Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Αποσπάσματα Από Αρχαια Ελληνικά, Βυζαντινά Και Θεολογικά Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2018
Οδυσσέας Γκιλής. ΚΑΡΚΙΝΟΣ. Αποσπάσματα Από Αρχαια Ελληνικά, Βυζαντινά Και Θεολογικά Κείμενα. Θεσσαλονίκη 2018
Οδυσσεας Γκιλής
Επιμέλεια συλλογής ταξινόμησης και επεξεργασίας υλικού
ΚΑΡΚΙΝΟΣ
ΣΤΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Θεσσαλονίκη 2018
2
3
Περιεχόμενα
Καρκίνος, εκτός από ασθένεια και σύμπτωμα και ζώδιον και θαλασσινό
οστρακόδερμα.
καρκίνος ο 1. κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και
ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων:
καρκίνος ο : I1. (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος.
II. Kαρκίνος: 1. (αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου
ημισφαιρίου. 2. (αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία
διαιρείται ο ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22
Iουνίου ως 22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του
παραπάνω ζωδίου.
καρκίνωμα < αρχ. καρκίνωμα [ήδη τον 5ο αι. π.Χ.στον Ιπποκράτη, ηβ.
Έπιδρμ. 7.1.116: γυναικί, έν Άβδήροισι, καρκίνωμα έγένετο περί τά στήθος]
<καρκιν-ώ (-όω).
Πύλη
Λεξικόν Δημητράκου
Ο Ιπποκράτης ήταν αυτός που έδωσε στην πάθηση του καρκίνου το όνομα
της. Ο Ιπποκράτης (Κως 460 π.Χ. - Λάρισα 377 π.Χ. ήταν Έλληνας ιατρός
και θεωρείται μία από τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες στην ιστορία της
ιατρικής.
Πύλη. καρκίνος ο : . κακοήθης όγκος που δημιουργείται από τον ταχύ και
ανώμαλο πολλαπλασιασμό των κυττάρων των ιστών ανθρώπων ή ζώων:
Διάγνωση / θεραπεία / χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου.
Mεταστάσεις του καρκίνου. ~ του / στον πνεύμονα. Γυναικολογικός ~, των
γεννητικών οργάνων της γυναίκας ή του μαστού. || (βοτ.) ασθένεια των
φυτών που παρουσιάζει ομοιότητες με τον καρκίνο των ανθρώπων και των
ζώων. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός ανώμαλης κατάστασης που δημιουργεί
μεγάλα και δυσεπίλυτα προβλήματα· Καρκίνωμα: H γραφειοκρατία είναι
ο ~ της δημόσιας διοίκησης. [λόγ. < ελνστ. καρκίνος < αρχ. καρκίνος (δες
καρκίνος )]
καρκίνος ο : . (ζωολ.) κάβουρας. 2. καρκινικός στίχος. II. Kαρκίνος: 1.
(αστρον.) ονομασία ενός αστερισμού του βόρειου ημισφαιρίου. 2.
(αστρολ.) α. το τέταρτο από τα δώδεκα μέρη στα οποία διαιρείται ο
ζωδιακός κύκλος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα από 22 Iουνίου ως
22 Iουλίου: Γεννήθηκα στον Kαρκίνο. || το σύμβολο του παραπάνω ζωδίου.
β. για πρόσωπο που γεννήθηκε στον Kαρκίνο: Είμαι Kαρκίνος. 3.
Tροπικός του Kαρκίνου, ονομασία του παραλλήλου της ουράνιας σφαίρας
που έχει απόκλιση +23Φ 27' από τον ισημερινό καθώς και του παραλλήλου
της γήινης σφαίρας που έχει βόρειο γεωγραφικό πλάτος 23Φ 27' και
αποτελεί το βόρειο όριο της τροπικής ζώνης. [λόγ.: I: αρχ. καρκίνος· ΙΙ:
ελνστ. σημ.]
Galenus Med., De sectis ad eos qui introducuntur Kühn τόμ. 1, page 98,
line 17
ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
«Των μεν πραοτέρων φαρμάκων επιτιθεμένων καταφρονών, υπό δε των
σφοδροτέρων παροξυνόμενος» είναι η επικρατούσα άποψη των
περισσοτέρων ιατρών για τον καρκίνο. «Αγανακτεί προς την ποικιλωτέραν
φαρμακείαν».
(Αρεταίος)
• Ακαλύφη
• Ελλέβορος
• Ερίκη
• Αριστολοχία
• Ερύσιμον
ΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Υπάρχει η επίγνωση των υποτροπών μετά από επέμβαση:
«θεραπευόμενοι γαρ απόλλυνται ταχέως, μη θεραπευόμενοι δε πουλύν
χρόνον διατελέουσι» (Ιπποκράτης)
«Ου θεραπεύονται και η πείρα διδάσκει: πάντας γαρ οίδα τους
επιχειρήσαντας ιάσθαι καρκίνους τοιούτους, παροξύναντας μάλλον
αυτούς, εν τάχει δε τους ανθρώπους αποκτείναντας» (Γαληνός)
15
ΟΙ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΠΕΜΒΑΣΕΙΣ
Υπάρχει η πεποίθηση ότι οι «κρυπτοί» καρκίνοι δεν πρέπει να
χειρουργούνται, όπως υποστηρίζει ο Ιπποκράτης: «τους εν τω βάθει του
σώματος ουκ αεί θεραπεύειν αγωνιστικώς» Η επέμβαση είναι επικίνδυνη
όταν πλησίον των τομών και των καυτηριάσεων ευρίσκονται ζωτικά
όργανα «κίνδυνος ου μικρός, όταν εγγύς καιρίων μορίων η καύσις
γένηται» (Γαληνός) Είναι γνωστή η μέριμνα που πρέπει να καταβληθεί
για ριζική εξαίρεση των επιφανειακών όγκων «μετά των ριζών εκτεμείν
και καύσαι»
Επισημαίνουμε ότι ο Αριστ. Κούζης στη σημαντική αυτή μελέτη του για
τις αντιλήψεις περί καρκίνου των αρχαίων Ελλήνων ιατρών κάνει και μία
ιδιαίτερη διάκριση του όρου «σκίρρος», που απαντάται στα αρχαία ιατρικά
κείμενα, με τον σύγχρονο όρο «σκίρρος», τονίζοντας ότι οι παλαιοί ιατροί
19
Τα κείμενα του Ιπποκράτη όμως είναι αυτά που για πρώτη φορά
ονομάζουν αυτή τη νόσο καρκίνο. Η αιτιολογία της βασίστηκε στη
θεώρηση του Ιπποκράτη το 460-370 π.χ. για τους 4 χυμούς (αίμα,
φλέγμα, κίτρινη και μαύρη χολή).
BeStrong.org.gr - 04.01.15
ἐόντα. Καὶ θίξις γίνεται καὶ μύκης, ὃς ἄμφω τὰ χείλεα ἔχει ξυν-
δήσας, ἅτε τῆς καθάρσιος ἀπολελαμμένης· εἰ δὲ ἐχώρεεν ἡ κά-
θαρσις, οὐκ ἂν ἐμυκώθη τὰ ἕλκεα· νῦν δὲ ἐπιῤῥεῖ, καὶ παχύνεται ἀλ-
λοκότῳ σαρκί. Ἰῆσθαι οὖν ὡς τὰ ἐν τῷ ἄλλῳ σώματι, καὶ ἐς ὠτειλὰς
ἄγειν· τὸ δὲ χωρίον λεῖον ἔστω καὶ ὁμόχροον. Ἡ Φροντὶς ἔπασχε
ταῦτα ἃ πάσχουσιν αἱ μὴ ἀποκαθαιρόμεναι τὰ λοχεῖα, καὶ ἐπὶ του-
τέοισιν ἤλγει τὸ αἰδοῖον, καὶ ψηλαφῶσα ἔγνω ὅτι οἱ ξυνεπέφρακτο
καὶ ἔφρασε, καὶ μελεδαινομένη ἀπεκαθήρατό τε καὶ ὑγιὴς ἐγένετο
καὶ φορός· εἰ δὲ μὴ ἐμελεδάνθη, μηδέ οἱ ἡ κάθαρσις ἐῤῥάγη αὐτο-
μάτη, τὸ ἕλκος μέζον ἐποίησεν ἂν, καὶ ἐκινδύνευσεν, εἰ μὴ ἐμελε-
δάνθη, καρκινωθῆναι τὰ ἕλκεα.
Εἰ δ' ὁρμηθείη γυναικὶ λοχείη κάθαρσις ὡς ἐς κεφαλὴν,
θώρηκά τε καὶ πλεύμονα, γίνεται γὰρ καὶ τοῦτο, θνήσκουσι πολλάκις
αὐτίκα, ἢν ἴσχηται· εἰ δὲ χωρέοι κατὰ στόμα ἢ ῥῖνας καλῶς,
ἐξάντης γίνεται· εἰ δὲ ὀλίγον ἡ νοῦσος χρονιωτέρη γένοιτο, πάσχοι
ἂν ἡ γυνὴ ὁκοῖα εἴρηται ἀμφὶ τῆς παρθένου, ᾗ τὰ ἐπιφαινόμενα
πρῶτα ὤρουσεν ἄνω· ἡ δὲ γυνὴ πλέονα χρόνον περιέσται τῆς παρ-
θένου, καὶ βληχρότερα τὰ παθήματα ἔσται οἱ, μέχρις οὗ ὁ πλεύμων
διάπυος γένηται. Ἢν δὲ μὴ χωρέῃ οἱ ἡ λοχείη κάθαρσις κατὰ τὸ
στόμα, ἀλλ' ἄνω ὁρμηθεῖσα τράπηται, κεκρύψεται τὰ λοχεῖα καὶ οὐ
χωρήσει, κατά γε δίκην, καὶ βὴξ ὑπολήψεται καὶ ἄσθματα
πρὸς τὸ στόμα τῶν ὑστερέων. Ἢ ἐλάφου μυελὸν καὶ στέαρ χηνὸς τή-
ξας ῥοδίνῳ ἢ ἰρίνῳ ἐλαίῳ ἀναφυρῇν· εἴριον δὲ μαλθακὸν ἄγαν
προστιθέναι.
Γυναικὶ ὁκόταν αἱ ὑστέραι σκληραὶ γένωνται καὶ ἐς τὰ αἰ-
δοῖα ἐξίωσι, καὶ οἱ βουβῶνες σκληροὶ γίνωνται, καὶ καῦμα ἐν τοῖσιν
αἰδοίοισιν ἐνῇ, καρκινοῦσθαι φιλέει πάντα. Ὅταν ὧδε ἔχῃ, σικύου
χρὴ τὸ ἔνδον τρῖψαι καὶ κηρίον, ὕδατος κοτύλην ἐπιχέας, ἐνεῖναι ἐς
τὴν ἕδρην, καὶ καθαίρεται.
Ἢν τὸ στόμα τῶν ὑστερέων σκληρὸν γένηται ὑπὸ ξηρασίης,
καὶ ἐν σχήματι ἑτέρῳ ᾖ ὁ αὐχὴν, τῷ δακτύλῳ γνώσῃ παραψαύσας·
καὶ ἢν ἄνω ὡς ἐς τὸ ἰσχίον εἰληθέωσι, μὴ προσφέρειν δριμὺ μηδέν·
ἢν γὰρ ἑλκωθῇ ἐπὴν φλεγμήνῃ, κίνδυνος τὸ πάμπαν ἄτοκον γενέσθαι·
προστίθεσθαι δὲ ἅσσα μὴ ὀδάξεται, ὑφ' ὧν καθαρεῖται.
καὶ δηγμὸς καὶ λίπασμα· ἔνδοθεν δὲ, τινά τε τῶν εἰρημένων, καὶ
ἐπὶ τούτοισιν αἰτίη ἄδηλος καὶ μέρει καὶ ὅλῳ, τινί τε καὶ οὐτινί.
Ἀποκρίσιες κατὰ φύσιν, κοιλίης, οὔρων, ἱδρῶτος, πτυάλου,
μύξης, ὑστέρης, καθ' αἱμοῤῥοΐδα, θύμον, λέπρην, φῦμα, Καρκίνωμα,
ἐκ ῥινῶν, ἐκ πλεύμονος, ἐκ κοιλίης, ἐξ ἕδρης, ἐκ καυλοῦ, κατὰ
φύσιν καὶ παρὰ φύσιν· αἱ διακρίσιες τούτων ἄλλοισι πρὸς ἄλλον
λόγον ἄλλοτε καὶ ἀλλοίως. Μία φύσις ἐστὶ ταῦτα πάντα καὶ οὐ
μία· πολλαὶ φύσιές εἰσι ταῦτα πάντα καὶ μία.
γρ. 1
Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 614, γρ. 6
Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 639, γρ.
14
Γαληνός ιατρός De temperamentis libri iii Kühn τόμ. 1, σε. 664, γρ. 4
αἰσθητῶν, οὐκ ἐν χρόνῳ μόνῳ τῷ τῆς εἰσπνοῆς. οὐδὲ διὰ τοῦτο τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἐποίησεν ἡ φύσις ἐπιθέματα, διότι βέλτιον ἦν αὐτοὺς μὴ διὰ
παντὸς ἐνεργεῖν. ἀμέλει καὶ αὐτὸς ὁ Ἀριστοτέλης εἴρηκεν, ὡς ἐν τοῖς
σκληρὸν ἔχουσι ζῴοις τὸν ἔξωθεν χιτῶνα τῶν ὀφθαλμῶν ἡ φύσις οὐκ
ἐποίησε βλέφαρα, διότι δυσπαθεῖς εἰσι καὶ αὐτοὶ καθ' ἑαυτοὺς οὐδὲν
οὔτε προβλημάτων οὔτε στεγασμάτων οὐδὲ καλυμμάτων ἐπὶ τούτων
χρῄζουσι τῶν ζῴων, ἀλλ' ἡμεῖς γε χρῄζομεν δεόντως ἕνεκά τε τῶν
εἰρημένων, κἀπειδὰν ὕπνου καιρὸς ἥκῃ. ἀδύνατον γὰρ ἐν ἀέρι φῶς
ἔχοντι καθυπνῶσαί τινα χωρὶς τοῦ σκεπασθῆναι τοὺς ὀφθαλμούς. οὕτω
γοῦν καὶ αὐτοῖς ἐκείνοις τοῖς ζῴοις, οἷς οὐκ ἔστι βλέφαρα (καράβοις καὶ
ἀστακοῖς καὶ παγούροις καὶ καρκίνοις), ἡ φύσις ἐποίησε κοιλότητάς
τινας, οἷον θαλάμας, ὑποδεχομένας ὅλους τοὺς ὀφθαλμούς, ἐπειδὰν
ὑπνοῦν ἐθέλωσιν, ὡς ὅταν γε χρῆσθαι βουληθῶσιν αὐτοῖς, ἐξαίρουσιν
ὅλους ὀρθίους ἅμα τοῖς αὐχέσιν, ἐφ' ὧν βεβήκασιν, εἰς τὴν οἰκείαν
ὀφθαλμοῖς καθιστῶντες χώραν, ἥπερ ἐστὶ ἐπὶ τῶν ὑψηλοτάτων ἐν τοῖς
ζῴοις μορίων. εἴρηται δὲ περὶ τῶν τοιούτων ἁπάντων αὐτάρκως ἐν τοῖς
Περὶ χρείας μορίων· ἅπερ εἴ τις ἀναλέξεται, γνώσεται μὲν καὶ τῶν
βλεφάρων τὴν χρῆσιν, γνώσεται δὲ καὶ ὡς ἀεὶ τῇ φύσει πρόκειται τὰς
αἰσθήσεις ἐνεργεῖν. εἰ δέ ποτ' ἄλλου τινὸς ἕνεκα χρησιμωτέρου κατά τινα
καιρὸν ἡσυχάζειν ἀναγκαῖον αὐταῖς ἐστι,
Γαληνός ιατρός De usu partium “Galeni de usu partium libri xvii”, Ed.
Helmreich, G.Leipzig: Teubner, 1:1907; 2:1909, Repr. 1968.Kühn τόμ.
3, σε. 245, γρ. 6
ΒΙΒΛΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ.
λῆς, ὅπερ οἶμαι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν τοῦδε τοῦ λόγου
προθέμενοι ζητεῖν, τοσοῦτον εἰς τὸ πρόσθεν ἠδυνήθη-
μεν προελθεῖν, ὥσθ' εὑρεῖν, ὅτι μήτ' ἐγκεφάλου χάριν
ἐγένετο, κἂν ἀρχὴν αἰσθήσεώς τε καὶ κινήσεως τῆς
κατὰ προαίρεσιν ὑποθῆταί τις αὐτόν, οὔθ' οἷόν τε μὴ
οὐκ ἀσχημονεῖν μὲν ἐν παντὶ τῷ λόγῳ, περὶ δὲ τὴν
ἑκάστου τῶν κατὰ μέρος μορίων τῆς χρείας εὕρεσιν
ἀπορεῖν, ἀποστερήσαντας τούτων τὸν ἐγκέφαλον, ἐξ
ὧν συνέβαινεν ἀρχὴν εἶναι τῶν εἰρημένων, ὑποθεμέ-
νους αὐτὸν οὕτω χρῆναι ζητεῖν, τίνος ἕνεκα γέγονεν
ἡ κεφαλή. καρκίνοι τ' οὖν καὶ σύμπαν τὸ τῶν μαλα-
κοστράκων γένος, ἤδη δὲ καὶ φάλαιναι καὶ ἄλλα πολλὰ
τῶν παραπλησίων, τὰ μὲν οὐδ' ὅλως ἔχει κεφαλήν,
τὰ δ' οἷον ὑπογραφήν τινα μόνην, καὶ οὐδὲν ἧττον
καὶ ταῦτα τὰ ζῷα τὰς αἰσθήσεις ἁπάσας ἔχει περὶ τοῖς
58
...δὲ ἐπὶ πλείοσιν ἡμέραις μετὰ τὴν κρίσιν. ὅσοι δὲ διεχώρησαν ἀκριβῆ
τὴν μέλαιναν, ἀπέθανον ἅπαντες· ἐνδείκνυται γὰρ ἡ τοιαύτη κατ-
ωπτῆσθαι τὸ αἷμα. φαίνεται δὲ καὶ ἄλλα χωρὶς τοῦ πυρέξαι πολλοῖς
ἐξανθήματα γινόμενα κατὰ τὸ δέρμα παχυνόμενόν τε καὶ ξηραινόμενον
τὸ πλεονάζον τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ τῆς φύσεως ὠθούσης αὐτοῦ
ἐκτός· ἐξ οὗ γένους ἐστὶ καὶ ὁ καλούμενος ἐλέφας. ὅταν δὲ ἅμα πυ-
ρετῷ γένηταί τι τοιοῦτον, τὸν ὀνομαζόμενον ἄνθρακα γεννᾷ τὸ κατα-
σκῆψαν εἰς τὸ δέρμα τοῦ μελαγχολικοῦ χυμοῦ. χωρὶς δὲ πυρετοῦ
κατασκήπτων, ὅταν μὲν αἵματι μεμιγμένος ᾖ, τὸν ἐλέφαντα γεννᾶν
πέφυκεν, ὅταν δὲ μόνος, ἐν ἀρχῇ μὲν ὄγκον ἐργάζεται μέλανα, τῷ
χρόνῳ δὲ εἰς τὸν καλούμενον καρκίνον τελευτᾷ, ἐπειδάν γε δριμύ-
τερός τε καὶ κακοηθέστερος ᾖ διαβιβρωσκομένου τοῦ δέρματος, ὅταν
δὲ ἐπιεικέστερος ἕλκους χωρὶς ἐργαζόμενος τὸν ὀνομαζόμενον κρυπτὸν
καρκίνον. ἐναργῶς γὰρ ἅπαντα | τὰ τοιαῦτα πάθη καὶ μάλιστα ὁ καρ-
κίνος ὑπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ γίνεται χυμοῦ σαφῶς φαινομένων τῶν
εἰς τὸ πεπονθὸς μόριον ἡκουσῶν φλεβῶν παχὺν καὶ μέλανα περι-
εχουσῶν χυμόν. ἐκκαθαίρειν μὲν γὰρ τὸ αἷμα διὰ παντὸς ἡ φύσις πει-
ρᾶται διακρίνουσά τε τὸ μοχθηρὸν ἐξ αὐτοῦ κἀκ τῶν κυρίων μορίων
ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
61
ὠθοῦσα ποτὲ μὲν εἰς τὴν γαστέρα τε καὶ τὰ ἔντερα, ποτὲ δὲ εἰς τὴν
ἐκτὸς ἐπιφάνειαν. ἀλλ' ὅσα μὲν τῶν τοιούτων λεπτομερεστέρας οὐσίας
ἐστί, διεξέρχεται τὸ δέρμα, τινὰ μὲν κατὰ τὴν ἄδηλον αἰσθήσει δια-
πνοήν, ἔνια δὲ αἰσθητῶς, καθάπερ οἱ ἱδρῶτες· ὅσα δὲ παχύτερα, δι-
εξελθεῖν μὲν οὐ δύναται τὴν πυκνότητα τοῦ δέρματος, ἐγκαταλαμβα-
νόμενα δέ, τὰ μὲν θερμὰ τοὺς ἄνθρακας ἐργάζεται, τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα
τοὺς καρκίνους. ὅταν δὲ ἐπιεικὴς κατὰ τὰς ποιότητας ὁ μέλας ᾖ
αίνει τὸ ζῷον, ὅταν ἔχῃ ταῦτα συμμέτρως τῆς πρὸς ἄλληλα κράσεως,
νοσεῖ δέ, ὅταν ἤτοι καθ' ὅλον τὸ σῶμα, τουτέστιν ἐν ἅπασι τοῖς ἀγ-
γείοις, πλεονεξία τις ἐξ αὐτῶν ἢ καθ' ἕν τι γένηται μόριον, ὁ τοῖς
ἔργοις τῆς τέχνης ὡμιληκὼς ἀληθεύειν φήσει τὸν Ἱπποκράτην. τὰ
μὲν γὰρ ἐν ἑνὶ μέρει νοσήματα διὰ τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν γινόμενα
ὀλίγον ἔμπροσθεν διῆλθον, ἐδήλωσα δέ, ὅτι καὶ διὰ κιρσῶν ἄρσιν ἢ
αἱμορροῖδος ἐμελαγχόλησαν ἕτεροι. καὶ κατὰ τὰ μὴ φαινόμενα δὲ
μόρια κατὰ τὸ βάθος τοῦ σώματος εὔλογον ὅμοια πάθη γίνεσθαι τοῖς
63
τὰ τῆς τέχνης ἔργα τῆς περὶ τοὺς χυμοὺς θεωρίας, καὶ πρῶτόν γε
πάντων, ὅτι τὰ καθαίροντα φάρμακα μάτην ὠνόμασται καθαίροντα·
κενωτικὰ γὰρ εἶναι ὁμοτίμως ἁπάντων τῶν ἐν τῷ σώματι χυμῶν, οὐ
μόνον τῶν δοκούντων βλάπτειν. Ἱπποκράτης δέ, ὡς ὁμολογουμένῳ
τῷ καθαίρειν αὐτὰ χρησάμενος, ἀποδείκνυσιν ἐν ἅπαντι τῷ τῆς ζῳῆς
χρόνῳ περιέχεσθαι κατὰ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου τοὺς τέτταρας χυ-
μούς· καὶ μήθ' ἡλικίαν εἶναί τινα, μήτε ὥραν τοῦ ἔτους, μήτε σώμα-
τος φύσιν, ἐν ᾗ μὴ πάντες εἰσίν. ἐκ γὰρ τοῦ τὰ μὲν τῆς ξανθῆς χο-
λῆς ἑλκτικὰ φάρμακα κατὰ τοὺς ἰκτερικοὺς ὀνινάναι, τὰ δὲ ὑδραγωγὰ
καλούμενα τοὺς ἀσκίτας ὑδέρους ἐκκενοῦν, κωλύειν δὲ αὐξάνεσθαι
τοὺς ἐλέφαντάς τε καὶ καρκίνους τὰ τῶν μελάνων ἑλκτικά, δῆλον
εἶναι τοῖς παλαιοῖς ἐφαίνετο τὸν οἰκεῖον ἑαυτῷ χυμὸν ἕκαστον τῶν
καθαρτικῶν φαρμάκων ἕλκειν. εἰ δὲ ἀληθὲς ἦν ἅπαντας ἕλκεσθαι τοὺς
ἐν τοῖς ἀγγείοις περιεχομένους | χυμούς, ἀλλοιουμένους ὑπὸ τοῦ
φαρμάκου κατὰ τὴν ἐκείνου δύναμιν, ὅμοιον ἂν ἦν τὸ καθαρθῆναι
διά τινος τῶν τοιούτων φαρμάκων τῷ φλεβοτομηθῆναι. τί ποτ' οὖν
ὑδραγωγὸν φάρμακον ἐπὶ τῶν ὑδεριώντων δίδομεν, ἐνὸν τοῦ αἵματος
ἐκκενῶσαι τέμνοντας φλέβα; διὰ τί δὲ πλεῖστον μὲν ἐπὶ τούτων ἐκ-
κενοῦται τὸ ὑδατῶδες, ἐλάχιστος δὲ ὁ πικρόχολος χυμός, ἔμπαλιν δὲ
ἐπὶ τῶν ἰκτεριώντων ὁ πικρόχολος χυμὸς μὲν πλεῖστος, ἐλάχιστος δὲ
ὁ ὑδατώδης; διὰ τί δὲ ὠφελοῦνται μὲν οἱ τὸν ἀσκίτην ὕδερον ἔχον
Γαληνός ιατρός De atra bile Kühn τόμ. 5, σε. 133, γρ. 5
...μὴ μόνον τῶν πρὸ αὐτοῦ φιλοσόφων τε καὶ ἰατρῶν, ἀλλὰ καὶ πάν-
των ἀνθρώπων ὀνομαζόντων τὸ πάθος μελαγχολικόν, ἐπιχειρούντων
τε τῇ θεραπείᾳ δι' ἐλλεβόρου τοῦ λευκοῦ καθάρσεως. οὐδεὶς γὰρ
64
καῖον, ὅπερ ἐγὼ διειλόμην ἔμπροσθεν. Ἐρασίστρατος μὲν οὖν ὅλην τὴν
περὶ τοὺς χυμοὺς τέχνην παρέλιπεν. ἐγὼ δὲ (οὐδὲ γὰρ περὶ πάντων
ἐνταῦθα προειλόμην εἰπεῖν, ἀλλὰ περὶ μελαίνης χολῆς μόνης) ὅσα
μὲν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ λόγου καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἔγραψα, δι' ἑτέρων
ἐξείγρασμαι.
Περὶ δὲ μελαίνης χολῆς τὰ διὰ μακρᾶς πείρας μοι βεβαίως
ἐγνωσμένα προσθήσω νῦν χρήσιμα ἐσόμενα ἐκείνοις, ὅσοι τῆς ἰατρικῆς
τέχνης οὐ τοὺς σοφιστικοὺς λόγους, ἀλλὰ τὰ ἔργα σπουδάζουσι. πάντα
γάρ, ὅσα διὰ μελαγχολικὸν χυμὸν γίνεται πάθη, κατ' ἀρχὰς εὐθέως
γενναίως καθαίρων τοῖς τὸν τοιοῦτον χυμὸν ἐκκενοῦσιν αὐξηθῆναι
κωλύσεις μέχρι καὶ τῶν καρκίνων. ἄξιον δὲ θαυμάσαι τῶν ἤτοι γε
ἀκόντων ἢ ἑκόντων σοφίσματα γραψάντων εἰς ἀναίρεσιν τοῦ μελαγχο-
λικοῦ χυμοῦ. φασὶ γὰρ ἐπὶ τῶν παρὰ φύσιν ἐχόντων μόνων αὐτὸν
γεννᾶσθαι μηδενὸς τῶν ἀκριβῶς εὐχύμων ἔχοντος ἐν τῷ σώματι μέ-
λαιναν χολήν. | εἰ γοῦν, φασίν, ἀθλητῇ τινι ἄριστα διακειμένῳ δοίη
τις φαρμάκου τοῦ νομιζομένου μέλαιναν χολὴν ἐκκενοῦν, ὄψεται κε-
νουμένην αὐτήν, ὥσπερ, εἰ καὶ τῶν τὴν ξανθὴν χολὴν ἐκκαθαίρειν πεπι-
στευμένων προσενέγκοι τις, ἐκείνην ὄψεται κενουμένην. ᾧ καὶ δῆλον
εἶναί
φασιν, ὡς ἀλλοιουμένου τοῦ αἵματος ὑπὸ τῆς τοῦ φαρμάκου δυνάμεως
65
πρὸ τῆς ἀκμῆς. ξηρότερος γὰρ τῇ κράσει παμπόλλῳ βοῦς ὑός, ὥσπερ
γε καὶ ἀκμάζων ἀνὴρ παιδός.
τέραν ἴσχοντες τὴν σάρκα τοῖς πετραίοις τε καὶ τοῖς ὀνίσκοις ὁμοίως.
ὃ γὰρ τούτοις ὑπάρχει φύσει, τοῦτο τοῖς σκληροσάρκοις ἐκ τῆς χιόνος
προσγίνεται. διὰ τοῦτ' οὖν ἐναντιωτάτην ἔχουσιν οὐσίαν τῆς σαρκὸς
οἱ ἐκ τῆς καθαρᾶς θαλάττης κέφαλοι καὶ οἱ κατὰ τὸ μοχθηρὸν ὕδωρ
διαιτώμενοι. παραπλησίως δ' αὐτοῖς καὶ κωβιοὶ καὶ λάβρακες, ἔτι δὲ
μᾶλλον τούτων καὶ οἱ ἄλλοι. καὶ σμύραιναι δὲ φαυλόταται γίνονται
κατὰ τὰ τοιαῦτα τῶν ὑδάτων. ἡ δ' ἔγχελυς οὐδ' ὅλως εὔχυμον ἔδε-
σμα, κἂν ἐξ ὕδατος ᾖ καθαροῦ, μή τι γε δὴ τοῦ πόλιν ἐκκαθαίρον|τος,
ὡς εἴρηται. καὶ παρὰ τὰς ἐπιχωρίους δὲ τροφὰς ἀμείνους τε καὶ χεί-
ρους ἑαυτῶν οἱ ἰχθύες γίνονται διαγιγνωσκόμενοι ῥᾳδίως ὀδμῇ τε καὶ
γεύσει, καθάπερ αἱ τρίγλαι. μοχθηρότεραι γὰρ αὐτῶν αἱ τὴν καρκινάδα
σιτούμεναι, τῶν δ' ἄλλων ἡ σὰρξ σκληροτέρα μέν ἐστιν οὐ μόνον τῆς
τῶν πετραίων τε καὶ τῶν ὀνίσκων, ἀλλὰ καὶ κεφάλων καὶ λαβράκων
καὶ τῶν ἄλλων πελαγίων, καὶ κατὰ τοῦτο δυσπεπτοτέρα τε καὶ τρο-
φιμωτέρα, κακόχυμον δ' οὐδὲν ἔχουσα. λέλεκται δὲ τελεώτερον ὑπὲρ
ἁπάσης τροφῆς ἐν τρισὶν ὑπομνήμασιν, ἃ Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς
δυνάμεων ἐπιγέγραπται, καὶ χρὴ τὸν ὑγιεινῆς διαίτης φροντίζοντα μήτε
τῆς ἐκείνων ἀναγνώσεως ἀμελεῖν μήθ' ὅλως τῆς Ὑγιεινῆς πραγματείας,
ἧς μέρος ἐστὶ καὶ τὸ περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων. ἀλλὰ καὶ
περὶ τῆς λεπτυνούσης διαίτης ἐναντίας οὔσης δηλονότι τῇ παχυνούσῃ
γέγραπται βιβλίον ἕτερον ἱκανῶς χρήσιμον οἷς ὑγίεια σπουδάζεται. |
Γαληνός ιατρός De rebus boni malique suci Kühn τόμ. 6, σε. 814, γρ.
15
Γαληνός ιατρός De symptomatum causis libri iii Τόμ. 7, σε. 224, γρ. 2
Γαληνός ιατρός De diebus decretoriis libri iii Τόμ. 9, σε. 912, γρ. 12
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 83, γρ. 11
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 83, γρ. 14
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 222, γρ. 1
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 976, γρ.
83
11
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 976, γρ.
15
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 979, γρ. 2
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xivΤόμ. 10, σε. 979, γρ. 8
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 984, γρ. 1
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 987, γρ. 9
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 1006, γρ.
6
Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Τόμ. 10, σε. 1006, γρ.
11
μένην καὶ μήπω περὶ τοῖς ἄρθροις εἰργασμένην πώρους ἐκ τῆς τοι-
αύτης κενώσεως ἐτῶν ἤδη πολλῶν ἐκωλύσαμεν γίνεσθαι. κατὰ δὲ τὸν
αὐτὸν τρόπον ἀποπληξίαν, ἐπιληψίαν, μελαγχολίαν, ἄλλα τοιαῦτα χρό-
νια πάθη διὰ τῆς εἰρημένης κενώσεως ἐπὶ πολλῶν ἀνθρώπων ἐπαύ-
σαμεν. ἐνίοις μὲν οὖν συμφέρει κενοῦσθαι τοὺς φλεγματώδεις χυμούς,
ἐνίοις δὲ τοὺς πικροχόλους, ἐνίοις δὲ τοὺς μελαγχολικούς, ἐνίοις δ'
ὀρῶδες περίττωμα κατὰ τὴν τῶν εἰθισμένων αὐτοῖς γίνεσθαι παθῶν
οὐσίαν. αὐτίκα μελαγχολίᾳ τις ἁλίσκεται καθ' ἕκαστον ἔτος, εἰ μὴ
καθαρθείη, καὶ καθαίρω γε αὐτὸν οὐκ ἦρος μόνον, ἀλλὰ καὶ φθινο-
πώρου. οὕτως δὲ καὶ γυναῖκά τινα καθ' ἕκαστον ἔτος εἰσβάλλοντος
ἦρος ὁμοίως κενῶ, καρκινώδη διάθεσιν ἐν μαστῷ ἔχουσαν, ἣν ἰασάμην
ἰσχυρῶς κενώσας διὰ φαρμάκου καθαίροντος μέλαιναν, καὶ εἰ παρα-
λειφθείη ποτὲ ἡ κάθαρσις, ὀδύνη διὰ βάθους αὐτῇ γίνεται. ἐλέφαντα
δ' ἀρχόμενον ἑτέρῳ τὰ μὲν πρῶτα διά τε φλεβοτομίας καὶ καθάρσεως
ἰασάμην· ἑκάστου δ' ἔτους αὖθις ἀρκεῖ καὶ τούτῳ μία κάθαρσις· ἐκ-
λειφθείσης δ' αὐτῆς, αὐτίκα τὸ πάθος ἐπισημαίνει. τὰ μὲν οὖν τοι-
92
κοιλίας καθάρσεις· οἱ δ' ἀήθεις οὐκ ἄνευ κινδύνου, καὶ μᾶλλον ἐπ'
ἐλλεβόρου. καὶ τὸ τοῦ νοσήματος δ' εἶδος σκοπεῖσθαι προσῆκεν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τοῦ λευκοφλεγματίου ὑδέρου φλέγματος ἀγωγῷ χρησόμεθα
φαρμάκῳ, πρότερον μὲν διὰ τῆς κάτω γαστρός, εἶτα δι' ἐμέτων, εἶτα
δι' ἀποφλεγματισμῶν· δι' ὅλου γὰρ τοῦ σώματος ἐκτεταμένου τοῦ
πλεονάζοντος, ἁπάσας κενώσεις παραληψόμεθα. ἀσκίτου δ' ὄντος τοῦ
ὑδέρου, τῶν ὑδραγωγῶν τι δώσομεν φαρμάκων, ὥσπερ γε κἀπὶ τῶν
ἰκτερικῶν τῶν χολαγωγῶν· ἐκκαθαίρειν γὰρ χρὴ καὶ τούτων πολυειδῶς
τὴν χολὴν ἄνω τε καὶ κάτω καὶ δι' οὔρων καὶ δι' ὑπερῴας καὶ διὰ
ῥινῶν. οὕτως δὲ κἂν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμός, ὡς ἐν μελαγ-
χολίᾳ καὶ καρκίνῳ καὶ ἐλέφαντι, τὸ τῆς μελαίνης χολῆς κενωτικὸν
φάρμακον δίδομεν· ἐπιληψίαν δὲ φλεγμαγωγοῖς καθαίρομεν, ἐξ ὧν
δῆλον ὡς ἡ κατάστασις τῆς νόσου καὶ τὸν κενωθησόμενον δηλοῖ χυμὸν
καὶ τὸν τόπον, δι' οὗ χρὴ κενοῦν αὐτόν. ἀμέλει καὶ τῶν κατὰ τὸ
ἧπαρ φλεγμαινόντων, ὅταν πεφθῶσι, τὴν ἀποκάθαρσιν ποιούμεθα διὰ
μὲν τῆς κάτω γαστρός, ὅταν ἐν τοῖς σιμοῖς αὐτοῦ γένηται τὸ πάθημα,
δι' οὔρων δέ, ὅταν ἐν τοῖς κυρτοῖς. οὕτως δὲ κἀπὶ τῶν ἄλλων ἐπι-
σκέψῃ τόν τε πλεονάζοντα χυμὸν καὶ τὸν πεπονθότα τόπον, ἐξ οὗ
καθάπερ ἑστίας τινὸς ὁρμᾶται τὸ νόσημα· ταῦτα γάρ σοι καὶ τὸν
κενωθησόμενον ἐνδείξεται χυμὸν καὶ τὸν τρόπον τῆς κενώσεως καὶ
ἔξεστι δ' ἐμβάλλειν σοι καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον λεπτὸν ὑδατώδη
καὶ ἔλαιον καὶ πᾶν ὁτιοῦν τοιοῦτον. εἰ δὲ καὶ μᾶλλον βού-
λοιο τὸν χυλὸν ἐμψυκτικὸν ποιῆσαι, τὸ ἔλαιον ὀμφάκινον
ἢ ῥόδινον ἢ μήλινον ἢ μύρσινον ἔστω. τῷ δὲ γεννωμένῳ
χυλῷ χρώμενος εἴς τε τὰς ἐν ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων
ἀνεχομένας φλεγμονὰς, εἴς τε τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσιν
καὶ τιτθοῖς, ἄριστον ἕξεις φάρμακον. ὁμοίως δὲ καὶ κατὰ
τῶν ἄλλων ἁπάντων ῥευμάτων ἀρχομένων, ὅσα τε βουβῶ-
σιν ἢ ποσὶν ἢ τοῖς ἄλλοις ἄρθροις ἐγκατασκήπτει, καὶ μέν-
τοι καὶ τοῖς ἕλκεσι τοῖς κακοήθεσιν, ὡς καὶ πρὸς τὰ καρ-
κινώδη χρησάμενος αὐτῷ θαυμάσεις τὸ φάρμακον. εἰ δὲ
βούλει διὰ ταχέων πλεῖστον ἀθροῖσαι τοῦ μολύβδου χυλὸν,
ἐν ἡλίῳ πειρῶ τρίβειν ἢ ὁπωσοῦν ἀέρι θερμῷ γεγονότι. πο-
λύχρηστον δ' ἔσται σοι τὸ φάρμακον, εἰ καὶ τῶν ψυκτικῶν
χυλῶν ἐμβαλὼν τρίβοις, οἷον ἀειζώου, κοτυληδόνος καὶ σέ-
ρεως καὶ θριδακίνης καὶ χονδρίλης καὶ ψυλλίου καὶ ὄμφα-
κος καὶ ἀνδράχνης. ὅσα δὲ τούτων οὐ μεθίησι ῥᾳ-
δίως χυλὸν, ὥσπερ καὶ ἡ ἀνδράχνη, μιγνύειν αὐτοῖς τινα
τῶν ἄλλων ὑγρῶν, οἷος καὶ ὁ τῆς ὄμφακός ἐστιν, ὃς καὶ
αὐτὸς καθ' ἑαυτὸν ἐμβαλλόμενος τῇ προειρημένῃ θυίᾳ, κάλ-
λιστον ἐμψυκτικὸν ἐργάζεται φάρμακον.
[Κυζικηνὴ τοῦ Ἥρα.] Τῶν ἐνδόξων ἐμπλάστρων ἐστὶ καὶ αὕτη, σχεδὸν
ὑπὸ πάντων γεγραμμένη, τὰ πλεῖστα μὲν ἐν τῇ συμμετρίᾳ τῶν ἁπλῶν
φαρμάκων
ὁμολογούμενα γραψάντων αὐτῶν, ἐνίοις δὲ καὶ διαφωνησάν-
των, ὡς ἔσται φανερὸν ὑπογραψάντων ἡμῶν ὡς ἕκαστος
αὐτῶν ἀξιοῖ συντίθεσθαι. Ἥρας μὲν οὖν οὕτως γράφει περὶ
τῆς προκειμένης ἐμπλάστρου κατὰ λέξιν. Κυζικηνὴ, ποιοῦσα
πρὸς τὰ πρόσφατα τραύματα καὶ παλαιὰ τὰ ὑπόνομα. δια-
χεῖ μάλιστα τὰς ἐν μαστοῖς σκληρίας, ἐπισπᾶται, ἀνακαθαί-
ρει, πληροῖ, κολλᾷ, ἐπουλοῖ. ποιεῖ καὶ πρὸς καρκινώδεις
σκληρίας, λιποῦργα καὶ ἐφ' ὧν οὐκ ἔστι σμιλίῳ χρήσασθαι,
ὡς ἐπὶ τραχήλου, κολλυρίῳ χρῶ. καὶ τὰ ἐν ἀπειλῇ πραΰνει
ἀποστήματα, φύματα διαχεῖ καὶ τὰ γαγγλία, τάς τε συνα-
γωγὰς ἀποκορυφοῖ καὶ ῥήσσει. ἀνάγει καὶ βέλη καὶ ὀστᾶ
καὶ σκινδαλμούς. ἐκτινάσσει δ' ἀλύπως καὶ ἐσχάρας. ἐπὶ
τῶν ὑπονόμων μεγάλοις δεῖ χρῆσθαι τοῖς σπληνίοις. διαχεῖ
καὶ χοιράδας καὶ αἱμοῤῥοΐδας ἐπέχει καὶ ἐπὶ τῶν περὶ κύ-
στιν ἄκρως ποιεῖ. ἔχει δὲ λιβανωτοῦδʹ. σμύρνηςδʹ.
κρόκουδʹ. ἴρεως Ἰλλυρικῆςδʹ. βδελλίουδʹ. λεπί-
δος δραχμὰς ιβʹ. χαλκάνθουδʹ. στυπτηρίας σχιστῆςδʹ.
τὸ δὲ ἧττον, οἷον ἐπὶ τῶν σκληρῶν καὶ μαλακῶν. ἐπὶ | μιᾶς γὰρ ἀντι-
θέσεως ὡς ἐπὶ παραδείγματος ἀρκέσει τὸν λόγον ποιήσασθαι· τὸ μὲν
σκληρὸν τοῦ μαλακοῦ φαυλότερόν ἐστιν, αὐτοῦ δὲ τοῦ σκληροῦ τὸ
μᾶλλον σκληρόν, ὅ τι δ' ἐστὶ σκληρότατον, τοῦτ' ἂν εἴη χαλεπώτατον.
οὕτω δὲ καὶ τὸ μὲν μετρίως μαλακὸν ἀγαθὸν μετρίως ἐστί, τὸ δὲ τε-
λέως μαλακὸν ἀγαθὸν καὶ τοῦτο τελέως. ἅπερ οὖν ἐπὶ ταύτης τῆς
ἀντιθέσεως ἤκουσας, ἐπὶ τὰς εἰρημένας ἁπάσας δεῖ μεταφορᾶς.
Τὸ θηριῶδες φθινοπώρου καὶ
αἱ καρδιαλγίαι καὶ τὸ φρικῶδες καὶ τὸ μελαγχολικόν.
Εἴτε τὰς ἀσκαρίδας, εἴτε τὰς ἕλμινθας λέγει τὸ θηριῶδες, εἴτε
ἐλέφαντα καὶ καρκίνον, εἴτε φθίσιν, ὥς τινες ἤκουσαν, εἴτε πᾶν τὸ
κακόηθες, εἰκότως ἐν φθινοπώρῳ τὰ τοιαῦτα γίνεται πάντα διά τε
τὴν κακοχυμίαν τῆς ὥρας καὶ τὴν τοῦ περιέχοντος ἀνώμαλον κρᾶσιν.
οὐδὲν | οὖν θαυμαστόν, εἰ καὶ καρδιαλγίαι καὶ τὸ φρικῶδες
καὶ τὸ μελαγχολικὸν ἐπικρατεῖ κατὰ τὴν φθινοπωρινὴν ὥραν.
ἅπαντα γὰρ ἕπεται ταῦτα τοῖς προειρημένοις αἰτίοις. εἴρηται δὲ ἡμῖν
ἐπὶ πλέον ἐν τῇ τοῦ δευτέρου τῶν Ἐπιδημιῶν ἐξηγήσει περὶ τῶν
κατὰ τὸ φθινόπωρον ἁπάντων.
– – –
κδʹ.
Δυσεντερίη ἢν ἀπὸ χολῆς μελαίνης ἄρξηται, θανάσιμον.
– – –
Ὑπὸ τῆς ὠχρᾶς μὲν ὑπ' ἐνίων, ὑπ' ἄλλων δὲ ξανθῆς
ὀνομαζομένης χολῆς ἄρχεται τοὐπίπαν ἡ δυσεντερία. ξυομέ-
νων τὰ πρῶτα τῇ τῶν χυμῶν δριμύτητι τῶν ἐν-
τέρων, ἀναβιβρωσκομένων δ' ὕστερον, ὡς ἑλκοῦσθαι καὶ γί-
νεσθαι δυσεντερίαν. ταύτην μὲν οὖν τὴν δυσεντερίαν ἰώ-
μεθα πολλάκις. ἥτις δ' ἂν ὑπὸ τῆς μελαίνης γένηται
χολῆς, ἀνίατός ἐστι πάντῃ, οὐδὲν διαφέρουσα καρκίνου
τοῦ μεθ' ἑλκώσεως. ὅπου τοίνυν ἐπιπολῆς συνιστάμενος ὁ
τοιοῦτος καρκίνος ἤτοι δυσίατος ἢ παντάπασιν ἀνίατός
ἐστι, καίτοι διὰ παντὸς ἐπικείμενον ἑαυτῷ φάρμακον ἔχειν
δυνάμενον, εἰκὸς δήπου τὸν ἐν τοῖς ἐντέροις γιγνόμενον οὐ
μόνον τῷ μηδὲν ἔχειν δύνασθαι παντὸς ὁμιλοῦν φάρμακον
ἑαυτῷ, ἀλλὰ καὶ τῶν τῆς τροφῆς περιττῶν ἀεὶ ψαυόντων
αὐτοῦ παντάπασιν ἀνίατον μένειν.
– – – λζʹ.
Ὑπὸ κυνάγχης ἐχομένῳ οἴδημα γενέσθαι ἐν τῷ τραχήλῳ
ἀγαθόν· ἔξω γὰρ τρέπεται τὸ νούσημα.
– – –
Ἀληθὴς ὁ λόγος καὶ ἡ αἰτία πρόδηλος, εἴ γε ἐκ τῶν
διὰ βάθους τε καὶ κυριωτέρων μορίων εἰς τὸ δέρμα μεθί-
στασθαι τὰ πάθη λυσιτελεῖ.
– – – ληʹ.
Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν
βέλτιον. θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θε-
ραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελοῦσιν.
– – –
Κρυπτοὺς καρκίνους εἴρηκεν ἤτοι τοὺς χωρὶς ἑλκώσεως
ἢ τοὺς κεκρυμμένους, ὅπερ ἐστὶ μὴ φαινομένους ὃ πάλιν
ἴσον δύναται τῷ διὰ βάθους εἶναι τοῦ σώματος. ἀλλὰ
καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν
ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'
ληʹ.
Ὁκόσοισι κρυπτοὶ καρκίνοι γίνονται, μὴ θεραπεύειν
βέλτιον. θεραπευόμενοι γὰρ ἀπόλλυνται ταχέως, μὴ θε-
ραπευόμενοι δὲ πολὺν χρόνον διατελοῦσιν.
– – –
Κρυπτοὺς καρκίνους εἴρηκεν ἤτοι τοὺς χωρὶς ἑλκώσεως
ἢ τοὺς κεκρυμμένους, ὅπερ ἐστὶ μὴ φαινομένους ὃ πάλιν
ἴσον δύναται τῷ διὰ βάθους εἶναι τοῦ σώματος. ἀλλὰ
καὶ τὸ θεραπεύειν διττόν ἐστιν· ἓν μὲν τὸ πάντα πράττειν
ὡς ὑγιὲς ἀποφῆναι τὸ πεπονθὸς μέρος, ἕτερον δὲ τὸ προ-
νοεῖσθαι τὴν ἁρμόττουσαν τῷ πάθει πρόνοιαν, ὅπερ ἐστὶ
παρηγορεῖν τε καὶ πραΰνειν αὐτὸ, καὶ μάλισθ' ὅταν ᾖ μεθ'
ἑλκώσεως. ἀναγκαῖον γὰρ εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο τηνικαῦτα τοὺς
ἰχῶρας ἀποπλύνειν ὑγρῷ τινι χρώμενον, ὅπερ οὐ τὸ τυχὸν
εἶναι προσήκει, ἀλλ' ὅ τί περ ἂν ἤτοι διὰ πείρας ἢ δι' ἐν-
δείξεως εὑρεθῇ μήτε σήπειν πεφυκὸς μήτ' ἐρεθίζειν τὸ
– – –
Ἀκρατῆ μὲν ὀνομάζει γλῶσσαν ἤτοι τὴν ἀστήρικτον
ὡς μὴ διαθροῦσαν ἀκριβῶς τὴν φωνὴν ἢ τὴν ἀκίνητόν τε
καὶ παραλελυμένην παντάπασιν. ἀπόπληκτον δέ
τι τοῦ σώματος τὸ παραλελυμένον. διὰ τί δὲ ἐξαίφνης γι-
νόμενα ταῦτα μελαγχολικὰ ὑπάρχειν φησὶν οὐκ οἶδα. με-
λαγχολίας μὲν γὰρ, ἣν δὴ καὶ συνήθως ἅπαντες Ἕλληνες
ὁμολογοῦσιν, ὀρθῶς εἴρηται πρὸς αὐτοῦ τὰ τοιαῦτα γνωρί-
σματα, ἢν φόβος ἢ δυσθυμία πολὺν χρόνον ἔχουσα διατελέῃ,
μελαγχολικὸν τὸ τοιοῦτον. ἄλλως δὲ μελαγχολικὰ λέγομεν
εἶναι πάθη τούς τε καρκίνους καὶ τοὺς ἰλέφαντας, ἔτι τε
λέπρας καὶ ψώρας καὶ μέλανας ἀλφούς. ἀλλ' οὐδὲ τῶν
τοιούτων παθῶν τινος οὔτε τῆς ὑπὸ πάντων ὀνομαζομένης
μελαγχολίας ὁρᾶται προηγουμένη γλώσσης ἀκράτεια, καθά-
περ οὐδὲ μορίου τινὸς ἀποπληξία. λοιπὸν οὖν ἐστι λέγειν,
ὥσπερ ἐπὶ τεταρταίου πυρετοῦ, μελαγχολικὸν εἶναί φαμεν
αἴτιον τὸν τῆς περιόδου χυμὸν, οὕτω καὶ τῶν εἰρημένων
παθημάτων, τῆς τε κατὰ τὴν γλῶτταν ἀκρατείας καὶ τῆς
τοῦ μορίου παραλύσεως. καὶ δυνατόν γε τῷ πάχει τοῦ χυ-
μοῦ τὰ τοιαῦτα ἀκολουθῆσαι παθήματα,
Περὶ τρίγλης.
γὰρ εἰς εὐχυμίαν καὶ εἰς ἡδονὴν πολὺ προὔχουσι τῶν ἄλλων. εἰ δέ
τι τῶν ἐν ἑκατέροις τοῖς ὕδασι διαιτωμένων εἴη, καθάπερ ὅ τε κέφα-
λος καὶ ὁ λάβραξ, ὀνίσκος τε καὶ κωβιός, σμύραιναί τε καὶ καρκῖνοι
126
κάστανα, βάλανοι, μῆλα καὶ ἄπια καὶ σῦκα καὶ οὖα πρὶν πεπανθῆναι,
σταφυλαὶ ὀξεῖαι καὶ αὐστηραί, φοίνικες πάντες, κεράτια,
Ὅσα δύσφθαρτα.
κοιλίας καθάρσεις· οἱ δ' ἀήθεις οὐκ ἄνευ κινδύνου, καὶ μᾶλλον ἐπ'
ἐλλεβόρου. καὶ τὸ τοῦ νοσήματος δ' εἶδος σκοπεῖσθαι προσῆκεν· ἐπὶ
μὲν γὰρ τοῦ λευκοφλεγματίου ὑδέρου φλέγματος ἀγωγῷ χρησόμεθα
φαρμάκῳ, πρότερον μὲν διὰ τῆς κάτω γαστρός, εἶτα δι' ἐμέτων, εἶτα
δι' ἀποφλεγματισμῶν· δι' ὅλου γὰρ τοῦ σώματος ἐκτεταμένου τοῦ
πλεονάζοντος, ἁπάσας κενώσεις παραληψόμεθα. ἀσκίτου δ' ὄντος τοῦ
ὑδέρου, τῶν ὑδραγωγῶν τι δώσομεν φαρμάκων, ὥσπερ γε κἀπὶ τῶν
ἰκτερικῶν τῶν χολαγωγῶν· ἐκκαθαίρειν γὰρ χρὴ καὶ τούτων πολυειδῶς
τὴν χολὴν ἄνω τε καὶ κάτω καὶ δι' οὔρων καὶ δι' ὑπερῴας καὶ διὰ
ῥινῶν. οὕτως δὲ κἂν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμός, ὡς ἐν μελαγ-
χολίᾳ καὶ καρκίνῳ καὶ ἐλέφαντι, τὸ τῆς μελαίνης χολῆς κενωτικὸν
129
καὶ τὸ ἕτερον, ἄννησον. τὸν δὲ λευκὸν ῥοῦν ἄγει διὰ τῶν αὐτῶν
ἐρυσίμου σπέρμα, κισσοῦ καρπός, πόα ἀκτή, πράσον ἑφθόν, κυμίνου
φύλλα, ἐλελίσφακος λευκός, ἀψίνθιον, ὑπερικόν, σκόροδον, καρκίνοι
ποτάμιοι, πνεύμων θαλάσσιος, λαγωοῦ πυτία, ἀνδράχνη, κνέωρον,
ἐλάφειον κέρας, μελάνθιον, ἀναγαλλίς, ὀπός, πίσσα, χηνὸς στέαρ, χολὴ
ταύρειος, ἐλλέβορος λευκός, ἐλατήριον, νίτρον, τῆλις, πέπερι, κάρδαμον,
ῥητίνη, σμύρνα, λιβανωτός, μίσυ, χαλβάνη, τρύξ, γλήχων, χάλκανθος,
ὕδωρ ἀπ' ἀρωμάτων. πίνεται δὲ πρὸς τὴν τοιαύτην κάθαρσιν ἔλαιον,
λίνου τὰ πέταλα, λαπάθου σπέρμα, ἐλελίσφακον, ἀνδράχνη, ἀδίαντον,
ὑποκιστίς, κύπερος, πνεύμων θαλάσσιος ξηρός, πηγάνου ῥίζα, κνέωρον,
ὀπός, ἱπποφαές, ἑφθῶν καρκίνων ποταμίων ἐν οἴνῳ πεπνιγμένων,
γλυκυσίδης οἱ μέλανες κόκκοι, ἀψίνθιον. κοινὰ δ' ἐστὶ τούτων ἀγωγὰ
πινόμενα καὶ προστιθέμενα λίνου καρπός, Κνίδιος κόκκος, ὠκίμου
σπέρμα, κύμινον Αἰθιοπικόν, ἐλελίσφακος, σήσαμον ἄπλυτον, ἄννησον.
μέτρου. ἔστι δὲ καὶ ἡ λέκιθος τῶν ὠῶν ὁμοίας φύσεως, καὶ διὰ τοῦτο
μίγνυται τοῖς ἀδήκτοις, ἑψηθέντων ἢ ὀπτηθέντων τῶν ὠῶν. εὔδηλον
δ' ὅτι διοίσουσιν ἀλλήλων αὗται βραχεῖαν διαφορὰν διὰ τὸ ξηραντι-
κωτέραν μὲν ἠρέμα γίνεσθαι τὴν ὀπτήν, ὅσον δὲ προσέλαβε τῆς δυνά-
μεως ταύτης, τοσοῦτον ἀπολλύναι τοῦ παρηγορικοῦ. ἐμψύχει δὲ
μετρίως τὸ ὠὸν καὶ ἀδήκτως ξηραίνει. – Ἐχίνων ἀμφοτέρων, τοῦ τε
θαλασσίου καὶ τοῦ χερσαίου, τὸ σῶμα πᾶν καιόμενον ἐργάζεται τέφραν
ῥυπτικῆς τε καὶ διαφορητικῆς καὶ καθαιρετικῆς δυνάμεως. – Κοχλίων
κεκαυμένων ἡ τέφρα ξηραντικῆς ἱκανῶς ἐστι δυνάμεως, ἐχούσης τι
διὰ τὴν καῦσιν καὶ θερμόν. καὶ ἄκαυστοι δὲ ξηραίνουσιν ἱκανῶς. –
Καρκίνων τῶν ποταμίων καυθέντων ἡ τέφρα παραπλησίως τοῖς εἰρη-
μένοις ξηραντικὴν ἔχει δύναμιν. – Ἀλεκτορίδων ἁπλοῦς ζωμὸς ἐπι-
κρατητικῆς ἐστι δυνάμεως, ὥσπερ ὁ τῶν παλαιῶν ἀλεκτρυόνων ὑπακτι-
κῆς· ἑψεῖν δ' αὐτοὺς χρὴ μεθ' ἁλῶν ἐπὶ πλεῖστον. – Ἀδάρκιον δριμύ-
τατόν ἐστι καὶ θερμαντικώτατον· διὸ καὶ καθ' αὑτὸ μὲν ἄχρηστόν
ἐστι, μίγνυται δὲ τοῖς ἀμβλύνουσι τὴν δύναμιν αὐτοῦ, καὶ οὕτως
γίνεται πολύχρηστον ἐπὶ τῶν θερμανθῆναι δεομένων διαθέσεων ἔξωθεν
προσαγόμενον· εἴσω γὰρ τοῦ σώματος οὐχ οἷόν τε λαβεῖν αὐτὸ διὰ
τὸ σφοδρὸν τῆς δυνάμεως. – Ἀλκυόνια ῥύπτει μὲν πάντα καὶ δια-
133
.... κακοήθων ἑλκῶν ἰδίοις ὀνόμασι κατ' ἐξοχήν τινα κέκληται καρκι-
νώδη, Χειρώνεια, Τηλέφεια, φαγεδαινικά· πάντα γάρ ἐστι καὶ ταῦτα
ἀνεκπύητα. δυσεπούλωτον μὲν οὖν ἐστιν ἕλκος τὸ δι' ἐπιρροὴν πολ-
λῶν ἢ δριμέων κωλυόμενον εἰς ὠτειλὴν ἰέναι διὰ τὸ καθυγραίνεσθαί
τε καὶ προσαναβιβρώσκεσθαι ὑπὸ τοῦ ῥεύματος, καὶ ὅταν ἤτοι τὰς
τρίχας ἴδῃς ἐκπιπτούσας τῶν περικειμένων τῷ ἕλκει χωρίων, ἢ καὶ τὸ
σῶμα λεπίδας ἀφιέν, ἴσθι τοῖς οὕτως ἔχουσι μοχθηροὺς ἐπιρρεῖν τῷ
μορίῳ χυμοὺς ἀναβιβρώσκοντας τὸ ἕλκος· κακόηθες δ' ᾧ ἐπιρρεῖ μὲν
οὐδέν, δύσκρατον δ' ἔχει τὸ μόριον ἐν ᾧπέρ ἐστιν, ὡς ἀεὶ προσδια-
φθείρειν τὸ χρηστὸν αἷμα, ὅπερ ἕνεκα τοῦ θρέψαι παραγινόμενον
αἴτιον τοῖς δεομένοις σαρκώσεως ἐγίνετο. πάντα οὖν τὰ δυσίατα τῶν
ἑλκῶν τὰ μὲν διὰ τὴν δυσκρασίαν τῆς ἡλκωμένης σαρκός,
σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας ἐν ταῖς πλα-
δαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκ-
βόσκεται. κυπέρου ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια
δυσῶδες καὶ λίαν πλαδαρὸν καὶ ῥυπαρὸν ἀνέχεται δι' ὄξους δριμυ-
τάτου τῆς Λημνίας λελυμένης εἰς πηλώδη δηλονότι σύστασιν. καὶ
δι' οἴνου ἢ ὕδατος ἢ ὀξυμέλιτος ἢ ὀξυκράτου ἢ μελικράτου, ὅπως
ἂν ἡ χρεία κελεύῃ, ἐπιτήδειόν ἐστιν. εἴ τις θυΐαν ἐκ μολύβδου
σκευάσας μετὰ δοίδυκος μολυβδίνου ῥόδινον ἐμβαλὼν ἢ ὀμφάκινον
ἔλαιον ἢ χυλὸν ἀειζῴου ἢ κοτυληδόνος ἢ σέρεως ἢ θριδακίνης ἢ
χονδρίλης ἢ ψυλλίου ἢ ὄμφακος ἢ ἀνδράχνης τρίβοι ὡς ἀνεῖναι χυλόν
τινα, ἄριστον ἕξει φάρμακον πρὸς τὰ καρκινώδη καὶ κακοήθη πρός τε
τὰς ἐν αἰδοίοις καὶ ὄρχεσι καὶ τιτθοῖς φλεγμονὰς πρός τε τὰς ἐν
ἕδρᾳ μεθ' ἑλκῶν ἢ στολίδων ἀνεξασμένων. γάλα τοῖς ἀνωδύνοις
ὠφελίμως μίγνυται φαρμάκοις πρὸς τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη τῶν
ἑλκῶν. γάρος καὶ ἡ ἀπὸ τῶν ταριχηρῶν ἰχθύων ἅλμη πρὸς τὰ ση-
πεδονώδη τῶν ἑλκῶν ἁρμόττει. κενταύριον τὸ μικρὸν καταπλασσό-
μενον πρόσφατον τά τε παλαιὰ καὶ δυσεπούλωτα τῶν ἑλκῶν ἀπουλοῖ
καὶ τὰ κακοήθη ἰᾶται. κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ
σφαιρία τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ τὰς κατὰ βάθος ὑγρότητας ἐν ταῖς πλα-
δαραῖς καὶ σηπεδονώδεσι διαθέσεσιν ἀλύπως τε ἅμα καὶ ἀσφαλῶς ἐκ-
βόσκεται. κυπέρου ῥίζαι τὰ δι' ὑγρότητα πολλὴν ἑλκύδρια δυσεπού-
λωτα θαυμαστῶς ὠφελοῦσιν. ὑπερικοῦ τὸν καρπὸν μετὰ τῶν φύλλων
ξηράνας καὶ κόψας εἰ ἐπιπάττοις, ἰάσῃ τὰ πλαδαρὰ καὶ σηπεδονώδη
τῶν ἑλκῶν. κολοκύντης ἐξηραμμένης
τοῖς μὲν πλείστοις διαμένειν ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ μεγέθους, ὃ ἐν τοῖς πρώ-
τοις χρόνοις σχῇ, ἐνίοις δὲ μεῖζον γίνεσθαι, καί τισι μὲν τοῦτο βραδύ-
τερον ποιεῖν, τισὶ δὲ θᾶσσον, καὶ μάλιστα ἐν ταῖς καχεξίαις, καὶ τοῖς
μὲν πλείστοις παρέχειν πόνον, ἐνίοις δὲ καὶ μὴ παρέχειν, καὶ μάλιστα
οἷς ἂν μέγα γένηται παντελῶς. γίνεται δ' ἕκαστον τῶν καρκινωμάτων
τούτων καὶ ἐν ἄλλοις μὲν τόποις τοῦ σώματος, μάλιστα δὲ τὸ
μὲν τῇ ἀκροχορδόνι ὅμοιον ἐπὶ χείλους καὶ ὠτὸς καὶ ῥινὸς καὶ
τραχήλου, τὸ δὲ τῷ θύμῳ περὶ ἕδραν καὶ αἰδοῖα, τὸ δὲ τοῖς τῶν
ἰχθύων ὀφθαλμοῖς ἐπὶ βλεφάρων καὶ ἐπὶ τοῦ τῆς χειρὸς θέναρος, τὸ
δὲ τῷ μόρῳ τῷ ἐνώμῳ περὶ τὴν μασχάλην καὶ τὴν ἥβην, τὸ δὲ τῷ
πέπονι παρὰ τὴν τοῦ μαστοῦ θηλήν, καὶ μᾶλλον τὴν τοῦ γυναικείου.»
Ἵνα οὖν ἐν ταῖς θεραπείαις διορίζοντες τὰ τοιαῦτα μὴ ῥᾳδίως ἀπο-
τέμνωμεν (ἑλκωθῆναι γὰρ αὐτοῖς οὐ συμφέρει), χρήσιμον ἔκ τε ὧν ὁ
Ξενοφῶν ἱστόρηκεν, ἔκ τε ὧν πολλάκις ὁρῶμεν, ἐμπείρους γενο-
μένους καὶ προλέγειν καὶ θεραπεύειν τὰ τοιαῦτα πεφυλαγμένως.
Περὶ θύμου.
μένοις σκίρροις, ὅσον δ' ἐπὶ τῇ φύσει τοῦ μορίου, κατά τινας ἀδένας
ἑτέρους προσλαμβάνει σκοποὺς διττούς· τῶν γὰρ σίελον ἢ γάλα παρα-
σκευαζόντων ἢ σπέρμα, καὶ μέντοι καὶ ὅσοι φλεγματώδη τινὰ γεν-
139
ἀνήθου. πρόδηλον δ' ὅτι μέχρι τοσούτου τὰς σάρκας τῶν ἐχιδνῶν
ἑψεῖν προσήκει, μέχρις ἂν ἀκριβῶς γενηθῶσι μαλακαί. καὶ αὐτὸ δὲ ...
Φλεβοτομία μὲν οὖν πρῶτόν ἐστι βοήθημα, καὶ ὁπότε τῆς ὅλης
ἐναρχόμεθα θεραπείας, καὶ ὁπότε τῆς ἐπετείου· μεμερίσθω δὲ καὶ εἰς
ἐπαφαίρεσιν, καὶ ἡ πᾶσα κένωσις γενηθήτω σύμμετρος· φείδεσθαι γὰρ
ἐν τῇ διαθέσει ταύτῃ τοῦ αἵματος ἀναγκαῖόν ἐστιν· πλέον γὰρ τὸ
οἰκεῖον τοῦ ἀνοικείου διὰ τῆς φλεβοτομίας κενοῦται, τῷ πεπαχύνθαι
μὲν ὑπὸ τῆς θρομβώσεως, καθὰ προείρηται, τὸ αἷμα, περιρρεῖν δ'
αὐτοῦ πρὸς τὴν ἔκκρισιν τὸ λεπτότερον. ὅσον οὖν εἰς χαλασμὸν τῶν
τως ἐφ' ἕλκει παύσασθαι τὴν νόσον. ἰάσατο δὲ δυσεντερία καὶ μανίας
τῆς τε ἄλλης καὶ μελαγχολίας· ἰάσατο δὲ καὶ γυναῖκα νοσημάτων
ὑστερικῶν καί τινος φύματος τοῦ παντάπασιν εὐήθους, οἷα δὴ φύε-
ται γυναιξὶν ἔν τε τιτθοῖς καὶ ὑπὸ μασχάλαις, κρυπτὰ καρκινώδη
ὀνομαζόμενα. καὶ σπονδύλων δὲ κυφώματα, ὅσα κατ' ὀσφὺν γίνεται,
δυσεντερία ἔλυσεν. τό γε μὴν φοβερώτατον τῶν νοσημάτων καὶ
δυσμεταχείριστον, ὃ νῦν μὲν ἐλέφαντα καλεῖν εἰθίσμεθα διὰ τὴν ὁμοιό-
τητα τῆς τε τοῦ νοσήματος ἕξεως καὶ τῆς τοῦ θηρίου φύσεως (πάλαι
δ' ἀπὸ τῶν χυμῶν τῆς κακίας τὴν ἐπίκλησιν εἶχε), τοῦτο δυσεντερία
χρονίσασα ἐξεκάθηρεν. αἱ δὲ τοῦ αἵματος ἐκκρίσεις, αἱ μὲν καθ'
αἱμορροΐδας μελαγχολίαν τε ἰῶνται καὶ πᾶσαν μανίαν ἄλλην· καὶ ἐπι-
ληψίαν δ' ἰῶνται καὶ εἴλιγγον κεφαλῆς καὶ πτύσιν αἵματος· οὐδ' ἂν
οὔτε πλευρῖτις γένοιτο ἐφ' αἱμορροΐδι οὔτε περιπνευμονία οὔτε καυ-
σώδης πυρετὸς οὔτε τι ἄλλο κάτοξυ νόσημα·
Ἀφαιρεῖται δέ τινα μέρη τοῦ σώματος (καλὸν γὰρ ἐφ' ἑνὸς τό-
που τὸν καθόλου παραδοῦναι λόγον) ἢ διὰ νέκρωσιν, ὡς ἐπὶ γαγ-
γραίνης ἢ σηπεδόνος ἢ φαγεδαίνης καί τινων καρκινωμάτων , καὶ ἐφ'
ὧν πλεονάζει τὸ κατὰ φύσιν τῆς τε τάξεως τῆς προσηκούσης ἐκβε-
βλάστηκε, καὶ ἐφ' ὧν τύλους ἐκκόψαι βουλόμεθα, ἐφ' ὧν τε γυμνῶσαι
θέλομεν τὰ ὑποκείμενα, καὶ βελῶν χάριν κομιδῆς ἢ τῶν σὺν τοῖς
βέλεσιν ἐνιεμένων. ἀποκόπτομεν καὶ τὰ τῆς φυσικῆς δέσεως λυόμενα,
ὅταν μὴ οἷά τε ᾖ ἐξ ἀρχῆς ὑπὸ φαρμακείας ἀρθῆναι, καὶ χάριν τοῦ
μὴ τὰ πέρατα τῶν τόνων ἀτροφοῦντα συνέλκεσθαι, ὁποῖον καὶ ἐπὶ
τῶν χειριζομένων γίνεται· τινὲς δὲ καὶ τοῦ μετ' ἐκτομὴν ταινίας τὴν
ἀναβλαστάνουσαν ἐκ τῶν ὀστῶν σάρκα κωλύειν τὸ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς φερόμενον ῥεῦμα. αὗται μὲν δὴ προφάσεις καθ' ὅσας ἄν τις
ἐπὶ τὴν ἀποκοπὴν ἔλθοι· δεῖ δὲ πρὸ παντὸς τὴν δύναμιν ἐφορᾶν τοῦ
Καρκῖνος.
142
νίας καὶ μελαγχολίας καὶ φρενίτιδας καὶ ληθάργους καὶ κάρους ἀπο-
πληξίας τε καὶ ἐπιληψίας τῆς πρώτης ἀρχῆς εἶναι νοσήματα, καὶ
πάντως ἐπ' αὐτῶν πάσχειν τι τὴν κεφαλήν, ἤτοι καὶ πρώτην καὶ μό-
νην ἢ συμπάσχουσαν ἑτέρῳ μορίῳ, πυρετοὺς δὲ καὶ ἠπιάλους ἀσφυξίας
τε
καὶ κακοσφυξίας καὶ καταψύξεις καὶ ῥίγη καὶ συγκοπὰς καὶ μαρασμοὺς
καὶ πνίξεις καὶ ὅσα τε ἄλλα τοιαῦτα τῆς δευτέρας ἀρχῆς εἶναι παθή-
ματα, καὶ πάσχειν ἐπ' αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἤτοι συμπάσχουσαν ἑτέρῳ
τινί, καὶ μάλιστα τῶν ἀπ' αὐτῆς πεφυκότων, ἢ καὶ μόνην ἔχουσαν καθ'
αὑτὴν κακῶς, ἀτροφίας δ' αὖ καὶ καχεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ κακο-
χροίας ἰκτέρους τε καὶ διαρροίας καὶ οὔρων ἀμέτρους ἐκκρίσεις ἐλέ-
φαντάς τε καὶ καρκίνους καὶ ξύμπαντας τοὺς ὑδέρους τῆς τρίτης ἀρχῆς
γίνεσθαι πασχούσης, ἰᾶσθαι δ' ὑπαγορευούσης ἢ μόνον τὸ ἧπαρ ἢ καί
τι τῶν ἀπ' αὐτῆς πεφυκότων. τὸ μὲν οὖν κατὰ τὰς ἀρτηρίας καὶ τὴν
καρδίαν πνεῦμα ζωτικόν τέ ἐστι καὶ προσαγορεύεται, τὸ δὲ κατὰ τὸν
ἐγκέφαλον ψυχικόν, οὐχ ὡς οὐσία ψυχῆς ὑπάρχον, ἀλλ' ὡς ὄργανον
πρῶτον αὐτῆς οἰκούσης κατὰ τὸν ἐγκέφαλον, ὁποία τις ἂν ᾖ κατὰ
τὴν οὐσίαν· ἀγνοεῖν μὲν γὰρ αὐτὴν ὁμολογῶ, παρ' οὐδενὸς ἀπόδειξιν
ἐναργῆ μεμαθηκώς, μόνον δ' ἐξευρῆσθαί μοι τὴν κρᾶσιν τοῦ ἐγκεφάλου
ὀρθῶς προαιρούμενος. καθάπερ δὲ τὸ ζωτικὸν πνεῦμα κατὰ τὰς ἀρτη-
ρίας τε καὶ τὴν καρδίαν γεννᾶται, τὴν ὕλην ἔχον τῆς γεννήσεως ἔκ
τε τῆς εἰσπνοῆς καὶ τῆς τῶν χυμῶν ἀναθυμιάσεως, οὕτω τὸ ψυχικὸν
3, γρ. 3
Σηπταὶ καυστικαί.
τελευτήσει. τῇ δ' ἐπιούσῃ καὶ ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ὡσαύτως ποίει. ὅταν
δ' ἡ φαγοῦσα ὄρνις μὴ ἀποθάνῃ, τότε εἰς οὐλὴν ἄγε τὸ ἕλκος, ὡς
ἀπαλλαγέντος τοῦ κινδύνου τοῦ πάσχοντος. χρῶ δὲ καὶ εἰς διάγνωσιν
τῷ αὐτῷ· εἰ γὰρ τὸ φαγὸν ὀρνύφιον ἐκ πρώτης μὴ ἀποθάνοι, γί-
νωσκε μὴ ὑπὸ λυσσῶντος δεδῆχθαι, εἰ δὲ θάνοι, τοὐναντίον. –
Ξηρίον πρὸς τὰ λυσσόδηκτα. Ἁλῶν ὀρυκτῶνκ, χαλκίτεωςιϛ,
σκίλληςιϛ, πηγάνου χλωροῦδ, ἰοῦδ, πρασίου σπέρματοςα.
ἀποτίθεται ἐν πυξίδι χαλκῇ. χρῶ πρῶτον ξηρῷ, ἵνα ἐκπυήσῃ καὶ
ἐσχαρωθῇ, εἶτα μετὰ ῥοδίνου, ἵνα ἐκπέσωσιν αἱ ἐσχάραι. φυλασσέσθω
δ' ἀκατούλωτα τὰ ἕλκη ἐφ' ἡμέρας μβ. – Λυσσοδήκτοις ποτόν.
Καρκίνων ποταμίων ἐπὶ κληματίδων λευκῆς ἀμπέλου καυθέντων ἡ
σποδιὰ ἀποκείσθω· ἀποκείσθω δὲ καὶ γεντιανῆς λείας ἱκανόν· δίδου
δὲ τῷ δηχθέντι, εἰ τέλειος εἴη τὴν ἡλικίαν, τῆς μὲν τῶν καρκίνων
σποδοῦ μύστρον α, δύο δὲ μύστρα τῆς γεντιανῆς μετ' οἴνου ἀκράτου
παλαιοῦ 𐆄υ γ, καὶ οὕτως ἐφ' ἡμέρας γ πότιζε. εἰ δέ τις δηχθεὶς μὴ εὐθέως
ποτισθείη, εἰ μὲν δευτεραῖος εἴη, λαμβανέτω διπλῆν τὴν πόσιν, τῶν
μὲν καρκίνων μύστρα β, τῆς δὲ γεντιανῆς δ· εἰ δὲ τριταῖος ὢν μὴ
πεπώκοι, πρότερον λαμβανέτω τῶν μὲν καρκίνων μύστρα τρία, γεν-
τιανῆς δὲ μύστρα ϛ, καὶ οἶνον ἄκρατον ἀναλόγως. πληρωθείσης δὲ τῆς
ἐν ταῖς τρισὶν ἡμέραις ἐπιμελείας, ἄλλων γ ἡμερῶν δοτέον ἐν ἑκάστῃ
μύστρον μὲν τῆς τῶν καρκίνων σποδοῦ, ὡς προείρηται δὲ τῆς... γεντια-
νῆς. – Ἄλλο. Πέρδικος αἷμα μικτέον κοχλιάρια β μετὰ τῆς προ-
ειρημένης σποδιᾶς καὶ ποτιστέον· οἱ δὲ καρκίνοι λαμβανέσθωσαν αὐξα-
144
Πρὸς ἐχεοδήκτους.
Μηλέας φύλλα κόψας καὶ ἀποθλίψας δίδου τὸν χυλὸν πίνειν μετ'
οἴνου, καὶ τοῖς ἀποτεθλιμμένοις φύλλοις κατάπλασσε τὸ δῆγμα. ἀνυτι-
κώτατον μὲν βοήθημα ἡ σκορδοφαγία καὶ ἀκρατοποσία, ὥστε, εἰ ὑπο-
μένοι τις πλείονα βρῶσιν καὶ πόσιν, ἄλλου μὴ χρῄζειν βοηθήματος.
ποιεῖ δὲ καὶ ταῦτα, ἓν ἕκαστον μετ' οἴνου ποτιζόμενον· χελώνης θα-
λασσίας αἷμα ξηρὸν μετὰ κυμίνου ἀγρίου, πυτία λαγωοῦ, ἐλάφου
αἰδοίου ἄρρενος ξηροῦα, ἀκάνθης λευκῆς ῥίζα, φιλεταίριον, ἀφάκης
φύλλα, ἀκόρου ῥίζα, χαμαίδρυς, ἀπαρίνης χυλός, βρυωνίας,
Ἡ δι' ἁλῶν
καὶ τὴν κόπρον καὶ συλλειώσας παντελῶς, ἕως γλοιοῦ γένηται πάχος,
καὶ βαλὼν εἰς κάκκαβον ἕψε μαλθακῷ πυρί, ἕως ἀμόλυντον γένηται,
καὶ ἀναλαβὼν χρῶ.
Πρὸς λυσσοδήκτους.
149
Πρὸς λυσσοδήκτους.
γόνος καὶ νήττης, καὶ πλέον ἡ τοῦ ταῶνος καὶ ἡ τῶν ὠτίδων. αἱ
κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι· ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι
τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίης ὥς τι φάρμακον πεπτικόν· οὔτε
αὐταὶ γὰρ πέττονται ῥᾳδίως, οὔτε ἄλλων σιτίων πεπτικόν εἰσι φάρ-
μακον. κοχλίοι δύσπεπτοι, ὀξύγαλα, καὶ μάλιστα τοῖς ψυχρὰν ἔχουσι
τὴν κοιλίαν, τυρὸς παλαιός· ὁ δὲ νέος καὶ μάλιστα ὀξυγαλάκτινος
καλλίων. πορφυρῶν καὶ κηρύκων καὶ τῶν ἄλλων ὀστρακοδέρμων τὰ
σκληρὰν ἔχοντα τὴν σάρκα δύσπεπτα. ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι,
κάραβοι, καρίδες καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες
καὶ πάντα τὰ καλούμενα μαλακόδερμα, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δρά-
κοντες, κόκκυγες, γαλεώνυμοι, σκορπίοι, τράχουροι, τρίγλαι, ὀρφοί,
γλαῦκοι, ζύγαιναι, σάλπαι, γόγγροι, φάγροι, λάμιαι, ἀετοί, ὠὰ ὀπτά,
ἑφθά, ταγηνιστά, πυροὶ ἑφθοί, ὁ καλούμενος τράγος. τὸ κρίμνον δυς-
πεπτότερον ἀλφίτου. τίφαι, βρόμος καὶ οἱ ἀπ' αὐτῶν ἄρτοι, κύαμοι,
ὦχροι, δόλιχοι, φάσιλοι, λάθυροι, ἄρακοι, ἐρέβινθοι, ὄρυζα, θέρμοι,
μελίνη, κέγχρος, καὶ ὅσα τοιαῦτα, φακός, βῖκος, σήσαμον
τέφρα τοῖς ὑγροῖς ἅμα καὶ χωρὶς φλεγμονῆς σηπομένοις ἁρμόττει, καὶ
μάλιστα τοῖς ἐπὶ πόσθης αἰδοίων· ὁμοίως καὶ ἀνήθου ῥίζης.
Πρὸς καρκίνους.
Πρὸς καρκίνους.
βον. σημεῖα δὲ τοῦ λυσσῶντος κυνὸς τάδε· ἄφωνοι τὸ ἐπίπαν εἰσὶ καὶ
ἔκφρονες, ὥστε μηδὲ τοὺς οἰκειοτάτους γνωρίζειν, ἀπόσιτοι δὲ καὶ
διψώδεις μέν, οὐ ποτικοὶ δέ, καὶ ἀσθμαίνουσιν ἐπὶ πολὺ καὶ τὰ ὦτα
κλίνουσιν· σίελον δὲ καὶ δαψιλὲς καὶ ἀφρῶδες ἀφιᾶσιν. τοὺς δηχθέντας
οὖν αὐτίκα θεραπεύεσθαι πάσῃ τῇ νενομισμένῃ θεραπείᾳ, κἂν μικρὸν
καὶ ἐπιπόλαιον ᾖ τὸ ἕλκος, καὶ γυμνοῦν πάντοθεν καίειν τε καυτη-
ρίοις σιδηροῖς (τηρεῖν γὰρ δεῖ τὸ ἕλκος καὶ μὴ ἄγειν εἰς οὐλὴν ταχέως),
ἀπονίζειν δ' ἑψῶντας ἐν τῷ ὕδατι τὴν ἀνθεμίδα καὶ τὴν τοῦ ἀγρίου
λαπάθου ῥίζαν, πίνειν δὲ τὸ λύκιον καὶ τὸν ὀπὸν τοῦ σιλφίου (τού-
του δὲ καὶ εἰς τὸ ἕλκος ἐντιθέναι), πίνειν δὲ καὶ χαμαίδρυν καὶ σκόρ-
διον καὶ γεντιανῆς ῥίζαν καὶ πόλιον καὶ ποταμίων καρκίνων ἕψημα,
ἀνήθου πολὺ μίσγων· καθαίρειν δὲ τῷ διὰ σικυωνίας καθαρτικῷ καὶ
διδόναι ἐφ' ἡμέρᾳ τούτου τοῦ φαρμάκου οὐκ εἰς κάθαρσιν ὅσον κυά-
μου μέγεθος. τὸ δ' ὑγρὸν ἔστω ἐλελισφάκου ἀφέψημα ἢ τῆς σιδηρί-
τιδος τῆς Ἡρακλείας, ἣν καὶ ἄλυσσον ὀνομάζουσι διὰ τὸ καὶ μόνην
αὐτὴν ὠφελεῖν. δοίη δ' ἄν τις ὠφελίμως καὶ τοῦ δι' ἐχίδνης· παρα-
λαμβάνειν δὲ καὶ οὐρητικά. χρῆσθαι δὲ δεῖ καὶ τῇ προσφορᾷ τοῦ
ἥπατος τοῦ δακόντος κυνός· μὴ θαρρεῖν δὲ μόνῃ, ἀλλὰ διὰ πάντων
ἐπιχειρεῖν θεραπεύειν. Ἀπολλώνιος δ' ὁ Περγαμηνὸς ἱστορηκέναι
φησὶ πολλοὺς σεσωσμένους τοὺς ὑδροφόβῳ ληφθέντας δι' ἄλλην τινὰ
κατασκευὴν ἁλόντας τῷ πάθει,
γρ. 3
Δυσεντερίας ἴασις.
Ὅσα πολύτροφα.
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 1, κεφ. 35, τμ. 7,
γρ. 1
καὶ διὰ τοῦτο δύσπεπτον ἔχουσι τὴν σάρκα. γαστὴρ δύσπεπτος, ἔν-
τερα, μήτρα, καλλῶσον, καρδία, ἧπαρ, ὦτα, οὐραί, νεφροί, ἐγκέφαλοι,
νωτιαῖος καὶ οἱ τῶν ζῴων ὄρχεις τῶν τελείων, χῆνες πλὴν τῶν πτε-
ρῶν. φαττῶν, κιχλῶν, κοττύφων καὶ τῶν μικρῶν στρουθίων σκληρο-
τέρα ἐστὶν ἡ σάρξ, καὶ μᾶλλον τῆς παλαιᾶς τρυγόνος καὶ νήττης·
δυσπεπτοτέρα καὶ ἰνωδεστέρα τούτων ἡ τοῦ ταῶνος καὶ ἡ τῶν ὠτί-
δων. αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι· ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν
ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ αἰθυίης. κοχλίοι δύσπεπτοι, ὀξύγαλα,
τυρὸς παλαιός· ὁ δὲ νέος καὶ μάλιστα ὁ ὀξυγαλάκτινος καλλίων.
πορφυρῶν καὶ κηρύκων καὶ τῶν ἄλλων ὀστρακοδέρμων τὰ σκληρὰν
ἔχοντα τὴν σάρκα δύσπεπτα· ἀστακοί, πάγουροι, καρκῖνοι, κάραβοι,
καρίδες καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα, πολύποδες, σηπίαι, τευθίδες καὶ πάντα
τὰ καλούμενα μαλακόδερμα, βάτοι, λειόβατοι, ῥῖναι, δράκοντες,
κόκκυγες,
γαλεώνυμοι, σκορπίοι, τράχουροι, τρίγλαι, ὀρφοί, γλαῦκοι, ζύγαιναι,
γόγγροι, ὠὰ ἑφθά, τηγανιστά, τυροὶ ἑφθοί, ἄλφιτα, τίφαι, βρόμος,
κύαμοι, δόλιχοι, φάσιλοι, λάθυροι, ἐρέβινθοι, ὄρυζα, θέρμοι, μελίνη,
κέγχρος καὶ ὅσα τοιαῦτα, φακός, σήσαμον, κάστανα, μῆλα, ἄπιοι πρὶν
πεπανθῆναι, σῦκα τὰ μήπω πέπειρα, σταφυλαὶ ὀξεῖαι καὶ αὐστηραί,
φοίνικες πάντες, κεράτια, ὤκιμον, γογγυλὶς ἡ ὠμοτέρα, βολβοὶ οἱ
ὠμότεροι, σταφυλῖνος, δαῦκος, κάρω καὶ πᾶσαι αἱ ῥίζαι τῶν λαχάνων
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 1, κεφ. 44, τμ. 2,
γρ. 1
156
Ὅσα δύσφθαρτα.
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 1,mu, τμ.
23, γρ. 3
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 1,pi, τμ. 26,
γρ. 2
157
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 2, κεφ. 5, τμ. 3, γρ.
26
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 25, τμ. 3,
γρ. 5
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 28, τμ. t,
γρ. 1
γώσεως, τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς οὐλὴν ἄξομεν τὸ ἕλκος. παλαιὰ
κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ καὶ κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ
οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς
ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι.
Περὶ καρκίνων.
...μετρίως καὶ διαφοροῦσι χρησόμεθα· τοιοῦτον δ' ἐστὶ τὸ [τὸ] δι' ἀρνο-
γλώσσου καὶ φακῆς ἑφθῆς κατάπλασμα προσλαμβάνον ἄρτου κλιβανίτου
τὸ ἁπαλόν, μήτε ἄγαν καθαροῦ μήτε ῥυπαροῦ. κατ' αὐτοῦ δὲ τοῦ
ἕλκους ἐπιθήσομεν τῶν σφοδρῶν τι φαρμάκων, οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος,
ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως. παυσαμένης δὲ τῆς φλο-
γώσεως, τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς οὐλὴν ἄξομεν τὸ ἕλκος. παλαιὰ
κάρυα τὰ ἐλαιώδη πρὸς ἄνθρακας ποιεῖ καὶ κυπαρίσσου τὰ φύλλα καὶ
οἱ βλαστοὶ καὶ τὰ νέα καὶ ἁπαλὰ σφαιρία σὺν ἀλφίτοις καὶ σταφὶς
ἐκγιγαρτισμένη καὶ λειωθεῖσα καὶ ἰσχάδες ἑφθαὶ ἐν οἴνῳ κοπεῖσαι.
Περὶ καρκίνων.
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 28, τμ. 6,
γρ. 2
Περὶ ἐκχυμώματος.
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 57, τμ. 1,2,
γρ. 1
Ορειβάσιος ιατρός Libri ad Eunapium (lib. 1-4) Βι. 3, κεφ. 72, τμ. 1,
γρ. 1
Πρὸς λυσσοδήκτους.
Περὶ ὀστρακοδέρμων.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitom medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 22,
τμ. 26, γρ. 1
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae septem Βι. 3, κεφ. 42, τμ.
1, γρ. 7
Περὶ δυσεντερίας.
164
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 67,
τμ. t, γρ. 1
Περὶ καρκίνου.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae lib septem Βι. 3, κεφ. 67,
τμ. 1, γρ. 1
Περὶ καρκίνου.
165
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 3, κεφ. 79,
τμ. 3, γρ. 2
Περὶ ἐλέφαντος.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epito medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26, τμ.
1, γρ. 6
Περὶ καρκίνων.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 1, γρ. 12
καὶ γὰρ ἐν ὀφθαλμοῖς καὶ ὑστέρᾳ, ὡς ἐν τοῖς περὶ αὐτῶν εἴρηται λό-
γοις, καὶ ἐν ἄλλοις δὲ πλείοσι μορίοις· ἀλλ' ἐν τοῖς τιτθοῖς μάλιστα
τῶν γυναικῶν πλεονάζει διὰ τὸ χαύνους ὄντας ἑτοίμως εἰσδέχεσθαι
τὴν ὕλην παχυτάτην ὑπάρχουσαν· ἐκ μελαίνης γὰρ χολῆς ζεούσης οἱ
καρκίνοι συνίστανται καί, εἰ δριμυτέρα τύχοι, μεθ' ἑλκώσεως. διὰ τοῦτο
κατὰ τὴν χροιὰν μελάντεροι τῶν φλεγμονῶν εἰσι χωρὶς θερμότητος
τοσαύτης, αἱ φλέβες δὲ πληροῦνταί τε καὶ τείνονται πέριξ παραπλησίως
τοῖς τοῦ καρκίνου τοῦ ζῴου ποσίν· ὅθεν καὶ τῆς ὀνομασίας ταύτης τε-
τύχηκεν· τινὲς δέ φασι διὰ τὸ δυσαπολύτως ἔχεσθαι τῶν μορίων, ὧν
ἂν λάβηται, καθάπερ ὁ καρκίνος τὸ ζῷον. διὰ δὲ τὸ πάχος τοῦ χυμοῦ
τούτου καὶ ἀνίατος ὁ καρκίνος ἐστὶν μήτε ἀποκρουσθῆναι δυνάμενος
μήτε διαφορηθῆναι, μήτε δὲ ταῖς ὅλου τοῦ σώματος εἴκων καθάρσεσιν
ἢ καὶ τῶν μὲν πραοτέρων φαρμάκων ἐπιτιθεμένων καταφρονῶν, ὑπὸ
δὲ τῶν σφοδροτέρων παροξυνόμενος. δυνατὸν μὴν τοὺς ἀρχομένους
καρκίνους κωλύειν αὔξεσθαι τὸν μελαγχολικὸν χυμὸν κενοῦντας, πρὶν
ἐν τῷ πεπονθότι μορίῳ στηριχθῆναι. κενώσομεν δὲ πρῶτον μέν, εἰ μή
τι κωλύοι, διὰ φλεβοτομίας, ἔπειτα δὲ διὰ καθάρσεως, κατ' ἀρχὰς μὲν
τοῖς ἁπλουστέροις, οἷόν ἐστι τὸ ἐπίθυμον πλῆθος 𐆄 δ ἐν ὀρῷ γάλακτος
ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 2, γρ. 2
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri septem Βι. 4, κεφ. 26,
τμ. 2, γρ. 14
ἢ μελικράτῳ διδόμενον, εἰς ὕστερον δὲ καὶ διὰ τῆς ἱερᾶς τὸν μέλανα
λαμβανούσης ἐλλέβορον. ἐπὶ δὲ τοῦ πεπονθότος τόπου προσφερόμενον
ἀλύπως ποιεῖ τοῖς εἱλκωμένοις στρύχνου χυλὸς ὀθονίου μαλακοῦ διπτύ-
χου δευομένου ἐν αὐτῷ καὶ ἐπιτιθεμένου· δεῖ δὲ ἔξωθεν κατ' αὐτοῦ
ἐρίον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ καὶ προνοεῖν,
ὅπως μὴ ξηρανθείη ταῦτα, συνεχέστερον ἐπαντλουμένου τοῦ χυλοῦ.
χρήσαιτο δ' ἄν τις χρονίως ἐπὶ τῶν εἱλκωμένων καρκίνων καὶ τῷ διὰ
πομφόλυγος· οὐκ ἀνάρμοστα δὲ καὶ τὰ κατὰ τὸ τρίτον περὶ τῶν ἐν
ὑστέρᾳ καρκίνων λελεγμένα βοηθήματα.
Περὶ οἰδήματος.
Περὶ οἰδήματος.
τες αὖθις περὶ τῶν ἐναντίων διαληψόμεθα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τοῦ οἰδή-
ματος ποιούμενοι. ὥσπερ γὰρ ἐπὶ χολώδει ῥεύματι τὸ ἐρυσίπελας, οὕ-
τως ἐπὶ φλεγματώδει τὸ οἴδημα γίνεται, χαῦνός τις ὄγκος ὑπάρχων
ἀνώδυνος. ἴσμεν δὲ δήπου καὶ ἄλλως οἰδήματα γινόμενα περὶ τοῖς
ποσὶν ἐν ὑδερικαῖς διαθέσεσι καὶ φθόαις καὶ καχεξίαις. ἐπ' ἐκείνων μὲν
Περὶ οἰδήματος.
Σηπτὴ χοιραδική.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitomae medicae libri sept Βι. 5, κεφ. 2, τμ.
2, γρ. 22
καὶ μελικηρίδων.
λζʹ. Περὶ ἀνευρύσματος.
ληʹ. Περὶ βρογχοκήλης.
λθʹ. Περὶ γαγγλίου.
μʹ. Περὶ φλεβοτομίας.
μαʹ. Περὶ σικυάσεως.
μβʹ. Περὶ καύσεως μασχάλης.
μγʹ. Περὶ προσφυῶν δακτύλων καὶ ἑξα-
δακτύλων.
μδʹ. Περὶ χειρουργίας καύσεως ἐμπύου.
μεʹ. Περὶ καρκίνου.
μϛʹ. Περὶ γυναικομάσθων.
179
Περὶ πολύπων.
Παύλος Αιγινίτης ιατρός Epitom medicae libri septem Βι. 6, κεφ. 35,
τμ. 1, γρ. 9
Περὶ χοιράδων.
Περὶ καρκίνου.
181
Περὶ καρκίνου.
Περὶ καρκίνου.
καταπλασσόμενον.
Εὔζωμον καὶ αὐτὸ παραπλησίας ὂν κράσεως φυσῶδές ἐστι· δι' ὃ
καὶ εἰς συνουσίαν παρορμᾷ· τὸ δὲ σπέρμα αὐτοῦ καὶ οὐρητικόν ἐστιν.
τοῦ δὲ ἡμέρου τὸ ἄγριον ἰσχυρότερον.
Εὐπατόριον λεπτομεροῦς καὶ τμητικῆς ἐστι δυνάμεως ἄνευ θερμό-
τητος ἐπιφανοῦς· ὅθεν καὶ τὰς καθ' ἧπαρ ἐμφράξεις καθαίρει. ἔχει δέ
τι καὶ στύψεως.
Εὐφόρβιον καυστικῆς ἐστι δυνάμεως καὶ λεπτομεροῦς ὁμοίως τοῖς
ἄλλοις ὀποῖς.
φορεῖ καὶ ἀλφοὺς καὶ τοὺς ἐν ὠσὶ σκώληκας ἀναιρεῖ. καὶ τὰ φύλλα δὲ
καὶ ὁ καρπὸς παραπλησίας μέν, ἀσθενεστέρας δὲ δυνάμεώς εἰσιν.
Καρδάμου τὸ σπέρμα καυστικόν ἐστιν, ὥσπερ τὸ νᾶπυ· δι' ὃ καὶ
φοινίσσει καταπλαττόμενον, τέμνει δὲ καὶ τοὺς παχεῖς χυμοὺς σὺν ἑτέ-
ροις πινόμενον. καὶ ἡ πόα δὲ ξηρὰ μὲν παραπλησίας ἐστὶ δυνάμεως,
ὑγρὰ δὲ μετριωτέρα· δι' ὃ καὶ ὠμὴν αὐτὴν ἐσθίουσιν.
Καρδάμωμον δριμὺ μὲν καὶ αὐτό, τοῦ δὲ καρδάμου ἀσθενέστερον,
ἔχει δέ τι καὶ πικρότητος, δι' ἣν τὰς ἕλμινθας ἀναιρεῖ καὶ τὰς ψώρας
ἀπορρύπτει σὺν ὄξει.
Καρὶς λειωθεῖσα καὶ μετὰ ῥίζης βρυωνίας πινομένη ἕλμινθας ἐξάγει.
Καρκίνων κεκαυμένων ἡ τέφρα τῶν μὲν ποταμίων ξηραντική ἐστιν
ὁμοίως τῇ τῶν ἐχίνων τε καὶ κοχλιῶν, ἰδιότητι δὲ τῆς ὅλης οὐσίας
θαυμαστῶς ἐπὶ τῶν λυσσοδήκτων ἐνεργεῖ πινομένη, ὡς ἐν ἄλλοις εἴρη-
ται· ἡ δὲ τῶν θαλασσίων ὑπερβάλλουσαν ἔχουσα τὴν ξηρότητα τού-
τοις μὲν οὐχ ἁρμόττει, τοὺς δὲ μᾶλλον ξηραίνεσθαι χρῄζοντας ὠφελεῖ.
καταπλαττόμενος δὲ λεῖος ὁ ποτάμιος σκόλοπάς τε καὶ ἀκίδας ἀνα-
βάλλει.
Κάρου τὸ σπέρμα θερμαίνει καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην που
τάξιν, ἄφυσόν τέ ἐστι καὶ οὐρητικόν, οὐ τὸ σπέρμα μόνον ἀλλὰ καὶ
ὅλον τὸ φυτόν.
Ποικίλα αποσπάσματα
Ευρυπίδης
Πλούταρχος
Κϛʹ.
ἦγον καὶ ἠρώτων, κατὰ τὸ καπηλεῖον, ἔφη, ὅτι καπηλεῖα ἐδόκει εἶναι ἡ
Μαρώνεια. Τηλεφάνει, ἐπεὶ ἀναφυσῶν ἤρχετο παρακατακείμενος, ἄνω,
ἔφη,
ὡς οἱ ἐρυγγάνοντες. βαλανέως ῥύμμα γῆν μοχθηρὰν καὶ ὕδωρ ἁλμυρὸν
παρέχοντος, πολιορκεῖσθαι ἔφη κατὰ γῆν, καὶ θάλασσαν. νικήσας ἐν
Σικυῶνι
τοὺς ἀνταγωνιστὰς ἀνέθηκε τρόπαιον ἐπιγράψας· Στρατόνικος ἀπὸ τῶν
κακῶς κιθαριζόντων· ᾄσαντός τινος ἤρετο τὸ μέλος. εἰπόντος δ' ὅτι
Καρκίνου,
πολύ γε μᾶλλον ἔφη ἢ ἀνθρώπου. ἐν Μαρωνείᾳ ἔφη οὐ γίνεσθαι ἔαρ, ἀλλ'
ἀλέαν. ἐν Φασήλιδι πρὸς τὸν παῖδα ἀμφισβητοῦντος τοῦ βαλανέως περὶ
τοῦ ἀργυρίου, ἦν γὰρ νόμος πλείονος λούειν τοὺς ξένους, ὦ μιαρέ, ἔφη,
παῖ, παρὰ χαλκοῦν με μικροῦ Φασηλίτην ἐποίησας· πρὸς δὲ τὸν
ἐπαινοῦντα,
ἵνα λάβῃ τι, αὐτὸς μείζων εἶναι ἔφη πτωχός. ἐν μικρᾷ πόλει διδάσκων,
αὑτὴ οὐ πόλις, ἀλλὰ μόλις. ἐν Πέλλῃ πρὸς φρέαρ προσελθὼν ἠρώτησε εἰ
πότιμον. εἰπόντων δὲ τῶν ἱμώντων, ἦσαν δὲ χλωροί, ὡς ἡμεῖς γε τοῦτο
πίνομεν, οὐκ ἄρ', ἔφη, πότιμόν ἐστιν. πρὸς Ἄριον τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά
τι αὐτῷ, ψάλλ' ἐς κόρακας ἔφη. πρὸς νακοδέψην λοιδορούμενον αὐτῷ,
ἐπεὶ ἐκεῖνος κακόδαιμον ἔφη, οὗτος νακόδαιμον ἔφη. φασὶ δὲ τὸν Στρατό
ἐν τοῖς ἀριστέροις μέρεσι, τὰ δ' ἄλλ' ἐν τῷ μέσῳ. καὶ τοὺς ἄρρενας τῶν
θηλείων πλείους ὀδόντας ἔχειν. τετηρῆσθαι δέ φησι τοῦτο καὶ ἐπὶ
προβάτου
καὶ συὸς καὶ αἰγός. τῶν δ' ἰχθύων οὐδένα γένεσθαι ὄρχεις ἔχοντα.
μαστοὺς
δὲ οὔτ' ἰχθὺν ἔχειν οὔτ' ὄρνιθας. δελφῖνα δὲ μόνον οὐκ ἔχειν χολήν. ἔτι
τὰ μαλακόδερμά φησι καὶ ὀστρακόδερμα καὶ σελαχώδη καὶ ἔντομα πλείω
χρόνον ὀχεύειν. δελφῖνα δὲ παρακατακλινόμενον, καὶ εἶναι τῶν μὲν
δελφί-
νων βραδεῖαν τὴν μίξιν, τῶν δ' ἰχθύων ταχεῖαν. ἔτι ὁ λέων, φησί,
στερέμνια
ἔχει τὰ ὀστᾶ, καὶ κοπτομένων αὐτῶν ὥσπερ ἐκ τῶν λίθων πῦρ ἐκλάμπει.
δελφὶς δὲ ὀστᾶ ἔχει καὶ οὐκ ἄκανθαν, τὰ δὲ σελάχη καὶ χόνδρον καὶ
ἄκανθαν. εἶναι δέ τινα ζῷα ἐφήμερα καλούμενα, ἃ μίαν μόνην ἡμέραν
ζῆν.
πάντα τε τὰ ζῷα δύο ἡγεμόνας ἔχειν πόδας, καρκίνον δὲ τέσσαρας. τῶν
ζῴων τὰ μὲν ἔχειν χεῖρας, ὡς ἄνθρωπος, τὰ δὲ δοκεῖν ὡς πίθηκος. οὐδὲν
γὰρ τῶν ἀλόγων ζῴων δίδωσι καὶ λαμβάνει, πρὸς ἅπερ αἱ χεῖρες ὄργανα
δέδονται. πάλιν τὰ μὲν ἔχει ἄρθρα, ὡς ἄνθρωπος, ὄνος, βοῦς, τὰ δὲ
198
ἄναρθρά
ἐστιν, ὡς ὄφις, ὄστρεα, πλεύμονες.
ὅτι περὶ Ἀριστοτέλους φησὶν Ἐπίκουρος ὡς καταφαγὼν τὰ πατρῷα ἐπὶ
στρατείαν ὥρμησε καὶ ἐν ταύτῃ κακῶς πράττων ἐπὶ τὸ φαρμακοπωλεῖν
ἦλθεν· εἶτα ἀναπεπταμένου τοῦ Πλάτωνος περιπάτου παραβαλὼν ἑαυτὸν
προσεκάθισε τοῖς λόγοις, οὐκ ὢν ἀφυής, καὶ κατὰ μικρὸν γέγονε οἷος
ἐστιν.
φησὶ δ' ὁ αὐτὸς καὶ Πρωταγόραν ἐκ φορμοφόρου καὶ ξυλοφόρου πρῶτον
γενέσθαι γραφέα Δημοκρίτου.
φασὶ δ' οἳ μὲν ἐπί τινος τῶν ἐν Χαλκίδι ἀναθημάτων τοῦτο γεγράφθαι,
πεποιῆσθαι δ' ἐν αὐτῷ τράγον καὶ δελφῖνα, περὶ ὧν εἶναι τὸν λόγον
τοῦτον.
οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι,
καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα τὸν διθύραμβον. οἳ δέ φασιν
ἐν Ἰουλίδι τὸν Διονύσῳ θυόμενον βοῦν παίεσθαι πελέκει. πλησίον δὲ τῆς
ἑορτῆς οὔσης εἰς χαλκεῖον δοθῆναι τὸν πέλεκυν· τὸν Σιμωνίδην οὖν νέον
ὄντα βαδίσαι πρὸς τὸν χαλκέα κομιούμενον αὐτόν. ἰδόντα δὲ καὶ τὸν
τεχνίτην κοιμώμενον καὶ τὸν ἀσκὸν καὶ τὸν καρκίνον εἰκῇ κείμενον καὶ
ἐπαλλήλως ἔχοντα τὰ ἔμπροσθεν, οὕτως ἐλθόντα εἰπεῖν πρὸς τοὺς
συνήθεις
τὸ πρόβλημα. τὸν μὲν γὰρ ἐρίφου πατέρα ἀσκὸν εἶναι, σχέτλιον δὲ ἰχθὺν
τὸν
καρκίνον, νυκτὸς δὲ παῖδα τὸν ὕπνον, βουφόνον δὲ Διονύσου θεράποντα
τὸν πέ-
λεκυν. τὸ δὲ ἐπίγραμμα αὐτοῦ τό· τὸν οὐκ ἐθέλοντα φέρειν τέττιγος
ἄεθλον τῷ
Πανοπηιάδῃ δώσειν μέγα δεῖπνον Ἐπείῳ τοιοῦτόν ἐστιν· ἐν Καρθέᾳ
διατρίβων
μακρὰν τῆς θαλάσσης ἐδίδασκε τοὺς χορούς. ὑδρεύοντες οὖν αὐτός τε
καὶ
οἱ ἄλλοι ἐκ τῆς κάτω κλίνης, ἀνακομίζοντος αὐτοῖς τὸ ὕδωρ ὄνου, ὃν
ἐκάλουν
Ἐπειὸν διὰ τὸ κἀκεῖνον ἀναγεγράφθαι ὑδροφορεῖν τοῖς Ἀτρείδαις, ὡς
Στησίχορος· ᾤκτειρε δ' αὐτὸν ὕδωρ ἀεὶ φορέοντα Διὸς κούρα
βασιλεῦσιν.
ὑπαρχόντων οὖν τούτων ταχθῆναί φασι τῷ μὴ παραγενομένῳ τῶν
χορευτῶν
εἰς τὴν ὡρισμένην ὥραν παρέχειν τῷ ὄνῳ χοίνικα κριθῶν.
πολυτίμητε,
εἶτ' ἐγώ ποτε κακῶς ἐρῶ γυναῖκας; νὴ Δι' ἀπολοίμην ἄρα· εἰ δ' ἐγένετο
κακὴ γυνὴ Μήδεια, Πηνελόπη δὲ μέγα πρᾶγμα. ἐρεῖ τις ὡς
Κλυταιμήστρα
κακή· Ἄλκηστιν ἀντέθηκα χρηστήν. ἀλλ' ἴσως Φαίδραν ἐρεῖ κακῶς τις·
ἀλλὰ νὴ Δία χρηστή τις ἦν μέντοι τίς; οἴμοι δείλαιος, ταχέως γε μ' αἱ
χρησταὶ γυναῖκες ἐπέλιπον, τῶν δ' αὖ πονηρῶν ἔτι λέγειν πολλὰς ἔχω.
Ἀντιφάνης· γεγάμηκε δήπου. τί λέγεις; ἀληθινῶς γεγάμηκεν, ὃν ἐγὼ
ζῶντα περιπατοῦντα κατέλιπον. Μένανδρος· οὐ γαμεῖς, ἂν νοῦν ἔχῃς.
γεγάμηκα γὰρ αὐτός. διὰ τοῦτό σοι παραινῶ μὴ γαμεῖν. πάλιν· ἐξώλης
ἀπόλοιθ' ὅστις ποτὲ ὁ πρῶτος ἦν ὁ γήμας, ἔπειθ' ὁ δεύτερος, εἶθ' ὁ τρίτος,
εἶθ' ὁ τέταρτος, εἶθ' ὁ Μεταγένης. Καρκῖνος· ὦ νύκτες, ὦ Ζεῦ, τί χρὴ
γυναῖκας ἐξειπεῖν κακόν; ἀρκοῦν ἂν εἴη, κἂν γυναῖκ' εἴπῃς μόνον. ὁ δὲ
Μεγαρικὸς ποιητὴς Θέογνίς φησιν· οὔτοι σύμφορόν ἐστιν ἀνδρὶ γεραιῷ·
οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος, οὐδ' ἄγκυραν ἔχουσιν, ἀποῤῥήξασα
δὲ δεσμὰ πολλάκις ἐκ νυκτῶν ἄλλον ἔχει λιμένα. ὅτι οἱ μέγιστοι πόλεμοι
διὰ γυναῖκας ἐγένοντο, ὁ Ἰλιακὸς δι' Ἑλένην, ὁ λοιμὸς διὰ Χρυσηίδα,
Ἀχιλλέως μῆνις διὰ Βρισηίδα. ὁ Φιλίππου δὲ οἶκος ἀνετράπη διὰ τὸν
Κλεοπάτρας γάμον, ὁ Ἡρακλέους διὰ τὸν Ἰόλης, ὁ Θησέως διὰ τὸν
Φαίδρας
τῆς Μίνωος, ὁ Ἀθάμαντος διὰ τὸν Θεμιστοῦς τῆς Ὑψέως, ὁ Ἰάσονος διὰ
τὸν Γλαύκης,
μάνθανε.
ἀγκυλοῦντα γὰρ δεῖ σφόδρα τὴν χεῖρα εὐρύθμως πέμπειν τὸν κότταβον.
καὶ παρὰ Πλάτωνι παρακελεύεται τῷ Ἡρακλεῖ μὴ σκληρὰν ἔχειν τὴν
χεῖρα μέλλοντα κοτταβίζειν. ἐκάλουν δ' ἀπ' ἀγκύλης τὴν τοῦ κοττάβου
πρόεσιν διὰ τὸ ἀπαγκυλοῦν τὴν δεξιὰν χεῖρα ἐν τοῖς ἀποκοτταβισμοῖς. οἳ
δὲ ποτηρίου εἶδος τὴν ἀγκύλην φασί. καὶ λέγονται δέ τινες κότταβοι
ἀγκυλητοί.
Ισοκράτης
52, γρ. 8
Ἐπιστολή
Σοφοκλής
Αριστοφάνης κωμικός
ὁ μέσατος.
{Φι.} ἀλλ' οὗτός γε καταποθήσεται·
ἀπολῶ γὰρ αὐτὸν ἐμμελείᾳ κονδύλου.
ἐν τῷ ῥυθμῷ γὰρ οὐδέν ἐστ'.
{Ξα.} ἀλλ', ᾠζυρέ,
ἕτερος τραγῳδὸς Καρκινίτης ἔρχεται,
ἀδελφὸς αὐτοῦ.
{Φι.} νὴ Δί' ὠψώνηκ' ἄρα.
{Ξα.} μὰ τὸν Δί' οὐδέν γ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους.
προσέρχεται γὰρ ἕτερος αὖ τῶν Καρκίνου.
{Φι.} τουτὶ τί ἦν τὸ προσέρπον; ὦτος ἢ σφάλαξ;
{Ξα.} ὁ πινοτήρης οὗτός ἐστι τοῦ γένους,
ὁ σμικρότατος, ὃς τὴν τραγῳδίαν ποιεῖ.
{Φι.} ὦ Καρκίν', ὦ μακάριε τῆς εὐπαιδίας,
ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων.
ἀτὰρ καταβατέον γ' ἐπ' αὐτούς μοι· σὺ δὲ
ἅλμην κύκα τούτοισιν, ἢν ἐγὼ κρατῶ.
πᾶσιν ὑμῖν
ἄντικρυς μηδὲν λέγειν.
{ΓΥΝΗ Βʹ}
Ὀλίγων ἕνεκα καὐτὴ παρῆλθον ῥημάτων.
Τὰ μὲν γὰρ ἄλλ' αὕτη κατηγόρηκεν εὖ·
ἃ δ' ἐγὼ πέπονθα, ταῦτα λέξαι βούλομαι.
Ἐμοὶ γὰρ ἁνὴρ ἀπέθανεν μὲν ἐν Κύπρῳ
Νίκανδρος
Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 12, κεφ. 42,
τμ. 7, γρ. 3
Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 19, κεφ. 2, τμ.
2, γρ. 1
Διόδωρος Σικελός ιστορική βιβλιοθηκη (lib. 1-20) Βι. 19, κεφ. 2, τμ.
6, γρ. 4
Τῶν
δὲ λοιπῶν ζῴων οὐκέτι τὰ γένη μεγάλα· οὐ γὰρ περιέχει
πολλὰ εἴδη ἓν εἶδος, ἀλλὰ τὸ μέν ἐστιν ἁπλοῦν αὐτὸ οὐκ
ἔχον διαφορὰν τὸ εἶδος, οἷον ἄνθρωπος, τὰ δ' ἔχει μέν,
ἀλλ' ἀνώνυμα τὰ εἴδη. Ἔστι γὰρ τὰ τετράποδα καὶ μὴ
πτερωτὰ ἔναιμα μὲν πάντα, ἀλλὰ τὰ μὲν ζῳοτόκα τὰ
δ' ᾠοτόκα αὐτῶν.
ἄρριζα, ἐσήπετ' ἄν. ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἐπαινοῦσι ταύτην τὴν φυτείαν, ὅτι
μᾶλλον τὰς ἀρχὰς ἰσχυροτέρας ποιεῖ δι' ὧν καὶ ἡ τοῦ στελέχους καὶ ἡ
τῶν ἄλλων γένεσις· ὡς τά γ' εὐθὺς ἀνατρέχοντα πρὸς τὴν βλάστησιν
ἀσθενῆ καὶ ἄκαρπα γίνεται, καθάπερ ἐπὶ τῶν σπερμάτων οἱ Ἀδώνιδος
κῆποι. πιθανὸς δὲ καὶ ταύτῃ δόξειεν ἂν ὁ λόγος ὅτι τὰ μὲν ἄνω
κωλύεται
διὰ τὸν πέριξ ἀέρα ψυχρὸν ὄντα, τὰ δὲ κάτω στεγαζόμενα τῇ γῇ καὶ
ἅμα συγκατακλειόμενα ὑπὸ τοῦ θερμοῦ διὰ τὴν ἀντιπερίστασιν τῇ τε
ὑγρότητι καὶ τροφῇ προσαύξεται. πάντα γὰρ αὐτοῖς ὑπάρχει δι' ὧν
ἡ αὔξησις καὶ ἡ γένεσις. σημεῖον δὲ καὶ τὸ ἐπὶ τοῦ σίτου συμβαῖνον, ὃς
ὑπὸ τοῦ χειμῶνος πιλούμενος ῥιζοῦται μᾶλλον, ὃ δὴ καρκινοῦσθαι
λέγουσιν,
ὡς τὴν ἀπὸ τῶν ἄνω δύναμιν καὶ τροφὴν εἰς τὰ κάτω τρεπομένην.
ταύτῃ μὲν οὖν δόξειεν ἂν μερίζεσθαι τὸ τῆς αὐξήσεως· τῇδε δὲ πάλιν
οὐκ ἂν δόξειεν, ἔν τε γὰρ τῇ πρώτῃ γενέσει προτερεῖ μὲν ἡ ῥίζα τῶν
βλαστῶν
οὐ μὴν τοσοῦτον ὥστε χρόνου γίνεσθαι πλῆθος, ἀλλὰ βραχύ τι πάντως
ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ζώων ἡ καρδία καὶ τὸ περὶ τὴν καρδίαν· ἁπλῶς γὰρ
ὡς εἰπεῖν ἡ φύσις οὐθὲν καθάπερ ἡ τέχνη ποιεῖ κατὰ μέρος, ἀλλὰ πάντ'
ἀθρόα καταβάλλεται. συντελεῖ δὲ ἑτέρων ἕτερα πρότερον. εἰ δὲ καὶ ἐν
τῇ πρώτῃ γενέσει τοῦτ' ἐπί τινων ἀναγκαῖόν ἐστιν, ἀλλ' οὔτι γε ἐν τῇ
τροφῇ καὶ αὐξήσει, τὰ μὲν πρότερον τρέφεσθαι, τὰ δ' ὕστερον, ὥσπερ
οὐδ'
ἐπὶ τῶν ζώων, ἀλλ' ἅμα πως μάλιστα πάντα καὶ ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ
Theophrastus Phil., De causis plantarum (lib. 2-6) Βι. 3, κεφ. 21, τμ. 5,
γρ. 6
“Corpus fabularum Aesopicarum, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed. Hausrath, A.,
Hunger, H.
Leipzig: Teubner, 1959.Fable 11, γρ. 1t
Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Aphthonii rhetoris Fable 11, γρ.
3
κλέους.
Ἐνδυμίωνος ὕπνος: ἐπὶ τῶν πολλὰ κοιμωμέ-
νων. Ἐνδυμίωνος γὰρ κάλλει διενεγκόντος ἠράσθη Σε-
λήνη, καὶ Ζεὺς αὐτῷ δίδωσι ταύτης αἰτησαμένης ὃ βού-
λεται ἑλέσθαι· ὁ δὲ αἱρεῖται κοιμᾶσθαι διαπαντὸς ἀθά-
νατος καὶ ἀγήρως μένων. Ἐκ τούτου τὴν παροιμίαν γε-
νέσθαι φασί.
Ἐν δὲ διχοστασίῃ καὶ Ἀνδροκλέης πολε-
μαρχεῖ: ἐπὶ τῶν εὐτελῶν τῶν διὰ περιπέτειάν τινα τι-
μῆς ἀξιουμένων. Τοιαύτη δὲ ἐστὶ καὶ ἡ λέγουσα·
Ἐν γὰρ ἀμηχανίῃ καὶ καρκίνος ἔμμορε τιμῆς.
Καρκίνου.
αὐτῶν τρόπον τινὰ χωρίων ἐκείναις οὖσαν, καὶ ἐξελθεῖν ὅτι τάχιστα
ἐκ τῆς Ἀντιοχείας ὅποι βούλοιτο αὐτὴν ἐκέλευσεν, οὐκέτ' ἐφιλοψύ-
χησεν ἀλλὰ διέφθειρεν ἑαυτὴν ἀποκαρτερήσασα, ἐπειδὴ καὶ ὁ καρκῖ-
νος, ὃν ἐκ πάνυ πολλοῦ χρόνου ἡσυχάζοντα ἐν τῷ μαστῷ ἔχουσα
εἶτα κοψαμένη τὰ στέρνα ταῖς πληγαῖς ἠρέθισεν, εἰς τὸν θάνατον
αὐτῇ συνεβάλετο. ὁ δὲ Μακρῖνος ἰδὼν τὸν Ἀρτάβανον δυνάμεσί τε
μεγάλαις καὶ θυμῷ φερόμενον ἐς τὸν πόλεμον, ἐπειράθη μὲν τούς τε
αἰχμαλώτους καὶ λόγους ἐπιεικεῖς αὐτῷ πέμψας καταπραῧναι καὶ
ἀποστρέψαι, ὡς δὲ ἐκεῖνος ἔπραττεν οὐδὲν ἐλαφρόν, ἀλλὰ τάς τε
πόλεις τὰς ὑπὸ τοῦ Ἀντωνίνου κατασκαφείσας αὐτὸν ἀναστῆσαι τῆς
τε Μεσοποταμίας παντελῶς ἐκστῆναι καὶ ἐπὶ τῇ λύμῃ τῶν βασιλι-
κῶν μνημάτων δίκας δοῦναι ἐκέλευσεν. οὐδὲ καιρὸν οὐδένα δια-
βουλεύσασθαι ἔσχεν, ἀλλ' ἀπαντήσας αὐτῷ πρὸς τὴν Νίσιβιν ἤδη
προσιόντι ἡττήθη, μάχης περὶ τοῦ ὕδατος τοῖς στρατιώταις ἐν τῇ
ΣΑΜΙΟΙ
ΑΥΤΟΜΟΛΟΙ
Γαληνός ιατρός Introductio seu medicus Τόμ. 14, σε. 786, γρ. 8
υἱοῦ] πρότερον μὲν γὰρ ἐσώθη μόνος. κατὰ δὲ τὴν δευτέραν στρατείαν
πάντων σωθέντων αὐτὸς μόνος τὸν υἱὸν ἀπέβαλεν Αἰγιαλέα, ὥς φησιν
Ἑλ-
λάνικος, λέγων ἐν Γλίσαντι τὴν συμβολὴν γεγενῆσθαι.
HESYCH. s. Καδμεῖοι· οἱ Πριηνεῖς, ὡς Ἑλλάνικος. ἢ οἱ
Θηβαῖοι ἀπὸ Κάδμου.
STEPH. BYZ. s. Βέμβινα· κώμη τῆς Νεμέας. Ἑλλάνικος δὲ
Βέμβινον καὶ πόλιν φησιν. ... Πανύασις ἐν Ἡρακλείας α (F 1 Ki)·
’δέρμα τε θήρειον Βεμβινήταο λέοντος’.
SCHOL. PLATON. Phaed. 89 C: πρὸς δύο οὐδ' ὁ Ἡρακλῆς] ...
Ἡρόδωρος (31 F 23) δὲ καὶ Ἑλλάνικός φασιν ὡς ὅτε τὴν ὕδραν Ἡρακλῆς
ἀνήιρει τὴν Ἥραν αὐτῶι καρκίνον ἐφορμῆσαι, πρὸς δύο δὲ οὐ
δυνάμενον
μάχεσθαι σύμμαχον ἐπικαλέσασθαι τὸν Ἰόλεων· καὶ ἐντεῦθεν ῥηθῆναι
τὴν
παροιμίαν.
SCHOL. APOLL. RHOD. II 1052: Φερεκύδης (3 F 72) δέ
239
ΠΡΟΣ ΜΝΗΣΙΜΑΧΟΝ.
Sextus Empiricus Phil., Adversus mathematicos Βι. 10, τμ. 54, γρ. 1
τάβασιν εἶναι ἀπό τινος τόπου εἰς τόπον ἤτοι ὅλου τοῦ
κινουμένου σώματος ἢ τῶν τοῦ ὅλου μερῶν. θελήσαντες
δὲ οὗτοι τὴν εἰρημένην φυγεῖν ἀπορίαν εἰς ἑτέραν ἐνέπε-
σαν. οὐ γὰρ πᾶν τὸ κινούμενον μεταβατικῶς μέτεισιν
ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἤτοι κατὰ ὁλοσχίρειαν ἢ κατὰ μίρη,
ἀλλ' ἔστι τινὰ τῶν μεταβατικῶς κινουμίνων σωμάτων
ἅπερ τισὶ μὲν μέρεσιν ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα τόπῳ κινεῖται,
τισὶ δὲ οὐκ ἐν τῷ αὐτῷ μένοντα, ἀλλ' ἄλλον καὶ ἄλλον
ἐπιλαμβάνοντα, ὁποῖόν τι ἔστιν ἰδεῖν ἐπὶ τοῦ κυκλογρα-
φοῦντος καρκίνου καὶ τῆς ἀνοιγομένης καὶ κλειομένης
θύρας. ἐπὶ μὲν γὰρ τοῦ καρκίνου φαίνεται ἡ τῷ κέντρῳ
ἐνηρεισμένη κεραία κατὰ τὸν αὐτὸν στρεφομένη τόπον
καὶ ἡ ἔξωθεν περιαγομένη τε καὶ κυκλογραφοῦσα ἀπ' ἄλλου
εἰς ἄλλον μετιοῦσα τόπον· ἐπὶ δὲ τῆς κλειομένης ἢ ἀνοι-
γομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς στρο-
φεὺς τῷ αὐτῷ ἐνστρέφεται τόπῳ, τὸ δ' ἀντικείμενον αὐτῷ
τῆς θύρας μέρος διαφέροντας ἐπέρχεται τόπους καὶ ὃν
μὲν ἀπολείπει, ὃν δὲ ἐπιλαμβάνει. αὗται μὲν οὖν αἱ κι-
νήσεις ἐκπεπτώκασι τῆς ἀποδόσεως, ἦν δέ τις καὶ ἄλλη
παραδοξοτέρα κίνησις μεταβατική, καθ' ἣν τὸ κινούμενον
οὔτε καθ' ὅλον οὔτε κατὰ μέρος νοεῖται ἐκβαῖνον τοῦ ἐν
οὕτω δ' ἑκάστῳ λυπηρόν ἐστι ἡ τῶν περὶ αὐτὸν κακῶν ἀνακάλυψις ὥστε
πολλοὺς
ἀποθανεῖν πρότερον ἢ δεῖξαί τι τῶν ἀπορρήτων νοσημάτων ἰατροῖς φέρε
γὰρ Ἡρόφιλον ἢ Ἐρασίστρατον ἢ τὸν Ἀσκληπιὸν αὐτόν, ὅτ' ἦν
ἄνθρωπος, ἔχοντα τὰ ὄργανα κατ' οἰκίαν προσιστάμενον ἀνακρίνειν, μή
τις ἔχει σύριγγα παρὰ δακτύλιον ἢ γυνὴ καρκίνον ἐν ὑστέρᾳ· καίτοι
σωτήριόν ἐστι τῆς τέχνης ταύτης τὸ πολύπραγμον, ἀλλὰ πᾶς τις, οἶμαι
τὸν τοιοῦτον ἀπήλασεν.
οἷον εἴ τις ὑγιαίνειν τὸ σῶμα αὑτῷ ἐπιθυμῶν φάρμακα μὲν συνάγοι καὶ
βοτάνας,
ὁπόσαι ἱκαναὶ τριβόμεναι καὶ μιγνύμεναι ἀλλήλαις βοηθεῖν τῇ τοῦ
σώματος πονηρίᾳ,
καὶ σιδήρια δὲ ἰατρικὰ φιλοτίμως κατασκευάζοιτο, ἔχοι δὲ λέγειν καὶ ὅσα
Ἱπποκράτης ὁ Κῶος καὶ ὅσα Ἐρασίστρατος καὶ ὅσα Διοκλῆς ἐν τοῖς
γράμμασιν παραγγέλλουσιν ὑπὲρ ὑγείας.
νεσθαι.
κυρηβίων· τῶν ἀχύρων καὶ πιτύρων. Ἀττικὴ δ' ἡ
λέξις. κεάσει· σχίσει.
καρκινοῦσθαι· σκληρύνεσθαι.
κρημνοί· τὰ χείλη τοῦ γυναικείου αἰδοίου.
κόνυζα· λάχανον ὅμοιον σελίνῳ, φυόμενον ἐγγὺς θα-
λάσσης.
οὐσίαν, ἔχουσα καὶ τοῦ καύσαντος τὴν ὕλην πυρὸς λείψανον, ἀλλὰ
τοῦτο μὲν ὀλίγον.
ρυγγέθρου ἑλκώσεις ὅσαι γίγνονται καὶ ἐπ' ἄλλαις μὲν πολλαῖς αἰτίαις
καὶ συνάγχαις καὶ τοῖς τὸ ἐφήμερον λαβοῦσιν ἀνακογχυλίζεσθαι συμ-
φέρει. πινόμενον δὲ μεγάλως ὠφελεῖ τοὺς ἀτρόφους καὶ τοὺς ξηροτέ-
ρους καὶ δυσανακομίστους. ἀγαθὸν δὲ καὶ πρὸς τὰ κατὰ τοὺς ὀφθαλ-
μοὺς ῥεύματα δριμέα καὶ τὰ ὑποσφάγματα. καὶ μέντοι καὶ κατὰ τῶν
βλεφάρων ἔξωθεν ἐπιτιθέμενον ὑπνοῦν μελλόντων ἅμα ῥοδίνῳ καὶ ὠῷ
πέττει τὰς φλεγμονὰς αὐτῶν, κἀπειδὰν τὰ κατὰ τὴν ἕδραν ἕλκη
παρηγορεῖν βουληθῶμεν ὀδυνώμενα διὰ δριμεῖς ἰχώρας καὶ φλεγμονάς.
251
οὕτως δὲ καὶ πρὸς τὰ κατὰ τὰ αἰδοῖα ἕλκη χρώμεθα καὶ πάνθ' ἁπλῶς
τὰ παρηγορίας δεόμενα διὰ φλεγμονὴν ἢ δῆξιν ἢ κακοήθειαν. διὰ
τοῦτο καὶ τοῖς καρκινώδεσι προσφέρεται μιγνύμενον τοῖς ἀνωδύνοις
φαρμάκοις, οἷα μάλιστα διὰ πομφόλυγός ἐστι. παρηγορικὸν μὲν οὖν
ἐστι καθόλου τὸ γάλα, ἄδηκτον μὲν ἔχον τὴν φύσιν. πολὺ δὲ μᾶλλον
ὅταν ἐκδαπανήσωμεν τὸ πλέον τῆς ὀρώδους ὑγρότητος ἑψήσει ἢ ἑτέρᾳ
μηχανῇ.
...ῥάκη λινᾶ τούτῳ βάπτων, πρόσαγε τῇ γαστρὶ καὶ διαστήσας βραχὺ τῆς
θηριακῆς ἀντιδότου ὅσον κυάμου μέγεθος λύσας μετ' οἴνου δίδου πίνειν.
Περὶ ἐμέτων ἐκ τοῦ Ῥούφου. Ἐπειδὴ ἐν τοῖς συντόνοις ἐμέτοις
πολλὰ καὶ ἄτοπα παρακολουθεῖν εἴωθε, καλῶς ἔχει τρόπους εἰπεῖν
πρότερον, ὅπως ἔνεστιν εὐπετῶς ἐμεῖν· καὶ γὰρ φλέγμα κινεῖ ὁ ἔμετος
καὶ κεφαλὴν κουφίζει· καὶ τὸν προθυμοτέρως φαγόντα ἢ οἴνου πλείονος
λαβόντα βλαβῆναι κωλύει. βοηθεῖ δὲ ἡ δι' ἐμέτων κάθαρσις καὶ ταῖς
ὑπεράγαν ἐξογκώσεσι τοῦ σώματος, ἀρήγει καὶ τοῖς ὑπερβαλλόντως
κατισχνωμένοις καὶ τὰς ῥευματικὰς δὲ διαθέσεις πάσας φιλεῖ ὁ ἔμετος
ἐξιᾶσθαι, οἷον ἕλκωσιν νεφρῶν καὶ κύστεως καὶ δακτυλίου καὶ τῶν
ἄλλων μορίων, ἐλεφαντιῶντας καὶ καρκίνους καὶ τὰς καχεξίας τοῦ
σώματος καὶ τὰς ἀρθριτικὰς διαθέσεις. τοῖς τε ὑδρωπικοῖς κατάλληλος
καὶ μάλιστα τοῖς ἀνὰ σάρκα ἔχουσι τὸν ὕδερον, ἰκτερικοῖς τε καὶ ἐπι-
ληπτικοῖς τοῖς ἀπὸ στομάχου τὴν ἀρχὴν τῆς διαθέσεως λαβοῦσι· τοῖς
γὰρ ἐν τῇ κεφαλῇ τὴν διάθεσιν ἔχουσιν ἐπιληπτικοῖς ἀκατάλληλος ὁ
ἔμετος. βοηθεῖ δὲ καὶ τρόμοις παρέσεσιν ἀποπληξίαις ὀρθοπνοίαις μελαγ-
χολίαις λειχηνώδεσιν. ἐναντιοῦνται δὲ ἔμετοι αἵματος ἀναγωγῇ πνιξὶν
ὑστερικαῖς ναυτιώδεσι φύσεσι λειποθυμίαις τοῖς ὑπὸ πνιγμοῦ συνεχῶς
ἐνοχλουμένοις καὶ τοῖς ὑπὸ τῆς τυχούσης προφάσεως ὀδυνωμένοις τὴν
κεφαλὴν καὶ τοῖς ὑποψίαν ὑποχύσεως ἔχουσι καὶ πᾶσιν ἁπλῶς τοῖς
περὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς πάθεσιν.
ἔχειν τὸ πάχος, ἐπίχριε πτερῷ καὶ ὑγιάσεις. Ἄλλο. θύμον καύσας μετ'
οἴνου καὶ ἐλαίου, τὴν τέφραν δεύσας ἐπίχριε. Ἄλλο. κνῆστρον, ὃν ἐν
Ἀλεξανδρείᾳ λιπαρῶνα καλοῦσι, καύσας καὶ τὴν τέφραν λεάνας μετ'
οἴνου ἐπίχριε. Ἄλλο. κήρυκας καύσας λεάνας τὴν τέφραν μετὰ ὕδατος
χρῶ· ἔστι γὰρ σωτήριον φάρμακον οὐ μόνον πρὸς ἀχῶρας, ἀλλὰ καὶ
πρὸς πᾶν γινόμενον ἐξάνθημα. ἐὰν δὲ περιπέσῃς ποτὲ ἀχῶρι φλεγ-
μονώδει καὶ ὀδυνώδει, παρηγορήσεις δηλονότι τὴν φλεγμονὴν αὐτοῦ
πρότερον ὑγρῷ φαρμάκῳ πεπτικῷ τε καὶ μαλακτικῷ καὶ ἀδήκτῳ,
ὁποῖόν ἐστι τὸ πάρυγρον καὶ πάντα τὰ ἑδρικὰ καλούμενα καὶ τὰ πρὸς
τὰ καρκινώματα ἀναγεγραμμένα. ἄλευρα οὖν κυάμινα οἴνῳ βρέξας καὶ
λεάνας ὡς ἐμπλαστρῶδες γενέσθαι, ἐπιτίθει· ποιεῖ πρὸς τὰ πυρωδέ-
254
στατα καὶ ἄγρια ἐν κεφαλῇ, μάλιστα ψυδράκια. Ἄλλο πρὸς τὰς με-
γίστας καὶ φλεγμονώδεις ὀδύνας παρηγορικὸν ἀνώδυνον καὶ ἀποθερα-
πεῦον. τοῦ ἀστέρος κολλυρίου ἢ τῶν διὰ λιβάνων ἤ τινος τῶν παρα-
πλησίων λεάνας μετὰ χυλοῦ ὑοσκυάμου ὀλίγου καὶ ἐπιβαλὼν ἕψημα
καὶ ῥόδινον ἐπίχριε. Ἄλλη λιπαρὰ πρὸς ἀχῶρας ψύδρακας ἐκζέματα
παρατρίμματα· ἔστι δὲ καὶ ἑδρικὴ ἀγαθή. λιθαργύρουγ πηγάνου
φύλλων ἁπαλῶνπε, ὄξει διαλύσας καὶ ῥοδίνῳ ἢ μυρσίνῳ ἀναλαβὼν
ἐπίχριε πτεροῖς· ἱκανὴν ἡμῖν πεῖραν ἔδωκεν.
ψύλλιον δὲ ὕδατι θερμῷ πρὸς ὀλίγον βραχὲν εἶτα λειωθὲν καὶ κατα-
πλαττόμενον παραμυθεῖται τὰς φλεγμονάς· ἐν γὰρ ταῖς περιωδυνίαις
τῶν ἄλλων φλεγμονῶν τοῦ ὀφθαλμοῦ προσαγόμενον ὕπνον παρ' αὐτὰ
256
ξυλίνην καὶ χρῶ κατ' ἰδίαν καὶ μετὰ μέλιτος. Ἀνθηρὰ ποιοῦσα πρὸς
τὰ εἰρημένα. ἴρεως Ἰλλυρικῆς σανδαράκης κυπέρου ἀνὰδ σχιστῆς
σμύρνης κρόκου ἀνὰβ κροκομάγματος ἴσον, λεῖα ποιήσας χρῶ.
τινὲς δὲ καὶ ῥόδων ἄνθους καὶ κηκῖδος προσβάλλουσιν ἀνὰβ. χρῶ
δὲ πρὸς μὲν τὰς σηπεδόνας καὶ τὰ ἀφιστάμενα οὖλα ξηρῷ, πρὸς δὲ
τὰς ἐσχάρας μετὰ μέλιτος. Φιλαγρίου πρὸς τὰς ἐν στόματι ἀναβρώσεις.
σχοίνου καρποῦ μηδέπω μελανθέντος κηκίδων ἀνὰδ κόστου φύλλου
ἀνὰα χρῶ. Θεοδώρου πρὸς τὰ ἐν παρισθμίοις ἕλκη καὶ ἐν οὔλοις
καὶ αἰδοίοις καὶ πρὸς σηπεδόνας καὶ ἄνθρακας. στυπτηρίας σχιστῆς
σανδαράκης σμύρνης τρωγλίτιδος ἴσα, χρῶ ξηρῷ. Ἕρμου πρὸς τὰς ἐν
στόματι περιστάσεις πάσας ἀπὸ ἄφθης μέχρις ἐσχαρῶν καὶ καρκινω-
μάτων. ἐρείκης καρπὸν λεάνας ἀναλάμβανε ὑοσκυάμου χυλῷ καὶ χρῶ
μετὰ μέλιτος. Ἄλλο πρὸς νομὰς ἐν στόματι καὶ οὔλοις καὶ γλῶσσαν
νεμομένην. χυλῷ φύλλων λευκῆς ἀμπέλου, ἣν βρυωνίαν καλοῦσι, μίσυ
λεάνας καὶ μέλι ἐπιβαλὼν καὶ συλλεάνας χρῶ διαχρίων· σμήχει θει-
ότατα καὶ ἀνακαθαίρει· μετὰ δὲ τὸ ἀνακαθᾶραι καὶ σαρκῶσαι τὴν τῆς
βρυωνίας ῥίζαν κόψας σήσας χρῶ καὶ ἐπουλοῖ. Ἄλλο τοῦ αὐτοῦ πρὸς
τὰς ἐν τῷ στόματι σήψεις καὶ ἑλκώσεις καὶ νομάς. φύλλων λευκῆς
ἀμπέλου χυλοῦ 𐆄 γ σχιστῆς 𐆄 δ μίσυος ὠμοῦδ ἴρεωςδ μάννης
𐆄 δ χαλκάνθουβ, λείου ἕως ξηρανθῇ καὶ χνοῶδες γένηται καὶ χρῶ
ξηρῷ· ἀνακαθαίρει πληροῖ ἀναστέλλει τὸ ἐπιφερόμενον ῥεῦμα·
ἀπουλώσεως καιρῷ τόδε· κηροῦ πίσσης ἀνὰ λιτρʹ9 α ἰξοῦ δρυίνου ἀμ-
μωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ 𐆄 δ κηκίδος ὑποκυστίδος στυπτηρίας σχιστῆς
ἀκακίας σιδίων σεύτλου σπέρματος ῥοῦ μαγειρικοῦ ἀνὰ 𐆄 α μυρσίνου
ἢ ῥοδίνου ἀνὰ 𐆄 δ. ἐν δὲ τῷ χειμῶνι μικρῷ πλέον ὄξει λείου τὰ ξηρὰ
καὶ τοὺς ὀποὺς καὶ τήξας τὰ τηκτὰ καὶ ἄρας ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἐπίβαλλε
τὸν ἰξόν. τακέντος δὲ τούτου, ἐπίβαλλε ἐν τῇ κακκάβῃ τὰ λειωθέντα
καὶ ἑνώσας κατάχεε ἐν τῇ θυίᾳ καὶ μαλάξας χρῶ. τῶν δὲ πινομένων
φαρμάκων ἁπλούστατον μέν ἐστι τὸ μελίκρατον καθ' αὑτὸ καὶ σὺν
ἀμύλῳ καὶ ἴρεως καὶ γλυκυρίζης ἐν αὐτῷ ἀφεψομένων. πάντων δὲ
ἐπιτηδειότερον τοῖς φθισικοῖς τὸ ὄνειον γάλα πινόμενον· εἰ δὲ μὴ
τὸ βόειον ἢ αἴγειον, καρκῖνοι ὠμοὶ λεαινόμενοι σὺν τῷ γάλακτι καὶ
ῥοφούμενοι ἢ ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι συνεχῶς ἐπιρροφούμενοι τοῦ ζωμοῦ.
ἐπιτήδειον δὲ αὐτοῖς καὶ στέαρ ἐλάφου πρόσφατον τηκόμενον καὶ
συνεψόμενον τοῖς ῥοφήμασι, βηχὸς δὲ χαλεπῆς ἐνερειδούσης, καὶ θύμος
λεῖος καὶ ὕσσωπος ἀναλαμβάνεται μέλιτι ἑφθῷ καὶ ὑπὸ τῇ γλώττῃ
διακρατεῖται. ἁρμόζει δὲ βούτυρον πρόσφατον σὺν μέλιτι καὶ τερε-
βινθίνῃ ἴσοις ἑψομένοις. ἐπὶ δὲ τῶν ἀνεχομένων καὶ πλέον ἔστω τὸ βού-
τυρον, πρόσφατον μέντοι· ἀνακαθαίρει γὰρ κάλλιστα, ἡ δὲ δόσις
κοχλιάριον νήστει. καλὸν δὲ καὶ ἀμύγδαλα μάλιστα πικρὰ συνεψεῖν τῇ
πτισσάνῃ καὶ κεφαλωτὸν πράσον σὺν τῇ πτισσάνῃ ἢ ἑτέρῳ ῥοφήματι
ἑψηθὲν καὶ καθ' αὑτὸ δὶς ἡψημένον λαμβανέσθω. οἶνος δὲ Θηραῖος
καὶ τὸ αἷμα ἐπ' αὐτῶν ἧττόν ἐστι μέλαν. Εἰ δὲ περὶ τὸ κῶλον γέ-
νοιτο, τὰ μὲν διαχωρήματα πολλὰ ἔσται καὶ ἀθρόα καὶ μετὰ πνευ-
μάτων καὶ αἱμάτων καί ποτε καὶ ἔπαφρα, τὸ δὲ αἱματῶδες ἐπ' αὐτῶν
ξανθόν· σιτίων ὄρεξις πλείστη· ἀπεπτότερα δὲ τὰ καταφερόμενά ἐστι,
καὶ ἧττον διψῶσιν οὗτοι, καὶ οὐ μάλα πυρέττουσιν, εἰ μὴ μέγα εἴη τὸ
ἕλκος ἢ ...... πυρέξαντες δέ, χεῖρον ἀπαλλάσσουσι τῶν ἄλλων· μέγα
γὰρ χρὴ γενέσθαι τὸ αἴτιον τοῦ πυρετοῦ ἐπὶ κώλου. Ἀπευθυσμένου
δ' ἡλκωμένου, πεπεμμένα ἔσται τὰ ἐκκρινόμενα καὶ τὸ αἷμα εὐανθές·
ἀποπλύματα δὲ πολλὰ ἐν τοῖς ἐκκρινομένοις ἔσται· τεινεσμοὶ βίαιοι
καὶ διεγείρονται πολλάκις μηδὲν ἐκκρίνοντες· οὔτε δὲ σφόδρα πυρέτ-
τουσιν οὔτε πεινῶσιν οὔτε διψῶσιν, εἰ μὴ καρκινῶδές ἐστι· καὶ πρῶ-
τος μὲν ὁ ἐκ τῆς νομῆς ἐπηρτημένος τοῖς δυσεντερικοῖς κίνδυνος, δεύ-
τερος δὲ ὁ ἐκ τῆς αἱμορραγίας, τρίτος δὲ ὁ ἐκ τῶν παρεπομένων τῇ
ἀσθενείᾳ τῶν τόπων ῥευματισμῶν· δοκοῦσι δὲ ὑπὸ μὲν τῆς νομῆς μᾶλλον
οἱ παῖ[δες] καταπονεῖσθαι ἄχρι τῆς ἀκμῆς, θερμὸν γὰρ καὶ ὑγρὸν τῇδε
τῇ ἡλικίᾳ τὸ σῶμα, διὸ καὶ ἑτοίμως τὰ σηπεδονώδη νοσήματα ὑπο-
μένει μᾶλλον· ὑπὸ δὲ τῆς αἱμορραγίας μᾶλλον οἱ ἀκμάζοντες κα-
ταπονοῦνται καὶ οἱ φύσει πολύαιμοι, ὑπὸ δὲ τῶν ῥευματισμῶν
οἱ πρεσβῦται μᾶλλον καὶ οἱ καχεκτικοὶ τὴν ἕξιν· μελλούσης δὲ νομῆς
γίγνεσθαι, ἄλγημα συνεδρεύει· ἐκκρίνεται γὰρ μετὰ στρόφων δριμέα
καὶ κάθυγρα διαχωρήματα, εἶτα ποικίλα καὶ τοῖς χρώμασι καὶ ταῖς
αὐτοῖς καὶ ᾠὰ ὠμὰ καὶ ζωμὸς ὀρνίθων ἢ περδίκων καὶ χυλοὶ πάν-
τες οἱ ἀμβλύνειν δυνάμενοι· καὶ τὰ ἐνέματα δὲ παραπλήσια ἔστω καὶ
φάρμακα, ὅσα τοῖς ἀπὸ δηλητηρίου φαρμάκου γενομένοις δυσεντερι-
κοῖς, καὶ τούτοις ἁρμόδια· ἐμβροχαῖς δὲ καὶ καταπλάσμασιν οὔτε
θεραπεύεται τὰ κακοήθη καὶ καρκινώδη, οὔτε παρηγορεῖται. Χρῶ δὲ
λὸς μετὰ γλυκέος, λωτοῦ τοῦ δένδρου καρπός· καὶ τοῦ λωτίνου ξύ-
λου τὸ πρῖσμα ἐμπασσόμενον τῷ ποτῷ καὶ πινόμενον γενναίως ποιεῖ.
Φλοιὸς λιβάνου λεῖος πινόμενος, λημνία σφραγίς, μίλτος σινωπική,
οἰνάνθη ὡς ἄλφιτον πινομένη, ὁλοσχίνου καρπὸς πεφρυγμένος, φλόμου
ῥίζης ἐξώρου, μόρα τὰ ὀμφακίζοντα ὁμοίως διδόμενα, γίγαρτα στα-
φυλῆς καὶ ἀσταφίδος ξηρὰ λεῖα ἢ κεκαυμένων ἡ τέφρα, ἀρνογλώσσου
σπέρμα ξηρὸν λεῖον καὶ τὰ φύλλα ὁμοίως καὶ ἡ ῥίζα. Τῶν δὲ ποσῶς
262
Περὶ βρογχοκήλης.
νης δραχ. κ. πιτυΐνης ξηρᾶς δραχμὰς ιστ. ἀλόης δραχ. στ. στυπτη-
ρίας σχιστῆς καὶ στρογγύλης, ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος, ἁλὸς ἀμμω-
νιακοῦ, ἀνὰ δραχ. δ, κηροῦ οὐγγίας κ, ἐλαίου παλαιοῦ οὐγγίας κδ,
ὄξους τὸ ἀρκοῦν. Τὰ φύλλα τῶν βοτανῶν βαλὼν εἰς ὅλμον κόπτε,
ὡς θλασθῆναι μόνον καὶ μὴ τὸν χυλὸν ἀπολῦσαι·
Αὕτη πρὸς νομὰς ποιεῖ καὶ κακοήθη· ἵστησι γὰρ ταύτας οὔτε
ἐσχάρας ποιοῦσα οὔτε σκληρύνουσα τὰ πέριξ σώματα, ῥηγνύουσά τε
καὶ μαραίνουσα πᾶν τὸ διεφθαρμένον, ὡς μηδὲν διαφέρειν τὸ φαινό-
μενον τῆς τηκομένης σαρκὸς ὑγρᾶς σταφίδος· ἐπέχει δὲ καὶ φορὰν
αἵματος τήν τε ἄλλην καὶ τὴν δι' αἱμορροΐδων, ἀνιεμένη μυρσινίνῳ
ἢ οἴνῳ· καὶ τὰς αἱμορροΐδας δὲ αὐτὰς μαραίνει καὶ δαπανᾷ καὶ τοὺς
ἄνθρακας καὶ τοὺς αἰγίλωπας καὶ τὰ χειρώνεια τῶν ἑλκῶν καὶ
καθόλου τὸ τῶν δυσθεραπεύτων καὶ χρονίων γένος· ἰδίως δ' ἐνεργεῖ
πρὸς τὰς τῶν μαστῶν σκληρίας καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς καρκινώματα καὶ
νομάς· ποιεῖ ὑδρωπικοῖς, σπληνικοῖς καὶ πρὸς τὰς περὶ τὰ ἄρθρα δια-
θέσεις· ἐνίεταί τε καὶ τῇ ὑστέρᾳ, τηκομένη ἐλαίῳ κυπρίνῳ· παντὶ
δὲ ἕλκει ἐπιτιθεῖσα κἂν ᾖ τῶν ἀγρίων, πραότερον εὐθὺς ποιήσει καὶ
τοὺς πόνους ἠπιωτέρους καὶ τὰς ἀγρυπνίας· κολλᾷ τοὺς μεγάλους
κόλπους καὶ σύριγγας ἐνιεμένη ῥοδίνῳ, καὶ κλυζομένου τοῦ κόλπου·
πρῶτον δὲ δεῖ μελικράτῳ προσκλύζειν, τοὺς δὲ προσφάτους κόλπους
καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη, ἱκανή ἐστι παρακολλῆσαι μετὰ τῆς προση-
κούσης ἐπιδέσεως· ποιεῖ θαυμαστῶς καὶ πρὸς τὰ φλεγμαίνοντα κηρία.
Δημοκράτης δὲ ἰδίως ταύτην ἔφη ποιεῖν πρὸς λυσσοδήκτους καὶ τὰ
τῶν ἰοβόλων δήγματα πελιὰ καὶ μελαινόμενα,
ἰόν, καὶ ἄρας καὶ ψύξας καὶ ἐπὶ πολὺ μαλάξας, ὡς ἑνωθῆναι ἱκανῶς
τὸν χυλόν, χρῶ. Ποιεῖ δὲ πρὸς ἕλκη πρόσφατα καὶ παλαιὰ καὶ τῶν
θηρίων καὶ κυνῶν τὰ δήγματα, ἄγουσα ἰχῶρας διὰ τοῦ ἕλκους· ποιεῖ
πρὸς φύματα καὶ χοιράδας· ἢ γὰρ διαχεῖ ἢ πυοποιεῖ ἢ ῥήσσει ἢ ἐπὶ
τὴν ἐπιφάνειαν φέρει, ὡς παραπλήσιον γίνεσθαι ὑποπύοις καὶ οὕτως
διαφορεῖ. Ἔστι δὲ ἀνώδυνος σφόδρα· ἀφίστησι ψώρας καὶ τοὺς ψω-
ρώδεις ὄνυχας καὶ λέπρας καὶ λειχῆνας· δεῖ δ' ἐπὶ τούτων δι' ἡμερῶν
ἑπτὰ λύειν· ἀνάγει σκόλοπας καὶ ἀκίδας· ποιεῖ ποδαγρικαῖς φλεγμο-
ναῖς ἐν τοῖς παροξυσμοῖς· ποιεῖ πρὸς ἄρθρα ἠγκυλωμένα, διαλύει
γάγγλια, κηρία καὶ τὰς συκᾶς, ἰᾶται τὰ ὑδροκέφαλα βρέφη, μαλάς-
σει σπληνὸς σκληρίαν, καὶ τοὺς ἀνελκώτους καρκίνους παρηγορεῖ καὶ
οὐ συγχωρεῖ ἀναβιβρώσκεσθαι· ἐν πεσσῷ προστιθεμένη καταμήνια
ἄγει, ἐπὶ δὲ τῶν λιθιώντων ἢ δυσουρίᾳ καμνόντων ἢ τὴν κοιλίαν
ἐπεχομένων κατὰ τοῦ ἤτρου ἐπιτιθεμένη, κινεῖ τὰς ἐπεσχημένας ἐκ-
κρίσεις, ἰᾶται τὰς ἐν πέλμασι ῥαγάδας ἀνεθὲν ῥοδίνῳ, καθαίρει τὰ
ἕλκη καὶ σαρκοῖ μάλιστα τὰ ἐν ὄρχεσι γιγνόμενα καὶ αἰδοίοις. Εἰ δὲ
χωρὶς τοῦ ἰοῦ σκευασθῇ, πρὸς τὰ ἑρπηστικὰ ἕλκη ποιεῖ καὶ κατάγ-
ματα τῶν ὀστῶν ἀντὶ ἐμβροχῆς ἐπιτιθεμένη· ἀνώδυνα γὰρ αὐτὰ ἐργά-
ζεται. Σκευάζεται δὲ καὶ διὰ τῶν ῥοδοειδῶν ἀνθῶν τῆς ἀλθαίας
φάρμακον ἐνεργέστατον οὕτως· Τὰ ῥοδοειδῆ ἄνθη ἐξωνυχισμένα λα-
βὼν καὶ κόψας καὶ λειότατα ποιήσας, λάμβανε μέρη δυοκαίδεκα·
φάτου, βουτύρου νεαροῦ ἀνὰ γοβ ἤτοι οὐγ. β. ῥοδίνου γοδ ἤτοι
οὐγ. δ. ἀποτίθεται δὲ τὸ φάρμακον ἐν μολυβδίνῃ πυξίδι, ξηραι-
νόμενον μέντοι ὑγραίνεται ῥοδίνῳ· ἐγὼ δὲ φησὶν Ἀρχιγένης τὴν
λιθάργυρον ἐλείωσα σέρεως χυλῷ κοτύλην α, καὶ μέλιτος πάχος
προσλαβοῦσαν ἀνέλαβον τοῖς τηκτοῖς. χρῶ δὲ καὶ τοῖς ὁμοίοις
ἑδρικοῖς φαρμάκοις· κάλλιστον δὲ καὶ πρὸς τὰς τῶν μαστῶν
ἀναβρώσεις τὸ προγεγραμμένον δι' οἴνου σκευαζόμενον, καὶ ῥοῦς
βυρσοδεψικὸς, καὶ κυπαρίσσου σφαιρία, καὶ κηκῖδες καὶ κασία,
ἀνέσας δὲ αὐτὰ γάλακτι γυναικείῳ ἢ ὀνείῳ χρῶ.
ΑΛΛΟ ΑΣΚΛΗΠΙΑΔΟΥ.
ται, καὶ τὰ χείλεα τῶν ἑλκέων ἀπηνέα ἢ τρηχέα, ἰχώρ τις κακώδης,
καὶ πόνος τῶν πρόσθεν μέζων· ἀνεσθίει δὲ τὴν ὑστέρην τὸ ἕλκος·
ἐξήκει δέ κοτε καὶ ἀπολυθέν τι σαρκίον· μὴ ἐς ὠτειλὴν ἰὸν μήκιστον
κτάνει τόδε. χρόνιον γίγνεται κάρτα· τόδε καὶ φαγέδαινα κικλήσκεται.
ὀλέθρια δὲ τὰ ἕλκεα, ἢν πρὸς τοῖσι ἄλγος ὀξύνῃ καὶ ἡ ἄνθρωπος ἀπο-
ρῇ. σηπεδὼν δὲ ἀπὸ τοῦ ἕλκεος ῥέει, οὐδὲ αὐτέῃσι φορητή· ἀγρι-
αίνει ψαύσεσί τε καὶ φαρμάκοιςι καὶ χαλεπαίνει πάσῃ καὶ ἰητρείῃ. φλέ-
βες δὲ ἐν ὑστέρῃ ἐς ὄγκον αἴρονται ξὺν περιτάσει τῶν πέλας, τῇσι δὲ
πεπνυμένῃσι οὐκ ἄσημον τῇ ἁφῇ· οὐ γὰρ ἄλλως δῆλον. πῦρ δὲ καὶ
ἄση τοῦ παντὸς καὶ σκληρίη ξύνεστιν, ᾗπερ τοῖσι θηριώδεσι [θανατώ-
δεα ὄντα ἕλκεα], ἀτὰρ καὶ ἐπίκλησιν ἴσχει καρκίνων. ἄλλος καρκίνος·
ἕλκος μὲν οὐδαμῇ, ὄγκος δὲ σκληρός, ἀτέραμνος· ξυντιταίνει δὲ τὴν
ὑστέρην ὅλην. ἀτὰρ καὶ ἄλγεα κατὰ τὰ ἄλλα, ὅσα ἐφέλκει· τὰ ωὐτὰ
δὲ ἄμφω τὰ καρκινώδεα καὶ χρόνια καὶ ὀλέθρια· πολλὸν δὲ τὸ ἕλκος
τοῦ ἀνελκώτου κάκιον καὶ ὀσμῇ καὶ πόνοισι καὶ ζωῇ καὶ θανάτῳ. ἐξί-
σταταί κοτε τῆς ἕδρης ἡ ὑστέρη ὅλη καὶ ἐπὶ τοῖσι μηροῖσι τῆς γυναι-
κὸς ἱζάνει. ἄπιστος ἡ ξυμφορή, ἀλλ' οὐκ ἀθέητος ἡ ὑστέρη, οὐδὲ
ἀγέννητος ἡ αἰτίη. ξυνδιδοῦσι γὰρ οἱ ὑμένες οἱ πρὸς τοὺς λαγόνας,
ὀχῆες τῆς ὑστέρης ἐόντες νευρώδεες· οἱ μὲν κατὰ πυθμένα πρὸς τὴν
ὀσφὺν λεπτοί, οἱ δὲ κατὰ αὐχένα ἔνθα καὶ ἔνθα πρὸς τοὺς λαγόνας·
οἵδε μάλιστα νευρώδεες, πλατέες ὅκως νεὼς λαίφεα.
Τίνα σημεῖα τῆς μελαγχολίας; ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῆς μελαγχολίας, σημαίνει
τὸ
ἀνιαρὸν, τὸ ἀλγεινὸν, τὸ ὀδυνηρὸν, τὸ ἐπίπονον, καὶ τὸ διαβρωτικόν.
Ποῖον τὸ ἐν
ἡμῖν χυμῶν ἀποτελεῖ τὰ ἀτμώδη; ποῖον δὲ τὰ λιγνυώδη, καὶ ποῖον τὰ
αἰθαλώδη καὶ
ποῖον τὰ καπνώδη; ἰστέον ὅτι, ἐκ μὲν τοῦ αἵματος, οἱ ἀτμοὶ, ἐκ δὲ τῆς
χολῆς τῆς
ξανθῆς, τὰ λιγνυώδη, ἐκ δὲ τῆς μελαίνης, τὰ αἰθαλώδη, ἐκ δὲ τοῦ
φλέγματος, τὰ
καπνώδη. Ποῖον καλοῦμεν λυπηρίαν πυρετόν; Ὁ δὲ λυπηρίας καῦσος μέν
ἐστι καὶ
οὗτος. Ἐπὶ δὲ φλεγμονῇ γαστρὸς ἀναπτόμενος, πλεονάσας ἢ σαπεὶς ὁ
χυμὸς ὁ με-
λαγχολικὸς, τίνα ποιεῖ πάθη; εἰ μὲν ἐν ὅλῳ τῷ σώματι πλεονάσει ὁ
μελαγχολικὸς
χυμὸς καὶ ἔστιν ἀσαπὴς, ποιεῖ τὸν μελανιήτερον. Εἰ δὲ πλεονάσας σαπῇ,
εἰ μὲν ἔξω
τῶν ἀγγείων, ποιεῖ τεταρταῖον, εἰ δ' ἑνὶ μορίῳ πλεονάσῃ, καὶ ἔστιν
ἀσαπὴς, ποιεῖ
σκίῤῥον· εἰ δὲ σαπῇ, ποιεῖ καρκινώματα, ἢ φαγεδαινώματα.
Πόσα ἀγγεῖα τοῦ αἵματος; Ἰστέον ὅτι δύο ἀγγεῖά εἰσιν ἐν ἡμῖν τοῦ
αἵματος, ἀρ-
τηρίαι καὶ φλέβες· ἡ μὲν τὸ πνεῦμα περιέχουσα, ἡ δὲ τὸ αἷμα.
Μεμαθήκαμεν δὲ ὅτι
ταῦτα τὰ ἀγγεῖα, ἢ ἐν τῷ πέρατι συναναστομοῦνται ἀλλήλοις, ἢ ἐν μέσῳ.
Πῶς γί-
νεται ὁ πυρετός; Ὅταν πλεονάσῃ τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψὶ, τοῦτο μὴ
δυνάμενον στέ-
γεσθαι ἐν αὐταῖς, τῇ συνεχείᾳ κατέρχεται εἰς τὰς ἀρτηρίας· καὶ εἰ μὲν ᾖ
μεγάλη ἡ
κοιλότης τῶν ἀρτηρίων, μένει ἐκεῖσε στεγόμενον, καὶ μηδὲν παρεμποδὼν
γινόμενον
τῷ πνεύματι· εἰ δὲ στενὴ εἴη ἡ ἀρτηρία, καὶ τὸ αἷμα πολὺ, τότε τῇ ῥώμῃ
τοῦ πνεύ-
ματος τοῦτο ἐξωθούμενον φέρεται περὶ τὰ πέρατα ἅτινα στενότατά εἰσι·
καί τοι πᾶν
ἐκεῖ σφηνοῦται καὶ κώλυμα γίνεται τοῦ πνεύματος.
pag. 112r:
Alexander Phil., Problemata (lib. 1-2) [Sp.] Βι. 1, τμ. 92, γρ. 12
Alexander Phil., Problemata (lib. 1-2) [Sp.] Βι. 1, τμ. 92, γρ. 16
περὶ καρκινώματος.
Ἱεροκλέους.
περὶ καρκινώματος.
Ἱεροκλέους.
περὶ καρκινώματος.
291
Ἱεροκλέους.
ἄλλο.
|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
ἄλλο.
|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
ρίδας λελειωμένας μετὰ στυπτηρίας καὶ ἐλαίου κυπρίνου ἐπι-
τιθέναι.
ἄλλο.
|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
ρίδας λελειωμένας μετὰ στυπτηρίας καὶ ἐλαίου κυπρίνου ἐπι-
τιθέναι.
ἄλλο.
|
Ἐὰν Καρκίνωμα σχῇ ζῷον, χρὴ τοῦτο περιτέμνεσθαι, καὶ
μετὰ ταῦτα μέχρι τῆς ζώσης σαρκὸς ἐπικαίεσθαι, καὶ κανθα-
293
ἄλλο.
κόψας, καὶ μίξας γάλακτος αἰγείου ξέστῃ ἑνὶ καὶ ἐλαίου κυάθῳ
ἑνί, καὶ διυλίσας καθαρίως, δίδου διὰ τοῦ στόματος· εἰ δὲ
ταῦτα μὴ ἦ, ὑδρομέλιτος κύαθους γʹ καὶ πεπέρεως λευκοῦ
ὀβολὸν ἕνα, κρόκου γρά. βʹ, ὁμοῦ συντρίψας ἐν οἴνῳ διὰ
στόματος δίδου.
Περὶ καρκινώματος.
Σύναγε ταύτην ἀπὸ τῆς πρὸ ιγʹ καλανδῶν Ἰουλίου· βοτάνη Καρκίνου τὸ
σύμφυτον.
Ταύτης {γὰρ} ἡ ῥίζα καὶ ὁ {καρπὸς} χυλὸς πολλὰς ἐν-
εργείας ἔχει. ἐκ μὲν οὖν τῆς ῥίζης ἔμπλαστρον σκευάζεται,
ὅπερ τραύματα καὶ διακοπέντα ⌊νεῦρα⌋ κολλᾷ. ⌊σκευάζεται δὲ
οὕτως·⌋ {ἤγουν} κηροῦ δρ. ηʹ, μυελοῦ ἐλαφείου δρ. ιβʹ,
μάννης Λιβάνου δρ. καʹ, ῥητίνης ὑγρᾶς δρ. κδʹ, τῆς ῥίζης
κεκομμένης καὶ σεσημένης δρ. λβʹ, ἐλαίου ῥοδίνου δρ. κδʹ,
μέλιτος Ἀττικοῦ δρ. ϛʹ, κρόκου δρ. βʹ – παρ' ἐνίοις μέ-
λι οὐκ ἔστιν οὐδὲ κρόκος ἐγκείμενος – {κρόκου δρ. βʹ}. τὰ
ξηρὰ τοῖς ὑγροῖς ἀναλαμβάνων χρῶ.
ἢ κεδρίας λείας μετ' οἴνου· ποιεῖ καὶ χηνὸς αἷμα ποθὲν θερ-
μόν· μὴ δυνάμενοι δὲ οὗτοι ἰχθύας προςενέγκασθαι, μόνους τοὺς
ποταμίους καρκίνους ἑφθοὺς ἐσθίουσι, καὶ πίνοντες οἶνον με-
μιγμένον ἐπ' αὐτῶν, πέσσουσιν ὠφελούμενοι· τεκμήριον δ' ἐστὶν
ἐπ' αὐτῶν σωτηρίας, ὅταν ἄρξωνται ἰχθύας προςφέρεσθαι.
[Περὶ φρύνου.] Φρῦνος ἢ βάτραχος ἕλειος
προςενεχθεὶς ἐπιφέρει οἰδήματα σώματος μετὰ ὠχρότητος ἐπι-
τεταμένης, ὡς δοκεῖν πύξῳ ἐοικέναι, δυςπνοεῖν τε καὶ δυςω-
δίᾳ ὀδωδέναι τὸ στόμα· καὶ λυγμὸς αὐτοῖς ἕπεται, ἐνίοτε δὲ
καὶ σπέρματος ἀπροαίρετος ἔκκρισις. Εὐβοήθητοί τε τυγχά-
νουσι μετὰ τὸν ἔμετον λαμβάνοντες ἄκρατον πολὺν, καὶ κα-
λάμου ῥίζηςβʹ, ἢ κυπείρου τὸ αὐτό· δεῖ δὲ αὐτοὺς καὶ
ἀναγκάζειν συντόνως περιπατεῖν καὶ τρέχειν,
Περὶ ἐρωδιοῦ.
γεντιανῆς ῥίζης κοχλιαρίῳ ἑνὶ καὶ οἴνῳ ποθεῖσα ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς,
βοηθεῖ λυσσοδήκτοις ἐναργῶς. σὺν μέλιτι ἑφθῷ ῥαγάδας τὰς ἐν ποσὶ
καὶ τὰς ἐν δακτυλίῳ καὶ χίμεθλα καὶ καρκινώματα παρηγορεῖ. λεῖοι
δὲ ὠμοὶ σὺν γάλακτι ὀνείῳ ποθέντες βοηθοῦσι δήγμασιν ἑρπετῶν φα-
λαγγίων, σκορπίων πληγαῖς. ἑφθοὶ δὲ σὺν ζωμῷ ἐσθιόμενοι, φθισικοὺς
ὠφελοῦσι καὶ τοὺς λαγὼ θαλάσσιον πεπωκότας. τριφθέντες δὲ σὺν ὠκί-
μῳ καὶ προσαχθέντες, σκορπίους κτείνουσι. δύνανται δὲ τὰ αὐτὰ καὶ
οἱ θαλάσσιοι πλὴν ἧττον τούτων ἐνεργοῦσιν.
Καρκίνοι ποτάμιοι ἐσθιόμενοι καὶ τὸ ἀπόζεμα αὐτῶν πινόμενον
δυσουρίαν καὶ στραγγουρίαν γυναικῶν καὶ ἀνδρῶν καὶ παίδων ἰᾶται.
καρκίνον καύσας καὶ ἀριστολοχίαν καὶ κνίδας κοπανίσας καὶ λειώσας
ὁμοῦ, μῖξον σὺν αὐτοῖς καὶ σαπώνιν καὶ χρίε ἐξωχάδας καὶ ἐσωχάδας.
Memnon Hist., Fragmenta FHG 3”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–
1870.Fragment 2, γρ. 26
περὶ αὑτόν.
Λέων ἅρμα κενὸν ἀποστρέφεται καὶ τροχὸν στρεφόμενον καὶ πῦρ
καιόμενον.
Κύων κόπρον ἀλώπεκος ξηρὰν ὀσφραινόμενος κυλίεται ὡς ὀρχούμενος
καὶ ἐκστρεφόμενος· ὁ δὲ
Λακωνικὸς οὐ πάσχει τοῦτο.
Κύων μαίνεται καὶ ἀποθνήσκει ὑαίνης στέατι χρισθείς· λύσεις δὲ,
εἰ ἀσφοδέλου χυλὸν χρίσῃς.
Κύων κοιμᾶται εἰ ἀμυγδάλην πικρὰν μετ' ἐλαίου λείαν καταλείξῃ ἢ
καὶ ἀλειφθῇ.
Κροκοδείλους τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ ἀνάγουσιν ἀσφοδέλου ῥίζαι.
Καρκίνῳ πολύ-
πους ἐὰν πλεκτάνην ἐπιθῇ, τοὺς ὀδόντας ἀποβάλλει· ἀστακῷ ἐὰν
πολύπους πλεκτάνην εἰς τὰς χηλὰς
ἐπιθῇ, εὐθέως αὐτὰς ἀποβάλλει.
Ἰκτὶν οὐ προσέρχεται, ὅπου φύλλα ῥόδου ἐπιθῇς.
Ἵππος
ναρκᾷ ἐπιβὰς ἴχνη λύκου πρόσφατα.
Ἵππος ἔχοντι ἀνθρώπῳ ἱππομανὲς ἀποκολουθήσει ὡς μαι-
νόμενος.
Ἐλέφαντος στέαρ ἐὰν ἀλείψῃ, οὐδέν σοι τῶν θηρίων
προσελεύσεται, ἀδιάψαυστον γάρ
ἐστι.
Κάστορες διωκόμενοι ὑπὸ ἀφθόρου γυναικὸς τοὺς ἰδίους διδύμους
ἀποτέμνουσι.
[Περὶ Ὕδρας.]
[Περὶ Ὕδρας.]
ΠΑΓΚΡΑΤΟΥΣ
Τίμαιος ἐν ἕκτῃ (FHG. I 204, fr. 56)· ὅθεν τοὺς ὑπερβολῇ πολλοὺς
Καλλικυρίους ἔλεγον.
ὠνομάσθησαν δὲ ἀπὸ τοῦ εἰς ταὐτὸ συνελθεῖν παντοδαποὶ ὄντες, ὡς
Ἀριστοτέλης ἐν Συρακουσίων
Πολιτείᾳ (fr. 586 R.), ὅμοιοι τοῖς παρὰ Λακεδαιμονίοις Εἵλωσι καὶ παρὰ
Θετταλοῖς Πενέσταις
καὶ παρὰ Κρησὶ Κλαρώταις.
καλλύνειν· κοσμεῖν καὶ σαροῦν.
κάμπιος δρόμος· δρόμοι τινὲς ἦσαν κάμπιοι οὐκ εὐθεῖς καὶ ἁπλοῖ, ἀλλὰ
καμ-
πὰς ἔχοντες.
κάναστρον· τρύβλιον.
κανθάρου μελάντερος· παροιμία ** Μένανδρος Θησαυρῷ (fr. 202 Kö.).
κάρδακες· οἱ στρατιῶται ἐν Ἀσίᾳ· λέγονται δὲ καὶ οἱ φύλακες κάρδακες.
Καρκίνου ποιήματα· Μένανδρος Ψευδηρακλεῖ (fr. 457 Kö.) ἀντὶ τοῦ
αἰνιγμα-
τώδη. ὁ γὰρ καρκίνος Ὀρέστην ὑπὸ †Ἰλίου† ἀναγκαζόμενον
ὁμολογῆσαι, ὅτι ἐμητροκτόνησεν,
ἐποίησε δι' αἰνιγμάτων ἀποκρινόμενον (Carc. p. 798 N2).
κατ' αἶγας ἀγρίας· παροιμία λεγομένη ἐπὶ κατάρας – κατ' αἶγας ἀγρίας
τρέπειν τὰ κακά – ὁμοίως τῇ ‘ἐς κόρακας’ (cf. Paus. φ 5).
διασημήναντες τὰς δοθείσας, δωρεάς. (6) τῆς μὲν γὰρ Κόρης τὴν
καταγωγὴν ἐποιήσαντο
περὶ τὸν καιρὸν ἐν ὧι τὸν τοῦ σίτου καρπὸν τελεσιουργεῖσθαι συνέβαινε,
καὶ ταύτην τὴν
θυσίαν καὶ πανήγυριν μετὰ τοσαύτης ἁγνείας καὶ σπουδῆς ἐπιτελοῦσιν
ὅσης εἰκός ἐστι
τοὺς τῆι κρατίστηι δωρεᾶι προκριθέντας τῶν ἄλλων ἀνθρώπων
ἀποδιδόναι τὰς χάριτας.
(7) τῆς δὲ Δήμητρος τὸν καιρὸν τῆς θυσίας προέκριναν ἐν ὧι τὴν ἀρχὴν ὁ
σπόρος τοῦ σίτου
λαμβάνει. ἐπὶ δ' ἡμέρας δέκα πανήγυριν ἄγουσιν ἐπώνυμον τῆς θεοῦ
ταύτης, τῆι τε λαμ-
πρότητι τῆς παρασκευῆς μεγαλοπρεπεστάτην καὶ τῆι διασκευῆι
μιμούμενοι τὸν ἀρχαῖον
βίον. ἔθος δ' ἐστὶν αὐτοῖς ἐν ταύταις ταῖς ἡμέραις αἰσχρολογεῖν κατὰ τὰς
πρὸς ἀλλήλους
ὁμιλίας διὰ τὸ τὴν θεὸν ἐπὶ τῆι τῆς Κόρης ἁρπαγῆι λυπουμένην γελάσαι
διὰ τὴν αἰσχρολογίαν.
(5) περὶ δὲ τῆς κατὰ τὴν Κόρην ἁρπαγῆς ὅτι γέγονεν ὡς προειρήκαμεν,
πολλοὶ τῶν ἀρχαίων
συγγραφέων καὶ ποιητῶν μεμαρτυρήκασι. καρκίνος μὲν γὰρ ὁ τῶν
τραγωιδιῶν ποιητής,
πλεονάκις ἐν ταῖς Συρακούσαις παρεπιδεδημηκώς, καὶ τὴν τῶν ἐγχωρίων
τεθεαμένος σπουδὴν
τὴν περὶ τὰς θυσίας καὶ πανηγύρεις τῆς τε Δήμητρος καὶ Κόρης,
κατεχώρισεν ἐν τοῖς
ποιήμασι τούσδε τοὺς στίχους (p. 799, 5 N2): «λέγουσι Δήμητρός ποτ' ἄρρητον κόρην /
Πλούτωνα κρυφίοις ἁρπάσαι βουλεύμασι, / δῦναί τε γαίας εἰς μελαμ
324
κατὰ τὸν λόγον [τὸν λογισμὸν] ἓν ἂν φαίη τὸ ὄν. ἀλλ' εἰ μὲν ἀντὶ τῆς
ἀρχῆς τὸ ὂν ἐλάμβανε Μέλισσος μίαν τὴν ἀρχὴν λέγων κατὰ τὸν λόγον,
ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
326
ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
σεως, εἰ τῷ αὐτῷ σχήματι τοῦ λόγου ἕτερα λήμματα ἐναρμόσαιμεν. ὑπο-
κείσθω γὰρ ὑπὸ τοῦ ὄντος μόνον σημαίνεσθαι τὸ λευκόν, τὸ δὲ παρὰ τὸ
λευκὸν μηδὲν εἶναι, καὶ πλεκέσθω παραπλησίως ὁ λόγος·
ἀρχῆς τὸ ὂν ἐλάμβανε Μέλισσος μίαν τὴν ἀρχὴν λέγων κατὰ τὸν λόγον,
ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
327
ταὐτὸν ἄν τισι φυσικοῖς ἔλεγε. τὸ πάντα δὲ ἓν εἶναι κατὰ τὸν λόγον ἀμή-
χανον, ἄνθρωπον ἵππον τὰ ἐναντία. πρὸς μὲν οὖν τοῦτον καὶ ταῦτα πλείω
τῶν ἱκανῶν.
Πρὸς Παρμενίδην δὲ ἑξῆς ῥητέον. ὅσα μὲν τοίνυν εἴρηται πρὸς τὴν
δόξαν, κοινὰ καὶ πρὸς τοῦτον· ἴδια δὲ ὅσα πρὸς τὸν λόγον ὃν ἐρωτᾷ, ὅς
ἐστι τοιόσδε κατὰ τὴν δύναμιν· ‘τὸ παρὰ τὸ ὂν οὐκ ὄν, τὸ οὐκ ὂν οὐδέν,
ἓν ἄρα τὸ ὄν’. ψεύδεται μὲν οὖν ὅτι μοναχῶς λαμβάνει λέγεσθαι τὸ ὂν
λεγόμενον πολλαχῶς, καθ' ὅσους ἐπεδείξαμεν τρόπους· ὅμοιον γάρ τι
λέγειν,
τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον οὐ καρκῖνός ἐστιν, τὸ παρὰ τὸν κύνα οὐ κύων
ἐστί·
δύναται δὲ καὶ τὸ παρὰ τὸν κύνα κύων εἶναι καὶ τὸ παρὰ τὸν καρκῖνον
καρκῖνος· τὸ γὰρ παρὰ τὸν θαλάττιον κύνα οὐκ ἔστι μὲν κύων
θαλάττιος,
οὐράνιος δὲ ἢ χερσαῖος. καὶ εἴ τι παρὰ τὸ ὄν ἐστιν, οἷον εἰ τὸ παρὰ τὴν
οὐσίαν, ἐκεῖνο οὐκ οὐσία, ποιότης μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι δυνήσεται·
καὶ εἴ τι παρὰ τὴν ποιότητα, οὐ ποιότης, οὐσία μέντοι γε ἢ ποσότης εἶναι
δυνήσεται, καὶ οὐδὲν κωλύει πολλὰ οὕτως εἶναι τὰ ὄντα. οὕτω μὲν οὖν
ψεύδεται Παρμενίδης· ὅτι δὲ μὴ συλλογίζεται, δῆλον ἂν γένοιτο ἐξ
ὑποθέ-
σεως, εἰ τῷ αὐτῷ σχήματι τοῦ λόγου ἕτερα λήμματα ἐναρμόσαιμεν. ὑπο-
κείσθω γὰρ ὑπὸ τοῦ ὄντος μόνον σημαίνεσθαι τὸ λευκόν, τὸ δὲ παρὰ τὸ
λευκὸν μηδὲν εἶναι, καὶ πλεκέσθω παραπλησίως ὁ λόγος· εἴ τι παρὰ τὸ
λευκόν ἐστιν, ἐκεῖνο οὐκ ἔστιν λευκόν, τὸ δὲ μὴ λευκὸν οὐδέν ἐστιν. τί
δὴ συνάγεται; τὸ παρὰ τὸ λευκὸν μηδὲν εἶναι. εἰ γέγονας ἐν τοῖς ἀναλυ
βούλεσθε, τὴν Αἴαντος ὑπὲρ τῶν νεῶν καὶ τὴν ἐπὶ τοῦ
τείχους τῶν Ἀχαιῶν ἀντιθῶμεν μάχην τοῖς ἐπὶ τῆς πόλεως
ἐκείνης ἔργοις, ᾗ δὴ Μυγδόνιος ποταμῶν κάλλιστος τὴν
αὑτοῦ προστίθησι φήμην, οὔσῃ γε καὶ Ἀντιόχου βασιλέως
328
ἀρχι-
τέκτονα, οὐ γεωμέτρην, οὐ φώνασκον, οὐχ ὑποκριτὴν ποιημάτων, ἀλλ'
ἐστέ-
ρηται ὁ τῆς τοῦ Ἑρμοῦ καὶ τῆς Ἀφροδίτης ἐνεργείας τρόπος ἐν ὅλῳ τῷ
κύκλῳ
τούτῳ τῆς οἰκουμένης. οἱ Μῆδοι πάντες τοῖς μετὰ σπουδῆς τρεφομένοις
κυσὶ τοὺς νεκροὺς ἔτι ἐμπνέοντας παραβάλλουσι, καὶ οὐ πάντες σὺν τῇ
μήνῃ
τὸν Ἄρεα ἐφ' ἡμερινῆς γενέσεως ἐν Καρκίνῳ ὑπὸ γῆν ἔχουσιν. Ἰνδοὶ
τοὺς νεκροὺς καίουσι, μεθ' ὧν συγκαίουσιν ἑκούσας τὰς γυναῖκας, καὶ οὐ
δήπου πᾶσαι αἱ καιόμεναι ζῶσαι Ἰνδῶν γυναῖκες ἔχουσιν ὑπὸ γῆν ἐπὶ
νυκτε-
ρινῆς γενέσεως σὺν Ἄρει τὸν ἥλιον ἐν Λέοντι ὁρίοις Ἄρεος. Γερμανῶν
οἱ πλεῖστοι ἀγχονιμαίῳ μόρῳ ἀποθνήσκουσι, καὶ οὐ πάντως τὸ πλῆθος
τῶν
Γερμανῶν τὴν σελήνην καὶ τὴν ὥραν μεσολαβουμένας ὑπὸ Κρόνου καὶ
Ἄρεος
ἔχει. παντὶ ἔθνει καὶ πάσῃ ἡμέρᾳ καὶ παντὶ τρόπῳ τῆς γενέσεως γεννῶν-
ται ἄνθρωποι· κρατεῖ δὲ ἐν ἑκάστῃ μοίρᾳ τῶν ἀνθρώπων νόμος καὶ ἔθος
διὰ
τὸ αὐτεξούσιον τοῦ ἀνθρώπου· καὶ οὐκ ἀναγκάζει ἡ γένεσις τοὺς Σῆρας
μὴ
θέλοντας φονεύειν ἢ τοὺς Βραχμᾶνας κρεοφαγεῖν ἢ τοὺς Πέρσας
ἀθεμίτως
μὴ γαμεῖν ἢ τοὺς Ἰνδοὺς μὴ καίεσθαι ἢ τοὺς Μήδους μὴ ἐσθίεσθαι ὑπὸ
κυ
Gregorius Nazianzenus Theol., De spiritu sancto (orat. 31) Τμ. 19, γρ.
21
ΠΕΡΙ ΣΙΓΗΣ.
Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 3, κεφ. 38, τμ. 18, γρ.
1
Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 4, κεφ. 31c, τμ. 60, γρ.
1
Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium Βι. 4, κεφ. 31c, τμ. 63, γρ.
1
ΠΡΟΣ ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΟΝ
κέχηνεν
ἐν τῷ κόγχῳ πεινῶσα· ὅταν οὖν, αὐτῆς κεχηνυίας, παρεισέλθῃ ἰχθύ-
διόν τι, ὁ πιννοφύλαξ δάκνει τῇ χηλῇ τὴν πίνναν, ἡ δέ, αἰσθομένη,
καταμύει τὸν κόγχον, καὶ οὕτω κυνηγετεῖ τὸ ἰχθύδιον.
δὲ λαρινός ὀξύνεται.
αὐτοκίνητος.
Ταῦτα δὲ πάντα διηριθμησάμην ὁμοῦ μὲν ὑμᾶς εἰς πολυμάθειαν
ἄγων, ὁμοῦ δὲ καὶ ταῖς Ἑλληνικαῖς δόξαις ποιούμενος ἐντριβεῖς. καὶ
349
πλήρεις δ' εἰσὶν αἵματος, ἔχουσι δὲ πόρους· διὸ τοῦ αἵματος κινου-
μένου ἄνω καὶ κάτω, ἄνω γίνεται ἀναπνοή, κάτω ἐκπνοή. αἱμάτων
πλήρεις ἄλοκες ἤγουν φλέβες. ἐν τῇ ἐκπνοῇ ἐκτείνεται τὸ αἷμα, ἐν τῇ
εἰσπνοῇ συστέλλεται. εἰ †ὡς μέγ( )† καὶ τὰ λοιπὰ ἔντομα ἀνέπνεον,
ἐπνίγοντο ἂν ἐν τοῖς ὕδασι. τὰ μικρὰν ἔχοντα δύναμιν προσηνότερον
ἀναπνεῖ. πόδας καὶ βράγχια ἔχει ὁ καλούμενος κορδύλος, ἅμα δὲ
πόδας καὶ βράγχια οὐδὲν ἄλλο ὦπται ἔχον. τοῖς τετράποσι καὶ ἐναί-
μοις ἐστὶν ἡ ἐπιγλωττὶς μόνοις. ὁ αὐλὸς γέγονε τοῖς ἰχθύσιν ὡς ἂν
δεχομένοις τὸ ὕδωρ ἐξ ἀνάγκης διὰ τὸ ἐν τῷ ὑγρῷ ἔχειν τὸν βίον. ἐν
ἅπασι τοῦτο δι' αὐτοῦ, καὶ μὴ ἐμποδίζηται ὁ ἀὴρ ἐν τῇ εἰσόδῳ τῆς
ἀναπνοῆς, οὐχ ἕνεκα καταψύξεως· ὀλιγόθερμα γάρ εἰσι. καρκίνοι καὶ
κάραβοι διὰ τῶν ἐπιπτυγμάτων ἀφιᾶσι τὸ ὕδωρ, σηπίαι καὶ πολύποδες
διὰ τοῦ κοίλου τῆς κεφαλῆς. τὰ φυτὰ ἐκ πλείονος γῆς γέγονε, τὰ
ἔνυδρα ἐξ ὕδατος, πτηνὰ ἐξ ἀέρος, πεζὰ ἐκ πυρός. Ἐμπεδοκλῆς τὰ
ἔνυδρα πῦρ φησιν ἔχειν πολύ, ὅθεν καὶ ἐν ψυχρῷ φεύγει, οὐ καλῶς·
τῶν γὰρ ἕξεων τοῖς τὰς ὑπερβολὰς ἔχουσιν οἱ ἐναντίοι ἁρμόττουσιν
τόποι καὶ ὧραι, ἡ δὲ φύσις ἐν τοῖς ἰδίοις σῴζεται τόποις. [....] ὕλη
καὶ ἕξις καὶ διάθεσις. αἱ μὲν οὖν φύσεις ὕδατι ψυχραί, τῇ γῇ ξηραί,
ἀέρι θερμαί· ἕξεις αἱ μὲν ὑπερβάλλουσαι θερμότητι ἐν ψυχρῷ, αἱ δὲ
350
ζυγῷ, ἀλλὰ νότῳ καὶ βορρᾷ. ψυχαῖς γὰρ γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
σθαι, εἴτε πρὸς τὴν σύστασιν ἀποβλέποις εἴτε πρὸς τὴν σύνδεσιν τῆς
ψυχῆς τὴν πρὸς τοῦτο.
Ἔστι δὲ τὰ μὲν βόρεια ψυχῶν εἰς γένεσιν κατιουσῶν· διὰ τοῦτο τοῦ
ἄντρου αἱ πρὸς βορέαν πύλαι καταβαταὶ ἀνθρώποις· τὰ δὲ νότια οὐ
θεῶν, ἀλλὰ τῶν εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. διὸ οὐδὲ εἴρηκεν ‘αἱ πρὸς νότον
θεῶν’, ἀλλὰ ‘θεώτεραι’, ὅτι ἄμφω μὲν ψυχῶν πύλαι, ἀλλ' αἱ μὲν εἰς
ἀνθρώπους ἐρχομένων, αἱ δὲ εἰς θεοὺς ἀνιουσῶν. δύο γὰρ ἔθεντο πύ-
λας οὐρανοῦ οἱ τῶν Ἑλλήνων θεολόγοι, καρκίνον καὶ αἰγόκερων, Πλά-
των δὲ δύο στόμια ἔφη· τούτων δὲ καρκίνον μὲν εἶναι δι' οὗ κατίασιν
αἱ ψυχαί, αἰγόκερων δὲ δι' οὗ ἀνίασιν. ἀλλὰ καρκίνος μὲν βόρειος καὶ
καταβατικός, αἰγόκερως δὲ νότιος καὶ ἀναγωγός. οὔτε οὖν ἀνατολῇ
καὶ δύσει τὰς θύρας ἀνατέθεικεν οὔτε ταῖς ἰσημερίαις, οἷον κριῷ καὶ
ζυγῷ, ἀλλὰ νότῳ καὶ βορρᾷ. ψυχαῖς γὰρ γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
ἀπαλλαττομένας νότῳ. αὕτη δὲ καὶ ἡ αἰτία τοῦ τὸν μὲν βορρᾶν εὐθὺς
οἰκεῖοι οἱ τόποι. ἀλλ' ὁ μὲν βορρᾶς οἰκεῖος ταῖς εἰς γένεσιν ἰούσαις·
διὸ καὶ τοὺς ἀποθνῄσκειν μέλλοντας ἡ βορέου πνοιὴ
ζωγρεῖ ἐπιπνείουσα κακῶς κεκαφηότα θυμόν,
ἡ δὲ τοῦ νότου διαλύει θερμοτέρα ὑπάρχουσα καὶ πρὸς τὸ θερμὸν τοῦ
θείου ἀναπέμπουσα. βορειοτέρας δὲ οὔσης τῆς ἡμετέρας οἰκουμένης
352
ἀνάγκη τὰς τῇδε κυομένας βορρᾷ ἀνέμῳ ὁμιλεῖν καὶ τὰς ἐντεῦθεν
ἀπαλλαττομένας νότῳ. αὕτη δὲ καὶ ἡ αἰτία τοῦ τὸν μὲν βορρᾶν εὐθὺς
ἀρχόμενον μέγαν εἶναι, τὸν δὲ νότον λήγοντα. ὁ μὲν γὰρ εὐθὺς ἐπίκει-
ται τοῖς ὑπὸ τὴν ἄρκτον οἰκοῦσιν, ὁ δὲ μακρὰν ἀφέστηκε· χρονιωτέρα
δὲ ἡ ἐκ τῶν ἄποθεν ἐπιρροή· καὶ ὅταν ἀθροισθῇ, τότε πληθύνει. καὶ
ἡλίου δὲ πύλαι καρκίνος ἐστὶ καὶ αἰγόκερως· ἄχρι γὰρ τούτων ἀπὸ
βορείου ἀνέμου εἰς τὰ νότια πρόεισι κατιὼν κἀκεῖθεν ἐπάνεισιν εἰς τὰ
βόρεια. τὰ δὲ ζῴδια ταῦτα καὶ πέρατα τοῦ γαλαξίου εἰσίν, ἐπέχει δὲ
καρκίνος μὲν τὰ βόρεια, αἰγόκερως δὲ τὰ νότια. ἔτι τὰ μὲν νότια μι-
κροφυῆ ποιεῖ τὰ σώματα, ἐν δὲ τοῖς βορείοις εἰς μέγεθος ταῦτα τρέ-
φεται. κατὰ ταῦτα τοίνυν τῷ μὲν θνητῷ καὶ γενέσει ὑποπτώτῳ φύλῳ
τὰ βόρεια οἰκεῖα, τῷ δὲ θειοτέρῳ τὰ νότια, ὥσπερ θεοῖς μὲν τὰ ἀνα-
τολικά, δαίμοσι δὲ τὰ δυτικά.
ἀποδοθῇ πλοίου, οὐκ ἀντιστρέφει· ἐπὶ πλέον γὰρ τὸ πλοῖον τοῦ πηδα-
λίου· πολλὰ γάρ εἰσι πλοῖα ἃ πηδάλια οὐκ ἔχει, ὡς τὰ ἀκάτια. δεῖ
γοῦν τὸ μεῖζον ἤγουν τὸ πλοῖον ἐλαττῶσαι καὶ εἰπεῖν τὸ πηδάλιον πη-
δαλιωτοῦ πηδάλιον. καὶ ἡ κεφαλὴ δὲ ἐὰν ἀποδοθῇ ζῴου, οὐκ ἀντι-
στρέφει. ἡ μὲν κεφαλὴ ζῴου λέγεται κεφαλή, οὐκέτι δὲ τὸ ζῷον τῇ
κεφαλῇ ζῷον· ἐπὶ πλέον γὰρ τὸ ζῷον· εἰσὶ γάρ τινα ζῷα ἅπερ κεφα-
λὴν οὐκ ἔχουσιν, ὡς ὁ καρκῖνος, σκώληξ, γῆς ἔντερα. ἐὰν οὖν μειώσω-
μεν τὸ μεῖζον καὶ ποιήσωμεν κεφαλωτόν, οἰκείως ἡ ἀντιστροφὴ λεχθή-
σεται· ἡ γὰρ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλὴ καὶ τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ
κεφαλωτόν. οὑτωσὶ δέ τις τοιούτοις χρήσαιτο. εἰ οὖν μὴ ὀνόματά εἰσιν
ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ οἰκείως κατηγορουμένων τοῖς πρὸς ἃ ἀντιστρέ-
φουσι, τιθείη τὰ ὀνόματα, ἤγουν, ἔνθα ὀνόματα μὴ κεῖνται, βούλεταί
τις ἀπὸ τῶν κυρίως λεγομένων ἀρχόμενος ἀφ' ἑαυτοῦ τιθέναι ὀνόματα
καταλλήλως τῇ ἀντιστροφῇ προσαρμόττοντα καὶ ἰσάζοντα, ὥσπερ ἀπὸ
τοῦ πτεροῦ πτερωτὸν καὶ ἀπὸ τοῦ πηδαλίου πηδαλιωτόν. οὐκοῦν
πάντα τὰ πρός τι, ἐάνπερ οἰκείως ἀποδιδῶται καὶ μὴ πρὸς ὃ ἔτυχε,
πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεται. εἰ δὲ πρὸς τὸ τυχόν, οὐκ ἀντιστρέφει.
τέμνει κατὰ διάμετρον, ἔαρος μὲν κατὰ τὸν κριόν, μετοπώρου δὲ κατὰ
τὸν ζυγόν· ἕβδομον γὰρ ἑκάτερον ἀφ' ἑκατέρου ζῴδιον. τῶν δὲ λοιπῶν
πλανήτων, τῶν μὲν ὑπερκειμένων τοῦ ζῳοφόρου κύκλου, τῶν δὲ
τεταγμέ-
νων κατωτέρω, καὶ πάντων ὡς εἰπεῖν τὰ τούτου παρελαυνόντων ὅρια
καὶ μὴ περιοριζομένων τῷ ἐκείνου πλάτει, μόνος ὁ ἥλιος κάτω μὲν
τούτων
τυγχάνων, ἀγχοῦ δὲ τεταγμένος, οὐδὲ πρὸς βραχὺ παρεγκλίνει τοῦ πλά-
τους· δεκασταδιαῖον δὲ τοῦτο τιθέασιν οἱ τὰς παρόδους ἀκριβωσάμενοι
καὶ τὰ πλάτη τῶν κύκλων καταλαβόντες.
Ἀλλ' ἐπειδὰν πρὸς θάτερον τῶν περάτων ἐξαπλώσῃ τὴν κίνησιν, αὖθις
ἐκεῖθεν κατὰ σημεῖον ἡμῖν ἀνθυποστρέφει. ἀπωτέρω οὖν ἡμῶν γινόμενος
μετὰ τὴν πέμπτην καὶ ἡμίσειαν τοῦ καρκίνου μοῖραν πρὸς νότον
κάτεισιν·
αὖθις δὲ ἐν τῷ ζυγῷ ταπεινούμενος καὶ γιγνόμενος νοτιώτατος, ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς ἄνεισι. κατὰ γοῦν τὰς διπλᾶς αὐτοῦ κινήσεις, ὧν τὴν ἑτέραν ὁ
λόγος φορὰν ὠνόμασε, τῇ μὲν ὑπόγειος γίνεται, τῇ δὲ λοξὸς καὶ παρεγκε-
κλιμένος. οἱ γοῦν τῷ ἡλίῳ τὸ μὲν διδόντες, τὸ δ' ἄλλο μὴ
ἐπιμαρτυροῦντες
ἀμαθέστατόν μοι διαταττόμενοι φαίνονται· οἱ δ' ἀμφότερα κατὰ τοὺς
354
Τῷ αὐτῷ.
στρέφουσιν οἴκαδε.
Ἤκουσα, ὅτι θαλάσσιος ἐχῖνος, τὸ μικρὸν παντε-
λῶς καὶ εὐκαταφρόνητον ζῶον, διδάσκαλος πολλάκις
γαλήνης καὶ κλύδωνος τοῖς πλέουσι γίνεται. Ὃς ὅταν
προΐδῃ ταραχὴν ἀνέμου, ψηφίδα τινὰ ὑπελθὼν γεν-
ναίαν, ἐπ' αὐτῇ ὥσπερ ἐπ' ἀγκύρας βεβαίως σαλεύει,
κατεχόμενος τῷ βάρει πρὸς τὸ μὴ ῥᾳδίως τοῖς κύμα-
σιν ἀποσύρεσθαι. Τοῦτο ὅταν ἴδωσιν οἱ ναυτικοὶ τὸ
σημεῖον, ἴσασι τὴν προσδοκωμένην βιαίαν κίνησιν
τῶν ἀνέμων.
Ὁ καρκῖνος τῆς σαρκὸς ἐπιθυμεῖ τοῦ ὀστρέου,
ἀλλὰ δυσάλωτος ἡ ἄγρα αὐτῷ διὰ τὴν περιβολὴν τοῦ
ὀστράκου γίνεται. Ἀῤῥαγεῖ γὰρ ἕρκει τὸ ἁπαλὸν τῆς
σαρκὸς ἡ φύσις κατησφαλίσατο. Διὸ καὶ ὀστρακόδερ-
μον προσηγόρευται. Καὶ ἐπειδὴ δύο κοιλότητες ἀκρι-
βῶς ἀλλήλαις προσηρμοσμέναι τῷ ὀστρέῳ περιπτύς-
σονται, ἀναγκαίως ἄπρακταί εἰσιν αἱ χηλαὶ τοῦ καρ-
κίνου. Τί οὖν ποιεῖ; ὅταν ἴδῃ ἐν ἀπηνέμοις χωρίοις
μεθ' ἡδονῆς διαθαλπόμενον, καὶ πρὸς τὰς ἀκτῖνας
τοῦ ἡλίου τὰς πτύχας ἑαυτοῦ διαπλώσαντα, τότε λά-
θρα ψηφίδα παρεμβαλὼν ὁ καρκῖνος, διακωλύει τὴν
μάδος, κατὰ τὴν θερινὴν τροπήν, ἡλίου ὄντος καὶ σελήνης καρκίνῳ , τῇ
κεʹ τοῦ Ἰουνίου μηνός, Ἐπιφὶ πρώτῃ, εἰσήχθη ὑπὸ τοῦ θεοῦ ἐν τῷ πα-
ραδείσῳ ἡ τοῦ Ἀδὰμ βοηθὸς Εὔα, ἐν τῇ πʹ ἡμέρᾳ τῆς πλάσεως αὐτῆς. ἣν
ὁ Ἀδὰμ λαβὼν ὠνόμασεν Εὔαν, ὃ ἑρμηνεύεται ζωή· διὰ τοῦτο
προσέταξεν
ὁ θεὸς διὰ Μωϋσέως ἐν τῷ Λευιτικῷ, ἤτοι διὰ τὰς μετὰ τὴν πλάσιν τοῦ
χωρισμοῦ αὐτῶν ἡμέρας ἐκ τοῦ παραδείσου, ἐπὶ μὲν ἀρρενογονίας
ἀκάθαρ-
τον αὐτὴν εἶναι ἐπὶ μʹ ἡμέρας, ἐπὶ δὲ θηλυτοκίας ἕως ἡμερῶν πʹ. ἐπειδὴ
καὶ Ἀδὰμ τῇ μʹ ἡμέρᾳ τῆς πλάσεως αὐτοῦ εἰσήχθη ἐν τῷ παραδείσῳ, οὗ
χάριν καὶ τὰ γεννώμενα τῇ μʹ ἡμέρᾳ εἰσφέρουσιν ἐν τῷ ἱερῷ κατὰ τὸν νό-
μον. ἐπὶ δὲ θήλεος ἀκάθαρτον εἶναι αὐτὴν ἐπὶ ἡμέρας πʹ διά τε τὴν ἐν
τῷ παραδείσῳ αὐτῆς εἴσοδον τῇ πʹ ἡμέρᾳ καὶ διὰ τὸ ἀκάθαρτον τοῦ
θήλεος
σαφῆ τινα καὶ κεφαλαιώδη τοῖς ἀγνοοῦσι θεωρίαν ἐκθέσθαι, οὐχ ὅτι
ταῖς θείαις γραφαῖς περὶ ὀλυμπιάδων τι εἴρηται, ἀλλ' ὅτι πολλοῖς ὁ περὶ
αὐτῶν λόγος πατράσιν ἐν χρήσει γέγονε διὰ τὸ μετρεῖσθαι αὐτὰς παρά τε
Μακεδόσι καὶ Ῥωμαίοις καὶ Πέρσαις καὶ Αἰγυπτίοις καὶ αὐτοῖς
Ἰουδαίοις,
ὡς μαρτυρεῖ Φίλων καὶ Ἰώσηππος ὀνομάζοντες αὐτάς.
Οὐκ ἄμουσον δ' ἂν εἴη καὶ τὴν παρ' Αἰγυπτίοις περὶ τῶν τετραετηρικῶν
ὀλυμπιάδων ἔννοιαν ἄλλην τινὰ τῆς παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις οὖσαν ἐν
βραχεῖ δηλῶσαι τοῖς ἀγνοοῦσιν. ἡ γὰρ σελήνη παρ' Αἰγυπτίοις κυρίως
ὀλυμπιὰς καλεῖται διὰ τὸ κατὰ μῆνα περιπολεῖν τὸν ζῳδιακὸν κύκλον,
ὃν οἱ παλαιοὶ αὐτῶν Ὄλυμπον ἐκάλουν.
Αὕτη γὰρ ἀπὸ καρκίνου τοῦ ἰδίου οἴκου ὡς ἀπὸ κέντρου προερχομένη
τὰ ιβʹ κατασπάζεται ζῴδια ἐν νυχθημέροις κθʹ 𐆄καὶ λεπτοῖς λγʹ, γʹ. τῷ
δὲ ἐνιαυτῷ ὅλῳ δωδεκάκις αὐτὰ περιπολοῦσα πληροῖ νυχθήμερα τνδʹ
καὶ ὥρας ηʹ καὶ λεπτὰ μʹ. ὁ δὲ ἥλιος ἐν νυχθημέροις τξεʹ δʹ περιπολεῖ τὸν
αὐτὸν Ὄλυμπον, ὡς λείπεσθαι τὸν σεληνιακὸν ἐνιαυτὸν τοῦ ἡλιακοῦ
νυχθήμερα ιʹ, ὥρας καʹ, λεπτὰ εʹ. πληροῖ οὖν ὁ ἥλιος ἐν ὀλυμπιάδι μιᾷ
τετραετηρικῇ ἡμέρας ͵αυξαʹ, ἡ δὲ σελήνη νυχθήμερα ͵αυιζʹ, ὥρας ιαʹ,
λεπτὰ κθʹ, ὡς λείπεσθαι σελήνιον αʹ 𐆄. ἐν δὲ ὀλυμπιάσι δύο γίνονται
σελήνια ϙθʹ, νυχθήμερα δὲ ͵βϡκβʹ, ἃ καὶ ὁ ἥλιος ἐν τοῖς ηʹ ἔτεσι.
Καὶ τοιαύτη μὲν ἡ τῶν Αἰγυπτίων δόξα περὶ ὀλυμπιάδων, τῶν δὲ παρὰ
τὴν τῆς ζωῆς αὐτῶν σύστασιν. καὶ ἄλλα μὲν τὰ τῆς θαλάτ-
368
πολιτικὰς διεῖπον ἀρχὰς καὶ οἱ λαμπροὶ τοῖς ἀξιώμασι καὶ τῇ τοῦ βασι-
λέως εὐνοίᾳ περίκλυτοι. ἔπειτα δ' ὁ κρατῶν προῄει αὐτός, ἵππῳ ὑψαύχε-
νι ἔποχος, κύδιστος, μέγιστος, καὶ κόσμους τοὺς βασιλικοὺς
370
περικείμενος.
παρείπετο δέ οἱ καὶ ὁ τοῦ θριάμβου αἴτιος Κοντοστέφανος, ὑμνούμενος
τῆς νίκης, τοῦ δεξιοῦ μακαριζόμενος στρατηγήματος. εἰς δὲ τὸν Μέγαν
Νεὼν εἰσιὼν καὶ τοῦ παντὸς ἐνώπιον λεὼ τὴν τοῦ Κυρίου λαλήσας
αἴνεσιν
πρόεισιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ βασίλεια. ὥσπερ δὲ τόξον ἀνιεὶς ἑαυτὸν τῆς ἄγαν
τάσεως διεχεῖτο ἵππων ἁμίλλαις.
Καὶ τὸ ἐπιὸν δὲ ἔαρ εἰς ἄνεσιν ταμιευσάμενος σώματος, ἐπειδὴ παρίπ-
πευσε Καρκίνον καὶ παρῆλθε Λέοντα ἥλιος ὅ τε Σείριος ὑπέληγε τῶν
φλογώσεων, αἱ δὲ χειμέριοι τροπαὶ ἤδη παρεσκυθρώπαζον, ἔξεισι πρὸς
τὰ
ἑσπέρια καὶ κατὰ τὴν Φιλίππου ἐναυλίζεται. ἠκηκόει γὰρ ὡς ὁ τῶν
Σέρβων σατράπης (ἦν δὲ τότε ὁ Νεεμὰν Στέφανος) ὑπὲρ ὃ δεῖ
θρασύτερος
γέγονε καὶ κακόσχολος ὤν τις ἥγηται σοφὸν τὸ περίεργον καὶ τὴν ἐπι-
θυμίαν τρέφων ἀκόρεστον καὶ πρὸς τὰ ἐκεῖ πάντα διαπλωθῆναι φιλονει-
κῶν τοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ φύλου βαρὺς ἐμπίπτει καὶ ξίφει τὸ γένος μέτεισι,
μήτε μὴν τὰ οἰκεῖα εἰδὼς μέτρα Χορβατίαν ὑποποιεῖται καὶ πρὸς ἑαυτὸν
ἐπισπᾶται τῶν Δεκατάρων τὴν κυριότητα.
βασιλεῖ συναπτομένων καὶ τῶν ὅσοι τὰς οἰκήσεις μὴ ἐκτὸς εἶχον τῆς πό-
λεως πάντες ὑπέκυψαν τῷ Βρανᾷ κἀκ τῶν ἔξωθεν οὐκ ἦν
ἐπεισενέγκασθαι
στρατιάν.
μένῳ δοκοῦντα διεξιών, ἔφη που τοῦ κόσμου τὴν φύσιν καὶ τάξιν ἐπι-
ζητεῖν, τοιοῦτον δ' αὐτὸν ὄντα οὐκ ἀγέννητον οὐδ' ἀΐδιον εἶναι, ἀλ-
λ' ὑπὸ τοῦ μείζονος τὴν δύναμιν καὶ τελειοτέρου, Θεοῦ τοῦ πρεσβυτάτου
καὶ νοητοῦ γεγονέναι· ὁρατὸν γὰρ ὄντα καὶ ἁπτὸν καὶ πάντη σωματοειδῆ,
ἀμήχανον ἦν ἀγένητον εἶναι· ὧν γὰρ ἡ οὐσία βοηθείας δεῖται τῆς πα-
ρ' ἑτέρου πρὸς τὸ εἶναι. Πῶς ταῦτα μὴ ὁμολογοῦμεν γεγονέναι τε καὶ ὑπὸ
τοῦ ποιήσαντος διασῴζεσθαι; Τὸν δὲ Ἀριστοτέλη καὶ γελοῖον ἀποκαλεῖ,
ὁμολογοῦντα μὲν τόδε τὸ πᾶν ὁρατὸν εἷναι καὶ ἁπτὸν καὶ σωματοειδές,
ἀγένητον δὲ καὶ ἄφθαρτον εἶναι φιλονεικοῦντα. Ἢ πῶς οὐ καταγέλαστος
ἐκεῖνος, εἰ μηδὲ τοῖς τῶν Αἰγυπτίων προφήταις ἐθέλει συνέπεσθαι, οἳ
τοῦδε τοῦ παντὸς ἀρχὴν καὶ γένεσιν λέγοντες ἐπέστησαν καρκίνῳ τοῦ
κόσμου τὴν ὥραν; Ἀλλὰ καὶ Ἀπόλλων ποτὲ χρησμῳδῶν γενέσθαι καὶ
τοὺς δαίμονας ᾄδει καὶ πρὸ τοῦ ἀνθρώπου γενέσθαι καὶ πρὸ τῆς τοῦ
κόσμου κατασκευῆς καὶ πρὸς χρείαν ἀνθρώπου τῷ Δημιουργῷ διακονεῖν·
ὁ δὲ χρησμός· «Ἐκτίσθη πρὸ ὑμῶν, θείας τοῦ κόσμου γονῆς, ἄφθαρτα
πνεύματα εἰς ὑμῶν χρείας». Πῶς οὗν οἱ τοῦ Πλάτωνος μυσταγωγοὶ τά
τε νοητὰ καὶ αἰσθητὰ ἅμα πάντα παράγοντες, οὐκ ἐναντία σοφίζονται
τῷ Ἀπόλλωνι καὶ τῷ Πλάτωνι; Οὐ γὰρ ἅμα δὴ πάντα· νῦν τοῦ θέρους
ἡ ὥρα καὶ τὰ φυτὰ τοῖς καρποῖς ἐγκαλλωπίζεται, οὔπω δὲ χειμὼν κα-
ταρρήγνυται· ἆρ' οὗν τοῦ μὲν θέρους ἐστὶ ποιητὴς ὁ ποιητής, τοῦ δὲ
χειμῶνος οὐκέτι; Οὐδ' αὐτὸς ὕει, οὐδ' εἰς καρπογονίαν προευτρεπίζει
εἶναι ἢ μίαν ἢ πλείους· κατὰ γὰρ τὴν τῶν θείων σωμάτων κίνησιν
καὶ ποιὰν πρὸς τὰ ἐν γενέσει σχέσιν ἡ τούτων εἰς ἄλληλα μεταβολὴ γίνε-
ται, καὶ εἴπερ ἦν μία ἡ κίνησις, ὁμοία ἦν ἀεὶ τῶν ἐνθάδε κατάστασις·
ἓν γὰρ ἂν ἦν καὶ ἁπλοῦν τὸ ἀεὶ τοῖς τῇδε ἐγγινόμενον πάθος. ἵνα γὰρ
τὰς ἀφανεῖς τῶν οὐρανίων εἰς τὰ τῇδε παραλίπω ποιήσεις, αἱ τοῦ ἡλίου
καὶ τῆς σελήνης αἱ οὕτως ἐναργῶς τρέπουσαι τὰ ὑπὸ σελήνην ἀεὶ ἂν αἱ
αὐταὶ ἦσαν. μιᾶς γὰρ οὔσης τῆς τῆς ἀπλανοῦς κινήσεως καὶ τοῦ ἡλίου
καὶ τῆς σελήνης ἐν τῇ ἀπλανεῖ πεπηγότων καὶ σὺν ἐκείνῃ κινουμένων
οὔτε χειμῶνος καὶ θέρους καὶ τῶν μεταξὺ τροπῶν ἦν ἂν διαφορὰ οὔτε
τῆς καθ' ἡμέραν ἐξαλλαγῆς τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἀεὶ τοῦ ἡλίου μετὰ τῆς
ἀπλανοῦς διιόντος· εἰ γὰρ ἐν Καρκίνῳ ἔτυχε πεπηγώς, ἀεὶ θερινὴ ἂν ἦν
ἡ κατάστασις παρ' ἡμῖν, εἰ δὲ ἐν Αἰγοκέρωτι, ἀεὶ χειμερινή, καὶ οὐκ ἂν
ἦν γένεσις καὶ φθορά, ἀλλ' οὐδὲ διάφοροι τῆς σελήνης φωτισμοί. εἰ δέ
τις τὸν ἥλιον αὐτὸν καθ' αὑτὸν ἐπὶ τοῦ διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κινούμενον
ὑποτίθοιτο καὶ τὴν σελήνην ἐπὶ λοξοῦ πρὸς τὸν ζῳδιακὸν κύκλον, ἐπειδὴ
ἀπὸ Κριοῦ ἐπὶ Ταῦρον καὶ ἀπὸ Ταύρου ἐπὶ Διδύμους μεταβαίνοντες φαί-
νονται, πρῶτον μὲν πλειόνων ἔδει κινήσεων, ὡς εἶπεν Ἀριστοτέλης,
ἔπειτα
δὲ καὶ ἀνάπαλιν γινομένων.
ἐπὶ πλέον τὸ πτερὸν τοῦ ὄρνιθος. ὀρθῶς οὖν εἶπεν ὅτι οὐχ ᾗ πλοῖον,
ταύτῃ αὐτοῦ τὸ πηδάλιον λέγεται, καὶ καθ' ὅσον οὐκ οὐσιωδῶς ὑπάρχει
καὶ καθ' ὅσον οὐκ ἐξισάζει. τὸ μέντοι ‘οὐδὲ ᾗ πηδάλιον πλοίου’ ψεῦδος·
ἀδύνατον γὰρ εἶναι πηδάλιον ὃ μὴ πλοίου ἐστίν. εἰ οὖν ἐπὶ πλέον τὸ
πλοῖον
τοῦ πηδαλίου, εἰκότως εἴρηται μὴ ἀντιστρέφειν· εἰ δὲ τὸ πηδαλιωτὸν
ληφθῇ, οἰκεία τε γέγονεν ἡ λῆψις (ᾗ γὰρ πηδάλιον, πηδαλιωτοῦ, καὶ ᾗ
πηδαλιωτόν, πηδαλίῳ τοιοῦτον) καὶ ἐξισάζει πρὸς ἄλληλα, καὶ διὰ τοῦτο
εἰκότως ἀντιστρέφει. τρίτον δὲ παράδειγμα τίθησιν ζῷον καὶ κεφαλήν.
καὶ ἐπὶ τούτου δὲ ὁμοίως ὡς ἐπὶ τοῦ πλοίου καὶ τοῦ πηδαλίου περιττεύει
τὸ ζῷον τῆς κεφαλῆς· πολλὰ γὰρ ζῷα κεφαλὴν οὐκ ἔχει, ὡς τῶν
ἐν θαλάττῃ πνεύμονες καὶ λοπάδες καὶ ὄστρεα πάντα, καὶ καρκίνοι δέ.
πάλιν οὖν τὸ οὐχ ᾗ ζῷον, κεφαλὴν ἔχει κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ὃν
ἐπὶ τοῦ πλοίου καὶ τοῦ πηδαλίου ἀκουσόμεθα, ὅτι οὔτε οὐσιωδῶς οὔτε
ἐξισαζόντως· τὸ γὰρ ‘οὐχ ᾗ ὄρνις πτερὸν ἔχει’ οὐχ ὅτι οὐκ οὐσιωδῶς,
386
ἀλλ' ὅτι μόνον οὐκ ἐξισάζει· κατ' οὐσίαν γὰρ τῷ ὄρνιθι τὸ πτερὸν
ὑπάρχει.
δῆλον οὖν ἀπὸ τούτων, ὅτι οἰκείως γινομένης τῆς ἀποδόσεως πρὸς
ἀντιστροφὴν
τοῦτο λέγεται· εἰ δὲ μὴ οἰκείως ἀποδοθῇ, οὐκ ἀντιστρέψει οὐδὲ ἐπὶ τῶν
ὁμολογουμένως πρὸς ἀντιστρέφοντα λεγομένων καὶ ὀνόματα ἐχόντων
κείμενα. ὅταν γὰρ μὴ αὐτὸ ληφθῇ πρὸς ὃ λέγεται οἰκείως, ἀλλά τι τῶν
συμβεβηκότων ἐκείνῳ, οἷον ἐὰν μὴ ὁ δεσπότης ληφθῇ, ἀλλ' ἄνθρωπος
ἢ δίπουν, κἂν ἀληθὲς εἰπεῖν ‘ὁ δοῦλος ἀνθρώπου δοῦλος’, ἀλλ' οὐκ ἀντι
κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ
κείμενα. Σωκράτης γὰρ ἄνθρωπος μέν ἐστιν, ἵππος δὲ οὔ, καὶ οὐσία
μέν, ποιότης δὲ οὔ. καὶ ἄλλως δὲ ἄτοπον τὸ λῆμμα. τὸ γὰρ ‘εἴ τι παρὰ
τὸ ὂν ἔστιν, οὐκ ὄν ἐστιν’ ἅμα διδόντων ἐστὶν εἶναί τι τὸ αὐτὸ καὶ μὴ
εἶναι· τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ καθ' αὑτὸ λεγομένου εἶναι ἄτοπον. εἴ τις δὲ οὕτω
προφέροι τὴν πρώτην πρότασιν ὡς πολλαχῶς τοῦ ὄντος λεγομένου, αὕτη
μὲν ἀληθὴς ἔσται, ἡ μέντοι ἐφεξῆς αὐτῇ οὐκέτι ἀληθὴς ἡ λέγουσα τὸ
οὐκ
commentaria
Τόμ. 14,3, σε. 127, γρ. 15
συγγενῶν ζῴων.
ὑστέρα πρὸς τὸν περίνεον. ἔστιν οὖν ἡ φύσις τῆς ὑστέρας καὶ μέγεθος
ἔχουσα καὶ ἀνόμοιος τῷ περινέῳ. οὕτως οὖν εἰπὼν ὅπως τὸ ἄρρεν καὶ
θῆλυ γίνεται, ἐπάγει λίαν σαφῶς καὶ τὰ συμβαίνοντα τεκμήρια, καὶ ἐκ
τούτων τὰ ὑπ' αὐτοῦ περὶ τούτων ῥηθέντα πιστούμενος. τὸ δὲ ὑγρότερα
καὶ γυναικικώτερα ἐκ παραλλήλου κεῖται. ἀρρενοτοκοῦσι δὲ μᾶλλον
βορείοις διὰ τὸ ψυχρότερον εἶναι τότε τὸ κατάστημα καὶ πυκνοῦσθαι τὴν
τῶν σωμάτων ἐπιφάνειαν καὶ ἐπὶ τούτῳ μὴ ἐᾶσθαι ἔξω διαπνεῖσθαι
τὸ ἐν ἡμῖν θερμόν· μὴ διαπνεόμενον δὲ γίνεται σφοδρότερον. ἐν δὲ τοῖς
νοτίοις ψυχρότερα καὶ σπερματικώτερα γίνεται τὰ ζῷα. λέγει δὲ τὴν
393
σελήνην ἐν τῷ μηνὶ ποιεῖν θέρος καὶ χειμῶνα οὐ διὰ τὰς τροπάς, ὥσπερ
ὁ ἥλιος (οὗτος γὰρ ἐν τῷ καρκίνῳ γεγονὼς θέρος ποιεῖ, ἐν αἰγόκερῳ δὲ
χειμῶνα), ἀλλὰ διὰ τὴν πρὸς τὸν ἥλιον ἀπόστασιν καὶ προσέλευσιν. ὁ μὲν
γὰρ χρόνος, καθ' ὃν ἤρξατο φωτίζεσθαι, ἄχρι τοῦ διχότομον γενέσθαι
ἀνα-
λογεῖ ἔαρι, ὁ δὲ ἀπὸ τῆς διχοτομίας ἄχρι τοῦ πλησιφαῆ ἀποτελεσθῆναι
θέρει, ὁ δὲ ἀπὸ τούτου ἄχρι τῆς διχοτομίας τῆς ἄλλης μετοπώρῳ, ὁ δ'
ἐκ ταύτης ἄχρι τῆς συνόδου καὶ αὐτῆς χειμῶνι. ἐν δὲ τῇ λέξει τῇ ταῦτα
δὲ τῆς γενέσεως ταῦτα τὸ ψυχρὸν καὶ θερμὸν λέγει. ἐν δὲ τῇ μάλιστα
δὲ διὰ τὴν τοῦ ὕδατος τροφήν· τοῦτο γὰρ πλεῖστον εἰσφέρονται
κοινότερον ὕδωρ εἶπε πᾶν τὸ πινόμενον, ὡς εἰ ἔλεγε μάλιστα δὲ διὰ τὴν
τοῦ ὑγροῦ τροφήν’. τὸ δὲ καὶ ἐν πᾶσίν ἐστι τροφὴ τοῦτο, καὶ ἐν
τοῖς ξηροῖς εἶπεν, ὅτι καὶ ἡ ξηρὰ τροφὴ εἰ μὴ γένηται ὑγρά, οὐ τρέφει.
τε ἀποστήματα καὶ αἱ κινήσεις αὐτῶν εἰσι πρὸς ἀλλήλας. πῶς οὖν ταῦτα
ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἁρμόσει ψυχῆς; δῆλον ὅτι κατὰ τὸν λόγον ὃν καὶ ἐπὶ
τῶν ἁρμονικῶν εἴπομεν ἀριθμῶν. ἡ μὲν γὰρ τοῦ παντὸς ποιητικὰς τού-
των ἔχει δυνάμεις καὶ παραδειγματικάς, ἡ δ' ἡμετέρα γνωστικάς τε καὶ
εἰκονικάς. ἔχει γὰρ δύναμιν γνωστικὴν καθ' ἣν γινώσκει τούς τε τῶν
κινήσεων λόγους καὶ τὰς αὐτῶν συμφωνίας καὶ διαφοράς. καὶ γὰρ
ἔγραψάν
τινες τὸν λόγον τῶν κινήσεων τούτων πρὸς ἀλλήλας, ποῖον ἑκάστη
κίνησις
λόγον πρὸς ἑκάστην τῶν λοιπῶν ἔχει, καὶ περὶ τῆς ἑκάστου πρὸς ἕτερον
συμφωνίας τε καὶ ἀποκαταστάσεως, καὶ ἔτι περὶ τῆς πάντων ἅμα, ἥν φασι
διὰ πολλῶν μυριάδων ἐτῶν γίνεσθαι· γίνεσθαι δ' ἐν τοῖς τροπικοῖς ἢ ἐν
καρκίνῳ ἢ ἐν αἰγοκέρωτι, ἔνθα καὶ γινομένων ἢ πυρπόλησιν ἢ
ἐπικλυσμὸν
ποιεῖ. ἀπολαμβάνει δὲ ἐντὸς πᾶν τὸ σωματοειδὲς τοῦ κόσμου, καὶ
συναρμόσας αὐτὴν ἐκ τοῦ μέσου διαπλέκει μέχρι τοῦ ἐσχάτου οὐρανοῦ
καὶ κύκλῳ αὐτὸν πάντα περικαλύπτει, σημαίνων ὅτι οὔτε ἔξω τοῦ
οὐρανοῦ
ἔστι τι, ἀλλ' ἐντὸς πάντα περιείληπται, καὶ ὅτι οὐδὲν ἄμοιρον ζωῆς, ἀλλὰ
πάντα μετέχει τῆς ἀπὸ τῆς ψυχῆς τοῦ παντὸς ἐνδιδομένης ἐλλάμψεως ἢ
ἀμυδρότερον ἢ καθαρώτερον κατὰ τὰ ἑαυτοῦ μέτρα ἕκαστον. καὶ γὰρ
394
αὐτὰ τὰ ἄψυχα μετέχει τινὸς ζωῆς καθ' ἣν καὶ δυνάμεις τινὰς ἔχουσιν,
ἢ θερμαίνοντα ἢ ψύχοντα ἢ ξηραίνοντα ἢ ὑγραίνοντα, ἔτι τε κινούμενα ἢ
κατὰ ἄλλας τινὰς δυνάμεις ἐνεργοῦντα καὶ παραδόξους, ὧν τὰ μὲν καὶ ἐν
ἐστι, τὸ δὲ μέλαν οὐ λυπεῖ τὴν αἴσθησιν, καὶ ὅτι ὁ γλυκὺς μὲν χυμὸς
ἥδει, ὁ δὲ πικρὸς ἀνιᾷ· ὁμοίως καὶ ἐπὶ ψόφων καὶ τῶν ἄλλων. τὸ γὰρ
εὐῶδες καὶ δυσῶδες οὔκ εἰσιν ὀνόματα τῆς φύσεως τῶν ὀσφραντῶν
δηλω-
τικά, ἀλλὰ τῆς διαθέσεως τῆς ἐξ αὐτῶν ἐγγινομένης τῇ αἰσθήσει, ὥσπερ
καὶ ἐπὶ τῶν ὁρατῶν φαμεν εὐειδὲς καὶ δυσειδές, καὶ ἐπὶ τῶν ἀκουστῶν
εὔηχον καὶ δύσηχον. τοῦ δὲ μὴ δύνασθαι διακρίνειν τῶν ὀσφραντῶν τὰ
εἴδη αἴτιον τὸ ἀμυδρὰν ταύτην τὴν αἴσθησιν ἔχειν τὸν ἄνθρωπον. ἐπεὶ
οὖν ἀσθενῆ τὴν αἴσθησιν ταύτην ἔχομεν παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα, διὰ τοῦτο,
395
φησί, καὶ ὁ περὶ αὐτῆς λόγος δυσδιόριστός ἐστιν. οὕτως οὖν, φησίν,
ἔχομεν ἡμεῖς τὴν ὄσφρησιν, ὥσπερ καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν ζῴων τὴν
ὄψιν, οἷον καρκίνοι, ἰχθύες. διὰ τοῦτο γοῦν ἡ φύσις οὐδὲ προκαλύμματα
ἐποίησε τούτοις, ὥσπερ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις τὰ βλέφαρα, διὰ τὸ μὴ
ῥᾳδίως
δύνασθαι βλαβῆναι διὰ τὴν σκληρότητα. ὥσπερ οὖν ἡμεῖς οὐκ ἀκριβῶς
ἀντιλαμβανόμεθα τῶν ὀσφραντῶν διὰ τὸ μὴ ἀκριβῆ ἔχειν τὴν αἴσθησιν
ταύτην, ἀλλὰ τῷ ἡδεῖ καὶ τῷ λυπηρῷ μόνῳ διακρίνομεν αὐτά, οὕτως
εὔλογον καὶ τὰ σκληρόφθαλμα τῶν χρωμάτων ἀντιλαμβάνεσθαι, τῷ ἡδεῖ
μόνον καὶ τῷ λυπηρῷ ἀντιλαμβανόμενα αὐτῶν, οὐ μέντοι ὡς λευκοῦ ἢ
μέλανος, τῶν ἄλλων ζῴων εἰδότων τήν τε τοῦ λευκοῦ χρόαν, καὶ ὅτι ἥδει
ἢ λυπεῖ. ὅτι γὰρ ἐφιστάνει τὰ ἄλογα τῇ τῶν χρωμάτων καὶ τῇ τῶν
ἄλλων αἰσθητῶν διαφορᾷ, δῆλον ἐκ τῆς ἐναργείας. ὥσπερ γὰρ τὸν
δεσπότην
γνωρίζει τῷ τοιῷδε ἐπιστήσαντα σχήματι, ὅτι γρυπός, εἰ τύχοι, ἢ σιμὸς
καὶ καθόλου ὅταν ὀνοματοποιεῖν βουλώμεθα, ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ ἀντι-
στρεφόντων παρώνυμον ποιήσομεν ὄνομα οἷον ἀπὸ τοῦ πηδαλίου τὸ
πηδα-
λιωτὸν καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ κεφαλωτόν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων.
καὶ οὕτω πάντα τὰ πρός τι πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεται.
ἀνάγκης οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, οἷον ἐάν τις ἐν τῷ ὀρύττειν καὶ φυτεύειν
εὕρῃ θησαυρόν· οὔτε γὰρ ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ τὸ τοιοῦτο οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
ὀρύττων τις περιτυγχάνει θησαυρῷ. ἐπεὶ οὖν οὔτε ἐξ ἀνάγκης τοῦτό ἐστιν
οὔτε ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, συμβεβηκέναι αὐτὸ λέγομεν. ὥστε ἐπειδὴ ἔστιν
ὑπάρχον τι καὶ τινί, καὶ ἔνια τούτων καὶ ποῦ καὶ ποτέ, ὅτι ἂν
ὑπάρχῃ μέν, ἀλλὰ μὴ διότι τοδὶ ἢ νῦν ἢ ἐνταῦθα, τὸ τοιοῦτο
συμβεβηκός ἐστιν, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ προελθόντος δι' ἕτερόν τι πρᾶγμα καὶ
περιτυχόντος φίλῳ, ὃν οὐ προσεδόκα θεάσασθαι. ἄλλως τε δὴ οὐδέν
ἐστιν
αἴτιον ὡρισμένον τοῦ συμβεβηκότος, ἀλλὰ τὸ τυχόν, ὥσπερ τοῦ
θέρους, εἰ τύχοι, τὸ εἶναι τὸν ἥλιον ἐν καρκίνῳ · τοῦτο δὲ ἀόριστον.
συνέβη τὸ εἰς Αἴγιναν ἐλθεῖν, εἰ μὴ διὰ τοῦτο ἀφίκετο, ἀλλ' ὑπὸ χειμῶνος
ἀναγκασθεὶς ἐκεῖσε παρεγένετο. ὥστε γέγονε τοῦτο καὶ ἔστι συμβεβηκός,
ἀλλ' οὐχ ᾗ αὐτὸ ἀλλὰ καθὸ ἕτερον· ὁ γὰρ χειμὼν αἴτιος τοῦ μὴ ὅπου
ἔπλει ἐλθεῖν. λέγεται δὲ καὶ ἄλλως συμβεβηκός, οἷον ὅσα ὑπάρ-
χουσιν ἑκάστῳ καθ' αὑτὸ μὴ ἐν τῇ οὐσίᾳ ὄντα, οἷον τῷ τριγώνῳ
τὸ τὰς τρεῖς γωνίας δυσὶν ὀρθαῖς ἔχειν ἴσας· οὔτε γὰρ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ
τριγώνου παραλαμβάνεται. καὶ ταῦτα μέν, φησίν, ἀίδια ὑπάρχουσιν,
ἐκεῖνα
δὲ οὐκ ἀίδια τὸ περὶ Αἰγίνης καὶ τοῦ θησαυροῦ. ἐν τῷ δευτέρῳ δὲ τῶν
Ἀποδεικτικῶν λέγεται ἀκριβέστερον περὶ τούτων.
καὶ τὸ ἐναντίον αὐτῇ ἤτοι ἔκλαιον· ἐναντίαι γὰρ αἱ πράξεις αὗται ἤτοι τὸ
θύειν καὶ τὸ κλαίειν· ᾗ μὲν ἔθυον, ὡς θεὰν αὐτὴν ἐτίμων, ᾗ δὲ ἐθρήνουν,
ὡς θνητὴν αὐτὴν ἡγοῦντο· εἰ γοῦν ἔθυον, οὐκ ἔδει θρηνεῖν, ἢ εἰ
ἐθρήνουν,
οὐκ ἔδει θύειν· οὕτω γὰρ ἂν οὐκ ἂν ἔπραττον ἅμα τὰ ἐναντία. ἡ Ἰνὼ
εἰσῆλθε μετὰ τοῦ υἱοῦ αὑτῆς τοῦ Μελικέρτου καὶ Κλεάρχου εἰς τὴν θά-
λασσαν διωκομένη ὑπὸ τοῦ Ἀθάμαντος τοῦ ἀνδρὸς αὑτῆς μανέντος ὑπὸ
τῆς Ἥρας διὰ τὴν ζηλοτυπίαν, ὅτι συνῆλθε τῇ Ἰνοῖ ὁ Ζεύς, καὶ ἀπηθανα-
τίσθη ἡ Ἰνώ· διὰ τοῦτο ὡς μὲν δεινὰ παθούσῃ ἐπιθρηνοῦσιν, ὡς δ' ἀπο-
θανατισθείσῃ θύουσιν. [b8] ἄλλος τόπος τὸ κατηγορεῖν ἐκ τῶν
ἁμαρτηθέντων. ὁ καρκίνος τραγικὸς ἦν ποιητής. [b10] κατηγο-
ροῦσι τῆς Μηδείας, ὅτι τοὺς παῖδας ἀπέκτεινε· καὶ τοῦτο δῆλόν
ἐστιν, ὅτι αὐτοὺς ἀπέκτεινεν, ἀπὸ τοῦ μὴ φαίνεσθαι αὐτοὺς ἀλλ' ἀφανεῖς
γενέσθαι. ἥμαρτε γὰρ ἡ Μήδεια περὶ τὴν τῶν παίδων ἀπο-
σκευὴν ἤτοι ἀπόκτανσιν. ἡ δὲ ἀπολογεῖται ὅτι ‘εἰ ἔμελλον ἀποκτεῖναι,
τὸν Ἰάσονα ἂν ἀπέκτεινα ὡς λυπήσαντα, οὐχὶ τοὺς παῖδας· οὐδὲ γὰρ
οἱ παῖδές με ἐλύπησαν’. [b14] εἴπερ γοῦν τὸ ἕτερον ἐποίησεν ἤτοι
τὸ ἀποκτεῖναι τοὺς παῖδας, μᾶλλον ἥμαρτεν ὡς μὴ ποιήσασα τὸ ἕτερον
ἤτοι τὸ τὸν Ἰάσονα ἀποκτεῖναι. [b16] ἡ γοῦν ῥητορικὴ τοῦ Θεοδώρου
τοῦτον τὸν τόπον παρεδίδου ἤτοι τὸ ἐκ τῶν ἁμαρτηθέντων τινὶ ἐπιχειρεῖν.
τεττάρων
ἀμφισβητοῦμεν, δεῖ τὸν ῥήτορα ἀποδεικνύναι φέροντα τὰς ἀποδείξεις καὶ
δεικνύοντα περὶ τὸ ἀμφισβητούμενον καὶ ἀμφιβαλλόμενον·
ὤν, οὐκ οἴεται ἄθλιος εἶναι, ἤτοι νοσῶν. οὐδὲ γὰρ ἄν τις ἡττᾶται
ὑπὸ ἰσχυρῶν καὶ μεγάλων ἡδονῶν, θαυμαστός ἐστιν οὐδ' ἀκρατὴς
λέγεται
ἀλλὰ συγγνωμονικός, οὐδ' ἂν ἡττᾶται ὑπὸ λυπῶν μεγάλων θαυμαστός
ἐστιν
οὐδὲ μαλακὸς λέγεται ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστιν, εἰ ἀντιτείνων πρὸς τὰς
μεγάλας λύπας ὕστερον ἡττηθῇ ὑπ' αὐτῶν.
Ὁ Θεοδέκτης τραγικὸς ἦν, καὶ παράγει τὴν χεῖρα δεδηγμένον τὸν
Φιλοκτήτην ὑπὸ ὄφεως, καὶ μέχρι μὲν πολλοῦ ἀντέτεινε πρὸς τὰς λύπας
καὶ τοὺς πόνους, ὕστερον δὲ ἡττήθη καὶ ἐβόα ‘κόψατε τὴν ἐμὴν χεῖρα’.
οὗτος οὖν οὐ ῥηθήσεται μαλακός, διότι ἡττήθη ὑπὸ τῶν λυπῶν (μεγάλαι
401
γὰρ ἦσαν αὗται), ἀλλὰ συγγνωμονικός ἐστι. καὶ ὁ Καρκῖνος τραγικὸς ἦν,
ὁ δὲ Κερκύων εἶχε θυγατέρα τὴν Ἀλόπην. μαθὼν δὲ ὅτι ἐμοιχεύθη ἡ
αὐτοῦ θυγάτηρ Ἀλόπη ἠρώτησεν αὐτήν, τίς ἦν ὁ μοιχεύσας, λέγων εἴ μοι
τοῦτον εἴποις, οὐδ' ὅλως ἂν λυπηθῇς. εἶτα εἰπούσης τῆς Ἀλόπης τὸν
αὐτὴν μοιχεύσαντα, οὐκέτι ὁ Κερκύων ὑπὸ τῆς λύπης ἔφερε ζῆν, ἀλλὰ
καὶ τὸ ζῆν ἀπελέγετο. οἷον καὶ ὁ Κερκύων, ὁ ὑπὸ τοῦ Καρκίνου παρα-
γόμενος, ἡττηθεὶς ὑπὸ τῶν λυπῶν οὐ μαλακὸς ῥηθῇ. ὥσπερ καὶ ὁ πει-
ρώμενος κατέχειν τὸν γέλωτα, εἶτα ἀθρόον ἐκκαγχάζει, οὕτως καὶ ὁ Κερ-
κύων μέχρι μὲν πολλοῦ πρὸς τὴν λύπην ἀντέτεινεν, εἶτα ἡττήθη. καὶ ὁ
Ξενόφαντος ἐπειρᾶτο κατέχειν τὸν γέλωτα, ἀθρόον δ' ἐκάγχασεν. ἢ πρὸς
τὸ ἄνω ἀποδοτέον, ὅτι καὶ ὁ Ξενόφαντος ὑπὸ ὄφεως δηχθεὶς τὴν ζωὴν
καὶ τοῖς μὲν ἄλλοις ζῴοις πρὸς τῇ ἀπὸ τῆς καταπόσεως καὶ ἡ κατὰ τὴν
γεῦσιν ὑπάρχει αἴσθησις, ἐκείνοις δὲ τοῖς τε ἰχθύσι καὶ τοῖς τετράποσι καὶ
ᾠοτόκοις ἡ ἀπὸ τῆς καταπόσεως μόνη. πάντα δὲ τὰ ἔχοντα τὴν γλῶτταν
δικρόαν εἰ καὶ λίχνα ἐστίν, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, ἀλλὰ διὰ τὸ μὴ
εὐπο-
ρεῖν πολλῆς τῆς τροφῆς ἰσχνά ἐστι. λέγει δὲ καὶ περὶ τοῦ ποταμίου
κροκο-
δείλου κινεῖν τὴν ἄνω σιαγόνα δι' αἰτίαν τοιαύτην· ἐπειδὴ γάρ, φησίν,
ἀχρήστους ἔχει τοὺς πόδας πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἀντὶ ποδῶν ἡ
φύσις τὸ στόμα χρήσιμον αὐτῷ πεποίηκεν· ὅθεν οὖν χρήσιμον ἦν ἰσχυρο-
τάτην γενέσθαι τὴν πληγήν, ἐκεῖθεν καὶ τὴν σιαγόνα κινεῖσθαι πεποίηκεν.
ἰσχυροτέρα δὲ γίνεται ἡ πληγὴ ἀεὶ ἡ ἄνωθεν· εἰκότως ἄρα τὴν ἄνω σια-
γόνα κινεῖσθαι πεποίηκε. καὶ τοῖς μὲν καρκίνοις καὶ τοῖς ἄλλοις, ὅσοις
ἐνδέχεται σχολαίως τὴν λῆψιν ποιεῖσθαι διὰ τὸ μὴ ἐν ὑγρῷ εἶναι τὴν
χρῆσιν τοῦ στόματος (τὰ γὰρ ἔνυδρα καὶ τὴν λῆψιν καὶ τὴν κατάποσιν
ταχεῖαν ποιεῖται) τοῖς μὲν δὴ καρκίνοις καὶ τοῖς τοιούτοις διῄρηται τὰ
μόρια, καὶ ἄλλα μὲν ἔχει πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἄλλα δὲ πρὸς τὸ
μασᾶσθαι· τοῖς δὲ κροκοδείλοις καὶ πρὸς τὸ λαμβάνειν καὶ πρὸς τὸ μασᾶ-
σθαι τὸ στόμα πεποίηκεν ἡ φύσις χρήσιμον.
Λέγει δὲ τοὺς ὄφεις μὴ ἔχειν αὐχένα διὰ τάδε· ἐπειδὴ
γὰρ ὁ αὐχὴν μεταξύ ἐστι κεφαλῆς καὶ ὤμων, οἱ δὲ ὄφεις ὤμους
οὐκ ἔχουσιν, οὐδ' ἂν αὐχένα ἔχοιεν· ὁ γὰρ αὐχήν, ὡς εἴρηται, τοῖς
εἰρημένοις ἐσχάτοις, τουτέστι τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ὤμοις διορίζεταί
ἀχρήστους ἔχει τοὺς πόδας πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἀντὶ ποδῶν ἡ
φύσις τὸ στόμα χρήσιμον αὐτῷ πεποίηκεν· ὅθεν οὖν χρήσιμον ἦν ἰσχυρο-
τάτην γενέσθαι τὴν πληγήν, ἐκεῖθεν καὶ τὴν σιαγόνα κινεῖσθαι πεποίηκεν.
ἰσχυροτέρα δὲ γίνεται ἡ πληγὴ ἀεὶ ἡ ἄνωθεν· εἰκότως ἄρα τὴν ἄνω σια-
γόνα κινεῖσθαι πεποίηκε. καὶ τοῖς μὲν καρκίνοις καὶ τοῖς ἄλλοις, ὅσοις
ἐνδέχεται σχολαίως τὴν λῆψιν ποιεῖσθαι διὰ τὸ μὴ ἐν ὑγρῷ εἶναι τὴν
χρῆσιν τοῦ στόματος (τὰ γὰρ ἔνυδρα καὶ τὴν λῆψιν καὶ τὴν κατάποσιν
ταχεῖαν ποιεῖται) τοῖς μὲν δὴ καρκίνοις καὶ τοῖς τοιούτοις διῄρηται τὰ
μόρια, καὶ ἄλλα μὲν ἔχει πρὸς τὸ λαβεῖν καὶ κατασχεῖν, ἄλλα δὲ πρὸς τὸ
μασᾶσθαι· τοῖς δὲ κροκοδείλοις καὶ πρὸς τὸ λαμβάνειν καὶ πρὸς τὸ μασᾶ-
σθαι τὸ στόμα πεποίηκεν ἡ φύσις χρήσιμον.
Λέγει δὲ τοὺς ὄφεις μὴ ἔχειν αὐχένα διὰ τάδε· ἐπειδὴ
γὰρ ὁ αὐχὴν μεταξύ ἐστι κεφαλῆς καὶ ὤμων, οἱ δὲ ὄφεις ὤμους
οὐκ ἔχουσιν, οὐδ' ἂν αὐχένα ἔχοιεν· ὁ γὰρ αὐχήν, ὡς εἴρηται, τοῖς
εἰρημένοις ἐσχάτοις, τουτέστι τῇ κεφαλῇ καὶ τοῖς ὤμοις διορίζεταί
τε καὶ περιορίζεται. λέγει δὲ τοὺς ὄφεις στρέφειν τὴν κεφαλὴν
εἰς τοὔπισθεν ἠρεμοῦντος τοῦ λοιποῦ σώματος. οὐ τοῦτο δέ
φησιν ὅτι ἀκινητίζοντος πάμπαν τοῦ λοιποῦ σώματος στρέφει τὴν
κεφαλήν
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 218, Bekker σε.
175b, γρ. 15
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 221, Bekker σε.
180a, γρ. 29
Photius Lexicogr., Scr. Eccl., Theol., Bibliotheca Codex 224, Bekker σε.
223a, γρ. 32
ρκβʹ. – Ὅτι ἡ ἰσορροπία τῆς γῆς ὁμοίως αὐτὴν συνάγει πανταχόθεν ἐπὶ
τὸ
κέντρον· μένει ἄρα κατὰ τὴν ἴσην πάντῃ πρὸς τὸ μέσον σύννευσιν.
ρκγʹ. – Ὅτι εἰ τεθείη τὸ πῦρ ἐν μέσῳ, οὐ μένει διὰ τὸ ἄνω πεφυκέναι
θεῖν·
ἡ δὲ γῆ μένει διὰ τὸ κάτω, ἐπεὶ οὐδὲ ἄνω ἡ γῆ τεθεῖσα μένει, κάτω γὰρ
πέφυκε
θεῖν. καὶ γὰρ ὅλως αἱ κατ' εὐθεῖαν κινήσεις νοσούντων εἰσὶ τῶν
στοιχείων,
ὡς καὶ Ἀριστοτέλης φησίν. ἐπειδὰν δὲ γένηται ἐν τοῖς οἰκείοις τόποις, εἰ
μὲν
ἐν τῷ μέσῳ, μιμεῖται τὸ κέντρον, ὅ ἐστι μέσον τῷ ὄντι· εἰ δὲ ἐν τῷ πέριξ,
μιμεῖται τὸ πέριξ ἀληθῶς, τὸν οὐρανόν.
ρκδʹ. – Ὅτι ‘πάμμεγά τι’ [109a9] ἡ γῆ οὖσα ὅμως σημείου λόγον ἐπέχει
πρὸς τὸ πᾶν ἅτε ὂν μέγιστον, καὶ οἱ γεωγράφοι κατορθοῦσι πρὸς τὴν
ἡμετέραν
οἰκουμένην τὸν μέγιστον κύκλον λαβόντες. οὗτος δέ ἐστιν ὁ μεταξὺ
καρκίνου
καὶ τοῦ ἀεὶ φανεροῦ· ὥστε ἄλλαι περιλείπονται ζῶναι, δύο μὲν αἱ ὑπὸ
τοὺς
πόλους, μία δὲ ἡ πρὸς τῷ ἰσημερινῷ καὶ τῇ μέσῃ πάσῃ περιηγήσει, ἄλλη
δὲ
ἡ τῇ καθ' ἡμᾶς ἀντικειμένη ἡ μεταξὺ αἰγοκέρωτος καὶ τοῦ ἀεὶ πρὸς ἡμᾶς
ἀφανοῦς.
ρκεʹ. – Ὅτι μεῖζόν τι ἡ γῆ, δηλοῖ μὲν καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἀτλαντίδος
νήσου
τὴν καθ' ἡμᾶς οἰκουμένην ὑπερέχουσα τῷ μεγέθει· δηλοῖ δὲ καὶ ἡ μεγάλη
θάλαττα, ἣν Ὠκεανὸν καλοῦμεν, γῆν ἔχουσα ὑποκειμένην· δηλοῖ δὲ καὶ ἡ
σῆψις
τῶν τῇδε τόπων ὡς οὐκ οὖσα πρώτη, οὐ γὰρ ἂν ἡ φύσις ἔχουσά τι
κάλλιον
ποιῆσαι τοῦτο προέταξεν· δηλοῖ δὲ καὶ τὸ βούλεσθαι τὰ ἄκρα τῶν
δευτέρων
ὡμοιῶσθαι τοῖς πέρασι τῶν προτέρων, ὥστε καὶ ἡ ἄκρα γῆ ἔσται
λεπτομερὴς
408
νηκεν· ὥστε καὶ τὴν ταχίστην αὐτὸν ἀπελθεῖν ἐκεῖσε δι' ἑαυτοῦ
καταστήσοντα τὰ τῶν ἐκεῖσε πραγμάτων νοσήματα. οὗ γενομέ-
νου καὶ τοῦ βασιλέως ἐν Θετταλίᾳ τὰς διατριβὰς ποιουμένου ἐφά-
νη σημεῖον ἐξ οὐρανοῦ, μάντις κακῶν καὶ προάγγελος· τὸ δὲ ἦν
κομήτης περιφανὴς περὶ τὸ τοῦ ταύρου δωδεκατημόριον, περὶ
τὰ ἑωθινά τε καὶ ὄρθρια τῆς νυκτὸς φαινόμενος μικρὸν ὑπὲρ τὸν
416
πὸν ἔστε καὶ διδάσκαλοι. Ἀλλὰ τὸ εἰς ἐμὲ ταυτὸν μέχρις ὧδε
παρακελεύομαι, ἐκδεχόμενος κἀγὼ τοὺς παρ' ὑμῶν τοῦ τέλους καρ-
πούς. Φησὶν οὖν ἡ γραφὴ ὅτι καὶ εἰς νομίσματα ποιεῖ. Ἔστιν δὲ ὁ
τρόπος οὗτος καρκινοειδής.
Ὅτι ἐπὶ τοῦ συνθέματος ὀπὴν ἔχει τὸ ὀστράκινον ἄγγος ἀποκα-
λύπτον τὴν φιάλην τὴν ἐπὶ τὴν κηροτακίδα, ἵνα περιβλέπων εἰ λευ-
κανθῇ, ἢ ξανθωθῇ. Ἡ δὲ ὀπὴ τοῦ ὀστρακίνου ἄγγους ἐπιπωμάζεται
φιάλῃ ἑτέρᾳ, ἵνα μὴ δι' αὐτῆς ἐκπνεύσῃ καὶ τὸ καρκινοειδὴςαὐτοῦ
ἐκφύγῃ, ὅ ἐστι μονοήμερον. Ἐὰν γὰρ ἄλλη ἡ ἕψησις, καὶ ἄλλη ἡ
ὄπτησις, δύο καμίνων χρεία, πρῶτον φανῶν ληκυθίων, ἔπειτα κηροτα-
κίδων, ἢ πηξάδων, ἢ βουκλῶν· ἐὰν καρκινοειδὴς ἡ ὁμοία αὐτῶν
ἑψηθῆναι, ἐπιτιθέντα κηροτακίδων ἐκτείνων, τὰ δὲ ποιοῦν ὡς ἄρρευς-
τον. Ἔλεγεν ὁ ἀρχαῖος Ζώσιμος. «Μίαν τάξιν οἶδα ἐγὼ δύο ἔργα
ἔχουσαν· μίαν μὲν ἵνα ῥεύσῃ διὰ τῆς ῥυτῆς, καὶ δευτέραν ἵνα
420
… στήλῃ λέγων οὕτως. ἔστιν δὲ ἐπάναγκος λόγος γʹ. ‘ἡ δεῖνά σοι θύει,
θεά, δεινόν τι θυμίασμα· αἰγός τε ποικίλης στέαρ καὶ αἷμα καὶ μύσαγμα,
ἰχῶρα παρθένου νεκρᾶς καὶ καρδίαν ἀώρου καὶ οὐσίαν νεκροῦ κυνὸς
καὶ ἔμβρυον γυναικὸς καὶ λεπτὰ πίτυρα τῶν πυρῶν καὶ λύματα ὀξυ-
όεντα, ἅλα, στέαρ ἐλάφου νεκρᾶς σχῖνόν τε μυρσίνην τε, δάφνην ἄτε-
φρον, ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς, σφάγνον, ῥόδα, πυρῆνά τε καὶ κρόμ-
μυον τὸ μόνον, σκόρδον τε, σύκων ἄλφιτον, κόπρον κυνοκεφάλοιο
ὠόν τε ἴβεως νεᾶς – ἃ μὴ θέμις – τοῖς σοῖς ἔθηκε βωμοῖς, ξύλοις τε τοῖς
ἀρκευ-
θίνοις φλόγας πυρὸς βαλοῦσα ἱέρακα τὸν πελαγοδρόμον καὶ γῦπά σοι
σφαγιάζει καὶ μυγαλόν, τὸ σόν, θεά, μυστήριον μέγιστον. ἔλεξε δ' ἄλγη
ταῦτά σε δεδρακέναι ἀπηνῶς·
κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Κόρινθον
οὖν διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας· ἦν δὲ καὶ κόλαξ. ταῦτα οὖν λέγει
ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr ὁ Θέωρος ἔγραψε Κάρκινόν τινα ἀποδυσπετοῦντα καὶ λέγοντα
τοιαῦτα πρὸς τὸν Ποσειδῶνα. ὡς μοιχὸς δὲ κωμῳδεῖται καὶ ἰχθυοφάγος
καὶ
πονηρός. ἐν Κορίνθῳ δὲ διέτριβεν, ἴσως διὰ τὰς ἐκεῖ πόρνας. ἦν δὲ καὶ
κόλαξ.
ταῦτα οὖν λέγει ἴσως κολακεύων τοὺς ἱππέας.
Tr Θέωρος] οὗτος ποιητὴς διατρίβων εἰς Κόρινθον.
vet Tr (I) δεινά γ' ὦ Ποσεῖδον: δοκοῦσι γὰρ οἱ Κορίνθιοι μάλιστα
σέβεσθαι τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸν Ἰσθμόν· ὅθεν καὶ γυμνικὸν ἀγῶνα, τὰ
Ἴσθμια, ἐπιτελοῦσι τῷ τε Παλαίμονι καὶ τῷ Ποσειδῶνι.
(II) ἄλλως: ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι ἐστράτευσαν ἐπὶ Κόρινθον καὶ περὶ Κεγχρέας
ἐνίκησαν Νικίου στρατηγοῦντος τοῦ Νικηράτου σὺν ἱππεῦσι σʹ καὶ
ὁπλίταις
καὶ ναυσί.
Th1/2Tr1/2 δώδεκα] μναῖς. Th1/2Tr1/2 οὐχὶ βούλομαι παθεῖν] ἐλεῶ γάρ σε διὰ
τὴν ἁπλότητα. Tr2 εὐηθικῶς] ἁπλῶς, μωρῶς.
Tr2 ?? praeter Cant.2. Tr2 ἰώ μοι μοι: κορωνὶς ἑτέρα ὁμοία· οἱ δὲ στίχοι
ἰαμβικοὶ τρίμετροι ἀκατάληκτοι μγʹ, ὧν προτίθενται κῶλα δύο· τὸ
πρῶτον ἀντισπαστικὸν μονό-μετρον ἀκατάληκτον, τὸ δὲ δεύτερον
ἰαμβικὸν μονόμετρον βραχυκατάληκτον.
ὁ δὲ τελευταῖος τούτων
αὐτοῖς τροχοῖς τοῖς σοῖσι καὶ ξυνωρίσιν.
ἐπὶ τῷ τέλει κορωνίς.
Th1/2Tr1/2 φασίν, ὡς ⌈ὅτι Th1 ὁ καρκίνος οὗτος ποιητὴς ὢν τραγικὸς
εἰσήγαγέ
τινας τῶν θεῶν ἔν τινι δράματι δεινοπαθοῦντας. ⌈εἶχε δὲ υἱοὺς τρεῖς·
Ξενοκλῆ,
Ξενότιμον καὶ Δημότιμον. Th1
Tr1
οἱ δέ φασιν, ὅτι “τῶν παίδων” ὤφειλεν εἰπεῖν. Καρκίνου γὰρ παῖδες
τρεῖς· Ξενοκλῆς, Ξενότιμος καὶ Δημότιμος· καὶ οἱ μὲν χορευταί,
Ξενοκλῆς δὲ
τραγῳδίας ποιητής. ἔστι δὲ ταῦτα Ξενοκλέους ὑπὸ Ἀλκμήνης λεγόμενα
τοῦ
Λικυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημένου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε “τί δέ σε
Τληπό-
λεμός ποτ' εἴργασται κακόν;”
Tr2 τινές, ὅτι ... (1) εἰπεῖν, φασί. Καρκίνου ... (2) μὲν ἦσαν χορευ-
ταί ... (3) ποιητής. ταῦτα οὖν Ξενοκλέους ἐστὶν ἐκ Λικυμνίου ὑπὸ
Ἀλκμήνης
τοῦ
Λικυμνίου ὑπὸ Τληπολέμου ἀνῃρημένου· διὸ καὶ ἐπήνεγκε “τί δέ σε
Τληπό-
λεμός ποτ' εἴργασται κακόν;”
Tr2 τινές, ὅτι ... (1) εἰπεῖν, φασί. Καρκίνου ... (2) μὲν ἦσαν χορευ-
ταί ... (3) ποιητής. ταῦτα οὖν Ξενοκλέους ἐστὶν ἐκ Λικυμνίου ὑπὸ
Ἀλκμήνης
... (4) ἀνῃρημένου· ὦ Παλλάς, ὥς μ' ἀπώλεσας. διὸ καὶ ἐπήγαγε “τί δαί
σε ... κακόν”.
Th1/2Tr1/2 δαῖμον] τύχη.
τέφραν] σποδιάν Reg, σποδόν Par (cf. sch.vet. 177β in.), παιπά-
λην Cr, κόνιν arl.5 (cf. sch.vet. 177α in.), στάκτην Cant.2Chalc (cf.
Tz 177, l. 7).
κάμψας] καμπύλον ποιήσας ChisRegParChalc (cf. sch.vet. 178a.b
in.), καμπτὸν ποιήσας Va, κλίνας CrCant.2LbHarl.5.
ὀβελίσκον] σουβλίον ChisRegParCant.2, σούβλαν lChalc, ἀνα-
βολέα A.
κάμψας ὀβελίσκον: ἤγουν καμπύλον αὐτὸν ποιήσας· ὀρθοὶ γὰρ
οἱ ὀβελίσκοι. ἐπεὶ γάρ, φησίν, ἔδεσμα οὐκ ἦν, ὀρθὸν ὄντα, φησί, τὸν
ὀβελίσκον
ἔκαμψεν, ἵνα δι' αὐτοῦ δυνηθῇ κλέψαι καὶ ἑλκύσαι τὸ ἱμάτιον.
διαβήτην] ⌈τὴν κοινῶς ChisPar [ὅν φασι καρκίνον ἢ Reg] περί-
γραν ChisRegParlChalc, ὡς περίγραν Harl.5, κοντάκιον Chalc, τὸν
κοινῶς
διαδέτην Ho (cf. Tz1 178b).
ὁ διαδέτης ι (sic), διαβήτης δὲ τὸ πάθος η A(mrg. διαβήτην ⸓).
λαβὼν] κρατήσας Va.
παρὰ προσδοκίαν καὶ παρ' ὑπόνοιαν διαβάλλει αὐτὸν εἰς παῖδας.
δέον ... (2) ἐπελάθετο, ἐπειδὴ Σωκράτης ... (5) ὀβελίσκον δὲ
... (7) ἔμελλεν ἐρεῖν ... μηχανῶνται, καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ τῶν κλείδων
ἀνοίξει.
ζεσθαι, δάσσεσθαι Vict (cf. Hesch. s. v. δαίμονες, Δ 73, ubi οἷον ἔμπ. et
ap.
Schmidt δάσσεσθαι etiam cod.).
⌈τῷ Καρκίνῳ τούτῳ τρεῖς ἦσαν παῖδες, ὧν [ἄλλοι δέ φασιν, ὅτι
τριῶν ὄντων παίδων αὐτῷ] ὁ μὲν εἷς τραγικὸς ⌈ἦν Reg ποιητής, οἱ δὲ
λοιποὶ
δύο ὑποκριταὶ ὀξυφωνότατοι. ἐπεὶ οὖν καὶ ὁ δανειστὴς ⌈οὗτος Reg
⌈ὀξυτό-
νως [ὀξυφώνως] τὸ “οἴμοι” ἐβόησε,
τούτου ... ἔφησεν ... ἐστιν ὁ βοή-
σας, ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳ-
δίας ὑποκριτής;
431
φασὶ
γάρ, ὅτι ἡ μὲν πίννα πρὸς τὰς ἀκτῖνας πεσοῦσα τοῦ ἡλίου ἀνοίγνυσι τὸ
ὄστρακον
καὶ τὴν θέρμην εἰσδέχεται, ὁ δὲ ἐπιτηρῶν εἰσέρχεται καὶ δάκνει αὐτήν, ἡ
δὲ
συστέλλει τὸ ὄστρακον καὶ βιβρώσκεται ὑπ' αὐτοῦ.
Tr πινοτήρης] ζῷον σύννομον τῷ καρκίνῳ .
Tr ποιεῖ] κοινή.
vet Tr τῶν ὀρχίλων: ὀρχίλος εἶδος(ός) ⌈ἐστιν ὀρνέου μικροῦ· ἐκ
τούτου ⌈δ' αὐτῶν R [οὖν ] ⌈ὑπεμφαίνει R τὸ βραχὺ καὶ κατωφερές(ὲς) (.)
R⌈πρὸς λαγνείαν Ald* ⌈διὰ τοῦ ὀνόματος κατηγορεῖ ·
vet Tr φέρε ⌈νῦν Γ [νυν ] κτλ.] θέλει ⌈δὲ Γ3 ὁ χορὸς μετὰ ἀφορμῆς
ἀναχωρῆσαι. Γ3
vet Tr ξυγχωρήσωμεν] ⌈ἐπ' ὀλίγον R συσταλῶμεν.
vet Tr βεμβικίζωσιν: διακινήσωσιν(.) Γ3⌈περιάγωσιν R
[, περιαγάγωσιν Γ3* ].
βέμβηξ δὲ ὁ ξύλινος στρόμβος. ἐν ἐπιγράμματι· οἱ δ' ἂρ (27) ...
(28) βέμβηκας ... (28) τριόδῳ. καὶ ἀλλαχοῦ Ἀριστοφάνης· βέμβικος (h.l.)
... (30) βέμβηξ ἐργαλεῖον, ὃν (sic) ... (31) μάστιγι ††κόμενος (pro δακό-
μενος) ... (32) περιστρέφεσθαι. (ex Su. s.v. βέμβηξ, I 467, 27 – 32)
Tr στροφὴ κώλων ιʹ.
vet Tr τοῦ θαλασσίου: ⌈τοῦ Καρκίνου. Γ3 τῇ ὁμωνυμίᾳ ἐχρήσατο τοῦ
θαλασσίου καρκίνου. Γ3
vet Tr 1520] ὡς καρκίνοις ⌈φησίν. Γ3 [ὁ χορὸς αὐτοῖς διαλέγεται Ald].
Γ3
vet (v.l.) στροβεῖτε] γρ. σοβεῖτε. 3
vet Tr
καὶ τὸ φρυνιχεῖον: δῆλον, ὡς σημειῶδές τι ἦν τὸ φρυνιχεῖον,
τὸ εἰς ὕψος ἐν τῇ ὀρχήσει ἐκλακτίζειν(.) 3Ald, καὶ οὐκ ἄλλως ὁ
αὐτὸς Εὔπολις εἶπεν. 3
(1527) τὸ δὲ ὤζειν τῶν παρηγμένων
ἐστίν· “ὢ λέγειν”, ὡς τὸ οἰμώζειν
καὶ κλώζειν. 3
θαλασσίου καρκίνου. Γ3
vet Tr 1520] ὡς καρκίνοις ⌈φησίν. Γ3 [ὁ χορὸς αὐτοῖς διαλέγεται Ald].
Γ3
vet (v.l.) στροβεῖτε] γρ. σοβεῖτε. 3
vet Tr
καὶ τὸ φρυνιχεῖον: δῆλον, ὡς σημειῶδές τι ἦν τὸ φρυνιχεῖον,
τὸ εἰς ὕψος ἐν τῇ ὀρχήσει ἐκλακτίζειν(.) 3Ald, καὶ οὐκ ἄλλως ὁ
αὐτὸς Εὔπολις εἶπεν. 3
(1527) τὸ δὲ ὤζειν τῶν παρηγμένων
ἐστίν· “ὢ λέγειν”, ὡς τὸ οἰμώζειν
καὶ κλώζειν.
στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας.
vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ Καρκίνος. ἴσως οὖν
συνέστειλεν
αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
μερές.
ἐπὶ τῷ τέλει τῆς μὲν στροφῆς παράγραφος, τῆς δὲ ἀντιστροφῆς κορωνίς.
vet αὕτη πλοκή ἐστι καὶ †ἔλαθεν†. σφόδρα δὲ γλαφυρὸν εἴρηται· καὶ ἔστι
στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας. vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ
Καρκίνος. ἴσως οὖν συνέστειλεν αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
444
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
vet ἀεὶ μέντοι τὸ “ὄρτυγας” ἐκτείνεται, νῦν δὲ διὰ τὸ μέτρον
συνέσταλται. Γ
vet γυλιαύχενας Γ: αὐχένας οὐκ ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος.
vet αὕτη πλοκή ἐστι καὶ †ἔλαθεν†. σφόδρα δὲ γλαφυρὸν εἴρηται· καὶ ἔστι
στησιχόρειος.
Tr ※
vet Tr κλείουσα θεῶν RΓ τε γάμους Γ: ὅτι σύνηθες ἦν τοῖς παλαιοῖς ᾄδειν
θεῶν τε καὶ ἡρώων γάμους. R σημειοῦται δὲ ταῦτα ὁ Μόχθος πρὸς τοὺς
ἀθετοῦντας τὴν ἐν Ὀδυσσείᾳ Ἄρεως καὶ Ἀφροδίτης μοιχείαν. R
vet ἢν δέ σε καρκίνος Γ: καρκίνος τραγῳδίας ποιητής, R ὃς εἶχε
ταπεινούς τινας παῖδας.
vet ἐν τῷ ἀντιγράφῳ παροξύτονον εὗρον τὸ Καρκίνος. ἴσως οὖν
συνέστειλεν
αὐτό, ὡς καὶ Ἄρατος. R
vet ἀντιβολῇ μετὰ τῶν παίδων R: παῖδες Καρκίνου τρεῖς, Ξενοκλῆς,
Ξενότιμος, Ξέναρχος. τραγικοὶ δὲ οὗτοι χορευταί· οἵτινες διὰ τὴν
σμικρότητα τῶν
σωμάτων ὄρτυγες ἐκαλοῦντο. R
vet ὄρτυγας οἰκογενεῖς Γ: δέον ὄρνιθας οἰκογενεῖς εἰπεῖν “ὄρτυγας”
εἶπε, πρᾶγμα τῆς φύσεως ἀλλότριον. πλὴν εἰ μὴ ὡς μαχίμους διαβάλλει
τοὺς παῖδας
τοῦ Καρκίνου· φιλεριστικὴ γὰρ τῶν ἀρρένων ὀρτύγων ἡ φύσις.
vet Tr οἰκογενεῖς: ἀντὶ τοῦ Γ “ἡμέρους, ἐν οἴκῳ τεθραμμένους”.
vet ἀεὶ μέντοι τὸ “ὄρτυγας” ἐκτείνεται, νῦν δὲ διὰ τὸ μέτρον
συνέσταλται. Γ
vet γυλιαύχενας Γ: αὐχένας οὐκ ἔχοντας, καθάπερ ὁ γύλιος.
vet γυλιαύχενας R: μακροτραχήλους· γύλιος γὰρ πλέγμα ἐστὶ στρατιωτι-
κὸν ἐπίμηκες, τουτέστιν εἰς ὀξὺ λῆγον.
ἄλλο τι τοιοῦτον. V vet καὶ γὰρ ἔφασχ' ὁ πατὴρ R: καὶ γὰρ εἶπεν ὁ πατὴρ
γαλῆν τινα τῆς ἑσπέρας ἀπάγξαι τὸ δρᾶμα αὐτοῦ, ὅπερ εἶχε παρὰ
προσδοκίαν, τουτέστιν ὃ μετὰ
μόχθου συνεγράψατο. διαβάλλει δὲ αὐτὸν ὡς †νόθον περὶ τὰ κλέμματα†.
R
vet Tr ὃ παρ' ἐλπίδας : τοῦτο πρὸς τὸ ἄνω μήτ' ἔλ-
θῃς αὐτοῖς συνέριθος. vet δρᾶμα ἐποίησε R τοὺς Μύας· R διὰ τοῦτο καὶ
γαλῆν εἶπεν
ἀπάγξαι. R vet γαλῆν τῆς ἑσπέρας: ἀντὶ τοῦ Γ “ὑπὸ τῆς γαλῆς τὸ δρᾶμα
ἀπαγχθῆναι”. δρᾶμα γὰρ ποιήσας ὁ καρκίνος ἢ ὁ Ξενοκλῆς παρῆλθε
μέγα καυχώ-
μενος ἐπ' αὐτῷ, καὶ παρελθὼν ἡττήθη. ὡς ἡττηθέντος οὖν εἶπεν· ἐν ᾧ
μεγάλας
ἐλπίδας εἶχεν. ... δρᾶμα. ἐπεὶ δὲ αἱ γαλαῖ τοὺς μῦς νυκτὸς πνίγουσι, παρὰ
τοῦτο παίζει.
Tr —̇
vet Tr τοιάδε χρὴ Χαρίτων: τῇ στροφῇ ἀποδέδωκε τὴν ἀντίστροφον·
πάλιν
γὰρ ἐπὶ τὸν οἰκεῖον ἐπανέδραμεν ἔπαινον φάσκων ὅτι διὰ ταῦτα πάντα
χρὴ τοὺς
θεατὰς μετὰ πάσης εὐνοίας ἀποδέχεσθαι τὰ ὑπ' αὐτοῦ ποιήματα. ἴδωμεν
οὖν τὴν στροφήν, τί ἐστι καὶ πῶς τὴν ἀντίστροφον ἐπήγαγεν. κἀν ταῖς
Νεφέλαις δὲ
εἶπον ὅτι δεῖ πάντως ἀνταποδίδοσθαι τῇ στροφῇ τὴν ἀντίστροφον, εἶτα
ἀμφοτέραις
ἐπαγαγεῖν τὴν ἐπῳδόν· ἐκ τούτων γὰρ τὰ χορικὰ συνεστάναι, στροφῆς,
ἀντιστρόφου,
Ελληνική ανθολογία
Σούδα λεξικόν
454
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ
Ἀβδήροισι, 12, 24, 25 178, 182, 183, 251, 259, 265, 275, 281,
αἷμα, 25, 32, 33, 46, 48, 49, 60, 61, 62, 66, 286, 289, 290, 295, 296, 298, 299, 303,
67, 71, 72, 74, 75, 79, 84, 126, 133, 140, 314, 332, 333, 349, 370, 419, 420
143, 144, 149, 152, 160, 164, 172, 175, αἱμοῤῥοΐδες, 23
456