Professional Documents
Culture Documents
Symboli
Symboli
Κ. Μαρξ, «Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου»
1
«Η στρατηγική αυτή […] επιβάλλει ταυτόχρονα την ηγεμονία του ισχυρότερου στο εσωτερικό της ΕΕ, της
Γερμανίας, η οποία εκφράζει σήμερα τις πιο ακραίες αντιδραστικές μερίδες» (σελ. 4 της εισήγησης της Π.Ε).
Πιστεύουμε ότι αυτή η φράση έχει ένα συμπλήρωμα που δεν γράφεται: αν η Γερμανία εκφράζει τις πιο
αντιδραστικές μερίδες του κεφαλαίου, τότε το πιο προοδευτικό κεφάλαιο (υπάρχει τέτοιο, δηλαδή;) μπορεί να
βρίσκεται οπουδήποτε αλλού, από την Ιταλία και την Ισπανία έως και τη χώρα μας.
1
να βγάλουμε συμπεράσματα σχετικά με τα όρια της αστικής πολιτικής, αλλά και τα όρια της συμβατικής
πολιτικής της Αριστεράς σήμερα.
Κάθε στάδιο του καπιταλισμού είχε τη δική του διαλεκτική κεφαλαίου-κράτους, και αν το έθνος-
κράτος αναδύεται μαζί με την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης, περνά μέσα από διάφορες ιστορικές
μορφές, απαντώντας κάθε φορά στις καπιταλιστικές αντιφάσεις, με πρώτη και κύρια την ταξική πάλη. Ο
καπιταλισμός της εποχής των Μαρξ-Ένγκελς, στο προμονοπωλιακό του στάδιο (και υπό βρετανική
ηγεμονία) συνυφαίνεται με το πρότυπο φιλελεύθερο Κράτος (από τις πρώτες αστικές επαναστάσεις
μέχρι περίπου 1870-πρώτη βιομηχανική επανάσταση). Ο καπιταλισμός της εποχής του Λένιν, ο
λεγόμενος «ιμπεριαλισμός» (που εμφανίζεται το 1870-1930 περίπου, με τη δεύτερη βιομηχανική
επανάσταση, και διαρκεί μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970), συνυφαίνεται με ένα πατερναλιστικό
Κράτος που εξαπολύει πολέμους στο εξωτερικό και ταυτόχρονα εφαρμόζει προστατευτικές (βλ. κυρίως
κεϋνσιανές) πολιτικές στο εσωτερικό (υπό την ηγεμονία της αμερικανικής αστική τάξης). Με κριτήριο
τις εξελίξεις στον πυρήνα του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, περνάμε από τον φιλελεύθερο
καπιταλισμό στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, άρα και από ένα «φιλελεύθερο» σε ένα
«παρεμβατικό» αστικό έθνος-κράτος.
Η τομή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, αίροντας διαλεκτικά το παρελθόν του, δεν μπορεί
παρά να σημαίνει την ανάδυση ενός αστικού κράτους νέου τύπου, μέσα σε συνθήκες αδύνατης
επιστροφής του έθνους-κράτους τόσο στο φιλελεύθερο όσο και στο (κεϋνσιανό) παρεμβατικό πρότυπο.
Το Ε.Κ.Α είναι μια ζωντανή αντίφαση στον ίδιο τον πυρήνα της ύπαρξής του (αντίστοιχη συναντάμε στο
«Επιχειρηματικό Πανεπιστήμιο»), αφού, ως Κράτος, δεν είναι Επιχείρηση, και ταυτόχρονα πρέπει να
λειτουργεί σαν Επιχείρηση και προς όφελος των Επιχειρήσεων (που δεν είναι σήμερα κυρίαρχα
εργοστάσια, αλλά οργανωμένα συμπλέγματα υλικών/άυλων περιουσιακών στοιχείων και πολλαπλών
κερδοφόρων δραστηριοτήτων). Το Ε.Κ.Α εκφράζει :
(α) μια νέα ποιοτική τομή στη σχέση εθνοκρατικής συγκρότησης-διεθνοποίησης του κεφαλαίου (η
λεγόμενη «Παγκοσμιοποίηση»), τομή δηλαδή, στη διαλεκτική Κεφαλαίου-Κράτους που φτάνει σήμερα,
στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις (ΠΟΕ, ΟΟΣΑ, Ε.Ε, ΝΑFTA, APEC, MERCOSUR, BRICS,
Ευρασιατική Ένωση κ.ά.) σε βαθμό παροξυσμικής αντίφασης, πρώτα και κύρια στη «Γηραιά Ήπειρο»
(β) ένα ποιοτικά διαφορετικό ταξικό συσχετισμό. Με την ενσωμάτωση των νέων κοινωνικών
κινημάτων, από το γαλλικό Μάη ως τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, από τους αντιαποικιοκρατικούς αγώνες
ως τη συντριβή του ιταλικού εργατισμού, η νεοφιλελεύθερη/νεοσυντηρητική αντεπανάσταση, που
ξεκίνησε την περίοδο 1970-1990, και η κατάρρευση της Ε.Σ.Σ.Δ άνοιξαν χώρο τόσο για τη παγκόσμια
εξάπλωση του Κεφαλαίου όσο και για το ψαλίδισμα των κοινωνικών παροχών στη Δύση. Αυτές οι ήττες
και η ιστορική περίοδος που σφραγίστηκε από το Τέλος της Ιστορίας του Fukujama και το There is no
Alternative της Thatcher, σήμαιναν ότι για πρώτη φορά στην Ιστορία, στο στάδιο του ολοκληρωτικού
καπιταλισμού, το Κεφάλαιο είχε κυριαρχήσει ολοκληρωτικά πάνω σε όλους τους άλλους τρόπους
παραγωγής και όλες τις μεγάλες αντίπαλες κοινωνικές δυνάμεις (όπως δεν συνέβαινε την εποχή του
Μαρξ και του Λένιν με τις φεουδαρχικές Αυτοκρατορίες κι αργότερα το αντίπαλο δέος του «υπαρκτού
σοσιαλισμού»). Μια νέα περίοδος ανοίχτηκε και σήμερα μορφοποιείται.
(γ) μια ποιοτικά διαφορετική διαλεκτική παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, με την τρίτη
βιομηχανική-πληροφορική επανάσταση, την τριτογενοποίηση και τη διεθνοποίηση της παραγωγής
(τομέας υπηρεσιών, πολυεθνικά-πολυκλαδικά μονοπώλια) αλλά και τις νέες σχέσεις παραγωγής,
διανομής, ανταλλαγής, κατανάλωσης και αναπαραγωγής του κεφαλαίου (με πιο σημαντικές τις νέες
σχέσεις εργασίας και μορφές εκμετάλλευσης)
(δ) μια ποιοτικά διαφορετική σχέση οικονομίας-κράτους και δημοσίου-ιδιωτικού, με την επικράτηση
της επιχειρηματικής λογικής στη διοίκηση του κράτους (π.χ. «νέο δημόσιο management»), με τις
ιδιωτικοποιήσεις και τις επιχειρηματικές συμπράξεις ιδιωτικού-δημοσίου τομέα, με την μεγαλύτερη από
ποτέ εξάρτηση της πολιτικής από το Κεφάλαιο, και άρα την αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού
συστήματος και την αποπολιτικοποίηση και των πολιτών. Σημασία δεν έχουν πια οι «ιδεολογίες» αλλά η
τεχνοκρατική διαχείριση δεδομένων στο σύγχρονο γεωστρατηγικό περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, το
Επιχειρηματικό Κράτος δεν «αποσύρεται» γενικά και αόριστα από την οικονομική δραστηριότητα.
Παρεμβαίνει αποφασιστικά στην κατασκευή ευνοϊκών συνθηκών για τις καπιταλιστικές σχέσεις (παροχή
κινήτρων, υποδομών, χρηματοδότηση έρευνας, φορολογική, νομισματική, δημοσιονομική, μισθολογική
πολιτική, ελαστικοποίηση σχέσεων εργασίας και εμπορευματοποίηση τομέων της κοινωνικής ζωής)
(ε) μια ποιοτικά διαφορετική άρθρωση της εξουσίας στο εσωτερικό και το εξωτερικό με το δόγμα
Άμυνας/Ασφάλειας:
-Σε (δια)κρατικό επίπεδο , ο άξονας κέντρο-άκρα υπερβαίνει τον παραδοσιακό άξονα αριστερά-δεξιά
αλλά και τη διάκριση εσωτερικού και εξωτερικού φίλου/εχθρού. Το δόγμα Νόμος και Τάξη αποτελεί την
μεταϊδεολογική συμφωνία όλου του «συνταγματικού τόξου» στη διαρκή του άμυνα απέναντι σε όσους
2
το αποσταθεροποιούν είτε «από μέσα» είτε «απ’ έξω» (τρομοκράτες, κομμουνιστές, τζιχαντιστές,
μετανάστες, απεργούς, εγκληματίες). Μόνο ως πολιτικά σταθερό μπορεί να είναι το καπιταλιστικό
σύστημα οικονομικά και πολεμικά ανταγωνιστικό. Άλλωστε το «εξωοικονομικό» κριτήριο της πολιτικής
σταθερότητας είναι κορυφαίος δείκτης σε όλες τις μετρήσεις διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Για το σκοπό
αυτό της μεταϊδεολογικής κεντρώας πολιτικής σταθερότητας, η εσωτερική αστυνόμευση και ο στρατός
ενοποιούνται (βλ. στρατιωτικές ασκήσεις καταστολής πλήθους) και η στρατιωτικοποίηση, ως
παραδειγματική αρχή, διαπερνά όλες τις σφαίρες τη ζωής (από τους μισθοφόρους των «ειρηνευτικών
αποστολών» ως τους μετανάστες στη βιομηχανική και γεωργική παραγωγή και από τους υπαλλήλους
γραφείου μέχρι τους καταναλωτές των κυριακάτικων «εκπτώσεων»). Εξάλλου, η ίδια η Ε.Ε. των
«εταίρων» το περιγράφει καθαρά: «η ασφάλεια είναι πρώτη προϋπόθεση για την ανάπτυξη» (στο «νέο
δημόσιο management που ήδη αναφέραμε, προστίθεται το «disaster management» ως τρόπος
διακυβέρνησης), αφού εγγυάται την ομαλή ανα-παραγωγή και τη μελλοντική κερδοφορία της σημερινής
οικονομικής βάσης.
-Σε επίπεδο ατόμων, ο σύγχρονος άνθρωπος, για να είναι αποδοτικός «επιχειρηματίας του εαυτού» του,
αυτό-πειθαρχείται και αυτό-εντατικοποιείται σε μια ζωή γεμάτη αγωνία, εξετάσεις, αξιολογήσεις και
επανακαταρτίσεις. Για να αντεπεξέλθει, ενσωματώνει ο ίδιος το δόγμα Άμυνα-Ασφάλεια: φόβος και
άμυνα απέναντι στους εχθρούς ανταγωνιστές, που απειλούν τη δουλειά και την ειρήνη του, απαίτηση για
κρατικά εγγυημένη ασφάλεια απέναντί τους (τους μετανάστες, τους λιγότερο παραγωγικούς
συναδέλφους, τους απεργούς που κλείνουν το δρόμο κλπ).
Η τομή του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η ανάλυση του Ε.Κ.Α μας επιτρέπουν όχι απλώς να
είμαστε βέβαιοι για τον (κεντροαριστερό) αστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ 2, αλλά και να εντοπίζουμε
τις αντικειμενικά ισχυρές τάσεις συστημικής ενσωμάτωσης της υπόλοιπης Αριστεράς, όπως έγινε
στην Ευρώπη και το δυτικό κόσμο από το 1970-1990 μέχρι σήμερα. Ανάμεσα στις συμπληγάδες του
φορολογικού ανταγωνισμού (διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου και μείωση των φόρων για
επιχειρήσεις, φορολογικοί παράδεισοι και άλλες διευκολύνσεις) και των ελλειμμάτων (δημοσιονομικών
ή εμπορικών) που οδηγούν στον υπερδανεισμό των αστικών κρατών, ό,τι απομένει από το περίφημο
Κράτος Πρόνοιας, ό,τι έχει να υποσχεθεί αυτή η παρηκμασμένη (νέα) «σοσιαλδημοκρατία», δεν είναι
παρά μια πολιτική επιδομάτων και ελάχιστων παροχών, στο πλαίσιο και τη λογική, (τί παράξενο!) μιας
ελάχιστης εγγυημένης Ασφάλειας - ό,τι οι νεοφιλελεύθεροι στοχαστές ονομάζουν Δίκτυ Κοινωνικής
Ασφάλειας (society safety net)3 και εγγυάται την πολύτιμη για την άρχουσα τάξη κοινωνική συνοχή.
Η Ασφάλεια αποκτά ένα πολυδιάστατο οικονομικό, πολεμολογικό, ανθρωπολογικό-ψυχολογικό,
μεταπολιτικό-μεταϊδεολογικό και κοινωνικοπολιτικό περιεχόμενο. Είχε δίκιο ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης
όταν έλεγε, πριν τις δημοτικές εκλογές, ότι «η Ασφάλεια δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή» 4,
απευθυνόμενος στον μέσο νοικοκυραίο, αλλά και στον κυνικό φοιτητή ή αγανακτισμένο που καλεί τα
ΜΑΤ να καθαρίσουν τον τόπο.
2
Το New Deal για το οποίο μίλησε ο Βαρουφάκης, δεν θα μπορούσε να είναι ένα New Deal αλά Roosevelt, παρά
μόνο ένα «New Deal» αλά Blair, με πολλά μικρά «πακέτα σωτηρίας» για την ανεργία: απλήρωτης ή υπο-
αμειβόμενης εργασίας. Σε πολλά μας θυμίζει ο ΣΥΡΙΖΑ τη «νέα σοσιαλδημοκρατία» του «3 ου Δρόμου», των
«Εργατικών» της Αγγλίας (θυμόμαστε άραγε τον Miliband πλάι στον Πουλαντζά;) ή των δημοκρατικών του
Clinton στις ΗΠΑ. Πότε οι «διαφορετικές καταβολές» εμπόδισαν τα ευρωκομμουνιστικά ρεύματα να
εκπληρώσουν τον ιστορικό τους ρόλο εκπροσωπώντας τις αστικές τάξεις των χωρών τους, πουλώντας ελπίδες στις
υποτελείς τάξεις, παίρνοντας ως αντάλλαγμα ταξική ειρήνη και υπομονή; Κάθε άλλο, οι «αριστερές καταβολές»
βοήθησαν όλα αυτά τα κόμματα να χτίσουν μια αστική ηγεμονία νέου τύπου.
3
Γράφει, για παράδειγμα, ο πατριάρχης του νεοφιλελευθερισμού, F.Α.Hayek, προκαλώντας αμηχανία σε όσους
πανηγυρίζουν για τα υποτιθέμενα «αριστερά» μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ: «Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο σε μία
ελεύθερη κοινωνία η κυβέρνηση να μην διασφαλίζει σε όλους προστασία από τις στερήσεις με τη μορφή ενός
ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή ένα επίπεδο διαβίωσης κάτω από το οποίο κανείς να μη χρειάζεται να κατέβει.
Η υιοθέτηση ενός είδους ασφάλισης για περιπτώσεις ακραίων αντιξοοτήτων ενδέχεται να λειτουργεί προς το
συμφέρον όλων». F.A.Hayek (1982). Law, Legislation and Liberty vol.2. University of Chicago Press. σελ. 87.
4
http://wp.me/p3poUN-5VV
3
Για πολλούς και πολλές, οι εκλογές του Γενάρη του 2015 σηματοδότησαν το περίφημο «τέλος της
μεταπολίτευσης»: την τυπική επικύρωση ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ο οποίος είχε διαφανεί τα
χρόνια της κρίσης και για τον οποίον πολλοί είχαν μιλήσει τόσο καιρό. Ταυτόχρονα, όμως, μαζί του
έρχεται , στην Ελλάδα, και το σιωπηλό τέλος ενός κύκλου ταξικών αγώνων που άνοιξε με την «πρώτη
εξέγερση της κρίσης» τον Δεκέμβρη του 2008 (ο τίτλος δεν είναι δικός μας, αλλά των διεθνών ΜΜΕ
εκείνης της περιόδου).
Τί σημαίνουν όλα αυτά, όμως, σε μια περίοδο όπου η ευρωπαϊκή ακροδεξιά γιγαντώνεται και η
εγχώρια εξασφαλίζει τη συνοχή της ως πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα, εκφραζόμενη στα ποσοστά της
Χρυσής Αυγής, αλλά και σε υπαρκτά ρεύματα (πολιτικά και οργανωτικά αποκρυσταλλωμένα) εντός
κομμάτων, όπως το Ποτάμι και η Νέα Δημοκρατία;
Η πρώτη φάση της ιστορικής περιόδου που διανύουμε και ξεκίνησε με την εκκωφαντική έκρηξη μιας
παγκόσμιας κρίσης κι ένα γύρο αυθόρμητων κι ανολοκλήρωτων εξεγέρσεων σε όλο τον πλανήτη, στην
Ελλάδα έκλεισε με εκλογές. Είναι αλήθεια πως ο λαός (ως αφηρημένη καθολικότητα) κλήθηκε να δώσει
ένα κοινοβουλευτικό τέλος στο μαύρο μέτωπο των μνημονιακών κυβερνήσεων και των συμμάχων τους.
Και το έδωσε. Είναι, εξίσου αλήθεια όμως, πως αυτό το τέλος δεν μπόρεσε να το δώσει ως κοινωνική
πλειοψηφία με διακριτή μορφή, στους δρόμους, με ένα νέο εργατικό κίνημα που θα προέκυπτε από μια
διαδικασία συγκρότησης οργάνων εργατικής πολιτικής, που θα άνοιγε ρήγμα στην κυριαρχία της
αστικής τάξης.
Στους δύο κύκλους αγώνων, που χαρακτήρισαν την περίοδο από το Δεκέμβρη του 2008 έως σήμερα,
κομβικό επεισόδιο υπήρξαν οι κινητοποιήσεις των πλατειών το 2011. Μετά την υποχώρηση του
εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος που ακολούθησε την 5 η Μάη του 2010, οι πλατείες αποτέλεσαν
τη νέα μορφή εμφάνισή τους. Τον εργατικό χαρακτήρα, του οποίου η ηγεμονία είχε ηττηθεί στην
προηγούμενη φάση, τον υποκατέστησε η ηγεμονία του αφηρημένου δημοκρατικού χαρακτήρα με
στοιχεία εθνικολαϊκισμού.
Βλέποντας ξανά τα γεγονότα από το καλοκαίρι του 2011 έως το Φλεβάρη του 2012, η δική μας
αντικαπιταλιστική Αριστερά βρέθηκε σε πολιτική αδυναμία να μετατρέψει τις τάσεις χειραφέτησης σε
επαναστατική πρακτική. Αυτή η πολιτική αδυναμία ήταν η άλλη όψη μιας νέας αστικής ηγεμονίας που
χτιζόταν. Αν, στα πλαίσια των κρατικών επιλογών, αυτή η ηγεμονία οικοδομούταν μέσα από σειρά «μίνι-
πολιτικών πραξικοπημάτων» και της διαρκούς εναλλαγής κυβερνήσεων «ειδικού σκοπού» και «εθνικής
συνεννόησης», στα πλαίσια του κινήματος οικοδομούταν μέσα από τη δράση πολιτικών δυνάμεων που
επιχειρούσαν να κεφαλαιοποιήσουν ως εθνικό πολιτικό σχέδιο την «αγανάκτηση».
Έτσι, λοιπόν, την ιστορική φάση μιας πενταετίας σκληρών ταξικών αγώνων στην ελληνική κοινωνία,
με την κωδική ονομασία «Μνημόνια», διαδέχεται η ιστορική φάση των εθνικών-πατριωτικών αγώνων,
με την κωδική ονομασία «Διαπραγμάτευση». Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πόσο θα κρατήσει αυτή η
περίοδος, αλλά πιστεύουμε ότι πρέπει να αναρωτηθούν σχετικά με το τι εννοούν, όσοι μιλούν για
«αριστερή στροφή της κοινωνίας». Εμείς, αντίθετα, διαβλέπουμε την πορεία προς μια ιστορική
πατριωτική στροφή της Αριστεράς. Πρέπει να αναρωτηθούν, επίσης, όσοι μιλούν για την «Αριστερά που
προσεγγίζει την εξουσία». Εμείς, αντίθετα βλέπουμε τη διαμόρφωση των ιστορικών όρων μέσω των
οποίων η αστική εξουσία προσεγγίζει την «Αριστερά». Δεν είναι μεθοδολογικό ζήτημα (μόνο). Είναι η
κρίσιμη υποθήκη της ιστορίας για τους καιρούς που ζούμε. Δεν καθορίζει μία κυβέρνηση το χαρακτήρα
του κράτους. Η αστική πολιτική εξουσία και το κράτος της, αντίθετα, προσδιορίζουν το χαρακτήρα
των κυβερνήσεων που χρειάζονται για την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της επί της κοινωνίας.
Η «Αριστερά», μη θέλοντας να χαρίσει το «εθνικό ζήτημα» στους ακροδεξιούς, τελικά, κατάφερε να
παράξει ένα ιστορικό βραχυκύκλωμα. Προσπαθώντας τόσο πολύ να κρατήσει για τον εαυτό της την
έννοια της «εθνικής κυριαρχίας» (με εντυπωσιακές θεωρητικές ακροβασίες), της διέφυγε ότι η άμεση
ανακούφιση ΚΑΘΕ ανθρώπου, πρέπει να ειδωθεί από τη σκοπιά του συνολικού καθήκοντος της
κοινωνικής απελευθέρωσης. Ακόμα περισσότερο, μπορούμε να δούμε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-
ΑΝΕΛ, που προέκυψε αργότερα, ως αντανάκλαση της ιδιότυπης ιστορικής συνάντησης των
αντιλήψεων που ηγεμόνευσαν στην «πάνω» και την «κάτω» πλατεία του Συντάγματος το καλοκαίρι
του 2011.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία (αυτό-)αποκαλείται «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» δεν
είναι τίποτα άλλο, παρά μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, η οποία ιεραρχεί την αντιμετώπιση της
ανθρωπιστικής καταστροφής ως πρώτη πράξη επίλυσης του ζητήματος της εθνικής κυριαρχίας
της χώρας. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης της καπιταλιστικής κρίσης ερμηνεύεται ως ανθρωπιστική
κρίση, ερμηνεία η οποία καθορίζει το άμεσο περιεχόμενο μιας πολιτικής ταξικής ειρήνης.
Θεωρούμε, λοιπόν, πως παραμένει επίκαιρο το σύνθημα της ανατροπής «όχι μόνο του διαχειριστή,
αλλά και της ασκούμενης πολιτικής», αυτό είναι το κριτήριο αποτίμησης οποιουδήποτε αποτελέσματος
αυτών των εκλογών και με βάση αυτό και όλη την παραπάνω ανάλυση θεωρούμε ότι το κίνημα
χρειάζεται να στοχεύει στην ανατροπή και αυτής της κυβέρνησης.
4
«Ένα κράτος, εξ ορισμού, δε μπορεί να έχει καμία ηθική. Το περισσότερο που μπορεί να έχει ένα
κράτος είναι μια αστυνομία»
Albert Camus
«Το κράτος έχει συνέχεια», υποσχέθηκε σε όλους τους τόνους η παρούσα κυβέρνηση πριν τις εκλογές.
Πρέπει να δούμε σε τί συνίσταται αυτό. Για εμάς, δεν είναι κάτι άλλο από την συνέχεια του αστικού
εκσυγχρονισμού που ξεκίνησε η κυβέρνηση Σημίτη τη δεκαετία του 1990, με πολύ διαφορετικούς
εθνικούς όρους συναίνεσης. Χρειάστηκε η μεσολάβηση της κρίσης και των κυβερνήσεων «έκτακτης
ανάγκης». Χρειάστηκε η ξεδιάντροπη σύμπραξη του αστικού μπλοκ εξουσίας (γύρω από ΠΑΣΟΚ και
ΝΔ) με διεθνείς μηχανισμούς, προκειμένου να διασώσει την κυριαρχία του ελληνικού κράτους και
κεφαλαίου επί των ανυπότακτων ρευμάτων της κοινωνίας. Αυτό που έπρεπε να εμπεδωθεί στην «κοινή
γνώμη» ήταν η χρησιμότητα όλων αυτών των εργαλείων άσκησης πολιτικής: Η μετατροπή της έκτακτης
ανάγκης ως σταθερά της ζωής, η πρωτοκαθεδρία των δημοσιονομικών πολιτικών επί των κοινωνικών
αναγκών και η ασφάλεια, καθώς και η εκχώρηση από το κοινωνικό σώμα της πολιτικής ευθύνης ως
«αντικειμενική τεχνική ευθύνη» στους ειδικούς των διαπραγματεύσεων.
Το 2003 ήμασταν για τον Σημίτη, οι «χωριάτες» που δεν κατανοούσαν την ανάγκη της ευρωπαϊκής
αρχιτεκτονικής. Το 2009, ήμασταν για τον Μεϊμαράκη και τον Καραμανλή, αυτοί που «υπονομεύουν την
εθνική κυριαρχία της χώρας». Το 2012, ήμασταν για τους Σαμαρά-Βενιζέλο, αυτοί που «έχουν
καταλάβει τις πόλεις (τους)» και «οδηγούν σε εμφύλιο». Το 2013 ήμασταν για το Σαμαρά «το άλλο άκρο
που μιλάει για έξοδο από την Ε.Ε και το ΝΑΤΟ». Τελικά, μετά από μια μακρόχρονη και επίπονη
διαδικασία, παραμονεύει ο κίνδυνος να εμφανιστούμε ως η «μεγάλη, ανεκτίμητη εφεδρεία» της
κυβέρνησης της Αριστεράς για τους αριστερούς δημοσιογράφους 5: ο «λαϊκός παράγοντας», που
αναδύεται εκ νέου, με πατριωτικό πρόσημο και κρατική επικύρωση, και αναζωογονεί την κρατική
κυριαρχία, με εθνική εντολή.
Είναι, συχνά, κοινός τόπος σε πλατιές μάζες, με τις οποίες δώσαμε μεγαλειώδεις αγώνες την τελευταία
πενταετία, η φράση: «Ψήφισα ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας χαμηλές προσδοκίες και ακόμα κι αν κάνει κάποια απ’
όσα λέει μου είναι αρκετό». Θα ήταν τρομακτικό λάθος, από τις χειρότερες παραδόσεις του «αριστερού
ελιτισμού», να υποστηρίξουμε ότι αυτοί οι άνθρωποι (συχνά σύντροφοι και συναγωνιστές) διαβλέπουν
λάθος την πραγματικότητα ή ότι «ξεπουλήθηκαν». Αντίθετα, ισχυριζόμαστε είναι πως αυτή η στάση
οφείλεται στο όριο που αντιμετωπίζουμε όλοι. Το όριο της αποπολιτικοποίησης των σύγχρονων
κοινωνιών, μεθοδικά κατασκευασμένης από τους μηχανισμούς ταξικής κυριαρχίας κράτους και
κεφαλαίου και αναπάντητης από την δική μας Αριστερά, το οποίο μας διαπερνά με δύο τρόπους: είτε με
τον κυνισμό της επιθυμίας προσαρμογής στον ρεαλισμό της παρούσας κατάστασης, με την διακριτική
ευχέρεια της κοινωνικής μας απόστασης από τους σύγχρονους άθλιους είτε με τον κυνισμό της ηθικής
αυτάρκειας μιας μειοψηφικής θέσης, προστατευμένης (προς το παρόν όμως) από την εξαθλίωση που
βιώνουν τα 2/3 του πλανήτη. Τείνουμε να γίνουμε μέρος του τύπου του κυνικού (ή τελευταίου, θα έλεγε
ο Νίτσε) ανθρώπου, αυτού που παράγει στη δική μας μικρή περιφέρεια τη διπλή ταυτότητα του
«Ευρωπαίου πολίτη» δίπλα στην ταυτότητα της «εθνικά ανεξάρτητου και κυρίαρχου λαού».
Οι ιστορικές ευκαιρίες, οι κίνδυνοι και οι ευθύνες που μας αναλογούν και περιγράφονται παραπάνω,
δεν είναι αφηρημένη ηθική επίκληση στην ουτοπία μιας επανάστασης. Ας αναρωτηθούμε: ο λόγος περί
«σημείων του αντικαπιταλιστικού προγράμματος» ή οι επικλήσεις μιας «σύγχρονης, ρεαλιστικής και
χρήσιμης» επαναστατικής αριστεράς, έχουν κάτι αλλάξει στη συνείδηση του κόσμου της εργασίας; Γιατί,
αυτό που επικρατεί είναι η αναγωγή των αναγκών του σε μια υποβαθμισμένη επανάληψη του
σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου που βιώσαμε. Αυτό συμβαίνει, μάλιστα, με την επιστροφή του πιο
σκληρού τεχνοκρατικού λόγου ως μιας τεχνικής διακυβέρνησης:
1) Ο βασικός μισθός ενός νέου εργαζόμενου στον ιδιωτικό τομέα θα είναι 751 ευρώ μικτά σε βάθος
διετίας (χωρίς σαφή δέσμευση των εργοδοτών, εξαιρώντας τη μαθητεία, τα προγράμματα κοινωφελούς
εργασίας, τα voucher, τις πρακτικές ασκήσεις) και θα συνδέεται με «ρήτρα ανάπτυξης», όπως ακριβώς
και η διαπραγμάτευση για την αποπληρωμή του χρέους. Η εμπέδωση μιας τέτοιας λογικής δημιουργεί τη
σύνδεση των πραγματικών κοινωνικών αναγκών με την εθνική ανάπτυξη, ή όχι; Η εργασία για την
κοινωνική πλειοψηφία επιβεβαιώνεται ως ένα παραπροϊόν της ίδιας εθνικής ανάπτυξης μαζί με τα
5
Πέτρος Παπακωνσταντίνου, «Επίκαιρα»: «Η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, η ενεργοποίηση του λαϊκού
παράγοντα και η διεθνής αλληλεγγύη μπορούν να κάμψουν την αδιαλλαξία της Μέρκελ»
5
κονδύλια του ΕΣΠΑ. Έτσι, η εργασία («ιερό δισκοπότηρο» των πλαισίων πάλης της Αριστεράς) γίνεται
η ίδια αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Πολλαπλές συμβάσεις, εκ περιτροπής και δωρεάν εργασία,
μαθητεία, «ατομική επιχειρηματικοποίηση» του εργαζόμενου, αποδοχή θέσεων απασχόλησης χωρίς
αμφισβήτηση των εταιρικών κερδών: Η απόλυτη εκμετάλλευση θα είναι η προϋπόθεση, ειδικά για τις
γενιές που θα μπαίνουν ως «νέα βάρδια» στην παραγωγή, για να μπορούν να δουλέψουν. Τα
προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας μετατρέπονται σε κρατικά παρεχόμενο μισθό
για δωρεάν εργασία. Η ίδια η εργοδοτική τρομοκρατία θα τείνει να μετατραπεί σε σταθερά (ανάμεσα
στις υπόλοιπες) της ατομικής διαπραγμάτευσης του «αντικειμένου της κρατικής μέριμνας» με τους
εργοδότες, προκειμένου να αναγνωριστεί ως εργαζόμενος.
2) Δεν αμφισβητείται ούτε ένας από τους γεωστρατηγικούς στόχους που έθεσαν οι προηγούμενες
κυβερνήσεις με ίδια και απαράλλαχτη, μάλιστα, μεθοδολογία. Ο σημερινός «εθνικός πλούτος» και η
«γεωστρατηγική θέση» εξαργυρώνονται σε νέα εξοπλιστικά προγράμματα, σε αναβάθμιση του
παραγωγικού ρόλου κρατικών και ιδιωτικών βιομηχανιών, σε νέες σφαίρες επιρροής και επενδυτικές
προοπτικές για το εθνικό κεφάλαιο. Κι αυτό είναι βασική προϋπόθεση για τους μελλοντικούς γύρους
ανάπτυξης. Δεν είναι «επαχθές χρέος», που δημιουργείται σήμερα, τα 2 δις ανά χρόνο για το ΝΑΤΟ και
τον Ευρωστρατό, τα 11,5 δις σε 8 χρόνια για εξοπλισμούς, οι σχεδιαζόμενες «ανθρωπιστικές αποστολές»
στην Ουκρανία με γνώμονα τα «εθνικά συμφέροντα»6;
3) Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς θα νομιμοποιηθούν, ζώντας επιτέλους ανθρώπινα σε ένα κράτος που
δεν πληρούσε τους στοιχειώδεις ανθρώπινους όρους προς τους πολίτες του. Καλώς. Το ερώτημα είναι: τι
θα γίνει με τους «παράνομους»; Και τι συνιστούν ακριβώς, οι μετανάστες στα «άθλια» κέντρα
κράτησης, που θα μετατραπούν σε «ανθρώπινα» κέντρα φιλοξενίας»; Τι θα γίνει, όχι μόνο με τις
απάνθρωπες συνθήκες που βιώνουν αλλά, για την καταναγκαστική δωρεάν εργασία και τον εγκλεισμό
τους; Είναι ή δεν είναι μέρος της εργατικής τάξης; Ή μήπως είναι αντικείμενο φιλανθρωπίας; Τι
συνιστούν οι (παράνομοι;) πρόσφυγες από τη Συρία, οι μετανάστες που πνίγονται στο Αιγαίο ή πέφτουν
στο Τείχος του Έβρου; Το ζήτημα αυτό είναι «ευρωπαϊκό» (της Frontex και του Δουβλίνο II);
4) Στο εσωτερικό, Έλληνες και μετανάστες φτηνοί εργαζόμενοι θα δουλεύουν για την παραγωγική
ανασυγκρότηση, που απέκτησε και υπουργείο. Γι’ αυτή την παραγωγική ανασυγκρότηση θα αποφασίζει
ο Κοτζιάς με τον Καμμένο και το Βαρουφάκη - με ΑΥΤΗ τη σειρά. Από την άλλη, βέβαια, οι «πιο
ριζοσπάστες» από αυτούς, θα διώκονται από το υπουργείο δημόσιας τάξης του Πανούση, ως
«τζιχαντιστές» και «τρομοκράτες», με βάση αυτά που αποφασίστηκαν στους νέους τρομονόμους στις 18
Φλεβάρη μαζί με τους ευρωπαίους «εταίρους» και τον «εταίρο» Obama7. Αν κάτι, λοιπόν, εθνικοποιείται
(όχι φυσικά οι τράπεζες και ο «κοινωνικός τους ρόλος») είναι η ΕΥΠ, που γίνεται Υπηρεσία Προστασίας
Εθνικής Κυριαρχίας (ΥΠΕΚ) και «[…]θα ασχολείται με το εξωτερικό. Στο εσωτερικό υπάρχουν
υπηρεσίες». Είναι, φυσικά, η αντιτρομοκρατική «που κάνει καλά τη δουλειά της» 8, η δίωξη
ηλεκτρονικού εγκλήματος «που λειτουργεί άψογα». Και, φυσικά, για τις γειτονιές υπάρχουν
προγράμματα εθελοντών κατοίκων (ο λαός τους αποκαλεί «ρουφιάνους»…), ο «αστυνομικός της
γειτονιάς» και η «συμφιλίωση της αστυνομίας με τον πολίτη».
Τα «κάγκελα στη Βουλή»9, που αποσύρθηκαν, δεν είναι τελικά παρά ο αδύναμος και αδέξιος
συμβολισμός της «Βαστίλης που γκρεμίζεται», για μια αριστερά που επικαλείται τη «σύγχρονη»
επανάληψη της Γαλλικής Επανάστασης. Ξεχνά ότι η Βαστίλη πυρπολήθηκε για να γίνει, πρώτη φορά
στον κόσμο ορατή πάνω στα ερείπιά της η αθλιότητα της εκμετάλλευσης, μια οικουμενική Βαστίλη των
καταπιεσμένων. Η διαφορά εμφανίζεται ως αστεία επανάληψη. Το κρυμμένο μυστικό της Αριστεράς (και
πάνω από όλα της κυβερνώσας, για όσους θέλουν να την ονομάζουν έτσι) είναι πως αποτελεί γνήσιο
τέκνο των αστικών εθνικολαϊκών επαναστάσεων, και πάνω από όλα της μεγάλης Γαλλικής
Επανάστασης. Ο εννοιολογικός και πρακτικός της ορίζοντας είναι ο ορίζοντας της νομικής
ισότητας, της ελευθερίας των εμπορευμάτων και της εθνικής αδελφότητας. Είναι, δηλαδή, ο
ορίζοντας της νεωτερικότητας και του καπιταλισμού. Ως εκεί φτάνει το βλέμμα της. Κάποτε, αυτά ήταν
αιτήματα ιστορικά προοδευτικά. Σήμερα, απλώς αναπαράγουν με νοσταλγία το παρελθόν μέσα στο
παρόν, όταν δεν είναι ξεδιάντροπα συντηρητικά. Η «Αριστερά» ζητάει τη διατήρηση των «κοινωνικών
κεκτημένων» ή την «ανάκτηση» της «δημοκρατίας» και της «εθνικής ανεξαρτησίας». Η απελπισμένη
πολιτική άμυνα των καταπιεσμένων, που πολιορκούνται από τον σύγχρονο καπιταλισμό και τη Νέα,
κυνική Δεξιά, είναι η επίκληση ενός παλιού, ιστορικά προοδευτικού καπιταλισμού και όχι αντεπίθεσή
τους, η Αριστερά είναι πλέον δύναμη που αντλείται από το παρελθόν κι όχι από το μέλλον. Όσο το
γεγονός αυτό συνειδητοποιείται, τόσο θα ελαχιστοποιείται η πολιτικοϊδεολογική διαφορά Αριστεράς-
6
Δηλώσεις Ήσυχου: http://www.efsyn.gr/arthro/mono-gia-anthropistiki-voitheia-stin-oykrania
7
http://www.real.gr/DefaultArthro.aspx?page=arthro&id=383087&catID=4
8
Από τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού στη Βουλή
9
http://www.lifo.gr/team/u51848/54943
6
Δεξιάς, και η Αριστερά θα ξεπερνιέται από την ίδια τη διαρκή «κίνηση [που] καταργεί την υπάρχουσα
κατάσταση πραγμάτων». Οι μόνοι «αριστεροί» που μπορούν να διασωθούν θα είναι οι ριζοσπάστες μιας
Επαναστατικής Αριστεράς, ως μεταβατική μορφή και ανθρώπινη γέφυρα από το παλιό στο νέο. Και θα
διασωθούν, ως κάτι άλλο από αυτό που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους σήμερα.
Η εργατική τάξη πρέπει να αντιληφθεί την ιστορική παγίδα των αφεντικών και να μην συναινέσει
στην πατριωτική διέξοδο από την κρίση προς την ανάπτυξη. Γιατί εκεί δεν υπάρχει τίποτα πέρα από την
έρημο της σκληρής εκμετάλλευσης και της αβίωτης κοινωνικής συνθήκης για κάθε προλετάριο. Το
οργανωμένο πολιτικά και συνδικαλιστικά κομμάτι της εργατικής τάξης, πιστό σε μια κατεύθυνση
ενάντια στον καπιταλισμό και το αστικό κράτος, οφείλει να καταδείξει τους κινδύνους και τις αντιφάσεις
της συγκυρίας και να δουλέψει για την κοινωνική επανάσταση: τη μόνη ρεαλιστική λύση.
«[…] η υποτιθέμενη «βία» των διαδηλωτών του Ferguson - που ωχριά σε σύγκριση με την βία του
οικονομικού κεφαλαίου και του κράτους - μπορεί να αποδειχθεί άκρως παραγωγική. Και καθώς η
ιδέα της «καθαρής» βίας έξω από τον νόμο μπορεί να ακούγεται απειλητική για κάποιους, πρέπει να
θυμηθούμε πως οι αστικές ταραχές, με όλη την φαινομενικά ενοχλητική καταστροφή τους και τη
θεαματική εκμηδένιση, έχουν ιστορικά υπάρξει μεγάλες δυνάμεις εξέλιξης. Αυτό που τώρα
ονομάζουμε δημοκρατία δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς αυτές. Μάλιστα, σε εποχές μεγάλης
αδικίας και θεσμικών αδιεξόδων, όταν η βία του νόμου πνίγει την φωνή των καταπιεσμένων, λίγα
πράγματα μπορούν να είναι τόσο καλοδεχούμενα όσο η αποσυντακτική εξουσία που φέρει μαζί της
μια πολιτική ταραχή, για να βοηθήσει να ρυθμιστεί ξανά η ζυγαριά της δικαιοσύνης. Έτσι,
τουλάχιστον, ξεκινά. Αυτό που συμβαίνει στο Ferguson δεν μένει στο Ferguson»10
Το βασικό διακύβευμα της εποχής και ο κεντρικός πολιτικός στόχος που θα πρέπει να μας διακρίνει σε
σχέση με την κυρίαρχη «Αριστερά», είναι η μετατροπή της εθνικής ενότητας εργοδοτών-εργαζομένων,
κράτους-κοινωνίας και κυβέρνησης-λαού σε όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού και σε ταξικό
εμφύλιο. Μιλώντας για ταξικό εμφύλιο, εννοούμε τη μακρά και επίπονη διαδικασία, κατά την οποία
σπάει η εθνική συναίνεση, αναδεικνύονται ξεκάθαρα οι διαχωριστικές γραμμές των ταξικών
συμφερόντων που διακυβεύονται, η λεγόμενη ανθρωπιστική κρίση θα μετακυλίεται στο απέναντι
στρατόπεδο ως κρίση πια της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και του πολιτικού συστήματος, αλλά και ως
κλονισμός της δυνατότητας του αστικού κράτους να διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη. Μέσα από αυτή
τη διαδικασία -θεωρούμε- θα δημιουργούνται πρωτοβουλίες, συντονισμοί, όργανα εργατικής πολιτικής,
αντιθεσμικές μορφές κοινωνικής εξουσίας κι άρα θα οικοδομείται το υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής
επανάστασης. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τη «συσσώρευση» όρων, ως αναγκαία μεν συνθήκη για την
ανατροπή, χωρίς να θεωρούμε δε ότι αυτή είναι πρωταρχική, ούτε χρονικά ούτε στο περιεχόμενο.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια που απορρέουν από την ανάλυση του ΝΑΡ για τον ολοκληρωτικό
καπιταλισμό, το νέο εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική επαναθεμελίωση, επιχειρούμε να κάνουμε
μια περιγραφή της κατάστασης στο εργατικό κίνημα, μια αποτίμηση σχετικά με το τί έκανε και τί δεν
έκανε το ΝΑΡ σε αυτήν την κατεύθυνση και μια πρόταση για τη δράση που χρειάζεται να αναπτύξουμε
στο εξής.
10
http://diktiospartakos.blogspot.gr/2014/08/blog-post_614.html
7
Τί ζήσαμε την τελευταία επταετία από την μεριά των εργατικών αγώνων
και όχι μόνο
Προσπαθώντας να κάνουμε μια προσέγγιση στις αλλαγές στην παραγωγή την τελευταία εξαετία, ως
αποτέλεσμα της βίαιης προσαρμογής της στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου για τη διασφάλιση της
κερδοφορίας του, μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένα νέα ποιοτικά στοιχεία για την σύνθεση της
εργατικής τάξης στο σήμερα:
Υποβάθμιση της θέσης, σε όλα τα επίπεδα (μισθοί, συνθήκες εργασίας κτλ), του κομματιού που θα
χαρακτηρίζαμε ως παραδοσιακή εργατική τάξη στη χώρα.
Τεράστια αύξηση της ανεργίας στο συγκλονιστικό ποσοστό του 30% συνολικά και 60% για την
νεολαία (ήτοι 1.500.000 άνεργοι).
Τεράστιο ποσοστό εργαζόμενων-ανέργων με την μορφή της απλήρωτης εργασίας (οι αριθμοί μιλούν
για πάνω από 800.000 εργαζομένους σιδηροδέσμιους των εργοδοτών υπό το φόβο της ανεργίας).
Ένταση της ελαστικής-επισφαλούς-μαύρης εργασίας, διαρκής κινητικότητα (και με όρους κρατικής
παροχής), κάτι που δημιουργεί ένα νέο μαζικό κοινωνικό στρώμα που ζει στο λυκόφως μεταξύ
ανεργίας και εργασίας με μόνιμο τρόπο.
Εργαζόμενοι στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, χρήση του κράτους ως εργοδότη ύστατης
καταφυγής και διαμορφωτή της αγοράς εργασίας.
Η καταγραφή αυτής της κατάστασης είναι αναγκαία, κυρίως για να χαρτογραφηθεί σε αδρές γραμμές
το πεδίο παρέμβασης μιας ανατρεπτικής γραμμής στον αγώνα ενάντια στην εργοδοσία και το κεφάλαιο.
Οι αγώνες που Αν θέλαμε να κάνουμε μια περιοδολόγηση των αγώνων που ξέσπασαν στα λεγόμενα
χρόνια του μνημονίου, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε της επταετία αυτή σε δύο φάσεις (με όλες τις
ενδιάμεσες καμπές τους):
Η πρώτη αφορά στην περίοδο της άνοιξης των κοινωνικών αγώνων από το Δεκέμβρη του 2008 μέχρι τη
12η Φλεβάρη του 2012 και η δεύτερη αφορά στη βαθιά ύφεση αυτού του ιδιόμορφου κινήματος από τις
εκλογές του 2012 μέχρι και σήμερα, ως αποτέλεσμα της μεγάλης του ήττας. Δε στεκόμαστε τυχαία σε
αυτόν το διαχωρισμό, όχι μόνο επειδή είναι νέα κατάσταση, αλλά κυρίως λόγω του τί γεννήθηκε και
πέθανε μέσα σε αυτές τις δύο φάσεις, αναδεικνύοντας την ανεπάρκεια του παλιού συνδικαλιστικού-
εργατικού κινήματος, αλλά και τις αδυναμίες της Αριστεράς, να βγάλει συμπεράσματα και να δοκιμάσει
κάτι διαφορετικό από αυτό που είχε μάθει στον 20 ο αιώνα. Η μετάβαση λοιπόν, στη δεύτερη αυτή φάση,
που συχνά η Αριστερά την αντιλαμβάνεται ως μία πολιτική κεφαλαιοποίηση κοινωνικών αγώνων, για
εμάς σηματοδοτεί κάτι διαφορετικό. Για εμάς η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η συγκυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, μακράν από το να είναι αποκρυστάλλωση της ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων
κοινωνικών τμημάτων (όπως ισχυρίζεται η πλειοψηφία της Αριστεράς), είναι αποτέλεσμα της ήττας
και ενσωμάτωσης του κύκλου των αγώνων της πρώτης περιόδου. Αντί λοιπόν, οι οικονομικοί αγώνες
να ανοίξουν το δρόμο για ριζοσπαστικές πολιτικές λύσεις, η πολιτική λύση που δόθηκε (και η οποία σε
όλους τους τόνους χαρακτηρίστηκε ως αποτέλεσμα ριζοσπαστικοποίησης) έκλεισε τη δυνατότητα για
παραγωγή πολιτικής από τα ίδια τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Δε θεωρούμε φυσικά, ότι
η καταστολή της δυνατότητας αυτής συνεπάγεται την οριστική εξάλειψή της.
Ενδεικτικά, μπορούμε να διαπιστώσουμε καταστάσεις στο εργατικό κίνημα που αποτελούν την άλλη
όψη της πολιτικής λύσης, όπως αυτή ξεδιπλώνεται μέσω συγκεκριμένων κυβερνητικών επιλογών. Αν η
μία όψη αυτής της πολιτικής είναι η κοινωνική ομαλότητα και οι προϋποθέσεις του νέου γύρου
ανάπτυξης του κεφαλαίου, η άλλη όψη αποτυπώνεται στα συντρίμια του εργατικού κινήματος:
Η αδυναμία κλαδικών αγώνων να αποσπάσουν νίκες, ως αποτέλεσμα της νέας φάσης του κράτους που
ξεπερνούσε την παραδοσιακή κόντρα συνδικάτων-κυβέρνησης και του μεταξύ τους συμβιβασμού για
την ειρηνική (με νίκες ή απώλειες) τους συνύπαρξη .
Η αίσθηση τμημάτων της Αριστεράς και του κινήματος ότι με αγώνες τύπου «ασφαλιστικό Γιαννίτση»
θα μπορούσαμε να μπλοκάρουμε πολιτικές του κεφαλαίου για το ξεπέρασμα της κρίσης του, που
τελικά υποτίμησαν την ίδια την καπιταλιστική κρίση, ως έκτακτη κατάσταση, και τη μετέφρασαν σαν
μια οξυμένη, αλλά ομαλή, περίοδο.
Αδυναμία να αντιληφθούμε ότι αυτό που εγκαινίασε, ως περίοδο, ο Δεκέμβρης του 2008 (πέρα από την
κατάσταση στο κίνημα ή την παραγωγή) ήταν η τεράστια ανάγκη σημαντικών μερίδων των
καταπιεζόμενων να αμφισβητήσουν τις κυρίαρχες και αποτυχημένες σήμερα δομές του εργατικού
κινήματος (που δεν τους εξέφραζαν κιόλας, π.χ. άνεργοι). Γι’ αυτό δοκιμάστηκαν νέες -όχι απαραίτητα
8
επιτυχημένες- μορφές οργάνωσης του κινήματος (με μεγάλα προβλήματα, όπως καθετί νέο, π.χ.
πλατείες, λαϊκές συνελεύσεις, κινήματα ανυπακοής ενάντια στα διόδια ή τα εισιτήρια κτλ).
Αδυναμία να ανταποκριθούμε και να συγκρουστούμε με ό,τι σήμερα διαφαίνεται ως κανονικότητα και
μεγάλη νίκη του ταξικού αντιπάλου. Μια νέα ταυτότητα για τους εργαζομένους δηλαδή: χαμηλές
προσδοκίες, έλλειψη σταθεράς σε κάθε έκφανση της ζωή (ως αποτέλεσμα της επισφάλειας στην
εργασία και όχι μόνο), αποδοχή πως η κατάσταση θα είναι αυτή εσαεί και τραγική έλλειψη μιας
εναλλακτικής αφήγησης απέναντι σε μια κατάσταση που μοιάζει πιο σταθεροποιημένη από ποτέ.
Ύστερα από την προσαρμογή του «Ξένιου Δία» και των εκκαθαριστικών πολιτικών μετανάστευσης, τη
συντονισμένη δράση αστυνομικών υπηρεσιών-φασιστών-μπράβων, ύστερα από την ενσωμάτωση του
σώματος των «Ελλήνων πολιτών» στις ανάγκες της παραγωγικής ανασυγκρότησης, οι μετανάστες
εμφανίζονται πλέον με μια διπλή μορφή: από τη μία εντάσσονται οργανικά στην παραγωγή,
δουλεύοντας στα αθλιότερα από τα κάτεργα της παραγωγικής γαλέρας, από την άλλη δεν
αναγνωρίζονται ως οργανικό μέρος της ίδιας της τάξης. Το πιο σκληρά εκμεταλλευόμενο και
εξαθλιωμένο κομμάτι της τάξης, αναγνωρίζεται (και από την ίδια) ως απόκληρος παρίας, ένα ακόμα
αντικείμενο προς ανακούφιση στη λίστα αιτημάτων της Αριστεράς. 11 Η τρομακτική πραγματικότητα
και το δυστοπικό μέλλον για μεγάλο μέρος του κόσμου της εργασίας, θα μπορούσε να περιγραφεί
σχεδόν εξ ολοκλήρου από αυτούς που στερούνται φωνής για να το περιγράψουν.
Όλοι αναγνωρίζουμε την παραπάνω κατάσταση σχετικά με το εργατικό κίνημα. Δεν αναγνωρίζουμε,
όμως, όλοι με τον ίδιο τρόπο την αντίφαση ανάμεσα στους όρους και τις συμμαχίες με βάση τις οποίες
δρουν τα μέλη και οι οργανώσεις μας στις διαδικασίες του κινήματος από τη μία και τις διεργασίες που
αναπτύσσονται σε κεντρικό επίπεδο, «όταν έρχεται η ώρα της πολιτικής».
Αν απλοποιήσουμε λίγο τη σύνθετη κατάσταση στην Αριστερά (ρεφορμιστική και επαναστατική), δύο
πολιτικές τάσεις αναπτύσσονται, (βάζοντας σε παρένθεση τη σχετική ακινησία του ΚΚΕ, παρά τις
διαφωνίες στο εσωτερικό του): από τη μια, η τάση συγκρότησης ενός εθνικού-λαϊκού μετώπου, με
περισσότερο ή λιγότερο αριστερό πρόσημο, που θα σχηματίσει μια εθνική-λαϊκή ή «αριστερή»
κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Από την άλλη, η κομμουνιστική επαναθεμελίωση, η επαναθεμελίωση της
κριτικής σε κράτος και κεφάλαιο, το νέο εργατικό υποκείμενο, το κριτήριο της ταξικής πάλης και του
κοινωνικού ανταγωνισμού, και όχι οι συμφωνίες κλειστών γραφείων ή οι εθνικές διαπραγματεύσεις. Στη
γλώσσα της Θεωρίας των Παιγνίων, η διαπάλη μεταξύ των δύο τάσεων είναι ένα «Παίγνιο Μηδενικού
Αθροίσματος», δηλαδή τα κέρδη του ενός παίκτη είναι ίσα με τη ζημιά του άλλου: όσο δεν κερδίζει
έδαφος η τάση της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης, μετρώντας πραγματικά βήματα στους
κοινωνικούς αγώνες και την επαναστατική θεωρία, κερδίζει αναπόφευκτα έδαφος η εθνικολαϊκή
κυβερνητική τάση, και το αντίστροφο. Αυτές οι δύο τάσεις, όπως αντανακλώνται τεθλασμένα στο
εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελούν και τις δύο διαφορετικές ερμηνείες του μεταβατικού
προγράμματος. Η πρώτη υποστηρίζει ότι το μεταβατικό πρόγραμμα, σε πλευρές του (π.χ. έξοδος από το
ευρώ), θα το υλοποιήσει μια «μεταβατική», αριστερή ή εθνική-λαϊκή κυβέρνηση, και πως αυτό είναι
κάτι «ριζοσπαστικό» και αριστερό. Η δεύτερη θεωρεί ότι το μεταβατικό πρόγραμμα είναι εργαλείο
μετασχηματισμού της συνείδησης προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Όλη η διαπάλη γίνεται, σε
τελική ανάλυση, μεταξύ των δύο αυτών πολιτικών πόλων.
Με βάση το παραπάνω, κρίνουμε την εκλογική (και πολιτική) συμφωνία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ως
υποχώρηση από τη στρατηγική της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης και τη σύναψη συμμαχιών με
βάση αυτή τη στρατηγική. Αντίθετα, δεν θα κρίναμε προβληματική μια συνεργασία και με αυτές τις
δυνάμεις στο εργατικό κίνημα και στους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες, στην προσπάθεια
χτισίματος οργάνων αντικαπιταλιστικής πολιτικής όπως οι εργατικές λέσχες, σε έναν ευρύ
αντιεργοδοτικό συντονισμό κ.ά. Το κριτήριο, όμως, που μπαίνει εδώ είναι το κριτήριο της στάσης σε
κινηματικές και πολιτικές διαδικασίες, το κριτήριο της δράσης για τις ανάγκες του αγώνα και της
κοινωνίας. Ας αναρωτηθούμε ποιές θα ήταν οι πολιτικές μας συμμαχίες, αν αυτές κρίνονταν συνολικά
από τις συμμαχίες στα κοινωνικά μέτωπα και στο κίνημα. Ας αναρωτηθούμε, ακόμη, ποιά θα ήταν τα
11
Ένα (δυστυχώς) «άχρηστο πλεόνασμα» για το οποίο πρέπει να ενεργήσουμε φιλάνθρωπα, όσο μπορούμε…
Ενδεικτικά: http://www.academia.edu/5957828/dead_labor_homo_sacer_and_letting_die_in_the_labor_market
9
ρήγματα και οι διαφοροποιήσεις σε πολιτικές δυνάμεις (αυτό δεν θέλουμε;), αν επιχειρούσαμε να
επιβληθούν αυτά τα κριτήρια συνολικά στο κίνημα, πράγμα που θέλει και μεγάλο κομμάτι του 12.
Το πρώτο πρόβλημα αυτής της εκλογικής συνεργασίας έχει τυπικό χαρακτήρα. Στο Σώμα του ΝΑΡ το
Νοέμβριο του 2014 αποφασίστηκε η μετωπική συμπόρευση στη βάση του μεταβατικού προγράμματος,
αλλά όχι και η συγκεκριμένη συνεργασία με τη ΜΑΡΣ, στην οποία συμμετέχουν η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ,
ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι τακτικισμοί αυτοί των συμμάχων δεν
επιτρέπουν να ηγεμονεύσει η γραμμή του ΝΑΡ, παρακάμπτουν το ήδη ανεπαρκές κεκτημένο της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αποτρέπουν τη διεξαγωγή της συζήτησης για τη συμπόρευση με όρους ισοτιμίας,
αναδεικνύοντας ότι, όταν η πολιτική διεξάγεται με τέτοιους όρους, είναι ένα «κόλπο». Ως προς το
ζήτημα του περιεχομένου, αφενός το τελικό κείμενο συμφωνίας έχει υποχωρήσεις ακόμα και από τα
σημεία του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος (βλ. εσωτερικό κείμενο του σ. Β.
Μηνακάκη), αφετέρου δε, ως προς την πολιτική ουσία, αξίζει να αναρωτηθούμε πλέον, ως προς τον
αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για παράδειγμα, όταν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ εντάσσονται
αντιλήψεις, όπως της ΑΡΑΣ, δεν μπορεί κανείς να αρνείται πολιτικά τη συμμετοχή του Σχεδίου Β΄, που
έχει ουσιαστικά το ίδιο πολιτικό πρόγραμμα. Επομένως, το ερώτημα είναι το αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί
να αλλάξει κατεύθυνση και να ενοποιηθεί πάνω από όλα στη γραμμή της στο εργατικό κίνημα και στους
ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες (π.χ. γειτονιές, μαθητικό, αντιφασιστικό, μεταναστευτικό), στην
προοπτική επαναστατικοποίησης του πολιτικού της προγράμματος. Πρέπει να αναρωτηθούμε, ακόμη, αν
η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετατρέπεται σε θύλακα ενσωμάτωσης κυβερνητικών εθνικοπατριωτικών αντιλήψεων, τις
οποίες ουδέτερα χαρακτηρίζουμε ως «δημοκρατικό πατριωτισμό» (π.χ. ΕΠΑΜ), προκειμένου να «μην
καταλήξουν τόσο φιλοκυβερνητικές». Πάντα, στα συνεχή των αντικαπιταλιστικών ρευμάτων με τις
λογικές της κρατικής διαχείρισης, οι καλές προθέσεις της «μετατόπισης των συντηρητικών δυνάμεων»
καταλήγουν στα κακά αποτελέσματα της υποταγής στον μέσο όρο του εθνολαϊκισμού.
Όμως, για να μπορέσουν το ΝΑΡ και η νΚΑ να παρέμβουν αποτελεσματικά μέσα σε οποιοδήποτε
μέτωπο, θα πρέπει να εμβαθύνουν στην πολιτική τους ταυτότητα, να γνωρίσουν, δηλαδή, καλύτερα τον
εαυτό τους, που είχε εξαρχής τρεις βασικές ορίζουσες: τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, την
κομμουνιστική επαναθεμελίωση και το νέο εργατικό κίνημα. Διαφορετικά, δεν θα παλεύουν με
αποφασιστικότητα για την ηγεμονία της πολιτικής τους ταυτότητας, αλλά θα ισορροπούν απλά ανάμεσα
στις διαφορετικές πολιτικές τάσεις, μη μπορώντας με σαφήνεια να διακρίνουν τις προωθητικές από τις
εχθρικές για την κομμουνιστική απελευθέρωση. Μακράν από το να είμαστε κριτές, οφείλουμε να
συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε κρινόμενοι. Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η μία ή η άλλη πολιτική
αντίληψη μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την οποία έχουμε μικρότερη ή μεγαλύτερη συνεννόηση, ούτε ο
ένας ή ο άλλος σύντροφος και η μία ή η άλλη συντρόφισσα. Το πιο θεμελιακό πρόβλημα είναι να μην
μπορεί να διακρίνει κανείς τις τάσεις χειραφέτησης και τις τάσεις υποταγής που μας διαπερνούν
εσωτερικά όλους.
-Μετωπικές πρωτοβουλίες
Μιλώντας για τις μετωπικές πρωτοβουλίες του ΝΑΡ, ως πλευρά της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του
κινήματος, χρειάζεται να δούμε (έστω και ατελώς ή με προβλήματα) τους τρόπους με τους οποίους
αυτές διαφοροποιούνται μεταξύ τους, στοιχείο που απουσιάζει από την εισήγηση. Ανάμεσα στα επίπεδα
του κινήματος, του μετώπου και της οργάνωσης, βρίσκουμε κάπως αμήχανη την εισαγωγή ενός νέου
επιπέδου «κεντρικών θεματικών πρωτοβουλιών», οι οποίες εγκαθιδρύουν μια συζήτηση μεταξύ
12
Και πάντως είναι, σίγουρα, πολύ διαφορετική η κοινή δράση με μέλη, π.χ., του Σχεδίου Β΄ (ή και του ΣΥΡΙΖΑ,
φυσικά) σε κινηματικές προσπάθειες από τη διαπραγμάτευση με πολιτικές πρωτοβουλίες ή οργανώσεις σε επίπεδο
κορυφών, η οποία δικαιολογείται από το ΝΑΡ με την επίκληση της συνεύρεσής μας με τα μέλη τους σε επιμέρους
αγώνες.
10
οργανώσεων κομμάτων και φορέων 13, παρακάμπτοντας είτε το μέτωπο είτε τις μορφές και τις
πρωτοβουλίες του κινήματος.
Έτσι, λοιπόν, από τη μία πλευρά, βρίσκουμε την ΚΕΔΔΕ, την «πρωτοβουλία ενάντια στο ευρώ και την
Ε.Ε.» και την «πρωτοβουλία για τη διαγραφή του χρέους». Από την άλλη, βρίσκουμε τις εργατικές
συσπειρώσεις, τις εργατικές λέσχες, τα εργατικά σχήματα και τις κινήσεις πόλης, την ATTACK, το
Δίκτυο Σπάρτακος και την Επιτροπή Αλληλεγγύης Στρατευμένων, την Αντιπολεμική Διεθνιστική
Κίνηση.
Αποτιμούμε αρνητικά τη μεθοδολογία συγκρότησης και απεύθυνσης των πρώτων, για δύο λόγους.
Πρώτον, επειδή προκύπτουν ως πολιτικές συμφωνίες κορυφής οργανώσεων και μετωπικών
μορφωμάτων, για να επιβληθούν κατόπιν στο κίνημα ως αυτονομημένα πολιτικά περιεχόμενα. Δεύτερον,
επειδή η αυτονόμηση των πολιτικών περιεχομένων τέτοιων πρωτοβουλιών τα μετατρέπει, τελικά, από
οργανικά επίδικα του κινήματος σε λίστες αιτημάτων προς το κράτος και τις κυβερνήσεις του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η «πρωτοβουλία για τη διαγραφή του χρέους», η οποία στην
αρχική της διακήρυξη κάνει λόγο όχι για μονομερή διαγραφή ολόκληρου του χρέους, ως στόχος που
θα μπορέσει να υλοποιηθεί στα πλαίσιο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής από τον ίδιο τον οργανωμένο
λαό, αλλά για: (α) νόμιμο και παράνομο (επαχθές) μέρος του, (β) συμψηφισμό με τις γερμανικές
επανορθώσεις, (γ) διαγραφή των ιδιωτικών χρεών μόνο των ανέργων και όχι και των εργαζομένων και
των νοικοκυριών συνολικά. Για την υπόλοιπη κοινωνία δε, ως στόχος τίθεται η «ενίσχυση των
μικρομεσαίων επιχειρήσεων με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών». Όλη η αντίληψη της
πρωτοβουλίας αυτής εν τέλει, στηρίζεται στο εργαλείο της επιτροπής λογιστικού ελέγχου με στόχο την
προστασία από τα «αρπακτικά κεφάλαια», καθώς και «στη βάση των δικαιωμάτων που διατηρεί κάθε
ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος»14. Γιατί, επίσης, μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος, η απαλλοτρίωση των
τραπεζών (που αναγνωρίζουμε ότι δεν εκπληρώνουν κάποιο κοινωνικό ρόλο) από όργανα κοινωνικού
ελέγχου δεν τίθεται ως ζήτημα που σχετίζεται άμεσα και με οργανικό τρόπο με την απαλλαγή από τα
δεσμά του (δημόσιου και ιδιωτικού) χρέους;
Από την άλλη, στη δεύτερη κατηγορία πρωτοβουλιών στις οποίες το ΝΑΡ και μέλη του πρωτοστατούν
ή συμμετέχουν, αναγνωρίζουμε ότι η σωστή μεθοδολογία συγκρότησης συχνά δε συμβαδίζει με ένα
αντίστοιχου επιπέδου πολιτικό περιεχόμενο. Εδώ, το αντικαπιταλιστικό πολιτικό περιεχόμενο
αναμετριέται με τις κοινωνικές ανάγκες, διαμεσολαβείται από κινηματικές πρακτικές, συμβάλλει στη
συγκρότηση μετωπικών κοινωνικοπολιτικών πρωτοβουλιών και δημιουργεί όρους συνάντησης
κομματιών του κινήματος σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, στην οποία μπορεί να αποτιμηθεί βαθύτερα
αυτή η διαδικασία και τα αποτελέσματά της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα (πέραν αυτών στα οποία
έπαιξε καθοριστικό ρόλο το ΝΑΡ) αποτελούν: οι πρωτοβουλίες για την κυριακάτικη αργία, οι αγώνες σε
Migato, ΑΒ, Elpho, Γκαζοχώρι, Σαλαντίν, ΕΡΤ, οι proledialers, η ΣΚΥΑ, η ΒΙΟ.ΜΕ. και ένας
αστερισμός μόνιμων ή περιστασιακών εξωθεσμικών πρωτοβουλιών που αναπτύσσονται σε διάφορα
εργασιακά κάτεργα. Πρωτοβουλίες και δράσεις στις οποίες συμμετείχαμε ή με τις οποίες
συναντηθήκαμε ή/και δράσαμε από κοινού.
Η πολλαπλότητα τέτοιων εγχειρημάτων και πειραματισμών εμφανίζεται κατακερματισμένη και -κατά
κύριο λόγο- περιορισμένη σε επιμέρους περιεχόμενα των κοινωνικών τους διεκδικήσεων. Άλλες φορές,
ένα ανώτερο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και ριζοσπαστικές κινηματικές πρακτικές δε συναντιούνται
με τους αγώνες (αυθόρμητους ή μη) ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας. Από το περιεχόμενό τους,
συχνά, απουσιάζουν κεντρικά πολιτικά επίδικα (απόρροια των οποίων είναι και τα επιμέρους ζητήματα
που ανακύπτουν), κάτι που δυσχεραίνει την αντιπαράθεση ή/και την ενοποίησή τους σε ανώτερο
επίπεδο.
Σε αυτή τη νέα κατάσταση οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι απαιτείται ένας βηματισμός, εντελώς
διαφορετικός και με άλλες μορφές σχετικά με την τακτική που επιβάλλεται να ακολουθήσουμε στο
εργατικό κίνημα. Δε φτάνει το διακηρυκτικό ότι «ο οργανωμένος λαός » ή «ένα νέο εργατικό κίνημα-
ταξικά ανασυγκροτημένο» θα δώσουν τη λύση, αν δεν περιγραφεί το ποιό είναι αυτό το εργατικό κίνημα,
με ποιές μορφές και με ποιό περιεχόμενο θα μπει ξανά σε θέσεις μάχης. Η προσπάθεια περιγραφής
αυτού του νέου βηματισμού πρέπει καταρχάς, να κάνει τις εξής παραδοχές για την οργάνωση μας:
εμμονή στις δομές του παλιού εργατικού κινήματος (και πιο ειδικά σε ένα κομμάτι αυτού, δημόσιο
κτλ).
αδυναμία συνειδητοποίησης της έκτασης της ήττας.
υποτίμηση των νέων κομματιών που συγκροτούν την τάξη, όπως αναφέραμε παραπάνω (άνεργοι,
αόρατοι εργαζόμενοι, μετανάστες) και κατ’ επέκταση ελλιπής πολιτική γραμμή για αυτούς.
Κατά την γνώμη μας, η απάντηση πρέπει να συμπυκνωθεί κομβικά σε τρεις άξονες σε επίπεδο
διακήρυξης: με ποιό σύνθημα, ποιό στόχο και ποιά μορφή, ώστε αργότερα να το εξειδικεύσουμε.
Το σύνθημα θα πρέπει να ξεκινά με το «θα ζήσουμε αλλιώς», που αφορά νέους και παλιούς
εργαζομένους ή μη, ως σημείο τομής και συμπύκνωσης της ζωής των επιμέρους κομματιών της τάξης.
Με κεντρικό στόχο τον άμεσο αντιεργοδοτικό αγώνα, ως πεδίο της συμπύκνωσης των πολιτικών
κεφαλαίου-Ε.Ε και ως πεδίο απόσπασης άμεσων νικών στο σήμερα προς όφελος της τάξης. Αυτός ο
αντιεργοδοτικός αγώνας όμως, για να είναι αποτελεσματικός, χρειάζεται να στρέφεται ταυτόχρονα
ενάντια στην εθνική ενότητα εργοδοτών-εργαζομένων, στις εθνοτικές αντιπαλότητες μεταξύ των
εργαζομένων και να συγκρούεται με το αστικό κράτος. Να είναι δηλαδή, η γενέθλια πράξη μιας νέας
ενότητας των καταπιεσμένων στη βάση των κοινών υλικών τους συμφερόντων, που θα επιβάλλει τις
δικές της μορφές κοινωνικές οργάνωσης, το δικό της πολιτισμό, τις απόπειρες χειραφέτησής τους,
απέναντι στην ενότητα υποταγής στις απαιτήσεις του κεφαλαίου. Με μορφή που θα προκύπτει από την
πλούσια εμπειρία του κινήματος, ως συνύπαρξη του παλιού και του νέου, όπως το ζήσαμε. Ας μας
επιτραπεί να το διατυπώσουμε ως τη συνύπαρξη του παραδοσιακά οργανωμένου εργατικού κινήματος
με το αυθόρμητο στοιχείο και τις υβριδικές απόπειρες συνάντησης και συνάρθρωσής τους, όπως αυτές
εμφανίστηκαν, ατελώς, στο Δεκέμβρη του 2008, στις απεργίες του Ιουνίου του 2011, καθώς και στη 12η
Φλεβάρη του 2012 (το πιο απειλητικό κομμάτι από άποψη δυναμικής-περιεχομένου-αναζήτησης, ίσως,
μιας άλλης εξουσίας).
Μήπως είναι ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τη σύγκρουση που μαίνεται σήμερα, ως σύγκρουση δύο
κόσμων και μοντέλων ζωής και τη διευρυμένη κοινωνική βαρβαρότητα ως τρόπο επιβολής της
καπιταλιστικής πολεμικής μηχανής επάνω στις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας; Μήπως οι
προγραμματικές συμμαχίες που πρέπει να ψάξουμε ως μέλη της τάξης μας (και όχι απλώς ως μέλη
ιδεολογικών σχηματισμών) δε βρίσκονται στα κομμάτια του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου και στους
πολιτικούς φορείς που τα εκπροσωπούν στο όνομα της Αριστεράς;
Για να μην αδικήσουμε όμως, την συλλογική μας συζήτηση, δεν ισχυριζόμαστε σε καμία περίπτωση
ότι ξεκινάμε από το μηδέν και θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε συνολικά κάτι τέτοιο. Χρειάζεται όμως, εκ
νέου κωδικοποίηση στόχων και μορφών:
14
Προς την κατεύθυνση, μιας αντίληψης που προσεγγίζει συνολικά τον κοινωνικό πόλεμο στα πολλά
διαφορετικά του επίπεδα, βλέπουμε ως γόνιμο το παράδειγμα της εκδήλωσης-συνέλευσης του
Οικονομικού Νομικής, σε μια περίοδο όξυνσης της καταστολής, το πλαίσιο της οποίας ήταν το εξής:
«με σκοπό το δημόσιο διάλογο για την οργάνωση ενός από τα κάτω οργανωμένου κινήματος που θα θέσει
ζήτημα, όχι μόνο υπεράσπισης-αλληλεγγύης των διωκόμενων αγωνιστών-κινημάτων, αλλά υπεράσπισης-
διεύρυνσης των σύγχρονων λαϊκών ελευθεριών. Ζήτημα συνολικής αναμέτρησης και ανατροπής της
υπάρχουσας κατάστασης πραγμάτων στην ελληνική κοινωνία. Εμείς, ο Φοιτητικός Σύλλογος Οικονομικού
ΕΚΠΑ, που βρεθήκαμε στην δίνη της βαρβαρότητας και είδαμε δύο μέλη του ΦΣ να είναι τραυματισμένα
από τα ΜΑΤ, καλούμε τους αγωνιστές και τα κοινωνικά κινήματα να διαμορφώσουμε το περιεχόμενο και
την κατάληξη των όποιων πρωτοβουλιών […] Ο κατάλογος των ομιλητών είναι ανοιχτός και καλούμε
κάθε τάση του κινήματος που βρίσκεται στο στόχαστρο να έρθει και να τοποθετηθεί. Θα υπάρχει συνεχής
ροή ενημέρωσης των συμμετεχόντων. Έως τώρα: Καθαρίστριες ΥΠ.ΟΙΚ, διωκόμενο μέλος από το Δίκτυο
Σπάρτακος, συλληφθείς από την Αντιφασιστική Πορεία στο Κερατσίνι, δικηγόρος Κώστας Φαρμακίδης,
Κυριάκος Μουτίδης (διωκόμενος), δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη, εκπρόσωπος Σχολικών Φυλάκων, Άντα
Παπαδήμα (διωκόμενη), Παναγιώτης Σωτήρης (Πανεπιστημιακός), Μάριος Λώλος (φωτορεπόρτερ),
Πολυχρονιάδης (Παρεμβάσεις), Έφη Γαρίδη (Εθελόντρια στο Κυριακάτικο Σχολείο Μεταναστών),
Λούβρου (εργαζόμενη μέλος του ΣΜΤ) Σύριοι πολιτικοί πρόσφυγες, Επιτροπή αλληλεγγύης Τούρκων και
Κούρδων "ο αγώνας", ΚΕΔΔΕ, Περιοδικό σχεδία, Ένωση Αφρικανών Γυναικών, Μαθητές, ertopen
Συντονιστικό Κατάληψης ΦΣ Οικονομικού, Συντονιστικό Κατάληψης ΦΣ Νομικής Συντονιστικό
Κατάληψης ΦΣ Πολιτικού, Συντονιστικό Κατάληψης ΦΣ Γεωπονικής Συντονιστικό Κατάληψης ΦΣ
Φυσικού».
7) Αλλαγή της ατζέντας μας στην εργατική δουλειά στις γειτονιές. Φυσικά, δεν υποτιμούμε τη
μεγαλειώδη δουλειά που έχει γίνει ως τώρα σε πολλές πρωτοβουλίες (λέσχες, κοινωνικά κέντρα,
αντιφασιστικές δράσεις). Εκτιμούμε, όμως, ότι η κατάσταση εμφανίζει μια στασιμότητα, η οποία είναι
αποτέλεσμα των αντικειμενικών ορίων της δουλειάς αυτής με τον τρόπο που γίνεται. Στασιμότητα που
γίνεται ιδιαίτερα ορατή, υπό το πρίσμα των δυνατοτήτων που ανοίγονται. Κι εδώ θα πρέπει να γίνουμε
πιο τολμηροί. Την ίδια ώρα που κατοικίες δημοπρατούνται για χρέη προς τις τράπεζες και δεκάδες
χιλιάδες άστεγοι «φιλοξενούνται» στους δρόμους, το οικιστικό απόθεμα σε όλες τις μεγάλες πόλεις
παραμένει αναξιοποίητο, σε μεγάλο βαθμό ως ιδιόκτητη περιουσία κτηματομεσιτικών κεφαλαίων,
χρηματοπιστωτικών οργανισμών και εργολάβων, περιμένοντας την επερχόμενη ανάπτυξη για να
αποδώσει κέρδη.15 Χιλιάδες άνθρωποι σε κάθε πόλη ζουν από συσσίτια και την ιδιωτική και κρατική
φιλανθρωπία. Οι δομές υγείας διαλύονται. Τα σχολεία συντηρούνται με ελάχιστους δασκάλους και
χρήματα και δουλειά των συλλόγων γονέων. Τα δημοτικά τέλη και τα χαράτσια κάνουν δυσβάσταχτη τη
διαβίωση. Οι εργοδότες και οι επιχειρήσεις των τοπικών κοινωνιών, αποτελούν το «κύτταρο», όπου
δοκιμάζεται ασύστολα η εργοδοτική τρομοκρατία, ακόμα κι ως διαπροσωπική σχέση. Οι δήμοι
αποτελούν το «κύτταρο» εφαρμογής των νέων εργασιακών σχέσεων και της ελαστασφάλειας με την
ταυτόχρονη ανάδυση νέου τύπου πελατειακών σχέσεων. Δήμοι και περιφέρειες ιδιωτικοποιούν το
δημόσιο χώρο και τις δημόσιες δομές, αποτελούν «δοκιμαστικό σωλήνα» νέων μορφών ελέγχου και
αστυνόμευσης, δημιουργούν νέους όρους διαπλοκής με το κεφάλαιο, τα ΕΣΠΑ και την ΕΕ,
ολοκληρώνονται ως τοπικά-κράτη. Χρειάζεται λοιπόν, η συνολική εργατική δουλειά να πάρει επιμέρους
μορφές με μοχλούς τις τοπικές κινήσεις και τα σχήματα, τις εργατικές λέσχες και τα κοινωνικά κέντρα,
τις διάσπαρτες πρωτοβουλίες. Θα πρέπει να μιλήσουμε για ομοσπονδοποίηση της δουλειάς της
ATTACK μέσα και έξω από τις υπάρχουσες δομές που έχουμε ήδη συγκροτήσει, να επιχειρήσουμε την
ενοποίηση των σωματείων των ΟΤΑ σε κοινές δράσεις κτλ με τις κοινωνικές δομές και την τοπική
δράση των σωματείων του ιδιωτικού τομέα ή και τις επιτροπές εργαζομένων-ανέργων. Να πάρουμε
πρωτοβουλία για δημιουργία κέντρων αγώνα, που θα ενοποιούν όλες αυτές τις πρωτοβουλίες σε
θεσμικές και αντιθεσμικές μορφές αντεπίθεσης για τις κοινωνικές ανάγκες, απόσπασης κερδών από
τους εργοδότες, επιβολή κοινωνικών λύσεων για τα δημόσια αγαθά (βλ. αγώνες ενάντια στην εξόρυξη
χρυσού στη Χαλκιδική) και τα είδη διαβίωσης, απαλλοτρίωσης για τις ανάγκες στέγασης, οργάνωσης
και πολιτισμού της πληττόμενης πλειοψηφίας.
Μέσα από αυτές τις διαδικασίες, ο στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανάπτυξη ενός
αντιεργοδοτικού, αντικατασταλτικού, αντιφασιστικού συντονισμού, ως κοινωνικοπολιτικής
πρωτοβουλίας, ο οποίος θα προωθείται μέσα από πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, θα
αναπτύσσεται σε ανεξάρτητα κέντρα αγώνα, θα δημιουργεί ρήξεις και αντιφάσεις σε επιμέρους και
συνολικά πεδία αντιπαράθεσης. Σε αυτόν θέλουμε να καλέσουμε όλες τις δυνάμεις των κινημάτων
να συμμετάσχουν, να συμβάλουν και να αναμετρηθούν ως προς το περιεχόμενο και τις μορφές.
15
Οι ίδιες οι τράπεζες, δεν έχουν πρόβλημα να το παραδεχτούν (απ’ τη σκοπιά των «διαφυγόντων κερδών»,
φυσικά): http://www.bankofgreece.gr/BoGDocuments/TE_EREVNA_KTIMATOMESITON.pdf
15
Ένας τέτοιος συντονισμός θα εμφανίζει τις προϋποθέσεις του ανεξάρτητου κέντρου αγώνα σε
μεγάλες ταξικές μάχες για κεντρικά κοινωνικά ζητήματα και σε εξεγερτικές καμπές. Ένας τέτοιος
συντονισμός θα (μας) εκπαιδεύει για την όξυνση της αντιπαράθεσης με το κράτος και τους
μηχανισμούς του, δίνοντας ταυτόχρονα τη μάχη ενάντια στον εργοδότη, τους φασίστες και τον
κατασταλτικό μηχανισμό. Θα συμβάλλει στη δημιουργία προϋποθέσεων ανώτερης
πολιτικοποίησης, θα παράγει πολιτική μαζί με τα μέτωπα και τις οργανώσεις, οδηγώντας το
εργατικό κίνημα στο κοινωνικό και πολιτικό κέντρο της σύγκρουσης.
Η πρωτοβουλία, που πρέπει να αναπτύξουμε, για μονομερή διαγραφή όλου του χρέους αφορά
στον κόσμο της εργασίας, τους φτωχούς και την κοινωνική πλειοψηφία, που είναι δέσμιοι των
τραπεζών, ελληνικών και ξένων, και που ταυτόχρονα αδυνατούν να πληρώσουν λογαριασμούς
δημοσίων αγαθών (ρεύμα, νερό, ΜΜΕ κτλ). Να γίνει σαφές για το δημόσιο χρέος ότι αυτό,
εφόσον αφορά στις ροές κεφαλαίων ανάμεσα σε κράτη, σε πολυεθνικά-πολυκλαδικά
μονοπώλια, σε κρατικά και ευρωπαϊκά προγράμματα, σε χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς,
συνδέεται, για εμάς, άρρηκτα με μια συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή και με την
επιβολή μιας νέας πολιτικής εξουσίας. Η κλεμμένη μας υπεραξία δεν μπορεί να μετρηθεί σε
καμιά εθνική επιτροπή λογιστικού ελέγχου.
Για εμάς μπαίνει το ζήτημα της εξόδου, ανατροπής και διάλυσης της Ε.Ε και των
υπερεθνικών μηχανισμών μέσα από τη συνεύρεση των κινημάτων διεθνιστικής αλληλεγγύης και
πάλης. Ας αναρωτηθούμε τί σημαίνει ένα μέρος του διεθνούς προλεταριάτου να δίνει τη μάχη
ενάντια στην Ε.Κ.Τ στη Φρανκφούρτη αλληλέγγυο στην πάλη ενάντια στο ελληνικό χρέος 16, αλλά
εδώ να τίθεται από την κυβέρνηση ως ζήτημα εθνικής διαπραγμάτευσης. Πρώτη πράξη σύγκρουσης
πρέπει να είναι η επίθεση στους θεσμούς που εγκαθιδρύουν στη χώρα μας τη στρατηγική σύνδεση
ελληνικού κράτους-Ε.Ε.
16
https://blockupy.org/el/4407/18-2015/
16
τοπικό και κεντρικό κράτος, ΜΚΟ και «ιδρύματα κοινωνικής πολιτικής», ως «ευεργεσίες»
πλουσίων.
Κατάργηση των πολεμικών δαπανών. Κοινό αντιπολεμικό κίνημα σε Ελλάδα, Τουρκία,
Βαλκάνια.
Άμεση έξοδος από κάθε ιμπεριαλιστικό σχηματισμό: ΝΑΤΟ, Ε.Ε. ευρωστρατό. Καμία
συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές αποστολές και πολέμους, που αποτελούν την άλλη όψη και το
«διεθνές εργαστήρι» της εσωτερικής καταστολής.
Κλείσιμο των «κέντρων κράτησης-φιλοξενίας» μεταναστών. Αυτή είναι η σημερινή μας
Βαστίλη και οι μετανάστες οι κατεξοχήν έγκλειστοι «φτωχοδιάβολοι». Ολόπλευρη ανάπτυξη
των κοινωνικών ελευθεριών, ενάντια στον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό και το Κράτος
Άμυνας/Ασφάλειας. Κατάργηση των τρομονόμων. Μέτωπο ενάντια στην κρατική καταστολή.
Όχι στην τρομοκράτηση, παρακολούθηση και χαφιεδισμό των εργαζόμενων στους χώρους
δουλειάς. Έξω το κράτος και οι εργοδότες από τον εργατικό συνδικαλισμό και τις διαδικασίες του.
Απεργία χωρίς διαδικασία κοινοποίησης-έγκρισης.
Νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν οι
Έλληνες πολίτες. Στήριξη των εκμεταλλευόμενων και πληβειακών τμημάτων τους, καμία ανοχή σε
μαφιόζικες συμμορίες είτε εμπλέκουν ημεδαπούς είτε αλλοδαπούς. Ένταξή τους σε όλες τις
συλλογικότητες του κινήματος με ισότιμα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Κατάργηση των
συνθηκών «Δουβλίνο Ι & ΙΙ», της Frontex και γκρέμισμα του τείχους του Έβρου.
Δεν πιστεύουμε ότι το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και οι κόμβοι της επαναστατικής διαδικασίας
μπορούν να υποβαθμιστούν σε μεμονωμένα αιτήματα προς κυβερνήσεις. Αντιθέτως, ό,τι επιχειρούμε να
περιγράψουμε παραπάνω, το θεωρούμε ταυτόχρονα άμεση ανάγκη σήμερα και περιγραφή ενός
αναγκαίου δρόμου άρνησης της σημερινής πραγματικότητας και άρσης της παρούσας κατάστασης
πραγμάτων. Τα βλέπουμε ως αξεδιάλυτους κόμβους μιας ενιαίας διαδικασίας με ορίζοντα της
επαναστατικής τακτικής την αντικαπιταλιστική επανάσταση και στρατηγικό ορίζοντα την κομμουνιστική
απελευθέρωση. Σε αυτή τη διαδικασία κρίνονται και θα κριθούν, τόσο οι οργανώσεις όσο και τα μέτωπα
και το κίνημα. Αντί να αποτελούν ομόκεντρους κύκλους επιπέδων (υψηλής και επουσιώδους) πολιτικής,
πιστεύουμε ότι αποτελούν πρωταρχικούς ή/και καθοριστικούς κρίκους συμβολής στην υπόθεσης της
χειραφέτησης.
Πιστεύουμε ότι το δυναμικό του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να παίξει σοβαρό ρόλο στους
αγώνες της ιστορικής περιόδου που ανοίγεται μπροστά μας, να γονιμοποιήσει τις επαναστατικές
δυνατότητες του καιρού μας. Δεν μπορεί, (επίσης) όμως, να είναι προωθητική μια λογική παράλληλων
μονολόγων για τα πολιτικά μέτωπα, ξεχωριστά από το εργατικό και το αντιπολεμικό κίνημα. Φυσικά και
υπάρχει ανάγκη αυτοτελούς πολιτικής συζήτησης του ανένταχτου και οργανωμένου αντικαπιταλιστικού
δυναμικού. Αυτή η συζήτηση, όμως, πρέπει να χαρακτηρίζεται από την έμπρακτη πολιτική εμπειρία του
καθενός και της καθεμιάς από εμάς, στο βαθμό που συμμετέχουμε στις μεγάλες και μικρές ταξικές
συγκρούσεις του καιρού μας, ως εργαζόμενοι/ες, άνεργοι/ες, ως λίγο ή πολύ αποκλεισμένοι, ως
αυθόρμητα ή/και συνειδητά κοινωνικά υποκείμενα στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές και στις
πλατείες, στο βαθμό που οι νίκες και οι ήττες, μάς αναγκάζουν να βρούμε νέους ή να επεκτείνουμε τους
ήδη υπάρχοντες δρόμους κοινωνικής χειραφέτησης.
Δεν θα ισχυριστούμε, μεταφυσικά, ότι πάντα «το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή», όπως
αρέσκεται να αναπαράγει η δυτική μας κουλτούρα από τα αραβικά ρητά. Για εμάς, το αισιόδοξο
προμήνυμα των καιρών που ζούμε ταυτίζεται με το «προμήνυμα κινδύνου»: το φως και το σκοτάδι το
γεννάμε εμείς, οι πράξεις και οι ευθύνες μας. Όπως μας διαπερνά τόσο η τάση υποταγής όσο και αυτή
της χειραφέτησης, έτσι μας διαπερνούν τόσο οι κίνδυνοι όσο και οι δυνατότητες. Με αυτή την επίγνωση
θέλουμε όλοι μαζί να υπερβούμε τα όρια και της ήττες μας. Έτσι κι αλλιώς, είναι μικρές για να μας
σταματήσουν…
«…σκέφτομαι ότι η έκβαση των συγκρούσεων εξαρτάται από αυτό: από τη δύναμη να δράσει
και να επέμβει στις διαδικασίες υποκειμενοποίησης, προκειμένου να φτάσει σ’ εκείνο το
στάδιο που θα αποκαλούσα σημείο ακυβερνησίας. Η ακυβερνησία, όπου η εξουσία ναυαγεί
στο ίδιο το σχήμα διακυβέρνησής της. Η ακυβερνησία που αποτελεί πάντοτε την αφετηρία και
το όριο εκκίνησης της πολιτικής»
17
Agamben , Generation Online17
Απρίλιος 2015
17
http://www.generation-online.org/p/fpagamben4.htm
18