον, καὶ ἱππο-
σέλινον, καὶ σόγχον καὶ σκόλυμον, καὶ γλήχωνα, καὶ καλαμίνθην,
καὶ τῶν θαλασσίων ἐχίνους τε καὶ στρόμβους, καὶ καρκίνους τε καὶ
ἀστακοὺς, καὶ τὰ ὀστρακόδερμα· πάντα ταῦτα μὲν τὰ ἐπὶ ἡμέρᾳ·
διὰ πλείονος δὲ ἠρυγγίου τε ἀφέψημα πίνειν καὶ χαμαιπίτυος, καὶ
δικτάμνου, καὶ πολίου, καὶ τριβόλου ῥίζης, καὶ κυμίνου ἀγρίου, καὶ
ἃ θρύπτειν τοὺς λίθους εἴρηται. Χρὴ δὲ καὶ τὸ ὕδωρ, τό τε εἰς τὴν
ἄλλην δίαιταν, καὶ ἐν ᾧ τὰ φάρμακα [ἐνέψεται λεπτόν τε] εἶναι καὶ
γλυκὺ καὶ καθαρὸν, τὰ δὲ ποτάμια καὶ λιμναῖα [ἀποδοκιμαστέον· κ]αὶ
γὰρ οὐκ ἐνόντας λίθους ποιήσειεν ἄν· καὶ τὸν οἶνον λεπτόν τε [εἶναι,
καὶ γλυκὺν] καὶ λευκόν· οὐρητικὸς γὰρ μᾶλλον τοῦ μέλανος καὶ
στρυφνοῦ [τε καὶ παχέος]. Τό τε σύμπαν εἰς εὐεξίαν ἄγειν τὸν ἄν-
θρωπον ταῖς ταλαιπωρίαις [συμμέτρω]ς χρώμενος, καὶ ἀνατρίβων τό

Ρούφος ιατρόςDe renum et vesicae morbis Κεφ. 14, τμ. 5, γρ. 2

μὲν δακνόντων, καὶ τοὺς χυμοὺς δριμυτέρους καὶ ἁλμωδεστέρους ἀπο-


δεικνύντων κελεύειν ἀπέχεσθαι· προσφέρειν δὲ οἴνους μὲν γλυκεῖς
καὶ γάλα, καὶ ζωμὸν ὄρνιθος, ἢ ἐρίφου, ἢ ἀρνὸς, καὶ τὸ τῶν φοι-
νίκων ἀπόβρεγμα, καὶ σεμίδαλιν, καὶ ἀμύλιον, καὶ ῥοφήματα, καὶ
ἔτνη, καὶ ἰχθῦς ἁπαλοσάρκους, ἑφθοὺς σύμπαντας, καὶ λαχάνων
ὅσα τὰς μὲν οὐρήσεις ὑπάγει, δάκνει δὲ ἥκιστα, οἷον σταφυλίνους
τε ἑφθοὺς, καὶ κρῆθμα, καὶ μάραθρα, καὶ ἱπποσέλινα, καὶ ἀσπα-
ράγους, καὶ σικύους, καὶ ὅσα ἄλλα· δεῖ γὰρ τοῖς οὐρητικοῖς ἀπο-
καθαίρειν τὴν κύστιν, ἀλλὰ πρᾳότερον· κίνδυνος γὰρ ἑλκῶσαι τοῖς
ἰσχυροτέροις, ὃ παντός ἐστι κάκιον. Ἀγαθὰ οὖν οὐρητικὰ καὶ οἱ
καρκίνοι, καὶ αἱ πίνναι, καὶ αἱ λοπάδες, καὶ τοῦ ἐχίνου ἡ σὰρξ,
καὶ τοῦ χερσαίου, καὶ τοῦ θαλασσίου, καὶ οἱ τέττιγες. Οὐκ ἀνάρ-
μοστον δὲ οὐδὲ βουκέρα ἑφθ[ὰ μετὰ μέλιτος ῥοφᾷν· καὶ γὰρ] τοῦτο
δήξεις ἀμβλύνει, καὶ εἰ ἐπὶ κύ[στιν ἐκτράποιτο, πρᾳ]ότερον ταῖς ψώ-
ραις ἐστὶ, καὶ ἡ τραγάκανθα [ταὐτὸ ποιεῖ· χαίρουσι δὲ] καὶ μύρτων
ἀπόβρεγμα πίνοντες μετὰ οἴν[ου, ἢ μήλων κυδωνίων ἀ]πόβρεγμα, καὶ
ὄχνης, καὶ ἄλλης τινὸς ὀπώρας [στυφούσης· ὠφελεῖ γὰρ] κνησμούς.
Ταῦτα μὲν οὖν [τῷ πάθει παρηγορικά· δεῖ δὲ] εὐχυμότατον ταῖς
διαίταις ἀποφαίνειν, καὶ [γυμνάζοντας συμ]μέτρως καὶ πυριῶντας,
καὶ ἐμεῖν ἀνὰ χρόνον κελεύ[οντας, καὶ] ὀῤῥοῖς κατακλύζοντας· εἰ μὴ
γὰρ οὕτω παρηγορήσεται, ἄλλοις οὐκ ἔστιν.
51

Ρούφος ιατρός Quaestiones medicinales “Rufus von Ephesos. Die


Fragen des Arztes an den Kranken”, Ed. Gärtner, H.Berlin: Akademie–
Verlag, 1962; Corpus medicorum Graecorum, supplementum, vol. 4.Τμ.
46, γρ. 7

Ἔχοι δὲ ἄν τινα χρείαν καὶ τὰ κατὰ κοιλίαν ἐρωτᾶν ὅπως διάκειται


τῷ ἀνθρώπῳ, ἆρά γε εὐδιαχώρητός ἐστιν ἢ οὔ· καὶ τὰ περὶ τὰς ἄλλας
ἐκκρίσεις ὡσαύτως. καὶ γὰρ ἱδρὼς καὶ οὖρον καὶ ἔμετος τοῖς μὲν ῥᾳδίως,
τοῖς δὲ χαλεπώτερον δίεισι.
Εἰς μὲν οὖν τὰς κοινὰς νόσους, καὶ μάλιστα τὰς πυρετώδεις,
ταῦτά τε καὶ τὰ ὅμοια ἐρωτητέον. εἰς δὲ τὰ ἕλκη, εἰ μὲν ἀπὸ κυνὸς εἴη τὸ
ἕλκος, μὴ ἔτυχε δὴ ὁ κύων λυσσῶν· πολὺ γὰρ διαφέρει. τῷ μὲν γὰρ
ἔναιμόν
τι ἐξαρκεῖ φάρμακον ἢ σπόγγος ὄξει βεβρεγμένος, τῷ δὲ καῦσίς τε, καὶ
εἰ
πάνυ μικρὸν εἴη τὸ ἕλκος, καὶ δριμέων φαρμάκων προσαγωγὴ καὶ
τήρησις
τοῦ ἕλκους εἰς πολὺ καὶ πόμα ἀψίνθιον καὶ ἀριστολοχία καὶ λύκιον καὶ
τῶν ποταμίων καρκίνων τὸ ἀφέψημα καὶ σκόρδιον καὶ πετροσέλινον
καὶ ἡ γεντιανὴ καλουμένη ῥίζα. μέγα δὲ ὄφελος καί, εἰ μεταξὺ τῷ ἑλλε-
βόρῳ καθήραις. εἰ δὲ μή, κίνδυνος σπασθῆναι καὶ παραφρονῆσαι καὶ
δεῖσαι τὸ ὕδωρ καὶ ἀπολέσθαι.
Οἶδα γοῦν τινα δηχθέντα μὲν ὑπὸ λυσσῶντος κυνός, ἐν οὐδενὶ δὲ
λόγῳ θέμενον τὸ ἕλκος, καίτοι πολλὰ μὲν τῶν ἰατρῶν παρακελευομένων,
πολλὰ δὲ τῶν οἰκείων. ἐκεῖνος μὲν δὴ ἀπέθανεν οὐ πολὺ ὕστερον παθών,
οἷάπερ ἐν τῇ νόσῳ ταύτῃ πάσχουσιν· ἡ δὲ γυνὴ αὐτοῦ τρίμηνος κυοῦσα
– ἐμίγη γὰρ αὐτῷ ἔτι τὸ ἕλκος ἔχοντι – ἔδεισε καὶ αὐτὴ τὸ ὕδωρ, ὥστε,
εἰ μὴ διὰ ταχέων ἐκελεύσαμεν ἐκβαλεῖν τὸ ἔμβρυον, δοκεῖ μοι ἂν ἀπο-
λέσθαι τρόπῳ τῷ αὐτῷ.

Γαληνός ιατρός 129 μ. Χ.-199 μ. Χ.

Γαληνός ιατρός De optima doctrina “Claudii Galeni Pergameni scripta


minora, vol. 1”, Ed. Marquardt, J.Leipzig: Teubner, 1884, Repr.
1967.Kühn τόμ. 1, σε. 47, γρ. 5

αὐτά], προσηκόντως ὁ Φαβωρῖνος ἐπιτρέπει τὴν κρίσιν


τοῖς εἰς ἑκάτερα ἐπιχειρουμένοις τῶν μαθητῶν.
[πλὴν ὅτι περιττόν ἐστιν, εἰ διδάσκει ὁ Ἀκαδημαϊκὸς
ἕκαστον τῶν εἰρημένων, ἐχόντων δὴ ἡμῶν τοὺς ἰδίους τῶν
δογμάτων διδασκάλους.]
Εἰ δ' οὐκ ἔγραψέ τις ‖ ὑπὲρ τῆς διαφορᾶς αὐτῶν
52

[οὔτ' ἐγύμνασεν], ὅμοιόν τι ποιεῖ τέκτονι κελεύοντι


τῷ μαθητῇ μετρῆσαί τε καὶ στῆσαι καὶ ἀποτεῖναι καὶ
κύκλον γράψαι χωρὶς τοῦ πῆχυν δοῦναι καὶ ζυγὸν καὶ
κανόνα καὶ καρκίνον.
[ἀλλ' ἴσως φησὶ μηδὲν εἶναι τοιοῦτον ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ
δόγμασι. μὴ τοίνυν ἔτι προσποιοῦ γιγνώσκειν τι μηδ'
ἀποφάναι μηδ' ἀποδίδρασκε τὴν ὑπὸ τῶν πρεσβυτέρων
Ἀκαδημαϊκῶν εἰσαγομένην ἐποχήν, μηδὲ σεμνύνου γραμ-
ματικοῦ ποιῶν ἔργον, ἅπερ εἰρήκασιν οἱ πρόσθεν ἐκμεμε-
λετηκώς. ὅτι δ' αὐτῶν ὑγιές ἐστιν οὐδέν, εὔδηλον ἐννόῳ.
οὐδὲ γὰρ διδασκάλου τό γε τοιοῦτόν ἐστιν ἀλλ' ἀδολεσχία
τις ἢ λῆρος.]

Γαληνός ιατρός De optima doctrina Kühn τόμ. 1, σε. 48, γρ. 17

δ' ἐπιτρέπειν τὴν κρίσιν τοῖς μαθηταῖς, ἣν οὐδ' ἑαυ-


τοῖς ἐπέτρεψαν οἱ πρὸ αὐτοῦ.
Ὅτι μὲν οὖν ἡ τοιαύτη διδασκαλία τῶν
μανθανόντων ὁτιοῦν, οἵαν ἐννοεῖται Φαβωρῖνος, οὐ
μόνον οὐκ ἔστιν ἀρίστη τῶν ἄλλων, ἀλλ' οὐδὲ διδα-
σκαλία, τὴν ἀρχὴν ἐναργῶς οἶμαι δεδιδάχθαι· οἵας δ'
οἱ λοιποὶ πάντες, διδασκαλίαι μέν εἰσιν, εἰ δ' ἄρισται,
σκοπῶμεν, ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τῶν αὐτῶν αὖθις ἀρξάμενοι.
Φαίνεται γὰρ ἡμῖν ἐναργῶς τοῦτο, κἂν ὅτι μάλιστ'
αὐτοῖς ἄπιστον ἐργάζεσθαι σπουδάζωσιν οἱ σοφισταί,
εἶναι κριτήριον φυσικόν. ὁ μὲν γὰρ καρκίνος γράφει
τὸν κύκλον, ὁ δὲ πῆχυς διακρίνει τὰ μήκη καθάπερ
τὸ ζυγὸν τὰ βάρη. Ταῦτα δ' αὐτὸς κατεσκεύασεν ‖ ὁ
ἄνθρωπος ἐκ τῶν φυσικῶν ὀργάνων τε καὶ κριτηρίων
ὁρμώμενος, ὧν ἀπωτέρω κριτήριον οὔτε πρεσβύτερον
οὔτε σεμνότερον ἔχομεν. Δεῖ τοίνυν ἐντεῦθεν ἄρχε-
σθαι. λέγει γὰρ πάλιν ὁ νοῦς, ὡς πιστεῦσαι μὲν ἢ
ἀπιστῆσαι τῷ φυσικῷ κριτηρίῳ δυνατὸν ἡμῖν ἐστι, κρῖ-
ναι δ' οὐ δυνατὸν αὐτὸ δι' ἑτέρου τινός. ᾧ γὰρ κρί-
νεται τἆλλα πάντα, πῶς ἂν τοῦτο πρὸς ἄλλου κριθείη;

Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii“Galeni de temperamentis


libri iii”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1904, Repr. 1969.Kühn
τόμ. 1, σε. 612, γρ. 7

ἔλαττον δὲ ταύτης ἡ ψυχρά θ' ἅμα καὶ κατὰ τὴν ἑτέραν


ἀντίθεσιν εὔκρατος, ἔτι δ' ἔλαττον ἡ ψυχρά θ' ἅμα καὶ
53

ξηρά. καίτοι δόξει τις, ὡς ἐν γῇ ξηρᾷ ταῖς πόαις ἀδύνατόν


ἐστι καὶ φῦναι καὶ τραφῆναι καὶ αὐξηθῆναι, κατὰ τὸν αὐ-
τὸν λόγον | κἀν τῷ δέρματι ταῖς θριξίν. ἔχει δ' οὐχ οὕτως·
γῆ μὲν γὰρ ὡς γῆ ξηρὰ λέγεται, δέρμα δ' ὡς δέρμα· καὶ
τοίνυν τὸ μὲν ἐν γῇ ξηρὸν ἄνικμον ἐσχάτως ἐστί, τὸ δ' ἐν
ἀνθρώπου σώματι καὶ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπῳ ζῴων οὔτ'
ἄνικμον ἐπιτήδειόν τε καὶ μάλιστα πάντων εἰς γένεσιν τρι-
χῶν. ἐκ μὲν γὰρ τῶν ὀστρακοδέρμων τε καὶ μαλακοστράκων,
οἷον ὀστρέων καὶ καράβων καὶ καρκίνων, ὅσα τε φολιδωτὰ
τῶν ζῴων ἐστίν, ὥσπερ οἱ ὄφεις, ἢ λεπιδωτά, καθάπερ οἱ
ἰχθύες, οὐκ ἂν δύναιτο φύεσθαι θρίξ. ὄντως γάρ ἐστι τὰ
τούτων δέρματα τελέως ξηρὰ δίκην ὀστράκου τινὸς ἢ πέτρας.
ἐκ μέντοι τῶν μαλακοδέρμων, οἷόνπερ καὶ ὁ ἄνθρωπός
ἐστιν, ὅσῳπερ ἂν ξηρότερόν τε καὶ θερμότερον ᾖ τὸ δέρμα,
τοσούτῳ μᾶλλον ἐγχωρεῖ φύεσθαι τρίχας. ἵνα γάρ, ὡς ἐκεῖ-
νοι προκαλοῦνται, τῷ τῆς γῆς ἑπώμεθα παραδείγματι, τὰς
πόας οὔτ' ἐν ξηρᾷ πάνυ καὶ αὐχμώδει φύεσθαι δυνατὸν
οὔτ' ἐν ὑγρᾷ καὶ τελματώδει, ἀλλ' ἐπειδὰν μὲν ἄρχηται δα-
πανᾶσθαι τὸ περιττὸν τῆς ὑγρότητος, ἐκφύονται | τῆς γῆς·

Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 614, γρ. 6

μάλιστα τῇ τῆς γῆς διαθέσει τῇ γιγνομένῃ τελευτῶντος ἦρος


ἢ ἀρχομένου θέρους. μεσοῦντος γὰρ θέρους ἄκρως ξηρὰ
γίγνεται τοῖς τῶν ὀστρακοδέρμων ὁμοίως, οὐ μὴν ἀνθρώ-
πων γ' ἢ συῶν ἢ ὄνων ἢ ἵππων ἢ ἄλλου του τῶν τριχω-
τῶν ζῴων. ὥστ', εἴπερ τῇ γῇ βούλονται παραβάλλειν τὸ
δέρμα, | καὶ κατὰ τοῦτο τὸν λόγον ὁμολογοῦντα τοῖς πρὸς
ἡμῶν ἔμπροσθεν εἰρημένοις εὑρήσουσιν. αὐτοὶ δὲ σφᾶς αὐ-
τοὺς ὑπὸ τῆς ὁμωνυμίας σοφισθέντες παραλογίζονται. ἐν
γὰρ τῷ θερμῷ καὶ ξηρῷ δέρματι πολλὰς καὶ μεγάλας ἐλέ-
γομεν φύεσθαι τρίχας, ὡς ὑπὲρ ἀνθρώπου δηλονότι ἢ ζῴου
τριχωτοῦ τὸν λόγον, οὐχ ὑπὲρ ὀστρέων τε καὶ καρκίνων
ποιούμενοι. διαπνεῖται μὲν γὰρ ἀεί τι καθ' ἕκαστον δέρμα
[ὑπὸ] τοῦ θερμοῦ συναπάγοντος ἑαυτῷ τῆς ἔνδοθεν ὑγρό-
τητος οὐκ ὀλίγον. ἀλλ' ἐν οἷς μὲν ὑγρόν ἐστι τὸ δέρμα καὶ
ἀκριβῶς μαλακόν, οἷος ὁ νεωστὶ πηγνύμενος τυρός, οὐχ
ὑπομένουσιν αἱ τῶν διεκπεσόντων ὁδοί, τῶν τέως διεστηκό-
των αὐτοῦ μορίων αὖθις ἀλλήλοις ἑνουμένων· ἐν οἷς δ' ἤδη
σκληρὸν ὑπάρχει πεπηγότι παραπλήσιον τυρῷ, κατατιτρᾶται
μὲν ὑπὸ τῆς ῥύμης τῶν ἐξιόντων, ἑνωθῆναι δ' ὑπὸ ξηρό-
54

τητος οὐ δυνάμενον ὑπομένοντας ἴσχει τοὺς πόρους ἀεὶ καὶ


μᾶλλον συριγγουμένους ταῖς συνεχέσι πληγαῖς τῶν διαρρεόν

Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 639, γρ.
14

ἐγχωρεῖ τὸ δέρμα μόνον, οὔτ' εἰ μέλαν οὔτ' εἰ δασύ. κατὰ


δὲ τὸν αὐτὸν τρόπον οὐδ' εἰ μαλακὸν ἢ λευκὸν ἢ ψιλὸν
τριχῶν, ὑγρὸν ἐξ ἀνάγκης ὅλον τὸ ζῷον. ἀλλ' εἰ μὲν ὁμα-
λῶς κέκραται σύμπαν, εὔλογόν ἐστιν, οἷόνπερ τὸ δέρμα,
τοιοῦτον εἶναι καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον μορίων, εἰ δ' ἀνωμά-
λως, οὐκέτι. τῶν γοῦν ὀστρέων ὑγρότατον μὲν ὅλον τὸ σῶμα,
ξηρότατον δὲ τὸ δέρμα· τὸ γὰρ δὴ ὄστρακον αὐτοῖς οἷόνπερ
ἡμῖν τὸ δέρμα. καὶ ἡ προσηγορία δ' ἐντεῦθεν, ὀστρακο-
δέρμων ἁπάντων τῶν τοιούτων ζῴων ὀνομασθέντων ἐκ τοῦ
τὸ δέρμα παραπλήσιον ἔχειν ὀστράκῳ. καὶ τὰ μαλακόστρακα
δέ, καθάπερ ἀστακοί τε καὶ κάραβοι καὶ καρκῖνοι, ξηρὸν μὲν
ἔχει τὸ δέρμα, τὴν δ' ἄλλην ἅπασαν κρᾶσιν ὑγράν. καὶ
αὐτό γε τοῦτο πολλάκις αἴτιον ὑπάρχει τοῖς ζῴοις τῆς ἐν
ταῖς σαρξὶν ὑγρότητος, ὅτι πᾶν αὐτοῖς | τὸ ξηρὸν καὶ γε-
ῶδες ἡ φύσις ἀποτίθεται πρὸς τὸ δέρμα. μὴ τοίνυν μήθ'
ὅτι ξηρὸν τοῦτο τοῖς ὀστρέοις, εὐθέως καὶ τὴν σάρκα νομι-
στέον ὑπάρχειν ξηρὰν μήθ', ὅτι πλαδαρὰ καὶ μυξώδης ἥδε,
τοιοῦτον ὑποληπτέον εἶναι καὶ τὸ δέρμα.

Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 664, γρ. 4

καὶ γὰρ ἀλλοιοῦται πεττόμενον καὶ διακρίνεται καὶ καθαί-


ρεται καὶ πολλοῖς ἑτέροις ἀναμίγνυται καὶ μερίζεται πολλαχῇ
καὶ πάντη φέρεται καὶ χρονίζει κατ' οὐδὲν τῶν μορίων.
ὅτι δ', εἴπερ ἔμενε δριμύ, πάντως ἂν ἥλκωσε καὶ τὰ ἐντός,
ἐκ τῶν αὐτομάτων ἑλκῶν ἐπιγνώσῃ. γίγνεται γὰρ πολλοῖς
πολλάκις τοῖς μὲν ἐξ ἐδεσμάτων μοχθηρῶν, τοῖς δ' ἔκ τινος
ἐν αὐτῷ τῷ σώματι διαφθορᾶς καὶ σηπεδόνος ἡ καλουμένη
κακοχυμία καὶ τούτοις ἐνίοτε μὲν | ἑλκοῦταί τι καὶ τῶν ἐν-
τός, ὡς τὰ πολλὰ δὲ τῷ τὴν φύσιν ἀποτρίβεσθαι τὰ κατὰ
τὴν ἕξιν περιττώματα πρὸς τὸ δέρμα τοῦθ' ἑλκοῦται πολλοῖς
καὶ συνεχέσιν ἕλκεσι. καρκῖνός τε γὰρ καὶ φαγέδαινα καὶ
ἕρπης ὁ ἀναβιβρωσκόμενος ἄνθρακές τε καὶ τὰ χειρώνεια
καὶ τηλέφεια καλούμενα καὶ ἄλλαι μυρίαι γενέσεις ἑλκῶν
ἔκγονοι τῆς τοιαύτης εἰσὶ κακοχυμίας. οὔτ' οὖν τῶν τοι-
ούτων οὐδὲν ἄπορον οὔτε διὰ τί τῶν φαρμάκων ἔνια μὲν
οὐδὲν ἡμᾶς ἔξωθεν ἀδικοῦντα μέγα τι κακὸν ἐργάζεται κατα-
55

ποθέντα. τινὰ δὲ πολλάκις μὲν ἔβλαψεν εἴσω ληφθέντα,


πολλάκις δ' ὠφέλησεν· ἔνια δ' οὐ μόνον ἔσωθεν ἀλλὰ καὶ
ἔξωθεν ἀδικεῖ. συλλήβδην δ' εἰπεῖν οὐδὲν ὁμοίως ἔσωθέν τε
καὶ ἔξωθεν ἐνεργεῖν πέφυκεν. οὔτε γὰρ ὁ τοῦ λυττῶντος
κυνὸς ἀφρὸς οὔθ' ὁ τῆς ἀσπίδος οὔθ' ὁ τῆς ἐχίδνης ἰός,

Γαληνός ιατρός De instrumento odoratus “Galeni de instrumento


odoratus”, Ed. Kollesch, J.Berlin: Akademie–Verlag, 1964; Corpus
medicorum Graecorum, supplementum, vol. 5.Κεφ. 5, τμ. 24, γρ. 3

αἰσθητῶν, οὐκ ἐν χρόνῳ μόνῳ τῷ τῆς εἰσπνοῆς. οὐδὲ διὰ τοῦτο τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἐποίησεν ἡ φύσις ἐπιθέματα, διότι βέλτιον ἦν αὐτοὺς μὴ διὰ
παντὸς ἐνεργεῖν. ἀμέλει καὶ αὐτὸς ὁ Ἀριστοτέλης εἴρηκεν, ὡς ἐν τοῖς
σκληρὸν ἔχουσι ζῴοις τὸν ἔξωθεν χιτῶνα τῶν ὀφθαλμῶν ἡ φύσις οὐκ
ἐποίησε βλέφαρα, διότι δυσπαθεῖς εἰσι καὶ αὐτοὶ καθ' ἑαυτοὺς οὐδὲν
οὔτε προβλημάτων οὔτε στεγασμάτων οὐδὲ καλυμμάτων ἐπὶ τούτων
χρῄζουσι τῶν ζῴων, ἀλλ' ἡμεῖς γε χρῄζομεν δεόντως ἕνεκά τε τῶν
εἰρημένων, κἀπειδὰν ὕπνου καιρὸς ἥκῃ. ἀδύνατον γὰρ ἐν ἀέρι φῶς
ἔχοντι καθυπνῶσαί τινα χωρὶς τοῦ σκεπασθῆναι τοὺς ὀφθαλμούς. οὕτω
γοῦν καὶ αὐτοῖς ἐκείνοις τοῖς ζῴοις, οἷς οὐκ ἔστι βλέφαρα (καράβοις καὶ
ἀστακοῖς καὶ παγούροις καὶ καρκίνοις), ἡ φύσις ἐποίησε κοιλότητάς
τινας, οἷον θαλάμας, ὑποδεχομένας ὅλους τοὺς ὀφθαλμούς, ἐπειδὰν
ὑπνοῦν ἐθέλωσιν, ὡς ὅταν γε χρῆσθαι βουληθῶσιν αὐτοῖς, ἐξαίρουσιν
ὅλους ὀρθίους ἅμα τοῖς αὐχέσιν, ἐφ' ὧν βεβήκασιν, εἰς τὴν οἰκείαν
ὀφθαλμοῖς καθιστῶντες χώραν, ἥπερ ἐστὶ ἐπὶ τῶν ὑψηλοτάτων ἐν τοῖς
ζῴοις μορίων. εἴρηται δὲ περὶ τῶν τοιούτων ἁπάντων αὐτάρκως ἐν τοῖς
Περὶ χρείας μορίων· ἅπερ εἴ τις ἀναλέξεται, γνώσεται μὲν καὶ τῶν
βλεφάρων τὴν χρῆσιν, γνώσεται δὲ καὶ ὡς ἀεὶ τῇ φύσει πρόκειται τὰς
αἰσθήσεις ἐνεργεῖν. εἰ δέ ποτ' ἄλλου τινὸς ἕνεκα χρησιμωτέρου κατά τινα
καιρὸν ἡσυχάζειν ἀναγκαῖον αὐταῖς ἐστι,

Γαληνός ιατρός De usu partium “Galeni de usu partium libri xvii”, Ed.
Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1:1907; 2:1909, Repr. 1968.Kühn τόμ.
3, σε. 245, γρ. 6

ἀκριβῶς ἐγένετο τοῖς ὑποκειμένοις ἅπασι μορίοις ὑπὲρ


τοῦ μηδαμόσε περιτρέπεσθαι ῥᾳδίως, ἀποβλάστημα δ'
εἰς ὅλον αὐτὸ διέσπαρται τοῦ κατὰ τὴν πτέρναν τένον-
τος, αὐτοῦ τε τοῦ μὴ περιτρέπεσθαι ῥᾳδίως χάριν
καὶ ὅπως ἱκανῆς αἰσθήσεως μεταλαμβάνοι. ἔχει δὲ
συμμέτρως μαλακότητός τε καὶ σκληρότητος ἀπο‖χωρῆ-
56

σαν ἑκατέρας τῆς ὑπερβολῆς, εἰς ὅσον ἐχρῆν αὐτὸ μήτ'


ἄγαν εὐπαθὲς μήτ' ἄγαν δυσαίσθητον γενέσθαι. τὸ
μὲν γὰρ ἐσχάτως σκληρὸν ἐγγὺς ἥκειν ἀναισθησίας
ἀνάγκη, καθάπερ ὁπλαὶ καὶ χηλαὶ καὶ τὰ τῶν καρκί-
νων τε καὶ καράβων καὶ φαλαινῶν καὶ ἐλεφάντων
δέρματα· τὸ δ' ἐσχάτως μαλακόν, εἰς ὅσον εὐαισθη-
σίας, εἰς τοσοῦτον καὶ τῆς εὐπαθείας μετέχειν ἀναγ-
καῖον. ἵν' οὖν μήτ' ἄγαν ἀναίσθητον ᾖ μήθ' ἑτοί-
μως τι πάσχῃ, τὰς ὑπερβολὰς ἑκατέρας ἡ φύσις ἐφυ-
λάξατο καὶ μέσον ἀκριβῶς ἐδημιούργησεν αὐτὸ μαλα-
κοῦ τε καὶ σκληροῦ. καὶ οὕτως ἤδη σύμπας ἡμῖν ὁ
ποὺς ἀπείργασται τοιοῦτος, οἷος μάλιστα πρέπει ζῴῳ
λογικῷ.

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 609, γρ. 7

αὖθις δ' ἀναγκαῖον ὑπὲρ αὐτῶν εἰπεῖν μετὰ τῶν ἄλ-


λων, ὅσα γυναικεῖα καλοῦσιν ἰδίως μόρια.

ΓΑΛΗΝΟΥ ΠΕΡΙ ΧΡΕΙΑΣ ΜΟΡΙΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ.

Ἐπεὶ δὲ τοῖς εἰρημένοις ἑξῆς ἐστι περὶ


τῶν κατὰ τὸν τράχηλόν τε καὶ τὴν κεφαλὴν μορίων
ἁπάντων διελθεῖν, ἄμεινον ἂν εἴη πρὸ τῆς κατὰ μέρος
ἐξηγήσεως ὑπὲρ αὐτῶν ὅλων ἐπισκέψασθαι τῶν μελῶν,
τίνος ἕνεκα γέγονε, καὶ μάλισθ' ὅτι πολλοῖς τῶν ζῴων
τοῖς μὲν οὐδέτερόν ἐστι, τοῖς δ' ἡ κεφαλὴ μόνη. κα-
ράβοις μὲν καὶ ἀστακοῖς καὶ παγούροις καὶ καρκίνοις
οὐδέτερον, τοῖς δ' ‖ ἰχθύσιν ἅπασι κεφαλὴ μέν ἐστι,
τράχηλος δ' οὐκ ἔστιν. ἀλλὰ περὶ μὲν τῆς τοῦ τρα-
χήλου γενέσεως οὐ χαλεπῶς ἄν τις ἐξεύροι· φαίνεται
γὰρ ἀεὶ συναπολλύμενος τῷ πνεύμονι. ταῦτ' ἄρα καὶ
τοῖς ἰχθύσιν ἅπασιν οὐκ ἔστι τράχηλος, ὅτι μηδὲ
πνεύμων. καὶ οἷς πνεύμων ἐστὶ ζῴοις, τούτοις πάν-
τως καὶ τράχηλός ἐστιν. εἰ δὲ τοῦτο, τῶν ἐν τραχήλῳ
μορίων ἐπισκεψάμενοι τὸ τῷ πνεύμονι συγγενές, εἴθ'
ἓν εἴτε πλείω φαίνοιτο, τὴν ἀνάγκην τῆς ὅλου τοῦ
τραχήλου γενέσεως εὑρηκότες ἂν εἴημεν.
57

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 614, γρ. 13

οἷς τὰ χειρῶν ὑπηρετεῖ, σύμμετρος δ', ἐν οἷς ἕνεκα


φωνῆς γενόμενος ἐξ ἐπιμέτρου προσέλαβε καὶ τὴν εἰς
τὰ πρόσθια κῶλα τῶν νεύρων γένεσιν, ὧν ἕν γέ τι
καὶ ὁ ἄνθρωπός ἐστιν, οὗ νῦν ἡμῖν μάλιστα πρόκειται
τὴν κατασκευὴν ἐξηγεῖσθαι. περὶ μὲν οὖν τραχήλου
χρείας αὐτάρκως εἴρηται.
Ἡ δὲ δὴ κεφαλὴ τοῖς μὲν πλείστοις ἔδοξε
διὰ τὸν ἐγκέφαλον γεγονέναι, καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὰς
αἰσθήσεις ἁπάσας ἔχειν ἐν αὑτῇ, καθάπερ τινὰς ὑπη-
ρέτας τε καὶ δορυφόρους μεγάλου βασιλέως. ἀλλὰ
καρκίνοις τε καὶ τοῖς ἄλλοις τοῖς μαλακοστράκοις κε-
φαλὴ μὲν οὐκ ἔστι· τὸ δὲ τῶν αἰσθήσεών τε καὶ τῶν
κατὰ προαίρεσιν κινήσεων ἐξηγούμενον μόριόν ἐστι
δήπου πάντως αὐτόθι κατὰ τὸν θώρακα τεταγμένον,
ἔνθαπερ αὐτοῖς ἐστιν ἅπαντα τὰ τῶν αἰσθήσεων ὄρ-
γανα. ὥσθ', ὅπερ ἐν ἡμῖν ὁ ἐγκέφαλος, τοῦτ' ἐν
ἐκείνοις ἂν εἴη τοῖς ζῴοις τὸ μόριον, εἰς ὃ τῶν εἰρη-
μέ‖νων ἕκαστον ἀναφέρεται· ἢ εἰ μὴ ἐγκέφαλός ἐστιν,
ἀλλὰ καρδία τούτων ἁπάντων ἀρχή, τοῖς μὲν ἀκεφά-
λοις ζῴοις ὀρθῶς ἂν εἴη περὶ τὰ στέρνα τὰ τῶν αἰ-
σθήσεων ὄργανα, πρὸς τὴν καρδίαν πλησίον

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 626, γρ. 13

λῆς, ὅπερ οἶμαι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦδε τοῦ λόγου
προθέμενοι ζητεῖν, τοσοῦτον εἰς τὸ πρόσθεν ἠδυνήθη-
μεν προελθεῖν, ὥσθ' εὑρεῖν, ὅτι μήτ' ἐγκεφάλου χάριν
ἐγένετο, κἂν ἀρχὴν αἰσθήσεώς τε καὶ κινήσεως τῆς
κατὰ προαίρεσιν ὑποθῆταί τις αὐτόν, οὔθ' οἷόν τε μὴ
οὐκ ἀσχημονεῖν μὲν ἐν παντὶ τῷ λόγῳ, περὶ δὲ τὴν
ἑκάστου τῶν κατὰ μέρος μορίων τῆς χρείας εὕρεσιν
ἀπορεῖν, ἀποστερήσαντας τούτων τὸν ἐγκέφαλον, ἐξ
ὧν συνέβαινεν ἀρχὴν εἶναι τῶν εἰρημένων, ὑποθεμέ-
νους αὐτὸν οὕτω χρῆναι ζητεῖν, τίνος ἕνεκα γέγονεν
ἡ κεφαλή. καρκίνοι τ' οὖν καὶ σύμπαν τὸ τῶν μαλα-
κοστράκων γένος, ἤδη δὲ καὶ φάλαιναι καὶ ἄλλα πολλὰ
τῶν παραπλησίων, τὰ μὲν οὐδ' ὅλως ἔχει κεφαλήν,
τὰ δ' οἷον ὑπογραφήν τινα μόνην, καὶ οὐδὲν ἧττον
καὶ ταῦτα τὰ ζῷα τὰς αἰσθήσεις ἁπάσας ἔχει περὶ τοῖς
58

στέρνοις, δηλονότι τῆς ἀρχῆς αὐτῶν ἐξ ἀνάγκης ἐν-


ταυθοῖ τεταγμένης. ἣν οὐκ ἀνάλογον ἐγκεφάλῳ χρὴ
καλεῖν, ὥσπερ εἴωθεν ἐπὶ ‖ τῶν τοιούτων ποιεῖν Ἀρι-
στοτέλης, ἐξαπατώμενος ἔστιν ὅτε τοῖς ὀνόμασιν, οὐκ
ἀπὸ τῆς οὐσίας αὐτῆς τοῦ πράγματος, ἀλλ' ἀπό τινων
συμβεβηκότων κειμένοις,

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 628, γρ. 10

γου δεῖν ἅπασιν. ἔστι γὰρ εἰπεῖν ἐπ' αὐτῶν, ὡς τὸ


μὲν ὀπτικὸν ὄργανον ‖ ὀφθαλμὸς ὀνομάζεται, τὸ δ'
ἀκουστικὸν οὖς, καὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως ἕκαστον, οὐ
μὴν τό γε κατάρχον ὁρμῆς καὶ κινήσεως ὁμοίως ἔχο-
μεν εἰπεῖν, ὅ τι χρὴ καλεῖν. οὔτε γὰρ μυελὸν ἁπλῶς,
ὅτι μὴ πᾶς μυελὸς τοῦτο δύναται, οὔτ' ἐγκέφαλον
ἁπλῶς· οἷς γὰρ οὐκ ἔστι ζῴοις κεφαλή, δηλονότι οὐδ'
ἐγκέφαλός ἐστιν, οὐ μὴν τούτου γ' ἕνεκα τὸ ἀνάλογον
ἐγκεφάλῳ χρὴ καλεῖν αὐτόν, τὴν προσηγορίαν εὐλαβη-
θέντας. οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμούς, καίτοι γ'
ἑτέρωθι τεταγμένους ἐν καρκίνοις, οὐδὲ τὰ ὦτα τὸ
ἀνάλογον ὀφθαλμοῖς καὶ ὠσὶν εἶναί φαμεν. οὐ γὰρ
ἐκ τῆς θέσεως ἕκαστον τῶν ὀργάνων τόδε τι τὴν οὐ-
σίαν ἐστί, κἂν ἀπὸ τῆς θέσεως ὀνομάζηται. καὶ τοί-
νυν καὶ τὸν ἐγκέφαλον, εἰ καὶ ὅτι μάλιστα τὴν προση-
γορίαν ἐκ τῆς θέσεως ἐκτήσατο, τῷ γὰρ ἐν τῇ κεφαλῇ
κεῖσθαι διὰ τοῦθ' οὕτως ὠνόμασται, ἐπειδὰν ἐν τοῖς
κατὰ τὸν θώρακα μέρεσιν εὑρίσκωμεν ἐν τοῖς οὐκ
ἔχουσι ζῴοις κεφαλήν, οὐκ ἄλλο τι καὶ ἀνάλογον αὐτῷ
φήσομεν ὑπάρχειν, ἀλλ' αὐτὸ μὲν ἐκεῖνο, μὴ πρέπειν
δ' αὐτῷ ‖ τὴν ἀρχαίαν προσηγορίαν. ἵνα δ', ὃ λέγω,

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 629, γρ. 8

κατὰ τὸν θώρακα μέρεσιν εὑρίσκωμεν ἐν τοῖς οὐκ


ἔχουσι ζῴοις κεφαλήν, οὐκ ἄλλο τι καὶ ἀνάλογον αὐτῷ
φήσομεν ὑπάρχειν, ἀλλ' αὐτὸ μὲν ἐκεῖνο, μὴ πρέπειν
δ' αὐτῷ ‖ τὴν ἀρχαίαν προσηγορίαν. ἵνα δ', ὃ λέγω,
σαφέστερόν τε καὶ ἐναργέστερον μάθῃς, τὸ τῶν Ῥω-
μαίων ὄνομα καλέσας αὐτό, οὐκ ἀπὸ τῆς θέσεως οὐδ'
ἀπ' ἄλλου τινὸς τῶν συμβεβηκότων γεγονός, ἀλλ' αὐ-
τῆς τῆς οὐσίας δηλωτικὸν ὑπάρχον, εἴσῃ σαφῶς, ὅτι
μηδὲν κωλύει σε λέγειν ἀνθρώποις μὲν ἐν τῇ κεφαλῇ
59

τὸ κέρεβρον εἶναι, τοῦτο γὰρ αὐτὸ ὀνομάζουσι, καρ-


κίνοις δ' ἐν τῷ στέρνῳ. ἄγε δὴ μὴ κέρεβρον, ἀλλὰ
σκινδαψὸς καλείσθω· καὶ ὥσπερ, ὅ τι ἂν ὀπτικὸν ὄρ-
γανον ᾖ, τοῦτο ὀφθαλμὸν ὀνομάζομεν, οὐκ ἐὰν ἐν τῇ
κεφαλῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν στέρνων ᾖ τεταγμέ-
νον, οὕτως, ὅ τι ἂν ἐν ζῴῳ μόριον αἰσθήσεως καὶ
κινήσεως τῆς κατὰ προαίρεσιν ἡγῆται τοῖς ἄλλοις,
σκινδαψὸς καλεῖται. εἰ γὰρ ὁ μὲν ἐγκέφαλος ἀρχὴ
προαιρέσεως καὶ κινήσεως, προαίρεσιν δὲ καὶ κίνησιν
ἔχει τινὰ μὴ ἔχοντα κεφαλήν, ἀλλ' ἐγκέφαλον ἢ τὸ
ἀνάλογον ἐγκεφάλῳ, δῆλον, ὅτι οὐ διὰ τὴν κεφαλὴν
γέγονεν. ἆρ' ἔτι δυνησόμεθα λέγειν τὸ ἀνάλογον τῷ

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 629, γρ. 19

σκινδαψὸς καλείσθω· καὶ ὥσπερ, ὅ τι ἂν ὀπτικὸν ὄρ-


γανον ᾖ, τοῦτο ὀφθαλμὸν ὀνομάζομεν, οὐκ ἐὰν ἐν τῇ
κεφαλῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τῶν στέρνων ᾖ τεταγμέ-
νον, οὕτως, ὅ τι ἂν ἐν ζῴῳ μόριον αἰσθήσεως καὶ
κινήσεως τῆς κατὰ προαίρεσιν ἡγῆται τοῖς ἄλλοις,
σκινδαψὸς καλεῖται. εἰ γὰρ ὁ μὲν ἐγκέφαλος ἀρχὴ
προαιρέσεως καὶ κινήσεως, προαίρεσιν δὲ καὶ κίνησιν
ἔχει τινὰ μὴ ἔχοντα κεφαλήν, ἀλλ' ἐγκέφαλον ἢ τὸ
ἀνάλογον ἐγκεφάλῳ, δῆλον, ὅτι οὐ διὰ τὴν κεφαλὴν
γέγονεν. ἆρ' ἔτι δυνησόμεθα λέγειν τὸ ἀνάλογον τῷ
σκινδαψῷ τοὺς καρκίνους ἔχειν, ἢ οὐδαμῶς δηλονότι;
τῷ γὰρ αὐτῷ ὀνόματι κα‖λεῖν ἅπαντα τὰ τῆς αὐτῆς
ἐνεργείας ὄργανα προσήκει. τὰ μὲν ὁρῶντα πάντα,
κἂν ταῖς κατὰ μέρος ἰδέαις ἐξαλλάττηταί τε καὶ ποι-
κίλληται, δίκαιον ὀφθαλμοὺς ὀνομάζειν, τὰ δ' ἀκούον-
τα κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ὦτα, τὰ δ' ὀσμώμενα ῥῖνας.
οὕτως οὖν καὶ τὸ κατάρχον αἰσθήσεώς τε καὶ κινή-
σεως ἓν καὶ ταὐτὸν ἐν ἅπασι τοῖς ζῴοις ἐστί, κἂν ἐν
διαφέρουσιν εὑρίσκηται τόποις. ὥσπερ οὖν καὶ τοῖς
εἰρημένοις ζῴοις ἐν τοῖς στέρνοις τέτακται, καὶ οὐκέτ'
ἀναγκαία φαίνεται τῆς κεφαλῆς ἡ γένεσις διὰ τοῦτο

Γαληνός ιατρός De usu partium Kühn τόμ. 3, σε. 631, γρ. 8

Τί δὴ οὖν ἐστιν, οὗ χάριν ἐν τοῖς πλεί-


στοις ζῴοις ἡ φύσις ἐποίησε κεφαλήν, οὐκ ἄν μοι
δοκοῦμεν εὑ‖ρεῖν ἄλλως γε, ἢ ὡς νῦν δή γε ζητεῖν
60

ὑπηρξάμεθα. τίνος γὰρ ἀπολείπεται μορίου τῶν ἐν


τῇ κεφαλῇ τεταγμένων τὰ στέρνα τῶν οὐκ ἐχόντων
ζῴων κεφαλήν, εἴπερ εὕροιμεν, οὐκ ἂν ἀπὸ τρόπου
φαίημεν ἐκείνου χάριν αὐτὴν γεγονέναι. μέθοδος μὲν
αὕτη τῆς εὑρέσεως· εἴη δὲ καὶ εὑρεθῆναι τὸ ζητούμε-
νον· εὑρεθείη δ' ἂν ὧδέ πως. ὀφθαλμοὶ καὶ καρκί-
νοις καὶ φαλαίναις καὶ καράβοις καὶ πᾶσι τοῖς ἀκεφά-
λοις ζῴοις ἐπ' αὐχέσι προμήκεσιν ἔφυσαν. οὐ γὰρ
ἐνεχώρει ταπεινοὺς εἶναι καὶ τούτους, ὥσπερ στόμα
τε καὶ ῥῖνας καὶ ὦτα· τὸ γὰρ ἔργον αὐτῶν ὑψηλοῦ
δεῖται χωρίου. ταῦτ' ἄρα καὶ ὅσοι πολεμίων ἔφοδον
ἢ λῃστῶν προσκοποῦνται, τείχεσί τε καὶ πύργοις ὑψη-
λοῖς ἢ καί τισιν ὄρεσιν ἐπαναβαίνουσιν. ἀλλὰ καὶ
ὅσοι ταῖς κεραίαις τῶν πλοίων ἐπανίασι, πρότεροι τὴν
γῆν καθορῶσι τῶν ἐν τῇ νηῒ πλωτήρων. ὁ γὰρ ἐπὶ
μετεωροτέρου βεβηκὼς πλείονα χωρία θεᾶται τῶν ἐκ
ταπεινοτέρου. τοῖς οὖν εἰρημένοις ζῴοις, ὀστρακῶδές
Γαληνός ιατρός De atra bile “Galeni de atra bile libellus”, Ed. de Boer,
W.
Leipzig: Teubner, 1937; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.1.1.
Kühn τόμ. 5, σε. 116, γρ. 12

...δὲ ἐπὶ πλείοσιν ἡμέραις μετὰ τὴν κρίσιν. ὅσοι δὲ διεχώρησαν ἀκριβῆ
τὴν μέλαιναν, ἀπέθανον ἅπαντες· ἐνδείκνυται γὰρ ἡ τοιαύτη κατ-
ωπτῆσθαι τὸ αἷμα. φαίνεται δὲ καὶ ἄλλα χωρὶς τοῦ πυρέξαι πολλοῖς
ἐξανθήματα γινόμενα κατὰ τὸ δέρμα παχυνόμενόν τε καὶ ξηραινόμενον
τὸ πλεονάζον τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ τῆς φύσεως ὠθούσης αὐτοῦ
ἐκτός· ἐξ οὗ γένους ἐστὶ καὶ ὁ καλούμενος ἐλέφας. ὅταν δὲ ἅμα πυ-
ρετῷ γένηταί τι τοιοῦτον, τὸν ὀνομαζόμενον ἄνθρακα γεννᾷ τὸ κατα-
σκῆψαν εἰς τὸ δέρμα τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ. χωρὶς δὲ πυρετοῦ
κατασκήπτων, ὅταν μὲν αἵματι μεμιγμένος ᾖ, τὸν ἐλέφαντα γεννᾶν
πέφυκεν, ὅταν δὲ μόνος, ἐν ἀρχῇ μὲν ὄγκον ἐργάζεται μέλανα, τῷ
χρόνῳ δὲ εἰς τὸν καλούμενον καρκίνον τελευτᾷ, ἐπειδάν γε δριμύ-
τερός τε καὶ κακοηθέστερος ᾖ διαβιβρωσκομένου τοῦ δέρματος, ὅταν
δὲ ἐπιεικέστερος ἕλκους χωρὶς ἐργαζόμενος τὸν ὀνομαζόμενον κρυπτὸν
καρκίνον. ἐναργῶς γὰρ ἅπαντα | τὰ τοιαῦτα πάθη καὶ μάλιστα ὁ καρ-
κίνος ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ γίνεται χυμοῦ σαφῶς φαινομένων τῶν
εἰς τὸ πεπονθὸς μόριον ἡκουσῶν φλεβῶν παχὺν καὶ μέλανα περι-
εχουσῶν χυμόν. ἐκκαθαίρειν μὲν γὰρ τὸ αἷμα διὰ παντὸς ἡ φύσις πει-
ρᾶται διακρίνουσά τε τὸ μοχθηρὸν ἐξ αὐτοῦ κἀκ τῶν κυρίων μορίων
ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
61

ἐκτὸς ἐπιφάνειαν. ἀλλ' ὅσα μὲν τῶν τοιούτων λεπτομερεστέρας οὐσίας


ἐστί, διεξέρχεται τὸ δέρμα, τινὰ μὲν κατὰ τὴν ἄδηλον αἰσθήσει

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 117, γρ. 1

ἐξανθήματα γινόμενα κατὰ τὸ δέρμα παχυνόμενόν τε καὶ ξηραινόμενον


τὸ πλεονάζον τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ τῆς φύσεως ὠθούσης αὐτοῦ
ἐκτός· ἐξ οὗ γένους ἐστὶ καὶ ὁ καλούμενος ἐλέφας. ὅταν δὲ ἅμα πυ-
ρετῷ γένηταί τι τοιοῦτον, τὸν ὀνομαζόμενον ἄνθρακα γεννᾷ τὸ κατα-
σκῆψαν εἰς τὸ δέρμα τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ. χωρὶς δὲ πυρετοῦ
κατασκήπτων, ὅταν μὲν αἵματι μεμιγμένος ᾖ, τὸν ἐλέφαντα γεννᾶν
πέφυκεν, ὅταν δὲ μόνος, ἐν ἀρχῇ μὲν ὄγκον ἐργάζεται μέλανα, τῷ
χρόνῳ δὲ εἰς τὸν καλούμενον καρκίνον τελευτᾷ, ἐπειδάν γε δριμύ-
τερός τε καὶ κακοηθέστερος ᾖ διαβιβρωσκομένου τοῦ δέρματος, ὅταν
δὲ ἐπιεικέστερος ἕλκους χωρὶς ἐργαζόμενος τὸν ὀνομαζόμενον κρυπτὸν
καρκίνον. ἐναργῶς γὰρ ἅπαντα | τὰ τοιαῦτα πάθη καὶ μάλιστα ὁ καρ-
κίνος ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ γίνεται χυμοῦ σαφῶς φαινομένων τῶν
εἰς τὸ πεπονθὸς μόριον ἡκουσῶν φλεβῶν παχὺν καὶ μέλανα περι-
εχουσῶν χυμόν. ἐκκαθαίρειν μὲν γὰρ τὸ αἷμα διὰ παντὸς ἡ φύσις πει-
ρᾶται διακρίνουσά τε τὸ μοχθηρὸν ἐξ αὐτοῦ κἀκ τῶν κυρίων μορίων
ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
ἐκτὸς ἐπιφάνειαν. ἀλλ' ὅσα μὲν τῶν τοιούτων λεπτομερεστέρας οὐσίας
ἐστί, διεξέρχεται τὸ δέρμα, τινὰ μὲν κατὰ τὴν ἄδηλον αἰσθήσει δια-
πνοήν, ἔνια δὲ αἰσθητῶς, καθάπερ οἱ ἱδρῶτες· ὅσα δὲ παχύτερα, δι-
εξελθεῖν μὲν οὐ δύναται τὴν πυκνότητα τοῦ δέρματος, ἐγκαταλαμβα-
νόμενα δέ, τὰ μὲν θερμὰ τοὺς ἄνθρακας ἐργάζεται, τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 117, γρ. 2

τὸ πλεονάζον τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ τῆς φύσεως ὠθούσης αὐτοῦ


ἐκτός· ἐξ οὗ γένους ἐστὶ καὶ ὁ καλούμενος ἐλέφας. ὅταν δὲ ἅμα πυ-
ρετῷ γένηταί τι τοιοῦτον, τὸν ὀνομαζόμενον ἄνθρακα γεννᾷ τὸ κατα-
σκῆψαν εἰς τὸ δέρμα τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ. χωρὶς δὲ πυρετοῦ
κατασκήπτων, ὅταν μὲν αἵματι μεμιγμένος ᾖ, τὸν ἐλέφαντα γεννᾶν
πέφυκεν, ὅταν δὲ μόνος, ἐν ἀρχῇ μὲν ὄγκον ἐργάζεται μέλανα, τῷ
χρόνῳ δὲ εἰς τὸν καλούμενον καρκίνον τελευτᾷ, ἐπειδάν γε δριμύ-
τερός τε καὶ κακοηθέστερος ᾖ διαβιβρωσκομένου τοῦ δέρματος, ὅταν
δὲ ἐπιεικέστερος ἕλκους χωρὶς ἐργαζόμενος τὸν ὀνομαζόμενον κρυπτὸν
καρκίνον. ἐναργῶς γὰρ ἅπαντα | τὰ τοιαῦτα πάθη καὶ μάλιστα ὁ καρ-
κίνος ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ γίνεται χυμοῦ σαφῶς φαινομένων τῶν
εἰς τὸ πεπονθὸς μόριον ἡκουσῶν φλεβῶν παχὺν καὶ μέλανα περι-
εχουσῶν χυμόν. ἐκκαθαίρειν μὲν γὰρ τὸ αἷμα διὰ παντὸς ἡ φύσις πει-
ρᾶται διακρίνουσά τε τὸ μοχθηρὸν ἐξ αὐτοῦ κἀκ τῶν κυρίων μορίων
62

ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
ἐκτὸς ἐπιφάνειαν. ἀλλ' ὅσα μὲν τῶν τοιούτων λεπτομερεστέρας οὐσίας
ἐστί, διεξέρχεται τὸ δέρμα, τινὰ μὲν κατὰ τὴν ἄδηλον αἰσθήσει δια-
πνοήν, ἔνια δὲ αἰσθητῶς, καθάπερ οἱ ἱδρῶτες· ὅσα δὲ παχύτερα, δι-
εξελθεῖν μὲν οὐ δύναται τὴν πυκνότητα τοῦ δέρματος, ἐγκαταλαμβα-
νόμενα δέ, τὰ μὲν θερμὰ τοὺς ἄνθρακας ἐργάζεται, τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα
τοὺς καρκίνους. ὅταν δὲ ἐπιεικὴς κατὰ τὰς ποιότητας ὁ μέλας ᾖ

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 117, γρ. 12

κίνος ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ γίνεται χυμοῦ σαφῶς φαινομένων τῶν


εἰς τὸ πεπονθὸς μόριον ἡκουσῶν φλεβῶν παχὺν καὶ μέλανα περι-
εχουσῶν χυμόν. ἐκκαθαίρειν μὲν γὰρ τὸ αἷμα διὰ παντὸς ἡ φύσις πει-
ρᾶται διακρίνουσά τε τὸ μοχθηρὸν ἐξ αὐτοῦ κἀκ τῶν κυρίων μορίων
ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
ἐκτὸς ἐπιφάνειαν. ἀλλ' ὅσα μὲν τῶν τοιούτων λεπτομερεστέρας οὐσίας
ἐστί, διεξέρχεται τὸ δέρμα, τινὰ μὲν κατὰ τὴν ἄδηλον αἰσθήσει δια-
πνοήν, ἔνια δὲ αἰσθητῶς, καθάπερ οἱ ἱδρῶτες· ὅσα δὲ παχύτερα, δι-
εξελθεῖν μὲν οὐ δύναται τὴν πυκνότητα τοῦ δέρματος, ἐγκαταλαμβα-
νόμενα δέ, τὰ μὲν θερμὰ τοὺς ἄνθρακας ἐργάζεται, τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα
τοὺς καρκίνους. ὅταν δὲ ἐπιεικὴς κατὰ τὰς ποιότητας ὁ μέλας ᾖ
χυμὸς αἵματί τε συμμιγής, τοὺς ὑπερύθρους ἐλέφαντας ἐργάζεται·
χρονίζοντες δὲ καὶ οὗτοι γίνονται μελάντεροι. πολλάκις δὲ ἡ φύσις
ἀναστομώσασα φλέβα τῶν κατὰ τὴν ἕδραν ἀγγείων | ἐκκρίνει τὸν
τοιοῦτον χυμὸν αἵματι μεμιγμένον, ἀφ' οὗ δὴ καὶ τοὔνομα τῷ συμ-
πτώματι τίθενται τὴν αἱμορροΐδα. καὶ χρὴ καταμανθάνειν ἐπ' αὐτῆς,
ὁποῖόν ἐστι τὸ ἐκκρινόμενον αἷμα, πότερον οἷον ἔχουσιν οἵ τε γυμνα-
στικοὶ καὶ οἱ ἀθληταὶ καὶ τῶν ἰδιωτῶν οἱ τελέως ὑγιεινοί τε καὶ
εὔχυμοι, ἢ μελάντερόν τε καὶ παχύτερον τοῦδε. καὶ μέντοι καὶ [ὡς]
ἡ φύσις ἀποτίθεται τὸ τοιοῦτον αἷμα πολλάκις εἰς τὰς κατὰ τὰ σκέλη
φλέβας, ὑφ' οὗ διατεινόμεναί τε καὶ διευρυνόμεναι

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 122, γρ. 1

αίνει τὸ ζῷον, ὅταν ἔχῃ ταῦτα συμμέτρως τῆς πρὸς ἄλληλα κράσεως,
νοσεῖ δέ, ὅταν ἤτοι καθ' ὅλον τὸ σῶμα, τουτέστιν ἐν ἅπασι τοῖς ἀγ-
γείοις, πλεονεξία τις ἐξ αὐτῶν ἢ καθ' ἕν τι γένηται μόριον, ὁ τοῖς
ἔργοις τῆς τέχνης ὡμιληκὼς ἀληθεύειν φήσει τὸν Ἱπποκράτην. τὰ
μὲν γὰρ ἐν ἑνὶ μέρει νοσήματα διὰ τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν γινόμενα
ὀλίγον ἔμπροσθεν διῆλθον, ἐδήλωσα δέ, ὅτι καὶ διὰ κιρσῶν ἄρσιν ἢ
αἱμορροῖδος ἐμελαγχόλησαν ἕτεροι. καὶ κατὰ τὰ μὴ φαινόμενα δὲ
μόρια κατὰ τὸ βάθος τοῦ σώματος εὔλογον ὅμοια πάθη γίνεσθαι τοῖς
63

κατὰ τὸ δέρμα συνισταμένοις. οὐ γὰρ δήπου χολῆς μὲν ξανθῆς εἰς ἕν


τι μόριον κατασκηψάσης ἐρυσίπελας γενήσεται. μελαίνης δὲ ἄνθραξ τε
καὶ καρκίνος, οὐ δήπου δὲ τὰ κατὰ τὸ βάθος | τοῦ σώματος ἀδάμαν-
τος ἔχει κατασκευήν, ἀλλὰ κἀκεῖνά γε τοῖς αὐτοῖς ὑπόκειται πάθεσιν.
ἐφ' ὧν γοῦν οἷόν τέ ἐστι βεβαίως διαγνῶναι τὴν ἐργασαμένην αἰτίαν,
ἐναργῶς ἐπὶ τούτων φαίνεται καὶ ξανθὴ καὶ μέλαινα χολὴ διαβιβρώ-
σκουσαι τῶν ἐντέρων ἄλλοτε ἄλλο, καθ' ὅτιπερ ἂν μάλιστα στηριχθῶσιν,
καί ποτε καὶ τελέως ἀνίατον ἐργαζόμεναι τὴν δυσεντερίαν. καὶ διὰ
τοῦτο Ἱπποκράτης ἐν Ἀφορισμοῖς ἔγραψε· “Δυσεντερίη, ἢν ἀπὸ
χολῆς μελαίνης ἄρξηται, θανάσιμον.” ἐγὼ δὲ πρόσθεν εἶπον ἀνίατα
πάντα εἶναι τὰ διὰ μέλαιναν χολὴν ἑλκωθέντα, πλὴν εἴ τις ἴασιν
ἐθέλει καλεῖν, ὅταν ἐκκόψῃ τὸ πεπονθὸς μόριον ὅλον ἐν κύκλῳ περι-
τεμὼν ἄχρι τῶν ἀπαθῶν.

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 128, γρ. 12

τὰ τῆς τέχνης ἔργα τῆς περὶ τοὺς χυμοὺς θεωρίας, καὶ πρῶτόν γε
πάντων, ὅτι τὰ καθαίροντα φάρμακα μάτην ὠνόμασται καθαίροντα·
κενωτικὰ γὰρ εἶναι ὁμοτίμως ἁπάντων τῶν ἐν τῷ σώματι χυμῶν, οὐ
μόνον τῶν δοκούντων βλάπτειν. Ἱπποκράτης δέ, ὡς ὁμολογουμένῳ
τῷ καθαίρειν αὐτὰ χρησάμενος, ἀποδείκνυσιν ἐν ἅπαντι τῷ τῆς ζῳῆς
χρόνῳ περιέχεσθαι κατὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τοὺς τέτταρας χυ-
μούς· καὶ μήθ' ἡλικίαν εἶναί τινα, μήτε ὥραν τοῦ ἔτους, μήτε σώμα-
τος φύσιν, ἐν ᾗ μὴ πάντες εἰσίν. ἐκ γὰρ τοῦ τὰ μὲν τῆς ξανθῆς χο-
λῆς ἑλκτικὰ φάρμακα κατὰ τοὺς ἰκτερικοὺς ὀνινάναι, τὰ δὲ ὑδραγωγὰ
καλούμενα τοὺς ἀσκίτας ὑδέρους ἐκκενοῦν, κωλύειν δὲ αὐξάνεσθαι
τοὺς ἐλέφαντάς τε καὶ καρκίνους τὰ τῶν μελάνων ἑλκτικά, δῆλον
εἶναι τοῖς παλαιοῖς ἐφαίνετο τὸν οἰκεῖον ἑαυτῷ χυμὸν ἕκαστον τῶν
καθαρτικῶν φαρμάκων ἕλκειν. εἰ δὲ ἀληθὲς ἦν ἅπαντας ἕλκεσθαι τοὺς
ἐν τοῖς ἀγγείοις περιεχομένους | χυμούς, ἀλλοιουμένους ὑπὸ τοῦ
φαρμάκου κατὰ τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὅμοιον ἂν ἦν τὸ καθαρθῆναι
διά τινος τῶν τοιούτων φαρμάκων τῷ φλεβοτομηθῆναι. τί ποτ' οὖν
ὑδραγωγὸν φάρμακον ἐπὶ τῶν ὑδεριώντων δίδομεν, ἐνὸν τοῦ αἵματος
ἐκκενῶσαι τέμνοντας φλέβα; διὰ τί δὲ πλεῖστον μὲν ἐπὶ τούτων ἐκ-
κενοῦται τὸ ὑδατῶδες, ἐλάχιστος δὲ ὁ πικρόχολος χυμός, ἔμπαλιν δὲ
ἐπὶ τῶν ἰκτεριώντων ὁ πικρόχολος χυμὸς μὲν πλεῖστος, ἐλάχιστος δὲ
ὁ ὑδατώδης; διὰ τί δὲ ὠφελοῦνται μὲν οἱ τὸν ἀσκίτην ὕδερον ἔχον
Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 133, γρ. 5

...μὴ μόνον τῶν πρὸ αὐτοῦ φιλοσόφων τε καὶ ἰατρῶν, ἀλλὰ καὶ πάν-
των ἀνθρώπων ὀνομαζόντων τὸ πάθος μελαγχολικόν, ἐπιχειρούντων
τε τῇ θεραπείᾳ δι' ἐλλεβόρου τοῦ λευκοῦ καθάρσεως. οὐδεὶς γὰρ
64

οὕτως ἀπαίδευτός ἐστι τῶν ἐν Ἕλλησι τεθραμμένων, ὡς μήτε ἀνε-


γνωκέναι μήτε ἀκηκοέναι τὰς Προίτου θυγατέρας μανείσας ὑπὸ
Μελάμποδος ἰαθῆναι καθαρθείσας οὕτως. ὥστε οὐ πρὸ διακοσίων |
ἐτῶν ἢ τριακοσίων, ἀλλὰ πολὺ πλειόνων ἐνδόξου τῆς καθάρσεως ταύ-
της οὔσης καὶ πάντων τῶν ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ κεχρημένων τῷ
φαρμάκῳ βέλτιον ἦν ὁμόσε χωρήσαντα τὸν Ἐρασίστρατον ἐπι-
δεῖξαι μήτε μελαγχολίαν μήθ' ὅλως μηδεμίαν μανίαν ἐπὶ μελαίνῃ
χολῇ γίνεσθαι, καθάπερ γε μηδὲ καρκίνον μηδὲ ἐλέφαντα μηδὲ τὰς
θηριώδεις ἐν φρενίτισι παρακοπὰς μηδὲ κιρσοὺς μηδὲ αἱμορροΐδας,
μηδὲ ὅτι πολλοὶ κατὰ τὰς ἀναιρέσεις αὐτῶν ἐμελαγχόλησαν. ἀλλ' οὐκ
ἐτόλμησεν οὐδὲν τοιοῦτον εἰπεῖν αἰδούμενος, οἶμαι, καταγνωσθῆναι πρὸς
τῶν ὡμιληκότων ἐπιμελῶς τοῖς ἔργοις τῆς τέχνης, ἐν οἷς τὰς ἐπιδείξεις
οἱ παλαιοὶ τῶν ἰατρῶν, οὐκ ἐν λόγοις σοφιστικοῖς ἐποιοῦντο.
φρασάτω τις οὖν μοι τῶν ἀπ' αὐτοῦ τὴν αἰτίαν τοῦ τὸν σπλῆνα
μέλανα φαίνεσθαι τοῖς θερμοῖς καὶ ξηροῖς τῇ κράσει ζῴοις, ὡς μηδὲ
βρωθῆναι δύνασθαι. ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ὑῶν, εἰ καὶ μὴ παραπλήσιος
ἥπατι κατὰ τὴν ἐδωδήν, ἀλλ' οὐκ | ἄβρωτός ἐστιν· ἐπὶ δέ γε λεόν-
των καὶ λεαινῶν, παρδάλεών τε καὶ λεοπάρδων,

Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 144, γρ. 12

καῖον, ὅπερ ἐγὼ διειλόμην ἔμπροσθεν. Ἐρασίστρατος μὲν οὖν ὅλην τὴν
περὶ τοὺς χυμοὺς τέχνην παρέλιπεν. ἐγὼ δὲ (οὐδὲ γὰρ περὶ πάντων
ἐνταῦθα προειλόμην εἰπεῖν, ἀλλὰ περὶ μελαίνης χολῆς μόνης) ὅσα
μὲν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ λόγου καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἔγραψα, δι' ἑτέρων
ἐξείγρασμαι.
Περὶ δὲ μελαίνης χολῆς τὰ διὰ μακρᾶς πείρας μοι βεβαίως
ἐγνωσμένα προσθήσω νῦν χρήσιμα ἐσόμενα ἐκείνοις, ὅσοι τῆς ἰατρικῆς
τέχνης οὐ τοὺς σοφιστικοὺς λόγους, ἀλλὰ τὰ ἔργα σπουδάζουσι. πάντα
γάρ, ὅσα διὰ μελαγχολικὸν χυμὸν γίνεται πάθη, κατ' ἀρχὰς εὐθέως
γενναίως καθαίρων τοῖς τὸν τοιοῦτον χυμὸν ἐκκενοῦσιν αὐξηθῆναι
κωλύσεις μέχρι καὶ τῶν καρκίνων. ἄξιον δὲ θαυμάσαι τῶν ἤτοι γε
ἀκόντων ἢ ἑκόντων σοφίσματα γραψάντων εἰς ἀναίρεσιν τοῦ μελαγχο-
λικοῦ χυμοῦ. φασὶ γὰρ ἐπὶ τῶν παρὰ φύσιν ἐχόντων μόνων αὐτὸν
γεννᾶσθαι μηδενὸς τῶν ἀκριβῶς εὐχύμων ἔχοντος ἐν τῷ σώματι μέ-
λαιναν χολήν. | εἰ γοῦν, φασίν, ἀθλητῇ τινι ἄριστα διακειμένῳ δοίη
τις φαρμάκου τοῦ νομιζομένου μέλαιναν χολὴν ἐκκενοῦν, ὄψεται κε-
νουμένην αὐτήν, ὥσπερ, εἰ καὶ τῶν τὴν ξανθὴν χολὴν ἐκκαθαίρειν πεπι-
στευμένων προσενέγκοι τις, ἐκείνην ὄψεται κενουμένην. ᾧ καὶ δῆλον
εἶναί
φασιν, ὡς ἀλλοιουμένου τοῦ αἵματος ὑπὸ τῆς τοῦ φαρμάκου δυνάμεως
65

ἡ εἰς τὰς χολὰς γίνεται μεταβολή· καθάπερ γε κἂν [εἰ] φλέγματος


ἀγωγὸν δῷς, ὄψει, φασίν, καὶ τότε κενούμενον φλέγμα.

Γαληνός ιατρός Οι θεωρίες του Ιπποκράτη και του Πλάτωνα“Galen.


On the doctrines of Hippocrates and Plato”, Ed. De Lacy, P.Berlin:
Akademie–Verlag, 1978; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.1.2,
pts. 1–2.Βι. 1, κεφ. 8, τμ. 14, γρ. 3

ἐποιούμην, ἐπειρώμην ἂν ἐπιδεικνύειν ὡς ταῖς ἐνεργείαις


τε καὶ χρείαις ἕκαστον τῶν μορίων, οὐ τῇ τοῦ σώματος
ἰδέᾳ κρίνεται. ἐπειδὴ δὲ πρὸς Ἀριστοτέλη διαλέγομαι τὸν
αὐτὸν οὕτως γινώσκοντα πολὺ πρότερον ἡμῶν, ἀναμνῆσαι
χρὴ μόνον ὧν αὐτὸς ἔν τε τῷ δευτέρῳ περὶ ψυχῆς κἀν τῷ
περὶ μορίων ἀπεφήνατο, τὸ ταὐτὸν καὶ τὸ ἕτερον
ὄργανον ἐκ τῶν ἐνεργειῶν καὶ χρειῶν, οὐκ ἐκ τῆς τοῦ σώ-
ματος ἰδέας κρίνεσθαι βουλόμενος.
εἰ μὲν γὰρ ὀπτικὸν εἴη
τὸ ὄργανον, ὀφθαλμός ἐστι, κἂν ἑτέρως ἔχῃ κατεσκευασμένον
ἀνθρώποις τε καὶ καρκίνοις· εἰ δὲ βαδιστικόν, σκέλος, ἄν τ'
ἐλέφαντος ἄν τ' αἰγὸς ἄν τε οἰὸς ἄν τε ἀνθρώπου τύχῃ.
εἰ δὲ ταῦθ' οὕτως ἔχει, κρινέσθω σοι τὸ νεῦρον, Ἀριστότελες
φίλτατε, μὴ τῇ τοῦ σώματος ἰδέᾳ, καθάπερ τοῖς πολλοῖς καὶ
ἀγυμνάστοις περὶ λόγον, ἀλλ' ἐνεργείᾳ τε καὶ χρείᾳ.
Τρία γάρ ἐστιν ὄργανα παραπλήσια μὲν ἀλλήλοις τὴν
μορφὴν τοῦ σώματος, οὐκ ὀλίγον δὲ ἐνεργείαις τε καὶ χρείαις
διαλλάττοντα· προσαγορεύεται δὲ αὐτῶν τὸ μὲν νεῦρον, τὸ
δὲ σύνδεσμος, τὸ δὲ τένων. τὸ μὲν δὴ νεῦρον ἐξ ἐγκεφάλου
πάντως ἢ νωτιαίου πέφυκεν αἴσθησιν ἢ κίνησιν ἢ τὸ συναμ-
φότερον οἷς ἂν ἐμφύηται παράγον·

Γαληνός ιατρός Οι θεωρίες του Ιπποκράτη και του Πλάτωναβι. 4,


κεφ. 4, τμ. 14, γρ. 4

τραχήλου, ἀλλὰ τῷ μικρὸν ἔχειν τὸν τράχηλον ὀνομάζονταί


τινες οὕτως καὶ μένει κἀνταῦθα τὰ παραπλήσια δύο σημαινό-
μενα καθάπερ ἐπὶ τῆς ἄφωνος προσηγορίας. οὕτω δὲ καὶ
ἄπους καὶ ἀσκελὴς καὶ ἀκοίλιος καὶ ἄπλευρος καὶ ἄχειρ καὶ
πάνθ' ὅσα τοιαῦτα, ποτὲ μὲν ἀναιρούσης τῆς α φωνῆς τὸ
σημαινόμενον ἑκάστου τῶν ὀνομάτων οὗ προτάττεται, ποτὲ
δ' οὐκ ἀναιρούσης.
οὕτως εὑρίσκω καὶ τὸ ἄλογον ὄνομα
66

παρά τε τοῖς παλαιοῖς ἅπασιν εἰρημένον ὑπό τε τῶν νῦν


ἀνθρώπων λεγόμενον. ἐπειδὰν μὲν γὰρ ἢ τὸν ἰχθῦν τις ἢ
τὸν καρκίνον ἄλογον εἶναι φάσκῃ, παντάπασιν ἀναιρεῖ τὸ
σημαινόμενον ἐκ τῆς λόγος φωνῆς. ἐπειδὰν δὲ τόδε τι τὸ
ὑπὸ τοῦδε λεγόμενον ἐπιμεμφόμενοι φάσκωσιν ἄλογον, οὐχ
ὡς οὐδένα λόγον ἔχον ἀλλ' ὡς μεμπτέον καὶ μοχθηρῶς ἔχον
οὕτως ὀνομάζουσιν. ἄλλο δὲ τρίτον ἢ καὶ νὴ Δία τέταρτον,
ὡς οὗτοι βιάζονται, σημαινόμενον οὐκ ἔστιν ἐν ἔθει τοῖς
Ἕλλησιν, ὧν ἐξηγεῖσθαι τὴν φωνὴν ἐπαγγέλλονται.
δηλοῖ δὲ τοῦτο καὶ αὐτὸς ὁ Χρύσιππος ἐν τῇδε τῇ ῥήσει·

Γαληνός ιατρός Οι θεωρίες του Ιπποκράτη και του Πλάτωναβι. 8,


κεφ. 4, τμ. 33, γρ. 4

ἀφικόμενον ἕδραν αἴτιον ὀλεθρίων νοσημάτων γίγνεται.


ἄχρι
μὲν οὖν τοῦ πλέονος ἢ ἐλάσσονος ἑκάστου τῶν συντιθέντων
ἡμᾶς γιγνομένου αἱ νόσοι καθίστανται, κοινὸς ὁ λόγος ἐστὶν
ἐπί τε τῶν χυμῶν καὶ τῶν στοιχείων· ἐπὶ δὲ τοῦ καθ' ἑαυτό
που στάντος ἔν τινι τόπῳ τοῦ σώματος οὐκέθ' ὁμοίως ἐπ'
ἀμφοῖν ὁ λόγος ἀληθής.
οἱ μὲν γὰρ χυμοὶ σαφῶς ὁρῶνται
καθ' ὅπερ ἂν ἐν τῷ σώματι μόριον στῶσι νόσους ἐργαζό-
μενοι, τὰ ἐρυσιπέλατα καὶ τοὺς ἕρπητας ἡ ξανθὴ χολή,
τοὺς καρκίνους δὲ ἡ μέλαινα, τὰ δ' οἰδήματα τὸ φλέγμα,
τὸ δ' αἷμα κατά τε τὸν πνεύμονα καὶ μεταξὺ θώρακός τε
καὶ πνεύμονος, ὅταν ἐκχυθὲν τῶν οἰκείων ὀργάνων στῇ σηπό-
μενον, ἐν τῷ χρόνῳ φθορὰς ἐργάζεται καὶ κατὰ γαστέρα, καὶ
κατὰ τὰ μεγάλα τῶν τραυμάτων θρομβούμενον ἐσχάτους κιν-
δύνους ἐπιφέρει.
γῆν δ' οὐδαμοῦ καθ' ἑαυτὴν ἰδεῖν ἐστι
μόνην ἐν τῷ σώματι ἀθροισθεῖσαν, ὥσπερ οὐδὲ πῦρ αὐτὸ
καθ' ἑαυτὸ μόνον οὐδ' ὕδωρ στοιχεῖον, ἀλλ' ἰχῶράς τινας
ἐπιμιχθέντων ἀλλήλοις τοῦ θ' ὑδατώδους στοιχείου καὶ τοῦ

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii “Galeni de


alimentorum facultatibus libri iii”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner,
1923; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.Kühn τόμ. 6, σε. 526,
γρ. 6

χωρητικὸν γίγνεται τὸ πόμα. δὶς δ' ἑψηθέντων, ὡς εἴρηται, τῶν


67

φακῶν ἡ ἐξ αὐτῶν σκευαζομένη φακῆ τὴν ἐναντίαν ἔχει δύναμιν τῷ


χυλῷ, ξηραίνουσα τὰ κατὰ γαστέρα ῥεύματα καὶ τόνον ἐντιθεῖσα τῷ
στομάχῳ καὶ τοῖς ἐντέροις καὶ συμπάσῃ τῇ γαστρί· διὰ τοῦτ' οὖν
οἰκεῖόν ἐστιν ἔδεσμα κοιλιακῶν τε καὶ δυσεντερικῶν. ἡ δ' ἀφῃρη|μένη
τὸ λέμμα φακῆ τὸ μὲν ἰσχυρὸν τῆς στύψεως ἀπόλλυσι καὶ τὰ ταύτῃ
συνεπόμενα δηλονότι, τροφιμωτέρα δὲ γίγνεται τῆς ἀπτίστου παχύχυ-
μός τ' οὖσα καὶ βραδυπόρος, οὐ μὴν ξηραντική γε τῶν κατ' αὐτὴν
ῥευμάτων ὥσπερ ἡ ἄπτιστος. εἰκότως οὖν οἱ πλεονάζοντες ἐν τούτῳ
τῷ ἐδέσματι τούς τε καλουμένους ἐλέφαντας ἴσχουσι καὶ καρκίνους·
ἐπιτήδειον γάρ ἐστι τὸ παχὺ καὶ ξηρὸν ἔδεσμα μελαγχολικὸν γεννᾶν
χυμόν.
οἷς οὖν ἐστιν ὑδατώδης τις ἐν ταῖς σαρξὶ καχεξία, τούτοις μόνοις
ὠφέλιμον ἔδεσμα φακῆ, καθάπερ τοῖς ξηροῖς καὶ αὐχμώδεσι βλαβερώ-
τατον. ὡσαύτως δὲ καὶ τὴν ὄψιν ἀμβλύνει μὲν τὴν ὑγιεινῶς διακει-
μένην ὑπερξηραίνουσα, τὴν δ' ἐναντίως ἔχουσαν ὀνίνησιν. οὐκ ἐπι-
τήδειος δ' ἐστὶν οὐδ' εἰς τὰς ἐμμήνους καθάρσεις, παχὺ καὶ δύσρουν
ἐργαζομένη τὸ αἷμα, τῷ δὲ καλουμένῳ ῥῷ γυναικείῳ χρησιμωτάτη.
τὴν δ' ἐναντίαν αὐτῇ κατά γε τοῦτο δύναμιν ἐχούσης τῆς πτισάνης
ἐξ ἀμφοτέρων μιχθέντων ἔδεσμά τι γίγνεται κάλλιστον,

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii Kühn τόμ. 6, σε.


662, γρ. 1

μενοι κατὰ τὴν ὑστεραίαν εὐθέως ἀσθενέστεροι γίγνονται· πλείοσι δ'


ἐφεξῆς ἡμέραις τοῦτο πράξαντες οὐκ ἀσθενέστεροι μόνον, ἀλλὰ καὶ
ἀτροφώτεροι σαφῶς φαίνονται. τὴν δ' αὐτὴν τοῦ λόγου βάσανον
ἔνεστί σοι κἀπὶ τῶν ἐν παλαίστρᾳ διαπονουμένων παίδων ποιήσασθαι
καὶ τῶν ἄλλην ἡντινοῦν ἐνέργειαν ἰσχυρὰν καὶ σφοδρὰν ἐνεργούντων,
ὁποία καὶ ἡ τῶν σκαπτόντων ἐστί.
τὰ δὲ βόεια κρέα τροφὴν μὲν καὶ αὐτὰ δίδωσιν οὔτ' ὀλίγην οὔτ'
εὐδιαφόρητον, αἷμα μέντοι παχύτερον ἢ προσήκει γεννᾷ. καὶ εἰ φύσει
τις εἴη μελαγχολικώτερος τὴν κρᾶσιν, ἁλώσεταί τινι παθήματι τῶν
μελαγχολικῶν ἐν τῇ τούτων ἐδωδῇ πλεονάσας. τοιαῦτα δ' ἐστὶ πάθη
καρκίνος, ἐλέφας, ψώ|ρα, λέπρα, πυρετὸς τεταρταῖος ἥ τ' ἰδίως ὀνο-
μαζομένη μελαγχολία. καὶ σπλὴν δ' ἐνίοις εἰς ὄγκον ἤρθη διὰ τοιοῦ-
τον χυμόν, ᾧ καχεξίαι τε καὶ ὕδεροι πολλάκις ἠκολούθησαν.
ὅσον δὲ τῷ πάχει τῆς ὅλης οὐσίας ἑαυτῶν τὰ βόεια κρέα τῶν
ὑείων πλεονεκτεῖ, τοσοῦτον τῇ γλισχρότητι τὰ ὕεια τῶν βοείων. εἰς
πέψιν δὲ πολὺ βελτίω τὰ τῶν ὑῶν ἐστι, τοῖς μὲν ἀκμάζουσι καὶ ἰσχυ-
ροῖς καὶ διαπονουμένοις τὰ τῶν ἀκμαζόντων, τοῖς δ' ἄλλοις τὰ τῶν
ἔτ' αὐξανομένων. ὥσπερ δ' ἐν τοῖς ὑσὶν οἱ κατὰ τὴν ἀκμαστικὴν ἡλι-
κίαν ἐπιτήδειοι τοῖς εὐεκτικοῖς νεανίσκοις εἰσίν, οὕτω τῶν βοῶν οἱ
68

πρὸ τῆς ἀκμῆς. ξηρότερος γὰρ τῇ κράσει παμπόλλῳ βοῦς ὑός, ὥσπερ
γε καὶ ἀκμάζων ἀνὴρ παιδός.

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii Kühn τόμ. 6, σε.


717, γρ. 12

δύναμαι γνῶναι, μήθ' ἡδεῖαν ὁμοίως ταῖς μικροτέραις ἐχούσας τὴν


σάρκα μήτ' εὔπεπτον, ὡς ἂν ἱκανῶς σκληρὰν ὑπάρχουσαν. ὥστε διὰ
τοῦτό τινα τῶν ἀργυρίου παμπόλλου τὰς μεγάλας τρίγλας ὠνουμένων
ἠρόμην, ἥτις ποτ' ἐστὶν ἡ αἰτία τῆς ἀμφ' αὐτὰς σπουδῆς. ὁ δ' ἀπε-
κρίνατό μοι μάλιστα μὲν διὰ τὸ ἧπαρ ὠνεῖσθαι τὰς τηλικαύτας, ἤδη
δὲ καὶ διὰ τὴν κεφαλήν. ἀλλὰ γὰρ ἀρκεῖ μέχρι τοσούτου περὶ τῶν
λίχνων εἰρῆσθαι τῇ πρὸς τὸ χρήσιμον οἰκειότητι τοῦ λόγου.
γίγνονται δ' ἄρισται τρίγλαι κατὰ τὴν καθαρὰν θάλατταν, ὥσπερ
καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἰχθύες, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ διὰ τὰς τροφάς. αἱ
γοῦν τὰς καρκινάδας ἐσθίουσαι καὶ δυσώδεις εἰσὶ καὶ ἀηδεῖς καὶ δύσπε-
πτοι καὶ κακόχυμοι. διάγνωσις δ' αὐτῶν πρὶν μὲν ἐσθίειν ἀναπτύξαντι
τὴν κοιλίαν, ἐσθίοντι δὲ κατὰ τὴν πρώτην εὐθέως ὀδμήν τε καὶ γεῦσιν. |

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii Kühn τόμ. 6, σε.


721, γρ. 3

γαστότερόν ἐστι τῶν ἄλλων ἰχθύων.»


ἄξιον οὖν θαυμάσαι, πῶς τοὺς σκάρους παρέλιπε πρωτεύοντας ἐν
τῷ γένει τῶν πετραίων ἰχθύων, οἷς πᾶσιν ὑπάρχει τὸ ψαθυρωτάτην
τε καὶ μαλακωτάτην ἔχειν τὴν σάρκα τῶν ἄλλων ἰχθύων. ἔνιοι μὲν
γὰρ αὐτῶν ἁπαλόσαρκοι μέν εἰσιν, ἀλλ' οὐκ ἔχουσι τὸ ψαθυρὸν ἐμ-
φερομένου τινὸς αὐτοῖς γλίσχρου τε καὶ λιπαροῦ χυμοῦ, τινὲς δ' ἐκ-
πεφευγότες τὸ γλίσχρον καὶ λιπαρὸν ὅμοιοί τε κατὰ τοῦτο τοῖς πε-
τραίοις ὄντες ἐν τῇ σκληρότητι τῆς σαρκὸς αὐτῶν διαλλάττουσι. τοιοῦ-
τοι μὲν οὖν οἱ πελάγιοι σχεδὸν ἅπαντές εἰσι, | πλὴν εἴ τινες αὐτῶν
ὑπὸ μοχθηρᾶς τροφῆς διαφθείρουσι τὴν σάρκα, καθάπερ αἱ τὰς καρ-
κινάδας ἐσθίουσαι τρίγλαι. ζωΰφια δ' ἐστὶ ταῦτα πάνυ σμικροῖς καρ-
κίνοις ἐοικότα, ξανθὰ τὴν χρόαν. οἱ πετραῖοι δ' ἰχθύες οὔτε ποικίλαις
χρῶνται τροφαῖς οὔτε χωρίοις διαφέρουσιν οὔθ' ὕδασι γλυκέσι καὶ διὰ
τοῦτ' ἄμεμπτοι πάντες εἰσὶ διὰ παντός.
οὓς δ' ὄνους μὲν ἐκάλεσεν ὁ Φυλότιμος, ὀνίσκους δ' ὀνομάζουσιν
οἱ ἄλλοι, τροφῇ μὲν ἀγαθῇ χρώμενοι καὶ θαλάττῃ καθαρᾷ τοῖς πε-
τραίοις ἐνάμιλλον ἔχουσι τὴν σάρκα, μοχθηρᾷ δὲ τροφῇ χρησάμενοι
καὶ κατά τι τῶν ἐπιμίκτων ὑδάτων καὶ μάλισθ' ὅσα μοχθηρὰ διατρί-
ψαντες οὐκ ἀποβάλλουσι μὲν τὴν μαλακότητα τῆς σαρκός, ἐπικτῶνται
69

δὲ λιπαρότητά τινα καὶ γλισχρότητα, καθ' ἣν οὔθ' ἡδεῖς ὁμοίως ἔτι


διαμένουσι περιττωματικωτέραν τε τὴν ἐξ ἑαυτῶν ἀναδιδόασι τροφήν.

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii Kühn τόμ. 6, σε.


721, γρ. 4

ἄξιον οὖν θαυμάσαι, πῶς τοὺς σκάρους παρέλιπε πρωτεύοντας ἐν


τῷ γένει τῶν πετραίων ἰχθύων, οἷς πᾶσιν ὑπάρχει τὸ ψαθυρωτάτην
τε καὶ μαλακωτάτην ἔχειν τὴν σάρκα τῶν ἄλλων ἰχθύων. ἔνιοι μὲν
γὰρ αὐτῶν ἁπαλόσαρκοι μέν εἰσιν, ἀλλ' οὐκ ἔχουσι τὸ ψαθυρὸν ἐμ-
φερομένου τινὸς αὐτοῖς γλίσχρου τε καὶ λιπαροῦ χυμοῦ, τινὲς δ' ἐκ-
πεφευγότες τὸ γλίσχρον καὶ λιπαρὸν ὅμοιοί τε κατὰ τοῦτο τοῖς πε-
τραίοις ὄντες ἐν τῇ σκληρότητι τῆς σαρκὸς αὐτῶν διαλλάττουσι. τοιοῦ-
τοι μὲν οὖν οἱ πελάγιοι σχεδὸν ἅπαντές εἰσι, | πλὴν εἴ τινες αὐτῶν
ὑπὸ μοχθηρᾶς τροφῆς διαφθείρουσι τὴν σάρκα, καθάπερ αἱ τὰς καρ-
κινάδας ἐσθίουσαι τρίγλαι. ζωΰφια δ' ἐστὶ ταῦτα πάνυ σμικροῖς καρ-
κίνοις ἐοικότα, ξανθὰ τὴν χρόαν. οἱ πετραῖοι δ' ἰχθύες οὔτε ποικίλαις
χρῶνται τροφαῖς οὔτε χωρίοις διαφέρουσιν οὔθ' ὕδασι γλυκέσι καὶ διὰ
τοῦτ' ἄμεμπτοι πάντες εἰσὶ διὰ παντός.
οὓς δ' ὄνους μὲν ἐκάλεσεν ὁ Φυλότιμος, ὀνίσκους δ' ὀνομάζουσιν
οἱ ἄλλοι, τροφῇ μὲν ἀγαθῇ χρώμενοι καὶ θαλάττῃ καθαρᾷ τοῖς πε-
τραίοις ἐνάμιλλον ἔχουσι τὴν σάρκα, μοχθηρᾷ δὲ τροφῇ χρησάμενοι
καὶ κατά τι τῶν ἐπιμίκτων ὑδάτων καὶ μάλισθ' ὅσα μοχθηρὰ διατρί-
ψαντες οὐκ ἀποβάλλουσι μὲν τὴν μαλακότητα τῆς σαρκός, ἐπικτῶνται
δὲ λιπαρότητά τινα καὶ γλισχρότητα, καθ' ἣν οὔθ' ἡδεῖς ὁμοίως ἔτι
διαμένουσι περιττωματικωτέραν τε τὴν ἐξ ἑαυτῶν ἀναδιδόασι τροφήν.

Γαληνός ιατρός De alimentorum facultatibus libri iii Kühn τόμ. 6, σε.


735, γρ. 15

ἕψοντες δὶς ἢ τρὶς ἐν ὕδατι καλλίστῳ, μεταθέντες εἰς τὸ καθαρόν,


ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται. γεννᾶται δ' ἐξ αὐτῶν ὁ
καλούμενος ὠμὸς χυμὸς πάμπολυς, ἐκ δὲ τῶν μαλακοσάρκων καὶ τὸ
φλέγμα. καθάπερ οὖν ἀποθεμένων αὐτῶν τὸν ἁλυκὸν χυμὸν ἡ σὰρξ
ὥσπερ δύσφθαρτος οὕτω καὶ σταλτικὴ γίγνεται γαστρός, ὡσαύτως, ἐὰν
ἀρτύσας δι' ἁλῶν ἢ γάρου, καθάπερ εἰώθασι τὰς χήμας, ἐκπίῃ τις τὸν
γενόμενον ζωμόν, ὑπαχθήσεται μὲν ἡ γαστὴρ ἱκανῶς, οὐδεμίαν δὲ
τροφὴν ἐξ αὐτοῦ τὸ σῶμα τἀνθρώπου λήψεται.

Γαληνός ιατρός De rebus boni malique suci“Galeni de rebus boni


70

malique suci libellus”, Ed. Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1923; Corpus


medicorum Graecorum, vol. 5.4.2.Kühn τόμ. 6, σε. 797, γρ. 4

τέραν ἴσχοντες τὴν σάρκα τοῖς πετραίοις τε καὶ τοῖς ὀνίσκοις ὁμοίως.
ὃ γὰρ τούτοις ὑπάρχει φύσει, τοῦτο τοῖς σκληροσάρκοις ἐκ τῆς χιόνος
προσγίνεται. διὰ τοῦτ' οὖν ἐναντιωτάτην ἔχουσιν οὐσίαν τῆς σαρκὸς
οἱ ἐκ τῆς καθαρᾶς θαλάττης κέφαλοι καὶ οἱ κατὰ τὸ μοχθηρὸν ὕδωρ
διαιτώμενοι. παραπλησίως δ' αὐτοῖς καὶ κωβιοὶ καὶ λάβρακες, ἔτι δὲ
μᾶλλον τούτων καὶ οἱ ἄλλοι. καὶ σμύραιναι δὲ φαυλόταται γίνονται
κατὰ τὰ τοιαῦτα τῶν ὑδάτων. ἡ δ' ἔγχελυς οὐδ' ὅλως εὔχυμον ἔδε-
σμα, κἂν ἐξ ὕδατος ᾖ καθαροῦ, μή τι γε δὴ τοῦ πόλιν ἐκκαθαίρον|τος,
ὡς εἴρηται. καὶ παρὰ τὰς ἐπιχωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους τε καὶ χεί-
ρους ἑαυτῶν οἱ ἰχθύες γίνονται διαγιγνωσκόμενοι ῥᾳδίως ὀδμῇ τε καὶ
γεύσει, καθάπερ αἱ τρίγλαι. μοχθηρότεραι γὰρ αὐτῶν αἱ τὴν καρκινάδα
σιτούμεναι, τῶν δ' ἄλλων ἡ σὰρξ σκληροτέρα μέν ἐστιν οὐ μόνον τῆς
τῶν πετραίων τε καὶ τῶν ὀνίσκων, ἀλλὰ καὶ κεφάλων καὶ λαβράκων
καὶ τῶν ἄλλων πελαγίων, καὶ κατὰ τοῦτο δυσπεπτοτέρα τε καὶ τρο-
φιμωτέρα, κακόχυμον δ' οὐδὲν ἔχουσα. λέλεκται δὲ τελεώτερον ὑπὲρ
ἁπάσης τροφῆς ἐν τρισὶν ὑπομνήμασιν, ἃ Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς
δυνάμεων ἐπιγέγραπται, καὶ χρὴ τὸν ὑγιεινῆς διαίτης φροντίζοντα μήτε
τῆς ἐκείνων ἀναγνώσεως ἀμελεῖν μήθ' ὅλως τῆς Ὑγιεινῆς πραγματείας,
ἧς μέρος ἐστὶ καὶ τὸ περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων. ἀλλὰ καὶ
περὶ τῆς λεπτυνούσης διαίτης ἐναντίας οὔσης δηλονότι τῇ παχυνούσῃ
γέγραπται βιβλίον ἕτερον ἱκανῶς χρήσιμον οἷς ὑγίεια σπουδάζεται. |

Γαληνός ιατρός De rebus boni malique suci Kühn τόμ. 6, σε. 814, γρ.
15

ἑκάστῳ βλαπτόμενον ἐκεῖνο τὸ μέρος τοῦ σώματος, ὅπερ ἀσθενέστατόν


ἐστι φύσει.
Μέγιστον δ' εἴς τε κακοχυμίαν καὶ νόσους ἐστὶν ἀπεψία συνεχής,
ἐάν τ' ἐπ' εὐχύμοις ἐάν τ' ἐπὶ κακοχύμοις ἐδέσμασι γένηται· πρόδηλον
δ' ὅτι πολὺ χείρων ἡ ἐπὶ τοῖς κακοχύμοις. διττῶν δ' ὄντων αὐτῶν
ἐπὶ μὲν τοῖς τὸν λεπτὸν γεννῶσι χυμὸν ὀξέα νοσήματα γίνεται μετὰ
κακοήθων πυρετῶν, εἰ δ' εἰς ἓν μόριον ἀποσκήψειεν ἡ κακοχυμία, τά
τ' ἐρυσιπέλατα καὶ οἱ ἕρπητες εἴτε τι θερμὸν οὕτως ἄλλο πάθος, ἐπὶ
δὲ τοῖς τὸν παχὺν ἀρθρίτιδες καὶ ποδάγραι καὶ νεφρίτιδες ἄσθματά
τε καὶ σπληνὸς καὶ ἥπατος σκιρρώδεις διαθέσεις. οἷς δ' ἡ κακοχυμία
μελαγχολική, καρκίνοι καὶ λέπραι καὶ ψῶραι καὶ πυρετοὶ τεταρταῖοι
καὶ μελαγχολίαι κακόχροιαί τε μέλαιναι μετὰ σπλη|νὸς ὄγκου παραπλη-
σίου, καὶ κιρσοὶ δὲ μέλανες αἱμορροΐδες τε πολλοῖς ἐγένοντο διὰ τοι-
οῦτον χυμόν. αἱ δ' ἐπίμικτοι πλειόνων χυμῶν διαθέσεις ἕρπητάς τε
καὶ τὰ καλούμενα φαγεδαινικὰ τῶν ἑλκῶν ἔτι τε τὰ κακοήθη πάντα
71

καὶ πυρετοὺς ὀξεῖς ὑποστροφὰς ἐπιφέροντας, ὡς εἰς χρόνον αὖθις ἐκ-


πίπτειν, ἐργάζονται.

Γαληνός ιατρός De morborum differentiis “Claudii Galeni opera


omnia, vol. 6”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1823, Repr. 1965.Τόμ.
6, σε. 874, γρ. 17

αἴρηται μέγεθος, ὡς βλάπτειν τι δι' αὐτὸ τοῦτο τὴν


ἐνέργειαν, ἤδη νόσημα νομιστέον, ἄλλως δὲ σύμπτωμά
τε καὶ πάθημα μόνον, ὥσπερ καὶ τὴν ὀδύνην.
ἅπαντ' οὖν τὰ φλεγμαίνοντά τε ἅμα καὶ ἡλκωμένα σώ-
ματα τριχῇ μὲν ἐξ ἀνάγκης, τετραχῇ δ' ἔστιν ὅτε νοσεῖ,
φλεγμονὴν ὀνομαζόντων ἡμῶν δηλονότι νῦν οὐ τὴν οἷον
φλόγωσιν τῶν μορίων, ὥσπερ ἦν ἔθος τοῖς παλαιοῖς,
ἀλλὰ τὸν ἐρυθρόν τε καὶ ἀντίτυπον καὶ ὀδυνηρὸν ὄγκον.
οὕτω δὲ καὶ τοῖς ἐρυσιπέλασι συμπίπτει πόθ' ἕλκη. τοῖς
μὲν γὰρ ἄνθραξιν ἀδύνατον ἄλλως συστῆναι, μέσα δὲ
τούτων ἐστὶ τὴν φύσιν ἕρπητές τε καὶ καρκῖνοι, τὰ πολλὰ
μὲν ἅμα τοῖς ἕλκεσιν, ἔστιν ὅτε δὲ καὶ χωρὶς ἐκείνων
συνιστάμενα. σύνθετα γοῦν ἐστι τὰ τοιαῦτα πάντα νο-
σήματα, κᾂν χωρὶς ἕλκους γίγνηται· καθ' ἕνα μὲν τρόπον,
ὅτι πάντα περιττῆς ὑγρότητος ἤτοι θερμῆς ἢ ψυχρᾶς
ἐστιν ἔγγονα, χολῆς μὲν ξανθῆς ἐρυσίπελας, μελαίνης δὲ
καρκῖνος, αἵματος δὲ φλεγμονὴ, καὶ φλέγματος οἴδημα·
καθ' ἕτερον δὲ, διότι τῶν εἰρημένων χυμῶν, εἰ καὶ κατὰ
τὴν ἰδέαν ὑγροὶ σύμπαντες εἰσὶν, ἀλλὰ τήν γε δύναμιν οὐχ
ὑγροί· ὁ μὲν γὰρ τῆς μελαίνης χολῆς ξηρὸς καὶ ψυχρός·
ὁ δὲ τῆς ξανθῆς ξηρὸς καὶ θερμός· ὁ δὲ τοῦ φλέγματος

Γαληνός ιατρός De morborum differentiis Τόμ. 6, σε. 875, γρ. 6

φλόγωσιν τῶν μορίων, ὥσπερ ἦν ἔθος τοῖς παλαιοῖς,


ἀλλὰ τὸν ἐρυθρόν τε καὶ ἀντίτυπον καὶ ὀδυνηρὸν ὄγκον.
οὕτω δὲ καὶ τοῖς ἐρυσιπέλασι συμπίπτει πόθ' ἕλκη. τοῖς
μὲν γὰρ ἄνθραξιν ἀδύνατον ἄλλως συστῆναι, μέσα δὲ
τούτων ἐστὶ τὴν φύσιν ἕρπητές τε καὶ καρκῖνοι, τὰ πολλὰ
μὲν ἅμα τοῖς ἕλκεσιν, ἔστιν ὅτε δὲ καὶ χωρὶς ἐκείνων
συνιστάμενα. σύνθετα γοῦν ἐστι τὰ τοιαῦτα πάντα νο-
σήματα, κᾂν χωρὶς ἕλκους γίγνηται· καθ' ἕνα μὲν τρόπον,
ὅτι πάντα περιττῆς ὑγρότητος ἤτοι θερμῆς ἢ ψυχρᾶς
ἐστιν ἔγγονα, χολῆς μὲν ξανθῆς ἐρυσίπελας, μελαίνης δὲ
καρκῖνος, αἵματος δὲ φλεγμονὴ, καὶ φλέγματος οἴδημα·
72

καθ' ἕτερον δὲ, διότι τῶν εἰρημένων χυμῶν, εἰ καὶ κατὰ


τὴν ἰδέαν ὑγροὶ σύμπαντες εἰσὶν, ἀλλὰ τήν γε δύναμιν οὐχ
ὑγροί· ὁ μὲν γὰρ τῆς μελαίνης χολῆς ξηρὸς καὶ ψυχρός·
ὁ δὲ τῆς ξανθῆς ξηρὸς καὶ θερμός· ὁ δὲ τοῦ φλέγματος
ὑγρὸς καὶ ψυχρός· ὑγρὸν δὲ καὶ θερμὸν τὸ αἷμα· κατὰ
δ' αὖ τρίτον τρόπον, ὅτι πάντα ἀλλήλοις ἐπιπλέκε-
ται, καὶ σπάνιόν ἐστιν εὑρεῖν ἕκαστον αὐτῶν εἰλικρι-
νές. ἀναμέμικται γὰρ ὡς τὰ πολλὰ ταῖς μὲν φλεγμοναῖς
ἢ ἐρυσιπελατῶδες, ἢ οἰδηματῶδες, ἢ σκιῤῥῶδές τι, τοῖς
δ' ἐρυσιπέλασιν ἢ φλεγμονῶδες, ἢ οἰδηματῶδες,

Γαληνός ιατρός De causis morborum liber “Claudii Galeni opera


omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1824, Repr. 1965.Τόμ.
7, σε. 22, γρ. 5

ἰατροῖς τε καὶ φιλοσόφοις ὑπὲρ τῆς τῶν τοιούτων ὑγρῶν δυ-


νάμεως· ἀποδέδεικται δὲ καὶ ἡμῖν ἐν ἄλλοις τέ τισι καὶ ἐν
τοῖς περὶ φαρμάκων ὑπομνήμασιν. ὅσον δ' ἐξ αὐτῶν εἰς τὰ
παρόντα χρήσιμον, εἰρήσεται καὶ νῦν, ὡς ἡ μὲν ξανθὴ χολὴ
θερμὴ καὶ ξηρὰ τὴν δύναμίν ἐστιν, ἡ δὲ μέλαινα ξηρὰ καὶ
ψυχρά· ὑγρὸν δὲ καὶ θερμὸν τὸ αἷμα· καὶ ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν
τὸ φλέγμα· καὶ ὡς ἐνίοτε μὲν εἰλικρινὴς ἐπιῤῥεῖ τούτων ἕκα-
στος τῶν χυμῶν, ἐνίοτε δ' ἀλλήλοις ἐπιμίγνυνται· καὶ ὡς
αἱ τῶν οἰδούντων τε καὶ σκιῤῥουμένων καὶ φλεγμαινόν-
των μορίων διαθέσεις ἐντεῦθεν ἐπὶ πλεῖστον ποικίλλονται.
καὶ γὰρ οὖν καὶ ἄνθρακες καὶ καρκῖνοι καὶ ἕρπητες ἐρυσι-
πέλατά τε καὶ γάγγραιναι καὶ φύγεθλα καὶ φαγέδαιναι καὶ
σατυριάσεις ἐκ τούτου τοῦ γένους εἰσί. καὶ μὴν καὶ ἄλφοι
καὶ ἀθερώματα καὶ ἀχῶρες καὶ μελικηρίδες καὶ γαγγλία καὶ
στεατώματα ῥευμάτων εἰσὶν ἔγγονα νοσήματα. διαφέρει δ'
ἀλλήλων ταῦτα καὶ ἄλλα σύμπαντα τὰ προειρημένα τῷ τὰ
μὲν ἐκ φλέγματος γίγνεσθαι μόνου, τὰ δὲ ἐξ αἵματος, τὰ δὲ
ἐκ τῆς ξανθῆς χολῆς, τὰ δὲ ἐκ τῆς μελαίνης, τὰ δὲ ἐξ ἄλλου
τινὸς χυμοῦ οὐ τελέως παρὰ φύσιν. ἀλλὰ καὶ οὗτος ὅστις
ἂν ᾖ, πάντως ἔκ τινος τῶν προειρημένων ἐστὶ γενῶν· οὐ γὰρ
ἐνδέχεται μὴ οὐχὶ θερμὸν εἶναι καὶ ξηρὸν αὐτὸν,

Γαληνός ιατρός De symptomatum causis libri iii “Claudii Galeni


opera omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1824, Repr.
1965.Τόμ. 7, σε. 211, γρ. 5
73

καθάπερ ἀρτίως εἴρηται, στέρησις μὲν τῆς ἐνεργείας ἐστὶν,


ὅταν μηδ' ἐπὶ βραχύτατον ἀλλοιωθῇ τὰ σιτία· πέψις δὲ ἐλλι-
πὴς ἐν ταῖς βραδυπεψίαις, ὥσπερ γε καὶ ἡ μοχθηρὰ καὶ ἡ
πλημμελὴς ἐν ταῖς διαφθοραῖς. κατὰ δὲ τὰς φλέβας ἡ μὲν
τῆς ἐνεργείας στέρησις ἐν τοῖς παντάπασιν ὠμοῖς χυμοῖς·
ἡ δὲ ἐλλιπὴς ἐνέργεια κατὰ τοὺς ἡμιπέπτους· ἡ δ' αὖ
πλημμελὴς ἐν ταῖς κακοχυμίαις. οὕτω δὲ καὶ καθ' ὅλην τοῦ
ζώου τὴν ἕξιν ἡ μὲν οἷον στέρησις ἐν τοῖς ὠμοῖς κατ' ἐκεῖνα
χυμοῖς· ἡ δ' οἷον ἐλλιπὴς ἐν τοῖς ἡμιπέπτοις· ἡ δὲ μοχθη-
ρὰ κατὰ τὰς ἐν αὐτοῖς κακοχυμίας. ἐκ τούτων τῶν κακο-
χυμιῶν ἐρυσιπέλατά τε καὶ καρκῖνοι καὶ γάγγραιναι γίγνονται,
φαγέδαιναί τε καὶ ἄνθρακες, καὶ ἕρπητες, ὅσα τ' ἄλλα τοι-
αῦτα. κατὰ δὲ τὴν τῆς θρέψεως ἐνέργειαν ἀτροφία μὲν ἡ
στέρησις τῆς ἐνεργείας· ἐλλιπὴς δὲ θρέψις ἡ ἰσχνότης· μοχ-
θηρὰ δὲ ἡ ἐν ταῖς λεύκαις τε καὶ κατὰ τὸν ἐλέφαντα προσα-
γορευόμενον. αἱ δὲ αἰτίαι τῶν λελεγμένων ἁπάντων συμ-
πτωμάτων αἱ αὐταὶ κατὰ τὸ γένος εἰσὶ ταῖς ἔμπροσθεν ἐπὶ
τῆς γαστὸς εἰρημέναις, ἔνιαι μὲν αὐτῶν εἰς ἀῤῥωστίαν δυνά-
μεως, ἔνιαι δὲ εἰς τὴν τῆς τροφῆς πλημμέλειαν,

Γαληνός ιατρός De symptomatum causis libri iii Τόμ. 7, σε. 224, γρ. 2

φύσει, τὰ δὲ ὑδατωδέστερα, τὰ δὲ πικρόχολα ταῖς οὐσίαις


ἐστὶν, ὡς ἐν τοῖς ὑπὲρ αὐτῶν λόγοις διῄρηται. καὶ μέν γε
καὶ τῆς ἀλλοιωτικῆς δυνάμεως ἡ δυσκρασία πρὸς μὲν τὸ θερ-
μότερον ἐκτρεπομένη ποτὲ μὲν τὸ πικρόχολον, ἔστιν ὅτε δὲ
τὸ μελαγχολικὸν ἀποτελεῖ περίττωμα· δέδεικται δ' ἐν ἑτέροις
ὁποῖόν ἐστιν ἑκάτερον· ἐπὶ δὲ τὸ ψυχρότερον, ἤτοι φλεγματι-
κώτερον ἢ ὑδατωδέστερον. ἀκολουθήσει δ' ἑκάστῳ τῶν πε-
ριττωμάτων οἰκεία τοῦ συμπτώματος ἰδέα, τῇ μὲν ὠχρᾷ
πλεοναζούσῃ καθ' ὅλον μὲν τὸν ὄγκον ἴκτεροι, καθ' ἓν δέ τι
μέρος ἐρυσιπέλατά τε καὶ ἕρπητες· τῇ μελαίνῃ δὲ καθ'
ὅλον μὲν τὸν ὄγκον ἐλέφας, καθ' ἓν δέ τι μέρος ὁ καρκῖνος·
τῷ φλεγματώδει δὲ καθ' ὅλον μὲν τὸν ὄγκον ὁ λευκοφλεγμα-
τίας ὀνομαζόμενος ὕδερος, ἐν ἑνὶ δέ τῳ μορίῳ τὸ καλούμε-
νον οἴδημα, λέγουσι δὲ οὕτω τὸν ἀνώδυνόν τε καὶ χαῦνον
ὄγκον, ὀῤῥώδεσι δὲ περιττώμασι πλεονάζουσιν, ὅ τ' ἀσκί-
της ὀνομαζόμενος ὕδερος ἕπεται, ἔτι τε φλυκταινῶν γενέ-
σεις ἐν ἐκείνοις τοῖς τοῦ ζώου μέρεσιν, εἰς ἅπερ ἀνηνέχθη τὰ
περιττά. οὕτω μὲν ἐπειδὰν εἰλικρινὲς ἕκαστον αὐτῶν πλεο-
νάζῃ, μιγνυμένων δ' ἀλλήλοις τε καὶ τῷ αἵματι πάμπολλαι
74

συμπτωμάτων τε καὶ νοσημάτων ἰδέαι συνίστανται, περὶ ὧν


οὐκ ἀναγκαῖον ἐν τῷδε μηκύνειν, ἀλλ' ἐπὶ τὸ προκείμενον

Γαληνός ιατρός De differentiis febrium libri ii “Claudii Galeni opera


omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1824, Repr. 1965.Τόμ.
7, σε. 345, γρ. 7

τριταίων, ἐν πλήθει καὶ ποιότητι τοῦ χυμοῦ καὶ ῥώμῃ καὶ


ἀῤῥωστίᾳ δυνάμεως, ἔτι πρὸς τούτοις αὐτῇ τοῦ κάμνοντος τῇ
διαθέσει τὴν διαφορὰν ἔχουσα. καὶ γὰρ καὶ τἄλλα πάντα
αὐτοῖς ἀνάλογον ὑπάρχει τοῖς ἐπὶ τῷ πικροχόλῳ χυμῷ
συνισταμένοις. εἰ γοῦν μήτε σήποιτο μήτε φέροιτο σφο-
δρῶς διὰ τῶν αἰσθητικῶν σωμάτων ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς,
οὐκ ἂν ἀπεργάσεται τεταρταίαν περίοδον ἀκριβῆ. καὶ μὴν
καὶ τοῖς ἰκτεριώδεσι παθήμασιν ἀνάλογον αἱ ἐπὶ σπληνὸς
ἀῤῥωστίαι χρόνιαι μελαγχολικαὶ, καὶ δύσχροιαι περὶ τὸ σύμπαν
γίνονται σῶμα· καὶ τοῖς ἐρυσιπέλασιν ἐπὶ τῇ ξανθῇ χολῇ
συνισταμένοις ἀνάλογον οἵ τε καρκῖνοι καὶ αἱ φαγέδαιναι.
πυρέττουσι δ' οὔτε ἐν τούτοις ἐξ ἀνάγκης οὔτ' ἐν τοῖς με-
λαγχολικοῖς, εἰ μὴ σαπείη πρότερον ὁ μελαγχολικὸς χυμός.
πειρᾶται μὲν γὰρ ἡ φύσις ἀεὶ ἑαυτῆς χρωμένη δυνάμεσιν ὁμοιοῦν
μὲν τοῖς τρεφομένοις ὅσον ἂν ἐγχωρῇ γενέσθαι χρηστὸν, ἐκκρί-
νειν δὲ τὸ μὴ τοιοῦτον· ἢν δέ ποτε διὰ πάχος, ἢ πλῆθος,
ἢ γλισχρότητα τοῦ περιττώματος, ἤ τινα στέγνωσιν τῶν ὁδῶν,
ἢ καὶ διὰ τὴν ἑαυτῆς ἀσθένειαν ἀδυνατήσῃ πᾶν ἐκκρῖναι τὸ
μοχθηρὸν, ἀναγκαῖον αὐτῷ χρονίζοντι κατὰ τὸ τοῦ ζώου
σῶμα διαφθείρεσθαι. μένειν μὲν γὰρ οἷον ἦν ἐξ ἀρχῆς οὐδὲ
τῶν ἄλλων ὑγρῶν οὐδὲν δύναται, μή τι γε δὴ τὸ οὕτω

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam “Galen. De tumoribus


praeter naturam”, Ed. Reedy, J., 1968; Diss. University of
Michigan.Kühn τόμ. 7, σε. 719, γρ. 4

κόλπος ὁμοίως τοῖς ἄλλοις κόλποις προσστελλομένη τε καὶ


αὖθις ἀφισταμένη δι' ἐπιρροὴν περιττωμάτων ὥσπερ ἐκεῖνοι.
ἀθερώματα δὲ καὶ στεατώματα καὶ μελικηρίδας ὅσα τε καὶ ἄλλα
τοιαῦτα, τινὲς μὲν ἐν τοῖς ἀποστήμασι τίθενται, τινὲς δὲ
εἰς ἕτερον γένος. εὔδηλος δὲ καὶ ἡ τούτων φύσις ἐκ τῶν
ὀνομάτων· ἀθέρῃ μὲν γάρ τι παραπλήσιον ἐν τοῖς ἀθερώμασιν
εὑρίσκεται· μέλιτι δὲ ἐν ταῖς μελικηρίσι· στέατι δὲ ἐν τοῖς
στεατώμασιν. ὡς τὸ πολὺ δὲ χιτών | τις ὑμενώδης ἅπαντα τὰ
τοιαῦτα περιέχει. ταῦτά τε οὖν ἅπαντα παρὰ φύσιν ὄγκοι, καὶ
πρὸς τούτοις ἄνθρακες καὶ γάγγραιναι καὶ ἕρπητες, ἐρυσιπέλατά
75

τε καὶ σκίρροι καὶ οἰδήματα καὶ καρκίνοι καὶ πνευματώσεις


ὑπὲρ ὧν οὐδ' αὐτῶν ἀγνοεῖν χρὴ τὸν ἰατρόν, ἀλλ' ἀκριβῶς ἐπι-
σκέπτεσθαι τήν τε γένεσιν ἑκάστου καὶ τὴν οὐσίαν.
Αἱ μὲν δὴ γάγγραιναι καὶ οἱ ἄνθρακες, ἐπειδὰν οἷον
ζέσαν τὸ αἷμα ἐγγύς τε τῆς φλεγμονῆς διακαύσῃ τὸ δέρμα,
ταῦτ' ἄρα καὶ σὺν ἐσχάρᾳ γίγνονται, καὶ φλύκταιναι προηγοῦνται
τοῦ ἕλκους ὥσπερ ἐν τοῖς πυρικαύστοις, ὀξύτατόν τε πυρετὸν
ἐπιφέρουσι καὶ κίνδυνον ὑπόγυον ἀμφὶ τῇ ζωῇ. μέλαινα δὲ
τοὐπίπαν καὶ τεφρώδης ἡ ἐσχάρα φαίνεται τοῦ τῶν ἀνθράκων
ἕλκους, οὐ μὴν οὐδ' ἡ χροιὰ τῆς πέριξ φλεγμονῆς ὁμοίως
ταῖς ἄλλαις ἐρυθρά ἐστιν, ἀλλ' ἐπὶ τὸ μελάντερον ῥέπει

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam Kühn τόμ. 7, σε. 720,


γρ. 5

τοὐπίπαν καὶ τεφρώδης ἡ ἐσχάρα φαίνεται τοῦ τῶν ἀνθράκων


ἕλκους, οὐ μὴν οὐδ' ἡ χροιὰ τῆς πέριξ φλεγμονῆς ὁμοίως
ταῖς ἄλλαις ἐρυθρά ἐστιν, ἀλλ' ἐπὶ τὸ μελάντερον ῥέπει
τρόπον ἕτερον τῶν ἐκχυμωθέντων ἢ ὑπὸ κρύους καταψυχθέντων·
οὐ σφοδρῶς γὰρ πελιδνὸς ὥσπερ ἐπ' ἐκείνοις ὁ ὄγκος ἀλλ'
ἔχει τι καὶ στιλβὸν οἷον ἡ ἄσφαλτός τε καὶ ἡ πίττα. τοιαύτη
δέ ἐστι καὶ ἀκριβὴς | μέλαινα χολή. καὶ τοίνυν καὶ ἡ κακο-
ήθεια τῶν ἐν τοῖς ἄνθραξιν ἑλκῶν ἐντεῦθέν ἐστιν. ἔοικε γὰρ
ἤτοι γε ἐξ ἀρχῆς εὐθέως ἢ ὑπεροπτώμενον ἐν τῇ ζέσει τὸ αἷμα
μελαγχολικὸν γίνεσθαι.
Χωρὶς δὲ τοῦ ζεῖν ἡ μέλαινα χολὴ τοὺς καρκίνους
ἐργάζεται, καὶ ἢν δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους. ταῦτ' ἄρα
καὶ μελάντεροι τῇ χροιᾷ τῶν φλεγμαινόντων εἰσὶ καὶ ἥκιστα
θερμοί. πληροῦνται δὲ αἱ φλέβες ἐπ' αὐτῶν καὶ τείνονται
μᾶλλον ἢ ἐν ταῖς φλεγμοναῖς. ἧττον γὰρ ἐκπίπτει τῶν ἀγγείων
εἰς τὴν πέριξ σάρκα διὰ πάχος ὁ γεννῶν τοὺς καρκίνους χυμός.
οὐ μὴν οὐδὲ ἐρυθραὶ καθάπερ ἐν ταῖς φλεγμοναῖς αἱ φλέβες
εἰσίν, ἀλλὰ καὶ αὗται κατὰ τὸν λυποῦντα χυμόν.
Ἕπεται δὲ ταῖς μεγάλαις φλεγμοναῖς ἡ καλουμένη
γάγγραινα, νέκρωσίς τις οὖσα τοῦ πάσχοντος μορίου. κἂν μὴ
διὰ ταχέων τις αὐτὴν ἰάσηται, νεκροῦται ῥᾳδίως τὸ παθὸν

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam Kühn τόμ. 7, σε. 720,


γρ. 10

ἔχει τι καὶ στιλβὸν οἷον ἡ ἄσφαλτός τε καὶ ἡ πίττα. τοιαύτη


76

δέ ἐστι καὶ ἀκριβὴς | μέλαινα χολή. καὶ τοίνυν καὶ ἡ κακο-


ήθεια τῶν ἐν τοῖς ἄνθραξιν ἑλκῶν ἐντεῦθέν ἐστιν. ἔοικε γὰρ
ἤτοι γε ἐξ ἀρχῆς εὐθέως ἢ ὑπεροπτώμενον ἐν τῇ ζέσει τὸ αἷμα
μελαγχολικὸν γίνεσθαι.
Χωρὶς δὲ τοῦ ζεῖν ἡ μέλαινα χολὴ τοὺς καρκίνους
ἐργάζεται, καὶ ἢν δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους. ταῦτ' ἄρα
καὶ μελάντεροι τῇ χροιᾷ τῶν φλεγμαινόντων εἰσὶ καὶ ἥκιστα
θερμοί. πληροῦνται δὲ αἱ φλέβες ἐπ' αὐτῶν καὶ τείνονται
μᾶλλον ἢ ἐν ταῖς φλεγμοναῖς. ἧττον γὰρ ἐκπίπτει τῶν ἀγγείων
εἰς τὴν πέριξ σάρκα διὰ πάχος ὁ γεννῶν τοὺς καρκίνους χυμός.
οὐ μὴν οὐδὲ ἐρυθραὶ καθάπερ ἐν ταῖς φλεγμοναῖς αἱ φλέβες
εἰσίν, ἀλλὰ καὶ αὗται κατὰ τὸν λυποῦντα χυμόν.
Ἕπεται δὲ ταῖς μεγάλαις φλεγμοναῖς ἡ καλουμένη
γάγγραινα, νέκρωσίς τις οὖσα τοῦ πάσχοντος μορίου. κἂν μὴ
διὰ ταχέων τις αὐτὴν ἰάσηται, νεκροῦται ῥᾳδίως τὸ παθὸν
οὕτω μόριον, ἐπιλαμβάνει τε τὰ συνεχῆ καὶ ἀποκτείνει τὸν
ἄνθρωπον. ἐπειδὰν γὰρ ἰσχυρῶς φραχθῇ κατὰ τὰς μεγίστας
φλέβας τά τε στόματα | τῶν ἀγγείων οἵ τε πόροι πάντες οἱ
κατὰ τὸ δέρμα τῆς κατὰ φύσιν ἀποστερούμενοι διαπνοῆς, τὰ
οὕτω κάμνοντα σώματα νεκροῦνται ῥᾳδίως.

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam Kühn τόμ. 7, σε. 724,


γρ. 6

σκιρρώδης καὶ σκίρρος φλεγμονώδης, οἴδημά τε φλεγμονῶδες καὶ


οἰδηματώδης φλεγμονή. τέτταρα γὰρ ταῦτ' ἐστι συνεχῶς
γινόμενα πάθη δι' ἐπιρροὴν ὑγρῶν· ἐρυσίπελας καὶ οἴδημα
καὶ φλεγμονὴ καὶ σκίρρος. ἐρυσίπελας μὲν οὖν, ὡς εἴρηται,
χολώδους ῥεύματος κρατήσαντος· φλεγμονὴ δέ, αἱματώδους·
οἴδημα δὲ λεπτοῦ τὴν σύστασιν φλέγματος | ὥσπερ γε παχέος καὶ
γλίσχρου τὸ ἕτερον εἶδος τῶν σκίρρων· τὸ γὰρ ἕτερον ἡ ἰλὺς
τοῦ αἵματος ἀπεργάζεται. ἔστι δὲ δήπου καὶ αὐτὴ διττή, τὸ
μὲν ἕτερον εἶδος ὅπερ Ἱπποκράτης ὀνομάζει μέλαιναν· τὸ δ'
ἕτερόν ἐστι μὲν καὶ τοῦτο μέλαν, ἰδίαν δὲ ἔχει τὴν προσηγορίαν·
ὀνομάζεται γὰρ μέλαινα χολή. ταύτης μὲν οἱ καρκίνοι, θατέρου
δὲ τοῦ μέλανος ἕν τι τῶν σκίρρων εἶδος ἔκγονον ὑπάρχει.
διορίζεται δὲ ἀπὸ θατέρου τοῦ φλεγματικοῦ τῇ χρόᾳ. κοινὰ
δ' ἀμφοῖν ὁ μείζων τοῦ κατὰ φύσιν ὄγκος ἀνώδυνός τε καὶ
σκληρός· ἥ τε γένεσις ἀμφοτέρων ἐνίοτε μὲν ἐξ ἀρχῆς, ἔστιν
ὅτε δὲ ἐκ μεταπτώσεως ἤτοι φλεγμονῆς ἢ ἐρυσιπελάτων ἢ
οἰδήματος ἐμψυχθέντων ἀμετρότερον.
Ἐγγὺς δ' ἐστι σκίρρου τά τε ἐκχυμώματα καλούμενα
καὶ τὰ μελάσματα πρεσβύταις μάλιστα συμβαίνοντα, θλασθεισῶν
77

τῶν φλεβῶν. ἔστι δὲ καὶ τούτων ἔνια μέν, ὡς εἴρηται,


μέλανα, καὶ μάλιστα γέρουσι γίγνεται ταῦτα

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam Kühn τόμ. 7, σε. 726,


γρ. 14

ὡς καὶ τοῖς ὀστοῖς ἐγγίνεσθαι, μήτοι γε δὴ σαρξὶν ἢ ἀγγείοις.


ἡ δὲ γάγγραινα νέκρωσις μὲν καὶ αὕτη τῶν στερεῶν σωμάτων,
ἀλλ' οὔτ' ὀστοῖς ἐπιγίγνεται καὶ ταῖς μεγίσταις ἕπεται φλεγ-
μοναῖς, εἶδος μέν τι τῶν σφακέλων ὑπάρχουσα, προσηγορίαν δὲ
ἰδίαν ἐξαίρετον ἐπὶ τῇ κοινῇ κεκτημένη. ταῦτα τ' οὖν
αὐτάρκως διώρισται, καὶ λέγειν ἤδη καιρὸς περὶ τῶν μελαγχο-
λικῶν ῥευμάτων.
Ὅταν δὲ εἰς σάρκα μέλαινα κατασκήψῃ χολή, δακνώδης
μὲν οὖσα διαβιβρώσκει τὸ περικείμενον δέρμα καὶ ἕλκος ἐργά-
ζεται· μετριωτέρα δὲ ὑπάρχουσα τὸν χωρὶς ἑλκώσεως ἀποτελεῖ
καρκίνον. εἴρηται δὲ ἔμπροσθεν ὅτι καὶ τὰς φλέβας ἐξαίρει
μειζόνως τῶν φλεγμονῶν, ὁποῖόν τε τὸ εἶδος αὐτῶν τῆς χρόας
ἐστίν. οὐ μόνον δὲ τὸ καρκινῶδες ἕλκος, ἀλλὰ καὶ ἄλλα
πολλὰ σὺν ὄγκοις τῶν περιεχόντων αὐτὰ συνίσταται σωμάτων,
ἔκγονα σύμπαντα κακοχυμίας, | ἤτοι πικροχολίας τινὸς ἢ μελαγ-
χολικῆς ἢ καί πως ἄλλως ἰώδους τε καὶ μοχθηρᾶς ἐκ διαφθορᾶς
μείζονος ὑποτραφείσης.
Ὅσα δὲ ἐν αὐτοῖς ἐπινέμεται καὶ τῶν πέριξ ἅπτεται
διαβιβρώσκοντα τὸ περιέχον ὑγιὲς σῶμα, ταῦτα σύμπαντα φαγε-
δαινικὰ προσαγορεύεται· τὰ δ' ἐξ ἀμφοῖν σύνθετα, τοῦ τε
ἕλκους αὐτοῦ καὶ τοῦ πέριξ ὄγκου, φαγέδαιναν ὀνομάζουσιν.
ἐπινέμεται μὲν οὖν καὶ ὁ ἕρπης ἀναβιβρώσκων τὰ πέριξ, ἀλλ' ἔστι μόνον
τοῦ δέρματος ἕλκωσις· ἡ φαγέδαινα δὲ σὺν τῷ

Γαληνός ιατρός De tumoribus praeter naturam


Kühn τόμ. 7, σε. 727, γρ. 14

Ὅσα δὲ ἐν αὐτοῖς ἐπινέμεται καὶ τῶν πέριξ ἅπτεται


διαβιβρώσκοντα τὸ περιέχον ὑγιὲς σῶμα, ταῦτα σύμπαντα φαγε-
δαινικὰ προσαγορεύεται· τὰ δ' ἐξ ἀμφοῖν σύνθετα, τοῦ τε
ἕλκους αὐτοῦ καὶ τοῦ πέριξ ὄγκου, φαγέδαιναν ὀνομάζουσιν.
ἐπινέμεται μὲν οὖν καὶ ὁ ἕρπης ἀναβιβρώσκων τὰ πέριξ, ἀλλ'
ἔστι μόνον τοῦ δέρματος ἕλκωσις· ἡ φαγέδαινα δὲ σὺν τῷ
δέρματι καὶ τῶν ὑποκειμένων ἅπτεται. Χειρώνεια δὲ καὶ
Τηλέφεια καλεῖν ἕλκη περιττόν· ἀρκεῖ γὰρ ἅπαντα κοινῇ κακο-
ήθη προσαγορεύειν. ἔστι δὲ καὶ ἡ ψώρα καὶ ἡ λέπρα μελαγχολικὰ
78

πάθη μόνου τοῦ δέρματος ὡς εἴ γε κἀν ταῖς φλεψὶ καὶ τῇ σαρκὶ


γίγνοιτο, καρκίνος ὀνομάζεται.
Μελαγχολικὸν δὲ πάθος καὶ ὁ ἐλέφας ἐστί, τὴν μὲν
πρώτην γένεσιν ἐξ αἵματος ἴσχων μελαγχολικοῦ, τῷ χρόνῳ δὲ
πλείων ἡ μέλαινα γίνεται τοῦ αἵματος ἡνίκα δυσώδεις εἰσὶ
καὶ ἀπεχθεῖς ἰδεῖν, ἐνίοις δὲ αὐτῶν καὶ ἕλκη συμπίπτει. |
τοῦτο τὸ πάθος ἀρχόμενον ὀνομάζουσι σατυριασμὸν ἐπειδὴ τοῖς
σατύροις ὅμοιοι γίγνονται τὸ πρόσωπον. ἔνιοι δὲ τὰς κατὰ
τοὺς κροτάφους ἐξοχὰς ὀστώδεις οὕτω καλοῦσι. γίγνονται δὲ
καὶ κατ' ἄλλα μόρια τοιαῦται τῶν ὀστῶν ἐξοχαί,

Γαληνός ιατρός De inaequali intemperie liber “Claudii Galeni opera


omnia, vol. 7”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1824, Repr. 1965.Τόμ.
7, σε. 733, γρ. 7

ΓΑΛΗΝΟΥ ΠΕΡΙ ΑΝΩΜΑΛΟΥ ΔΥΣΚΡΑΣΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΝ.

Ἀνώμαλος δυσκρασία γίνεται μὲν καὶ καθ'


ὅλον τοῦ ζώου τὸ σῶμα ἐνίοτε, καθάπερ ἔν τε τοῖς ἀνὰ σάρκα
λεγομένοις ὑδέροις, καὶ τοῖς ἠπιάλοις καλουμένοις πυρετοῖς,
καὶ σχεδὸν ἅπασι τοῖς ἄλλοις, πλὴν τῶν ἑκτικῶν ὀνομαζομέ-
νων· γίνεται δὲ καὶ καθ' ἓν ὁτιοῦν μόριον, οἰδισκόμενον,
ἢ φλεγμαῖνον, ἢ γαγγραινόμενον, ἢ ἐρυσιπελατούμενον, ἢ
καρκινούμενον. τούτου δὲ τοῦ γένους καὶ ὁ καλούμενος ἐλέ-
φας καὶ ἡ φαγέδαινα καὶ ὁ ἕρπης. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἅπαντα
μετὰ ῥευμάτων· ἄνευ δ' ὕλης ἐπιῤῥύτου, μόναις ταῖς ποιό-
τησιν ἀλλοιουμένων τῶν μορίων, ἀνώμαλοι γίνονται δυσκρα-
σίαι, ψυχθέντων, ἢ ἐκκαυθέντων, ἢ γυμνασαμένων ἐπὶ πλέον,
ἢ ἀργησάντων, ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον παθόντων, οὐ μὴν
ἀλλὰ κᾀκ τῶν ἔξωθεν προσπιπτόντων ἀνώμαλοι δυσκρασίαι
τοῖς σώμασιν ἡμῶν πλείονες ἐγγίνονται, θερμαινομένοις, ἢ
ψυχομένοις, ἢ ξηραινομένοις, ἢ ὑγραινομένοις. ἁπλαῖ μὲν
γὰρ αὗται, καθότι κἀν τοῖς περὶ κράσεων ὑπομνήμασιν ἐδεί-
κνυτο·

Γαληνός ιατρός De inaequali intemperie liber Τόμ. 7, σε. 751, γρ. 15

ὦπται πολλάκις ῥῖγος ᾧ πυρετὸς οὐκ ἐπηκολούθησε. σύνθε-


τος δ' ἐκ ταύτης ἐστὶ τῆς δυσκρασίας καὶ προσέτι τῆς τῶν
πυρεττόντων ὁ ἠπίαλος. οὕτω δ' ὀνομάζω τὸν πυρετὸν ἐκεῖ-
νον, ᾧ διὰ παντὸς ἄμφω συμβέβηκεν· ᾧ δὲ ἡγεῖται μὲν ῥῖγος,
ἕπεται δ' ὁ πυρετὸς, ὡς ἐν τριταίοις καὶ τεταρταίοις, οὐ
79

καλῶ τοῦτον ἠπίαλον. ὥστε διὰ τῶν ἀνωμάλων δυσκρασιῶν


ὁ ἠπίαλος συμπέπλεκται, καὶ οἱ λοιποὶ δὲ πυρετοὶ σχεδὸν
ἅπαντες, πλὴν τῶν ἑκτικῶν ὀνομαζομένων.
Ὡσαύτως καὶ ὅσα μορίου τινός ἐστι νοσή-
ματα μετ' ὄγκου, καὶ ταῦτα σύμπαντα παραπλησίως τῇ φλεγ-
μονῇ κατὰ δυσκρασίαν ἀνώμαλον ἀποτελεῖται, καρκῖνος, ἐρυ-
σίπελας, ἄνθραξ, ἕρπης, οἴδημα, φλεγμονὴ, φαγέδαινα,
γάγγραινα. κοινὸν μὲν γὰρ αὐτοῖς ἅπασι τὸ ἐξ ἐπιῤῥοῆς ὑγρῶν
γεγονέναι· διαφέρει δὲ τῷ τὰ μὲν ἀπὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ,
τὰ δὲ ὑπὸ χολώδους, ἢ μελαγχολικοῦ χυμοῦ, τὰ δὲ ὑφ' αἵμα-
τος ἤτοι θερμοῦ καὶ λεπτοῦ καὶ ζέοντος, ἢ ψυχροῦ καὶ παχέος,
ἤ πως ἄλλως διακειμένου γίγνεσθαι. δηλωθήσεται γὰρ ἀκρι-
βῶς ὑπὲρ τῆς κατ' εἶδος ἐν τούτοις διαφορᾶς ἑτέρωθι· πρὸς
δὲ τὸν ἐνεστῶτα λόγον ἀρκεῖ καὶ τοῦτ' εἰρῆσθαι μόνον, ὡς
ὁποῖον ἂν ᾖ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον ἕκαστον τῶν
εἰρημένων ἐργάσεται παθῶν,

Γαληνός ιατρός De crisibus libri iii (0057: 064)“Galenos. Περὶ


κρίσεων”, Ed. Alexanderson, B.Göteborg: Elanders, 1967; Studia Graeca
et Latina Gothoburgensia 23.Kühn τόμ. 9, σε. 693, γρ. 4

ἢ φλεγματικός. ἤκουσας δέ που λέγοντος Ἱπποκράτους ὡς ταύτας


καλεῖ ὀξείας νόσους, ὧν οἱ πυρετοὶ τοὐπίπαν εἰσὶ συνεχεῖς. ὥστ' εἴπερ
ἰδίᾳ τε καὶ καθ' ἑαυτὸν ἕκαστον τῶν πυρετῶν ἀσκήσαις γνωρίζειν, οὐκ
ἂν ἔτι χαλεπῶς, οὐδ' ὅταν ἅμα πνεύμονος ἢ σπληνὸς ἢ ἥπατος ἢ γαστρὸς
φλεγμονή τις εὑρίσκηται, διαγνώσῃ τε τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ τὸ μέχρι
λύσεως μῆκος ὅλης τῆς νόσου προγνώσῃ. πάντως γάρ που τὸ ῥεῦμα τὸ
τὴν φλεγμονὴν ἐργασάμενον ἢ τῆς ξανθῆς χολῆς
ἐστιν ἢ τῆς
μελαίνης ἢ τοῦ φλέγματος. εἰ μὲν οὖν ἀκράτου τε καὶ πολλῆς τῆς ξανθῆς
εἴη, τηνικαῦτα μὲν ἐρυσιπέλατά τε καὶ τοὺς καλουμένους ἕρπητας
ἐργάζεται, τῆς μελαίνης δέ, καρκίνους ἢ φαγεδαίνας ἢ ἐλέφαντας ἤ τι
τῶν οὕτω δυσιάτων παθῶν, ὅσα δ' ὑπὸ φλέγματος κατασκήψαντος
ἐξαίρεται, ταῦτ' οἰδήματα κέκληται.
Ψιλὸς μὲν οὖν καὶ μόνος ἕκαστος τῶν εἰρημένων χυμῶν ἀκριβὲς
ἕκαστον ἐργάζεται τῶν εἰρημένων παθῶν, ἀναθολωθεὶς δὲ τῷ αἵματι
κἄπειτα κατασκήψας εἴς τι μόριον ἢ σκιρρώδεις ἢ ἐρυσιπελατώδεις ἢ
οἰδηματώδεις ἐργάζεται φλεγμονάς, σκιρρώδεις μὲν ὁ μελαγχολικός,
ἐρυσιπελατώδεις δ' ὁ πικρόχολος, οἰδηματώδεις δ' ὁ φλεγματικός.
Ὅταν δ' αὐτὸ τὸ κατὰ φύσιν ἔχον αἷμα σφηνωθὲν ἐν τῷ ῥευματισθέντι
μορίῳ διασαπῇ, φλεγμονὴ μὲν τὸ πάθημά ἐστιν, ἁπλοῦς δ' ἐπ' αὐτῇ
πυρετὸς ἐξάπτεται παραπλήσιος μάλιστα τῶν ἐφημέρων τοῖς ἐπὶ βου
80

Γαληνός ιατρός De diebus decretoriis libri iii Τόμ. 9, σε. 912, γρ. 12

ἀγαθὰς ἀπεργάζεσθαι τὰς ἡμέρας· εἰ δὲ πρὸς τοὺς δυς-


κράτους, ἀνιαράς. ἔστω γὰρ ἀποκυϊσκομένου τινὸς ἐν μὲν
τῷ κριῷ τοὺς ἀγαθοποιοὺς, ἐν δὲ τῷ ταύρῳ τοὺς κακοποιοὺς
εἶναι, πάντως οὗτος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὰν μὲν ἐν κριῷ καὶ
καρκίνῳ καὶ ζυγῷ καὶ αἰγοκέρωτι γένηται ἡ σελήνη, καλῶς
ἀπαλλάσσει. ἐπειδὰν δ' ἤτοι τὸν ταῦρον αὐτὸν, ἤ τι τῶν τε-
τραγώνων, ἢ τὸ διάμετρον αὐτοῦ ζώδιον ἐπέχῃ, κακῶς τηνι-
καῦτα καὶ ἀνιαρῶς διάγει. καὶ δὴ καὶ νοσημάτων ἀρχαὶ τῷδε
κάκισται μὲν ἐν ταύρῳ καὶ λέοντι καὶ σκορπίῳ καὶ ὑδροχόῳ
τῆς σελήνης οὔσης, ἀκίνδυνον δὲ καὶ σωτήριον τὸν κριὸν καὶ
τὸν καρκίνον καὶ τὸν ζυγὸν καὶ τὸν αἰγόκερων διερχομένης,
καὶ τὰς ἀλλοιώσεις τὰς μεγάλας ἃς ἐν τοῖς τετραγώνοις τε καὶ
διαμέτροις ἔφαμεν γίγνεσθαι καθ' ἑβδομάδα, ἐν μὲν τοῖς ὀλε-
θρίοις νοσήμασιν ὀλεθρίας καὶ αὐτὰς, ἐν δ' αὖ τοῖς περιεστη-
κόσιν ἀγαθὰς ἀνάγκη γίνεσθαι. καὶ διὰ τοῦθ' Ἱπποκράτης
μέμφεται μάλιστα τὰς ἐν ταῖς κρινούσαις ἡμέραις ἀλλοιώσεις
ἐπὶ τὸ χεῖρον. ὀλεθρίου γὰρ νοσήματος σύμπτωμα, καθάπερ,
οἶμαι, τοὐναντίον ἐπιεικοῦς. εἰ δέ τις καὶ αὐτοῦ τούτου ζη-
τεῖ τὴν αἰτίαν, τοῦ τὸ μέγιστον δύνασθαι τὰς τετραγώνους
τε καὶ διαμέτρους στάσεις, ἐπὶ πλεῖστον ἀποχωρεῖ τοῦ προκει-
μένου. πρόκειται γὰρ νυνὶ οὐ τὰς πρώτας αἰτίας ἁπάντων τῶν

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv (0057: 066)“Claudii


Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1825,
Repr. 1965.Τόμ. 10, σε. 82, γρ. 13

πνευμονία καὶ ἰσχίας καὶ ποδάγρα καὶ νεφρῖτις καὶ ἀρθρῖτις,


ὀφθαλμία τε καὶ κεφαλαλγία καὶ δυσεντερία· πολλαχόθι δ'
ἀπὸ τοῦ συμπτώματος, εἰλεὸς καὶ τεινεσμὸς καὶ σπασμὸς
καὶ παλμὸς καὶ τρόμος καὶ παράλυσις, ἀπεψία τε καὶ
δύσπνοια καὶ ἄπνοια καὶ ἀγρυπνία καὶ παραφροσύνη καὶ
κῶμα· πολλαχόθι δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἅμα, ὡς κεφαλαλγία καὶ
ὠταλγία καὶ καρδιαλγία καὶ ὀδονταλγία καὶ ὑστεραλγία· πολ-
λαχόθι δ' ἀπὸ τῆς δοξαζομένης αἰτίας, ὡς ἡ μελαγχολία μὲν
ὑπὸ πάντων, αἱ χολέραι δὲ ὑπὸ τῶν Κνιδίων ἰατρῶν, ἴσως
δὲ καὶ ὁ λευκοφλεγματίας ὕδερος ἐντεῦθεν· ἐνίοτε δὲ ἀπὸ τῆς
πρός τι τῶν ἐκτὸς ὁμοιότητος, ἐλέφας καὶ καρκῖνος καὶ πο-
λύπους καὶ σταφυλὴ καὶ λεύκη καὶ μυρμηκία καὶ ἀθέρωμα
81

καὶ στεάτωμα καὶ σταφύλωμα καὶ μελικηρὶς καὶ ἄνθραξ,


ἀλωπεκία τε καὶ ὀφίασις καὶ σύκωσις καὶ σατυριασμὸς καὶ
πριαπισμός· τῶν νοσημάτων δ' αὐτῶν ὀνόματα μήτε τόπου
ἐφαπτόμενα πεπονθότος μήτε τῆς ποιούσης αἰτίας ὀλίγα,
φλεγμονὴ καὶ γάγγραινα καὶ σκίῤῥος, ἐρυσίπελάς τε καὶ
ἀπόστημα καὶ οἴδημα καὶ ἐμπύημα καὶ ἕλκος ἐξάρθρημά τε
καὶ κάταγμα καὶ σπάσμα καὶ ῥῆγμα καὶ κολόβωμα καὶ δοθιὴν
καὶ ἴονθος καὶ φῦμα· καίτοι καὶ τούτων αὐτῶν ἔνια τὰ μὲν
καὶ τὸν τόπον τοῦ σώματος,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 83, γρ. 11

ἀπόστημα καὶ οἴδημα καὶ ἐμπύημα καὶ ἕλκος ἐξάρθρημά τε


καὶ κάταγμα καὶ σπάσμα καὶ ῥῆγμα καὶ κολόβωμα καὶ δοθιὴν
καὶ ἴονθος καὶ φῦμα· καίτοι καὶ τούτων αὐτῶν ἔνια τὰ μὲν
καὶ τὸν τόπον τοῦ σώματος, ἤτοι τὸ πεπονθὸς μέρος ἐμφαί-
νειν ἔοικεν, ἔνια δὲ ἀπὸ τοῦ πλεονεκτοῦντος ὀνομάζεται συμ-
πτώματος· εἰ δ' ἄρα τι καὶ χωρὶς παρεμφάσεως ὀνομάζεται,
τάς γ' ἐν αὐτῷ διαφορὰς καὶ τοῦτο πολυειδεῖς ἔσχηκεν, οἷον
ἕλκος, εἰ καὶ μὴ συνεχείας ἦν ἡ λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, καὶ
ταύτῃ παραδηλοῦν ἐδόκει τὸν πεπονθότα τόπον, ἀλλ' αἵ γε
κατὰ μέρος αὐτοῦ διαφοραὶ ποικίλαι τοῖς ὀνόμασι, χειρώ-
νειον καὶ τηλέφιον καὶ καρκῖνος, ἕρπης τε καὶ φαγέδαινα, καὶ
πάνθ' ὅσα τοιαῦτα, τὰ μὲν ἀπὸ τῶν πρώτως ἰασαμένων, ὡς
τὸ χειρώνειον· ἔνια δ' ἀπὸ τῶν πεπονθότων, ὡς τὸ τηλέ-
φιον· ἀπὸ δὲ τῆς πρὸς τὸ ζῶον ὁμοιότητος ὁ καρκῖνος· ἡ
φαγέδαινα δ' ἀπὸ τοῦ συμπτώματος, ὥσπέρ γε καὶ οἱ ἕρπη-
τες. ἀλλ' ἡ μὲν φαγέδαινα πάντως ἐστὶν ἕλκος ἐσθιόμενον,
ἢ ἀναβιβρῶσκον, ἢ ὅπως ἂν ἐθέλῃ τις ὀνομάζειν· ὁ δ' ἕρ-
πης οὔθ' ἕλκος ἀεὶ, καὶ ὁπότε μεθ' ἑλκώσεως, οὐ κατέχων
τὴν ἀρχαίαν ἕδραν, ἐπινέμεται τὰ πλησίον, ἀλλ' ὥσπερ
τοὔνομα δηλοῖ, δίκην ἕρποντος θηρίου, καταλείπει μὲν τὰ
πρότερα, μετέρχεται δ' ἐφ' ἕτερα.

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 83, γρ. 14

καὶ τὸν τόπον τοῦ σώματος, ἤτοι τὸ πεπονθὸς μέρος ἐμφαί-


νειν ἔοικεν, ἔνια δὲ ἀπὸ τοῦ πλεονεκτοῦντος ὀνομάζεται συμ-
πτώματος· εἰ δ' ἄρα τι καὶ χωρὶς παρεμφάσεως ὀνομάζεται,
τάς γ' ἐν αὐτῷ διαφορὰς καὶ τοῦτο πολυειδεῖς ἔσχηκεν, οἷον
ἕλκος, εἰ καὶ μὴ συνεχείας ἦν ἡ λύσις ἐν σαρκώδει μορίῳ, καὶ
ταύτῃ παραδηλοῦν ἐδόκει τὸν πεπονθότα τόπον, ἀλλ' αἵ γε
82

κατὰ μέρος αὐτοῦ διαφοραὶ ποικίλαι τοῖς ὀνόμασι, χειρώ-


νειον καὶ τηλέφιον καὶ καρκῖνος, ἕρπης τε καὶ φαγέδαινα, καὶ
πάνθ' ὅσα τοιαῦτα, τὰ μὲν ἀπὸ τῶν πρώτως ἰασαμένων, ὡς
τὸ χειρώνειον· ἔνια δ' ἀπὸ τῶν πεπονθότων, ὡς τὸ τηλέ-
φιον· ἀπὸ δὲ τῆς πρὸς τὸ ζῶον ὁμοιότητος ὁ καρκῖνος· ἡ
φαγέδαινα δ' ἀπὸ τοῦ συμπτώματος, ὥσπέρ γε καὶ οἱ ἕρπη-
τες. ἀλλ' ἡ μὲν φαγέδαινα πάντως ἐστὶν ἕλκος ἐσθιόμενον,
ἢ ἀναβιβρῶσκον, ἢ ὅπως ἂν ἐθέλῃ τις ὀνομάζειν· ὁ δ' ἕρ-
πης οὔθ' ἕλκος ἀεὶ, καὶ ὁπότε μεθ' ἑλκώσεως, οὐ κατέχων
τὴν ἀρχαίαν ἕδραν, ἐπινέμεται τὰ πλησίον, ἀλλ' ὥσπερ
τοὔνομα δηλοῖ, δίκην ἕρποντος θηρίου, καταλείπει μὲν τὰ
πρότερα, μετέρχεται δ' ἐφ' ἕτερα. κοῖλον δ' ἕλκος καὶ ῥυπα-
ρὸν καὶ καθαρὸν, ὁμαλές τε καὶ ὑπερσαρκοῦν, οἰκειοτέρας
μὲν ἔσχηκε τὰς προσηγορίας, οὐ μὴν ὡσαύτως γε πάσας, ἀλλὰ
τὸ μὲν ὁμαλὲς ἀπὸ τῆς οἰκείας διαφορᾶς,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 222, γρ. 1

γούντων ἀγγείων, τοῦτο δὲ ἐπὶ τῶν κατὰ τὰς κεφαλὰς


τετρωμένων μυῶν· ἐπὶ μὲν γὰρ ἐξαρθρήματος ἅμα καὶ
ἕλκους οὐκ αὐτὸ ποιοῦμεν, ἀλλὰ μόνον οὐκ ἰώμεθα τὸ
γενόμενον. εἰρήσεται δὲ κᾀν τοῖς ἑξῆς ἔτι περὶ τούτων ἐπι-
μελέστερον.
Ἐν γὰρ τῷ παρόντι συγκεφαλαιώσασθαι
βούλομαι τὸν ἐνεστῶτα λόγον ἐπὶ τὰς οἰκείας διαφορὰς τῶν
ἑλκῶν ἐπανελθών· ἵν' εἴ τις κᾀντεῦθεν ἔνδειξις ἰαμάτων ἐστὶ,
μηδὲ ταύτην παραλίπωμεν. τὸ μὲν οὖν φλεγμαῖνον ἕλκος
καὶ τὸ σηπόμενον ἀναβιβρωσκόμενόν τε καὶ γαγγραινούμενον
ἐρυσιπελατῶδες τε καὶ καρκινῶδες ἀνώδυνόν τε καὶ ὀδυνῶ-
δες, τά τ' ἄλλα τοιαῦτα λέγουσιν ὡς διαφορὰς ἑλκῶν, εἰ μὲν
ἄλλως τις διέρχοιτο θεραπείαν ἐμπειρικὴν ἀναγράφων, οὐκ
ἀμφισβητητέον αὐτῷ διαφορὰς ἑλκῶν ὀνομάζοντι· μυριάκις
γὰρ εἴρηται τὸ μὴ δεῖν ὑπὲρ τῶν ὀνομάτων ἐρίζειν· εἰ δ'
ὡς ἐντεῦθεν μέλλων ἐρεῖν τι τεχνικὸν ὑπὲρ ἐνδείξεων, ἐπιδεικ-
τέον αὐτῷ τὰς μὲν εἰρημένας ἁπάσας διαθέσεις ὑπάρχειν
συνθέτους, ἄλλας δ' εἶναι διαφορὰς ἕλκους ἁπλοῦ καὶ μόνου,
χωρὶς ἑτέρας τινὸς ἐπιπεπλεγμένης αὐτῷ διαθέσεως. εἰ γὰρ
ἁπλῶς διαιρέσεως γενομένης ὑπό τινος ὀξέος τὸ σχῆμα τοῦ
τρώσαντος ἐναπομαχθείη τῷ διῃρημένῳ,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 976, γρ.
83

11

τινὰ συνεκτεινομένου τε καὶ παρατεινομένου τοῦ δέρματος,


εἰς ὅσον ἂν ὁ ὄγκος αἴρηται. οὕτως οὖν καὶ τὸ νῦν ἡμῖν
ἑρμηνευόμενον πάθος ἐνίοτε μὲν ἀμυδρὰ καὶ σμικρὰ τὰ συμ-
πτώματα καὶ λαθεῖν πως δυνάμενα τοὺς πολλοὺς ἐπιφέρει,
πολλάκις δ' οὕτως ἰσχυρὰ καὶ μεγάλα καὶ σαφῆ πᾶσιν,
ὡς μηδὲ παῖδα λαθεῖν. ἀλλὰ τό γε κοινὸν ἐν ἅπασι τοῖς
κατὰ μέρος ἐφ' ἑαυτὸ καλοῦν τὴν νόησιν ἕν γε νόσημα τὸ
τοιοῦτον ἐνδείκνυται καὶ προσηγορίαν μίαν ἐπ' αὐτῷ ἀναγ-
κάζει τίθεσθαι. μεγάλων μὲν οὖν ἁπάντων ὄντων οὐδεὶς
ἀμφισβητεῖ τῆς προσηγορίας, ἀλλ' ὀνομάζουσι συμφώνως τὸ
τοιοῦτον πάθημα καρκῖνον. ἀρχόμενον δ' ἔτι λανθάνειν
εἰκός ἐστι τοὺς πολλοὺς, ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὰ τῆς γῆς ἀνί-
σχοντα φυτά· καὶ γὰρ καὶ ταῦτα μόνοις τοῖς ἀγαθοῖς γεωρ-
γοῖς διαγινώσκεται. τίς οὖν ἥ τε κοινὴ καὶ ἰδία τῆς θεραπείας
ἔνδειξις ἐπὶ καρκίνου, καιρὸς ἤδη λέγειν. ἡ μὲν κοινὴ κενῶσαι
μὲν ἐν τῷ παραχρῆμα τὸν γεννῶντα τὸ πάθος χυμὸν, ὁμοίῳ
γένει κενώσεως τῇ τῶν ἄλλων ὄγκων ἔμπροσθεν εἰρημένῃ·
κωλῦσαι δὲ τοῦ λοιποῦ μάλιστα μὲν, εἰ οἷόν τε, μηδ' ἀθροί-
ζεσθαι κατὰ τὰς φλέβας τοιοῦτον χυμόν· εἰ δὲ μὴ, ἀλλὰ
κενοῦν τε πάντως αὐτὸν ἐκ διαλειμμάτων ἅμα καὶ τῷ
ῥωννύειν τὸ μόριον,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 976, γρ.
15

πολλάκις δ' οὕτως ἰσχυρὰ καὶ μεγάλα καὶ σαφῆ πᾶσιν,


ὡς μηδὲ παῖδα λαθεῖν. ἀλλὰ τό γε κοινὸν ἐν ἅπασι τοῖς
κατὰ μέρος ἐφ' ἑαυτὸ καλοῦν τὴν νόησιν ἕν γε νόσημα τὸ
τοιοῦτον ἐνδείκνυται καὶ προσηγορίαν μίαν ἐπ' αὐτῷ ἀναγ-
κάζει τίθεσθαι. μεγάλων μὲν οὖν ἁπάντων ὄντων οὐδεὶς
ἀμφισβητεῖ τῆς προσηγορίας, ἀλλ' ὀνομάζουσι συμφώνως τὸ
τοιοῦτον πάθημα καρκῖνον. ἀρχόμενον δ' ἔτι λανθάνειν
εἰκός ἐστι τοὺς πολλοὺς, ὥσπερ ἀμέλει καὶ τὰ τῆς γῆς ἀνί-
σχοντα φυτά· καὶ γὰρ καὶ ταῦτα μόνοις τοῖς ἀγαθοῖς γεωρ-
γοῖς διαγινώσκεται. τίς οὖν ἥ τε κοινὴ καὶ ἰδία τῆς θεραπείας
ἔνδειξις ἐπὶ καρκίνου, καιρὸς ἤδη λέγειν. ἡ μὲν κοινὴ κενῶσαι
μὲν ἐν τῷ παραχρῆμα τὸν γεννῶντα τὸ πάθος χυμὸν, ὁμοίῳ
γένει κενώσεως τῇ τῶν ἄλλων ὄγκων ἔμπροσθεν εἰρημένῃ·
κωλῦσαι δὲ τοῦ λοιποῦ μάλιστα μὲν, εἰ οἷόν τε, μηδ' ἀθροί-
ζεσθαι κατὰ τὰς φλέβας τοιοῦτον χυμόν· εἰ δὲ μὴ, ἀλλὰ
κενοῦν τε πάντως αὐτὸν ἐκ διαλειμμάτων ἅμα καὶ τῷ
84

ῥωννύειν τὸ μόριον, ἵνα μηδὲν φέρηται πρὸς αὐτὸ τῆς


τῶν χυμῶν περιουσίας. ὥσπερ οὖν τὸν πικρόχολον χυμὸν
ἐκκενοῦμεν, καθαίροντες φαρμάκῳ τοιοῦτον ἕλκειν ἐπιτη-
δείῳ χυμὸν, οὕτω καὶ τὸν μελαγχολικὸν ἐκκενώσομεν ἢ
διὰ τῶν ἁπλῶν τινος, οἷόν ἐστι τὸ ἐπίθυμον,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 979, γρ. 2

ταῖς δυνάμεσι φαρμάκων ἐστὶ χρεία, μήτε νικωμένων διὰ


τὴν ἀσθένειαν μήτε παχυνόντων ἰσχυρῶς τὸ αἷμα διὰ τὸ
σφοδρὸν τῆς ἐνεργείας, ἔτι δὲ πρὸς τούτοις ἀδήκτων παν-
τάπασιν· ἡ γὰρ κακοήθεια τοῦ πάθους ὑπὸ τῶν δακνόν-
των παροξύνεται καὶ ὥσπερ εἰώθασι λέγειν ἀγριοῦται. διὰ
τοῦτ' οὖν ὅσα σύμμετρα μέν ἐστι ταῖς δυνάμεσιν,
ἄδηκτα δὲ ταῖς ποιότησιν, ἁρμόττει τοῖς τοιούτοις πάθε-
σιν. εὐπορία δὲ τῆς ὕλης αὐτῶν, ὡς ἐν τοῖς περὶ φαρμά-
κων ὑπομνήμασι ἐδείχθη, διὰ τῶν κεκαυμένων καὶ πεπλυ-
μένων μεταλλικῶν ἐστι. τὰ μὲν γὰρ διὰ τούτων συγκείμενα
φάρμακα μεγάλως τοὺς ἀρχομένους καρκίνους ἅμα ταῖς
καθάρσεσιν ἰᾶσθαι δύναται· τοὺς μείζονας δ' ἱκανὸν αὐ-
τοῖς ἐστι κωλύειν αὐξηθῆναι. τούς γε μὴν ἰαθέντας, ὅπως
μηκέτι γεννηθῶσι προφυλάξασθαι, τῆς ὑγιεινῆς ἐστι πραγ-
ματείας ἔργον, ἧς μόριόν ἐστι καὶ ἡ περὶ τῶν ἐδεσμάτων.
εἴ γε μὴν ἐγχειρήσεις ποτὲ διὰ χειρουργίας ἰᾶσθαι
καρκῖνον, ἄρξαι μὲν κενοῦν ἀπὸ καθάρσεως τοῦ μελαγχο-
λικοῦ χυμοῦ. περικόψας δὲ πᾶν ἀκριβῶς τὸ πεπονθὸς, ὡς
μηδεμίαν ἀπολείπεσθαι ῥίζαν, ἔασον ἐκχυθῆναι τὸ αἷμα καὶ
μὴ ταχέως ἐπίσχῃς, ἀλλὰ καὶ θλῖβε τὰς πέριξ φλέβας,
ἐκπιέζων αὐτῶν τὸ παχὺ τοῦ αἵματος·

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xivΤόμ. 10, σε. 979, γρ. 8

ἄδηκτα δὲ ταῖς ποιότησιν, ἁρμόττει τοῖς τοιούτοις πάθε-


σιν. εὐπορία δὲ τῆς ὕλης αὐτῶν, ὡς ἐν τοῖς περὶ φαρμά-
κων ὑπομνήμασι ἐδείχθη, διὰ τῶν κεκαυμένων καὶ πεπλυ-
μένων μεταλλικῶν ἐστι. τὰ μὲν γὰρ διὰ τούτων συγκείμενα
φάρμακα μεγάλως τοὺς ἀρχομένους καρκίνους ἅμα ταῖς
καθάρσεσιν ἰᾶσθαι δύναται· τοὺς μείζονας δ' ἱκανὸν αὐ-
τοῖς ἐστι κωλύειν αὐξηθῆναι. τούς γε μὴν ἰαθέντας, ὅπως
μηκέτι γεννηθῶσι προφυλάξασθαι, τῆς ὑγιεινῆς ἐστι πραγ-
ματείας ἔργον, ἧς μόριόν ἐστι καὶ ἡ περὶ τῶν ἐδεσμάτων.
85

εἴ γε μὴν ἐγχειρήσεις ποτὲ διὰ χειρουργίας ἰᾶσθαι


καρκῖνον, ἄρξαι μὲν κενοῦν ἀπὸ καθάρσεως τοῦ μελαγχο-
λικοῦ χυμοῦ. περικόψας δὲ πᾶν ἀκριβῶς τὸ πεπονθὸς, ὡς
μηδεμίαν ἀπολείπεσθαι ῥίζαν, ἔασον ἐκχυθῆναι τὸ αἷμα καὶ
μὴ ταχέως ἐπίσχῃς, ἀλλὰ καὶ θλῖβε τὰς πέριξ φλέβας,
ἐκπιέζων αὐτῶν τὸ παχὺ τοῦ αἵματος· εἶτα θεράπευε τοῖς
ἄλλοις ἕλκεσι παραπλησίως.
Ἔστι γε μὴν καὶ ἄλλο πάθος ὑπὸ χυμοῦ
παχέος τε καὶ ζέοντος γινόμενον. ἄρχεται δὲ τὰ πολλὰ μὲν
ἀπὸ φλυκταίνης, ἐνίοτε δὲ καὶ χωρὶς ταύτης. ἀλλὰ κνᾶταί
γε πάντως ἐν ἀρχῇ τὸ μόριον· εἶτ' ἀνίσταται φλύκταινά τις,
ἧς ῥηγνυμένης ἕλκος ἐσχαρῶδες γίνεται.

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 984, γρ. 1

ρυγγα καὶ λάρυγγα, μείζων ἡ χρεία. καί τινες οὐδὲ ἀδένας


ὀνομάζουσι τοὺς τοιούτους, ἀλλ' ἀδενώδη σώματα πολὺ τῶν
ἄλλων ἀδένων ἀραιότερά τε καὶ σπογγοειδέστερα τὴν οὐσίαν
ὄντα· καὶ μέντοι καὶ καθήκουσιν εἰς τοὺς τοιούτους ἀδέ-
νας ἀρτηρίαι τε καὶ φλέβες αἰσθηταί. σκιῤῥωθέντας τε
θεραπευτέον αὐτοὺς ὡσαύτως τοῖς ἄλλοις ἅπασι μορίοις.
ὅσοι δ' ἐν ταῖς μεταξὺ χώραις τῶν ἀγγείων εἰσὶν, ἕτερος
ἐν τούτοις προσέρχεται σκοπὸς τῆς ἰάσεως· ἐν ᾧ συναιρεῖ-
ται τῷ πάθει τὸ μέρος. ἔστι δὲ καὶ αὐτὸς οὗτος διττὸς,
ἤτοι γ' ἐκκοπτόντων ἡμῶν σμίλῃ τὸ πεπονθὸς ὅλον, ὡς
ἐπὶ τῶν καρκίνων, ἢ σηπόντων φαρμάκοις. ἥτις δ' ἐστὶν
ἡ τῶν τοιούτων φαρμάκων ὕλη κατὰ τὰς περὶ τῶν φαρμά-
κων πραγματείας ἔχεις.
Ἐμοὶ δ' ἤδη καιρὸς ὑπὲρ τῶν ἄλλων ὄγκων
εἰπεῖν, ὧν πρῶτός ἐστι τὸ καλούμενον ἀπόστημα. διττὸν δὲ
καὶ τούτου τὸ γένος, ἓν μὲν ὅταν ἐκπυησάσης φλεγμονῆς
ἀθροισθῇ τὸ πῦον, οἷον ἐν κόλπῳ τινί· τὸ δ' ἕτερον ἄνευ
φλεγμονῆς προηγησαμένης ὑγροῦ τινος εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
ἄλλοτε μὲν ἄλλου κατ' εἶδος, ἀλλὰ πάντως γε μὴν δριμέος
ἀθροιζομένου κατά τι μόριον. ὑποδέρει δὲ τοῦτο τὰ περι-
κείμενα σώματα·

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 987, γρ. 9

ἐνδείκνυνται τὴν ἄρσιν, ὑπαγόμενοι κοινοτέρῳ σκοπῷ τῷ


κατὰ πάντων ἐκτεταμένῳ τῶν τοιούτων, ὅσα ταῖς οὐσίαις
ὅλαις ἐξέστηκε τοῦ κατὰ φύσιν, ὥσπερ ἐπὶ τῶν στεατωμάτων
86

καὶ ἀθερωμάτων ἔχει. τούτου δὲ γένους ἐστὶ καὶ ἡ καλου-


μένη μυρμηκία καὶ ἡ ἀκροχορδὼν, ὅ τ' ἐν τῇ κύστει λίθος
ὑπόχυμά τε καὶ ἡ τῆς μύλης κύησις, ἐπὶ γυναικῶν, ὀνομά-
ζουσι δ' οὕτω τὴν ἀδιάπλαστον σάρκα· πάντα γὰρ τὰ
τοιαῦτα τελέως ἐκκόψαι σπεύδομεν. ὧν δὲ καὶ ὁ πεπονθὼς
τόπος ἕν τι τῶν κατὰ φύσιν ἐστὶ μορίων, ὁ μὲν πρῶτος
σκοπὸς ἰᾶσθαι τὸ πάθος, ὁ δ' ἐπ' αὐτὸ δεύτερος, ὅταν
ἀνίατον ᾖ, συνεκκόψαι τῷ πάθει τὸ μέρος, ὡς ἐπὶ καρκίνου
τε καὶ τῶν ἀθεραπεύτων ἁπάντων ἑλκῶν. ἔμπαλιν δ' ὡς
ἐπὶ τῶν ὑποχυμάτων ἀποπίπτοντες τοῦ πρώτου σκοποῦ
πρὸς ἕτερον ἄγομεν αὐτὰ τόπον ἀκυρώτερον. ἔνιοι δὲ καὶ
ταῦτα κενοῦν ἐπεχείρησαν, ὡς ἐν τοῖς χειρουργουμένοις ἐρῶ.
νυνὶ δ' ἀρκέσει τοσοῦτον εἰπεῖν, ὡς τὸ κατὰ τὰς ὑδροκή-
λας ὑγρὸν ἀλλότριόν ἐστι τῆς τοῦ σώματος οὐσίας ὅλῃ τῇ
φύσει· καὶ τὸ κατὰ τοὺς ἀσκίτας ὑδέρους ὕδωρ. ὧν ἡ κένω-
σις ἤτοι διὰ φαρμάκων γίγνεται διαφορητικῶν ἢ διὰ
χειρουργίας· ἐπὶ μὲν τῆς ὑδροκήλης διὰ καθέσεως σίφωνος,
ἐπὶ δὲ τῶν ὑδέρων διὰ παρακεντήσεως.

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 1006, γρ.
6

καὶ δι' αὐτοῦ τοῦ δέρματος ἄχρι τῆς ἐπιδερμίδος, ἣν μό-


νην ἀναβιβρώσκει τε καὶ διεσθίει τῷ στέγεσθαί τι πρὸς
αὐτῆς· ὡς εἴ γε καὶ ταύτην διεξείη τοῖς ἱδρῶσιν ὁμοίως,
οὐκ ἂν ἕλκος εἰργάσατο. κοινὸν γὰρ δὴ τοῦτο τοῖς
γιγνομένοις ἐκ χυμοῦ δακνώδους ἕλκεσιν, ἅπερ αὐτόματα
ἕλκη προσαγορεύουσιν, ἴσχεσθαί τε καὶ βραδύνειν ἐν τῇ
διεξόδῳ τὸν ἐργαζόμενον αὐτὰ χυμόν. τῷ δ' ἧττον καὶ μᾶλ-
λον ἕτερον ἑτέρου χυμὸν ἤτοι λεπτὸν ἢ παχὺν ὑπάρχειν αἱ
κατὰ τὸ βάθος ἐν τοῖς ἕλκεσιν γίνονται διαφοραί. τούτου
τοῦ γένους ἐστὶ καὶ ἡ φαγέδαινα καὶ οἱ ἡλκωμένοι τῶν καρκί-
νων. ἐφ' ὧν ἁπάντων ἡ μὲν κοινὴ θεραπεία κωλύσαντα τὸν
ἐπιῤῥέοντα χυμὸν ἰᾶσθαι τὸ ἕλκος· ἡ δ' ἰδία καθ' ἕκαστον
ἔκ τε τῆς τοῦ μορίου φύσεως εὑρίσκεται καὶ τῆς ἰδέας τε καὶ
ποσότητος τοῦ χυμοῦ. λεπτότατος μὲν οὖν ἐν τοῖς τοιούτοις
χυμοῖς ἐστιν ὁ τὸν ἑλκούμενον ἕρπητα γεννῶν· παχύτατος
δὲ ὁ τὸν καρκίνον· ἐφεξῆς δὲ τούτων κατά γε τὸ πάχος ὁ
τὰς φαγεδαίνας ὀνομαζομένας. ὧν ἰδέαι τινές εἰσι τά τε
χειρώνια καὶ τηλέφια καλούμενα. καὶ ἤδη τινὲς ἄλλαι τοιαίδε
προσηγορίαι γεγόνασιν, ἄχρηστοί τε καὶ περίεργοι· πρὸς
87

γάρ τοι τὴν θεραπείαν ἐπίστασθαι χρὴ τό τε πλῆθος τοῦ


χυμοῦ καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν σύστασιν,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 1006, γρ.
11

ἕλκη προσαγορεύουσιν, ἴσχεσθαί τε καὶ βραδύνειν ἐν τῇ


διεξόδῳ τὸν ἐργαζόμενον αὐτὰ χυμόν. τῷ δ' ἧττον καὶ μᾶλ-
λον ἕτερον ἑτέρου χυμὸν ἤτοι λεπτὸν ἢ παχὺν ὑπάρχειν αἱ
κατὰ τὸ βάθος ἐν τοῖς ἕλκεσιν γίνονται διαφοραί. τούτου
τοῦ γένους ἐστὶ καὶ ἡ φαγέδαινα καὶ οἱ ἡλκωμένοι τῶν καρκί-
νων. ἐφ' ὧν ἁπάντων ἡ μὲν κοινὴ θεραπεία κωλύσαντα τὸν
ἐπιῤῥέοντα χυμὸν ἰᾶσθαι τὸ ἕλκος· ἡ δ' ἰδία καθ' ἕκαστον
ἔκ τε τῆς τοῦ μορίου φύσεως εὑρίσκεται καὶ τῆς ἰδέας τε καὶ
ποσότητος τοῦ χυμοῦ. λεπτότατος μὲν οὖν ἐν τοῖς τοιούτοις
χυμοῖς ἐστιν ὁ τὸν ἑλκούμενον ἕρπητα γεννῶν· παχύτατος
δὲ ὁ τὸν καρκίνον· ἐφεξῆς δὲ τούτων κατά γε τὸ πάχος ὁ
τὰς φαγεδαίνας ὀνομαζομένας. ὧν ἰδέαι τινές εἰσι τά τε
χειρώνια καὶ τηλέφια καλούμενα. καὶ ἤδη τινὲς ἄλλαι τοιαίδε
προσηγορίαι γεγόνασιν, ἄχρηστοί τε καὶ περίεργοι· πρὸς
γάρ τοι τὴν θεραπείαν ἐπίστασθαι χρὴ τό τε πλῆθος τοῦ
χυμοῦ καὶ τὴν δύναμιν καὶ τὴν σύστασιν, οἷον εὐθέως ἐπὶ
τῶν ἑρπήτων, ἐπειδὴ λεπτός ἐστιν ὁ χυμὸς, ἐκ τοῦ γένους ὢν
δηλονότι τῆς ξανθῆς χολῆς, ὅταν ἀναδείρῃ τὴν ἐπιδερμίδα
διαφορηθεὶς, ἐπιτρέπει συνουλωθῆναι τῷ ἕλκει. ἐὰν μὲν οὖν
φθάσῃ τις ἐκκαθάρας τὸ σύμπαν σῶμα, μετὰ τοῦ τοῖς ἀνα-
στέλλουσί τε καὶ ἀποκρουομένοις τοὺς ἐπιῤῥέοντας

Γαληνός ιατρός Ad Glauconem de medendi methodo libri ii (0057:


067)
“Claudii Galeni opera omnia, vol. 11”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:
Knobloch, 1826, Repr. 1965.Τόμ. 11, σε. 139, γρ. 4

διαπυΐσκει. καὶ ἄρτος δὲ μετὰ σελίνου λειωθεὶς ἢ ὠκίμου


περιῤῥήσσει καὶ χωρίζει τὰς ἐσχάρας ἀπὸ τῶν ὑγιεινῶν.
τῶν δ' ἁπλῶν φαρμάκων μετὰ μέλιτος ἴρις ἢ ῥίζα πά-
νακος ἢ ἀριστολοχίας ἢ ἀκόρου. ἐπὶ δὲ τῶν μαλακῶν σω-
μάτων ἀρκεῖ καὶ τὸ τῶν ὀρόβων ἄλευρον μετὰ μέλιτος ἢ
λιβανωτοῦ. ὁμοίως δὲ ἀφαιρεῖ τὰς ἐσχάρας καὶ τὸ τοῦ Μα-
χαιρίωνος φάρμακον καὶ ἡ Ἴσις ἔμμοτα μετὰ μέλιτος. ὅταν
δὲ ἐκπέσωσιν αἱ ἐσχάραι, καὶ διὰ τῶν ἐπιτυχόντων φαρμά-
88

κων σαρκοῦνται τὰ τοιαῦτα τῶν ἑλκῶν.


Ἐπεὶ δὲ καὶ περὶ τούτων εἴρηται μετρίως,
περὶ τῶν καρκινωδῶν ἑξῆς ἂν εἴη ὄγκων εἰπεῖν, γινομένων
ἐν ἅπασι τοῖς μορίοις, μάλιστα δὲ τοῖς τιτθοῖς τῶν γυναι-
κῶν, ὅσαι μηκέτι καθαίρονται τὴν κατὰ φύσιν κάθαρσιν·
ἥτις ὅταν ὡς χρὴ γένηται, τελέως ἄνοσος ἡ γυνὴ διατελεῖ.
πάντες οὖν οἱ τοιοῦτοι παρὰ φύσιν ὄγκοι τὴν γένεσιν ἐκ
μελαγχολικοῦ περιττώματος ἴσχουσι, ὑπὲρ οὗ λέλεκται καὶ
ἐν τοῖς κατὰ φυσικῶν δυνάμεων ὑπομνήμασι, γεννᾶσθαι μὲν
ἡμῶν δειξάντων ἐν ἥπατι κατὰ τὴν ἐξαιμάτωσιν ἀνάλογον
τῇ κατὰ τὸν οἶνον τρυγὶ, καθαίρεσθαι δὲ διὰ τοῦ σπληνός.
ἐκ γὰρ τοῦ τοιούτου χυμοῦ τρέφεσθαι πέφυκεν. ὅταν οὖν ἡ
φυσικὴ κρᾶσις τοῦ ζώου τὸν χυμὸν τοῦτον ὀλίγον ᾖ γεννῶσα

Γαληνός ιατρός Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Τόμ. 11,


σε. 141, γρ. 1

καὶ αὐτῶν ἀποκριτικὴν τῶν ἀλλοτρίων δύναμιν, ὥσπερ καὶ


τἄλλα πάντα δι' αἱμοῤῥοΐδος ἐκκρίνεται· πολλάκις δὲ εἰς
κιρσοὺς κατασκήπτει, καὶ ποτὲ εἰς τὸ δέρμα πᾶν ὠθεῖται,
καὶ τοῦτό ἐστι γένεσις τοῦ πάθους, ὃ καλοῦσιν ἐλέ-
φαντα. γίνεταί γε μὴν ἐνίοτε καὶ εἰς ἄλλα μόρια τοῦ σώματος,
ἅπερ ἂν ᾖ πάντων ἀσθενέστατα, φορὰ τοῦ τοιούτου χυμοῦ,
καὶ φαίνονταί γε σαφῶς αἱ κατὰ τὸ μόριον ἐκεῖνο φλέβες
μεσταὶ αἵματος μέλανός τε καὶ παχέος. καὶ ὅσον δ' ἂν ᾖ
παχύτερόν τε καὶ μελάντερον, τοσοῦτον χεῖρόν ἐστι τὸ πάθος.
ἐπὶ δὲ τῶν τιτθῶν εἴδομεν πολλάκις ἀκριβῶς ὄγκον ὅμοιον
καρκίνῳ ζώῳ. καθάπερ γὰρ ἐπ' ἐκείνου πόδες ἑκατέρωθέν
εἰσι τοῦ σώματος, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ πάθους αἱ φλεβὲς
ἀποτεταμέναι τοῦ παρὰ φύσιν ὄγκου τὸ σχῆμα καρκίνῳ παρα-
πλήσιον ἐργάζονται. τοῦτο τὸ πάθος ἀρχόμενον μὲν ἰασάμεθα
πολλάκις, εἰς μέγεθος δὲ ἀξιόλογον ἀρθὲν ἄνευ χειρουργίας
οὐδεὶς ἰάσατο. πάσης μὲν οὖν χειρουργίας ἐκκοπτούσης ὄγκον
παρὰ φύσιν ὁ σκοπός ἐστιν ἐν κύκλῳ πάντα τὸν ὄγκον
περικόψαι, καθ' ἃ τῷ κατὰ φύσιν ἔχοντι πλησιάζει. διὰ δὲ
τὸ μεγέθος τῶν ἀγγείων, καὶ μάλισθ' ὅταν ἀρτηρίαι τύχωσιν
οὖσαι, παραχρῆμά τε κίνδυνος αἱμοῤῥαγίας γίνεται βρόχοις
τε διαλαμβανόντων αὐτὰς συμπάθειαι ἕπονται. Σημείωσή μος. Η λεξη-
έννοια συμπάθεια από επιστήμονες σχετίζεται με την λέξη μετάσταση
.
89

Γαληνός ιατρός Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Τόμ. 11,


σε. 141, γρ. 3

κιρσοὺς κατασκήπτει, καὶ ποτὲ εἰς τὸ δέρμα πᾶν ὠθεῖται,


καὶ τοῦτό ἐστι γένεσις τοῦ πάθους, ὃ καλοῦσιν ἐλέ-
φαντα. γίνεταί γε μὴν ἐνίοτε καὶ εἰς ἄλλα μόρια τοῦ σώματος,
ἅπερ ἂν ᾖ πάντων ἀσθενέστατα, φορὰ τοῦ τοιούτου χυμοῦ,
καὶ φαίνονταί γε σαφῶς αἱ κατὰ τὸ μόριον ἐκεῖνο φλέβες
μεσταὶ αἵματος μέλανός τε καὶ παχέος. καὶ ὅσον δ' ἂν ᾖ
παχύτερόν τε καὶ μελάντερον, τοσοῦτον χεῖρόν ἐστι τὸ πάθος.
ἐπὶ δὲ τῶν τιτθῶν εἴδομεν πολλάκις ἀκριβῶς ὄγκον ὅμοιον
καρκίνῳ ζώῳ. καθάπερ γὰρ ἐπ' ἐκείνου πόδες ἑκατέρωθέν
εἰσι τοῦ σώματος, οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦδε τοῦ πάθους αἱ φλεβὲς
ἀποτεταμέναι τοῦ παρὰ φύσιν ὄγκου τὸ σχῆμα καρκίνῳ παρα-
πλήσιον ἐργάζονται. τοῦτο τὸ πάθος ἀρχόμενον μὲν ἰασάμεθα
πολλάκις, εἰς μέγεθος δὲ ἀξιόλογον ἀρθὲν ἄνευ χειρουργίας
οὐδεὶς ἰάσατο. πάσης μὲν οὖν χειρουργίας ἐκκοπτούσης ὄγκον
παρὰ φύσιν ὁ σκοπός ἐστιν ἐν κύκλῳ πάντα τὸν ὄγκον
περικόψαι, καθ' ἃ τῷ κατὰ φύσιν ἔχοντι πλησιάζει. διὰ δὲ
τὸ μεγέθος τῶν ἀγγείων, καὶ μάλισθ' ὅταν ἀρτηρίαι τύχωσιν
οὖσαι, παραχρῆμά τε κίνδυνος αἱμοῤῥαγίας γίνεται βρόχοις
τε διαλαμβανόντων αὐτὰς συμπάθειαι ἕπονται. ἐὰν δὲ καὶ
καῦσαι τὰς ῥίζας αὐτοῦ πάθους προελώμεθα, καὶ κατὰ τοῦτο
κίνδυνος οὐ μικρὸς, ὅταν ἐγγὺς καιρίων μορίων ἡ καῦσις

Γαληνός ιατρός Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Τόμ. 11,


σε. 142, γρ. 16

σπανιώτατα τοῦτο τὸ πάθος ὦπται γινόμενον. καὶ παρά


γε τοῖς γαλακτοπόταις Σκύθαις σχεδὸν οὐδέποτε φαίνεται
γινόμενον. ἀλλ' ἐν Ἀλεξανδρείᾳ παμπόλλη ἡ γένεσις αὐτοῦ
διὰ τὴν δίαιτάν ἐστιν· ἀθάραν γὰρ ἐσθίουσι καὶ φακὴν
καὶ κοχλίας καὶ ταρίχη πολλά· τινὲς δὲ καὶ ὄνεια κρέα
καὶ ἄλλα τοιαῦτα παχὺν καὶ μελαγχολικὸν γεννῶντα χυ-
μόν. ἅτε δὲ θερμοῦ τοῦ περιέχοντος ὄντος καὶ ἡ ῥοπὴ
τῆς φορᾶς αὐτῶν πρὸς τὸ δέρμα γίνεται. τούτῳ μὲν οὖν
τῷ πάθει συμφέρουσιν αἱ εἰρημέναι καθάρσεις. ἐὰν δὲ τὰ
τῆς ἡλικίας καὶ τὰ τῆς δυνάμεως ἐπιτρέπῃ, φλεβοτομεῖν
πρότερον. ἐπὶ δὲ τῶν καρκίνων οὐκ ἀνάρμοστον μὲν οὐδ'
ἐπὶ τούτων, ἢν μηδὲν κωλύῃ, φλεβοτομεῖν· ἐφεξῆς δὲ κα-
90

θαίρειν· καὶ εἰ μὲν γυναῖκες εἶεν, ἔμμηνα κινεῖν αὐταῖς,


ἐάν γε δηλονότι μηδέπω πεντηκοστὸν ἔτος ἄγωσι. κατὰ δὲ
τοῦ πεπονθότος μορίου χυλὸς ἐπικείσθω στρύχνου, κάλλι-
στον γὰρ τοῦτο φάρμακον εἰς τὰ τοιαῦτα. μὴ βουλομένου
δὲ τοῦ θεραπευομένου φάρμακον οὕτως ὑγρὸν ἐπιβαλέ-
σθαι, καὶ μάλισθ' ὅταν προέρχεσθαί τε τῆς οἰκίας καὶ τὰ
συνήθη πράττειν ἀναγκάζηται, τὸ διὰ πομφόλυγος ἐπι-
βλητέον, ᾧ καὶ πρὸς τοὺς ἡλκωμένους καρκίνους οἶσθα
χρώμενόν με·

Γαληνός ιατρός Ad Glauconem de medendi methodo libri ii Τόμ. 11,


σε. 143, γρ. 7

τῆς ἡλικίας καὶ τὰ τῆς δυνάμεως ἐπιτρέπῃ, φλεβοτομεῖν


πρότερον. ἐπὶ δὲ τῶν καρκίνων οὐκ ἀνάρμοστον μὲν οὐδ'
ἐπὶ τούτων, ἢν μηδὲν κωλύῃ, φλεβοτομεῖν· ἐφεξῆς δὲ κα-
θαίρειν· καὶ εἰ μὲν γυναῖκες εἶεν, ἔμμηνα κινεῖν αὐταῖς,
ἐάν γε δηλονότι μηδέπω πεντηκοστὸν ἔτος ἄγωσι. κατὰ δὲ
τοῦ πεπονθότος μορίου χυλὸς ἐπικείσθω στρύχνου, κάλλι-
στον γὰρ τοῦτο φάρμακον εἰς τὰ τοιαῦτα. μὴ βουλομένου
δὲ τοῦ θεραπευομένου φάρμακον οὕτως ὑγρὸν ἐπιβαλέ-
σθαι, καὶ μάλισθ' ὅταν προέρχεσθαί τε τῆς οἰκίας καὶ τὰ
συνήθη πράττειν ἀναγκάζηται, τὸ διὰ πομφόλυγος ἐπι-
βλητέον, ᾧ καὶ πρὸς τοὺς ἡλκωμένους καρκίνους οἶσθα
χρώμενόν με· καὶ τούτου μὴ παρόντος τῷ διὰ χαλκίτεως
ἡμετέρῳ φαρμάκῳ. κατὰ δὲ τὴν δίαιταν ἐν χυλῷ πτισά-
νης πλεοναστέον καὶ γάλακτος ὀῤῥῷ καὶ λαχάνοις, μαλάχῃ
καὶ ἀτραφάξει καὶ βλίτῳ, καὶ κατὰ καιρὸν ἐν ᾧ εἰσιν αἱ
κολοκύνθαι, ταύταις χρηστέον. ἰχθύων δὲ τοῖς πε-
τραίοις καὶ ὄρνισι πᾶσι, πλὴν ἑλείων. ἐπὶ δὲ τῶν ἐλε-
φαντιώντων ἡ τῶν ἐχιδνῶν ἐδωδὴ θαυμάσιόν ἐστι φάρ-
μακον. χρὴ δὲ ἐσθίειν αὐτὰς οὕτω σκευάζοντας ὡς
τοὺς θηριοτρόφους καὶ ἀσπιδοτρόφους Μάρσους ἐθεάσω,
πρῶτον μὲν ἀποκοπτομένης τῆς οὐρᾶς καὶ τῆς κεφαλῆς

Γαληνός ιατρός De purgantium medicamentorum facultate


“Galeni de purgantium medicamentorum facultate”, Ed. Ehlert, J., 1959;
Diss. Göttingen.Kühn τόμ. 11, σε. 341, γρ. 2

τὰς κοινὰς ἐννοίας προσαπολλύουσι τῇ φιλονεικίᾳ. κἄπειτ'


ἐπιπηδῶσι μὲν ἡμῖν ὡς διασπασόμενοι, τοῖς δ' ἐπ' αὐτῶν τῶν
ἔργων ἐλέγχοις ἄχθονται. δίκαιον δ' ἦν ὡς ἡμεῖς ἐκείνους
91

ἐπηρεάζοντας ὑπὲρ ὧν οὐκ ἴσασιν Ἱπποκράτην φέρομέν τε


καὶ πείθειν ἐπιχειροῦμεν, οὕτω καὶ αὐτοὺς ὑπομένειν τοὺς
ἐλέγχους καὶ μάλιστα μέν, εἰ οἷόν τε, στέργειν τοὺς δι-
δάξαντας, εἰ δὲ μή, ἀλλὰ μὴ μισεῖν γε πάντως.
ἀκούσας γοῦν τις τῶν ἀπὸ τῆς τοιαύτης ἐμπληξίας ἰατρῶν,
ὡς ἐγὼ παμπόλλους ἐθεράπευσα μόνῃ καθάρσει τούτων δὴ τῶν
τὰς καλουμένας ἀλωπεκίας ἐχόντων, τοὐντεῦθεν ἤρξατο μι-
σεῖν με· καί τις ἄλλος, ὅτι καρκινώδεις διαθέσεις ἀρχομέ-
νας τούς τε καλουμένους ἐλέφαντας καὶ φαγεδαίνας ἄλλα τε
πολλὰ τῶν κακοήθων ἑλκῶν, ὁμοίως ἐμίσησεν· ἄλλος δέ, ὅτι
σκοτωματικοὺς ἐθεράπευσα καθάρσεσι μόναις, ἄλλος δέ, ὅτι
μανιώδεις ἐπιλήπτους τε καὶ μελαγχολικοὺς ἔτι τε κεφαλαί-
ᾳ κάμνοντας οὐκ ὀλίγους ἐξιασάμην καθάρσεσι μόναις, ὥσπερ
γε καὶ ἰσχιαδικούς. οὕτω δὲ καὶ ἀλγήματα χρόνια κατὰ πολ-
λοὺς τόπους ἐμπεπαρμένα καὶ τοῦτον δὴ τὸν ἔναγχος ὡς κω-
λικὸν ἤδη τριῶν μηνῶν ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θεραπευόμενον ἐπὶ
τὸ χεῖρον προιόντα πάντ' ἀπορρῖψαι κελεύσας ἑκεῖνα καθάρ-
σεσι μόναις ἰασάμην.

Γαληνός ιατρός Quos quibus catharticis medicamentis et quando


purgare oporteat (ap. Oribasium) (0057: 073)“Oribasii collectionum
medicarum reliquiae”, Ed. Raeder, J.Leipzig: Teubner, 1928; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 6.1.1.
Βι. 7, κεφ. 23, τμ. 7, γρ. 2

μένην καὶ μήπω περὶ τοῖς ἄρθροις εἰργασμένην πώρους ἐκ τῆς τοι-
αύτης κενώσεως ἐτῶν ἤδη πολλῶν ἐκωλύσαμεν γίνεσθαι. κατὰ δὲ τὸν
αὐτὸν τρόπον ἀποπληξίαν, ἐπιληψίαν, μελαγχολίαν, ἄλλα τοιαῦτα χρό-
νια πάθη διὰ τῆς εἰρημένης κενώσεως ἐπὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἐπαύ-
σαμεν. ἐνίοις μὲν οὖν συμφέρει κενοῦσθαι τοὺς φλεγματώδεις χυμούς,
ἐνίοις δὲ τοὺς πικροχόλους, ἐνίοις δὲ τοὺς μελαγχολικούς, ἐνίοις δ'
ὀρῶδες περίττωμα κατὰ τὴν τῶν εἰθισμένων αὐτοῖς γίνεσθαι παθῶν
οὐσίαν. αὐτίκα μελαγχολίᾳ τις ἁλίσκεται καθ' ἕκαστον ἔτος, εἰ μὴ
καθαρθείη, καὶ καθαίρω γε αὐτὸν οὐκ ἦρος μόνον, ἀλλὰ καὶ φθινο-
πώρου. οὕτως δὲ καὶ γυναῖκά τινα καθ' ἕκαστον ἔτος εἰσβάλλοντος
ἦρος ὁμοίως κενῶ, καρκινώδη διάθεσιν ἐν μαστῷ ἔχουσαν, ἣν ἰασάμην
ἰσχυρῶς κενώσας διὰ φαρμάκου καθαίροντος μέλαιναν, καὶ εἰ παρα-
λειφθείη ποτὲ ἡ κάθαρσις, ὀδύνη διὰ βάθους αὐτῇ γίνεται. ἐλέφαντα
δ' ἀρχόμενον ἑτέρῳ τὰ μὲν πρῶτα διά τε φλεβοτομίας καὶ καθάρσεως
ἰασάμην· ἑκάστου δ' ἔτους αὖθις ἀρκεῖ καὶ τούτῳ μία κάθαρσις· ἐκ-
λειφθείσης δ' αὐτῆς, αὐτίκα τὸ πάθος ἐπισημαίνει. τὰ μὲν οὖν τοι-
92

αῦτα νοσήματα καθάρσεως χρῄζει μελάνων χυμῶν, ἐπιληπτικὰ δὲ καὶ


ἀποπληκτικὰ καὶ ἀσθματικὰ τῶν φλεγματωδῶν, ἀρθριτικὰ δὲ τὰ μὲν
ἅμα θερμασίᾳ πολλῇ τῶν πικροχόλων, τὰ δὲ σὺν ὄγκοις ψυχροῖς τῶν
φλεγματικῶν. ἄλλος δέ τις ὥρᾳ θέρους αἰεὶ τριταίοις ἁλισκόμενος
πυρετοῖς ἤδη πολλῶν ἐτῶν οὐκ ἐπύρεξε,

Γαληνός ιατρός Quos quibus catharticis medicamentis et quando purgare


oporteat (ap. Oribasium) Βι. 7, κεφ. 23, τμ. 24, γρ. 2

κοιλίας καθάρσεις· οἱ δ' ἀήθεις οὐκ ἄνευ κινδύνου, καὶ μᾶλλον ἐπ'
ἐλλεβόρου. καὶ τὸ τοῦ νοσήματος δ' εἶδος σκοπεῖσθαι προσῆκεν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τοῦ λευκοφλεγματίου ὑδέρου φλέγματος ἀγωγῷ χρησόμεθα
φαρμάκῳ, πρότερον μὲν διὰ τῆς κάτω γαστρός, εἶτα δι' ἐμέτων, εἶτα
δι' ἀποφλεγματισμῶν· δι' ὅλου γὰρ τοῦ σώματος ἐκτεταμένου τοῦ
πλεονάζοντος, ἁπάσας κενώσεις παραληψόμεθα. ἀσκίτου δ' ὄντος τοῦ
ὑδέρου, τῶν ὑδραγωγῶν τι δώσομεν φαρμάκων, ὥσπερ γε κἀπὶ τῶν
ἰκτερικῶν τῶν χολαγωγῶν· ἐκκαθαίρειν γὰρ χρὴ καὶ τούτων πολυειδῶς
τὴν χολὴν ἄνω τε καὶ κάτω καὶ δι' οὔρων καὶ δι' ὑπερῴας καὶ διὰ
ῥινῶν. οὕτως δὲ κἂν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμός, ὡς ἐν μελαγ-
χολίᾳ καὶ καρκίνῳ καὶ ἐλέφαντι, τὸ τῆς μελαίνης χολῆς κενωτικὸν
φάρμακον δίδομεν· ἐπιληψίαν δὲ φλεγμαγωγοῖς καθαίρομεν, ἐξ ὧν
δῆλον ὡς ἡ κατάστασις τῆς νόσου καὶ τὸν κενωθησόμενον δηλοῖ χυμὸν
καὶ τὸν τόπον, δι' οὗ χρὴ κενοῦν αὐτόν. ἀμέλει καὶ τῶν κατὰ τὸ
ἧπαρ φλεγμαινόντων, ὅταν πεφθῶσι, τὴν ἀποκάθαρσιν ποιούμεθα διὰ
μὲν τῆς κάτω γαστρός, ὅταν ἐν τοῖς σιμοῖς αὐτοῦ γένηται τὸ πάθημα,
δι' οὔρων δέ, ὅταν ἐν τοῖς κυρτοῖς. οὕτως δὲ κἀπὶ τῶν ἄλλων ἐπι-
σκέψῃ τόν τε πλεονάζοντα χυμὸν καὶ τὸν πεπονθότα τόπον, ἐξ οὗ
καθάπερ ἑστίας τινὸς ὁρμᾶται τὸ νόσημα· ταῦτα γάρ σοι καὶ τὸν
κενωθησόμενον ἐνδείξεται χυμὸν καὶ τὸν τρόπον τῆς κενώσεως καὶ

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi (0057: 075)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 11–
12”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1826, Repr. 1965.Τόμ. 11, σε. 737, γρ. 9

σώμασι δύο μόνοι, χολὴ μέλαινα καὶ τὸ ὑπερξηρανθὲν φλέ-


γμα. καὶ διὰ τοῦτο καὶ οἱ σκιῤῥώδεις ὄγκοι πάντως ἢ φλε-
γματικοὶ τὴν οὐσίαν εἰσὶν, ἢ μελαγχολικοὶ, ἢ ἐξ ἀμφοῖν μι-
κτοί. περὶ μὲν δὴ τῆς διαγνώσεως αὐτῶν οὐ τοῦ παρόντος
καιροῦ διελθεῖν· περὶ δὲ τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων ἤδη
μοι λέγειν καιρὸς, ὡς ἰδίως ὀνομάζουσι μαλακτικὰ
93

τὰ τῶν γεγονότων ὑπὸ φλέγματος ἐξηρασμένου καὶ παχέος


χυλοῦ ὄγκων σκιῤῥωδῶν ἰατικά. συνίστανται δ' οὗτοι μά-
λιστα περί τε τὰς κεφαλὰς τῶν μυῶν καὶ τοὺς ἐκφυομέ-
νους αὐτῶν τένοντας. ὅσα μὲν γὰρ ὑπὸ μελαγχολικοῦ σκιῤ-
ῥοῦται χυλοῦ, καρκινώδη τε πάντα ἐστὶν καὶ παροξύνονται
ὑπὸ τῶν μαλακτικῶν φαρμάκων. ἀλλὰ τούτων μὲν ὅπως
χρὴ μεμνῆσθαι, διὰ τῶν τῆς θεραπευτικῆς μεθόδου λεχθή-
σεται γραμμάτων· ὅσα δ' ὑπὸ γλίσχρου καὶ παχέος χυμοῦ
παγέντος ἐσκιῤῥώθη, θερμαινόντων μὲν δεῖται καὶ ξηραι-
νόντων φαρμάκων, οὐ μὴν ἰσχυρῶν τε καὶ βιαίων, ἀλλ' ἀρ-
κεῖ τῆς δευτέρας μὲν ἢ καὶ τῆς τρίτης ἐνίοτε τάξεως τῶν
θερμαινόντων, τῆς πρώτης δ' εἶναι τῶν ξηραινόντων αὐτά.
πλάτους δ' ὑπάρχοντος οὐ μικροῦ κατὰ τὸ μᾶλλόν τε καὶ
ἧττον ἐν τοῖς ἐσκληρυμμένοις σώμασιν ἀνάγκη δήπου καὶ
τῶν ἰωμένων αὐτὰ φαρμάκων οὐκ ὀλίγον εἶναι τὸ πλάτος,

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, σε. 818, γρ. 8

φύματα καὶ παρωτίδας ἰᾶται. ἔχει δέ τι καὶ φυσῶδες, ᾧ


καὶ πρὸς τὰς συνουσίας ὁρμὰς ἐπεγείρει, καὶ μάλισθ' ὅταν
μετὰ γλυκέος πίνηται τὸ σπέρμα. ὅτι δ' οὐ θερμαίνει μὲν
σφοδρῶς, λεπτομερὲς δὲ ἱκανῶς ἐστιν, ἥ τε τῶν ἐν θώρακί
τε καὶ πνεύμονι παχέων καὶ γλίσχρων χυμῶν ἀναγωγὴ μαρ-
τυρεῖ καὶ τὸ κνεῖσθαι τὰ μόρια τοῦ σώματος ὧν προς-
ψαύσῃ. τὸ δὲ πνευματῶδες, οὗ μετέχειν εἴρηται, πεττομένης
αὐτῆς γεννᾶται. οὐ γάρ ἐστιν ἐνεργείᾳ πνευματῶδες, ἀλλὰ
δυνάμει. κοιλίαν δὲ ὑπάγει μετρίως αὐτῷ μόνῳ τῷ ῥύπτειν
καὶ οἷον γαργαλίζειν, οὐ τῷ καθαίρειν. καὶ τὰ γαγγραινώδη
καὶ τὰ καρκινώδη καὶ ὅλως ὅσα ξηρανθῆναι δεῖται χωρὶς
τοῦ δάκνεσθαι προσηκόντως ἰᾶται, λεπτομερὴς μὲν ὑπάρ-
χουσα καὶ ξηρὰ τὴν κρᾶσιν, οὐ μὴν εἰς τοσοῦτόν γε μετέ-
χουσα θερμότητος ὡς ἤδη δάκνειν.
[ιδʹ. Περὶ ἀκάνθου.] Ἄκανθος. οἱ μὲν μελάμφυλλον, οἱ δὲ παιδέρωτα. τὰ
μὲν φύλλα διαφορητικὴν μετρίως ἔχει τὴν δύναμιν, ἡ δὲ ῥίζα ξηραντική
τε καὶ τμη-
τικὴ ἀτρέμα καὶ λεπτομερής. [ιεʹ. Περὶ ἀκανθίου.] Ἀκάνθιον. ἡ ῥίζα
τούτου καὶ
τὰ φύλλα λεπτομεροῦς τε καὶ θερμῆς ἐστι δυνάμεως, ὥστε καὶ σπωμένοις
βοηθεῖν.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


94

facultatibus libri xi Τόμ. 11, σε. 865, γρ. 7

πάντα, τοὺς παχεῖς μάλιστα καὶ γλίσχρους λεπτύνουσα χυ-


μοὺς, καὶ τῶν κακοήθων ἑλκῶν ἄριστόν ἐστι φάρμακον, ἀπο-
καθαίρει τε καὶ ἀποῤῥύπτει γενικῶς τά τ' ἄλλα τὰ ῥύψεως
δεόμενα καὶ ἀλφοὺς σὺν ὄξει. τά τε φύλλα, παραπλήσιον
ἔχοντα δύναμιν ἕλκεσί τε καὶ τραύμασι νεοτρώτοις ἁρμόττει,
καὶ ὅσῳ ἂν ἧττον ᾖ ξηρὰ τοσοῦτον μᾶλλον κολλᾷ. τὰ γὰρ
ξηρότερα δριμύτερα τὴν δύναμίν ἐστιν ἢ ὡς τραύμασι πρέ-
πει. πεπίστευται δὲ καὶ τυρὸν ὑγρὸν ἄσηπτον διαφυλάττειν,
ἔξωθεν αὐτῷ περιτιθέμενον, διὰ τὴν τῆς κράσεως ξηρότητα.
ὁ δὲ καρπὸς ἰσχυρότερος οὐ τῶν φύλλων μόνον, ἀλλὰ καὶ
τῆς ῥίζης ἐστὶν, ὥστε καὶ καρκίνους καὶ πολύποδας ἐκτή-
κειν πεπίστευται. καὶ ὁ χυλὸς δ' αὐτοῦ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς
ἀποκαθαίρει.
[ιʹ. Περὶ δρυοπτερίδος.] Δρυοπτερὶς μικτῆς
ἐστι γευομένῳ ποιότητος γλυκείας δριμείας ὑποπίκρου, κατὰ
δὲ τὴν ῥίζαν καὶ στρυφνῆς. δύναμιν δ' ἔχει σηπτικὴν, ὅθεν
καὶ τρίχας ψιλοῖ.
[ιαʹ. Περὶ δρυός.] Δρυὸς ἅπαντα μὲν τὰ μόρια στυ-
φούσης μετέχει ποιότητος, ἐπιπλέον δὲ τὸ ἐν τῷ φλοιῷ τοῦ
πρέμνου τὸ ὑμενῶδες, καὶ τὸ ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου,
τὸ ἐπὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 11, σε. 878, γρ. 6

[καʹ. Περὶ ἐρυσίμου.] Ἐρυσίμου τὸ σπέρμα καθάπερ


τῇ γεύσει παραπλήσιον φαίνεται καρδάμῳ, οὕτω καὶ τῇ δυ-
νάμει πυρῶδές τε καὶ θερμαντικὸν ὑπάρχει. ἐπειδὰν δὲ ἐκ-
λείγματι δέῃ χρῆσθαι αὐτῷ, βέλτιόν ἐστιν ὕδατι προβρέξαν-
τας φῶξαι ἢ εἰς ὀθόνιον ἐνδήσαντας, εἶτα σταιτὶ περιπλά-
σαντας ὀπτῆσαι. χρήσιμον δ' ἐστὶ μετὰ τῶν ἐκλειγμάτων εἰς
τὰς τῶν κατὰ θώρακα καὶ πνεύμονα γλίσχρων τε καὶ πα-
χέων χυμῶν ἀναπτύσεις. ἀλλὰ καὶ παρωτίδας σκιῤῥουμένας
καὶ σκληρίας παλαιὰς ἐν μαστοῖς καὶ διδύμοις ὠφελεῖ. φησὶ
δὲ Διοσκουρίδης ὡς καταπλαττόμενον μεθ' ὕδατος ἢ μέλι-
τος ὀνίνησι τοὺς κρυπτοὺς καρκίνους.
[κβʹ. Περὶ ἐρυθροδάνου.] Ἐρυθρόδανον. ἔστι
δὲ ἡ τῶν βαφέων ἐρυθρὰ ῥίζα στρυφνὴ καὶ πικρὰ τὴν γεῦ-
σιν, ὅθεν ὅσα περ εἴρηται κατὰ τὸ πρὸ τούτου γράμμα
ποιεῖν ἐς ταὐτὸν ἀλλήλαις αἱ τοιαῦται συνελθοῦσαι δυνά-
95

μεις, ἅπαντα σαφῶς ἐν τῇδε τῇ ῥίζῃ θεάσῃ. καὶ γὰρ καὶ


σπλῆνα καὶ ἧπαρ διακαθαίρει, καὶ οὖρα παχέα καὶ πολλὰ
καί ποτε καὶ αἱματώδη κενοῖ, καὶ δὴ καὶ καταμήνια προτρέ-
πει καὶ ἀποῤῥύπτει συμμέτρως, ὅσα δεῖται ῥύψεως. ἀλφοὺς
γοῦν λευκοὺς ὠφελεῖ μετ' ὄξους ἐπαλειφόμενον. διδόασι δ'
αὐτήν τινες καὶ τοῖς ἰσχιαδικοῖς καὶ τοῖς παραλελυμένοις

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 232, γρ. 1

ἔξεστι δ' ἐμβάλλειν σοι καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον λεπτὸν ὑδατώδη
καὶ ἔλαιον καὶ πᾶν ὁτιοῦν τοιοῦτον. εἰ δὲ καὶ μᾶλλον βού-
λοιο τὸν χυλὸν ἐμψυκτικὸν ποιῆσαι, τὸ ἔλαιον ὀμφάκινον
ἢ ῥόδινον ἢ μήλινον ἢ μύρσινον ἔστω. τῷ δὲ γεννωμένῳ
χυλῷ χρώμενος εἴς τε τὰς ἐν ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων
ἀνεχομένας φλεγμονὰς, εἴς τε τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσιν
καὶ τιτθοῖς, ἄριστον ἕξεις φάρμακον. ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ
τῶν ἄλλων ἁπάντων ῥευμάτων ἀρχομένων, ὅσα τε βουβῶ-
σιν ἢ ποσὶν ἢ τοῖς ἄλλοις ἄρθροις ἐγκατασκήπτει, καὶ μέν-
τοι καὶ τοῖς ἕλκεσι τοῖς κακοήθεσιν, ὡς καὶ πρὸς τὰ καρ-
κινώδη χρησάμενος αὐτῷ θαυμάσεις τὸ φάρμακον. εἰ δὲ
βούλει διὰ ταχέων πλεῖστον ἀθροῖσαι τοῦ μολύβδου χυλὸν,
ἐν ἡλίῳ πειρῶ τρίβειν ἢ ὁπωσοῦν ἀέρι θερμῷ γεγονότι. πο-
λύχρηστον δ' ἔσται σοι τὸ φάρμακον, εἰ καὶ τῶν ψυκτικῶν
χυλῶν ἐμβαλὼν τρίβοις, οἷον ἀειζώου, κοτυληδόνος καὶ σέ-
ρεως καὶ θριδακίνης καὶ χονδρίλης καὶ ψυλλίου καὶ ὄμφα-
κος καὶ ἀνδράχνης. ὅσα δὲ τούτων οὐ μεθίησι ῥᾳ-
δίως χυλὸν, ὥσπερ καὶ ἡ ἀνδράχνη, μιγνύειν αὐτοῖς τινα
τῶν ἄλλων ὑγρῶν, οἷος καὶ ὁ τῆς ὄμφακός ἐστιν, ὃς καὶ
αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν ἐμβαλλόμενος τῇ προειρημένῃ θυίᾳ, κάλ-
λιστον ἐμψυκτικὸν ἐργάζεται φάρμακον.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 233, γρ. 7

γαγγλίου τελέως ἠφάνισιν αὐτό. καλῶς δ' ἐπιδήσει


πᾶς ὁ μεμαθηκὼς ὑφ' Ἱπποκράτους κατὰ τὸ σῖνος ἐρείδειν
μᾶλλον ἢ ἔνθεν καὶ ἔνθεν. οὐδὲν οὖν θαυμαστόν ἐστιν οὐδὲ
τὸν κεκαυμένον μόλυβδον, ὅταν πλυθῇ, ψυκτικῆς γίνεσθαι
δυνάμεως, πρὸ πλυθῆναι δὲ μικτῆς ἐστιν δηλονότι. καὶ τοῦτο
μὲν οὖν αὐτὸ τὸ φάρμακον ὁ κεκαυμένος μόλυβδος ἀγαθόν
96

ἐστιν πρὸς τὰ κακοηθευόμενα τῶν ἑλκῶν. ὅταν δὲ πλυθῇ,


πολὺ μᾶλλον εἴς τε πλήρωσιν αὐτῶν καὶ συνούλωσιν ἄρι-
στον γίνεται φάρμακον. ἁρμόττει δὲ καὶ τοῖς χειρωνείοις κα-
λουμένοις καὶ καρκινώδεσιν ἅπασιν αὐτός τε καθ' ἑαυτὸν
καί τισι τῶν ἀπουλωτικῶν φαρμάκων μιγνύμενος, οἷόν ἐστι
καὶ τὸ διὰ τῆς καδμείας. χρὴ δὲ λύειν μὲν ἐν ἀρχῇ, εἰ πο-
λὺς ὁ ἰχὼρ εἴη, καθ' ἑκάστην ἡμέραν· εἰ δὲ μὴ, διὰ τρίτης
ἢ καὶ διὰ τετάρτης. ἐπικείσθω δὲ ἔξωθεν ἐξ ὕδατος ψυ-
χροῦ σπόγγος, ὃς ὅταν ξηραίνηται, βρεχέσθω. ταῦτα μὲν οὖν
ἐπὶ πλέον ἢ κατὰ τὴν προκειμένην πραγματείαν εἴρηται, διὰ
τὴν οἰκειότητα τοῦ λόγου προαχθέντος μου. καιρὸς δ' ἤδη
πρὸς τὰ συνεχῆ μετιέναι.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 235, γρ. 4

καμινευομένης τῆς καδμείας, ὃν ἀθροίσας ἔσχον πομφόλυγα.


τὸ δ' ἀντικαταφερόμενον κάτω καὶ πῖπτον ἐπὶ τοὔδαφος ἡ
καλουμένη σποδός ἐστι, πλείων ἀθροιζομένη κατὰ τὰς τοῦ
χαλκοῦ καμινείας. ἔνιοι δὲ σπόδιον οὐδετέρως αὐτὴν ὀνομά-
ζουσιν, ᾧ δοκεῖ παραπλησίαν δύναμιν ἔχειν τὸ καλούμενον
ἀντισπόδιον. ἐγὼ δ' οὐδέποτε ἐχρησάμην αὐτῷ διὰ τὸ δα-
ψιλῆ ἔχειν ἀεί τις πομφόλυγα. ταύτην γὰρ ἔχων τις οὐδ'
ἂν τῷ σποδίῳ χρήσαιτο, μήτοι γε τῷ ἀντισποδίῳ. φάρμα-
κον δ' ἔστιν ὁ πομφόλυξ, εἰ πλυθείη, σχεδὸν ἁπάντων ὅσα
ξηραίνειν ἀδήκτως πέφυκε προφερέστατον, ὅθεν εἴς τε τὰ
καρκινώδη τῶν ἑλκῶν ἐστιν ἐπιτήδειος καὶ τἄλλα τὰ κακοή-
θη πάντα. μίγνυται τοιγαροῦν εἴς τε τὰ κατὰ τοὺς
ὀφθαλμοὺς ῥεύματα συντιθέμενα κολλύρια καὶ ὅσα φλυκταί-
νας τὰς ἐν αὐτοῖς ἢ ἕλκη θεραπεύει, καὶ πρὸς τὰ κατὰ τὴν
ἕδραν τε καὶ αἰδοῖον ἕλκη. καὶ κάλλιστόν ἐστι φάρμακον
ἀδήκτως, ὡς ἔφην, ξηραῖνον. ἀλλ' οὐ τῆς προκειμένης πρα-
γματείας τὸ χρονίζειν ἐν τούτοις.
[κστʹ. Περὶ σανδαράκης.] Σανδαράκη καυστικῆς ἐστι
δυνάμεως, ὥσπερ τὸ ἀῤῥενικὸν ὀνομαζόμενον. εἰκότως οὖν εἴς
τε τὰς διαφορητικὰς δυνάμεις αὐτὴν μιγνύουσιν καὶ τὰς
ῥυπτικάς.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 268, γρ. 9
97

ἐπιτιθέμενον ἅμα ῥοδίνω καὶ ὠῷ, πέττει τὰς φλεγμονὰς


αὐτῶν, γυναικὸς δ' ἔστω τὸ γάλα τοῦτο, πρόσφατον ἐκ τῶν
τιτθῶν ἐπισταζόμενον. ἐνίεμεν δὲ αὐτὸ καὶ μήτραις ἡλκω-
μέναις καὶ κατὰ μόνας μὲν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀδήκτως
θεραπεύουσι φαρμάκοις μιγνύντες οἷς μίγνυται, κᾀπειδὰν τὰ
κατὰ τὴν ἕδραν ἕλκη παρηγορῶμεν, ὀδυνώμενα διὰ δριμεῖς
ἰχῶρας ἢ φλεγμονὰς ἢ στολίδας ἀνεξαμένας. οὕτως δὲ καὶ
πρὸς τὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα χρώμεθα καὶ πάνθ' ἁπλῶς τὰ πα-
ρηγορίας δεόμενα διὰ φλεγμονὴν ἢ δῆξιν ἢ κακοήθειαν. διὰ
τοῦτο οὖν καὶ τοῖς καρκινώδεσιν ἕλκεσιν προσφέρεται μι-
γνύμενον ἀνωδύνοις φαρμάκοις, οἷα μάλιστα τὰ διὰ πομφό-
λυγός ἐστι. καὶ τί δεῖ λέγειν ὅτι καὶ διάκλυσμα καὶ διακρά-
τημα τῶν ἐν τῷ στόματι φλεγμαινόντων ἀνωδυνώτατόν
ἐστιν ἀνακογχυλιζόμενον; καὶ φλεγμαίνοντα παρίσθμια κατὰ
σταφυλὴν καὶ ἀντιάδας ἱκανῶς παρηγορεῖ, καὶ διὰ τοῦτο
καὶ συνάγχην, ἁπλῶς δ' εἰπεῖν, ὡς ἔφην, παρηγορικόν ἐστι
φάρμακον, ἄδηκτον μὲν ἔχον καὶ τὴν ὅλην οὐσίαν, πολὺ δὲ
μᾶλλον ὅταν ἐκδαπανήσωμεν αὐτῆς ἑψήσει μετρίᾳ τὸ πλέον
τῆς ὀῤῥώδους ὑγρότητος. οὕτως γοῦν μοι δοκοῦσιν οἱ ἰα-
τροὶ καὶ πρὸς τὰ κατὰ διάβρωσιν ἀναιροῦντα θανάσιμα

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 313, γρ. 14

τὸν οἶνον, ὡς δὲ ἀνελομένου νεανίσκου τὸ κεράμιον, ἐξαι-


ροῦντά τε τὸν οἶνον εἰς τὸν κρατῆρα, συνεξέπεσεν ἔχιδνα
νεκρά. δείσαντες οὖν οἱ θερισταὶ μή τι πάθοιεν ἐκ τοῦ πό-
ματος, αὐτοὶ μὲν ὕδατος ἔπιον, ὡς δ' ἀπηλλάττοντο, χαρί-
ζονται δῆθεν ὑπὸ φιλανθρωπίας τῷ τὸν ἐλέφαντα νοσοῦντι
τὸν ὅλον οἶνον, ἄμεινον αὐτῷ κρίναντες εἶναι τεθνάναι
μᾶλλον ἢ ζῇν τοιούτῳ. ὁ δ' ἐκ τούτου πίνων ὑγιὴς ἐγένετο
θαυμαστόν τινα τρόπον. ὅλον γὰρ αὐτοῦ τὸ τοῦ δέρματος
ὀχθῶδες ἀπέπεσεν ὡς τῶν μαλακοστράκων ζώων τὸ σκέ-
πασμα. ὅσον δ' ὑπόλοιπον ἦν ἔτι μαλακὸν ἱκανῶς ἐφαίνετο
καθάπερ τὸ τῶν καράβων τε καὶ καρκίνων, ὅταν ἀποπέσῃ
τὸ πέριξ ὄστρακον. ἕτερον τοιοῦτον ἐξ ὁμοίας περιπτώσεως
ἐγένετο κατὰ τὴν ἐν Ἀσίᾳ Μυσίαν, οὐ πόῤῥω τῆς ἡμετέ-
ρας πόλεως. ἄνθρωπος ἐλέφαντι κάμνων ἐπὶ χρῆσιν ὥρμη-
σεν ὑδάτων θερμῶν αὐτοφυῶν ὠφελείας ἐλπίδι. παλλακὶς δ'
ἦν αὐτῷ δούλη νέα τε καὶ καλὴ πολλοὺς ἐραστὰς ἔχουσα,
ταύτῃ καὶ ἄλλα μέν τινα τῶν κατὰ τὴν οἰκίαν, ἀτὰρ οὖν
καὶ τὰ κατὰ τὸ ταμεῖον ἐπίστευεν ὁ κάμνων. ὡς δὲ κατα-
98

χθέντων αὐτῶν, ἡνίκ' ἐχρῆτο τοῖς ὕδασιν, ἐν οἰκίᾳ παρακεί-


μενον ἐχούσῃ χωρίον αὐχμηρὸν ἐχιδνῶν μεστὸν, ἐμπεσοῦσά
τις αὐτῶν εἰς οἴνου κεράμιον ἀμελῶς κείμενον ἐναπέθανεν,

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 356, γρ. 9

σιν καὶ θερμοῦ. ἄκαυστοι δ' οἱ κοχλίαι λειωθέντες ἅμα τοῖς


ὀστράκοις ἐπιτίθενται κατά τε τῆς γαστρὸς ὅλης ἐπὶ τῶν
ὑδερικῶν, κατά τε τῶν ἐν τοῖς ἄρθροις ὄγκων ἐπὶ τῶν ἀρθρι-
τικῶν. καὶ γίνεται μὲν ἡ πρόθεσις αὐτῶν δυσαφαίρετος, ἱκα-
νῶς δὲ ξηραίνει. καὶ μέντοι καὶ προσκεῖσθαι διὰ παντὸς ἐᾷν
αὐτοὺς προσῆκεν, ἄχρις ἂν ἀποπέσωσιν αὐτόματα. τοῦτο δὲ
ποιητέον κᾀπὶ τῶν δυσλύτων ἐκ πληγῆς ὄγκων καὶ περὶ
θλάσεως γενομένης ἐν ὠσί. ξηραίνουσι γὰρ ἱκανῶς ἅπαντας
αὐτοὺς, κᾂν γλίσχρον καὶ παχὺ κατὰ βάθους ὑγρὸν πε-
ριέχηται.
[λδʹ. Περὶ καρκίνων κεκαυμένων.] Ἥ γε μὴν τῶν πο-
ταμίων καρκίνων τέφρα ξηραντικὴ μέν ἐστιν ὁμοίως τοῖς
προειρημένοις, ἰδιότητι δὲ τῆς ὅλης οὐσίας θαυμαστῶς ἐπὶ
τῶν λυσσοδήκτων ἐνεργεῖ, καὶ μόνη μὲν, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν-
τιανῆς τε καὶ λιβανωτοῦ πολὺ μᾶλλον. εἶναι δὲ χρὴ τοῦ
μὲν λιβανωτοῦ μοῖραν μίαν, πέντε δὲ τῆς γεντιανῆς καὶ τῶν
καρκίνων δέκα. καὶ ἄλλως μὲν οὖν καυθεῖσιν αὐτοῖς ἐχρη-
σάμεθά ποτε σπανίως, ὡς τὸ πολὺ δὲ καθ' ὃν Αἰσχρίων
ὁ ἐμπειρικὸς ἐχρήσατο φαρμάκων ἐμπειρικώτατος γέρων, πο-
λίτης τε καὶ διδάσκαλος ἡμέτερος. ἦν δὲ λοπὰς ἐρυ-
θροῦ χαλκοῦ, καθ' ἧς ἐπιτιθεὶς ζῶντας τοὺς καρκίνους ἔκαε

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 356, γρ. 10

ὀστράκοις ἐπιτίθενται κατά τε τῆς γαστρὸς ὅλης ἐπὶ τῶν


ὑδερικῶν, κατά τε τῶν ἐν τοῖς ἄρθροις ὄγκων ἐπὶ τῶν ἀρθρι-
τικῶν. καὶ γίνεται μὲν ἡ πρόθεσις αὐτῶν δυσαφαίρετος, ἱκα-
νῶς δὲ ξηραίνει. καὶ μέντοι καὶ προσκεῖσθαι διὰ παντὸς ἐᾷν
αὐτοὺς προσῆκεν, ἄχρις ἂν ἀποπέσωσιν αὐτόματα. τοῦτο δὲ
ποιητέον κᾀπὶ τῶν δυσλύτων ἐκ πληγῆς ὄγκων καὶ περὶ
θλάσεως γενομένης ἐν ὠσί. ξηραίνουσι γὰρ ἱκανῶς ἅπαντας
99

αὐτοὺς, κᾂν γλίσχρον καὶ παχὺ κατὰ βάθους ὑγρὸν πε-


ριέχηται.
[λδʹ. Περὶ καρκίνων κεκαυμένων.] Ἥ γε μὴν τῶν πο-
ταμίων καρκίνων τέφρα ξηραντικὴ μέν ἐστιν ὁμοίως τοῖς
προειρημένοις, ἰδιότητι δὲ τῆς ὅλης οὐσίας θαυμαστῶς ἐπὶ
τῶν λυσσοδήκτων ἐνεργεῖ, καὶ μόνη μὲν, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν-
τιανῆς τε καὶ λιβανωτοῦ πολὺ μᾶλλον. εἶναι δὲ χρὴ τοῦ
μὲν λιβανωτοῦ μοῖραν μίαν, πέντε δὲ τῆς γεντιανῆς καὶ τῶν
καρκίνων δέκα. καὶ ἄλλως μὲν οὖν καυθεῖσιν αὐτοῖς ἐχρη-
σάμεθά ποτε σπανίως, ὡς τὸ πολὺ δὲ καθ' ὃν Αἰσχρίων
ὁ ἐμπειρικὸς ἐχρήσατο φαρμάκων ἐμπειρικώτατος γέρων, πο-
λίτης τε καὶ διδάσκαλος ἡμέτερος. ἦν δὲ λοπὰς ἐρυ-
θροῦ χαλκοῦ, καθ' ἧς ἐπιτιθεὶς ζῶντας τοὺς καρκίνους ἔκαε
ἄχρις οὗ τεφρωθῶσιν, ὡς εὐκόλως λειοῦσθαι. οὗτος ὁ Αἰ

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 358, γρ. 9

φαρμάκῳ, μηδενὸς μηδέποτε ἀποθανόντος τῶν ὡς εἴρηται


χρησαμένων αὐτῷ. ποιήσομαι δὲ καὶ κατὰ μόνας ἑτέραν
πραγματείαν περὶ τῶν ἰδιότητι τῆς ὅλης οὐσίας ἐνεργούντων,
ἐν οἷς ἐστι καὶ τὰ τοιαῦτα πάντα. συγγινώσκειν οὖν χρὴ
τῷ τῆς γραφῆς ἀκαίρῳ καὶ νῦν καὶ κατ' ἄλλα χωρία τῆσδε
τῆς πραγματείας ἐνίοτε γεγονότι, διὰ τὴν ἐκ τῶν λεγομένων
ὠφέλειαν μεγίστην οὖσαν, ἣν διασώζεσθαι βούλομαι τοῖς μεθ'
ἡμᾶς ἀνθρώποις, εἰ καὶ μεταξὺ θάνατος γενόμενος ἀποκω-
λύσει με γράψαι τὰς ἐφεξῆς τῆσδε τῆς πραγματείας. ἁπάντων
δὲ τῶν τοιούτων τὰς αἰτίας λέγειν βουλόμενος ὁ διδάσκαλος
ἡμῶν Πέλοψ εἰκότως ἔφη τὸν καρκίνον, ἔνυδρον ζῶον ὑπάρ-
χοντα, ὠφελεῖν τοὺς λυσσοδήκτους, οἷς φόβος ἐστὶν ἁλῶναι
πάθει ξηροτάτῳ τῇ λύττῃ, διὸ καὶ τὸ ὕδωρ φοβοῦνται. πο-
ταμίους δὲ τοὺς καρκίνους, οὐ θαλαττίους, ἔφασκεν ἁρμότ-
τειν, ἐπειδὴ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἁλῶν, ξηραντικωτάτων
ὄντων, τὰ θαλάττια ζῶα τὴν πρὸς τὴν λύτταν ἐναντιότητα
μὴ διαφυλάξειεν ἀκριβῆ. καί τινος εἰπόντος αὐτῷ, διὰ τί
οὖν οὐχὶ καὶ πάντα τὰ ἐν ὕδατι ποτίμῳ ζῶα παραπλησίως
τοῖς καρκίνοις ὠφελεῖ; ὅτι, ἔφη, τὴν ὁμοίαν σκευασίαν
τοῖς καρκίνοις οὐ δύναται δέξασθαι. τούτων γὰρ καυθέντων
τὴν τέφραν, ξηραντικὴν γινομένην, ἐκδαπανᾷν τε ἅμα καὶ
διαφορεῖν τὸν ἰὸν τῶν δακνόντων κυνῶν. ταῦτα μὲν οὖν ὁ
100

Πέλοψ ἔλεγεν, ἐπαγγελλόμενός τε καὶ φιλοτιμούμενος ἐπί-


στασθαι τὰς αἰτίας αὐτῶν ἁπάντων.

Γαληνός ιατρός De simplicium medicamentorum temperamentis ac


facultatibus libri xi Τόμ. 12, σε. 359, γρ. 9

οὖν οὐχὶ καὶ πάντα τὰ ἐν ὕδατι ποτίμῳ ζῶα παραπλησίως


τοῖς καρκίνοις ὠφελεῖ; ὅτι, ἔφη, τὴν ὁμοίαν σκευασίαν
τοῖς καρκίνοις οὐ δύναται δέξασθαι. τούτων γὰρ καυθέντων
τὴν τέφραν, ξηραντικὴν γινομένην, ἐκδαπανᾷν τε ἅμα καὶ
διαφορεῖν τὸν ἰὸν τῶν δακνόντων κυνῶν. ταῦτα μὲν οὖν ὁ
Πέλοψ ἔλεγεν, ἐπαγγελλόμενός τε καὶ φιλοτιμούμενος ἐπί-
στασθαι τὰς αἰτίας αὐτῶν ἁπάντων. ἐγὼ δὲ ἐὰν μὴ πρό-
τερον ἐμαυτὸν πείσω γινώσκειν ἀκριβῶς τι, τοὺς πέλας οὐκ
ἐπιχειρῶ πείθειν. οὐκοῦν οὐδὲ τὸν τοῦ Πέλοπος λόγον ὡς
ἀληθῆ προσηκάμην, ἀντιλογίας ἔχοντα συχνὰς, ἀλλὰ καὶ τοὺς
καρκίνους ἡγοῦμαι κατὰ τὴν ἰδιότητα τῆς ὅλης οὐσίας ὠφε-
λεῖν. διὰ δὲ τὸ μηδένα τεθνάναι τῶν χρησαμένων αὐτοῖς,
τοῖς γε μὴν σώμασιν ὅλοις ἐβουλήθην ἤδη δεδηλῶσθαί μοι
τοῦτο, κᾂν μὴ τῆς ἐνεστώσης πραγματείας οἰκεῖον ᾖ. τοῦτο
γὰρ οὐκ ἦν τὸ προκείμενον.
[λεʹ. Περὶ χελιδόνων κεκαυμένων.] Οὐδ' ἐφ' ὧν εἶπον
μόνων ζώων, ἀλλὰ καὶ τῶν χελιδόνων ἐχρήσαντο πολλοὶ
καίοντες καὶ τῇ τέφρᾳ μέλι μιγνύντες, εἶτα διαχρίοντες τοὺς
συναγχικούς. καὶ ὅλως ὅσα κατὰ φάρυγγα καὶ γαργαρεῶνα
σὺν ὄγκοις γίγνεται πάθη. χρῶνται δ' ἔνιοι καὶ πρὸς ὀξυ-
δερκίαν τῇ τέφρᾳ ταύτῃ. σκελετεύοντες δὲ αὐτὰς ἄλλοι δι

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum secundum locos


libri x (0057: 076)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 12–13”, Ed. Kühn,
C.G.Leipzig: Knobloch, 12:1826; 13:1827, Repr. 1965.Τόμ. 12, σε. 467,
γρ. 14

πεία γίγνεται. πρὸς ἀχῶρας φλεγμαίνοντας. ἐὰν δέ ποτε περι-


πέσῃς ἀχῶρι φλεγμονώδει τε καὶ ὀδυνώδει, παρηγορήσεις δη-
λονότι τὴν ὀδύνην αὐτοῦ πρότερον ὑγρῷ φαρμάκῳ, πεπτικῷ
τε καὶ μαλακτικῷ καὶ ἀδήκτῳ, ὁποῖόν ἐστι τὸ πάρυγρον
ὑπό τε Ἥρα καὶ ἄλλων πολλῶν γεγραμμένον. εὔδηλον δ'
ὅτι τοῦτο αὐτὸ μαλάξας ἐπὶ τῆς χειρὸς διὰ σπαθομήλης
101

ἅμα ῥοδίνῳ καὶ ποιήσας ἐπίχριστον οὐκ ἔμπλαστον οἷον


ἐξ ἀρχῆς ἦν ἐπιθήσεις. ἐπιτήδεια δὲ ἐν τῷ τοιούτῳ καιρῷ
καὶ τὰ πρὸς τὰς ὀδυνωμένας ἐφ' ἕλκεσιν ἢ ῥήξεσιν ἕδρας
ἁρμόττοντα. περὶ ὧν εἰρήσεται κατὰ τὸν οἰκεῖον λόγον ἢ
καιρὸν, ὥσπερ γε καὶ τὰ τοὺς καρκίνους παρηγοροῦντα.
ταῦτα οὖν ἅπαντα προεσκεμμένῳ σοι καὶ ἡ τῶν κατὰ μέ-
ρος φαρμάκων ποικιλία γνωσθήσεται χρησίμως. ἧς ἄρξομαι
κᾀγὼ, τὰ παρὰ τοῖς ἀρίστοις ἰατροῖς ἐπῃνημένα φάρμακα
γράψας ἐφεξῆς.
[Περὶ ἀχώρων Ἀρχιγένους.] Ἃ ἔγραψεν Ἀρχιγένης περὶ
ἀχώρων ἐν τῷ πρώτῳ περὶ τῶν κατὰ γένος φαρμάκων.
ἐφ' ὧν δὲ ἀχῶρες ἢ ἐκζέσματα ἢ ἐξανθήσεις τινές εἰσι περὶ
τὴν κεφαλὴν μεθ' ἑλκώσεως, ἀπεχέσθωσαν μὲν παντὸς δρι-
μέος τε καὶ ἁλμυροῦ, ἔτι δὲ ὀξέος. εἶτα ξυρήσας τὰς τρί-
χας ἢ τρὶς ἢ πλεονάκις ἑκάστης ἡμέρας πλύνας θερμῷ,

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum secundum locos libri


x
Τόμ. 12, σε. 481, γρ. 13

τύλην ἐλαίου χαριεστάτου ἐγχέας εἰς μολυβδίνην θυίαν καὶ


δοίδυκα λαβὼν μολύβδινον τρῖβε μέχρις οὗ παχὺ ποιήσεις
καὶ ὑπομελαῖνον, εἶτα χωρὶς τρίψας λιθαργύρου λίτραν μίαν
καὶ ψιμμυθίου τὸ ἴσον μῖξον εἰς τὸ ἔλαιον, μετὰ δὲ ταῦτα
τὴν κεφαλὴν ἐκκλύσας καὶ ξηράνας ἔγχρισον τὸ φάρμακον
οὐ δι' ἐλαίου ψιλῶς, ἀλλὰ ποτὲ μὲν διὰ ῥοδίνου, ποτὲ δὲ
διὰ μυρσίνου κατασκευάσας, ἐπί τε τῶν ἐν ἕδρᾳ στολίδων
καὶ ῥήξεων καὶ τῶν ἑλκῶν τῶν ὀδυνωμένων ἕξεις ἄριστον,
ὅσα τ' ἄλλα παροξύνονται, τῶν ἰσχυροτέρων φαρμάκων προς-
φερομένων. ἄκρως γὰρ ταῦτα παρηγορεῖ, κᾂν φαγεδαινικὰ
κᾂν καρκινώδη κᾂν ὁπωσοῦν ἔχοντά τι κακόηθες ὑπάρχῃ.
οὔκουν ἐχρῆν αὐτοῦ τὴν σκευασίαν γεγραφέναι νῦν, ἀλλ'
ὡς ἐγὼ πρόσθεν εἶπον, αὔταρκες ἦν φάναι παρηγορεῖσθαι
τοὺς ὀδυνώδεις ἀχῶρας τοῖς τοιούτοις φαρμάκοις. κοινὸν
γὰρ τοῦτο ἐπὶ πάντων ἐστὶ τῶν ὀδυνωμένων, ἰδίως δὲ ποι-
οῦν ἐπὶ τῶν ἀχώρων. ἔγραψε δὲ ἐφεξῆς φάρμακον τοιοῦτον.
♃ λιθαργύρουηʹ. πηγάνου τῶν ἁπαλῶν φύλλωνεʹ.
ἐλαίου δραχμὰς ηʹ. ὄξους κοτύλης τέταρτον, τρίψας ἐν τῷ
αὐτῷ τὴν κεφαλὴν κατάχριε. τοῦτο τὸ φάρμακον ἱκανὴν
ἡμῖν δέδωκε πεῖραν.
102

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum secundum locos libri


x
Τόμ. 13, σε. 264, γρ. 1

ἐν οὔρῳ παιδίου ἀφθόρου ἢ αὐτῆς αἰγὸς τῷ οὔρῳ, γλοιοῦ


ποιῶν πάχος κατάπλασσε, ἄκρως αὐτοὺς διὰ κοιλίας καθαί-
ρει. ἄλλο. ἐλλέβορον μέλανα, χολὴν ταυρείαν, νίτρον, πέπερι,
ἴσα σὺν μέλιτι καταπλάσσων τὴν κοιλίαν ἐπὶ ἡμιώριον.
παρ' ὅλην δὲ τὴν ἀγωγὴν ποτίζειν τινὶ τούτων. ♃ κοτυλη-
δόνοςαʹ. σκίλλης καθαρᾶς ξηρᾶςαʹ. ἐν οἰνομέλιτι κε-
κραμένῳ δίδου καθ' ἡμέραν. ἢ ἄρου ῥίζης φλοιοῦαʹ. καὶ
κνεώριον, ἣν ἔνιοι χαμελαίαν καλοῦσι, χυλίσας καλάμων
τοὺς πρὸς ταῖς ῥίζαις ἁπαλοὺς ὄχθους λάβε κυάθους γʹ. μί-
ξας τε τὰ προειρημένα δίδου καθ' ἡμέραν πίνειν. κάλλιστα
δὲ ποιεῖ τοῦτο, ♃ καρκίνου ποταμίου ξηροῦ χωρὶς τῶν πο-
δῶν καὶ χηλῶν λελειωμένουαʹ. ἀσάρουαʹ. μίξας ὕδατι
ἐξ αὐτοῦ τοῦ ποταμοῦ, ὅθεν οἱ καρκίνοι, δίδου πίνειν. ἐνί-
οτε δὲ ἀντὶ τοῦ ἀσάρου ὀποβαλσάμου προσβάλλεται ἴσον.
ἢ ♃ κοραλλίουαʹ. στυπτηρίας σχιστῆςαʹ. ὀβολοὺς βʹ.
λεάνας μετὰ καλαμίνθης ἀποβρέγματος, ἀνάπλαττε διοβολι-
αίους τροχίσκους καὶ δίδου πίνειν ἐν τῷ τῆς καλαμίνθης
ὕδατι ὀβολὸν, ἄκρως ποιεῖ καὶ πρὸς νεφριτικούς. ἢ τὴν ῥί-
ζαν τῆς καλαμίνθης καθεψήσας πότιζε. ἢ τὸ σίον λεγόμε-
νον πότιζε· τοῦτο δὲ καὶ ἐσθίειν δίδου. ἢ τριβόλου τὰ φύλλα.
ἢ τὴν ῥίζαν μετ' οἴνου δίδου. ἢ ἐν βαλανείῳ ἁλὶ καὶ ἐλαίῳ

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri


vii (0057: 077)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 13”, Ed. Kühn,
C.G.Leipzig: Knobloch, 1827, Repr. 1965.Τόμ. 13, σε. 436, γρ. 4

καὶ ὁ Ἥρας ὅταν κοτύλην γράφῃ, τὸ μὲν ἥμισυ τοῦ ξέστου


σημαίνειν. ἤτοι δὲ τὰς θʹ. δηλοῦσιν οὐγγίας ἐκ τοῦ λι-
τραίου κέρατος ἢ τὰς δέκα, τοῦτο γὰρ ἄδηλον. εἰ δὲ
καὶ πρὸς λυσσοδήκτους ἐπιτήδειόν ἐστι φάρμακον, εἴτ' οὖν
καταπινόμενον εἴτ' ἔξωθεν ἐπιτιθέμενον, ἐκ λόγου μὲν οὐχ
οἷόν τε γνῶναι. δέδεικται γὰρ ἡμῖν ὅλῃ τῇ τῆς οὐσίας ἰδιό-
τητι τὰ τοιαῦτα φάρμακα τὴν ἐνέργειαν ἔχοντα καὶ διὰ
τοῦτο τῇ πείρᾳ κρινόμενα. πειραθῆναι δὲ οὐδέποτε ἐτόλ-
μησα τοῦ φαρμάκου τοῦδε, τίνα δύναμιν ἐν τοῖς λυσσοδή-
κτοις ἐπιδείκνυται, διὰ τὸ βεβαίως θεραπεῦον ἔχειν φάρμα-
κον τὸ διὰ τῶν καρκίνων, ὅταν δὲ τοῦτο μὴ παρῇ, καὶ ἄλλα
τινὰ μηδέποτε ἀποτυχόντα. τὸ τοίνυν ἐν οὕτως ἐπικινδύνῳ
103

πάθει καταλιπόντα τὰ βέβαια, πολυπράγμονος ἕνεκα πείρας


προδοῦναι τὴν σωτηρίαν τοῦ δεδηγμένου, δεινὸν καὶ ἄδικον
ἐφαίνετο μοι. περὶ μὲν δὴ τῶν λυσσοδήκτων ἀρκεῖ καὶ ταῦτα
εἰρῆσθαι. τὰ δ' ἄλλα τὰ περὶ τῆσδε τῆς ἐμπλάστρου γεγραμ-
μένα τῷ Ἥρᾳ, καθάπερ ἐπὶ τῆς Ἀτταλικῆς, ἔνια μὲν ἀλη-
θεύεσθαί φημι, τινὰ δὲ ἐπὶ τὸ μεῖζον ἐξαίρεσθαι. κάλλιστον
μὲν γάρ ἐστι φάρμακον, ὡς ἐν ἐμπλάστροις, τῶν ὀνομαζο-
μένων ὑπωπίων, ἐναίμων δὲ τραυμάτων κολλητικὸν, οὐκ ἐν
τοῖς πρώτοις καὶ ἀρίστοις.

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri vii


Τόμ. 13, σε. 733, γρ. 9

μέλιτος, ἢ σικύου ἀγρίου ῥίζαν μετὰ μέλιτος, ἢ σκίλλης ἑφθῆς


μετὰ μέλιτος, ἢ ἐλλεβόρου μετὰ μέλιτος. ποιεῖ καὶ πρὸς φα-
γεδαίνας ταῦτα καὶ μελανίας καὶ νομὰς, ἢ σώρεωςιβʹ.
χαλκίτεωςιʹ. μίσυοςδʹ. σὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυ-
λίῳ λέαινε, μέχρις ἂν ξηρανθῇ, καὶ ἀνελοῦ. χρῶ δὲ μήλην
βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ ἕλκει καὶ ἐπάνω ὀθόνιον ἁπλοῦν
ἐξ οἰνελαίου ἐπιτίθει. ἐὰν δὲ φλεγμαίνῃ, ὑοσκυάμῳ μετὰ ἀλ-
φίτων ἢ κράμβῃ μετὰ μέλιτος κατάπασσε. ἐπὶ δὲ τῶν σκώ-
ληκας ἐχόντων ψιμύθιον καὶ πόλιν ἴσα σὺν πίσσῃ ὑγρὰ
κατάχριε.
[Περὶ καρκινωδῶν.] Ἐπὶ δὲ τῶν καρκινωδῶν καὶ κακοήθων ἑλκῶν,
καρκίνου ποταμίου κεκαυμένου,
καδμείας, ἴσα λεῖα ἐπίπασσε, ἢ τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων
μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει, ἢ ἐρυσίμου σπέρμα λειότατον σὺν
μέλιτι τρυγῶδες ποιῶν ἐπιτίθει ὡς πλήνιον. ἄκρως ποιεῖ
πρὸς τὰ χειρώνεια καὶ παλαιὰ καὶ δυσκατούλωτα καὶ τὰ ἐπὶ
τῶν κνημῶν κακοήθη μελάντρια καὶ τὰ ἐν μαστοῖς κακοήθη.
χοιράδας καὶ παρωτίδας ἐπισπάσαι ἄλρως ποιεῖ, στέατος βο-
είου λίτρας γʹ. ὡς δέ τινες εʹ. τερμινθίνης οὐγγίας εʹ. μάν-
νης οὐγγίας 𐆄ʹʹ. γῆς τῆς λεγομένης σάρδης, ᾗ οἱ γναφεῖς
χρῶνται οὐγγίας εʹ. τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἑνώσας

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri vii


Τόμ. 13, σε. 733, γρ. 10

μετὰ μέλιτος, ἢ ἐλλεβόρου μετὰ μέλιτος. ποιεῖ καὶ πρὸς φα-


γεδαίνας ταῦτα καὶ μελανίας καὶ νομὰς, ἢ σώρεωςιβʹ.
χαλκίτεωςιʹ. μίσυοςδʹ. σὺν ὄξει δριμυτάτῳ ἡμικοτυ-
λίῳ λέαινε, μέχρις ἂν ξηρανθῇ, καὶ ἀνελοῦ. χρῶ δὲ μήλην
104

βάπτων καὶ ἐπικυλίων τῷ ἕλκει καὶ ἐπάνω ὀθόνιον ἁπλοῦν


ἐξ οἰνελαίου ἐπιτίθει. ἐὰν δὲ φλεγμαίνῃ, ὑοσκυάμῳ μετὰ ἀλ-
φίτων ἢ κράμβῃ μετὰ μέλιτος κατάπασσε. ἐπὶ δὲ τῶν σκώ-
ληκας ἐχόντων ψιμύθιον καὶ πόλιν ἴσα σὺν πίσσῃ ὑγρὰ
κατάχριε.
[Περὶ καρκινωδῶν.] Ἐπὶ δὲ τῶν καρκινωδῶν καὶ κακοήθων ἑλκῶν,
καρκίνου ποταμίου κεκαυμένου,
καδμείας, ἴσα λεῖα ἐπίπασσε, ἢ τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων
μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει, ἢ ἐρυσίμου σπέρμα λειότατον σὺν
μέλιτι τρυγῶδες ποιῶν ἐπιτίθει ὡς πλήνιον. ἄκρως ποιεῖ
πρὸς τὰ χειρώνεια καὶ παλαιὰ καὶ δυσκατούλωτα καὶ τὰ ἐπὶ
τῶν κνημῶν κακοήθη μελάντρια καὶ τὰ ἐν μαστοῖς κακοήθη.
χοιράδας καὶ παρωτίδας ἐπισπάσαι ἄλρως ποιεῖ, στέατος βο-
είου λίτρας γʹ. ὡς δέ τινες εʹ. τερμινθίνης οὐγγίας εʹ. μάν-
νης οὐγγίας 𐆄ʹʹ. γῆς τῆς λεγομένης σάρδης, ᾗ οἱ γναφεῖς
χρῶνται οὐγγίας εʹ. τὰ τηκτὰ κατὰ τῶν ξηρῶν καὶ ἑνώσας
χρῶ, ἢ φακῷ ἑφθῷ μετὰ μέλιτος ἢ θαλλίᾳ ἢ ἀμφοτέροις

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri vii


Τόμ. 13, σε. 752, γρ. 5

νον Μαντίου φαρμακοπώλης ὁ κατ' ἰατρεῖον. ἔγραψε δὲ περὶ


αὐτῶν αὐτοῖς ὀνόμασιν οὕτως. Ἰώδης Μαντίου. ♃ χαλκοῦ
κεκαυμένου μνᾶς δʹ. ῥητίνης πιτυΐνης ξηρᾶςηʹ. κηροῦ
𐆄 ηʹ. ἰοῦιʹ. ἐλαίου κο. αʹ. γῆς κιμωλίαςδʹ. λιβάνου
𐆄 δʹ. λεπίδος χαλκοῦδʹ. τὰ ξηρὰ λεάνας ἔασον ἐν τῇ
θυείᾳ, τὸν δὲ κηρὸν τήξας μετὰ τοῦ ἐλαίου κατέρασον
ἐπάνω τῶν τετριμμένων καὶ ἔασον συμπιεῖν βραχὺν χρόνον
καὶ παράχει ὄξους κο. αʹ. καὶ λεῖα ποίει ἐπὶ ἡμέρας γʹ.
παραχέων ὄξους ὅσον ἂν ἐπιδέχηται, ὥστε γενέσθαι κηρω-
τῆς ὑγρᾶς πάχος. χρῶ δὲ αὐτῇ πρὸς πᾶν τραῦμα καὶ τὰ
παλαιὰ καὶ τὰ δυσεπούλωτα ἕλκη καὶ ὅσα καρκινώδη ἐστὶ
μετὰ τιλμάτων. δεῖ δὲ ἐπάνω τοῦ σπληνίου ἔριον οἰσυπη-
ρὸν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ βρέχοντας ἐπιδεσμεύειν ἐλαφρῶς, λύοντα
τοῦ μὲν θέρους δι' ἡμερῶν βʹ. τοῦ δὲ χειμῶνος διὰ τριῶν,
καὶ κατανίπτειν τὰ ἕλκη ὕδατι χλιαρῷ. τὰ δὲ βαθέα τῶν
τραυμάτων ἐλαφρῶς διαμοτοῦν αὐτὰ τὰ στόματα. ἡ γὰρ
δύναμίς ἐστιν ἔμμοτος καὶ πυοποιός. ᾧ δ' ἂν καθαρὰ γέ-
νηται τὰ ἕλκη καὶ ἡ ἐσχάρα ἐκπέσῃ, κηρῷ μίσγων ἴσον ἰῷ
ἀπουλοῦν. ἐκβάλλει δὲ καὶ τοὺς ἄνθρακας ἀλύπως καὶ πᾶν
νεμόμενον κακόηθες ἵστησι καὶ ἐκθεραπεύει.
105

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri vii


Τόμ. 13, σε. 815, γρ. 6

[Κυζικηνὴ τοῦ Ἥρα.] Τῶν ἐνδόξων ἐμπλάστρων ἐστὶ καὶ αὕτη, σχεδὸν
ὑπὸ πάντων γεγραμμένη, τὰ πλεῖστα μὲν ἐν τῇ συμμετρίᾳ τῶν ἁπλῶν
φαρμάκων
ὁμολογούμενα γραψάντων αὐτῶν, ἐνίοις δὲ καὶ διαφωνησάν-
των, ὡς ἔσται φανερὸν ὑπογραψάντων ἡμῶν ὡς ἕκαστος
αὐτῶν ἀξιοῖ συντίθεσθαι. Ἥρας μὲν οὖν οὕτως γράφει περὶ
τῆς προκειμένης ἐμπλάστρου κατὰ λέξιν. Κυζικηνὴ, ποιοῦσα
πρὸς τὰ πρόσφατα τραύματα καὶ παλαιὰ τὰ ὑπόνομα. δια-
χεῖ μάλιστα τὰς ἐν μαστοῖς σκληρίας, ἐπισπᾶται, ἀνακαθαί-
ρει, πληροῖ, κολλᾷ, ἐπουλοῖ. ποιεῖ καὶ πρὸς καρκινώδεις
σκληρίας, λιποῦργα καὶ ἐφ' ὧν οὐκ ἔστι σμιλίῳ χρήσασθαι,
ὡς ἐπὶ τραχήλου, κολλυρίῳ χρῶ. καὶ τὰ ἐν ἀπειλῇ πραΰνει
ἀποστήματα, φύματα διαχεῖ καὶ τὰ γαγγλία, τάς τε συνα-
γωγὰς ἀποκορυφοῖ καὶ ῥήσσει. ἀνάγει καὶ βέλη καὶ ὀστᾶ
καὶ σκινδαλμούς. ἐκτινάσσει δ' ἀλύπως καὶ ἐσχάρας. ἐπὶ
τῶν ὑπονόμων μεγάλοις δεῖ χρῆσθαι τοῖς σπληνίοις. διαχεῖ
καὶ χοιράδας καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐπέχει καὶ ἐπὶ τῶν περὶ κύ-
στιν ἄκρως ποιεῖ. ἔχει δὲ λιβανωτοῦδʹ. σμύρνηςδʹ.
κρόκουδʹ. ἴρεως Ἰλλυρικῆςδʹ. βδελλίουδʹ. λεπί-
δος δραχμὰς ιβʹ. χαλκάνθουδʹ. στυπτηρίας σχιστῆςδʹ.

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri vii


Τόμ. 13, σε. 863, γρ. 2

μένοις ὀρθῶς ἀδύνατον, αὐτόν τε συνθεῖναι παραπλησίως


ἐκείνοις ἔτι γε ἀδυνατώτερον. ἤδη τοίνυν ἄρξομαι τῶν τοι-
ούτων ἐμπλάστρων. τὴν διὰ βοτανῶν γεγράφασιν ἅπαντες
σχεδὸν οἱ τὰς ἐνδόξους ἐμπλάστρους ἀθροίσαντες ἐν γρα-
φαῖς βίβλου μιᾶς ἢ πλειόνων, οὐ πολὺ διαφερόμενοι τῇ συμ-
μετρίᾳ τῶν μιγνυμένων φαρμάκων ἁπλῶν. ἄρξομαι δὴ κᾀν-
ταῦθα τῶν τῷ Κρίτωνι γεγραμμένων, πρῶτον μνημονεύων
ἃς Κρίτων ἔγραψεν ἐμπλάστρους ἐν τῷ δʹ. περὶ τῶν ἁπλῶν
φαρμάκων αὐτῇ λέξει.
[Ἡ διὰ βοτανῶν Κρίτωνος.] Ἡ διὰ
βοτανῶν, ᾗ χρῶμαι, ποιεῖ πρὸς καρκινώματα, σηπεδόνας· χοι-
ράδας εἰς διαπύησιν ἄγουσα καὶ ἐξιποῦσα λέπρας ἀφίστησι
καὶ δοθιῆνας διαλύει, ποδαγρικοῖς ἁρμόζει, πώρους διαλύει,
106

ἡ αὐτὴ κεφαλικὴ ἄνευ ἀνατρήσεως λεπίδας ἀφίστησιν, ἀνά-


γει ὀστᾶ, ἐπιξύει δὲ τὰ ὀστᾶ ἐπὶ ποσὸν, ἡ αὐτὴ πρὸς τὰ
νεότρωτα πρὸς νομὰς ἔμμοτος ἀνακαθαίρει, πληροῖ σὺν
ῥοδίνῃ κηρωτῇ ἑνὸς μέρους πρὸς δύο κηρωτῆς μέρη, ἐνίοτε
δὲ γʹ ἢ δʹ. μιγνυμένου. σὺν δὲ μυρσίνῃ κηρωτῇ δυσὶ μέρε-
σιν ἣ τρισὶν ἐπουλοῖ. ♃ βοτανῶν ἐξ ἀνύδρων τόπων παρα-
θαλασσίων, ἀναγαλλίδος τῆς τὸ κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης
νστʹ. μήκωνος κερατίτιδοςνστʹ. πρασίουνστʹ.

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii (0057: 078)“Claudii Galeni opera


omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1827, Repr.
1965.Τόμ. 14, σε. 33, γρ. 17

Οὐ ζοφερῆς ἔχιός τε καὶ ἀλγεινοῖο κεράστου


Τύμματα, καὶ ξηρῆς διψάδος οὐκ ἀλέγοι.
Σκορπίος οὐκ ἐπὶ τήνδε κορύσσεται, οὐδὲ μὲν αὐτὴ
Ἀσπὶς, ἀδηρίτων ἰὸν ἔχουσα γόων.
Οὐ μὲν ἀπεχθόμενος καὶ δρύας ἀντιάσειε,
Καὶ κατὰ φωλειὸν θερμὸς ἔνερθε μένοι.
Οὐκ ἀλέγοι δρύϊνα ἂν ἀναίμακτον δ' ἔχει ἰὸν
Αἱμόῤῥους, τοιῷ δαμναμένη πόματι.
Οὐ μὲν ἀπεχθήεντα φαλάγγια σίνεται οὕτως
Ἀνέρα, φρικαλέον δ' ἄχθος ἔθηκε πόνων,
Οὐχ ὕδρος, οὐκ ἐπὶ χέρσον, ὅθ' ὕδατα καρκίνος αἴθει
Βοσκόμενος, θερμῆς ἤρξατο πρῶτον ἄλης,
Χέρσυδρος, θανάτῳ πεπαλαγμένα χείλεα σύρων,
Ἀντόμενος, γλυκεροῦ τέρμα φέροι βιότου.
Τῇ πίσυνος λειμῶσι θέρους ἐπιτέρπεο Καῖσαρ,
Καὶ Λιβυκὴν στείχων οὐκ ἀλέγοις ψάμαθον.
Οὐδὲ μὲν ἀμφίσβαινα φέρει μόρον, οὐδέ τις ἤδη
Φρύνος ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις.
Ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος,
Καὶ θοὸν ἰήσαις ἆσθμα κυλινδόμενον.

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 169, γρ. 2

ἀψινθίου ἀφεψήματι ἁλῶν ἐπεμβεβλημένων τοσούτων, ὥστε


τὸ ἐνειμένον σφοδρότερον εἶναι. Ἀντωνίνου Κώου. Ἄλυς-
σον βοτάνην κόψας καὶ σήσας, ἀπόθου, ἐν τῇ χρήσει δίδου
κοχλιάριον λυσσοδήκτοις, μεθ' ὕδατος καὶ ὑδρομέλιτος κυά-
θων γʹ. ἀπὸ αʹ. ἡμέρας, καλὸν μὲν εἰ ἐπὶ ἡμέρας μʹ. εἰ δὲ
107

μή γε, ἐπὶ τὰς πρώτας ἡμέρας ζʹ. ἄλυσσος δέ ἐστι βοτάνη


τῷ πρασίῳ παρεμφέρουσα, τραχυτέρα δὲ, καὶ μᾶλλον ἀκαν-
θώδης περὶ τὰ σφαιρία, ἄνθος δὲ φέρει κυανίζον. ταύτην
χρὴ συλλέγειν ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασι, καὶ ξηράναντας
κόπτειν, καὶ σήθειν, καὶ φυλάττειν ἀδιάπνευστον. Ἄλλη
ἔνδοξος πάνυ. ♃ Μιθρέου καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κλημά-
των λευκῆς ἀμπέλου κεκαυμένων καὶ τετριμμένων μύστρα ιʹ.
ῥίζης γεντιανῆς μύστρα γʹ. τερμινθίνης μύστρα βʹ. δίδου
δηχθεῖσιν εὐθέως μετ' οἴνου ἀκράτου παλαιοῦ κυάθων γʹ.
ἢ ὀλίγῳ πλέονος, ἢ ἐλάττονος. δεῖ γὰρ παραμετρεῖν ταῖς
ἡλικίαις καὶ τὴν δύναμιν τῶν δηχθέντων· δίδου ἐπὶ ἡμέ-
ρας γʹ. τοῖς δὲ ὕστερον τῆς αʹ. ἡμέρας, ἢ τῆς βʹ. ἢ καὶ
τῆς γʹ. μέλλουσι λαμβάνειν τὸ φάρμακον, ἐπιμηχανητέον, ὥστε
τὸ ἅπαξ διδόμενον τῆς ἡμέρας, τοῦτο τριπλοῦν, καὶ δι-
πλοῦν τοῦ φαρμάκου διδόναι, ὁ γὰρ οἶνος αὐτάρκης. ἐκπλη-
ρώσαντα δὲ τὸ ἐλλεῖπον τῶν ἡμερῶν, διδόναι καρκίνων

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 169, γρ. 12


ἔνδοξος πάνυ. ♃ Μιθρέου καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κλημά-
των λευκῆς ἀμπέλου κεκαυμένων καὶ τετριμμένων μύστρα ιʹ.
ῥίζης γεντιανῆς μύστρα γʹ. τερμινθίνης μύστρα βʹ. δίδου
δηχθεῖσιν εὐθέως μετ' οἴνου ἀκράτου παλαιοῦ κυάθων γʹ.
ἢ ὀλίγῳ πλέονος, ἢ ἐλάττονος. δεῖ γὰρ παραμετρεῖν ταῖς
ἡλικίαις καὶ τὴν δύναμιν τῶν δηχθέντων· δίδου ἐπὶ ἡμέ-
ρας γʹ. τοῖς δὲ ὕστερον τῆς αʹ. ἡμέρας, ἢ τῆς βʹ. ἢ καὶ
τῆς γʹ. μέλλουσι λαμβάνειν τὸ φάρμακον, ἐπιμηχανητέον, ὥστε
τὸ ἅπαξ διδόμενον τῆς ἡμέρας, τοῦτο τριπλοῦν, καὶ δι-
πλοῦν τοῦ φαρμάκου διδόναι, ὁ γὰρ οἶνος αὐτάρκης. ἐκπλη-
ρώσαντα δὲ τὸ ἐλλεῖπον τῶν ἡμερῶν, διδόναι καρκίνων
ποταμίων μύστρον ἓν, καὶ γεντιανῆς μύστρα βʹ. ἐπ' ἄλλας
ἡμέρας γʹ. μετ' οἴνου κυάθων γʹ. τὸ δὲ λεγόμενόν ἐστι τοι-
οῦτον. τοῖς μὲν εὐθέως δηχθεῖσι διδόναι καρκίνων μύστρον,
καὶ γεντιανῆς μύστρα βʹ. καὶ οἴνου ἀκράτου κυάθους γʹ.
καθ' ἑκάστην ἐπὶ ἡμέρας στʹ. εἰ δέ τις ἀφυστερήσει
τῆς θεραπείας, εἰ μὲν δευτεραῖος εἴη, λαμβάνειν τοῦ φαρ-
μάκου τὸ διπλοῦν, ὁ γὰρ οἶνος αὐτάρκης. εἰ δὲ τριταῖος,
λαμβανέτω τριπλοῦν. μετὰ δὲ ταῦτα τρὶς ἐπ' ἄλλας ἡμέρας
λαμβανέτω, ὅπερ ἔθος ἔχει, καθ' ἑκάστην ἡμέραν λαμβά-
νειν. τὸ φάρμακον ποθὲν, ἱκανὴν ἀσφάλειαν ποιεῖ,

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 169, γρ. 15


108

δηχθεῖσιν εὐθέως μετ' οἴνου ἀκράτου παλαιοῦ κυάθων γʹ.


ἢ ὀλίγῳ πλέονος, ἢ ἐλάττονος. δεῖ γὰρ παραμετρεῖν ταῖς
ἡλικίαις καὶ τὴν δύναμιν τῶν δηχθέντων· δίδου ἐπὶ ἡμέ-
ρας γʹ. τοῖς δὲ ὕστερον τῆς αʹ. ἡμέρας, ἢ τῆς βʹ. ἢ καὶ
τῆς γʹ. μέλλουσι λαμβάνειν τὸ φάρμακον, ἐπιμηχανητέον, ὥστε
τὸ ἅπαξ διδόμενον τῆς ἡμέρας, τοῦτο τριπλοῦν, καὶ δι-
πλοῦν τοῦ φαρμάκου διδόναι, ὁ γὰρ οἶνος αὐτάρκης. ἐκπλη-
ρώσαντα δὲ τὸ ἐλλεῖπον τῶν ἡμερῶν, διδόναι καρκίνων
ποταμίων μύστρον ἓν, καὶ γεντιανῆς μύστρα βʹ. ἐπ' ἄλλας
ἡμέρας γʹ. μετ' οἴνου κυάθων γʹ. τὸ δὲ λεγόμενόν ἐστι τοι-
οῦτον. τοῖς μὲν εὐθέως δηχθεῖσι διδόναι καρκίνων μύστρον,
καὶ γεντιανῆς μύστρα βʹ. καὶ οἴνου ἀκράτου κυάθους γʹ.
καθ' ἑκάστην ἐπὶ ἡμέρας στʹ. εἰ δέ τις ἀφυστερήσει
τῆς θεραπείας, εἰ μὲν δευτεραῖος εἴη, λαμβάνειν τοῦ φαρ-
μάκου τὸ διπλοῦν, ὁ γὰρ οἶνος αὐτάρκης. εἰ δὲ τριταῖος,
λαμβανέτω τριπλοῦν. μετὰ δὲ ταῦτα τρὶς ἐπ' ἄλλας ἡμέρας
λαμβανέτω, ὅπερ ἔθος ἔχει, καθ' ἑκάστην ἡμέραν λαμβά-
νειν. τὸ φάρμακον ποθὲν, ἱκανὴν ἀσφάλειαν ποιεῖ, ὥστε
μὴ περιπεσεῖν τῷ ὑδροφόβῳ.
[Κρατίππου ἀνδρὸς, καὶ ἐπισήμου καὶ κυνοτρόφου.]
♃ Καρκίνωνκʹ. σμύρνηςβʹ. κρόκουαʹ 𐆄ʹʹ. γεν-
τιανῆςαʹ. πεπέρεως λευκοῦ κόκκους ιʹ. οἴνου ὅσον ἐξαρ-
κεῖ εἰς ἀνάληψιν. ἡ δόσιςαʹ. μετ' οἴνου κυάθων γʹ.
κεκραμένου.
[Ἄλλη, ᾗ ἐχρήσατο Ἥρας ὁ Καππαδόκης.] ♃ Σκορ-
δίουβʹ. πεπέρεως λευκοῦβʹ 𐆄ʹʹ. ὀπίουγʹ. ὀποῦ
Κυρηναϊκοῦγʹ 𐆄ʹʹ. κάγχρυοςδʹ. γεντιανῆς, πηγάνου
ἀγρίου σπέρματος, μίλτου Λημνίας, ἀνὰεʹ. σμύρνης
ζʹ· ὀποβαλσάμουηʹ. σκεύαζε οἴνῳ, καὶ ἀναλάμβανε μέλιτι
ἑφθῷ, ὕστερον ἐπιβαλὼν τὸ ὀποβάλσαμον, καὶ δίδου εὐτο-
νωτέροις κυάμου Αἰγυπτίου. τὸ διπλοῦν,

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 172, γρ. 7

μένοις δίδου μετὰ ὕδατος ψυχροῦ. τὸ φάρμακον εἰς Διό-


νυσον ἀναφέρεται τὸν Μιλήσιον.
[Κλαυδίου Ἀπολλωνίου φάρμακον ἐπιτετευγμένον λυς-
σοδήκτοις. ἔστι καὶ θηριακή.] ♃ Τριφύλλου σπέρματος,
μαράθρου ῥίζης, ἀνὰστʹ. σκίλλης τῶν φύλλων ξηρῶν,
ἀριστολοχίας μακρᾶς, ἀνὰεʹ. σκίγκου, ἑρπύλλου κλάδων,
109

ἀνὰδʹ. καρδαμώμου κεκαθαρμένου, γλυκυῤῥίζης, ἀνὰ


𐆄 γʹ. ἄμμεως, πηγάνου ῥίζης, ἀνὰβʹ. ὀποπάνακος,
ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ, ἀνὰαʹ. οἴνου Φαλερίνου ξέστας γʹ.
καὶ καρκίνων θαλασσίων κεκαυμένων λίτρας γʹ. εἰς τὸν οἶνον
ἔα βρέχεσθαι, καὶ ὅταν συμπίωσι, λεάνας ἐπιμελῶς, ἔχε ἐν
ἑτοίμῳ. τὰ δὲ ξηρὰ κόψας, καὶ σήσας λεπτῷ κοσκίνῳ,
μίξας τοῖς καρκίνοις, ἀνάπλασσε τροχίσκους, καὶ δίδου
τριώβολον μετ' οἴνου ἀκράτου κυάθου αʹ 𐆄ʹʹ. ἐπὶ ἡμέρας γʹ.
καὶ περὶ μὲν τούτων ἐπὶ τοσοῦτον. συναπτέον δὴ τούτοις
καὶ τὰς τῶν ἔξωθεν ἐπιτιθεμένας σκευασίας.
[Μενίππου πρὸς λυσσοδήκτους, ᾗ ἐχρήσατο Πέλοψ.]
♃ Πίσσης Βρυττίας λίτραν αʹ. ὀποπάνακος γο δʹ. ὄξους ξέστην
ἕνα. διάλυε τὸν ὀποπάνακα καὶ ὄξους κυάθοις δʹ. καὶ τὸ
λειπόμενον ὑγρὸν μετὰ τῆς πίσσης ἕψε, καὶ ὅταν ἀναλωθῇ

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 179, γρ. 13

καθάπερ εἴρηται, καὶ δίδου τοῖς πεπονθόσι κοχλιάριον, καὶ


οἴνου ἀκράτου κύαθον. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς φυλακὴν, ἐνιαυ-
τοῦ ἅπαξ δοθεῖσα.
[Ἐπίθεμα σκορπιοπλήκτων.] ♃ Δάφνης φύλλα ἑψή-
σας μετ' οἴνου, καὶ τρίψας ἐπιτίθει, ἢ κρίνων τὰς ῥίζας
τρίψας μετ' ὄξους, ἐπιτίθει.
[Ἄλλο.] ♃ Ἀριστολοχίας ἐν οἴνῳ ἡψημένης, καὶ
πηγάνου ἀκρεμόνων, καὶ νίτρου τὸ ἴσον τρίψας μετ' οἴνου,
ἐπιτίθει.
[Ἄλλο.] ♃ Καρκίνων ποταμίων, κάγχρυος, σταφίδος
ἀγρίας, πηγάνου τὸ ἴσον μετ' οἴνου, ἐπιτίθει.
[Ἄλλο.] ♃ Χαμαιμήλων, καὶ μελανθίου, καὶ νίτρου
ἐρυθροῦ τὸ ἴσον, τρίψας μετ' ὄξους, ἐπιτίθει.
[Ἀραβᾶ Θηβαίου, ἐπιτετευγμένον φάρμακον, πρὸς
σκορπίου πληγάς.] ♃ Χαλβάνης, τερμινθίνης ἀνὰβʹ.
σταφίδος ἀγρίας, πυρέθρου, θείου ἀπύρου, ἀνὰαʹ.
σμύρνης, πεπέρεως, ἀνὰαʹ 𐆄ʹʹ. πίσσης ὑγρᾶς τὸ αὔ-
ταρκες.

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 195, γρ. 16

Τρόμοισι καὶ σπασμοῖσι κατέχοντ' αὐτίκα,


110

Ἐν ἀγρυπνίαις τε καὶ παρακοπαῖς συνεχέσι


Διάγοντες, ἀποθνήσκουσι συντομώτατα.
Κἂν τῷ παραχρῆμα δ' ἐκφύγωσι τοὺς φόβους,
Μένει τὰ τοιαῦτα κατὰ χρόνους συμπτώματα
Ἄφνω γενόμενα τοῖς πάλαι δεδηγμένοις.
Πρὸς τοὺς φόβους οὖν τῶν τοιούτων δηγμάτων
Ἱερὰν ἔχε πάντως ἀντίδοτον παρακειμένην.
Οἱ γὰρ πιόντες, ὡς ἐρῶ, ταύτην ἐγὼ,
Εἰς οὐδὲν ἄτοπον ἐμπεσοῦνται ῥᾳδίως.
Σκεύαζε δ' αὐτὴν, καρκίνους τοὺς ποταμίους
Ἐπὶ κληματίδων κατάκαιε λευκῆς ἀμπέλου,
Τήρει τε λειῶν ἐπιμελῶς ἐν πυξίδι,
Καὶ γεντιανῆς τὴν ῥίζαν εὖ σεσησμένην
Ἐν πυξίδι δ' ἑτέρᾳ τῆς δὲ χρείας γενομένης
Κατάπασον οἴνου τρισὶ κυάθοις ἡδέος,
Μύστρα δὲ βʹ. μακρὰ τῆς σποδοῦ τῶν καρκίνων,
Τῆς γεντιανῆς δ', ὡς ἔφην, λελεασμένης
Ἓν μύστρον, οὕτως ἐκπιεῖν κέλευ' ἄθρουν
Τρισὶν καθεξῆς ἡμέρας νήστει διδούς.
Πρώτην κατὰ τύχην δ' ὑστερήσας ἡμέραν,

Γαληνός ιατρός De antidotis libri ii Τόμ. 14, σε. 208, γρ. 6

βάλλεσθαι πᾶν τὸ φθαρτικόν.] ♃ Μίλτου σφραγῖδος Λη-


μνίαςαʹ. ὀβολοὺς βʹ. ἀρκευθίδωνβʹ. λεῖα τρίψας,
ἀναλάμβανε ἐλαίῳ καλλίστῳ, καὶ δίδου καρύου Ποντικοῦ τὸ
μέγεθος σὺν οἰνομέλιτι.
[Ἐκ τῶν Ἀφροδᾶ πρὸς ὑδροφόβους.] ♃ Λαθυρίδος
οὐγγίας αʹ. καστορίουγʹ. λειώσας, δίδου μετὰ κοτύλης
δραχμῆς ῥοδίνου πίνειν.
[Καταπότιον τοῦ αὐτοῦ ὑδροφοβικόν.] ♃ Καστορίου
𐆄 αʹ 𐆄ʹʹ. λαθυρίδων κόκκους θʹ. δίδου.
[Ἄλλως, παρὰ Νικοστράτου.] ♃ Καστορίουηʹ.
λυκίου Ἰνδικοῦδʹ. γεντιανῆςβʹ. καρκίνων κεκαυμέ-
νωναʹ 𐆄ʹʹ. μέλιτι μίξας δίδου.
[Πρὸς δὲ ὑδροφόβον, θαυμαζόμενον.] Εἰ ὕδωρ εἰς ὃ
ἀποκαταῤῥίπτουσιν οἱ σιδηρουργοὶ τὰ σιδηρᾶ, ἀγνοοῦντος
τοῦ τεχνίτου δίδοται, λίαν θαυμάζεται. τοῖς δὲ ἤδη φο-
βουμένοις τὸ ὕδωρ, ἵνα πίῃ, ὑπόθες τῷ ποτηρίῳ ῥάκος ἀπὸ
ἀφέδρου, καὶ πίεται. ποιεῖ δὲ καὶ γεντιανὴ καθ' ἑαυτὴν,
κοχλιάρια γʹ. σὺν ὕδατι.
111

Γαληνός ιατρός De theriaca ad Pisonem (0057: 079)“Claudii Galeni


opera omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1827, Repr.
1965.Τόμ. 14, σε. 242, γρ. 11

καιόμενον, καὶ μεθ' ὕδατος λεῖον ἐπιτιθέμενον, φυμάτων


σκορπιστικὸν γίνεται, ὥσπερ δὴ καὶ τὸ ἔχεως δέρμα, λεῖον
ἐπιτιθέμενον ταῖς ἀλωπεκίαις, θαυμαστῶς ἀναφύει τὰς τρί-
χας. τὸ δὲ τῆς ἀσπίδος γῆρας τριφθὲν μετὰ μέλιτος καὶ
ὑπαλειφόμενον ὀξυδερκέστατόν ἐστιν. καὶ ὅλως πολλή τίς
ἐστιν ἡ τῶν τοιούτων ὕλη, ἣν οὐκ εὔκαιρον εἶναι νομίζω
νῦν ἀναγράφειν, ἵνα μὴ μακρὸς ὑμῖν ὁ λόγος γένηται, ἀρ-
κούντων εἰς τὴν ἀπόδειξιν τοῦ λεγομένου καὶ μόνων μοι τῶν
προειρημένων. ἐκεῖνο δὲ ἀναγκαῖόν ἐστιν εἰδέναι, ὅτι τῶν
ζώων αὐτῶν ὅλα τὰ σώματα πολλάκις τοῖς ἀνθρώποις βοη-
θεῖ. καρκίνος γοῦν ὁ ἀπὸ τῶν ποταμῶν λειωθεὶς καὶ
καταπλασθεὶς ἀνεκβάλλει τοὺς σκόλοπας καὶ τὰς ἀκίδας.
καὶ ἡ καρὶς ὁμοίως λειωθεῖσα μετὰ βρυωνίας ῥίζης πινο-
μένη ἕλμινθας ἐξάγει. ὁ δὲ σκορπίος σὺν ἄρτῳ ἐσθιόμενος
ὀπτὸς θρύπτει τοὺς ἐν τῇ κύστει λίθους. ὁμοίως δὲ καὶ
τὸ γῆς ἔντερον μετ' οἴνου πινόμενον τὸ αὐτὸ ποιεῖ. εἰ δέ
τις αὐτὰ τρίβων ἐν μελικράτῳ λάβοι ἰκτεριῶν εὐθέως κα-
θαρθεὶς ἀπαλλάσσεται. πολλάκις δὲ καὶ σὺν ῥοδίνῃ κηρωτῇ
ἐπιτιθέντα τῶν ποδαγρῶν ταῖς φλεγμοναῖς ἥρμοσαν, ὁ δὲ
ἱέραξ ἑψηθεὶς μετὰ μύρου σουσίνου ἀμβλυωπίας ἰᾶται.
καὶ ὁ κάνθαρος δὲ θεραπεύει τὰς ὠταλγίας ἀποζεσθεὶς ἐλαίῳ

Γαληνός ιατρός In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii (0057:


088)
“Galeni in Hippocratis prorrheticum I commentaria iii”, Ed. Diels,
H.Leipzig: Teubner, 1915; Corpus medicorum Graecorum, vol.
5.9.2.Kühn τόμ. 16, σε. 795, γρ. 2

φέρεσθαι, τὰ τῆς ὀσφύος ἀλγήματα γεννήσει.

Τὰ τεταγμένοισι χρόνοισιν αἱμορ-


ραγέοντα διψώδεα, δύσκολα, ἐκχλοιούμενα, μὴ αἱμορραγή-
σαντα, ἐπιληπτικὰ τελευτᾷ.
Κἀνταῦθα πάλιν ἤρκει καθόλου φάναι πρῶτον μέν, οἷς ἂν συνήθης
κένωσις αἵματος ἐπίσχηται, τούτοις ἔσεσθαι νοσήματα πληθωρικά, ῥυέν-
τος αὐτοῦ πρὸς ἐκεῖνα τὰ μόρια τοῦ σώματος, ὅσα πλησίον ἐστὶ τῶν
112

ἐπεσχημένων ἐκρύσεων ἢ τῶν ἄλλων ἀσθενέστερα, κατὰ μέρος δὲ περὶ |


τῶν ἐξ αἱμορροΐδων ὡς ἂν μελαγχολικῶν περιττωμάτων τρεφόντων
ἤτοι μελαγχολίαν ἢ φθίσιν ἢ ὕδερον ἢ κιρσοὺς ἢ καρκίνον ἢ ἐλέφαντα·
τούτων δὲ ἔξωθεν ἑκάστῳ κατ' ἐκεῖνο τὸ μόριον ἔσεσθαι τὸ πάθος, ὃ
τῶν ἄλλων ἐστὶν ἐπιφανῶς ἀσθενέστερον. ἕνα δὲ ὅρον προέθηκεν ἐν
τῷ προκειμένῳ ῥησιδίῳ δυοῖν συμπτωμάτων, τῆς δίψης καὶ τοῦ ἐκ-
χλοιοῦσθαι, τὴν ἐπίσχεσιν. τὸ μὲν γὰρ τῆς δίψης οὐδ' ὅλως ἴδιον
ἐπισχέσεως αἵματός ἐστιν, τὸ δὲ ἐκχλοιοῦσθαι ταῖς ἀμέτροις ἐκρύσεσι
τοῦ αἵματος, οὐ ταῖς ἐπισχέσεσιν ἕπεται. καὶ καλῶς εἴρηται κατὰ τὸ
δεύτερον τῶν Ἐπιδημιῶν αἵματος πολλοῦ ῥυέντος ἐκχλοιοῦσθαι, ἔνθα
καὶ τὸ σημαινόμενον ἐξηγησάμην ἐκ τῆς ‘ἐκχλοιοῦται’ φωνῆς.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii


vi (0057: 091)“Galeni in Hippocratis sextum librum epidemiarum
commentaria i–vi”, Ed. Wenkebach, E.Leipzig: Teubner, 1940; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 5.10.2.2.
Kühn τόμ. 17a, σε. 858, γρ. 11

τὸ δὲ ἧττον, οἷον ἐπὶ τῶν σκληρῶν καὶ μαλακῶν. ἐπὶ | μιᾶς γὰρ ἀντι-
θέσεως ὡς ἐπὶ παραδείγματος ἀρκέσει τὸν λόγον ποιήσασθαι· τὸ μὲν
σκληρὸν τοῦ μαλακοῦ φαυλότερόν ἐστιν, αὐτοῦ δὲ τοῦ σκληροῦ τὸ
μᾶλλον σκληρόν, ὅ τι δ' ἐστὶ σκληρότατον, τοῦτ' ἂν εἴη χαλεπώτατον.
οὕτω δὲ καὶ τὸ μὲν μετρίως μαλακὸν ἀγαθὸν μετρίως ἐστί, τὸ δὲ τε-
λέως μαλακὸν ἀγαθὸν καὶ τοῦτο τελέως. ἅπερ οὖν ἐπὶ ταύτης τῆς
ἀντιθέσεως ἤκουσας, ἐπὶ τὰς εἰρημένας ἁπάσας δεῖ μεταφορᾶς.
Τὸ θηριῶδες φθινοπώρου καὶ
αἱ καρδιαλγίαι καὶ τὸ φρικῶδες καὶ τὸ μελαγχολικόν.
Εἴτε τὰς ἀσκαρίδας, εἴτε τὰς ἕλμινθας λέγει τὸ θηριῶδες, εἴτε
ἐλέφαντα καὶ καρκίνον, εἴτε φθίσιν, ὥς τινες ἤκουσαν, εἴτε πᾶν τὸ
κακόηθες, εἰκότως ἐν φθινοπώρῳ τὰ τοιαῦτα γίνεται πάντα διά τε
τὴν κακοχυμίαν τῆς ὥρας καὶ τὴν τοῦ περιέχοντος ἀνώμαλον κρᾶσιν.
οὐδὲν | οὖν θαυμαστόν, εἰ καὶ καρδιαλγίαι καὶ τὸ φρικῶδες
καὶ τὸ μελαγχολικὸν ἐπικρατεῖ κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ὥραν.
ἅπαντα γὰρ ἕπεται ταῦτα τοῖς προειρημένοις αἰτίοις. εἴρηται δὲ ἡμῖν
ἐπὶ πλέον ἐν τῇ τοῦ δευτέρου τῶν Ἐπιδημιῶν ἐξηγήσει περὶ τῶν
κατὰ τὸ φθινόπωρον ἁπάντων.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii (0057:


092)
“Claudii Galeni opera omnia, vols. 17.2 and 18.1”, Ed. Kühn, C.G.
113

Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Τόμ. 17b, σε. 360, γρ. 11

ρίον ἐν ᾧ νοσοῦσιν οἱ κάμνοντες καὶ τὴν ἡλικίαν αὐτῶν καὶ


τὴν ἰδέαν τῆς νόσου. ἔστω γὰρ, εἰ οὕτως ἔτυχε, χολῆς
ξανθῆς ἐν τῷ σώματι πλεονεκτούσης γνωρίσματα, συνεπι-
βλέπειν αὐτῇ δεήσει καὶ εἰ ὥρα θερινὴ καὶ εἰ τὸ χωρίον
θερμὸν καὶ εἰ ὁ κάμνων ἀκμάζων. οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ
φλέγματος, εἰ χειμὼν εἴη, εἰ τὸ χωρίον ψυχρὸν, εἰ πρεσβύ-
της ὁ ἄνθρωπος· ἀλλὰ καὶ πρὸς τούτοις ἅπασιν, αὐτὸ τὸ
εἶδος τῆς νόσου ἐπιβλεπτέον, οἷον ὅτι τριταῖος μὲν, εἰ οὕ-
τως ἔτυχεν, ὑπὸ τῆς ξανθῆς χολῆς ἐπικρατούσης γίνεται,
τεταρταῖος δ' ὑπὸ τῆς μελαίνης, ἀμφημερινὸς δὲ ὑπὸ
τοῦ φλέγματος, καὶ καρκίνος μὲν ὑπὸ τῆς μελαίνης χολῆς,
ἐρυσίπελας δὲ ὑπὸ τῆς ξανθῆς, τῶν τ' ἄλλων νοση-
μάτων ὡσαύτως ἕκαστον. ἐὰν γὰρ ταῦτα πάντα διορισώ-
μεθα, βεβαιότερον ἐπὶ τὴν τοῦ λυποῦντος χυμοῦ κένωσιν
ἀφιξόμεθα. πάντων οὖν ἀτοπώτατοι τῶν ἐξηγητῶν εἰσιν
οἱ νομίζοντες τὸν λόγον αὐτῷ ὑπὲρ ἀσιτίας γίνεσθαι μόνης
τῆς ἐν τοῖς πυρετοῖς. οὔτε γὰρ αὐτὸς ὠνόμασε πυρετοὺς ὅ
τε λόγος ἐπὶ πάντων ἐστὶ καθόλου τῶν παρὰ φύσιν, ἐκδιδά-
σκων ἡμῶν σκοποὺς, οἷς προσέχοντας εὑρίσκειν προσήκει
τὸ ποιὸν τῆς κενώσεως, οὐ τὸ ποσόν.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 17b,


σε. 659, γρ. 13

ὁμοιότητες, ὡς αὐτὸς εἶπεν, οὐ μόνον τοῖς ἐπιτυχοῦσιν, ἀλλὰ


καὶ τοῖς ἀγαθοῖς ἰατροῖς φέρουσιν ἀπάτην, ἕτερον ἡμᾶς
γνώρισμα ταῖς ἀγαθαῖς κενώσεσιν ἐζευγμένον ἐδίδαξε, τὴν
εὐφορίαν, ἵνα κἀν τούτῳ θαῤῥῶμεν, ὀρθῶς ποιούμενοι τὴν
κένωσιν. ὅπερ οὖν ἐπὶ τῆς ξανθῆς χολῆς ὡς ἐπὶ παραδεί-
γματος εἴρηκα, τοῦτό μοι καὶ ἐπὶ τῆς μελαίνης νόει. καὶ
γὰρ κἀπὶ ταύτης ἡ μὲν καθ' ὅλον τὸ σῶμα χρόα πρὸς
τὸ μελάντερον τρέπεται, τά τε ἐξανθήματα μέλανα διὰ
τὴν τῆς μελαίνης γίνεται χρόαν. ὅσα δὲ πάθη διὰ τὴν
πλεονεξίαν αὐτῆς γίγνεται, φανερῶς ἐνδείκνυται τὸ πλῆθος
τοῦ χυμοῦ, καθάπερ ἐλέφας τε καὶ καρκίνος. καὶ μὴν καὶ ἡ
τεταρταία περίοδος ἐπὶ τῷ μελαγχολικῷ γίγνεται χυμῷ καὶ
σπλὴν μέγας καὶ κιρσοὶ μελαινόμενοι τῆς αὐτῆς ταύτης
ἔγγονα πάθη, καθάπερ γε καὶ ἡ μελαγχολία καλουμένη καὶ
πᾶσα παραφορὰ διανοίας, ὀργίλη, θρασεῖα, θηριώδης· Ἱπ-
ποκράτης δὲ κἀκ τῶν καταμηνίων ἐτεκμαίρετο τὸν πλεονά-
ζοντα χυμὸν ταῖς γυναιξὶ καὶ γέγραπται αὐτῷ τὰ γνωρί-
114

σματα κατὰ τὸ πρότερον τῶν γυναικείων. ἐκ τούτων μὲν


οὖν ὅτι πλεονάζει μέλαινα διαγινώσκειν χρὴ καὶ τούτους
ἔχοντά σε τοὺς σκοποὺς ἐπὶ τὴν κένωσιν αὐτῆς ἰέναι,
δεύτερον δὲ κατ' αὐτὴν τὴν κένωσιν σκοπὸν ἔχειν τὴν

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 17b,


σε. 688, γρ. 14

– – –
κδʹ.
Δυσεντερίη ἢν ἀπὸ χολῆς μελαίνης ἄρξηται, θανάσιμον.
– – –
Ὑπὸ τῆς ὠχρᾶς μὲν ὑπ' ἐνίων, ὑπ' ἄλλων δὲ ξανθῆς
ὀνομαζομένης χολῆς ἄρχεται τοὐπίπαν ἡ δυσεντερία. ξυομέ-
νων τὰ πρῶτα τῇ τῶν χυμῶν δριμύτητι τῶν ἐν-
τέρων, ἀναβιβρωσκομένων δ' ὕστερον, ὡς ἑλκοῦσθαι καὶ γί-
νεσθαι δυσεντερίαν. ταύτην μὲν οὖν τὴν δυσεντερίαν ἰώ-
μεθα πολλάκις. ἥτις δ' ἂν ὑπὸ τῆς μελαίνης γένηται
χολῆς, ἀνίατός ἐστι πάντῃ, οὐδὲν διαφέρουσα καρκίνου
τοῦ μεθ' ἑλκώσεως. ὅπου τοίνυν ἐπιπολῆς συνιστάμενος ὁ
τοιοῦτος καρκίνος ἤτοι δυσίατος ἢ παντάπασιν ἀνίατός
ἐστι, καίτοι διὰ παντὸς ἐπικείμενον ἑαυτῷ φάρμακον ἔχειν
δυνάμενον, εἰκὸς δήπου τὸν ἐν τοῖς ἐντέροις γιγνόμενον οὐ
μόνον τῷ μηδὲν ἔχειν δύνασθαι παντὸς ὁμιλοῦν φάρμακον
ἑαυτῷ, ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς τροφῆς περιττῶν ἀεὶ ψαυόντων
αὐτοῦ παντάπασιν ἀνίατον μένειν.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 17b,


σε. 688, γρ. 16

Δυσεντερίη ἢν ἀπὸ χολῆς μελαίνης ἄρξηται, θανάσιμον.


– – –
Ὑπὸ τῆς ὠχρᾶς μὲν ὑπ' ἐνίων, ὑπ' ἄλλων δὲ ξανθῆς
ὀνομαζομένης χολῆς ἄρχεται τοὐπίπαν ἡ δυσεντερία. ξυομέ-
νων τὰ πρῶτα τῇ τῶν χυμῶν δριμύτητι τῶν ἐν-
τέρων, ἀναβιβρωσκομένων δ' ὕστερον, ὡς ἑλκοῦσθαι καὶ γί-
νεσθαι δυσεντερίαν. ταύτην μὲν οὖν τὴν δυσεντερίαν ἰώ-
μεθα πολλάκις. ἥτις δ' ἂν ὑπὸ τῆς μελαίνης γένηται
χολῆς, ἀνίατός ἐστι πάντῃ, οὐδὲν διαφέρουσα καρκίνου
τοῦ μεθ' ἑλκώσεως. ὅπου τοίνυν ἐπιπολῆς συνιστάμενος ὁ
τοιοῦτος καρκίνος ἤτοι δυσίατος ἢ παντάπασιν ἀνίατός
115

ἐστι, καίτοι διὰ παντὸς ἐπικείμενον ἑαυτῷ φάρμακον ἔχειν


δυνάμενον, εἰκὸς δήπου τὸν ἐν τοῖς ἐντέροις γιγνόμενον οὐ
μόνον τῷ μηδὲν ἔχειν δύνασθαι παντὸς ὁμιλοῦν φάρμακον
ἑαυτῷ, ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς τροφῆς περιττῶν ἀεὶ ψαυόντων
αὐτοῦ παντάπασιν ἀνίατον μένειν.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 17b,


σε. 809, γρ. 4

καὶ βλάπτει μεγάλως αὐτά. καὶ συμβαίνει ἐς ταὐτὸν ἄμφω


τό τε βλάπτον ἕλκη καὶ τὸ μὴ ἐκπυΐσκον, ὥσπερ οὖν καὶ
κατὰ τοὐναντίον τό τ' ὠφελοῦν καὶ τὸ ἐκπυΐσκον. μέγιστον
γάρ ἐστι σημεῖον πρὸς ἀσφαλείαν ἕλκει τό τε πῦον καὶ τὸ
τούτου ποιητικὸν φάρμακον. οὐδὲν γὰρ δύναται γενέσθαι
κακὸν ἐφ' ἕλκει πῦον γεννῶντι. τὰ γοῦν σπασμὸν ἐπιφέ-
ροντα πάντως ἀνεκπύητά ἐστι. ὁμοίως δὲ καὶ τὰ σηπεδο-
νώδη τῶν ἑλκῶν, ὅσα τε τῶν πέριξ χωρίων ἀνάβρωσιν ἔχει
καὶ τὰ δυσεπούλωτα δὲ πάντ' ἐστὶν ἀνεκπύητα καὶ ὅσα τῶν
κακοήθων ἑλκῶν ἰδίοις ὀνόμασι κατ' ἐξοχήν τινα κέκληται
καρκινώδη, χειρώνεια, τηλέφια καὶ φαγεδαινικὰ, πάντ'
ἐστὶ καὶ ταῦτ' ἀνεκπύητα. μέγιστον οὖν σημεῖον εἰς ἀσφά-
λειαν ἕλκει τὸ πῦόν ἐστι καὶ τοῦτό γε τεκμαίρου ἐπὶ τῆς
τοῦ θερμοῦ χρήσεως. ἐφ' ὧν γὰρ οὐχ ἁρμόττει, θεάσῃ
ταῦτ' ἀνεκπύητα μένοντα πρὸς τοῦ θερμοῦ. τὰ δ' ἐφεξῆς
ἔργα τοῦ θερμοῦ φαινόμενα συνεχῶς καταλέγει. καὶ γὰρ
μαλάττει τὸ ἐσκληρυμμένον δέρμα καὶ ἰσχναίνει τὸ πεπαχυ-
σμένον, ἀνώδυνόν τ' ἐστὶ καὶ σπασμῶν καὶ τετάνων παρη-
γορικὸν, οὐχ ὥσπερ τὸ ψυχρὸν ὀδύνην ἀνεκπύητον ἐργάζε-
ται, τῷ τῆς φύσεως ἡμῶν ἀλλότριον ὑπάρχειν, ἥ-
τις ἐστὶ τὸ ἔμφυτον θερμὸν,

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Τόμ. 17b, σε. 854, γρ. 17

τῷ αἵματι, κἂν μηδέπω τὴν κατὰ φύσιν ὑπερβαίνῃ συμμε-


τρίαν, ὠθοῦντος αὐτὸ πρὸς τὰς ἐν τῇ μήτρᾳ φλέβας, ὥσπερ
ἐν ταῖς ῥευματικαῖς διαθέσεσιν ἄλλοτ' εἰς ἄλλο μόριον ἄμε-
τρον κένωσιν γενέσθαι καταμηνίων. ἐλάττω δ' αὖ κατα-
μήνια δυνατόν ἐστι γενέσθαι διά τε μύσιν ἢ ἔμφραξιν
τῶν τὴν ἔμμηνον κάθαρσιν ἐπὶ τὴν μήτραν φερουσῶν φλε-
βῶν, διὰ πάχος αἵματος ἢ διὰ ψυχρότητα καὶ ῥώμην αὐ-
116

τῶν τῶν κατὰ τὴν μήτραν ἀγγείων, ὡς μὴ παραδέχεσθαι


τὸ ἐπιῤῥέον. ὅ τι δ' ἂν ᾖ τούτων ἀναγκαῖόν ἐστιν ἐν τῷ
χρόνῳ καὶ τὴν μήτραν αὐτὴν πάσχειν τι πάθος ἤτοι φλε-
γμονῶδες ἢ ἐρυσιπελατῶδες ἢ σκιῤῥῶδες ἢ καρκινῶδες, ᾧ
πάλιν συμπάσχειν ὅλον τὸ σῶμα. κατὰ μέντοι τὰς ἀμέτρους
κενώσεις οὐδὲν τοιοῦτον πάθημα γίνεται ταῖς ὑστέραις, ᾧ
συννοσήσει τὸ σύμπαν σῶμα λόγῳ συμπαθείας, ὥστε πι-
θανώτερον ἐπὶ τῶν ἰσχομένων καταμηνίων εἰρῆσθαι μόνον
ἀπὸ τῆς ὑστέρας τὰς νόσους συμβαίνειν.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Τόμ. 18a, σε. 59, γρ. 2

– – – λζʹ.
Ὑπὸ κυνάγχης ἐχομένῳ οἴδημα γενέσθαι ἐν τῷ τραχήλῳ
ἀγαθόν· ἔξω γὰρ τρέπεται τὸ νούσημα.
– – –
Ἀληθὴς ὁ λόγος καὶ ἡ αἰτία πρόδηλος, εἴ γε ἐκ τῶν
διὰ βάθους τε καὶ κυριωτέρων μορίων εἰς τὸ δέρμα μεθί-
στασθαι τὰ πάθη λυσιτελεῖ.
– – – ληʹ.
Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν
βέλτιον. θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θε-
ραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελοῦσιν.
– – –
Κρυπτοὺς καρκίνους εἴρηκεν ἤτοι τοὺς χωρὶς ἑλκώσεως
ἢ τοὺς κεκρυμμένους, ὅπερ ἐστὶ μὴ φαινομένους ὃ πάλιν
ἴσον δύναται τῷ διὰ βάθους εἶναι τοῦ σώματος. ἀλλὰ
καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν
ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 59, γρ. 6 – – –
Ἀληθὴς ὁ λόγος καὶ ἡ αἰτία πρόδηλος, εἴ γε ἐκ τῶν
διὰ βάθους τε καὶ κυριωτέρων μορίων εἰς τὸ δέρμα μεθί-
στασθαι τὰ πάθη λυσιτελεῖ.
– – –
117

ληʹ.
Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν
βέλτιον. θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θε-
ραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελοῦσιν.
– – –
Κρυπτοὺς καρκίνους εἴρηκεν ἤτοι τοὺς χωρὶς ἑλκώσεως
ἢ τοὺς κεκρυμμένους, ὅπερ ἐστὶ μὴ φαινομένους ὃ πάλιν
ἴσον δύναται τῷ διὰ βάθους εἶναι τοῦ σώματος. ἀλλὰ
καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν
ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'
ἑλκώσεως. ἀναγκαῖον γὰρ εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο τηνικαῦτα τοὺς
ἰχῶρας ἀποπλύνειν ὑγρῷ τινι χρώμενον, ὅπερ οὐ τὸ τυχὸν
εἶναι προσήκει, ἀλλ' ὅ τί περ ἂν ἤτοι διὰ πείρας ἢ δι' ἐν-
δείξεως εὑρεθῇ μήτε σήπειν πεφυκὸς μήτ' ἐρεθίζειν τὸ

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 59, γρ. 18

ἴσον δύναται τῷ διὰ βάθους εἶναι τοῦ σώματος. ἀλλὰ


καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν
ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'
ἑλκώσεως. ἀναγκαῖον γὰρ εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο τηνικαῦτα τοὺς
ἰχῶρας ἀποπλύνειν ὑγρῷ τινι χρώμενον, ὅπερ οὐ τὸ τυχὸν
εἶναι προσήκει, ἀλλ' ὅ τί περ ἂν ἤτοι διὰ πείρας ἢ δι' ἐν-
δείξεως εὑρεθῇ μήτε σήπειν πεφυκὸς μήτ' ἐρεθίζειν τὸ
πεπονθὸς μέρος. ταύτης μὲν οὖν τῆς θεραπείας οὔτ' ἀφί-
στασθαι προσήκει οὔθ' οἱ χωρὶς ἑλκώσεως δέονται καρκίνοι.
τῆς δ' ἐκ τοῦ τεμεῖν καὶ καῦσαι ἃ μόνῳ καρκίνῳ γινο-
μένῳ ἐστὶν ἰάματα, συμβουλεύει μὴ προσάγεσθαι κατὰ τοὺς
κρυπτοὺς καρκίνους. ὅτι μὲν οὖν οἱ ἐν τῷ βάθει διὰ τῆς
τοιαύτης ἀγωγῆς οὐ θεραπεύονται καὶ ἡ πεῖρα διδάσκει.
πάντας γὰρ οἶδα τοὺς ἐπιχωρήσαντας ἰᾶσθαι καρκίνους
τοιούτους παροξύναντας μᾶλλον αὐτοὺς, ἐν τάχει τε τοὺς
ἀνθρώπους ἀποκτείναντας. οἵ τε γὰρ τὸν ἐν τῷ οὐρανί-
σκῳ συστάντα καὶ τὸν ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν ἐν τῷ κρυπτῷ
τῷ γυναικείῳ τεμόντες καὶ καύσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπου-
λῶσαι τὰ ἕλκη καὶ τῇ τῆς ἰάσεως ταλαιπωρίᾳ συνέτηξαν
118

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 60, γρ. 1

καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν


ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'
ἑλκώσεως. ἀναγκαῖον γὰρ εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο τηνικαῦτα τοὺς
ἰχῶρας ἀποπλύνειν ὑγρῷ τινι χρώμενον, ὅπερ οὐ τὸ τυχὸν
εἶναι προσήκει, ἀλλ' ὅ τί περ ἂν ἤτοι διὰ πείρας ἢ δι' ἐν-
δείξεως εὑρεθῇ μήτε σήπειν πεφυκὸς μήτ' ἐρεθίζειν τὸ
πεπονθὸς μέρος. ταύτης μὲν οὖν τῆς θεραπείας οὔτ' ἀφί-
στασθαι προσήκει οὔθ' οἱ χωρὶς ἑλκώσεως δέονται καρκίνοι.
τῆς δ' ἐκ τοῦ τεμεῖν καὶ καῦσαι ἃ μόνῳ καρκίνῳ γινο-
μένῳ ἐστὶν ἰάματα, συμβουλεύει μὴ προσάγεσθαι κατὰ τοὺς
κρυπτοὺς καρκίνους. ὅτι μὲν οὖν οἱ ἐν τῷ βάθει διὰ τῆς
τοιαύτης ἀγωγῆς οὐ θεραπεύονται καὶ ἡ πεῖρα διδάσκει.
πάντας γὰρ οἶδα τοὺς ἐπιχωρήσαντας ἰᾶσθαι καρκίνους
τοιούτους παροξύναντας μᾶλλον αὐτοὺς, ἐν τάχει τε τοὺς
ἀνθρώπους ἀποκτείναντας. οἵ τε γὰρ τὸν ἐν τῷ οὐρανί-
σκῳ συστάντα καὶ τὸν ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν ἐν τῷ κρυπτῷ
τῷ γυναικείῳ τεμόντες καὶ καύσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπου-
λῶσαι τὰ ἕλκη καὶ τῇ τῆς ἰάσεως ταλαιπωρίᾳ συνέτηξαν
τοὺς ἀνθρώπους ἄχρι θανάτου, οἷς ἐνῆν μὴ θεραπευομένοις
ἀλυπότερον ἄχρι πλείονος ἐξαρκέσαι χρόνου. τοὺς μὲν οὖν
τοιούτους καρκίνους οὐδ' ὅλως ἐπιχειρητέον ἰᾶσθαι, τοὺς

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 60, γρ. 13

κρυπτοὺς καρκίνους. ὅτι μὲν οὖν οἱ ἐν τῷ βάθει διὰ τῆς


τοιαύτης ἀγωγῆς οὐ θεραπεύονται καὶ ἡ πεῖρα διδάσκει.
πάντας γὰρ οἶδα τοὺς ἐπιχωρήσαντας ἰᾶσθαι καρκίνους
τοιούτους παροξύναντας μᾶλλον αὐτοὺς, ἐν τάχει τε τοὺς
ἀνθρώπους ἀποκτείναντας. οἵ τε γὰρ τὸν ἐν τῷ οὐρανί-
σκῳ συστάντα καὶ τὸν ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν ἐν τῷ κρυπτῷ
τῷ γυναικείῳ τεμόντες καὶ καύσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπου-
λῶσαι τὰ ἕλκη καὶ τῇ τῆς ἰάσεως ταλαιπωρίᾳ συνέτηξαν
τοὺς ἀνθρώπους ἄχρι θανάτου, οἷς ἐνῆν μὴ θεραπευομένοις
119

ἀλυπότερον ἄχρι πλείονος ἐξαρκέσαι χρόνου. τοὺς μὲν οὖν


τοιούτους καρκίνους οὐδ' ὅλως ἐπιχειρητέον ἰᾶσθαι, τοὺς
δ' ἐπιπολῆς ἐκείνους μόνους οὓς ἐκτεμεῖν οἷόν τε σὺν ταῖς
ῥίζαις αὐταῖς, ὡς ἂν εἴποι τις. οὐδὲν γὰρ χεῖρον οἱονεὶ
ῥίζας τινὰς ὀνομάσαι τοῦ καρκίνου τὰς διατεταμένας ἄχρι
τῶν πέριξ σωμάτων πεπληρωμένας φλέβας αἵματος μελαγ-
χολικοῦ. πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν ἀξιολόγων ἰατρῶν οὐδὲ τού-
τους ἐπιτρέπουσι χειρουργεῖν, ἀλλὰ μόνους ὅσοι περ ἂν ἑλ-
κωθέντες ἅμα μὲν ἀνιαροὶ τοῖς κάμνουσιν ὦσιν, ὡς αὐτοὺς
ὀρεχθῆναι τῆς χειρουργίας, ἅμα δ' ἐν τοῖς τοιούτοις συ-
στῶσι μορίοις ἃ μετὰ τῶν ῥιζῶν ἐκτεμεῖν καὶ καῦσαι δυ-
νατόν ἐστιν. ἔνιοι δὲ οὐδὲ τούτοις ἀνασκευάζεσθαι ἐῶσιν,

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii


Τόμ. 18a, σε. 60, γρ. 16

τοιούτους παροξύναντας μᾶλλον αὐτοὺς, ἐν τάχει τε τοὺς


ἀνθρώπους ἀποκτείναντας. οἵ τε γὰρ τὸν ἐν τῷ οὐρανί-
σκῳ συστάντα καὶ τὸν ἐν τῇ ἕδρᾳ καὶ τὸν ἐν τῷ κρυπτῷ
τῷ γυναικείῳ τεμόντες καὶ καύσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν ἀπου-
λῶσαι τὰ ἕλκη καὶ τῇ τῆς ἰάσεως ταλαιπωρίᾳ συνέτηξαν
τοὺς ἀνθρώπους ἄχρι θανάτου, οἷς ἐνῆν μὴ θεραπευομένοις
ἀλυπότερον ἄχρι πλείονος ἐξαρκέσαι χρόνου. τοὺς μὲν οὖν
τοιούτους καρκίνους οὐδ' ὅλως ἐπιχειρητέον ἰᾶσθαι, τοὺς
δ' ἐπιπολῆς ἐκείνους μόνους οὓς ἐκτεμεῖν οἷόν τε σὺν ταῖς
ῥίζαις αὐταῖς, ὡς ἂν εἴποι τις. οὐδὲν γὰρ χεῖρον οἱονεὶ
ῥίζας τινὰς ὀνομάσαι τοῦ καρκίνου τὰς διατεταμένας ἄχρι
τῶν πέριξ σωμάτων πεπληρωμένας φλέβας αἵματος μελαγ-
χολικοῦ. πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν ἀξιολόγων ἰατρῶν οὐδὲ τού-
τους ἐπιτρέπουσι χειρουργεῖν, ἀλλὰ μόνους ὅσοι περ ἂν ἑλ-
κωθέντες ἅμα μὲν ἀνιαροὶ τοῖς κάμνουσιν ὦσιν, ὡς αὐτοὺς
ὀρεχθῆναι τῆς χειρουργίας, ἅμα δ' ἐν τοῖς τοιούτοις συ-
στῶσι μορίοις ἃ μετὰ τῶν ῥιζῶν ἐκτεμεῖν καὶ καῦσαι δυ-
νατόν ἐστιν. ἔνιοι δὲ οὐδὲ τούτοις ἀνασκευάζεσθαι ἐῶσιν,
ἀλλὰ τελέως ἀφίστασθαι συμβουλεύουσι βοηθημάτων ἀγω-
νιστικῶν ἐπὶ καρκίνου παντός. Ἱπποκράτης γοῦν
ὅτι μὲν τοὺς ἐν τῷ βάθει τοῦ σώματος οὐκ ἀεὶ

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 61, γρ. 7
120

ῥίζαις αὐταῖς, ὡς ἂν εἴποι τις. οὐδὲν γὰρ χεῖρον οἱονεὶ


ῥίζας τινὰς ὀνομάσαι τοῦ καρκίνου τὰς διατεταμένας ἄχρι
τῶν πέριξ σωμάτων πεπληρωμένας φλέβας αἵματος μελαγ-
χολικοῦ. πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν ἀξιολόγων ἰατρῶν οὐδὲ τού-
τους ἐπιτρέπουσι χειρουργεῖν, ἀλλὰ μόνους ὅσοι περ ἂν ἑλ-
κωθέντες ἅμα μὲν ἀνιαροὶ τοῖς κάμνουσιν ὦσιν, ὡς αὐτοὺς
ὀρεχθῆναι τῆς χειρουργίας, ἅμα δ' ἐν τοῖς τοιούτοις συ-
στῶσι μορίοις ἃ μετὰ τῶν ῥιζῶν ἐκτεμεῖν καὶ καῦσαι δυ-
νατόν ἐστιν. ἔνιοι δὲ οὐδὲ τούτοις ἀνασκευάζεσθαι ἐῶσιν,
ἀλλὰ τελέως ἀφίστασθαι συμβουλεύουσι βοηθημάτων ἀγω-
νιστικῶν ἐπὶ καρκίνου παντός. Ἱπποκράτης γοῦν
ὅτι μὲν τοὺς ἐν τῷ βάθει τοῦ σώματος οὐκ ἀεὶ συνεβού-
λευσε θεραπεύειν ἀγωνιστικῶς ἐξ αὐτῆς τοῦ πάθους τῆς
φύσεως ἔξεστι τεκμήρασθαι. εἰ δὲ καὶ τὸν ἐπιπολῆς τε
καὶ χωρὶς ἑλκώσεως ἄδηλον ἐστιν, ὅσον ἐπὶ τῇ κατὰ τὸν
ἀφορισμὸν λέξει. γεγράφασι δ' αὐτὸν οἱ περὶ τὸν Ἀρτε-
μίδωρόν τε καὶ τὸν Διοσκορίδην, ἄχρι τοῦ μὴ θεραπεύειν
βέλτιον.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 80, γρ. 8

χολίας. καὶ συμβαίνει γε τούτῳ διὰ τῆς καθάρσεως ἄμφω


ταῦτα χρηστὰ, τό τε καθαίρεσθαι τὰ περιττὰ καὶ τὸ τῇ
δριμύτητι τῶν ἐκκρινομένων ἀναστομωθεῖσαν ἐπὶ βραχὺ
τὴν αἱμοῤῥοΐδα συνεκκρίνειν τε καὶ αὐτὴν αἵματος μοχθη-
ροῦ. συνήθους γὰρ οὔσης αὐτῷ τῆς τοιαύτης ἐκκρίσεως,
εἶτ' ἐπισχεθείσης ἡ μελαγχολία συνέστηκε. καθαίρω τοιγαρ-
οῦν αὐτὸν, οὐκ ἦρος μόνον, ἀλλὰ φθινοπώρου καὶ, ὡς εἰ
καταφρονήσας ἐνίοτε ἐνταῦθα μὴ φθάσειε καθαρθῆναι,
τῶν τοῦ πάθους αἰσθάνεται συμπτωμάτων. οὕτω δὲ καὶ
γυναῖκά τινα καθ' ἕκαστον ἔτος εἰσβάλλοντος ἦρος ὁμοίως
κενῶν, καρκινώδη ποτὲ ὄγκον ἐν μαστῷ ἔχουσαν ἰασάμην,
ἰσχυρῶς κενώσας, πολλάκις διὰ φαρμάκου καθαίροντος μέ-
λανα καὶ εἰ παραλειφθείῃ ποτὲ ἡ κάθαρσις, ὀδύνη διὰ
βάθους αὐτῇ γίνεται καὶ οὕτως αὕτη μετακαλουμένη με πα-
ραχρῆμα κελεύει καθαίρειν. ἐλέφαντα δὲ ἀρχόμενον ἑτέρῳ
τὰ μὲν πρῶτα διὰ φλεβοτομίας καὶ καθάρσεως ἰασάμην.
ἑκάστου δὲ ἔτους ἀρκεῖ καὶ τούτῳ μία κάθαρσις, ἐλλει-
φθείσης δ' αὐτῆς αὐτίκα τὸ πάθος ἐπισημαίνει. τὰ μὲν
οὖν τοιαῦτα νοσήματα καθάρσεως χρῄζει μελαγχολικῶν χυ-
121

μῶν, ἐπιληπτικὰ δὲ καὶ ἀσθματικὰ καὶ ἀποπληκτικὰ τῶν


φλεγματωδῶν, ἀρθριτικὰ δὲ τὰ μὲν ἅμα θερμασίᾳ πολλῇ

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii Τόμ. 18a,


σε. 143, γρ. 6

– – –
Ἀκρατῆ μὲν ὀνομάζει γλῶσσαν ἤτοι τὴν ἀστήρικτον
ὡς μὴ διαθροῦσαν ἀκριβῶς τὴν φωνὴν ἢ τὴν ἀκίνητόν τε
καὶ παραλελυμένην παντάπασιν. ἀπόπληκτον δέ
τι τοῦ σώματος τὸ παραλελυμένον. διὰ τί δὲ ἐξαίφνης γι-
νόμενα ταῦτα μελαγχολικὰ ὑπάρχειν φησὶν οὐκ οἶδα. με-
λαγχολίας μὲν γὰρ, ἣν δὴ καὶ συνήθως ἅπαντες Ἕλληνες
ὁμολογοῦσιν, ὀρθῶς εἴρηται πρὸς αὐτοῦ τὰ τοιαῦτα γνωρί-
σματα, ἢν φόβος ἢ δυσθυμία πολὺν χρόνον ἔχουσα διατελέῃ,
μελαγχολικὸν τὸ τοιοῦτον. ἄλλως δὲ μελαγχολικὰ λέγομεν
εἶναι πάθη τούς τε καρκίνους καὶ τοὺς ἰλέφαντας, ἔτι τε
λέπρας καὶ ψώρας καὶ μέλανας ἀλφούς. ἀλλ' οὐδὲ τῶν
τοιούτων παθῶν τινος οὔτε τῆς ὑπὸ πάντων ὀνομαζομένης
μελαγχολίας ὁρᾶται προηγουμένη γλώσσης ἀκράτεια, καθά-
περ οὐδὲ μορίου τινὸς ἀποπληξία. λοιπὸν οὖν ἐστι λέγειν,
ὥσπερ ἐπὶ τεταρταίου πυρετοῦ, μελαγχολικὸν εἶναί φαμεν
αἴτιον τὸν τῆς περιόδου χυμὸν, οὕτω καὶ τῶν εἰρημένων
παθημάτων, τῆς τε κατὰ τὴν γλῶτταν ἀκρατείας καὶ τῆς
τοῦ μορίου παραλύσεως. καὶ δυνατόν γε τῷ πάχει τοῦ χυ-
μοῦ τὰ τοιαῦτα ἀκολουθῆσαι παθήματα,

Γαληνός ιατρός Adversus ea quae a Juliano in Hippocratis


aphorismos enuntiata sunt libellus (0057: 094)“Galeni adversus Lycum
et adversus Iulianum libelli”, Ed. Wenkebach, E.Berlin: Akademie–
Verlag, 1951; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.10.3.Kühn τόμ.
18a, σε. 290, γρ. 7

φειν ἃ μὴ πράττομεν, ἀλλὰ τοῖς ἔργοις αὐτοῖς πρότερον ἀποδεικνύντες


τἀληθὲς τηνικαῦτα τὴν ἀμφ' αὐτὰ τέχνην ἐξηγούμεθα, ἅπερ ἔστιν ἀκοῦ-
σαι τῶν ἐκ τῆς ἀγέλης τοῦ Θεσσαλοῦ, πόσους μὲν ὑδερικοὺς ὑδραγωγῷ
φαρμάκῳ καθήρας αὐτίκα τὴν γαστέρα προσεσταλμένην ἀπέφηνα, πό-
σους δ' ἰκτεριῶντας χολαγωγῷ | παραχρῆμα τὸν ἴκτερον ἰασάμην.
ἀλλ' οὐδὲ τούτων οὐδὲν οὐδ' ἄλλο τι τοιοῦτον Ἰουλιανὸς ἐθεάσατο.
ῥωμαλέῳ τῶν ἀθλητῶν, φησί, δίδωμι καθαρτικὸν καὶ δείκνυμι. ἀκό-
122

λουθον μὲν γὰρ δηλαδὴ τῷ τοσαύτης ἐμπληξίας μεστῷ καθαίρειν μὲν


τοὺς εὐχύμους ἀθλητάς, μὴ καθαίρειν δὲ μήθ' ὑδεριῶντας μήτε ἰκτεριῶν-
τας μήτε μελαγχολῶντας μήτε τὸν καλούμενον ἐλέφαντα νοσοῦντα
μήτε καρκίνῳ κάμνοντα μήθ' ὑπὸ φαγεδαίνης ἢ ἐρυσιπέλατος ἐνοχλού-
μενον ἤ τινος ἄλλου κακοχύμου νοσήματος. ἅλις ἤδη μοι καὶ τούτων
αὐτοῦ τῶν λήρων. εἰ γὰρ ἅπαντα λέγειν ὧν ἀκούειν ἐστὶν ἄξιον Ἰουλια-
νὸν ἐπιχειρήσειέ τις, οὐ μιᾶς ἢ δυοῖν, ἀλλὰ παμπόλλων αὐτῷ χρεία βι-
βλίων ἐστίν.
ἀκούσωμεν οὖν αὐτοῦ τι τῶν ἐφεξῆς ὡδίπως γράφοντος· ἄλλο
δή φημι ἰσχυρότατον ὃ μᾶλλον ὁρῶντας σωφρονίζεσθαι
ἐχρῆν καὶ μὴ πάντα τῆς μελαίνης χολῆς ἄγειν· ὅταν δὴ
χολῆς ὑπεῖναι δοξαζομένης φλεγμαγωγὸν διδῶμεν, καὶ χολὴ
μὲν ἀποκρίνεται, φλέγμα δὲ οὐκ, ἢ φλέγματος ὑπονοου-
μένου φλεγμαγωγόν, καὶ φλέγμα μὲν οὐκ | ἀποκρίνεται,

Γαληνός ιατρός In Hippocratis prognosticum commentaria iii (0057:


099)
“Galeni in Hippocratis prognosticum commentaria iii”, Ed. Heeg,
J.Leipzig: Teubner, 1915; Corpus medicorum Graecorum, vol.
5.9.2.Kühn τόμ. 18b, σε. 175, γρ. 9

Τό τε γὰρ ξανθὸν ἄκρητον ἐὸν κινδυνῶδες, τὸ δὲ λευκὸν καὶ γλίσχρον


καὶ στρογγύλον ἀλυ-σιτελές.
Οὐκ ἄλλο τι νῦν λέγει τοῦ πρόσθεν εἰρημένου. τὸ γὰρ ‘μὴ συμ-
μεμιγμένον’ ἄκρατόν ἐστι καὶ γίνεται ξανθὸν μὲν διὰ τὴν ξανθὴν
δηλονότι χολήν, λευκὸν δὲ καὶ γλίσχρον καὶ στρογγύλον διὰ
φλέγμα κατωπτημένον. ἐπιδέδεικται δ' ἡμῖν πολλάκις ὡς τὰ κατα-
σκήπτοντα μέλεσί τισι ῥεύματα καὶ φλεγμονάς τε καὶ ἐρυσιπέλατα καὶ
οἰδήματα καὶ σκίρρους καὶ καρκίνους ἐργαζόμενα παρὰ τὰς διαφορὰς
τῶν ἐπικρατούντων ἐν αὐτοῖς χυμῶν εὐήθη τε καὶ κακοήθη γίνεται.
τὰ μὲν γὰρ αἱματώδη τε καὶ φλεγματώδη μέτρια, τὰ δὲ τῆς ξανθῆς
ἢ μελαίνης χολῆς χαλεπά. διαβρωτικὰ μὲν γάρ ἐστιν ἄμφω τῶν σωμά-
των καὶ τοῦτ' αὐτοῖς κοινόν, ἴδιον δὲ ἑκατέρου τοῦ μὲν τῆς ξανθῆς
χολῆς τὸ πυρετοὺς ὀξεῖς ἐπιφέρειν, τοῦ δὲ τῆς μελαίνης τὸ δύσλυτον
ἐργάζεσθαι τὴν διάθεσιν. ἅτε γὰρ παχὺς ὢν καὶ γεώδης ὁ χυμὸς οὗτος |
ἐμφράττεται τοῖς ὑποδεξαμένοις μέλεσιν αὐτόν, ὡς δυσέκνιπτον εἶναι.

Γαληνός ιατρός In Hippocratis prognosticum commentaria iii


123

Kühn τόμ. 18b, σε. 283, γρ. 1

θερμανθέντας ἐπὶ πλέον χυμοὺς καὶ ὡς ἂν εἴποι τις ζέσαντας ἀναγ-


καῖον ἦν γεννῆσαι τὸν μελαγχολικὸν χυμόν, ὃν διαδεξάμενον ἠθροισμέ-
νον ἐν τῷ σώματι τὸ φθινόπωρον ἅτε ψυχρὸν ὂν οὐκ ἐπιτρέπει δια-
πνεῖν ὁμοίως ἐκτὸς οὐδὲ κενοῦσθαι ῥᾳδίως, οὕτως ἐν ταῖς ἡλικίαις
ἡ παρακμή, ὅσον ἐν τῇ ἀκμῇ ζέσαν τῶν χυμῶν εἰς μέλαιναν χολὴν
μετέβαλε, τοῦτο δυσκόλως αὐτὴ διαφοροῦσα τοὺς τεταρταίους μᾶλλον
ἐργάζεται πυρετούς. καὶ χρόνου γε πλείονος δεῖται τοῖς κατὰ τὴν
ἡλικίαν ταύτην πρὸς τὸ καθαρθῆναι τὸ σῶμα τῆς τοιαύτης χολῆς, ὅθεν
ἄχρι τοῦ γήρως ἐν τῷ μεταξὺ τὰ μελαγχολικὰ πάντα νοσήματα τοῖς
μὲν μᾶλλον πλεονάζει, | τοῖς δ' ἧττον ἐλέφαντες, καρκίνοι, λέπραι,
μελαγχολίαι καὶ τεταρταῖοι πυρετοί.

Τὰς δ' ἀποστάσιας εἰδέναι χρὴ τοῦ


χειμῶνος μᾶλλον γινομένας χρονιώτερόν τε παυομένας ἧσσόν
τε παλινδρομεούσας.
Τρεῖς ἀποφάσεις ἐποιήσατο περὶ τῶν ἀποστάσεων ὁ Ἱπποκράτης
κατὰ τὸν ἐνεστῶτα λόγον, μίαν μὲν καὶ πρώτην, ὅτι γίνονται μᾶλ-
λον ἐν χειμῶνι, δευτέραν δ' ὅτι χρονιώτερον παύονται, καὶ
τρίτην ὅτι παλινδρομοῦσιν ἧττον. ὅτι μὲν οὖν ἐν χειμῶνι γίνονται
μᾶλλον, ὁ πλεονάζων ἐν αὐτῷ χυμὸς ἐνδείκνυται.

Ορειβάσιος περ. 320 – περ. 400 μ. Χ.

Ορειβάσιος ιατρός (περ. 320 – περ. 400 μ. Χ. Collectiones medicae


(lib. 1–16, 24–25, 43–50) “Oribasii collectionum medicarum reliquiae,
vols. 1–4”, Ed. Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929;
6.2.1:1931; 6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–
6.2.2.Βι. 2, κεφ. 48, τμ. 3, γρ. 1

Περὶ τρίγλης.

Καὶ ἥδε τῶν πελαγίων ἐστί, σκληροτέραν δὲ πάντων σχεδὸν ἔχει


τὴν σάρκα καὶ ψαθυρὰν ἱκανῶς· τρέφει τοιγαροῦν, ὅταν πεφθῇ καλῶς,
τῶν ἄλλων μᾶλλον ἰχθύων. γίνονται δ' ἄρισται τρίγλαι κατὰ τὴν
καθαρὰν θάλατταν, ὥσπερ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες ἰχθύες, οὐχ ἥκιστα δὲ
καὶ διὰ τὰς τροφάς. αἱ γοῦν τὰς καρκινάδας ἐσθίουσαι καὶ δυσώδεις
εἰσὶ καὶ ἀηδεῖς καὶ δύσπεπτοι καὶ κακόχυμοι· διάγνωσις δ' αὐτῶν πρὶν
124

μὲν ἐσθίειν ἀναπτύξαντι τὴν κοιλίαν, ἐσθίοντι δὲ κατὰ τὴν πρώτην


εὐθέως ὀδμήν τε καὶ γεῦσιν.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 2, κεφ. 54, τμ. 1, γρ. 1

ὀστρακοδέρμων ζῴων, οὕτω καὶ δυσδιάφθαρτον· αἱρούμεθά τε διὰ τοῦτο


διδόναι πολλάκις αὐτὰ τοῖς διαφθείρουσιν ἐν κοιλίᾳ τὴν τροφὴν ὑπὸ
κακοχυμίας, ἤτοι ἐξ ἥπατος εἰς αὐτὴν καταρρεούσης ἢ περιεχομένης
ἐν τοῖς χιτῶσιν αὐτῆς. γεννᾶται δ' ἐξ αὐτῶν ὁ καλούμενος ὠμὸς
χυμὸς πάμπολυς· ἐκ δὲ τῶν μαλακοσαρκοτέρων καὶ τὸ φλέγμα. καθά-
περ γοῦν, ἀποθεμένων αὐτῶν τὸν ἁλυκὸν χυμόν, ἡ σὰρξ ὥσπερ δύς-
φθαρτος, οὕτω καὶ στατικὴ γίνεται τῆς γαστρός, ὡσαύτως εἴ τις ἐκπίνοι
τὸν γενόμενον ζωμόν, ὑπαχθήσεται μὲν ἡ γαστὴρ ἱκανῶς, οὐδεμίαν δ'
ἐξ αὐτοῦ τροφὴν τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου λήψεται.

Περὶ τῶν μαλακοστράκων.

Ἀστακοὶ καὶ πάγουροι καρκῖνοί τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες καὶ


... ὅσα τε ἄλλα λεπτὸν μὲν τὸ περιέχον ὄστρακον, ὅμοιον δὲ τῇ σκλη-
ρότητι τοῖς ὀστρακοδέρμοις ἔχει, ἥττονα μὲν ἐκείνων, ἔχει δ' οὖν
ὅμως τὸν ἁλυκὸν χυμὸν οὐκ ὀλίγον. ἔστι δὲ σκληρόσαρκα πάντα καὶ
διὰ τοῦτο δύσπεπτά τε καὶ τρόφιμα, προεψηθέντα δηλονότι κατὰ τὸ
πότιμον ὕδωρ. ἔστι δὲ καὶ τούτων ἡ σὰρξ ὥσπερ καὶ τῶν ὀστρέων
ἐπισχετικὴ τῶν κατὰ τὴν κοιλίαν, ὅταν ἐναποθῆται τῷ ὕδατι τὸν ἁλυ-
κὸν χυμόν, ὥσπερ εἴρηται, προεψηθέντα. καὶ τοίνυν καὶ ταῦτα δύς-
φθαρτα τοῖς σκληροῖς τῶν ὀστρακοδέρμων ὡσαύτως ἐστίν.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 13, τμ. 2, γρ. 5

Ὅσα πλείονα τροφὴν δίδωσι τῷ σώματι.

Συῶν τῶν ἡμέρων αἱ σάρκες πάντων ἐδεσμάτων εἰσὶ τροφιμώ-


ταται· βοῶν ἐγκέφαλοι, ὄρχεις, καρδία, νωτιαῖος καὶ ὁ ἄλλος μυελός,
τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν, καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων, καὶ πάντων τῶν πτη-
νῶν αἱ κοιλίαι, κοχλίαι, καὶ μᾶλλον τρίσεφθοι γενόμενοι, τῶν ὀστρα-
κοδέρμων τὰ σκληρόσαρκα, [καὶ] οἷον χημία, πορφύραι, κήρυκες, ὅσα
τε ἄλλα τοιαῦτα πλείονα τροφὴν δίδωσιν, ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι,
καρίδες, κάραβοι καὶ ... ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα, καὶ τὰ μαλάκια καλού-
125

μενα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες καὶ τὰ τοιαῦτα. τῶν σελαχίων νάρκη


μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως, βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι μᾶλλον,
τρίγλαι καὶ κωβιοὶ ἔλαττον. γάλα τὸ μὲν παχύτερον μᾶλλον, τὸ δ'
ὑγρότερον ἔλαττον. τῶν ἄρτων τροφιμώτατος ὁ σιλιγνίτης, ἐφεξῆς
δ' ὁ σεμιδαλίτης, καὶ τρίτος ὁ συγκομιστός. ἑφθοὶ πυροί, σεμίδαλις,
χόνδρος. κύαμοι σαρκοῦσι τὴν ἕξιν οὐκ ἐσφιγμένῃ καὶ πυκνῇ σαρκί,
ἀλλὰ χαυνοτέρᾳ μᾶλλον. ἐρέβινθοι κυάμων τρέφουσι μᾶλλον, φάσιλοι
καὶ ὦχροι τήλεως πλέον. δόλιχοι, οὓς λοβοὺς καὶ φασιόλους καλοῦσι,
τρέφουσι πισσῶν οὐκ ἔλαττον.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 15, τμ. 5, γρ. 3

μενον εὐθέως. ὠὰ τρομητὰ καὶ ῥοφητά· ἀμείνω δὲ τὰ τῶν ἀλεκτο-


ρίδων ἐστὶ καὶ τὰ τῶν φασιανικῶν, χείρω δὲ τά τε τῶν χηνῶν καὶ
τῶν στρουθοκαμήλων. ὄρνιθες καὶ ἰχθύες ὀλίγου δεῖν ἅπαντες εὔχυμοι
πλὴν τῶν ἐν ἕλεσι καὶ λίμναις καὶ ποταμοῖς ἰλυώδεσι διαιτωμένων,
καὶ μάλιστα ὅταν ἐκ πόλεως ῥέῃ τὸ ὕδωρ, ἐκκαθαῖρον ἀποπάτους τε
καὶ βαλανεῖα καὶ μαγειρεῖα καὶ τὰ τῶν πλυνόντων τὴν ἐσθῆτα ῥύμματα.
ἀσφαλὲς οὖν ἀεὶ προσφέρεσθαι τῶν ἰχθύων τοὺς ἐκ τῆς ἀμίκτου θα-
λάσσης ὕδατι γλυκεῖ, οἷοίπερ εἰσὶν οἵ τε πελάγιοι καὶ οἱ πετραῖοι· καὶ
γὰρ εἰς εὐχυμίαν καὶ εἰς ἡδονὴν πολὺ προὔχουσι τῶν ἄλλων. εἰ δέ
τι τῶν ἐν ἑκατέροις τοῖς ὕδασι διαιτωμένων εἴη, καθάπερ ὅ τε κέφα-
λος καὶ ὁ λάβραξ, ὀνίσκος τε καὶ κωβιός, σμύραιναί τε καὶ καρκῖνοι
καὶ ἐγχέλυες, ἀναπυνθάνεσθαι μὲν χρὴ πρότερον, ὅθεν εἴη τεθηραμένα,
μετὰ δὲ ταῦτα τῇ τε ὀδμῇ καὶ τῇ γεύσει τὴν διάγνωσιν αὐτῶν ποι-
εῖσθαι· καὶ γὰρ δυσώδεις καὶ ἀηδεῖς καὶ βλενώδεις εἰσὶν ὅσοι τὴν
δίαιταν ἔχουσιν ἐν ὕδατι μοχθηρῷ, καὶ μέντοι καὶ λίπος αὐτοῖς ὑπάρχει
πολὺ πλέον ἢ τοῖς ἄλλοις, καὶ σήπονται ταχέως. καὶ παρὰ τὰς ἐπι-
χωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους τε καὶ χείρους αὑτῶν οἱ ἰχθύες γίνονται,
διαγινωσκόμενοι ῥᾳδίως ὀσμῇ τε καὶ γεύσει, καθάπερ αἱ τρίγλαι· μοχ-
θηρόταται γὰρ αὐτῶν αἱ τὴν καρκινάδα σιτούμεναι, τῶν δ' ἄλλων ἡ
σὰρξ σκληροτέρα μέν, οὐ κακόχυμος δέ. κίθαρος καὶ ῥόμβος καὶ ἥπατος
καὶ βούγλωσσον καὶ ψῆττα καὶ σαυρὸς μέσοι πώς εἰσι τῶν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 15, τμ. 6, γρ. 4

γὰρ εἰς εὐχυμίαν καὶ εἰς ἡδονὴν πολὺ προὔχουσι τῶν ἄλλων. εἰ δέ
τι τῶν ἐν ἑκατέροις τοῖς ὕδασι διαιτωμένων εἴη, καθάπερ ὅ τε κέφα-
λος καὶ ὁ λάβραξ, ὀνίσκος τε καὶ κωβιός, σμύραιναί τε καὶ καρκῖνοι
126

καὶ ἐγχέλυες, ἀναπυνθάνεσθαι μὲν χρὴ πρότερον, ὅθεν εἴη τεθηραμένα,


μετὰ δὲ ταῦτα τῇ τε ὀδμῇ καὶ τῇ γεύσει τὴν διάγνωσιν αὐτῶν ποι-
εῖσθαι· καὶ γὰρ δυσώδεις καὶ ἀηδεῖς καὶ βλενώδεις εἰσὶν ὅσοι τὴν
δίαιταν ἔχουσιν ἐν ὕδατι μοχθηρῷ, καὶ μέντοι καὶ λίπος αὐτοῖς ὑπάρχει
πολὺ πλέον ἢ τοῖς ἄλλοις, καὶ σήπονται ταχέως. καὶ παρὰ τὰς ἐπι-
χωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους τε καὶ χείρους αὑτῶν οἱ ἰχθύες γίνονται,
διαγινωσκόμενοι ῥᾳδίως ὀσμῇ τε καὶ γεύσει, καθάπερ αἱ τρίγλαι· μοχ-
θηρόταται γὰρ αὐτῶν αἱ τὴν καρκινάδα σιτούμεναι, τῶν δ' ἄλλων ἡ
σὰρξ σκληροτέρα μέν, οὐ κακόχυμος δέ. κίθαρος καὶ ῥόμβος καὶ ἥπατος
καὶ βούγλωσσον καὶ ψῆττα καὶ σαυρὸς μέσοι πώς εἰσι τῶν ἁπαλο-
σάρκων τε καὶ σκληροσάρκων, ἡ τροφὴ δ' αὐτῶν καλλίστη τοῖς τε μὴ
γυμναζομένοις ἐστὶ καὶ τοῖς ἀσθενέσι καὶ τοῖς ἐκνοσηλευομένοις. ἡ
ψαθυρὰ καὶ μαλακὴ τροφὴ πρὸς ὑγείαν ἐστὶν ἐπιτηδειοτάτη, διότι καὶ
εὐχυμοτάτη πάντων ἐστίν. αἱ σάρκες τῶν ζῴων, ὅταν καλῶς πεφθῶ-
σιν, αἵματός εἰσιν ἀρίστου γεννητικαί, καὶ μάλιστα τῶν εὐχύμων, ὁποῖόν
ἐστι τὸ γένος τῶν ὑῶν· κάλλιστον γὰρ δὴ τὸ τούτων κρέας εἰς ἡδονήν
τε καὶ πέψιν ἐστί, καὶ μάλιστα τὸ τῶν μέσων κατὰ τὴν ἡλικίαν ὑῶν·
χεῖρον γὰρ τό τε τοῦ παλαιοτάτου καὶ τὸ τοῦ μετὰ τὴν ἀποκύησιν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 18, τμ. 9, γρ. 1

γαστὴρ δύσπεπτος, ἔντερα, μήτρα, καλλῶσον καὶ οἱ τῶν τελείων ζῴων


ὄρχεις, ἅπαν αἷμα, χῆνες πλὴν τῶν πτερῶν. φαττῶν, κιχλῶν, κοττύ-
φων καὶ [ἡ] τῶν μικρῶν στρουθίων σκληροτέρα ἐστὶν ἡ σάρξ, καὶ ἔτι
μᾶλλον τρυγόνος καὶ νήττης, καὶ πλέον ἡ τοῦ ταὼ καὶ ἡ τῶν ὠτίδων.
αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι· ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι
τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίης ὥς τι φάρμακον πεπτικόν· οὔτε
αὐταὶ γὰρ πέττονται ῥᾳδίως οὔτε ἄλλων σιτίων πεπτικόν εἰσι φάρ-
μακον. κοχλίοι δύσπεπτοι, ὀξύγαλα, καὶ μάλιστα τοῖς ψυχρὰν ἔχουσι
τὴν κοιλίαν, τυρὸς παλαιός· ὁ δὲ νέος καὶ μάλιστα ὀξυγαλάκτινος
καλλίων. πορφυρῶν καὶ κηρύκων καὶ τῶν ἄλλων ὀστρακοδέρμων τὰ
σκληρὰν ἔχοντα τὴν σάρκα δύσπεπτα. ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι,
κάραβοι, καρίδες καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες,
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δρά-
κοντες, κόκκυγες, γαλεώνυμοι, σκορπίοι, τράχουροι, τρίγλαι, ὀρφοί,
γλαῦκοι, ζύγαιναι, σάλπαι, γόγγροι, φάγροι, λάμιαι, αἰετοί, ὠὰ ἑφθά,
ὀπτά, ταγηνιστά, πυροὶ ἑφθοί, ὁ καλούμενος τράγος. τὸ κρίμνον δυς-
πεπτότερον ἀλφίτου. τίφαι, βρόμος καὶ οἱ ἀπ' αὐτῶν ἄρτοι, κύαμοι,
ὦχροι, δόλιχοι, φάσιλοι, λάθυροι, ἄρακοι, ἐρέβινθοι, ὄρυζα, θέρμοι,
μελίνη, κέγχρος, καὶ ὅσα τοιαῦτα, φακός, βῖκος, σήσαμον, ἐρύσιμον,
127

κάστανα, βάλανοι, μῆλα καὶ ἄπια καὶ σῦκα καὶ οὖα πρὶν πεπανθῆναι,
σταφυλαὶ ὀξεῖαι καὶ αὐστηραί, φοίνικες πάντες, κεράτια,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 28, τμ. 2, γρ. 1

Ὅσα δύσφθαρτα.

Τὰ μικρὰ χημία, πορφύραι, κήρυκες, ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρα-


κοδέρμων σκληρὰν ἔχει τὴν σάρκα, διδόαμεν τοῖς διαφθείρουσι τὴν
τροφὴν ὑπὸ κακοχυμίας, ἑψῶντες δὶς καὶ τρὶς ἐν ὕδατι καλλίστῳ,
μετατιθέντες εἰς τὸ καθαρόν, ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται.
καὶ ἀστακοὶ δὲ καὶ πάγουροι καὶ καρκῖνοι τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες,
ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα δύσφθαρτον ἔχει τὴν σάρκα παραπλησίως τοῖς
σκληροσάρκοις τῶν ὀστρακοδέρμων.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 3, κεφ. 30, τμ. 5, γρ. 2

τις τὸ γάλα τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσειεν, οὐδ' ὅλως ὑπάγει· κοχλάκων δὲ


διαπύρων τοσούτων ἐμβληθέντων ὡς ἐκδαπανῆσαι τὸν ὀρόν, ἐπέχει τὸ
οὕτω σκευασθέν, καὶ δίδομέν γε αὐτὸ τοῖς ὑπὸ δριμέων δακνομένοις
περιττωμάτων τὰ κατὰ τὴν γαστέρα· τῶν κοχλάκων δ' οὐχ ἧττον,
ἀλλὰ καὶ μᾶλλον, ἐμβαλλόμενοι κυκλίσκοι σιδηροῖ διάπυροι ταὐτὸν
ἐργάζονται· τυροῦταί γε μὴν ῥᾳδίως ἐν τῇ γαστρὶ τὸ οὕτω σκευασθὲν
γάλα· διὸ καὶ μίγνυμεν αὐτῷ μέλιτός τε καὶ ἁλῶν· ἀσφαλέστερον δὲ
καὶ ὕδατος ἐπεγχεῖν. καὶ μὴ θαυμάσῃς, εἰ τὸν ὀρὸν ἐκδαπανήσαντες
αὖθις ὕδατος ἐπεγχέομεν· οὐ γὰρ τὴν ὑγρότητα τοῦ ὀροῦ φεύγομεν,
ἀλλὰ τὴν δριμύτητα, καθ' ἣν ὑπάγει τὴν γαστέρα. ἀστακοί, πάγουροι,
καρκῖνοι, καρίδες, κάραβοι, ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα τῶν μαλακοστράκων
ἐλάττω μὲν τῶν ὀστρακοδέρμων, ἔχει δ' οὖν καὶ αὐτὰ τὸν ἁλυκὸν
χυμόν, ὃν ἐὰν ἐναπόθηται τῷ ὕδατι, ὥσπερ τῶν ὀστρέων καὶ τῶν
ἄλλων [τῶν] ὀστρακοδέρμων, ἡ σὰρξ ἐπισχετικὴ γίνεται γαστρός. καὶ
φακὴ δὲ καὶ κράμβη δίσεφθοι γενόμεναι καὶ τὸν χυμὸν ἀποθέμεναι
γαστρὸς ἐφεκτικαὶ γίνονται· καὶ ξηρᾶναι βουληθέντες ὑγρὰν γαστέρα,
ὅταν ἤδη μετρίως ἡψῆσθαι δοκῇ ἡ κράμβη, τὸ πρότερον ὕδωρ ἀπο-
χέοντες ἐμβαλοῦμεν εὐθέως ἐν ἑτέρῳ θερμῷ, κἄπειτα πάλιν ἐν ἐκείνῳ
καθεψήσομεν ὡς τακερὰν γενέσθαι· χρὴ δὲ μήτε ἀέρος μήτε ὕδατος
128

ψυχροῦ ψαύειν τὸ δὶς ἑψώμενον· οὐκέτι γὰρ ἀκριβῶς γίνεται τακερόν,


οὐδ' ἂν ἐπὶ πλεῖστον ἑψῇς. ἀφαιρεθεῖσα δ' ἡ φακὴ τοῦ λέμματος

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 7, κεφ. 23, τμ. 7, γρ. 2

αύτης κενώσεως ἐτῶν ἤδη πολλῶν ἐκωλύσαμεν γίνεσθαι. κατὰ δὲ τὸν


αὐτὸν τρόπον ἀποπληξίαν, ἐπιληψίαν, μελαγχολίαν, ἄλλα τοιαῦτα χρό-
νια πάθη διὰ τῆς εἰρημένης κενώσεως ἐπὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἐπαύ-
σαμεν. ἐνίοις μὲν οὖν συμφέρει κενοῦσθαι τοὺς φλεγματώδεις χυμούς,
ἐνίοις δὲ τοὺς πικροχόλους, ἐνίοις δὲ τοὺς μελαγχολικούς, ἐνίοις δ'
ὀρῶδες περίττωμα κατὰ τὴν τῶν εἰθισμένων αὐτοῖς γίνεσθαι παθῶν
οὐσίαν. αὐτίκα μελαγχολίᾳ τις ἁλίσκεται καθ' ἕκαστον ἔτος, εἰ μὴ
καθαρθείη, καὶ καθαίρω γε αὐτὸν οὐκ ἦρος μόνον, ἀλλὰ καὶ φθινο-
πώρου. οὕτως δὲ καὶ γυναῖκά τινα καθ' ἕκαστον ἔτος εἰσβάλλοντος
ἦρος ὁμοίως κενῶ, καρκινώδη διάθεσιν ἐν μαστῷ ἔχουσαν, ἣν ἰασάμην
ἰσχυρῶς κενώσας διὰ φαρμάκου καθαίροντος μέλαιναν, καὶ εἰ παρα-
λειφθείη ποτὲ ἡ κάθαρσις, ὀδύνη διὰ βάθους αὐτῇ γίνεται. ἐλέφαντα
δ' ἀρχόμενον ἑτέρῳ τὰ μὲν πρῶτα διά τε φλεβοτομίας καὶ καθάρσεως
ἰασάμην· ἑκάστου δ' ἔτους αὖθις ἀρκεῖ καὶ τούτῳ μία κάθαρσις· ἐκ-
λειφθείσης δ' αὐτῆς, αὐτίκα τὸ πάθος ἐπισημαίνει. τὰ μὲν οὖν τοι-
αῦτα νοσήματα καθάρσεως χρῄζει μελάνων χυμῶν, ἐπιληπτικὰ δὲ καὶ
ἀποπληκτικὰ καὶ ἀσθματικὰ τῶν φλεγματωδῶν, ἀρθριτικὰ δὲ τὰ μὲν
ἅμα θερμασίᾳ πολλῇ τῶν πικροχόλων, τὰ δὲ σὺν ὄγκοις ψυχροῖς τῶν
φλεγματικῶν. ἄλλος δέ τις ὥρᾳ θέρους αἰεὶ τριταίοις ἁλισκόμενος
πυρετοῖς ἤδη πολλῶν ἐτῶν οὐκ ἐπύρεξε,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 7, κεφ. 23, τμ. 24, γρ. 2

κοιλίας καθάρσεις· οἱ δ' ἀήθεις οὐκ ἄνευ κινδύνου, καὶ μᾶλλον ἐπ'
ἐλλεβόρου. καὶ τὸ τοῦ νοσήματος δ' εἶδος σκοπεῖσθαι προσῆκεν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τοῦ λευκοφλεγματίου ὑδέρου φλέγματος ἀγωγῷ χρησόμεθα
φαρμάκῳ, πρότερον μὲν διὰ τῆς κάτω γαστρός, εἶτα δι' ἐμέτων, εἶτα
δι' ἀποφλεγματισμῶν· δι' ὅλου γὰρ τοῦ σώματος ἐκτεταμένου τοῦ
πλεονάζοντος, ἁπάσας κενώσεις παραληψόμεθα. ἀσκίτου δ' ὄντος τοῦ
ὑδέρου, τῶν ὑδραγωγῶν τι δώσομεν φαρμάκων, ὥσπερ γε κἀπὶ τῶν
ἰκτερικῶν τῶν χολαγωγῶν· ἐκκαθαίρειν γὰρ χρὴ καὶ τούτων πολυειδῶς
τὴν χολὴν ἄνω τε καὶ κάτω καὶ δι' οὔρων καὶ δι' ὑπερῴας καὶ διὰ
ῥινῶν. οὕτως δὲ κἂν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμός, ὡς ἐν μελαγ-
χολίᾳ καὶ καρκίνῳ καὶ ἐλέφαντι, τὸ τῆς μελαίνης χολῆς κενωτικὸν
129

φάρμακον δίδομεν· ἐπιληψίαν δὲ φλεγμαγωγοῖς καθαίρομεν, ἐξ ὧν


δῆλον ὡς ἡ κατάστασις τῆς νόσου καὶ τὸν κενωθησόμενον δηλοῖ χυμὸν
καὶ τὸν τόπον, δι' οὗ χρὴ κενοῦν αὐτόν. ἀμέλει καὶ τῶν κατὰ τὸ
ἧπαρ φλεγμαινόντων, ὅταν πεφθῶσι, τὴν ἀποκάθαρσιν ποιούμεθα διὰ
μὲν τῆς κάτω γαστρός, ὅταν ἐν τοῖς σιμοῖς αὐτοῦ γένηται τὸ πάθημα,
δι' οὔρων δέ, ὅταν ἐν τοῖς κυρτοῖς. οὕτως δὲ κἀπὶ τῶν ἄλλων ἐπι-
σκέψῃ τόν τε πλεονάζοντα χυμὸν καὶ τὸν πεπονθότα τόπον, ἐξ οὗ
καθάπερ ἑστίας τινὸς ὁρμᾶται τὸ νόσημα· ταῦτα γάρ σοι καὶ τὸν
κενωθησόμενον ἐνδείξεται χυμὸν καὶ τὸν τρόπον τῆς κενώσεως καὶ
τὸν τόπον δι' οὗ χρὴ κενῶσαι, καὶ πρὸς τούτοις ἅπασι τὸν καιρόν·

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 7, κεφ. 26, τμ. 181, γρ. 3

σπασθῆναι· οἷς καὶ ἀπιστεῖν οὐ ῥᾴδιον, κεχρῆσθαι δὲ χαλεπόν, ὅταν


γε φαίνηται παρῃνημένα μὲν ὑπὸ τοῦ ἀρίστου, δυσχέρειαν δὲ παρέχῃ
χρωμένοις· καὶ γὰρ εἴ τις οἴεται τὸν μέλανα νῦν κελεύειν διδόναι,
πρῶτον μὲν τὸ δύσεργον κἀν τούτῳ ἔνεστιν ἀποπατοῦντί τε καὶ ἤν
τι ἄλλο ἐργῶδες ἐπὶ φαρμάκῳ καταλαμβάνῃ· ἔπειτα οὐκ ἴση πρὸς τὰ
ἐργώδη ἡ δύναμις, ἀλλὰ πολὺ ἀσθενεστέρα τοῦ τηλικούτων ῥύσασθαι·
τάχα δὴ οὖν διὰ τὸ ἀμφίβολον κάλλιον τοῖς οὕτω διακειμένοις μὴ
διδόναι. πυρετῶν δὲ τῶν μὲν ἄλλων οὐδενὶ ἐπιτήδειος ἐλλέβορος,
τοῖς δὲ τεταρταίοις ἔστιν ὅπου. συμφέρει δὲ καὶ τοῖς κατὰ νεφροὺς
λιθιῶσι καὶ τοῖς χρονίως ἀπέπτοις καὶ ἐπὶ λευκῷ φλέγματι καὶ ἐπὶ
σπληνὶ καὶ τοῖς κρυπτοῖς καρκινώδεσι, καίτοι δοκῶν ἥκιστα ἕλκεσι
συμφέρειν· ἀλλ' ἐγὼ οἶδα γυναῖκα τοιούτου ἕλκους ἀπαλλαγεῖσαν,
καθάραντός τινος τῶν ἐν Κῷ ἰατρῶν, τὰ μὲν ἄλλα οὐκ εὐδοκίμου,
περὶ δὲ τὴν πόσιν τοῦ ἐλλεβόρου καλῶς γεγυμνασμένου. τὰ μὲν
νοσήματα, οἷς ἂν προσενεχθῇ, ταῦτά ἐστιν· οὐ μὴν ἐξαρκεῖ μόνον
τὴν νόσον δέχεσθαι τὸ φάρμακον, εἰ μὴ καὶ τὰ ἄλλα ἐφεξῆς συμβαίη·
εἴρηται δ' ἔμπροσθεν ὑπὲρ αὐτῶν, καὶ ὧν χρὴ ἀπηλλαγμένας εἶναι
τὰς ἄνω καθάρσεις, καὶ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους, ἐν ᾗ φαρμακεύεται· οἱ δὲ
πρὸς τῷ νοσήματι καιροὶ νῦν εἰρήσονται· δισσοὶ δ' εἰσίν, ὁ μὲν πρὸς
ὅλην τὴν νόσον, ὁ δὲ πρὸς τοὺς παροξυσμοὺς καὶ τὰς διαλείψεις
αὐτῶν. πρὸς μὲν οὖν ὅλην τὴν νόσον οὕτω γινώσκειν·

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 12, κεφ. pi, τμ. 23, γρ. 1

οἷς τὸ σπέρμα μέλαν· ῥίζα πηχυαία, ὑπόλευκος, ἐμφερὴς στρουθίῳ.


φύεται ἐν ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι τόποις.
130

Πόλιον τὸ μέν ἐστιν ὀρεινόν, ὃ καὶ τεύθρειον καλεῖται, οὗ καὶ


ἡ χρῆσις· θαμνίον δ' ἐστὶ λευκόν, λειπόφυλλον, σπιθαμιαῖον, καρποῦ
πλῆρες, ἔχον κεφάλιον ἐξ ἄκρου κορυμβοειδές, μικρὸν ὡς πολιὰν
τρίχα, βαρύοδμον, μετὰ ποσῆς εὐωδίας· τὸ δ' ἕτερον ἀμμωδέστερον,
οὐχ οὕτως εὔτονον ἐν ὀσμῇ καὶ ἀδρανέστερον.
Πολύγαλον (οἱ δ' ὄσιριν) καυλὸν σπιθαμιαῖον ἔχει· φύλλα
φακοειδῆ· γευομένῳ ὑπόστρυφνον.
Πολύγονον ἄρρεν (οἱ δὲ καρκίνηθρον, οἱ δὲ τευθρόβανον,
οἱ δὲ κλῆμα)· ἔστι δὲ πόα κλῶνας ἔχουσα λεπτούς, τρυφερούς,
πολλούς, γόνασι διειλημμένους, ἕρποντας ἐπὶ γῆς ὥσπερ ἄγρωστις·
φύλλα δὲ πηγάνῳ ὅμοια, ἐπιμηκέστερα καὶ μαλακώτερα· ἔχει δὲ
καρπὸν παρ' ἕκαστον φύλλον, ὅθεν καὶ ἄρρεν καλεῖται· ἄνθος λευκὸν
ἢ φοινικοῦν.
Πολύγονον θῆλυ θαμνίον ἐστὶ πολύκλωνον, τρυφερόν, καλα-
μοειδές, γόνατα συνεχῆ ἔχον ἐγκείμενα ἀλλήλοις ὥσπερ σάλπιγγας,
καὶ περὶ τοῖς γόνασι κύκλῳ ἐξοχὰς φυλλαρίοις πίτυος ἐοικυίας· ῥίζα
ἀχρεῖος. φύεται παρὰ τοῖς ὕδασιν.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 14, κεφ. 23, τμ. 3, γρ. 27

χρυσοκόλλα, πυτία πᾶσα, κόπρος πᾶσα (ἡ δὲ τῶν χηνῶν ἄχρηστός


ἐστι διὰ πολλὴν δριμύτητα· ὁμοίως καὶ ἡ τῶν ἱεράκων καὶ ἀετῶν),
ῥύπος μετρίως, σάρκες ἐχιδνῶν, σὰρξ κοχλιῶν κοπεῖσα ἐν ὅλμῳ πάνυ
καὶ μετὰ ταῦτα λειωθεῖσα ἰσχυρῶς (χρὴ δὲ προσφάτους εἶναι τοὺς
κοχλίας), καὶ ἡ τέφρα δ' αὐτῶν ἱκανῶς καυθέντων, στέαρ ταύρειον
τῶν ἄλλων μᾶλλον, κεφαλαὶ ταριχηρῶν μαινίδων κεκαυμέναι, κέρας
ἐλάφου καὶ αἰγὸς κεκαυμένα, καστόρειον, ὀστᾶ κεκαυμένα ἱκανῶς,
δέρμα παλαιὸν ἀπὸ τῶν καττυμάτων καυθέν, ὀστρέων καὶ πορφυρῶν
τὸ ὄστρακον καυθὲν ἱκανῶς (χρὴ δ' αὐτὰ χνοώδη γίνεσθαι), σηπέας
ὄστρακον, ἔρια κεκαυμένα, τρίχες κεκαυμέναι πάνυ, ὠοῦ ἡ λέκιθος
ὀπτηθεῖσα, καρκίνων ἡ τέφρα, γάρος ἱκανῶς, ἅλμη τῶν ταριχηρῶν
ἰχθύων.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 14, κεφ. 62, τμ. 1, γρ. 19

πέπερι, γλήχων, ἄρον, ἄλευρον πύρινον, κρίθινον, αἴρινον ὁμοίως,


θεῖον, νίτρον, ὄροβος, παιδέρως, ὄρχις ἡ βοτάνη, ὀμφάκιον, πᾶσα
τέφρα, σκωρέα, βδέλλιον, βάλσαμον, λαγωὸς θαλάσσιος, λίθος Ἄσσιος,
ἑλίχρυσον, ἀψίνθια λεῖα, ἕρπυλλον, σίνηπι, σισύμβριον τὸ ἐν τοῖς
131

ὕδασιν, ἡδύοσμον, κόνυζα, καλαμινθίνη, βάλανος μυρεψική, σταφὶς


ἀγρία, κίσηρις, λεπὶς χαλκοῦ, στύραξ, σίκυος ἄγριος, βατράχιον, ῥίνης
θαλασσίας κεκαυμένον δέρμα, στρούθιον, βάλσαμον, ἀγρία θρίδαξ, πρό-
πολις, ἀλκυόνιον, θάλασσα, λιβάνου φλοιός, ῥαφανῖδος, μέλι γλυκύ,
πάνακες Ἡράκλειον, γλοιὸς καὶ ῥύπος ὁ ἐκ παλαίστρας, γλήχων,
ἀριστολοχεία, ἄφοδος μυῶν, κύμινον, κοχλίας σὺν τῷ ὀστράκῳ λεῖος,
ἀβρότονον, καρκίνου τὸ χελώνιον, ἄρον, ἀρίσαρον, θέρμων πάλη, κόλλα
ταυρεία, φλόμος, σήσαμον, μελάνθιον, μελιλώτου σπέρμα, κρόμμυον,
πόλιον, ἐρύσιμον, βόλβιτον, καὶ μᾶλλον ἑφθὸν ἐν ὕδατι, κάρδαμον,
δάκρυον ἐλαίας Αἰθιοπικῆς, χρυσοκόλλα, λευκὸς ἐλλέβορος, μέλας,
σησαμοειδές, πράσιον, θύμον, ἀψίνθιον, κυνόσβατος, ἀσφόδελος, ὑπερι-
κόν, ῥητίνη, ὁ ἀπὸ τῶν πετρῶν λειχήν, πέπερι, κύαμος Ἑλληνικός,
τῆλις, ἀτράφαξυς, φύλλα λευκοΐου, ὀρίγανον, ἠράνθεμον, ἁλὸς ἄχνη,
ἅλες, σμύρνα, γῆ ἁλμυρῖτις, ἀμπελῖτις, ὀμφάκιον, κεδρίδες, κάρυα,
σεῦτλον λευκόν, μήκων, σίλφιον, βάλσαμον, σαγαπηνόν, πάνακες, πίς-
σινον ἔλαιον, σταφυλῖνος, ἐλέφαντος ξύσμα, ἀργύρου, χρυσοῦ, χαλκοῦ,
στυπτηρία Αἰγυπτία, Ποντικὴ ῥίζα,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 14, κεφ. 65, τμ. 4, γρ. 3

γλυκυσίδης, ἀκαλήφης ῥίζα, κράμβης ἀγρίας σπέρμα ὁμοίως, λαπάθου,


μίνθης, σιλφίου, σέσελι, ἄνθος ἀνεμώνης, ἀβρότονον, ἱππομάραθον,
ἐρύσιμον, ψευδοδίκταμνον, ἑλίχρυσον, ἀρτεμισία, ἄγνος, κόστος, λωτός,
καρδάμωμον, τραγάκανθα, κενταύρειον, λιβανωτίς, ἀμμωνιακόν, κράμ-
βης ἀφέψημα καὶ ὁ χυλός, πράσιον, γάλα βοός, πρίσμα λωτοῦ, κυπαρίς-
σου, τιθυμάλλου. ἐπίκοινα δ' ἄγει πινόμενα καὶ προστιθέμενα σμύρνα,
κάρδαμον, κυκλάμινος, κιννάμωμον, νάρδος, ὀρίγανον, λινοζῶστις, γλή-
χων, μελάνθιον, σελίνου σπέρμα, κνίδης ὁμοίως, πέπερι στρογγύλον
καὶ τὸ ἕτερον, ἄννησον. τὸν δὲ λευκὸν ῥοῦν ἄγει διὰ τῶν αὐτῶν
ἐρυσίμου σπέρμα, κισσοῦ καρπός, πόα ἀκτή, πράσον ἑφθόν, κυμίνου
φύλλα, ἐλελίσφακος λευκός, ἀψίνθιον, ὑπερικόν, σκόροδον, καρκίνοι
ποτάμιοι, πνεύμων θαλάσσιος, λαγωοῦ πυτία, ἀνδράχνη, κνέωρον,
ἐλάφειον κέρας, μελάνθιον, ἀναγαλλίς, ὀπός, πίσσα, χηνὸς στέαρ, χολὴ
ταύρειος, ἐλλέβορος λευκός, ἐλατήριον, νίτρον, τῆλις, πέπερι, κάρδαμον,
ῥητίνη, σμύρνα, λιβανωτός, μίσυ, χαλβάνη, τρύξ, γλήχων, χάλκανθος,
ὕδωρ ἀπ' ἀρωμάτων. πίνεται δὲ πρὸς τὴν τοιαύτην κάθαρσιν ἔλαιον,
λίνου τὰ πέταλα, λαπάθου σπέρμα, ἐλελίσφακον, ἀνδράχνη, ἀδίαντον,
ὑποκιστίς, κύπερος, πνεύμων θαλάσσιος ξηρός, πηγάνου ῥίζα, κνέωρον,
ὀπός, ἱπποφαές, ἑφθῶν καρκίνων ποταμίων ἐν οἴνῳ πεπνιγμένων,
γλυκυσίδης οἱ μέλανες κόκκοι, ἀψίνθιον. κοινὰ δ' ἐστὶ τούτων ἀγωγὰ
πινόμενα καὶ προστιθέμενα λίνου καρπός,
132

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 14, κεφ. 65, τμ. 5, γρ. 4

καὶ τὸ ἕτερον, ἄννησον. τὸν δὲ λευκὸν ῥοῦν ἄγει διὰ τῶν αὐτῶν
ἐρυσίμου σπέρμα, κισσοῦ καρπός, πόα ἀκτή, πράσον ἑφθόν, κυμίνου
φύλλα, ἐλελίσφακος λευκός, ἀψίνθιον, ὑπερικόν, σκόροδον, καρκίνοι
ποτάμιοι, πνεύμων θαλάσσιος, λαγωοῦ πυτία, ἀνδράχνη, κνέωρον,
ἐλάφειον κέρας, μελάνθιον, ἀναγαλλίς, ὀπός, πίσσα, χηνὸς στέαρ, χολὴ
ταύρειος, ἐλλέβορος λευκός, ἐλατήριον, νίτρον, τῆλις, πέπερι, κάρδαμον,
ῥητίνη, σμύρνα, λιβανωτός, μίσυ, χαλβάνη, τρύξ, γλήχων, χάλκανθος,
ὕδωρ ἀπ' ἀρωμάτων. πίνεται δὲ πρὸς τὴν τοιαύτην κάθαρσιν ἔλαιον,
λίνου τὰ πέταλα, λαπάθου σπέρμα, ἐλελίσφακον, ἀνδράχνη, ἀδίαντον,
ὑποκιστίς, κύπερος, πνεύμων θαλάσσιος ξηρός, πηγάνου ῥίζα, κνέωρον,
ὀπός, ἱπποφαές, ἑφθῶν καρκίνων ποταμίων ἐν οἴνῳ πεπνιγμένων,
γλυκυσίδης οἱ μέλανες κόκκοι, ἀψίνθιον. κοινὰ δ' ἐστὶ τούτων ἀγωγὰ
πινόμενα καὶ προστιθέμενα λίνου καρπός, Κνίδιος κόκκος, ὠκίμου
σπέρμα, κύμινον Αἰθιοπικόν, ἐλελίσφακος, σήσαμον ἄπλυτον, ἄννησον.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 15, κεφ. 2, τμ. 67, γρ. 1

μέτρου. ἔστι δὲ καὶ ἡ λέκιθος τῶν ὠῶν ὁμοίας φύσεως, καὶ διὰ τοῦτο
μίγνυται τοῖς ἀδήκτοις, ἑψηθέντων ἢ ὀπτηθέντων τῶν ὠῶν. εὔδηλον
δ' ὅτι διοίσουσιν ἀλλήλων αὗται βραχεῖαν διαφορὰν διὰ τὸ ξηραντι-
κωτέραν μὲν ἠρέμα γίνεσθαι τὴν ὀπτήν, ὅσον δὲ προσέλαβε τῆς δυνά-
μεως ταύτης, τοσοῦτον ἀπολλύναι τοῦ παρηγορικοῦ. ἐμψύχει δὲ
μετρίως τὸ ὠὸν καὶ ἀδήκτως ξηραίνει. – Ἐχίνων ἀμφοτέρων, τοῦ τε
θαλασσίου καὶ τοῦ χερσαίου, τὸ σῶμα πᾶν καιόμενον ἐργάζεται τέφραν
ῥυπτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς καὶ καθαιρετικῆς δυνάμεως. – Κοχλίων
κεκαυμένων ἡ τέφρα ξηραντικῆς ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως, ἐχούσης τι
διὰ τὴν καῦσιν καὶ θερμόν. καὶ ἄκαυστοι δὲ ξηραίνουσιν ἱκανῶς. –
Καρκίνων τῶν ποταμίων καυθέντων ἡ τέφρα παραπλησίως τοῖς εἰρη-
μένοις ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν. – Ἀλεκτορίδων ἁπλοῦς ζωμὸς ἐπι-
κρατητικῆς ἐστι δυνάμεως, ὥσπερ ὁ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπακτι-
κῆς· ἑψεῖν δ' αὐτοὺς χρὴ μεθ' ἁλῶν ἐπὶ πλεῖστον. – Ἀδάρκιον δριμύ-
τατόν ἐστι καὶ θερμαντικώτατον· διὸ καὶ καθ' αὑτὸ μὲν ἄχρηστόν
ἐστι, μίγνυται δὲ τοῖς ἀμβλύνουσι τὴν δύναμιν αὐτοῦ, καὶ οὕτως
γίνεται πολύχρηστον ἐπὶ τῶν θερμανθῆναι δεομένων διαθέσεων ἔξωθεν
προσαγόμενον· εἴσω γὰρ τοῦ σώματος οὐχ οἷόν τε λαβεῖν αὐτὸ διὰ
τὸ σφοδρὸν τῆς δυνάμεως. – Ἀλκυόνια ῥύπτει μὲν πάντα καὶ δια-
133

φορεῖ, δριμεῖαν ἔχοντα ποιότητα καὶ θερμὴν δύναμιν, ἀλλὰ τὸ μᾶλλόν


τε καὶ ἧττον ἐν αὐτοῖς ἐστιν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 43, κεφ. 36, τμ. 1, γρ. 2

.... κακοήθων ἑλκῶν ἰδίοις ὀνόμασι κατ' ἐξοχήν τινα κέκληται καρκι-
νώδη, Χειρώνεια, Τηλέφεια, φαγεδαινικά· πάντα γάρ ἐστι καὶ ταῦτα
ἀνεκπύητα. δυσεπούλωτον μὲν οὖν ἐστιν ἕλκος τὸ δι' ἐπιρροὴν πολ-
λῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί
τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, καὶ ὅταν ἤτοι τὰς
τρίχας ἴδῃς ἐκπιπτούσας τῶν περικειμένων τῷ ἕλκει χωρίων, ἢ καὶ τὸ
σῶμα λεπίδας ἀφιέν, ἴσθι τοῖς οὕτως ἔχουσι μοχθηροὺς ἐπιρρεῖν τῷ
μορίῳ χυμοὺς ἀναβιβρώσκοντας τὸ ἕλκος· κακόηθες δ' ᾧ ἐπιρρεῖ μὲν
οὐδέν, δύσκρατον δ' ἔχει τὸ μόριον ἐν ᾧπέρ ἐστιν, ὡς ἀεὶ προσδια-
φθείρειν τὸ χρηστὸν αἷμα, ὅπερ ἕνεκα τοῦ θρέψαι παραγινόμενον
αἴτιον τοῖς δεομένοις σαρκώσεως ἐγίνετο. πάντα οὖν τὰ δυσίατα τῶν
ἑλκῶν τὰ μὲν διὰ τὴν δυσκρασίαν τῆς ἡλκωμένης σαρκός,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 43, κεφ. 57, τμ. 3, γρ. 5

Ἡ δὲ Λημνία σφραγὶς ἐπὶ χρονίων καὶ κακοήθων καὶ σηπε-


δονωδῶν καὶ δυσεπουλώτων ἑλκῶν μεγάλως ὠφέλησεν· ἡ δὲ χρῆ-
σις γίνεται κατὰ τὸ μέγεθος τῆς τοῦ ἕλκους κακίας· τὸ μὲν γὰρ
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι' ὄξους δριμυ-
τάτου τῆς Λημνίας λελυμένης εἰς πηλώδη δηλονότι σύστασιν. καὶ
δι' οἴνου ἢ ὕδατος ἢ ὀξυμέλιτος ἢ ὀξυκράτου ἢ μελικράτου, ὅπως
ἂν ἡ χρεία κελεύῃ, ἐπιτήδειόν ἐστιν. εἴ τις θυΐαν ἐκ μολύβδου
σκευάσας μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου ῥόδινον ἐμβαλὼν ἢ ὀμφάκινον
ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζῴου ἢ κοτυληδόνος ἢ σέρεως ἢ θριδακίνης ἢ
χονδρίλης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος ἢ ἀνδράχνης τρίβοι ὡς ἀνεῖναι χυλόν
τινα, ἄριστον ἕξει φάρμακον πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη πρός τε
τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς φλεγμονὰς πρός τε τὰς ἐν
ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων. γάλα τοῖς ἀνωδύνοις
ὠφελίμως μίγνυται φαρμάκοις πρὸς τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη τῶν
ἑλκῶν. γάρος καὶ ἡ ἀπὸ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων ἅλμη πρὸς τὰ ση-
πεδονώδη τῶν ἑλκῶν ἁρμόττει. κενταύριον τὸ μικρὸν καταπλασσό-
μενον πρόσφατον τά τε παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἀπουλοῖ
καὶ τὰ κακοήθη ἰᾶται. κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ
134

σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας ἐν ταῖς πλα-
δαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκ-
βόσκεται. κυπέρου ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 43, κεφ. 57, τμ. 4, γρ. 2

δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι' ὄξους δριμυ-
τάτου τῆς Λημνίας λελυμένης εἰς πηλώδη δηλονότι σύστασιν. καὶ
δι' οἴνου ἢ ὕδατος ἢ ὀξυμέλιτος ἢ ὀξυκράτου ἢ μελικράτου, ὅπως
ἂν ἡ χρεία κελεύῃ, ἐπιτήδειόν ἐστιν. εἴ τις θυΐαν ἐκ μολύβδου
σκευάσας μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου ῥόδινον ἐμβαλὼν ἢ ὀμφάκινον
ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζῴου ἢ κοτυληδόνος ἢ σέρεως ἢ θριδακίνης ἢ
χονδρίλης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος ἢ ἀνδράχνης τρίβοι ὡς ἀνεῖναι χυλόν
τινα, ἄριστον ἕξει φάρμακον πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη πρός τε
τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς φλεγμονὰς πρός τε τὰς ἐν
ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων. γάλα τοῖς ἀνωδύνοις
ὠφελίμως μίγνυται φαρμάκοις πρὸς τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη τῶν
ἑλκῶν. γάρος καὶ ἡ ἀπὸ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων ἅλμη πρὸς τὰ ση-
πεδονώδη τῶν ἑλκῶν ἁρμόττει. κενταύριον τὸ μικρὸν καταπλασσό-
μενον πρόσφατον τά τε παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἀπουλοῖ
καὶ τὰ κακοήθη ἰᾶται. κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ
σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας ἐν ταῖς πλα-
δαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκ-
βόσκεται. κυπέρου ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια δυσεπού-
λωτα θαυμαστῶς ὠφελοῦσιν. ὑπερικοῦ τὸν καρπὸν μετὰ τῶν φύλλων
ξηράνας καὶ κόψας εἰ ἐπιπάττοις, ἰάσῃ τὰ πλαδαρὰ καὶ σηπεδονώδη
τῶν ἑλκῶν. κολοκύντης ἐξηραμμένης

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 44, κεφ. 26, τμ. 4, γρ. 2

γάρ ἐστι λεπτὸς ὁ τὸν ἕρπητα γεννῶν, ὡς μὴ μόνον διὰ πάντων


διέρχεσθαι τῶν ἔνδον μορίων, ὁπόσα σαρκώδη τὴν σύστασίν ἐστιν,
ἀλλὰ καὶ δι' αὐτοῦ τοῦ δέρματος ἄχρι τῆς ἐπιδερμίδος, ἣν μόνον
ἀναβιβρώσκει τε καὶ διεσθίει τῷ στέγεσθαι πρὸς αὐτῆς, ὡς εἴ γε καὶ
ταύτην διεξῄει τοῖς ἱδρῶσιν ὁμοίως, οὐκ ἂν ὅλως ἕλκος εἰργάσατο·
κοινὸν γὰρ δὴ τοῦτο τοῖς γινομένοις ἐκ χυμοῦ δακνώδους ἕλκεσιν,
ἅπερ αὐτόματα προσαγορεύουσιν, ἴσχεσθαί τε καὶ βραδύνειν ἐν τῇ
διεξόδῳ τὸν ἐργαζόμενον αὐτὰ χυμόν· τῷ δ' ἧττόν τε καὶ μᾶλλον
ἕτερον ἑτέρου χυμὸν ἤτοι λεπτὸν ἢ παχὺν ὑπάρχειν αἱ κατὰ βάθος
135

ἐν τοῖς ἕλκεσι γίνονται διαφοραί. τούτου τοῦ γένους ἐστὶ καὶ ἡ


φαγέδαινα καὶ οἱ ἑλκούμενοι τῶν καρκίνων, ἐφ' ὧν ἁπάντων ἡ μὲν
κοινὴ θεραπεία κωλύσαντα τὸν ἐπιρρέοντα χυμὸν ἰᾶσθαι τὸ ἕλκος, ἡ
δ' ἰδία καθ' ἕκαστον ἔκ τε τῆς τοῦ μορίου φύσεως εὑρίσκεται καὶ τῆς
ἰδέας τε καὶ ποσότητος τοῦ χυμοῦ. λεπτότατος μὲν οὖν ἐν τοῖς τοι-
ούτοις χυμοῖς ἐστιν ὁ τὸν ἑλκούμενον ἕρπητα γεννῶν (οὗτος δ' ἐπι-
νέμεται μὲν ἀναβιβρώσκων τὰ πέριξ, ἀλλ' ἔστι μόνου τοῦ δέρματος
ἕλκωσις), παχύτατος δ' ὁ τὸν καρκῖνον, ἐφεξῆς δὲ τούτῳ κατά γε
τὸ πάχος ὁ τὰς φαγεδαίνας ὀνομαζομένας, αἳ σὺν τῷ δέρματι καὶ
τῶν ὑποκειμένων ἅπτονται. τῶν δὲ φαγεδαινῶν ἰδέαι τινές εἰσι τά
τε Χειρώνεια καὶ Τηλέφεια καλούμενα, καὶ εἰ δή τινες ἄλλαι προση-
γορίαι γεγόνασιν ἄχρηστοι καὶ περίεργοι· πρὸς γάρ τοι τὴν θεραπείαν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 44, κεφ. 26, τμ. 5, γρ. 4

ἅπερ αὐτόματα προσαγορεύουσιν, ἴσχεσθαί τε καὶ βραδύνειν ἐν τῇ


διεξόδῳ τὸν ἐργαζόμενον αὐτὰ χυμόν· τῷ δ' ἧττόν τε καὶ μᾶλλον
ἕτερον ἑτέρου χυμὸν ἤτοι λεπτὸν ἢ παχὺν ὑπάρχειν αἱ κατὰ βάθος
ἐν τοῖς ἕλκεσι γίνονται διαφοραί. τούτου τοῦ γένους ἐστὶ καὶ ἡ
φαγέδαινα καὶ οἱ ἑλκούμενοι τῶν καρκίνων, ἐφ' ὧν ἁπάντων ἡ μὲν
κοινὴ θεραπεία κωλύσαντα τὸν ἐπιρρέοντα χυμὸν ἰᾶσθαι τὸ ἕλκος, ἡ
δ' ἰδία καθ' ἕκαστον ἔκ τε τῆς τοῦ μορίου φύσεως εὑρίσκεται καὶ τῆς
ἰδέας τε καὶ ποσότητος τοῦ χυμοῦ. λεπτότατος μὲν οὖν ἐν τοῖς τοι-
ούτοις χυμοῖς ἐστιν ὁ τὸν ἑλκούμενον ἕρπητα γεννῶν (οὗτος δ' ἐπι-
νέμεται μὲν ἀναβιβρώσκων τὰ πέριξ, ἀλλ' ἔστι μόνου τοῦ δέρματος
ἕλκωσις), παχύτατος δ' ὁ τὸν καρκῖνον, ἐφεξῆς δὲ τούτῳ κατά γε
τὸ πάχος ὁ τὰς φαγεδαίνας ὀνομαζομένας, αἳ σὺν τῷ δέρματι καὶ
τῶν ὑποκειμένων ἅπτονται. τῶν δὲ φαγεδαινῶν ἰδέαι τινές εἰσι τά
τε Χειρώνεια καὶ Τηλέφεια καλούμενα, καὶ εἰ δή τινες ἄλλαι προση-
γορίαι γεγόνασιν ἄχρηστοι καὶ περίεργοι· πρὸς γάρ τοι τὴν θεραπείαν
ἐπισκοπεῖσθαί σε χρὴ τό τε πλῆθος τοῦ χυμοῦ καὶ τὴν σύστασιν καὶ
τὴν δύναμιν, οἷον εὐθέως ἐπὶ τῶν ἑρπήτων, ἐπεὶ λεπτός ἐστιν ὁ
χυμός, ἐκ τοῦ γένους ὢν δηλονότι τῆς ξανθῆς χολῆς, ὅταν ἀναδείρῃ
τὴν ἐπιδερμίδα, διαφορηθεὶς ἐπιτρέπει συνουλωθῆναι τῷ ἕλκει. ἐὰν
μὲν οὖν τις φθάσῃ ἐκκαθᾶραι τὸ πᾶν σῶμα, μετὰ τοῦτο τοῖς ἀναστέλ-
λουσι καὶ ἀποκρουομένοις τοὺς ἐπιρρέοντας χυμοὺς

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 11, τμ. t, γρ. 1
136

τὸ ἐκτὸς μέρος ἀποτέμνειν· ἂν δὲ μεῖζον ᾖ ἢ κατὰ τὴν τοῦ σαρ-


κολάβου χρείαν, ἄγκιστρα καταπαρέντα παρέξεται. μετὰ δὲ τὴν κομι-
δὴν ζυγώσομεν ἐναίμως τε ἄξομεν. ἐπὶ δὲ τῶν ἐν τοῖς σκέλεσι καὶ
τοῖς καρποῖς γινομένων τὴν μὲν χειρουργίαν ἀπαγορεύειν χρή. θερα-
πεύσομεν δ' αὐτὸ κατὰ τρόπους δισσούς· ἢ γὰρ μολύβιον δισκοειδὲς
καὶ ἔτι παχύτερον ὥσπερ οἱ σπόνδυλοι μεῖζον τοῦ γαγγλίου ἐπι-
δεσμεῖται (τῷ βάρει γὰρ διαλύσειεν ἂν αὐτὸ ἐν χρόνῳ πλείονι), ἢ εἰ
τύχοι τῆς χειρὸς κατὰ καρπὸν εἶναι τὸ γαγγλίον, τιθεμένης ἐπί τινος
μαλακοῦ, ἠρέμα τις παρεστὼς δοίδυκι πλήττει τὸ γαγγλίον· δια-
θλασθέντος γὰρ ἀπευθύνεται τὸ νεῦρον.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ ἀκροχορδόνων καὶ καρκινω-


μάτων.

Ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐν τῷ περὶ τῶν καρκινωμάτων εἶδός τι ἀκρο-


χορδόνος ἱστορεῖ κακόηθες καὶ καρκινῶδες, οὕτω γράφων· «Προσαγο-
ρεύεται δὲ Καρκίνωμα, καὶ ὅταν ἔκφυσις γένηται ἔκ τινος τῶν τοῦ
σώματος τόπων, τὴν μὲν αὔξησιν εἰς τὸ ἐκτὸς ποιουμένη παραπλη-
σίως ταῖς ἀκροχορδόσι καὶ τοῖς θύμοις, τὸ δ' εἶδος ἐμφερὴς ἀκροχορ-
δόνι, μελαντέρα μὲν καὶ τραχυτέρα, ἁδροτέρα δὲ καὶ στρογγυλωτέρα,
προσομοιοτέρα ἢ θύμῳ ἢ ἰχθύων τοῖς ὀφθαλμοῖς καλουμένοις ἢ μόρῳ
ἐνώμῳ ἢ πέπονι ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ, ἐάνπερ καὶ ὁ τόπος ἐξ οὗ
ἂν γένηται ἡ τοιαύτη ἔκφυσις, πρός τε τὴν ἁφὴν σκληρότερος φαί

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 11, τμ. 1, γρ. 1

δὴν ζυγώσομεν ἐναίμως τε ἄξομεν. ἐπὶ δὲ τῶν ἐν τοῖς σκέλεσι καὶ


τοῖς καρποῖς γινομένων τὴν μὲν χειρουργίαν ἀπαγορεύειν χρή. θερα-
πεύσομεν δ' αὐτὸ κατὰ τρόπους δισσούς· ἢ γὰρ μολύβιον δισκοειδὲς
καὶ ἔτι παχύτερον ὥσπερ οἱ σπόνδυλοι μεῖζον τοῦ γαγγλίου ἐπι-
δεσμεῖται (τῷ βάρει γὰρ διαλύσειεν ἂν αὐτὸ ἐν χρόνῳ πλείονι), ἢ εἰ
τύχοι τῆς χειρὸς κατὰ καρπὸν εἶναι τὸ γαγγλίον, τιθεμένης ἐπί τινος
μαλακοῦ, ἠρέμα τις παρεστὼς δοίδυκι πλήττει τὸ γαγγλίον· δια-
θλασθέντος γὰρ ἀπευθύνεται τὸ νεῦρον.

Ἐκ τῶν Ῥούφου. Περὶ ἀκροχορδόνων καὶ καρκινωμάτων.

Ὁ δὲ Ξενοφῶν ἐν τῷ περὶ τῶν καρκινωμάτων εἶδός τι ἀκρο-


χορδόνος ἱστορεῖ κακόηθες καὶ καρκινῶδες, οὕτω γράφων· «Προσαγο-
ρεύεται δὲ Καρκίνωμα, καὶ ὅταν ἔκφυσις γένηται ἔκ τινος τῶν τοῦ
137

σώματος τόπων, τὴν μὲν αὔξησιν εἰς τὸ ἐκτὸς ποιουμένη παραπλη-


σίως ταῖς ἀκροχορδόσι καὶ τοῖς θύμοις, τὸ δ' εἶδος ἐμφερὴς ἀκροχορ-
δόνι, μελαντέρα μὲν καὶ τραχυτέρα, ἁδροτέρα δὲ καὶ στρογγυλωτέρα,
προσομοιοτέρα ἢ θύμῳ ἢ ἰχθύων τοῖς ὀφθαλμοῖς καλουμένοις ἢ μόρῳ
ἐνώμῳ ἢ πέπονι ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ, ἐάνπερ καὶ ὁ τόπος ἐξ οὗ
ἂν γένηται ἡ τοιαύτη ἔκφυσις, πρός τε τὴν ἁφὴν σκληρότερος φαί-
νηται τοῦ κατὰ φύσιν γεγονὼς καὶ τὰς φλέβας τὰς εἰθισμένας ἐπ'
αὐτοῦ φαίνεσθαι παχυτέρας τε ἔχων καὶ μελαντέρας

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 11, τμ. 3, γρ. 2

ρεύεται δὲ Καρκίνωμα, καὶ ὅταν ἔκφυσις γένηται ἔκ τινος τῶν τοῦ


σώματος τόπων, τὴν μὲν αὔξησιν εἰς τὸ ἐκτὸς ποιουμένη παραπλη-
σίως ταῖς ἀκροχορδόσι καὶ τοῖς θύμοις, τὸ δ' εἶδος ἐμφερὴς ἀκροχορ-
δόνι, μελαντέρα μὲν καὶ τραχυτέρα, ἁδροτέρα δὲ καὶ στρογγυλωτέρα,
προσομοιοτέρα ἢ θύμῳ ἢ ἰχθύων τοῖς ὀφθαλμοῖς καλουμένοις ἢ μόρῳ
ἐνώμῳ ἢ πέπονι ἢ ἄλλῳ τινὶ τοιούτῳ, ἐάνπερ καὶ ὁ τόπος ἐξ οὗ
ἂν γένηται ἡ τοιαύτη ἔκφυσις, πρός τε τὴν ἁφὴν σκληρότερος φαί-
νηται τοῦ κατὰ φύσιν γεγονὼς καὶ τὰς φλέβας τὰς εἰθισμένας ἐπ'
αὐτοῦ φαίνεσθαι παχυτέρας τε ἔχων καὶ μελαντέρας καὶ ἐπὶ πλείω
τόπον φαινομένας ἢ πρότερον. συμβαίνει δὲ καὶ τούτων τῶν καρ-
κινωμάτων ἕκαστον τοῖς μὲν μεῖζον γίνεσθαι, τοῖς δ' ἔλασσον, καὶ
τοῖς μὲν πλείστοις ἁπλοῦν εἶναι, τοῖς δὲ δισχιδὲς καὶ τρισχιδές, καὶ
τοῖς μὲν πλείστοις διαμένειν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μεγέθους, ὃ ἐν τοῖς πρώ-
τοις χρόνοις σχῇ, ἐνίοις δὲ μεῖζον γίνεσθαι, καί τισι μὲν τοῦτο βραδύ-
τερον ποιεῖν, τισὶ δὲ θᾶσσον, καὶ μάλιστα ἐν ταῖς καχεξίαις, καὶ τοῖς
μὲν πλείστοις παρέχειν πόνον, ἐνίοις δὲ καὶ μὴ παρέχειν, καὶ μάλιστα
οἷς ἂν μέγα γένηται παντελῶς. γίνεται δ' ἕκαστον τῶν καρκινω-
μάτων τούτων καὶ ἐν ἄλλοις μὲν τόποις τοῦ σώματος, μάλιστα δὲ τὸ
μὲν τῇ ἀκροχορδόνι ὅμοιον ἐπὶ χείλους καὶ ὠτὸς καὶ ῥινὸς καὶ
τραχήλου, τὸ δὲ τῷ θύμῳ περὶ ἕδραν καὶ αἰδοῖα, τὸ δὲ τοῖς τῶν
ἰχθύων ὀφθαλμοῖς ἐπὶ βλεφάρων καὶ ἐπὶ τοῦ τῆς χειρὸς θέναρος,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50) Βι.


45, κεφ. 11, τμ. 4, γρ. 1

ἂν γένηται ἡ τοιαύτη ἔκφυσις, πρός τε τὴν ἁφὴν σκληρότερος φαί-


νηται τοῦ κατὰ φύσιν γεγονὼς καὶ τὰς φλέβας τὰς εἰθισμένας ἐπ'
αὐτοῦ φαίνεσθαι παχυτέρας τε ἔχων καὶ μελαντέρας καὶ ἐπὶ πλείω
τόπον φαινομένας ἢ πρότερον. συμβαίνει δὲ καὶ τούτων τῶν καρ-
κινωμάτων ἕκαστον τοῖς μὲν μεῖζον γίνεσθαι, τοῖς δ' ἔλασσον, καὶ
τοῖς μὲν πλείστοις ἁπλοῦν εἶναι, τοῖς δὲ δισχιδὲς καὶ τρισχιδές, καὶ
138

τοῖς μὲν πλείστοις διαμένειν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μεγέθους, ὃ ἐν τοῖς πρώ-
τοις χρόνοις σχῇ, ἐνίοις δὲ μεῖζον γίνεσθαι, καί τισι μὲν τοῦτο βραδύ-
τερον ποιεῖν, τισὶ δὲ θᾶσσον, καὶ μάλιστα ἐν ταῖς καχεξίαις, καὶ τοῖς
μὲν πλείστοις παρέχειν πόνον, ἐνίοις δὲ καὶ μὴ παρέχειν, καὶ μάλιστα
οἷς ἂν μέγα γένηται παντελῶς. γίνεται δ' ἕκαστον τῶν καρκινωμάτων
τούτων καὶ ἐν ἄλλοις μὲν τόποις τοῦ σώματος, μάλιστα δὲ τὸ
μὲν τῇ ἀκροχορδόνι ὅμοιον ἐπὶ χείλους καὶ ὠτὸς καὶ ῥινὸς καὶ
τραχήλου, τὸ δὲ τῷ θύμῳ περὶ ἕδραν καὶ αἰδοῖα, τὸ δὲ τοῖς τῶν
ἰχθύων ὀφθαλμοῖς ἐπὶ βλεφάρων καὶ ἐπὶ τοῦ τῆς χειρὸς θέναρος, τὸ
δὲ τῷ μόρῳ τῷ ἐνώμῳ περὶ τὴν μασχάλην καὶ τὴν ἥβην, τὸ δὲ τῷ
πέπονι παρὰ τὴν τοῦ μαστοῦ θηλήν, καὶ μᾶλλον τὴν τοῦ γυναικείου.»
Ἵνα οὖν ἐν ταῖς θεραπείαις διορίζοντες τὰ τοιαῦτα μὴ ῥᾳδίως ἀπο-
τέμνωμεν (ἑλκωθῆναι γὰρ αὐτοῖς οὐ συμφέρει), χρήσιμον ἔκ τε ὧν ὁ
Ξενοφῶν ἱστόρηκεν, ἔκ τε ὧν πολλάκις ὁρῶμεν, ἐμπείρους γενο-
μένους καὶ προλέγειν καὶ θεραπεύειν τὰ τοιαῦτα πεφυλαγμένως.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 12, τμ. 3, γρ. 1

Περὶ θύμου.

Θύμος ἕλκος ἐστὶν ὑπερσαρκοῦν τραχείᾳ καὶ ψαθυρᾷ σαρκί· γί-


νεται δ' ἔν τε ἕδρᾳ καὶ αἰδοίοις καὶ τοῖς ἄλλοις τόποις πᾶσιν. καὶ
τὸ μὲν εὔηθες παντάπασι καὶ πολλάκις αὐτόματον ἀποπῖπτον, τὸ δ'
εἰ ἀποκόπτοις, κακοηθέστερόν τε καὶ ὀδύνην παρέχον καὶ χορηγού-
μενον αἱματώδει ἰχῶρι· ἔστι δ' οἷς καὶ ἀποτεμνόμενα τοιαῦτα φύεται
πάλιν, ὡς χρῄζειν ἢ καύσεως ἢ φαρμάκου καυστικοῦ· τὰ δὲ καὶ
ἀνίατα ὤφθη. ὅσα δὲ καρκινώδη τρόπον συνίσταται, χαλεπώτερα, καὶ
τὰ ἐκφυόμενα τῆς βαλάνου χαλεπώτερα τῶν ἐκ τῆς πόσθης, καὶ τὰ
ἐν τῇ ἕδρᾳ τὰ βαθύτερα τῶν προχειροτέρων. ὤφθη δέ ποτε ἐπι-
νεμόμενα ἐκ τῆς ἕδρας πρὸς τὸ αἰδοῖον τῆς γυναικός, τὰ δὲ καὶ
αὐτόθεν βλαστάνοντα. συμβαίνει δὲ καὶ ἐφ' ἕλκεσι καὶ ἄνευ ἑλκώσεως,
προηγησαμένης σαρκὸς ἐκβολῆς, οἵας εἰρήκαμεν γενέσθαι.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 21, τμ. 3, γρ. 1

μένοις σκίρροις, ὅσον δ' ἐπὶ τῇ φύσει τοῦ μορίου, κατά τινας ἀδένας
ἑτέρους προσλαμβάνει σκοποὺς διττούς· τῶν γὰρ σίελον ἢ γάλα παρα-
σκευαζόντων ἢ σπέρμα, καὶ μέντοι καὶ ὅσοι φλεγματώδη τινὰ γεν-
139

νῶσιν ὑγρότητα κατὰ μεσεντέριον ἢ φάρυγγα ἢ λάρυγγα, μείζων τέ


ἐστιν ἡ χρεία, καὶ σκιρρωθέντας θεραπευτέον αὐτοὺς ὡσαύτως τοῖς
ἄλλοις ἅπασι μορίοις· ὅσοι δ' ἀδένες ἀγγείων σχιζομένων ἀναπληροῦσι
τοὐν μέσῳ, στήριγμα γινόμενοι τῆς σχίσεως αὐτῶν, οὔτε μεγάλη τού-
των ἡ χρεία τοῖς ζῴοις ἐστί, καὶ σκοπὸς ἕτερος ἐπ' αὐτῶν τῆς ἰάσεως
προσέρχεται ἐν ᾧ συναναιρεῖται τῷ πάθει τὸ μέρος. ἔστι δὲ καὶ
αὐτὸς οὗτος διττός, ἤτοι γε ἐκκοπτόντων ἡμῶν σμίλῃ τὸ πεπονθὸς
ὅλον, ὡς ἐπὶ τῶν καρκίνων, ἢ σηπόντων φαρμάκοις. θέρμων πικρῶν
ἄλευρον οὐ τὰ πελιδνὰ μόνον, ἀλλὰ καὶ χοιράδας καὶ φύματα
σκληρὰ θεραπεύει, ἐν ὄξει δ' ἑψεῖν αὐτὸ χρὴ τηνικαῦτα ἢ ὀξυμέλιτι
ἢ ὀξυκράτῳ, κατὰ τὰς κράσεις τῶν καμνόντων καὶ τῶν παθῶν τὰς
διαφορὰς ἐξευρίσκοντας τὸ δέον. καππάρεως τῆς ῥίζης ὁ φλοιὸς χοι-
ράδας καὶ ὄγκους σκληροὺς διαφορεῖ, τοῖς ἐπιτηδείοις φαρμάκοις πρὸς
ταῦτα μιγνυμένη· οἶδα δέ ποτε τοῖς φύλλοις μόνοις διαφορήσας χοι-
ραδώδη σκληρότητα. μίγνυται δ' αὐτοῖς τι τῶν ἀμβλυνόντων τὸ
σφοδρὸν τῆς δυνάμεως. ὄνων ὄνυχας κεκαυμένους ἐλαίῳ φυραθέντας
χοιράδας διαφορεῖν φασιν. ἰατρός τις ἐπὶ σκληρῶν σωμάτων ἐχρῆτο
βοείᾳ κόπρῳ σὺν ὄξει πρὸς χοιράδας καὶ τοὺς σκιρρώδεις ὄγκους ...

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 27, τμ. 5, γρ. 1

Μελαγχολικόν ἐστιν ὁ ἐλέφας πάθημα, τὴν μὲν πρώτην γένεσιν


ἐξ αἵματος ἴσχων μελαγχολικοῦ, τῷ χρόνῳ δὲ πλείων ἡ μέλαινα
γίνεται τοῦ αἵματος, ἡνίκα δυσώδεις εἰσὶ καὶ εἰδεχθεῖς· ἐνίοις δ'
αὐτῶν καὶ ἕλκη συμπίπτει. ὅταν μὲν ἐπιεικὴς κατὰ τὰς ποιότητας ὁ
μέλας ᾖ χυμὸς αἵματί τε συμμιγής, τοὺς ὑπερύθρους ἐλέφαντας ἐρ-
γάζεται, χρονίζοντες δὲ καὶ οὗτοι γίνονται μελάντεροι. τοῦτο τὸ
πάθος ἀρχόμενον μὲν ὀνομάζουσι σατυριασμόν, ἐπειδὴ τοῖς σατύροις
ὅμοιοι γίνονται· σιμοῦται μὲν γὰρ ἡ ῥὶς αὐτοῖς, τὰ χείλη δὲ παχέα
καὶ ἀπωξυσμένα τὰ ὦτα φαίνεται. γίνονται μὲν ἐκ παχέος καὶ με-
λαγχολικοῦ χυμοῦ τὴν ῥοπὴν τῆς φορᾶς πρὸς τὸ δέρμα ἔχοντος,
συμφέρουσι δ' αἱ ἐπὶ τῶν καρκινωδῶν ἑλκῶν εἰρημέναι καθάρσεις. ἐὰν
δὲ τὰ τῆς ἡλικίας καὶ δυνάμεως ἐπιτρέπῃ, φλεβοτομεῖν πρότερον.
θαυμαστὸν δ' ἐστὶ τοῖς πάσχουσι βοήθημα ἡ τῶν ἐχιδνῶν ἐδωδή,
χρὴ δ' ἐσθίειν αὐτὰς ὧδε σκευάζοντας· πρῶτον μὲν ἀποκοπτομένης
τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς οὐρᾶς ἄχρι δακτύλων τεσσάρων, εἶτα τῶν ἔνδον
ἁπάντων ἐξαιρεθέντων καὶ τοῦ δέρματος ἀφαιρεθέντος ὕδατί τε
τοῦ σώματος αὐτῶν περιπλυθέντος, ἐν λοπάσι ταῖς ἐγχέλυσι παρα-
πλησίως σκευάζοντας διὰ λευκοῦ ζωμοῦ. γίνεται δ' οὗτος ὕδατος μὲν
δαψιλοῦς ἐπιβληθέντος, ἐλαίου δὲ βραχέος, καὶ σὺν αὐτῷ πράσου καὶ
140

ἀνήθου. πρόδηλον δ' ὅτι μέχρι τοσούτου τὰς σάρκας τῶν ἐχιδνῶν
ἑψεῖν προσήκει, μέχρις ἂν ἀκριβῶς γενηθῶσι μαλακαί. καὶ αὐτὸ δὲ ...

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 45, κεφ. 28, τμ. 4, γρ. 4

μορφῆς· διαβαινόντων δὲ τῶν συμπτωμάτων ἐπὶ πᾶσαν τὴν ἕξιν,


ἐλέφαντα καλοῦσιν. τὰ δὲ συμπτώματα οὐκ ἄδηλα, ὄχθοι πελιδνοὶ
καὶ μέλανες μώλωψι μάλιστα ὅμοιοι, ἄλλοι περὶ τὴν ὄψιν, ἄλλοι περὶ
χεῖρα, ἄλλοι περὶ σκέλη· καὶ περὶ νῶτα δὲ καὶ στῆθος καὶ γαστέρα
πολλοὶ ἀνίστανται, τὰ μὲν πρῶτα ἀνέλκωτοι, εἶτα καὶ ἑλκούμενοι
τρόπον τὸν πονηρότατον μετὰ χειλῶν ἐπαναστάσεως, μετὰ σηπεδόνος
βαθείας, ὥστε ἐνίοις καὶ ἄκρους δακτύλους ἀποπίπτειν, καὶ τὰ ἕλκη
μηδέποτε εἰς οὐλὴν ἀφικνεῖσθαι. δοκεῖ μὲν οὖν ἐπιπόλαιον εἶναι τὸ
νόσημα, ὅτι ἐν τῷ δέρματι φαίνεται· τὸ δὲ περὶ τὴν ἴασιν δύσκολον
καὶ τὸ ἐγγυτάτω τοῦ ἀδυνάτου βαθυτέραν τὴν ἀρχὴν ὑποβάλλει καὶ
ἧς οὐ ῥᾴδιον ἅψασθαι, οἷόν τι καὶ περὶ τὰ καρκινώματα πεπίστευται
εἶναι· καὶ γὰρ τούτων ὁ Πραξαγόρας βύθιον τὴν ἀρχὴν ποιεῖ
μάλιστα.

Ἐκ τῶν Φιλουμένου. Τίς θεραπεία ἐλεφαντιάσεως.

Φλεβοτομία μὲν οὖν πρῶτόν ἐστι βοήθημα, καὶ ὁπότε τῆς ὅλης
ἐναρχόμεθα θεραπείας, καὶ ὁπότε τῆς ἐπετείου· μεμερίσθω δὲ καὶ εἰς
ἐπαφαίρεσιν, καὶ ἡ πᾶσα κένωσις γενηθήτω σύμμετρος· φείδεσθαι γὰρ
ἐν τῇ διαθέσει ταύτῃ τοῦ αἵματος ἀναγκαῖόν ἐστιν· πλέον γὰρ τὸ
οἰκεῖον τοῦ ἀνοικείου διὰ τῆς φλεβοτομίας κενοῦται, τῷ πεπαχύνθαι
μὲν ὑπὸ τῆς θρομβώσεως, καθὰ προείρηται, τὸ αἷμα, περιρρεῖν δ'
αὐτοῦ πρὸς τὴν ἔκκρισιν τὸ λεπτότερον. ὅσον οὖν εἰς χαλασμὸν τῶν

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50) Βι.


45, κεφ. 30, τμ. 42, γρ. 4

καὶ ἀγαθὸν τελειότατον. οἱ μὲν δὴ πυρετοὶ διὰ τοιῶνδε καὶ τόπων


καὶ παθημάτων λύονται· τὰ δ' ἄλλα νοσήματα, δυσεντερία μὲν χρόνιος
ἐπιληψίαν τε ἰάσατο καὶ εἰλίγγους καὶ ἕλκη κεφαλῆς καὶ πόνους
ἰσχίων, καί μοι δοκοῦσιν οἱ ἰατροὶ παρὰ τῆσδε τῆς νόσου ἐκμαθόντες,
ἢ τὰ ἄλλα μηδέν, πρὸς τὴν ἰσχιάδα φάρμακα ἐνιέναι τῷ ἀνθρώπῳ,
ἀφ' ὧν αἷμά τε καὶ ἰχὼρ παντοδαπὸς ῥυήσεται, ὥσπερ ἐν τῇ δυσεν-
τερίᾳ, οἱ δ' αὖ τινες ἔσωθεν διακαίειν τὰ ἰσχία· χρῆναι γὰρ δὴ πάν-
141

τως ἐφ' ἕλκει παύσασθαι τὴν νόσον. ἰάσατο δὲ δυσεντερία καὶ μανίας
τῆς τε ἄλλης καὶ μελαγχολίας· ἰάσατο δὲ καὶ γυναῖκα νοσημάτων
ὑστερικῶν καί τινος φύματος τοῦ παντάπασιν εὐήθους, οἷα δὴ φύε-
ται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ ὑπὸ μασχάλαις, κρυπτὰ καρκινώδη
ὀνομαζόμενα. καὶ σπονδύλων δὲ κυφώματα, ὅσα κατ' ὀσφὺν γίνεται,
δυσεντερία ἔλυσεν. τό γε μὴν φοβερώτατον τῶν νοσημάτων καὶ
δυσμεταχείριστον, ὃ νῦν μὲν ἐλέφαντα καλεῖν εἰθίσμεθα διὰ τὴν ὁμοιό-
τητα τῆς τε τοῦ νοσήματος ἕξεως καὶ τῆς τοῦ θηρίου φύσεως (πάλαι
δ' ἀπὸ τῶν χυμῶν τῆς κακίας τὴν ἐπίκλησιν εἶχε), τοῦτο δυσεντερία
χρονίσασα ἐξεκάθηρεν. αἱ δὲ τοῦ αἵματος ἐκκρίσεις, αἱ μὲν καθ'
αἱμορροΐδας μελαγχολίαν τε ἰῶνται καὶ πᾶσαν μανίαν ἄλλην· καὶ ἐπι-
ληψίαν δ' ἰῶνται καὶ εἴλιγγον κεφαλῆς καὶ πτύσιν αἵματος· οὐδ' ἂν
οὔτε πλευρῖτις γένοιτο ἐφ' αἱμορροΐδι οὔτε περιπνευμονία οὔτε καυ-
σώδης πυρετὸς οὔτε τι ἄλλο κάτοξυ νόσημα·

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50)


Βι. 47, κεφ. 13, τμ. 1, γρ. 3

Ἐκ τῶν Ἀρχιγένους. Περὶ τῶν ἀφαιρεθησομένων μερῶν.

Ἀφαιρεῖται δέ τινα μέρη τοῦ σώματος (καλὸν γὰρ ἐφ' ἑνὸς τό-
που τὸν καθόλου παραδοῦναι λόγον) ἢ διὰ νέκρωσιν, ὡς ἐπὶ γαγ-
γραίνης ἢ σηπεδόνος ἢ φαγεδαίνης καί τινων καρκινωμάτων , καὶ ἐφ'
ὧν πλεονάζει τὸ κατὰ φύσιν τῆς τε τάξεως τῆς προσηκούσης ἐκβε-
βλάστηκε, καὶ ἐφ' ὧν τύλους ἐκκόψαι βουλόμεθα, ἐφ' ὧν τε γυμνῶσαι
θέλομεν τὰ ὑποκείμενα, καὶ βελῶν χάριν κομιδῆς ἢ τῶν σὺν τοῖς
βέλεσιν ἐνιεμένων. ἀποκόπτομεν καὶ τὰ τῆς φυσικῆς δέσεως λυόμενα,
ὅταν μὴ οἷά τε ᾖ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ φαρμακείας ἀρθῆναι, καὶ χάριν τοῦ
μὴ τὰ πέρατα τῶν τόνων ἀτροφοῦντα συνέλκεσθαι, ὁποῖον καὶ ἐπὶ
τῶν χειριζομένων γίνεται· τινὲς δὲ καὶ τοῦ μετ' ἐκτομὴν ταινίας τὴν
ἀναβλαστάνουσαν ἐκ τῶν ὀστῶν σάρκα κωλύειν τὸ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς φερόμενον ῥεῦμα. αὗται μὲν δὴ προφάσεις καθ' ὅσας ἄν τις
ἐπὶ τὴν ἀποκοπὴν ἔλθοι· δεῖ δὲ πρὸ παντὸς τὴν δύναμιν ἐφορᾶν τοῦ

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1-16, 24-25, 43-50) Βι.


48, κεφ. 54, τμ. t, γρ. 1

Καρκῖνος.
142

Στενοῦ τελαμωνιδίου ὡς διδακτυλιαίου ἡ ἀρχὴ προστίθεται τῷ


καρπῷ καὶ τῷ κοίλῳ τῆς χειρός, ἔπειτα ἄγεται λοξὴ ἔσωθεν ἔξω ὡς
ἐπὶ τὸν μέγαν δάκτυλον, εἶτ' ἔξωθεν ἄλλη λοξὴ κατὰ τοῦ δακτύλου
ὡς ἐπὶ τὸν καρπὸν ἀντικειμένη τῇ πρώτῃ, ἵνα γένηται χίεσμα κατὰ
τὰ ἔξω μέρη τοῦ ἀντίχειρος δακτύλου. κατὰ δὲ τῶν αὐτῶν ἡ ἐπί-
δεσις πρὸς τὴν τῶν γυμνῶν σκέπην. ἐπὶ τέλει δὲ μία γίνεται κυκλο-
τερὴς περιείλησις περὶ τὸν καρπόν, ὅπου καὶ τὸ ἅμμα. οὗτος ὁ ἐπί-
δεσμος εὐθετεῖ πρὸς ἐπίδεσιν τοῦ μεγάλου δακτύλου τοῦ ἀντίχειρος
λεγομένου.

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (libri incerti) Κεφ. 59, τμ. 2,


γρ. 12

νίας καὶ μελαγχολίας καὶ φρενίτιδας καὶ ληθάργους καὶ κάρους ἀπο-
πληξίας τε καὶ ἐπιληψίας τῆς πρώτης ἀρχῆς εἶναι νοσήματα, καὶ
πάντως ἐπ' αὐτῶν πάσχειν τι τὴν κεφαλήν, ἤτοι καὶ πρώτην καὶ μό-
νην ἢ συμπάσχουσαν ἑτέρῳ μορίῳ, πυρετοὺς δὲ καὶ ἠπιάλους ἀσφυξίας
τε
καὶ κακοσφυξίας καὶ καταψύξεις καὶ ῥίγη καὶ συγκοπὰς καὶ μαρασμοὺς
καὶ πνίξεις καὶ ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα τῆς δευτέρας ἀρχῆς εἶναι παθή-
ματα, καὶ πάσχειν ἐπ' αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἤτοι συμπάσχουσαν ἑτέρῳ
τινί, καὶ μάλιστα τῶν ἀπ' αὐτῆς πεφυκότων, ἢ καὶ μόνην ἔχουσαν καθ'
αὑτὴν κακῶς, ἀτροφίας δ' αὖ καὶ καχεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ κακο-
χροίας ἰκτέρους τε καὶ διαρροίας καὶ οὔρων ἀμέτρους ἐκκρίσεις ἐλέ-
φαντάς τε καὶ καρκίνους καὶ ξύμπαντας τοὺς ὑδέρους τῆς τρίτης ἀρχῆς
γίνεσθαι πασχούσης, ἰᾶσθαι δ' ὑπαγορευούσης ἢ μόνον τὸ ἧπαρ ἢ καί
τι τῶν ἀπ' αὐτῆς πεφυκότων. τὸ μὲν οὖν κατὰ τὰς ἀρτηρίας καὶ τὴν
καρδίαν πνεῦμα ζωτικόν τέ ἐστι καὶ προσαγορεύεται, τὸ δὲ κατὰ τὸν
ἐγκέφαλον ψυχικόν, οὐχ ὡς οὐσία ψυχῆς ὑπάρχον, ἀλλ' ὡς ὄργανον
πρῶτον αὐτῆς οἰκούσης κατὰ τὸν ἐγκέφαλον, ὁποία τις ἂν ᾖ κατὰ
τὴν οὐσίαν· ἀγνοεῖν μὲν γὰρ αὐτὴν ὁμολογῶ, παρ' οὐδενὸς ἀπόδειξιν
ἐναργῆ μεμαθηκώς, μόνον δ' ἐξευρῆσθαί μοι τὴν κρᾶσιν τοῦ ἐγκεφάλου
ὀρθῶς προαιρούμενος. καθάπερ δὲ τὸ ζωτικὸν πνεῦμα κατὰ τὰς ἀρτη-
ρίας τε καὶ τὴν καρδίαν γεννᾶται, τὴν ὕλην ἔχον τῆς γεννήσεως ἔκ
τε τῆς εἰσπνοῆς καὶ τῆς τῶν χυμῶν ἀναθυμιάσεως, οὕτω τὸ ψυχικὸν

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum (0722: 003)“Oribasii


collectionum medicarum reliquae, vol. 4”, Ed. Raeder, J.Leipzig:
Teubner, 1933; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.2.2.Κεφ. 107, τμ.
143

3, γρ. 3

Σηπταὶ καυστικαί.

Σηπτὴ ἱκανῶς ἄδηκτος. Λεπίδος χαλκῆςδ, σανδαράχης


𐆄 δ, ἐλλεβόρου μέλανοςβ· μετὰ ῥοδίνου χρῶ. ἔνιοι ἐλλεβόρουα
καὶ ἀρσενικοῦα, καὶ ἔστι κρεῖσσον· τινὲς ἀντ' ἀρσενικοῦ σχιστῆς. –
Σηπτὴ ἱκανῶς ἄδηκτος καὶ κατὰ βάθος ἐσχαροῦσα. Λεπί-
δος, σανδαράχης ἀνὰγ, ἐλλεβόρου μέλανοςα. ἐπὶ μὲν τῶν καθύ-
γρων ἑλκῶν ξηρῷ χρῶ, ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων ῥοδίνῳ ἀναλαβών. –
Σηπτὴ χοιράδων. Σχιστῆςδ, σανδαράχηςδ, λεπίδος χαλκῆς β,
ἀρσενικοῦα. ὃ βούλῃ σῆψαι ξηρῷ κατάπασσε· εἰ δὲ χοιράδας
ἀναιρεῖν ἢ καρκινώματα βούλῃ, ῥοδίνῳ φυράσας δὶς τῆς ἡμέρας θε-
ράπευε.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Κεφ. 117, τμ. 3, γρ. 2

τελευτήσει. τῇ δ' ἐπιούσῃ καὶ ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ὡσαύτως ποίει. ὅταν
δ' ἡ φαγοῦσα ὄρνις μὴ ἀποθάνῃ, τότε εἰς οὐλὴν ἄγε τὸ ἕλκος, ὡς
ἀπαλλαγέντος τοῦ κινδύνου τοῦ πάσχοντος. χρῶ δὲ καὶ εἰς διάγνωσιν
τῷ αὐτῷ· εἰ γὰρ τὸ φαγὸν ὀρνύφιον ἐκ πρώτης μὴ ἀποθάνοι, γί-
νωσκε μὴ ὑπὸ λυσσῶντος δεδῆχθαι, εἰ δὲ θάνοι, τοὐναντίον. –
Ξηρίον πρὸς τὰ λυσσόδηκτα. Ἁλῶν ὀρυκτῶνκ, χαλκίτεωςιϛ,
σκίλληςιϛ, πηγάνου χλωροῦδ, ἰοῦδ, πρασίου σπέρματοςα.
ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ. χρῶ πρῶτον ξηρῷ, ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
ἐσχαρωθῇ, εἶτα μετὰ ῥοδίνου, ἵνα ἐκπέσωσιν αἱ ἐσχάραι. φυλασσέσθω
δ' ἀκατούλωτα τὰ ἕλκη ἐφ' ἡμέρας μβ. – Λυσσοδήκτοις ποτόν.
Καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κληματίδων λευκῆς ἀμπέλου καυθέντων ἡ
σποδιὰ ἀποκείσθω· ἀποκείσθω δὲ καὶ γεντιανῆς λείας ἱκανόν· δίδου
δὲ τῷ δηχθέντι, εἰ τέλειος εἴη τὴν ἡλικίαν, τῆς μὲν τῶν καρκίνων
σποδοῦ μύστρον α, δύο δὲ μύστρα τῆς γεντιανῆς μετ' οἴνου ἀκράτου
παλαιοῦ 𐆄υ γ, καὶ οὕτως ἐφ' ἡμέρας γ πότιζε. εἰ δέ τις δηχθεὶς μὴ εὐθέως
ποτισθείη, εἰ μὲν δευτεραῖος εἴη, λαμβανέτω διπλῆν τὴν πόσιν, τῶν
μὲν καρκίνων μύστρα β, τῆς δὲ γεντιανῆς δ· εἰ δὲ τριταῖος ὢν μὴ
πεπώκοι, πρότερον λαμβανέτω τῶν μὲν καρκίνων μύστρα τρία, γεν-
τιανῆς δὲ μύστρα ϛ, καὶ οἶνον ἄκρατον ἀναλόγως. πληρωθείσης δὲ τῆς
ἐν ταῖς τρισὶν ἡμέραις ἐπιμελείας, ἄλλων γ ἡμερῶν δοτέον ἐν ἑκάστῃ
μύστρον μὲν τῆς τῶν καρκίνων σποδοῦ, ὡς προείρηται δὲ τῆς... γεντια-
νῆς. – Ἄλλο. Πέρδικος αἷμα μικτέον κοχλιάρια β μετὰ τῆς προ-
ειρημένης σποδιᾶς καὶ ποτιστέον· οἱ δὲ καρκίνοι λαμβανέσθωσαν αὐξα-
144

νομένης σελήνης, πρὶν ἥλιος ἀνίσχει. – Κοινὴ θεραπεία λυσσο-


δήκτων καὶ τῶν λοιπῶν θηριοδήκτων καὶ ἑρπετοδήκτων.
Σικυάζειν δεῖ τὰ δεδηγμένα μέρη σὺν πολλῇ φλογὶ κατασχάζοντα καὶ
τοὺς πλησίον τόπους· ἀντισπᾶται γὰρ ἅμα τῇ τοῦ πνεύματος ὁλκῇ
σὺν τῷ αἵματι ὁ ἰός· ἐπιφλέγειν τε καὶ ἐσχαροῦν τὰ ἡλκωμένα, εἶθ'
αἷμα διὰ φλεβοτομίας ἀφελόντα διδόναι μετὰ τῶν σιτίων ἐσθίειν πέ-
περι, σκόρδον, οἶνόν τε πίνειν ἐπιτεταμένον τῇ κράσει νεαρὸν ἀτμῶν
καὶ συμφύτου θερμασίας πληροῦντα τὸ σύγκριμα.

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Κεφ. 117, τμ. 9, γρ. 5

ὑδρομέλιτι ἐπιθυμίαν ποτοῦ ἀποτελεῖν πεπίστευται ἐπὶ τῶν λυσσοδήκ-


των. ἁρμόζει δ' αὐτοῖς μάλιστα καὶ ἡ διὰ δαφνῶν ἀντίδοτος καὶ βά-
τραχοι ζωμευτοὶ ἐσθιόμενοι καὶ ἀρκεία χολὴ κοχλιάριον δι' ὕδατος
𐆄υ γ. – Θηριακὴ ᾗ ἐχρήσατο Μάρκος ὁ καθηγητὴς λυσσο-
δήκτοις. Τριφύλλου τῆς ἀσφαλτώδους σπέρματος, πηγάνου ἀγρίου,
ὀροβίνου ἀλεύρου, ἀριστολοχίας στρογγύλης ἴσα. πλάσσε τροχίσκους
ἀνὰα καὶ δίδου μετ' οἰνελαίουα. – Ἁπλᾶ κοινὰ ποτιζό-
μενα. Κοινῶς δὲ ποιεῖ ποτιζόμενα μετὰ κράματος καστορίουα ἢ
λιβανωτίδοςα ἢ βρυωνίας ῥίζα ἢ πρασίου χυλὸς ἢ σμύρνα ἢ κιννά-
μωμον ἢ ἀριστολοχία ἢ ἄγνου σπέρμα ἢ κυπαρίσσου σφαιρία ἢ σέσελι
ἢ πέπερι ἢ καρκίνοι ποτάμιοι ἑφθοὶ ἢ ὀπτοί.

Πρὸς ἐχεοδήκτους.

Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν πίνειν μετ'
οἴνου, καὶ τοῖς ἀποτεθλιμμένοις φύλλοις κατάπλασσε τὸ δῆγμα. ἀνυτι-
κώτατον μὲν βοήθημα ἡ σκορδοφαγία καὶ ἀκρατοποσία, ὥστε, εἰ ὑπο-
μένοι τις πλείονα βρῶσιν καὶ πόσιν, ἄλλου μὴ χρῄζειν βοηθήματος.
ποιεῖ δὲ καὶ ταῦτα, ἓν ἕκαστον μετ' οἴνου ποτιζόμενον· χελώνης θα-
λασσίας αἷμα ξηρὸν μετὰ κυμίνου ἀγρίου, πυτία λαγωοῦ, ἐλάφου
αἰδοίου ἄρρενος ξηροῦα, ἀκάνθης λευκῆς ῥίζα, φιλεταίριον, ἀφάκης
φύλλα, ἀκόρου ῥίζα, χαμαίδρυς, ἀπαρίνης χυλός, βρυωνίας,

Ορειβάσιος ιατρός Eclogae medicamentorum Κεφ. 118, τμ. 1, γρ. 13

μένοι τις πλείονα βρῶσιν καὶ πόσιν, ἄλλου μὴ χρῄζειν βοηθήματος.


ποιεῖ δὲ καὶ ταῦτα, ἓν ἕκαστον μετ' οἴνου ποτιζόμενον· χελώνης θα-
λασσίας αἷμα ξηρὸν μετὰ κυμίνου ἀγρίου, πυτία λαγωοῦ, ἐλάφου
αἰδοίου ἄρρενος ξηροῦα, ἀκάνθης λευκῆς ῥίζα, φιλεταίριον, ἀφάκης
145

φύλλα, ἀκόρου ῥίζα, χαμαίδρυς, ἀπαρίνης χυλός, βρυωνίας, καὶ τῆς


λευκῆς καὶ τῆς μελαίνης, ἡ ῥίζα, ἀγαρικόν, ἄνησσον, ἀσπαράγου ῥίζα
καὶ ταύτης ἀφέψημα, γεντιανῆς ῥίζηςβ, πεπέρεως, πηγάνου, ἴρεως
ἀνὰβ, ἑλενίου ἀπόζεμα, ἑρπύλλου ἀπόζεμα, τριφύλλου σπέρμα ἢ
φύλλωνα, ὀρίγανον Συριακόν, ἠρυγγίου ῥίζαα μετὰ σταφυλίνου
σπέρματος, καρκίνοι ποτάμιοι γάλακτι διεθέντες καὶ θαλάττιοι (ἧττον
ἐνεργοῦσιν), κέστρου φύλλωνβ, κόστουβ μετὰ πεπέρεως ὀβολῶν β,
ὀριγάνου Ἡρακλεωτικῆς τὸ ἀπόζεμα, κράμβης χυλός, κύμινον, μάλιστα
τὸ ἄγριον, πυτία λαγωοῦ ἢ νεβροῦ, μυρίκης ἀπόζεμα, μαράθου σπέρ-
μα, ἀριστολοχίας ῥίζα μετὰ σμύρνης καὶ γεντιανῆς καὶ δαφνίδων ἴσων
μέλιτι ἀναληφθέντων, βάτραχοι ζωμευτοὶ ἐσθιόμενοι, ἀμπελόπρασα,
βάλανοι δρυός. ἐπιτίθει δὲ τῇ πληγῇ (καὶ ὠφελεῖ, κἂν ἤδη ἀποθνήσκῃ)
μηλέας φύλλα σὺν οἴνῳ λεῖα ἢ τὸν χυλὸν αὐτῶν. – Ἐχεοδήκτων
καταπλάσματα. Μηλέας φύλλα, καλαμίνθη, αἰγεία ἄφοδος μετ' ὄξους
ἑφθή, ἀλεκτορίδες ζωαὶ ἀνασχισθεῖσαι καὶ θερμαὶ ἐπιτιθέμεναι καὶ
συχνῶς ἀλλασσόμεναι, τρὺξ οἴνου μετὰ πάλης ἀλφίτου καὶ ὄξους,

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium “Oribasii synopsis


ad Eustathium et libri ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.Leipzig: Teubner,
1926, Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.3.Βι. 2, κεφ.
13, τμ. 1, γρ. 21

δαμον, καυκαλίς, δαῦκος, κονία, καὶ μᾶλλον ἡ ἀπὸ συκίνης τέφρας,


κράμβη (οἱ δὲ καυλοὶ καυθέντες αὐτῆς ἰσχυρῶς ποιοῦσι ξηραίνουσαν
τέφραν), κρῆθμον, κρίνου τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα, λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πε-
τρῶν, λιγνὺς πᾶσα, λωτός, νυμφαίας ἡ ῥίζα, ὀμφάκιον, πλατάνου ὁ
φλοιὸς καὶ τὰ σφαιρία μετρίως, πολυπόδιον, ἄμυλον, ἅλες, νίτρα,
γύψος (καυθεῖσα δὲ μᾶλλον), καδμεῖαι πᾶσαι καὶ πάντα τὰ μεταλλικὰ
καὶ λιθώδη καὶ γεώδη, ὄστρακον τὸ ἐκ τῶν κριβάνων, πυτία, κόπρος
πᾶσα (ἡ δὲ τῶν χηνῶν ἄχρηστος διὰ πολλὴν δριμύτητα), ῥύπος, σάρ-
κες ἐχιδνῶν, κεφαλαὶ ταριχηρῶν μαινίδων κεκαυμέναι, κέρας ἐλάφου
καὶ αἰγὸς κεκαυμένα, καστόριον, ὀστᾶ κεκαυμένα ἰσχυρῶς, τρίχες,
σηπέας
ὄστρακον, ἔρια κεκαυμένα, καρκίνων ἡ τέφρα, γάρος ἱκανῶς καὶ ἅλμη.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 25, τμ. t,


γρ. 1

ἄρθρα λελυμένα καὶ πρὸς σύριγγας ἐντιθεμένη καὶ πρὸς πλαδαρὰς


σάρκας, καὶ μάλιστα τὰς ἐπὶ τοῖς ἀκρωτηρίοις· ποιεῖ καὶ πρὸς ἐρυσι-
πέλατα καὶ πρὸς ἄλλας πλείστας διαθέσεις δίχα κατακαυμάτων. μίσυος,
χαλκίτεως, ἰοῦ, ψιμυθίου, κηκίδων ἀτρήτων, στυπτηρίας σχιστῆς καὶ
146

στρογγύλης, μελαντηρίας ἀνὰ , κηροῦ, ῥητίνης πιτυΐνης, πίσσης,


ἀσφάλτου, ἰτέας φύλλων ἀνὰ, ἐλαίου ...ϛ. μετὰ τοῦ ὄξους τὰς ἰτέας
προαποβρέξας
ἡμέρας τρεῖς, ἕως λειφθῶσι ξ̸ β, εἶτα προλελειωμένῳ ἰῷ καὶ ψιμυθίῳ καὶ
μελαντηρίᾳ ἐπίβαλλε τὰ φύλλα λελειωμένα ἐπιμελῶς καὶ συλλειοτρίβει,
εἶτα τὰ ξηρὰ λεῖα ἕνωσον, εἶτα τὰ τηκτὰ ἐπικατάχει καὶ ἑνώσας χρῶ.»

Πρὸς ἡλκωμένους καρκίνους πρᾳότατον.

Λιθαργύρου, κηροῦ, στέατος χοιρείου ἀνᾶ 𐆄 α, λεκίθους ὠῶν


ὀπτῶν ι, ἐλαίου 𐆄υ η. τὴν λιθάργυρον τρῖβε μεθ' ὕδατος συμμέτρου
παραχέων τι καὶ τοῦ ἐλαίου, εἶτα τὰς λεκίθους συλλέαινε, τὸ δὲ στέαρ
ἐξινίσας τῆκε σὺν τῷ κηρῷ καὶ τῇ λειουμένῃ λιθαργύρῳ, συνεπιβαλὼν
καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ ἐλαίου. ἡ χρῆσις τοῦ μὲν ἀνεθέντος σὺν ῥοδίνῳ
διὰ μότου ἐρεοῦ ἢ λινοῦ, ὡς ἂν ἁρμόττειν δοκῇ. ἀνωδύνου δ' ὄντος
τοῦ ἕλκους, παραπλεκέσθω σμύρνης, ἴρεως, ἀριστολοχίας ἀνὰ 𐆄 γ, ὃ
καὶ τοῖς ἀνελκώτοις ἁρμόττει. – Ἀδαμαντίου πρὸς φαγεδαινικὰ
ἕλκη. Χλωρὰν ἀλθαίαν ἢ ξηρὰν ἀναλαβὼν στέατι τραγείῳ χρῶ. εἰ δὲ
πάνυ ὑγρὰ εἴη τὰ ἕλκη, προϋποθεὶς μότα ξηρὰ ἐπιτίθει τὸ στέαρ

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 26, τμ. t,


γρ. 1

παραχέων τι καὶ τοῦ ἐλαίου, εἶτα τὰς λεκίθους συλλέαινε, τὸ δὲ στέαρ


ἐξινίσας τῆκε σὺν τῷ κηρῷ καὶ τῇ λειουμένῃ λιθαργύρῳ, συνεπιβαλὼν
καὶ τὸ λοιπὸν τοῦ ἐλαίου. ἡ χρῆσις τοῦ μὲν ἀνεθέντος σὺν ῥοδίνῳ
διὰ μότου ἐρεοῦ ἢ λινοῦ, ὡς ἂν ἁρμόττειν δοκῇ. ἀνωδύνου δ' ὄντος
τοῦ ἕλκους, παραπλεκέσθω σμύρνης, ἴρεως, ἀριστολοχίας ἀνὰ 𐆄 γ, ὃ
καὶ τοῖς ἀνελκώτοις ἁρμόττει. – Ἀδαμαντίου πρὸς φαγεδαινικὰ
ἕλκη. Χλωρὰν ἀλθαίαν ἢ ξηρὰν ἀναλαβὼν στέατι τραγείῳ χρῶ. εἰ δὲ
πάνυ ὑγρὰ εἴη τὰ ἕλκη, προϋποθεὶς μότα ξηρὰ ἐπιτίθει τὸ στέαρ μετὰ
τῆς ἀλθαίας. κέχρησο δὲ καὶ ταῖς ἀγωγαῖς τοῦ λε κεφαλαίου.

Πρὸς καρκίνους πάνυ πολλὴν καὶ νομώδη διάβρωσιν ἔχοντας.

Οἵοις δὲ καρκίνοις πολλὴ καὶ νομώδης ἐστὶν ἡ διάβρωσις, θαυ-


μαστὸν ὡς δραστηρίως βοηθεῖ τόδε. Οἴνου Ἀδριανοῦ καλοῦ ξ̸ κ, ῥοὸς
βυρσοδεψικῆς 𐆄 α, κυπαρίσσου σφαιρίων 𐆄 α, κηκῖδος ὀμφακίτιδος
ἀτρήτου 𐆄 ϛ, κασίας σπουδαίας 𐆄 ϛ. θλασθέντα βρέχεται ἐφ' ἡμέρας
δ καὶ ἕψεται, μέχρι ζέσῃ τρίτον ἢ τέταρτον. κινεῖν δὲ χρὴ σπάθῃ
147

κυπαρισσίνῃ, εἶτα ταῦτα μὲν ἐκθλιφθέντα ἀναιρεῖται, εἶθ' ἕψεται, ἕως


μέλιτος σύστασιν λάβῃ, καὶ τότε ἐν ὑελῷ ἀγγείῳ ἀποτίθεται. ἡ χρῆσις
ἀκράτου μὲν ἐπὶ τῶν νεμομένων· εἰ δὲ παχύτερον εἴη ποτέ, ἀνυγραίνειν
αὐτὸ οἴνῳ χρή, μάλιστα ἐπὶ γυναικῶν καὶ γυναικείου κόλπου.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 35, τμ. 7,


γρ. 3

ἐπιτίθει δ' ἐπάνω σπόγγον ἐξ ὕδατος ψυχροῦ καὶ ἐπίδει ἐπιτεταμένως


ἀλλάσσων τῷ φαρμάκῳ. – Ἀδαμαντίου πρὸς φαγεδαίνας καὶ
παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα. Βολβοῦ σκίλλης ἑνὸς τὸ ἁπαλώτατον
εἰς ἐλαίου ξ̸ α βαλὼν ἕψε, ἕως ἀποτριτωθῇ, καὶ τῷ ἐλαίῳ χρῶ περι-
χρίων πτερῷ τὸ ἕλκος χωρὶς τοῦ διαμοτῶσαι. τὸ αὐτὸ καθαιρεῖ,
σαρκοῖ, ἀπουλοῖ, τὸ δὲ μεῖζον, οὐδὲ μυῖα ἐπικαθέζεται τῷ ἕλκει
τούτου ἐπιχρισθέντος. – Ἄλλο τοῦ αὐτοῦ πρὸς φαγεδαινικὰ
ἕλκη. Σταφυλίνου φύλλα λεῖα ἐπιτίθει μετὰ μέλιτος, κάλλιον μέν, εἰ
ἀγρίου, εἰ δὲ μή, ἡμέρου. – Ἄλλο πρὸς πάντα τὰ κακοήθη ἕλκη
καὶ φαγεδαινικά. Ὀποῦ Κυρηναϊκοῦ, ὄνυχος ὄνου κεκαυμένου, καρ-
κίνων ποταμίων κεκαυμένων ἀνὰ 𐆄 α, μολύβδου κεκαυμένου, σχίνου,
καδμείας, λιβάνου ἀνὰ𐆄. τὸν μὲν οὖν ὄνυχα λείου γάλακτι ὀνείῳ,
τοὺς δὲ καρκίνους ὕδατι, τὸν δὲ μόλυβδον καὶ τὴν καδμείαν λείου
μετ' ὀξυρροδίνου ἰδίᾳ, εἶτα λειωθέντα ἐπιβαλὼν τὸν ὀπὸν καὶ
τὸν λίβανον μετὰ μυρσίνου ἐλαίου ὀλίγου, μίξας ὁμοῦ πάντα καὶ
ποιήσας ὡς ἀνακόλλημα, καταβρέχων ὀθόνιον ἐπιτίθει καὶ ξηραινό-
μενον ἄλλασσε συνεχῶς μολυνόμενον μόνον τοῖς ἰχῶρσιν. – Πρὸς
ἕλκη κακοήθη καὶ δυσεπούλωτα καὶ χρόνια καὶ σηπεδονώδη
καὶ πλαδαρά. Λημνία σφραγὶς τὰ τοιαῦτα ἕλκη ὠφελεῖ μεγάλως
προσκομιζομένη κατὰ σύστασιν πηλώδη· ἀλλ' εἰ μὲν εἴη τὸ ἕλκος
δυσῶδες καὶ πάνυ πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρόν, ἄνιε αὐτὴν ὄξει δριμυτάτῳ,

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 39, τμ. t,


γρ. 1

Ἡ δι' ἁλῶν

ποιοῦσα πρὸς ἀποστήματα, χοιράδας καὶ πάντα ὅσα σιδήρου χρῄζει.


Ἅλατος ἀμμωνιακοῦ, μολυβδαίνης, ἐλαίου, κονίας κληματίνης στακτῆς
ἀνὰ 𐆄 α, περιστερῶν κόπρου 𐆄 γ. βαλὼν εἰς θυίαν τὸ ἅλας καὶ τὴν
κονίαν λείου, ἕως λυθῇ τὸ ἅλας, εἶτ' ἐπίβαλλε μολύβδαιναν, ἔλαιον
148

καὶ τὴν κόπρον καὶ συλλειώσας παντελῶς, ἕως γλοιοῦ γένηται πάχος,
καὶ βαλὼν εἰς κάκκαβον ἕψε μαλθακῷ πυρί, ἕως ἀμόλυντον γένηται,
καὶ ἀναλαβὼν χρῶ.

Πρὸς ἡλκωμένους καρκίνους πρᾳότατον.

Λιθαργύρου, κηροῦ, στέατος χοιρείου ἀνὰ 𐆄 α, λεκίθους ὠῶν


ὀπτῶν ι, ἐλαίου 𐆄υ η. τὴν λιθάργυρον τρῖβε μεθ' ὕδατος συμμέτρου
παραχέων τι καὶ τοῦ ἐλαίου, εἶτα τὰς λεκίθους συλλέαινε, τὸ δὲ στέαρ
ἐξυμενίσας τῆκε σὺν τῷ κηρῷ, λειουμένῃ τῇ λιθαργύρῳ προσεπιβαλὼν
τὸ λοιπὸν τοῦ ἐλαίου. ἡ χρῆσις τοῦ μὲν ἀνεθέντος ῥοδίνου διὰ μότου
ἐρεοῦ ἢ πεσσοῦ τοῦ δι' ἐρίου ὡς ἂν ἁρμόττῃ. ἀνωδύνου δ' ὄντος τοῦ
ἕλκους, παραπλεκέσθω σμύρνης, ἴρεως, ἀριστολοχίας ἀνὰγ, ὃ καὶ
τοῖς ἀνελκώτοις ἁρμόττει. οἷς δὲ πολλὴ καὶ νομώδης ἐστὶν ἡ διά-
βρωσις, θαυμαστὸν ὡς δραστηρίως βοηθεῖ τόδε· Ἀδριανοῦ καλουμένου
ξ̸ κ, ῥοὸς βυρσοδεψικῆς, κυπαρίσσου σφαιρίων

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 174, τμ.


3, γρ. 1

Ἡ διὰ τοῦ βησασᾶ στοματικὴ διάχριστος ἔνδοξος πρὸς


συνάγχας τὰς ἀπηλπισμένας.

Ἀνήσσου σπέρματος, σελίνου σπέρματος, ἄμεως σπέρματος, σχίνου


ἄνθους, στυπτηρίας σχιστῆς, ἴρεως, βησασᾶ, ὅ τινες ἁρμαλᾶ καλοῦσι,
κινναμώμου, σμύρνης τρωγλίτιδος, ἀριστολοχίας μακρᾶς, κασίας, κροκο-
μάγματος, ῥόδων ξηρῶν ἀνὰ 𐆄 α, κόστου, χελιδόνων νοσσιᾶς σποδοῦ
προσφάτου ἀνὰ 𐆄 γ, κρόκου 𐆄 α, νάρδου Ἰνδικῆς, ἀμώμου ἀνὰ 𐆄 𐆄,
κηκῖδας η. λείοις σὺν μέλιτι χρῶ· ἐπὶ δὲ τῆς χρείας ἄνιε μέλιτι.
καρκῖνοι ποτάμιοι ἐν ὕδατος ψυχροῦ 𐆄ο α λειωθέντες καὶ διηθούμενοι
συναγχικῶν ἀναγαργάρισμα κρατιστόν ἐστιν· παχέα γὰρ ἄγει συχνὰ
ὥστε ἐπικουφίζειν αὐτίκα.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 186, τμ.


1, γρ. 1

Πρὸς τεταρταίους Γαληνοῦ.

Πρὸς λυσσοδήκτους.
149

Καρκίνων ποταμίων ἡ τέφρα θαυμασίως ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων


ὠφελεῖ, καὶ μόνη μέν, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεντιανῆς τε καὶ λιβανωτοῦ, ὡς
εἶναι τοῦ λιβανωτοῦ μὲν μίαν μοῖραν, πέντε δὲ τῆς γεντιανῆς καὶ
τῶν καρκίνων δέκα. καίεσθαι δὲ τοὺς καρκίνους οὕτως· κατὰ λοπάδα
ἐξ ἐρυθροῦ χαλκοῦ ζῶντας ἐπιτιθέντας τοὺς καρκίνους καίειν δεῖ, μέχρις
οὗ τεφρωθῶσιν ὡς εὐκόλως λειοῦσθαι· καίειν δὲ μετὰ Κυνὸς ἐπιτολήν,
ἡνίκα ἐν Λέοντι μὲν ὁ ἥλιος, ὀκτωκαιδεκαταία δ' ἡ σελήνη. πίνειν δὲ
καθ' ἑκάστην ἡμέραν τὸ φάρμακον τοῦτο τοὺς λυσσοδήκτους ἄχρι τῆς
τεσσαρακοστῆς, ἐπιπάσσων ὕδατος κοχλιάριον εὐμέγεθες· εἰ δ' οὐκ ἐξ
ἀρχῆς, ἀλλὰ μεθ' ἡμέρας τινὰς τοῦ δηχθῆναι προνοῇ τοῦ δεδηγμένου,
δύο κοχλιάρια καθ' ἡμέραν ἐπίπασσε.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 3, κεφ. 186, τμ.


2, γρ. 2

Πρὸς λυσσοδήκτους.

Καρκίνων ποταμίων ἡ τέφρα θαυμασίως ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων


ὠφελεῖ, καὶ μόνη μέν, ἀλλὰ καὶ μετὰ γεντιανῆς τε καὶ λιβανωτοῦ, ὡς
εἶναι τοῦ λιβανωτοῦ μὲν μίαν μοῖραν, πέντε δὲ τῆς γεντιανῆς καὶ
τῶν καρκίνων δέκα. καίεσθαι δὲ τοὺς καρκίνους οὕτως· κατὰ λοπάδα
ἐξ ἐρυθροῦ χαλκοῦ ζῶντας ἐπιτιθέντας τοὺς καρκίνους καίειν δεῖ, μέχρις
οὗ τεφρωθῶσιν ὡς εὐκόλως λειοῦσθαι· καίειν δὲ μετὰ Κυνὸς ἐπιτολήν,
ἡνίκα ἐν Λέοντι μὲν ὁ ἥλιος, ὀκτωκαιδεκαταία δ' ἡ σελήνη. πίνειν δὲ
καθ' ἑκάστην ἡμέραν τὸ φάρμακον τοῦτο τοὺς λυσσοδήκτους ἄχρι τῆς
τεσσαρακοστῆς, ἐπιπάσσων ὕδατος κοχλιάριον εὐμέγεθες· εἰ δ' οὐκ ἐξ
ἀρχῆς, ἀλλὰ μεθ' ἡμέρας τινὰς τοῦ δηχθῆναι προνοῇ τοῦ δεδηγμένου,
δύο κοχλιάρια καθ' ἡμέραν ἐπίπασσε. χρῆσθαι δὲ κατ' αὐτοῦ τοῦ τραύ-
ματος τῷ διὰ τῆς Βρυττίας πίττης φαρμάκῳ, μίαν μὲν λαμβάνοντι τῆς
πίττης λίτραν, ἕνα δ' ὄξους δριμυτάτου ξέστην Ἰταλικόν, ὀποπάνακος
δὲ 𐆄 γ. τούτοις Αἰσχρίων ἐχρῆτο, καὶ οὐδεὶς οὐδέποτε ἀπέθανεν.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 4, κεφ. 17, τμ. 7,


γρ. 1

σπλάγχνα πάντα, ἐγκέφαλος, νωτιαῖος καὶ οἱ τῶν τελείων ζῴων ὄρχεις,


ἅπαν αἷμα, χῆνες πλὴν τῶν πτερῶν. φαττῶν, κιχλῶν, κοττύφων καὶ
ἡ τῶν μικρῶν στρουθίων σκληροτέρα ἐστὶ σάρξ, καὶ ἔτι μᾶλλον τρυ-
150

γόνος καὶ νήττης, καὶ πλέον ἡ τοῦ ταῶνος καὶ ἡ τῶν ὠτίδων. αἱ
κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι· ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι
τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίης ὥς τι φάρμακον πεπτικόν· οὔτε
αὐταὶ γὰρ πέττονται ῥᾳδίως, οὔτε ἄλλων σιτίων πεπτικόν εἰσι φάρ-
μακον. κοχλίοι δύσπεπτοι, ὀξύγαλα, καὶ μάλιστα τοῖς ψυχρὰν ἔχουσι
τὴν κοιλίαν, τυρὸς παλαιός· ὁ δὲ νέος καὶ μάλιστα ὀξυγαλάκτινος
καλλίων. πορφυρῶν καὶ κηρύκων καὶ τῶν ἄλλων ὀστρακοδέρμων τὰ
σκληρὰν ἔχοντα τὴν σάρκα δύσπεπτα. ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι,
κάραβοι, καρίδες καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δρά-
κοντες, κόκκυγες, γαλεώνυμοι, σκορπίοι, τράχουροι, τρίγλαι, ὀρφοί,
γλαῦκοι, ζύγαιναι, σάλπαι, γόγγροι, φάγροι, λάμιαι, ἀετοί, ὠὰ ὀπτά,
ἑφθά, ταγηνιστά, πυροὶ ἑφθοί, ὁ καλούμενος τράγος. τὸ κρίμνον δυς-
πεπτότερον ἀλφίτου. τίφαι, βρόμος καὶ οἱ ἀπ' αὐτῶν ἄρτοι, κύαμοι,
ὦχροι, δόλιχοι, φάσιλοι, λάθυροι, ἄρακοι, ἐρέβινθοι, ὄρυζα, θέρμοι,
μελίνη, κέγχρος, καὶ ὅσα τοιαῦτα, φακός, βῖκος, σήσαμον

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 7, κεφ. 11, τμ. 3,


γρ. 4

Περὶ κακοήθων ἑλκῶν.

Τὰ δὲ κακοήθη καὶ δυσεπούλωτα καὶ χρόνια καὶ σηπεδονώδη τῶν


ἑλκῶν Λημνία σφραγὶς ὠφελεῖ μεγάλως· ἡ δὲ χρῆσις γίνεται κατὰ τὸ
μέγεθος τῆς τοῦ ἕλκους κακίας· τὸ μὲν γὰρ δυσῶδες καὶ λίαν πλαδα-
ρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης
εἰς πηλώδη σύστασιν· καὶ δι' οἴνου δ' ἢ ὕδατος ἢ ὀξυμέλιτος ἢ ὀξυ-
κράτου ἢ μελικράτου, ἢ ὅπως ἂν ἡ χρεία κελεύῃ, ἐπιτήδειόν ἐστιν.
εἴ τις θυίαν ἐκ μολύβδου κατασκευάσας μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου
ῥόδινον ἐμβαλὼν ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ ἀειζῴου χυλὸν ἢ κοτυληδόνος
ἢ θριδακίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίβοι ὡς ἀνεῖναι χυλόν τινα,
ἄριστον ἕξει φάρμακον πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη τῶν ἑλκῶν
καὶ πρὸς τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ μαστοῖς φλεγμονὰς πρός τε
τὰς ἐν ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων. κενταύριον τὸ
μικρὸν καταπλασσόμενον πρόσφατον τὰ παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα τῶν
ἑλκῶν ἀπουλοῖ καὶ τὰ κακοήθη ἰᾶται. κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ
βλαστοὶ καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας
ἐν ταῖς πλαδαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ
ἀσφαλῶς ἐκβόσκεται. κυπέρου ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια
δυσεπούλωτα θαυμαστῶς ὠφελοῦσιν. κολοκύνθης ξηρᾶς κεκαυμένης ἡ
151

τέφρα τοῖς ὑγροῖς ἅμα καὶ χωρὶς φλεγμονῆς σηπομένοις ἁρμόττει, καὶ
μάλιστα τοῖς ἐπὶ πόσθης αἰδοίων· ὁμοίως καὶ ἀνήθου ῥίζης.

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 7, κεφ. 13, τμ. t,


γρ. 1

Πρὸς καρκίνους.

Καὶ οἱ καρκῖνοι δ' ἐκ μελαίνης χολῆς ζεούσης συνίστανται, κἂν


δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους· διὰ τοῦτο κατὰ τὴν χρόαν μελάντεροι
τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ
τείνονται πλέον ἐπ' αὐτῶν ἢ ἐπὶ τῶν φλεγμονῶν, οὐδὲ αὐταὶ παρα-
πλησίως ταῖς φλεγμοναῖς ἐρυθραὶ τυγχάνουσαι, κατὰ τὸν χυμὸν δὲ τὴν
χρόαν ἔχουσαι. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ τούτου καὶ ἀνίατος ὁ
καρκῖνός ἐστι, μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος μήτε διαφορηθῆναι μήτε
ἐπὶ ταῖς καθάρσεσιν ὅλου τοῦ σώματος εἴκων, καὶ τῶν μὲν πρᾳοτέρων
φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ δὲ τῶν σφοδροτέρων παρο-
ξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 7, κεφ. 13, τμ. 1,


γρ. 1
ἐστὶ τὸ δι' ἀρνογλώσσου καὶ φακῆς ἑφθῆς κατάπλασμα προσλαμβάνον
ἄρτου κλιβανίτου τὸ ἁπαλόν, μήτε ἄγαν καθαροῦ μήτε ῥυπαροῦ. κατ'
αὐτοῦ δὲ τοῦ ἕλκους ἐπιθήσομεν τῶν σφοδρῶν τι φαρμάκων, οἷόν
ἐστι τὸ Ἄνδρωνος, ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως. παυ-
σαμένης δὲ τῆς φλογώσεως, τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς οὐλὴν
ἄξομεν τὸ ἕλκος. παλαιὰ κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ καὶ
κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ σφαιρία
σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες
ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι.

Πρὸς καρκίνους.

Καὶ οἱ καρκῖνοι δ' ἐκ μελαίνης χολῆς ζεούσης συνίστανται, κἂν


δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους· διὰ τοῦτο κατὰ τὴν χρόαν μελάντεροι
τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ
τείνονται πλέον ἐπ' αὐτῶν ἢ ἐπὶ τῶν φλεγμονῶν, οὐδὲ αὐταὶ παρα-
152

πλησίως ταῖς φλεγμοναῖς ἐρυθραὶ τυγχάνουσαι, κατὰ τὸν χυμὸν δὲ τὴν


χρόαν ἔχουσαι. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ τούτου καὶ ἀνίατος ὁ
καρκῖνός ἐστι, μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος μήτε διαφορηθῆναι μήτε
ἐπὶ ταῖς καθάρσεσιν ὅλου τοῦ σώματος εἴκων, καὶ τῶν μὲν πρᾳοτέρων
φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ δὲ τῶν σφοδροτέρων παρο-
ξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι
καθαίροντας τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν πρὶν ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 7, κεφ. 13, τμ. 6,


γρ. 2

ξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι


καθαίροντας τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν πρὶν ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ
στηριχθῆναι· κενώσομεν δ' ἢ διὰ τῶν ἁπλῶν τινος, οἷόν ἐστι τὸ ἐπί-
θυμον πλῆθοςδ ἐν ὀρῷ γάλακτος ἢ μελικράτῳ διδόμενον, ἢ διὰ
τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα ἐλλέβορον προσλαμβανούσης. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπον-
θότος τόπου προσφερόμενον ἀλύπως ποιεῖ ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων στρύ-
χνου χυλός, ὀθονίου μαλακοῦ διπτύχου ἢ τριπτύχου δευομένου ἐπι-
τιθεμένου πολλῷ τῷ χυλῷ. δεῖ δ' ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ καὶ ἔριον ἁπαλὸν
περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ, προνοεῖν δ' ὅπως μὴ ξη-
ρανθῇ ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ. χρήσαιτο δ' ἄν
τις δεόντως ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ πομφόλυγος·
διαιτάσθω δ' ὁ πάσχων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γάλακτος
ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολοκύνθῃ καὶ
τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ πᾶσιν ὄρνισι πλὴν τῶν ἑλείων.

Πρὸς σαρκοθλάσματα καὶ ἐκχυμώματα.

Σαρκὸς θλασθείσης ὑπό τινος βαρέος ἐμπεσόντος, καὶ τῶν σμικρῶν


ἐν αὐτῇ φλεβίων διακριθέντων, αἷμα προχεῖται κατὰ διαπήδησιν, ὅπερ
ἀθροιζόμενον ὑπὸ τῷ δέρματι ποιεῖ τὸ καλούμενον ἐκχύμωμα μὴ
διαιρεθέντος τοῦ δέρματος. σκοπὸς οὖν ἐστιν ἡμῖν διαφορῆσαι τὸ
θρομβωθὲν αἷμα, καὶ τοῦτο συντόμως πρὶν μελανθῆναι· κατ' ἀρχὰς δὲ
καὶ τῶν στυπτικῶν τι παραπλέκειν χρὴ τοῖς διαφοροῦσι διὰ τὸ τοὺς

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 7, κεφ. 46, τμ.


1,2, γρ. 1

Πρὸς τὰς τῶν δακτύλων ῥαγάδας καὶ τῶν ὅλων ποδῶν.


153

Πίσσῃ ὑγρᾷ κατάχριε. καρκῖνον ποτάμιον ἢ θαλάσσιον καύσας ἐπ'


ἀνθράκων ἀπόξεσον τὸ ὄστρακον καὶ μετ' ἐλαίου τρίψας καὶ πάχος
μέλιτος ποιήσας, προαποσμήξας τὰς ῥαγάδας ἔνσταζε. ποιεῖ δὲ καὶ
σκίλλης τὸ ἐντὸς ἐλαίῳ ζεσθὲν καὶ τερμινθίνῃ συλλεανθὲν καὶ κέρας
αἴγειον καυθὲν καὶ ἀναληφθὲν στέατι αἰγείῳ. δεῖ δὲ προπερικαθαίρειν
τοὺς τύλους καὶ οὕτω χρῆσθαι τοῖς φαρμάκοις.

Πρὸς αἰδοῖα ἡλκωμένα.

Καταντλήσεις διὰ τῶν στυφόντων ἢ ἐγχύσεις, οἷον βάτου, μυρσίνης


κυτίνων ῥοιᾶς ἀγρίας, ἀγριελαίας ἀφέψημα. τοῖς δ' αὐτοῖς καὶ λείοις
κατάπλασσε· περίχριε δὲ καὶ Λημνίᾳ σφραγίδι ἢ ἀλόῃ μετὰ μέλιτος
διεθείσῃ. πρὸς δ' ὄσχεον σφοδρῶς κνησμώδη καὶ ἀκράτητον χρήσῃ

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 8, κεφ. 12, τμ. 3,


γρ. 8

βον. σημεῖα δὲ τοῦ λυσσῶντος κυνὸς τάδε· ἄφωνοι τὸ ἐπίπαν εἰσὶ καὶ
ἔκφρονες, ὥστε μηδὲ τοὺς οἰκειοτάτους γνωρίζειν, ἀπόσιτοι δὲ καὶ
διψώδεις μέν, οὐ ποτικοὶ δέ, καὶ ἀσθμαίνουσιν ἐπὶ πολὺ καὶ τὰ ὦτα
κλίνουσιν· σίελον δὲ καὶ δαψιλὲς καὶ ἀφρῶδες ἀφιᾶσιν. τοὺς δηχθέντας
οὖν αὐτίκα θεραπεύεσθαι πάσῃ τῇ νενομισμένῃ θεραπείᾳ, κἂν μικρὸν
καὶ ἐπιπόλαιον ᾖ τὸ ἕλκος, καὶ γυμνοῦν πάντοθεν καίειν τε καυτη-
ρίοις σιδηροῖς (τηρεῖν γὰρ δεῖ τὸ ἕλκος καὶ μὴ ἄγειν εἰς οὐλὴν ταχέως),
ἀπονίζειν δ' ἑψῶντας ἐν τῷ ὕδατι τὴν ἀνθεμίδα καὶ τὴν τοῦ ἀγρίου
λαπάθου ῥίζαν, πίνειν δὲ τὸ λύκιον καὶ τὸν ὀπὸν τοῦ σιλφίου (τού-
του δὲ καὶ εἰς τὸ ἕλκος ἐντιθέναι), πίνειν δὲ καὶ χαμαίδρυν καὶ σκόρ-
διον καὶ γεντιανῆς ῥίζαν καὶ πόλιον καὶ ποταμίων καρκίνων ἕψημα,
ἀνήθου πολὺ μίσγων· καθαίρειν δὲ τῷ διὰ σικυωνίας καθαρτικῷ καὶ
διδόναι ἐφ' ἡμέρᾳ τούτου τοῦ φαρμάκου οὐκ εἰς κάθαρσιν ὅσον κυά-
μου μέγεθος. τὸ δ' ὑγρὸν ἔστω ἐλελισφάκου ἀφέψημα ἢ τῆς σιδηρί-
τιδος τῆς Ἡρακλείας, ἣν καὶ ἄλυσσον ὀνομάζουσι διὰ τὸ καὶ μόνην
αὐτὴν ὠφελεῖν. δοίη δ' ἄν τις ὠφελίμως καὶ τοῦ δι' ἐχίδνης· παρα-
λαμβάνειν δὲ καὶ οὐρητικά. χρῆσθαι δὲ δεῖ καὶ τῇ προσφορᾷ τοῦ
ἥπατος τοῦ δακόντος κυνός· μὴ θαρρεῖν δὲ μόνῃ, ἀλλὰ διὰ πάντων
ἐπιχειρεῖν θεραπεύειν. Ἀπολλώνιος δ' ὁ Περγαμηνὸς ἱστορηκέναι
φησὶ πολλοὺς σεσωσμένους τοὺς ὑδροφόβῳ ληφθέντας δι' ἄλλην τινὰ
κατασκευὴν ἁλόντας τῷ πάθει,

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 9, κεφ. 14, τμ. 2,


154

γρ. 3

Δυσεντερίας ἴασις.

Ἐὰν μὲν αὐτὸ τοῦτο μόνον ἕλκωσις ᾖ, μηδενὸς ἐπιρρέοντος ἔτι,


διὰ μιᾶς ἐνέσεως ἰσχυροῦ φαρμάκου ῥύπτεταί τε καὶ θεραπεύεται
τοὐπίπαν· εἰ δὲ μή, δευτέρας γοῦν προστεθείσης, οὐκέτι δέονται τρί-
της. ἀπὸ μὲν οὖν τῆς ξανθῆς χολῆς εἰ γένοιτο δυσεντερία, ἰώμεθα
τοὐπίπαν αὐτήν· εἰ δ' ἀπὸ μελαίνης χολῆς, ἀνίατός ἐστιν, οὐδὲν δια-
φέρουσα καρκίνου τοῦ μεθ' ἑλκώσεως.

Πρὸς δυσεντερικοὺς καὶ κοιλιακούς.

Λημνία σφραγὶς καὶ ἤδη νεμομένην ἰᾶται δυσεντερίαν πινομένη


τε καὶ ἐνιεμένη· δεῖ δὲ προαποκλύζειν τὴν ἕλκωσιν μελικράτῳ πρῶτον
ἀκρατεστέρῳ, κἄπειτα ἅλμῃ, καὶ μετὰ ταῦτα τὴν Λημνίαν ἐνιέναι δι'
ἀρνογλώσσου χυλοῦ· πινέσθω δὲ δι' ὑδαροῦς ὀξυκράτου. γάλα τὸ
τυρῶδες (γίνεται δὲ τοιοῦτον κοχλάκων διαπύρων ἐμβληθέντων εἰς
αὐτὸ καὶ ἑψόμενον, ἄχρις ἂν ἀναλωθῇ τοῦ ὀροῦ τὸ πλεῖστον) κάλλι-
στόν ἐστιν ἴαμα δυσεντερικοῖς καὶ πᾶσι τοῖς κατὰ γαστέρα ῥεύμασι
δριμέσιν. κυνείαν δὲ κόπρον λείαν τῷ οὕτω σκευασθέντι γάλακτι μίξας
φάρμακον ποιήσεις ἄκρως ὠφελοῦν δυσεντερικούς·

Ορειβάσιος ιατρός Synopsis ad Eustathium filium Βι. 9, κεφ. 51, τμ. t,


γρ. 1

Περὶ τῶν ἐν μήτρᾳ καρκινωμάτων .

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1–4)“Oribasii synopsis ad


Eustathium et libri ad Eunapium”, Ed. Raeder, J.Leipzig: Teubner, 1926,
Repr. 1964; Corpus medicorum Graecorum, vol. 6.3.Βι. 1, κεφ. 29, τμ.
3, γρ. 3

Ὅσα πολύτροφα.

Συῶν τῶν ἡμέρων αἱ σάρκες πάντων ἐδεσμάτων εἰσὶ τροφιμώ-


ταται· βοῶν ἐγκέφαλοι, ὄρχεις, καρδία, νωτιαῖος καὶ ἄλλος μυελός, τὰ
πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων καὶ πάντων τῶν πτηνῶν
155

αἱ κοιλίαι, κοχλίοι, καὶ μᾶλλον τρὶς ἑψηθέντες, τῶν ὀστρακοδέρμων τὰ


σκληρόσαρκα, οἷον πορφύραι, κήρυκες καὶ τὰ ὅμοια, ἀστακοί, πάγουροι,
καρκῖνοι, καρίδες, κάραβοι καὶ ὅσα τοιαῦτα καὶ τὰ μαλάκια καλούμενα,
πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες καὶ τὰ παραπλήσια καὶ τῶν σελαχίων
νάρκη μὲν καὶ τρυγὼν μετρίως, βάτοι δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι μᾶλ-
λον, τρίγλαι, κωβιοὶ ἔλαττον· γάλα τὸ μὲν παχύτερον μᾶλλον, τὸ δ'
ὑγρότερον ἔλαττον. τῶν ἄρτων τροφιμώτατος ὁ σιλιγνίτης, ἐφεξῆς δ'
ὁ σεμιδαλίτης καὶ τρίτος ὁ συγκομιστός. ἑφθοὶ πυροί, σεμίδαλις, χόνδρος.
κύαμοι σαρκοῦσι τὴν ἕξιν οὐκ ἐσφιγμένῃ καὶ πυκνῇ σαρκί, ἀλλὰ χαυ-
νοτέρᾳ μᾶλλον. ἐρέβινθοι τρέφουσι μᾶλλον, φάσιλοι καὶ ὦχροι τήλεως
πλέον. δόλιχοι, οὓς λοβοὺς καὶ φασιόλους καλοῦσι, τρέφουσι πισσῶν
οὐκ ἔλαττον· θέρμοι τρόφιμοι, κάστανα, φακή, οἱ γλυκεῖς φοίνικες,
σταφίδες αἱ γλυκεῖαι καὶ λιπαραί, γογγυλίς, βολβοὶ τροφιμώτατοι,

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 1, κεφ. 35, τμ. 7,
γρ. 1

καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτον ἔχουσι τὴν σάρκα. γαστὴρ δύσπεπτος, ἔν-
τερα, μήτρα, καλλῶσον, καρδία, ἧπαρ, ὦτα, οὐραί, νεφροί, ἐγκέφαλοι,
νωτιαῖος καὶ οἱ τῶν ζῴων ὄρχεις τῶν τελείων, χῆνες πλὴν τῶν πτε-
ρῶν. φαττῶν, κιχλῶν, κοττύφων καὶ τῶν μικρῶν στρουθίων σκληρο-
τέρα ἐστὶν ἡ σάρξ, καὶ μᾶλλον τῆς παλαιᾶς τρυγόνος καὶ νήττης·
δυσπεπτοτέρα καὶ ἰνωδεστέρα τούτων ἡ τοῦ ταῶνος καὶ ἡ τῶν ὠτί-
δων. αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι· ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν
ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίης. κοχλίοι δύσπεπτοι, ὀξύγαλα,
τυρὸς παλαιός· ὁ δὲ νέος καὶ μάλιστα ὁ ὀξυγαλάκτινος καλλίων.
πορφυρῶν καὶ κηρύκων καὶ τῶν ἄλλων ὀστρακοδέρμων τὰ σκληρὰν
ἔχοντα τὴν σάρκα δύσπεπτα· ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι, κάραβοι,
καρίδες καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες καὶ πάντα
τὰ καλούμενα μαλακόδερμα, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δράκοντες,
κόκκυγες,
γαλεώνυμοι, σκορπίοι, τράχουροι, τρίγλαι, ὀρφοί, γλαῦκοι, ζύγαιναι,
γόγγροι, ὠὰ ἑφθά, τηγανιστά, τυροὶ ἑφθοί, ἄλφιτα, τίφαι, βρόμος,
κύαμοι, δόλιχοι, φάσιλοι, λάθυροι, ἐρέβινθοι, ὄρυζα, θέρμοι, μελίνη,
κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα, φακός, σήσαμον, κάστανα, μῆλα, ἄπιοι πρὶν
πεπανθῆναι, σῦκα τὰ μήπω πέπειρα, σταφυλαὶ ὀξεῖαι καὶ αὐστηραί,
φοίνικες πάντες, κεράτια, ὤκιμον, γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα, βολβοὶ οἱ
ὠμότεροι, σταφυλῖνος, δαῦκος, κάρω καὶ πᾶσαι αἱ ῥίζαι τῶν λαχάνων

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 1, κεφ. 44, τμ. 2,
γρ. 1
156

Ὅσα δύσφθαρτα.

Τὰ μικρὰ χημία, πορφύραι καὶ κήρυκες ὅσα τε ἄλλα τῶν ὀστρα-


κοδέρμων σκληρὰν ἔχει τὴν σάρκα· διδόαμεν τοῖς φθείρουσι τὴν τρο-
φὴν ὑπὸ κακοχυμίας, ἑψῶντες δὶς καὶ τρὶς ἐν ὕδατι καλλίστῳ μετα-
τιθέντες εἰς τὸ καθαρόν, ὅταν ἤδη τὸ πρότερον ἁλμυρὸν φαίνηται.
καὶ ἀστακοὶ δὲ καὶ πάγουροι καρκῖνοί τε καὶ κάραβοι καὶ καρίδες ὅσα
τε ἄλλα τοιαῦτα δύσφθαρτον ἔχει τὴν σάρκα παραπλησίως τοῖς σκλη-
ροσάρκοις τῶν ὀστρακοδέρμων.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 1,mu, τμ.
23, γρ. 3

ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὑγρός ἐστι καὶ ψυχρός. – Μῆον θερμαίνει μὲν


σφοδρῶς, ξηραίνει δ' ἱκανῶς, διὸ οὖρά τε κινεῖ καὶ καταμήνια· κεφα-
λαλγὲς δ' ἐστὶ καὶ φυσῶδες. – Μόλυβδος ὑγρασίαν ἔχει πλείστην
ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν· εἰ γοῦν τις θυίαν σκευάσας ἐκ μολύβδου μετὰ
δοίδυκος μολυβδίνου, βαλὼν εἰς αὐτὴν ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ ὕδωρ ἢ
ῥόδινον ἤ τι ἄλλο ὑγρόν, τρίβοι ...... τῷ γινομένῳ χυλῷ χρῆσθαι
εἰς τὰς ἐν ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένας φλεγμονὰς εἴς
τε τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς βούλοιτο, ἄριστον ἕξει φάρ-
μακον. ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ τῶν ἄλλων φλεγμονῶν τῶν ἀρχομένων
ὅσα τε βουβῶσιν ἢ ποσὶν ἢ τοῖς ἄλλοις ἄρθροις ἐγκατασκήπτει, καὶ
μέντοι καὶ τοῖς ἕλκεσι τοῖς κακοήθεσιν, ὥστε καὶ πρὸς τὰ καρκινώδη
χρησάμενος αὐτῷ θαυμάσεις τὸ φάρμακον. εἰ δὲ θέλεις διὰ ταχέων
πλεῖστον ἀθροῖσαι τοῦ μολύβδου χυλόν, ἐν ἡλίῳ πειρῶ τρίβειν ἢ ὅλως
ἐν ἀέρι θερμῷ. πολύχρηστον δ' ἔσται σοι τὸ φάρμακον, εἰ καὶ τῶν
στυπτικῶν χυλῶν ἐναποτρίβοις, οἷον ἀειζῴου καὶ κοτυληδόνος καὶ
σέρεως καὶ θριδακίνης καὶ ψυλλίου καὶ ὄμφακος. λεπὶς δὲ μολύβδου
λεπτὴ γενομένη καὶ καλῶς ἐπιδεθεῖσα κατὰ γαγγλίου τελέως ἀφανίζει
αὐτό. – Μορέας ὁ καρπὸς ὁ μὲν πέπειρος ὑπάγει γαστέρα, ὁ δ'
ἄωρος ξηρανθεὶς στεγνωτικὸν ἱκανῶς γίνεται φάρμακον, ὥστε καὶ πρὸς
δυσεντερικοὺς καὶ κοιλιακοὺς ἁρμόττειν· κόπτεται δὲ καὶ τοῖς ὄψοις
μίγνυται.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 1,pi, τμ. 26,
γρ. 2
157

καὶ ὁ τῆς πεύκης δὲ φλοιὸς ὅμοιος μὲν αὐτῷ, μετριώτερος δὲ κατὰ


τὴν δύναμιν. ἐν δὲ τοῖς φύλλοις ἀμφοτέρων τῶν δένδρων δύναμίς
ἐστι κολλητικὴ τραυμάτων. ἡ δὲ λιγνὺς ἡ ἐκ τῶν εἰρημένων πρὸς
πτίλα βλέφαρα καὶ μυδῶντας κανθοὺς καὶ περιβεβρωμένους καὶ δακρύ-
οντάς ἐστι χρήσιμος. – Πλάτανος ὑγροτέρας καὶ ψυχροτέρας ἐστὶν
οὐσίας· διὰ τοῦτο τὰ φύλλα τὰ χλωρὰ λειωθέντα καὶ καταπλασθέντα
τὰς ἐν γόνασι φλεγμονὰς ὀνίνησιν. ὁ δὲ φλοιὸς αὐτῆς καὶ τὰ σφαιρία
ξηραντικώτερα, ὡς τὸν μὲν ἐν ὄξει καθεψόμενον εἰς ὀδόντων ἀλγή-
ματα παραλαμβάνεσθαι, τὰ δὲ σφαιρία μετὰ στέατος ἐπὶ τῶν πυρι-
καύστων ἑλκῶν. – Πομφόλυξ εἰ πλυθείη, σχεδὸν ἁπάντων πρῶτόν
ἐστιν ὅσα ξηραίνειν ἀδήκτως πέφυκεν, ὅθεν εἴς τε τὰ καρκινώδη τῶν
ἑλκῶν ἐστιν ἐπιτήδειος καὶ πρὸς τὰ ἄλλα τὰ κακοήθη πάντα. –
Πράσιον θερμαίνει καὶ ξηραίνει σφοδρῶς, ἧπάρ τε ἐκφράττει καὶ
σπλῆνα καὶ τὰ κατὰ θώρακα καὶ πνεύμονα διακαθαίρει κινεῖ τε ἔμμηνα·
καὶ καταπλασσόμενον ῥύπτει τε καὶ διαφορεῖ· καὶ διὰ ῥινῶν ἰκτερι-
κοὺς καθαίρει· καὶ πρὸς ὤτων ὀδύνας κεχρονισμένας ποιεῖ. – Πρό-
πολις θερμαίνει σφοδρῶς καὶ ῥυπτικῆς ἰσχυρῶς ἐστι δυνάμεως ἑλκτικῆς
τε ἱκανῶς ἰσχυρᾶς καὶ λεπτομερὴς τὴν οὐσίαν. – Πτελέας τὰ φύλλα
πρόσφατα τραύματα κολλᾷ στυπτικήν τε καὶ ῥυπτικὴν ἔχοντα δύναμιν.
ὁ δὲ φλοιὸς ἔτι μᾶλλον, ὥστε καὶ λέπραν ἰᾶται σὺν ὄξει. καὶ αἱ ῥίζαι
δὲ τῆς αὐτῆς εἰσι δυνάμεως, ὥστε καὶ τῷ ἀφεψήματι καταντλοῦσί τινες

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 5, τμ. 3, γρ.
26

μᾶλλον, πήγανον ἥμερον, πόλιον τὸ μικρότερον, μελισσόφυλλον,


πράσιον,
ῥοῦς, σάμψυχον, στοιβῆς ὁ καρπὸς καὶ τὰ φύλλα, τρίφυλλον (οἱ δ'
ἀσφάλτιον), ὕσσωπον, χαμαίδρυς, χαμαιλέοντος ἑκατέρου ἡ ῥίζα, χαμαι-
πίτυς, ἅλες, νίτρα, γύψος (καυθεῖσα δὲ μᾶλλον), καδμεῖαι πᾶσαι καὶ
πάντα τὰ μεταλλικὰ καὶ λιθώδη, σκωρία πᾶσα (ἡ δὲ τοῦ σιδήρου
μάλιστα), κόπρος πᾶσα (ἡ δὲ τῶν χηνῶν καὶ τῶν ἱεράκων ἄχρηστός
ἐστι διὰ δριμύτητα καὶ ἡ τῶν ἀετῶν), σάρκες ἐχιδνῶν, σὰρξ κοχλίων,
κεφαλαὶ ταριχηρῶν μαινίδων κεκαυμέναι, κέρας ἐλάφου καὶ αἰγὸς
κεκαυμένα, καστόριον, ὀστᾶ κεκαυμένα, δέρμα παλαιὸν ἀπὸ τῶν καττυ-
μάτων καυθέν, ὀστρέων καὶ πορφυρῶν τὸ ὄστρακον καυθέν, σηπέας
ὄστρακον, ἔρια κεκαυμένα, τρίχες κεκαυμέναι, καρκίνων ἡ τέφρα,
γάρος,
ἅλμη τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων. σφοδρότατα δὲ ξηραίνει κεδρέας τὸ
ἔλαιον, κονία (ξηραντικωτάτη καὶ ῥυπτικωτάτη πασῶν ἐστιν ἥ τε ἐκ
τῆς συκίνης τέφρας καὶ [ἡ] τῆς τῶν τιθυμάλλων καὶ σχεδὸν ἤδη τῆς
158

καυστικῆς δυνάμεως)· κράμβης οἱ καυλοὶ καυθέντες ἰσχυρῶς


ξηραίνουσαν
ποιοῦσι τέφραν ὡς ἤδη τι καὶ καυστικῆς μετέχειν δυνάμεως· νάπυ,
πήγανον ἄγριον, σκόροδον.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 25, τμ. 3,
γρ. 5

Πρὸς τὰ κακοήθη καὶ δυσεπούλωτα καὶ χρόνια τῶν ἑλκῶν.

Τὰ δὲ κακοήθη καὶ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν καὶ χρόνια καὶ


σηπεδονώδη Λημνία σφραγὶς ὠφελεῖ μεγάλως· ἡ δὲ χρῆσις γίνεται
κατὰ τὸ μέγεθος τῆς τοῦ ἕλκους κακίας· τὸ μὲν γὰρ δυσῶδες καὶ
λίαν πλαδαρὸν ἀνέχεται δι' ὄξους δριμυτάτου τῆς Λημνίας ἀνιεμένης
εἰς πηλώδη σύστασιν· καὶ δι' οἴνου δ' ἢ ὕδατος ἢ ὀξυμέλιτος ἢ ὀξυ-
κράτου ἢ μελικράτου, ὅπως ἂν ἡ χρεία κελεύσῃ, ἐπιτήδειόν ἐστιν. εἴ
τις θυίαν ἐκ μολύβδου κατασκευάσας μετὰ μολυβδίνου δοίδυκος ῥόδινον
ἐμβαλὼν ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζῴου ἢ κοτυληδόνος ἢ θρι-
δακίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίβοι ὡς ἀνεῖναι χυλόν τινα, ἄριστον
ἕξει φάρμακον πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη τῶν ἑλκῶν πρός τε
τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ μαστοῖς φλεγμονὰς πρός τε τὰς ἐν
ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων. κενταύριον τὸ μικρὸν κατα-
πλασσόμενον πρόσφατον τά τε παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν
ἐπουλοῖ καὶ τὰ κακοήθη ἰᾶται. κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ
καὶ τὰ σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας ἐν ταῖς
πλαδαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς
ἐκβόσκεται. κυπέρου αἱ ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια δυς-
επούλωτα θαυμαστῶς ὠφελοῦσιν. κολοκύντης ξηρᾶς κεκαυμένης ἡ
τέφρα τοῖς ὑγροῖς ἅμα καὶ χωρὶς φλεγμονῆς σηπομένοις ἁρμόττει, καὶ
μάλιστα τοῖς ἐπὶ πόσθης αἰδοίων· ὁμοίως ἀνήθου ῥίζης.

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 28, τμ. t,
γρ. 1

τὸ τοῦ χυμοῦ πάχος. κατὰ δὲ τοῦ πεπονθότος τοῖς ἀποκενουμένοις


μετρίως καὶ διαφοροῦσι χρησόμεθα· τοιοῦτον δ' ἐστὶ τὸ [τὸ] δι' ἀρνο-
γλώσσου καὶ φακῆς ἑφθῆς κατάπλασμα προσλαμβάνον ἄρτου κλιβανίτου
τὸ ἁπαλόν, μήτε ἄγαν καθαροῦ μήτε ῥυπαροῦ. κατ' αὐτοῦ δὲ τοῦ
ἕλκους ἐπιθήσομεν τῶν σφοδρῶν τι φαρμάκων, οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος,
ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως. παυσαμένης δὲ τῆς φλο-
159

γώσεως, τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς οὐλὴν ἄξομεν τὸ ἕλκος. παλαιὰ
κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ καὶ κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ
οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς
ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι.

Περὶ καρκίνων.

Καὶ οἱ καρκῖνοι δ' ἐκ μελαίνης χολῆς μὴ ζεούσης συνίστανται, κἂν


δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους· διὰ τοῦτο κατὰ τὴν χρόαν μελάντεροι τῶν
φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ
τείνονται πλέον ἐπ' αὐτῶν ἢ ἐπὶ τῶν φλεγμονῶν, οὐδ' αὐταὶ παραπλησίως
ταῖς φλεγμοναῖς ἐρυθραὶ τυγχάνουσι, κατὰ τὸν χυμὸν δὲ τὴν χρόαν
ἔχουσιν. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ τούτου καὶ ἀνίατος
ὁ καρκῖνός ἐστι, μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος μήτε διαφορηθῆναι
μήτε ἐπὶ ταῖς καθάρσεσιν ὅλου τοῦ σώματος εἴκων, καὶ τῶν μὲν
πρᾳοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ δὲ τῶν
σφοδροτέρων...

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4)


Βι. 3, κεφ. 28, τμ. 1, γρ. 1

...μετρίως καὶ διαφοροῦσι χρησόμεθα· τοιοῦτον δ' ἐστὶ τὸ [τὸ] δι' ἀρνο-
γλώσσου καὶ φακῆς ἑφθῆς κατάπλασμα προσλαμβάνον ἄρτου κλιβανίτου
τὸ ἁπαλόν, μήτε ἄγαν καθαροῦ μήτε ῥυπαροῦ. κατ' αὐτοῦ δὲ τοῦ
ἕλκους ἐπιθήσομεν τῶν σφοδρῶν τι φαρμάκων, οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος,
ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως. παυσαμένης δὲ τῆς φλο-
γώσεως, τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς οὐλὴν ἄξομεν τὸ ἕλκος. παλαιὰ
κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ καὶ κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ
οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς
ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι.

Περὶ καρκίνων.

Καὶ οἱ καρκῖνοι δ' ἐκ μελαίνης χολῆς μὴ ζεούσης συνίστανται,


κἂν δριμυτέρα τύχῃ, μεθ' ἕλκους· διὰ τοῦτο κατὰ τὴν χρόαν μελάν-
τεροι τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται
καὶ τείνονται πλέον ἐπ' αὐτῶν ἢ ἐπὶ τῶν φλεγμονῶν, οὐδ' αὐταὶ
παραπλησίως ταῖς φλεγμοναῖς ἐρυθραὶ τυγχάνουσι, κατὰ τὸν χυμὸν δὲ
τὴν χρόαν ἔχουσιν. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ τούτου καὶ ἀνίατος
ὁ καρκῖνός ἐστι, μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος μήτε διαφορηθῆναι
μήτε ἐπὶ ταῖς καθάρσεσιν ὅλου τοῦ σώματος εἴκων, καὶ τῶν μὲν πρᾳ-
160

οτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ δὲ τῶν σφοδροτέρων


παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν ἔτι τοὺς ἀρχομένους καρκίνους κωλύειν

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 28, τμ. 6,
γρ. 2

παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν ἔτι τοὺς ἀρχομένους καρκίνους κωλύειν


αὔξεσθαι καθαίροντα τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν πρὶν ἐν τῷ πεπονθότι
μορίῳ
στηριχθῆναι· κενώσομεν δ' ἢ διὰ τῶν ἁπλῶν τινος, οἷόν ἐστι τὸ ἐπί-
θυμον πλῆθοςδ ἐν ὀρῷ γάλακτος ἢ μελικράτῳ διδόμενον ἢ διὰ τῆς
ἱερᾶς τὸν μέλανα ἐλλέβορον προσλαμβανούσης. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος
τόπου προσφερόμενον ἀλύπως ποιεῖ ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων στρύχνου
χυλός, ὀθονίου μαλακοῦ διπτύχου ἢ τριπτύχου δευομένου καὶ ἐπι-
τιθεμένου πολλῷ τῷ χυλῷ. δεῖ δὲ καὶ ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ καὶ ἔριον
ἁπαλὸν ἐπιβαλεῖν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ· προνοεῖν δ' ὅπως
μὴ ξηρανθῇ ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ. χρήσαιτο
δ' ἄν τις δεόντως ἐπὶ τῶν ἡλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ πομ-
φόλυγος· διαιτάσθω δ' ὁ πάσχων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ
γάλακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύντῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ πᾶσιν ὄρνισι πλὴν τῶν ἑλείων.

Περὶ ἐκχυμώματος.

Σαρκὸς θλασθείσης ὑπό τινος βαρέος ἐμπεσόντος, καὶ τῶν μικρῶν


ἐν αὐτῇ φλεβίων διαιρεθέντων, αἷμα προχεῖται κατὰ διαπήδησιν, ὅπερ
ἀθροιζόμενον ὑπὸ τῷ δέρματι ποιεῖ τὸ καλούμενον ἐκχύμωμα μὴ
διαιρεθέντος τοῦ δέρματος. σκοπὸς οὖν ἡμῖν διαφορῆσαι τὸ θρομ-
βωθὲν αἷμα, καὶ τοῦτο συντόμως πρὶν μελανθῆναι· κατ' ἀρχὰς δὲ καὶ
τῶν στυπτικῶν τι παραπλέκειν χρὴ τοῖς

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 57, τμ. 1,2,
γρ. 1

Πρὸς τὰς τῶν δακτύλων ῥαγάδας καὶ τῶν ὅλων ποδῶν.

Πίσσῃ ὑγρᾷ κατάχριε. καρκῖνον ἢ ποτάμιον ἢ θαλάσσιον καύσας


ἐπ' ἀνθράκων ἀπόξεσον τὸ ὄστρακον καὶ μετ' ἐλαίου τρίψας καὶ πά-
χος μέλιτος ποιήσας, προαποσμήξας τὰς ῥαγάδας ἔνσταζε. ποιεῖ δὲ
161

καὶ σκίλλης τὸ ἐντὸς ἐν ἐλαίῳ ζεσθὲν καὶ τερμινθίνῃ συλλεανθὲν καὶ


κέρας αἴγειον καυθὲν καὶ ἀναληφθὲν στέατι αἰγείῳ. δεῖ δὲ προπερι-
καθαίρειν τοὺς τύλους καὶ οὕτω χρῆσθαι τοῖς φαρμάκοις.

Περὶ λεύκης, ἀλφοῦ, λέπρας καὶ ψώρας.

Φλεγματικὸν αἷμα καὶ γλίσχρον ποιεῖ τὴν λεύκην, ὅταν τρέψῃ


χρόνῳ πλείονι τὴν χρόαν καὶ ἐπὶ τὸ λευκότερον ἀλλοιώσῃ. τῶν
δ' ἀλφῶν ἡ γένεσις ὁμοειδὴς μέν ἐστιν, οὐ μὴν δι' ὅλου τῆς σαρκὸς
πεπονθυίας, ἀλλ' ἐπιπολῆς τοῦ δέρματος, ἐκ τοῦ φλεγματικοῦ μὲν

Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 72, τμ. 1,
γρ. 1

Πρὸς λυσσοδήκτους.

Καρκίνους ζῶντας ἐπὶ λοπάδος θεὶς ἐξ ἐρυθροῦ χαλκοῦ καίειν δεῖ


ἄχρις οὗ τεφρωθῶσιν ὡς εὐκόλως λειοῦσθαι· καίειν δὲ δεῖ μετὰ Κυνὸς
ἐπιτολήν, ὄντος ἡλίου μὲν ἐν Λέοντι, τῆς δὲ σελήνης ὀκτωκαιδεκα-
ταίας, καὶ ποιεῖν φάρμακον, τῆς μὲν τῶν καρκίνων τέφρας ἐμβάλλοντα
μοίρας ι, γεντιανῆς δὲ μοίρας ε καὶ λιβανωτοῦ μοῖραν μίαν. καὶ δίδου
πίνειν ἐξ αὐτοῦ τοῖς λυσσοδήκτοις καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἄχρι τῆς μ,
ἐπιπάσσων ὕδατι κοχλιάριον ἓν εὐμέγεθες· εἰ δὲ μεθ' ἡμέρας τινὰς
τοῦ δηχθῆναι προνοῇ τοῦ δεδηγμένου, δύο κοχλιάρια δίδου. κατὰ δὲ
τοῦ τραύματος χρῶ φαρμάκῳ λαμβάνοντι μίαν μὲν λίτραν τῆς Βρυτίας
πίττης, δριμυτάτου δ' ὄξους ξέστην Ἰταλικὸν καὶ ὀποπάνακος οὐγγίας
τρεῖς. τούτοις εἴ τις χρῷτο, σώσει τοὺς λυσσοδήκτους ἀεί.

Παύλος ιατρός 7ος αι.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem“ 7ος αι. Μ.


Χ. Paulus Aegineta, 2 vols.”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner,
9.1:1921; 9.2:1924; Corpus medicorum Graecorum, vols. 9.1 & 9.2.Βι. 1,
κεφ. 91, τμ. 1, γρ. 5

Περὶ ὀστρακοδέρμων.

Καθόλου μὲν τὰ ὀστρακόδερμα τὸν ἁλυκόν τε καὶ ὠμὸν ἀπογεννᾷ


χυμόν· τούτων δὲ τὰ μὲν ὄστρεα μαλακωτάτην ἔχει σάρκα καὶ μᾶλλον
162

ὑπέρχεται, αἱ χῆμαι δὲ καὶ πορφύραι καὶ σωλῆνες καὶ σπόνδυλοι καὶ


κήρυκες καὶ κοχλίοι καὶ ὅσα τοιαῦτα σκληρά, καὶ τὰ μαλακόστρακα
προς-
αγορευόμενα, οἷον ἀστακοί, πάγουροι, καρκίνοι τε καὶ κάραβοι καὶ
καρῖδες, δύσπεπτά τέ ἐστι καὶ τρόφιμα καὶ ἐφεκτικὰ γαστρὸς ἑψόμενα
πολλάκις ἐν ὕδατι γλυκεῖ. ἅπασι δὲ τοῖς ὀστρακοδέρμοις ὑπάρχει χυλὸς
ὑπακτικὸς γαστρός· διὸ καὶ τοῖς χερσαίοις κοχλίοις· καὶ τούτων γὰρ
σκληράν τε τὴν σάρκα καὶ δύσπεπτον ἐχόντων καὶ τρόφιμον καὶ κακό-
χυμόν τινες τὸν ζωμὸν ἀρτύοντες δι' ἐλαίου τε καὶ γάρου πρὸς

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septemβι. 3, κεφ. p,


τμ. 1, γρ. 42

ξαʹ. Περὶ ἐποχῆς ἐμμήνων.


ξβʹ. Περὶ ὑπερκαθάρσεως καὶ αἱμορρα-
γούσης ὑστέρας.
ξγʹ. Περὶ γυναικείου ῥοῦ.
ξδʹ. Περὶ φλεγμονῆς ὑστέρας καὶ παρ-
εγκλίσεως.
ξεʹ. Περὶ ἀποστήματος ὑστέρας.
ξϛʹ. Περὶ ἑλκώσεως ὑστέρας.
ξζʹ. Περὶ καρκίνου.
ξηʹ. Περὶ σκίρρου καὶ σκληρωμάτων.
ξθʹ. Περὶ μύλης.
οʹ. Περὶ ἐμπνευματώσεως.
οαʹ. Περὶ ὑστερικῆς πνιγός.
οβʹ. Περὶ προπτώσεως ὑστέρας.
ογʹ. Περὶ φίμου ἐν ὑστέρᾳ.
οδʹ. Μὴ κυισκομέναις θεραπεία.
οεʹ. Περὶ ῥαγάδων καὶ κονδυλωμάτων
καὶ αἱμορροΐδων.
οϛʹ. Περὶ δυστοκίας.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitom medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 22,
τμ. 26, γρ. 1

τὰ τραχωματικά τέ ἐστι καὶ λευκωματικά, δαπανᾷ. ἐν ἁπλοῖς μὲν οὖν


χαλκὸς κεκαυμένος ἢ χάλκανθον ἅμα χοιρείᾳ χολῇ καλῶς ποιεῖ, δρα-
στικώτερον δὲ τοῦτο· χαλκάνθου μέρος α, κόμμεως μέρος ʹ· οἴνῳ ἐκ-
λειοῦντες ἐγχρίομεν ἢ καὶ κολλούρια πλάσσομεν· τινὲς δὲ χολὴν αἰγὸς
μέλιτι μίξαντες ἐγχρίουσιν.
Πρὸς πτερύγια καὶ ὑποπύους καὶ ἀμβλυωπίας Ὀριβασίου. λίθου
163

Μάγνητος, ἰοῦ ξυστοῦ, Σινωπίδος, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰδ, κρό-


κουβ, μέλιτος Ἀττικοῦ κοτύλης τὸ 𐆄ʹ· ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς λευ-
κώματα.

Περὶ ἀνθρακώσεως καὶ καρκινωμάτων .

Τὸ μὲν Καρκίνωμα πάθος ἐστὶ τοῦ κερατοειδοῦς ἔχον ὀδύνην, διά-


τασιν, ἔρευθος τῶν χιτώνων, ἄλγημα νυγματῶδες ἕως κροτάφων, καὶ
μᾶλλον ἐὰν σεισθῶσιν, ἀνορεκτοῦσί τε καὶ πρὸς τὰ δριμέα παροξύνον-
ται. τοῦτο δὲ τῶν ἀνιάτων ἐστὶ τὸ πάθος· ὅμως δὲ παρηγορητέον αὐ-
τοὺς γαλακτοποσίᾳ καὶ τῇ τῶν σιτηρῶν τε καὶ ἄλλως εὐχύμων ἐδεσμά-
των προσφορᾷ χωρὶς ἁπάσης δριμύτητος καὶ κολλουρίων ἁπαλῶν ἐγ-
χύσει, οἷον σποδιακῷ, Σεβηριανῷ καὶ τοῖς παραπλησίοις. προνοεῖσθαι
δὲ καὶ τῆς τοῦ ὅλου σώματος εὐκρασίας.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae li septem Βι. 3, κεφ. 22,


τμ. 26, γρ. 2

Περὶ ἀνθρακώσεως καὶ καρκινωμάτων .

Τὸ μὲν Καρκίνωμα πάθος ἐστὶ τοῦ κερατοειδοῦς ἔχον ὀδύνην, διά-


τασιν, ἔρευθος τῶν χιτώνων, ἄλγημα νυγματῶδες ἕως κροτάφων, καὶ
μᾶλλον ἐὰν σεισθῶσιν, ἀνορεκτοῦσί τε καὶ πρὸς τὰ δριμέα παροξύνον-
ται. τοῦτο δὲ τῶν ἀνιάτων ἐστὶ τὸ πάθος· ὅμως δὲ παρηγορητέον αὐ-
τοὺς γαλακτοποσίᾳ καὶ τῇ τῶν σιτηρῶν τε καὶ ἄλλως εὐχύμων ἐδεσμά-
των προσφορᾷ χωρὶς ἁπάσης δριμύτητος καὶ κολλουρίων ἁπαλῶν ἐγ-
χύσει, οἷον σποδιακῷ, Σεβηριανῷ καὶ τοῖς παραπλησίοις. προνοεῖσθαι
δὲ καὶ τῆς τοῦ ὅλου σώματος εὐκρασίας.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae septem Βι. 3, κεφ. 42, τμ.
1, γρ. 7

Περὶ δυσεντερίας.
164

Ἡ δυσεντερία ἕλκωσίς ἐστι τῶν ἐντέρων, ποτὲ μὲν ἐκ μεταπτώ-


σεως τεινεσμοῦ ἢ τῶν εἰρημένων τῆς γαστρὸς ἐκταράξεώς τινος γινο-
μένη, ποτὲ δὲ τοῦ πάθους αὐτὴ καταρχομένη, ἐφ' ἧς ἀποκρίσεις γίνον-
ται πρῶτον χολώδεις ποικίλαι, εἶτα πρὸς ὀλίγον αἱματώδεις καὶ ἐπὶ
τέλει ἰχωροειδεῖς, ὁποῖαι ἀπὸ τῶν νεκρῶν εἰώθασι ῥεῖν σωμάτων· ἡ
δὲ ἀπὸ χολῆς μελαίνης ἀρχομένη δυσεντερία θανάσιμός ἐστι τὸν μεθ'
ἑλκώσεως δηλοῦσα καρκίνον. εἰ μὲν οὖν ἀναμεμιγμένα τῇ κόπρῳ τὰ
τῆς ἑλκώσεως ἐκκρίνοιτο σημεῖα μετὰ πόνων τε καὶ στρόφων, ἐν τοῖς
λεπτοῖς ἐντέροις γίνωσκε τὴν ἕλκωσιν τῶν διὰ στόματος μάλιστα βοηθη-
μάτων χρῄζουσαν· εἰ δὲ ἀμιγὴς ἡ κόπρος διεξέρχοιτο, τῶν παχέων
ἐστὶν ἐντέρων τοῖς ἐνέμασι μᾶλλον πειθομένη. ὅταν δὲ πολλοῦ κατὰ
μόνας ἔκκρισις αἵματος γένηται, τὸ πάθος αἱματηρὰν δυσεντερίαν λέγου-
σιν. ἐκκρίνεται μήν ποτε καὶ αἷμα μελάντερον τοῦ κατὰ φύσιν καὶ
στιλπνὸν μὴ πέττοντος καλῶς τοῦ ἥπατος τὴν ἀναδιδομένην τροφήν.
καὶ δι' ἀτονίαν δὲ τῆς καθεκτικῆς ἢ τῆς ἀλλοιωτικῆς αὐτοῦ δυνάμεως
πολλάκις ἐκκρίνεται διὰ γαστρὸς ὅμοια κρεῶν νεοσφαγῶν ἀποπλύματι·
ἡπατηρὰν δὲ ταύτην καλοῦσι δυσεντερίαν, περὶ ἧς ἐν τῷ περὶ ἥπατος

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 67,
τμ. t, γρ. 1

Περὶ καρκίνου.

Τῶν ἐν μήτρᾳ καρκίνων οἱ μὲν μεθ' ἑλκώσεως, οἱ δὲ χωρὶς ἕλ-


κους συνίστανται. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν ἀνελκώτων ὄγκος εὑρίσκεται περὶ
τὸ στόμιον τῆς ὑστέρας σκληρός, ἀνώμαλος, ὀχθώδης, χρόᾳ τρυγώδης,
ἐνερευθής, ποτὲ δὲ καὶ ὑποπέλιος· καὶ πονοῦσιν ἰσχυρῶς κατά τε βου-
βῶνας καὶ ἐπιγάστριον καὶ ἦτρον καὶ ὀσφύν, ἀγανακτοῦσί τε πρὸς τὰς
χειραψίας καὶ τὴν ποικιλωτέραν φαρμακείαν. ἡλκωμένου δὲ ὄντος τοῦ
καρκίνου πρὸς ταῖς ὀδύναις καὶ σκληρίᾳ καὶ ὄγκῳ διαβεβρωμένα καὶ
ἀνώμαλα τὰ ἕλκη θεωρεῖται, κατὰ μὲν τὸ πλεῖστον ῥυπαρά, ὀχθώδη,
λευκανθίζοντα, εἰδεχθεῖς ἐπιπάγους ἔχοντα, τὰ δὲ δοκοῦντα καθαρὰ
τρυγώδη, πελιά, ἐνερευθῆ καὶ δίαιμα φαίνεται, ἐκκρίνεται δὲ διηνεκῶς

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae lib septem Βι. 3, κεφ. 67,
τμ. 1, γρ. 1

Περὶ καρκίνου.
165

Τῶν ἐν μήτρᾳ καρκίνων οἱ μὲν μεθ' ἑλκώσεως, οἱ δὲ χωρὶς ἕλ-


κους συνίστανται. ἐπὶ μὲν οὖν τῶν ἀνελκώτων ὄγκος εὑρίσκεται περὶ
τὸ στόμιον τῆς ὑστέρας σκληρός, ἀνώμαλος, ὀχθώδης, χρόᾳ τρυγώδης,
ἐνερευθής, ποτὲ δὲ καὶ ὑποπέλιος· καὶ πονοῦσιν ἰσχυρῶς κατά τε βου-
βῶνας καὶ ἐπιγάστριον καὶ ἦτρον καὶ ὀσφύν, ἀγανακτοῦσί τε πρὸς τὰς
χειραψίας καὶ τὴν ποικιλωτέραν φαρμακείαν. ἡλκωμένου δὲ ὄντος τοῦ
καρκίνου πρὸς ταῖς ὀδύναις καὶ σκληρίᾳ καὶ ὄγκῳ διαβεβρωμένα καὶ
ἀνώμαλα τὰ ἕλκη θεωρεῖται, κατὰ μὲν τὸ πλεῖστον ῥυπαρά, ὀχθώδη,
λευκανθίζοντα, εἰδεχθεῖς ἐπιπάγους ἔχοντα, τὰ δὲ δοκοῦντα καθαρὰ
τρυγώδη, πελιά, ἐνερευθῆ καὶ δίαιμα φαίνεται, ἐκκρίνεται δὲ διηνεκῶς
ἀπ' αὐτῶν ἰχὼρ λεπτός, ὑδατώδης, μέλας ἢ πυρρός, δυσώδης, ἐνίοτε

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 79,
τμ. 3, γρ. 2

Πρὸς τὰς τῶν δακτύλων ῥαγάδας καὶ τῶν ὅλων ποδῶν.

Πίσσῃ ὑγρᾷ κατάχριε ἢ καρκίνον ποτάμιον ἢ θαλάσσιον καύσας


ἐπ' ἀνθράκων ἀπόξεσον τὸ ὄστρακον καὶ μετ' ἐλαίου τρίψας καὶ πάχος
μέλιτος ποιήσας προαποσμήξας τὰς ῥαγάδας ἔνσταζε. ποιεῖ δὲ καὶ
σκίλλης τὸ ἐντὸς ἐλαίῳ ζεσθὲν καὶ τερμινθίνῃ συλλεανθὲν καὶ κέρας
αἴγειον καυθὲν καὶ ἀναληφθὲν στέατι αἰγείῳ. δεῖ δὲ περικαθαίρειν τοὺς
τύλους καὶ οὕτω χρῆσθαι τοῖς φαρμάκοις.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. p,


τμ. 1, γρ. 5

ιηʹ. Περὶ τῶν ἐκτὸς τοῦ σώματος ἀπο-


στημάτων.
ιθʹ. Περὶ γαγγραίνης καὶ σφακέλου.
κʹ. Περὶ ἕρπητος.
καʹ. Περὶ ἐρυσιπέλατος.
κβʹ. Περὶ φύματος καὶ βουβῶνος καὶ
φυγέθλου.
κγʹ. Περὶ δοθιήνων.
κδʹ. Περὶ τερμίνθου.
κεʹ. Περὶ ἀνθράκων.
κϛʹ. Περὶ καρκίνων.
κζʹ. Περὶ οἰδήματος.
κηʹ. Περὶ ἐμφυσήματος.
166

κθʹ. Περὶ στρεμμάτων καὶ θλασμάτων.


λʹ. Περὶ σαρκοθλασμάτων καὶ ἐκχυμω-
μάτων.
λαʹ. Περὶ ῥήγματος καὶ σπάσματος.
λβʹ. Περὶ σκίρρων.
λγʹ. Περὶ χοιράδων.
λδʹ. Περὶ στεατωμάτων καὶ ἀθερωμάτων καὶ μελικηρίδων.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 1,


τμ. 1, γρ. 4

Περὶ ἐλέφαντος.

Ὀρθῶς οἶμαι τὸν Καππαδόκην Ἀρεταῖον εἰπεῖν, μείζονα τῶν νό-


σων χρῆναι τὴν τῶν βοηθημάτων ὑπάρχειν δύναμιν, καὶ διὰ τοῦτο μὴ
δύνασθαι τυγχάνειν ἰάσεως τὸν ἐλέφαντα· μὴ γὰρ εὑρίσκεσθαι τούτου
φαρμακείαν κρείσσονα. εἰ γὰρ ὁ καρκίνος οἷον ἐλέφας τις ὢν ἐν ἑνὶ
μορίῳ τῶν ἀνιάτων καὶ παρ' αὐτῷ τῷ Ἱπποκράτει νενόμισται, πῶς
οὐχὶ μᾶλλον ὁ ἐλέφας οἷον καρκίνος τις ὑπάρχων ἐν ὅλῳ τῷ σώματι
παντάπασιν ἀνίατος ἔσται; τῆς γὰρ μελαίνης χολῆς, ἐφ' ᾗ τὸ πάθος
τοῦτο συνίσταται, διττὴν ἐχούσης τὴν γένεσιν (ἢ γὰρ ἐκ τοῦ μελαγ-
χολικοῦ καὶ τρυγωδεστέρου καὶ οἷον ἰλύος τοῦ αἵματος ἢ ἀπὸ τῆς
ξανθῆς χολῆς, ἀμφοῖν ὑπεροπτωμένων, γίνεται) τοὺς μὲν ὑπερύθρους
ἐλέφαντας ἐπιεικεστέρους πως, ἀληθέστερον δὲ εἰπεῖν ἧττον ὄντας
κακοήθεις, ἡ πρώτη διαφορὰ τῆς μελαίνης ἐργάζεται χολῆς, τοὺς δὲ
ἄλλους, οἳ δὴ καὶ κακοηθέστεροι τυγχάνουσιν ἑλκοῦντές τε τὸ πᾶν σῶμα

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epito medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26, τμ.
1, γρ. 6

Περὶ καρκίνων.

Ἐν ἅπαντι μὲν τοῦ σώματος μέρει πέφυκεν ὁ καρκίνος γίνεσθαι·


καὶ γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέρᾳ, ὡς ἐν τοῖς περὶ αὐτῶν εἴρηται λό-
γοις, καὶ ἐν ἄλλοις δὲ πλείοσι μορίοις· ἀλλ' ἐν τοῖς τιτθοῖς μάλιστα
τῶν γυναικῶν πλεονάζει διὰ τὸ χαύνους ὄντας ἑτοίμως εἰσδέχεσθαι
τὴν ὕλην παχυτάτην ὑπάρχουσαν· ἐκ μελαίνης γὰρ χολῆς ζεούσης οἱ
καρκίνοι συνίστανται καί, εἰ δριμυτέρα τύχοι, μεθ' ἑλκώσεως. διὰ τοῦτο
κατὰ τὴν χροιὰν μελάντεροι τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος
τοσαύτης, αἱ φλέβες δὲ πληροῦνταί τε καὶ τείνονται πέριξ παραπλησίως
τοῖς τοῦ καρκίνου τοῦ ζῴου ποσίν· ὅθεν καὶ τῆς ὀνομασίας ταύτης τε-
167

τύχηκεν· τινὲς δέ φασι διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν


ἂν λάβηται, καθάπερ ὁ καρκίνος τὸ ζῷον. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ
τούτου καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστὶν μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος
μήτε διαφορηθῆναι, μήτε δὲ ταῖς ὅλου τοῦ σώματος εἴκων καθάρσεσιν
ἢ καὶ τῶν μὲν πραοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ
δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους
καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν κενοῦντας, πρὶν

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 1, γρ. 12

καὶ γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέρᾳ, ὡς ἐν τοῖς περὶ αὐτῶν εἴρηται λό-
γοις, καὶ ἐν ἄλλοις δὲ πλείοσι μορίοις· ἀλλ' ἐν τοῖς τιτθοῖς μάλιστα
τῶν γυναικῶν πλεονάζει διὰ τὸ χαύνους ὄντας ἑτοίμως εἰσδέχεσθαι
τὴν ὕλην παχυτάτην ὑπάρχουσαν· ἐκ μελαίνης γὰρ χολῆς ζεούσης οἱ
καρκίνοι συνίστανται καί, εἰ δριμυτέρα τύχοι, μεθ' ἑλκώσεως. διὰ τοῦτο
κατὰ τὴν χροιὰν μελάντεροι τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος
τοσαύτης, αἱ φλέβες δὲ πληροῦνταί τε καὶ τείνονται πέριξ παραπλησίως
τοῖς τοῦ καρκίνου τοῦ ζῴου ποσίν· ὅθεν καὶ τῆς ὀνομασίας ταύτης τε-
τύχηκεν· τινὲς δέ φασι διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν
ἂν λάβηται, καθάπερ ὁ καρκίνος τὸ ζῷον. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ
τούτου καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστὶν μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος
μήτε διαφορηθῆναι, μήτε δὲ ταῖς ὅλου τοῦ σώματος εἴκων καθάρσεσιν
ἢ καὶ τῶν μὲν πραοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ
δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους
καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν κενοῦντας, πρὶν
ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ στηριχθῆναι. κενώσομεν δὲ πρῶτον μέν, εἰ μή
τι κωλύοι, διὰ φλεβοτομίας, ἔπειτα δὲ διὰ καθάρσεως, κατ' ἀρχὰς μὲν
τοῖς ἁπλουστέροις, οἷόν ἐστι τὸ ἐπίθυμον πλῆθος 𐆄 δ ἐν ὀρῷ γάλακτος
ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 2, γρ. 2

καρκίνοι συνίστανται καί, εἰ δριμυτέρα τύχοι, μεθ' ἑλκώσεως. διὰ τοῦτο


κατὰ τὴν χροιὰν μελάντεροι τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος
τοσαύτης, αἱ φλέβες δὲ πληροῦνταί τε καὶ τείνονται πέριξ παραπλησίως
τοῖς τοῦ καρκίνου τοῦ ζῴου ποσίν· ὅθεν καὶ τῆς ὀνομασίας ταύτης τε-
τύχηκεν· τινὲς δέ φασι διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν
ἂν λάβηται, καθάπερ ὁ καρκίνος τὸ ζῷον. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ
168

τούτου καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστὶν μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος


μήτε διαφορηθῆναι, μήτε δὲ ταῖς ὅλου τοῦ σώματος εἴκων καθάρσεσιν
ἢ καὶ τῶν μὲν πραοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ
δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους
καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν κενοῦντας, πρὶν
ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ στηριχθῆναι. κενώσομεν δὲ πρῶτον μέν, εἰ μή
τι κωλύοι, διὰ φλεβοτομίας, ἔπειτα δὲ διὰ καθάρσεως, κατ' ἀρχὰς μὲν
τοῖς ἁπλουστέροις, οἷόν ἐστι τὸ ἐπίθυμον πλῆθος 𐆄 δ ἐν ὀρῷ γάλακτος
ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ-
χου δευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐπιτιθεμένου· δεῖ δὲ ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ
ἐρίον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ καὶ προνοεῖν,
ὅπως μὴ ξηρανθείη ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ.
χρήσαιτο δ' ἄν τις χρονίως ἐπὶ τῶν εἱλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ
πομφόλυγος· οὐκ ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ κατὰ τὸ τρίτον περὶ τῶν ἐν
ὑστέρᾳ καρκίνων λελεγμένα βοηθήματα.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 2, γρ. 14

τι κωλύοι, διὰ φλεβοτομίας, ἔπειτα δὲ διὰ καθάρσεως, κατ' ἀρχὰς μὲν


τοῖς ἁπλουστέροις, οἷόν ἐστι τὸ ἐπίθυμον πλῆθος 𐆄 δ ἐν ὀρῷ γάλακτος
ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ-
χου δευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐπιτιθεμένου· δεῖ δὲ ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ
ἐρίον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ καὶ προνοεῖν,
ὅπως μὴ ξηρανθείη ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ.
χρήσαιτο δ' ἄν τις χρονίως ἐπὶ τῶν εἱλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ
πομφόλυγος· οὐκ ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ κατὰ τὸ τρίτον περὶ τῶν ἐν
ὑστέρᾳ καρκίνων λελεγμένα βοηθήματα.

Πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη πρός τε τὰ ἐν ἕδρᾳ στολιδώδη καὶ


τὰς ἐν αἰδοίοις ἢ ὄρχεσιν ἢ μαστοῖς φλεγμονάς.

ἐν μολιβδίνῳ ἰγδίῳ καὶ δοίδυκι μολιβδίνῳ Λημνίαν σφραγῖδα δι'


ὀξυκράτου ἢ μελικράτου ἢ γάλακτος ἐκτρίψας, ὥστε μελανθῆναι ἢ ῥό-
169

δινον ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζώου ἢ κοτυληδόνος ἢ θριδα-


κίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίψας ὁμοίως κατάχριε.
διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-
λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 4, κεφ. 26, τμ. 3, γρ. 1

ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ-
χου δευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐπιτιθεμένου· δεῖ δὲ ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ
ἐρίον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ καὶ προνοεῖν,
ὅπως μὴ ξηρανθείη ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ.
χρήσαιτο δ' ἄν τις χρονίως ἐπὶ τῶν εἱλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ
πομφόλυγος· οὐκ ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ κατὰ τὸ τρίτον περὶ τῶν ἐν
ὑστέρᾳ καρκίνων λελεγμένα βοηθήματα.

Πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη πρός τε τὰ ἐν ἕδρᾳ


στολιδώδη καὶ τὰς ἐν αἰδοίοις ἢ ὄρχεσιν ἢ μαστοῖς φλεγμονάς.

ἐν μολιβδίνῳ ἰγδίῳ καὶ δοίδυκι μολιβδίνῳ Λημνίαν σφραγῖδα δι'


ὀξυκράτου ἢ μελικράτου ἢ γάλακτος ἐκτρίψας, ὥστε μελανθῆναι ἢ ῥό-
δινον ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζώου ἢ κοτυληδόνος ἢ θριδα-
κίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίψας ὁμοίως κατάχριε.
διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-
λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύνθῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ ὀρνέοις ἅπασι πλὴν τῶν
ἑλείων.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ.


26, τμ. 4, γρ. 1

στολιδώδη καὶ τὰς ἐν αἰδοίοις ἢ ὄρχεσιν ἢ μαστοῖς φλεγμονάς.

ἐν μολιβδίνῳ ἰγδίῳ καὶ δοίδυκι μολιβδίνῳ Λημνίαν σφραγῖδα δι'


170

ὀξυκράτου ἢ μελικράτου ἢ γάλακτος ἐκτρίψας, ὥστε μελανθῆναι ἢ ῥό-


δινον ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζώου ἢ κοτυληδόνος ἢ θριδα-
κίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίψας ὁμοίως κατάχριε.
διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-
λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύνθῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ ὀρνέοις ἅπασι πλὴν τῶν
ἑλείων.

Ἀρχιγένους πρὸς καρκινώδη καὶ κακοήθη ἕλκη.

Καρκίνων ποταμίων κεκαυμένων καὶ καδμίας ἴσα λεῖα ἐπίπασσε ἢ


τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει ἢ ἐρυσίμου σπέρμα
λεῖον σὺν μέλιτι ἐπιτίθει.

Περὶ οἰδήματος.

Περὶ τῶν ἐπὶ θερμοτέροις χυμοῖς συνισταμένων ὄγκων διαλαβόν-


τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-
τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 4, κεφ. 26, τμ. 4, γρ. 2

ἐν μολιβδίνῳ ἰγδίῳ καὶ δοίδυκι μολιβδίνῳ Λημνίαν σφραγῖδα δι'


ὀξυκράτου ἢ μελικράτου ἢ γάλακτος ἐκτρίψας, ὥστε μελανθῆναι ἢ ῥό-
δινον ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζώου ἢ κοτυληδόνος ἢ θριδα-
κίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίψας ὁμοίως κατάχριε.
διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-
λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύνθῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ ὀρνέοις ἅπασι πλὴν τῶν
ἑλείων.

Ἀρχιγένους πρὸς καρκινώδη καὶ κακοήθη ἕλκη.

Καρκίνων ποταμίων κεκαυμένων καὶ καδμίας ἴσα λεῖα ἐπίπασσε ἢ


τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει ἢ ἐρυσίμου σπέρμα
λεῖον σὺν μέλιτι ἐπιτίθει.

Περὶ οἰδήματος.

Περὶ τῶν ἐπὶ θερμοτέροις χυμοῖς συνισταμένων ὄγκων διαλαβόν-


171

τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-
τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς
ποσὶν ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις. ἐπ' ἐκείνων μὲν

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 4, κεφ. 26, τμ. 4, γρ. 3

ὀξυκράτου ἢ μελικράτου ἢ γάλακτος ἐκτρίψας, ὥστε μελανθῆναι ἢ ῥό-


δινον ἢ ὀμφάκινον ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζώου ἢ κοτυληδόνος ἢ θριδα-
κίνης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος τρίψας ὁμοίως κατάχριε.
διαιτάσθω δὲ ὁ κάμνων ἔν τε χυλῷ πτισάνης πλεονάζων καὶ γά-
λακτος ὀρῷ καὶ λαχάνων μαλάχῃ καὶ ἀτραφάξυϊ βλίτῳ τε καὶ κολο-
κύνθῃ καὶ τοῖς πετραίοις τῶν ἰχθύων καὶ ὀρνέοις ἅπασι πλὴν τῶν
ἑλείων.

Ἀρχιγένους πρὸς καρκινώδη καὶ κακοήθη ἕλκη.

Καρκίνων ποταμίων κεκαυμένων καὶ καδμίας ἴσα λεῖα ἐπίπασσε ἢ


τὴν σποδὸν τῶν καρκίνων μετὰ κηρωτῆς ἐπιτίθει ἢ ἐρυσίμου σπέρμα
λεῖον σὺν μέλιτι ἐπιτίθει.

Περὶ οἰδήματος.

Περὶ τῶν ἐπὶ θερμοτέροις χυμοῖς συνισταμένων ὄγκων διαλαβόν-


τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-
τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς
ποσὶν ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις. ἐπ' ἐκείνων μὲν
οὖν σύμπτωμά ἐστι τὸ οἴδημα τοῦ κατέχοντος πάθους τὸν ἄνθρωπον

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 4, κεφ. 33, τμ. 7, γρ. 3
172

Ἐλαίου παλαιοῦ λι. β, κηροῦ λι. α, κολοφωνίας 𐆄 δ, νίτρου 𐆄 δ,


σκόρδα ιβ· λεπίσας τῶν σκόρδων τὰς ἄγλιθας βρέξον εἰς τὸ ἔλαιον ἐπὶ
ἡμέρας γ, εἶτα ἑψήσας, ἕως φρυγῶσιν, αὐτὰς μὲν ῥῖψον, ἐντήξας δὲ
τὰ τηκτὰ τῷ ἐλαίῳ μετὰ τὸ ἀφελεῖν τοῦ πυρὸς ἔμπασσε λειότατον τὸ
νίτρον· ῥήσσει καὶ ἀποστήματα.
Ἄλλο. συκίνης τέφρας 𐆄 β, σχιστῆς 𐆄 α, ἀφονίτρου 𐆄 α, ὑγρο-
πίσσης 𐆄 ζ.

Σηπτὴ χοιραδική.

Σχιστῆς, σανδαράχης ἀνὰδ, λεπίδος χαλκοῦβ, ἀρσενικοῦα·


ξηρῷ κατάπασσε χοιράδας, ἐὰν δὲ ᾖ καρκινώδη, ῥοδίνῳ φυράσας δὶς
τῆς ἡμέρας χρῶ.

Περὶ στεατωμάτων καὶ ἀθερωμάτων καὶ μελικηρίδων.

Τοῦ γένους τῶν ἀποστημάτων, ὡς ἐν ἐκείνοις ἐλέγομεν, ὑπάρ-


χοντα καὶ ταῦτα προσηγορίας ἕκαστον αὐτῶν ἰδίας τετύχηκεν ἀπὸ τῆς
ὁμοιότητος τῶν περιεχομένων οὐσιῶν κατὰ τοὺς ὄγκους· ἔστι γὰρ
αὐτῶν ἡ μέν τις οἷόνπερ τὸ στέαρ, ἡ δὲ οἷον μέλι, καί τις ἀθήρᾳ
παραπλήσιος. οἱ σκοποὶ δὲ τῆς θεραπείας κοινοί, διαφορῆσαι τὸ περι-
εχόμενον ἢ σῆψαι πᾶν ἢ ἐκτεμεῖν. ἔνιοι μὲν οὖν ὄγκοι τοῖς τρισὶν
ὑποπίπτουσι σκοποῖς, οἳ [μὲν] λεπτότερον ὑγρὸν ἔχουσιν, ὡς μελικηρίς,

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri sept Βι. 5, κεφ. 2, τμ.
2, γρ. 22

...γὰρ ἰὸν μεταλαμβάνει καὶ παρηγορεῖ τὰ ἀλγήματα. καὶ ἐμπλάστροις δὲ


χρηστέον φαρμάκοις τῇ τε δι' ἁλῶν καὶ τῇ διὰ κάχρυος καὶ ἀδάρκης
καὶ τὸ ὅλον τῆς δριμυτέρας δυνάμεως. προποτίζειν δὲ κοινῶς ἅπαντας
τοὺς ἐξ οἱουδήποτε δηχθέντας ἢ πληγέντας ἰοβόλου, πλὴν εἰ μὴ παν-
τάπασιν ἀβλαβὲς εἴη τῶν ἐν βάθει, σέριν ἢ ἐρίκην ἢ ἀστραγαλώτην
μετ' ὄξους ἢ ἄσφαλτον ὡσαύτως ἢ παλιούρου ἀφέψημα ἢ γαλῆς σκελε-
τευθείσηςβ μετ' οἴνου (τῶν περιβοήτων ἐστίν) ἢ χελώνης θαλασσίας
αἷμα ἢ καστορίουα μετὰ κράματος ἢ λιβανωτίδοςα ἢ Σικυωνίας
173

ῥίζης ἢ πράσου χυλὸν ἢ χαμαιπίτυν ἢ σμυρνίον ἢ κινάμωμον ἢ ἀριστο-


λοχίαν ἢ ἄγνου σπέρμα ἢ κυπαρίσσου σφαιρία ἢ σέσελι ἢ πέπερι ἢ
τριφύλλου σπέρμα ἢ δαφνίδας ἢ καρκίνους ποταμίους ὀπτοὺς ἢ ἑφθούς.
κέχρησο δὲ καὶ συνθέτῳ θηριακῇ τοιᾷδε·
[θηριακὴ πρὸς τὰ ἰοβόλα καὶ τὰ δηλητήρια, ἐχεοδήκτους, σκορπιο-
πλήκτους]
βρυωνίας, ὀποπάνακος, ἴρεως Ἰλλυρικῆς, λιβανωτίδος ῥίζης, ζιγ-
γιβέρεως ἀνὰδ, ἀριστολοχίαςε, λιβανωτοῦ, πηγάνου ἀγρίου ἀνὰ
𐆄 γ, ἀλεύρου ὀροβίνουβ· οἴνῳ πλάσσε τροχίσκους καὶ δίδου τριώβο-
λον μετ' οἴνου.
καὶ κάθαρσις δὲ πᾶσιν ἁρμόσει καὶ ἱδρωτήρια καὶ ἡ τῆς δι' ἐχιδνῶν
θηριακῆς παράληψις.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 3, τμ. 3, γρ. 15

δὲ ἀκατούλωτα τὰ μέρη ἐπὶ ἡμέρας μβ τοὐλάχιστον.


Κατάπλασμα λυσσοδήκτοις εὐρέα φυλάττον τὰ στόμια. κρομμύῳ
μετὰ ἁλῶν καὶ πηγάνου κατάπλασσε ἢ σιλφίῳ μετὰ ἁλῶν ἢ ταρίχει
παλαιῷ ἢ τέφρᾳ κληματίνῃ μετὰ ἐλαίου ἢ σκόρδα ἢ ἀκτῆς φύλλα ἢ
ἡδύοσμον ἢ μελισσόφυλλον ἕκαστον μετὰ ἁλῶν ἢ κάρυα βασιλικὰ σὺν
κρομμύῳ καὶ ἁλσὶ καὶ μέλιτι ἢ τέφρᾳ σύκων κηρωτῇ ἀναληφθείσῃ.
ἀπονίζειν δὲ τὸ ἕλκος ἕψοντας ἐν ὕδατι χαμαίμηλον καὶ τὴν τοῦ
ἀγρίου λαπάθου ῥίζαν. τινὲς δὲ καὶ καυτηρίοις σιδηροῖς τὸ ἕλκος
καίουσιν.
προποτίζειν δὲ αὐτοὺς ἁπλᾶ μὲν τὸ λύκιον καὶ τὸ ἀψίνθιον καὶ τὸν
ὀπὸν τοῦ σιλφίου καὶ χαμαίδρυν καὶ σκόρδιον καὶ πόλιον, σύνθετα δὲ
ταῦτα· καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κληματίδων λευκῆς ἀμπέλου καυθέντων
κοχλιάρια β, γεντιανῆς τῆς ῥίζης λείας κοχλιάριον α μετὰ οἴνου ἀκράτου
πα-
λαιοῦ κυάθων β· πότιζε ἐπὶ ἡμέρας δ· τινὲς καὶ πέρδικος αἵματος
κοχλιάρια β. λάμβανε δὲ τοὺς καρκίνους αὐξανομένης σελήνης, πρὶν
ἢ ἥλιον ἀνασχεῖν. τοῖς δὲ μὴ αὐθημερὸν ποτισθεῖσιν διπλῆν δίδου τὴν
δόσιν, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ τριπλῆν· καὶ ἡ δι' ἐχιδνῶν θηριακὴ καλῶς ἂν
δοθείη. καθαίρειν δὲ τῷ διὰ τῆς Σικυωνίας διδόντα καθ' ἡμέραν τοῦ
φαρμάκου μετὰ ἀφεψήματος ἐλελισφάκου ἢ τῆς σιδηρίτιδος τῆς Ἡρα-
κλείας, ἣν καὶ ἄλυσσον καλοῦσιν. τινὲς καὶ τοῦ ἥπατος τοῦ δακόντος
κυνὸς ἔδοσαν φαγεῖν. δίαιτα δὲ τοιαύτη παραλαμβανέσθω, ἥτις ὁμοῦ
μὲν ἀμβλύνει καὶ σβεννύει τὴν τοῦ ἰοῦ δύναμιν, ὁμοῦ δὲ καὶ κωλύει
174

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 3, τμ. 3, γρ. 18

παλαιῷ ἢ τέφρᾳ κληματίνῃ μετὰ ἐλαίου ἢ σκόρδα ἢ ἀκτῆς φύλλα ἢ


ἡδύοσμον ἢ μελισσόφυλλον ἕκαστον μετὰ ἁλῶν ἢ κάρυα βασιλικὰ σὺν
κρομμύῳ καὶ ἁλσὶ καὶ μέλιτι ἢ τέφρᾳ σύκων κηρωτῇ ἀναληφθείσῃ.
ἀπονίζειν δὲ τὸ ἕλκος ἕψοντας ἐν ὕδατι χαμαίμηλον καὶ τὴν τοῦ
ἀγρίου λαπάθου ῥίζαν. τινὲς δὲ καὶ καυτηρίοις σιδηροῖς τὸ ἕλκος
καίουσιν.
προποτίζειν δὲ αὐτοὺς ἁπλᾶ μὲν τὸ λύκιον καὶ τὸ ἀψίνθιον καὶ τὸν
ὀπὸν τοῦ σιλφίου καὶ χαμαίδρυν καὶ σκόρδιον καὶ πόλιον, σύνθετα δὲ
ταῦτα· καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κληματίδων λευκῆς ἀμπέλου καυθέντων
κοχλιάρια β, γεντιανῆς τῆς ῥίζης λείας κοχλιάριον α μετὰ οἴνου ἀκράτου
πα-
λαιοῦ κυάθων β· πότιζε ἐπὶ ἡμέρας δ· τινὲς καὶ πέρδικος αἵματος
κοχλιάρια β. λάμβανε δὲ τοὺς καρκίνους αὐξανομένης σελήνης, πρὶν
ἢ ἥλιον ἀνασχεῖν. τοῖς δὲ μὴ αὐθημερὸν ποτισθεῖσιν διπλῆν δίδου τὴν
δόσιν, ἔσθ' ὅτε δὲ καὶ τριπλῆν· καὶ ἡ δι' ἐχιδνῶν θηριακὴ καλῶς ἂν
δοθείη. καθαίρειν δὲ τῷ διὰ τῆς Σικυωνίας διδόντα καθ' ἡμέραν τοῦ
φαρμάκου μετὰ ἀφεψήματος ἐλελισφάκου ἢ τῆς σιδηρίτιδος τῆς Ἡρα-
κλείας, ἣν καὶ ἄλυσσον καλοῦσιν. τινὲς καὶ τοῦ ἥπατος τοῦ δακόντος
κυνὸς ἔδοσαν φαγεῖν. δίαιτα δὲ τοιαύτη παραλαμβανέσθω, ἥτις ὁμοῦ
μὲν ἀμβλύνει καὶ σβεννύει τὴν τοῦ ἰοῦ δύναμιν, ὁμοῦ δὲ καὶ κωλύει
τὴν εἰς τὸ βάθος φοράν· δύναται δὲ τούτων ἑκάτερον οἴνου ἀκράτου,
γλυκέως παλαιοῦ ζωροτέρου, γάλακτος πόσις, ὡσαύτως δὲ καὶ σκορόδων
καὶ κρομμύνων καὶ πράσων ἐδωδή. εἰ δὲ μὴ κατ' ἀρχὰς παραληφθείη

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 6, τμ. 2, γρ. 11

ἄπονοι γίνονται καὶ πάλιν συντόνως ἀλγοῦσιν. βοηθοῦνται δέ, εἰ ἔξωθεν


μὲν αὐτοῖς ἐπιθείης τέφραν συκίνην σὺν ἁλσὶν λείοις μετὰ οἴνου πεφυ-
ραμένην ἢ ῥίζαν ἀγρίας ῥοιᾶς λελειοτριβημένην ἢ ἀριστολοχίαν σὺν
κριθίνῳ ἀλεύρῳ ὄξει δεδευμένην· καταντλεῖν δὲ τὰ ἕλκη θαλάσσῃ θερ-
μοτέρᾳ ἢ μελισσοφύλλου ἀφεψήματι, ταύτης δὲ καὶ τὰ φύλλα
ἐπιπάσσειν.
δεῖ δὲ καὶ λουτρὰ παραλαμβάνειν συνεχέστερα καὶ προποτισμοῖς χρῆ-
σθαι τούτοις· ἀβροτόνου τὸ σπέρμα, ἄνηθον, ἀριστολοχία, ἐρέβινθος
ἄγριος, κύμινον Αἰθιοπικόν, κεδρίδες λεῖαι, πλατάνου φλοιός, τριφύλλου
πόας τὸ σπέρμα, μυρίκης καρπός, τούτων ἑκάστουβ πότιζε μετ' οἴνου
κοτύλης α, καὶ χλωρῶν κυπαρίσσου σφαιρίων τὸ ἀφέψημα κιρνάμενον
μετ' οἴνου. τινὲς καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλωθέντα μετὰ γάλακτος
καὶ σελίνου σπέρματος διδόμενόν φασιν ἀπαλλάσσειν.
175

Περὶ ἀράχνης πληγῆς.

Ἔστιν δέ τι καὶ ἀραχνῶν γένος, ὃ πλῆξαν συντόνους πόνους περὶ


μέσον γεννᾷ τὸ ὑποχόνδριον, ἐρύθημα, δυσουρίαν, ἐνίοτε δὲ καὶ
πνιγμούς.
κουφίζονται δὲ οἱ πληγέντες ὑπὸ τούτων· κύμινον ἄγριον Θηβαϊκὸν ἢ
ἄγνου σπέρμα τῆς λευκῆς καὶ τὰ φύλλα ποτιζόμενα ἢ σκόροδα μόνα
προσφερόμενα· καὶ οἶνον ἐπιρροφοῦντες ἄκρατον ὠφελοῦνται.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 8, τμ. 3, γρ. 3

αὐτοὺς ἀριστολοχίας δίδραχμον, μάλιστα τοῦ φλοιοῦ, σὺν οἴνῳ, γεντιανὴ


κεκομμένη καὶ γλήχων ἐφ' ἱκανὸν καθηψημένη καὶ δαφνίδες ἀριθμῷ
δέκα λειοτριβούμεναι καὶ καλαμίνθη ἑψηθεῖσα ἐπὶ πολὺ μετ' ὀξυκράτου
καὶ κυπερὶς μετ' οἴνου, πήγανον ὡσαύτως καὶ συκῆς ὀπὸς καὶ σίλφιον,
εἰ παρείη· μὴ παρόντος δὲ τῷ Παρθικῷ χρηστέον ὀπῷ. ποιεῖ δὲ καὶ
ὁ τῆς τριφύλλου καρπὸς πινόμενος καὶ τὸ τοῦ ὠκίμου σπέρμα. ποιεῖ
δὲ καὶ ἄργυρος παραχρῆμα προστεθεὶς τῷ πλήγματι παραδόξως. τού-
τοις δὲ πᾶσιν ἀντιπαρατασσέσθω λουτροῦ τε χρῆσις συνεχὴς μετὰ
πολλῆς
τῆς ἱδρώσεως καὶ οἰνοποσία ζωροτέρα τῷ κράματι. σύνθετα
προποτιστέον·
θείου ἀπύρου ὅσον κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθος μετὰ πεπέρεως κόκκων
η ἐν οἴνου ἡμικοτυλίῳ ἢ ὀπὸν σιλφίου μετὰ καρκίνου λειωθέντος ἐν
οἴνῳ ἢ μελανθίου, κυμίνου Αἰθιοπικοῦ, ἄγνου σπέρματος, ἴσα μετ'
οἴνου.
Πρὸς σκορπίων χαλεπῶν καὶ φαλαγγίων πληγάς. τρυγὸςιϛ,
πυρέθρουδ, πηγάνου ἀγρίου σπέρματοςγ, καστορίου, εὐζώμου
σπέρματος ἀνὰβ, ἀναλαμβανέσθω αἵματι χελώνης θαλασσίας· ἡ δόσις
ὀβολοὶ δ μετ' οἴνου ἢ ὄξους κυάθων γ ἀκράτου.
Ἄλλο. πυρέθρου, ἀριστολοχίας ἀνὰ 𐆄 δ, πεπέρεωςβ, ὀποῦ σιλ-
φίουα· ἡ δόσις κυάμου Αἰγυπτίου μέγεθος.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septemβι. 5, κεφ. 13,


τμ. 2, γρ. 13
176

εἰ ὑπομένοι τις, ἄλλου μὴ δεηθῆναι βοηθήματος. ἐσθιέτωσαν δὲ καὶ


πράσα καὶ κρόμμυα καὶ τάριχον δριμύτατον· τινὲς δὲ καὶ βατράχους
ζωμιστοὺς ἔδοσαν φαγεῖν. ποιεῖ δὲ καὶ ταῦτα ποτιζόμενον ἕκαστον·
χελώνης θαλασσίας αἷμα ξηρὸν μετὰ κυμίνου ἀγρίου, πιτύας λαγωοῦ
ἢ νεβροῦ τριώβολον, ἐλαφείου αἰδοίου ξηροῦα, ἄγχουσα ἡ λεπτό-
φυλλος ὅλη (ταύτην δέ τινες καὶ περιάπτουσιν), πράσου χυλίσματος
ὅσον ἡμικοτύλιον ἐν μελικράτῳ, μελισσοφύλλου τῶν φύλλων ὁ χυλός,
ἄγριον πήγανον, ὀρνίθων κατοικιδίων ἐγκέφαλος, πάνακος ῥίζα ἑφθὴ
σὺν οἴνῳ, ἀγαρικοῦα, ἀρκευθίδες, ἀσφοδέλου ῥίζα, πιστάκια λεῖα,
ἄγνου σπέρμα, γαλῆς ἐσκελετευμένηςβ, ἐχίου ῥίζα καὶ ὁ χυλός, καρ-
κίνοι ποτάμιοι ἢ θαλάσσιοι κατ' ἰδίαν καὶ μετὰ σταφίδος ἀγρίας καὶ
ἁλῶν καὶ πολίου, ἀριστολοχίας ῥίζα μετὰ σμύρνης καὶ γεντιανῆς καὶ
δαφνίδων ἴσων μέλιτι ἀναληφθέντα. καὶ τοῦτο δὲ θαυμαστόν·

Ὀριβασίου πρὸς ἐχεοδήκτους.

ἀνίσου ὀξύβαφον, πεπέρεωςδ, ἀριστολοχίας φλοιοῦ, ὀπίου, κα-


στορίου, σμύρνης ἀνὰα, γλυκεῖ λεάνας πλάσσε κυάμου Ἑλληνικοῦ
μέγεθος καὶ δίδου πρὸς δύναμιν μετὰ κράματος κυάθων γ.
Ἄλλο. ἐκ τῶν Λύκου φάρμακον ἐπιτετευγμένον ἐπὶ τῶν ἐχεο-
δήκτων.
σμύρνης, καστορίου, πεπέρεως, σανδαράχης ἀνὰα, ἀνήθου σπέρ-
ματος ὀξύβαφον, λεάνας γλυκεῖ δίδου.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 13, τμ. 5, γρ. 2

δαφνίδων ἴσων μέλιτι ἀναληφθέντα. καὶ τοῦτο δὲ θαυμαστόν·

Ὀριβασίου πρὸς ἐχεοδήκτους.

ἀνίσου ὀξύβαφον, πεπέρεωςδ, ἀριστολοχίας φλοιοῦ, ὀπίου, κα-


στορίου, σμύρνης ἀνὰα, γλυκεῖ λεάνας πλάσσε κυάμου Ἑλληνικοῦ
μέγεθος καὶ δίδου πρὸς δύναμιν μετὰ κράματος κυάθων γ.
Ἄλλο. ἐκ τῶν Λύκου φάρμακον ἐπιτετευγμένον ἐπὶ τῶν ἐχεο-
δήκτων.
σμύρνης, καστορίου, πεπέρεως, σανδαράχης ἀνὰα, ἀνήθου σπέρ-
ματος ὀξύβαφον, λεάνας γλυκεῖ δίδου.
177

Ἄλλο. ἐκ τῶν Ἀρχιγένους.


καρκίνους κ μετὰ αὐτάρκους ἀλεύρου πυρίνου κόψας ἐν ὅλμῳ
ἐπιμελῶς καὶ προσμίξας καλαμίνθης καὶ ἁλὸς ὀλίγον ἀρτίσκους πλάσον
καὶ ξήρανον· χρῶ δὲ καταπλάσσων μετὰ γάλακτος καὶ ἕνα μετὰ μελι-
κράτου ποτίζων. ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς, φησί, ποταμίους καρκίνους, θαλασσί-
οις χρῶ.
ἔξωθεν δὲ κατὰ τῆς πληγῆς καταπλασθεῖσαι τῶν αἰγῶν αἱ σπύρα-
θοι μετὰ οἴνου σπουδαίως ἀρήγουσιν ἢ δάφνης ἑφθὰ φύλλα μετὰ ἐλαί-
ου ἢ δαφνίδες ἢ καλαμίνθη, ἐρίκη, πήγανον, σέλινον, ἀβρότονον, χαλ-
βάνη μετὰ σπληνίου, ὀρίγανος χλωρὰ λεανθεῖσα, τῶν ὀρνίθων οἱ νεος-
σοὶ ἀναπτυσσόμενοι καὶ ἐπιτιθέμενοι θερμοὶ καὶ συχνῶς
ἐπαλλασσόμενοι,
ὀρόβινον ἄλευρον μετ' οἴνου πεφυραμένον, ῥεφάνου φλοιὸς λεῖος, σκίλ

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 5, κεφ. 13, τμ. 5, γρ. 5

στορίου, σμύρνης ἀνὰα, γλυκεῖ λεάνας πλάσσε κυάμου Ἑλληνικοῦ


μέγεθος καὶ δίδου πρὸς δύναμιν μετὰ κράματος κυάθων γ.
Ἄλλο. ἐκ τῶν Λύκου φάρμακον ἐπιτετευγμένον ἐπὶ τῶν ἐχεο-
δήκτων.
σμύρνης, καστορίου, πεπέρεως, σανδαράχης ἀνὰα, ἀνήθου σπέρ-
ματος ὀξύβαφον, λεάνας γλυκεῖ δίδου.
Ἄλλο. ἐκ τῶν Ἀρχιγένους.
καρκίνους κ μετὰ αὐτάρκους ἀλεύρου πυρίνου κόψας ἐν ὅλμῳ
ἐπιμελῶς καὶ προσμίξας καλαμίνθης καὶ ἁλὸς ὀλίγον ἀρτίσκους πλάσον
καὶ ξήρανον· χρῶ δὲ καταπλάσσων μετὰ γάλακτος καὶ ἕνα μετὰ μελι-
κράτου ποτίζων. ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃς, φησί, ποταμίους καρκίνους, θαλασσί-
οις χρῶ.
ἔξωθεν δὲ κατὰ τῆς πληγῆς καταπλασθεῖσαι τῶν αἰγῶν αἱ σπύρα-
θοι μετὰ οἴνου σπουδαίως ἀρήγουσιν ἢ δάφνης ἑφθὰ φύλλα μετὰ ἐλαί-
ου ἢ δαφνίδες ἢ καλαμίνθη, ἐρίκη, πήγανον, σέλινον, ἀβρότονον, χαλ-
βάνη μετὰ σπληνίου, ὀρίγανος χλωρὰ λεανθεῖσα, τῶν ὀρνίθων οἱ νεος-
σοὶ ἀναπτυσσόμενοι καὶ ἐπιτιθέμενοι θερμοὶ καὶ συχνῶς
ἐπαλλασσόμενοι,
ὀρόβινον ἄλευρον μετ' οἴνου πεφυραμένον, ῥεφάνου φλοιὸς λεῖος, σκίλ-
λα ἑφθή, ὠμήλυσις δι' ὀξυμέλιτος, σικύου ἀγρίου φύλλα μετὰ πάλης
ἀλφίτου, τρὺξ οἴνου ὁμοίως μετὰ πάλης ἀλφίτου, πήγανον μετὰ ἁλῶν
καὶ μέλιτος, πίτυρα ἐν ὄξει ἑφθά, τέφρα μετ' ὄξους, κεδρία μεθ' ἁλῶν,

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


178

Βι. 5, κεφ. 35, τμ. 1, γρ. 8

Περὶ λαγωοῦ θαλαττίου.

Λαγωοῦ θαλαττίου ποθέντος παρακολουθεῖ γεῦσις ὁμοία ἰχθύος


βρωμώδης, χρόνου δὲ ἐπιγενομένου κοιλία τε ἀλγεῖ, καὶ οὖρα ἐπέχεται·
εἴ ποτε δὲ ἐκκριθείη, πορφυρίζοντα ὁρᾶται τὴν χροιάν. ἀποστρέφονται
δὲ καὶ μισοῦσιν ἰχθὺν ἅπαντα. ἱδροῦσι δὲ δυσώδη καὶ ἐμοῦσι χολώδη
αἵματι μεμιγμένα. δοτέον αὐτοῖς γάλα ὄνειον ἢ γλυκὺ συνεχῶς ἢ μα-
λάχης ῥίζης καὶ τῶν φύλλων ἀφέψημα ἢ πευκεδάνου ῥίζαν λείαν μετ'
οἴνου ἢ ἑλλεβόρου μέλανος ἢ σκαμμωνίας ὀποῦα ἐν μελικράτῳ χηνός
τε αἷμα νεοσφαγοῦς ἔτι θερμὸν καρκίνους τε ποταμίους μόνους, ἐὰν
ἀνέχωνται προσενέγκασθαι. σημεῖον δὲ σωτηρίας τὸ καὶ ἰχθύος δυνη-
θῆναι ἐσθίειν.

Περὶ φρύνου ἢ ἑλείου βατράχου.

Φρῦνος δὲ ἢ ἕλειος βάτραχος προσενεχθεὶς ἐπιφέρει οἴδημα σώ-


ματος μετὰ ὠχρότητος ἐπιτεταμένης πυξώδους, δύσπνοιά τε ἐπιγίνεται
καὶ στόματος δυσωδία καὶ λυγμός, ἐνίοτε δὲ καὶ σπέρματος πρόεσις μὴ
βουλομένοις. εἰσὶ μέντοι εὐβοήθητοι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες
ἄκρατον πολὺ πόμα καὶ καλάμου ῥίζηςβ ἢ κυπέρου τὸ αὐτό. δεῖ
δὲ αὐτοὺς ἀναγκάζειν συντόνως περιπατεῖν καὶ τρέχειν διὰ τὸ ἐν

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. p, τμ. 1, γρ. 34

καὶ μελικηρίδων.
λζʹ. Περὶ ἀνευρύσματος.
ληʹ. Περὶ βρογχοκήλης.
λθʹ. Περὶ γαγγλίου.
μʹ. Περὶ φλεβοτομίας.
μαʹ. Περὶ σικυάσεως.
μβʹ. Περὶ καύσεως μασχάλης.
μγʹ. Περὶ προσφυῶν δακτύλων καὶ ἑξα-
δακτύλων.
μδʹ. Περὶ χειρουργίας καύσεως ἐμπύου.
μεʹ. Περὶ καρκίνου.
μϛʹ. Περὶ γυναικομάσθων.
179

μζʹ. Περὶ καύσεως ἥπατος.


μηʹ. Περὶ καύσεως σπληνός.
μθʹ. Περὶ καύσεως στομάχου.
νʹ. Περὶ ὑδρώπων.
ναʹ. Περὶ ἐξομφάλων.
νβʹ. Περὶ τῶν κατὰ τὸ περιτόναιον
τρώσεων καὶ περὶ προπτώσεως ἐν-
τέρου ἢ ἐπιπλόου, ἐν ᾧ καὶ τρόπος
γαστροραφίας ἐκ τῶν Γαληνοῦ.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 25, τμ. 1, γρ. 8

τίδος ἐξέλωμεν τὸν ἐγκείμενον ὄγκον· μετὰ δὲ τὴν ἐξαίρεσιν ῥαπτέ-


σθω τὸ τραῦμα καὶ τῇ ἐναίμῳ ἀγωγῇ θεραπευέσθω.

Περὶ πολύπων.

Ὁ πολύπους ὄγκος ἐστὶ παρὰ φύσιν ἐν ταῖς ῥισὶ συνιστάμενος


ὠνομασμένος ἀπὸ τῆς τοῦ θαλαττίου πολύποδος ἐμφερείας, ὅτι τε τῇ
ἐκείνου προσέοικε σαρκί, καὶ ὅτι ταῖς ἰδίαις πλεκτάναις, ὥσπερ ἐκεῖνος
ἀμύνεται τοὺς θηρεύοντας ἀπολαμβάνων τὰς ῥῖνας αὐτῶν, οὕτω καὶ
τὸ πάθος τοὺς τῶν νοσούντων ἐμφράττει μυκτῆρας δυσέργειαν παρέ-
χων κατά τε τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὴν διάλεκτον. τοὺς μὲν οὖν σκλη-
ροὺς καὶ ἀντιτύπους καὶ ὑποπελίους καὶ κακοήθεις πόλυπας ὡς ἂν ἐπὶ
τὸ καρκινῶδες ῥέψαντας παραιτητέον, τοὺς δὲ ψαφαρωτέρους τε καὶ
χαύνους καὶ ναρκώδεις καὶ μὴ κακοήθεις ὑπακτέον τῇ χειρουργίᾳ.
καθέδριον τοίνυν τὸν ἄνθρωπον πρὸς ἡλιακὴν ἀκτῖνα σχηματίσαν-
τες καὶ τῆς ῥινὸς τὸν πόρον διὰ τῆς ἀριστερᾶς χειρὸς ἐκπετάσαντες
τῇ δεξιᾷ χειρὶ πολυπικῷ σπαθίῳ τῷ μυρσινοειδεῖ ἀκμαίῳ κατὰ κύκλον
τὸν πόλυπα ἤτοι τὸ σάρκωμα περιτέμωμεν, καθ' ἃ μέρη προσπέφυκε
τῇ ῥινί, κατ' ἐκεῖνα τὴν ἀκμὴν ἐντιθέντες τοῦ σιδήρου. μετὰ δὲ ταῦτα
τὸ ὄργανον ἀντιστρέψαντες τῷ κυαθίσκῳ αὐτοῦ τὸ ὑποτετμημένον σαρ-
κίον ἔξω κομισόμεθα. καὶ εἰ μὲν καθαρὸν τῆς ῥινὸς τὸν πόρον γενό-
μενον ἴδωμεν, ἐπὶ τὴν θεραπείαν ἐρχόμεθα, εἰ δὲ ὑπολείποιτό τι σῶμα
τοῦ πόλυπος, λαβόντες ἕτερον πολυποξύστην διὰ τοῦ ἐπάκμου αὐτοῦ
180

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitom medicae libri septem Βι. 6, κεφ. 35,
τμ. 1, γρ. 9

Περὶ χοιράδων.

Ἡ χοιρὰς ἀδήν ἐστιν ἐσκιρρωμένος κατά τε τράχηλον καὶ μα-


σχάλας καὶ βουβῶνας ὡς μάλιστα συνισταμένη τοὔνομα λαβοῦσα ἢ ἀπὸ
τῶν χοιράδων πετρῶν ἢ ἀπὸ τῶν συῶν, ὅτι πολυτόκον τὸ ζῷον, ἢ
ὅτι τοιουτώδεις οἱ χοῖροι τραχήλους ἔχουσιν. γίνονται δὲ χοιράδες ἢ
κατὰ τὰ ἔμπροσθεν τοῦ τραχήλου ἢ κατὰ θάτερον αὐτοῦ μέρος ἢ κατ'
ἀμφότερα, καὶ μία ἢ δύο ἢ πλείους· ἅπασαι δὲ ἐν ὑμέσιν ἰδίοις περι-
έχονται, καθάπερ στεατώματα καὶ ἀθερώματα καὶ μελικηρίδες. αἱ μὲν
οὖν ἐπώδυνοί τε καὶ πρὸς ἁφὴν καὶ πρὸς ἐπίθεσιν φαρμάκου χείρους
γινόμεναι κακοήθεις εἰσίν, ἃς δὴ καὶ καρκινώδεις τινὲς εἰρήκασιν, καὶ
δῆλον, ὡς οὐ πάνυ τι χειρουργίαις ὑπείκουσιν· τὰς οὖν εὐήθεις καὶ
πρὸς ἁφὴν καὶ τὴν τῶν φαρμάκων εὔκαιρον χρῆσιν χειρουργητέον
τόνδε τὸν τρόπον· τὰς μὲν ἐπιπολαίους καὶ πρὸς τὸ δέρμα ἑρπούσας
ἁπλῇ διαιρέσει χρησάμενοι τῶν ἐπικειμένων ἀπολύσωμεν σωμάτων, τά
τε χείλη τὸ δέρμα τοῖς ἀγκίστροις διατείναντες ἐξυμενίσωμεν, ὡς ἐπὶ
τῆς ἀγγειολογίας ἐλέγομεν, καὶ κατὰ μικρὸν ἀφελώμεθα· τὰς δὲ μεί-
ζονας ἀγκίστροις καταπείραντες μετεωρίσωμεν καὶ ὁμοίως ὑποδέροντες
πανταχόθεν τῶν κατεχόντων αὐτὰ σωμάτων ἐλευθερώσωμεν φεύγοντες
πανταχοῦ τάς τε καρωτίδας ἀρτηρίας καὶ τὰ παλινδρομοῦντα νεῦρα.
εἰ δέ τι διαιρεθὲν ἀγγεῖον ἐπισκοτίζοι τῷ ἔργῳ, βρόχῳ διαλάβωμεν

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 45, τμ. t, γρ. 1

ακτωμένον διὰ μεσοπλευρίου τοῦ κατὰ τὸ ἀπόστημα διωσάμενοι ἕως


τοῦ πύου τὴν καῦσιν εἰργάσαντο. τινὲς δὲ καὶ χειρουργῆσαι τούτους
ἐτόλμησαν διὰ μέσου πέμπτης καὶ ἕκτης πλευρᾶς ἐγκαρσίᾳ τομῇ διε-
λόντες μικρὸν ὑπολόξως τὸ δέρμα, κἄπειθ' οὕτως σκολοπομαχαιρίῳ
τὸν ὑπεζωκότα συντρήσαντες ὑμένα καὶ τὸ πῦον ἐκκρίναντες. καὶ
οὗτοι δὲ καὶ οἱ διὰ σιδήρου καίοντες ἄχρι βάθους ἢ παραυτίκα τὸν
θάνατον ἐπιφέρουσι τοῦ ζωτικοῦ πνεύματος ἀθρόως ἅμα τῷ πύῳ κε-
νωθέντος ἢ σύριγγας ἀνιάτους ἐργάζονται.

Περὶ καρκίνου.
181

Ὁ καρκίνος ὄγκος ἐστὶν ἀνώμαλος ὀχθώδης εἰδεχθὴς ὑποπέλιδνος


ἐπώδυνος, ποτὲ μὲν ἀνέλκωτος, ὃν καὶ κρυπτὸν Ἱπποκράτης ὠνόμασεν,
ὅς γε καὶ χειρουργούμενος χεῖρον διατίθεται, ποτὲ δὲ ἑλκούμενος· ἐκ
μελαίνης γὰρ χολῆς ἔχων τὴν γένεσιν ὡς ἐπίπαν ἀναβιβρώσκεται συνι-
στάμενος ἐν πλείοσι μὲν τοῦ σώματος μέρεσιν, ὡς μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν μήτραν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπὶ γυναικῶν. ἔχουσι τὰς φλέβας παν-
ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν
αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 45, τμ. 1, γρ. 1

τοῦ πύου τὴν καῦσιν εἰργάσαντο. τινὲς δὲ καὶ χειρουργῆσαι τούτους


ἐτόλμησαν διὰ μέσου πέμπτης καὶ ἕκτης πλευρᾶς ἐγκαρσίᾳ τομῇ διε-
λόντες μικρὸν ὑπολόξως τὸ δέρμα, κἄπειθ' οὕτως σκολοπομαχαιρίῳ
τὸν ὑπεζωκότα συντρήσαντες ὑμένα καὶ τὸ πῦον ἐκκρίναντες. καὶ
οὗτοι δὲ καὶ οἱ διὰ σιδήρου καίοντες ἄχρι βάθους ἢ παραυτίκα τὸν
θάνατον ἐπιφέρουσι τοῦ ζωτικοῦ πνεύματος ἀθρόως ἅμα τῷ πύῳ κε-
νωθέντος ἢ σύριγγας ἀνιάτους ἐργάζονται.

Περὶ καρκίνου.

Ὁ καρκίνος ὄγκος ἐστὶν ἀνώμαλος ὀχθώδης εἰδεχθὴς ὑποπέλιδνος


ἐπώδυνος, ποτὲ μὲν ἀνέλκωτος, ὃν καὶ κρυπτὸν Ἱπποκράτης ὠνόμασεν,
ὅς γε καὶ χειρουργούμενος χεῖρον διατίθεται, ποτὲ δὲ ἑλκούμενος· ἐκ
μελαίνης γὰρ χολῆς ἔχων τὴν γένεσιν ὡς ἐπίπαν ἀναβιβρώσκεται συνι-
στάμενος ἐν πλείοσι μὲν τοῦ σώματος μέρεσιν, ὡς μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν μήτραν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπὶ γυναικῶν. ἔχουσι τὰς φλέβας παν-
ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν
αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα
σώματα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπαιτεῖ, τοὺς μὲν ἐν τῇ μήτρᾳ καρκίνους οὔτε

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 45, τμ. 1, γρ. 7
182

Περὶ καρκίνου.

Ὁ καρκίνος ὄγκος ἐστὶν ἀνώμαλος ὀχθώδης εἰδεχθὴς ὑποπέλιδνος


ἐπώδυνος, ποτὲ μὲν ἀνέλκωτος, ὃν καὶ κρυπτὸν Ἱπποκράτης ὠνόμασεν,
ὅς γε καὶ χειρουργούμενος χεῖρον διατίθεται, ποτὲ δὲ ἑλκούμενος· ἐκ
μελαίνης γὰρ χολῆς ἔχων τὴν γένεσιν ὡς ἐπίπαν ἀναβιβρώσκεται συνι-
στάμενος ἐν πλείοσι μὲν τοῦ σώματος μέρεσιν, ὡς μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν μήτραν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπὶ γυναικῶν. ἔχουσι τὰς φλέβας παν-
ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν
αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα
σώματα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπαιτεῖ, τοὺς μὲν ἐν τῇ μήτρᾳ καρκίνους οὔτε
δυνατὸν οὔτε συμφέρον ἐστὶ χειρουργεῖν, τῶν δὲ κατὰ τὰ ἐκτός, καὶ
οὐχ ἥκιστα τοὺς μαστούς, τὴν χειρουργίαν ἐκθησόμεθα.
τινὲς μὲν οὖν καυτηρίοις ὅλον τὸ περιττὸν ἐδαπάνησαν, ἕτεροι
δὲ τὸν ὅλον μαστὸν ἐκτεμόντες ἔκαυσαν· ὁ δὲ Γαληνὸς τὴν διὰ τομῆς
μόνον παραλαμβάνει χειρουργίαν γράφων ὧδε· Εἴ γε μὴν ἐπιτολμή-
σεις ποτὲ διὰ χειρουργίας ἰᾶσθαι καρκίνον, ἄρξαι μὲν κενοῦν ἀπὸ κα

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 45, τμ. 1, γρ. 11

Ὁ καρκίνος ὄγκος ἐστὶν ἀνώμαλος ὀχθώδης εἰδεχθὴς ὑποπέλιδνος


ἐπώδυνος, ποτὲ μὲν ἀνέλκωτος, ὃν καὶ κρυπτὸν Ἱπποκράτης ὠνόμασεν,
ὅς γε καὶ χειρουργούμενος χεῖρον διατίθεται, ποτὲ δὲ ἑλκούμενος· ἐκ
μελαίνης γὰρ χολῆς ἔχων τὴν γένεσιν ὡς ἐπίπαν ἀναβιβρώσκεται συνι-
στάμενος ἐν πλείοσι μὲν τοῦ σώματος μέρεσιν, ὡς μάλιστα δὲ κατὰ
τὴν μήτραν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπὶ γυναικῶν. ἔχουσι τὰς φλέβας παν-
ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν
αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα
σώματα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπαιτεῖ, τοὺς μὲν ἐν τῇ μήτρᾳ καρκίνους οὔτε
δυνατὸν οὔτε συμφέρον ἐστὶ χειρουργεῖν, τῶν δὲ κατὰ τὰ ἐκτός, καὶ
οὐχ ἥκιστα τοὺς μαστούς, τὴν χειρουργίαν ἐκθησόμεθα.
τινὲς μὲν οὖν καυτηρίοις ὅλον τὸ περιττὸν ἐδαπάνησαν, ἕτεροι
δὲ τὸν ὅλον μαστὸν ἐκτεμόντες ἔκαυσαν· ὁ δὲ Γαληνὸς τὴν διὰ τομῆς
μόνον παραλαμβάνει χειρουργίαν γράφων ὧδε· Εἴ γε μὴν ἐπιτολμή-
σεις ποτὲ διὰ χειρουργίας ἰᾶσθαι καρκίνον, ἄρξαι μὲν κενοῦν ἀπὸ κα-
θάρσεως τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ, περικόψας δὲ πᾶν ἀκριβῶς τὸ πε-
183

πονθός, ὡς μηδεμίαν ἀπολείπεσθαι ῥίζαν, ἔασον ἐκχυθῆναι τὸ αἷμα,


καὶ μὴ ταχέως ἐπίσχῃς, ἀλλὰ καὶ θλῖβε τὰς πέριξ φλέβας ἐκπιέζων
αὐτῶν τὸ παχὺ τοῦ αἵματος· εἶτα θεράπευε τοῖς ἄλλοις ἕλκεσι παρα

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 6, κεφ. 45, τμ. 2, γρ. 4

ταχόθεν περιτεταμένας, ὥσπερ τὸ ζῷον ὁ καρκίνος τοὺς πόδας, ὅθεν


αὐτῷ καὶ τοὔνομα τέθειται. τὴν μὲν οὖν διὰ φαρμάκων ἐπιμέλειαν
αὐτοῦ κατὰ τὸ δʹ αὐτάρκως εἰρήκαμεν, τοῦ δὲ κατὰ τὴν μήτραν ἐν
τῷ γʹ. ἐπεὶ δὲ τὰ διασαπέντα ἢ τοῦ κατὰ φύσιν ἁπλῶς ἐξεστηκότα
σώματα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπαιτεῖ, τοὺς μὲν ἐν τῇ μήτρᾳ καρκίνους οὔτε
δυνατὸν οὔτε συμφέρον ἐστὶ χειρουργεῖν, τῶν δὲ κατὰ τὰ ἐκτός, καὶ
οὐχ ἥκιστα τοὺς μαστούς, τὴν χειρουργίαν ἐκθησόμεθα.
τινὲς μὲν οὖν καυτηρίοις ὅλον τὸ περιττὸν ἐδαπάνησαν, ἕτεροι
δὲ τὸν ὅλον μαστὸν ἐκτεμόντες ἔκαυσαν· ὁ δὲ Γαληνὸς τὴν διὰ τομῆς
μόνον παραλαμβάνει χειρουργίαν γράφων ὧδε· Εἴ γε μὴν ἐπιτολμή-
σεις ποτὲ διὰ χειρουργίας ἰᾶσθαι καρκίνον, ἄρξαι μὲν κενοῦν ἀπὸ κα-
θάρσεως τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ, περικόψας δὲ πᾶν ἀκριβῶς τὸ πε-
πονθός, ὡς μηδεμίαν ἀπολείπεσθαι ῥίζαν, ἔασον ἐκχυθῆναι τὸ αἷμα,
καὶ μὴ ταχέως ἐπίσχῃς, ἀλλὰ καὶ θλῖβε τὰς πέριξ φλέβας ἐκπιέζων
αὐτῶν τὸ παχὺ τοῦ αἵματος· εἶτα θεράπευε τοῖς ἄλλοις ἕλκεσι παρα-
πλησίως. ταῦτα μὲν ὁ Γαληνός· καὶ τὰ λοιπὰ δὲ τῶν κακοήθων καὶ
σηπεδονωδῶν ἑλκῶν, οἷον φαγεδαίνας τε καὶ γαγγραίνας καὶ τὰ παρα-
πλήσια, τὸν αὐτὸν χειρουργητέον τρόπον.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem


Βι. 7, κεφ. 3, τμ. 5, γρ. 113

Ἑρμοδακτύλου ἡ ῥίζα καθαρτικῆς ἐστι δυνάμεως αὐτή τε καὶ τὸ


ἀφέψημα αὐτῆς, ἰδίως δὲ τοῖς ἀρθριτικοῖς ἐν αὐτοῖς τοῖς ῥευματισμοῖς
δίδοται· ἔστι δὲ κακοστόμαχος ἱκανῶς.
Ἕρπυλλος θερμαίνει, ὥστε καὶ οὖρα καὶ καταμήνια κινεῖν.
Ἐρυθρόδανον (ἔστι δὲ ἡ τῶν βαφέων ἐρυθρὰ ῥίζα στρυφνὴ καὶ
πικρὰ σπλῆνά τε καὶ ἧπαρ καὶ νεφροὺς διακαθαίρουσα, ὥστε καὶ αἱμα-
τώδη οὐρεῖν) καταμήνιά τε κινεῖ καὶ τὰ περὶ τὸ δέρμα ἀπορρύπτει.
Ἐρυσίμου τὸ σπέρμα πυρῶδές τε καὶ θερμαντικόν ἐστιν ἐπ' ἴσης
καρδάμῳ· δι' ὅπερ ὀπτηθὲν ἐν ζύμῃ τοῦ θώρακός ἐστι καθαρτικὸν ἐν
ἐλλείγμασι καὶ σκληρίας μαλάσσει καὶ τοὺς κρυπτοὺς καρκίνους ὠφελεῖ
184

καταπλασσόμενον.
Εὔζωμον καὶ αὐτὸ παραπλησίας ὂν κράσεως φυσῶδές ἐστι· δι' ὃ
καὶ εἰς συνουσίαν παρορμᾷ· τὸ δὲ σπέρμα αὐτοῦ καὶ οὐρητικόν ἐστιν.
τοῦ δὲ ἡμέρου τὸ ἄγριον ἰσχυρότερον.
Εὐπατόριον λεπτομεροῦς καὶ τμητικῆς ἐστι δυνάμεως ἄνευ θερμό-
τητος ἐπιφανοῦς· ὅθεν καὶ τὰς καθ' ἧπαρ ἐμφράξεις καθαίρει. ἔχει δέ
τι καὶ στύψεως.
Εὐφόρβιον καυστικῆς ἐστι δυνάμεως καὶ λεπτομεροῦς ὁμοίως τοῖς
ἄλλοις ὀποῖς.

Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septemβι. 7, κεφ. 3,


τμ. 10, γρ. 64

φορεῖ καὶ ἀλφοὺς καὶ τοὺς ἐν ὠσὶ σκώληκας ἀναιρεῖ. καὶ τὰ φύλλα δὲ
καὶ ὁ καρπὸς παραπλησίας μέν, ἀσθενεστέρας δὲ δυνάμεώς εἰσιν.
Καρδάμου τὸ σπέρμα καυστικόν ἐστιν, ὥσπερ τὸ νᾶπυ· δι' ὃ καὶ
φοινίσσει καταπλαττόμενον, τέμνει δὲ καὶ τοὺς παχεῖς χυμοὺς σὺν ἑτέ-
ροις πινόμενον. καὶ ἡ πόα δὲ ξηρὰ μὲν παραπλησίας ἐστὶ δυνάμεως,
ὑγρὰ δὲ μετριωτέρα· δι' ὃ καὶ ὠμὴν αὐτὴν ἐσθίουσιν.
Καρδάμωμον δριμὺ μὲν καὶ αὐτό, τοῦ δὲ καρδάμου ἀσθενέστερον,
ἔχει δέ τι καὶ πικρότητος, δι' ἣν τὰς ἕλμινθας ἀναιρεῖ καὶ τὰς ψώρας
ἀπορρύπτει σὺν ὄξει.
Καρὶς λειωθεῖσα καὶ μετὰ ῥίζης βρυωνίας πινομένη ἕλμινθας ἐξάγει.
Καρκίνων κεκαυμένων ἡ τέφρα τῶν μὲν ποταμίων ξηραντική ἐστιν
ὁμοίως τῇ τῶν ἐχίνων τε καὶ κοχλιῶν, ἰδιότητι δὲ τῆς ὅλης οὐσίας
θαυμαστῶς ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων ἐνεργεῖ πινομένη, ὡς ἐν ἄλλοις εἴρη-
ται· ἡ δὲ τῶν θαλασσίων ὑπερβάλλουσαν ἔχουσα τὴν ξηρότητα τού-
τοις μὲν οὐχ ἁρμόττει, τοὺς δὲ μᾶλλον ξηραίνεσθαι χρῄζοντας ὠφελεῖ.
καταπλαττόμενος δὲ λεῖος ὁ ποτάμιος σκόλοπάς τε καὶ ἀκίδας ἀνα-
βάλλει.
Κάρου τὸ σπέρμα θερμαίνει καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην που
τάξιν, ἄφυσόν τέ ἐστι καὶ οὐρητικόν, οὐ τὸ σπέρμα μόνον ἀλλὰ καὶ
ὅλον τὸ φυτόν.

Ποικίλα αποσπάσματα

Ευρυπίδης

Ευρυπίδης Cyclops “Euripidis fabulae, vol. 1”, Ed. Diggle, J.Oxford:


Clarendon
185

Press, 1984.Γρ. 609

{Οδ.} Ἥφαιστ', ἄναξ Αἰτναῖε, γείτονος κακοῦ


λαμπρὸν πυρώσας ὄμμ' ἀπαλλάχθηθ' ἅπαξ,
σύ τ', ὦ μελαίνης Νυκτὸς ἐκπαίδευμ', Ὕπνε,
ἄκρατος ἐλθὲ θηρὶ τῶι θεοστυγεῖ,
καὶ μὴ 'πὶ καλλίστοισι Τρωϊκοῖς πόνοις
αὐτόν τε ναύτας τ' ἀπολέσητ' Ὀδυσσέα
ὑπ' ἀνδρὸς ὧι θεῶν οὐδὲν ἢ βροτῶν μέλει.
ἢ τὴν τύχην μὲν δαίμον' ἡγεῖσθαι χρεών,
τὰ δαιμόνων δὲ τῆς τύχης ἐλάσσονα.
{Χο.} λήψεται τὸν τράχηλον
ἐντόνως ὁ καρκίνος
τοῦ ξενοδαιτυμόνος· πυρὶ γὰρ τάχα
φωσφόρους ὀλεῖ κόρας. ἤδη δαλὸς ἠνθρακωμένος
κρύπτεται ἐς σποδιάν, δρυὸς ἄσπετον ἔρνος. ἀλλ' ἴτω Μάρων,
πρασσέτω,
μαινομένου 'ξελέτω βλέφαρον Κύκλωπος, ὡς πίηι κακῶς.
κἀγὼ τὸν φιλοκισσοφόρον Βρόμιον ποθεινὸν εἰσιδεῖν θέλω,

Πλούταρχος

Πλούταρχος Quomodo adulator ab amico internoscatur (48e–74e)


“Plutarch's moralia, vol. 1”, Ed. Babbitt, F.C.Cambridge, Mass.: Harvard
University Press, 1927, Repr. 1969.Stephanus σε. 54, τμ. B, γρ. 4

οδύρονται περὶ τέκνων ἰδίων ἢ γυναικὸς ἢ συγγενῶν


ἢ οἰκείων, αἰτίας τινὰς ἀπορρήτους ἐξαγορεύοντες.
ἡ γὰρ ὁμοιότης συμπαθεστέρους ποιεῖ, καὶ μᾶλλον
ὥσπερ ὅμηρα δεδεγμένοι προΐενταί τι τῶν ἀπορ-
ρήτων αὐτοῖς, προέμενοι δὲ χρῶνται καὶ δεδίασιν
ἐγκαταλιπεῖν τὴν πίστιν. ἐγὼ δ' οἶδά τινα συνεκ-
βαλόντα γαμετήν, ὡς ὁ φίλος ἀπεπέμψατο τὴν ἑαυ-
τοῦ· κρύφα δὲ φοιτῶν πρὸς αὐτὴν καὶ διαπεμπό-
μενος ἐφωράθη, συναισθομένης τῆς τοῦ φίλου γυναι-
κός. οὕτως ἄπειρος ἦν κόλακος ὁ νομίζων τὰ ἰαμ-
βεῖα ταυτὶ τῷ κόλακι μᾶλλον ἢ τῷ καρκίνῳ προσήκειν·
γαστὴρ ὅλον τὸ σῶμα, πανταχῆ βλέπων
ὀφθαλμός, ἕρπον τοῖς ὀδοῦσι θηρίον·

Πλούταρχος Quomodo adulator ab amico internoscatur (48e-74e)


186

Stephanus σε. 65, τμ. D, γρ. 6

νονας, λάθρᾳ δ' ὑφίησί τινας καὶ ὑποσπείρει δια-


βολάς. κρυφίου δὲ λόγου κνήσαντος ἕλκος, κἂν μὴ
παντελῶς εὐθὺς ἐργάσηται, τὸ τοῦ Μηδίου φυλάττει
μεμνημένος. ἦν δ' ὁ Μήδιος τοῦ περὶ τὸν Ἀλέξαν-
δρον χοροῦ τῶν κολάκων οἷον ἔξαρχος καὶ σοφιστὴς
κορυφαῖος ἐπὶ τοὺς ἀρίστους συντεταγμένων.
ἐκέλευεν οὖν θαρροῦντας ἅπτεσθαι καὶ δάκνειν ταῖς
διαβολαῖς, διδάσκων ὅτι, κἂν θεραπεύσῃ τὸ ἕλκος
ὁ δεδηγμένος, ἡ οὐλὴ μενεῖ τῆς διαβολῆς. ταύταις
μέντοι ταῖς οὐλαῖς, μᾶλλον δὲ γαγγραίναις καὶ καρκινώμασι διαβρωθεὶς
Ἀλέξανδρος ἀπώλεσε καὶ Καλλισθένη καὶ Παρμενίωνα καὶ Φιλώταν·
Ἅγνωσι
δὲ καὶ Βαγώαις καὶ Ἀγησίαις καὶ Δημητρίοις
ἀφειδῶς ἐνέδωκεν ἑαυτὸν ὑποσκελίζεσθαι, προς-
κυνούμενον καὶ καταστολιζόμενον καὶ ἀναπλαττό-
μενον ὑπ' αὐτῶν ὥσπερ ἄγαλμα βαρβαρικόν. οὕτω
μεγάλην ἔχει τὸ πρὸς χάριν δύναμιν, καὶ μεγίστην
ὡς ἔοικεν ἐν τοῖς μεγίστοις εἶναι δοκοῦσι· τὸ γὰρ
οἴεσθαι τὰ κάλλιστα μετὰ τοῦ βούλεσθαι πίστιν
ἅμα τῷ κόλακι καὶ θάρσος δίδωσι. τῶν μὲν γὰρ
τόπων τὰ ὑψηλὰ δυσπρόσοδα καὶ δυσέφικτα γί

Πλούταρχος De gloria Atheniensium (345c–351b) “Plutarchi moralia,


vol. 2.2”, Ed. Nachstädt, W.Leipzig: Teubner, 1935, Repr.
1971.Stephanus σε. 349, τμ. E, γρ. 9

τειχίζει δὲ τὴν πόλιν ἡ Κόνωνος, ἡ δὲ Θρασυβούλου κατά-


γει τὸν δῆμον ἀπὸ Φυλῆς ἐλεύθερον, αἱ δ' Ἀλκιβιάδου
περὶ Σικελίαν ὀλισθοῦσαν τὴν πόλιν ἐγείρουσιν· ἐκ δὲ
τῶν Νείλεω καὶ Ἀνδρόκλου περὶ Λυδίαν καὶ Καρίαν ἀγώ-
νων Ἰωνίαν ἀνισταμένην ἐπεῖδεν ἡ Ἑλλάς. τῶν δ' ἄλλων
ἑκάστης ἂν πύθῃ τί τῇ πόλει γέγονεν ἐξ αὐτῆς ἀγαθόν,
ἡ μὲν ἐρεῖ Λέσβον, ἡ δὲ Σάμον, ἡ δὲ Κύπρον, ἡ δὲ Πόντον
Εὔξεινον, ἡ δὲ πεντακοσίας τριήρεις, ἡ δὲ μυρία τάλαντα,
προῖκα τῆς δόξης καὶ τῶν τροπαίων. ταῦθ' ἡ πόλις
ἑορτάζει καὶ ὑπὲρ τούτων θύει τοῖς θεοῖς, οὐκ ἐπὶ ταῖς
Αἰσχύλου νίκαις ἢ Σοφοκλέους· οὐδ' ὅτε καρκίνος
Ἀερόπῃ (Nauck29 p. 797) † συνῆν ἢ Ἕκτορι Ἀστυδάμας
(Nauck29 p. 778), ἀλλ' ἕκτῃ μὲν ἱσταμένου Βοηδρομιῶνος
ἐσέτι νῦν τὴν ἐν Μαραθῶνι νίκην ἡ πόλις ἑορτάζει·
187

ἕκτῃ δ' ἐπὶ δέκα τοῦ αὐτοῦ μηνὸς οἰνοχοεῖται τῆς


Χαβρίου περὶ Νάξον ἐπινίκια ναυμαχίας· τῇ δὲ δωδεκάτῃ
χαριστήρια ἔθυον ἐλευθερίας· ἐν ἐκείνῃ γὰρ οἱ ἀπὸ
Φυλῆς κατῆλθον· τρίτῃ δ' ἱσταμένου τὴν ἐν Πλαταιαῖς
μάχην ἐνίκων.

Πλούταρχος De Pythiae oraculis (394d–409d) “Plutarchi moralia, vol.


3”, Ed. Sieveking, W.Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1972.Stephanus σε.
399, τμ. F, γρ. 6

εμπεσόντων ἀπετελέσθη τὸ βιβλίον;’


Ἅμα δὲ τούτων λεγομένων προῄειμεν. ἐν δὲ τῷ
Κορινθίων οἴκῳ τὸν φοίνικα θεωμένοις τὸν χαλκοῦν,
ὅσπερ ἔτι λοιπός ἐστι τῶν ἀναθημάτων, οἱ περὶ τὴν
ῥίζαν ἐντετορευμένοι βάτραχοι καὶ ὕδροι θαῦμα τῷ Διο-
γενιανῷ παρεῖχον, ἀμέλει δὲ καὶ ἡμῖν. οὔτε γὰρ φοίνιξ,
ὡς ἕτερα δένδρα, λιμναῖόν ἐστι καὶ φίλυδρον φυτὸν οὔτε
Κορινθίοις τι βάτραχοι προσήκουσιν, ὥστε σύμβολον ἢ
παράσημον εἶναι τῆς πόλεως· ὥσπερ ἀμέλει Σελινούντιοί
ποτε χρυσοῦν σέλινον ἀναθεῖναι λέγονται, καὶ Τενέδιοι
τὸν πέλεκυν ἀπὸ τῶν καρκίνων τῶν γιγνομένων περὶ τὸ
καλούμενον Ἀστέριον παρ' αὐτοῖς· | μόνοι γὰρ ὡς ἔοικεν
ἐν τῷ χελωνίῳ τύπον πελέκεως ἔχουσι. καὶ μὴν αὐτῷ γε
τῷ θεῷ κόρακας καὶ κύκνους καὶ λύκους καὶ ἱέρακας καὶ
πάντα μᾶλλον ἢ ταῦτ' εἶναι προσφιλῆ τὰ θηρία νομίζο-
μεν. εἰπόντος δὲ τοῦ Σαραπίωνος, ὅτι τὴν ἐξ ὑγρῶν
ᾐνίξατο τροφὴν τοῦ ἡλίου καὶ γένεσιν καὶ ἀναθυμίασιν ὁ
δημιουργός, εἴθ' Ὁμήρου λέγοντος ἀκηκοώς (γ 1)
’ἠέλιος δ' ἀπόρουσε λιπὼν περικαλλέα λίμνην’
εἴτ' Αἰγυπτίους ἑωρακὼς ἀρχῆς σύμβολον καὶ ἀνατολῆς

Πλούταρχος De curiositate (515b–523b) (0007: 102)“Plutarchi moralia,


vol. 3”, Ed. Pohlenz, M.Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1972.Stephanus
σε. 518, τμ. D, γρ. 6

συνέχεται πάθει, φθόνου καὶ βασκανίας ἀδελφῷ. φθόνος


μὲν γάρ ἐστι λύπη ἐπ' ἀλλοτρίοις ἀγαθοῖς, ἐπιχαιρεκακία
δ' ἡδονὴ ἐπ' ἀλλοτρίοις κακοῖς· ἀμφότερα δ' ἐκ πάθους
ἀνημέρου καὶ θηριώδους γεγένηται τῆς κακοηθείας.
οὕτω δ' ἑκάστῳ λυπηρόν ἐστιν ἡ τῶν περὶ αὐτὸν
κακῶν ἀνακάλυψις, ὥστε πολλοὺς ἀποθανεῖν πρότερον ἢ
188

δεῖξαί τι τῶν ἀπορρήτων νοσημάτων ἰατροῖς. φέρε γὰρ


Ἡρόφιλον ἢ Ἐρασίστρατον ἢ τὸν Ἀσκληπιὸν αὐτόν, ὅτ'
ἦν ἄνθρωπος, ἔχοντα τὰ φάρμακα καὶ τὰ ὄργανα κατ'
οἰκίαν προσιστάμενον ἀνακρίνειν, μή τις ἔχει σύριγγα
παρὰ δακτύλιον ἢ γυνὴ καρκίνον ἐν ὑστέρᾳ· καίτοι σωτή-
ριόν ἐστι τῆς τέχνης ταύτης τὸ πολύπραγμον· ἀλλὰ πᾶς
ἄν τις, οἶμαι, τὸν τοιοῦτον ἀπήλασεν, ὅτι τὴν χρείαν οὐ
περιμένων ἄκλητος ἐπ' ἀλλοτρίων κακῶν ἔρχεται κατα-
νόησιν. οἱ δὲ πολυπράγμονες αὐτὰ ταῦτα καὶ τὰ τούτων ἔτι
χείρονα ζητοῦσιν, οὐ θεραπεύοντες ἀλλὰ μόνον ἀνακα-
λύπτοντες. ὅθεν μισοῦνται δικαίως. καὶ γὰρ τοὺς τελώνας
βαρυνόμεθα καὶ δυσχεραίνομεν, οὐχ ὅταν τὰ ἐμφανῆ τῶν
εἰσαγομένων ἐκλέγωσιν, ἀλλ' ὅταν τὰ κεκρυμμένα ζητοῦν-
τες ἐν ἀλλοτρίοις σκεύεσι καὶ φορτίοις ἀναστρέφωνται.

Πλούταρχος De Herodoti malignitate (854e–874c) “Plutarch's moralia,


vol. 11”, Ed. Pearson, L.Cambridge, Mass.: Harvard University Press,
1965, Repr.1970.Stephanus σε. 862, τμ. F, γρ. 15

ἀπολιπόντων τὸ χωρίον, ὡς ἕκαστος τάχους εἶχεν.


ἀλλ' ὅταν γε πάλιν ὑπὲρ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν ἀπο-
λογεῖσθαι προσποιῆται, μεθεὶς ἃ πρῶτος ἀνθρώ-
πων ἐπενήνοχεν ἐγκλήματα, καὶ εἴπῃ “θῶμα δέ
μοι καὶ οὐκ ἐνδέχομαι τὸν λόγον, Ἀλκμεωνίδας
ἄν ποτε ἀναδεῖξαι Πέρσῃσιν ἐκ συνθήματος ἀσπίδα,
βουλομένους ὑπὸ βαρβάροισί τε εἶναι Ἀθηναίους
καὶ ὑπὸ Ἱππίῃ,” κόμματός τινος ἀναμιμνήσκομαι
παροιμιακοῦ· μένε, καρκίνε, καί σε μεθήσω.
τί γὰρ ἐσπούδακας καταλαβεῖν, εἰ καταλαβὼν μεθ-
ιέναι μέλλεις; καὶ σὺ κατηγορεῖς, εἶτ' ἀπολογῇ·
καὶ γράφεις κατ' ἐπιφανῶν ἀνδρῶν διαβολάς, ἃς
πάλιν ἀναιρεῖς, ἀπιστῶν δὲ σεαυτῷ δηλονότι·
σεαυτοῦ γὰρ ἀκήκοας λέγοντος Ἀλκμεωνίδας ἀνα-
σχεῖν ἀσπίδα νενικημένοις καὶ φεύγουσι τοῖς βαρ-
βάροις. καὶ μὴν ἐν οἷς περὶ Ἀλκμεωνιδῶν ἀπολογῇ
σεαυτὸν ἀποφαίνεις συκοφάντην· εἰ γὰρ “μᾶλλον ἢ
ὁμοίως Καλλίῃ τῷ Φαινίππου, Ἱππονίκου δὲ πατρί,

Πλούταρχος Aetia physica (911c–919e) (0007: 125)“Plutarchi moralia,


vol. 5.3, 2nd edn.”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1960.Stephanus σε.
918, τμ. B, γρ. 12
189

λώμενα μαλακῶς ὑπὸ θερμότητος, ἡ δ' ἄγαν περίψυξις


πηγνύουσα τὰς ὀσμὰς οὐκ ἐᾷ ῥεῖν οὐδὲ κινεῖν τὴν αἴσθη-
σιν; ὅθεν καὶ τὰ μύρα καὶ τὸν οἶνον ἧττον ὄζειν ψύχους
καὶ χειμῶνος λέγουσιν· ὁ γὰρ ἀὴρ πηγνύμενος ἵστησι τὰς
ὀσμὰς ἐν αὑτῷ καὶ οὐκ ἐᾷ ἀναδίδοσθαι.

Κϛʹ.

Διὰ τί τὰ ζῷα τὰς βοηθούσας δυνάμεις, ὅταν ἐν πάθει


γένηται, ζητεῖ καὶ διώκει καὶ χρώμενα πολλάκις ὠφελεῖ-
ται; καθάπερ αἱ κύνες ἐσθίουσι πόαν, ἵνα τὴν χολὴν ἐξε-
μῶσιν· αἱ δ' ὕες ἐπὶ τοὺς ποταμίους καρκίνους φέρονται,
βοηθοῦνται γὰρ ἐσθίουσαι πρὸς κεφαλαλγίαν· ἡ δὲ χελώνη
φαγοῦσα τὴν σάρκα τοῦ ἔχεως ὀρίγανον ἐπεσθίει· τὴν
δ' ἄρκτον λέγουσιν ἀσωμένην τοὺς μύρμηκας ἀναλαμβά-
νειν τῇ γλώττῃ καὶ καταπίνουσαν ἀπαλλάττεσθαι. τού-
των δ' οὔτε πεῖρα οὔτε περίπτωσις γέγονεν αὐτοῖς.
Πότερον οὖν, ὥσπερ τὰ κηρία τὴν μέλιτταν τῇ ὀσμῇ
καὶ τὰ κενέβρεια τὸν γῦπα κινεῖ καὶ προσάγεται πόρρω-
θεν, οὕτως [οὖν] καὶ σῦς οἱ καρκίνοι καὶ τὴν χελώνην ἡ
ὀρίγανος, αἱ δὲ μυρμηκιαὶ τὴν ἄρκτον ὀσμαῖς καὶ ῥεύμασι

Πλούταρχος Aetia physica (911c-919e) Stephanus σε. 918, τμ. C, γρ.


8

ται; καθάπερ αἱ κύνες ἐσθίουσι πόαν, ἵνα τὴν χολὴν ἐξε-


μῶσιν· αἱ δ' ὕες ἐπὶ τοὺς ποταμίους καρκίνους φέρονται,
βοηθοῦνται γὰρ ἐσθίουσαι πρὸς κεφαλαλγίαν· ἡ δὲ χελώνη
φαγοῦσα τὴν σάρκα τοῦ ἔχεως ὀρίγανον ἐπεσθίει· τὴν
δ' ἄρκτον λέγουσιν ἀσωμένην τοὺς μύρμηκας ἀναλαμβά-
νειν τῇ γλώττῃ καὶ καταπίνουσαν ἀπαλλάττεσθαι. τού-
των δ' οὔτε πεῖρα οὔτε περίπτωσις γέγονεν αὐτοῖς.
Πότερον οὖν, ὥσπερ τὰ κηρία τὴν μέλιτταν τῇ ὀσμῇ
καὶ τὰ κενέβρεια τὸν γῦπα κινεῖ καὶ προσάγεται πόρρω-
θεν, οὕτως [οὖν] καὶ σῦς οἱ καρκίνοι καὶ τὴν χελώνην ἡ
ὀρίγανος, αἱ δὲ μυρμηκιαὶ τὴν ἄρκτον ὀσμαῖς καὶ ῥεύμασι
προσφερέσι καὶ οἰκείοις ἕλκουσιν, οὐ λογισμῷ τοῦ συμ-
φέροντος ἀγούσης τῆς αἰσθήσεως; ἢ τὰς ὀρέξεις ἐπι-
φέρουσι τοῖς ζῴοις αἱ τῶν σωμάτων κράσεις, ἃς αἱ
νόσοι ποιοῦσι, διαφόρους δριμύτητας ἢ γλυκύτητας ἤ τι-
190

νας ἄλλας ἐντίκτουσαι ποιότητας ἀήθεις καὶ ἀτόπους,


τῶν ὑγρῶν τρεπομένων; ὡς δῆλόν ἐστιν ἐπὶ τῶν γυναι-
κῶν, ὅταν κύωσι, καὶ λίθους καὶ γῆν προσφερομένων·
διὸ καὶ τῶν νοσούντων ταῖς ὀρέξεσιν οἱ χαρίεντες ἰατροὶ
προΐσασι τοὺς ἀσώτως ἢ σωτηρίως ἔχοντας·

Πλούταρχος De sollertia animalium (959a–985c) (0007:


129)“Plutarchi moralia, vol. 6.1”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1954,
Repr. 1959.Stephanus σε. 980, τμ. B, γρ. 3

τεταγμένον στοιχείῳ πρός τε τὸ πλάτος ἐστὶ καὶ τὸ μῆ-


κος. ἀμίαις δὲ καὶ τοὔνομα παρέσχηκεν ὁ συναγε-
λασμός, οἶμαι δὲ καὶ ταῖς πηλαμύσι.
Τῶν δ' ἄλλων γενῶν ὅσα φαίνεται καὶ ζῇ κοινωνικῶς
μετ' ἀλλήλων ἀγεληδὸν οὐκ ἄν τις εἴποι τὸν ἀριθμόν, ἀλλὰ
μᾶλλον ἐπὶ τὰς κατ' ἰδίαν κοινωνίας αὐτῶν καὶ συμβιώ-
σεις ἰτέον. ὧν ἐστι καὶ ὁ τὸ πλεῖστον ἐξαναλώσας Χρυσίπ-
που μέλαν πιννοτήρας, παντὶ καὶ φυσικῷ βιβλίῳ καὶ
ἠθικῷ προεδρίαν ἔχων· τὸν γὰρ σπογγοτήραν οὐχ ἱστό-
ρηκεν, οὐ γὰρ ἂν παρέλιπεν. ὁ μὲν οὖν πιννοτήρας ζῷόν
ἐστι καρκινῶδες, ὥς φασι, καὶ τῇ πίννῃ σύνεστι καὶ πυ-
λωρεῖ τὴν κόγχην προκαθήμενος, ἐῶν ἀνεῳγμένην καὶ
διακεχηνυῖαν, ἄχρις οὗ προσπέσῃ τι τῶν ἁλωσίμων αὐ-
τοῖς ἰχθυδίων· τότε δὲ τὴν σάρκα τῆς πίννης δακὼν παρ-
εισῆλθεν, ἡ δὲ συνέκλεισε τὴν κόγχην, καὶ κοινῶς τὴν
ἄγραν ἐντὸς ἕρκους γενομένην κατεσθίουσι. τὸν δὲ
σπόγγον ἡνιοχεῖ θηρίδιον οὐ καρκινῶδες ἀλλ' ἀράχνῃ
παραπλήσιον· οὐ γὰρ ἄψυχον οὐδ' ἀναίσθητον οὐδ'
ἄναιμον ὁ σπόγγος ἐστὶν ἀλλὰ ταῖς μὲν πέτραις, ὡς ἄλλα
πολλά, προσπέφυκεν, ἔχει δὲ κίνησιν ἰδίαν ἐξ ἑαυτοῦ καὶ
εἰς ἑαυτόν, οἷον ὑπομνήσεως καὶ παιδαγωγίας δεομένην·

Πλούταρχος De sollertia animalium (959a-985c) Stephanus σε. 980, τμ.


B, γρ. 9

σεις ἰτέον. ὧν ἐστι καὶ ὁ τὸ πλεῖστον ἐξαναλώσας Χρυσίπ-


που μέλαν πιννοτήρας, παντὶ καὶ φυσικῷ βιβλίῳ καὶ
ἠθικῷ προεδρίαν ἔχων· τὸν γὰρ σπογγοτήραν οὐχ ἱστό-
ρηκεν, οὐ γὰρ ἂν παρέλιπεν. ὁ μὲν οὖν πιννοτήρας ζῷόν
ἐστι καρκινῶδες, ὥς φασι, καὶ τῇ πίννῃ σύνεστι καὶ πυ-
191

λωρεῖ τὴν κόγχην προκαθήμενος, ἐῶν ἀνεῳγμένην καὶ


διακεχηνυῖαν, ἄχρις οὗ προσπέσῃ τι τῶν ἁλωσίμων αὐ-
τοῖς ἰχθυδίων· τότε δὲ τὴν σάρκα τῆς πίννης δακὼν παρ-
εισῆλθεν, ἡ δὲ συνέκλεισε τὴν κόγχην, καὶ κοινῶς τὴν
ἄγραν ἐντὸς ἕρκους γενομένην κατεσθίουσι. τὸν δὲ
σπόγγον ἡνιοχεῖ θηρίδιον οὐ καρκινῶδες ἀλλ' ἀράχνῃ
παραπλήσιον· οὐ γὰρ ἄψυχον οὐδ' ἀναίσθητον οὐδ'
ἄναιμον ὁ σπόγγος ἐστὶν ἀλλὰ ταῖς μὲν πέτραις, ὡς ἄλλα
πολλά, προσπέφυκεν, ἔχει δὲ κίνησιν ἰδίαν ἐξ ἑαυτοῦ καὶ
εἰς ἑαυτόν, οἷον ὑπομνήσεως καὶ παιδαγωγίας δεομένην·
μανὸς γὰρ ὢν ἄλλως καὶ τοῖς ἀραιώμασιν ἀνειμένος ὑπ'
ἀργίας καὶ ἀμβλύτητος, ὅταν ἐμβῇ τι τῶν ἐδωδίμων,
ἐκείνου σημήναντος ἔμυσε καὶ κατηνάλωσεν· ἔτι δὲ μᾶλλον
ἀνθρώπου προσιόντος ἢ θιγόντος διδασκόμενος καὶ χα-
ρασσόμενος οἷον ἔφριξε καὶ συνέκλεισε τὸ σῶμα πήξας
καὶ πυκνώσας, ὥστε μὴ ῥᾳδίαν ἀλλὰ δύσεργον εἶναι τὴν

Πλούταρχος Bruta animalia ratione uti (985d–992e) “Plutarchi


moralia, vol. 6.1”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1954, Repr.
1959.Stephanus σε. 991, τμ. E, γρ. 10

οὐδεμιᾷ χώραν δίδωσι, τὰς δ' ἀναγκαίας οὐκ ἐπεισάκτους


παρ' ἑτέρων οὐδὲ μισθοῦ διδακτὰς οὐδὲ κολλῶσα μελέτῃ
καὶ συμπηγνύουσα γλίσχρως τῶν θεωρημάτων ἕκαστον
πρὸς ἕκαστον ἀλλ' αὐτόθεν ἐξ αὑτῆς οἷον ἰθαγενεῖς καὶ
συμφύτους ἀναδίδωσι. τοὺς μὲν γὰρ Αἰγυπτίους πάντας
ἰατροὺς ἀκούομεν εἶναι, τῶν δὲ ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον
πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν
καὶ πρὸς ἀλκὴν θήραν τε καὶ φυλακὴν καὶ μουσικῆς ὅσον
ἑκάστῳ προσήκει κατὰ φύσιν. παρὰ τίνος γὰρ ἡμεῖς
ἐμάθομεν νοσοῦντες ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς χάριν τῶν καρκίνων βαδίζειν; τίς
δὲ τὰς χελώνας ἐδίδαξε τῆς ἔχεως φαγούσας τὴν ὀρίγανον ἐπεσθίειν; τίς
δὲ τὰς Κρητικὰς
αἶγας, ὅταν περιπέσωσι τοῖς τοξεύμασι, τὸ δίκταμνον
διώκειν, οὗ βρωθέντος ἐκβάλλουσι τὰς ἀκίδας; ἂν γὰρ
εἴπῃς, ὅπερ ἀληθές ἐστι, τούτων διδάσκαλον εἶναι τὴν
φύσιν, εἰς τὴν κυριωτάτην καὶ σοφωτάτην ἀρχὴν ἀναφέρεις
τὴν τῶν θηρίων φρόνησιν· ἣν εἰ μὴ λόγον οἴεσθε δεῖν
μηδὲ φρόνησιν καλεῖν, ὥρα σκοπεῖν ὄνομα κάλλιον αὐτῇ
καὶ τιμιώτερον, ὥσπερ ἀμέλει καὶ δι' ἔργων ἀμείνονα καὶ
θαυμασιωτέραν παρέχεται τὴν δύναμιν· |
192

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 5, Kaibel paragraph 15, γρ.


16

καὶ πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐθύτητα σχῆμα αὐλὸν


καλοῦμεν ὥσπερ τὸ στάδιον καὶ τὸν κρουνὸν τοῦ
αἵματος (χ 18)·
αὐτίκα δ' αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθε,
καὶ τὴν περικεφαλαίαν ὅταν ἐκ τοῦ μέσου πρὸς ὀρ-
θὸν ἀνατείνῃ αὐλῶπιν. λέγονται δὲ Ἀθήνησι καὶ
ἱεροί τινες αὐλῶνες, ὧν μέμνηται Φιλόχορος ἐν τῇ
ἐνάτῃ (FHG I 409). καλοῦσι δ' ἀρσενικῶς τοὺς αὐλῶ-
νας, ὥσπερ Θουκυδίδης ἐν τῇ δʹ (c. 103) καὶ πάντες
οἱ καταλογάδην συγγραφεῖς, οἱ δὲ ποιηταὶ θηλυκῶς.
Καρκίνος μὲν Ἀχιλλεῖ (p. 619 N)·
βαθεῖαν εἰς αὐλῶνα περίδρομον στρατοῦ.
καὶ Σοφοκλῆς Σκύθαις (fr. 503)·
κρημνούς τε καὶ σήραγγας ἠδ' ἐπακτίας
αὐλῶνας.
ἐκδεκτέον οὖν καὶ τὸ παρὰ Ἐρατοσθένει ἐν τῷ
Ἑρμῇ θηλυκῶς εἰρῆσθαι (fr. 8 Hi) ‘βαθὺς διαφύεται
αὐλών’ ἀντὶ τοῦ βαθεῖα, καθάπερ λέγεται ‘θῆλυς
ἐέρση’ (Hes. sc. 395). πᾶν οὖν τὸ τοιοῦτον αὐλή τε καὶ
αὐλὼν λέγεται. νῦν δὲ τὰ βασίλεια λέγουσιν αὐλάς,
ὥσπερ Μένανδρος (IV 307 M)·

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές.


Βι. 7, Kaibel paragraph 28, γρ. 17

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 8, Kaibel paragraph 45, γρ. 5

ἄγωσιν. εἶθ' ὡς ἦγον καὶ ἠρώτων, ‘κατὰ τὸ καπηλεῖον’,


ἔφη, ὅτι καπηλεῖα ἐδόκει εἶναι ἡ Μαρώνεια. τὸν δὲ Τη-
λεφάνην, ἐπεὶ ἀναφυσᾶν ἤρχετο παρακατακείμενος,
’ἄνω, ἔφη, ὡς οἱ ἐρυγγάνοντες.’ τοῦ δὲ βαλανέως ἐν
Καρδίᾳ ῥύμμα γῆν μοχθηρὰν καὶ ὕδωρ ἁλμυρὸν παρέ-
193

χοντος, πολιορκεῖσθαι ἔφη κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν.


νικήσας δ' ἐν Σικυῶνι τοὺς ἀνταγωνιστὰς ἀνέ-
θηκεν εἰς τὸ Ἀσκληπιεῖον τρόπαιον ἐπιγράψας· ‘Στρα-
τόνικος ἀπὸ τῶν κακῶς κιθαριζόντων’. ᾄσαντος δέ
τινος, ἤρετο τίνος τὸ μέλος. εἰπόντος δ' ὅτι Καρ-
κίνου, ‘πολύ γε μᾶλλον, ἔφη, ἢ ἀνθρώπου’. ἐν Μαρω-
νείᾳ δ' ἔφη οὐ γίνεσθαι ἔαρ, ἀλλ' ἀλέαν. ἐν Φασήλιδι
δὲ πρὸς τὸν παῖδα διαμφισβητοῦντος τοῦ βαλανέως
περὶ τοῦ ἀργυρίου (ἦν γὰρ νόμος πλείονος λούειν
τοὺς ξένους) ‘ὦ μιαρέ, ἔφη, παῖ, παρὰ χαλκοῦν με
[μικροῦ] Φασηλίτην ἐποίησας.’ πρὸς δὲ τὸν ἐπαινοῦντα,
ἵνα λάβῃ τι, αὐτὸς ἔφη μείζων εἶναι πτωχός. ἐν
μικρᾷ δὲ πόλει διδάσκων ἔφη ‘αὕτη οὐ πόλις ἐστίν,
ἀλλὰ μόλις.’ ἐν Πέλλῃ δὲ πρὸς φρέαρ προσελθὼν
ἠρώτησεν εἰ πότιμόν ἐστιν. εἰπόντων δὲ τῶν ἱμώντων
’ἡμεῖς γε τοῦτο πίνομεν’, ‘οὐκ ἄρ', ἔφη, πότιμόν ἐστιν’.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 10, Kaibel paragraph 84, γρ.


19

ἐν Χαλκίδι τοῦτ' ἐπιγεγράφθαι, πεποιῆσθαι δ' ἐν αὐτῷ


τράγον καὶ δελφῖνα, περὶ ὧν εἶναι τὸν λόγον τοῦτον.
οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον
εἰργασμένον εἰρῆσθαι, καὶ εἶναι τὸν βουφόνον καὶ τοῦ
Διονύσου θεράποντα τὸν διθύραμβον. οἳ δέ φασιν
ἐν Ἰουλίδι τὸν τῷ Διονύσῳ θυόμενον βοῦν ὑπό τινος
τῶν νεανίσκων παίεσθαι πελέκει. πλησίον δὲ τῆς
ἑορτῆς οὔσης εἰς χαλκεῖον δοθῆναι τὸν πέλεκυν· τὸν
οὖν Σιμωνίδην ἔτι νέον ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα
κομιούμενον αὐτόν. ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοι-
μώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον
καὶ ἐπαλλήλως ἔχοντα τὰ ἔμπροσθεν, οὕτως ἐλθόντα
εἰπεῖν πρὸς τοὺς συνήθεις τὸ προειρημένον πρόβλημα.
τὸν μὲν γὰρ τοῦ ἐρίφου πατέρα τὸν ἀσκὸν εἶναι, σχέ-
τλιον δὲ ἰχθὺν τὸν καρκίνον, νυκτὸς δὲ παῖδα τὸν
ὕπνον, βουφόνον δὲ καὶ Διονύσου θεράποντα τὸν πέ-
λεκυν. πεποίηκε δὲ καὶ ἕτερον ἐπίγραμμα ὁ Σιμωνίδης,
ὃ παρέχει τοῖς ἀπείροις τῆς ἱστορίας ἀπορίαν (fr. 173)·
φημὶ τὸν οὐκ ἐθέλοντα φέρειν τέττιγος ἄεθλον
τῷ Πανοπηιάδῃ δώσειν μέγα δεῖπνον Ἐπειῷ.
194

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 10, Kaibel paragraph 84, γρ.


23

Διονύσου θεράποντα τὸν διθύραμβον. οἳ δέ φασιν


ἐν Ἰουλίδι τὸν τῷ Διονύσῳ θυόμενον βοῦν ὑπό τινος
τῶν νεανίσκων παίεσθαι πελέκει. πλησίον δὲ τῆς
ἑορτῆς οὔσης εἰς χαλκεῖον δοθῆναι τὸν πέλεκυν· τὸν
οὖν Σιμωνίδην ἔτι νέον ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα
κομιούμενον αὐτόν. ἰδόντα δὲ καὶ τὸν τεχνίτην κοι-
μώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον
καὶ ἐπαλλήλως ἔχοντα τὰ ἔμπροσθεν, οὕτως ἐλθόντα
εἰπεῖν πρὸς τοὺς συνήθεις τὸ προειρημένον πρόβλημα.
τὸν μὲν γὰρ τοῦ ἐρίφου πατέρα τὸν ἀσκὸν εἶναι, σχέ-
τλιον δὲ ἰχθὺν τὸν καρκίνον, νυκτὸς δὲ παῖδα τὸν
ὕπνον, βουφόνον δὲ καὶ Διονύσου θεράποντα τὸν πέ-
λεκυν. πεποίηκε δὲ καὶ ἕτερον ἐπίγραμμα ὁ Σιμωνίδης,
ὃ παρέχει τοῖς ἀπείροις τῆς ἱστορίας ἀπορίαν (fr. 173)·
φημὶ τὸν οὐκ ἐθέλοντα φέρειν τέττιγος ἄεθλον
τῷ Πανοπηιάδῃ δώσειν μέγα δεῖπνον Ἐπειῷ.
λέγεται δὲ ἐν τῇ Καρθαίᾳ διατρίβοντα αὐτὸν διδάσκειν
τοὺς χορούς. εἶναι δὲ τὸ χορηγεῖον ἄνω πρὸς Ἀπόλ-
λωνος ἱερῷ μακρὰν τῆς θαλάσσης.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 13, Kaibel paragraph 8, γρ.


42

{Β.} δεδογμένον τὸ πρᾶγμ'· ἀνερρίφθω κύβος.


{Α.} πέραινε, σωθείης δέ· νῦν ἀληθινὸν
εἰς πέλαγος αὑτὸν ἐμβαλεῖς γὰρ πραγμάτων,
οὐ Λιβυκὸν οὐδ' Αἰγαῖον οὐδὲ .....,
οὗ τῶν τριάκοντ' οὐκ ἀπόλλυται τρία
πλοιάρια· γήμας δ' οὐδὲ εἷς σέσωσθ' ὅλως.
ἐν δὲ Ἐμπιμπραμένῃ (ib. 114)·
ἐξώλης ἀπόλοιθ' ὅστις ποτὲ
ὁ πρῶτος ἦν γήμας, ἔπειθ' ὁ δεύτερος,
εἶθ' ὁ τρίτος, εἶθ' ὁ τέταρτος, εἶθ' ὁ Μεταγένης.
Καρκίνος δ' ὁ τραγικὸς ἐν Σεμέλῃ, ἧς ἀρχή (fr. 2 N)
’ὦ νύκτες,’ φησίν (fr. 3)·
ὦ Ζεῦ, τί χρὴ γυναῖκας ἐξειπεῖν κακόν;
ἀρκοῦν ἂν εἴη, κἂν γυναῖκ' εἴπῃς μόνον.
οὐκ αἰσθάνονται δ' οὐδ' οἱ παρ' ἠλικίαν νέας ἀγό-
195

μενοι γυναῖκας εἰς προὖπτον κακὸν αὑτοὺς ἐμβάλλον-


τες, καίτοι τοῦ Μεγαρικοῦ ποιητοῦ παραινέσαντος
αὐτοῖς (457)· οὔ τοι σύμφορόν ἐστι γυνὴ νέα ἀνδρὶ γέροντι·
οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος, οὐδ' ἄγκυραι ἔχουσιν·

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 15, Kaibel paragraph 4, γρ.


22

ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν –


{Β.} πλάστιγγα ποίαν; τοῦτο τοὐπικείμενον
ἄνω τὸ μικρόν, τὸ πινακίσκιον λέγεις;
{Α.} τοῦτ' ἐστὶ πλάστιγξ – οὗτος ὁ κρατῶν γίγνεται.
{Β.} πῶς δ' εἴσεταί τις τοῦτ'; {Α.} ἐὰν θίγῃ μόνον
αὐτῆς, ἐπὶ τὸν μάνην πεσεῖται καὶ ψόφος
ἔσται πάνυ πολύς. {Β.} πρὸς θεῶν, τῷ κοττάβῳ
πρόσεστι καὶ Μάνης τις ὥσπερ οἰκέτης; καὶ μετ' ὀλίγα· ᾧ δεῖ λαβὼν τὸ
ποτήριον δεῖξον νόμῳ. {Α.} αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τοὺς
δακτύλους οἶνόν τε μικρὸν ἐγχέαι καὶ μὴ πολύν· ἔπειτ' ἀφήσεις. {Β.}
τίνα τρόπον; {Α.} δεῦρο βλέπε; τοιουτονί. {Β.} Πόσειδον, ὡς ὑψοῦ
σφόδρα.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. Βι. 15, Kaibel paragraph 50, γρ.


56

.... ἐκ γῆς χρὴ κατίδην πλόον,


εἴ τις δύναιτο καὶ παλάμην ἔχοι.
ἐπεὶ δέ κ' ἐν πόντῳ γένηται,
τῷ παρεόντι τρέχειν ἀνάγκη.
θʹ (16 B)
ὁ δὲ καρκίνος ὧδ' ἔφη,
χαλᾷ τὸν ὄφιν λαβών·
’εὐθὺν χρὴ τὸν ἑταῖρον ἔμμεν
καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν.’
ιʹ (9 B)
ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω,
ὥσπερ Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων,
ὅτε τὸν τύραννον κτανέτην
ἰσονόμους τ' Ἀθήνας ἐποιησάτην.
196

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) “Athenaei


dipnosophistarum epitome, vols. 2.1–2.2”, Ed. Peppink, S.P.Leiden: Brill,
2.1:1937; 2.2:1939.
Τόμ. 2,1, σε. 12, γρ. 14

παρατεθειμένοις ἐμποιεῖ χρώματος αὐγήν· ἄλλοι δ' ἀπὸ τοῦ ζῴου.


ἁλίσκον-
ται δέ, φησὶν Ἀριστοτέλης, ἔαρος, ὑπὸ κύνα δ' οὔ. οὐ γὰρ νέμονται, ἀλλὰ
κρύπτουσιν ἑαυτὰς καὶ φωλεύουσι. τὸ δ' ἄνθος ἔχουσιν ἀνὰ μεσὸν τοῦ
μήκωνος καὶ τοῦ τραχήλου. ἔχει δὲ καὶ αὐτὴ καὶ ὁ κῆρυξ καὶ πάντα τὰ
στρομβώδη ἐκ γενετῆς τὰ ἐπικαλύμματα. νέμονται δὲ ἐξείροντα τὴν
καλου-
μένην γλῶτταν ὑπὸ τὸ κάλυμμα. τὸ δὲ μέγεθος τῆς γλώσσης ἔχει ἡ
πορφύρα
μεῖζον δακτύλου, ᾧ νέμεται καὶ διατρυπᾷ τὰ κογχύλια. μακρόβια δὲ πορ-
φύρα καὶ κῆρυξ καὶ ζῇ περὶ ἔτη ἕξ. φανερὰ δὲ ἡ αὔξησις ἀπὸ τῆς ἐν τῷ
ὀστράκῳ ἕλικος. κόγχαι δὲ σωλῆνες, χῆμαι, κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι
συνίστανται. αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ φύονται ἐκ τοῦ βύθου ἔχουσί τε ἐν αὐταῖς
τὸν πιννοφύλακα αἳ μὲν καρίδιον, αἳ δὲ καρκίνιον· οὗ στερόμεναι θᾶττον
διαφθείρονται. ὃ καὶ συμπέφυκεν αὐταῖς κατὰ τὸν Ἀλεξανδρέα
Πάμφιλον.
φασὶ δὲ ἄλλοι καὶ συγγενᾶσθαι αὐτὸν αὐτῇ καὶ ὡς ἂν ἐξ ἑνὸς σπέρματος
γίνεσθαι. πάλιν Ἀριστοτέλης φησί· πάντα δὲ τὰ ὀστρακώδη γίνεται ἐν
τῇ ἰλύι, ἐν μὲν δὴ τῇ βορβορώδει ὄστρεα, ἐν δὲ τῇ ἀμμώδῃ κόγχαι καὶ
τὰ ῥηθέντα, περὶ δὲ τὰς σηράγγας τῶν πετρῶν τήθεα καὶ βάλανοι καὶ τὰ
ἐπιπολάζοντα λεπάδες, νηρῖται.
ὡσαύτως δὲ γίνεται τοῖς ὀστρακοδέρμοις καὶ τὰ μὴ ἔχοντα ὄστρακα,
ὡς αἱ κνίδαι καὶ οἱ σπόγγοι ἐν ταῖς σήραγξι. δύο δὲ γένη κνιδῶν· αἱ μὲν
γὰρ ἐν τοῖς κοίλοις οὐκ ἀπολύονται τῶν πετρῶν, αἱ δὲ ἐν τοῖς λείοις
καὶ πλαταμώδεσιν ἀπολυόμεναι μεταχωροῦσι. τὰς δὲ κνίδας Εὔπολις

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,1, σε. 167, γρ.


7

μὴ ὀφθῇ, ὥσπερ ἐκ πορνείου ἐξιών. ἰδὼν δὲ ἐν κυφῶνι δεδεμένους δύο


ὡς
μικροπολιτικόν, ἔφη, τὸ μὴ δύνασθαι συμπληρῶσαι. πρὸς ἁρμονικόν, κη-
πουρὸν ὄντα πρότερον, ἀμφισβητοῦντ' αὐτῷ περὶ ἁρμονίας ἔφη· ᾄδοι τις
ἣν ἕκαστος εἰδείη τέχνην. ἐν Μαρωνείᾳ συμπίνων τισὶν ἔφη ἔχειν
γνῶναι
κατὰ τινὰ τόπον ἐστὶ τῆς πόλεως, ἐὰν κατακαλύψαντες ἄγωσιν. εἶθ' ὡς
197

ἦγον καὶ ἠρώτων, κατὰ τὸ καπηλεῖον, ἔφη, ὅτι καπηλεῖα ἐδόκει εἶναι ἡ
Μαρώνεια. Τηλεφάνει, ἐπεὶ ἀναφυσῶν ἤρχετο παρακατακείμενος, ἄνω,
ἔφη,
ὡς οἱ ἐρυγγάνοντες. βαλανέως ῥύμμα γῆν μοχθηρὰν καὶ ὕδωρ ἁλμυρὸν
παρέχοντος, πολιορκεῖσθαι ἔφη κατὰ γῆν, καὶ θάλασσαν. νικήσας ἐν
Σικυῶνι
τοὺς ἀνταγωνιστὰς ἀνέθηκε τρόπαιον ἐπιγράψας· Στρατόνικος ἀπὸ τῶν
κακῶς κιθαριζόντων· ᾄσαντός τινος ἤρετο τὸ μέλος. εἰπόντος δ' ὅτι
Καρκίνου,
πολύ γε μᾶλλον ἔφη ἢ ἀνθρώπου. ἐν Μαρωνείᾳ ἔφη οὐ γίνεσθαι ἔαρ, ἀλλ'
ἀλέαν. ἐν Φασήλιδι πρὸς τὸν παῖδα ἀμφισβητοῦντος τοῦ βαλανέως περὶ
τοῦ ἀργυρίου, ἦν γὰρ νόμος πλείονος λούειν τοὺς ξένους, ὦ μιαρέ, ἔφη,
παῖ, παρὰ χαλκοῦν με μικροῦ Φασηλίτην ἐποίησας· πρὸς δὲ τὸν
ἐπαινοῦντα,
ἵνα λάβῃ τι, αὐτὸς μείζων εἶναι ἔφη πτωχός. ἐν μικρᾷ πόλει διδάσκων,
αὑτὴ οὐ πόλις, ἀλλὰ μόλις. ἐν Πέλλῃ πρὸς φρέαρ προσελθὼν ἠρώτησε εἰ
πότιμον. εἰπόντων δὲ τῶν ἱμώντων, ἦσαν δὲ χλωροί, ὡς ἡμεῖς γε τοῦτο
πίνομεν, οὐκ ἄρ', ἔφη, πότιμόν ἐστιν. πρὸς Ἄριον τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά
τι αὐτῷ, ψάλλ' ἐς κόρακας ἔφη. πρὸς νακοδέψην λοιδορούμενον αὐτῷ,
ἐπεὶ ἐκεῖνος κακόδαιμον ἔφη, οὗτος νακόδαιμον ἔφη. φασὶ δὲ τὸν Στρατό

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,1, σε. 168, γρ.


19

ἐν τοῖς ἀριστέροις μέρεσι, τὰ δ' ἄλλ' ἐν τῷ μέσῳ. καὶ τοὺς ἄρρενας τῶν
θηλείων πλείους ὀδόντας ἔχειν. τετηρῆσθαι δέ φησι τοῦτο καὶ ἐπὶ
προβάτου
καὶ συὸς καὶ αἰγός. τῶν δ' ἰχθύων οὐδένα γένεσθαι ὄρχεις ἔχοντα.
μαστοὺς
δὲ οὔτ' ἰχθὺν ἔχειν οὔτ' ὄρνιθας. δελφῖνα δὲ μόνον οὐκ ἔχειν χολήν. ἔτι
τὰ μαλακόδερμά φησι καὶ ὀστρακόδερμα καὶ σελαχώδη καὶ ἔντομα πλείω
χρόνον ὀχεύειν. δελφῖνα δὲ παρακατακλινόμενον, καὶ εἶναι τῶν μὲν
δελφί-
νων βραδεῖαν τὴν μίξιν, τῶν δ' ἰχθύων ταχεῖαν. ἔτι ὁ λέων, φησί,
στερέμνια
ἔχει τὰ ὀστᾶ, καὶ κοπτομένων αὐτῶν ὥσπερ ἐκ τῶν λίθων πῦρ ἐκλάμπει.
δελφὶς δὲ ὀστᾶ ἔχει καὶ οὐκ ἄκανθαν, τὰ δὲ σελάχη καὶ χόνδρον καὶ
ἄκανθαν. εἶναι δέ τινα ζῷα ἐφήμερα καλούμενα, ἃ μίαν μόνην ἡμέραν
ζῆν.
πάντα τε τὰ ζῷα δύο ἡγεμόνας ἔχειν πόδας, καρκίνον δὲ τέσσαρας. τῶν
ζῴων τὰ μὲν ἔχειν χεῖρας, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δὲ δοκεῖν ὡς πίθηκος. οὐδὲν
γὰρ τῶν ἀλόγων ζῴων δίδωσι καὶ λαμβάνει, πρὸς ἅπερ αἱ χεῖρες ὄργανα
δέδονται. πάλιν τὰ μὲν ἔχει ἄρθρα, ὡς ἄνθρωπος, ὄνος, βοῦς, τὰ δὲ
198

ἄναρθρά
ἐστιν, ὡς ὄφις, ὄστρεα, πλεύμονες.
ὅτι περὶ Ἀριστοτέλους φησὶν Ἐπίκουρος ὡς καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἐπὶ
στρατείαν ὥρμησε καὶ ἐν ταύτῃ κακῶς πράττων ἐπὶ τὸ φαρμακοπωλεῖν
ἦλθεν· εἶτα ἀναπεπταμένου τοῦ Πλάτωνος περιπάτου παραβαλὼν ἑαυτὸν
προσεκάθισε τοῖς λόγοις, οὐκ ὢν ἀφυής, καὶ κατὰ μικρὸν γέγονε οἷος
ἐστιν.
φησὶ δ' ὁ αὐτὸς καὶ Πρωταγόραν ἐκ φορμοφόρου καὶ ξυλοφόρου πρῶτον
γενέσθαι γραφέα Δημοκρίτου.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,2, σε. 48, γρ.


26

αὐτοῦ. παρὰ δὲ Σιμωνίδῃ γριφώδη ταῦτα· μιξονόμου τε πατὴρ ἐρίφου


καὶ σχέτλιος ἰχθὺς πλησίον ἠρείσαντο καρήατα· παῖδα δὲ νυκτὸς
δεξάμενοι
βλεφάροισι Διωνύσοιο ἄνακτος βουφόνον οὐκ ἐθέλουσι τιθηνεῖσθαι
θεράποντα.
φασὶ δ' οἳ μὲν ἐπί τινος τῶν ἐν Χαλκίδι ἀναθημάτων τοῦτο γεγράφθαι,
πεποιῆσθαι δ' ἐν αὐτῷ τράγον καὶ δελφῖνα, περὶ ὧν εἶναι τὸν λόγον
τοῦτον.
οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι,
καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα τὸν διθύραμβον. οἳ δέ φασιν
ἐν Ἰουλίδι τὸν Διονύσῳ θυόμενον βοῦν παίεσθαι πελέκει. πλησίον δὲ τῆς
ἑορτῆς οὔσης εἰς χαλκεῖον δοθῆναι τὸν πέλεκυν· τὸν Σιμωνίδην οὖν νέον
ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν. ἰδόντα δὲ καὶ τὸν
τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
ἐπαλλήλως ἔχοντα τὰ ἔμπροσθεν, οὕτως ἐλθόντα εἰπεῖν πρὸς τοὺς
συνήθεις
τὸ πρόβλημα. τὸν μὲν γὰρ ἐρίφου πατέρα ἀσκὸν εἶναι, σχέτλιον δὲ ἰχθὺν
τὸν
καρκίνον, νυκτὸς δὲ παῖδα τὸν ὕπνον, βουφόνον δὲ Διονύσου θεράποντα
τὸν πέ-
λεκυν. τὸ δὲ ἐπίγραμμα αὐτοῦ τό· τὸν οὐκ ἐθέλοντα φέρειν τέττιγος
ἄεθλον τῷ
Πανοπηιάδῃ δώσειν μέγα δεῖπνον Ἐπείῳ τοιοῦτόν ἐστιν· ἐν Καρθέᾳ
διατρίβων
μακρὰν τῆς θαλάσσης ἐδίδασκε τοὺς χορούς. ὑδρεύοντες οὖν αὐτός τε
καὶ
οἱ ἄλλοι ἐκ τῆς κάτω κλίνης, ἀνακομίζοντος αὐτοῖς τὸ ὕδωρ ὄνου, ὃν
ἐκάλουν
Ἐπειὸν διὰ τὸ κἀκεῖνον ἀναγεγράφθαι ὑδροφορεῖν τοῖς Ἀτρείδαις, ὡς
199

Στησίχορος· ᾤκτειρε δ' αὐτὸν ὕδωρ ἀεὶ φορέοντα Διὸς κούρα


βασιλεῦσιν.
ὑπαρχόντων οὖν τούτων ταχθῆναί φασι τῷ μὴ παραγενομένῳ τῶν
χορευτῶν

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,2, σε. 48, γρ.


29

φασὶ δ' οἳ μὲν ἐπί τινος τῶν ἐν Χαλκίδι ἀναθημάτων τοῦτο γεγράφθαι,
πεποιῆσθαι δ' ἐν αὐτῷ τράγον καὶ δελφῖνα, περὶ ὧν εἶναι τὸν λόγον
τοῦτον.
οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι,
καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα τὸν διθύραμβον. οἳ δέ φασιν
ἐν Ἰουλίδι τὸν Διονύσῳ θυόμενον βοῦν παίεσθαι πελέκει. πλησίον δὲ τῆς
ἑορτῆς οὔσης εἰς χαλκεῖον δοθῆναι τὸν πέλεκυν· τὸν Σιμωνίδην οὖν νέον
ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν. ἰδόντα δὲ καὶ τὸν
τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
ἐπαλλήλως ἔχοντα τὰ ἔμπροσθεν, οὕτως ἐλθόντα εἰπεῖν πρὸς τοὺς
συνήθεις
τὸ πρόβλημα. τὸν μὲν γὰρ ἐρίφου πατέρα ἀσκὸν εἶναι, σχέτλιον δὲ ἰχθὺν
τὸν
καρκίνον, νυκτὸς δὲ παῖδα τὸν ὕπνον, βουφόνον δὲ Διονύσου θεράποντα
τὸν πέ-
λεκυν. τὸ δὲ ἐπίγραμμα αὐτοῦ τό· τὸν οὐκ ἐθέλοντα φέρειν τέττιγος
ἄεθλον τῷ
Πανοπηιάδῃ δώσειν μέγα δεῖπνον Ἐπείῳ τοιοῦτόν ἐστιν· ἐν Καρθέᾳ
διατρίβων
μακρὰν τῆς θαλάσσης ἐδίδασκε τοὺς χορούς. ὑδρεύοντες οὖν αὐτός τε
καὶ
οἱ ἄλλοι ἐκ τῆς κάτω κλίνης, ἀνακομίζοντος αὐτοῖς τὸ ὕδωρ ὄνου, ὃν
ἐκάλουν
Ἐπειὸν διὰ τὸ κἀκεῖνον ἀναγεγράφθαι ὑδροφορεῖν τοῖς Ἀτρείδαις, ὡς
Στησίχορος· ᾤκτειρε δ' αὐτὸν ὕδωρ ἀεὶ φορέοντα Διὸς κούρα
βασιλεῦσιν.
ὑπαρχόντων οὖν τούτων ταχθῆναί φασι τῷ μὴ παραγενομένῳ τῶν
χορευτῶν
εἰς τὴν ὡρισμένην ὥραν παρέχειν τῷ ὄνῳ χοίνικα κριθῶν.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,2, σε. 102, γρ.


36

δ' οἷον ἦν γυνὴ κακὸν πεπεισμένος. καὶ προελθών φησιν· ὦ Ζεῦ


200

πολυτίμητε,
εἶτ' ἐγώ ποτε κακῶς ἐρῶ γυναῖκας; νὴ Δι' ἀπολοίμην ἄρα· εἰ δ' ἐγένετο
κακὴ γυνὴ Μήδεια, Πηνελόπη δὲ μέγα πρᾶγμα. ἐρεῖ τις ὡς
Κλυταιμήστρα
κακή· Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν. ἀλλ' ἴσως Φαίδραν ἐρεῖ κακῶς τις·
ἀλλὰ νὴ Δία χρηστή τις ἦν μέντοι τίς; οἴμοι δείλαιος, ταχέως γε μ' αἱ
χρησταὶ γυναῖκες ἐπέλιπον, τῶν δ' αὖ πονηρῶν ἔτι λέγειν πολλὰς ἔχω.
Ἀντιφάνης· γεγάμηκε δήπου. τί λέγεις; ἀληθινῶς γεγάμηκεν, ὃν ἐγὼ
ζῶντα περιπατοῦντα κατέλιπον. Μένανδρος· οὐ γαμεῖς, ἂν νοῦν ἔχῃς.
γεγάμηκα γὰρ αὐτός. διὰ τοῦτό σοι παραινῶ μὴ γαμεῖν. πάλιν· ἐξώλης
ἀπόλοιθ' ὅστις ποτὲ ὁ πρῶτος ἦν ὁ γήμας, ἔπειθ' ὁ δεύτερος, εἶθ' ὁ τρίτος,
εἶθ' ὁ τέταρτος, εἶθ' ὁ Μεταγένης. Καρκῖνος· ὦ νύκτες, ὦ Ζεῦ, τί χρὴ
γυναῖκας ἐξειπεῖν κακόν; ἀρκοῦν ἂν εἴη, κἂν γυναῖκ' εἴπῃς μόνον. ὁ δὲ
Μεγαρικὸς ποιητὴς Θέογνίς φησιν· οὔτοι σύμφορόν ἐστιν ἀνδρὶ γεραιῷ·
οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος, οὐδ' ἄγκυραν ἔχουσιν, ἀποῤῥήξασα
δὲ δεσμὰ πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιμένα. ὅτι οἱ μέγιστοι πόλεμοι
διὰ γυναῖκας ἐγένοντο, ὁ Ἰλιακὸς δι' Ἑλένην, ὁ λοιμὸς διὰ Χρυσηίδα,
Ἀχιλλέως μῆνις διὰ Βρισηίδα. ὁ Φιλίππου δὲ οἶκος ἀνετράπη διὰ τὸν
Κλεοπάτρας γάμον, ὁ Ἡρακλέους διὰ τὸν Ἰόλης, ὁ Θησέως διὰ τὸν
Φαίδρας
τῆς Μίνωος, ὁ Ἀθάμαντος διὰ τὸν Θεμιστοῦς τῆς Ὑψέως, ὁ Ἰάσονος διὰ
τὸν Γλαύκης,

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,2, σε. 148, γρ.


24

διδούς. ἐκαλεῖτο δὲ κότταβος καὶ τὸ ἄγγος εἰς ὃ ἔβαλλον τὰς λατάγας.


ἐκαλοῦντο δὲ καὶ κατακτοί τινες κότταβοι. ἔστι δὲ λυχνία ἀναγόμενα
πάλιν
τε συμπίπτοντα. Εὔβουλος· τίς ἂν λάβοιτο τοῦ Σικελοῦ κάτω θέμενος·
ἄνω γὰρ ὥσπερ κοττάβιον αἴρομαι. Ἀντιφάνης· κότταβος τὸ λυχνίον ἐστί·
πρόσεχε τὸν νοῦν· ᾠὰ μὲν πέντε νικητήριον. κοτταβίῃ τίνα τρόπον; ἐγὼ
διδάξω καθ' ὅσον ἄν· τὸν κότταβον ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα – ποίαν;
τοῦτο
τοὐπικείμενον ἄνω τὸ μικρόν· τὸ πινακίσκιον λέγεις; τοῦτ' ἔστι πλάστιγξ

οὗτος ὁ κρατῶν γίνεται. πῶς δ' εἴσεταί τις τοῦτο; ἂν τύχῃ μόνον αὐτῆς,
ἐπὶ τὸν μάνην πεσεῖται καὶ ψόφος ἐστὶ πάνυ πολύς. πρὸς θεῶν, τῷ κοτ-
τάβῳ πρόσεστι καὶ Μάνης τις ὥσπερ οἰκέτης; καὶ μετ' ὀλίγα φησίν· δεῖ
καρκινοῦν τοὺς δακτύλους οἶνόν τι μικρὸν ἐγχέαι καὶ μὴ πολύν· ἔπειτ'
ἀφήσεις. τίνα τρόπον; βλέπε τοιοῦτον. Πόσειδον, ὡς ὑψοῦ σφόδρα. οὕτω
ποιήσεις. ἀλλ' ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτό γε. ἀλλὰ
201

μάνθανε.
ἀγκυλοῦντα γὰρ δεῖ σφόδρα τὴν χεῖρα εὐρύθμως πέμπειν τὸν κότταβον.
καὶ παρὰ Πλάτωνι παρακελεύεται τῷ Ἡρακλεῖ μὴ σκληρὰν ἔχειν τὴν
χεῖρα μέλλοντα κοτταβίζειν. ἐκάλουν δ' ἀπ' ἀγκύλης τὴν τοῦ κοττάβου
πρόεσιν διὰ τὸ ἀπαγκυλοῦν τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐν τοῖς ἀποκοτταβισμοῖς. οἳ
δὲ ποτηρίου εἶδος τὴν ἀγκύλην φασί. καὶ λέγονται δέ τινες κότταβοι
ἀγκυλητοί.

Αθηναίος σοφιστής. Δειπνοσοφιστές. (epitome) Τόμ. 2,2, σε. 159, γρ.


7

φρενί. ὑγιαίνειν μὲν ἄριστον ἀνδρὶ θνητῷ, δεύτερον δὲ καλὸν φυὰν


γενέσθαι,
τὸ τρίτον δὲ πλουτεῖν ἀδόλως καὶ τὸ τέταρτον συνηβᾶν μετὰ τῶν φίλων.
τινὲς δὲ σκόλιόν φασι λεχθῆναι κατὰ τὸν τῆς μελοποιίας τρόπον ὃς ἦν
σκολιός, τὸ δὲ προεκτεθὲν σκόλιον διαχλευάζων ὁ κωμικὸς
Ἀναξανδρίδης
φησίν· ὁ τὸ σκόλιον εὑρὼν ἐκεῖνος, ὅστις ἦν, τὸ μὲν ὑγιαίνειν πρῶτον ὡς
ἄριστον ἦν, ὠνόμασεν ὀρθῶς. τρίτον δὲ πλουτεῖν, τοῦτ', ὁρᾷς, ἐμαίνετο·
μετὰ τὴν ὑγείαν γὰρ τὸ πλουτεῖν διαφέρει· καλὸς δὲ πίνων ἐστὶν αἰσχρὸν
θηρίον.
ἀρχαῖον σκόλιον κἀκεῖνο· ἐκ γῆς χρὴ κατιδεῖν πλόον, εἴ τις δύναιτο καὶ
παλάμην ἔχοι. ἐπεὶ καὶ ἐν πόντῳ γένηται, τῷ παρεόντι τρέχειν ἀνάγκη.
ὁ δὲ καρκίνος ὧδ' ἔφη, χαλᾷ τὸν ὄφιν λαβών· εὐθέα χρὴ τὸν ἑταῖρον
ἔμεν καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν. ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω, ὥσπερ
Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων, ὅτε τὸν τύραννον κτανέτην ἰσονόμους τ'
Ἀθήνας
ἐποιησάτην. φίλταθ' Ἁρμόδι', οὔπω τέθνηκας· νήσοις δ' ἐν μακάρων σέ
φασιν εἶναι, ἵνα περ ποδώκης Ἀχιλλεύς.
Ἀδμήτου λόγον, ὦ ἑταῖρε, μαθὼν τοὺς ἀγαθοὺς φίλους σέβου, τῶν
δειλῶν δ' ἀπέχου, γνοὺς ὅτι δειλοῖς ὀλίγη χάρις. παῖ Τελαμῶνος, Αἶαν
αἰχμητά, λέγουσί σ' ἐς Τροίαν ἄριστον ἐλθεῖν Δαναῶν καὶ Ἀχιλλέα. εἴθε
λύρα καλὴ γενοίμην ἐλεφαντίνα καί με καλοὶ παῖδες φέροιεν Διονύσιον
ἐς χορόν. εἴθ' ἄπυρον καλὸν γενοίμαν μέγα χρύσιον καί με καλὴ γυνὴ
φοροίη καθαρὸν θεμένη νόον. σύν μοι πῖνε, συνήβα, συνέρα,
συστεφανηφόρει,

Ισοκράτης

Ισοκράτης Trapeziticus (orat. 17) “Isocrate. Discours, vol. 1”, Ed.


Mathieu, G., Brémond, É.Paris: Les Belles Lettres, 1929, Repr. 1963.Τμ.
202

52, γρ. 8

Ἀκούσας δὲ Σάτυρος ἀμφοτέρων ἡμῶν δικάζειν μὲν οὐκ ἠξίου περὶ


τῶν ἐνθάδε
γενομένων συμβολαίων, ἄλλως τε καὶ μὴ παρόντος τούτου
μηδὲ μέλλοντος ποιήσειν ἃ ἐκεῖνος δικάσειεν· οὕτω δὲ σφόδρ'
ἐνόμιζεν ἀδικεῖσθαί με ὥστε συγκαλέσας τοὺς ναυκλήρους
ἐδεῖτ' αὐτῶν βοηθεῖν ἐμοὶ καὶ μὴ περιορᾶν ἀδικούμενον, καὶ
πρὸς τὴν πόλιν συγγράψας ἐπιστολὴν ἔδωκε φέρειν
Ξενοτίμῳ τῷ Καρκίνου. Καί μοι ἀνάγνωθι αὐτοῖς.

Ἐπιστολή

Οὕτω τοίνυν, ὦ ἄνδρες δικασταὶ, πολλῶν μοι τῶν


δικαίων ὑπαρχόντων, ἐκεῖν' ἡγοῦμαι μέγιστον εἶναι τεκμή-
ριον ὡς ἀποστερεῖ με Πασίων τῶν χρημάτων, ὅτι τὸν
παῖδ' οὐκ ἠθέλησεν βασανίζειν ἐκδοῦναι τὸν συνειδότα
περὶ τῆς παρακαταθήκης. Καίτοι περὶ τῶν πρὸς τοὺς ἐπὶ
ταῖς τραπέζαις συμβολαίων τίς ἂν ἔλεγχος ἰσχυρότερος
τούτου γένοιτο; Οὐ γὰρ δὴ μάρτυράς γ' αὐτῶν ποιούμεθα.
Ὁρῶ δὲ καὶ ὑμᾶς καὶ περὶ τῶν ἰδίων καὶ περὶ τῶν
δημοσίων οὐδὲν πιστότερον οὐδ' ἀληθέστερον βασάνου

Σοφοκλής

Σοφοκλής Fragmenta “Tragicorum Graecorum fragmenta, vol. 4”, Ed.


Radt, S.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1977.Fragment 314, γρ. 305

⸏{ΚΥ.} μὴ νῦν ἀπίστει· πιστὰ γάρ σε προσγελᾷ θεᾶς ἔπη.


⸏{ΧΟ.} καὶ πῶς πίθωμαι τοῦ θανόντος φθέγμα τοιοῦτον βρέμειν;
⸏{ΚΥ.} πιθοῦ· θανὼν γὰρ ἔσχε φωνήν, ζῶν δ' ἄναυδος ἦν ὁ θήρ.
⸏{ΧΟ.} ποῖός τις ἦν εἶδος; πρ[ο]μήκης, ἢ 'πίκυρτος, ἢ βραχύς;
⸏{ΚΥ.} βραχύς, χυτροίδης, πο[ι]κίλῃ δορᾷ κατερρικνωμένος.
⸏{ΧΟ.} ὡς αἰέλουρος εἰκάσαι πέφυκεν ἢ τὼς πόρδαλις;
⸏{ΚΥ.} πλεῖ̣σ̣τ̣ο̣ν με[τ]αξύ· γογγύλον γάρ ἐστι καὶ βραχυσκελές.
⸏{ΧΟ.} οὐδ' ὡς ἰχνευτῇ προσφερὲς πέφυκεν οὐδ' ὡς καρκίνῳ ;
⸏{ΚΥ.} οὐδ' αὖ τοιοῦτ[ό]ν̣ ἐστιν· ἀλλ' ἄλλον τιν' ἐξευροῦ τρόπον.
⸏{ΧΟ.} ἀλλ' ὡς κε̣ρ̣άστ̣[η]ς κάνθαρος δῆτ' ἐστὶν Αἰτναῖος φυήν;
⸏{ΚΥ.} νῦν ἐγγὺς ἔγν[ως] ᾧ μάλιστα προσφερὲς τὸ κνώδαλον.
{ΧΟ.} τ̣[......] φ̣ων[..]ν̣ ἐστιν αὐτοῦ, τοὐντὸς ἢ τοὔξω, φράσον.
203

{ΚΥ.} [.........]λο[..φ]ορίνη σύγγονος τῶν ὀστράκων.

Δημοσθένης In Aristogitonem 1 (0014: 025)“Demosthenis orationes,


vol. 2.1”, Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1907, Repr.
1966.Τμ. 95, γρ. 6

νεκτήμασιν πάλιν εἴληπται. καὶ τοσούτῳ πλείονος ὀργῆς


ἄξιός ἐστιν νῦν ἢ πρότερον, ὅσῳ τότε μὲν γράφειν μόνον
ᾤετο δεῖν παρὰ τοὺς νόμους, νυνὶ δὲ πάντα ποιεῖν, αἰτιᾶσθαι,
λέγειν, διαβάλλειν, βλασφημεῖν, θανάτου τιμᾶσθαι, εἰσαγ-
γέλλειν, κακολογεῖν τοὺς ἐπιτίμους αὐτὸς ὀφείλων τῷ
δημοσίῳ· τούτου γὰρ οὐδέν ἐστι δεινότερον. τὸ μὲν οὖν
νουθετεῖν τοῦτον μανία· ὃς γὰρ οἷς ὁ δῆμος ἅπας τοὺς
ἐνοχλοῦντας ἑαυτὸν νουθετεῖ θορύβοις μηδεπώποθ' ὑπεῖξε
μηδὲ διετράπη, ταχύ γ' ἂν φροντίσειέ τι τοῦ παρ' ἑνὸς
λόγου. ἀνίατον, ἀνίατον, ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸ πρᾶγμ' ἔστι
τὸ τούτου. δεῖ δὴ πάντας, ὥσπερ οἱ ἰατροί, ὅταν καρκίνον
ἢ φαγέδαιναν ἢ τῶν ἀνιάτων τι κακῶν ἴδωσιν, ἀπέκαυσαν
ἢ ὅλως ἀπέκοψαν, οὕτω τοῦτο τὸ θηρίον ὑμᾶς ἐξορίσαι,
ῥῖψαι ἐκ τῆς πόλεως, ἀνελεῖν, μὴ περιμείναντάς τι παθεῖν,
ὃ μήτ' ἰδίᾳ μήτε δημοσίᾳ γένοιτο, ἀλλὰ προευλαβηθέντας.
ὡδὶ γὰρ ὁρᾶτε. οὐδένα πώποτ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ
φαλάγγιον, μηδὲ δάκοι· ἀλλ' ὅμως ἅπαντα τὰ τοιαῦτα, ἐπὰν
ἴδητε, ἀποκτείνετε. τὸν αὐτὸν τοίνυν τρόπον, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, καὶ ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν
φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε, μὴ πόθ' ἕκαστον ὑμῶν δήξεται
περιμένετε, ἀλλ' ὁ προστυχὼν ἀεὶ τιμωρησάσθω.

Philo Judaeus Phil., De decalogo “Philonis Alexandrini opera quae


supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer, 1902, Repr. 1962.Τμ. 72,
γρ. 6

μὲν τεχνῖται πολλάκις ἄποροι καὶ ἄδοξοι κατεγήρασαν ἀτυχίαις


ἐπαλλήλοις
ἐναποθανόντες, τὰ δὲ τεχνιτευθέντα πορφύρᾳ καὶ χρυσῷ καὶ ταῖς ἄλλαις
πολυτελείαις, ἃς πλοῦτος χορηγεῖ, σεμνοποιεῖται καὶ θεραπεύεται, οὐ
πρὸς
ἐλευθέρων μόνον ἀλλὰ καὶ εὐπατριδῶν καὶ τὸ σῶμα καλλίστων· ἱερέων
γὰρ καὶ τὸ γένος ἐξετάζεται μετὰ πάσης ἀκριβείας, εἰ ἀνεπίληπτον, καὶ
ἡ κοινωνία τῶν τοῦ σώματος μερῶν, εἰ σύμπασα ὁλόκληρος. καὶ οὔπω
τοῦτο δεινόν, καίτοι δεινὸν ὄν, ἀλλ' ἐκεῖνο παγχάλεπον· ἤδη γάρ τινας
204

οἶδα τῶν πεποιηκότων τοῖς πρὸς ἑαυτῶν γεγονόσιν εὐχομένους τε καὶ


θύοντας, οἷς πολὺ βέλτιον ἦν ἑκατέραν τῶν χειρῶν προσκυνεῖν, εἰ δὲ μὴ
βούλοιντο δόξαν φιλαυτίας ἐκτρεπόμενοι, σφύρας γοῦν καὶ ἄκμονας καὶ
γραφίδας καὶ καρκίνους καὶ τὰ ἄλλα ἐργαλεῖα, δι' ὧν ἐμορφώθησαν αἱ
ὗλαι. | καίτοι πρὸς τοὺς οὕτως ἀπονοηθέντας ἄξιον παρρησιασα-
μένους εἰπεῖν· εὐχῶν ἀρίστην εἶναι συμβέβηκεν, ὦ γενναῖοι, καὶ τέλος
εὐδαιμονίας τὴν πρὸς θεὸν ἐξομοίωσιν. εὔχεσθε οὖν καὶ ὑμεῖς ἐξομοιω-
θῆναι τοῖς ἀφιδρύμασιν, ἵνα τὴν ἀνωτάτω καρπώσησθε εὐδαιμονίαν,
ὀφθαλμοῖς μὴ βλέποντες, ὠσὶ μὴ ἀκούοντες, μυκτῆρσι μήτε ἀναπνέοντες
μήτε ὀσφραινόμενοι, στόματι μὴ φωνοῦντες μηδὲ γευόμενοι, χερσὶ μήτε
λαμβάνοντες μήτε διδόντες μήτε δρῶντες, ποσὶ μὴ βαδίζοντες, μηδ'
ἄλλῳ τινὶ τῶν μερῶν ἐνεργοῦντες, ἀλλ' ὥσπερ ἐν εἱρκτῇ τῷ ἱερῷ
φρουρούμενοι καὶ φυλαττόμενοι, μεθ' ἡμέραν τε καὶ νύκτωρ τὸν ἀπὸ
τῶν θυομένων ἀεὶ καπνὸν σπῶντες·

Αριστοφάνης κωμικός

Αριστοφάνης κωμικός Equites“Aristophane, vol. 1”, Ed. Coulon, V.,


van Daele, M.Paris: Les Belles Lettres, 1923, Repr. 1967 (1st edn.
corr.).Γρ. 608

Ἀλλὰ τἀν τῇ γῇ μὲν αὐτῶν οὐκ ἄγαν θαυμάζομεν,


ὡς ὅτ' εἰς τὰς ἱππαγωγοὺς εἰσεπήδων ἀνδρικῶς,
πριάμενοι κώθωνας, οἱ δὲ καὶ σκόροδα καὶ κρόμμυα·
εἶτα τὰς κώπας λαβόντες ὥσπερ ἡμεῖς οἱ βροτοὶ
ἐμβαλόντες ἀνεφρυάξανθ'· «Ἱππαπαῖ, τίς ἐμβαλεῖ;
Ληπτέον μᾶλλον. Τί δρῶμεν; Οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα;»
Ἐξεπήδων τ' εἰς Κόρινθον· εἶτα δ' οἱ νεώτατοι
ταῖς ὁπλαῖς ὤρυττον εὐνὰς καὶ μετῇσαν βρώματα·
ἤσθιον δὲ τοὺς παγούρους ἀντὶ ποίας Μηδικῆς,
εἴ τις ἐξέρποι θύραζε κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι·
ὥστ' ἔφη Θέωρος εἰπεῖν καρκίνον Κορίνθιον·
«Δεινά γ', ὦ Πόσειδον, εἰ μηδ' ἐν βυθῷ δυνήσομαι
μήτε γῇ μήτ' ἐν θαλάττῃ διαφυγεῖν τοὺς ἱππέας.»

Αριστοφάνης κωμικός Nubes (0019: 003)“Aristophanes. Clouds”, Ed.


Dover, K.J.
Oxford: Clarendon Press, 1968, Repr. 1970.Γρ. 1261

{Στ.} ἔα· τίς οὑτοσί ποτ' ἔσθ' ὁ θρηνῶν; οὔ τι που


205

τῶν Καρκίνου τις δαιμόνων ἐφθέγξατο;


{Χρ.} τί δ', ὅστις εἰμί, τοῦτο βούλεσθ' εἰδέναι;
ἀνὴρ κακοδαίμων.
{Στ.} κατὰ σεαυτόν νυν τρέπου.
{Χρ.} ὦ σκληρὲ δαῖμον· ὦ τύχαι θραυσάντυγες
ἵππων ἐμῶν· ὦ Παλλάς, ὥς μ' ἀπώλεσας.
{Στ.} τί δαί σε Τλημπόλεμός ποτ' εἴργασται κακόν;
{Χρ.} μὴ σκῶπτέ μ', ὦ τᾶν, ἀλλά μοι τὰ χρήματα
τὸν υἱὸν ἀποδοῦναι κέλευσον ἅλαβεν,
ἄλλως τε μέντοι καὶ κακῶς πεπραγότι.
{Στ.} τὰ ποῖα ταῦτα χρήμαθ';

Αριστοφάνης κωμικός Vespae (0019: 004)“Aristophanes. Wasps”, Ed.


MacDowell, D.M.Oxford: Clarendon Press, 1971.Γρ. 1501

{Φι.} – νῦν γὰρ ἐν ἄρθροις τοῖς ἡμετέροις


στρέφεται χαλαρὰ κοτυληδών.
οὐκ εὖ;
{Ξα.} μὰ Δί' οὐ δῆτ', ἀλλὰ μανικὰ πράγματα.
{Φι.} φέρε νυν, ἀνείπω κἀνταγωνιστὰς καλῶ.
εἴ τις τραγῳδός φησιν ὀρχεῖσθαι καλῶς,
ἐμοὶ διορχησόμενος ἐνθάδ' εἰσίτω.
φησίν τις, ἢ οὐδείς;
{Ξα.} εἷς γ' ἐκεινοσὶ μόνος.
{Φι.} τίς ὁ κακοδαίμων ἐστίν;
{Ξα.} υἱὸς Καρκίνου ὁ μέσατος.
{Φι.} ἀλλ' οὗτός γε καταποθήσεται·
ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ οὐδέν ἐστ'.
{Ξα.} ἀλλ', ᾠζυρέ,
ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ.
{Φι.} νὴ Δί' ὠψώνηκ' ἄρα.
{Ξα.} μὰ τὸν Δί' οὐδέν γ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους.
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.

Αριστοφάνης κωμικός Vespae Γρ. 1508

{Ξα.} υἱὸς Καρκίνου


206

ὁ μέσατος.
{Φι.} ἀλλ' οὗτός γε καταποθήσεται·
ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ οὐδέν ἐστ'.
{Ξα.} ἀλλ', ᾠζυρέ,
ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ.
{Φι.} νὴ Δί' ὠψώνηκ' ἄρα.
{Ξα.} μὰ τὸν Δί' οὐδέν γ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους.
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.
{Φι.} τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον; ὦτος ἢ σφάλαξ;
{Ξα.} ὁ πινοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους,
ὁ σμικρότατος, ὃς τὴν τραγῳδίαν ποιεῖ.
{Φι.} ὦ Καρκίν', ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας,
ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων.
ἀτὰρ καταβατέον γ' ἐπ' αὐτούς μοι· σὺ δὲ
ἅλμην κύκα τούτοισιν, ἢν ἐγὼ κρατῶ.

Αριστοφάνης κωμικός Vespae Γρ. 1512

{Ξα.} ἀλλ', ᾠζυρέ,


ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ.
{Φι.} νὴ Δί' ὠψώνηκ' ἄρα.
{Ξα.} μὰ τὸν Δί' οὐδέν γ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους.
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.
{Φι.} τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον; ὦτος ἢ σφάλαξ;
{Ξα.} ὁ πινοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους,
ὁ σμικρότατος, ὃς τὴν τραγῳδίαν ποιεῖ.
{Φι.} ὦ Καρκίν', ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας,
ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων.
ἀτὰρ καταβατέον γ' ἐπ' αὐτούς μοι· σὺ δὲ
ἅλμην κύκα τούτοισιν, ἢν ἐγὼ κρατῶ.

Αριστοφάνης κωμικός Pax (0019: 005)“Aristophane, vol. 2”, Ed.


Coulon, V., van Daele, M.Paris: Les Belles Lettres, 1924, Repr. 1969 (1st
edn. corr.).Γρ. 781-782
207

Μοῦσα, σὺ μὲν πολέμους ἀπ- {Str.}


ωσαμένη μετ' ἐμοῦ
τοῦ φίλου χόρευσον,
κλείουσα θεῶν τε γάμους
ἀνδρῶν τε δαῖτας
καὶ θαλίας μακάρων· σοὶ
γὰρ τάδ' ἐξ ἀρχῆς μέλει.
Ἢν δέ σε καρκίνος ἐλθὼν
ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων χορεῦσαι,
μήθ' ὑπάκουε μήτ' ἔλ-
θῃς συνέριθος αὐτοῖς,
ἀλλὰ νόμιζε πάντας
ὄρτυγας οἰκογενεῖς, γυλιαύχενας ὀρχηστὰς
νανοφυεῖς, σφυράδων ἀποκνήσματα, μηχανοδίφας.
Καὶ γὰρ ἔφασχ' ὁ πατὴρ ὃ παρ' ἐλπίδας
εἶχε τὸ δρᾶμα γαλῆν τῆς
ἑσπέρας ἀπάγξαι.

Αριστοφάνης κωμικός Pax Γρ. 864

{ΧΟ.} Εὐδαιμονικῶς γ' ὁ πρε- {Str.}


σβύτης, ὅσα γ' ὧδ' ἰδεῖν,
τὰ νῦν τάδε πράττει.
{ΤΡ.} Τί δῆτ', ἐπειδὰν νυμφίον μ' ὁρᾶτε λαμπρὸν ὄντα;
{ΧΟ.} Ζηλωτὸς ἔσει, γέρον,
αὖθις νέος ὢν πάλιν,
μύρῳ κατάλειπτος.
{ΤΡ.} Οἶμαι. Τί δῆθ', ὅταν ξυνὼν τῶν τιτθίων ἔχωμαι;
{ΧΟ.} Εὐδαιμονέστερος φανεῖ τῶν Καρκίνου στροβίλων.
{ΤΡ.} Οὔκουν δικαίως; ὅστις εἰς
ὄχημα κανθάρου 'πιβὰς
ἔσωσα τοὺς Ἕλληνας, ὥστ'
ἐν τοῖς ἀγροῖς
ἅπαντας ὄντας ἀσφαλῶς
κινεῖν τε καὶ καθεύδειν.
{ΟΙ.} Ἡ παῖς λέλουται καὶ τὰ τῆς πυγῆς καλά·
ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ ξυμπλάττεται,
καὶ τἄλλ' ἁπαξάπαντα· τοῦ πέους δὲ δεῖ.
{ΤΡ.} Ἴθι νυν ἀποδῶμεν τήνδε τὴν Θεωρίαν
208

Αριστοφάνης κωμικός Pax Γρ. 1083

{ΤΡ.} Τοῖς ἁλσί γε παστέα ταυτί.


{ΙΕ.} Οὐ γάρ πω τοῦτ' ἐστὶ φίλον μακάρεσσι θεοῖσιν,
φυλόπιδος λῆξαι, πρίν κεν λύκος οἶν ὑμεναιοῖ.
{ΤΡ.} Καὶ πῶς, ὦ κατάρατε, λύκος ποτ' ἂν οἶν ὑμεναιοῖ;
{ΙΕ.} Ἕως ἡ σφονδύλη φεύγουσα πονηρότατον βδεῖ,
χἠ κώδων ἀκαλανθὶς ἐπειγομένη τυφλὰ τίκτει,
τουτάκις οὔπω χρῆν τὴν εἰρήνην πεποῆσθαι.
{ΤΡ.} Ἀλλὰ τί χρῆν ἡμᾶς; Οὐ παύσασθαι πολεμοῦντας;
Ἢ διακαυνιάσαι πότεροι κλαυσούμεθα μεῖζον,
ἐξὸν σπεισαμένοις κοινῇ τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν;
{ΙΕ.} Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν.
{ΤΡ.} Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι τοῦ λοιποῦ 'ν πρυτανείῳ,
οὐδ' ἐπὶ τῷ πραχθέντι ποήσεις ὕστερον οὐδέν.
{ΙΕ.} Οὐδέποτ' ἂν θείης λεῖον τὸν τρηχὺν ἐχῖνον.
{ΤΡ.} Ἆρα φενακίζων ποτ' Ἀθηναίους ἔτι παύσει;
{ΙΕ.} Ποῖον γὰρ κατὰ χρησμὸν ἐκαύσατε μῆρα θεοῖσιν;
{ΤΡ.} Ὅνπερ κάλλιστον δήπου πεπόηκεν Ὅμηρος·
«Ὣς οἱ μὲν νέφος ἐχθρὸν ἀπωσάμενοι πολέμοιο
Εἰρήνην εἵλοντο καὶ ἱδρύσανθ' ἱερείῳ.
Αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρ' ἐκάη καὶ σπλάγχν' ἐπάσαντο,
ἔσπενδον δεπάεσσιν, ἐγὼ δ' ὁδὸν ἡγεμόνευον·»

Αριστοφάνης κωμικός Thesmophoriazusae “Aristophane, vol. 4”, Ed.


Coulon, V., van Daele, M.Paris: Les Belles Lettres, 1928, Repr. 1967 (1st
edn. corr.).Γρ. 441

{ΧΟ.} Οὔπω ταύτης ἤκουσα {Str.}


πολυπλοκωτέρας γυναικὸς
οὐδὲ δεινότερον λεγούσης.
Πάντα γὰρ λέγει δίκαια·
πάσας δ' ἰδέας ἐξήτασεν,
πάντα δ' ἐβάστασε φρενὶ πυκνῶς τε
ποικίλους λόγους ἀνηῦρεν
εὖ διεζητημένους.
Ὥστ' ἂν εἰ λέγοι παρ' αὐτὴν
Ξενοκλέης ὁ Καρκίνου, δο-
κεῖν ἂν αὐτόν, ὡς ἐγᾦμαι,
209

πᾶσιν ὑμῖν
ἄντικρυς μηδὲν λέγειν.

{ΓΥΝΗ Βʹ}
Ὀλίγων ἕνεκα καὐτὴ παρῆλθον ῥημάτων.
Τὰ μὲν γὰρ ἄλλ' αὕτη κατηγόρηκεν εὖ·
ἃ δ' ἐγὼ πέπονθα, ταῦτα λέξαι βούλομαι.
Ἐμοὶ γὰρ ἁνὴρ ἀπέθανεν μὲν ἐν Κύπρῳ

Νίκανδρος

Νίκανδρος Theriaca (0022: 001)“Nicander. The poems and poetical


fragments”, Ed. Gow, A.S.F., Scholfield, A.F.Cambridge: Cambridge
University Press, 1953.Γρ. 606

κεδρίσιν ἐντρίψας, ἐλεοθρέπτου τε σελίνου


σπέρματα· μεστωθὲν δὲ χάδοι βάθος ὀξυβάφοιο.
Ἔνθα καὶ ἱππείου προταμὼν σπερμεῖα σελίνου,
δραχμάων δὲ δύω σμύρνης ἐχεπευκέος ἄχθη,
ἐν δὲ θερειγενέος καρπὸν κέρσαιο κυμίνου
στήσας ἠὲ χύδην τε καὶ ἄστατον ἀμφικυκήσας·
πῖνε δὲ μιξάμενος κυάθῳ τρὶς ἀφύξιμον οἴνην.
νάρδου δ' εὐστάχυος δραχμήιον ἄχθος ἑλέσθαι,
σὺν δὲ καὶ ὀκταπόδην ποταμοῦ ἀποσυληθέντα
καρκίνον ἐνθρύψαιο νεοβδάλτοιο γάλακτος,
ἶρίν θ', ἣν ἔθρεψε Δρίλων καὶ Νάρονος ὄχθαι,
Σιδονίου Κάδμοιο θεμείλιον Ἁρμονίης τε
ἔνθα δύω δασπλῆτε νομὸν στείβουσι δράκοντε.
λάζεο δ' ἀνθεμόεσσαν ἄφαρ τανύφυλλον ἐρείκην,
ἥν τε μελισσαῖος περιβόσκεται οὐλαμὸς ἕρπων·
καὶ μυρίκης λάζοιο νέον πανακαρπέα θάμνον,
μάντιν ἐνὶ ζωοῖσι γεράσμιον, ᾗ ἐν Ἀπόλλων
μαντοσύνας Κοροπαῖος ἐθήκατο καὶ θέμιν ἀνδρῶν·
μὶξ δὲ κονυζῆεν φυτὸν ἔγχλοον ἠδὲ καὶ ἀκτῆς
καυλοὺς ἠνεμόεντας ἰδὲ πτερὰ πολλὰ καὶ ἄνθη

Νίκανδρος Theriaca Γρ. 787ἄλλος δὲ χλοάων τε, καὶ ὁππότε γυῖον


ἀράξῃ
φρῖκας ἐπιπροΐησι, κακὴ δ' ἐπὶ τοῖσι χάλαζα
εἴδεται ἐμπλάζουσα καὶ ἢν μέγα Σείριος ἄζῃ·
τοίη οἱ κέντροιο κοπίς, τοιῷ δ' ἐπὶ κέντρῳ
σφόνδυλοι ἐννεάδεσμοι ὑπερτείνουσι κεραίης.
210

ἄλλος δ' ἐμπέλιος – φορέει δ' ὑπὸ βοσκάδα νηδύν


εὐρεῖαν, δὴ γάρ τε ποηφάγος αἰὲν ἄητος,
γαιοφάγος – βουβῶσι τυπὴν ἀλίαστον ἰάπτει,
τοίη οἱ βούβρωστις ἐνέσκληκεν γενύεσσι.
τὸν δ' ἕτερον δήεις ἐναλίγκιον αἰγιαλῆι
καρκίνῳ ὃς μνία λεπτὰ ῥόθον τ' ἐπιβόσκεται ἅλμης.
ἄλλοι δὲ ῥοικοῖσιν ἰσήρεες ἄντα παγούροις
γυῖα βαρύνονται· βαρέαι δ' ἐσκλήκασι χηλαί,
οἷά τε πετραίοισιν ἐποκριόωσι παγούροις·
τῶν δὴ καὶ γενεὴν ἐξέμμορον εὖτε λίπωσι
πέτρας καὶ βρύα λεπτὰ πολυστίοιο θαλάσσης.
τοὺς ἁλὸς ἐξερύουσι δελαστρέες ἰχθυβολῆες,
αὐτίκα δ' ἀγρευθέντες ἐνὶ γρώνῃσιν ἔδυσαν
μυοδόκοις, ἵνα τέκνα κακοφθόρα τῶνδε θανόντων
σκορπίοι ἐξεγένοντο καθ' ἕρκεα λωβητῆρες.
τὸν δὲ μελίχλωρον·

Νίκανδρος Theriaca Γρ. 949

εἶεν, δαυκείου τε παναλθέος, ἐν δὲ βρυώνης,


σὺν δέ τε ῥίζεα χαῦνα νεωρυχέος γλυκυσίδης
κάρφεά τ' ἐλλεβόρου μελανόχροος, ἄμμιγα δ' ἀφρός
λίτρου· σὺν δὲ κύμινα χέαις βλαστόν τε κονύζης,
ἄμμιγα δ' ἀγροτέρης σταφίδος λέπος· ἶσα δὲ δάφνης
σπερμεῖα κύτισόν τε κατακνήθειν τε χαμηλόν
ἱππεῖον λειχῆνα, καὶ ἐν κυκλάμινον ἀγείρας.
ἐν καὶ μήκωνος φιαρῆς ὀπόν, ἀμφὶ καὶ ἄγνου
σπέρματα βάλσαμόν τε καὶ ἐν κινάμοιο βαλέσθαι,
σὺν καὶ σφονδύλειον ἁλός τ' ἐμπληθέα κύμβην,
ἄμμιγα καὶ τάμισον καὶ καρκίνον· ἀλλ' ὁ μὲν εἴη
πτωκός, ὁ δ' ἐν ποταμοῖσι πολυστίοισι νομάζων.
καὶ τὰ μὲν ἐν στύπεϊ προβαλὼν πολυχανδέος ὅλμου
μάξαι λαϊνέοισιν ἐπιπλήσσων ὑπέροισιν·
αἶψα δ' ἐπ' αὐαλέοισι χέας ἀπαρινέα χυλόν
ἄμμιγα συμφύρσαιο, καταρτίζοιο δὲ κύκλους
δραχμαίους πλάστιγγι διακριδὸν ἄχθος ἐρύξας,
οἴνης δ' ἐν δοιῇσι χαδεῖν κοτύλῃσι ταράξας.
Καί κεν Ὁμηρείοιο καὶ εἰσέτι Νικάνδροιο
μνῆστιν ἔχοις, τὸν ἔθρεψε Κλάρου νιφόεσσα πολίχνη.

Ξενοφών Symposium “Xenophontis opera omnia, vol. 2, 2nd edn.”, Ed.


211

Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1921, Repr. 1971.Κεφ. 5, τμ.


5, γρ. 6

καὶ βοῒ καὶ ἐν ἀψύχοις πολλοῖς. οἶδα γοῦν οὖσαν καὶ


ἀσπίδα καλὴν καὶ ξίφος καὶ δόρυ. Καὶ πῶς, ἔφη, οἷόν τε
ταῦτα μηδὲν ὅμοια ὄντα ἀλλήλοις πάντα καλὰ εἶναι; Ἂν
νὴ Δί', ἔφη, πρὸς τὰ ἔργα ὧν ἕνεκα ἕκαστα κτώμεθα εὖ
εἰργασμένα ᾖ ἢ εὖ πεφυκότα πρὸς ἃ ἂν δεώμεθα, καὶ ταῦτ',
ἔφη ὁ Κριτόβουλος, καλά. Οἶσθα οὖν, ἔφη, ὀφθαλμῶν
τίνος ἕνεκα δεόμεθα; Δῆλον, ἔφη, ὅτι τοῦ ὁρᾶν. Οὕτω
μὲν τοίνυν ἤδη οἱ ἐμοὶ ὀφθαλμοὶ καλλίονες ἂν τῶν σῶν
εἴησαν. Πῶς δή; Ὅτι οἱ μὲν σοὶ τὸ κατ' εὐθὺ μόνον
ὁρῶσιν, οἱ δὲ ἐμοὶ καὶ τὸ ἐκ πλαγίου διὰ τὸ ἐπιπόλαιοι
εἶναι. Λέγεις σύ, ἔφη, καρκίνον εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν
ζῴων; Πάντως δήπου, ἔφη· ἐπεὶ καὶ πρὸς ἰσχὺν τοὺς ὀφ-
θαλμοὺς ἄριστα πεφυκότας ἔχει. Εἶεν, ἔφη, τῶν δὲ ῥινῶν
ποτέρα καλλίων, ἡ σὴ ἢ ἡ ἐμή; Ἐγὼ μέν, ἔφη, οἶμαι τὴν
ἐμήν, εἴπερ γε τοῦ ὀσφραίνεσθαι ἕνεκεν ἐποίησαν ἡμῖν ῥῖνας
οἱ θεοί. οἱ μὲν γὰρ σοὶ μυκτῆρες εἰς γῆν ὁρῶσιν, οἱ δὲ
ἐμοὶ ἀναπέπτανται, ὥστε τὰς πάντοθεν ὀσμὰς προσδέχεσθαι.
Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον; Ὅτι,
ἔφη, οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ' ἐᾷ εὐθὺς τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν
βούλωνται· ἡ δὲ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα διατετεί-
χικε τὰ ὄμματα. Τοῦ γε μὴν στόματος, ἔφη ὁ Κριτόβουλος,

Aeneas Tact., Poliorcetica “Énée le tacticien. Poliorcétique”, Ed. Dain,


A., Bon, A.–M.Paris: Les Belles Lettres, 1967.Κεφ. 20, τμ. 3, γρ. 4

μενον· ἐν δὲ τοῖς ἐπικινδύνοις καὶ πάμπαν σύννουν δεῖ


περὶ ταύτην εἶναι.
Ἔπειτα τὸν μοχλὸν σεσιδηρῶσθαι
διὰ μήκους τριχῇ ἢ τετραχῇ· ἄπριστος γὰρ ἔσται. Ἔπειτα
βαλάνους ἐμβάλλεσθαι τρεῖς μὴ ὁμοτρόπους, τούτων δὲ
ἕκαστον φυλάττειν ἀνὰ μίαν τῶν στρατηγῶν· εἰ δὲ πλείονες
εἴησαν, πάλῳ καθ' ἡμέραν τοὺς λαχόντας.
Ἄριστον δὲ
τὰς βαλάνους μὴ ἐξαιρετὰς εἶναι, ὑπὸ δὲ λοπίδος σιδηρᾶς
κατέχεσθαι, ἵνα μὴ πλέον ἐξαιρομένη μετεωρίζηται τῷ
καρκίνῳ ἢ ὥστε τὸν μοχλὸν ὑπωθεῖσθαι ἐπικλειομένων τῶν
πυλῶν καὶ ἀνοιγομένων· τὸν δὲ καρκίνον ἐσκευάσθαι, ὅπως
ὑπὸ τὴν λοπίδα καθίηται καὶ ῥᾳδίως τὴν βάλανον μετεωρίζῃ.
Ἀπολλωνιᾶται δὲ οἱ ἐν τῷ Πόντῳ παθόντες τι τῶν
212

προγεγραμμένων κατεσκεύασαν τὰς πύλας κλείεσθαι ὑπὸ


σφύρας τε μεγάλης καὶ κτύπου παμμεγέθους γιγνομένου, ὡς
σχεδὸν κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν ἀκούεσθαι ὅταν κλείωνται
ἢ ἀνοίγωνται αἱ πύλαι· οὕτω μεγάλα τε καὶ σεσιδηρωμένα
ἦν τὰ κλεῖθρα.

Aeneas Tact., Poliorcetica Κεφ. 20, τμ. 3, γρ. 5

Ἔπειτα τὸν μοχλὸν σεσιδηρῶσθαι


διὰ μήκους τριχῇ ἢ τετραχῇ· ἄπριστος γὰρ ἔσται. Ἔπειτα
βαλάνους ἐμβάλλεσθαι τρεῖς μὴ ὁμοτρόπους, τούτων δὲ
ἕκαστον φυλάττειν ἀνὰ μίαν τῶν στρατηγῶν· εἰ δὲ πλείονες
εἴησαν, πάλῳ καθ' ἡμέραν τοὺς λαχόντας.
Ἄριστον δὲ
τὰς βαλάνους μὴ ἐξαιρετὰς εἶναι, ὑπὸ δὲ λοπίδος σιδηρᾶς
κατέχεσθαι, ἵνα μὴ πλέον ἐξαιρομένη μετεωρίζηται τῷ
καρκίνῳ ἢ ὥστε τὸν μοχλὸν ὑπωθεῖσθαι ἐπικλειομένων τῶν
πυλῶν καὶ ἀνοιγομένων· τὸν δὲ καρκίνον ἐσκευάσθαι, ὅπως
ὑπὸ τὴν λοπίδα καθίηται καὶ ῥᾳδίως τὴν βάλανον μετεωρίζῃ.
Ἀπολλωνιᾶται δὲ οἱ ἐν τῷ Πόντῳ παθόντες τι τῶν
προγεγραμμένων κατεσκεύασαν τὰς πύλας κλείεσθαι ὑπὸ
σφύρας τε μεγάλης καὶ κτύπου παμμεγέθους γιγνομένου, ὡς
σχεδὸν κατὰ πᾶσαν τὴν πόλιν ἀκούεσθαι ὅταν κλείωνται
ἢ ἀνοίγωνται αἱ πύλαι· οὕτω μεγάλα τε καὶ σεσιδηρωμένα
ἦν τὰ κλεῖθρα.

Aeneas Tact., Poliorcetica Κεφ. 32, τμ. 5, γρ. 4

νήμασιν εἰσπίπτουσιν κριῷ καὶ τοῖς ὁμοτρόποις τούτῳ,


ἐρύματα, σάκκους ἀχύρων πληροῦντα προκρεμαννύειν καὶ
ἀγγεῖα ἐρίων καὶ ἀσκοὺς βοείους νεοδάρτους πεφυσημένους
ἢ πεπληρωμένους τινῶν καὶ ἄλλα τούτοις ὁμότροπα.
Καὶ ὅταν ἢ πύλην ἢ ἄλλο τι τοῦ τείχους διακόπτῃ, χρὴ
βρόχῳ τὸ προΐσχον ἀναλαμβάνεσθαι, ἵνα μὴ δύνηται προσπί-
πτειν τὸ μηχάνημα.
Καὶ παρασκευάζεσθαι δὲ ὅπως
λίθος ἁμαξοπληθὴς ἀφιέμενος ἐμπίπτῃ καὶ συντρίβῃ τὸ
τρύπανον· τὸν δὲ λίθον ἀφίεσθαι ἀπὸ τῶν προωστῶν,
ἐχόμενον ὑπὸ καρκίνων.
Ὅπως δὲ μὴ ἁμαρτάνῃ τοῦ
τρυπάνου ὁ λίθος φερόμενος, κάθετον χρὴ προαφίεσθαι, καὶ
213

ὅταν αὕτη πέσῃ ἐπὶ τὸ τρύπανον, εὐθὺ τὸν λίθον ἐπα-


φίεσθαι.
Ἄριστον δὲ πρὸς τὰ διακόπτοντα τὸ τεῖχος καὶ τόδε
παρεσκευάσθαι. Ὅταν γνῷς ᾗ προσάγεσθαι τοῦ τείχους,
ταύτῃ χρὴ ἔσωθεν ἀντιπαρασκευάζειν ἀντίκριον, διορύξαντα
τοῦ τείχους μέχρι τοῦ ἄλλου μέρους τῶν πλίνθων, ἵνα μὴ
προΐδωσιν πρότερον οἱ πολέμιοι· ὅταν δὲ ἐγγὺς ᾖ τὸ
διακόπτον, οὕτως ἔσωθεν τῷ ἀντικρίῳ παίειν· καὶ πολὺ

Plato Phil., Euthydemus (0059: 021)“Platonis opera, vol. 3”, Ed.


Burnet, J.
Oxford: Clarendon Press, 1903, Repr. 1968.Stephanus σε. 297, τμ. c,
γρ. 4

Κἀγὼ εἶπον· Ἔασον, ὠγαθέ, ἕως ἂν Εὐθύδημός με διδάξῃ


ὡς ἐπίσταμαι τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας ὅτι ἄδικοί εἰσι, καὶ μή
μοι φθονήσῃς τοῦ μαθήματος.
Φεύγεις, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὁ Διονυσόδωρος, καὶ οὐκ
ἐθέλεις ἀποκρίνεσθαι.
Εἰκότως γ', εἶπον ἐγώ· ἥττων γάρ εἰμι καὶ τοῦ ἑτέρου
ὑμῶν, ὥστε πολλοῦ δέω μὴ οὐ δύο γε φεύγειν. πολὺ γάρ
πού εἰμι φαυλότερος τοῦ Ἡρακλέους, ὃς οὐχ οἷός τε ἦν τῇ
τε ὕδρᾳ διαμάχεσθαι, σοφιστρίᾳ οὔσῃ καὶ διὰ τὴν σοφίαν
ἀνιείσῃ, εἰ μίαν κεφαλὴν τοῦ λόγου τις ἀποτέμοι, πολλὰς
ἀντὶ τῆς μιᾶς, καὶ καρκίνῳ τινὶ ἑτέρῳ σοφιστῇ ἐκ θαλάττης
ἀφιγμένῳ, νεωστί, μοι δοκεῖν, καταπεπλευκότι· ὃς ἐπειδὴ
αὐτὸν ἐλύπει οὕτως ἐκ τοῦ ἐπ' ἀριστερὰ λέγων καὶ δάκνων,
τὸν Ἰόλεων τὸν ἀδελφιδοῦν βοηθὸν ἐπεκαλέσατο, ὁ δὲ αὐτῷ
ἱκανῶς ἐβοήθησεν. ὁ δ' ἐμὸς Ἰόλεως [Πατροκλῆς] εἰ ἔλθοι,
πλέον ἂν θάτερον ποιήσειεν.
Ἀπόκριναι δή, ἔφη ὁ Διονυσόδωρος, ὁπότε σοι ταῦτα
ὕμνηται· πότερον ὁ Ἰόλεως τοῦ Ἡρακλέους μᾶλλον ἦν
ἀδελφιδοῦς ἢ σός;

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1–20) “Diodori


bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer, K.T. (post
I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890; 3:1893; 4–
5:1906, Repr. 1964.Βι. 5, κεφ. 5, τμ. 1, γρ. 3
214

ἀρχὴν ὁ σπόρος τοῦ σίτου λαμβάνει, ἐπὶ δ' ἡμέρας


δέκα πανήγυριν ἄγουσιν ἐπώνυμον τῆς θεοῦ ταύ-
της, τῇ τε λαμπρότητι τῆς παρασκευῆς μεγαλοπρε-
πεστάτην καὶ τῇ διασκευῇ μιμούμενοι τὸν ἀρχαῖον
βίον. ἔθος δ' ἐστὶν αὐτοῖς ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις
αἰσχρολογεῖν κατὰ τὰς πρὸς ἀλλήλους ὁμιλίας διὰ
τὸ τὴν θεὸν ἐπὶ τῇ τῆς Κόρης ἁρπαγῇ λυπουμένην
γελάσαι διὰ τὴν αἰσχρολογίαν.
Περὶ δὲ τῆς κατὰ τὴν Κόρην ἁρπαγῆς, ὅτι γέ-
γονεν ὡς προειρήκαμεν, πολλοὶ τῶν ἀρχαίων συγ-
γραφέων καὶ ποιητῶν μεμαρτυρήκασι. καρκίνος
μὲν γὰρ ὁ τῶν τραγῳδιῶν ποιητής, πλεονάκις ἐν
ταῖς Συρακούσαις παρεπιδεδημηκὼς καὶ τὴν τῶν
ἐγχωρίων τεθεαμένος σπουδὴν περὶ τὰς θυσίας καὶ
πανηγύρεις τῆς τε Δήμητρος καὶ Κόρης, κατεχώρι-
σεν ἐν τοῖς ποιήμασι τούσδε τοὺς στίχους·
λέγουσι Δήμητρός ποτ' ἄρρητον κόρην
Πλούτωνα κρυφίοις ἁρπάσαι βουλεύμασι,
δῦναί τε γαίας εἰς μελαμφαεῖς μυχούς,
πόθῳ δὲ μητέρ' ἠφανισμένης κόρης
μαστῆρ' ἐπελθεῖν πᾶσαν ἐν κύκλῳ χθόνα.

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 12, κεφ. 42,
τμ. 7, γρ. 3

καν Ἀρχιδάμῳ τῷ βασιλεῖ. οὗτος δὲ μετὰ τῆς δυνά-


μεως ἐνέβαλεν εἰς τὴν Ἀττικήν, τοῖς δὲ φρουρίοις
προσβολὰς ἐποιεῖτο καὶ τῆς χώρας πολλὴν ἐδῄωσε.
τῶν δ' Ἀθηναίων παροξυνομένων διὰ τὴν τῆς χώρας
καταδρομήν, καὶ βουλομένων παρατάξασθαι τοῖς πο-
λεμίοις, Περικλῆς στρατηγὸς ὢν καὶ τὴν ὅλην ἡγε-
μονίαν ἔχων παρεκάλει τοὺς νέους ἡσυχίαν ἔχειν,
ἐπαγγελλόμενος ἄνευ κινδύνων ἐκβαλεῖν τοὺς Λακε-
δαιμονίους ἐκ τῆς Ἀττικῆς. πληρώσας οὖν ἑκατὸν
τριήρεις καὶ δύναμιν ἀξιόλογον εἰς τὰς ναῦς ἐνθέ-
μενος, καὶ στρατηγὸν ἐπιστήσας Καρκίνον καὶ ἑτέ-
ρους τινάς, ἐξέπεμψεν εἰς τὴν Πελοπόννησον. οὗτοι
δὲ πολλὴν τῆς παραθαλαττίου χώρας πορθήσαντες
καί τινα τῶν φρουρίων ἑλόντες κατεπλήξαντο τοὺς
Λακεδαιμονίους· διὸ καὶ τὴν ἐκ τῆς Ἀττικῆς δύνα-
μιν ταχέως μεταπεμψάμενοι πολλὴν ἀσφάλειαν τοῖς
πολεμίοις παρείχοντο. τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ τῆς Ἀτ-
215

τικῆς ἐλευθερωθείσης, ὁ μὲν Περικλῆς ἀποδοχῆς


ἐτύγχανε παρὰ τοῖς πολίταις, ὡς δυνάμενος στρα-
τηγεῖν καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοις διαπολεμεῖν.

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 19, κεφ. 2, τμ.
2, γρ. 1

ἀπὸ Τροίας ἁλώσεως ἔτη συνάγεται ὀκτακόσια ἑξήκοντα


ἕξ· ἐν δὲ ταύτῃ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τῆς δυναστείας ταύτης
ποιησάμενοι καταλήξομεν εἰς τὴν ἐφ' Ἱμέρᾳ μάχην
Ἀγαθοκλεῖ πρὸς Καρχηδονίους, περιλαβόντες ἔτη ἑπτά.
Ἐπ' ἄρχοντος γὰρ Ἀθήνησι Δημογένους Ῥωμαῖοι
μὲν κατέστησαν ὑπάτους Λεύκιον Πλώτιον καὶ Μάνιον
Φούλβιον, Ἀγαθοκλῆς δ' ὁ Συρακόσιος τύραννος ἐγέ-
νετο τῆς πόλεως. ἕνεκα δὲ τοῦ σαφεστέρας γενέσθαι
τὰς κατὰ μέρος πράξεις βραχέα προαναληψόμεθα περὶ
τοῦ προειρημένου δυνάστου.
Καρκῖνος ὁ Ῥηγῖνος φυγὰς γενόμενος ἐκ τῆς πα-
τρίδος κατῴκησεν ἐν Θέρμοις τῆς Σικελίας, τεταγ-
μένης τῆς πόλεως ταύτης ὑπὸ Καρχηδονίους. ἐμπλακεὶς
δὲ τῶν ἐγχωρίων τινὶ γυναικὶ καὶ ποιήσας αὐτὴν
ἔγκυον συνεχῶς κατὰ τοὺς ὕπνους ἐταράττετο. διόπερ
ἀγωνιῶν ὑπὲρ τῆς παιδοποιίας ἔδωκεν ἐντολὰς Καρχη-
δονίοις τισὶ θεωροῖς ἀναγομένοις εἰς Δελφοὺς ἐπερω-
τῆσαι τὸν θεὸν περὶ τοῦ γεννηθησομένου βρέφους.
ὧν ἐπιμελῶς τὸ παρακληθὲν πραξάντων ἐξέπεσε χρης-
μὸς ὅτι μεγάλων ἀτυχημάτων ὁ γεννηθεὶς αἴτιος ἔσται

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 19, κεφ. 2, τμ.
6, γρ. 4

σοντας ἵνα τελευτήσῃ παρακατέστησεν. διελθουσῶν δέ


τινων ἡμερῶν τὸ μὲν οὐκ ἀπέθνησκεν, οἱ τεταγμένοι
δ' ἐπὶ τῆς φυλακῆς ὠλιγώρουν. καθ' ὃν δὴ χρόνον ἡ
μήτηρ νυκτὸς παρελθοῦσα λάθρᾳ τὸ παιδίον ἀνείλετο
καὶ πρὸς αὑτὴν μὲν οὐκ ἀπήνεγκε, φοβουμένη τὸν
ἄνδρα, πρὸς δὲ τὸν ἀδελφὸν Ἡρακλείδην καταθεμένη
προσηγόρευσεν Ἀγαθοκλέα, τὴν ὁμωνυμίαν εἰς τὸν
ἑαυτῆς ἀνενέγκασα πατέρα. παρ' ᾧ τρεφόμενος ὁ παῖς
ἐξέβη τήν τε ὄψιν εὐπρεπὴς καὶ τὸ σῶμα εὔρωστος
πολὺ μᾶλλον ἢ κατὰ τὴν ἡλικίαν. ἑπταετοῦς δ' ὄντος
αὐτοῦ παρακληθεὶς ὁ Καρκῖνος ὑφ' Ἡρακλείδου πρός
216

τινα θυσίαν καὶ θεασάμενος τὸν Ἀγαθοκλέα παίζοντα


μετά τινων ἡλικιωτῶν ἐθαύμαζε τό τε κάλλος καὶ τὴν
ῥώμην, τῆς τε γυναικὸς εἰπούσης ὅτι τηλικοῦτος ἂν
ἦν ὁ ἐκτεθείς, εἴπερ ἐτράφη, μεταμέλεσθαί τε ἔφη
τοῖς πραχθεῖσι καὶ συνεχῶς ἐδάκρυεν. εἶθ' ἡ μὲν
γνοῦσα τὴν ὁρμὴν τἀνδρὸς συμφωνοῦσαν τοῖς πεπραγ-
μένοις ἐξέθηκε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δ' ἀσμένως
προσδεξάμενος τοὺς λόγους τὸν μὲν υἱὸν ἀπέλαβε,
τοὺς δὲ Καρχηδονίους φοβούμενος μετῴκησεν εἰς Συ-
ρακούσσας πανοίκιος· πένης δ' ὢν ἐδίδαξε τὸν Ἀγα

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20)


Βι. 19, κεφ. 2, τμ. 8, γρ. 4

τοῖς πραχθεῖσι καὶ συνεχῶς ἐδάκρυεν. εἶθ' ἡ μὲν


γνοῦσα τὴν ὁρμὴν τἀνδρὸς συμφωνοῦσαν τοῖς πεπραγ-
μένοις ἐξέθηκε πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δ' ἀσμένως
προσδεξάμενος τοὺς λόγους τὸν μὲν υἱὸν ἀπέλαβε,
τοὺς δὲ Καρχηδονίους φοβούμενος μετῴκησεν εἰς Συ-
ρακούσσας πανοίκιος· πένης δ' ὢν ἐδίδαξε τὸν Ἀγα-
θοκλέα τὴν κεραμευτικὴν τέχνην ἔτι παῖδα τὴν ἡλικίαν
ὄντα. καθ' ὃν δὴ χρόνον Τιμολέων μὲν ὁ Κορίνθιος
νικήσας τὴν ἐπὶ τῷ Κρημισσῷ μάχην τοὺς Καρχηδο-
νίους μετέδωκε τῆς ἐν Συρακούσσαις πολιτείας πᾶσι
τοῖς βουλομένοις. ὁ δὲ Καρκῖνος μετ' Ἀγαθοκλέους
πολιτογραφηθεὶς καὶ μετὰ ταῦτα ὀλίγον βιώσας χρόνον
ἐτελεύτησεν. ἡ δὲ μήτηρ ἀνέθηκεν λιθίνην εἰκόνα τοῦ
παιδὸς ἔν τινι τεμένει, πρὸς ἣν μελισσῶν ἑσμὸς προς-
καθίσας ἐκηροπλάστησεν ἐπὶ τῶν ἰσχίων. τοῦ δὲ
σημείου προσενεχθέντος τοῖς περὶ ταῦτ' ἀσχολουμένοις
ἀπεφήναντο πάντες κατὰ τὴν ἀκμὴν ἥξειν αὐτὸν εἰς
μεγάλην ἐπιφάνειαν· ὅπερ καὶ συνετελέσθη. Δάμας
γάρ τις τῶν ἐνδόξων ἀριθμούμενος ἐν Συρακούσσαις
ἐρωτικῶς διετέθη πρὸς τὸν Ἀγαθοκλέα καὶ τὸ μὲν
πρῶτον δαψιλῶς ἅπαντα χορηγῶν αἴτιος ἐγένετο σύμ
217

Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20)


Βι. 20, κεφ. 71, τμ. 4, γρ. 2

τυγχάνει χρήματα καὶ τοὺς μὲν αὐτῶν ἐτρόχιζε, τοὺς


δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν, ἐνίοις
δ' ἀστραγάλους προστιθεὶς βιαιότερον δειναῖς ἀλγηδόσι
περιέβαλλεν. ἐξεῦρε δὲ καὶ ἑτέραν τιμωρίαν ἐμφερῆ
τῷ Φαλάριδος ταύρῳ· κατεσκεύασε γὰρ κλίνην χαλκῆν
ἀνθρωπίνου σώματος τύπον ἔχουσαν καὶ καθ' ἕκαστον
μέρος κλεισὶ διειλημμένην, εἰς ταύτην δ' ἐναρμόζων
τοὺς βασανιζομένους ὑπέκαιε ζῶντας, τούτῳ διαφερού-
σης τῆς κατασκευῆς ταύτης παρὰ τὸν ταῦρον, τῷ καὶ
θεωρεῖσθαι τοὺς ἐν ταῖς ἀνάγκαις ἀπολλυμένους. τῶν
δὲ γυναικῶν τῶν εὐπόρων τινῶν μὲν καρκίνοις σιδη-
ροῖς τὰ σφυρὰ πιέζων συνέτεινε, τινῶν δὲ τοὺς τιτ-
θοὺς ἀπέτεμνεν, ταῖς δ' ἐγκύοις πλίνθους ἐπὶ τὴν
ὀσφῦν ἐπιτιθεὶς τὸ ἔμβρυον ἀπὸ τοῦ βάρους ἐξέθλιβεν.
τούτῳ δὲ τῷ τρόπῳ τὰ χρήματα πάντα τοῦ τυράννου
ζητοῦντος καὶ μεγάλου φόβου τὴν πόλιν ἐπέχοντος
τινὲς μὲν αὑτοὺς συγκατέκαυσαν ταῖς οἰκίαις, τινὲς
δὲ ἀγχόνῃ τὸ ζῆν ἐξέλιπον. ἡ μὲν οὖν Αἴγεστα τυ-
χοῦσα μιᾶς ἡμέρας ἀτυχοῦς ἡβηδὸν ἐθανατώθη. ὁ δ'
Ἀγαθοκλῆς παρθένους μὲν καὶ παῖδας εἰς τὴν Ἰταλίαν
διακομίσας ἀπέδοτο τοῖς Βρεττίοις, τῆς δὲ πόλεως οὐδὲ

Lucianus Soph., Verae historiae Κεφ. 2, τμ. 39, γρ. 6

καὶ ἀπὸ ἰσχυροτέρων νεῶν μαχόμενοι· τὰ γὰρ πλοῖα ἦν αὐτοῖς


κελύφανα καρύων ἡμίτομα, κεκενωμένα, μέγεθος δὲ ἑκάστου
ἡμιτομίου εἰς μῆκος ὀργυιαὶ πεντεκαίδεκα.
Ἐπεὶ δὲ ἀπεκρύψαμεν αὐτούς, ἰώμεθα τοὺς τραυματίας, καὶ
τὸ λοιπὸν ἐν τοῖς ὅπλοις ὡς ἐπίπαν ἦμεν, ἀεί τινας ἐπιβουλὰς
προσδεχόμενοι· οὐ μάτην. οὔπω γοῦν ἐδεδύκει ὁ ἥλιος, καὶ ἀπό
τινος ἐρήμου νήσου προσήλαυνον ἡμῖν ὅσον εἴκοσι ἄνδρες ἐπὶ
δελφίνων μεγάλων ὀχούμενοι, λῃσταὶ καὶ οὗτοι· καὶ οἱ δελφῖνες
αὐτοὺς ἔφερον ἀσφαλῶς, καὶ ἀναπηδῶντες ἐχρεμέτιζον ὥσπερ
ἵπποι. ἐπεὶ δὲ πλησίον ἦσαν, διαστάντες οἱ μὲν ἔνθεν, οἱ δὲ ἔνθεν
ἔβαλλον ἡμᾶς σηπίαις ξηραῖς καὶ ὀφθαλμοῖς καρκίνων. τοξευόν-
218

των δὲ ἡμῶν καὶ ἀκοντιζόντων οὐκέτι ὑπέμενον, ἀλλὰ τρωθέντες


οἱ πολλοὶ αὐτῶν πρὸς τὴν νῆσον κατέφυγον.
Περὶ δὲ τὸ μεσονύκτιον γαλήνης οὔσης ἐλάθομεν προσοκείλαν-
τες ἀλκυόνος καλιᾷ παμμεγέθει· σταδίων γοῦν ἦν αὕτη ἑξήκοντα
τὸ περίμετρον. ἐπέπλεεν δὲ ἡ ἀλκυὼν τὰ ᾠὰ θάλπουσα οὐ πολὺ
μείων τῆς καλιᾶς. καὶ δὴ ἀναπταμένη μικροῦ μὲν κατέδυσε τὴν
ναῦν τῷ ἀνέμῳ τῶν πτερῶν. ᾤχετο δ' οὖν φεύγουσα γοεράν τινα
φωνὴν προϊεμένη. ἐπιβάντες δὲ ἡμεῖς ἡμέρας ἤδη ὑποφαινούσης
ἐθεώμεθα τὴν καλιὰν σχεδίᾳ μεγάλῃ προσεοικυῖαν ἐκ δένδρων
μεγάλων συμπεφορημένην· ἐπῆν δὲ καὶ ᾠὰ πεντακόσια, ἕκαστον

Dionysius Geogr., Per Bosporum navigatio (0083: 003)“Dionysii


Byzantii anaplus Bospori una cum scholiis x saeculi, 2nd edn.”, Ed.
Güngerich, R.Berlin: Weidmann, 1958.Τμ. 53, γρ. 19
οὐριοδρομούσας τοῖς ἱστίοις, ὑποφερομένας εἰς τοὐπίσω μαχομένου
τῷ πνεύματι τοῦ ῥοῦ· πάλιν δ' ἐν χρῷ τῆς πέτρας ἀναστρέφει καὶ
ἐξ ἀνακοπῆς οἷον ἀντίσπαστος τοῦ πελάγους ἐναντίον αὐτὸς αὐτο-
δρομῶν ἐπείγεται. καὶ φόβος καὶ ἀπορία τοῖς πλέουσιν ἔπεισιν,
ὅσα μὴ δευτέρας πείρας· ὅθεν τὰ πολλὰ μὲν ὑπὸ τῶν ἀναδου-
μένων τὰς ναῦς καὶ ἐκ τῆς γῆς ἐφελκόντων πρὸς ἀνάντη καὶ πολὺν
ἐμπίπτοντα τὸν ῥοῦν βιάζεται, ἔστι δ' ὅπου καὶ μικρὸν ἐνδόντος
καὶ χαλάσαντος ἐν χρῷ τῆς ἀποβάσεως καὶ παρ' αὐτὰς τὰς πέτρας
ἁμιλλῶνται τῷ ῥεύματι, στηρίζοντες εἰς τὰς ῥαχίας τὴν εἰρεσίαν
καὶ τὴν θαλαττίαν ἰσχὺν τῇ τῆς ἠπείρου συμμαχίᾳ βεβαιοῦντες·
δείκνυνται δέ τινες τρίβοι καὶ τύποι τῶν ἐναλίων καρκίνων πεζῇ
παρεξιόντων τὸ ῥοωδέστατον. Ἑστίαι δ' ὁ τόπος ὠνόμασται· κατέ-
σχον γὰρ ἐνταῦθα ταῖς ναυσὶν οἱ τῆς ἀποικίας ἡγεμόνες, ἐπειδὴ
παρεξιόντες τὴν Βοσπόριον ἄκραν ὁρῶσι πολλῷ πλήθει βαρβαρικοῦ
στρατοῦ κατεχομένας τὰς ἀποβάσεις. καὶ τὰς μὲν Ἑστίας ἱδρύσαντο
κατὰ πόλιν ἑκάστην ἔνθα πρῶτον ἀπέβησαν· ἐπεὶ δ' αἰσθάνονται
τοὺς βαρβάρους κατὰ γῆν ἰόντας ἐπ' αὐτούς, ἀναμείναντες, ἄχρι
πλεῖστον ἀποσπάσαιεν ἐκείνων τῶν χωρίων, ἐφιᾶσι τῷ ῥεύματι τὸν
στόλον καὶ εἰς ἀφύλακτον ἤδη καὶ κενὴν ἀνδρῶν κατίσχουσι τὴν
ἄκραν, διαστρατηγήσαντες τοὺς βαρβάρους· ἦν γὰρ τοῖς μὲν κατ'
ἐπιτομὰς τῶν κόλπων οὐ πολὺς ὁ πλοῦς, τοῖς δ' ἐν κύκλῳ τῆς γῆς

Dionysius Perieg., Orbis descriptio (0084: 001)“Dionysios von


Alexandria. Das Lied von der Welt”, Ed. Brodersen, K.Hildesheim: Olms,
1994.Γρ. 595
ἀκτίνων ἰθεῖαν ἐπὶ κλίσιν ἐρχομενάων,
μέσφ' ἐπὶ κυανέους νοτίην ὁδὸν αὖτις ἐλάσσῃ·
219

ἀλλ' ὁπόταν Σκυθικοῖο βαθὺν πόρον Ὠκεανοῖο


νηῒ τάμῃς, ἑτέρην δὲ πρὸς ἠῴην ἅλα κάμψῃς,
Χρυσείην τοι νῆσον ἄγει πόρος, ἔνθα καὶ αὐτοῦ
ἀντολίη καθαροῖο φαείνεται ἠελίοιο.
κεῖθεν δὲ στρεφθεὶς νοτίης προπάροιθε κολώνης,
αἶψά κε Κωλιάδος μεγάλης ἐπὶ νῆσον ἵκοιο,
μητέρα Ταπροβάνην Ἀσιηγενέων ἐλεφάντων,
ἧς ὕπερ, οὐρανίῃσιν ἀειρόμενος στροφάλιγξι,
δινεῖται κατὰ κύκλον ἐν αἰθέρι καρκίνος αἴθων·
αὐτὴ δ' εὐρυτάτη μέγεθος πέλει· ἀμφὶ δὲ πάντη
κήτεα θῖνες ἔχουσιν, Ἐρυθραίου βοτὰ πόντου,
οὔρεσιν ἠλιβάτοισιν ἐοικότα· τῶν δ' ὑπὲρ ἄκρων
τέτρηχεν νώτων περιμήκετος ὁλκὸς ἀκάνθης.
δυσμενέων τοι παῖδες, ἑλισσόμενοι κατὰ πόντον,
κείνοις ἀντιάσειαν ἀλώμενοι· οὐ γὰρ ἐρωὴ
λυγροῖς ἐν στομάτεσσιν, ἐπεὶ μέγα χάσμα τέτυκται·
πολλάκι δ' ἂν καὶ νῆα σὺν αὐτοῖς ἀνδράσι νηὸς
κεῖνα καταβρόξειε τεράατα· τοῖς γὰρ ἀλιτροῖς

Αριστοτέλης Historia animalium (0086: 014)“Aristote. Histoire des


animaux, vols. 1–3”, Ed. Louis, P.Paris: Les Belles Lettres, 1:1964;
2:1968; 3:1969.Bekker σε. 487b, γρ. 17

τικά. Ἔστι δὲ τὰ μόνιμα ἐν τῷ ὑγρῷ· τῶν δὲ χερσαίων οὐδὲν


μόνιμον. Ἐν δὲ τῷ ὑγρῷ πολλὰ τῷ προσπεφυκέναι ζῇ, οἷον
γένη ὀστρέων πολλά. Δοκεῖ δὲ καὶ ὁ σπόγγος ἔχειν τινὰ
αἴσθησιν· σημεῖον δ' ὅτι χαλεπώτερον ἀποσπᾶται, ἂν μὴ
γένηται λαθραίως ἡ κίνησις, ὥς φασιν. Τὰ δὲ καὶ προσφύε-
ται καὶ ἀπολύεται, οἷόν ἐστι γένος τι τῆς καλουμένης ἀκα-
λήφης· τούτων γάρ τινες νύκτωρ ἀπολυόμεναι νέμονται.
Πολλὰ δ' ἀπολελυμένα μέν ἐστιν ἀκίνητα δέ, οἷον ὄστρεα καὶ
τὰ καλούμενα ὁλοθούρια. Τὰ δὲ νευστικά, οἷον ἰχθύες καὶ τὰ
μαλάκια καὶ τὰ μαλακόστρακα, οἷον κάραβοι. Τὰ δὲ πο-
ρευτικά, οἷον τὸ τῶν καρκίνων γένος· τοῦτο γὰρ ἔνυδρον ὂν
τὴν φύσιν πορευτικόν ἐστιν. Τῶν δὲ χερσαίων ἐστὶ τὰ μὲν
πτηνά, ὥσπερ ὄρνιθες καὶ μέλιτται, καὶ ταῦτ' ἄλλον τρό-
πον ἀλλήλων, τὰ δὲ πεζά. Καὶ τῶν πεζῶν τὰ μὲν πορευ-
τικά, τὰ δ' ἑρπυστικά, τὰ δ' ἰλυσπαστικά. Πτηνὸν δὲ μόνον
οὐδέν ἐστιν, ὥσπερ νευστικὸν μόνον ἰχθύς· καὶ γὰρ τὰ δερμό-
πτερα πεζεύει, καὶ νυκτερίδι πόδες εἰσί, καὶ τῇ φώκῃ κε-
κολοβωμένοι πόδες. Καὶ τῶν ὀρνίθων εἰσί τινες κακόποδες,
220

οἳ διὰ τοῦτο καλοῦνται ἄποδες· ἔστι δ' εὔπτερον τοῦτο τὸ ὀρνί-


θιον.

Αριστοτέλης Historia animalium Bekker σε. 490b, γρ. 6

οἷον ὄφις, τέτταρσι σημείοις οὐδὲν ἧττον· αἱ γὰρ καμπαὶ


τέτταρες, ἢ δύο σὺν τοῖς πτερυγίοις. Ὅσα δ' ἄναιμα ὄντα
πλείους πόδας ἔχει, εἴτε πτηνὰ εἴτε πεζά, σημείοις κινεῖται
πλείοσιν, οἷον τὸ καλούμενον ζῷον ἐφήμερον τέτταρσι καὶ
ποσὶ καὶ πτεροῖς· τούτῳ γὰρ οὐ μόνον κατὰ τὸν βίον
συμβαίνει τὸ ἴδιον, ὅθεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ἔχει, ἀλλ' ὅτι καὶ
πτηνόν ἐστι τετράπουν ὄν.
Πάντα δὲ κινεῖται ὁμοίως, τὰ τε-
τράποδα καὶ πολύποδα· κατὰ διάμετρον γὰρ κινεῖται. Τὰ
μὲν οὖν ἄλλα ζῷα δύο τοὺς ἡγεμόνας ἔχει πόδας, ὁ δὲ
καρκίνος μόνος τῶν ζῴων τέτταρας.
Γένη δὲ μέγιστα τῶν ζῴων, εἰς ἃ διῄρηται τἆλλα
ζῷα, τάδ' ἐστίν, ἓν μὲν ὀρνίθων, ἓν δ' ἰχθύων, ἄλλο δὲ
κῆτος. Ταῦτα μὲν οὖν πάντα ἔναιμά ἐστιν. Ἄλλο δὲ γένος
ἐστὶ τὸ τῶν ὀστρακοδέρμων, ὃ καλεῖται ὄστρεον· ἄλλο τὸ τῶν
μαλακοστράκων, ἀνώνυμον ἑνὶ ὀνόματι, οἷον κάραβοι καὶ
γένη τινὰ καρκίνων καὶ ἀστακῶν· ἄλλο τὸ τῶν μαλακίων,
οἷον τευθίδες τε καὶ τεῦθοι καὶ σηπίαι· ἕτερον τὸ τῶν ἐντό-
μων.

Αριστοτέλης Historia animalium Bekker σε. 490b, γρ. 12

πτηνόν ἐστι τετράπουν ὄν.


Πάντα δὲ κινεῖται ὁμοίως, τὰ τε-
τράποδα καὶ πολύποδα· κατὰ διάμετρον γὰρ κινεῖται. Τὰ
μὲν οὖν ἄλλα ζῷα δύο τοὺς ἡγεμόνας ἔχει πόδας, ὁ δὲ
καρκίνος μόνος τῶν ζῴων τέτταρας.
Γένη δὲ μέγιστα τῶν ζῴων, εἰς ἃ διῄρηται τἆλλα
ζῷα, τάδ' ἐστίν, ἓν μὲν ὀρνίθων, ἓν δ' ἰχθύων, ἄλλο δὲ
κῆτος. Ταῦτα μὲν οὖν πάντα ἔναιμά ἐστιν. Ἄλλο δὲ γένος
ἐστὶ τὸ τῶν ὀστρακοδέρμων, ὃ καλεῖται ὄστρεον· ἄλλο τὸ τῶν
μαλακοστράκων, ἀνώνυμον ἑνὶ ὀνόματι, οἷον κάραβοι καὶ
γένη τινὰ καρκίνων καὶ ἀστακῶν· ἄλλο τὸ τῶν μαλακίων,
οἷον τευθίδες τε καὶ τεῦθοι καὶ σηπίαι· ἕτερον τὸ τῶν ἐντό-
μων. Ταῦτα δὲ πάντα μέν ἐστιν ἄναιμα, ὅσα δὲ πόδας
ἔχει, πολύποδα· τῶν δ' ἐντόμων ἔνια καὶ πτηνά ἐστιν.
221

Τῶν
δὲ λοιπῶν ζῴων οὐκέτι τὰ γένη μεγάλα· οὐ γὰρ περιέχει
πολλὰ εἴδη ἓν εἶδος, ἀλλὰ τὸ μέν ἐστιν ἁπλοῦν αὐτὸ οὐκ
ἔχον διαφορὰν τὸ εἶδος, οἷον ἄνθρωπος, τὰ δ' ἔχει μέν,
ἀλλ' ἀνώνυμα τὰ εἴδη. Ἔστι γὰρ τὰ τετράποδα καὶ μὴ
πτερωτὰ ἔναιμα μὲν πάντα, ἀλλὰ τὰ μὲν ζῳοτόκα τὰ
δ' ᾠοτόκα αὐτῶν.

Αριστοτέλης Historia animalium Bekker σε. 523b, γρ. 8


μέρη καὶ ὅσα ἴδια ἕκαστον γένος, καὶ τῶν ἀνομοιομερῶν
καὶ τῶν ὁμοιομερῶν, καὶ ὅσα ἐκτὸς καὶ ὅσα ἐντός, εἴρηται
πρότερον· περὶ δὲ τῶν ἀναίμων νῦν λεκτέον.
Ἔστι δὲ
γένη ταῦτα πλείω, ἓν μὲν τὸ τῶν καλουμένων μαλακίων· ταῦ-
τα δ' ἐστὶν ὅσα ἄναιμα ὄντα ἐκτὸς ἔχει τὸ σαρκῶδες, ἐντὸς δ'
εἴ τι ἔχει στερεόν, καθάπερ καὶ τὰ ἔναιμα τῶν ζῴων, οἷον τὸ
τῶν σηπιῶν γένος. Ἓν δὲ τὸ τῶν μαλακοστράκων· ταῦτα δ'
ἐστὶν ὅσων ἐκτὸς τὸ στερεόν, ἐντὸς δὲ τὸ μαλακὸν καὶ σαρκῶ-
δες· τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστὸν ἀλλὰ θλαστόν,
οἷόν ἐστι τό τε τῶν καράβων γένος καὶ τὸ τῶν καρκίνων. Ἔτι
δὲ τὰ ὀστρακόδερμα· τοιαῦτα δ' ἐστὶν ὧν ἐντὸς μὲν τὸ σαρκῶ-
δες, ἐκτὸς δὲ τὸ στερεόν, θραυστὸν ὂν καὶ κατακτόν, ἀλλ'
οὐ θλαστόν· τοιοῦτον δὲ τὸ τῶν κοχλιῶν γένος καὶ τὸ τῶν
ὀστρέων ἐστίν. Τέταρτον δὲ τὸ τῶν ἐντόμων, ὃ πολλὰ καὶ ἀνό-
μοια περιείληφεν εἴδη ζῴων. Ἔστι δ' ἔντομα ὅσα κατὰ τοὔ-
νομά ἐστιν ἐντομὰς ἔχοντα ἢ ἐν τοῖς ὑπτίοις ἢ ἐν τοῖς πρανέσιν
ἢ ἐν ἀμφοῖν, καὶ οὔτε ὀστῶδες ἔχει ἓν κεχωρισμένον οὔτε
σαρκῶδες, ἀλλὰ μέσον ἀμφοῖν· τὸ σῶμα γὰρ ὁμοίως καὶ
ἔσω καὶ ἔξω σκληρόν ἐστιν αὐτῶν.

Αριστοτέλης Historia animalium Bekker σε. 525a, γρ. 34

ἐκκλύζεται εἰς τὸ ξηρόν, καὶ περιπεσόντος τοῦ ὀστρέου ἁλίς-


κεται καὶ ἐν τῇ γῇ ἀποθνήσκει. Εἰσὶ δ' οὗτοι μικροί, τὸ εἶ-
δος ὅμοιοι ταῖς βολιταίναις. Καὶ ἄλλος ἐν ὀστράκῳ οἷον κο-
χλίας, ὃς οὐκ ἐξέρχεται ἐκ τοῦ ὀστράκου, ἀλλ' ἔνεστιν ὥσπερ
ὁ κοχλίας, καὶ ἔξω ἐνίοτε τὰς πλεκτάνας προτείνει. Περὶ
μὲν οὖν τῶν μαλακίων εἴρηται.
Τῶν δὲ μαλακοστράκων ἓν μέν ἐστι γένος τὸ τῶν κα-
ράβων, καὶ τούτῳ παραπλήσιον ἕτερον τὸ τῶν καλουμένων
ἀστακῶν· οὗτοι δὲ διαφέρουσι τῶν καράβων τῷ ἔχειν χηλὰς
καὶ ἄλλας τινὰς διαφορὰς οὐ πολλάς. Ἓν δὲ τὸ τῶν καρί-
222

δων, καὶ ἄλλο τὸ τῶν καρκίνων. Γένη δὲ πλείω τῶν καρί-


δων ἐστὶ καὶ τῶν καρκίνων, τῶν μὲν καρίδων αἵ τε κυφαὶ
καὶ αἱ κράγγονες καὶ τὸ μικρὸν γένος (αὗται γὰρ οὐ γίνον-
ται μείζους), τῶν δὲ καρκίνων παντοδαπώτερον τὸ γένος καὶ
οὐκ εὐαρίθμητον. Μέγιστον μὲν οὖν ἐστιν ἃς καλοῦσι μαίας,
δεύτερον δ' οἵ τε πάγουροι καὶ οἱ Ἡρακλεωτικοὶ καρκίνοι,
ἔτι δ' οἱ ποτάμιοι· οἱ δ' ἄλλοι ἐλάττους καὶ ἀνωνυμώτεροι.
Περὶ δὲ τὴν Φοινίκην γίνονται ἐν τῷ αἰγιαλῷ οὓς καλοῦσιν
ἵππους διὰ τὸ οὕτω ταχέως θεῖν ὥστε μὴ ῥᾴδιον εἶναι κατα-
λαβεῖν· ἀνοιχθέντες δὲ κενοὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν νομήν. Ἔστι δὲ
καὶ ἕτερον γένος μικρὸν μὲν ὥσπερ οἱ καρκίνοι,

Αριστοτέλης Historia animalium Bekker σε. 526b, γρ. 29

ριον οἱ καρκίνοι, οἱ δὲ κάραβοι παρὰ τὰ βραγχιοειδῆ·


ἔχουσι δὲ τὰ βραγχιοειδῆ πολλὰ οἱ κάραβοι.
Κοινὸν δὲ πάντων τούτων ἐστίν· ὀδόντας τε πάντ' ἔχει δύο
(καὶ γὰρ οἱ
κάραβοι τοὺς πρώτους δύο ἔχουσι) καὶ ἐν τῷ στόματι σαρκω-
δέστερον ἀντὶ γλώττης, εἶτα κοιλίαν τοῦ στόματος ἐχομένην
εὐθύς, πλὴν οἱ κάραβοι μικρὸν στόμαχον πρὸ τῆς κοιλίας,
εἶτ' ἐκ ταύτης ἔντερον εὐθύ. Τελευτᾷ δὲ τοῦτο τοῖς μὲν κα-
ραβοειδέσι καὶ καρίσι κατ' εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν, ᾗ τὸ
περίττωμα ἀφιᾶσι καὶ τὰ ᾠὰ ἐκτίκτουσιν, τοῖς δὲ καρκί-
νοις, ᾗ τὸ ἐπίπτυγμα ἔχουσι, κατὰ μέσον τὸ ἐπίπτυγμα, ᾗ τὰ
ᾠὰ ἐκτίκτουσιν (ἐκτὸς δὲ καὶ οὗτοι). Ἔτι τὰ θήλεα αὐ-
τῶν παρὰ τὸ ἔντερον τὴν τῶν ᾠῶν χώραν ἔχουσιν. Καὶ τὴν
καλουμένην δὲ μύτιν ἢ μήκωνα πλείω ἢ ἐλάττω πάντ' ἔχει
ταῦτα. Τὰς δ' ἰδίας ἤδη διαφορὰς καθ' ἕκαστον δεῖ θεω-
ρεῖν. Οἱ μὲν οὖν κάραβοι, ὥσπερ εἴρηται, δύο ἔχουσιν
ὀδόντας μεγάλους καὶ κοίλους, ἐν οἷς ἔνεστι χυμὸς ὅμοιος τῇ
μύτιδι, μεταξὺ δὲ τῶν ὀδόντων σαρκίον γλωττοειδές. Ἀπὸ
δὲ τοῦ στόματος ἔχει οἰσοφάγον βραχὺν καὶ κοιλίαν τούτου
ἐχομένην ὑμενώδη, ἧς πρὸς τῷ στόματι ὀδόντες εἰσὶ τρεῖς,
223

Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 1) “Theophrastus. De


causis plantarum,βι. one”, Ed. Dengler, R.E.Philadelphia: University of
Pennsylvania Press, 1927.Βι. 1, κεφ. 12, τμ. 3, γρ. 6

ἄρριζα, ἐσήπετ' ἄν. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἐπαινοῦσι ταύτην τὴν φυτείαν, ὅτι
μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ἰσχυροτέρας ποιεῖ δι' ὧν καὶ ἡ τοῦ στελέχους καὶ ἡ
τῶν ἄλλων γένεσις· ὡς τά γ' εὐθὺς ἀνατρέχοντα πρὸς τὴν βλάστησιν
ἀσθενῆ καὶ ἄκαρπα γίνεται, καθάπερ ἐπὶ τῶν σπερμάτων οἱ Ἀδώνιδος
κῆποι. πιθανὸς δὲ καὶ ταύτῃ δόξειεν ἂν ὁ λόγος ὅτι τὰ μὲν ἄνω
κωλύεται
διὰ τὸν πέριξ ἀέρα ψυχρὸν ὄντα, τὰ δὲ κάτω στεγαζόμενα τῇ γῇ καὶ
ἅμα συγκατακλειόμενα ὑπὸ τοῦ θερμοῦ διὰ τὴν ἀντιπερίστασιν τῇ τε
ὑγρότητι καὶ τροφῇ προσαύξεται. πάντα γὰρ αὐτοῖς ὑπάρχει δι' ὧν
ἡ αὔξησις καὶ ἡ γένεσις. σημεῖον δὲ καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ σίτου συμβαῖνον, ὃς
ὑπὸ τοῦ χειμῶνος πιλούμενος ῥιζοῦται μᾶλλον, ὃ δὴ καρκινοῦσθαι
λέγουσιν,
ὡς τὴν ἀπὸ τῶν ἄνω δύναμιν καὶ τροφὴν εἰς τὰ κάτω τρεπομένην.
ταύτῃ μὲν οὖν δόξειεν ἂν μερίζεσθαι τὸ τῆς αὐξήσεως· τῇδε δὲ πάλιν
οὐκ ἂν δόξειεν, ἔν τε γὰρ τῇ πρώτῃ γενέσει προτερεῖ μὲν ἡ ῥίζα τῶν
βλαστῶν
οὐ μὴν τοσοῦτον ὥστε χρόνου γίνεσθαι πλῆθος, ἀλλὰ βραχύ τι πάντως
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ζώων ἡ καρδία καὶ τὸ περὶ τὴν καρδίαν· ἁπλῶς γὰρ
ὡς εἰπεῖν ἡ φύσις οὐθὲν καθάπερ ἡ τέχνη ποιεῖ κατὰ μέρος, ἀλλὰ πάντ'
ἀθρόα καταβάλλεται. συντελεῖ δὲ ἑτέρων ἕτερα πρότερον. εἰ δὲ καὶ ἐν
τῇ πρώτῃ γενέσει τοῦτ' ἐπί τινων ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἀλλ' οὔτι γε ἐν τῇ
τροφῇ καὶ αὐξήσει, τὰ μὲν πρότερον τρέφεσθαι, τὰ δ' ὕστερον, ὥσπερ
οὐδ'
ἐπὶ τῶν ζώων, ἀλλ' ἅμα πως μάλιστα πάντα καὶ ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ

Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6) Βι. 3, κεφ. 21, τμ. 5,
γρ. 6

τωνα εἶναι· δι' ὃ καὶ ἡ διὰ χρόνου γεωργουμένη γῆ


πυροὺς φέρει μᾶλλον ἢ κριθάς· κατακρατεῖ γὰρ τῆς
τροφῆς ἰσχυροτέρας οὔσης ὁ πυρὸς μᾶλλον. Ἐνιαχοῦ
δ' οὐχ ὁμοίως ἐθέλει φέρειν μὴ ἐμπρησθείσης τῆς
224

ὕλης· οὕτως δ' ὥσπερ μανοῦται καὶ κοπρίζεται.


Ὡς δὲ ἁπλῶς εἰπεῖν πάντα ἐν ταύταις μεγίσταις καὶ
κοινοτάταις ἐστὶν διαφοραῖς, ἐν τῇ τῆς χώρας φύσει
τῇ τῶν σπερμάτων ἰσχυῒ καὶ ἀσθενείᾳ καὶ ἐν τῇ τοῦ
ἀέρος κράσει, δι' ὃ σκεπτέον ταῦτα. Χειμῶνες δὲ
ἐπιγινόμενοι πανταχοῦ μὲν χρήσιμοι· ῥιζοῦται γὰρ καὶ
καρκινοῦται μᾶλλον ὥστ' εἰς τὸ ἔαρ σύμμετρον ἀπο-
δίδοται μέγεθος. Μάλιστα δ' ἐν ταῖς ἀγαθαῖς χώραις·
τὰ γὰρ νότια καὶ ὅταν εὐδία ταχὺ ἀναδιδόασι καὶ
ποιοῦσι λοχαίαν καὶ καρπὸν ἐρυσιβώδη. Τὰ δὲ πυκ-
νόσπορα πρότερον ἀποχεῖται τῶν μανοσπόρων ὅτι τὰ
μὲν ῥιζοῦται καὶ εἰς τὰ κάτω σχίζεται διὰ τὸ ἔχειν
τόπον τὰ δ' εὐθὺς εἰς τὸ ἄνω τρέχει.
Χρὴ δὲ καὶ τὰ οἰκεῖα σπέρματα πρὸς εὐφο-
ρίαν καὶ τὰ νοσήματα τὰ συμβαίνοντα λαμβάνειν οἷον
ἐρυσίβας· ἐπεὶ ἐν τοῖς κοίλοις καὶ ἀπνόοις γίνεται.

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Fable 211, version 1, γρ. 1

ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΣ

ὄφις καὶ καρκίνος ἐν ταὐτῷ διέτριβον. καὶ ὁ μὲν καρκί-


νος ἁπλῶς τῷ ὄφει καὶ εὐνοϊκῶς προσεφέρετο, ὁ δὲ ἀεὶ
ὕπουλος καὶ πονηρὸς ἦν. τοῦ δὲ καρκίνου συνεχῶς αὐτὸν
παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαι τὰ κατ' αὐτὸν καὶ τὴν αὐτοῦ
διάθεσιν μιμεῖσθαι ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο. διόπερ ἀγανακτή-
σας παρατηρησάμενος αὐτὸν κοιμώμενον τοῦ φάρυγγος
ἐπιλαβόμενος τῇ χηλῇ καὶ ὅσον οἷόν τε πιέσας ἀνεῖλε.
ἰδὼν δὲ αὐτὸν ἐκτεταμένον εἶπεν· “ὦ οὗτος, ἀλλ' οὐ
νῦν σε ἐχρῆν ἁπλοῦν εἶναι, ὅτε τέθνηκας, ὅτε δέ σε παρ-
ῄνουν καὶ οὐκ ἐπείθου.”

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Fable 211, version 3, γρ. 1

παραινοῦντος ἐξαπλοῦσθαι τὰ κατ' αὐτὸν καὶ τὴν αὐτοῦ


διάθεσιν μιμεῖσθαι ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο. διόπερ ἀγανακτή-
σας παρατηρησάμενος αὐτὸν κοιμώμενον τοῦ φάρυγγος
ἐπιλαβόμενος τῇ χηλῇ καὶ ὅσον οἷόν τε πιέσας ἀνεῖλε.
225

ἰδὼν δὲ αὐτὸν ἐκτεταμένον εἶπεν· “ὦ οὗτος, ἀλλ' οὐ


νῦν σε ἐχρῆν ἁπλοῦν εἶναι, ὅτε τέθνηκας, ὅτε δέ σε παρ-
ῄνουν καὶ οὐκ ἐπείθου.”
οὗτος ὁ λόγος εἰκότως ἂν λέγοιτο ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀν-
θρώπων, οἳ παρὰ τὸν ἑαυτῶν βίον εἰς τοὺς φίλους πονη-
ρευόμενοι μετὰ θάνατον εὐεργεσίας κατατίθενται.
ὄφις καρκίνῳ συνδιῃτᾶτο ἑταιρείαν πρὸς αὐτὸν ποιησά-
μενος. ὁ μὲν οὖν καρκῖνος ἁπλοῦς ὢν τὸν τρόπον μετα-
βαλέσθαι κἀκεῖνον παρῄνει τῆς πανουργίας. ὁ δὲ οὐδ-
οτιοῦν ἑαυτὸν παρεῖχε πειθόμενον. ἐπιτηρήσας δ' ὁ καρκῖνος
αὐτὸν ὑπνοῦντα καὶ τοῦ φάρυγγος τῇ χηλῇ λαβόμενος καὶ
ὅσον οἷόν τε πιέσας φονεύει. τοῦ δ' ὄφεως μετὰ θάνατον
ἐκταθέντος ἐκεῖνος εἶπεν· “οὕτως ἔδει καὶ πρόσθεν εὐθὺν
καὶ ἁπλοῦν εἶναι· οὐδὲ γὰρ ἂν ταύτην τὴν δίκην ἔτισας.”
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς φίλοις σὺν δόλῳ προσιόντες
αὐτοὶ μᾶλλον βλάπτονται.

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Fable 211, version 3, γρ. 2

διάθεσιν μιμεῖσθαι ἐκεῖνος οὐκ ἐπείθετο. διόπερ ἀγανακτή-


σας παρατηρησάμενος αὐτὸν κοιμώμενον τοῦ φάρυγγος
ἐπιλαβόμενος τῇ χηλῇ καὶ ὅσον οἷόν τε πιέσας ἀνεῖλε.
ἰδὼν δὲ αὐτὸν ἐκτεταμένον εἶπεν· “ὦ οὗτος, ἀλλ' οὐ
νῦν σε ἐχρῆν ἁπλοῦν εἶναι, ὅτε τέθνηκας, ὅτε δέ σε παρ-
ῄνουν καὶ οὐκ ἐπείθου.”
οὗτος ὁ λόγος εἰκότως ἂν λέγοιτο ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀν-
θρώπων, οἳ παρὰ τὸν ἑαυτῶν βίον εἰς τοὺς φίλους πονη-
ρευόμενοι μετὰ θάνατον εὐεργεσίας κατατίθενται.
ὄφις καρκίνῳ συνδιῃτᾶτο ἑταιρείαν πρὸς αὐτὸν ποιησά-
μενος. ὁ μὲν οὖν καρκῖνος ἁπλοῦς ὢν τὸν τρόπον μετα-
βαλέσθαι κἀκεῖνον παρῄνει τῆς πανουργίας. ὁ δὲ οὐδ-
οτιοῦν ἑαυτὸν παρεῖχε πειθόμενον. ἐπιτηρήσας δ' ὁ καρκῖνος
αὐτὸν ὑπνοῦντα καὶ τοῦ φάρυγγος τῇ χηλῇ λαβόμενος καὶ
ὅσον οἷόν τε πιέσας φονεύει. τοῦ δ' ὄφεως μετὰ θάνατον
ἐκταθέντος ἐκεῖνος εἶπεν· “οὕτως ἔδει καὶ πρόσθεν εὐθὺν
καὶ ἁπλοῦν εἶναι· οὐδὲ γὰρ ἂν ταύτην τὴν δίκην ἔτισας.”
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοῖς φίλοις σὺν δόλῳ προσιόντες
αὐτοὶ μᾶλλον βλάπτονται.

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Aphthonii rhetoris (0096: 006)


226

“Corpus fabularum Aesopicarum, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed. Hausrath, A.,
Hunger, H.
Leipzig: Teubner, 1959.Fable 11, γρ. 1t

ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙΝ


ΑΔΥΝΑΤΑ

ἡ μήτηρ πρὸς τὸν καρκίνον· “τί δὴ λοξή, ἥν, ὦ παῖ, βα-


δίζεις ὁδόν, ὀρθὴν ἰέναι προσῆκον;” ὁ δὲ πρὸς αὐτήν· “ἡ-
γοῦ τῆς ὁδοῦ, ὦ μῆτερ, καὶ πρὸς αὐτὴν βαθίζειν πειράσο-
μαι.” τῆς δὲ βαδίζειν ἀπορούσης ὀρθῶς κατήγορος ὁ παῖς
τῆς παρανοίας ἐγένετο.

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Aphthonii rhetoris Fable 11, γρ.
3

ΜΥΘΟΣ Ο ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝ*οΥ ΠΑΡΑΙΝΩΝ ΜΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙΝ


ΑΔΥΝΑΤΑ

ἡ μήτηρ πρὸς τὸν καρκίνον· “τί δὴ λοξή, ἥν, ὦ παῖ, βα-


δίζεις ὁδόν, ὀρθὴν ἰέναι προσῆκον;” ὁ δὲ πρὸς αὐτήν· “ἡ-
γοῦ τῆς ὁδοῦ, ὦ μῆτερ, καὶ πρὸς αὐτὴν βαθίζειν πειράσο-
μαι.” τῆς δὲ βαδίζειν ἀπορούσης ὀρθῶς κατήγορος ὁ παῖς
τῆς παρανοίας ἐγένετο.
ῥᾷον παραινεῖν, ἃ πονεῖν ὑπῆρξεν ἀδύνατον.

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 5, τμ. 96, γρ. 1

μένων πρὸς ἀλλήλους λέγεται.


Αἱ κύνες τὴν δέσποιναν μιμούμεναι: λέγε-
ται ὁπόταν καὶ οἱ ὑποχείριοι τοῖς ἄρχουσιν ἐπὶ κακῷ συμ-
φωνῶσι.
Κυνόσαργες: τόπος, ἐν ᾧ οἱ νόθοι ἐξεκρίνοντο.
Κύων γάρ τις ἡρπακὼς κρέα, ἐκεῖ ἐκόμισεν· ὅθεν καὶ
Κυνόσαργες.
227

Κατὰ ποδὸς βάσιν: ἐπὶ τῶν κατὰ μικρόν τι


πραττόντων καὶ μετὰ τέχνης. Ὁμοία τῇ, Ἐν νυκτὶ
βουλή.
καρκίνος λαγωὸν αἱρεῖ: ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου·
ὁμοία τῇ, Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει.
Κεραμέως πλοῦτος: ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβε-
βαίων καὶ εὐθραύστων.
Κεραμεὺς ἄνθρωπος: ἐπὶ τοῦ σαθροῦ.
Κακοὶ πίνουσι τῆς τιμωρίας τὴν ὀμίχλην:
ἐπὶ τῶν κατ' ἀξίαν τιμωρουμένων. Ὁμοία τῇ, Αὐτὸς
ἐφεῦρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν.

Zenobius Sophista Paroemiogr., Epitome collectionum Lucilli


Tarrhaei et Didymi (0098: 001)“Corpus paroemiographorum
Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L., Schneidewin, F.G.Göttingen:
Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr. 1965.Centuria 3, τμ. 77, γρ. 4

κλέους.
Ἐνδυμίωνος ὕπνος: ἐπὶ τῶν πολλὰ κοιμωμέ-
νων. Ἐνδυμίωνος γὰρ κάλλει διενεγκόντος ἠράσθη Σε-
λήνη, καὶ Ζεὺς αὐτῷ δίδωσι ταύτης αἰτησαμένης ὃ βού-
λεται ἑλέσθαι· ὁ δὲ αἱρεῖται κοιμᾶσθαι διαπαντὸς ἀθά-
νατος καὶ ἀγήρως μένων. Ἐκ τούτου τὴν παροιμίαν γε-
νέσθαι φασί.
Ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ Ἀνδροκλέης πολε-
μαρχεῖ: ἐπὶ τῶν εὐτελῶν τῶν διὰ περιπέτειάν τινα τι-
μῆς ἀξιουμένων. Τοιαύτη δὲ ἐστὶ καὶ ἡ λέγουσα·
Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ καρκίνος ἔμμορε τιμῆς.

Eratosthenes et Eratosthenica Philol., Catasterismi Κεφ. 1, τμ. 11, γρ.


1

Ἔχουσι δὲ ἀστέρας ὁ μὲν ἐποχούμενος τοῦ Καρ-


κίνου ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αʹ λαμπρόν, ἐπ' ὤμου ἑκα-
τέρου αʹ λαμπρόν, ἐπὶ δεξιοῦ ἀγκῶνος αʹ, ἐπὶ δεξιᾶς
χειρὸς αʹ, ἐφ' ἑκατέρῳ γόνατι αʹ, ἐφ' ἑκατέρῳ ποδὶ
αʹ, τοὺς πάντας θʹ· ὁ δ' ἐχόμενος ἔχει ἐπὶ τῆς κεφα-
λῆς αʹ λαμπρόν, ἐπ' ἀριστερῷ ὤμῳ λαμπρὸν αʹ, ἐπὶ
μαστῷ ἑκατέρῳ αʹ, ἐπ' ἀριστεροῦ ἀγκῶνος αʹ, ἐπ'
228

ἄκρας χειρὸς αʹ, ἐπ' ἀριστερῷ γόνατι αʹ, ἐφ'


ἑκατέρῳ ποδὶ αʹ, ὑπὸ τὸν ἀριστερὸν πόδα αʹ, ὃς κα-
λεῖται Πρόπους· τοὺς πάντας ιʹ.

Καρκίνου.

Οὗτος δοκεῖ ἐν τοῖς ἄστροις τεθῆναι δι' Ἥραν,


ὅτι μόνος Ἡρακλεῖ τῶν ἄλλων συμμαχούντων ὅτε
τὴν ὕδραν ἀνῄρει, ἐκ τῆς λίμνης ἐκπηδήσας ἔδακεν
αὐτοῦ τὸν πόδα, καθάπερ φησὶ Πανύασις ἐν Ἡρακλείᾳ·
θυμωθεὶς δ' ὁ Ἡρακλῆς δοκεῖ τῷ ποδὶ συνθλάσαι
αὐτόν, ὅθεν μεγάλης τιμῆς τετύχηκε καταριθμούμενος
ἐν τοῖς ιβʹ ζῳδίοις.
Καλοῦνται δέ τινες αὐτῶν ἀστέρες Ὄνοι, οὓς Διό-
νυσος ἀνήγαγεν εἰς τὰ ἄστρα. ἔστι δὲ αὐτοῖς καὶ
Φάτνη παράσημον· ἡ δὲ τούτων ἱστορία αὕτη·

Andromachus Poet. Med., Fragmentum “Die griechischen


Dichterfragmente der römischen Kaiserzeit, vol. 2”, Ed. Heitsch,
E.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1964.Γρ. 21

οὐ ζοφερῆς ἔχιός τε καὶ ἀλγεινοῖο κεράστου


τύμματα, καὶ ξηρῆς διψάδος οὐκ ἀλέγοι.
σκορπίος οὐκ ἐπὶ τήνδε κορύσσεται, οὐδὲ μὲν αὐτή
ἀσπὶς ἀδηρίτων ἰὸν ἔχουσα γόων.
οὐ μὲν †απεχθομενος και δρυας† ἀντιάσειε
καὶ κατὰ φωλειὸν θερμὸς ἔνερθε μένοι·
οὐκ ἀλέγοι δρυίναο, ἀναίμακτον δ' ἔχει ἰόν
αἱμοροῒς τοίῳ δαμναμένη πόματι.
οὐ μὲν ἀπεχθήεντα φαλάγγια σίνεται οὕτως
ἀνέρα, φρικαλέον δ' ἄχθος ἔθηκε πόνων.
οὐχ ὕδρος οὐδ' ἐπὶ χέρσον, ὅθ' ὕδατα καρκίνος αἴθει,
βοσκόμενος, θερμῆς τ' ἤρξατο πρῶτον ἄλης,
χέρσυδρος θανάτῳ πεπαλαγμένα χείλεα σύρων
ἀντόμενος γλυκεροῦ τέρμα φέροι βιότου.
τῇ πίσυνος λειμῶσι θέρους ἔνι τέρπεο, Καῖσαρ,
καὶ Λιβυκὴν στείχων οὐκ ἀλέγοις ἄμαθον·
οὐδὲ μὲν ἀμφίσβαινα φέροι μόρον, οὐδέ τις ἤδη
229

φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις.


ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος
καὶ θοὸν ἰήσαι' ἄσθμα κυλινδόμενον·

Carmina Convivialia (PMG), Fragmenta (0296: 001“Poetae melici


Graeci”, Ed. Σε. , D.L.Oxford: Clarendon Press, 1962, Repr. 1967 (1st
edn. corr.).Frag 9, γρ. 1

ἐσιδόντα, κλείσαντα πάλιν,


ἄνδρα φίλον νομίζειν ἀδόλωι φρενί.
ὑγιαίνειν μὲν ἄριστον ἀνδρὶ θνητῶι,
δεύτερον δὲ καλὸν φυὰν γενέσθαι,
τὸ τρίτον δὲ πλουτεῖν ἀδόλως,
καὶ τὸ τέταρτον ἡβᾶν μετὰ τῶν φίλων.
𐆄–𐆄 ἐκ γῆς χρὴ κατίδην πλόον
εἴ τις δύναιτο καὶ παλάμην ἔχοι
ἐπεὶ δέ κ' ἐν πόντωι γένηται
τῶι παρεόντι τρέχειν ἀνάγκη.
ὁ δὲ καρκίνος ὧδ' ἔφα
χαλᾶι τὸν ὄφιν λαβών·
εὐθὺν χρὴ τὸν ἑταῖρον ἔμ-
μεν καὶ μὴ σκολιὰ φρονεῖν.
ἐν μύρτου κλαδὶ τὸ ξίφος φορήσω
ὥσπερ Ἁρμόδιος καὶ Ἀριστογείτων
ὅτε τὸν τύραννον κτανέτην
ἰσονόμους τ' Ἀθήνας ἐποιησάτην.
φίλταθ' Ἁρμόδι', οὔ τί πω τέθνηκας,
νήσοις δ' ἐν μακάρων σέ φασιν εἶναι,
ἵνα περ ποδώκης Ἀχιλεὺς

Carcinus Trag., Fragmentum (0310: 001)“Tragicorum Graecorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Snell, B.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1971.Fragment 2?, γρ. 1

INCERTAE FABULAE FRAGMENTUM

θρηνῶν ... τῶν Καρκίνου τις δαιμόνων· ἰώ μοί μοι


230

Carcinus Junior Trag., Fragmenta (0327: 001)“Tragicorum Graecorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Snell, B.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1971.Fragment 5a, γρ. 3

δῦναί τε γαίας εἰς μελαμφαεῖς μυχούς· πόθῳ δὲ μητέρ' ἠφανισμένης


κόρης
μαστῆρ' ἐπελθεῖν πᾶσαν ἐν κύκλῳ χθόνα·
καὶ γῆν μὲν Αἰτναίοισι Σικελίας πάγοις
πυρὸς γέμουσαν ῥεύμασιν δυσεμβόλοις
πᾶσαν στενάξαι, πένθεσιν δὲ παρθένου
σίτων ἄμοιρον Διοτρεφὲς φθίνειν γένος,
ὅθεν θεὰς τιμῶσιν ἐς τὰ νῦν ἔτι
’ἄπιστον ἄλογον δεινόν’ ...
’τί δ' ἔστ' ἄπιστον τῶν ἐν ἀνθρώποις κακῶν;’
ὁ καρκίνος φήσ'· ‘ἐν μιᾷ γὰρ ἡμέρᾳ
τὸν εὐτυχῆ τίθησι δυστυχῆ θεός’
†οὐ κεῖνος ἐξέστησε· τὰς γὰρ ἐμφύτους
ὀρθῶς παγείσας φρένας
οὐδεὶς ἐπαίρει καιρὸς ἐξαμαρτάνειν
πολλοῖς γὰρ ἀνθρώποισι φάρμακον κακῶν
σιγή· μάλιστα δ' ἐστὶ σώφρονος τρόπου
χαίρω σ' ὁρῶν φθονοῦντα, τοῦτ' εἰδὼς ὅτι
ἓν δρᾷ μόνον δίκαιον ὧν ποιεῖ φθόνος·

Lycophron Trag., Alexandra (0341: 002)“Lycophronis Alexandra”, Ed.


Mascialino, L.Leipzig: Teubner, 1964.Γρ. 634

χέρσον λαχήνῃ βουσὶν αὔλακας τεμών.


στήλαις δ' ἀκινήτοισιν ὀχμάσει πέδον,
ἃς οὔτις ἀνδρῶν ἐκ βίας καυχήσεται
μετοχλίσας ὀλίζον. ἦ γὰρ ἀπτέρως
αὐταὶ παλιμπόρευτον ἵξονται βάσιν,
ἄνδηρ' ἀπέζοις ἴχνεσιν δατούμεναι.
θεὸς δὲ πολλοῖς αἰπὺς αὐδηθήσεται,
ὅσοι παρ' Ἰοῦς γρῶνον οἰκοῦνται πέδον,
δράκοντα τὸν φθείραντα Φαίακας κτανών.
Οἱ δ' ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμνησίας
σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες
ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νήλιποι βίον,
τριπλαῖς δικώλοις σφενδόναις ὡπλισμένοι.
ὧν αἱ τεκοῦσαι τὴν ἑκηβόλον τέχνην
ἄδορπα παιδεύσουσι νηπίους γονάς.
231

οὐ γάρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ,


πρὶν ἂν κρατήσῃ ναστὸν εὐστόχω λίθῳ
ὑπὲρ τράφηκος σῆμα κείμενον σκοποῦ.
καὶ τοὶ μὲν ἀκτὰς ἐμβατήσονται λεπρὰς
Ἰβηροβοσκοὺς ἄγχι Ταρτησοῦ πύλης,
Ἄρνης παλαιᾶς γέννα, Τεμμίκων πρόμοι

Cassius Dio Hist., Historiae Romanae “Cassii Dionis Cocceiani


historiarum Romanarum quae supersunt, 3 vols.”, Ed. Boissevain,
U.P.Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901, Repr. 1955.Βι. 78, κεφ.
23, τμ. 6, γρ. 3

ἐκεῖνός τε ἐξελθεῖν ὅτι τάχιστα ἐκ τῆς Ἀντιοχείας αὐτήν, ὅποι


βούλοιτο, ἐκέλευσεν, καὶ τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ περὶ τοῦ υἱέος αὐτῆς λεχ-
θέντα ἤκουσεν, οὐκέτ' ἐφιλοψύχησεν, ἀλλ' ἤδη τρόπον τινὰ καὶ
ὑπὸ τοῦ καρκίνου, ὃν ἐν τῷ μαστῷ ἐκ πάνυ πολλοῦ χρόνου ἡσυχά-
ζοντά πως ἔχουσα τότε ἠρέθισεν ἐκ τῆς πληγῆς ἣν ἐπὶ τῷ τοῦ
παιδὸς θανάτῳ κοψαμένη κατὰ τῶν στέρνων ἐπέπληκτο, συναιρου-
μένη προσδιέφθειρεν ἑαυτὴν ἀποκαρτερήσασα.
καὶ ἡ μὲν οὕτω τε ἐκ δημοτικοῦ γένους ἐπὶ μέγα ἀρθεῖσα, κἀν
τῇ τοῦ ἀνδρὸς ἡγεμονίᾳ περιαλγῶς πάνυ διὰ τὸν Πλαυτιανὸν ζή-
σασα, τῶν τε υἱέων τόν τε νεώτερον ἐν τοῖς αὑτῆς κόλποις κατα-
σφαγέντα ἐπιδοῦσα καὶ τὸν πρεσβύτερον ζῶντά τε ἀεὶ διὰ τέλους
διὰ φθόνου ἔχουσα καὶ φονευθέντα οὕτω μαθοῦσα, τῆς ἀρχῆς
ζῶσα ἐξέπεσεν καὶ ἑαυτὴν προσκατειργάσατο, ὥστε τινὰ ἐς αὐτὴν
ἀποβλέψαντα μὴ πάνυ πάντας τοὺς ἐν ταῖς μεγάλαις ἐξουσίαις

Cassius Dio Hist., Historiae Romanae (Xiphilini epitome) “Cassii


Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol. 3”, Ed.
Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr. 1955.Dindorf-Stephanus
σε. S343, γρ. 26

καὶ δεινὰ ἐλοιδόρησεν. ἔπειθ' ὡς οὔτε τι τῆς βασιλικῆς θεραπείας


ἢ τῆς τῶν δορυφόρων περὶ αὐτῇ φρουρᾶς ἠλλοιώθη, καὶ ἐκεῖνος
χρηστά τινα αὐτῇ ἐπέστειλε, θαρσήσασα τὴν τοῦ θανάτου ἐπιθυμίαν
κατέθετο· ἐπεὶ δὲ τὰ λεχθέντα ὑπ' αὐτῆς ὁ Μακρῖνος ἐπύθετο, καί-
τοι μηδὲν αὐτῷ ἀντιγραψάσης ἐκείνης, καί τι καὶ εἰς τοὺς συνόντας
αὐτῇ στρατιώτας πράσσουσαν ᾔσθετο καὶ τὴν αὐταρχίαν μεταδιώκου-
σαν παραπλησίως τῇ Σεμιράμιδι καὶ τῇ Νικώτριδι ἅτε καὶ ἐκ τῶν
232

αὐτῶν τρόπον τινὰ χωρίων ἐκείναις οὖσαν, καὶ ἐξελθεῖν ὅτι τάχιστα
ἐκ τῆς Ἀντιοχείας ὅποι βούλοιτο αὐτὴν ἐκέλευσεν, οὐκέτ' ἐφιλοψύ-
χησεν ἀλλὰ διέφθειρεν ἑαυτὴν ἀποκαρτερήσασα, ἐπειδὴ καὶ ὁ καρκῖ-
νος, ὃν ἐκ πάνυ πολλοῦ χρόνου ἡσυχάζοντα ἐν τῷ μαστῷ ἔχουσα
εἶτα κοψαμένη τὰ στέρνα ταῖς πληγαῖς ἠρέθισεν, εἰς τὸν θάνατον
αὐτῇ συνεβάλετο. ὁ δὲ Μακρῖνος ἰδὼν τὸν Ἀρτάβανον δυνάμεσί τε
μεγάλαις καὶ θυμῷ φερόμενον ἐς τὸν πόλεμον, ἐπειράθη μὲν τούς τε
αἰχμαλώτους καὶ λόγους ἐπιεικεῖς αὐτῷ πέμψας καταπραῧναι καὶ
ἀποστρέψαι, ὡς δὲ ἐκεῖνος ἔπραττεν οὐδὲν ἐλαφρόν, ἀλλὰ τάς τε
πόλεις τὰς ὑπὸ τοῦ Ἀντωνίνου κατασκαφείσας αὐτὸν ἀναστῆσαι τῆς
τε Μεσοποταμίας παντελῶς ἐκστῆναι καὶ ἐπὶ τῇ λύμῃ τῶν βασιλι-
κῶν μνημάτων δίκας δοῦναι ἐκέλευσεν. οὐδὲ καιρὸν οὐδένα δια-
βουλεύσασθαι ἔσχεν, ἀλλ' ἀπαντήσας αὐτῷ πρὸς τὴν Νίσιβιν ἤδη
προσιόντι ἡττήθη, μάχης περὶ τοῦ ὕδατος τοῖς στρατιώταις ἐν τῇ

Comica Adespota (CAF), Fragmenta incertorum poetarum


“Comicorum Atticorum fragmenta, vol. 3”, Ed. Kock, T.Leipzig:
Teubner, 1888.Frag 51-52, γρ. 2

Προῖτος . . . Βελλεροφόντην, ὁ δὲ Πήγασος ἦν ἐξ Ἀρκαδίας


ἐπίκουρος.
τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει.
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμὸν βαστάζειν τὰς ἐπινοίας.
ἐπικαττύειν καὶ πτερνίζειν ὦ μόνοι ὦτοι τῶν Ἑλλήνων Ἀνδροκλέα τὸν
ἀπ' αἰγείρων
(ὅταν) ἀστράψῃ διὰ Πυκνός παρὰ κωφὸν (ἔοικ') ἀποπαρδεῖν.
ἐν δὲ διχοστασίῃσι καὶ Ἀνδροκλέης πολεμαρχεῖ.
ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ ὁ καρκίνος ἔμμορε τιμῆς.
εὐφράνας ὑμᾶς ἀπέπεμπ' οἴκαδ' ἄλλον ἄλλοσε.
εἰς τὴν ὀρχήστραν· ἔτι γὰρ τὴν θέαν ᾤκειτ' ἐκεῖ.
(ὡς) παχυσκελὴς ἀλετρὶς πρὸς μύλην κινουμένη
θερμολουσίαις ἁπαλοί, μαλθακευνίαις ἁβροί
θυμελικὰν ἴθι μάκαρ φιλοφρόνως εἰς ἔριν.

Antiphanes Comic., Fragmenta (0410: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 2”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1884.Fragment 55, γρ.
15

ἀφεὶς ἐπὶ τὴν πλάστιγγα ποιήσῃ πεσεῖν –


{Β.} πλάστιγγα; ποίαν; τοῦτο τοὐπικείμενον
ἄνω τὸ μικρόν, τὸ πινακίσκιον λέγεις;
233

{Α.} τοῦτ' ἔστι πλάστιγξ – οὗτος ὁ κρατῶν γίνεται.


{Β.} πῶς δ' εἴσεταί τις τοῦτ'; {Α.} ἐὰν θίγῃ μόνον
αὐτῆς, ἐπὶ τὸν μάνην πεσεῖται καὶ ψόφος
ἔσται πάνυ πολύς. {Β.} πρὸς θεῶν, τῷ κοττάβῳ
πρόσεστι καὶ μάνης τις ὥσπερ οἰκέτης;
...............
{Β.} ᾧ δεῖ λαβὼν τὸ ποτήριον δεῖξον νόμῳ.
{Α.} αὐλητικῶς δεῖ καρκινοῦν τοὺς δακτύλους,
οἶνόν τε μικρὸν ἐγχέαι, καὶ μὴ πολύν·
ἔπειτ' ἀφήσεις. {Β.} τίνα τρόπον; {Α.} δεῦρο βλέπε.
τοιοῦτον. {Β.} ὦ Πόσειδον, ὡς ὑψοῦ σφόδρα.
{Α.} οὕτω ποιήσεις. {Β.} ἀλλ' ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ
οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ'. {Α.} ἀλλὰ μάνθανε.

Crates Comic., Fragmenta (0433: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1880.Fragment 29, γρ.
3

ΣΑΜΙΟΙ

ἔπαιξαν γυναῖκες ἅτ' ὀρχηστρίδες καλαί,


ἐπὶ κοχωνῶν τὰς τρίχας καθειμέναι.
ἥξει δὲ ταχέως ἀργυρίου χλῆδον λαβών
σκυτίνῃ πότ' ἐν χύτρᾳ τάριχος ἐλεφάντινον
ἧψε ποντιὰς χελώνη πευκίνοισι κύμασιν,
καρκίνοι ποδήνεμοί τε καὶ τανύπτεροι λύκοι
ὑσοριμαχεῖν ἄνδρες οὐρανοῦ καττύματα.
παῖ' ἐκεῖνον, ἄγχ' ἐκεῖνον. ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα;
ἵππῳ γηράσκοντι τὰ μείονα κύκλ' ἐπίβαλλε.
περιπόρφυρα ἱμάτια

Pherecrates Comic., Fragmenta (0486: 001)“Comicorum Atticorum


fragmenta, vol. 1”, Ed. Kock, T.Leipzig: Teubner, 1880.Fragment 20, γρ.
2

ΑΥΤΟΜΟΛΟΙ

οὗτοι γὰρ ἡμῖν οἱ κακῶς ἀπολούμενοι


ἐπαμφοτερίζουσ' ἐμποδὼν καθήμενοι.
234

ὁπόταν σχολάζῃς, νῖψον, ἵνα τὰ λήια


συγκαρκινωθῇ.
ὑμεῖς γὰρ ἀεὶ στραγγαλίδας ἐσφίγγετε.
ἡ γυνὴ δ' ἡμῶν ἑκάστῳ λέκιθον ἕψουσ' ἢ φακῆν
ἀναμένει καὶ σμικρὸν ὀπτῶσ' ὀρφανὸν ταρίχιον.
ὅτε τοῖσι θεοῖς θύετε, πρώτιστ' ἀποκρίνετε τοῖς ἱερεῦσιν
τὸ νομιζόμενον πρώτοις ὑμῶν, εἶτ' (αἰσχύνη τὸ κατειπεῖν)
οὐ τὼ μηρὼ περιλάψαντες μέχρι βουβώνων * * *
καὶ τὴν ὀσφὺν κομιδῇ ψιλήν, λοιπὸν τὸν σπόνδυλον αὐτὸν
ὥσπερ ῥινήσαντες νέμεθ' ὥσπερ καὶ τοῖς κυσὶν ἡμῖν;
εἶτ' ἀλλήλους αἰσχυνόμενοι θυλήμασι κρύπτετε πολλοῖς.
νὴ τὴν Δήμητρ', ἀνιαρὸν ἄρ' ἦν τὸ κακῶς ᾄδοντος ἀκούειν·

Pausanias Perieg., Graeciae descriptio “Pausaniae Graeciae descriptio,


3 vols.”, Ed. Spiro, F.Leipzig: Teubner, 1903, Repr. 1:1967.Βι. 8, κεφ. 4,
τμ. 8, γρ. 1

Κλείτορι δὲ τῷ Ἀζᾶνος οὐ γενομένων παίδων, ἐς


Αἴπυτον Ἐλάτου περιεχώρησεν ἡ Ἀρκάδων βασιλεία·
τὸν δὲ Αἴπυτον ἐξελθόντα ἐς ἄγραν θηρίων μὲν τῶν
ἀλκιμωτέρων οὐδέν, σὴψ δὲ οὐ προϊδόμενον ἀποκτίν-
νυσι. τὸν δὲ ὄφιν τοῦτον καὶ αὐτός ποτε εἶδον· κατὰ
ἔχιν ἐστὶ τὸν μικρότατον, τέφρᾳ ἐμφερής, στίγμασιν
οὐ συνεχέσι πεποικιλμένος· κεφαλὴ δέ ἐστιν αὐτῷ πλα-
τεῖα καὶ τράχηλος στενός, γαστέρα δὲ ἔχει μείζονα καὶ
οὐρὰν βραχεῖαν· βαδίζει δὲ οὗτός τε καὶ ὄφις ἕτερος
ὁ κεράστης καλούμενος ἐνδιδόντες ἐς τὰ πλάγια, ὥσπερ
οἱ καρκίνοι. μετὰ δὲ Αἴπυτον ἔσχεν Ἄλεος τὴν ἀρχήν·
Ἀγαμήδης μὲν γὰρ καὶ Γόρτυς οἱ Στυμφήλου τέταρτον
γένος ἦσαν ἀπὸ Ἀρκάδος, Ἄλεος δὲ τρίτον ὁ Ἀφεί-
δαντος. Ἄλεος δὲ τῇ τε Ἀθηνᾷ τῇ Ἀλέᾳ τὸ ἱερὸν
ᾠκοδόμησεν ἐν Τεγέᾳ τὸ ἀρχαῖον καὶ αὐτῷ κατεσκεύαστο
αὐτόθι ἡ βασιλεία· Γόρτυς δὲ ὁ Στυμφήλου πόλιν
Γόρτυνα ᾤκισεν ἐπὶ ποταμῷ· καλεῖται δὲ Γορτύνιος
καὶ ὁ ποταμός. Ἀλέῳ δὲ ἄρσενες μὲν παῖδες Λυκοῦρ-
γός τε καὶ Ἀμφιδάμας καὶ Κηφεύς, θυγάτηρ δὲ ἐγένετο
Αὔγη. ταύτῃ τῇ Αὔγῃ τῷ Ἑκαταίου λόγῳ συνεγίνετο
Ἡρακλῆς, ὁπότε ἀφίκοιτο ἐς Τεγέαν

Γαληνός ιατρός De fasciis liber “Claudii Galeni opera omnia, vol.


235

18.1”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Τόμ. 18a,


σε. 774, γρ. 4

...ὅσα δὲ οὐ σφίγξεως διὰ τὸ ἐναντιοῦσθαί τισι φλεγμοναῖς,


συνεχείας δὲ δεῖται μόνης ἢ σκέπης ἐρεοῖς. δερματίνοις δὲ,
ὡς Ἱπποκράτης ἐπὶ ῥινὸς καὶ γένυος καταγείσης ἐχρήσατο
κατακολλῶντες τὸ ἄκρον τῷ δεομένῳ τῆς ἐπιδέσεως, σχέσει
δὲ ἐπεὶ οἱ μέν εἰσιν εἰλητοὶ, οἱ δὲ σχιστοὶ, ἄλλοι δὲ σύῤ-
ῥαπτοι. εἰλητοὶ μὲν οὖν εἰσιν οἱ ἐκ ταινίας ἐπὶ μήκους
ἀσυμβλήτου γεγονότος οἷοί εἰσιν οἱ κατὰ τὰ κατάγματα τῶν
κώλων παραλαμβανόμενοι. σχιστοὶ δὲ οἱ ἐκ ῥάκους ἑνὸς
κατὰ τὰ πέρατα ἢ καὶ ἄλλο τι μέρος ἐπεῤῥωγότος, οἷοί εἰ-
σιν οἱ ἐπὶ κεφαλῆς ἀνατετριμμένης παραλαμβανόμενοι, καρκίνοι δὲ
καλούμενοι, τετρασκελεῖς ἢ ἑξασκελεῖς ἢ ὀκτασκελεῖς. σύῤῥαπτοι δὲ οἱ
ἐκ τελαμώνων πλειόνων συντιθέμενοι ἀνομοιοσχημόνα τὴν ἐπιβολὴν
ἔχοντες οἷοί εἰσιν οἱ καλού-
μενοι ἀναλκαπρίδες ἢ ἀναζῶστραι ἢ μασόδεσμοι ἢ ἐπὶ μα-
στῶν καὶ τὸν περὶ ἕδραν τόπον ἁρμόζοντες· μήκει δ' ἐπεὶ
οἱ μέν εἰσιν ἐπιμηκέστεροι, οἱ δὲ βραχύτεροι. ὁμοίως δὲ
καὶ ἐπὶ πλάτους ἔχει τοῖς ἐπιδεομένοις μέρεσι προσαρμοζο-
μένου καὶ τοῦ μήκους καὶ τοῦ πλάτους ἀναλόγως. κατα-
σκευῇ δὲ διαφέρουσιν ἀλλήλων,

Γαληνός ιατρός Introductio seu medicus “Claudii Galeni opera omnia,


vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1827, Repr. 1965.
Τόμ. 14, σε. 779, γρ. 8

περὶ δὲ ἀγκῶνα μελικηρὶς, ἀθέρωμα, στεάτωμα, ὑγρὸν


ὑδατῶδες. περὶ δὲ καρποὺς γαγγλία. περὶ δὲ δακτύλους
χειρὸς καὶ ποδὸς χείμεθλα, παρωνυχία. τοπικὰ δὲ ὅπου ἂν
τύχῃ τοῦ σώματος, φλεγμονὴ, οἴδημα, ἐμφύσημα, σκλήρω-
μα, ἀπόστημα, ἕλκος καθαρὸν, ἕλκος ῥυπαρὸν, κοῖλον ἕλ-
κος, ὑπερσαρκοῦν, ἐσχαρῶδες, ἕλκος ξηρὸν, ῥευματιζόμενον,
ὑπόνομον, τετυλωμένον, σεσυριγγωμένον, μύδησις, φῦμα,
δοθιὴν, θέρμινθες, φύγεθλον, χάλαζα, φαγέδαινα, φλυκτί-
δες, ἄνθρακες, ἐπινυκτίδες, ἐρυσίπελας, ἕρπητες. περὶ δὲ
τοὺς μαζοὺς ἰδίως καὶ περὶ τὰ αἰδοῖα γυναικὸς καὶ ἀνδρὸς
καρκινώματα. συνίσταται δὲ καὶ ὅπου ἂν τύχῃ τοῦ σώματος
Καρκίνωμα κρυπτὸν, Καρκίνωμα ἡλκωμένον, θηρίωμα. περὶ
δὲ βουβῶνας βουβῶνες ἁπλοῖ, φύματα ἐκπυΐσκοντα. περὶ
236

δὲ γόνατα γουναλγίαι, ῥευματισμοὶ, πῶροι. περὶ δὲ ἰγνὺν


στεατώματα, ἀγκύλη. περὶ δὲ κνήμην κιρσοί. ἐν γαστρο-
κνημίᾳ σκίῤῥωμα, χειρώνεια ἕλκη. περὶ δὲ ἄκρα ποδὸς
μελανίαι, νεκρώσεις, ποδάγρα, σύριγγες. περὶ δὲ πτέρνας
λεπίδες.

Γαληνός ιατρός Introductio seu medicus Τόμ. 14, σε. 786, γρ. 8

νας περιαιροῦμεν τοῖς ἀντιοτόμοις. τὰ δὲ ἐν τῷ τραχήλῳ


στεατώματα καὶ χοιράδας διαιροῦντες τὴν ἐπιφάνειαν καὶ
ἀποδέροντες τοῖς δακτύλοις, λύοντες τὴν πλοκὴν τῶν ἀγγείων
κομιζόμεθα. τὰ δὲ γαγγλία ἐν τοῖς μετακαρπίοις μὲν ὡς
ἐπὶ τὸ πολὺ γίνεται καὶ γυναιξὶν ἐριουργοῖς τὰ πλεῖστα ἐκ-
θλῶμεν, ἃ δὴ καὶ κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταται.
τὰ δὲ ἐν μασχάλαις φύματα καὶ χοιράδας μετὰ περιαιρέσεως
τέμνομεν. ὁμοίως δὲ καὶ τὰς ἐν βουβῶσι. τὰ δὲ ἐν μεσοπλευ-
ρίῳ ἀποστήματα διαιροῦντες οὐκ ἀθρόως ποιούμεθα τοῦ
πύου τὴν ἔκκρισιν, ἀλλὰ πρὸς μέτρον. εἰσὶ δὲ οἳ καὶ δια-
καίουσιν αὐτά. καρκινώματα γίνεται μὲν ἐν πολλοῖς μέρεσι
τοῦ σώματος, μάλιστα δὲ περὶ τοὺς μασθούς. περιαιρεῖται
δὲ ἔνθα ἂν ᾖ καὶ καυστηρίοις διακαίεται οὐ σφόδρα πεπυ-
ρωμένοις. εἰσὶ δὲ οἳ ξυραφίοις πεπυρωμένοις ὁμοῦ τέμνουσι
καὶ διακαίουσιν. ἐξόμφαλοι δὲ πάντες μὲν οἱ ἔχοντες ἐν ὑπερ-
οχῇ τὸν ὀμφαλὸν λέγονται. διαφορὰς δὲ ἔχουσι τρεῖς. οἱ
μὲν γὰρ αὐτῶν πνευματόμφαλοι, οἱ δὲ ἐντερόμφαλοι, οἱ δὲ
ὑδρόμφαλοι. πᾶσαι δὲ αἱ διαφοραὶ ὑπάγονται χειρουργίαις,
λίνου διπλοῦ διὰ βελόνης διεμβαλλομένου καὶ περισφιγγο-
μένου τοῦ ὀμφαλοῦ.

Γαληνός ιατρός De remediis parabilibus libri iii


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 14”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig:
Knobloch, 1827, Repr. 1965.Τόμ. 14, σε. 502, γρ. 4

καὶ λαβὼν τοσούτους μύρμηκας δῆσον ἐν λίνῳ πανίῳ καὶ


κοχλίαν ἕνα μετ' αὐτῶν καὶ καύσας αὐτοὺς λείωσον σὺν
ὄξει καὶ ἐπίχριε, ἢ κόπρον βόειον μετὰ ὄξους λειώσας ἐπί-
χριε, ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς κατάπλασον, καὶ πεσοῦνται οἱ ἧλοι.
[Πρὸς ἥλους καὶ μυρμηκιασμούς.] Ὀστέα φοινίκων
καύσας καὶ τρίψας μετὰ ἅλατος καὶ θυμιάματος καὶ μίξας
ἐν ἡλίῳ ἐπίθες καὶ θεραπεύσεις.
[Πρὸς ἡμικρανίαν δόκιμον.] Λαβὼν γῆς ἔντερα ιεʹ.
237

κόκκους πεπέρεως ιεʹ. ὄξους τὸ ἀρκοῦν· λειώσας ὁμοῦ χρῖε.


[Πρὸς θηριοδήκτους πληγάς.] Θηριοδήκτους καὶ λυς-
σοδήκτους ἰᾶται καρκίνου τῶν ἐντὸς ἡ τέφρα σὺν ὕδατι πι-
νομένη ἅπαξ καὶ δὶς ἀνὰ δρακὸς μιᾶς.
[Πρὸς τὰς ἐξ οἴνου κεφαλαλγίας.] Πολυγόνου κλῶνας
βʹ. πλέξας στεφάνωσον.
[Πρὸς πόνον ἡμικρανίου.] Καρδάμου σπόρον τρίψας
μῖξον μετ' ὠοῦ λευκῷ καὶ κατάχριε τὸ μέτωπον καὶ ἐπάνω
θὲς στυπία, ἢ τοῦ ἀετοῦ τῆς κεφαλῆς τὸ ὀστοῦν τὸ ὅμοιον
τῷ ὁμοίῳ περίαπτε ὁμοίως καὶ τοῦ γυπός. ἄλλο. οἱ ἐν τῇ
κεφαλῇ τοῦ λάβρακος εὑρισκόμενοι λίθοι κεφαλαλγίαν ἰῶν-
ται καὶ εἰς ἡμικρανίαν περιαπτόμενοι δεξιὸς δεξιᾷ καὶ ἀρι-
στερὸς ἀριστερᾷ.

Γαληνός ιατρός Definitiones medicae “Claudii Galeni opera omnia,


vol. 19”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1830, Repr. 1965.Τόμ. 19,
σε. 430, γρ. 6

τβʹ. Ἐρυσίπελας ἐν μήτρᾳ ἐστὶν ἐπειδὰν ὀδυνωμένη ἡ


ὑστέρα ὁμοία ᾖ τοῖς ἀπὸ πυρὸς καιομένοις δυσυποίστοις
καὶ ἡ πύρωσις ἐπ' ἐνίων μεταβαίνουσα ἄλλοτε ἐπ' ἄλλους
τόπους τῆς ὑστέρας.
τγʹ. Σκλήρωμα ἐν μήτρᾳ ἐστὶν ὄγκος ὑπόσκληρος περί
τι μέρος τῆς μήτρας γιγνόμενος, τὰ πολλὰ ἐπὶ φλεγμοναῖς
μεινάσαις ἐπιτελούμενος.
τδʹ. Σκίῤῥος ἐν μήτρᾳ ἐστὶ διάθεσις περί τι
μέρος αὐτῆς ὥστε εἶναι σκληρίαν ἀντίτυπον, ὀχθώδη, ἀνώ-
μαλον, ἄπονον τὰ πολλά.
τεʹ. Καρκίνωμα ἐν μήτρᾳ ἐστὶν ἄνευ ἑλκώσεως ὄγκος
ἀνώμαλος, ὀχθώδης.
τστʹ. Πάθη τριχῶν ἐστιν ἐννέα, ῥοπάλωσις, διχοφυΐα,
θραῦσις, ἀτροφία, ξηρασία, πολίωσις, ῥύσις, ἀλωπεκία,
ὀφίασις.
τζʹ. Ῥοπάλωσίς ἐστιν ἡ κατὰ τὸ ἄκρον τῶν τριχῶν
ἀμερὴς σχέσις μετὰ τοῦ μηκέτι συναύξεσθαι.
τηʹ. Διχοφυΐα ἐστὶν διαμερὴς ἡ κατὰ τὸ ἄκρον τῶν
τριχῶν σχέσις, μετὰ τοῦ μήκετι συναυξάνεσθαι.
τθʹ. Θραῦσίς ἐστιν ἀνώμαλος τριχῶν ἀπόπτωσις πα-
ραπλησία τοῖς ἀπὸ ψαλίδος κεκαρμένοις.

Γαληνός ιατρός Definitiones medicae Τόμ. 19, σε. 443, γρ. 5


238

τπηʹ. Κολόβωμά ἐστιν ἔκκοψις μορίου κατά τι


μέρος τοῦ σώματος.
τπθʹ. Πῶρός ἐστιν οὐσία λιθώδης καὶ ἀπόκριτος.
τϟʹ. Ὑδροκέφαλόν ἐστιν ὑδατώδους ὑγροῦ ἢ αἵματος
τοῦ τρυγώδους συλλογὴ κατά τι μέρος τῶν τὴν κεφαλὴν
πλεκόντων σωμάτων.
τϟαʹ. Κήριόν ἐστιν ἕλκος συνεχεῖς ἔχον κατατρήσεις
ἐξ ὧν μελιτῶδες ὑγρὸν ἐκκρίνεται.
τϟβʹ. Φαγέδαινά ἐστιν ἕλκος ἀναβιβρῶσκον τὰ ὑπογιῆ
καὶ παρακείμενα.
τϟγʹ. Καρκίνωμά ἐστιν ὄγκος κακοήθης καὶ περίσκληρος,
ἀνέλκωτος ἢ ἡλκωμένος. εἴρηται δὲ ἀπὸ τοῦ ζώου καρ-
κίνου.
τϟδʹ. Διονυσίσκοι εἰσὶν ὀστώδεις ὑπεροχαὶ ἐγγὺς κρο-
τάφων γιγνόμεναι. λέγονται δὲ κέρατα ἀπὸ τῶν κερασφο-
ρούντων ζώων κεκλημένα.
τϟεʹ. Τερηδών ἐστιν ὀστοῦ κατάτρησις ἀπὸ φθορᾶς.
τὸ δὲ ὄνομα τῷ πάθει ἀπὸ τῶν συμβεβηκότων τρημάτων,
οἱονεί τις τρηδὼν οὖσα.
τϟστʹ. Ἀδήν ἐστι συστροφή τις ξηρὰ καὶ σαρκώδης

Hellanicus Hist., Fragmenta (0539: 002)“FGrH #4, #323a, #601a,


#608a, #645a, #687a”.Τόμ. -Jacobyʹ-F 1a,4,F, fragment 103, γρ. 3

υἱοῦ] πρότερον μὲν γὰρ ἐσώθη μόνος. κατὰ δὲ τὴν δευτέραν στρατείαν
πάντων σωθέντων αὐτὸς μόνος τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν Αἰγιαλέα, ὥς φησιν
Ἑλ-
λάνικος, λέγων ἐν Γλίσαντι τὴν συμβολὴν γεγενῆσθαι.
HESYCH. s. Καδμεῖοι· οἱ Πριηνεῖς, ὡς Ἑλλάνικος. ἢ οἱ
Θηβαῖοι ἀπὸ Κάδμου.
STEPH. BYZ. s. Βέμβινα· κώμη τῆς Νεμέας. Ἑλλάνικος δὲ
Βέμβινον καὶ πόλιν φησιν. ... Πανύασις ἐν Ἡρακλείας α (F 1 Ki)·
’δέρμα τε θήρειον Βεμβινήταο λέοντος’.
SCHOL. PLATON. Phaed. 89 C: πρὸς δύο οὐδ' ὁ Ἡρακλῆς] ...
Ἡρόδωρος (31 F 23) δὲ καὶ Ἑλλάνικός φασιν ὡς ὅτε τὴν ὕδραν Ἡρακλῆς
ἀνήιρει τὴν Ἥραν αὐτῶι καρκίνον ἐφορμῆσαι, πρὸς δύο δὲ οὐ
δυνάμενον
μάχεσθαι σύμμαχον ἐπικαλέσασθαι τὸν Ἰόλεων· καὶ ἐντεῦθεν ῥηθῆναι
τὴν
παροιμίαν.
SCHOL. APOLL. RHOD. II 1052: Φερεκύδης (3 F 72) δέ
239

φησιν οὐ γυναῖκας, ἀλλ' ὄρνιθας εἶναι (sc. τὰς Στυμφαλίδας), καὶ


ἀναιρεθῆ-
ναι πρὸς Ἡρακλέους πλαταγῆς δοθείσης αὐτῶι πρὸς τὸ κτυπεῖν καὶ
ἐκφοβεῖν αὐτάς. ὁμοίως καὶ Ἑλλάνικός φησιν.

Lysias Orat., Fragmenta (0540: 036)“Lysiae orationes (editio maior),


2nd edn.”, Ed. Thaeim, T.Leipzig: Teubner, 1913.Σε. 353, γρ. 2

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΥΝΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ.

Ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες. Harp. v.


καρκίνος.

Lysias Orat., Fragmenta Σε. 355, γρ. 6

ΠΡΟΣ ΜΝΗΣΙΜΑΧΟΝ.

Συντίθεται δὲ τούτοις καὶ καρκίνος ὁ ποιητὴς


εἰπών·
οὐκ οἶνος ἐξέστησε· τὰς γὰρ ἐμφύτους
ὀρθῶς παγείσας ..... φρένας
οὐδεὶς ἐπαίρει καιρὸς ἐξαμαρτάνειν. Harp. v. Καρκίνος.

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Βι. 4, τμ. 198, γρ. 4

΄΄συστροφῶν, ἀφ' ὧν καὶ ὁ ἰξός. ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν


ἄρθροις, μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ ἐντός· ἐπικάμπτει δὲ
τοὺς δακτύλους, γίνεται δ' ἔστιν ὅτε καὶ περὶ ἀγκῶνας καὶ γόνατα.
ἐπινυκτὶς φλύκταινα ὑποπέλιδνος ὕφυγρος ἔναιμος, περὶ κνήμας καὶ
πόδας ἐν νυκτὶ γινομένη. γαγγλίον ἀπόστημα ἄπονον, ὑπὸ λευκῷ
καὶ νευρώδει χιτῶνι· ἔνεστι δ' αὐτῷ ὑγρὸν ἀθερῶδες ἢ τρίχια ἢ
ἑλμίνθια, γίνεται δὲ περὶ ἄρθρα καὶ κεφαλήν. μελικηρὶς ἀπόστημα
ἔχον μελιτῶδες ὑγρόν, ἐν ἀγκῶσι καὶ γόνασι, πολλάκις δὲ καὶ ἐν ἄλ-
λοις ἄρθροις καὶ περὶ στόματι. χάλαζα συστροφαὶ βουβωνοειδεῖς
ὑπὸ τῷ δέρματι, κατὰ κύαμον Αἰγύπτιον, ἐπαλγεῖς προσαψαμένῳ.
240

Καρκίνωμα σκλήρωμα μετὰ φλεγμονῆς ἐπαλγές, ἔστιν ὅτε ἑλκούμενον,


ὑπέρυθρον ἢ πελιδνόν· συμπεφύκασι δ' αὐτῷ ὡς τὸ πολὺ φλέβες ἢ
τρίχες· αἱμορραγοῦν, ἀθεράπευτον. κρυπτὸν Καρκίνωμα, ὅταν μὴ ᾖ
ὑπερφανές, τὰ δ' ἄλλα ὅμοιον. χηλαὶ ἢ φύσιγγες ῥαγάδες πτερνῶν
ποδῶν αἰδοίου. παρουλὶς οὔλων ἀπόστασις, ἐπουλὶς ὑπὸ τὸν σω-
φρονιστῆρα ἐπίφυσις. ὑπογλωττὶς ἀπόστασις ὑπὸ γλώττῃ. αὖον
ἀπόστασις περὶ τὴν ἔκφυσιν τοῦ στομάχου, κατὰ τὸ ἄνω τῆς φάρυγγος
μέρος, κνησμώδης πρὶν ῥαγῆναι. συνάγχη φλεγμονὴ περὶ
ἐπιγλωσσίδα καὶ φάρυγγα σύντονος ὀδυνηρά· κυνάγχη πνιγμὸς ὑπὸ
νύκτα γινόμενος ἐπενεχθέντος ἐπὶ βρόγχον ὑγροῦ παχέος καὶ γλί-
σχρου, μάλιστα ἐπὶ παιδίων.

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Βι. 7, τμ. 90, γρ. 1

ρημα, καθάπερ αἱ Σκυθικαὶ Σκυθῶν καὶ Ῥοδίων αἱ Ῥοδιακαί. αἱ δὲ


Λακωνικαὶ τὸ μὲν χρῶμα ἐρυθραί, τοὔνομα δὲ δηλοῖ τὸν τῆς εὑρέ-
σεως τόπον. καὶ Θετταλὶς δὲ ὑπόδημα μηνῦον τοὺς εὑρετάς· μέμνη-
ται δ' αὐτοῦ Λύσιππος ἐν Βάκχαις (I 701. 2 Ko)
βλαύτῃ, κοθόρνῳ, Θετταλίδι.
αὐτοσχεδὲς δὲ ὑπόδημα τὸ ἁπλῶς εἰργασμένον Ἕρμιππος εἴρηκεν
ἐν Δημόταις (I 229. 18 Ko). ἀπὸ δὲ τῶν χρησαμένων Ἰφικρατίδες
Δεινιάδες Ἀλκιβιάδες Σμινδυρίδια, Μυννάκια ἀπὸ Μυννάκου. ἦν δὲ
καί τι ὑπόδημα δημοκοπίδες. ἕπτυσχλοι δὲ πολυτελὲς ἀνδρεῖον, οὗ
Ἕρμιππος ἐν Φορμοφόροις (I 245. 67 Ko) μνημονεύει ὥσπερ τῶν
καρκίνων Φερεκράτης (I 198. 178 Ko)
καττύομαι τοὺς καρκίνους.
μέμνηται δὲ καὶ φαικασίου ἐν τῷ Ἑρμῇ Ἐρατοσθένης (fg 9 H)
πέλμα ποδὶ κρούεσκεν ἐλαφροῦ φαικασίοις·
ὁ Ῥίνθων (fg 4 – 6 Kaib) δὲ Κολοφωνίου τε καὶ καλτίου καὶ ὄγκου
ἐν Ἰφιγενείᾳ τῇ ἐν Αὐλίδι. ἡ δὲ εὔμαρις κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυ-
ναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν εὕρημα, ἐξ ἐλαφῶν δὲ πεποιημένον. καὶ τὰ
διάβαθρα δὲ κοινὰ ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν. ὁ δὲ κόθορνος ἁρμόζων
ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν, ὅθεν καὶ τὸν Θηραμένην κόθορνον ἐκάλουν διὰ
τὸν περὶ τὴν πολιτείαν ἀμφοτερισμόν. ἐμβάται δὲ ὄνομα τοῖς κω-
μικοῖς ὑποδήμασιν. ὑπόσχισμα δὲ ἀνδρεῖον ὑπόδημα μάλα εὐτε

Julius Pollux Gramm., Onomasticon Βι. 10, τμ. 148, γρ. 6

ναι, ἐσχαρίδες, κροταφίδες. οἰκοδόμου σκεύη λεῖαι, γλαρίδες ὡς


241

Σοφοκλῆς ἐν Πριάμῳ (fg 486, 488), τύχοι, κανών, διαβήτης, πῆχυς,


στάθμη, μολύβδαινα, ὑπαγωγεύς, τάχα δὲ καὶ μοχλίον, εἰ καὶ τοῖς
τοιχωρύχοις τοῦτο προστιθέασιν οἱ κωμῳδοποιοί (III p 588. 1084 Ko).
καὶ μοχλίσκον δὲ τὸ τοιοῦτον Ἀριστοφάνης ἐν Σκηνὰς καταλαμβα-
νούσαις (fg 481) ὠνόμασεν, εἰπὼν ‘τοῖχον μοχλίσκῳ καλαύειν.’ οἷς
προσαριθμητέον καὶ τὰ ἐν Βατράχοις (799) Ἀριστοφάνους,
καὶ πλαίσια ξυμπτυκτὰ πλινθεύσουσί γε καὶ διαμέτρους καὶ σφῆνας.
ἐν δὲ ταῖς Ἀττικαῖς στήλαις ἀναγέγραπται πρίων λιθοπρίστης καὶ
καρκίνος λίθους ἔχων. εἴποις δ' ἂν καὶ μηχανὴν λιθαγωγόν. ζω-
γράφου σκεύη πίνακες πινάκια, κιλλίβαντες καὶ ὀκρίβαντες, γραφίδες
ὑπογραφίδες, πυξία. νεωλκοῦ σκεύη φάλαγγες φαλάγγια, ὁλκοί,
οὐροί. μεταλλέως σκεύη θύλακες, περίοδος, σάλαξ· καὶ θυλακο-
φορεῖν μὲν τοὺς μεταλλέας οἱ κωμῳδοὶ (Aristoph fg 789) λέγουσι,
περίοδον δὲ καὶ σάλακα Θεόφραστος ἐν τῷ Μεταλλικῷ, (Aristotel
fg 261), περίοδον μὲν τὸ ἀγγεῖον ᾧ κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον,
σάλακα δὲ τὸ τῶν μεταλλέων κόσκινον. ὁ δὲ τορεὺς φρεωρύχων
ἐργαλεῖον. ἰατροῦ σκεύη σμίλη, ὑπογραφίς, ὠτογλυφίς, ψαλίς,
μηλωτρίς μήλη, ὀδοντοξέστης ὀδοντάγρα, ἐξάλειπτρον, λουτήριον, σι-
κύα, ὑπόθετον, λεκανίς, σπογγία, ἐπίδεσμα,

Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos “Sexti Empirici opera,


vols. 2 & 3 (2nd edn.)”, Ed. Mutschmann, H., Mau, J.Leipzig: Teubner,
2:1914; 3:1961.Βι. 10, τμ. 53, γρ. 9

λοιπῶν τὸ ἐναλλάξ. διόπερ τὴν κίνησιν ῥητέον, φασί, με-


τάβασιν εἶναι ἀπό τινος τόπου εἰς τόπον ἤτοι ὅλου τοῦ
κινουμένου σώματος ἢ τῶν τοῦ ὅλου μερῶν. θελήσαντες
δὲ οὗτοι τὴν εἰρημένην φυγεῖν ἀπορίαν εἰς ἑτέραν ἐνέπε-
σαν. οὐ γὰρ πᾶν τὸ κινούμενον μεταβατικῶς μέτεισιν
ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἤτοι κατὰ ὁλοσχίρειαν ἢ κατὰ μίρη,
ἀλλ' ἔστι τινὰ τῶν μεταβατικῶς κινουμίνων σωμάτων
ἅπερ τισὶ μὲν μέρεσιν ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα τόπῳ κινεῖται,
τισὶ δὲ οὐκ ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα, ἀλλ' ἄλλον καὶ ἄλλον
ἐπιλαμβάνοντα, ὁποῖόν τι ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τοῦ κυκλογρα-
φοῦντος καρκίνου καὶ τῆς ἀνοιγομένης καὶ κλειομένης
θύρας. ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ καρκίνου φαίνεται ἡ τῷ κέντρῳ
ἐνηρεισμένη κεραία κατὰ τὸν αὐτὸν στρεφομένη τόπον
καὶ ἡ ἔξωθεν περιαγομένη τε καὶ κυκλογραφοῦσα ἀπ' ἄλλου
εἰς ἄλλον μετιοῦσα τόπον· ἐπὶ δὲ τῆς κλειομένης ἢ ἀνοι-
γομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στρο-
φεὺς τῷ αὐτῷ ἐνστρέφεται τόπῳ, τὸ δ' ἀντικείμενον αὐτῷ
τῆς θύρας μέρος διαφέροντας ἐπέρχεται τόπους καὶ ὃν
242

μὲν ἀπολείπει, ὃν δὲ ἐπιλαμβάνει. αὗται μὲν οὖν αἱ κι-


νήσεις ἐκπεπτώκασι τῆς ἀποδόσεως,

Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos Βι. 10, τμ. 54, γρ. 1

τάβασιν εἶναι ἀπό τινος τόπου εἰς τόπον ἤτοι ὅλου τοῦ
κινουμένου σώματος ἢ τῶν τοῦ ὅλου μερῶν. θελήσαντες
δὲ οὗτοι τὴν εἰρημένην φυγεῖν ἀπορίαν εἰς ἑτέραν ἐνέπε-
σαν. οὐ γὰρ πᾶν τὸ κινούμενον μεταβατικῶς μέτεισιν
ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἤτοι κατὰ ὁλοσχίρειαν ἢ κατὰ μίρη,
ἀλλ' ἔστι τινὰ τῶν μεταβατικῶς κινουμίνων σωμάτων
ἅπερ τισὶ μὲν μέρεσιν ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα τόπῳ κινεῖται,
τισὶ δὲ οὐκ ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα, ἀλλ' ἄλλον καὶ ἄλλον
ἐπιλαμβάνοντα, ὁποῖόν τι ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τοῦ κυκλογρα-
φοῦντος καρκίνου καὶ τῆς ἀνοιγομένης καὶ κλειομένης
θύρας. ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ καρκίνου φαίνεται ἡ τῷ κέντρῳ
ἐνηρεισμένη κεραία κατὰ τὸν αὐτὸν στρεφομένη τόπον
καὶ ἡ ἔξωθεν περιαγομένη τε καὶ κυκλογραφοῦσα ἀπ' ἄλλου
εἰς ἄλλον μετιοῦσα τόπον· ἐπὶ δὲ τῆς κλειομένης ἢ ἀνοι-
γομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στρο-
φεὺς τῷ αὐτῷ ἐνστρέφεται τόπῳ, τὸ δ' ἀντικείμενον αὐτῷ
τῆς θύρας μέρος διαφέροντας ἐπέρχεται τόπους καὶ ὃν
μὲν ἀπολείπει, ὃν δὲ ἐπιλαμβάνει. αὗται μὲν οὖν αἱ κι-
νήσεις ἐκπεπτώκασι τῆς ἀποδόσεως, ἦν δέ τις καὶ ἄλλη
παραδοξοτέρα κίνησις μεταβατική, καθ' ἣν τὸ κινούμενον
οὔτε καθ' ὅλον οὔτε κατὰ μέρος νοεῖται ἐκβαῖνον τοῦ ἐν

Claudius Aelianus Soph., De natura animalium (0545: 001)“Claudii


Aeliani de natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae,
fragmenta, vol. 1”, Ed. Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1864, Repr.
1971.Βι. 1, τμ. 35, γρ. 10

Βασκάνων ὀφθαλμοὺς καὶ γοήτων φυλάττεται


καὶ τῶν ζῴων τὰ ἄλογα φύσει τινὶ ἀπορρήτῳ καὶ
θαυμαστῇ. ἀκούω γοῦν βασκανίας ἀμυντήριον τὰς
φάττας δάφνης κλωνία ἀποτραγούσας λεπτὰ εἶτα
μέντοι ταῖς ἑαυτῶν καλιαῖς ἐντιθέναι τῶν νεοττίων
φειδοῖ· ἰκτῖνοι δὲ ῥάμνον, κίρκοι δὲ πικρίδα, αἵ γε
μὴν τρυγόνες τὸν τῆς ἴρεως καρπόν, ἄγνον δὲ κόρα-
κες, οἱ δὲ ἔποπες τὸ ἀδίαντον, ὅπερ οὖν καὶ καλλί-
τριχον καλοῦσί τινες, ἀριστερεῶνα δὲ κορώνη, καὶ
243

κιττὸν ἅρπη, καρκίνον δὲ ἐρωδιός, πέρδιξ δὲ καλά-


μου φόβην, θαλλὸν δὲ αἱ κίχλαι μυρρίνης. προβάλ-
λεται δὲ καὶ κόρυδος ἄγρωστιν, ἀετοὶ δὲ τὸν λίθον,
ὅσπερ οὖν ἐξ αὐτῶν ἀετίτης κέκληται. λέγεται δὲ
οὗτος ὁ λίθος καὶ γυναιξὶ κυούσαις ἀγαθὸν εἶναι,
ταῖς ἀμβλώσεσι πολέμιος ὤν.
Ὁ ἰχθὺς ἡ νάρκη ὅτου ἂν καὶ προσάψηται τὸ ἐξ
αὐτῆς ὄνομα ἔδωκέ τε καὶ ναρκᾶν ἐποίησεν. ἡ δὲ
ἐχενηὶς ἐπέχει τὰς ναῦς, καὶ ἐξ οὗ ποιεῖ καλοῦμεν
αὐτήν. κυούσης δὲ ἁλκυόνος ἵσταται μὲν τὰ πελά-
γη, εἰρήνην δὲ καὶ φιλίαν ἄγουσιν ἄνεμοι.

Claudius Aelianus Soph., De natura animaliumβι. 3, τμ. 29, γρ. 4

βρακι· γρυπός γε μὴν ἡσυχῆ οὕτω, καὶ ζώναις πε-


ποίκιλται χρυσῷ προσεικασμέναις· ἄρχονται δὲ ἀπὸ
τῆς κεφαλῆς ἐπικάρσιοι αἱ ζῶναι, καὶ ἐς τὴν γαστέρα
καταλήγουσι. πέφρακται δὲ ὀδοῦσι μεγάλοις καὶ
πυκνοῖς. λέγεται δὲ ἰχθύων περιεῖναι ῥώμῃ τε σώ-
ματος καὶ βίᾳ· ἀλλὰ οὐδὲ τόλμης οἱ ἐνδεῖ. θήραν
δὲ αὐτοῦ καὶ ἄγραν εἶπον ἀλλαχόθι.
Ἡ πίννη θαλάττιον ζῷον, καὶ ἔστι τῶν ὀστρείων.
κέχηνε δὲ τῇ διαστάσει τῶν περικειμένων ὀστράκων,
καὶ προτείνει σαρκίον ἐξ ἑαυτῆς οἱονεὶ δέλεαρ τοῖς
παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων. καρκίνος δὲ αὐτῇ πα-
ραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος. οὐκοῦν ὅταν τις
τῶν ἰχθύων προσνέῃ, ὃ δὲ ὑπένυξεν ἡσυχῆ αὐτήν·
καὶ ἡ πίννη μᾶλλον ἀνέῳξεν ἑαυτήν, καὶ ἐδέξατο
ἔσω τοῦ ἐπιόντος ἰχθύος τὴν κεφαλὴν (καθίησι γὰρ
ὡς ἐπὶ τροφῇ) καὶ ἐσθίει αὐτήν.

Claudius Aelianus Soph., De natura animalium Βι. 6, τμ. 20, γρ. 5

δὲ ταῖς μιμήσεσι τῶν τοιούτων ὅ τε ἄνθος καλούμενος


καὶ ἡ σάλπιγξ καὶ ἡ ἴυγξ καὶ ὁ κόραξ. καὶ ὁ μὲν
ἄνθος ὑποκρίνεται χρεμέτισμα ἵππου, τὴν σάλπιγγα
δὲ ἡ ὁμώνυμος, καὶ τὸν πλάγιον ἡ ἴυγξ αὐλόν·
βούλεται δὲ τῶν ὄμβρων μιμεῖσθαι τὰς σταγόνας ὁ
κόραξ.
Σκορπίων μὲν ὁ ἄρρην ἐστὶ χαλεπώτατος, ὁ δὲ
244

θῆλυς δοκεῖ πραότερος. ἀκούω δὲ αὐτῶν λευκὸν εἶ-


ναι καὶ αὖ πάλιν πυρρόν τινα, καὶ καπνώδη ἄλλον
καὶ μέλανα ἐπὶ τούτοις· πέπυσμαι δὲ καὶ χλωρὸν
καὶ γαστρώδη τινα καὶ καρκινώδη ἄλλον· τόν γε
μὴν χαλεπώτατον φλογώδη ᾄδουσι. παρείληφα δὲ
ἄρα φήμῃ καὶ πτερωτοὺς καὶ δικέντρους τινάς· καί
που ἑπτὰ ἔχων σφονδύλους ὤφθη τις. σκορπίος δὲ
οὐκ ᾠὰ ἀλλὰ ζῷα ἀποτίκτει. χρὴ δὲ εἰδέναι ὅτι καί
φασί τινες οὐκ ἐκ τῆς πρὸς ἀλλήλους ὁμιλίας γίνε-
σθαι τὴν ἐπιγονὴν τοῖς ζῴοις τοῖσδε, ἀλλ' ** ἐς τὰ
καύματα ἄγαν τίκτειν σκορπίους. ἐγχρίσας δὲ ἕκα-
στος αὐτῶν τὸ κέντρον ὁποῖα ἐργάζεται καὶ ἀναιρεῖ
τίνα τρόπον ἀλλαχόθεν εἴσεσθε.

Soranus Med., Gynaeciorum libri iv “Sorani Gynaeciorum libri iv, de


signis fracturarum, de fasciis, vita Hippocratis secundum Soranum”, Ed.
Ilberg, J.
Leipzig: Teubner, 1927; Corpus medicorum Graecorum, vol. 4.
Βι. 4, κεφ. 16, τμ. 4, γρ. 6t

...ἔξαρθρον, μετὰ φλεγμονὴν δὲ καταρτισμοῖς ἐπηκολούθησεν). χωρὶς


εἰ μὴ βάσεις μὲν χοιράδων προσφυεῖς καταλείπουσί τινες ὡς εἰς
διαμύδησιν γενησομένην. τὸ δὲ χόριον ἐμπεφυκὸς κατηγγειωμένως
σπλάγχνῳ μετὰ βίας ἀποσπάσαι δεῖ καὶ μὴ καταλείπειν τῷ χαλασμῷ
δυνάμενον πειθηνίως περιμυδῆσαι.

Περὶ καρκινωμάτων ἐν μήτρᾳ.

Antigonus Paradox., Historiarum mirabilium collectio


“Paradoxographorum Graecorum reliquiae”, Ed. Giannini, A.Milan:
Istituto Editoriale Italiano, 1965.
Κεφ. 35, τμ. 3, γρ. 3

Τὴν δὲ χελώνην, ὅταν ὄφεως φάγῃ, ἐπεσθίειν ὀριγάνου.


καί ποτέ τινος παρατηρήσαντος καὶ ἐκτίλαντος τὴν ὀρίγανον
οὐκ ἔχουσαν ἐπιφαγεῖν τελευτῆσαι.
Τὴν δὲ γαλῆν, ὅταν μάχηται μετὰ τοῦ ὄφεως, τοῦ
πηγάνου προεσθίειν· πολέμιον γὰρ εἶναι τῷ ὄφει τὴν ὀσμήν.
245

καὶ πρὸς τὰς πληγὰς δὲ τοῦ ὄφεως βοηθεῖ τὸ πήγανον ἐν


ἀκράτῳ διηθηθὲν καὶ ποθέν.
καὶ γὰρ ὗς ὅταν ὑπὸ ὄφεως
δηχθῇ, φέρεται εὐθέως ἐπὶ τοὺς ποταμοὺς καὶ ζητεῖ τὸν καρ-
κίνον· ἔστιν δὲ καὶ τοῦτο τῶν καταγραφομένων καὶ βοηθεῖ
πρὸς τὰς πληγὰς τοῦ ὄφεως ἰσχυρῶς.
Ἡ φάττα δέ, ὅταν πληγῇ, τὴν ὀρίγανον ἔσαξεν εἰς
τὸ ἕλκος καὶ γίνεται τοῦτον τὸν τρόπον ὑγιής.
Ὁ δ' οὖν Ἀριστοτέλης τὴν χελιδόνα φησὶν ἐν
τῇ σκηνοποιίᾳ συγκαταπλέκειν τοῖς κάρφεσιν τὸν πηλόν, κἂν
ἐλλίπῃ πηλός, βρέχουσαν αὑτὴν κυλίεσθαι καὶ ταῖς πτέρυξιν
ἀναλαμβάνειν, στιβαδοποιεῖσθαί τε καθάπερ ἄνθρωπον κάτω-
θεν ὑποτιθεῖσαν τὰ σκληρά.

Valerius Babrius Scr. Fab., Mythiambi Aesopici


Τμ. 2, fable 109, γρ. 1

ἄσημα τρίζων τόν τε πρόξενον θλίβων.


μικρὸν δ' ἐπισχὼν εἶτ' ἔσωθεν ἐκκύψας
ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης·
ἕτερος δ' ἐπῆλθεν ἄλλο τι προαιρήσων·
οἱ δ' ἔνδον ἐκρύβοντο. μῦς δ' ἀρουρίτης
“τοιαῦτα δειπνῶν” εἶπε “χαῖρε καὶ πλούτει,
καὶ τοῖς περισσοῖς αὐτὸς ἐντρύφα δείπνοις,
ἔχων τὰ πολλὰ ταῦτα μεστὰ κινδύνων.
ἐγὼ δὲ λιτῆς οὐκ ἀφέξομαι βώλου,
ὑφ' ἣν τὰ κρίμνα μὴ φοβούμενος τρώγω.”
“Μὴ λοξὰ βαίνειν” ἔλεγε καρκίνῳ μήτηρ,
“ὑγρῇ τε πέτρῃ πλάγια κῶλα μὴ σύρειν.”
ὁ δ' εἶπε “μῆτερ ἡ διδάσκαλος, πρώτη
ὀρθὴν ἄπελθε, καὶ βλέπων σε ποιήσω.”
Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης
εἶπεν “τί χάσκεις; πάνθ' ἕτοιμά σοι ποίει·
μετ' ἐμοῦ γὰρ ἥξεις.” ἡ δὲ δεσπότην κέρκῳ
σαίνουσά φησι “πάντ' ἔχω· σὺ δηθύνεις.”

Erasistratus Med., Testimonia et fragmenta (0690: 001)“Erasistrati


fragmenta”, Ed. Garofalo, I.Pisa: Giardini, 1988.Fragment 22, γρ. 4
246

Marcellinus De pulsibus v. 71 p. 457 Schoene

οὔτε Ἱπποκράτης οὔτε Αἰγίμιος, ἀλλ' οὐδὲ Χρύσιππος οὐδὲ


Ἐρασίστρατος ὡρίσαντο
ὅρον σφυγμοῦ.

Plutarchus De curiositate 518 C III 320 Pohlenz

οὕτω δ' ἑκάστῳ λυπηρόν ἐστι ἡ τῶν περὶ αὐτὸν κακῶν ἀνακάλυψις ὥστε
πολλοὺς
ἀποθανεῖν πρότερον ἢ δεῖξαί τι τῶν ἀπορρήτων νοσημάτων ἰατροῖς φέρε
γὰρ Ἡρόφιλον ἢ Ἐρασίστρατον ἢ τὸν Ἀσκληπιὸν αὐτόν, ὅτ' ἦν
ἄνθρωπος, ἔχοντα τὰ ὄργανα κατ' οἰκίαν προσιστάμενον ἀνακρίνειν, μή
τις ἔχει σύριγγα παρὰ δακτύλιον ἢ γυνὴ καρκίνον ἐν ὑστέρᾳ· καίτοι
σωτήριόν ἐστι τῆς τέχνης ταύτης τὸ πολύπραγμον, ἀλλὰ πᾶς τις, οἶμαι
τὸν τοιοῦτον ἀπήλασεν.

Themistius Epitaphius in patrem 238a p. 10, 14 Schenkl – Downey

οἷον εἴ τις ὑγιαίνειν τὸ σῶμα αὑτῷ ἐπιθυμῶν φάρμακα μὲν συνάγοι καὶ
βοτάνας,
ὁπόσαι ἱκαναὶ τριβόμεναι καὶ μιγνύμεναι ἀλλήλαις βοηθεῖν τῇ τοῦ
σώματος πονηρίᾳ,
καὶ σιδήρια δὲ ἰατρικὰ φιλοτίμως κατασκευάζοιτο, ἔχοι δὲ λέγειν καὶ ὅσα
Ἱπποκράτης ὁ Κῶος καὶ ὅσα Ἐρασίστρατος καὶ ὅσα Διοκλῆς ἐν τοῖς
γράμμασιν παραγγέλλουσιν ὑπὲρ ὑγείας.

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio (0716:


001)
“Erotiani vocum Hippocraticarum collectio cum fragmentis”, Ed.
Nachmanson, E.
Göteborg: Eranos, 1918.Klein σε. 90, γρ. 10

δέ φησιν, ὅτι πῖλον βαρβαρικὸν οἱ κωμικοὶ λέγουσι. |


κρησέρης· κρησέραν λέγει ῥάκος χονδρὸν καὶ ἀραιόν,
δι' οὗ διηθοῦσί τινα ὡς δι' ἠθμοῦ. μέμνηται καὶ Ἀρι-
στοφάνης ἐν Ἀττικαῖς λέξεσι.
κακήθεα· τὰ κακοήθη.
κλισίην· τὴν κλίνην, παρὰ τὸ ἐν αὐτῇ κατακλί-
247

νεσθαι.
κυρηβίων· τῶν ἀχύρων καὶ πιτύρων. Ἀττικὴ δ' ἡ
λέξις. κεάσει· σχίσει.
καρκινοῦσθαι· σκληρύνεσθαι.
κρημνοί· τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου.
κόνυζα· λάχανον ὅμοιον σελίνῳ, φυόμενον ἐγγὺς θα-
λάσσης.

Erotianus Gramm., Med., Vocum Hippocraticarum collectio


Klein σε. 121, γρ. 2

σπαδών· σπασμὸς σώματος.


σικύου πάλης· τοῦ ἐκ σικύου γινομένου λεπτοῦ
ἀλεύρου.
σκυρωθῶσι· σκληρυνθῶσιν καὶ οἷον σκιρωθῶσιν.
ἐπειδὴ τὸν σκῖρον σκῦρον ὀνομάζει, ὅτε φησί· ‘καὶ ἢν σκυ-
ρωθέωσι, ἄρειον τὰ δριμέα προστιθέναι. ὀδάξοντα γὰρ καὶ
λεπτὰ καὶ πυρώδη ἐόντα τὸν σκύρον διαχέει. ἢν δὲ λα-
παχθῇ, μαλακοῖσιν ἰήσασθαι’.
σφαδάζει· χαλεπαίνει, δυσφορεῖ. ἡ λέξις Ἀττική. |
σελαχίοισι· τοῖς μικροῖς ἰχθυδίοις ἢ τοῖς ὀστρακο-
δέρμοις, οἷον καράβοις, καρκίνοις, κήρυξι. μέμνηται τῆς
λέξεως καὶ Εὔπολις ἐν Αἰξὶ λέγων·
ὡς δή ποτ' αὐτῶν ἢν κάμῃ τις, εὐθέως
ἐρεῖ· [πρὸς αὐτὸν] πρίω μοι σελάχι'. ἤν τ' ἴδῃ λύκον,
κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον.
στέατι μηλείῳ· ἀντὶ τοῦ προβατείῳ. μῆλα γὰρ
τὰ πρόβατα. σικύου λέμματος· λεπίσματος.
σφυγμοὶ πρὸς χεῖρα ψαίροντες· οἱ μὴ εὔτονοι,
ἀλλ' ἐκ διαλειμμάτων ἀσθενῶς πλήττοντες. εἴρηται δὲ ἀπὸ
τῶν ψαιρόντων ἀρμένων, ἃ δὴ οὐχ ὁμαλῶς ὑπὸ τῶν ἀνέμων

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber i (0718: 001)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.
Κεφ. 13, γρ. 8

...δευτέρας τῶν ψυχόντων, ἐπειδὰν πλυθῇ· ἡ δὲ ἄπλυτος, τῆς πρώτης.


οὐκ οὖσα γὰρ ὁμοιομερὴς ἔχει τινὰ μόρια παρεσπαρμένα λεπτομερῆ
καὶ θερμά, κατὰ τὴν πλύσιν ἀποχωροῦντα.
Ἀκαλήφη ἢ κνίδη. Ἀκαλήφης τὰ φύλλα καὶ ὁ καρπὸς διαφορη-
τικῆς ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως, ἄνευ τοῦ θερμαίνειν σφοδρῶς. ἰᾶται γοῦν
φύματα καὶ παρωτίδας καὶ τὰ ἐκ θώρακος καὶ πνεύμονος ἀνάγει τῶν
248

ὑγρῶν τὰ παχέα τε καὶ γλίσχρα. ἔχει δέ τι καὶ φυσῶδες, ᾧ καὶ τὰς


πρὸς συνουσίαν ὁρμὰς ἐπεγείρει, καὶ μάλισθ' ὅταν μετὰ γλυκέος πίνη-
ται τὸ σπέρμα. κοιλίαν δὲ ὑπάγει μετρίως τῷ ῥύπτειν τε καὶ οἷον
γαργαλίζειν, οὐ τῷ καθαίρειν. καὶ τὰ γαγγραινώδη δὲ καὶ τὰ καρκινώδη
καὶ ὅλως ὅσα ξηρανθῆναι δεῖται χωρὶς τοῦ δάκνεσθαι προσηκόντως
ἰᾶται.
Ἄκανθος. [ἢ παιδέρωτα Ἄκανθος] οἱ δὲ μελάμφυλλον οἱ δὲ παιδ-
έρωτα. τὰ μὲν φύλλα διαφορητικὴν μετρίως ἔχει τὴν δύναμιν, ἡ δὲ
ῥίζα ξηραντικήν τε καὶ τμητικὴν ἀτρέμα καὶ λεπτομερῆ.
Ἄκανθα λευκὴ ἣν ἔνιοι λευκάκανθαν καλοῦσιν· ταύτης ἡ ῥίζα
ξηραντικὴ μετρίως καὶ στύφουσα, διὸ καὶ κοιλιακοὺς καὶ στομαχικοὺς
ὠφελεῖ καὶ τὰς τοῦ αἵματος ἀναγωγὰς ἐπέχει καὶ τὰ οἰδήματα κατα-
πλασσομένη προσστέλλει, καὶ ὀδόντας ἀλγοῦντας ὀνίνησιν, εἴ τις δια-
κλύζοιτο τῷ ἀφεψήματι.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber i Κεφ. 94, γρ. 12

τικώτερον καὶ λεπτομερέστερον· ἔχει δέ τινα στύψιν βραχεῖαν σὺν τῇ


δριμύτητι καὶ πικρότητι, ὅθεν δραστήριον γίγνεται τὸ φάρμακον ἐν
τούτοις μάλιστα. καὶ γὰρ ἡ ῥίζα διακαθαίρει τὰ σπλάγχνα πάντα, τοὺς
παχεῖς καὶ γλίσχρους λεπτύνουσα χυμοὺς καὶ τῶν κακοήθων ἑλκῶν
ἄριστόν ἐστι φάρμακον, ἀποκαθαίρει τε καὶ ἀπορρύπτει γεννικῶς τά
τ' ἄλλα τὰ ῥύψεως δεόμενα καὶ ἀλφοὺς σὺν ὄξει. τὰ δὲ φύλλα ἕλκεσί
τε καὶ τραύμασι νεοτρώτοις ἁρμόττει, καὶ ὅσῳ ἂν ἧττον ᾖ ξηρά, το-
σούτῳ μᾶλλον κολλᾷ· τὰ γὰρ ξηρότερα δριμύτερα τὴν δύναμίν ἐστιν
ἢ ὡς τραύμασι πρέπει. πεπίστευται δὲ καὶ τυρὸν ἄσηπτον διαφυλάτ-
τειν ἔξωθεν αὐτῷ περιτιθέμενα. ὁ δὲ καρπὸς ἰσχυρότερος καὶ τῆς ῥίζης
ὑπάρχων, καρκίνους καὶ πολύποδας ἐκτήκειν πεπίστευται. καὶ ὁ χυλὸς
δὲ τοῦ καρποῦ τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς ἀποκαθαίρει.
Δρυὸς ἅπαντα τὰ μόρια στυφούσης μετέχει ποιότητος, ἐπὶ πλέον
δὲ τὸ ὑπὸ τὸν φλοιὸν τοῦ πρέμνου εὑρισκόμενον ὑμενῶδες καὶ τὸ
ὑπὸ τῷ κελύφει τῆς βαλάνου περὶ τῇ σαρκὶ τοῦ καρποῦ. διὸ καὶ πρὸς
ῥοῦν γυναικεῖον, αἵματός τε πτύσεις καὶ δυσεντερίας καὶ γαστρὸς ῥεύ-
ματα χρόνια χρήσιμον εἶναι πεπίστευται, μάλιστα δὲ ἀφέψοντες αὐτῷ
χρῶνται. σφοδρότερον δὲ ἔτι στύφει φηγὸς καὶ πρῖνος. τὰ δὲ φύλλα
πάσης δρυὸς καταπλασσόμενα τραύματα νεότρωτα κολλᾶ, ὥσπερ ἐγὼ
κατ' ἀγρὸν ἐπειράθην. οἱ δὲ τῆς δρυὸς βάλανοι ἐσθιόμενοι τροφὴν μὲν
δαψιλῆ παρέχουσι τῷ σώματι.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber i Κεφ. 147, γρ. 8


249

μιγέντος αὐτῷ ῥοδίνου· μάλιστα δὲ ἐπὶ ληθαργικῶν καὶ φρενιτικῶν


τῶν χρονιζόντων ἁρμόζει. παύει δὲ καὶ αἵματος ἀναγωγὰςα μετ'
ὄξους ποθείς.
Ἐρυσίμου τὸ σπέρμα καθάπερ τῇ γεύσει παραπλήσιον φαίνεται
καρδάμῳ, οὕτω καὶ τῇ δυνάμει πυρῶδες καὶ θερμαντικὸν ὑπάρχει.
ἐπειδὰν δὲ εἰς ἔλλιγμα δέῃ χρῆσθαι, βέλτιόν ἐστιν ὕδατι βρέξαντας
φῶξαι. χρήσιμον δέ ἐστι μετὰ τῶν ἐλλιγμάτων πρὸς τὰς κατὰ θώρακα
καὶ πνεύμονα παχέων καὶ γλίσχρων χυμῶν ἀναπτύσεις. ἀλλὰ καὶ
παρωτίδας σκιρρουμένας καὶ σκληρίας παλαιὰς ἐν τιτθοῖς καὶ ὄρχεσιν
ὠφελεῖ. φησὶ δὲ ὁ Διοσκουρίδης ὡς καταπλαττόμενον μεθ' ὕδατος ἢ
μέλιτος ὀνίνησι τοὺς κρυπτοὺς καρκίνους.
Ἐρυθρόδανον. Ταύτης ἡ ῥίζα ἐρυθρά, ᾗ χρῶνται οἱ βαφεῖς, στρυφνὴ
καὶ ὑπόπικρος τὴν γεῦσίν ἐστίν, ὅθεν καὶ ἧπαρ καὶ σπλῆνα διακαθαίρει
καὶ οὖρα παχέα καὶ πολλὰ καί ποτε καὶ αἱματώδη κενοῖ. καὶ κατα-
μήνια κινεῖ καὶ ἀπορρύπτει συμμέτρως ὅσα δεῖται ῥύψεως. ἀλφοὺς
γοῦν λευκοὺς ὠφελεῖ μετὰ ὄξους χριομένη. διδόασι δὲ αὐτήν τινες
καὶ τοῖς ἰσχιαδικοῖς καὶ τοῖς παραλελυμένοις πίνειν μετὰ μελικράτου.
Εὔζωμον. Θερμαίνει σαφῶς τοῦτο τὸ λάχανον ἀλλὰ καὶ σπέρμα
γεννᾶν πεπίστευται καὶ τὰς πρὸς συνουσίαν ὁρμὰς ἐπεγείρειν. κεφα-
λαλγὲς δέ ἐστι καὶ μᾶλλον εἴ τις αὐτὸ μόνον ἐσθίει. τούτου οὖν χάριν
μετὰ θριδακίνης φύλλων ἐσθίειν αὐτὸ χρή.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber i Κεφ. 253, γρ. 13

λον λοπάδιον ὀστράκινον κενόν, εἶτα περικάλυψον χάλκωμα ἔγκοιλον,


ἐσφυγμένον ἐπιμελῶς· ὑποτίθει δὲ κατ' ἀμφότερα χείλη τοῦ πώματος
λιθάρια ὕψος τετραδακτυλιαῖον ἔχοντα, ἵνα χωρήσῃ ὑποτιθέναι ἕτερον
χόνδρον ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι, ἕως
ἂν δόξῃς αὐτάρκη λιγνὺν συναγαγεῖν. συνεχῶς μέντοι σπόγγῳ ἐξ ὕδα-
τος ψυχροῦ περίματτε τὸ ἐκτὸς μέρος τοῦ χαλκώματος· οὕτω γὰρ
προσκαθίσει πᾶσα ἡ λιγνὺς μὴ ἄγαν αὐτοῦ πυρουμένου. ἀποψήσας οὖν
τὴν πρώτην λιγνὺν πτερῷ ποίει τὸ αὐτὸ ἐφ' ὅσον ἂν δοκῇ, ἀνελοῦ
δὲ καὶ τὴν ἐκ τοῦ καέντος λιβάνου σποδὸν κατ' ἰδίαν. κρείττων δὲ
ἡ λιγνύς, δύναμιν δὲ ἔχει πραυντικὴν τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς φλεγμονῶν,
σταλτικὴν καρκινωμάτων . τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον σκευάζεται λιγνὺς καὶ
ἐκ τῆς σμύρνης καὶ ἐκ τοῦ στύρακος. ἁρμόζουσι δὲ πρὸς τὰ αὐτά. καὶ
τῶν λοιπῶν δὲ δακρύων τὴν λιγνὺν ὁμοίως λάμβανε.
Λιβανωτίδες τρεῖς εἰσιν ὁμοίας ἅπασαι δυνάμεως, μαλακτικῆς τε
καὶ διαφορητικῆς, ὁ δὲ χυλὸς ὅ τε τῆς ῥίζης καὶ ὁ τῆς πόας μέλιτι
μιγνύμενος ἀμβλυωπίας, ὅσαι διὰ πάχος ὑγρῶν γίγνονται, θεραπεύει.
μετέχουσι γὰρ αἱ λιβανωτίδες ῥυπτικῆς τε καὶ τμητικῆς δυνάμεως.
Λιγνὺς ἅπασα. Ἐστὶ μὲν ξηραντική, διὸ καὶ γεώδης ὑπάρχει τὴν
250

οὐσίαν, ἔχουσα καὶ τοῦ καύσαντος τὴν ὕλην πυρὸς λείψανον, ἀλλὰ
τοῦτο μὲν ὀλίγον.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ii Κεφ. 66, γρ. 10

τερον ῥέπουσα, ἀλλ' οὐδὲ ῥυπτικῆς μετέχει δυνάμεως.


Μόλυβδος. Δυνάμεώς ἐστι ψυκτικῆς· διότι ὑγρὰν οὐσίαν κέκτηται
ὑπὸ ψύξεως πεπηγυῖαν, ὅθεν καὶ αὔξει καὶ ὄγκῳ καὶ σταθμῷ μό-
λυβδος κείμενος ἐν οἴκοις καταγείοις ἀέρα θολερὸν ἔχουσιν. θυίαν οὖν
σκευάσας ἐκ μολύβδου καὶ δοίδυκα μολύβδινον καὶ βαλὼν ἐν αὐτῇ
οἶνον λεπτὸν καὶ ῥόδινον ἔλαιον ἢ μύρσινον ἢ μήλινον τρίβε ἐν ἡλίῳ
ἢ παρὰ πυρί, ὡς ἀνιέναι χυλόν τινα τὸν μόλυβδον. ἕξεις γὰρ ἄριστον
φάρμακον, χρώμενος τῷ γιγνομένῳ χυλῷ εἰς τὰς ἐν ἕδρα μεθ' ἑλκώ-
σεων φλεγμονὰς ἐν αἰδοίοις τε καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς καὶ ὅσα βουβῶ-
σιν ἢ ποσὶν ἢ τοῖς ἄλλοις ἄρθροις ἐνκατασκήπτει. καὶ πρὸς τὰ κακο-
ήθη καὶ καρκινώδη θαυμαστὸν φάρμακον. πολύχρηστον δὲ ἔσται τὸ
φάρμακον, εἰ τῶν ψυχόντων καὶ στυφόντων τινὰ χυλὸν συνεμβάλοις,
οἷον σέρεως κοτυληδόνος ἀειζώου ἀνδράχνης ψυλλίου ὄμφακος. ὅσα
δὲ τούτων οὐ μεθίησι χυλόν, ὥσπερ ἡ ἀνδράχνη, μιγνύειν αὐτοῖς δεῖ
τῶν ἄλλων χυλῶν, ὥσπερ τῆς ὄμφακος· καὶ πλάτυσμα ἐκ τοῦ μολύ-
βδου γιγνόμενον καὶ ἐπιτιθέμενον ταῖς ψόαις τῶν ἀσκεῖν βουλομένων
κωλύει τὰς πρὸς ἀφροδίσια ὁρμάς. ὁ δὲ κεκαυμένος καὶ πεπλυμένος
μόλυβδος πρὸς τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν καὶ χειρώνεια καὶ καρκινώδη
ἄριστον φάρμακον ἐπουλωτικὸν καὶ καθ' ἑαυτὸν καὶ σὺν ἑτέροις μιγνύ-
μενος.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ii


Κεφ. 92, γρ. 34

ρυγγέθρου ἑλκώσεις ὅσαι γίγνονται καὶ ἐπ' ἄλλαις μὲν πολλαῖς αἰτίαις
καὶ συνάγχαις καὶ τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι συμ-
φέρει. πινόμενον δὲ μεγάλως ὠφελεῖ τοὺς ἀτρόφους καὶ τοὺς ξηροτέ-
ρους καὶ δυσανακομίστους. ἀγαθὸν δὲ καὶ πρὸς τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς ῥεύματα δριμέα καὶ τὰ ὑποσφάγματα. καὶ μέντοι καὶ κατὰ τῶν
βλεφάρων ἔξωθεν ἐπιτιθέμενον ὑπνοῦν μελλόντων ἅμα ῥοδίνῳ καὶ ὠῷ
πέττει τὰς φλεγμονὰς αὐτῶν, κἀπειδὰν τὰ κατὰ τὴν ἕδραν ἕλκη
παρηγορεῖν βουληθῶμεν ὀδυνώμενα διὰ δριμεῖς ἰχώρας καὶ φλεγμονάς.
251

οὕτως δὲ καὶ πρὸς τὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα ἕλκη χρώμεθα καὶ πάνθ' ἁπλῶς
τὰ παρηγορίας δεόμενα διὰ φλεγμονὴν ἢ δῆξιν ἢ κακοήθειαν. διὰ
τοῦτο καὶ τοῖς καρκινώδεσι προσφέρεται μιγνύμενον τοῖς ἀνωδύνοις
φαρμάκοις, οἷα μάλιστα διὰ πομφόλυγός ἐστι. παρηγορικὸν μὲν οὖν
ἐστι καθόλου τὸ γάλα, ἄδηκτον μὲν ἔχον τὴν φύσιν. πολὺ δὲ μᾶλλον
ὅταν ἐκδαπανήσωμεν τὸ πλέον τῆς ὀρώδους ὑγρότητος ἑψήσει ἢ ἑτέρᾳ
μηχανῇ.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ii Κεφ. 121, γρ. 10

εἶτα συνάξας τὸ κεκαυμένον καὶ λεάνας χρῶ πρὸς τὰ εἰρημένα.


Περὶ σαρκῶν Γαληνοῦ. Οὐχ ἅπασαι τῶν ζῴων αἱ σάρκες ἄνθρω-
πον τρέφουσιν, ἀλλ' ἐνίων εἰσὶ καὶ θανάσιμοι, ἔνιαι δὲ οὐχ ὡς τροφὴ
μόνον προσφέρονται, ἀλλ' ὡς βοήθημα. καὶ τῶν τρεφουσῶν δὲ οὐ
τὴν αὐτὴν ἅπασαι δύναμιν ἔχουσι. πάντων μὲν οὖν ἐδεσμάτων ἡ σὰρξ
τῶν ὑῶν ἐστι τροφιμωτάτη καὶ εὔχυμος καὶ εὐπεπτοτέρα πάντων,
τά τε ἄλλα καὶ διὰ τὴν πρὸς ἀνθρώπους ὁμοιότητα. τὰ δὲ βόεα κρέα
τροφὴν μὲν αὐτὰ δίδωσιν οὔτε ὀλίγην οὔτ' εὐδιαφόρητον, αἷμα μέντοι
παχύτερον ἢ προσῆκε γεννᾷ καὶ εἰ φύσει τις εἴη μελαγχολικώτερος
τὴν κρᾶσιν, ἁλώσεταί τινι πάθει τῶν μελαγχολικῶν ἐν τῇ τούτων
ἐδωδῇ πλεονάσας, τοιαῦτα δέ ἐστι πάθη· καρκῖνος ἐλέφας λειχῆνες
ψώρα τεταρταῖος πυρετός, ἥ τε ἰδίως ὀνομαζομένη μελαγχολία. καὶ
σπλὴν δὲ ἐνίοις ᾔρθη διὰ τοιοῦτον χυμόν, ᾧ καχεξίαι τε καὶ ὕδεροι
πολλάκις ἐπηκολούθησαν. ξηρότερος γὰρ καὶ θερμότερος πάμπολυ τῇ
κράσει ἐστὶ βοὺς ὑός· οἱ δὲ μόσχοι τῶν τελείων βοῶν ἀμείνους ἔχουσιν
εἰς πέψιν τὰς σάρκας, ὡς ὑγρότεροι τὴν κρᾶσιν. οὕτως δὲ καὶ οἱ
ἔριφοι τῶν αἰγῶν ἀμείνους· ἧττον μὲν γὰρ βοὸς ἡ αἲξ ξηρὰ τὴν
κρᾶσιν, ἀλλ' ἀνθρώπῳ καὶ συὶ παραβαλλομένη πολλῷ διαλλάττει. ὑγρο-
τάτην δὲ ἔχουσι καὶ φλεγματώδη σάρκα οἱ ἄρνες. ἡ δὲ τῶν προβάτων
σὰρξ περιττωματικωτέρα τέ ἐστι καὶ κακοχυμωτέρα. κακόχυμος δὲ καὶ
ἡ τῶν αἰγῶν μετὰ δριμύτητος. ἡ δὲ τῶν τράγων χειρίστη καὶ πρὸς

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ii Κεφ. 175, γρ. 27

καίων τοὺς καρκίνους αὐτοὺς τῷ μηνὶ Αὐγούστῳ ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα


καύμασιν ὀκτωκαιδεκαταίας οὔσης τῆς σελήνης. πίνειν δὲ καθ' ἑκάστην
ἡμέραν ἐδίδου τὸ φάρμακον τοῖς λυσσοδήκτοις ἄχρι τῆς τεσσαρακοστῆς
252

ἡμέρας ἐπιπάττων ὕδατι κοχλιάριον εὐμέγεθες. εἰ δὲ οὐκ ἐξ ἀρχῆς


ἀλλὰ μετὰ ἡμέρας τινὰς τοῦ δηχθῆναι προὐνοεῖτο τοῦ δεδηγμένου,
δύο κοχλιάρια καθ' ἑκάστην ἡμέραν ἐδίδου, ὡς ἀναπληρωθῆναι τὰς μ
δόσεις. ἐχρῆτο δὲ καὶ κατ' αὐτοῦ τοῦ τραύματος τῷ διὰ τῆς Βρυτίας
πίσσης φαρμάκῳ, μίαν μὲν λαμβάνων τῆς πίσσης λίτραν, ὄξους δὲ δρι-
μυτάτου α ξέστην, ὀποπάνακος δὲ 𐆄 Γ. καρκίνου ποταμίου κεκαυ-
μένου τέφραν μέλιτι ἀναβρέξας, ἰάσῃ μὲν ἴχνη ὑπὸ κρύους ῥαγέντα.
καὶ δακτύλων ῥαγάδας, ἰάσῃ δὲ καὶ τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη ἕλκη.
Περὶ καράβου. Καράβου ὄστρακον καύσας καὶ λειώσας δίδου πί-
νειν μετ' ἀκράτου καὶ παύσεις τὴν κάτω κοιλίαν ῥευματιζομένην. ἐκ-
καθαίρει δὲ καὶ λιθιῶντας νεφρούς, ψαμμώδη οὖρα πολλὰ ἄγον.
Κάστορος ὄρχεις ὀνομάζουσι καστόριον, ἔνδοξόν τε καὶ πολύχρη-
στον φάρμακον. ἐνταῦθα δὲ τὴν καθ' ὅλου αὐτοῦ δύναμιν ἐροῦμεν,
πρὸς ἣν ἀποβλέπων τις εὑρίσκειν ἑαυτῷ δυνήσεται τὰς κατὰ μέρος
χρήσεις. θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει, ἐστὶ δὲ καὶ λεπτομερὲς ἱκανῶς.
τοῦτο δὲ τὸ φάρμακον, εἴτε ὑγρῷ σώματι προσφέροιτο δεομένῳ ξη-
ρότητος, εἴτε ψυχρῷ δεομένῳ θερμότητος, εἴτε ἐπὶ τῶν διὰ πλήρω-
σιν σπωμένων, ἔνθα χρὴ κενῶσαι τὰ παρὰ φύσιν ἐν τοῖς νεύροις περιε

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber iii (0718: 003)“Aëtii Amideni libri


medicinales i–iv”, Ed. Olivieri, A.Leipzig: Teubner, 1935; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 8.1.
Κεφ. 114, γρ. 21

οὔτε θλίψιν οὔτε ἀτονίαν οὔτε ἀνορεξίαν οὔτε ἄλλην ἀπορίαν τῷ


πάσχοντι παρέχουσα, ἀλλὰ μᾶλλον εὔπνους καὶ εὐθύμους καὶ εὐτόνους
ἐργάζεται, ὡς θαυμάζειν τὴν ὑπερβολήν. ἰᾶται γοῦν ἡμικρανικὰς
διαθέσεις σκοτωματικὰς ἐπιληψίας μανίας μελαγχολίας ληθάργους καὶ
τὰ ὅμοια, ἀμβλυωπίας δυσηκοίας φωνῆς ἀποκοπὰς ἀσθματικοὺς στομα-
χικὰς διαθέσεις χρονίας σπληνικοὺς νεφριτικοὺς κοιλιακοὺς ἀρθριτικοὺς
ἰσχιαδικοὺς ποδαγρικούς, ἔμμηνα ἄγει, ἁρμόζει τρομώδεσι καὶ παρέτοις·
λειχῆνας ἀγρίους καὶ πάντα τὰ περὶ τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ σώματος
γιγνόμενα ἐξανθήματα καὶ ἐλεφαντιῶντας καὶ τοὺς χρονίους τῶν περι-
οδιζόντων πυρετῶν θεραπεύει καὶ πάντα τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν καὶ
καρκινώδη.
Ἱερὰ Ἀρχιγένους ἐκ τῆς πρὸς Μάρσον ἐπιστολῆς περὶ μελαγχο-
λίας. Κολοκυνθίδος ἐντεριώνηςκ χαμαίδρυος ἀγαρικοῦ πρασίου στοι-
χάδος ἀνὰι ὀποπάνακοςη σαγαπηνοῦη πετροσελίνου ἀρι-
στολοχίας στρογγύλης πεπέρεως λευκοῦ ἀνὰε κιναμώμου ναρδο-
στάχυος σμύρνης τρωγλοδυτικῆς πολίου κρόκου ἀνὰδ· ἀναλάμβανε
μέλιτι ἀπηφρισμένῳ, ὡς ἔχειν ῥύπου πάχος καὶ ἀπόθου ἐν ὑελείῳ
253

ἀγγείῳ. ἡ τελεία δόσιςδ μετὰ μελικράτου ἁλῶν προσεμβαλλομένων


ὅσον κοχλιάριον μικρόν. κακοπίνως γάρ πως διακειμένου τοῦ κάμνον-
τος δραστικὴν ἐμποιεῖ τὴν παρασκευήν, οὐ μόνον τῷ πλήθει τῶν διὰ
τῆς κοιλίας ὑπεξαγομένων,

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber iii Κεφ. 120, γρ. 9

...ῥάκη λινᾶ τούτῳ βάπτων, πρόσαγε τῇ γαστρὶ καὶ διαστήσας βραχὺ τῆς
θηριακῆς ἀντιδότου ὅσον κυάμου μέγεθος λύσας μετ' οἴνου δίδου πίνειν.
Περὶ ἐμέτων ἐκ τοῦ Ῥούφου. Ἐπειδὴ ἐν τοῖς συντόνοις ἐμέτοις
πολλὰ καὶ ἄτοπα παρακολουθεῖν εἴωθε, καλῶς ἔχει τρόπους εἰπεῖν
πρότερον, ὅπως ἔνεστιν εὐπετῶς ἐμεῖν· καὶ γὰρ φλέγμα κινεῖ ὁ ἔμετος
καὶ κεφαλὴν κουφίζει· καὶ τὸν προθυμοτέρως φαγόντα ἢ οἴνου πλείονος
λαβόντα βλαβῆναι κωλύει. βοηθεῖ δὲ ἡ δι' ἐμέτων κάθαρσις καὶ ταῖς
ὑπεράγαν ἐξογκώσεσι τοῦ σώματος, ἀρήγει καὶ τοῖς ὑπερβαλλόντως
κατισχνωμένοις καὶ τὰς ῥευματικὰς δὲ διαθέσεις πάσας φιλεῖ ὁ ἔμετος
ἐξιᾶσθαι, οἷον ἕλκωσιν νεφρῶν καὶ κύστεως καὶ δακτυλίου καὶ τῶν
ἄλλων μορίων, ἐλεφαντιῶντας καὶ καρκίνους καὶ τὰς καχεξίας τοῦ
σώματος καὶ τὰς ἀρθριτικὰς διαθέσεις. τοῖς τε ὑδρωπικοῖς κατάλληλος
καὶ μάλιστα τοῖς ἀνὰ σάρκα ἔχουσι τὸν ὕδερον, ἰκτερικοῖς τε καὶ ἐπι-
ληπτικοῖς τοῖς ἀπὸ στομάχου τὴν ἀρχὴν τῆς διαθέσεως λαβοῦσι· τοῖς
γὰρ ἐν τῇ κεφαλῇ τὴν διάθεσιν ἔχουσιν ἐπιληπτικοῖς ἀκατάλληλος ὁ
ἔμετος. βοηθεῖ δὲ καὶ τρόμοις παρέσεσιν ἀποπληξίαις ὀρθοπνοίαις μελαγ-
χολίαις λειχηνώδεσιν. ἐναντιοῦνται δὲ ἔμετοι αἵματος ἀναγωγῇ πνιξὶν
ὑστερικαῖς ναυτιώδεσι φύσεσι λειποθυμίαις τοῖς ὑπὸ πνιγμοῦ συνεχῶς
ἐνοχλουμένοις καὶ τοῖς ὑπὸ τῆς τυχούσης προφάσεως ὀδυνωμένοις τὴν
κεφαλὴν καὶ τοῖς ὑποψίαν ὑποχύσεως ἔχουσι καὶ πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς
περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πάθεσιν.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vi Κεφ. 68, γρ. 65

ἔχειν τὸ πάχος, ἐπίχριε πτερῷ καὶ ὑγιάσεις. Ἄλλο. θύμον καύσας μετ'
οἴνου καὶ ἐλαίου, τὴν τέφραν δεύσας ἐπίχριε. Ἄλλο. κνῆστρον, ὃν ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ λιπαρῶνα καλοῦσι, καύσας καὶ τὴν τέφραν λεάνας μετ'
οἴνου ἐπίχριε. Ἄλλο. κήρυκας καύσας λεάνας τὴν τέφραν μετὰ ὕδατος
χρῶ· ἔστι γὰρ σωτήριον φάρμακον οὐ μόνον πρὸς ἀχῶρας, ἀλλὰ καὶ
πρὸς πᾶν γινόμενον ἐξάνθημα. ἐὰν δὲ περιπέσῃς ποτὲ ἀχῶρι φλεγ-
μονώδει καὶ ὀδυνώδει, παρηγορήσεις δηλονότι τὴν φλεγμονὴν αὐτοῦ
πρότερον ὑγρῷ φαρμάκῳ πεπτικῷ τε καὶ μαλακτικῷ καὶ ἀδήκτῳ,
ὁποῖόν ἐστι τὸ πάρυγρον καὶ πάντα τὰ ἑδρικὰ καλούμενα καὶ τὰ πρὸς
τὰ καρκινώματα ἀναγεγραμμένα. ἄλευρα οὖν κυάμινα οἴνῳ βρέξας καὶ
λεάνας ὡς ἐμπλαστρῶδες γενέσθαι, ἐπιτίθει· ποιεῖ πρὸς τὰ πυρωδέ-
254

στατα καὶ ἄγρια ἐν κεφαλῇ, μάλιστα ψυδράκια. Ἄλλο πρὸς τὰς με-
γίστας καὶ φλεγμονώδεις ὀδύνας παρηγορικὸν ἀνώδυνον καὶ ἀποθερα-
πεῦον. τοῦ ἀστέρος κολλυρίου ἢ τῶν διὰ λιβάνων ἤ τινος τῶν παρα-
πλησίων λεάνας μετὰ χυλοῦ ὑοσκυάμου ὀλίγου καὶ ἐπιβαλὼν ἕψημα
καὶ ῥόδινον ἐπίχριε. Ἄλλη λιπαρὰ πρὸς ἀχῶρας ψύδρακας ἐκζέματα
παρατρίμματα· ἔστι δὲ καὶ ἑδρικὴ ἀγαθή. λιθαργύρουγ πηγάνου
φύλλων ἁπαλῶνπε, ὄξει διαλύσας καὶ ῥοδίνῳ ἢ μυρσίνῳ ἀναλαβὼν
ἐπίχριε πτεροῖς· ἱκανὴν ἡμῖν πεῖραν ἔδωκεν.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vii (0718: 007)“Aëtii Amideni libri


medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Κεφ. P, γρ. 54

κζ Περὶ τῶν ἐξ ἐπιφορᾶς ὑγρῶν γιγνο-


μένων ἑλκώσεων ἐπιπολαίων, νεφε-
λίου ἀχλύος καὶ ἐπικαύματος
κη Περὶ ἀργέμου
κθ Περὶ βοθρίων καὶ κοιλωμάτων
λ Περὶ πυώσεων ἤτοι τῶν λεγομένων
ὀνυχίων. Κολλύριον τὸ Δίωνος
λα Περὶ φλυκταινῶν ἐν ὀφθαλμοῖς
λβ Περὶ ἀνθράκων ἐν βλεφάροις
λγ Περὶ καρκινωδῶν ἑλκῶν ἐν ὀφθαλμοῖς
λδ Περὶ κακοήθων ἑλκῶν ἐν ὀφθαλμοῖς
λε Περὶ μυοκεφάλων. Κολλύριον πρὸς
μυοκέφαλα καὶ πτερύγια
λϛ Περὶ σταφυλωμάτων
λζ Χειρουργία σταφυλωμάτων
λη Περὶ τῶν ἐπουλώσεως δεομένων ἑλκῶν
λθ Περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς οὐλῶν ἤτοι λευκωμάτων

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vii Κεφ. 2, γρ. 4

λοειδὲς παρεσκεύασται· τὸ δὲ ἔξωθεν αὐτῷ περικεχυμένον τὸ ὠοειδὲς


πρὸς τὸ ἐπιτέγγειν τοῦτο γεγένηται καὶ μὴ συγχωρεῖν αὐτὸ ἀδικεῖσθαι
ὑπὸ τῆς τοῦ ἡλίου αὐγῆς. τὰ δὲ βλέφαρα συνίστησιν ὁ ἐπιπεφυκὼς
ὑμὴν ἐπαναδιπλούμενος καὶ περιλαμβάνων καὶ οἷον ἔνδυμα διπλοῦν
ἔνδοθέν τε καὶ ἔξωθεν γιγνόμενος τοῖς κινοῦσι τὰ βλέφαρα μυσί. τού-
των ἕκαστον ἐκτρεπόμενον τοῦ κατὰ φύσιν, νοσεῖν παρασκευάζει τὸν
ὀφθαλμόν.
Πόσα καὶ τίνα πάθη περὶ τὸν ὀφθαλμὸν συνίσταται. αἱ ἰδίως λεγό-
255

μεναι ὀφθαλμίαι καὶ αἱ χημώσεις καὶ ταράξεις, οἰδήματα ὑποσφάγματα


καὶ πτερύγια πάθη τοῦ ἐπιπεφυκότος εἰσίν. ἀλλὰ καὶ ἑλκοῦται καὶ
ἀνθρακοῦται καὶ καρκινώδη διάθεσιν ἴσχει. σκληροφθαλμία δὲ καὶ
ξηροφθαλμία κοινόν ἐστι πάθος βλεφάρων τε καὶ αὐτοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ.
περὶ δὲ τὴν ἔξωθεν ἐπιφάνειαν τῶν βλεφάρων ὑδατίδες γίγνονται
καὶ μελικηρίδες καὶ στεατώματα. τῶν δὲ περὶ τὸ ἐντὸς τῶν βλεφάρων
συνισταμένων ἐστὶ δασύτης καὶ τραχώματα καὶ συκώσεις, χαλάζιά τε
καὶ λιθιάσεις, συμφύσεις καὶ μύσεις. καὶ λαγώφθαλμοι δὲ καλοῦνται,
οἷς τὸ ἄνω βλέφαρον ἀνέσπασται, ὡς ἐπικαλύπτειν τὸν ὀφθαλμὸν μὴ
δύνασθαι· ἐκτρόπια δέ, οἷς τὸ κάτω βλέφαρον ἐξέστραπται, ἀλλὰ καὶ
κολοβώματα καὶ διαβρώσεις καὶ ἑλκώσεις ἐν τοῖς βλεφάροις συνίσταν-
ται. περὶ δὲ τοὺς ταρσοὺς γίγνεται ἡ τριχίασις καὶ διστιχίασις καλου-
μένη καὶ ἡ μαδάρωσις τῶν τριχῶν ἤτοι βλεφαρίδων, ἥτις καὶ πτίλωσις
Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vii Κεφ. 2, γρ. 21

δύνασθαι· ἐκτρόπια δέ, οἷς τὸ κάτω βλέφαρον ἐξέστραπται, ἀλλὰ καὶ


κολοβώματα καὶ διαβρώσεις καὶ ἑλκώσεις ἐν τοῖς βλεφάροις συνίσταν-
ται. περὶ δὲ τοὺς ταρσοὺς γίγνεται ἡ τριχίασις καὶ διστιχίασις καλου-
μένη καὶ ἡ μαδάρωσις τῶν τριχῶν ἤτοι βλεφαρίδων, ἥτις καὶ πτίλωσις
καλεῖται. γίγνεται δὲ καὶ φθειρίασις καὶ πιτυρίασις καὶ κριθή· καὶ ἡ
λεγομένη δὲ μίλφωσις τῶν ταρσῶν ἐστι πάθος, ἐρυθροὶ γὰρ τούτοις
εἰσὶν οἱ ταρσοὶ ἐοικότες μίλτῳ τῇ χρόᾳ. οἱ δὲ κανθοὶ πεπόνθασι μὲν
κἀν τοῖς αἰγίλωψιν, ἀλλ' οὐ μόνοι. ἐγκανθίδες δὲ καὶ ῥυάδες μόνων
τῶν κανθῶν εἰσι πάθη. περὶ δὲ τὸν κερατοειδῆ χιτῶνα συνίσταται
ἀχλὺς νεφέλιον ἄργεμον ἐπίκαυσις ἕλκωσις κοίλωμα βόθριον ῥῆξις
πρόπτωσις ὀνύχια πύωσις φλύκταιναι ἄνθρακες καρκινώδεις διαθέσεις.
περὶ δὲ τὸν ῥαγοειδῆ χιτῶνα συνίσταται πάθη πρόπτωσις μυιοκέφαλα
σταφυλώματα ἧλοι μυδρίασίς τε ἡ καὶ πλατυκορία καλουμένη φθίσις
σύγχυσις παρασπασμοὶ τῆς κόρης· τὸ δὲ ὑπόχυμα συνίσταται κατ' αὐτὸ
τὸ τρῆμα τοῦ ῥαγοειδοῦς, τουτέστι κατὰ τὴν κόρην λεγομένην. ἀλλὰ
καὶ τὸ ὠοειδὲς ὑγρὸν πλεῖον ἑαυτοῦ γενόμενον ἢ παχύτερον ἐμποδίζει
τοῦ ἀκριβῶς ὁρᾶν καὶ μειούμενον δὲ ξηραίνει τὸ κρυσταλλοειδὲς
ὑγρόν. ἡ δὲ γλαύκωσις λεγομένη ξηρότης ἐστὶ σφοδρὰ τοῦ κρυσταλ-
λοειδοῦς ὑγροῦ· ἡ δὲ ἀμαύρωσις ἔμφραξίς ἐστι τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου,
ὡς μηδόλως ὁρᾶν τὸν οὕτω παθόντα καθαρᾶς φαινομένης τῆς κόρης·
βεβλαμμένοι δέ εἰσι τοὺς ὀφθαλμοὺς χωρὶς τοῦ φαίνεσθαί τι φαῦλον

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vii Κεφ. 33, γρ. 1

ψύλλιον δὲ ὕδατι θερμῷ πρὸς ὀλίγον βραχὲν εἶτα λειωθὲν καὶ κατα-
πλαττόμενον παραμυθεῖται τὰς φλεγμονάς· ἐν γὰρ ταῖς περιωδυνίαις
τῶν ἄλλων φλεγμονῶν τοῦ ὀφθαλμοῦ προσαγόμενον ὕπνον παρ' αὐτὰ
256

τοῖς πάσχουσιν ἐμποιεῖ. κουφότατα δὲ ἔστω τὰ καταπλάσματα, ἀλλ'


οὐδὲ χρὴ ἐπὶ πολὺ τοῖς καταπλάσμασιν ἐπιμένειν. ἐπιτείνει γὰρ τὴν
σῆψιν καὶ μεγάλως ἀδικεῖ τὸν ὀφθαλμόν, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν φλυκ-
ταινῶν προείρηται. παρηγορήσαντες οὖν ποσῶς τὰς φλεγμονὰς ἀπο-
σχώμεθα παραχρῆμα τῶν καταπλασμάτων, καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθράκων καὶ
ἐπὶ τῶν φλυκταινῶν, ἐπὶ δὲ τῶν παρὰ τὰ ὦτα φλεγμαινόντων τῇ
συμπαθείᾳ τόπων σπλήνιον ἐπιτίθει τῆς βουτυρίνης κηρωτῆς.
Περὶ καρκινωδῶν ἑλκῶν ἐν ὀφθαλμοῖς Δημοσθένους. τὰ δὲ ἐπὶ
τοῦ μέλανος τοῦ ὀφθαλμοῦ γιγνόμενα ἑλκύδρια ἀκατούλωτα μικρὰ
ἐπώδυνα, ἀγγεῖα μικρὰ ἔχοντα, κιρσώδη διαπεφυκότα, καρκινώδη λέγε-
ται. καὶ ἐνίοτε δόξαντα κατουλῶσθαι, ἀναλύεται χωρὶς φανερᾶς αἰτίας.
νυγματώδεις δὲ διαδρομαὶ γίγνονται μέχρι κροτάφου καὶ παρέπεται
αὐτοῖς ῥευματισμὸς ὑγροῦ συμμέτρως δριμέος καὶ λεπτοῦ. καὶ τὸ ἐν
τῷ ὀφθαλμῷ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν ἀεὶ ἐνερευθές ἐστι· καὶ ἀνορεκτοῦσι
πρὸς τροφήν, ἐπιτείνονται δὲ αὐτοῖς σφοδρῶς αἱ ἀλγηδόνες δριμυ-
τέροις ἐπιχριομένοις φαρμάκοις. γίγνεται δὲ τὸ πάθος μάλιστα πρε-
σβυτέροις ἐπὶ πολυχρονίοις ὀφθαλμίαις καὶ γυναιξίν, αἷς ἐκλέλοιπε τὰ
καταμήνια. θεραπευτέον δὲ ἐπιμελουμένους τοῦ παντὸς σώματος καὶ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber vii Κεφ. 60, γρ. 16

δὲ σπανιώτερον γεννᾶται ἀπὸ τοῦ ἄνωθεν ἢ κάτωθεν βλεφάρου.


ἐπεκτείνεται δὲ μέχρι τοῦ μέλανος· ὅταν δὲ μεῖζον γένηται, καὶ τῆς
κόρης ἅπτεται καὶ ἐμποδίζει τὸ ὁρᾶν. εὐίατα δέ ἐστι πτερύγια τὰ
λευκανθίζοντα καὶ στενὴν τὴν βάσιν ἔχοντα· τὰ δὲ ἐναντία τούτων
δυσίατα. τὰ μὲν γὰρ ὑπέρυθρα μετὰ τὴν χειρουργίαν σφακέλους καὶ
ὀδύνας ἡμικρανικὰς ἐπιφέρει, ἀλλ' ὅμως μετὰ τὴν καθαίρεσιν τῶν
συμπτωμάτων ἐλευθεροῦται ὁ ὀφθαλμός. τὰ δὲ πτερύγια, ἐφ' ὧν καὶ
ἀρχαί εἰσιν ὑποχύσεως, οὐ δεῖ θεραπεύειν· τούτων γὰρ ἀρθέντων θᾶτ-
τον ἡ ὑπόχυσις συνίσταται. μήτε δὲ τὰ παχέα θεραπεύειν καὶ ἐκτρε-
πόμενα καὶ ὀχθώδη καὶ κεκιρσωμένα καὶ κροτάφων ποιοῦντα συμπα-
θείας· ἔστι γὰρ κακοήθη καὶ καρκινώδη. τὰ δὲ μέχρι τῆς κόρης
διήκοντα καὶ διὰ τοῦτο παραποδίζοντα τὸ ὁρᾶν, ἀφαιρούμενα ἐλευθε-
ροῖ μὲν τὸν ὀφθαλμὸν τῶν ῥευματισμῶν. ἡ δὲ ἐπιγιγνομένη περὶ τὴν
κόρην ἐκ τῆς χειρουργίας οὐλὴ οὐδὲν ἧττον κωλύει τὸ βλέπειν. τῶν
δὲ πτερυγίων ταῦτα χειρίζειν δεῖ, ὅσα αὐξηθέντα ἐπιβάλλει τῷ μέλανι·
ὅσα δὲ μικρὰ καὶ ἐπὶ τοῦ λευκοῦ ἐστι, ταῦτα φαρμάκοις πειρᾶσθαι
καταστέλλειν.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber viii (0718: 008)“Aëtii Amideni libri


257

medicinales v–viii”, Ed. Olivieri, A.Berlin: Akademie–Verlag, 1950;


Corpus medicorum Graecorum, vol. 8.2.Κεφ. 49, γρ. 116

ξυλίνην καὶ χρῶ κατ' ἰδίαν καὶ μετὰ μέλιτος. Ἀνθηρὰ ποιοῦσα πρὸς
τὰ εἰρημένα. ἴρεως Ἰλλυρικῆς σανδαράκης κυπέρου ἀνὰδ σχιστῆς
σμύρνης κρόκου ἀνὰβ κροκομάγματος ἴσον, λεῖα ποιήσας χρῶ.
τινὲς δὲ καὶ ῥόδων ἄνθους καὶ κηκῖδος προσβάλλουσιν ἀνὰβ. χρῶ
δὲ πρὸς μὲν τὰς σηπεδόνας καὶ τὰ ἀφιστάμενα οὖλα ξηρῷ, πρὸς δὲ
τὰς ἐσχάρας μετὰ μέλιτος. Φιλαγρίου πρὸς τὰς ἐν στόματι ἀναβρώσεις.
σχοίνου καρποῦ μηδέπω μελανθέντος κηκίδων ἀνὰδ κόστου φύλλου
ἀνὰα χρῶ. Θεοδώρου πρὸς τὰ ἐν παρισθμίοις ἕλκη καὶ ἐν οὔλοις
καὶ αἰδοίοις καὶ πρὸς σηπεδόνας καὶ ἄνθρακας. στυπτηρίας σχιστῆς
σανδαράκης σμύρνης τρωγλίτιδος ἴσα, χρῶ ξηρῷ. Ἕρμου πρὸς τὰς ἐν
στόματι περιστάσεις πάσας ἀπὸ ἄφθης μέχρις ἐσχαρῶν καὶ καρκινω-
μάτων. ἐρείκης καρπὸν λεάνας ἀναλάμβανε ὑοσκυάμου χυλῷ καὶ χρῶ
μετὰ μέλιτος. Ἄλλο πρὸς νομὰς ἐν στόματι καὶ οὔλοις καὶ γλῶσσαν
νεμομένην. χυλῷ φύλλων λευκῆς ἀμπέλου, ἣν βρυωνίαν καλοῦσι, μίσυ
λεάνας καὶ μέλι ἐπιβαλὼν καὶ συλλεάνας χρῶ διαχρίων· σμήχει θει-
ότατα καὶ ἀνακαθαίρει· μετὰ δὲ τὸ ἀνακαθᾶραι καὶ σαρκῶσαι τὴν τῆς
βρυωνίας ῥίζαν κόψας σήσας χρῶ καὶ ἐπουλοῖ. Ἄλλο τοῦ αὐτοῦ πρὸς
τὰς ἐν τῷ στόματι σήψεις καὶ ἑλκώσεις καὶ νομάς. φύλλων λευκῆς
ἀμπέλου χυλοῦ 𐆄 γ σχιστῆς 𐆄 δ μίσυος ὠμοῦδ ἴρεωςδ μάννης
𐆄 δ χαλκάνθουβ, λείου ἕως ξηρανθῇ καὶ χνοῶδες γένηται καὶ χρῶ
ξηρῷ· ἀνακαθαίρει πληροῖ ἀναστέλλει τὸ ἐπιφερόμενον ῥεῦμα·

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber viii Κεφ. 50, γρ. 214

λομεν ζῶντας εἰς ἄγγος κεραμεοῦν καὶ τοῦτο φιμώσαντες ἐπιτίθεμεν


ἐπ' ἀνθράκων, ἕως σποδὸς γένηται καὶ λεάνας χρῶ. Ἄλλη διὰ χελι-
δόνων πρὸς τὰς συνάγχας. χελιδόνων κεκαυμένων νεοσσοὺς ια μυρ-
σίνης χλωρᾶς χυλοῦ κυάθους ιβ μυρσίνης τριώβολον μέλιτος κυάθους β.
τοὺς νεοσσοὺς καύσας καὶ λεάνας μίσγε πάντα καὶ χρῶ. Ἄλλο πρὸς
συναγχικοὺς πεπειραμένον. φύλλου κόστου καρυοφύλλου πεπέρεως
ἀνὰ 𐆄 α σανδαράκης 𐆄 δ μέλιτι ἀπηφρισμένῳ ἀναλαβὼν διάχριε πτερῷ
καὶ θαυμάσεις. Ἄλλο. κοχλίους τοὺς γυμνοὺς τοὺς χωρὶς ὀστράκων ἐν
κήποις εὑρισκομένους ἐν χυτριδίῳ καύσας καὶ λεάνας, τὴν τέφραν
ἀναλάμβανε μέλιτι καὶ διάχριε· ἀπαράβατόν ἐστι. χρῶ δὲ ὁμοίως
καὶ τῇ τῶν κεκαυμένων καρκίνων τέφρᾳ μετὰ μέλιτος καὶ τὸ ἀφέψημα
δὲ τῶν καρκίνων ἀναγαργαριζόμενον καλῶς ποιεῖ. ἐγὼ δὲ τὸν καρ-
κῖνον λεαίνων ἐν ὕδατι κοτύλῃ μιᾷ καὶ διηθῶν καὶ θερμαίνων δίδωμι
ἀναγαργάρισμα· παχέα γὰρ ἄγει πολλὰ καὶ κουφίζει παραυτίκα. Ἄλλο.
258

κενταύριον λεπτὸν καύσας, διάχριε τὴν τέφραν μετὰ μέλιτος. Ἄλλο.


σιαγόνος χοίρου κεκαυμένου 𐆄 α κόπρου κυνείας λευκῆς, ὀστᾶ βεβρω-
κότων τῶν κυνῶν,δ κηκίδων σιδίων ἀνὰ 𐆄 α κόστουδ πεπέρεως
πεφρυγμένου Γρ ϛ, χρῶ μετὰ μέλιτος. πάνυ δὲ ἀγωνίζεσθαι χρὴ κἀπὶ
τῶν παρακμῶν· καὶ γὰρ τὰ ἤδη ἑλκυσθέντα ἐκ τοῦ βάθους τῶν περὶ
τὴν φάρυγγα σωμάτων, ἐὰν ἀμεληθείη, ἀδοκήτως εἰς τὸν πνεύμονα
μεθίσταται καὶ αἰφνίδιον τὸν θάνατον ἐπιφέρει.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber viii Κεφ. 75, γρ. 51

ἀπουλώσεως καιρῷ τόδε· κηροῦ πίσσης ἀνὰ λιτρʹ9 α ἰξοῦ δρυίνου ἀμ-
μωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ 𐆄 δ κηκίδος ὑποκυστίδος στυπτηρίας σχιστῆς
ἀκακίας σιδίων σεύτλου σπέρματος ῥοῦ μαγειρικοῦ ἀνὰ 𐆄 α μυρσίνου
ἢ ῥοδίνου ἀνὰ 𐆄 δ. ἐν δὲ τῷ χειμῶνι μικρῷ πλέον ὄξει λείου τὰ ξηρὰ
καὶ τοὺς ὀποὺς καὶ τήξας τὰ τηκτὰ καὶ ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίβαλλε
τὸν ἰξόν. τακέντος δὲ τούτου, ἐπίβαλλε ἐν τῇ κακκάβῃ τὰ λειωθέντα
καὶ ἑνώσας κατάχεε ἐν τῇ θυίᾳ καὶ μαλάξας χρῶ. τῶν δὲ πινομένων
φαρμάκων ἁπλούστατον μέν ἐστι τὸ μελίκρατον καθ' αὑτὸ καὶ σὺν
ἀμύλῳ καὶ ἴρεως καὶ γλυκυρίζης ἐν αὐτῷ ἀφεψομένων. πάντων δὲ
ἐπιτηδειότερον τοῖς φθισικοῖς τὸ ὄνειον γάλα πινόμενον· εἰ δὲ μὴ
τὸ βόειον ἢ αἴγειον, καρκῖνοι ὠμοὶ λεαινόμενοι σὺν τῷ γάλακτι καὶ
ῥοφούμενοι ἢ ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι συνεχῶς ἐπιρροφούμενοι τοῦ ζωμοῦ.
ἐπιτήδειον δὲ αὐτοῖς καὶ στέαρ ἐλάφου πρόσφατον τηκόμενον καὶ
συνεψόμενον τοῖς ῥοφήμασι, βηχὸς δὲ χαλεπῆς ἐνερειδούσης, καὶ θύμος
λεῖος καὶ ὕσσωπος ἀναλαμβάνεται μέλιτι ἑφθῷ καὶ ὑπὸ τῇ γλώττῃ
διακρατεῖται. ἁρμόζει δὲ βούτυρον πρόσφατον σὺν μέλιτι καὶ τερε-
βινθίνῃ ἴσοις ἑψομένοις. ἐπὶ δὲ τῶν ἀνεχομένων καὶ πλέον ἔστω τὸ βού-
τυρον, πρόσφατον μέντοι· ἀνακαθαίρει γὰρ κάλλιστα, ἡ δὲ δόσις
κοχλιάριον νήστει. καλὸν δὲ καὶ ἀμύγδαλα μάλιστα πικρὰ συνεψεῖν τῇ
πτισσάνῃ καὶ κεφαλωτὸν πράσον σὺν τῇ πτισσάνῃ ἢ ἑτέρῳ ῥοφήματι
ἑψηθὲν καὶ καθ' αὑτὸ δὶς ἡψημένον λαμβανέσθω. οἶνος δὲ Θηραῖος

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix (0718: 009)“”Ἀετίου Ἀμιδηνοῦ


λόγος ἔνατος””, Ed. Zervos, S., 1911; Athena 23.Κεφ. 23, γρ. 123

ὀλίγος περίπατος, εἶτα λουτρὸν διαδεχέσθω, θερμότερον δ' ἔστω τοῦ


συνήθους· ἀνάλοιφος δὲ λουέσθω, καὶ νίτρον καταπασσόμενος τὸ
σῶμα ἐξιδρούτω καὶ οὕτως εἰς θερμοτέραν ἐμβατὴν κατερχέσθω· εἶτα
εἰς τὸ ψυχρὸν ἐναλλόμενος, λιπαινέσθω τὸ σύμπαν σῶμα ἐλαίῳ
δαψιλεστέρῳ· λυσιτελέστερον δὲ καὶ πιόντα χλιαρὸν ὕδωρ ἐν τῷ
259

βαλανείῳ ἀπεμέσαι, καθάπερ ἀποπλύναντα τὰ προκαθίσαντα τῷ


στομάχῳ χολώδη ἢ φλεγματώδη· καὶ πρόποσις δὲ ἀψινθίου
μετὰ τὸ βαλανεῖον ποιεῖ τὸ δέον, ἀποσμήχουσα τὰ προσπεπλα-
σμένα τῇ γαστρὶ ἀλλότρια· τροφῇ δὲ μετὰ τὸ λουτρὸν χρη-
στέον εὐδιοικήτῳ καὶ συμμέτρῳ, προσλαμβάνοντας ἐχίνων θαλας-
σίων προσφάτων ἢ καρκίνου ποταμίου μάλιστα. Εἶτα ἐπιλαβεῖν μα-
λάχης ἑφθῆς ἢ ᾠῶν ῥοφητῶν ἢ καὶ ἰχθύων τῶν πετραίων ἢ πτηνῶν
τῶν ἀβρώμων καὶ ἀπιμέλων· τῶν δὲ ἄλλων κρεῶν φειδώ τις ἔστω
καὶ ὀσπρίων καὶ κρομμύων καὶ ταρίχων καὶ τῶν ὁμοίων, καὶ τρα-
γημάτων καὶ πλακούντων παντοίων, καὶ τῆς γλυκαζούσης καὶ τῆς
ῥᾳδίως ἀποξυνομένης ὀπώρας· δυσδιοίκητα γὰρ καὶ ἐμπνευματωτικὰ
πάντα τὰ τοιαῦτα, μὴ μόνον δὲ ταῖς ποιότησιν ἐξηλλαγμένα ἔστω
τὰ διδόμενα, ἀλλὰ καὶ τῷ πλήθει σύμμετρα· τὰ γὰρ εὔπεπτα τοῖς
ἀπέπτοις ἴσα γίνεται ὑπὸ τῆς ἀμετρίας· τοὐντεῦθεν δὲ ὕπνος ἀτάρα-
χος καὶ ὁμαλὸς διαδεχέσθω προαλειψαμένους τὴν γαστέρα ναρδίνῳ
μύρῳ.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix Κεφ. 40, γρ. 23

νεται, καὶ εἰ μὴ ταχέως περικρατηθείη, ἐπινέμεται τοὺς πλησίον τό-


πους συντόμως· ἰχωρώδη τέ τινα ἐκκρίνεται, ὁποῖα ἀπὸ τῶν νεκρω-
θέντων εἰώθασιν ἀπορρεῖν σωμάτων· αὕτη μὲν οὖν ἡ τρόπον τινά
ἐστιν ὀξεῖα δυσεντερία. Ἀπὸ μὲν οὖν τῶν δριμέων βρωμάτων ἢ τῆς
ξανθῆς χολῆς, εἰ γένοιτο δυσεντερία, ἰώμεθα τοὐπίπαν αὐτήν· εἰ δὲ
ἀπὸ μελαίνης χολῆς ἄρξοιτο, εἰ μὲν λόγῳ κρίσεώς τινος τῶν πυρετω-
δῶν νοσημάτων ἐκκρίνοιτο καὶ τῇ παρόδῳ ἀναζέσειε τὸ ἔντερον, καὶ
ταύτην ἰᾶσθαι δυνατόν· εἰ δὲ ἀπὸ ταὐτομάτου μὴ προηγησαμένου
πυρετώδους νοσήματος, μηδὲ πέψεως χρηστῆς προφανείσης ἐκκρίνεται
μέλαινα χολή, ἀνίατός ἐστιν ἡ ἐξ αὐτῆς γινομένη δυσεντερία, οὐδὲν
διαφέρουσα καρκίνου τοῦ μεθ' ἑλκώσεως, καὶ ἔστι θανάσιμος. Εἰώθασι
δὲ ἐγχρονίζειν τινὲς ἑλκώσεις, τὸ μὲν νομῶδες οὐκ ἔχουσαι, ὁμοιούμε-
ναι δὲ τοῖς ἔξωθεν συνισταμένοις κοίλοις ἕλκεσιν, οἷς βραδέως περι-
τρέχει ἡ οὐλή, τυλουμένων τῶν χειλῶν τοῦ ἕλκους· ἐπὶ τῶν τοιού-
των καὶ τὰ ἐνιέμενα ἀποτυγχάνειν δοκεῖ. Προηγεῖσθαι μέντοι δοκεῖ
τῶν πλείστων δυσεντεριῶν ὁ τεινεσμός· ἔστι δὲ οὗτος προθυμία πρὸς
ἔκκρισιν ἀπαραίτητος· γνωστέον μέντοι, ὅτι ποτὲ μὲν ἀπὸ μέρους τὸ
ἀπευθυσμένον ἑλκοῦται ἔντερον ἐπὶ τῶν δυσεντερικῶν, ποτὲ δὲ καὶ ὅλον,
σὺν αὐτῷ δὲ καὶ τὰ ὑψηλότερα. Εἰ μὲν οὖν περὶ τὸ κῶλον, τοὐτέ-
στι περὶ τὰ παχέα τῶν ἐντέρων γίγνεται ἡ ἕλκωσις, τὰ μὲν ἐκκρινό-
μενα σκύβαλα πολλά τε καὶ ἀθρόα καὶ μετὰ πνευμάτων καί ποτε
260

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix Κεφ. 40, γρ. 71

καὶ τὸ αἷμα ἐπ' αὐτῶν ἧττόν ἐστι μέλαν. Εἰ δὲ περὶ τὸ κῶλον γέ-
νοιτο, τὰ μὲν διαχωρήματα πολλὰ ἔσται καὶ ἀθρόα καὶ μετὰ πνευ-
μάτων καὶ αἱμάτων καί ποτε καὶ ἔπαφρα, τὸ δὲ αἱματῶδες ἐπ' αὐτῶν
ξανθόν· σιτίων ὄρεξις πλείστη· ἀπεπτότερα δὲ τὰ καταφερόμενά ἐστι,
καὶ ἧττον διψῶσιν οὗτοι, καὶ οὐ μάλα πυρέττουσιν, εἰ μὴ μέγα εἴη τὸ
ἕλκος ἢ ...... πυρέξαντες δέ, χεῖρον ἀπαλλάσσουσι τῶν ἄλλων· μέγα
γὰρ χρὴ γενέσθαι τὸ αἴτιον τοῦ πυρετοῦ ἐπὶ κώλου. Ἀπευθυσμένου
δ' ἡλκωμένου, πεπεμμένα ἔσται τὰ ἐκκρινόμενα καὶ τὸ αἷμα εὐανθές·
ἀποπλύματα δὲ πολλὰ ἐν τοῖς ἐκκρινομένοις ἔσται· τεινεσμοὶ βίαιοι
καὶ διεγείρονται πολλάκις μηδὲν ἐκκρίνοντες· οὔτε δὲ σφόδρα πυρέτ-
τουσιν οὔτε πεινῶσιν οὔτε διψῶσιν, εἰ μὴ καρκινῶδές ἐστι· καὶ πρῶ-
τος μὲν ὁ ἐκ τῆς νομῆς ἐπηρτημένος τοῖς δυσεντερικοῖς κίνδυνος, δεύ-
τερος δὲ ὁ ἐκ τῆς αἱμορραγίας, τρίτος δὲ ὁ ἐκ τῶν παρεπομένων τῇ
ἀσθενείᾳ τῶν τόπων ῥευματισμῶν· δοκοῦσι δὲ ὑπὸ μὲν τῆς νομῆς μᾶλλον
οἱ παῖ[δες] καταπονεῖσθαι ἄχρι τῆς ἀκμῆς, θερμὸν γὰρ καὶ ὑγρὸν τῇδε
τῇ ἡλικίᾳ τὸ σῶμα, διὸ καὶ ἑτοίμως τὰ σηπεδονώδη νοσήματα ὑπο-
μένει μᾶλλον· ὑπὸ δὲ τῆς αἱμορραγίας μᾶλλον οἱ ἀκμάζοντες κα-
ταπονοῦνται καὶ οἱ φύσει πολύαιμοι, ὑπὸ δὲ τῶν ῥευματισμῶν
οἱ πρεσβῦται μᾶλλον καὶ οἱ καχεκτικοὶ τὴν ἕξιν· μελλούσης δὲ νομῆς
γίγνεσθαι, ἄλγημα συνεδρεύει· ἐκκρίνεται γὰρ μετὰ στρόφων δριμέα
καὶ κάθυγρα διαχωρήματα, εἶτα ποικίλα καὶ τοῖς χρώμασι καὶ ταῖς

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix Κεφ. 42, γρ. 249

πάντων ὀνίνησιν αὐτοὺς γάλα ὄνειον νεόβδαλτον πινόμενον· ὅταν δὲ


διδῶται, πάνυ ὀλίγον ἔστω· πολὺ γὰρ τῶν ἄλλων δυσεντερικῶν οὗτοι
μᾶλλον ὀλιγοποσίας χρῄζουσι κἂν διψῶσι. Φάρμακα δὲ διδόσθω τού-
τοις, ἀριστολοχία, ὀποπάνακος ῥίζα, ἶρις, στυπτηρία, μόρα, κύτινοι
ῥοιᾶς· οἴνου δὲ ἀπεχέσθωσαν, ἐπιτείνει γὰρ τὴν νομήν. Εἰ δὲ ἡ νομὴ
τῶν παχέων ἐντέρων εἴη, τὰ διὰ τῆς ἕδρας ἐνιέμενα ἐσχαρωτικὰ πα-
ραλαμβανέσθω, οἷά εἰσι Φαυστίνου τροχίσκος καὶ μάλιστα ὁ Νυμφο-
δότου ἐπιγραφόμενος, ᾧ καὶ ἡμεῖς χρώμεθα, καὶ ὁ διὰ θαλλίας, ὧν
συνθέσεις μετὰ βραχὺ ἐροῦμεν. Χρὴ δὲ μετὰ προσοχῆς τοῖς ἐσχαρω-
τικοῖς χρῆσθαι, εὐλαβουμένους τὴν ὑπερβάλλουσαν αὐτῶν δύναμιν.
Τὰ δὲ καρκινώδη καὶ κακοήθη ἐν τοῖς ἐντέροις ἕλκη, ἀνίατα
μὲν ὡς ἐπίπαν ἐστί, βοηθητέον μέντοι καὶ παραμυθητέον τὰς σφοδρὰς
ὀδύνας· κράτιστον δέ ἐστι κἀπὶ τούτων τὸ ὄνειον γάλα νεόβδαλτον
πινόμενον, καὶ εἴτις ὑπομένει μηδενὶ ἄλλῳ τρέφεσθαι, πολλὰς ἐλπί-
δας εὑρήσει· ἀγαθὸν δὲ τούτου μὴ παρόντος, καὶ τὸ βόειον καὶ τὸ
αἴγειον νεόβδαλτον, ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ γάλα σὺν ἀμύλῳ· διδόσθω δὲ
261

αὐτοῖς καὶ ᾠὰ ὠμὰ καὶ ζωμὸς ὀρνίθων ἢ περδίκων καὶ χυλοὶ πάν-
τες οἱ ἀμβλύνειν δυνάμενοι· καὶ τὰ ἐνέματα δὲ παραπλήσια ἔστω καὶ
φάρμακα, ὅσα τοῖς ἀπὸ δηλητηρίου φαρμάκου γενομένοις δυσεντερι-
κοῖς, καὶ τούτοις ἁρμόδια· ἐμβροχαῖς δὲ καὶ καταπλάσμασιν οὔτε
θεραπεύεται τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη, οὔτε παρηγορεῖται. Χρῶ δὲ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix Κεφ. 42, γρ. 259

Τὰ δὲ καρκινώδη καὶ κακοήθη ἐν τοῖς ἐντέροις ἕλκη, ἀνίατα


μὲν ὡς ἐπίπαν ἐστί, βοηθητέον μέντοι καὶ παραμυθητέον τὰς σφοδρὰς
ὀδύνας· κράτιστον δέ ἐστι κἀπὶ τούτων τὸ ὄνειον γάλα νεόβδαλτον
πινόμενον, καὶ εἴτις ὑπομένει μηδενὶ ἄλλῳ τρέφεσθαι, πολλὰς ἐλπί-
δας εὑρήσει· ἀγαθὸν δὲ τούτου μὴ παρόντος, καὶ τὸ βόειον καὶ τὸ
αἴγειον νεόβδαλτον, ἀγαθὸν δὲ καὶ τὸ γάλα σὺν ἀμύλῳ· διδόσθω δὲ
αὐτοῖς καὶ ᾠὰ ὠμὰ καὶ ζωμὸς ὀρνίθων ἢ περδίκων καὶ χυλοὶ πάν-
τες οἱ ἀμβλύνειν δυνάμενοι· καὶ τὰ ἐνέματα δὲ παραπλήσια ἔστω καὶ
φάρμακα, ὅσα τοῖς ἀπὸ δηλητηρίου φαρμάκου γενομένοις δυσεντερι-
κοῖς, καὶ τούτοις ἁρμόδια· ἐμβροχαῖς δὲ καὶ καταπλάσμασιν οὔτε
θεραπεύεται τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη, οὔτε παρηγορεῖται. Χρῶ δὲ
ἐπ' αὐτῶν καὶ τοῖς πρὸς καρκινωθεῖσαν μήτραν ἀναγραφησομένοις
ἐνέμασιν, καὶ τοῖς πρὸς τοὺς ἐν μαζοῖς καρκίνους διὰ τοῦ Ἀδριανοῦ
οἴνου καὶ τῆς βυρσοδεψικῆς ῥοὸς σκευαζομένοις. Δηλητηρίου δὲ φαρ-
μάκου ποθέντος, εἰ μετὰ τὸ ἐκφυγεῖν τὸν τοῦ θανάτου κίνδυνον δυς-
εντερία ἐπιγένηται, χρηστέον τοῖς ἐπὶ δηλητηρίου πόσεως ἁρμόζουσι·
τρισὶ δὲ τρόποις τῆς βοηθείας ἐπὶ τῆς τῶν δηλητηρίων πόσεως χρώ-
μεθα, ἐμετικοῖς, ἀμβλυντικοῖς, κατασβεστικοῖς, ἐξ ὧν εἰσι καὶ τὰ
δριμέα· τὰ μὲν οὖν ἐμετικὰ δηλονότι ἤδη παρελήφθη ἐξ ἀρχῆς ποθέν-
τος τοῦ δηλητηρίου, τὰ δὲ κατασβεστικὰ δριμέα παραιτούμεθα, ἀνάρ-
μοστα τοῖς ἕλκεσιν ὄντα·

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber ix Κεφ. 42, γρ. 324

λὸς μετὰ γλυκέος, λωτοῦ τοῦ δένδρου καρπός· καὶ τοῦ λωτίνου ξύ-
λου τὸ πρῖσμα ἐμπασσόμενον τῷ ποτῷ καὶ πινόμενον γενναίως ποιεῖ.
Φλοιὸς λιβάνου λεῖος πινόμενος, λημνία σφραγίς, μίλτος σινωπική,
οἰνάνθη ὡς ἄλφιτον πινομένη, ὁλοσχίνου καρπὸς πεφρυγμένος, φλόμου
ῥίζης ἐξώρου, μόρα τὰ ὀμφακίζοντα ὁμοίως διδόμενα, γίγαρτα στα-
φυλῆς καὶ ἀσταφίδος ξηρὰ λεῖα ἢ κεκαυμένων ἡ τέφρα, ἀρνογλώσσου
σπέρμα ξηρὸν λεῖον καὶ τὰ φύλλα ὁμοίως καὶ ἡ ῥίζα. Τῶν δὲ ποσῶς
262

στυφόντων, ἀμβλυνόντων δὲ μᾶλλόν ἐστι σάμιος ἀστὴρ καὶ ἄμυλον·


ἀμβλύνει δὲ τραγάκανθα καὶ κόμμι, ξηραίνει δὲ λαγωοῦ πιτύα σὺν
ὕδατι, κρέας ἐλάφειον κεκαυμένον, ἐχίνων ὄστρακα κεκαυμένα, καὶ
ὀστρέων καὶ καρκίνων μάλιστα ποταμίων καὶ τῶν θαλασσίων τὰ
ὄστρακα κεκαυμένα λεῖα ποιεῖ πάνυ καλῶς, καὶ τὸ τοῦ ἐλελισφάκου
ἀφέψημα.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xii Κεφ. 67, γρ. 179

ἵνα ἀκριβὴς ἡ μῖξις γένηται, εἶτα μιγνὺς τῷ μέλιτι ἀπηφρισμένῳ πλάσσε


τροχίσκους ἀνὰαʹ καὶ δίδου τροχίσκον αʹ. ἡ χρῆσις περὶ ὥραν τρίτην
τῆς ἡμέρας, τῆς γαστρὸς κατὰ τὸ σύνηθες διαχωρησάσης· ἄνιε δὲ τὸ
φάρμακον ὕδατι θερμῷ ἑνὶ καὶ ἡμίσει κυάθῳ. πιόντα δέ, εἰ μηδὲν κωλύοι,
χρὴ περιπατεῖν ὅπως τῷ φαρμάκῳ ἰόντι κάτω σύλληψις ἐκ τῆς κινή-
σεως γίγνοιτο. τοῦτο τὸ φάρμακον καὶ ἄλλως μέν ἐστι δραστικὸν γεν-
ναίως, ἐξ ἰσχυρῶν συγκείμενον τῶν ἁπλῶν, ἔτι δὲ μᾶλλον δραστικώτερον
γίγνεται διὰ τὴν ἀριστολοχίαν, ὠφελεῖν πάνυ πεφυκυῖαν τὰ ἀρθριτικὰ νο-
σήματα, καὶ ὀνίνησί γε τὰ σκληρὰ σώματα. τὸ δὲ ἡμέτερον καὶ τοῖς μα-
λακοῖς ἁρμόττει σώμασιν. Ἀντίδοτος ἡ διὰ τῶν καρκίνων. Ἔχει δὲ
καὶ ἡ διὰ τῶν καρκίνων οὕτως· καρκίνων εὐμεγέθων ζώντων κεκαυ-
μένων ἐπὶ χαλκῷ ἀγγείῳ γο δʹ, γεντιανῆς ἀτρήτου γο εʹ, λιβάνου
ἀτόμου λευκοῦ γο αʹ. ὑπόκαιε ξύλα ἀμπέλινα. ἡ δόσις κοχλιάριον αʹ.

Τὸ διὰ τῶν κεκαυμένων ποταμίων καρκίνων.

Γράφω δέ σοι καὶ ἄλλο τοῖς περιττωματικοῖς καὶ μαλακοῖς ἁρμόττον


σώμασιν. ἔστι δὲ τοῦτο τὸ διδόμενον τοῖς ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς δακνο-
μένοις, οὗ τὴν σύνθεσιν ἐν τῷ περὶ λυσσοδήκτων λόγῳ ἐνεταξάμην,
λέγω δὴ ἐν τῷ ἕκτῳ. «προσέβαλον δὲ ἐγώ, φησὶν ὁ Φιλάγριος, τῇ
σκευασίᾳ τούτου τοῦ φαρμάκου καὶ πετροσελίνουηʹ, τὰ πολλὰ δὲ
καὶ ιʹ, ὡς διουρητικὸν γενέσθαι, καὶ πολλοὺς ὠφέλησα τῶν ἀρθριτικῶν
καὶ μάλισθ' ὅσοις ἁπαλόν τε καὶ λευκὸν ὑπῆρχε τὸ σῶμα, διδοὺς μύ
263

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 6, γρ. 4

Περὶ βρογχοκήλης.

Ὁ περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται· πᾶς


γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται· τὸ μὲν οὖν ὄνομα τοῦ
πάθους κοινόν, τὸ δ' εἶδος τοῦ ὄγκου διαφέρει. Ἡρᾶ μελιτώδης
ἐστὶν ὄγκος ἢ στεατώδης ἢ ἀθερώδης ἢ σκιρρώδης ἢ καρκινώδης, ἐνίο-
τε δ' ἀνεύρυσμα τοπικὸν γίνεται, ὥσπερ εἴωθε πλειστάκις συμβαίνειν
ἐκ τόκου, ὅταν ἐν ταῖς βιαιοτέραις ἀλγηδόσι κατέχῃ τὸ πνεῦμα ἡ
τίκτουσα· πρόδηλον δ' ὅτι τὸ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ γινόμενον ἀνεύρυσμα
ἀνίατόν ἐστιν, ὥσπερ καὶ ὁ σκίρρος καὶ ὁ κακοήθης καὶ ὑπερμεγέθης
ὄγκος, οἱ δὲ λοιποὶ εὐΐατοι τῇ τε χειρουργίᾳ καὶ τῇ φαρμακείᾳ εἴκον-
τες. Χειρουργία δ' ἐπ' αὐτῶν παραλαμβάνεται ἡ τῷ παρόντι ὄγκῳ
κατάλληλος· λέγω δ' εἴτε μελικηρώδης ἐστὶν εἴτε στεάτωμα ἢ ἀθέ-
ρωμα. Διαφορεῖ δὲ βρογχοκήλην βδέλλιον μετὰ μέλιτος λεῖον ἐπιτι-
θέμενον, ἄσβεστος μετ' ἀξουγγίου, λάσαρ μετὰ θείου, κονία σὺν μέ-
λιτι καὶ κυνεία κόπρος σὺν ὄξει.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 13, γρ. 93

Ἡ διὰ βοτανῶν κεφαλική.

Αὕτη ἄνευ τρήσεως ἀφίστησι λεπίδας, ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα·


ἐπίξυε δὲ τὰ ὀστᾶ καὶ ἐπίπαττε· ἡ αὐτὴ καὶ πρὸς τὰ νεότρωτα καὶ
πρὸς νομὰς ἔμμοτος ἀνακαθαίρει, πληροῖ σὺν ῥοδίνῃ κηρωτῇ, ἑνὸς
μέρους τοῦ φαρμάκου ἐμβαλλομένου, δύο δὲ τῆς κηρωτῆς· ποιεῖ καὶ
πρὸς καρκινώματα, σηπεδόνας, λέπρας ἀφίστησι, δοθιῆνας διαλύει,
χοιράδας εἰς διαπύησιν ἄγει καὶ ἐκσηποῖ, ποδαγρικοῖς ἁρμόζει καὶ
τοὺς τόφους αὐτῶν διαλύει· ἔχει δὲ οὕτως. Ἀναγαλλίδος τῆς τὸ
κυανοῦν ἄνθος ἐχούσης, μήκωνος κερατίτιδος φύλλων χλωρῶν, ὑοσκυά-
μου φύλλων, πρασίου χλωροῦ, ἀνὰ δραχμὰς νε. λεπίδος δραχ. κε. μάν-
264

νης δραχ. κ. πιτυΐνης ξηρᾶς δραχμὰς ιστ. ἀλόης δραχ. στ. στυπτη-
ρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, ἁλὸς ἀμμω-
νιακοῦ, ἀνὰ δραχ. δ, κηροῦ οὐγγίας κ, ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας κδ,
ὄξους τὸ ἀρκοῦν. Τὰ φύλλα τῶν βοτανῶν βαλὼν εἰς ὅλμον κόπτε,
ὡς θλασθῆναι μόνον καὶ μὴ τὸν χυλὸν ἀπολῦσαι·

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 14, γρ. 114

Ἡρᾶς δὲ Ὑγίειαν ὀνομάζει.

Αὕτη πρὸς νομὰς ποιεῖ καὶ κακοήθη· ἵστησι γὰρ ταύτας οὔτε
ἐσχάρας ποιοῦσα οὔτε σκληρύνουσα τὰ πέριξ σώματα, ῥηγνύουσά τε
καὶ μαραίνουσα πᾶν τὸ διεφθαρμένον, ὡς μηδὲν διαφέρειν τὸ φαινό-
μενον τῆς τηκομένης σαρκὸς ὑγρᾶς σταφίδος· ἐπέχει δὲ καὶ φορὰν
αἵματος τήν τε ἄλλην καὶ τὴν δι' αἱμορροΐδων, ἀνιεμένη μυρσινίνῳ
ἢ οἴνῳ· καὶ τὰς αἱμορροΐδας δὲ αὐτὰς μαραίνει καὶ δαπανᾷ καὶ τοὺς
ἄνθρακας καὶ τοὺς αἰγίλωπας καὶ τὰ χειρώνεια τῶν ἑλκῶν καὶ
καθόλου τὸ τῶν δυσθεραπεύτων καὶ χρονίων γένος· ἰδίως δ' ἐνεργεῖ
πρὸς τὰς τῶν μαστῶν σκληρίας καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς καρκινώματα καὶ
νομάς· ποιεῖ ὑδρωπικοῖς, σπληνικοῖς καὶ πρὸς τὰς περὶ τὰ ἄρθρα δια-
θέσεις· ἐνίεταί τε καὶ τῇ ὑστέρᾳ, τηκομένη ἐλαίῳ κυπρίνῳ· παντὶ
δὲ ἕλκει ἐπιτιθεῖσα κἂν ᾖ τῶν ἀγρίων, πραότερον εὐθὺς ποιήσει καὶ
τοὺς πόνους ἠπιωτέρους καὶ τὰς ἀγρυπνίας· κολλᾷ τοὺς μεγάλους
κόλπους καὶ σύριγγας ἐνιεμένη ῥοδίνῳ, καὶ κλυζομένου τοῦ κόλπου·
πρῶτον δὲ δεῖ μελικράτῳ προσκλύζειν, τοὺς δὲ προσφάτους κόλπους
καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη, ἱκανή ἐστι παρακολλῆσαι μετὰ τῆς προση-
κούσης ἐπιδέσεως· ποιεῖ θαυμαστῶς καὶ πρὸς τὰ φλεγμαίνοντα κηρία.
Δημοκράτης δὲ ἰδίως ταύτην ἔφη ποιεῖν πρὸς λυσσοδήκτους καὶ τὰ
τῶν ἰοβόλων δήγματα πελιὰ καὶ μελαινόμενα,

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 14, γρ. 190

ματος, χαλβάνης, ἀνὰ δραχ. λ, κηροῦ, πίσσης, ἀνὰ δραχ. ρ, οἱ δὲ


δραχ. σ, κολοφωνίας δραχ. υ, ἐλαίου οὐγγίας στ· αὕτη ἐν μὲν τοῖς
Ὀρειβασίου οὕτως κεῖται, ἐν δὲ τοῖς Ἀσκληπιάδου, τῆς μὲν ἀλόης
δραχ. ιβ, σμύρνης ὁμοίως· τοῦ δὲ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος δραχ. ιστ.
Τὰ ξηρὰ λείου ἐν ἡλίῳ θερινῷ ἐπὶ ἱκανὰς ἡμέρας, καὶ τὰ τηκτὰ τή-
ξας ἐπίχεε, καὶ ἑνώσας χρῶ· ἔστι δὲ τῶν ἐναίμων κόλπων καὶ τῶν
ἐν τῇ κεφαλῇ μεγίστων διαιρέσεων ἀφλέγμαντος κολλητική, διαλυ-
265

θεῖσα δὲ μετὰ κηρωτῆς ὑγρᾶς, ἔμμοτος καλλίστη γίνεται πρὸς τὰ


νευρότρωτα καὶ νύγματα καὶ μυῶν διακοπὰς καὶ τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ
ἕλκη, πρὸς σύριγγας, ὑποφοράς· ἀνάγει ὀστᾶ διεφθορότα χωρὶς ἀνα-
τρήσεως, ποιεῖ πρὸς νομάς, σηπεδόνας, καρκινώδεις διαθέσεις καὶ τὰ
μαινόμενα ἕλκη καὶ τὰ δυσεπούλωτα ἐν βουβῶσι καὶ μασχάλαις
καὶ τραχήλῳ, καὶ καθόλου ξηραντικῆς ἐστι δυνάμεως· τούτους τοὺς
ἐπαίνους Ἀσκληπιάδης περὶ αὐτῆς γράφει.

Ἡ δι' ἰτεῶν μέλαινα ἔνδοξος καὶ πολύχρηστος.

Ἁρμόζουσα πρὸς τὰ ἔναιμα τραύματα καὶ ἄρθρα διαλελυμένα καὶ


σύριγγας ἐντιθεμένη καὶ πρὸς τὰς πλαδαρὰς σάρκας μάλιστα ἐν
τοῖς ἀκρωτηρίοις, ποιεῖ καὶ πρὸς ἐρυσιπέλατα καὶ ἄλλας πλείστας
διαθέσεις, δίχα κατακαυμάτων. Ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς αἷμα ἀνάγοντας

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 14, γρ. 232

μολύνῃ, μετὰ δὲ ταῦτα ἔμβαλλε τὸν κηρόν· τακέντος δὲ αὐτοῦ, ἄρας


τὴν χύτραν ἀπὸ τοῦ πυρός, ἔμβαλλε τὸν τῆς ἰτέας χυλόν, λέγω δὴ
τὸν οἶνον ἐν ᾧ ἕψηνται τὰ φύλλα, ὅσον κύαθον ἕνα κατὰ βραχὺ ἐπι-
βάλλων, ἵνα μὴ ἀναβάλῃ. Ἔπειτα πάλιν ἕψε ἐπ' ὀλίγον πραοτάτῳ
πυρί, ἵνα μὴ προκαῇ τὸ φάρμακον· καὶ ἑνώσας κατάχεε εἰς θυίαν νε-
νοτισμένην τῷ προειρημένῳ χυλῷ, καὶ μαλάξας ἱκανῶς χρῶ.

Ἡ Κυζικηνὴ ποιοῦσα πρὸς τὰ πρόσφατα τραύματα


καὶ τὰ παλαιὰ καὶ τὰ ὑπόνομα.

Αὕτη διαχέει μάλιστα τὰς ἐν μαστοῖς σκληρίας· ἐπισπᾶται, ἀνα-


καθαίρει, πληροῖ, κολλᾷ, ἐπουλοῖ, ποιεῖ πρὸς καρκινώδεις διαθέσεις,
αἱμορραγίας καὶ ἐφ' ὧν οὐκ ἔστι σμίλῃ χρῆσθαι, ὡς ἐπὶ τραχήλου,
κολλυρίῳ ἐκ τοῦ φαρμάκου χρῶ ἀντισυριγγιακῷ, καὶ τὰ ἐν ἀπειλῇ
πραΰνει ἀποστήματα, φύματα διαχεῖ καὶ τὰ γάγγλια, τάς τε συνα-
γωγὰς τῶν ἀποστημάτων ἀποκορυφοῖ καὶ ῥήσσει, ἀνάγει βέλη καὶ
σκόλοπας· ἐκτινάσσει δὲ ἀλύπως καὶ ἐσχάρας· ἐπὶ δὲ τῶν κόλπων με-
γάλοις δεῖ κεχρῆσθαι σπληνίοις· διασκεδάζει χοιράδας καὶ ἐπὶ τῶν
266

περὶ κύστιν ἄκρως ποιεῖ κατὰ τοῦ ὑπογαστρίου ἐπιτιθεμένη· ἐπέχει


αἱμορραγίας, καὶ ἐπὶ τῶν φθισικῶν κατὰ τοῦ θώρακος καὶ τοῦ μετα-
φρένου ἐπιτιθεμένη, μεγάλως βοηθεῖ· ἔχει δὲ οὕτως. Λιβάνου, σμύρ-
νης, κρόκου, ἴρεως, βδελλίου, χαλκάνθου, προπόλεως, ἀλόης

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 15, γρ. 144

ἰόν, καὶ ἄρας καὶ ψύξας καὶ ἐπὶ πολὺ μαλάξας, ὡς ἑνωθῆναι ἱκανῶς
τὸν χυλόν, χρῶ. Ποιεῖ δὲ πρὸς ἕλκη πρόσφατα καὶ παλαιὰ καὶ τῶν
θηρίων καὶ κυνῶν τὰ δήγματα, ἄγουσα ἰχῶρας διὰ τοῦ ἕλκους· ποιεῖ
πρὸς φύματα καὶ χοιράδας· ἢ γὰρ διαχεῖ ἢ πυοποιεῖ ἢ ῥήσσει ἢ ἐπὶ
τὴν ἐπιφάνειαν φέρει, ὡς παραπλήσιον γίνεσθαι ὑποπύοις καὶ οὕτως
διαφορεῖ. Ἔστι δὲ ἀνώδυνος σφόδρα· ἀφίστησι ψώρας καὶ τοὺς ψω-
ρώδεις ὄνυχας καὶ λέπρας καὶ λειχῆνας· δεῖ δ' ἐπὶ τούτων δι' ἡμερῶν
ἑπτὰ λύειν· ἀνάγει σκόλοπας καὶ ἀκίδας· ποιεῖ ποδαγρικαῖς φλεγμο-
ναῖς ἐν τοῖς παροξυσμοῖς· ποιεῖ πρὸς ἄρθρα ἠγκυλωμένα, διαλύει
γάγγλια, κηρία καὶ τὰς συκᾶς, ἰᾶται τὰ ὑδροκέφαλα βρέφη, μαλάς-
σει σπληνὸς σκληρίαν, καὶ τοὺς ἀνελκώτους καρκίνους παρηγορεῖ καὶ
οὐ συγχωρεῖ ἀναβιβρώσκεσθαι· ἐν πεσσῷ προστιθεμένη καταμήνια
ἄγει, ἐπὶ δὲ τῶν λιθιώντων ἢ δυσουρίᾳ καμνόντων ἢ τὴν κοιλίαν
ἐπεχομένων κατὰ τοῦ ἤτρου ἐπιτιθεμένη, κινεῖ τὰς ἐπεσχημένας ἐκ-
κρίσεις, ἰᾶται τὰς ἐν πέλμασι ῥαγάδας ἀνεθὲν ῥοδίνῳ, καθαίρει τὰ
ἕλκη καὶ σαρκοῖ μάλιστα τὰ ἐν ὄρχεσι γιγνόμενα καὶ αἰδοίοις. Εἰ δὲ
χωρὶς τοῦ ἰοῦ σκευασθῇ, πρὸς τὰ ἑρπηστικὰ ἕλκη ποιεῖ καὶ κατάγ-
ματα τῶν ὀστῶν ἀντὶ ἐμβροχῆς ἐπιτιθεμένη· ἀνώδυνα γὰρ αὐτὰ ἐργά-
ζεται. Σκευάζεται δὲ καὶ διὰ τῶν ῥοδοειδῶν ἀνθῶν τῆς ἀλθαίας
φάρμακον ἐνεργέστατον οὕτως· Τὰ ῥοδοειδῆ ἄνθη ἐξωνυχισμένα λα-
βὼν καὶ κόψας καὶ λειότατα ποιήσας, λάμβανε μέρη δυοκαίδεκα·

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 40, γρ. 3

Ἑλκύσματος οὐγγίας ἕξ, κηροῦ, ταυρείου στέατος, ἀνὰ οὐγγίας


δέκα· κολοφωνίας οὐγγίας τέσσαρας, πίσσης οὐγγίας δύο· ἐλαίου
οὐγγίας δύο καὶ ἡμίσειαν. Τὸ ἕλκυσμα ἐνίοτε μὲν ξηρὸν ἐπιπάσσομεν,
ἐνίοτε δ' οἴνῳ λειοῦμεν ἢ χυλῷ τήλεως· ἑλκύσματος δὲ μὴ παρόντος,
μολυβδαίνῃ χρώμεθα.

Φάρμακον τὸ διὰ πομφόλυγος.


267

Πάνυ πεπειραμένον ἐπὶ εὐνούχων καὶ γυναικῶν καὶ πάντων τῶν


μαλακοσάρκων ἡλκωμένων, ὅπου χρὴ ἀδήκτως ἐπουλεῖν, ὥσπερ καὶ
ἐπὶ καρκινωδῶν ἑλκῶν, ὃ καὶ ἔχει οὕτως. Ψιμμυθίου, λιθαργύρου,
πομφόλυγος, ἀνὰ οὐγγίας δύο· καδμίας οὐγγίας τέσσαρας· μυελοῦ
ἐλαφείου οὐγγίας τρεῖς, κηροῦ, ῥοδίνου, ἀνὰ λίτραν μίαν· μυρσινίνου
οὐγγίας ἕξ· κόψας καὶ σήσας τὰ μεταλλικά, λείου σὺν οἴνῳ καὶ ἐπίχεε
αὐτοῖς τὰ τηκτὰ καὶ χρῶ.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xv Κεφ. 46, γρ. 2

φθορὰς σκωλήκια ἐξ αὐτοῦ ποιῶν καὶ ἐντιθεὶς μέχρις ἀποβολῆς τῶν


ἀλλοτρίων· πρὸς δὲ τὸ ἀνακαθαίρειν ἕλκη, τοῦ μὲν φαρμάκου οὐγ-
γίας δ, κηροῦ οὐγγίας β, ῥοδίνου οὐγγίας γ· πρὸς δὲ λόγον τῆς ἀνα-
καθάρσεως μείωσον ἐκ τοῦ φαρμάκου καὶ προστίθει τῇ κηρωτῇ μέχρις
ἀπουλώσεως, ὡς γενέσθαι τὴν ἐσχάτην περὶ τὸ ἀπουλῶσαι μῖξιν, τοῦ
μὲν φαρμάκου οὐγγίαν μίαν, μυρσινίνου δὲ ἢ ῥοδίνου οὐγγίας η.

Ἡ διὰ πομφόλυγος Ἡρᾶ Καππάδοκος.

Ἀνώδυνος, ἀφλέγμαντος, μάλιστα δὲ ποιεῖ ἐπὶ τῶν κακοήθων


ἑλκῶν καὶ καρκινωδῶν διαθέσεων, καὶ τὰ παλαιὰ ἕλκη καὶ δυσε-
πούλωτα καὶ τὰ πυρίκαυστα ἀνιεμένη μυρσινίνῳ ἢ ῥοδίνῳ ἐπουλοῖ,
σαρκοῖ δὲ μετὰ βουτύρου ἀνιεμένη, ἐπὶ δὲ τῶν περὶ ἕδραν, πάντως
μετὰ ῥοδίνου, καὶ σκευάζεται οὕτως. Καδμίας βοτρυΐτιδος πεπλυ-
μένης δραχμὰς η· πομφόλυγος δραχμὰς ζ· μολύβδου κεκαυμένου,
ψιμμυθίου πεπλυμένου, ἀνὰ δραχμὰς θ· λιβάνου δραχμὰς δ· λιθαρ-
γύρου πεπλυμένης δραχμὰς η· κηροῦ λευκοῦ δραχμὰς ρ· τερεβινθίνης
χίας δραχμὰς ζ· μυρσινίνου δραχμὰς ρο. Τὰ ξηρὰ κόψας, σήσας,
τρῖβε ἐν θυίᾳ μολυβδίνῃ καὶ δοίδυκι μολυβδίνῳ μετ' οἴνου ξέστας
τέσσαρας· πρόβρεχε δὲ τῷ οἴνῳ ἄλφιτα κεκομμένα τὰ ὑπογεγραμ-
μένα· ἴρεως, μελιλώτων, ἀριστολοχίας, κωδυῶν μήκωνος,

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi (0718: 016)“Gynaekologie des


Aëtios”, Ed. Zervos, S.Leipzig: Fock, 1901.Κεφ. P, γρ. 52

λγʹ. Ἐπιμέλεια ἐφ' ὧν οὐδὲν ὀχληρὸν φαίνεται


λδʹ. Πόματα· πεσσοί· καὶ ὑποθυμιάματα συλληπτικὰ
λεʹ. Πρὸς τὸ μὴ θρομβοῦσθαι τὸ γάλα ἐν μαστοῖς
λϛʹ. Περὶ χονδριάσεως μαστῶν καὶ σπαργανώσεως
268

λζʹ. Πρὸς τὰς τῶν μαστῶν φλεγμονὰς, Φιλουμένου


ληʹ. Πρὸς τὰς σκληρυνομένας φλεγμονὰς μαστῶν, Φιλουμένου
λθʹ. Περὶ ἀποστήματος ἐν μαστοῖς
μʹ. Περὶ τῶν κατὰ τοὺς μαστοὺς συρίγγων, Λεωνίδου
μαʹ. Περὶ τῶν ἐν μαστοῖς φαγεδαινικῶν ἑλκῶν
μβʹ. Περὶ τῶν ἐν μαστοῖς καρκινωμάτων ἐκ τῶν Ἀρχιγένους καὶ
Λεωνίδου,
καὶ περὶ σημείων τῶν ἡλκωμένων καρκινωμάτων
μγʹ. Τίνα τῶν καρκινωμάτων εὐΐατα καὶ τίνα ἀνίατα
μδʹ. Χειρουργία καρκινωμάτων , ἐκ τῶν Λεωνίδου
μεʹ. Μετὰ τὴν ἐκτομὴν ἢ καῦσιν ἐπιμέλεια
μϛʹ. Καρκινωμάτων ἐπιμέλεια τῶν χειρουργίᾳ μὴ ὑποβαλλομένων
μζʹ. Ἐπιμέλεια τῶν ἀνελκώτων καρκινωδῶν ὄγκων
μηʹ. Ἡλκωμένου καρκίνου ἐπιμέλεια
μθʹ. Περὶ σκιρρωθέντος μαστοῦ Λεωνίδου
νʹ. Περὶ τῶν ἐπεχομένων ἐμμήνων, ἐκ τῶν Ῥούφου καὶ Ἀσπασίας
ναʹ. Θεραπεία τῶν διὰ πλείστην θερμότητα μὴ καθαιρομένων, ἐκ τῶν
Ῥούφου

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. P, γρ. 55

λεʹ. Πρὸς τὸ μὴ θρομβοῦσθαι τὸ γάλα ἐν μαστοῖς


λϛʹ. Περὶ χονδριάσεως μαστῶν καὶ σπαργανώσεως
λζʹ. Πρὸς τὰς τῶν μαστῶν φλεγμονὰς, Φιλουμένου
ληʹ. Πρὸς τὰς σκληρυνομένας φλεγμονὰς μαστῶν, Φιλουμένου
λθʹ. Περὶ ἀποστήματος ἐν μαστοῖς
μʹ. Περὶ τῶν κατὰ τοὺς μαστοὺς συρίγγων, Λεωνίδου
μαʹ. Περὶ τῶν ἐν μαστοῖς φαγεδαινικῶν ἑλκῶν
μβʹ. Περὶ τῶν ἐν μαστοῖς καρκινωμάτων ἐκ τῶν Ἀρχιγένους καὶ
Λεωνίδου,
καὶ περὶ σημείων τῶν ἡλκωμένων καρκινωμάτων
μγʹ. Τίνα τῶν καρκινωμάτων εὐΐατα καὶ τίνα ἀνίατα
μδʹ. Χειρουργία καρκινωμάτων , ἐκ τῶν Λεωνίδου
μεʹ. Μετὰ τὴν ἐκτομὴν ἢ καῦσιν ἐπιμέλεια
μϛʹ. Καρκινωμάτων ἐπιμέλεια τῶν χειρουργίᾳ μὴ ὑποβαλλομένων
μζʹ. Ἐπιμέλεια τῶν ἀνελκώτων καρκινωδῶν ὄγκων
μηʹ. Ἡλκωμένου καρκίνου ἐπιμέλεια
μθʹ. Περὶ σκιρρωθέντος μαστοῦ Λεωνίδου
νʹ. Περὶ τῶν ἐπεχομένων ἐμμήνων, ἐκ τῶν Ῥούφου καὶ Ἀσπασίας
ναʹ. Θεραπεία τῶν διὰ πλείστην θερμότητα μὴ καθαιρομένων, ἐκ τῶν
Ῥούφου
269

νβʹ. Διάγνωσις τῶν ψυχροτέρων ἕξεων, καὶ θεραπεία


νγʹ. Πεσσοὶ αἱμαγωγοὶ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. P, γρ. 112

πθʹ. Περὶ ἀποστήματος ἐν μήτρᾳ, Ἀρχιγένους


ρʹ. Ὅπως δεῖ ἐνεργεῖν περὶ τὸ στόμιον τῆς μήτρας γενομένου ἀποστή-
ματος
ραʹ. Ἐπιμέλεια ἐφ' ὧν σύρρηξις μεταξὺ τῶν ἐντέρων καὶ τοῦ περιτο-
ναίου γέγονε
ρβʹ. Περὶ ἑλκωθείσης μήτρας, Ἀρχιγένους
ργʹ. Θεραπεία τῶν ἐν τῇ μήτρᾳ ἀνθρακωδῶν ἑλκῶν
ρδʹ. Πρὸς τὰ ἐν μήτρᾳ ἀκάθαρτα ἕλκη
ρεʹ. Πρὸς ὑγρὸν φερόμενον ἀπὸ τοῦ γυναικείου αἰδοίου
ρϛʹ. Ἀπουλωτικὰ Ἀσκληπιάδου
ρζʹ. Περὶ καρκινωμάτων ἐν μήτρᾳ, Ἀρχιγένους
ρηʹ. Περὶ φιμώσεως μήτρας
ρθʹ. Περὶ ἀτρήτου ὑστέρας
ριʹ. Περὶ αἱμορροΐδων ἐν μήτρᾳ ἐκ τῶν Ἀσπασίας
ριαʹ. Περὶ λιθιώσης μήτρας
ριβʹ. Περὶ τῶν ἐν κύστει λίθων
ριγʹ. Περὶ ὑδροκήλης, ἐκ τῶν Ἀσπασίας
ριδʹ. Περὶ βουβωνοκήλης. ριεʹ. Περὶ κιρσοκήλης, ἐκ τῶν Ἀσπασίας
ριϛʹ. Περὶ νυμφοτομίας, Φιλουμένου
ριζʹ. Περὶ κερκώσεως

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 20, γρ. 7

ΟΠΩΣ ΔΕΙ ΣΥΝΕΡΓΕΙΝ ΤΗ ΑΠΟΒΟΛΗ ΤΟΥ ΦΘΕΙΡΟΜΕΝΟΥ


ΕΜΒΡΥΟΥ.

Δεῖ δὲ μετὰ τὸ ἀπολυθῆναι τὸ ἔμβρυον, εἰ ἐπέχοιτο ἐν τῷ


τραχήλῳ τῆς ὑστέρας, ἐγχυματίζειν κυπρίνῳ συντετηκυῖαν ἔχοντι
τερεβινθίνην καὶ ὅλον τὸ σῶμα μάλιστα δὲ τὰ περὶ τὴν ὑστέραν,
καὶ μετὰ τὴν ἔκκρισιν αὐτοῦ τοῖς διὰ τοῦ κυπρίνου ἐλαίου ἐγ-
χυματισμοῖς χρῆσθαι· εἰ δὲ μὴ ὑπακούει, ἐγκαθίζειν εἰς ἀφέψημα
270

ἀρωμάτων καὶ πταρμοὺς κινεῖν καὶ ὑποθυμιᾶν ῥητίνην ξηράν,


ἄσφαλτον, πρόπολιν, χαλβάνην, καρκίνους ποταμίους ξηρούς,
ταῦτα δὲ καὶ τὰ τοιαῦτα ποιητέον, εἰ μὴ φλεγμονὴ ἐπιγένοιτο.
Φλεγμονῆς γὰρ παρούσης, τοῖς χαλᾶν καὶ παρηγορεῖν δυναμένοις
ἐγκαθίσμασιν ἀρκεῖσθαι, εἰ δὲ δι' αὐτὴν τὴν μύσιν τῆς ὑστέρας
χωρὶς φλεγμονῆς ἐγκατέχεται τὸ ἔμβρυον, καὶ τοῖς ἐσκελετευμένοις
σπόγγοις ἢ παπύροις χρῆσθαι, πρῶτον μὲν ἰσχνοτέρους ἐντι-
θέναι ὕστερον δὲ ἁδροτέρους, κεχρισμένων τῶν ἄκρων ὀποπάνακι
ἢ τῇ ῥίζῃ αὐτοῦ μετὰ μέλιτος ἢ τερεβινθίνης. Ἐκκριθέντος δὲ τοῦ
ἐμβρύου, εἰ μὴ ἀπολελυμένον εἴη τὸ χορίον, οὐ χρὴ βίᾳ ἐναπο-
σπᾶν οὐδὲ μὴν ἀποκόπτειν τὸν ὀμφαλὸν καὶ καταλείπειν τὸ
χορίον, πνιγμοὶ γὰρ ἔσχατοι καὶ κίνδυνοι ἐπακολουθοῦσι,

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 37, γρ. 44

θεῖσι, καὶ ἑνώσας ἀναλάμβανε καὶ προλούσας ἐπιτίθει· τοῦτο


διαφορεῖ δι' ἱδρώτων τὰ λαύρως ποιοῦντα φλεγμονὰς μαστῶν.
Χρῶ καὶ τῇ διὰ σέρεως ἑδρικῇ καὶ ταῖς ὁμοίαις, ποιεῖ δὲ καὶ
τοῦτο κάλλιστα πρὸς τὰς πυρώδεις φλεγμονὰς τῶν μαστῶν· κηροῦ,
κολοφωνίας, ἐλαίου ἀνὰ λίτρ. αʹ. μήκωνος, κερατίτιδος φύλλων
γογʹ. ἤτοι οὐγ. γʹ. τὰ τηκτὰ τοῖς φύλλοις λειωθεῖσι μίσγε· ποιεῖ δὲ
φασί, πιτύα λαγωοῦ ὕδατι λειωθεῖσα καὶ καταχριομένη πρὸς
πᾶσαν διόγκωσιν καὶ διάθεσιν μαστῶν μάλιστα ὑπὸ πλήθους
γάλακτος. Πρὸς τὰς ἐν βάθει σκληρίας τῶν μαστῶν. Σπον-
δύλου τὴν βοτάνην ἢ ἀσφοδέλου οἴνῳ τὰς ῥίζας ἑψήσας, κατά-
πλασσε· ἢ γῆς ἔντερα λειώσας μετὰ κυδωνίων ἢ καρκίνους ποτα-
μίους μετὰ ὠοῦ· τοῦτο καὶ τὸ γάλα σβεννύει.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi


Κεφ. 41, γρ. 1

ὅμοια, ῥοῦ βυρσοδεψικοῦ λιαʹ, σφαιρίων νεαρῶν κυπαρίσσου λια,


κίκεως, ὄμφακος λιαζʹ ἤτοι λίτρ. α καὶ ἡμίσ. οἴνου αὐστηροῦ λιαʹ.
βρέχε ἐλαφρῶς θαλάσσῃ ἡμέρας γʹ. εἶτα ἕψει κινῶν κυπα-
ρισσίδος κλάδους ἕως ἡμισυασθῇ· τότε ἐάσας ὥραν μίαν, σόρω-
σον καὶ πάλιν ἕψε τὸ ὑγρὸν ἕως μελιτώδους συστάσεως, καὶ χρῶ
ἐμμότῳ ἀποθεὶς ἐν ὑελίνῳ σκεύει, καὶ μέλιτι πρόσπλεκε εἰς ἀνα-
κάθαρσιν καὶ γάλακτι εἰς ἔμπλασιν, ὅταν συνίδῃς.
271

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΜΑΣΤΟΙΣ ΦΑΓΕΔΑΙΝΙΚΩΝ ΕΛΚΩΝ.

Τὸ φαγεδαινικὸν ἕλκος διαφέρει τῆς καρκινώσεως, τὸ μὴ


πάνυ σκληρὰ ἔχειν τὰ πέριξ μήτε κεκιρσωμένας τὰς φλέβας μήτε
μέχρι βάσεως διήκειν, ἔτι δὲ ἡ μὲν φαγέδαινα πᾶσα πείθεται τῇ
φαρμακείᾳ, ἡ δὲ ἐν κακοήθει καὶ θηριώδει διαθέσει παροξύνεται
πρὸς τὰς τῶν φαρμάκων ἐπιθέσεις. Φαγεδαινικῆς μὲν οὔσης τῆς
διαθέσεως, ἐπὶ τὴν σύντομον καὶ ἀσφαλεστέραν θεραπείαν χρὴ
ὁρμῆσαι, λέγω δὲ τὴν τῶν τετυλωμένων χειλῶν ἐκτομήν· μετὰ δὲ τὴν
ἐκτομὴν καίειν τὰ χείλη καυτηρίοις διαπύροις, διά τε τὴν ὑπο-
πτευομένην αἱμορραγίαν καὶ διὰ τὴν ἀσφαλῆ θεραπείαν. Φάρ-
μακα δὲ ταῖς τῶν μαστῶν ἀναβρώσεσιν ἐπιτήδεια, τὰ πρὸς καρ-
κινώσεις ῥηθησόμενα.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 41, γρ. 11

Τὸ φαγεδαινικὸν ἕλκος διαφέρει τῆς καρκινώσεως, τὸ μὴ


πάνυ σκληρὰ ἔχειν τὰ πέριξ μήτε κεκιρσωμένας τὰς φλέβας μήτε
μέχρι βάσεως διήκειν, ἔτι δὲ ἡ μὲν φαγέδαινα πᾶσα πείθεται τῇ
φαρμακείᾳ, ἡ δὲ ἐν κακοήθει καὶ θηριώδει διαθέσει παροξύνεται
πρὸς τὰς τῶν φαρμάκων ἐπιθέσεις. Φαγεδαινικῆς μὲν οὔσης τῆς
διαθέσεως, ἐπὶ τὴν σύντομον καὶ ἀσφαλεστέραν θεραπείαν χρὴ
ὁρμῆσαι, λέγω δὲ τὴν τῶν τετυλωμένων χειλῶν ἐκτομήν· μετὰ δὲ τὴν
ἐκτομὴν καίειν τὰ χείλη καυτηρίοις διαπύροις, διά τε τὴν ὑπο-
πτευομένην αἱμορραγίαν καὶ διὰ τὴν ἀσφαλῆ θεραπείαν. Φάρ-
μακα δὲ ταῖς τῶν μαστῶν ἀναβρώσεσιν ἐπιτήδεια, τὰ πρὸς καρ-
κινώσεις ῥηθησόμενα.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΜΑΣΤΟΙΣ ΚΑΡΚΙΝ*ωΜΑΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ


ΑΡΧΙΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝΙΔΟΥ, ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΩΝ
ΗΛΚΟΜΕΝΩΝ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ.

Ἡ τῶν καρκινωδῶν ὄγκων γένεσις συνεχέστατα γίνεται περὶ


τοὺς μαστούς, μᾶλλον δὲ ἀνδρῶν ἁλίσκονται τῷ πάθει αἱ γυναῖ-
κες, εὐσάρκους τε καὶ μεγάλους ἔχουσαι τοὺς τιτθούς. Οἱ δὲ ἀρχαῖοι
τὸ καρκινῶδες ἕλκος καὶ κακόηθες προσηγόρευσαν καὶ θηριῶδες·
272

καρκινῶδες μὲν κατὰ μεταφορὰν τῶν καρκίνων ζῴων, καὶ


γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα, καὶ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 42, γρ. 1

διαθέσεως, ἐπὶ τὴν σύντομον καὶ ἀσφαλεστέραν θεραπείαν χρὴ


ὁρμῆσαι, λέγω δὲ τὴν τῶν τετυλωμένων χειλῶν ἐκτομήν· μετὰ δὲ τὴν
ἐκτομὴν καίειν τὰ χείλη καυτηρίοις διαπύροις, διά τε τὴν ὑπο-
πτευομένην αἱμορραγίαν καὶ διὰ τὴν ἀσφαλῆ θεραπείαν. Φάρ-
μακα δὲ ταῖς τῶν μαστῶν ἀναβρώσεσιν ἐπιτήδεια, τὰ πρὸς καρ-
κινώσεις ῥηθησόμενα.

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΝ ΜΑΣΤΟΙΣ ΚΑΡΚΙΝ*ωΜΑΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ


ΑΡΧΙΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΛΕΩΝΙΔΟΥ, ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΣΗΜΕΙΩΝ ΤΩΝ
ΗΛΚΟΜΕΝΩΝ ΚΑΡ ΚΙΝΩΜΑΤΩΝ.

Ἡ τῶν καρκινωδῶν ὄγκων γένεσις συνεχέστατα γίνεται περὶ


τοὺς μαστούς, μᾶλλον δὲ ἀνδρῶν ἁλίσκονται τῷ πάθει αἱ γυναῖ-
κες, εὐσάρκους τε καὶ μεγάλους ἔχουσαι τοὺς τιτθούς. Οἱ δὲ ἀρχαῖοι
τὸ καρκινῶδες ἕλκος καὶ κακόηθες προσηγόρευσαν καὶ θηριῶδες·
καρκινῶδες μὲν κατὰ μεταφορὰν τῶν καρκίνων ζῴων, καὶ
γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα, καὶ
εἴ τινος λάβοιντο τοῖς χείλεσιν εἰσὶ δυσαπόσπαστα, παραπλή-
σιος δὲ καὶ ὁ καρκινώδης ὄγκος, ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης
καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος. θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης
προσαγορεύεται ἀπὸ τῶν ἀγρίων θηρῶν καὶ κακοήθων ζῴων,
καὶ γὰρ δυσπαθὲς τὸ πάθος καὶ τῇ θεραπείᾳ ἀγριαινόμενον

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 42, γρ. 12

τοὺς μαστούς, μᾶλλον δὲ ἀνδρῶν ἁλίσκονται τῷ πάθει αἱ γυναῖ-


κες, εὐσάρκους τε καὶ μεγάλους ἔχουσαι τοὺς τιτθούς. Οἱ δὲ ἀρχαῖοι
τὸ καρκινῶδες ἕλκος καὶ κακόηθες προσηγόρευσαν καὶ θηριῶδες·
καρκινῶδες μὲν κατὰ μεταφορὰν τῶν καρκίνων ζῴων, καὶ
γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα, καὶ
εἴ τινος λάβοιντο τοῖς χείλεσιν εἰσὶ δυσαπόσπαστα, παραπλή-
σιος δὲ καὶ ὁ καρκινώδης ὄγκος, ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης
273

καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος. θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης


προσαγορεύεται ἀπὸ τῶν ἀγρίων θηρῶν καὶ κακοήθων ζῴων,
καὶ γὰρ δυσπαθὲς τὸ πάθος καὶ τῇ θεραπείᾳ ἀγριαινόμενον
καὶ τῇ χειρουργίᾳ παροξυνόμενον. Δύο δὲ καρκινωμάτων εἰσὶν
αἱ ἀνώτεραι διαφοραί, τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἀνέλκωτα γίνεται, τὰ
δὲ ἡλκωμένα. τὰ μὲν οὖν ἀνέλκωτα καρκινώματα κρυπτὰ ὠνό-
μασαν οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων, ὁ δὲ Φιλόξενος ἰδίως κρυπτὸν
ὠνόμασε Καρκίνωμα τὸ ἐν μήτρᾳ ἢ ἐντέροις γινόμενον. Ἀνελκώτου
μὲν ὄντος καρκίνου, ὄγκος καταλαμβάνεται ἐν τῷ μαστῷ διαφέρων
μεγέθει, ἀντίτυπος, ἀνώμαλος, ἀγρίου θηρὸς τὴν ἀπήνειαν ἔχων,
στερεῶς δὲ διὰ βάθους ἐμπεφυκὼς καὶ τὰς ῥίζας πόρρω ἐμβεβλη-
μένας καὶ φλεψὶ ταῖς παρακειμέναις οἷον συνδεδεμένος, καὶ κεκιρ-
σωμένας ἔχων τὰς πέριξ φλέβας, τεφρώδης τέ ἐστι καὶ πορφυ-
ρίζων καὶ ὑποπέλιος τῇ χρόᾳ, καὶ τοῖς μὲν ὁρῶσι μαλακὸς νομί

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 42, γρ. 16

γὰρ εἰσὶ τραχέα καὶ ἀπηνῆ τῇ σκληρότητι τὰ ζῷα ταῦτα, καὶ


εἴ τινος λάβοιντο τοῖς χείλεσιν εἰσὶ δυσαπόσπαστα, παραπλή-
σιος δὲ καὶ ὁ καρκινώδης ὄγκος, ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης
καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος. θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης
προσαγορεύεται ἀπὸ τῶν ἀγρίων θηρῶν καὶ κακοήθων ζῴων,
καὶ γὰρ δυσπαθὲς τὸ πάθος καὶ τῇ θεραπείᾳ ἀγριαινόμενον
καὶ τῇ χειρουργίᾳ παροξυνόμενον. Δύο δὲ καρκινωμάτων εἰσὶν
αἱ ἀνώτεραι διαφοραί, τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἀνέλκωτα γίνεται, τὰ
δὲ ἡλκωμένα. τὰ μὲν οὖν ἀνέλκωτα καρκινώματα κρυπτὰ ὠνό-
μασαν οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων, ὁ δὲ Φιλόξενος ἰδίως κρυπτὸν
ὠνόμασε Καρκίνωμα τὸ ἐν μήτρᾳ ἢ ἐντέροις γινόμενον. Ἀνελκώτου
μὲν ὄντος καρκίνου, ὄγκος καταλαμβάνεται ἐν τῷ μαστῷ διαφέρων
μεγέθει, ἀντίτυπος, ἀνώμαλος, ἀγρίου θηρὸς τὴν ἀπήνειαν ἔχων,
στερεῶς δὲ διὰ βάθους ἐμπεφυκὼς καὶ τὰς ῥίζας πόρρω ἐμβεβλη-
μένας καὶ φλεψὶ ταῖς παρακειμέναις οἷον συνδεδεμένος, καὶ κεκιρ-
σωμένας ἔχων τὰς πέριξ φλέβας, τεφρώδης τέ ἐστι καὶ πορφυ-
ρίζων καὶ ὑποπέλιος τῇ χρόᾳ, καὶ τοῖς μὲν ὁρῶσι μαλακὸς νομί-
ζεται, τοῖς ἁπτομένοις δὲ σκληρότατος· ὅθεν οὐ πιστευτέον τῇ
τῆς ὄψεως δόξῃ· ὀδύνας τε νυγματώδεις καὶ πόρρω που διατει-
νούσας ἐμποιεῖ, ὥστε κατὰ συμπάθειαν ἐν ταῖς μασχάλαις βου-
βῶνας ἐπανίστασθαι κακοήθεις, διήκουσι δὲ καὶ μέχρι κλειδὸς

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 42, γρ. 17


εἴ τινος λάβοιντο τοῖς χείλεσιν εἰσὶ δυσαπόσπαστα, παραπλή-
σιος δὲ καὶ ὁ καρκινώδης ὄγκος, ἀντίτυπος ὑπάρχων καὶ ὀχθώδης
274

καὶ διὰ τοῦτο δυσίατος ἢ καὶ ἀνίατος. θηριώδης δὲ καὶ κακοήθης


προσαγορεύεται ἀπὸ τῶν ἀγρίων θηρῶν καὶ κακοήθων ζῴων,
καὶ γὰρ δυσπαθὲς τὸ πάθος καὶ τῇ θεραπείᾳ ἀγριαινόμενον
καὶ τῇ χειρουργίᾳ παροξυνόμενον. Δύο δὲ καρκινωμάτων εἰσὶν
αἱ ἀνώτεραι διαφοραί, τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν ἀνέλκωτα γίνεται, τὰ
δὲ ἡλκωμένα. τὰ μὲν οὖν ἀνέλκωτα καρκινώματα κρυπτὰ ὠνό-
μασαν οἱ πλεῖστοι τῶν ἀρχαίων, ὁ δὲ Φιλόξενος ἰδίως κρυπτὸν
ὠνόμασε Καρκίνωμα τὸ ἐν μήτρᾳ ἢ ἐντέροις γινόμενον. Ἀνελκώτου
μὲν ὄντος καρκίνου, ὄγκος καταλαμβάνεται ἐν τῷ μαστῷ διαφέρων
μεγέθει, ἀντίτυπος, ἀνώμαλος, ἀγρίου θηρὸς τὴν ἀπήνειαν ἔχων,
στερεῶς δὲ διὰ βάθους ἐμπεφυκὼς καὶ τὰς ῥίζας πόρρω ἐμβεβλη-
μένας καὶ φλεψὶ ταῖς παρακειμέναις οἷον συνδεδεμένος, καὶ κεκιρ-
σωμένας ἔχων τὰς πέριξ φλέβας, τεφρώδης τέ ἐστι καὶ πορφυ-
ρίζων καὶ ὑποπέλιος τῇ χρόᾳ, καὶ τοῖς μὲν ὁρῶσι μαλακὸς νομί-
ζεται, τοῖς ἁπτομένοις δὲ σκληρότατος· ὅθεν οὐ πιστευτέον τῇ
τῆς ὄψεως δόξῃ· ὀδύνας τε νυγματώδεις καὶ πόρρω που διατει-
νούσας ἐμποιεῖ, ὥστε κατὰ συμπάθειαν ἐν ταῖς μασχάλαις βου-
βῶνας ἐπανίστασθαι κακοήθεις, διήκουσι δὲ καὶ μέχρι κλειδὸς
καὶ ὠμοπλάτης. Ἡλκωμένου δὲ σημεῖα ταῦτα· διαβιβρώσκων ἀεὶ
καὶ διὰ βάθους ὑποκάμπτων, στῆναι ἀμηχανεῖ· ἰχῶράς τε ἐκβάλλει
παντὸς ἰοῦ θηριώδους πονηροτέρους, δυσώδεις τε καὶ πολλούς·
ὁμοίως δὲ πόνοι νυγματώδεις καὶ τούτῳ συνεδρεύουσι, καὶ μᾶλλον
οὗτος παροξύνεται ἐν ταῖς χειραψίαις καὶ ταῖς φαρμακείαις.

ΤΙΝΑ ΤΩΝ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ ΕΥΙΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΝΑ ΑΝΙΑΤΑ.

Καθόλου δὲ τὰ συμφυῆ τῷ θώρακι καρκινώματα ἀπαγο-


ρεύειν προσήκει, ὥσπερ καὶ τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ ἢ τραχήλῳ ἢ νώτοις
ἢ μασχάλαις ἢ βουβῶσι, καὶ ταῦτα γὰρ ἀνίατα τὸν ἐν χερσὶ
κίνδυνον καθ' αἱμορραγίαν ἐπάγονται μετὰ τοῦ μὴ τελέως ἀναι-
ρεῖσθαι. τὰ δὲ κατὰ τὸ ἄκρον τοῦ τιτθοῦ γινόμενα, εὐΐατα
συναπτόμενα· στερήσει δηλονότι τοῦ πάσχοντος μορίου.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 46, γρ. t1

γάλακτος γυναικείου καὶ ἐπιτιθέσθω, τὰ γὰρ κηρώματα καὶ


περίεργα καταπλάσματα ἐπὶ τούτων βλαβερά. εἰ δὲ ξηρῶν χρεία
γένοιτο, σποδὸς πομφόλυγος ἀκριβέστατα πεπλυμένη καὶ ἐξηρα-
275

μένη ἐπιπαττέσθω, ἡ καδμία τρὶς κεκαυμένη καὶ ἐσβεσμένη


ῥοδίνῳ, ἔπειτα πεπλυμένη καὶ ἀκριβέστατα ἐξηραμένη· ἀπεχέσθω
δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τῆς θεραπείας οἴνου καὶ τῶν δυσπεπτικῶν
τροφῶν καὶ ψυχροποσίας. Τῆς δὲ ἑλκώσεως εἰς ἀπούλωσιν ἀγο-
μένης, οὐδὲν κατὰ ἀμελεῖν ἀλλὰ ῥωννύειν τὴν ἅπασαν ἕξιν τοῦ
σώματος καὶ εἰς εὐχυμίαν τρέπειν, δι' εὐχύμων τροφῶν καὶ γυμνα-
σίων καὶ αἰώρας καὶ τῆς λοιπῆς ἀναληπτικῆς ἀγωγῆς.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΑΡΚΙΝ*ωΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΑ ΜΗ


ΥΠΟΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ.

Πρῶτον μὲν πρὸ πάσης ἐπιμελείας παντὸς ἕλκους κακοήθους,


προείρηται πλειστάκις, ὡς προνοεῖσθαι χρὴ τοῦ παντὸς σώματος
καὶ οὕτως τοῖς τοπικοῖς βοηθήμασι χρῆσθαι· εὔλυτον μὲν οὖν
προσήκει τὴν κοιλίαν κατασκευάζειν διά τε τροφῶν καὶ δι' ἀλόης
καὶ τῆς δι' αὐτῆς σκευαζομένης πικρᾶς, διδόναι δὲ πίνειν συνεχῶς
καὶ τὰ πλεῖστα δηλητήρια ὡς φάρμακα ἁρμόζοντα, οἷά ἐστιν ἡ
θηριακὴ καὶ ἡ μιθριδάτειος καὶ ἡ δι' αἱμάτων ἀντίδοτος·
τῶν δὲ ἁπλῶν μάλιστα αἷμα χηνὸς ἢ νήσσης νεοσφαγοῦς θερμὸν

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 47, γρ. 14

βραχῇ ἑψήσας καὶ σὺν λεκίθοις ὠῶν λεάνας ἐπιτίθει· ἢ ἀλθαίας


φύλλα λεάνας ἑφθὰ ἐπιτίθει καθ' αὑτὰ ἢ σὺν ἄρτῳ. Δραστικὸν
δέ ἐστιν ἐν τοῖς παροξυσμοῖς παραλαμβανόμενον καὶ τοῦτο· ἀρ-
νογλώσσου σπέρμα καὶ κωδύα μήκωνος σὺν τῷ σπέρματι καὶ
ψυλλίοις ἴσα κόψας, σήσας τὰ ἄλλα, τὸ δὲ ψύλλιον γλυκεῖ κρη-
τικῷ βρέξας καὶ λεάνας, καὶ φοινίκων λιπαρῶν σαρκῶν τὸ ἀρκοῦν.
κἄπειτα μίξας τοῖς ξηροῖς ἐπίβαλλε καὶ τὸ ψύλλιον, καὶ ἑνώ-
σας καὶ στέαρ χήνειον ἐπιβαλὼν ὀλίγον καὶ χλιάνας ἅμα
τὰ πάντα, ἐπιτίθει θερμῶς, καὶ ἀναλαβὼν τοῖς φοίνιξι καὶ
ἄρτον διάβροχον σύμμετρον ἐπιτίθει ψυχρόν. χρήσιμον ἐπὶ τῶν
καρκινωδῶν καὶ τοῦ ἐρυσίμου τὸ σπέρμα λεῖον μετὰ ὑσσώπου
ὀλίγου καὶ ὑδρομέλιτος θερμὸν ἐπιτιθέμενον· μελίας δὲ τοῦ δένδρου
τὰ ἁπαλὰ φύλλα ἑψούμενα ὕδατι, εἶτα λεῖα καθ' αὑτὰ θερμὰ
ἐπιπλαττόμενα, παραμυθεῖται τῶν κακοηθεστάτων τὰς ὀδύνας,
καὶ εἴ τι ἐπιμένει αὐτοῖς, διαφορεῖ θαυμαστῶς· καὶ τῷ ἀφεψήματι
δὲ τῶν φύλλων πυρίᾳ χρῶμαι συνεχῶς καὶ ἐπιτυγχάνω, ἔστι
δὲ τὸ δένδρον ἐργάσιμον ἄκαρπον. μετὰ δὲ ταῦτα πάλιν τὸ δι'
ἀρνογλώσσου κατάπλασμα δοκιμαζέσθω ἢ ἡ Ἱκεσίου ἔμπλαστρος, ἢ
πανάκεια μέλαινα εὐαφεστάτως σκευαζομένη, ἢ ἑτέρα τῶν παρα-
276

πλησίων ἐπιτιθέσθω· καὶ ταῦτα μὲν εἰ μὴ ἕλκος εἴη.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 49, γρ. 9

ΠΕΡΙ ΣΚΙΡΡΩΘΕΝΤΟΣ ΜΑΣΤΟΥ, ΛΕΩΝΙΔΟΥ.

Ἐπὶ μὲν τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται, ὁ


σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν, ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ
διὰ τὴν φύσιν τοῦ πάθους, ἀλλὰ διὰ τὸ βάρος καθελκομένου
τοῦ τιτθοῦ. Εἰ μὲν οὖν ὅλος εἴη ἐσκιρρωμένος ὁ μαστὸς, συνημ-
μένου τοῦ σκίρρου τῷ θώρακι καὶ μὴ δυναμένης τῆς ἀπὸ τῶν
ὑγιῶν ἐκτομῆς χωρὶς κινδύνου γενέσθαι, οὐ δεῖ ἐγχειρεῖν· ἐὰν
δὲ τὸ ἄκρον τοῦ μαστοῦ ἢ καὶ ἕως ἡμισείας ἐσκιρρωμένον ᾖ,
δοκιμαζέσθω ὁ ἀκρωτηριασμὸς χωρὶς καύσεως, οὐ γὰρ εὐλαβού-
μεθα ἐπὶ τοῦ σκίρρου αἱμορραγίαν, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ καρκινώματος.
μετὰ δὲ τὴν ἀφαίρεσιν διαμότωσις δοκιμάζεται καὶ τὰ ἀκολούθως
πρὸς τὴν τῆς ἑλκώσεως ἴασιν.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 54, γρ. 1

πηγάνου φύλλων χρωρῶν δραχ. β. χολῆς ταυρείας τὸ ἀρκοῦν·


ἕκαστον ἰδίᾳ λειότατον ποιήσας καὶ ἑνώσας ἐπιχέων τῆς χολῆς
ὅσον ἐξαρκεῖ, ἀναλάμβανε· ἐπὶ δὲ τῆς χρείας ἐπίχριε τῷ ὑπογα-
στρίῳ καὶ τῇ ὀσφύϊ, κατάγει γὰρ τὰ ἔμμηνα καὶ τὰς αἱμορροΐδας
ἐν ἕδρᾳ κινεῖ. Χρῶ δὲ καὶ τοῖς ὁμοίοις ἐπιθέμασι τοῖς προγε-
γραμμένοις ἐν τῷ τρίτῳ λόγῳ.

ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΑΓΩΓΟΝ ΚΑΤΑΜΗΝΙΩΝ.

Καρκίνον ποτάμιον ζῶντα βαλὼν εἰς οἶνον καὶ πνιγέντα ἐν


αὐτῷ, εἶτα λαβὼν τὸν οἶνον καὶ θερμάνας, δίδου πίνειν ἄκρατον
ὡς κρᾶσιν τελείαν· καὶ ὅταν δόξῃ σοι ἱκανῶς καθαρθῆναι, δίδου
τῇ γυναικὶ φαγεῖν αὐτὸν τὸν καρκίνον ὃν ἔπνιξας.
277

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 54, γρ. 4

στρίῳ καὶ τῇ ὀσφύϊ, κατάγει γὰρ τὰ ἔμμηνα καὶ τὰς αἱμορροΐδας


ἐν ἕδρᾳ κινεῖ. Χρῶ δὲ καὶ τοῖς ὁμοίοις ἐπιθέμασι τοῖς προγε-
γραμμένοις ἐν τῷ τρίτῳ λόγῳ.

ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΑΓΩΓΟΝ ΚΑΤΑΜΗΝΙΩΝ.

Καρκίνον ποτάμιον ζῶντα βαλὼν εἰς οἶνον καὶ πνιγέντα ἐν


αὐτῷ, εἶτα λαβὼν τὸν οἶνον καὶ θερμάνας, δίδου πίνειν ἄκρατον
ὡς κρᾶσιν τελείαν· καὶ ὅταν δόξῃ σοι ἱκανῶς καθαρθῆναι, δίδου
τῇ γυναικὶ φαγεῖν αὐτὸν τὸν καρκίνον ὃν ἔπνιξας.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 106, γρ. t

Κριθῶν κεκαυμένων λειοτάτων, λιθαργύρου πεπλυμένου,


ψιμμυθίου πεπλυμένου ἀνὰ λια. στέατος χηνείου λιδ. στέατος
αἰγείου προσφάτου λιγ. μυρσινίνου ἐλαίου λιβ. μέλιτος ἀπηφρις-
μένου γοη ἤτοι οὐγ. η. τερεβινθίνης γοδ ἤτοι οὐγ. δ. καὶ ἐπὶ
τῶν κατακαυμάτων ὁμοίως ποιεῖ, καὶ ἐπὶ τῶν περὶ τὰ αἰδοῖα
ἑλκῶν. Χρῶ δὲ καὶ ταῖς διὰ πομφόλυγος καὶ μολύβδου κεκαυ-
μένου ἑδρικαῖς, ἔπειτα καὶ τῇ διὰ καδμίας ἢ τῇ διὰ λαδάνου,
ἀνιεμέναις ῥοδίνῳ ἢ μυρσινίνῳ.

ΠΕΡΙ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ ΕΝ ΜΗΤΡΑ, ΑΡΧΙΓΕΝΟΥΣ.

Τῶν καρκινωδῶν ὄγκων τὰ μὲν ἀνέλκωτα ἐστὶ, τὰ δὲ ἡλκω-


μένα, καθὼς ἐν τῷ περὶ μαστῶν τόπῳ προείρηται. τῶν μὲν οὖν
ἀνελκώτων καρκινωμάτων ἡ σημείωσις ἥδε· ὄγκος εὑρίσκεται
περὶ τὸ στόμα τῆς μήτρας σκληρὸς, ἀντίτυπος, ἀνώμαλός τε καὶ
ὀχθώδης, χροιᾷ δὲ τρυγώδης, ἀνερευθὴς, ὑποπέλιος, πόνους ἰσχυ-
ροὺς ἐμποιῶν, εἰς βουβῶνας διήκων καὶ ὑπογάστριον καὶ ἦτρον καὶ
ὀσφύν· ἀγανακτεῖ δὲ πρὸς τὰς χειραψίας καὶ τὴν ποικιλω-
278

τέραν φαρμακείαν. Ἡλκωμένου δὲ ὄντος τοῦ καρκινώματος, ὁ


μὲν ὄγκος καὶ ἡ σκληρία περιωδυνίᾳ παραπλησίως συνεδρεύει, δ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 106, γρ. 1

ψιμμυθίου πεπλυμένου ἀνὰ λια. στέατος χηνείου λιδ. στέατος


αἰγείου προσφάτου λιγ. μυρσινίνου ἐλαίου λιβ. μέλιτος ἀπηφρις-
μένου γοη ἤτοι οὐγ. η. τερεβινθίνης γοδ ἤτοι οὐγ. δ. καὶ ἐπὶ
τῶν κατακαυμάτων ὁμοίως ποιεῖ, καὶ ἐπὶ τῶν περὶ τὰ αἰδοῖα
ἑλκῶν. Χρῶ δὲ καὶ ταῖς διὰ πομφόλυγος καὶ μολύβδου κεκαυ-
μένου ἑδρικαῖς, ἔπειτα καὶ τῇ διὰ καδμίας ἢ τῇ διὰ λαδάνου,
ἀνιεμέναις ῥοδίνῳ ἢ μυρσινίνῳ.

ΠΕΡΙ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑΤΩΝ ΕΝ ΜΗΤΡΑ, ΑΡΧΙΓΕΝΟΥΣ.

Τῶν καρκινωδῶν ὄγκων τὰ μὲν ἀνέλκωτα ἐστὶ, τὰ δὲ ἡλκω-


μένα, καθὼς ἐν τῷ περὶ μαστῶν τόπῳ προείρηται. τῶν μὲν οὖν
ἀνελκώτων καρκινωμάτων ἡ σημείωσις ἥδε· ὄγκος εὑρίσκεται
περὶ τὸ στόμα τῆς μήτρας σκληρὸς, ἀντίτυπος, ἀνώμαλός τε καὶ
ὀχθώδης, χροιᾷ δὲ τρυγώδης, ἀνερευθὴς, ὑποπέλιος, πόνους ἰσχυ-
ροὺς ἐμποιῶν, εἰς βουβῶνας διήκων καὶ ὑπογάστριον καὶ ἦτρον καὶ
ὀσφύν· ἀγανακτεῖ δὲ πρὸς τὰς χειραψίας καὶ τὴν ποικιλω-
τέραν φαρμακείαν. Ἡλκωμένου δὲ ὄντος τοῦ καρκινώματος, ὁ
μὲν ὄγκος καὶ ἡ σκληρία περιωδυνίᾳ παραπλησίως συνεδρεύει, δια-
βεβρωμένα δὲ καὶ ἀνεσκαμμένα καὶ ἀνώμαλα τὰ ἡλκωμένα
σώματα διὰ τῆς διόπτρας θεωρεῖται. καὶ τὰ μὲν πλεῖστα αὐτῶν ἐστὶ

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 106, γρ. 18

τέραν φαρμακείαν. Ἡλκωμένου δὲ ὄντος τοῦ καρκινώματος, ὁ


μὲν ὄγκος καὶ ἡ σκληρία περιωδυνίᾳ παραπλησίως συνεδρεύει, δια-
βεβρωμένα δὲ καὶ ἀνεσκαμμένα καὶ ἀνώμαλα τὰ ἡλκωμένα
σώματα διὰ τῆς διόπτρας θεωρεῖται. καὶ τὰ μὲν πλεῖστα αὐτῶν ἐστὶ
ῥυπαρὰ, ὀχθώδη δὲ, λευκανθίζοντα καὶ εἰδεχθῆ τὰ δοκοῦντα
κεκαθάρται, πελία τε, τρυγώδη, ἀνερευθῆ, δίαιμα φέρεται.
ἐκκρίνεται δὲ ἀπὸ τῆς ἑλκώσεως διηνεκῶς μὲν ἰχὼρ λεπτὸς ὑδα-
τώδης, μέλας, καὶ πυρώδης, καὶ δυσώδης· εὐρευμάτιστοι γὰρ ἰδίως
279

οἱ γυναικεῖοι τόποι τυγχάνουσι. τὰ δὲ παρεπόμενα τῇ πασχούσῃ


μήτρᾳ σημεῖα προείρηται ἐπὶ τῆς φλεγμονῆς. ἀνίατος δὲ ἐστὶν ἡ
τοῦ καρκινώματος διάθεσις, ὡς Ἱπποκράτης φησίν. Ἐπιμέλεια
τοίνυν ταύταις ἁρμόζει κούφη καὶ παρηγορεῖν καὶ πραΰνειν δυνα-
μένη· ἐγκαθίσματα μὲν διὰ τήλεως καὶ μαλάχης ἀφεψήματος
καὶ τῶν πλειστάκις προρρηθέντων, καὶ καταπλάσματα παρα-
πλήσια· λίαν δὲ παρηγορεῖ ἐν τοῖς παροξυσμοῖς μαλάχη ἢ ἀλ-
θαία ἐν μελικράτῳ ἑψηθεῖσα μέχρι τακερώσεως, καὶ συλλειουμένη
ἄρτῳ καὶ ὀλίγῳ ῥοδίνῳ μολυνομένη, καὶ τὸ δι' ἰσχάδων καὶ με-
λιλώτων καὶ πηγάνου κατάπλασμα, ἢ φοινίκων σάρκας ἑψήσας ἐν
γλυκεῖ καὶ συλλεάνας ἄλειφε, καὶ ὠῶν λεκίθοις χρῶ· ἢ κωδύας
κόψας καὶ σήσας μετὰ χυλοῦ πολυγόνου, ἢ σέρεως ἢ κορίου χρῶ·
ἢ στρύχνου τὰ ἁπαλὰ φύλλα λεάνας μετὰ γάλακτος γυναικείου

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 106, γρ. 58

φάτου, βουτύρου νεαροῦ ἀνὰ γοβ ἤτοι οὐγ. β. ῥοδίνου γοδ ἤτοι
οὐγ. δ. ἀποτίθεται δὲ τὸ φάρμακον ἐν μολυβδίνῃ πυξίδι, ξηραι-
νόμενον μέντοι ὑγραίνεται ῥοδίνῳ· ἐγὼ δὲ φησὶν Ἀρχιγένης τὴν
λιθάργυρον ἐλείωσα σέρεως χυλῷ κοτύλην α, καὶ μέλιτος πάχος
προσλαβοῦσαν ἀνέλαβον τοῖς τηκτοῖς. χρῶ δὲ καὶ τοῖς ὁμοίοις
ἑδρικοῖς φαρμάκοις· κάλλιστον δὲ καὶ πρὸς τὰς τῶν μαστῶν
ἀναβρώσεις τὸ προγεγραμμένον δι' οἴνου σκευαζόμενον, καὶ ῥοῦς
βυρσοδεψικὸς, καὶ κυπαρίσσου σφαιρία, καὶ κηκῖδες καὶ κασία,
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ.

Αίτιος ιατρός, Iatricorum liber xvi Κεφ. 119, γρ. 24

ΑΛΛΟ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ.

Εἰ δὲ τυλώδεις εἶεν αἱ ῥαγάδες, τὸ διὰ τῶν κεκαυμένων χάρ-


των ξηρὸν πολλῷ ῥοδίνῳ ἐκλύσας ἐπιτίθει διὰ μοτῶν, καὶ γὰρ
ἐκτυλοῖ καὶ καθαίρει τὰ ἕλκη. εἰ δὲ μὴ φέρειεν τὴν δύναμιν
αὐτῆς, ἴριν ἰλλυρικὴν τερεβινθίνη ἀναλαβὼν ἐπιτίθει. Ἀπουλω-
θέντων δὲ τῶν ἑλκῶν χρῶ τῇ διὰ καδμίας ἀνιεμένῃ ἢ τινὶ τῶν
280

ἑδρικῶν, ὥσπερ καὶ τῷ διὰ τῆς πεπλυμένης λιθαργύρου πρὸ βρα-


χέος πρὸς τὰς ἐν μήτρᾳ καρκινώδεις διαθέσεις γραφέντι, καὶ
τῷ πρὸς ῥαγάδας καὶ κονδυλώματα ἐν τοῖς γυναικείοις τόποις
καὶ ἐν δακτυλίῳ τῷ οὕτως σκευαζομένῳ. στίμμεως, ἀκακίας,
ἀνὰ δραχ. στ. ἀναλάμβανε καὶ χρῶ μετὰ γλυκέος. δέχεται δὲ
τοῦτο καὶ ταῦτα· ἀλόης, ὀπίου ἀνὰ δραχ. ιστ. στίμμεως δραχ. στ.
σμύρνης δραχ. δ. λιβάνου, ἰοῦ ἀνὰ δραχ. β. οἴνῳ ἀναλάμβανε καὶ
χρῶ μετὰ γλυκέος.

Aretaeus Med., De causis et signis acutorum morborum (lib. 2) (0719:


002)
“Aretaeus, 2nd edn.”, Ed. Hude, K.Berlin: Akademie–Verlag, 1958;
Corpus medicorum Graecorum, vol. 2.Βι. 2, κεφ. 11, τμ. 8, γρ. 1

ται, καὶ τὰ χείλεα τῶν ἑλκέων ἀπηνέα ἢ τρηχέα, ἰχώρ τις κακώδης,
καὶ πόνος τῶν πρόσθεν μέζων· ἀνεσθίει δὲ τὴν ὑστέρην τὸ ἕλκος·
ἐξήκει δέ κοτε καὶ ἀπολυθέν τι σαρκίον· μὴ ἐς ὠτειλὴν ἰὸν μήκιστον
κτάνει τόδε. χρόνιον γίγνεται κάρτα· τόδε καὶ φαγέδαινα κικλήσκεται.
ὀλέθρια δὲ τὰ ἕλκεα, ἢν πρὸς τοῖσι ἄλγος ὀξύνῃ καὶ ἡ ἄνθρωπος ἀπο-
ρῇ. σηπεδὼν δὲ ἀπὸ τοῦ ἕλκεος ῥέει, οὐδὲ αὐτέῃσι φορητή· ἀγρι-
αίνει ψαύσεσί τε καὶ φαρμάκοιςι καὶ χαλεπαίνει πάσῃ καὶ ἰητρείῃ. φλέ-
βες δὲ ἐν ὑστέρῃ ἐς ὄγκον αἴρονται ξὺν περιτάσει τῶν πέλας, τῇσι δὲ
πεπνυμένῃσι οὐκ ἄσημον τῇ ἁφῇ· οὐ γὰρ ἄλλως δῆλον. πῦρ δὲ καὶ
ἄση τοῦ παντὸς καὶ σκληρίη ξύνεστιν, ᾗπερ τοῖσι θηριώδεσι [θανατώ-
δεα ὄντα ἕλκεα], ἀτὰρ καὶ ἐπίκλησιν ἴσχει καρκίνων. ἄλλος καρκίνος·
ἕλκος μὲν οὐδαμῇ, ὄγκος δὲ σκληρός, ἀτέραμνος· ξυντιταίνει δὲ τὴν
ὑστέρην ὅλην. ἀτὰρ καὶ ἄλγεα κατὰ τὰ ἄλλα, ὅσα ἐφέλκει· τὰ ωὐτὰ
δὲ ἄμφω τὰ καρκινώδεα καὶ χρόνια καὶ ὀλέθρια· πολλὸν δὲ τὸ ἕλκος
τοῦ ἀνελκώτου κάκιον καὶ ὀσμῇ καὶ πόνοισι καὶ ζωῇ καὶ θανάτῳ. ἐξί-
σταταί κοτε τῆς ἕδρης ἡ ὑστέρη ὅλη καὶ ἐπὶ τοῖσι μηροῖσι τῆς γυναι-
κὸς ἱζάνει. ἄπιστος ἡ ξυμφορή, ἀλλ' οὐκ ἀθέητος ἡ ὑστέρη, οὐδὲ
ἀγέννητος ἡ αἰτίη. ξυνδιδοῦσι γὰρ οἱ ὑμένες οἱ πρὸς τοὺς λαγόνας,
ὀχῆες τῆς ὑστέρης ἐόντες νευρώδεες· οἱ μὲν κατὰ πυθμένα πρὸς τὴν
ὀσφὺν λεπτοί, οἱ δὲ κατὰ αὐχένα ἔνθα καὶ ἔνθα πρὸς τοὺς λαγόνας·
οἵδε μάλιστα νευρώδεες, πλατέες ὅκως νεὼς λαίφεα.

Anonymi Medici Med., Περὶ τῆς τῶν πυρετῶν διαφορᾶς (0721:


020)“Oeuvres de Rufus d'Éphèse”, Ed. Daremberg, C., Ruelle, C.É.Paris:
Imprimerie Nationale, 1879, Repr. 1963.Σε. 605, γρ. 39
281

Τίνα σημεῖα τῆς μελαγχολίας; ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῆς μελαγχολίας, σημαίνει
τὸ
ἀνιαρὸν, τὸ ἀλγεινὸν, τὸ ὀδυνηρὸν, τὸ ἐπίπονον, καὶ τὸ διαβρωτικόν.
Ποῖον τὸ ἐν
ἡμῖν χυμῶν ἀποτελεῖ τὰ ἀτμώδη; ποῖον δὲ τὰ λιγνυώδη, καὶ ποῖον τὰ
αἰθαλώδη καὶ
ποῖον τὰ καπνώδη; ἰστέον ὅτι, ἐκ μὲν τοῦ αἵματος, οἱ ἀτμοὶ, ἐκ δὲ τῆς
χολῆς τῆς
ξανθῆς, τὰ λιγνυώδη, ἐκ δὲ τῆς μελαίνης, τὰ αἰθαλώδη, ἐκ δὲ τοῦ
φλέγματος, τὰ
καπνώδη. Ποῖον καλοῦμεν λυπηρίαν πυρετόν; Ὁ δὲ λυπηρίας καῦσος μέν
ἐστι καὶ
οὗτος. Ἐπὶ δὲ φλεγμονῇ γαστρὸς ἀναπτόμενος, πλεονάσας ἢ σαπεὶς ὁ
χυμὸς ὁ με-
λαγχολικὸς, τίνα ποιεῖ πάθη; εἰ μὲν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι πλεονάσει ὁ
μελαγχολικὸς
χυμὸς καὶ ἔστιν ἀσαπὴς, ποιεῖ τὸν μελανιήτερον. Εἰ δὲ πλεονάσας σαπῇ,
εἰ μὲν ἔξω
τῶν ἀγγείων, ποιεῖ τεταρταῖον, εἰ δ' ἑνὶ μορίῳ πλεονάσῃ, καὶ ἔστιν
ἀσαπὴς, ποιεῖ
σκίῤῥον· εἰ δὲ σαπῇ, ποιεῖ καρκινώματα, ἢ φαγεδαινώματα.
Πόσα ἀγγεῖα τοῦ αἵματος; Ἰστέον ὅτι δύο ἀγγεῖά εἰσιν ἐν ἡμῖν τοῦ
αἵματος, ἀρ-
τηρίαι καὶ φλέβες· ἡ μὲν τὸ πνεῦμα περιέχουσα, ἡ δὲ τὸ αἷμα.
Μεμαθήκαμεν δὲ ὅτι
ταῦτα τὰ ἀγγεῖα, ἢ ἐν τῷ πέρατι συναναστομοῦνται ἀλλήλοις, ἢ ἐν μέσῳ.
Πῶς γί-
νεται ὁ πυρετός; Ὅταν πλεονάσῃ τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψὶ, τοῦτο μὴ
δυνάμενον στέ-
γεσθαι ἐν αὐταῖς, τῇ συνεχείᾳ κατέρχεται εἰς τὰς ἀρτηρίας· καὶ εἰ μὲν ᾖ
μεγάλη ἡ
κοιλότης τῶν ἀρτηρίων, μένει ἐκεῖσε στεγόμενον, καὶ μηδὲν παρεμποδὼν
γινόμενον
τῷ πνεύματι· εἰ δὲ στενὴ εἴη ἡ ἀρτηρία, καὶ τὸ αἷμα πολὺ, τότε τῇ ῥώμῃ
τοῦ πνεύ-
ματος τοῦτο ἐξωθούμενον φέρεται περὶ τὰ πέρατα ἅτινα στενότατά εἰσι·
καί τοι πᾶν
ἐκεῖ σφηνοῦται καὶ κώλυμα γίνεται τοῦ πνεύματος.

Anonymi Medici Med., Fragmenta varia ”Anecdota medica Graeca””,


Ed. Fuchs, R., 1895; Rheinisches Museum 50.Τμ. 10, γρ. 3
282

pag. 112r:

Εἶπεν ὁ γαληνὸς· ὅτι ἡ φλεβοτομία καὶ ἡ κάθαρσις δύ-


ναται πᾶσαν νόσον βοηθῆσαι· ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν· καὶ μία γυναῖκα
εἶχεν
εἰς τὸ βυζίον πάθος καρκίνου καὶ ἰατρεύθη μετὰ φλεβο-
τομίαν καὶ κάθαρσιν· δὶς μὲν τοῦ ἔαρος· ἅπαξ δὲ τοῦ φθινοπώρου
χρεία δὲ καὶ τῶν ἔξωθεν ἐπιθεμάτων· ὡς γινώσκεις. –

Διάγνωσις περὶ τῶν ὀξέων καὶ χρονίων νοσημάτων.

Φρενίτιδος αἰτία. κε. ιγ

Ἐρασίστρατος μὲν ἐξ ἀκολούθων τῶν ἑαυτοῦ δογμάτων


φησὶ γίνεσθαι τὴν φρενῖτιν κατά τι πάθος τῶν κατὰ τὴν μήνιγγα
ἐνεργειῶν· οὗ γὰρ τόπου κατ' αὐτὸν ἡ νόησις φρόνησις, ἐπὶ
τούτου ἡ παρανόησις παραφρόνησις ἂν εἴη. Πραξαγόρας δὲ
φλεγμονὴν τῆς καρδίας εἶναί φησι τὴν φρενῖτιν,

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Τόμ.
2, σε. 27, γρ. 6

νόπωρον ξηρὸν μέν ἐστιν, ἀνώμαλον δὲ κατὰ τὴν ἑτέραν


ἀντίθεσιν. διεδέξατο δὲ θερμὴν ὥραν, ἐν ᾗ πολλὴ γεν-
νᾶται χολὴ, ἀλλ' ὥσπερ ἐγεννᾶτο, καὶ διεφθείρετο ἤγουν
διεφορεῖτο. ἐνταῦθα δὲ ἐγεννήθη ἀπὸ τοῦ θέρους, ἀπε-
κλείσθη δὲ ἀπὸ τοῦ φθινοπώρου. ὅθεν τὸ φθινόπωρον
τὰ μὲν δι' ἑαυτοῦ, τὰ δὲ διὰ τὴν προλαμβάνουσαν ὥραν
ποιεῖ νοσήματα. ἀλλ' ἤρξατο ὁ Ἱπποκράτης καὶ ἐτελεύ-
τησεν ἐκ τῶν πρεπόντων τῷ φθινοπώρῳ, ἐν δὲ τῷ μέσῳ
τοῦ θέρους θηριώδη νοσήματα ποιεῖ τὸ φθινόπωρον.
θηριώδη οὖν λέγει τὰ ἁπλῶς κακοήθη. ἐν τούτοις γὰρ
ἐλεφαντίασις καὶ καρκῖνοι· ἢ θηριώδη, ὅτι ἐν αὐτῷ οἷον
θηρία γίνονται, ἕλμινθες, ἀσκαρίδες. ἢ θηριώδη λέγει,
ὅτι ὡς θηρία ποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. εἰ γὰρ τύχοι ἕλ-
κος γενέσθαι ἐν τῷ πνεύμονι, ἢ διαβρωθέντος αὐτοῦ
ἐν τῷ θέρει, χολὴ ἐξέρχεται τὸ φθινόπωρον, καὶ τῇ
ἀνωμαλίᾳ καταλύει τὴν φύσιν, ἔνθα πτερυγώδεις οὗ-
τοι γίνονται καὶ θηρίοις ἐοικότες. καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν,
283

τὰ μελαγχολικὰ νοσήματα ἐν τούτῳ γίνονται, δῆξις τοῦ


στομάχου καὶ φρίκη, διὰ τὴν προθησαυρισθεῖσαν ἐκ τοῦ
θέρους χολήν.

Palladius Med., Synopsis de febribus (0726: 002)“Physici et medici


Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1841, Repr.
1963.Κεφ. 7, τμ. 1, γρ. 6

Ὁποῖα συμβαίνει πλεονάζοντος τοῦ


μελαγχολικοῦ χυμοῦ.

Ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ζητη-


τέον. εἰ μὲν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσα-
πής, ποιήσει τὸν μέλανα ἴκτερον· εἰ δὲ πλεονάσας σαπῇ
καὶ ἔστιν ἔξω τῶν ἀγγείων, ποιήσει τὸν τεταρταῖον. εἰ δὲ
ἐν ἑνὶ μορίῳ πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπής, ποιήσει σκίρρους·
εἰ δέ γε σαπῇ, ποιήσει καρκινώματα ἢ φαγεδαινώματα ἢ
γαγγραινώματα. καὶ ταῦτα μὲν ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ
χυμοῦ.

Ὅσαι διαφοραὶ τοῦ φλέγματος, καὶ τούτου


πλεονάζοντος, τί συμβαίνει.

Ἐπὶ οὖν τοῦ φλέγματος τεσσαρές εἰσι διαφοραί·


ἔστι γὰρ τὸ ὑαλῶδες, τὸ ὀξῶδες, τὸ ἁλυκόν, καὶ τὸ γλυκύ.
Καὶ τὸ μὲν ὑαλῶδες καὶ ὀξῶδες ποιεῖ τὰ ἀνεκθέρμαντα
ῥίγη καὶ τὰς ἠπιάλους πυρετούς· τὸ δ' ἁλυκόν, ὅταν μὲν
σαπῇ, ποιεῖ τὸν ἀμφημερινόν· τὸ δὲ γλυκὺ φλέγμα, ὡς

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos (0728: 001)“Scholia in
Hippocratem et Galenum, vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg:
Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Τόμ. 2, σε. 257, γρ. 36

ἐὰν μὲν ξανθὴν μέλλῃ καθαίρειν χολὴν, εἶναι καὶ τὸν


καιρὸν θερινὸν, καὶ πρὸς τῷ καιρῷ καὶ τὸν τόπον, καὶ
284

τὴν ἡλικίαν ἐπισκέπτεσθαι τοῦ καθαιρομένου· δεῖ γὰρ ἐπὶ


τοῦ τὴν ξανθὴν κενοῦντος χολὴν καὶ τὸν καιρὸν θερινὸν
εἶναι καὶ τὸν τόπον θερμὸν καὶ τὴν ἡλικίαν ἀκμάζουσαν
καὶ νέαν· ἐπὶ δὲ τοῦ φλέγμα κενοῦντος τό τε χωρίον εἶ-
ναι ψυχρὸν καὶ τἄλλα ἀκόλουθα. καὶ πρὸς τούτοις φησὶν,
ὁρᾷν δεῖ καὶ τὰς νόσους, οἵα κάθαρσις ἑκάστῃ προσήκει,
καὶ εἰ τριταῖος μὲν ὁ πάσχων, ξανθὴν καθαίρειν χολὴν,
εἰ δὲ τεταρταῖος, μέλαιναν, εἰ δὲ ἀμφημερινὸς, φλέγμα.
καὶ ἔτι ὁ ὑπὸ τοῦ καρκίνου μὲν πάσχων πάθους, μέλαι-
ναν· ὃν δὴ πάλιν ἐρυσίπελας ἐνοχλεῖ, τοῦτον ξανθὴν κενοῦν
παρασκευάζειν χολὴν καὶ ἐπὶ τοῖς ἑξῆς ἀκολούθως νοσήμασι.
τοῦτο γὰρ βούλεται τῷ Ἱπποκράτει τὸ, κατὰ νούσους ἐν
ᾗσι δεῖ ἢ οὔ προσθεῖναι.

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Τόμ. 2, σε. 455, γρ. 22

πτέρναι καὶ δάκτυλοι ὠφελοῦνται ὑπὸ τοῦ θερμοῦ τῇ


ἐναντιώσει. θνήσκειν δὲ λέγει τὸ ἐπικινδύνως καὶ χαλε-
πῶς ἔχειν. καὶ ἕρπησιν ἐσθιομένοισι τουτέστιν ἐσθίουσι·
τούτοις δὲ συμβάλλεται κατὰ συμβεβηκὸς τῇ κενώσει τῆς
ξανθῆς χολῆς, ὥσπερ * πυρετῷ τὰ ζεμάτια. καὶ μὴν καὶ
ἕδρῃ καὶ αἰδοίῳ καὶ ὑστέρῃ καὶ κύστει συμβάλλεται· εἰ
γὰρ τὸ ψυχρὸν πολέμιόν ἐστι τοῖς εἰρημένοις νοσήμασι
καὶ κτεῖνον, τὸ θερμὸν ἄρα ὠφέλιμόν ἐστι καὶ κρίσιμον.
{ΔΑΜ.} Τὸ θερμὸν ἐκπυητικὸν τῶν ἁπλῶν ἑλκῶν, ἐπὶ δὲ
τῶν σηπεδονωδῶν ἑλκῶν καὶ ῥευματικῶν οὐκ ἐκπυΐσκει
μὲν, ἀλλὰ καὶ βλάπτει μεγάλως, οἷα τὰ καρκινώδη, καὶ
φαγεδαινικὰ, καὶ ὥσπερ τὸ ψυχρὸν, σπασμῶν καὶ τετά-
νων ὑπάρχον ποιητικὸν, ὅμως θεραπεύει ποτὲ τέτανον, οὕ-
τω καὶ τὸ θερμὸν, ἐκπυητικὸν ὂν, ὅσον ἐφ' ἑαυτοῦ, γί-
νεταί ποτ' ἀνεκπύητον. καρηβαρίαν λύει, οὐ πᾶσαν, ἀλλὰ
τὴν μετρίαν, καὶ ἐκ πνευμάτων. καὶ μὲν δὴ καὶ τοῖς τῶν
ὀστῶν κατάγμασιν ὠφελιμώτατόν ἐστι, καὶ μᾶλλον τοῖς γε-
γυμνωμένοις σαρκὸς, καὶ ὅσα νεκροῦται διὰ τὸ κατεψύ-
χθαι, τούτων ἴαμά ἐστι τὸ θερμόν. ἔτι δὲ καὶ ὅσα διὰ
τὴν ψύξιν ἑλκοῦται, καθάπερ ἐν χειμῶνι πτέρναι καὶ δά-
κτυλοι. οὕτω δὲ καὶ ταῖς κατὰ τὴν ἕδραν ἁπάσαις

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


285

Commentarii in Hippocratis aphorismos Τόμ. 2, σε. 505, γρ. 23

λζʹ. Ὑπὸ κυνάγχης ἐχομένῳ, οἰδήματα γενέσθαι ἐν τῷ τραχήλῳ ἔξω,


ἀγαθόν. –

{ΘΕΟΦ.} Ἡ αἰτία πρόδηλος· διότι ἀπὸ κυρίων του-


τέστι ἀπὸ τῶν διὰ βάθους εἰς ἄκυρα μετέστη ἡ ὕλη
ἤγουν πρὸς τὸ δέρμα.
{ΔΑΜ.} Ἀπὸ γὰρ τοῦ βάθους ἐπὶ τὸ δέρμα με-
θίσταται.

ληʹ. Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκῖνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν


βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως· μὴ
θεραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελέουσι. –

{ΘΕΟΦ.} Καρκῖνός ἐστι σκιῤῥώδης ὄγκος, οὐ κυ-


ρίως μέντοι· γίνεται δὲ ἢ ὑπὸ μελαίνης χολῆς δυναστευούσης
ἔν τινι μορίῳ ἢ ὑπὸ ξανθῆς χολῆς ὑπερωπτημένης. ἀλλὰ
τούτων οἱ μὲν φανεροί εἰσι τουτέστιν ἐπιπολεῖς, οἱ δὲ
κρυπτοὶ τουτέστι διὰ βάθους, οὓς ὁ Ἱπποκράτης τὸν ἰα-
τρὸν παραινεῖ μὴ θεραπεύειν.

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos
Τόμ. 2, σε. 505, γρ. 26

ληʹ. Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκῖνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν


βέλτιον· θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως· μὴ
θεραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελέουσι. –

{ΘΕΟΦ.} Καρκῖνός ἐστι σκιῤῥώδης ὄγκος, οὐ κυ-


ρίως μέντοι· γίνεται δὲ ἢ ὑπὸ μελαίνης χολῆς δυναστευούσης
ἔν τινι μορίῳ ἢ ὑπὸ ξανθῆς χολῆς ὑπερωπτημένης. ἀλλὰ
τούτων οἱ μὲν φανεροί εἰσι τουτέστιν ἐπιπολεῖς, οἱ δὲ
κρυπτοὶ τουτέστι διὰ βάθους, οὓς ὁ Ἱπποκράτης τὸν ἰα-
τρὸν παραινεῖ μὴ θεραπεύειν. ἐὰν γὰρ θεραπείας τῆς
ἀκριβοῦς τύχωσι, ταχέως ἀπόλλυνται, διότι αὐτῶν θερα-
πευομένων τομῇ ἢ καύσει τῇ μέχρι βάθους τῶν ῥιζῶν,
πολλὰ καὶ ἕτερα ἐπακολουθοῦσι συμπτώματα καὶ ἡ δύ-
286

ναμις οὐκ ἐξαρκεῖ. εἰ μέντοι ἀθεράπευτοι μένωσι του-


τέστι ὀλιγοθεράπευτοι, μόνον τὰ πραϋντικὰ δεχόμενοι

Theophilus Protospatharius, Damascius et Stephanus Atheniensis Med.,


Commentarii in Hippocratis aphorismos Τόμ. 2, σε. 506, γρ. 13

τούτων οἱ μὲν φανεροί εἰσι τουτέστιν ἐπιπολεῖς, οἱ δὲ


κρυπτοὶ τουτέστι διὰ βάθους, οὓς ὁ Ἱπποκράτης τὸν ἰα-
τρὸν παραινεῖ μὴ θεραπεύειν. ἐὰν γὰρ θεραπείας τῆς
ἀκριβοῦς τύχωσι, ταχέως ἀπόλλυνται, διότι αὐτῶν θερα-
πευομένων τομῇ ἢ καύσει τῇ μέχρι βάθους τῶν ῥιζῶν,
πολλὰ καὶ ἕτερα ἐπακολουθοῦσι συμπτώματα καὶ ἡ δύ-
ναμις οὐκ ἐξαρκεῖ. εἰ μέντοι ἀθεράπευτοι μένωσι του-
τέστι ὀλιγοθεράπευτοι, μόνον τὰ πραϋντικὰ δεχόμενοι
παρὰ τοῦ ἰατροῦ, πολὺν χρόνον διατελοῦσι τῷ καταπρα-
ΰνεσθαι τὴν θηριώδη χολήν.
{ΔΑΜ.} Κρυπτοὺς καρκίνους λέγει ἢ τοὺς χωρὶς ἑλ-
κώσεως ἢ τοὺς μὴ φαινομένους, ὡς διὰ βάθους κειμένους.

Alexander Phil., Problemata (lib. 1–2) [Sp.] (0732: 002)“Physici et


medici Graeci minores, vol. 1”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1841,
Repr. 1963.Βι. 1, τμ. 85, γρ. 7

ἐπὶ τῶν ὑγιαινόντων ἐν λιμοκτονίᾳ κέχρηται αὐτῷ ἡ φύσις


πρὸς τροφήν. ἐπὶ τοίνυν τοῦ ἀφημερινοῦ, ὅσον εὑρίσκει
χρήσιμον φλέγμα, τοῦτο δαπανᾷ πρὸς τροφήν, τὸ δὲ ἄχρη-
στον σηπόμενον ἐξάπτει τὸν πυρετόν.
Διὰ τί τεσσάρων χυμῶν ὄντων καί ποτε σηπο-
μένων, τρεῖς γίνονται πυρετοὶ καὶ οὐ τέσσαρες; ὅτι τὸ αἷμα
κατὰ φύσιν ἐστὶ καὶ τροφὴ τοῦ σώματος· καὶ πλεονάζον
μὲν ποιεῖ μόνον πληθώραν, σαπὲν δὲ οὐκέτι μένει αἷμα.
μεταβάλλεται γὰρ θερμαινόμενον εἰς ξανθὴν χολήν· οἱ
μέντοι λοιποὶ χυμοὶ πλεονάζοντες μὲν ποιοῦσι νοσήματα,
περὶ τὸ δέρμα μάλιστα, ὡς ἕρπητας, καὶ καρκίνους, ἀλφούς,
λεύκας· σαπέντες δὲ πυρετούς.
Διὰ τί ἐξ ἐναντίας δύο τοίχων, θυρίδων οὐ-
σῶν ἐν ἑκατέρᾳ, συμβαίνει τῆς μιᾶς κεκλεισμένης μη-
κέτι διὰ τῆς ἑτέρας εἰσιέναι λοιποὺς σφοδρὸν καὶ πολὺν
ἄνεμον; ἤπερ ὑπαρχούσης αὐτῆς ἠνεωγμένης διὰ τὸ τὸν
κινούμενον ἀέρα, ἤτοι τὸν ἄνεμον, σῶμα τυγχάνειν; ἐπὰν
287

οὖν ἡ μία κλεισθῇ, διὰ τῆς ἑτέρας ὁ εἰσελθὼν ἀὴρ πληροῖ


τὸν τόπον τῆς οἰκίας· καὶ σῶμα ὤν, οὐκ ἐᾷ λοιπὸν ἑτέρῳ
ἀέρι σώματι ὄντι ἐπεισιέναι. ἐπὰν δὲ ἡ θυρὶς ἀνεωχθῇ,
ὁ προλαβὼν ἔχων δι' αὐτῆς φυγεῖν,

Alexander Phil., Problemata (lib. 1-2) [Sp.] Βι. 1, τμ. 92, γρ. 12

σκέλει ἀνάβρωσιν ἐργάζεται, ἐπὶ δὲ τῶν μελαγχολικῶν ἐν


ἐγκεφάλῳ συρρέουσα ταύτην οὐ ποιεῖ; ὅτι ἐν μαστῷ μὲν
φλέβες πολλαὶ καὶ μεγάλαι διὰ τὴν τοῦ γάλακτος γένεσιν
καὶ διὰ τοῦτο τὸ πλῆθος συρρεῖται χολῆς· ὁμοίως δὲ καὶ
ἐν τῷ σκέλει διὰ τὴν κατωφερῆ ῥοπὴν ἐπισύρεται χολὴ
πλείων. ἐν μέντοι τῷ ἐγκεφάλῳ διὰ τὴν ἀνωφέρειαν καὶ
διὰ τὸ λεπτὰς ἔχειν φλέβας ἄνεισι βραχὺ χολή, πρὸς τὸ
νύττειν αὐτὸν καὶ μὴ διαβιβρώσκειν. καὶ ψυχρὸς δὲ καὶ
ὑγρὸς ὢν ἀντιμάχεται τῇ κράσει τῆς μελαίνης ποσῶς καὶ
καταπραΰνει ταύτην. ἡ μὲν οὖν κυρίως μέλαινα χολὴ ποιεῖ
τὸν ἀναβρωτικὸν ἐν τῷ μαζῷ καρκῖνον, ἐν δὲ σκέλει χει-
ρώνειον ἕλκος καὶ νομῶδες, ἐν δὲ ἐγκεφάλῳ τὴν θηριώδη
μελαγχολίαν. ἡ δ' οὐ κύριος ἀλλ' ὁ λεγόμενος μελαγχολι-
κὸς χυμὸς καὶ τρυγώδης, ῥεῦμα μόνον καὶ ὄγκον καρ-
κινώδη χωρὶς ἀναβρώσεσι καὶ μελαγχολίαις ἥμερον.
Διὰ τί ἐπὶ τῶν δυσεντερικῶν πάπυρον σφαιρώ-
σαντες ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ δακτύλιον καὶ ὠφελοῦσιν; ὅτι
τῶν μυῶν συμπεσόντων τῆς ἕδρας, ὑγραινομένη ἡ πάπυ-
ρος τῇ διαστομώσει τοὺς μῦς ἐπεγείρει. τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ
καὶ ἐπὶ ὑποφορῶν συμπεσουσῶν ἐπὶ τῶν ἑλκομένων. τῶν
οὖν μυῶν διαστελλομένων,

Alexander Phil., Problemata (lib. 1-2) [Sp.] Βι. 1, τμ. 92, γρ. 16

ἐν τῷ σκέλει διὰ τὴν κατωφερῆ ῥοπὴν ἐπισύρεται χολὴ


πλείων. ἐν μέντοι τῷ ἐγκεφάλῳ διὰ τὴν ἀνωφέρειαν καὶ
διὰ τὸ λεπτὰς ἔχειν φλέβας ἄνεισι βραχὺ χολή, πρὸς τὸ
νύττειν αὐτὸν καὶ μὴ διαβιβρώσκειν. καὶ ψυχρὸς δὲ καὶ
ὑγρὸς ὢν ἀντιμάχεται τῇ κράσει τῆς μελαίνης ποσῶς καὶ
καταπραΰνει ταύτην. ἡ μὲν οὖν κυρίως μέλαινα χολὴ ποιεῖ
τὸν ἀναβρωτικὸν ἐν τῷ μαζῷ καρκῖνον, ἐν δὲ σκέλει χει-
ρώνειον ἕλκος καὶ νομῶδες, ἐν δὲ ἐγκεφάλῳ τὴν θηριώδη
μελαγχολίαν. ἡ δ' οὐ κύριος ἀλλ' ὁ λεγόμενος μελαγχολι-
κὸς χυμὸς καὶ τρυγώδης, ῥεῦμα μόνον καὶ ὄγκον καρ-
288

κινώδη χωρὶς ἀναβρώσεσι καὶ μελαγχολίαις ἥμερον.


Διὰ τί ἐπὶ τῶν δυσεντερικῶν πάπυρον σφαιρώ-
σαντες ἐμβάλλουσιν εἰς τὸ δακτύλιον καὶ ὠφελοῦσιν; ὅτι
τῶν μυῶν συμπεσόντων τῆς ἕδρας, ὑγραινομένη ἡ πάπυ-
ρος τῇ διαστομώσει τοὺς μῦς ἐπεγείρει. τὸ αὐτὸ δὲ ποιεῖ
καὶ ἐπὶ ὑποφορῶν συμπεσουσῶν ἐπὶ τῶν ἑλκομένων. τῶν
οὖν μυῶν διαστελλομένων, ἡ κόπρος καὶ τὰ λυποῦντα ἐκ-
κρίνεται.

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria (0732: 004)


“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis metaphysica commentaria”, Ed.
Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1891; Commentaria in Aristotelem Graeca 1.Σε. 835,
γρ. 15

διὰ τὰ γράμματα εἴκοσι καὶ τέσσαρα ποιεῖν, ἢ προσαρμόζειν τὰ κδʹ


στοιχεῖα
τῇ ὁλότητι τοῦ κόσμου. βόμβυκα δὲ λέγει τὸ μέγιστον καὶ πρῶτον ἐν τῷ
αὐλῷ τρύπημα, ἀφ' οὗ καὶ ὁ μέγιστος καὶ ὁ βαρύτατος ἦχος ἀποτελεῖται,
ὀξυτάτην δὲ τὸ ἐλάχιστον ἔσχατον, αὐτό φημι τὸ κδʹ, ἀφ' οὗ ὀξύτατος
ἀποτελεῖται φθόγγος. * * ἀντὶ τοῦ ᾗτινι τῶν κδʹ στοιχείων ὁλότητι ἡ
τοῦ οὐρανοῦ ὁλότης προσαρμόζεται. εἰπὼν δὲ ταῦτα, λέγει ὁρᾶν δὲ δεῖ
μὴ τοιαῦτα οὐδεὶς ἂν ἀπορήσειεν. ὃ ἴσον ἐστὶ τῷ ἐπειδὴ τὰ
ἀίδια τέτακται καὶ ἀεὶ ὡσαύτως ἔχει, πολλὴ ἐπ' αὐτῶν εὐπορία τοῖς
θεωρήμασι χρῆσθαι τῶν ἀριθμῶν, ὅπου γε καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλοτε ἄλλως
διακειμένων (ταῦτα γὰρ εἶπε φθαρτά) ἔστι πολλὰ τοιαῦτα ἐπινοεῖν· τίς
γὰρ ἂν ἀπορήσειεν λέγειν ὅτι ὁ καρκίνος ἐκ τοσῶνδε ἀστέρων ἐστί, διότι
καὶ ὁ ἀριθμὸς καθ' ὅν ἐστι τοιόσδε ἐστίν; ἢ ὅτι ὁ κόσμος ἴσος ἐστὶ τοῖς
κδʹ στοιχείοις, ὅτι τὰ μὲν ζῴδια ιβʹ ἐστιν, αἱ σφαῖραι δὲ ὀκτώ, τὰ δὲ
στοιχεῖα δʹ, ἢ ὅτι οἱ τὸν στέφανον ἀποπληροῦντες ἀστέρες τόσοι εἰσὶ διὰ
τὸ καὶ τόνδ' εἶναι ἀριθμὸν τοσόνδε καὶ τοιόνδε εἶναι. ἀλλὰ καὶ οἱ ὀδόν-
τες τῶν ἀνθρώπων τόσοι διὰ τὸν ἀριθμόν.

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia (0738: 001)“Corpus


hippiatricorum Graecorum, vol. 1”, Ed. Oder, E., Hoppe, K.Leipzig:
Teubner, 1924, Repr. 1971.
Κεφ. 11, τμ. 51, γρ. t

ἐὰν σκύλῃ τὸν ὀφθαλμὸν ἵππος.


289

Ἔριον μετὰ ἐλαίου ῥοδίνου καὶ ᾠοῦ ἐντὸς τοῦ ὀφθαλμοῦ


ἔμβαλλε, τῇ δὲ ἄλλῃ τήλεως ἀφηψημένης χυλῷ χλιαρῷ ἀπάντ-
λει, καὶ πληρώσας σπόγγον ἐπίθες καὶ δῆσον, καὶ πάλιν ἔριον
ἀπὸ τῶν προγεγραμμένων. καὶ ὅταν βέλτιον ἔχῃ, κολλύριον
ἐπίχριε.

πρὸς τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς καρκινώματα.

Ὄροβον ἀληλεσμένον, ἔλαιον ῥόδινον καὶ ᾠὸν μετὰ μέλι-


τος Ἀττικοῦ μίξας τὸ τραῦμα ἔγχριε.

πρὸς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς οὐλάς.

Δορὰν παλαιᾶς βύρσης καύσας καὶ ξηρίον ποιήσας ἔμ-


βαλλε κατὰ τοὺς ὀφθαλμούς.

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. t, γρ. 1

λεύουσι, τὸ δέρμα τεταμένον ἔχουσι, τὰς φλέβας γεμούσας


αἵματος, πολλὴ δὲ τούτοις συμβαίνει θερμότης. θεραπεύειν
οὖν χρὴ τρόπῳ τοιῷδε· αἷμα τοῦ τραχήλου λαμβανέσθω, καὶ
τῇ ἑξῆς σμιλίῳ ἡ φλὲψ ἐπανοιγέσθω, καὶ εἰ μοχθηρὸν καὶ
πελιδνὸν εἴη τὸ αἷμα, μέχρι καθαροῦ αἵματος ῥεύσεως ἀπορ-
ρεῖν συγχωρείσθω, καὶ μελίκρατον διὰ στόματος ἐμβαλλέσθω.
τροφῇ δὲ χλωρᾷ καὶ ἀλεύροις τρεφέσθω, προσβαλλομένου μέ-
λανος οἴνου. τὸ δέρμα κυλισμοῖς καὶ ἀνατρίψεσι χαυνούσθω.
τινὲς δὲ καὶ κισσοῦ φύλλα τρίψαντες οἴνῳ τε μίξαντες καὶ
χλιάναντες, διὰ μυκτῆρος ἐνέχεον. |

περὶ καρκινώματος.

Ἱεροκλέους.

Τὰ καρκινώματά φησι δεῖν Ἱερώνυμος τέμνειν, ἐὰν ὁ


τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσσειν καρκίνους ποτα-
μίους καύσαντα, καὶ μετὰ ὀξηρᾶς τρυγὸς τρίψαντα καὶ φυ-
ράσαντα ἐπιτιθέναι πίτυος φλοιὸν κεκομμένον καὶ ἶριν κεκομ-
μένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν κόψαντα
μετὰ ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους καταπλάσσειν. ἐὰν μέντοι ἑλκωθῇ,
290

ὕδωρ μὴ προσάγειν, ἀλλὰ πλύνειν οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῆσθαι·


μολύβδαιναν καὶ χάλκανθον κεκομμένα,

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. 1, γρ. 1

οὖν χρὴ τρόπῳ τοιῷδε· αἷμα τοῦ τραχήλου λαμβανέσθω, καὶ


τῇ ἑξῆς σμιλίῳ ἡ φλὲψ ἐπανοιγέσθω, καὶ εἰ μοχθηρὸν καὶ
πελιδνὸν εἴη τὸ αἷμα, μέχρι καθαροῦ αἵματος ῥεύσεως ἀπορ-
ρεῖν συγχωρείσθω, καὶ μελίκρατον διὰ στόματος ἐμβαλλέσθω.
τροφῇ δὲ χλωρᾷ καὶ ἀλεύροις τρεφέσθω, προσβαλλομένου μέ-
λανος οἴνου. τὸ δέρμα κυλισμοῖς καὶ ἀνατρίψεσι χαυνούσθω.
τινὲς δὲ καὶ κισσοῦ φύλλα τρίψαντες οἴνῳ τε μίξαντες καὶ
χλιάναντες, διὰ μυκτῆρος ἐνέχεον. |

περὶ καρκινώματος.

Ἱεροκλέους.

Τὰ καρκινώματά φησι δεῖν Ἱερώνυμος τέμνειν, ἐὰν ὁ


τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσσειν καρκίνους ποτα-
μίους καύσαντα, καὶ μετὰ ὀξηρᾶς τρυγὸς τρίψαντα καὶ φυ-
ράσαντα ἐπιτιθέναι πίτυος φλοιὸν κεκομμένον καὶ ἶριν κεκομ-
μένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν κόψαντα
μετὰ ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους καταπλάσσειν. ἐὰν μέντοι ἑλκωθῇ,
ὕδωρ μὴ προσάγειν, ἀλλὰ πλύνειν οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῆσθαι·
μολύβδαιναν καὶ χάλκανθον κεκομμένα, κονίᾳ ἀσβέστου μί-
ξαντα ἐξίσης ξηρᾶς, ἐπιτιθέναι. τὰ δὲ κύκλῳ ἐλαίῳ ἐπαλείφειν.

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. 1, γρ. 2

τῇ ἑξῆς σμιλίῳ ἡ φλὲψ ἐπανοιγέσθω, καὶ εἰ μοχθηρὸν καὶ


πελιδνὸν εἴη τὸ αἷμα, μέχρι καθαροῦ αἵματος ῥεύσεως ἀπορ-
ρεῖν συγχωρείσθω, καὶ μελίκρατον διὰ στόματος ἐμβαλλέσθω.
τροφῇ δὲ χλωρᾷ καὶ ἀλεύροις τρεφέσθω, προσβαλλομένου μέ-
λανος οἴνου. τὸ δέρμα κυλισμοῖς καὶ ἀνατρίψεσι χαυνούσθω.
τινὲς δὲ καὶ κισσοῦ φύλλα τρίψαντες οἴνῳ τε μίξαντες καὶ
χλιάναντες, διὰ μυκτῆρος ἐνέχεον. |

περὶ καρκινώματος.
291

Ἱεροκλέους.

Τὰ καρκινώματά φησι δεῖν Ἱερώνυμος τέμνειν, ἐὰν ὁ


τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσσειν καρκίνους ποτα-
μίους καύσαντα, καὶ μετὰ ὀξηρᾶς τρυγὸς τρίψαντα καὶ φυ-
ράσαντα ἐπιτιθέναι πίτυος φλοιὸν κεκομμένον καὶ ἶριν κεκομ-
μένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν κόψαντα
μετὰ ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους καταπλάσσειν. ἐὰν μέντοι ἑλκωθῇ,
ὕδωρ μὴ προσάγειν, ἀλλὰ πλύνειν οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῆσθαι·
μολύβδαιναν καὶ χάλκανθον κεκομμένα, κονίᾳ ἀσβέστου μί-
ξαντα ἐξίσης ξηρᾶς, ἐπιτιθέναι. τὰ δὲ κύκλῳ ἐλαίῳ ἐπαλείφειν.

ἄλλο.

|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. 2, γρ. 1

τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσσειν καρκίνους ποτα-


μίους καύσαντα, καὶ μετὰ ὀξηρᾶς τρυγὸς τρίψαντα καὶ φυ-
ράσαντα ἐπιτιθέναι πίτυος φλοιὸν κεκομμένον καὶ ἶριν κεκομ-
μένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν κόψαντα
μετὰ ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους καταπλάσσειν. ἐὰν μέντοι ἑλκωθῇ,
ὕδωρ μὴ προσάγειν, ἀλλὰ πλύνειν οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῆσθαι·
μολύβδαιναν καὶ χάλκανθον κεκομμένα, κονίᾳ ἀσβέστου μί-
ξαντα ἐξίσης ξηρᾶς, ἐπιτιθέναι. τὰ δὲ κύκλῳ ἐλαίῳ ἐπαλείφειν.

ἄλλο.

|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
ρίδας λελειωμένας μετὰ στυπτηρίας καὶ ἐλαίου κυπρίνου ἐπι-
τιθέναι.

ἄλλο Ἱπποκράτους εἰς τὸ αὐτό.

Τῶν δὲ καρκινωμάτων ἀρίστη ἐστὶ καὶ ταχίστη ἡ διὰ τοῦ


μαλάγματος τοῦ κωνείου καὶ ῥητίνης καὶ ἰξοῦ καὶ χαλβάνης
292

σύνθεσις. ταῦτα ἑψήσας, χρῶ θερμῷ τῷ βοηθήματι, ἐὰν ὁ


τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσμασι ξηροῖς καὶ τηκτοῖς
τούτοις· καρκίνους ποταμίους καύσας καὶ τρίψας, ἐπιτίθει
μετὰ τρυγὸς ὀξηρᾶς πίτυός τε φλοιὸν κεκομμένον καὶ κίσηριν

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. 3, γρ. 1

ὕδωρ μὴ προσάγειν, ἀλλὰ πλύνειν οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῆσθαι·


μολύβδαιναν καὶ χάλκανθον κεκομμένα, κονίᾳ ἀσβέστου μί-
ξαντα ἐξίσης ξηρᾶς, ἐπιτιθέναι. τὰ δὲ κύκλῳ ἐλαίῳ ἐπαλείφειν.

ἄλλο.

|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
ρίδας λελειωμένας μετὰ στυπτηρίας καὶ ἐλαίου κυπρίνου ἐπι-
τιθέναι.

ἄλλο Ἱπποκράτους εἰς τὸ αὐτό.

Τῶν δὲ καρκινωμάτων ἀρίστη ἐστὶ καὶ ταχίστη ἡ διὰ τοῦ


μαλάγματος τοῦ κωνείου καὶ ῥητίνης καὶ ἰξοῦ καὶ χαλβάνης
σύνθεσις. ταῦτα ἑψήσας, χρῶ θερμῷ τῷ βοηθήματι, ἐὰν ὁ
τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσμασι ξηροῖς καὶ τηκτοῖς
τούτοις· καρκίνους ποταμίους καύσας καὶ τρίψας, ἐπιτίθει
μετὰ τρυγὸς ὀξηρᾶς πίτυός τε φλοιὸν κεκομμένον καὶ κίσηριν
κεκαυμένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν
κόψας ὁμοῦ, μεθ' ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους κατάπλασσε, καὶ
αὖθις περίπλυνε οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῶ τούτῳ· τρύγα λευκὴν
καύσας μετὰ μολυβδαίνης καὶ χαλκάνθης κεκομμένων, | καὶ
λαβὼν πρὸς ταῦτα κονίαν ἀσβέστου, ἄγαν ξηρὰ πρόσαγε.

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 76, τμ. 3, γρ. 5

ἄλλο.

|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
293

ρίδας λελειωμένας μετὰ στυπτηρίας καὶ ἐλαίου κυπρίνου ἐπι-


τιθέναι.

ἄλλο Ἱπποκράτους εἰς τὸ αὐτό.

Τῶν δὲ καρκινωμάτων ἀρίστη ἐστὶ καὶ ταχίστη ἡ διὰ τοῦ


μαλάγματος τοῦ κωνείου καὶ ῥητίνης καὶ ἰξοῦ καὶ χαλβάνης
σύνθεσις. ταῦτα ἑψήσας, χρῶ θερμῷ τῷ βοηθήματι, ἐὰν ὁ
τόπος ἐπιδέχηται· εἰ δὲ μή, καταπλάσμασι ξηροῖς καὶ τηκτοῖς
τούτοις· καρκίνους ποταμίους καύσας καὶ τρίψας, ἐπιτίθει
μετὰ τρυγὸς ὀξηρᾶς πίτυός τε φλοιὸν κεκομμένον καὶ κίσηριν
κεκαυμένην καὶ κωνείου σπέρμα καὶ σικύου ἀγρίου ῥίζαν
κόψας ὁμοῦ, μεθ' ὕδατος ψυχροῦ καὶ ὄξους κατάπλασσε, καὶ
αὖθις περίπλυνε οἴνῳ. φαρμάκῳ δὲ χρῶ τούτῳ· τρύγα λευκὴν
καύσας μετὰ μολυβδαίνης καὶ χαλκάνθης κεκομμένων, | καὶ
λαβὼν πρὸς ταῦτα κονίαν ἀσβέστου, ἄγαν ξηρὰ πρόσαγε. τὰ
δὲ κύκλῳ ἐλαίῳ ἐπάλειφε. εἰ δὲ ἀποσκληρύνεται, ὀρόβους καὶ
μέλι ἄλειφε.

ἄλλο. πρὸς τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς καρκινώματα.

Hippiatrica, Hippiatrica Berolinesia Κεφ. 103, τμ. 16, γρ. 2

συσπᾷ. χρὴ οὖν τὸ τοιοῦτον ζῷον ὑπὸ ζυγὸν βληθῆναι, ἵνα


τῷ ἱδρῶτι καὶ τῷ καμάτῳ πᾶς ὁ πόνος ἀποκρουσθῇ. ἵνα δὲ
μετὰ τὸν κάματον βέλτιον περιοδευθῇ, τούτῳ τῷ τρόπῳ χρῆ-
σαι· δάφνης κόκκους κʹ, νίτρου λίτραν αʹ, κατακόψας λεπτά,
καὶ πηγάνου χλωροῦ δεσμίδιον ἓν μετὰ ὄξους καὶ ἐλαίου
δαφνίνου χλιάνας, ἀπάλειφε τὴν κεφαλὴν μεταξὺ τῶν ὤτων,
καὶ δέρματι ἔχοντι ἐρέαν ἐμβεβρεγμένῳ τούτῳ τῷ βοηθήματι
τὴν κεφαλὴν περίδησον.

ἄλλο.

Ἄλευρον κρίθινον συμμίξας ῥητίνῃ ἐπίθες. κέχρησο δὲ


καὶ προποτίσμασι τοῖσδε· καρκίνους | ποταμίους ἑπτὰ συγ-
294

κόψας, καὶ μίξας γάλακτος αἰγείου ξέστῃ ἑνὶ καὶ ἐλαίου κυάθῳ
ἑνί, καὶ διυλίσας καθαρίως, δίδου διὰ τοῦ στόματος· εἰ δὲ
ταῦτα μὴ ἦ, ὑδρομέλιτος κύαθους γʹ καὶ πεπέρεως λευκοῦ
ὀβολὸν ἕνα, κρόκου γρά. βʹ, ὁμοῦ συντρίψας ἐν οἴνῳ διὰ
στόματος δίδου.

Hippiatrica, Hippiatrica Cantabrigiensia Κεφ. 64, τμ. t, γρ. 1

Περὶ χολέρας ὑγρᾶς καὶ ξηρᾶς.

Πρὸς χολῆς κάθαρσιν προπότισμα. Οἴνου πα-


λαιοῦ 𐆄 εʹ, ἐλαίου καλοῦ 𐆄 αςʹ, μέλιτος 𐆄 βʹ γο γʹ, πεπέρεως
γο αʹ, σὺν σταφυλαῖς ἐκθλιβείσαις χρῶ.
Περὶ χολεριτῶν. Πράσσων ἐγκάρπων δέσμην λαβὼν
τὰς κεφαλὰς συγκόψας χύλισον. εἶτα κριθὴν χλωρὰν ἑψήσας
καὶ ἀποχυλώσας μίξας τῷ χυλῷ τῶν πράσων ἕψησον καὶ δίδου
κοχλιάριον πιεῖν.

Περὶ καρκινώματος.

Πρὸς τὰ ἐν ὀφθαλμοῖς καρκινώματα. Ὀρόβους


κτλ. ἢ καρκίνου θαλασσίου λείαν τὴν τέφραν μετὰ καδμίας
λειοτάτης μίξας ἐλαίῳ φύρασον καὶ ἐπιτίθει. μεγάλως ὠφελεῖ.
[Περὶ] πρὸς ἡλκωμένους καρκίνους παρηγο-
ρικόν. Λιθαργύρου, κηροῦ, στέατος ὑείου ἀνὰ 𐆄 αʹ, κρόκα
ᾠῶν ἐν ἀνθρακιᾷ ἑψημένων, ἰελαίου γο θʹ, σμύρνης, ἴρεως,
ἀριστολοχείας ἀνὰ γο τὸ ςʹ. λείου τὴν λιθάργυρον μεθ' ὕδα-
τος καὶ ὀλίγου ἐλαίου, εἶτα βαλὼν τὰ ᾠὰ συλλείου, ἔπειτα τὰ
λοιπὰ κόψας καὶ λεῖα ποιήσας, τὸν δὲ κηρὸν τήξας σὺν τῷ
στέατι καὶ τῷ ἐλαίῳ μῖξον πάντα καὶ ἄλειφε μότους λινοῦς ἢ

Hippiatrica, Hippiatrica Cantabrigiensia Κεφ. 104, τμ. 1, γρ. 3

θεραπεύεται δὲ οὕτως· κρητάριον μετὰ ὄξους δριμυτάτου μί-


ξας, θερμὸν εἰς τὰς σιαγόνας ἐπιτίθει ἡμέρας ϛʹ, καὶ τρίτον
τῆς ἡμέρας μέλι μετὰ ῥοῶν λεπύρων τὰ οὖλα αὐτοῦ ἀπότριβε.
Εἰ ἐν θέρει ἵππος ἀηδισθῇ. Τραγάκανθον, σμύρ-
ναν, κρόκον, ἶριν Ἰλλυρικήν, λιβανωτοῦ ἄλευρον, παρθένιον
295

τὴν βοτάνην, χαμαίπιτυν, χαμαιδάφνην λειώσας μετὰ γά-


λακτος ἐγχυμάτιζε.

Διδασκαλία περὶ σηπτικῶν ἤτοι καυστικῶν.

Διδασκαλία περὶ σηπτικῶν ἤτοι καυστικῶν. Τοῖς


σηπτικοῖς ἤτοι καυστικοῖς ὀνομαζομένοις χρώμεθα ἐπί τε τῶν
τυλωδῶν ὑπερσαρκωμάτων καὶ τῶν καρκινωδῶν ἐνίοτε ἑλκῶν
ἐπί τε χοιράδων, ὅταν αὐτὰς σῆψαι βουλόμεθα, ἐπί τε τῶν
ἰσχιαδικῶν, ἀρθριτικῶν. ἀντὶ καυτῆρος ταῦτα προσάγωμεν ἐπὶ
μυρμηκιῶν, ἀκροχορδόνων, ἥλων, συκωδῶν. ὃ μέγιστον δὲ
ἔργον αὐτῶν ἐστιν, ἐπὶ τῶν ἀνθρακωδῶν ἑλκῶν καὶ κακοήθων.
ἐπιχριόμενα γὰρ καὶ τὰς νομὰς ἱστᾶσι καὶ τὰς ἐσχάρας ἀπο-
βάλλοντα τάχιστα τοῦ κινδύνου ἀπαλλάττουσι.
Σηπτικὴ ἄδηκτος. Λεπίδος γο τὸ ςʹ, σανδαρά-
κια ἑξαγ. αςʹ, ἐλλεβόρου μέλανος, ἀρσενικοῦ ἀνὰ κερατ. ιηʹ.
τινὲς ἀντὶ τοῦ ἀρσενικοῦ στυπτηρίαν σχιστὴν βάλλουσι.
Ἄλλη ἄδηκτος καὶ κατὰ βάθος εἰσχωροῦσα.

Hymni Anonymi, Hymni e papyris magicis collecti (0742: 016)


“Die griechischen Dichterfragmente der römischen Kaiserzeit, vol. 1,
2nd edn.”, Ed. Heitsch, E.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1963.Fragment 11a, γρ. 7

κυανέα, ὀφεοπλόκαμε καὶ ζωνοδράκοντι,


αἱμαπότι, θανατηγέ, φθορηγόνε, καρδιόδαιτε,
σαρκοφάγε, καπετόκτυπ', ἀωροβόρ', οἰστροπλάνεια·
ἐλθ' ἐπ' ἐμαῖς θυσίαις καί μοι τόδε πρᾶγμα ποίησον.
Ἡ δεῖνά σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα·
αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα,
ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς καὶ καρδίαν ἀώρου
καὶ οὐσίαν νεκροῦ κυνὸς καὶ ἔμβρυον γυναικός
καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν μύρων καὶ λύματ' ὀξόεντα,
ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
δάφνην ἄτεφρον, ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς,
σφάγνον, ῥόδον πυρῆνά τε καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον, κόπρον κυνοκεφάλοιο
Ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα·
αἰγὸς στέαρ τῆς ποικίλης καὶ αἷμα καὶ δύσαγμα,
ἰχῶρα, κύνεον ἔμβρυον καὶ παρθένου ἀώρου
296

καὶ καρδίαν παιδὸς νέου σὺν ἀλφίτοις μετ' ὄξους


ἅλας τε καὶ ἐλάφου κέρας σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
δάφνην ἄτεφρον εὐχερῶς καὶ καρκίνοιο χηλάς,
σφάγνον, ῥόδον, πυρῆνά σοι καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
σκόρδον τε, μυγαλοῦ κόπρον, κυνοκεφάλειον αἷμα

Hymni Anonymi, Hymni e papyris magicis collecti Fragment 11b, γρ. 6

καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν μύρων καὶ λύματ' ὀξόεντα,


ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
δάφνην ἄτεφρον, ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς,
σφάγνον, ῥόδον πυρῆνά τε καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον, κόπρον κυνοκεφάλοιο
Ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυμίασμα·
αἰγὸς στέαρ τῆς ποικίλης καὶ αἷμα καὶ δύσαγμα,
ἰχῶρα, κύνεον ἔμβρυον καὶ παρθένου ἀώρου
καὶ καρδίαν παιδὸς νέου σὺν ἀλφίτοις μετ' ὄξους
ἅλας τε καὶ ἐλάφου κέρας σχῖνόν τε μυρσίνην τε,
δάφνην ἄτεφρον εὐχερῶς καὶ καρκίνοιο χηλάς,
σφάγνον, ῥόδον, πυρῆνά σοι καὶ κρόμμυον τὸ μοῦνον
σκόρδον τε, μυγαλοῦ κόπρον, κυνοκεφάλειον αἷμα
ὠόν τε ἴβεως νέας {ἃ μὴ θέμις} τοῖς σοῖς ἔθηκε βωμοῖς
φύλλα τε τἀμαράντιν' εἰς φλόγας πυρὸς βαλοῦσα
ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι σφαγιάζει
καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον.
ἔλεξε δ' ἄλγη ταῦτα σὲ δεδρακέναι ἀπηνῶς·
κτανεῖν γὰρ ἄνθρωπον σ' ἔφη, πίνειν τὸ δ' αἷμα τούτου,
σάρκας φαγεῖν, μίτρην τε σὴν εἶναι τὰ ἔντερ' αὐτοῦ,
καὶ δέρμ' ἔχειν δορῆς ἅπαν κεἰς τὴν φύσιν σου θεῖναι

Nemesius Theol., De natura hominis (0743: 001)“Nemesius of Emesa


(typescript)”, Ed. Einarson, B.; Corpus medicorum Graecorum (in
press).Τμ. 2, γρ. 98

οὖν καὶ τὸ ὑπολειπόμενον αἷμα, ὅσον ἂν ᾖ, ψυχή ἐστιν,


εἴπερ ψυχὴ τὸ αἷμα. ἐκεῖνο οὖν μᾶλλον λεκτέον ὅτι εἰ
τοῦτό ἐστι ψυχὴ οὗ ἐξαιρουμένου θνήσκει τὸ ζῷον, πάν-
τως καὶ τὸ φλέγμα ψυχή ἐστι καὶ αἱ χολαὶ ἀμφότεραι.
ὁποῖον γὰρ ἂν τούτων ἐκλείπῃ, τέλος ἐπάγει τῇ ζωῇ. ἔτι δὲ
καὶ τὸ ἧπαρ καὶ ὁ ἐγκέφαλος καὶ ἡ καρδία καὶ ὁ στόμαχος
297

καὶ οἱ νεφροὶ καὶ τὰ ἔντερα καὶ ἄλλα πολλά. τίνος γὰρ


τούτων ἐξαιρεθέντος οὐ τεθνήξεται τὸ ζῷον; ἄλλως τε πολ-
λά ἐστιν ἄναιμα μὲν ἔμψυχα δέ, ὡς τὰ σελάχη καὶ μαλάκια,
οἷον σηπίαι καὶ τευθίδες καὶ σμύλοι καὶ πάντα τὰ ὀστρα-
κόδερμα καὶ ἁπαλόστρακα, ὡς οἱ κάραβοι καὶ καρκίνοι καὶ
ἀστακοί. εἰ τοίνυν ἐστὶν ἔμψυχα μὲν ἄναιμα δέ, δῆλον
ὡς οὐκ ἔστιν αἷμα ἡ ψυχή. πρὸς δὲ τοὺς λέγοντας ὕδωρ
εἶναι τὴν ψυχὴν ὅτι τὸ ὕδωρ ζωογονοῦν φαίνεται πάντα,
καὶ χωρὶς ὕδατος βιοτεύειν ἀδύνατον, πολλὰ τὰ ἀντιπί-
πτοντα. οὐδὲ γὰρ χωρὶς τροφῆς ζῆν οἷόν τε· ψυχὴν ἄρα
καὶ τὰς τροφὰς πάσας καθ' ἑκάστην ῥητέον κατ' αὐτούς.
ἔπειτα πολλὰ τῶν ζῴων ἐστὶ μὴ πίνοντα, ὡς ἐπί τινων ἀετῶν
ἱστόρηται. καὶ πέρδιξ δὲ δύναται ζῆν χωρὶς τοῦ πίνειν.
διατί δὲ μᾶλλον τὸ ὕδωρ ψυχή, καὶ μὴ ὁ ἀήρ; ὕδατος μὲν
γὰρ καὶ ἐπιπολὺ δυνατὸν ἀποσχέσθαι·

Nemesius Theol., De natura hominis Τμ. 4, γρ. 46

θώραξ, χεῖρες, πόδες, καὶ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ ἀνθρώπου.


οὐ γὰρ εἰς κεφαλὴν διαιρεῖται ἡ κεφαλή, ὥσπερ τὸ νεῦρον
εἰς νεῦρον καὶ ἡ φλὲψ εἰς φλέβα καὶ ἡ σὰρξ εἰς σάρκα·
πᾶν δὲ ἀνομοιομερὲς ἐξ ὁμοιομερῶν σύνεστηκεν, ὡς ἡ κεφαλὴ
ἐκ νεύρων καὶ σαρκῶν καὶ ὀστέων καὶ τῶν τοιούτων· καλοῦσι
δὲ ταῦτα καὶ ὀργανικά. ὅρος δὲ ὁμοιομερῶν οὗτος· ὧν τὰ
μόρια τῷ τε ὅλῳ καὶ ἀλλήλοις ἐστὶν ὅμοια· τὸ δὲ ὅμοιον
νῦν ἀντὶ τοῦ ταὐτὸν δεῖ λαμβάνειν. οὐ πᾶν δὲ ζῷον πάντα
τὰ μόρια τοῦ σώματος κέκτηται· ἀλλ' ἔστιν ἔνια κολοβά.
τὰ μὲν γάρ ἐστιν ἄποδα, ὡς ἰχθύες καὶ ὄφεις· τὰ δὲ ἀκέ-
φαλα, ὡς καρκίνοι καὶ κάραβοι καὶ τῶν νηκτῶν ἔνια· ἐν
γὰρ τῷ στήθει τὰ αἰσθητήρια ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἔχειν κε-
φαλήν· τὰ δὲ πνεύμονος ἐστέρηται, ὅσα μὴ ἀναπνεῖ τὸν
ἀέρα· τὰ δὲ κύστιν οὐκ ἔχει, ὡς ὄρνιθες καὶ πάντα τὰ μὴ
οὐροῦντα· τὰ δὲ ὀστρακόδερμα τῶν πλείστων ἀμοιρεῖ μελῶν·
ἐν ὀλίγοις γὰρ αὐτοῖς τὸ εἶναι ζῴοις ὑπάρχει· δοκεῖ δέ τινα
καίτοι ἔχοντα μὴ ἔχειν· ὡς ἔλαφοι δοκοῦσι μὴ ἔχειν τὴν
ξανθὴν χολήν, ἐπειδήπερ ἐν τοῖς ἐντέροις ἔχουσιν αὐτὴν
διεσπαρμένην καὶ ἀφανῆ· ὁ δὲ ἄνθρωπος καὶ πάντα καὶ
τέλεια καὶ ὡς οὐκ ἂν ἄλλως ἐνδέχοιτο καλῶς ἔχει πάν-
τα. οὕτω δὲ καὶ κατὰ τὴν θέσιν τῶν μορίων πολλὴ
298

Alexander Med., De oculis libri tres (0744: 005)“Nachträge zu


Alexander Trallianus”, Ed. Puschmann, T.Berlin: Calvary, 1887, Repr.
1963.Σε. 148, γρ. 27

Περὶ ἀργέμου. Τὸ δὲ ἄργεμον ἕλκος τί ἐστιν ἐπὶ τοῦ


τῆς ἴρεως κύκλου γινόμενον, ὅπερ ἐπιλαμβάνει καὶ τὸ ἔξω τῆς
ἴρεως· ἔστι δὲ ἐρυθρὸν, τὸ δὲ ἔνδον λευκὸν καὶ κατὰ τὴν τῶν
ὑμένων ἑκατέρων φύσιν, ἐφ' ὧν γέγονεν.
Περὶ ἐπικαύματος. Διττὸν εἶδός ἐστι τοῦ ἐπικαύματος· καὶ
γὰρ τὸ ῥυπαρὸν καὶ ἀκάθαρτον καὶ ἐσχαρωμένον οὕτω καλοῦσιν,
ὅπερ καὶ αἷμα καθαρὸν πολλάκις συμβαίνει προχεῖσθαι τῶν ὑμένων
ὑπὸ τῆς κακοηθείας τοῦ πάθους ἀναβρωθέντων· καλοῦσι δὲ καὶ
τὴν ἐπιλεισ.. ἕλκωσιν τοῦ χιτῶνος καὶ αὐτὴν ὁμοίως ἐπί-
καυμα.
Περὶ καρκινωδῶν ἑλκῶν. Συμβέβηκε τοῖς καρκινώμασι τοῦ
ὀφθαλμοῦ ἕλκωσις, ὀδύνη καὶ διάτασις ἀγγείων κιρσωδῶν· ἔσται
δὲ καὶ ἔρευθος τῶν χιτώνων καὶ νυγμάτων διαδρομαὶ ἄχρι κροτά-
φων. καὶ ἄλλοι μὲν ἐὰν περιπατῶσιν ἢ ἐσθίωσι, τὴν κεφαλὴν ἀλ-
γοῦσι καὶ ῥευματίζουσι ὑπὸ δριμέος καὶ λεπτοῦ ῥεύματος καὶ ἀνο-
ρεκτοῦσι καὶ δριμυτέρου κολλουρίου οὐδὲ ὅλως ἀνέχονται. ἐπι-
γίνεται δὲ τὸ πάθος ὀφθαλμίαις χρονίαις, πρεσβυτέροις μᾶλλον
ἢ νεωτέροις καὶ γυναιξὶ μᾶλλον, αἷς ἀπόλωλεν ἡ ἔμμηνος κά-
θαρσις.

Theophilus Protospatharius et Stephanus Atheniensis Med., De febrium


differentia (0746: 001)“Theophili et Stephani Atheniensis de febrium
differentia ex Hippocrate et Galeno”, Ed. Sicurus, D.Florence: Bengini,
1862.Σε. 14, γρ. 20

(εʹ.) Ὁποῖα συμβαίνει πλεονάζοντος τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ.

Ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ ζητητέον·


εἰ μὲν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπὴς, ποιή-
σει τὸν μέλανα ἴκτερον· εἰ δὲ πλεονάσας σαπῇ καὶ ἔστιν ἔ-
ξω τῶν ἀγγείων, ποιήσει τὸν τεταρταῖον· εἰ δὲ ἐν ἑνὶ μορίῳ
πλεονάζῃ καὶ ἔστιν ἀσαπὴς, ποιήσει σκίῤῥους· εἰ δέ γε σαπῇ
ποιήσει καρκινώματα, ἢ φαγεδαινώματα, ἢ γαγγραινώματα.
299

(ϛʹ.) Πόσα ἀγγεῖα τοῦ αἵματος.

Ἰστέον ὅτι δύο ἀγγεῖα εἰσὶν ἐν ἡμῖν ἀρτηρία καὶ φλὲψ, ἡ


μὲν τὸ πνεῦμα περιέχουσα, ἡ δὲ τὸ αἷμα. Μεμαθήκαμεν δὲ,
ὅτι ταῦτα τ' ἀγγεῖα, ἢ ἐν τῷ πέρατι συναναστομοῦνται ἀλ-
λήλοις, ἢ ἐν τῷ μέσῳ.

Hippocrates Med., Περὶ διαφορᾶς τροφῶν πρὸς Πτολεμαῖον (0751:


004)
“Anecdota Atheniensia et alia, vol. 2”, Ed. Delatte, A.Paris: Droz, 1939.
Σε. 485, γρ. 17

Ὁ λάβραξ εὔχυμος ὑπάρχει καὶ εὔπεπτος· αἵματος γὰρ


λεπτοτέρου ἐστὶ γεννητικός. ὁ δὲ κέφαλος ἁπάντων μά-
λιστα τῶν ἰχθύων τοῖς ὕδασιν ἀμφοτέροις χρᾶται ποταμίοις
τε καὶ θαλαττίοις καὶ διὰ τοῦτο ὁ μὲν θαλάσσιος εὔχυμός
πως καὶ ἡδεῖα αὐτοῦ ἡ σάρξ· ὁ δὲ ἐν ποταμῷ διατρίβων
κακόχυμος καὶ κακοστόμαχος καὶ βρωμώδης. ταριχευθεὶς
δὲ βέλτιστος γίνεται. ἡ τρίγλα σκληροτέραν ἁπάν-
των τῶν ὁμογενῶν ἔχει τὴν σάρκα καὶ λεπτὴν καὶ
ψαφαρὰν καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον τρέφει τῶν ἄλλων
ἰχθύων καὶ εἰς ἡδονὴν ὑπερέχουσά ἐστι. αἱ δὲ τὰς καρκι-
νάδας ἐσθίουσαι τρίγλαι δυσώδεις εἰσὶ καὶ ἀηδεῖς καὶ δύς-
πεπτοι καὶ κακόχυμοι. περὶ τῶν πετραίων· πετραίους
ὀνομάζουσιν ἰχθύας τοὺς διατρίβοντας ἔνθα πέτραι καὶ
ἀκταί εἰσιν, ἄριστοι δὲ ἐν αὐτοῖς ἡδονῆς ἕνεκά εἰσιν ὁ σκά-
ρος, μετ' αὐτὸν δὲ κόσσυφοί τε καὶ κίχλαι καὶ πρὸς τούτοις
ἰουλίδες καὶ φυκίδες καὶ πέρκαι· τροφὴ δὲ ἐξ αὐτῶν οὐ
μόνον εὔπεπτος, ἀλλὰ καὶ ὑγιεινοτάτη ἐστὶν αἷμα γεννῶσι
μέσον τῇ συστάσει. ὁ δὲ κωβιὸς ἄριστός ἐστι εἰς ἡ-
δονὴν καὶ εἰς πέψιν ἀνάδοσίν τε καὶ εὐχυμίαν καὶ μάλιστα ὁ
κατὰ τοὺς ψαμμώδεις αἰγιαλοὺς καὶ τὰς πέτρας καὶ ἀκτὰς
παρὰ τῶν ἐν τοῖς στόμασι τῶν ποταμῶν

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca Σε. 62, γρ. 2

πλήξας τύχῃ τινά, ὄψει δὴ καὶ τοῦτον ἐχόμενον μεγάλῃ


μὲν φρίκῃ καὶ οἷον ἀπὸ χαλάζης ἐπαιωρηθείσῃ ἢν δὲ
300

καὶ ὅταν ὁ ἥλιος αὐτὸς ὢν οὗτος ἑαυτοῦ θερμότερος τύχῃ,


ὑπὸ τῷ τοῦ σκορπίου τις τῷ τούτου πλήγματι γένηται,
οὐκ ἂν μὴ ῥιγῶντα καὶ τοῦτον ὡς χειμῶνος ὄψει. Τὸ
μέντοι κέντρον αὐτοῦ κοπίδι ἔοικεν, καὶ ἐννέα εἰσὶ τοῦ
νώτου ἄχρι τῆς ἄκρας οἱ σφόνδυλοι. Ὁ δὲ ἐμπέλιος τῶν
σκορπίων γαστέρα μὲν μεγάλην ἔχει, ποηφάγος δέ ἐστιν
ἄλλως καὶ σιτεῖται τὴν γῆν· τὸ δὲ τοῦ πλήγματος αὐτοῦ
λιμὸν ἐμποιῆσαι ὁτῳοῦν βαρύτατόν ἐστιν. Σκέψαι δὴ καὶ
τοῦτον τὸν σκορπίον ὡς προσφερής ἐστι τῷ καρκίνῳ , οὗ
τὴν νομὴν ἴσασιν ὑποδεχόμενοι αὐτὸν πολλοὶ τῆς θαλάτ-
της αἰγιαλοί. Παγούρῳ δὲ ἔοικεν ὅδε τῷ καὶ πετραίῳ
καρκίνῳ προσαγορευθέντι ὁ σκορπίος πάντῃ. Βαρεῖται
δ' οὖν οὗτος ὑπὸ σαρκῶν, καί ἐστὶ ταῖς χηλαῖς κατά-
σκληρος, καθάπερ ἐκεῖνος ὁ καρκῖνος· μεταβάλλει[ν] γὰρ
οὗτος αὑτόν, καὶ σκορπίον ἐκ καρκίνου γίγνεσθαι, ἁλιέων
παῖδες ἡμᾶς διδάσκουσι ταῦτα. Ἐπειδὰν γάρ, φασίν, οἱ
καρκῖνοι ἐναλλάξωσι τὴν δίαιταν, καὶ τῆς θαλάττης καὶ
πετρῶν καὶ βρύων τῶν ἐν τῇ θαλάττῃ ἀναγκασθῶσιν ἐκ-
χωρῆσαι, πάσχουσιν δὲ αὐτὸ δικτύοις περιβαλλόμενοι, καὶ

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca Σε. 62, γρ. 8

νώτου ἄχρι τῆς ἄκρας οἱ σφόνδυλοι. Ὁ δὲ ἐμπέλιος τῶν


σκορπίων γαστέρα μὲν μεγάλην ἔχει, ποηφάγος δέ ἐστιν
ἄλλως καὶ σιτεῖται τὴν γῆν· τὸ δὲ τοῦ πλήγματος αὐτοῦ
λιμὸν ἐμποιῆσαι ὁτῳοῦν βαρύτατόν ἐστιν. Σκέψαι δὴ καὶ
τοῦτον τὸν σκορπίον ὡς προσφερής ἐστι τῷ καρκίνῳ , οὗ
τὴν νομὴν ἴσασιν ὑποδεχόμενοι αὐτὸν πολλοὶ τῆς θαλάτ-
της αἰγιαλοί. Παγούρῳ δὲ ἔοικεν ὅδε τῷ καὶ πετραίῳ
καρκίνῳ προσαγορευθέντι ὁ σκορπίος πάντῃ. Βαρεῖται
δ' οὖν οὗτος ὑπὸ σαρκῶν, καί ἐστὶ ταῖς χηλαῖς κατά-
σκληρος, καθάπερ ἐκεῖνος ὁ καρκῖνος· μεταβάλλει[ν] γὰρ
οὗτος αὑτόν, καὶ σκορπίον ἐκ καρκίνου γίγνεσθαι, ἁλιέων
παῖδες ἡμᾶς διδάσκουσι ταῦτα. Ἐπειδὰν γάρ, φασίν, οἱ
καρκῖνοι ἐναλλάξωσι τὴν δίαιταν, καὶ τῆς θαλάττης καὶ
πετρῶν καὶ βρύων τῶν ἐν τῇ θαλάττῃ ἀναγκασθῶσιν ἐκ-
χωρῆσαι, πάσχουσιν δὲ αὐτὸ δικτύοις περιβαλλόμενοι, καὶ
ἔξω φέρονται βίᾳ ὑπὸ τῶν τὸν ἰχθὺν τὸν δεῦρο ποιουμέ-
νων θήραν, ἐνταῦθα ἔξω γενόμενοι, καὶ μετασχόντες τῶν
ἐν τῇ γῇ, ἔπειτα κατά τινων ἐλθόντες φωλεῶν καὶ δύντες
ἀποθανόντες οὐκ εἰς μακρὰν σκορπίους ἐκ τῶν ἐλύτρων
301

ἀνῆκαν φέρεσθαι τῶν ἑαυτῶν. Λωβῶνται μέντοι τὸ σῶμα


ἤν τινος ψαύσωσιν ἠρκότες τὸ κέντρον.

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca Σε. 62, γρ. 10

ἄλλως καὶ σιτεῖται τὴν γῆν· τὸ δὲ τοῦ πλήγματος αὐτοῦ


λιμὸν ἐμποιῆσαι ὁτῳοῦν βαρύτατόν ἐστιν. Σκέψαι δὴ καὶ
τοῦτον τὸν σκορπίον ὡς προσφερής ἐστι τῷ καρκίνῳ , οὗ
τὴν νομὴν ἴσασιν ὑποδεχόμενοι αὐτὸν πολλοὶ τῆς θαλάτ-
της αἰγιαλοί. Παγούρῳ δὲ ἔοικεν ὅδε τῷ καὶ πετραίῳ
καρκίνῳ προσαγορευθέντι ὁ σκορπίος πάντῃ. Βαρεῖται
δ' οὖν οὗτος ὑπὸ σαρκῶν, καί ἐστὶ ταῖς χηλαῖς κατά-
σκληρος, καθάπερ ἐκεῖνος ὁ καρκῖνος· μεταβάλλει[ν] γὰρ
οὗτος αὑτόν, καὶ σκορπίον ἐκ καρκίνου γίγνεσθαι, ἁλιέων
παῖδες ἡμᾶς διδάσκουσι ταῦτα. Ἐπειδὰν γάρ, φασίν, οἱ
καρκῖνοι ἐναλλάξωσι τὴν δίαιταν, καὶ τῆς θαλάττης καὶ
πετρῶν καὶ βρύων τῶν ἐν τῇ θαλάττῃ ἀναγκασθῶσιν ἐκ-
χωρῆσαι, πάσχουσιν δὲ αὐτὸ δικτύοις περιβαλλόμενοι, καὶ
ἔξω φέρονται βίᾳ ὑπὸ τῶν τὸν ἰχθὺν τὸν δεῦρο ποιουμέ-
νων θήραν, ἐνταῦθα ἔξω γενόμενοι, καὶ μετασχόντες τῶν
ἐν τῇ γῇ, ἔπειτα κατά τινων ἐλθόντες φωλεῶν καὶ δύντες
ἀποθανόντες οὐκ εἰς μακρὰν σκορπίους ἐκ τῶν ἐλύτρων
ἀνῆκαν φέρεσθαι τῶν ἑαυτῶν. Λωβῶνται μέντοι τὸ σῶμα
ἤν τινος ψαύσωσιν ἠρκότες τὸ κέντρον. Μελίχλωρός ἐστιν
σκορπίος καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τούτου· ἔχει γὰρ τὴν χροιὰν
κηρίνην καὶ τὸ ἄκρον μελαίνεται τῆς οὐρᾶς.

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Nicandri theriaca Σε. 70, γρ. 7

ἧς τὸ ὄνομα βοτάνης κύτισος, καὶ ταύτην μίγνυε σὺν


ἐκείναις βάλλων. Ἱππολειχὴν δὲ λέγεταί τις οὕτω βοτάνη,
καὶ ἡ κλῆσις τῶν ἵππων, ὅτι τοὺς λειχῆνας ἥδε θερα-
πεύειν δοκεῖ (τὸ δ' οὖν μέγεθός ἐστιν αὐτῆς οὐχ οἷα πολὺ
τῆς γῆς ὑπερέχειν ἄνω)· καὶ κυκλάμιον ἑτέρα· μετ'
ἐκείνων ἄρα καὶ ταύταις κέχρησο· εἶτα καὶ μήκωνος
ὀπὸν καὶ ἄγνου μὴν σπέρμα βάλσαμόν τε δή, καὶ τὸ κα-
λούμενον κινάμωμον καὶ σφονδύλιον ἅμα ἁλσίν· ὀξύβα-
φον οἱ ἅλες ἔστωσαν εἰς μέτρον οἱ ἐμβαλλόμενοι ταῖς
βοτάναις. Πρὸς τούτοις καὶ λαγωοῦ πυτία καὶ ὁ ποτάμιος
[καὶ] καρκῖνος ἐμβαλλόμενα εἰς ὅλμον ταῦτα συγκοπτέ-
σθω πάντα καὶ μιγνύσθω καλῶς· ὕπερον δὲ ἔστω λάϊνον
ᾧ δεῖ κόπτεσθαι τὰς βοτάνας, τῷ τε χυλῷ τῆς ἀπαρίνης
εἰς κύκλων μέγεθος δραχμαίων ἀναλαμβάνεσθαι. Ὁ δὲ
302

σταθμὸς ὡσαύτως τούτων τυγχανέτω δραχμῆς· ἡ μέντοι


χρεία διδασκέτω τὸ μέτρον ὅσον ἐφ' ἑκάστῳ τῆς δόσεως
προσήκει τυγχάνειν. Πίνειν δὲ δεῖ τοῦτο καὶ ταῦτα εἰς
οἶνον, καθ' ἕκαστον δὲ ἐκλύειν δεῖ τῶν τροχίσκων ἄρα
οἴνου εἰς κοτύλας τῶν χρωμένων δύο.

Eutecnius Soph., Paraphrasis in Oppiani cynegetica (fort. auctore


Eutecnio) (0752: 003)“Die Paraphrase des Euteknios zu Oppians
Kynegetika”, Ed. Tüselmann, O.
Berlin: Weidmann, 1900; Abhandlungen der königlichen Gesellschaft der
Wissenschaften zu Göttingen, Philol.–hist. Kl., N.F. 4.1.Σε. 24, γρ. 11

φύντες αὐτῷ τῷ στόματι ἄλλος ἄλλο τῶν μελῶν ὀδοῦσι διαπρίουσιν. Ὁ


δὲ τῶν ὀδυνῶν
αἰσθόμενος πρῶτα μὲν διανίσταται φεύγειν ποσὶ πιστεύων τὴν σωτηρίαν,
ἀμηχανῶν
δὲ καὶ οὐχ οἷός τε ὢν ἀνύειν οὐδὲν ὑπ' ἀνάγκης βαρυνόμενος ἵσταται καὶ
τὴν ἄμυναν
ἐπιτρέπει τῷ στόματι καὶ πολέμιον γένος κεραΐζει τῇ γένυϊ καὶ διόλλυσιν
ἑκατέρωθεν
ἐπιστρεφόμενος. Ἀλλὰ καίπερ οὕτω πικρῶς ἐκεῖνοι διολλύμενοι μεθιᾶσιν
ἥκιστα,
οὕτως ἄτρομος αὐτοῖς ἡ ψυχὴ καὶ ἀναιδείας ἀνάμεστος· οἱ πολλοὶ δὲ
αὐτῶν καὶ
συμπατούμενοι διαφθείρονται καὶ ἄλλα μὲν τῶν μελῶν ἡμίβρωτα φέρει
[δὲ] τὸ ἔδαφος
εἰσέτι ζῶντα καὶ ἀναπαλλόμενα, τὰ δέ τινα καὶ ἐν χρῷ τῶν πλευρῶν
ἐχόμενα τῆς
ἀπεχθοῦς αἰωροῦται σαρκὸς ἡμισπάρακτα καὶ οὐδὲ θνήσκοντα μεθίησι
τὸ μὴ οὐ
προσπεφυκέναι τῷ δέρματι. Ὁ μέντοι πάσχων ἀπορούμενος πάντοθεν
φυσικόν τι καὶ
ἄτεχνον ἑαυτῷ κεράννυσι φάρμακον· ποταμὸν γὰρ καταλαβὼν καὶ
καρκίνους ἐκεῖθεν
ἀναλεξάμενος καὶ εἰς κόρον ἐμφαγὼν αὐτομαθῆ τὴν θεραπείαν εὕρατο
τοῦ πιέζοντος,
ὡς ἐπιμύειν μὲν αὐτῷ καὶ ἀπόλλυσθαι τὰς ἐκ τῶν δηγμάτων πληγὰς, εἴ τι
δέ που
περιλέλειπται ταῖς σαρξὶν ὀδὰξ ἐμφυόμενον, χαμαὶ πίπτειν εὐθὺς
αὐτοκύλιστον.
Μακρόβιον δὲ ἄρα καὶ πολυχρόνιον ἔλαφος· ταῦτά τοι καὶ τετρακόρωνον
ὁ πα-
303

λαιὸς λόγος αὐτὸν διεθρύλλησεν.


Ἔστι δὲ καὶ ἄλλο γένος ἐλάφων· εὐρυκέρωτας αὐτοὺς ἐπονομάζουσιν
ἄνθρωποι·
κατηγορεῖ δὲ ἡ κλῆσις τὴν φύσιν· ὑπερτέλλει γὰρ τῆς κεφαλῆς τὸ κέρας
αὐτοῖς
εὐρυνόμενον.
Ἔχει καὶ ἰόρκους τινὰς οὕτω καλουμένους τὸ τοῦ δρυμῶνος ἀμφιλαφές
τε καὶ
σύσκιον, τἆλλα μὲν ἐλάφους ὄντας ἀκριβῶς, δέρμα δὲ μόνον σφραγῖσι
πυκναῖς

Thessalus Astrol., Med., De virtutibus herbarum (e cod. Monac. 542)


Βι. 1, κεφ. 4, τμ. 2, γρ. 2

Σύναγε ταύτην ἀπὸ τῆς πρὸ ιγʹ καλανδῶν Ἰουλίου· βοτάνη Καρκίνου τὸ
σύμφυτον.
Ταύτης {γὰρ} ἡ ῥίζα καὶ ὁ {καρπὸς} χυλὸς πολλὰς ἐν-
εργείας ἔχει. ἐκ μὲν οὖν τῆς ῥίζης ἔμπλαστρον σκευάζεται,
ὅπερ τραύματα καὶ διακοπέντα ⌊νεῦρα⌋ κολλᾷ. ⌊σκευάζεται δὲ
οὕτως·⌋ {ἤγουν} κηροῦ δρ. ηʹ, μυελοῦ ἐλαφείου δρ. ιβʹ,
μάννης Λιβάνου δρ. καʹ, ῥητίνης ὑγρᾶς δρ. κδʹ, τῆς ῥίζης
κεκομμένης καὶ σεσημένης δρ. λβʹ, ἐλαίου ῥοδίνου δρ. κδʹ,
μέλιτος Ἀττικοῦ δρ. ϛʹ, κρόκου δρ. βʹ – παρ' ἐνίοις μέ-
λι οὐκ ἔστιν οὐδὲ κρόκος ἐγκείμενος – {κρόκου δρ. βʹ}. τὰ
ξηρὰ τοῖς ὑγροῖς ἀναλαμβάνων χρῶ.

Διοσκουρίδης ιατρός De venenis eorumque praecautione et


medicatione (= Alexipharmaca) “Pedanii Dioscoridis Anazarbei, vol.
2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch, 1830; Medicorum Graecorum
opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol. 26.2.Τμ. 30, γρ. 13

...ἐν δὲ τῷ χρονίσαι κοιλία τε ἀλγεῖ, καὶ οὖρα ἐπέχε-


ται· εἴ ποτε δὲ ἐκκριθείη, πορφυρίζοντα τῇ χρόᾳ ὁρᾶται·
ἀποστροφή τε καὶ μῖσος πρὸς πάντα ἰχθύν· καὶ ἱδροῦσι δυς-
ώδη· παρέπεται δὲ αὐτοῖς καὶ ἔμετος χολώδης, ἐνίοτε αἵματι
μεμιγμένος· οἷς δοτέον γάλα ὄνειον, ἢ γλυκὺ συνεχῶς, καὶ
μαλάχης ῥίζης καὶ τῶν φύλλων τὸ ἀφέψημα, ἢ κυκλαμί-
νου ῥίζαν λείαν σὺν οἴνῳ· ἢ ἐλλεβόρου μέλανος ἢ σκαμ-
μωνίας ὀποῦαʹ μετὰ μελικράτου· ῥοῶν τε πυρῆνας,
304

ἢ κεδρίας λείας μετ' οἴνου· ποιεῖ καὶ χηνὸς αἷμα ποθὲν θερ-
μόν· μὴ δυνάμενοι δὲ οὗτοι ἰχθύας προςενέγκασθαι, μόνους τοὺς
ποταμίους καρκίνους ἑφθοὺς ἐσθίουσι, καὶ πίνοντες οἶνον με-
μιγμένον ἐπ' αὐτῶν, πέσσουσιν ὠφελούμενοι· τεκμήριον δ' ἐστὶν
ἐπ' αὐτῶν σωτηρίας, ὅταν ἄρξωνται ἰχθύας προςφέρεσθαι.
[Περὶ φρύνου.] Φρῦνος ἢ βάτραχος ἕλειος
προςενεχθεὶς ἐπιφέρει οἰδήματα σώματος μετὰ ὠχρότητος ἐπι-
τεταμένης, ὡς δοκεῖν πύξῳ ἐοικέναι, δυςπνοεῖν τε καὶ δυςω-
δίᾳ ὀδωδέναι τὸ στόμα· καὶ λυγμὸς αὐτοῖς ἕπεται, ἐνίοτε δὲ
καὶ σπέρματος ἀπροαίρετος ἔκκρισις. Εὐβοήθητοί τε τυγχά-
νουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν, καὶ κα-
λάμου ῥίζηςβʹ, ἢ κυπείρου τὸ αὐτό· δεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ
ἀναγκάζειν συντόνως περιπατεῖν καὶ τρέχειν,

Διοσκουρίδης ιατρός De iis, quae virus ejaculantur, animalibus


libellus, in quo et de rabioso cane (= Theriaca) (1118: 002)“Pedanii
Dioscoridis Anazarbei, vol. 2”, Ed. Sprengel, K.Leipzig: Knobloch,
1830; Medicorum Graecorum opera quae exstant (ed. C.G. Kühn), vol.
26.2.Τμ. 2, γρ. 7

εἰς τὴν ὁμοίαν ἐμπεσεῖν διάθεσιν, καὶ πολλὰ κακοπαθήσαντα


σωθῆναι. Τὸ μὲν οὖν πάθος ἐστὶν ἀργαλέον· πρὸ δὲ τῆς
πείρας αὐτοῦ πολλοὺς καὶ αὐτοὶ περιεσώσαμεν, καὶ ὑπ',
ἄλλων ἰατρῶν σωθέντας ἔγνωμεν.
[Θεραπεία τοπικὴ τῶν ὑπὸ λυσσῶντος κυ-
νὸς δηγμάτων.] Τῆς θεραπείας ἡ μέν ἐστι κοινή· καὶ χρη-
στέον αὐτῇ ἐπὶ πάντων τῶν ὑπό τινος ἰοβόλου ζώου δε-
δηγμένων· ἡ δέ τις ἰδία τῶν λυσσοδήκτων, τοῖς μὲν γὰρ
ἄκρως ὠφελεῖν εἰθισμένη, τοῖς δὲ ἀπὸ πολλοῦ δηχθεῖσιν,
ἀνάρμοστος· καὶ πρῶτόν τε αὐτὴν ἐκθέμενοι, μετὰ τοῦτο
καὶ τὴν κοινὴν ἐκτροχάσομεν. Δεῖ τοίνυν καρκίνους ποτα-
μίους ἐπὶ κληματίδος λευκῆς ἀμπέλου καῦσαι, καὶ τὴν τέφραν
αὐτῶν λειοτριβήσαντα ἔχειν ἀποκειμένην· ὁμοίως δὲ καὶ ῥίζαν
γεντιανῆς ἀποθέσθαι κεκομμένην καὶ σεσησμένην. Ὁπότε δέ
τις δηχθείη ὑπὸ λυσσῶντος κυνὸς, εἰς οἴνου ἀκράτου κυά-
θους δʹ ἐμβάλλειν δύο μὲν κοχλιάρια τῆς τῶν καρκίνων τέ-
φρας, ἓν δὲ κοχλιάριον τῆς γεντιανῆς, καὶ ἐγκυκήσαντας ὡς
ἐν ἀλφίτῳ δεδευμένῳ, πίνειν ἀπὸ τῆς αʹ ἡμέρας, μέχρι τες-
σάρων ἡμερῶν· ἀπαρχῆς μὲν οὖν διδόμενον τὸ φάρμακον τοῦ-
τον προςφερέσθω τὸν τρόπον· εἰ δὲ ἡμέραι παρεληλύθασι δύο
ἢ τρεῖς ἀπὸ τῆς δήξεως, ἐγχειροῦντας τῇ θεραπείᾳ,
305

Διοσκουρίδης ιατρός De iis, quae virus ejaculantur, animalibus libellus,


in quo et de rabioso cane (= Theriaca) Τμ. 21, γρ. 15

θίνῳ ἀλεύρῳ καὶ ὄξει δεδευμένην· καταντλεῖν δὲ θαλάσσῃ


τὰ ἕλκη, ἢ μελισσοφύλλου ἀφεψήματι, ταύτης δὲ τὰ φύλλα ἐπι-
πλάσσειν· λουτρὰ δὲ παραλαμβάνειν συνεχέστερον καὶ προ-
ποτισμοῖς χρηστέον διὰ τούτων τῶν φαρμάκων, ἀβροτόνου τὸ
σπέρμα, ἄνισον, ἀριστολοχία, ἐρέβινθος ἄγριος, κύμινον
αἰθιοπικὸν, κεδρίδες λεῖαι, πλατάνου φλοιὸς, καὶ τὸ σπέρμα
τῆς τριφύλλου πόας· τούτων δὲ ἑκάστου διδόναι κατ' ἰδίαν
𐆄 βʹ, μετ' οἴνου κοτύλης αʹ. Δίδοται δὲ καὶ μυρίκης ὁ καρ-
πὸς ὡςαύτως καὶ χαμαιπίτυος καὶ τῶν χλωρῶν τῆς κυπα-
ρίσσου σφαιρίων τὸ ἀφέψημα κιρνάμενον μετ' οἴνου. Φασὶ
δέ τινες καὶ καρκῖνον ποτάμιον χυλισθέντα μετὰ γάλακτος,
καὶ προςλαβόντα σελίνου σπέρμα, παραχρῆμα τῶν ὀχλη-
ρῶν ἀπαλλάσσειν.

Chrysippus Phil., Fragmenta logica et physica Fragment 729b, γρ. 6

τήρης καρκίνος μικρός. καὶ ἡ πίννη διαστήσατο τὸ ὄστρακον


ἡσυχάζει τηροῦσα τὰ ἐπεισιόντα ἰχθύδια, ὁ δὲ πιννοτήρης
παρεστώς, ὅταν εἰσέλθῃ τι, δάκνει αὐτὴν ὥσπερ σημαίνων, ἡ
δὲ δηχθεῖσα συμμύει· καὶ οὕτως τὸ ἀποληφθὲν ἔνδον κατε-
σθίουσι κοινῇ“.
Plutarchus πότερα τῶν ζῴων φρονιμώτερα cp 3o p. 98oa.
ἀλλὰ μᾶλλον ἐπὶ τὰς κατ' ἰδίαν κοινωνίας αὐτῶν καὶ συμβιώσεις ἰτέον
(sc.
ζῴων). ὧν ἐστι καὶ ὁ τὸ πλεῖστον ἐξαναλώσας Χρυσίππου μέλαν πιν-
νοτήρας, παντὶ καὶ φυσικῷ βιβλίῳ καὶ ἠθικῷ προεδρίαν ἔχων· τὸν γὰρ
σπογγοτήραν οὐχ ἱστόρηκεν, οὐ γὰρ ἂν παρέλιπεν. ὁ μὲν οὖν πιννοτήρας
ζῷόν ἐστι καρκινῶδες, ὥς φασι, καὶ τῇ πίννῃ σύνεστι καὶ πυλωρεῖ τὴν
κόγχην
προκαθήμενος ἐῶν ἀνεῳγμένην καὶ διακεχηνυῖαν, ἄχρι οὗ προσπέσῃ τι
τῶν
306

ἁλωσίμων αὐτοῖς ἰχθυδίων· τότε δὲ τὴν σάρκα τῆς πίννης δακὼν


παρεισῆλθεν,
ἡ δὲ συνέκλεισε τὴν κόγχην, καὶ κοινῶς τὴν ἄγραν ἐντὸς ἕρκους
γενομένην
κατεσθίουσι.
Philo de animalibus adv. Alexandrum p. 169 Aucher. quae
vero dicuntur de pina et satellite eius, communem societatem
demonstrant.
– – Quisquis autem haesitat, discat ex arboribus plantisque. – –
Hae enim etsi nullam habeant animae partem, tamen familiaritatis abalie-
nationisque non minorem praeferunt manifestationem. Moventur et
crescunt
atque tamquam osculo dilectionis salutando amplectuntur se invicem, ut

Favorinus Phil., Rhet., Fragmenta (1377: 003)“Favorino di Arelate.


Opere”, Ed. Barigazzi, A.Florence: Monnier, 1966.Fragment 28,3, γρ. 22

γεῖν κατὰ τέχνην.


Εἰ μὲν οὖν ἔγραψέ τις τῶν Ἀκαδημαϊκῶν, οἷον μέν τι χρῆμά
ἐστιν ἀπόδειξις, οἷον δὲ σόφισμα καὶ ὡς χρὴ διαγιγνώσκειν αὐτὰ
καὶ ὡς χρὴ γυμνάζεσθαι κατὰ ταῦτα, προσηκόντως [ὡς] ὁ Φαβω-
ρῖνος ἐπιτρέπει τὴν κρίσιν τῶν εἰς ἑκάτερα ἐπιχειρουμένων τοῖς μα-
θηταῖς, πλὴν ὅτι περιττόν ἐστι, εἰ διδάσκει ὁ Ἀκαδημαϊκὸς ἕκα-
στον τῶν εἰρημένων, ἐχόντων γε ἡμῶν τοὺς ἰδίους τῶν δογμάτων
διδασκάλους· εἰ δ' οὔτ' ἔργαψέ τις ὑπὲρ τῆς διαφορᾶς αὐτῶν οὔτ'
ἐγύμνασεν, ὅμοιόν τι ποιεῖ τέκτονι κελεύοντι τῷ μαθητῇ μετρῆσαί
τε καὶ στῆσαι καὶ ἀποτεῖναι καὶ κύκλον γράψαι χωρὶς τοῦ πῆχυν
δοῦναι καὶ ζυγὸν καὶ κανόνα καὶ καρκίνον. ἀλλ' ἴσως φησὶ μηδὲν
εἶναι τοιοῦτον ἐν φιλοσοφίᾳ καὶ δόγμασι. μὴ τοίνυν ἔτι προσποιοῦ
γιγνώσκειν τι μηδ' ἀποφάναι μηδ' ἀποδίδρασκε τὴν ὑπὸ τῶν πρε-
σβυτέρων Ἀκαδημαϊκῶν εἰσαγομένην ἐποχήν, μηδὲ σεμνύνου γραμ-
ματικοῦ ποιῶν ἔργον, ἃ μὲν εἰρήκασιν οἱ πρόσθεν ἐκμεμελετηκώς,
ὅ τι δὲ αὐτῶν ὑγιές ἐστιν οὐδ' ὅλως ἐννοῶν· οὐδὲ γὰρ διδασκάλου
τό γε τοιοῦτόν ἐστιν, ἀλλ' ἀδολεσχία τις ἢ λῆρος.

Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores Atticos


“Harpocrationis lexicon in decem oratores Atticos, vol. 1”, Ed. Dindorf,
W.Oxford: Oxford University Press, 1853, Repr. 1969.Σε. 168, γρ. 10

Καλαύρεια: Δημοσθένης ἐν τῇ περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου ἐπι-


στολῇ. νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος, ὡς Ἑκαταῖος ἐν περιόδῳ τῆς
307

γῆς ἔφη. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια, καθά φησιν


Ἀντικλείδης.
Κανηφόροι: Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Λυκόφρονος. περὶ τῶν κανη-
φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος
πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα συγκαρκινωθῇ.
λέγεται καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης
Τραπεζιτικῷ· εἴη δ' ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-
πλεῦσαι Πελοπόννησον. περὶ δὲ τοῦ τῆς τραγῳδίας ποιητοῦ τοῦ
Ξενοκλέους υἱοῦ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μνησίμαχόν φησι “συντίθεται

Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores Atticos Σε.


168, γρ. 11

Καλαύρεια: Δημοσθένης ἐν τῇ περὶ τῆς ἑαυτοῦ καθόδου ἐπι-


στολῇ. νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος, ὡς Ἑκαταῖος ἐν περιόδῳ τῆς
γῆς ἔφη. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια, καθά φησιν
Ἀντικλείδης.
Κανηφόροι: Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Λυκόφρονος. περὶ τῶν κανη-
φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος
πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις
ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα
συγκαρκινωθῇ.
λέγεται καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης
Τραπεζιτικῷ· εἴη δ' ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-
πλεῦσαι Πελοπόννησον. περὶ δὲ τοῦ τῆς τραγῳδίας ποιητοῦ τοῦ
Ξενοκλέους υἱοῦ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μνησίμαχόν φησι “συντίθεται
“δὲ τούτοις καὶ καρκίνος ὁ ποιητὴς εἰπὼν
308

Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores Atticos Σε.


168, γρ. 12

στολῇ. νῆσός ἐστι πλησίον Τροιζῆνος, ὡς Ἑκαταῖος ἐν περιόδῳ τῆς


γῆς ἔφη. ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Εἰρήνη ἡ Καλαύρεια, καθά φησιν
Ἀντικλείδης.
Κανηφόροι: Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Λυκόφρονος. περὶ τῶν κανη-
φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος
πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις
ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα
συγκαρκινωθῇ.
λέγεται καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης
Τραπεζιτικῷ· εἴη δ' ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-
πλεῦσαι Πελοπόννησον. περὶ δὲ τοῦ τῆς τραγῳδίας ποιητοῦ τοῦ
Ξενοκλέους υἱοῦ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μνησίμαχόν φησι “συντίθεται
“δὲ τούτοις καὶ καρκίνος ὁ ποιητὴς εἰπὼν

Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores Atticos Σε.


168, γρ. 15

Κανηφόροι: Λυκοῦργος ἐν τῷ κατὰ Λυκόφρονος. περὶ τῶν κανη-


φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος
πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις
ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα
συγκαρκινωθῇ.
λέγεται καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
309

κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης


Τραπεζιτικῷ· εἴη δ' ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-
πλεῦσαι Πελοπόννησον. περὶ δὲ τοῦ τῆς τραγῳδίας ποιητοῦ τοῦ
Ξενοκλέους υἱοῦ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μνησίμαχόν φησι “συντίθεται
“δὲ τούτοις καὶ καρκίνος ὁ ποιητὴς εἰπὼν

Αρποκρατίων γραμματικός. Lexicon in decem oratores Atticos Σε.


168, γρ. 16

φόρων Φιλόχορος ἐν βʹ Ἀτθίδος φησὶν ὡς Ἐριχθονίου βασιλεύοντος


πρῶτον κατέστησαν αἱ ἐν ἀξιώματι παρθένοι φέρειν τὰ κανᾶ τῇ θεῷ,
ἐφ' οἷς ἐπέκειτο τὰ πρὸς τὴν θυσίαν, τοῖς τε Παναθηναίοις καὶ ταῖς
ἄλλαις πομπαῖς.
Καρκίνος: Λυσίας ἐν τῇ περὶ τοῦ κυνὸς ἀπολογίᾳ, εἰ γνήσιος,
“ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες.” καὶ ὅταν
ὁ σῖτος ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι· Φερεκράτης Αὐ-
τομόλοις
ὁπόταν σχολάζῃς, νίψον, ἵνα τὰ λήϊα
συγκαρκινωθῇ.
λέγεται καρκίνος καὶ πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν καρ-
κίνωμα καλοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κύριον ὄνομα, οὗ μνημονεύει Ἰσοκράτης
Τραπεζιτικῷ· εἴη δ' ἂν οὗτος ὁ Ἀθηναίων στρατηγὸς ὁ πεμφθεὶς περι-
πλεῦσαι Πελοπόννησον. περὶ δὲ τοῦ τῆς τραγῳδίας ποιητοῦ τοῦ
Ξενοκλέους υἱοῦ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μνησίμαχόν φησι “συντίθεται
“δὲ τούτοις καὶ καρκίνος ὁ ποιητὴς εἰπὼν

Hierocles Phil., Ἠθικὴ στοιχείωσις (1429: 001)“Hierokles. Ethische


Elementarlehre (Papyrus 9780)”, Ed. von Arnim, J.Berlin: Weidmann,
1906; Berγρ. r Klassikertexte 4.Column 7, γρ. 25

⸏οὐκ ἐξαρκοῦντα. Τοσαύτη δ' ἄρα περιουσία τεκμηρίων


ἐστὶ τῶι τὸ ζῶιον οἰκειοῦσθαι ἑαυτῶι, ὥστ' ἤδη κἀν τοῖς
παρὰ φύσιν ἔξεστιν ὑπομιμνήσκειν ὑγιὲς ὂν τὸ ἀξιούμενον.
.....φιλ.... πρᾶγμα χαλεπόν· καὶ τοῦ μὴ θερα-
πεύειν ἑαυτοὺς ....ω..... ὅμως τὴν καταρχήν
γε ἡ πρὸς ἑαυτοὺς οἰκείωσις παρέχει, δι' ἣν οἰστός ἐστιν ἕ-
καστος ἑαυτῶι, κἂν ἄλλοις ἀφόρητος ἦι. ἕλκη γοῦν
τὰ δυσοσμότατα καὶ πρὸς τὴν ὄψιν ἀπηνέστατα φέρο-
μεν ἑαυτῶν καὶ τὴν ἄλλην ἀηδίαν ὑπὸ τῆς φιλαυτίας ἐπι-
σκοτουμένην. τὸ δὲ θαυμασιώτατον· τί γάρ ἐστιν εἰδεχθέστερον
310

.ακία. εἴγε καρκινώματα μὲν καὶ ὀχθώδεις ἐ-


παυξήσεις σαρκῶν μελανίαι τε καὶ σηπεδόνες

Cyranides, Cyranides (1482: 001)“Die Kyraniden”, Ed. Kaimakis, D.


Meisenheim am Glan: Hain, 1976.Βι. 3, τμ. 13, γρ. 5

Περὶ ἐρωδιοῦ.

Ἐρωδιός ἐστιν ὄρνεον ἐν βωμοῖς ἢ κτίσμασιν τοῖς ἐν πόλεσι σκη-


νοποιοῦν καὶ φωλεῦον, ἔχον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ἀκρόπτερα ὡς βα-
σίλειον ἐπιμηκέστατον ὡσεὶ δακτύλων γʹ.
Τούτου τὸ ῥάμφος μετὰ καρκίνου χολῆς ἐν δέρματι ὀνείῳ εἰ περι-
άψῃς, τοῖς ἀγρυπνοῦσιν ὑπνῶσαι ποιήσεις. εἰ δέ τις ἐν συμποσίῳ
θείη τὸ ῥάκος ἐν ᾧ ἐστι τὸ ῥάμφος εἰς τὸν οἶνον, οἱ πιόντες ἀπο-
κοιμηθήσονται ὡς πολλῶν ἡμερῶν ἄγρυπνοι ὑπάρχοντες καὶ μὴ αἰσθα-
νόμενοι.

Cyranides, Cyranidesβι. 4, τμ. 28, γρ. 1t


Περὶ καρκίνου.

Καρκίνοι ποτάμιοι λεῖοι ποθέντες σὺν γάλακτι αἰγείῳ θεραπεύου-


σιν σκορπιοπλήκτους, φαλαγγιοδήκτους, ἐχιοπλήκτους καὶ διψάδος καὶ
κεράστου δήγματα ἰῶνται. σὺν οἴνῳ δὲ μέλανι ἐν ποτῷ δοθέντες γυναι-
ξὶ δυστοκούσαις ὠκυτοκίαν παρέχουσι. λεῖοι δὲ μετὰ χυλοῦ ὀρύζης πο-
θέντες ἢ πλασθέντες ὑδροφόβους ἰῶνται. σὺν ὕδατι δὲ ποθέντες ἔμμηνα
κατασπῶσι. λεῖοι δὲ ἐπιτεθέντες βελοτρώτοις ἐξάγουσι τὰς ἀκίδας τῶν
βελῶν, καὶ σκόλοπας καὶ ἀκάνθας καὶ ὅσα τοιαῦτα ἀποβάλλει. σὺν
κηρῷ δὲ ἐπιπλασθέντες, χίμετλα ἰῶνται.
καρκίνος θαλάσσιος ζωμιστὸς πινόμενος καὶ ἐσθιόμενος οὖρα προτρέ-
πει, καὶ ὠμὸς σὺν μολύβδῳ κεκαυμένος τριβεὶς καρκινώματα ἰᾶται.

Cyranides, Cyranidesβι. 4, τμ. 28, γρ. 23

Καρκίνων ποταμίων καέντων ἡ τέφρα κοχλιαρίων δυοῖν πλῆθος σὺν


γεντιανῆς ῥίζης κοχλιαρίῳ ἑνὶ καὶ οἴνῳ ποθεῖσα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς,
βοηθεῖ λυσσοδήκτοις ἐναργῶς. σὺν μέλιτι ἑφθῷ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ
καὶ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ χίμεθλα καὶ καρκινώματα παρηγορεῖ. λεῖοι
δὲ ὠμοὶ σὺν γάλακτι ὀνείῳ ποθέντες βοηθοῦσι δήγμασιν ἑρπετῶν φα-
λαγγίων, σκορπίων πληγαῖς. ἑφθοὶ δὲ σὺν ζωμῷ ἐσθιόμενοι, φθισικοὺς
311

ὠφελοῦσι καὶ τοὺς λαγὼ θαλάσσιον πεπωκότας. τριφθέντες δὲ σὺν ὠκί-


μῳ καὶ προσαχθέντες, σκορπίους κτείνουσι. δύνανται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ
οἱ θαλάσσιοι πλὴν ἧττον τούτων ἐνεργοῦσιν.
Καρκίνοι ποτάμιοι ἐσθιόμενοι καὶ τὸ ἀπόζεμα αὐτῶν πινόμενον
δυσουρίαν καὶ στραγγουρίαν γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν καὶ παίδων ἰᾶται.
καρκίνον καύσας καὶ ἀριστολοχίαν καὶ κνίδας κοπανίσας καὶ λειώσας
ὁμοῦ, μῖξον σὺν αὐτοῖς καὶ σαπώνιν καὶ χρίε ἐξωχάδας καὶ ἐσωχάδας.

Cyranides, Cyranidesβι. 4, τμ. 28, γρ. 25

γεντιανῆς ῥίζης κοχλιαρίῳ ἑνὶ καὶ οἴνῳ ποθεῖσα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς,
βοηθεῖ λυσσοδήκτοις ἐναργῶς. σὺν μέλιτι ἑφθῷ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ
καὶ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ χίμεθλα καὶ καρκινώματα παρηγορεῖ. λεῖοι
δὲ ὠμοὶ σὺν γάλακτι ὀνείῳ ποθέντες βοηθοῦσι δήγμασιν ἑρπετῶν φα-
λαγγίων, σκορπίων πληγαῖς. ἑφθοὶ δὲ σὺν ζωμῷ ἐσθιόμενοι, φθισικοὺς
ὠφελοῦσι καὶ τοὺς λαγὼ θαλάσσιον πεπωκότας. τριφθέντες δὲ σὺν ὠκί-
μῳ καὶ προσαχθέντες, σκορπίους κτείνουσι. δύνανται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ
οἱ θαλάσσιοι πλὴν ἧττον τούτων ἐνεργοῦσιν.
Καρκίνοι ποτάμιοι ἐσθιόμενοι καὶ τὸ ἀπόζεμα αὐτῶν πινόμενον
δυσουρίαν καὶ στραγγουρίαν γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν καὶ παίδων ἰᾶται.
καρκίνον καύσας καὶ ἀριστολοχίαν καὶ κνίδας κοπανίσας καὶ λειώσας
ὁμοῦ, μῖξον σὺν αὐτοῖς καὶ σαπώνιν καὶ χρίε ἐξωχάδας καὶ ἐσωχάδας.

Περὶ κυνὸς θαλασσίου.

Κύων ἰχθύς ἐστι θαλάσσιος, οὗ καυθέντος ἡ τέφρα σὺν σηποστράκῳ


οὖλας ὀδόντων θεραπεύει. κυνὸς θαλασσίου οἱ ὀδόντες καέντες καὶ
σὺν μέλιτι λειωθέντες οὖλα καθαίρουσιν. τὸ δὲ δέρμα αὐτοῦ φορούμε-
νον κύνας γηΐνους εἰς φυγὴν τρέπει. ἡ δὲ σὰρξ αὐτοῦ ἐσθιομέ-
νη εὐστόμαχός ἐστιν καὶ εὔπεπτος.

Maximus Astrol., Περὶ καταρχῶν Τμ. 6, γρ. 192

τηκόμενος δυερῇσι πανημαδὸν ἐλπωρῇσιν·


εἰ δ' ἀρχὴ καμάτοιο πέλοι ἐνὶ δευτέρῃ ἠοῖ,
ἦ τ' ἂν ὅγ' ὠκείῃσιν ὑπ' ἀρτεμίῃσιν ἔχοιτο,
ἤματ' ἐπὶ τρία μοῦνον ἐνὶ λέκτροισι μογήσας.
ἢν δὲ γυνὴ τῆμόσδε φέρουσ' ὑπομήτριον υἷα
ἀμβλώσῃ, ξυνήν κεν ἐς Ἄιδα παιδὶ κέλευθον
312

στέλλοιτ', εἰ μή τίς μιν ἐρύσσεται ἤπιος ἀστὴρ


ἀγλαοφεγγέα δῖαν ἐσαθρήσας κερόεσσαν.
πρηΰτατος δὲ πέλει κάματος βροτῷ αὐδήεντι,
εἴ κεν συμφορέηται ἀγαυὴ Θειαντίνη
Καρκίνῳ αἰγλήεντι, θοὴν δὲ φέρει ἐπαρωγήν.
μοῦνον μὴ στέρνοισιν ἔχοι ὀλοφώιον ἄλγος·
δυσπονέως γάρ μιν Παιήονος ἔργα σαώσοι.
μηδὲ ποδὸς πληγή μιν ἐπισπέρχοι ὀδύνῃσι
τῆμος, δὴ γὰρ ἂν οὔτι μετ' ἀρτιπόδεσσι λέγοιτο.
ἀμβλώσει δ' οὔ πέρ τι φέρει κακόν, οὐδέ τι λοιγόν.
κούφως δ' αἱμορύτοισιν ἐπ' ὠδίνεσσι πονοῖτο
ἡμιτελὲς ῥίψασα γυνὴ ἀνεμώλιον ἄχθος.

Memnon Hist., Fragmenta FHG 3”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–
1870.Fragment 2, γρ. 26

τῇ φιλαδελφίᾳ τὸ πρῶτον ἠνέγκατο. (3) Τὴν γὰρ ἀρ-


χὴν τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ παισὶν ἀνεπηρέαστον συντηρῶν
ἐπὶ τοσοῦτον τῆς αὐτῶν κηδεμονίας λόγον ἐτίθετο, ὡς
καὶ γυναικὶ συνὼν, καὶ τότε λίαν στεργομένῃ, μὴ ἀνα-
σχέσθαι παιδοποιῆσαι, ἀλλὰ μηχανῇ πάσῃ γονῆς στέ-
ρησιν ἑαυτῷ δικάσαι, ὡς ἂν μηδ' ὅλως ὑπολίποι τινὰ
ἐφεδρεύοντα τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ παισίν. (4) Οὗτος ἔτι
ζῶν καὶ γήρᾳ βαρυνόμενος Τιμοθέῳ τῷ πρεσβυτέρῳ
τῶν παίδων τοῦ ἀδελφοῦ ἐγχειρίζει τὴν ἀρχήν, καὶ
μετὰ χρόνον οὐ πολὺν ἀνιάτῳ πάθει καὶ χαλεπωτάτῳ
συσχεθείς . Καρκίνωμα γὰρ μεταξὺ βουβῶνός τε καὶ
ὀσχέου ὑποφυὲν τὴν νομὴν πρὸς τὰ ἔνδον ἐπεδίδου πι-
κρότερον· ἐς οὗ ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς σαρκὸς ἐξέρ-
ρεον βαρὺ καὶ δύσοιστον πνέουσαι, ὡς μηκέτι μήτε τὸ
ὑπηρετούμενον μήτε τοὺς ἰατροὺς τὸ τῆς σηπεδόνος στέ-
γειν δυσῶδες καὶ ἀνυπόστατον. Καὶ συνεχεῖς δὲ ὀδύναι
καὶ δριμεῖαι ὅλον τὸ σῶμα κατέτεινον· ὑφ' ὧν ἀγρυπνίαις
τε καὶ σπασμοῖς ἐξεδίδοτο, ἕως προκόψασα μέχρις αὐ-
τῶν τῶν σπλάγχνων τοῦ πάθους ἡ νομὴ τοῦ βίου ἀπέρ-
ρηξεν. (5) Ἐδίδου μὲν καὶ οὗτος ὥσπερ καὶ Κλέαρχος
τελευτῶν τοῖς ὁρῶσιν ἐννοεῖν...

Nepualius Med., Phil., Περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν


313

“Nepualii fragmentum περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν et


Democriti περὶ συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν”, Ed. Gemoll, W., 1884;
Städtisches Realprogymnasium zu Striegau.Τμ. 2, γρ. 1

Νεπουαλίου περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν.

Ἐπιστάμενός σου τὸ φιλομαθὲς καὶ εἰς πάντα φιλότιμον, κράτιστε


Σέκστε, ἐσπούδασα συνα-
γαγεῖν καὶ γράψαι σοι βιβλίον συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν, οὐχ ὥσπερ
οἱ πρότερον συγγραψάμενοι
πολλὰ ἄπιστα καὶ μηδ' ὅλως ἀληθείας ἐχόμενα, ἀλλ' ὀλίγα καὶ πάντα ἡμῖν
διὰ πείρας ἐληλυθότα, ἵνα
ἐκ τούτου ἐπιγνῷς τὴν πολυπειρίαν τὴν ἐμὴν καὶ εὔνοιαν τὴν εἰς σέ.
Περισσὸν δέ μοι δοκεῖ, ἀνδρὶ
πάσῃ παιδείᾳ κεκοσμημένῳ φιλοσόφους καὶ ποιητὰς καὶ μάντεις εἰς
μαρτυρίας παρέχειν, ὅτι τὰ μέ-
γιστα τῶν θεραπευμάτων ἐπῳδαῖς καὶ περιάπτοις καὶ περιχρίστοις κατὰ
ἀντιπάθειαν θεραπεύεται.
Ἀρξώμεθα δὲ ἀφ' ὧν τὰ ζῶα νοσοῦντα ἑαυτὰ θεραπεύουσιν.
Κύνες νοσοῦντες χλωρὰν ἄγρωστιν ἐσθίουσι καὶ ἐμοῦσι χολήν.
Σύες νοσοῦντες καρκίνους ποταμίους ἐσθίουσιν.
Ἔλαφος νοσοῦσα καρκῖνον ἐσθίει.
Λέων νοσῶν πίθηκον ἐσθίει.
Ὕαινα νοσοῦσα σκύλακα κυνὸς ἐσθίει.
Λύκος νοσῶν γῆν ἐσθίει.

Nepualius Med., Phil., Περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν


Τμ. 3, γρ. 1

Ἐπιστάμενός σου τὸ φιλομαθὲς καὶ εἰς πάντα φιλότιμον, κράτιστε


Σέκστε, ἐσπούδασα συνα-
γαγεῖν καὶ γράψαι σοι βιβλίον συμπαθειῶν καὶ ἀντιπαθειῶν, οὐχ ὥσπερ
οἱ πρότερον συγγραψάμενοι
πολλὰ ἄπιστα καὶ μηδ' ὅλως ἀληθείας ἐχόμενα, ἀλλ' ὀλίγα καὶ πάντα ἡμῖν
διὰ πείρας ἐληλυθότα, ἵνα
ἐκ τούτου ἐπιγνῷς τὴν πολυπειρίαν τὴν ἐμὴν καὶ εὔνοιαν τὴν εἰς σέ.
Περισσὸν δέ μοι δοκεῖ, ἀνδρὶ
πάσῃ παιδείᾳ κεκοσμημένῳ φιλοσόφους καὶ ποιητὰς καὶ μάντεις εἰς
μαρτυρίας παρέχειν, ὅτι τὰ μέ-
314

γιστα τῶν θεραπευμάτων ἐπῳδαῖς καὶ περιάπτοις καὶ περιχρίστοις κατὰ


ἀντιπάθειαν θεραπεύεται.
Ἀρξώμεθα δὲ ἀφ' ὧν τὰ ζῶα νοσοῦντα ἑαυτὰ θεραπεύουσιν.
Κύνες νοσοῦντες χλωρὰν ἄγρωστιν ἐσθίουσι καὶ ἐμοῦσι χολήν.
Σύες νοσοῦντες καρκίνους
ποταμίους ἐσθίουσιν.
Ἔλαφος νοσοῦσα καρκῖνον ἐσθίει.
Λέων
νοσῶν πίθηκον ἐσθίει.
Ὕαινα
νοσοῦσα σκύλακα κυνὸς ἐσθίει.
Λύκος νοσῶν γῆν ἐσθίει.
Πάνθηρ νοσῶν αἷμα κυνὸς πίνει.
Τίγρις νοσοῦσα κόπρον ἀνθρωπείαν ἐσθίει.
Κάμηλος νοσοῦσα δρυὸς φύλλα χλωρὰ ἐσθίει καὶ
ἐμεῖ χολὴν μέλαιναν.

Nepualius Med., Phil., Περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν


Τμ. 16, γρ. 1

Πάνθηρ νοσῶν αἷμα κυνὸς πίνει.


Τίγρις νοσοῦσα κόπρον ἀνθρωπείαν ἐσθίει.
Κάμηλος νοσοῦσα δρυὸς φύλλα χλωρὰ ἐσθίει καὶ
ἐμεῖ χολὴν μέλαιναν.
Πίθηκος νοσῶν τὸ ἴδιον οὖρον πίνει.
Ἰχνεύμων νοσῶν ἀσπίδας ἐσθίει.
Ἄρκτος νοσοῦσα μυρμιδόνας ἐσθίει.
Αἲξ τοξευθεῖσα δίκταμνον ἐσθίει καὶ τὸ βέλος ἐκβάλλει
Ἀετὸς νοσῶν χελώνην ἐσθίει.
Κόραξ νοσῶν κυπερίδας ἐσθίει.
Ἐρωδιὸς νοσῶν καρκῖνον
ἐσθίει.
Κύκνος νοσῶν βατράχους ἐσθίει.
Πάρδαλις νοσοῦσα
αἰγὸς ἀγρίας αἷμα πίνει.

Nepualius Med., Phil., Περὶ τῶν κατὰ ἀντιπάθειαν καὶ συμπάθειαν


Τμ. 70, γρ. 1

Στέατι ἀλεκτρυόνος εἰ χρίσεται ἄνθρωπος, ἀποστρέφει τὴν ὁρμὴν


τοῦ λέοντος ἣν ἕχει
315

περὶ αὑτόν.
Λέων ἅρμα κενὸν ἀποστρέφεται καὶ τροχὸν στρεφόμενον καὶ πῦρ
καιόμενον.
Κύων κόπρον ἀλώπεκος ξηρὰν ὀσφραινόμενος κυλίεται ὡς ὀρχούμενος
καὶ ἐκστρεφόμενος· ὁ δὲ
Λακωνικὸς οὐ πάσχει τοῦτο.
Κύων μαίνεται καὶ ἀποθνήσκει ὑαίνης στέατι χρισθείς· λύσεις δὲ,
εἰ ἀσφοδέλου χυλὸν χρίσῃς.
Κύων κοιμᾶται εἰ ἀμυγδάλην πικρὰν μετ' ἐλαίου λείαν καταλείξῃ ἢ
καὶ ἀλειφθῇ.
Κροκοδείλους τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ ἀνάγουσιν ἀσφοδέλου ῥίζαι.
Καρκίνῳ πολύ-
πους ἐὰν πλεκτάνην ἐπιθῇ, τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει· ἀστακῷ ἐὰν
πολύπους πλεκτάνην εἰς τὰς χηλὰς
ἐπιθῇ, εὐθέως αὐτὰς ἀποβάλλει.
Ἰκτὶν οὐ προσέρχεται, ὅπου φύλλα ῥόδου ἐπιθῇς.
Ἵππος
ναρκᾷ ἐπιβὰς ἴχνη λύκου πρόσφατα.
Ἵππος ἔχοντι ἀνθρώπῳ ἱππομανὲς ἀποκολουθήσει ὡς μαι-
νόμενος.
Ἐλέφαντος στέαρ ἐὰν ἀλείψῃ, οὐδέν σοι τῶν θηρίων
προσελεύσεται, ἀδιάψαυστον γάρ
ἐστι.
Κάστορες διωκόμενοι ὑπὸ ἀφθόρου γυναικὸς τοὺς ἰδίους διδύμους
ἀποτέμνουσι.

Numenius Phil., Fragmenta Fragment 35, γρ. 7

(Proclus, In Platonis rem publ., II, p. 128, 26 – 130, 14; 131, 8 – 14


Kroll)

Νουμήνιος μὲν γὰρ τὸ κέντρον εἶναί φησιν τοῦτον


τοῦ τε κόσμου παντὸς καὶ τῆς γῆς, ὡς μεταξὺ μὲν ὂν
τοῦ οὐρανοῦ, μεταξὺ δὲ καὶ τῆς γῆς· ἐν ᾧ καθῆσθαι
τοὺς δικαστὰς καὶ παραπέμπειν τὰς μὲν εἰς οὐρανὸν
τῶν ψυχῶν, τὰς δ' εἰς τὸν ὑπὸ γῆς τόπον καὶ τοὺς ἐκεῖ
ποταμούς· οὐρανὸν μὲν τὴν ἀπλανῆ λέγων καὶ ἐν ταύτῃ
δύο χάσματα, τὸν αἰγόκερων καὶ τὸν καρκίνον, τοῦτον
μὲν καθόδου χάσμα τῆς εἰς γένεσιν, ἀνόδου δὲ ἐκεῖνον,
ποταμοὺς δὲ ὑπὸ γῆς τὰς πλανωμένας (ἀνάγει γὰρ εἰς
ταύτας τοὺς ποταμοὺς καὶ αὐτὸν τὸν Τάρταρον)· καὶ
ἄλλην πολλὴν ἐπεισάγων τερατολογίαν, πηδήσεις τε
ψυχῶν ἀπὸ τῶν τροπικῶν ἐπὶ τὰ ἰσημερινὰ καὶ ἀπὸ τού-
316

των εἰς τὰ τροπικὰ καὶ μεταβάσεις, ἃς αὐτὸς πηδῶν ἐπὶ


τὰ πράγματα μεταφέρει, καὶ συρράπτων τὰ πλατωνικὰ
ῥήματα τοῖς γενεθλιαλογικοῖς καὶ ταῦτα τοῖς τελεστι-
κοῖς· μαρτυρούμενος τῶν δύο χασμάτων καὶ τὴν Ὁμήρου
ποίησιν οὐ μόνον λέγουσαν τὰς μὲν πρὸς βορέαο καται

Palaephatus Myth., De incredibilibus “Palaephati περὶ ἀπίστων”, Ed.


Festa, N.
Leipzig: Teubner, 1902; Mythographi Graeci 3.2.Τμ. 38, γρ. 4

[Περὶ Ὕδρας.]

Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι


ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς, σῶμα δὲ ἕν,
καὶ ἐπειδὴ αὐτῆς ἀφέλοιτο μίαν Ἡρακλῆς κεφαλήν,
δύο ἀνεφύοντο. καὶ ὁ καρκίνος δὲ ἦλθε βοηθῶν
τῇ ὕδρᾳ· καὶ τότε δὴ ὁ Ἰόλαος ἀμύνει τῷ Ἡρα-
κλεῖ, ἐπειδὴ καὶ τῇ ὕδρᾳ ἤμυνεν ὁ καρκίνος. τούτων
δὲ εἴ τις πείθεταί τι γενέσθαι, μάταιός ἐστιν· γελοία
γὰρ καὶ ἡ ὄψις· καὶ πῶς, ὁπότε ἀφέλοιτο μίαν κεφαλήν,
ὑπὸ τῶν λοιπῶν οὐ κατησθίετο καὶ ἤλγει; ἦν οὖν
τοιοῦτον. Λέρνος ἦν βασιλεύς του χωρίου, ἔσχε
δὲ ἀπ' ἐκείνου τὸ ὄνομα καὶ τὸ χωρίον (ᾤκουν δὲ
πάντες οἱ ἄνθρωποι τότε κατὰ κώμας, καὶ τοῦτο τὸ
χωρίον Ἀργεῖοι νῦν ἔχουσιν). ἦσαν δὲ πόλεις τότε
Ἄργος, Μυκήνη, Τυρήνη, Λέρνη, καὶ βασιλεὺς

Palaephatus Myth., De incredibilibus Τμ. 38, γρ. 6

[Περὶ Ὕδρας.]

Λέγεται καὶ περὶ τῆς ὕδρας τῆς Λερναίας ὅτι


ὄφις ἦν ἔχων πεντήκοντα κεφαλάς, σῶμα δὲ ἕν,
καὶ ἐπειδὴ αὐτῆς ἀφέλοιτο μίαν Ἡρακλῆς κεφαλήν,
δύο ἀνεφύοντο. καὶ ὁ καρκίνος δὲ ἦλθε βοηθῶν
τῇ ὕδρᾳ· καὶ τότε δὴ ὁ Ἰόλαος ἀμύνει τῷ Ἡρα-
κλεῖ, ἐπειδὴ καὶ τῇ ὕδρᾳ ἤμυνεν ὁ καρκίνος. τούτων
δὲ εἴ τις πείθεταί τι γενέσθαι, μάταιός ἐστιν· γελοία
γὰρ καὶ ἡ ὄψις· καὶ πῶς, ὁπότε ἀφέλοιτο μίαν κεφαλήν,
ὑπὸ τῶν λοιπῶν οὐ κατησθίετο καὶ ἤλγει; ἦν οὖν
317

τοιοῦτον. Λέρνος ἦν βασιλεύς του χωρίου, ἔσχε


δὲ ἀπ' ἐκείνου τὸ ὄνομα καὶ τὸ χωρίον (ᾤκουν δὲ
πάντες οἱ ἄνθρωποι τότε κατὰ κώμας, καὶ τοῦτο τὸ
χωρίον Ἀργεῖοι νῦν ἔχουσιν). ἦσαν δὲ πόλεις τότε
Ἄργος, Μυκήνη, Τυρήνη, Λέρνη, καὶ βασιλεὺς
ἐφ' ἐκάστῳ ἐτέτακτο τῶν χωρίων τούτων. οἱ μὲν οὖν
ἄλλοι βασιλεῖς Εὐρυσθεῖ τοῦ Σθενέλου τοῦ

Palaephatus Myth., De incredibilibus Τμ. 38, γρ. 30

τι καρτερόν, καὶ ἐφρούρουν αὐτὸ πεντήκοντα τοξόται


ἀνδρεῖοι, οἳ ἐπῄεσαν ἐπὶ τῷ πύργῳ ἀδιαλείπτως νύκτα
καὶ ἡμέραν. ὄνομα δὲ ἦν τῷ πολιχνίῳ Ὕδρα. πέμπει
οὖν Εὐρυσθεὺς Ἡρακλέα ἐκπορθήσοντα τὸ πολί-
χνιον. οἱ δὲ περὶ Ἡρακλέα ἐπυρπόλουν τοὺς ἐπὶ
τῷ πύργῳ τοξότας· ὁπότε δέ τις πληγεὶς πέσοι, δύο
ἀνέβαινον τοξόται ἀνθ' ἑνός, ἐπεὶ ἀνδρεῖος ἦν ὁ
προανῃρημένος. ἐπεὶ δὲ συνείχετο ὁ Λέρνος ὑπὸ τοῦ
Ἡρακλέους τῷ πολέμῳ, μισθοῦται ἐπικούρους Κᾶρας.
ἦλθε δὲ αὐτῷ ἄγων τὴν στρατιὰν καρκίνος ὀνόματι
ἀνὴρ μέγας καὶ πολεμικός. καὶ σὺν τούτῳ ἀντεῖχον
πρὸς τὸν Ἡρακλέα. εἶτα βοηθεῖ Ἰόλαος ὁ Ἰφι-
κλέους ἀδελφιδοῦς ὢν τῷ Ἡρακλεῖ ἔχων στρατιὰν ἀπὸ
Θηβῶν καὶ τὸν πεφυκότα πύργον πρὸς τῇ Ὕδρᾳ προ-
σελθὼν ἐνέπρησε, καὶ σὺν ταύτῃ τῇ δυνάμει ἐκπορ-
θεῖ αὐτοὺς ὁ Ἡρακλῆς, καὶ τὴν Ὕδραν ἀναιρεῖ καὶ
τὴν στρατιὰν ἀπόλλυσιν. οὗ γενομένου γράφουσι τὴν
ὕδραν ὄφιν καὶ τὸν μῦθον προσαναπλάττουσιν.

Pancrates Epigr., Epigrammata (1556: 002); AG 6.117, 356; 7.653.


Βι. 6, epigram 117, γρ. 1

ΠΑΓΚΡΑΤΟΥΣ

Ἐκ πυρὸς ὁ ῥαιστὴρ καὶ ὁ καρκίνος ἥ τε πυράγρη


ἄγκεινθ' Ἡφαίστῳ δῶρα Πολυκράτεος,
ᾧ πυκνὸν κροτέων ὑπὲρ ἄκμονος εὕρετο παισὶν
ὄλβον, ὀιζυρὴν ὠσάμενος πενίην.
318

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή (1569:


001)“Untersuchungen zu den attizistischen Lexika”, Ed. Erbse, H.Berlin:
Akademie–Verlag, 1950; bhandlungen der deutschen Akademie der
Wissenschaften zu Berlin, Philosoph.–hist. Kl..kappa, entry 15, γρ. 1

Τίμαιος ἐν ἕκτῃ (FHG. I 204, fr. 56)· ὅθεν τοὺς ὑπερβολῇ πολλοὺς
Καλλικυρίους ἔλεγον.
ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τοῦ εἰς ταὐτὸ συνελθεῖν παντοδαποὶ ὄντες, ὡς
Ἀριστοτέλης ἐν Συρακουσίων
Πολιτείᾳ (fr. 586 R.), ὅμοιοι τοῖς παρὰ Λακεδαιμονίοις Εἵλωσι καὶ παρὰ
Θετταλοῖς Πενέσταις
καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις.
καλλύνειν· κοσμεῖν καὶ σαροῦν.
κάμπιος δρόμος· δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ εὐθεῖς καὶ ἁπλοῖ, ἀλλὰ
καμ-
πὰς ἔχοντες.
κάναστρον· τρύβλιον.
κανθάρου μελάντερος· παροιμία ** Μένανδρος Θησαυρῷ (fr. 202 Kö.).
κάρδακες· οἱ στρατιῶται ἐν Ἀσίᾳ· λέγονται δὲ καὶ οἱ φύλακες κάρδακες.
Καρκίνου ποιήματα· Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ (fr. 457 Kö.) ἀντὶ τοῦ
αἰνιγμα-
τώδη. ὁ γὰρ καρκίνος Ὀρέστην ὑπὸ †Ἰλίου† ἀναγκαζόμενον
ὁμολογῆσαι, ὅτι ἐμητροκτόνησεν,
ἐποίησε δι' αἰνιγμάτων ἀποκρινόμενον (Carc. p. 798 N2).
κατ' αἶγας ἀγρίας· παροιμία λεγομένη ἐπὶ κατάρας – κατ' αἶγας ἀγρίας
τρέπειν τὰ κακά – ὁμοίως τῇ ‘ἐς κόρακας’ (cf. Paus. φ 5).

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή kappa, entry 15, γρ. 2

ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τοῦ εἰς ταὐτὸ συνελθεῖν παντοδαποὶ ὄντες, ὡς


Ἀριστοτέλης ἐν Συρακουσίων
Πολιτείᾳ (fr. 586 R.), ὅμοιοι τοῖς παρὰ Λακεδαιμονίοις Εἵλωσι καὶ παρὰ
Θετταλοῖς Πενέσταις
καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις.
καλλύνειν· κοσμεῖν καὶ σαροῦν.
κάμπιος δρόμος· δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ εὐθεῖς καὶ ἁπλοῖ, ἀλλὰ
καμ-
πὰς ἔχοντες.
κάναστρον· τρύβλιον.
κανθάρου μελάντερος· παροιμία ** Μένανδρος Θησαυρῷ (fr. 202 Kö.).
κάρδακες· οἱ στρατιῶται ἐν Ἀσίᾳ· λέγονται δὲ καὶ οἱ φύλακες κάρδακες.
Καρκίνου ποιήματα· Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ (fr. 457 Kö.) ἀντὶ τοῦ
αἰνιγμα-
319

τώδη. ὁ γὰρ καρκίνος Ὀρέστην ὑπὸ †Ἰλίου† ἀναγκαζόμενον


ὁμολογῆσαι, ὅτι ἐμητροκτόνησεν,
ἐποίησε δι' αἰνιγμάτων ἀποκρινόμενον (Carc. p. 798 N2).
κατ' αἶγας ἀγρίας· παροιμία λεγομένη ἐπὶ κατάρας – κατ' αἶγας ἀγρίας
τρέπειν τὰ κακά – ὁμοίως τῇ ‘ἐς κόρακας’ (cf. Paus. φ 5).
κατακαχρύσω· καταφρύξω καὶ συντρίψω· ἀπὸ τῶν καχρύων
μετενήνεκται.
κατακορμίσαι· κατακόψαι ξύλον.

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή pi, entry 6, γρ. 3


παλάθη· ἡ τῶν σύκων ἢ[τοι] τῶν ἰσχάδων ἐπισύνθεσις.
παλαμναῖος = Ael. π 4.
Παναθήναια· ἡ τῶν Παναθηναίων ἑορτὴ καὶ ὁ ἀγών· ἐτέθη μὲν πρῶτον
ὑπὸ
Ἐριχθονίου τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἀθηνᾶς, ὕστερον δὲ ὑπὸ Θησέως
συναγαγόντος τοὺς δήμους
εἰς ἄστυ. ἄγεται δὲ ὁ ἀγὼν διὰ πέντε ἐτῶν. καὶ ἀγωνίζεται παῖς Ἰσθμικοῦ
πρεσβύτερος καὶ
ἀγένειος καὶ ἀνήρ. τῷ δὲ νικῶντι διδόασιν ἔλαιον ἐν ἀμφορεῦσι καὶ
στεφανοῦσιν αὐτὸν ἐλαίᾳ πλεκτῇ.
πάντα κάλων σείειν· παροιμία ἐπὶ τῶν πάσῃ προθυμίᾳ χρωμένων.
παρῆκται
δὲ ἀπὸ τῶν τὰ ἄρμενα χαλώντων.
πάντα λίθον κινεῖν· Πολυκράτει τῷ Θηβαίῳ χρησμὸς ἐξέπεσε πριαμένῳ
τόπον,
ἔνθα Μαρδόνιος ἐσκήνωσεν, ὅτε Πέρσαι ἔφυγον, καὶ εὗρε χρυσόν. οἱ δὲ
εἰρῆσθαί φασιν ἀπὸ τῶν
τοὺς καρκίνους θηρευόντων.
πάντα ὀκτώ· οἱ μὲν Στησίχορόν φασιν ἐν Κατάνῃ ταφῆναι πολυτελῶς
πρὸς ταῖς
ἀπ' αὐτοῦ Στησιχορείοις λεγομέναις πύλαις [καὶ] τοῦ μνημείου ἔχοντος
ὀκτὼ κίονας καὶ ὀκτὼ
βαθμοὺς καὶ ὀκτὼ γωνίας. οἱ δὲ ὅτι Ἀλήτης κατὰ χρησμὸν τοὺς
Κορινθίους συνοικίζων ὀκτὼ
φυλὰς ἐποίησε τοὺς πολίτας καὶ ὀκτὼ μέρη τὴν πόλιν.
παρὰ κωφὸν ἀποπέρδειν· παροιμία ἐπὶ ἀναισθήτων.
παραλοῦμαι· παροιμιακῶς. εἰώθε[ι]σαν γὰρ πρότερον ἐν τοῖς βαλανείοις
οἱ πλού-
σιοι παραλούειν τοὺς πένητας. Ἀριστοφάνης Ἀναγύρῳ (II 965 M. = fr. 55
K.)·
’ἀλλὰ πάντας χρὴ παραλοῦσθαι καὶ 𐆄 τοὺς σπόγγους ἐᾶν’,
320

Pausanias Attic., Ἀττικῶν ὀνομάτων συναγωγή pi, entry 32, γρ. 14

πάλῃ ληφθῆναι· καὶ ἐξ ἐκείνου τὸ ‘πρὸς δύο οὐδ' Ἡρακλῆς’


παροιμιασθῆναι. Ἐχεφυλ[λ]ίδας δὲ
(FHG. IV 403, fr. 3) αὐτὸν ὑπὸ Κτεάτου καὶ Εὐρύτου τῶν Μολιονιδῶν
ἡττηθῆναι κατὰ τὴν ἐπ'
Αὐγέαν στρατείαν. διωχθέντα δὲ ἄχρι τῆς Βουπράσιδος καὶ
περιβλεψάμενον, ὡς οὐδεὶς ἐξίκετο
τῶν πολεμίων, ἀναψῦξαί τε καὶ ἐκ τοῦ παραρρέοντος ποταμοῦ πιόντα
προσαγορεῦσαι τοῦτο
’ἡδὺ ὕδωρ’, ὃ νῦν δείκνυται ἰόντων ἐκ Δύμης εἰς Ἦλιν καλούμενον ὑπὸ
τῶν ἐγχωρίων ‘Σαδὺ ὕδωρ’.
τὰ δὲ αὐτὰ καὶ Φερεκύδης (FG Hist 3, 79 a) καὶ Κώμαρχος (cf. Clearch.
fr. 67 We.) καὶ Ἴστρος
ἐν τοῖς Ἠλιακοῖς (FHG. I 424, fr. 46) ἱστοροῦσιν. καὶ διὰ τοῦτο θεωροὺς
τοὺς Μολιονίδας ἰόντας
εἰς Κόρινθον λοχήσαντα τὸν Ἡρακλέα περὶ Κλεωνὰς ἀποκτεῖναι· ὅθεν
Ἠλείοις ἀπώμοτον εἶναι
τὰ Ἴσθμια ἀγωνίζεσθαι, ὅτι θεωροὺς πεμφθέντας εἰς τὸν Ἰσθμὸν τοὺς
Μολιονίδας ἑλὼν Ἡρακλῆς
ὑπὸ Κορινθίων ἐδέχθη. Ἡρόδωρος δὲ (FG Hist 31, 23) καὶ Ἑλλάνικός
(FG Hist 4, 103) φασιν
ὡς, ὅτε τὴν ὕδραν Ἡρακλῆς ἀνῄρει, τὴν Ἥραν αὐτῷ καρκίνον
ἐφορμῆσαι, πρὸς δύο δὲ οὐ δυνάμενον
μάχεσθαι σύμμαχον ἐπικαλέσασθαι τὸν Ἰόλαον, καὶ ἐντεῦθεν ῥηθῆναι
τὴν παροιμίαν.
προτέλεια· ἡ πρὸ τῶν γάμων θυσία. Μένανδρος (fr. 903 Kö.).
’πρῴ’ μονοσύλλαβον· τὸ πρωῒ ἢ τὸ πρὸ καιροῦ.
πρωκτὸς λουτροῦ περιγίνεται (cf. Ar. vesp. 604)· παροιμία, ὅταν τις μὴ
δύνηται ἀπονίψασθαι, ἀλλ' ἡ κοιλία ἐπιφέρηται. ἐπὶ τῶν ἀνωφελῶν οὖν
καὶ εἰκῆ πραττομένων ἐλέγετο.

Philo Mech., Belopoeica (1599: 001)“Philons Belopoiika”, Ed. Diels, H.,


Schramm, E.Berlin: Reimer, 1919; Abhandlungen der preussischen
Akademie der Wissenschaften, Philosoph.–hist. Kl., no. 16.Thevenot σε.
52, γρ. 36

ἡ μὲν οὖν τοῦ κύκλου διάμετρος τοῦ μέλλοντος τὸν τό-


νον δέχεσθαι ταύτῃ τῇ μεθόδῳ λαμβάνεται.
321

8. τὸ δὲ τοῦ περιτρήτου σχῆμα ῥομβοειδὲς


ὑπάρ-χον καὶ οὐκ ὀρθογώνιον, ἔτι δὲ καὶ τὰς δύο
πλευρὰς οὐκ εὐθείας ἔχον ἀλλὰ περιαγεῖς
οὐκ εἰκῇ καταγραπτέον, ἀλλὰ καὶ τοῦτο με-
θόδῳ τινί· δεῖ οὖν εἴς τι ἐπίπεδον ἀστρα-
βὲς καὶ ὁμαλὸν ἀκριβῶς ὑπάρχον καρ-
κίνον λαβόντας κύκλον περιγράψαι μὴ δια-
φερόμενον, ἡλίκος ἂν ᾖ τῷ μεγέθει, καὶ ἀγα-
γόντας ἐν αὐτῷ διάμετρον, τὴν τοῦ ἑνὸς ἡ-
μικυκλίου περιφέρειαν διελεῖν εἰς μέρη ια,
καὶ ἀπὸ τῆς διαμέτρου τέσσαρα μέρη λα-
βόντας εὐθεῖαν ἀγαγεῖν ἐπὶ τὸ κέντρον, καὶ
ἔσται ἡ ὀξεῖα γωνία τοῦ περιτρήτου. μετενέγκας
οὖν ἐπὶ τὸν ἀναγραφέα τὴν ἐκ τοῦ κύ-
κλου γωνίαν, τὸ [δὲ] τοῦ περιτρήτου μῆκος καὶ
πλάτος καὶ ὕψος ποιήσεις τὰ μέτρα λαμβά-
νων ἀπὸ τῆς τοῦ τρήματος

Philo Mech., Belopoeica Thevenot σε. 55, γρ. 25

σύριγγος τὸ μῆκος δεῖν εὐαρμοστεῖν ιϛ μά-


λιστα γινόμενον διαμέτρων. καὶ περὶ μὲν τῶν
συντάξεων ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω.
13. δεῖ δὲ καὶ μέθοδόν τινα ὑπάρχειν, ἐὰν ἀπὸ
παραδειγματίου μικροῦ βουλώμεθα τέλειον
ποιῆσαι, τίνι λόγῳ μετοίσομεν τὰ ἀνάλογα
πάντα ἀκριβῶς· ὁμοίως δὲ καὶ ἐὰν ἀπὸ μείζονος
εἰς ἔλαττον συνελεῖν θέλωμεν εὐαρεστηθέντες
τῇ συντάξει. ἐὰν μὲν γὰρ καθ' ἕκαστον μέρος
πολλαπλασιάζοντες τῷ καρκίνῳ μεταφέρωμεν
ἀπὸ τοῦ τρήματος, δύσεργόν τε καθ' ὑπερβο-
λὴν ἔσται καὶ βραδὺ καὶ οὐ λίαν ἀκριβές. δεῖ
οὖν οὕτω μεταφέρειν. ἔστω τὸ παραδειγμάτιον
ὁπηλίκον ποτ' οὖν. ἐὰν οὖν ἀπὸ τούτου
βουλώμεθα

Speusippus Phil., Fragmenta (1692: 005)“Speusippus of Athens”, Ed.


Tarán, L.
Leiden: Brill, 1981; Philosophia Antiqua 39.Fragment 9, γρ. 2

Σπεύσιππος δ' ἐν τοῖς Ὁμοίοις τὸν πέπονα καλεῖ σικύαν· Διοκλῆς


322

δὲ πέπονα ὀνομάσας οὐκ ἔτι καλεῖ σικύαν· καὶ ὁ Σπεύσιππος δὲ σικύαν


εἰπὼν πέπονα οὐκ ὀνομάζει.
Athenaeus III, 86 C – D (I, p. 200, 8 – 9 and 13 – 15)
Σπεύσιππος δ' ἐν βʹ Ὁμοίων παραπλήσια εἶναι κήρυκας, πορφύρας,
στραβήλους, κόγχους ......... ἔτι ὁ Σπεύσιππος ἑξῆς πάλιν ἰδίᾳ
καταριθμεῖται κόγχους, κτένας, μῦς, πίννας, σωλῆνας, καὶ ἐν ἄλλῳ μέρει
ὄστρεα, λεπάδας.
Athenaeus III, 105 B (I, p. 240, 19 – 21)
Σπεύσιππος δὲ ἐν βʹ Ὁμοίων παραπλήσιά φησιν εἶναι τῶν μαλα-
κοστράκων κάραβον, ἀστακόν, νύμφην, ἄρκτον, καρκίνον, πάγουρον.
Athenaeus IV, 133 B (I, p. 302, 22 – 23)
Ἔστιν δ' ἡ κερκώπη ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τιτιγονίῳ, ὡς Σπεύσιππος
παρίστησιν ἐν δευτέρῳ Ὁμοίων.
Photius, Lexicon, s.v. πηνίον (II, pp. 88 – 89) = Suidas, s.v. πηνίον
(IV, p. 126, 18 – 22)
Πηνίον· ζῷον ὅμοιον κώνωπι· Ἀριστοφάνης Νεφέλαις. ‘Κείσεσθον
ὥσπερ πηνίω βινουμένω’· ἀντὶ τοῦ ξηροί· σκώπτει γὰρ τοὺς περὶ Χαιρε-
φῶντα εἰς ξηρότητα καὶ ἀσθένειαν· ὅτι δὲ κώνωπος εἶδός ἐστι, Σπεύσιπ-
πος ἐν τῷ βʹ τῶν ὁμοιοτήτων φησὶν οὕτως· πηνίον, ἐμπίς, κώνωψ.
Athenaeus VII, 300 E (II, p. 162, 10 – 12)

Timaeus Hist., Fragmenta (1733: 002)“FGrH #566”.Τόμ. -Jacobyʹ-F


3b,566,F, fragment 66, γρ. 2

τας χαίροντας ἐπὶ τὸν θάνατον παραγίνεσθαι ὡς εὐδαίμονας, καὶ μετὰ


γέλωτος
καὶ εὐθυμίας ἀπόλλυσθαι. ἐπεὶ οὖν γελᾶν μὲν συνέβαινεν, οὐ πάνυ δὲ ὁ
γέλως
ἐπ' ἀγαθῶι τινι ἐγίνετο, παρὰ τοῖς Ἕλλησι τὴν προκειμένην ῥηθῆναι
παροιμίαν.
STRABON 14, 2, 10p. 654:
τινὲς δὲ μετὰ τὴν ἐκ Τροίας ἄφοδον τὰς Γυμνησίας νήσους ὑπ' αὐτῶν
κτισθῆναι
λέγουσιν, ὧν τὴν μείζω φησὶ Τίμαιος μεγίστην εἶναι μετὰ τὰς ἑπτά –
Σαρδώ,
Σικελίαν, Κύπρον, Κρήτην, Εὔβοιαν, Κύρνον, Λέσβον – , οὐ τἀληθῆ
λέγων·
πολὺ γὰρ ἄλλαι μείζους. φασὶ δὲ τοὺς γυμνήτας ὑπὸ Φοινίκων
βαλεαρίδας
λέγεσθαι † διότι τὰς Γυμνησίας Βαλεαρίδας λεχθῆναι.
SCHOL. LYKOPHR. Al. 633: οἱ δ' ἀμφικλύστους χοιράδας Γυμ-
νησίας / σισυρνοδῦται καρκίνοι πεπλωκότες / ἄχλαινον ἀμπρεύσουσι νή-
λιποι βίον, / τριπλαῖς δικώλοις σφενδόναις ὡπλισμένοι. / ὧν αἱ τεκοῦσαι
323

τὴν ἑκηβόλον τέχνην / ἄδορπα παιδεύσουσι νηπίους γονάς· / οὐ γάρ τις


αὐ-
τῶν ψίσεται πύρνον γνάθωι, / πρὶν ἂν κρατήσηι ναστὸν εὐστόχωι λίθωι /
ὑπὲρ τράφηκος σῆμα κείμενον σκοποῦ. / καὶ τοὶ μὲν ἀκτὰς
ἐμβατήσονται
λεπράς / Ἰβηροβοσκοὺς ἄγχι Ταρτησοῦ πύλης, / Ἄρνης παλαιᾶς γέννα,
Τεμμίκων πρόμοι] Τίμαιος δέ φησιν εἰς ταύτας τὰς νήσους ἐλθεῖν
τινας τῶν Βοιωτῶν, ἅστινας νήσους Χοιράδας εἶπεν.

Timaeus Hist., Fragmenta Τόμ. -Jacobyʹ-F 3b,566,F, fragment 164, γρ.


83

διασημήναντες τὰς δοθείσας, δωρεάς. (6) τῆς μὲν γὰρ Κόρης τὴν
καταγωγὴν ἐποιήσαντο
περὶ τὸν καιρὸν ἐν ὧι τὸν τοῦ σίτου καρπὸν τελεσιουργεῖσθαι συνέβαινε,
καὶ ταύτην τὴν
θυσίαν καὶ πανήγυριν μετὰ τοσαύτης ἁγνείας καὶ σπουδῆς ἐπιτελοῦσιν
ὅσης εἰκός ἐστι
τοὺς τῆι κρατίστηι δωρεᾶι προκριθέντας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων
ἀποδιδόναι τὰς χάριτας.
(7) τῆς δὲ Δήμητρος τὸν καιρὸν τῆς θυσίας προέκριναν ἐν ὧι τὴν ἀρχὴν ὁ
σπόρος τοῦ σίτου
λαμβάνει. ἐπὶ δ' ἡμέρας δέκα πανήγυριν ἄγουσιν ἐπώνυμον τῆς θεοῦ
ταύτης, τῆι τε λαμ-
πρότητι τῆς παρασκευῆς μεγαλοπρεπεστάτην καὶ τῆι διασκευῆι
μιμούμενοι τὸν ἀρχαῖον
βίον. ἔθος δ' ἐστὶν αὐτοῖς ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις αἰσχρολογεῖν κατὰ τὰς
πρὸς ἀλλήλους
ὁμιλίας διὰ τὸ τὴν θεὸν ἐπὶ τῆι τῆς Κόρης ἁρπαγῆι λυπουμένην γελάσαι
διὰ τὴν αἰσχρολογίαν.
(5) περὶ δὲ τῆς κατὰ τὴν Κόρην ἁρπαγῆς ὅτι γέγονεν ὡς προειρήκαμεν,
πολλοὶ τῶν ἀρχαίων
συγγραφέων καὶ ποιητῶν μεμαρτυρήκασι. καρκίνος μὲν γὰρ ὁ τῶν
τραγωιδιῶν ποιητής,
πλεονάκις ἐν ταῖς Συρακούσαις παρεπιδεδημηκώς, καὶ τὴν τῶν ἐγχωρίων
τεθεαμένος σπουδὴν
τὴν περὶ τὰς θυσίας καὶ πανηγύρεις τῆς τε Δήμητρος καὶ Κόρης,
κατεχώρισεν ἐν τοῖς
ποιήμασι τούσδε τοὺς στίχους (p. 799, 5 N2): «λέγουσι Δήμητρός ποτ' ἄρρητον κόρην /
Πλούτωνα κρυφίοις ἁρπάσαι βουλεύμασι, / δῦναί τε γαίας εἰς μελαμ
324

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix (1764: 001)“Vettii


Valentis anthologiarum libri”, Ed. Kroll, W.Berlin: Weidmann, 1908,
Repr. 1973.Σε. 1, γρ. 20

δὲ τοῦ σώματος μερῶν κυριεύει κεφαλῆς αἰσθητηρίων, ὀφθαλμοῦ


δεξιοῦ, πλευρῶν καρδίας, πνευματικῆς ἤτοι αἰσθητικῆς κινήσεως,
νεύρων· οὐσίας δὲ χρυσοῦ, καρπῶν δὲ σίτου καὶ κριθῶν· ἐστὶ δὲ
τῆς ἡμερινῆς αἱρέσεως, τῇ μὲν χρόᾳ κίτρινος, τῇ δὲ γεύσει δριμύς.
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ
ἡλιακοῦ φωτὸς καὶ νόθον φῶς κεκτημένη σημαίνει μὲν κατὰ γέ-
νεσιν ἀνθρώποις ζωήν, σῶμα, μητέρα, σύλληψιν, μορφήν, πρό-
σωπον, θέαν, συμβίωσιν ἤτοι γάμον νομικόν, τροφόν, ἀδελφὸν
μείζονα, οἰκουρίαν, βασίλισσαν, δέσποιναν, χρήματα, τύχην, πόλιν,
ὄχλων συστροφήν, λήμματα, ἀναλώματα, οἰκίαν, πλοῖα, ξενιτείας,
πλάνας· οὐ γὰρ εὐθείας παρέχει διὰ τὸν Καρκίνον. τῶν δὲ τοῦ
σώματος μερῶν κυριεύει ὀφθαλμοῦ ἀριστεροῦ, στομάχου, μαζῶν,
φύσης, σπληνῶν, μηνίγγων, μυελοῦ, ἔνθεν καὶ ὑδρωπικοὺς ἀπο-
τελεῖ· οὐσίας δὲ ἀσήμου καὶ ὑέλου. ἐστὶ δὲ τῆς νυκτερινῆς αἱρέ-
σεως, τῇ μὲν χρόᾳ πράσινος, τῇ δὲ γεύσει ἁλμυρά.
Ὁ δὲ τοῦ Κρόνου ποιεῖ μὲν τοὺς ὑπ' αὐτὸν γεννωμένους
μικρολόγους, βασκάνους, πολυμερίμνους, ἑαυτοὺς καταρρίπτοντας,
μονοτρόπους, τυφώδεις, ἀποκρύπτοντας τὴν δολιότητα, αὐστηρούς,
κατανενευκότας, ὑποκρινομένην τὴν ὅρασιν ἔχοντας, αὐχμηρούς,
μελανοείμονας, προσαιτητικούς, καταστύγνους, κακοπαθεῖς, πλαστι-
κούς, πάρυγρα πράσσοντας. ποιεῖ δὲ καὶ ταπεινότητας, νωχελίας,

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix Σε. 110, γρ. 11

ὀφθαλμῶν ἀλγηδόνας καὶ αἰτίας ἐπικινδύνους ἢ πηρώσεις διὰ


τὴν Πληϊάδα· ἔστι δὲ καὶ λατρευτικὸν τὸ ζῴδιον καὶ αἰσχροποιόν·
ποιεῖ δὲ καὶ σπασμοὺς καὶ σταφυλοτομίας ἀνθρακώσεις χοιράδας
πνιγμοὺς ἢ περὶ μυκτῆρας σίνη πάθη λύπας, πτώσεις ἀπὸ ὕψους
ἢ τετραπόδων, κατάγματα μελῶν βρογχοκήλας ἐκκοπὴν ἰσχιάδα
ἀπόστημα. οἱ δὲ Δίδυμοι εἰσὶν ὦμοι πήχεις χεῖρες δάκτυλοι
ἄρθρα νεῦρα ἰσχὺς ἀνδρεία μεταβολὴ θηλυγονία λόγος στόμα ἀρ-
τηρία φωνή. κακωθέντες μὲν οὖν περὶ ταῦτα σίνη ἀποτελοῦσιν,
ἐπάγουσι δὲ καὶ λῃστηρίων ἢ πολεμίων ἐφόδους καὶ τραύμασι καὶ
τομαῖς καὶ ἐκκοπαῖς μελῶν περιτρέπουσιν ἢ ἰκτερικοὺς ἢ ἀπὸ
ὕψους πτώσεις. καρκίνος στῆθος στόμαχος μαζοὶ σπλὴν στόμα
ἀπόκρυφοι τόποι ἀμαυρώσεις πηρώσεις διὰ τὸ νεφέλιον· γίνονται
δὲ κατὰ τοῦτον τὸν τόπον λέπραι ἀλφοὶ λιχῆνες ἀποπληξίαι
ὑδρωπικοὶ τῆς αἰτίας ἐκ τοῦ σπληνὸς γενομένης πλαγιοβαθεῖς
ἢ ὑπόχωλοι ἢ ἀνάπηροι ἰκτερικοὶ ἑτερόχροες, ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν
325

ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς ὑπόστραβοι, μιλφοὶ πτίλοι ἔγκυρτοι, ἀπὸ θηρίων


ἐνύδρων ἀδικούμενοι καὶ περὶ τὰς ὄψεις φακοὺς καὶ ῥαντίσματα
ἔχοντες, βηχικοὺς ἀναφορικοὺς ἰκτερικοὺς πλευρικοὺς πνευμονικούς.
Λέων πλευραὶ ὀσφὺς καρδία ἀνδρεία ὅρασις νεῦρα· γίνονται οὖν
μανιώδεις ἢ θεοφορούμενοι καὶ ἀπὸ βίας ἢ μοχθηρίας σπώμενοι
ἢ δι' ἀνδρείαν ἢ σώματος ἄσκησιν ἐκβολὴν μέλους κολόβωσιν

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos (1766: 001)“Die ältesten


Apologeten”, Ed. Goodspeed, E.J.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1915.Κεφ. 18, τμ. 2, γρ. 7

καὶ τοῖς κακοῖς κἂν πρὸς τὸ ἀγαθὸν καταχρήσονται. καθάπερ


δὲ ὁ τῷ λῃστεύοντι συνδειπνήσας, κἂν μὴ λῃστὴς αὐτὸς ᾖ, ἀλλ'
ὅμως διὰ τὸ συνεστιαθῆναι τιμωρίας μεταλαμβάνει, τρόπῳ τῷ
αὐτῷ καὶ ὁ μὴ κακὸς τῷ δὲ φαύλῳ ἀναμιγεὶς
πρὸς τὸ νο-
μιζόμενον καλὸν συγχρησάμενος διὰ τὴν εἰς αὐτὸν κοινωνίαν
ὑπὸ τοῦ κρίνοντος τοῦτον θεοῦ κολασθήσεται. διὰ τί γὰρ ὁ
πιστεύων ὕλης οἰκονομίᾳ πιστεύειν οὐ βούλεται τῷ θεῷ; τίνος
δὲ χάριν οὐ τῷ δυνατωτέρῳ προσέρχῃ δεσπότῃ, θεραπεύεις δὲ
μᾶλλον αὑτὸν ὥσπερ ὁ μὲν κύων διὰ πόας, ὁ δὲ ἔλαφος δι'
ἐχίδνης, ὁ δὲ σῦς διὰ τῶν ἐν ποταμοῖς καρκίνων, ὁ δὲ λέων
διὰ τῶν πιθήκων; τί δέ μοι θεοποιεῖς τὰ ἐν κόσμῳ; τί δὲ
θεραπεύων τὸν πλησίον εὐεργέτης ἀποκαλῇ; λόγου δυνάμει
κατακολούθησον· οὐ θεραπεύουσιν οἱ δαίμονες, τέχνῃ δὲ τοὺς
ἀνθρώπους αἰχμαλωτεύουσι· καὶ ὁ θαυμασιώτατος Ἰουστῖνος
ὀρθῶς ἐξεφώνησεν ἐοικέναι τοὺς προειρημένους λῃσταῖς.

Themistius Phil., Rhet., In Aristotelis physica paraphrasis (2001: 039)


“Themistii in Aristotelis physica paraphrasis”, Ed. Schenkl, H.Berlin:
Reimer, 1900; Commentaria in Aristotelem Graeca 5.2.Τόμ. 5,2, σε. 8,
γρ. 30

κατὰ τὸν λόγον [τὸν λογισμὸν] ἓν ἂν φαίη τὸ ὄν. ἀλλ' εἰ μὲν ἀντὶ τῆς
ἀρχῆς τὸ ὂν ἐλάμβανε Μέλισσος μίαν τὴν ἀρχὴν λέγων κατὰ τὸν λόγον,
ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
326

ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
σεως, εἰ τῷ αὐτῷ σχήματι τοῦ λόγου ἕτερα λήμματα ἐναρμόσαιμεν. ὑπο-
κείσθω γὰρ ὑπὸ τοῦ ὄντος μόνον σημαίνεσθαι τὸ λευκόν, τὸ δὲ παρὰ τὸ
λευκὸν μηδὲν εἶναι, καὶ πλεκέσθω παραπλησίως ὁ λόγος·

Themistius Phil., Rhet., In Aristotelis physica paraphrasis Τόμ. 5,2, σε.


8, γρ. 31

ἀρχῆς τὸ ὂν ἐλάμβανε Μέλισσος μίαν τὴν ἀρχὴν λέγων κατὰ τὸν λόγον,
ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
327

σεως, εἰ τῷ αὐτῷ σχήματι τοῦ λόγου ἕτερα λήμματα ἐναρμόσαιμεν. ὑπο-


κείσθω γὰρ ὑπὸ τοῦ ὄντος μόνον σημαίνεσθαι τὸ λευκόν, τὸ δὲ παρὰ τὸ
λευκὸν μηδὲν εἶναι, καὶ πλεκέσθω παραπλησίως ὁ λόγος· εἴ τι παρὰ τὸ
λευκόν ἐστιν, ἐκεῖνο οὐκ ἔστιν λευκόν, τὸ δὲ μὴ λευκὸν οὐδέν ἐστιν.

Themistius Phil., Rhet., In Aristotelis physica paraphrasis Τόμ. 5,2, σε.


8, γρ. 32

ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
σεως, εἰ τῷ αὐτῷ σχήματι τοῦ λόγου ἕτερα λήμματα ἐναρμόσαιμεν. ὑπο-
κείσθω γὰρ ὑπὸ τοῦ ὄντος μόνον σημαίνεσθαι τὸ λευκόν, τὸ δὲ παρὰ τὸ
λευκὸν μηδὲν εἶναι, καὶ πλεκέσθω παραπλησίως ὁ λόγος· εἴ τι παρὰ τὸ
λευκόν ἐστιν, ἐκεῖνο οὐκ ἔστιν λευκόν, τὸ δὲ μὴ λευκὸν οὐδέν ἐστιν. τί
δὴ συνάγεται; τὸ παρὰ τὸ λευκὸν μηδὲν εἶναι. εἰ γέγονας ἐν τοῖς ἀναλυ

Flavius Claudius Julianus Imperator Phil., Περὶ τῶν τοῦ αὐτοκράτορος


πράξεων ἢ περὶ βασιλείας (2003: 003)“L'empereur Julien. Oeuvres
complètes, vol. 1.1”, Ed. Bidez, J.Paris: Les Belles Lettres, 1932.Τμ. 11,
γρ. 14

βούλεσθε, τὴν Αἴαντος ὑπὲρ τῶν νεῶν καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ
τείχους τῶν Ἀχαιῶν ἀντιθῶμεν μάχην τοῖς ἐπὶ τῆς πόλεως
ἐκείνης ἔργοις, ᾗ δὴ Μυγδόνιος ποταμῶν κάλλιστος τὴν
αὑτοῦ προστίθησι φήμην, οὔσῃ γε καὶ Ἀντιόχου βασιλέως
328

ἐπωνύμῳ· γέγονε δὲ αὐτῇ καὶ ἕτερον ὄνομα βάρβαρον,


σύνηθες τοῖς πολλοῖς ὑπὸ τῆς πρὸς τοὺς τῇδε βαρβάρους
ἐπιμιξίας. Ταύτην δὴ τὴν πόλιν στρατὸς ἀμήχανος πλήθει
Παρθυαίων ξὺν Ἰνδοῖς περιέσχεν, ὁπηνίκα ἐπὶ τὸν τύραν-
νον βαδίζειν προὔκειτο· καὶ ὅπερ Ἡρακλεῖ φασιν ἐπὶ τὸ
Λερναῖον ἰόντι θηρίον συνενεχθῆναι, τὸν θαλάττιον καρ-
κίνον, τοῦτο ἦν ὁ Παρθυαίων βασιλεὺς ἐκ τῆς ἠπείρου
Τίγρητα διαβὰς καὶ ἐπιτειχίζων τὴν πόλιν χώμασιν· εἶτα
εἰς ταῦτα δεχόμενος τὸν Μυγδόνιον, λίμνην ἀπέφηνε τὸ
περὶ τῷ ἄστει χωρίον καὶ ὥσπερ νῆσον ἐν αὐτῇ συνεῖχε
τὴν πόλιν, μικρὸν ὑπερεχουσῶν καὶ ὑπερφαινομένων τῶν
ἐπάλξεων. Ἐπολιόρκει δὲ ναῦς τε ἐπάγων καὶ ἐπὶ νεῶν
μηχανάς· καὶ ἦν οὐχ ἡμέρας ἔργον, μηνῶν δὲ οἶμαι σχεδόν
τι τεττάρων. Οἱ δὲ ἐν τῷ τείχει συνεχῶς ἀπεκρούοντο
τοὺς βαρβάρους καταπιμπράντες τὰς μηχανὰς τοῖς πυρ-
φόροις· ναῦς δὲ ἀνεῖλκον πολλὰς μὲν ἐκ τοῦ τείχους, ἄλλαι
δὲ κατεάγνυντο ὑπὸ ῥώμης τῶν ἀφιεμένων ὀργάνων καὶ

Synesius Phil., Calvitii encomium (2006: 006)“Synesii Cyrenensis


opuscula”, Ed. Terzaghi, N.Rome: Polygraphica, 1944.Τμ. 2, γρ. 10

Ἀρταξέρξην τὸν βασιλέα διὰ Κῦρον τὸν καλὸν ἀποστέρξασα.


Ταῦτ' ἄρα ἐποτνιώμην, καὶ μικρὸν οὐδὲν ἐπενόουν
περὶ τῆς συμφορᾶς. ἐπεὶ δὲ ὅ τε χρόνος αὐτὴν συνηθεστέραν
ἐποίησε, καὶ ὁ λόγος ἀντεισιὼν κατεξανίστη τοῦ πάθους,
τὸ δὲ κατὰ μικρὸν ὑπεξίστατο, ἤδη διὰ ταῦτα ῥᾴων ἦν
καὶ ἀνέφερον· νυνὶ δὲ ἀνθυπήνεγκεν αὐτὸ ῥεῦμα ἕτερον
οὗτος αὐτὸς ὁ Δίων, καὶ ἐπανήκει μοι μετὰ συνηγόρου.
πρὸς δύο δέ, φησὶν ὁ λόγος, οὐδ' Ἡρακλῆς, εἰ τοὺς
Μολιονίδας ἐκ λόχου προσπεσόντας οὐκ ἤνεγκεν, ἀλλὰ καὶ
πρὸς τὴν ὕδραν ἀγωνιζόμενος, τέως μὲν εἷς ἑνὶ συνεστήκεσαν·
ἐπεὶ δὲ ὁ καρκίνος αὐτῇ παρεγένετο, κἂν ἀπεῖπεν, εἰ μὴ
τὴν Ἰόλεω συμμαχίαν ἀντεπηγάγετο. κἀγώ μοι δοκῶ
παραπλήσιόν τι παθεῖν ὑπὸ Δίωνος, οὐκ ἔχων ἀδελφιδοῦν
τὸν Ἰόλεων. πάλιν οὖν ἐκλαθόμενος ἐμαυτοῦ τε καὶ τῶν
λογισμῶν, ἐλεγεῖα ποιῶ θρῆνον ἐπὶ τῇ κόμῃ. σὺ δὲ ἐπειδὴ
φαλακρῶν μὲν ὁ κράτιστος εἶ, δοκεῖς δέ τις εἶναι γεννάδας,
ὃς οὐδὲ ἐμπάζῃ τῆς συμφορᾶς, ἀλλὰ καί, ὅταν ἔτνους προ-
κειμένου μετώπων ἐξέτασις γίνηται, σαυτὸν ἐπιλέγεις, ὡς
ἐπ' ἀγαθῷ δή τινι φιλοτιμούμενος, οὐκοῦν ἀνάσχου τοῦ
λόγου, καὶ τήρησον ἐν πείσῃ, φασί, τὴν καρδίαν, ὥσπερ
ὁ Ὀδυσσεὺς πρὸς τὴν ἀναγωγίαν τῶν γυναικῶν ἀνέκ
329

Gregorius Nyssenus Theol., Contra Eunomium (2017: 030)


“Gregorii Nysseni opera, vols. 1.1 & 2.2”, Ed. Jaeger, W.
Leiden: Brill, 1960.
Βι. 3, κεφ. 5, τμ. 38, γρ. 11

ὄντα λόγον θεόν; τί οὖν ἔτι χρὴ πρὸς τοὺς τοιούτους


συμπλέκεσθαι; οὐδὲ γὰρ τοῖς περὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὸν
ἐπιβώμιον λύθρον ἀσχολουμένοις διαπλεκόμεθα, οὐχὶ τῷ
συντίθεσθαι τῇ ἀπωλείᾳ τῶν εἰδωλομανούντων, ἀλλὰ τῷ
βαρυτέραν εἶναι τὴν νόσον αὐτῶν τῆς παρ' ἡμῶν θεραπείας.
ὥσπερ τοίνυν τὴν εἰδωλολατρείαν αὐτὸ καταμηνύει τὸ ἔργον
καὶ προλαμβάνει τῶν κατηγόρων τὸν ἔλεγχον τὸ κακὸν ἐν
παρρησίᾳ τολμώμενον, οὕτω καὶ ἐνταῦθα σιγᾶν οἶμαι δεῖν
τὸν τῆς εὐσεβείας συνήγορον πρὸς τὸν βοῶντα καθ' ἑαυτοῦ
περιφανῶς τὴν ἀσέβειαν, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῶν τῷ καρκι-
νώδει πάθει κεκρατημένων ἄπρακτος ἡ ἰατρικὴ μένει διὰ
τὸ ὑπερισχύειν τῆς τέχνης τὴν νόσον.
Πλὴν ἐπειδή τι μετὰ τὰ εἰρημένα καὶ ἰσχυρότερον
ἐπαγγέλλεται λέγειν, ὡς ἂν μὴ φόβῳ τῶν δυνατωτέρων καθ-
υφιέναι δοκοίημεν τὴν ἀντίρρησιν, κἀκεῖνο τοῖς εἰρημένοις
προσεξετάσωμεν. εἰ δὲ ἔδει, φησί, πάντων ἀφέμενον
ἐπὶ τὸν ἰσχυρότερον χωρῆσαι λόγον, ἐκεῖνα
φήσαιμι ἄν, ὅτι καὶ τῶν ὑπ' αὐτοῦ πρὸς ἔλεγχον
προβληθέντων ὀνομάτων παραδεχθέντων οὐδὲν
ἧττον ἀληθὴς ὁ παρ' ἡμῶν φανερωθήσεται λόγος.
εἴπερ ἡ παραλλαγὴ τῶν τὰς ἰδιότητας σημαινόν

Gregorius Nyssenus Theol., Encomium in xl martyres ii (2017: 067);


MPG 46.
Τόμ. 46, σε. 777, γρ. 29

μηνὸς ἀποδύσας τοὺς ἁγίους, ὑπαιθρίους ἔστησεν ἐν


ὁλογύμνοις τοῖς σώμασιν ἐξ ἐναντίας τοῦ βασιλέως
τῶν Ἀσσυρίων καὶ τῆς Βαβυλωνίας καμίνου, τοὺς
τῆς εὐσεβείας μαθητὰς ἀμυνόμενος. Οὐδὲν δὲ παρα-
πλήσιον εἰς ἀλγηδόνα, πῦρ φλέγον, καὶ κρυμὸς συμ-
πηγνὺς καὶ μαραίνων· τὸ μὲν γὰρ τῷ σιδήρῳ προς-
330

ῆκεν, ὀξέως ἄγον ἐπὶ τὸν θάνατον· τὸ δὲ τὴν ὀδύνην


ἔχον ἰσόῤῥοπον, παρατείνει τὴν τελευτήν. Ἀργότερα
γὰρ καθόλου τὰ ὑπὸ ψυχροῦ γινόμενα πάθη, οἷον τε-
ταρταῖοι, καὶ καρκῖνοι, καὶ ἄνθρακες, καὶ ὅσα φιλο-
σοφοῦντες ἰατρικοὶ τὴν ψυχρὰν ὕλην ἀπεφήναντο τοῖς
σώμασιν ἐμποιεῖν. Οὕτως οἱ ψυχρότεροι καὶ πιμε-
λώδεις, νωθρότεροι καὶ δύσχρηστον ἔχοντες τὸ σωμά-
τιον· καὶ τὰ ἄλογα δὲ τῶν ζώων ὁμοίως. Τὰ μὲν θερ-
μότερα, ταχέα καὶ πρὸς τὴν ἐπείγουσαν χρείαν εὐ-
κίνητα· τὰ δὲ ἐναντίως ἔχοντα, βραδέα, καὶ νάρκῃ
πεπεδημένα. Οὕτως ἵππος ταχὺς, συριγμῷ πρὸ τῆς
μάστιγος διεγειρόμενος πρὸς τὸν δρόμον· βραδὺς ὁ
ὄνος, καὶ μόλις διὰ τῶν ῥοπάλων τὴν ὁδοιπορίαν
ἀνύων. Ὀξεῖα ἡ πάρδαλις, ξηρῷ καὶ θερμῷ τῷ σώ

Gregorius Nyssenus Theol., Contra fatum (2017: 082)“Gregorii


Nysseni opera, vol. 3.2”, Ed. McDonough, J.Leiden: Brill, 1986.Σε. 48,
γρ. 12

πτικοὶ ἐκ προαιρέσεως γίνονται, δυστυχίαν ἄντικρυς αὐτῶν ὁ


ταῦτα λέγων καταψηφίζεται τῷ κατ' ἐξουσίαν αὐτοῖς
προκειμένης τῆς κρείττονος λήξεως ἐν ἡδονῇ τὸ ἀτιμότερον
τίθεσθαι· εἰ δὲ οὐκ ἐκ προαιρέσεως τούτων ἕκαστόν ἐστιν ὅπερ
νομίζεται, ἀλλ' ἔκ τινος ἀνάγκης ἐγένετο, ἄρα τις καὶ τούτοις
ὑπερκειμένη πάλιν αὐτῶν εἱμαρμένη ἑτέρα τὰς τῶν φύσεών τε
καὶ δυνάμεων ἐπέκλωσεν ἰδιότητας· ὥστε ζητεῖν ἐπάναγκες
ἄλλα ἄστρα τούτων ὑπέρτερα καὶ κίνησιν ἐφ' ἑαυτῶν
ἰδιάζουσαν ὧν ἡ ποιὰ συμπλοκὴ κατά τινα εἱμαρμένης
ἀνάγκην ἢ δούλειον εἶναι τὸν Ταῦρον ἢ ἐπιζήμιον τὸν Κριὸν
ἀπειργάσατο ἢ τὸν Καρκίνον ἀκέφαλον ἢ εἴ τι ἄλλο περὶ
ἑκάστου τούτων οἱ λῆροι τῶν σοφῶν διέρχονται. καὶ εἰ ταῦτα
τὰ φαινόμενα ἡμῖν κατ' ἀνάγκην τινὸς εἱμαρμένης ἐστὶ
τοιαῦτα, πάντως καὶ τῆς ὑπερκειμένης ἐκείνης ἀνάγκης
ἑτέραν αἰτίαν ἀναγκαστικὴν τῆς τοιαύτης καταστάσεως προς-
επινοήσει ὁ λόγος κἀκείνης ἄλλην καὶ πάλιν ἄλλην τῆς
ἄλλης, καὶ οὕτως εἰς ἄπειρον προϊὼν ὁ λόγος οὐδαμοῦ
στήσεται εἱμαρμένην εἱμαρμένης καὶ μοίρας μοῖραν καὶ
ἀνάγκης ἀνάγκην προσαναπλάσσων.
Ταῦτα δέ μου διεξιόντος καὶ διὰ τῶν τοιούτων νοημάτων
πρὸς τὸ ἄτοπον τὸν λόγον ἐκβάλλοντος ἐπικόψας μεταξὺ διὰ
331

Gregorius Nyssenus Theol., Contra fatum Σε. 52, γρ. 13

ἀγνοεῖ τὴν πλατεῖαν καὶ εὐρύχωρον Θρᾴκην; πῶς τὴν μὲν


ὁ πόλεμος τὴν δὲ ὁ σεισμὸς μετὰ τοῦ πυρὸς ἐν ἀκαρεῖ τοῦ
χρόνου ἄρδην ἐξέτριψεν. πόσοι παῖδες ἐκεῖ, πόσα νήπια, οἱ
μέσως ἔχοντες, οἱ παρήλικες, ἐλεύθεροί τε καὶ δοῦλοι, κρα-
τοῦντες καὶ ὑποχείριοι, πλούσιοι, πένητες, ἐρρωμένοι,
νοσηλευόμενοι, πάντες ἐν μιᾷ καιροῦ ῥοπῇ κατεφθάρησαν.
πάντας ἐπίσης τὸ πῦρ ἐπενεμήθη· πᾶσιν οἱ οἶκοι τάφοι ἐγένον-
το. ποῦ αἱ τῶν ἄστρων ἐκείνων διαπλοκαὶ αἱ τὰς διαφορὰς
τῶν βίων τοῖς ἀνθρώποις ὁρίζουσαι; ἆρα πᾶσιν ἐκείνοις μία
τῶν ἄστρων σύνοδος τὰς ὠδῖνας τῶν γενέσεων ἔλυσε καὶ
πᾶσιν ὁ καρκίνος ὡροσκοπῶν τὴν μοῖραν ἐπέβαλε; καὶ μὴν αἱ
μυρίαι τῶν ἡλικιῶν τε καὶ ἀξιωμάτων διαφοραὶ τὸ μὴ πάντας
ἀλλήλοις κατὰ ταὐτὸν τῇ γενέσει συνενεχθῆναι διαμαρτύρον-
ται. εἰ οὖν ὁ μὲν τῆς γενέσεως χρόνος ἑκάστῳ διάφορος, ἡ δὲ
τῶν συμφορῶν ταυτότης οὐδεμίαν παραλλαγὴν ἐκ τῆς κατὰ
τὴν γένεσιν αἰτίας ἐδέξατο, ἄρα καὶ διὰ τούτων τὸ περὶ τὴν
πρόρρησιν ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον διελέγχεται.
Ἀλλ' ἔστι, φησί, καὶ νεὼς καὶ πόλεως καὶ ἔθνους παντὸς
εἱμαρμένη κατὰ τὴν πρώτην θέσιν τὸ ἐφεξῆς ἐπικλώθουσα,
καὶ τῷ περιέχοντι τὰ ἐμπεριειλημμένα κατ' ἀνάγκην
συνδιατίθεται. Τίς οὖν ἡ τῆς ναυπηγίας Εἰλείθυια; τίς δὲ ὁ τῆς

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangelica (2018:


001)“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras,
K.Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.
Βι. 6, κεφ. 10, τμ. 33, γρ. 1

δίτης μυρεψοὺς ἢ φωνάσκους καὶ ὑποκριτὰς ποιημάτων. καὶ παρὰ


Ταιηνοῖς
καὶ Σαρακηνοῖς καὶ ἐν τῇ ἀνωτέρᾳ Λιβύῃ καὶ παρὰ Μαύροις καὶ παρὰ
τοῖς
περὶ τὸ στόμα τοῦ Ὠκεανοῦ Νομάσι καὶ ἐν τῇ ἐξωτέρᾳ Γερμανίᾳ καὶ ἐν
τῇ
ἀνωτέρᾳ Σαρματίᾳ καὶ ἐν τῇ Σκυθίᾳ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐξ ἀρκτικῶν μερῶν
τοῦ Πόντου ἔθνεσι καὶ ὅλῃ τῇ Ἀλανίᾳ καὶ Ἀλβανίᾳ καὶ Ὠτηνῇ καὶ ἐν
Σαυνίᾳ καὶ
ἐν Χρυσῇ οὐκ ἔστιν ἰδεῖν οὐ τραπεζίτην, οὐ πλάστην, οὐ ζωγράφον, οὐκ
332

ἀρχι-
τέκτονα, οὐ γεωμέτρην, οὐ φώνασκον, οὐχ ὑποκριτὴν ποιημάτων, ἀλλ'
ἐστέ-
ρηται ὁ τῆς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἐνεργείας τρόπος ἐν ὅλῳ τῷ
κύκλῳ
τούτῳ τῆς οἰκουμένης. οἱ Μῆδοι πάντες τοῖς μετὰ σπουδῆς τρεφομένοις
κυσὶ τοὺς νεκροὺς ἔτι ἐμπνέοντας παραβάλλουσι, καὶ οὐ πάντες σὺν τῇ
μήνῃ
τὸν Ἄρεα ἐφ' ἡμερινῆς γενέσεως ἐν Καρκίνῳ ὑπὸ γῆν ἔχουσιν. Ἰνδοὶ
τοὺς νεκροὺς καίουσι, μεθ' ὧν συγκαίουσιν ἑκούσας τὰς γυναῖκας, καὶ οὐ
δήπου πᾶσαι αἱ καιόμεναι ζῶσαι Ἰνδῶν γυναῖκες ἔχουσιν ὑπὸ γῆν ἐπὶ
νυκτε-
ρινῆς γενέσεως σὺν Ἄρει τὸν ἥλιον ἐν Λέοντι ὁρίοις Ἄρεος. Γερμανῶν
οἱ πλεῖστοι ἀγχονιμαίῳ μόρῳ ἀποθνήσκουσι, καὶ οὐ πάντως τὸ πλῆθος
τῶν
Γερμανῶν τὴν σελήνην καὶ τὴν ὥραν μεσολαβουμένας ὑπὸ Κρόνου καὶ
Ἄρεος
ἔχει. παντὶ ἔθνει καὶ πάσῃ ἡμέρᾳ καὶ παντὶ τρόπῳ τῆς γενέσεως γεννῶν-
ται ἄνθρωποι· κρατεῖ δὲ ἐν ἑκάστῃ μοίρᾳ τῶν ἀνθρώπων νόμος καὶ ἔθος
διὰ
τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου· καὶ οὐκ ἀναγκάζει ἡ γένεσις τοὺς Σῆρας
μὴ
θέλοντας φονεύειν ἢ τοὺς Βραχμᾶνας κρεοφαγεῖν ἢ τοὺς Πέρσας
ἀθεμίτως
μὴ γαμεῖν ἢ τοὺς Ἰνδοὺς μὴ καίεσθαι ἢ τοὺς Μήδους μὴ ἐσθίεσθαι ὑπὸ
κυ

Gregorius Nazianzenus Theol., De spiritu sancto (orat. 31) (2022: 011)


“Gregor von Nazianz. Die fünf theologischen Reden”, Ed. Barbel, J.
Düsseldorf: Patmos–Verlag, 1963.Τμ. 19, γρ. 19

τέρων κατὰ τὴν σὴν ἀνάπλασιν. ἢ ἀδικήσεις, μὴ διδοὺς ὅπερ


εἴληφας; τί δὲ ὁ Ἰωάννης, τρεῖς εἶναι τοὺς μαρτυροῦντας λέγων ἐν
ταῖς καθολικαῖς, τὸ πνεῦμα, τὸ ὕδωρ, τὸ αἷμα; ἆρά σοι ληρεῖν
φαίνεται, πρῶτον μὲν ὅτι τὰ μὴ ὁμοούσια συναριθμῆσαι τετόλ-
μηκεν, ὃ τοῖς ὁμοουσίοις σὺ δίδως, – τίς γὰρ ἂν εἴποι ταῦτα μιᾶς
οὐσίας; – δεύτερον δὲ ὅτι μὴ καταλλήλως ἔχων ἀπήντησεν, ἀλλὰ
τὸ τρεῖς ἀρρενικῶς προθείς, τὰ τρία οὐδετέρως ἐπήνεγκε, παρὰ
τοὺς σοὺς καὶ τῆς σῆς γραμματικῆς ὅρους καὶ νόμους; καίτοι τί
διαφέρει, ἢ τρεῖς προθέντα ἓν καὶ ἓν καὶ ἓν ἐπενεγκεῖν, ἢ ἕνα καὶ
ἕνα καὶ ἕνα λέγοντα μὴ τρεῖς ἀλλὰ τρία προσαγορεύειν; ὅπερ αὐτὸς
ἀπαξιοῖς ἐπὶ τῆς θεότητος. τί δέ σοι ὁ καρκίνος, τό τε ζῶον, τό τε
ὄργανον, ὅ τε ἀστήρ; τί δὲ ὁ κύων, ὅ τε χερσαῖος, καὶ ὁ ἔνυδρος,
333

καὶ ὁ οὐράνιος; οὐ τρεῖς λέγεσθαί σοι δοκοῦσι καρκίνοι καὶ κύνες;


πάντως γε. ἆρα οὖν παρὰ τοῦτο καὶ ὁμοούσιοι; τίς φήσει τῶν νοῦν
ἐχόντων; ὁρᾷς ὅπως σοι διαπέπτωκεν ὁ περὶ τῆς συναριθμήσεως
λόγος, τοσούτοις ἐληλεγμένος; εἰ γὰρ μήτε τὰ ὁμοούσια πάντως
συναριθμεῖται, καὶ συναριθμεῖται τὰ μὴ ὁμοούσια, ἥ τε τῶν ὀνο-
μάτων συνεκφώνησις ἐπ' ἀμφοῖν, τί σοι πλέον ὧν ἐδογμάτισας;
Σκοπῶ δὲ κἀκεῖνο, καὶ ἴσως οὐκ ἔξω λόγου.

Gregorius Nazianzenus Theol., De spiritu sancto (orat. 31) Τμ. 19, γρ.
21

ταῖς καθολικαῖς, τὸ πνεῦμα, τὸ ὕδωρ, τὸ αἷμα; ἆρά σοι ληρεῖν


φαίνεται, πρῶτον μὲν ὅτι τὰ μὴ ὁμοούσια συναριθμῆσαι τετόλ-
μηκεν, ὃ τοῖς ὁμοουσίοις σὺ δίδως, – τίς γὰρ ἂν εἴποι ταῦτα μιᾶς
οὐσίας; – δεύτερον δὲ ὅτι μὴ καταλλήλως ἔχων ἀπήντησεν, ἀλλὰ
τὸ τρεῖς ἀρρενικῶς προθείς, τὰ τρία οὐδετέρως ἐπήνεγκε, παρὰ
τοὺς σοὺς καὶ τῆς σῆς γραμματικῆς ὅρους καὶ νόμους; καίτοι τί
διαφέρει, ἢ τρεῖς προθέντα ἓν καὶ ἓν καὶ ἓν ἐπενεγκεῖν, ἢ ἕνα καὶ
ἕνα καὶ ἕνα λέγοντα μὴ τρεῖς ἀλλὰ τρία προσαγορεύειν; ὅπερ αὐτὸς
ἀπαξιοῖς ἐπὶ τῆς θεότητος. τί δέ σοι ὁ καρκίνος, τό τε ζῶον, τό τε
ὄργανον, ὅ τε ἀστήρ; τί δὲ ὁ κύων, ὅ τε χερσαῖος, καὶ ὁ ἔνυδρος,
καὶ ὁ οὐράνιος; οὐ τρεῖς λέγεσθαί σοι δοκοῦσι καρκίνοι καὶ κύνες;
πάντως γε. ἆρα οὖν παρὰ τοῦτο καὶ ὁμοούσιοι; τίς φήσει τῶν νοῦν
ἐχόντων; ὁρᾷς ὅπως σοι διαπέπτωκεν ὁ περὶ τῆς συναριθμήσεως
λόγος, τοσούτοις ἐληλεγμένος; εἰ γὰρ μήτε τὰ ὁμοούσια πάντως
συναριθμεῖται, καὶ συναριθμεῖται τὰ μὴ ὁμοούσια, ἥ τε τῶν ὀνο-
μάτων συνεκφώνησις ἐπ' ἀμφοῖν, τί σοι πλέον ὧν ἐδογμάτισας;
Σκοπῶ δὲ κἀκεῖνο, καὶ ἴσως οὐκ ἔξω λόγου. τὸ ἓν καὶ τὸ ἓν
οὐκ εἰς δύο συντίθεται; τὰ δύο δὲ οὐκ εἰς ἓν καὶ ἓν ἀναλύεται;
δῆλον ὅτι. εἰ οὖν ὁμοούσια μὲν τὰ συντιθέμενα κατὰ τὸν σὸν λόγον,
ἑτεροούσια δὲ τὰ τεμνόμενα, τί συμβαίνει; τὰ αὐτὰ ὁμοούσιά τε
εἶναι καὶ ἑτεροούσια. γελῶ σου καὶ τὰς προαριθμήσεις, καὶ τὰς

Gregorius Nazianzenus Theol., Carmina moralia (2022: 060); MPG


37.
Σε. 925, γρ. 8

Ἄλλοι μὲν ἄλλων τοὺς πόνους δεδοικότες,


Ἄλλοις ὁρῶνται κινδυνεύοντες πόνοις.
Δόξης ἀεὶ φρόντιζε τῆς αἰωνίου·
Ἡ γὰρ παροῦσα ψεύδεται καθημέραν.
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται·
334

Τὰ γὰρ μετ' ὀργῆς οὐδέπω βουλὴν ἔχει.


Δεινὸν δράκοντες, καὶ κακοῦργον ἀσπίδες·
Διπλῆ γυναικὸς δεινότης ἐν θηρίοις.
Πείθουσι γυμνὰ τοὺς ὁρῶντας ὀστέα,
Ὡς οὐδὲν ἡμῖν προσφυὲς τῶν ἐνθάδε.
Εἰ λοξὰ μὴ βαίνουσι καρκίνων γόνοι,
Πεῖραν λάβωσι μητρικῶν βαδισμάτων.
Δώσεις προδήλως ἐκβιάζων τὴν φύσιν,
Καλοὺς μαθητὰς ἐκ κακῶν διδασκάλων.
Κόσμει σεαυτὸν τοῖς καλοῖς τεκμηρίοις,
Καὶ μὴ πένητος ὀρφανοῦ καταφρόνει.
Θεοῦ διδόντος, οὐδὲν ἰσχύει φθόνος,
Καὶ μὴ διδόντος, οὐδὲν ἰσχύει κόπος.
Τίκτεις, ἔχιδνα· μὴ φοβοῦ τὰς ὠδῖνας·
Ἔχεις λαβοῦσα μητρικοῦ πεῖραν τόκου.
Οὐδεὶς ἀριστεὺς ἐκ προδήλου δειλίας·

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium “Ioannis Stobaei


anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.Berlin: Weidmann,
1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.Βι. 2, κεφ. 2, τμ. 14, γρ.
2

Ζήνων τὰς τῶν διαλεκτικῶν τέχνας εἴκαζε τοῖς δι-


καίοις μέτροις οὐ πυρὸν οὐδ' ἄλλο τι τῶν σπουδαίων
μετροῦσιν, ἄλλ' ἄχυρα καὶ κόπρια.
Πυθαγόρου.
Κενὸς ἐκείνου φιλοσόφου λόγος, ὑφ' οὗ μηδὲν ἀν-
θρώπου πάθος θεραπεύεται. Ὥσπερ γὰρ ἰατρικῆς οὐκ
ὄφελος μὴ τὰς νόσους ἐκβαλλούσης ἀπὸ τῶν σωμάτων·
οὕτως οὐδὲ φιλοσοφίας, εἰ μὴ τὸ τῆς ψυχῆς κακὸν ἐκ-
βάλλοι.
Ἐκ τῶν Ἀρίστωνος Ὁμοιωμάτων.
Οἱ ἐν διαλεκτικῇ βαθύνοντες ἐοίκασι καρκίνους μασωμένοις, οἳ δι'
ὀλίγον τρόφιμον περὶ πολλὰ ὀστᾶ ἀσχο-λοῦνται. Ἀντισθένους. Οὐκ
ἀντιλέγοντα δεῖ τὸν ἀντιλέγοντα παύειν, ἀλλὰ διδάσκειν· οὐδὲ γὰρ τὸν
μαινόμενον ἀντιμαινόμενός τις ἰᾶται.

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologiumβι. 3, κεφ. 29, τμ. 31, γρ.


1

(fr. 343b com. IV p. 689)


335

Ἅπανθ' ὁ τοῦ ζητοῦντος εὑρίσκει πόνος.


Φιλήμονος Καταψευδομένου (com. IV p. 13).
Πάντ' ἐστὶν ἐξευρεῖν, ἐὰν μὴ τὸν πόνον
φεύγῃ τις, ὃς πρόσεστι τοῖς ζητουμένοις.
(Philem. fab. inc. fr. 102 com. IV p. 62)
Ἐκ τοῦ φιλοπονεῖν γίνεθ' ὧν θέλεις κρατεῖν.
Φιλήμονος (fab. inc. fr. 61 com. IV p. 55).
Ὡς ἡδέως μοι γέγονε τὰ πρότερον κακά.
εἰ μὴ τότ' ἐπόνουν, νῦν ἂν οὐκ εὐφραινόμην.
Καρκίνου

(Eur. fr. inc. fab. 1043 N.2)


Οὐδεὶς ἔπαινον ἡδοναῖς ἐκτήσατο.
Εὐριπίδου Ἀρχελάου (fr. 237 N.2).
Οὐδεὶς γὰρ ὢν ῥᾴθυμος εὐκλεὴς ἀνήρ,
ἀλλ' οἱ πόνοι τίκτουσι τὴν εὐανδρίαν.
Εὐριπίδου Ἱππολύτου (fr. 432 N.2).
Τῷ γὰρ πονοῦντι καὶ θεὸς συλλαμβάνει.
Ἀλέξιδος Ἀχαιίδος (fr. 1 com. III p. 397).

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologiumβι. 3, κεφ. 33, τμ. 1, γρ. 1

ΠΕΡΙ ΣΙΓΗΣ.

Καρκίνου (fr. 7 p. 800 N.2).


Πολλοῖς γὰρ ἀνθρώποισι φάρμακον κακῶν
σιγή, μάλιστα δ' ἐστὶ σώφρονος τρόπου.
(deest Mein.: Soph. Ai. 293)
Γύναι, γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει.
Μενάνδρου (fab. inc. fr. 288 com. IV p. 294).
Οὐθὲν σιωπῆς ἔστι χρησιμώτερον.
Σοφοκλέους Ἀλεάδαις (fr. 78 N.2).
Ὦ παῖ, σιώπα· πόλλ' ἔχει σιγὴ καλά.
Χάρητος (fr. 2 p. 826 N.2).
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν,

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 3, κεφ. 38, τμ. 18, γρ.
1

θέλοιμ' ἂν ἐπ' ἐσθλοῖς.


Ἱπποθόωντος (fr. 2 p. 827 N.2).
336

Φθόνος κάκιστος κἀδικώτατος θεός.


κακοῖς τε χαίρει κἀγαθοῖς ἀλγύνεται.
(trag. adesp. fr. 534 N.2)
Οὐδεὶς ἂν εἴποι κεῖνον ἀνθρώπων κακῶς,
οὐδ' εἰ Φθόνου γένοιτο δυσμενέστερος.
(trag. adesp. fr. 534 N.2)
Χρὴ δ' ἢ λέγειν τι χρηστὸν ἢ λέγουσιν εὖ
μὴ δυσμεναίνειν τῷ φθόνῳ νικώμενον.
Καρκίνου (fr. 8 p. 800 N.2).
Χαίρω σ' ὁρῶν φθονοῦντα, τοῦτ' εἰδὼς ὅτι
ἓν δρᾷ μόνον δίκαιον ὧν ποιεῖ φθόνος·
λυπεῖ γὰρ αὐτὸ τὸ κτῆμα τοὺς κεκτημένους.
Εὐριπίδου Βελλεροφόντης (fr. 295 N.2).
Ἤδη γὰρ εἶδον καὶ δίκης παραστάτας
ἐσθλοὺς πονηρῷ τῷ φθόνῳ νικωμένους.
Εὐριπίδου Ἀλεξάνδρου (fr. 58 N.2).
Οἴμοι, θανοῦμαι διὰ τὸ χρήσιμον φρενῶν,
ἣ τοῖσιν ἄλλοις γίγνεται σωτηρία.
Ἐπιχάρμου (fr. *33 Lorenz.).

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 4, κεφ. 31c, τμ. 60, γρ.
1

σύμμικτα μὴ δίκαια καὶ δίκαι' ὁμοῦ·


ἔπειτ' ἀμᾶσθε τῶνδε δύστηνον θέρος.
Εὐριπίδου Δίκτυϊ (fr. 341 N.2).
Μή μοί ποτ' εἴη χρημάτων νικωμένῳ
κακῷ γενέσθαι, μηδ' ὁμιλοίην κακοῖς.
Εὐριπίδου Μηδείᾳ (599 s.).
Μή μοι γένοιτο λυπρὸς εὐδαίμων βίος
μηδ' ὄλβος ὅστις τὴν ἐμὴν κνίζει φρένα.
Εὐριπίδου (fr. 1069 N.2).
Σκαιὸν τὸ πλουτεῖν κἄλλο μηδὲν εἰδέναι.
Καρκίνου (fr. 9 p. 800 N.2).
... δειλόν ἐσθ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν.
Εὐριπίδου Αἰόλῳ (fr. 20 N.).
Μὴ Πλοῦτον εἴπῃς· οὐχὶ θαυμάζω θεόν,
ὃν χὡ κάκιστος ῥᾳδίως ἐκτήσατο.
Εὐριπίδου Πηλεῖ (fr. 618 N.).
Τὸν ὄλβον οὐδὲν οὐδαμοῦ κρίνω βροτοῖς,
ὅν γ' ἐξαλείφει ῥᾷον ἢ γραφὴν θεός.
Καρκίνου (fr. 10 p. 800 N.2).
337

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 4, κεφ. 31c, τμ. 63, γρ.
1

Εὐριπίδου (fr. 1069 N.2).


Σκαιὸν τὸ πλουτεῖν κἄλλο μηδὲν εἰδέναι.
Καρκίνου (fr. 9 p. 800 N.2).
... δειλόν ἐσθ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν.
Εὐριπίδου Αἰόλῳ (fr. 20 N.).
Μὴ Πλοῦτον εἴπῃς· οὐχὶ θαυμάζω θεόν,
ὃν χὡ κάκιστος ῥᾳδίως ἐκτήσατο.
Εὐριπίδου Πηλεῖ (fr. 618 N.).
Τὸν ὄλβον οὐδὲν οὐδαμοῦ κρίνω βροτοῖς,
ὅν γ' ἐξαλείφει ῥᾷον ἢ γραφὴν θεός.
Καρκίνου (fr. 10 p. 800 N.2).
Ὦ πολλὰ πλοῦτος δυστυχέστατος κυρῶν,
ὅμως μέγιστον ζῆλον ἐν βροτοῖς ἔχεις.
Εὐριπίδου Τηλέφῳ (fr. 714 N.2).
Σμίκρ' ἂν θέλοιμ' ἂν καὶ καθ' ἡμέραν ἔχων
τροφὴν ἐνοικεῖν μᾶλλον ἢ πλουτῶν νοσεῖν.
† Ἀντιφάνους (Menandri fr. 624 K.).
Οὐ πώποτ' ἐζήλωσα πλουτοῦντα σφόδρα
ἄνθρωπον, ἀπολαύοντα μηδὲν ὧν ἔχει.
(Antiph. fr. 259 K.)

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 4, κεφ. 39, τμ. 3, γρ. 1

Ὁμήρου Ὀδυσσείας (XXIII 212).


Ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι.
Ὁμήρου Ὀδυσσείας (IV 208. 210 s.).
Ὄλβον ἐπικλῶσαι γαμέοντί τε γινομένῳ τε·
αὐτὸν μὲν λιπαρῶς γηρασκέμεν ἐν μεγάροισιν,
υἱέας δ' αὖ πινυτούς τε καὶ ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους.
Βακχυλίδου Ἐπινίκων (V 50 ss. Blass3).
Ὄλβιος ᾧ τινι θεὸς μοῖράν τε καλῶν ἔπορεν
σύν τ' ἐπιζήλῳ τύχᾳ ἀφνειὸν βιοτὰν διάγειν· οὐ
γάρ τις ἐπιχθονίων πάντα γ' εὐδαίμων ἔφυ.
Καρκίνου † Τυρεύς (fr. 4 p. 799 N.2).
Ἀσκεῖν μὲν ἀρετήν, εὐτυχεῖν δ' αἰτεῖν θεούς·
ἔχων γὰρ ἄμφω ταῦτα μακάριός θ' ἅμα
κεκλημένος ζῆν κἀγαθὸς δυνήσεται.
338

Καλλιμάχου Ὕμνων (Iov. 95). Οὔτ' ἀρετῆς ἄτερ ὄλβος ἐπίσταται


ἄνδρας ἀέξειν
οὔτ' ἀρετὴ ἀφένοιο.

Basilius Theol., Homiliae in hexaemeron (2040: 001)“Basile de


Césarée. Homélies sur l'hexaéméron, 2nd edn.”, Ed. Giet, S.Paris: Cerf,
1968; Sources chrétiennes 26 bis.Homily 7, τμ. 1, γρ. 34

πρῶτον ἔμψυχον καὶ αἰσθήσεως μετέχον ζῷον δημιουρ-


γεῖται. Φυτὰ γὰρ καὶ δένδρα κἂν ζῆν λέγηται διὰ τὸ
μετέχειν τῆς θρεπτικῆς καὶ αὐξητικῆς δυνάμεως, ἀλλ'
οὐχὶ καὶ ζῷα, οὐδὲ ἔμψυχα. Τούτου γε ἕνεκα, Ἐξαγαγέτω
τὰ ὕδατα ἑρπετά. Πᾶν τὸ νηκτικὸν κἂν τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ
ὕδατος ἐπινήχηται, κἂν διὰ βάθους τέμνῃ τὸ ὕδωρ, τῆς τῶν
ἑρπηστικῶν ἐστι φύσεως, ἐπισυρόμενον τῷ τοῦ ὕδατος
σώματι. Κἂν ὑπόποδα δὲ καὶ πορευτικὰ ὑπάρχῃ τινὰ τῶν
ἐνύδρων (μάλιστα μὲν ἀμφίβια τὰ πολλὰ τούτων ἐστίν·
οἷον φῶκαι, καὶ κροκόδειλοι, καὶ οἱ ποτάμιοι ἵπποι, καὶ
βάτραχοι, καὶ καρκῖνοι), ἀλλ' οὖν προηγούμενον ἔχει τὸ
νηκτικόν. Διὰ τοῦτο, Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετά. Ἐν
τούτοις τοῖς μικροῖς ῥήμασι τί παρεῖται γένος; τί οὐκ
ἐμπεριείληπται τῷ προστάγματι τῆς δημιουργίας; Οὐ τὰ
ζωοτοκοῦντα, οἷον φῶκαι καὶ δελφῖνες καὶ νάρκαι, καὶ τὰ
ὅμοια τούτοις τὰ σελάχη λεγόμενα; οὐ τὰ ὠοτόκα, ἅπερ
ἐστὶ πάντα σχεδὸν τῶν ἰχθύων τὰ γένη; οὐχ ὅσα λεπιδωτὰ,
οὐχ ὅσα φολιδωτὰ, οὐχ οἷς ἐστι πτερύγια καὶ οἷς μή
ἐστιν; Ἡ μὲν φωνὴ τοῦ προστάγματος μικρὰ, μᾶλλον δὲ
οὐδὲ φωνὴ, ἀλλὰ ῥοπὴ μόνον καὶ ὁρμὴ τοῦ θελήματος·

Basilius Theol., Homiliae in hexaemeron Homily 7, τμ. 2, γρ. 9

Διὰ τοῦτο οὐδὲ τιθασσεύεσθαί τι τῶν νηκτῶν καταδέχεται,


οὐδὲ ὅλως ὑπομένει χειρὸς ἀνθρωπίνης ἐπιβολήν.
Ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν κατὰ
γένος. Ἑκάστου γένους τὰς ἀπαρχὰς νῦν, οἱονεὶ σπέρματά
τινα τῆς φύσεως, προβληθῆναι κελεύει· τὸ δὲ πλῆθος
αὐτῶν ἐν τῇ μετὰ ταῦτα διαδοχῇ ταμιεύεται, ὅταν αὐξάνεσθαι
αὐτὰ καὶ πληθύνεσθαι δέῃ. Ἄλλου γένους ἐστὶ τὰ ὀστρα-
κόδερμα προσαγορευόμενα· οἷον κόγχαι, καὶ κτένες, καὶ
κοχλίαι θαλάσσιοι, καὶ στρόμβοι, καὶ αἱ μυρίαι τῶν ὀστρέων
διαφοραί. Ἄλλο πάλιν παρὰ ταῦτα γένος, τὰ μαλακόστρακα
339

προσειρημένα, κάραβοι, καὶ καρκῖνοι, καὶ τὰ παραπλήσια


τούτοις. Ἕτερον παρὰ ταῦτα γένος ἐστὶ τὰ μαλάκια οὕτω
προσαγορευθέντα, ὅσων ἡ σὰρξ ἁπαλὴ καὶ χαύνη· πολύποδες,
καὶ σηπίαι, καὶ τὰ ὅμοια τούτοις. Καὶ ἐν τούτοις πάλιν
διαφοραὶ μυρίαι. Δράκοντες γὰρ καὶ μύραιναι καὶ
ἐγχέλυες, αἱ κατὰ τοὺς ἰλυώδεις ποταμοὺς καὶ λίμνας
γινόμεναι, τοῖς ἰοβόλοις μᾶλλον τῶν ἑρπετῶν, ἢ τοῖς ἰχθύσι
κατὰ τὴν ὁμοιότητα τῆς φύσεως προσεγγίζουσιν.

Basilius Theol., Homiliae in hexaemeron Homily 7, τμ. 3, γρ. 20

φιλοπλουτίᾳ τοῖς ἀπληρώτοις τῆς πλεονεξίας αὐτοῦ κόλποις


ἐναποκρύπτων τοὺς ἀσθενεῖς; Ἐκεῖνος εἶχε τὰ τοῦ πένη-
τος· σὺ τοῦτον λαβὼν μέρος ἐποιήσω τῆς περιουσίας
σεαυτοῦ. Ἀδίκων ἀδικώτερος ἀνεφάνης, καὶ πλεονεκτικώτε-
ρος πλεονέκτου. Ὅρα μὴ τὸ αὐτό σε πέρας τῶν ἰχθύων
ἐκδέξηται, ἄγκιστρόν που, ἢ κύρτος, ἢ δίκτυον. Πάντως
γὰρ καὶ ἡμεῖς πολλὰ τῶν ἀδίκων διεξελθόντες, τὴν
τελευταίαν τιμωρίαν οὐκ ἀποδρασόμεθα. Ἤδη δὲ καὶ ἐν
ἀσθενεῖ ζῴῳ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ ἐπίβουλον καταμα-
θὼν, βούλομαί σε φυγεῖν τῶν κακούργων τὴν μίμησιν.
Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου· ἀλλὰ
δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ ὀστράκου
γίνεται. Ἀρραγεῖ γὰρ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρκὸς ἡ φύσις
κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον προσηγόρευται.
Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς ἀλλήλαις προσηρ-
μοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται, ἀναγκαίως ἄπρακτοί
εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. Τί οὖν ποιεῖ; Ὅταν ἴδῃ ἐν
ἀπηνέμοις χωρίοις μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὴν
ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε δὴ
λάθρᾳ ψηφῖδα παρεμβαλὼν, διακωλύει τὴν σύμπτυξιν, καὶ
εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως διὰ τῆς ἐπινοίας

Basilius Theol., Homiliae in hexaemeron Homily 7, τμ. 3, γρ. 26

γὰρ καὶ ἡμεῖς πολλὰ τῶν ἀδίκων διεξελθόντες, τὴν


τελευταίαν τιμωρίαν οὐκ ἀποδρασόμεθα. Ἤδη δὲ καὶ ἐν
ἀσθενεῖ ζῴῳ πολὺ τὸ πανοῦργον καὶ ἐπίβουλον καταμα-
θὼν, βούλομαί σε φυγεῖν τῶν κακούργων τὴν μίμησιν.
Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου· ἀλλὰ
δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ ὀστράκου
γίνεται. Ἀρραγεῖ γὰρ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρκὸς ἡ φύσις
κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον προσηγόρευται.
340

Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς ἀλλήλαις προσηρ-


μοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται, ἀναγκαίως ἄπρακτοί
εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. Τί οὖν ποιεῖ; Ὅταν ἴδῃ ἐν
ἀπηνέμοις χωρίοις μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὴν
ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε δὴ
λάθρᾳ ψηφῖδα παρεμβαλὼν, διακωλύει τὴν σύμπτυξιν, καὶ
εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως διὰ τῆς ἐπινοίας
περιεχόμενος. Αὕτη ἡ κακία τῶν μήτε λόγου μήτε φωνῆς
μετεχόντων. Ἐγὼ δέ σε βούλομαι τὸ ποριστικὸν καὶ
εὐμήχανον τῶν καρκίνων ζηλοῦντα, τῆς βλάβης τῶν πλησίον
ἀπέχεσθαι. Τοιοῦτός ἐστιν ὁ πρὸς τὸν ἀδελφὸν πορευόμενος
δόλῳ, καὶ ταῖς τῶν πλησίον ἀκαιρίαις ἐπιτιθέμενος, καὶ ταῖς
ἀλλοτρίαις συμφοραῖς ἐντρυφῶν. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν

Basilius Theol., Homiliae in hexaemeron Homily 7, τμ. 3, γρ. 33

κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον προσηγόρευται.


Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς ἀλλήλαις προσηρ-
μοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται, ἀναγκαίως ἄπρακτοί
εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. Τί οὖν ποιεῖ; Ὅταν ἴδῃ ἐν
ἀπηνέμοις χωρίοις μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὴν
ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε δὴ
λάθρᾳ ψηφῖδα παρεμβαλὼν, διακωλύει τὴν σύμπτυξιν, καὶ
εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως διὰ τῆς ἐπινοίας
περιεχόμενος. Αὕτη ἡ κακία τῶν μήτε λόγου μήτε φωνῆς
μετεχόντων. Ἐγὼ δέ σε βούλομαι τὸ ποριστικὸν καὶ
εὐμήχανον τῶν καρκίνων ζηλοῦντα, τῆς βλάβης τῶν πλησίον
ἀπέχεσθαι. Τοιοῦτός ἐστιν ὁ πρὸς τὸν ἀδελφὸν πορευόμενος
δόλῳ, καὶ ταῖς τῶν πλησίον ἀκαιρίαις ἐπιτιθέμενος, καὶ ταῖς
ἀλλοτρίαις συμφοραῖς ἐντρυφῶν. Φεῦγε τὰς μιμήσεις τῶν
κατεγνωσμένων. Τοῖς οἰκείοις ἀρκοῦ. Πενία μετὰ αὐταρκείας
ἀληθοῦς, πάσης ἀπολαύσεως τοῖς σωφρονοῦσι προτιμοτέρα.
Οὐκ ἂν παρέλθοιμι τὸ τοῦ πολύποδος δολερὸν καὶ ἐπίκλοπον,
ὃς ὁποίᾳ ποτ' ἂν ἑκάστοτε πέτρᾳ περιπλακῇ, τὴν ἐκείνης
ὑπέρχεται χρόαν. Ὥστε τοὺς πολλοὺς τῶν ἰχθύων ἀπροόπτως
νηχομένους τῷ πολύποδι περιπίπτειν, ὡς τῇ πέτρᾳ δῆθεν,

Basilius Theol., Epistulae (2040: 004)“Saint Basile. Lettres, 3 vols.”, Ed.


Courtonne, Y.Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961; 3:1966.Epistle
341

334, τμ. 1, γρ. 4

ΠΡΟΣ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΝ

Ὀρθὰ γράφε καὶ χρῶ τοῖς στίχοις ὀρθῶς καὶ μήτε


ἐωρείσθω πρὸς ὕψος ἡ χεὶρ μήτε φερέσθω κατὰ κρημνῶν.
Μηδὲ βιάζου τὸν κάλαμον λοξὰ βαδίζειν ὥσπερ τὸν παρ'
Αἰσώπῳ καρκίνον, ἀλλ' εὐθὺ χώρει ὥσπερ ἐπὶ στάθμης
βαδίζων τεκτονικῆς ἣ πανταχοῦ φυλάττει τὸ ἴσον καὶ πᾶν
ἀναιρεῖ τὸ ἀνώμαλον. Τὸ γὰρ λοξὸν ἀπρεπές, τὸ δὲ εὐθὺ
τερπνὸν τοῖς ὁρῶσιν οὐκ ἐῶν ἀνανεύειν καὶ κατανεύειν,
ὥσπερ τὰ κηλώνεια, τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀναγινωσκόντων,
ὁποῖόν τι κἀμοὶ συμβέβηκε τοῖς γράμμασιν ἐντυχόντι τοῖς
σοῖς. Τῶν γὰρ στίχων κειμένων κλιμακηδόν, ἡνίκα ἔδει
μεταβαίνειν ἐφ' ἕτερον ἀφ' ἑτέρου, ἀνάγκη ἦν ἐξορθοῦν
πρὸς τὸ τέλος τοῦ προσιόντος. Ἐν ᾧ μηδαμοῦ φαινομένης
τῆς ἀκολουθίας ἀνατρέχειν ἔδει πάλιν καὶ τὴν τάξιν ἐπι-
ζητεῖν ἀναποδίζοντα καὶ παρεπόμενον τῷ αὔλακι, καθάπερ

Basilius Theol., Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta


collecti (2040: 075); MPG 32.Τόμ. 32, σε. 1344, γρ. 26

μάλιστα τοῖς ὀφθαλμοῖς τῶν ἀνθρώπων ἐφάλλεσθαι.


Οἱ οὖν καταπαίζοντες τῆς μανίας τοῦ θηρίου, ἐν
χάρτῃ εἰκόνα προδεικνύουσιν ὡς ἄνθρωπον. Ἡ δὲ
ὑπὸ τῆς ἄγαν ὀργῆς μὴ λογιζομένη, ὡς ἄνθρωπον
σπαράσσει τὸν χάρτην, κἀκεῖ δείκνυσι τὸ μισάνθρω-
πον. Οὕτω καὶ ὁ διάβολος ἐν τῇ εἰκόνι τὸ μισόθεον
ἔδειξεν, ἐπειδὴ Θεοῦ προσάψασθαι οὐκ ἐδύνατο.
Τοιγαροῦν βούλομαί σε φυγεῖν τῶν κακούργων
τὴν μίμησιν, ἄνθρωπε, καὶ ἐν ἀσθενεῖ ζώῳ πολὺ τὸ
πανοῦργον καὶ ἐπίβουλον καταμαθόντα· οἷόν τι λέγω·
Ὁ καρκίνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου· ἀλλὰ
δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου· ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρκὸς
ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον
προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς
ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται,
ἀναγκαίως ἄπρακτοί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. Τί
οὖν ποιεῖ; Ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις μεθ'
ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὴν ἀκτῖνα τοῦ
342

ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλῶσαν, τότε δὴ


λάθρα ψηφῖδα παρεμβαλὼν, διακωλύει τὴν σύμπτυξιν,

Basilius Theol., Sermones de moribus a Symeone Metaphrasta collecti


Τόμ. 32, σε. 1344, γρ. 32

ἔδειξεν, ἐπειδὴ Θεοῦ προσάψασθαι οὐκ ἐδύνατο.


Τοιγαροῦν βούλομαί σε φυγεῖν τῶν κακούργων
τὴν μίμησιν, ἄνθρωπε, καὶ ἐν ἀσθενεῖ ζώῳ πολὺ τὸ
πανοῦργον καὶ ἐπίβουλον καταμαθόντα· οἷόν τι λέγω·
Ὁ καρκίνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου· ἀλλὰ
δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου· ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρκὸς
ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερμον
προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς
ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται,
ἀναγκαίως ἄπρακτοί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. Τί
οὖν ποιεῖ; Ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις μεθ'
ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὴν ἀκτῖνα τοῦ
ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλῶσαν, τότε δὴ
λάθρα ψηφῖδα παρεμβαλὼν, διακωλύει τὴν σύμπτυξιν,
καὶ εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως διὰ τῆς
ἐπινοίας περισχόμενος. Αὕτη ἡ κακία τῶν μήτε
λόγου μήτε φωνῆς μετεχόντων. Τοιοῦτός ἐστιν ὁ πρὸς
τὸν ἀδελφὸν πορευόμενος δόλῳ, καὶ ταῖς τοῦ πλησίον
ἀκαιρίαις ἐπιτιθέμενος, καὶ ταῖς ἀλλοτρίαις συμφο-
ραῖς ἐντρυφῶν.

Origenes Theol., Fragmenta ex commentariis in Proverbia (2042:


059); MPG 13.
Τόμ. 13, σε. 32, γρ. 52
ΚΕΦ. Λʹ.

Τρία δέ μοί ἐστιν ἀδύνατα νοῆσαι. Ἀδύνατον


εἰς νόησιν ἐπιστημονικὴν εἰσαγομένῳ θεώρημα, καὶ
ἀδύνατον ἀνθρώπῳ θεωρεῖν τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον καὶ
νοεῖν, οἷον τοῦ καρκίνου τὴν θεραπείαν, κἂν ἄγγελοι
ταύτην ἐπίστανται· ἀδύνατον νοηθῆναί τινι καὶ τὸ
μηδαμῶς ὑπάρχον, μηδὲ γίνεσθαι δυνάμενον, οἷον τὸ
τρία τέσσαρα εἶναι. Ἔοικε τοίνυν περὶ τῶν μὴ ὑπαρ-
χόντων εἰρῆσθαι. Μὴ καταλιπόντος γὰρ ἀετοῦ ἴχνη
ἐν τῷ πέτεσθαι περὶ τὸν ἀέρα, ἀνάλογον τοῖς καταλει-
343

πομένοις ἴχνεσιν ἐν τῇ γῇ τῇ ψαμμώδει τῶν ἐπιβάν-


των αὐτῆς, ἀδύνατόν ἐστι νοηθῆναι· οὕτω καὶ ἐπὶ
ὄφεως· ἐν μὲν εὐείκτῳ γῇ δυνατὸν νοεῖσθαι ὁδοὺς, ἐν
δὲ τῇ πέτρᾳ μή.

Nonnus Epic., Dionysiacaβι. 38, γρ. 285

ἐντύνω παλίνορσος ἰσόζυγον ἦμαρ ὀμίχλῃ,


καὶ δρόμον εἰνοσίφυλλον ἄγω φθινοπωρίδος Ὥρης,
φέγγεϊ μειοτέρῳ χθαμαλὴν ἐπὶ νύσσαν ἐλαύνων
φυλλοχόῳ ἐνὶ μηνί· καὶ ἀνδράσι χεῖμα κομίζω
ὄμβριον ἰχθυόεντος ὑπὲρ ῥάχιν Αἰγοκερῆος,
ἀγρονόμοις ἵνα γαῖα φερέσβια δῶρα λοχεύσῃ,
νυμφίον ὄμβρον ἔχουσα καὶ εἰλείθυιαν ἐέρσην·
καὶ θέρος ἐντύνω σταχυηκόμον ἄγγελον ὄμπνης,
θερμοτέραις ἀκτῖσι πυρώδεα γαῖαν ἱμάσσων,
ὑψιτενῆ παρὰ νύσσαν ὅτ' εἰς δρόμον ἡνιοχεύω
Καρκίνον, ἀντικέλευθον ἀθαλπέος Αἰγοκερῆος,
ἀμφοτέρους καὶ Νεῖλον ὁμοῦ καὶ βότρυν ἀέξων.
ἀρχόμενος δὲ δρόμοιο μετέρχεο γείτονα Κέρνην,
Φωσφόρον ἀπλανέος μεθέπων πομπῆα κελεύθου,
ἱπποσύνης προκέλευθον· ἀμοιβαίῃ δὲ πορείῃ
σὸν δρόμον ἰθύνουσι δυώδεκα κυκλάδες Ὧραι.’
ὣς εἰπὼν Φαέθοντος ἐπεστήριξε καρήνῳ
χρυσείην τρυφάλειαν, ἑῷ δέ μιν ἔστεφε πυρσῷ,
ἑπτατόνους ἀκτῖνας ἐπὶ πλοκάμοισιν ἑλίξας,
κυκλώσας στεφανηδὸν ἐπ' ἰξύι λευκάδα μίτρην·
καί μιν ἀνεχλαίνωσεν ἑῷ πυρόεντι χιτῶνι,

Nonnus Epic., Dionysiaca Βι. 38, γρ. 359

καὶ κλόνος αἰθέρος ἦεν, ἀκινήτοιο δὲ κόσμου


ἁρμονίην ἐτίναξεν· ἐδοχμώθη δὲ καὶ αὐτὸς
αἰθέρι δινήεντι μέσος τετορημένος ἄξων.
καὶ μόγις αὐτοέλικτον ἐλαφρίζων πόλον ἄστρων
ὀκλαδὸν ἐστήρικτο Λίβυς κυρτούμενος Ἄτλας,
μείζονα φόρτον ἔχων· καὶ ἰσήμερον ἔκτοθεν Ἄρκτου
κύκλον ἐπιξύων ἑλικώδεϊ γαστέρος ὁλκῷ
σύνδρομος ἀστερόεντι Δράκων ἐπεσύρισε Ταύρῳ,
καὶ Κυνὶ σειριάοντι Λέων βρυχήσατο λαιμῷ,
αἰθέρα θερμαίνων λασίῳ πυρί, καὶ θρασὺς ἔστη
344

Καρκίνον ὀκταπόδην κλονέων πυκινότριχι παλμῷ·


οὐρανίου δὲ Λέοντος ὀπισθιδίῳ παρὰ ταρσῷ
Παρθένον ἀγχικέλευθον ἐμάστιε δίψιος οὐρή·
Κούρη δὲ πτερόεσσα παραΐξασα Βοώτην
ἄξονος ἐγγὺς ἵκανε καὶ ὡμίλησεν Ἁμάξῃ·
καὶ δυτικὴν παρὰ νύσσαν ἀλήμονα φέγγεα πέμπων
Ἕσπερον ἀντικέλευθον Ἑωσφόρος ὤθεεν ἀστήρ·
πλάζετο δ' Ἠριγένεια· καὶ ἠθάδος ἀντὶ Λαγωοῦ
Σείριος αἰθαλόεις ἐδράξατο διψάδος Ἄρκτου·
διχθὰ δὲ καλλείψαντες, ὁ μὲν Νότον, ὃς δὲ Βορῆα,

Horapollo Gramm., Hieroglyphica (translatio Philippi) (2052: 001)


“Hori Apollinis hieroglyphica”, Ed. Sbordone, F.Naples: Loffredo, 1940.
Βι. 2, τμ. 108, γρ. 2

[Πῶς ἄνθρωπον μὴ προνοούμενον ἑαυτοῦ].

Πατέρα ἢ ἄνθρωπον μὴ προνοούμενον ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὑπὸ τῶν οἰκείων


προνοούμενον θέλοντες σημῆναι, πίνναν καὶ καρκίνον μικρὸν
ζωγραφοῦσιν·
οὗτος γὰρ ὁ καρκίνος μένει κεκολλημένος τῇ σαρκὶ τῆς πίννης, καὶ
καλεῖται πιννοφύλαξ, ἀκολούθως τῷ ὀνόματι. ἡ οὖν πίννα διόλου
κέχηνεν
ἐν τῷ κόγχῳ πεινῶσα· ὅταν οὖν, αὐτῆς κεχηνυίας, παρεισέλθῃ ἰχθύ-
διόν τι, ὁ πιννοφύλαξ δάκνει τῇ χηλῇ τὴν πίνναν, ἡ δέ, αἰσθομένη,
καταμύει τὸν κόγχον, καὶ οὕτω κυνηγετεῖ τὸ ἰχθύδιον.

Horapollo Gramm., Hieroglyphica (translatio Philippi) Βι. 2, τμ. 108,


γρ. 3

[Πῶς ἄνθρωπον μὴ προνοούμενον ἑαυτοῦ].

Πατέρα ἢ ἄνθρωπον μὴ προνοούμενον ἑαυτοῦ, ἀλλ' ὑπὸ τῶν οἰκείων


προνοούμενον θέλοντες σημῆναι, πίνναν καὶ καρκίνον μικρὸν
ζωγραφοῦσιν·
οὗτος γὰρ ὁ καρκίνος μένει κεκολλημένος τῇ σαρκὶ τῆς πίννης, καὶ
καλεῖται πιννοφύλαξ, ἀκολούθως τῷ ὀνόματι. ἡ οὖν πίννα διόλου
345

κέχηνεν
ἐν τῷ κόγχῳ πεινῶσα· ὅταν οὖν, αὐτῆς κεχηνυίας, παρεισέλθῃ ἰχθύ-
διόν τι, ὁ πιννοφύλαξ δάκνει τῇ χηλῇ τὴν πίνναν, ἡ δέ, αἰσθομένη,
καταμύει τὸν κόγχον, καὶ οὕτω κυνηγετεῖ τὸ ἰχθύδιον.

[Πῶς ἄνθρωπον λάμιαν ἔχοντα].

Ἄνθρωπον λάμιαν ἔχοντα βουλόμενοι σημῆναι, σκάρον ζωγραφοῦ-


σιν· οὗτος γὰρ μόνος τῶν ἰχθύων μαρυκᾶται, καὶ πάντα τὰ προσπί-
πτοντα ἰχθύδια ἐσθίει.

Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., Ad Stagirium a daemone vexatum


(lib. 1–3) (2062: 006); MPG 47.Vol 47, pg 490, ln 52

καὶ λιμῷ πολιορκούμενοι διηνεκεῖ, τῇ ὄψει μόνῃ καὶ


τῷ τρόμῳ τοῦ σώματος καὶ τῷ ψόφῳ τῶν συγκρουόν-
των ὀδόντων παρακαλοῦντες τοὺς παριόντας, καὶ
οὔτε φωνὴν ἀφεῖναι, οὔτε χεῖρας ἐκτεῖναι δυνάμενοι
τῷ σφόδρα ἤδη τοῖς τοσούτοις ἐκτετῆχθαι κακοῖς.
Ἀλλὰ μηδὲ μέχρι τούτων στῇς, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸ
τῶν πτωχῶν καταγώγιον τὸ πρὸ τῆς πόλεως ἔξιθι,
καὶ τότε ὄψει καλῶς, ὅτι ἡ δοκοῦσά σε συνέχειν ἀθυ-
μία νῦν λιμήν ἐστιν εὔδιος. Τί γὰρ ἄν τις εἴποι
τοὺς ἐλεφαντίᾳ κατὰ μικρὸν ἀναλισκομένους ἄνδρας,
τὰς καρκίνῳ κατεσθιομένας γυναῖκας; Ταῦτα γὰρ
ἀμφότερα τὰ νοσήματα μακρά τέ ἐστι καὶ ἀνίατα·
θάτερον δὲ αὐτῶν καὶ τῆς πόλεως ἀπελαύνει τοὺς
ἔχοντας, καὶ οὔτε λουτροῦ, οὔτε ἀγορᾶς, οὔτε ἄλλου
τινὸς τῶν ἔνδον αὐτοῖς μετασχεῖν θέμις ἐστίν. Καὶ
οὐ τοῦτο μόνον τὸ δεινὸν, ἀλλ' ὅτι οὐδὲ ὑπὲρ τῆς
τῶν ἀναγκαίων ἔχουσιν ἀφθονίας θαῤῥεῖν. Τί δὲ οἱ τὰ
μέταλλα πολλάκις εἰκῆ καὶ μάτην καταδικασθέντες
οἰκεῖν; Οὗτοι γὰρ ἅπαντες πολλῷ μείζονα τῶν δαιμο-
νώντων τὴν ὀδύνην ἔχουσιν. Εἰ δὲ ἀπιστεῖς, οὐδὲν
θαυμαστόν.

Palladius Scr. Eccl., Historia Lausiaca (recensio G) (2111:


001)“Palladio. La storia Lausiaca”, Ed. Bartelink, G.J.M.Verona:
Fondazione Lorenzo Valla, 1974.Vita 18, τμ. 19, γρ. 4
346

διαρκέσας ἡμέρας δύο καὶ νύκτας δύο, οὕτω παρώξυνα τὸν


δαίμονα ὡς φλόγα πυρὸς γενέσθαι καὶ κατακαῦσαί μου
πάντα τὰ ἐν τῷ κελλίῳ, ὡς καὶ τὸ ψιάθιον ἐν ᾧ εἱστήκειν
πυρὶ καταφλεχθῆναι καὶ νομίσαι με ὅτι ὅλως ἐμπίμπραμαι.
Τέλος πληγεὶς φόβῳ ἀπέστην τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, μὴ δυνηθεὶς
ἀπερίσπαστόν μου τὸν νοῦν ποιῆσαι, ἀλλὰ κατῆλθον εἰς θεω-
ρίαν τοῦ κόσμου, ἵνα μή μοι λογισθῇ τῦφος».
Τούτῳ ποτὲ τῷ ἁγίῳ Μακαρίῳ παρέβαλον ἐγώ, καὶ
εὗρον ἔξω τῆς κέλλης αὐτοῦ πρεσβύτερον κώμης κατακεί-
μενον, οὗ ἡ κεφαλὴ πᾶσα ἐβέβρωτο ὑπὸ τοῦ πάθους τοῦ
καλουμένου καρκίνου, καὶ αὐτὸ τὸ ὀστέον ἀπὸ τῆς κορυφῆς
ἐφαίνετο. Παρεγένετο οὖν ἰαθῆναι, καὶ οὐκ ἐδέχετο αὐτὸν
ἐν συντυχίᾳ. Παρεκάλεσα οὖν αὐτὸν ὅτι «Δέομαί σου, κατ-
οίκτειρον αὐτόν, καὶ δὸς αὐτῷ τὴν ἀπόκρισιν».
Καὶ λέγει μοι· «Ἀνάξιός ἐστι τοῦ ἰαθῆναι· παιδεία γὰρ αὐτῷ
ἀπεστάλη. Εἰ δὲ θέλεις αὐτὸν ἰαθῆναι, πεῖσον αὐτὸν ἀπο-
στῆναι τῆς λειτουργίας· πορνεύων γὰρ ἐλειτούργει, καὶ διὰ
τοῦτο παιδεύεται· καὶ ὁ θεὸς αὐτὸν ἰᾶται». Ὡς οὖν εἶπον
τῷ κακουμένῳ συνέθετο, ὀμόσας μηκέτι ἱερατεύειν. Τότε
ἐδέξατο αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ·

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] (2116: 001)“Ἐπιτομὴ τῆς


καθολικῆς προσῳδίας Ἡρωδιανοῦ”, Ed. Schmidt, M.Jena: Mauke,
1860.Σε. 74, γρ. 19

καθ' ὁμοιωματικὴν σημασίαν. ὀξύνονται δὲ ταῦτα· Τυρ-


σηνός Ἀβυδηνός. τὸ δὲ πανσέληνος σύνθετον,
ὥσπερ καὶ τὸ δύστηνος δίμηνος τρίμηνος. .....
Τὰ εἰς ΙΝΟΣ ὑπερδισύλλαβα τὸ Ι βραχὺ ἔχοντα
σημαίνοντα μετουσίαν προπαροξύνεται· κρίθινος δάφ-
νινος φήγινος πύρινος ξύλινος λίθινος. τὰ
μέντοι ἀπὸ καιροῦ ἢ ἀπὸ ἐπιῤῥήματος ὀξύνεται, οἷον·
θερινός χειμερινός.
Τὰ εἰς ΙΝΟΣ μακρὸν τὸ Ι ἔχοντα, ὅσα ἐν ὕδατι
διαιτᾶται, προπερισπῶνται· ἐχῖνος κορακῖνος φο-
ξῖνος. καρκίνος. ἐχρῆν καὶ τὸ γυρῖνος προπε-
ρισπᾶσθαι (ὁ μικρὸς βάτραχος). σπάνια δὲ τὰ ὀξύ-
τονα· ἐρινός (ὁ ἐρινεός) καὶ ὁ χαλινός.
Τὰ εἰς ΙΝΟΣ τὸ Ι μακρὸν ἔχοντα κύρια ἐθνικὰ
ἢ ἐπιθετικὰ ἢ ὑποκοριστικῶν ἔννοιαν ἔχοντα προπερι-
σπῶνται· Φιλῖνος Κρατῖνος Ἐχῖνος (τὸ κύριον)
Λατῖνος Λεοντῖνος Ῥηγῖνος Μαμερτῖνος. τὸ
347

δὲ λαρινός ὀξύνεται.

Timotheus Gramm., Excerpta ex libris de animalibus (e cod. Paris. gr.


2422) (2449: 003)“”Excerpta ex Timothei Gazaei libris de animalibus””,
Ed. Haupt, M., 1869; Hermes 3.Τμ. 50, γρ. 12

κότης, λύκου ἔχων μέγεθος· τῶν δὲ ποιμένων καλούντων


τοὺς ἰδίους παῖδας ὀνομαστί, μιμεῖται τὰς φωνὰς τῶν ὀνο-
μάτων καὶ λαθραίως καλεῖ καὶ αὐτὸς ὁμοίως καὶ ἀπατη-
θέντας τοὺς παῖδας ταῖς τοιαύταις φωναῖς καὶ προστρέχον-
τας ἔξω τῆς ποίμνης λαβὼν ἐκτὸς τῆς ἐπαύλεως κατεσθίει.
ὅτι ἐστὶν ἄλλος κορκότης ἀνθρωπόμορφος.
ὅτι εἰκὸς φρονεῖν τὰ ἄλογα ζῷα ἐξ ὧν ἀπεδείχθη ποιῶν
ὁ κορκότης καὶ ὁ πελαργὸς καὶ ὁ λέων, ἡ ἀηδών, ἡ τρυγών,
ὁ ἀετός, ὁ πορφυρίων, ὁ ἐλέφας, ἡ μέλισσα, ἡ γέρανος, ὁ
δρυοκολάπτης, ἡ χελιδών, ὁ γύψ, ὁ κόραξ, ὁ γλαῦκος, ὁ
ἱπποπόταμος, ὁ καρκῖνος, ὁ πέρδιξ, ὁ ἶβις.
κεφ. ναʹ. περὶ πιθήκου. ὅτι ὁ πίθηκος θηρίον ἐστὶν
ἀσελγέστατον καὶ πανοῦργον καὶ ἰδίαν ἔχει γαμετήν.
ὅτι τοιοῦτον ἦγέ ποτε ἔμπορος ἐν νηί, καὶ ἐπειδὴ σφα-
λέντα αὐτὸν ἔτυψε, τὸ χρυσίον ὅπερ εἶχεν ἐκεῖνος κλέψας
ἀνεπήδησεν εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ κἀκεῖθεν ἀκοντίσας
αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἑαυτὸν συγκατέρριψεν.
ὅτι φεύγων ἀπὸ δένδρου εἰς δένδρον μεταπηδᾷ ἐπιφε-ρόμενος καὶ τὰ
τέκνα.

Orion Gramm., Etymologicum (2591: 001)“Orionis Thebani


etymologicon”, Ed. Sturz, F.G.Leipzig: Weigel, 1820, Repr. 1973.kappa,
σε. 85, γρ. 17

εἰς λ, κλαγή, καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ, κλαγγή.


Κρούω. κρῶ ἐστι ῥῆμα, παράγωγον κρύω, πλεονασμῷ
τοῦ ο, κρούω, ὡς ὄρω ὀρύω ὀρούω.
Κλύω. παρὰ τὸ κλῶ τὸ φωνῶ, πλεονασμῷ τοῦ υ, κλύω.
Κολῳός. Ὅμηρος. παρὰ τὸ κλῶ, ῥηματικὸν ὄνομα κλῳός,
ὡς σῶ σῶος, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο, κολῳός. ἀφ' οὗ
γίνεται ῥῆμα κολῴω. Θερσίτης δὲ μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐ-
κολῴα.
Κεδνός. κοῶ τὸ νοῶ. ὁ μέλλων κοήσω. ῥηματικὸν
κοεδνὸς, συγκοπῇ κεδνὸς, ὡς τέρπω τερπνός.
Καρκίνος. παρὰ τὸ κάρη κινεῖν συνεχῶς.
348

Καρίς. παρὰ τὸ σκαίρειν, σκαρίς τις οὖσα.


Κνώσσω. ἔστιν οὖν παρὰ τὸ κενοῦσθαι τὸ βλέπειν. στε-
ρίσκονται γὰρ τοῦ βλέπειν οἱ κοιμώμενοι.

Michael Psellus Polyhist., Orationes forenses et acta (2702: 007)


“Michaelis Pselli orationes forenses et acta”, Ed. Dennis, G.T.
Stuttgart: Teubner, 1994.oration 3, γρ. 125

ἐνίσχυσεν, ἢ ῥητορικὴν τῇ γλώττῃ ἐκράτυνεν, ὡς μέχρι


μόνου τοῦ βήματος ἁμιλλᾶσθαι τῷ ῥήτορι, τὰ δ' ἄλλα μη-
δὲν Φωκίωνος ἔχειν τὸ ἔλαττον, ὃς κἀκείνου κόπις ὠνομά-
ζετο; εἰ δὲ καὶ τόνῳ δεῖ δοῦναι φωνῆς, οὐδὲ γὰρ τοῦτο
ἀπαξιοῦται τῇ τέχνῃ, καὶ στροφῇ γλώττης εὐρύθμῳ, σὺ
τάχα μόνον αὐτῷ πλησιάσειας, ὃς γε ἀργότερον μὲν ἢ τὸ
θαλάσσιον κῆτος ἀνέχαινες, θέρους δὲ τὸ πνεῦμα κινήσας,
χειμῶνος ἐποίεις τὴν προφοράν, ὥσπερ τινὰ μυλιαῖον λίθον
βίᾳ τὴν γλώσσαν μετακινῶν, ἀνεῳγὸς δὲ πολλάκις τὸ
στόμα ἐῶν, ὥσπερ τὰ ὄστρεια ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσι θαλπό-
μενα, καὶ εἴγε καρκῖνός τις ψηφίσι τὰς τῶν χειλέων συμ-
βολὰς ἀπετείχιζε, μέχρι παντὸς ἂν ὤφθης χασμώμενος, καὶ
τοῦτο μόνον τοῖς χερσαίοις θαλάττιος;
Ἀλλ' ὁ νομοφύλαξ; οὐ παραβάλλων δέ σοι τοῦτον
φημί – μὴ οὕτω φρενῶν ἐκσταίην – ᾧ καὶ τὸν βοῦν αἰ-
σχυνοίμην, τῷ λόγῳ δὲ τὸ ἐνδέον ἐπισυνάπτων. Κατωνικῆς
μὲν εὐτονίας οὐδὲν ἧττον ἰσχύει τῷ λέγειν, ῥητορικῇ δὲ
εὐγλωττίᾳ πάντων μᾶλλον τῶν ἄλλων εὐδοκιμεῖ. ἀλλὰ μέ-
χρι τοῦ σοφιστὴς εἶναι δοκεῖν προῆλθεν ἐν τοῖς μαθήμασι,
καὶ τὴν μὲν γλῶσσαν ἐκάθηρε, τὸν δὲ νοῦν εἴασεν ἀβοή-
θητον. φιλοσοφία δὲ τοῦ νοῦ ἡ βοήθεια, ἧς τἆλλα μὲν εἰς

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


(2702: 010)
“Michaelis Pselli philosophica minora”, Ed. Duffy, J.M.Leipzig:
Teubner, 1992.
Opusculum 7, γρ. 126

αὐτοκίνητος.
Ταῦτα δὲ πάντα διηριθμησάμην ὁμοῦ μὲν ὑμᾶς εἰς πολυμάθειαν
ἄγων, ὁμοῦ δὲ καὶ ταῖς Ἑλληνικαῖς δόξαις ποιούμενος ἐντριβεῖς. καὶ
349

οἶδα ὡς ἐνίαις γε τούτων ἀντιπεσεῖται τὰ ἡμέτερα δόγματα. ἐγὼ γὰρ


οὐχ ὥστε τούτων ἐκεῖνα ἀνταλλάξασθαι διεσπούδασα πρὸς ὑμᾶς –
μαινοίμην γὰρ ἄν – , ἀλλ' ἵνα τούτοις μὲν ἦτε προσκείμενοι, ἐκείνων
δὲ μόνον τὴν εἴδησιν ἔχητε. εἰ δέ πῃ καὶ συνεργοῖεν ὑμῖν πρὸς τὸν
ἀληθῆ λόγον διακινδυνεύοντα, καὶ χρήσασθε. ἀλλ' ὁ μὲν περὶ τῆς ἀλη-
θείας λόγος ἀναμεινάτω καὶ ὅπῃ οὗτος τῷ θύραθεν βεβοήθηται. ἀλλὰ
μὴ ἐλαίῳ Ἑλληνικῷ λιπανθείημεν μηδ' ὥσπερ ὁ Ἡρακλῆς σύμμαχον
τὸν Ἰόλεων σχοίημεν ἐν οἷς ἐκεῖνος πρὸς τὸν καρκίνον διηγωνίζετο.
Τῷ δὲ περὶ τοῦ αὐθυπάρκτου ἔτι προσδιατρίψωμεν· τῶν γὰρ φιλο-
σόφων ἄλλων ἄλλως κατατεμόντων τὰ ὄντα, καὶ τῶν μὲν πέντε γένε-
σιν ἀφορισάντων, τῶν δὲ ἐλάττοσι τούτων, τῶν δὲ τριπλασίοσιν, ὁ
φιλόσοφος Ἀριστοτέλης τῷ Πυθαγορείῳ Ἀρχύτᾳ ἑπόμενος δέκα γένη
τῶν ὄντων θεωρήσας ἐδίδαξεν, οὔτε ὡς ἀπὸ γένους εἰς εἴδη διελό-
μενος – πῶς γὰρ ἂν εἶεν γενικώτατα, εἰ γένος ἔχοιεν ὑπερκείμενον; –
οὔτε κατὰ ψιλὴν ἀπαρίθμησιν ἀπ' ἀλλήλων ποιησάμενος, ἀλλὰ κατὰ
στρατηγικὴν τέχνην διαλαβὼν ταῦτα καὶ καταστήσας. ἐκείνη γὰρ ἐν
τοῖς πολέμοις ὃν μὲν σατράπην τίθεται, ὃν δὲ ἑκατοντάρχην ἢ δεκάρ-
χην ἢ μοιρηγέτην ἢ ἰλάρχην,

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 18, γρ. 247

πλήρεις δ' εἰσὶν αἵματος, ἔχουσι δὲ πόρους· διὸ τοῦ αἵματος κινου-
μένου ἄνω καὶ κάτω, ἄνω γίνεται ἀναπνοή, κάτω ἐκπνοή. αἱμάτων
πλήρεις ἄλοκες ἤγουν φλέβες. ἐν τῇ ἐκπνοῇ ἐκτείνεται τὸ αἷμα, ἐν τῇ
εἰσπνοῇ συστέλλεται. εἰ †ὡς μέγ( )† καὶ τὰ λοιπὰ ἔντομα ἀνέπνεον,
ἐπνίγοντο ἂν ἐν τοῖς ὕδασι. τὰ μικρὰν ἔχοντα δύναμιν προσηνότερον
ἀναπνεῖ. πόδας καὶ βράγχια ἔχει ὁ καλούμενος κορδύλος, ἅμα δὲ
πόδας καὶ βράγχια οὐδὲν ἄλλο ὦπται ἔχον. τοῖς τετράποσι καὶ ἐναί-
μοις ἐστὶν ἡ ἐπιγλωττὶς μόνοις. ὁ αὐλὸς γέγονε τοῖς ἰχθύσιν ὡς ἂν
δεχομένοις τὸ ὕδωρ ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ ἐν τῷ ὑγρῷ ἔχειν τὸν βίον. ἐν
ἅπασι τοῦτο δι' αὐτοῦ, καὶ μὴ ἐμποδίζηται ὁ ἀὴρ ἐν τῇ εἰσόδῳ τῆς
ἀναπνοῆς, οὐχ ἕνεκα καταψύξεως· ὀλιγόθερμα γάρ εἰσι. καρκίνοι καὶ
κάραβοι διὰ τῶν ἐπιπτυγμάτων ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ, σηπίαι καὶ πολύποδες
διὰ τοῦ κοίλου τῆς κεφαλῆς. τὰ φυτὰ ἐκ πλείονος γῆς γέγονε, τὰ
ἔνυδρα ἐξ ὕδατος, πτηνὰ ἐξ ἀέρος, πεζὰ ἐκ πυρός. Ἐμπεδοκλῆς τὰ
ἔνυδρα πῦρ φησιν ἔχειν πολύ, ὅθεν καὶ ἐν ψυχρῷ φεύγει, οὐ καλῶς·
τῶν γὰρ ἕξεων τοῖς τὰς ὑπερβολὰς ἔχουσιν οἱ ἐναντίοι ἁρμόττουσιν
τόποι καὶ ὧραι, ἡ δὲ φύσις ἐν τοῖς ἰδίοις σῴζεται τόποις. [....] ὕλη
καὶ ἕξις καὶ διάθεσις. αἱ μὲν οὖν φύσεις ὕδατι ψυχραί, τῇ γῇ ξηραί,
ἀέρι θερμαί· ἕξεις αἱ μὲν ὑπερβάλλουσαι θερμότητι ἐν ψυχρῷ, αἱ δὲ
350

τῇ ψυχρότητι ἐν θερμῷ τιθέμεναι σῴζονται μᾶλλον. κοινὰς ὥρας καλεῖ


Ἀριστοτέλης τὰς τέσσαρας διὰ τὸ ἐνδέχεσθαι ἰδιαζούσας καταστάσεις

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 45, γρ. 30

τὰ δὲ ἁλιπόρφυρα φάρη ἄντικρυς ἡ ἐξ αἱμάτων ἂν εἴη ἐξυφαινομένη


σάρξ, καὶ χιτὼν τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ ὃ ἠμφίεται, θαῦμα τῷ ὄντι ἰδέ-
σθαι, εἴτε πρὸς τὴν σύστασιν ἀποβλέποις εἴτε πρὸς τὴν σύνδεσιν τῆς
ψυχῆς τὴν πρὸς τοῦτο.
Ἔστι δὲ τὰ μὲν βόρεια ψυχῶν εἰς γένεσιν κατιουσῶν· διὰ τοῦτο τοῦ
ἄντρου αἱ πρὸς βορέαν πύλαι καταβαταὶ ἀνθρώποις· τὰ δὲ νότια οὐ
θεῶν, ἀλλὰ τῶν εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. διὸ οὐδὲ εἴρηκεν ‘αἱ πρὸς νότον
θεῶν’, ἀλλὰ ‘θεώτεραι’, ὅτι ἄμφω μὲν ψυχῶν πύλαι, ἀλλ' αἱ μὲν εἰς
ἀνθρώπους ἐρχομένων, αἱ δὲ εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. δύο γὰρ ἔθεντο πύ-
λας οὐρανοῦ οἱ τῶν Ἑλλήνων θεολόγοι, καρκίνον καὶ αἰγόκερων, Πλά-
των δὲ δύο στόμια ἔφη· τούτων δὲ καρκίνον μὲν εἶναι δι' οὗ κατίασιν
αἱ ψυχαί, αἰγόκερων δὲ δι' οὗ ἀνίασιν. ἀλλὰ καρκίνος μὲν βόρειος καὶ
καταβατικός, αἰγόκερως δὲ νότιος καὶ ἀναγωγός. οὔτε οὖν ἀνατολῇ
καὶ δύσει τὰς θύρας ἀνατέθεικεν οὔτε ταῖς ἰσημερίαις, οἷον κριῷ καὶ
ζυγῷ, ἀλλὰ νότῳ καὶ βορρᾷ. ψυχαῖς γὰρ γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 45, γρ. 31

σάρξ, καὶ χιτὼν τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ ὃ ἠμφίεται, θαῦμα τῷ ὄντι ἰδέ-


σθαι, εἴτε πρὸς τὴν σύστασιν ἀποβλέποις εἴτε πρὸς τὴν σύνδεσιν τῆς
ψυχῆς τὴν πρὸς τοῦτο.
Ἔστι δὲ τὰ μὲν βόρεια ψυχῶν εἰς γένεσιν κατιουσῶν· διὰ τοῦτο τοῦ
ἄντρου αἱ πρὸς βορέαν πύλαι καταβαταὶ ἀνθρώποις· τὰ δὲ νότια οὐ
θεῶν, ἀλλὰ τῶν εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. διὸ οὐδὲ εἴρηκεν ‘αἱ πρὸς νότον
θεῶν’, ἀλλὰ ‘θεώτεραι’, ὅτι ἄμφω μὲν ψυχῶν πύλαι, ἀλλ' αἱ μὲν εἰς
ἀνθρώπους ἐρχομένων, αἱ δὲ εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. δύο γὰρ ἔθεντο πύ-
λας οὐρανοῦ οἱ τῶν Ἑλλήνων θεολόγοι, καρκίνον καὶ αἰγόκερων, Πλά-
των δὲ δύο στόμια ἔφη· τούτων δὲ καρκίνον μὲν εἶναι δι' οὗ κατίασιν
αἱ ψυχαί, αἰγόκερων δὲ δι' οὗ ἀνίασιν. ἀλλὰ καρκίνος μὲν βόρειος καὶ
καταβατικός, αἰγόκερως δὲ νότιος καὶ ἀναγωγός. οὔτε οὖν ἀνατολῇ
καὶ δύσει τὰς θύρας ἀνατέθεικεν οὔτε ταῖς ἰσημερίαις, οἷον κριῷ καὶ
351

ζυγῷ, ἀλλὰ νότῳ καὶ βορρᾷ. ψυχαῖς γὰρ γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 45, γρ. 32

σθαι, εἴτε πρὸς τὴν σύστασιν ἀποβλέποις εἴτε πρὸς τὴν σύνδεσιν τῆς
ψυχῆς τὴν πρὸς τοῦτο.
Ἔστι δὲ τὰ μὲν βόρεια ψυχῶν εἰς γένεσιν κατιουσῶν· διὰ τοῦτο τοῦ
ἄντρου αἱ πρὸς βορέαν πύλαι καταβαταὶ ἀνθρώποις· τὰ δὲ νότια οὐ
θεῶν, ἀλλὰ τῶν εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. διὸ οὐδὲ εἴρηκεν ‘αἱ πρὸς νότον
θεῶν’, ἀλλὰ ‘θεώτεραι’, ὅτι ἄμφω μὲν ψυχῶν πύλαι, ἀλλ' αἱ μὲν εἰς
ἀνθρώπους ἐρχομένων, αἱ δὲ εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. δύο γὰρ ἔθεντο πύ-
λας οὐρανοῦ οἱ τῶν Ἑλλήνων θεολόγοι, καρκίνον καὶ αἰγόκερων, Πλά-
των δὲ δύο στόμια ἔφη· τούτων δὲ καρκίνον μὲν εἶναι δι' οὗ κατίασιν
αἱ ψυχαί, αἰγόκερων δὲ δι' οὗ ἀνίασιν. ἀλλὰ καρκίνος μὲν βόρειος καὶ
καταβατικός, αἰγόκερως δὲ νότιος καὶ ἀναγωγός. οὔτε οὖν ἀνατολῇ
καὶ δύσει τὰς θύρας ἀνατέθεικεν οὔτε ταῖς ἰσημερίαις, οἷον κριῷ καὶ
ζυγῷ, ἀλλὰ νότῳ καὶ βορρᾷ. ψυχαῖς γὰρ γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
ἀπαλλαττομένας νότῳ. αὕτη δὲ καὶ ἡ αἰτία τοῦ τὸν μὲν βορρᾶν εὐθὺς

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 45, γρ. 46

οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
352

ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
ἀπαλλαττομένας νότῳ. αὕτη δὲ καὶ ἡ αἰτία τοῦ τὸν μὲν βορρᾶν εὐθὺς
ἀρχόμενον μέγαν εἶναι, τὸν δὲ νότον λήγοντα. ὁ μὲν γὰρ εὐθὺς ἐπίκει-
ται τοῖς ὑπὸ τὴν ἄρκτον οἰκοῦσιν, ὁ δὲ μακρὰν ἀφέστηκε· χρονιωτέρα
δὲ ἡ ἐκ τῶν ἄποθεν ἐπιρροή· καὶ ὅταν ἀθροισθῇ, τότε πληθύνει. καὶ
ἡλίου δὲ πύλαι καρκίνος ἐστὶ καὶ αἰγόκερως· ἄχρι γὰρ τούτων ἀπὸ
βορείου ἀνέμου εἰς τὰ νότια πρόεισι κατιὼν κἀκεῖθεν ἐπάνεισιν εἰς τὰ
βόρεια. τὰ δὲ ζῴδια ταῦτα καὶ πέρατα τοῦ γαλαξίου εἰσίν, ἐπέχει δὲ
καρκίνος μὲν τὰ βόρεια, αἰγόκερως δὲ τὰ νότια. ἔτι τὰ μὲν νότια μι-
κροφυῆ ποιεῖ τὰ σώματα, ἐν δὲ τοῖς βορείοις εἰς μέγεθος ταῦτα τρέ-
φεται. κατὰ ταῦτα τοίνυν τῷ μὲν θνητῷ καὶ γενέσει ὑποπτώτῳ φύλῳ
τὰ βόρεια οἰκεῖα, τῷ δὲ θειοτέρῳ τὰ νότια, ὥσπερ θεοῖς μὲν τὰ ἀνα-
τολικά, δαίμοσι δὲ τὰ δυτικά.

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 45, γρ. 49

ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ


θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
ἀπαλλαττομένας νότῳ. αὕτη δὲ καὶ ἡ αἰτία τοῦ τὸν μὲν βορρᾶν εὐθὺς
ἀρχόμενον μέγαν εἶναι, τὸν δὲ νότον λήγοντα. ὁ μὲν γὰρ εὐθὺς ἐπίκει-
ται τοῖς ὑπὸ τὴν ἄρκτον οἰκοῦσιν, ὁ δὲ μακρὰν ἀφέστηκε· χρονιωτέρα
δὲ ἡ ἐκ τῶν ἄποθεν ἐπιρροή· καὶ ὅταν ἀθροισθῇ, τότε πληθύνει. καὶ
ἡλίου δὲ πύλαι καρκίνος ἐστὶ καὶ αἰγόκερως· ἄχρι γὰρ τούτων ἀπὸ
βορείου ἀνέμου εἰς τὰ νότια πρόεισι κατιὼν κἀκεῖθεν ἐπάνεισιν εἰς τὰ
βόρεια. τὰ δὲ ζῴδια ταῦτα καὶ πέρατα τοῦ γαλαξίου εἰσίν, ἐπέχει δὲ
καρκίνος μὲν τὰ βόρεια, αἰγόκερως δὲ τὰ νότια. ἔτι τὰ μὲν νότια μι-
κροφυῆ ποιεῖ τὰ σώματα, ἐν δὲ τοῖς βορείοις εἰς μέγεθος ταῦτα τρέ-
φεται. κατὰ ταῦτα τοίνυν τῷ μὲν θνητῷ καὶ γενέσει ὑποπτώτῳ φύλῳ
τὰ βόρεια οἰκεῖα, τῷ δὲ θειοτέρῳ τὰ νότια, ὥσπερ θεοῖς μὲν τὰ ἀνα-
τολικά, δαίμοσι δὲ τὰ δυτικά.

Michael Psellus Polyhist., Opuscula logica, physica, allegorica, alia


Opusculum 51, γρ. 799

ὄρνις τὸ πτερὸν λέγεται, ἀλλὰ καθὸ πτερωτόν. λέγει δὲ ὅτι ἐνιότε τῇ


πτώσει διοίσει διὰ τὸ τὴν ἀπόδοσιν πρὸς γενικὴν ποιῆσαι, τὴν δὲ ἀν-
τιστροφὴν πρὸς δοτικὴν ἀντιστρέψαι· οἷον ἡ ἐπιστήμη ἐπιστητοῦ ἐπι-
στήμη καὶ τὸ ἐπιστητὸν ἐπιστήμῃ ἐπιστητόν. καὶ τὸ πηδάλιον δὲ ἐὰν
353

ἀποδοθῇ πλοίου, οὐκ ἀντιστρέφει· ἐπὶ πλέον γὰρ τὸ πλοῖον τοῦ πηδα-
λίου· πολλὰ γάρ εἰσι πλοῖα ἃ πηδάλια οὐκ ἔχει, ὡς τὰ ἀκάτια. δεῖ
γοῦν τὸ μεῖζον ἤγουν τὸ πλοῖον ἐλαττῶσαι καὶ εἰπεῖν τὸ πηδάλιον πη-
δαλιωτοῦ πηδάλιον. καὶ ἡ κεφαλὴ δὲ ἐὰν ἀποδοθῇ ζῴου, οὐκ ἀντι-
στρέφει. ἡ μὲν κεφαλὴ ζῴου λέγεται κεφαλή, οὐκέτι δὲ τὸ ζῷον τῇ
κεφαλῇ ζῷον· ἐπὶ πλέον γὰρ τὸ ζῷον· εἰσὶ γάρ τινα ζῷα ἅπερ κεφα-
λὴν οὐκ ἔχουσιν, ὡς ὁ καρκῖνος, σκώληξ, γῆς ἔντερα. ἐὰν οὖν μειώσω-
μεν τὸ μεῖζον καὶ ποιήσωμεν κεφαλωτόν, οἰκείως ἡ ἀντιστροφὴ λεχθή-
σεται· ἡ γὰρ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλὴ καὶ τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ
κεφαλωτόν. οὑτωσὶ δέ τις τοιούτοις χρήσαιτο. εἰ οὖν μὴ ὀνόματά εἰσιν
ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ οἰκείως κατηγορουμένων τοῖς πρὸς ἃ ἀντιστρέ-
φουσι, τιθείη τὰ ὀνόματα, ἤγουν, ἔνθα ὀνόματα μὴ κεῖνται, βούλεταί
τις ἀπὸ τῶν κυρίως λεγομένων ἀρχόμενος ἀφ' ἑαυτοῦ τιθέναι ὀνόματα
καταλλήλως τῇ ἀντιστροφῇ προσαρμόττοντα καὶ ἰσάζοντα, ὥσπερ ἀπὸ
τοῦ πτεροῦ πτερωτὸν καὶ ἀπὸ τοῦ πηδαλίου πηδαλιωτόν. οὐκοῦν
πάντα τὰ πρός τι, ἐάνπερ οἰκείως ἀποδιδῶται καὶ μὴ πρὸς ὃ ἔτυχε,
πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεται. εἰ δὲ πρὸς τὸ τυχόν, οὐκ ἀντιστρέφει.

Michael Psellus Polyhist., Theologica (2702: 012)“Michaelis Pselli


theologica, vol. 1”, Ed. Gautier, P.Leipzig: Teubner, 1989.Opusculum
107, γρ. 40

τέμνει κατὰ διάμετρον, ἔαρος μὲν κατὰ τὸν κριόν, μετοπώρου δὲ κατὰ
τὸν ζυγόν· ἕβδομον γὰρ ἑκάτερον ἀφ' ἑκατέρου ζῴδιον. τῶν δὲ λοιπῶν
πλανήτων, τῶν μὲν ὑπερκειμένων τοῦ ζῳοφόρου κύκλου, τῶν δὲ
τεταγμέ-
νων κατωτέρω, καὶ πάντων ὡς εἰπεῖν τὰ τούτου παρελαυνόντων ὅρια
καὶ μὴ περιοριζομένων τῷ ἐκείνου πλάτει, μόνος ὁ ἥλιος κάτω μὲν
τούτων
τυγχάνων, ἀγχοῦ δὲ τεταγμένος, οὐδὲ πρὸς βραχὺ παρεγκλίνει τοῦ πλά-
τους· δεκασταδιαῖον δὲ τοῦτο τιθέασιν οἱ τὰς παρόδους ἀκριβωσάμενοι
καὶ τὰ πλάτη τῶν κύκλων καταλαβόντες.
Ἀλλ' ἐπειδὰν πρὸς θάτερον τῶν περάτων ἐξαπλώσῃ τὴν κίνησιν, αὖθις
ἐκεῖθεν κατὰ σημεῖον ἡμῖν ἀνθυποστρέφει. ἀπωτέρω οὖν ἡμῶν γινόμενος
μετὰ τὴν πέμπτην καὶ ἡμίσειαν τοῦ καρκίνου μοῖραν πρὸς νότον
κάτεισιν·
αὖθις δὲ ἐν τῷ ζυγῷ ταπεινούμενος καὶ γιγνόμενος νοτιώτατος, ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς ἄνεισι. κατὰ γοῦν τὰς διπλᾶς αὐτοῦ κινήσεις, ὧν τὴν ἑτέραν ὁ
λόγος φορὰν ὠνόμασε, τῇ μὲν ὑπόγειος γίνεται, τῇ δὲ λοξὸς καὶ παρεγκε-
κλιμένος. οἱ γοῦν τῷ ἡλίῳ τὸ μὲν διδόντες, τὸ δ' ἄλλο μὴ
ἐπιμαρτυροῦντες
ἀμαθέστατόν μοι διαταττόμενοι φαίνονται· οἱ δ' ἀμφότερα κατὰ τοὺς
354

οἰκείους λόγους προσιέμενοι τῆς ἀκριβείας οὐ διημαρτήκασιν. οὐ γὰρ


ἐπειδὴ κατὰ τὴν οἰκείαν λόξωσιν τόν τε βορρᾶν ἄνεισι καὶ πρὸς νότον
κάτεισιν, ἤδη που τῆς ὑπογείου πορείας ἐστέρηται, οὐδ' ἐπειδὴ ὑπόγειος
γίνεται, παρὰ τοῦτο τὸ τοῦ ζῳοφόρου πλάτος οὐ περιοδεύει, ἀλλ'
ἑκάστην
κινούμενος τῶν κινήσεων, ἐν ᾧ ταύτην κινεῖται, οὐδὲ τῆς ἑτέρας
ἐστέρηται,

Michael Psellus Polyhist., Poemata (2702: 015)“Michaelis Pselli


poemata”, Ed. Westerink, L.G.Stuttgart: Teubner, 1992.Poem 9, γρ. 224

καὶ τῶν πελαγῶν οἱ ποταμοὶ χειρόνως


τοὺς ἰχθύας τρέφουσι τοὺς ποταμίους·
ἰχθὺς δὲ λίμναις ἐμμόνως τεθραμμένος
ἄπεπτος, ὑγρός, δυσστόμαχος τὴν φύσιν.
Ὀστρακόδερμα πάντα συμπεπεμμένα
γεννῶσι πικρὸν χυμὸν ἐν τοῖς ἐντέροις,
βλάπτει δ' ἔλαττον ἡ φύσις τῶν ὀστρέων.
χῆμαι δὲ καὶ σωλῆνες ἠδὲ πορφύραι,
κῆρυξ δὲ καὶ σπόνδυλος ἠδὲ κοχλίας
καὶ δηκτικὸς πάγουρος, ἀστακὸς πλέον,
καρίδες ἢ κάραβος ἢ καὶ καρκίνοι
δύσπεπτα πάντα, δυσστόμαχα τὴν φύσιν.
Ἀνόστεως δὲ τευθὶς ἠδὲ σηπία
ἁλυκὸν ἐκτρέφουσι χυμὸν ἐν βάθει·
ὅμοια τούτοις καὶ λίβατος καὶ βάτος·
ἡ δὲ τρυγὼν εὔπεπτον ἔσχε τὴν φύσιν.
Φώκη δὲ καὶ φάλαινα καὶ θύννη πλέον
δελφίς τε καὶ ζύγαινα γαστέρα θλίβει,
ἀσυμμέτρως ἔχοντα σαρκικοῦ πάχους.
Οἴνων δὲ τήνδε τὴν διαίρεσιν νόει.
Ἐρυθρὸς οἶνος χυμὸν οὐ καλὸν τρέφει·

Michael Psellus Polyhist., Poemata Poem 9, γρ. 595

ἕρπητα μὲν πλάσειεν οὐ σεσημμένη,


σεσημμένη δ' ἕρπητα βιβρώσκοντά πως.
Χυμὸς δ' ὁ δεινὸς καὶ μελάγχρους τὴν φύσιν,
εἰ πᾶν συνέξει, σῆψιν οὐ δεδεγμένος
μέλανα ποιήσειεν ἴκτερον φύσει,
σεσημμένος δὲ τὴν τεταρταίαν ζέσιν,
355

ἄτμητον ἐντός, εἰ δὲ μή, τετμημένην·


εἰ δ' αὖ ἐπεισφρήσειεν εἰς ἓν χωρίον,
σκίρρον μὲν ἐργάσαιτο μὴ σεσημμένος,
σεσημμένου δὲ πολλὰ τεχθῇ θηρία,
γάγγραινα, φαγέδαινα, πολλοὶ καρκίνοι.
Τοῦ φλέγματος δὲ πολλαπλοῦ πεφυκότος
(τὸ μὲν γὰρ ὡς ὕαλος αὐτὸς τυγχάνει,
τὸ δ' ἁλυκὸν πέφυκεν, ὀξῶδες τρίτον,
τὸ δὲ γλυκείας ποιότητός ἐστί πως),
ὅπερ πέφυκεν ὡς ὕαλος τὴν φύσιν,
τρόμων ἀνεκθέρμαντον ἐκφύσει φύσιν·
τὸ δ' αὐτό σοι δράσειεν ὀξῶδες γένος·
τὸ δ' ἁλυκόν τι πυρετοὺς καθ' ἡμέραν,
ἀμφημερινοὺς προσφυῶς κεκλημένους·
τὸ δὲ γλυκὺ προσηνές ἐστι τῇ φύσει.

Michael Psellus Polyhist., Poemata Poem 9, γρ. 899

Ἐγκανθίς ἐστι κανθὸς ἐξωγκωμένος·


ῥυὰς δέ γ' ἡ μείωσις αὐτῶν τυγχάνει.
Πρόπτωσις ἐξόγκωσις ἔκ τινος πάθους
τοῦ ῥαγοειδοῦς ὑμένος κεκλημένου·
πλὴν τὴν μικρὰν μὲν μυοκέφαλον λέγε,
τὴν δ' αὖ γε μείζω σταφύλωμά μοι κάλει·
ἔπειτα μῆλον· ἧλός ἐστιν ἐσχάτη,
ἧλον δὲ καὶ λεύκωμα ταὐτόν μοι φρόνει.
Ἡ δὲ πτέρυξ πέφυκε νευρῶδες πάθος,
ὄγκωσις αὐτοῦ τοῦ γε προσπεφυκότος.
Τὸ Καρκίνωμα τοῦ κέρως δεινὴ νόσος.
Ἡ δ' ἀνθράκωσις τῆς βλεφαρίδος πάθος.
Ἡ μυδρίασις ὑγρότητος ἐκγόνη,
αὐτῆς κόρης πάθημα πεπλατυσμένης,
ὥσπερ πέφυκεν ἡ φθίσις στενουμένης.
Ὁ νυκτάλωψ σκότωμα δύντος ἡλίου.
Γλαύκωμα δεινὸν ἠδ' ἀνίατον πάθος,
ὑγρά τις ἀλλοίωσις ἐν τῷ κρυστάλῳ
μετάστασίς τε πρὸς τὸ γλαῦκον τῆς χρόας.
Τὸ δ' ὑπόχυμα τοῦ κέρως καὶ κρυστάλου
ὑγρὰ μεταξὺ σύστασις κεχυμένη.
356

Michael Psellus Polyhist., Poemata Poem 9, γρ. 1193

καὶ μᾶλλον ἐξάμβλωσις ἢ πληγῆς βάρος.


σημεῖα τούτου πυρετὸς τεταμένος,
ἄλγος τραχήλου, καὶ τένοντος τὸ πλέον,
σφυγμοί τε μικροὶ καὶ μύσις τῆς ὑστέρας.
Συνίσταται δ' ἕλκωσις ἐν μήτρᾳ πάλιν,
ἢ δυστοκούσης ἢ δι' ἐμβρυουλκίαν.
ἀλλ' εἰ μὲν ᾖ πρόχειρος ἕλκωσις τάχα,
δίοπτρον αὐτὴν εἰκονίσει σοι μόνον·
εἰ δ' ἐν βάθει πέφυκεν ἕλκους ἡ φύσις,
γνοίης τὸ ποιὸν ἔκ γε τῶν κενουμένων.
Καὶ καρκίνου πέφυκεν ἐν μήτρᾳ πάθος,
ὁ μὲν μεθ' ἕλκους καὶ δριμείας οὐσίας,
ὁ δὲ στεγνός τις, οὐδαμῶς ἡλκωμένος.
τὸν χωρὶς ἕλκους ἱστορήσει σοι τάδε·
σκληρός τις ὄγκος τῆς παθούσης ὑστέρας,
χροιὰ τρυγώδης καὶ πελιδνὴ πολλάκις,
βουβῶνος ἄλγος, ὀσφύος ἢ γαστέρος.
τὸν δ' αὖ μεθ' ἕλκους δεικνύει καὶ σκληρότης·

Michael Psellus Polyhist., Poemata Poem 9, γρ. 1304

πλὴν ἀλλὰ βουβὼν φλεγμονὴ τῶν ἀδένων,


φῦμα πρὸς ἐκπύησιν ἠρεθισμένον,
φύγεθλον ἡ ζέσασα φλεγμονὴ πλέον
τεκοῦσά τ' ὄγκον ἐρυσιπελατόχρουν.
Ὄγκος δοθιὴν ἐκ χυμῶν παχυτέρων
ἐν σαρξὶ τὴν σύμπηξιν εὐθέων ἔχων.
Φλυκταινοειδὲς ἡ τερέβινθος φῦμα.
Ἄνθραξ διφυοῦς αἵματος γέννημά τι
εἰς τὴν μέλαιναν ἐκτραπέντος οὐσίαν,
ἔχοντος ἕλκος ἐσχαρῶδες τὴν φύσιν.
Ὁ θηριώδης καρκίνος τῶν σωμάτων
ἁπανταχῇ πέφυκε ῥιζοῦσθαι φύσει,
μᾶλλον δὲ τιτθοῖς τῶν γυναικῶν βλαστάνει.
χολὴ δὲ τοῦτον ἡ μελάντερος τρέφει·
πληροῖ δὲ κύκλῳ τὰς προκειμένας φλέβας,
ἃς ἄν τις εἰκάσειε θηρίου πόδας.
Τὸ δ' ἐμφύσημα πνεῦμα λεπτὸν τυγχάνει
ἢ πρὸς τὸ σῶμα τῆς δορᾶς ἠθροισμένον
ἢ πρὸς τὰ κοῖλα τῆς κάτωθι κοιλίας.
357

Ὁ σκίρρος ἐστὶν ὄγκος ἐσκληρωμένος


αἰσθήσεως ἄμοιρος, οἷά τις τύλος·

Anna Comnena Hist., Alexias (2703: 001)“Anna Comnène. Alexiade, 3


vols.”, Ed. Leib, B.Paris: Les Belles Lettres, 1:1937; 2:1943; 3:1945,
Repr. 1–2:1967.
Βι. 3, κεφ. 12, τμ. 4, γρ. 10
Καὶ δὴ τὴν Κορυφὼ διελθὼν καὶ πρὸς τὸ
Δυρράχιον ἀποκλίνας κατά τι ἀκρωτήριον Γλῶσσαν καλού-
μενον μεγίστῳ κλύδωνι αἴφνης περιπεπτώκει. Νιφετὸς γὰρ
πολὺς καὶ ἄνεμοι τῶν ὀρῶν κινηθέντες τὴν θάλασσαν
σφοδρῶς συνετάραττον. Κἀντεῦθεν ἠγείρετό τε τὰ κύματα
καὶ ἐπωρύετο αἵ τε κῶπαι τῶν προσκώπων καθιέντων
ἐθραύοντο τά θ' ἱστία διαβιβρώσκοντες ἦσαν οἱ ἄνεμοι, αἱ
δὲ κεραῖαι συνθλώμεναι κατὰ τοῦ καταστρώματος ἔπιπτον
καὶ αὔτανδρα ἤδη τὰ σκάφη κατεποντίζετο, κἂν θέρους
ὥρα ἦν τοῦ ἡλίου τὸν καρκίνον ἤδη παρελθόντος καὶ πρὸς
τὸν λέοντα ἐπειγομένου, ὁπότε καὶ τὴν τοῦ κυνὸς ἐπιτολὴν
εἶναί φασιν. Ἐταράττοντο οὖν ἅπαντες ἐξαπορούμενοι καὶ
οὐκ εἶχον ὅ τι καὶ δράσαιεν πολεμίοις τοιούτοις ἀντικαθ-
ίστασθαι μὴ δυνάμενοι. Θροῦς δὲ ἐπῆρτο πολύς, ᾤμωζον,
ἐποτνιῶντο, ἐθεοκλύτουν Θεὸν σωτῆρα ἐπικαλούμενοι καὶ
τὴν ἤπειρον θεάσασθαι ἐπηύχοντο.

Anna Comnena Hist., Alexias Βι. 6, κεφ. 4, τμ. 4, γρ. 12

τῶν τὸ Παρίστριον νεμομένων Σκυθῶν ἐποιεῖτο τοὺς περὶ


τὴν Γλαβινίτζαν καὶ Δρίστραν ἡγεμόνας καὶ τὰ ταύταις
παρακείμενα ὑποποιούμενος, μνηστευσάμενος ἅμα ἑαυτῷ
καὶ τῶν λογάδων Σκυθῶν ἑνὸς θυγατέρα, σπεύδων ὅλῃ χειρὶ
λυπῆσαι τὸν αὐτοκράτορα διὰ τῆς τῶν Σκυθῶν ἐπελεύ-
σεως. Ταῦτα δὲ ὁ βασιλεὺς καθ' ἑκάστην μανθάνων τὸ
μέλλον προμηθευσόμενος ἔσπευδεν ὑποποιεῖσθαι τοῦτον διὰ
γραμμάτων καὶ ὑποσχέσεων ὑφορώμενος τὸ ἐξ αὐτοῦ τεχ-
θησόμενον κακόν. Ἀλλὰ καὶ χρυσόβουλλον λόγον ἀπαθείας
καὶ πάσης ἐλευθερίας ἐκθέμενος ἐκπέπομφε πρὸς αὐτόν.
Ἀλλ' ὁ καρκίνος ὀρθὰ βαδίζειν οὐκ ἐμάνθανεν· ὁ αὐτὸς δὲ
ἦν ὁ χθὲς καὶ πρότριτα τούς τε Σκύθας ὑποποιούμενος καὶ
πλείονας ἐκ τῶν σφετέρων μεταπεμπόμενος χωρῶν καὶ
λῃζόμενος τὰ παρακείμενα ἅπαντα.
Εἶτα ὁ μὲν αὐτοκράτωρ ὁδοῦ πάρεργον καὶ τὰ κατὰ
358

τοὺς Μανιχαίους ποιησάμενος ὑποσπόνδους αὖθις εἶχεν.


Ὁ δέ γε Βαϊμοῦντος κατὰ τὸν Αὐλῶνα ἔτι χρονοτριβῶν ἦν·
ἐπαναγέσθω γὰρ πρὸς αὐτὸν αὖθις ὁ λόγος. Καὶ τὰ κατὰ
τὸν Βρυέννιον μεμαθηκὼς καὶ τοὺς ἄλλους κόμητας, ὧν οἱ
μὲν θητεῦσαι τῷ αὐτοκράτορι προείλοντο, ἄλλοι δὲ ἄλλοσε
διεσπάρησαν, τὴν ἐνεγκαμένην ἀναζητήσας διαπερᾷ εἰς

Anna Comnena Hist., Alexias Βι. 9, κεφ. 1, τμ. 8, γρ. 1

ἐφ' ᾧ τὸν μὲν μηδένα τῶν Μιτυληναίων ἀδικῆσαι ἐξερχό-


μενον ἢ συνεπαγαγέσθαι ἀποπλέοντα πρὸς Σμύρνην, τὸν
δὲ διατηρῆσαι αὐτὸν ἀβλαβῆ τὸν ὡς πρὸς Σμύρνην ἀπό-
πλουν ποιούμενον, δέδωκε τούτῳ τόν τε Εὐφορβηνὸν Ἀλέ-
ξανδρον καὶ Μανουὴλ τὸν Βουτουμίτην· ἄνδρες οὗτοι φιλο-
πόλεμοί τε καὶ γενναῖοι. Εἶτα πίστεις ἐξ ἀλλήλων
λαβόντες ὁ μὲν ἀμεριμνίαν ἤδη εἶχε τοῦ μὴ ἐν τῷ ἐξέρχες-
θαι τὸν Τζαχᾶν βλάβην τινὰ τοῖς Μιτυληναίοις ἐπαγαγεῖν,
ὁ δὲ ἐν τῷ διαπερᾶν μὴ παρὰ τοῦ ῥωμαϊκοῦ στόλου κάκω-
σιν ἐσχηκέναι.
Ἀλλ' ὁ καρκίνος ὀρθῶς βαδίζειν οὐκ
ἐμάνθανεν, οὐδ' ὁ Τζαχᾶς τῆς πρότερον ἀφίστατο πονη-
ρίας. Πάντας γὰρ τοὺς Μιτυληναίους ἀπεπειρᾶτο σὺν
γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἑαυτῷ συνεπαγαγέσθαι. Ἐν ὅσῳ δὲ
ταῦτα ἐγίνετο, ὁ Δαλασσηνὸς Κωνσταντῖνος θαλασσοκρά-
τωρ τηνικαῦτα ὢν καὶ μήπω ἐφθακὼς κατὰ τὰ ἐντεταλ-
μένα παρὰ τοῦ Δούκα εἰς ἀκρωτήριόν τι τὰς ναῦς προσορ-
μίσας, ἐπεὶ ταῦτα μεμαθήκοι, ἐλθὼν ἠξίου τὸν Δούκαν
παραχωρηθῆναί οἱ μετὰ τοῦ Τζαχᾶ συνάψαι πόλεμον. Ὁ
δὲ τὸν προγεγονότα εὐλαβούμενος ὅρκον ἀνεβάλλετο τέως.

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina (2718: 001)“Manuelis


Philae Carmina, vols. 1–2”, Ed. Miller, E.Paris, 1855–1857, Repr.
1967.Κεφ. 2, poem 166, γρ. 8

Τῷ αὐτῷ.

Ἔδειξας οἷς ἔπραξας ὁ χρυσοῦς φίλος,


Ὡς μᾶλλον αὐτὸς εὐγενῆ δρᾷς τὴν τύχην·
Τὴν γὰρ τέως ἄκοσμον ὀψοποιΐαν
359

Τοῖς παντοδαποῖς ὡραΐσας βρώμασι,


Καὶ τῇ κατ' αὐτὰ συνθέτῳ ποικιλίᾳ
Ὀρεκτιᾶν ἔπειθες ἡμῖν τὴν φύσιν·
Ἰχθὺς δ' ὁ τυκτὸς ὡς ὀπισθόπλους φύσει
Βρωθεὶς ἀνεῤῥιχᾶτο καρκίνου τρόπον
Εἰς ἐξερασμοὺς καὶ παλιμβόλους δρόμους·
Σὺ δ' οὖν πάλιν ἄκμαζε καὶ χώρει πρόσω.

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina


Κεφ. 2, poem 215, γρ. 135
Τέφραν καλοῦσι καὶ καπνὸν καὶ κόνιν τὰ παρόντα,
Καὶ πλάνην καὶ σκοτόμαιναν καὶ βρόχον καὶ παγίδα,
Καὶ θήρατρον ἀλλόκοτον ἐνέδρας ὑποκρύφου,
Καὶ χείμαῤῥον ἀφ' ὑψηλοῦ καὶ δρέπανον καὶ σφαῖραν,
Ἢ καὶ πεττὸν καὶ συνεχῆ περιτροπὴν ὀστράκου.
{Ψυχή.}
Ξένον οὐδὲν ὡς ἐκ τῆς γῆς καὶ τῆς ῥευστῆς οὐσίας
Πάλιν εἰς γῆν μετὰ πολὺ τὴν φύσιν ὑποστρέφειν·
Φαίνεται γὰρ καὶ κρύπτεται καὶ τέθηλε καὶ φθίνει,
Καὶ ζῇ καὶ θνήσκει παρευθὺς ἐν ἐφημέρῳ στάσει,
Καὶ γίνεται παλίνδρομος, καθάπερ ὁ καρκίνος·
Εἰ μὴ γοῦν ὁ πρωτόπλαστος ἐτρύγησε τοῦ ξύλου,
Καὶ πρὸς τὴν γεῦσιν τῆς φθορᾶς εὐκόλως ἠπατήθη,
(Φεῦ τῆς πολλῆς ἁπλότητος καὶ τῆς ἀπροσεξίας!)
Οὐκ ἂν ὑπερεκάγχαζεν ἐπὶ τοῖς γινομένοις,
Ὡς μῖμος, ὁ Δημόκριτος μαινόμενος ἐμφρόνως.

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina


Κεφ. 3, poem 18, γρ. 20
Χαλῶμεν εὐθὺς τὸ πτερὸν τῶν ἱστίων
Καὶ τὰς πρὸ μικροῦ συμπλεούσας ἐλπίδας,
Καταίρομεν δὲ πρὸς τὸ τοῦ πόρου στόμα,
Ὅτε πρὸς ᾠδὰς ὄρνις ἀνοίγει στόμα,
Καὶ κόλπος Ἀκτῆς εὐτελὴς πρὸ τοῦ σκάφους
Πλωτῆρσι δυσπραγοῦσι λιμὴν εὑρέθη·
Πλὴν οὐδὲν ἦν πρόσαρμα τῆς μάσης χάριν,
Καὶ τοῦτο παντὸς δυσχεροῦς ἦγχε πλέον
Τοὺς καὶ πρὸ τοῦ πλοῦ ναυτιῶντας ἐκ λύπης,
Εἰ δεῦρο μηδὲν ἡ τριβὴ κέρδος φέροι·
Βραχὺς γὰρ ἰχθὺς καὶ λεπὰς καὶ καρκίνος,
Ἂν οὐκ ἔχῃ πρέπουσαν ἐκ λίθων σκέπην,
Μισεῖ τὰς ἀκτὰς ἀκρατῶς δονουμένας,
360

Μὴ παρασυρῇ ταῖς πνοαῖς ἡ λεπτότης·


Ἐπεὶ δὲ παρῆν ἡ τροπὴ τῆς ἑβδόμης,
Ὡς ἂν ἔχοι κρίσιμον ὁ πλοῦς ἡμέραν,
Λὶψ ἦγε τὴν ναῦν συγκραθεὶς αὖθις νότῳ·
Καὶ τείνεται μὲν τὸ πτερὸν τῆς ὁλκάδος,
Ἐξάγεται δὲ προσφυὴς ἅπας βρόχος·

Apophthegmata, Apophthegmata patrum (collectio a) (2742: 001);


MPG 65.
Σε. 256, γρ. 51

ται νηστεία δεκτή· ἀλλὰ μᾶλλον κράτησον τῶν πο-


νηρῶν λογισμῶν. Λέγει αὐτῷ τὸ τρίτον· Θέλω φυγεῖν
τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπεκρίθη ὁ γέρων· Ἐὰν μὴ πρῶ-
τον κατορθώσῃς μετὰ τῶν ἀνθρώπων, οὐδὲ καταμό-
νας δύνασαι κατορθῶσαι.
βʹ. Εἶπεν ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος· Ἅπαξ κακωθεὶς λέγε,
Καὶ κακώθητι, καὶ ἀπόθανον· ἐὰν δὲ ἀπαιτήσῃς με
παρὰ καιρὸν φαγεῖν οὐδὲ τὴν καθημερινήν σοι τρο-
φὴν προσφέρω.
γʹ. Γυνή τις ἔχουσα πάθος κατὰ τοῦ μασθοῦ αὐτῆς,
τὸ λεγόμενον καρκίνον, ἀκούσασα περὶ τοῦ ἀββᾶ Λογ-
γίνου, ἐζήτησε συντυχεῖν αὐτῷ. Ἐκάθητο οὖν οὗτος
ἐν τῷ ἐνάτῳ σημείῳ Ἀλεξανδρείας. Ἐπιζητούσης
δὲ τῆς γυναικὸς, συνέβη τὸν μακάριον ἐκεῖνον συλλέ-
γειν ξύλα παρὰ τὴν θάλασσαν. Καὶ εὑροῦσα αὐτὸν,
λέγει αὐτῷ· Ἀββᾶ, ποῦ μένει ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος ὁ
δοῦλος τοῦ Θεοῦ; μὴ εἰδυῖα ὅτι αὐτός ἐστιν. Ὁ δέ φη-
σι· Τί θέλεις τὸν ἐπιθέτην ἐκεῖνον; μὴ ἀπέλθῃς πρὸς
αὐτόν· ἐπιθέτης γάρ ἐστι. Τί δέ ἐστιν ὃ ἔχεις; Ἡ δὲ
γυνὴ ἔδειξε τὸ πάθος. Ὁ δὲ σφραγίσας τὸν τόπον,
ἀπέλυσεν αὐτὴν, εἰπών· Ἄπελθε, καὶ ὁ Θεός σε θε

Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod. Vat. gr. 1236) (2934: 018); MPG 95 & 96.Τόμ. 95, σε.
1573, γρ. 18
361

στρέφουσιν οἴκαδε.
Ἤκουσα, ὅτι θαλάσσιος ἐχῖνος, τὸ μικρὸν παντε-
λῶς καὶ εὐκαταφρόνητον ζῶον, διδάσκαλος πολλάκις
γαλήνης καὶ κλύδωνος τοῖς πλέουσι γίνεται. Ὃς ὅταν
προΐδῃ ταραχὴν ἀνέμου, ψηφίδα τινὰ ὑπελθὼν γεν-
ναίαν, ἐπ' αὐτῇ ὥσπερ ἐπ' ἀγκύρας βεβαίως σαλεύει,
κατεχόμενος τῷ βάρει πρὸς τὸ μὴ ῥᾳδίως τοῖς κύμα-
σιν ἀποσύρεσθαι. Τοῦτο ὅταν ἴδωσιν οἱ ναυτικοὶ τὸ
σημεῖον, ἴσασι τὴν προσδοκωμένην βιαίαν κίνησιν
τῶν ἀνέμων.
Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου,
ἀλλὰ δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου γίνεται. Ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἕρκει τὸ ἁπαλὸν τῆς
σαρκὸς ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερ-
μον προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκρι-
βῶς ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τῷ ὀστρέῳ περιπτύς-
σονται, ἀναγκαίως ἄπρακταί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρ-
κίνου. Τί οὖν ποιεῖ; ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις
μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε λά-
θρα ψηφίδα παρεμβαλὼν ὁ καρκῖνος, διακωλύει τὴν

Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod.
Τόμ. 95, σε. 1573, γρ. 25

σιν ἀποσύρεσθαι. Τοῦτο ὅταν ἴδωσιν οἱ ναυτικοὶ τὸ


σημεῖον, ἴσασι τὴν προσδοκωμένην βιαίαν κίνησιν
τῶν ἀνέμων.
Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου,
ἀλλὰ δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου γίνεται. Ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἕρκει τὸ ἁπαλὸν τῆς
σαρκὸς ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερ-
μον προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκρι-
βῶς ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τῷ ὀστρέῳ περιπτύς-
σονται, ἀναγκαίως ἄπρακταί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρ-
κίνου. Τί οὖν ποιεῖ; ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις
μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε λά-
θρα ψηφίδα παρεμβαλὼν ὁ καρκῖνος, διακωλύει τὴν
362

σύμπτυξιν, καὶ εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως


διὰ τῆς ἐπινοίας περιγινόμενον. Αὕτη ἡ κακία τῶν
μήτε λόγου, μήτε φωνῆς μετεχόντων.
Οὐκ ἂν παρέλθοι μοι τὸ τοῦ πολύποδος δολερὸν καὶ
ἐπίπλοκον, ὃ ὁποίᾳ ποτὲ ἂν πέτρᾳ περιπλακῇ, τὴν
ἐκείνης ὑπέχεται χρόαν, ὥστε τοὺς πολλοὺς τῶν
ἰχθύων ἀπροόπτως νηχομένους τῷ πολύποδι

Joannes Damascenus Scr. Eccl., Theol., Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(fragmenta e cod.
Τόμ. 95, σε. 1573, γρ. 28

Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου,


ἀλλὰ δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου γίνεται. Ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἕρκει τὸ ἁπαλὸν τῆς
σαρκὸς ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερ-
μον προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκρι-
βῶς ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τῷ ὀστρέῳ περιπτύς-
σονται, ἀναγκαίως ἄπρακταί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρ-
κίνου. Τί οὖν ποιεῖ; ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις
μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε λά-
θρα ψηφίδα παρεμβαλὼν ὁ καρκῖνος, διακωλύει τὴν
σύμπτυξιν, καὶ εὑρίσκεται τὸ ἐλλεῖπον τῆς δυνάμεως
διὰ τῆς ἐπινοίας περιγινόμενον. Αὕτη ἡ κακία τῶν
μήτε λόγου, μήτε φωνῆς μετεχόντων.
Οὐκ ἂν παρέλθοι μοι τὸ τοῦ πολύποδος δολερὸν καὶ
ἐπίπλοκον, ὃ ὁποίᾳ ποτὲ ἂν πέτρᾳ περιπλακῇ, τὴν
ἐκείνης ὑπέχεται χρόαν, ὥστε τοὺς πολλοὺς τῶν
ἰχθύων ἀπροόπτως νηχομένους τῷ πολύποδι περιπί-
πτειν, τῇ πέτρᾳ δῆθεν, καὶ ἕτερον γενέσθαι θήραμα
τῷ πανούργῳ.

Acta Philippi, Acta Philippi (epitome) (2948: 004)


“Acta apostolorum apocrypha, vol. 2.2”, Ed. Bonnet, M.
Leipzig: Mendelssohn, 1903, Repr. 1972.
Τμ. 18-21, γρ. 2

καὶ τὴν ἀνάστασιν καὶ ὅσα τούτοις ἐνωτισθῇς, θεὸν αὐτὸν


μόνον δοξάσεις καὶ προσκυνήσεις καὶ μὴ βουλόμενος.
363

Ὁ δὲ παμβέβηλος ἀρχιερεὺς καὶ παμμίαρος ἀκού-


σας τοὺς λόγους τούτους παρὰ τοῦ ἀποστόλου, θεομάχος ὢν
καὶ κυριοκτόνος καὶ βλάσφημος, πλησθεὶς θυμοῦ καὶ ὀργῆς
ἐξανέστη τοῦ θρόνου οὗπερ ἐκάθητο, τοῦ μαστίξαι αὐτόν,
καὶ εὐθὺς ἡ μὲν δεξιὰ αὐτοῦ χεὶρ ἐξηράνθη, οἱ δὲ ὀφθαλ-
μοὶ αὐτοῦ ἐδέξαντο πήρωσιν, καὶ ἦν χειραγωγούμενος ὑπὸ
τῶν συνόντων αὐτῷ.
Ἀλλὰ σκαμβοῦν ξύλον οὐδέποτε ὀρθὸν ἔσεσθαι,
οὐδὲ βαδίζειν ὀρθὰ τὸν κάρκινον παρασκευάσασθαι· διὸ σκλη-
ρὸς καὶ βαρυκάρδιος ἔμεινεν μέχρι τέλους ζωῆς τῷ ᾅδῃ παρα-
πεμφθείς. οὕτως τοιγαροῦν ὁ ὑβριστής τε καὶ βλάσφημος
ἐπειδὴ τοῦ ἰουδαϊκοῦ φρονήματος κάτοχος ἦν καὶ ἀπαράδεκτος
ὅλως ἐτύγχανεν τῆς εὐσεβείας Χριστοῦ καὶ τῇ ἀπιστίᾳ συνε-
δέδετο καὶ πείθειν αὐτὸν οὐχ οἷός τε ἦν ὁ ἀπόστολος,
προσευχῇ μὲν καὶ τύπῳ σταυροῦ ἀνοίγει τούτου τοὺς
ὀφθαλμούς, θεραπεύει δὲ καὶ τὸ τῆς χείρας ξηρόν, καταλιμπάνει
δὲ τοῦτον τῇ ἀσεβείᾳ, ὡς ἂν μελήσῃ περὶ αὐτοῦ τῷ θεῷ.
Ἀλλ' ὁ φυλάσσων τὸν ἀσεβῆ εἰς ἡμέραν κακὴν σείει
μὲν τὴν πόλιν ἀθρόως καὶ διχάζει τὴν γῆν, συγκατασπᾷ δὲ κὰ

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum “Georgius


Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber,
1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Τόμ. 1, σε.
565, γρ. 17

Βηρίνης, ἐν ᾧ πύλη ἐστὶ τῆς Ἐφεσίας Ἀρτέμιδος, Τραϊανοῦ


δώρημα, τῆς Σκυθῶν μάχης ἔχουσα τὰς αἰτίας τὴν τῶν Γιγάντων
μάχην καὶ τοὺς κεραυνοὺς τοῦ Διὸς καὶ τὸν Ποσειδῶνα σὺν τῇ
τριαίνῃ καὶ τὸν Ἀπόλλωνα τόξον ἐσκευασμένον, κάτω δὲ τοὺς
γίγαντας ὡς δράκοντας ἐπερχομένους, χερσὶ βώλους ῥιπτοῦντας
εἰς ὕψος καὶ βλοσυρὸν εἰσορῶντας. ἵστανται δὲ πρὸς τὴν τοῦ
φόρου πλατεῖαν ἀγάλματα δύο, πρὸς μὲν δύσιν τὸ τῆς Λινδίας
Ἀθηνᾶς, κράνος ἔχον καὶ τὸ Γοργόνειον τέρας καὶ ὄφεις περὶ
τὸν τράχηλον ἐμπεπλεγμένους (οὕτως γὰρ τὸ εἴδωλον αὐτῆς οἱ
παλαιοὶ ἱστόρουν), πρὸς δὲ τὴν ἀνατολὴν ἡ Ἀμφιτρίτη, χηλὰς
ἔχουσα καρκίνου ἐπὶ τῶν κροτάφων. ἤχθη δὲ καὶ αὐτὴ ἀπὸ
Ῥόδου. Ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἔστησε τὸν μέγαν σταυρόν.
Ὅτι τὸ τετρασκελὲς τέχνασμα ὃ δῆριν λέγουσιν ἀνέμων ἤγει-
ρεν ὁ μέγας Θεοδόσιος, πυραμίδος σχῆμα ζωγραφοῦν καὶ ζῴοις
πλαστοῖς κεκοσμημένον βλαστοῖς τε καὶ καρποῖς καὶ ῥοΐσκοις.
γυμνοί τε Ἔρωτες ἵστανται προσγελῶντες ἀλλήλοις ἡμέρως καὶ τοῖς
κάτω περῶσιν ἐμπαίζοντες. ἄλλοι δὲ ἐποκλάζοντες ἔμπαλιν νέοι,
364

σάλπιγξι χαλκαῖς ἐμφυσῶντες ἀνέμους. χαλκοῦν δὲ βρέτας ὑψό-


θεν πετόμενον πνοὰς λιγείας δεικνύει τῶν ἀνέμων.

Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum


Τόμ. 2, σε. 208, γρ. 10

πᾶσαν τὴν περαίαν αἰχμαλωτίσας, καὶ πολλὴν συλλέξας αἰχμα-


λωσίαν καὶ λάφυρα, ὑπέστρεψεν ἀσινὴς πρὸς τὸν αὐτοκράτορα,
πρὸς τῷ Ἀτζαρνοὺκ ποταμῷ τὴν παρεμβολὴν ἔχοντα.
Ἐντεῦθεν ἄρας ὁ βασιλεὺς μετὰ παντὸς τοῦ στρατοῦ τὴν
ἐπὶ Μελιτηνὴν ἄγουσαν ὥδευε. προσπελάσας δὲ τῷ Εὐφράτῃ,
καὶ ὥρᾳ θέρους πελαγίζοντα τοῦτον εὑρὼν καὶ παντελῶς ἄβατον,
γεφυρώσας τὸν ποταμὸν διεπέρασε. καὶ πολλὰ τῆς χώρας λυμη-
νάμενος καὶ καταστρεψάμενος, ἑλὼν δὲ καὶ τὸ φρούριον ὃ Ῥαψά-
κιον λέγεται, μέρος δὲ τοῦ στρατοῦ τῇ μεταξὺ Ἀρσίνου τε καὶ
Εὐφράτου χώρᾳ ἐκπέμψας καταδραμεῖν προσέταξεν, οἳ πᾶσαν αὐ-
τὴν ἀπτέρῳ τάχει διαδραμόντες, τό τε λεγόμενον Καρκίνιον καὶ
τὸ Γλασχὼν καὶ τὸ Ἄμαν καὶ τὸ Μουρὴξ καὶ τὸ Ἄβδηλα εἷλον καὶ
ἐξεπόρθησαν. αὐτὸς δὲ τῇ Μελιτηνῇ προσβαλὼν εὐανδρούσῃ
τότε καὶ πληθύϊ βαρβάρων γεγανωμένῃ, ἐπεὶ τοῖς τείχεσιν ἐπλη-
σίασε, βαρβαρικὰς ὑπεδέξατο φάλαγγας μετὰ φρυαγμάτων καὶ
ἀλαλαγμῶν ἀπαντώσας αὐτῷ, οἷς νεανικῶς συμμίξας καὶ πρῶτος
τῆς φάλαγγος προϊστάμενος τοὺς ἀντιτεταγμένους ἐτρέψατο, εἶθ'
οἱ λοιποὶ τοὺς ἄλλους, καὶ μέχρι τοῦ ἄστεως ἀναιροῦντες ἐδίω-
κον, ὡς καταστρωθῆναι τὸ μεταξὺ ἔδαφος καὶ πληρωθῆναι νε-
κρῶν, ἁλῶναι δὲ καὶ ζῶντας οὐκ ὀλίγους, τοὺς δὲ λοιποὺς ἀγεν-
νῶς εἴσω τειχῶν συγκλεισθῆναι. ἐβουλήθη μὲν

Constantinus VII Porphyrogenitus Imperator Hist., De virtutibus et


vitiis (3023: 002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini
Porphyrogeniti confecta, vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 &
2”, Ed. Büttner–Wobst, T., Roos, A.G.
Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Τόμ. 1, σε. 251, γρ. 14

βασανίζων ἠνάγκαζε λέγειν, ὁπόσα ἔχων τις τυγχάνοι χρήματα, καὶ


τοὺς μὲν αὐτῶν ἐτρόχιζε, τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων
κατετόξευεν, ἐνίους δὲ ἀστραγάλους † ἐπέτεμε προστιθεὶς βιαιότε-
ρον δειναῖς ἀλγηδόσι περιέβαλλεν. ἐξεῦρε δὲ καὶ ἑτέραν τιμωρίαν
ἐμφερῆ τῷ Φαλάριδος ταύρῳ. κατεσκεύασεν γὰρ κλίνην χαλκῆν ἀν-
θρωπίνου σώματος τύπον ἔχουσαν καὶ καθ' ἕκαστον μέρος κλησὶν
διειλημμένην· εἰς ταύτην ἐναρμόζων τοὺς βασανιζομένους ὑπέκαε
365

ζῶντας, τούτῳ διαφερούσης τῆς κατασκευῆς ταύτης παρὰ τὸν ταῦ-


ρον, τῷ καὶ θεωρεῖσθαι τοὺς ἐν ταῖς ἀνάγκαις ἀπολλυμένους.
180. (20, 71, 4). Ὅτι τῶν γυναικῶν τῶν εὐπόρων τινῶν μὲν
καρκίνοις τοῖς σιδηροῖς τὰ σφυρὰ πιέζων συνέτριβε, τινῶν δὲ
τοὺς τιτθοὺς ἀπέτεμνε, ταῖς δὲ ἐγκύοις πλίνθους ἐπὶ τὴν ὀσφὺν
ἐπιτιθεὶς τὸ ἔμβρυον ἀπὸ τοῦ βάρους ἐξέθλιβε. τούτῳ δὲ τῷ
τρόπῳ τὰ χρήματα πάντα τοῦ τυράννου ζητοῦντος, καὶ μεγάλου
φόβου τὴν πόλιν ἔχοντος, τινὲς μὲν αὑτοὺς συγκατέκαυσαν ταῖς
οἰκίαις, τινὲς δὲ ἀγχόνῃ τὸ ζῆν ἐξέλιπον. *** ὅτι τῆς πόλεως
οὐδὲ τὴν προσηγορίαν κατέλιπον.

Constantinus VII Porphyrogenitus Imperator Hist., De sententiis


(3023: 004)
“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol.
4: excerpta de sententiis”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann,
1906.Σε. 336, γρ. 3

ἐπιφανείας. σύνεγγυς γὰρ ἡ μετάβασις δοκεῖ τοῖς ἐν ἐξουσίᾳ


μένουσιν ἐπὶ τὴν τῆς πατρίδος καταδούλωσιν, καὶ δυσχερὲς ἀπο-
σχέσθαι μοναρχίας τοῖς δι' ὑπεροχὴν τὰς τοῦ κρατήσειν ἐλπίδας
περιπεποιημένοις. ἔμφυτον γὰρ εἶναι τὸ πλεονεκτεῖν τοῖς μει-
ζόνων ὀρεγομένοις καὶ τὰς ἐπιθυμίας ἔχειν ἀτερματίστους.
213. Ὅτι τῆς Σόλωνος νομοθεσίας ὥσπερ χρησμοῦ τινος οἱ
Ἀθηναῖοι ἐμνημόνευον, ἐν οἷς περὶ τῆς Πεισιστράτου τυραννίδος
προλέγων ἔθηκε τόδε τὸ ἐλεγεῖον
ἀνδρῶν ἐκ μεγάλων πόλις ὄλλυται, εἰς δὲ τυράννου
δῆμος ἀϊδρείῃ δουλοσύνην ἔπεσεν.
214. Ὅτι Καρκῖνος ὁ Ῥηγῖνος φυγὰς γενόμενος ἐκ τῆς πατρί-
δος κατῴκησεν ἐν Θέρμοις τῆς Σικελίας. ἐμπλακεὶς δέ τινι γυναικὶ
καὶ ταύτην ποιήσας ἔγκυον, κατὰ τοὺς ὕπνους ἐταράττετο ἀγω-
νιῶν ὑπὲρ τῆς παιδοποιίας. ἐρωτήσας δὲ εἰς Πυθίαν ἔλαβε χρης-
μὸν ὅτι μεγάλων ἀτυχημάτων ὁ γεννηθεὶς αἴτιος ἔσται Καρχη-
δονίοις. ὁ δὲ τοῦτο ἐξέθετο δημοσίᾳ.
215. Καθωπλισμένον γὰρ πλῆθος ἐξουσίαν προσλαβὸν οὐ
διέκρινε φίλον ἢ πολέμιον, ἀλλὰ παρ' οὗ πλέον ὠφεληθήσεσθαι
διειλήφει, τοῦτον ἐχθρὸν ἡγεῖτο.

Joannes Galenus Gramm., Allegoriae in Hesiodi theogoniam (3039:


001)
“Glossen und Scholien zur hesiodischen Theogonie”, Ed. Flach, H.
366

Leipzig: Teubner, 1876, Repr. 1970.


Σε. 304, γρ. 19

εὐωχίαις· καὶ διὰ τὸ θάλλειν τὰς εὐνομουμένας τῶν πό-


λεων, ἐν αἷς κολάζεται μὲν τὸ κακόν, τιμᾶται δὲ τὸ κα-
λόν, ὁποῖον τὸ χρήσιμον ἡ ποιητικὴ παρεισάγει ταῖς πό-
λεσι, καὶ διὰ τὸ εὐτέρπεσθαι τοὺς τερπομένους ἐν ταῖς
τῶν ποιημάτων ἀναγνώσεσιν ἢ ὑποκρίσεσιν. οὐ γὰρ ἐπὶ
βλάβῃ, ἀλλ' ἐπὶ σωτηρίᾳ χαίρουσιν ἑαυτῶν τε καὶ τῇ τῶν
πόλεων συστάσει. Μελπομένην δὲ καὶ Τερψιχόρην ἀκουστέον
τήν τε μουσικὴν καὶ τὴν ἀριθμητικήν· τοὺς γὰρ λόγους
τῶν ἁρμονιῶν ἡ ἀριθμητικὴ δίδωσιν· οἷον τὸν ἡμιόλιον
ἢ τὸν ἐπίτριτον καὶ τὰς συμφωνίας αὕτη ἁρμόζεται, τήν
τε διὰ τεσσάρων, καὶ τὰς λοιπὰς τῷ καρκίνῳ καὶ ταῖς
καταμετρήσεσι συνταξαμένη. ἀλλὰ μέν τοι καὶ ταῖς ψήφοις
τοὺς ψόφους καταστησαμένη τὸ ἑξῆς ἐπιτρέπει τῇ Τερψι-
χόρῃ, ἤγουν τῇ μουσικῇ τῇ τερπούσῃ τοὺς χοροὺς τῶν
ἀκουόντων. Μελπομένη δὲ λέγοιτ' ἂν ὡς τῷ μέλει ἑπο-
μένη, μελεπομένη τις οὖσα. δεῖ γὰρ τὸν λόγον σύμφωνον
εἶναι τῇ αἰσθήσει. τὰ δύο ταῦτα τῶν ψόφων κριτήρια
καὶ μὴ τὴν ἀκοὴν μὲν ἄλλως ἔχειν, τοὺς ἀριθμοὺς δὲ
ἑτέρως· οὕτω γὰρ ἂν συμφωνία λέγοιτο. Ἐρατὼ δὲ ἐκλη-
πτέον καὶ Οὐρανίαν τὴν γεωμετρίαν, ὡς τὸ ὄνομα ὑπεμ-
φαίνει αὐτό, καὶ τὴν ἀστρονομίαν τὴν περὶ τῶν οὐρανίων

Georgius Syncellus Chronogr., Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.Σε. 5, γρ. 13

Ἀπριλλίου ϛʹ, κατὰ δὲ Αἰγυπτίους Φαρμουθὶ ιαʹ, λαβὼν ὁ θεὸς μέρος τι


τῆς πλευρᾶς τοῦ Ἀδὰμ ἔπλασε τὴν γυναῖκα. τῇ μϛʹ ἡμέρᾳ τῆς
κοσμοποιίας,
δʹ ἡμέρᾳ τῆς ζʹ ἑβδομάδος, Παχὼν ιδʹ, Μαΐου θʹ, ἡλίου ὄντος ταύρῳ καὶ
σελήνης σκορπίῳ κατὰ διάμετρον, ἐν τῇ τῶν Πλειάδων ἐπιτολῇ,
εἰσήγαγεν
ὁ θεὸς τὸν Ἀδὰμ ἐν τῷ παραδείσῳ κατὰ τὴν μʹ ἡμέραν τῆς πλάσεως αὐ-
τοῦ. τῇ νʹ ἡμέρᾳ τῆς κοσμοποιίας, μδʹ δὲ τῆς πλάσεως τοῦ Ἀδάμ, ἡμέρᾳ
κυριακῇ, Παχὼν ιηʹ, Μαΐου ιγʹ, μετὰ τρεῖς ἡμέρας τῆς ἐν τῷ παρα-
δείσῳ αὐτοῦ εἰσόδου, ἡλίου ὄντος ταύρῳ καὶ σελήνης αἰγοκέρωτι, ἐνετεί-
λατο ὁ θεὸς τῷ Ἀδὰμ ἀπέχεσθαι τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως.
Τῇ ϙγʹ ἡμέρᾳ τῆς κτίσεως, τῇ βʹ ἡμέρᾳ τῆς τεσσαρεσκαιδεκάτης ἑβδο-
367

μάδος, κατὰ τὴν θερινὴν τροπήν, ἡλίου ὄντος καὶ σελήνης καρκίνῳ , τῇ
κεʹ τοῦ Ἰουνίου μηνός, Ἐπιφὶ πρώτῃ, εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐν τῷ πα-
ραδείσῳ ἡ τοῦ Ἀδὰμ βοηθὸς Εὔα, ἐν τῇ πʹ ἡμέρᾳ τῆς πλάσεως αὐτῆς. ἣν
ὁ Ἀδὰμ λαβὼν ὠνόμασεν Εὔαν, ὃ ἑρμηνεύεται ζωή· διὰ τοῦτο
προσέταξεν
ὁ θεὸς διὰ Μωϋσέως ἐν τῷ Λευιτικῷ, ἤτοι διὰ τὰς μετὰ τὴν πλάσιν τοῦ
χωρισμοῦ αὐτῶν ἡμέρας ἐκ τοῦ παραδείσου, ἐπὶ μὲν ἀρρενογονίας
ἀκάθαρ-
τον αὐτὴν εἶναι ἐπὶ μʹ ἡμέρας, ἐπὶ δὲ θηλυτοκίας ἕως ἡμερῶν πʹ. ἐπειδὴ
καὶ Ἀδὰμ τῇ μʹ ἡμέρᾳ τῆς πλάσεως αὐτοῦ εἰσήχθη ἐν τῷ παραδείσῳ, οὗ
χάριν καὶ τὰ γεννώμενα τῇ μʹ ἡμέρᾳ εἰσφέρουσιν ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ τὸν νό-
μον. ἐπὶ δὲ θήλεος ἀκάθαρτον εἶναι αὐτὴν ἐπὶ ἡμέρας πʹ διά τε τὴν ἐν
τῷ παραδείσῳ αὐτῆς εἴσοδον τῇ πʹ ἡμέρᾳ καὶ διὰ τὸ ἀκάθαρτον τοῦ
θήλεος

Georgius Syncellus Chronogr., Ecloga chronographica Σε. 232, γρ. 24

σαφῆ τινα καὶ κεφαλαιώδη τοῖς ἀγνοοῦσι θεωρίαν ἐκθέσθαι, οὐχ ὅτι
ταῖς θείαις γραφαῖς περὶ ὀλυμπιάδων τι εἴρηται, ἀλλ' ὅτι πολλοῖς ὁ περὶ
αὐτῶν λόγος πατράσιν ἐν χρήσει γέγονε διὰ τὸ μετρεῖσθαι αὐτὰς παρά τε
Μακεδόσι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Πέρσαις καὶ Αἰγυπτίοις καὶ αὐτοῖς
Ἰουδαίοις,
ὡς μαρτυρεῖ Φίλων καὶ Ἰώσηππος ὀνομάζοντες αὐτάς.
Οὐκ ἄμουσον δ' ἂν εἴη καὶ τὴν παρ' Αἰγυπτίοις περὶ τῶν τετραετηρικῶν
ὀλυμπιάδων ἔννοιαν ἄλλην τινὰ τῆς παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις οὖσαν ἐν
βραχεῖ δηλῶσαι τοῖς ἀγνοοῦσιν. ἡ γὰρ σελήνη παρ' Αἰγυπτίοις κυρίως
ὀλυμπιὰς καλεῖται διὰ τὸ κατὰ μῆνα περιπολεῖν τὸν ζῳδιακὸν κύκλον,
ὃν οἱ παλαιοὶ αὐτῶν Ὄλυμπον ἐκάλουν.
Αὕτη γὰρ ἀπὸ καρκίνου τοῦ ἰδίου οἴκου ὡς ἀπὸ κέντρου προερχομένη
τὰ ιβʹ κατασπάζεται ζῴδια ἐν νυχθημέροις κθʹ 𐆄καὶ λεπτοῖς λγʹ, γʹ. τῷ
δὲ ἐνιαυτῷ ὅλῳ δωδεκάκις αὐτὰ περιπολοῦσα πληροῖ νυχθήμερα τνδʹ
καὶ ὥρας ηʹ καὶ λεπτὰ μʹ. ὁ δὲ ἥλιος ἐν νυχθημέροις τξεʹ δʹ περιπολεῖ τὸν
αὐτὸν Ὄλυμπον, ὡς λείπεσθαι τὸν σεληνιακὸν ἐνιαυτὸν τοῦ ἡλιακοῦ
νυχθήμερα ιʹ, ὥρας καʹ, λεπτὰ εʹ. πληροῖ οὖν ὁ ἥλιος ἐν ὀλυμπιάδι μιᾷ
τετραετηρικῇ ἡμέρας ͵αυξαʹ, ἡ δὲ σελήνη νυχθήμερα ͵αυιζʹ, ὥρας ιαʹ,
λεπτὰ κθʹ, ὡς λείπεσθαι σελήνιον αʹ 𐆄. ἐν δὲ ὀλυμπιάσι δύο γίνονται
σελήνια ϙθʹ, νυχθήμερα δὲ ͵βϡκβʹ, ἃ καὶ ὁ ἥλιος ἐν τοῖς ηʹ ἔτεσι.
Καὶ τοιαύτη μὲν ἡ τῶν Αἰγυπτίων δόξα περὶ ὀλυμπιάδων, τῶν δὲ παρὰ

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales Σε. 67, γρ. 19

τὴν τῆς ζωῆς αὐτῶν σύστασιν. καὶ ἄλλα μὲν τὰ τῆς θαλάτ-
368

της τινὰ τυγχάνει φοβερά. οὐχ ἧττον δὲ καὶ τρυγόνος κέν-


τρον τῆς θαλαττίας, καὶ ταύτης νεκρᾶς, καὶ ὁ λαγωὸς ὁ θα-
λάσσιος ταχεῖαν καὶ ἀπαραίτητον τὴν φθορὰν ἐπιφέρονται.
Γίνωσκε δὲ ὅτι παρὰ τοῖς ἰχθύσιν λαγνείαν εἶναι. κέ-
φαλος γὰρ θῆλυς παρὰ τῷ αἰγιαλῷ προσδεθεὶς ποιεῖ τοὺς ἄρ-
ρενας πελαγίζοντας πλησιάζειν ἐκεῖσε καὶ οἷον τῇ θηλείᾳ
περισκαίρειν. ὁ κύων ἰχθὺς ἡνίκα ψόφου τινὸς αἴσθηται,
τὰ σκυλάκια αὐτοῦ παρὰ τῷ οἰκείῳ κρύπτει κόλπῳ καὶ αὖ-
θις ἐξάγει. ὅρα δὲ σοφίαν καὶ πονηρίαν μικροῦ ζώου καὶ
ἀσθενοῦς. ὁ καρκίνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου.
ἀλλὰ καὶ δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου γίνεται· ἀρραγεῖ γὰρ ἑρκίῳ τὸ ἁπαλὸν τῆς σαρ-
κὸς ἡ φύσις κατησφαλίσατο, διὸ καὶ ὀστρακόδερμον τὸ ζῶον
προσαγορεύεται. καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκριβῶς ἀλλήλαις
προσηρμοσμέναι τὸ ὄστρεον περιπτύσσονται, ἀναγκαίως ἄπρα-
κτοί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρκίνου. τί οὖν ποιεῖ; ὅταν ἴδῃ ἐν
ἀπηνέμοις μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας αὐτοῦ διαπλώσαντα, τότε δὴ λάθρα
ψηφῖδας παρεμβαλὼν διακωλύει τὴν σύμπτυξιν, καὶ εὑρίσκε-
ται τὸ ἐλλεῖπον μέρος τῆς δυνάμεως διὰ τῆς

Leo Diaconus Hist., Historia (3069: 001)“Leonis diaconi Caloënsis


historiae libri decem”, Ed. Hase, K.B.Bonn: Weber, 1828; Corpus
scriptorum historiae Byzantinae.
Σε. 69, γρ. 5

ἀέρα. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἡ τῶν Ἑλλήνων εἰκαιομυθία πρὸς τὸ


ταύτῃ δοκοῦν ἐξηγήσατο. ἐγὼ δὲ τῷ θείῳ Δαβὶδ συνεπόμενος,
ἐπισκοπῇ φαίην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸν τοσοῦτον κλόνον ἐγγί-
νεσθαι, ὅταν ἐπὶ τοῖς ἡμῶν ἐπαγρυπνήσῃ ἐπιτηδεύμασι, παρὰ
τὸν θεῖον δρωμένοις θεσμὸν, εἴ πως ἀλλὰ ταύτῃ δείσαντες ἄν-
θρωποι τῶν μὲν φαύλων ἔργων ἀφέξοιντο, ἀνθέξοιντο δὲ τῶν
ἐπαινετῶν. ἀλλ' οὕτω μὲν ἡ Κλαυδιούπολις τῇ τοῦ σεισμοῦ βίᾳ
ἐκ βάθρων ἀνετράπη τότε πᾶσα, καὶ συνεχύθη, τῆς ὀργῆς τοῦ
Θεοῦ ἐκπιοῦσα τὸ ποτήριον ἄκρατον. παρὰ τοῦτον δὲ τὸν ἐνιαυ-
τὸν, θερείας ὥρας κατὰ τὸ μεσαίτατον, ἄρτι τοῦ ἡλίου τῷ καρ-
κίνῳ προσεπιβαίνοντος, ὄμβρος ἐν Βυζαντίῳ κατεῤῥάγη καὶ τοῖς
προσομοροῦσιν αὐτῷ, οἷον οὐ συνέβη κατενεχθῆναι τὸ πρότε-
ρον. κλινούσης γὰρ τῆς ἡμέρας (παρασκευὴ δὲ ἦν) ἀρξάμενον
τὸ δεινὸν εἰς ἐννάτην ὥραν κατέληγεν· οὕτω δὲ ῥαγδαία τις ἡ
ὑέτισις κατεφέρετο, ὡς μὴ σταγόνας ὁρᾷν ὀμβριζομένας κατὰ τὸ
369

σύνηθες, ἀλλά τινας ἐπικλύζοντας ὕδασιν ὀχετούς. οὐχ ὑπελεί-


φθη γοῦν τῶν σηκῶν ἢ τῶν περιπύστων οἴκων, ὅστις ἄνωθεν ἐκ
τῆς ὀροφῆς οὐκ ἐπληροῦτο τοῦ ὕδατος, καίτοι τῶν κατοίκων μό-
χθῳ ἀπαντλούντων αὐτὸ πρὸς τὰ ἄμφοδα· τὸ μὲν ἀπέῤῥεε, τὸ
δ' ἐπέῤῥεε, καὶ ἀκαταγώνιστον ἦν τὸ δεινόν. ἐπὶ τριῶν οὖν ὡρῶν
διαστήματι κατέσχεν ὁ ὑετὸς, καὶ ἦν ὁρᾷν ποταμοὺς πελαγίζον

Constantinus Manasses Hist., Poeta, Compendium chronicum (3074:


001)
“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Γρ. 5533

ὡς θροῦν ἐντεῦθεν ἄγριον κακόθρουν κυματίαν


ἐπικτυπεῖν καὶ σμαραγεῖν κατὰ τῶν βασιλείων.
καὶ πάντας κατασείεσθαι τῷ κλύδωνι τοῦ δέους,
ἕως ἡ πάντα στρέφουσα παλίπνοια τοῦ βίου
προσώκειλε τὸν Ῥωμανὸν αὐλαῖς ταῖς τῶν ἀνάκτων
ὡς ἐν ἀγκάλαις γαληναῖς ὅρμων ἀλεξανέμων.
τοῖς πρωτοβούλοις γὰρ πεισθεὶς ἢ μᾶλλον ἐπιβούλοις
ὁ βασιλεὺς τὸν Ῥωμανὸν ὡς φίλον οἰκειοῦται
καὶ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀρχῆς φύλακα καθιστάνει,
εἴποι τις ἂν οὐκ ἀφυῶς, ἀλλ' οὐδ' ἀχαριτώτως,
τροχίλον ὁ κροκόδειλος, ἡ πίννα τὸν καρκίνον.
ὁ τοίνυν Λέων ὁ Φωκᾶς, οὗ πρότερον ἐμνήσθην,
τὸν Ῥωμανὸν κατάρχοντα μαθὼν τοῦ βασιλέως
καὶ φέροντα καὶ στρέφοντα πρὸς τὸ δοκοῦν ὡς δοῦλον
τὸν ἄνακτα τὸν ἁπαλὸν ὅρπηκα τῆς πορφύρας,
ἐσκήπτετο παθαίνεσθαι δῆθεν ὑπὲρ ἐκείνου
καὶ τὸν στρατὸν εἰς ἄμυναν ἄγειν εὐνοίας νόμῳ,
τὸ δ' ἀληθὲς εἰς ἑαυτὸν ἐφείλκετο τὸ κράτος.
ἀλλ' ὁ δρασσόμενος σοφοὺς ἐπὶ ταῖς πανουργίαις
καὶ στρέφων διαβούλια καὶ τὰ κρυπτὰ γινώσκων
τὰς μηχανὰς τοῦ Λέοντος εἰς τοὐναντίον τρέπει,

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ


διήγησις) (3094: 001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van
Dieten, J.Berlin: De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae
11.1. Series Beroγρ. nsis.Reign Man1,pt5, σε. 158, γρ. of σε. 23

πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς καὶ οἱ λαμπροὶ τοῖς ἀξιώμασι καὶ τῇ τοῦ βασι-
λέως εὐνοίᾳ περίκλυτοι. ἔπειτα δ' ὁ κρατῶν προῄει αὐτός, ἵππῳ ὑψαύχε-
νι ἔποχος, κύδιστος, μέγιστος, καὶ κόσμους τοὺς βασιλικοὺς
370

περικείμενος.
παρείπετο δέ οἱ καὶ ὁ τοῦ θριάμβου αἴτιος Κοντοστέφανος, ὑμνούμενος
τῆς νίκης, τοῦ δεξιοῦ μακαριζόμενος στρατηγήματος. εἰς δὲ τὸν Μέγαν
Νεὼν εἰσιὼν καὶ τοῦ παντὸς ἐνώπιον λεὼ τὴν τοῦ Κυρίου λαλήσας
αἴνεσιν
πρόεισιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ βασίλεια. ὥσπερ δὲ τόξον ἀνιεὶς ἑαυτὸν τῆς ἄγαν
τάσεως διεχεῖτο ἵππων ἁμίλλαις.
Καὶ τὸ ἐπιὸν δὲ ἔαρ εἰς ἄνεσιν ταμιευσάμενος σώματος, ἐπειδὴ παρίπ-
πευσε Καρκίνον καὶ παρῆλθε Λέοντα ἥλιος ὅ τε Σείριος ὑπέληγε τῶν
φλογώσεων, αἱ δὲ χειμέριοι τροπαὶ ἤδη παρεσκυθρώπαζον, ἔξεισι πρὸς
τὰ
ἑσπέρια καὶ κατὰ τὴν Φιλίππου ἐναυλίζεται. ἠκηκόει γὰρ ὡς ὁ τῶν
Σέρβων σατράπης (ἦν δὲ τότε ὁ Νεεμὰν Στέφανος) ὑπὲρ ὃ δεῖ
θρασύτερος
γέγονε καὶ κακόσχολος ὤν τις ἥγηται σοφὸν τὸ περίεργον καὶ τὴν ἐπι-
θυμίαν τρέφων ἀκόρεστον καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ πάντα διαπλωθῆναι φιλονει-
κῶν τοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ φύλου βαρὺς ἐμπίπτει καὶ ξίφει τὸ γένος μέτεισι,
μήτε μὴν τὰ οἰκεῖα εἰδὼς μέτρα Χορβατίαν ὑποποιεῖται καὶ πρὸς ἑαυτὸν
ἐπισπᾶται τῶν Δεκατάρων τὴν κυριότητα.

Nicetas Choniates Hist., Scr. Eccl., Rhet., Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Isaac2,pt1, σε. 383, γρ. of σε. 11

λεύς, μετὰ μικρὸν δὲ ἡ τοῦ Βρανᾶ ἐπηκολούθησεν ἐπανάστασις, οὐ διέ-


λιπε τὸ τοῦ βασιλέως διανιστῶν φρόνημα καὶ ταῖς χρηστοτέραις ἀνα-
θάλπων ἐλπίσιν, ἀπεσβηκὸς ἤδη καὶ εἰς ἀγεννῆ καταβληθὲν χαλαρό-
τητα, καὶ ὥσπερ ἀκόνη τῷ βασιλεῖ πρὸς τὸν τοῦ πολέμου ξυρὸν γινό-
μενος.
Ἀμέλει καὶ βασιλεὺς μὲν τοὺς γυμνόποδας καὶ χαμαιεύνας τῶν μο-
ναχῶν ἠθροικὼς καὶ ὅσοι κίοσι τῆς γῆς ὑπερήρθησαν καθελὼν ἐδεῖτο δι'
αὐτῶν τοῦ θεοῦ διασκεδασθῆναι τὸν ἐφεστῶτα ἐμφύλιον πόλεμον καὶ μὴ
μεταβῆναι ἢ ἀποπτῆναι τὸ κράτος πρὸς ἕτερον, τῶν δὲ κατὰ πόλεμον
ἠτημέλει παντάπασι τὰς ἐλπίδας ἁπάσας ἐπανάπτων τῇ παντευχίᾳ τοῦ
Πνεύματος· ὁ δέ, ὡς ὁ καρκίνος τὴν πίνναν, πολλάκις τοῦτον διύπνιζε
καὶ ὑπονύττων διανίστα, πείθων μὴ πάντα τοῖς ἀβίοις τούτοις θαρρεῖν,
ἀλλ' ἐν τῷ μέρει καὶ στρατῶν ἐπιμέλεσθαι καὶ φάλαγξιν ὁπλομάχοις κατὰ
τοῦ ἀντάρτου χρήσασθαι, ὅπως εἴη μὴ μόνον διὰ τῶν δεξιῶν ὅπλων, τῶν
συνάρσεων δηλαδὴ τῶν ἁγίων ἀνδρῶν, ἀλλὰ καὶ διὰ τῶν ἀριστερῶν
τῶν κρατυνομένων ξίφει καὶ θώρακι τὸν ἀντικαθήμενον πολέμιον με-
τερχόμενος, μηδὲ χρημάτων ὑποτιθεὶς φείδεσθαι, ἀλλὰ καὶ ταῦτα δια-
σπείρειν εἰς στρατευμάτων συναγωγήν, ἐπεὶ καὶ ἄνευ τῶν καθ' αἷμα τῷ
371

βασιλεῖ συναπτομένων καὶ τῶν ὅσοι τὰς οἰκήσεις μὴ ἐκτὸς εἶχον τῆς πό-
λεως πάντες ὑπέκυψαν τῷ Βρανᾷ κἀκ τῶν ἔξωθεν οὐκ ἦν
ἐπεισενέγκασθαι
στρατιάν.

Patria Constantinopoleos, Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί (3120:


001)
“Scriptores originum Constantinopolitanarum, pt. 1”, Ed. Preger, T.
Leipzig: Teubner, 1901, Repr. 1975.Τμ. 37, γρ. 20

ζάρι· πάκτα οὖν οὐκ ὀλίγα ἐκεῖσε ἐδόθησαν, ἔνθα αὐτοῦ


τοῦ τυράννου καὶ τῆς γυναικὸς τὰ ἀγάλματα. Ἐν οἷς ἐλέφας
ἵσταται παμμεγέθης· ὡς οἱ θηριοδεῖκται ἡμῖν ἐβεβαίωσαν,
μὴ γίνεσθαι ἐπάνω αὐτοῦ τὸ μέγεθος τῶν ἐλεφάντων, τῶν
δὲ μεγάλων ἕως οὕτως. Οὗτος ὁ ἐλέφας ὑπὸ Σευήρου τοῦ
Κάρου Ἕλληνος ἐτυπώθη θέαμά τι κατὰ τὴν παράδοσιν.
Ἐν γὰρ τῇ αὐτῇ χρυσορόφῳ Βασιλικῇ τὸν ἐλέφαντα παρα-
μένειν εἰς θέαμα ἐξαίσιον· ὅρον γὰρ εἶναι πρὸ τοῦ μέρους
τῶν ἀναβαθμῶν τῶν οβʹ ἔλεγον· ἔνθα καὶ σχολὴ φυλαττόν-
των πολλή. Ἐν αὐτῷ δέ φασι τῷ ἐλέφαντι παραμένειν τῷ
τόπῳ ἐκείνῳ Καρκινήλον ἀργυροκόπον ἐν πλαστοῖς ζυγοῖς·
ὥστε τῷ διατρέφοντι τὸν ἐλέφαντα, φασίν, θάνατον
ἀπειλεῖν, ὅτι κατεπορθεῖτο τούτου τὸ οἴκημα· καὶ πολλάκις
διαβεβαιωσαμένου θάνατον τῷ θηριοτρόφῳ, εἰ μὴ τοῦτον
κρατήσει· αὐτὸς δὲ διὰ † τὰς βαγύλας ἐλαιοφόρους κρατῆσαι
οὐκ ἐνεδίδου· ὃν καὶ φονεύσας ὁ αὐτὸς ζυγοπλάστης τῷ
ἐλέφαντι εἰς βρῶσιν προέθηκε· τοῦ δὲ θηρίου ἀτιθάσου ὄν-
τος, καὶ αὐτὸν ἐξανήλωσεν. Ὃ καὶ Σευῆρος ἀκούσας θυσίας
τῷ θηρίῳ οὐκ ὀλίγας προσήνεγκεν. Ἐν αὐτῷ γὰρ τῷ τόπῳ
παρευθὺ καὶ ἀπετυπώθησαν. Ἔνθα καὶ Ἡρακλῆς ἐλατρεύθη
παμπόλλας θυσίας δεξάμενος· καὶ ἐν τῷ Ἱπποδρομίῳ

Theognostus Gramm., Canones sive De orthographia (3128: 001)


“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 2”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1835, Repr.
1963.Τμ. 364, γρ. 4

νός· Λαμψακηνός· οἷς ὅμοιον καὶ τὸ Γαληνὸς, εἰ καὶ μὴ


ἐθνικὸν ἀλλὰ κύριον.
Τὰ διὰ τοῦ ινος ἐπὶ μετουσίας λαμβανόμενα, ἢ τοιαύτης
ὕλης ἐχόμενα, προπαροξύτονα διὰ τοῦ ι γράφονται· οἷον, ξύ-
372

λινος· δρύϊνος· λίθινος· πέτρινος· γήϊνος· δερμάτινος· τούτοις


ὅμοια τὸ κάμινος· ἴκτινος· κύμινος· κυκλάμινος· κόφινος· κό-
τινος· διὰ τοῦ ι γραφόμενα, εἰ καὶ μὴ μετουσιαστικά.
Τὰ διὰ τοῦ ινος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς πρὸ τέλους ἔχοντα
τὸν τόνον διὰ μακροῦ τοῦ ι γράφεται· οἷον· Κρατῖνος· Φαυ-
στῖνος· Λογγῖνος· Κωνσταντῖνος· Ἰουστῖνος· σεσημείωται τὸ
Ἐχίνος καὶ καρκίνος διὰ βραχέος.
Τὰ εἰς νος ὀξύτονα ἐπὶ καιροῦ διὰ τοῦ ι γράφεται· πρω-
ϊνός· ὀψινός· χθεσινός· περυσινός· δειλινός· μετοπωρινός· χει-
μερινός· θερινός· ἐαρινός.
Τὰ εἰς νος ὀξύτονα παρώνυμα διὰ τῆς ει διφθόγγου γρά-
φονται· φωτεινός· ἐλεεινός· ὀρεινός· κλεεινὸς, καὶ κατὰ συγ-
κοπὴν κλεινός· ὁμοίως δεεινὸς καὶ δεινός· τὸ ταπεινὸς ἀπὸ
τοῦ τόπος τοπεινὸς, καὶ τροπῇ τοῦ ο εἰς α ταπεινός· τὸ τα-
χινός· ἀληθινός· λεπτακινός· οὐδαμινός· φυζακινός· χαλινός·
διὰ τοῦ ι γράφονται, οὐ γὰρ παρώνυμα.
Τὰ διὰ τοῦ ηνος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς μὴ ὄντα μετουσι

Joannes Zonaras Gramm., Hist., Epitome historiarum (lib. 1–12)


(3135: 001)
“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf, L.Leipzig:
Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Τόμ. 2, σε. 193, γρ. 7

τὸν Τίβεριν εἰς πολὺ τοῦ βάθους κρυσταλλωθῆναι


καὶ αὐανθῆναι τὰ δένδρα, οἱ ἐν τῇ Ῥώμῃ ἐταλαιπώ-
ρησαν, καὶ τὰ βοσκήματα τῆς πόας ἐπιλιπούσης
ἐφθάρησαν.
Τῷ δ' ἑξῆς ἔτει Λόλιός τις ἀνὴρ Σαυνίτης ὁμη-
ρεύων ἐν Ῥώμῃ καὶ ἐκδρὰς δύναμιν συνελέξατο, καὶ
χωρίον τι καρτερὸν ἐν τῇ οἰκείᾳ καταλαβὼν ἐλῄστευεν.
ἐφ' ὃν Κύιντός τε Γάλλος καὶ Γάιος Φάβιος στρα-
τεύσαντες αὐτὸν μὲν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ σύγκλυδας
καὶ ἀόπλους τοὺς πλείονας ὄντας συνέσχον, χωρή-
σαντες δ' ἐπὶ Καρκίνους, παρ' οἷς τὴν λείαν ἐκεῖνοι
ἀπετέθειντο, πράγματα ἔσχον. καὶ τέλος νυκτὸς ὑπ'
αὐτομόλων ὑπερβάντες πῃ τοῦ τείχους ἐκινδύνευσαν
ἀπολέσθαι διὰ σκότος, οὐχ ὡς ἀσελήνου τῆς νυκτὸς
οὔσης, ἀλλ' ὅτι σφοδρότατα ἔνιφεν· ἐκφανείσης δὲ
τῆς σελήνης ἀθρόον ἐκράτησαν τοῦ χωρίου.
Πολλὰ δὲ χρήματα τότε τῇ Ῥώμῃ ἐγένετο, ὥστε
373

καὶ ἀργυραῖς δραχμαῖς χρήσασθαι.


Εἶτα εἰς τὴν νῦν καλουμένην Καλαβρίαν ἐστρά-
τευσαν, προφάσει μὲν ὅτι τὸν Πύρρον ὑπεδέξαντο
καὶ τὴν συμμαχίδα κατέτρεχον, τῇ δ' ἀληθείᾳ ὅτι

Zonaras Lexicogr., Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.Leipzig:
Crusius, 1808, Repr. 1967.epsilon, σε. 690, γρ. 5

Ἔλλερα. χαλεπὰ, κακά. [σημαίνει καὶ τὰ βλέ-


φαρα. Καλλίμαχος·
– ἵν' ἔλλερα πολλὰ τέλεσκεν.
ὄλλυρα τινὰ ὄντα, ὀλλύντα καὶ ἔῤῥειν ποιοῦν-
τα.]
Ἐλλόγιμον. τίμιον. καὶ χωρίον ἐλλόγιμον.
Ἐλλόβια. τὰ ἐνώτια, διὰ τὸ ἐν τοῖς λοβοῖς
τῶν ὤτων εἶναι.
Ἔλυτρα. σκεπάσματα. κυρίως δὲ τὰ ὄστρακα τῶν ὀστρακοδέρμων· οἷον
τοῦ ἀστακοῦ, τοῦ καρκίνου καὶ τῶν ὁμοίων. ἔλυτρον καὶ ἡ θήκη τοῦ
τόξου. παρὰ τὸ εἱλῶ, εἱλύω καὶ εἱλύσω, εἵλυτρον καὶ ἔλυτρον. Ἑλώρια.
ἑλκύσματα, σπαράγματα. παρὰ τὸ ἕλω τὸ ἑλκύω. [γράφεται καὶ ἕλωρ.]

Zonaras Lexicogr., Lexicon kappa, σε. 1147, γρ. 18

Κανθός. ὁ ἐπὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ. οἱονεὶ κνηθός τις


ὢν, ἀπὸ τοῦ κνήθεσθαι, συνεχῶς δακνομένους.
Κάπηλος. ὁ μεταβολεὺς καὶ οἰνοπώλης. παρὰ τὸ
χέειν τὸν πηλὸν, ἤγουν τὸν οἶνον. [ἢ παρὰ
τὸ κακύνειν τὸν πηλόν.]
Κάπετος. ἡ τάφρος. παρὰ τὸ σκάπτω, σκά-
πετος, καὶ κάπετος. παρὰ τὸ ἐσκάφθαι.
Κάραβος. παρὰ τὸ τὴν κάραν βαίνειν, τῆς κε-
φαλῆς προεχούσης. ἢ καὶ τὴν ναῦν ὡσαύτως,
κάρα γὰρ ἡ τρόπις.
Καρκῖνος. ὁ πάγουρος, καρακῖνος τὶς ὢν, ὁ κι-
νῶν ἐπὶ συχνῷ τὴν κάραν.
Κάρος. ἡ σκότωσις. [ἡ μέθη.] παρὰ τὸ τὴν κά-
ραν βλάπτειν.
[Καρπός. ὁ πρὸς ἄμητον ἡτοιμασμένος στάχυς.
παρὰ τὸ κάρφος, ὃ σημαίνει τὸ ξηρὸν, γίνεται
καρφὸς καὶ καρπός. ἔνθεν καὶ ὁ τῆς χειρὸς ξη-
374

ρὸς τόπος καρπὸς λέγεται παρὰ τὸ κάρφος. οὕ-


τως Ὦρος ὁ Μιλήσιος.]

Zonaras Lexicogr., Lexiconkappa, σε. 1265, γρ. 2

ἀντὶ τοῦ φυλάττεις. ἢ, ὡς Ἡρωδιανὸς, παρὰ τὸ


κρύβειν, Κρύβαντες καὶ Κύρβαντες. ὅθεν καὶ
κυρβασία καὶ κρυβασία. ἔνιοι δὲ τὸ τὴν κε-
φαλὴν καλύπτειν. ἄλλοι δὲ τὰς περικεφαλαίας
φασὶ κυρβασίας.
Κυρηναῖος. ἀπὸ τῆς Κυρήνης πόλεως. ἑρμηνεύε-
ται δὲ ἑτοιμότης.
Κύριος. ὄνομα δηλωτικὸν τῆς θεότητος.
Κύριος. ὁ ἐξουσιαστής· ἢ ὁ ἐν ἀξιώματι ὑπάρχων.
Κύρτος. τὸ δίκτυον· ἢ βρυλλίνη σπυρὶς, ἐν ᾗ οἱ
καρκῖνοι ἀγρεύονται.
Κύφων. ὁ δεσμὸς τοῦ ξυλοπανταρίου.
Κύων. ὁ σκύλος. ἀπὸ τοῦ κινεῖν καὶ σαίνειν. ἢ
παρὰ τὸ ὀξὺ εἶναι τὸ ζῶον· κατὰ μετάθεσιν
τοῦ στοιχείου. ἢ παρὰ τὸ κύω, ὃ σημαίνει τὸ
φιλῶ· κύνω καὶ ἐξ αὐτοῦ κύων· τὸ γὰρ ζῶον
φιλοδέσποτον.

Zonaras Lexicogr., Lexicon pi, σε. 1591, γρ. 3

Πτίλος. ὁ ἐκπεπτωκὼς τῶν ἴλλων. ἢ κατὰ πλεο-


νασμὸν τοῦ π ἐπὶ τῶν ἀποτετιλμένων τὰ βλέ-
φαρα.
Πτολεμαῖος. κύριον.
Πτόρθος. βλαστὸς, κλάδος. οὐχ εὗρον αὐτοῦ
τὴν ἐτυμολογίαν. οἶμαι δὲ, παρὰ τὸ πτείρω γί-
νεται πτόρος, ὡς φθείρω, φθόρος, καὶ πλεο-
νασμῷ τοῦ θ πτόρθος.
†Πτύανοι. μίγμα παντοδαπῶν ὀστρέων.†
Πτύελος. τὸ πτύσμα.
Πτύξαγρις καὶ πύξαγρις. ὁ καρκῖνος. διὰ τὸ
τὰς πτύχας ἢ τὰ πυξία τῶν ὀστρείων ἀγρεύειν.
λέγεται γὰρ ἔνδον τῶν πτυχῶν τιθέναι λιθίδιον
μικρὸν, ὅπως ῥᾷον διὰ τοῦ ποδὸς ἐφελκύσῃ τὴν
ὀστρειακὴν σάρκα.
Πτωχός. ὁ ἀπὸ πλούτου κατελθὼν εἰς ἔνδειαν.
375

ἀπὸ τοῦ ποτὲ ἔχειν. ἢ ἀπὸ τοῦ πτώσσειν καὶ


προσπίπτειν τοὺς δεομένους. ἢ παρὰ τὸ πτής-
σειν περὶ τὴν ὀχὴν καὶ τὴν τροφήν.
Πτώξ. ὁ λαγωός. παρὰ τὸ πτήσσω ἢ τὸ πτώσσω,
τὸ φοβοῦμαι· δειλὸς γάρ ἐστιν.

Georgius Acropolites Hist., Annales (3141: 002)“Georgii Acropolitae


opera, vol. 1”, Ed. Heisenberg, A.
Leipzig: Teubner, 1903, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).
Τμ. 39, γρ. 8

χον συνδεδεμένοι, ταῖς σφετέραις χώραις ταῖς μεμερισμέναις


αὐτοῖς ἀρκούμενοι, καὶ μετὰ τῶν ἐν Πελοπονήσῳ καὶ
Εὐρίπῳ Λατίνων συμβιβάσεις ἔχοντες εἰρηνικάς.
Οὐ πολὺς παρερρύη χρόνος, καὶ ὁ Μανουὴλ ἐξ
ἀνθρώπων ἐγένετο, μετάμελος, ὡς ἔλεγον, τῶν παραβασιῶν
τῶν πρὸς τὸν βασιλέα γενόμενος. θνήσκει δὲ καὶ ἡ βασιλὶς
Εἰρήνη, γυνὴ σωφρονική τε καὶ ἀρχικὴ καὶ πολὺ τὸ μεγα-
λεῖον ἐπιδεικνυμένη τὸ βασίλειον. ἔχαιρε δὲ καὶ λόγοις
καὶ σοφῶν ἠκροᾶτο μετὰ ἡδονῆς· ἐτίμα δὲ τούτους ὑπερ-
βαλλόντως, ὡς ἔστιν ἐκ τούτου γνῶναι. καὶ γὰρ ἐκλείψεως
γινομένης, ἡλίου τὸν καρκίνον διοδεύοντος περὶ μεσημβρίαν,
ἐπείπερ αὐτὸς οὕτω συμβὰν ἐν τοῖς βασιλείοις ἀπῆλθον –
ἐσκηνοῦτο δὲ περὶ τοὺς τόπους οὓς ὀνομάζουσι Περίκλυστρα
σὺν τῇ βασιλίδι ὁ βασιλεύς – ἠρώτηκέ με τὴν τῆς ἐκλεί-
ψεως αἰτίαν. καὶ αὐτὸς μὲν ἀκριβῶς οὐκ εἶχον ἐρεῖν –
ἄρτι καὶ γὰρ τῶν τῆς φιλοσοφίας ἡψάμην ὀργίων παρὰ
τοῦ σοφοῦ Βλεμμύδου διδασκόμενος – ὅμως μέντοι παρ'
αὐτοῦ τῷ τότε ὅσον ἦν εἰκὸς ἐπιγνοὺς τήν τε τῆς σελήνης
ἐπιπρόσθησιν αἰτίαν τῆς ἐπισκιάσεως ἔλεγον εἶναι, καὶ δο-
κεῖν μὲν ἐκλείπειν τὸν ἥλιον, οὐκ ἀληθῆ δὲ εἶναι τὴν τῆς
φαύσεως στέρησιν, μᾶλλον μέντοι τοῦτο τὴν

Ducas Hist., Historia Turcobyzantina (3146: 001)“Ducas. Istoria


Turco–Bizantină (1341–1462)”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academia
Republicae Popularis Romanicae, 1958; Scriptores Byzantini 1.Κεφ. 17,
τμ. 6, γρ. 13

καὶ ἱματισμὸν πολυτελῆ διὰ πολλῶν βασάνων καὶ καυστηριασμῶν


συλλέξας, ἐξῆλ-
θε καὶ πρὸς τὴν Μυλασέων, μητρόπολιν Καρίας, ἔρχεται, χειμῶνος οὕτω
σφοδροῦ
376

γενομένου, κρύους τε καὶ παγετοῦ, ὡς καὶ αὐτὴν τὴν τετράποδον φύσιν


τῶν ζῴων
καὶ τὰ πτηνὰ τὰ ἀέρια καὶ τὰ ἔνυγρα ζῷα παγιωθῆναι καὶ εἰς κρύσταλλον
μετα-
μεῖψαι τὴν φύσιν αὐτῶν. Ἐξερχομένου δὲ ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν ἀπιέναι
τὴν κατα-
λελειμμένην εἰς τόσον ἀφίεσαν ἔρημον, ὅτι οὐδὲ κυνὸς ὑλακὴ τὸ
παράπαν ἠκούε-
το οὐδὲ ὄρνιθος ἡμέρου κοκκυσμὸς οὐδὲ παιδίου κλαυθμυρισμός. Ἀλλ'
ὥσπερ
σαγήνην χαλὼν ἁλιεὺς ἕλκει ταύτην ἐν τῇ ξηρᾷ ἀπὸ τοῦ πελάγους, εἴ τι
ἂν συ-
ναντεῖ, τοῦτο καὶ ἕλκει πρὸς τὴν ξηράν, κἄν τε μέγαν ἰχθὺν κἄν τε
σμικρὸν καὶ
αὐτὸ τὸ φαυλότατον ἰχθύδιον καὶ καρκινίδιον, οὕτω καὶ οὗτοι τὴν
ἅπασαν Ἀσίαν
λεηλατήσαντες ᾤχοντο.
Ἀπὸ δὲ τῶν Μυλάσων εἰς τὴν ἄνω Φρυγίαν Καπατιανὴν ᾔεσαν τὰ
ὅμοια πράττοντες. Ἀπὸ δὲ Λαοδικείας εἰς Φρυγίαν Σαλουταρίαν
κατήντησαν,
ἣν καὶ κατὰ τὴν αὐτῶν γλῶτταν οἱ Τοῦρκοι Καράσαρ λέγουσιν. Ἐκεῖ καὶ
ὁ πο-
λυπαθὴς Ἰλτρὴμ Παγιαζὴτ ἀπέθανεν. Ἄιδεται οὖν παρὰ πολλῶν, ὅτι
αὐτὸς
ἑαυτὸν φαρμάκῳ τῆς ζωῆς ἐστέρησεν. Ὁ γὰρ Τεμὴρ ἠβούλετο μὲν αὐτὸν
ζῆν
καὶ ἐν τῇ Περσίᾳ ἄγειν καὶ δεῖξαι τοὺς Πέρσας, ποδαποῦ θηρίου
ἐγκρατὴς ἐγέ-
νετο, καὶ θεατρίσαι καὶ πομπεῦσαι καὶ μετὰ ταῦτα διὰ πολλῆς
στενοχωρίας τοῦ
ζῆν ἀπαλλάξειν ποιῆσαι. Ἀλλ' ἐπειδὴ τὰ λοίσθια πνέων ἦν, μηνύει τῷ
Τεμήρ,
ὡς: “Ἐγὼ νῦν μεταλλάτω τὸν βίον, σὺ δὲ ἱλαρῶς βλέψον τεθνηκότα με
καὶ τὸ

Ephraem Hist., Poeta, Chronicon (3170: 001)“Ephraemius”, Ed.


Bekker, I.
Bonn: Weber, 1840; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Γρ. 8663

Ὁ δ' αὐτοκράτωρ πρὸς Μιχαὴλ δεσπότην


κῆδός τε ποιεῖ συμβάσεις τ' ἐνωμότους·
παῖς δεσπότου γὰρ Μιχαὴλ Νικηφόρος
εἰς γαμετὴν εἴληφε τὴν Θεοδώρου
377

ἄνακτος υἱοῦ Μαρίαν θυγατέρα,


τῆς τοῦ Μιχαὴλ συζύγου Θεοδώρας
δι' Ἑλλησπόντου φθασάσης χώρους ἕω
μετά γε παιδὸς φιλτάτου Νικηφόρου,
καὶ τὴν ἐπ' αὐτῷ συγγένειαν δρασάσης,
εἶτα σὺν αὐτῷ πρὸς δύσιν χωρησάσης.
ἀλλὰ Μιχαὴλ Αἰθίοψ ὤν, καρκίνος,
οὐκ εὖ βαδίζειν οὐδὲ ῥύπτεσθαι θέλει·
συμφωνίας γὰρ ἠθετηκὼς συμβάσεις
ἀναπέφανται δυσμενὴς ἀποστάτης,
σύμβουλον εὑρὼν πατράδελφον εἰς τόδε
Θεόδωρον Ἄγγελον, εὔριπον τρόπους.
ὡς οὖν τάδ' ἠνώτιστο τῷ στεφηφόρῳ,
τὰς Ῥωμαϊκὰς δυνάμεις συναλίσας
καὶ τοὺς ὑπ' αὐτὸν εὐσθενεῖς στρατηγέτας,
Ταρχανειωτῶν ἐκ γένους Νικηφόρον,
κλῆσιν ἀληθεύουσαν εὖ κεκτημένον

Joannes Actuarius Med., De diagnosi (3188: 003)“Physici et medici


Graeci minores, vol. 2”, Ed. Ideler, J.L.Berlin: Reimer, 1842, Repr.
1963.Βι. 2, κεφ. 7, γρ. 123

δὲ ὁ κερατοειδὴς ἐνίοτε γίνεται, ποτὲ μὲν διὰ βάθους,


ποτὲ δ' ἐπιπολῆς, ὄνυχα τὸ πάθος προσαγορεύουσιν ἔνιοι.
τὰς δ' ἐπιπολῆς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐλάς, οἱ μὲν αὐτὸ
δὴ τοῦτο μόνον οὐλάς φασιν, οἱ δὲ νεφέλιον, τὰ δὲ διὰ
βάθους, λευκώματα. ἕκαστον δ' οἰκείοις βοηθήμασι θερα-
πεύεται. τοῖς τῶν ὀφθαλμῶν δὲ πάθεσι καὶ τὸ πτερύγιον
συγκαταλεγόμενον, τοῦ ἐπιπεφυκότος ὑμένος ὑπεροχὴ νευ-
ρώδης ἐστίν, ἣ ἀπὸ τοῦ κανθοῦ ἰοῦσα μέχρις αὐτῆς στε-
φάνης χωρεῖ, ἄν γε μὴ ὑπεραυξηθὲν τὸ πτερύγιον τύχῃ,
καὶ τὴν κόρην αὐτὴν ἐπικαλύπτοι καὶ τοῦ ὁρᾷν κωλύει.
Ἀνθρακώσεις δὲ καὶ καρκινώματα, χείριστα τῶν ἐν ὀφθαλ-
μοῖς παθῶν. πάθος οὖν τὸ Καρκίνωμα τοῦ κερατοειδοῦς
χιτῶνος, ὀδύνην καὶ διάτασιν μέχρις αὐτῶν κροτάφων
ἐπεγγεῖρον τοῖς ἁλοῦσι, καὶ μᾶλλον ἐὰν σεισθῶσιν, ἀνο-
ρεκτοῦσιν οἱ τοιοῦτοι, καὶ πρὸς τῶν τυχόντων δριμέων
παροξύνονται. δοκεῖ δὲ τῶν ἀνιάτων διὰ σφοδρότητα. βοη-
θητέον μέντοι καὶ τούτοις κατὰ τὴν παρηγορητικὴν δύνα-
μιν. ὅταν δ' ἡ μὲν κόρη τῷ χρώματι μηδὲν ἀλλοτρία
φαίνηται, πλατυτέρα δὲ πολλῷ τοῦ κατὰ φύσιν,
378

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 7, γρ. 124

ποτὲ δ' ἐπιπολῆς, ὄνυχα τὸ πάθος προσαγορεύουσιν ἔνιοι.


τὰς δ' ἐπιπολῆς ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς οὐλάς, οἱ μὲν αὐτὸ
δὴ τοῦτο μόνον οὐλάς φασιν, οἱ δὲ νεφέλιον, τὰ δὲ διὰ
βάθους, λευκώματα. ἕκαστον δ' οἰκείοις βοηθήμασι θερα-
πεύεται. τοῖς τῶν ὀφθαλμῶν δὲ πάθεσι καὶ τὸ πτερύγιον
συγκαταλεγόμενον, τοῦ ἐπιπεφυκότος ὑμένος ὑπεροχὴ νευ-
ρώδης ἐστίν, ἣ ἀπὸ τοῦ κανθοῦ ἰοῦσα μέχρις αὐτῆς στε-
φάνης χωρεῖ, ἄν γε μὴ ὑπεραυξηθὲν τὸ πτερύγιον τύχῃ,
καὶ τὴν κόρην αὐτὴν ἐπικαλύπτοι καὶ τοῦ ὁρᾷν κωλύει.
Ἀνθρακώσεις δὲ καὶ καρκινώματα, χείριστα τῶν ἐν ὀφθαλ-
μοῖς παθῶν. πάθος οὖν τὸ Καρκίνωμα τοῦ κερατοειδοῦς
χιτῶνος, ὀδύνην καὶ διάτασιν μέχρις αὐτῶν κροτάφων
ἐπεγγεῖρον τοῖς ἁλοῦσι, καὶ μᾶλλον ἐὰν σεισθῶσιν, ἀνο-
ρεκτοῦσιν οἱ τοιοῦτοι, καὶ πρὸς τῶν τυχόντων δριμέων
παροξύνονται. δοκεῖ δὲ τῶν ἀνιάτων διὰ σφοδρότητα. βοη-
θητέον μέντοι καὶ τούτοις κατὰ τὴν παρηγορητικὴν δύνα-
μιν. ὅταν δ' ἡ μὲν κόρη τῷ χρώματι μηδὲν ἀλλοτρία
φαίνηται, πλατυτέρα δὲ πολλῷ τοῦ κατὰ φύσιν, ποτὲ μὲν
ὁλοσχερῶς ὁρᾷν ἐμποδίζεται, ποτὲ δὲ ἐπὶ πολύ, καὶ τὰ
ὁρώμενα δὲ πάντα αὐτῷ δοκεῖ μείζω, μικρότερα ὄντα. καὶ
τὸ μὲν πάθος μυδρίασις λέγεται. αἰτία δ' αὐτοῦ ὑγρότης

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 22, γρ. 1

κβʹ. Περὶ ἐλέφαντος.

Ὁ τοίνυν ἐλέφας, καρκίνος ὢν ὁλοσώματος, τὴν πᾶ-


σαν ἐπινέμεται σάρκα, καὶ ἐς τὸ ἀνίατον καθίστησι τὸν
νοσήσαντα. οὗτος ἀπὸ μελαίνης χολῆς ἀρχὴν τῆς συστά-
σεως ἔσχε. κἂν μὲν οὖν αὕτη ὑφ' αἵματος διαφθαρέντος
καὶ εἰς τὸ μελαγχολικὸν τραπέντος συστᾶσα τύχῃ, ὑπερύ-
θρους τε καὶ ἧττον κακοήθεις ποιεῖ. εἰ δ' ἀπὸ ξανθῆς
τραπείσης χολῆς ἡ γένεσις τῷ μελαγχολικῷ χυμῷ, τοὺς
χειρίστους καὶ διαβρωτικοὺς ὧδε ἐσόψει ἐλέφαντας, πάντα
δίκην πυρὸς νεμομένους. προηγοῦνται δὲ τοῦ πάθους
ὀφρύων τε καὶ τῶν κατὰ τὴν γένυν τριχῶν ἐκπτώσεις, ὀχθώ-
δεις τε ἐπαναστάσεις κατὰ τὸ πρόσωπον,
379

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. t

χολή, καὶ μέλανας ἄνθρακας τοὺς ἀπὸ ταύτης γινομένους


φαμέν. ἀλλ' οἱ μὲν παρὰ τῇ σαρκὶ συνιστάμενοι ἄνθρακες,
συντόμως περιγράφονται. οἱ δὲ κατὰ τῶν ὑμένων ἢ τῶν
ἄκρων γινόμενοι μέχρι πολλοῦ παραμένουσι καὶ τῆς συμ-
παθείας τοῖς ὑποκειμένοις μεταδιδόασι τόποις, ὥστε καὶ
φλεγμονὴν ἐρυσιπελατώδη αὐτοῖς γίνεσθαι, οὐκ ὀλίγοις
δὲ καὶ εἰς διαπύησιν ἐτράπη. τοῖς δὲ πλείστοις καὶ πυρετοὶ
συνεδρεύουσι. γίγνονται δὲ καὶ κατά τινας ἐπιδημίους αἰ-
τίας οἱ ἄνθρακες. καὶ τούτοις μὲν οὕτω διαγνούς, καθὼς
ἑξῆς ἐροῦμεν, οὕτω καὶ θεραπεύσεις.

λζʹ. Περὶ καρκίνου.

Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 1

φαμέν. ἀλλ' οἱ μὲν παρὰ τῇ σαρκὶ συνιστάμενοι ἄνθρακες,


συντόμως περιγράφονται. οἱ δὲ κατὰ τῶν ὑμένων ἢ τῶν
ἄκρων γινόμενοι μέχρι πολλοῦ παραμένουσι καὶ τῆς συμ-
παθείας τοῖς ὑποκειμένοις μεταδιδόασι τόποις, ὥστε καὶ
φλεγμονὴν ἐρυσιπελατώδη αὐτοῖς γίνεσθαι, οὐκ ὀλίγοις
δὲ καὶ εἰς διαπύησιν ἐτράπη. τοῖς δὲ πλείστοις καὶ πυρετοὶ
συνεδρεύουσι. γίγνονται δὲ καὶ κατά τινας ἐπιδημίους αἰ-
τίας οἱ ἄνθρακες. καὶ τούτοις μὲν οὕτω διαγνούς, καθὼς
ἑξῆς ἐροῦμεν, οὕτω καὶ θεραπεύσεις.

λζʹ. Περὶ καρκίνου.


380

Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν,

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 6

δὲ καὶ εἰς διαπύησιν ἐτράπη. τοῖς δὲ πλείστοις καὶ πυρετοὶ


συνεδρεύουσι. γίγνονται δὲ καὶ κατά τινας ἐπιδημίους αἰ-
τίας οἱ ἄνθρακες. καὶ τούτοις μὲν οὕτω διαγνούς, καθὼς
ἑξῆς ἐροῦμεν, οὕτω καὶ θεραπεύσεις.

λζʹ. Περὶ καρκίνου.

Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν, ὅθεν
καὶ τῆς ὀνομασίας τοῦτο τὸ πάθος τετύχηκε. τινὲς δέ φασι
διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν ἂν λάβη-
ται, καρκίνου δὶκην· διά γε μὴν τὸ πάχος τοῦ τοιούτου
χυμοῦ, καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστί, μήτε ἀποκρουσθῆναι
δυνάμενος, μὴτε διαφορηθῆναι, μὴτε ταῖς τοῦ ὅλου
381

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 8

λζʹ. Περὶ καρκίνου.

Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν, ὅθεν
καὶ τῆς ὀνομασίας τοῦτο τὸ πάθος τετύχηκε. τινὲς δέ φασι
διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν ἂν λάβη-
ται, καρκίνου δὶκην· διά γε μὴν τὸ πάχος τοῦ τοιούτου
χυμοῦ, καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστί, μήτε ἀποκρουσθῆναι
δυνάμενος, μὴτε διαφορηθῆναι, μὴτε ταῖς τοῦ ὅλου

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 11

Ὁ καρκίνος δὲ ἐν τοῖς πλείοσι τοῦ σώματος μέρεσι


πέφυκε γίνεσθαι. ἔν τε γὰρ ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέραις καὶ
ἄλλοις πλείοσι μέρεσιν, οὐχ ἥκιστα δέ καὶ κατὰ τοὺς τιτ-
θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν, ὅθεν
καὶ τῆς ὀνομασίας τοῦτο τὸ πάθος τετύχηκε. τινὲς δέ φασι
διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν ἂν λάβη-
ται, καρκίνου δὶκην· διά γε μὴν τὸ πάχος τοῦ τοιούτου
χυμοῦ, καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστί, μήτε ἀποκρουσθῆναι
δυνάμενος, μὴτε διαφορηθῆναι, μὴτε ταῖς τοῦ ὅλου σώ-
ματος εἴκειν καθάρσεσιν, ἀεί τῶν μὲν πρᾳοτέρων φαρμά-
κων τῶν ἐπιτιθεμένων καταφρονοῦντος τοῦ πάθους, ὑπὸ
382

δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνομένου. τούς γε μὴν ἀρχο-


μένους δυνατὸν καθαίροντας ἀπείργειν τοῦ πρόσω βαίνειν,

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 14


θοὺς τῶν γυναικῶν, ἅτε χαύνους ὄντας καὶ ἐτοίμως ἔχον-
τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς
ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν, ὅθεν
καὶ τῆς ὀνομασίας τοῦτο τὸ πάθος τετύχηκε. τινὲς δέ φασι
διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν ἂν λάβη-
ται, καρκίνου δὶκην· διά γε μὴν τὸ πάχος τοῦ τοιούτου
χυμοῦ, καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστί, μήτε ἀποκρουσθῆναι
δυνάμενος, μὴτε διαφορηθῆναι, μὴτε ταῖς τοῦ ὅλου σώ-
ματος εἴκειν καθάρσεσιν, ἀεί τῶν μὲν πρᾳοτέρων φαρμά-
κων τῶν ἐπιτιθεμένων καταφρονοῦντος τοῦ πάθους, ὑπὸ
δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνομένου. τούς γε μὴν ἀρχο-
μένους δυνατὸν καθαίροντας ἀπείργειν τοῦ πρόσω βαίνειν,
καὶ μάλιστα ἢν μὴ τῷ πεπονθότι μορίῳ τύχῃ, ἐνστηριχθεὶς
ὁ χυμός. ἔτι γὰρ πλανώμενον, δυνατὸν αὐτὸν μετοχετευ-
θῆναι· τῆς δὲ σαρκὸς θλασθείσης ὑπό τινος ἐμπεσόντος

Joannes Actuarius Med., De diagnosi Βι. 2, κεφ. 37, γρ. 15

τας δέχεσθαι τὴν παχυτάτην ὓλην. ἐκ γὰρ μελαίνης χολῆς


ζεούσης οἱ καρκίνοι πεφύκασι συνίστασθαι, καὶ εἰ δριμύ-
τερόν τι τύχῃ, καὶ διαφορητικὸν τῇ μελαίνῃ συνιὸν χολῇ,
μεθ' ἑλκώσεως καρκίνους ἐπεγείρει. καὶ κατὰ μὲν τὴν
χρόαν μελάντεροι τῶν λοιπῶν φλεγμονῶν οἵδε εἰσί, καὶ
ἧττον θερμοί. αἱ φλέβες δὲ πληροῦνται καὶ τείνονται
πέριξ, παραπλησίως τοῖς τοῦ καρκίνου ζῴου ποσίν, ὅθεν
καὶ τῆς ὀνομασίας τοῦτο τὸ πάθος τετύχηκε. τινὲς δέ φασι
διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν ἂν λάβη-
ται, καρκίνου δὶκην· διά γε μὴν τὸ πάχος τοῦ τοιούτου
χυμοῦ, καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστί, μήτε ἀποκρουσθῆναι
δυνάμενος, μὴτε διαφορηθῆναι, μὴτε ταῖς τοῦ ὅλου σώ-
ματος εἴκειν καθάρσεσιν, ἀεί τῶν μὲν πρᾳοτέρων φαρμά-
383

κων τῶν ἐπιτιθεμένων καταφρονοῦντος τοῦ πάθους, ὑπὸ


δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνομένου. τούς γε μὴν ἀρχο-
μένους δυνατὸν καθαίροντας ἀπείργειν τοῦ πρόσω βαίνειν,
καὶ μάλιστα ἢν μὴ τῷ πεπονθότι μορίῳ τύχῃ, ἐνστηριχθεὶς
ὁ χυμός. ἔτι γὰρ πλανώμενον, δυνατὸν αὐτὸν μετοχετευ-
θῆναι· τῆς δὲ σαρκὸς θλασθείσης ὑπό τινος ἐμπεσόντος
βαρέος, καὶ τῶν ἐν αὐτῷ μικρῶν φλεβίων διαιρεθέντων,

Aeneas Phil., Rhet., Theophrastus sive de animarum immortalitate et


corporum resurrectione dialogus (4001: 001)“Enea di Gaza.
Teofrasto”, Ed. Colonna, M.E.
Naples: Iodice, 1958.Σε. 47, γρ. 4

μένῳ δοκοῦντα διεξιών, ἔφη που τοῦ κόσμου τὴν φύσιν καὶ τάξιν ἐπι-
ζητεῖν, τοιοῦτον δ' αὐτὸν ὄντα οὐκ ἀγέννητον οὐδ' ἀΐδιον εἶναι, ἀλ-
λ' ὑπὸ τοῦ μείζονος τὴν δύναμιν καὶ τελειοτέρου, Θεοῦ τοῦ πρεσβυτάτου
καὶ νοητοῦ γεγονέναι· ὁρατὸν γὰρ ὄντα καὶ ἁπτὸν καὶ πάντη σωματοειδῆ,
ἀμήχανον ἦν ἀγένητον εἶναι· ὧν γὰρ ἡ οὐσία βοηθείας δεῖται τῆς πα-
ρ' ἑτέρου πρὸς τὸ εἶναι. Πῶς ταῦτα μὴ ὁμολογοῦμεν γεγονέναι τε καὶ ὑπὸ
τοῦ ποιήσαντος διασῴζεσθαι; Τὸν δὲ Ἀριστοτέλη καὶ γελοῖον ἀποκαλεῖ,
ὁμολογοῦντα μὲν τόδε τὸ πᾶν ὁρατὸν εἷναι καὶ ἁπτὸν καὶ σωματοειδές,
ἀγένητον δὲ καὶ ἄφθαρτον εἶναι φιλονεικοῦντα. Ἢ πῶς οὐ καταγέλαστος
ἐκεῖνος, εἰ μηδὲ τοῖς τῶν Αἰγυπτίων προφήταις ἐθέλει συνέπεσθαι, οἳ
τοῦδε τοῦ παντὸς ἀρχὴν καὶ γένεσιν λέγοντες ἐπέστησαν καρκίνῳ τοῦ
κόσμου τὴν ὥραν; Ἀλλὰ καὶ Ἀπόλλων ποτὲ χρησμῳδῶν γενέσθαι καὶ
τοὺς δαίμονας ᾄδει καὶ πρὸ τοῦ ἀνθρώπου γενέσθαι καὶ πρὸ τῆς τοῦ
κόσμου κατασκευῆς καὶ πρὸς χρείαν ἀνθρώπου τῷ Δημιουργῷ διακονεῖν·
ὁ δὲ χρησμός· «Ἐκτίσθη πρὸ ὑμῶν, θείας τοῦ κόσμου γονῆς, ἄφθαρτα
πνεύματα εἰς ὑμῶν χρείας». Πῶς οὗν οἱ τοῦ Πλάτωνος μυσταγωγοὶ τά
τε νοητὰ καὶ αἰσθητὰ ἅμα πάντα παράγοντες, οὐκ ἐναντία σοφίζονται
τῷ Ἀπόλλωνι καὶ τῷ Πλάτωνι; Οὐ γὰρ ἅμα δὴ πάντα· νῦν τοῦ θέρους
ἡ ὥρα καὶ τὰ φυτὰ τοῖς καρποῖς ἐγκαλλωπίζεται, οὔπω δὲ χειμὼν κα-
ταρρήγνυται· ἆρ' οὗν τοῦ μὲν θέρους ἐστὶ ποιητὴς ὁ ποιητής, τοῦ δὲ
χειμῶνος οὐκέτι; Οὐδ' αὐτὸς ὕει, οὐδ' εἰς καρπογονίαν προευτρεπίζει

Marcianus Geogr., Periplus maris exteri (4003: 001)“Geographi


Graeci minores, vol. 1”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1855, Repr. 1965.Βι.
2, τμ. 38, γρ. 4

ΣΑΡΜΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΕΥΡΩΠΗι ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ.

Ἡ ἐν τῇ Εὐρώπῃ Σαρματία περιορίζεται ἀπὸ


384

μὲν ἄρκτων τῷ τε Σαρματικῷ ὠκεανῷ κατὰ τὸν Οὐεν-


δικὸν κόλπον, καὶ μέρει τῆς ἀγνώστου γῆς, ἀπὸ δὲ
ἀνατολῶν τῷ τε [ἀπὸ τοῦ Καρκινίτου ποταμοῦ] ἰσθμῷ
καὶ τῇ Βύκῃ λίμνῃ, καὶ τῷ μέρει τῆς Μαιώτιδος λίμνης
μέχρι τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ, καὶ ἐφεξῆς αὐτῷ [τῷ]
Τανάϊδι ποταμῷ, καὶ ἔτι τῷ ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ Τα-
νάϊδος ποταμοῦ ἐπὶ τὴν ἄγνωστον γῆν [μεσημβρινῷ]·
ἀπὸ δὲ δυσμῶν τῷ τε Οὐϊστούλᾳ ποταμῷ καὶ τῇ Γερ-
μανίᾳ τῇ μεγάλῃ μετὰ τὰ Σαρματικὰ ὄρη, καὶ αὐτοῖς
τοῖς ὄρεσιν· ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τοῖς τε Ἰάζυξι τοῖς
Μετανάσταις ἀπὸ τοῦ νοτίου τῶν Σαρματικῶν ὀρῶν
πέρατος μέχρι τῆς ἀρχῆς τοῦ Καρπάθου ὄρους, καὶ ἔτι
τῇ Δακίᾳ μέχρι τῶν Βορυσθένους τοῦ ποταμοῦ ἐκβολῶν,

Marcianus Geogr., Periplus maris exteri Βι. 2, τμ. 38, γρ. 16

μέχρι τοῦ Τανάϊδος ποταμοῦ, καὶ ἐφεξῆς αὐτῷ [τῷ]


Τανάϊδι ποταμῷ, καὶ ἔτι τῷ ἀπὸ τῶν πηγῶν τοῦ Τα-
νάϊδος ποταμοῦ ἐπὶ τὴν ἄγνωστον γῆν [μεσημβρινῷ]·
ἀπὸ δὲ δυσμῶν τῷ τε Οὐϊστούλᾳ ποταμῷ καὶ τῇ Γερ-
μανίᾳ τῇ μεγάλῃ μετὰ τὰ Σαρματικὰ ὄρη, καὶ αὐτοῖς
τοῖς ὄρεσιν· ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τοῖς τε Ἰάζυξι τοῖς
Μετανάσταις ἀπὸ τοῦ νοτίου τῶν Σαρματικῶν ὀρῶν
πέρατος μέχρι τῆς ἀρχῆς τοῦ Καρπάθου ὄρους, καὶ ἔτι
τῇ Δακίᾳ μέχρι τῶν Βορυσθένους τοῦ ποταμοῦ ἐκβολῶν,
καὶ τῇ ἀπὸ τούτου τοῦ Εὐξείνου Πόντου παραλίῳ μέχρι
τοῦ μυχοῦ τοῦ Καρκινίτου κόλπου. Καὶ ἡ μὲν ὅλη
περιγραφὴ τοιαύτη· τὰ δὲ κατὰ μέρος τῆς Σαρματίας
κεφαλαιωδέστερον ἐτάξαμεν, μὴ προσθέντες τῶν στα-
δίων τὸν ἀριθμὸν τῷ τὸν ἀκριβῆ περίπλουν τοῦ ἀρκτι-
κοῦ τούτου ὠκεανοῦ σχεδὸν ἄγνωστον τυγχάνειν, πλη-
σιάζοντος μὲν κατὰ τὰς ἄρκτους τῇ ἀγνώστῳ γῇ, ἥτις
ὑπέρκειται τῆς Μαιώτιδος λίμνης, μὴ ῥᾳδίως γνωρι-
ζομένη τῷ πλείστῳ μέρει τῶν ἀνθρώπων, μάλισθ' ὅτε
καὶ ὁ Πρωταγόρας παραλελοιπέναι τούτων τῶν σταδίων
τὸν ἀριθμὸν δοκεῖ. Καὶ ἡ περιγραφὴ δὲ τῶν τόπων
κατὰ μόνας τὰς ἐκβολὰς τῶν ποταμῶν ῥηθήσεται

Simplicius Phil., In Aristotelis quattuor libros de caelo commentaria


Τόμ. 7, σε. 402, γρ. 29
385

εἶναι ἢ μίαν ἢ πλείους· κατὰ γὰρ τὴν τῶν θείων σωμάτων κίνησιν
καὶ ποιὰν πρὸς τὰ ἐν γενέσει σχέσιν ἡ τούτων εἰς ἄλληλα μεταβολὴ γίνε-
ται, καὶ εἴπερ ἦν μία ἡ κίνησις, ὁμοία ἦν ἀεὶ τῶν ἐνθάδε κατάστασις·
ἓν γὰρ ἂν ἦν καὶ ἁπλοῦν τὸ ἀεὶ τοῖς τῇδε ἐγγινόμενον πάθος. ἵνα γὰρ
τὰς ἀφανεῖς τῶν οὐρανίων εἰς τὰ τῇδε παραλίπω ποιήσεις, αἱ τοῦ ἡλίου
καὶ τῆς σελήνης αἱ οὕτως ἐναργῶς τρέπουσαι τὰ ὑπὸ σελήνην ἀεὶ ἂν αἱ
αὐταὶ ἦσαν. μιᾶς γὰρ οὔσης τῆς τῆς ἀπλανοῦς κινήσεως καὶ τοῦ ἡλίου
καὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀπλανεῖ πεπηγότων καὶ σὺν ἐκείνῃ κινουμένων
οὔτε χειμῶνος καὶ θέρους καὶ τῶν μεταξὺ τροπῶν ἦν ἂν διαφορὰ οὔτε
τῆς καθ' ἡμέραν ἐξαλλαγῆς τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἀεὶ τοῦ ἡλίου μετὰ τῆς
ἀπλανοῦς διιόντος· εἰ γὰρ ἐν Καρκίνῳ ἔτυχε πεπηγώς, ἀεὶ θερινὴ ἂν ἦν
ἡ κατάστασις παρ' ἡμῖν, εἰ δὲ ἐν Αἰγοκέρωτι, ἀεὶ χειμερινή, καὶ οὐκ ἂν
ἦν γένεσις καὶ φθορά, ἀλλ' οὐδὲ διάφοροι τῆς σελήνης φωτισμοί. εἰ δέ
τις τὸν ἥλιον αὐτὸν καθ' αὑτὸν ἐπὶ τοῦ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κινούμενον
ὑποτίθοιτο καὶ τὴν σελήνην ἐπὶ λοξοῦ πρὸς τὸν ζῳδιακὸν κύκλον, ἐπειδὴ
ἀπὸ Κριοῦ ἐπὶ Ταῦρον καὶ ἀπὸ Ταύρου ἐπὶ Διδύμους μεταβαίνοντες φαί-
νονται, πρῶτον μὲν πλειόνων ἔδει κινήσεων, ὡς εἶπεν Ἀριστοτέλης,
ἔπειτα
δὲ καὶ ἀνάπαλιν γινομένων.

Simplicius Phil., In Aristotelis categorias commentarium (4013: 003)


“Simplicii in Aristotelis categorias commentarium”, Ed. Kalbfleisch, K.
Berlin: Reimer, 1907; Commentaria in Aristotelem Graeca 8.Τόμ. 8, σε.
185, γρ. 23

ἐπὶ πλέον τὸ πτερὸν τοῦ ὄρνιθος. ὀρθῶς οὖν εἶπεν ὅτι οὐχ ᾗ πλοῖον,
ταύτῃ αὐτοῦ τὸ πηδάλιον λέγεται, καὶ καθ' ὅσον οὐκ οὐσιωδῶς ὑπάρχει
καὶ καθ' ὅσον οὐκ ἐξισάζει. τὸ μέντοι ‘οὐδὲ ᾗ πηδάλιον πλοίου’ ψεῦδος·
ἀδύνατον γὰρ εἶναι πηδάλιον ὃ μὴ πλοίου ἐστίν. εἰ οὖν ἐπὶ πλέον τὸ
πλοῖον
τοῦ πηδαλίου, εἰκότως εἴρηται μὴ ἀντιστρέφειν· εἰ δὲ τὸ πηδαλιωτὸν
ληφθῇ, οἰκεία τε γέγονεν ἡ λῆψις (ᾗ γὰρ πηδάλιον, πηδαλιωτοῦ, καὶ ᾗ
πηδαλιωτόν, πηδαλίῳ τοιοῦτον) καὶ ἐξισάζει πρὸς ἄλληλα, καὶ διὰ τοῦτο
εἰκότως ἀντιστρέφει. τρίτον δὲ παράδειγμα τίθησιν ζῷον καὶ κεφαλήν.
καὶ ἐπὶ τούτου δὲ ὁμοίως ὡς ἐπὶ τοῦ πλοίου καὶ τοῦ πηδαλίου περιττεύει
τὸ ζῷον τῆς κεφαλῆς· πολλὰ γὰρ ζῷα κεφαλὴν οὐκ ἔχει, ὡς τῶν
ἐν θαλάττῃ πνεύμονες καὶ λοπάδες καὶ ὄστρεα πάντα, καὶ καρκίνοι δέ.
πάλιν οὖν τὸ οὐχ ᾗ ζῷον, κεφαλὴν ἔχει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὃν
ἐπὶ τοῦ πλοίου καὶ τοῦ πηδαλίου ἀκουσόμεθα, ὅτι οὔτε οὐσιωδῶς οὔτε
ἐξισαζόντως· τὸ γὰρ ‘οὐχ ᾗ ὄρνις πτερὸν ἔχει’ οὐχ ὅτι οὐκ οὐσιωδῶς,
386

ἀλλ' ὅτι μόνον οὐκ ἐξισάζει· κατ' οὐσίαν γὰρ τῷ ὄρνιθι τὸ πτερὸν
ὑπάρχει.
δῆλον οὖν ἀπὸ τούτων, ὅτι οἰκείως γινομένης τῆς ἀποδόσεως πρὸς
ἀντιστροφὴν
τοῦτο λέγεται· εἰ δὲ μὴ οἰκείως ἀποδοθῇ, οὐκ ἀντιστρέψει οὐδὲ ἐπὶ τῶν
ὁμολογουμένως πρὸς ἀντιστρέφοντα λεγομένων καὶ ὀνόματα ἐχόντων
κείμενα. ὅταν γὰρ μὴ αὐτὸ ληφθῇ πρὸς ὃ λέγεται οἰκείως, ἀλλά τι τῶν
συμβεβηκότων ἐκείνῳ, οἷον ἐὰν μὴ ὁ δεσπότης ληφθῇ, ἀλλ' ἄνθρωπος
ἢ δίπουν, κἂν ἀληθὲς εἰπεῖν ‘ὁ δοῦλος ἀνθρώπου δοῦλος’, ἀλλ' οὐκ ἀντι

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria (4013:


004)
“Simplicii in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols.”,
Ed. Diels, H.
Berlin: Reimer, 9:1882; 10:1895; Commentaria in Aristotelem Graeca 9
& 10.
Τόμ. 9, σε. 117, γρ. 19

πλάττονται δίκρανοι· ἀμηχανίη γὰρ ἐν αὐτῶν


στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτὸν νόον. οἱ δὲ φοροῦνται
κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε τεθηπότες ἄκριτα φῦλα,
οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
Τούτου δὴ τοῦ λόγου πρῶτον μὲν τὸ ψεῦδος ἐλέγχει τῶν προτάσεων ὁ
Ἀριστοτέλης, εἶτα τὸ ἀσυλλόγιστον. καὶ ψεύδεσθαι μέν φησιν ὅτι
μοναχῶς
λαμβάνει τὸ ὂν λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐν κατηγορίαις
ἐπιδέδεικται
τρόπους λεγόμενον. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ τὸ ὂν ἔστιν, ἐκεῖνο οὐκ ὄν ἐστιν’
εἰ μοναχῶς ἐλέγετο τὸ ὄν, ἴσως ὀρθῶς ἂν ἐλέγετο, ἐπὶ δὲ τῶν πολλαχῶς
λεγομένων οὐκέτι· οἷον εἰ λέγοι τις· εἴ τι παρὰ τὸν καρκίνον ἐστίν,
ἐκεῖνο οὐ
καρκίνος ἐστί· πευσόμεθα γὰρ τὸ παρὰ ποῖον καρκίνον. ὁ μὲν γὰρ παρὰ
τὸν ἔνυδρον καρκίνον οὐράνιος καρκίνος ἐστὶν ἢ ὁ τοῦ χαλκέως· καὶ ὁ
παρὰ
τὸν οὐράνιον δὲ ἄλλο τι εἶδος καρκίνου οὐ κωλύεται εἶναι· ὁμοίως δὲ καὶ
εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἱονεὶ παρὰ τὴν οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία μέν,
ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι οὐ κωλύεται, καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιό-
τητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης. καὶ οὕτως οὐδὲν κωλύει
πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα, καὶ αὐτό γε τὸ ὂν οὐκ ὂν εἶναι, ἀλλ' οὐχὶ τὰ ἀντι-
387

κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria Τόμ. 9,


σε. 117, γρ. 20

στήθεσιν ἰθύνει πλαγκτὸν νόον. οἱ δὲ φοροῦνται


κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε τεθηπότες ἄκριτα φῦλα,
οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
Τούτου δὴ τοῦ λόγου πρῶτον μὲν τὸ ψεῦδος ἐλέγχει τῶν προτάσεων ὁ
Ἀριστοτέλης, εἶτα τὸ ἀσυλλόγιστον. καὶ ψεύδεσθαι μέν φησιν ὅτι
μοναχῶς
λαμβάνει τὸ ὂν λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐν κατηγορίαις
ἐπιδέδεικται
τρόπους λεγόμενον. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ τὸ ὂν ἔστιν, ἐκεῖνο οὐκ ὄν ἐστιν’
εἰ μοναχῶς ἐλέγετο τὸ ὄν, ἴσως ὀρθῶς ἂν ἐλέγετο, ἐπὶ δὲ τῶν πολλαχῶς
λεγομένων οὐκέτι· οἷον εἰ λέγοι τις· εἴ τι παρὰ τὸν καρκίνον ἐστίν,
ἐκεῖνο οὐ
καρκίνος ἐστί· πευσόμεθα γὰρ τὸ παρὰ ποῖον καρκίνον. ὁ μὲν γὰρ παρὰ
τὸν ἔνυδρον καρκίνον οὐράνιος καρκίνος ἐστὶν ἢ ὁ τοῦ χαλκέως· καὶ ὁ
παρὰ
τὸν οὐράνιον δὲ ἄλλο τι εἶδος καρκίνου οὐ κωλύεται εἶναι· ὁμοίως δὲ καὶ
εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἱονεὶ παρὰ τὴν οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία μέν,
ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι οὐ κωλύεται, καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιό-
τητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης. καὶ οὕτως οὐδὲν κωλύει
πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα, καὶ αὐτό γε τὸ ὂν οὐκ ὂν εἶναι, ἀλλ' οὐχὶ τὰ ἀντι-
κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ
εἶναι· τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ καθ' αὑτὸ λεγομένου εἶναι ἄτοπον.

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria Τόμ. 9,


σε. 117, γρ. 21

κωφοὶ ὁμῶς τυφλοί τε τεθηπότες ἄκριτα φῦλα,


οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται
κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
Τούτου δὴ τοῦ λόγου πρῶτον μὲν τὸ ψεῦδος ἐλέγχει τῶν προτάσεων ὁ
Ἀριστοτέλης, εἶτα τὸ ἀσυλλόγιστον. καὶ ψεύδεσθαι μέν φησιν ὅτι
μοναχῶς
388

λαμβάνει τὸ ὂν λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐν κατηγορίαις


ἐπιδέδεικται
τρόπους λεγόμενον. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ τὸ ὂν ἔστιν, ἐκεῖνο οὐκ ὄν ἐστιν’
εἰ μοναχῶς ἐλέγετο τὸ ὄν, ἴσως ὀρθῶς ἂν ἐλέγετο, ἐπὶ δὲ τῶν πολλαχῶς
λεγομένων οὐκέτι· οἷον εἰ λέγοι τις· εἴ τι παρὰ τὸν καρκίνον ἐστίν,
ἐκεῖνο οὐ
καρκίνος ἐστί· πευσόμεθα γὰρ τὸ παρὰ ποῖον καρκίνον. ὁ μὲν γὰρ παρὰ
τὸν ἔνυδρον καρκίνον οὐράνιος καρκίνος ἐστὶν ἢ ὁ τοῦ χαλκέως· καὶ ὁ
παρὰ
τὸν οὐράνιον δὲ ἄλλο τι εἶδος καρκίνου οὐ κωλύεται εἶναι· ὁμοίως δὲ καὶ
εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἱονεὶ παρὰ τὴν οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία μέν,
ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι οὐ κωλύεται, καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιό-
τητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης. καὶ οὕτως οὐδὲν κωλύει
πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα, καὶ αὐτό γε τὸ ὂν οὐκ ὂν εἶναι, ἀλλ' οὐχὶ τὰ ἀντι-
κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ
εἶναι· τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ καθ' αὑτὸ λεγομένου εἶναι ἄτοπον. εἴ τις δὲ οὕτω
προφέροι τὴν πρώτην πρότασιν ὡς πολλαχῶς τοῦ ὄντος λεγομένου,

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria Τόμ. 9,


σε. 117, γρ. 22

οἷς τὸ πέλειν τε καὶ οὐκ εἶναι ταὐτὸν νενόμισται


κοὐ ταὐτόν, πάντων δὲ παλίντροπός ἐστι κέλευθος.
Τούτου δὴ τοῦ λόγου πρῶτον μὲν τὸ ψεῦδος ἐλέγχει τῶν προτάσεων ὁ
Ἀριστοτέλης, εἶτα τὸ ἀσυλλόγιστον. καὶ ψεύδεσθαι μέν φησιν ὅτι
μοναχῶς
λαμβάνει τὸ ὂν λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐν κατηγορίαις
ἐπιδέδεικται
τρόπους λεγόμενον. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ τὸ ὂν ἔστιν, ἐκεῖνο οὐκ ὄν ἐστιν’
εἰ μοναχῶς ἐλέγετο τὸ ὄν, ἴσως ὀρθῶς ἂν ἐλέγετο, ἐπὶ δὲ τῶν πολλαχῶς
λεγομένων οὐκέτι· οἷον εἰ λέγοι τις· εἴ τι παρὰ τὸν καρκίνον ἐστίν,
ἐκεῖνο οὐ
καρκίνος ἐστί· πευσόμεθα γὰρ τὸ παρὰ ποῖον καρκίνον. ὁ μὲν γὰρ παρὰ
τὸν ἔνυδρον καρκίνον οὐράνιος καρκίνος ἐστὶν ἢ ὁ τοῦ χαλκέως· καὶ ὁ
παρὰ
τὸν οὐράνιον δὲ ἄλλο τι εἶδος καρκίνου οὐ κωλύεται εἶναι· ὁμοίως δὲ καὶ
εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἱονεὶ παρὰ τὴν οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία μέν,
ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι οὐ κωλύεται, καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιό-
τητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης. καὶ οὕτως οὐδὲν κωλύει
πολλὰ εἶναι τὰ ὄντα, καὶ αὐτό γε τὸ ὂν οὐκ ὂν εἶναι, ἀλλ' οὐχὶ τὰ ἀντι-
389

κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ
εἶναι· τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ καθ' αὑτὸ λεγομένου εἶναι ἄτοπον. εἴ τις δὲ οὕτω
προφέροι τὴν πρώτην πρότασιν ὡς πολλαχῶς τοῦ ὄντος λεγομένου, αὕτη
μὲν ἀληθὴς ἔσται, ἡ μέντοι ἐφεξῆς αὐτῇ οὐκέτι ἀληθὴς ἡ λέγουσα τὸ
οὐκ

Simplicius Phil., In Aristotelis libros de anima commentaria [Sp.?]


(fort. auctore Prisciano Lydo) (4013: 005)“Simplicii in libros Aristotelis
de anima commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1882;
Commentaria in Aristotelem Graeca 11.
Τόμ. 11, σε. 152, γρ. 30

p. 421a13 Εὔλογον δ' οὕτω καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν χρωμάτων


αἰσθάνεσθαι.
Παραδείγματι οὐκ ἀκριβοῦς αἰσθητηρίου τῷ σκληροφθάλμῳ χρῆται·
καὶ γὰρ ἐν τοῖς σκληροφθάλμοις οἷον ἐν τῷ καρκίνῳ μείζονος τὸ
ὀπτικὸν
αἰσθητήριον καὶ σφοδροτέρας δεῖται πάθης.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis categorias commentarium


(4015: 001)
“Philoponi (olim Ammonii) in Aristotelis categorias commentarium”, Ed.
Busse, A.
Berlin: Reimer, 1898; Commentaria in Aristotelem Graeca 13.1.Τόμ.
13,1, σε. 113, γρ. 6
πάλιν ἐὰν ἀποδοθῇ τὸ πηδάλιον πλοίου πηδάλιον, ἐνταῦθα οὐκ
ἀντιστρέφει·
οὐ γὰρ δυνατὸν λέγειν τὸ πλοῖον πηδαλίῳ πλοῖον· πολλὰ γὰρ πλοῖα
πηδάλια
οὐκ ἔχει ὡς τὰ ἀκάτια. ἐπειδὴ οὖν ἄνισά ἐστι καὶ ταῦτα (ἐπὶ πλεῖον
γὰρ τὸ πλοῖον ἢ τὸ πηδάλιον), ἐὰν τὸ μεῖζον ἐλαττώσωμεν, λέγω δὴ τὸ
πλοῖον, λέγοντες ἀντὶ πλοίου πηδαλιωτόν, τότε ἐξ ἴσης γενόμενα
ἀντιστρέφει·
τό τε γὰρ πηδάλιον πηδαλιωτοῦ πηδάλιον καὶ τὸ πηδαλιωτὸν πηδαλίῳ
πηδαλιωτόν ἐστιν. ἔτι δὲ καὶ ἡ κεφαλὴ τινὸς λέγεται κεφαλή (ζῴου γάρ)·
390

ἐὰν δὲ ἀποδοθῇ πρὸς τὸ ζῷον, οὐκ ἀντιστρέφει, ἐπειδὴ μὴ οἰκεία πάλιν


γίνεται ἡ ἀπόδοσις· ἡ μὲν γὰρ κεφαλὴ ζῴου λέγεται κεφαλή, οὐκέτι δὲ τὸ
ζῷον τῇ κεφαλῇ ζῷον· ἔστι γάρ τινα τῶν ζῴων ἃ κεφαλὴν οὐκ ἔχει,
οἷον καρκῖνος, σκώληκες, γῆς ἔντερα. δεῖ οὖν πάλιν μειῶσαι τὸ μεῖζον,
λέγω δὴ τὸ ζῷον, καὶ ποιῆσαι κεφαλωτόν, καὶ οὕτως σωθήσεται ἡ ἀντι-
στροφή· ἡ γὰρ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλή, καὶ τὸ κεφαλωτὸν τῇ κεφαλῇ
κεφαλωτόν. ἐπὶ μὲν οὖν τῆς ὄρνιθος τὸ ἔλαττον ηὐξήσαμεν, λέγω δὴ
τὴν ὄρνιν, ἐν δὲ τοῖς ἄλλοις τὸ μεῖζον ἐμειώσαμεν, τὸ πλοῖον λέγω καὶ
τὸ ζῷον.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis categorias commentarium


Τόμ. 13,1, σε. 128, γρ. 6

βιβλίον. καὶ τοῦτο δὲ τῶν σπανιωτάτων. τὰ μὲν οὖν ἐκ ταυτομάτου καὶ


τυχαῖα σπανιώτατα, τὰ δὲ τεχνητὰ καὶ φυσικὰ καὶ ὅλως τὰ ἐκ προνοίας
γινόμενα τῶν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ γινομένων ἐστὶν ἢ καὶ ὡς ἐπὶ πᾶν· ὡς
γὰρ ἐπὶ τὸ πολὺ ὁ τέκτων τυγχάνει τοῦ οἰκείου τέλους καὶ ὁ οἰκοδόμος ἢ
ἀποτυγχάνει. καὶ ὁ ἰατρὸς μᾶλλον ὑγιάζει ἢ οὐχ ὑγιάζει· εἰ γὰρ ἐξ ἴσης
ὑγίαζέ τε καὶ οὐχ ὑγίαζεν, οὐδ' ἄν τις αὐτὸν μετεκαλεῖτο, καὶ ἔτι
μᾶλλον, εἰ ἐπ' ἔλαττον ὑγίαζε. καὶ ἡ φύσις δὲ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πεντα-
δάκτυλον ποιεῖ σπανιώτατα δὲ ἑξαδάκτυλον (καὶ τοῦτο διὰ τὴν
πλεονεξίαν
τῆς ὕλης), ἀεὶ ἡ σελήνη μειοῦται μὲν τῇ συνόδῳ τῇ πρὸς τὸν ἥλιον αὔξε-
ται δὲ τῇ ἀποστάσει, ἀεὶ ὁ ἥλιος ἐν αἰγοκέρῳ γινόμενος ποιεῖ χειμερινὰς
τροπάς, ἀεὶ ἐν καρκίνῳ τροπὰς θερινάς, καὶ οὐκ ἄλλοτε ἄλλως, καὶ τὸ
πῦρ
ἀεὶ ἀνωφερὲς τὸ δὲ ὕδωρ ἐπὶ τὸ κάτω ῥεῖ, καὶ ἐπὶ πάντων ὁμοίως τῶν
τεχνητῶν καὶ φυσικῶν, καὶ ὅλως τῶν ἐκ προνοίας τὸ ἀεὶ ἢ ὡς ἐπὶ τὸ
πολὺ ἔστιν ἰδεῖν καὶ οὐδέποτε τὸ ἐναντίον. δῆλον οὖν ὅτι οὐκ ἔστιν
ἐκ ταυτομάτου ὁ κόσμος, οὐδὲ τὰ τούτου μέρη. εἰ δὲ οὐκ ἔστιν ἐκ
ταυτομάτου, ἔχει δηλονότι τινὰ αἰτίαν ἑαυτοῦ προκαθεζομένην καὶ
εὐρύθμως τὰ κατ' αὐτὸν τάττουσαν, ἥνπερ πρόνοιαν λέγομεν. προνοίας
οὖν οὔσης ἕκαστος ἐξ ἀνάγκης τὸ κατ' ἀξίαν ἀπολήψεται. εἰ δὲ τοῦτο
ἀληθές, ὁρῶμεν δέ, ὡς ἔφθην εἰπών, πολλοὺς τὰ ἐναντία τῶν οἰκείων
πράξεων ὑπομένοντας ἐν τῷ τῇδε βίῳ ὅσον ἐκ τῶν φαινομένων, οὐκ ἄρα
μέχρι τούτου τοῦ βίου ἡ τῶν ἀνθρώπων ζωὴ περιώρισται. ἔσται οὖν τις

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis analytica posteriora


commentaria (4015: 004)“Ioannis Philoponi in Aristotelis analytica
posteriora commentaria cum Anonymo in librum ii”, Ed. Wallies,
391

M.Berlin: Reimer, 1909; Commentaria in Aristotelem Graeca 13.3.Τόμ.


13,3, σε. 134, γρ. 26

Καλῶς τὸ μὴ ὁμώνυμον πρόσκειται· καὶ γὰρ τὸ καρκῖνος ὄνομα ἓν


κατὰ πλειόνων φέρεται, ἀλλ' ὁμωνύμως ἐπί τε τοῦ ἄστρου καὶ τοῦ ζῴου
καὶ τοῦ ὀργάνου· καὶ τὸ κύων ὁμοίως ἐπί τε τοῦ χερσαίου καὶ τοῦ
θαλαττίου καὶ ἀστρῴου καὶ τοῦ φιλοσόφου. ὁμωνύμοις δὲ οὐδὲ ἡ δια-
λεκτικὴ ἀπροσδιορίστως χρήσεται, μήτι γε ἀπόδειξις.

Joannes Philoponus Phil., In libros de generatione animalium


commentaria (4015: 007)“Ioannis Philoponi (Michaelis Ephesii) in
libros de generatione animalium commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin:
Reimer, 1903; Commentaria in Aristotelem Graeca 14.3.Τόμ. 14,3, σε.
21, γρ. 12

ἄλλος μὲν ἐν τούτοις ὁ τοῦ περιττώματος πόρος, ἄλλος δὲ ὁ τῆς ὑστέρας,


ἀλλ' ὁ αὐτὸς καὶ εἷς πρὸς ἀμφότερα λειτουργεῖ, πρός τε τὴν τοῦ θοροῦ
ἄφεσιν καὶ πρὸς τὴν τῆς ξηρᾶς περιττώσεως ἔξοδον· τούτου γάρ ἐστι
δηλωτικὸν τὸ ἐστὶ γὰρ ᾗ ἀφίησι τὸν θορὸν διὰ τοῦ πόρου. ἐλλιπὴς
δὲ ἡ λέξις ἐστίν, εἴη δ' ἂν τὸ πλῆρες καὶ τὸ εὐμαρὲς τῆς λέξεως τοιοῦτον·
διὰ τοῦ πόρου γὰρ δι' οὗ ἀφίησι τὸν θορόν, διὰ τούτου ἔξεισι καὶ τὸ
περίττωμα. ταῦτα δὲ τὰ μόρια, ἤτοι οἱ πόροι, δι' ὧν ὁ θορὸς καὶ ἡ
περίττωσις ἐξέρχεται, ἐν τοῖς ὑπτίοις εἰσὶ τοῦ σώματος, ᾗ λήγει τὸ ἐν τοῖς
πρανέσι κέλυφος. ὥσπερ γὰρ οὐ συνάπτουσιν αἱ δεξιαὶ τῶν
ζῳοτοκούντων
πλευραὶ πρὸς τὰς ἀριστεράς, ἀλλ' εἰσὶ διεστηκυῖαι ἀπ' ἀλλήλων, οὕτως
οὐδὲ τὸ τῶν καρκίνων καὶ καράβων κέλυφος συνάπτει ἐν τοῖς ὑπτίοις.
Λέγει δὲ καὶ θάλατταν εἰσέρχεσθαι διὰ τῶν τοιούτων πόρων. ἐπεὶ
δὲ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ συνδυασμοῦ ὁ πολύπους ὁ ἄρρην ἐν τῷ αὐλῷ
τοῦ θήλεος εἰσάγων τὴν ἑαυτοῦ πλεκτάνην ἔδοξε τοῖς ἁλιεῦσι διὰ τῆς
πλεκτάνης ποιεῖσθαι τὴν ὀχείαν καὶ ταύτῃ χρῆσθαι ἀντὶ αἰδοίου,
ἐπήγαγεν
ἡ δὲ τῆς πλεκτάνης τοῦ ἄρρενος διὰ τοῦ αὐλοῦ τῆς θηλείας δίεσις
καὶ εἰσέλευσις οὐ χάριν ὀχείας γίνεται ἀλλ' ἕνεκα συμπλοκῆς. ἔξω γὰρ
καὶ πόρρω οὖσα αὕτη ἡ πλεκτάνη τοῦ πόρου, δι' οὗ ἐναφίησι τὴν γονὴν
πρὸς τὴν θήλειαν, πῶς ἂν εἴη ὄργανον χρήσιμον πρὸς τὴν γένεσιν; πόρον
δὲ καὶ σῶμα ἐκ παραλλήλου τέθεικεν. ὅτι δὲ αἱ ἀκρίδες καὶ συνδυάζονται
καὶ ἐξ ἀκρίδων γίνονται, ὁμοίως δὲ καὶ τὰ λοιπά, ἃ καταλέγει, πολλάκις

Joannes Philoponus Phil., In libros de generatione animalium


392

commentaria
Τόμ. 14,3, σε. 127, γρ. 15

συγγενῶν ζῴων.

Συγγενῆ νῦν λέγει τὰ τετράποδα καὶ ζῳοτόκα. μέλλων δὲ τὴν οἰκείαν


καὶ ἀληθῆ λέγειν δόξαν τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίας πρῶτον ἐκτίθεται τὰ
ὑπάρχοντα τοῖς ἵπποις καὶ ὄνοις, ἐξ ὧν εἰσιν ἡμίονοι, καὶ οὕτως ἐκ
τούτων
συνάγει πάνυ ἐντρεχῶς τὸ αἴτιον τῆς τῶν ἡμιόνων ἀτεκνίας. φησὶν οὖν
ὅτι πρῶτον μὲν ἐκ τῶν τετραπόδων καὶ ζῳοτόκων μόνοι οἱ ἵπποι καὶ ὄνοι
εἰσὶ μονοτόκοι· οὐδεὶς γὰρ ὄνος ἢ ἵππος ὦπται δύο τετοκυῖα· δεύτερον δὲ
ὅτι οὐκ ἀεὶ οὐδὲ κατὰ πάντα καιρὸν ὑπὸ τῶν ἀρρένων συλλαμβάνονται
τὰ
θήλεα, διὰ τὸ μὴ ἀεὶ φέρειν τὰ ἄρρενα γονήν, ἀλλ' αἱ μὲν ἵπποι ἐν ταῖς
ἰσημερίαις, αἱ δὲ ὄνοι περὶ τροπὰς θερινὰς ἡλίου ὄντος ἐν καρκίνῳ καὶ
λέοντι. τρίτον ὅτι αἱ μὲν ἵπποι οὐ καταμηνιώδεις εἰσίν, ἀλλὰ πάμπαν
ὀλίγον φέρουσι τὸ καταμήνιον, αἱ δὲ ὄνοι ἀπουροῦσι τὸν ἀπὸ τοῦ
ἄρρενος
γόνον, διὸ μετὰ τὴν ὀχείαν ἀκολουθοῦντες μαστιγοῦσιν αὐτὰς καὶ τρέχειν
ἀναγκάζουσιν, ὅπως μὴ σταθῶσι καὶ ἀπουρήσωσι τὸν γόνον· οὐδὲν γὰρ
θῆλυ τρέχον οὐρεῖν δύναται. τέταρτον δὲ ὅτι ψυχρότατος ὁ ὄνος, οὗ
σημεῖα παρατίθησι λίαν σαφῆ. πωλία δὲ λέγει τὰ τῶν ὄνων τέκνα. τὸ
δὲ ἐν τῇ αὐτῇ γὰρ γίνεται ἐν ᾗ ἂν ὀχευθῇ ἴσον ἐστὶ τῷ ἐν τῇ αὐτῇ
γὰρ ὥρᾳ γεννᾶται, ἐν ᾗ ἂν ὀχευθῇ. ἐπεὶ γὰρ ἐνιαυτὸν ὁλόκληρον (δώδεκα
γὰρ μῆνας) φέρει κατὰ γαστρὸς τὸ ἔμβρυον καὶ ἡ ἵππος καὶ ἡ ὄνος,
ἀνάγκη
τὴν ἵππον ἐν τῇ ἰσημερίᾳ ὀχευθεῖσαν πάλιν ἐν τῇ ἰσημερίᾳ γεννῆσαι, τὴν

Joannes Philoponus Phil., In libros de generatione animalium


commentaria
Τόμ. 14,3, σε. 178, γρ. 30

ὑστέρα πρὸς τὸν περίνεον. ἔστιν οὖν ἡ φύσις τῆς ὑστέρας καὶ μέγεθος
ἔχουσα καὶ ἀνόμοιος τῷ περινέῳ. οὕτως οὖν εἰπὼν ὅπως τὸ ἄρρεν καὶ
θῆλυ γίνεται, ἐπάγει λίαν σαφῶς καὶ τὰ συμβαίνοντα τεκμήρια, καὶ ἐκ
τούτων τὰ ὑπ' αὐτοῦ περὶ τούτων ῥηθέντα πιστούμενος. τὸ δὲ ὑγρότερα
καὶ γυναικικώτερα ἐκ παραλλήλου κεῖται. ἀρρενοτοκοῦσι δὲ μᾶλλον
βορείοις διὰ τὸ ψυχρότερον εἶναι τότε τὸ κατάστημα καὶ πυκνοῦσθαι τὴν
τῶν σωμάτων ἐπιφάνειαν καὶ ἐπὶ τούτῳ μὴ ἐᾶσθαι ἔξω διαπνεῖσθαι
τὸ ἐν ἡμῖν θερμόν· μὴ διαπνεόμενον δὲ γίνεται σφοδρότερον. ἐν δὲ τοῖς
νοτίοις ψυχρότερα καὶ σπερματικώτερα γίνεται τὰ ζῷα. λέγει δὲ τὴν
393

σελήνην ἐν τῷ μηνὶ ποιεῖν θέρος καὶ χειμῶνα οὐ διὰ τὰς τροπάς, ὥσπερ
ὁ ἥλιος (οὗτος γὰρ ἐν τῷ καρκίνῳ γεγονὼς θέρος ποιεῖ, ἐν αἰγόκερῳ δὲ
χειμῶνα), ἀλλὰ διὰ τὴν πρὸς τὸν ἥλιον ἀπόστασιν καὶ προσέλευσιν. ὁ μὲν
γὰρ χρόνος, καθ' ὃν ἤρξατο φωτίζεσθαι, ἄχρι τοῦ διχότομον γενέσθαι
ἀνα-
λογεῖ ἔαρι, ὁ δὲ ἀπὸ τῆς διχοτομίας ἄχρι τοῦ πλησιφαῆ ἀποτελεσθῆναι
θέρει, ὁ δὲ ἀπὸ τούτου ἄχρι τῆς διχοτομίας τῆς ἄλλης μετοπώρῳ, ὁ δ'
ἐκ ταύτης ἄχρι τῆς συνόδου καὶ αὐτῆς χειμῶνι. ἐν δὲ τῇ λέξει τῇ ταῦτα
δὲ τῆς γενέσεως ταῦτα τὸ ψυχρὸν καὶ θερμὸν λέγει. ἐν δὲ τῇ μάλιστα
δὲ διὰ τὴν τοῦ ὕδατος τροφήν· τοῦτο γὰρ πλεῖστον εἰσφέρονται
κοινότερον ὕδωρ εἶπε πᾶν τὸ πινόμενον, ὡς εἰ ἔλεγε μάλιστα δὲ διὰ τὴν
τοῦ ὑγροῦ τροφήν’. τὸ δὲ καὶ ἐν πᾶσίν ἐστι τροφὴ τοῦτο, καὶ ἐν
τοῖς ξηροῖς εἶπεν, ὅτι καὶ ἡ ξηρὰ τροφὴ εἰ μὴ γένηται ὑγρά, οὐ τρέφει.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis libros de anima commentaria


(4015: 008)
“Ioannis Philoponi in Aristotelis de anima libros commentaria”, Ed.
Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1897; Commentaria in Aristotelem Graeca 15.Τόμ. 15,
σε. 120, γρ. 18

τε ἀποστήματα καὶ αἱ κινήσεις αὐτῶν εἰσι πρὸς ἀλλήλας. πῶς οὖν ταῦτα
ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἁρμόσει ψυχῆς; δῆλον ὅτι κατὰ τὸν λόγον ὃν καὶ ἐπὶ
τῶν ἁρμονικῶν εἴπομεν ἀριθμῶν. ἡ μὲν γὰρ τοῦ παντὸς ποιητικὰς τού-
των ἔχει δυνάμεις καὶ παραδειγματικάς, ἡ δ' ἡμετέρα γνωστικάς τε καὶ
εἰκονικάς. ἔχει γὰρ δύναμιν γνωστικὴν καθ' ἣν γινώσκει τούς τε τῶν
κινήσεων λόγους καὶ τὰς αὐτῶν συμφωνίας καὶ διαφοράς. καὶ γὰρ
ἔγραψάν
τινες τὸν λόγον τῶν κινήσεων τούτων πρὸς ἀλλήλας, ποῖον ἑκάστη
κίνησις
λόγον πρὸς ἑκάστην τῶν λοιπῶν ἔχει, καὶ περὶ τῆς ἑκάστου πρὸς ἕτερον
συμφωνίας τε καὶ ἀποκαταστάσεως, καὶ ἔτι περὶ τῆς πάντων ἅμα, ἥν φασι
διὰ πολλῶν μυριάδων ἐτῶν γίνεσθαι· γίνεσθαι δ' ἐν τοῖς τροπικοῖς ἢ ἐν
καρκίνῳ ἢ ἐν αἰγοκέρωτι, ἔνθα καὶ γινομένων ἢ πυρπόλησιν ἢ
ἐπικλυσμὸν
ποιεῖ. ἀπολαμβάνει δὲ ἐντὸς πᾶν τὸ σωματοειδὲς τοῦ κόσμου, καὶ
συναρμόσας αὐτὴν ἐκ τοῦ μέσου διαπλέκει μέχρι τοῦ ἐσχάτου οὐρανοῦ
καὶ κύκλῳ αὐτὸν πάντα περικαλύπτει, σημαίνων ὅτι οὔτε ἔξω τοῦ
οὐρανοῦ
ἔστι τι, ἀλλ' ἐντὸς πάντα περιείληπται, καὶ ὅτι οὐδὲν ἄμοιρον ζωῆς, ἀλλὰ
πάντα μετέχει τῆς ἀπὸ τῆς ψυχῆς τοῦ παντὸς ἐνδιδομένης ἐλλάμψεως ἢ
ἀμυδρότερον ἢ καθαρώτερον κατὰ τὰ ἑαυτοῦ μέτρα ἕκαστον. καὶ γὰρ
394

αὐτὰ τὰ ἄψυχα μετέχει τινὸς ζωῆς καθ' ἣν καὶ δυνάμεις τινὰς ἔχουσιν,
ἢ θερμαίνοντα ἢ ψύχοντα ἢ ξηραίνοντα ἢ ὑγραίνοντα, ἔτι τε κινούμενα ἢ
κατὰ ἄλλας τινὰς δυνάμεις ἐνεργοῦντα καὶ παραδόξους, ὧν τὰ μὲν καὶ ἐν

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis libros de anima commentaria


Τόμ. 15, σε. 377, γρ. 23

Ἐπειδὴ εἶπεν τὴν φωνὴν ψόφον εἶναι ἐμψύχου, οὐ πᾶν δὲ ἔμψυχον


φωνεῖ, ἀλλ' ἔστι τινὰ ἄφωνα, αὐτὸ τοῦτο προσδιορίζεται. οὐ γὰρ ἁπλῶς
τὰ ἔμψυχά ἐστι τὰ φωνοῦντα, ἀλλὰ τὰ ζῷα, καὶ οὐδὲ πάντα ζῷα ἀλλὰ
μόνα τὰ ἔχοντα πνεύμονα, τοῦτο δέ ἐστιν ὅσα ἀναπνεῖ (ὕλη γάρ ἐστι τῆς
φωνῆς ὁ ἀναπνεόμενος ἀήρ, ὡς δείξει προϊών), οὔτε δὲ τὰ ἔντομα, οἷον
μυῖαι, μέλιτται καὶ τὰ ὅμοια, ὡς οὐδὲ τὰ ἄναιμα φωνεῖ, οἷον σκώληκες·
ἀλλ' οὐδὲ πάντα τὰ ἔναιμα, οἷον ὅσα τῶν ἐνύδρων μὴ ἀμφίβιά εἰσιν, οἷον
ἰχθύες· οὔτε γὰρ ἔχουσι πνεύμονα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ φωνοῦσι. καὶ διὰ
τοῦτο ἔλλοπες ἐκλήθησαν ὡς ἐλλείποντες τῇ ὀπί. ἀλλ' οὐδὲ πάντα τὰ
ἀμφίβια φωνοῦσιν· οὔτε γὰρ τὰ ὀστρακόδερμα, οἷον κοχλίαι, οὐδὲ τὰ
μαλα-
κόστρακα, οἷον καρκίνοι, σκυτάλαι. φωνοῦσι δὲ τῶν ἀμφιβίων ὅ τε
ποτά-
μιος ἵππος καὶ ὁ κροκόδειλος· λέγεται γὰρ καὶ οὗτος φωνεῖν κατὰ βραχύ.
ἀπορήσειε δ' ἄν τις, πῶς λέγονται τὰ ἔντομα μὴ φωνεῖν· τί γὰρ τῶν
τεττίγων πολυφωνότερον; καὶ αἱ μυῖαι δὲ βόμβον ἱκανὸν ἐν τῷ ἵπτασθαι
ποιοῦσι. λέγω οὖν ὅτι οὐκ ἔστι φωνὴ ἡ τούτων διαφώνησις· οὐδὲ γὰρ
διὰ φωνητικῶν ὀργάνων γίνονται. ὑμὴν γάρ τίς ἐστι περὶ τὴν ἐπιφάνειαν
ὑπὸ
τὸ στῆθος τῶν τεττίγων, ὃν τύπτοντες ταῖς πτέρυξι καὶ ἐκθλίβοντες τὸν
ἐναπειλημμένον ἀέρα ψοφοῦσιν. ὁμοίως δὲ καὶ μυῖαι τοῖς πτεροῖς πλήτ-
τουσαι τραχέσιν οὖσιν ἠχοῦσιν· ἀμέλει σταθεῖσαι οὐκέτι βομβοῦσι.

Joannes Philoponus Phil., In Aristotelis libros de anima commentaria


Τόμ. 15, σε. 387, γρ. 15

ἐστι, τὸ δὲ μέλαν οὐ λυπεῖ τὴν αἴσθησιν, καὶ ὅτι ὁ γλυκὺς μὲν χυμὸς
ἥδει, ὁ δὲ πικρὸς ἀνιᾷ· ὁμοίως καὶ ἐπὶ ψόφων καὶ τῶν ἄλλων. τὸ γὰρ
εὐῶδες καὶ δυσῶδες οὔκ εἰσιν ὀνόματα τῆς φύσεως τῶν ὀσφραντῶν
δηλω-
τικά, ἀλλὰ τῆς διαθέσεως τῆς ἐξ αὐτῶν ἐγγινομένης τῇ αἰσθήσει, ὥσπερ
καὶ ἐπὶ τῶν ὁρατῶν φαμεν εὐειδὲς καὶ δυσειδές, καὶ ἐπὶ τῶν ἀκουστῶν
εὔηχον καὶ δύσηχον. τοῦ δὲ μὴ δύνασθαι διακρίνειν τῶν ὀσφραντῶν τὰ
εἴδη αἴτιον τὸ ἀμυδρὰν ταύτην τὴν αἴσθησιν ἔχειν τὸν ἄνθρωπον. ἐπεὶ
οὖν ἀσθενῆ τὴν αἴσθησιν ταύτην ἔχομεν παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα, διὰ τοῦτο,
395

φησί, καὶ ὁ περὶ αὐτῆς λόγος δυσδιόριστός ἐστιν. οὕτως οὖν, φησίν,
ἔχομεν ἡμεῖς τὴν ὄσφρησιν, ὥσπερ καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν ζῴων τὴν
ὄψιν, οἷον καρκίνοι, ἰχθύες. διὰ τοῦτο γοῦν ἡ φύσις οὐδὲ προκαλύμματα
ἐποίησε τούτοις, ὥσπερ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις τὰ βλέφαρα, διὰ τὸ μὴ
ῥᾳδίως
δύνασθαι βλαβῆναι διὰ τὴν σκληρότητα. ὥσπερ οὖν ἡμεῖς οὐκ ἀκριβῶς
ἀντιλαμβανόμεθα τῶν ὀσφραντῶν διὰ τὸ μὴ ἀκριβῆ ἔχειν τὴν αἴσθησιν
ταύτην, ἀλλὰ τῷ ἡδεῖ καὶ τῷ λυπηρῷ μόνῳ διακρίνομεν αὐτά, οὕτως
εὔλογον καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν χρωμάτων ἀντιλαμβάνεσθαι, τῷ ἡδεῖ
μόνον καὶ τῷ λυπηρῷ ἀντιλαμβανόμενα αὐτῶν, οὐ μέντοι ὡς λευκοῦ ἢ
μέλανος, τῶν ἄλλων ζῴων εἰδότων τήν τε τοῦ λευκοῦ χρόαν, καὶ ὅτι ἥδει
ἢ λυπεῖ. ὅτι γὰρ ἐφιστάνει τὰ ἄλογα τῇ τῶν χρωμάτων καὶ τῇ τῶν
ἄλλων αἰσθητῶν διαφορᾷ, δῆλον ἐκ τῆς ἐναργείας. ὥσπερ γὰρ τὸν
δεσπότην
γνωρίζει τῷ τοιῷδε ἐπιστήσαντα σχήματι, ὅτι γρυπός, εἰ τύχοι, ἢ σιμὸς

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi Σε. 138, γρ. 18

τέλλοντα φαίνεται ζῴδια, τοῦ αὐτοῦ καὶ ἐν ἡμέρᾳ


γινομένου, ἡμῖν δὲ οὐχ ὁρωμένου διὰ τὴν τοῦ ἡλίου
αὐγήν.
Ἴδωμεν δὲ τί βούλεται τὸ ἑξῆς· ‘ἀνατέλλων αὐτὸς
ἐκεῖ πορεύεται εἰς τὸν νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς βορρᾶν,
κυκλοῖ κυκλῶν’· ὧδε γὰρ στικτέον· σαφῶς τὴν λόξω-
σιν τοῦ ζῳδιακοῦ πρὸς τὸν ἰσημερινὸν καὶ τὴν τῆς
ἀπλανοῦς κίνησιν διὰ τούτων σημαίνει· ὁ γὰρ ἰση-
μερινός, καθ' ὃν ἡ τῆς ἀπλανοῦς γίνεται κίνησις, κατὰ
δύο σημεῖα τὸν ζῳδιακὸν τέμνει, κατά τε τὴν τοῦ
καρκίνου ἀρχήν, ὃς πάντων τῶν ἐν τῷ ζῳδιακῷ ἐστι
βορειότατος καὶ κατὰ τὴν τοῦ αἰγοκέρωτος νοτιωτάτην
οὖσαν ἁπάντων. πάσης οὖν τῆς οἰκήσεως ἡμῶν μετὰ
τὸν θερινὸν τροπικὸν ὑπαρχούσης, οὗ βορειότερον
ἀδύνατον γενέσθαι τὸν ἥλιον – ὅθεν καὶ βορειότεραι
ἡμῶν εἰσιν αἱ σκιαί, ἐκ νότου φωτίζοντος ἡμᾶς τοῦ
ἡλίου – τοῦ δὲ ζῳδιακοῦ τὸ μὲν ἀπὸ αἰγοκέρωτος μέχρι
κριοῦ νοτιώτερον ἔχοντος τοῦ ἰσημερινοῦ, τὸ δὲ μέχρι
καρκίνου βορειότερον, τί λοιπὸν σημαίνει τὸ πρὸς
νότον φέρεσθαι τὸν ἥλιον καὶ κυκλοῦν πρὸς βορρᾶν,
ἢ τὴν ἐν τῷ ζῳδιακῷ τούτου λοξὴν περιδίνησιν,

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi Σε. 138, γρ. 26


396

μερινός, καθ' ὃν ἡ τῆς ἀπλανοῦς γίνεται κίνησις, κατὰ


δύο σημεῖα τὸν ζῳδιακὸν τέμνει, κατά τε τὴν τοῦ
καρκίνου ἀρχήν, ὃς πάντων τῶν ἐν τῷ ζῳδιακῷ ἐστι
βορειότατος καὶ κατὰ τὴν τοῦ αἰγοκέρωτος νοτιωτάτην
οὖσαν ἁπάντων. πάσης οὖν τῆς οἰκήσεως ἡμῶν μετὰ
τὸν θερινὸν τροπικὸν ὑπαρχούσης, οὗ βορειότερον
ἀδύνατον γενέσθαι τὸν ἥλιον – ὅθεν καὶ βορειότεραι
ἡμῶν εἰσιν αἱ σκιαί, ἐκ νότου φωτίζοντος ἡμᾶς τοῦ
ἡλίου – τοῦ δὲ ζῳδιακοῦ τὸ μὲν ἀπὸ αἰγοκέρωτος μέχρι
κριοῦ νοτιώτερον ἔχοντος τοῦ ἰσημερινοῦ, τὸ δὲ μέχρι
καρκίνου βορειότερον, τί λοιπὸν σημαίνει τὸ πρὸς
νότον φέρεσθαι τὸν ἥλιον καὶ κυκλοῦν πρὸς βορρᾶν,
ἢ τὴν ἐν τῷ ζῳδιακῷ τούτου λοξὴν περιδίνησιν, ἧς
τὸ μέν ἐστι νοτιώτερον, τὸ δὲ βορειότερον; καὶ τὸ
’κυκλοῖ κυκλῶν’ ἐδήλωσεν· τὸ γὰρ ἀπ' ἀνατολῆς
εὐθεῖαν ἐπὶ δύσιν φέρεσθαι κἀκεῖθεν τὴν εὐθεῖαν
κλωμένην διὰ τῶν βορείων ὑποστρέφειν εἰς ἀνατολήν,
κύκλος οὐκ ἔστι.

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi Σε. 146, γρ. 6

κριῷ τοίνυν ὑπάρχειν ὑποκειμένου τοῦ ἡλίου


ἀνάγκη τὸν μὲν κριὸν αὐτὸν εἶναι παντελῶς ἀφανῆ·
οὔτε γὰρ ἐν ἡμέρᾳ διὰ τὸ ἐν αὐτῷ εἶναι τὸν ἥλιον
φαίνεται οὔτε ἐν νυκτὶ συνδύνων αὐτῷ. τοῦ οὖν
ἡλίου δύνοντος ὁ ταῦρος εὐθὺς ὑπὲρ τὸν δυτικὸν
ὁρίζοντα φαίνεται. μετελθόντος δὲ ἐπὶ ταῦρον ἡλίου
καὶ δύνοντος, ὁ ταῦρος μὲν ὁμοίως ἀφανὴς γίνεται,
τοὺς δὲ διδύμους ὄψει τῷ ὁρίζοντι τῷ δυτικῷ πλη-
σιάζοντας. τὸ αὐτὸ καί, εἰ ἐν τοῖς διδύμοις ὁ ἥλιος
μετέλθοι, συμβαίνει. δύνοντος γὰρ αὐτοῦ ὁ καρκίνος
παρὰ τὸν δυτικὸν ὑπάρχει ὁρίζοντα. εἰ δὲ κριοῦ μὲν
ὁ ταῦρός ἐστιν ἀνατολικώτερος, τούτου δὲ οἱ δίδυ-
μοι καὶ τούτων ὁ καρκίνος καὶ οἱ ἑξῆς ὁμοίως, δῆλον
ὡς ὁ ἥλιος μὲν κατὰ τὴν ἰδίαν κίνησιν ἀπὸ δύσεως
ἐπ' ἀνατολὴν φέρεται, μίαν καὶ μόνην ζῳδίου μοῖραν
κινούμενος καθ' ἡμέραν, ἡ δὲ ἐξ ἀνατολῶν ἐπὶ δύσιν
καθ' ἕκαστον ἡμερονύκτιον γενομένη περιαγωγὴ μόνου
ἐστὶν τοῦ στερεώματος, ἐν ᾧ τοὺς φωστῆρας ἅπαντας
ἔθηκεν ὁ θεός· τὴν γὰρ τοσαύτην διάστασιν δι' ἐνι-
αυτοῦ ποιεῖται, καθὰ φθάσας εἶπον, ὁ ἥλιος. οὐκ ἄρα
397

Joannes Philoponus Phil., De opificio mundi Σε. 146, γρ. 9

φαίνεται οὔτε ἐν νυκτὶ συνδύνων αὐτῷ. τοῦ οὖν


ἡλίου δύνοντος ὁ ταῦρος εὐθὺς ὑπὲρ τὸν δυτικὸν
ὁρίζοντα φαίνεται. μετελθόντος δὲ ἐπὶ ταῦρον ἡλίου
καὶ δύνοντος, ὁ ταῦρος μὲν ὁμοίως ἀφανὴς γίνεται,
τοὺς δὲ διδύμους ὄψει τῷ ὁρίζοντι τῷ δυτικῷ πλη-
σιάζοντας. τὸ αὐτὸ καί, εἰ ἐν τοῖς διδύμοις ὁ ἥλιος
μετέλθοι, συμβαίνει. δύνοντος γὰρ αὐτοῦ ὁ καρκίνος
παρὰ τὸν δυτικὸν ὑπάρχει ὁρίζοντα. εἰ δὲ κριοῦ μὲν
ὁ ταῦρός ἐστιν ἀνατολικώτερος, τούτου δὲ οἱ δίδυ-
μοι καὶ τούτων ὁ καρκίνος καὶ οἱ ἑξῆς ὁμοίως, δῆλον
ὡς ὁ ἥλιος μὲν κατὰ τὴν ἰδίαν κίνησιν ἀπὸ δύσεως
ἐπ' ἀνατολὴν φέρεται, μίαν καὶ μόνην ζῳδίου μοῖραν
κινούμενος καθ' ἡμέραν, ἡ δὲ ἐξ ἀνατολῶν ἐπὶ δύσιν
καθ' ἕκαστον ἡμερονύκτιον γενομένη περιαγωγὴ μόνου
ἐστὶν τοῦ στερεώματος, ἐν ᾧ τοὺς φωστῆρας ἅπαντας
ἔθηκεν ὁ θεός· τὴν γὰρ τοσαύτην διάστασιν δι' ἐνι-
αυτοῦ ποιεῖται, καθὰ φθάσας εἶπον, ὁ ἥλιος. οὐκ ἄρα
τῶν ἀστέρων ἐστίν, ἀλλὰ τοῦ στερεώματος ἡ καθ' ἡμέ-
ραν κίνησις.
Ἔτι καὶ τετάρτης ἀποδείξεως ἄκουε· οἱ ἀπλανεῖς

Ammonius Phil., In Aristotelis categorias commentarius (4016: 002)


“Ammonius in Aristotelis categorias commentarius”, Ed. Busse, A.Berlin:
Reimer, 1895; Commentaria in Aristotelem Graeca 4.4.Σε. 72, γρ. 16

Ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν.

Τότε ἡμῖν ἀνάγκη ὀνοματοθετεῖν, φησίν, ἐὰν μὴ κείμενον ᾖ ὄνομα


πρὸς ὃ δεῖ ἀντιστρέφειν, οἷον ἐποίησεν ἐπὶ τοῦ πηδαλιωτοῦ. πάλιν ἡ
κεφαλὴ ἐὰν ἀποδοθῇ πρὸς τὸ ζῷον καὶ εἴπωμεν ‘ζῴου κεφαλή’, οὐκ ἀντι-
στρέφει· οὐ γὰρ ἐροῦμεν τὸ ζῷον κεφαλῇ ζῷον· εἰσὶ γάρ τινα ζῷα
κεφαλὴν μὴ ἔχοντα ὡς ὁ καρκίνος. ἀνάγκη οὖν ὀνοματοθετεῖν καὶ τὴν
συνήθειαν καινοτομεῖν διὰ τὸ οἰκείως ποιεῖσθαι τὴν ἀντιστροφήν·
οἰκείως
οὖν ἀποδίδοται, ἐὰν οὕτως εἴπωμεν ‘ἡ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλή’· οὕτω
γὰρ καὶ ἀντιστρέφειν δυνάμεθα τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ κεφαλωτὸν
εἰπόντες.
398

καὶ καθόλου ὅταν ὀνοματοποιεῖν βουλώμεθα, ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ ἀντι-
στρεφόντων παρώνυμον ποιήσομεν ὄνομα οἷον ἀπὸ τοῦ πηδαλίου τὸ
πηδα-
λιωτὸν καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ κεφαλωτόν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων.
καὶ οὕτω πάντα τὰ πρός τι πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεται.

Asclepius Phil., In Aristotelis metaphysicorum libros A–Z


commentaria (4018: 001)“Asclepii in Aristotelis metaphysicorum libros
A–Z commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1888; Commentaria
in Aristotelem Graeca 6.2.Σε. 357, γρ. 22

ἀνάγκης οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, οἷον ἐάν τις ἐν τῷ ὀρύττειν καὶ φυτεύειν
εὕρῃ θησαυρόν· οὔτε γὰρ ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ τὸ τοιοῦτο οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
ὀρύττων τις περιτυγχάνει θησαυρῷ. ἐπεὶ οὖν οὔτε ἐξ ἀνάγκης τοῦτό ἐστιν
οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, συμβεβηκέναι αὐτὸ λέγομεν. ὥστε ἐπειδὴ ἔστιν
ὑπάρχον τι καὶ τινί, καὶ ἔνια τούτων καὶ ποῦ καὶ ποτέ, ὅτι ἂν
ὑπάρχῃ μέν, ἀλλὰ μὴ διότι τοδὶ ἢ νῦν ἢ ἐνταῦθα, τὸ τοιοῦτο
συμβεβηκός ἐστιν, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ προελθόντος δι' ἕτερόν τι πρᾶγμα καὶ
περιτυχόντος φίλῳ, ὃν οὐ προσεδόκα θεάσασθαι. ἄλλως τε δὴ οὐδέν
ἐστιν
αἴτιον ὡρισμένον τοῦ συμβεβηκότος, ἀλλὰ τὸ τυχόν, ὥσπερ τοῦ
θέρους, εἰ τύχοι, τὸ εἶναι τὸν ἥλιον ἐν καρκίνῳ · τοῦτο δὲ ἀόριστον.
συνέβη τὸ εἰς Αἴγιναν ἐλθεῖν, εἰ μὴ διὰ τοῦτο ἀφίκετο, ἀλλ' ὑπὸ χειμῶνος
ἀναγκασθεὶς ἐκεῖσε παρεγένετο. ὥστε γέγονε τοῦτο καὶ ἔστι συμβεβηκός,
ἀλλ' οὐχ ᾗ αὐτὸ ἀλλὰ καθὸ ἕτερον· ὁ γὰρ χειμὼν αἴτιος τοῦ μὴ ὅπου
ἔπλει ἐλθεῖν. λέγεται δὲ καὶ ἄλλως συμβεβηκός, οἷον ὅσα ὑπάρ-
χουσιν ἑκάστῳ καθ' αὑτὸ μὴ ἐν τῇ οὐσίᾳ ὄντα, οἷον τῷ τριγώνῳ
τὸ τὰς τρεῖς γωνίας δυσὶν ὀρθαῖς ἔχειν ἴσας· οὔτε γὰρ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ
τριγώνου παραλαμβάνεται. καὶ ταῦτα μέν, φησίν, ἀίδια ὑπάρχουσιν,
ἐκεῖνα
δὲ οὐκ ἀίδια τὸ περὶ Αἰγίνης καὶ τοῦ θησαυροῦ. ἐν τῷ δευτέρῳ δὲ τῶν
Ἀποδεικτικῶν λέγεται ἀκριβέστερον περὶ τούτων.

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium (4026: 001)“Anonymi et Stephani in artem
rhetoricam ommentaria”, Ed. Rabe, H.Berlin: Reimer, 1896;
Commentaria in Aristotelem Graeca 21.2.Σε. 145, γρ. 29

πράττεται τὸ ἐναντίον αὐτῷ, [b6] οἷον ἐν οἷς ἔθυον τῇ Λευκοθέα,


ἔπραττον
399

καὶ τὸ ἐναντίον αὐτῇ ἤτοι ἔκλαιον· ἐναντίαι γὰρ αἱ πράξεις αὗται ἤτοι τὸ
θύειν καὶ τὸ κλαίειν· ᾗ μὲν ἔθυον, ὡς θεὰν αὐτὴν ἐτίμων, ᾗ δὲ ἐθρήνουν,
ὡς θνητὴν αὐτὴν ἡγοῦντο· εἰ γοῦν ἔθυον, οὐκ ἔδει θρηνεῖν, ἢ εἰ
ἐθρήνουν,
οὐκ ἔδει θύειν· οὕτω γὰρ ἂν οὐκ ἂν ἔπραττον ἅμα τὰ ἐναντία. ἡ Ἰνὼ
εἰσῆλθε μετὰ τοῦ υἱοῦ αὑτῆς τοῦ Μελικέρτου καὶ Κλεάρχου εἰς τὴν θά-
λασσαν διωκομένη ὑπὸ τοῦ Ἀθάμαντος τοῦ ἀνδρὸς αὑτῆς μανέντος ὑπὸ
τῆς Ἥρας διὰ τὴν ζηλοτυπίαν, ὅτι συνῆλθε τῇ Ἰνοῖ ὁ Ζεύς, καὶ ἀπηθανα-
τίσθη ἡ Ἰνώ· διὰ τοῦτο ὡς μὲν δεινὰ παθούσῃ ἐπιθρηνοῦσιν, ὡς δ' ἀπο-
θανατισθείσῃ θύουσιν. [b8] ἄλλος τόπος τὸ κατηγορεῖν ἐκ τῶν
ἁμαρτηθέντων. ὁ καρκίνος τραγικὸς ἦν ποιητής. [b10] κατηγο-
ροῦσι τῆς Μηδείας, ὅτι τοὺς παῖδας ἀπέκτεινε· καὶ τοῦτο δῆλόν
ἐστιν, ὅτι αὐτοὺς ἀπέκτεινεν, ἀπὸ τοῦ μὴ φαίνεσθαι αὐτοὺς ἀλλ' ἀφανεῖς
γενέσθαι. ἥμαρτε γὰρ ἡ Μήδεια περὶ τὴν τῶν παίδων ἀπο-
σκευὴν ἤτοι ἀπόκτανσιν. ἡ δὲ ἀπολογεῖται ὅτι ‘εἰ ἔμελλον ἀποκτεῖναι,
τὸν Ἰάσονα ἂν ἀπέκτεινα ὡς λυπήσαντα, οὐχὶ τοὺς παῖδας· οὐδὲ γὰρ
οἱ παῖδές με ἐλύπησαν’. [b14] εἴπερ γοῦν τὸ ἕτερον ἐποίησεν ἤτοι
τὸ ἀποκτεῖναι τοὺς παῖδας, μᾶλλον ἥμαρτεν ὡς μὴ ποιήσασα τὸ ἕτερον
ἤτοι τὸ τὸν Ἰάσονα ἀποκτεῖναι. [b16] ἡ γοῦν ῥητορικὴ τοῦ Θεοδώρου
τοῦτον τὸν τόπον παρεδίδου ἤτοι τὸ ἐκ τῶν ἁμαρτηθέντων τινὶ ἐπιχειρεῖν.

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium Σε. 248, γρ. 25

θέλομεν ἀναμιμνῄσκεσθαι τῶν γενομένων. διαβάλλοντες τὰ γεγόνοτα


ἢ ἐπαινοῦντες, οἷον ‘ἐπεὶ συνέβη τόδε τὸ τρόπαιον γενέσθαι ἐκ τοῦ
ποιῆσαι τόδε, καὶ ἡμεῖς λοιπόν, εἰ ποιήσομεν τὸ αὐτό, νικήσομεν.’ [b15]
ἀλλὰ τότε, ὅτε διαβάλλει τὰ γενόμενα ὁ συμβουλεύων, οὐ ποιεῖ ἔργον
συμβούλου ἀλλὰ λοιδόρου καὶ ψέγοντος, ὥσπερ, εἰ ἐπαινεῖ τὰ γεγονότα,
ποιεῖ ἔργον ἐπαινοῦντος καὶ ἐγκωμιάζοντος καὶ οὐχὶ συμβούλου. ἐὰν δὲ
ᾖ ἄπιστον τὸ διηγούμενον, δεῖ ὑπισχνεῖσθαι εἰπεῖν τὴν αἰτίαν, δι'
ἣν ἄπιστον δοκεῖ, καὶ διατάττειν καὶ διακοσμεῖν τὸ διηγούμενον ἐκεῖνο,
οἷς βούλονται οἱ ἀκροαταί, ἵνα ἐκ τοῦ λέγειν, ὅσα βούλονται οἱ ἀκροαταί,
ἀληθὴς δοκῇς καὶ ἀποδεχόμενος τοῖς ἀκροαταῖς· λέγεις γὰρ τὰ θυμήρη
αὐτοῖς. [b18] ὁ καρκίνος τραγικὸς ποιητής. ἐν τῷ Οἰδίποδι ἤτοι τῷ
δράματί τις ἐζήτει τὸν υἱὸν αὑτοῦ καὶ ἐπυνθάνετο καὶ ἠρώτα περὶ αὐτοῦ
τὴν Ἰοκάστην, ἡ δὲ ὑπισχνεῖτο ἀεὶ εἰπεῖν. καὶ ὁ Αἵμων δρᾶμά
ἐστι· καὶ ὑπισχνεῖται οὗτος ἀεὶ εἰπεῖν πρὸς τὸν ἐρωτῶντα.
Τὰς δὲ πίστεις ἤτοι τὰς ὑποδείξεις δεῖ εἶναι ἀποδεικτικὰς
ἤτοι συλλογιστικάς. ἐπεὶ καὶ περὶ τεττάρων ἐστὶν ἡ ἀμφισβήτησις
– ἢ ὅτι γέγονεν ἢ οὐ γέγονεν ἀμφισβητοῦμεν ἢ ὅτι δίκαιόν ἐστιν ἢ ἄδικον
ἢ μέγα ἢ μικρὸν καὶ ἢ βλαβερὸν ἢ οὐ βλαβερόν – ἐπεὶ γοῦν περὶ
400

τεττάρων
ἀμφισβητοῦμεν, δεῖ τὸν ῥήτορα ἀποδεικνύναι φέροντα τὰς ἀποδείξεις καὶ
δεικνύοντα περὶ τὸ ἀμφισβητούμενον καὶ ἀμφιβαλλόμενον·

Stephanus Gramm., Ethnica (epitome) Σε. 360, γρ. 1

ριᾶτις, καὶ Καρίς ἀπὸ τῆς Καρός γενικῆς. Καρίς δὲ ἐλέγετο


ἡ Κῶς, ὡς Ἑλλάνικος. ἔστι καὶ Φρυγίας πόλις Καρίς καὶ
Καρίδες. τὸ ἐθνικὸν Καριδεύς ὡς Ἀρκαδεύς, τὸ ἀπὸ τῆς
τέχνης Καρίτης. τῶν Καρῶν τὸ κτητικὸν Καρικός. Ἡρόδοτος
ἐν πρώτῃ “τὸ Καρικὸν ἔθνος δοκιμώτατον”.
Καρικόν, τόπος ἰδιάζων ἐν Μέμφιδι, ἔνθα Κᾶρες οἰ-
κήσαντες, ἐπιγαμίας πρὸς Μεμφίτας ποιησάμενοι, Καρο-
μεμφῖται ἐκλήθησαν.
Καρικὸν τεῖχος, πόλις Λιβύης ἐν ἀριστερᾷ τῶν Ἡρα-
κλείων στηλῶν, ὡς Ἔφορος πέμπτῃ. τὸ ἐθνικὸν Καρικοτειχίτης.
Καρκινῖτις, πόλις Σκυθική. Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ. οἱ
κατοικοῦντες Καρκινῖται.
Καρμανία, χώρα τῆς Ἰνδικῆς. Στράβων πεντεκαιδεκάτῃ.
τὸ ἐθνικὸν Καρμάνιοι καὶ θηλυκῶς καὶ οὐδετέρως. καὶ Καρ-
μανοί καὶ Καρμανίς. ἔστι καὶ Κάρμανα νῆσος ἢ ἀπὸ τῶν
Καρμανῶν.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica


Nicomachea vii commentaria (4033: 002)“Eustratii et Michaelis et
anonyma in ethica Nicomachea commentaria”, Ed. Heylbut, G.Berlin:
Reimer, 1892; Commentaria in Aristotelem Graeca 20.Σε. 437, γρ. 1

ὤν, οὐκ οἴεται ἄθλιος εἶναι, ἤτοι νοσῶν. οὐδὲ γὰρ ἄν τις ἡττᾶται
ὑπὸ ἰσχυρῶν καὶ μεγάλων ἡδονῶν, θαυμαστός ἐστιν οὐδ' ἀκρατὴς
λέγεται
ἀλλὰ συγγνωμονικός, οὐδ' ἂν ἡττᾶται ὑπὸ λυπῶν μεγάλων θαυμαστός
ἐστιν
οὐδὲ μαλακὸς λέγεται ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστιν, εἰ ἀντιτείνων πρὸς τὰς
μεγάλας λύπας ὕστερον ἡττηθῇ ὑπ' αὐτῶν.
Ὁ Θεοδέκτης τραγικὸς ἦν, καὶ παράγει τὴν χεῖρα δεδηγμένον τὸν
Φιλοκτήτην ὑπὸ ὄφεως, καὶ μέχρι μὲν πολλοῦ ἀντέτεινε πρὸς τὰς λύπας
καὶ τοὺς πόνους, ὕστερον δὲ ἡττήθη καὶ ἐβόα ‘κόψατε τὴν ἐμὴν χεῖρα’.
οὗτος οὖν οὐ ῥηθήσεται μαλακός, διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν (μεγάλαι
401

γὰρ ἦσαν αὗται), ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι. καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν,
ὁ δὲ Κερκύων εἶχε θυγατέρα τὴν Ἀλόπην. μαθὼν δὲ ὅτι ἐμοιχεύθη ἡ
αὐτοῦ θυγάτηρ Ἀλόπη ἠρώτησεν αὐτήν, τίς ἦν ὁ μοιχεύσας, λέγων εἴ μοι
τοῦτον εἴποις, οὐδ' ὅλως ἂν λυπηθῇς. εἶτα εἰπούσης τῆς Ἀλόπης τὸν
αὐτὴν μοιχεύσαντα, οὐκέτι ὁ Κερκύων ὑπὸ τῆς λύπης ἔφερε ζῆν, ἀλλὰ
καὶ τὸ ζῆν ἀπελέγετο. οἷον καὶ ὁ Κερκύων, ὁ ὑπὸ τοῦ Καρκίνου παρα-
γόμενος, ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν λυπῶν οὐ μαλακὸς ῥηθῇ. ὥσπερ καὶ ὁ πει-
ρώμενος κατέχειν τὸν γέλωτα, εἶτα ἀθρόον ἐκκαγχάζει, οὕτως καὶ ὁ Κερ-
κύων μέχρι μὲν πολλοῦ πρὸς τὴν λύπην ἀντέτεινεν, εἶτα ἡττήθη. καὶ ὁ
Ξενόφαντος ἐπειρᾶτο κατέχειν τὸν γέλωτα, ἀθρόον δ' ἐκάγχασεν. ἢ πρὸς
τὸ ἄνω ἀποδοτέον, ὅτι καὶ ὁ Ξενόφαντος ὑπὸ ὄφεως δηχθεὶς τὴν ζωὴν

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica Nicomachea


vii commentaria Σε. 437, γρ. 6

Ὁ Θεοδέκτης τραγικὸς ἦν, καὶ παράγει τὴν χεῖρα δεδηγμένον τὸν


Φιλοκτήτην ὑπὸ ὄφεως, καὶ μέχρι μὲν πολλοῦ ἀντέτεινε πρὸς τὰς λύπας
καὶ τοὺς πόνους, ὕστερον δὲ ἡττήθη καὶ ἐβόα ‘κόψατε τὴν ἐμὴν χεῖρα’.
οὗτος οὖν οὐ ῥηθήσεται μαλακός, διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν (μεγάλαι
γὰρ ἦσαν αὗται), ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι. καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν,
ὁ δὲ Κερκύων εἶχε θυγατέρα τὴν Ἀλόπην. μαθὼν δὲ ὅτι ἐμοιχεύθη ἡ
αὐτοῦ θυγάτηρ Ἀλόπη ἠρώτησεν αὐτήν, τίς ἦν ὁ μοιχεύσας, λέγων εἴ μοι
τοῦτον εἴποις, οὐδ' ὅλως ἂν λυπηθῇς. εἶτα εἰπούσης τῆς Ἀλόπης τὸν
αὐτὴν μοιχεύσαντα, οὐκέτι ὁ Κερκύων ὑπὸ τῆς λύπης ἔφερε ζῆν, ἀλλὰ
καὶ τὸ ζῆν ἀπελέγετο. οἷον καὶ ὁ Κερκύων, ὁ ὑπὸ τοῦ Καρκίνου παρα-
γόμενος, ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν λυπῶν οὐ μαλακὸς ῥηθῇ. ὥσπερ καὶ ὁ πει-
ρώμενος κατέχειν τὸν γέλωτα, εἶτα ἀθρόον ἐκκαγχάζει, οὕτως καὶ ὁ Κερ-
κύων μέχρι μὲν πολλοῦ πρὸς τὴν λύπην ἀντέτεινεν, εἶτα ἡττήθη. καὶ ὁ
Ξενόφαντος ἐπειρᾶτο κατέχειν τὸν γέλωτα, ἀθρόον δ' ἐκάγχασεν. ἢ πρὸς
τὸ ἄνω ἀποδοτέον, ὅτι καὶ ὁ Ξενόφαντος ὑπὸ ὄφεως δηχθεὶς τὴν ζωὴν
ἐμίσει καὶ τὴν λύπην οὐκ ἔφερεν, ἢ τὸν γέλωτα πειρώμενος κατέχειν
ἀθρόον ἐκάγχασεν. ἀλλ' εἴ τις πρὸς ἃς λύπας οἱ πολλοὶ δύνανται ἀν-
τέχειν, ὑπὸ τούτων ἡττᾶται καὶ μὴ δύναται ἀντέχειν, ἢ διὰ φύσιν
γένους, ἤτοι διὰ γυναικείαν ἀσθένειαν, ἢ διὰ φύσιν γένους, ἤτοι εἰ μὴ
πολλάκις ᾖ ἐκ γενετῆς συντεθραμμένος ταῖς ἡδοναῖς,

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica


Nicomachea paraphrasis (pseudepigraphum olim a Constantino
Palaeocappa confectum et olim sub auctore Heliodoro Prusensi vel
Andronico Rhodio vel Olympiodoro) (4033: 003)
“Heliodori in ethica Nicomachea paraphrasis”, Ed. Heylbut, G.Berlin:
402

Reimer, 1889; Commentaria in Aristotelem Graeca 19.2.Σε. 149, γρ. 22

τῶν ἐπιθυμιῶν, καρτερικὸς δέ ἐστιν ὁ ἀντέχων πρὸς αὐτὰς καὶ μὴ ἡττώ-


μενος· ὁ δὲ χαυνούμενος πρὸς ἃ οἱ πολλοὶ ἀντιτείνουσι καὶ δύνανται φέ-
ρειν, οὗτος μαλακὸς καὶ τρυφῶν· καὶ γὰρ ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστιν.
ὃς ἕλκει τὸ ἱμάτιον, ἵνα μὴ πονήσῃ τὴν ἀπὸ τοῦ αἴρειν λύπην,
καὶ μιμούμενος τὸν ἐκλελυμένον ὑπὸ νόσου, οὐκ οἴεται ἄθλιος εἶναι,
ἀθλίῳ ὅμοιος ὤν· τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ἐπὶ ἐγκρατείας καὶ ἀκρασίας
ἐστίν. εἰσὶ γὰρ ἡδοναὶ καὶ λῦπαι οὕτω μεγάλαι καὶ σφοδραί, ὥστε τὸν
ἡττώμενον αὐτῶν συγγνώμης τινὸς ἀξιοῦσθαι· τὸ γὰρ τοιούτων ἡττᾶσθαι
οὐδὲν θαυμαστόν· ὥσπερ ὁ Φιλοκτήτης, ὃν εἰσήγαγεν ἐν τοῖς ποιήμασι
Θεοδέκτης ὁ ποιητὴς πεπληγμένον ὑπὸ ὄφεως, καὶ μέχρι τινὸς κρατοῦντα
τῆς λύπης, εἶτα ἀναβοήσαντα· ἢ ὃν εἰσάγει Καρκῖνος ὁ ποιητὴς
Κερκύονα
ἐπὶ τῇ ὕβρει τῆς θυγατρὸς Ἀλόπης καρτεροῦντα μέχρι τινός, εἶτα ἡττη-
θέντα τῆς ἀλγηδόνος· ὥσπερ οἱ κατέχειν πειρώμενοι τὸν γέλωτα
ἀθρόον ἐκκαγχάζουσιν, ὅπερ ὁ Ξενόφαντος ἐποίησεν. οὐ τοῦτο τοίνυν
ἐστὶ θαυμαστὸν τὸ ἡττηθῆναι οὕτω σφοδροτάτων παθῶν, ἀλλ' εἴ τις ἡτ-
τᾶται πρὸς ἃς οἱ πολλοὶ δύνανται ἀντέχειν ἡδονὰς καὶ λύπας καὶ
μὴ δύναιτο ἀντιτείνειν, μὴ διὰ φύσιν τινὰ τοῦ γένους, ὥσπερ οἱ Σκυθῶν
βασιλεῖς φύσει εἰσὶ μαλακοί, ἢ ὥσπερ τὸ θῆλυ φύσει ἐστὶ τοῦ ἄρρενος
μαλακώτερον, ἢ διὰ νόσον, ἀλλὰ διὰ πονηρὰν ἕξιν καὶ μοχθηρίαν, ὁ τοι-
οῦτος ἀσύγγνωστος. ἔστι δὲ καὶ ὁ σφόδρα χρώμενος ταῖς παιδιαῖς μα-
λακός, εἰ καὶ δοκεῖ ἀκόλαστος εἶναι. οἱ γὰρ τὴν ἄνεσιν σφόδρα ζητοῦντές

Michael Phil., In parva naturalia commentaria (4034: 002)“Michaelis


Ephesii in parva naturalia commentaria”, Ed. Wendland, P.Berlin:
Reimer, 1903; Commentaria in Aristotelem Graeca 22.1.Σε. 108, γρ. 27

Ἔτι τὸ χρώμενον καὶ ᾧ χρῆται δεῖ διαφέρειν.

Χρώμενον λέγει τὸ μέσον, αὐτόν, ὡς εἴρηται, τὸν θώρακα καὶ τὸν


περὶ τὴν καρδίαν τόπον, ᾧ δὲ χρῆται τὰ ὄργανα, πόδας καὶ τὰ τοιαῦτα.
ἐπεὶ γὰρ ὁ θώραξ ἐστὶ τὸ τοῦ ζῴου ἀναγκαιότατον σῶμα καὶ οὗ ἄνευ οὐ
δύναται εἶναι, χωρὶς δὲ τῶν ἄλλων τοῦτο (πολλὰ γὰρ τῶν ζῴων οὔτε
κεφαλὴν ἔχει ὡς καρκίνοι, οὔτε πόδας ὡς τὰ ἄποδα, οὔτε χεῖρας),
δηλονότι
χάριν τοῦ θώρακός εἰσι καὶ τὰ ἄλλα καὶ τῆς ἐν τούτῳ δυνάμεως προσπέ-
φυκεν. εἰ δὲ τοῦτο δῆλον, τὸ μὲν χρώμενόν ἐστι τὸ μέσον, οἷς δὲ χρῆται
τὰ λοιπά. κρείττων δὲ ὁ τρόπος τοῦ χρωμένου, καθ' ὅσον τὸ χρώμενον
ποιεῖ καὶ κινεῖ καὶ ἄρχει, τὰ δὲ πάσχουσι καὶ κινοῦνται καὶ ἄρχονται.
οὗ δὲ ὁ τρόπος καὶ ἡ δύναμις κρείττων, καὶ αὐτὸ κρεῖττον. εἰ δὲ ἐν τῷ
403

κρείττονι ἀναγκαῖον εἶναι τὴν ψυχήν, ἐν τῷ μέσῳ ἂν εἴη. εἶπε δὲ τὴν


μὲν χεῖρα ὡς τὸ χρώμενον, τοὺς δὲ αὐλοὺς ὡς τὰ οἷς χρῆται. ἡ δὲ χεὶρ
κρείττων τῶν αὐλῶν, καὶ τὸ μέσον ἄρα κρεῖττον τῶν ἄλλων. εἴη δ' ἂν
ἡ ἀρχὴ τῆς ἐμφύτου θερμότητος (ἀρχὴ δὲ τῆς ἐμφύτου θερμότητος ἡ

Michael Phil., In libros de partibus animalium commentaria Σε. 91, γρ.


15

καὶ τοῖς μὲν ἄλλοις ζῴοις πρὸς τῇ ἀπὸ τῆς καταπόσεως καὶ ἡ κατὰ τὴν
γεῦσιν ὑπάρχει αἴσθησις, ἐκείνοις δὲ τοῖς τε ἰχθύσι καὶ τοῖς τετράποσι καὶ
ᾠοτόκοις ἡ ἀπὸ τῆς καταπόσεως μόνη. πάντα δὲ τὰ ἔχοντα τὴν γλῶτταν
δικρόαν εἰ καὶ λίχνα ἐστίν, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ
εὐπο-
ρεῖν πολλῆς τῆς τροφῆς ἰσχνά ἐστι. λέγει δὲ καὶ περὶ τοῦ ποταμίου
κροκο-
δείλου κινεῖν τὴν ἄνω σιαγόνα δι' αἰτίαν τοιαύτην· ἐπειδὴ γάρ, φησίν,
ἀχρήστους ἔχει τοὺς πόδας πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἀντὶ ποδῶν ἡ
φύσις τὸ στόμα χρήσιμον αὐτῷ πεποίηκεν· ὅθεν οὖν χρήσιμον ἦν ἰσχυρο-
τάτην γενέσθαι τὴν πληγήν, ἐκεῖθεν καὶ τὴν σιαγόνα κινεῖσθαι πεποίηκεν.
ἰσχυροτέρα δὲ γίνεται ἡ πληγὴ ἀεὶ ἡ ἄνωθεν· εἰκότως ἄρα τὴν ἄνω σια-
γόνα κινεῖσθαι πεποίηκε. καὶ τοῖς μὲν καρκίνοις καὶ τοῖς ἄλλοις, ὅσοις
ἐνδέχεται σχολαίως τὴν λῆψιν ποιεῖσθαι διὰ τὸ μὴ ἐν ὑγρῷ εἶναι τὴν
χρῆσιν τοῦ στόματος (τὰ γὰρ ἔνυδρα καὶ τὴν λῆψιν καὶ τὴν κατάποσιν
ταχεῖαν ποιεῖται) τοῖς μὲν δὴ καρκίνοις καὶ τοῖς τοιούτοις διῄρηται τὰ
μόρια, καὶ ἄλλα μὲν ἔχει πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἄλλα δὲ πρὸς τὸ
μασᾶσθαι· τοῖς δὲ κροκοδείλοις καὶ πρὸς τὸ λαμβάνειν καὶ πρὸς τὸ μασᾶ-
σθαι τὸ στόμα πεποίηκεν ἡ φύσις χρήσιμον.
Λέγει δὲ τοὺς ὄφεις μὴ ἔχειν αὐχένα διὰ τάδε· ἐπειδὴ
γὰρ ὁ αὐχὴν μεταξύ ἐστι κεφαλῆς καὶ ὤμων, οἱ δὲ ὄφεις ὤμους
οὐκ ἔχουσιν, οὐδ' ἂν αὐχένα ἔχοιεν· ὁ γὰρ αὐχήν, ὡς εἴρηται, τοῖς
εἰρημένοις ἐσχάτοις, τουτέστι τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ὤμοις διορίζεταί

Michael Phil., In libros de partibus animalium commentaria Σε. 91, γρ.


18

δικρόαν εἰ καὶ λίχνα ἐστίν, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ


εὐπο-
ρεῖν πολλῆς τῆς τροφῆς ἰσχνά ἐστι. λέγει δὲ καὶ περὶ τοῦ ποταμίου
κροκο-
δείλου κινεῖν τὴν ἄνω σιαγόνα δι' αἰτίαν τοιαύτην· ἐπειδὴ γάρ, φησίν,
404

ἀχρήστους ἔχει τοὺς πόδας πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἀντὶ ποδῶν ἡ
φύσις τὸ στόμα χρήσιμον αὐτῷ πεποίηκεν· ὅθεν οὖν χρήσιμον ἦν ἰσχυρο-
τάτην γενέσθαι τὴν πληγήν, ἐκεῖθεν καὶ τὴν σιαγόνα κινεῖσθαι πεποίηκεν.
ἰσχυροτέρα δὲ γίνεται ἡ πληγὴ ἀεὶ ἡ ἄνωθεν· εἰκότως ἄρα τὴν ἄνω σια-
γόνα κινεῖσθαι πεποίηκε. καὶ τοῖς μὲν καρκίνοις καὶ τοῖς ἄλλοις, ὅσοις
ἐνδέχεται σχολαίως τὴν λῆψιν ποιεῖσθαι διὰ τὸ μὴ ἐν ὑγρῷ εἶναι τὴν
χρῆσιν τοῦ στόματος (τὰ γὰρ ἔνυδρα καὶ τὴν λῆψιν καὶ τὴν κατάποσιν
ταχεῖαν ποιεῖται) τοῖς μὲν δὴ καρκίνοις καὶ τοῖς τοιούτοις διῄρηται τὰ
μόρια, καὶ ἄλλα μὲν ἔχει πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἄλλα δὲ πρὸς τὸ
μασᾶσθαι· τοῖς δὲ κροκοδείλοις καὶ πρὸς τὸ λαμβάνειν καὶ πρὸς τὸ μασᾶ-
σθαι τὸ στόμα πεποίηκεν ἡ φύσις χρήσιμον.
Λέγει δὲ τοὺς ὄφεις μὴ ἔχειν αὐχένα διὰ τάδε· ἐπειδὴ
γὰρ ὁ αὐχὴν μεταξύ ἐστι κεφαλῆς καὶ ὤμων, οἱ δὲ ὄφεις ὤμους
οὐκ ἔχουσιν, οὐδ' ἂν αὐχένα ἔχοιεν· ὁ γὰρ αὐχήν, ὡς εἴρηται, τοῖς
εἰρημένοις ἐσχάτοις, τουτέστι τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ὤμοις διορίζεταί
τε καὶ περιορίζεται. λέγει δὲ τοὺς ὄφεις στρέφειν τὴν κεφαλὴν
εἰς τοὔπισθεν ἠρεμοῦντος τοῦ λοιποῦ σώματος. οὐ τοῦτο δέ
φησιν ὅτι ἀκινητίζοντος πάμπαν τοῦ λοιποῦ σώματος στρέφει τὴν
κεφαλήν

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 218, Bekker σε.
175b, γρ. 15

τε καὶ συγκοπῆς καὶ ὀδύνης καὶ λυγμοῦ διαλαμβάνει,


κυνώδους τε ὀρέξεως καὶ ἀνορεξίας καὶ βουλίμου θερα-
πείας, ἔτι δὲ περὶ ναυτίας καὶ ἐμέτων, ἀγρυπνίας τε
καὶ καταφορᾶς καὶ συντήξεως καὶ δίψους καὶ ἑλκω-
θέντος τοῦ ἱεροῦ ὀστοῦ θεραπείας.
Κατὰ δὲ τὸ ζʹ ἑλκῶν μὲν ἁπάντων, τῶν τε λεγο-
μένων ἁπλῶν καὶ τῶν κοίλων, καί γε καὶ τῶν οὐλῆς
δεομένων καὶ ὑπερσαρκούντων ἐκδιδάσκει, πρός τε τὰ
πυρίκαυστα θεραπείας εἰσάγει, καὶ περὶ ἐξανθημάτων
καὶ κνησμῶν καὶ φλυκταίνων, ἀναρρηγνυμένων τε ἑλκῶν
καὶ κακοήθων· πρὸς ἄνθρακάς τε καὶ καρκίνους ἰάσεις
ἀναγράφει, σπασμῶν τε καὶ στρεμμάτων καὶ θλασμά-
των, οἷς τε ἂν ἀκὶς ἢ κάλαμος ἢ ἄκανθα ἢ σκό-
λοψ ἐμπαγέντα σαρκὶ ἀποσπασθείη· περί τε παρω-
νυχιῶν καὶ τῶν ἐν ἄρθροις ἑλκῶν, αἱμορραγίας τε καὶ
νευροτρώτων, καὶ περὶ κεχαλασμένων ἄρθρων, περί
τε φλεγμονῆς καὶ ῥευματικῆς διαθέσεως, περί τε γαγ-
γραίνης καὶ σφακελισμοῦ, καὶ περὶ ἀποστημάτων καὶ συ-
ρίγγων, ἐρυσιπέλατός τε καὶ ἕρπητος, καὶ περὶ σκίρρων
405

καὶ οἰδημάτων, τερμίνθου τε καὶ ἐπινυκτίδος, περί τε


διατμηθέντων συνδέσμων, καὶ θύμου καὶ

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 221, Bekker σε.
180a, γρ. 29

τῆς κήλης εἰδῶν· περί τε συνθέσεως ἐμπλάστρων, καὶ


τρόπου τῶν ἐμβαλλομένων ἑψήσεως· ἔτι δὲ περὶ τῶν
τὰ νεῦρα τρωθέντων ἢ θλασθέντων, καὶ περὶ βουβώνων,
καὶ φλεγμονῆς καθόλου, περί τε ἀποστημάτων καὶ κοίλων
ἑλκῶν, τί τέ ἐστιν ἕκαστον τῶν εἰρημένων, καὶ θεραπείας
αὐτῶν ἐκτιθείς.
Ἔτι δὲ καὶ πρὸς τοὺς ἐν ἕλκεσι σκώ-
ληκας, καὶ πρὸς νομὰς καὶ τὰ σηπεδονώδη τῶν ἑλκῶν,
καὶ πρὸς αἱμορραγίας ἰάσεις συγκατατάττει. Διαλαμ-
βάνει δὲ καὶ περὶ κόλπων καὶ συρίγγων, γαγγραίνης τε
καὶ σφακέλου, καὶ περὶ ὄγκων καρκινωδῶν καὶ ἀνθράκων
καὶ ἐρυσιπέλατος, ἕρπητός τε καὶ ἐπινυκτίδος καὶ τερ-
μίνθου καὶ φλυκταίνων, τάς τε γενέσεις αὐτῶν διεξιών,
καὶ ὅσαι τούτοις ἁρμόζουσι θεραπεῖαι. Ἔτι δὲ καὶ περὶ
τῶν ἐκ πυρὸς ἢ ὕδατος κατακαέντων, καὶ θεραπείας
τῶν μαστιγωθέντων καὶ τῶν ἀποσυρμάτων τῶν τε παρα-
τριμμάτων καὶ σαρκὸς θλασθείσης ἢ ῥαγείσης, καὶ σπά-
σματος καὶ στρέμματος, καὶ περὶ κεχαλασμένων ἄρθρων,
καὶ χιμέθλων πτερυγίων τε τῶν ἐν δακτύλοις καὶ παρω-
νυχίας, καὶ περὶ τεθλασμένων ὀνύχων καὶ ὑφαίμων καὶ
σαλευομένων καὶ ψωριώντων ἢ λεπριώντων,

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 224, Bekker σε.
223a, γρ. 32

Τὴν γὰρ ἀρχὴν τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ παισὶν


ἀνεπηρέαστον συντηρῶν ἐπὶ τοσοῦτον τῆς αὐτῶν κηδε-
μονίας λόγον ἐτίθετο, ὡς καὶ γυναικὶ συνών, καὶ τότε
λίαν στεργομένῃ, μὴ ἀνασχέσθαι παιδοποιῆσαι, ἀλλὰ μη-
χανῇ πάσῃ γονῆς στέρησιν ἑαυτῷ δικάσαι, ὡς ἂν μηδ'
ὅλως ὑπολίποι τινὰ ἐφεδρεύοντα τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ παι-
σίν.
Οὗτος ἔτι ζῶν καὶ γήρᾳ βαρυνόμενος Τιμοθέῳ τῷ
πρεσβυτέρῳ τῶν παίδων τοῦ ἀδελφοῦ ἐγχειρίζει τὴν
406

ἀρχήν, καὶ μετὰ χρόνον οὐ πολὺν ἀνιάτῳ πάθει καὶ


χαλεπωτάτῳ συσχεθείς, – Καρκίνωμα γὰρ μεταξὺ βουβῶ-
νός τε καὶ ὀσχέου ὑποφυὲν τὴν νομὴν πρὸς τὰ ἔνδον
ἐπεδίδου πικρότερον, ἐξ οὗ ἰχῶρες ἀναστομωθείσης τῆς
σαρκὸς ἐξέρρεον βαρὺ καὶ δύσοιστον πνέουσαι, ὡς μηκέτι
μήτε τὸ ὑπηρετούμενον μήτε τοὺς ἰατροὺς τὸ τῆς ση-
πεδόνος στέγειν δυσῶδες καὶ ἀνυπόστατον. Καὶ συνεχεῖς
δὲ ὀδύναι καὶ δριμεῖαι ὅλον τὸ σῶμα κατέτεινον, ὑφ'
ὧν ἀγρυπνίαις τε καὶ σπασμοῖς ἐξεδίδοτο, ἕως προκό-
ψασα μέχρις αὐτῶν τῶν σπλάγχνων τοῦ πάθους ἡ νο-
μὴ τοῦ βίου ἀπέρρηξεν.

Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)


“Φωτίου τοῦ πατριάρχου λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.
Cambridge: Cambridge University Press, 1822.kappa, Σε. 132, γρ. 9

Καρδοπίων τὴν μητέρα: μύθου ἀρχή.


Κάρδοπος: ἡ μάκτρα τοῦ ἀλεύρου.
Καρηβαρῶν: τὴν κεφαλὴν βαρούμενος ἀπὸ μέθης
οἴνου.
Καρηβοᾶν: ὑπὸ ἤχων τὴν κεφαλὴν ἰλιγγιᾶν· ὑπὸ
βοῆς ἐσκοτῶσθαι.
Κάρηνα: ἀκρόπολις.
Κάριος Ζεύς: ἐν Θεσσαλία καὶ Βοιωτία.
Καρκίνοι: ὑποδημάτων εἶδος.
Καρκίνος: πυράγρα.
Καρκίνος: Λυσίας· ἐλυμαίνοντο γάρ μου τὸν καρκίνον
εἰσφοιτῶσαι, φησὶν, αἱ κύνες· καὶ ὅτ' ἂν ὁ σῖτος
ῥιζωθηῖ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαι φασί·
Φερεκράτης· Ὁπόταν σχολάζης, νῖψον, ἵνα τὰ
λήϊα Συγκαρκινωθηῖ· λέγεται καρκίνος καὶ πάθος
τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν, ὃ νῦν Καρκίνωμα
λέγεται· εὑρίσκεται δὲ πολλάκις· καὶ κύριον
ὄνομα.
Καρκίνου ποιήματα: Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ· αἰνιγματώδη· ὁ γὰρ
καρκίνος Ὀρέστην, ὑπὸ Ἡλίου
ἀναγκαζόμενον ὁμολογῆσαι ὅτι ἐμητροκτόνησεν,
ἐποίησε δι' αἰνιγμάτων ἀποκρινόμενον.
Κάρκαρον: τὸ δεσμωτήριον· οὕτως Σώφρων.
407

Damascius Phil., In Phaedonem (versio 2) (4066: 008)“The Greek


commentaries on Plato's Phaedo, vol. 2 [Damascius]”, Ed. Westerink,
L.G.Amsterdam: North–Holland, 1977.Τμ. 124, γρ. 3

ρκβʹ. – Ὅτι ἡ ἰσορροπία τῆς γῆς ὁμοίως αὐτὴν συνάγει πανταχόθεν ἐπὶ
τὸ
κέντρον· μένει ἄρα κατὰ τὴν ἴσην πάντῃ πρὸς τὸ μέσον σύννευσιν.
ρκγʹ. – Ὅτι εἰ τεθείη τὸ πῦρ ἐν μέσῳ, οὐ μένει διὰ τὸ ἄνω πεφυκέναι
θεῖν·
ἡ δὲ γῆ μένει διὰ τὸ κάτω, ἐπεὶ οὐδὲ ἄνω ἡ γῆ τεθεῖσα μένει, κάτω γὰρ
πέφυκε
θεῖν. καὶ γὰρ ὅλως αἱ κατ' εὐθεῖαν κινήσεις νοσούντων εἰσὶ τῶν
στοιχείων,
ὡς καὶ Ἀριστοτέλης φησίν. ἐπειδὰν δὲ γένηται ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις, εἰ
μὲν
ἐν τῷ μέσῳ, μιμεῖται τὸ κέντρον, ὅ ἐστι μέσον τῷ ὄντι· εἰ δὲ ἐν τῷ πέριξ,
μιμεῖται τὸ πέριξ ἀληθῶς, τὸν οὐρανόν.
ρκδʹ. – Ὅτι ‘πάμμεγά τι’ [109a9] ἡ γῆ οὖσα ὅμως σημείου λόγον ἐπέχει
πρὸς τὸ πᾶν ἅτε ὂν μέγιστον, καὶ οἱ γεωγράφοι κατορθοῦσι πρὸς τὴν
ἡμετέραν
οἰκουμένην τὸν μέγιστον κύκλον λαβόντες. οὗτος δέ ἐστιν ὁ μεταξὺ
καρκίνου
καὶ τοῦ ἀεὶ φανεροῦ· ὥστε ἄλλαι περιλείπονται ζῶναι, δύο μὲν αἱ ὑπὸ
τοὺς
πόλους, μία δὲ ἡ πρὸς τῷ ἰσημερινῷ καὶ τῇ μέσῃ πάσῃ περιηγήσει, ἄλλη
δὲ
ἡ τῇ καθ' ἡμᾶς ἀντικειμένη ἡ μεταξὺ αἰγοκέρωτος καὶ τοῦ ἀεὶ πρὸς ἡμᾶς
ἀφανοῦς.
ρκεʹ. – Ὅτι μεῖζόν τι ἡ γῆ, δηλοῖ μὲν καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἀτλαντίδος
νήσου
τὴν καθ' ἡμᾶς οἰκουμένην ὑπερέχουσα τῷ μεγέθει· δηλοῖ δὲ καὶ ἡ μεγάλη
θάλαττα, ἣν Ὠκεανὸν καλοῦμεν, γῆν ἔχουσα ὑποκειμένην· δηλοῖ δὲ καὶ ἡ
σῆψις
τῶν τῇδε τόπων ὡς οὐκ οὖσα πρώτη, οὐ γὰρ ἂν ἡ φύσις ἔχουσά τι
κάλλιον
ποιῆσαι τοῦτο προέταξεν· δηλοῖ δὲ καὶ τὸ βούλεσθαι τὰ ἄκρα τῶν
δευτέρων
ὡμοιῶσθαι τοῖς πέρασι τῶν προτέρων, ὥστε καὶ ἡ ἄκρα γῆ ἔσται
λεπτομερὴς
408

Eustathius Philol., Scr. Eccl., Commentarii ad Homeri Iliadem (4083:


001)
“Eustathii archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri
Iliadem pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill,
1:1971; 2:1976; 3:1979; 4:1987.Τόμ. 2, σε. 99, γρ. 4

τούτῳ συμπράττουσα, στάσις τις νοηθήσεται καὶ ἐρεθισμὸς εἰς θυμόν,


πλὴν
οὐ φαύλη, ὡς ἀνωτέρω, ἀλλὰ χρηστὴ διὰ τὸ ἐπὶ δικαίοις ἀμυντικόν. διὸ
καὶ
Ὅμηρος «περικαλλὴς μητρυιά» φησὶν οὐδὲν εἰπὼν περὶ αὐτῆς φορτικόν.
καὶ
τοιαύτη μὲν ἡ πρὸς ἦθος ἐν τούτοις ἀλληγορία. Ἄλλοι δὲ ἱστοροῦσιν
ἀνδρειο-
τάτους γενέσθαι τοὺς τοῦ Ἀλωέως παῖδας καὶ περιγενομένους τῶν κατ'
αὐτοὺς καὶ ἐκ πολέμων εἰρηνεύσαντας δῆσαι τὸν Ἄρην τούτῳ τῷ τρόπῳ
φασί.
καὶ οὕτω τὸν μῦθον ἱστορικῶς θεραπεύουσιν. Ἡ μέντοι Δημὼ
μαθηματικῶς
ταῦτα τεθεράπευκε, λέγουσα χάλκεον μὲν κέραμον τὸν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ
χάλκεον
καλούμενον οὐρανόν, δεσμὸν δὲ Ἄρεος τρισκαιδεκάμηνον τὸ τοῦ Ἄρεος
τοῦ
πλάνητος ἀστέρος πάθος, τὸν λεγόμενον στηριγμόν, ὃν πάσχει γενόμενος
πρὸς
Καρκίνῳ καὶ Λέοντι ἐπὶ μῆνας ὀκτώ, ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ἑτέρους πέντε, οἳ τῇ
πρώτῃ αὐτοῦ καὶ δευτέρᾳ ἀνωμαλίᾳ προσλογίζονται. Ἀλωέως δὲ παῖδας
δήσαν-
τας τὸν τοιοῦτον Ἄρην λέγει τὰ διαληφθέντα δύο θερινὰ ζῴδια, τὸν
Καρκίνον
καὶ τὸν Λέοντα, πρὸς οἷς ὁ ἥλιος γενόμενος τοῦ ἀλωεῖν ἐστιν αἴτιος. καὶ
τοιαῦτα μὲν ταῦτα. Ὁ δὲ μῦθός φησι τοὺς μὲν Ἀλωείδας ἐν τῷ κυνηγετεῖν
ἐλάφου μεταξὺ αὐτῶν ἐλθούσης προέσθαι ὡς ἐπ' αὐτὴν τὰ δοράτια καὶ
τῆς
μὲν ἀποτυχεῖν, ἀλλήλους δὲ βαλεῖν, ὁποῖα καὶ ἄλλα ἐγένοντο, καὶ οὕτω
θανεῖν,
διότι μετὰ τὸν Ἄρεος δεσμὸν καθυπερηφανευσάμενοι τὴν Ἥραν τε καὶ
τὴν
Ἄρτεμιν ἐβιάζοντο. Τὸν δὲ Ἄρην ὑπ' αὐτῶν δεθῆναί φησιν ὁ μῦθος, διότι
αὐτὸς ἀνεῖλε τὸν τοῦ Κινύρα υἱὸν Ἄδωνιν, αὐτοῖς ὑπ' Ἀφροδίτης
παρατεθέντα,
409

καὶ ἐν τῷ Λιβάνῳ τῆς Ἀραβίας θηρολετοῦντα. (v. 385) Ὦτος δὲ τό τε


κύριον,

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) gamma, entry 17, γρ. 1

γαγγαίνειν· τὸ μετὰ γέλωτος προσπαίζειν


γαγγλιωδέων· γαγγλίοις ἐοικότων. Γαγγλίον δὲ νεύρου συ-
στροφή (Hippocr. art. 40)
[γαγγίας ἢ γαγγαλίας· οἱ μὲν γελασῖνον· οἱ δὲ τὴν τῶν
νεύρων συστροφήν. ἄλλοι ὑποστάθμην]
*Γάγγης· Φεισὼν ποταμός (Gen. 2,11)
*γάγγραινα· φαγέδαινα· οἱ δὲ καρκίνος, πολυδιάχυτον ἐν τῷ σώματι
πάθος (2. Tim. 2,17) ...

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) theta, entry 528, γρ. 1

Θηραῖον πέπλον· τὸ ποικίλον ἱμάτιον s οἱ Ἀττικοί· δοκεῖ


δὲ ἀπὸ Θήρας τῆς νήσου προσηγορεῦσθαι
θηρία· τὰ ζῷα s. καὶ ἐπὶ τῶν ἵππων οὕτω λέγουσι
*θηρητήρ· κυνηγός (Λ 292) (r. n)
*θηρί· λέοντι (Γ 449) n
Θηρίκλειος· κυλίκων εἶδος· ἀπὸ Θηρικλέους κεραμέως
θηρίον· πάθος τι σώματος, ὃ καὶ καρκίνος καλεῖται (Hippocr.
loc. hom. 29 ..)

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Α – Ο) kappa, entry 832, γρ. 1

κάρκαρα· †οὔλα ὁ διήτω †καὶ τὰ ποικίλα τῇ ὄψει καὶ ἐπιτυρὰ


παρὰ Σιμωνίδῃ (Sem. fr. 33). ἔνιοι τοὺς μάνδρας. Ῥίνθων (fr.
20) †ταὶ τῇ οὐρανίᾳ ἦρι†
καρκαρίς· ξύλων ἢ φρυγάνων φορτίον. ἢ δεινή
κάρκαροι· τραχεῖς. καὶ δεσμοί (Sophr. fr. 147?)
καρκίνος· τὸ νῦν Καρκίνωμα λεγόμενον. καὶ ὑποδήματα
κοῖλα. καὶ δεσμός τις. καὶ ⌊ἡ πυράγρα T. ἢ *⌉εἶδος ζῴου.
καὶ ἄστρον A
410

καρκινοῦται· ὅταν ῥιζοῦται ὁ σῖτος, καὶ σκληρύνεται


Καρκώ· Λαμία
κάρμα· γλεῦκος. τὸ πρῶτον ἀποθλιβόμενον διὰ τῶν χειρῶν.
καὶ κούρευμα
*Κάρμηλος· ὄρος ἐν τῇ Φοινίκῃ (Amos 1,2 ..) Ans
κάρμορον· τὸν κηρὶ μεμορημένον
Καρνεᾶται· οἱ ἄγαμοι, κεκληρωμένοι δὲ ἐπὶ τὴν τοῦ Καρνείου
λειτουργίαν. πέντε δὲ ἀφ' ἑκάστης ... ἐπὶ τετραετίαν ἐλει

Hesychius Lexicogr., Lexicon (Π – Ω) pi, entry 4381, γρ. 1

πύξ· πυγμή. γρόνθος


πυξί[δ]α· δίπτυχα
πύξινον· χρῶμά τι ἱματίου
*πύξ· ἱμαντωμένην κλίνην
πυόν· γάλα τὸ πρῶτον, ὃ πήγνυται ἑψόμενον
πυππάζουσι· φωνῇ ποιᾷ χρῶνται
πύππαξ· τὸ νῦν βόμβαξ λεγόμενον πύππαξ ἔλεγον, ὡς Λυκόφρων
ᾠήθη. οὐκ ἔστι δέ. τὸ μὲν γὰρ βόμβαξ τίθεται καὶ ἐπὶ σχετλιασμοῦ
καὶ ἐπὶ γέλωτος, τὸ δὲ πύππαξ οὐχί
πῦρ· πυρετός
πυράγρα· καρκίνος
πυράγρη ἢ πυράγρα· χαλκευτικὸν ἐργαλεῖον, καρκίνος, πάγουρος

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Historia religiosa (= Philotheus)


“Théodoret de Cyr. L'histoire des moines de Syrie, 2 vols.”, Ed. Canivet,
P., Leroy–Molinghen, A.Paris: Cerf, 1:1977; 2:1979; Sources chrétiennes
234, 257.Vita 9, τμ. 13, γρ. 2

Σοδομίτας πατάξας ἀορασίᾳ ἐμπαροινεῖν ὡς ξένοις τοῖς


ἀσωμάτοις ἐπιχειρήσαντας, οὗτος καὶ τούτου τὸ ὀπτικὸν
ἀορασίᾳ βαλὼν ἐκ μέσου τῶν δικτύων τὸ θήραμα διαφυγεῖν
παρεσκεύασε· καὶ εἰς τὸν θάλαμον αὐτὸς μὲν εἰσῄει, ἐκείνη
δὲ ἔνδον φυλαττομένη παραυτίκα ἐξῄει καὶ φροῦδος ἦν καὶ
τὸ τριπόθητον αὐτῇ κατελάμβανε καταγώγιον. Οὕτω μαθὼν
ὁ ἀνόητος ὡς τῆς τὸν θεῖον μνηστῆρα προελομένης οὐ
περιέσται, ἡσυχίαν ἄγειν ἠναγκάζετο οὐκέτι τὴν ἁλοῦσαν
καὶ θείᾳ δυνάμει διαφυγοῦσαν ἐπιζητῶν.
411

Αὕτη χρόνου διελθόντος παθήματι περιέπεσε χαλεπῷ


– καρκίνος δὲ τὸ πάθος ἦν – · τῷ δὲ μαστῷ ἐξογκουμένῳ
καὶ ἡ ὀδύνη συνηύξετο. Ἀλλὰ τὸν μέγαν ἐκάλει Πέτρον
ἐν τῇ τῆς ὀδύνης ἀκμῇ καὶ ἔφασκεν εὐθὺς τῆς ἱερᾶς ἐκείνης
φωνῆς εἰς τὰ ὦτα βαλλομένης, πᾶσαν ἐκείνην τὴν ὀδύνην
κοιμίζεσθαι καὶ μηδὲ βραχεῖαν ἐκεῖθεν αἴσθησιν ἀνιαρὰν
ὑποδέχεσθαι. Τούτου χάριν αὐτὸν καὶ συχνότερον μετα-
πεμπομένη ψυχαγωγίας ἀπέλαυεν· ἅπαντα γὰρ ἔλεγε τὸν
τῆς ἐκείνου παρουσίας καιρὸν παντελῶς τὰς ἀλγηδόνας
ἀφίστασθαι. Ἀλλ' ἐκείνην μὲν οὕτως ἀγωνισαμένην μετὰ
τῶν ἐπινικίων ἐπαίνων ἐκ τοῦδε τοῦ βίου προέπεμψεν.
Πάλιν δὲ τὴν μητέρα τὴν ἐμὴν μετὰ τὰς ἐμὰς ὠδῖνας

Theodoretus Scr. Eccl., Theol., Epistulae: Collectio Sirmondiana


(epistulae 96–147) (4089: 007)“Théodoret de Cyr. Correspondance III”,
Ed. Azéma, Y.Paris: Cerf, 1965; Sources chrétiennes 111.Epistle 136, γρ.
41

μεθα τὰ γράμματα, τὸν μὲν σκοπὸν εἰδότες, τῇ δὲ δειλίᾳ


συγγνώμην οὕτω πως νέμοντες. Ὁ δὲ φιλάνθρωπος Κύριος
καὶ τὰς τῆς δειλίας παντελῶς νῦν ἀπέκοψεν ἀφορμάς, τὴν
μὲν καινοτομηθεῖσαν δείξας ἀσέβειαν, τὴν δὲ τῶν Εὐαγγελίων
γυμνὴν ἐπιδείξας ἀλήθειαν. Ἡμεῖς δὲ οὔτε ταῖς θριξὶν ἰσα-
ρίθμων ἡμῖν γενομένων στομάτων, ὑμνῆσαι κατ' ἀξίαν τὸν
φιλάνθρωπον δυνάμεθα Κύριον, ὅτι τὰ παρ' ἡμῶν κηρυττό-
μενα, καὶ τοὺς ἐναντιωτάτους προφανῶς κηρύττειν ἠνάγκασεν.
Ἠκούσαμεν γὰρ ὡς καὶ τῆς σῆς φιλοθεΐας ὁ σύνοικος, γνοὺς
τοὺς ἐν ταῖς μεγάλαις πόλεσι γεγενημένους ἀναθεματισμούς,
ἐπαύσατο μὲν τὴν λοξὴν τῶν καρκίνων πορείαν μιμούμενος,
ἐβάδισε δὲ τὴν εὐθεῖαν περὶ δογμάτων διαλεχθεὶς ἔν τινι
πανηγύρει. Χρὴ δὲ μὴ τοῖς καιροῖς προσαρμόττειν τοὺς
λόγους, ἀλλ' ἀκλινῆ τῆς ἀληθείας τὸν κανόνα διασώζειν ἀεί.

Georgius Choeroboscus Gramm., De accentibus (excerpta e


Choerobosco, Aetherio, Philopono et aliis) (e codd. Urbin. 151 et
Laurent. 57.34) (4093: 013)
“”De accentibus excerpta ex Choerobosco, Aetherio, Philopono, aliis””,
Ed. Koster, W.J.W., 1931; Mnemosyne 59.Excerpt 4, paragraph 22, γρ. 4
412

Τὰ εἰς ιξ βραχυκαταληκτοῦσι καὶ προπερισπῶνται·


Φοῖνιξ, ἧλιξ, ὁμῆλιξ· σὺν τούτοις καὶ κῆρυξ διὰ
τοῦ υ ψιλοῦ.
Τὰ διὰ τοῦ ιλος ὀνόματα δισύλλαβα παροξύνονται, οἷον
φίλος, κτίλος, σπίλος· ὡσαύτως καὶ τὰ ὑπὲρ δύο συλ-
λαβάς· ποικίλος, ὀργίλος· ἔν τισι τὸ σπῖλος καὶ πῖ-
λος προπερισπώμενον ἐφεύρηται.
Τὰ διὰ τοῦ ινος ἅπαντα προπερισπῶνται· Κωνσταν-
τῖνος, Πλωτῖνος, Ἰουστῖνος· ἔν τισι τὸ πίνος ὁ
ῥύπος παροξυνόμενον εὕρηται. Σημείωσαι, ὅτι τὸ καρκίνος καὶ ἐχίνος ἡ
συνήθεια παροξύνει. Τὰ διὰ τοῦ ιτης ἅπαντα μακρὸν ἔχουσι τὸ ι· πολί-
της, ὁπλίτης, ὅθεν αἱ τούτων εὐθεῖαι τῶν πληθυντικῶν
προπερισπῶνται· οἱ πολῖται, οἱ ὁπλῖται, οἱ Θερ-
σῖται· καὶ ἡ χρυσῖτις γῆ θηλυκόν.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002)“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”,
Ed. Sturz, F.W.Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973. entry kappa, σε. 300,
γρ. 19

σθαι· πᾶν γὰρ ὄνομα μονοσύλλαβον ἐν τῇ συνθέσει


βαρύνεται. οἷον, χθὼν αὐτόχθων, Θρὰξ, Σαμώθραξ,
χωρὶς τοῦ πτῶξ πολυπτὼξ, ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ·
πολυπτῶκες τὲ Μέλαιναι. Μέλαιναι δέ εἰσι τόπος τῶν
Ἀττικῶν. ὥστε οὔκ ἐστι σύνθετον· ἡ δὲ κλίσις, ἐπειδὴ
τὸ μὲν καρὶς διὰ τοῦ δος κλίνεται, τὸ δὲ ἲς διὰ τοῦ
νος. εἰ δὲ ἦν ἀπ' αὐτοῦ εἶχεν ἂν κλίνεσθαι διὰ τοῦ
νος· τὰ γὰρ εἰς ις σύνθετα τὴν τοῦ ἁπλοῦ φυλάττουσι
κλίσιν. οἷον, ἀκτὶς ἀκτίνος, εὐάκτιν εὐάκτινος, γλω-
χὶν γλωχῖνος, τριγλώχιν τριγλώχινος.
Καρκίνος, ζῶον θαλάσσιον· καρκίνος ἐλθὼν ἐκ βυθοῦ
θαλαττίου. ὁ λεγόμενος πάγουρος, καράκινός τις ὢν,
ὁ κινῶν ἐπὶ συχνῷ τὴν κάραν. διὰ τί προπαροξύνεται;
τὰ γὰρ διὰ τοῦ αντινος προπερισπᾶται· οἷον· Κων-
σταντῖνος, Ταραντῖνος· πλὴν τοῦ Φαυστίνος καὶ καρ-
κίνος. καρκίνος δὲ λέγεται καὶ ζῴδιον ἐν τῷ οὐρα-
νῷ, καὶ νόσος οὕτω καλουμένη, καὶ μέλος ἀνθρώ-
που.
Καρκίνος, παρὰ τὸ κάρα κινεῖν πυκνῶς, ἢ καράκινός
413

τις ὢν, οἷον κάραβος, ἀπὸ τοῦ τὸ κινούμενον αὐτοῦ


κάρα εἶναι.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος – ὦμαι)


entry kappa, σε. 300, γρ. 24

τὸ μὲν καρὶς διὰ τοῦ δος κλίνεται, τὸ δὲ ἲς διὰ τοῦ


νος. εἰ δὲ ἦν ἀπ' αὐτοῦ εἶχεν ἂν κλίνεσθαι διὰ τοῦ
νος· τὰ γὰρ εἰς ις σύνθετα τὴν τοῦ ἁπλοῦ φυλάττουσι
κλίσιν. οἷον, ἀκτὶς ἀκτίνος, εὐάκτιν εὐάκτινος, γλω-
χὶν γλωχῖνος, τριγλώχιν τριγλώχινος.
Καρκίνος, ζῶον θαλάσσιον· καρκίνος ἐλθὼν ἐκ βυθοῦ
θαλαττίου. ὁ λεγόμενος πάγουρος, καράκινός τις ὢν,
ὁ κινῶν ἐπὶ συχνῷ τὴν κάραν. διὰ τί προπαροξύνεται;
τὰ γὰρ διὰ τοῦ αντινος προπερισπᾶται· οἷον· Κων-
σταντῖνος, Ταραντῖνος· πλὴν τοῦ Φαυστίνος καὶ καρ-
κίνος. καρκίνος δὲ λέγεται καὶ ζῴδιον ἐν τῷ οὐρα-
νῷ, καὶ νόσος οὕτω καλουμένη, καὶ μέλος ἀνθρώ-
που.
Καρκίνος, παρὰ τὸ κάρα κινεῖν πυκνῶς, ἢ καράκινός
τις ὢν, οἷον κάραβος, ἀπὸ τοῦ τὸ κινούμενον αὐτοῦ
κάρα εἶναι.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum “Etymologicum


magnum”, Ed. Gaisford, T.Oxford: Oxford University Press, 1848, Repr.
1967.Kallierges σε. 195, γρ. 34

Βέμβιξ: Ὁ στρόμβος ὃν οἱ παῖδες στρέφοντες


καὶ παίοντες ἱμάντι παίζουσι· πέμπιξ τὶς ὢν, παρὰ
τὸ πέμπεσθαι καὶ ἐλαύνεσθαι.
Βεμβράς: Εἶδος ἰχθύος εὐτελοῦς. Ἐπίχαρμος
δὲ αὐτὰς βράδονας καλεῖ·
Βράδονές τε καὶ κίχλαι, λαγοὶ, δράκοντες ἄλκιμοι.
Γίνεται δὲ ἐξ αὐτῆς σκευασία τὶς, ἡ προσαγορευομένη
βεμβραφύα. Ἀριστώνυμος,
Ταῖς βεμβραφύαις προσέοικεν ὁ καρκινοβάτης.
Καὶ αὖθις,
Οὔτ' ἀφύη νῦν ἐστι σαφῶς, οὔτ' αὖ βεμβρὰς κακόδαιμον.
Βέροια: Πόλις Μακεδόνων, ἣν φασὶν ἀπὸ Φέ-
ρητος τινὸς κτισθεῖσαν, Φέροια, καὶ κατὰ Μακεδόνας,
Βέροια, τροπῇ τοῦ φ εἰς β, ὡς Φερενίκη, Βερενίκη, ἡ
γυνὴ τοῦ πατρὸς Πτολεμαίου· τοῦ φ τραπέντος
414

εἰς β. Καὶ τὴν κεφαλὴν, κεβαλὴν λέγουσι.


Βεστῖνοι: Ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ. Ὠνόμασται δὲ
ἀπὸ τοῦ θηριῶδες εἶναι· βέστια γὰρ τὰ θηρία κατὰ
τὴν τῶν Ῥωμαίων διάλεκτον.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges σε. 646,


γρ. 51

ἐκεῖ τὴν Ἀργὼ πεπῆχθαι. Ἡσίοδος ἐν Ἀσπίδι,


Πᾶν δ' ἄλσος καὶ βωμὸς Ἀπόλλωνος Παγασαίου.
Παγίς: Παρὰ τὸ πήσσω, τὸ πηγνύω, πηγὶς καὶ
παγίς. Λέγεται καὶ πάγη δίκτυον ἢ θηρατικὸν
ὄργανον τετράγωνον.
Παγιωθείς: Ἑδραιωθεὶς, βεβαιωθείς· ἀπὸ τοῦ
παγιῶ· τοῦτο, παρὰ τὸ πάγιος· τοῦτο, παρὰ τὸ
πήσσω, πήξω· ὅθεν καὶ τὸ ἐπάγην· καὶ ἡ μετοχὴ,
παγείς. Ἐκ τοῦ ἔπαγον γίνεται πάγιος, ὁ πε-
πηγμένος.
Πάγουροι: Οἱ καρκίνοι· παρὰ τὸ οὐρεῖν καὶ φυλάττεσθαι ἐν τοῖς πάγοις.
Πάγοι δέ εἰσιν οἱ κρημνώδεις τόποι, παρὰ τὸ πεπῆχθαι εἰς ὕψος.

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.]


(4117: 022); MPG 18.Σε. 724, γρ. 21

κατὰ τὴν οἰκουμένην πόλεις πλεῖστον ἀλλήλων ἀπῳ-


κισμέναι, ταῖς κατὰ τὴν ἀνατολὴν τετραμμέναι ῥυ-
μοτομίαις, ἐξ ἴσου πᾶσαι τὸ σεληναῖον φῶς ὑποδέ-
χονται, καὶ ὁμοίως αὐτὴν οἱ τὴν δύσιν οἰκοῦντες καὶ
τὰ μεσημβρινὰ καὶ ἀρκτῷα μέρη θεωροῦσιν.
Τῇ δ' ἡμέρᾳ τῇ πέμπτῃ προσέταξεν ὁ Θεὸς ἐξα-
γαγεῖν τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν κατὰ γέ-
νος· καὶ εὐθέως ἡ μὲν θάλασσα παντοῖα ζώων γένη
διάφορα ἀπεκύησε. Τῶν γὰρ ἐναλίων τὰ μέν ἐστιν
ἀμφίβια, οἷον φῶκαι, καὶ κροκόδειλοι, καὶ οἱ ποτα-
μιαῖοι ἵπποι, ἔτι δὲ οἱ βάτραχοι, καὶ οἱ καρκῖνοι, οὐ
μέντοι τὸ νηκτικὸν ἔχουσι· ἑρπυστικὰ γάρ ἐστι τῇ
φύσει, τῷ ἡγήματι τοῦ ὕδατος ἐπισυρόμενα· τὰ δὲ
ζωοτόκα, οἷον φῶκαι, καὶ δελφῖνες, καὶ νάρκαι, καὶ
415

τὰ ὅμοια αὐτοῖς. Μόνον δὲ προσέταξεν ὁ Θεὸς, καὶ τὰ


πελάγια, καὶ τὰ αἰγιαλώδη, τὰ βύθια, τὰ πετρώδη,
τὰ ἀγελαῖα, τὰ σποραδικὰ, τὰ κήτη, τὰ ὑπέρογκα, τὰ
λεπτότατα τῶν ἰχθύων προΐει, συγγένειαν πρὸς τὸ
ὕδωρ φυσικὴν ἔχοντα.

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.] Σε.


741, γρ. 20

τήριον. Ἐπεὶ οὖν πρὸς τὰς ῥίζας τῶν ἀποβληθέντων


κεράτων εἰσὶν ἑλκώσεις, εἰς πολύδενδρον τόπον κα-
τασκηνοῖ, πρὸς τὸ μὴ ὑπὸ μυιῶν ἐκμυζεῖσθαι τὰ
τραύματα, καὶ νυκτὸς νέμεται ἄνεσιν ἔχουσα. Ὅταν
δὲ ἐκφύσῃ τὰ κέρατα, θαῤῥοῦσα πρόεισι καὶ μεσημ-
βρίας. Βουλομένη δὲ δοκιμάσαι εἰ πεπηγότα αὐτῇ τὰ
κέρατα, τρυφερὰ γὰρ ὄντα ὑπὸ τοῦ ἡλίου θραύεται
καταφλεγόμεναι· δένδρεσι δὲ παραβάλλει τὴν κεφα-
λὴν, καὶ ἐντρίβει ἀντιτύπως, πειρωμένη γνῶναι, εἰ
βεβαίως ἐρήρεισται. Πρὸς δὲ τὰ δήγματα τῶν φαλαγ-
γίων, καρκῖνον ἐσθίουσα ἰᾶται.
Ἡ δὲ αἲξ ἡ ἀγρία κατὰ τὴν Κρήτην, ἐὰν βέλει
διαπαρῇ, τὸ καλούμενον δίκταμον ἐμφαγοῦσα, ῥᾳδίως
τὸ τραῦμα θεραπεύεται.
Αἱ δὲ παρδάλεις θηρῶνται εὐμαρῶς τὰ ζῶα. Σαφῶς
γὰρ εἰδυῖαι ταῖς ἀπ' αὐτῶν ὀδμαῖς χαίροντα τὰ ἄλλα
ζῶα, βαθέσιν ἄντροις ἱδροῦσι· τὰ δὲ, οἷα κνίσσης αἰ-
σθόμενα, ῥινηλατεῖ, καὶ ἐγγίσαντα τῷ τόπῳ, εὐθέως
ὑπὸ τῶν παρδάλεων κατεσθίονται.

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana (4145: 001)“Nicephori


Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L., Bekker,
I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Τόμ. 1, σε. 99, γρ. 6

νηκεν· ὥστε καὶ τὴν ταχίστην αὐτὸν ἀπελθεῖν ἐκεῖσε δι' ἑαυτοῦ
καταστήσοντα τὰ τῶν ἐκεῖσε πραγμάτων νοσήματα. οὗ γενομέ-
νου καὶ τοῦ βασιλέως ἐν Θετταλίᾳ τὰς διατριβὰς ποιουμένου ἐφά-
νη σημεῖον ἐξ οὐρανοῦ, μάντις κακῶν καὶ προάγγελος· τὸ δὲ ἦν
κομήτης περιφανὴς περὶ τὸ τοῦ ταύρου δωδεκατημόριον, περὶ
τὰ ἑωθινά τε καὶ ὄρθρια τῆς νυκτὸς φαινόμενος μικρὸν ὑπὲρ τὸν
416

ὁρίζοντα· καὶ ὅσον ὁ ἥλιος παρήλαυνεν εἰς τὰ ἑπόμενα, τοσοῦ-


τον καθημέραν καὶ αὐτὸς ἐς πλέον ἠρέμα διΐστατο τοῦ ὁρίζοντος,
ἕως καὶ αὐτὸ δὴ τὸ μεσουράνημα ἤδη παρήλλαξεν. ὁπότε γὰρ ὁ
κομήτης τὰ πρῶτα φαίνεσθαι ἤρξατο, τὴν θερινὴν ὁ ἥλιος ὥραν
ἐποίει διϊὼν τὸν καρκίνον. ὁπότε δ' αὐτὸς ἐμαράνθη καὶ ἀφανὴς
ἦν, τὰς φθινοπωρινὰς ὁ ἥλιος ἐποίει τροπάς· ὡς γίνεσθαι τὸ ἀπὸ
θερινῆς τροπῆς μέχρι τῆς φθινοπωρινῆς τριῶν δωδεκατημορίων
διάστημα, ὅπερ ὁ ἥλιος ἤλασε, τοῦ κομήτου περὶ τὸν ταῦρον ἑδρα-
ζομένου καὶ ἠρέμα ἑαυτὸν ἀναλίσκοντος. τοῦτο μάντις κακῶν καὶ
προάγγελος ἔδοξεν εἶναι τῷ βασιλεῖ· καὶ αὐτίκα χαίρειν εἰπὼν τὰ
Θετταλικὰ ὅλῳ ῥυτῆρι τὴν ἐς Βυζάντιον ἤλαυνεν. ἐτάραττε
γὰρ αὐτὸν οὐ μετρίως καὶ φήμη τις Σκυθικὴ, μελλόντων αὐτῶν
ὅσον οὐδέπω ἐς τὴν Ῥωμαίων ἐσβαλεῖν γῆν. ἀλλὰ πρὶν εἰς Βυ-
ζάντιον ἰέναι τὸν βασιλέα, φθάνουσιν ἐς πᾶσαν μικροῦ

Nicephorus Gregoras Hist., Historia Romana Τόμ. 2, σε. 862, γρ. 10

καὶ περιέστησεν ἐς τοὐναντίον τὰς τῶν καυχημάτων καὶ ἀπειλῶν


ἀποβάσεις ἡ τύχη. (Γ.) Δέον γὰρ ἡρωϊκῶς κατὰ τὰς ἐπαγγελίας
ἀγωνίσασθαι, οἱ δ' ὑπότρομοι γενόμενοι, μηδενὸς ἀντιπράτ-
τοντος, μήτε ξίφους γυμνωθέντος, μήτε βέλους ἐπ' αὐτοὺς
ἀκροβολισθέντος, ἔφευγον ἅπαντες, τῶν καταστρωμάτων ἐξαί-
φνης σύνδυό τε καὶ σύντρεις ἐκπηδῶντες ξὺν οὐδενὶ κόσμῳ κατὰ
τῆς ὑποκειμένης θαλάττης· ὧν οἱ μὲν διανήχεσθαι εἰδότες, ῥί-
πτοντες τὰ ὅπλα, μόλις ἐς γῆν ἐξέπιπτον· οἱ δὲ πλείους τῷ βάρει
τῶν ὅπλων κατεδύοντο. καὶ ἦν ἰδεῖν θέαμα ἐλεεινὸν, ἀσπαίροντας
ἐν τῷ βυθῷ τοὺς φοβεροὺς καὶ μετεώρους ἐκείνους ὁπλίτας, δί-
κην ἰχθύων καὶ καρκίνων, καὶ ἀλλήλων ἐχομένους ἀπρὶξ καὶ
ἀναδῦναι μὴ δυναμένους, ἀλλὰ ταμιευομένους ἐς τὴν ὑστεραίαν
ὑπὸ τῆς τύχης ἑστιάτορας αὐτοὺς τοῖς ἑαυτῶν δαιτυμόσιν ἔσε-
σθαι ἰχθύσιν. οὕτως ἀνάνδρους τὸ ἀδικεῖν ποιεῖ τοὺς ἀνδρείους,
καὶ παίγνιον δυστυχὲς τὰ ἡρωϊκὰ δεικνύει φρονήματα τὸ θεοῦ
κατεπαίρεσθαι. (Δ.) Ἐπεὶ γὰρ πρὸ τῆς μάχης, νύκτωρ καὶ
μεθ' ἡμέραν ἀεὶ στρατευόμενοι πολλῷ τῷ τῆς γλώττης ὑβρίζοντι
κατὰ τῶν Βυζαντίων χηρῶν καὶ ὀρφανῶν, πάντων πολεμίων
ἔδρων οὗτοι τὰ χείριστα, καὶ προφάσει διὰ τὰς ναῦς σανίδων
καὶ στυπτίων ὅλας ἀνέτρεπον οἰκίας, καὶ ὅλας οὐσίας ἠνδραπο-
δίζοντο, κἀν τοῖς τοιούτοις προανηλώκεσαν τῆς ἀρεϊκῆς ἀνδρείας
417

Vitae Arati Et Varia De Arato, Excerpta varia de phaenomenis Arati


(4161: 010)
“Scholia in Aratum vetera”, Ed. Martin, J.Stuttgart: Teubner, 1974.Τμ.
1, γρ. 32

πλανωμένων καὶ οὐ θαρρεῖ λέγειν ὡς χαλεπόν, εὔχεται


δὲ ἱκανὸς γενέσθαι τῶν ἀπλανῶν “τά τε κύκλα τά τ'
αἰθέρι σήματ' ἐνισπεῖν” (461), καὶ τοὺς ἀναγκαιο-
τάτους κύκλους τῶν ἀπλανῶν τοὺς τέσσαρας λέγει,
δύο μὲν τροπικούς, ἕνα δὲ ἰσημερινόν, καὶ τέταρτον
τὸν ζῳδιακόν. πάρεργον δὲ [αὐτὸν] ἐν παραδείγματος
μέρει τὸν γαλαξίαν παραβέβληται. μετὰ ταῦτα δὲ ἀνα-
τολὰς ἑκάστων καὶ δύσεις ἀπαγγέλλει, χρώμενος τού-
τῳ τῷ τρόπῳ· ἕκαστον τῶν ζῳδίων καταλέγει, καὶ
τοὺς συνανατέλλοντας ... ἀρξάμενος ἀπὸ ἑσπερινῆς
ἀνατολῆς καὶ Καρκίνου. κατὰ δύο δὲ τρόπους ταῦτα
διεξέρχεται, ποτὲ μὲν προτέρους τοὺς συνανατέλλοντας
καὶ δευτέρους τοὺς ἀντιδύνοντας, ποτὲ δὲ τουναντίον
προτέρους μὲν τοὺς ἀντιδύνοντας, ὑστέρους δὲ τοὺς
συνανατέλλοντας. καὶ τούτῳ μᾶλλον τῷ τρόπῳ πλεο-
νάζει ἤπερ τῷ προτέρῳ. μετὰ ταῦτα δὲ καὶ περὶ Διὸς
σημείων διεξέρχεται. καὶ πρῶτον μὲν προοίμιον αὐτῶν
ἀπαγγέλλει· μετὰ ταῦτα δὲ λέγει σημεῖα χειμῶνος καὶ
εὐδίας, πρῶτον μὲν ὅσα σελήνη παρέχει, δεύτερον δὲ
ὅσα ἥλιος, τρίτον ὅσα ἡ καλουμένη Φάτνη.

Anonymi In Oppiani Opera, In Oppiani halieutica exegesis (e cod.


Paris. gr. 2735) (4171: 001)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in eocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.Σε. 364, column b, γρ. 32

ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλ-


λουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον τρέφουσιν. – Ὅτι οἱ
πάγουροι, ὅτε σκέψονται τὸ ὄστρακον αὑτῶν ἐκ τοῦ
γήρως διαῤῥυὲν, πλεῖον ἐσθίουσιν, ἵν' ὑψουμένης τῆς
σαρκὸς, ταχὺ αὐτὸ ἀποβάλλωσιν· ὅταν δ' ἀποβάλλωσι,
τέτανται ἐπὶ τῆς ψάμμου, νομίζοντες ἀγρευθῆναι, τῆς
σκέπης αὑτῶν γυμνωθέντες, ἐσθίουσι δὲ ψάμαθον,
ἡνίκα αὔξωνται ἐνισχύειν τῇ αὐξήσει τοῦ ὀστράκου. –
418

Ὅτι τὰ ὀστρακόδερμα, ἐάν τις εἰς μικρὰ κατακόψας


ῥίψῃ ἐν τῇ θαλάσσῃ, συμφύονται καὶ ζῶσιν. – Ὅτι
αἱ καρκινάδες γυμναὶ γεννῶνται, εὑρίσκουσαι δ' ἀλλό-
τριον ἔλυτρον ὑπεισδύουσιν αὐτὸ, καὶ ἀγαπῶσι πλέον
τῶν ἄλλων τοὺς φωλεοὺς τῶν στρόμβων, ὡς εὐρυτέρους
καὶ ἐλαφροτέρους. – Ὅτι ὁ ναυτίλος οὕτω καλούμενος
ἰχθὺς ὅμοιός ἐστι πολύποσιν, οἰκεῖ δ' ἐν ταῖς ψαμάθοις,
ἀνέρχεται δ' εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης καὶ
ἁπλοῦται ὑπ' αὐτὴν, καὶ ἐκτείνει δύο πόδας, ὅς (οὓς?)
ἔχων ὑμένα ἀπὸ ποδὸς εἰς πόδας ἀρμενίζει, κάτωθεν
δὲ τοῖς ἄλλοις δυσὶ ποσὶν οἰακίζει ἑαυτὸν, ἡνίκα δ' αἴ-
σθηται κακοῦ τινος παραυτὰ (?) χαλᾷ τοὺς πόδας καὶ
ἔνδοθεν τοῦ στόματος εἰσδεχόμενος ὕδωρ καὶ τὸν ὑμένα

Zosimus Alchem., Περὶ τῆς ἐξατμίσεως ὕδατος θείου (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 112r) (4319: 007)“Collection des anciens alchimistes
grecs, vol. 2”, Ed. Berthelot, M., Ruelle, C.É.Paris: Steinheil, 1888, Repr.
1963.Τόμ. 2, σε. 140, γρ. 8

νόμενον, ὅπου καὶ ἐπιβάλλειν αὐτὸ ἐκέλευσεν ἡ γραφὴ καὶ ἐκφυσᾶς-


θαι, οὐδὲν μολύβδου ἔχοντος τοῦ ἀρσενίκου, ἀλλ' αὐτοῦ διὰ τῆς
πυρᾶς ἐξατμιζομένου; Ὅτι δὲ σύνθεμά ἐστιν μολιβώδη ἔχον, οὐ μόνον
ἐκφυσᾶν παρακελεύεται, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἄσφαλτον ἐπιβάλλειν, ἵνα τρό-
πον τινὰ μολιβώσῃ, καὶ καθάρῃ καὶ λιπάνῃ τὸ πᾶν.
Καὶ ὅσα μὲν οὖν ἔνεστι μοι λέγειν εἰς τοῦτο, λέγειν ὑμᾶς
ἔστε μάρτυρες. Ἀλλ' ἐπειδὴ λοιπὸν πολλὰς ἀφορμὰς λαβόντες λοι-
πὸν ἔστε καὶ διδάσκαλοι. Ἀλλὰ τὸ εἰς ἐμὲ ταυτὸν μέχρις ὧδε
παρακελεύομαι, ἐκδεχόμενος κἀγὼ τοὺς παρ' ὑμῶν τοῦ τέλους καρ-
πούς. Φησὶν οὖν ἡ γραφὴ ὅτι καὶ εἰς νομίσματα ποιεῖ. Ἔστιν δὲ ὁ
τρόπος οὗτος καρκινοειδής.
Ὅτι ἐπὶ τοῦ συνθέματος ὀπὴν ἔχει τὸ ὀστράκινον ἄγγος ἀποκα-
λύπτον τὴν φιάλην τὴν ἐπὶ τὴν κηροτακίδα, ἵνα περιβλέπων εἰ λευ-
κανθῇ, ἢ ξανθωθῇ. Ἡ δὲ ὀπὴ τοῦ ὀστρακίνου ἄγγους ἐπιπωμάζεται
φιάλῃ ἑτέρᾳ, ἵνα μὴ δι' αὐτῆς ἐκπνεύσῃ καὶ τὸ καρκινοειδὴςαὐτοῦ
ἐκφύγῃ, ὅ ἐστι μονοήμερον. Ἐὰν γὰρ ἄλλη ἡ ἕψησις, καὶ ἄλλη ἡ
ὄπτησις, δύο καμίνων χρεία, πρῶτον φανῶν ληκυθίων, ἔπειτα κηροτα-
κίδων, ἢ πηξάδων, ἢ βουκλῶν· ἐὰν καρκινοειδὴς ἡ ὁμοία αὐτῶν
ἑψηθῆναι, ἐπιτιθέντα κηροτακίδων ἐκτείνων, τὰ δὲ ποιοῦν ὡς ἄρρευς-
τον. Ἔλεγεν ὁ ἀρχαῖος Ζώσιμος. «Μίαν τάξιν οἶδα ἐγὼ δύο ἔργα
ἔχουσαν· μίαν μὲν ἵνα ῥεύσῃ διὰ τῆς ῥυτῆς, καὶ δευτέραν ἵνα
419

Zosimus Alchem., Περὶ τῆς ἐξατμίσεως ὕδατος θείου (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 112r) Τόμ. 2, σε. 140, γρ. 12

πον τινὰ μολιβώσῃ, καὶ καθάρῃ καὶ λιπάνῃ τὸ πᾶν.


Καὶ ὅσα μὲν οὖν ἔνεστι μοι λέγειν εἰς τοῦτο, λέγειν ὑμᾶς
ἔστε μάρτυρες. Ἀλλ' ἐπειδὴ λοιπὸν πολλὰς ἀφορμὰς λαβόντες λοι-
πὸν ἔστε καὶ διδάσκαλοι. Ἀλλὰ τὸ εἰς ἐμὲ ταυτὸν μέχρις ὧδε
παρακελεύομαι, ἐκδεχόμενος κἀγὼ τοὺς παρ' ὑμῶν τοῦ τέλους καρ-
πούς. Φησὶν οὖν ἡ γραφὴ ὅτι καὶ εἰς νομίσματα ποιεῖ. Ἔστιν δὲ ὁ
τρόπος οὗτος καρκινοειδής.
Ὅτι ἐπὶ τοῦ συνθέματος ὀπὴν ἔχει τὸ ὀστράκινον ἄγγος ἀποκα-
λύπτον τὴν φιάλην τὴν ἐπὶ τὴν κηροτακίδα, ἵνα περιβλέπων εἰ λευ-
κανθῇ, ἢ ξανθωθῇ. Ἡ δὲ ὀπὴ τοῦ ὀστρακίνου ἄγγους ἐπιπωμάζεται
φιάλῃ ἑτέρᾳ, ἵνα μὴ δι' αὐτῆς ἐκπνεύσῃ καὶ τὸ καρκινοειδὴςαὐτοῦ
ἐκφύγῃ, ὅ ἐστι μονοήμερον. Ἐὰν γὰρ ἄλλη ἡ ἕψησις, καὶ ἄλλη ἡ
ὄπτησις, δύο καμίνων χρεία, πρῶτον φανῶν ληκυθίων, ἔπειτα κηροτα-
κίδων, ἢ πηξάδων, ἢ βουκλῶν· ἐὰν καρκινοειδὴς ἡ ὁμοία αὐτῶν
ἑψηθῆναι, ἐπιτιθέντα κηροτακίδων ἐκτείνων, τὰ δὲ ποιοῦν ὡς ἄρρευς-
τον. Ἔλεγεν ὁ ἀρχαῖος Ζώσιμος. «Μίαν τάξιν οἶδα ἐγὼ δύο ἔργα
ἔχουσαν· μίαν μὲν ἵνα ῥεύσῃ διὰ τῆς ῥυτῆς, καὶ δευτέραν ἵνα
ξηρανθῇ ὑγρότης μολύβδου ἀκενώτην· πηχθήσεται γὰρ καὶ ξηραν-
θήσεται αὕτη.»

Zosimus Alchem., Περὶ τῆς ἐξατμίσεως ὕδατος θείου (e cod. Venet.


Marc. 299, fol. 112r) Τόμ. 2, σε. 140, γρ. 15

πὸν ἔστε καὶ διδάσκαλοι. Ἀλλὰ τὸ εἰς ἐμὲ ταυτὸν μέχρις ὧδε
παρακελεύομαι, ἐκδεχόμενος κἀγὼ τοὺς παρ' ὑμῶν τοῦ τέλους καρ-
πούς. Φησὶν οὖν ἡ γραφὴ ὅτι καὶ εἰς νομίσματα ποιεῖ. Ἔστιν δὲ ὁ
τρόπος οὗτος καρκινοειδής.
Ὅτι ἐπὶ τοῦ συνθέματος ὀπὴν ἔχει τὸ ὀστράκινον ἄγγος ἀποκα-
λύπτον τὴν φιάλην τὴν ἐπὶ τὴν κηροτακίδα, ἵνα περιβλέπων εἰ λευ-
κανθῇ, ἢ ξανθωθῇ. Ἡ δὲ ὀπὴ τοῦ ὀστρακίνου ἄγγους ἐπιπωμάζεται
φιάλῃ ἑτέρᾳ, ἵνα μὴ δι' αὐτῆς ἐκπνεύσῃ καὶ τὸ καρκινοειδὴςαὐτοῦ
ἐκφύγῃ, ὅ ἐστι μονοήμερον. Ἐὰν γὰρ ἄλλη ἡ ἕψησις, καὶ ἄλλη ἡ
ὄπτησις, δύο καμίνων χρεία, πρῶτον φανῶν ληκυθίων, ἔπειτα κηροτα-
κίδων, ἢ πηξάδων, ἢ βουκλῶν· ἐὰν καρκινοειδὴς ἡ ὁμοία αὐτῶν
ἑψηθῆναι, ἐπιτιθέντα κηροτακίδων ἐκτείνων, τὰ δὲ ποιοῦν ὡς ἄρρευς-
τον. Ἔλεγεν ὁ ἀρχαῖος Ζώσιμος. «Μίαν τάξιν οἶδα ἐγὼ δύο ἔργα
ἔχουσαν· μίαν μὲν ἵνα ῥεύσῃ διὰ τῆς ῥυτῆς, καὶ δευτέραν ἵνα
420

ξηρανθῇ ὑγρότης μολύβδου ἀκενώτην· πηχθήσεται γὰρ καὶ ξηραν-


θήσεται αὕτη.»

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, γρ. 2579

… στήλῃ λέγων οὕτως. ἔστιν δὲ ἐπάναγκος λόγος γʹ. ‘ἡ δεῖνά σοι θύει,
θεά, δεινόν τι θυμίασμα· αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα,
ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς καὶ καρδίαν ἀώρου καὶ οὐσίαν νεκροῦ κυνὸς
καὶ ἔμβρυον γυναικὸς καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν πυρῶν καὶ λύματα ὀξυ-
όεντα, ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς σχῖνόν τε μυρσίνην τε, δάφνην ἄτε-
φρον, ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς, σφάγνον, ῥόδα, πυρῆνά τε καὶ κρόμ-
μυον τὸ μόνον, σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον, κόπρον κυνοκεφάλοιο
ὠόν τε ἴβεως νεᾶς – ἃ μὴ θέμις – τοῖς σοῖς ἔθηκε βωμοῖς, ξύλοις τε τοῖς
ἀρκευ-
θίνοις φλόγας πυρὸς βαλοῦσα ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι
σφαγιάζει καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον. ἔλεξε δ' ἄλγη
ταῦτά σε δεδρακέναι ἀπηνῶς·

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, γρ. 2645

δὲ ποίει ἢ παρέργως μάλιστα πρὸς τὴν Σελήνην.


ἐπίθυε δὲ μᾶλλον ἐπὶ ξύλων ἀρκευθίνων
στύρακα Κρητικὸν καὶ κατάρχου τοῦ λόγου.
λόγος ὁ λεγόμενος· ‘ἡ δεῖνά σοι ἐπιθύει, θεά, ἐχθρόν τι θυ-
μίασμα· αἰγὸς στέαρ τῆς ποικίλης καὶ αἷμα
καὶ μύσαγμα, κύνειον ἔμβρυον καὶ ἰχῶρα
παρθένου ἀώρου καὶ καρδίαν παιδὸς νέου
σὺν ἀλφίτοις μετ' ὄξους, ἅλας τε καὶ ἐλάφου κέ-
ρας, σχῖνόν τε μυρσίνην τε δάφνην
ἄτεφρον, εὐχερῶς, καὶ καρκίνοιο χηλάς,
σφάγνον, ῥόδον, πυρῆνά σοι καὶ κρόμμυον
τὸ μοῦνον, σκόρδον τε μυγαλοῦ κόπρον, κυ-
νοκεφάλειον αἷμα, ὦόν τε ἴβεως νεᾶς
– ὃ μὴ θέμις γενέσθαι – ἐν σοῖς ἔθηκε βω-
μίοις ξύλοις ἀρκευθίνοισιν. ἡ δεῖνά
σε δεδρακέναι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἔλεξεν·
κτανεῖν γὰρ ἄνθρωπόν σε ἔφη, πιεῖν δὲ
αἷμα τούτου, σάρκας φαγεῖν, μίτρην δὲ
σὴν λέγει τὰ ἔντερα αὐτοῦ καὶ δέρμα ἑλεῖν
δορῆς ἅπαν καὶ εἰς τὴν φύσιν σου θεῖναι,
421

Magica, Papyri magicae Preisendanz number 4, γρ. 2684

νάγκου καὶ τὸ ἐπίθυμα τὸ ἐπαναγκαστι-


κόν), ἔστι οὖν τὸ ἀγαθοποιόν· λίβανος
ἄτμητος, δάφνη, μυρσίνη, πυρήν, στα-
φὶς ἀγρία, μαλάβαθρον, κόστος. κόψας
ὁμοῦ πάντα ἀναλάμβανε οἴνῳ Μενδη-
σίῳ καὶ μέλιτι καὶ ποίει κολλύρια κυάμοις
ἴσα. ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν· ὅτε καὶ
τὸν ἐπάναγκον τὸν προκείμενον λέγεις
τῇ τριταίᾳ, καὶ ἐπίθυε. ἔστι δὲ μυγαλός, αἰγὸς
ποικίλης παρθένου στέαρ, κυνοκεφάλου
οὐσία, ἴβεως ὠόν, καρκίνος ποτάμιος,
κάνθαρος τέλειος σεληνιακός, ἀρτεμι-
σία μονόκλων, ᾐρμένη ἀνατολῇ, κυνὸς οὐσία,
σκόρδον μονογενές. ἀνάλαβε ὄξει. ποιή-
σας κολλούρια σφράγιζε δακτυλίῳ ὁλο-
σιδήρῳ, ὁλοστόμῳ, ἔχοντι Ἑκάτην

Σχόλια στον Αριστοφάνη

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in Acharnenses (scholia vetera et


recentiora Triclinii) “Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses,
Equites, Nubes”, Ed. Wilson, N.G.Groningen: Bouma, 1975; Scholia in
Aristophanem 1.1B.Hypothesis-epigram-scholion sch ach, verse 3a, γρ.
10

Tr ἥσθην δὲ βαιά] εὐφράνθην ὀλίγα. vet (i) ψαμμοκοσιογάργαρα: οἷον


πολλὰ καὶ ἀναρίθμητα. τὸ γὰρ ψαμμοκόσια καθ' ἑαυτὸ ἐπὶ πλήθους
ἐτίθετο, παρὰ μὲν Εὐπόλιδι ἐν Χρυσῷ Γένει
οὕτως· “ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμοκοσίους”, παρὰ τὸ ἑξακοσίους ἢ
ἑπτακοσίους,
ἀπὸ τῆς ψάμμου ἀριθμητικῶς γεγενημένον. καὶ τὰ γάργαρα δὲ ἐπὶ
πλήθους
ἐτίθετο, ὡς ἐν Λημνίαις· “ἀνδρῶν ἐπακτῶν πᾶσ' ἐγάργαιρ' ἑστία”. καὶ
παρὰ
Ἀριστομένει ἐν Βοηθοῖς· “ἔνδον γὰρ ἡμῖν ἐστιν ἀνδρῶν γάργαρα”. καὶ
παρὰ
τῷ Σώφρονι δέ· “ἁ δὲ οἰκία τῶν ἀργυρωμάτων ἐγάργαιρε”. καὶ ἐν τῇ
τραγῳδίᾳ· “χρημάτων τε γάργαρα”. θέλουσι δέ τινες καὶ τὸ παρὰ τῷ
ποιητῇ
422

“κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσι” τὴν πολλὴν κίνησιν τῶν ποδῶν σημαίνειν,


οἷον
γάργαιρε, καὶ τὸν καρκίνον δὲ οὕτως ὀνομάζεσθαι διὰ τὸ πλῆθος τῶν
ποδῶν. EΓ
(ii) εἰς τὸ αὐτό: ἀπὸ δύο λέξεων τὸ σύνθετον ἐγένετο δηλουσῶν πολλά.
σύγκειται γὰρ ἀπό τε τῆς ψάμμου καὶ τῶν γαργάρων. ὁ γὰρ Πύθιος
νεανιεύεται
τῆς ψάμμου τὸν ἀριθμὸν εἰδέναι αὐχῶν ἐν οἷς λέγει “οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου
τ'
ἀριθμὸν καὶ μέτρα θαλάσσης”. καὶ Εὔπολις ἐπεσημήνατο τὴν λέξιν,
εἰπὼν
“ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμοκοσίους”. δύναται γὰρ ἐγκεῖσθαι τῇ λέξει τὸ “-
κόσια”,
ἥτις ἐστὶ κατάληξις τῶν μετὰ τὸν ἑκατὸν ἀριθμῶν μέχρι τῶν χιλίων· ⟦ὃς
πλήθους ἐστὶ πολλοῦ σημαντικός·⟧ οἷον διακόσια, τριακόσια καὶ τὰ ἑξῆς.
τὸ
δὲ γάργαρα καὶ αὐτὸ ἐπὶ πλήθους λαμβάνεται διὰ τὴν συγγένειαν τοῦ γ
πρὸς
τὸ κ. εἴρηται δὲ ἀντὶ τοῦ ἄφατα καὶ ἀναρίθμητα.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in equites (scholia vetera et


recentiora Triclinii) (5014: 002)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Jones, D.M., Wilson, N.G.Groningen:
Wolters–Noordhoff, 1969; Scholia in Aristophanem 1.2.Argumentum-
dramatis personae-scholion sch eq, τμ. -608a, γρ. 1

vet Θέωρος: ὁ ποιητὴς Θέωρος ἔφη εἰπεῖν τινα Κάρκινον Κορίνθιον


ταῦτα. ⟦ἀποδέχεται δὲ αὐτοὺς πίνοντας ἕνεκα τοῦ νικῆσαι μόνον.⟧ ὁ
Θέωρος
ἔγραψε Κάρκινον λέγοντα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα καὶ ἀποδυσπετοῦντα.
προς-
κρούει εἴς τινα Κάρκινον. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τοὺς ἱππέας καὶ οὐχ ἵππους.
ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται ὁ Θέωρος καὶ ἰχθυοφάγος καὶ πονηρός. περὶ
Κόρινθον
οὖν διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας· ἦν δὲ καὶ κόλαξ. ταῦτα οὖν λέγει
ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr ὁ Θέωρος ἔγραψε Κάρκινόν τινα ἀποδυσπετοῦντα καὶ λέγοντα
τοιαῦτα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα. ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται καὶ ἰχθυοφάγος
καὶ
πονηρός. ἐν Κορίνθῳ δὲ διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας. ἦν δὲ καὶ
423

κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in equites (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch eq, τμ. -verse 608a, γρ. 3

vet εἴ τις ἐξέρπει: ἐπέμεινε τῇ τροπῇ πλέον τι περὶ τῶν Ἀθηναίων


φιλοτιμούμενος· οὐ γὰρ τοὺς προϊόντας, φησί, μόνους διέφθειρον
συλλαμ-
βάνοντες, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς ὄντας τοῖς βυθοῖς. ταῦτα δὲ πάντα εἶπε
πρὸς
τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν ἀποτεινόμενος τὴν περὶ τὰ ναυτικά.
vet Tr εἴ τις ἐξέρποι θύραζε] εἴ τις προκύψειε μόνον. EΓ3
Tr κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι] ἤγουν καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς ὄντας τοῖς βάθεσιν.

vet Θέωρος: ὁ ποιητὴς Θέωρος ἔφη εἰπεῖν τινα Κάρκινον Κορίνθιον


ταῦτα. ⟦ἀποδέχεται δὲ αὐτοὺς πίνοντας ἕνεκα τοῦ νικῆσαι μόνον.⟧ ὁ
Θέωρος
ἔγραψε Κάρκινον λέγοντα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα καὶ ἀποδυσπετοῦντα.
προς-
κρούει εἴς τινα Κάρκινον. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τοὺς ἱππέας καὶ οὐχ ἵππους.
ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται ὁ Θέωρος καὶ ἰχθυοφάγος καὶ πονηρός. περὶ
Κόρινθον
οὖν διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας· ἦν δὲ καὶ κόλαξ. ταῦτα οὖν λέγει
ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr ὁ Θέωρος ἔγραψε Κάρκινόν τινα ἀποδυσπετοῦντα καὶ λέγοντα
τοιαῦτα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα. ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται καὶ ἰχθυοφάγος
καὶ
πονηρός. ἐν Κορίνθῳ δὲ διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας. ἦν δὲ καὶ
κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr Θέωρος] οὗτος ποιητὴς διατρίβων εἰς Κόρινθον.
vet Tr (I) δεινά γ' ὦ Ποσεῖδον:

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in equites (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch eq, τμ. -verse 608a, γρ. 4

vet εἴ τις ἐξέρπει: ἐπέμεινε τῇ τροπῇ πλέον τι περὶ τῶν Ἀθηναίων


424

φιλοτιμούμενος· οὐ γὰρ τοὺς προϊόντας, φησί, μόνους διέφθειρον


συλλαμ-
βάνοντες, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς ὄντας τοῖς βυθοῖς. ταῦτα δὲ πάντα εἶπε
πρὸς
τὴν ἐμπειρίαν αὐτῶν ἀποτεινόμενος τὴν περὶ τὰ ναυτικά.
vet Tr εἴ τις ἐξέρποι θύραζε] εἴ τις προκύψειε μόνον. EΓ3
Tr κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι] ἤγουν καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς ὄντας τοῖς βάθεσιν.

vet Θέωρος: ὁ ποιητὴς Θέωρος ἔφη εἰπεῖν τινα Κάρκινον Κορίνθιον


ταῦτα. ⟦ἀποδέχεται δὲ αὐτοὺς πίνοντας ἕνεκα τοῦ νικῆσαι μόνον.⟧ ὁ
Θέωρος
ἔγραψε Κάρκινον λέγοντα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα καὶ ἀποδυσπετοῦντα.
προς-
κρούει εἴς τινα Κάρκινον. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τοὺς ἱππέας καὶ οὐχ ἵππους.
ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται ὁ Θέωρος καὶ ἰχθυοφάγος καὶ πονηρός. περὶ
Κόρινθον
οὖν διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας· ἦν δὲ καὶ κόλαξ. ταῦτα οὖν λέγει
ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr ὁ Θέωρος ἔγραψε Κάρκινόν τινα ἀποδυσπετοῦντα καὶ λέγοντα
τοιαῦτα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα. ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται καὶ ἰχθυοφάγος
καὶ
πονηρός. ἐν Κορίνθῳ δὲ διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας. ἦν δὲ καὶ
κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr Θέωρος] οὗτος ποιητὴς διατρίβων εἰς Κόρινθον.
vet Tr (I) δεινά γ' ὦ Ποσεῖδον: δοκοῦσι γὰρ οἱ Κορίνθιοι μάλιστα
σέβεσθαι τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸν Ἰσθμόν·

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in equites (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch eq, τμ. -verse 608b, γρ. 1

vet Tr εἴ τις ἐξέρποι θύραζε] εἴ τις προκύψειε μόνον. EΓ3


Tr κἀκ βυθοῦ θηρώμενοι] ἤγουν καὶ τοὺς ἐν αὐτοῖς ὄντας τοῖς βάθεσιν.

vet Θέωρος: ὁ ποιητὴς Θέωρος ἔφη εἰπεῖν τινα Κάρκινον Κορίνθιον


ταῦτα. ⟦ἀποδέχεται δὲ αὐτοὺς πίνοντας ἕνεκα τοῦ νικῆσαι μόνον.⟧ ὁ
Θέωρος
ἔγραψε Κάρκινον λέγοντα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα καὶ ἀποδυσπετοῦντα.
προς-
κρούει εἴς τινα Κάρκινον. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τοὺς ἱππέας καὶ οὐχ ἵππους.
ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται ὁ Θέωρος καὶ ἰχθυοφάγος καὶ πονηρός. περὶ
425

Κόρινθον
οὖν διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας· ἦν δὲ καὶ κόλαξ. ταῦτα οὖν λέγει
ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr ὁ Θέωρος ἔγραψε Κάρκινόν τινα ἀποδυσπετοῦντα καὶ λέγοντα
τοιαῦτα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα. ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται καὶ ἰχθυοφάγος
καὶ
πονηρός. ἐν Κορίνθῳ δὲ διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας. ἦν δὲ καὶ
κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr Θέωρος] οὗτος ποιητὴς διατρίβων εἰς Κόρινθον.
vet Tr (I) δεινά γ' ὦ Ποσεῖδον: δοκοῦσι γὰρ οἱ Κορίνθιοι μάλιστα
σέβεσθαι τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸν Ἰσθμόν· ὅθεν καὶ γυμνικὸν ἀγῶνα, τὰ
Ἴσθμια, ἐπιτελοῦσι τῷ τε Παλαίμονι καὶ τῷ Ποσειδῶνι.
(II) ἄλλως: ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἐστράτευσαν ἐπὶ Κόρινθον καὶ περὶ Κεγχρέας
ἐνίκησαν Νικίου στρατηγοῦντος τοῦ Νικηράτου σὺν ἱππεῦσι σʹ καὶ
ὁπλίταις
καὶ ναυσί.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia vetera)


“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”,
Ed. Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1977; Scholia in Aristophanem
1.3.1.Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 1261a, γρ.
2

ὅ ἐστι τὸ δέκατον τοῦ τιμήματος τῆς δίκης· ὅπερ καλεῖται συνωνύ-


μως παρακαταβολή. ENM
ὡς βέβαιον ἔχων τὸ νικᾶν κατειρωνεύεται αὐτοῦ. VEΘNMA
ὁτιὴ 'κάλεσας εὐηθικῶς E: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν,
εἶπες RVE ἀπαιδεύτως E κάρδοπον. RVE
εὐηθικῶς RV: ἀπαιδεύτως. RVbisE
'κάλεσας εὐηθικῶς] εἴρηκας V ἀνοήτως. VRs
προαναφώνημα VE τὸ “ἰώ μοι μοι” καὶ τὸ “ἔα”: διὸ διπλῆ·
καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι τεσσαράκοντα γʹ. V
ἐπεὶ τραγικῶς ἀνεφώνησε τὸ “ἰώ μοι μοι”. RVEΘNMA οἱ δὲ
Καρκίνου παῖδες RVEΘMA
Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότι-
μος· καὶ οἱ μὲν χορευταί, EΘMA
Ξενοκλῆς καὶ Ξενότιμος· καὶ ὁ
μὲν χορευτής,
Ξενοκλῆς δὲ τραγῳδίας ποιητής. RVEΘNMA
426

τῶν Καρκίνου τις EΘM δαιμόνων EΘNM: παρ' ὑπόνοιαν δέον


εἰπεῖν RVEΘNMA παίδων. RVEΘNMbisA
κατὰ σαυτὸν νῦν τρέπου M: οἷον καθ' ἑαυτοῦ νῦν χώρει, καὶ μὴ
καθ' ἡμῶν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia vetera)


Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 1261b, γρ. 1

'κάλεσας εὐηθικῶς] εἴρηκας V ἀνοήτως. VRs


προαναφώνημα VE τὸ “ἰώ μοι μοι” καὶ τὸ “ἔα”: διὸ διπλῆ·
καὶ στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι τεσσαράκοντα γʹ. V
ἐπεὶ τραγικῶς ἀνεφώνησε τὸ “ἰώ μοι μοι”. RVEΘNMA οἱ δὲ
Καρκίνου παῖδες RVEΘMA
Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότι-
μος· καὶ οἱ μὲν χορευταί, EΘMA
Ξενοκλῆς καὶ Ξενότιμος· καὶ ὁ
μὲν χορευτής,
Ξενοκλῆς δὲ τραγῳδίας ποιητής. RVEΘNMA
τῶν Καρκίνου τις EΘM δαιμόνων EΘNM: παρ' ὑπόνοιαν δέον
εἰπεῖν RVEΘNMA παίδων. RVEΘNMbisA
κατὰ σαυτὸν νῦν τρέπου M: οἷον καθ' ἑαυτοῦ νῦν χώρει, καὶ μὴ
καθ' ἡμῶν. RVENMbisRs
Εὐφρόνιος τὸ “ὦ
Παλλάς, ὥς μ' ἀπώλεσας” Ξενο-
κλέους εἶναί φησιν ἐκ τοῦ Λικυμνίου
λεγόμενον ὑπ' Ἀλκμήνης τοῦ Λι-
κυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημέ-
νου·

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia vetera)


Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 1264a alpha, γρ.
2

Ξενοκλέους RVE ἐστὶν ἐκ τοῦ Λι-


κυμνίου, λέγεται δὲ ὑπ' Ἀλκμήνης
†Λικύμνιον τεθνηκέναι† ὑπὸ
Τληπολέμου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε
τί δέ σε Τληπόλεμός RVE
ποτ' εἴργασται κακόν;
Εὐφρόνιος παρὰ Ξενοκλεῖ εἶναί φησι
τὸ “χρυσάμπυκες”, †† ἐξ οὗ V
παραπεποιῆσθαι.
ὦ σκληρὲ δαῖμον M:
427

ἐπεὶ Ξενοκλέους τοῦ Καρκίνου ἀνε-


μνήσθη, τραγῳδεῖ καὶ τὰ αὐτοῦ
εἰρηκὼς “ὦ σκληρὲ δαῖμον”. E
τοῦτο, ἐπεὶ ἐμνήσθη αὐτοῦ τοῦ
πατρός.
ἀπὸ τοῦ Εὐριπίδου δράματος Τληπολέμου. Rs
ἄλλοι δὲ τραγικὸν ὑποκριτὴν εἶναι τὸν Τληπόλεμον, συνεχῶς ὑποκρι-
νόμενον Σοφοκλεῖ.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia recentiora Eustathii,


Thomae Magistri et Triclinii) (5014: 005)“Prolegomena de comoedia.
Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen:
Bouma, 1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Argumentum-dramatis
personae-scholion sch th-tr nub, verse 1261a, γρ. 1

Th1/2Tr1/2 δώδεκα] μναῖς. Th1/2Tr1/2 οὐχὶ βούλομαι παθεῖν] ἐλεῶ γάρ σε διὰ
τὴν ἁπλότητα. Tr2 εὐηθικῶς] ἁπλῶς, μωρῶς.
Tr2 ?? praeter Cant.2. Tr2 ἰώ μοι μοι: κορωνὶς ἑτέρα ὁμοία· οἱ δὲ στίχοι
ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι μγʹ, ὧν προτίθενται κῶλα δύο· τὸ
πρῶτον ἀντισπαστικὸν μονό-μετρον ἀκατάληκτον, τὸ δὲ δεύτερον
ἰαμβικὸν μονόμετρον βραχυκατάληκτον.
ὁ δὲ τελευταῖος τούτων
αὐτοῖς τροχοῖς τοῖς σοῖσι καὶ ξυνωρίσιν.
ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς.
Th1/2Tr1/2 φασίν, ὡς ⌈ὅτι Th1 ὁ καρκίνος οὗτος ποιητὴς ὢν τραγικὸς
εἰσήγαγέ
τινας τῶν θεῶν ἔν τινι δράματι δεινοπαθοῦντας. ⌈εἶχε δὲ υἱοὺς τρεῖς·
Ξενοκλῆ,
Ξενότιμον καὶ Δημότιμον. Th1
Tr1
οἱ δέ φασιν, ὅτι “τῶν παίδων” ὤφειλεν εἰπεῖν. Καρκίνου γὰρ παῖδες
τρεῖς· Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότιμος· καὶ οἱ μὲν χορευταί,
Ξενοκλῆς δὲ
τραγῳδίας ποιητής. ἔστι δὲ ταῦτα Ξενοκλέους ὑπὸ Ἀλκμήνης λεγόμενα
τοῦ
Λικυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημένου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε “τί δέ σε
Τληπό-
λεμός ποτ' εἴργασται κακόν;”
Tr2 τινές, ὅτι ... (1) εἰπεῖν, φασί. Καρκίνου ... (2) μὲν ἦσαν χορευ-
ταί ... (3) ποιητής. ταῦτα οὖν Ξενοκλέους ἐστὶν ἐκ Λικυμνίου ὑπὸ
Ἀλκμήνης

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia recentiora Eustathii,


428

Thomae Magistri et Triclinii) Argumentum-dramatis personae-scholion


sch th-tr nub, verse 1261b, γρ. 1

Tr2 ?? praeter Cant.2.


Tr2 ἰώ μοι μοι: κορωνὶς ἑτέρα ὁμοία· οἱ δὲ στίχοι ἰαμβικοὶ τρίμετροι
ἀκατάληκτοι μγʹ, ὧν προτίθενται κῶλα δύο· τὸ πρῶτον ἀντισπαστικὸν
μονό-
μετρον ἀκατάληκτον, τὸ δὲ δεύτερον ἰαμβικὸν μονόμετρον
βραχυκατάληκτον.
ὁ δὲ τελευταῖος τούτων
αὐτοῖς τροχοῖς τοῖς σοῖσι καὶ ξυνωρίσιν.
ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς.
Th1/2Tr1/2 φασίν, ὡς ⌈ὅτι Th1 ὁ καρκίνος οὗτος ποιητὴς ὢν τραγικὸς
εἰσήγαγέ
τινας τῶν θεῶν ἔν τινι δράματι δεινοπαθοῦντας. ⌈εἶχε δὲ υἱοὺς τρεῖς·
Ξενοκλῆ,
Ξενότιμον καὶ Δημότιμον. Th1
Tr1
οἱ δέ φασιν, ὅτι “τῶν παίδων” ὤφειλεν εἰπεῖν. Καρκίνου γὰρ παῖδες
τρεῖς· Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότιμος· καὶ οἱ μὲν χορευταί,
Ξενοκλῆς δὲ
τραγῳδίας ποιητής. ἔστι δὲ ταῦτα Ξενοκλέους ὑπὸ Ἀλκμήνης λεγόμενα
τοῦ
Λικυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημένου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε “τί δέ σε
Τληπό-
λεμός ποτ' εἴργασται κακόν;”
Tr2 τινές, ὅτι ... (1) εἰπεῖν, φασί. Καρκίνου ... (2) μὲν ἦσαν χορευ-
ταί ... (3) ποιητής. ταῦτα οὖν Ξενοκλέους ἐστὶν ἐκ Λικυμνίου ὑπὸ
Ἀλκμήνης

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia recentiora Eustathii,


Thomae Magistri et Triclinii) Argumentum-dramatis personae-scholion
sch th-tr nub, verse 1261c, γρ. 1

ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς. Th1/2Tr1/2 φασίν, ὡς ⌈ὅτι Th1 ὁ καρκίνος οὗτος


ποιητὴς ὢν τραγικὸς εἰσήγαγέ τινας τῶν θεῶν ἔν τινι δράματι
δεινοπαθοῦντας. ⌈εἶχε δὲ υἱοὺς τρεῖς· Ξενοκλῆ, Ξενότιμον καὶ
Δημότιμον. Th1
Tr1
οἱ δέ φασιν, ὅτι “τῶν παίδων” ὤφειλεν εἰπεῖν. Καρκίνου γὰρ παῖδες
τρεῖς· Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότιμος· καὶ οἱ μὲν χορευταί,
Ξενοκλῆς δὲ
τραγῳδίας ποιητής. ἔστι δὲ ταῦτα Ξενοκλέους ὑπὸ Ἀλκμήνης λεγόμενα
429

τοῦ
Λικυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημένου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε “τί δέ σε
Τληπό-
λεμός ποτ' εἴργασται κακόν;”
Tr2 τινές, ὅτι ... (1) εἰπεῖν, φασί. Καρκίνου ... (2) μὲν ἦσαν χορευ-
ταί ... (3) ποιητής. ταῦτα οὖν Ξενοκλέους ἐστὶν ἐκ Λικυμνίου ὑπὸ
Ἀλκμήνης
... (4) ἀνῃρημένου· ὦ Παλλάς, ὥς μ' ἀπώλεσας. διὸ καὶ ἐπήγαγε “τί δαί
σε ... κακόν”.
Th1/2Tr1/2 δαῖμον] τύχη.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) (5014: 006)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Play sch recent nub, verse 178d
alpha, γρ. 1

τέφραν] σποδιάν Reg, σποδόν Par (cf. sch.vet. 177β in.), παιπά-
λην Cr, κόνιν arl.5 (cf. sch.vet. 177α in.), στάκτην Cant.2Chalc (cf.
Tz 177, l. 7).
κάμψας] καμπύλον ποιήσας ChisRegParChalc (cf. sch.vet. 178a.b
in.), καμπτὸν ποιήσας Va, κλίνας CrCant.2LbHarl.5.
ὀβελίσκον] σουβλίον ChisRegParCant.2, σούβλαν lChalc, ἀνα-
βολέα A.
κάμψας ὀβελίσκον: ἤγουν καμπύλον αὐτὸν ποιήσας· ὀρθοὶ γὰρ
οἱ ὀβελίσκοι. ἐπεὶ γάρ, φησίν, ἔδεσμα οὐκ ἦν, ὀρθὸν ὄντα, φησί, τὸν
ὀβελίσκον
ἔκαμψεν, ἵνα δι' αὐτοῦ δυνηθῇ κλέψαι καὶ ἑλκύσαι τὸ ἱμάτιον.
διαβήτην] ⌈τὴν κοινῶς ChisPar [ὅν φασι καρκίνον ἢ Reg] περί-
γραν ChisRegParlChalc, ὡς περίγραν Harl.5, κοντάκιον Chalc, τὸν
κοινῶς
διαδέτην Ho (cf. Tz1 178b).
ὁ διαδέτης ι (sic), διαβήτης δὲ τὸ πάθος η A(mrg. διαβήτην ⸓).
λαβὼν] κρατήσας Va.
παρὰ προσδοκίαν καὶ παρ' ὑπόνοιαν διαβάλλει αὐτὸν εἰς παῖδας.
δέον ... (2) ἐπελάθετο, ἐπειδὴ Σωκράτης ... (5) ὀβελίσκον δὲ
... (7) ἔμελλεν ἐρεῖν ... μηχανῶνται, καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ τῶν κλείδων
ἀνοίξει.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma recentiora)


Play sch recent nub, verse 1261a, γρ. 1
430

καίτοι σε τοῦτό γε οὐχὶ βούλομαι παθεῖν, ἤγουν ἐλεῶ σε διὰ τὴν


ἁπλότητα, καὶ οὐ θέλω παθεῖν σε τὴν ζημίαν ταύτην, προσαποβαλεῖν καὶ
ἀπολέ-
σειν τὰ πρυτανεῖα σὺν ταῖς δώδεκα μναῖς Ba(m2mrg.).
εὐηθικῶς] ἀγνώστως Cr, μωρῶς l λίαν Lb, ἰδιωτικῶς Chalc.
τὴν κάρδοπον] ἤγουν τὴν καρδόπην κάρδοπον Reg.
ἔα] φεῦ lChalcHoBa, θαυμαστικόν h.
ἦ] ἆρα Crh, ἄρα Cant.2Chalc, ὄντως l (ἦ τί]) (text. ἦ τί που).
Καρκίνου] τοῦ ποιητοῦ .
δαιμόνων] ἀντὶ τοῦ “υἱῶν” παρ' ὑπόνοιαν Reg, εἰσαγομένων ἐν τῷ
δράματι Va, θεῶν h, δαίμονες ... † ἢ ζα† [ἔμπει]ροι ἢ ἀπὸ τοῦ πάντα
μερί-
ζεσθαι, δάσσεσθαι Vict (cf. Hesch. s. v. δαίμονες, Δ 73, ubi οἷον ἔμπ. et
ap.
Schmidt δάσσεσθαι etiam cod.).
⌈τῷ Καρκίνῳ τούτῳ τρεῖς ἦσαν παῖδες, ὧν [ἄλλοι δέ φασιν, ὅτι
τριῶν ὄντων παίδων αὐτῷ] ὁ μὲν εἷς τραγικὸς ⌈ἦν Reg ποιητής, οἱ δὲ
λοιποὶ
δύο ὑποκριταὶ ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ δανειστὴς ⌈οὗτος Reg
⌈ὀξυτό-
νως [ὀξυφώνως] τὸ “οἴμοι” ἐβόησε,
τούτου ... ἔφησεν ... ἐστιν ὁ βοή-
σας, ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma recentiora)


Play sch recent nub, verse 1261c,c2, γρ. 6

ζεσθαι, δάσσεσθαι Vict (cf. Hesch. s. v. δαίμονες, Δ 73, ubi οἷον ἔμπ. et
ap.
Schmidt δάσσεσθαι etiam cod.).
⌈τῷ Καρκίνῳ τούτῳ τρεῖς ἦσαν παῖδες, ὧν [ἄλλοι δέ φασιν, ὅτι
τριῶν ὄντων παίδων αὐτῷ] ὁ μὲν εἷς τραγικὸς ⌈ἦν Reg ποιητής, οἱ δὲ
λοιποὶ
δύο ὑποκριταὶ ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ δανειστὴς ⌈οὗτος Reg
⌈ὀξυτό-
νως [ὀξυφώνως] τὸ “οἴμοι” ἐβόησε,
τούτου ... ἔφησεν ... ἐστιν ὁ βοή-
σας, ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳ-
δίας ὑποκριτής;
431

κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ


Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τού-
των εἶναι λέγει τὸν δανειστήν.
οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς· Ξενοκλῆν, Ξενότιμον καὶ Δημό-
τιμον· καὶ (2) ..., ὁ δὲ ... ποιητής (3).
⌈οὗτος h ὁ ⌈Καρκῖνος [· pro ῀ Ho] ⌈οὗτος lChalc ποιητὴς
ἦν τραγικός· ⌈ἔν τινι δὲ αὐτοῦ δράματι lChalc ⌈εἰσήγαγέ lChalc [εἰσήγαγε
δέ] τινας ⌈ἐν τῷ ἑαυτοῦ δράματι h τῶν θεῶν δεινοπαθοῦντας·
μεταφέρει δὲ τοῦτο ἐνταῦθα παίζων

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma recentiora)


Play sch recent nub, verse 1261d, γρ. 1

⌈τῷ Καρκίνῳ τούτῳ τρεῖς ἦσαν παῖδες, ὧν [ἄλλοι δέ φασιν, ὅτι


τριῶν ὄντων παίδων αὐτῷ] ὁ μὲν εἷς τραγικὸς ⌈ἦν Reg ποιητής, οἱ δὲ
λοιποὶ
δύο ὑποκριταὶ ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ δανειστὴς ⌈οὗτος Reg
⌈ὀξυτό-
νως [ὀξυφώνως] τὸ “οἴμοι” ἐβόησε,
τούτου ... ἔφησεν ... ἐστιν ὁ βοή-
σας, ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳ-
δίας ὑποκριτής;
κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ
Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τού-
των εἶναι λέγει τὸν δανειστήν.
οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς· Ξενοκλῆν, Ξενότιμον καὶ Δημό-
τιμον· καὶ (2) ..., ὁ δὲ ... ποιητής (3).
⌈οὗτος h ὁ ⌈Καρκῖνος [· pro ῀ Ho] ⌈οὗτος lChalc ποιητὴς
ἦν τραγικός· ⌈ἔν τινι δὲ αὐτοῦ δράματι lChalc ⌈εἰσήγαγέ lChalc [εἰσήγαγε
δέ] τινας ⌈ἐν τῷ ἑαυτοῦ δράματι h τῶν θεῶν δεινοπαθοῦντας·
μεταφέρει δὲ τοῦτο ἐνταῦθα παίζων
lChalc.
μεταφέρει δὲ ὅμως τοῦτο ἐνταῦθα ὁ
κωμικὸς παίζων h.
ἐφθέγξατο] ἐλάλησε Cant.2LbChalc, εἶπε Va, ἐφώνησε h.
κατὰ ... τρέπου] ἔχων αὐτὸ τοῦτο, ἤγουν τὴν δυστυχίαν Lb, τὸ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in nubes (scholia anonyma recentiora)


Play sch recent nub, verse 1261e, γρ. 1

δύο ὑποκριταὶ ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ δανειστὴς ⌈οὗτος Reg


⌈ὀξυτό-
432

νως [ὀξυφώνως] τὸ “οἴμοι” ἐβόησε,


τούτου ... ἔφησεν ... ἐστιν ὁ βοή-
σας, ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳ-
δίας ὑποκριτής;
κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ
Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τού-
των εἶναι λέγει τὸν δανειστήν.
οὗτος ὁ Καρκῖνος ἔσχε τρεῖς υἱούς· Ξενοκλῆν, Ξενότιμον καὶ Δημό-
τιμον· καὶ (2) ..., ὁ δὲ ... ποιητής (3).
⌈οὗτος h ὁ ⌈Καρκῖνος [· pro ῀ Ho] ⌈οὗτος lChalc ποιητὴς
ἦν τραγικός· ⌈ἔν τινι δὲ αὐτοῦ δράματι lChalc ⌈εἰσήγαγέ lChalc [εἰσήγαγε
δέ] τινας ⌈ἐν τῷ ἑαυτοῦ δράματι h τῶν θεῶν δεινοπαθοῦντας·
μεταφέρει δὲ τοῦτο ἐνταῦθα παίζων

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) (5014: 007)“Scholia in Vespas, Pacem, Aves et
Lysistratam”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma, 1978; Scholia in
Aristophanem 2.1.Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1505, γρ. 1

vet Tr ἐμμελείᾳ κονδύλου: ⌈ἐμμέλεια ⌈τραγικὴ ὄρχησις


[τραγικῇ ὀρχήσει ]· ὡσεὶ ἔλεγεν “ἐμμελείᾳ ᾠδῆς”. εἶπε δὲ
“κονδύλου”. δίδωμι αὐτῷ, φησίν, κόνδυλον, καὶ ἀπολῶ αὐτόν. μικρὸς
γάρ
ἐστι καὶ λεπτός.
vet Tr ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ: ἀντὶ τοῦ “οὐδὲν οἶδε τοῦ ῥυθμοῦ”.
vet Tr Καρκινίτης] υἱὸς Καρκίνου. 3
vet Tr ὀψώνηκ' ἄρα] ὡς ὀψοφάγος διαβάλλεται. 3Ald*
vet Tr πλήν γε Καρκίνους: παρὰ τοὺς καρκίνους τοὺς ⌈λεγομένους
παγούρους. 3
vet Tr ἕτερος αὐτῶν Καρκίνου] ⌈καὶ 3 ὁ τρίτος αὐτῶν (.) 3 τοῦ
Καρκίνου.
vet Tr ὀξὶς: εἶδος(ός) ⌈ἐστι Γ3 χύτρας (.) RΓ3Ald*
, ὅπερ λοπάδιον καλοῦσιν. R
· ἢ ἀγγεῖον ὀξηρόν. vet ἀγγεῖον ὀξηρὸν ἢ φαλάγγιον.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
433

verse 1507, γρ. 1

μέν εἰσιν· ἀλλ' οἱ τρεῖς χορευταί. Φερεκράτης δὲ τῶν τριῶν ὁ μέσος,


φησίν. vet Tr ἐμμελείᾳ κονδύλου: ⌈ἐμμέλεια ⌈τραγικὴ ὄρχησις
[τραγικῇ ὀρχήσει ]· ὡσεὶ ἔλεγεν “ἐμμελείᾳ ᾠδῆς”. εἶπε δὲ
“κονδύλου”. δίδωμι αὐτῷ, φησίν, κόνδυλον, καὶ ἀπολῶ αὐτόν. μικρὸς
γάρ
ἐστι καὶ λεπτός. vet Tr ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ: ἀντὶ τοῦ “οὐδν ἶδε τοῦ
ῥυθμοῦ”.
vet Tr Καρκινίτης] υἱὸς Καρκίνου. 3
vet Tr ὀψώνηκ' ἄρα] ὡς ὀψοφάγος διαβάλλεται. 3Ald*
vet Tr πλήν γε Καρκίνους: παρὰ τοὺς καρκίνους τοὺς ⌈λεγομένους
παγούρους. 3
vet Tr ἕτερος αὐτῶν Καρκίνου] ⌈καὶ 3 ὁ τρίτος αὐτῶν (.) 3 τοῦ
Καρκίνου.
vet Tr ὀξὶς: εἶδος(ός) ⌈ἐστι Γ3 χύτρας (.) RΓ3Ald*
, ὅπερ λοπάδιον καλοῦσιν. R
· ἢ ἀγγεῖον ὀξηρόν. Ald*
vet ἀγγεῖον ὀξηρὸν ἢ φαλάγγιον.
vet εἰς μικρὸν τὸν Ξενοκλέα· καὶ τὸ φαλάγγιον μικρὸν καὶ
συνεστραμμένον. δῆλον δὲ ἐκ τῶν Φερεκράτους Ἀγρίων· “καὶ καρκίνος
μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1508, γρ. 1

vet Tr ἐμμελείᾳ κονδύλου: ⌈ἐμμέλεια ⌈τραγικὴ ὄρχησις


[τραγικῇ ὀρχήσει ]· ὡσεὶ ἔλεγεν “ἐμμελείᾳ ᾠδῆς”. εἶπε δὲ
“κονδύλου”. δίδωμι αὐτῷ, φησίν, κόνδυλον, καὶ ἀπολῶ αὐτόν. μικρὸς
γάρ
ἐστι καὶ λεπτός.
vet Tr ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ: ἀντὶ τοῦ “οὐδὲν οἶδε τοῦ ῥυθμοῦ”.
vet Tr Καρκινίτης] υἱὸς Καρκίνου. 3
vet Tr ὀψώνηκ' ἄρα] ὡς ὀψοφάγος διαβάλλεται. 3Ald*
vet Tr πλήν γε Καρκίνους: παρὰ τοὺς καρκίνους τοὺς ⌈λεγομένους
παγούρους. 3
vet Tr ἕτερος αὐτῶν Καρκίνου] ⌈καὶ 3 ὁ τρίτος αὐτῶν (.) 3 τοῦ
Καρκίνου.
vet Tr ὀξὶς: εἶδος(ός) ⌈ἐστι Γ3 χύτρας (.) RΓ3Ald*
, ὅπερ λοπάδιον καλοῦσιν. R
· ἢ ἀγγεῖον ὀξηρόν. Ald*
434

vet ἀγγεῖον ὀξηρὸν ἢ φαλάγγιον.


vet εἰς μικρὸν τὸν Ξενοκλέα· καὶ τὸ φαλάγγιον μικρὸν καὶ
συνεστραμμένον. δῆλον δὲ ἐκ τῶν Φερεκράτους Ἀγρίων· “καὶ καρκίνος
μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ
κομῆται τότε καὶ νῦν εἰσὶν μικροὶ ⌈καὶ V κομῆται. φίλαρχοι
τότε παῖδες ἦσαν ὄντες νῦν φιλαρχικώτεροι. μὰ τὸν Δία οὐ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1508, γρ. 2

vet Tr ἐμμελείᾳ κονδύλου: ⌈ἐμμέλεια ⌈τραγικὴ ὄρχησις


[τραγικῇ ὀρχήσει ]· ὡσεὶ ἔλεγεν “ἐμμελείᾳ ᾠδῆς”. εἶπε δὲ
“κονδύλου”. δίδωμι αὐτῷ, φησίν, κόνδυλον, καὶ ἀπολῶ αὐτόν. μικρὸς
γάρ
ἐστι καὶ λεπτός.
vet Tr ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ: ἀντὶ τοῦ “οὐδὲν οἶδε τοῦ ῥυθμοῦ”.
vet Tr Καρκινίτης] υἱὸς Καρκίνου. 3
vet Tr ὀψώνηκ' ἄρα] ὡς ὀψοφάγος διαβάλλεται. 3Ald*
vet Tr πλήν γε Καρκίνους: παρὰ τοὺς καρκίνους τοὺς ⌈λεγομένους
παγούρους. 3
vet Tr ἕτερος αὐτῶν Καρκίνου] ⌈καὶ 3 ὁ τρίτος αὐτῶν (.) 3 τοῦ
Καρκίνου.
vet Tr ὀξὶς: εἶδος(ός) ⌈ἐστι Γ3 χύτρας (.) RΓ3Ald*
, ὅπερ λοπάδιον καλοῦσιν. R
· ἢ ἀγγεῖον ὀξηρόν. Ald*
vet ἀγγεῖον ὀξηρὸν ἢ φαλάγγιον.
vet εἰς μικρὸν τὸν Ξενοκλέα· καὶ τὸ φαλάγγιον μικρὸν καὶ
συνεστραμμένον. δῆλον δὲ ἐκ τῶν Φερεκράτους Ἀγρίων· “καὶ καρκίνος
μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ
κομῆται τότε καὶ νῦν εἰσὶν μικροὶ ⌈καὶ V κομῆται. φίλαρχοι
τότε παῖδες ἦσαν ὄντες νῦν φιλαρχικώτεροι. μὰ τὸν Δία οὐ
τρεῖς τε ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ τέσσαρες.”

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1509c, γρ. 2

vet Tr ὀψώνηκ' ἄρα] ὡς ὀψοφάγος διαβάλλεται. 3Ald*


vet Tr πλήν γε Καρκίνους: παρὰ τοὺς καρκίνους τοὺς ⌈λεγομένους
435

παγούρους. 3vet Tr ἕτερος αὐτῶν Καρκίνου] ⌈καὶ 3 ὁ τρίτος αὐτῶν (.) 3


τοῦ
Καρκίνου. vet Tr ὀξὶς: εἶδος(ός) ⌈ἐστι Γ3 χύτρας (.) RΓ3Ald*
, ὅπερ λοπάδιον καλοῦσιν. R
· ἢ ἀγγεῖον ὀξηρόν. Ald*
vet ἀγγεῖον ὀξηρὸν ἢ φαλάγγιον.
vet εἰς μικρὸν τὸν Ξενοκλέα· καὶ τὸ φαλάγγιον μικρὸν καὶ
συνεστραμμένον. δῆλον δὲ ἐκ τῶν Φερεκράτους Ἀγρίων· “καὶ καρκίνος
μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ
κομῆται τότε καὶ νῦν εἰσὶν μικροὶ ⌈καὶ V κομῆται. φίλαρχοι
τότε παῖδες ἦσαν ὄντες νῦν φιλαρχικώτεροι. μὰ τὸν Δία οὐ
τρεῖς τε ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ τέσσαρες.”
vet ὁ πινοτήρης: ⌈“ὁ πινοτήρης” ἕως τοῦ “τραγῳδοῦ”· δῆλον,
ὅτι περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος. Rδιαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον. R
πινοτήρης δὲ οὐκ ἄλλως, ἀλλ' ἐπεὶ καρκίνιόν τί ἐστι σύννομον πίνῃ καὶ
ἀεὶ
ταύτῃ προσδεχόμενον. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ·
ὁ πινοτήρης τοῦδε μάντεως χοροῦ.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1510a, γρ. 3

vet εἰς μικρὸν τὸν Ξενοκλέα· καὶ τὸ φαλάγγιον μικρὸν καὶ


συνεστραμμένον. δῆλον δὲ ἐκ τῶν Φερεκράτους Ἀγρίων· “καὶ καρκίνος
μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ
κομῆται τότε καὶ νῦν εἰσὶν μικροὶ ⌈καὶ V κομῆται. φίλαρχοι
τότε παῖδες ἦσαν ὄντες νῦν φιλαρχικώτεροι. μὰ τὸν Δία οὐ
τρεῖς τε ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ τέσσαρες.”
vet ὁ πινοτήρης: ⌈“ὁ πινοτήρης” ἕως τοῦ “τραγῳδοῦ”· δῆλον,
ὅτι περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος. Rδιαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον. R
πινοτήρης δὲ οὐκ ἄλλως, ἀλλ' ἐπεὶ καρκίνιόν τί ἐστι σύννομον πίνῃ καὶ
ἀεὶ
ταύτῃ προσδεχόμενον. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ·
ὁ πινοτήρης τοῦδε μάντεως χοροῦ.

vet πῖνα ὄστρεον(όν) (.) Rἐστιν. τοῦτο ὑποδέχεται καρκίνος·


καὶ ὅταν εἰσέλθῃ μικρὸν ἰχθύδιον, δάκνει τὴν πῖναν· ἡ δὲ συστέλλει τὸ
ὄστρακον
καὶ ἐναποκλείει τὸ ἰχθύδιον.
436

vet ὁ ἐπιτηρῶν †† τὸ ἐσθίειν. R


Tr ⌈πινοτήρην οἱ μὲν ζῷόν τι λέγουσι σύννομον τῷ καρκίνῳ ⌈τὸν
πιννοτήρην Ald, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν.
φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1510b, γρ. 1

μέν τις ἦν ὁ Θωρυκίου υἱός. ἦσαν δὲ αὐτῷ τρεῖς τινες μικροὶ


κομῆται τότε καὶ νῦν εἰσὶν μικροὶ ⌈καὶ V κομῆται. φίλαρχοι
τότε παῖδες ἦσαν ὄντες νῦν φιλαρχικώτεροι. μὰ τὸν Δία οὐ
τρεῖς τε ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ τέσσαρες.”
vet ὁ πινοτήρης: ⌈“ὁ πινοτήρης” ἕως τοῦ “τραγῳδοῦ”· δῆλον,
ὅτι περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος. Rδιαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον. R
πινοτήρης δὲ οὐκ ἄλλως, ἀλλ' ἐπεὶ καρκίνιόν τί ἐστι σύννομον πίνῃ καὶ
ἀεὶ
ταύτῃ προσδεχόμενον. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ·
ὁ πινοτήρης τοῦδε μάντεως χοροῦ.

vet πῖνα ὄστρεον(όν) (.) Rἐστιν. τοῦτο ὑποδέχεται καρκίνος·


καὶ ὅταν εἰσέλθῃ μικρὸν ἰχθύδιον, δάκνει τὴν πῖναν· ἡ δὲ συστέλλει τὸ
ὄστρακον
καὶ ἐναποκλείει τὸ ἰχθύδιον.
vet ὁ ἐπιτηρῶν †† τὸ ἐσθίειν. R
Tr ⌈πινοτήρην οἱ μὲν ζῷόν τι λέγουσι σύννομον τῷ καρκίνῳ ⌈τὸν
πιννοτήρην Ald, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν.
φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον
καὶ τὴν θέρμην εἰσδέχεται, ὁ δὲ ἐπιτηρῶν εἰσέρχεται καὶ δάκνει αὐτήν, ἡ
δὲ
συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.
Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1510d, γρ. 1
437

vet ὁ πινοτήρης: ⌈“ὁ πινοτήρης” ἕως τοῦ “τραγῳδοῦ”· δῆλον,


ὅτι περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος. Rδιαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον. R
πινοτήρης δὲ οὐκ ἄλλως, ἀλλ' ἐπεὶ καρκίνιόν τί ἐστι σύννομον πίνῃ καὶ
ἀεὶ
ταύτῃ προσδεχόμενον. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ·
ὁ πινοτήρης τοῦδε μάντεως χοροῦ.

vet πῖνα ὄστρεον(όν) (.) Rἐστιν. τοῦτο ὑποδέχεται καρκίνος·


καὶ ὅταν εἰσέλθῃ μικρὸν ἰχθύδιον, δάκνει τὴν πῖναν· ἡ δὲ συστέλλει τὸ
ὄστρακον
καὶ ἐναποκλείει τὸ ἰχθύδιον.
vet ὁ ἐπιτηρῶν †† τὸ ἐσθίειν. R
Tr ⌈πινοτήρην οἱ μὲν ζῷόν τι λέγουσι σύννομον τῷ καρκίνῳ ⌈τὸν
πιννοτήρην Ald, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν.
φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον
καὶ τὴν θέρμην εἰσδέχεται, ὁ δὲ ἐπιτηρῶν εἰσέρχεται καὶ δάκνει αὐτήν, ἡ
δὲ
συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.
Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1510d, γρ. 2

ὅτι περὶ Ξενοκλέους ὁ λόγος. Rδιαβάλλει αὐτὸν ὡς ἀδηφάγον. R


πινοτήρης δὲ οὐκ ἄλλως, ἀλλ' ἐπεὶ καρκίνιόν τί ἐστι σύννομον πίνῃ καὶ
ἀεὶ
ταύτῃ προσδεχόμενον. Σοφοκλῆς Ἀμφιαράῳ·
ὁ πινοτήρης τοῦδε μάντεως χοροῦ.

vet πῖνα ὄστρεον(όν) (.) Rἐστιν. τοῦτο ὑποδέχεται καρκίνος·


καὶ ὅταν εἰσέλθῃ μικρὸν ἰχθύδιον, δάκνει τὴν πῖναν· ἡ δὲ συστέλλει τὸ
ὄστρακον
καὶ ἐναποκλείει τὸ ἰχθύδιον.
vet ὁ ἐπιτηρῶν †† τὸ ἐσθίειν. R
Tr ⌈πινοτήρην οἱ μὲν ζῷόν τι λέγουσι σύννομον τῷ καρκίνῳ ⌈τὸν
πιννοτήρην Ald, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν.
438

φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον
καὶ τὴν θέρμην εἰσδέχεται, ὁ δὲ ἐπιτηρῶν εἰσέρχεται καὶ δάκνει αὐτήν, ἡ
δὲ
συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.
Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.
vet Tr τῶν ὀρχίλων: ὀρχίλος εἶδος(ός) ⌈ἐστιν ὀρνέου μικροῦ· ἐκ
τούτου ⌈δ' αὐτῶν R [οὖν ] ⌈ὑπεμφαίνει R τὸ βραχὺ καὶ κατωφερές(ὲς) (.)
R⌈πρὸς λαγνείαν Ald* ⌈διὰ τοῦ ὀνόματος κατηγορεῖ ·

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1510e, γρ. 1

vet πῖνα ὄστρεον(όν) (.) Rἐστιν. τοῦτο ὑποδέχεται καρκίνος·


καὶ ὅταν εἰσέλθῃ μικρὸν ἰχθύδιον, δάκνει τὴν πῖναν· ἡ δὲ συστέλλει τὸ
ὄστρακον
καὶ ἐναποκλείει τὸ ἰχθύδιον.
vet ὁ ἐπιτηρῶν †† τὸ ἐσθίειν. R
Tr ⌈πινοτήρην οἱ μὲν ζῷόν τι λέγουσι σύννομον τῷ καρκίνῳ ⌈τὸν
πιννοτήρην Ald, οἱ δὲ αὐτὸν τὸν καρκίνον ὡς ἐπιτηροῦντα τὴν πίνναν.
φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον
καὶ τὴν θέρμην εἰσδέχεται, ὁ δὲ ἐπιτηρῶν εἰσέρχεται καὶ δάκνει αὐτήν, ἡ
δὲ
συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.
Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.
vet Tr τῶν ὀρχίλων: ὀρχίλος εἶδος(ός) ⌈ἐστιν ὀρνέου μικροῦ· ἐκ
τούτου ⌈δ' αὐτῶν R [οὖν ] ⌈ὑπεμφαίνει R τὸ βραχὺ καὶ κατωφερές(ὲς) (.)
R⌈πρὸς λαγνείαν Ald* ⌈διὰ τοῦ ὀνόματος κατηγορεῖ · ἅμα
δὲ καὶ πρὸς τὴν ὄρχησιν. ἐμφαίνει δὲ αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας.

Tr ὀρχίλων] εἶδος ὀρνέου μικροῦ.


vet Tr ἅλμην κύκα: ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈τοὺς τοῦ Καρκίνου [λέγει
ὁ λόγος Ald] (.) Ald, ὅτι ἅλμη, ὅτι πάντως ζωμός. ⌈καὶ

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


439

Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,


verse 1515a, γρ. 1

συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.


Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.
vet Tr τῶν ὀρχίλων: ὀρχίλος εἶδος(ός) ⌈ἐστιν ὀρνέου μικροῦ· ἐκ
τούτου ⌈δ' αὐτῶν R [οὖν ] ⌈ὑπεμφαίνει R τὸ βραχὺ καὶ κατωφερές(ὲς) (.)
R⌈πρὸς λαγνείαν Ald* ⌈διὰ τοῦ ὀνόματος κατηγορεῖ · ἅμα
δὲ καὶ πρὸς τὴν ὄρχησιν. ἐμφαίνει δὲ αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας.

Tr ὀρχίλων] εἶδος ὀρνέου μικροῦ.


vet Tr ἅλμην κύκα: ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈τοὺς τοῦ Καρκίνου [λέγει
ὁ λόγος Ald] (.) Ald, ὅτι ἅλμη, ὅτι πάντως ζωμός. ⌈καὶ
τοῦτο ⌈δὲ πρὸς τὸ πολυφάγον αὐτῶν. ἵνα γὰρ τὰ κρέα μὴ ⌈σήπηται
R[σάπῃ ] ⌈μένοντα R, πάττεται τῇ ἅλμῃ. R
vet Tr ὡς πρὸς ἰχθῦς ὁ λόγος, ἐπειδὴ ἅλμην παρασκευάζουσιν ἐπὶ τῷ
φαγεῖν ἰχθύδια ἢ καρκίνους. ⌈ὡς καρκίνοις οὖν αὐτῶν χρώμενός
φησιν(ὶν) ⌈οὖν , ὅτι παρασκεύασον ἅλμην, ἵνα, ἐὰν αὐτοὺς νικήσω,
ὀπτήσω
αὐτοὺς καὶ φάγω.
vet Tr φέρε ⌈νῦν Γ [νυν ] κτλ.] θέλει ⌈δὲ Γ3 ὁ χορὸς μετὰ ἀφορμῆς
ἀναχωρῆσαι. Γ3

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1515b, γρ. 2

τούτου ⌈δ' αὐτῶν R [οὖν ] ⌈ὑπεμφαίνει R τὸ βραχὺ καὶ κατωφερές(ὲς) (.)


R⌈πρὸς λαγνείαν Ald* ⌈διὰ τοῦ ὀνόματος κατηγορεῖ · ἅμα
δὲ καὶ πρὸς τὴν ὄρχησιν. ἐμφαίνει δὲ αὐτοὺς καὶ μεγάλα αἰδοῖα ἔχοντας.

Tr ὀρχίλων] εἶδος ὀρνέου μικροῦ.


vet Tr ἅλμην κύκα: ὡς πρὸς ἰχθῦς ⌈τοὺς τοῦ Καρκίνου [λέγει
ὁ λόγος Ald] (.) Ald, ὅτι ἅλμη, ὅτι πάντως ζωμός. ⌈καὶ
τοῦτο ⌈δὲ πρὸς τὸ πολυφάγον αὐτῶν. ἵνα γὰρ τὰ κρέα μὴ ⌈σήπηται
R[σάπῃ ] ⌈μένοντα R, πάττεται τῇ ἅλμῃ. R
vet Tr ὡς πρὸς ἰχθῦς ὁ λόγος, ἐπειδὴ ἅλμην παρασκευάζουσιν ἐπὶ τῷ
φαγεῖν ἰχθύδια ἢ καρκίνους. ⌈ὡς καρκίνοις οὖν αὐτῶν χρώμενός
φησιν(ὶν) ⌈οὖν , ὅτι παρασκεύασον ἅλμην, ἵνα, ἐὰν αὐτοὺς νικήσω,
ὀπτήσω
440

αὐτοὺς καὶ φάγω.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1519, γρ. 1

vet Tr φέρε ⌈νῦν Γ [νυν ] κτλ.] θέλει ⌈δὲ Γ3 ὁ χορὸς μετὰ ἀφορμῆς
ἀναχωρῆσαι. Γ3
vet Tr ξυγχωρήσωμεν] ⌈ἐπ' ὀλίγον R συσταλῶμεν.
vet Tr βεμβικίζωσιν: διακινήσωσιν(.) Γ3⌈περιάγωσιν R
[, περιαγάγωσιν Γ3* ].
βέμβηξ δὲ ὁ ξύλινος στρόμβος. ἐν ἐπιγράμματι· οἱ δ' ἂρ (27) ...
(28) βέμβηκας ... (28) τριόδῳ. καὶ ἀλλαχοῦ Ἀριστοφάνης· βέμβικος (h.l.)
... (30) βέμβηξ ἐργαλεῖον, ὃν (sic) ... (31) μάστιγι ††κόμενος (pro δακό-
μενος) ... (32) περιστρέφεσθαι. (ex Su. s.v. βέμβηξ, I 467, 27 – 32)
Tr στροφὴ κώλων ιʹ.
vet Tr τοῦ θαλασσίου: ⌈τοῦ Καρκίνου. Γ3 τῇ ὁμωνυμίᾳ ἐχρήσατο τοῦ
θαλασσίου καρκίνου. Γ3
vet Tr 1520] ὡς καρκίνοις ⌈φησίν. Γ3 [ὁ χορὸς αὐτοῖς διαλέγεται Ald].
Γ3
vet (v.l.) στροβεῖτε] γρ. σοβεῖτε. 3
vet Tr
καὶ τὸ φρυνιχεῖον: δῆλον, ὡς σημειῶδές τι ἦν τὸ φρυνιχεῖον,
τὸ εἰς ὕψος ἐν τῇ ὀρχήσει ἐκλακτίζειν(.) 3Ald, καὶ οὐκ ἄλλως ὁ
αὐτὸς Εὔπολις εἶπεν. 3
(1527) τὸ δὲ ὤζειν τῶν παρηγμένων
ἐστίν· “ὢ λέγειν”, ὡς τὸ οἰμώζειν
καὶ κλώζειν. 3

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1519, γρ. 2

ἀναχωρῆσαι. Γ3 vet Tr ξυγχωρήσωμεν] ⌈ἐπ' ὀλίγον R συσταλῶμεν.


vet Tr βεμβικίζωσιν: διακινήσωσιν(.) Γ3⌈περιάγωσιν R [, περιαγάγωσιν
Γ3* ].
βέμβηξ δὲ ὁ ξύλινος στρόμβος. ἐν ἐπιγράμματι· οἱ δ' ἂρ (27) ...
(28) βέμβηκας ... (28) τριόδῳ. καὶ ἀλλαχοῦ Ἀριστοφάνης· βέμβικος (h.l.)
... (30) βέμβηξ ἐργαλεῖον, ὃν (sic) ... (31) μάστιγι ††κόμενος (pro δακό-
μενος) ... (32) περιστρέφεσθαι. (ex Su. s.v. βέμβηξ, I 467, 27 – 32)
Tr στροφὴ κώλων ιʹ.
vet Tr τοῦ θαλασσίου: ⌈τοῦ Καρκίνου. Γ3 τῇ ὁμωνυμίᾳ ἐχρήσατο τοῦ
441

θαλασσίου καρκίνου. Γ3
vet Tr 1520] ὡς καρκίνοις ⌈φησίν. Γ3 [ὁ χορὸς αὐτοῖς διαλέγεται Ald].
Γ3
vet (v.l.) στροβεῖτε] γρ. σοβεῖτε. 3
vet Tr
καὶ τὸ φρυνιχεῖον: δῆλον, ὡς σημειῶδές τι ἦν τὸ φρυνιχεῖον,
τὸ εἰς ὕψος ἐν τῇ ὀρχήσει ἐκλακτίζειν(.) 3Ald, καὶ οὐκ ἄλλως ὁ
αὐτὸς Εὔπολις εἶπεν. 3
(1527) τὸ δὲ ὤζειν τῶν παρηγμένων
ἐστίν· “ὢ λέγειν”, ὡς τὸ οἰμώζειν
καὶ κλώζειν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in vespas (scholia vetera, recentiora


Tricliniana et Aldina) Argumentum-dramatis personae-scholion sch vesp,
verse 1532, γρ. 1

vet Tr γάστρισον σεαυτόν] πλῆξον σεαυτὸν εἰς τὴν γαστέρα, ὃ ποιοῦσι


πηδῶντες.
vet Tr ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον: Εὐφρόνιος οὕτω φησὶν ὀνομάζεσθαι
σχῆμά τι ⌈τῆς R ⌈τραγικῆς R [τραγῳδικῆς Ald] ὀρχήσεως (.)
RAld· βέμβικες.
vet Tr βέμβικες] περιφοραί, περιαγωγαί(.) 3Ald, τουτέστι
ςτροφαί. 3
vet
β[έμβιξ·] π̣ε̣ρ̣ι̣στ̣ρ̣[ο]φή· Ἀρ[ιστοφάνης ἐν Σφηξίν· “ῥῖπτε
σκέλος οὐράνιον· βέμβικες ἐγγενές]θ̣ων”. ἔνιο̣[ι] δὲ σχῆμ̣[ά τι
τραγικῆς ὀρχήσεως]. Π
Tr καὐτὸς γὰρ: ὁ Καρκίνος, φησίν, προσέρχεται· πρὸς τοῦτο γὰρ
καὶ τὸ “ποντομέδων”.
vet Tr τοῖσι τριόρχαις: ἔπαιξε(ν) (.) R3διὰ τὸ τρεῖς
εἶναι. ἔστι δὲ ὁ τριόρχης ὄρνεον(όν) (.) 3Ll τι Μήδων. Γ3
vet Tr
ἀλλ' ἐξάγετ' εἴ τι φιλεῖτε: ⌈ἐξάγετε, φησίν, ἑαυτοὺς
ἔξω. ⌈εὐχερῶς [δυσχερῶς ] ⌈δέ , ὡς ἐν ⌈τῷ τέλει,
τὴν ἔξοδον τῶν προσώπων βούλεται ποιῆσαι (.) ὁ ποιητής.
vet Tr τοῦτο γὰρ: εἰσέρχεται ὁ χορὸς ⌈γὰρ ὀρχούμενος, οὐδαμῶς
δὲ ἐξέρχεται.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii) (5014: 008)
“Scholia in Vespas, Pacem, Aves et Lysistratam”, Ed. Holwerda, D.
442

Groningen: Bouma, 1982; Scholia in Aristophanem 2.2.


Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 289b, γρ. 2

vet ὅτι †Βρασίδου τοῦ Λακεδαιμονίου ἐμνήσθη,† ἐπὶ δὲ Κλέωνος τῆς


Ἀθη-
νᾶς.
vet Tr 288] ἐγὼ δὲ ἀλετρίβανον εἰσιὼν ποιήσομαι V καὶ μηχανήσομαι. V.
vet Tr τὸ Δάτιδος μέλος R: Δᾶτις σατράπης Περσῶν βασιλέως
εὐδοκιμήσας κατά τινα χρόνον πολεμῶν V ἑλληνίζειν βουλόμενος
εἶπεν “ἥδομαι καὶ χαίρομαι” καὶ ἐβαρβάρισεν· ἔδει γὰρ εἰπεῖν “χαίρω”.
ἅμα δὲ
οὕτως εἶπε πρὸς τὸ ὁμοιοκατάληκτον.
vet τινὲς Δᾶτιν λέγουσι τὸν τραγικὸν κακῶς ὑπονοοῦντες· ἐκεῖνος γὰρ
υἱὸς ἦν
Καρκίνου, οὗτος δὲ ὕπαρχος Περσῶν.
vet στοχάζεται, ὅτι εἴη ἂν διαμνημονευόμενος περὶ Δάτιδος τοῦ Πέρσου,
ὅτι
εἶπέ ποτε παρά τινα συνουσίαν “ἥδομαι καὶ χαίρομαι” ἑλληνίσαι τι θέλων
– καὶ γὰρ
καὶ περὶ παλαιοτέρου τινὸς ἐμφαίνεται – εἴη δὲ ὕπαρχος τοῦ βασιλέως
τῶν ἐλθόντων
ἐπὶ Μαραθῶνα, ὃν καὶ φυγεῖν φασι πολὺν χρυσὸν καταλιπόντα. V
vet Δᾶτις τῶν ἐν Μαραθῶνι παραταξαμένων Ἀθηναίοις στρατηγὸς
Δαρείου,
ὅν φασιν ἀντιποιήσασθαι τῆς Ἀττικῆς ὡς ἰδίας· ἀπὸ Μήδου γὰρ τοῦ
Μηδείας καὶ
Αἰγέως ἐδόκει εἶναι. V
vet Δᾶτις σατράπης Περσῶν βασιλέως, ὅστις συνεχέστερον
πρεσβευόμενος
εἰς Ἀθήνας ἠράσθη τῆς αὐτῶν πολιτείας· καὶ μείνας ἐκεῖ ἐβούλετο
ἑλληνίζειν τῇ
ὁμιλίᾳ, καὶ ἐβαρβάριζε καὶ τοὺς τρόπους καὶ τοὺς λόγους.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 782a, γρ. 1

στικαὶ βάσεις· τὸ ιηʹ δακτυλικὸν δίμε-


τρον· τὸ τελευταῖον ἰαμβικὸν ἑφθημι-
μερές.
ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν στροφῆς παράγραφος, τῆς δὲ ἀντιστροφῆς κορωνίς.
vet αὕτη πλοκή ἐστι καὶ †ἔλαθεν†. σφόδρα δὲ γλαφυρὸν εἴρηται· καὶ ἔστι
443

στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας.
vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ Καρκίνος. ἴσως οὖν
συνέστειλεν
αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 782b, γρ. 1

μερές.
ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν στροφῆς παράγραφος, τῆς δὲ ἀντιστροφῆς κορωνίς.
vet αὕτη πλοκή ἐστι καὶ †ἔλαθεν†. σφόδρα δὲ γλαφυρὸν εἴρηται· καὶ ἔστι
στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας. vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ
Καρκίνος. ἴσως οὖν συνέστειλεν αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
444

τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
vet ἀεὶ μέντοι τὸ “ὄρτυγας” ἐκτείνεται, νῦν δὲ διὰ τὸ μέτρον
συνέσταλται. Γ
vet γυλιαύχενας Γ: αὐχένας οὐκ ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 783, γρ. 1

vet αὕτη πλοκή ἐστι καὶ †ἔλαθεν†. σφόδρα δὲ γλαφυρὸν εἴρηται· καὶ ἔστι
στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας.
vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ Καρκίνος. ἴσως οὖν
συνέστειλεν
αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
vet ἀεὶ μέντοι τὸ “ὄρτυγας” ἐκτείνεται, νῦν δὲ διὰ τὸ μέτρον
συνέσταλται. Γ
vet γυλιαύχενας Γ: αὐχένας οὐκ ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος.
vet γυλιαύχενας R: μακροτραχήλους· γύλιος γὰρ πλέγμα ἐστὶ στρατιωτι-
κὸν ἐπίμηκες, τουτέστιν εἰς ὀξὺ λῆγον.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 788a, γρ. 3

ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R


445

vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε


ταπεινούς τινας παῖδας.
vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ Καρκίνος. ἴσως οὖν
συνέστειλεν
αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
vet ἀεὶ μέντοι τὸ “ὄρτυγας” ἐκτείνεται, νῦν δὲ διὰ τὸ μέτρον
συνέσταλται. Γ
vet γυλιαύχενας Γ: αὐχένας οὐκ ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος.
vet γυλιαύχενας R: μακροτραχήλους· γύλιος γὰρ πλέγμα ἐστὶ στρατιωτι-
κὸν ἐπίμηκες, τουτέστιν εἰς ὀξὺ λῆγον. κολοβὸν οὖν εἰκὸς εἶναι τὸ ὅλον
σῶμα, καὶ
μόνον τὸν τράχηλον μακρόν. R
vet γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον, ἐν ᾧ τὰ σιτία
ἐμβάλλουσιν. διαβάλλει δὲ αὐτοὺς ὡς λεπροὺς καὶ λεπτοὺς καὶ μακροὺς
τραχήλους
ἔχοντας. ἐν τοῖς ἐπιφερομένοις δὲ V ἐξηγήσεται, ὅ τι ἐστὶ τὸ
“γυλιαύχενας”.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 790c, γρ. 1

vet γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον, ἐν ᾧ τὰ σιτία


ἐμβάλλουσιν. διαβάλλει δὲ αὐτοὺς ὡς λεπροὺς καὶ λεπτοὺς καὶ μακροὺς
τραχήλους
ἔχοντας. ἐν τοῖς ἐπιφερομένοις δὲ V ἐξηγήσεται, ὅ τι ἐστὶ τὸ
“γυλιαύχενας”.

vet ὀρχηστὰς: εἰσέφερε γὰρ αὐτοὺς ὁ πατὴρ Γ ἐν τοῖς δράμασιν


ὀρχομένους.
vet ἐχόρευον οὗτοι τῷ πατρί.
vet Tr ναννοφυεῖς: νάννοι R γὰρ Γ λέγονται οἱ κολοβοὶ τῶν
446

ἀνθρώπων· οἱ δὲ κολοβοὶ τῶν ἵππων ἴννοι λέγονται. R


vet ὡς μικροὺς καὶ γογγυλώδεις σκώπτει.
vet προείρηται περὶ τῶν Καρκίνου υἱῶν, ὅτι μικροί. Γ
vet σφυράδων ἀποκνίσματα: ἀντὶ τοῦ “ταπεινοὺς καὶ μικρούς”·
οὐδὲ ὅλας σφυράδας. σφυράδες δέ εἰσι τὰ τῶν αἰγῶν καὶ προβάτων
ἀποπατήματα.
R Εὔπολις Αἰξί·
σφυράδων πολλῶν ἀναμέστη. vet Tr ἡ σφυρὰς κυάμου ἔχει τὸ μέγεθος.
ταύταις οὖν ἀπεικάζει αὐτούς· μᾶλλον δὲ οὐδὲ ταύταις, ἀλλὰ τοῖς ἀπο-
κνίσμασιν αὐτῶν καὶ ἀποτμήμασιν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 792a, γρ. 1

ταύταις οὖν ἀπεικάζει αὐτούς·


μᾶλλον δὲ οὐδὲ ταύταις, ἀλλὰ τοῖς ἀπο-
κνίσμασιν αὐτῶν καὶ ἀποτμήμασιν.
εὐτελίζει οὖν αὐτοὺς διὰ τὸ βραχύ· ἡ
γὰρ τοῦ μικροῦ μερὶς μικρὰ οὐδὲν ἂν
εἴη.
εὐτελίζων οὖν αὐτοὺς διὰ τὸ βραχὺ
τοῖς τούτων ἀπεικάζει αὐτοὺς ἀπο-
τμήμασιν. τοῦ δὲ μικροῦ ἡ μερὶς οὐδὲν
ἂν εἴη.
vet μηχανοδίφας V: ἀπὸ μέρους τοῦτο· Ξενοκλῆς γὰρ ὁ Καρκίνου δοκεῖ
μηχανὰς καὶ τερατείας εἰσάγειν ἐν τοῖς δράμασιν. Πλάτων Σοφισταῖς·
Ξενοκλῆς ὁ δωδεκαμήχανος
ὁ Καρκίνου παῖς τοῦ θαλαττίου.
vet “μηχανοδίφας” εἶπεν αὐτούς, ἐπειδὴ πολλάκις ὡς τραγῳδοὶ μηχανὰς
εἰσέφερον, ἡνίκα θεοὺς ἐμιμοῦντο ἀνερχομένους ἢ κατερχομένους ἐκ τοῦ
οὐρανοῦ ἢ
ἄλλο τι τοιοῦτον. V
vet καὶ γὰρ ἔφασχ' ὁ πατὴρ R: καὶ γὰρ εἶπεν ὁ πατὴρ γαλῆν τινα τῆς
ἑσπέρας ἀπάγξαι τὸ δρᾶμα αὐτοῦ, ὅπερ εἶχε παρὰ προσδοκίαν, τουτέστιν
ὃ μετὰ
μόχθου συνεγράψατο. διαβάλλει δὲ αὐτὸν ὡς †νόθον περὶ τὰ κλέμματα†.
R
vet Tr ὃ παρ' ἐλπίδας :
447

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 795-796, γρ. 2

ἄλλο τι τοιοῦτον. V vet καὶ γὰρ ἔφασχ' ὁ πατὴρ R: καὶ γὰρ εἶπεν ὁ πατὴρ
γαλῆν τινα τῆς ἑσπέρας ἀπάγξαι τὸ δρᾶμα αὐτοῦ, ὅπερ εἶχε παρὰ
προσδοκίαν, τουτέστιν ὃ μετὰ
μόχθου συνεγράψατο. διαβάλλει δὲ αὐτὸν ὡς †νόθον περὶ τὰ κλέμματα†.
R
vet Tr ὃ παρ' ἐλπίδας : τοῦτο πρὸς τὸ ἄνω μήτ' ἔλ-
θῃς αὐτοῖς συνέριθος. vet δρᾶμα ἐποίησε R τοὺς Μύας· R διὰ τοῦτο καὶ
γαλῆν εἶπεν
ἀπάγξαι. R vet γαλῆν τῆς ἑσπέρας: ἀντὶ τοῦ Γ “ὑπὸ τῆς γαλῆς τὸ δρᾶμα
ἀπαγχθῆναι”. δρᾶμα γὰρ ποιήσας ὁ καρκίνος ἢ ὁ Ξενοκλῆς παρῆλθε
μέγα καυχώ-
μενος ἐπ' αὐτῷ, καὶ παρελθὼν ἡττήθη. ὡς ἡττηθέντος οὖν εἶπεν· ἐν ᾧ
μεγάλας
ἐλπίδας εἶχεν. ... δρᾶμα. ἐπεὶ δὲ αἱ γαλαῖ τοὺς μῦς νυκτὸς πνίγουσι, παρὰ
τοῦτο παίζει.
Tr —̇
vet Tr τοιάδε χρὴ Χαρίτων: τῇ στροφῇ ἀποδέδωκε τὴν ἀντίστροφον·
πάλιν
γὰρ ἐπὶ τὸν οἰκεῖον ἐπανέδραμεν ἔπαινον φάσκων ὅτι διὰ ταῦτα πάντα
χρὴ τοὺς
θεατὰς μετὰ πάσης εὐνοίας ἀποδέχεσθαι τὰ ὑπ' αὐτοῦ ποιήματα. ἴδωμεν
οὖν τὴν στροφήν, τί ἐστι καὶ πῶς τὴν ἀντίστροφον ἐπήγαγεν. κἀν ταῖς
Νεφέλαις δὲ
εἶπον ὅτι δεῖ πάντως ἀνταποδίδοσθαι τῇ στροφῇ τὴν ἀντίστροφον, εἶτα
ἀμφοτέραις
ἐπαγαγεῖν τὴν ἐπῳδόν· ἐκ τούτων γὰρ τὰ χορικὰ συνεστάναι, στροφῆς,
ἀντιστρόφου,

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 797a, γρ. 15

ἐπαγαγεῖν τὴν ἐπῳδόν· ἐκ τούτων γὰρ τὰ χορικὰ συνεστάναι, στροφῆς,


ἀντιστρόφου,
ἐπῳδοῦ. ἀντίστροφος δὲ εἴρηται παρὰ τὸ ἀναστρέφειν ἐπὶ τὸν ἐξ ἀρχῆς
νοῦν τοῦ
448

λόγου μεταξὺ λεγομένων τῶν περιττῶν καὶ ὥσπερ ἐντεθειμένων καὶ


δυναμένων
ὑπεξαιρεῖσθαι, καὶ οὐδὲν ἧττον τῆς ἀκολουθίας σωζομένης. ἔχει δὲ
οὕτως· εἰπὼν γὰρ ἄνω
ἀνδρῶν τε δαῖτας καὶ θαλίας μακάρων·
σοὶ γὰρ τάδ' ἐξ ἀρχῆς μέλει
εἶτα ἐπήγαγε
τοιάδε χρὴ Χαρίτων.
διὰ μέσου δὲ τὰ περὶ τῶν Καρκίνου παίδων εἴρηκεν
vet Tr ἀντῳδὴ ἡ καὶ ἀντιστροφὴ C κώλων κβʹ.
vet Tr ἔστι παρὰ τὰ Στησιχόρου ἐκ τῆς Ὀρεστείας
τοιάδε χρὴ Χαρίτων δαμώματα καλλικόμων
ὑμνεῖν φρύγιον μέλος ἐξευρόντας ἁβρῶς
ἦρος ἐπερχομένου.
vet Tr δαμώματα : τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα. R
vet καὶ αὕτη πλοκὴ στησιχόρειος. φησὶ γὰρ οὕτως·
ὅταν ἦρος ὥρᾳ κελαδῇ χελιδών. V
vet Μόρσιμος R μηδὲ Μελάνθιος RΓ: τραγικοὶ ποιηταὶ ἀμφότεροι.
ὁ δὲ Μόρσιμος Φιλοκλέους τοῦ τραγικοῦ υἱὸς πονηρὸς καὶ ἄμετρος. ὁ δὲ
Μελάνθιος

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 815, γρ. 3

ἀγοράζειν. ἢ γραΐσι συγκοιμώμενοι· σοβάδας γὰρ τὰς πόρνας λέγουσιν.


Εὔπολις
παρὰ τῇδε σὺ τῇ σοβάδι κατηγάγου. R
vet ὡς γραοφίλους αὐτοὺς εἰσάγει καὶ περὶ γραῶν ἔρωτας ἐπτοημένους.
ἀντὶ
τοῦ “γραῦς ὀχεύοντες”.
vet Tr τραγομάσχαλοι Γ: ἀντὶ τοῦ R “δύσοσμοι”· οἱ γὰρ ἄρρενες τῶν
αἰγῶν
τοιοῦτοι. R
vet Tr ἰχθυολῦμαι RΓ: οἱ R γὰρ Γ Ἀθηναῖοι τοὺς ἰχθῦς εἶχον ὡς
μέγα ἔδεσμα. R
vet Tr καταχρεμψαμένη Γ: μέγα καταπτύσασα R αὐτῶν,
ὦ Μοῦσα, τῶν προειρημένων ποιητῶν καὶ τῶν παίδων τοῦ
Καρκίνου.
vet ἀφῆκε τὸ ῥῆμα καὶ ἀντεπίρρημα. R
Tr ??
vet ὡς χαλεπὸν Γ: κορωνίς· προΐασι γὰρ οἱ ὑποκριταί. καὶ τὰ πρῶτα
ἰαμβικὰ τρίμετρα ἀκατάληκτα λϛʹ.
449

Tr ὡς χαλεπὸν ἦν: κορωνὶς εἰσιόντων αὖθις τῶν ὑποκριτῶν. οἱ δὲ στίχοι


εἰσὶν ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι λζʹ, ὧν τελευταῖος
λείχειν. ἄρ' αὐτῇ καὶ κανᾶ σκευαστέον.
ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς.
vet ὁ Τρυγαῖός ἐστι κατελθὼν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ λοιπὸν τῇ οἰκίᾳ
πλησιάσας
τὸν κόπον, ὃν ὑπέστη, διηγεῖται.

Σχόλια στον Αριστοφάνη Scholia in pacem (scholia vetera et recentiora


Triclinii)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch pac, verse 864b, γρ. 2

Tr σύστημα κατὰ περικοπὴν κώλων εʹ.


vet οἶμαι, φησί, πάλιν νέος εἶναι, ὡς προεῖπον. V
vet τῶν τιτθίων] τῆς Ὀπώρας. V
vet Tr εὐδαιμονέστερος R: ἀντὶ τοῦ R “κακοδαιμονέστερος” ἐν εἰρω-
νείᾳ.
vet Tr στροβίλους φησὶ τούτους ἢ διὰ τὸ τραχὺ τοῦ σώματος ἢ πρὸς τὸ
τοῦ
Καρκίνου ὄνομα παίζων· ὀστρακόδερμοι γὰρ οἱ καρκίνοι, καθάπερ καὶ
οἱ στρόβιλοι.
ἢ διὰ τὸ ἐν τῇ ὀρχήσει στροβεῖσθαι.
vet Tr ἐπειδὴ καὶ οἱ στρόβιλοι κώνου ἐπέχουσι δίκην. V
vet Tr στρόβιλός ἐστιν ἡ συστροφή. στροβίλους οὖν εἶπε καθ' ὃ καὶ
ἀλλαχοῦ
γυλιαύχενας.
vet ὄχημα κανθάρου R: παρατηρητέον ὅτι οὐκ ἐπὶ ἁρμάτων μόνον ἔλεγον
ὄχημα.
vet παραγραμμίσαι μοι δοκεῖ τοῦ γελοίου χάριν, ἀντὶ τοῦ “πίνειν καὶ κα-
θεύδειν”. V

Σχόλια στον Αριστοφάνη Commentarium in nubes (scholia recentiora


Tzetzae)
Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse-column 1261b,
γρ. 1

ὧν ὁ μὲν Ξενοκλῆς τραγῳδιῶν ἦν ποιητής, οἱ δὲ ἀδελφοὶ ὑποκριταὶ


τούτου
450

ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ δὲ καὶ ὁ δανειστὴς τραγικώτερον ὀξυφώνως τὸ


“οἴμοι”
ἐβόησε, τούτου ἕνεκα ἔφη ὁ Στρεψιάδης· ἆρα Καρκίνου παῖς ὁ βοήσας
ἐστὶν
ὀξυφωνότατος ὑποκριτὴς τραγῳδίας; καὶ ὁ δανειστής· τί δὲ βούλεσθε
εἰδέναι,
ὅστις εἰμί; εἶτα λέγει· ἀνὴρ κακοδαίμων. τοῦτο δέ φησιν ὡς ἀκηκοώς, ὅτι
Στρεψιάδης ἀποστερεῖ τῶν δανείων τοὺς δανειστάς, καὶ εἰδώς, ὡς οὐδ'
αὐτὸς
λήψεταί τι. εἰπόντος δὲ τοῦ δανειστοῦ, ὡς ἔστιν ἀνὴρ κακοδαίμων, ὁ
Στρεψιάδης
φησίν· εἰ κακοδαίμων εἶς, κατὰ σαυτὸν καὶ εἰς τὴν σὴν κεφαλὴν τρέπου,
ἡμῖν
δ' εἴη βίος εὐδαίμων. διασύρει τὸν Καρκίνον. ἦν δὲ τραγῳδίας ποιητὴς
καὶ εἶχεν
υἱοὺς τρεῖς. ὁ μὲν Φιλόδημος καὶ αὐτὸς τραγῳδίας ποιητής, οἱ δὲ ἕτεροι
ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἦσαν ὑποκριταὶ αὐτοῦ.

Scholia In Dionysium Periegetam, Scholia in Dionysii periegetae


orbis descriptionem (scholia vetera) (olim sub auctore Demetrio
Lampsaceno) (5019: 001)
“Geographi Graeci minores, vol. 2”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1861,
Repr. 1965.
Vita-verse of Orbis descriptio 595, γρ. of scholion 1

Κωλιάδος] Ἀφροδίτης. Τυρρηνοὺς νικήσαντες


Ἀθηναῖοι ἔλαβον αἰχμαλωσίαν· μία δὲ γυνὴ τῶν Τυρρη-
νῶν ἐφίλησεν ἕνα καὶ φυγὼν ἔκτισε ἱερὰ τῇ Ἀφροδίτῃ
ὀνομάσασα Κωλιάδα ἀπὸ τοῦ λυθῆναι τὰ κῶλα, ἢ ὅτι ἄλ-
λου θύοντος, ἥρπασεν ὄρνεον τὸ κῶλον καὶ ἐκεῖσε ἀπέθετο.
Ἡ δὲ Ταπροβάνη τῆς Ἀφρικῆς νῆσος ἱερά·
χρυσῆ δὲ ἀντὶ τοῦ ἐρυθρά. Ταύτην δὲ Χρυσῆν χερ-
σόνησον ὁ Πτολεμαῖος φησί· κεῖται δὲ ἐν τῇ χώρᾳ
τῶν Ἰνδῶν.
Φησὶ δὲ ὅτι ἐκεῖ κεῖται ὁ καρκίνος κατὰ τὸ
ἑαυτοῦ κλίμα. Αἴθωνα δὲ αὐτὸν εἶπεν, ἤτοι διὰ τὸ
τοῦ θηρίου διάπυρον, ἢ ὅτι ὁ ἥλιος ἐν αὐτῷ γινόμενος
σφοδρῶς καίει. Κατὰ κύκλον δὲ, ἢ διὰ τὴν περι-
φέρειαν ἢ τὴν θερινὴν τροπήν.
Ὤγυρις] νῆσός ἐστιν οὕτω καλουμένη. Μέ-
μνηται δὲ αὐτῆς Ἀλέξανδρος ἐν Ἀσίᾳ λέγων·
μεσσοβαθὴς δ' ἄρα νῆσος ἁλὸς κατὰ βένθος ἐρυθρά.
451

Ἰστέον δὲ ὅτι Ἡρωδιανὸς ἐν τῇ Καθόλου βαρύνει τὸ


Ὤγυρις, φάσκων τὰ εἰς ρις θηλυκὰ ὀξύνεσθαι, πλὴν
τοῦ Ὤγυρις, πανήγυρις, Θάμυρις.

Scholia In Euclidem, Scholia in Euclidis phaenomena (scholia vetera)


Scholion 22, γρ. 5

Εὐθεῖά ἐστιν p. 10, 20] διὰ τὸν ὅρον τῶν Ὀπτι-


κῶν [def. I]
Μετακινηθέντος p. 10, 24] πῶς μετακινηθείσης
τῆς διόπτρας καὶ τοῦ ζῳδιακοῦ ὁραθήσεται ὁ Λέων; καὶ
μὴν ἀφ' ἧς περιφερείας ἀνατέλλει ὁ Καρκίνος, ἀπ' ἐκεί-
νης καὶ ὁ Λέων ἀνατέλλει, ὥστε οὐ μετακινηθήσεται ἡ
διόπτρα διὰ τὸ ἀπὸ τῆς τοῦ Καρκίνου ἀρχῆς ἀνατολῆς
ἀνατέλλειν καὶ τὸν Λέοντα. ἰστέον οὖν, ὅτι ἀνατολὴ ἐν-
ταῦθα οὐ τὴν ὅλην ἀρχὴν τοῦ ζῳδίου ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα
λέγει ἀνάβασιν, ἀλλὰ τὴν τῆς ἀρχῆς καὶ μόνην αὐτοῦ,
ἐπειδὴ ἡ δύσις οὐ τὴν ὅλην ὑπὸ ὁρίζοντα κατάβασιν
τοῦ Λέοντος, ἀλλὰ τοῦ προηγουμένου σημείου τὴν δύσιν.
ἐπεὶ τοίνυν, κἂν ἀπὸ τῆς αὐτῆς περιφερείας τοῦ ὁρίζον-
τος τὰ ζῴδια τὴν ἀνάβασιν ποιῶνται, ὁ καρκίνος δηλαδὴ
καὶ ὁ Λέων ἀπὸ ἄλλου καὶ ἄλλου σημείου τὰς ἀρχὰς
τῆς ἀνατολῆς ποιοῦνται. ἔνθα μὲν γὰρ ἡ ἀρχὴ τοῦ Λέον-
τος πρώτως ἀνατέλλει, ἐκεῖθεν τὸ τέλος τοῦ Καρκίνου
φαίνεται· ἔνθα δὲ πάλιν τὸ τοῦ Λέοντος τέλος ἀναφε-
ρόμενον δείκνυται, ἐκεῖθεν πάλιν πρώτως ἡ ἀρχὴ ἀνα-
τέλλει τοῦ Καρκίνου ζῳδίου. διὰ τοῦτο μετακινεῖσθαι
λέγει ὁ Εὐκλείδης τὴν διόπτραν καὶ ἐξ ἄλλου καὶ ἄλλου
σημείου τὰς ἀρχὰς τῶν ζῳδίων τοῦ Καρκίνου καὶ τοῦ
Λέοντος ἀνατελλούσας, ἃς ἀρχὰς βούλεται καὶ κατ-
οπτεύειν τὸν διορῶντα. τοῦτο τοίνυν καὶ ἐπὶ τῶν δύσεων

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα


452

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα (scholia vetera) “Scholia Graeca in


Homeri Iliadem (scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed. Erbse, H.Berlin: De
Gruyter, 1:1969; 2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977; 7:1988.Βι. of Iliad 18,
verse 477, γρ. of scholion 5

ex. θῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ – γέντο πυράγρην:


δαιμονίως τὸν πλάστην αὐτὸς διέπλασεν, ὥσπερ ἐπὶ σκηνῆς ἐκ-
κυκλήσας καὶ δείξας ἡμῖν ἐν φανερῷ τὸ ἐργαστήριον. b(BCE3)T
μεγάλην δὲ σφῦραν ἔλαβεν· οὔπω γὰρ τοῦ λεπτουργεῖν καιρός, ἀλλὰ
πρῶτον ἐξελάσαι τὴν ὕλην. b(BCE3E4)T εἰς δὲ τὸ τορεύειν
ἄλλοις χρῆται ἐργαλείοις, οἷς καὶ τὰς πόρπας ἐποίει. T
ex. ῥαιστῆρα: σφῦραν σιδηρᾶν, παρὰ τὸ ῥαΐζειν, ὅ ἐστιν ἐν-
εργεῖν. A Did. κρατερήν: παρὰ Ζηνοδότῳ “κρατερόν” Aint T διὰ τοῦ
D πυράγρην: τὸν χαλκευτικὸν καρκίνον, τὸν ὀξύλαβον, παρὰ
τὸ τὰ ἐκ πυρὸς ἀγρεύειν, ὅ ἐστι λαμβάνειν. A
ex. vel Porph. ποίει δὲ πρώτιστα σάκος: διὰ τί μάχαιραν ὁ Ἥφαιστος
οὐ κατασκευάζει; ὅτι ἡ μάχαιρα παντὶ ἁρμόζει· τὸ γὰρ σκεῦος εὔκτη-
τον. τὸ δὲ δόρυ ὑπεξῄρηται δι' ἑτέραν αἰτίαν. A
ex. πάντοσε δαιδάλλων: ἔδει ‘πάντοθι’ εἰπεῖν· φησὶ
γὰρ “αὐτὰρ ἐν αὐτῷ / ποίει δαίδαλα πολλά” (Σ 481 – 2). T
D τρίπλακα: τρίπτυχον. b(BCE3)T
ex. μαρμαρέην: διὰ τὸν ἐπικεχυμένον αὐτῇ τεχνικὸν Ὠκεα-
νόν.

Scholia In Lycophronem, Scholia in Lycophronem (scholia vetera et


recentiora partim Isaac et Joannis Tzetzae) Scholion 634, γρ. 5

ἁπλῶς ἐξ ἐρίου ἱμάτιον σίσυρνα δὲ τὸ ἄτριχον δερμάτινον T.


σίσυρνα δὲ παχὺ ἱμάτιον s3· τοιούτοις δὲ ἐχρῶντο οἱ τὴν
νῆσον ταύτην κατοικοῦντες s3s6. καρκῖνοι· διὰ τὸ σκληρω-
θῆναι αὐτῶν ὑπὸ τῆς θαλάσσης τὰς σάρκας (15410b) οὕτως
αὐτοὺς ἐκάλεσεν ἢ T
διὰ τὸ ναυαγήσαντας δέρματα
σκέπεσθαι.
καρκῖνοι πεπλωκότες ἐπεὶ
ναυαγήσαντες δέρμασιν ἀτρί-
453

χοις ἐσκεπάζοντο. s3 καρκῖνοι δὲ ἀντὶ τοῦ s3 δίκην καρ-


κίνων s3 s6 πλεύσαντες s6 τὴν θάλασσαν περιε[ρ]χόμενοι ...
ἄνευ τριχῶν. s3.
ἄχλαινον ss3 ... ἀμπρεύσουσι T κακοπαθή

Σχόλια στον Οππιανό.

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in cynegetica (scholia vetera


et recentiora) (5032: 001)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in Theocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.Βι. 2, scholion 286, γρ. 1

Ἐχθρά· ἐχθρῶς. ᾐώρηται· κρέμαται.


Δυσπαίπαλος· δυσκίνητος.
Λάπτει· δάκει. ἀπείριτα· χωρὶς πέρατος.
Κεραΐζει· τυπεῖ, οὐτᾷ.
Διέσχισε· κέκοψεν.
Ἀτέρμων· πολύς.
Ἰχώρ· ἰὸς, ἤγουν λαποράτα.
Ἡμίβρωτα· λιμένον ἠμασονάτα, κεκομμένα.
Ἡμιδάϊκτα· μεριζόμενα.
Ἐμπεφυῶτα· στηριγμένα. μέμυκεν· ἐβόησεν.
Καρκινάδας· αἱ καρκινάδες ἀντιφάρμακόν εἰσι
τοῖς ἐλάφοις, λικαούρι.
Ὠτειλαί· πληγαί. ἐπιμύουσι· κλείουσιν.
Πάντ'· εἰς
Οἵη· καὶ ὁποίη.
Ἐλάφοιο δέμας· ἔχουσιν.
Αἰγλήεις· φαιδρός.
Ἀκρέμονες· αἰχμαί.

Ελληνική ανθολογία

Σούδα λεξικόν
454

Σούδα λεξικόν kappa, entry 394, γρ. 1

βασιλεύσας πρᾶγμα μὲν ἐς κοινὸν ὄφελος φέρον οὐδὲν εἰργάσατο·


τρυφῇ δὲ καὶ ἐκδεδιῃτημένῳ βίῳ τὰ καθ' ἑαυτὸν παραδοὺς παρανά-
λωμα τῆς τρυφῆς ἐποιεῖτο φόνους οὐδὲν ἠδικηκότων ἀνθρώπων, κατά
τι προσκεκρουκέναι νομισθέντων αὐτῷ. βαρυνομένων δὲ πάντων ἐπὶ
τῇ πικρᾷ τυραννίδι συναναμιχθείσῃ νεότητι, καὶ πάντα ἐκμελῶς καὶ
δίχα λογισμοῦ πράττοντος.
Καρκάδονα: τοῦτο λέγεται Χάροντος δάνειον, συναγόμενον ἐκ
τοῦ ὀβολοῦ τοῦ συγκηδευομένου τοῖς τελευτῶσιν· οὐχ ὡς ἔνιοι πλανώ-
μενοι βοτάνης ὄνομά φασιν εἶναι.
Καρκαίρω: ἠχῶ. ζήτει ἐν τῷ ψαμμοκοσιογάργαρα.
Καρκίνος, Ἀκραγαντῖνος, τραγικός. καὶ Καρκίνος, Θεοδέκτου
ἢ Ξενοκλέους, Ἀθηναῖος, τραγικός. δράματα ἐδίδαξεν ρξʹ, ἐνίκησε
δὲ αʹ. ἤκμαζε κατὰ τὴν ρʹ ὀλυμπιάδα, πρὸ τῆς Φιλίππου βασιλείας
τοῦ Μακεδόνος. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐστιν Ἀχιλλεύς, Σεμέλη, ἢ
ἀρχή, ὡς Ἀθήναιός φησιν ἐν Δειπνοσοφισταῖς. Λυσίας· ἐλυμαίνοντο
γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι, φησίν, αἱ κύνες. καὶ ὅταν ὁ σῖτος
ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι. Φερεκράτης· ὁπόταν
σχολάζῃς, νῆψον, ἵνα τὰ λήϊα συγκαρκινωθῇ. λέγεται καρκίνος καὶ
πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν· ὃ νῦν Καρκίνωμα λέγεται.
εὑρίσκεται δὲ πολλάκις καὶ κύριον ὄνομα. Καρκίνος λαγὼν αἱρεῖ: ἐπὶ
τῶν ἀδυνάτων.

Σούδα λεξικόν kappa, entry 395, γρ. 1

Καρκίνος, Ἀκραγαντῖνος, τραγικός. καὶ Καρκίνος, Θεοδέκτου


ἢ Ξενοκλέους, Ἀθηναῖος, τραγικός. δράματα ἐδίδαξεν ρξʹ, ἐνίκησε
δὲ αʹ. ἤκμαζε κατὰ τὴν ρʹ ὀλυμπιάδα, πρὸ τῆς Φιλίππου βασιλείας
τοῦ Μακεδόνος. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐστιν Ἀχιλλεύς, Σεμέλη, ἢ
ἀρχή, ὡς Ἀθήναιός φησιν ἐν Δειπνοσοφισταῖς. Λυσίας· ἐλυμαίνοντο
γάρ μου τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι, φησίν, αἱ κύνες. καὶ ὅταν ὁ σῖτος
ῥιζωθῇ κατὰ τῆς γῆς, κεκαρκινῶσθαί φασι. Φερεκράτης· ὁπόταν
σχολάζῃς, νῆψον, ἵνα τὰ λήϊα συγκαρκινωθῇ. λέγεται καρκίνος καὶ
πάθος τι συμβαῖνον ἐν τοῖς σώμασιν· ὃ νῦν Καρκίνωμα λέγεται.
εὑρίσκεται δὲ πολλάκις καὶ κύριον ὄνομα.
Καρκίνος λαγὼν αἱρεῖ: ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων.
Καρκίνος, ποιητὴς Ἀττικός. σκώπτει δέ τις Καρκίνου παῖδας
οὕτως· ὄρτυγας οἰκογενεῖς, γυλιαύχενας ὀρχηστάς, ναννοφυεῖς, σφυρά-
δων ἀποκνίσματα, μηχανοδίφας. καὶ γὰρ ἔφασχ' ὁ πατὴρ γαλῆν τῆς
ἑσπέρας ἀπάγξαι. λέγει δὲ ὄρτυγας μὲν διὰ τὸ ἐριστικόν· τοιοῦτοι
455

γὰρ οἱ ὄρτυγες. οἰκογενεῖς δὲ ἀντὶ τοῦ ἐσκιατραφημένους, ὡς ἂν


εἴποις ὄρνιθας οἰκογενεῖς. γυλιαύχενας δέ, τουτέστι μακροτραχήλους·
γύλιος γὰρ στρατιωτικόν ἐστι πλέγμα ἐπίμηκες. κολοβὸν οὖν εἰκὸς
εἶναι αὐτοῖς τὸ ὅλον σῶμα, τὸν δὲ τράχηλον μακρόν, ἢ αὐχένας οὐκ
ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος· ὡς μικροὺς οὖν καὶ γογγυλώδεις σκώπτει.
ἐχόρευον δὲ οὗτοι τῷ πατρί.

Σούδα λεξικόν pi, entry 1826, γρ. 5

Ἑλληνική. τούτου δὲ τοῦ σώματος ἀχώριστον εἶναι λέγουσι θυμὸν καὶ


ἐπιθυμίαν. ὅτι ἐν τοῖς Τόποις Ἀριστοτέλης πᾶν πνεῦμα φθαρτὸν
εἶναι λέγει.
Πνευματικὸς ἄνθρωπος· ζήτει ἐν τῷ ψυχικός.
Πνευμονία: περὶ τὸν πνεύμονα.
Πνεύμονος: τοῦ ἰχθύος.
Πνεύμων: λέγεται καὶ διὰ τοῦ λ. ὅτι οὐ πάντα τὰ ζῷα
ἔχει φωνήν, μόνα δὲ τὰ ἔχοντα πνεύμονα καὶ ἀναπνέοντα· ὕλη γάρ ἐστι
τῆς φωνῆς ὁ ἀναπνεόμενος ἀήρ. οὔτε δὲ τὰ ἔντομα ἀναπνεῖ οὔτε τὰ
ἄναιμα οὔτε πάντα τὰ ἀμφίβια φωνοῦσιν οὔτε τὰ ὀστρακόδερμα, οἷον
οἱ κοχλίαι, οὔτε τὰ μαλακόστρακα, οἷον καρκίνοι, σκυτάλαι. φωνοῦσι δὲ
τῶν ἀμφιβίων ποτάμιος ἵππος καὶ κροκόδειλος· φωνεῖ γὰρ οὗτος κατὰ
βραχύ. οἱ δὲ περὶ τὸν Ἀχελῷον ἰχθύες δοκοῦντες φωνεῖν οὐ φωνοῦσιν·
οὐ γὰρ διὰ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων φωνοῦσιν, ἀλλὰ κατά τινα τῶν
βραγχίων κίνησιν· νηχόμενοι γὰρ κατὰ τὴν τοῦ ὕδατος ἐπιφάνειαν,
ἐναπολαμβάνοντες πολὺ ὕδωρ ἐν τοῖς βραγχίοις, εἶτα συστέλλοντες τὰ
βραγχία ἐκπέμπουσι τὸ ὕδωρ καὶ ταράττουσι τῇ ἐκπομπῇ· τὸ δὲ ταρατ-
τόμενον ἐναπολαμβάνει τινὰ ἀέρα, ὃς ἐκθλιβόμενος τῇ πληγῇ ἠχεῖ, καὶ
ταύτῃ δοκοῦσι φωνεῖν. οἱ δὲ τέττιγες δι' ὑμένος τινὸς ὑπὸ τὸ στῆθος
κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἐμπεφυκότος, ὃν θλίβοντες ταῖς πτέρυξι τὸν
ἐναπειλημμένον ἀέρα, φωνοῦσιν· οὐ γὰρ διὰ τῶν φωνητικῶν ὀργάνων...

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

Ἀβδήροισι, 12, 24, 25 178, 182, 183, 251, 259, 265, 275, 281,
αἷμα, 25, 32, 33, 46, 48, 49, 60, 61, 62, 66, 286, 289, 290, 295, 296, 298, 299, 303,
67, 71, 72, 74, 75, 79, 84, 126, 133, 140, 314, 332, 333, 349, 370, 419, 420
143, 144, 149, 152, 160, 164, 172, 175, αἱμοῤῥοΐδες, 23
456

Ατόσση, 10 367, 370, 371, 376, 378, 379, 380, 381,


Ἀτόσσῃ, 11 382, 386, 387, 388, 396, 397, 398, 399,
βηχὸς, 23, 258 406, 409, 410, 411, 412, 421, 427, 433,
Γαληνός, 12, 14, 15, 16, 17, 21, 22, 51, 52, 434, 435, 436, 438, 442, 443, 444, 446,
53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 450, 451, 454
64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, καρκίνου, 4, 10, 12, 15, 16, 17, 21, 22, 23,
75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 83, 85, 102, 103, 114, 118, 119, 130,
86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 153, 162, 164, 166, 167, 175, 178, 180,
97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 181, 224, 231, 236, 241, 242, 251, 258,
106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 259, 268, 272, 273, 281, 284, 294, 300,
114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 301, 310, 339, 340, 341, 342, 346, 353,
122, 183, 234, 235, 236, 237 356, 358, 363, 367, 368, 379, 380, 381,
γαστρὸς, 23, 79, 97, 98, 127, 161, 163, 382, 386, 387, 388, 395, 407, 440
248, 262, 281, 392 καρκίνους, 14, 19, 22, 27, 30, 31, 33, 48,
Γυναικὶ, 12, 24, 25, 30, 33 50, 59, 62, 63, 66, 67, 75, 79, 84, 89, 90,
ἕρπητες, 26, 70, 72, 73, 74, 235 94, 98, 99, 100, 109, 116, 117, 118, 119,
Ηροδότου, 10 121, 122, 142, 145, 146, 147, 148, 149,
θηλῆς, 12, 24, 25 150, 151, 159, 166, 167, 172, 173, 174,
ιατρός, 4, 10, 22, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 31, 176, 177, 178, 181, 182, 183, 189, 203,
32, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 205, 206, 240, 248, 249, 251, 253, 261,
44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 266, 269, 270, 286, 289, 290, 291, 292,
55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 293, 294, 302, 303, 304, 313, 319, 334,
66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75, 76, 379, 380, 381, 382, 404, 432, 433, 434,
77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86,87, 439
88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, Καρκίνωμα, 24, 25, 34, 136, 137, 162,
99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 163, 235, 237, 239, 272, 273, 291, 292,
107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 312, 355, 377, 378, 405, 406, 409, 454
115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, κρυπτοὶ καρκίνοι, 25, 116
123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, κρυπτούς, 14, 20
131, 132, 133, 134, 135, 136, 137, 138, μαστού, 10, 14, 15
139, 140,141, 142, 143, 144, 145, 146, μέλαινα, 17, 28, 63, 66, 72, 74, 75, 76, 77,
147, 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154, 92, 113, 139, 259, 265, 275, 287
155, 156, 157, 158, 159, 160, 161, 162, μέλαιναι, 28, 70
163, 164, 165, 166, 167, 168, 169, 170, Όγκος, 12
171, 172, 173, 174, 175, 176, 177, 178, ὄγκος, 13, 45, 75, 76, 82, 164, 170, 171,
179, 180, 181, 182, 183, 234, 235, 236, 179, 180, 181, 182, 223, 237, 238, 263,
237 272, 273, 276, 277, 278, 280, 285, 356
Ιπποκράτης, 4, 10, 12, 13, 14, 15, 18, 21, οἰδήματα, 25, 66, 74, 79, 122, 170, 171,
22, 23, 25, 26, 28, 29, 30, 31, 32 248, 254, 284, 303
καρκίνο, 14, 16, 17, 21 σκιά πάθους, 14
καρκῖνοι οἱ κρυπτοὶ, 26 στόμα, 18, 23, 31, 32, 36, 60, 277, 278,
καρκίνος, 12, 15, 16, 17, 21, 22, 27, 52, 304, 324, 331, 348, 359, 403
62, 67, 77, 106, 111, 113, 114, 166, 167, φλέγμα, 21, 24, 64, 66, 69, 72, 122, 123,
180, 181, 182, 185, 186, 195, 201, 206, 253, 283, 286, 296
214, 219, 220, 224, 226, 227, 228, 229, χαύνους, 14, 166, 167, 179, 379, 380, 381
230, 232, 239, 241, 243, 280, 288, 305, χολή, 13, 17, 21, 66, 75, 76, 77, 259, 287,
307, 308, 309, 310, 316, 317, 318, 323, 378
324, 328, 331, 332, 333, 341, 342, 344, χολής, 21
346, 350, 351, 352, 356, 357, 358, 359,
457

TLG Texts doing_search καρκιν tlg Go

UTF-8 search TLG Texts

You might also like