Professional Documents
Culture Documents
Brague Remi Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΔΟΣ PDF
Brague Remi Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΔΟΣ PDF
Μια πολύ ενδιαφέρουσα αναζήτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και ρίζας από
τον Γάλλο καθηγητή Remi Brague. Ποιό είναι το πρόσωπο της Ευρώπης από
τον Μεσαίωνα µέχρι τις µέρες µας; Είναι ο ευρωπαϊκός πολιτισµός συνεχιστής
των Ελλήνων και της εβραϊκής (χριστιανικής) κληρονοµιάς ή είναι κάτι άλλο; Ο
συγγραφέας υποστηρίζει πως η δύναµη και ο χαρακτήρας της Ευρώπης πηγάζει
από το ρωµαϊκό πολιτιστικό πρότυπο. Η θέση του αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για τον Έλληνα αναγνώστη αν λάβουµε υπ' όψη ότι ο Remi Brague είναι
καθολικός και µελετά τα πολιτιστικά φαινόµενα µέσα από το πρίσµα του
καθολικισµού.Η µετάφραση ανήκει στη Νατάσα Τσουκαλά.
Remi Brague
Η ΡΩΜΑΪΚΗ Ο∆ΟΣ
Μετάφραση: Νατάσα Τσουκαλά
Πολλές από τις ιδέες που αναπτύσσει σ' αυτό το δοκίµιο έχουν διατυπωθεί σε
µια πρώτη µορφή στα ακόλουθα κείµενα:
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
I. Οι συστατικές διαιρέσεις
II. Η ρωµαϊκότητα ως πρότυπο
III. Η θρησκευτική ρωµαϊκότητα: Η Ευρώπη και ο ιουδαϊσµός
IV. Η πολιτιστική ρωµαϊκότητα: Η Ευρώπη και ο ελληνισµός
V. Η οικειοποίηση του ξένου
VI. Η ρωµαϊκή Εκκλησία
VII. Συµπέρασµα: Είναι ακόµα ρωµαϊκή η Ευρώπη;
Ι. Οι συστατικές διαιρέσεις
Οταν προτίθεται κανείς, όπως εγώ, να µιλήσει για την Ευρώπη, πρέπει πρώτα
απ' όλα να εξηγήσει τι εννοεί µ' αυτόν τον όρο. Οταν όµως προσπαθούµε να τον
προσδιορίσουµε, αναρωτιόµαστε συχνά τι είδους πράγµατα καθορίζουµε ως
'ευρωπαϊκά'. Βρισκόµαστε λοιπόν µπροστά σ' έναν λίγο ώς πολύ µακρύ
κατάλογο δεδοµένων, τα οποία κατά την κρίση του καθενός φαίνονται θετικά ή
αρνητικά: οικονοµία της αγοράς, δηµοκρατία, τεχνική, ιµπεριαλισµός κλπ.
∆ιαπιστώνουµε τότε ότι τα φαινόµενα αυτά συναντιούνται και σε άλλες περιοχές
της γης, όπου εµφανίζονται µάλιστα είτε νωρίτερα είτε σε υψηλότερο βαθµό απ'
ό,τι στην Ευρώπη: η αµερικανική επανάσταση έγινε πριν τη γαλλική, σήµερα οι
ΗΠΑ είναι ίσως πιο δηµοκρατικές και η Ιαπωνία πιο προηγµένη τεχνολογικά
απ' ό,τι η Ευρώπη. Συνειδητοποιούµε εποµένως ότι υπάρχουν δύο έννοιες του
όρου 'Ευρώπη'. Η πρώτη, που θα µπορούσαµε να την αποκαλέσουµε
'πολιτιστική', περιλαµβάνει έναν ορισµένο αριθµό οικονοµικών ή πολιτικών
γεγονότων. Η δεύτερη, η 'γεωγραφική', ορίζει ένα συγκεκριµένο σηµείο της γης,
που µπορούµε να το εντοπίσουµε µε ακρίβεια πάνω στο χάρτη.
α) Η πρώτη διχοτόµηση γίνεται βάσει ενός άξονα Βορρά - Νότου. Χωρίζει µια
∆ύση από µια Ανατολή, όπου σε γενικές γραµµές από τη µια βρίσκεται η λεκάνη
της Μεσογείου ('∆ύση') και από την άλλη ο υπόλοιπος κόσµος ('Ανατολή')(3).
Αρχίζει να τελείται όταν η Ελλάδα, την εποχή των µηδικών πολέµων, αποκτά
την ελευθερία της ως προς την περσική αυτοκρατορία. Ολοκληρώνεται όταν ο
ελληνισµός κατακτά όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, επί Μεγάλου Αλεξάνδρου
και κατά την ελληνιστική περίοδο. Συνεχίζεται ύστερα µε τη ρωµαϊκή κατάκτηση:
ο µεσογειακός χώρος, από τη νικηφόρα εκστρατεία του Ποµπηίου κατά των
πειρατών (67 π.Χ.) ώς την κατάκτηση των νότιων ακτών του από το Ισλάµ,
αποτελεί ένα ειρηνικό και αδιαίρετο τµήµα του ρωµαϊκού κόσµου.
β) Υστερα επέρχεται µια δεύτερη διαίρεση βάσει ενός άξονα Ανατολής - ∆ύσης.
Τελείται στο εσωτερικό της λεκάνης της Μεσογείου, που χωρίζεται σε δύο
σχεδόν ίσα µέρη: πρόκειται για τη διαίρεση Βορρά - Νότου που ακολούθησε τη
µουσουλµανική κατάκτηση της ανατολικής και νότιας Μεσογείου τον 7ο
αιώνα(5).
Τα σύνορα µεταξύ των δύο αυτών χώρων δεν θα µετακινηθούν καθόλου από την
εποχή εκείνη έως σήµερα. Μερικές φορές µόνο ο άξονας Ανατολή - ∆ύση θα
ταλαντευτεί ελαφρά πέριξ του εαυτού του. Μπορούµε να µη λάβουµε υπ' όψη
µας τις επελάσεις που είχαν προσωρινά αποτελέσµατα: την επιδροµή των
λεηλατών Αράβων ώς το Poitiers(6), την κατοχή της Σικελίας από τους
µουσουλµάνους ή την κατοχή της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους. Οι
µόνιµες µεταβολές είναι σπάνιες: αναφέρουµε ενδεικτικά, από τον 11ο αιώνα και
µετά, το πέρασµα της Ανατολίας στο Ισλάµ (η οποία βάσει του σύγχρονου
ονόµατος των κατακτητών της µετονοµάστηκε σε Τουρκία), το οποίο
αντισταθµίστηκε από την επανάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου από τους
χριστιανούς, η οποία ολοκληρώθηκε τρεις αιώνες αργότερα. Οι τουρκικές
επιδροµές εναντίον της αυστριακής αυτοκρατορίας τον 16ο και 17ο αιώνα δεν
επέφεραν καµιά µόνιµη µεταβολή -- αφήνουν όµως πιο µόνιµα ίχνη µε τη µορφή
των µουσουλµανικών πληθυσµών στη Βουλγαρία, τη Βοσνία και την Αλβανία.
Και η Ελλάδα θα περιµένει µέχρι τον 19ο αιώνα για να ξαναποκτήσει την
ανεξαρτησία της, την οποία είχε χάσει τον 15ο αιώνα.
Ούτε η Εκκλησία θα περιοριστεί σ' αυτό το χώρο: η χριστιανοσύνη, πριν από τις
ιεραποστολές της σύγχρονης εποχής προς την Αµερική και αργότερα προς την
Αφρική, ήταν ήδη και αφρικανική µε τη µονοφυσιτική Εκκλησία της Αιθιοπίας
και ανατολίτικη µε τους Νεστοριανούς της κεντρικής Ασίας και της Κίνας --
χωρίς να αναφέρουµε τους χριστιανούς της Ανατολής που ζούσαν υπό την
κυριαρχία των µουσουλµάνων ως 'προστατευόµενη' θρησκευτική κοινότητα ή
στο περιθώριο του µουσουλµανικού κόσµου (Αρµενία, Γεωργία).
Ως προς τον ορθόδοξο κόσµο, και κυρίως τη Ρωσία, το ανήκειν στην Ευρώπη
δεν θεωρείται αυτονόητο ούτε για τους µεν ούτε για τους δε(10). Το σλόγκαν «η
Ευρώπη από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια» είναι δυτικοευρωπαϊκό. Για την
Ανατολή το θέµα αυτό αποτελούσε ανέκαθεν αντικείµενο διαφωνίας µεταξύ
σλαβόφιλων και δυτικόφιλων.
δ) Τελικά πραγµατοποιείται και µια τελευταία διαίρεση βάσει ενός άξονα
Ανατολής - ∆ύσης. Πρόκειται για τη Μεταρρύθµιση(11), η οποία τον 16ο αιώνα
χωρίζει τον προτεσταντικό από τον καθολικό κόσµο: σε γενικές γραµµές, ο
Βορράς υιοθετεί τον λουθηριανό ή καλβινικό προτεσταντισµό (Σκανδιναβία και
Αγγλία µε την αγγλικανική παραλλαγή), ενώ ο Νότος παραµένει καθολικός
(Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία). Το κέντρο µένει αµφισβητούµενο: στη Γερµανία
η Μεταρρύθµιση εγκαθιδρύεται αρχικά σε περιοχές που βρίσκονται πέρα απ' τα
σύνορα της ρωµαϊκής αυτοκρατορίας και η Γαλλία παραµένει για πολύ καιρό
αναποφάσιστη. Στις παραδουνάβιες περιοχές τα σύνορα αργούν να
σταθεροποιηθούν: ορισµένες περιοχές που είχαν ασπαστεί τον προτεσταντισµό
επανακτήθηκαν από τον καθολικισµό τον 17ο αιώνα, γεγονός που δηµιούργησε,
παραδείγµατος χάρη στη Βοηµία, αρκετές µνησικακίες.
Η Ευρώπη παρουσιάζει έτσι ένα πρόσωπο χαρακωµένο που φέρνει πάνω του τα
ίχνη των συστατικών της πληγών. Οι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να ξεχάσουν αυτές
τις ουλές, οι οποίες έχουν διπλή λειτουργία: αφ' ενός τους καθορίζουν ως προς
το τι δεν είναι Ευρώπη, αφετέρου διαχωρίζουν το ίδιο το εσωτερικό της
Ευρώπης. Η ανάµνηση αυτών των διαιρέσεων µπορεί να µας αποτρέψει από
πολλές συγχύσεις.
Γενικά, µας αποτρέπει από µια πολύ γρήγορη υπερεπίθεση των διχοτοµήσεων
του παρελθόντος, κυρίως όταν οι διχοτοµήσεις αυτές έχουν γίνει βάσει του ίδιου
άξονα. Συγκεκριµένα, ακόµα κι αν οι λέξεις ταυτίζονται, η αρχαία διάκριση
µεταξύ Ανατολής και ∆ύσης δεν συµπίπτει µε τη διάκριση µεταξύ ρωµαϊκής, και
αργότερα χριστιανικής, Ανατολής και ∆ύσης. Ούτε συµπίπτει µε τη διάκριση που
αντιπαραθέτει τη δυτική Ευρώπη µε την 'Ανατολή' των οριενταλιστών -- για τους
οποίους το Μαρόκο είναι ανατολίτικο και η Ελλάδα είναι δυτική (ίσως θα
µπορούσαµε εδώ να ξαναχρησιµοποιήσουµε τους παλιούς όρους Λεβάντες και
Πουνέντες). Πιστεύω ότι οι διακρίσεις αυτές µας βοηθούν ν' αποφύγουµε τους
µύθους γενικά γύρω απ' την 'Ανατολή' όπου εκχύνονται τα αντίθετα πρότυπα
βάσει των οποίων καθορίζεται η Ευρώπη(12).
Μέσα απ' την αντιπαράθεση αυτών των συστατικών διαιρέσεων της ευρωπαϊκής
ενότητας προτίθεµαι να θέσω εκ νέου το ερώτηµα της ευρωπαϊκής ταυτότητας
και να το ανατρέψω.
Ενας πολιτισµός καθορίζεται ως προς τους λαούς και τα φαινόµενα που θεωρεί
'άλλους' ως προς αυτόν. Μπορούµε να υιοθετήσουµε την ίδια προσέγγιση για
την Ευρώπη. Στην περίπτωση όµως αυτή βρισκόµαστε µπροστά σε πολλούς
'άλλους' που δεν µπορούµε να τους αναµείξουµε σε ένα µη διαφοροποιηµένο
σύνολο. Η διαφοροποίηση της Ευρώπης ως προς τον καθένα απ' τους 'άλλους'
της δεν περιέχει κάθε φορά τα ίδια στοιχεία.
Υπάρχει όµως εδώ ένα γεγονός τέτοιας ιστορικής έκτασης που το αναφέρω εδώ
µόνο για τυπικούς λόγους: η χριστιανοσύνη δεν είναι νοητή από τους ίδιους τους
χριστιανούς και από τους άλλους πολιτισµούς ως ελληνική ή ως ιουδαϊκή, αλλά
ως ρωµαϊκή. Οι ίδιοι οι Ελληνες από τη βυζαντινή εποχή θεωρούσαν ότι είναι
Ρωµαίοι και ακόµα και σήµερα αποκαλούν τη γλώσσα τους ρωµαίικα. Ο
µουσουλµανικός κόσµος αποκαλούσε τους βυζαντινούς, είτε µιλούσαν ελληνικά
είτε αραβικά, ρουµί και η Οθωµανική αυτοκρατορία αποκαλούσε Ρουµελία
(Ρούµελη) αυτό που εµείς σήµερα ονοµάζουµε ευρωπαϊκή Τουρκία.
Οσον αφορά την Ευρώπη µε τη στενή έννοια του όρου, υπάρχει ένα
χαρακτηριστικό που είναι ίσως η µόνη που το διαθέτει, η µόνη που το διεκδικεί
και που, εν πάση περιπτώσει, δεν της το αµφισβητεί κανείς. Είναι η ρωµαϊκότητα.
Η ακριβέστερα, η λατινικότητα. Η 'ρωµαϊκότητα' διεκδικήθηκε από το
Βυζάντιο, ως συνέχιση της ανατολικής ρωµαϊκής αυτοκρατορίας και 'δεύτερη
Ρώµη', και αργότερα από τη Μόσχα, που επεδίωκε να αποκληθεί 'τρίτη Ρώµη'.
Η ρωµαϊκότητα διεκδικήθηκε επίσης από την Οθωµανική αυτοκρατορία,
δεδοµένου ότι ο σουλτάνος της Κωνσταντινούπολης διεκδικούσε, εκτός από τον
τίτλο 'σουλτάνος της Ρώµης', τη διαδοχή των ηττηµένων αυτοκρατόρων της
Κωνσταντινούπολης. Η λατινικότητα όµως δεν διεκδικήθηκε παρά µόνο απ' την
Ευρώπη.
∆ΙΑΓΡΑΜΜΑ
Στο κεφ. 4 θα δείξω πώς η σχέση της Ευρώπης -- ως λατινικός κόσµος -- µε τις
ελληνικές πηγές είναι επίσης 'ρωµαϊκή' και πώς διαφοροποιείται, απ' αυτή την
άποψη, τόσο από το Ισλάµ όσο και από το βυζαντινό κόσµο.
Στο κεφ. 5 θα δείξω πώς η Ευρώπη διατηρεί µια παράδοξη σχέση µε την ίδια
της την ταυτότητα: αυτό που της προσιδιάζει είναι µια οικειοποίηση εκείνου που
της είναι ξένο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
6 Υπενθυµίζω εδώ ότι οι συνέπειες της µάχης του Poitiers ήταν σχετικά
ασήµαντες. Το πραγµατικό σταµάτηµα της µουσουλµανικής επέκτασης προς τη
∆ύση προκλήθηκε, την ίδια εποχή, από την αποτυχία των εκστρατειών ενάντια
στο Βυζάντιο. Βλ. B. Lewis, Comment l' islam a decouvert l' Europe, NRF,
Paris, 1990, σσ. 10-12.
9 Ο O. Halecki, που ήταν Πολωνός, δείχνει καθαρά πόση σύνεση χρειάζεται γι'
αυτή την τοµή, βλ. όπ. αν., κεφ. 6: The geographical divisions of Western and
Eastern Europe, σσ. 105-122.
11 Προτιµώ εδώ αυτόν τον όρο που επιτρέπει τη διαφοροποίηση των γεγονότων
που συνέβησαν µετά το 1517 από τις πολυάριθµες µεταρρυθµίσεις της ιστορίας
της Εκκλησίας, συµπεριλαµβανοµένης της καθολικής µεταρρύθµισης που
σχετίζεται µε τη Σύνοδο του Τριδέντου.
12 Υπάρχει άφθονη βιβλιογραφία πάνω σ' αυτό το θέµα. Βλ., π.χ., E. Said, L'
Orientalisme, L' Orient cree par l' Occident, Seuil, Paris, 1980, 398 σελ. (µε
την απάντηση του B. Lewis, 'La question de l' Orientalisme', Le retour de l'
Islam, NRF, Paris, 1985, σσ. 291-314) και T. Hentsch, L' Orient imaginaire.
La vision politique occidentale de l' Est mediterraneen, Minuit, Paris, 1988,
290 σελ.
14 Βλ. R.-P. Droit, L' oubli de l' Inde, Une amnesie philosophique, PUF,
Paris, 1989, 262 σελ.
Είθισται να αναζητούµε αυτό που προσιδιάζει της Ευρώπης. Αυτό που της
προσιδιάζει πρέπει να την καθιστά µοναδική ως προς οτιδήποτε µη ευρωπαϊκό
και ταυτόχρονα να συγκεντρώνει όλα τα συστατικά της στοιχεία,
διαφοροποιώντας την από ό,τι της είναι ξένο και δεν εντάσσεται στην αρχική της
σύνθεση. Αυτό που προσιδιάζει της Ευρώπης πρέπει λοιπόν να συνιστά την
ενότητά της. Σ' αυτή τη γενικής αποδοχής σχέση βασίζεται η ευρωπαϊκή ενότητα.
Η σχέση όµως αυτή εµπεριέχει ένα παράδοξο.
Πράγµατι, όταν αναρωτιόµαστε τι είναι ίδιον της Ευρώπης, από το οποίο και
προσδοκούµε να της προσδώσει την πολιτιστική της ενότητα, διαπιστώνουµε ότι,
κατά ειρωνεία της τύχης, η απάντηση είναι διπλή. Η ενότητα της Ευρώπης δεν
καθορίζεται από ένα αλλά από δύο στοιχεία. Ο πολιτισµός της ανάγεται σε δύο
ασύνδετα µεταξύ τους στοιχεία, τα οποία είναι η ιουδαϊκή και µετέπειτα
χριστιανική παράδοση και η αρχαία ειδωλολατρική παράδοση. Για να
συµβολίσουµε λεκτικά αυτά τα ρεύµατα, θα τα αποκαλέσουµε Αθήνα και
Ιερουσαλήµ(1). Η αντίθεση αυτή βασίζεται στην αντίθεση, που διατύπωσε
πρώτος ο απόστολος Παύλος, µεταξύ Ιουδαίων και Ελλήνων(2). Αργότερα θα
την αναφέρει και ο Τερτυλλιανός στο πλαίσιο µιας πολεµικής του κατά της
ελληνικής φιλοσοφίας(3). Μεταγενέστερα, σε σχετικά πρόσφατες εποχές, οπότε
απέκτησε κοσµικό χαρακτήρα και συστηµατοποιήθηκε, η αντίθεση αυτή
διατυπώθηκε ως 'Ελληνας και Ναζαρηνός' από τον Heine(4), ως 'αττικισµός
και ιουδαϊσµός' από τον S.D. Luzzato(5) και ως 'εβραϊσµός και ελληνισµός'
από τον Matthew Arnold(6). Τέλος στο βιβλίο του L. Chestov, η αντίθεση αυτή
αποκτά τις διαστάσεις σύγκρουσης µεταξύ δύο κοσµοθεωριών και ο Chestov
τιτλοφορεί το έργο του 'Αθήνα και Ιερουσαλήµ'(7).
Σε όλες αυτές τις απόπειρες παραµελείτο συχνά ένας τρίτος όρος, ο οποίος
όµως κατά τη γνώµη µου είναι αυτός ακριβώς που αποτελεί το καλύτερο
παράδειγµα για τη σχέση της Ευρώπης µε ό,τι της προσιδιάζει. Πρόκειται για
την τελευταία από τις τρεις γλώσσες (και όπως ξέρουµε, οι γλώσσες υπερβαίνουν
τον τοµέα της γλωσσολογίας) που απέκτησαν παραδειγµατική αξία από το
γεγονός ότι κατονόµασαν µε ακρίβεια, στην πινακίδα που είχε τοποθετήσει ο
Πιλάτος πάνω στο σταυρό, Αυτόν που ήταν σταυρωµένος: πρόκειται για τα
λατινικά ή µάλλον, κατά τα λόγια του ευαγγελιστή, τα 'ρωµαϊκά' (κατά Ιωάννην,
ΙΘ΄, 20).
Η θέση µου λοιπόν είναι η εξής: η Ευρώπη δεν είναι µόνο ελληνική ούτε µόνο
ιουδαϊκή ούτε ελληνο-ιουδαϊκή. Είναι εξ ίσου και ρωµαϊκή. 'Αθήνα και
Ιερουσαλήµ' εποµένως, αλλά και Ρώµη(10). Μ' αυτή µου τη θέση δεν σκοπεύω
να επιβάλω για άλλη µια φορά το κοινότυπο γεγονός ότι δίπλα από τις άλλες
πηγές του πολιτισµού µας υπήρχε µια ρωµαϊκή επιρροή(11). Ούτε θέλω να
υπονοήσω ότι το ρωµαϊκό στοιχείο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τη σύνθεση των
άλλων δύο. Ισχυρίζοµαι ριζοσπαστικά ότι δεν είµαστε και δεν µπορούµε να
είµαστε 'Ελληνες' και 'Ιουδαίοι' µόνο και µόνο επειδή είµαστε πρώτα απ' όλα
'Ρωµαίοι'.
Προτείνοντας µια µελέτη του ρωµαϊκού χαρακτήρα της Ευρώπης, έχω επίγνωση
του ότι µπαίνω σ' ένα τοµέα όπου υπάρχουν έντονες συγκινησιακές φορτίσεις,
θετικές και αρνητικές. Πριν διατυπώσουµε εποµένως µια συγκεκριµένη έννοια
του τι είναι ρωµαϊκό και του τι καθιστά την Ευρώπη ρωµαϊκή, πρέπει να
συνειδητοποιήσουµε την ύπαρξη αυτών των συγκινησιακών φορτίσεων αλλιώς
κινδυνεύουµε να αλλοιώσουµε αυτή την καινούργια έννοια και να την
επαναφέρουµε σε θλιβερά κοινότυπες παραστάσεις. Οι συγκινησιακές αυτές
φορτίσεις έχουν θετικό ή αρνητικό χαρακτήρα και οι αλληλεπιδράσεις τους
προκαλούν µια συγκεχυµένη αµφισηµία.
Αυτή η αρνητική στάση αντισταθµίζεται από µια θετική εικόνα των Ρωµαίων,
χάρη στις αξίες που θεωρούνταν ότι αντιπροσώπευαν. Η ρητορική της γαλλικής
επανάστασης είναι βαθιά εµποτισµένη από το ρωµαϊκό πολιτισµό και οι τέχνες
της ίδιας εποχής φτάνουν µέχρι του σηµείου να µιµηθούν πιστά τη ρωµαϊκή
αρχιτεκτονική και τα ρωµαϊκά έπιπλα. Η πολιτική αρετή ενός Βρούτου και ο
πατριωτισµός ενός Ρέγουλου αποτελούν πηγές έµπνευσης για εκείνη την εποχή.
Η Υπατεία και αργότερα η Αυτοκρατορία (πόσο χαρακτηριστικά ονόµατα!)
εισάγουν µαζικά ρωµαϊκά σύµβολα στο στρατό ('λεγεών', 'αετός' κλπ.) και
στοιχεία ρωµαϊκού δικαίου στο Ναπολεόντειο Κώδικα. Αυτό που εξαίρουν έτσι
είναι µάλλον η τάξη, η πατριαρχική οικογένεια και η πατρίδα. Εναν αιώνα
αργότερα, ο ιταλικός φασισµός προσπάθησε να εξάρει µε έπαρση µια αρρενωπή
και κατακτήτρια 'ρωµαϊκότητα'. Η εικόνα των Ρωµαίων ταλαιπωρήθηκε
πιθανότατα πολύ περισσότερο απ' ό,τι το περιεχόµενο αυτών των προσπαθειών.
Ο Andre Suares είχε δίκιο όταν έπλασε γι' αυτό το µύθο ένα όνοµα που
προσιδιάζει σε αρρώστια: 'ρωµαϊτιδα'(14).
«Ποια είναι λοιπόν η καταγωγή των υπεροπτικών απόψεων περί ηθικής για τις
οποίες καυχώνται οι σύγχρονοι πολιτισµένοι λαοί; ∆εν τις δηµιούργησαν µόνοι
τους. Είναι οι ευτυχείς κληρονόµοι που κερδοσκόπησαν µε την κληρονοµιά της
αρχαιότητας και την έκαναν να καρποφορήσει. ∆ύο είναι οι δηµιουργοί λαοί που
δηµιούργησαν την ευγενή ηθικότητα, που ανύψωσαν τον άνθρωπο και τον
έβγαλαν από την πρωτόγονη κατάσταση της βαρβαρότητας και της αγριότητας: ο
ελληνικός λαός και ο ισραηλιτικός λαός. ∆εν υπάρχει τρίτος. Ο λατινικός λαός
δεν δηµιούργησε και δεν µετέδωσε τίποτα άλλο από την αυστηρή τάξη µια
αστυνοµοκρατούµενης κοινωνίας και µια αναπτυγµένη πολεµική τεχνική. Μόνο
στο έσχατο γήρας του τέλεσε, πέρα από τα παραπάνω, την υπηρεσία που τελούν
τα έντοµα: µετέφερε µια προϋπάρχουσα γύρη ώς το εύφορο έδαφος που ήταν
έτοιµο να τη δεχτεί. Οµως µόνο οι Ελληνες και οι Εβραίοι υπήρξαν δηµιουργοί
και ιδρυτές ενός ανώτερου πολιτισµού»(15).
Πρέπει επίσης να παρατηρήσουµε ότι σε σπάνιες µόνο περιπτώσεις το ρωµαϊκό
στοιχείο αποκτά υπόσταση και γράφεται τιµητικά ως ρωµαϊκό. Οι φιλόσοφοι
ελάχιστα ασχολήθηκαν µε το ρωµαϊκό φαινόµενο και όταν ασχολήθηκαν ήταν µε
πολύ αρνητικό τρόπο. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά την περίπτωση του
Heidegger(16) ή της Simone Weil, η οποία, µε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για το
θέµα µας τρόπο, παραλληλίζει µε ίση αποδοκιµασία τη Ρώµη και το Ισραήλ, που
θεωρούνται ενσάρκωση του ίδιου 'χοντρού ζώου'. Η µόνη λαµπρότατη εξαίρεση
είναι η περίπτωση της Hannah Arendt(17). Στην πράξη, το κίνηµα της εκ νέου
ανακάλυψης της κλασικής αρχαιότητας, από την εποχή του Wickelmann και
εντεύθεν, τείνει συχνά να παραµερίζει τη Ρώµη για να στραφεί κατευθείαν στην
ελληνική πηγή. Και το καταλαβαίνουµε, αν πράγµατι οι Ρωµαίοι είναι τόσο λίγο
ενδιαφέροντες όσο λέγεται...
Ο ΑΡΧΙΚΟΣ ΛΑΟΣ
Αυτό που ακόµα και οι πιο αυστηροί κριτές παραδέχονται είναι ότι ο ρωµαϊκός
πολιτισµός διέδωσε τον πλούτο του ελληνισµού και συνέβαλε στο να φτάσει
αυτός ο πλούτος ώς την εποχή µας. Ολα αλλάζουν όµως αν αρνηθούµε να
εννοήσουµε το περιεχόµενο του ρωµαϊκού φαινοµένου έξω από το πλαίσιο αυτής
της µετάδοσης. Τα λίγα πράγµατα που παραδεχόµαστε ότι είναι ίδιον της Ρώµης
είναι ίσως όλη η Ρώµη. Η δοµή µετάδοσης ενός περιεχοµένου που δεν της
προσιδιάζει, να ποιο είναι ακριβώς το αληθινό της περιεχόµενο. Το µόνο που
έκαναν οι Ρωµαίοι ήταν να µεταδώσουν, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου αµελητέο.
∆εν έφεραν τίποτα καινούργιο ως προς τους δύο δηµιουργούς λαούς, τον
ελληνικό και τον εβραϊκό. Εφεραν όµως αυτή την καινοτοµία(18). Εφεραν την
καινοτοµία αυτή καθεαυτή. Προσέφεραν σαν καινούργιο αυτό που ήταν για τους
ίδιους παλιό.
Υποστηρίζω εποµένως την άποψη ότι ένας τέτοιος τρόπος προσφοράς δεν είναι
καθαρά τυχαίος και συµπτωµατικός. Κατά τη γνώµη µου, αποτελεί το επίκεντρο
του ρωµαϊκού στοιχείου. Η διάδοση της ελληνικής και εβραϊκής κληρονοµιάς
βρήκε λοιπόν στη Ρώµη ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό έδαφος. Μπορούµε να
προσπαθήσουµε να περιγράψουµε αυτό το φαινόµενο. ∆εν ισχυρίζοµαι ότι θα το
περιγράψω αντικειµενικά. Αντιθέτως, θα αποµονώσω ορισµένα χαρακτηριστικά
που ταιριάζουν στο θέµα µου.
Η ρωµαϊκή εµπειρία είναι κατ' αρχάς µια εµπειρία χώρου. Ο κόσµος θεωρείται
από την οπτική γωνία του υποκειµένου, το οποίο, τεταµένο προς τα εµπρός,
ξεχνάει τι υπάρχει πίσω του. Αυτή η θεώρηση των πραγµάτων αντανακλάται στον
κατακερµατισµό της πραγµατικότητας µέσω της γλώσσας. Ετσι, η ίδια λέξη
(altus) σηµαίνει ψηλός αλλά και βαθύς: αυτό που συγκράτησε η γλώσσα είναι η
απόσταση ως προς τον οµιλητή και όχι η αντικειµενική κατάσταση σ' έναν
αντικειµενικά προσανατολισµένο χώρο. Αυτό που ονοµάζουµε σταυροδρόµι
(τέσσερις δρόµοι) ο Λατίνος το έβλεπε ως trinium (τρεις δρόµοι) -- ενώ εµείς
υπερκύπτουµε του χώρου και βλέπουµε τέσσερις κατευθύνσεις, ο Ρωµαίος δεν
βλέπει από πού έρχεται. Υποστηρίχθηκε ότι η ίδια θεώρηση ίσχυε και στην
τέχνη: ενώ ο ελληνικός ναός είναι κατασκευασµένος έτσι ώστε να µπορεί κανείς
να κάνει την περιφορά του, ο ρωµαϊκός ναός είναι ένα άνοιγµα που ακουµπάει σ'
έναν αδιαπέραστο τοίχο. Ενώ το ελληνικό άγαλµα είναι κατασκευασµένο έτσι
ώστε να το κοιτάει κανείς απ' όλες τις πλευρές, γιατί είναι σε γαλήνια ακινησία,
το ρωµαϊκό άγαλµα είναι σε κίνηση(19).
Η ρωµαϊκή σχέση προς την καταγωγή, και αυτό που την αντιδιαστέλλει από την
αντίστοιχη ελληνική σχέση, καθίσταται σαφής αν συγκρίνουµε τις δύο λέξεις
κλειδιά που εκφράζουν αυτές τις σχέσεις. Αναµφισβήτητα, οι λέξεις αυτές δεν
µπορούν να µεταφραστούν ικανοποιητικά, αλλά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί
παρόλο που προέρχονται από την ίδια εικόνα, την ανάπτυξη των φυτών, το
νόηµά τους αποκλίνει: εκεί όπου ο Ελληνας λέει φύσις (εκ του φύειν), ο Λατίνος
λέει auctoritas (εκ του augere). Η ελληνική φύσις αναφέρεται σ' αυτό που
διαρκεί αιώνια, εκφράζει την έλευση στο είναι ως µια συνεχή κίνηση(23)
ανάπτυξης από µια αρχή και ως εγκατάσταση σε µια µονιµότητα (η ρίζα φυ- είναι
ίδια µε το λατινικό fui και µε το αγγλικό to be). Αντιθέτως, η ρωµαϊκή
auctoritas αναφέρεται στο γεγονός του να είναι κανείς δηµιουργός, στην
πρωτοβουλία η οποία καλύπτει το χάσµα που δηµιουργεί η καινοτοµία ως προς
το παλιό και που εγγυάται, ή επικυρώνει, την πράξη ενός άλλου προσώπου(24).
Η εµπειρία αυτή δεν περιορίζεται στην ιστορική Ρώµη. Πράγµατι, τίποτα δεν
µας απαγορεύει να τη συνδέσουµε µε τη µεσαιωνική και αναγεννησιακή
προέκταση του ρωµαϊκού θρύλου µέσα από τη διεκδίκηση από τους Ευρωπαίους,
και όχι µόνο από τους Γάλλους, µιας τρωικής καταγωγής(25). Εχουµε επίσης
την αναγεννησιακή εκδοχή του θέµατος, που εξ άλλου δεν είναι αποκλειστικά
ευρωπαϊκό, του 'translatio studiorum': οι επιστήµες περνούν από την Ελλάδα
στη Ρώµη και ύστερα, κατ' επιλογήν, στη Φλωρεντία, στο Παρίσι κλπ. Υπάρχει
τέλος η αµερικανική εµπειρία, η οποία είναι 'ρωµαϊκή' στο βαθµό που βασίζεται
σε µια µεταφύτευση και στην επιθυµία εγκαθίδρυσης µιας 'novus ordo
saeculorum', επιθυµία που µαρτυρεί τη βαθιά ευρωπαϊκή νοµιµότητα των ΗΠΑ.
Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΑΣΗ
∆εν προτίθεµαι να κάνω εδώ ιστορία. Ούτε βέβαια σκοπεύω να υποστηρίξω την
ιστορική πραγµατικότητα του ρωµαϊκού ιµπεριαλισµού -- ο οποίος
παρεµπιπτόντως δεν είναι ο πιο ανεγκέφαλος ούτε ο πιο σκληρός στην
παγκόσµια ιστορία. Ας µου επιτραπεί όµως να διαµορφώσω αφαιρετικά από τα
δεδοµένα της ιστορίας µια 'ρωµαϊκή στάση', που θα τη χαρακτήριζα γενικά ως
τη στάση αυτού που γνωρίζει ότι καλείται να ανανεώσει µέσα απ' το παλιό. Ετσι
θα αγνοήσω, παραδείγµατος χάρη, την τελετουργική επίκληση των ρητόρων στα
έθιµα των προγόνων (mos maiorum). Θα βασιστώ όµως σ' έναν ιστορικά
εξακριβώσιµο πυρήνα, τον εξελληνισµό του ρωµαϊκού πολιτισµού. Ο
εξελληνισµός αυτός επήλθε προοδευτικά, σχεδόν από τη στιγµή που η Ρώµη
ήρθε σε επαφή µε τις ελληνικές πόλεις της νότιας Ιταλίας ('Μεγάλη Ελλάς' και
Σικελία) και συνεχίστηκε µε επιταχυνόµενο ρυθµό µετά τους καρχηδονιακούς
πολέµους. Αιτία αλλά και αποτέλεσµα αυτού του πολιτιστικού δανείου ήταν ένα
σύνδροµο κατωτερότητας των Ρωµαίων ως προς τους Ελληνες. ∆εν έχει καµιά
σηµασία το ότι αυτό το αίσθηµα κατωτερότητας ήταν ίσως αβάσιµο, δεδοµένου
ότι οι Ελληνες εκείνης της εποχής δεν ήταν κατά πάσα πιθανότητα πολύ
ανώτεροι των συγχρόνων τους Ρωµαίων(26). Αυτό που έχει σηµασία είναι ότι
υπήρξε µια υποβάθµιση, η οποία ήταν αισθητή και εκφράστηκε, παραδείγµατος
χάρη, µέσα από τους χιλιοειπωµένους στίχους όπου ο Οράτιος λέει ότι «η
αιχµάλωτη Ελλάς αιχµαλώτισε τον άγριο νικητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο
άξεστο Λάτιο»(27).
Κατ' αυτή την έννοια, είναι 'Ρωµαίος' όποιος γνωρίζει ότι είναι και αισθάνεται
πως είναι πιασµένος ανάµεσα σε κάτι σαν τον 'ελληνισµό' και σε κάτι σαν τη
'βαρβαρότητα'. Το να είναι κανείς 'Ρωµαίος' σηµαίνει να έχει πίσω του ένα
κλασικισµό προς µίµηση και µπροστά του µια βαρβαρότητα προς καθυπόταξη.
Οχι σα να είναι ένας ουδέτερος ενδιάµεσος, ένας απλός διερµηνέας, ξένος ως
προς αυτό που έχει να µεταφέρει, αλλά γνωρίζοντας ότι αυτός ο ίδιος είναι η
σκηνή όπου εκτυλίσσονται τα πάντα, γνωρίζοντας ότι αυτός ο ίδιος είναι
τανυσµένος ανάµεσα σ' έναν κλασικισµό προς αφοµοίωση και σε µια εσωτερική
βαρβαρότητα. Αυτό σηµαίνει ότι όπως οι Ελληνες νοούσαν τον εαυτό τους σε
αντιδιαστολή προς τους βαρβάρους, έτσι και οι βάρβαροι νοούσαν τον εαυτό
τους σε αντιδιαστολή προς τους Ελληνες. Αυτό σηµαίνει να γνωρίζει κανείς ότι
αυτό που µεταδίδει δεν προέρχεται απ' αυτόν τον ίδιο, ότι µετά βίας το κατέχει
µε τρόπο εύθραυστο και προσωρινό.
Αυτό που αποκαλώ ρωµαϊκή στάση δεν είναι ίδιον των Ρωµαίων έτσι όπως µας
τους παρουσιάζει η ιστορία. Είναι επίσης ίδιον των Ελλήνων, οι οποίοι, ή
τουλάχιστον οι πιο σηµαντικοί απ' αυτούς, θεωρούσαν ότι ήταν πρώην βάρβαροι.
Η διαφορά µεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων δεν είναι φυσικού αλλά χρονολογικού
τύπου: «Ο αρχαίος ελληνικός κόσµος ζούσε κατά τρόπο ανάλογο µε αυτόν του
σύγχρονου βάρβαρου κόσµου»(34). Οι Ελληνες είναι σαν κληρονόµοι που
απέκτησαν τα αγαθά τους από αλλού, ακόµα και από τους θεούς τους(35), αλλά
µεταβάλλοντάς τα: «Κάθε τι που δέχονταν οι Ελληνες από τους βαρβάρους
κατέληγαν πάντα να το τελειοποιούν»(36). Ισως µάλιστα αυτό που τους ωθούσε
να σπεύδουν σε κάθε τι καινούργιο(37), προσδίδοντας έτσι ένα φρενήρη ρυθµό
στην ελληνική ζωή, να ήταν η αίσθηση µιας κάποιας έλλειψης πρωτοτυπίας, µε
όλες τις έννοιες του όρου: «Ο ρυθµός της ζωής της Ελλάδας υπήρξε απίστευτα
γρήγορος»(38). Η ίδια δυναµική χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή ιστορία.
Μπορούµε να την εξετάσουµε βάσει της 'ρωµαϊκής' στάσης. Πρόκειται για τη
συνείδηση του ότι υπάρχει από πάνω ένας υπερκύπτων 'ελληνισµός' και από
κάτω µια προς καθυπόταξη βαρβαρότητα. Πιστεύω ότι αυτή η διαφορά
δυναµικού µεταξύ του κλασικού παρελθόντος και του βάρβαρου παρόντος -
µέλλοντος είναι η κινητήρια δύναµη της Ευρώπης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Πάνω σ' αυτό το θέµα, βλ. Brague R., «Athens, Jerusalem, Mecca». Leo
Strauss's, «Muslim Understanding of the Classics» in A. Udoff, The
Hermeneutics of Modern Jewish Thinkers, Lynne Rienner, Boulder (προς
έκδοση), γαλλική µετάφραση στο Revue de Metaphysique et de Morale, 1989,
σσ. 309-336.
2 Προς Ρωµαίους, 1, 16. 3, 9. 10, 12. Προς Κορινθίους Α΄, 1, 24. 10, 32. 12, 13.
Προς Γαλάτας, 3, 28. Προς Κολοσσαείς, 3, 11.
11 Θα αναφέρω µόνο µια από τις πιο επιτυχηµένες απόπειρες ορισµού του
'ευρωπαϊκού πνεύµατος': P. Valery, «La crise de l' esprit», Oeuvres, Pleiade,
τ. 1, σσ. 988-1014 και κυρίως 1007 επ.
13 Βλ. C. Amalvi, De l' art et la maniere d' accommoder les heros de l'
histoire de France, Essai de mythologie nationale, Albin Michel, 1988, σσ.
53-87.
14 A. Suares, Vues sur l' Europe, Grasset, 1991 (=1939), no XXIII, σελ. 56.
16 Βλ. κυρίως το µάθηµα πάνω στον Παρµενίδη του χειµερινού εξαµήνου, 1942-
1943 (GA 54). Για µια πρώτη κατατόπιση, βλ. E. Escoubas «La question
romaine, la question imperiale. Autour du tournant» στο Heidegger,
Questions ouvertes, Osiris, Paris, 1988, σσ. 173-188.
19 H. Kahler, «Traits essentiels de l' art romain» στο Rome et son empire,
Albin Michel, 1963, σσ. 5-31.
24 Σχετικά µ' αυτή τη λέξη, βλ. R. Heinze, «Auctoritas» in Vom geiste des
Romertums. Ausgewahlte Aufsatze, Teubner, Stuttgart (3η έκδοση), 1960,
σσ. 43-58 και E. Benveniste, Vocabulaire des Institutions indo-europeennes,
τ. 2, Minuit, Paris, 1969, σελ. 150.
25 Βλ. D, Hay, op. cit., σελ. 48 επ. και σελ. 108 επ.
30 Ο Πασκάλ, στην καρδιά του 17ου αιώνα, διακόπτει µια µαθηµατική απόδειξη
που είχε αρχίσει στα γαλλικά, γράφοντας: «και θα σας το πω στα λατινικά γιατί
τα γαλλικά είναι αδύναµη γλώσσα» (Επιστολή προς Fermat, 29 Ιουλίου 1654).
31 Η ιδέα ότι τα λατινικά είχαν για το Μεσαίωνα απόλυτη αξία συναντάται στον
E. R. Curtius, Europaische Literatur und lateinisches Mittelalter, Francke,
Berne, 1948, σελ. 33 -- αναφέρεται επίσης στον K. O. Apel, Die Idea der
Sprache in der humanistischen Tradition von Dante bis Vico, Bouvier,
Bonn, 1975 (2η έκδοση), σελ. 91. Ουσιαστικά πρόκειται για µια παρανόηση του
έργου του Ισίδωρου της Σεβίλλης, Ετυµολογίες, ΙΙ, 16, 2. Το απόσπασµα εξ
άλλου αφαιρέθηκε από τη δεύτερη έκδοση(1953).
34 Βλ. Θουκυδίδης, Ι, 6, 6. Βλ. επίσης Πλάτων, Κρατύλος, 379 c9-d2 και 421d 4
επ. καθώς και Αριστοτέλης, Πολιτικά, ΙΙ, 8, 1268 b40.
40 Ο παραλληλισµός είναι σαφέστατος στην αρχή του έργου του Joseph Conrad,
Heart of Darkness.
β) Με τη στενή έννοια του όρου, υποδηλώνει τον ιουδαϊσµό που συστάθηκε µετά
την καταστροφή του Ναού το 70 µ.Χ. και τον καθορισµό του κανόνα της Αγίας
Γραφής τριάντα περίπου χρόνια αργότερα. Ως προς αυτή την έννοια, η
χριστιανική Εκκλησία έχει µε τον ιουδαϊσµό µια σχέση αδερφική, σχεδόν
ταύτισης(1), η οποία αποδυναµώνει πλήρως τη σχέση απογόνου προς πρόγονο.
Αυτό φαίνεται σαφώς στην Καινή ∆ιαθήκη µέσα από µια σειρά παραβολών που
περιστρέφονται γύρω από δύο γιους, ένα µεγαλύτερο και ένα µικρότερο σε
ηλικία -- η πιο διάσηµη απ' αυτές τις παραβολές είναι συνήθως γνωστή ως η
παραβολή του 'άσωτου υιού' (Κατά Λούκα, ΙΕ΄, 11-32). Κατ' αρχήν, θεωρείται
ότι ο ένας απ' αυτούς τους γιους συµβολίζει το Ισραήλ, πρώτο αντικείµενο της
συµφωνίας µεταξύ Θεού και ανθρώπων, ενώ ο άλλος συµβολίζει τα
ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία εκλήθησαν να γνωρίσουν το Θεό αργότερα. Οι δε
Ιουδαίοι συγκρίνουν, µε όχι πολύ κολακευτικό τρόπο, τους Χριστιανούς µε τον
Ησαύ, τον εχθρικά διακείµενο προς τον αδερφό του Ιακώβ - Ισραήλ.
Η ιουδαϊκή ιστορία έλαβε έτσι µια ιδιαίτερα τραγική τροπή τόσο στην Ανατολή
όσο και στη ∆ύση. Η κεντρική Ευρώπη, µοιρασµένη ανάµεσα στους ορθόδοξους
και στους λατίνους και ουνίτες καθολικούς, απετέλεσε το πεδίο µεγάλων σφαγών
την εποχή της εξέγερσης των Κοζάκων το 1648 και σποραδικών πογκρόµ µέχρι
τις αρχές του 20ού αιώνα. Στη ∆ύση, οι διωγµοί αυτοί καθαυτοί (σφαγές,
αναγκαστικοί προσηλυτισµοί, κατηγορίες για 'τελετουργικό έγκληµα' κλπ.)
άρχισαν µε τις σταυροφορίες και συνεχίστηκαν τουλάχιστον έως την εκδίωξη των
Εβραίων από την Ισπανία (1492).
Αντιθέτως, οι Εβραίοι ως µονάδες συνέβαλαν σηµαντικά τόσο στη νότια όσο και
στη βόρεια Μεσόγειο σε διάφορους τοµείς, από την οικονοµία και τη θρησκεία
έως την πολιτική και τις επιστήµες. Στη µεσαιωνική Ευρώπη, υπάρχει ένα
γεγονός που έπαιξε κεφαλαιώδη ρόλο στη µετάδοση στη λατινική χριστιανοσύνη
της πολιτιστικής κληρονοµιάς του αρχαίου κόσµου, µεταφρασµένης και
σχολιασµένης από τους µουσουλµάνους στοχαστές: πρόκειται για τη µετακίνηση
προς το Βορρά των πνευµατικών κέντρων των Εβραίων σεφαράντ, από την
Ανδαλουσία προς την Προβηγκία, µετά τον 13ο αιώνα. Οι διωγµοί των
Αλµοχαδών ανάγκασαν πολλούς διανοούµενους υψηλού επιπέδου (κυρίως τους
προγόνους των οικογενειών Κίµτσι και Ιµπν-Τιµπόν) να καταφύγουν στη
χριστιανική Προβηγκία. Αυτοί µετέφρασαν στα εβραϊκά όσα θεωρούσαν ως
σηµαντικότερα από τα κείµενα των αραβόφωνων στοχαστών, εβραίων και
µουσουλµάνων(7). Ορισµένα µάλιστα απ' αυτά τα κείµενα έφτασαν ώς εµάς µόνο
µέσα απ' αυτές τις µεταφράσεις. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά την περίπτωση του
Θεµίστιου, του οποίου τα σχόλια στο Υπόµνηµα περί Ουρανού και στο βιβλίο
Λάµδα του Μετά τα Φυσικά, γραµµένα στα ελληνικά, σώθηκαν ακέραια χάρη σε
µια µετάφραση στα εβραϊκά, η οποία έγινε από ένα κείµενο γραµµένο στα
αραβικά που χάθηκε εντελώς ή του οποίου διασώζονται ορισµένα µόνο
αποσπάσµατα(8). Επίσης, όλα σχεδόν τα κείµενα του Αβερρόη υπάρχουν µε τη
µορφή χειρογράφων γραµµένων στα εβραϊκά, ενώ ορισµένα από τα κείµενα αυτά
δεν σώθηκαν στην αραβική τους µορφή, όπως το σχόλιό του στην Πολιτεία του
Πλάτωνος.
Κατόπιν, έγινε µια δεύτερη σειρά µεταφράσεων στα λατινικά. Οταν όµως δεν
υπήρχε ιδιαίτερη µετάφραση στα εβραϊκά, η µετάφραση γινόταν από οµάδες
µεταφραστών, όπου τον κύριο λόγο έπαιζε ο Εβραίος µεταφραστής: αυτός έκανε
µια µετάφραση από τα αραβικά στην εκάστοτε τοπική γλώσσα, την οποία
υπαγόρευε σ' ένα χριστιανό γραφιά, ο οποίος την έγραφε στα λατινικά(9).
Τέτοιες οµάδες υπήρχαν στο Τολέδο τον 12ο και 13ο αιώνα. Η σύγχρονη
Ευρώπη έχει εποµένως ένα σηµαντικό χρέος απέναντι σ' αυτούς τους εβραίους
µεταφραστές. Πράγµατι, το µεταφραστικό αυτό κίνηµα συνέπεσε µε την
ευρωπαϊκή πνευµατική απογείωση, η οποία συνδέθηκε µε την ίδρυση των
πρώτων πανεπιστηµίων -- απογείωση η οποία έγινε εξ ίσου αντιληπτή τόσο από
τους Εβραίους όσο και από τους άλλους πληθυσµούς(10) και η οποία οφείλεται
σε µεγάλο βαθµό στη συµβολή των Εβραίων. Μπορούµε όµως να αναρωτηθούµε
κατά πόσο η συµβολή αυτή στον ευρωπαϊκό πολιτισµό αφορά τον ιουδαϊσµό
αυτόν καθαυτόν.
Μπορούµε να θέσουµε το ίδιο ερώτηµα και για την σύγχρονη εποχή. Βέβαια,
µπορεί κανείς να ισχυριστεί, βασιζόµενος σε ισχυρά επιχειρήµατα, ότι η ιουδαϊκή
εµπειρία ήταν αποφασιστικής σηµασίας για τον ευρωπαϊκό πολιτισµό των δύο
τελευταίων αιώνων. ∆εν αρκεί όµως εν προκειµένω να αναφερθούν τα ονόµατα
των Μαρξ, Φρόιντ, Αϊνστάιν και Κάφκα, καθώς και τόσων άλλων. Πρέπει
επιπλέον να καταδειχτεί σε ποιο βαθµό οι στοχαστές αυτοί, και κυρίως οι
συγγραφείς του Ευρωπαϊκού Ζητήµατος και του Ο Μωυσής και ο Μονοθεϊσµός,
είναι πιστοί εκπρόσωποι του ιουδαϊσµού και σε ποιο βαθµό η αναµφισβήτητη
συµβολή τους στον ευρωπαϊκό πολιτισµό αποτελεί συµβολή στον ιουδαϊσµό
αυτόν καθεαυτόν. Για να καταδειχτεί κάτι τέτοιο θα έπρεπε να αποµονωθεί η
ουσία του ιουδαϊσµού. Μια τέτοια προσέγγιση είναι πολύ δύσκολη για
οποιαδήποτε θρησκεία, πολλώ δε µάλλον για τον ιουδαϊσµό, ο οποίος δεν έχει
'δόγµατα' µε την κυριολεξία του όρου. Σύµφωνα µ' αυτή τη λογική θα
µπορούσαµε, παραδείγµατος χάρη, να προσπαθήσουµε να δείξουµε ότι η ιδέα
του νόµου, ακόµα κι αν αποσπασθεί από το αρχικό της θρησκευτικό πλαίσιο --
της συµφωνίας µεταξύ Θεού και ανθρώπων -- και διατυπωθεί από στοχαστές
άθεους, συνεχίζει να αποτελεί ένα κοινό παρονοµαστή της εβραϊκής σκέψης(11).
Ανεξάρτητα όµως από την απάντηση που δίνουµε σ' αυτά τα ερωτήµατα,
παρατηρούµε ότι η επιρροή του ιουδαϊσµού αυτού καθαυτού στον ευρωπαϊκό
πολιτισµό άργησε πολύ να ασκηθεί. Οι εβραϊκές κοινότητες υποχρεώθηκαν να
µείνουν για πολύ καιρό µακριά από κάθε συµµετοχή στην πολιτική ιστορία, η
οποία θα υπερέβαινε τον ιδιωτικό ρόλο ορισµένων µελών τους. Για να µπορέσει
ο ιουδαϊσµός ν' ακουστεί δηµόσια και να ξεφύγει από τον εµπιστευτικό
χαρακτήρα που προσέδιδε στα κείµενά του η αποκλειστική χρήση των εβραϊκών,
χρειάστηκε να περιµένει τη χειραφέτηση. Αυτή επήλθε τον 18ο αιώνα αρχικά στα
γερµανικά κράτη (Αυστρία και Πρωσία) και συνεχίστηκε ακολουθώντας το
δρόµο που χάραξε η Γαλλική επανάσταση. Την εποχή εκείνη ή Ευρώπη ήταν
ήδη µια πολιτιστική πραγµατικότητα και είχε ήδη επίγνωση της ενότητάς της σ'
αυτό το επίπεδο. Ο ιουδαϊσµός µπόρεσε εποµένως να σηµαδέψει κατά τρόπο
αποφασιστικό µια ήδη συσταθείσα Ευρώπη, αλλά ελάχιστα συνέβαλε στη
διαµόρφωση της Ευρώπης.
Πράγµατι, πριν από τη σύγχρονη εποχή οι εξαιρέσεις σ' αυτό τον κανόνα είναι
ελάχιστες και εµφανίζονται πάντα στη σφαίρα της διανόησης. Μπορούµε να
αναφέρουµε, παραδείγµατος χάρη, την επιρροή που άσκησαν οι Εβραίοι
εξηγητές στους Χριστιανούς εξηγητές: ο Ωριγένης ή ο Αγιος Ιερώνυµος
προσέφευγαν στις γνώσεις των ραβίνων της εποχής τους και οι Βικτωρίνοι
χρησιµοποιούσαν το σχόλιο του Ραχί. Ακόµα και ο Λούθηρος. Παρόλο που ο
αντι-ιουδαϊσµός που εξέφερε σε ορισµένους λιβέλους του ξεπερνούσε κατά πολύ
τα όρια που παραδεχόταν η εποχή του(12), επέλεξε συχνά όταν µετέφραζε τη
Βίβλο τις ερµηνείες του ∆αβίδ Κίµτσι(13). Επισηµαίνουµε επίσης τον ιδιαίτερα
σηµαντικό ρόλο που έπαιξε ο Οδηγός των Αποπλανηθέντων του Μαϊµονίδη στη
διαµόρφωση της σχολαστικής φιλοσοφίας, και κυρίως στο Θωµά Ακινάτη,
συγγραφέα επίσης του De regimine judaeorum(14). Εκτός απ' αυτούς τους
διαλόγους µεταξύ διανοουµένων, η µόνη περίπτωση όπου υπήρξε µια επιρροή
µε σχετική εµβέλεια και λαϊκό χαρακτήρα είναι η περίπτωση της Ισπανίας, η
οποία παραµένει όµως εξαίρεση(15). Ολα αυτά τα φαινόµενα µένουν εποµένως
κατά κάποιο τρόπο περιθωριακά.
Οπως κάνω και µε την περίπτωση της Ελλάδας και της Ρώµης, δεν θα προβώ σε
λεπτοµερή απαρίθµηση του τι κληρονόµησε η Ευρώπη από το αρχαίο Ισραήλ.
Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να διακρίνει κανείς µεταξύ πολλών τύπων
υποδοχής, ανάλογα µε το αν εξετάζει τον καθολικό, τον ορθόδοξο ή τον
προτεσταντικό κόσµο. Ο τρόπος υποδοχής της Βίβλου και η σηµασία που
αποδίδεται στα δύο µέρη της δεν είναι ίδιοι στον καθένα απ' αυτούς τους
κόσµους. ∆εν θα επιµείνω λοιπόν ιδιαίτερα στο περιεχόµενο της µετάδοσης, για
να στραφώ στη µορφή αυτής της µετάδοσης και µάλιστα σε ό,τι την κατέστησε
δυνατή.
Πάνω σ' αυτό το θέµα, πρέπει να επισηµάνουµε ότι, πέρα από την πολύ
αρνητική εικόνα που άφησε στο Ισραήλ η ιστορική Ρώµη, υπάρχει ένας
παραλληλισµός µεταξύ αυτής της γραµµικής παράστασης του χρόνου και της
ρωµαϊκής εµπειρίας της χρονικότητας: παρατηρούµε ότι ο Αινείας είναι µεν
διαµετρικά αντίθετος του Οδυσσέα, ο οποίος καταφέρνει να ξαναγυρίσει στο
σπίτι του, αλλά είναι ίσως και ο πλησιέστερος του Αβραάµ αρχαίος τύπος,
δεδοµένου ότι και ο Αβραάµ εγκαταλείπει τα εδάφη του, την πατρίδα του και το
πατρικό του(16). Μπορούµε επίσης να παραλληλίσουµε την ίδρυση της Ρώµης
και τη µη αυτοχθονία των Εβραίων, που γνωρίζουν πολύ καλά ότι µπαίνοντας
στη Χαναάν κατοικούν σπίτια που δεν έχουν χτίσει οι ίδιοι και κόβουν καρπούς
από δέντρα που δεν έχουν φυτέψει οι ίδιοι(17).
Ισχυρίζοµαι λοιπόν ότι αυτή η 'ρωµαϊκή' δοµή αποτελεί την ίδια τη δοµή του
χριστιανισµού. Οι Χριστιανοί είναι ουσιαστικά 'Ρωµαίοι' στο βαθµό που έχουν
τους 'Ελληνές' τους, µε τους οποίους είναι άρρηκτα συνδεδεµένοι. Οι δικοί µας
Ελληνες είναι οι Εβραίοι. Με άλλα λόγια, η σχέση του χριστιανισµού µε την
Παλαιά ∆ιαθήκη είναι ίδια µ' αυτή των Ρωµαίων µε τους Ελληνες. Οι Χριστιανοί
ξέρουν -- ακόµα κι αν κινδυνεύουν συνεχώς να το ξεχάσουν ή κι αν το έχουν
επανειληµµένα ξεχάσει -- ότι είναι βαθιά συνδεδεµένοι µε τον εβραϊκό λαό και
µε την εµπειρία του περί Θεού. Η συµφωνία µεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι
κατά κάποιο τρόπο σύµφυτη του εβραϊκού λαού, δεδοµένου ότι αυτή είναι που
τον κάνει εβραϊκό λαό: αν αποµακρυνθεί κανείς τελείως από τη συµφωνία αυτή,
ουσιαστικά παύει να αποτελεί µέρος αυτού του λαού. Αντίθετα, για τους
Χριστιανούς η συµφωνία αυτή είναι κάτι που πρέπει να το µάθουν. Κατ' αυτή την
έννοια, η ύπαρξη των Χριστιανών µέσα σ' αυτή τη συµφωνία είναι 'παρά φύσιν'.
Ο απόστολος Παύλος δεν διστάζει να το πει καθαρά: οι Χριστιανοί εστιάσθηκαν
'παρά φύσιν' πάνω στον εβραϊκό λαό (Προς Ρωµαίους, ΙΑ΄, 24). Γι' αυτό το
λόγο, τα πρότυπα της σχέσης µε την αλήθεια είναι διαφορετικά: σύµφωνα µε το
εβραϊκό πρότυπο, το αρχικό δώρο καταφέρνει να ανθίσει χάρη στη σοφία, ενώ,
σύµφωνα µε το χριστιανικό πρότυπο, το καθοριστικό στοιχείο είναι ο πολιτισµός,
η εµφύτευση αυτού που µια πρωτόγονη φύση δεν είχε δεχτεί από την αρχή.
Η σχέση µε την εµπειρία της Παλαιάς συµφωνίας µεταξύ Θεού και ανθρώπων
περνά υποχρεωτικά µέσα από τη σχέση µε τα κείµενα που καταγράφουν τις
στιγµές εκείνες που θεωρούνται αποφασιστικές για την ταραχώδη ιστορία αυτής
της εµπειρίας. Τα κείµενα αυτά αποτελούν εκείνο που αποκαλούµε συνήθως
'Παλαιά ∆ιαθήκη'. Οπως είναι γνωστό, η ορολογία αυτή είναι χριστιανικής
προέλευσης. Εξ ίσου χριστιανική είναι η συνήθεια να συσχετίζονται δύο οµάδες
κειµένων σ' ένα και µοναδικό βιβλίο, τη Βίβλο. Οι δύο αυτές οµάδες
αλληλοκαθορίζονται, όπως υποδηλώνει ακόµα και το όνοµά τους. Η Νέα
συµφωνία µεταξύ Θεού και ανθρώπων και η Καινή ∆ιαθήκη, η οποία αποτελεί
την καταγραφή αυτής της συµφωνίας, τοποθετούνται κατά τέτοιο τρόπο ως προς
την Παλαιά συµφωνία και την Παλαιά ∆ιαθήκη που ακόµα και το όνοµά τους
απορρέει απ' αυτή την τοποθέτηση. Το επίθετο 'παλαιά' που χαρακτηρίζει τη
συµφωνία και τα κείµενα που την καταγράφουν δεν σηµαίνει 'ληγµένη' ή
'ξεπερασµένη'. Παραπέµπει σε µια χρονολογική και λογική προτεραιότητα.
Τούτο συµβαίνει γιατί, πρώτα απ' όλα, η Παλαιά ∆ιαθήκη της χριστιανικής
Βίβλου συµπίπτει ουσιαστικά µε τα κείµενα που αναγνωρίζει ως κανονικά ο
ιουδαϊσµός. Ο,τι παραδέχονται οι Ιουδαίοι, το παραδέχονται και οι Χριστιανοί.
Οπως γνωρίζουµε, οι Χριστιανοί προσθέτουν και ορισµένα άλλα κείµενα: τα δύο
βιβλία των Μακκαβαίων, τον Εκκλησιαστή, το βιβλίο του Τοµπία, το βιβλίο της
Ιουδήθ, τη Σοφία, το βιβλίο του Βαρούχ. Ολα αυτά τα κείµενα βασίζονται στον
παλαιστινιακό, στο βαβυλωνιακό και στον αλεξανδρινό ιουδαϊσµό. Ορισµένα
ήταν γραµµένα στα εβραϊκά (Εκκλησιαστής) ή στα αραµαϊκά (Μακκαβαίων Α΄).
Η αποδοχή ορισµένων απετέλεσε αντικείµενο συζητήσεων µεταξύ των ραβίνων.
∆εν πιστεύω ότι ο αποκλεισµός τους εκ µέρους των Ιουδαίων οφειλόταν σε µια
επιθυµία σύγκρουσης µε το χριστιανισµό. Ούτε πιστεύω ότι η αποδοχή τους από
τους Χριστιανούς οφειλόταν σε µια επιθυµία διαφοροποίησης από έναν ήδη
καθορισµένο ιουδαϊκό κανόνα. Γιατί ο ιουδαϊκός κανόνας δεν ήταν ακόµα
καθορισµένος. Πιστεύω ότι οι δύο κανόνες συστάθηκαν παράλληλα, ότι το ίδιο
µάγµα αποκρυσταλλώθηκε µε δύο διαφορετικούς, αλλά κατά βάθος συγγενικούς,
τρόπους.
Υστερα, η παρουσία των κειµένων µέσα σ' ένα βιβλίο µε το κύρος της Βίβλου,
µας δείχνει ότι τα δύο σύνολα τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο. Τούτο δεν είναι
αυτονόητο. Πράγµατι, η σχέση του χριστιανισµού µε την Παλαιά συµφωνία
µεταξύ Θεού και ανθρώπων είναι πηγή συνεχούς έντασης, αν όχι ρήξης, και εν
πάση περιπτώσει σύγκρουσης. Θα ήταν πολύ πιο εύκολο να θεωρηθεί η Παλαιά
∆ιαθήκη ξεπερασµένη και να αντικατασταθεί από την Καινή. Τη ριζοσπαστική
αυτή λύση υπεστήριξε για πρώτη φορά το 2ο αιώνα ο Μαρκίων, ο οποίος
πρότεινε να εγκαταλειφθούν τα κείµενα της Παλαιάς ∆ιαθήκης, που
αντανακλούσαν ένα Θεό οργής, και να παραµείνουν µόνο τα κείµενα της Καινής
∆ιαθήκης, τα οποία εξ άλλου είχαν εκκαθαριστεί από τα θεωρούµενα επίκτητα
στοιχεία και τα οποία ήταν έργο ενός Θεού αγάπης. Ο Μαρκίων έκανε αυτή την
πρόταση προεκτείνοντας ως εξηγητής τη διάκριση των γνωστικιστών µεταξύ ενός
κακού κατώτερου δηµιουργού και ενός ύψιστου καλού Θεού, ο οποίος βρίσκεται
εντός του κόσµου και του οποίου αγγελιοφόρος είναι ο Ιησούς. Ο πειρασµός του
µαρκιωνισµού θα παραµείνει έκτοτε µόνιµα µέσα στην Εκκλησία. Τον
ξαναβρίσκουµε στο κίνηµα των Καθαρών, στο βαθµό που µπορούµε να
θεωρήσουµε χριστιανικό αυτό το κίνηµα, σε ορισµένες περιθωριακές τάσεις του
φιλελεύθερου προτεσταντισµού, καθώς και στον Harnack. Η απόρριψη της
Παλαιάς ∆ιαθήκης το 2ο αιώνα ήταν σφάλµα που η Εκκλησία ορθά απέφυγε. Η
τήρησή της τον 16ο αιώνα ήταν µοιραία γιατί η Μεταρρύθµιση δεν είχε ακόµα τη
δύναµη να ξεφύγει απ' αυτό το πεπρωµένο. Η διατήρησή της όµως µετά τον 19ο
αιώνα µέσα στον προτεσταντισµό ως κανονικό κείµενο είναι απόρροια της
εξασθένισης της θρησκείας και της Εκκλησίας(19). Η επιρροή του µαρκιωνισµού
φαίνεται, τέλος, σε ορισµένες σύγχρονες ευαισθησίες(20).
Οµως ο πειρασµός αυτός εξορκιζόταν πάντα την τελευταία στιγµή. Απ' την αρχή,
η Εκκλησία είχε αποδεχτεί τα λόγια του Χριστού σύµφωνα µε τα οποία δεν
ετίθετο θέµα κατάργησης του παλαιού Νόµου αλλά πλήρωσής του (Κατά
Ματθαίον, Ε΄, 17) -- τα λόγια του αποστόλου Παύλου, σύµφωνα µε τον οποίο οι
υποσχέσεις του Θεού προς το Ισραήλ είναι αµετάκλητες (Προς Ρωµαίους, ΙΑ΄,
29), και τα λόγια του Αγίου Ιωάννου , ο οποίος παρουσιάζει το Χριστό να λέει
ότι «η σωτηρία προέρχεται από τους Ιουδαίους» (Κατά Ιωάννην, ∆΄, 22).
Αργότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας απώθησαν αυτό τον πειρασµό -- κυρίως ο
Ιουστίνος, ο Τερτυλλιανός και ο Ειρηναίος της Λυών. Ο Τερτυλλιανός επιµένει
στον προαναφερθέντα στίχο του Ματθαίου, τον οποίο ο Μαρκίων είχε διαγράψει
από τη δική του εκδοχή της Καινής ∆ιαθήκης(21). Ο Ειρηναίος εκφράζει την
ουσία µε µια ακριβέστερη διατύπωση: «Ο Μωσαϊκός Νόµος και η χάρη της
Νέας συµφωνίας µεταξύ Θεού και ανθρώπων, προσαρµοσµένα το καθένα στην
εποχή του, παραχωρήθηκαν από τον ίδιο και µοναδικό Θεό προς όφελος του
ανθρώπινου γένους»(22). «Υπάρχει ένας και µοναδικός Θεός (...) τον οποίο
ανακοίνωσαν ο Νόµος και οι Προφήτες και τον οποίο αναγνώρισε ως Πατέρα
του ο Χριστός»(23).
Μια τέτοια θέση είναι ακόµα πιο ακροβατική από τη θέση που δήλωνε είτε ότι η
παλαιά αποκάλυψη είχε απλώς ξεπεραστεί είτε ότι το ουσιώδες περιεχόµενό της
είχε πια διασωθεί µόνο στη νέα αποκάλυψη -- οπότε η παλαιά εµφανιζόταν πλέον
σαν άδειο κέλυφος, για πέταµα. Η στάση αυτή τηρήθηκε ηρωικά γιατί η
ερµηνεία της Παλαιάς ∆ιαθήκης µπορεί να είναι δύσκολη, αν όχι ενοχλητική, για
την Εκκλησία. Πράγµατι, η Παλαιά ∆ιαθήκη δεν παραπέµπει σαφώς στην Καινή
και το γεγονός ότι τα λόγια του Χριστού σχετικά µε την αποστολή του
απευθύνονται πρώτα στο Ισραήλ (Κατά Ματθαίον, ΙΕ΄, 24) µπορεί να
υπονοµεύσει τη νοµιµοποίηση της αποστολής προς τους ειδωλολάτρες στην
οποία βασίζεται η Εκκλησία. Αντιστρόφως, από ιουδαϊκής πλευράς θα µπορούσε
να αναπτυχθεί ο πειρασµός να ωθηθεί ο χριστιανισµός προς τη µαρκιωνική
άποψη για να αποφευχθεί έτσι µια συγγένεια η οποία υπήρξε επικίνδυνη και
παραµένει προβληµατική. Πρέπει γι' αυτό να τιµήσουµε το θάρρος, ανάλογο µ'
εκείνο των Πατέρων της Εκκλησίας, µε το οποίο ορισµένοι Εβραίοι αποτρέπουν
την Εκκλησία να αποσχιστεί από την Παλαιά ∆ιαθήκη και απ' ό,τι αυτή
συµβολίζει -- παραδείγµατος χάρη, το θάρρος του Franz Rosenzweig(24).
Σε γενικές γραµµές, στο Ισλάµ, και ιδίως στους Σουνίτες, δεν υπάρχει η έννοια
της 'ιστορίας της σωτηρίας'(25). Ολοι οι αγγελιοφόροι του Θεού, τόσο στην
Παλαιά ∆ιαθήκη όσο και εκτός αυτής -- καθώς και οι προφήτες που στάλθηκαν
σε λαούς οι οποίοι αργότερα χάθηκαν -- δεν κηρύττουν παρά ένα µόνο µήνυµα,
το οποίο παρουσιάζεται στην τελική του καθαρότητα από το Μωάµεθ. Οι
προφήτες εµφανίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να µπορούµε να µιλάµε για µια
επαναλαµβανόµενη τυπολογία: προειδοποίηση, απόρριψη του προφήτη, τιµωρία
του ένοχου λαού. Η ιδέα για την ύπαρξη µιας συµφωνίας µεταξύ Θεού και
ανθρώπων εµφανίζεται εντελώς περιθωριακά και δεν είναι σαφής παρά µόνο όταν
τοποθετείται προ της ιστορίας, στην προ-αιωνιότητα(26). Πουθενά δεν
αναφέρεται ότι ο Θεός µπορεί να επέµβει στην πορεία της ανθρωπότητας.
Αυτό οφείλεται στο ότι το Ισλάµ δεν δέχεται την Αγία Γραφή, η οποία εντάσσει
τα βιβλικά πρόσωπα σε µια οικονοµία της σωτηρίας. Βέβαια, σέβεται αυτό που
αποκαλεί 'Τορά' κι αυτό που αποκαλεί 'Ευαγγέλιο' (στον ενικό αριθµό). Ο
προφήτης του Ισλάµ λέει ρητά ότι 'επιβεβαιώνει' τις προβλέψεις των
προηγούµενων προφητών. Λέγοντας όµως αυτό δεν εννοεί τα κείµενα αλλά το
αυθεντικό µήνυµα των προφητών, το οποίο κατά το Ισλάµ δεν είναι εκείνο που
αναφέρεται στην Πεντάτευχο και στα τέσσερα Ευαγγέλια. Υπάρχει πράγµατι µια
ολόκληρη παράδοση ισλαµιστών που κατηγορούν τους Ιουδαίους και τους
Χριστιανούς ότι αλλοίωσαν τα κείµενα της Αγίας Γραφής που βρίσκονταν στην
κατοχή τους(27). Οι θεολόγοι δεν συµφωνούν απόλυτα πάνω στη φύση αυτού του
φαινοµένου: ορισµένοι πιστεύουν ότι τα κείµενα απλώς παρερµηνεύθηκαν. Κατά
την κρατούσα όµως άποψη, τα κείµενα αλλοιώθηκαν εκούσια. Εποµένως, τα
κείµενα αυτά κατ' αρχήν δεν διαβάζονται από τον ισλαµικό κόσµο. Ακόµα και ο
αλ-Γαζάλι, που έχει την εντιµότητα να κρίνει τους Χριστιανούς βασιζόµενος στα
Ευαγγέλια, έχει διαβάσει τα Ευαγγέλια µέσα από µουσουλµανικές πηγές(28).
Αντίθετα, οι Χριστιανοί δεν διατύπωσαν σχεδόν ποτέ µια τέτοια κατηγορία εις
βάρος των Ιουδαίων. Και οι µεν και οι δε, ακόµα κι όταν υπάρχουν έντονες
διαφωνίες, παραδέχονται την ύπαρξη µιας κοινής έγγραφης βάσης. Οι Χριστιανοί
ξέρουν ότι µπορούν να βασιστούν στην Παλαιά ∆ιαθήκη για να πουν µαζί µε
τους Ιουδαίους: «Ορισµένοι, όπως οι Μωαµεθανοί (Mahumetistae) και οι
ειδωλολάτρες δεν συµφωνούν µαζί µας ότι υπάρχει κάποιο κείµενο - αυθεντία
που θα µπορούσε να τους πείσει, όπως είναι για µας η Παλαιά ∆ιαθήκη»(29). Το
ίδιο παραδέχονται και οι Ιουδαίοι. Ο Μαϊµονίδης γράφει χαρακτηριστικά: «Οι
µη περιτετµηµένοι (δηλαδή, οι Χριστιανοί) είναι πεπεισµένοι ότι το κείµενο του
Τορά είναι ίδιο [µ' αυτό της Παλαιάς ∆ιαθήκης]»(30). Γι' αυτό, όλες οι έντονες
διαφωνίες µεταξύ Εκκλησίας και Συναγωγής δεν αναφέρονται στην
αυθεντικότητα αλλά στην ερµηνεία της Παλαιάς ∆ιαθήκης(31).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
3 Βλ. Encyclopaedia Judaica, λήµµα Yusuf 'As'ar Ya'thar Dhu Nuwas (H. Z.
Hirschberg), τ. 16, στήλες 897-900.
4 Βλ. επίσης Saadia Gaon, Les croyanceset les convictions, III, 10, εκδ.
Qafih, Jerusalem / New York, 1970, σελ. 148.
9 Πάνω στο θέµα αυτό πρέπει να αποτίσουµε τιµή στο έργο της δεσποινίδας M.-
T. d' Alverny, η οποία πέθανε πρόσφατα (το 1991). Βλ. κυρίως 'Les
traductions a deux interpretes, d' arabe en langue vernaculaire et de langue
vernaculaire en latin' στο Traductions et traducteurs au Moyen Age,
πρακτικά του διεθνούς συνεδρίου του CNRS, IRHT, 1989, 193-201.
10 Βλ. Samuel Ibn Tibbon, Maamar Yiqqawu hammaim, σελ. 175, εκδ.
Presburg, 1837, και αργότερα, Crescas, Or ha-Shem, IV, 10 (εκδ. Ferrare, σελ.
256, 8 επ.) και I. Abravanel, Commentaire sur Josue, 10, 12 (Torah we-
Da'ath, Ιερουσαλήµ, 1976, σελ. 53a). Η ίδια παρατήρηση γίνεται από τον Ibn
Khaldoun, Muqaddima, VI, 18, εκδ. Quatremere, III, 93, αγγλική µετάφραση
F. Rosenthal, σελ. 117 επ.
14 Εκτός από τα έργα του W. Kluxen, βλ. A. Wohlman, Thomas d' Aquin et
Maimonide. Un dialogue exemplaire, Cerf, Paris, 1988, 417 σελ.
16 Βλ. Th. Haecker, Vergil, Vater des Abendlandes, Munich, 1952, 109-112.
17 Βλ. Ιησούς (του Ναυή) 24, 13 και ∆ευτερονόµιο 6, 10 επ. Οσον αφορά τον
περίγυρο, βλ. R. Brague, 'L' experience biblique du monde et l' idee de
creation' στο Creation et salut, Bruxelles, 1989, 105-120 και κυρίως 111 επ.
18 Ειρηναίος, Contre les heresies, IV, 34, 1 (SC 100**, σελ. 846).
20 Ο E. Block, στο Geist der Utopie (1918), τάσσεται υπέρ του Μαρκίωνος. Ο
M. Buber είδε τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για τον ιουδαϊσµό ο
µαρκιωνισµός -- βλ. 'Esprit d' Israel et monde d' aujourd'hui' (1939) στο
Judaisme, Verdier, Lagrasse, 1982, 153 επ. Για µια διάγνωση του
µαρκιωνισµού εφαρµοσµένου σε άλλα πολιτιστικά φαινόµενα, βλ. A. Besancon,
La confusion des langues. La crise ideologique de l' Eglise, Calmann-Levy,
1978, κυρίως το κεφ. VI, 'Gnose, ideologie, marcionisme', σελ. 133-163.
21 Βλ. Τερτυλλιανός, Adversus Marcionem, έκδ. και µτφ. από τον E. Evans,
Clarendon Press, Oxford, 1972, IV, 7, σελ. 278 επ.
22 Ειρηναίος, Contre les heresies, III, 12, 11 (SC 34, σελ. 240).
24 Βλ. Der Stern der Erlosung, III, 3, Suhrkamp, Frankfurt, 1990, σελ. 461 επ.
27 Βλ. The First Encyclopaedia of Islam, λήµµα tahrif, τ. VII, στ. 618b-619b
(Fr. Buhl). Ως συνήθως, ο πρώτος συγγραφέας που έθιξε το θέµα ήταν ο I.
Goldziher, 'Ueber muhammedanische Polemik gegen Ahl al-Kitab' in
Gesammelte Schriften, Olms, Hildesheim, 1968, τ. 2, σελ. 1-47.
31 Εξαιρέσεις: Οι συζητήσεις γύρω από τον κανόνα in Dahan, op. cit., σελ. 444
επ. και ένα κείµενο: 'regnavit a ligno Deus' που το Vexilla Regis αποδίδει στο
∆αβίδ (Ψαλµοί, 95, 10).
Κατά τη γνώµη µου, η σχέση της Ευρώπης προς τις πηγές της είναι ουσιαστικά
'ρωµαϊκή'. Αυτό το απέδειξα ως προς την ιουδαϊκή µας πηγή. Τώρα θα
προσπαθήσω να το αποδείξω και ως προς την ελληνική πηγή. Θα δούµε πώς
αυτή η 'ρωµαϊκή' στάση εµφανίζεται ακόµα και στις πιο ταπεινές, τις πιο υλικές,
όψεις της µετάδοσης της αρχαίας κληρονοµιάς. Θα αναφερθώ κυρίως στο
παράδειγµα της µετάδοσης των φιλοσοφικών κειµένων.
Ο αρχαίος κόσµος, όπως γενικά κάθε τι το παρελθοντικό, δεν µας είναι γνωστός
µε τρόπο άµεσο αλλά µόνο δια µέσου των ιχνών του. Τα ίχνη αυτά µπορεί να
έχουν τη µορφή ερειπίων, αν πρόκειται για κτίρια, τις περισσότερες φορές όµως
έχουν τη µορφή γραπτών κειµένων. Στα κείµενα αυτά µας φαίνεται ότι µπορούµε
να έχουµε άµεση πρόσβαση. Αρκεί να τα διαβάσουµε. Βέβαια, αυτό το 'αρκεί'
δεν σηµαίνει ότι η ανάγνωση είναι εύκολη. Αντιθέτως µάλιστα, ξέρουµε ότι
χρειάζεται µια ολόκληρη προετοιµασία: να µάθουµε τη γλώσσα, να
προετοιµάσουµε την κατανόηση των κειµένων εξοικειωνόµενοι µε το πλαίσιο
µέσα στο οποίο γεννήθηκαν αυτά τα κείµενα, να µάθουµε να τα διαβάζουµε όπως
θα ήθελαν αυτά να διαβάζονται -- παραδείγµατος χάρη, αποδεχόµενοι
προσωρινά συµβατικότητες του φιλολογικού είδους στο οποίο ανήκουν. Αλλά
παρ' όλες αυτές τις προφυλάξεις, το γεγονός είναι ότι τα κείµενα αυτά βρίσκονται
στην κατοχή µας, στη διάθεσή µας.
ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ: ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ
Τα φιλολογικά έργα που έχουν διασωθεί από την αρχαιότητα είναι αποτέλεσµα
µιας επιλεκτικής εργασία. Τα κανάλια που µας τα µετέδωσαν λειτούργησαν
παράλληλα και ως φίλτρα, τα οποία δεν άφηναν να περάσει ό,τι να 'ναι. Το
φιλτράρισµα αυτό γινόταν ήδη κατά την αρχαιότητα. Πρέπει λοιπόν να
απορρίψουµε µια λανθασµένη κατά τη γνώµη µου οπτική γωνία, η οποία
ενδυναµώνεται από το γεγονός ότι µιλάµε για 'τους' Ελληνες και 'τους'
Ρωµαίους. Η αντίληψη αυτή µας οδηγεί στο να θεωρήσουµε ότι µιλάµε για δύο
οντότητες, για δύο απλές και οµοιογενείς οµάδες. Πρέπει εποµένως να
συνειδητοποιήσουµε ότι η κάθε µια απ' αυτές τις οµάδες έχει τη δική της, συχνά
σηµαντική, υπόσταση.
Κατά τη διάρκεια όµως αυτής της υπερχιλιετούς περιόδου είχε ήδη αρχίσει η
µετάδοση της ελληνικής κληρονοµιάς. Η µετάδοση αυτή είχε αρχίσει µεταξύ των
Ελλήνων. Οι πρώτοι ενδιάµεσοι µεταξύ των Ελλήνων και της σύγχρονης εποχής
µας ήταν... οι ίδιοι οι Ελληνες. Η µετάδοση αυτή δεν γινόταν όµως πάντα. Οι
Ελληνες δεν µετέδιδαν πάντα την ελληνική κληρονοµιά. Γιατί; Επειδή τα
κείµενα δεν σήµαιναν για τους αρχαίους Ελληνες ό,τι σηµαίνουν για µας.
Αυτό οφειλόταν εν µέρει στον τρόπο µετάδοσης. Ο αρχαίος κόσµος δεν είχε
ακόµα µπει στο 'γαλαξία του Γουτεµβέργιου', κατά την προσφιλή έκφραση του
McLuhan. Εποµένως, ένα κείµενο µεταδιδόταν στις επόµενες γενεές µόνο αν
αντιγραφόταν. Για µας, µόλις τυπωθεί ένα κείµενο, το κείµενο αυτό έχει λίγο
πολύ διασωθεί: διανέµεται σε πολλά αντίτυπα, διατηρείται σε βιβλιοθήκες. Για να
το διατηρήσουµε, αρκεί απλώς να το διατηρήσουµε. Πρόκειται για µια καθαρά
αρνητική απόφαση: να µη το πετάξουµε, να µη το καταστρέψουµε. Γνωρίζουµε
τα προβλήµατα που αρχίζουν να εµφανίζονται στις σύγχρονες βιβλιοθήκες: το
πολύ όξινο χαρτί που χρησιµοποιείται σήµερα θα προκαλέσει την καταστροφή
των γραπτών κειµένων σε πολύ µικρότερο χρονικό διάστηµα απ' ό,τι τα υλικά
που χρησιµοποιούνταν κατά την αρχαιότητα. Οποια λύση κι αν δοθεί σ' αυτό το
πρόβληµα, η παρουσία αυτή καθαυτή του προβλήµατος µαρτυρεί ότι η ιδανική
σχέση µας µε το γραπτό κείµενο είναι ένα βιβλίο που θα αυτοδιατηρείτο.
Η διατήρηση των έργων δεν αποτελεί για µας κόπο. Πριν ανακαλυφθεί όµως η
τυπογραφία, ήταν καρπός συνειδητής απόφασης και συνεχούς προσπάθειας.
Εµείς αφήνουµε τα κείµενα να κοιµούνται στις βιβλιοθήκες. Στην αρχαιότητα
όµως οι άνθρωποι τα διατηρούσαν µε τα ίδια τους τα χέρια. Πράγµατι, ήταν
εξαιρετικό το γεγονός της καταγραφής ενός κειµένου σε ανθεκτικό υλικό,
παραδείγµατος χάρη σε πέτρα. Η περίπτωση του ∆ιογένη της Οϊνάνδας είναι
διάσηµη. Αυτός ο Ασιάτης του 2ου αιώνα µ.Χ. χάραξε πάνω στον τοίχο µιας
αίθουσας µια περίληψη της επικούρειας φιλοσοφίας, της οποίας ήταν οπαδός.
Οταν καταστράφηκε το κτίριο, οι πέτρες ξαναχρησιµοποιήθηκαν και οι ειδικοί
προσπαθούν σήµερα να τοποθετήσουν σωστά όλα τα κοµµάτια του πάζλ.
Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα κείµενα καταγράφονταν σε παπύρους και
αργότερα σε περγαµηνές -- υλικά πολύ εύθραυστα. Για να διατηρηθεί ένα έργο
έπρεπε µόλις φθειρόταν το υλικό υπόστρωµά του να αποφασιστεί η αντιγραφή
του(2). Η εργασία αυτή ήταν κοπιώδης και ακριβή. Γι' αυτό και προκαλούσε
πολλούς δισταγµούς. ∆εν µπορούσε να παραχθεί έτσι παρά µόνο ένας
περιορισµένος αριθµός αντιτύπων, και όχι οποιουδήποτε έργου. Τούτο µας
επιτρέπει να εξηγήσουµε ένα πολύ γνωστό γεγονός, ότι δηλαδή τα αρχαία
κείµενα έφτασαν ώς εµάς µε πολύ αποσπασµατικό τρόπο. Το γεγονός αυτό
αποδίδεται συχνά σε καταστροφές, εκούσιες ή µη. Ο µαύρος αυτός θρύλος έχει
ορισµένες σκηνές που σηµαδεύουν τη φαντασία µας. Οι καταστροφές αυτές όµως
δεν είναι µόνο αποτέλεσµα της βλακείας των βαρβάρων, από τους οποίους οι
Βάνδαλοι, παραδείγµατος χάρη, έµειναν παροιµιώδεις, αλλά και µιας
σκοταδιστικής θέλησης, όπως ήταν, παραδείγµατος χάρη, η περίπτωση του
εµπρησµού της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας(3).
Είναι αλήθεια ότι το κάψιµο των βιβλίων είναι πανάρχαια πρακτική, δεδοµένου
ότι οι πιο αρχαίες µαρτυρίες ανάγονται στην Αθήνα της εποχής του Περικλή και
στην αυτοκρατορική Ρώµη(4). Είναι αλήθεια επίσης ότι τα διάφορα πνευµατικά
κινήµατα δεν δίσταζαν µπροστά στην ιδέα να εξαλείψουν τα κείµενα των
ανταγωνιστών τους. Αυτό ίσχυε τόσο για τις φιλοσοφικές σχολές όσο και για τις
θρησκευτικές οµάδες. Από τους αρχαίους φιλοσόφους, ας αναφέρουµε τον
Πλάτωνα, ο οποίος φέρεται να είχε θελήσει να καούν τα βιβλία του αντιπάλου
του, του ∆ηµόκριτου(5). Από τις θρησκείες, ας συγκρατήσουµε πρώτα απ' όλα
το χριστιανισµό και τις διαδοχικές καταστροφές αιρετικών έργων στα τέλη της
αρχαιότητας ή το κάψιµο των Ταλµούδ το Μεσαίωνα. Οσον αφορά τον
ιουδαϊσµό, µπορούµε να αναφέρουµε ως παράδειγµα την πρώτη πολεµική
εναντίον των έργων του Μαϊµονίδη το 1233 και τον τρόπο µε τον οποίο οι
αντίπαλοί του έπεισαν τους δοµινικανούς µοναχούς να τα κάψουν. Οσο για το
Ισλάµ, ας υπενθυµίσουµε την (όχι απόλυτα εξακριβωµένη) σουνιτική παράδοση
για την καταστροφή όλων των αντιτύπων του Κορανίου που ήταν προγενέστερα
του κειµένου που καθιέρωσε ο χαλίφης Ουθµάν ή την καταστροφή της
Εγκυκλοπαίδειας των 'Ειλικρινών Αδελφών', που θεωρήθηκε ότι πρέσβευε
ισµαηλίτικες ιδέες(6).
Πρέπει όµως να σχετικοποιήσουµε αυτή την αντίληψη των πραγµάτων γιατί είναι
υπερβολικά δραµατική ή ροµαντική. Ο κύριος λόγος εξαιτίας του οποίου
χάθηκαν τα αρχαία κείµενα είναι αρνητικός -- τα έργα αυτά δεν αντιγράφηκαν.
Και η µη αντιγραφή δεν αποτελεί ένδειξη µιας θετικής επιθυµίας καταστροφής.
∆εν συνειδητοποιούµε πλήρως την έκταση του 'αγώνα για ζωή' που οδήγησε
στην επιλογή των αρχαίων κειµένων. Για µας, ένα έργο αδιάφορο είναι
καταδικασµένο στη λήθη, απ' όπου µπορεί πάντα να το ανασύρει µια
µεταγενέστερη γενιά. Για τους αρχαίους Ελληνες, ένα κείµενο που έπαυε να
θεωρείται ενδιαφέρον για µια σχετικά µεγάλη χρονική περίοδο ήταν
καταδικασµένο σε θάνατο. Ελάχιστα είναι τα κείµενα που ξέφυγαν απ' αυτή την
καταδίκη και τα οποία χάρη σε µια συγκυρία εξαιρετικών συνθηκών βρέθηκαν,
παραδείγµατος χάρη, καταγεγραµµένα σ' ένα πάπυρο που ανακαλύφθηκε στην
έρηµο της Αιγύπτου, στη σαρκοφάγο µιας µούµιας κοκ. Μπορούµε βέβαια να
πούµε ότι δεν έχουµε στην κατοχή µας τα πάντα αλλά τουλάχιστον έχουµε τα
αριστουργήµατα. Ισως. Ποιος όµως τα έχει επιλέξει; Και µε τί κριτήρια; Αλλο να
φτιάχνει κανείς µια ιδιωτική 'ιδανική βιβλιοθήκη', όταν µπορεί να αντλεί κείµενα
από µια πραγµατική βιβλιοθήκη, και άλλο να αποφασίζει ποιο έργο θα επιβιώσει
και ποια θα χαθούν για πάντα. Το ζήτηµα δεν ήταν να επιλεγεί το τι θα έπαιρνε
κανείς µαζί του σ' ένα ερηµονήσι αλλά το ποιος θα είχε το δικαίωµα να ανεβεί
πάνω στη σχεδία... Κι αυτό προσδίδει µια κάποια πικρή γεύση στις ανθολογίες
που παρουσίαζαν οι αρχαίοι κριτικοί λογοτεχνίας(7): η κρίση τους ήταν κρίση
ζωής ή θανάτου.
Τα κείµενα εποµένως που έχουµε στα χέρια µας είναι πλην ελαχίστων
εξαιρέσεων αποτέλεσµα µιας επιλεκτικής εργασίας των προγενεστέρων γενεών.
Η επιλογή αυτή γινόταν σύµφωνα µε ορισµένα κριτήρια. Και τα κριτήρια αυτά
υπάκουαν στη λογική των αρχαίων Ελλήνων. Οχι στη δική µας. Ούτε σε κάποια
άλλη λογική που, βασιζόµενη σε ορισµένα διαχρονικά κριτήρια, θα αποφάσιζε
για την αιώνια αξία ενός έργου. Η γνώση µας για τους αρχαίους Ελληνες είναι,
όπως και οποιαδήποτε άλλη ιστορική γνώση, ουσιαστικά ακρωτηριασµένη(11).
Ας µη νοµίζουµε λοιπόν ότι βλέπουµε την αρχαιότητα στις σωστές της
διαστάσεις. Βλέπουµε µόνο αυτό που αποφάσισαν να διαφυλάξουν οι Ελληνες
στην ύστερη αρχαιότητα.
ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ: ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ο πολιτιστικός κόσµος που εννόησε και εφάρµοσε τη σχέση του προς την
αρχαιότητα ως µετάφραση ήταν ο µουσουλµανικός. Οι µεγάλοι µεταφραστές δεν
ήταν Ρωµαίοι της αρχαιότητας ή του Μεσαίωνα αλλά Αραβες. Χρησιµοποιώ
προσεκτικά τους όρους 'Αραβες' και 'µουσουλµανικός κόσµος' χωρίς να τους
ταυτίζω µεταξύ τους: δεν είναι Αραβες όλοι οι µουσουλµάνοι ούτε είναι
µουσουλµάνοι όλοι οι Αραβες. Η µετάφραση όµως έγινε πρώτα απ' όλα στην
πολιτιστική γλώσσα που χρησιµοποιούσαν όλοι οι µουσουλµάνοι, Αραβες,
Πέρσες ή Τούρκοι, καθώς και όλοι όσοι ζούσαν µέσα στη µουσουλµανική
πολιτιστική σφαίρα, είτε ήταν χριστιανοί ή Εβραίοι είτε ανήκαν στη µικρή
ειδωλολατρική αίρεση των Σαβαίων, η οποία ήταν ανεκτή χάρη σ' ένα τέχνασµα
και της οποίας η ελίτ ήταν ίσως άµεσοι κληρονόµοι των τελευταίων
νεοπλατωνικών ειδωλολατρών(13).
Οι µεταφράσεις γίνονταν κυρίως από τα ελληνικά αλλά αυτό δεν απέκλειε την
ύπαρξη µεταφράσεων από άλλες γλώσσες. Οι Αραβες µετέφρασαν επίσης από τα
πελβικά (pehlvi) και από ορισµένες ινδικές γλώσσες. Οι µεταφράσεις αυτές
κάλυπταν, παραδείγµατος χάρη, το χώρο της ιατρικής αλλά και πολλούς άλλους
τοµείς που έφταναν ως προς τα πνευµατικά ζητήµατα µέχρι τη γιόγκα(18). Ο
πρώτος µεγάλος µεταφραστής, ο Ιµπν αλ-Μουκάφα, παρουσίασε µε το Kalila et
Dimna, ένα ανθολόγιο περσικών µύθων, ουσιαστικά ινδικής καταγωγής, το
οποίο γραµµένο σε υποδειγµατικά αραβικά κατέστησε προσιτό ένα
αριστούργηµα που επηρέασε όλους τους µυθοπλάστες του κόσµου -- µε πρώτο
πρώτο το La Fontaine. Θα µπορούσαµε να αναφέρουµε επίσης την
καταπληκτική µετανάστευση του Barlaam et Joasaph, το οποίο ξεκινώντας από
αφηγήσεις για τη ζωή του Βούδα κατέληξε, αγνώριστο σχεδόν, να γίνει µια
µεγάλη 'εµπορική επιτυχία' του µεσαιωνικού κόσµου.
Παρ' όλα αυτά, για να επανέλθουµε στο θέµα µας, η µεταφραστική προσπάθεια
στράφηκε κυρίως προς την ελληνική γνώση(20). Οχι όµως πάντα προς τα
ελληνικά κείµενα. Γιατί υπήρχαν ορισµένοι ενδιάµεσοι ακόµα πιο αφανείς απ'
αυτούς που ανέφερα: παραδείγµατος χάρη, ο περσικός κόσµος. Πιθανότατα,
ορισµένα κείµενα Ελλήνων συγγραφέων, ολιγάριθµα, αγρονοµικής ή
αστρονοµικής φύσης, µπήκαν στον αραβικό κόσµο µέσα από τις µεταφράσεις
τους στα πελβικά(21). Ο πιο σηµαντικός ενδιάµεσος παραµένει ωστόσο ο
συριακός πολιτιστικός κόσµος(22). Η συριακή γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα
κουλτούρας και επικοινωνίας της χριστιανικής Ανατολής. Πολλά κείµενα είχαν
ήδη µεταφραστεί στα συριακά, τα οποία ήταν εξ άλλου η µητρική γλώσσα
πολλών µεταφραστών.
Είπα ότι οι Αραβες µετέφρασαν και µάλιστα πάρα πολύ. Τούτο σηµαίνει πρώτα
απ' όλα ότι µετέδωσαν την ελληνική κληρονοµιά στη ∆ύση σε όλους τους
τοµείς(26) -- ιατρική(27), µαθηµατικά, φιλοσοφία -- σε τέτοιο σηµείο που η
∆ύση να έχει σε όλους τους τοµείς ένα τεράστιο πολιτιστικό χρέος απέναντι στον
αραβικό κόσµο. Το χρέος αυτό αναγνωριζόταν (µε όλες τις έννοιες του όρου
'αναγνώριση') µέχρι και το Μεσαίωνα του Gerbert d' Aurillac, του Roger
Bacon και του Φρειδερίκου Β΄ της Σικελίας. Η ύπαρξή του ήταν ακόµα γνωστή
στους µεγάλους οριενταλιστές της Αναγέννησης και του 17ου αιώνα, Postel,
Pococke και Fontialis. Αρχισε όµως να λησµονείται την εποχή του
∆ιαφωτισµού και αργότερα το 19ο αιώνα. Στη Γερµανία, ο Mommsen
χαρακτήριζε το Ισλάµ 'δήµιο του ελληνισµού'(28). Στη Γαλλία, ο Renan
ανέπτυξε παρόµοιες θέσεις, που τις διατύπωσε κυρίως στην οµιλία του
«Ισλαµισµός και επιστήµη» το 1883, η οποία συνέβαλε στη γέννηση ενός
ενδιαφέροντος διαλόγου µε τον ελ-Αφγάνι. Στην οµιλία αυτή, ο Renan
υποστήριξε ότι η Ελλάδα ήταν η µοναδική πηγή γνώσης και σοφίας και πρότεινε
µια τελεολογική ερµηνεία της ιστορίας του πνεύµατος, σύµφωνα µε την οποία
µόλις µπολιαζόταν η Ευρώπη µε την αρχαία κληρονοµιά η αραβική επιστήµη
έπρεπε να εξαφανιστεί. Τέλος, στη 'θεόπνευστη' προκατάληψη πρόσθεσε το
ρατσισµό, ο οποίος άρχιζε τότε να αναζητά ένα βιολογικό υπόβαθρο, και
απέδωσε όλες τις καινοτοµίες του εξισλαµισµένου κόσµου που δεν επιδέχονταν
αµφισβήτηση στην περσική, δηλαδή 'άρεια', καταγωγή των στοχαστών του
κόσµου αυτού(29). Είναι εποµένως σφάλµα και υπερβολή να θεωρήσει η ∆ύση
ότι οι Αραβες εφηύραν τα πάντα(30).
ΟΙ ΡΩΜΑΙΟΙ: ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
Το ότι αναφέρουµε τους Ρωµαίους µετά τους Αραβες φαίνεται να είναι µια
λογική αλλά και ιστορική αυθαιρεσία. Οι Ρωµαίοι άρχισαν να ασχολούνται µε
τους Ελληνες πολλούς αιώνες πριν από την εµφάνιση των Αράβων στο
προσκήνιο της ιστορίας. Η µελέτη τους όµως προσφέρει ακόµα και ουσιαστικά
µια µετάβαση προς τη δική µας σύγχρονη εποχή. Είµαστε και παραµένουµε,
κυρίως για τον αραβικό κόσµο, ρουµί, κάτοικοι της Ρωµυλίας -- συνεπώς,
Ρωµαίοι. Με τον όρο 'ρωµαϊκός κόσµος', εννοώ βασικά το λατινόφωνο κόσµο, ο
οποίος διήρκεσε µεν ώς το Μεσαίωνα αλλά συνέχισε να 'ζει' για πολύ ακόµα
καιρό σε όλους τους στοχαστές και συγγραφείς.
Οι µεταφράσεις του Αριστοτέλη από τους Ρωµαίους του ύστερου Μεσαίωνα όχι
µόνο εντάσσονται στο ρεύµα του αραβικού µεταφραστικού κινήµατος αλλά
αρχικά βασίστηκαν σε αραβικές µεταφράσεις. Τούτο συνέβη κυρίως στην
Ισπανία, που ήταν τόπος σύγκρουσης και συνάντησης µε το Ισλάµ, και µάλιστα
στο Τολέδο, όπου το δεύτερο ήµισυ του 12ου αιώνα υπήρχαν πολλοί
µεταφραστές. Οι µεταφραστές δεν άρχισαν να µεταφράζουν κατευθείαν από τα
ελληνικά παρά µόνο έναν αιώνα αργότερα. Αναφέρουµε χαρακτηριστικά τις
µεταφράσεις που έκανε ο Guillaume de Moerbeke για το Θωµά Ακινάτη. Τα
χειρόγραφα που χρησιµοποίησαν προέρχονταν πια από το βυζαντινό κόσµο.
Αργότερα, η επαφή µε τον ελληνικό πολιτισµό εδραιώθηκε οριστικά όταν οι
βυζαντινοί λόγιοι µετανάστευσαν στην Ιταλία µετά την πτώση της
Κωνσταντινούπολης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
2 Πολύ καλό παράδειγµα στο Orationes του Θεµίστιου, IV, 59b - 61d. Ανάλυση
στο έργο του P. Lemerle, Le premier humanisme byzantin. Notes et
remarques sur enseignement et culture a Byzance des origines au Xe siecle,
PUF, Paris, 1971, σελ. 56. Και ελληνική µετάφραση ΜΙΕΤ.
3 Ο θρύλος προέρχεται πιθανότατα από τον Bar Hebraeus (Abul-faraj). Είχε
ήδη αµφισβητηθεί από τον Gibbon, The History of the Decline and Fall of
the Roman Empire, LI, τ. 5, σσ. 452 - 455, εκδ. Bury. Βλέπε P. Casanova, 'L'
incendie de la bibliotheque d' Alexandrie par les Arabes' στο Academie des
Inscriptions et Belles-lettres, Πρακτικά (...), 1923, 163 - 171.
5 Αριστόξενος, fgt. 131 Wehrli = ∆ιογένης Λαέρτιος, IX, 40. Marinos, Vie de
Proclus, κεφ. 38 τέλος.
7 Βλ. τον κατάλογο των προς ανάγνωση συγγραφέων που είχε καταρτίσει ο
Κοϊντιλιανός, ΧΙ, 1, 37 επ.
12 Supra, κεφ. Ι.
25 Για µια ερµηνεία που να λαµβάνει περισσότερο υπ' όψη της το θρησκευτικό
περίγυρο, βλέπε G. E. Grunebaum, L' identite culturelle de l' Islam, NRF,
1973, σελ. 75.
30 Βλέπε το χαρακτηριστικό έργο του S. Hunke, Le soleil d' Allah brille sur l'
Occident. Notre heritage arabe, Albin Michel, 1963, 414 σελ.
33 Ετσι, ο R. Walzer υποπτευόταν ότι πίσω από κάθε σχεδόν κείµενο του αλ-
Φαραµπί υπήρχε ένα χαµένο ελληνιστικό δοκίµιο. Αναµφισβήτητα πρέπει να
του αποδώσουµε µεγαλύτερη ανεξαρτησία. Βλ. M. Mahdi, 'Al-Farabi's
Imperfect State' (στην έκδοση του Walzer περί Ιδανικής Πολιτείας), JAOS
(υπό έκδοση).
36 Η θέση αυτή έχει διατυπωθεί από τον A. de Libera, Penser au Moyen Age,
Seuil, Paris, 1991, κεφ. 4, 'L' heritage oublie', σελ. 98 - 142. ∆ανείστηκα τον
τρόπο µε τον οποίο χρησιµοποιεί τον όρο 'αραβισµός'.
38 Μαϊµονίδης, Guide des egares, I, 71 (αραβικά, σελ 122, Joel. Γαλλική µτφ.
Munk, σελ. 340).
39 Βλέπε τον πλούσιο κατάλογο του G. B. Pellegrini, 'L' elemento arabo nelle
lingue neolatine con particolare riguardo all' Italia' in L' Occident e l'
Islam nell' alto medioevo, Spolete, 1965, 697 - 790. Οι δύο αυτοί τόµοι είναι
ένα πραγµατικό χρυσωρυχείο απ' όπου πήρα πολλά στοιχεία.
V. Η οικειοποίηση του ξένου
Εδώ παρατηρείται αυτό που κατά τη γνώµη µου αποτελεί την κύρια διαφορά µε
την αραβική µετάδοση της αρχαίας κληρονοµιάς. Είναι αναµφίβολα ένα
γλωσσολογικού χαρακτήρα φαινόµενο, το οποίο ουσιαστικά έγκειται στην
ύπαρξη ή µη µιας γλωσσικής συνέχειας. Τα λατινικά και τα ελληνικά επιβίωσαν
µετά το χριστιανισµό γιατί αυτός εκφράστηκε µέσα απ' αυτές τις γλώσσες.
Αντίθετα, στις εξισλαµισµένες περιοχές τα αραβικά εκτόπισαν εντελώς τα
ελληνικά και υποβίβασαν τα συριακά ή τα κοπτικά σε τοπικές διαλέκτους ή σε
γλώσσες τέλεσης της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Αν δεν είχε υπάρξει η πολιτική
και πολιτιστική αναγέννηση της Περσίας, που ξεκίνησε τον 11ο αιώνα, τα
περσικά θα είχαν χωρίς αµφιβολία υποστεί την ίδια τύχη. Οσο για τα τουρκικά
και τις άλλες γλώσσες των κρατών που εξισλαµίστηκαν αργότερα (Ινδία,
Ινδονησία, Αφρική), τα κράτη αυτά µπήκαν στη σφαίρα του Ισλάµ σε µια εποχή
όπου αυτό είχε ήδη χάσει την αρχική του ορµή.
Υπάρχει ένας συγγραφέας, που αν και δεν ήξερε πολλά πράγµατα για το Ισλάµ,
διέκρινε τη σηµασία του γλωσσολογικού αυτού παράγοντα. Είναι ο Μακιαβέλι,
που γράφει για το χριστιανισµό, για τον οποίο δεν έτρεφε ιδιαίτερη συµπάθεια,
ότι «δεν µπόρεσε να σβήσει εντελώς τη γνώση των πραγµάτων που είχαν φτιάξει
οι εξαιρετικοί άνθρωποι» του ειδωλολατρικού πολιτισµού «κι αυτό συνέβη επειδή
διατήρησε τη λατινική γλώσσα αναγκαστικά, επειδή [οι χριστιανοί] έπρεπε να
γράψουν τον καινούργιο νόµο µ' αυτή τη γλώσσα». Αντίθετα, «όταν αυτοί που
επιβάλλουν µια νέα αίρεση µιλούν άλλη γλώσσα, τους είναι εύκολο να σβήσουν
εντελώς [τη µνήµη της αρχαίας θρησκείας]»(3).
Αντίθετα, ήδη πριν από το Κοράνι, οι Αραβες διέθεταν µια µεγάλη λυρική, επική
και πολεµική ποίηση. Επιπλέον, µετά την έλευση του Ισλάµ, είχαν επίγνωση ότι
το Κοράνι ήταν ένα αξεπέραστο, αν όχι ασύγκριτο, λογοτεχνικό αριστούργηµα,
δεδοµένου ότι αυτή η µη δυνατότητα σύγκρισης είναι εκείνο ακριβώς που
συνιστά το µεγάλο θαύµα, το µοναδικό ουσιαστικά θαύµα, που επιβεβαιώνει τη
θεϊκή καταγωγή του ιερού βιβλίου(6). Η κορανική αποκάλυψη δεν διέκοψε
καθόλου, ούτε καν άλλαξε σε βάθος, την αραβική ποιητική παράδοση: τόσο πριν
όσο και µετά, ανθίζουν τα ίδια λογοτεχνικά είδη και µάλιστα τα ίδια λογοτεχνικά
θέµατα, τα οποία εξ άλλου δεν είναι πάντοτε ιδιαίτερα ορθόδοξα. Στην καλύτερη
περίπτωση, η επιρροή που άσκησε το κορανικό γεγονός πάνω στην αραβική
λογοτεχνία ήταν έµµεση. Στην επιρροή αυτή αποδίδεται η απουσία µιας
λογοτεχνικής πρόζας στα ισλαµικά κράτη, καθώς και η διαίρεση του γραπτού
λόγου σε ποίηση, που είναι το µόνο είδος που σχετίζεται µε την τέχνη, και σε µια
αυστηρά περιγραφική πρόζα: εφ' όσον το Κοράνι θεωρείτο ανυπέρβλητο, ήταν
επικίνδυνο να προσεγγίσει κανείς πολύ τη ρυθµική πρόζα στην οποία είναι
γραµµένο(7). Εν πάση περιπτώσει, εκτός από τη γλωσσική ασυνέχεια υπάρχει
και ένας άλλος λόγος που οι Αραβες δεν επεδίωξαν να προσαρµόσουν την
ελληνο-λατινική ποίηση: απλώς δεν χρειαζόταν να αναζητήσουν αλλού αυτό που
τους προσέφερε άφθονα η ίδια τους η παράδοση.
Η στάση αυτή απέναντι στα αρχαία κείµενα σχετίζεται µε µιαν άλλη, που την
αντισταθµίζει και αποτελεί ίσως το αντίδοτό της. Πρόκειται για την αισθητική
στάση, για το γεγονός ότι εκτιµάµε ένα κείµενο µόνο και µόνο επειδή είναι
ωραίο. Τούτο εξηγεί το παράδοξο ότι προσπαθούµε να οικειοποιηθούµε κάτι, αν
και νιώθουµε ότι µας είναι πλέον ξένο. Η αισθητική στάση µπροστά σε µια
πραγµατικότητα χαρακτηρίζεται από την κατάργηση της διάκρισης µεταξύ
περιεχοµένου και µορφής. Προφανώς βέβαια αυτή η αδυναµία διάκρισης
ανάµεσα στο περιεχόµενο και τη µορφή επιτρέπει τη διαφύλαξη της µορφής.
Πρέπει όµως να καταλάβουµε ότι αυτή η αδυναµία διαφυλάσσει επίσης και το
περιεχόµενο. Οταν αλλάζουµε τη µορφή για να κρατήσουµε το περιεχόµενο
(όπως συµβαίνει στη µετάφραση), το κείµενο µειώνεται στο επίπεδο κατανόησης
του µεταφραστή. Οι άλλοι ερµηνευτές δεν µπορούν πια να αντλήσουν στοιχεία
από το κείµενο. Η ερµηνευτική εργασία δεν είναι δυνατή παρά µόνο όταν το
κείµενο τηρείται κατά γράµµα. Οταν δηλαδή το κάθε κείµενο, ακόµα και το πιο
πεζό, διαβάζεται σαν ποίηµα όπου η κάθε λέξη είναι αναντικατάστατη ή, κατά
µια έννοια, όταν ο πεζός λόγος διαβάζεται σαν οριακή κατάσταση ποίησης. Το
πλεονέκτηµα της αισθητικής σχέσης µε το κείµενο έγκειται στο γεγονός ότι το
κείµενο θεωρείται ανεξάντλητο. Ενα κείµενο δεν γίνεται 'κλασικό' αν έχει αξία
προτύπου αλλά αν έχει αυτόν ακριβώς τον ανεξάντλητο χαρακτήρα: «∆εν πρέπει
απαραιτήτως να µπορεί κανείς να καταλάβει σε βάθος ένα κλασικό κείµενο. Αλλά
αυτοί που είναι καλλιεργηµένοι και συνεχίζουν να καλλιεργούνται πρέπει να
θέλουν να πάρουν απ' το κείµενο όλο και περισσότερα µαθήµατα»(17). Κλασικό
κείµενο είναι αυτό από το οποίο µπορούµε να αντλούµε πάντα καινούργιες ιδέες.
Αυτό που θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε πολιτιστικό στοίχηµα της Ευρώπης
έγκειται ακριβώς στην πεποίθηση ότι τα αρχαία κείµενα θα έχουν πάντα να µας
µάθουν κάτι και ότι συνεπώς θα πρέπει να διατηρηθούν στο πρωτότυπο.
Αντίθετα, ο ισλαµικός κόσµος, ο οποίος µετέφρασε, και µάλιστα πάρα πολύ, και
προέκτεινε το περιεχόµενο των κειµένων που µετέφρασε, δεν διατήρησε ούτε
µελέτησε τα πρωτότυπα. Κατέστησε έτσι αδύνατο το φαινόµενο των
'αναγεννήσεων', δηλαδή της προσφυγής στα πρωτότυπα για να καταρριφθούν οι
ενδεχοµένως λανθασµένες µεταφράσεις τους. Στον ευρωπαϊκό κόσµο, η
δυνατότητα αυτή υπάρχει πάντα χάρη στη διατήρηση των πρωτοτύπων. Μπορεί
οι διάφορες σχολές να συγκρούονται µε µεγαλύτερη ή µικρότερη ένταση, αλλά οι
φιλονεικίες τους βασίζονται πάντοτε στις ίδιες πηγές. Οι 'αναγεννήσεις' δεν είναι
τίποτα άλλο παρά αµφισβητήσεις, µέσω µιας νέας ανάγνωσης, της παλιάς
ανάγνωσης ενός συνόλου κειµένων. Ετσι, παραδείγµατος χάρη, οι Ιταλοί στην
Πάδουα αντιπαραθέτουν στον Αριστοτέλη της σχολαστικής φιλοσοφίας τον
Αριστοτέλη του Αβερρόη, ο οποίος θεωρείται, όχι άδικα ίσως, πλησιέστερος του
ιστορικού Αριστοτέλη. Θα µπορούσαµε επίσης να αναφέρουµε τους ουµανιστές,
οι οποίοι θεωρούν τα λατινικά του Κικέρωνα ανώτερα από τα 'βάρβαρα' λατινικά
του Μεσαίωνα.
Η αναγωγή αυτή είναι συνέπεια της θρησκείας που σηµάδεψε καθοριστικά την
Ευρώπη, δηλαδή του χριστιανισµού. Πράγµατι, ο χριστιανισµός αναγνωρίζει το
δευτερογενή χαρακτήρα του ως προς την Παλαιά ∆ιαθήκη. Το βαθύ αυτό
ρίζωµα µέσα στο Απόλυτο προσδίδει µοναδική βαρύτητα στο δευτερογενή αυτό
χαρακτήρα και ενδεχοµένως τον µεταλλάσσει. Στο θρησκευτικό επίπεδο, η
έννοια του δευτερογενούς δεν είναι χρονικής φύσεως: η πρώτη συµφωνία µεταξύ
Θεού και ανθρώπων δεν είναι ένα συνεχώς αποµακρυνόµενο παρελθόν αλλά ένα
µόνιµο θεµέλιο. ∆εν νοείται εποµένως ως πρόοδος σε σχέση µε το παρελθόν
ούτε ως ιστορικοποίηση του παρελθόντος. Αντίθετα, η σχέση µε την κληρονοµιά
του αρχαίου κόσµου είναι σχέση µε το παρελθόν και ως τέτοια δεν µπορεί να
αποσπασθεί από τα δύο αυτά φαινόµενα. Για να µπορέσει εποµένως ο
δευτερογενής πολιτιστικός χαρακτήρας (σε σχέση µε τους 'Ελληνες') να
αποτελέσει ένα µόνιµο πρότυπο, έπρεπε να ανατρέξει στο δευτερογενή
θρησκευτικό χαρακτήρα (σε σχέση µε τους 'Εβραίους').
Τόσο στο θρησκευτικό όσο και στον πολιτιστικό τοµέα, η σχέση της Ευρώπης
µε το παρελθόν είναι ίδια: δεν υπάρχει βίαιη απόσπαση από το παρελθόν, δεν
υπάρχει απόρριψη του παρελθόντος. Η Ευρώπη δεν ισχυρίζεται ότι
απορρόφησε όλο το περιεχόµενο του ελληνισµού στα πολιτιστικά θέµατα ή της
Παλαιάς ∆ιαθήκης στα θρησκευτικά, έτσι ώστε να µπορέσει να πετάξει το άδειο
κέλυφός τους. Αυτό που ισχυρίζεται ότι κατέχει ο χριστιανισµός (αν και ο όρος
'κατέχει' δεν είναι ορθός) είναι το κλειδί που επιτρέπει την ερµηνεία αυτού προς
το οποίο έτεινε η Παλαιά ∆ιαθήκη. Ισχυρίζεται ότι η ανακεφαλαίωση της
προγενέστερης ιστορίας γίνεται µέσα στο γεγονός του Χριστού, οποίος αποτελεί
το πλήρωµα της θεότητας (Προς Κολοσσαείς, Β΄, 9). Αλλά η εξερεύνηση του
πλούτου που περιλαµβάνεται σ' αυτό το γεγονός, και η επίπτωσή του στην
αγιότητα της Εκκλησίας, είναι ένα έργο άπειρο που θα διαρκέσει όσο και η
ιστορία της ανθρωπότητας.
β) Αν µε τον όρο αυτό εννοούµε την αγάπη για τη φιλολογία, υπάρχει στον
αραβικό κόσµο µια εποχή όπου ήταν συγκεντρωµένες όλες οι απαραίτητες για
την εµφάνιση ενός ουµανισµού κοινωνικές συνθήκες (ένα κοινό εκλεπτυσµένων
ανθρώπων των γραµµάτων, έφεση για µια πρωτίστως λογοτεχνική γενική παιδεία
κλπ.), οι οποίες έδωσαν καρπούς απόλυτα συγκρίσιµους µ' αυτούς της Ευρώπης.
Γι' αυτό ορισµένοι ειδικοί έχουν προτείνει να ονοµαστούν 'ουµανιστικά'
ορισµένα χαρακτηριστικά του µουσουλµανικού κόσµου(26).
Αυτή η σχέση µε το παρελθόν είναι ίδιον της Ευρώπης µε τη στενή έννοια του
όρου (σύµφωνα µε τον αρχικό ορισµό µας). Το Βυζάντιο δεν υιοθέτησε ποτέ µια
τέτοια στάση. Βέβαια, στην πολιτιστική ιστορία του βυζαντινού κόσµου υπάρχει
µια αδιάκοπη 'ουµανιστική' παράδοση. Υπάρχει µια διαδοχική σειρά
'αναγεννήσεων', που κατά κάποιο τρόπο αντιστοιχούν στα ανάλογα γεγονότα
που συνέβησαν στην Ευρώπη: η ανακάλυψη των φιλολογικών και λογοτεχνικών
µελετών τον 9ο αιώνα µε το Φώτιο ή τον 14ο αιώνα επί Παλαιολόγων, η
διεκδίκηση της πλατωνικής και αριστοτελικής φιλοσοφικής κληρονοµιάς τον 11ο
αιώνα µε τους Ιωάννη Ιταλό και Μιχαήλ Ψελλό. Η διαφορά όµως είναι ότι οι
Ελληνες βυζαντινοί θεωρούν πως ο ελληνισµός είναι παρελθόν τους. Εποµένως,
η όλη τους προσπάθεια δεν γίνεται αντιληπτή παρά ως οικειοποίηση εκείνου που
ανέκαθεν τους ανήκε.
Τη στάση αυτή που αναφέρει ο Ηρόδοτος, και η οποία δεν αποτελεί τον κανόνα
στην αρχαία Ελλάδα, την υιοθέτησε η Ευρώπη, προσθέτοντάς της όµως τη
χριστιανικής προέλευσης αξία του δευτερογενούς. Η στάση αυτή συνεχίζει να
ισχύει ως πρόγραµµα µιας ορισµένης σχέσης της Ευρώπης µε ό,τι της είναι ίδιον:
µιας σχέσης ανοιχτής µε την παγκοσµιότητα. Θα µπορούσαµε να τη
διατυπώσουµε καλύτερα, µε κίνδυνο όµως να τη µετριάσουµε, χρησιµοποιώντας
ένα διάσηµο λογοπαίγνιο του Ortega y Gasset. Επιστρέφοντας από την
Αµερική, είχε απαντήσει σ' αυτούς που τον ρωτούσαν γιατί επέστρεψε: «Europa
es el unico continente que tiene un contenido» («Η Ευρώπη είναι η
µοναδική ήπειρος / το µοναδικό δοχείο [τα ισπανικά δεν κάνουν διάκριση
ανάµεσα στις δύο έννοιες] που έχει περιεχόµενο»). Η φράση φαίνεται αλαζονική.
Ισως να ήταν αλαζονική για τον Ortega. Για µένα, αν την καταλάβει κανείς καλά,
είναι ακριβώς το αντίθετο. Γιατί πρέπει να συνειδητοποιήσουµε ότι το να έχει
κανείς περιεχόµενο σηµαίνει ότι µπορεί να 'έχει' ένα περιεχόµενο και κατ'
επέκταση ότι δεν 'είναι' αυτό το περιεχόµενο, ότι δεν ταυτίζεται πλήρως µαζί
του. Θα µπορούσαµε συνεπώς να αντιστρέψουµε τη φράση: το περιεχόµενο της
Ευρώπης είναι ακριβώς το γεγονός ότι η Ευρώπη είναι ένα δοχείο ανοιχτό προς
την παγκοσµιότητα.
Σε πολιτιστικό επίπεδο, ισχύει για την Ευρώπη ό,τι σε ατοµικό επίπεδο ισχύει
για τα ονόµατα των κατοίκων της. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, τα ονόµατά
µας είναι ονόµατα που υποδηλώνουν πρόσωπα. Οι εξαιρέσεις, όπως Ελπίδα,
Σοφία κλπ., είναι σπάνιες. Τα ονόµατα είναι εξ άλλου απόρροια του
δευτερογενούς πολιτιστικού χαρακτήρα της Ευρώπης: τα κύρια ονόµατα,
εβραϊκά ή ειδωλολατρικά, που έχουν νόηµα στα εβραϊκά (Ιωάννης κλπ.), στα
λατινικά (Μάρκος κλπ.) ή στα γερµανικά (Βερνάρδος κλπ.) υιοθετήθηκαν από
τους χριστιανούς αλλά το αρχικό τους νόηµα λησµονήθηκε. Αντίθετα απ' ό,τι
ισχύει στους περισσότερους πολιτισµούς, όπου τα ονόµατα έχουν νόηµα --
συνήθως επαινετικό -- ο ευρωπαϊκός πολιτισµός έχει εκ των προτέρων µια
ταυτότητα που νοώντας την σαν άδειο πλαίσιο θεωρεί ότι πρέπει να τη γεµίσει.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
2 Θυµάµαι µια αστεία παρατήρηση πάνω σ' αυτό το θέµα του E. Gilson, αλλά
δεν µπόρεσα να ξαναβρώ τα πλήρη στοιχεία του κειµένου.
5 Βλ. id., 'Sacrae scripturae sermo humilis' (στα γαλλικά) στο Gesammelte
Aufsatze zur romanischen Philologie, Francke, Berne / Munich, 1967, 21 -
26.
6 Βασίζοµαι στο κείµενο του Κορανίου, XVII, 90 και X, 39. Βλ. Encyclopedie
de l' Islam, s.v. l' jaz, τ. ΙΙΙ (1970), σελ. 1044a - 1045b (G. E. von
Grunebaum).
7 A. Miquel, L' Orient d' une vie, Payot, 1990, σελ. 109, 120.
12 Πρόλογος στο Livre des drogues, µτφ. Η. Meyerhof, Bulletin de l' Institut
d' Egypte, XIX, 33 επ. και ΧΧΙΙ, 144 επ. (F.M.)
19 Οµοίως.
30 C. H. Becker, op. cit., σελ. 34. Jorg Kraemer, Das Problem der
islamischen Kulturgeschichte, Niemeyer, Tubingen, 1959, κεφ. 8, 35 - 40.
Grunebaum, Identite..., σελ. 50 - 50.
31 Αναφέροµαι στα 'Theologie d' Aristote', 'Epitre sur la science divine' και
'Discours sur le Bien pur' (Liber de causis).
33 Η έκφραση προέρχεται από τον A. Mez (1869 - 1917), Die Renaissance des
Islams, Heidelberg, 1922, ο οποίος όµως δεν µπόρεσε να την ερµηνεύσει
βαθύτερα. Απέδωσε πρωτίστως την πολιτιστική ανάπτυξη του Ισλάµ στον
εµποτισµό του από προγενέστερες και εξωγενείς πηγές, ελληνικές ή χριστιανικές.
Βλ. τη συζήτηση στο έργο του Joel Kramer, Humanism in the Renaissance of
Islam. The cultural revival during the Buyid age, Brill, Leyde, 1986, σελ. 1 -
5.
34 Tahsil as-Sa'ada [§ 56], εκδ. Yasin, Dar al-Andaloss, Beyrouth, 1983, σελ.
97 και [IV, § 63], µτφ. αγγλ. M. Mahdi, The Philosophy of Plato and
Aristotle, Cornell U. P., 1969, σελ. 50. Ως προς την ελληνική προέλευση της
φιλοσοφίας των Αράβων, βλ. Kitab al-Huruf, II, § 156, εκδ. Mahdi, Dar al-
Machreq, Beyrouth, 1969, σελ. 159.
Είδαµε κατά ποιο τρόπο η σχέση της Ευρώπης µε τις δύο πηγές της, την
ελληνική και την ιουδαϊκή, είναι 'ρωµαϊκή'. Η 'ρωµαϊκή' σχέση µε την ιουδαϊκή
πηγή καθορίζει τη χριστιανοσύνη ως προς το Ισλάµ (κεφ. 3). Η 'ρωµαϊκή' σχέση
µε την ελληνική πηγή καθορίζει τη λατινική Ευρώπη τόσο ως προς το Ισλάµ όσο
και ως το βυζαντινό κόσµο και την οδηγεί στη διαµόρφωση µιας παράδοξης
σχέσης µε ό,τι της είναι ίδιον (κεφ. 5). Σ' αυτό το κεφάλαιο, θα τοποθετηθώ
εντός της ευρωπαϊκής εµπειρίας. Θα εξετάσω το ρόλο που έπαιξε σ' αυτήν την
εµπειρία η θρησκεία που σηµάδεψε µε αποφασιστικό τρόπο την Ευρώπη,
δηλαδή ο χριστιανισµός. Θα δείξω για άλλη µια φορά ότι ο χριστιανισµός είναι
ουσιαστικά 'ρωµαϊκός'. Τέλος, εφ' όσον υπάρχει µια Εκκλησία που αποκαλείται
'ρωµαϊκή', η καθολική Εκκλησία, θα αναφερθώ συνοπτικά στην τελευταία της
διχοτόµηση, δηλαδή σ' αυτήν που αντιπαραθέτει την καθολική Εκκλησία µε τον
κόσµο που προήλθε από τη Μεταρρύθµιση(1).
Ο ΡΩΜΑΪΚΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ;
Εγώ θα θέσω ένα διαφορετικό ερώτηµα: κατά πόσο η καθολική Εκκλησία αξίζει
τον προσδιορισµό της ως 'καθολική', σύµφωνα µε την έννοια που προσέδωσα
στον όρο αυτό; Καθώς κατά τη γνώµη µου το επίθετο 'ρωµαϊκός' καθορίζει την
ευρωπαϊκή εµπειρία, το ερώτηµά µου έγκειται στο κατά πόσο οι καθολικοί
µπορούν να είναι, σύµφωνα µε µια φράση του Νίτσε που την επαναλαµβάνει
ειρωνικά ο Husserl, 'καλοί Ευρωπαίοι'(4).
Η ΠΑΡΑ∆ΟΞΗ ∆ΙΑΚΡΙΣΗ
Στο χριστιανισµό, η διάκριση βασίζεται από την αρχή στο κήρυγµα του Ιησού.
∆ιατυπώνεται όταν ο Χριστός λέει ότι πρέπει να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω
Καίσαρι (Κατά Ματθαίον, ΚΒ, 17 επ.) Εδραιώνεται µέσα από τη συνολική στάση
του Ιησού απέναντι σ' ένα µεσσιανισµό πολιτικής ή στρατιωτικής φύσης,
δεδοµένου ότι ο Ιησούς αρνείται να γίνει βασιλιάς (Κατά Ιωάννην, ΣΤ, 15) και
δεν δέχεται άλλο στέµµα από το ακάνθινο. Η καθαρά θρησκευτική φύση αυτού
που ισχυρίζεται ότι φέρει ο χριστιανισµός προκαλεί ως συνέπεια µια άρνηση να
επιβαρυνθούν οι ανθρώπινες σχέσεις, στο επίπεδο των διάφορων κανονισµών
που τις ρυθµίζουν, µε το βάρος του Απολύτου: τούτο φαίνεται καθαρά στο
επεισόδιο όπου ο Ιησούς αρνείται να γίνει διαιτητής σ' ένα κληρονοµικό
πρόβληµα (Κατά Λουκάν, ΙΒ, 13).
Ο χριστιανισµός δεν έπαψε ποτέ να επικαλείται αυτή τη στάση αρχής, την οποία
τήρησε ενάντια σε όλους τους πειρασµούς απορρόφησης της πολιτικής από τη
θρησκεία ή της θρησκείας από την πολιτική. Μερικές φορές, οι πειρασµοί αυτοί
προέρχονταν απ' έξω, όταν η πολιτική εξουσία προσπάθησε να κυριαρχήσει επί
της θρησκευτικής εξουσίας. Αλλοτε όµως προερχόταν από µέσα, όταν οι
άνθρωποι της Εκκλησίας ήθελαν να χρησιµοποιήσουν την πνευµατική επιρροή
για να επιδιώξουν κοσµικούς στόχους. Αυτό διαπιστώνεται σε διάφορες
περιπτώσεις στον καισαρο-παπισµό ή σε ορισµένα ρεύµατα της 'θεολογίας της
απελευθέρωσης'. Οι πειρασµοί αυτοί αποφεύχθηκαν λίγο πολύ και δεν τίθεται
θέµα να αθωωθεί η Εκκλησία για τις απόπειρες που έκανε να επεκταθεί προς την
κοσµική εξουσία. Οταν όµως ζητούµε, παραδείγµατος χάρη στα σύγχρονα λαϊκά
κράτη, να µην υπερβαίνει η Εκκλησία το χώρο που της προσιδιάζει, δεν της
εφαρµόζουµε ένα ξένο προς αυτήν κανόνα. Αντίθετα µάλιστα, την επαναφέρουµε
σε µια αρχή η οποία ενυπάρχει στην ίδια την παράδοση της Εκκλησίας.
Ο διαχωρισµός του κοσµικού από το πνευµατικό, που υπήρχε στο επίπεδο των
ιστορικών αρχών και καταβολών, ενισχύθηκε και το Ευαγγέλιο ερµηνεύτηκε
κατά γράµµα λόγω των ιστορικών συνθηκών της διάδοσης του χριστιανισµού στη
Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία: η διάδοσή του έγινε ενάντια στην πολιτική εξουσία. Ο
εκχριστιανισµός των εκπροσώπων των αρχών της αυτοκρατορίας ήταν η
πολιτική συνέπεια µιας διάδοσης που δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα. Παρά την
ερµηνεία της πολιτικής υπεροχής του χριστιανισµού µετά τον Κωνσταντίνο, σε
γενικές γραµµές ο χριστιανισµός δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδέα ότι ο
θρησκευτικός τοµέας είναι διάφορος του πολιτικού.
Θα ήθελα να δείξω τώρα πώς η διάκριση και η ένωση είναι συνέπειες αυτού που
κατά τη γνώµη µου βρίσκεται στο κέντρο του ευρωπαϊκού πολιτισµού, δηλαδή
του δευτερογενούς χαρακτήρα. ∆εδοµένου ότι χαρακτήρισα αυτή τη στάση ως
'ρωµαϊκή', θα προσπαθήσω να δείξω για άλλη µια φορά τη ρωµαϊκότητα του
χριστιανισµού. ∆ηλώνω λοιπόν αφ' ενός ότι η ιδέα της ενσάρκωσης ταυτίζεται µε
το θρησκευτικό δευτερογενή χαρακτήρα αφ' ετέρου ότι η ιδέα της διάκρισης της
κοσµικής από την πνευµατική εξουσία ταυτίζεται µε τον πολιτικό δευτερογενή
χαρακτήρα.
Η ιδέα της ενσάρκωσης στο χριστιανισµό βασίζεται στην υπόθεση ότι ο Χριστός
δεν είναι ένας οποιοσδήποτε 'θεϊκός άνθρωπος', άλλη µια περίπτωση του νόµου
σύµφωνα µε τον οποίο κάθε ον πρέπει να περάσει από τα στάδια της γήινης ζωής.
Η θεότητα που εκφράζεται µέσω του Χριστού µε ανθρώπινη µορφή, δεν
εµπίπτει σ' αυτό το νόµο της ενσάρκωσης. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού του
Ισραήλ, ο οποίος ορίζεται ως διαµετρικά αντίθετος του ανθρώπου. Στο
χριστιανισµό, η ενσάρκωση έχει νόηµα επειδή ακριβώς είναι ενσάρκωση του
Θεού, ο οποίος δεν µπορεί να είναι άνθρωπος. Ο ενσαρκωµένος Θεός δεν είναι,
όπως υποστηρίζουν οι γνωστικιστές, ένας Θεός ξένος προς τον κόσµο, που
έρχεται στον κόσµο από έξω. Αντίθετα, ο Υιός του Θεού έρχεται «εις τα ίδια»
(Κατά Ιωάννην, Α, 11). Ούτε είναι ξένος προς την ιστορία: έρχεται µετά από
προετοιµασία, ως κατάληξη της συµφωνίας µεταξύ Θεού και ανθρώπων, η οποία
έχει επισφραγιστεί µε το Νόµο και την οποία έχουν υπενθυµίσει συχνά οι
προφήτες. Αν δεν τον εντάξουµε στην ιστορία του Ισραήλ, είναι ακατανόητος.
Αυτός που ενσαρκώνεται γίνεται µοναδικός γιατί είναι ο Μεσσίας του Ισραήλ και
ο Υιός του Θεού του. Η διακήρυξη της ενσάρκωσης έχει εποµένως δύο
συνέπειες για το χριστιανισµό: αφ' ενός η πίστη στην ενσάρκωση αποτελεί την
αιτία της ριζικής διαφωνίας µεταξύ ιουδαϊσµού και χριστιανισµού, αφ' ετέρου
προϋποθέτει εξ ορισµού ότι ο Θεός που ενσαρκώθηκε είναι ο Θεός του Ισραήλ.
Η ενσάρκωση λοιπόν είναι ταυτόχρονα αίτιο και αποτέλεσµα του δευτερογενούς
χαρακτήρα του χριστιανισµού, και αντιστρόφως.
Οσον αφορά τώρα το διαχωρισµό της κοσµικής από την πνευµατική σφαίρα,
έχουµε ήδη παρατηρήσει ότι ο διαχωρισµός αυτός ερµηνεύεται από τη
δυαδικότητα των πηγών (ελληνική και ιουδαϊκή) του δυτικού πολιτισµού(10).
Αυτό όµως δεν µας εξηγεί γιατί υπάρχουν δύο πηγές, µ' άλλα λόγια, γιατί η µία
δεν εξάλειψε την άλλη. Ο χριστιανισµός δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να επωµιστεί
το κόστος της δηµιουργίας θεσµών που υπήρχαν ήδη σε πολύ ικανοποιητικό
επίπεδο στον ειδωλολατρικό κόσµο, όπως το δίκαιο ή οι πολιτικοί θεσµοί, ή
µιας νέας δηµιουργίας πραγµάτων που εντάσσονταν στη σφαίρα του, όπως οι
γλώσσες και οι πολιτισµοί. Τοποθετήθηκε πάνω σε ό,τι προϋπήρχε. Το γεγονός
ότι προσκολλήθηκε σ' ένα πολιτισµό ήδη οργανωµένο σύµφωνα µε τους δικούς
του νόµους και ότι δεν χρειάστηκε να δηµιουργήσει µια νέα πολιτική ενότητα
(παραδείγµατος χάρη, ενώνοντας περιοχές που ώς τότε ήταν χωριστές)
προσέφερε εξ αρχής ένα πρότυπο διαχωρισµού των δύο εξουσιών. Η νέα
διαµορφούµενη κοινότητα (η Εκκλησία) δεν χρειαζόταν να υποκαταστήσει αυτό
που ήδη υπήρχε. Και µέσα στους αιώνες δεν χρειάστηκε να αναλάβει κοσµικές
δραστηριότητες παρά µόνο σε περιπτώσεις πλήρους αδυναµίας των κοσµικών
αρχών.
Στο χριστιανισµό, αυτό που αποκαλύπτεται δεν είναι ένα κείµενο. ∆εν υπάρχει
εποµένως ένα αποκαλυπτικό κείµενο, το οποίο επειδή δεν επιδέχεται µίµηση,
δεν επιδέχεται κατ' αρχήν µετάφραση. Από την άποψη αυτή, ο χριστιανισµός
διαφοροποιείται από άλλα θρησκευτικά κινήµατα, όπως το Ισλάµ, που δέχεται
το µη δηµιουργηθέντα χαρακτήρα του Κορανίου(14), ή ορισµένες ακραίες
ερµηνείες της αρχής 'scriptura sola' εντός του προτεσταντισµού. Ο
χριστιανισµός δεν είναι µια θρησκεία του βιβλίου. Βέβαια, είναι µια θρησκεία που
έχει ένα βιβλίο, και µάλιστα όχι ένα οποιοδήποτε βιβλίο, αλλά τη Βίβλο. Η
Βίβλος εµφανίζεται ως µία και περιέχει και την Παλαιά και την Καινή ∆ιαθήκη.
Η Καινή ∆ιαθήκη αποτελεί µια νέα ερµηνεία της εµπειρίας της Παλαιάς
∆ιαθήκης ξεκινώντας από το γεγονός της ενσάρκωσης.
Παρ' όλα αυτά όµως, το αντικείµενο που αποκαλύπτεται δεν είναι η Καινή
∆ιαθήκη. ∆εν είναι καν το 'µήνυµα', τα λόγια του Χριστού. Είναι το άτοµο
Ιησούς στο σύνολό του: µια ανθρώπινη προσωπικότητα, η ελευθερία που τη
ζωογονεί, η δράση µε την οποία ασχολείται και η οποία ως σύνολο σχηµατίζει
µια ζωή. Η προσωπικότητα αυτή συµπυκνώνεται στα γεγονότα του Πάσχα, τα
οποία διαιωνίζονται µέσα από τα µυστήρια της Εκκλησίας.
Η Βίβλος είναι βέβαια λόγος του Θεού, αλλά δεν είναι Ο Λόγος του Θεού. Είναι
ο ενσαρκωµένος Λόγος και τίποτα άλλο. Στο χριστιανισµό δεν υπάρχει 'βιβλίο
του Θεού'. Κατ' επέκταση, δεν υπάρχει ούτε ιερή γλώσσα ούτε ιερός πολιτισµός.
Αυτό που κατέστη ιερό µε την ενσάρκωση είναι η ίδια η ανθρωπότητα. Ο
Χριστός παρουσιάζεται ως ο µοναδικός τρόπος εγκαταβίωσης της ανθρώπινης
ζωής. Η µοναδική 'γλώσσα' που ιεροποιείται είναι η ανθρωπιά του κάθε
ανθρώπου, στην οποία η ενσάρκωση προσδίδει πρωτοφανή αξιοπρέπεια.
Από ιστορική άποψη, η γέννηση της Ευρώπης συνδέεται άµεσα µ' αυτή τη
δυνατότητα: όταν µετά το κύµα των εισβολών οι νεο-αφιχθέντες λαοί ζήτησαν να
ασπαστούν το χριστιανισµό, υποχρεώθηκαν να υιοθετήσουν µια νέα γλώσσα µόνο
κατά τη διάρκεια της εκκλησιαστικής λειτουργίας. Οι βυζαντινοί ιεραπόστολοι
συνέθεσαν για τους Σλάβους µια λειτουργία στην ιδιαίτερη γλώσσα τους. Οι
γλώσσες των 'βαρβάρων' δεν περιφρονήθηκαν, θεωρήθηκαν άξιες να δεχτούν το
Ευαγγέλιο. Τούτο βέβαια δεν συνέβη χωρίς να αντιδράσουν οι υποστηρικτές των
λατινικών, αλλά η σύγκρουση έληξε µε την επίσηµη αναγνώριση, σε ανώτατο
επίπεδο, των γλωσσών αυτών(15). Η αναγνώριση αυτή εκφράστηκε µε την
προσπάθεια µετάφρασης της Βίβλου σε διάφορες εθνικές γλώσσες, κυρίως όταν
οι γλώσσες αυτές είχαν πολύ λίγη σχέση µε τα λατινικά: αναφέρουµε
χαρακτηριστικά την αρµονία των ευαγγελίων της Wulfila στα παλαιά γερµανικά,
τις µεταφράσεις του βασιλιά Αλφρέδου στα παλαιά αγγλικά και τις µεταφράσεις
του Κυρίλλου και του Μεθοδίου στα σλαβονικά. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η
πληθώρα των γλωσσών, και συνεπώς των πολιτισµών, που καθιστά µοναδική την
Ευρώπη. Μπορούµε να επισηµάνουµε εδώ ότι αυτή η γλωσσολογική πολιτική
συνεχίστηκε και έξω από τα σύνορα της Ευρώπης, όταν οι Ευρωπαίοι
ιεραπόστολοι προσπάθησαν να συντάξουν γραµµατικές και λεξικά των γλωσσών
των λαών που ήθελαν να εκχριστιανίσουν.
Αντίστοιχα, δεν ετέθη ποτέ για πολύ καιρό, ή σοβαρά, ζήτηµα για τους
χριστιανούς να απορρίψουν τις αρχαίες λογοτεχνίες, παρ' όλο που περιείχαν
ειδωλολατρικές έννοιες. Τα αριστουργήµατά τους διατηρήθηκαν, πράγµα που
όπως είδαµε επέτρεψε την ύπαρξη αυτής της αδιάκοπης σειράς 'Αναγεννήσεων'
που συνιστά την ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισµού.
Για το χριστιανισµό, ο Θεός µπαίνει στην ιστορία. Τούτο σηµαίνει ότι είναι
παρών στην ιστορία, αλλά όχι ότι έχει ιστορική προέλευση. Υπάρχει µια ιστορία
της σωτηρίας, µια οικονοµία της σωτηρίας -- πράγµα που δεν είναι αυτονόητο
αφού το Ισλάµ, παραδείγµατος χάρη, αγνοεί αυτή την έννοια(16). Η ιστορία
είναι πλήρης θείου, αλλά δεν ταυτίζεται µε το θείο. Η ιστορία δεν είναι
ιεροποιηµένη. Ούτε είναι όµως ένας χώρος αδιάφορος για ό,τι συµβαίνει εντός
του, πολλώ δε µάλλον, σύµφωνα µε τους γνωστικιστές, «ένας εφιάλτης από τον
οποίο προσπαθ[ούµε] να ξυπνήσ[ουµε]»(17). Η ιστορία έχει αναληφθεί στο θείο,
χωρίς όµως να συγχέεται µαζί του.
Γι' αυτό ο χριστιανισµός βασίζεται στην ιστορία του Θεού στην ιστορία των
ανθρώπων: βασίζεται αρχικά στη µαρτυρία ανθρώπων, των δώδεκα Αποστόλων,
και ύστερα µόνο στα κείµενα της Καινής ∆ιαθήκης, τα οποία καθορίζουν την
επιτρεπόµενη µαρτυρία.
Η ιδέα της δηµιουργίας από ένα Θεό αγαθό συνεπάγεται τη διαµόρφωση µιας
θέσης για τη φύση και την αξία του αισθητού κόσµου: οι αισθητές
πραγµατικότητες είναι στην ουσία τους καλές. Είναι άξιες θαυµασµού και
σεβασµού. Η αξία τους αυτή, και όχι µια υποτιθέµενη µικρότητα της φύσης τους,
είναι αυτό που µας επιβάλλει το καθήκον να τις χρησιµοποιούµε καλά. Ο
ευρωπαϊκός πολιτισµός είναι σηµαδεµένος απ' αυτό που µε υπερβολικό τρόπο
θα µπορούσαµε να αποκαλέσουµε αγιότητα του αισθητού. Σε γενικές γραµµές, ο
χριστιανισµός τοποθετήθηκε όπως και το κυρίαρχο ρεύµα της αρχαίας
φιλοσοφίας, που εκπροσωπείτο από τον Αλέξανδρο το Λυκοπολίτη(19) και τον
Πλωτίνο(20), ενάντια στους γνωστικιστές και τους µανιχαϊστές.
Ο Πλωτίνος όµως αρνείται την ενσάρκωση και τη σωτηρία του σώµατος: µια
ανάσταση µαζί µε το σώµα θα ήταν µάταιη, η πραγµατική 'ανάσταση' πρέπει να
είναι µια λύτρωση από το σώµα(21). Οι φιλόσοφοι της ύστερης αρχαιότητας
προσάπτουν εποµένως στους χριστιανούς «το πάθος τους για το σώµα»(22) και
για να επιβεβαιώσουν την καλοσύνη του κόσµου βασίζονται κυρίως στην οµορφιά
και την τάξη του σύµπαντος. Αντίθετα, ο χριστιανισµός βασίζεται στην έλευση
του Λόγου του Θεού µέσω του ενσαρκωµένου Ιησού. ∆εν επιβεβαιώνει λοιπόν
τόσο την καλοσύνη της φύσης όσο των καλοσύνη αυτού που µέσα στη φύση
προσωποποιείται στο ανθρώπινο σώµα. Η ακόµα αδιαίρετη Εκκλησία εφάρµοσε
αυτή την αντίληψη επιβεβαιώνοντας, ενάντια στο κίνηµα των Καθαρών
παραδείγµατος χάρη, τη θεµελιώδη καλοσύνη της δηµιουργίας και ιδιαίτερα της
σωµατικής δηµιουργίας.
Κατά µία έννοια, η καθολική Εκκλησία δεν θεωρεί ότι µπορεί να έχει ορισµένα
στοιχεία που να της προσιδιάζουν. Αν παραδεχόταν κάτι τέτοιο, δεν θα
µπορούσε να ισχυρίζεται ότι είναι καθολική. Εδώ περιορίζοµαι στο επίπεδο των
εκπεφρασµένων αρχών. ∆εν διακρίνω εποµένως αυτό που κατά τη γνώµη µου
δεν επιδέχεται διάκριση σ' αυτό το επίπεδο, δηλαδή το λατινικό καθολικισµό και
την ελληνική ορθοδοξία.
Οσον αφορά την παράδοξη διάκριση ανάµεσα στην κοσµική και την πνευµατική
εξουσία, η Μεταρρύθµιση προκάλεσε τόσο στον προτεσταντικό όσο και στον
καθολικό κόσµο τη βαθµιαία ανάληψη του ελέγχου των εθνικών Εκκλησιών από
την πολιτική εξουσία. Ο Λούθηρος µεταβίβασε όλα τα σχετικά µε την
εκκλησιαστική οργάνωση ζητήµατα στην κοσµική εξουσία των Γερµανών
πριγκήπων, ο Ερρίκος Η΄ αποφάσισε να τα υπαγάγει στη δικαιοδοσία των
Αγγλων βασιλέων. Στις χώρες που παρέµειναν καθολικές, οι ηγεµόνες
χρησιµοποίησαν εκβιαστικά τη δυνατότητα προσηλυτισµού των υπηκόων τους
στον προτεσταντισµό για να αναγκάσουν τον πάπα να τους παραχωρήσει ένα
µέρος της εξουσίας του -- και κυρίως, τον έλεγχο επί της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Το φαινόµενο αυτό παρατηρείται στην Αυστρία µε το ζοζεφισµό,
καθώς και στη µοναρχική Γαλλία µε το γαλλικανικό κίνηµα. Η Γαλλία της
εποχής της Επανάστασης επεδίωκε ουσιαστικά το ίδιο αποτέλεσµα όταν
επιχείρησε την 'αστική οργάνωση του κλήρου'. Στο επίπεδο της διακήρυξης των
αρχών της, η καθολική Εκκλησία διατήρησε την αναγκαιότητα ενός
διαχωρισµού. Η ιστορία της συµπίπτει σε µεγάλο βαθµό µε την ιστορία των
προσπαθειών που κατέβαλε ο παπισµός ενάντια στην τάση της κοσµικής
εξουσίας να δηµεύσει τα µέσα που θα της επέτρεπαν να ασκήσει πίεση επί της
Εκκλησίας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
9 Η έννοια του αβατάρ (ενσάρκωση) στις ινδικές θρησκείες δεν έχει σχεδόν
καµιά σχέση µε τη χριστιανική έννοια της ενσάρκωσης.
20 Πλωτίνος, Εννεάδες, ΙΙ, 9 [33]. Βλ. Endre von Ivanka, Plato Chistianus.
La reception critique du platonisme chez les Peres de l' Eglise, PUF, Paris,
1990, 115 - 123.
22 Κέλσος στο Ωριγένης, Κατά Κέλσου, V, 14 (SC, vo 147, σελ. 48). Επίσης VII,
36, 42, 45 και VIII, 49, (ib. vo 150, σελ. 96, 112, 122, 280).
23 R. Brague, "Le deni de l' humanite. Sur le jugement 'ces gens ne sont
pas des hommes' dans quelques textes antiques et medievaux", Lignes, vo
12, 217 - 232.
24 Carl Justi, Diego Velasquez und sein jahrhundert, I (1888), σελ. 366.
Στο δοκίµιο αυτό προσπάθησα µε την ελευθερία που µου επιτρέπει αυτό το
λογοτεχνικό είδος να προβώ σε µια ανάγνωση της πολιτιστικής ιστορίας της
Ευρώπης. ∆εν απέβλεπα όµως να απογράψω για πολλοστή φορά το
περιεχόµενό της ή να αφηγηθώ µια οποιαδήποτε ιστορία, αλλά να διατυπώσω
ένα στοχασµό γύρω από την έννοια µιας περιπέτειας ή µιας εµπειρίας. ∆εν
σκόπευα να καλέσω τους Ευρωπαίους να κοιτάξουν µε ικανοποίηση τα
κεκτηµένα αποτελέσµατα. Ηθελα κυρίως να τους προτείνω, µέσω της έννοιας
της 'ρωµαϊκότητας' που προσπάθησα να προσδιορίσω, ένα πρότυπο πολιτιστικής
πρακτικής, το οποίο κατά τη γνώµη µου δεν έχει χάσει τίποτα από τον επίκαιρο,
αν όχι επείγοντα, χαρακτήρα του.
α) Ιστορικός µαρκιωνισµός
Φαίνεται όµως ότι έχει αρχίσει να σχηµατίζεται σε ένα άλλο επίπεδο µια
ισορροπία ανάµεσα στο αίσθηµα ανωτερότητας και το αίσθηµα κατωτερότητας.
Αλλά η ισορροπία αυτή δεν περιέχει πια ένταση ικανή να προκαλέσει µια
δυναµική κίνηση. Πρόκειται απλώς για ένα µείγµα µη ανωτερότητας και µη
κατωτερότητας. Πρόκειται για µια συνύπαρξη ενός αισθήµατος ενοχής για µια
αδικαιολόγητη πια ηγεµονία και µιας λίγο ή πολύ εκπεφρασµένης περιφρόνησης
προς τους υποτιθέµενους 'υπανάπτυκτους'. Το όνειρο της φιλολογίας ήταν να
µπορέσουµε να ξαναγίνουµε Ελληνες, Το όνειρο αυτό πραγµατοποιήθηκε. Κατά
ειρωνικό όµως τρόπο. Θελήσαµε να υπερβούµε τους Ρωµαίους και να γίνουµε
εµείς οι ίδιοι τα πρότυπα του πολιτισµού. Καταργήσαµε κατ' αυτό τον τρόπο την
απόσταση ανάµεσα στον Ελληνα και το Βάρβαρο, που συνιστούσε ουσιαστικά τη
ρωµαϊκότητα και επέτρεπε τον εκπολιτισµό. ∆εν περάσαµε έτσι από το στάδιο
του Βαρβάρου στο στάδιο του εξελληνισµένου Βαρβάρου αλλά σ' αυτό του
εκβαρβαρισµένου Ελληνα, που έχει εν µέρει µόνο επίγνωση της βαρβαρότητάς
του. Η ευρωπαϊκή επέκταση επέφερε στο παρελθόν τη διάδοση ενός πολιτισµού
που χαρακτηριζόταν από µια οικουµενικότητα. Ο πολιτισµός αυτός µπόρεσε να
αποσυσχετισθεί από τους Ευρωπαίους κατακτητές, αν όχι να στραφεί εναντίον
τους. Αν όµως ο ιµπεριαλισµός σήµερα συνίσταται µόνο στην επιβολή ενός
συγκεκριµένου τρόπου ζωής, του τρόπου ζωής µιας καθορισµένης γεωγραφικής
και οικονοµικής περιοχής, τότε δεν έχει καµιά απολύτως νοµιµότητα.
β) Τεχνικός µαρκιωνισµός
Κατά τη γνώµη µου, η απώλεια µιας ρητά επιδιωκόµενης επαφής µε τις αρχαίες
πηγές είναι πραγµατική και µάλιστα άξια θλίψης. ∆εν πιστεύω όµως ότι αποτελεί
το σηµαντικότερο πρόβληµα. Η σχέση αυτή προς τις αρχαίες πηγές δεν είναι
ουσιαστικά τίποτα άλλο παρά ένδειξη κάποιου γενικότερου γεγονότος, δηλαδή
του δευτερεύοντος πολιτιστικού χαρακτήρα, της 'ρωµαϊκής' στάσης. Η απώλεια
αυτής της διαφοράς δυναµικού µεταξύ ενός κλασικισµού και µιας βαρβαρότητας,
που πιστεύω ότι αποτελεί την κινητήρια δύναµη της Ευρώπης, θα είναι πολύ πιο
σοβαρή. Ο κλασικισµός (ο 'ελληνικός' πόλος) µπορεί να αποσυσχετισθεί από τη
διατήρηση της ελληνικής κληρονοµιάς, η βαρβαρότητα µπορεί να είναι
εσωτερική(10) και η υπερνίκησή της να µη συνεπάγεται την υιοθέτηση µιας
ιµπεριαλιστικής ή αποικιοκρατικής πολιτικής. Κατά τη γνώµη µου εποµένως, το
σηµαντικότερο πρόβληµα έγκειται στο αν υπάρχει ακόµα η ιδρυτική του
ευρωπαϊκού πολιτισµού διαφορά επιπέδων.
Ο κίνδυνος για την Ευρώπη δεν µπορεί να προέλθει από έξω, για τον πολύ απλό
λόγο ότι η Ευρώπη δεν µπορεί να νοηθεί ως ένα 'µέσα'. Ο κίνδυνος βρίσκεται σε
µια τέτοια ακριβώς αντίληψη: αν θεωρήσουµε ότι ανήκουµε σ' ένα χώρο κλειστό,
χωριστό απ' τους άλλους, τότε ό,τι βρίσκεται έξω απ' αυτό το χώρο εµφανίζεται
ως απειλή. Ο κίνδυνος αυτός είναι εµφανής, παραδείγµατος χάρη, στον τρόπο
που αντιµετωπίζονται τα σχετικά µε τη µετανάστευση προβλήµατα: η εισαγωγή
εργατικού δυναµικού δηµιουργεί την εντύπωση ότι ένα 'εσωτερικό' δέχεται την
εισβολή ενός 'εξωτερικού', το οποίο του αλλοιώνει την καθαρότητα. Οσο η
Ευρώπη γίνεται αντιληπτή κατ' αυτό τον τρόπο, δείχνει πως δεν πιστεύει πια ότι
αυτό που έχει να προτείνει µπορεί να ενδιαφέρει όσους κατά τύχη γεννήθηκαν
έξω από τα σύνορά της.
∆εν µπορούµε να είµαστε πια ειδωλολάτρες, µε την έννοια ότι η φύση δεν
θεωρείται πλέον εµφανώς καλή. Η πίστη στην καλοσύνη του σύµπαντος και στην
καλή του τάξη διήρκεσε αναµφισβήτητα από την αρχαιότητα έως το τέλος του
Μεσαίωνα. ∆εν µπορούµε πια να την επικαλεστούµε στην τεχνική εποχή µας.
Παρά το ότι δεν είχε καταλάβει πλήρως τους θεούς της αρχαίας Ελλάδας, ο
Μαρξ είχε δίκιο σ' ένα σηµείο: δεν µπορούµε να πιστεύουµε πια στους θεούς του
Ολύµπου όταν µπορούµε να προκαλούµε τα αποτελέσµατα που θεωρείται ότι
τους προσιδίαζαν(11).
Από την αποµυθοποίηση αυτή απορρέει µια συγκεκριµένη στάση προς τη φύση.
Η φύση, που δεν θεωρείται πια ιερή, γίνεται προσιτή στον άνθρωπο, ο οποίος
θέτει ως στόχο του να κυριαρχήσει πάνω της. Τούτο δεν σηµαίνει ότι µπορεί να
την υποβάλει στις διάφορες ιδιοτροπίες του εξαντλώντας την, αλλά ότι µπορεί να
τη χρησιµοποιήσει ως όργανο για πράξεις ελευθερίας που µόνο αυτός µπορεί να
εφαρµόσει. Η τεχνική χρησιµοποίηση της φύσης νοµιµοποιείται εποµένως µέσω
του χριστιανισµού(12). Ισως µάλιστα η αποµυθοποίηση που συνεχίστηκε µέσα
από το χριστιανισµό να έπαιξε ρόλο όχι µόνο στην εµφάνιση της τεχνικής αλλά
και στην εµφάνιση της σύγχρονης επιστήµης που καθιστά δυνατή αυτή την
τεχνική. Υποχρεώνοντας τον άνθρωπο να φύγει από το σύµπαν της αρχαίας
ειδωλολατρείας, ο χριστιανισµός συνέβαλε στο να καταστεί αναγκαία η σύλληψη
µιας νέας φυσικής βασισµένης σε αρχές διαφορετικές απ' αυτές της,
αριστοτελικής εµπνεύσεως, ελληνικής φυσικής. Αυτό διαφαίνεται ίσως στην
πολεµική που άσκησε εναντίον της ο Ιωάννης Φιλόπονος(13).
Επρεπε επίσης να επαναβεβαιωθεί η καλοσύνη του σώµατος. Πρώτα απ' όλα ως
βιολογική πραγµατικότητα, αν υποθέσουµε ότι η βιολογική προσέγγιση είναι
αρκετή για να εξαντλήσει ή µάλλον να συλλάβει το φαινόµενο του σώµατος.
Κυρίως όµως, η προσωπική πραγµατικότητα. Ο χριστιανισµός έχει να µας
µεταδώσει µια γνώση ως προς αυτό το θέµα. Ισως µάλιστα η καθολική Εκκλησία
να κατέχει µέσα σ' αυτή την επαναβεβαίωση της καλοσύνης του σώµατος ένα
µυστικό πολύτιµο για την εποχή µας και ιδιαίτερα επίκαιρο, δεδοµένου ότι
ζούµε σε µια εποχή όπου το ανθρώπινο σώµα, αν θεωρηθεί ότι είναι µια απλή
µηχανή, κινδυνεύει λόγω της προόδου στη γενετική να δεχτεί µια άνευ
προηγουµένου επίθεση, που θα προέρχεται από µέσα και όχι απ' έξω και που
δεν θα αποσκοπεί στην καταστροφή του αλλά στην ανακατασκευή του βάσει ενός
προκαθορισµένου σχεδίου.
Υπάρχει στη χριστιανική παράδοση ένα απόφθεγµα σχετικό µε τη χάρη που δεν
καταργεί αλλά τελειοποιεί τη φύση (gratia non tollit, sed perficit naturam). Θα
µπορούσαµε να εφαρµόσουµε αυτή την αρχή στην τεχνική σχέση µας µε τη φύση.
Στην περίπτωση αυτή, δεν θα λατρεύαµε µια θεοποιηµένη φύση ούτε θα
προσπαθούσαµε να αποκοπούµε από µια δαιµονισµένη φύση. Θα
προσπαθούσαµε να καθιερώσουµε µια εύκαµπτη σχέση µαζί της. Η τεχνική θα
µπορούσε βέβαια να τελειοποιεί τη φύση, αλλά δεν θα µπορούσε να καταργήσει
αυτό που της επιτρέπει να αποκορυφωθεί, δηλαδή το ανθρώπινο σώµα ως τόπο
ενσάρκωσης και υπόβαθρο του προσώπου.
∆εν ξέρω αν η Ευρώπη έχει πια µέλλον. Ξέρω όµως πώς θα µπορούσε να πάψει
να έχει µέλλον: µια Ευρώπη που θα άρχιζε να πιστεύει ότι αυτό του οποίου είναι
φορέας αξίζει µόνο γι' αυτήν, µια Ευρώπη που θα αναζητούσε την ταυτότητά της
αναδιπλωµένη στις ιδιαιτερότητές της (παραδείγµατος χάρη, σε µια ρηχή έννοια
του 'ινδο-ευρωπαϊσµού') δεν θα άξιζε πια να έχει µέλλον. Ισως λοιπόν η
Ευρώπη να πρέπει τώρα να επωµιστεί το πολιτιστικό έργο να ξαναγίνει ρωµαϊκή.
Αν η Ευρώπη πρέπει να ξαναποκτήσει συνείδηση του εαυτού της, πρέπει να
επιδείξει ταυτόχρονα Selbstbewusstsein και self-consciousness -- ας µου
επιτραπεί αυτό το τόσο ευρωπαϊκό λογοπαίγνιο σε δύο γλώσσες. Αυτά τα δύο
κατ' επίφαση συνώνυµα υποδηλούν στην πραγµατικότητα αντίθετες έννοιες. Ας
τα µεταφράσουµε εφαρµόζοντάς τα στην Ευρώπη: η Ευρώπη θα πρέπει να
αποκτήσει ταυτόχρονα συνείδηση της αξίας της και της απαξίας της. Της αξίας
της ως προς µια εσωτερική και εξωτερική βαρβαρότητα, επί της οποίας πρέπει
να κυριαρχήσει, και της απαξίας της ως προς αυτό έναντι του οποίου δεν είναι
τίποτα άλλο παρά αγγελιαφόρος και υπηρέτης.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
3 J. Taubes, 'Das stahlerne Gehause und der Exodus daraus oder ein Streit
um Marcion, einst und heute' in id. (ed.), Gnosis und Politik, Schoningh /
Fink, Paderborn, 1984, 9 - 15.
9 Βλ. Die Welt als Wille und Vorstellung, II, στο IV, 48, σελ. 791, 796 επ.