Professional Documents
Culture Documents
Ελληνιστική Τέχνη
Ελληνιστική Τέχνη
Βασιλική εικονογραφία
Στον ελληνικό κόσµο, η γλυπτική τέθηκε πολλές φορές στην υπηρεσία της πολιτικής Σκηνή µε κυνήγι ελαφιού· λεπτο-
µέρεια από τη σαρκοφάγο του
προπαγάνδας. Κατά την Κλασική εποχή, τα αναθηµατικά µνηµεία αναφέρονται συχνά
σε πολεµικές νίκες. Παραµένουν, ωστόσο, σχετικά απρόσωπα, καθώς προβάλλουν τα
γεγονότα και τις πόλεις που έλαβαν µέρος σ’ αυτά, χωρίς να εξάρουν συγκεκριµέ-
νες προσωπικότητες. Αντίθετα, στους Ελληνιστικούς χρόνους, η τέχνη χρησιµεύει ως
µέσο αυτοπροβολής του ίδιου του ηγέτη. Καθώς το σύστηµα διακυβέρνησης είναι στα
περισσότερα κράτη απολυταρχικό, οι µονάρχες προσπαθούν να επιβληθούν ως χαρι-
σµατικά πρόσωπα. Η τέχνη τους δίνει την ευκαιρία να διαµορφώσουν την εικόνα του
εαυτού τους έτσι, όπως θα ήθελαν να γίνει δεκτή από τους υπηκόους.
Εκτός από τα πορτραίτα, διάφορα άλλα έργα προπαγανδιστικού χαρακτήρα συνθέτουν
τη βασιλική εικονογραφία, που αναπτύχθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους. Το πιο
χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι ίσως η λεγόµενη «σαρκοφάγος του Αλέξανδρου»,
που βρέθηκε στη βασιλική νεκρόπολη της Σιδώνας στον Λίβανο και φυλάσσεται στην
Κωνσταντινούπολη. Προοριζόταν προφανώς για τον Αβδαλόνυµο, τελευταίο βασιλιά Εικονιστική κεφαλή ανδριάντα
της Σιδώνας, που είχε ενθρονιστεί από τον Αλέξανδρο µετά την µάχη της Ισσού, το από τη Δήλο, 1ος αιώνας π.Χ.
333 π.Χ., και έµεινε στον θρόνο ως το 311 π.Χ. Ένα από τα ανάγλυφα που στολίζουν
αυτή τη σαρκοφάγο εικονίζει µια σκηνή κυνηγιού, στο οποίο φαίνεται να λαµβάνουν
µέρος και ο Αλέξανδρος και ο Αβδαλόνυµος. Ο υπόλοιπος γλυπτός διάκοσµος αναπα-
ριστά µάχες µεταξύ διάφορων αντιπάλων, οι οποίοι είναι δύσκολο να ταυτιστούν τις
περισσότερες φορές. Πάντως ο Αβδαλόνυµος εµφανίζεται στις περισσότερες σκηνές,
καθώς βασικός σκοπός φαίνεται να είναι όχι µόνο να µνηµονευτούν τα πολεµικά του
κατορθώµατα, αλλά και να υπογραµµιστεί η προνοµιακή σχέση του µε τον Αλέξανδρο,
στον οποίο όφειλε την εξουσία του. Όπως και στην περίπτωση των προσωπογρα-
φιών διάφορων δυναστών, το µυθικό αναµιγνύεται µε το ιστορικό. Δεν αναπαρίστανται
πιστά πραγµατικά γεγονότα αλλά εγκωµιάζεται η δράση εξηρωισµένων προσώπων.
Ο κλασικισµός
Παρά τις ριζικές µεταβολές, που επέφερε σε πολλούς τοµείς, η ελληνιστική γλυπτική
Αποκατάσταση του γλυπτού
παρουσιάζει ταυτόχρονα συντηρητικές τάσεις ή και διάθεση για στροφή προς το συνόλου του Δαµοφώντα στη
παρελθόν. Πολλοί γλύπτες αντλούν την έµπνευσή τους από την καλλιτεχνική παρά-
δοση των Αρχαϊκών και των Κλασικών χρόνων. Διαµορφώνουν την προσωπική τους
τεχνοτροπία ακολουθώντας τις αρχές και τα ιδεώδη που επικρατούσαν στην τέχνη των
προηγούµενων αιώνων. Ένας από τους γνωστότερους εκπροσώπους αυτής της τάσης
είναι ο Δαµοφών ο Μεσσήνιος, που έδρασε αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. Τα έργα
του, πολλά από τα οποία περιγράφει ο Παυσανίας, τοποθετούνταν µέχρι πρόσφατα στο
β’ µισό του 2ου αιώνα π.Χ. Οι µελετητές των τελευταίων χρόνων, όµως, προτείνουν
νέα χρονολόγηση, στο τέλος του 3ου ή στις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ.
Ο Δαµοφών φαίνεται ότι ειδικευόταν σε λατρευτικά αγάλµατα κολοσσιαίων διαστάσεων
και είχε µάλιστα αναλάβει την επισκευή του χρυσελεφάντινου Δία του Φειδία στην
Ολυµπία. Το µνηµειώδες γλυπτό σύνολο, που φιλοτέχνησε στο ναό της Δέσποινας
στη Λυκόσουρα της Αρκαδίας, σώζεται σήµερα κατά τµήµατα, αλλά µας είναι επί-
σης γνωστό από τις περιγραφές του Παυσανία. Απεικόνιζε τη Δέσποινα, παραλλαγή
της Περσεφόνης, µε τη µητέρα της Δήµητρα, τον παιδαγωγό της Άνυτο και την
Άρτεµη. Η Δήµητρα ήταν καθισµένη µαζί µε την κόρη της σ’ ένα φαρδύ θρόνο.
Σκήπτρο, κίστη, δαυλός και φίδια ήταν τα σύµβολα και αντικείµενα που ανήκαν
προφανώς σ’ αυτές τις δύο γυναίκες, παραµένει όµως ασαφές ποιο αντιστοιχούσε
σε ποια. Οι άλλες δύο µορφές, όρθιες και µικρότερες σε µέγεθος, πλαισίωναν
τον θρόνο. Ο τιτάνας Άνυτος είχε αναπαρασταθεί ως πολεµιστής, ενώ η Άρτεµη
φορούσε δέρµα ελαφιού, είχε στους ώµους της τη φαρέτρα της µε τα βέλη και στα
πόδια της ένα κυνηγόσκυλο.
Το κεφάλι της Δήµητρας από το
Τµήµατα αυτού του συνόλου µονόλιθων γιγαντιαίων αγαλµάτων βρέθηκαν το 1889 γλυπτό σύνολο του Δαµοφώντα
και εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Το κεφάλι του Άνυτου θυµί-
ζει τον χρυσελεφάντινο Δία του Φειδία, αν και οι ανακατεµένοι, διαχωρισµένοι
από βαθιά αυλάκια, βόστρυχοι των µαλλιών, το πλάσιµο των φρυδιών και του
µετώπου δίνουν µια αίσθηση αναστάτωσης ξένης προς την κλασική γλυπτική. Οι
λείες επιφάνειες και τα απλά, κανονικά χαρακτηριστικά των γυναικείων προσώπων
αποτελούν τυπικά στοιχεία του κλασικισµού. Το κεφάλι πεπλοφόρου, που αποδί-
δεται συνήθως στη Δήµητρα, παραπέµπει τόσο στα ανάγλυφα της ζωφόρου του
Παρθενώνα όσο και στην Αθηνά Παρθένο του Φειδία: µεγάλα µάτια, µικρό στόµα,
καµπύλα, αρµονικά περιγράµµατα, ήρεµο ύφος. Το δεύτερο σωζόµενο γυναικείο
κεφάλι, που ταυτίζεται µε την Άρτεµη, µοιάζει µε γλυπτά του Πραξιτέλη, ιδιαίτερα
ως προς την κόµµωση, το πλάσιµο του στόµατος και την ήπια έκφραση.
Είναι φανερό ότι αυτό το έργο εγγράφεται στην καλλιτεχνική παράδοση των λατρευτι-
κών αγαλµάτων της Κλασικής εποχής. Έχει παράλληλα στενή συγγένεια µε δηµιουργίες Το κεφάλι της Άρτεµης από το
γλυπτό σύνολο του Δαµοφώντα
της Πτολεµαϊκής περιόδου. Πάντως, ο Δαµοφών, αν και επαναλαµβάνει καθιερωµένα
σχήµατα των προηγούµενων αιώνων, καταφέρνει να δώσει στα γλυπτά του ευγένεια
και µεγαλοπρέπεια και να δηµιουργήσει υποβλητική, µυστικιστική ατµόσφαιρα. Τα έργα
του δεν έχουν την ψυχρότητα άλλων, υστερότερων κλασικιστικών δηµιουργιών, όπως
τα λεγόµενα «νεοαττικά ανάγλυφα». Αυτά αποµιµούνται, µε την πιο στενή έννοια
της λέξης, κλασικά, κυρίως αθηναϊκά, πρότυπα. Συνδυάζουν παλιότερα µοτίβα µε νέο
τρόπο, συχνά όµως χωρίς δηµιουργική πνοή. Κατά συνέπεια το αποτέλεσµα δείχνει
πολλές φορές κάπως τεχνητό ή άψυχο και δεν πείθει.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν θα πρέπει, ωστόσο, να µειώσουν την αξία του κλασικι-
σµού, ο οποίος έχει δώσει πνοή σε αριστουργήµατα, όπως η πασίγνωστη Αφροδίτη της
Μήλου, µορφή που έχει αναχθεί σε παγκόσµιο σύµβολο θηλυκότητας. Αυτό το άγαλµα
εκτίθεται στο Μουσείο του Λούβρου και χρονολογείται γύρω στο 120-80 π.Χ. Πρόκειται
ίσως για το δηµοφιλέστερο δείγµα ελληνιστικής γλυπτικής, όπως µαρτυρούν τα άπειρα
αντίγραφα κάθε µεγέθους και τύπου, καθώς και οι ελεύθερες αποµιµήσεις, που φτάνουν Το κεφάλι του Άνυτου από το
γλυπτό σύνολο του Δαµοφώντα
ως την σουρεαλιστική εκδοχή του Νταλί, ή καθηµερινά αντικείµενα του σύγχρονου
ντιζάιν (design). Θεωρείται κατά κανόνα ότι εικονίζεται εδώ η Αφροδίτη, έχουν όµως
προταθεί και άλλες ταυτίσεις. Πολλοί µελετητές φαντάζονται τη θεά ως µέλος ενός
γλυπτού συνόλου, άλλοι αποκαθιστούν δίπλα της µια ανδρική µορφή κι άλλοι την τοπο-
θετούν µέσα σε µια κόγχη. Το αντικείµενο που κρατά στα χέρια της έχει δώσει επίσης
αφορµή για πολλές ερµηνείες και υποθέσεις, αλλά παραµένει απροσδιόριστο. Πάντως,
το εξιδανικευµένο πρόσωπο έχει την τέλεια οµορφιά, τη σοβαρότητα και την ηρεµία
των γλυπτών του 5ου αιώνα π.Χ., το βλέµµα, το στόµα και το χτένισµα παραπέµπουν
σε υστερότερα κλασικά έργα, όπως αυτά του Σκόπα και του Πραξιτέλη, ενώ η φευγαλέα
συστροφή του σώµατος, η χαλαρότητα της στάσης και η αισθησιακή απαλότητα του
δέρµατος αποτελούν χαρακτηριστικά µάλλον ελληνιστικά. Παρά την αναφορά σε στερε-
ότυπα παλαιότερων εποχών, το αποτέλεσµα είναι απόλυτα πειστικό και αποδεικνύει ότι Η Αφροδίτη της Μήλου, ελλη-
ο κλασικισµός κατάφερε να εξισορροπήσει µε επιδεξιότητα ετερογενή στοιχεία. νιστικό έργο του 2ου αιώνα
Το «µπαρόκ»
Ένα από τα βασικότερα ρεύµατα της ελληνιστικής γλυπτικής χαρακτηρίζεται κατα-
χρηστικά στην βιβλιογραφία ως «µπαρόκ». Ο όρος αυτός αναφέρεται κανονικά στην
ευρωπαϊκή τέχνη του 17ου και του πρώτου µισού του 18ου αιώνα και σε έργα όπως
αυτά του Μπερνίνι και του Μποροµίνι. Παρατηρήθηκε, όµως, ότι η τεχνοτροπία που
αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων παρουσιάζει κοινά σηµεία µε αντί-
στοιχες καλλιτεχνικές τάσεις των ελληνιστικών χρόνων. Έτσι, πολλοί µελετητές εντο-
πίζουν «µπαρόκ» στοιχεία σε γλυπτά που χρονολογούνται κυρίως στον 3ο και τον 2ο
αιώνα π.Χ. Αν και αυτή η διαπίστωση είναι ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική, η χρήση
ενός όρου κατεξοχήν συνδεδεµένου µε τη νεότερη τέχνη παραµένει συµβατική και
σε κάποιο βαθµό ριψοκίνδυνη. Μπορεί να οδηγήσει σε συγχύσεις και απλουστευτικές
συγκρίσεις αν δεν υπογραµµιστεί ότι δεν υπονοείται σε καµία περίπτωση η ταύτιση
των τεχνοτροπιών που διαµορφώνονται σ’ αυτές τις δυο τόσο αποµακρυσµένες επο-
χές.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του «ελληνιστικού µπαρόκ» είναι η υπερβολική
δραµατικότητα. Αυτή οφείλεται, καταρχήν, στην επιλογή σκηνών όπου επικρατεί αγω-
νία, πάθος, σύγχυση και αναταραχή. Το πιο γνωστό παράδειγµα είναι αναµφισβήτητα
ο περίφηµος βωµός της Περγάµου, ο οποίος φυλάσσεται σήµερα αναστηλωµένος στο
Μουσείο Περγάµου του Βερολίνου. Η Γιγαντοµαχία που εικονίζεται στη ζωφόρο του
µνηµείου είναι ένα από τα σπάνια ελληνιστικά πρωτότυπα. Έχει σε µεγάλο βαθµό προ-
παγανδιστικό χαρακτήρα, αφού µνηµονεύει έµµεσα τους πολεµικούς θριάµβους των
Περγαµηνών εναντίον των Γαλατών, αλλά ίσως και άλλων αντιπάλων. Φιλοτεχνήθηκε
Λεπτοµέρεια από τη ζωφόρο
προφανώς κατά το α΄ µισό του 2ου αιώνα π.Χ., αλλά η ακριβής χρονολόγησή της παρα- του βωµού του Δία στο Πέρ-
µένει αµφιλεγόµενη. Αναπαριστάται η στιγµή όπου οι θεοί του Ολύµπου επικρατούν,
ενώ οι Γίγαντες αγωνίζονται απεγνωσµένα, δέχονται συνεχή πλήγµατα και υποφέρουν
από τον πόνο. Μέσα σ’ αυτήν τη δαιµονική αναστάτωση, η µάχη παίρνει τις διαστάσεις
µιας τιτανικής σύγκρουσης ανάµεσα στις πρωτόγονες δυνάµεις της φύσης και τη νέα
γενιά θεών που εισάγει τον πολιτισµό, άτρωτη και µεγαλόπρεπη. Έτσι, αυτές οι πολε-
µικές σκηνές αποκτούν κοσµογονικό χαρακτήρα, καθώς φαίνεται να παραπέµπουν στην
µακρινή εποχή όπου η ανθρωπότητα πάσχιζε να βγει απ’ το πρωταρχικό χάος.
Εκτός απ’ αυτό το εξαιρετικής σηµασίας έργο, πολλά άλλα εκδηλώνουν το χαρακτηρι-
στικό πάθος του ελληνιστικού «µπαρόκ». Το περίφηµο «σύµπλεγµα του Λαοκόοντα»,
που φυλάσσεται στο Μουσείο του Βατικανού, πλησιάζει, ως προς την τεχνοτροπία,
τη ζωφόρο της Περγάµου. Έχει θεωρηθεί ως ρωµαϊκό έργο, εµπνευσµένο από ένα
ελληνιστικό πρότυπο, που τοποθετήθηκε άλλοτε στον 1ο και άλλοτε στον 2ο αιώνα
π.Χ. Πρόσφατες, όµως, µελέτες επιχειρούν να αποδείξουν ότι δεν πρόκειται ούτε για
αντίγραφο ούτε για ελεύθερη αποµίµηση, αλλά για πρωτότυπο της Ύστερης Ελληνι-
στικής περιόδου. Το θέµα προσφέρεται αναµφισβήτητα για δραµατοποίηση: ο Τρώας
ιερέας, που προσπάθησε να πείσει τους συµπατριώτες του να µην φέρουν το δούρειο
ίππο µέσα στην πόλη, δέχεται την επίθεση δύο µεγάλων φιδιών σταλµένων από τους
εχθρικούς προς την Τροία θεούς. Ενώ προσφέρει θυσία µαζί µε τους δύο γιους του,
στραγγαλίζεται από τα ερπετά και καταρρέει απελπισµένος και εξουθενωµένος πάνω
στον βωµό. Ακόµα µια φορά, η βία ξεσπά αχαλίνωτη. Οι µορφές µοιάζουν σαν να
βγάζουν απεγνωσµένες κραυγές τρόµου, καθώς παλεύουν µάταια ν’ απαλλαγούν από
τα φίδια που περιτυλίγουν τα µέλη τους. Τα πρόσωπα παραµορφώνονται απ’ τον πόνο
Το Σύµπλεγµα του Λαοκόοντα,
και τη φρίκη.
1ος αιώνας π.Χ. (Μουσείο Βατι-
Η δραµατική ένταση που διακρίνει το «ελληνιστικό µπαρόκ» εκφράζεται παράλληλα µε
τον υπερτονισµό των ανατοµικών λεπτοµερειών. Απ’ αυτή την άποψη, ο «κουρασµένος
Ηρακλής», που περιγράφηκε παραπάνω, θεωρείται ότι προαναγγέλλει τις τάσεις που
θα επικρατήσουν από το τελευταίο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ. και µετά. Ως προς το
πλάσιµο των µυών, πολλές µεταγενέστερες µορφές, όπως οι Γίγαντες του περίφηµου
βωµού της Περγάµου, ή ο Λαοκόων του Μουσείου του Βατικανού, προσεγγίζουν αυτό
το έργο του Λυσίππου. Στη µορφολογία των σωµάτων επιζητείται η υπερβολή: οι
Ο «τζόκεϋ του Αρτεµισίου»,
φλέβες φουσκώνουν τόσο ώστε θα έλεγε κανείς ότι θα σπάσουν, όλοι οι µύες και τέλη 3ου–αρχές 2ου αιώνα π.Χ.
οι τένοντες διογκώνονται και περιγράφονται από βαθιά αυλάκια, µε αποτέλεσµα να
δείχνουν εξωπραγµατικοί, αφύσικα υπερτροφικοί και να δηµιουργούν µια εντύπωση
Η ένταση εκφράζεται µε διαφορετικό τρόπο στην περίπτωση του «τζόκεϋ του Αρτεµι-
σίου», µπρούντζινου πρωτότυπου που χρονολογείται στα τέλη του 3ου ή στις αρχές του
2ου αιώνα π.Χ. και φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Μετά από
µακροχρόνιους διαπληκτισµούς, έχει γίνει πια αποδεκτό ότι το άλογο που βρέθηκε στο
ίδιο ναυάγιο ανήκει στον νεαρό ιππέα και το σύνολο έχει αποκατασταθεί κατά τρόπο
πειστικό. Εδώ η τεταµένη ατµόσφαιρα δηµιουργείται µε την ξέφρενη κίνηση και την
αντιπαράταξη αντικρουόµενων δυνάµεων: το άλογο ξεχύνεται ορµητικά και καλπάζει µε
µανία ενώ ο µικρόσωµος καβαλάρης πασχίζει µάταια να το συγκρατήσει. Παρόµοιο είναι
το θέµα µιας µαρµάρινης ανάγλυφης στήλης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της
Αθήνας, που χρονολογείται στον 3ο ή το 2ο αιώνα π.Χ.: ένας νεαρός µαύρος ιπποκόµος
προσπαθεί να δαµάσει ένα ατίθασο άλογο, που µαίνεται και ξεφυσά ανασηκώνοντας τα
µπροστινά του πόδια. Σε αντίθεση µε τη χειµαρρώδη κίνηση του «τζόκεϋ του Αρτεµι-
σίου», η σύνθεση είναι εδώ – φαινοµενικά τουλάχιστον – στατική. Κρύβει όµως µεγάλη
δυναµικότητα, αφού δίνεται η εντύπωση ότι το άλογο µπορεί να ξεφύγει από στιγµή σε
στιγµή από τον έλεγχο του ιπποκόµου και να χιµήσει καλπάζοντας πέρα απ’ το πλαίσιο
της στήλης. Παρά τις διαφορές τους, και τα δύο αυτά γλυπτά περικλείουν ακατάσχετη
ενέργεια. Aνάγλυφη µαρµάρινη στήλη
στην οποία νεαρός ιπποκό-
σχεδόν εκρηκτικής έντασης.
Με ανάλογο τρόπο, τα πρόσωπα συσπώνται µορφάζοντας και τα χαρακτηριστικά αλλοι-
ώνονται από τον πόνο. Τα φρύδια κυρώνονται σχηµατίζοντας κυµατισµούς, οι ρυτίδες
είναι τόσο βαθιά σκαµµένες ώστε µοιάζουν µε πληγές, τα µάτια σκοτεινιάζουν βυθι-
σµένα στις κόγχες τους και περιτριγυρισµένα µε χαρακιές. Αλλεπάλληλες ραβδώσεις
χωρίζουν τους πυκνούς βοστρύχους των µαλλιών, που θυµίζουν σκοινιά ή φιδίσιες
ουρές. Τα ενδύµατα των θεών, που λαµβάνουν µέρος στη Γιγαντοµαχία, άλλοτε ταρά-
ζονται σαν να τα χτυπούν βίαιοι άνεµοι κι άλλοτε προσκολλώνται στο σώµα ή κυµα-
τίζουν σχηµατίζοντας πτυχές απροσµέτρητου βάθους. Το ανάγλυφο είναι στο σύνολό Η «Νίκη της Σαµοθράκης» 190-
του τόσο έξεργο και οι επιφάνειες κοιλαίνονται, χαράσσονται ή κυρτώνονται τόσο 180 π.Χ. (Μουσείο του Λού-
έντονα, ώστε δηµιουργούνται ζωηρές αντιθέσεις µεταξύ φωτός και σκιάς. Αυτή η
σχεδόν επιθετική φωτοσκίαση δίνει έµφαση στην αναστάτωση και το πάθος που απο-
πνέουν οι σκηνές.
Τα χαρακτηριστικά του «ελληνιστικού µπαρόκ», που επισηµάνθηκαν ήδη, δείχνουν
την αγάπη των καλλιτεχνών της εποχής για το θέατρο. Αυτή διαφαίνεται επίσης στις
ζωηρές χειρονοµίες και κινήσεις, που µοιάζουν άλλοτε υπέρµετρες, όπως στην περί-
πτωση του βωµού της Περγάµου, και άλλοτε επιτηδευµένες, όπως στο σύµπλεγµα του
Λαοκόοντα. Παράλληλα, οι συνθέσεις, η διευθέτηση των µορφών στον χώρο και η
προσαρµογή τους στο εξωτερικό περιβάλλον θυµίζουν σκηνικό θεατρικής παράστασης.
Η «Νίκη της Σαµοθράκης» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Στηµένη στο ιερό των
Μεγάλων Θεών, σ’ ένα ύψωµα που βρισκόταν πάνω από το θέατρο, ήταν ορατή από
µακριά. Με τα φτερά ακόµα να πάλλονται και τα ρούχα να ανεµίζουν, έµοιαζε να έχει
µόλις πατήσει το πόδι της στην πλώρη του πλοίου, που αποµιµούνταν η βάση του
αγάλµατος. Αυτό το οµοίωµα πλώρης ήταν τοποθετηµένο σε µια δεξαµενή µε δύο επί-
πεδα, γεµάτη νερό. Στο κάτω επίπεδο είχαν αναπαρασταθεί βράχοι, που υποδήλωναν
το λιµάνι ή την ακροθαλασσιά, όπου υποτίθεται ότι ήταν αραγµένο το καράβι. Έτσι, η
πλώρη λικνιζόταν σαν να έπλεε στη θάλασσα και οι αντανακλάσεις του νερού στόλιζαν
στο σώµα της φτερωτής µορφής. Αυτή η περίπλοκη «σκηνοθεσία» δηµιουργούσε την
ψευδαίσθηση ότι η εντυπωσιακή άφιξη της Νίκης διαδραµατιζόταν πραγµατικά µπρο-
στά στα µάτια του θεατή.
Όπως και τα παραδείγµατα που προαναφέρθηκαν, αυτό το έργο δείχνει την ηθεληµένη
αστάθεια που διακρίνει τις δηµιουργίες του ελληνιστικού «µπαρόκ». Οι µορφές ξεφεύ-
γουν από τον άξονά τους και χάνουν την ισορροπία τους. Άλλοτε σωριάζονται, όπως
ο Λαοκόων ή οι Γίγαντες του βωµού της Περγάµου, άλλοτε ξεχύνονται στο κενό, όπως
ο «τζόκεϋ του Αρτεµισίου», και άλλοτε µοιάζουν να ταλαντεύονται στον αιθέρα, όπως
η «Νίκη της Σαµοθράκης». Δίνεται έτσι η εντύπωση ότι βρίσκονται σε αέναη κίνηση.
Υπερβολικά εξωστρεφείς, µοιάζουν να αρνούνται κάθε όριο και να αναδιπλώνονται
ασυγκράτητα στον χώρο. Πρόκειται εδώ για ακόµη ένα στοιχείο που διαφωτίζει τόσο
την ιδιαίτερη αισθητική του ελληνιστικού «µπαρόκ» όσο και τις καλλιτεχνικές ανα-
ζητήσεις των αντιπροσώπων του: η υπέρµετρη, διάχυτη εκφραστικότητα επιδιώκει
να προκαλέσει συναισθηµατική φόρτιση και έντονη, σχεδόν κεραυνοβόλα, συγκίνηση.
Τα ερωτικά θέµατα είναι δίχως άλλο τα πιο χαρακτηριστικά του ελληνιστικού «ροκοκό».
Οι γλύπτες τα διαπραγµατεύονται πότε εύθυµα και περιπαικτικά, πότε µε κοµψότητα
που µπορεί να φτάσει µέχρι την επιτήδευση. Συχνά δίνεται µεγαλύτερη έµφαση στον
αισθησιασµό, όπως στην περίπτωση των συµπλεγµάτων µε φιλήδονους σατύρους, νύµ-
φες και ερµαφρόδιτους. Πλάι στις φιγούρες που προέρχονται από τον µυθικό κύκλο του
Διόνυσου, η µορφή της Αφροδίτης παίζει κυρίαρχο ρόλο, πράγµα εύλογο, δεδοµένου
του χαρακτήρα των θεµάτων. Πιο εξανθρωπισµένη και οικεία απ’ ό,τι στην Κλασική
εποχή, η θεά παρουσιάζεται ταυτόχρονα προκλητικότερη. Απεικονίζεται σε φυσικές
στάσεις και καθηµερινές σκηνές, µερικές φορές σε µια κεφάτη, ανάλαφρη ατµόσφαιρα,
όπως στην περίπτωση του συµπλέγµατος µε τον Πάνα και τον Έρωτα, που φυλάσσεται Μαρµάρινο σύµπλεγµα Αφρο-
δίτης, του τραγοπόδαρου Πάνα
στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Αυτό το µαρµάρινο αναθηµατικό έργο βρέθηκε στη Δήλο, στην αίθουσα συγκέντρωσης
των Ποσειδωνιαστών της Βηρυτού και χρονολογείται στον 1ο αι. π.Χ. Αναπαριστά την
Αφροδίτη γυµνή να απειλεί µε το σαντάλι της τον τραγοπόδαρο Πάνα, που την πλησι-
άζει µε ύποπτες προθέσεις και την αρπάζει απ’ τον καρπό, ενώ ένας φτερωτός έρωτας
προσπαθεί να τον αποµακρύνει. Η θεά δεν φαίνεται να παίρνει αυτήν την προσβολή και
πολύ στα σοβαρά, αµύνεται χαλαρά και αδιάφορα, µε µια ελαφρά χειρονοµία. Κοιτάζει
τον Πάνα λοξά και πονηρά, χαµογελώντας χλευαστικά και µε κάποια αίσθηση ανωτερό-
τητας. Δεν είναι τόσο η δράση που έχει εδώ σηµασία όσο τα βλέµµατα, οι πόζες και
η αντιπαράθεση των µορφών: το ωραίο, ελκυστικό κορµί της Αφροδίτης αναδεικνύεται
µε την αντίθεσή του προς τη ζωώδη, άσεµνη φιγούρα του Πάνα. Αυτή η διασκεδαστική
σύνθεση έχει παράλληλα εκλεκτικό χαρακτήρα. Όπως συµβαίνει συχνά σε γλυπτά της
Ύστερης Ελληνιστικής εποχής, τα επιµέρους συστατικά στοιχεία του συµπλέγµατος είναι
παρµένα σχεδόν αυτούσια από παλαιότερα γνωστά έργα. Έτσι, η Αφροδίτη αντιγράφει
την περίφηµη Κνίδια του Πραξιτέλη και ο φτερωτός έρωτας επαναλαµβάνει στερεότυπα
του «ροκοκό». Η ανάµιξη προκατασκευασµένων µοτίβων οδηγεί σ’ ένα αποτέλεσµα
κάπως τεχνητό και ασυνάρτητο. Οι σύγχρονοι δεν το αξιολογούσαν προφανώς καθεαυ-
τού, αλλά το εκτιµούσαν αναγνωρίζοντας παραποµπές σε οικείες τους εικόνες.
πάντως χαρακτηρίζονται ως «ροκοκό» ποικίλες διονυσιακές σκηνές, σάτυροι που επι-
τίθενται σε νύµφες, ερωτικά συµπλέγµατα, χαριτωµένες φιγούρες παιδιών ή φτερωτών
Ερώτων.
Η αφθονία των ερωτικών σκηνών δείχνει το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών και του κοι-
νού για την ανθρώπινη ύπαρξη και τις φυσικές ή συναισθηµατικές καταστάσεις, στις
οποίες βρίσκεται. Υποδηλώνει, όµως, ταυτόχρονα στροφή προς τις απολαύσεις της ιδι-
ωτικής ζωής και αφοσίωση σε προσωπικά ζητήµατα. Αυτή η διάθεση φαίνεται καταρ-
χήν στην αναπαράσταση θεών, όπως η Αφροδίτη, που µοιάζουν να εγκαταλείπουν τα
ολύµπια ύψη για να ενταχθούν στο εγγύτερο περιβάλλον των ιδιωτών. Παράλληλα, οι «Παιδί µε χήνα»· ρωµαϊκό αντί-
εµπνευσµένες από την καθηµερινότητα σκηνές γίνονται εξαιρετικά δηµοφιλείς. Οι εκπρό- γραφο πρωτότυπου έργου του
σωποι του ελληνιστικού «ροκοκό» τις προτιµούν αναµφίβολα και βρίσκουν έτσι αφορµή να
πλάσουν χαριτωµένες, τρυφερές και ταυτόχρονα γραφικές εικόνες. Το αγοράκι που σφίγγει
στην αγκαλιά του µια χήνα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγµα. Αυτό το γλυπτό, που
φυλάσσεται στο Μουσείο του Μονάχου, θεωρείται ως ρωµαϊκό αντίγραφο ενός πρωτότυπο
του 3ου αιώνα π.Χ. Από αντίγραφα είναι επίσης γνωστός ο «Spinario», έργο που ανάγεται
κι αυτό στον 3ο αιώνα π.Χ. Αναπαρίσταται εδώ ένας µικρός χωρικός που βγάζει ένα αγκάθι
απ’ το πόδι του. Όπως και στην περίπτωση πολλών άλλων παρόµοιων γλυπτών, αποπνέεται
γαλήνη και ζεστασιά. Το «ροκοκό» αποφεύγει τις σκληρές πλευρές της καθηµερινότητας,
που δεν λείπουν ωστόσο από την ελληνιστική γλυπτική, όπως θα γίνει φανερό παρακάτω.
Ο ρεαλισµός
Αν και χρησιµοποιείται πολύ συχνά στην ιστορία της τέχνης, ο όρος αυτός έχει κάπως
απροσδιόριστη έννοια. Υποδηλώνει σε γενικές γραµµές την προσπάθεια των καλλιτε-
χνών να αναπαραστήσουν τον κόσµο, είτε πρόκειται για το φυσικό περιβάλλον είτε
για τα ανθρώπινα όντα, µε βάση την εµπειρία των αισθήσεών τους, χωρίς αναζήτηση
τέλειων ή εξιδανικευµένων µορφών. Ο «ρεαλισµός» αφορά εποµένως όχι τόσο σ’ ένα
αισθητικό αποτέλεσµα όσο σε µια καλλιτεχνική προδιάθεση. Υπήρξε για µεγάλο διά-
στηµα ασύµβατος µε την ελληνική τέχνη, που επιδίωκε να κατακτήσει το ιδεώδες, το
αιώνιο και αναλλοίωτο. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η αναπαράσταση των τυχαίων
διακυµάνσεων της κοινής ανθρώπινης εµπειρίας ήταν αδιανόητη. Τα πράγµατα άρχισαν
να αλλάζουν µόλις από τον 4ο αιώνα π.Χ., όταν ο ιδεαλισµός είχε κάπως εξασθενίσει Ο «Απακανθιζόµενος»· ρωµα-
ϊκό αντίγραφο πρωτότυπου
και η προσοχή επικεντρωνόταν ολοένα και περισσότερο στη ρευστότητα της εξωτερι-
κής πραγµατικότητας και στα στοιχεία που ξεχωρίζουν τα ανθρώπινα πλάσµατα συνθέ-
τοντας την ιδιαιτερότητά τους. Το ενδιαφέρον στράφηκε έτσι στην πιστή απεικόνιση
της ποικιλοµορφίας του κόσµου, χωρίς καµιά φροντίδα για εξωραϊσµό ή για αναγωγή
του ειδικού στο γενικό και το απόλυτο.
Στα πλαίσια αυτών των πνευµατικών και καλλιτεχνικών τάσεων, εµφανίζονται στην
ελληνιστική γλυπτική πλήθος συγκινητικές φιγούρες κοινών ανθρώπων. Αυτοί απει-
κονίζονται χωρίς φτιασίδωµα, µε ακρίβεια και εµµονή στις λεπτοµέρειες, που φτάνει
µέχρι την ωµότητα. Αποστεωµένοι γέροι και γριές, ψαράδες, χωρικές ή βοσκοπούλες,
µε κορµιά φαγωµένα απ’ τον χρόνο, φθαρµένα από τη σκληρή δουλειά και τη φτώχεια, Η λεγόµενη «βοσκοπούλα»
(Palazzo dei Conservatori,
αναπαρίστανται µε ανελέητο ρεαλισµό. Οι σάρκες κρέµονται πλαδαρές, τα πρόσωπα
ζαρώνουν απ’ τις πολλές ρυτίδες, οι ισχνοί λαιµοί βαθουλιάζουν σκαµµένοι απ’ την
ηλικία, οι φλέβες φουσκώνουν κάτω απ’ το διάφανο, µαραµένο δέρµα, το βλέµµα στρέ-
φεται κάπως χαµένο προς τον θεατή. Οι γλύπτες απαθανατίζουν τις καθηµερινές ασχο-
λίες αυτών των ταπεινών υπάρξεων: άλλες πηγαίνουν µε το πανέρι τους στην αγορά
κι άλλες καλούν φωνάζοντας την πελατεία για να πουλήσουν φρούτα και πουλερικά.
Μια µεθυσµένη γερόντισσα µε ξεδοντιασµένο στόµα και χαµόγελο σχεδόν εκστατικό
σφίγγει στην αγκαλιά της ένα λαγήνι µε κρασί ρίχνοντάς µας µια ανησυχητική, γεµάτη
πάθος µατιά. Ένας γέρος ασθενικός ψαράς, µε διασταλµένες αποσκληρωµένες φλέ-
βες, κυρτό στέρνο και κοκαλιάρικα πλευρά που προεξέχουν ρίχνει τα δίχτυα του στο
νερό. Η καµπουριασµένη βοσκοπούλα του Palazzo del Conservatori, στο Καπιτώλιο της
Ρώµης, στηρίζει το ταλαιπωρηµένο, καταρρακωµένο της σώµα σ’ ένα ραβδί και σέρ-
νει απ’ το λαιµό ένα σκοτωµένο αρνί. Στρέφει προς εµάς το ξεραµένο της πρόσωπο,
κοιτάζοντάς µας µε ύφος παθητικό. Πρόκειται εδώ, όπως και στις περισσότερες άλλες
περιπτώσεις, για το ρωµαϊκό αντίγραφο ενός αγάλµατος, του οποίου η χρονολόγηση
παραµένει αµφιλεγόµενη.
Οι παραπάνω µορφές, που εντάσσονται συνήθως στην καλλιτεχνική παραγωγή της πτο-
λεµαϊκής Αλεξάνδρειας, έχουν προκαλέσει ποικίλες, συχνά αντιφατικές ερµηνείες. Ορι-
σµένοι µελετητές διέκριναν περιφρόνηση και σαρκασµό σ’ αυτήν την ωµή περιγραφή
της λαϊκής τάξης. Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι οι πλούσιοι αστοί παράγγελναν τέτοιου
τύπου αγάλµατα για να τονίσουν µε υπερηφάνεια τη δική τους κοινωνική επιτυχία Άγαλµα ηλικιωµένης γυναί-
κας η οποία κρατά καλάθι
αντιδιαστέλλοντάς την στην ανέχεια και τη δυστυχία των εικονιζόµενων. Άλλοτε πάλι
αποδόθηκε στα γλυπτά αυτού του είδους ηθικοπλαστική σκοπιµότητα, καθώς θεωρή-
θηκαν ως παραδείγµατα προς αποφυγήν, που δίδασκαν τους σύγχρονους να προσέχουν
τον εαυτό τους. Τέτοια σηµασία αποδόθηκε κυρίως στις γερόντισσες, που ορισµένοι
ερευνητές επιχείρησαν να εντάξουν στην πρώιµη ρωµαϊκή τέχνη.
Αντίθετα, κάποιοι ερευνητές επιχείρησαν να συσχετίσουν τις φιγούρες απλών ανθρώ-
πων που έπλασε η ελληνιστική γλυπτική µε τα ποιµενικά ειδύλλια, άφθονα στη λογο-
τεχνία της ίδιας εποχής. Υποστηρίχτηκε ότι η σκιαγράφηση του κόσµου των ψαράδων,
των ποιµένων και των αγροτών εξέφραζε τη νοσταλγία της αριστοκρατίας αλλά και
του πληθυσµού των µεγαλουπόλεων για τη ζωή κοντά στην φύση. Παραπλήσια είναι Άγαλµα γέρου ψαρά αντί-
γραφο πρωτότυπου έργου του
η θεωρία που βλέπει πίσω απ’ αυτές τις λιτοδίαιτες υπάρξεις φιλοσοφικές ιδέες των
στωικών ή των κυνικών, οι οποίοι κήρυτταν την απεξάρτηση απ’ τα υλικά αγαθά και
τον περιορισµό στο ελάχιστο των ανθρώπινων αναγκών. Με βάση αυτές τις απόψεις, η
εργατική τάξη, έτσι όπως καθρεφτίζεται στην ελληνιστική γλυπτική, δεν αποτελούσε
αντικείµενο κριτικής αλλά αντίθετα πρότυπο ζωής και συµπεριφοράς. Έχει, τέλος, υπο-
τεθεί ότι αυτές οι φαινοµενικά πεζές εικόνες ασήµαντων προσώπων είχαν θρησκευτικό
χαρακτήρα. Έτσι τα αγάλµατα τέτοιου τύπου θεωρήθηκαν ως αναθήµατα συνδέσµων
διάφορων επαγγελµατιών, αγροτών ή ψαράδων, απτή µαρτυρία της ευλάβειας που
έδινε κουράγιο και ελπίδα στα φτωχότερα κοινωνικά στρώµατα. Μερικοί ειδικοί τα
φαντάστηκαν σε δηµόσιους χώρους, πάρκα ή υπαίθρια ιερά και όχι σε ιδιωτικούς
κήπους ή βίλες.
Ωστόσο, καµιά απ’ αυτές τις εξηγήσεις δεν είναι απόλυτα ικανοποιητική. Παρά τον
σκληρό ρεαλισµό που τα διακρίνει, τα έργα που εξετάστηκαν εκφράζουν µάλλον
συµπάθεια προς τους εικονιζόµενους παρά ειρωνεία ή φθόνο. Παράλληλα, δεν έχουν
τίποτα το ειδυλλιακό ούτε περικλείουν καµιά άµεση αναφορά σε θρησκευτική λατρεία.
Ποιος τα παράγγελνε και που τοποθετούνταν δεν είµαστε σε θέση να εξακριβώσουµε.
Το µόνο που µπορεί να επισηµανθεί εδώ είναι η παράξενη, απροσδόκητη γοητεία που
φαίνεται να ασκούν τα γερασµένα, καταπονηµένα από το µόχθο σώµατα κοινών βιο-
παλαιστών αλλά και η αναγωγή – για πρώτη φορά στην ελληνική τέχνη – της ασχήµιας
και της παραµόρφωσης σε καλλιτεχνική αξία.
Κοροπλαστική
Το ενδιαφέρον για την παραµόρφωση είναι ακόµη πιο ευδιάκριτο σε µικρού µεγέθους
έργα, συχνά πήλινα. Αυτά αρέσουν ολοένα και περισσότερο κατά την Ελληνιστική
εποχή, χάρη στον καθηµερινό, οικείο τους χαρακτήρα. Οι µικρές τους διαστάσεις
ενθαρρύνουν την επιλογή θεµάτων πολύ πιο τολµηρών και προκλητικών απ’ αυτά που
ήταν επιτρεπτά στη µεγάλη γλυπτική. Έτσι αφθονούν οι καρικατούρες, τα αστεία πρό-
σωπα µε χοντροκοµµένα χαρακτηριστικά, οι φιγούρες νάνων σε άσεµνες πόζες. Ο
κόσµος του θεάτρου αποτελεί αστείρευτη πηγή έµπνευσης: αυθάδεις ήρωες του σατυ- Πρόσωπα Νέας Κωµωδίας
ρικού δράµατος εµφανίζονται δίπλα σε µίµους που µορφάζουν, χορευτές ή ηθοποιούς (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο,
µε περίεργα, εκκεντρικά κοστούµια και µάσκες. Αναπαρίστανται πολλές φορές πρό-
σωπα της Νέας Κωµωδίας, δηµοφιλούς θεάµατος της εποχής, που διαπραγµατευόταν
γενικά συνήθως συναισθηµατικά θέµατα εµπνευσµένα από την καθηµερινή εµπειρία
των σύγχρονων. Οι θεατρικές αυτές παραστάσεις, κωµωδίες ηθών ή µελοδράµατα,
ήταν γεµάτες παρεξηγήσεις, συµπτώσεις, περίπλοκες ερωτικές ιστορίες, αναπάντεχες
αναγνωρίσεις χαµένων παιδιών ή συγχύσεις ανάµεσα σε ήρωες µε διπλή ή αµφίβολη
ταυτότητα. Τα πρόσωπα, που µας είναι µερικές φορές γνωστά, όπως ειπώθηκε, και από
τα πήλινά τους οµοιώµατα, αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικούς ανθρώπινους τύπους:
ο γκρινιάρης πατέρας, ο θρασύς γιος, η ντροπαλή κόρη, ο πονηρός υπηρέτης, ο νεαρός
φανφαρόνος.
Τα πιο συγκλονιστικά όµως δηµιουργήµατα της ελληνιστικής κοροπλαστικής είναι δίχως
άλλο οι πολυάριθµες φιγούρες αρρώστων: λεπροί, υδροκέφαλοι, παράλυτοι, ανάπηροι
και παραπληγικοί,·καχεκτικά κορµιά φαγωµένα από τη φυµατίωση, µε πρησµένα, ατρο-
φικά ή ακρωτηριασµένα µέλη, µε όγκους ή σηµάδια χειρουργικών επεµβάσεων· κεφάλια
τραυµατιών, σχιζοφρενών ή διανοητικά καθυστερηµένων. Κατά µία άποψη, τα αγαλ-
µατίδια αυτού του τύπου έπαιζαν ρόλο φυλακτού, καθώς πιστευόταν ότι αποµάκρυναν
το κακό, χάρη στην τροµακτική, αποκρουστική τους όψη. Είναι πάντως ενδιαφέρον
ότι ανακαλύφθηκαν σε µεγάλη ποσότητα στη Σµύρνη, όπου υπήρχε αξιόλογη ιατρική
σχολή, και στην Αλεξάνδρεια, όπου οι επιστήµονες του περίφηµου «Μουσείου» µελε-
τούσαν τα µεταδοτικά νοσήµατα, τις σωµατικές παραµορφώσεις, τις ψυχικές ασθένειες
και κάθε άλλη πάθηση του ανθρώπινου οργανισµού. Πράγµατι, αυτές οι µορφές έχουν Ειδώλια από την ελληνιστική
νεκρόπολη της Σµύρνης, 2ος
Οι Ταναγραίες
Μερικές φορές τα παραπάνω ειδώλια, καθώς και διάφορες φιγούρες εφήβων ή παιδιών
περικλείονται στη γενική κατηγορία «Ταναγραίες», η οποία όµως περιλαµβάνει κατεξο-
χήν γυναικείες µορφές. Αυτές είναι ντυµένες κατά κανόνα µε χιτώνα και ιµάτιο, έχουν
συχνά περίπλοκα χτενίσµατα, µερικές φορές φορούν καπέλα ή κρατούν βεντάλιες. Είναι
βαµµένες µε χρώµατα ζωηρά, αλλά τόσο ευάλωτα ώστε σπάνια έχουν διατηρηθεί. Στέ-
κονται συνήθως όρθιες, συµβαίνει όµως και να κάθονται, να χορεύουν ή να παίζουν
µε κότσια. Πάντως οι στάσεις είναι άνετες και αναπαυτικές, ενώ το σώµα τείνει να
συστρέφεται, όπως στην περίπτωση πολλών γλυπτών που προαναφέρθηκαν. Τα ενδύ-
µατα δηµιουργούν αλλεπάλληλες πτυχές, καµπύλες ή τεθλασµένες γραµµές, καθώς
περιτυλίγονται γύρω απ’ το σώµα, άλλοτε αναδεικνύοντάς το και άλλοτε καλύπτοντάς
το εντελώς. Φοριούνται µε χίλιους τρόπους και απαντούν µε ανεξάντλητη φαντασία στις
πολυάριθµες πόζες και χειρονοµίες, έτσι ώστε η ποικιλία των µορφών είναι εντυπωσι-
ακή, παρά τα κοινά τους στοιχεία.
Ανάµεσα στο 340 και το 200 π.Χ., οι Ταναγραίες εµφανίζονται παντού στον ελληνιστικό
κόσµο. Οφείλουν το όνοµά τους στην Τανάγρα της Βοιωτίας, που θεωρείται βασικό
κέντρο παραγωγής και διανοµής τους. Είναι γεγονός ότι βρέθηκαν σε µεγάλες ποσό-
τητες στα αρχαία νεκροταφεία αυτής της περιοχής, που ανασκάφηκαν τον 19ο αιώνα.
Πιστεύεται όµως ότι γεννήθηκαν στην Αθήνα, απ’ όπου διαδόθηκαν πρώτα στην Βοι-
ωτία, χάρη στις συχνές εµπορικές ανταλλαγές µε την Θήβα, και από κει σε άλλες περι-
οχές, όπως στην Αλεξάνδρεια, τη βόρεια Ελλάδα, την Μύρινα, την Κνίδο, την Κύπρο,
την Κυρηναϊκή, αλλά και τη νότια Ιταλία. Η ραγδαία εξάπλωσή τους οφείλεται στην
εύκολη αναπαραγωγή τους µε εκµαγεία, που αντιστοιχούσαν µάλιστα συνήθως σε
ξεχωριστά τµήµατα του σώµατος και επέτρεπαν έτσι τη δηµιουργία αναρίθµητων
νέων συνδυασµών και παραλλαγών.
Η ταυτότητα και ο ρόλος αυτών των αινιγµατικών γυναικείων µορφών θέτουν πολλά
ερωτήµατα. Είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί αν πρόκειται για απλές θνητές, θεές,
ηµίθεες ή µυθικά πρόσωπα. Μερικοί ειδικοί ισχυρίζονται ότι αναπαρίστανται και
εδώ ηρωίδες της Νέας Κωµωδίας. Άλλοι πάλι αποδίδουν στις Ταναγραίες θρησκευ-
τικό χαρακτήρα. Είναι πάντως ενδεικτικό ότι βρέθηκαν κατά µεγάλο ποσοστό σε
τάφους, όπου φαίνεται να συνοδεύουν κατά κάποιο τρόπο το νεκρό. Ίσως εποµένως
να µην αποτελούν καθηµερινά διακοσµητικά αντικείµενα, αλλά να έχουν κάποια
σχέση µε πεποιθήσεις για τον θάνατο και τον άλλο κόσµο.
Από καλλιτεχνική άποψη πάντως, αυτό που διακρίνει τις Ταναγραίες είναι η από-
δοση των ενδυµάτων και ο συσχετισµός τους µε το σώµα. Οι χιτώνες και τα ιµάτια Ταναγραίες από λακκοειδείς
τάφους στη Θεσσαλονίκη, τέλη
αποδίδονται εδώ σα να ήταν ζωντανοί οργανισµοί, µε δική τους υπόσταση και αυτο-
νοµία. Αντί να υποτάσσονται στο σώµα, ακολουθώντας λογικά τις στάσεις και τις
κινήσεις του, όπως συνέβαινε στα γλυπτά της Κλασικής εποχής, φαίνεται να αντιπα-
ρατίθενται σ’ αυτό, σαν µια ανεξέλεγκτη µάζα. Κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση
από τα µέλη των µορφών, αναπτύσσοντας µε αυτά µια σχέση δράσης-αντίδρασης.
Έτσι δίνεται µια εντύπωση αδιάκοπης πάλης ανάµεσα στα γυναικεία κορµιά και τα
ρούχα που τα καλύπτουν. Ο ανθρώπινος οργανισµός µοιάζει να έχει χάσει την κυρι-
αρχία του πάνω στο περιβάλλον και τον χώρο, δεν είναι πια το κέντρο του κόσµου,
όπως παλαιότερα. Θα έλεγε κανείς ότι τα αντικείµενα αντεπιτίθενται και υπερνικούν,
ειδικά στην περίπτωση µερικών µορφών που δείχνουν κυριολεκτικά πνιγµένες µέσα
στα ενδύµατά τους.
Η ιδιαίτερη σχέση µε το εξωτερικό περιβάλλον εντείνει τη µυστηριώδη εσωστρέφεια που
χαρακτηρίζει αυτές τις πήλινες φιγούρες. Το µελαγχολικό, ονειροπόλο τους ύφος θυµίζει
αγάλµατα του 4ου αιώνα π.Χ. Πράγµατι, οι Ταναγραίες τοποθετούνται, χρονολογικά και
τεχνοτροπικά, στο µεταίχµιο ανάµεσα στην κλασική και την ελληνιστική τέχνη. Συνδυάζουν
την καθαρότητα και την εξιδανικευτική διάθεση παλαιότερων έργων, µε τη φυσικότητα και
την οικειότητα που διακρίνουν σύγχρονές τους καλλιτεχνικές δηµιουργίες. Εµπνευσµένες
από αγάλµατα µεγάλου µεγέθους, διατηρούν κάτι από τη µεγαλοπρέπεια των µνηµειακών
τους προτύπων, έχοντας ταυτόχρονα την κοµψότητα και τη χάρη µινιατούρας. Η υψηλή τους ποιότητα
µαρτυρεί τη δεξιοτεχνία των κοροπλαστών της εποχής, που αξίζουν να θεωρηθούν
πραγµατικοί καλλιτέχνες και όχι απλοί τεχνίτες.
Ζωγραφική
«Ανθηρά χρώµατα» παρόµοια µε αυτά που προαναφέρθηκαν εµφανίζονται και στον λίγο
υστερότερο τάφο ΙΙ του τύµβου Α στη Νέα Μηχανιώτα. Ο διάκοσµος αποµιµείται εδώ
ζωγραφικά τη δοµή ενός τοίχου, που απολήγει σε µια ζωφόρο µε φυτικά µοτίβα και
γυναικείες προτοµές, πάνω από την οποία αναπαρίστανται κρεµασµένα διάφορα ανα-
θήµατα. Παραπλήσια ζωγραφιστή επιφάνεια τοίχου, που κρύβει την αληθινή, παρατη-
Λεπτοµέρεια από τον διάκοσµο
ρείται στον θαλαµοειδή «τάφο των ανθεµίων» στα Λευκάδια, ο οποίος χρονολογείται του «τάφου των ανθεµίων» στα
στο πρώτο µισό του 3ου π.Χ. αιώνα. Αλλεπάλληλες µονόχρωµες ζώνες, µαύρη, κόκκινη
και άσπρη, αποµιµούνται εδώ µαρµάρινες επενδύσεις. Η θολωτή οροφή του αντιθα-
λάµου έχει καλυφθεί ολόκληρη από ένα πλούσιο και περίπλοκο φυτικό µοτίβο: έξι
πελώρια ανθέµια συνδέονται µεταξύ τους µε ελικοειδείς µίσχους και φύλλα, εναλλάσ-
σονται µε τούφες ακάνθου και συµπληρώνονται από λουλούδια σε σχήµα καµπάνας.
Συνθέτουν µια ολάνθιστη σκεπή, όπου οι µορφές, ζωγραφισµένες µε πλήθος αποχρώ-
σεις, από το ροζ ως το καφέ, και µε κόκκινες ή πράσινες πινελιές, δείχνουν να εξέχουν
τρισδιάστατες από το γαλάζιο φόντο. Αυτή η παραδεισιακή εικόνα παραπέµπει µάλλον
Η ελληνιστική ζωγραφική µας ήταν σχεδόν άγνωστη πριν από τις αρχαιολογικές ανακα-
λύψεις που έλαβαν χώρα στη Μακεδονία κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα εντυπωσιακά
ευρήµατα που έφεραν στο φως αυτές οι έρευνες έχουν εµπλουτίσει σε µεγάλο βαθµό
τις γνώσεις µας και έχουν επιτρέψει να αναθεωρηθεί η άποψη των ειδικών για την
αρχαία ζωγραφική στο σύνολό της. Έγινε επίσης δυνατόν να διεξαχθούν εργαστηριακές
µελέτες σχετικά µε τις τεχνικές και τη χρήση που εφαρµόζονταν εκείνη την εποχή,
ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην παρασκευή και τη χρήση των χρηµάτων. Παράλληλα µε
την πρόοδο που σηµειώθηκε στον επιστηµονικό τοµέα, δόθηκε η ευκαιρία στο κοινό να
θαυµάσει έργα εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας.
στα Ηλύσια Πεδία, αφού φαίνεται να αναπαράγει σε µεγέθυνση τον διάκοσµο του
χρυσοπόρφυρου υφάσµατος που βρέθηκε στον «τάφο του Φιλίππου», πάνω στη θήκη
Έτσι η σκηνή κυνηγιού που απεικονίζεται στον «τάφο του Φιλίππου» στη Βεργίνα και
χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, ξεχωρίζει για τον αριστοτεχνικό σχεδιασµό
των µορφών, την ποικιλία των αποχρώσεων και την επιτηδειότητα της φωτοσκίασης,
που δίνει αίσθηση του χώρου και των όγκων. Στην ίδια εποχή τοποθετείται και ο διάκο-
σµος του θαλαµοειδούς τάφου που βρέθηκε στον Άγιο Αθανάσιο, δίπλα στη Θεσσαλο-
νίκη. Τα χρώµατα έχουν απλωθεί εδώ σε σχετικά παχιά στρώµατα, πάνω σε νωπή επι- Νεκρική ποµπή από τον τάφο
του Αγίου Αθανασίου, τέλη 4ου
φάνεια. Αν και παραµένουν ίδια µ’ αυτά που παρατηρούνται στη Βεργίνα, οι αντιθέσεις
µεταξύ τους είναι πολύ εντονότερες. Οι ζωηροί τόνοι, που φαίνεται ν’ αντιστοιχούν σ’
αυτό που ο Πλίνιος ονοµάζει «ανθηρά χρώµατα», αντιπροσωπεύουν τη νέα αισθητική
αντίληψη που θα επικρατήσει κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους.
Η γραπτή ζωφόρος πάνω απ’ την είσοδο αυτού του τάφου αναπαριστά ένα συµπόσιο,
θέµα σπάνιο στη Μακεδονία. Έξι άνδρες είναι µισοξαπλωµένοι ανά δύο σε κλίνες,
ενώ µια γυναίκα παίζει κιθάρα και µια δεύτερη αυλό. Αυγά, ρόδια, σταφύλια, ψωµί
και γλυκά είναι ακουµπισµένα σε χαµηλά τραπέζια. Πάνω σ’ ένα έπιπλο που µοιάζει
ξύλινο λαµποκοπούν διάφορα σκεύη από πολύτιµα υλικά. Ένας νεαρός πλησιάζει κρα-
τώντας µια οινοχόη για να σερβίρει κρασί. Η παρουσία δέντρων δείχνει ότι η σκηνή
εκτυλίσσεται σε εξωτερικό χώρο, σε κήπο ή στο περιστύλιο ενός σπιτιού. Πλαισιώνεται
από δύο ποµπές στις οποίες συµµετέχουν τρεις έφιπποι, πέντε πεζοί µε δαυλούς και
µπρούντζινα δοχεία, καθώς και οκτώ νέοι µε τον χαρακτηριστικό µακεδονικό οπλισµό.
Άλλα δύο πρόσωπα µε παρόµοια ενδυµασία και µε µακριά δόρατα, τις γνωστές σάρι-
σες, εικονίζονται αριστερά και δεξιά της πόρτας, σαν φύλακες του νεκρού. Αυτός ήταν
προφανώς στρατιωτικός, όπως υποδηλώνουν και οι ιάσπιδες που έχουν αναπαρασταθεί
κάτω απ’ τη ζωφόρο. Ο διάκοσµος του τάφου τον εξηρωίζει, εξαίροντας έµµεσα τις
πολεµικές τους αρετές και υπογραµµίζοντας τόσο την ιδιότητά του όσο και την υψηλή
κοινωνική του θέση, που υπονοείται µε την πολυτέλεια του συµποσίου.
µε τον αποτεφρωµένο νεκρό.
Συγγενή και σύγχρονα µε τα παραπάνω ζωγραφικά έργα έχουν εντοπιστεί στη σηµερινή
Βουλγαρία, ιδιαίτερα στον τάφο του kazanlk, όπου η αποµίµηση τοιχοδοµίας συµπλη-
ρώνεται µε εικόνες από συµπόσιο, παρέλαση οπλιτών και αρµατοδροµία. Η διάθεση
για ηρωοποίηση του νεκρού είναι εµφανής και εδώ αλλά και στην Ιταλία, στον διάκο-
σµο ταφικών µνηµείων της ίδιας περιόδου. Στον «τάφο του François» στο Vulci της
Ετουρίας, στη «σαρκοφάγο των Αµαζόνων» από την Tarquinia, στις νεκροπόλεις του
Andriuolo και του Spinazzo στο Paestum, στο υπόγειο των Cristallini στη Νάπολη, στη
Νόλα, στον Τάραντα και το Arpi, έχουν διαπιστωθεί επιρροές των Μακεδόνων ζωγρά-
φων ως προς την τεχνική και την τεχνοτροπία. Στην Αλεξάνδρεια, πάλι, αναπτύσσεται
µια τοπική παράδοση µε δύο χαρακτηριστικούς τύπους έργων: τις ψεύτικες πόρτες, Επιτύµβια στήλη από τη Δηµη-
ζωγραφισµένες πάνω στις πλάκες που έκλειναν τους loculi, κιβωτιόσχηµους τάφους, τριάδα της Θεσσαλίας, 3ος αιώ-
σκαµµένους στο βράχο και τις επιτύµβιες, συνήθως ενεπίγραφες, στήλες, µε πολύ-
χρωµο γραπτό διάκοσµο, που αναδεικνύει την ιδιότητα των νεκρών, συχνά µισθοφό-
ρων. Παρόµοιες στήλες έχουν βρεθεί στη Δηµητριάδα της Θεσσαλίας και φυλάσσονται
κατά µέρος στο Μουσείου του Βόλου. Η συχνή παρουσία ενός αρχιτεκτονικού πλαισίου,
µέσα στο οποίο τοποθετούνται τα πρόσωπα, διακρίνει αυτά τα έργα απ’ τα αντίστοιχα
πτολεµαϊκά. Τόσο στα αλεξανδρινά όσο και στα θεσσαλικά παραδείγµατα, οι µορφές,
σχηµατικές, προσχεδιάζονται προσεκτικά και αποδίδονται µε αλλεπάλληλα στρώµατα
χρωµάτων, που δηµιουργούν έντονες αντιθέσεις µεταξύ σκούρων και ανοιχτών τόνων.
Μαρτυρείται εδώ η ευρεία διάδοση των τεχνικών ζωγραφικής και η εφαρµογή τους σε
πιο κοινά µνηµεία, που δεν έχουν παραγγελθεί από βασιλείς ή αριστοκράτες, όπως τα
µακεδονικά του λεγόµενου «δοµικού στυλ», που συνιστάται στη ζωγραφική αποµίµηση
της διάρθρωσης ενός τοίχου, πάνω στον αληθινό τοίχο, ο οποίος κρύβεται έτσι κάτω
απ’ το χρωµατιστό του υποκατάστατο ή «µεταµφιέζεται» σε µια πλουσιότερα στολι-
σµένη επιφάνεια. Αυτός ο τύπος διακόσµου, ελληνιστική παραλλαγή του ποµπηνιανού
«πρώτου στυλ», εµφανίζεται απ’ την αρχή του 4ου π.Χ. αιώνα και παρατηρείται ήδη
στους τάφους που περιγράφηκαν παραπάνω. Εξελίσσεται σταδιακά και παρουσιάζεται
ιδιαίτερα αναπτυγµένος σε µεταγενέστερα µνηµεία, όπως στον τάφο του Λύσωνα και
του Καλλικλή στα Λευκάδια, που χρονολογείται στις αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Οι
πεσσοί και τα γείσα αποδίδονται εδώ τρισδιάστατα χάρη στη φωτοσκίαση και τη χρήση Διάκοσµος τοίχου από σπίτι της
Πέλλας· τέλη του 3ου αιώνα
της προοπτικής. Οι γιρλάντες και τα όπλα, ζωγραφισµένα µε πειστικότατο ρεαλισµό,
συντελούν στην ψευδαίσθηση ενός φανταστικού χώρου που τείνει να καταργήσει τον
πραγµατικό. Η οπτική απάτη είναι ακόµα πιο προχωρηµένη στον κάπως υστερότερο
διάκοσµο των σπιτιών της Πέλλας, της Αµφίπολης και της Δήλου. Εδώ το πινέλο του
ζωγράφου «αναλύει» τον τοίχο σε δύο ή και τρία επίπεδα, το ένα πίσω απ’ το άλλο:
ανάµεσα στους κίονες του πρώτου πλάνου φαίνεται η νοητή επιφάνεια ενός τοίχου,
η οποία µε τη σειρά της «ανοίγει» στο πάνω µέρος αφήνοντας να φανεί στο βάθος το Λεπτοµέρεια απ’ το διάκοσµο
γαλάζιο του ουρανού. Υπονοείται έτσι ένας άπειρος φανταστικός χώρος πέρα απ’ τα του τάφου του Λύσωνα και του
όρια της αίθουσας.
Η παραπάνω παρουσίαση παραµένει ελλιπής, εφόσον οι µελέτες στον τοµέα της
ελληνιστικής ζωγραφικής είναι σήµερα σε εξέλιξη. Νέα ευρήµατα έρχονται αδιάκοπα
στο φως, ενώ η εξέταση των ήδη γνώσεων έργων εµβαθύνεται. Η µέχρι πρόσφατα
αποσπασµατική εικόνα αυτής της τέχνης καθίσταται ολοένα και πιο πλήρης. Γίνονται
παράλληλα εφικτές συγκρίσεις µε τις ρωµαϊκές τοιχογραφίες, που, αν και γνωστές,
φωτίζονται από άλλη γωνία. Αναµφίβολα η ελληνιστική ζωγραφική αποτελεί ένα από
τα πιο ελπιδοφόρα ερευνητικά πεδία της κλασικής αρχαιολογίας. Μας επιφυλάσσει
ακόµα πολλές εκπλήξεις και υπόσχεται να δώσει σηµαντική ώθηση στη γνώση και την
κατανόηση του αρχαίου πολιτισµού.
Ψηφιδωτά
Η διακόσµηση των δαπέδων µε χαλίκια ή ψηφίδες, εξαιρετικά διαδεδοµένη στον ελλη-
νορωµαϊκό κόσµο, είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την αρχιτεκτονική. Τα ψηφιδωτά
προσαρµόζονται στο µέγεθος και το σχήµα του χώρου στον οποίο εντάσσονται, ενώ
παράλληλα τον υποδιαιρούν σε τµήµατα µε διαφορετικές λειτουργίες, προσδιορίζουν
τα σηµεία τοποθέτησης των επίπλων, προϋπαντούν τους επισκέπτες ή υποδεικνύ-
ουν τη ροή της κυκλοφορίας. Η ποιότητά τους είναι ανάλογη µε τη σηµασία µιας
αίθουσας. Έτσι τα πολυτελέστερα πατώµατα ανήκουν στους χώρους υποδοχής, περι-
στύλια και κυρίως τρίκλινα, που έπαιζαν ρόλο τραπεζαρίας. Παράλληλα επιλέγονται
αναπαραστάσεις ή µοτίβα κατάλληλα για το αντίστοιχο δωµάτιο: µυθικά θέµατα στις
ανοιχτές στους καλεσµένους αίθουσες, αναφορές στη φύση και στην αφθονία των
αγαθών στους χώρους όπου δίνονται γεύµατα, ερωτικές σκηνές στις κρεβατοκάµαρες. Ψηφιδωτό (325-300 π.Χ.) από
το «σπίτι της αρπαγής της Ελέ-
Ο διάκοσµος του δαπέδου συµπληρώνει και αναδεικνύει έτσι όλη την αρχιτεκτονική
διάρθρωση. Φαίνεται εποµένως ότι εντασσόταν στο συνολικό πρόγραµµα διαµόρφωσης
του εσωτερικού ενός κτιρίου.
Ο τρόπος κατασκευής των ελληνιστικών ψηφιδωτών περιγράφεται διεξοδικά από τον
Βιτρούβιο, Ρωµαίο αρχιτέκτονα κα συγγραφέα του 1ου π.Χ. αιώνα, σ’ ένα κείµενο
που συµφωνεί σε γενικές γραµµές µε τα αρχαιολογικά δεδοµένα: πάνω σ’ ένα πρώτο Γρύπας επιτίθεται σε ελάφι,
στρώµα από µεγάλου µεγέθους πέτρες απλώνεται µε λεπτότερο ασβεστοκονίαµα, ανα- ψηφιδωτό από την Πέλλα που
κατεµένο µε θρυµµατισµένα κεραµίδια ή θρύψαλα πήλινων αγγείων. Δηµιουργείται
έτσι µια επιφάνεια, πάνω στην οποία προσχεδιάζονται τα µοτίβα που πρόκειται να
αναπαρασταθούν µε τα βότσαλα ή τις ψηφίδες.
Αυτό το προσχέδιο γινόταν προφανώς µε τη βοήθεια διαβήτη, σκοινιών και καρφιών,
µολύβδινων ένθετων ελασµάτων ή εγχάρακτων καννάβων. Οι τεχνίτες αντέγραφαν
ίσως µοτίβα ιχνογραφηµένα σε άλλα υλικά, καθοδηγούν όµως ταυτόχρονα και από την
πείρα και τη µνήµη τους. Βέβαια, οι περίπλοκες, συχνά πολυπρόσωπες αναπαραστά-
σεις θα απαιτούσαν λεπτοµερή, προσεγµένα προσχέδια. Κατόπιν πάντως, η επιφάνεια
επιστρωνόταν µε ασβεστοκονίαµα πάχους µερικών χιλιοστών, στο οποίο επικολλού-
νταν τα βότσαλα ή οι ψηφίδες. Φυσικά, αυτές έπρεπε να σφηνωθούν όσο το κονίαµα
ήταν ακόµα νωπό. Έτσι η επίστρωση γινόταν τµηµατικά: επιχριόταν κάθε φορά η
επιφάνεια που ο τεχνίτης υπολόγιζε ότι προλάβαινε να δουλέψει, πριν ξεραθεί το
υπόστρωµα. Χάρακες και άλλα εργαλεία που ο τεχνίτης υπολόγιζε ότι προλάβαινε να
δουλέψει, πριν ξεραθεί το υπόστρωµα. Χάρακες και άλλα εργαλεία χρησιµοποιούνταν
για να διαταχθούν, οι ψηφίδες στην επιθυµητή σειρά και ταυτόχρονα να τοποθετηθούν
κατά τρόπο ώστε η τελική επιφάνεια να είναι οριζόντια. Τέλος το δάπεδο λειαινόταν
µε τροχό και µπορούσε να αλειφθεί µε γυψοκονίαµα, µερικές φορές χρωµατισµένο ή
να πασπαλιστεί µε µαρµαρόσκονη.
Κατά το δεύτερο µισό του 4ου π.Χ. αιώνα σηµειώνεται ραγδαία τεχνική πρόοδος στον
τοµέα του ψηφιδωτού. Τα έργα που σώζονται στην Πέλλα, φτιαγµένα από βότσαλα
όπως συνηθιζόταν µέχρι τότε στον ελληνικό κόσµο, αποτελούν αριστουργήµατα στο
είδος τους. Στο «σπίτι της αρπαγής της Ελένης», ένα τέτοιο δάπεδο, που χρονολογεί-
ται στο 325-300 π.Χ. και απεικονίζει κυνήγι ελαφιού, µαρτυρεί εξαιρετική δεξιοτεχνία.
Οι λεπτοµέρειες των µορφών δεν είναι πια γραµµικές και δισδιάστατες όπως παλιό-
τερα. Με τη βοήθεια συµπαγών συνόλων από γκρίζα ή καφεχαλίκια, επιτυγχάνεται
φωτοσκίαση, που δίνει όγκο στους µύες των ανθρώπινων σωµάτων, στις πτυχές των
Παραµένει άγνωστο σε πια ακριβώς στιγµή και σε πιο µέρος φιλοτεχνήθηκαν για πρώτη
φορά ψηφιδωτά µε πολύχρωµες κανονικού σχήµατος ψηφίδες. Αυτή η καινοτοµία αποτε-
λεί την κατάληξη των πειραµατισµών που σκόπευαν στην ανάπτυξη και τον εµπλουτισµό
των διαθέσιµων στους καλλιτέχνες τεχνικών µέσων. Πράγµατι, το µικρότερο µέγεθος και
το τετράγωνο σχήµα των ψηφίδων επιτρέπει στο εξής πιστότερη απόδοση των λεπτοµε- Ψηφιδωτό από την Αλεξάνδρεια,
ρειών, ενώ παράλληλα τα ποικίλα υλικά που χρησιµοποιούνται προσφέρουν µια ολόκληρη 2ος αιώνας π.Χ. (Βιβλιοθήκη της
παλέτα διαφορετικών αποχρώσεων: ασβεστόλιθος ή µάρµαρο για το άσπρο, σχιστόλιθος
ή βασάλτης για το µαύρο και το γκρι, πηλός για το κόκκινο, το πορτοκαλί και το κίτρινο,
γυαλί για το γαλάζιο και το πράσινο.
Στην Αλεξάνδρεια σώζονται δάπεδα του 3ου π.Χ. αιώνα µε µικτή διακόσµηση, όπου
τα βότσαλα συνδυάζονται µε ψηφίδες. Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα εµφανίζεται η τεχνική
που ονοµάζεται σήµερα vermiculatum και συνιστάται στη χρήση ψηφίδων τόσο µικρο-
σκοπικών, ώστε το µάτι δε καταφέρνει καν να τις διακρίνει τη µια απ’ την άλλη. Έτσι
δίνεται στον καλλιτέχνη η δυνατότητα να αποδώσει αποχρώσεις και σκιές παραπλήσιες
µε αυτές ενός ζωγραφικού πίνακα. Ένα τέτοιο ψηφιδωτό βρέθηκε κατά τη διάρκεια των
έργων για την κατασκευή της νέας βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και εκτίθεται σήµερα
στο Αρχαιολογικό της µουσείο. Ανήκει στην κατηγορία των λεγόµενων εµβληµάτων, που
κατασκευάζονταν χωριστά, πάνω σ’ έναν δίσκο από κεραµίδι και ενσωµατώνονταν στη
συνέχεια στο δάπεδο µε ασβεστοκονίαµα. Μέσα σ’ ένα κυκλικό πλαίσιο, στολισµένο µε
λεσβικό κυµάτιο και λεοντοκεφαλές, στοιχεία παρµένα απ’ την αρχιτεκτονική, εικονίζεται
ένας σκύλος που φαίνεται να παραφυλάει ένα αναποδογυρισµένο µεταλλικό κανάτι σε
σχήµα ασκού. Το έδαφος πάνω στο οποίο στέκονται οι µορφές αποδίδεται µε τρόπο ώστε
να δηµιουργείται αίσθηση του βάθους. Το πλαίσιο δείχνει ανάγλυφο, ενώ το µέταλλο
του σκεύους είναι τόσο γυαλιστερό και το τρίχωµα του ζώου τόσο φυσικό, ώστε το
σύνολο µοιάζει µε οφθαλµαπάτη. Το βλέµµα του σκύλου µας µαγνητίζει µε την περίεργη
εκφραστικότητά του.
χλαµύδων και στα µέλη των ζώων. Αν και οι φιγούρες παραµένουν ανοιχτόχρωµες, σε
αντιδιαστολή µε το σκούρο φόντο, όπως συνέβαινε και σε προηγούµενα έργα, ο χρω-
µατισµός είναι πολύ πλουσιότερος. Το δέρµα του ελαφιού είναι καφετί, τα µαλλιά των
ανθρώπων και το τρίχωµα των ζώων αποδίδονται µε κόκκινο και κίτρινο, ενώ κόκκινες,
καφέ και κίτρινες σκιές τονίζουν τις ζώνες και τις θήκες των σπαθιών, τη γλώσσα του
ελαφιού και του κυνηγόσκυλου. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων, φρύδια, βλεφαρί-
δες και χείλη, τα ανθρώπινα νύχια και τα µάτια των ζώων έχουν σχεδιαστεί προσε-
κτικά, µε σειρές από µικρά µαύρα βότσαλα. Για να επιτευχθεί το συνολικό αισθητικό Τµήµα ψηφιδωτού του λεγόµε-
αποτέλεσµα, έχει γίνει σε κάθε περίπτωση αυστηρή επιλογή των καταλληλότερων νου «ασάρωτου οίκου», έργου
χαλικιών, αυτών που ανταποκρίνονται καλύτερα, ως προς την απόχρωση και το σχήµα,
στις απαιτήσεις του καλλιτέχνη. Δίνεται έτσι εντύπωση βάθους και κίνησης, καθώς οι
µορφές µοιάζουν να εξέχουν ανάγλυφες από το φόντο και να απλώνονται στο χώρο
µε φυσικότητα, τοποθετηµένες πάνω σ’ ένα ανώµαλο έδαφος, που αποδίδεται µε
καφεκίτρινες λουρίδες.
Ένα πλούσιο φυτικό µοτίβο, που θυµίζει αντίστοιχα θέµατα της µακεδονικής ζωγραφι-
κής και µεταλλουργίας, πλαισιώνει αυτή τη σκηνή: ελικοειδείς βλαστοί που απολήγουν
σε ποικιλόµορφα φύλλα ή λουλούδια φυτρώνουν από συστάδες ακάνθων, τοποθετηµέ-
νες στις τέσσερις γωνίες, και ξετυλίγονται στριφογυρίζοντας κατά µήκος των πλευρών.
Αν και πρόκειται εδώ για τεχνητό, διακοσµητικό µοτίβο, η απόδοση παραµένει φυσιο-
κρατική, τα φυτά είναι πολύχρωµα και δείχνουν τρισδιάστατα. Πάνω απ’ τη σκηνή του
κυνηγιού, ο καλλιτέχνης έχει βάλει την υπογραφή του: «Γνώσις εποίησε».
Σ’ αυτό το έργο, όπως και σε άλλα παρόµοια δάπεδα της Πέλλας, γίνεται φανερή η
προσπάθεια να αξιοποιηθούν στο έπακρο, ή και να ξεπεραστούν οι εκφραστικές δυνα-
τότητες που παρέχει η τεχνική του ψηφιδωτού από βότσαλα. Οι καλλιτέχνες εδώ στο
πιο πλούσιο, εκλεπτυσµένο και περίπλοκο αισθητικό αποτέλεσµα που θα µπορούσε
ποτέ να επιτευχθεί µ’ αυτά τα σχετικά φτωχά τεχνικά µέσα. Επιδιώκουν προφανώς να
προσεγγίσουν τα επιτεύγµατα της σύγχρονής του ζωγραφικής, που µας είναι σήµερα
γνωστή απ’ του τάφους της Βεργίνας και των Λευκαδίων. Σ’ αυτήν τους τη προσπάθεια,
αναζητούν ολοένα και ακριβέστερους τρόπους απόδοσης των µορφών. Έτσι η τεχνική
του ψηφιδωτού από βότσαλα, έχοντας πια αγγίξει τα όριά της, τείνει στο εξής να
αντικατασταθεί από άλλες πιο εξελιγµένες µεθόδους διακόσµησης των δαπέδων. Κατά
τον 3ο π.Χ. αιώνα εισάγονται διάφορες ανάµικτες τεχνικές, που συνδυάζουν βότσαλα
σε λατοµεία ή σε εργαστήρια γλυπτικής µετά την κατασκευή άλλων έργων. Άλλοτε πάλι
χρησιµοποιούνται αποκλειστικά τέτοιου είδους θραύσµατα.
Άλλο σηµαντικότερο κέντρο κατασκευής ψηφιδωτών ήταν η Πέργαµος, όπου έδρασε
ο Σώσος, δύο από τα έργα του οποίου περιγράφονται από τον Πλίνιο. Το ένα, ο λεγό-
µενος «ασάρωτος οίκος», αναπαριστούσε ένα δάπεδο αίθουσας συµποσίου γεµάτο
διάσπαρτα αποφάγια, σαν µην είχε σκουπιστεί µετά το γεύµα. Το πρωτότυπο αυτού
του έργου έχει χαθεί, αλλά σώζονται πολλές αποµιµήσεις, απ’ τις οποίες η πιστότερη
φαίνεται να είναι αυτή του Museo Gregoriano Profano στο Βατικανό. Η οφθαλµαπάτη Λεπτοµέρεια από ψηφιδωτή
γίνεται εδώ η ίδια θέµα αναπαράστασης: τα εικονιζόµενα υπολείµµατα ψαριών, που- παράσταση του Διονύσου καθι-
λερικών, θαλασσινών, καρυδιών ή τσαµπιών από σταφύλια, ρεαλιστικά αποδοσµένα µε
λεπτές αποχρώσεις και σκιές, θα ανακατεύονταν µε τα πραγµατικά αποµεινάρια, µε
αποτέλεσµα να µη φαίνεται τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Χάρη σ’ αυτό, το πάτωµα
καταδικάζεται, µ’ ένα καπρίτσιο του καλλιτέχνη, να µείνει για πάντα ασκούπιστο.
Το δεύτερο γνωστό από τον Πλίνιο έργο του Σώσου µαρτυρεί επίσης ιδιαίτερη δεξιοτε-
χνία στη δηµιουργία οπτικών εντυπώσεων. Απεικονίζει περιστέρια που λιάζονται σκαρ-
φαλωµένα στα χείλη ενός κάνθαρου γεµάτου νερό. Ένα απ’ αυτά ξεδιψά, ρίχνοντας τη
σκιά του στην επιφάνεια του υγρού. Αυτό το έµβληµα σώζεται σε πλήθος αντίγραφα
και αποµιµήσεις που φτάνουν ως τον 5ο µ.Χ. αιώνα, αλλά η πιο πιστή στο χαµένο
πρωτότυπο εκδοχή πρέπει να είναι αυτή που προέρχεται απ’ τη βίλα του Αδριανού
στο Τίβολι και φυλάσσεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώµη. Τα ψηφιδωτά του
Σώσου χρονολογούνται στον 2ο π.Χ. αιώνα, στην ίδια περίπου περίοδο µε διάφορα
άλλα έργα που έχουν ελικοειδείς βλαστούς µε Έρωτες, γιρλάντες µε λουλούδια, που-
λιά και φρούτα, µάσκες κωµωδίας και τραγωδίας, καθώς και έναν παπαγάλο. Σ’ ένα απ’
αυτά τα δάπεδα, απεικονίζεται ένα κοµµάτι περγαµηνής σαν να ήταν στερεωµένο µε
κερί στο φόντο, εκτός από µια άκρη που µοιάζει να έχει ξεκολλήσει. Έχουµε εδώ άλλο
ένα οπτικό παιχνίδι, πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης, που ονοµάζεται Ηφαιστείων, έχει
βάλει την υπογραφή του.
Στη Δήλο έχουν βρεθεί πλήθος ψηφιδωτά, πολλά από τα οποία είναι εξαιρετικής ποι-
ότητας. Στο λεγόµενο «Σπίτι των Μασκών», ένα από τα δάπεδα είναι διακοσµηµένο
µε συναφείς ασπρόµαυρους κύβους σχεδιασµένους απ’ το πλάι, έτσι ώστε να δείχνουν
τρισδιάστατοι. Πρόκειται για µια οπτική απάτη ιδιαίτερα αγαπητή κατά την Ελληνι-
στική εποχή. Σε µια άλλη αίθουσα, αλλεπάλληλα οµόκεντρα πλαίσια µε διάφορα µοτίβα
περικλείουν δύο κενταύρους, τοποθετηµένους τον καθένα µέσα σ’ ένα ρόµβο, και ένα
κεντρικό έµβληµα. Αυτό χρονολογείται στα τέλη του 2ου ή στις αρχές του 1ου π.Χ.
αιώνα και απεικονίζει τον Διόνυσο καθισµένο στη ράχη µιας λεοπάρδαλης. Οι γραµµές
είναι εδώ πιο άκαµπτες, τα ενδύµατα πιο σκληρά, οι στάσεις, οι φωτοσκιάσεις και οι
αποχρώσεις λιγότερο φυσικές. Διακρίνεται µια τάση για σχηµατοποίηση, που θα επι- Το «ψηφιδωτό του Αλέξαν-
δρου» τέλη 2ου αιώνα π.Χ.
κρατήσει στα µεταγενέστερα ψηφιδωτά.
Πολλά απ’ τα ψηφιδωτά που έχουν βρεθεί στην Ιταλία εντάσσονται στην ελληνιστική
παράδοση, γιατί θεωρείται είτε ότι έχουν κατασκευαστεί επί τόπου από Έλληνες καλ-
λιτέχνες είτε ότι έχουν εισαχθεί από τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου. Το περίφηµο
«ψηφιδωτό του Αλέξανδρου» αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγµα. Βρέθηκε
στο «σπίτι του φαύνου» στην Ποµπηία, εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
της Νάπολης και χρονολογείται στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα. Εικονίζει την τελική
αναµέτρηση ανάµεσα στον Αλέξανδρο και τον Δαρείο και φαίνεται ότι αντιγράφει ένα
ζωγραφικό έργο. Η τεχνική του vermiculatum φτάνει εδώ στο απόγειο, καθώς οι ψηφί-
δες είναι εξαιρετικά µικρές και η λεπτότητα των αποχρώσεων αξεπέραστη. Η πυκνή,
δαιδαλώδης σύνθεση αποδίδει το συνωστισµό και την αναταραχή το πεδίου της µάχης.
Μεταδίδεται η δραµατικότητα τη αποφασιστικής στιγµής όπου θα κριθεί το αποτέλε-
σµα της αντιπαράθεσης, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται µε οξυδέρκεια η ψυχολογική
κατάσταση των προσώπων που συµµετέχουν.
Ζωγραφικούς πίνακες αντιγράφουν προφανώς και δύο άλλα εµβλήµατα απ’ την Ποµπηία
που βρέθηκαν στη λεγόµενη «βίλα του Κικέρωνα». Χρονολογούνται γύρω στο 100 π.Χ.
και φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης. Τόσο το όνοµα του
καλλιτέχνη, «Διοσκουρίδης ο Σάµιος», όσο και οι σκηνές που αναπαρίστανται, εµπνευ-
σµένες από κωµωδίες του Μένανδρου, υποδηλώνουν την ελληνιστική προέλευση
αυτών των έργων. Άλλα ψηφιδωτά αυτής της κατηγορίας απεικονίζουν µε εκπληκτική
φυσιοκρατία ψάρια και θαλασσινά, πάπιες ή άλλα ζώα. Σπανιότερα παρατηρούνται
τοπία απ’ τις όχθες του Νείλου, όπως στην περίπτωση του ψηφιδωτού της Παλεστρίνα,
που αναπαριστά προφανώς την Αίγυπτο, αν και η αποκατάσταση, η ερµηνεία και η χρο-
νολόγησή του παραµένουν αµφιλεγόµενες. Η αφθονία και η εξαιρετική ποιότητα των
έργων που προέρχονται απ’ τον ιταλικό χώρο µαρτυρεί την επιτυχία των ελληνιστικών
ψηφιδωτών. Αυτά βρίσκονται στις πιο πλούσιες κατοικίες και φαίνεται ότι αποτελού-
σαν σηµάδια ευµάρειας και καλαισθησίας που µόνο οι ευπορότεροι µπορούσαν να
επιδείξουν. Επιβάλλονται, τόσο στα κράτη όπου κατασκευάζονταν, όσο και αλλού, ως
κατ’ εξοχήν στοιχείο πολυτελούς διάκοσµου των ιδιωτικών χώρων.
Κεραµική
Η αρχή της Ελληνιστικής εποχής αποτελεί σταθµό στον τοµέα της κεραµικής: η αγγει-
ογραφία, µία από τις τέχνες που σηµάδεψαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό τείνει να
εξαφανιστεί, ενώ εισάγονται νέες τεχνικές διακόσµησης. Τα υστερότερα παραδείγµατα
ερυθρόµορφου διάκοσµου εντοπίζονται στα λεγόµενα αγγεία του Kertsch. Αυτά οφεί-
λουν το όνοµά τους στον τόπο που βρέθηκαν κατά µεγάλο ποσοστό, το αρχαίο Παντι-
κάπαιο, που ήταν εκείνη την εποχή το σηµαντικότερο λιµάνι της βόρειας ακτής της Αναπαράσταση της κρίσης του
Πάρι σε καλυκοειδή κρατήρα
Μαύρης Θάλασσας. Ανακαλύφθηκαν σε µεγάλους βασιλικούς τάφους αυτής της περιο-
χής καθώς και σε άλλα µέρη της Μεσογείου, αλλά προέρχονται από αττικά εργαστήρια,
πράγµα που πιστοποιεί την ευρύτητα των εµπορικών ανταλλαγών. Χρονολογούνται
στον 4ο π.Χ. αιώνα, η τεχνοτροπία της διακόσµησης όµως ωριµάζει κατά το τέλος της
Κλασικής και την αρχή της Ελληνιστικής περιόδου. Έτσι ο καλυκοειδής κρατήρας του
Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας που εικονίζει την κρίση του Πάρι χρο-
νολογείται στο 320 π.Χ. Οι µορφές µοιάζουν τρισδιάστατες, σαν να προεξείχαν ανά-
γλυφες από το µαύρο φόντο, και αναπτύσσονται στον χώρο δηµιουργώντας αίσθηση
του βάθους. Τα ενδύµατα, εξαιρετικά πλούσια, αποδίδονται µε έµφαση στον όγκο, την
πτυχολογία και την κίνηση. Χειρονοµίες και εκφράσεις δείχνουν κάπως επιτηδευµένες.
Η χρήση επιπρόσθετων χρωµάτων και χρυσού επιχρίσµατος προσθέτει ζωηρότητα στο
σύνολο, που µπορεί όµως να φαίνεται τελικά παραφορτωµένο.
Ενώ σβήνει και αυτός ο τελευταίος της κλασικής αγγειογραφίας, εµφανίζονται στην
ελληνιστική κεραµική νέες µορφές διακόσµησης. Συχνά, τα πήλινα αγγεία αντανακλούν
πολυτιµότερα έργα των µεταλλουργών και των χρυσοχόων, που είχαν τα εργαστήριά
τους στα µεγάλα καλλιτεχνικά κέντρα της εποχής., την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και
την Πέργαµο. Έτσι οι λεγόµενοι «µεγαρικοί σκύφοι», ηµισφαιρικές ανοιχτές κούπες,
αποµιµούνται σε πηλό ασηµένια πτολεµαϊκά αγγεία. Το σχήµα τους φαίνεται να κατά- Σκύφοι µε ανάγλυφο διάκοσµο
από τη Δήλο 166-69 π.Χ. (Αρχαι-
γεται από την Περσία, άρχισαν όµως να κατασκευάζονται στην Αττική κατά το τελευ-
ταίο τέταρτο του 3ου π.Χ. αιώνα, όταν η Αθήνα βρισκόταν κάτω από την επιρροή της
Αιγύπτου, µε την οποία είχε συµµαχήσει. Το όνοµά τους, καθαρά συµβατικό, οφείλεται
σε έναν απ’ τους κύριους τόπους εύρεσής τους, τα Μέγαρα.
Τα αγγεία αυτού του τύπου φτιάχνονταν µε κεραµικό τροχό, ενώ η διακόσµησή τους
γινόταν µε τη βοήθεια εκµαγείων ή ήταν έντυπη. Η επιφάνεια αλειφόταν τέλος µε
µαύρο ή κόκκινο βερνίκι. Τα αρχαιότερα παραδείγµατα είναι στολισµένα µ’ έναν ανά- Σκύφος µε αναπαράσταση της
γλυφο ρόδακα στον πυθµένα και φύλλα λωτού ή φοίνικα στις παρειές. Άλλα έχουν άλωσης της Τροίας, από τη
κάθετες ραβδώσεις ή πεντάγωνα. Εµφανίζονται όµως και µυθικά θέµατα, πολλές φορές
εµπνευσµένα από την επική ποίηση και τη δραµατουργία. Απεικονίζονται συχνά επει-
σόδια από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ειδικά σε µια κατηγορία σκύφων που έχουν
καλυφθεί κατά µεγάλο µέρος στη Βοιωτία και ονοµάζονται «οµηρικοί». Οι αναπαραστά-
σεις αυτές, που συνδέονται συχνά από επεξηγηµατικές επιγραφές έχουν αφηγηµατικό
χαρακτήρα: αποτελούνται άλλες – παράλληλες σκηνές που αντιστοιχούν στα διαδοχικά
στάδια εξέλιξης ενός γεγονότος. Εξιστορούνται έτσι ολόκληροι θρύλοι, µε εικόνες που
αποτυπώνουν η καθεµία µια χρονική στιγµή.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό είδος διακόσµησης παρατηρείται στα αγγεία του τύπου West
Slope, που ονοµάζονται έτσι γιατί βρέθηκαν κυρίως στη δυτική πλαγιά της Ακρόπολης.
Πρόκειται συνήθως για αµφορείς, στολισµένους µε φυτικά µοτίβα, βλαστούς και φύλλα
αµπελιού, κισσού ή µυρτιάς, κατά µέρος εγχάρακτα, αλλά κυρίως ζωγραφισµένα µε
άσπρο χρώµα ή µ’ ένα πορτοκαλί που αποµιµείται χρυσό. Από τα τέλη του 3ου π.Χ.
αιώνα το ρεπερτόριο εµπλουτίζεται µε την εµφάνιση νέων θεµάτων: σιλουέτες δελφι-
νιών, κύκνοι, γιρλάντες µε βούκρανα, ρόδακες. Κέντρο παραγωγής δεν είναι πια τόσο
η Αθήνα όσο η Κόρινθος και κυρίως η Πέργαµος, που καταλήγει να θέτει κάτω απ’ την
επιρροή της τα αττικά εργαστήρια. Κατασκευάζονται εκεί αγγεία µε κόκκινο επίχρισµα,
σχηµατικές εγχαράξεις και επιπρόσθετο άσπρο ή πορφυρό χρώµα. Στην Κρήτη αγγειο-
πλάστες και αγγειογράφοι φαίνεται να επηρεάζονται τόσο από την Αθήνα όσο και από
την Πέργαµο. Αναπτύσσεται έτσι µια παρόµοια µορφή διακόσµησης που ενσωµατώνει
όµως και στοιχεία απ’ την τοπική παράδοση.
Ανάλογες τεχνικές εντοπίζονται στα λεγόµενα αγγεία Gnathia, που θεωρούνται ως Υδρίες τύπου Hadra, 3ος αιώ-
δυτική παραλλαγή του τύπου West Slope. Παράγονταν στην Ετρουρία, τη Νότιο Ιταλία νας π.Χ. (Εθνικό Αρχαιολογικό
και κυρίως στην Απουλία, όπου έχουν βρεθεί σε µεγάλες ποσότητες. Απεικονίζουν
µυθικές σκηνές, φυτικά ή άλλα µοτίβα, πολλές φορές µέσα σε πλαίσια. Η γκάµα των
χρωµάτων, µεγαλύτερη απ’ ότι στην Ελλάδα, περιλαµβάνει το κίτρινο, το πράσινο και
το ροζ. Η φωτοσκίαση και η φυσιοκρατική απόδοση των λεπτοµερειών µαρτυρούν µια
προσπάθεια αποµίµησης έργων ζωγραφικής. Παρόµοια διάθεση διακρίνεται στο πολύ-
χρωµα αγγεία που ήρθαν στο φως στις Centuripac, στη Σικελία: οι αναπαραστάσεις
µοιάζουν µε µικρογραφίες υστερότερων τοιχογραφιών όπως αυτές της Ποµπηίας. Οι
αγγειοπλάστες δίνουν στα έργα τους πολύπλοκα εκκεντρικά σχήµατα: ψηλές, χωριστά
δουλεµένες βάσεις, υπερβολικά ευρείες κοιλιές, µεγάλα, περίεργα σκεπάσµατα, επι-
πρόσθετες πήλινες φιγούρες, µάσκες ή φυτικά µοτίβα. Παραπλήσια στοιχεία παρατη-
ρούνται στην Canosa, καθώς και στον Τάραντα, όπου οι αγγειοπλάστες αποµιµούνται Λάγηνος µε διακόσµηση τύπου
West Slope από την αγορά της
τα έργα των µεταλλουργών. Στο Cales της Νότιας Ιταλίας, λυχνάρια κύπελλα και κούπες
µε µαύρο βερνίκι και ανάγλυφη διακόσµηση, συχνά εµπνευσµένη από τον µύθο του
Ηρακλή, αντιγράφουν επίσης µεταλλικά πρότυπα.
Βασική πηγή τέτοιων προτύπων ήταν, όπως ήδη σηµειώθηκε, η Αλεξάνδρεια, όπου,
αντίθετα η κεραµική δεν φαίνεται να παίζει σηµαντικό ρόλο. Παράχθηκε ωστόσο εκεί,
κυρίως κατά τον 3ο π.Χ. αιώνα, ένας χαρακτηριστικός τύπος αγγείων που εντοπίστηκε
στη νεκρόπολη της Hadra, απ’ την οποία πήρε και τον όνοµα του. Πρόκειται κυρίως για
υδρίες, όπου φυλάσσονταν οι στάχτες, µετά την αποτέφρωση των νεκρών. Επιγραφές,
πολλές φορές µε ηµεροµηνίες, πάνω στην επιφάνεια των αγγείων, παρέχουν πολύτιµες
πληροφορίες. Ο διάκοσµος που έχει υποτεθεί ότι κατάγεται απ’ την Κρήτη, περιορίζε-
ται συχνά σε µια ταινία κάτω απ’ τους ώµους, και περιλαµβάνει βλαστούς και φύλλα
κισσού ή άλλων φυτών, άνθη, βούκρανα, Νίκες και γρύπες. Αυτά σχεδιάζονται µε καφέ
βερνίκι πάνω στο ανοιχτόχρωµο φόντο. Άλλοτε πάλι ζωγραφίζονται πάνω σε λευκό
επίχρισµα καθηµερινά αντικείµενα όπως καθρέφτες, ασπίδες, κιβώτια, παπούτσια ή
γλάστρες. Αποδίδονται µε ποικίλα χρώµατα κα δηµιουργούν την ψευδαίσθηση ότι είναι
χειροπιαστά, χάρη στην προοπτική και τη φωτοσκίαση. Έχουµε εδώ µια σπάνια στην
ελληνική τέχνη περίπτωση αναπαράστασης µεµονωµένων, ασήµαντων πραγµάτων,
όπου η εικόνα φαίνεται να υποκαθιστά τα αληθινό αντικείµενο.
Το παραπάνω σύντοµο πανόραµα της ελληνιστικής κεραµικής δείχνει τη µεγάλη ποι-
κιλία των τεχνικών που εφαρµόζονταν απ’ τους αγγειοπλάστες, καθώς και την εξαιρε-
τική πολυµορφία των έργων, σε ό,τι αφορά στα σχήµατα και στον διάκοσµο. Αυτά τα
χαρακτηριστικά σχετίζονται µε τις νέες πολιτικές και οικονοµικές συνθήκες. Τα µεγάλα
κέντρα παραγωγής των κλασικών χρόνων έχουν χάσει πια το µονοπώλιό τους, καθώς
εµφανίζονται πλήθος νέα, διασπαρµένα σ’ όλον τον ελληνιστικό κόσµο εργαστήρια,
από τα οποία αναπτύσσεται µια ιδιαίτερη προσωπικότητα, συχνά επηρεασµένη από
την τοπική παράδοση και τα διαθέσιµα υλικά. Πάντως χάρη σ’ αυτούς τους πειραµατι- Ευρήµατα από τάφο κοριτσιού
σµούς κατασκευάστηκαν πρωτότυπα αγγεία, άλλοτε µε κοµψές σιλουέτες και εκλεπτυ- στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης,
σµένο διάκοσµο και άλλοτε µε ιδιότροπες φόρµες και άφθονα στολίδια.
Χάρη στη διαχρονική της αξία, η ελληνιστική τέχνη έχει αποτελέσει όχι µόνο αντικεί-
µενο θαυµασµού αλλά και αστείρευτη πηγή έµπνευσης. Η µεγάλη επιτυχία της ήδη
στο ρωµαϊκό κόσµο µαρτυρείται από τη συστηµατική µεταφορά έργων στην Ιταλία,
τη συχνή αντιγραφή ή αποµίµηση γλυπτών, αλλά και την έντονη παρουσία καλλιτε-
χνών που κατάγονταν από τα κράτη της ανατολικής Μεσογείου. Αργότερα, κατά τη
διάρκεια της Αναγέννησης και του Μπαρόκ, έργα όπως ο Ηρακλής Φαρνέζε (Farnese),
η Γιγαντοµαχία του βωµού της Περγάµου ή το σύµπλεγµα του Λαοκόοντα, εντυπωσιά-
ζουν και εµπνέουν τους καλλιτέχνες. Εξίσου θρυλικό άγαλµα, η Αφροδίτη της Μήλου
έχει υποστεί από την ανακάλυψή της ως τις µέρες µας πολλαπλές µεταµορφώσεις και
επανερµηνείες που µετασχηµάτισαν και εµπλούτισαν το αρχικό της περιεχόµενο. Οι
Ταναγραίες, πάλι, αναπαράχθηκαν σε αναρίθµητες παραλλαγές, απαραίτητο στολίδι των
αστικών σαλονιών στη Γαλλία του 19ου αιώνα. Επηρέασαν τους ζωγράφους και τους
γλύπτες αυτής της εποχής και άφησαν τα ίχνη τους µέχρι και στις χορογραφίες της
Αµερικανίδας Loïe Fuller. Σήµερα, η ελληνιστική τέχνη εξακολουθεί να συγκινεί µε την
ακραία της εκφραστικότητα, την ανθρώπινη της διάσταση και τον συχνά αινιγµατικό
της χαρακτήρα.