Professional Documents
Culture Documents
Germain Dulac
Germain Dulac
Γνωστή κυρίως από τη συνεργασία της με τον σουρεαλιστή Antonin Artaud στο
σενάριο της ταινίας Το Κοχύλι και ο Κληρικός (1928) που καταλήγει σε διαμάχη και
οδηγεί στο «σκάνδαλο των Ουρσουλινών», η Ντιλάκ ωστόσο θα πραγματοποιήσει
ένα σώμα ταινιών, που αποτελεί ένα από τα πιο καινοτόμα τεχνικά και αφηγηματικά
πειράματα της εποχής εκείνης. Με έντονη την επιρροή του συµβολισµού στις πρώτες
της ταινίες (1915-1918), η αγωνία της Ντιλάκ για έναν «καθαρό» κινηµατογράφο,
αποδεσµευµένο από εξωφιλµικές επιρροές, διαπερνά το σύνολο του
κινηµατογραφικού της έργου, που περιλαμβάνει περισσότερες από 30 ταινίες, σε μια
προσπάθεια να συναντηθούν τα κινηµατογραφικά είδη: οι εµπορικές, αλλά και οι πιο
πρωτοποριακές της ταινίες – από τον ιµπρεσιονισµό (1919-1928) στο σουρεαλισµό
(1927) και την αφαίρεση (1929) και τέλος τα επίκαιρα και το επιστηµονικό
ντοκιµαντέρ (1930-1936).
Η Ντιλάκ θα γράψει αναρίθµητα άρθρα για την πρακτική και τη θεωρία του
κινηµατογράφου, θα δώσει παθιασµένες διαλέξεις, θα εκδώσει ένα κινηµατογραφικό
περιοδικό, θα συνιδρύσει τη Γαλλική Οµοσπονδία Κινηµατογραφικών Λεσχών. Από
το 1930 και έως το θάνατό της εργάζεται ως παραγωγός επικαίρων στην εταιρεία
Pathe και στη συνέχεια στη Gaumont. Πολύπλευρη, παραγωγική, πεισµατάρα και
πολιτικά ενεργή, συγκαταλέγεται στους πιο ακούραστους υπέρµαχους του
κινηµατογράφου ως ανεξάρτητης µορφής τέχνης.
Οι πρώιµες ταινίες της εκφράζουν τις επιρροές του συµβολισµού του 19ου αιώνα, της
ζωγραφικής των προραφαηλιτών, των θεατρικών έργων του Ίψεν, της µουσικής του
Ντεµπισί και του Σοπέν, όπως επίσης και των χορογραφιών της Λόι Φούλερ.
Σύντοµα, η Ντιλάκ θα ισχυριστεί πως ο κινηµατογράφος, βασιζόµενος στα ίδια του
τα εκφραστικά µέσα (αναπαριστώντας τη ζωή µε τις γραµµές και τις µορφές της, την
κίνηση και το ρυθµό) µπορεί να οπτικοποιήσει πνευµατικές καταστάσεις και να
διαβιβάσει –µέσω της «αίσθησης»– συγκεκριµένες ιδέες χειραφέτησης. Σε µια
κοινωνία τραυµατισµένη από τον πόλεµο και στιγµατισµένη από την έντονη
αντίθεση ανάµεσα σε έναν επίσηµο συντηρητικό ηθικό λόγο και τις νέες ελευθερίες
των «annees folles» (Θορυβώδης δεκαετία του ’20), η Ντιλάκ πίστευε ότι ο
κινηµατογράφος, αυτό το σύγχρονο εργαλείο, µπορεί να εκφράσει καλύτερα από
οποιαδήποτε άλλη τέχνη την «εσωτερική ζωή» και την κοινωνική πραγµατικότητα
του «άντρα της νέας εποχής», όπως επίσης και της «γυναίκας της νέας εποχής». Για
το σκοπό αυτό χρησιµοποίησε πρωτοποριακές στρατηγικές και τεχνικές, από
αναστοχαστικές αφηγηµατικές δοµές και τρόπους παρουσίασης µέχρι αφηρηµένους
οπτικούς συσχετισµούς και τεχνικά εφέ, που της επέτρεψαν να εκφράσει τις
προοδευτικές της κοινωνικές απόψεις µέσα από ένα πολύπλοκο δίκτυο σηµείων που
βασίζεται στον υπαινιγµό. Έτσι ανακαλύπτουµε, τόσο στις πλέον «εµπορικές» όσο
και τις πιο «πρωτοποριακές» ταινίες της, την οµορφιά, την πολυπλοκότητα και την
τόλµη του συνολικού της έργου, αλλά και την απόλαυση εκείνου που η ίδια συνέλαβε
και ονόµασε «καθαρό κινηµατογράφο».
Μέχρι πρόσφατα ωστόσο, και παρά την τεράστια συνεισφορά της στον
κινηµατογράφο, η γνώση µας πάνω στο συνολικό έργο της Ντιλάκ περιοριζόταν σε
λίγες µόνο ταινίες: στην ταινία της Ισπανική γιορτή (1919), βασισµένη σε λιµπρέτο
του Λουί Ντιλάκ, Η χαµογελαστή κυρία Μπεντέ (1923), διασκευή του θεατρικού των
Αντρέ Οµπέ και Ντενί Αµιέλ, και Το κοχύλι και ο κληρικός (1928), βασισµένη σε
σενάριο του σουρεαλιστή Αντονέν Αρτό – που αντίστοιχα θεωρούνται η πρώτη
ιµπρεσιονιστική, φεµινιστική και σουρεαλιστική ταινία του γαλλικού
κινηµατογράφου. Επιπλέον, ενώ οι αγγλόφωνοι και γερµανόφωνοι ερευνητές έδωσαν
έµφαση στη φεµινιστική διάσταση του έργου της, η γαλλοϊταλική τάση
επικεντρώνεται στις καινοτόµες αισθητικές πλευρές του.
Με την πάροδο των χρόνων, βρέθηκαν περισσότερες από 25 ταινίες της, οι οποίες όχι
µόνο µεταβάλλουν τις µέχρι πρότινος απόψεις σχετικά µε τη θέση της Ντιλάκ στην
ιστορία του κινηµατογράφου και της τέχνης, αλλά και διευρύνουν την αντίληψή µας
σχετικά µε το έργο της. Η συστηµατική προσπάθεια αποκατάστασης των ταινιών της
από διάφορα κινηµατογραφικά αρχεία (Γαλλική Ταινιοθήκη, Ολλανδική Ταινιοθήκη)
και διανοµείς (Lightcone) µας επιτρέπει να επανεξετάσουµε και να επανεκτιµήσουµε
το συνολικό της έργο. Περισσότερο από το ένα τρίτο του έργου της, πέντε ταινίες από
την περίοδο του ιµπρεσιονισµού (1919-1927) και τέσσερις από την περίοδο της
αφαίρεσης (1929) θα παρουσιαστούν στην Αθήνα για να τις ανακαλύψετε.