Professional Documents
Culture Documents
Allen Louise - ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Allen Louise - ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Πριν από μερικά χρόνια, στεκόμουν μέσα στο ναό της Κομ Όμπο στην
Άνω Αίγυπτο και κοιτούσα με θαυμασμό και απορία τα χαράγματα που εί-
χαν αφήσει Γάλλοι στρατιώτες γύρω στα 1800 πολύ ψηλά στους τοίχους
του. Σύντομα κατάλαβα ότι μόνο τις κορυφές αυτών των μνημείων μπο-
ρούσαν να δουν τότε οι στρατιώτες του Ναπολέοντα, αφού ήταν θαμμένα
στην άμμο μέχρι ένα δυο μέτρα από την οροφή.
Σήμερα, που γνωρίζουμε πια τόσο πολλά για την αρχαία Αίγυπτο, εξα-
κολουθούμε να θαυμάζουμε όλα αυτά τα μνημεία, εγώ όμως αναρωτήθη-
κα πώς να φαίνονταν άραγε στα μάτια εκείνων των αντρών, που έζησαν
την εποχή της αυγής της σύγχρονης αρχαιολογίας. Όσο περισσότερο διά-
βαζα για τους savants του Ναπολέοντα, την ομάδα των λογίων που άφησε
μαζί με τα στρατεύματά του στην Αίγυπτο για να εξερευνήσουν το μυστη-
ριώδη αυτόν πολιτισμό, τόσο περισσότερο τους θαύμαζα για το κουράγιο
και την αντοχή τους.
Η κοιλάδα του Νείλου είναι τόσο όμορφη, τόσο ρομαντική, που δεν
μπορούσα παρά να τη χρησιμοποιήσω ως σκηνικό υπόβαθρο μιας ιστορί-
ας μου, κι έτσι άρχισαν να παίρνουν μορφή στο μυαλό μου οι χαρακτήρες
της Κλίο και του Κουίν.
Ελπίζω να απολαύσετε την ανάγνωση του Πάθος και Προδοσία όσο από-
λαυσα κι εγώ τη συγγραφή του.
Louise Allen
ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Μετάφραση: Αντώνης Γιαννούλης
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε.
Φειδίου 18,106 78 Αθήνα
Τηλ.: 210 3609 438, 210 3629 723
www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου:
Beguiled by Her Betrayer
© 2016 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κα-
τόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN BOOKS S.A. All rights reserved.
ISSN 1108-4324
Εκεί κάτω υπήρχε σκιά, σταμνιά με νερό που πάγωναν και καταπράσινη
βλάστηση, που ξεκινούσε από τα όρια της ερήμου κι έφτανε ως τις όχθες
του Νείλου. Ήταν πολύ νωρίς για όλα αυτά. Ο Κουίν ξάπλωσε στην καυτή
άμμο στην κορυφή του αμμόλοφου και επικέντρωσε την προσοχή του
στη σκηνή που υπήρχε εκεί κάτω, σε μια προσπάθεια να ξεχάσει τη δίψα,
τη ζέστη και τον έντονο πόνο στο αριστερό του μπράτσο.
Η λέξη σκηνή μάλλον δεν αρκούσε για να περιγράφει την κατασκευή
που έβλεπε. Έμοιαζε να αποτελούνταν από αρκετά εσωτερικά δωμάτια,
που περιβάλλονταν από σκιά που δημιουργούνταν με τη βοήθεια στύλων
και υφασμάτινων τεντών. Υπέθετε ότι το βράδυ οι τέντες θα κατέβαιναν
ώστε να δημιουργήσουν μια εξωτερική περίμετρο για τη σκηνή.
Επρόκειτο για έναν πολύ τακτικό και οργανωμένο καταυλισμό, ωστόσο
δε διακρίνονταν πουθενά υπηρέτες. Στη μια πλευρά υπήρχε ένα περι-
φραγμένο μαντρί για ζώα με ποτίστρα και στην άλλη ένα στέγαστρο από
καλάμια κάλυπτε το σημείο όπου γινόταν το μαγείρεμα. Μια λεπτή στήλη
καπνού υψωνόταν απ’ το σημείο στο οποίο έκαιγε η φωτιά, στο φράκτη
δεν υπήρχαν δεμένα γαϊδούρια κι ο μόνος κάτοικος του καταυλισμού έ-
μοιαζε να ήταν ο άντρας με το αμάνικο πουκάμισο που ήταν καθισμένος
σε ένα τραπέζι, στη σκιά μιας τέντας, κι έγραφε συνεχώς.
Ο Κουίν μισόκλεισε τα μάτια, ώστε να τα προστατεύσει από την άμμο
και το δυνατό φως του ήλιου. Ο άντρας ήταν γύρω στα πενήντα πέντε, με
καστανά μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν· επρόκειτο αναμφισβή-
τητα για το στόχο του, ή, τουλάχιστον, έναν απ’ αυτούς. Τον σερ Φίλιπ
Γούντγουορντ, βαρονέτο, αρχαιοδίφη, αδιάφορο σύζυγο, εγωιστή χήρο
και πατέρα και, πιθανότατα, προδότη.
Μια κίνηση στην άκρη του ματιού του του τράβηξε την προσοχή. Μια
κελεμπία ανέμιζε στο απαλό αεράκι. Έστρεψε το βλέμμα προς το σημείο
απ’ το οποίο οι επιβλητικές κολόνες του ναού της Κουμ Όμπο υψώνονταν
από την άμμο, κάνοντας να φαντάζουν ασήμαντες οι λασποκαλύβες του
χωριού των ψαράδων που βρισκόταν λίγο πιο πέρα. Το άτομο που πλησί-
αζε θα πρέπει να ήταν εξοικειωμένο με την περιοχή, γιατί δεν έριξε ούτε
ματιά στα εντυπωσιακά ερείπια όταν πέρασε από μπροστά τους. Καθώς
πλησίαζε, είδε ότι ήταν μια γυναίκα. Φορούσε φαρδιά, σκούρα μπλε μα-
ντίλα στο κεφάλι, όμως, όπως οι περισσότερες γυναίκες της Άνω Αιγύ-
πτου, δε φορούσε πέπλο. Άραγε επρόκειτο για υπηρέτρια ή για το δεύτερο
στόχο που τον είχαν στείλει να εντοπίσει;
Τη μαντάμ Βαλσάκ, χήρα του Τιερί Βαλσάκ, λοχαγού του στρατού του
Ναπολέοντα στην Ανατολή, κόρη του Φίλιπ Γούντγουορντ και επίσης ύ-
ποπτη για προδοσία. Όμως σε αντίθεση με τον πατέρα της, η ασφάλεια
του οποίου ελάχιστα ενδιέφερε τον άντρα με το σκληρό πρόσωπο που εί-
χε ενημερώσει τον Κουίν, η μαντάμ Βαλσάκ θα έπρεπε να φύγει από την
Αίγυπτο και να επιστρέψει στην κηδεμονία του παππού της, είτε της άρεσε
είτε όχι, ανεξάρτητα από το αν ήταν προδότρια ή όχι.
Το γεγονός ότι αυτό ίσως να αποδεικνυόταν δύσκολο -αφού βρίσκονταν
εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ τις ακτές και το βρετανικό στρατό
που έκανε την προέλασή του και στο δρόμο των φοβερών Μαμελούκων,
συμμάχων των Γάλλων, που λεγόταν ότι εκείνη τη στιγμή κατευθύνονταν
βόρεια, ενώ, ταυτόχρονα, η περιοχή μαστιζόταν απ’ τις επιδημίες πανού-
κλας της Αιγύπτου -ελάχιστα ενδιέφερε τους ανωτέρους του στο Γιβραλ-
τάρ. Ο Κουίν ήταν διπλωμάτης που μιλούσε γαλλικά κι αραβικά και γνώρι-
ζε αρκετά για τις αρχαιότητες ώστε να περάσει για ένας από τους Γ άλλους
λόγιους που είχε αφήσει ο Ναπολέων να εξερευνήσουν την Αίγυπτο, υπό
την προστασία του κακοπληρωμένου, κακά εξοπλισμένου στρατού του,
που μαστιζόταν από ασθένειες.
«Έχω γνώσεις για την περίοδο της κλασικής αρχαιότητας, λόρδε μου»,
είχε επισημάνει ο Κουίν. «Οι γνώσεις μου για την αρχαία Αίγυπτο είναι, ου-
σιαστικά, ανύπαρκτες». Ούτε είμαι ειδικός στο να απάγω γυναίκες, θα μπο-
ρούσε να είχε προσθέσει, όμως δεν το είχε κάνει.
«Έχεις αρκετό χρόνο να μελετήσεις στη διάρκεια του ταξιδιού σου από
δω μέχρι την Αλεξάνδρεια», του είχε απαντήσει ο χωρίς ίχνος κατανόησης
ανώτερος του. «Απλώς να θυμάσαι ότι ο δούκας του Σεντ Όσιθ θέλει πίσω
την εγγονή του, ακόμα κι αν έχει περάσει ένα ολόκληρο γαλλικό σύνταγμα
απ’ το κρεβάτι της. Τον πατέρα της δεν τον θέλει κανείς, όμως, αν είναι
προδότης, θα πρέπει να μάθουμε τις λεπτομέρειες της προδοσίας του. Ύ-
στερα μπορείς να τον ξεφορτωθείς».
«Δεν είμαι δολοφόνος, λόρδε μου», είχε απαντήσει εκείνος με θυμό που
δεν υπήρχε στον τόνο της φωνής του όταν επισήμανε την άγνοιά του για
την αρχαία Αίγυπτο.
«Τότε σύστησέ τον σε κάποιον πεινασμένο κροκόδειλο ή φρόντισε να
χαθεί στην έρημο».
Ο Κουίν ανοιγόκλεισε τα μάτια για να καθαρίσει την όρασή του και συ-
νειδητοποίησε ότι οι μαύρες κουκκίδες που χόρευαν μπροστά στα μάτια
του, δεν ήταν μύγες.
Η γυναίκα και το γαϊδούρι είχαν πλησιάσει πλέον. Η γυναίκα μίλησε στον
άντρα που καθόταν κάτω από την τέντα όταν πέρασε από μπροστά του,
όμως εκείνος δεν της απάντησε. Άρα επρόκειτο για υπηρέτρια.
Η γυναίκα σταμάτησε το γαϊδούρι και βάλθηκε να ξεφορτώνει τα στα-
μνιά με το νερό από τη ράχη του με σωστά υπολογισμένες κινήσεις και
δύναμη κάποιας συνηθισμένης στη χειρωνακτική εργασία. Γέμισε τον
κουβά του γαϊδάρου, πρόσθεσε νερό στα μεγάλα σταμνιά της σκηνής και
τελικά μετέφερε ένα σταμνί στη σκιά μιας απ’ τις τέντες που βρίσκονταν
απέναντι απ’ τον αμμόλοφο στον οποίο ήταν ξαπλωμένος εκείνος.
Εξαιτίας του επίμονου πονοκέφαλου τού χρειάστηκε ένα λεπτό ώστε να
καταλάβει τι σκόπευε να κάνει. Την είδε να βγάζει τη μαντίλα απ’ το κε-
φάλι και να λύνει τη ζώνη γύρω από τη μέση της, επιτρέποντάς του να
διακρίνει τα μαλλιά της -που ήταν μελιά, κυματιστά και σίγουρα δεν ανή-
καν σε Αιγύπτια- και να αντιληφθεί ότι ετοιμαζόταν να βγάλει την κελε-
μπία της για να πλυθεί.
Δεν ήταν κανένας ηδονοβλεψίας, που συνήθιζε να παρακολουθεί γυναί-
κες ενώ έκαναν το μπάνιο τους, όπως δε συνήθιζε να ταΐζει ενοχλητικούς
βαρονέτους στους κροκοδείλους. Σηκώθηκε, ξαφνιασμένος από το πόσο
ασταθής ήταν η άμμος κάτω από τα πόδια του. Είχε φτάσει η ώρα να βάλει
το σχέδιό του -αυτό που είχε, τέλος πάντων- σε εφαρμογή.
Έκανε το πρώτο βήμα για να κατεβεί τον αμμόλοφο και κατάλαβε ότι
δεν ήταν η άμμος ασταθής. Να πάρει, είμαι άρρωστος, σκέφτηκε και βάλ-
θηκε να προχωράει προσεκτικά, μισό- γλιστρώντας και μισοπερπατώντας.
Κατέβηκε τον αμμόλοφο με τόση ορμή ώστε τραντάχτηκε η ραχοκοκαλιά
του κι έκανε έξι αβέβαια βήματα προς τη γυναίκα. Εκείνη δεν κουνήθηκε
ούτε ακούστηκε απ’ τα χείλη της κανένας ήχος. Απλώς στεκόταν, με τα
χέρια στον κόμπο της ζώνης της, και τον κοιτούσε.
Σταμάτησε ένα μέτρο μακριά της. «Μπονζούρ», κατάφερε να πει προτού
τα -γόνατά του λυγίσουν και σωριαστεί στην άμμο. «Μαντ...»
***
Η Κλίο απέμεινε να κοιτάζει για μερικές στιγμές τον πεσμένο άντρα με
το ακάλυπτο κεφάλι και τη σκονισμένη κελεμπία κι ύστερα αναστέναξε.
«Πατέρα!» φώναξε.
«Δουλεύω. Είναι η ώρα για το φαγητό;»
«Όχι, είναι εδώ ένας άντρας. Λιπόθυμος».
«Άφησέ τον». Ο πατέρας της ακουγόταν εκνευρισμένος που τον είχε
διακόψει, αλλά καθόλου περίεργος. Όμως επρόκειτο για ένα λιπόθυμο
άνθρωπο, όχι για κατεστραμμένο αρχαίο ναό, επιγραφή ή τοιχογραφία,
έτσι η αδιαφορία του ήταν αναμενόμενη. «Θα πεθάνει και θα βρομίσει»,
του είπε. Μόνο ο κίνδυνος να χάσει ο πατέρας της την άνεση και τη βολή
του θα τον έκανε να ξεκουνηθεί. Αυτό το ήξερε καλά.
Ακούστηκε ένα μουρμουρητό κι ύστερα ο πατέρας της έκανε την εμφά-
νισή του. Σκούντησε το λιπόθυμο άντρα με τη μύτη της μπότας του κι ε-
κείνος κουνήθηκε ελαφρά. «Δεν είναι νεκρός. Ούτε Αιγύπτιος. Σίγουρα
Γάλλος. Πού τον θέλεις;»
«Δεν τον θέλω καθόλου, υποθέτω όμως ότι μπορείς να τον βάλεις στο
δεύτερο κρεβάτι στο δωμάτιό μου». Η Κλίο άνοιξε τη σκηνή και πήρε απ’
το κρεβάτι τα δεύτερα σεντόνια και τα λιγοστά ρούχα της, αφήνοντας μό-
νο το λεπτό, βαμβακερό στρώμα. Όταν βγήκε απ’ τη σκηνή, είδε τον πα-
τέρα της να έχει πιάσει τον άγνωστο απ’ τις μασχάλες και, κρατώντας τον
πάντα μπρούμυτα, να τον σέρνει στο εσωτερικό της.
Μια δυσάρεστη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό της. «Έχει καθόλου οιδή-
ματα;»
«Τι;» Ο πατέρας της άφησε το λιπόθυμο άντρα να πέσει με θόρυβο.
Η Κλίο μόρφασε. Τώρα θα έπρεπε να φροντίσει και τη σπασμένη μύτη
του αγνώστου, που αιμορραγούσε. «Στις μασχάλες. Αν έχει πανούκλα, θα
έχει οιδήματα εκεί».
«Όχι, δεν έχει τίποτα». Ο πατέρας της ξανάρχισε να σέρνει τον άγνωστο
στη σκηνή. Η Κλίο τον έπιασε απ’ τα μακριά πόδια του όταν έφτασαν στο
κρεβάτι, τον σήκωσαν και τον ξάπλωσαν μπρούμυτα. Σαν από θαύμα, η
αριστοκρατική μύτη του δεν είχε σπάσει.
«Άρα έχει πάθει θερμοπληξία», συμπέρανε η Κλίο. Στο αριστερό μανίκι
του αγνώστου υπήρχε ένας λεκές από ξεραμένο αίμα. «Και είναι πληγωμέ-
νος». Ο πατέρας της γυρνούσε ήδη απ’ την άλλη μεριά. «Θα πρέπει να τον
γδύσω».
«Ήσουν παντρεμένη γυναίκα, θα τα καταφέρεις», άκουσε να λέει ο πα-
τέρας της, που είχε βγει ήδη απ’ τη σκηνή. Θα χανόταν και πάλι στην αλ-
ληλογραφία του, μέχρι να του βάλει το φαγητό κάτω από τη μύτη.
«Μπορεί να ήμουν παντρεμένη», μουρμούρισε η Κλίο κι ακούμπησε τη
ράχη της παλάμης της στο πλατύ, ζεστό μέτωπο του αγνώστου, «αλλά όχι
με αυτόν». Του έβγαλε τα σανδάλια, πράγμα που ήταν το εύκολο κομμάτι,
κι ύστερα γύρισε το βαρύ κορμί του και βάλθηκε να τραβάει τη βαμβακερή
κελεμπία του, μέχρι που να την περάσει πάνω απ’ το κεφάλι του και να τη
βγάλει. Το κορδόνι που συγκρατούσε το λεπτό, βαμβακερό του εσώρουχο
έσπασε κάποια στιγμή, έτσι, άθελά της, το έβγαλε κι αυτό. Ο άγνωστος εί-
χε γύρω από τη μέση του μια ζώνη απ’ την οποία κρεμόταν ένα πουγκί
βαρύ, γεμάτο νομίσματα. Το έβαλε στην άκρη κι ύστερα έκανε πίσω, να
εξετάσει το μέγεθος του προβλήματος.
Και το πρόβλημα ήταν πραγματικά μεγάλο. Είχε ύψος ένα κι ογδόντα
πέντε, φαρδιούς ώμους, ήταν ξανθό, με λεπτό και γυμνασμένο κορμί. Ο
άγνωστος είχε την όψη ανθρώπου που είχε χάσει πρόσφατα τα όποια α-
ποθέματα λίπους μπορεί να είχε, με αποτέλεσμα οι μύες της κοιλιάς του να
προβάλλουν σαν σμιλεμένοι από το χέρι δεξιοτέχνη γλύπτη. Και ήταν α-
ναμφισβήτητα πολύ αρρενωπός. Ο γλύπτης βέβαια θα μπορούσε να είχε
την αξιοπρέπεια να προσθέσει ένα φύλλο συκής ενώ δημιουργούσε το έρ-
γο του...
Μπορεί να ήταν χήρα, σίγουρα όμως δεν ήταν τόσο έμπειρη ώστε να μέ-
νει ασυγκίνητη στη θέα ενός γυμνού αγνώστου. Δεν είχε ξαναδεί άλλον
άντρα σαν αυτόν. Κάρφωσε το βλέμμα στο μπράτσο του, όπου υπήρχε μια
άσχημη πληγή απ’ τον ώμο ως τον αγκώνα, πίεσε τον εαυτό της να συνέλ-
θει και να επικεντρωθεί σ’ αυτό που είχε προτεραιότητα.
Εξέτασε τα κόκκινα, ερεθισμένα χείλη της πληγής και κατέληξε ότι είχε
προκληθεί από σφαίρα, όχι από λεπίδα. Η πληγή είχε ανοίξει όταν έβγαζε
απ’ τον άγνωστο την κελεμπία, ωστόσο ήταν φανερό ότι δεν επουλωνό-
ταν όπως θα έπρεπε. Το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει θα ήταν να δώσει
λίγο νερό στον άγνωστο, να του ρίξει τον πυρετό κι ύστερα θα έβλεπε τι
θα έκανε με το μπράτσο του. Το μικρό απόσπασμα του γαλλικού στρατού
που ήταν στρατοπεδευμένο στα όρια του διπλανού χωριού δε διέθετε για-
τρό, έτσι δε θα έπρεπε να περιμένει καμιά βοήθεια από εκεί.
Ανασήκωσε το κεφάλι του αγνώστου, ακούμπησε στα χείλη του ένα κύ-
πελλο κι εκείνος ήπιε αχόρταγα. Το δροσερό νερό έμοιαζε να τον συνεφέ-
ρει κάπως.
«Αργά, δεν κάνει να πιείς πολύ νερό μονομιάς», είπε η Κλίο κι ύστερα
θυμήθηκε ότι ο άγνωστος είχε μιλήσει γαλλικά πριν καταρρεύσει.
«Λεντμάν. Σιγά σιγά».
Ο άγνωστος κούνησε το κεφάλι ανήσυχος όταν του πήρε το νερό, όμως
δεν άνοιξε τα μάτια. Τώρα θα έπρεπε να τον δροσίσει και να τον σκεπάσει.
Θα μπορούσε να φροντίσει το μπράτσο του αφού θα έδινε στον πατέρα
της κάτι να φάει.
«Μεσιέ», άρχισε να λέει στα γαλλικά, ενώ ξεδίπλωνε ένα σεντόνι και το
βουτούσε σε έναν κουβά με νερό, «είστε μεγάλος μπελάς. Πιστέψτε με, αν
η καλή μου νεράιδα εμφανιζόταν και με ρωτούσε τι θέλω, ένας ακόμα ά-
ντρας να φροντίζω θα ήταν το τελευταίο που θα ζητούσα». Έβγαλε το σε-
ντόνι απ’ το νερό και σκέπασε μ’ αυτό το γυμνό κορμί του αγνώστου, που
της αποσπούσε την προσοχή. «Ορίστε. Καλύτερα έτσι». Για μένα, τουλάχι-
στον.
***
Ήταν η αγαπημένη του φαντασίωση, αυτή που είχε όταν ήταν μισοκοι-
μισμένος, η ερεθιστική φαντασίωση στην οποία ήταν παντρεμένος με την
ιδανική γυναίκα. Υπήρχαν το θρόισμα της φούστας, τα απαλά βήματα από
γυμνά πέλματα, το διακριτικό, θηλυκό άρωμα που την ακολουθούσε ενώ
κινούνταν στο δωμάτιο. Σύντομα θα ξυπνούσε κι εκείνη θα ερχόταν στο
κρεβάτι του και θα του χαμογελούσε. Τα γαλανά μάτια της θα ήταν ζεστά,
γεμάτα αγάπη. Το πρόσωπό της -μπορούσε να το φανταστεί πολύ καθα-
ρά- γλυκό, με απαλά χαρακτηριστικά και σαρκώδη, κόκκινα χείλη.
«Κάρολαϊν». Θα τέντωνε τα μπράτσα του κι εκείνη θα έλυνε τα μακριά,
ξανθά σγουρά μαλλιά της και θα άρχιζε να γδύνεται με έναν αθώο κοκετι-
σμό, που φούντωνε τον πόθο του πριν καν αγγίξουν ο ένας τον άλλον.
Όταν θα αφηνόταν στην αγκαλιά του, οι πλούσιες καμπύλες του κορ-
μιού της θα ταίριαζαν στο μυώδες σώμα του σαν να ήταν φτιαγμένοι ο έ-
νας για τον άλλον. «Ω, Κουίν», θα του έλεγε ψιθυριστά. Τα δάχτυλά της θα
χάιδευαν το στέρνο του κι ύστερα θα γλιστρούσαν χαμηλότερα.
Η μυρωδιά του ψητού κρέατος τράβηξε την προσοχή του. Αναρωτήθηκε
τι έκανε το προσωπικό και γιατί επέτρεπε μυρωδιές απ’ την κουζίνα να
φτάνουν στην κρεβατοκάμαρά του. Ήταν ο πρέσβης, που να πάρει. Τα δά-
χτυλα της συζύγου των ονείρων του γλιστρούσαν χαμηλότερα, εξερευ-
νούσαν το κορμί του. Οι ξανθές μπούκλες της, που, άγνωστο γιατί, ήταν
βρεγμένες, έπεφταν στο στέρνο του, ενώ του έδινε μικρά φιλιά στο πρό-
σωπο, κάνοντάς τον να ξεχάσει τις μυρωδιές. Το σώμα του αντέδρασε
όπως ήταν αναμενόμενο. Ο ανδρισμός του σκλήρυνε. Σύντομα θα βυθιζό-
ταν μέσα της, θα της έκανε έρωτα, θα της χάριζε την ηδονή με τα χάδια
του. Και, κατόπιν, θα ξεκινούσαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Θα νοιαζό-
ταν ο ένας για τις σκέψεις του άλλου, θα σεβόταν ο ένας τις απόψεις του
άλλου. Όλα θα ήταν γαλήνια, αρμονικά...
«Να πάρει!» Υπήρχε πράγματι μια γυναίκα, όμως αυτό ήταν το μόνο που
είχε σχέση με το όνειρό του. Μια σειρά από ιδιωματισμούς στα αραβικά
του επιβεβαίωσε ότι αυτή που του μιλούσε δεν ήταν λαίδη.
Συνειδητοποίησε ότι είχε τις αισθήσεις του, πονούσε, διψούσε απίστευ-
τα και ήταν αναμφισβήτητα μπερδεμένος. «Τι...» ψέλλισε. Δυσκολευόταν
τρομερά να ανοίξει τα μάτια του, ευτυχώς όμως ένιωσε το χείλος ενός κυ-
πέλλου να πιέζει τα χείλη του.
«Σιγά σιγά», είπε μια φωνή στα γαλλικά. Ανήκε στην ίδια γυναίκα που εί-
χε ακούσει προηγουμένως. Ήταν κρυστάλλινη, καθαρή, χωρίς ίχνος λα-
γνείας. Και, σίγουρα, χωρίς ίχνος κατανόησης. Το νερό απομακρύνθηκε απ’
τα χείλη του.
«Μερσί», κατάφερε να ψελλίσει και μισάνοιξε τα πονεμένα μάτια του.
Σίγουρα δεν πρόκειται για τη γυναίκα των ονείρων μου, σκέφτηκε και, παρά
τη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν, αυτό τον διασκέδασε κά-
πως. Η γυναίκα ήταν ψηλή, λεπτή, με καστανά μαλλιά, αριστοκρατική μύ-
τη και τον κοιτούσε αυστηρά, συγκρατώντας τον εκνευρισμό της. Έξυπνη
ήταν σίγουρα. Τρυφερή, γλυκιά και υπάκουη... όχι. «Κι άλλο;» πρόσθεσε με
ελπίδα. «Ε... ανκόρ;» Μέχρι να σταματήσει να νιώθει το μυαλό του να βρά-
ζει, θα έπρεπε ν’ ανοίγει το στόμα του μόνο για να πίνει νερό.
«Όχι άλλο νερό για μερικά λεπτά. Θα ήταν επικίνδυνο αφού είστε τόσο
διψασμένος. Δεν είστε Γάλλος».
Ο Κουίν συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε ν’ αρχίσει να σκέφτεται. «Θα
πιστεύατε ότι είμαι Αμερικανός;» ρώτησε.
«Αλήθεια;» Κατά τα φαινόμενα, η άγνωστη θα το πίστευε. Ύψωσε τα
φρύδια ξαφνιασμένη, όμως δεν απέρριψε αυτήν τη σκέψη. Φυσικά, οι Α-
μερικανοί ήταν σύμμαχοι των Γ άλλων.
«Έχει περάσει πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που είδα τη Βοστό-
νη», εξήγησε. Πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχε επισκεφθεί
τα ξαδέλφια του στο λιμάνι του Λίνκολνσιρ που είχε το ίδιο όνομα, δηλα-
δή. Από καιρό σε καιρό τον έστελναν να πεθάνει για την πατρίδα του, αυ-
τό ήταν κομμάτι της δουλειάς του, όμως προτιμούσε να μη λέει ψέματα
για να την κάνει αν μπορούσε να το αποφύγει. Συνήθως μια μικρή παρα-
πλάνηση του συνομιλητή του ήταν αρκετή. Έκλεισε τα μάτια κι ύστερα τα
μισάνοιξε συνειδητοποιώντας κάτι.
«Ποιος μου έβγαλε τα ρούχα;» Ήταν γυμνός κάτω απ’ το βρεγμένο σε-
ντόνι, που τον σκέπαζε απ’ το λαιμό μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών του.
«Εγώ», απάντησε κοφτά η απρόθυμη νοσοκόμα του. «Ω, αν είναι δυνα-
τόν», πρόσθεσε όταν τον είδε να σφίγγει ασυναίσθητα την πάνω άκρη του
σεντονιού. «Δεν υπάρχει λόγος να κοκκινίζετε, είμαι χήρα. Σας βεβαιώ ότι
για μένα, όλοι οι άντρες είναι ίδιοι».
Ο Κουίν ξέσφιξε τα δόντια του. Να πάρει, δεν είχε κοκκινίσει. «Όμως εγώ
σας βεβαιώ, μαντάμ, ότι για μένα όλες οι γυναίκες δεν είναι ίδιες».
«Θα προτιμούσατε να σας άφηνα να πεθάνετε; Δεν έκανα συγκρίσεις, δε
χρειάζεται ν’ ανησυχείτε», είπε η γυναίκα και ο Κουίν κατάλαβε ότι τώρα
το διασκέδαζε, παρόλο που δε χαμογελούσε. Υπήρχε κάτι στον τρόπο που
τα μάτια της ζάρωναν στις γωνίες, στο αχνό λακκάκι που είχε σχηματιστεί
στο μάγουλό της. Όμως αυτά χάθηκαν όταν το βλέμμα της ταξίδεψε στο
σκεπασμένο σώμα του. Τελικά, από στιγμή σε στιγμή, θα κοκκίνιζε. «Αυτό
το σεντόνι στεγνώνει. Θα πρέπει να το αντικαταστήσω πριν φροντίσω το
μπράτσο σας».
Ακούστηκε ο θόρυβος υφάσματος που βυθιζόταν στο νερό και το θρόι-
σμα της φούστας της καθώς κινούνταν. Ο Κουίν κράτησε σφιχτά την άκρη
του σεντονιού, με σεμνοτυφία που τον ξάφνιαζε. Σταγόνες νερού έπεσαν
στο πρόσωπό του καθώς η γυναίκα άνοιγε ένα ακόμα βρεγμένο σεντόνι
πάνω του και τον σκέπαζε μ’ αυτό. «Πιάστε την άκρη από το πάνω σεντό-
νι», του είπε επιτακτικά κι ύστερα τράβηξε το κάτω τόσο απότομα ώστε
το πάνω απέμεινε στη θέση του -ωστόσο το κάτω, βρεγμένο όπως ήταν κι
αυτό, τον χτύπησε με δύναμη καθώς τραβιόταν.
Ο Κουίν συγκράτησε τη λέξη που ανέβηκε στα χείλη του κι άφησε το σε-
ντόνι. Κοίταξε συνοφρυωμένος τον εαυτό του και σκέφτηκε μελαγχολικά
ότι έτσι όπως το βρεγμένο ύφασμα ακολουθούσε τις καμπύλες του κορ-
μιού του, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν γυμνός. Δεν μπορούσε να κατα-
λάβει τι είχε πάθει. Η πείρα του με τις γυναίκες ήταν αρκετή ώστε να μην
κοκκινίζει σαν παρθένα κάθε φορά που μια γυναίκα κοιτούσε το σώμα
του.
Από την άλλη μεριά, η γυναίκα που προχωρούσε προς το μέρος του με
ένα κύπελλο στο ένα χέρι και διάφορα αιχμηρά αντικείμενα στο άλλο, δύ-
σκολα θα μπορούσε να ανήκει στη μουσουλμανική κοινότητα.
«Θα πιείτε ακόμα λίγο νερό και ύστερα θα καθαρίσω το μπράτσο σας.
Ειλικρινά, δε θα ήθελα να αναγκαστώ να το ακρωτηριάσω».
«Μόνο πάνω από το πτώμα μου!» Ο Κουίν κατάφερε να μην πνιγεί με το
νερό που έπινε. Ήταν σίγουρος ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν ικανή να
πραγματοποιήσει την απειλή της, με το θύμα της δεμένο στο κρεβάτι, να
ουρλιάζει από πόνο.
«Η επιλογή είναι δική σας».
«Πολύ καλά». Ο Κουίν της έδωσε το κύπελλο και τράβηξε το σεντόνι απ’
το αριστερό μπράτσο του. Ήταν έτοιμος να ανακαθίσει, όμως μια ματιά
στην ερεθισμένη πληγή τον έκανε να χαρεί που ήταν ξαπλωμένος. Οι επό-
μενες στιγμές δε θα ήταν καθόλου ευχάριστες και δεν είχε καμία πρόθεση
να ικανοποιήσει τη βασανίστριά του λιποθυμώντας.
Κεφάλαιο 2
Ο Κουίν όφειλε να ομολογήσει ότι η μαντάμ Βαλσάκ έδειχνε ικανή. Τα
ιατρικά της εργαλεία ήταν ακονισμένα και καθαρά και είχε έτοιμα ζεστό
νερό, σφουγγάρια και γάζες. Γύρισε και τον κοίταξε, αποσπώντας του για
μια στιγμή την προσοχή με το χρώμα των ματιών της. Προσπάθησε να κα-
ταλάβει αν ήταν γκρίζα, πράσινα ή γκριζοπράσινα. Γκριζοπράσινα... Κρα-
τήθηκε με το γερό χέρι του απ’ το κρεβάτι και κάρφωσε το βλέμμα του σε
ένα σημείο πίσω απ’ το δεξί αυτί της. Ήταν όμορφο αυτί, πλαισιωμένο απ’
τα μαλλιά που είχε στερεώσει πίσω του. Κομψό, αριστοκρατικό και... που
να πάρει!
«Πώς σας λένε;»
Θέλει να κάνει τον ασθενή της να ξεχαστεί, σκέφτηκε ο Κουίν και, σιωπη-
λός, υπέμεινε ένα έντονο κύμα πόνου. «Κουίντους Μπρέντον», είπε όταν
μπόρεσε να ξαναβρεί την ανάσα του. «Μπορείτε να με λέτε Κουίν». Θα ή-
ταν καλύτερα αν χρησιμοποιούσε το πραγματικό του όνομα, έτσι το περι-
θώριο για λάθη θα ήταν μικρότερο. «Κι εσάς;» Ήξερε πολύ καλά ότι θα ή-
ταν αδύνατον να συνόδευαν τον Γούντγουορντ δύο γυναίκες με την ίδια
ηλικία, όμως ήταν απαραίτητο να παίξει το παιχνίδι και, εξάλλου, δεν του
είχαν πει το μικρό της όνομα. Με δεδομένο το ότι τον είχε γδύσει εντελώς,
αυτό τουλάχιστον θα μπορούσε να γίνει αφορμή για μια κάποια οικειότη-
τα ανάμεσά τους.
«Μαντάμ Βαλσάκ. Μπορείτε να με λέτε μαντάμ».
Ευχαριστώ, μαντάμ.
Η μαντάμ Βαλσάκ έκανε κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να θολώσει η ό-
ρασή του κι ύστερα, ξαφνικά, ο πόνος μαλάκωσε. «Ορίστε, η πληγή είναι
τώρα καθαρή. Πώς το πάθατε αυτό;»
«Βρέθηκα στο δρόμο μιας σφαίρας που έριξε μια ομάδα Βεδουίνων επι-
δρομέων», απάντησε ο Κουίν, με τόνο εξίσου αδιάφορο με το δικό της.
«Απροσεξία μου, όμως ξύπνησα και τους είδα να κλέβουν τις καμήλες και
όλο τον εξοπλισμό μου».
«Απροσεξία, πράγματι». Η Κλίο άρχισε να επιδένει το μπράτσο του. «Ή-
σασταν μόνος; Τι κάνει ένας Αμερικανός στην Αίγυπτο;»
«Ήμουν με μια μικρή ομάδα μηχανικών, όμως ήθελα να επιστρέφω νό-
τια για να μελετήσω τη ροή του ποταμού κι εκείνοι ήθελαν να μείνουν με-
ρικές μέρες ακόμα. Με ενδιαφέρει η κατασκευή φραγμάτων». Δεν υπήρχε
τρόπος να αποφύγει να πει ψέματα για τους λόγους της παρουσίας του
στην Αίγυπτο. Τα βιβλία που με τόση προσοχή είχε μελετήσει στο πλοίο εί-
χαν σβήσει απ’ το μυαλό του, αφήνοντας πίσω τους μόνο ένα μπέρδεμα
από φαραώ, παράξενους θεούς, ανεξήγητα ιερογλυφικά και παρανοϊκές
θεωρίες. Θα ήταν αδύνατον να ξεγελάσει έναν αρχαιοδίφη για το επίπεδο
των γνώσεων του, καλύτερα λοιπόν να προσποιηθεί πως ήταν κάτι για το
οποίο μπορούσε τουλάχιστον να συζητήσει στα αγγλικά.
«Δεν ήξερα ότι ο αυτοκράτορας είχε και Αμερικανούς ανάμεσα στους
λόγιους του». Η Κλίο έδεσε επιδέξια τη γάζα και άφησε το μπράτσο του.
«Θα χαρείτε ακούγοντας ότι υπάρχει ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα
στο Σεκ Αμέρ, λίγο πιο νότια από μας. Είμαι σίγουρη ότι η γνωριμία σας θα
τους ευχαριστήσει πολύ».
«Χωρίς αμφιβολία». Να πάρει, αυτό ήταν το τελευταίο που του χρειαζό-
ταν. Το σχέδιό του ήταν να προειδοποιήσει τον Γούντγουορντ και την κό-
ρη του ότι η Μαμελούκοι προέλαυναν από τα νότια. Κι ήταν αλήθεια, όμως
δεν είχε καμία πρόθεση να τους ενημερώσει και για τα υπόλοιπα δεδομέ-
να, να τους πει δηλαδή ότι οι Μαμελούκοι πήγαιναν να βοηθήσουν τους
Γάλλους, που πολιορκούνταν στο Κάιρο από βρετανικές και τουρκικές δυ-
νάμεις. Κανείς, είτε Γάλλος είτε σύμμαχός τους ή όχι, δε θα ήθελε να βρεθεί
στο δρόμο των θανάσιμων, έφιππων Μαμελούκων που βρίσκονταν υπό
την ηγεσία του Μουράντ Μπέη. Ο σκοπός του ήταν να πείσει τον
Γούντγουορντ και τη μαντάμ Βαλσάκ να διαφύγουν με βάρκα στα βόρεια
μαζί του, χωρίς να τους πει ότι θα έπεφταν κατευθείαν στα χέρια των Βρε-
τανών.
Τώρα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Γάλλους στρατιώτες, που θα
γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν μηχανικοί στην περιοχή και που, πιθανόν, να εί-
χαν ενημερωθεί ότι ο στρατηγός Άμπερκρομπι έδιωχνε τους Γ άλλους από
την Αλεξάνδρεια. Ήταν επίσης πολύ πιθανόν να γνώριζαν ότι δεν υπήρχαν
Αμερικανοί ανάμεσα στους λόγιους, επιστήμονες, μηχανικούς και καλλιτέ-
χνες που είχαν βρεθεί αποκλεισμένοι με το στρατό, όταν ο πολυαγαπημέ-
νος τους Ναπολέων τους είχε εγκαταλείψει σχεδόν δύο χρόνια πριν. Ο Βο-
ναπάρτης είχε επιστρέψει στη Γαλλία και είχε σκηνοθετήσει το πραξικό-
πημα που θα του χάριζε την απόλυτη εξουσία και τον τίτλο του
αυτοκράτορα, αφήνοντας τους στρατηγούς του να τα βγάλουν πέρα όσο
καλύτερα μπορούσαν.
Κοίταξε τη γυναίκα που είχε αρχίσει να τη σκέφτεται όλο και περισσό-
τερο σαν αντίπαλό του. Η μαντάμ Βαλσάκ είχε σηκωθεί και μάζευε τα ια-
τρικά της σύνεργα. Δεν ήταν εύκολο να την ξεγελάσει κανείς, κατά τα φαι-
νόμενα ήταν απίστευτα ψύχραιμη και δύσκολα θα πανικοβαλλόταν ή θα
το έβαζε στα πόδια. Αν η κατάσταση εξελισσόταν με το χειρότερο δυνατό
τρόπο, θα έπρεπε να κλέψει μια βάρκα, να την απαγάγει και να αφήσει τον
πατέρα της στην τύχη του.
Η μαντάμ Βαλσάκ, που είχε φτάσει στο άνοιγμα της σκηνής, γύρισε και
τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της. Το φως του ήλιου διαπερνούσε το λε-
πτό ύφασμα της κελεμπίας της, με αποτέλεσμα να διακρίνεται η σιλουέτα
της. Το κορμί του, αγνοώντας την απειλητική παρουσία των Γάλλων στρα-
τιωτών, τη θερμοπληξία, τον πυρετό και τα συναισθήματά του για την
προσωπικότητα της μαντάμ, ξύπνησε κάτω από το βάρος του βρεγμένου
σεντονιού.
«Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η μαντάμ. «Μου φάνηκε ότι σας άκουσα να
βογκάτε. Έχω όπιο αν ο πόνος είναι πολύ άσχημος». Ο τόνος της φωνής
της μαρτυρούσε ότι θα προτιμούσε να τον χτυπήσει στο κεφάλι και να τον
αφήσει αναίσθητο αν αυτό την έβαζε σε λιγότερους μπελάδες.
«Όχι, τίποτα απολύτως», απάντησε ψέματα ο Κουίν κι έκλεισε τα μάτια.
«Όλα είναι τέλεια». Ειλικρινά, δεν μπήκα στο διπλωματικό σώμα γι’ αυτό.
Στην πραγματικότητα είχε μπει γιατί δεν του άρεσε καθόλου το ότι ήταν
ο πέμπτος και, ουσιαστικά, ανεπιθύμητος γιος ενός μαρκησίου με έναν τι-
μητικό τίτλο, παρόλο που του είχε παραχωρηθεί ένα μικρό κτήμα κι ένα
μικρό εισόδημα ώστε να διατηρεί έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής. Οι τέσσερις
μεγαλύτεροι αδελφοί του -οι επιθυμητοί γιοι, με τα πραγματικά ονόματα-
είχαν όλοι τους ρόλους τους. Ο Χένρι ήταν ο διάδοχος, που εκπαιδευόταν
για να γίνει μαρκήσιος. Ο Τζέιμς ήταν ο αναπληρωματικός και εκπαιδευό-
ταν να γίνει το δεξί χέρι του μαρκησίου, στον ελεύθερο χρόνο που του έ-
μενε σε ένα πρόγραμμα γεμάτο από κυνήγι του ποδόγυρου, χαρτιά και
αθλητικές δραστηριότητες. Ο Τσαρλς ήταν συνταγματάρχης στη φρουρά
και τόσο όμορφος με τη στολή του ώστε ξεχνούσε κανείς πως ήταν τρο-
μερά ανόητος. Ο Τζορτζ ήταν κληρικός, που ανέβαινε στην ιεραρχία, στο-
χεύοντας με την κάθε άλλο παρά χριστιανική αποφασιστικότητά του στο
θρόνο του αρχιεπίσκοπου.
«Εσύ θα πρέπει να πας στο ναυτικό, Κουίντους», του είχε ανακοινώσει
στα δέκατα τέταρτα γενέθλιά του ο λόρδος Ντέβερολ, μαρκήσιος του
Μάλβερν. Ήταν πολύ βολικό το ότι του είχε δώσει για όνομα ένα τακτικό
αριθμητικό1 . Έτσι ο μαρκήσιος θα μπορούσε πάντα να θυμάται το όνομά
του.
«Όχι, λόρδε μου». Ο Κουίν δε συνήθιζε να φέρνει αντιρρήσεις στο μαρ-
Βασίλισσα του Νείλου; Ναι, πολύ ταιριαστό, ήθελε να πει ο Κουίν, επι-
στρέφοντας το πικρόχολο αστείο της. Μοιάζετε με βασίλισσα με την αρι-
στοκρατική σας μύτη, τα ψηλά ζυγωματικά και την απόμακρη στάση σας.
Μια βασίλισσα εξορισμένη, που κρύβεται και ζει μια ζωή υπηρέτριας. Η έξο-
δος του σερ Φίλιπ απ’ τη σκηνή τον γλίτωσε απ’ την ανάγκη να απαντήσει.
Ο σερ Φίλιπ κούμπωνε με το ένα χέρι ένα καθαρό πουκάμισο και έστρωνε
τα βρεγμένα μαλλιά του με το άλλο.
Κάθισε χωρίς να πει ούτε λέξη κι άπλωσε το χέρι να πάρει την πιατέλα
που έμοιαζε να περιέχει κύβους κρέατος. Η μαντάμ -όχι, η Κλίο, αποφάσισε
ο Κουίν- έβαλε ένα πιάτο μπροστά στον πατέρα της, ύστερα έδωσε ένα και
σ’ εκείνον και του έκανε νόημα να σερβιριστεί. Συνειδητοποίησε ότι το
στόμα του είχε γεμίσει σάλια.
«Θα πρέπει να δοκιμάσετε να φάτε. Φαντάζομαι ότι θα έχει περάσει αρ-
κετός καιρός από την τελευταία φορά που το κάνατε».
«Ναι. Στην αρχή πεινούσα κι ύστερα η πείνα μου εξαφανίστηκε». Ο Κουίν
ήταν αναγκασμένος να προχωράει επί δυο μέρες πεζός με μόνο ένα φλα-
σκί με νερό απ’ όταν του έκλεψαν τις καμήλες. Πριν απ’ αυτό έτρωγε ελά-
χιστα, καθώς μετακινούνταν πολύ γρήγορα για να μπορεί να μείνει σε ένα
μέρος και να μαγειρέψει μόνος του κανονικό φαγητό.
«Συμβαίνει αυτό με τη θερμοπληξία. Αύριο θα πρέπει να ξε-
κουραστείτε».
«Θα ξεκουραστώ απόψε. Αύριο θα γνωριστώ με τους στρατιώτες γείτο-
νές σας».
«Αυτό είναι ανόητο. Μπορώ να τους ρωτήσω εγώ τι θα ήταν καλύτερο
να γίνει με σας».
Αν ήξεραν ποιος είμαι, θα με τουφέκιζαν σαν κατάσκοπο. «Αν πρόκειται
να τους συναντήσω, μαντάμ, προτιμώ να το κανονίσω μόνος μου».
«Πολύ καλά. Εγώ δε θα έρθω και μόνος σας δε θα μπορέσετε να τους
βρείτε». Η Κλίο δάγκωσε απότομα ένα κομμάτι ψωμί, σαν να έβαζε έτσι
τέλος στη συζήτηση.
Που να την πάρει. Προσπαθεί άραγε να με κρατήσει μακριά από τους στρα-
τιώτες εξαιτίας της δύσκολης θέσης στην οποία βρίσκεται η ίδια ή απλώς θέ-
λει να προστατεύσει έναν τραυματία, πράγμα που εμένα δε με βολεύει καθό-
λου;
«Όχι, θέλω να πας, θυγατέρα», είπε ο σερ Φίλιπ, χωρίς να νοιάζεται για
το ότι πριν από λίγο έλεγε το αντίθετο. «Θέλω να τους πας την αλληλο-
γραφία μου, ώστε να τη στείλουν βόρεια. Ολοκλήρωσα την επιστολή μου
στον καθηγητή Χάινεμαν».
Αλληλογραφία; «Οι Γάλλοι είναι τόσο εξυπηρετικοί ώστε να σας κάνουν
τους ταχυδρόμους, σερ Φίλιπ;» ρώτησε ο Κουίν αδιάφορα, ενώ άλειφε στο
ψωμί του κατσικίσιο τυρί.
«Πράγματι, είναι». Ο σερ Φίλιπ άφησε το πιρούνι του. «Κι αυτό αποτελεί
ένα εξαιρετικό παράδειγμα της συνεργασίας ανάμεσα σε λόγιους. Μόλις ο
στρατηγός Μενού συνειδητοποίησε ότι είχα προβλήματα με την αλληλο-
γραφία μου, κανόνισε να έρχεται μέσω Αλεξάνδρειας».
Και πώς το ήξερε ο στρατηγός; Ο Κουίν κράτησε αυτή την ερώτηση για
αργότερα. Είχε την αίσθηση ότι του δινόταν η ευκαιρία που ζητούσε και
δεν είχε πρόθεση να την αφήσει να χαθεί. «Έχετε διεθνή αλληλογραφία;»
ρώτησε με όσο περισσότερο θαυμασμό θεώρησε ότι θα γινόταν πιστευ-
τός.
Δε χρειαζόταν ν’ ανησυχεί ότι θα κινούσε υποψίες. Ο σερ Φίλιπ ήταν α-
πόλυτα σίγουρος για τη σπουδαιότητά του. «Φυσικά. Με την Αγγλία, τη
Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ινδία, τη Ρωσία, την Ισπα-
νία και την Πορτογαλία», είπε και ύστερα παραπονέθηκε για την έλλειψη
νέων από τις σκανδιναβικές χώρες.
Αγγλία, Μεσόγειος, ηπειρωτική Ευρώπη... Νέα από ντουζίνες ανθρώπων
έφταναν στην Αλεξάνδρεια, στα χέρια των Γάλλων. Προδότες, πράκτορες
και αθώοι λόγιοι, όλοι έγραφαν σ’ αυτόν τον άνθρωπο, που είτε ήταν τόσο
τυφλωμένος από τις εμμονές του ώστε να μην αντιλαμβάνεται ότι τον
χρησιμοποιούσαν είτε συμμετείχε πρόθυμα στο παιχνίδι των Γάλλων. Α-
κόμα και η πιο μικρή πληροφορία ήταν πολύτιμη για τους έμπειρους αρχι-
κατάσκοπους, που μπορούσαν να βγάζουν τα συμπεράσματά τους συν-
δυάζοντας πληροφορίες από διάφορες πηγές.
«Απ’ την Ινδία...» ξέφυγε του Κουίν. Την Ινδία, τον πραγματικό λόγο για
τον οποίο η Γαλλία ήθελε την Αίγυπτο. Αν οι Γάλλοι έλεγχαν την Ερυθρά
Θάλασσα και τις χερσαίες οδούς προς τη Μεσόγειο, η Βρετανία θα έχανε
τη σύνδεση με το πιο σημαντικό εμπορικά τμήμα της αυτοκρατορίας. Κι
εκείνη τη στιγμή στρατεύματα απ’ την Ινδία έφταναν για να αποβιβαστούν
στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, να διασχίσουν την έρημο προς τον Νεί-
λο και να συναντηθούν με τους Βρετανούς και τους Τούρκους στο Δέλτα.
Αναρωτήθηκε αν επιστολές από πράκτορες των Γ άλλων στην Ινδία εί-
χαν φτάσει ήδη στα χέρια του Μενού στο Κάιρο. Ένα παγωμένο ρίγος διέ-
τρεξε τη ραχοκοκαλιά του. Αν οι Γάλλοι προέλαυναν για να διακόψουν τη
μακριά, δύσκολη πορεία του στρατηγού Μπερντ στην έρημο, τότε ο πό-
λεμος στην Αίγυπτο θα μπορούσε να πάρει πολύ άσχημη τροπή.
«Ναι, την Ινδία. Σκέφτομαι να πάω εκεί στη συνέχεια», είπε ο
Γούντγουορντ. «Συναρπαστική χώρα, αν κρίνω απ’ όσα ακούω».
Ο Κουίν διαισθανόταν την ένταση της Κλίο, που έμεινε ακίνητη. Θα με-
τακινούνταν για μια ακόμα φορά, σαν να μην της έπεφτε λόγος; Θα ήταν
πολύ καλύτερα αν επέστρεφε στην Αγγλία όπου ανήκε απ’ το να αναγκά-
ζεται να ακολουθεί τον πατέρα της.
«Μαντάμ, αύριο θα σας συνοδεύσω στο στρατόπεδο», της είπε και ύστερα
γύρισε και την κοίταξε στα μάτια. «Θέλω να μάθω αν είχαν νέα απ’ τους υπό-
λοιπους μηχανικούς». Και θέλω να βάλω στο χέρι την αλληλογραφία σου, σερ
Φίλιπ. Κι ίσως ακόμα να βρω έναν πεινασμένο κροκόδειλο για σένα.
«Όπως επιθυμείτε». Ακόμα κι αν η Κλίο Βαλσάκ δεν ήθελε να τον αφήσει
να παρακολουθήσει την παράδοση και την παραλαβή της αλληλογραφίας,
το έκρυψε με τον καλύτερο τρόπο. «Θα πάρω το γαϊδουράκι, έτσι αν κα-
ταρρεύσετε, θα μπορέσουμε να σας φορτώσουμε σ’ αυτό», πρόσθεσε με
ένα γλυκό χαμόγελο, που δεν ξεγέλασε τον Κουίν ούτε για μια στιγμή. Τον
θεωρούσε μπελά και αξιολογούσε τη δύναμη, την αντοχή και, πιθανόν,
την ευφυΐα του πολύ χαμηλά.
Θα δούμε ποιος έχει δίκιο, Κλίο, αγαπητή μου, σκέφτηκε εκείνος και κοί-
ταξε τα κυνικά γκριζοπράσινα μάτια της. Προς μεγάλη του έκπληξη, την
είδε να κοκκινίζει.
***
Μην προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις τι σου συμβαίνει, κορίτσι μου, μάλωσε η
Κλίο τον εαυτό της και δάγκωσε με τόση δύναμη ένα χουρμά που παραλί-
γο, να σπάσει το δόντι της. Ξύπνησαν οι πόθοι σου. Ένας έξυπνος άντρας με
υπέροχο κορμί βρέθηκε γυμνός στο χώρο που κοιμάσαι, στο έλεος σου. Κι ό-
ταν συνήλθε, σε κοίταξε με τα γαλανά του μάτια κι εσύ δεν ξέρεις αν σε λυπό-
ταν, αν σε κορόιδευε ή αν σε ποθούσε.
Ίσως να ίσχυαν και τα τρία. Δύο απ’ αυτά ήταν ανεπιθύμητα και το τρίτο
απίθανο, εκτός κι αν στον Αμερικανό άρεσαν οι πολύ αδύνατες, ηλιοκαμέ-
νες χήρες, με κάλους στα δάχτυλα και όνομα χωρίς καμιά αξία στους κύ-
κλους της καλής κοινωνίας.
Όμως η χήρα... Α, ναι, η χήρα ίσως να ήθελε να ανακαλύψει αν εκείνα τα
γαλανά μάτια σκούραιναν απ’ το πάθος και πώς θα ήταν αν την άγγιζαν
αυτά τα μακριά δάχτυλα, που ο Αμερικανός φρόντιζε με τόση προσοχή να
κρατάει ακίνητα. Κουίν. Επέτρεψε στον εαυτό της την απόλαυση να επα-
ναλάβει νοερά το όνομά του. Κουίντους.
Ο Αμερικανός κοιτούσε τώρα τον πατέρα της και άκουγε ευ γενικά ακό-
μα μια διάλεξη για τα ιερογλυφικά και τη μέτρηση των μνημείων. Το πρό-
σωπό του, όταν χαλάρωνε ή όταν δεν πρόσεχε την έκφρασή του, ήταν γε-
μάτο ίσιες γραμμές. Ίσια φρύδια, έξυπνα μάτια, αλαζονική μύτη. Τα χείλη
του ήταν ίσια μέχρι να μιλήσει και τα ζυγωματικά και το πιγούνι του δυνα-
τά και αρμονικά κάτω από τα γένια που είχαν αρχίσει να φυτρώνουν στο
πρόσωπό του, γένια λίγο πιο σκούρα απ’ τα μαλλιά του. Έδειχνε σοβαρός
και απλησίαστος -κι ύστερα μιλούσε ή χαμογελούσε και οι γραμμές κι οι
γωνίες του προσώπου άλλαζαν, ζωντάνευε, γινόταν γοητευτικός. Κι εξίσου
αινιγματικός, σκέφτηκε.
Απ' την άλλη όμως δεν είμαι και πολύ καλή στο να κρίνω τους άντρες. Δες τι
έγινε με τον Τιερί.
Η Κλίο σηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα πιάτα. Ο κύριος Μπρέντον -ο
Κουίν- άρχισε αμέσως να μαζεύει το τραπέζι, αγνοώντας την όταν την είδε
να κουνάει το κεφάλι, σαν να του έλεγε να μην το κάνει. Την ακολούθησε
κι έβαλε τα σκουπισμένα πιάτα στη λεκάνη με το νερό που ήταν ακουμπι-
σμένη στη θράκα. Ύστερα κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας μάλλον για πε-
τσέτα.
«Αφήστε τα», του είπε εκείνη, πιο απότομα απ’ όσο σκόπευε.
«Είστε κουρασμένη. Εξαντλημένη». Ο Κουίν στεκόταν εκεί, με το χέρι
περασμένο στον αορτήρα, σαν καθόλου πειστικός βοηθός της κουζίνας.
«Εγώ ξέρω τι να κάνω, εσείς θα είστε απλώς εμπόδιο». Αγενές, αλλά ει-
λικρινές. Ο Κουίν την έκανε να αισθάνεται αδέξια, να χάνει τις ισορροπίες
της.
«Τότε υποσχεθείτε μου ότι θα έρθετε να ξαπλώσετε αμέσως μόλις τε-
λειώσετε», της είπε εκείνος τρυφερά.
Ακουγόταν σαν πρόσκληση. Ω, η ανόητη φαντασία μου. Η Κλίο έσκυψε
πάνω απ’ το νερό κι ένιωσε το άγγιγμά του καθώς της σήκωνε τη βαριά
κοτσίδα που έπεφτε στον ώμο της ώστε να μη βραχεί. Η παλάμη του έμει-
νε για μια στιγμή στον ώμο της κι ύστερα τραβήχτηκε, αφήνοντάς τη να
τρέμει.
«Εργάζεσαι πολύ σκληρά, Κλίο», της είπε.
Όταν γύρισε να τον κοιτάξει, είχε φύγει. Ήταν μόνο ο πατέρας της, με
ένα βιβλίο ανοιγμένο στο τραπέζι μπροστά του, ανάμεσα στα ψίχουλα,
που διάβαζε ώστε να εκμεταλλευτεί όσο φως απόμενε ακόμα.
***
Την επόμενη μέρα ο Κουίν Μπρέντον βγήκε απ’ τη σκηνή αμέσως μόλις
η Κλίο τελείωσε το μπάνιο της. «Καλημέρα!» είπε. Έδειχνε ξεκούραστος. Οι
μαύροι κύκλοι γύρω απ’ τα μάτια του είχαν χαθεί και το μπράτσο του δεν
ήταν περασμένο στον αορτήρα.
Εκείνη ανταπέδωσε το χαιρετισμό με λιγότερο ενθουσιασμό. Δεν είχε
περάσει και τόσο καλό βράδυ. Ξυπνούσε κάθε μερικά λεπτά, αφουγκρα-
ζόταν την ανάσα του Κουίν στη σιωπή κι ύστερα θύμωνε με τον εαυτό της
και προσπαθούσε να ξανακοιμηθεί. Ο τρόπος με τον οποίο είχε εμφανι-
στεί ο Κουίν αμέσως μόλις εκείνη είχε κάνει μπάνιο, είχε σκουπιστεί, ντυ-
θεί και χτενίσει τα μαλλιά της, ήταν ανησυχητικός. Δε θα μπορούσε να την
παρακολουθεί, όμως είχε τη δυσάρεστη αίσθηση ότι την άκουγε, μαντεύ-
οντας μ’ αυτό τον τρόπο τις κινήσεις της.
«Στη φωτιά υπάρχει ζεστό νερό και δίπλα μια πετσέτα. Και το δεύτερο
ξυράφι του πατέρα μου». Η Κλίο έδειξε προς το αυτοσχέδιο μπάνιο και
πήγε να ετοιμάσει το πρωινό. Καφές, χουρμάδες, μέλι και φρυγανιές απ’
το ψωμί που είχε περισσέψει απ’ το δείπνο. Σκόπευε να αγοράσει απ’ το
χωριό ψωμί, χουρμάδες και πορτοκάλια κι ίσως οι στρατιώτες να είχαν
καφέ να της δώσουν. Με λίγη τύχη θα έβρισκε να αγοράσει και κάνα κο-
καλιάρικο κοτόπουλο, που θα το έβραζε με φασόλια και φακές. Το επι-
πλέον στόμα που έπρεπε να ταϊστεί εξαντλούσε τις προμήθειές τους.
Ο πατέρας της, που φορούσε μια κελεμπία δεμένη με ζώνη και το
σκουφί με το οποίο κοιμόταν, βγήκε απ’ τη σκηνή κρατώντας ένα βιβλίο.
«Πού είναι το νερό για να ξυριστώ;»
«Τώρα ξυρίζεται και κάνει μπάνιο ο κύριος Μπρέντον, πατέρα. Έχω βά-
λει να ζεσταθεί κι άλλο νερό για σένα».
Ο πατέρας της κάθισε με ένα μουγκρητό διαμαρτυρίας, χωρίς να πάρει
το βλέμμα απ’ το βιβλίο του. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ανόητος», είπε.
«Ποιος, πατέρα;» ρώτησε η Κλίο ασυναίσθητα. Ο πατέρας της θα μπο-
ρούσε να απαντήσει ο βασιλιάς Γεώργιος ή ο μεγάλος χαν της Κίνας, όμως εί-
χε ένα προαίσθημα ότι αν σταματούσε να αντιδρά στα σχόλιά του, ο πα-
τέρας της θα έπαυε εντελώς να επικοινωνεί μαζί της. Συνειδητοποίησε ότι
ήταν ανακούφιση για εκείνη το ότι το προηγούμενο βράδυ είχε τον Κουίν
για να μιλήσει μαζί του.
«Ο Τζέιμς Μπρους. Επέτρεψε να του κάνουν κουμάντο οι οδηγοί του,
άκουγε τις ιστορίες τους κι έφυγε γιατί άκουσε φήμες για ληστές. Όλα αυ-
τά είναι ανοησίες», είπε και χτύπησε με το δείκτη του μια σελίδα του βι-
βλίου.
«Όμως αυτά τα έγραψε πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, πατέρα»,
είπε η Κλίο. «Και υπάρχουν ληστές, όπως ανακάλυψε ο κύριος Μπρέντον,
πληρώνοντάς το ακριβά».
«Τι πλήρωσα ακριβά;» ρώτησε ο Κουίν, που διάλεξε εκείνη τη στιγμή να
κάνει την εμφάνισή του. Τα μαλλιά του ήταν όρθια απ’ το σκούπισμα και
το πρόσωπό του φρεσκοξυρισμένο. Το πιγούνι του ήταν τετράγωνο και
δυναμικό, όπως ακριβώς το είχε φανταστεί η Κλίο.
Προσπάθησε να διαβάσει την έκφρασή του. Ο τόνος του όταν είχε κάνει
αυτή την ερώτηση είχε μια ένταση που αδυνατούσε να καταλάβει. «Το ότι
υπάρχουν πράγματι ληστές εκεί έξω», απάντησε και είδε την έκφρασή του
να χαλαρώνει. «Πώς είναι το μπράτσο σας;»
«Έβγαλα τον επίδεσμο. Η πληγή δείχνει να επουλώνεται».
Η Κλίο άφησε το βάζο με το μέλι και τον ακολούθησε στη σκηνή. «Αφή-
στε με να του ρίξω μια ματιά. Θα πρέπει να το επιδέσουμε και πάλι. Δεν
μπορεί να ρισκάρει κανείς με τις πληγές σ’ αυτό το κλίμα».
Ο Κουίν είχε στρώσει το κρεβάτι του. Τακτικά, σαν να ήταν στρατιωτι-
κός, σκέφτηκε και θυμήθηκε το πόσο τακτικός ήταν ο Τιερί, ενώ εκείνος
ανέβαζε το φαρδύ μανίκι της κελεμπίας του ως τον ώμο.
«Θα αφήσει άσχημη ουλή», σχολίασε, περισσότερο για να μη σκέφτεται
ενώ επίδενε και πάλι την πληγή, παρά για να κάνει συζήτηση. Είδε ότι το
τραύμα επουλωνόταν καλά.
«Κι αυτό σας διασκεδάζει;» ρώτησε ο Κουίν κι εκείνη συνειδητοποίησε
ότι θα πρέπει να είχε χαμογελάσει.
«Το ότι θα αποκτήσετε ουλή; Όχι. Όμως δε μου ήταν καθόλου ευχάρι-
στος ο καθαρισμός της πληγής και δε μου αρέσει να προκαλώ πόνο, έτσι
χαίρομαι που επουλώνεται». Η Κλίο έδεσε τον επίδεσμο κι άρχισε να του
κατεβάζει και πάλι το μανίκι. «Εύχομαι απλώς να είχα κάνει καλύτερη
δουλειά. Στο κάτω κάτω δεν είχατε ήδη κι άλλες ουλές, σαν να ήσασταν
στρατιώτης», είπε. Κι αυτό συμβαίνει όταν δεν ελέγχεις τη γλώσσα σου, σκέ-
φτηκε. Ο Κουίν ξέρει ότι σκέφτεσαι το γυμνό κορμί του. Το ξέρεις ότι το ξέρει.
Βάλθηκε να τακτοποιεί το κουτί με τα ιατρικά της σύνεργα.
«Σίγουρα μια σύγκριση με τον πολεμιστή σύζυγό σας δε θα είναι προς
όφελος μου», είπε ο Κουίν κι ύστερα πήρε το μακρόστενο, βαμβακερό πα-
νί κι έφτιαξε επιδέξια ένα τουρμπάνι.
«Τελειώσατε με τα κομπλιμέντα, κύριε Μπρέντον;» ρώτησε η Κλίο πάνω
απ’ τον ώμο της ενώ έκλεινε το κουτί. «Η εμφάνισή σας δεν υστερεί σε τί-
ποτα, όπως γνωρίζετε πολύ καλά, και δε μου προκαλεί ευχαρίστηση να
βλέπω το πώς μπορεί να βλάψει ένας ανόητος άνθρωπος έναν άλλον».
Μάζεψε τα γράμματα του πατέρα της και τα έδεσε τακτικά, σε ένα πα-
κέτο σχεδόν τόσο μεγάλο όσο και οι πλίνθοι που χρησιμοποιούσαν στην
περιοχή. Τα έβαλε σε ένα καλάθι μαζί με δύο μεγάλα φλασκιά με νερό, το
πιο κοφτερό μαχαίρι που είχε στην κουζίνα της, ένα πουγκί με χρήματα κι
ένα μικρό δρεπάνι για να κόψει χόρτα. Όταν έσκυψε για να φορτώσει τα
δύο καλάθια στο σαμάρι του γαϊδάρου, ο Κουίν Μπρέντον πέρασε μπρο-
στά της, τα σήκωσε με το ένα χέρι και ασφάλισε τους ιμάντες.
«Είστε σίγουρος ότι δε θέλετε να καβαλήσετε το γαϊδούρι;» τον ρώτησε.
«Η απόσταση είναι πέντε χιλιόμετρα και θα μπορούσαμε να πιάσουμε τα
καλάθια με άλλον τρόπο στο σαμάρι».
Ο Κουίν κοίταξε τη μακριά κελεμπία του. «Να καθίσω στο πλάι στο σα-
μάρι;» ρώτησε. «Ή να ανεβάσω την κελεμπία μου, αφήνοντας ακάλυπτα
τα τριχωτά πόδια μου και τρομάζοντας τους κατοίκους;»
«Θα μπορούσα να σας δώσω ένα παντελόνι του πατέρα μου», είπε η
Κλίο και δάγκωσε τα χείλη της για να μη γελάσει. Κάτι δεν πήγαινε καλά με
τον κύριο Μπρέντον, κάτι που την έκανε να νιώθει άβολα και δε θα του
επέτρεπε να τη γοητεύσει και να χαλαρώσει την επιφυλακή της. Θα ήταν
ενδιαφέρον να μάθει τη γνώμη που θα σχημάτιζε ο λοχαγός Λορέν γι’ αυ-
τόν.
«Δε νομίζω. Το κακόμοιρο το ζώο είναι τόσο μικρό που τα πόδια μου θα
σέρνονταν στο χώμα».
Η Κλίο ανασήκωσε τους ώμους και άρχισε να προχωρά. Η απόφαση ή-
ταν του Κουίν και θα έδειχνε πολύ λιγότερο αξιοπρεπής αν αναγκαζόταν
να επιστρέψει φορτωμένος σε ένα καλάθι. «Πατέρα, φεύγουμε», φώναξε
ενώ περνούσαν από την τέντα στη σκιά της οποίας έγραφε ο πατέρας της.
Εκείνος μούγκρισε και τους αποχαιρέτησε κουνώντας το χέρι, χωρίς να
σηκώσει το βλέμμα. «Κοντά στις στάμνες με το νερό, υπάρχει φαγητό σκε-
πασμένο με μια πετσέτα. Μην αφήσεις, σε παρακαλώ, τη φωτιά να σβή-
σει», του είπε κι ευχήθηκε να την είχε ακούσει.
«Δε, χρειάζεται να προχωράτε αργά για χάρη μου», είπε ο Κουίν.
«Ε; Όχι, δεν έκανα κάτι τέτοιο». Η Κλίο κράτησε πιο σφιχτά το καπίστρι
και τάχυνε το βήμα της. «Θα προχωρήσουμε κατά μήκος της όχθης του
ποταμού. Είναι πιο εύκολο απ’ το να προχωράμε στην άμμο και έχει κά-
ποια σκιά».
«Ο πατέρας σας αλληλογραφεί με πολύ κόσμο. Θα πρέπει να χαίρει με-
γάλου σεβασμού», είπε ο Κουίν, αφού προχώρησαν πέντε λεπτά σιωπηλοί.
«Τα ενδιαφέροντά του καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, κύριε Μπρέντον.
Του αρέσει να ανταλλάσσει απόψεις με λόγιους από πολλές χώρες».
«Κουίν», είπε ο Κουίν. «Φαντάζει ανόητο να ακολουθούμε την ετικέτα
των σαλονιών στη μέση της ερήμου». Η Κλίο άνοιξε το στόμα να διαμαρ-
τυρηθεί, όμως εκείνος συνέχισε: «Και αλληλογραφεί με λόγιους κι από τις
δύο εμπόλεμες πλευρές και με άλλους από ουδέτερες χώρες. Εκπλήσσομαι
που οι γαλλικές αρχές είναι τόσο πρόθυμες να τον βοηθούν».
Αυτό είχε μπερδέψει και την Κλίο, όμως δεν επρόκειτο να το παραδε-
χτεί. «Είναι πρόθυμοι να βοηθήσουν όλους τους λόγιους. Δείχνουν να θεω-
ρούν τον πατέρα μου δικό τους. Στο κάτω κάτω, ο γαμπρός του ήταν Γάλ-
λος».
«Θυμίζει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα», σχολίασε ο Κουίν. Η Κλίο τον α-
γριοκοίταξε, όμως εκείνος κοιτούσε το ναό που πλησίαζαν. «Κι αυτό είναι
το αντικείμενο της μελέτης του πατέρα σου;»
«Αντιγράφει τις επιγραφές και τις μετράει». Ο πατέρας της μετρούσε τα
πάντα εμμονικά, σαν να πίστευε πως έτσι θα μπορούσε να βρει το κλειδί
για τα μυστήρια της αρχαιότητας.
«Βοηθάει καθόλου;» Ο Κουίν κοντοστάθηκε και κοίταξε τις εντυπωσια-
κές κολόνες που υψώνονταν απ’ την άμμο.
«Έτσι φαίνεται. Σε μένα αρέσει να κοιτάζω τις υπέροχες τοιχογραφίες.
Αν σκαρφαλώσεις, μπορείς να δεις το πάνω μέρος από κάποιες. Οι στρα-
τιώτες έχουν σκαλίσει τα ονόματά τους στη ζωφόρο. Μακάρι να μην το εί-
χαν κάνει». Η Κλίο αναρίγησε. Σύμφωνα με κάποιους λόγιους, τα αρχαία
ερείπια βρίσκονταν εκεί χιλιετίες ολόκληρες.
«Ιεροσυλία», ψιθύρισε ο Κουίν κι άγγιξε το μπράτσο της. «Νομίζω ότι
πονάς περισσότερο αυτά τα μνημεία απ’ ό,τι ο πατέρας σου, παρά τις με-
λέτες του».
«Ίσως επειδή σκέφτομαι τους ανθρώπους που τα έφτιαξαν». Η Κλίο δεν
τράβηξε το χέρι της. Άντρες και γυναίκες στέκονταν εκεί και θαύμαζαν τα
μνημεία από τα αρχαία ακόμα χρόνια. Ίσως να αγγίζονταν όπως εκείνη και
ο Κουίν, ίσως από φόβο, πιθανότατα από δέος. Της φαινόταν σαν ένα μι-
κρό θαύμα το ότι είχε βρει κάποιον που το καταλάβαινε αυτό.
Το γαϊδουράκι κινήθηκε, τραβώντας το καπίστρι και, μαζί, το μπράτσο
της. Η στιγμή είχε χαθεί, παρασυρμένη απ’ το ζεστό αέρα, όπως και κάθε
άλλη στιγμή σε εκείνο το μέρος.
«Έλα, θα πρέπει να φτάσουμε στο στρατόπεδο προτού ανεβεί πολύ ψη-
λά ο ήλιος», είπε κι άρχισε να περπατάει χωρίς να κοιτάζει πίσω της. Άκου-
γε το γνώριμο ήχο απ’ τις οπλές του γαϊδουριού και το θόρυβο που έκαναν
τα σανδάλια του άντρα που προχωρούσε πλάι της. Είχε περάσει πολύς
καιρός από την τελευταία φορά που κάποιος της είχε κρατήσει συντρο-
φιά. Κι ήταν παράξενο ότι αυτό την έκανε να αισθάνεται πιο μόνη παρά
ποτέ.
Κεφάλαιο 4
«Για ποιον άλλο λόγο εκτός από την αγάπη;» Ο Κουίν Μπρέντον προχω-
ρούσε πλάι της. «Μπορώ να σκεφτώ πολλούς λόγους -για προστασία, για
χρήματα, για κύρος». Για μια στιγμή ένιωσε το βλέμμα του να καρφώνεται
πάνω της. «Από λαγνεία».
Η Κλίο μόρφασε κι ύστερα έδιωξε μια μύγα, ώστε να κρύψει την αντί-
δρασή της. Για να ξεφύγω, πρόσθεσε νοερά. Και από λαγνεία, ας είσαι ειλι-
κρινής. Ποθούσες τον Τιερί, ήταν μεγαλόσωμος, όμορφος και γεμάτος ζωντά-
νια. Σε κοιτούσε και έβλεπε κάτι περισσότερο από ένα σκλαβάκι, ή, τουλάχι-
στον, έτσι νόμιζες.
«Παντρεύτηκα το σύζυγό μου επειδή τον αγαπούσα», απάντησε με ειλι-
κρίνεια. Και τρεις μήνες αργότερα, όταν έμεινα χήρα, τον μισούσα. Η περη-
φάνια τη βοηθούσε να κρατάει τον τόνο της ανάλαφρο, τα χείλη της
σφιγμένα. Ήταν ανόητη που είχε παντρευτεί έναν άντρα που γνώριζε ελά-
χιστα. Και θα πρέπει να ήταν ακόμα ανόητη αφού δεν μπορούσε να κατα-
λάβει γιατί την είχε παντρευτεί εκείνος. Ωστόσο, δεν επρόκειτο να ομολο-
γήσει τίποτα απ’ όλα αυτά στον Αμερικανό που ήταν επίσης μεγαλό-
σωμος, όμορφος και γεμάτος ζωντάνια. Και ανησυχητικά έξυπνος και περί-
εργος.
«Εκπλήσσομαι που βρήκατε εδώ ιερέα να σας παντρέψει», σχολίασε ο
Κουίν. «Ή μήπως παντρευτήκατε σε κοπτική εκκλησία;»
«Παντρευτήκαμε στο Κάιρο. Ήμασταν εκεί με τον πατέρα μου τον Ιούνιο
του ’98, όταν κατέλαβαν οι Γάλλοι την πόλη.
«Ω, όχι», είπε ο Κουίν.
«Δεν ήταν ευχάριστο», συμφώνησε η Κλίο. Χρειάστηκε να προσπαθήσει
πολύ για να διώξει απ’ το μυαλό της τις αναμνήσεις, τη μυρωδιά του αίμα-
τος, του καπνού και της αρρώστιας. Αρκούσε να κλείσει τα μάτια της και οι
κραυγές των άρρωστων και των ετοιμοθάνατων θα κάλυπταν το βουητό
του ποταμού και τα κρωξίματα των γερακιών στον ουρανό. «Ευτυχώς, η
πολιορκία δεν κράτησε πολύ. Ο πατέρας παρουσιάστηκε αμέσως στις και-
νούργιες γαλλικές αρχές. Βλέπεις, είχε ακούσει για τους λόγιους του αυτο-
κράτορα».
«Κι εκείνοι, παρόλο που ήταν Άγγλος, του επέτρεψαν να μείνει ελεύθε-
ρος; Ακόμα και μετά την ήττα τους στην κοιλάδα του Νείλου;»
«Υποθέτω ότι θεώρησαν πως ήταν άκακος. Μίλησε στον κυβερνήτη και
θα πρέπει να τον έπεισε ότι ήταν ακριβώς αυτό που παρουσιαζόταν. Του
πρόσφεραν προστασία και τον βοήθησαν με την αλληλογραφία του».
«Γιατί είστε ακόμα εδώ;»
«Μείναμε για ένα χρόνο στο Κάιρο και τον επόμενο Ιούλη βρήκαν τη
στήλη της Ροζέτας και την έφεραν εκεί. Όμως άφησαν μόνο τους Γάλλους
λόγιους να την εξετάσουν. Ο πατέρας ήταν έξαλλος. Ο Ναπολέων έφυγε
για τη Γαλλία για το πραξικόπημά του και τα πάντα άρχισαν να καταρρέ-
ουν στο Κάιρο -οι στρατηγοί τσακώνονταν, τα χρήματα και το φαγητό ή-
ταν ελάχιστα και η πανούκλα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ο πατέρας
είπε ότι ήθελε να πάει νότια κι οι Γάλλοι του το επέτρεψαν, υπό την προϋ-
πόθεση ότι θα ακολουθούσαμε ένα στρατιωτικό απόσπασμα που κατευ-
θυνόταν προς τα εκεί.
«Και, ευτυχώς, ο Βαλσάκ ήταν ένας απ’ τους αξιωματικούς, σωστά; Θα
πρέπει να χάρηκες πολύ».
«Δεν τον ήξερα πριν. Γνωριστήκαμε όταν καταστρώνονταν τα σχέδια. Ο
Τιερί άρχισε να με φλερτάρει. Τότε ο πατέρας και ο στρατηγός είπαν ότι δε
θα ήταν σωστό να είμαι η μοναδική γυναίκα και, μάλιστα, ανύπαντρη. Έ-
τσι ο Τιερί με ζήτησε σε γάμο».
«Τι ευτυχές που ένας γάμος σκοπιμότητας είχε τόσο ρομαντική κατάλη-
ξη. Και τι θλιβερό το ότι κράτησε τόσο λίγο. Πώς πέθανε ο σύζυγός σου; Αν
δε σε πειράζει να μιλάς γι’ αυτό...»
Δεν υπήρχε ίχνος ειρωνείας στον τόνο της φωνής του Κουίν. Αντίθετα,
έμοιαζε να δείχνει ειλικρινή κατανόηση.
«Σκοτώθηκε σε μια αψιμαχία όταν συναντήσαμε την οπισθοφυλακή του
Μουράντ Μπέη, τότε που ο στρατός του επέστρεφε στο Νότο. Από τότε
επικρατεί ειρήνη, γι’ αυτό πλέον δε μένουμε με τους στρατιώτες. Εκείνοι
βρήκαν καλύτερο σημείο να στρατοπεδεύσουν, αλλά ο πατέρας ήθελε να
είναι κοντά στο ναό».
«Κι εσύ επέστρεψες στη σκηνή του πατέρα σου».
«Πάντα εκεί έμενα όταν ο Τιερί έλειπε απ’ το στρατόπεδο». Ποιος άλλος
θα τον φρόντιζε; σκέφτηκε η Κλίο, όμως κράτησε τη σκέψη της για τον ε-
αυτό της. Δεν είχε νόημα να γίνει πικρόχολη, στο κάτω κάτω ήταν η μόνη
που είχε πληγωθεί. «Κοίτα, να το χωριό μας. Θα πρέπει να κανονίσω να
μας βοηθήσουν αύριο να μεταφέρουμε τα πράγματά μας στα σκάφη».
Δεν αντιμετώπισε πρόβλημα σ’ αυτό. Ήταν γνωστή και οι χωρικοί την
εμπιστεύονταν, παρόλο που θεωρούσαν τον πατέρα της πολύ παράξενο,
ενώ οι γυναίκες τη λυπούνταν επειδή δεν είχε σύζυγο. Η Κλίο διαπραγμα-
τεύτηκε με το σεΐχη για άντρες και γαϊδούρια που θα μετέφεραν τα πράγ-
ματά τους στο Σεκ Αμέρ με αντάλλαγμα το μικρό τους γαϊδουράκι και όλα
όσα δε θα χωρούσαν στις φελούκες.
Ο Κουίν δεν μπήκε στο χωριό μαζί της, ίσως επειδή διαισθανόταν ότι
σαν άγνωστος ίσως να την ντρόπιαζε με την παρουσία του. Ήταν πολύ
ευαίσθητος, ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι θα φανταζόταν έναν μηχανικό.
Θα του ταίριαζε περισσότερο να ήταν διπλωμάτης, αποφάσισε, ενώ στα-
ματούσε στην όχθη του ποταμού να κόψει μερικά χόρτα για να ταΐσει το
βράδυ το γαϊδουράκι. Όταν κοίταξε γύρω της ψάχνοντας τον Κουίν, είδε
ότι είχε ανεβεί στον αμμόλοφο όπου βρισκόταν ο ναός και στεκόταν στη
σκιά μιας απ’ τις μεγάλες κολόνες.
Πήρε το πακέτο με τα γράμματα, το μαχαίρι και τα φλασκιά με το νερό
απ’ τον πάτο του ενός καλαθιού, έβαλε μέσα τα χόρτα που είχε κόψει κι
ύστερα ξανάβαλε από πάνω τους τα πράγματα, ισιώνοντας το σπάγκο με
τον οποίο είχε πιάσει τους φακέλους.
Όταν τον είχε δέσει εκείνο το πρωί τον είχε τυλίξει γύρω από τα γράμ-
ματα μια φορά κι ύστερα είχε δέσει τον κόμπο στο κέντρο. Τώρα στη μία
γωνία ο σπάγκος είχε γλιστρήσει και δεν ήταν πλέον ίσιος. Παράξενο. Ίσως
να είχε φύγει απ’ τη θέση του όταν είχε βάλει στο καλάθι τα φλασκιά.
Σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε τον άντρα που ήταν σχεδόν αθέατος στη
σκιά του ναού. Ή μπορεί να είχε μετακινήσει ο Κουίν το σπάγκο ώστε να δει
τις διευθύνσεις των παραληπτών. Γιατί να κάνει ωστόσο κάτι τέτοιο; Θυμή-
θηκε τη συζήτηση που είχε με τον Λορέν. Ήταν άραγε δυνατόν ο Κουίν να
ήταν κατάσκοπος; Όμως τα μόνα που υπήρχαν εκεί ήταν ένας Άγγλος λό-
γιος με την κόρη του κι ένα μικρό απόσπασμα Γάλλων στρατιωτών, χιλιό-
μετρα ολόκληρα μακριά απ’ τη βάση τους.
Αλλά θα επιστρέψουμε στο Κάιρο και ο Κουίν θα έρθει μαζί μας... Όχι, θα
ήταν υπερβολικά περίπλοκο... Να κατεβεί εκατοντάδες χιλιόμετρα προς το
Νότο, να περάσει τόσους κινδύνους, μόνο και μόνο για να βρει ένα μικρό από-
σπασμα που θα του εξασφάλιζε την είσοδο στο Κάιρο; Εξωφρενικό.
Σκέφτηκε ότι γινόταν ανόητη, έπιασε το καπίστρι και βάλθηκε να δια-
σχίζει την άμμο προς το σημείο με τους θάμνους, όπου θα μπορούσε να
αφήσει το γαϊδουράκι να βοσκήσει. Ο Κουίν ήταν απλά περίεργος κι εκείνη
μόνη, απομονωμένη, χωρίς κανέναν να μιλήσει. Ήταν θαύμα ότι δεν έβλε-
πε παντού ύποπτους χαρακτήρες ή ότι δεν έπιανε συζητήσεις με το γαϊ-
δουράκι.
Εκεί έξω υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος, γεμάτος ανθρώπους με κανο-
νικές οικογένειες, οικογένειες που τα μέλη τους νοιάζονταν το ένα για το
άλλο, συζητούσαν, ψώνιζαν, πήγαιναν στο θέατρο και δέχονταν φίλους.
Ένας ολόκληρος κόσμος που φάνταζε τόσο μακρινός όσο κι ο κόσμος των
αρχαίων Αιγυπτίων, με τα αινιγματικά μνημεία τους.
Το γαϊδουράκι βρήκε στη βάση του λόφου όπου βρισκόταν ο ναός ένα
θάμνο που προσπαθούσε να επιβιώσει και άρχισε να τον μασουλάει. Η
Κλίο άφησε το καπίστρι κι ανέβηκε το λόφο, νιώθοντας την άμμο να γλι-
στράει κάτω από τα πέλματά της. Εκεί, οι μεγάλες οριζόντιες δοκοί απεί-
χαν μόλις λίγα μέτρα απ’ το κεφάλι της και μπήκε στο ναό, όπου βρήκε
τον Κουίν να στέκεται στις σκιές και να κοιτάζει το ταβάνι.
«Κοίτα», της είπε με δέος. «Στην οροφή είναι ζωγραφισμένα αστέρια».
«Εκεί είναι η Νουτ». Η Κλίο έδειξε την ψηλόλιγνη σιλουέτα μιας γυναίκας,
που κυριαρχούσε στο στερέωμα. «Όλα αυτά είναι τόσο αφάνταστα παλιά.
Ήμουν εκεί όταν ο Ναπολέων μίλησε στα στρατεύματα έξω από το Κάιρο.
“Στρατιώτες! Από τις κορυφές αυτών των πυραμίδων σας ατενίζουν σαράντα
αιώνες”. Όμως εγώ γνωρίζω ελάχιστα γι’ αυτά τα μνημεία. Ο πατέρας α-
πλώς μετράει πράγματα. Εγώ θέλω να σκάψω και να τα ελευθερώσω από
την άμμο».
«Και να βρεις θησαυρούς; Λένε ότι υπάρχουν χρυσά φέρετρα και αγάλ-
ματα από λαζούρι, καλυμμένα με φύλλα χρυσού».
«Γι’ αυτό είσαι εδώ;» ρώτησε η Κλίο χωρίς να το σκεφτεί. «Είσαι κυνηγός
θησαυρών;»
«Όχι, φυσικά και όχι». Ο Κουίν έδειχνε να το διασκεδάζει. «Είναι προφα-
νές, ακόμα και σε κάποιον αδαή σ’ αυτά τα πράγματα, όπως είμαι εγώ, ότι
θα χρειαζόταν κανείς έναν ολόκληρο στρατό εργατών για να ξεθάψει αυτά
τα μνημεία», είπε κι όταν τα μάτια της Κλίο συνήθισαν στο χαμηλό φως,
είδε ότι την κοιτούσε. «Σου είπα τι είμαι. Δε με πιστεύεις;»
«Ναι. Ναι, φυσικά. Όμως ένας μηχανικός θα γνώριζε πώς θα μπορούσε
να ξεθάψει ένα τέτοιο μνημείο...»
«Ξέρω πώς να το καθαρίσω απ’ την άμμο με τρόπο ασφαλή και αποτε-
λεσματικό, αλλά δεν ξέρω τι θα έψαχνα να βρω ή τι ζημιές πιθανόν θα έ-
κανα», τη διέκοψε ο Κουίν. «Είναι πολύ δύσκολο να με εμπιστευθείς, Κλίο;»
Της πρόσφερε το χέρι του. «Ας βγούμε και πάλι έξω. Νιώθω αυτά τα τέσ-
σερις χιλιάδες χρόνια να με βαραίνουν».
Η Κλίο αγνόησε το χέρι του, όμως ανέβηκαν την άμμο που είχε μπει στο
εσωτερικό του ναού και στάθηκαν μαζί στη σκιά της εισόδου του. Κοιτού-
σε τον Κουίν με την άκρη του ματιού της και είχε την αίσθηση ότι ήθελε να
την αγγίξει. Νωρίτερα είχε περάσει το μπράτσο του γύρω απ’ τους ώμους
της κι εκείνη είχε τραβηχτεί, ενώ λίγο πριν είχε προσπαθήσει να της πιάσει
το χέρι. Όμως τα κίνητρά του δε φάνταζαν σεξουαλικά, δεν προσπαθούσε
να την αρπάξει άτσαλα, όπως έκαναν κάποιοι άντρες προτού τους δείξει
το μαχαίρι της.
«Το χρώμα σου δεν είναι καλό», σχολίασε. «Είσαι χλομός».
«Τα λόγια σου με κάνουν να νιώθω πολύ καλύτερα», είπε ο Κουίν και
μόρφασε. «Αν θέλω να είμαι ειλικρινής, νιώθω εξαντλημένος».
«Σε είχα προειδοποιήσει».
«Δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι τόσο αυτάρεσκη». Ο Κουίν ακούμπησε
πίσω σε μια κολόνα κι έκλεισε τα μάτια. Οι βλεφαρίδες του φάνταζαν τό-
σο σκούρες και μακριές στο φόντο του χλομού προσώπου του.
«Δε γίνομαι αυτάρεσκη, απλώς είχα δίκιο». Η Κλίο ακούμπησε τις παλά-
μες της στους ώμους του και τον έσπρωξε προς τα κάτω. «Κάθισε. Ξεκου-
ράσου».
Ο Κουίν της έπιασε τον καρπό και την τράβηξε προς το μέρος του, ενώ
γλιστρούσε κατά μήκος της κολόνας, μέχρι που βρέθηκε καθισμένος στην
άμμο, με τα γόνατα υψωμένα. «Το ενδιαφέρον σου είναι συγκινητικό. Κά-
θισε κι εσύ και φρόντισέ με με τον τρόπο που ξέρει να το κάνει μια γυναί-
κα».
Η Κλίο ρουθούνισε ειρωνικά, όμως κάθισε πλάι του. Ο ώμος του ακου-
μπούσε σχεδόν στο δικό της. Ήταν κάτι καινούργιο γι’ αυτήν το να κάθε-
ται στη διάρκεια της μέρας και να μην κάνει τίποτα. Ήταν τόσο έξω από
την εμπειρία της απλώς να κάθεται και να μιλάει. Ο Κουίν θα τη θεωρούσε
πραγματικά αξιολύπητη αν μάντευε πόση ευχαρίστηση της έδινε αυτό. «Το
μόνο που με ενδιαφέρει είναι να σε διατηρήσω σε αρκετά καλή κατάστα-
ση ώστε να βοηθήσεις κάπως στο πακετάρισμα».
«Σε λίγα λεπτά θα είμαι εντάξει». Τα μάτια του Κουίν ήταν ακόμα κλει-
στά και είχε το κεφάλι του ακουμπισμένο πίσω στην κολόνα.
Ήταν ενδιαφέρον να ακούει έναν άντρα να παραδέχεται την αδυναμία
του. Ο Τιερί ούτε που θα σκεφτόταν ποτέ κάτι τέτοιο, θα θεωρούσε ότι
δεν ταίριαζε σε έναν άντρα. Η ίδια το θεωρούσε απλώς ανόητο. Ήταν λο-
γικό να θέλει ο Κουίν να ξεκουραστεί κι αυτό δεν τον έκανε αδύναμο. Κοί-
ταξε τις μεγάλες παλάμες του, που ακουμπούσαν στα γόνατά του, τα μα-
κριά του δάχτυλα. Τίποτα τους δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν όχι
αρκετά αρρενωπό. Όσο έκανε αυτές τις σκέψεις, ο Κουίν σήκωσε το δεξί
του χέρι και το πέρασε γύρω από τους ώμους της, σαν να τον είχε καθοδη-
γήσει το ένστικτό του.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε εκείνη και στριφογύρισε το κορμί της, σαν να
προσπαθούσε να τον αποφύγει.
«Σε αγκαλιάζω», απάντησε ο Κουίν και την τράβηξε στο πλευρό του.
«Δεν έχω κακές προθέσεις, μην πανικόβάλλεσαι. Είμαι θερμός υποστηρι-
κτής των αγκαλιών, όλοι θα έπρεπε να αγκαλιαζόμαστε περισσότερο. Η
ανθρώπινη επαφή είναι σημαντική, δε συμφωνείς;»
Δε θα μπορούσα να ξέρω. Η Κλίο ανασήκωσε τους ώμους. Ο πατέρας της
δεν την είχε αγκαλιάσει ποτέ, ο Τιερί την αγκάλιαζε μόνο όταν ήθελε σεξ.
Υπέθετε ότι η μητέρα της θα πρέπει να την αγκάλιαζε, όμως δεν μπορούσε
να το θυμηθεί. Η μητέρα της έδειχνε πάντα τόσο απασχολημένη, τόσο
κουρασμένη. Τώρα όμως που επέτρεπε στον εαυτό της να χαλαρώσει κά-
πως ήταν ευχάριστο να νιώθει κοντά σε ένα ανθρώπινο πλάσμα, σε ένα
φιλικό, ομιλητικό άνθρωπο. Το μπράτσο του Κουίν γύρω από τους ώμους
της ήταν βαρύ, αλλά όχι με δυσάρεστο τρόπο. Δεν προσπαθούσε να την
αγγίξει με άλλον τρόπο. Ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς του κάτω απ’
τα πλευρά του και στα ρουθούνια της έφταναν η γνώριμη μυρωδιά του
σαπουνιού της και η καθόλου δυσάρεστη μυρωδιά του αντρικού ιδρώτα.
Το πιθανότερο ήταν ότι εκείνη μύριζε σκόνη και γαϊδούρι.
«Κι εσένα ποια σε αγκαλιάζει;» τον ρώτησε. «Η σύζυγός σου;»
«Δεν είμαι παντρεμένος». Ο Κουίν ακουγόταν μισοκοιμισμένος.
«Η ερωμένη σου;»
Στα χείλη του Κουίν σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. «Οι ερωμένες δεν
είναι για αγκαλιές».
«Ποιος, λοιπόν;»
«Η μητέρα μου συνήθιζε να με αγκαλιάζει. Με αγκαλιάζουν οι ανιψιές
και οι ανιψιοί μου. Η παλιά μου γκουβερνάντα όταν δε μου τα ψέλνει για
κάτι. Οι αδελφοί μου. Άντρες φίλοι μου».
«Αγκαλιάζεις άντρες;»
Εκείνο το αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε και πάλι. «Ξέρεις -με εκείνον τον
τρόπο που μισοαγκαλιαζόμαστε οι άντρες, σαν να ντρεπόμαστε. Όταν
χτυπάμε ο ένας τον άλλον στον ώμο, καθαρίζουμε το λαιμό μας κι αρχί-
ζουμε να μιλάμε για άλογα ή γυναίκες».
Όχι, η Κλίο δεν ήξερε. Ήταν πιθανότατα ένα κομμάτι εκείνου του άγνω-
στου κόσμου που καταλάβαινε ελάχιστα, όπως και κάθε γυναίκα που είχε
μεγαλώσει σε χωριό. «Ο πατέρας σου;»
«Όχι ο πατέρας μου». Αυτή τη φορά ο Κουίν δε χαμογέλασε και ο τόνος
της φωνής του ήταν επίπεδος.
Η Κλίο ήξερε από πατεράδες που μπορούσαν να σβήνουν το χαμόγελο
απ’ τα χείλη των παιδιών τους. «Έχεις τέσσερις μεγαλύτερους αδελφούς,
φυσικά. Υπάρχει και Σίξτους2;»
«Κυρία Βαλσάκ;»
Η νεαρή γυναίκα που στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας ήταν Αγγλίδα.
Το ανοιχτό χρώμα της επιδερμίδας της και οι φακίδες απ’ τον ήλιο αρκού-
σαν για να το καταλάβει η Κλίο.
«Ναι, είμαι η μαντάμ Βαλσάκ. Σε έστειλε ο σημαιοφόρος Λόιντ;» Η Κλίο
πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει και η γυναίκα της χαμογέλασε κι εκεί-
νη.
«Ναι, όμως αυτό το παιδί κοκκινίζει συνεχώς». Η γυναίκα κοίταξε γύρω
της την κάμαρα κι ύστερα πάλι την Κλίο και τα λιγοστά της υπάρχοντα,
που ήταν απλωμένα στο κρεβάτι. «Είπε ότι δεν έχετε μαζί σας καμαριέρα,
μαντάμ».
«Όχι». Η Κλίο δεν είχε ποτέ καμαριέρα. Αν ήθελε να ήταν ειλικρινής, δεν
ήξερε καν τι έκανε μια καμαριέρα, αν και η νεαρή γυναίκα που στεκόταν
απέναντι της δεν ταίριαζε καθόλου με την εικόνα που φανταζόταν ότι θα
είχε μια καμαριέρα. «Φοβάμαι ότι δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω».
«Δεν πειράζει, πληρώνει ο σερ Τζέιμς, έτσι είπε ο κύριος Λόιντ».
«Πέρασε. Πώς σε λένε;»
«Μάγκι Τόμκινς, μαντάμ. Αληθεύει ότι ήσασταν παντρεμένη με έναν
Γάλλο;»
Η Κλίο σκέφτηκε ότι στη σύζυγο ενός Άγγλου στρατιώτη ίσως να μην
άρεσε ιδιαίτερα το ότι της είχε ζητηθεί να εργαστεί για τη σύζυγο ενός α-
ξιωματικού του εχθρού. «Ναι. Σε πειράζει; Ίσως να μην αρέσει στο σύζυγό
σου».
«Όχι, δε με νοιάζει με ποιον ήσασταν παντρεμένη. Εξάλλου ο σύζυγός
μου πέθανε τρεις μήνες πριν, στο ταξίδι, ας αναπαυθεί η ψυχή του».
«Ω, λυπάμαι πολύ κυρία Τόμκινς. Ήσασταν πολύ καιρό παντρεμένοι;»
«Να με λέτε Μάγκι, κυρία, έτσι με λένε όλοι. Ήμασταν παντρεμένοι δυο
μήνες. Ήταν ο τρίτος σύζυγός μου».
Η Μάγκι έμοιαζε να αντιμετωπίζει με ανησυχητικό ρεαλισμό το θέμα.
Κατά τα φαινόμενα, οι γάμοι στις τάξεις των στρατιωτών δεν ήταν πάντα
αποτέλεσμα πάθους και αγάπης. «Σ’ ευχαριστώ. Θα ήθελα πολύ τη βοή-
θειά σου. Μπορείς να μου πεις ποιος είναι ο σερ Τζέιμς;»
Η Μάγκι ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν είναι στρατιωτικός, άρα θα πρέ-
πει να είναι διπλωμάτης. Δε φοράει στολή, όμως όλοι τρέχουν όταν θέλει
κάτι. Οι άντρες πιστεύουν ότι βρίσκεται εδώ για να αναλάβει τις διαπραγ-
ματεύσεις όταν οι Γάλλοι παραδοθούν. Μακάρι να το κάνουν και να ξε-
μπερδεύουμε. Αρκετό καιρό μας τρώει η σκόνη».
«Έχεις παιδιά;» ρώτησε η Κλίο, νιώθοντας να τη συνδέουν πολλά μ’ αυτή
τη γυναίκα που ταλαιπωριόταν απ’ τα καπρίτσια των αντρών κι αναγκα-
ζόταν να τα βγάλει πέρα όσο καλύτερα μπορούσε σε έναν καταυλισμό γε-
μάτο σκόνη.
«Έχω ένα αγόρι από τον πρώτο σύζυγό μου». Η έκφραση της Μάγκι μα-
λάκωσε. «Είναι στην πατρίδα, στο Τσάταμ, με τους γονείς του πατέρα του.
Ο παππούς του τον μαθαίνει να γίνει παπουτσής. Ελπίζω ότι αυτό θα τον
κρατήσει μακριά απ’ το στρατό». Η Μάγκι σηκώθηκε. «Θα σας φέρω λίγο
ζεστό νερό και κάτι να φάτε απ’ την κουζίνα των αξιωματικών σε λίγο,
που θα σερβιριστεί το δείπνο».
Η Κλίο χαμογέλασε, την ευχαρίστησε κι ύστερα κάθισε και πάλι βαριά
στο κρεβάτι όταν βγήκε η Μάγκι. Δεν είχε τίποτα να κάνει πέρα απ’ το να
κοιτάζει ένα κομμάτι άμμου, ισοπεδωμένο απ’ τις ασκήσεις των στρατιω-
τών, το πίσω μέρος της τελευταίας σειράς των σκηνών και μια συστάδα
από φοίνικες. Κάπου στο βάθος ακούγονταν πυροβολισμοί. Από κάπου
πιο κοντά ακούγονταν εντολές, οι θόρυβοι της κουζίνας και τα βήματα
των στρατιωτών στην άμμο.
Έτσι άρχισε να σκέφτεται τι ακριβώς θα έλεγε στο λόρδο Κουίντους ό-
ταν θα είχε το θράσος να εμφανιστεί. Άγγιξε το μικρό μαχαίρι που είχε
κρυμμένο κάτω από τη φούστα της. Ο οπλίτης Μίντον έκανε απλώς το
καθήκον του και δεν του άξιζε μια μαχαιριά στην πλάτη. Όμως μπορούσε
να φανταστεί τον εαυτό της να καρφώνει το μαχαίρι στους φαρδιούς ώ-
μους του Κουίν.
***
Όμως ο Κουίν δεν εμφανίστηκε. Η Μάγκι επέστρεψε μισή ώρα αργότερα
με ζεστό νερό, σαπούνι και πετσέτες, πάνω που η Κλίο είχε βαρεθεί τόσο
ώστε ήταν έτοιμη να σηκωθεί και να αρχίσει να περπατάει πάνω κάτω έξω
από τη μικρή κάμαρα.
Τώρα, μία ώρα αργότερα, καθόταν έξω, στο τραπέζι που είχε βγάλει στη
βεράντα ο στρατιώτης Ντρούρι, ο αντικαταστάτης του Μίντον, με ένα δί-
σκο που περιείχε το δείπνο της. Άνοιξε το καπάκι και η μυρωδιά του φα-
γητού την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι πεινούσε τρομερά. Ο δίσκος πε-
ριείχε μισό ψητό κοτόπουλο με ρύζι και λαχανικά περιχυμένα με σάλτσα
και σε ένα δεύτερο πιάτο υπήρχε τάρτα φρούτων.
Ευτυχία. Είχε χρόνια να δει τόσο καλό φαγητό και δεν είχε χρειαστεί να
το ετοιμάσει ούτε θα καθάριζε εκείνη όταν θα έτρωγε. Έφαγε μέχρι που
χόρτασε την πείνα της κι ύστερα συνέχισε να τρώει μέχρι που πόνεσε η
κοιλιά της κι εξαφανίστηκε και το τελευταίο σπυρί ρυζιού και ψίχουλο
τάρτας.
Θα σκοτώσω τον Κουίν το πρωί, σκέφτηκε νωθρά, ενώ έπιανε τα μαλλιά
της κοτσίδα για να ξαπλώσει. Ήδη μισοκοιμόταν. Αυτήν τη στιγμή δεν έχω
το κουράγιο να θυμώσω για έναν άχρηστο άντρα.
***
Ήταν η Μάγκι που ξύπνησε την Κλίο. Της πήγε και πάλι ζεστό νερό κι
ύστερα φρέσκα ψωμάκια, ξεροψημένα απέξω και μαλακά μέσα, μια κα-
ράφα με καφέ, φρέσκα αυγά κι ένα μπολ με γιαούρτι με σπόρους από ρό-
δι.
«Θα παχύνω με όλη αυτή την καλοπέραση και χωρίς να δουλεύω καθό-
λου», είπε η Κλίο ενώ η Μάγκι ακουμπούσε στο τραπέζι τα τελευταία πιά-
τα. «Είναι πάρα πολλά. Μοιράσου τα μαζί μου, σε παρακαλώ».
Η Μάγκι δε χρειαζόταν παρακάλια. «Ω, είναι πολύ καλό», είπε και χαμο-
γέλασε. Ύστερα σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της το μουστά-
κι από γιαούρτι που είχε σχηματιστεί στο πάνω χείλος της. «Συγγνώμη,
μαντάμ. Δεν είμαι συνηθισμένη σε τόσο καλό φαγητό».
«Ούτε εγώ», εξομολογήθηκε η Κλίο. Αν και ήταν σίγουρη ότι ο λόρδος
Κουίντους και οι όμοιοι του αυτά που έτρωγαν δε θα τα θεωρούσαν κα-
τάλληλα ούτε για πικνίκ.
***
Ο σημαιοφόρος Λόιντ έκανε την εμφάνισή του όταν τελείωναν το πρωι-
νό τους. Το ύφος του ήταν πολύ τυπικό. «Μαντάμ, ο σερ Τζέιμς παρακαλεί
να του χαρίσετε σε μισή ώρα την ευχαρίστηση της παρουσίας σας».
«Κι αν αποφασίσω ότι δε θέλω να τον δω;» Η Κλίο ήπιε μια γουλιά απ’
τον καφέ της και προσπάθησε να φανταστεί πώς θα αντιδρούσε μια λαίδη
με καλή ανατροφή αν δεχόταν μια ανεπιθύμητη πρόσκληση.
«Ε, δεν πρόκειται πραγματικά για παράκληση, μαντάμ».
«Δηλαδή, αν αρνηθώ, θα με φορτώσεις στον ώμο σου και θα με πας ση-
κωτή, σημαιοφόρε;» Η Κλίο ήξερε ότι δεν ήταν σωστό να τον πειράζει,
όμως ήταν ο μόνος άντρας εκεί και μόνο σ’ αυτόν μπορούσε να ξεσπάσει
το θυμό της.
Ο σημαιοφόρος Λόιντ κυριολεκτικά χλόμιασε, όμως ίσιωσε τους ώμους
και την κοίταξε στα μάτια. «Αν αναγκαστώ, μαντάμ. Με τον πιο βαθύ σε-
βασμό!»
«Έχετε κουράγιο, κύριε Λόιντ. Δεν το εννοούσα. Θα με συνοδεύσετε;»
«Μαντάμ!» Ο Λόιντ χαιρέτησε κοφτά, έκανε μεταβολή και ξεκίνησε.
***
«Μαντάμ Βαλσάκ». Ο ψηλός άντρας με το ρυτιδιασμένο πρόσωπο και τα
κοντά γκρίζα μαλλιά έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε βλέ-
ποντας την Κλίο να μπαίνει. Ο σημαιοφόρος Λόιντ έκλεισε την πόρτα πίσω
του κι η Κλίο έμεινε μόνη με τον άγνωστο. Τότε άκουσε τα πόδια μιας δεύ-
τερης καρέκλας να ξύνουν το πλίνθινο πάτωμα, γύρισε και είδε τον Κουίν
καθισμένο σε ένα τραπέζι στη γωνία. Είχε ανοιγμένα μπροστά του διά-
φορα χαρτιά και δίπλα στο χέρι του υπήρχε ένα μελανοδοχείο.
«Είμαι ο σερ Τζέιμς Χότον, του Υπουργείου Εξωτερικών της Αυτής Μεγα-
λειότητας. Αυτός είναι...»
«Ξέρω ποιος είναι αυτός». Η Κλίο δεν ξανακοίταξε τον Κουίν. «Η, μάλλον,
νόμιζα ότι ήξερα ποιος είναι, κατά τα φαινόμενα όμως μου είπε ψέματα».
«Είμαι ο Κουίντους Μπρέντον Ντέβερολ», είπε ο Κουίν. «Φοβάμαι ότι σας
παραπλάνησα λέγοντας ότι ήμουν μηχανικός».
Η Κλίο και πάλι δε γύρισε. «Και σε πολλά άλλα, είμαι σίγουρη, λόρδε Κου-
ίντους». Υπήρχε μια καρέκλα μπροστά στο γραφείο του σερ Τζέιμς και κά-
θισε χωρίς να της την προσφέρουν. «Πού είναι ο πατέρας μου;».
«Βρίσκεται κάπου αλλού στο κτίριο και είναι πολύ άνετα. Ελπίζω να
βρήκατε ικανοποιητικά το κατάλυμα και τη φροντίδα που σας παρέχουμε,
μαντάμ».
«Ικανοποιητικά, ναι. Για αιχμάλωτη. Γιατί βρισκόμαστε υπό περιορισμό;
Και γιατί ο λόρδος Κουίντους μας εξαπάτησε για να μας φέρει ως εδώ;»
«Σας βεβαιώ ότι η απειλή των Μαμελούκων δεν είναι κατά κανέναν τρό-
πο ψεύτικη!» Ο σερ Τζέιμς δεν έδειχνε να είχε ενοχληθεί καθόλου απ’ την
εχθρική της στάση. «Παρά το ότι συμμάχησαν μαζί μας μετά το θάνατο
του Μουράντ Μπέη, σας βεβαιώ ότι δε θα ήταν καθόλου ασφαλές να βρε-
θείτε στο δρόμο τους».
«Ώστε λοιπόν ο λόρδος ενήργησε καθαρά για το καλό μας. Τι συγκινητι-
κό».
«Όχι, μαντάμ, δεν ήταν έτσι. Ενήργησε μετά από δικές μου εντολές, ως
μέρος της προσπάθειάς μας να αντιμετωπίσουμε την κατασκοπεία».
«Την κατα...» Η Κλίο έκλεισε το στόμα. «Δε γνωρίζω κανέναν κατάσκο-
πο. Με εξαίρεση το λόρδο, φυσικά». Από τα δεξιά της ακουγόταν ο ήχος
που έβγαζε η πένα ξύνοντας το χαρτί. Γύρισε και κοίταξε τον Κουίν. «Μόνο
που τώρα δείχνει για γραμματέας. Μπερδεύτηκα».
«Είστε σίγουρη, μαντάμ;»
«Ότι μπερδεύτηκα ή ότι δεν ξέρω κανέναν κατάσκοπο εκτός από το
λόρδο Κουίντους; Είμαι σίγουρη και για τα δύο, σερ Τζέιμς. Παντρεύτηκα
έναν Γάλλο. Αυτό είναι το θέμα; Σας βεβαιώ ότι δεν είμαι κατάσκοπος της
Γαλλίας. Δεν οφείλω περισσότερη πίστη στη Γαλλία απ’ όση οφείλω στη
Βρετανία. Δεν είναι παρά μία ακόμα χώρα στην οποία δεν έχω πατήσει πο-
τέ το πόδι μου. Και τι ακριβώς θα ανέφερα; Τον αριθμό των πουλιών που
πετούσαν πάνω απ’ τον καταυλισμό μας καθημερινά; Τα ιερογλυφικά του
ναού της Κουμ Όμπο; Την ποσότητα της άμμου που σκούπιζα απ’ τη σκη-
νή μας κάθε βδομάδα;»
«Αποδεχόμαστε ότι δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσατε να πείτε
εσείς το οποίο ένας Γάλλος πράκτορας θα έβρισκε ενδιαφέρον».
Πόσο στεγνός είναι. Δε δείχνει ποτέ τα συναισθήματά του; Η Κλίο προσπά-
θησε να φανταστεί τον σερ Τζέιμς παραδομένο στο πάθος, πράγμα που τη
βοήθησε κάπως να ξεπεράσει τη νευρικότητά της. Ο σερ Τζέιμς θα είχε κο-
καλιάρικους γλουτούς.
«Βρίσκετε κάτι διασκεδαστικό, μαντάμ;»
«Κάθε άλλο. Λοιπόν, αν δεν πιστεύετε ότι είμαι κατάσκοπος, τι είμαι; Α,
κατάλαβα, πιστεύετε ότι είναι ο πατέρας μου. Τι ανοησίες! Ο πατέρας μου
είναι Άγγλος βαρονέτος και λόγιος. Πιθανότατα είναι ο πιο βαρετός άν-
θρωπος του κόσμου και δε γνωρίζει τίποτα που θα ενδιέφερε τους ε-
χθρούς σας. Ακόμα κι αν έπεφτε πάνω του, δε θα το αντιλαμβανόταν. Ε-
κτός κι αν ήταν διακοσμημένο με ιερογλυφικά, δηλαδή».
«Γιατί νομίζετε ότι σας βοήθησαν οι Γάλλοι όταν φτάσατε στο Κάιρο;»
ρώτησε ο σερ Τζέιμς, σαν να μην την είχε ακούσει.
«Επειδή ο πατέρας μου είναι λόγιος. Κι οι Γάλλοι, επειδή είναι πιο παρα-
τηρητικοί ή, ίσως, λιγότερο καχύποπτοι από σας, σκέφτηκαν ότι θα συνέ-
βαλε στις προσπάθειες τους».
«Έτσι τον βοήθησαν να εγκατασταθεί σε μια περιοχή που έλεγχαν εκεί-
νοι, φρόντισαν να παντρέψουν την κόρη του με ένα Γάλλο αξιωματικό και
ανέλαβαν τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του;»
«Ναι». Τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας του... «Αυτό είναι το θέμα,
έτσι; Η αλληλογραφία του πατέρα μου». Η Κλίο σηκώθηκε και στάθηκε
μπροστά στον Κουίν, που παρέμεινε καθισμένος, χωρίς να κάνει καμιά
προσπάθεια να σηκωθεί. «Έψαξες την αλληλογραφία του. Έψαξες και τη
σκηνή μας; Γι’ αυτό κλείδωσες τα κουτιά του όταν φτάσαμε εδώ;»
Ο Κουίν ένευσε καταφατικά. «Κι εσύ δεν υποπτεύθηκες τίποτα;»
Η Κλίο στήριξε τις γροθιές της στο τραπέζι κι έσκυψε μπροστά, ώστε να
μπορέσει να τον κοιτάξει στα μάτια. «Αν υποπτεύθηκα ότι είχες κρυφούς
σκοπούς; Ναι, φυσικά. Και, σαν ανόητη, δε μίλησα στο λοχαγό Λορέν για
τις υποψίες μου, επειδή ήξερα ότι θα σε βασάνιζε και ήμουν υπερβολικά
καλόκαρδη έστω και για να το σκεφτώ αυτό. Κι αυτός είναι ο τρόπος με
τον οποίο με ξεπληρώνεις».
Τα μάγουλα του Κουίν είχαν κοκκινίσει, όμως δεν τσίμπησε το δόλωμα.
«Υποπτεύθηκες ποτέ ότι οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν την αλληλογραφία
του πατέρα σου για να παίρνουν πληροφορίες απ’ τους κατασκόπους τους
σε όλο τον κόσμο;»
«Γιατί να μπουν στον κόπο να ασχοληθούν με τις φλυαρίες ενός αρχαιο-
δίφη;» Η Κλίο κάθισε ξανά κι έστρωσε νευρικά τη φούστα της.
«Επειδή έτσι λειτουργούν οι μυστικές υπηρεσίες», της απάντησε ο Κουίν.
«Ατέλειωτες μικρές λεπτομέρειες συνθέτουν μια μεγάλη εικόνα. Πράκτο-
ρες έγραφαν στον πατέρα σου από μεγάλα αγγλικά λιμάνια, απ’ το Λονδί-
νο, από σημεία με στρατηγική σημασία στην Ινδία και τη Μεσόγειο. Τα
γράμματά τους δε θα κινούσαν υποψίες. Δεν ήταν παρά φλυαρίες αρχαιο-
διφών, όπως τις αποκάλεσες. Στην πραγματικότητα, όμως, περιείχαν κω-
δικοποιημένες πληροφορίες. Οι Γάλλοι στο Κάιρο παραβίαζαν τις σφραγί-
δες, διάβαζαν τα γράμματα κι ύστερα τα προωθούσαν στον πατέρα σου.
»Κινήσεις στρατευμάτων, πλοίων, πολιτικές ίντριγκες, οικονομικές πλη-
ροφορίες. Μικροί κόκκοι άμμου, σαν αυτούς που σε εκνευρίζουν όταν
μπαίνουν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών σου, και που όταν ο άνεμος
είναι σωστός, γίνονται αμμοθύελλες, που καταπίνουν ολόκληρα χωριά».
«Ή ένα στρατό ή ένα στόλο», πρόσθεσε ο σερ Τζέιμς.
«Και πιστεύετε ότι ο πατέρας μου τα γνώριζε όλα αυτά;» Η Κλίο άκουγε
ένα παράξενο βουητό στ’ αυτιά της. Τα δάχτυλά της πονούσαν και συνει-
δητοποίησε ότι έσφιγγαν με υπερβολική δύναμη τη φούστα της.
«Αυτό πρέπει να ανακαλύψω», είπε ο σερ Τζέιμς. «Αν το μόνο του έ-
γκλημα είναι η ευπιστία του, θα μπορέσει να μας βοηθήσει να εξακριβώ-
σουμε ποιος απ’ όλους με όσους αλληλογραφούσε ενώ πραγματικά λόγιος
και ποιος όχι. Υπάρχουν ένα σωρό γράμματα που θα πρέπει να ελέγξου-
με».
«Κι αν δεν είναι αθώος;»
Ο σερ Τζέιμς, απλώς, την κοίταξε.
Αν βρουν τον πατέρα ένοχο, θα... Η Κλίο, για πρώτη φορά στη ζωή της,
κατάλαβε ότι θα λιποθυμούσε. Ο κόσμος γύρω της σκοτείνιαζε, σαν κά-
ποιος να τραβούσε αργά μια κουρτίνα. Το βουητό στ’ αυτιά της έγινε πιο
έντονο και κατέρρευσε.
«Πολύ βολικό», άκουσε να λέει μια απαθής φωνή.
«Νομίζω ότι λιποθύμησε πραγματικά», είπε μια δεύτερη φωνή, που βρι-
σκόταν πιο κοντά της. Μια φωνή που γνώριζε.
«Δε λιποθυμώ ποτέ...» Η Κλίο άπλωσε τα χέρια της κι ένιωσε ζεστά, δυ-
νατά δάχτυλα να κλείνουν γύρω απ’ τα δικά της, ενώ ο κόσμος γύρω της
χανόταν.
***
Η Κλίο αποφάσισε ότι ονειρευόταν. Εκείνη δε λιποθυμούσε ποτέ και
βρισκόταν στο κρεβάτι, άρα θα πρέπει να επρόκειτο για όνειρο. Μόνο...
που όλα έβγαζαν νόημα. Η αλληλογραφία του πατέρα της, η βοήθεια των
Γάλλων, ο τρόπος που είχε λειτουργήσει ο Κουίν.
Αν κρατούσε τα μάτια της κλειστά, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα ήταν
πραγματικό. Αυτό έλεγε στον εαυτό της όταν ήταν μικρό κοριτσάκι και
τρόμαζε κάθε φορά που βρίσκονταν σε μια άγνωστη πόλη τη γλώσσα της
οποίας δε μιλούσε, όταν πεινούσε ή ένιωθε άβολα, όταν η μητέρα της έ-
κλαιγε σιωπηρά.
Το κόλπο δεν έπιανε τότε και ήξερε πως ούτε τώρα θα έπιανε. Ωστόσο,
θα κουλουριαζόταν κάτω απ’ τα σεντόνια, θα παρίστανε την κοιμισμένη
και θα σκεφτόταν. Αν μιλούσε, θα υπήρχε κίνδυνος να πει κάτι που θα κα-
ταδίκαζε τον πατέρα της.
Αναρωτήθηκε ποια θα ήταν η χειρότερη δυνατή πιθανότητα. Να ήταν ο
πατέρας της εν γνώσει του κατάσκοπος, να είχε εξαγοράσει την προστα-
σία των Γάλλων και την ευκαιρία να μελετήσει τα αγαπημένα του μνημεία
ανενόχλητος, με τίμημα την προδοσία της χώρας στην οποία είχε γεννη-
θεί. Θα τον εκτελούσαν γι’ αυτό.
Το καλύτερο που θα μπορούσε να ελπίζει ήταν οι Άγγλοι να πειστούν ότι
ο πατέρας της είχε ξεγελαστεί, ότι δεν είχε ιδέα για όσα συνέβαιναν. Θα ε-
ξευτελιζόταν, θα ταπεινωνόταν, ο πολύτιμος κύκλος των λογίων με τους
οποίους αλληλογραφούσε θα διαλυόταν.
Δεν πίστευε ότι αγαπούσε τον πατέρα της. Η όποια αγάπη της είχε χαθεί
μετά από τόσα χρόνια που αδιαφορούσε γι’ αυτήν, που την παραμελούσε
συναισθηματικά, που της έδινε να καταλάβει με τον πιο οδυνηρό τρόπο
ότι ήταν ένας εγωιστής που είχε ραγίσει την καρδιά της μητέρας της. Όμως
ήταν πάντα ο πατέρας της και δε θα τον άφηνε αν δε σιγουρευόταν πρώτα
ότι θα είχε την κατάλληλη φροντίδα.
Ήθελε να ελευθερωθεί απ’ αυτόν με τη συνείδησή της καθαρή και τώρα
θα ήξερε για πάντα ότι σώζοντας τον Κουίν, όχι μία, αλλά δύο φορές, είχε
καταδικάσει τον ίδιο της τον πατέρα.
Όμως δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο και να αλλάξει ό,τι είχε
συμβεί και ούτε θα βοηθούσε σε τίποτα το να κάθεται εκεί. Στο δωμάτιο
ακούγονταν σιγανοί θόρυβοι. Κάποιος ήταν μαζί της.
«Μάγκι;» Άνοιξε τα μάτια και τα έκλεισε ξανά, για να τα προστατεύσει
από το έντονο φως του ήλιου που έμπαινε απ’ τα παράθυρα. Άρα ήταν
ακόμα προχωρημένο πρωί.
To πλαίσιο του κρεβατιού πίσω της έτριξε, σαν κάποιος να είχε καθίσει
σ’ αυτό και γύρισε να δει ποιος ήταν. «Εσύ». Φυσικά, δε θα την άφηνε ήσυ-
χη, έπρεπε να συνεχίσει να την παρενοχλεί.
«Ναι, εγώ». Ο Κουίν παραμέρισε τα μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπό
της. «Πώς νιώθεις;»
Η Κλίο δεν μπορούσε να του σπρώξει το χέρι, το δικό της ήταν μπερδε-
μένο στα σεντόνια. Το ελευθέρωσε και ανασηκώθηκε. «Πώς νιώθω; Σαν
ανόητη. Σαν μια γυναίκα στην οποία οι άντρες λένε ψέματα κι εκείνη είναι
αρκετά ανόητη ώστε να τους πιστεύει. Σαν μια κόρη που δεν μπορούσε να
δει όσα βρίσκονταν κάτω απ’ τη μύτη της. Σαν συναισθηματικό θηλυκό
που θέλει να σκέφτεται τα καλύτερα για έναν άντρα, επειδή της προ-
σφέρει αγκαλιές, χαμόγελα και...»
Και φιλιά.
«Λυπάμαι. Έπρεπε ν’ ανακαλύψουμε ποιος ήταν μπλεγμένος, σίγουρα
θα το αντιλαμβάνεσαι αυτό. Έπρεπε να βεβαιωθούμε και για τη δική σου
αθωότητα επίσης». Ο Κουίν την κοιτούσε στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν
σοβαρό και ανοιχτό. Ο τόνος της φωνής του και τα λόγια του μαρτυρού-
σαν μεταμέλεια.
Η Κλίο ήθελε να τον πιστέψει, ετοιμάστηκε να του το πει, να του πει ότι
καταλάβαινε γιατί της είχε πει ψέματα και την είχε χρησιμοποιήσει, ότι πί-
στευε πως θα πρέπει να του ήταν δύσκολο.
«Ήταν για το καλό σου», πρόσθεσε ο Κουίν.
«Για το καλό μου;» Κάθε ίχνος κατανόησης, χάθηκε. «Περιμένεις να το
πιστέψω αυτό; Φυσικά και δεν ήταν για το καλό μου! Φυσικά και έπρεπε να
εξακριβώσεις αν ήμουν αθώα ή ένοχη και το τι απ’ τα δύο θα ίσχυε δε θα
είχε και ιδιαίτερη σημασία, σωστά; Φτάνει να μάθαινες την αλήθεια. Υπο-
θέτω ότι μάλλον θα ήταν πιο εύκολο αν ήμουν αθώα. Πυροβολείς γυναίκες
ή μήπως θα πάθαινα κάποιο θλιβερό δυστύχημα; Αυτό θα ήταν πιο βολι-
κό».
«Κλίο...» Ο Κουίν άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της κι εκείνη το έ-
σπρωξε με δύναμη.
«Άουτς». Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Μάζεψε το πονεμένο χέρι της
και το κράτησε σφιχτά στο στήθος της.
«Άφησέ με να το δω». Ο Κουίν άπλωσε και πάλι το χέρι του.
Στο πλάι της παλάμης της υπήρχε ένα κόκκινο σημάδι. «Αρκετά ταλαι-
πωρείς τα κακομοίρα τα χέρια σου. Δε χρειάζεται να προσπαθείς να τα
σπάσεις χτυπώντας τα στα σκληρά κόκαλά μου. Έλα», είπε όταν τον α-
γριοκοίταξε. «Δείξε μου».
Η Κλίο ακούμπησε την παλάμη της στη δική του κι έκλεισε τα μάτια, κα-
θώς εκείνος της ίσιωνε τα δάχτυλα. Είναι τόσο τρυφερός. Και τόσο αδιάλλα-
κτος. Ξέρει ότι με πονάει κι ωστόσο το κάνει. Για το καλό μου.
«Δεν έχει σπάσει κάτι. Μείνε ακίνητη». Ο Κουίν άρχισε να της τυλίγει το
χέρι με κάτι απαλό κι όταν η Κλίο άνοιξε τα μάτια, συνειδητοποίησε ότι εί-
χε χρησιμοποιήσει για επίδεσμο το φουλάρι του και ότι ο γιακάς του που-
καμίσου του ήταν πλέον ξεκούμπωτος.
Είχε δει ξαναδεί την ηλιοκαμένη επιδερμίδα του στέρνου του, το σγουρό
τρίχωμα που το κάλυπτε. Τα έβλεπε καθημερινά ως τότε. Τον είχε δει ολό-
γυμνο, αν ήταν ποτέ δυνατόν! Όμως αυτό που γινόταν τώρα φάνταζε σαν
οικειότητα που τη σόκαρε, σαν ένδειξη τρυφερότητας που άγγιζε κάτι βα-
θιά μέσα της. Κάτι που πονούσε.
«Κουίν». Η Κλίο συνειδητοποίησε ότι έκλαιγε. Δάκρυα κυλούσαν στο σε-
ντόνι, στους καρπούς του Κουίν, στο μεσοφόρι της. «Δεν κλαίω ποτέ»,
ψέλλισε. «Δε λιποθυμάω ποτέ, δεν κλαίω ποτέ και ποτέ...»
«Ποτέ δεν αφήνεσαι, έτσι δεν είναι; Έλα εδώ». Ο Κουίν άλλαξε θέση, έτσι
ώστε να στηρίξει την πλάτη του στον τοίχο και την τράβηξε στην αγκαλιά
του. «Θα έλεγα ότι έχεις υπερβολικά πολλούς λόγους να κλάψεις».
Κεφάλαιο 12
Ο Κουίν πίστευε ότι η Κλίο θ’ αντιστεκόταν. Εκείνη όμως έμεινε για μια
στιγμή ακίνητη στην αγκαλιά του κι ύστερα έθαψε το πρόσωπό της βαθιά
στο στέρνο του και βάλθηκε να κλαίει με λυγμούς. Το όμορφο καθαρό
πουκάμισο που είχε δανειστεί απ’ τον σερ Τζέιμς κολλούσε νοτισμένο στο
στέρνο του, η παλάμη του στο σημείο που τον είχε χτυπήσει η Κλίο πο-
νούσε, υπήρχε ένας γρόμπος στο σοβά πίσω απ’ το κεφάλι του και στην
αγκαλιά του κρατούσε μια γυναίκα με αισθησιακές καμπύλες, που μύριζε
υπέροχα. Την Κλίο, που ίσως να μην τον συγχωρούσε ποτέ, την Κλίο που
σίγουρα τον χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή.
Κάθε ενόχληση χάθηκε. Έσκυψε το κεφάλι, φίλησε την κορυφή του κε-
φαλιού της και ύστερα τα χείλη του βάλθηκαν να φιλούν τα μαλλιά της.
Δεν έβλεπε καμιά ανάγκη να προσπαθήσει να την κάνει να σταματήσει να
κλαίει. Θα ένιωθε καλύτερα αν ξεσπούσε και, όσο κι αν φάνταζε εγωιστικό
αυτό, του άρεσε να τη νιώθει στην αγκαλιά του.
Όταν η Κλίο ανακάθισε, με μάτια κατακόκκινα και αξιαγάπητα ευάλω-
τη, ο Κουίν βρήκε το μαντίλι του και της το πρόσφερε χωρίς να πει ούτε
λέξη.
«Λυπάμαι», ψέλλισε εκείνη, ενώ σκούπιζε τα μάτια της.
«Δεν υπάρχει λόγος». Ο Κουίν έμεινε ακίνητος και περίμενε να τη δει να
σηκώνει το βλέμμα. «Κλίο, σε πιστεύω. Και πιστεύουμε και τον πατέρα
σου, τώρα που μιλήσαμε μαζί του. Ο άνθρωπος δεν είναι δα τόσο καλός
ηθοποιός».
«Τι... τι είπε;»
«Είναι έξαλλος που εξαπατήθηκε μ’ αυτόν τον τρόπο και, κατά τα φαι-
νόμενα, το εξέλαβε σαν προσβολή. Οι συνέπειες στην εθνική ασφάλεια δε
δείχνουν να τον απασχολούν τόσο όσο η σκέψη πως ίσως να του απαγο-
ρέψουμε να αλληλογραφεί με τους συνεργάτες του».
Η Κλίο βόγκηξε με απόγνωση. «Τυπική αντίδραση για τον πατέρα μου!
Αντιλαμβάνεται τι θα μας είχε συμβεί αν δεν τον πιστεύατε;»
Ο Κουίν χαμογέλασε. Νωρίτερα είχε νιώσει την επιθυμία να χτυπήσει
τον σερ Φίλιπ, όμως, τώρα που το ξανασκεφτόταν, ο βαρονέτος ήταν τό-
σο προβλέψιμος ώστε το πράγμα καταντούσε σχεδόν αστείο. «Είναι Άγ-
γλος βαρονέτος και διακεκριμένος λόγιος. Φυσικά, κατά την άποψή του,
θα έπρεπε να δεχτούμε το λόγο του. Δε νομίζω να του πέρασε έστω και
για μια στιγμή απ’ το μυαλό ότι ίσως και να μη γινόταν έτσι. Νόμιζα ότι ο
σερ Τζέιμς θα έχανε την ψυχραιμία του, πράγμα που θα ήταν πρωτόγνω-
ρο».
«Ρώτησε για μένα ο πατέρας;» Η Κλίο είχε ξαναβρεί την αυτοπεποίθησή
της, όσο μπορούσε να το κάνει αυτό μια κοπέλα καθισμένη στο κρεβάτι με
το μεσοφόρι της και τα μάτια της κατακόκκινα απ’ το κλάμα. Είχε κάνει
την ερώτησή της ήρεμα, με κάποια αδιαφορία, πράγμα που έκανε τον Κου-
ίν να θέλει να μορφάσει.
«Ήταν μάλλον απασχολημένος», προσπάθησε να υπεκφύγει.
«Με άλλα λόγια, δε ρώτησε».
«Κλίο...»
«Είμαι συνηθισμένη σ’ αυτό», είπε η Κλίο και χαμογέλασε.
Ο Κουίν είχε ξαναδεί αυτό το χαμόγελο, το γνώριζε αρκετά καλά ώστε
να μην πειστεί. «Εκείνος χάνει, όχι εσύ», είπε, ενώ ακολουθούσε την κα-
μπύλη των χειλιών της με το ακροδάχτυλό του. Όπως ακριβώς το υπο-
πτευόταν, η Κλίο ήταν σφιγμένη και το χαμόγελό της βεβιασμένο.
Περίμενε να τη δει να κουνάει το κεφάλι, να απορρίπτει το χάδι του. Α-
ντίθετα, τα χείλη της άνοιξαν και τα μάτια της έκλεισαν. Ο Κουίν ένιωσε
την ανάσα του να κόβεται καθώς το κορμί του κυριευόταν από πόθο. Έ-
σκυψε και άγγιξε τα χείλη του στα δικά της. Ήταν γλυκά, απαλά, αλμυρά
από τα δάκρυα. Η επιθυμία να γευτεί ακόμα περισσότερα, να γνωρίσει την
Κλίο μέχρι τα βάθη της ψυχής της ήταν συγκλονιστική. Έβαλε την παλάμη
του στο πίσω μέρος του κεφαλιού της και τη φίλησε με πάθος.
Ήταν σαν να είχε περάσει μόνο ένα λεπτό από εκείνο το φιλί που είχαν
δώσει στην Κουμ Όμπο, τόσο οικεία του ήταν η αίσθηση των χειλιών της,
η χαρακτηριστική της θηλυκότητα. Η Κλίο πέρασε το γερό χέρι της γύρω
απ’ το λαιμό του χωρίς να διστάσει, με τη γενναιότητα και την ευθύτητα
που τη χαρακτήριζαν, κι εκείνος ένιωσε τον πόθο του να φουντώνει, μαζί
με την ανάγκη να την κάνει δική του. Εδώ, τώρα. Δική μου.
Απ’ τα χείλη της Κλίο ξέφυγε ένα μικρό βογκητό και ο Κουίν χαμογέλασε
ενώ τη φιλούσε. Οι αδύναμοι αναστεναγμοί δεν ήταν για την Κλίο. Τα βο-
γκητά της ήταν δυναμικά και απαιτητικά, όπως ήταν και η Μπαστέτ, η θεά
με τη μορφή της γάτας. Η παλάμη του γλίστρησε στο πλευρό της, κάλυψε
το στήθος της και άκουσε και τον εαυτό του να μουγκρίζει όταν ένιωσε τη
ρώγα της να σκληραίνει στο άγγιγμά του.
Η αντίδραση της Κλίο ήταν άμεση. Κύρτωσε το κορμί της ώστε να τον
διευκολύνει, πλησίασε περισσότερο το κεφάλι της στο δικό του και δά-
γκωσε απαλά το κάτω χείλος του. Οι άκρες του αυτοσχέδιου επιδέσμου
στην παλάμη της χάιδεψαν το μπράτσο και το μάγουλό του, μπερδεύο-
ντάς τον, διαλύοντας τη μαγεία της στιγμής.
Που να πάρει. Τι κάνω; Αυτή είναι η Κλίο και είναι αποπροσανατολισμένη,
ανήσυχη και αναστατωμένη. Αρκετά έκανα για να την πληγώσω. Το τελευ-
ταίο που της χρειάζεται είναι ένας άντρας που θα εκμεταλλευτεί την ανάγκη
της για λίγη παρηγοριά, για ένα στήριγμα. Διέκοψε το φιλί και απομάκρυνε
απαλά τις παλάμες της απ’ το λαιμό του.
«Κλίο, λυπάμαι, δεν είναι καλή ιδέα».
Εκείνη σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Τα χείλη της είχαν γίνει μια
λεπτή γραμμή και είχε πάρει εκείνη την υπεροπτική έκφραση αποστροφής
που είχε δει για πρώτη φορά ο Κουίν όταν είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του
στη σκηνή. Αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε καταλάβει απ’ την πρώτη στιγμή
ότι αποτελούσε την κληρονομιά ολόκληρων γενεών γαλαζοαίματων προ-
γόνων.
Μπροστά του είχε την εγγονή ενός δούκα κι αυτό φαινόταν στα λεπτά
χαρακτηριστικά του προσώπου της, στη στάση του υπέροχου, εξαντλημέ-
νου απ’ τη δουλειά κορμιού της. Και πέρα απ’ οτιδήποτε άλλο, δεν είχε
καμιά δουλειά στο κρεβάτι της, να θέλει αυτά που ήθελε, ανεξάρτητα από
το πόσο ευγενική ήταν η καταγωγή της. Ένας τζέντλεμαν έκανε έρωτα σε
μια λαίδη με μόνο μία πιθανή κατάληξη στο μυαλό του -το γάμο. Εκτός κι
αν ήταν πραγματικό κάθαρμα. Κι όσο για το δικό του γάμο, ήταν ένα προ-
σεκτικά προγραμματισμένο βήμα στα σχέδιά του. Αν έπρεπε να φτιάξει
μια λίστα με γυναίκες ακατάλληλες να γίνουν σύζυγοι ενός διπλωμάτη, η
Κλίο θα βρισκόταν εύκολα στην κορυφή. Όχι ότι ο δούκας του Σεντ Όσιθ
θα τον σκεφτόταν ποτέ για σύζυγο της εγγονής του, ακόμα κι αν εκείνος
ήταν αρκετά ανόητος ώστε να ζητήσει κάτι τέτοιο.
«Είμαι βέβαιη ότι δεν είναι καλή ιδέα», συμφώνησε η Κλίο με παγερό αυ-
τοέλεγχο, που δεν ταίριαζε καθόλου στα κόκκινα από το κλάμα μάτια της
και στα ανακατεμένα μαλλιά της. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που στα-
μάτησες». Σήκωσε τη ράντα του μεσοφοριού που είχε γλιστρήσει απ’ τον
ώμο της. «Ποιος με έγδυσε και με έβαλε στο κρεβάτι;»
«Εγώ». Και δεν ήταν κάτι το τόσο τρομερό. Η Κλίο δε φορούσε κάλτσες ή
κορσέ. Το μόνο που είχε κάνει ήταν να της βγάλει το φόρεμα και να τη βά-
λει κάτω απ’ το σεντόνι. «Δεν υπάρχει λόγος να με κοιτάζεις σαν να ήμουν
κανένας βρομερός παλιόγερος, που έγδυσε μια ανυπεράσπιστη γυναίκα
για να ικανοποιήσει τη διαστροφή του. Σου άφησα το μεσοφόρι σου. Εσύ
ήσουν που με έγδυσες εντελώς».
«Οφθαλμός αντί οφθαλμού;» Τα μάγουλα της Κλίο κοκκίνισαν. «Έπρεπε
να το κάνω για να σε φροντίσω και το ξέρεις πολύ καλά».
Είχε απόλυτο δίκιο, πράγμα που δε βοηθούσε τον Κουίν να ξεπεράσει
τον πόθο του. Ο πόθος του ήταν ανικανοποίητος, το χτυπημένο χέρι του
πονούσε κάθε φορά που λύγιζε τα δάχτυλά του, η πληγή του, που είχε
σχεδόν επουλωθεί, είχε ανοίξει και πάλι όταν είχε σηκώσει την Κλίο για να
τη μεταφέρει και η συνείδησή του δεν τον άφηνε να ησυχάσει. «Και γιατί
στο καλό είχες εκείνο το μαχαίρι στο πόδι σου;» ρώτησε.
«Έλπιζα να σε βρω με την πλάτη γυρισμένη», απάντησε η Κλίο κοφτά.
«Τότε θα φροντίσω να μη σου γυρίσω καθόλου την πλάτη σε όλη τη
διάρκεια του ταξιδιού ως την Αγγλία», είπε ο Κουίν και σηκώθηκε. «Το μα-
χαίρι είναι στο τραπέζι», πρόσθεσε, όταν έφτασε στην πόρτα.
«Στην Αγγλία/»
«Αν θέλεις ακόμα να πας εκεί». Λες και θα της έδινε το δικαίωμα της επι-
λογής, σκέφτηκε ο Κουίν κι ένιωσε τη συνείδησή του να διαμαρτύρεται.
Δεν υπήρχε περίπτωση να φανεί ειλικρινής μαζί της τώρα, θα αρνιόταν να
τον ακολουθήσει αν υποπτευόταν ότι το μέλλον της ήταν προαποφασι-
σμένο, ήταν σίγουρος γι’ αυτό. Είναι για το καλό της. «Α, και ο σερ Τζέιμς
παρακαλεί εσένα και τον σερ Φίλιπ να δειπνήσετε μαζί του απόψε».
***
Η πόρτα έκλεισε μαλακά πίσω από τον Κουίν. Στο φως του ήλιου που
έμπαινε απ’ το παράθυρο, διακρίνονταν κόκκοι σκόνης να αιωρούνται.
Έκανε ζέστη, ήταν ήσυχα και, ξαφνικά, η Κλίο ένιωσε ένα τεράστιο κενό.
Θα με πάει στην Αγγλία. Ξεκινάει να κάνει έρωτα μαζί μου κι ύστερα χάνει το
ενδιαφέρον του. Είναι τρυφερός... κι ύστερα όχι. Τον θέλω, όμως, κατά τα
φαινόμενα, εκείνος δε με θέλει, παρόλο που με έγδυσε, παρόλο που του πρό-
σφερα τον εαυτό μου. Όμως τι ξέρω εγώ από άντρες; Νόμιζα ότι ο Τιερί με
αγαπούσε. Πίστεψα ότι ο Γάλλος στρατηγός ήθελε να μας βοηθήσει. Εμπι-
στεύθηκα τον Λορέν και τόσο καιρό εκείνος με χρησιμοποιούσε. Είμαι ανίκα-
νη να καταλάβω τους άντρες. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα με χρησιμοποιή-
σουν γι’ αυτό που θέλουν και ότι θα μου πουν αυτό που νομίζουν ότι θέλω ν
'ακούσω για να τα καταφέρουν.
Η Κλίο σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και πήγε στη δεύτερη κάμαρα, να βου-
τήξει το χέρι της στην κανάτα με το νερό. Γιατί είχε χτυπήσει τον Κουίν;
Της ήταν αδύνατον να θυμηθεί πλέον. Ο Τιερί θα την είχε χτυπήσει κι εκεί-
νος, αλλά όχι ο Κουίν, ο Άγγλος τζέντλεμαν. Ο διπλωμάτης. Ο ψεύτης που
δεν μπορούσε να εμπιστευθεί. Σίγουρα όμως δε θα μου έλεγε ότι θα με πάει
στην Αγγλία χωρίς να το εννοεί, σωστά; Δε θα είχε κάτι να κερδίσει απ’ αυτό.
Η Κλίο βρήκε την άρνικα στο κουτί με τα ιατρικά της σύνεργα, μούλιασε
ένα μαντίλι και το τύλιξε στο χέρι της.
Αγγλία. Ανεξαρτησία. Και καθόλου χρήματα για να ζήσω. Έβγαλε το ση-
μειωματάριο απ’ τη βαλίτσα της και πίεσε τον εαυτό της να σκεφτεί οτι-
δήποτε άλλο εκτός από έναν άντρα με γαλανά μάτια, επιδέξια χείλη, φαρ-
διούς ώμους και αινιγματικό μυαλό. Θα πρέπει να υπάρχει κάτι που να μπο-
ρώ να κάνω, ώστε να βρεθεί κάποιος στην Αγγλία να με προσλάβει.
***
Ο σημαιοφόρος Λόιντ πήγε να παραλάβει την Κλίο για το δείπνο. «Αύριο
ο σκοπός στην πόρτα σας θα σας συνοδεύσει οπουδήποτε θα θέλατε να
κάνετε έναν περίπατο», είπε κι έδειξε το στρατόπεδο. «Φοβάμαι ότι δεν
υπάρχουν και πολλά να δείτε».
«Ώστε λοιπόν δεν είμαι πλέον αιχμάλωτη;»
«Επρόκειτο για προστατευτική συνοδεία, μαντάμ», είπε ο Λόιντ και κοκ-
κίνισε.
Την οδήγησε σε ένα διαφορετικό τμήμα του σπιτιού στο οποίο είχε συ-
ναντήσει τον σερ Τζέιμς εκείνο το πρωί, σε μια μακριά αίθουσα, βαμμένη
και στρωμένη με πολύχρωμα χαλιά. Το τραπέζι ήταν καλυμμένο με πε-
ντακάθαρο τραπεζομάντιλο και δυο άντρες με λευκά τουρμπάνια, παντε-
λόνια και τουνίκες με χρωματιστές ζώνες, το έστρωναν για έξι άτομα.
Η Κλίο πήρε μια βαθιά ανάσα, κατάφερε να μην κοιτάξει γύρω της για
τον Κουίν και μπήκε.
«Μαντάμ Βαλσάκ». Ο σερ Τζέιμς προχώρησε και της έσφιξε το χέρι. Ό-
ταν η Κλίο σήκωσε το βλέμμα, είδε πίσω του τον Κουίν με δύο ακόμα ά-
ντρες, τον έναν ένστολο. Υποκλίθηκαν. Ο πατέρας της, που έκανε στον
άγνωστο πολίτη διάλεξη για τα ιερογλυφικά, γύρισε, συνοφρυώθηκε και
τη χαιρέτησε με ένα νεύμα.
Οι άντρες ήταν όλοι άψογα ντυμένοι. Ο στρατιωτικός με την επίσημη
στολή του, ενώ οι υπόλοιποι φορούσαν σμόκιν και γκέτες. Κάποιος μάλι-
στα είχε βρει ένα σμόκιν για τον πατέρα της.
Η Κλίο ένιωθε ατημέλητη ανάμεσά τους. Το φόρεμά της ήταν τσαλακω-
μένο, χρόνια εκτός μόδας και δε φορούσε κάλτσες, μόνο σανδάλια ανοι-
χτά στη φτέρνα. Η Μάγκι είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα μαλλιά
της, όμως, αφού καμία απ’ τις δυο τους δεν ήξερε ποιο χτένισμα ήταν στη
μόδα, το περισσότερο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να δείχνει καθα-
ρή και περιποιημένη.
Όταν βρίσκεσαι αντιμέτωπη με ληστές, να τους κοιτάζεις υπεροπτικά, της
είχε πει κάποτε η μητέρα της, ύστερα από μια ατυχή συνάντηση σε μια α-
λέα της Κωνσταντινούπολης. Ποτέ μη δείχνεις φόβο. Όρθωσε το ανάστημά
της, έσμιξε τα φρύδια, πήρε υπεροπτικό βλέμμα και στα χείλη της σχημα-
τίστηκε ένα παγερό, γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο. Δεν ήταν η τσάντα
ή η ζωή της που κινδύνευαν τώρα, μόνο η αξιοπρέπειά της, υπενθύμισε
στον εαυτό της. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψει στο λόρδο Κουίντους
Ντέβερολ ν’ αντιληφθεί πόσο πολύ την αναστάτωνε.
Κανείς δεν τραβήχτηκε με απέχθεια βλέποντάς τη ούτε έβαλε κανείς τα
γέλια. Φυσικά, όμως, ήταν όλοι διπλωμάτες.
«Χαίρομαι πολύ που καταφέρατε να έρθετε», είπε ο σερ Τζέιμς, σαν να
είχε καταφέρει να χωρέσει στο γεμάτο πρόγραμμά της το δείπνο του. «Τον
λόρδο Κουίντους τον γνωρίζετε». Η έκφραση του Κουίν ήταν ευγενικά α-
διάφορη. «Ο ταγματάρχης Γκρέιντζερ είναι ο στρατιωτικός μας σύνδεσμος
και τον δόκτορα Κεντ τον έστειλε η Βασιλική Εταιρεία με σκοπό να βοηθή-
σει στην επανάκτηση των αιγυπτιακών έργων τέχνης από τους Γ άλλους,
μόλις εξασφαλίσουμε την παράδοσή τους. Στο μεταξύ, είμαι σίγουρος ότι
θα βρει πολλά να συζητήσει με τον πατέρα σας. Κύριοι, η μαντάμ Βαλσάκ».
«Νομίζω ότι θα επιστρέψω στο πατρώνυμό μου», είπε η Κλίο. Πλέον δεν
μπορούσε να σκεφτεί κανένα λόγο για να κρατήσει το όνομα του Τιερί και
τα πράγματα θα ήταν σίγουρα πιο εύκολα στην Αγγλία χωρίς μια τέτοια
εμφανή σύνδεση με τη Γαλλία.
«Η μις Γούντγουορντ, λοιπόν». Οι κύριοι υποκλίθηκαν και πάλι. Η Κλίο
έκανε μια υπόκλιση που ευχόταν ότι θα ήταν ανεκτή και κοίταξε ανήσυχη
το πολυτελώς στρωμένο τραπέζι. Ήταν μια ματιά σε έναν κόσμο που πά-
ντα ήξερε ότι υπήρχε εκεί έξω και που έμοιαζε να απαιτεί ένα επίπεδο ε-
σωτερικής γνώσης που έκανε την κατανόηση των ιερογλυφικών να φα-
ντάζει εύκολη.
Θα έπρεπε να κάνει αρκετά πράγματα ταυτόχρονα εκτός από το να
προσπαθεί να κρατάει την αριστοκρατική της στάση και να μην ξαναχάσει
την ψυχραιμία της με τον Κουίν. Η κακομοίρη η μητέρα της είχε πεθάνει
προτού προλάβει να της μάθει πολλά, όμως θυμόταν κάποια. Να κρατάς
ήρεμη τη φωνή και τον τόνο σου, την πλάτη σου ίσια και το κεφάλι ψηλά. Μη
χειρονομείς για να τονίσεις ένα επιχείρημα. Να χαμογελάς, να μην ντρέπεσαι
ούτε να είσαι αγενής ή να αμφισβητείς τις απόψεις των συνομιλητών σου.
Συζήτηση. Αυτό ήταν το επόμενο θέμα. Έπρεπε να συζητήσει περί ανέ-
μων και υδάτων μ’ αυτούς τους άντρες. Αλλά για ποιο θέμα; Η μητέρα της
της είχε πει ότι μια λαίδη δε συζητούσε για πολιτική, για θρησκεία, για πό-
λεμο ή για χρήματα... Τι απόμενε λοιπόν, ειδικά στα μέσα μιας πολιορκίας.
«Η σύζυγός σας δε σας συνοδεύει, σερ Τζέιμς;»
«Όχι».
«Ω, λυπάμαι, θα πρέπει να σας λείπει. Ίσως η απαιτητική δουλειά σας να
βοηθάει υπ’ αυτές τις συνθήκες», είπε η Κλίο.
«Η σύζυγός μου θα σας έλεγε ότι η δουλειά μου με απορροφά ολοκλη-
ρωτικά, μις Γούντγουορντ», είπε ο σερ Τζέιμς και η Κλίο αναρωτήθηκε αν
ήταν δυνατόν να χαμογελούσε. Κατά τα φαινόμενα, ναι.
Κατάφερε να χαμογελάσει κι εκείνη σφιγμένα. «Είναι η πρώτη σας επί-
σκεψη στην Αίγυπτο; Αν και υποθέτω ότι μάλλον δεν πρόκειται ακριβώς
για επίσκεψη».
«Ναι, είναι». Ο σερ Τζέιμς την έπιασε με το γαντοφορεμένο χέρι του α-
γκαζέ και την οδήγησε προς έναν υπηρέτη που κρατούσε ένα δίσκο γεμά-
το με ποτήρια. «Σαμπάνια, μις Γούντγουορντ;» ρώτησε και, θεωρώντας τη
σιωπή της κατάφαση, της έδωσε ένα ποτήρι. «Φοβάμαι ότι θα ήταν δύ-
σκολο να παγώσει όπως πρέπει. Ναι, βρίσκω την Αίγυπτο εξαιρετικά εν-
διαφέρουσα χώρα και η ευκαιρία να χρησιμοποιήσω τα αραβικά μου με
ενθουσιάζει».
«Είναι πολλοί οι Βρετανοί διπλωμάτες που τα μιλούν;» ρώτησε η Κλίο.
«Θα περίμενα να ήταν ασυνήθιστο».
«Εξαιτίας της ανάγκης να κρατάμε τους εμπορικούς δρόμους προς τα
ανατολικά ανοιχτούς και των συνεχών δοσοληψιών μας με τους πειρατές
της Μπαρμπαριάς, αρκετοί από μας χρειάστηκε να τα μάθουμε. Δεν μπο-
ρώ να πω ότι τη βρήκα την πιο εύκολη γλώσσα».
«Υποθέτω ότι εγώ τα έμαθα αρκετά νέα», είπε η Κλίο. «Αν και έμαθα
τουρκικά μικρότερη κι έχω την αίσθηση ότι δεν τα μιλάω πολύ καλά. Ή
ίσως να χρησιμοποιώ πιο συχνά τα αραβικά μου».
«Μιλάτε αρκετές γλώσσες, μις Γούντγουορντ;» ρώτησε ο ταγματάρχης
Γκρέιντζερ και στάθηκε δίπλα της.
«Γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, τουρκικά, ελληνικά και αραβικά. Α, και
αρχαία ελληνικά και λατινικά, φυσικά».
«Απίστευτο, εσείς είστε πραγματική λόγια, μις Γούντγουορντ». Ο ταγμα-
τάρχης δεν έδειχνε να θεωρεί ότι αυτό ήταν κάτι για το οποίο θα της άξι-
ζαν συγχαρητήρια.
Η Κλίο ήπιε μια γουλιά απ’ τη σαμπάνια της και παραλίγο να πνιγεί. Κι
αυτό υποτίθεται ότι ήταν απόλαυση; Συγκράτησε το βήχα της και ένα
μορφασμό. «Όχι, όχι λόγια, ταγματάρχα. Εγώ είμαι το πρακτικό μυαλό της
οικογένειας, εκείνη που κρατάει τις σημειώσεις και κάνει τα ψώνια. Αν οι
γνώσεις μου στις αρχαίες γλώσσες δεν ήταν ολοκληρωμένες, δε θα μπο-
ρούσα να βοηθήσω τον πατέρα μου. Κι αν δεν μπορούσα να αγοράσω
προμήθειες, θα πεθαίναμε από την πείνα».
Είδε κεφάλια να γυρνάνε. Είχε υψώσει τη φωνή της, είχε μιλήσει κοφτά
σε έναν τζέντλεμαν. Λάθος κίνηση, επέκρινε τον εαυτό της. Τώρα θα νομί-
ζουν ότι μεγάλωσες σε καμιά σκηνή. Ήπιε ακόμα μια γουλιά απ’ τη σαμπά-
νια της. Δεν ήταν τόσο άσχημη αυτή τη φορά, τώρα που ήταν προετοιμα-
σμένη για τις φυσαλίδες.
Το ποτήρι της άδειασε, έτσι πήρε ένα άλλο απ’ το δίσκο και ήπιε μια γε-
ρή γουλιά. Αν έκρινε από τη γεύση του, το αλκοόλ δε διέφερε ιδιαίτερα απ’
το σερμπέτι.
«Ο καιρός δείχνει αρκετά καλός», σχολίασε ο σερ Τζέιμς. «Κάνει ζέστη
φυσικά, όμως δεν είναι τόσο άσχημα όσο περίμενα».
Όταν όλα τα άλλα αποτύχουν, μίλα για τον καιρό, την είχε συμβουλεύσει η
μητέρα της. «Ο καιρός είναι φυσιολογικός για την εποχή», είπε. «Φυσικά,
πολύ γρήγορα η ζέστη θα γίνει πιο έντονη και τότε τα θύματα της πανού-
κλας θα πληθύνουν».
«Σερ Τζέιμς, το δείπνο έχει σερβιριστεί».
Η Κλίο αναρωτήθηκε αν ήταν η ιδέα της ή αν όλοι φάνηκαν πράγματι
ανακουφισμένοι. Ο ταγματάρχης και ο σερ Τζέιμς θα μπορούσαν να στα-
ματήσουν τη συζήτηση μαζί της και ο Κουίν με το δόκτορα Κεντ θα είχαν
την ελπίδα να γλιτώσουν για μερικά λεπτά απ’ τις απόψεις του πατέρα της
για την αρχιτεκτονική των ναών.
Ο σερ Τζέιμς κάθισε στην κεφαλή του τραπεζιού και της έκανε νόημα να
καθίσει στα δεξιά του. Ο Κουίν κάθισε στην απέναντι άκρη, με τον πατέρα
της στα δεξιά του, ο ταγματάρχης κάθισε δίπλα στην Κλίο και ο δόκτωρ
Κεντ στη θέση που απέμενε, απέναντι απ’ τον πατέρα της.
Η Κλίο κοίταξε τη σειρά απ’ τα μαχαιροπίρουνα. Από έξω προς τα μέσα ή
από μέσα προς τα έξω; Ή τυχαία; Και γιατί χρειάζονταν τρία ποτήρια ο κα-
θένας;
Οι σουπιέρες βγήκαν στο τραπέζι και μοιράστηκαν τα πιάτα για τη σού-
πα. Τουλάχιστον μπορούσε να καταλάβει ποιο κουτάλι θα έπρεπε να χρη-
σιμοποιήσει για τη σούπα.
Με κάποιον τρόπο κατάφερε να τα βγάλει πέρα με τη σούπα και με τα
τρία επόμενα πιάτα χωρίς, κατά τα φαινόμενα, να διαπράξει κανένα τρο-
μερό κοινωνικό ολίσθημα, αν και όφειλε να ομολογήσει ότι ύστερα από
δύο ακόμα ποτήρια κρασιού, κάποιες μικρές λεπτομέρειες ίσως και να της
ξέφευγαν. Ανακάλυπτε ότι το αλκοόλ ήταν δυνατό πράγμα και ότι σίγου-
ρα βοηθούσε στην προσπάθειά της να μιλήσει περί ανέμων και υδάτων.
Μάλιστα, ένιωθε αόριστα φιλικά για τον ταγματάρχη και ξέχασε τους φό-
βους της ότι θα έλεγε κάτι που δε θα έπρεπε. Τι σημασία είχε τι θα σκέ-
φτονταν οι άλλοι;
Ο δόκτωρ Κεντ και ο Κουίν εμπόδισαν τον πατέρα της να μονοπωλήσει
τη συζήτηση, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να την εντυπωσιάσουν οι
διπλωματικές ικανότητες του Κουίν. Και ο Κουίν δεν άφησε τον παραμικρό
υπαινιγμό, είτε με λόγια είτε με κάποιο βλέμμα, ότι θα μπορούσε να είχε
συμβεί εκείνο το απόγευμα ανάμεσά τους κάτι το άπρεπο. Ήξερε ότι θα
έπρεπε να χαίρεται, παρόλο που δεν περίμενε ότι θα ξανάβλεπε κανέναν
απ’ τους υπόλοιπους απ’ τη στιγμή που θα έφευγε απ’ το στρατόπεδο.
Μια ευχάριστη αίσθηση ελαφρότητας είχε αρχίσει να την κυριεύει.
«Γιατί αγγίζεις το μέτωπό σου με τη ράχη της παλάμης σου;» τη ρώτησε
ψιθυριστά ο Κουίν.
«Εσύ γιατί με κατασκοπεύεις;» αντέτεινε εκείνη.
«Δεν έκανα τίποτα τέτοιο. Έκανα φανερά το γύρο του τραπεζιού».
«Αν θέλεις να μάθεις, έλεγχα αν έχω πυρετό. Νιώθω κάπως... ζαλισμέ-
νη».
Ο Κουίν της έπιασε τον καρπό και έλεγξε το σφυγμό της. «Δεν έχεις πυ-
ρετό, είσαι πιωμένη, Κλίο».
«Πιωμένη;» ρώτησε η Κλίο και, με κάποιον τρόπο, κατάφερε να το κάνει
χαμηλόφωνα. Οι υπόλοιποι μιλούσαν μεταξύ τους και θυμήθηκε αόριστα
ότι οι κυρίες αποσύρονταν μετά το δείπνο, ώστε οι άντρες να μπορέσουν
να χαλαρώσουν και να πιούν κάτι. Και, σίγουρα, να ανταλλάξουν πικάντικες
ιστορίες. Κρίμα, θα ήθελα να ακούσω μια πικάντικη ιστορία.
«Πιωμένη, μισομεθυσμένη, ζαλισμένη», ψιθύρισε ο Κουίν. «Δεν έχεις ξα-
ναπιεί άλλη φορά;» Στα επιδέξια χείλη του σχηματίστηκε ένα χαμόγελο,
όμως ήταν καθησυχαστικό, όχι κοροϊδευτικό. Την έπιασε αγκαζέ, ενώ ε-
κείνη κουνούσε το κεφάλι αρνητικά. Και ύστερα ευχήθηκε να μην το είχε
κάνει. «Νομίζω ότι είναι ώρα να σας συνοδεύσω στο δωμάτιό σας, μις Γού-
ντγουορντ. Θα πρέπει να είστε εξαντλημένη μετά τα γεγονότα των τελευ-
ταίων ημερών», είπε και την οδήγησε προς την πόρτα. «Σερ Τζέιμς, κύριοι,
νομίζω ότι η μις Γούντγουορντ θα πρέπει να ξεκουραστεί και, αφού δεν
υπάρχουν άλλες κυρίες να της κρατήσουν συντροφιά, θα τη συνοδεύσω
εγώ».
Κεφάλαιο 13
«H μαντάμ Ντα Σότα κάνει ό,τι μπορεί για να με βασανίζει. Αυτά τα ρού-
χα». Η Κλίο έδειξε τη φούστα του φορέματος της με την ψηλή μέση. «Τα
παπούτσια. Οι καταραμένες κάλτσες και οι καλτσοδέτες. Όλα τσιμπάνε
και πρέπει να τα κρατάω για να μην τα παίρνει ο αέρας. Και δεν επιτρέπε-
ται να παραπονεθώ, γιατί αυτό δεν ταιριάζει σε μια λαίδη και, φυσικά,
πρέπει να τα φοράω. Δε θα έπρεπε να σου μιλάω για κάλτσες και καλτσο-
δέτες. Ήταν πολύ πιο εύκολα όταν μπορούσα να φοράω ό,τι ήθελα και να
βάζω από πάνω μια κελεμπία».
Ο Κουίν προσπάθησε να φανταστεί την Κλίο στο Άλμακ’ς ντυμένη αιγυ-
πτιακά και διαπίστωσε ότι δεν του ήταν καθόλου δύσκολο. Συγκράτησε
το χαμόγελο που ένιωσε να ανεβαίνει στα χείλη του και έκανε χώρο για να
σταθεί η Κλίο πλάι του στην κουπαστή. Ο αγκώνας της πίεζε το δικό του,
κάτι που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Όπως δεν μπορούσε να αγνοήσει ού-
τε εκείνη.
«Όμως τα πάτε καλά με τη μαντάμ, σωστά;» ρώτησε. «Φυσικά, ως σύζυ-
γος εμπόρου, δεν ανήκει στην καλή κοινωνία του Λονδίνου, αναμφισβήτη-
τα όμως είναι μια αξιοπρεπής συνοδός».
«Είναι ευγενική», συμφώνησε η Κλίο. «Όμως δε σταματάει στιγμή να μι-
λάει και δεν είμαι συνηθισμένη σ’ αυτό. Εσύ είσαι πολύ πιο ήσυχος». Ο α-
γκώνας της σταμάτησε να πιέζει το δικό του όταν τον έπιασε αγκαζέ και
έγειρε στον ώμο του. Με εμπιστεύεται. «Πού θα πρέπει να αγοράσω ένα
σπίτι για να μείνω;»
«Στο Λονδίνο ίσως; Συνηθίζεται περισσότερο να νοικιάζει κανείς, ακόμα
κι έτσι όμως, ένα σπίτι σε καλή περιοχή θα είναι πολύ ακριβό. Υπάρχουν
όμως σπίτια στα οποία μπορεί κανείς να νοικιάσει έναν ολόκληρο όροφο,
σαν διαμέρισμα». Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στο να μην αναφέρει λε-
πτομέρειες, να μιλάει αόριστα. Ακόμα κι έτσι ωστόσο, ένιωθε πολύ άσχη-
μα που ύφαινε αυτό τον ιστό από ψέματα, όταν το πρώτο που θα έπρεπε
να κάνει όταν θα έφταναν στο Λονδίνο θα ήταν να τη βάλει σε μια άμαξα
και να την πάει στον παππού της. Πού ήταν η τιμή σε όλα αυτά; Μήπως η
νόθα καταγωγή του τον εμπόδιζε να δει τον έντιμο δρόμο καθαρά, όμως
κατάφερναν προφανώς να κάνουν οι ανώτεροι του;
«Ώστε λοιπόν το Λονδίνο είναι πολύ ακριβό;» Η Κλίο είχε ακουμπήσει
αθώα πάνω του, σαν να ήθελε να την προστατεύσει με το σώμα του από
τον άνεμο.
Αδυνατούσε να καταλάβει πώς η Κλίο είχε καταφέρει να ξεχάσει εκείνες
τις τόσο προσωπικές στιγμές που είχαν μοιραστεί στο στρατόπεδο, έξω
από το Κάιρο. Εκείνος σίγουρα δεν μπορούσε να το κάνει, όμως η Κλίο έ-
δειχνε άνετη, σαν να μην ενδιαφερόταν για τα χάδια και τα φιλιά που εί-
χαν μοιραστεί.
«Πολύ ακριβό», απάντησε, πιέζοντας τον εαυτό του να επιστρέψει στο
παρόν. «Ενοίκιο, υπηρέτες, έξοδα διαβίωσης».
«Α. Εσύ έχεις σπίτι στο Λονδίνο;»
«Έχω ένα διαμέρισμα στο Άλμπανι, όπου ως επί το πλείστον υπάρχουν
διαμερίσματα για κυρίους που έχουν ανάγκη από ένα προσωρινό κατάλυ-
μα. Βρίσκεται λίγο πιο πέρα από το Πικαντίλι, στην περιοχή του Σεντ
Τζέιμς».
«Όμως θα αγοράσεις σπίτι όταν θα παντρευτείς;» ρώτησε η Κλίο κι εκεί-
νος ένευσε καταφατικά. «Ολόκληρο; Τότε είσαι πλούσιος». Ο Κουίν κού-
νησε το κεφάλι αρνητικά και η Κλίο γέλασε. «Α, θα πάρεις πλούσια σύζυ-
γο».
«Ίσως». Αναμφισβήτητα, η λαίδη Κάρολαϊν θα είχε πολύ καλή προίκα,
στην οποία ίσως να συμπεριλαμβανόταν ένα σπίτι στο Λονδίνο. Ο πατέρας
της, ο κόμης του Κάμντεν, είχε το σπίτι που βρισκόταν απέναντι και δια-
γώνια απ’ το σπίτι του δικού του πατέρα. Χαμογέλασε σαρκαστικά όταν
σκέφτηκε την αντίδραση του πατέρα του σε περίπτωση που θα έφτιαχνε
το δικό του σπίτι εκεί. Ο κούκος της φωλιάς θα είχε βρεθεί με μια πολλά
υποσχόμενη καριέρα, μια αξιαγάπητη σύζυγο και αριστοκρατικά πεθερικά
-αυτό θα έτσουζε.
«Και μόνο που τη σκέφτεσαι, χαμογελάς». Η Κλίο έσκυψε μπροστά και
τον κοίταξε στα μάτια. Το αεράκι είχε κάνει τα μάγουλά της να κοκκινί-
σουν, τα μάτια της έλαμπαν και τα μαλλιά της ανέμιζαν, κάνοντάς τη να
μοιάζει με πλάσμα που είχε βγει από κάποιο μύθο.
«Σκεφτόμουν ότι μοιάζεις με μαινάδα με τα μαλλιά σου να ανεμίζουν
έτσι».
«Με μια τρελή ακόλουθο του Διόνυσου;» ρώτησε η Κλίο και γέλασε. Φυ-
σικό ήταν να γνωρίζει όλους τους αρχαίους μύθους. «Αναρωτιέμαι αν αυτό
είναι κολακευτικό. Θα μου άρεσε να ζω σε μια κατάσταση φρενίτιδας, γε-
μάτη παράξενα τελετουργικά; Το σίδερο δε θα με πλήγωνε, ούτε η φωτιά
θα μπορούσε να με κάψει. Θα δάμαζα άγριους ταύρους και θα κομμάτιαζα
άντρες μέχρι θανάτου με τα γυμνά χέρια μου, θα έβγαζα απ’ τα βράχια
κρασί, μέλι και γάλα».
Σταγόνες απ’ τα νερά που τίναζε η πλώρη του καραβιού έπεσαν πάνω
τους. Ο Κουίν, χωρίς να το σκεφτεί, τράβηξε την Κλίο στην αγκαλιά του για
να την προστατεύσει και συνειδητοποίησε ότι τον μάγευαν η ομορφιά και
το αδάμαστο πνεύμα της. Στο φόντο της γαλανής θάλασσας, τα μαλλιά
της ανέμιζαν σαν να είχαν δική τους ζωή. Τα μάτια της ήταν ανοιγμένα
διάπλατα, το βλέμμα της ατίθασο κι εκείνη γελούσε ευτυχισμένη. Ελεύθε-
ρη, μοναδική.
Οι μαινάδες παρέσυραν τους άντρες στα δάση με τους προκλητικούς
χορούς τους κι ύστερα τους ρίχνονταν, μέχρι που το αίμα τους πότιζε τη
γη. Παρασυρμένος απ’ τη μαγεία της στιγμής, τον άνεμο και τη θάλασσα,
καταλάβαινε γιατί οι άντρες έπαιρναν ένα τέτοιο ρίσκο.
Έσφιξε την Κλίο στην αγκαλιά του, έσκυψε το κεφάλι και στα ρουθού-
νια του έφτασαν οι μυρωδιές από το γάλα και το μέλι στα χείλη της, οι μυ-
ρωδιές από τα βότανα και το γρασίδι κάτω απ’ τα γυμνά πέλματά της, στ’
αυτιά του έφτασαν τα μουγκρητά των ταύρων που επρόκειτο να θυσια-
στούν.
Κάνε της έρωτα, φώναζε το ένστικτό του. Κανείς δε θα το μάθει. Θέλετε ο
ένας τον άλλον... Το χώμα χάθηκε κάτω από τα πόδια του και έγινε το ξύλι-
νο κατάστρωμα ενός πλοίου. Οι νυχτερινές μυρωδιές του δάσους έγιναν οι
μυρωδιές των ποτισμένων με πίσσα σχοινιών, της αρμύρας της θάλασσας,
τα μουγκρητά των ταύρων αντικαταστάθηκαν από το θόρυβο των πανιών
και τα κρωξίματα ενός γλάρου.
«Θα πέσουμε στη θάλασσα έτσι όπως κουνάει το πλοίο», είπε και ξαφ-
νιάστηκε από το πόσο σταθερή ήταν η φωνή του. «Αλλάξαμε ρότα, γι’ αυ-
τό κουνάει τόσο το πλοίο. Έλα να καθίσεις σ’ αυτό το κάλυμμα της κατα-
πακτής -θα είναι πιο ασφαλές».
Η Κλίο τον κοιτούσε με τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια της, το πρόσω-
πό της είχε χλομιάσει ελαφρά, τα χείλη της ήταν μισάνοιχτα. Είχε νιώσει κι
εκείνη την ασυγκράτητη, απερίσκεπτη έλξη που υπήρχε ανάμεσά τους.
Ευτυχώς που βρισκόμαστε σε πλοίο, σκέφτηκε ο Κουίν. Δεν έχουμε πουθενά,
να πάμε, κανένα μέρος στο οποίο θα μπορούσαμε να μείνουμε μόνοι μας. Δεν
υπάρχει κίνδυνος να ξεφύγει το πράγμα, από τον έλεγχό μου.
«Τα ρούχα μου έχουν βραχεί», είπε η Κλίο. «Θα πάω ν’ αλλάξω. Φαντά-
ζομαι ότι θα βρεθούμε στο δείπνο».
Ο Κουίν την παρακολούθησε να φεύγει και πίεσε τον εαυτό του να σκε-
φτεί λογικά. Δεν μπορούσε να αποπλανήσει την εγγονή ενός δούκα -αν
και, κατά τα φαινόμενα, δε θα χρειαζόταν να καταφύγει σε τακτικές απο-
πλάνησης. Και ειδικά, δεν μπορούσε να αποπλανήσει την εγγονή του συ-
γκεκριμένου δούκα.
Το πλοίο τινάχτηκε ξανά και άλλαξε και πάλι ρότα. Ο Κουίν άρχισε να
βαδίζει πάνω κάτω στο κατάστρωμα, ώστε να ξεχαστεί. Αφήνοντας στην
άκρη την ηθική πλευρά του θέματος, βρισκόταν σε μια αποστολή και δεν
μπορούσε να τη βάλει σε κίνδυνο εξαιτίας των σαρκικών επιθυμιών του,
με την ίδια λογική με την οποία δε θα μπορούσε να δεχτεί χρήματα από
μια ξένη δύναμη ή να φλυαρεί για κρατικά μυστικά.
Αν θέλεις να είσαι απόλυτα ρεαλιστικός, σκέφτηκε, δεν έχεις το περιθώριο
να τα θαλασσώσεις αυτή τη φορά. Είχε εργαστεί πολύ σκληρά για να φτάσει
στο σημείο όπου βρισκόταν εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσε να ρισκά-
ρει τα πάντα για μερικά κλεφτά φιλιά και, ίσως, μερικές φλογερές στιγμές
σε κάποια άδεια καμπίνα. Θα ήταν τρέλα. Ήταν ένας νόθος που προσποι-
ούνταν ότι διέθετε ευγενική καταγωγή. Κάποια μέρα, με την κατάλληλη
σύζυγο στο πλευρό του, με σκληρή δουλειά και καλή τύχη, θα έφτανε
στην κορυφή του επαγγέλματος του, θα υπηρετούσε τη χώρα του καλά,
θα κέρδιζε το δικό του τίτλο, θα αποκτούσε γιους να τον διαδεχτούν και
θα απαλλασσόταν από το στίγμα που ένιωθε να τον βαραίνει, όσο κι αν η
καλή κοινωνία, ευγενικά, έδειχνε να αγνοεί τους ψιθύρους για την κατα-
γωγή του.
Και θα έπρεπε να πιστέψει ότι αυτό ήταν το καλύτερο για την Κλίο, πα-
ρά την πιθανότητα να προσπαθούσε εκείνη να το σκάσει όταν θα ανακά-
λυπτε ότι θα την παρέδιδε στον παππού της και ότι δε θα είχε την ανεξάρ-
τητη ζωή που φανταζόταν. Ήταν μια νεαρή λαίδη με αριστοκρατική κατα-
γωγή, όσο αντισυμβατικά κι αν ήταν τα παιδικά της χρόνια, και είχε μια
θέση στην υψηλή κοινωνία. Αυτό ήταν το πεπρωμένο της, διαβεβαίωσε ο
Κουίν τον εαυτό του, και είχε καθήκον απέναντι της να φροντίσει ώστε να
πάρει αυτή τη θέση. Του είχε σώσει τη ζωή και τον είχε εμπιστευθεί αρκε-
τά ώστε να μην τον προδώσει στον Λορέν.
Ευχόταν απλώς η δυσάρεστη αίσθηση ότι έκοβε τα φτερά ενός γερακιού
και το έκλεινε σ’ ένα κλουβί να χανόταν. Αν μόνο δε χρειαζόταν να την ε-
ξαπατήσει.
***
«Πόσο θα μείνουμε στις Συρακούσες;» ρώτησε η Κλίο ενώ το πλοίο α-
γκυροβολούσε στον κόλπο. Έγειρε το παρασόλι που της είχε δανείσει η
μαντάμ Ντα Σότα ώστε να προστατεύσει τα μάτια της απ’ τον ήλιο και
κοίταξε την πόλη που πρόβαλλε χτισμένη στο λόφο.
«Το πλοίο θα φύγει αύριο, αφού πάρει νερό και ξεφορτώσει κάποια ε-
μπορεύματα. Εγώ θα χρειαστώ μερικές ώρες για να κάνω κάποιες επισκέ-
ψεις. Δε βλέπω κανένα λόγο για να βγεις εσύ στη στεριά, μις
Γούντγουορντ». Ο Κουίν την κοίταξε κι ύστερα κοίταξε και πάλι το γράμμα
που του είχαν μόλις παραδώσει.
«Θα ήθελα να κάνω μερικά ψώνια, να ξεπιαστώ, να δω τα αξιοθέατα»,
είπε η Κλίο κοφτά και χαμογέλασε, ώστε να απαλύνει τις εντυπώσεις. Το
χαμόγελό της πήγε χαμένο στον Κουίν, που δίπλωσε το γράμμα και το έ-
βαλε στην τσέπη του σακακιού του.
«Δε χρειάζεσαι τίποτα, έχεις όλο το κατάστρωμα στη διάθεσή σου για να
ξεπιαστείς και τα αξιοθέατα στις Συρακούσες είναι γεμάτα ναύτες, ζητιά-
νους, πορτοφολάδες και τα κατακάθια μιας ντουζίνας λαών». Την κοίταξε,
καταφέρνοντας με δυσκολία να συγκρατεί τον εκνευρισμό του. «Δεν έχω
το χρόνο να σε συνοδεύσω και δε γνωρίζω αρκετά καλά το πλήρωμα ώστε
να εμπιστευτώ οποιοδήποτε από τα μέλη του».
«Δεν μπορεί να είναι χειρότερα απ’ το Κάιρο».
«Πράγματι. Κανείς δεν πολιορκεί τις Συρακούσες, δε μοιάζει να υπάρ-
χουν συγκρούσεις στους δρόμους και πιστεύω ότι δε μαστίζεται απ’ την
πανούκλα, όμως το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για πολλές πόλεις της Μεσογεί-
ου και δε θα ήθελα να τριγυρνάς σε καμιά απ’ αυτές».
Ο Κουίν έδειχνε εξωφρενικά γυμνασμένος, υγιής και εμφανίσιμος. Ο ά-
ντρας με τα ανακατεμένα από τον άνεμο μαλλιά που έκανε βόλτες στο
κατάστρωμα και, πού και πού, ανέβαινε στα κατάρτια, τώρα ήταν φρο-
ντισμένος και πολύ εμφανίσιμος, Όχι ότι είχε σκοπό να του δείξει ότι σκε-
φτόταν κάτι τέτοιο.
«Γιατί ντύθηκες έτσι;» ρώτησε κι έδειξε το άψογο λευκό του πουκάμισο,
το παντελόνι του που έφτανε ως τα γόνατα, τις μαύρες κάλτσες του, τα
παπούτσια με τις πόρπες και το παράξενο, χαμηλό καπέλο που κρατούσε
κάτω απ’ τις παλάμες του. Κάτω από την άκρη του σακακιού του διακρι-
νόταν η θήκη ενός σπαθιού που κρεμόταν από μια κεντημένη, διαγώνια
φορεμένη στον ώμο του ζώνη.
«Θα πάω να δω τον εκπρόσωπο του βασιλιά στη Νάπολη και αυτή είναι
η σωστή εμφάνιση για μια επίσημη επίσκεψη», είπε ο Κουίν και, όταν την
είδε να σμίγει τα φρύδια, αποκρυπτογράφησε σωστά τη σημασία της έκ-
φρασής της. «Αποτελεί πάντα καλή διπλωματική κίνηση να γνωστοποιεί
κανείς την παρουσία του αντί να μπαίνει και να βγαίνει σαν κλέφτης από
ένα λιμάνι. Αυτό, απλώς, κινεί υποψίες».
Η Κλίο κοίταξε την απλή φούστα της, που είχε ράψει μια μοδίστρα στο
Κάιρο, με βάση τις περιγραφές της μαντάμ Ντα Σότα για τη μόδα που επι-
κρατούσε στο Παρίσι και το Λονδίνο. Αυτή η πόλη με τον Βουρβόνο βασι-
λιά και το εμπόριο που άνθιζε, θα είχε σίγουρα καταστήματα ενημερωμέ-
να σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας. Δεν υπήρχε χρόνος για να
ράψει κάτι, ίσως όμως να μπορούσε να αγοράσει υφάσματα, να φτιάξει
πατρόν και να ράψει κάτι μόνη της.
Ο Κουίν θα πρέπει να άκουσε τον αναστεναγμό της. «Θα είμαι απασχο-
λημένος όλη τη μέρα. Δεν έχω το χρόνο να σε συνοδεύσω, Κλίο. Έτσι θα
πρέπει να βρεις κάτι να κάνεις στο πλοίο».
Η Κλίο παρακολούθησε τον Κουίν να μιλάει με τον καπετάνιο ενώ περί-
μενε τη βάρκα που θα τον έβγαζε στη στεριά και σκέφτηκε ότι δε θα ξαφ-
νιαζόταν αν του έλεγε να μην της επιτρέψει να αποβιβαστεί.
Εξοργιστικός, αλλά όχι ανυπόφορος, αποφάσισε ενώ κατευθυνόταν στην
καμπίνα της. «Μάγκι;»
«Μάλιστα, μις;» Η Μάγκι πρόβαλε απ’ την καμπίνα που μοιραζόταν με
την καμαριέρα της μαντάμ Ντα Σότα. «Η μαντάμ είναι ξαπλωμένη, έχει
πονοκέφαλο».
«Μάγκι, έχεις ακόμα καλές σχέσεις μ’ εκείνον το ναύτη που φλερτά-
ρεις;»
«Το λοστρόμο; Ναι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι σχέσεις μας είναι
φιλικές».
«Αρκετά φιλικές ώστε να μας βγάλει στη στεριά με μια βάρκα χωρίς, ας
πούμε, να το πει στον καπετάνιο;»
«Ο λόρδος δεν είναι συνεργάσιμος; Θα δω τι μπορώ να κάνω».
***
Μισή ώρα αργότερα η βάρκα έφτανε στην προκυμαία και η Κλίο έβγαινε
στη στεριά. Έδωσε το χέρι της στη Μάγκι για να τη βοηθήσει. «Από δω»,
είπε. «Από δω πήγε ο λόρδος Κουίντους. Αν ο εκπρόσωπος του βασιλιά ζει
σ’ αυτή την περιοχή, τότε είμαι σίγουρη ότι θα είναι η καλύτερη της πό-
λης». Άνοιξε το παρασόλι της. «Και θα υπάρχουν ζαχαροπλαστεία όπου θα
μπορούμε να πιούμε καφέ πριν ξεκινήσουμε».
Ο δρόμος ανέβαινε στριφογυριστός στο λόφο, γεμάτος ντόπιους. Η Κλίο
ανέσυρε από τη μνήμη της τα σκουριασμένα ιταλικά της και προσπάθησε
να θυμηθεί την προφορά. Υπήρχαν ενδιαφέροντα μικρά μαγαζιά και πά-
γκοι εμπόρων, ο κόσμος έδειχνε χαρούμενος και απασχολημένος και δεν
υπήρχε τίποτα το ανησυχητικό, όπως είχε αφήσει να εννοηθεί ο Κουίν.
Απλώς προσπαθούσε να με κρατήσει στο πλοίο, σκέφτηκε ενώ έμπαιναν σε
μια μεγάλη, οκτάγωνη πλατεία, με ψηλά, πέτρινα κτίρια στα δεξιά τους.
«Ορίστε», είπε η Κλίο κι έδειξε μερικές κομψές κυρίες που έμπαιναν σε
ένα κατάστημα. «Μυρίζεις τον καφέ; Θα ξεκινήσουμε από εκεί. Ίσως ακό-
μα και να αγοράσω μερικά γλυκά για το λόρδο, ώστε να του δείξω ότι δεν
του κρατάω κακία που έκανε τόση φασαρία χωρίς λόγο»
***
Ο Κουίν βγήκε απ’ το παλάτσο στην πλατεία του καθεδρικού ναού και
άρχισε να συντάσσει νοερά μια επιστολή, ενώ στριφογυρνούσε τους πια-
σμένους ώμους του. Το αποπνικτικό πρωτόκολλο της αυλής των Βουρβό-
νων, η ανάγκη να σκεφτεί τα όσα άκουγε, παρακάμπτοντας τα επίπεδα
της τυπικής ευγένειας και των ψεμάτων, η ζέστη του ιταλικού απογεύμα-
τος, όλα αυτά είχαν ως συνέπεια να νιώθει πόνο πίσω από τα μάτια και
πιάσιμο στον αυχένα. Η πλατεία, τριγυρισμένη από τα πέτρινα κτίρια και
στρωμένη με την ίδια λευκή πέτρα αντανακλούσε τη ζέστη και το φως
που τον ζάλιζαν.
Ένιωθε ανήσυχος και κάθε άλλο παρά ικανοποιημένος, παρόλο που η
συνάντηση είχε πάει καλά, Παγιδευμένος, αυτή ήταν η σωστή λέξη. Πράγμα
ανόητο, αφού απολάμβανε το ρόλο του διπλωμάτη, τα ευγενικά υπονο-
ούμενα με τα διπλά νοήματα και ήξερε ότι ήταν καλός σ’ αυτήν. Απολάμ-
βανε ακόμα και τις τυπικότητες και τα τελετουργικά όταν εκτελούνταν
καλά.
Μάλλον του έλειπε η σωματική άσκηση, σκέφτηκε ενώ έστριβε σε μια
σκιερή αλέα. Θα του άρεσε να κολυμπούσε λίγο, όμως το νερό του λιμα-
νιού δε θα ήταν και το καλύτερο για να κολυμπήσει σ’ αυτό. Ίσως να υ-
πήρχε χρόνος να πάρει μια βάρκα, να προχωρήσει λίγο κατά μήκος της
ακτής και να βρει κάποιον κόλπο με καθαρά νερά και λευκή αμμουδιά...
Στ’ αυτιά του έφτασε μια μακρινή κραυγή. Ίσως να ήταν η φωνή κά-
ποιου παιδιού ή ενός γλάρου, ωστόσο είχε κάτι που τον έκανε να σταμα-
τήσει να σκέφτεται τα δροσερά νερά. Ακούστηκε και πάλι, πιο δυνατά αυ-
τή τη φορά. Αϊούτο!
Βοήθεια! Η φωνή ανήκε σε γυναίκα. Θα ανταποκρινόταν έτσι κι αλλιώς
στο κάλεσμά της, όμως η φωνή τού ακουγόταν γνώριμη, παρόλο που ή-
ταν τόσο δυνατή και παρόλο που μιλούσε ιταλικά, σε τέτοιο βαθμό ώστε
ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Η Κλίο. Άρχισε να τρέχει, βρίζοντας τα στενά, επί-
σημα παπούτσια του που γλιστρούσαν στο πλακόστρωτο και στα νερά
που κατέβαζαν οι υδρορροές. Η φωνή ακούστηκε ξανά, πιο κοντά. Δεν
υπήρχε αμφιβολία ότι ανήκε στην Κλίο. Πληροφορούσε κάποιον στα ιτα-
λικά ότι ανάμεσα στους προγόνους του συμπεριλαμβάνονταν ένα γαϊδού-
ρι και μια καμήλα και ότι θα μετάνιωναν που βρέθηκαν στο δρόμο της.
Ο Κουίν χαμογέλασε στρίβοντας στην τελευταία γωνία. Βρέθηκε σε μια
πλατεία τόσο μικρή, που θύμιζε μεγάλη αυλή. Ήταν έρημη, με εξαίρεση
τέσσερις άντρες που έμοιαζαν με ψαράδες και την Κλίο, που κρατούσε ένα
μαχαίρι στο χέρι. Η Μάγκι ήταν πεσμένη στα γόνατα, γυμνώνοντας τα δό-
ντια της στους άντρες. Άκουσε πάνω απ’ το κεφάλι του ένα παντζούρι να
κλείνει. Δε θα έπρεπε να περιμένει βοήθεια απ’ τους ντόπιους.
Οι ψαράδες μετακινήθηκαν και άνοιξαν τον κύκλο τους όταν τον είδαν.
Κινούνταν με την άνεση αντρών συνηθισμένων σε καβγάδες, που τους χα-
ροποιούσε η προοπτική ενός τσακωμού.
«Κουίν!» Η Κλίο του έριξε μια βιαστική ματιά κι ύστερα έστρεψε και πάλι
την προσοχή της στους ψαράδες. «Θέλουν τις τσάντες μας κι ό,τι άλλο
μπορείς να φανταστείς. Η Μάγκι χτύπησε τον αστράγαλό της. Ο κοντός με
το μπλε μαντίλι είναι ο αρχηγός. Δε δείχνουν να μιλάνε αγγλικά».
Έκανε την αναφορά της λιτά και περιεκτικά, σαν στρατιώτης που επέ-
στρεφε από αναγνώριση, δίνοντας όλες τις χρήσιμες πληροφορίες, χωρίς
υστερίες. Ο Κουίν τράβηξε το επίσημο σπαθί του από τη θήκη του. Η α-
τσάλινη λεπίδα του ήταν λεπτή κι έμοιαζε εύθραυστη.
«Λο κιάμι ούνα σπάντα;» Ο ψαράς με το μπλε μαντίλι τράβηξε μια λεπίδα
από τη ζώνη του, ένα βαρύ μαχαίρι, που έδειχνε ικανό να ξεκοιλιάσει έναν
τόνο με ένα χτύπημα.
«Ναι, το αποκαλώ σπαθί», είπε ήρεμα ο Κουίν στα ιταλικά, ενώ οι άλλοι
τρεις ψαράδες έβγαζαν επίσης τα μαχαίρια τους, που ήταν εξίσου μεγάλα
και απειλητικά. «Μπορείς να δημιουργήσεις έναν αντιπερισπασμό;» συνέ-
χισε στα αγγλικά.
Η Κλίο, χωρίς να πει λέξη, έσκυψε, πήρε μια χούφτα χώμα και την πέτα-
ξε στον ψαρά που βρισκόταν πιο κοντά της, έναν παχύ, απατηλά ευχάρι-
στο άντρα. Εκείνος τίναξε το χώμα, γέλασε κι ύστερα παραπάτησε προς τα
πίσω όταν η Κλίο του πέταξε μια πέτρα. Ο δεύτερος ψαράς της όρμησε κι
εκείνη τον χτύπησε με το μαχαίρι της, χτυπώντας τον στην ανάστροφη
της παλάμης. Ο ψαράς τραβήχτηκε πίσω βρίζοντας.
«Είπα να δημιουργήσεις έναν αντιπερισπασμό, όχι να ξεκινήσεις πόλε-
μο», είπε ο Κουίν γελώντας κι ύστερα όρμησε στον τέταρτο ψαρά, που είχε
γυρίσει να δει τι έκανε η Κλίο, αφήνοντας ακάλυπτη την αριστερή πλευρά
του.
Το σπαθί του Κουίν ήταν ελαφρύ, λεπτό, ευάλωτο σε χτυπήματα από
βαρύτερα όπλα, όμως ήταν εξαιρετικό στο να καρφώνει αντιπάλους. Η
λεπίδα του βυθίστηκε στο μπράτσο του ψαρά με τόση ευκολία, ώστε ο
ψαράς δε φώναξε παρά μόνο όταν ο Κουίν την έβγαλε με μια άνετη, επιδέ-
ξια κίνηση ξιφομάχου. Κι όταν ο ψαράς γύρισε προς το μέρος του, τον
χτύπησε στο πρόσωπο. Τον πέτυχε ακριβώς εκεί που ήθελε, στο μέτωπο,
έτσι που το αίμα κύλησε στα μάτια του, τυφλώνοντάς τον.
Ένας αντίπαλος εκτός μάχης, όχι, δύο. Η Κλίο απέκρουε έναν ψαρά, ενώ
εκείνος που είχε χτυπήσει με την πέτρα ήταν πεσμένος στα γόνατα και
κάλυπτε το κεφάλι με τα μπράτσα του προσπαθώντας να το προστατεύ-
σει, ενώ η Μάγκι του πετούσε ό,τι μπορούσε να βρει, από πέτρες μέχρι ένα
ψόφιο αρουραίο.
Η Κλίο είχε δίκιο. Ο ψαράς με το μπλε μαντίλι ήταν ο αρχηγός. Τραβή-
χτηκε πίσω, κοίταξε γύρω του κι άφησε εκείνον με τη χτυπημένη παλάμη
να συνεχίσει τη μάχη.
«Βάλτε το στα πόδια όσο ακόμα μπορείτε, φίλοι μου», τους συμβούλευ-
σε ο Κουίν κι άλλαξε στάση, ώστε να μπορεί να ελέγχει ταυτόχρονα και
τους δύο ψαράδες. Είχε το σπαθί του υψωμένο, με τον τρόπο που δίδα-
σκαν τα εγχειρίδια. Ήθελε να πιστέψουν οι ψαράδες ότι ήταν ξιφομάχος
του γυμναστηρίου, χωρίς πολεμική πείρα. Ο ψαράς με τη χτυπημένη πα-
λάμη, κατέβασε το μαχαίρι του και γύρισε. Ο Κουίν σήκωσε το σπαθί του
ώστε να μην τον εμποδίζει, γύρισε και κλότσησε με δύναμη τον ψαρά, που
σωριάστηκε στο πλακόστρωτο κρατώντας τα αχαμνά του και κάνοντας
εμετό. Το μαχαίρι του έπεσε στο πλακόστρωτο και η Κλίο το έπιασε και το
πέταξε στον Κουίν, που το έπιασε με το αριστερό του χέρι.
Πλέον δε θα είχε νόημα να συνεχίσει να προσποιείται ότι δεν ήξερε να
παλεύει βρόμικα. Ο ψαράς με το μπλε μαντίλι έβγαλε ένα κοντό κλομπ
από την τσέπη του και όρμησε χαμογελώντας με κακία, έτσι που φαίνο-
νταν τα λειψά δόντια του. Ήταν φανερό ότι δε χαιρόταν καθόλου που έ-
χανε το θήραμά του, πόσω μάλλον το ότι τρεις απ’ τους άντρες του είχαν
πληγωθεί, ωστόσο δε χωρούσε αμφιβολία ότι ανυπομονούσε να ξεκοιλιά-
σει τον Κουίν.
«Έλα», τον ενθάρρυνε ο Κουίν. «Ή είσαι ικανός να επιτίθεσαι μόνο σε
γυναίκες; Και χρειάζεσαι και τη βοήθεια των φίλων σου για...» Σταμάτησε
όταν ο ψαράς επιτέθηκε, χτυπώντας με το μαχαίρι του, ενώ ταυτόχρονα
χτυπούσε τη λεπίδα του σπαθιού με το κλομπ.
Μόλις το κλομπ άγγιξε τη λεπίδα, ο Κουίν πέταξε το σπαθί κάνοντας τον
ψαρά να χάσει την ισορροπία του. Αμέσως μετά γύρισε, αποφεύγοντας το
μαχαίρι. Κατέβασε κατόπιν το αριστερό του χέρι χτυπώντας τον ψαρά με
τη λαβή του μαχαιριού ανάμεσα στο λαιμό και στον ώμο κι ένιωσε την
κλείδα του να σπάει. Ο ψαράς έπεσε στα γόνατα και ο Κουίν τον χτύπησε
μ’ ένα δεξί κροσέ στο πιγούνι καθώς κατέρρεε.
Κεφάλαιο 15
Η Κλίο στεκόταν στο φινιστρίνι, με την πλάτη γυρισμένη στον Κουίν και
το βλέμμα καρφωμένο στο πολύβουο λιμάνι. «Ω, στην αρχή νόμιζα ότι τον
αγαπούσα, απ’ την άλλη όμως δεν είχα ιδέα από άντρες. Το μόνο πρότυπο
γάμου που είχα ήταν ο γάμος των γονιών μου, ήξερα όμως ότι κανείς δε θα
μπορούσε να ήταν τόσο εκκεντρικός και εγωιστής όσο ο πατέρας μου. Πί-
στευα ότι θα αποκτούσα έναν σύντροφο, έναν εραστή, έναν φίλο. Φυσικά,
η ζωή στο στρατόπεδο θα ήταν σκληρή, όμως ήμουν συνηθισμένη στη
σκληρή ζωή, διατεθειμένη να εργαστώ. Όμως τίποτα δεν ήταν όπως το
περίμενα».
«Δε σε αγαπούσε;»
«Φυσικά και όχι. Τώρα συνειδητοποιώ ότι ο Τιερί είχε διαταχτεί να με
παντρευτεί και συνειδητοποιώ και το γιατί. Έπρεπε απλώς να εξασφαλι-
στεί ότι τίποτα δε θα σταματούσε τη συνεργασία του πατέρα μου με τις
γαλλικές αρχές. Ο Τιερί δεν ήθελε μια ερωτοχτυπημένη παρθένα που κρε-
μόταν από πάνω του, αποζητώντας την αγάπη και την προσοχή του. Ήθε-
λε τις έμπειρες πόρνες του στρατοπέδου ή τις γυναίκες της πόλης που ήξε-
ραν πώς να ευχαριστούν έναν άντρα και το μόνο που απαιτούσαν ήταν
ένα νόμισμα».
«Θέλεις να πεις ότι είσαι ακόμα παρθένα;» ρώτησε ο Κουίν.
«Α, όχι. Γιατί να ξοδεύεις χρήματα για σεξ όταν μπορείς να το έχεις δω-
ρεάν στο σπίτι; Ο Τιερί με δίδαξε πώς να κάνω έρωτα, για μερικές υπέρο-
χες νύχτες μου έδειξε τις ηδονές που μπορούν να μοιραστούν ένας άντρας
και μια γυναίκα». Ένα μικρό ιστίοπλοϊκό πέρασε κοντά απ’ το πλοίο. Ο
κυβερνήτης του ήταν καθισμένος στο τιμόνι και δίπλα του καθόταν η σύ-
ζυγος ή η φιλενάδα του. Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι και η Κλίο άκουσε κα-
θαρά το γέλιο της πάνω απ’ τα γαλανά νερά. Ευτυχισμένοι εραστές.
«Τότε σταμάτησε να τον απασχολεί η δική μου ευχαρίστηση και ύστερα
από μερικές μέρες σταμάτησε να τον ενδιαφέρει αν ήμουν κουρασμένη,
αν πονούσα ή αν δεν ήθελα. Υπήρχα για να του μαγειρεύω, να πλένω τα
ρούχα του και για να καλύπτω... όποια ανάγκη του».
«Θέλεις να πεις ότι σε εξανάγκαζε;» Η φωνή του Κουίν είχε εκείνη την
επικίνδυνη ηρεμία που η Κλίο είχε ξανακούσει, στον Νείλο, στην πλατεία.
«Ναι». Το μικρό σκάφος είχε γυρίσει στον άνεμο και τώρα το ζευγάρι φι-
λιόταν. Νέο, ερωτευμένο, γεμάτο ελπίδες.
«Σε χτυπούσε».
«Τελικά το έκανε κι αυτό, ύστερα από μερικές μέρες όταν συνήλθα απ’
το σοκ και συνειδητοποίησε ότι ήμουν διατεθειμένη ν’ αντισταθώ στις
βρισιές και στις σπρωξιές του».
«Απίστευτο». Η φωνή του Κουίν ακούστηκε σιγανή σαν ψίθυρος. «Πόσο
καιρό κράτησε αυτό;»
«Ένα βράδυ. Απ’ την επομένη άρχισα να έχω πάντα μαζί μου ένα μαχαίρι
της κουζίνας. Ο Τιερί νόμιζε ότι δε θα το χρησιμοποιούσα, όμως έκανε λά-
θος. Τον χτύπησα στο μπράτσο και τότε αποφάσισε ότι ήμουν υπερβολικά
μεγάλος μπελάς και ξαναγύρισε στις πόρνες του. Η Κλίο ανασήκωσε τους
ώμους. «Από κει και πέρα δε με απασχολούσε περισσότερο απ’ τον πατέ-
ρα μου».
«Κλίο». Η φωνή του Κουίν ακούστηκε ακριβώς πίσω της. Δεν τον είχε
ακούσει να κινείται. «Κλίο, δεν είναι όλοι οι άντρες έτσι».
«Φυσικά και όχι», συμφώνησε εκείνη. «Ο πατέρας μου δεν άγγιξε ποτέ
τη μητέρα μου. Και είμαι σίγουρη ότι ούτε εσύ δε θα χτυπούσες ποτέ μια
γυναίκα. Όμως όλοι άντρες είστε εγωιστές, γι’ αυτό είμαι σίγουρη. Οι γάμοι
γίνονται με τους δικούς σας όρους, με βάση το πόσα χρήματα ή κτήματα
θα πάρετε για προίκα, για την άνεση και τη βολή σας και για να αποκτήσε-
τε διαδόχους».
Είναι δικό σου αυτό το σκάφος; αναρωτήθηκε όταν η κοπέλα στο σκάφος
βάλθηκε με αυτοπεποίθηση να κατεβάζει το πανί. Ήταν η προίκα σου;
«Και οι γυναίκες βρίσκουν στο γάμο προστασία και φροντίδα. Τα παιδιά
είναι δικά τους και απολαμβάνουν την αγάπη τους».
«Ναι». Η Κλίο γύρισε κι ακούμπησε στο τοίχωμα της καμπίνας. «Για όσο
κάνουν αυτό που περιμένουν από εκείνες οι σύζυγοί τους. Η γυναίκα υ-
πάρχει για να στηρίζει τη ζωή που θέλει να έχει ο άντρας».
Ο Κουίν στεκόταν τόσο κοντά της ώστε μπορούσε να διακρίνει τις απα-
λές συσπάσεις των μυώνων του κάτω απ’ την επιδερμίδα του, ενώ προ-
σπαθούσε να διατηρήσει την έκφρασή του ήρεμη, τον τόνο της φωνής του
λογικό. «Μας βάζεις όλους στο ίδιο καλάθι;»
«Εσύ μου είπες ότι σκοπεύεις να παντρευτείς κάποια επειδή είναι
κατάλληλη, ο πατέρας της διαθέτει επιρροή και θα πάρεις μεγάλη προίκα.
Την αγαπάς;» ρώτησε και ο Κουίν κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Τη γνωρί-
ζεις έστω;»
«Έχουμε γνωριστεί».
«Την κακομοίρα», είπε η Κλίο. Ο Κουίν έσμιξε τα φρύδια, όμως η Κλίο
συνέχισε: «Ας πάρουμε τον σερ Τζέιμς, που βρίσκεται στο στρατόπεδο,
έξω από το Κάιρο —πού είναι η σύζυγός του; Υποθέτω ότι θα τον περιμέ-
νει στο σπίτι, με τα παιδιά. Αναρωτιέμαι αν θα της άρεσε να ταξιδέψει».
«Κλίο, γίνεσαι παράλογη. Αυτό είναι ο γάμος, μια μοιρασιά που μπορεί
να μην είναι ακριβοδίκαιη, όμως ωφελεί και τα δύο μέρη», είπε ο Κουίν.
«Τότε δε θέλω να έχω καμία σχέση μ’ αυτήν».
«Θέλεις να είσαι εσύ η εγωίστρια».
«Όχι!» Η Κλίο τον χτύπησε στο στέρνο, σε μια προσπάθεια να τον λογι-
κέψει. «Θέλω να μοιράζομαι, να έχω μια ισότιμη σχέση με το σύντροφό
μου, να έχω τα δικά μου ενδιαφέροντα και τη δική μου ζωή και, ταυτό-
χρονα, να είμαι με έναν άντρα που θα αποτελώ κομμάτι της ζωής του. Θέ-
λω αυτό που νόμιζε ότι θα είχε η μητέρα μου όταν κλέφτηκε με τον πατέ-
ρα μου. Ξέρω καλά όμως ότι τρέφω μάταιες ελπίδες».
«Αρνείσαι λοιπόν ότι ο γάμος έχει και για τη γυναίκα πλεονεκτήματα;» Ο
Κουίν συνοφρυώθηκε. «Αξιοπρέπεια, προστασία, οικονομική ασφάλεια...»
«Παιδιά, σεξ;»
«Κλίο! Μια λαίδη δε μιλάει για το σεξ».
«Ακριβώς αυτό εννοώ κι εγώ. Ή, έστω, ένα απ’ τα πολλά που εννοώ. Θέ-
λω να κάνω έρωτα μαζί σου, όμως δεν πρέπει να το αναφέρω. Εσύ, από
την άλλη μεριά, μπορείς».
«Όχι σε μια ανύπαντρη λαίδη».
«Σε μια χήρα. Είχες ποτέ σχέση με χήρα;» ρώτησε η Κλίο και ο Κουίν έ-
σφιξε τα χείλη. «Ναι, το βλέπω ότι είχες».
«Όμως δε βρισκόταν υπό την προστασία μου, αυτό δε θα ήταν έντιμο».
«Άρα, στην πραγματικότητα, το θέμα είναι η δική σου τιμή, όχι οι σκέ-
ψεις της γυναίκας, οι ανάγκες, οι επιθυμίες της», δήλωσε η Κλίο. «Νομίζω
ότι λίγο πριν με κατηγόρησες ότι γίνομαι εγωίστρια».
«Ματ», είπε ο Κουίν. «Όμως, αν αποφάσιζα να φερθώ όπως δεν αρμόζει
σε έναν τζέντλεμαν, αν σου έλεγα ότι δε θέλω να κάνω δεσμό μαζί σου,
ότι δε σε επιθυμώ, θα θύμωνες μαζί μου».
Η Κλίο συνειδητοποίησε ότι το απολάμβανε. Ήταν σαν λεκτικό σκάκι
και, όσο εκνευριστικός κι αν ήταν ο Κουίν, ήταν τουλάχιστον διατεθειμέ-
νος να παίξει. «Θα ήταν υποκριτικό εκ μέρους μου να θύμωνα», του είπε.
«Εκτός φυσικά κι αν πίστευα ότι έλεγες ψέματα. Και δε λες ψέματα, έτσι
δεν είναι, λόρδε μου;»
Η Κλίο αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν το είχε τραβήξει υπερβολικά. Τό-
τε είδε ένα αχνό χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη του Κουίν και, μαζί,
εκείνο το λακκάκι στο μάγουλό του, που είχε αρχίσει να βρίσκει επικίνδυ-
να γοητευτικό.
«Είσαι μάγισσα, Ογκάστα Κλεοπάτρα Αγκριπίνα Γούντγουορντ. Ναι, σε
ποθώ. Όχι, όμως δεν πρόκειται να κάνω σχέση μαζί σου, απλώς και μόνο
επειδή είμαι ένας παλιομοδίτης τζέντλεμαν με υποκριτικές συνήθειες».
Η Κλίο έπιασε και πάλι τον εαυτό της να του χαμογελάει, γοητευμένη
απ’ αυτό που, για μια φορά, μάντευε ότι ήταν η αλήθεια, όχι κάποια έξυ-
πνη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. «Ω, Κουίν». Στέκονταν αρκετά
κοντά ώστε να μπορέσει να ακουμπήσει τις παλάμες της στο στέρνο του.
Ύστερα στάθηκε στις μύτες των ποδιών της, ώστε να φτάσει τα χείλη του
και το λακκάκι στα μάγουλά του.
Ο Κουίν δέχτηκε το άγγιγμα των χειλιών της, πράγμα που η Κλίο το πε-
ρίμενε. Ύστερα τα μπράτσα του έκλεισαν γύρω της και την τράβηξε στην
αγκαλιά του, ένωσε τα χείλη του με τα δικά της και της έδωσε ένα φλογε-
ρό φιλί. Η γλώσσα του γλίστρησε ανάμεσα στα χείλη της, που είχαν ανοίξει
από έκπληξη. Το φιλί του ήταν παθιασμένο, γεμάτο αυτοπεποίθηση και τα
μπράτσα του την κρατούσαν πολύ σφιχτά. «Είπες ότι δεν επρόκειτο να
κάνεις σχέση μαζί μου», του είπε όταν σταμάτησε να τη φιλάει.
«Το ξέρω. Ωστόσο δεν είπα ότι δε θα σου κάνω έρωτα». Ο Κουίν έσκυψε,
τη σήκωσε στα μπράτσα του και πήγε ως την πόρτα, την οποία αμπάρω-
σε. «Λοιπόν, Κλίο. Αν θυμάμαι καλά, είπες ότι με θέλεις και ότι σε θέλω κι
εγώ».
«Ναι, όμως...» Η Κλίο έχασε τα λόγια της καθώς ο Κουίν την ξάπλωνε
στην κουκέτα.
«Άλλαξες γνώμη; Είναι δικαίωμά σου».
«Όχι! Όμως παίζεις με τις λέξεις...»
«Αυτό είναι το επάγγελμά μου. Πρέπει να είμαι καλός με τις λέξεις». Τα
δάχτυλά του έλυσαν τα λουριά των σανδαλιών της κι ύστερα οι παλάμες
του ανέβηκαν στις γάμπες της κι έφτασαν στις καλτσοδέτες της. «Ξάπλω-
σε πίσω, Κλίο. Είμαι και σ’ αυτό αρκετά καλός».
«Καυχησιάρη», είπε η Κλίο χαμηλόφωνα και ξάπλωσε πίσω, στο μαξιλά-
ρι. «Ω, τι κάνεις;»
«Σου κάνω έρωτα». Ο Κουίν την ανασήκωσε και με κάποιον τρόπο -
μαγικό ίσως;- το φόρεμά της έφυγε και μαζί το μεσοφόρι της, ενώ ο Κουίν
έλεγε κάτι για τον κορσέ της. Την επόμενη στιγμή τα χείλη του βρέθηκαν
στο στήθος της και η Κλίο έχασε κάθε διάθεση για σκέψεις. Το μόνο που
ήθελε ήταν να νιώθει.
Στριφογυρνούσε, τιναζόταν καθώς ο Κουίν τη χάιδευε, τη φιλούσε και
τη δάγκωνε απαλά. Κρατιόταν από τους ώμους του Κουίν και κύρτωνε το
σώμα της ώστε να τον διευκολύνει. Τότε, σε μια φευγαλέα στιγμή λογικής,
ενώ ο Κουίν της φιλούσε πότε τη μια ρώγα και πότε την άλλη, η Κλίο συ-
νειδητοποίησε ότι τα δάχτυλά της έσφιγγαν το βαμβακερό ύφασμα του
πουκαμίσου του, όχι τα γυμνά του μπράτσα.
«Κουίν, άφησε με...», είπε. Του τράβηξε το πουκάμισο και προσπάθησε
να βρει το κούμπωμα του παντελονιού του.
«Ω, όχι».
«Ω, ναι! Φοράς υπερβολικά πολλά ρούχα και εγώ δε φοράω τίποτα απο-
λύτως. Α». Ο Κουίν την ανάγκασε να σωπάσει με ένα φιλί κι ύστερα της έ-
πιασε με το ένα χέρι τους καρπούς και ακινητοποίησε τα μπράτσα της πά-
νω απ’ το κεφάλι της. Εκείνη κύρτωσε το κορμί της, ερεθισμένη από τη
δύναμή του.
Το ελεύθερο χέρι του Κουίν γλίστρησε στην κοιλιά της, ανάμεσα στους
μηρούς της και τα πόδια της άνοιξαν αχόρταγα, ενώ την ίδια στιγμή προ-
σπαθούσε να ελευθερώσει τα χέρια της ώστε να τον χαϊδέψει. Τον ήθελε
απεγνωσμένα. Σε ένα λεπτό, σκέφτηκε. Σε ένα λεπτό θα με αφήσει να του
κάνω έρωτα... Και τότε ο Κουίν βύθισε δυο δάχτυλα μέσα της κι από τα
χείλη της ακούστηκε μια κραυγή, που ο Κουίν σταμάτησε με ένα φιλί του.
Η Κλίο επέστρεψε στην πραγματικότητα -γιατί για μερικές στιγμές ο κό-
σμος γύρω της είχε χαθεί— και διαπίστωσε ότι τα χέρια της ήταν ελεύθερα
κι ότι δεν ένιωθε πλάι της τη θέρμη του κορμιού του Κουίν. Και τότε ένιω-
σε το άγγιγμά του στους μηρούς της και τα χείλη του εκεί όπου λίγο πριν
βρίσκονταν τα δάχτυλά του. Άπλωσε τα χέρια, θέλοντας απεγνωσμένα να
αγγίξει τα μαλλιά του. Οτιδήποτε άλλο, της ήταν αδύνατον. «Δεν μπο-
ρώ...» ψιθύρισε, όμως κύματα ηδονής συγκλόνιζαν ήδη το κορμί της.
«Κουίν» φώναξε ενώ ο Κουίν την οδηγούσε στην κορύφωση. «Κουίν!»
***
«Εδώ είμαι», είπε ο Κουίν και έσφιξε την Κλίο που έτρεμε ολόκληρη στην
αγκαλιά του. «Εδώ είμαι».
Ήταν τόσο όμορφη παραδομένη στο πάθος, τόσο γεμάτη ένταση, αφη-
μένη και πρωτόγονη. Και ανταποκρινόταν με τόση θέρμη. Την ποθούσε,
όμως αγνόησε τον πόθο του. Ήταν μια οδυνηρή υπενθύμιση ότι δε θα έ-
πρεπε να το είχε κάνει αυτό, ότι είχε νιώσει ικανοποίηση, ενώ η ικανοποί-
ηση θα έπρεπε να ήταν όλη για την Κλίο.
Τα μάτια της άνοιξαν και του χαμογέλασε. Το βλέμμα της ήταν ένα γλυ-
κό χάδι, γεμάτο εμπιστοσύνη, που τον έκανε να της χαμογελάσει κι εκεί-
νος, έχοντας ξεχάσει την απογοήτευση και τις τύψεις του. «Μμ, ήταν τόσο
υπέροχο». Η Κλίο τεντώθηκε σαν γάτα στην αγκαλιά του κι εκείνος σκέ-
φτηκε τη θεά Μπαστέτ, θηλυκή και ισχυρή. Τότε τα δάχτυλά της βρήκαν
τη ζώνη του παντελονιού του κι άρχισαν να τραβούν το πουκάμισό του.
«Πώς θα μπορέσω να σου κάνω έρωτα αν δε βγάλεις τα ρούχα σου;»
«Δε θα μπορέσεις. Δε θέλω κάτι τέτοιο». Ο Κουίν την ξάπλωσε στο κρε-
βάτι και σηκώθηκε. «Αυτό που έγινε δεν ήταν για μένα».
«Δεν ήταν για...» Η Κλίο καθόταν κουλουριασμένη στην κουκέτα, εντε-
λώς γυμνή, αναψοκοκκινισμένη από το πάθος και τον κοιτούσε. «Γιατί;»
ψιθύρισε, σχεδόν σαν να μονολογούσε. Ύστερα τα μάτια της, που ήταν
σκοτεινά και σκεπτικά, καρφώθηκαν θυμωμένα στα δικά του. «Φυσικά.
Μου κάνεις έρωτα κι εγώ σταματάω να έχω απαιτήσεις. Μου θολώνεις το
μυαλό με σεξ κι εγώ κουλουριάζομαι σαν ικανοποιημένη γάτα και δε σου
ζητάω να ασχοληθείς με τις ανησυχίες και τις επιθυμίες μου. Με πλησιάζεις
σαρκικά και δεν κινδυνεύεις να το κάνεις πνευματικά».
«Κλίο, δεν είναι έτσι». Να πάρει, αυτό έκανε; Σίγουρα όχι. Η συνείδηση του
Κουίν άρχισε να τον ενοχλεί. Της πρόσφερα ηδονή. Της έδειξα ότι αισθάνο-
μαι κι εγώ αυτήν την έντονη έλξη. Όχι, αυτό δεν είναι αρκετό για να δικαιολο-
γήσει ό,τι συνέβη.
«Αλήθεια;» Η Κλίο έψαχνε τα ρούχα της, σαν να είχε σημάνει συναγερμός
ότι το πλοίο είχε πιάσει φωτιά. Ο Κουίν μόρφασε όταν άκουσε το λεπτό,
βαμβακερό ύφασμα της κάλτσας της να σκίζεται απ’ τα νύχια της, όμως
εκείνη φόρεσε την κάλτσα και κούμπωσε απότομα την καλτσοδέτα. «Κά-
θε φορά που σκέφτομαι ότι έκανα λάθος για σένα, ότι ήμουν ανόητα κα-
χύποπτη, κάνεις ακριβώς αυτό που πρέπει για να γκρεμίσεις την εμπιστο-
σύνη μου σε σένα». Η Κλίο πέρασε πλάι του, κρατώντας το ένα της παπού-
τσι. «Πού είναι το άλλο παπούτσι μου;»
«Εδώ». Ο Κουίν της το έδωσε και συγκράτησε τα λόγια που ανέβαιναν
στα χείλη του. Θα ήταν μάταιο να της εξηγήσει ότι δεν καταλάβαινε τον
εαυτό του, μάταιο να απολογηθεί όταν δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει αν γι-
νόταν εντελώς παράλογος ή όχι. Πρώτη φορά γνώριζε γυναίκα σαν την
Κλίο.
Η Κλίο κοίταξε ασυναίσθητα τον καθρέφτη, πέρασε τα δάχτυλα απ’ τα
μαλλιά της και γύρισε να τον κοιτάξει. «Έχεις την καλοσύνη να μου ανοί-
ξεις για να φύγω;»
Ο Κουίν, για μερικές στιγμές, στάθηκε ακίνητος, με το χέρι στην αμπάρα,
να σκέφτεται να αδιαφορήσει για την κοινή λογική. Κάτι πολύ πιο ισχυρό
απ’ τον πόθο τον έσπρωχνε να πάρει την Κλίο στην αγκαλιά του, να τη φι-
λήσει, να γδυθούν και οι δύο και να αδιαφορήσουν για τις συνέπειες.
Αυτή ή κρίση απερισκεψίας κράτησε μόλις μερικές στιγμές. Άνοιξε την
πόρτα και παραμέρισε, ενώ η Κλίο έβγαινε απ’ την καμπίνα χωρίς να τον
κοιτάξει. Ύστερα έκλεισε την πόρτα πίσω της με μεγάλη προσοχή. Δε θυ-
μόταν να είχε φτάσει άλλη φορά τόσο κοντά στο να χάσει την ψυχραιμία
του και δεν ήξερε με ποιον ήταν περισσότερο θυμωμένος. Με τον εαυτό
του που συμπεριφερόταν σαν ανόητος ή με την Κλίο που ζητούσε πε-
ρισσότερα απ’ όσα ήταν διατεθειμένος να προσφέρει, είτε σε εκείνη είτε
σε οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Ίσως πάλι να έφταιγε η ενοχλητική αίσθη-
ση ότι μόλις είχε χάσει κάτι σημαντικό.
Έτριψε το κεφάλι του που πονούσε κι ύστερα άνοιξε το μπαούλο του
και βάλθηκε να ψάχνει, μέχρι που βρήκε το λεπτό, βαμβακερό παντελόνι
και την κελεμπία που φορούσε στην έρημο. Άλλαξε και ανέβηκε ξυπόλυ-
τος στο κατάστρωμα.
«Σε πόση ώρα σαλπάρουμε;» ρώτησε τον καπετάνιο, αγνοώντας την
έκπληξη στην έκφρασή του.
«Σε τέσσερις ώρες τουλάχιστον, λόρδε μου. Θα πρέπει να αντικαταστή-
σουμε αρκετά βαρέλια με νερό».
«Μπορείτε να μου δανείσετε το μικρό σκάφος και κάποιον να το κυβερ-
νήσει; Θέλω να πάω πιο πέρα στην ακτή, να κολυμπήσω».
«Φυσικά, λόρδε μου», είπε ο καπετάνιος, κάνοντας τη σκέψη ότι θα έ-
πρεπε να ανεχτεί τις παραξενιές των αριστοκρατών επιβατών του, ειδικά
αν λάμβανε υπόψη το ποσό που είχε πληρώσει ο συγκεκριμένος λόρδος
για τα ναύλα τους.
Χρειάστηκαν μόλις μερικά λεπτά για να βρεθεί ένας ναύτης και να ξεκι-
νήσει το σκάφος απ’ το λιμάνι, με προορισμό ένα ρηχό κόλπο. Ο ναύτης,
που προφανώς θεωρούσε ότι ο Κουίν ήταν ελαφρώς τρελός, έριξε την ά-
γκυρα και κατέβασε το πανί, ενώ ο Κουίν έβγαζε τα ρούχα του. Έκανε μια
βουτιά στα νερά που ήταν καθαρά, ήρεμα και δροσερά, αφού τα ζέσταινε
ο ήλιος της άνοιξης κι όχι ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού.
Ο Κουίν αναδύθηκε και άρχισε να κολυμπάει γρήγορα, παράλληλα με
την ακτή. Απολάμβανε την αρμύρα, έστω κι αν έκανε να τσούζουν οι αμυ-
χές από τη σύγκρουσή του με έναν τοίχο εκείνο το πρωί.
Πίεζε τον εαυτό του, προσπαθώντας να επιτύχει μεγαλύτερη ταχύτητα
και ακρίβεια στις κινήσεις του, προσηλωμένος αποκλειστικά στην υπέροχη
αίσθηση, στο κάψιμο της πληγής που μόλις είχε επουλωθεί στο μπράτσο
του, στο χάδι του νερού που γλιστρούσε στη γυμνή επιδερμίδα του.
Όταν επιτέλους σταμάτησε κι έμεινε να επιπλέει, ανοιγοκλείνοντας τα
μάτια του για να τα προστατεύσει απ’ το αλάτι, το σκάφος φαινόταν σαν
ένα παιχνιδάκι στο βάθος. Γύρισε ανάσκελα και άρχισε να κολυμπάει προς
αυτό, με τα μάτια ανοιχτά και το βλέμμα καρφωμένο στο γαλάζιο, καθαρό
ουρανό.
Άφησε και πάλι το μυαλό του ελεύθερο να σκεφτεί τα όσα είχαν συμβεί.
Δεν ήταν ο κατάλληλος για εκείνη την αποστολή στην έρημο. Ή, ίσως, δεν
ήταν ο κατάλληλος για την Κλίο. Η Κλίο θα ήταν καλύτερα με κάποιον ρο-
μαντικό, που θα την είχε πάρει από την έρημο χωρίς να σκεφτεί τη μοίρα
του πατέρα της, θα την είχε ερωτευτεί τρελά και θα την είχε οδηγήσει
στον παππού της, μετά από μια παθιασμένη ερωτική εξομολόγηση.
Αυτό που είχε τύχει στην Κλίο ήταν ένας άντρας αποφασισμένος να πιά-
σει έναν κατάσκοπο αν υπήρχε -αυτό είχε γίνει- και να παραδώσει τη μις
Γούντγουορντ σε ένα όμορφο πακέτο στο δούκα -το νούμερο δύο στη λί-
στα του-, πριν προχωρήσει στην επόμενη, καλά σχεδιασμένη φάση της
ζωής του. Το γάμο -το νούμερο τρία.
To όμορφο πακέτο είχε ξετυλιχτεί με το χειρότερο τρόπο. Η ανάμνηση
των στιγμών που έγδυνε την Κλίο χαλούσε το ρυθμό με τον οποίο κολυ-
μπούσε, με αποτέλεσμα να πιει νερό. Σταμάτησε για να συνέλθει. Η Κλίο
ήταν υπερβολικά έξυπνη, υπερβολικά αντισυμβατική και υπερβολικά...
Κλίο. Του άρεσε όταν δεν τον έκανε να σκέφτεται το ποτό ή το φόνο. Και
σίγουρα την ποθούσε.
Γύρισε ανάσκελα και σκέφτηκε τη δική του θέση. Πού βρισκόταν εκεί-
νος; Πολύ κοντά στην Κλίο, εκεί, να σκέφτομαι ότι θα είναι εφιάλτης για τον
παππού της και να ευχαριστώ το τυχερό μου αστέρι που θα σταματήσει να
είναι δικό μου πρόβλημα μόλις την παραδώσω.
Γύρισε μπρούμυτα και βάλθηκε να κολυμπάει αποφασιστικά προς το
σκάφος. Ήταν ώρα να γυρίσει στο πλοίο, στους φυσιολογικούς ρυθμούς
της ζωής του. Ανέβηκε στο σκάφος, σκουπίστηκε με το βαμβακερό παντε-
λόνι, φόρεσε την κελεμπία και κάθισε να απολαύσει το ταξίδι της επι-
στροφής στο λιμάνι.
Ο ήλιος έλαμπε, η θάλασσα ήταν ήρεμη κι εκείνος είχε ένα σχέδιο. Τότε
γιατί ένιωθε τόσο μελαγχολικός; Επειδή, φυσικά, έχω καταφέρει να δικαιο-
λογώ το ότι την εξαπατώ. Επειδή έχω επιλέξει το καθήκον και τη φιλοδοξία
απ’ τον πόθο, τη φιλία και τη ρομαντική τρέλα.
Κεφάλαιο 17
«Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Μάγκι, που, καθισμένη στο κάτω μέρος της
κουκέτας της, δίπλωνε κάλτσες.
«Ο Κουίν». Το μείγμα του πάθους και της οργής, ύστερα από τόσες τάρ-
τες βερίκοκου και την ένταση της συμπλοκής στην πόλη, είχε ως αποτέλε-
σμα το στομάχι της Κλίο να έχει δεθεί κόμπος.
«Σας αποπλάνησε; Πώς ήταν; Φαντάζομαι ότι θα είναι υπέροχος στο
κρεβάτι».
«Όχι, δε με αποπλάνησε. Του είπα ότι ήθελα να κάνουμε έρωτα».
Η Μάγκι την κοίταξε. «Είμαι σίγουρη ότι η εμπειρία δε θα ήταν καθόλου
απογοητευτική».
«Μου έκανε έρωτα και ήταν υπέροχα. Όμως δε μου επέτρεψε να του
κάνω έρωτα κι εγώ».
«Και γιατί όχι;»
«Υποθέτω επειδή στην πραγματικότητα δε με θέλει. Ή επειδή θεωρεί
την καταραμένη την τιμή του πιο σημαντική. Ή επειδή, απλά, δεν του το
επιτρέπει η λογική του. Όμως, φυσικά, ως τζέντλεμαν που είναι, κάνει πά-
ντα, τα χατίρια μιας λαίδης», είπε η Κλίο με έμφαση. «Κι έτσι δε χρειαζόταν
να με ακούει να του λέω τι θέλω να κάνω όταν θα φτάσουμε στην Αγγλία,
να ακούει όλα τα αναξιοπρεπή, ακατάλληλα για μια λαίδη πράγματα που
είναι σημαντικά για μένα». Η Κλίο άλλαξε θέση, ώστε να αγκαλιάσει τα
πόδια της και να ακουμπήσει το πιγούνι στα γόνατά της. «Όταν το κατά-
λαβα, καβγαδίσαμε. Ή μάλλον, προσπάθησα να καβγαδίσουμε. Εκείνος
απλώς με κοιτούσε υπεροπτικά και παρέμεινε αξιοπρεπώς σιωπηλός, όσο
τον έψελνα».
«Πού είναι τώρα;»
Η Κλίο ανασήκωσε τους ώμους. «Δεν έχω ιδέα».
«Πιστεύετε ότι γνωρίζει τι νιώθετε γι’ αυτόν;» Η Μάγκι έβαλε τις κάλτσες
σε μια τσάντα, που κρέμασε από ένα καρφί στον τοίχο.
«Δεν το έκρυψα. Θα έπρεπε να ήταν πράγματι πολύ ανόητος για να μην
το αντιληφθεί. Κι ο λόρδος μπορεί να είναι ένα σωρό πράγματα, όμως α-
νόητος δεν είναι».
«Όχι, δεν εννοούσα το ότι θυμώσατε μαζί του», είπε η Μάγκι με τόνο
σαν να έκανε μεγάλη υπομονή. «Ξέρει ότι είστε ερωτευμένη μαζί του;»
Η-Κλίο συνειδητοποίησε ότι το στόμα της ήταν ανοιχτό και το έκλεισε
απότομα. Ύστερα προσπάθησε να γελάσει. «Αυτό είναι ό,τι πιο ανόητο...»
άρχισε να λέει, όμως σταμάτησε και το σκέφτηκε. «Ω, όχι. Είμαι. Τον αγα-
πώ. Δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Τι φρικτό». Γι’ αυτό πονάω βαθιά μέσα
μου. Τον αγαπώ.
«Γιατί; Είναι όμορφος, τζέντλεμαν, έξυπνος... Θα γινόταν εξαιρετικός
σύζυγος».
«Σύζυγος! Σαν να θέλω εγώ σύζυγο». Γενναία λόγια, Κλίο, σκέφτηκε ει-
ρωνικά. Αν σε ζητούσε σε γάμο, θα δεχόσουν αμέσως χωρίς να το σκεφτείς
καθόλου, αν και θα ήταν εντελώς αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο. «Κι εξάλ-
λου ο λόρδος έχει βάλει στο μάτι κάποια λαίδη με τίτλο, που θα γινόταν
ιδανική σύζυγος για ένα διπλωμάτη και ο πατέρας της έχει χρήματα και ε-
πιρροή. Γιατί να θέλει εμένα;» Πράγματι, γιατί; Μόλις μου ξεκαθάρισε με τον
πιο απόλυτο τρόπο ότι δε θέλει καν να κάνει έρωτα μαζί μου.
«Και τι θα κάνετε λοιπόν;»
«Θα τον αποφεύγω», είπε η Κλίο ζοφερά. Πόσο φρικτό θα ήταν αν ο
Κουίν μάντευε την αλήθεια. Θα πέθαινε απ’ την ντροπή της. Είχε κι εκείνη
την περηφάνια της και, κάποιες φορές, ήταν η μόνη που τη βοηθούσε να
συνεχίζει.
«Μα είστε μια λαίδη», διαμαρτυρήθηκε η Μάγκι. «Ξέρω ότι ζούσατε κά-
πως... αντισυμβατικά, όμως δεν είστε, πώς να το πω, ακατάλληλη».
«Ο λόρδος χρειάζεται μια οικοδέσποινα, κάποια που να γνωρίζει τα πά-
ντα για την καλή κοινωνία. Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ποιος και στο δείπνο
στο στρατόπεδο δεν ήξερα καν ποια μαχαιροπίρουνα να χρησιμοποιήσω.
Οι γονείς μου κλέφτηκαν, δημιουργήθηκε σκάνδαλο κι οι συγγενείς μου
στην Αγγλία δε θέλουν να με ξέρουν. Δεν έχω χρήματα, σίγουρα δε διαθέ-
τω επιρροή, και ο Κουίν χρειάζεται και τα δύο στην καριέρα του. Είναι ο
μικρότερος γιος στην οικογένειά του».
Για κάποιο λόγο ήταν σημαντικό να πείσει τη Μάγκι ότι αυτό που πρό-
τεινε θα ήταν αδύνατον. Αν κατάφερνε να την πείσει, ίσως κατάφερνε ε-
πίσης να ξεχάσει εκείνη τη μικρή ελπίδα που επέμενε, όσο κι αν προσπα-
θούσε να τη σβήσει.
«Αν σας αγαπάει, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία. Πάντα λέω ότι
πρέπει να βρίσκει κανείς την ευτυχία όπου μπορεί, η ζωή είναι σύντομη».
«Θα είχαν σημασία για μένα», διαπίστωσε η Κλίο. «Δε θα μπορούσα να
του επιτρέψω να πετάξει την καριέρα του εξαιτίας μου».
«Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και ευγενικά». Η Μάγκι δεν έδειχνε να είχε
πειστεί.
«Όχι, δεν είναι. Θα ήμασταν δυστυχισμένοι. Εγώ θα ένιωθα ένοχη, όλα
θα πήγαιναν στραβά. Απλώς γίνομαι εγωίστρια».
«Εγώ νομίζω ότι...»
Η Μάγκι δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σκέψεις της, γιατί η καμαριέ-
ρα της μαντάμ Ντα Σότα μπήκε στην καμπίνα ορμητική. «Η μαντάμ σηκώ-
θηκε, νιώθει πολύ καλύτερα και σας ζητάει. Λαίδη μου». Πάντα πρόσθετε
τον τίτλο της Κλίο, σαν να το είχε σκεφτεί την τελευταία στιγμή.
Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι μια κανονική λαίδη, σκέφτηκε η Κλίο ενώ ση-
κωνόταν κι άρχιζε να λύνει τα ανακατεμένα της μαλλιά. Δε θα κατάφερνα
να ξεγελάσω κανέναν στην καλή κοινωνία του Λονδίνου. Ούτε για μια στιγμή.
«Πες της σε παρακαλώ ότι θα έρθω αμέσως μόλις μου φτιάξει η Μάγκι τα
μαλλιά. Φυσάει τόσο στο κατάστρωμα».
***
Χρειάστηκαν τρεις μέρες για να φτάσουν ως το Γιβραλτάρ, με ήρεμη θά-
λασσα και με ούριο, απαλό άνεμο. Η Κλίο έμεινε με τη μαντάμ Ντα Σότα
και απέφευγε να μένει μόνη με τον Κουίν. Εκείνος δεν είχε κάνει καμιά
προσπάθεια να της μιλήσει, με εξαίρεση όταν το απαιτούσαν οι καλοί
τρόποι στο τραπέζι και τότε ήταν ευγενικός, αλλά απόμακρος. Η Κλίο πίε-
ζε τον εαυτό της να χαμογελάει και φρόντιζε ούτε να τον αποφεύγει ούτε
να τον αναζητά. Μπορεί η καρδιά της να πονούσε, είχε όμως την περηφά-
νια της.
«Τι κομψότητα, τι τρόποι αυτός ο λόρδος Κουίντους», δήλωσε η μαντάμ
Ντα Σότα ένα απόγευμα, που ήταν καθισμένες κάτω από μια τέντα στο
κατάστρωμα. «Τι τζέντλεμαν. Τυπικό δείγμα Άγγλου αριστοκράτη. Σήμερα
το πρωί είχα μια τρομερά ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του για την πολι-
τική κατάσταση της Ελλάδας».
«Πράγματι», συμφώνησε η Κλίο άτονα, ενώ ολοκλήρωνε μια ραφή στο
φόρεμα που έραβε.
«Μις Γούντγουορντ, είδατε το Γιβραλτάρ όταν πηγαίνατε στην Αίγυπτο;»
ρώτησε η μαντάμ Ντα Σότα, αλλάζοντας γρήγορα θέμα.
«Όχι, μαντάμ. Πήγαμε οδικώς απ’ την Ιταλία, που δε θυμάμαι γιατί ή-
μουν παιδί. Από κει πήγαμε στην Ελλάδα και, κατόπιν, στα Βαλκάνια».
«Ώστε λοιπόν δε θυμάστε την Αγγλία;»
«Δεν έχω βρεθεί ποτέ στην Αγγλία, μαντάμ».
«Απίστευτο! Και ποια θα είναι η συνοδός σας όταν θα φτάσετε, μις
Γούντγουορντ;»
«Ε...» Η Κλίο δεν το είχε σκεφτεί καθόλου αυτό. Υπέθετε ότι θα υπήρχαν
γραφεία στα οποία θα μπορούσε να βρει μια αξιοπρεπή συνοδό.
«Εγώ», είπε η Μάγκι αποφασιστικά.
«Μα εσύ έχεις το γιο και τους γονείς σου», διαμαρτυρήθηκε η Κλίο. Είχε
υποθέσει ότι η Μάγκι δε θα μπορούσε να μείνει μαζί της.
«Ο Φρέντι είναι καλύτερα εκεί που βρίσκεται. Φυσικά θα τον επισκέπτο-
μαι, όμως έχει περάσει περισσότερο χρόνο με τον παππού και τη γιαγιά
του απ’ ό,τι μαζί μου. Δε θα τον πάρω μακριά τους τώρα που έχει τακτο-
ποιηθεί, μόνο και μόνο για να τον έχω όλο δικό μου».
Η Κλίο είχε αρχίσει να γνωρίζει πλέον τη Μάγκι. Το λαμπερό της χαμόγε-
λο και ο αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο κρατούσε ψηλά το κεφάλι
της έκρυβαν την ανάγκη να δει το γιο της και την αποφασιστικότητά της
να κάνει το καλύτερο γι’ αυτόν.
«Θα μπορούσε να έρχεται για διακοπές στο Λονδίνο», είπε. «Φαντάζομαι
ότι θα του άρεσε αυτό. Οι περισσότερες μεγάλες πόλεις έχουν πολλά
πράγματα που αρέσουν στα παιδιά και θα μπορείτε να είσαστε μαζί».
«Συγχωρήστε με, μις Γούντγουορντ. Είμαι σίγουρη ότι η Μάγκι είναι ε-
ξαιρετική καμαριέρα, όμως θα χρειαστείτε μια λαίδη για συνοδό».
«Ναι, φυσικά». Απ’ όσο μπορούσε να καταλάβει η Κλίο, μια λαίδη θα ή-
ταν πολύ ενοχλητική ως συνοδός και, ταυτόχρονα, εξαιρετικά ακριβή. Με
τη Μάγκι, σίγουρα θα καλύπτονταν τα προσχήματα.
«Μις Γούντγουορντ, τι θα λέγατε να δοκιμάζαμε το φόρεμα και ύστερα
να καρφιτσώναμε το μπούστο στη φούστα;» ρώτησε η Μάγκι, όπως θα
όφειλε να κάνει η ιδανική συνοδός μιας λαίδης.
«Ναι, καλύτερα να κάνουμε μια πρόβα. Μαντάμ, μας συγχωρείτε», είπε η
Κλίο. Πήρε τη Μάγκι και το ύφασμα και πήγαν στην καμπίνα της. «Θα
σκεφτόσουν πραγματικά να έρθεις να μείνεις μαζί μου; Δεν ξέρω πώς είναι
οι μισθοί στο Λονδίνο, όμως είμαι σίγουρη ότι θα μπορώ να σου δίνω το
μισθό που θα πρέπει, καθώς και όσα σου χρωστάω γι’ αυτό το ταξίδι».
«Μην ανησυχείτε γι’ αυτό. Ο λόρδος μου έδωσε πέντε χρυσές λίρες και
καλύπτει όλα τα έξοδα του ταξιδιού, έτσι είμαι εντάξει και θα μείνω μαζί
σας μέχρι να ξεκαθαριστούν τα πράγματα με τους τραπεζίτες σας». Η Μά-
γκι κράτησε τα δύο τμήματα του φορέματος. «Θα το φορέσετε; Αυτό θα
δώσει στο λόρδο να καταλάβει ότι έχει να κάνει με μια λαίδη».
«Ένα περιστέρι με δανεικά πούπουλα είναι πάντα περιστέρι, όχι παγό-
νι», είπε η Κλίο και άπλωσε τα χέρια της. «Κοίταξε, τα. Η μαντάμ όλο πλα-
ταγίζει τη γλώσσα κάθε φορά που τα βλέπει. Είναι ηλιοκαμένα, έχουν κά-
λους και τα νύχια μου δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα. Το χτένισμά μου δεν
είναι καθόλου της μόδας, το πρόσωπό μου είναι ηλιοκαμένο και...»
«Σας ενδιαφέρει τόσο πολύ η γνώμη του;» ρώτησε η Μάγκι ενώ ξεκού-
μπωνε το φόρεμα της Κλίο.
«Μιλάς για τον Κουίν; Φυσικά και όχι. Είμαι υπεράνω». Ψεύτρα, θέλεις να
τον δεις να λιώνει από πόθο, να μείνει άναυδος απ' την ομορφιά και την κομ-
ψότητά σου. Θέλεις... αυτόν.
«Στο Γιβραλτάρ μπορούμε να μελετήσουμε τα χτενίσματα των κυριών
και θα προσπαθήσω να τα αντιγράψω. Ίσως ακόμα να καταφέρετε να
βρείτε κάποια κομμώτρια να σας κουρέψει. Και σίγουρα θα υπάρχουν έ-
μποροι που θα πουλάνε όλα τα καλλυντικά και τις κρέμες που χρησιμο-
ποιούν οι Αγγλίδες κυρίες».
«Το πρόβλημα θα είναι να βγω στη στεριά για να κάνω όλα αυτά τα ψώ-
νια». Η Κλίο έμεινε ακίνητη ενώ η Μάγκι της φορούσε τη φούστα του και-
νούργιου φορέματος, περνώντας την πάνω απ’ το κεφάλι της, κι ύστερα
τη βοήθησε να βάλει το μπούστο, φροντίζοντας να προσέχει τις καρφί-
τσες και τις πρόχειρες ραφές.
«Θα αναλάβω εγώ το λόρδο», είπε η Μάγκι κι έκανε πίσω να δει πώς έ-
πεφτε το μπούστο. «Αν πει ότι δεν μπορούμε να βγούμε στη στεριά, θα
τον πάρω παράμερα και θα του πω ότι πρέπει να βγούμε για γυναικείους
λόγους. Δε θα ρωτήσει ποιοι είναι αυτοί, θα ντραπεί». Η Μάγκι χαμογέλα-
σε.
«Είναι φανερό ότι ξέρεις πολύ καλύτερα από μένα να χειρίζεσαι τους ά-
ντρες», είπε η Κλίο ενώ έβαζε και πάλι το φόρεμά της.
«Στην πραγματικότητα, είναι πολύ απλοί», είπε η Μάγκι ενώ άρχιζε να
καρφιτσώνει τα δύο τμήματα του καινούργιου φορέματος. «Αρκεί απλώς
ν’ ανακαλύψεις πώς λειτουργεί το μυαλό τους κι ύστερα να κινηθείς μ’ αυ-
τό σαν στόχο. Ο λόρδος είναι τζέντλεμαν και, κατά συνέπεια, δε θέλει να
κάνει μια λαίδη να ντραπεί. Απλό».
Απλός; Ο Κουίν; Δε νομίζω. Η Κλίο άρχισε να μετράει τη δαντέλα και την
κορδέλα και αναρωτήθηκε αν θα τολμούσε να ρισκάρει να τον θυμώσει
ξανά. Όμως τι μπορεί να μου κάνει; Έχει υποσχεθεί να με πάει στο Λονδίνο
και η σχέση μας δε θα μπορούσε να γίνει χειρότερη απ’ όσο είναι τώρα,
σωστά;
Όταν φίλησε την Κλίο ένιωσε σαν να επέστρεφε εκεί όπου ανήκε... και,
ταυτόχρονα, ήταν σαν να εξερευνούσε μια καινούρια, εξωτική χώρα. Την
είχε ξαναφιλήσει, γνώριζε τη γεύση και την αίσθηση των χειλιών της, είχε
νιώσει κι άλλες φορές το απαλό δάγκωμα των δοντιών της και τα αργά,
ηδονικά χάδια της γλώσσας της, όμως κάτι είχε αλλάξει. Υπήρχε μια φλό-
γα, μια ορμητικότητα στο φιλί της και η αίσθηση ότι αυτό που έκαναν ή-
ταν απόλυτα σωστό. Τα δάχτυλά της βυθίστηκαν στα μαλλιά του ρίχνο-
ντας το καπέλο της κι εκείνος βρήκε το κούμπωμα του μανδύα της κι ύ-
στερα του μπούστου της και την επόμενη στιγμή τα δάχτυλά του χάιδευαν
την απαλή σάρκα της.
«Κλίο». Ο Κουίν σταμάτησε να τη φιλάει και κοίταξε τα φλογερά, εκ-
φραστικά πράσινα μάτια της, μέχρι που εκείνη τράβηξε το κεφάλι του και
ο Κουίν χάθηκε και πάλι στο φιλί της.
Το βιαστικό φτερούγισμα πουλιών κάπου πολύ κοντά τους τον έκανε να
τραβηχτεί. «Δεν ήταν παρά περιστέρια που τρόμαξαν», είπε την επόμενη
στιγμή. «Θα πρέπει να είδαν κάποιο γεράκι».
Η Κλίο χώθηκε στην αγκαλιά του. Για πρώτη φορά έμοιαζε να μην ξέρει
τι να πει. Ύστερα ίσιωσε το κορμί της και άρχισε να φτιάχνει τα ρούχα
της.
«Κλίο, λυπάμαι».
«Γιατί απολογείσαι πάντα όταν κάνουμε έρωτα;» ρώτησε εκείνη. Φόρε-
σε το μπονέ της και βάλθηκε να φτιάχνει τα μαλλιά της με θυμωμένες,
βιαστικές κινήσεις. «Σε θέλω, με θέλεις κι ωστόσο φέρεσαι τόσο υποκριτι-
κά».
Ο Κουίν άνοιξε το στόμα να απαντήσει κι εκείνη ξέσπασε. «Και μην τολ-
μήσεις να πεις τη λέξη τιμή γιατί δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ».
«Πράγμα που θα ήταν εξαιρετική ιδέα!» είπε ο Κουίν. Είδε την Κλίο να
γυρίζει, αλλά όχι πριν τη δει να δαγκώνει με δύναμη το κάτω χείλος της.
«Κλίο, λυπάμαι, γλυκιά μου».
«Μη με λες έτσι». Ο Κουίν έβλεπε την Κλίο να καταβάλλει μεγάλη προ-
σπάθεια για να μη χάσει την αυτοκυριαρχία της. Γύρισε και πάλι και τον
κοίταξε. «Δεν μπορείς να πεις στον παππού μου τι κάθαρμα είναι ο Ντράι-
τον;»
«Δεν θα κάνει καμιά διαφορά. Ο δούκας ανήκει σε μια γενιά στην οποία
ήταν αναμενόμενο να συμπεριφέρονται έτσι οι άντρες και οι γυναίκες να
το αγνοούν. Έτσι κι αλλιώς, απλά θα έβρισκε κάποιον άλλον». Δεν ήταν
αυτή η λύση, όμως ποια ήταν; Δεν μπορούσε να επιτρέψει να αναγκαστεί η
Κλίο να παντρευτεί κάποιον που θα την έκανε δυστυχισμένη κι ωστόσο
δεν είχε κανένα δικαίωμα να τη βοηθήσει.
«Πράγματι», είπε η Κλίο. «Καταλαβαίνω ότι θα πρέπει να πάρω την κα-
τάσταση στα χέρια μου. Μπορώ να σε εμπιστευτώ ότι δε θα πεις στον
παππού μου ότι κάναμε αυτήν τη συζήτηση;»
«Φυσικά», απάντησε ο Κουίν και η έκφρασή της του έδωσε να καταλάβει
ότι εκείνη δεν το θεωρούσε καθόλου φυσικό. «Το ορκίζομαι. Κλίο, τι σχε-
διάζεις;» Κάτι επικίνδυνο, κάτι που θα την κατέστρεφε, ήταν σίγουρος γι’
αυτό. Αν δεν ανησυχούσε τόσο για την τιμή και το καθήκον του, εκείνη δε
θα βρισκόταν σ’ αυτή τη θέση.
«Μην ανησυχείς, λόρδε Κουίντους». Η Κλίο, που είχε τακτοποιήσει την
εμφάνισή της, πήρε το παρασόλι και σηκώθηκε. «Δεν έχω υπόψη μου μια
καριέρα στους δρόμους».
Ο Κουίν την άφησε να προχωρήσει. Την είδε να κατευθύνεται προς τη
Μάγκι και τον υπηρέτη κι ύστερα να ξεκινάει για την Γκρόβενορ Σκουέαρ.
Δεν την ακολούθησε.
***
Ο Κουίν έφτασε στο κατώφλι του δούκα του Σεντ Όσιθ δυο μέρες μετά
τη συνάντησή του με την Κλίο στο Χάιντ Παρκ, μια ώρα αφότου είχε δεχτεί
μια κοφτή πρόσκληση από τον εξοχότατο. Ήξερε ότι η εμφάνισή του ήταν
άψογη και ότι η έκφρασή του ήταν ήρεμη όταν άνοιξε την πόρτα ο μπάτ-
λερ. «Σας περιμένουν, λόρδε μου», είπε. Όμως μέσα του ο Κουίν κάθε άλλο
παρά ήρεμος ένιωθε.
Προσπαθούσε να σκεφτεί έναν τρόπο να επηρεάσει τον Σεντ Όσιθ, έναν
τρόπο να τον βοηθήσει να καταλάβει την εγγονή του, όμως δεν μπορούσε
να σκεφτεί τίποτα. Τώρα σκεφτόταν να πει καθαρά στο δούκα ότι οδη-
γούσε την Κλίο στην απόγνωση.
Ο μπάτλερ τον οδήγησε κατευθείαν στο γραφείο του δούκα κι εκείνος
υποκλίθηκε ελαφρά. «Καλημέρα, εξοχότατε». Αν πρόκειται να χαθώ, ας
χαθώ για τα πολλά, όχι για τα λίγα, σκέφτηκε ενώ χαμογελούσε και περίμε-
νε να μιλήσει ο δούκας. Πέρασε στην επίθεση και πες του τη γνώμη σου για
το ότι βάζει την πολιτική πάνω απ' την ευτυχία της εγγονής του.
Ο δούκας σηκώθηκε και έδειξε μια πολυθρόνα. «Κάθισε. Πολύ άσχημη
αυτή η ιστορία», είπε. Έδειχνε περισσότερο ανήσυχος παρά εχθρικός.
«Το μήνυμά σας δεν ήταν πολύ κατατοπιστικό, εξοχότατε». Το στομάχι
του Κουίν δέθηκε κόμπος. Ω, όχι, άργησα υπερβολικά.
«Το έσκασε. Η Κλίο, εννοώ. Έφυγε χτες το βράδυ. Κατά τα φαινόμενα,
το έσκασε απ’ την κουζίνα. Εκείνη η άχρηστη η καμαριέρα της έφυγε μαζί
της».
Ευτυχώς. Η Μάγκι είχε πείρα απ’ τη ζωή και ήταν σκληροτράχηλη, αν και
αυτό δεν είχε εμποδίσει τις δυο τους να μπλέξουν σε μπελάδες στις Συρα-
κούσες, σκέφτηκε ο Κουίν ανήσυχος.
«Αυτό είναι εξαιρετικά ανησυχητικό, εξοχότατε». Ακούγομαι σαν κανένας
γλυκομίλητος διπλωμάτης. Κηρύχτηκε πόλεμος; Τι ανησυχητικό. Μια νέα κο-
πέλα βρίσκεται μόνη και απροστάτευτη στο Λονδίνο; Τι ανησυχητικό. Έτριξε
τα δόντια και συγκρότησε το θυμό του. «Έχετε καμιά ιδέα γιατί το έκανε
αυτό;»
«Υποπτεύομαι επειδή δεν θέλει τον άντρα με τον οποίο σκοπεύω να την
παντρέψω, η ανόητη. Σαν να είναι κανένα άπειρο, ερωτοχτυπημένο κορι-
τσάκι, όχι μια χήρα είκοσι τριών ετών».
«Μήπως γνώρισε κανέναν άντρα;»
«Ο μόνος άντρας που γνωρίζει είσαι εσύ».
Κατηγορία ήταν αυτό; Ο Κουίν πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε
μέχρι να υποχωρήσει η παρόρμηση να καλέσει το δούκα σε μονομαχία.
«Σας βεβαιώ ότι η μις Γούντγουορντ δεν ήταν στο κατώφλι μου σήμερα το
πρωί. Έχω μέρες να τη δω». Και δε θα ερχόταν σε μένα, δεν με εμπιστεύεται.
«Έχει χρήματα;»
«Μερικές λίρες. Άφησε τα κοσμήματα της θείας της και πήρε μόνο μερι-
κά πρωινά φορέματα και φορέματα περιπάτου, νυχτικά, τέτοια πράγμα-
τα. Τόσα ώστε να γεμίσει δυο βαλίτσες».
«Θα μπορούσα να προτείνω να απευθυνθείτε στην αστυνομία, εξοχότα-
τε; Ή σε κάποιον ιδιωτικό ερευνητή;»
«Να πάρει, είμαι ο Σεντ Όσιθ! Δεν θα ανεχτώ να μπλεχτεί στις δουλειές
μου κάποιος βρομερός χοντράνθρωπος. Εσύ θα τη βρεις, Ντέβερολ!» Ο
δούκας αγριοκοίταξε τον Κουίν. «Τα χρήματα δεν αποτελούν πρόβλημα,
στείλε μου απλώς στο τέλος το σύνολο των εξόδων σου. Δε θέλω σκάνδα-
λα, αυτό είναι όλο».
Ο Κουίν διαπίστωσε ότι ήταν τόσο θυμωμένος ώστε δεν τολμούσε να
μιλήσει.
«Δε σου έχει ανατεθεί κάποια αποστολή, έτσι δεν είναι; Δε φεύγεις με
την παλίρροια για τη Ρωσία;» συνέχισε ο δούκας θυμωμένος όταν ο Κουίν
παρέμεινε σιωπηλός.
Το μόνο που σκόπευε να κάνει ο Κουίν ήταν να φλερτάρει τη λαίδη Κά-
ρολαϊν κι αυτό μπορούσε να περιμένει. Τα πάντα μπορούσαν να περιμέ-
νουν. «Όχι, εξοχότατε. Εγώ απλά...» Συγκρατούμαι. «Σκέφτομαι. Γνωρίζετε
πού μένει η καμαριέρα της;» Η Κλίο ίσως να είχε πάει εκεί, όμως αμφέβαλ-
λε γι’ αυτό. Δε θα ήθελε να γίνει αιτία να ξεσπάσει ο δούκας την οργή του
στην οικογένεια της Μάγκι. Ο δούκας κούνησε το κεφάλι. «Άφησε κανένα
σημείωμα; Έχει κάνει φίλες;»
«Δεν άφησε σημείωμα. Και ήταν πολύ απασχολημένη για επι-
πολαιότητες όπως οι φιλίες. Θα έχει χρόνο να πηγαίνει σε συγκεντρώσεις
για τσάι όταν θα είναι παντρεμένη».
Ο Κουίν συγκράτησε την οργή του όταν σκέφτηκε την Κλίο μόνη κι έρη-
μη σ’ αυτή τη συναισθηματική έρημο που την είχε εγκαταλείψει. «Θα πρέ-
πει να εμπιστευτώ τα όσα συμβαίνουν στο γραμματέα μου, εξοχότατε. Εί-
ναι τρομερά διακριτικός και με τη βοήθειά του θα μπορώ να λειτουργήσω
πιο γρήγορα».
«Πολύ καλά. Να με ενημερώνεις δύο φορές τη μέρα».
Ο Κουίν σηκώθηκε. «Θα σας ενημερώνω όταν θα έχω κάτι να αναφέρω.
Οτιδήποτε άλλο θα ήταν απλώς σπατάλη του χρόνου μου, που θα ήταν
καλύτερο να τον επενδύσω ψάχνοντας. Καλή σας μέρα».
Ο Κουίν, έξαλλος με τον ηλικιωμένο, δεσποτικό δούκα κατέβηκε βιαστι-
κά τα σκαλοπάτια και σταμάτησε μια άμαξα. «Στο Άλμπανι και γρήγορα».
***
Ο Τζορτζ Μπόλντουιν ήταν καθισμένος στο γραφείο του όταν ο Κουίν
μπήκε ορμητικός. «Οι προσκλήσεις...»
«Άφησέ τες. Η μις Γούντγουορντ αγνοείται».
«Η μις Γούντγουορντ; Σαν να λέμε η εγγονή του δούκα του...»
«Ακριβώς. Το έσκασε απ’ το σπίτι και δεν πρέπει να μαθευτεί το παραμι-
κρό. Ούτε ψίθυρος».
«Να υποθέσω ότι δεν το έσκασε με κάποιον άντρα, σωστά;»
Ο Κουίν κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Πρέπει να σκεφτώ». Κάθισε βα-
ριά σε μια μπερζέρα, πέρασε το πόδι του πάνω από το μπράτσο της και
έκλεισε τα μάτια. Ω, Κλίο. Άραγε θα προσπαθούσε να φύγει απ’ το Λονδίνο;
Όχι, δεν ξέρει κανένα άλλο μέρος κι εξάλλου θα αντιλαμβάνεται ότι σε μια με-
γάλη πόλη είναι πιο εύκολο να κρυφτεί κανείς. Θα προσπαθήσει να κερδίσει
τίμια το ψωμί της, αλλά πώς; Δεν έχει κανένα προσόν εκτός από...
«Γνωρίζει ξένες γλώσσες!»
«Λόρδε μου;»
«Η μις Γούντγουορντ μιλάει γαλλικά, ιταλικά, ελληνικά και αραβικά».
Ο Μπόλντουιν, πανέξυπνος όπως πάντα, πήρε τρεις τόμους από ένα
ράφι πίσω απ’ το γραφείο. «Ας δούμε ποιες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να
απασχολήσουν μεταφράστριες και δασκάλες». Σήκωσε το βλέμμα του απ’
τη λίστα που είχε αρχίσει να ετοιμάζει. «Θα τη βρούμε, λόρδε μου. Μην
ανησυχείτε».
Ο Κουίν πήρε κι εκείνος έναν τόμο και άρχισε να ψάχνει, αναστατωμέ-
νος από το καθησυχαστικό χαμόγελο του γραμματέα του. Ήταν σαν ο
Τζορτζ να θεωρούσε ότι είχε χάσει ένα δικό του πρόσωπο. Άνοιξε τον τό-
μο στη σωστή σελίδα και τον έδωσε στον Τζορτζ. Ποιον νομίζω ότι κοροϊ-
δεύω; Πιθανότατα, τον εαυτό μου. Πρόκειται για την Κλίο. Τη δική μου Κλίο
και είναι πιο σημαντική απ’ οτιδήποτε άλλο.
***
Ο Κουίν κοίταξε τη λίστα που κρατούσε και έλεγξε τη διεύθυνση στη
Γουίμπολ Στρητ. Είχε ελέγξει τις πρώτες οκτώ διευθύνσεις της λίστας και
έμεναν άλλες έξι. Αναρωτήθηκε πώς να τα πήγαινε ο Τζορτζ με τη δική του
λίστα. Η μπρούντζινη πινακίδα στην πόρτα ήταν γυαλισμένη και αξιοπρε-
πής, όπως και η διεύθυνση. Θρόκινγκ και Τριμ, Εχέμυθες Μεταφραστικές
Υπηρεσίες και Μαθήματα Ξένων Γλωσσών.
Σκέφτηκε ότι το πιθανότερο ήταν ότι θα επαναλάμβανε την ιστορία που
είχε σκαρφιστεί ακόμα και στον ύπνο του. «Καλησπέρα. Ταξιδεύω στην
ανατολική Μεσόγειο για δουλειές της οικογένειάς μου και χρειάζομαι με-
ρικά βασικά μαθήματα αραβικών. Είναι επείγον και δεν με νοιάζει τι ηλικί-
ας, φύλου ή εθνικότητας θα είναι ο δάσκαλος».
«Καλησπέρα, σερ. Είμαι ο κύριος Τριμ». Ο άντρας πίσω απ’ το γραφείο
είχε πολύ φροντισμένη εμφάνιση. «Καθίστε, σας παρακαλώ, και θα ελέγ-
ξω τους φακέλους μας. Τα αραβικά δεν είναι συνηθισμένη γλώσσα, κατα-
λαβαίνετε... Α». Έβγαλε ένα φύλλο χαρτί από ένα φάκελο. «Έχουμε αυτήν
τη στιγμή ένα δάσκαλο για αραβικά, φοβάμαι όμως ότι μόλις ξεκίνησε να
συνεργάζεται με το γραφείο μας. Ακόμα δεν είχα την ευκαιρία να αξιολο-
γήσω τη δουλειά του. Ωστόσο, είμαι σίγουρος ότι μέχρι την επόμενη βδο-
μάδα θα έχω ελέγξει πλήρως τις ικανότητές του».
Ο κύριος Τριμ άφησε το χαρτί και ο Κουίν προσπάθησε να το διαβάσει
ανάποδα. Αδύνατον.
«Βιάζομαι και σε κανένα απ’ τα υπόλοιπα γραφεία που επισκέφθηκα
δεν μπόρεσαν να με βοηθήσουν. Πρόκειται για κάποιο νεαρό; Ίσως να
μπορούσα να συναντηθώ εγώ μαζί του αν μου δίνατε τη διεύθυνσή του».
«Στην πραγματικότητα, πρόκειται για κυρία. Φοβάμαι ότι δεν δίνουμε
διευθύνσεις. Μπορώ όμως να της γράψω και να της ζητήσω να βρίσκεται
αύριο στο γραφείο αν αυτό σας εξυπηρετεί».
«Εξαιρετικά», είπε ο Κουίν. Ανασήκωσε το καπέλο του, σαν να σκόπευε
να το φορέσει καλύτερα. «Γύρω στις δύο;» Το καπέλο έπεσε μαζί με τα γά-
ντια του κι έσκυψε να το πιάσει, ρίχνοντας το μικρό βάζο που βρισκόταν
στο γραφείο, που γέμισε νερά. Ο Κουίν σκούντησε με τον αγκώνα του την
αρχειοθήκη που έπεσε στο πάτωμα και ο κύριος Τριμ, με μια μικρή κραυ-
γή, βούτηξε για να την πιάσει.
Ο Κουίν έσκυψε πάνω απ’ το γραφείο, ίσιωσε το βάζο, έβαλε μια εφημε-
ρίδα στο νερό και γύρισε το φύλλο του χαρτιού.
Κυρία Άντονι
Πανδοχείο Γουόκερ ’ς
Τρίβετ Στρητ αρ. 3
Έβαλε το φύλλο πίσω στη θέση του και γονάτισε πλάι στον κύριο Τριμ,
ζητώντας του συγγνώμη.
«Ούτε να το σκέφτεστε, σερ. Μια στιγμή να τα μαζέψω αυτά και ύστερα
θα κρατήσω τα στοιχεία σας. Ω, όχι...»
Ο Κουίν βγήκε αθόρυβα στο δρόμο και σταμάτησε μια άμαξα. Κυρία Ά-
ντονι... και Κλεοπάτρα... σίγουρα ήταν εκείνη.
***
«Φαντάζομαι ότι το σχολείο είναι κάπως έτσι», είπε η Κλίο με έναν ανα-
στεναγμό και πέρασε με στυπόχαρτο το κείμενο που είχε μεταφράσει,
προτού κοιτάξει να δει τι άλλο είχε να κάνει. Να μεταφράσει αραβικά σε
αγγλικά, ελληνικά σε ιταλικά, αγγλικά σε γαλλικά. Ο κύριος Τριμ ήταν πο-
λύ απαιτητικός, όμως το γραφείο του έμοιαζε απόλυτα αξιοπρεπές και η
αμοιβή που της πρόσφερε ήταν λογική.
«Δεν θα μπορούσα να το ξέρω -το σχολείο που πήγα εγώ δεν ήταν έτσι».
Η Μάγκι τίναξε το ξεσκονόπανό της έξω απ’ το παράθυρο. «Αυτό το μέρος
δεν είναι άσχημο, όμως θα χρειαζόταν λίγη ακόμα καθαριότητα».
Δύο δωμάτια -ένα κοινό υπνοδωμάτιο και ο χώρος όπου βρίσκονταν,
που με λίγη αισιοδοξία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαλόνι. Είχαν το
δικαίωμα να μαγειρεύουν το φαγητό τους στην κουζίνα και δικαιούνταν
μια φτυαριά κάρβουνα τη μέρα. Τα χρήματα της Κλίο θα τελείωναν σε
τρεις βδομάδες. Ήταν πολύ σημαντικό να βγάλει χρήματα, αν και η Μάγκι
δήλωνε ότι σύντομα θα έβρισκε δουλειά σε κάποιο απ’ τα πανδοχεία ή τις
ψησταριές της περιοχής.
«Κάποιος είναι στην εξώπορτα... είναι σαν να γίνεται καβγάς», είπε η
Μάγκι, πράγμα περιττό, αφού οι δυνατές φωνές απ’ το πλατύσκαλο α-
κούγονταν καθαρά. Η λεπτή πόρτα του δωματίου τραντάχτηκε όταν τη
χτύπησε κάποιος και η σπιτονοικοκυρά τους ακούστηκε να διαμαρτύρεται
με δυνατή φωνή.
«Δεν επιτρέπω επισκέπτες στα δωμάτια. Υπάρχει κάτω ένα σαλόνι γι’
αυτόν το σκοπό. Σας πληροφορώ ότι εδώ είναι ένα αξιοπρεπές πανδοχείο.
Δεν θα ανεχτώ έναν άσωτο επάνω».
«Μα είμαι ένας πολύ αξιοπρεπής άσωτος, μαντάμ», είπε μια γνώριμη
φωνή.
Η Κλίο άφησε την πένα να της γλιστρήσει απ’ τα δάχτυλα, αδιαφορώ-
ντας για τους λεκέδες από μελάνι. «Ο Κουίν».
«Λοιπόν, αυτό ήταν», είπε η Μάγκι και μόρφασε. «Είμαστε πολύ ψηλά
για να σκαρφαλώσει και να μπει απ’ το παράθυρο. Καλύτερα ν’ ανοίξω την
πόρτα και να δούμε αν θα καταφέρουμε να το σκάσουμε όταν θα είμαστε
έξω».
Η Κλίο ήξερε ότι δεν θα έπρεπε να χαιρόταν που τον έβλεπε, κομψό και
να χαμογελάει, ενώ η κυρία Γουόκερ κουνούσε μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα
και απειλούσε να καλέσει την αστυνομία, όμως χαιρόταν. Χάρηκε υπερβο-
λικά για μια στιγμή. Κι ύστερα η δυστυχία της επέστρεψε.
«Καλησπέρα, λόρδε μου».
«Καλησπέρα, κυρία Άντονι, μις Μάγκι». Ο Κουίν μπήκε και έκλεισε την
πόρτα στα μούτρα της έξαλλης σπιτονοικοκυράς. «Προτείνω να μαζέψετε
αμέσως τα πράγματά σας, γιατί πιστεύω ότι η σπιτονοικοκυρά σας σκο-
πεύει να φωνάξει τον πρώτο αστυφύλακα που θα βρει για να με πετάξει
έξω με το κλομπ του».
«Ήρθες να με πάρεις πίσω στην Γκρόβενορ Σκουέαρ». Η Κλίο ένιωθε κα-
λύτερα όρθια. Ίσιωσε τους ώμους και σήκωσε περήφανα το πιγούνι.
«Όχι... Μάζεψε τα πράγματά σου και έλα μαζί μου στο Άλμπανι. Εκεί θα
μπορέσουμε να μιλήσουμε. Κλίο, μη με κοιτάζεις έτσι». Ο Κουίν άπλωσε το
χέρι και της χάιδεψε το μάγουλο με την ανάστροφη της παλάμης του.
Η Κλίο ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν. Τα έκλεισε για μια στιγμή,
μέχρι να μπορέσει να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Ο Κουίν θα την πήγαινε
πίσω, φυσικά, τουλάχιστον όμως θα ζούσε μερικές στιγμές ελευθερίας.
«Πώς με βρήκες;» ρώτησε, όταν κατάφερε να ελέγξει και πάλι τη φωνή
της.
«Αναρωτήθηκα πώς θα μπορούσες να κερδίσεις το ψωμί σου κι ύστερα
με τον Μπόλντουιν αρχίσαμε να ψάχνουμε σε όλα τα μεταφραστικά γρα-
φεία, μέχρι που βρήκα τον κύριο Τριμ». Ο Κουίν μιλούσε με ήρεμη φωνή
ενώ τις οδηγούσε στη σκάλα. Στο πλατύσκαλο κοντοστάθηκε, κράτησε τη
βαλίτσα της με το ένα χέρι και με το άλλο έδωσε αρκετά χαρτονομίσματα
στην κυρία Γουόκερ. Η συμπεριφορά της σπιτονοικοκυράς άλλαξε αμέσως
μόλις είδε πόσα χρήματα κρατούσε.
«Ο Τζορτζ κρατάει το οχυρό», συνέχισε ο Κουίν, ενώ άνοιγε την πόρτα
της άμαξας που περίμενε και βοηθούσε την Κλίο και τη Μάγκι να ανεβούν.
«Ο δούκας έστειλε αγγελιοφόρους και απαιτεί να τον ενημερώνω για την
πρόοδό μου κάθε μία ώρα, πράγμα κάπως κουραστικό».
«Ο παππούς μου ζήτησε τη βοήθειά σου;»
«Με κάλεσε», είπε ο Κουίν και έσκυψε να κλείσει τις κουρτίνες. «Μου εί-
πε να ακυρώσω ό,τι ταξίδι είχα προγραμματισμένο και να σε βρω».
«Είναι απίστευτος! Η αλαζονεία αυτού του ανθρώπου ξεπερνάει τα όρια
-σαν να περίμενε ότι θα παρατούσες ό,τι κι αν έκανες για να κάνεις ό,τι θα
σου ζητούσε». Η Κλίο έμεινε για λίγο σκεφτική. «Όμως αυτό έκανες, έτσι
δεν είναι;»
«Ανησυχούσα για σένα, Κλίο. Και εσύ και η Μάγκι είστε έξυπνες και γεν-
ναίες, όμως δεν γνωρίζετε τους κινδύνους του Λονδίνου και ο δούκας μου
είπε ότι είχατε ελάχιστα χρήματα. Μετά από εκείνη την πρωινή μας συνά-
ντηση στο πάρκο ήξερα ότι βρισκόσουν σε απόγνωση».
Ο Κουίν την είχε προειδοποιήσει για τον Ντράιτον, ήταν καλός μαζί της -
όμως λογοδοτούσε στον παππού της. Την έπνιγε η απογοήτευση και φο-
βόταν τα όσα θα ακολουθούσαν, κυρίως όμως θλιβόταν που ήταν ο Κουίν
που την είχε εντοπίσει.
Δεν θα είχε νόημα να τσακώνονταν τώρα γι’ αυτό. «Ο παππούς μου είπε
ότι θα πρέπει να παντρευτώ», είπε με πικρία. «Αντιπάθησα τον Ντράιτον
μόλις τον είδα, υποθέτω όμως ότι και οι υπόλοιποι θα είναι εξίσου φρι-
κτοί. Αυτά τα διπλά στάνταρ που ισχύουν για τους άντρες και τις γυναίκες
είναι τόσο υποκριτικά». Η Κλίο βυθίστηκε στη σιωπή κι ευχήθηκε να ήταν
ανοιχτές οι κουρτίνες, ώστε να μπορούσε τουλάχιστον να κοιτάξει έξω απ’
το παράθυρο και να προσποιηθεί ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συνέβαινε.
Ήταν δειλή. «Κουίν...»
«Όχι, δεν ισχύει, αν δηλαδή πρόκειται να με ρωτήσεις αν έχω ερωμένη»,
είπε ο Κουίν. «Δεν είμαι καλόγερος. Κάνω δεσμούς. Και πιστεύω ότι οι γα-
μήλιοι όρκοι πρέπει να τηρούνται», πρόσθεσε.
Αυτό είναι καλό για τη λαίδη Κάρολαϊν, σκέφτηκε η Κλίο. Άραγε της έχει
κάνει πρόταση γάμου ή ακόμα; Ίσως το αλαζονικό κάλεσμα του δούκα να
διέκοψε το φλερτ του. Σίγουρα ο Κουίν θα την είχε βαρεθεί. «Καλύτερα να
με γυρίσεις στην Γκρόβενορ Σκουέαρ. Δεν νομίζω να έχουμε τίποτα να
πούμε».
«Εγώ νομίζω ότι έχουμε», είπε ο Κουίν. Η άμαξα έστριψε απότομα και
ύστερα σταμάτησε. «Φτάσαμε. Κατέβασε το βέλο σου, Κλίο».
Η Κλίο βγήκε στο οκταγωνικό προαύλιο, που ήταν στρωμένο με κόκκινο
τούβλο, στη μια πλευρά του οποίου υπήρχε ένα εντυπωσιακό σπίτι. Ο Κου-
ίν πλήρωσε τον οδηγό και άνοιξε τη φαρδιά πόρτα με τον περίτεχνο φεγ-
γίτη. Μπροστά τους ανοιγόταν ένας μακρύς διάδρομος.
Ο Κουίν χαιρέτησε με ένα νεύμα το θυρωρό. «Το διαμέρισμά μου είναι
από δω. Βιάσου. Δεν θέλεις να σε δουν. Άνοιξε μια πόρτα. «Τζορτζ», φώνα-
ξε.
«Λόρδε μου». Ο γραμματέας που η Κλίο θυμόταν απ’ την άφιξή τους στο
Λονδίνο, βγήκε από ένα δωμάτιο με το πουκάμισό του. «Μις
Γούντγουορντ. Ζητώ συγνώμη για την εμφάνισή μου».
«Τζορτζ. Ετοίμασε μια βαλίτσα, πάρε χρήματα για μερικές μέρες και συ-
νόδευσε τη μις Μάγκι στην οικογένειά της. Ενημέρωσέ με για το πού θα
βρίσκεσαι και μείνε στην περιοχή μέχρι ν’ ακούσεις νέα μου. Θέλω να
φροντίσεις τη μις Μάγκι και δεν θέλω να μπλεχτείς μ’ αυτή την ιστορία
περισσότερο απ’ όσο έχεις μπλεχτεί ήδη».
«Η μις Κλίο με χρειάζεται», διαμαρτυρήθηκε η Μάγκι όταν ο γραμματέας
ένευσε και μπήκε και πάλι στο δωμάτιο.
«Έχει εμένα. Ο δούκας είναι άνθρωπος που δεν του αρέσει να μην υπα-
κούν στις εντολές του. Θέλω να βρίσκεσαι σε μέρος ασφαλές, για την πε-
ρίπτωση που θα αποφασίσει να φορτώσει τις ευθύνες σ’ εσένα. Δεν θα
παραξενευόμουν αν έβαζε να σε συλλάβουν για απαγωγή».
«Έτοιμος, λόρδε μου. Πήρα πενήντα λίρες από το χρηματοκιβώτιο. Πη-
γαίνουμε, μις Μάγκι».
«Μα...»
«Πήγαινε», είπε η Κλίο. «Ο λόρδος Κουίντους έχει δίκιο, δε θέλω να θεω-
ρηθείς κατά κανέναν τρόπο υπεύθυνη. Θα σου γράψω», φώναξε ενώ ο
Τζορτζ έπιανε τη Μάγκι αγκαζέ, έπαιρνε τη βαλίτσα της και την οδηγούσε
έξω βιαστικά, ενώ εκείνη διαμαρτυρόταν αδύναμα.
Τώρα ήταν μόνη. Μόνο ο Κουίν υπήρχε ανάμεσα σε εκείνη και το χρυσό
κλουβί της.
Κεφάλαιο 22
«Πέρασε», είπε ο Κουίν και άνοιξε την πόρτα του καθιστικού. «Βγάλε το
μπονέ και το μανδύα σου και βολέψου. Πρέπει να καταστρώσουμε τα
σχέδιά μας». Η Κλίο υπάκουσε, υπερβολικά κουρασμένη και σοκαρισμένη
για να διαμαρτυρηθεί, ενώ εκείνος τραβούσε το κορδόνι του κουδουνιού.
Όλα συνέβαιναν πολύ γρήγορα και τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν δεν ήταν
καλό —ούτε καν το ότι ήταν με τον Κουίν. Κι αυτό, απλώς, την πλήγωνε.
«Λόρδε μου;» Ένας κομψός, μικροκαμωμένος άντρας, ένας βαλές, υπέ-
θεσε η Κλίο, μπήκε στο καθιστικό. «Μαντάμ».
«Μις Γούντγουορντ, από δω ο Γκόντλι. Γκόντλι, απ’ όσο ξέρω, δεν είσαι
καθόλου παρατηρητικός, σωστά; Εξαιρετικά. Σε παρακαλώ, ετοίμασε το
υπνοδωμάτιο που χρησιμοποιεί ο κύριος Μπόλντουιν όταν μένει εδώ. Και
ζεστό νερό φυσικά. Αλλά πρώτα, τσάι».
«Θέλεις να μείνω; Να κρυφτώ εδώ;» Η Κλίο κοίταξε γύρω της τον αρρε-
νωπό χώρο με τις δερμάτινες πολυθρόνες, το γραφείο, τις βιβλιοθήκες και
το δίσκο με τις καράφες. Μπροστά στο παράθυρο υπήρχε ένα μικρό τρα-
πέζι με στοίβες από κάρτες και στον τοίχο μία βάση για όπλα. Σε μια θήκη
υπήρχαν ακόμα ένα μαστίγιο ιππασίας και αρκετά μπαστούνια. Ο χώρος
ταίριαζε στον Κουίν. Κυριαρχούσαν οι μυρωδιές του δέρματος και του κα-
πνού από ξύλα και μια αμυδρή μυρωδιά κίτρου, που της θύμιζε την επι-
δερμίδα του...
«Υποπτεύομαι ότι η παρουσία σου σε ένα εργένικο διαμέρισμα θα γινό-
ταν σύντομα αντιληπτή. Όμως νομίζω ότι μια νύχτα θα μπορέσεις να ξε-
κουραστείς εδώ. Α, τσάι και βουτήματα. Και κέικ, υπέροχα. Ευχαριστούμε,
Γκόντλι». Ο Κλίο έγειρε πίσω στο κάθισμά του και κοίταξε την Κλίο.
Τον κοίταξε κι εκείνη. Ωραίο θέαμα θα πρέπει να παρουσιάζω. Είμαι κου-
ρασμένη, φοράω τα χειρότερα ρούχα μου, επί δυο μέρες έχω καταφέρει να
πλυθώ παρά μόνο με μια λεκάνη με ζεστό νερό και κοντεύω να τρελαθώ.
«Φάε». Ο Κουίν της σέρβιρε τσάι όταν έγινε προφανές ότι δεν θα το σέρ-
βιρε εκείνη, όπως όφειλε να κάνει μία λαίδη. Άλειψε βούτυρο σε δύο βου-
τήματα και της έδωσε το πιάτο. «Μην το αφήσεις να κρυώσει. Χρειάζεται
φαγητό, ένα ζεστό μπάνιο και έναν καλό ύπνο, Κλίο».
Τα βουτήματα ήταν υπέροχα, ζεστά, ανάλαφρα και βουτυρωμένα. Η
Κλίο ήπιε το τσάι της και ο Κουίν της ξαναγέμισε το φλιτζάνι. Επιτέλους,
βρήκε τη φωνή της. «Να φάω και να πιώ, μπορώ. Να κοιμηθώ, αμφιβά-
λω».
«Περιμένεις ότι θα στείλω σημείωμα στο δούκα αμέσως μόλις θα κλεί-
σεις τα μάτια σου;» Ο Κουίν κοίταξε το πιάτο με τα κέικ, σαν να μονοπω-
λούσαν το ενδιαφέρον του. Όταν σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε, η Κλίο
σοκαρίστηκε βλέποντας την ένταση στο βλέμμα του. «Υποθέτω ότι δεν
μπορώ να σε κατηγορήσω». Άφησε το φλιτζάνι και το πιατάκι του. «Να
συζητήσουμε λοιπόν τι πρέπει να γίνει τώρα;»
«Έχεις κάποιο σχέδιο;» ρώτησε η Κλίο. Τι ανόητο που ήταν ακόμα προ-
σκολλημένη στην· ελπίδα ότι ο Κουίν θα μπορούσε να τη σώσει, να την ε-
λευθερώσει, να της αποδείξει ότι είχε για εκείνον μεγαλύτερη σημασία απ’
την καριέρα του, απ’ το καλό του όνομα. Πόσο εγωίστρια είσαι, Κλίο
Γούντγουορντ, επέκρινε τον εαυτό της. Και πόσο ανόητη.
«Ναι, έχω ένα σχέδιο. Μου λες τι θέλεις και θα σε βοηθήσω να το κά-
νεις».
«Μα έκανα αυτό που ήθελα». Η Κλίο έδειχνε να διατηρεί μετά βίας την
ψυχραιμία της, όμως ο Κουίν υποπτευόταν ότι απλώς κατάφερνε να συνε-
χίζει χάρη στη δύναμη της θέλησής της. Θα πρέπει να είναι εξαντλημένη και
τρομαγμένη, σκέφτηκε. Και επειδή ήταν η Κλίο, δεν ήθελε να το κάνει θέ-
μα.
«Έκανες το μόνο αξιοπρεπές πράγμα που μπόρεσες να σκεφτείς, δεδο-
μένων των συνθηκών. Πες μου τι θα έκανες αν είχες πρόσβαση σ’ εκείνα
τα χρήματα που σου έδωσε ο πατέρας σου».
«Αν! Ω, πολύ καλά, αν είναι απαραίτητο να παίξουμε ανόητα παιχνίδια.
Θα έβρισκα ένα μικρό σπίτι σε κάποια αξιοπρεπή πόλη. Μια πόλη με θέα-
τρο ίσως, με καλά καταστήματα, βιβλιοθήκη, ευχάριστη συντροφιά. Θα
ήμουν και πάλι μια χήρα. Ο σύζυγός μου θα είχε πεθάνει στην Αίγυπτο.
Ίσως να παρέδιδα μαθήματα ξένων γλωσσών σε νεαρές κυρίες... Τι νόημα
έχουν όλα αυτά;»
Θέλει τόσο λίγα και μπορώ να της τα προσφέρω τόσο εύκολα. «Θα σου
δώσω εγώ τα χρήματα», είπε ο Κουίν βιαστικά. «Θα τα δώσω στον Τζορτζ
να σου τα δώσει, ώστε να μπορώ να πω στον παππού σου με καθαρή συ-
νείδηση ότι δεν ξέρω πού βρίσκεσαι. Ο Τζορτζ θα σου βρει ένα σπίτι, θα
διαχειριστεί τα χρήματα για λογαριασμό σου».
«Μα ποια χρήματα;»
«Θα σου δώσω εγώ αρκετά».
«Δεν μπορώ να πάρω χρήματα από σένα! Τι θα ήμουν τότε;» Ο Κουίν πε-
ρίμενε ότι η Κλίο θα θύμωνε, δεν είχε προβλέψει τα δάκρυα που φάνηκαν
στα μάτια της.
«Τη λαίδη στην οποία οφείλω πολλά, αφού μου έσωσε δυο φορές τη
ζωή. Τη λαίδη στη ζωή της οποίας ανακατεύτηκα και που τώρα επιθυμώ
να επανορθώσω».
«Θα έπρεπε να αρνηθώ». Η Κλίο είχε καρφωμένο το βλέμμα στο φλιτζά-
νι της, σαν να προσπαθούσε να βρει τις απαντήσεις στα κατακάθια του
τσαγιού. Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε απ’ τον Κουίν για να κοιτάξει, κατά
τα φαινόμενα μαγεμένη, μερικούς άτλαντες σε ένα ράφι. Ο Κουίν ήταν σαν
να άκουγε τις σκέψεις της. Πίεσε τον εαυτό του να μείνει ακίνητος και
βάλθηκε να την κοιτάζει. Ήταν κουρασμένη, το καταλάβαινε απ’ τον τρό-
πο με τον οποίο χαμήλωνε τους ώμους, από τη λυγισμένη πλάτη της. Ή-
θελε να την πάρει στην αγκαλιά του, να τη φιλήσει, να τη γδύσει και να της
κάνει ένα ζεστό μπάνιο, ύστερα να τη σκουπίσει και να την ξαπλώσει για
να κοιμηθεί, ενώ εκείνος, βυθισμένος σε απόγνωση, θα βημάτιζε πάνω κά-
τω όλο το βράδυ.
Το κύμα της τρυφερότητας, η αποδοχή του ενδιαφέροντος του. Άρχιζε
να τον μπερδεύει το ότι νοιαζόταν τόσο πολύ. Ίσως να ένιωθε έτσι επειδή
ελάφραινε η συνείδησή του στη σκέψη ότι θα βοηθούσε την Κλίο.
«Μου δίνεις το λόγο σου ότι δεν πρόκειται απλώς για μια απάτη;» Η Κλίο
γύρισε ενώ μιλούσε κι ο Κουίν διέκρινε τη δυσπιστία της και, μαζί, το πόσο
ευάλωτη ένιωθε.
Περιμένει να πληγωθεί, να προδοθεί, να τη χρησιμοποιήσουν,
συνειδητοποίησε. Ο πατέρας της, ο σύζυγος της, οι Γάλλοι αξιωματούχοι, ο
παππούς της -κι εγώ. Όλοι την εξαπατήσαμε, ο καθένας για τους δικούς του
σκοπούς. Λογικό είναι που δεν μπορεί να δείξει εμπιστοσύνη. «Σου δίνω το
λόγο μου», είπε ο Κουίν. Είδε την αλλαγή στο βλέμμα της όταν πρόσεξε το
δισταγμό του. Επίσης κατάλαβε τη στιγμή που η Κλίο αποφάσισε να το ρι-
σκάρει, όπως είχε ξανακάνει και στο παρελθόν. Σίγουρα αυτό θα σήμαινε
κάτι, ίσως ότι ήταν διατεθειμένη να προσπαθήσει και πάλι, παρόλο που
την είχε πληγώσει στο παρελθόν.
«Νομίζω ότι θα ήθελα μια απ’ τις αγκαλιές σου», είπε η Κλίο κι έτρεξε
στην αγκαλιά του.
Ο Κουίν την κράτησε σφιχτά, έθαψε το πρόσωπό του στα μαλλιά της και
ανάσανε τη ζεστή μυρωδιά της, την ανάμεικτη μυρωδιά του σαπουνιού
και της επιδερμίδας της, που ήταν τόσο χαρακτηριστικά δική της. Ήθελε
να τη φιλήσει, όμως δεν ήταν αυτό που χρειαζόταν τώρα η Κλίο, έτσι συμ-
βιβάστηκε με το να της χαϊδεύει την πλάτη και να της λέει γλυκόλογα, μέ-
χρι που η Κλίο χαλάρωσε και, με έναν αναστεναγμό, τραβήχτηκε ελαφρά.
«Αυτό σημαίνει ότι με συγχωρείς;» ρώτησε ο Κουίν.
«Αν σε συγχωρώ; Ναι», συμφώνησε η Κλίο.
«Όμως δεν έχεις ξεχάσει κι ακόμα δεν είσαι σίγουρη για μένα, σωστά;»
Ήταν ανόητος που συνέχιζε να επιμένει όταν ήξερε ότι δεν θα του άρεσε η
απάντηση.
«Όχι», είπε η Κλίο αργά, με το βλέμμα καρφωμένο πάντα στα μάτια του.
«Έχω μάθει ότι είσαι πολύ καλός με τις λέξεις και στο να μπερδεύεις την
αλήθεια με το ψέμα».
Πήγαινες γυρεύοντας, μην επιμένεις άλλο. «Έλα, το νερό θα έχει ζεσταθεί.
Θα πω να ετοιμάσουν το μπάνιο σου. Το δωμάτιο είναι από δω».
Η Κλίο τον ακολούθησε στη δεύτερη κάμαρα. Ο Γκόντλι είχε ετοιμάσει
το κρεβάτι και είχε παραμερίσει τα σκεπάσματα. Η μπανιέρα ήταν τοπο-
θετημένη μπροστά στο τζάκι και δίπλα υπήρχαν μια στοίβα πετσέτες, σα-
πούνι και ο μεγάλος σπόγγος του Κουίν. «Πήγαινε πίσω από το παραβάν,
άρχισε να γδύνεσαι κι εγώ θα βοηθήσω με το νερό», είπε ο Κουίν.
Η Κλίο κοίταξε γύρω της τη μικρή κάμαρα, που ήταν διακοσμημένη σε
πολύ αρρενωπό στυλ. Χαμογέλασε στον Κουίν κι ύστερα πήγε πίσω από
το παραβάν από δέρμα της Κόρντομπα.
Ο Κουίν και ο Γκόντλι κουβάλησαν κουβάδες με νερό, γέμισαν την μπα-
νιέρα κατά τα τρία τέταρτα, ακούμπησαν πλάι στην μπανιέρα δύο κανά-
τες με νερό ώστε να ξεπλυθεί η Κλίο κι ύστερα ο βαλές έφυγε.
«Κλίο, το μπάνιο είναι έτοιμο». Πίσω από το παραβάν επικρατούσε ησυ-
χία.
«Χρειάζομαι βοήθεια».
Ο Κουίν σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το περιμένει. Η Κλίο, χωρίς την κα-
μαριέρα της, ήταν στο έλεος των κουμπιών και των παραμάνων που δεν
μπορούσε ν’ ανοίξει, των κορδονιών του κορσέ της που δεν μπορούσε να
λύσει. Προσπάθησε να συγκρατήσει τον πόθο του που φούντωσε στη
σκέψη ότι θα έγδυνε την Κλίο. «Σωστά. Θα κλείσω τα μάτια μου».
«Δεν υπάρχει λόγος». Η Κλίο βγήκε από το παραβάν ξυπόλυτη, με τα
μαλλιά λυτά και πιασμένα σε μια μακριά πλεξούδα. Τα μάγουλά της είχαν
κοκκινίσει ελαφρά, όμως διατηρούσε με αξιοθαύμαστο τρόπο την αυτο-
κυριαρχία της.
Όμως, φυσικά, είχε υπάρξει παντρεμένη και οι δυο τους είχαν μοιραστεί
μερικές πολύ προσωπικές στιγμές... «Γύρισε λοιπόν», είπε ο Κουίν κι άρχι-
σε να ξεκουμπώνει τα κουμπιά του φορέματος της. Ήταν μικρά και εκνευ-
ριστικά.
«Σχεδόν σε είδα να κάνεις μπάνιο κάποια φορά, όταν γνωριστήκαμε»,
είπε ο Κουίν κι αναρωτήθηκε αν μιλούσε για να βοηθήσει την Κλίο να ξε-
περάσει τη νευρικότητά της ή για να συγκρατήσει την έντονη επιθυμία του
να τη σφίξει στην αγκαλιά του. «Ήμουν πεσμένος σ’ εκείνον τον αμμόλο-
φο, καιγόμουν απ’ τον πυρετό και προσπαθούσα να σκεφτώ λογικά αν θα
έπρεπε να συνεχίσω την παρακολούθηση ή να κάνω την κίνησή μου. Το
μυαλό μου ήταν τόσο θολωμένο ώστε μου χρειάστηκαν αρκετά λεπτά για
να συνειδητοποιήσω τι ετοιμαζόσουν να κάνεις. Λίγο ακόμα και θα γινό-
μουν ηδονοβλεψίας».
Η Κλίο γέλασε. Ήταν ο πρώτος χαρούμενος ήχος που άκουγε ο Κουίν
από τα χείλη της απ’ όταν την είχε βρει εκείνη τη μέρα. Στεκόταν με το με-
σοφόρι της και στριφογυρνούσε τη μακριά πλεξούδα της γύρω από την
κορυφή του κεφαλιού της, όπου τη στερέωσε με ένα χτενάκι. Ο Κουίν
σκέφτηκε ότι δεν είχε ξαναδεί κάτι πιο θηλυκό, πιο αισθησιακό, πιο προ-
κλητικό.
«Τώρα τον κορσέ». Η Κλίο έβγαλε το μεσοφόρι της, το ακούμπησε σε
ένα σκαμπό κι ύστερα γύρισε, ώστε να μπορέσει ο Κουίν να λύσει τα κορ-
δόνια του κορσέ της.
Ήταν μια φαντασίωση του Κουίν που γινόταν πραγματικότητα. «Όχι!»
«Όμως θα το κάνεις», δήλωσε η Κλίο και τον κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο
της ενώ ο κορσές της χαλάρωνε. «Κουίν, θέλουμε ο ένας τον άλλον, το ξέ-
ρουμε κι οι δύο. Δεν είμαι καμιά αθώα, μικρή παρθένα. Ήμουν παντρεμέ-
νη, καταλαβαίνω τι είναι ο σαρκικός πόθος -και τον νιώθω τώρα. Το ίδιο κι
εσύ».
«Πώς είναι δυνατόν να μη με εμπιστεύεσαι κι ωστόσο να θέλεις κάτι τέ-
τοιο;»
«Σε εμπιστεύομαι για να μου κάνεις έρωτα, για να με κάνεις να νιώσω
καλύτερα απόψε, να μου δείξεις ότι νοιάζεσαι για μένα. Είναι... είναι οδυ-
νηρό το ότι δεν θέλεις να ξαπλώσεις μαζί μου».
Ο Κουίν αναρωτιόταν τι ήταν το σωστό. Έκλεισε τα μάτια ώστε να μην
τη βλέπει και διαπίστωσε ότι η μυρωδιά της τον μεθούσε. Ναι, την ήθελε,
την ήθελε από την πρώτη στιγμή που την είχε δει. Η Κλίο ήταν ενήλικη, ή-
ξερε τι ήθελε και ήθελε αυτό, τώρα και μαζί του.
«Και για μένα είναι οδυνηρό», είπε ο Κουίν και άνοιξε τα μάτια. «Θα ήταν
τιμή μου να κοιμηθώ μαζί σου».
Η Κλίο χαμογέλασε ντροπαλά. Ξαφνικά φαινόταν τρομερά ευάλωτη κα-
θώς έβγαζε τα υπόλοιπα ρούχα της και έμπαινε γυμνή στο νερό. Η ομορ-
φιά της, ο πόθος του, η ανάγκη του για εκείνη ήταν οδυνηρά.
«Κουίν;» Η Κλίο τον κοίταξε και πάλι πάνω απ’ τον ώμο της. Απίστευτα
αισθησιακή χωρίς να το αντιλαμβάνεται, μια αβέβαιη νύμφη των νερών.
Ο Κουίν έβαλε τα δυνατά του να συνέλθει, αποφασισμένος να μην την
κάνει ποτέ ξανά να νιώσει αβέβαιη. «Γιατί σε βλέπω σαν πλάσμα της αρ-
χαίας μυθολογίας;» ρώτησε ενώ έβγαζε το σακάκι και τα μανικετόκουμπά
του και άρχιζε να ανασηκώνει τα μανίκια του. «Πρώτα σαν μαινάδα και
τώρα σαν νύμφη των νερών».
«Μήπως επειδή είσαι υπερβολικά μορφωμένος;» ρώτησε η Κλίο. Γέλασε
κι εκείνος έπεσε στα γόνατα και γέλασε μαζί της.
«Όχι», είπε και άρχισε να ετοιμάζει σαπουνάδα. «Επειδή είσαι όμορφη,
ανεπηρέαστη απ’ το χρόνο και... αρχαία». Άρχισε να της σαπουνίζει την
πλάτη. Οι αντίχειρές του ταξίδευαν κατά μήκος της σπονδυλικής της στή-
λης. Ήταν ακόμα υπερβολικά αδύνατη.
«Αρχαία;» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Αιώνια, σαν εκείνα τα υπέροχα ελληνικά αγάλματα. Τόσο ζωντανά, τό-
σο παλιά κι ωστόσο τόσο νέα, δείχνουν να κατέχουν τη σοφία των αιώ-
νων».
«Κουίν, αυτό είναι υπέροχο». Η Κλίο έριξε πίσω το κεφάλι και τον κοίτα-
ξε στα μάτια. Εκείνος άφησε το σαπούνι, εγκατέλειψε τη λογική και τον
αυτοέλεγχό του, την αγκάλιασε και φίλησε τα απαλά χείλη που τόσο πρό-
θυμα του πρόσφερε.
Ω, ναι, σε θέλω, σκεφτόταν ο Κουίν ενώ τα χείλη της Κλίο άνοιγαν κάτω
απ’ τα δικά του και εξερευνούσε το στόμα της με τη γλώσσα του. Το αίμα
κόχλαζε στις φλέβες του από πόθο, όμως μαζί μ’ αυτόν υπήρχε και τρυ-
φερότητα, φροντίδα, το υπέροχο συναίσθημα ότι, επιτέλους, βρισκόταν
εκεί όπου ανήκε.
Η Κλίο κύρτωσε το σώμα καθώς τη χάιδευε κι εκείνος συνειδητοποίησε
ότι η παλάμη του κάλυπτε το αριστερό της στήθος. Ήταν μικρό και τέλειο
και η ρώγα της που είχε σκληρύνει πίεζε την παλάμη του. Η επιδερμίδα της
ήταν τόσο απαλή και λεία.
«Κλίο».
«Ω, ναι», ψιθύρισε εκείνη και πέρασε τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό
του, έτσι που ήταν εύκολο πια για τον Κουίν να τη σηκώσει, να τη βγάλει
απ’ το νερό και να την κρατήσει στα μπράτσα του. «Θα σε βρέξω», δια-
μαρτυρήθηκε η Κλίο, όμως δεν προσπάθησε να ελευθερωθεί.
Ο Κουίν ίσιωσε το κορμί του, πήρε μια πετσέτα από τη στοίβα και την
άπλωσε στο κρεβάτι, προτού ξαπλώσει την Κλίο σ’ αυτό. Έφερε κι άλλες
πετσέτες κι άρχισε να τη στεγνώνει. Πρώτα το πρόσωπο, τα μπράτσα και
τα πόδια της κι ύστερα τα στήθη και τη μέση της. Την ανασήκωσε, ώστε να
μπορέσει να της στεγνώσει και την πλάτη. Όταν την ξάπλωσε και πάλι, η
Κλίο άνοιξε τα πόδια ελαφρά, μισόκλεισε τα μάτια και βάλθηκε να τον
κοιτάζει, χαλαρή και αισθησιακή.
«Θυμίζεις και πάλι τη θεά-γάτα, την Μπαστέτ», ψιθύρισε ο Κουίν βρα-
χνά, ενώ της σκούπιζε το σκούρο, σγουρό τρίχωμα του εφηβαίου.
«Και πάλι;»
«Υπήρξαν στιγμές που σε σκεφτόμουν έτσι».
Κάτι άλλαξε στην έκφρασή της, ένα συναίσθημα τόσο φευγαλέο ώστε ο
Κουίν δεν πρόλαβε να το διακρίνει. «Εννοείς ότι... ότι με έχεις ξανασκεφτεί
με πόθο;» ρώτησε η Κλίο. Πήρε και πάλι εκείνη την έκφραση αβεβαιότητας
και πόνου για το παρελθόν.
«Νομίζεις ότι δεν σε ποθούσα, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή; Τι έχεις να
πεις για ό,τι έγινε στο Κάιρο, στο πλοίο για την Αγγλία; Για εκείνο το πρώ-
το φιλί, στην ΚουμΌμπο;»
«Στο Κάιρο και στο πλοίο σταμάτησες, δεν με ήθελες, απλώς ήσουν ευ-
γενικός». Η Κλίο ανακάθισε, ακούμπησε στο μαξιλάρι και τράβηξε την πε-
τσέτα γύρω της.
«Ευγενικός!» Ο Κουίν πέταξε τις υπόλοιπες, βρεγμένες πετσέτες σε μια
γωνία. «Ήμουν σε απόγνωση και προσπαθούσα να συμπεριφερθώ έντιμα.
Πιστεύεις ειλικρινά ότι δεν σε ήθελα;»
«Όχι εμένα», είπε η Κλίο και χαμήλωσε το βλέμμα. «Αντιλαμβανόμουν
ότι ήθελες σεξ, οι άντρες πάντα θέλουν, όμως θεωρούσα ότι ήταν εύκολο
για σένα να σταματήσεις, επειδή ήμουν εγώ».
«Να πάρει, Κλίο». Ο Κουίν δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να θάψει το
πρόσωπο στις παλάμες του. «Εγώ υπέφερα σαν τζέντλεμαν, έμενα ξύ-
πνιος τα βράδια κι εσένα σε πρόσβαλλε η αυτοσυγκράτησή μου;»
«Βρισκόσουν σε απόγνωση;» Η Κλίο ανακάθισε απότομα, αγκάλιασε τα
γόνατά της και του χαμογέλασε. Τα μάτια της έλαμπαν από ικανοποίηση.
«Και βασανιζόμουν. Κλίο, σε θέλω. Πάντα σε ήθελα, ακόμα κι όταν με
βασάνιζες με βρεγμένα σεντόνια, αιχμηρά όργανα και παγερές ματιές».
«Τότε έλα τώρα μαζί μου στο κρεβάτι».
Θα μπορούσε να πνιγώ σ’ αυτά τα μάτια, σκέφτηκε ο Κουίν. Σηκώθηκε
και άρχισε να βγάζει τα ρούχα του.
***
Επιτέλους. Το γυμνό κορμί του Κουίν της ήταν απρόσμενα ανοίκειο, πα-
ρά το γεγονός ότι το είχε φροντίσει όταν ο Κουίν ήταν αναίσθητος. Όμως
τώρα που είχε τις αισθήσεις του τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά,
σκέφτηκε η Κλίο κι επέτρεψε στον εαυτό της την απόλαυση να παρακο-
λουθεί ανοιχτά τους μυς του Κουίν να φουσκώνουν καθώς έβγαζε το που-
κάμισο περνώντας το πάνω απ’ το κεφάλι του. Τον παρακολούθησε να
σκύβει για να βγάλει τα παπούτσια του κι ύστερα να βγάζει το παντελόνι
του. Δεν έλεγε ψέματα ότι με ήθελε, σκέφτηκε κι ένιωσε τον πόθο της να
φουντώνει.
«Βιάσου», του ψιθύρισε.
«Σταμάτα», είπε ο Κουίν ενώ ξάπλωνε δίπλα της. «Δεν βοηθάς καθόλου
τον αυτοέλεγχό μου».
«Δεν θέλω τον αυτοέλεγχό σου». Η Κλίο γλίστρησε χαμηλότερα στο
κρεβάτι, άνοιξε τα μπράτσα της για να τον αγκαλιάσει και, ακόλαστα, τα
πόδια της.
Το βάρος του Κουίν πάνω της ήταν υπέροχο. Η θέρμη του κορμιού του, η
αίσθηση της επιδερμίδας του, η πίεση του ανδρισμού του στην κοιλιά της
φούντωναν τον πόθο της σε σημεία απόγνωσης. Βρισκόταν στα πρόθυρα
του οργασμού, σαν να έκαναν έρωτα επί ώρα.
Κύρτωσε το κορμί της, προσκαλώντας τον. Ήθελε να την κάνει δική του,
ήθελε να τον περιβάλει με την αγάπη και το πάθος της. Ο Κουίν άλλαξε
θέση κι εκείνη τον ένιωσε να πιέζει την ένωση των μηρών της, χωρίς ω-
στόσο να βυθίζεται μέσα της. Από τα χείλη του ακούστηκε ένας βαθύς α-
ναστεναγμός και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της.
«Είσαι τόσο όμορφη, Κλίο», ψιθύρισε και της έδωσε ένα φλογερό, απαι-
τητικό φιλί ενώ άρχιζε να κινείται πάνω της, φουντώνοντας τον πόθο της
σε σημείο απόγνωσης. Ήθελε τον Κουίν, ήθελε να την κάνει δική του και,
ταυτόχρονα, ήθελε το απαιτητικό, το κτητικό φιλί του, ήθελε να φωνάξει
το όνομά του, να δαγκώσει τα μυώδη μπράτσα του.
Και τότε ο Κουίν άλλαξε ελαφρά θέση και κάθε σκέψη έσβησε απ’ το
μυαλό της, ο κόσμος χάθηκε γύρω της και βρέθηκε να φωνάζει το όνομά
του ενώ τον φιλούσε.
Όταν συνήλθε, συνειδητοποίησε ότι ο Κουίν δεν είχε κουνηθεί καθόλου,
με εξαίρεση το ότι είχε σηκώσει το κεφάλι του. Κοίταξε τα μάτια του που
είχαν σκοτεινιάσει από πόθο, σήκωσε το χέρι της, χάιδεψε το μάγουλό του
κι αναρωτήθηκε αν ζούσε ένα όνειρο.
«Μην κλαις», είπε ο Κουίν σιγανά.
«Δεν κλαίω». Η Κλίο σκέφτηκε ότι, τελικά, μπορούσε να μιλήσει.
«Τότε θα πρέπει να φταίει η βροχή». Ο Κουίν φίλησε τις γωνίες των μα-
τιών της και ύστερα τα χείλη της, προτού βυθιστεί μέσα της.
Είχε περάσει πολύς καιρός απ’ την τελευταία φορά που είχε ξαπλώσει
με τον Τιερί και ο Κουίν ήταν μεγαλόσωμος, όμως το κορμί του ταίριαζε
απόλυτα με το δικό της. Οι παλάμες της ανέβηκαν στους ώμους του και η
γλώσσα της ενώθηκε με τη δική του.
Από τα χείλη του Κουίν ακούστηκε ένα βαθύ μουγκρητό και άρχισε να
κινείται μέσα της. Η Κλίο προσπάθησε να διατηρήσει κάθε έλεγχο και απέ-
τυχε. Ο Κουίν τάχυνε το ρυθμό του κι έφτασε στην κορύφωση μαζί της,
ενώ την έσφιγγε στην αγκαλιά του.
Σ’ αγαπώ, ψιθύρισε η Κλίο ενώ κρατούσε το κεφάλι του στο στήθος της
κι ένιωθε το κορμί της που έτρεμε να ηρεμεί στο καταφύγιο της αγκαλιάς
του.
Κεφάλαιο 23