Οδυσσέας Γκιλής. Καινοτομία-Νεωτερίζω-εφεύρεση Στα Αρχαία Κείμενα. 2019

You might also like

You are on page 1of 904

1

Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια

ΕΦΕΥΡΕΣΙΣ
Κανοτομία,
Νεωτεροποιός,
νεωτεροποιία.
Νεωτερίζω

στα
αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα

Θεσσαλονίκη 2019
2
3

Περιεχόμενα
Ενημερωτικό σημείωμα ........................................................................................................... 4
Καινοτομία Σουμπέτερ, Joseph Alois Schumpeter Βικιπαίδεια. ............................................... 4
Η αρχαία καινοτομία. Καρασαρίνης Μάρκος 19 Σεπτεμβρίου 2014, 09:30 Ενημερώθηκε: 22
Σεπτεμβρίου 2014, ΤΟ ΒΗΜΑ .................................................................................................. 5
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ 11.10.2015 Εκθεση με καινοτομίες των αρχαίων
Ελλήνων...ΣΑΝΤΡΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ............................................................................................... 10
PRO NEWS. Οι τεχνολογικές καινοτομίες στην Αρχαία Ελλάδα............................................. 13
Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση. Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και
η Ακτινοβολία της ........................................................................................................... 16
2.2. Η Καινοτομία στην αρχαία ελληνική τέχνη και τα τοπικά εργαστήρια ....................... 16
Huffingtonpost. Ανδρέας Αττάλογλου Οικονομολόγος με εξειδίκευση σε θέματα
καινοτομίας, Στέλεχος ΕΣΠΑ Μεταρρύθμιση Δημοσίου Τομέα ............................................. 18
η καινοτομια απο την αρχαιοτητα μεχρι σημερα 26. ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ wikipedia ........... 20
Ορισμός καινοτομίας βικιπαίδεια.......................................................................................... 26
Πύλη για την Ελληνική γλώσσα ............................................................................................. 27
Λεξικό Δημητράκου. Τόμος Ζ................................................................................................ 28
Ησύχιος λεξικόν ..................................................................................................................... 29
Κούμα λεξικόν ....................................................................................................................... 29
Βικιπαίδεια. Σωκράτης ........................................................................................................... 30
Λεξικό Μπαμπινιώτη ............................................................................................................. 30
Λεξικό Βικιπαίδεια ................................................................................................................. 31
Τεχνολογική Καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών....................................................... 32
Inovation Βικιπαίδεια ............................................................................................................. 33
Σούδα-λεξικόν-Suidae-Lexicon-Ex-Recogn-I-Bekkeri .............................................................. 33
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων, κατά συγγραφέα ................................................. 34
Αποσπάσματα 1108 από αρχαία κείμενα. Έγινε επιλογή. ...................................................... 73
Αποσπάσματα από βιβλία.................................................................................................... 455
Νεωτερίζω ........................................................................................................................... 465
Νεωτεροποιός, νεωτεροποιία ............................................................................................. 580
ΕΦΕΥΡΕΣΗ-ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ........................................................................................................ 667
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων. Εφεύρεση, εφευρέτης...................................... 667
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα ..................................................................................... 676
Ευρεσιεπής ........................................................................................................................... 890
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ ......................................................................................................................... 901
4

Ενημερωτικό σημείωμα

Πρώτα συγκέντρωσα τους ορισμούς των λέξεων-εννοιών, από λεξικά.


Μετα ανίχνευσα αποσπάσματα, όπως απαντώνται στα αρχαία κείμενα.
Κανοτομία, Νεωτεροποιός, νεωτεροποιία. Νεωτερίζω, νεωτεροποιός,
νεωτεροποιία, εφεύρεση, εφευρετης, ευρεσιέπης.
Στην αρχή ο πίνακας περιεχομένων στο τέλος το ευρετήριο λέξεων-
εννοιών.
Δεν παραθέτω όλα τα αποσπάσματα, έκανα επιλογή.

έννοια της καινούργιας τομής (καινό - τομώ)


Πλάτων. Ευθύφρων. “Platonis opera, vol. 1”, Ed. Burnet, J.Oxford:
Clarendon Press, 1900, Repr. 1967.Stephanus p. 3, se. b, l.

{ΕΥΘ.} Βουλοίμην ἄν, ὦ Σώκρατες, ἀλλ' ὀρρωδῶ μὴ τοὐ-ναντίον


γένηται· ἀτεχνῶς γάρ μοι δοκεῖ ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι κακουργεῖν τὴν πόλιν,
ἐπιχειρῶν ἀδικεῖν σέ. καί μοι λέγε, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν
τοὺς νέους; {ΣΩ.} Ἄτοπα, ὦ θαυμάσιε, ὡς οὕτω γ' ἀκοῦσαι. φησὶ γάρ
με ποιητὴν εἶναι θεῶν, καὶ ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς τοὺς
δ' ἀρχαίους οὐ νομίζοντα ἐγράψατο τούτων αὐτῶν ἕνεκα, ὥς φησιν.
{ΕΥΘ.} Μανθάνω, ὦ Σώκρατες· ὅτι δὴ σὺ τὸ δαιμόνιον
φῂς σαυτῷ ἑκάστοτε γίγνεσθαι. ὡς οὖν καινοτομοῦντός...

Καινοτομία Σουμπέτερ, Joseph Alois Schumpeter Βικιπαίδεια.

Σε αυτή τη μελέτη ο Σουμπέτερ καταδεικνύει το στατικό μοντέλο του


καπιταλισμού, που είναι καταδικασμένο να διαγράφει αέναους και μη
παραγωγικούς κύκλους. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν είναι πλέον η
σημαντικότερη πτυχή του καπιταλισμού όπως στον Άνταμ Σμιθ, τον Μαρξ
και τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Το οικονομικό σύστημα περιγράφεται ως μια
επαναλαμβανόμενη διαδικασία όπου η αδράνεια παίζει κυρίαρχο ρόλο, η
5

επανάληψη των ίδιων διαδικασιών είναι μία συνήθεια και ο ανταγωνισμός


αναγκάζει τους κεφαλαιοκράτες να αποδίδουν στους εργάτες την πλήρη
αξία της εργασίας τους. Τα κέρδη κατά τον Σουμπέτερ δεν προέρχονται
από την εκμετάλλευση της εργασίας ή από κάποια ενσωματωμένη αξία
στο κεφάλαιο. Τα κέρδη εμφανίζονται όταν η κυκλική μη εξελίξιμη πορεία
των πραγμάτων δεν ακολουθεί τη συνήθη στατική της πορεία. Εν ολίγοις
εμφανίζονται όταν εισαχθούν στην παραγωγική διαδικασία καινοτόμες
ιδέες κάθε είδους, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα σημαντικά ή
βοηθούν στη δημιουργία εντελώς νέων προϊόντων. Η καινοτομία λοιπόν
δίνει στον καπιταλιστή που την εκμεταλλεύεται ένα σημαντικό άλλα
πρόσκαιρο πλεονέκτημα, γιατί λίαν συντόμως οι ανταγωνιστές την
αντιγράφουν και αποκαθίσταται η προηγούμενη ισορροπία του τρόμου. Οι
καινοτόμοι ή επαναστάτες της παραγωγής (entrepreneurs) δεν ανήκουν
κατ´ανάγκην σε κάποια κοινωνική/οικονομική τάξη, ωστόσο αποτελούν
τον μοχλό της ανάπτυξης και της ευημερίας.

Η αρχαία καινοτομία. Καρασαρίνης Μάρκος 19 Σεπτεμβρίου


2014, 09:30 Ενημερώθηκε: 22 Σεπτεμβρίου 2014, ΤΟ ΒΗΜΑ

«Οι αρχαίοι, οι οποίοι παρουσιάζουν τόσα και τόσα επιτεύγματα, δεν


κατόρθωσαν να επιτύχουν μια βιομηχανική επανάσταση» παρατηρεί σε
μια αποστροφή του βιβλίου του με τίτλο «The Classical World» (εκδ.
Penguin) ο διάσημος ιστορικός της Οξφόρδης Ρόμπιν Λέιν Φοξ. Ρητορική
ερώτηση, θα πει κανείς: χωρίς συσσώρευση κεφαλαίου, καταμερισμό
εργασίας, επιδίωξη κέρδους, τεχνολογικά μέσα και ολόκληρο το σύστημα
των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων που περιέγραψαν θεωρητικοί
από τον Ανταμ Σμιθ ως τον Καρλ Μαρξ και τον Μαξ Βέμπερ, η μαζική
παραγωγή προϊόντων ήταν κάτι που ουδείς θα μπορούσε να διανοηθεί.
. Από την άλλη πλευρά, αυτό που υπονοεί ο Φοξ είναι ότι η επιστημονική
και τεχνολογική πρόοδος του αρχαίου κόσμου ήταν μια πολύ σημαντική
παράμετρος που συχνά αγνοείται. Το ίδιο ισχύει και για τη φύση των
κινήτρων της. Πέρα από την επιθυμία της γνώσης ή τις απαντήσεις σε
πρακτικές ανάγκες, αποδύθηκε ο ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός των
μεγάλων επιτευγμάτων σε μια αναζήτηση αυτού που σήμερα ονομάζουμε
«καινοτομία»;
Επιστήμες και τέχνες
Τροχαλίες και πολύσπαστα, η «εμβολοφόρος αντλία» του Κτησίβιου,
μηχανές για την εξυπηρέτηση λατρευτικών αναγκών όπως οι αυτόματες
6

πύλες ναών του Ηρωνα του Αλεξανδρέα ή θεατρικών δρώμενων όπως


αυτή της ανύψωσης του από μηχανής θεού, φρυκτωρίες για την
αναμετάδοση οπτικών σημάτων, πρέσες λαδιού, ιατρικά εργαλεία,
αστρολάβοι και όργανα αστρονομικής παρατήρησης. Τα υλικά τεκμήρια
του αρχαίου κόσμου γεμίζουν τις προθήκες των μουσείων για να τα
προσπερνούν βιαστικά οι επισκέπτες τους. Ισως να αποδεικνύονταν πιο
ενδιαφέροντα αν τα προσέγγιζε κανείς ως απτά τεκμήρια της διανοητικής
δραστηριότητας σεβαστών ονομάτων της Ιστορίας της επιστήμης.
Τα μαθηματικά επιτεύγματα του Ευκλείδη (4ος αι. π.Χ.), η
συστηματοποίηση της γνώσης από τον Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), το
ηλιοκεντρικό σύστημα του Αρίσταρχου (περίπου 310-230 π.Χ.), οι
αστρονομικές παρατηρήσεις του Ιππαρχου (περίπου 190-120 π.Χ.), το
πολεοδομικό σύστημα του Ιππόδαμου (498-408 π.Χ.) είναι ένα μικρό
τμήμα μιας μεγάλης σειράς προτάσεων ή επινοήσεων που φέρουν τη
σφραγίδα της πρωτοποριακής σκέψης. Το κλίμα της αρχαιοελληνικής
«πόλεως», της μικρής, αυτόνομης, αστικής μονάδας που βρίσκεται σε
διαρκή θέση συνεργασίας-ανταγωνισμού με τις γειτονικές παρόμοιες
κοινότητες, ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα. Σε αντίθεση, για
παράδειγμα, με την επιμονή άλλων πολιτισμών στο στυλιζάρισμα και
στην επανάληψη καλλιτεχνικών μοτίβων επί αιώνες (όπως στην
αιγυπτιακή μνημειακή τέχνη), η αρχαιοελληνική κοινωνία αναζητεί την
ποικιλία και την εξέλιξη. Τοπικά εργαστήρια αναπτύσσουν δικές τους
τεχνικές και παραδόσεις, οι οποίες αλληλοεπηρεάζονται.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η μελανόμορφη αγγειογραφία:


αφετηρία της είναι η Κόρινθος τον 7ο αι. π.Χ., η Αθήνα, όμως, την
υιοθετεί και ξεπερνά την πόλη της Πελοποννήσου σε τεχνική και
τεχνοτροπία τον επόμενο αιώνα. Η ποιότητα των αττικών αγγείων
εξελίσσεται σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να καταστούν εξαγώγιμα αγαθά με
ειδίκευση σε συγκεκριμένες αγορές: οι λεγόμενοι «τυρρηνικοί αμφορείς»
της περιόδου 565-550 π.Χ. κατασκευάζονται και προορίζονται
αποκλειστικά για την Ετρουρία.

Ο μηχανισμός του πολέμου


Η δημιουργικότητα στην τέχνη συμβάδισε συχνά με την επινοητικότητα
στην τεχνική. Εδώ, οι περισσότεροι μελετητές στέκονται στις διακρίσεις
του αρχαιοελληνικού κόσμου στη στρατιωτική τεχνολογία. Ο κορυφαίος
αμερικανός κοινωνιολόγος Μάικλ Μαν επισημαίνει στο μνημειώδες έργο
του «Οι πηγές της κοινωνικής εξουσίας» (τ. Α΄, εκδ. Πόλις) ότι
βαρύνουσα σημασία έχει η εμφάνιση του οπλίτη και της φάλαγγας. Η
7

υπεράσπιση της πόλης-κράτους ανατίθεται σε μεσαίους έως και


πλούσιους ελεύθερους χωρικούς που επωφελούνται από τις δυνατότητες
της βελτιωμένης οπλοτεχνίας: «Η περικεφαλαία έγινε βαρύτερη και πιο
περίπλοκη. Διατήρησε μόνο ένα άνοιγμα σε σχήμα Τ για το στόμα και τα
μάτια. Η ακοή έγινε δύσκολη και ο οπλίτης διατηρούσε μόνο εμπρόσθια
όραση. Ομοίως, η διπλή λαβή της ασπίδας από τον βραχίονα και το χέρι
την έκανε μεγαλύτερη, βαρύτερη και λιγότερο ευκίνητη. Προς τα τέλη
του 6ου αιώνα, ο οπλίτης είχε φτάσει στη βαρύτερη εκδοχή του».
Ωστόσο, η βασικότερη Καινοτομία της φάλαγγας κατά τον Μαν δεν
ήταν υλικού χαρακτήρα. Σχετιζόταν με τις νέες τακτικές και τις αξιακές
μεταβολές που αυτές υποδήλωναν. «Στην εκπαίδευση, πιθανότατα και
στη μάχη, η ασπίδα γινόταν συλλογικός προστατευτικός μηχανισμός.
Κάλυπτε την αριστερή πλευρά του οπλίτη και τη δεξιά πλευρά του
συμπολεμιστή στα αριστερά του». Η αλληλεξάρτηση προστάτευε τη ζωή,
καταλήγει ο Μαν, προσθέτοντας ότι «η τακτική αυτή προϋπέθετε υψηλό
βαθμό πίστης στη μαχητική ομάδα της φάλαγγας, τεράστια ψυχική
εντατικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων της αναδυόμενης πόλεως».
Κρατώντας ακριβώς τη συνοχή της παράταξης αλώβητη, οι Σπαρτιάτες
παρέμειναν ουσιαστικά αήττητοι στον ελληνικό χώρο για δύο
ολόκληρους αιώνες, ως το β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι τακτικές
καινοτομίες του θηβαϊκού πεζικού υπό τον Επαμεινώνδα και τον
Πελοπίδα τούς στέρησαν τα πρωτεία. Και η συνοχή της φάλαγγας, αν και
δεν ταυτίζεται από τον Μαν με τον εκδημοκρατισμό των πολιτευμάτων,
ήταν εν τούτοις σαφέστατο δείγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης όσων τη
στελέχωναν.
Οι πιο εντυπωσιακές τεχνολογικές εφαρμογές, βέβαια, εμφανίζονται εκεί
όπου υπάρχει η οικονομική δυνατότητα χρηματοδότησής τους – στα
ελληνιστικά βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου. Μοναρχικά
μονοπώλια, εκτεταμένο εμπόριο, πλούσια εδάφη, διευρυμένη
φορολογική βάση ευνοούν τη συσσώρευση κεφαλαίου στα χέρια της
εκάστοτε κεφαλής της εξουσίας των Μακεδόνων, των Πτολεμαίων, των
Σελευκιδών. Ατέρμονοι πόλεμοι πρώτων μεταξύ ίσων διεξάγονται τον 4ο
και 3ο αιώνα π.Χ. με πληθώρα μηχανικών μέσων: πολιορκητικοί κριοί
και πολιορκητικές μηχανές επιστρατεύονται προκειμένου να
κατεδαφίσουν ισχυρά οχυρωματικά έργα. Η ελέπολις, κορυφαίο ίσως
δείγμα του είδους, επινόηση του Πολύειδου από τη Θεσσαλία,
στρατιωτικού μηχανικού του Φιλίππου Β΄, τελειοποιείται το 305-304
π.Χ. από τον Επίμαχο τον Αθηναίο και τον θρυλικό στρατηλάτη
Δημήτριο Πολιορκητή, μετέπειτα βασιλιά της Μακεδονίας. Κάνει την
8

εμφάνισή της στην πολιορκία της Ρόδου το 305 π.Χ., ως σιδηρόφρακτη


κατασκευή ύψους 40 μ., πλάτους 20 μ., βάρους 160 τόνων, κινούμενη
επάνω σε τροχούς διαμέτρου 4,6 μ. Παρά τους 16 καταπέλτες και τους
3.400 άνδρες που την ωθούσαν, οι Ρόδιοι κατάφεραν να την
αποκρούσουν, ανακυκλώνοντας, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, μετά τη
λύση της πολιορκίας τα μεταλλικά της μέρη στον Κολοσσό της Ρόδου,
ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Μαζί με το Μαυσωλείο
της Αλικαρνασσού και τον Φάρο της Αλεξάνδρειας, έργα και αυτά των
ελληνιστικών χρόνων, αποδεικνύουν ακριβώς την τεχνολογική πρόοδο
της εποχής τους.
Η Καινοτομία ως μη αυτοσκοπός
Αν από την περίοδο αυτή επιζούν ονόματα διάσημων εφευρετών όπως ο
Αρχιμήδης, ο Κτησίβιος και ο Ηρων ο Αλεξανδρεύς, επινοητών
αντίστοιχα μιας αρπάγης που βύθιζε εχθρικά πλοία, μιας υδραυλικής
κλεψύδρας για τη μέτρηση του χρόνου και μιας πρώιμης μηχανής που
λειτουργούσε με ατμό, τα επιτεύγματά τους τροφοδοτούν και το ερώτημα
για το τι εμπόδισε μια δραστική ανάπτυξη. Αν η εποχή μπορεί να παράγει
περίπλοκα τεχνουργήματα όπως ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων (150-
100 π.Χ.) -, ο αρχαιότερος γνωστός αστρονομικός και ημερολογιακός
μηχανικός υπολογιστής – αν η ρωμαϊκή περίοδος καινοτομεί στα
χρηστικά πεδία της οικιστικής αρχιτεκτονικής, της οδοποιίας, της
ύδρευσης και της αποχέτευσης, όπως αποτυπώνεται στο πολύτομο «De
Architectura» του Βιτρούβιου, γιατί συνολικά η αρχαιότητα δεν
παρήγαγε τη δική της εκδοχή της βιομηχανικής επανάστασης;
Μια διάσημη απάντηση, εκείνη του μεγάλου κλασικιστή Μόουζες
Φίνλεϊ, αντλούσε από τις κατηγορίες του Μαξ Βέμπερ αποδίδοντας την
υστέρηση στις δομές της οικονομίας και στα κρατούντα αξιακά
συστήματα. «Το ισχυρό κίνητρο απόκτησης πλούτου δεν μεταφράστηκε
σε κίνητρο δημιουργίας κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η επικρατούσα
νοοτροπία ήταν κτητική, όχι όμως παραγωγική» έγραφε στο
πρωτοποριακό βιβλίο του «The Ancient Economy» (εκδ. University of
California Press) το 1974. Ο Φίνλεϊ διευκρίνιζε ότι δεν αρνείται σε καμία
περίπτωση την παρουσία εξειδίκευσης και ειδικών σε πλήθος πεδίων
(βιοτεχνία, μηχανική, ναυσιπλοΐα), αν και για τον ίδιο το τεχνικό απόγειο
των αρχαίων κοινωνιών ήταν επινοήσεις όπως ο οδοντωτός τροχός και ο
κοχλίας και το χρονικό τοποθετείται στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ.
Υποστηρίζει, όμως, ότι κορυφαίοι διανοητές του κλάδου τους όπως ο
Βιτρούβιος και ο Αριστοτέλης δεν έβλεπαν «καμία αρετή και καμία
9

προοπτική στη συνεχιζόμενη πρόοδο της τεχνολογίας διά της


παρατεταμένης, συστηματικής έρευνας». Παραθέτει, μάλιστα, το
υποτιθέμενο ιστορικό ανέκδοτο ενός ρωμαίου εφευρέτη, ο οποίος
επιδεικνύει στον αυτοκράτορα Τιβέριο την επινόηση ενός είδους
άθραυστου γυαλιού αναμένοντας μυθική αμοιβή. Ο Τιβέριος τον ρωτά αν
έχει μοιραστεί την ανακάλυψή του με κάποιον άλλον και, όταν λαμβάνει
αρνητική απάντηση, διατάσσει τον αποκεφαλισμό του για να μην
κατρακυλήσει η αξία του χρυσού στη λάσπη. Για τον Φίνλεϊ, η αφήγηση
δεν αποτελεί καταδίκη της διάνοιας των αρχαίων, αλλά υπόμνηση ενός
αξιακού συστήματος όπου η τεχνολογία ή η Καινοτομία δεν θεωρείται
αυταξία: «Η τεχνική πρόοδος, η οικονομική ανάπτυξη, η
παραγωγικότητα, ακόμη και η αποτελεσματικότητα, δεν συνιστούσαν
σημαντικούς στόχους από την αυγή του χρόνου. Από τη στιγμή που ένα
αποδεκτό επίπεδο ποιότητας ζωής είχε επιτευχθεί και μπορούσε να
διατηρηθεί, με όποιον τρόπο και αν το όριζε κανείς, άλλες αξίες
εμφανίζονταν επί σκηνής».
Στις μέρες μας, βέβαια, οι ιστορικοί είναι λιγότερο κατηγορηματικοί. Ο
Ρόμπιν Λέιν Φοξ, ας πούμε, δεν βλέπει ούτε το «μπλοκάρισμα» ούτε την
«αποτελμάτωση» του Φίνλεϊ στην πορεία της αρχαίας τεχνολογίας.
Εκφράζει μάλιστα τις αμφιβολίες του για την ισχύ του επιχειρήματος της
δουλοκτητικής κοινωνίας ως απαγορευτικής της τεχνικής καινοτομίας.
Υπογραμμίζει, όμως, και αυτός τον ιδεολογικό συντηρητισμό των ελίτ
που υποτιμούσαν τα εφαρμοσμένα μαθηματικά, όπως ο Πλάτωνας, ή την
εφαρμοσμένη μηχανική, όπως ο Αρχιμήδης: σύμφωνα με τον
Πλούταρχο, ο μεγάλος συρακούσιος μαθηματικός απαξίωσε να αφήσει
γραπτά κείμενα θεωρώντας τη χρήση της εκτός θεωρητικών σκοπών
«αγενή και άξεστη».
Νεωτερίζω = στασιάζω
Η ειδοποιός διαφορά του αρχαίου από τον σύγχρονο κόσμο αναφορικά
με την έννοια του νέου, άρα και της καινοτομίας, είναι τελικά η
ιδεολογική της πρόσληψη. Ο ορισμός του λεξικού των Liddell & Scott
για το ρήμα «νεωτερίζω» κυριαρχείται από αρνητικές συνδηλώσεις:
«Επιχειρώ οτιδήποτε νέο, πραγματοποιώ απότομη αλλαγή, καινοτομώ,
μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, επιχειρώ πολιτικές μεταβολές, ξεκινώ
επανάσταση, στασιάζω, ξεκινώ επανάσταση στην πολιτεία» είναι οι
χρήσεις που παραδίδουν ο Ξενοφώντας και ο Θουκυδίδης. Και δεν
βρίσκει κανείς καλύτερο παράδειγμα αμφίσημης ανάλυσης της έννοιας
στον αθηναίο ιστορικό από τη δημηγορία των Κορινθίων στο συνέδριο
10

των συμμάχων της Σπάρτης πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού
Πολέμου. Το πρώτο πράγμα που επιλέγουν οι Κορίνθιοι να τονίσουν
προκειμένου να εξωθήσουν τους παραδοσιοκράτες Λακεδαιμονίους σε
σύγκρουση είναι η τάση των Αθηναίων στους νεωτερισμούς: στα αφτιά
των ηγετών μιας πόλης κατεξοχήν φοβικής ως προς τις εξωτερικές
επιδράσεις, κλειστής ως κοινωνίας και επιρρεπούς στις ξενηλασίες, οι
«νεωτεροποιοί και επινοήσαι οξείς» δεν ήταν επαινετικοί
χαρακτηρισμοί.
Ωστόσο, ο αρχαίος κόσμος κάθε άλλο παρά ομοιογενής ήταν – και η
Σπάρτη δεν αποτελούσε το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της Ελλάδας.
Στην ασύγκριτα πιο ευρύχωρη διανοητικά Αθήνα περπάτησαν φιλόσοφοι
του μεγέθους του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τραγικοί
του ύψους του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, αρχιτέκτονες
με τη ματιά του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα
του 5ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν μια εκκοσμικευμένη κοινωνία τού σήμερα.
Είχε το δωδεκάθεο, τα Ελευσίνια μυστήριά της, τις δίκες κατά του
Αναξαγόρα και του Σωκράτη με την κατηγορία της ασέβειας. Είχε μια
αγροτική, όχι μια κεφαλαιοκρατική οικονομία.

Είχε έναν στοχασμό θαυμαστό για τα μέτρα της εποχής, όχι όμως τη
συστηματικότητα και την πειραματική έρευνα της απογόνου της
νεωτερικής σκέψης. Ηταν ικανή, όπως και ο υπόλοιπος ελληνορωμαϊκός
κόσμος, να παράγει καινοτομίες, όχι Καινοτομία.Δημοσιεύθηκε στο
BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ 11.10.2015 Εκθεση με καινοτομίες των


αρχαίων Ελλήνων...ΣΑΝΤΡΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Η παρουσίαση του αυτόματου ανοίγματος θυρών ναού ύστερα από θυσία


στον βωμό του, μια άγνωστη εφαρμογή της αρχαίας ελληνικής
τεχνολογίας.
«Σε μια εποχή που όλοι συζητούν τι χρωστάει η Ελλάδα, είναι ωραίο να
ταξιδεύουν εκθέσεις που παρουσιάζουν τι χρωστάει ο δυτικός πολιτισμός
στην Ελλάδα». Ο Κώστας Κοτσανάς, επιμελητής και δημιουργός μιας
από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις της χρονιάς με τίτλο «Οι
σημαντικότερες εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων» (η οποία
παρουσιάζεται έως τις 10 Ιανουαρίου στο Παράρτημα του Μουσείου
11

Ηρακλειδών) είναι ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα
έργο το οποίο αναδεικνύει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού. Το νέο έχει μεταδοθεί και από τα τρία μουσεία
που διευθύνει τα τελευταία δέκα χρόνια ήρθε η ώρα οι εφευρέσεις των
αρχαίων Ελλήνων που μελέτησε και κατασκεύασε ο ίδιος ο Κώστας
Κοτσανάς να αρχίσουν να ταξιδεύουν και μάλιστα σε μια εποχή που μια
τέτοιου είδους προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό είναι πολύτιμη.

«Οι σημαντικότερες εφευρέσεις των αρχαίων Ελλήνων» περιλαμβάνουν


λειτουργικά ομοιώματα εφευρέσεων της αρχαιότητας, εκθέματα που
προέρχονται από το Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας που
λειτουργεί στο Κατάκολο και στην Αρχαία Ολυμπία, ενώ από τον Ιούνιο
ο Κώστας Κοτσανάς έχει δημιουργήσει ένα νέο μουσείο αρχαίας
ελληνικής τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ με στόχο να
περιοδεύει σε όλη την αμερικανική ήπειρο.

Παράλληλα με τις μόνιμες εκθέσεις διοργανώνονται και περιοδεύουσες


εκθέσεις. Αυτή τη στιγμή εκτός της έκθεσης στο Μουσείο Ηρακλειδών
πρόκειται να παρουσιαστεί μια αντίστοιχη στη Χάγη στο Γραφείο
Ευρεσιτεχνιών, η οποία αμέσως μετά θα πάει στη Βιέννη και ύστερα θα
φιλοξενηθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Βασιλείας για να συνεχίσει
το ταξίδι της σε όλη την Ευρώπη. Επιπλέον το ρομπότ-υπηρέτρια του
Φίλωνος που βλέπουμε και στην έκθεση στο Ηρακλειδών θα είναι το
κύριο έκθεμα στην έκθεση με θέμα τη ρομποτική που θα
πραγματοποιηθεί σε λίγο καιρό στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας.

Εντός της Ελλάδας αυτή την περίοδο παρουσιάζεται στα Τρίκαλα μια
επίσης πρωτότυπη έκθεση με θέμα το αυτοκίνητο στην αρχαία Ελλάδα.
«Η επιθυμία μου, μέσα από τα μουσεία και τις περιοδεύουσες εκθέσεις,
είναι να αναδειχθεί αυτή η σχετικά άγνωστη πτυχή του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού, απόδειξη ότι η τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων
λίγο πριν από το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου ήταν
συγκλονιστικά όμοια με τις απαρχές της σύγχρονης τεχνολογίας μας»
λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Κώστας Κοτσανάς
και επισημαίνει πως «αν και αυτή η γνώση αρχικά ξαφνιάζει, όμως
εύκολα μπορεί κανείς να την επιβεβαιώσει παρατηρώντας για
παράδειγμα τη μηχανή του πιο σύγχρονου αυτοκινήτου η οποία ακόμη
και σήμερα αποτελείται από τμήματα και εργαλεία που είχαν εφεύρει οι
αρχαίοι Ελληνες».
12

Από τον υδραυλικό τηλέγραφο του Αινεία μέχρι τον «κινηματογράφο»


του Ηρωνος κι από το αυτόματο ωρολόγιο του Κτησίβιου και τον
αστρολάβο του Πτολεμαίου μέχρι τον αναλογικό υπολογιστή των
Αντικυθήρων.

Ολα τα εκθέματα έχουν κατασκευαστεί από τον Κώστα Κοτσανά ο


οποίος για τη δημιουργία τους μελέτησε και ερεύνησε για πολλά χρόνια
αρχαιοελληνική, λατινική και αραβική γραμματεία, καθώς και
αγγειογραφικές πληροφορίες αλλά και τα ελάχιστα σχετικά αρχαιολογικά
ευρήματα που υπάρχουν.

«Αυτή η δουλειά είναι όλη μου η ζωή» μου εξηγεί, καθώς αρχίζει να
εξιστορεί πώς ξεκίνησε το «βαθύ και μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της
αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας» όταν φοιτητής ακόμα στο Πολυτεχνείο
της Πάτρας συνάντησε τον καθηγητή του σε μια βραδιά ποίησης και
συνομίλησαν για τους οδοντωτούς τροχούς του Αριστοτέλη. «Το πάθος
μου με οδήγησε στη μελέτη και εν τέλει στην κατασκευή των έργων. Ολα
τα στάδια ήταν πολύ δύσκολα γιατί προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τα
υλικά και τις μεθόδους κατασκευής της αρχαιότητας». Αξίζει να ειπωθεί
ότι τα μουσεία που ίδρυσε ο Κώστας Κοτσανάς λειτουργούν με δωρεάν
είσοδο και ξενάγηση, ενώ για το έργο του δεν έχει λάβει ποτέ κάποια
κρατική η ιδιωτική επιχορήγηση.
Για όλα «φταίει» ο Αριστοτέλης
Για την εξέλιξη της τεχνολογίας ο Κώστας Κοτσανάς τονίζει κάτι
σημαντικό, όχι τόσο γνωστό. «Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για την
εξέλιξη της τεχνολογίας ότι δηλαδή είναι μια γραμμική αύξουσα
καμπύλη που μετά από μια στασιμότητα τον Μεσαίωνα συνέχισε να
εξελίσσεται, δεν είναι ακριβώς έτσι. Τώρα πλέον διαπιστώνουμε και
μάλιστα αυτό προσπαθούμε να δείξουμε ότι τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.
υπήρχε αλματώδης ανάπτυξη και αμέσως μετά μια υποχώρηση αυτής της
τεχνολογίας για να αρχίσει να ξανανεβαίνει και να φτάνει στο ίδιο
επίπεδο το 1.500 μ.Χ. Θα αναρωτιόμαστε γιατί έγινε αυτή η αλματώδης
ανάπτυξη; Για όλα λοιπόν “φταίει” ο Αριστοτέλης ο οποίος εμπότισε τον
Αλέξανδρο με την τεχνολογία και οτιδήποτε αξιοπερίεργο. Ετσι στις
εκστρατείες του ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε μόνο στρατιώτες αλλά και
μηχανικούς, επιστήμονες, γεωγράφους, αστρονόμους τους οποίους
χρησιμοποιούσε σαν πλεονέκτημά του αφού ήξερε ότι θα μπορούσε να
13

κερδίσει όχι απλά έχοντας ένα στρατό αλλά και επιστήμονες που θα
μπορούσαν να φτιάξουν τους κατάλληλους καταπέλτες, τις κατάλληλες
πολιορκητικές μηχανές. Η αγάπη αυτή για τη γνώση και τις καινοτομίες
μεταδόθηκε στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου οι οποίοι προσπάθησαν
να αποκτήσουν όσο περισσότερους επιστήμονες μπορούσαν, π.χ. στην
Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων στρατολογήθηκε ένα πλήθος επιστημόνων
από όλο τον ελληνικό χώρο οι οποίοι ανέπτυσσαν οποιουδήποτε τύπου
καινοτομία. Γι’ αυτούς η γνώση ήταν θησαυρός».

PRO NEWS. Οι τεχνολογικές καινοτομίες στην Αρχαία Ελλάδα

Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά το ανώτερο επίπεδο του Αρχαίου


Ελληνικού Πολιτισμού. Από αυτόν πήραν όλοι οι λαοί του κόσμου.
Σήμερα όμως ούτε αυτοί σέβονται την Ελλάδα- μητέρα του Φωτός, ούτε
και εμείς οι Έλληνες φαινόμαστε αντάξιοι των μεγάλων Προγόνων μας...
Αυτή είναι μία απαράδεκτη κατάσταση, που πρέπει να ανατραπεί πρώτα
εδώ, στο εσωτερικό της Ελλάδας, αποβάλλοντας την μίζερη και
ανθελληνική ουσιαστικώς εξουσία και πραγματοποιώντας ένα
καινούργιο ξεκίνημα. Και είναι βέβαιον ότι και τότε, για μια ακόμη
φορά, θα καταπλήξουμε τον σύμπαντα κόσμο και θα ξαναγράψουμε
Ιστορία!
Ένας τομέας του Αρχαιοελληνικού Πολιτισμικού Θαύματος είναι και οι
άγνωστες ακόμα πώς τις έφτιαξαν οι Πρόγονοί μας τεχνολογίες. Όπως
θαυμάζουμε τα υπόλοιπα στοιχεία του Πολιτισμού των Προγόνων μας
(Φιλοσοφία και Ποίηση, Θέατρο και Αρχιτεκτονική, Μουσική και
Επιστήμη), έτσι και η αρχαία τεχνολογία κατέχει επάξια μία θέση
περίοπτη στο Πολιτισμικό μας Οικοδόμημα. Είναι απορίας άξιον μάλιστα
πώς ακριβώς έφτιαχναν οι Πρόγονοί μας πράγματα που ακόμα και
σήμερα φαίνονται πολύ δύσκολα.
Παρουσιάζoυμε κάτωθι ορισμένα εξ αυτών των αιώνιων επιτευγμάτων
των Προγόνων μας.
Ο κοχλίας του Αρχιμήδη: Τo υδραυλικό αυτό όργανo είναι επίσης
γνωστό ως ατέρμων κoχλίας ή υδρόβιδα. Εφευρέθηκε από τoν Αρχιμήδη
κατά τη διάρκεια τoυ ταξιδιoύ τoυ στην Αίγυπτo. Χρησίμευε στην
άντληση ύδατoς από ένα χαμηλό επίπεδo σ’ ένα άλλo υψηλότερo. Oι
χρήσεις τoυ από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι πoλλές: άρδευση
14

αγρoτικών καλλιεργειών, απαλλαγή μεταλλείων από λιμνάζoντα ύδατα,


άντληση υδάτων από τα έγκατα των πλoίων και άλλες. Χρησιμoπoιείται
έως σήμερα σε πoλλές χώρες, αναπτυγμένες ή μη, με πoλλές μoρφές και
πoικιλία χρήσεων.
Η αντλία του Κτησίβιου: Η αναρρoφητική αυτή και πιεστική αντλία είναι
μία από τις σημαντικότερες εφευρέσεις τoυ Κτησίβιoυ, ενός μηχανικoύ
της Αλεξάνδρειας, πoυ τον ονόμασαν και «πατέρα» της Πνευματικής
(δηλ. της Αερoδυναμικής). Μέσα σε δυo κυλινδρικά δoχεία κινoύνται
δυo έμβoλα με αντίθετη λειτoυργία, όπου τo ένα πιέζει και τo άλλo
απoρρoφά. Η κίνηση των εμβόλων δημιoυργεί κενό αέρoς και
αναρρόφηση νερoύ, τo oπoίo μέσω ενός σωλήνα μεταφέρεται έξω από τo
χώρo πoυ είναι βυθισμένη η αντλία. Τo όργανo υπήρξε από τα πιo
διαδεδoμένα και χρησιμoπoιήθηκε από πoλλoύς λαoύς, χρησιμoπoιείται
δε έως και σήμερα με πoικίλες μoρφές.
Ύσπληξ: H ύσπληξ αποτελείτο από δύο οριζόντια σχοινιά, που ήταν
τεντωμένα μπροστά από τους δρομείς στο ύψος των γονάτων και του
στήθους. Tα σχοινιά συγκρατούνταν στα άκρα τους από κατακόρυφους
ξύλινους πασσάλους, τους αγκώνες, που εμφυτεύονταν μέσα σε απλούς
μηχανισμούς-προδρόμους των ελατηρίων, αποτελούμενους από
στριμμένα νεύρα ζώων. Oι μηχανισμοί αυτοί τοποθετούνταν σε λίθινες
βάσεις. Oι αγκώνες συγκρατούνταν όρθιοι, δεσμευόμενοι ίσως με κρίκο
σε σταθερό κιονίσκο, που βρισκόταν από πίσω τους. O αφέτης, που
στεκόταν πίσω από τους δρομείς κρατώντας τα δύο σχοινιά χειρισμού,
έθετε σε λειτουργία το μηχανισμό. Mε μιαν απότομη κίνηση
απελευθέρωνε τους προεντεταμένους αγκώνες, οι οποίοι έπεφταν
απότομα στο έδαφος συμπαρασύροντας όλο το εμπόδιο και επιτρέποντας
την εκκίνηση στους δρομείς.
Χωροβάτης: Ένα πολύ αξιόλογο αρχιτεκτονικό και τοπογραφικό όργανο,
πρόγονος του σημερινού αλφαδιού, που χρησιμοποιείτο στη μέτρηση των
κλίσεων διαφόρων επιφανειών, σε τοπογραφικές σκοπεύσεις κ.ά.
Χάλκινος πρίων: Μεγάλo χάλκινo πριόνι τoυ 16oυ-15oυ π.Χ. αι.
Απoτελoύσε εργαλείo ξυλoυργoύ. Σύμφωνα με τη μυθoλoγία, εφευρέτης
τoυ ήταν o Τάλως, ανιψιός τoυ Δαιδάλoυ, που κατόπιν τον σκότωσε απ’
την ζήλια του ο θείος του (φοβούμενος πως θα τον ξεπεράσει).
Eμπνεύστηκε την κατασκευή τoυ από τo σαγόνι φιδιoύ ή από τη
ραχoκoκαλιά ενός ψαριoύ.
15

Υπολογιστής των Αντικυθήρων: Είναι ένας μηχανισμός πoυ, μαζί με


άλλα σημαντικά ευρήματα, βρέθηκε στo ναυάγιo των Αντικυθήρων.
Aνελκύστηκε τo 1901 από σφoυγγαράδες της Σύμης. O μηχανισμός
αυτός έφερε συνoλικά 30 διαφoρετικά γρανάζια, κατασκευασμένα στo
χέρι, τα oπoία έμπαιναν σε λειτoυργία από έναν άξoνα πoυ βρισκόταν
στo πλάι τoυ μηχανισμoύ και έδειχναν τις κινήσεις τoυ ήλιoυ και της
σελήνης στo Ζωδιακό κύκλο. Τo όργανo αυτό απoτελεί την πεμπτoυσία
της παράδoσης στoυς μηχανισμoύς με γρανάζια πoυ αναπτύχθηκε κατά
την ελληνιστική περίoδo.
Ηλιακό ρολόι: Αυτό στη μια του όψη φέρει κατάλογο 36 τοποθεσιών στα
ελληνικά και στην πίσω όψη υπάρχει ο γνώμων, οι μνήμες και
γωνιόμετρο αριθμημένο από 0 έως 90 μοίρες.
Ατμοτηλεβόλο του Αρχιμήδη: Ήταν ένα πολεμικό όπλο που εκτόξευε
μπάλες βάρους ενός ταλάντου (περίπου 23 κιλά.) σε απόσταση 6 σταδίων
(περίπου 1.100 μ.)! Λειτουργούσε με την ατμοσυμπίεση. Είναι το πρώτο
παγκοσμίως όπλο που λειτουργούσε με ατμό. Το εφεύρε ο Αρχιμήδης
στη διάρκεια της πολιορκίας των Συρακουσών από τους Ρωμαίους (213-
211 π.Χ.). Με το όπλο ασχολήθηκε αργότερα και ο Λεονάρντο ντα
Βίντσι, που το ονόμασε αρχιτρόνιτο (από τις λέξεις Αρχιμήδης και
τρώννυμι) και έκανε τα πρώτα κατασκευαστικά σχέδια του όπλου.
Αιολόσφαιρα του Ήρωνα: O περιστρoφικός ατμoστρόβιλoς πoυ εφεύρε o
Ήρωνας έμεινε γνωστός στην ιστoρία ως Αιολόσφαιρα ή Αιόλoυ πύλη.
Mέσω ενός βραστήρα το νερό ατμοποιείται και ο ατμός, μέσω δύo
λυγισμένων σε oρθή γωνία σωλήνων, καταλήγει σε μια σφαίρα με ειδικές
βαλβίδες. Η σφαίρα αυτή φέρει δύo ακρoφύσια διαμετρικά τoπoθετημένα
και λυγισμένα με τέτoιo τρόπo, που η πίεση τoυ ατμoύ, διαφεύγoντας
μέσα απ’ αυτά, κάνει τη σφαίρα να κινείται περιστρoφικά.
Μινωικός πέλεκυς: Χάλκινoς πέλεκυς με κερατόσχημες απoλήξεις από
την περιoχή Καρφί της Κρήτης (1100 π.Χ.). Τo εργαλείo συγκρατείτο
πάνω σε ξύλινo στειλεό με τη βoήθεια δερμάτινων ιμάντων.
Χρησιμoπoιείτο για την κoπή και επεξεργασία των ξύλων. O λίθινoς
πέλεκυς ήταν γνωστός ήδη από την Παλαιoλιθική περίoδo. Λειτoυργoύσε
ως χρηστικό εργαλείo, αλλά και ως φoνικό όπλo...

Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα.


16

Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση. Η Αρχαία


Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της
των Μανόλη Βουτυρά & Αλεξάνδρας Γουλάκη-Βουτυρά Κέντρο
Εκπαιδευτικής Έρευνας & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών

2.2. Η Καινοτομία στην αρχαία ελληνική τέχνη και τα τοπικά εργαστήρια

Αν υπάρχει ένα στοιχείο που ξεχωρίζει τους Έλληνες καλλιτέχνες από τους
συναδέλφους τους της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, αυτό είναι η
έντονη διάθεσή τους να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν. Ένα
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής τέχνης είναι ότι κανένας
από τους τύπους που χρησιμοποιεί δεν μένει σταθερός και αναλλοίωτος
για περισσότερο από μία γενιά, καθώς οι νέοι καλλιτέχνες προσπαθούν
συνεχώς να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους. Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι
Έλληνες καλλιεργούσαν συνειδητά από πολύ νωρίς το πνεύμα της έρευνας
και της καινοτομίας σε όλες τους τις δραστηριότητες. Στο τέλος του 6ου
αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος και ποιητής Ξενοφάνης γράφει (απόσπ. 18 Diels-
Kranz):

«Δεν είναι αλήθεια ότι οι θεοί τα έδειξαν από την αρχή όλα στους
ανθρώπους· αντίθετα, αυτοί με το πέρασμα του χρόνου ψάχνοντας
βρίσκουν τι είναι καλύτερο.»

Εντελώς διαφορετική είναι η αντίληψη που συναντούμε σε άλλους


πολιτισμούς. Στην Αίγυπτο, για παράδειγμα, η τέχνη χρησιμοποιεί
εικονογραφικούς τύπους και συστήματα αναλογιών που
επαναλαμβάνονται σχεδόν απαράλλαχτα για αιώνες.

Μια ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, που μπορεί να θεωρηθεί κατά


κάποιον τρόπο συνέπεια της γεωγραφικής της διαμόρφωσης, είναι η
ανάπτυξη ανεξάρτητων μικρών κρατών, των πόλεων. Για τους αρχαίους
Έλληνες η πόλις δεν ήταν, όπως για εμάς σήμερα, ένα αστικό κέντρο, αλλά
μια γεωγραφική ενότητα με φυσικά όρια (για παράδειγμα, μια πεδιάδα με
τα γύρω βουνά ή ένα μικρό νησί), οι κάτοικοι της οποίας είχαν
δημιουργήσει μιαν αυτόνομη και ανεξάρτητη κοινότητα. Ορισμένες
μεγάλες και ισχυρές πόλεις είχαν δημιουργηθεί με συνοικισμό, δηλαδή με
τη συνένωση μικρότερων πόλεων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Αθήνα,
μια πόλις που η επικράτειά της περιελάμβανε ολόκληρη την Αττική, η
οποία αρχικά χωριζόταν σε πολλές αυτόνομες κοινότητες. Η Αθήνα ήταν
17

το κύριο αστικό κέντρο αυτού του κράτους και ονομαζόταν Άστυ. Κάθε
πόλις είχε τους δικούς της θεσμούς, τα δικά της ήθη και έθιμα, τη δική της
διάλεκτο και, σε αρκετές περιπτώσεις, τη δική της καλλιτεχνική
παράδοση. Οι αρχαίες πόλεις μπορούσαν να μοιράζονται κάποια
πολιτιστικά στοιχεία με τις γειτονικές τους, αν αποτελούσαν τμήμα μιας
μεγαλύτερης γεωγραφικής ενότητας (όπως οι πόλεις της Κρήτης ή της
Εύβοιας) ή αν οι κάτοικοί τους είχαν κοινή καταγωγή και γλώσσα. Έτσι οι
αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες μεγάλωναν και εκπαιδεύονταν σε ένα
περιβάλλον με αυτόνομη πολιτική και πνευματική ζωή και καλλιεργούσαν
συνειδητά τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Αυτό επιβεβαιώνεται από
τη διαπίστωση ότι έργα διαφορετικών κατηγοριών (πήλινα ειδώλια,
χάλκινα αγαλμάτια, μεγάλα λίθινα γλυπτά) που προέρχονται από την ίδια
γεωγραφική περιοχή έχουν συνήθως κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.
Μπορούμε, επομένως, να μιλούμε, τουλάχιστον ως τα μέσα του 5ου αιώνα
π.Χ., για τοπικά εργαστήρια με αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.

Οι αρχαίοι τεχνίτες ταξίδευαν συχνά (ή και μετανάστευαν ακόμη),


ανάλογα με τις συνθήκες εργασίας που έβρισκαν και τις παραγγελίες που
έπαιρναν. Έτσι οι τεχνικές και οι τεχνοτροπίες διαδίδονταν και
αλληλεπιδρούσαν. Ξέρουμε επίσης ότι συχνά δημιουργούνταν ανάμεσα
στους επαγγελματίες έντονος ανταγωνισμός, που είχε θετικά
αποτελέσματα, γιατί βοηθούσε στη βελτίωση των έργων τους, όπως
τονίζει ο ποιητής Ησίοδος περιγράφοντας την επίδραση της καλής Έριδας
(της προσωποποίησης του ανταγωνισμού), σε αντίθεση με εκείνη της
κακής (της φιλονικίας) στους ανθρώπους (Ησίοδος, Έργα και ημέραι 11-
26):

«Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη είναι δύο. Τη
μια όποιος την ένιωσε την επαινεί, μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι
αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές. Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο
και τη φιλονικία, η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης,
με των αθανάτων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι
τιμούν. Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα τη γέννησε πρώτη, κι ο γιος του
Κρόνου, που έχει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί, στης γης
τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους. Αυτή και
τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά: ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον
άλλο που ᾽ναι πλούσιος, που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα και στο
φύτεμα και διαφεντεύει καλά το σπιτικό του. Ο γείτονας το γείτονα
ζηλεύει που πασχίζει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους
θνητούς. Ο κεραμοποιός τα βάζει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με το
18

μαραγκό, ζηλεύει ο μεροκαματιάρης το μεροκαματιάρη κι ο ένας


τραγουδιστής τον άλλο.» (Μτφρ. Σ. Γκιργκένη, με μικρές τροποποιήσεις)

Επιπλέον τα έργα τέχνης ταξίδευαν πολλές φορές μακριά είτε ως


εμπορεύματα είτε ως δώρα. Δεν υπάρχει, επομένως, αμφιβολία ότι οι
αρχαίοι τεχνίτες όχι μόνο προσπαθούσαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον
σε αξιοσύνη, αλλά γνώριζαν επίσης καλά τη δουλειά των συναδέλφων
τους από άλλες περιοχές και έβρισκαν τρόπους να ανταλλάξουν μαζί τους
γνώσεις και εμπειρίες. Σημαντικά για την ανάπτυξη της τέχνης ήταν ακόμη
τα μεγάλα πανελλήνια ιερά, όπου συνέρρεαν άνθρωποι από όλη την
Ελλάδα για να γιορτάσουν μαζί και να τιμήσουν τους θεούς. Στους χώρους
αυτούς μπορούσε να δει κανείς και να θαυμάσει έργα των πιο άξιων
καλλιτεχνών από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Η ιστορία της ελληνικής
τέχνης στην πρώιμη φάση της είναι, επομένως, στην πραγματικότητα η
μελέτη των χαρακτηριστικών των διάφορων τοπικών εργαστηρίων και η
παρακολούθηση της εξέλιξης και των αλληλεπιδράσεών τους.

Huffingtonpost. Ανδρέας Αττάλογλου Οικονομολόγος με εξειδίκευση σε


θέματα καινοτομίας, Στέλεχος ΕΣΠΑ Μεταρρύθμιση Δημοσίου Τομέα

Καινοτομία, μια έννοια που πρέπει να αγκαλιάσουν οι Έλληνες ξανά.


Οι αρχαίοι Αθηναίοι ανακάλυψαν τον 5ο Αιώνα π.Χ. σημαντικές πηγές
αργύρου στην περιοχή του Λαυρίου. Ο σημαντικός πλούτος που
προσέφεραν οι εξορύξεις στα μεταλλεία του Λαυρίου εκτιμήθηκε
ιδιαίτερα από τους κατοίκους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τέτοιο
αντίκτυπο είχε στη σκέψη τους το γεγονός αυτό ώστε η έννοια της
καινούργιας τομής (καινό - τομώ) στη γη (άνοιγμα νέου ορυχείου) για την
ανεύρεση ορυκτού πλούτου συνδέθηκε με έννοιες προερχόμενες από
διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας που ωστόσο δύναται
να φέρουν την προσδοκία της εξέλιξης.

Η Καινοτομία αποτελεί το Άγιο Δισκοπότηρο της σύγχρονης εποχής


μας. Αν και η έννοια της «καινοτομίας» φαντάζει να αποτελεί καρπό της
τωρινής τεχνολογικής προόδου, εντούτοις αποτελεί μια πολύ παλιά
συνταγή κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας που, όπως και πολλές
άλλες έννοιες, έχει τις ρίζες της στην Ελλάδα.

Τα πράγματα έχουν ως εξής. Οι αρχαίοι Αθηναίοι ανακάλυψαν τον 5ο


Αιώνα π.Χ. σημαντικές πηγές αργύρου στην περιοχή του Λαυρίου. Ο
19

σημαντικός πλούτος που προσέφεραν οι εξορύξεις στα μεταλλεία του


Λαυρίου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κατοίκους της Αθηναϊκής
Δημοκρατίας. Τέτοιο αντίκτυπο είχε στη σκέψη τους το γεγονός αυτό
ώστε η έννοια της καινούργιας τομής (καινό - τομώ) στη γη (άνοιγμα
νέου ορυχείου) για την ανεύρεση ορυκτού πλούτου συνδέθηκε με έννοιες
προερχόμενες από διαφορετικά πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας
που ωστόσο δύναται να φέρουν την προσδοκία της εξέλιξης.

Οι ρίζες της εξέλιξης της χρήσης της λέξης «καινοτομίας» μπορούν να


αναζητηθούν ήδη σε έγγραφα του Αριστοτέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
(Πολιτ. 1265a.10-12: «τὸ μὲν οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ
Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν»)
αλλά και παλαιότερα τον 5ο αιώνα π.Χ (Πλατ. Νομ. 792b.8-c.2: «αλλά το
τι νέον αεί καινοτομούντα και εισφέροντα των ειωθότων έτερον») όπου η
λέξη Καινοτομία δηλώνει πλέον τη δύναμη της εισφοράς στα κοινά
της εφεύρεσης και της κοινωνικής μεταρρύθμισης. Βλέπουμε δηλαδή
ότι όπως η προσπάθεια για το άνοιγμα ενός νέου ορυχείου μπορεί να
ανταμείψει την πολιτεία με μια πηγή αμύθητου πλούτου και δύναμης,
αλλάζοντας ριζικά τους όρους διαβίωσης των μελών της κοινωνίας, κατά
τον ίδιο τρόπο οι Αρχαίοι Έλληνες εκτίμησαν ότι όχι μόνο μια νέα
εφεύρεση (εξέλιξη που περιορίζεται στον τεχνικό τομέα ) αλλά ακόμα
και μια νέα μεταρρύθμιση δύναται να βελτιώσει σε ριζικό βαθμό τον
τρόπο σκέψης και οργάνωσης.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι την περίοδο του 5ου - 4ου
αιώνα π.Χ. συναντάμε μια πραγματική άνθιση καινοτομιών που
προσέφεραν στις αρχαίες ελληνικές πολιτείες τη δυνατότητα να
επιτύχουν μεγάλες τεχνικές εφευρέσεις αλλά και πρωτοφανείς επιτυχίες
στις θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι εφευρέσεις άλλοτε υπό την
πίεση του στρατιωτικού ανταγωνισμού και άλλοτε υπό την ανάγκη για
βελτίωση των όρων διαβίωσης και λειτουργίας (για παράδειγμα την
αξιοποίηση υδάτινων πόρων για την καλύτερη επεξεργασία του αργυρού)
δημιούργησαν μια αλληλουχία αλληλοτροφοδοτούμενων εξελίξεων που
βοήθησαν στην εν συνόλω ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών πόλεων (με
κύριο εκπρόσωπο την Αθήνα) και όχι μόνο στην ανάπτυξη ενός τομέα ή
μιας κοινωνικής τάξης.

Η θετική επίδραση της καινοτομίας όχι μόνο άγγιξε αλλά και


μετέβαλε δραστικά το δημόσιο βίο κατά τρόπο δυναμικό, καθ' όσον
κάθε μία Καινοτομία δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για τη γένεση
καινοτομιών σε διαφορετικά πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας και
σκέψης (για παράδειγμα η συσχέτιση των τεχνικών εξελίξεων με τη
φιλοσοφική, την επιστημονική και εντέλει την πολιτική σκέψη). Ως εκ
20

τούτου μπορεί να εξαχθεί μια αρχική εκτίμηση, ότι αφού η κοινωνία


αποτελεί ένα αλληλένδετο και αλληλεξαρτώμενο μείγμα
αλληλεπιδρώντων κοινωνικών ομάδων, η καινοτόμος δραστηριοποίηση
μίας εξ αυτών (για παράδειγμα μιας υποομάδας επιχειρηματιών) θα
επιδράσει με κάποιο τρόπο στο σύνολο του δημόσιου οικονομικού,
υλικού, ιδεολογικού, φιλοσοφικού και αξιακού συστήματος. Κοινώς η
ιδιωτική καινοτομική πρωτοβουλία θα δημιουργήσει δημόσια αξία.
Κατ' αυτόν τον τρόπο είναι προς το συμφέρον της κοινωνίας η
δημιουργία ενός περιβάλλοντος που συνδράμει στην ωρίμανση
καινοτόμων δραστηριοτήτων.

η καινοτομια απο την αρχαιοτητα μεχρι σημερα 26. ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ


ΕΡΓΑΣΙΑΣ wikipedia

1. ΘΕΜΑ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ


ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Επιμέλεια: ΖΛΑΤΙΝΤΣΗΣ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΠΟΥΡΛΗ ΜΑΓΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΧΡΥΣΑΦΗΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Επιβλέπουσα καθηγήτρια: ΤΣΑΟΥΣΗ ΕΛΙΣΑΒΕΤ

1. 2. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΣ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ


ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ.
ΔΙΑΛΕΞΑΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ ΜΕ ΣΤΟΧΟ  ΝΑ
ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΕΑΝ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΜΑΣ
ΕΙΧΑΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΕΣ ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΑΝ ΑΥΤΕΣ ΤΟΥΣ
ΒΟΗΘΗΣΑΝ ΝΑ ΕΠΙΛΥΣΟΥΝ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ
ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥΣ. ΝΑ ΑΝΑΛΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΤΗ
ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΚΑΛΥΨΕΩΝ ΤΟΥΣ ΑΠΟ
ΤΟΤΕ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ. ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΕ Η
ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΣΤΟ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΤΟΥ, ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΕΙ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ
ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΛΥΕΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΝ
ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, ΤΗΣ
ΕΦΕΥΡΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ ΚΑΙ
ΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ.
2. 3. Διαχωρισμός μεταξύ καινοτομίας και εφεύρεσης Η Καινοτομία
δεν είναι εφεύρεση Η Καινοτομία αποτελεί τη συνέχεια μιας
εφεύρεσης. Εάν κάποιος εφευρέτης συλλάβει την ιδέα για το
επόμενο προϊόν «που θα κάνει πάταγο» αλλά αδυνατεί να βρει
κάποιον που μπορεί να το παράγει τότε ο κόσμος θα συνεχίσει να
αγνοεί την ύπαρξή του.
21

3. 4. Διαχωρισμός μεταξύ καινοτομίας και εφεύρεσης Ενώ


εφευρέσεις μπορούν να λάβουν χώρα οπουδήποτε, για παράδειγμα
σε πανεπιστήμια & ερευνητικά κέντρα, η Καινοτομία λαμβάνει
χώρα κυρίως σε εταιρείες, αλλά και σε άλλα είδη οργανισμών. Για
να μετατρέψει μία εταιρεία την εφεύρεση σε Καινοτομία θα πρέπει
να χρησιμοποιήσει συνδυαστικά πολλές μορφές γνώσης,
ικανοτήτων, δεξιοτήτων και πόρων. Για παράδειγμα, ίσως θα πρέπει
να διαθέτει γνώσεις στον τομέα της παραγωγής, αντίστοιχες
δεξιότητες και εγκαταστάσεις-υποδομές, καλή γνώση της αγοράς,
ένα αποτελεσματικό σύστημα διανομής, επαρκείς οικονομικούς
πόρους κλπ.
4. 5. Καινοτομία είναι η παραγωγή ενός νέου ή σημαντικά
βελτιωμένου προϊόντος (αγαθού ή υπηρεσίας), ή η εφαρμογή μιας
διαδικασίας, ή μιας νέας μεθόδου μάρκετινγκ, ή μιας νέας
οργανωσιακής μεθόδου στις επιχειρησιακές πρακτικές, την
οργάνωση του εργασιακού χώρου ή τις εξωτερικές σχέσεις. Τι είναι
η καινοτομία;
5. 6. ΕΙΔΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ Οι καινοτομίες διαφέρουν ανάλογα με
το αντικείμενό, το χρόνο ολοκλήρωσής και το οργανωσιακό και
κοινωνικό τους αντίκτυπο. Οποιαδήποτε ταξινόμηση σε κατηγορίες
χαρακτηρίζεται από φαινόμενα αλληλοεπικάλυψης καθώς οι
γραμμές που διαχωρίζουν τη μία κατηγορία από την άλλη συχνά
συμπίπτουν. Σ’ αυτό το σημείο θα δούμε εν συντομία τα κυριότερα
είδη καινοτομίας βάσει μίας απλοποιημένης ταξινόμησης. Θα
πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι η ταξινόμηση των ειδών
καινοτομίας δεν είναι αυστηρά επιστημονική. Μία Καινοτομία
μπορεί να τοποθετηθεί σε διαφορετικές κατηγορίες από κάθε
επιχείρηση. Το Εγχειρίδιο Όσλο διακρίνει τέσσερα είδη
καινοτομίας ανάλογα με το αντικείμενό τους: Καινοτομία
προϊόντος Καινοτομία διαδικασίας  Καινοτομία μάρκετινγκ
οργανωσιακή Καινοτομία
6. 7. Η αρχαία Καινοτομία στις υπολογιστικές μηχανές • Άβακας • Το
Κόσκινο του Ερατοσθένη, 130 π.Χ. • Ο Μηχανισμός των
Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ
7. 8. Η αρχαία Καινοτομία στις υπολογιστικές μηχανές Άβακας Γύρω
στο 2200 π.Χ. οι αρχαίοι Βαβυλώνιοι είχαν αναπτύξει πολύ το
εµπόριο και χρειάζονταν κάτι να τους βοηθά στους υπολογισμούς
τους. Υπάρχει ένα ρητό που λέει ‘Η ανάγκη είναι η µητέρα της
δηµιουργίας’. Αυτή η ανάγκη τους οδήγησε στο να δηµιουργήσουν
τον πρώτο υπολογιστή, που δεν ήταν άλλος από το γνωστό
Αριθµητήριο που χρησιμοποιούν όλα τα παιδιά στην πρώτη τάξη
του σχολείου. Το επίσημο όνοµά του είναι Άβακας. Τον Άβακα τον
βελτίωσαν αρκετά οι Κινέζοι αρκετά χρόνια αργότερα και του
22

έδωσαν τη µορφή που έχει σήμερα. Αναφέρουμε, επίσης, ότι αρκετά


σχολεία σε φτωχές χώρες του Κόσμου χρησιμοποιούν τον Άβακα
όχι μόνο στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, αλλά και σε
µεγαλύτερες.
8. 9. Το Κόσκινο του Ερατοσθένη, 130 π.Χ Ο αρχαίος Έλληνας
Ερατοσθένης, μεγάλος μαθηματικός, ανακάλυψε μια μέθοδο για να
υπολογίζει τους πρώτους αριθμούς. Το 'κόσκινο' του ήταν μια
σπουδαία ανακάλυψη για την εποχή του και ένα από τα μεγάλα
επιτεύγματα του σημαντικού αυτού προσώπου.
9. 10. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ. Οι αρχαίοι
Έλληνες είχαν αναπτύξει τεράστιο πολιτισμό και, φυσικά,
ενδιαφέρθηκαν για τις Επιστήμες όπως Μαθηματικά, Αστρονομία
κ.α. Οι πληροφορίες που έχουμε για την αρχαία ελληνική
τεχνολογία είναι κυρίως γραπτές. Οι μόνοι μηχανισμοί (ή
θραύσματά τους) που έχουν μέχρι στιγμής ανακαλυφθεί είναι ο
Μηχανισμός των Αντικυθήρων και ο Βυζαντινός μηχανισμός.
10. 11. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ. Ο
Μηχανισμός των Αντικυθήρων είναι συσκευή αστρονομικών
υπολογισμών που χαρακτηρίζεται παγκόσμια ως ο «Αρχαιότερος
Υπολογιστής». Κατασκευάστηκε γύρω στο 87 π.Χ. -πιθανά στη
Ρόδο- και διέθετε 32 οδοντωτά γρανάζια. Κατά τη μεταφορά του
στη Ρώμη το πλοίο που τον μετέφερε βυθίστηκε κοντά στα
Αντικύθηρα και ανακαλύφθηκε γύρω στα 1900 από ομάδα
σφουγγαράδων. Σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο. Οι διαστάσεις του είναι 16 x 32 x 9 cm (ίδιες με αυτές
ενός σύγχρονου φορητού υπολογιστή). Αποτελούνταν από ένα
κέλυφος με ενδεικτικούς πίνακες στην εξωτερική του όψη και ένα
πολυσύνθετο μηχανισμό 32 τροχών στο εσωτερικό του. Ο πίνακας
έδειχνε την ετήσια κίνηση του ήλιου στο ζωδιακό κύκλο καθώς και
τις ανατολές και τις δύσεις των λαμπρών άστρων και αστερισμών
κατά τη διάρκεια του έτους.[1]
11. 12. Ο ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΥΘΗΡΩΝ Ο υπολογιστής των
Αντικυθήρων είναι μία από τις πιο σημαντικές μηχανικές
εφευρέσεις στην ιστορία, είναι ο πρώτος υπολογιστής στην
παγκόσμια ιστορία. Πρόκειται για ένα αστρονομικό μηχάνημα
ακριβείας, με εκπληκτική μηχανική τελειότητα, τοποθετημένο σε
ένα ξύλινο κιβώτιο με διαβαθμισμένες πλάκες στο εξωτερικό του.
Εσωτερικά αποτελείτο από 30 αλληλοεμπλεκόμενους οδοντωτούς
τροχούς, έκκεντρα τοποθετημένους. Τους τροχούς, έθετε σε κίνηση,
με διαφορετική ταχύτητα τον καθένα, ένας περιστρεφόμενος
χειροκίνητος άξονας . Δείκτες σύμφωνα με τις επιγραφές έδειχναν
την πορεία του Ήλιου την πορεία και τις φάσεις της Σελήνης και
των πλανητών στον ζωδιακό κύκλο. Δηλαδή εκτελούσε
23

μαθηματικές πράξεις με μηχανικό τρόπο. Ο Μηχανισμός των


Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ.
12. 13. Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ Αυτός, είναι ο αρχαιότερος γνωστός
πολύπλοκος μηχανισμός. Ονομάζεται και πρώτος γνωστός
αναλογικός υπολογιστής. Η ποιότητα κατασκευής του υποδηλώνει
ότι είχε ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της Ελληνιστικής Περιόδου.
Ανακαλύφθηκε σε ναυάγιο ανοικτά του Ελληνικού νησιού
Αντικύθηρα[4] μεταξύ των Κυθήρων και της Κρήτης. Με βάση τη
μορφή των ελληνικών επιγραφών που φέρει χρονολογείται μεταξύ
του 150 π.Χ. και του 100 π.Χ., αρκετά πριν από την ημερομηνία του
ναυαγίου, το οποίο ενδέχεται να συνέβη ανάμεσα στο 87 π.Χ. και
63 π.Χ.. Θα μπορούσε να ήταν κατασκευασμένο μέχρι μισόν αιώνα
πριν το ναυάγιο. Το ναυάγιο ανακαλύφθηκε το 1900 σε βάθος
περίπου 40 με 64 μέτρων και πολλοί θησαυροί, αγάλματα και άλλα
αντικείμενα, ανασύρθηκαν από Συμιακούς σφουγγαράδες και
βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην
Αθήνα. Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ.
13. 14. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ Ο μηχανισμός είναι το αρχαιότερο σωζόμενο
μηχάνημα με γρανάζια, και μάλιστα πολύ πολύπλοκο. Είναι
φτιαγμένος από μπρούντζο και είχε ξύλινο πλαίσιο. Έχει
προβληματίσει και συναρπάσει πολλούς ιστορικούς της επιστήμης
και της τεχνολογίας αφότου ανακαλύφθηκε. Η πιο αποδεκτή θεωρία
σχετικά με τη λειτουργία του υποστηρίζει ότι ήταν ένας αναλογικός
υπολογιστής, όσο και ψηφιακός υπολογιστής σχεδιασμένος για να
υπολογίζει και απεικονίζει τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, τις
εκλείψεις ηλίου και σελήνης, τις φάσεις της σελήνης. Πρόσφατες
λειτουργικές ανακατασκευές της συσκευής υποστηρίζουν αυτήν την
ανάλυση. Από τις πρόσφατες έρευνες καταρρίφθηκε η θεωρία ότι
εμπεριέχει ένα διαφορικό γρανάζι, όμως ο ανακαλυφθείς
μηχανισμός της κίνησης της Σελήνης είναι ακόμα πιο
εντυπωσιακός, καθότι δίνει τη δυνατότητα μεταβλητής γωνιακής
ταχύτητας στον άξονα που κινεί τη Σελήνη (δεύτερος Νόμος
Κέπλερ). Ο Μηχανισμός των Αντικυθήρων, 150 με 100 π.Χ.
14. 15. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης Ο γνωστός από τη
δημιουργία των Νεπερίων λογαρίθμων Σκώτος μαθηματικός Τζον
Νέπιερ βασίστηκε σε ένα αρχαίο Ινδικό σύστημα υπολογισμών και
δημιούργησε ένα αβάκιο με ράβδους, που έμεινε στην Ιστορία με
την ονομασία «Κόκκαλα του Νέπιερ», επειδή οι ράβδοι του ήταν
κοκκάλινες. Με τα «κόκκαλα» αυτά ήταν δυνατός ο σχετικά
εύκολος υπολογισμός γινομένων αλλά και πηλίκων. Η μέθοδος αυτή
ήταν αρκετά δημοφιλής και την χρησιμοποιούσαν μέχρι κα τον 20ο
αιώνα σε πολλές χώρες, ειδικά στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα
«κόκκαλα του Νέπιερ» έγιναν, με την πάροδο του χρόνου, αρκετές
24

βελτιώσεις, ώστε να έχουν καλύτερη αναγνωσιμότητα και να


μπορούν να χρησιμοποιούνται και για άλλους υπολογισμούς, όπως
π.χ. για τον υπολογισμό της τετραγωνικής ρίζας ενός αριθμού. Τα
«Κόκκαλα του Νέπιερ», 1610 μ.Χ
15. 16. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης Ο Γάλλος
μαθηματικός Μπλεζ Πασκάλ (Blaise Pascal) κατασκεύασε το 1645
την πρώτη αληθινή αριθμομηχανή, η οποία επονομάστηκε
Πασκαλίνα (Pascal.). Με τη μηχανή αυτή μπορούσε κάποιος να
κάνει (σχετικά) εύκολα μαθηματικούς υπολογισμούς. Η μηχανή του
Pascal είχε τροχαλίες, τις οποίες, όταν περιέστρεφε ο χρήστης
εμφάνιζαν τα αποτελέσματα. Η μηχανή είχε μικρές διαστάσεις και
μπορούσε εύκολα να χωρέσει σε ένα μικρό τραπέζι. Ο αρχικός
«υπολογιστής» είχε πέντε γρανάζια (με αποτέλεσμα να μπορεί να
κάνει υπολογισμούς με σχετικά μικρούς αριθμούς), αλλά
κατασκευάστηκε και σε παραλλαγές με έξι και οκτώ γρανάζια. Η
μηχανή εκτελούσε δύο πράξεις, πρόσθεση και αφαίρεση. Στο επάνω
μέρος υπήρχε μια σειρά από οδοντωτούς τροχούς (γρανάζια), που
το καθένα περιείχε τους αριθμούς από 0 έως 9. Ο πρώτος τροχός
συμβόλιζε τις μονάδες, ο δεύτερος τις δεκάδες, ο τρίτος τις
εκατοντάδες, κ.ο.κ. Η μηχανή του Pascal, 1645
16. 17. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης O Leibniz, το1674,
τελειοποίησε τη μηχανή του Pascal ώστε να μπορεί να εκτελεί
πολλαπλασιασμούς και διαιρέσεις. Στα αρχικά στάδια της καριέρας
του, επινόησε το δυαδικό αριθμητικό σύστημα που αποτελεί μέχρι
και σήμερα τη βάση για τις γλώσσες προγραμματισμού των
υπολογιστών. Η μηχανή του Leibniz, 1674
17. 18. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης Η Αναλυτική
Μηχανή του Μπάμπατζ, 1822 Ο 19ος αιώνας ήταν ο Αιώνας του
Ατμού, μια και είχαν δημιουργηθεί πάρα πολλές μηχανές που
εργάζονταν ‘αυτόματα’ με ατμό. Ο Βρετανός μαθηματικός Τσαρλς
Μπάμπατζ (Charles Babbage) σχεδίασε μια αυτόματη μηχανή, που
θα εργαζόταν με ατμό και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την
εκτέλεση υπολογισμών. Οι ιδέες του ήταν πολύ πρωτοποριακές, με
αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η πραγματοποίησή τους λόγω των
περιορισμών της τεχνολογίας της εποχής. Έτσι, η Αναλυτική
Μηχανή του Μπάμπατζ έμεινε μόνο στη θεωρία και δεν
κατασκευάστηκε ποτέ, παρά τις προσπάθειες του δημιουργού της.
18. 19. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης Άντα Λάβλεϊς, η
πρώτη αναλύτρια/προγραμματίστρια Η μηχανή του Μπάμπατζ ήταν
πολύ πρωτοποριακή για την εποχή της, γι’ αυτό και δεν κατάφερε
να την δημιουργήσει όπως την ήθελε. Τα σχέδιά του, όμως, δεν
πήγαν χαμένα, μια και η Άντα Λάβλεϊς (Ada Lovelace) τα
κατέγραψε και τα επεξεργάστηκε, κάνοντάς την να μείνει στην
25

ιστορία ως η πρώτη προγραμματίστρια / αναλύτρια υπολογιστών


στην ιστορία. Προς τιμή της, μια από τις σύγχρονες γλώσσες
προγραμματισμού πήρε το όνομά της (Ada). Αξίζει να αναφέρουμε
πως η λαίδη Άντα ήταν κόρη του φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα που
βοήθησε πάρα πολύ την Ελληνική Επανάσταση
19. 20. Υπολογιστές στην περίοδο της Αναγέννησης Η μηχανή του
Χόλεριθ, 1890 Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής συγκέντρωναν
πάρα πολλούς ανθρώπους που πήγαιναν εκεί για να βρουν μια
καλύτερη ζωή. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Κυβέρνηση των Η.Π.Α.
αποφάσισε να κάνει μια απογραφή του πληθυσμού της χώρας. Οι
υπεύθυνοι ήθελαν να μάθουν πόσους κατοίκους έχει η χώρα τους.
Όμως, επειδή η χώρα ήταν πολύ μεγάλη, η διαδικασία απογραφής
ήταν τεράστια και ιδιαίτερα χρονοβόρα. Γι’αυτό έκαναν ένα
διαγωνισμό για τη δημιουργία μιας μηχανής που θα διευκόλυνε την
επεξεργασία και καταγραφή των στοιχείων που θα
συγκεντρώνονταν από την απογραφή. Ο Χέρμαν Χόλεριθ (Herman
Hollerith) κατασκεύασε για το διαγωνισμό μια μηχανή, με την οποία
η Κυβέρνηση των Η.Π.Α. κατάφερε να ολοκληρώσει την απογραφή
μέσα σε δύο χρόνια, χρόνο ρεκόρ για τα δεδομένα της εποχής. Η
μηχανή αυτή ονομάστηκε Census Tabulator (Ταξινομέας
Απογραφής) και ήταν η απαρχή για τη δημιουργία της μεγαλύτερης
(ως πριν λίγα χρόνια) εταιρείας υπολογιστών στον κόσμο, της ΙΒΜ
(International Business Machines). Λίγα χρόνια αργότερα, ένα
στέλεχος της ΙΒΜ θα δηλώσει: «Στον κόσμο υπάρχει αγορά μόνο
για μισή δωδεκάδα υπολογιστές».
20. 21. Σύγχρονοι (ηλεκτρονικοί) υπολογιστές 1η Γενιά Υπολογιστών
(1946- 1956) Το 1946, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου,
οι Ηνωμένες Πολιτείες χρειάζονταν μια συσκευή η οποία να βοηθά
τους στρατιωτικούς στους υπολογισμούς για να βρίσκουν τα όπλα
τους το στόχο με μεγαλύτερη ακρίβεια. Για πρώτη φορά
δημιουργήθηκε ένα τεράστιο μηχάνημα που αντί για μηχανικά μέρη
χρησιμοποιούσε ηλεκτρονικές λυχνίες, κατασκευασμένες από τον
Λι Ντε Φορέ (Lee DeForest). Ο πρώτος ηλεκτρονικός υπολογιστής
επονομάστηκε ENIΟ ΕΝΙΑC ήταν τεράστιος σε μέγεθος
(καταλάμβανε έναν ολόκληρο όροφο), και έπρεπε να τον ελέγχουν
συνεχώς ειδικοί επιστήμονες. Συχνά, επίσης, καίγονταν οι λυχνίες
του και έπρεπε να τις αντικαθιστούν. Ακόμα και ο πιο ταπεινός
σημερινός υπολογιστής είναι χιλιάδες φορές καλύτερος από τον
ENIAC ως προς τις δυνατότητες. Ήταν, όμως, η πρώτη σοβαρή
προσπάθεια δημιουργίας υπολογιστικής μηχανής
21. 22. Σύγχρονοι (ηλεκτρονικοί) υπολογιστές 2η Γενιά των
Υπολογιστών (1956- 1963) Την περίοδο αυτή οι λυχνίες
αντικαθίστανται από τρανζίστορς. Οι ηλεκτρονικές αυτές
26

κατασκευές (κρυσταλλοτρίοδοι, όπως τις ονομάζουν οι


ηλεκτρονικοί), επιτρέπουν τη δημιουργία μικρότερων και
ταχύτερων υπολογιστών. Το 1956 στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο
Μασαχουσέτης (Μ.Ι.Τ.) κατασκευάστηκε ο πρώτος Ηλεκτρονικός
Υπολογιστής που λειτουργούσε με τρανζίστορς, ο ΤΧ-0.
22. 23. Σύγχρονοι (ηλεκτρονικοί) υπολογιστές 3η Γενιά (1964- 1971)
Το 1958, ο Τζακ Κίλμπυ Jack Kilby της εταιρείας Texas Instruments
κατάφερε να δημιουργήσει κάτι που θα άλλαζε τον κόσμο των
ηλεκτρονικών για πάντα. Κατασκεύασε το πρώτο Ολοκληρωμένο
Κύκλωμα συνδυάζοντας τρανζίστορς, πυκνωτές, αντιστάτες και
άλλα ηλεκτρονικά εξαρτήματα όλα τοποθετημένα στο ίδιο κομμάτι
από πυρίτιο. Το δημιούργημα του Κίλμπι επέτρεψε στους
επιστήμονες να κατασκευάσουν υπολογιστές τόσο μικρούς ώστε να
μπορούμε ακόμη και να τους μεταφέρουμε. Χρησιμοποιείται,
επίσης, σε μια πληθώρα άλλων εφαρμογών, όπως τηλεπικοινωνίες,
πολυμέσα, ακόμη και παιχνίδια.
23. 24. Σύγχρονοι (ηλεκτρονικοί) υπολογιστές . 4η Γενιά (1971 -
σήμερα) Οι υπολογιστές που έχουμε σήμερα ανήκουν στην 4η
Γενιά. Ο κάθε ένας από αυτούς είναι εφοδιασμένος με Επεξεργαστή
(CPU), έχει τη δική του Μνήμη, μονάδα αποθήκευσης
πληροφοριών, οθόνη, και κάποιο είδος μέσου για να δίνουμε
πληροφορίες στον υπολογιστή (πληκτρολόγιο, πενάκι, ποντίκι κλπ).
Σύμφωνα με το νόμο του Moore, κάθε 18 περίπου μήνες η ισχύς των
παραγόμενων υπολογιστών διπλασιάζεται. Έτσι, γίνεται αντιληπτό
γιατί ένας υπολογιστής που αγοράζεται σήμερα είναι (περίπου) δύο
φορές ταχύτερος από έναν υπολογιστή της ίδιας «κατηγορίας» που
αγοράστηκε πριν ενάμιση χρόνο.
24. 25. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ Η ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΕΊΝΑΙ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΝΟΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ
ΑΝΘΡΩΠΩΝ. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΑΙΝΟΤΟΜΩΝ
ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΕ ΣΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ
ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ
ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ
ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ.
25. 26. ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ http://el.wikipedia

Ορισμός καινοτομίας βικιπαίδεια


27

Με τον όρο Καινοτομία εννοείται η νέα και πρωτοποριακή ιδέα για την
υλοποίηση κάποιου πράγματος ή η νέα διαδικασία αυτής της υλοποίησης,
καθώς επίσης και η εφαρμογή νέων εφευρέσεων ή ανακαλύψεων για την
πραγματοποίηση κάποιου αποτελέσματος. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται
σε οικονομικό/επιχειρηματικό/εμπορικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον ορισμό
της καινοτομίας, που προτείνει ο ΟΟΣΑ στο «εγχειρίδιο Frascati»,
πρόκειται για την μετατροπή μιας ιδέας σε εμπορεύσιμο προϊόν ή
υπηρεσία, λειτουργική μέθοδο παραγωγής ή διανομής - νέα ή βελτιωμένη
- ή ακόμα σε νέα μέθοδο παροχής κοινωνικής υπηρεσίας. Με τον τρόπο
αυτόν ο όρος αναφέρεται στην διαδικασία. Από την άλλη μεριά, όταν με
τη λέξη «καινοτομία» υποδηλώνεται ένα νέο ή βελτιωμένο προϊόν,
εξοπλισμός, η υπηρεσία που διαχέεται επιτυχώς στην αγορά, η έμφαση
δίνεται στο αποτέλεσμα της διαδικασίας.

http://www.bms-sa.gr/kainotomia-orismos.aspx Η Καινοτομία ορίζεται


ως «η εφαρμοσμένη χρήση της γνώσης με σκοπό την παραγωγή ή/και
παροχή νέων ή ουσιαστικά βελτιωμένων προϊόντων, διαδικασιών ή/και
υπηρεσιών που βρίσκουν άμεσης παραγωγικής, χρηστικής ή/και
εμπορικής εφαρμογής». Εναλλακτικά μπορεί να ορισθεί ότι η
Καινοτομία συνίσταται στην παραγωγή, την αφομοίωση και την
εκμετάλλευση με επιτυχία των νέων επιτευγμάτων ή ιδεών στον
οικονομικό και κοινωνικό τομέα.Μια Καινοτόμα Δράση μπορεί να είναι
ριζοσπαστική, ή σταδιακή (ανάλογα με τις αλλαγές σε υφιστάμενες
λειτουργίες μιας επιχείρησης) και μπορεί να αναφέρεται σε ένα νέο
προϊόν ή μια νέα υπηρεσία, στους τρόπους παραγωγής τους ή στην
τεχνολογία που χρησιμοποιείται, όπως και στην διοικητική δομή ενός
οργανισμού (εσωτερικά ή εξωτερικά σε σχέση με τους πελάτες ή
καταναλωτές).

Πύλη για την Ελληνική γλώσσα

Καινοτομία η [kenotomía] Ο25 : ενέργεια που χαρακτηρίζεται από νέα,


πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, νεωτερισμός: H κατάργηση των
εξετάσεων είναι μια ~ με θετικά / με αρνητικά αποτελέσματα. H κατάργηση
της επετηρίδας για το διορισμό των καθηγητών ήταν μια ~ που συνάντησε
αρνητικές και θετικές αντιδράσεις. || πρωτότυπη τεχνική κατασκευή. [λόγ.
ελνστ. καινοτομία, αρχ. σημ.: `εφεύρεση΄]
καινοτόμος -ος / -α -ο : που καινοτομεί: ~ σκέψη. || (συνήθ. ως ουσ.) ο
καινοτόμος, θηλ. καινοτόμος, αυτός που εισάγει και εφαρμόζει νέες,
πρωτοποριακές μεθόδους, αυτός που ανοίγει νέους δρόμους στον
28

κοινωνικό, πολιτικό, επιστημονικό ή καλλιτεχνικό τομέα· νεωτεριστής.


[λόγ. αρχ. καινοτόμος]
καινοτομώ 9α : εφαρμόζω νέες, πρωτοποριακές μεθόδους σε κπ. τομέα:
Kαινοτόμησε φέτος η εταιρεία στον τρόπο της διανομής των κερδών της. ||
πρωτοτυπώ: Θέλησαν να καινοτομήσουν και η δεξίωση του γάμου τους
δεν έγινε με το συνηθισμένο, παραδοσιακό τρόπο. [λόγ. αρχ. καινοτομῶ]

Λεξικό Δημητράκου. Τόμος Ζ.


29

Ησύχιος λεξικόν

Κούμα λεξικόν

Κα ι ν ο τ ο μ έω, ώ, κόπτω τι νέον αρχίζω νέαν λατομίαν, Ξενοφ.Κυνηγ,


4, 27. Καθ. κάμνω τι νέον νεωτερίζω εις την πόλιν : ονόματα , πλάττω
νέας λέξεις, απ' άλλας γλώσσας, ασυνηθίστους. Και ν ο τ ό μ η μ α , το, το
νέον κατασκευασμένον, η καινουργημένον.
Κ α ι ν ο το μ ία, ή, το κάμνειν νέα, ανακαινίζειν.
Κ α ι ν ο το μ ο ς, δ, ή, Επίρ. - τόμως (τέμνω), ός τις καμνει τί νέον.
Καινότομος, ο νέος, καινούριος κατασκευασμένος, Και ν ό τ ροπος, ο, ή,
30

με νέον τρόπον, νέα, ασυνήθιστα ήθη, Ανάλ.Η αιν ο υ ρ γ έω, ώ, κ.


Καινουργίζω, κάμνω καινούρια πράγματα ,μεταβάλλω τα καθεστώτα έχω
φρονήματα νεωτεριστικά. Καινούργημ α, το , κ. - Καινούργησις, ή. -
νουργία, ή, - γισμός, ο ι νεωτερισμός, μεταβολή

Βικιπαίδεια. Σωκράτης

Έπειτα από την κατηγορία των Άνυτου, Μέλητα και Λύκωνος εναντίον
του Σωκράτη, ο φιλόσοφος εκφώνησε ουσιαστικά τρεις λόγους,
προσπαθώντας τόσο να απολογηθεί όσο και να αναιρέσει τις κατηγορίες·
το τρίτο μέρος του λόγου του έχει άμεση σχέση με τη ψηφοφορία του
δικαστηρίου και την απόφασή του. Το πλατωνικό αυτό έργο αποτελεί μία
ελεύθερη απόδοση του δικανικού λόγου που εκφώνησε ο Σωκράτης το 399
π.Χ. στο δικαστήριο της Ηλιαίας,α[›] αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι
δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, αλλά εισήγαγε καινά δαιμόνια και
διέφθειρε με τις διδασκαλίες του τους νέους...

Λεξικό Μπαμπινιώτη

Καινοτομία (η) |αρχ.| {καινοτομιών) η ουσιώδης τροποποίηση, η ρι ζική


αλλαγή: η νέα διεύθυνση εισήγαγε / έφερε πολλές ~ στην επιχείρηση ΣΥΝ.
νεωτερισμός. —
καινοτομικός, -ή. -ό {! 8951. καινοτομώ ρ. αμ ετβ. {καινοτομείς... |
καινοτόμησα) εισάγω νέες μεθόδους. φέρνω αλλαγές και νεοτερισμούς ΣΥ
Υ
νεωτερίζω. — καινό- τόμος, -ος, -ο [αρχ.].
ΕΊΎΜ. αρχ. καινοτομώ (-έω), αρχική σημ . «διανοίγω νέο δ ρόμο»,
καινός + -τομώ τόμος ( τέμνω). Η σημερινή σημ. ήδη αρχ .|. καινότροπος,
-η. -ο Ιαρχ .1
ασυνήθιστος, αλλόκοτος συν. παράδοξος.
καινοφανής αντ. συνηθισμένος, καινούργιος, -ια, -ιο (σχολ. ορθ. καινού
ριος)(καθημ.) 1. αυτός που έρχεται να αντικαταστήσει κάτι όμοιο στο
είδος του· νέος:
ευτυχισμένος ο ~ χρόνος! | | είναι ευχαριστημένος από την - τον δουλειά αντ.
παλιό ς 2. Αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα: ~ μοντέλο αυτοκι νήτου
|| αυτό το σπίτι είναι -■ δεν υπήρχε πριν από δύο χρόνι α 3. αυ τός πυυ δεν
έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη ή
χρησιμοποιείται για πρώτη φορά ή άρχισε πρόσφατα να χ ρησιμοποιείται
: π ήρα -
παντε/.όνι || στο ~ σπίτι μένουμε εδώ και τρεις μήνες ΣΥΝ. νέος αντ. παλιός·
φρ. (πα-
31

ροιμ.) καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σ’ ακουμπήσω I σε κρεμάσω


για κάτι που έχει μόλι ς αποκτήσει κάποιος και προσπαθεί να το
χρησιμοποιεί όσο
γίνεται π ροσεκτικότερα, με όσο γίνετ αι μεγαλύ τερη φροντίδα 4. αυτός
που
εμφανίζεται ή γίνεται γνωστός για πρώ τη φορά: ~ εφεύρεση ί ιδέες / δίσκος
/ ται νία /
τεχνοτροπία αντ. παλαιός. απηρχ αιωμένος 5. (συνεκδ. για πρόσ.) αυτός
που έχει
φθάσει ή έχει εμφανιστεί πρόσφατα (κάπου): είμ αι ~ στην πόλη και δεν
ξέρω τα μέ ρη ||~ συγγραφέας (το έργο του έχει εμφανιστεί πρόσφατα) ||
έρθει ~ δάσκαλος, στη θέση
αυτού που πήρε σύνταξη || (κ. ως ουσ.) την πολλή δουλειά τη δίνουν στον ~
συν. νέος (όχι σε ηλικία) αντ. παλιό ς. σχολιο λ . καινός.
[ΕΙΥ.Μ. μτ γν. καινουργός (πβ. ίσος - ίσι ος) καινουργής (μ ε μετ
απλασμό) (χρχ.
καινουργώ (-έω) «αναδημιουργώ , ξεκινώ κάτι νέο» καινός + -εργώ έργον.
Η γρ.
καινούρι ος δεν δικαιολογείται ετυμο λογικούς).__

Λεξικό Βικιπαίδεια

Από τη Βικιπαίδεια. Με τον όρο Καινοτομία εννοείται η νέα και


πρωτοποριακή ιδέα για την υλοποίηση κάποιου πράγματος ή η νέα
διαδικασία αυτής της υλοποίησης, καθώς επίσης και η εφαρμογή νέων
εφευρέσεων ή ανακαλύψεων για την πραγματοποίηση κάποιου
αποτελέσματος. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται σε
οικονομικό/επιχειρηματικό/εμπορικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με τον ορισμό της καινοτομίας, που προτείνει ο ΟΟΣΑ στο


«εγχειρίδιο Frascati», πρόκειται για την μετατροπή μιας ιδέας σε
εμπορεύσιμο προϊόν ή υπηρεσία, λειτουργική μέθοδο παραγωγής ή
διανομής - νέα ή βελτιωμένη - ή ακόμα σε νέα μέθοδο παροχής κοινωνικής
υπηρεσίας. Με τον τρόπο αυτόν ο όρος αναφέρεται στην διαδικασία. Από
την άλλη μεριά, όταν με τη λέξη «καινοτομία» υποδηλώνεται ένα νέο ή
βελτιωμένο προϊόν, εξοπλισμός, η υπηρεσία που διαχέεται επιτυχώς στην
αγορά, η έμφαση δίνεται στο αποτέλεσμα της διαδικασίας.

Συνδέεται με την έρευνα και την ανάπτυξη, ειδικά στο χώρο των
επιχειρήσεων, με τα αντίστοιχα τμήματα (R&D, Research and
Development). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Καινοτομία είναι επιτεύξιμος
στόχος μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργασίας μεταξύ
32

διακρατικών εταίρων. Η Καινοτομία στην Ε.Ε. μετράται με το


Innovation Scorecard, που ξεκίνησε σαν θεσμός το 2006. Η Καινοτομία
μετράται με δείκτες, οι οποίοι συσταδοποιούνται σε κατηγορίες. Συνάφεια
με εμπειρία, μάθηση και ανάπτυξη.

Είναι σηµαντικό να γίνει διάκριση µεταξύ της τεχνολογικής καινοτομίας


προϊόντων και διαδικασιών και της μη τεχνολογικής καινοτομίας
(οργάνωσης και εµπορίας). Για παράδειγμα, τα πιστοποιητικά ISO ή η
εισαγωγή συστημάτων διαχείρισης και ελέγχου ποιότητας είναι
τεχνολογική Καινοτομία µόνο όταν συνδέονται άµεσα µε την εισαγωγή
νέων ή σηµαντικά βελτιωµένων διαδικασιών. Η δημιουργία μίας απλής
ιστοσελίδας µε πληροφορίες, χωρίς on-l. νέες και πρωτότυπες υπηρεσίες
δεν αποτελεί καινοτομία. Αν υπάρχουν οι πρωτότυπες υπηρεσίες τότε
αποτελεί παράδειγμα μη τεχνολογικής καινοτομίας. Επίσης, οι
οργανωτικές καινοτομίες θεωρούνται τεχνολογικές µόνο στην περίπτωση
που βασίζονται σε νέες τεχνολογικές εφαρμογές και επιφέρουν μετρήσιμες
αλλαγές στην απόδοση, για παράδειγμα αύξηση στην παραγωγικότητα ή
στις πωλήσεις.

Ένα σηµαντικό κριτήριο για όλα τα είδη καινοτομίας είναι ότι πρέπει να
περιέχουν µία σηµαντική αλλαγή / διαφοροποίηση στα υπάρχοντα
προϊόντα (αγαθά ή υπηρεσίες), τις διαδικασίες, τις µεθόδους εµπορίας ή
τις οργανωτικές δοµές και πρακτικές της επιχείρησης. ∆εν είναι λοιπόν
Καινοτομία αλλαγές, οι οποίες έχουν µικρή σηµασία ή εμβέλεια ή δεν
επιφέρουν ικανό βαθµό νεωτερισμού στην επιχείρηση, όπως διακοπή
χρήσης µίας διαδικασίας, µεθόδου εµπορίας ή εµπορικής εκμετάλλευσης
ενός προϊόντος, αλλαγές προερχόμενες αποκλειστικά από µεταβολές των
τιµών των παραγωγικών συντελεστών, απλή αντικατάσταση ή
αναβάθμιση ενός προϊόντος ή διαδικασίας ή συσκευασίας, παραγωγή επί
παραγγελία, εποχιακές και άλλες κυκλικές μεταβολές.

Τεχνολογική Καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών

Ως τεχνολογική Καινοτομία ορίζεται :

• Η εισαγωγή στην αγορά ενός νέου ή σημαντικά βελτιωμένου σε


σχέση με τα βασικά του χαρακτηριστικά, τις τεχνικές προδιαγραφές,
το ενσωματωμένο λογισμικό ή άλλα μη υλικά συστατικά,
προτιθέμενες χρήσεις ή τη φιλικότητα προς τον χρήστη, προϊόντος
(υλικού αγαθού ή υπηρεσίας) ή
• Η εισαγωγή στην επιχείρηση μίας νέας ή σημαντικά βελτιωμένης
διαδικασίας παραγωγής, μεθόδου παροχής και διανομής ή
διαδικασίας υποστήριξης για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες. Το
33

αποτέλεσμα (της διαδικασίας) θα πρέπει να είναι σημαντικό σε


σχέση με τον όγκο της παραγωγής, την ποιότητα των προϊόντων ή
το κόστος παραγωγής και διανομής. Καθαρά οργανωτικές ή
διοικητικές μεταβολές δεν περιλαμβάνονται στην τεχνολογική
καινοτομία.

Επιπρόσθετα, η τεχνολογική Καινοτομία πρέπει να βασίζεται στα


αποτελέσματα νέων τεχνολογικών εξελίξεων, νέων συνδυασμών
υπαρχουσών τεχνολογιών ή στη χρησιμοποίηση άλλου είδους γνώσεων
που αποκτήθηκαν από την επιχείρηση. Οι μεταβολές καθαρά αισθητικής
φύσεως δεν περιλαμβάνονται.

Inovation Βικιπαίδεια

From Wikipedia, Innovation is a "new idea, creative thoughts, new


imaginations in form of device or method. However, innovation is often
also viewed as the application of better solutions that meet new
requirements, unarticulated needs, or existing market needs. Such
innovation takes place through the provision of more-effective products,
processes, services, technologies, or business models that are made
available to markets, governments and society. An innovation is
something original and more effective and, as a consequence, new, that
"breaks into" the market or society. Innovation is related to, but not the
same as, invention,[4] as innovation is more apt to involve the practical
implementation of an invention (i.e. new/improved ability) to make a
meaningful impact in the market or society,[5] and not all innovations
require an invention. Innovation often[quantify] manifests itself via the
engineering process, when the problem being solved is of a technical or
scientific nature. The opposite of innovation is exnovation. While a novel
device is often described[by whom?] as an innovation, in economics,
management science, and other fields of practice and analysis, innovation
is generally considered to be the result of a process that brings together
various novel ideas in such a way that they affect society. In industrial
economics, innovations are created and found empirically from services to
meet growing consumer demand.

Σούδα-λεξικόν-Suidae-Lexicon-Ex-Recogn-I-Bekkeri
34

Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων, κατά συγγραφέα

• 1. Αριστοφάνης Vespae {0019.004} (5-4 B.C.) L. 876


• Βδ. ὦ δέσποτ’ ἄναξ γεῖτον Ἀγυιεῦ, τοῦ ’μοῦ προθύρου
προ- (875) πύλαιε, (875) δέξαι τελετὴν καινήν, ὦ
’ναξ, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν. παῦσόν τ’ αὐτοῦ τουτὶ τὸ
λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος, ἀντὶ σιραίου μέλιτος
σμικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξας.

• 2. Αριστοφάνης Ecclesiazusae (5-4 B.C.) L. 584


• θεαταῖς. (582)
Πρ. καὶ μὴν ὅτι μὲν χρηστὰ διδάξω πιστεύω· τοὺς δὲ θεατάς,
εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν
τοῖς τ’ ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ μάλιστα (585)
δέδοικα. (585)

• 3. Αριστοφάνης Ecclesiazusae (5-4 B.C.) L. 586


• τοῖς τ’ ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ μάλιστα (585)
δέδοικα. (585) Βλ. περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν
μὴ δείσῃς· τοῦτο γὰρ ἡμῖν (586) δρᾶν ἀντ’ ἄλλης
ἀρχῆς ἐστιν, τῶν δ’ ἀρχαίων ἀμελῆσαι.

• 4. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 se. 27


l. 1
• μενα πάντα μαρτυρεῖ ὅτι οὐκ ἄν ποτε πλείω ἀνδράποδα ἐκεῖ
γένοιτο ἢ ὅσων [ἂν] τὰ ἔργα δεῖται. οὔτε γὰρ βάθους πέρας
(27) οὔτε ὑπονόμων οἱ ὀρύττοντες εὑρίσκουσι. καὶ μὴν καινο-
τομεῖν γε οὐδὲν ἧττον ἔξεστι νῦν ἢ πρότερον. οὐ τοίνυν οὐδ’
εἰπεῖν ἂν ἔχοι εἰδὼς οὐδεὶς πότερον ἐν τοῖς κατατετμημένοις
35

(28) πλείων ἀργυρῖτις ἢ ἐν τοῖς ἀτμήτοις ἐστί. τί δῆτα, φαίη ἄν

• 5. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 se. 28


l. 2
• εἰπεῖν ἂν ἔχοι εἰδὼς οὐδεὶς πότερον ἐν τοῖς κατατετμημένοις
(28) πλείων ἀργυρῖτις ἢ ἐν τοῖς ἀτμήτοις ἐστί. τί δῆτα, φαίη ἄν
τις, οὐ καὶ νῦν, ὥσπερ ἔμπροσθεν, πολλοὶ καινοτομοῦσιν; ὅτι
πενέστεροι μὲν νῦν εἰσιν οἱ περὶ τὰ μέταλλα· νεωστὶ γὰρ
πάλιν κατασκευάζονται· κίνδυνος δὲ μέγας τῷ καινοτομοῦντι·

• 6. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 se. 28


l. 4
• τις, οὐ καὶ νῦν, ὥσπερ ἔμπροσθεν, πολλοὶ καινοτομοῦσιν; ὅτι
πενέστεροι μὲν νῦν εἰσιν οἱ περὶ τὰ μέταλλα· νεωστὶ γὰρ
πάλιν κατασκευάζονται· κίνδυνος δὲ μέγας τῷ καινοτομοῦντι·
(29) ὁ μὲν γὰρ εὑρὼν ἀγαθὴν ἐργασίαν πλούσιος γίγνεται, ὁ δὲ μὴ
εὑρὼν πάντα ἀπόλλυσιν ὅσα ἂν δαπανήσῃ. εἰς τοῦτον οὖν τὸν

• 7. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 se. 30


l. 3
• (30) κίνδυνον οὐ μάλα πως ἐθέλουσιν οἱ νῦν ἰέναι. ἐγὼ μέντοι
ἔχειν μοι δοκῶ καὶ περὶ τούτου συμβουλεῦσαι ὡς ἂν ἀσφα-
λέστατα καινοτομοῖτο. εἰσὶ μὲν γὰρ δήπου Ἀθηναίων δέκα
φυλαί· εἰ δ’ ἡ πόλις δοίη ἑκάστῃ αὐτῶν ἴσα ἀνδράποδα, αἱ
δὲ κοινωσάμεναι τὴν τύχην καινοτομοῖεν, οὕτως ἄν, εἰ μία

• 8. Ξενοφών. De vectigalibus {0032.011} (5-4 B.C.) Ch. 4 se. 30


l. 5
• λέστατα καινοτομοῖτο. εἰσὶ μὲν γὰρ δήπου Ἀθηναίων δέκα
φυλαί· εἰ δ’ ἡ πόλις δοίη ἑκάστῃ αὐτῶν ἴσα ἀνδράποδα, αἱ
δὲ κοινωσάμεναι τὴν τύχην καινοτομοῖεν, οὕτως ἄν, εἰ μία
(31) εὕροι, πάσαις ἂν λυσιτελὲς ἀποδείξειεν, εἰ δὲ δύο ἢ τρεῖς ἢ
τέτταρες ἢ αἱ ἡμίσειαι εὕροιεν, δῆλον ὅτι ἔτι λυσιτελέστερα

• 9.Πλάτων. Euthyphro (5-4 B.C.) Stephanus p. 3 se. b l. 6


• ὥς φησιν.
ΕΥΘ. Μανθάνω, ὦ Σώκρατες· ὅτι δὴ σὺ τὸ δαιμόνιον
φῂς σαυτῷ ἑκάστοτε γίγνεσθαι. ὡς οὖν καινοτομοῦντός
σου περὶ τὰ θεῖα γέγραπται ταύτην τὴν γραφήν, καὶ ὡς
36

διαβαλῶν δὴ ἔρχεται εἰς τὸ δικαστήριον, εἰδὼς ὅτι εὐδιά-

• 10.Πλάτων. Euthyphro (5-4 B.C.) Stephanus p. 5 se. a l. 7


• αὐτὰ ταῦτα προκαλεῖσθαι αὐτόν, λέγοντα ὅτι ἔγωγε καὶ ἐν
τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ τὰ θεῖα περὶ πολλοῦ ἐποιούμην εἰδέναι,
καὶ νῦν ἐπειδή με ἐκεῖνος αὐτοσχεδιάζοντά φησι καὶ καινοτο-
μοῦντα περὶ τῶν θείων ἐξαμαρτάνειν, μαθητὴς δὴ γέγονα σός
— “καὶ εἰ μέν, ὦ Μέλητε,” φαίην ἄν, “Εὐθύφρονα ὁμολογεῖς
(b) σοφὸν εἶναι τὰ τοιαῦτα, [καὶ] ὀρθῶς νομίζειν καὶ ἐμὲ ἡγοῦ

• 11.Πλάτων. Euthyphro (5-4 B.C.) Stephanus p. 16 se. a l. 2


• καὶ μὴ καὶ τῆς πρὸς Μέλητον γραφῆς ἀπαλλάξομαι,
ἐνδειξά16.(a) μενος ἐκείνῳ ὅτι σοφὸς ἤδη παρ’ Εὐθύφρονος τὰ
θεῖα γέγονα καὶ ὅτι οὐκέτι ὑπ’ ἀγνοίας αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ
καινοτομῶ περὶ αὐτά, καὶ δὴ καὶ τὸν ἄλλον βίον ὅτι ἄμεινον βιω-
σοίμην.

• 12.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 656 se. e l. 2


• ταῦτα, ἅττα ἐστὶ καὶ ὁποῖ’ ἄττα ἀπέφηναν ἐν τοῖς ἱεροῖς,
(e) καὶ παρὰ ταῦτ’ οὐκ ἐξῆν οὔτε ζωγράφοις, οὔτ’ ἄλλοις ὅσοι
σχήματα καὶ ὁποῖ’ ἄττα ἀπεργάζονται, καινοτομεῖν οὐδ’
ἐπινοεῖν ἄλλ’ ἄττα ἢ τὰ πάτρια, οὐδὲ νῦν ἔξεστιν, οὔτε ἐν
τούτοις οὔτε ἐν μουσικῇ συμπάσῃ. σκοπῶν δὲ εὑρήσεις

• 13.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 709 se. a l. 6


• βιασάμενος ἀνέτρεψε πολιτείας καὶ μετέβαλε νόμους, ἢ
πενίας χαλεπῆς ἀπορία· πολλὰ δὲ καὶ νόσοι ἀναγκάζουσι
καινοτομεῖν, λοιμῶν τε ἐμπιπτόντων, καὶ χρόνον ἐπὶ πολὺν
ἐνιαυτῶν πολλῶν πολλάκις ἀκαιρίαι. ταῦτα δὴ πάντα
προϊδών τις ᾄξειεν ἂν εἰπεῖν ὅπερ ἐγὼ νυνδή, τὸ θνητὸν

• 14.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 715 se. d l. 1


• τοῖς ἐφεξῆς τὰ μετὰ ταῦθ’ ἕκαστα ἀποδοτέον εἶναι. τοὺς
δ’ ἄρχοντας λεγομένους νῦν ὑπηρέτας τοῖς νόμοις ἐκάλεσα
(d) οὔτι καινοτομίας ὀνομάτων ἕνεκα, ἀλλ’ ἡγοῦμαι παντὸς
μᾶλλον εἶναι παρὰ τοῦτο σωτηρίαν τε πόλει καὶ τοὐναντίον.
ἐν ᾗ μὲν γὰρ ἂν ἀρχόμενος ᾖ καὶ ἄκυρος νόμος, φθορὰν
37

• 15.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 797 se. b l. 4


• ὡσαύτως ἀεὶ τοὺς αὐτοὺς παίζειν τε καὶ εὐθυμεῖσθαι τοῖς
αὐτοῖς παιγνίοις, ἐᾷ καὶ τὰ σπουδῇ κείμενα νόμιμα μένειν
ἡσυχῇ, κινούμενα δὲ τὰ αὐτὰ καὶ καινοτομούμενα, μεταβολαῖς τε
ἄλλαις ἀεὶ χρώμενα, καὶ μηδέποτε ταὐτὰ φίλα
προσαγορευόντων τῶν νέων, μήτ’ ἐν σχήμασιν τοῖς τῶν αὑ-

• 16.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 797 se. c l. 1


• τῶν σωμάτων μήτε ἐν τοῖς ἄλλοις σκεύεσιν ὁμολογουμένως
αὐτοῖς ἀεὶ κεῖσθαι τό τ’ εὔσχημον καὶ ἄσχημον, ἀλλὰ τόν
(c) τι νέον ἀεὶ καινοτομοῦντα καὶ εἰσφέροντα τῶν εἰωθότων
ἕτερον κατά τε σχήματα καὶ χρώματα καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα,
τοῦτον τιμᾶσθαι διαφερόντως, τούτου πόλει λώβην οὐκ εἶναι

• 17.Πλάτων. Leges (5-4 B.C.) Stephanus p. 950 se. a l. 1


• τούτων πέρι πρῶτον πείθοντα εἰς δύναμιν. πέφυκεν δὲ
ἡ πόλεων ἐπιμειξία πόλεσιν ἤθη κεραννύναι παντοδαπά, 950.(a)
καινοτομίας ἀλλήλοις ἐμποιούντων ξένων ξένοις· ὃ δὴ τοῖς
μὲν εὖ πολιτευομένοις διὰ νόμων ὀρθῶν βλάβην ἂν φέροι
μεγίστην πασῶν, ταῖς δὲ πλείσταις πόλεσιν, ἅτε οὐδαμῶς

• 18. Αριστοτέλης. Πολιτικά. (4 B.C.) Bekker p. 1265a l. 12


• τὸ μὲν (10)οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι
καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν, καλῶς δὲ
πάντα ἴσως χαλεπόν, ἐπεὶ καὶ τὸ νῦν εἰρημένον πλῆθος δεῖ
μὴ λανθάνειν ὅτι χώρας δεήσει τοῖς τοσούτοις Βαβυλωνίας

• 19. Αριστοτέλης. Πολιτικά. (4 B.C.) Bekker p. 1305b l. 41


• μον). γίνονται δὲ μεταβολαὶ τῆς ὀλιγαρχίας καὶ ὅταν
ἀναλώσωσι τὰ ἴδια ζῶντες ἀσελγῶς· καὶ γὰρ οἱ τοιοῦτοι (40)
καινοτομεῖν ζητοῦσι, καὶ ἢ τυραννίδι ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ
(1306a) κατασκευάζουσιν ἕτερον (ὥσπερ Ἱππαρῖνος Διονύσιον ἐν
Συρακούσαις, καὶ ἐν Ἀμφιπόλει ᾧ ὄνομα ἦν Κλεότιμος τοὺς

• 20. Αριστοτέλης. Πολιτικά. (4 B.C.) Bekker p. 1316b l. 19


• πλουσίων ὄντων πάντων ἢ τῶν πλείστων. τοῦτο δ’ ἐστὶ ψεῦ-
δος· ἀλλ’ ὅταν μὲν τῶν ἡγεμόνων τινὲς ἀπολέσωσι τὰς
οὐσίας, καινοτομοῦσιν, ὅταν δὲ τῶν ἄλλων, οὐθὲν γίγνεται
δεινόν, καὶ μεταβάλλουσιν οὐθὲν μᾶλλον οὐδὲ τότε εἰς
38

δῆμον (20)
ἢ εἰς ἄλλην πολιτείαν. ἔτι δὲ κἂν τιμῶν μὴ μετέχωσιν,

• 21.Πλούταρχος Lysander {0007.032} (A.D. 1-2) Ch. 25 se. 1 l.


5
• λόγον ἐξεμελέτα πρὸς τὴν ὑπόθεσιν γεγραμμένον
ὑπὸ Κλέωνος τοῦ Ἁλικαρνασσέως. ἔπειτα τὴν
ἀτοπίαν καὶ τὸ μέγεθος τοῦ καινοτομουμένου
πράγματος ὁρῶν ἰταμωτέρας δεόμενον βοηθείας,
ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μηχανὴν αἴρων ἐπὶ τοὺς

• 22.Πλούταρχος Sulla {0007.033} (A.D. 1-2) Ch. 7 se. 5 l. 2


• γεγόνασι, καὶ θεοῖς ἧττον ἢ μᾶλλον τῶν προ- (10)
(5) τέρων μέλοντες. τά τε γὰρ ἄλλα φασὶν ἐν τῇ
τῶν γενῶν ἀμείψει λαμβάνειν μεγάλας καινοτομίας, καὶ τὴν
μαντικὴν ποτὲ μὲν αὔξεσθαι τῇ
τιμῇ καὶ κατατυγχάνειν ταῖς προαγορεύσεσι,
καθαρὰ καὶ φανερὰ σημεῖα τοῦ δαιμονίου προπέμ-

• 23.Πλούταρχος Sulla {0007.033} (A.D. 1-2) Ch. 34 se. 3 l. 7


• καλοῦσιν. οὕτω δὲ ἄρα οὐ ταῖς πράξεσιν ὡς
τοῖς εὐτυχήμασιν ἐπίστευεν, ὥστε, παμπόλλων
μὲν ἀνῃρημένων ὑπ’ αὐτοῦ, καινοτομίας δὲ γενο-
μένης καὶ μεταβολῆς ἐν τῇ πόλει τοσαύτης, ἀπο-
θέσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν δῆμον ἀρχαιρεσιῶν

• 24. Ωριγένης Expositio in Proverbia (Frag. e catenis) {2042.075}


(A.D. 2-3) Vol. 17 p. 184 l. 50
• ἃ καὶ σπείρων εἰς τὸ πνεῦμα, θερίζει ζωήν· ἔοικε
δὲ διὰ τοῦ ἑαυτῆς λέγειν τὸν πλοῦτον, τοιοῦτόν τι
λέγειν, ὅτι Οὐ χρεία σοι δαπάνης, οὐδὲ καινοτομίας, (50)
εἰς τὸν πρὸς ἐμὲ ἔρωτα, ἀλλ’ ἀρκεῖ τὸ φιλῆσαι μό-
νον, καὶ ἀνταγαπηθήσῃ. Ἀλλὰ μὴν, καὶ ὃ θαυμαστόν

• 25. Γρηγόριος Νύσσης. Adversus Macedonianos de spiritu sancto


{2017.006} (A.D. 4) Vol. 3,1 p. 104 l. 10
• φύσεως. μέσον γὰρ τούτων ἐπιγινώσκει ὁ λόγος οὐδέν,
ὥστε τινὰ φύσεως ἰδιότητα ἐν μεθορίῳ τοῦ τε κτιστοῦ καὶ
τοῦ ἀκτίστου καινοτομηθεῖσαν μεταξὺ τούτων εἶναι νο- (10)
39

μίζεσθαι, ὡς καὶ ἀμφοτέρων μετέχειν καὶ οὐθέτερον τε-


λείως εἶναι. οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεται μίξιν τινὰ τῶν ἐναντίων καὶ

• 26. Γρηγόριος Νύσσης. Orationes viii de beatitudinibus


{2017.053} (A.D. 4) Vol. 44 p. 1277 l. 52
• χωρῆσαι, μήτε καρδίᾳ λαβεῖν; Ποίαις φωναῖς ἐξαγ- (50)
γείλω τὴν φύσιν; Τί εὕρω τοῦ ἀγαθοῦ τούτου ἐν τοῖς
γινωσκομένοις ὑπόδειγμα; Ποίας καινοτομήσω φω-
νὰς, πρὸς τὴν τοῦ ἀφράστου τε καὶ ἀνεκφωνήτου ση-
μασίαν; Ἤκουσα τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς μεγάλα

• 27. Γρηγόριος Νύσσης. Adversus eos qui castigationes aegre


ferunt {2017.059} (A.D. 4) Vol. 46 p. 309 l. 56
• δίον τοίνυν οὐκ ἐμβαίνει τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰς
γραμμὰς ἅσπερ ἂν ὁ διδάσκαλος τῷ κηρῷ ἐνσημή- (55)
νηται· οὐδὲ στοιχεῖα καινοτομεῖ, ὑπ’ ἐξουσίας ἐμπλή-
κτου νεωτερίζον περὶ τὰ γράμματα· ἀλλὰ πρώτην
μὲν τῇ γραφίδι τοῖς τοῦ διδασκάλου τύποις ἐνασκεῖ

• 28. Γρηγόριος Νύσσης. In sanctum Ephraim {2017.068} (A.D. 4)


Vol. 46 p. 840 l. 25
• τὸν πρὸς τῇ ἀληθείᾳ τούτου ζῆλον ἡμῖν ἀποδεικνὺς,
ἔχων οὕτως, ὡς ὁ κουφόνους, μᾶλλον ἄνους καὶ ἄλο-
γος Ἀπολινάριος, πολλὰ καινοτομήσας καὶ ἀπὸ κοι- (25)
λίας ἐρευξάμενος, ἄδικον τῆς εὐσεβείας Γραφὴν ἐσχε-
δίασεν, ἐν δυσὶ βιβλίοις ταύτην συντάξας. Ἐνεχεί-

• 29. Ευσέβιος θεολόγος. Commentaria in Psalmos {2018.034}


(A.D. 4) Vol. 24 p. 57 l. 13
• Πατρὸς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ οὐκέτι ταμεῖον οὐδὲ
ἀποθήκη. Υἱοὶ οἱ αἱρετικοὶ λόγοι, καὶ τὰ νοήματα
ὡς νεόφυτα, διὰ τὴν καινοτομίαν· θυγατέρες αἱ λέ-
ξεις· κεκαλλωπισμέναι δὲ διὰ τὴν φράσιν, ναὸν οὖσαι
τοῦ φρονήματος. (15)

• 30. Ευσέβιος θεολόγος. Frag. in Lucam {2018.037} (A.D. 4) Vol.


24 p. 532 l. 55
• Θεὸς, φησὶν, ὁ ἐνεργῶν, μὴ ἀμφίβαλλε· ὁ καὶ τὴν
φύσιν γεγηρακυῖαν καὶ ἀσθενοῦσαν ἐπιῤῥωννὺς, καὶ
40

φύσιν καινοτομῶν, ὅτε βούλεται. (55)Εἶπε Μαριάμ· Ἰδοὺ ἡ


δούλη Κυρίου, κ. τ. λ. Δούλη εἰμὶ Κυρίου· πίναξ εἰμὶ
γραφόμενος· ὃ

• 31. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Apologetica (orat. 2) {2022.016}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 452 l. 6
• ἀμαυροῦ καὶ οὐ στίλβοντος, τῶν δὲ ὡς ἐκμελῶν καὶ
ἀτόνων.
ΜΓʹ. Καὶ διὰ τοῦτο ῥᾷον ἄρτι καινοτομεῖν ἀλήθειαν (6)
ψυχῇ, ὥσπερ κηρὸν οὔπω κεχαραγμένον, ἢ γράφειν
κατὰ γραμμάτων, πονηρῶν λέγω διδαγμάτων τε

• 32. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 549 l. 20
• μεγάλου Κωνσταντίου σωθεὶς, ἄρτι παρὰ τοῦ πατρὸς
διαδεξαμένου τὸ κράτος (ἡνίκα τὸ στρατιωτικὸν ἐξ-
ωπλίσθη κατὰ τῶν ἐν τέλει, καινοτομοῦν φόβῳ καινοτομίας, καὶ
διὰ νέων προστατῶν καθίστατο τὰ βασίλεια)· καὶ σωθείς γε σὺν τῷ
ἀδελφῷ σωτηρίαν

• 33. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 549 l. 20
• μεγάλου Κωνσταντίου σωθεὶς, ἄρτι παρὰ τοῦ πατρὸς
διαδεξαμένου τὸ κράτος (ἡνίκα τὸ στρατιωτικὸν ἐξ-
ωπλίσθη κατὰ τῶν ἐν τέλει, καινοτομοῦν φόβῳ καινο- (20)
τομίας, καὶ διὰ νέων προστατῶν καθίστατο τὰ βα-
σίλεια)· καὶ σωθείς γε σὺν τῷ ἀδελφῷ σωτηρίαν
ἄπιστον καὶ παράδοξον, οὔτε τῷ Θεῷ χάριν ἔσχε τῆς

• 34. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 577 l. 5
• μιγμένων τῶν δικαίως ἂν πιστευθέντων τοῖς οὐκ
ἀξίοις πίστεως· τὸ μὲν γὰρ ἐπισημῆναί τι τῇ τοσαύτῃ
τοῦ κακοῦ καινοτομίᾳ καὶ δυσσεβείᾳ τῶν οὐκ ἀπί-
στων, ἀλλὰ καὶ πολλάκις ἤδη συμβεβηκότων περὶ
τὰς μεγίστας μεταβολάς· τὸ δὲ καὶ τὸν τρόπον

• 35. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 577 l. 27
41

• δείκνυται· τυχὸν κἀκεῖνον ἐπισχεθῆναι τῆς ἀσε- (25)


βείας διὰ τούτων ἐπρυτανεύετο· πολλὰς γὰρ καὶ πα-
ραδόξους ὁδοὺς σωτηρίας οἶδε τὸ Θεῖον καινοτομεῖν,
νεῦον πρὸς τὸ φιλάνθρωπον· ὃ δὲ λέγεται ὑπὸ
πλειόνων, καὶ πιστεύειν οὐκ ἀπὸ τρόπου.

• 36. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 597 l. 21
• ἀπ’ ἀρχῆς εὐτέλειαν, ἀλλὰ καὶ τῶν λίαν ὑψηλῶν
ποτε καὶ λαμπρῶν, καὶ περιουσίᾳ, καὶ γένει, καὶ (20)
δυναστείᾳ, καινοτομούντων τὸ δυσπαθεῖν διὰ τὴν
Χριστοῦ μίμησιν· ὧν, κἂν ὁ λόγος μὴ ᾖ (διὰ
τὸ μηδ’ ἐν λόγῳ τίθεσθαι τὴν εὐσέβειαν, καὶ τῆς ἀπὸ

• 37. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 601 l. 22
• ὅτι, τῇ μεταθέσει τῆς κλήσεως ἕψεσθαι νομίσας τὴν (20)
ἡμετέραν διάθεσιν, ἢ αἰσχυνεῖν γε ἡμᾶς ὥσπερ τι
τῶν αἰσχίστων ἐγκαλουμένους, εὐθὺς καινοτομεῖ
περὶ τὴν προσηγορίαν, Γαλιλαίους ἀντὶ Χριστιανῶν
ὀνομάσας τε καὶ καλεῖσθαι νομοθετήσας·

• 38. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 604 l. 9
• νυκτὶ, τὰς Θεστίου πεντήκοντα θυγατέρας, ἵν’ ἐκ
τούτων ὀνομασθῇ θεός· ἐπεὶ βουλομένοις γε τὰ
τοιαῦτα καινοτομεῖν, καὶ πολλαὶ κατ’ ἐκείνου
κλήσεις ἐκ τῶν ἐκείνου Χριστιανοῖς αἰσχίους τε ἅμα (10)
καὶ οἰκειοτέραι. Τί γὰρ ἂν κωλύσειε καὶ ἡμᾶς τῷ

• 39. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 636 l. 37
• μάλιστα λάθῃς ἐνασχημονῶν, καὶ ἀλογίαν κατακρι- (35)
νόμενος. Ἀπόκριναι γάρ· τί σοι τὸ δόγμα βού-
λεται; καὶ τίς ὁ λόγος τῆς περὶ λόγους καινοτομίας;
Κἄν τι δίκαιον δόξῃς λέγειν, ἀνιασόμεθα μὲν, οὐ
μεμψόμεθα δέ· καὶ γὰρ ὥσπερ σὺν λόγῳ νικᾷν, οὕτω
42

• 40. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 1


(orat. 4) (A.D. 4) Vol. 35 p. 645 l. 16
• τε καὶ τοὺς εὑρομένους, μηδὲν ἔχειν ἡμέτε-
ρον πλὴν τῆς κακίας, καὶ τῆς περὶ τὸ Θεῖον (15)
ταύτης καινοτομίας; Πρῶτος γὰρ Χριστιανῶν
ἐπανάστασιν τῷ Δεσπότῃ, καθάπερ οἱ δοῦλοί ποτε
τοῖς Σκύθαις, ὥς φασιν, ἐπενόησας. Πολλοῦ μέντ’

• 41. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Κατά Ιουλιανού. imperatorem 2


(orat. 5) {2022.019} (A.D. 4) Vol. 35 p. 717 l. 33
• δρὸς ἀπεπτήσαντος, ἢ ἐρυγὰς φυσικὰς ἀφέντος, τί
παρὰ τοῦτο τῷ κοινῷ βλάβος; τοσούτου δὲ διωγμοῦ
κινηθέντος, καὶ τοσαύτης καινοτομηθείσης συγχύ-
σεως, πῶς οὐκ ἀνάγκη πᾶσα τὰ Ῥωμαίων
ἔχειν κακῶς, ὥσπερ οὖν καὶ ἐσχηκότα φαίνε- (35)

• 42. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός De pace 1 (orat. 6) {2022.020}


(A.D. 4) Vol. 35 p. 736 l. 9
• καὶ τὰς τῶν ἄλλων ἐλπίδας.
ΙΑʹ. Ἡμεῖς τε γὰρ τὰς δοθείσας τῷ τμήματι
κεφαλὰς, ὡς ὑπὲρ εὐσεβείας καινοτομηθείσας, καὶ
εἰς βοήθειαν τοῦ ὀρθοῦ λόγου κάμνοντος, ἐν χάριτι (10)
προσηκάμεθα, καὶ οὐχ ὡς ἐχθροὺς ἀπεστράφημεν,

• 43. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός Funebris oratio in patrem (orat. 18)


{2022.031} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1029 l. 23
• πίας τυχεῖν. Προσεγεγόνει γὰρ οἷς παρώξυντο περὶ
τῆς Τύχης, ἐν καιρῷ τῆς εὐτυχίας περιλυθείσης, καὶ
ἡ περὶ τὸν ἄνδρα καινοτομία, ὡς τῶν δημοσίων σε-
συλημένων. Ἐζήτει δὲ ὁ τοῦ ἔθνους ἄρχων ὅ τι χαρί-
σαιτο τῷ καιρῷ, κἀκεῖνον τί διαθείη κακὸν, οὐδὲ ἄλ- (25)

• 44. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21)


{2022.034} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1096 l. 26
• ἀληθείας. Ἀλλ’ εἰδὼς, τὸ μὲν εἰς ἀριθμὸν ἕνα τὰ
τρία συστέλλειν, ἀθεότητος ὂν, καὶ τῆς Σαβελλίου (25)
καινοτομίας, ὃς πρῶτος θεότητος συστολὴν
ἐπενόησε· τὸ δὲ τὰ τρία διαιρεῖν φύσεσι, κατα-
43

τομὴν θεότητος ἔκφυλον· καὶ τὸ ἓν καλῶς ἐτήρησε,

• 45. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21)


{2022.034} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1109 l. 45
• σεισθήσεσθαι, τῆς Γραφῆς ἀκούω λεγούσης, ὡς
δὴ τοῦτο παθόντων καὶ πρότερον· οὕτω δηλουμένης,
οἶμαι, τῆς ἐπιφανοῦς τῶν πραγμάτων καινοτομίας. (45)
Καὶ τὸν τελευταῖον σεισμὸν Παύλῳ πιστευτέον λέ-
γοντι, μὴ ἄλλον εἶναι ἢ τὴν δευτέραν τοῦ Χριστοῦ

• 46. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21)


{2022.034} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1112 l. 39
• Τρία γὰρ ταῦτά οἱ συνεγνωκέναι κακὰ, καὶ τῆς
ἑαυτοῦ βασιλείας ἀνάξια, τὸν τοῦ γένους φόνον, καὶ
τὴν ἀνάῤῥησιν τοῦ Ἀποστάτου, καὶ τὴν καινο-
τομίαν τῆς πίστεως· καὶ ταύταις συναπελθεῖν λέ- (40)
γεται ταῖς φωναῖς. Ἐξουσίαν δὲ αὖθις ὁ τῆς ἀλη-
θείας λόγος λαμβάνει, καὶ παῤῥησίαν οἱ βιασθέντες

• 47. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21)


{2022.034} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1124 l. 4
• ρον, καὶ δῶρον βασιλικὸν ὄντως καὶ μεγαλοπρεπὲς
τῷ βασιλεῖ προσενεγκὼν, ἔγγραφον τὴν εὐσέβειαν
κατὰ τῆς ἀγράφου καινοτομίας· ἵνα βασιλεῖ μὲν
βασιλεὺς, λόγῳ δὲ λόγος, γράμματι δὲ γράμμα κατα-
παλαίηται.

• 48. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Athanasii (orat. 21)


{2022.034} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1125 l. 30
• λέστερον, οὓς πάντες ἤδη λογογραφοῦσιν· οἷς τι καὶ
φιλοτιμίας συνέζευκται, καὶ διὰ τοῦτο ἴσως τι
καὶ καινοτομεῖται περὶ τὸν λόγον. Τοῦτο τῶν πολ- (30)
λῶν ἀγρυπνιῶν καὶ χαμευνιῶν προτιμότερον, ὧν μέ-
χρι τῶν κατορθούντων τὸ κέρδος. Τοῦτο τῶν ἀοιδί-

• 49. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In laudem Cypriani (orat. 24)


{2022.037} (A.D. 4) Vol. 35 p. 1189 l. 9
• μέγας καὶ διώκτης καὶ στεφανίτης, ὁ τὴν μετα-
βολὴν οὐχ ἧττον ἢ τὴν ἀρετὴν θαυμάσιος. Οὐ γὰρ
44

οὕτω μέγα τύπον ἀγαθοῦ διασώσασθαι, ὡς τὸ καινο-


τομῆσαι θεοσέβειαν. Τὸ μὲν γὰρ τῆς συνηθείας, (10)
τὸ δὲ τῆς εὐβουλίας· καὶ τὸ μὲν τῶν πολλοῖς ὑπαρ-
χόντων, τοῦ δὲ ὀλίγα τὰ παραδείγματα.

• 50. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In Aegyptiorum adventum (orat. 34)


{2022.042} (A.D. 4) Vol. 36 p. 249 l. 35
• ταῖς φυσικαῖς ἐννοίαις προκατειλημμένων; Εἰ
καὶ τῆς ἀτιμίας τὰ πρῶτα ἠνέγκατο, πρῶτος τμηθεὶς
εἰς Ἀγαθὸν καὶ Δημιουργὸν παρὰ τῆς ἀρχαίας και- (35)
νοτομίας. Περὶ δὲ τοῦ Υἱοῦ, καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
σκοπεῖτε ὡς ἁπλῶς καὶ συντόμως διαλεξώμεθα. Εἰ
μέν τις ἔχοι τούτων τι λέγειν τρεπτὸν ἢ ἀλλοιω-

• 51. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός De seipso et ad eos qui ipsum


cathedram Constantinopolitanam affectare dicebant (orat. 36)
{2022.044} (A.D. 4) Vol. 36 p. 268 l. 18
• ἡμῶν ἔστιν ὅτε καὶ ὅπου φαινόμεθα τραχυνόμενοι,
ἄν τι μὴ κατὰ λόγον ἡμῖν ποιεῖν νομίζωνται. Καὶ
τοῦτο ἔδειξεν ἡ πρώην γενομένη περὶ ἡμᾶς καινοτομία, ἡνίκα
ζήλῳ καὶ θυμῷ ζέσαντες ὑμεῖς ὁ λαὸς,
βοῶντάς τε καὶ ὀδυρομένους ἐπὶ τὸν θρόνον τοῦτον (20)
ἐθήκατε, τὸν οὐκ οἶδ’ εἴτε τυραννικὸν χρὴ λέγειν,

• 52. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In sancta lumina (orat. 39)


{2022.047} (A.D. 4) Vol. 36 p. 348 l. 25
• οὐχ ὑπὸ χρόνον. Πνεῦμα ἅγιον ἀληθῶς τὸ πνεῦμα,
προϊὸν μὲν ἐκ τοῦ Πατρὸς, οὐχ ὑϊκῶς δὲ, οὐδὲ γὰρ
γεννητῶς, ἀλλ’ ἐκπορευτῶς· εἰ δεῖ τι καὶ καινοτο- (25)
μῆσαι περὶ τὰ ὀνόματα σαφηνείας ἕνεκεν. Οὔτε τοῦ
Πατρὸς ἐκστάντος τῆς ἀγεννησίας, διότι γεγέννηκεν·
οὔτε τοῦ Υἱοῦ τῆς γεννήσεως, ὅτι ἐκ τοῦ ἀγεννήτου.

• 53. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός In sancta lumina (orat. 39)


{2022.047} (A.D. 4) Vol. 36 p. 348 l. 50
• ἁμαρτίας, Θεοῦ τοῦ πεποιηκότος ἐλεεινῶς χω-
ριζόμενον παριδεῖν, οὐ Θεοῦ. Τί γίνεται; καὶ τί τὸ
μέγα περὶ ἡμᾶς μυστήριον; Καινοτομοῦνται φύσεις, (50)
καὶ Θεὸς ἄνθρωπος γίνεται· καὶ ὁ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ
45

τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ κατὰ ἀνατολὰς τῆς ἰδίας

• 54. Αθανάσιος θεολόγος. Epistula ad episcopos Aegypti et Libyae


{2035.041} (A.D. 4) Vol. 25 p. 556 l. 17
• ἐκ Πατέρων πίστιν, ἣν καὶ οἱ ἐν Νικαίᾳ συνελθόντες (15)
ὑπέμνησαν γράψαντες, μὴ ἀνασχέσθω τῶν κατ’
αὐτῆς καινοτομεῖν ἐπιχειρούντων. Κἂν γὰρ τὰς ἀπὸ
τῶν Γραφῶν λέξεις γράφωσι, μὴ ἀνέχεσθε τῶν γρα-
φόντων· κἂν τὰ ῥήματα τῆς ὀρθοδοξίας φθέγγωνται,

• 55. Αθανάσιος θεολόγος. Epistula ad episcopos Aegypti et Libyae


{2035.041} (A.D. 4) Vol. 25 p. 588 l. 37
• θεσιν ἔχωμεν, ἂ μὲν παρελάβομεν φυλάττειν, (35)
ἔχοντες πρὸς ὑπόμνησιν τὴν ἐν Νικαίᾳ γραφεῖσαν
πίστιν· τὰς δὲ καινοτομίας ἀποστρέφεσθαι, καὶ διδά-
σκειν τοὺς λαοὺς μὴ προσέχειν πνεύμασι πλάνης,
ἀλλὰ παντελῶς ἐκκλίνειν ἀπὸ τῆς ἀσεβείας τῆς τῶν

• 56. Αθανάσιος θεολόγος. Epistula ad Afros episcopos {2035.049}


(A.D. 4) Vol. 26 p. 1033 l. 41
• παροικίας τοὺς κατ’ αὐτῶν ἀποφηναμένους, βίαν τε
παθεῖν ἐν τῇ Θρᾴκῃ ἐν αὐτῷ τῷ χειμῶνι· ὥστε τῶν (40)
παρ’ αὐτῶν καινοτομουμένων ἀνέχεσθαι.
Εἴπερ οὖν τινες τὴν Ἀρίμηνον ὀνομάζουσι, δει- (43)
κνύτωσαν πρῶτον τὴν καθαίρεσιν τῶν προειρημένων,

• 57. Αθανάσιος θεολόγος. Contra Sabellianos [Sp.] {2035.067}


(A.D. 4) Vol. 28 p. 104 l. 44
• με δεῖ καταλέγειν μυρίας οὔσας θεϊκὰς φωνὰς τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; δι’ ὧν ἐκβάλλεται μὲν
εἰκότως ἡ τοῦ Σαμοσατέως Καινοτομία περὶ τοῦ Σω-
τῆρος, ὡς ὄντος ἀνθρώπου ψιλοῦ, συνεκβάλλεται δὲ (45)
καὶ ἡ τῶν μιμουμένων ἐκεῖνον ἀλόγιστος φλυαρία.

• 58. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 501 l. 38
• ὡς δόξης ἐπιθυμίᾳ ἐπὶ τὸ Νεωτερίζειν ἐληλυθότα·
εἰ δὲ ἐν ἀπολογίας πλάσματι τοὺς λόγους ποιοῖτο,
τῆς τε καινοτομίας τὸ ὕποπτον διαφεύξεσθαι,
46

καὶ μᾶλλόν τι τούτῳ προσάξεσθαι τοὺς ἀκούοντας,


φύσει πάντων ἀνθρώπων ταῖς εὐνοίαις εἰωθότων τοῖς (40)

• 59. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 504 l. 12
• (504) ΒΑΣΙΛΙΟΣ. Τὸ μὲν οὖν σχῆμα τοῦ λόγου τοιοῦτον,
οἷον (10)
ἂν γένοιτο τοῦ μηδὲν ἁπλῶς μηδὲ ἀδόλως ποιοῦντος.
Τό τε γὰρ περὶ τὴν καινοτομίαν ὕποπτον τῷ τῆς
ἀπολογίας προκαλύμματι συσκιάζει, καὶ εὔνοιαν
θηρᾶται παρὰ τῶν ἀκουόντων, ὡς τῇ ἀνάγκῃ τῆς

• 60. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 509 l. 26
• λέγουσιν), ἀλλ’ ὁμοῦ μὲν ταύτην ὡς ὁμολογοῦσαν τῇ
ἑαυτοῦ γνώμῃ προΐσχεται διὰ δύο προφάσεις· μίαν (25)
μὲν, ὥστε τὴν τῆς καινοτομίας ὑπόνοιαν ἐκφυγεῖν,
ἐν τῷ τὴν τῶν Πατέρων πίστιν ὡς ὀρθῶς ἔχουσαν
ἀποδέχεσθαι· ἑτέραν δὲ, τοῦ πάντας ἀπροοράτως

• 61. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 532 l. 10
• ΒΑΣ. Ταῦτα δὲ, ὅτι ἐκ τῆς τοῦ κόσμου σοφίας
περιλαλεῖ, ὑφ’ ἧς ἐκτραχηλισθεὶς, ταῖς τοιαύταις
τῶν λόγων ἐπέθετο καινοτομίαις, οὐ χαλεπὸν ἐπιδεῖ- (10)
ξαι. Ἀριστοτέλους γάρ εἰσιν, ὡς οἱ ἀνεγνωκότες εἴ-
ποιεν ἂν, ἐν ταῖς ἐπιγραφομέναις αὐτοῦ Κατηγορίαις,

• 62. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 576 l. 16
• μάτων ἐπινοεῖν. Εἰ γὰρ καὶ ἀργοῦ λόγου εὐθύ-
νας ὑφέξομεν ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ἦ πού γε τὸ περὶ (15)
τῶν τηλικούτων καινοτομεῖν ἀνεύθυνον ἡμῖν ἀφεθή-
σεται. Τάχα γάρ που τὸ μὲν ὡς πρέπον ἐπὶ Θεοῦ
καὶ Πατρὸς λέγεσθαι παρὰ τοῦ θείου δεδιδάγμεθα

• 63. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 585 l. 27
47

• ὁ κίνδυνος ἀφελεῖν τι ἢ προσθεῖναι τοῖς παραδεδομέ- (25)


νοις ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, μὴ παρ’ ἑαυτοῦ φιλοτιμεῖ-
σθαι καινοτομεῖν, ἀλλὰ τοῖς προκατηγγελμένοις
παρὰ τῶν ἁγίων ἐφησυχάζειν. Ὃ τοίνυν οὔτε ἡ
κοινὴ συνήθεια, οὔτε ἡ τῶν Γραφῶν χρῆσις παραδέ-

• 64. Βασίλειος Καισαρείας. Adversus Eunomium (libri 5) (A.D. 4)


Vol. 29 p. 653 l. 32
• δασκαλίαν πεποίηνται, εἰπεῖν οὐκ ἔχει. Ἆρα (30)
γέγονεν οὕτω τολμηρὸς ἄνθρωπος, τὰς περὶ τῶν
θείων δογμάτων καινοτομίας εἰσηγούμενος; Τίς γὰρ
ἀνάγκη, εἰ τῷ ἀξιώματι καὶ τῇ τάξει τρίτον ὑπάρ-
(656) χει τὸ Πνεῦμα, τρίτον εἶναι αὐτὸ καὶ τῇ φύσει;

• 65. DIDYMUS CAECUS Scr. Eccl. De trinitate (lib. 2.8-27) [Sp.]


{2102.042} (A.D. 4) Vol. 39 p. 604 l. 12
• ἵν’ ἐκ τούτου Θεὸν αὐτεξούσιον δηλώσῃ τὸ ἅγιον (10)
Πνεῦμα· οὐκ ἀπροσήκῳ πράγματι ἐγχειρήσας, οὐδὲ
τὴν τάξιν καινοτομήσας, οὐδὲ διαμαρτὼν τοῦ καλῶς
ἔχοντος· ἀλλ’ ἄτρωτον φυλάττων τὴν γνῶσιν τῆς πί-
στεως, καὶ τῆς θεολογίας τὴν καθαρότητα· καὶ οὐχ

• 66. SYNESIUS Phil. Epistulae {2006.001} (A.D. 4-5) Epistle 57 l.


138
• ἐπειδὴ τῶν μὲν ἀνθρώπων ἐκράτουν, τοῦ θεοῦ δὲ
ἡττώμην, ὡς κοινὴ φήμη τὸν ἀξιούμενον εἶναι γνώρι-
μον θεοῦ, ἔφερον, ἀλλὰ δυσηνιάστως τὴν καινο-
τομίαν τοῦ βίου· δρασμῷ γὰρ ἐπιθέμενον ἐλπὶς ἀγα-
θῶν καὶ φόβος χειρόνων ἀνέκοψε. καὶ λεγόντων (140)
ἤκουσα γερόντων ἱερῶν ὅτι με θεὸς ποιμαίνει· καί τις

• 67. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 1 Ch. 28 l. 15
• στρατιωτικῆς χειρός. Ἀθανάσιος δὲ ἀπαντῆσαι οὐκ ἐβούλετο, οὐ
τοσοῦτον τὰς κατηγορίας εὐλαβούμενος, οὐδὲν γὰρ τῶν
κατηγορου-
μένων ἐγίνωσκεν, ἀλλὰ φοβούμενος μή τι καινοτομηθῇ παρὰ
τὰ (15)
ἐν Νικαίᾳ τῇ τότε συνόδῳ συναρέσαντα· ἐδεδοίκει γὰρ τὰ τοῦ
48

βασιλέως ἀπειλητικὰ γράμματα· ἐγέγραπτο γὰρ αὐτῷ, ὡς εἰ μὴ

• 68. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 79
• ἔφασαν, ‘Οὐ δεόμενοι πίστεως ἐνταῦθα συνεληλύθαμεν· ὑγιῆ γὰρ
φυλάττομεν, ἣν ἐξ ἀρχῆς παρειλήφαμεν· ἀλλ’ ἵνα, εἴ τις περὶ
ταύτην Καινοτομία γένοιτο, ταύτην κωλύσωμεν. Εἰ οὖν τὰ ἀνα-
γνωσθέντα μηδὲν καινοτομεῖ, φανερῶς ἤδη τὴν Ἀρειανὴν
αἵρεσιν (80)
ἀναθεματίσατε, καθ’ ὃν τρόπον καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις ὁ παλαιὸς

• 69. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 80
• φυλάττομεν, ἣν ἐξ ἀρχῆς παρειλήφαμεν· ἀλλ’ ἵνα, εἴ τις περὶ
ταύτην Καινοτομία γένοιτο, ταύτην κωλύσωμεν. Εἰ οὖν τὰ ἀνα-
γνωσθέντα μηδὲν καινοτομεῖ, φανερῶς ἤδη τὴν Ἀρειανὴν
αἵρεσιν (80)
ἀναθεματίσατε, καθ’ ὃν τρόπον καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις ὁ παλαιὸς
κανὼν τῆς ἐκκλησίας ὡς βλασφήμους ἐξέβαλεν. Ὅτι γὰρ τὸ

• 70. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 183
• Κωνσταντῖνον μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐξετάσεως τὴν
συγγραφεῖσαν πίστιν ἐκτεθεικότα, ἐπειδὴ δὲ ὡς ἐξ ἀνθρώπων
ἐγένετο βαπτισθεὶς, καὶ πρὸς τὴν ὀφειλομένην εἰρήνην
ἀνεχώρησεν, ἄτοπον εἶναι μετ’ ἐκεῖνόν τι καινοτομεῖν,
καὶ τοσούτους ἁγίους ὁμολογητὰς καὶ μάρτυρας τοὺς καὶ τοῦδε
τοῦ δόγματος συγγραφεῖς τε καὶ εὑρετὰς ὑπεριδεῖν, οἵ τινες κατὰ
τὸν παλαιὸν τῆς καθολικῆς (185)

• 71. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 194
• τὸ σὸν πρόσταγμα τὸ συνέδριον τῆς συνόδου συνεκροτεῖτο,
κἀκεῖνοι τῆς ἰδίας
ἀπάτης ἐγύμνουν τὴν σκέψιν· ἐπειρῶντο γὰρ πανουργίᾳ τινι καὶ
ταραχῇ
προσφέροντές τι καινοτομεῖν, τῆς τοιαύτης ἑτεροίας τοὺς
συναλισκομένους
εὑρόντες Γερμάνιον, Αὐξέντιον καὶ Γάϊον, τοὺς τὴν ἔριν καὶ
49

διχοστασίαν (195)
ἐμποιοῦντας· ὧν ἡ διδασκαλία μία μὲν οὖσα πᾶν πλῆθος
βλασφημιῶν ὑπερ-

• 72. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 217
• προγόνων ὁρισθεῖσί τε καὶ νενομοθετημένοις· οὓς ἅπαντας μετὰ
ἀγχινοίας τε (215)
καὶ φρονήσεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου πεποιηκέναι φήσαιμεν ἄν.
Τὰ γὰρ νῦν
παρ’ ἐκείνων καινοτομούμενα τοῖς μὲν πιστεύσασιν ἀπιστίαν
ἐμποιεῖ, τοῖς δὲ
ἀπιστήσασιν ὠμότητα. Ἱκετεύομεν δὲ ἔτι, ἵνα κελεύσῃς τοὺς
ἐπισκόπους
τοὺς ἐν ταῖς ἀλλοδαπαῖς διατρίβοντας, οὓς καὶ τὸ τῆς ἡλικίας
ἐπίπονον καὶ

• 73. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 37 l. 292
• τεθεὶς, εἰς τὴν ἐπισκοπὴν προεβλήθη· εἰσὶ δὲ οἱ λέγοντες, ὅτι
οὐ (290)
προσέθετο μὲν τῇ Ἀρειανῇ δόξῃ, βίᾳ δὲ καὶ ἀνάγκῃ κεχειροτόνητο.
Πάντα μὲν οὖν τότε τὰ κατὰ τὴν δύσιν καινοτομούμενα ταραχὴν
εἶχε,
τῶν μὲν ἐξωθουμένων καὶ ἀποστελλομένων εἰς ἐξορίαν· τῶν δὲ εἰς
τόπον τῶν αὐτῶν ἀντικαθισταμένων. Καὶ ταῦτα ἐγίνετο βίᾳ καὶ
τῶν

• 74. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 40 l. 41
• ἐκεῖνο τοῦ καιροῦ πρὸς τὸ ὑποκείμενον τῆς ζητήσεως συνέδραμον.
Ἐπεὶ δὲ πολλοὺς ἐθορύβησεν τὸ ‘ὁμοούσιον’ καὶ τὸ ‘ὁμοιούσιον’
ἐν τοῖς παρελθοῦσι (40)χρόνοις καὶ μέχρι νῦν, ἀλλὰ καὶ ἀρτίως
λέγεται καινοτομεῖσθαι ὑπό τινων τὸ‘ἀνόμοιον’ Υἱοῦ πρὸς
Πατέρα, τούτου χάριν τὸ μὲν ‘ὁμοούσιον’ καὶ τὸ ‘ὁμοι-
ούσιον’ ἐκβάλλομεν, ὡς ἀλλότριον τῶν γραφῶν, τὸ δὲ ‘ἀνόμοιον’
ἀναθεματί-
50

• 75. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 2 Ch. 46 l. 18
• δυνηθεὶς, ἄμφω τῆς κοινωνίας ἐζημίωσεν. Ὕβριν τε ἡγεῖται ὁ
παῖς Ἀπολινάριος τὰ γενόμενα, καὶ τῇ ἐννοίᾳ τοῦ σοφιστικοῦ
λόγου θαρρῶν καινοτομεῖ καὶ αὐτὸς αἵρεσιν, ἣ νῦν ἐπιπολάζει,
τοὔνομα τοῦ εὑρόντος εὔχουσα. Φασὶ δέ τινες διενεχθῆναι αὐτοὺς
πρὸς Γεώργιον οὐ τοσοῦτον διὰ τὴν προειρημένην αἰτίαν, ἀλλ’
ὅτι...

• 76. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 3 Ch. 10 l. 39
• ἐν μέρει τοὺς Ἀρειανοὺς ἐκκλίνειν, ἐν μέρει δὲ τοὺς φρονοῦντας
τὸ ‘ὁμοούσιον.’ Ἐλέγχονται δὲ διὰ τῆς ἰδίας φωνῆς, ὅτι ἀμφο-
τέρων καινοτομοῦντες ἐξέδυσαν. Τοσαῦτα δὴ καὶ περὶ τούτων
λελέχθω. (40)(11) Ὡς ὁ βασιλεὺς Ἰουλιανὸς χρήματα τοὺς
Χριστιανοὺς εἰσεπράττετο.

• 77. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 3 Ch. 23 l. 76
• ἀναφανῆναι τέρας, οἷον οὔπω πρότερον· πολλῶν μὲν ἐπικλυσμῶν
θρυλουμένων, πολλῶν δὲ ἐμπρησμῶν καὶ βρασμῶν γῆς καὶ
χασμάτων, ἔτι δὲ καὶ (75)ἀνδρῶν ἀπάνθρωποι καὶ θηριώδεις
ἀλλοκότων τε καὶ συνθέτων φύσεις καινοτομηθεῖσαι. Ταύτῃ τοι
καὶ τέλος ἄξιον ἠνέγκατο τῆς ἀπονοίας. Τοιαῦτα μὲν Γρηγόριος
περὶ Ἰουλιανοῦ διεξῆλθεν. Ὅτι δὲ καὶ κατὰ Χριστιανῶν λόγους
πολλοὺς ἀναλώσαντες τὴν ἀλήθειαν

• 78. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 4 Ch. 26 l. 37
• προχειρισθεὶς, μετὰ ταῦτα δὲ καὶ ἐπίσκοπος τῆς ἑαυτοῦ
πατρίδος, (35)λέγω δὴ τῆς ἐν Καππαδοκίᾳ Καισαρείας,
προβληθεὶς, φροντίδα τῶν ἐκκλησιῶν ἐποιεῖτο. Δεδιὼς γὰρ μή πως
Ἀρειανὴ Καινοτομία καὶ τὰς κατὰ τὸν Πόντον ἐπινεμηθῇ
ἐπαρχίας, δρομαῖος ἐπὶ τὰ ἐκεῖ μέρη διέβαινεν· ἐκεῖ τε ἀσκητήρια
συστησάμενος, καὶ κατηχήσας

• 79. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 5 Ch. 6 l. 18
51

• ἐπίσκοπον, ἠρώτησε πρότερον ποίαν πίστιν ἠσπάζετο. Τοῦ δὲ


εἰπόντος, ὡς ‘οὐ παρῆλθεν ἡ Ἀρειανῶν δόξα κατὰ τὰ Ἰλλυριῶν
ἔθνη, οὐδὲ ἴσχυσε συναρπάσαι ἡ παρ’ ἐκείνου γεγενημένη
Καινοτομία τὰς τῇδε ἐκκλησίας, ἀλλὰ μένουσι φυλάσσοντες
ἀσάλευτοντὴν ἄνωθεν μὲν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἐκ τῶν ἀποστόλων
παραδοθεῖσαν (20)πίστιν, ἐν δὲ τῇ κατὰ Νίκαιαν συνόδῳ
βεβαιωθεῖσαν,’ ὁ βασιλεὺς

• 80. Σωκράτης Σχολαστικός.Εκκλησιαστική ιστορία. (A.D. 4-5)


B. 5 Ch. 21 l. 22
• δαϊκῇ προλήψει δουλεύειν ἐσπούδαζε· σὺν δὲ τούτῳ καὶ τῆς
ἐπι- (20)σκοπῆς ὠρέγετο δράξασθαι. Προσλαβὼν οὖν τῆς
ἐπιθυμίας ἑαυτοῦ συνίστορας δύο πρεσβυτέρους Θεόκτιστον καὶ
Μακάριον, τὴν καινοτομηθεῖσαν ἐπὶ τῆς βασιλείας Οὐάλεντος τοῦ
Πάσχα ἑορτὴν ἐνΠάζῳ κώμῃ τῆς Φρυγίας, ὥς μοι καὶ πρότερον
εἴρηται, διεκδικεῖν ἐβουλεύετο. Καὶ πρότερον μὲν προκαλύμματι
χρώμενος τῇ ἀσκή- (25

• 81. Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus Judaeos (orationes 1-8)
{2062.021} (A.D. 4-5) Vol. 48 p. 919 l. 26

• μιον, τὸ παρασκευάσαι τῷ διδασκάλῳ τὴν φύσιν τὴν


ἀνθρωπίνην. Εἶτα, ἵνα μὴ νομίσῃς αὐτὸν πρόσφατον (25)
εἶναι Θεὸν, μηδὲ καινοτομίαν τινὰ εἰσάγειν, ἄκουσον
τί φησιν· Ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ
ἐμοῦ. Πάλαι μου, φησὶ, τὴν παρουσίαν προανεφώνη-

• 82. Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae


1-21) {2062.024} (A.D. 4-5) Vol. 49 p. 177 l. 7
• Ἀντιόχειαν ἐπιθολοῦντες τὸ κήρυγμα, καὶ Ἰουδαϊκὰς
παρεισάγοντες παρατηρήσεις· οὐκ ἤνεγκαν σιγῇ τὴν
καινοτομίαν ἐκεῖνοι, οὐδὲ ἡσύχασαν· ἀλλὰ συνελθόντες
καὶ ἐκκλησίαν ποιήσαντες, εἰς Ἱεροσόλυμα ἔπεμψαν
Παῦλον καὶ Βαρνάβαν, καὶ παρεσκεύασαν τοὺς ἀποστό-

• 83. Ιωάννης Χρυσόστομος. In principium Actorum (homiliae 1-4)


(A.D. 4-5) Vol. 51 p. 73 l. 57
• ἐστὶν ἢ ὁ Χριστός. Καὶ ὅρα σύνεσιν πνευματικήν. (55)
Ἔμελλον αὐτῷ μετὰ ταῦτα ἐγκαλεῖν, ὅτι Ξενίζοντα
εἰσφέρεις δόγματα εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν, ὅτι καινο-
52

τομεῖς, ὅτι θεὸν εἰσφέρεις, ὃν οὐκ ἴσμεν. Βουλόμενος


τοίνυν ἀπαλλαγῆναι τῆς ὑποψίας τῆς κατὰ τὴν καινοτομίαν, καὶ
δεῖξαι ὅτι οὐ ξένον κηρύττει θεὸν, (60)

• 84. Ιωάννης Χρυσόστομος. In principium Actorum (homiliae 1-4)


(A.D. 4-5) Vol. 51 p. 73 l. 59
• εἰσφέρεις δόγματα εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν, ὅτι καινο-
τομεῖς, ὅτι θεὸν εἰσφέρεις, ὃν οὐκ ἴσμεν. Βουλόμενος
τοίνυν ἀπαλλαγῆναι τῆς ὑποψίας τῆς κατὰ τὴν καινοτομίαν, καὶ
δεῖξαι ὅτι οὐ ξένον κηρύττει θεὸν, (60)
ἀλλ’ ὃν προλαβόντες διὰ τῆς θεραπείας ἐτίμησαν,
ἐπήγαγε καὶ εἶπεν· ὅτι Ὃν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε,

• 85. Ιωάννης Χρυσόστομος. In illud: Propter fornicationes autem


unusquisque suam uxorem habeat (A.D. 4-5) Vol. 51 p. 210 l. 54
• παλαιὸν ἔθος ᾖ, κατάλυσον· ἂν δὲ μὴ πονηρὰ, κἂν
συνήθεια μὴ ᾖ, εἰσάγαγε καὶ καταφύτευσον. Ὅτι δὲ
οὐ παλαιὸν ἔθος ἦν τὸ τοιαῦτα ἀσχημονεῖν, ἀλλὰ Καινοτομία τίς
ἐστι τὰ γινόμενα, ἀναμνήσθητι πῶς ἔγη- (55)
μεν ὁ Ἰσαὰκ τὴν Ῥεβέκκαν, πῶς ὁ Ἰακὼβ τὴν Ῥα-
χήλ. Καὶ γὰρ τῶν γάμων αὐτῶν μέμνηται ἡ Γραφὴ,

• 86. Ιωάννης Χρυσόστομος. De libello repudii {2062.071} (A.D.


4-5) Vol. 51 p. 220 l. 22
• θεῖσαν ἐξ ἀρχῆς γυναῖκα, ταύτην ἔχειν διαπαντός· (20)
οὗτος ἐκείνου παλαιότερος ὁ νόμος, καὶ τοσοῦτον,
ὅσον ὁ Ἀδὰμ τοῦ Μωϋσέως. Ὥστε οὐ καινοτομῶ νῦν
ἐγὼ, οὐδὲ ξένα ἐπεισφέρω δόγματα, ἀλλὰ τοῦ Μωϋ-
σέως πρεσβύτερα καὶ ἀρχαιότερα. Ἄξιον δὲ καὶ αὐτὸν

• 87. Ιωάννης Χρυσόστομος. In sancta et magna parasceve [Sp.]


{2062.138} (A.D. 4-5) Vol. 50 p. 811 l. 56
• ὡς ἐπὶ σταυρῷ σεμνύνομαι. Οἷόν τι λέγω· Ἐκ παρ-
θένου προῆλθεν Ἰησοῦς· μέγα τὸ θαῦμα γάμον (55)
ὑπερβῆναι, καὶ φύσιν καινοτομῆσαι· ἀλλ’ εἰ μὴ
σταυρὸς ἦν, οὐκ ἂν ἐσώθη τοῖς ἔργοις ἡ πρώτη τοῦ
παραδείσου Παρθένος· νυνὶ δὲ ἐν τῷ τοῦ σταυροῦ
53

• 88. Ιωάννης Χρυσόστομος. De prophetiarum obscuritate


(homiliae 1-2) {2062.150} (A.D. 4-5) Vol. 56 p. 177 l. 55
• ελέγετο τότε; Ἵν’, ὅταν παραγένηται, οἴκοθεν ἔχωσι
τοὺς διδασκάλους ἐνάγοντας αὐτοὺς, καὶ εἰδῶσιν
ὅτι οὐ Καινοτομία τὰ γινόμενα, οὐδὲ πρόσφατος ἡ (55)
οἰκονομία, ἀλλ’ ἄνωθεν ταῦτα καὶ πρὸ πολλῶν προ-
ανεκηρύττετο χρόνων· οὐ μικρὸν δὲ τοῦτο εἰς τὸ ἐπι-

• 89. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 26 l. 51
• ἦν. Ἐπειδὴ γὰρ παράδοξα ἦν τὰ μέλλοντα γίνε-
σθαι, καὶ οἱ τῶν ὀνομάτων προέδραμον τύποι· ὥστε (50)
ἄνωθεν πάντα καινοτομίας προαναιρεθῆναι θόρυβον.
Καὶ γὰρ Ἰησοῦς ὁ μετὰ Μωϋσέα εἰσαγαγὼν τὸν
λαὸν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας λέγεται.

• 90. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 28 l. 49
• τοὺς προγόνους αὐτῆς σιγήσας, τὸν Ἰωσὴφ ἐγενεα-
λόγησεν. Εἴτε γὰρ ἐπὶ τῆς Παρθένου τοῦτο ἐποίη-
σεν, ἔδοξεν ἂν καινοτομεῖν· εἴτε τὸν Ἰωσὴφ ἐσίγησεν,
οὐκ ἂν ἔγνωμεν τῆς Παρθένου τοὺς προγόνους. Ἵν’ (50)
οὖν μάθωμεν τὴν Μαρίαν, τίς ἦν καὶ πόθεν,

• 91. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 243 l. 23
• ται· οὕτω καὶ περὶ τῆς ἑαυτοῦ νομοθεσίας, παι-
δεύων ἡμᾶς κἀν τούτῳ πανταχοῦ μετριάζειν. Ἄλλως
δὲ καὶ ἐπειδὴ καινοτομίας ἐδόκει τις ὑποψία εἶναι,
ὑπεσταλμένως τέως κέχρηται τῷ λόγῳ. Ὅταν δὲ ἀκού-
σῃς ἐλάχιστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, μηδὲν (25)

• 92. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 248 l. 42
• Ῥακὰ, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ. Συνέδριον ἐνταῦθα (40)
τὸ δικαστήριον τῶν Ἑβραίων φησί· τέθεικε δὲ αὐτὸ
νῦν, ἵνα μὴ πανταχοῦ δόξῃ ξενίζειν καὶ καινοτομεῖν.
Τὸ δὲ Ῥακὰ τοῦτο οὐ μεγάλης ἐστὶν ὕβρεως ῥῆμα,
54

ἀλλὰ μᾶλλον καταφρονήσεως καὶ ὀλιγωρίας τινὸς

• 93. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 338 l. 46
• ἀκούουσι· συνεσκιασμένον γὰρ ἦν τὸ λεχθέν. Οὐ ταύτῃ
δὲ μόνον παραμυθεῖται τὴν δοκοῦσαν εἶναι τῆς διδασκα- (45)
λίας καινοτομίαν, ἀλλὰ καὶ τῷ τοὺς κόλπους Ἀβραὰμ
ἀντὶ τῆς βασιλείας εἰπεῖν. Οὐδὲ γὰρ ἐκεῖνο γνώριμον
αὐτοῖς τὸ ὄνομα ἦν, καὶ μειζόνως αὐτοὺς ἔδακνεν ὁ

• 94. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 57 p. 394 l. 45
• παρὰ τοῖς πολλοῖς ἅπασι μετὰ τῆς πρεπούσης συνέσεως
κατωρθωμένα. Καὶ γὰρ ὡς στασιασταὶ καὶ νεωτεροποιοὶ
καὶ καινοτόμοι πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐνεκαλοῦντο· (45)
ἀλλ’ ὅμως καὶ ταύτην ἀπεκρούσαντο τὴν ὑπόνοιαν, καὶ
τὴν ἐναντίαν ἑαυτοῖς περιέθηκαν, ὡς σωτῆρες καὶ κηδε-

• 95. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) (A.D.


4-5) Vol. 58 p. 481 l. 27
• αʹ. Ὁ δὲ Μάρκος φησὶν, ὅτι Καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, (25)
ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον ἐν παραβολαῖς. Εἶτα δεικνὺς
οὐδὲν αὐτὸν καινοτομοῦντα, εἰσάγει τὸν προφήτην καὶ
τοῦτον προαναφωνοῦντα τῆς διδασκαλίας τὸν τρόπον.
Καὶ διδάσκων ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ τὴν γνώμην, ὅτι οὐχ

• 96. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88)


{2062.153} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 369 l. 9
• Φθείρουσι γὰρ, φησὶν, ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί.
Οὐκ ἔστι ταῦτα ἀποστόλων διδάγματα· Μαρκίων ἐστὶ
καὶ Οὐαλεντῖνος ὁ ταῦτα καινοτομήσας. Φεύγωμεν
τοίνυν, ἀγαπητοί. Οὐδὲν γὰρ ὄφελος βίου καθαροῦ, (10)
δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδὲ τοὐναντίον,

• 97. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1-88)


{2062.153} (A.D. 4-5) Vol. 59 p. 434 l. 32
• ρει, φησὶ, τοὺς νεκροὺς καὶ ζωοποιεῖ, οὕτω καὶ ὁ Υἱὸς (30)
οὓς θέλει ζωοποιεῖ), τί ἐστι τὸ εἰρημένον; Ἔμελλεν
αὐτοὺς πέμπειν εἰς τὰ ἔθνη· ἵν’ οὖν μὴ νομίσωσι καινο-
55

τομίαν εἶναι διὰ τὸ λέγειν, Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς


τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραὴλ, δείκνυσι
καὶ τῷ Πατρὶ τοῦτο δοκοῦν. Εἰ δὲ μετὰ πολλῆς αὐτὸ τῆς (35)

• 98. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


{2062.154} (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 268 l. 33
• αὐτὸν ἐπὶ τὸν Ἄρειον πάγον, οὐχ ὥστε μαθεῖν, ἀλλ’
ὥστε κολάσαι, ἔνθα αἱ φονικαὶ δίκαι. Ὅρα γοῦν πῶς
καὶ ἐν ἐλπίδι τοῦ μαθεῖν καὶ πανταχοῦ τὴν καινοτομίαν
ἐγκαλοῦσι. Λάλων πόλις ἡ πόλις ἐκείνων ἦν. Ἀθηναῖοι
δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι, εἰς ἕτερον (35)

• 99. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


{2062.154} (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 363 l. 8
• δον περιλάμψαν με φῶς, καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομέ-
νους. Ὅρα γοῦν, πῶς καὶ ἀπὸ τῶν προφητῶν, καὶ ἀπὸ
τούτων αὐτοὺς πιστοῦται. Ἵνα γὰρ μὴ δόξῃ καινοτομεῖν,
καίτοι ἔχων μεγάλα εἰπεῖν, πάλιν ἐπὶ τοὺς προφήτας
καταφεύγει, καὶ τὰ αὐτῶν εἰς μέσον τίθησι. Τοῦτο (10)

• 100. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 396 l. 52
• καταγγέλλομεν μόνον, φησὶν, ἀλλὰ καὶ διὰ πραγμάτων· (50)
οὐδὲ γὰρ ἀνθρώπινον ἦν, ἀλλὰ καὶ θεῖον καὶ ἀπόῤῥητον
καὶ πᾶσαν ὑπερβαῖνον φύσιν. Ἐπειδὴ δὲ καινοτομίαν ἐν-
εκάλουν τῷ πράγματι, δείκνυσιν αὐτὸ πρεσβύτερον Ἑλ-
λήνων ὂν, καὶ ἐν τοῖς προφήταις προδιαγραφόμενον.

• 101. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 414 l. 4
• ἀλλάσσων, ὡς ἄλλο ἔχων ἀλλάσσει. Ἤθελον γάρ τι πλέον
εὑρεῖν, καὶ οὐκ ἠνέσχοντο τῶν δοθέντων ὅρων· διὸ καὶ
τούτων ἐξέπεσον· καινοτομίας γὰρ ἦσαν ἐπιθυμηταί.
Καὶ γὰρ τοιαῦτα πάντα τὰ Ἑλληνικά. Διὰ τοῦτο καὶ κατ’
ἀλλήλων ἔστησαν, καὶ Ἀριστοτέλης μὲν ἐπανέστη Πλά-

• 102. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 443 l. 25
• μείζονα δείξας τὴν δωρεὰν καὶ δυνατὴν τὴν ὑπόσχε-
σιν· πάντα γὰρ αὐτῷ δυνατά. Καὶ οὐκ εἶπεν, Ἐδόθη,
56

ἀλλὰ, Πεφανέρωται, τὸ τῆς καινοτομίας ὑποτεμνό- (25)


μενος ἔγκλημα· τὸ γὰρ πεφανερωμένον, ὡς παλαιὸν
καὶ κρυπτόμενον φανεροῦται. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον,

• 103. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 446 l. 10
• δʹ. Ἰδοὺ καὶ τὴν πίστιν νόμον ἐκάλεσεν, ἐμφιλοχω-
ρῶν τοῖς ὀνόμασιν, ὥστε παραμυθεῖσθαι τὴν δοκοῦσαν
εἶναι καινοτομίαν. Τίς δὲ ὁ τῆς πίστεως νόμος; Διὰ (10)
χάριτος σώζεσθαι. Ἐνταῦθα τὸ δυνατὸν δείκνυσι τοῦ
Θεοῦ, ὅτι οὐ μόνον ἔσωσεν, ἀλλὰ καὶ ἐδικαίωσε καὶ

• 104. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 567 l. 8
• νῆσθαι πίστεως αὐτὸ δεῖσθαι, δικαίως δόξῃ τούτοις
τὸν στέφανον πλέκειν. Καὶ κέχρηται ῥήμασι τοῖς ἐν
τῇ Παλαιᾷ κειμένοις, σπουδάζων ἀεὶ τὰ τῆς καινο-
τομίας καὶ τῆς πρὸς ἐκείνην μάχης ἐγκλήματα δια-
φεύγειν. Τοῦτο γὰρ, ὃ περὶ πίστεως ἐνταῦθά (10)
φησι, περὶ τῆς ἐντολῆς αὐτοῖς λέγει Μωϋσῆς, δεικνὺς

• 105. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae


1-32) (A.D. 4-5) Vol. 60 p. 616 l. 10
• χοντας τοὺς ἀπίστους ἐπεσπάσατο μᾶλλον πρὸς εὐσέ-
βειαν, καὶ τοὺς πιστοὺς πρὸς ὑπακοήν. Καὶ γὰρ πο-
λὺς περιεφέρετο λόγος τότε, ἐπὶ στάσει καὶ καινοτο- (10)
μίᾳ διαβάλλων τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὡς ἐπ’ ἀνατροπῇ
τῶν κοινῶν νόμων ἅπαντα καὶ ποιοῦντας καὶ λέγον-
τας. Ὅταν οὖν δείξῃς τὸν κοινὸν ἡμῶν Δεσπότην

• 106. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 36 l. 33
• νων. Ἀλλ’ Ἕλληνας; Ἀλλὰ καὶ οὗτοι οὐκ ἐλάττονα
ἐκείνων ἀπεστράφησαν, καὶ ἴσασι ταῦτα μάλιστα Ἕλ-
ληνες. Πλάτων γὰρ ὁ πολιτείαν τινὰ καινοτομῆσαι
βουληθεὶς, μᾶλλον δὲ μέρος πολιτείας, καὶ οὐ τὰ τῶν
θεῶν μετατιθεὶς νόμιμα, ἀλλ’ ἁπλῶς πράξεις εἰσαγα- (35)
57

• 107. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 36 l. 41
• τοῦ Σικελίας τυράννου γέγονεν ἡμερώτερος, οὐδὲν
ἐκώλυε διαπαντὸς δουλεύειν τὸν φιλόσοφον ἐν ἀλλο- (40)
τρίᾳ. Καίτοιγε οὐκ ἴσον ἐστὶ τὰ περὶ βασιλείας και-
νοτομεῖν, καὶ τὰ περὶ θρησκείας· τοῦτο γὰρ μάλιστα
θορυβεῖ καὶ ταράττει τοὺς ἀνθρώπους. Τὸ γὰρ εἰπεῖν,
ὅτι Ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα τὴν δεῖνα γαμείτωσαν, καὶ

• 108. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 37 l. 7
• κρατῶν διὰ τοῦτο τὸ κώνειον ἔπιεν, ἐπειδὴ ἐν τοῖς
περὶ θεῶν λόγοις μικρόν τι παρακινεῖν ὑπωπτεύετο.
Εἰ δὲ ὑπόληψις μόνη καινοτομίας τοσοῦτον κίνδυνον
ἤνεγκε φιλοσόφοις ἀνδράσι καὶ σοφοῖς καὶ μυρίας
ἀπολελαυκόσι θεραπείας, καὶ οὐ μόνον οὐκ ἴσχυσαν

• 109. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 37 l. 17
• Ἀλλ’ οὗτοι, φησὶν, οὐχὶ θεοὺς εἰσήγαγον ξένους, ὥσ- (15)
περ ἐκεῖνοι. Αὐτὸ μὲν οὖν μάλιστα τὸ θαυμαστόν μοι
λέγεις, ὅτι διπλῆ ἡ καινοτομία, καὶ τὸ τοὺς ὄντας
καθαιρεῖν, καὶ τὸν ἐσταυρωμένον ἀναγγέλλειν. Πόθεν
γὰρ αὐτοῖς ἐπῆλθε τοιαῦτα κηρύττειν; πόθεν ὑπὲρ

• 110. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 43 l. 39
• δὲ οὐ μόνον παραδείγματα οὐκ εἶχον, ὅτι περιέσονται,
ἀλλ’ ὅτι καὶ οὐ περιέσονται, καὶ ταῦτα δὴ ἔναυλα.
Πολλοὶ γὰρ ἐπιχειρήσαντες καινοτομίαις ἐσβέσθησαν
(οὐχὶ τὰ παρ’ Ἕλλησι λέγω· ἐκεῖνα γὰρ οὐδὲ ἦσαν, (40)
ἀλλὰ παρ’ αὐτοῖς τοῖς Ἰουδαίοις ἐν αὐτῷ τῷ καιρῷ),

• 111. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 63 l. 15
• πλείους, καὶ οὕτω δύσκολον ἦν τὸ γινόμενον. Ἐκεί-
νοις μὲν γὰρ ἡ συνήθεια συνέπραττε, τούτοις δὲ ἡ
Καινοτομία ἠναντιοῦτο. Οὐδὲν γὰρ οὕτω θορυβεῖ ψυ- (15)
χὴν, κἂν ἐπὶ χρησίμῳ τινὶ γίνηται, ὡς καινοτομεῖν
58

τι καὶ ξενίζειν, καὶ μάλιστα ὅταν περὶ λατρείας καὶ

• 112. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 63 l. 16
• νοις μὲν γὰρ ἡ συνήθεια συνέπραττε, τούτοις δὲ ἡ
Καινοτομία ἠναντιοῦτο. Οὐδὲν γὰρ οὕτω θορυβεῖ ψυ- (15)
χὴν, κἂν ἐπὶ χρησίμῳ τινὶ γίνηται, ὡς καινοτομεῖν
τι καὶ ξενίζειν, καὶ μάλιστα ὅταν περὶ λατρείας καὶ
περὶ τῆς τοῦ Θεοῦ δόξης τοῦτο γίνηται. Καὶ ὅση τού-

• 113. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 64 l. 4
• κατισχύων συνηθείᾳ πολεμῆσαι, καὶ ἔργῳ παρὰ τοῦ
διδασκάλου τοῦτο μαθών. Καὶ γὰρ οὗτος ὑποπτευθεὶς
ἐπὶ καινοτομίᾳ τινὶ τοιαύτῃ, τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ
κατορθῶσαι ὅπερ ἐβούλετο, ὅτι καὶ τοῦ ζῇν ἐξέπεσε,
καὶ ταῦτα ἀπολογησάμενος. Πόσους δὲ καὶ νῦν ὁρῶμεν

• 114. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 64 l. 29
• τὰ ἔσχατα πάσχειν δεινὰ, παρὰ πάντων μισεῖσθαι,
κοινὸν εἶναι πολέμιον καὶ ἰδίοις καὶ ἀλλοτρίοις. Ὥστε
εἰ καὶ ἐπὶ συνήθειαν ἐκάλουν ἀπὸ καινοτομίας, καὶ
οὕτω δύσκολον τὸ πρᾶγμα ἦν· ὅπου δὲ ἀπὸ συνηθείας (30)
ἐπὶ καινοτομίαν, καὶ ταῦτα προσῆν τὰ δεινὰ, ἐννόη-

• 115. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 64 l. 31
• εἰ καὶ ἐπὶ συνήθειαν ἐκάλουν ἀπὸ καινοτομίας, καὶ
οὕτω δύσκολον τὸ πρᾶγμα ἦν· ὅπου δὲ ἀπὸ συνηθείας (30)
ἐπὶ καινοτομίαν, καὶ ταῦτα προσῆν τὰ δεινὰ, ἐννόη-
σον πόσον ἦν τὸ ἐμπόδισμα. Καὶ τῶν εἰρημένων δὲ
πάλιν ἕτερον οὐκ ἔλαττον προσέκειτο τούτοις τὸ

• 116. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 67 l. 24
• τοὺς τὰ εὔκολα λέγοντας, ἢ τοὺς τὰ χαλεπώτερα;
τοὺς μετὰ κινδύνων ἕλκοντας, ἢ τοὺς μετὰ ἀδείας;
τοὺς καινοτομοῦντας, ἢ τοὺς τὴν συνήθειαν κρατύνον-
59

τας; τοὺς ἐπὶ τραχεῖαν, ἢ τοὺς ἐπὶ τὴν ῥᾳδίαν (25)


ἄγοντας ὁδόν; τοὺς τῶν πατρῴων ἀφιστῶντας, ἢ

• 117. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 131 l. 28
• ὁμοῦ μὲν δεικνὺς, ὅτι καὶ αὐτοὶ τὰ μέγιστα κερδα-
νοῦσιν, ὥσπερ λοιμοῦ τινος ἀπαλλαγέντες χαλεποῦ,
ὁμοῦ δὲ δηλῶν, ὅτι οὐ Καινοτομία τὸ τοιοῦ-
τον, ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν ἐδόκει τοῦτο τῷ νομοθέτῃ τοὺς
τοιούτους ἐκτέμνεσθαι· ἀλλ’ ἐκεῖ μὲν σφοδρότερον, (30)

• 118. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 219 l. 60
• καὶ ἐνταῦθα τοῦτον γυμνάζει τὸν λόγον, τοῦτό τε αὐ-
τὸ δεικνὺς, καὶ ὅτι οὐδὲν ξένον νομοθετεῖ, καὶ ὅτι
παρ’ Ἕλλησι τὰ τῆς καινοτομίας ἅπαντα τῆς παρὰ (60)
φύσιν. Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς τοῦτο δεικνὺς ἔλεγεν·
Ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι,

• 119. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam i ad Corinthios


(homiliae 1-44) (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 317 l. 5
• Θεοῦ ἐξῆλθεν, ἢ εἰς ὑμᾶς μόνους κατήντησε;
Καὶ γὰρ τὰς λοιπὰς Ἐκκλησίας παρήγαγε τοῦτον τη-
ρούσας τὸν νόμον, καὶ ἀπὸ τῆς καινοτομίας τὸν θό-
ρυβον ὑποτεμνόμενος, καὶ τῇ τῶν πολλῶν ψήφῳ τὸν
λόγον ποιῶν εὐπαράδεκτον. Διὸ καὶ ἀλλαχοῦ ἔλεγεν·

• 120. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios


(homiliae 1-30) {2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 458 l. 39
• Πόθεν οὖν τὸ πιθανὸν τοῖς λόγοις τούτοις, εἰπέ μοι;
Οὐδαμόθεν ἄλλοθεν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως.
Καὶ γὰρ πρῶτον αὐτὴ ἡ Καινοτομία πᾶσι προσίστα-
το· ὅταν τε καὶ τοιαῦτά τις καινοτομῇ, χαλεπώτερον (40)
τὸ πρᾶγμα γίνεται, ὅταν ἀναμοχλεύῃ παλαιᾶς συν-

• 121. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Corinthios


(homiliae 1-30) {2062.157} (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 458 l. 40
• Οὐδαμόθεν ἄλλοθεν, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς τοῦ Θεοῦ δυνάμεως.
Καὶ γὰρ πρῶτον αὐτὴ ἡ Καινοτομία πᾶσι προσίστα-
60

το· ὅταν τε καὶ τοιαῦτά τις καινοτομῇ, χαλεπώτερον (40)


τὸ πρᾶγμα γίνεται, ὅταν ἀναμοχλεύῃ παλαιᾶς συν-
ηθείας θεμέλια, ὅταν ἐκ βάθρων ἀνασπᾷ νόμους.

• 122. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Galatas


commentarius (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 616 l. 35
• τινος ἐμνημόνευσε. Τίνος οὖν ἕνεκεν τοῦτο ποιεῖ;
Διέβαλλον αὐτὸν ὡς μόνον ταῦτα κηρύττοντα, καὶ
καινοτομίαν τινὰ τοῖς δόγμασιν ἐπεισάγοντα. Θέλων (35)
οὖν ἀνελεῖν αὐτῶν τὴν ὑποψίαν, καὶ δεῖξαι ὅτι πολ-
λοὺς ἔχει τῆς γνώμης κοινωνοὺς, συνέταξε τοὺς

• 123. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Galatas


commentarius (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 622 l. 31
• τρέψαι τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μὴν μίαν
μόνην, ἢ δευτέραν ἐπεισῆγον ἐντολὴν, τὴν τῆς πε- (30)
ριτομῆς, καὶ τὴν τῶν ἡμερῶν μόνον καινοτομοῦντες·
ἀλλὰ δεικνὺς ὅτι μικρὸν παραποιηθὲν, τὸ ὅλον λυ-
μαίνεται, εἶπε τὸ Εὐαγγέλιον ἀνατρέπεσθαι. Καθά-

• 124. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Galatas


commentarius (A.D. 4-5) Vol. 61 p. 622 l. 44
• νων, ἀλλ’ ἀπὸ φιλαρχίας τὴν διαφορὰν γίνεσθαι;
Ἀκουέτωσαν τί φησιν ὁ Παῦλος, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον
ἀνέτρεψαν οἱ καὶ μικρόν τι καινοτομοῦντες. Οὗτοι δὲ
οὔ τι μικρόν· πῶς γὰρ, οἱ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ κτί- (45)
σμα λέγοντες; Οὐκ ἤκουσας ὅτι καὶ ἐν τῇ Παλαιᾷ ἐν

• 125. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Timotheum


(homiliae 1-10) (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 626 l. 55
• κηρύγματος ἔκτεμνε. Τὰς δὲ βεβήλους καινοφω-
νίας περιίστασο. Οὐδὲ γὰρ μέχρι τούτου στήσον-
ται. Ὅταν γάρ τι καινὸν ἐπεισενεχθῇ, ἀεὶ καινοτο- (55)
μίας τίκτει· καὶ ἄπειρος ἡ πλάνη τοῦ ἐξελθόντος
τὸν λιμένα τὸν εὔδιον, καὶ οὐδαμοῦ στήσεται. Ἐπὶ
πλεῖον γὰρ προκόψουσιν ἀσεβείας, φησὶ, καὶ ὁ

• 126. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Timotheum


(homiliae 1-10) (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 644 l. 51
61

• φησί. Πῶς οὖν λέγει ἀλλαχοῦ, ὅτι Προκόψουσιν ἐπὶ


πλεῖον ἀσεβείας· ἐνταῦθα δὲ, Οὐ προκόψουσιν; (50)
Ἐκεῖ τοῦτό φησιν, ὅτι ἀρχόμενοι καινοτομεῖν καὶ
πλανᾷν, οὐ στήσονται τῆς πλάνης, ἀλλ’ ἀεὶ ἐξευρή-
σουσιν ἀπάτας καινὰς καὶ δόγματα διεφθαρμένα· καὶ

• 127. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Hebraeos (homiliae


1-34) {2062.168} (A.D. 4-5) Vol. 63 p. 20 l. 54
• βαίνει, καί φησι· Δι’ οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν.
Ὅρα πῶς καὶ ἐνταῦθα δύο τέμνει ὁδούς. Βουλόμενος
γὰρ ἡμᾶς ἀπαγαγεῖν τῆς Σαβελλίου καὶ Ἀρείου και-
νοτομίας, τοῦ μὲν τὸ περιττὸν τῆς ὑποστάσεως ἀναι- (55)
ροῦντος, τοῦ δὲ τὴν μίαν φύσιν εἰς ἀνισότητα κατα-
τέμνοντος, ἐκ περιουσίας ἀμφότερα καθαιρεῖ. Πῶς

• 128. Ιωάννης Χρυσόστομος. De paenitentia [Sp.] {2062.268}


(A.D. 4-5) Vol. 59 p. 765 l. 7
• τοῦ σώματος εἶναι, τὰς δὲ θεραπείας ἀψύχων. Τί γὰρ ὠφε-
λεῖτο ἐκείνη εἰ λέντιον ψαῦσαν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ τὸ
ἄψυχον ἡγιάζετο; Καινοτομεῖ τὴν φύσιν, ἀντὶ λεντίου ταῖς
θριξὶν ἐκμάσσει. Ὅθεν τὰ ἁμαρτήματα, ἐκεῖθεν καὶ τὰ
ἰάματα. Πᾶσιν ἥμαρτεν τοῖς μέλεσι, πᾶσι θεραπεύει τοῖς

• 129. Ιωάννης Χρυσόστομος. In annuntiationem deiparae [Sp.]


{2062.331} (A.D. 4-5) Vol. 62 p. 767 l. 8
• χανα τυγχάνει τινὸς μηχανῆς, μάθω πῶς τὰ ἄπορα
πόνον εὑρεῖν δεδύνηται, ἀκούσω πῶς τὴν φύσιν ἡ χάρις
ἐπὶ τὸ κρεῖττον καινοτομεῖ, ἢ πῶς ἡ φύσις δουλεύει τῇ
χάριτι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος, εἶπεν αὐτῇ·
Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ. Ἔμαθες τὸν (10)

• 130. Ιωάννης Χρυσόστομος. In sanguinis fluxu laborantem [Sp.]


{2062.356} (A.D. 4-5) Vol. 64 p. 19 l. 18
• δωμάτιον. Προφθάνει δὲ τὸν καλοῦντα τῇ προθυμίᾳ ὁ
Κύριος· Ἐγερθεὶς γὰρ, ἠκολούθησεν αὐτῷ. Ἀλλ’
ὅρα, πιστὲ, οἵα παρὰ γυναικὸς δικαία καινοτομεῖται βία,
οἵα σοφὴ οἰκονομεῖται κλοπὴ, οἵα παρὰ θήλεος ἐπινοεῖ-
ται ἀκίνδυνος ἁρπαγή· δεῖ γὰρ αὐτῷ πρὸς τὴν κίνησιν (20)
62

• 131. Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Vol. 82 p. 280 l. 51
• φέρω. Καὶ γὰρ ὁ Θεὸς τὰ κατὰ φύσιν νομοθετήσας,
ἐπὶ τὰ ὑπὲρ φύσιν προτρέπει. Ἐπειδὴ δὲ εἰκὸς ἦν (50)
τινας ἀντιλέγειν ὡς καινοτομίᾳ τῇ συμβουλῇ, προστέ-
θεικεν· «Ὡς ἠλεημένος ὑπὸ Κυρίου πιστὸς εἶναι.»
(281) Μετὰ τῆς συνήθους μετριότητος τὴν ἀποστολικὴν

• 132. Θεοδώρετος. Interpretatio in xiv epistulas sancti Pauli


{4089.030} (A.D. 4-5) Vol. 82 p. 465 l. 7
• ἀγγέλων ἐναντία διδάξῃ τῷ θείῳ κηρύγματι· ᾔδει
γὰρ ὡς ἀδύνατον τοῦτο· ἀλλὰ διὰ τούτου πᾶσαν
ἀνθρώπων καινοτομίαν ἐκβαλών.
θʹ. «Ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγομεν,
εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε,

• 133. Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 337 l. 1
• Ἀξιέπαινος μὲν ὁ τῆς ὑμετέρας μεγαλοπρεπείας
σκοπός. Ποθεῖτε γὰρ μαθεῖν τὰς ἑκατέρωθεν τῆς
(337) ὁδοῦ τῆς εὐθείας καινοτομηθείσας παρά τινων ἀτρα-
ποὺς, ὧν τὸ τέλος τῆς ἀπωλείας τὸ βάραθρον. Τὸν δὲ
πόθον εἰσεδέξασθε τοῦτον, οὐχ ἵνα κάκιστα διαπλα-

• 134. Θεοδώρετος. Haereticarum fabularum compendium


{4089.031} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 436 l. 9
• τὴν λυχνίαν τοῦ θείου τῶν ἀρχιερέων βήματος, οὐ
τὸν λύχνον τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ τὸν ζόφον τίθησι τῆς
ἀσεβείας. Γίνεται δὲ αὐτῷ πρῶτον τῆς καινοτο-
μίας ἐγχείρημα, τὸ μὴ δεῖν τὴν ἁγίαν Παρθένον, (10)
τὴν τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον τεκοῦσαν ἐξ αὐτῆς σάρκα
λαβόντα, Θεοτόκον ὁμολογεῖν, Χριστοτόκον δὲ μόνον·

• 135. Θεοδώρετος. Libellus contra Nestorium ad Sporacium [Sp.]


{4089.033} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 1156 l. 40
• τοῦ θείου τῶν ἀρχιερέων βήματος, οὐ τὸν λύχνον τῆς
ἀληθείας, ἀλλὰ τὸν ζόφον τίθησι τῆς ἀσεβείας.
Γίνεται δὲ αὐτῷ πρῶτον τῆς καινοτομίας ἐγχείρημα, (40)
τὸ μὴ δεῖν τὴν ἁγίαν Παρθένον, τὴν τοῦ Θεοῦ
63

Λόγου κατὰ σάρκα μητέρα, Θεοτόκον ὁμολογεῖν, Χρι-

• 136. Θεοδώρετος. Ad eos qui in Euphratesia et Osrhoena


regione, Syria, Phoenicia et Cilicia vitam monasticam degunt (ex
epistula 151) {4089.034} (A.D. 4-5) Vol. 83 p. 1417 l. 26
• διὰ τούτων τῶν ὀνομάτων γεγενῆσθαι διδάσκων τῆς
τε θείας φύσεως καὶ τῆς τοῦ δούλου μορφῆς. (25)
Τοῦτο τῆς αἱρετικῆς Ἀπολιναρίου καινοτομίας ἐστὶ
κύημα. Ἐν δὲ τῷ τετάρτῳ κεφαλαίῳ ἀπαγορεύει τῶν
εὐαγγελικῶν καὶ ἀποστολικῶν φωνῶν τὴν διαίρεσιν,

• 137.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Epistulae paschales sive Homiliae


paschales (epist. 1-30) (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 449 l. 26
• νικῶς ἐξέλθετε, καὶ τοῖς ἐν τῷ σκότει· Ἀνακαλύφ-
θητε,» τριήμερον μὲν ἀνίστησι τὸν ἐαυτοῦ ναὸν, (25)
καινοτομεῖ δὲ τῇ φύσει καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἀνάβα-
σιν, ἀπαρχὴν ὥσπερ τῆς ἀνθρωπότητος ἑαυτὸν προσ-
άγων τῷ Πατρὶ, τὸν ἀῤῥαβῶνα τῆς χάριτος τοῖς ἐπὶ

• 138.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Epistulae paschales sive Homiliae


paschales (epist. 1-30) (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 552 l. 17
• «ἀνέστη τριήμερος, λύσας τὰς ὠδῖνας τοῦ θανάτου,» (15)
καθὼς γέγραπται, «καθότι οὐκ ἦν δυνατὸν ἀραρέσθαι
αὐτὸν ὑπ’ αὐτοῦ·» καινοτομήσας δὲ τῇ ἀνθρωπείᾳ
φύσει τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τὴν ὁδὸν, εἰς αὐτὸν
ἀνέβη τὸν οὐρανὸν, «νῦν ἐμφανισθῆναι τῷ προσώπῳ

• 139.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Epistulae paschales sive Homiliae


paschales (epist. 1-30) (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 633 l. 9
• δαίων ὀνειδισμοὺς παρ’ οὐδὲν ἐποιεῖτο. Σκοπὸς γὰρ
ἦν αὐτῷ, καὶ ζῶντας καὶ νεκροὺς ἀπαλλάξαι τῆς
ἁμαρτίας, καὶ καινοτομῆσαι πάλιν τῇ ἀνθρωπείᾳ
φύσει τὴν εἰς ἀφθαρσίαν ἀναδρομὴν, ὃ δὴ καὶ (10)
γέγονεν. Ἐσκύλευσε γὰρ τὸν ᾅδην θεοπρεπεῖ καὶ

• 140.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Epistulae paschales sive Homiliae


paschales (epist. 1-30) (A.D. 4-5) Vol. 77 p. 968 l. 9
• καὶ ζωοποιὸς, διά τε τοῦτο Θεὸς ὑπάρχων γνωρίζε-
ται. Οὐ γὰρ καθ’ ἕνα τῶν καθ’ ἡμᾶς ἀπομεμένηκεν
64

ἐν νεκροῖς· ἀνεβίω δὲ μᾶλλον, καινοτομῶν τῇ ἀν-


θρώπου φύσει τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τὴν ὁδόν. (10)
Καὶ πιστώσεται γράφει Παῦλος· «Ὥσπερ γὰρ ἐν

• 141.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Frag. in libros Regum {4090.099}


(A.D. 4-5) Vol. 69 p. 692 l. 21
• τῶν ἀνθρώπων βασιλείαν δεικνὺς, καὶ ἀποφοιτῆσαι
τοῦ βασιλεύεσθαι παρὰ Θεοῦ διὰ προφητῶν. Ἰδοὺ (20)
γὰρ ὁ Ἱεροβοὰμ ἐμὲ τὸν Δεσπότην παρώργισε καινοτομήσας
δαμάλεις, καὶ τὸ ἐμὸν αὐταῖς ἀξίωμα
περιθείς. Καὶ πάλιν· Ἐπενόησεν ἐν ἀρχαῖς Ἱερο-
βοὰμ τὰς δαμάλεις, καὶ πληροῦν ἐκέλευσεν ἐπ’ αὐταῖς

• 142.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Commentarius in Isaiam prophetam


{4090.103} (A.D. 4-5) Vol. 70 p. 656 l. 32
• του βούλησιν ἐτράποντο πρὸς διδασκαλίαν, καὶ ἀν- (30)
θρώπων ἐντάλματα. Παραδόσεις γάρ τινας εἰκαίας
καινοτομοῦντες ἑαυτοῖς ᾤοντο μὲν εἶναι φιλόθεοί τε
καὶ ἀγαθοὶ, ἠλέγχοντο δὲ δι’ αὐτῶν τῶν πραγμάτων
τὴς εἰς Θεὸν ἀγάπης ἀσυνέτως ἀποπηδήσαντες.

• 143.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Κατά Ιουλιανού. imperatorem


(libri iii-x) (A.D. 4-5) B. 7 column 864 l. 44
• ὃ δὴ καὶ ὑμεῖς ἐντεῦθεν εἱλκύσατε μόνον· ὡς τῶν γε
ἄλλων οὐθὲν ἡμῖν τέ ἐστι κἀκείνοις παραπλήσιον.
Ἀπὸ μὲν οὖν τῆς Ἑβραίων καινοτομίας τὸ βλασφη-
μεῖν τιμωμένους θεοὺς ἡρπάσατε· ἀπὸ δὲ τῆς παρ’ (45)
ἡμῖν θρησκείας τὸ μὲν εὐλαβές τε ὁμοῦ πρὸς ἅπασαν

• 144.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Κατά Ιουλιανού. imperatorem


(libri iii-x) (A.D. 4-5) B. 8 column 892 l. 6
• λέξεως, καὶ εἰσαῦθις διαδείξομεν, καίτοι μακροὺς
πρὸς αὐτὸν περί γε τούτων αὐτῶν κατατείναντες λό-
γους. Οὐ γάρ τοι, καθά φησιν αὐτός, καινοτομοῦντές
τι προσειργάσμεθα, καὶ τοῖς διὰ τοῦ πανσόφου
Μωσέως προστεθείκαμεν λόγοις τὸ ἀβασανίστως

• 145.Κύριλλος Αλεξανδρινός. Κατά Ιουλιανού. imperatorem


(libri iii-x) (A.D. 4-5) B. 9 column 960 l. 35
65

• ΚΥΡΙΛΛΟΣ.

Ἀποτρόπαιον μὲν οὖν τὸν ἀποπομπαῖον ἀποκαλεῖ,


καινοτομήσας ὄνομα τοῖς μὲν ἱεροῖς νόμοις οὐκ (35)
ἐγνωσμένον, ἐντριβὲς δὲ ἴσως ἑαυτῷ. Καί μοι θαυ-
μάζειν ἐκεῖνο περίεστι. Τὸν γάρ τοι νόμον τὸν ἐν

146. Ιωάννης Δαμασκηνος. Sacra parallela (recensiones


secundum alphabeti litteras dispositae, quae tres libros conflant)
(Frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 396
l. 15

• οὕτως αὐτοῦ ὡς τὸ εὐεργετεῖν ἰδιαίτατον. Πολλὰς καὶ παραδόξους


σωτηρίας οἶδε τὸ Θεῖον καινοτομεῖν, νεῦον πρὸς τὸ
φιλάνθρωπον. Ὁ τῇ φύσει ἀγαθὸς καὶ ἀγαθῶν πάντως
παρεκτικὸς γίνεται.

• 147. Ιωάννης Δαμασκηνος. De animato (Frag. um) [Dub.]


{2934.041} (A.D. 7-8) Vol. 95 p. 229 l. 43
• ἀθάνατον· τὸ ἀθάνατον εἰς ἄγγελον, δαίμονα· τὸ
θνητὸν εἰς ἄνθρωπον, βοῦν, κύνα, καὶ τὰ τοιαῦτα.
Καινοτομία ἐστὶ πρᾶγμα παρὰ τοὺς τῆς φύσεως
ὅρους καὶ νόμους παρηλλαγμένον.
Οἰκονομία ἐστὶ πρᾶγμα μὴ ὀφεῖλον γενέσθαι· γί- (45)

• 148. Ιωάννης Δαμασκηνος. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] (A.D. 7-8) Vol. 95 column 441 l. 22
• «Ὁ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ (20)
ἐν Γραφαῖς ἁγίαις.»
Ἐπειδὴ καινοτομίαν ἐνεκάλουν τῷ δόγματι, δείκ-
νυσιν αὐτὸ πρεσβύτερον Ἑλλήνων ὄν· καὶ ἐν τοῖς
προφήταις προδιαγραφόμενον.

• 149. Ιωάννης Δαμασκηνος. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] (A.D. 7-8) Vol. 95 column 464 l. 36
• Ἐπειδὴ χωρὶς τοῦ νόμου εἶπεν τὴν δικαίωσιν, καὶ
εἶδεν τὸν Ἰουδαῖον θορυβούμενον, ἐπήγαγεν, ὡς οὐ (35)
Καινοτομία τὸ λεγόμενον. Αὐτὸς γὰρ ὁ νόμος καὶ οἱ
προφῆται, φησὶν, τὴν αὐτὴν δικαιοσύνην προανεκή-
66

ρυττον.

• 150. Ιωάννης Δαμασκηνος. Commentarii in epistulas Pauli


[Dub.] (A.D. 7-8) Vol. 95 column 612 l. 24
• «Καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.»
Μαρτυρίαν ἐκ τῆς Παλαιᾶς τίθησι, δηλῶν ὅτι οὐ
Καινοτομία τὸ τοιοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν αὐτῷ ἔδω-
κεν τῷ νομοθέτῃ. (25) ΚΕΦΑΛ. ϛʹ.

• 151. Ιωάννης Δαμασκηνος. Deprecationes i-iii [Dub.]


{2934.061} (A.D. 7-8) Vol. 96 p. 816 l. 23
• φῶς, τὸ μὴ γεννῶν, ἀεὶ δὲ γεννώμενον, οὗ τὸ γεν-
νᾶσθαι ὑποστατικὸν μόνον ἰδίωμα. Ἐν σοὶ καὶ νόμοι
φύσεως καινοτομηθήσονται, καὶ τὰ ἄμικτα συμβή-
σεται. Ἔσται γὰρ παρθενία τίκτουσα. Μίξις θεότητος
καὶ ἀνθρωπότητος, πάθους καὶ ἀπαθείας, ζωῆς καὶ (25)

• 152.Νικηφόρος ιστορικός και θεολόγος. Breviarium historicum


de rebus gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr. 977)
{3086.001} (A.D. 8-9) p. 63 l. 27
• τῶν δεξαμενῶν νεκρῶν ἐμπλησθῆναι σωμάτων. ἄρουραι δὲ (25)
ἀνετέμνοντο καὶ ἀμπελῶνες διωρύσσοντο καὶ κῆποι διεσκά-
πτοντο πρὸς τὴν τῶν ἀπείρων σωμάτων ταφὴν καινοτομούμενοι.
ἐξ ὧν συνέβαινε τοὺς πλείονας τῶν οἴκων κατα-
κλείστους πάμπαν γίνεσθαι. παρέτεινε δὲ τὰ τῆς θραύσεως
μέχρις ἐνιαυτοῦ, καὶ ἐξ ἐκείνου ἐνεδίδου τὰ πλεῖστα, καὶ

• 153. GEORGIUS Monachus Chronogr. Chronicon breve (lib. 1-6)


(redactio recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 p. 668 l. 42
• των εἰς τοὺς πρώτους εὑραμένους. μηδὲν ἕτερον (40)
ἔχειν πλὴν 447 τῆς κακίας καὶ τῆς περὶ τὸ Θεῖον
ταύτης καινοτομίας;» ἡ γὰρ τοῦ λόγου δύναμις
τοῖς μὲν ἐπιεικέσιν ὅπλον, τοῖς δὲ μοχθηροῖς πέν-
τρον κακίας γίνεται.»

• 154. PHOTIUS Lexicogr., Scr. Eccl. et Theol. Lexicon (Ε—Ω)


(A.D. 9) Alphabetic letter kappa p. 123 l. 14
• μοῦ.
Καὶ μάλα: καὶ πάνυ μὲν οὖν. Καινοτομεῖν: καινὴν λατομίαν
67

τέμνειν κυρίως.Καιρός: σειρά τις ἐν ἱστῶι δι’ ἧς οἱ στήμονες


διεί- (15)
ρονται.

• 155. PHOTIUS Lexicogr., Scr. Eccl. et Theol. Lexicon (Ε—Ω)


(A.D. 9) Alphabetic letter kappa p. 124 l. 5
• Καινοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ. Καὶ δή: ἤδη.
Καινοτομεῖ: καινουργεῖ. Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς
νεωτέροις ἁρ μόττει πράγμασιν· οὕτω δὲ καὶ Ἔφορος.

• 156. Μιχαήλ Ψελλός. Encomium in patriarchem Constantinum


Leichudem {2702.042} (A.D. 11) p. 406 l. 30
• της ἐπὶ τοῖς τῆς ἀρχιερωσύνης θώκοις ἐγκαθιδρύεται. Ἐπιτεμοῦ-
μαι δὲ τὸν λόγον, τὰ κυριώτατα τιθεὶς τοῦ πράγματος καὶ ἀφ’ ὧν
ἡ περὶ τὴν βασιλείαν ἐγεγόνει καινοτομία· εἰ δὲ κἀγὼ
πάρεργον (30)
τοῦ λόγου γενήσομαι καὶ τρόπον τινὰ συναπολαύσω τῶν ἐκείνου
(407) καλῶν, φθονείτω μηδεὶς, ἀλλὰ μηδ’ αἰτιάσθω· οὐ γὰρ
ἐξεπίτηδες

• 157. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius in patriarchem Joannem


Xiphilinum {2702.044} (A.D. 11) p. 440 l. 17
• ἀτελὴς ἔτι, ὑπερεφλέγετό μοι ὁ νοῦς καὶ ὅλος διεπιμπράμην
ἀφάτῳ (15)
πυρὶ συγκαιόμενος· ἐζήτουν δέ τινα πρόφασιν τῆς μεταβολῆς καὶ
τῆς πρὸς ἐκεῖνον ἀφίξεως, καινοτομεῖ δὲ ταύτην θεὸς, τίνα
τρόπον;
ἀνάπτει μοι ἐγκάρδιον πῦρ, εἶτα δή μοι καὶ ἀλγηδόνας ἐμβάλλει
τοῖς σπλάγχνοις, οὐ πάνυ μὲν σφοδράς· ἐγὼ δὲ ἀφορμῆς εἰλημ-

• 158. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) p. 305 l. 11
• αὐτὸν φύσεως, προαιρέσεώς τε καὶ βίου καὶ γνώμης, παιδείας τε
καὶ ψυχῆς μεγαλοφυοῦς, παρά τε τῶν ἄλλων περὶ ὧν ὁ λόγος
ἐρεῖ (10)
προϊὼν, ἐκ θειοτέρας εἶναι καινοτομίας καὶ κρείττονος περὶ ἕνα
τῶν
πάντων προνοίας ἢ θαύματος· ἀλλὰ τῆς μὲν ἀφ’ ὧν προῆλθε πό-
68

λεως, οὐ πάνυ τοῦτον ἐντεῦθεν εὐδαιμονίσαιμι, καί τοί γε τοῖς

• 159. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) p. 322 l. 27
• ἑαυτῷ μόνῳ, καὶ μηδένα οἷ προσιέναι προστάττει, ἀλλ’
ὥσπερ (25)
θῆρα δεδιέναι καὶ πόρρωθεν καθορᾷν· καὶ ὅπερ δὴ τέλος τοῦ
καινοτομεῖν τίθεται, τοῦτο δὴ καὶ τέλος αὐτῷ τοῦ καινοτο-
μεῖν γίνεται· οὔτε γὰρ εἶχεν ὅτι ἄλλο χεῖρον ἐργάσαιτο, οὔτε
ἄλλό τι ἐδόκει ἀξιόχρεων τοῦτον ἀκριβῶς κατεργάσασθαι. Ἡ γὰρ

• 160. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) p. 322 l. 27
• ἑαυτῷ μόνῳ, καὶ μηδένα οἷ προσιέναι προστάττει, ἀλλ’
ὥσπερ (25)
θῆρα δεδιέναι καὶ πόρρωθεν καθορᾷν· καὶ ὅπερ δὴ τέλος τοῦ
καινοτομεῖν τίθεται, τοῦτο δὴ καὶ τέλος αὐτῷ τοῦ καινοτο-
μεῖν γίνεται· οὔτε γὰρ εἶχεν ὅτι ἄλλο χεῖρον ἐργάσαιτο, οὔτε
ἄλλό τι ἐδόκει ἀξιόχρεων τοῦτον ἀκριβῶς κατεργάσασθαι. Ἡ γὰρ
ξύμπασα πόλις, οὐκ ἐνεγκόντες τὴν ὑπερβολὴν τοῦ κακοῦ,
ἀλλὰ (30)

• 161. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) p. 330 l. 4
• ἡμᾶς εὐαγγελικὸν γένος ἐκ πρώτης παραγωγῆς παρὰ τοῦ δη-
μιουργήσαντος εἰλήχει.
Τίς δὲ ἡ καινοτομία; ὅτι μὴ παρὰ μέρος ἔζη θεῷ καὶ ἀνθρώ-
ποις, μηδὲ πτερούμενος τῇ εὐχῇ πρὸς τὰ κρείττω, ἐπιλήσμων τῶν
τῇδε ἐγίγνετο, μὴ δ’ αὖθις πρὸς τὰ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν τῆς

• 162. Μιχαήλ Ψελλός. Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) p. 370 l. 11
• θανῶς ἑκατέρωθεν λέγειν ἡ ἐπαμφότερος τοῦ γενομένου ὑπόληψις·
ἔπειτα, εἰ καὶ τῶν ἑαλωκότων οἱ πλείους τὰς κρείττους δόξας
εἶχον (10)
περὶ τῶν τῷ πατρὶ καινοτομηθέντων πρὸς τὰς ὀξείας ῥοπὰς τῶν
καιρῶν, ἀλλὰ τὸ βούλεσθαι τοῦ κρατοῦντος ἐκείνως, ἀλλὰ μὴ οὕ-
τως εἰκάζειν, πάντας πρὸς τὴν ἐκείνου δόξαν συνήλασε· καὶ εἰ
69

• 163.Μιχαήλ Ατταλιάτης {3079.001} (A.D. 11) p. 120 l. 2


• Ἐπεὶ δὲ ἡ Ἀντιόχεια προκατείργαστο ταῖς ἐπιδρομαῖς
(120) καὶ σίτου σπάνιν ἐκέκτητο, δείσας ὁ βασιλεὺς μὴ παραγενό-
μενος ἐκεῖσε καινοτομήσῃ τῇ πόλει τὰς ἰδίας τροφάς, καταφρο-
νήσας ἐπὶ συμφέροντι ταύτης τῆς ἰδίας τρυφῆς, διὰ τόπων ἐλά-
σας ἐρήμων ὑπερέβη τοὺς αὐλῶνας ἐκείνους καὶ τὰς κλεισού-

• 164.Μιχαήλ Ατταλιάτης {3079.001} (A.D. 11) p. 132 l. 5


• σημαίας ἐν ἀριστερᾷ ποιησάμενος, περιπλανώμενον ἀφῆκε τὸ
στρατόπεδον, τὴν ὡρισμένην ἀταρπὸν ἐν δεξιᾷ προερχόμενον,
ἕως φήμη καταλαβοῦσα μετήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν καινοτο-
μηθεῖσαν τῷ βασιλεῖ. κατελθόντες οὖν ἀποτόμους τινὰς καὶ
κρημνώδεις ὁδούς, ἐν βαθεῖ τόπῳ τὸν βασιλέα κατασκηνώ-
σαντα εὕρομεν ἐκεῖσε, τὴν πρώτην βουλὴν ἐπὶ κακῷ τῶν Ῥω-

• 165.Μιχαήλ Ατταλιάτης {3079.001} (A.D. 11) p. 202 l. 23


• δείς· ἀλλ’ ἀπὸ τῶν σιτοκαπήλων τοῦ φούνδακος ἡ πρᾶσις
προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
(203) βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-

• 166.Μιχαήλ Ατταλιάτης {3079.001} (A.D. 11) p. 203 l. 3


• (203) βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-
καζε τὴν πρᾶσιν διὰ τὸ καινοτομεῖσθαι πολυειδῶς ἐνδεεστέ-
ραν ποιεῖν. καὶ οὕτως τρεφομένου τοῦ φούνδακος εἰς ἀδι-
κίαν ἀπαραμύθητον ἐξέπιπτε τὰ τῆς προτέρας εὐθηνίας τῇ

• 167.Μιχαήλ Ατταλιάτης {3079.001} (A.D. 11) p. 298 l. 7


• τῶν ὀφθαλμῶν ἀπεστέρησεν, ὅπλα κεκινηκότα καὶ κατ’ αὐτοῦ
ἀντάραντα καὶ τὰ δευτερεῖα μὴ ἀνασχόμενον σχεῖν. ὁ δὲ
διαταραχθεὶς πρὸς τὴν φήμην καὶ τὴν καινοτομίαν τοῦ πράγ-
ματος, γράμματα μὲν ἐξέπεμψε τῷ βασιλεῖ τοὺς τῆς δουλώ-
σεως θεσμοὺς ὑπεμφαίνοντα, ἔπραττε δ’ ἐν τῷ λεληθότι τὰ

• 168. VITA ET MIRACULA NICONIS Hagiogr. Vita et miracula


(e cod. Kutlumus. 210) {5081.002} (A.D. 11-17) p. 238 l. 16
70

• παιωνείοις τισίν, οὐ πλείω ἢ πεντεκαίδεκα ἡμέρας, καὶ τελείας


ἔτυχε τῆς ὑγείας, ἐλάφου δίκην ἁλλόμενος. Ἡ δ’ αὖ φήμη τοῦ
θαύματος πολλή τις (15) ἦν, καὶ ἀξία ἡ Καινοτομία τοῦ
πράγματος καὶ τὸ ῥαγδαῖον τῆς παραδοξοποιίας πάντας τοὺς
ἀκούοντας θάμβους ἐνέπλησεν, οἷα φιλεῖ συμβαίνειν ἐν τοῖς
τοιούτοις· τὰ γὰρ παράδοξα τῶν πραγμάτων πολλοὺς ἔχει

• 169. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 1 Ch. 3 se. 4 l.


19
• ὄψεσι τὰς χεῖρας ἐπέβαλε, μή που καὶ ὄναρ ἐστὶ τὸ θεώ-
μενον ἤ τις μαγικὴ τερατεία ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ἄρτι πρώ-
τως καινοτομούμενον. Ὡς δὲ τὴν ἐπὶ τῷ ἀνδρὶ φιλαν-
θρωπίαν τοῦ ἐξαδέλφου κατεμάνθανε καὶ μετὰ τῆς (20)
φιλανθρωπίας τὴν τέχνην, περιχαρὴς γεγονὼς ἐνηγκαλί-

• 170. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 3 Ch. 4 se. 3 l. 1


• ὕστατος ἀδελφὸς μέγας τε δρουγγάριος τοῦ στόλου προὐ-
βέβλητο καὶ εἰς τὴν τῶν σεβαστῶν καὶ οὗτος ἀνήχθη
βαθμίδα. (3) Τούτων δὲ τῶν ἀξιωμάτων τὴν καινοτομίαν
ὁ ἐμὸς πατὴρ προσεξεύρατο τὰ μὲν συνθείς, καθάπερ
ἄνωθεν εἴρηται, τοῖς δὲ καὶ παραχρησάμενος. Τὸ μὲν γὰρ

• 171. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 3 Ch. 4 se. 3 l.


14
• ἐπιστημῶν, θαυμάσαιτο ἂν καὶ τὸν ἐμὸν πατέρα οἷόν τινα
ἐπιστήμονά τε καὶ ἀρχιτέκτονα τὰ ὑπὸ τὴν βασιλείαν
καινοτομοῦντα καὶ πράγματα καὶ ὀνόματα· πλὴν ὅσον οἱ
μὲν τῶν λογικῶν ἐπιστημῶν προστάται διὰ σαφήνειαν τὰ (15)
τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων ἐφεύραντο, ὁ δ’ ἐπιστημονάρχης

• 172. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 12 Ch. 2 se. 5 l.


1
• Ἔνθεν τοι καὶ ῥᾳδίως εἶχον διαναυμαχεῖν πρὸς τὴν
πόλιν οὗτοι, καὶ πεζομαχεῖν ἐκ θατέρου οἱ ἀπὸ τῆς γῆς
αὐτὴν ἐπιθλίβοντες. Ὁ δέ, ὥσπερ μηδεμιᾶς καινοτομίας ὑπούσης
μηδὲ τοσούτου σμήνους στρατιωτῶν περιβομβοῦντος κύκλῳ τὴν
πόλιν, ὀλίγα τούτων ἐφρόντιζεν οὐκ οἶδ’ ὅ τι παθὼν καὶ ἀναξίως
τότε τῆς αὐτοῦ γενναιότητος
71

• 173. Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 15 Ch. 10 se. 4 l.


12
• Καὶ τοσοῦτον, ὥσπερ κατ’ αὐτοῦ θυμουμένη, ἡ φλὸξ διε- (10)
βοσκήθη τὸν ἀσεβῆ ὥστε μηδὲ κνίσσαν τινὰ γενέσθαι μηδὲ
καπνοῦ τινος καινοτομίαν ἑτέραν, ἀλλ’ ἢ μόνον λεπτήν
τινα γραμμὴν καπνώδη φανῆναι κατὰ τὸ μέσον τῆς
φλογός. Καὶ γὰρ καὶ τὰ στοιχεῖα κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἐπαί-

• 174. Κωνσταντίνος Μανασσής ιστορικός. Compendium


chronicum (A.D. 12) L. 2397
• ἀνακλαιόμενος πικρῶς καὶ φέρων ἐπὶ γλώττης, (2395)
τοῦ Γάλλου τὴν ἀναίρεσιν ἀδίκως γεγονυῖαν,
πίστεως τὴν παρατροπὴν καὶ τὴν καινοτομίαν,
καὶ τὴν ἀνάρρησιν αὐτοῦ τοῦ θεομισεστάτου.
Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐνύσταξεν ἐπὶ μακρὸν ἡ δίκη,

• 175. Κωνσταντίνος Μανασσής ιστορικός. Compendium


chronicum (A.D. 12) L. 2920
• τοῦτο καὶ πόλιν εὔπυργον ἐκ βάθρων ἀνασκάπτει,
τοῦτο καὶ δόμους ὄλλυσι, τοῦτο κἀν τοῖς πολέμοις
ὅλων ἐθνῶν ἀφανισμὸν καινοτομεῖν ἰσχύει, (2920)
καὶ πάντα δύναται κυκᾶν καὶ στρέφειν καὶ συγχέειν.
ἄφυκτόν ἐστι βέλεμνον, βάλλει κατὰ καρδίας,

• 176. Κωνσταντίνος Μανασσής ιστορικός. Compendium


chronicum (A.D. 12) L. 4280
• αὐτὸς δ’ ἐν πᾶσιν ἔστιλβεν ἥλιος ὥσπερ γίγας.
τοσοῦτον δ’ ἦν τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς ἐκείνοις
ὡς μηδ’ αὐτοῖς τοῖς ἄναξι καινοτομεῖν ἐξεῖναι (4280)
ἢ πράττειν τι καινοπρεπὲς καὶ πέρα τοῦ συνήθους,
ἂν μὴ μετέσχον τῆς βουλῆς ἐκεῖνοι καὶ τῆς γνώμης.

• 177. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 59 l. 1
• (59) Carbonae Constantinopoli Ὁρῶν τοὺς πολλούς, ὦ
βέλτιστε, ταῖς καινοτομίαις χαίροντα (1)
μᾶλλον ἢ τοῖς καθεστηκόσι χρῆσθαι αἱρουμένους, ἐμοὶ δοκεῖν οὐκ
ἀλόγως, ὅτι μὴ καὶ λίαν κεκομψευμένως, ὡς δή τι καὶ περὶ αὐτούς,
72

• 178. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 59 l. 4
• μᾶλλον ἢ τοῖς καθεστηκόσι χρῆσθαι αἱρουμένους, ἐμοὶ δοκεῖν οὐκ
ἀλόγως, ὅτι μὴ καὶ λίαν κεκομψευμένως, ὡς δή τι καὶ περὶ αὐτούς,
οἶμαι, ὁρῷτο καινοτομούμενον καὶ σοφοὶ πλέον τι τῶν μενόντων
παρεξευρίσκοντες ἐξευρίσκοντες φαίνοιντο, οὐκ ἄμουσον οὐδ’
αὐτὸς ἐνόμισα οὐδ’ αὖ καινόν, εἰ παραπλησίως κἀμοὶ βουλομένῳ
γένοιτο διαπράξασθαι. καὶ

• 179. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 99 l. 10
• καινῷ διδασκάλῳ οἱ τῶν ἀκουόντων ἔπαινοι καὶ θειασμοί. ἐκεῖνος
μὲν
οὖν, εἰ δὴ τὰ ὄντα ἡμῖν Λίβυες ἔφασαν λόγοι, ἃ φύσεως ἥκιστα
συνεχώρουν θεσμοί, καὶ ταῦτα περιττὸς ἦν καινοτομῶν
ἐξεπίτηδες, ἵν’ (10)
ἐπιτυχής, ἧς ἤρα, γένηται δόξης· ἐμοὶ δὲ θαυμάζειν καὶ ἀπορεῖν,
ἔπεισιν, ὅτι μήτε μηδένα διακυβεύσαντι κίνδυνον μήτ’
ἐπιτετηδευκότι

• 180. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 130 l. 26
• Ἡρακλεῖ Τελαμὼν ἐπὶ Τροίας καὶ Ἀντίγονος Ἀλεξάνδρῳ καὶ
Πάτρο-
κλος Ἀχιλλεῖ. ὅθεν οὐ θέρος καὶ ἔαρ καιροὺς ὡρισμένους εἰς ὅπλα
καὶ (25)
πόνους περιμένετε, ἀλλὰ πάντων καιρῶν καὶ στοιχείων
καινοτομεῖτε
τὰς φύσεις. θέρος γὰρ καὶ ἔαρ τοὺς βαρεῖς ποιεῖτε χειμῶνας καὶ
ἡμέρας
αὖ τὰ τῶν νυκτῶν βαθύτατα, καὶ ἀγρυπνεῖτε μέν, ἵνα αἱ πόλεις

• 181. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 149 l. 22
• νωθρότητα· σοὶ δὲ βουληθέντι τῶν πάνυ τοι ῥᾴστων γένοιτ’ ἂν
αὐτό (20)
γε τουτί.
Ὁ μὲν γὰρ Αἴσωπος τότ’ ἂν δυσδιάκριτον ἔφη γενέσθαι καινοτο-
μίαν καὶ ἀτέκμαρτον θόρυβον, εἰ ἀναστάντες οἱ νεκροὶ τὰ ἴδια
πρὸς τῶν ἀεὶ κατὰ διαδοχὴν κτησαμένων ἀπῄτησεν ἕκαστος.
73

Διατειναίμην δ’ ἂν ἔγωγε ὡς καὶ τότε πάνυ τοι σφόδρα καλῶς τὸ


πρᾶγμα διῴκησας (25)

• 182. Isidorus GLABAS Epist., Orat., Scr. Eccl. et Theol. Oratio ad


Thessalonicenses ii (e cod. Vat. gr. 651, fols. 97v-109r)
{4413.004} (A.D. 14) p. 576 l. 11
• ὄντα, καὶ ἥκιστα παρ’ Ἰουδαίοις τοῦτον παραγραφόμενον, καὶ
πᾶσαν ἐντεῦ-
θεν πρόφασιν περιέλῃ τῶν ἐκεῖνα ἀντιλεγόντων· ἄλλως τε καὶ
ἐπειδὴ σφόδρα τι τῶν παραδόξων καινοτομηθῆναι προὔκειτο, τὸ
φανῆναι φημὶ τὸν πλάστην καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπον, καὶ ὅσα φανεὶς
κατεδέξατο, ἧν οἶμαι διὰ τοῦτο τῶν ἀναγκαίων τοὺς
προσημαίνοντας ταῦτα φανῆναι, ὥς τε τοὺς ἀνθρώπους

• 183. Marcus EUGENICUS Theol. Epistula ad Gennadium


Scholarium {3283.016} (A.D. 14-15) p. 30 l. 7
• ἁγίου Πνεύματος καὶ εἰς δύο τολμώντων ἀρχὰς ἀναφέρειν τὴν αὐ-
τοῦ ὕπαρξιν, τῶν ὑπαχθέντων τοῖς ἀθέσμοις καὶ καταγελάστοις
λατινικοῖς ἔθεσι, τῶν τὰς ἀρὰς καὶ τὰ ἀναθέματα τῆς καινοτομίας
τῆς πίστεως ἐπὶ τὰς ἑαυτῶν κεφαλὰς ἑλκυσάντων.

Αποσπάσματα 1108 από αρχαία κείμενα. Έγινε επιλογή.

Πλούταρχος. Lycurgus (0007: 004)“Plutarch's lives, vol. 1”, Ed. Perrin,


B.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1914, Repr. 1967.Ch. 5,
se. 6, l. 1

πραγματευσάμενον τὰ περὶ τοὺς νόμους Ἀρθμιά-


δαν ὀνομάζουσιν. ἀρχομένης δὲ τῆς ταραχῆς ὁ
βασιλεὺς Χαρίλαος φοβηθεὶς ὡς ἐπ' αὐτὸν ὅλης
τῆς πράξεως συνισταμένης, κατέφυγε πρὸς τὴν
Χαλκίοικον· εἶτα πεισθεὶς καὶ λαβὼν ὅρκους
ἀνέστη καὶ μετεῖχε τῶν πραττομένων, φύσει
πρᾷος ὤν· ὥς που καὶ λέγεται συμβασιλεύοντα
τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ πρὸς τοὺς ἐγκωμιάζοντας τὸν
νεανίσκον εἰπεῖν· “Πῶς δ' ἂν εἴη Χαρίλαος ἀνὴρ
ἀγαθός, ὃς οὐδὲ τοῖς πονηροῖς χαλεπός ἐστι;”
Πλειόνων δὲ καινοτομουμένων ὑπὸ τοῦ Λυκούργου πρῶτον ἦν καὶ
μέγιστον ἡ κατάστασις
74

τῶν γερόντων, ἥν φησιν ὁ Πλάτων τῇ τῶν βασι-


λέων ἀρχῇ φλεγμαινούσῃ μιχθεῖσαν καὶ γενομένην
ἰσόψηφον εἰς τὰ μέγιστα σωτηρίαν ἅμα καὶ
σωφροσύνην παρασχεῖν. αἰωρουμένη γὰρ ἡ
πολιτεία καὶ ἀποκλίνουσα νῦν μὲν ὡς τοὺς βασι-
λεῖς ἐπὶ τυραννίδα, νῦν δὲ ὡς τὸ πλῆθος ἐπὶ
δημοκρατίαν, οἷον ἕρμα τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν
ἐν μέσῳ θεμένη καὶ ἰσορροπήσασα τὴν ἀσφαλε-
στάτην τάξιν ἔσχε καὶ κατάστασιν, ἀεὶ τῶν ὀκτὼ

Πλούταρχος. Numa (0007: 005)“Plutarch's lives, vol. 1”, Ed. Perrin, B.


Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1914, Repr. 1967.
Ch. 4, se. 8, l. 6

κυβερνῶσι καὶ πολιτείας διακοσμοῦσιν εἰς τὸ


αὐτὸ ἐφοίτα τὸ δαιμόνιον, ἢ τούτοις μὲν εἰκός ἐστι
καὶ σπουδάζοντας θεοὺς ὁμιλεῖν ἐπὶ διδασκαλίᾳ
καὶ παραινέσει τῶν βελτίστων, ποιηταῖς δὲ καὶ
λυρικοῖς μινυρίζουσιν, εἴπερ ἄρα, χρῆσθαι παί-
ζοντας; εἰ δὲ λέγει τις ἄλλως, κατὰ Βακχυλίδην,
“Πλατεῖα κέλευθος.” οὐδὲ γὰρ ἅτερος λόγος ἔχει
τι φαῦλον, ὃν περὶ Λυκούργου καὶ Νομᾶ καὶ
τοιούτων ἄλλων ἀνδρῶν λέγουσιν, ὡς δυσκάθεκτα
καὶ δυσάρεστα πλήθη χειρούμενοι καὶ μεγάλας
ἐπιφέροντες ταῖς πολιτείαις καινοτομίας, προσε-
ποιήσαντο τὴν ἀπὸ τοῦ θεοῦ δόξαν, αὐτοῖς ἐκεί-
νοις πρὸς οὓς ἐσχηματίζοντο σωτήριον οὖσαν.
Ἀλλὰ γὰρ ἔτος ἤδη διατελοῦντι τῷ Νομᾷ
τεσσαρακοστὸν ἧκον ἀπὸ Ῥώμης οἱ πρέσβεις
παρακαλοῦντες ἐπὶ τὴν βασιλείαν. τοὺς δὲ λό-
γους ἐποιήσατο Πρόκλος καὶ Οὐέλεσος, ὧν πρό-
τερον ἐπίδοξος ἦν ὁ δῆμος αἱρήσεσθαι τὸν ἕτερον
βασιλέα, Πρόκλῳ μὲν τῶν Ῥωμύλου λαῶν,
Οὐελέσῳ δὲ τῶν Τατίου μάλιστα προσεχόντων.
οὗτοι μὲν οὖν βραχέα διελέχθησαν,

Πλούταρχος. Solon (0007: 007)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.1, 4th


edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.Ch. 15, se. 1, l. 6

δίκτυον, θυμοῦ θ' ἁμαρτῇ καὶ φρενῶν ἀποσφαλείς.


75

ἤθελον γάρ κεν κρατήσας, πλοῦτον ἄφθονον λαβὼν


καὶ τυραννεύσας Ἀθηνῶν μοῦνον ἡμέραν μίαν,
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι καὶ ἐπιτετρῖφθαι γένος.

Ταῦτα τοὺς πολλοὺς καὶ φαύλους περὶ αὐτοῦ πε-


ποίηκε λέγοντας. οὐ μὴν ἀπωσάμενός γε τὴν τυραννίδα
τὸν πρᾳότατον ἐχρήσατο τρόπον τοῖς πράγμασιν, οὐδὲ
μαλακῶς οὐδ' ὑπείκων τοῖς δυναμένοις οὐδὲ πρὸς ἡδο-
νὴν τῶν ἑλομένων ἔθετο τοὺς νόμους· ἀλλ' ᾗ μὲν ἀρε-
στὸν ἦν, οὐκ ἐπήγαγεν ἰατρείαν οὐδὲ καινοτομίαν, φοβηθεὶς μὴ ‘συγχέας
παντάπασι καὶ ταράξας τὴν πόλιν, ἀσθενέστερος γένηται τοῦ καταστῆσαι
πάλιν’ (fr. 23, 13 D.) καὶ διαρμόσασθαι πρὸς τὸ ἄριστον· ἃ δὲ καὶ
λέγων ἤλπιζε πειθομένοις καὶ προσάγων ἀνάγκην ὑπομένουσι χρήσεσθαι,
ταῦτ' ἔπραττεν, ὥς φησιν αὐτός (fr. 24, 16 D.)· ὁμοῦ βίην τε καὶ
δίκην συναρμόσας.

Πλούταρχος. Themistocles (0007: 010)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


1.1, 4th edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.Ch. 3, se. 3, l. 8

...μειρακιώδη λαβεῖν ἀρχήν· ἠράσθησαν γὰρ ἀμφότεροι τοῦ


καλοῦ Στησίλεω, Κείου τὸ γένος ὄντος, ὡς Ἀρίστων ὁ
φιλόσοφος (fr. 19 W.) ἱστόρηκεν. ἐκ δὲ τούτου διετέ-
λουν καὶ περὶ τὰ δημόσια στασιάζοντες. οὐ μὴν ἀλλ' ἡ
τῶν βίων καὶ τῶν τρόπων ἀνομοιότης ἔοικεν αὐξῆσαι
τὴν διαφοράν. πρᾷος γὰρ ὢν φύσει καὶ καλοκαγαθικὸς
τὸν τρόπον ὁ Ἀριστείδης, καὶ πολιτευόμενος οὐ πρὸς
χάριν οὐδὲ πρὸς δόξαν, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ βελτίστου μετ' ἀσφα-
λείας καὶ δικαιοσύνης, ἠναγκάζετο τῷ Θεμιστοκλεῖ τὸν
δῆμον ἐπὶ πολλὰ κινοῦντι καὶ μεγάλας ἐπιφέροντι καινοτομίας
ἐναντιοῦσθαι πολλάκις, ἐνιστάμενος αὐτῷ πρὸς
τὴν αὔξησιν. λέγεται γὰρ οὕτω παράφορος πρὸς δόξαν
εἶναι καὶ πράξεων μεγάλων ὑπὸ φιλοτιμίας ἐραστής,
ὥστε νέος ὢν ἔτι, τῆς ἐν Μαραθῶνι μάχης πρὸς τοὺς
βαρβάρους γενομένης καὶ τῆς Μιλτιάδου στρατηγίας
διαβοηθείσης, σύννους ὁρᾶσθαι τὰ πολλὰ πρὸς ἑαυτῷ
καὶ τὰς νύκτας ἀγρυπνεῖν καὶ τοὺς πότους παραιτεῖσθαι
τοὺς συνήθεις, καὶ λέγειν πρὸς τοὺς ἐρωτῶντας καὶ
θαυμάζοντας τὴν περὶ τὸν βίον μεταβολήν, ὡς καθεύ-
δειν αὐτὸν οὐκ ἐῴη τὸ Μιλτιάδου τρόπαιον. οἱ μὲν γὰρ
ἄλλοι πέρας ᾤοντο τοῦ πολέμου τὴν ἐν Μαραθῶνι τῶν
76

Πλούταρχος. Themistocles Ch. 29, se. 5, l. 6

ρυνε καὶ λέγειν ἐδίδου περὶ τῶν Ἑλληνικῶν ἃ βούλοιτο


παρρησιαζόμενον. ὁ δὲ Θεμιστοκλῆς ἀπεκρίνατο, τὸν λό-
γον ἐοικέναι τοῦ ἀνθρώπου τοῖς ποικίλοις στρώμασιν·
ὡς γὰρ ἐκεῖνα καὶ τοῦτον ἐκτεινόμενον μὲν ἐπιδεικνύναι
τὰ εἴδη, συστελλόμενον δὲ κρύπτειν καὶ διαφθείρειν·
ὅθεν αὐτῷ χρόνου δεῖν. ἐπεὶ δ' ἡσθέντος τοῦ βασιλέως
τῇ εἰκασίᾳ καὶ λαμβάνειν κελεύσαντος, ἐνιαυτὸν αἰτησά-
μενος καὶ τὴν Περσίδα γλῶτταν ἀποχρώντως ἐκμαθὼν
ἐνετύγχανε βασιλεῖ δι' αὑτοῦ, τοῖς μὲν ἐκτὸς δόξαν
παρέσχε περὶ τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων διειλέχθαι,
πολλῶν δὲ καινοτομουμένων περὶ τὴν αὐλὴν καὶ τοὺς
φίλους ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ, φθόνον
ἔσχε παρὰ τοῖς δυνατοῖς, ὡς καὶ κατ' ἐκείνων παρρησίᾳ
χρῆσθαι πρὸς αὐτὸν ἀποτετολμηκώς. οὐδὲ γὰρ ἦσαν αἱ
τιμαὶ ταῖς τῶν ἄλλων ἐοικυῖαι ξένων, ἀλλὰ καὶ κυνηγεσίων
βασιλεῖ μετέσχε καὶ τῶν οἴκοι διατριβῶν, ὥστε καὶ
μητρὶ τῇ βασιλέως ἐς ὄψιν ἐλθεῖν καὶ γενέσθαι συνήθης,
διακοῦσαι δὲ καὶ τῶν μαγικῶν λόγων τοῦ βασιλέως
κελεύσαντος. ἐπεὶ δὲ Δημάρατος ὁ Σπαρτιάτης αἰτήσα-
σθαι δωρεὰν κελευσθεὶς ᾐτήσατο τὴν κίταριν ὥσπερ οἱ
βασιλεῖς ἐπαράμενος εἰσελάσαι διὰ Σάρδεων,

Πλούταρχος. Aemilius Paullus (0007: 019)“Plutarchi vitae parallelae,


vol. 2.1, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 3, se. 4,
l. 3

Πρώτην γοῦν τῶν ἐπιφανῶν ἀρχῶν ἀγορανομίαν μετελθών, προεκρί-


θη δεκαδυεῖν ἀνδρῶν συναπογραψαμένων, οὓς ὕστερον ἅπαντας ὑπατεῦ-
σαι λέγουσι. γενόμενος δ' ἱερεὺς τῶν αὐγούρων προσαγορευομένων, οὓς
τῆς ἀπ' ὀρνίθων καὶ διοσημειῶν ἀποδεικνύουσι Ῥωμαῖοι μαντικῆς ἐπι-
σκόπους καὶ φύλακας, οὕτω προσέσχε τοῖς πατρίοις ἔθεσι καὶ κατενόησε
τὴν τῶν παλαιῶν περὶ τὸ θεῖον εὐλάβειαν, ὥστε τιμήν τινα δοκοῦσαν
εἶναι
καὶ ζηλουμένην ἄλλως ἕνεκα δόξης τὴν ἱερωσύνην τῶν ἀκροτάτων μίαν
ἀποφῆναι τεχνῶν, καὶ μαρτυρῆσαι τοῖς φιλοσόφοις ὅσοι τὴν εὐσέβειαν
ὡρίσαντο θεραπείας θεῶν ἐπιστήμην εἶναι. πάντα γὰρ ἐδρᾶτο μετ' ἐμ-
πειρίας ὑπ' αὐτοῦ καὶ σπουδῆς, σχολὴν τῶν ἄλλων ἄγοντος ὅτε
γίγνοιτο πρὸς τούτῳ, καὶ παραλείποντος οὐδὲν οὐδὲ καινοτομοῦντος,
ἀλλὰ
καὶ τοῖς συνιερεῦσιν ἀεὶ καὶ περὶ τῶν μικρῶν διαφερομένου, καὶ διδά-
77

σκοντος, ὡς εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμε-
λειῶν, ἀλλὰ τῇ γε πόλει χαλεπὸν ἡ περὶ ταῦτα συγγνώμη καὶ παρόρασις·
οὐδεὶς γὰρ ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς μεγάλῳ παρανομήματι κινεῖ πολιτείαν, ἀλλὰ
καὶ τὴν τῶν μειζόνων φρουρὰν καταλύουσιν οἱ προϊέμενοι τὴν ἐν τοῖς
μικροῖς ἀκρίβειαν. ὅμοιον δὲ καὶ τῶν στρατιωτικῶν ἐθῶν τε καὶ πατρίων
ἐξεταστὴν καὶ φύλακα παρεῖχεν ἑαυτόν, οὐ δημαγωγῶν ἐν τῷ

Πλούταρχος. Marcellus (0007: 022)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 2.2,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Ch. 3, se. 6, l. 1

αποδύεσθαι καὶ προκαλεῖσθαι σχολὴν ἄγοντας· οὐ μὴν


ἀλλὰ μέγαν ἥ τε χώρα παρεῖχε φόβον διὰ τὴν γειτνίασιν,
ὁμόρῳ καὶ προσοίκῳ πολέμῳ συνοισομένοις, καὶ τὸ πα-
λαιὸν ἀξίωμα τῶν Γαλατῶν· οὓς μάλιστα Ῥωμαῖοι δεῖσαι
δοκοῦσιν, ἅτε δὴ καὶ τὴν πόλιν ὑπ' αὐτῶν ἀποβαλόντες,
ἐξ ἐκείνου δὲ καὶ θέμενοι νόμον ἀτελεῖς εἶναι στρατείας
τοὺς ἱερέας πλὴν εἰ μὴ Γαλατικὸς πάλιν ἐπέλθοι πόλε-
μος. ἐδήλου δὲ καὶ τὸν φόβον αὐτῶν ἥ τε παρασκευὴ
(μυριάδες γὰρ ἐν ὅπλοις ἅμα τοσαῦται Ῥωμαίων οὔτε
πρότερον οὔθ' ὕστερον γενέσθαι λέγονται), καὶ τὰ περὶ
τὰς θυσίας καινοτομούμενα· βαρβαρικὸν μὲν γὰρ οὐδὲν
οὐδ' ἔκφυλον ἐπιτηδεύοντες, ἀλλ' ὡς ἔνι μάλιστα ταῖς
δόξαις Ἑλληνικῶς διακείμενοι καὶ πρᾴως πρὸς τὰ θεῖα,
τότε τοῦ πολέμου συμπεσόντος ἠναγκάσθησαν, εἴξαντες
λογίοις τισὶν ἐκ τῶν Σιβυλλείων, δύο μὲν Ἕλληνας, ἄνδρα
καὶ γυναῖκα, δύο δὲ Γαλάτας ὁμοίως ἐν τῇ καλουμένῃ βοῶν
ἀγορᾷ κατορύξαι ζῶντας· ἐφ' οἷς ἔτι καὶ νῦν ἐν τῷ
Νοεμβρίῳ μηνὶ δρῶσιν [Ἕλλησι καὶ Γαλάταις] ἀπορρή-
τους καὶ ἀθεάτους ἱερουργίας.

Πλούταρχος. Marius (0007: 031)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 3.1,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1971.Ch. 25, se. 2, l. 2

εἰρωνείαν οὐ συνέντες, ἐλοιδόρουν αὐτὸν ὡς δίκην


ὑφέξοντα, Κίμβροις μὲν αὐτίκα, Τεύτοσι δ' ὅταν παρα-
γένωνται. “καὶ μὴν πάρεισιν” ὁ Μάριος ἔφη “καὶ οὐχ
ἕξει καλῶς ὑμῖν ἀπαλλαγῆναι πρότερον ἢ τοὺς ἀδελφοὺς
ἀσπάσασθαι.” καὶ ταῦτ' εἰπὼν ἐκέλευσε τοὺς βασιλεῖς
τῶν Τευτόνων προσαχθῆναι δεδεμένους· ἑάλωσαν γὰρ
ἐν ταῖς Ἄλπεσι φεύγοντες ὑπὸ Σηκουανῶν.
Ὡς δ' ἀπηγγέλθη ταῦτα τοῖς Κίμβροις, εὐθὺς ἐξ
ἀρχῆς ἐχώρουν ἐπὶ τὸν Μάριον, ἡσυχάζοντα καὶ διαφυ-
78

λάττοντα τὸ στρατόπεδον. λέγεται δ' εἰς ἐκείνην τὴν


μάχην πρῶτον ὑπὸ Μαρίου καινοτομηθῆναι τὸ περὶ τοὺς
ὑσσούς. τὸ γὰρ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλημα τοῦ ξύλου πρό-
τερον μὲν ἦν δυσὶ περόναις κατειλημμένον σιδηραῖς, τότε
δ' ὁ Μάριος τὴν μὲν ὥσπερ εἶχεν εἴασε, τὴν δ' ἑτέραν ἐξ-
ελὼν ξύλινον ἧλον εὔθραυστον ἀντ' αὐτῆς ἐνέβαλε, τεχ-
νάζων προσπεσόντα τὸν ὑσσὸν τῷ θυρεῷ τοῦ πολεμίου
μὴ μένειν ὀρθόν, ἀλλὰ τοῦ ξυλίνου κλασθέντος ἥλου
καμπὴν γίνεσθαι περὶ τὸν σίδηρον καὶ παρέλκεσθαι τὸ
δόρυ, διὰ τὴν στρεβλότητα τῆς αἰχμῆς ἐνεχόμενον.

Πλούταρχος. Lysander (0007: 032)“Plutarch's lives, vol. 4”, Ed. Perrin,


B.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1916, Repr. 1968.
Ch. 25, se. 1, l. 5

οὐχ Ἡρακλείδαις, ἀλλὰ Σπαρτιάταις, ἵνα μὴ ᾖ


τῶν ἀφ' Ἡρακλέους, ἀλλὰ τῶν οἷος Ἡρακλῆς τὸ
γέρας, ἀρετῇ κρινομένων, ἣ κἀκεῖνον εἰς θεῶν
τιμὰς ἀνήγαγεν. ἤλπιζε δὲ τῆς βασιλείας οὕτω
δικαζομένης οὐδένα πρὸ αὑτοῦ Σπαρτιάτην ἂν
αἱρεθήσεσθαι.
Πρῶτον μὲν οὖν ἐπεχείρησε καὶ παρε-
σκευάσατο πείθειν δι' ἑαυτοῦ τοὺς πολίτας, καὶ
λόγον ἐξεμελέτα πρὸς τὴν ὑπόθεσιν γεγραμμένον
ὑπὸ Κλέωνος τοῦ Ἁλικαρνασσέως. ἔπειτα τὴν
ἀτοπίαν καὶ τὸ μέγεθος τοῦ καινοτομουμένου
πράγματος ὁρῶν ἰταμωτέρας δεόμενον βοηθείας,
ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μηχανὴν αἴρων ἐπὶ τοὺς
πολίτας, λόγια πυθόχρηστα καὶ χρησμοὺς συν-
ετίθει καὶ κατεσκεύαζεν, ὡς οὐδὲν ὠφελησό-
μενος ὑπὸ τῆς Κλέωνος δεινότητος, εἰ μὴ φόβῳ
θεοῦ τινι καὶ δεισιδαιμονίᾳ προεκπλήξας καὶ
χειρωσάμενος ὑπαγάγοι πρὸς τὸν λόγον τοὺς πολί-
τας. Ἔφορος μὲν οὖν φησιν αὐτόν, ὡς τήν τε
Πυθίαν ἐπιχειρήσας διαφθεῖραι καὶ τὰς

Πλούταρχος. Sulla (0007: 033)“Plutarch's lives, vol. 4”, Ed. Perrin, B.


Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1916, Repr. 1968.Ch. 7,
se. 5, l. 3

... ἑκάστῳ δὲ ἀφωρίσθαι χρόνων ἀριθμὸν ὑπὸ


79

τοῦ θεοῦ συμπεραινόμενον ἐνιαυτοῦ μεγάλου


περιόδῳ. καὶ ὅταν αὕτη σχῇ τέλος, ἑτέρας
ἐνισταμένης κινεῖσθαί τι σημεῖον ἐκ γῆς ἢ
οὐρανοῦ θαυμάσιον, ὡς δῆλον εἶναι τοῖς πεφρον-
τικόσι τὰ τοιαῦτα καὶ μεμαθηκόσιν εὐθὺς ὅτι καὶ
τρόποις ἄλλοις καὶ βίοις ἄνθρωποι χρώμενοι
γεγόνασι, καὶ θεοῖς ἧττον ἢ μᾶλλον τῶν προ-
τέρων μέλοντες. τά τε γὰρ ἄλλα φασὶν ἐν τῇ
τῶν γενῶν ἀμείψει λαμβάνειν μεγάλας καινοτομίας, καὶ τὴν μαντικὴν
ποτὲ μὲν αὔξεσθαι τῇ
τιμῇ καὶ κατατυγχάνειν ταῖς προαγορεύσεσι,
καθαρὰ καὶ φανερὰ σημεῖα τοῦ δαιμονίου προπέμ-
ποντος, αὖθις δ' ἐν ἑτέρῳ γένει ταπεινὰ πράττειν,
αὐτοσχέδιον οὖσαν τὰ πολλὰ καὶ δι' ἀμυδρῶν
καὶ σκοτεινῶν ὀργάνων τοῦ μέλλοντος ἁπτομένην.
ταῦτα μὲν οὖν οἱ λογιώτατοι Τυρρηνῶν καὶ πλέον
τι τῶν ἄλλων εἰδέναι δοκοῦντες ἐμυθολόγουν. τῆς
δὲ συγκλήτου τοῖς μάντεσι περὶ τούτων σχολα-
ζούσης καὶ καθημένης ἐν τῷ ναῷ τῆς Ἐνυοῦς,

Πλούταρχος. Sulla Ch. 34, se. 3, l. 7

Φῆλιξ μάλιστα βούλεται δηλοῦν· αὐτὸς δὲ τοῖς


Ἕλλησι γράφων καὶ χρηματίζων ἑαυτὸν Ἐπα-
φρόδιτον ἀνηγόρευε, καὶ παρ' ἡμῖν ἐν τοῖς τρο-
παίοις οὕτως ἀναγέγραπται· ΛΕΥΚΙΟΣ ΚΟΡ-
ΝΗΛΙΟΣ ΣΥΛΛΑΣ ΕΠΑΦΡΟΔΙΤΟΣ. ἔτι δὲ
τῆς Μετέλλης παιδία τεκούσης δίδυμα τὸ μὲν
ἄρρεν Φαῦστον, τὸ δὲ θῆλυ Φαῦσταν ὠνόμασε·
τὸ γὰρ εὐτυχὲς καὶ ἱλαρὸν Ῥωμαῖοι φαῦστον
καλοῦσιν. οὕτω δὲ ἄρα οὐ ταῖς πράξεσιν ὡς
τοῖς εὐτυχήμασιν ἐπίστευεν, ὥστε, παμπόλλων
μὲν ἀνῃρημένων ὑπ' αὐτοῦ, καινοτομίας δὲ γενο-
μένης καὶ μεταβολῆς ἐν τῇ πόλει τοσαύτης, ἀπο-
θέσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν δῆμον ἀρχαιρεσιῶν
ὑπατικῶν ποιῆσαι κύριον, αὐτὸς δὲ μὴ προσελ-
θεῖν, ἀλλ' ἐν ἀγορᾷ τὸ σῶμα παρέχων τοῖς βου-
λομένοις ὑπεύθυνον ὥσπερ ἰδιώτης ἀναστρέφε-
σθαι. καί τις παρὰ γνώμην αὐτοῦ θρασὺς ἀνὴρ
καὶ πολέμιος ἐπίδοξος ἦν ὕπατος αἱρεθήσεσθαι,
Μάρκος Λέπιδος, οὐ δι' ἑαυτόν, ἀλλὰ Πομπηΐῳ
σπουδάζοντι καὶ δεομένῳ τοῦ δήμου χαριζομένου.
διὸ καὶ χαίροντα τῇ νίκῃ τὸν Πομπήϊον ὁ Σύλλας
80

Πλούταρχος. Alexander (0007: 047)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


2.2, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Ch. 72, se. 6, l. 1

μαντεία, τιμᾶν Ἡφαιστίωνα καὶ θύειν ὡς ἥρωϊ παρα-


κελεύουσα. τοῦ δὲ πένθους παρηγορίᾳ τῷ πολέμῳ χρώ-
μενος, ὥσπερ ἐπὶ θήραν καὶ κυνηγέσιον ἀνθρώπων ἐξῆλθε
καὶ τὸ Κοσσαίων ἔθνος κατεστρέφετο, πάντας ἡβηδὸν
ἀποσφάττων. τοῦτο δ' Ἡφαιστίωνος ἐναγισμὸς ἐκαλεῖτο.
τύμβον δὲ καὶ ταφὴν αὐτοῦ καὶ τὸν περὶ ταῦτα κόσμον
ἀπὸ μυρίων ταλάντων ἐπιτελέσαι διανοούμενος, ὑπερβα-
λέσθαι δὲ τῷ φιλοτέχνῳ καὶ περιττῷ τῆς κατασκευῆς
τὴν δαπάνην, ἐπόθησε μάλιστα τῶν τεχνιτῶν Στασικρά-
την, μεγαλουργίαν τινὰ καὶ τόλμαν καὶ κόμπον ἐν ταῖς
καινοτομίαις ἐπαγγελλόμενον. οὗτος γὰρ αὐτῷ πρότερον
ἐντυχὼν ἔφη τῶν ὀρῶν μάλιστα τὸν Θρᾴκιον Ἄθων δια-
τύπωσιν ἀνδρείκελον δέχεσθαι καὶ διαμόρφωσιν· ἂν οὖν
κελεύῃ, μονιμώτατον ἀγαλμάτων αὐτῷ καὶ περιφανέ-
στατον ἐξεργάσεσθαι τὸν Ἄθων, τῇ μὲν ἀριστερᾷ χειρὶ
περιλαμβάνοντα μυρίανδρον πόλιν οἰκουμένην, τῇ δὲ δεξιᾷ
σπένδοντα ποταμοῦ ῥεῦμα δαψιλὲς εἰς τὴν θάλασσαν
ἀπορρέοντος. ταῦτα μὲν οὖν παρῃτήσατο, πολλῷ δ' ἀτο-
πώτερα καὶ δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος τότε καὶ
συμμηχανώμενος τοῖς τεχνίταις διέτριβεν.

Πλούταρχος. Caesar (0007: 048)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 2.2,


2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Ch. 6, se. 4, l. 1

νυκτὸς εἰς τὸ Καπιτώλιον ἀνέστησεν. ἅμα δ' ἡμέρᾳ τοὺς


θεασαμένους μαρμαίροντα πάντα χρυσῷ καὶ τέχνῃ
κατεσκευασμένα περιττῶς (διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ
Κιμβρικὰ κατορθώματα) θάμβος ἔσχε τῆς τόλμης τοῦ
ἀναθέντος (οὐ γὰρ ἦν ἄδηλος), ταχὺ δὲ περιϊὼν ὁ λόγος
ἤθροιζε πάντας ἀνθρώπους πρὸς τὴν ὄψιν. ἀλλ' οἱ μὲν
ἐβόων τυραννίδα πολιτεύεσθαι Καίσαρα, νόμοις καὶ δόγ-
μασι κατορωρυγμένας ἐπανιστάντα τιμάς, καὶ τοῦτο
πεῖραν ἐπὶ τὸν δῆμον εἶναι, προμαλαττόμενον εἰ τετιθάς-
σευται ταῖς φιλοτιμίαις ὑπ' αὐτοῦ καὶ δίδωσι παίζειν
τοιαῦτα καὶ καινοτομεῖν· οἱ δὲ Μαριανοὶ παραθαρρύ-
ναντες ἀλλήλους, πλήθει τε θαυμαστὸν ὅσοι διεφάνησαν
ἐξαίφνης, καὶ κρότῳ κατεῖχον τὸ Καπιτώλιον· πολλοῖς
δὲ καὶ δάκρυα τὴν Μαρίου θεωμένοις ὄψιν ὑφ' ἡδονῆς
81

ἐχώρει, καὶ μέγας ἦν ὁ Καῖσαρ ἐγκωμίοις αἰρόμενος, ὡς


ἀντὶ πάντων ἄξιος εἷς ὁ ἀνὴρ τῆς Μαρίου συγγενείας.
συναχθείσης δὲ περὶ τούτων τῆς βουλῆς, Κάτλος Λουτά-
τιος, ἀνὴρ εὐδοκιμῶν τότε μάλιστα Ῥωμαίων, ἀναστὰς
καὶ κατηγορήσας Καίσαρος ἐπεφθέγξατο τὸ μνημονευ-
όμενον· “οὐκέτι” γὰρ “ὑπονόμοις” ἔφη “Καῖσαρ, ἀλλ'
ἤδη μηχαναῖς αἱρεῖ τὴν πολιτείαν.”

Πλούταρχος. Agis et Cleomenes (0007: 051)“Plutarchi vitae parallelae,


vol. 3.1, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1971.
Ch. 24, se. 4, l. 3

ἀρχὴ πᾶσα τῶν ἐφόρων, εὐθὺς μὲν εἰς νοῦν ἔθετο τὰ


παρόντα μεθιστάναι καὶ κινεῖν, ὄντος δ' αὐτῷ φίλου
Ξενάρους, ἐραστοῦ γεγονότος – τοῦτο δ' ἐμπνεῖσθαι
Λακεδαιμόνιοι καλοῦσιν – , ἀπεπειρᾶτο τούτου, διαπυν-
θανόμενος τὸν Ἆγιν ὁποῖος γένοιτο βασιλεὺς καὶ τίνι
τρόπῳ καὶ μετὰ τίνων ἐπὶ ταύτην ἔλθοι τὴν ὁδόν. ὁ δὲ
Ξενάρης τὸ μὲν πρῶτον οὐκ ἀηδῶς ἐμέμνητο τῶν πραγ-
μάτων ἐκείνων, ὡς ἐπράχθη καθ' ἕκαστα μυθολογῶν
καὶ διηγούμενος· ὡς δ' ἦν καταφανὴς [αὐτῷ] ὁ Κλεο-
μένης ἐμπαθέστερον προσέχων καὶ κινούμενος ὑπερ-
φυῶς πρὸς τὴν καινοτομίαν τοῦ Ἄγιδος καὶ ταὐτὰ πολ-
λάκις ἀκούειν βουλόμενος, ἐπέπληξεν αὐτῷ πρὸς ὀργὴν
ὁ Ξενάρης ὡς οὐχ ὑγιαίνοντι, καὶ τέλος ἀπέστη τοῦ δια-
λέγεσθαι καὶ φοιτᾶν πρὸς αὐτόν· οὐδενὶ μέντοι τὴν αἰτίαν
ἔφρασε τῆς διαφορᾶς, ἀλλ' αὐτὸν ἔφη γινώσκειν ἐκεῖνον.
οὕτω δὲ τοῦ Ξενάρους ἀντικρούσαντος, ὁ Κλεομένης καὶ
τοὺς ἄλλους ὁμοίως ἔχειν ἡγούμενος, αὐτὸς ἐν ἑαυτῷ
συνετίθει τὴν πρᾶξιν. οἰόμενος δ' ἂν ἐν πολέμῳ μᾶλλον
ἢ κατ' εἰρήνην μεταστῆσαι τὰ παρόντα, συνέκρουσε πρὸς
τοὺς Ἀχαιοὺς τὴν πόλιν, αὐτοὺς διδόντας ἐγκλημάτων
προφάσεις. ὁ γὰρ Ἄρατος ἰσχύων μέγιστον ἐν τοῖς Ἀχαιοῖς

Πλούταρχος. Comparatio Agidis et Cleomenis cum Tiberio et Gaio


Graccho Plutarchi vitae parallelae, vol. 3.1, 2nd edn.”, Ed. Ziegler,
K.Leipzig: Teubner, 1971.Ch. 2, se. 1, l. 1

βόντες, οὐδέν τι διὰ ταῦτα τὴν πρὸς τὸ καλὸν ἀπήμβλυναν


ὁρμήν. καὶ μὴν τῆς γε Γράγχων ἀφιλοχρηματίας καὶ
πρὸς ἀργύριον ἐγκρατείας μέγιστόν ἐστιν. ὅτι λημμάτων
ἀδίκων καθαροὺς ἐν ἀρχαῖς καὶ πολιτείαις διεφύλαξαν
ἑαυτούς· Ἆγις δὲ κἂν διηγανάκτησεν ἐπὶ τῷ μηδὲν
82

ἀλλότριον λαβεῖν ἐπαινούμενος, ὃς τὴν οὐσίαν τὴν ἑαυτοῦ


τοῖς πολίταις ἐπέδωκεν, ἄνευ τῶν ἄλλων κτημάτων
ἑξακόσια τάλαντα νομίσματος ἔχουσαν. πηλίκον οὖν
ἐνόμιζε κακὸν εἶναι τὸ κερδαίνειν ἀδίκως ὁ καὶ δικαίως
πλέον ἔχειν ἑτέρου πλεονεξίαν ἡγούμενος;
Ἥ γε μὴν ἐπιβολὴ καὶ τόλμα τῶν καινοτομουμένων πολὺ τῷ μεγέθει
παρήλλαττεν. ἐπολιτεύοντο γὰρ
οἱ μὲν ὁδῶν κατασκευὰς καὶ πόλεων κτίσεις, καὶ τὸ πάν-
των νεανικώτατον ἦν Τιβερίῳ μὲν ἀναδάσασθαι δημοσίους
ἀγρούς, Γαΐῳ δὲ μεῖξαι τὰ δικαστήρια, προσεμβαλόντι
τῶν ἱππικῶν τριακοσίους· ὁ δ' Ἄγιδος καὶ Κλεομένους
νεωτερισμός, τὸ μικρὰ καὶ κατὰ μέρος τῶν ἡμαρτημέ-
νων ἰᾶσθαι καὶ ἀποκόπτειν ὕδραν τινὰ τέμνοντος, ὥς
φησιν ὁ Πλάτων (rep. 4, 426a), ἡγησαμένων εἶναι, τὴν
ἅμα πάντ' ἀπαλλάξαι κακὰ καὶ κατασκευάσαι δυναμένην
μεταβολὴν ἐπῆγε τοῖς πράγμασιν·

Πλούταρχος. Comparatio Agidis et Cleomenis cum Tiberio et Gaio


Graccho Ch. 5, se. 4, l. 3

Ἀρχίδαμον δ', ᾧ προσῆκον ἦν ἀπὸ τῆς ἑτέρας οἰκίας ὄντι


συμβασιλεύειν, ἔπεισε μὲν ἐκ Μεσσήνης κατελθεῖν,
ἀποθανόντος δὲ τὸν φόνον οὐκ ἐπεξελθών, ἐβεβαίωσε τὴν
αἰτίαν καθ' αὑτοῦ τῆς ἀναιρέσεως. καίτοι Λυκοῦργος,
ὃν προσεποιεῖτο μιμεῖσθαι, τὴν μὲν βασιλείαν ἑκὼν
ἀπέδωκε τῷ παιδὶ τοῦ ἀδελφοῦ Χαρίλλῳ, φοβούμενος δὲ
μή, κἂν ἄλλως ἀποθάνῃ τὸ μειράκιον, αἰτία τις ἐπ' αὐτὸν
ἔλθῃ, πολὺν χρόνον ἔξω πλανηθεὶς οὐ πρότερον ἐπανῆλθεν,
ἢ παῖδα τῷ Χαρίλλῳ γενέσθαι διάδοχον τῆς ἀρχῆς. ἀλλὰ
Λυκούργῳ μὲν οὐδ' ἄλλος τις Ἑλλήνων παραβλητὸς
οὐδείς· ὅτι δὲ τοῖς Κλεομένους πολιτεύμασι καινοτομίαι
καὶ παρανομίαι μείζονες ἔνεισι, δεδήλωται.
Καὶ μὴν οἵ γε τὸν τρόπον αὐτῶν ψέγοντες, τούτοις μὲν
ἐξ ἀρχῆς τυραννικὸν καὶ πολεμοποιὸν αἰτιῶνται γενέσθαι,
τῇ δ' ἐκείνων φύσει φιλοτιμίας ἀμετρίαν, ἄλλο δ' οὐδέν,
οἱ φθονοῦντες ἐπικαλεῖν εἶχον, ἐκριπισθέντας δὲ τῷ πρὸς
τοὺς ἐνισταμένους ἀγῶνι καὶ θυμῷ παρὰ τὴν αὑτῶν
φύσιν, ὥσπερ πνοαῖς ἐφεῖναι περὶ τὰ ἔσχατα τὴν πολιτείαν
ὡμολόγουν. ἐπεὶ τῆς γε πρώτης ὑποθέσεως τί κάλλιον ἢ
δικαιότερον ἦν, εἰ μὴ κατὰ βίαν καὶ δυναστείαν ἐπιχειρή-
σαντες ἐξῶσαι τὸν νόμον οἱ πλούσιοι

Πλούταρχος. Demosthenes (0007: 054)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


83

1.2, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 8, se. 2, l. 4

ἑξῆς δύο καὶ τρεῖς συνάπτειν, ξυρούμενον τῆς κεφαλῆς


θάτερον μέρος ὑπὲρ τοῦ μηδὲ βουλομένῳ πάνυ προελθεῖν
ἐνδέχεσθαι δι' αἰσχύνην.
Οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς πρὸς τοὺς ἐκτὸς ἐντεύξεις καὶ
λόγους καὶ ἀσχολίας ὑποθέσεις ἐποιεῖτο καὶ ἀφορμὰς
τοῦ φιλοπονεῖν. ἀπαλλαγεὶς γὰρ αὐτῶν τάχιστα κατέ-
βαινεν εἰς τὸ μελετητήριον, καὶ διεξῄει τάς τε πράξεις
ἐφεξῆς καὶ τοὺς ὑπὲρ αὐτῶν ἀπολογισμούς. ἔτι δὲ τοὺς
λόγους οἷς παρέτυχε λεγομένοις ἀναλαμβάνων πρὸς
ἑαυτὸν εἰς γνώμας ἀνῆγε καὶ περιόδους, ἐπανορθώσεις
τε παντοδαπὰς καὶ μεταφράσεις ἐκαινοτόμει τῶν εἰρημέ-
νων ὑφ' ἑτέρου πρὸς ἑαυτὸν ἢ ὑφ' ἑαυτοῦ πάλιν πρὸς ἄλλον.
ἐκ δὲ τούτου δόξαν ἔσχεν ὡς οὐκ εὐφυὴς ὤν, ἀλλ' ἐκ πό-
νου συγκειμένῃ δεινότητι καὶ δυνάμει χρώμενος, ἐδόκει
τε τούτου σημεῖον εἶναι μέγα καὶ τὸ μὴ ῥᾳδίως ἀκοῦσαί
τινα Δημοσθένους ἐπὶ καιροῦ λέγοντος, ἀλλὰ καὶ καθή-
μενον ἐν ἐκκλησίᾳ πολλάκις τοῦ δήμου καλοῦντος ὀνο-
μαστὶ μὴ παρελθεῖν, εἰ μὴ τύχοι πεφροντικὼς καὶ παρε-
σκευασμένος. εἰς τοῦτο δ' ἄλλοι τε πολλοὶ τῶν δημαγω-
γῶν ἐχλεύαζον αὐτόν, καὶ Πυθέας ἐπισκώπτων ἐλλυ-
χνίων ἔφησεν ὄζειν αὐτοῦ τὰ ἐνθυμήματα.

Πλούταρχος. Cicero (0007: 055)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.2, 3rd


edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 2, se. 5, l. 3

τὸν Κικέρωνα μέσον αὑτῶν ἐπὶ τιμῇ λαμβάνοντας. γενό-


μενος δ', ὥσπερ ὁ Πλάτων (resp. 475 b) ἀξιοῖ τὴν φιλομαθῆ
καὶ φιλόσοφον φύσιν, οἷος ἀσπάζεσθαι πᾶν μάθημα καὶ
μηδὲν λόγου μηδὲ παιδείας ἀτιμάζειν εἶδος, ἐρρύη πως
προθυμότερον ἐπὶ ποιητικήν, καί τι καὶ διασῴζεται ποιη-
μάτιον ἔτι παιδὸς αὐτοῦ Πόντιος Γλαῦκος, ἐν τετραμέ-
τρῳ πεποιημένον. προϊὼν δὲ τῷ χρόνῳ καὶ ποικιλώτερον
ἁπτόμενος τῆς περὶ ταῦτα μούσης, ἔδοξεν οὐ μόνον ῥή-
τωρ, ἀλλὰ καὶ ποιητὴς ἄριστος εἶναι Ῥωμαίων. ἡ μὲν οὖν
ἐπὶ τῇ ῥητορικῇ δόξα μέχρι νῦν διαμένει, καίπερ οὐ μι-
κρᾶς γεγενημένης περὶ τοὺς λόγους καινοτομίας, τὴν δὲ
ποιητικὴν αὐτοῦ, πολλῶν εὐφυῶν ἐπιγενομένων, παντά-
πασιν ἀκλεῆ καὶ ἄτιμον ἔρρειν συμβέβηκεν.
Ἀπαλλαγεὶς δὲ τῶν ἐν παισὶ διατριβῶν, Φίλωνος
ἤκουσε τοῦ ἐξ Ἀκαδημείας, ὃν μάλιστα Ῥωμαῖοι τῶν
Κλειτομάχου συνήθων καὶ διὰ τὸν λόγον ἐθαύμασαν καὶ
84

διὰ τὸν τρόπον ἠγάπησαν. ἅμα δὲ τοῖς περὶ Μούκιον ἀν-


δράσι πολιτικοῖς καὶ πρωτεύουσι τῆς βουλῆς συνών, εἰς
ἐμπειρίαν τῶν νόμων ὠφελεῖτο, καί τινα χρόνον καὶ στρα-
τείας μετέσχεν ὑπὸ Σύλλᾳ περὶ τὸν Μαρσικὸν πόλεμον.
εἶθ' ὁρῶν εἰς στάσιν

Πλούταρχος. Cicero Ch. 12, se. 5, l. 3

νόμῳ προσεῖχον ἄλλοι τε τῶν ἐπιφανῶν καὶ πρῶτος


Ἀντώνιος ὁ τοῦ Κικέρωνος συνάρχων, ὡς τῶν δέκα γενησό-
μενος· ἐδόκει δὲ καὶ τὸν Κατιλίνα νεωτερισμὸν εἰδὼς οὐ
δυσχεραίνειν ὑπὸ πλήθους δανείων. ὃ μάλιστα τοῖς ἀρί-
στοις φόβον παρεῖχε. καὶ τοῦτο πρῶτον θεραπεύων ὁ Κικέ-
ρων, ἐκείνῳ μὲν ἐψηφίσατο τῶν ἐπαρχιῶν Μακεδονίαν,
ἑαυτῷ δὲ τὴν Γαλατίαν διδομένην παρῃτήσατο, καὶ κατειρ-
γάσατο τῇ χάριτι ταύτῃ τὸν Ἀντώνιον ὥσπερ ὑποκριτὴν
ἔμμισθον αὐτῷ τὰ δεύτερα λέγειν ὑπὲρ τῆς πατρίδος. ὡς
δ' οὗτος ἑαλώκει καὶ χειροήθης ἐγεγόνει, μᾶλλον ἤδη
θαρρῶν ὁ Κικέρων ἐνίστατο πρὸς τοὺς καινοτομοῦντας.
ἐν μὲν οὖν τῇ βουλῇ κατηγορίαν τινὰ τοῦ νόμου διαθέ-
μενος, οὕτως ἐξέπληξεν αὐτοὺς τοὺς εἰσφέροντας, ὥστε
μηδέν' ἀντιλέγειν. ἐπεὶ δ' αὖθις ἐπεχείρουν καὶ παρασκευ-
ασάμενοι προεκαλοῦντο τοὺς ὑπάτους ἐπὶ τὸν δῆμον,
οὐδὲν ὑποδείσας ὁ Κικέρων, ἀλλὰ τὴν βουλὴν ἕπεσθαι
κελεύσας καὶ προελθών, οὐ μόνον ἐκεῖνον ἐξέβαλε τὸν
νόμον, ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων ἀπογνῶναι τοὺς δημάρχους
ἐποίησε, παρὰ τοσοῦτον τῷ λόγῳ κρατηθέντας ὑπ' αὐτοῦ.

Πλούταρχος. De Pythiae oraculis (394d–409d) (0007: 091)


“Plutarchi moralia, vol. 3”, Ed. Sieveking, W.Leipzig: Teubner, 1929,
Repr. 1972.Stephanus p. 403, se. A, l. 10

καταλογάδην γράφοντες, ἐν μέτροις πρότερον Εὐδόξου


καὶ Ἡσιόδου καὶ Θαλοῦ γραφόντων, | εἴ γε Θαλῆς ἐποίη-
σεν ὡς ἀληθῶς εἰπεῖν τὴν εἰς αὐτὸν ἀναφερομένην
Ἀστρολογίαν. Πίνδαρος δὲ καὶ περὶ τρόπου μελῳδίας
ἀμελουμένου καθ' αὑτὸν ἀπορεῖν ὁμολογεῖ, καὶ θαυμάζειν
ὅτι .... οὐδὲν γάρ ἐστι δεινὸν οὐδ' ἄτοπον αἰτίας ζητεῖν
τῶν τοιούτων μεταβολῶν· ἀναιρεῖν δὲ τὰς τέχνας καὶ τὰς
δυνάμεις, ἄν τι κινηθῇ καὶ παραλλάξῃ τῶν κατὰ ταύτας,
οὐ δίκαιον.’
Ὑπολαβὼν δ' ὁ Θέων ‘ἀλλὰ ταῦτα μέν’ εἶπε
85

’μεγάλας ἔσχηκε τῷ ὄντι παραλλαγὰς καὶ καινοτομίας·


τῶν δ' ἐνταῦθα χρησμῶν οἶσθα πολλοὺς καὶ τότε κατα-
λογάδην ἐκφερομένους καὶ περὶ πραγμάτων οὐ τῶν τυχόν-
των· Λακεδαιμονίοις τε γάρ, ὡς Θουκυδίδης ἱστόρηκε,
περὶ τοῦ πρὸς Ἀθηναίους πολέμου χρωμένοις ἀνεῖλε νίκην
καὶ κράτος, καὶ βοηθήσειν αὐτὸς καὶ παρακαλούμενος καὶ
ἀπαράκλητος· καὶ Παυσανίαν εἰ μὴ καταγάγοιεν ‘ἀργυρέᾳ
εὐλάκᾳ εὐλάξειν’. Ἀθηναίοις δὲ περὶ τῆς ἐν Σικελίᾳ
μαντευομένοις στρατιᾶς προσέταξε τὴν ἐξ Ἐρυθρῶν ἱέρειαν
ἄγειν τῆς Ἀθηνᾶς· ἐκαλεῖτο δ' Ἡσυχία τὸ γύναιον.

Πλούταρχος. De amore prolis (493a–497e) (0007: 098)“Plutarchi


moralia, vol. 3”, Ed. Pohlenz, M.Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1972.
Stephanus p. 493, se. E, l. 2

δι' ἑτέρων ὄρεξιν τοῦ κατὰ φύσιν ἀποσαλεύουσαν, ἀλλ'


ὥσπερ ἐν δεσμῷ συνειργμένα μένει καὶ κεκράτηται, μίαν
ἀεὶ πορείαν ἣν ἡ φύσις ἄγει πορευόμενα. τοῖς δὲ θηρίοις
τὸ μὲν πολύτροπον τοῦ λόγου καὶ περιττὸν καὶ φιλελεύθε-
ρον ἄγαν οὐκ ἔστιν, ἀλόγους δ' ὁρμὰς καὶ ὀρέξεις ἔχοντα
καὶ χρώμενα πλάναις καὶ περιδρομαῖς πολλάκις ἀλλ' οὐ
μακρὰν ὡς ἐπ' ἀγκύρας τῆς φύσεως σαλεύει, καθάπερ
οὖν ὁδὸν ὑφ' ἡνίᾳ καὶ χαλινῷ βαδίζοντα δείκνυσιν εὐ-
θεῖαν ὁ δεσπότης. ὁ δ' ἀδέσποτος ἐν ἀνθρώπῳ καὶ
αὐτοκρατὴς λόγος ἄλλας ἄλλοτε παρεκβάσεις καὶ καινοτομίας
ἀνευρίσκων οὐδὲν ἴχνος ἐμφανὲς οὐδ' ἐναργὲς ἀπο-
λέλοιπε τῆς φύσεως.
Ὅρα περὶ τοὺς γάμους ὅσον ἐστὶν ἐν τοῖς ζῴοις τὸ
κατὰ φύσιν. πρῶτον οὐκ ἀναμένει νόμους ἀγαμίου καὶ
ὀψιγαμίου, καθάπερ οἱ Λυκούργου πολῖται καὶ Σόλωνος,
οὐδ' ἀτιμίας ἀτέκνων δέδοικεν, οὐδὲ τιμὰς διώκει τρι-
παιδίας, ὡς Ῥωμαίων πολλοὶ γαμοῦσι καὶ γεννῶσιν, οὐχ
ἵνα κληρονόμους ἔχωσιν ἀλλ' ἵνα κληρονομεῖν δύνωνται.
ἔπειτα μίγνυται τῷ θήλει τὸ ἄρρεν οὐχ ἅπαντα χρόνον·
ἡδονὴν γὰρ οὐκ ἔχει τέλος ἀλλὰ γέννησιν καὶ τέκνωσιν·
διὰ τοῦτ' ἔτους ὥρᾳ, ἣ πνοάς τε γονίμους ἔχει καὶ πρός

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c–748d) (0007: 112)


“Plutarchi moralia, vol. 4”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1938, Repr.
86

1971.Stephanus p. 622, se. C, l. 9

Πῶς εἴρηται τὸ ‘ποιητὴν δ' ἄρα Ἔρως διδάσκει’

Πῶς εἴρηται τὸ (Eur. fr. 663) ’ποιητὴν δ' ἄρα Ἔρως


διδάσκει, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν’,
ἐζητεῖτο παρὰ Σοσσίῳ Σαπφικῶν τινων ᾀσθέντων, ὅπου
καὶ τὸν Κύκλωπα ‘μούσαις εὐφώνοις ἰᾶσθαι’ φησὶ ‘τὸν
ἔρωτα’ Φιλόξενος (fr. 7). ἐλέχθη μὲν οὖν ὅτι πρὸς
πάντα τόλμαν ὁ ἔρως καὶ καινοτομίαν συγχωρῆσαι δεινός
ἐστιν, ὥσπερ καὶ Πλάτων (Conv. 203d. Tim. 69d)
’ἴτην’ αὐτὸν καὶ ‘παντὸς ἐπιχειρητὴν’ ὠνόμασεν· καὶ
γὰρ λάλον ποιεῖ τὸν σιωπηλὸν καὶ θεραπευτικὸν τὸν
αἰσχυντηλόν, ἐπιμελῆ δὲ καὶ φιλόπονον τὸν ἀμελῆ καὶ
ῥᾴθυμον· ὃ δ' ἄν τις μάλιστα θαυμάσειεν, φειδωλὸς ἀνήρ
τε καὶ μικρολόγος ἐμπεσὼν εἰς ἔρωτα καθάπερ εἰς πῦρ
σίδηρος ἀνεθεὶς καὶ μαλαχθεὶς ἁπαλὸς καὶ ὑγρὸς καὶ
ἡδίων, ὥστε τουτὶ τὸ παιζόμενον μὴ πάνυ φαίνεσθαι
γελοῖον ὅτι ‘πράσου φύλλῳ τὸ τῶν ἐρώντων δέδεται βαλ-
λάντιον’ (Paroem. I 447. II 47 al.).

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d) Stephanus p. 661, se.


B, l. 8

Μαρκίωνος οὕτω ποιεῖν.


Ἐπεὶ δ' ἡμεῖς παυσάμενοι τοῦ δειπνεῖν προσεκαλού-
μεθα τὸν Φιλῖνον ἐπιθέσθαι τῇ κατηγορίᾳ τῆς ποικίλης
τροφῆς, “οὐκ ἐμός’ εἶπεν ‘ὁ μῦθος’ ἀλλ' οὑτοσὶ Φίλων
ἑκάστοτε λέγει πρὸς ἡμᾶς, ὅτι πρῶτον μὲν τὰ θηρία
τροφαῖς μονοειδέσι καὶ ἁπλαῖς χρώμενα μᾶλλον ὑγιαίνει
τῶν ἀνθρώπων· ὅσα δὲ σιτεύουσι καθείρξαντες, ἐπισφαλῆ
πρὸς τὰς νόσους ἐστὶν καὶ ῥᾳδίως ταῖς ὠμότησιν ἁλίσκεται
διὰ τὸ μικτήν τινα καὶ συνηδυσμένην τροφὴν προσφέρε-
σθαι. δεύτερον οὐδεὶς γέγονεν οὕτω τῶν ἰατρῶν
παράτολμος ἐν καινοτομίᾳ καὶ ἀνδρεῖος, ὥστε ποικίλην
τροφὴν πυρέττοντι προσενεγκεῖν· ἀλλὰ τὴν ἁπλῆν καὶ
ἄκνισον ὡς ὑπήκοον μάλιστα τῇ πέψει προσφέρουσιν. δεῖ
γὰρ παθεῖν τὴν τροφὴν καὶ μεταβαλεῖν κρατηθεῖσαν ὑπὸ
τῶν ἐν ἡμῖν δυνάμεων· κρατεῖ δὲ καὶ βαφὴ τῶν ἁπλῶν
87

χρωμάτων μᾶλλον, καὶ μυρεψικοῖς φαρμάκοις τρέπεται


τάχιστα τὸ ἀωδέστατον ἔλαιον, καὶ τροφῆς εὐπαθέστατον
ὑπὸ πέψεως μεταβάλλειν τὸ ἀφελὲς καὶ μονοειδές. αἱ δὲ
πολλαὶ καὶ ποικίλαι ποιότητες ὑπεναντιώσεις ἔχουσαι καὶ
δυσμαχοῦσαι φθείρονται πρότερον προσπίπτουσαι, καθ-
άπερ ἐν πόλει μιγάδων καὶ συγκλύδων ἀνθρώπων

Πλούταρχος. An seni respublica gerenda sit (783b–797f) (0007: 117)


“Plutarch's moralia, vol. 10”, Ed. Fowler, H.N.Cambridge, Mass.:
Harvard University Press, 1936, Repr. 1969.Stephanus p. 795, se. D, l. 5

μὴ περιορῶν ἐξαθυμοῦντα τὸν νέον, ἀλλ' ἀνιστὰς


καὶ παραμυθούμενος, ὡς Ἀριστείδης Κίμωνα καὶ
Μνησίφιλος Θεμιστοκλέα, δυσχεραινομένους καὶ
κακῶς ἀκούοντας ἐν τῇ πόλει τὸ πρῶτον ὡς
ἰταμοὺς καὶ ἀκολάστους, ἐπῆραν καὶ ἀνεθάρρυναν.
λέγεται δὲ καὶ Δημοσθένους ἐκπεσόντος ἐν τῷ
δήμῳ καὶ βαρέως φέροντος ἅψασθαι παλαιόν τινα
γέροντα τῶν ἀκηκοότων Περικλέους καὶ εἰπεῖν,
ὡς ἐκείνῳ τἀνδρὶ προσεοικὼς τὴν φύσιν οὐ δικαίως
αὑτοῦ κατέγνωκεν. οὕτω δὲ καὶ Τιμόθεον Εὐρι-
πίδης συριττόμενον ἐπὶ τῇ καινοτομίᾳ καὶ παρα-
νομεῖν εἰς τὴν μουσικὴν δοκοῦντα θαρρεῖν ἐκέλευσεν,
ὡς ὀλίγου χρόνου τῶν θεάτρων ὑπ' αὐτῷ γενησο-
μένων.
Καθόλου δ' ὥσπερ ἐν Ῥώμῃ ταῖς Ἑστιάσι
παρθένοις τοῦ χρόνου διώρισται τὸ μὲν μανθάνειν
τὸ δὲ δρᾶν τὰ νενομισμένα τὸ δὲ τρίτον ἤδη δι-
δάσκειν, καὶ τῶν ἐν Ἐφέσῳ περὶ τὴν Ἄρτεμιν
ὁμοίως ἑκάστην Μελλιέρην τὸ πρῶτον εἶθ' Ἱέρην
τὸ δὲ τρίτον Παριέρην καλοῦσιν· οὕτως ὁ τελέως
πολιτικὸς ἀνὴρ τὰ μὲν πρῶτα μανθάνων

Πλούταρχος. Praecepta gerendae reipublicae (798a–825f) (0007: 118)


“Plutarch's moralia, vol. 10”, Ed. Fowler, H.N.Cambridge, Mass.:
Harvard University Press, 1936, Repr. 1969.Stephanus p. 817, se. F, l. 1

φέροντα τὴν πρώτην τάξιν ἐν τῇ πολιτείᾳ δίδωσιν.


“ἦν δέ τις,” φησίν, “ἐν τῷ στρατεύματι Ξενοφῶν,
οὔτε στρατηγὸς οὔτε λοχαγός,” ἀλλὰ τῷ φρονεῖν τὰ
δέοντα καὶ τολμᾶν αὑτὸν εἰς τὸ ἄρχειν καταστήσας
διέσῳσε τοὺς Ἕλληνας. καὶ τῶν Φιλοποίμενος
88

ἔργων ἐπιφανέστατόν ἐστι τό, τοῦ Νάβιδος Μες-


σήνην καταλαβόντος οὐκ ἐθέλοντος δὲ τοῦ στρα-
τηγοῦ τῶν Ἀχαιῶν βοηθεῖν ἀλλ' ἀποδειλιῶντος,
αὐτὸν ὁρμήσαντα μετὰ τῶν προθυμοτάτων ἄνευ
δόγματος ἐξελέσθαι τὴν πόλιν. οὐ μὴν διὰ μικρὰ
δεῖ καὶ τὰ τυχόντα καινοτομεῖν, ἀλλ' ἐπὶ τοῖς
ἀναγκαίοις ὡς ὁ Φιλοποίμην, ἢ τοῖς καλοῖς ὡς
Ἐπαμεινώνδας, ἐπιβαλὼν τέτταρας μῆνας τῇ βοιωτ-
αρχίᾳ παρὰ τὸν νόμον, ἐν οἷς εἰς τὴν Λακωνικὴν
ἐνέβαλε καὶ τὰ περὶ Μεσσήνην ἔπραξεν· ὅπως, κἂν
ἀπαντᾷ τις ἐπὶ τούτῳ κατηγορία καὶ μέμψις, ἀπο-
λογίαν τῆς αἰτίας τὴν ἀνάγκην ἔχωμεν ἢ παρα-
μυθίαν τοῦ κινδύνου τὸ μέγεθος τῆς πράξεως καὶ
τὸ κάλλος.

Πλούταρχος. Adversus Colotem (1107d–1127e) (0007: 140)


“Plutarchi moralia, vol. 6.2, 2nd edn.”, Ed. Westman, R. (post M.
Pohlenz)eipzig: Teubner, 1959.Stephanus p. 1121, se. F, l. 2

πρὸς τὴν αἴσθησιν ἀλλὰ πρὸς τὴν δόξαν· ὥστ' εἰ ταύταις


ἑπομένους ἀποφαίνεσθαι περὶ τῶν ἐκτὸς κελεύουσι, τῆς
δόξης κρῖμα τὸ εἶναι τῆς δ' αἰσθήσεως πάθος τὸ φαινόμε-
νον ποιοῦντες, ἀπὸ τοῦ πάντως ἀληθοῦς τὴν κρίσιν ἐπὶ τὸ
διαπῖπτον πολλάκις μεταφέρουσιν. –
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὅσης ἐστὶ μεστὰ ταραχῆς καὶ μάχης
πρὸς ἑαυτά, τί δεῖ λέγειν ἐν τῷ παρόντι; τοῦ δ' Ἀρκεσιλάου
τὸν Ἐπικούρειον οὐ μετρίως ἔοικεν ἡ δόξα παραλυπεῖν ἐν
τοῖς τότε χρόνοις μάλιστα τῶν φιλοσόφων ἀγαπηθέντος.
μηδὲν γὰρ αὐτὸν ἴδιον λέγοντά φησιν ὑπόληψιν ἐμποιεῖν
καινοτομίας καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, ἅτε δὴ
πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος. ὁ δ' Ἀρκε-
σίλαος τοσοῦτον ἀπέδει τοῦ καινοτομίας τινὰ δόξαν ἀγα-
πᾶν καὶ ὑποποιεῖσθαί τι τῶν παλαιῶν, ὥστ' ἐγκαλεῖν τοὺς
τότε σοφιστάς, ὅτι προστρίβεται Σωκράτει | καὶ Πλά-
τωνι καὶ Παρμενίδῃ καὶ Ἡρακλείτῳ τὰ περὶ τῆς ἐποχῆς
δόγματα καὶ τῆς ἀκαταληψίας οὐδὲν δεομένοις, ἀλλ' οἷον
ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰς ἄνδρας ἐνδόξους ποιού-
μενος. ὑπὲρ μὲν οὖν τούτου Κωλώτῃ χάρις καὶ παντὶ τῷ
τὸν Ἀκαδημαϊκὸν λόγον ἄνωθεν ἥκειν εἰς Ἀρκεσίλαον
ἀποφαίνοντι. τὴν δὲ περὶ πάντων ἐποχὴν οὐδ' οἱ πολλὰ
89

Πλούταρχος. Adversus Colotem (1107d-1127e) Stephanus p. 1121, se.


F, l. 4

δόξης κρῖμα τὸ εἶναι τῆς δ' αἰσθήσεως πάθος τὸ φαινόμε-


νον ποιοῦντες, ἀπὸ τοῦ πάντως ἀληθοῦς τὴν κρίσιν ἐπὶ τὸ
διαπῖπτον πολλάκις μεταφέρουσιν. –
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὅσης ἐστὶ μεστὰ ταραχῆς καὶ μάχης
πρὸς ἑαυτά, τί δεῖ λέγειν ἐν τῷ παρόντι; τοῦ δ' Ἀρκεσιλάου
τὸν Ἐπικούρειον οὐ μετρίως ἔοικεν ἡ δόξα παραλυπεῖν ἐν
τοῖς τότε χρόνοις μάλιστα τῶν φιλοσόφων ἀγαπηθέντος.
μηδὲν γὰρ αὐτὸν ἴδιον λέγοντά φησιν ὑπόληψιν ἐμποιεῖν
καινοτομίας καὶ δόξαν ἀνθρώποις ἀγραμμάτοις, ἅτε δὴ
πολυγράμματος αὐτὸς ὢν καὶ μεμουσωμένος. ὁ δ' Ἀρκε-
σίλαος τοσοῦτον ἀπέδει τοῦ καινοτομίας τινὰ δόξαν ἀγα-
πᾶν καὶ ὑποποιεῖσθαί τι τῶν παλαιῶν, ὥστ' ἐγκαλεῖν τοὺς
τότε σοφιστάς, ὅτι προστρίβεται Σωκράτει | καὶ Πλά-
τωνι καὶ Παρμενίδῃ καὶ Ἡρακλείτῳ τὰ περὶ τῆς ἐποχῆς
δόγματα καὶ τῆς ἀκαταληψίας οὐδὲν δεομένοις, ἀλλ' οἷον
ἀναγωγὴν καὶ βεβαίωσιν αὐτῶν εἰς ἄνδρας ἐνδόξους ποιού-
μενος. ὑπὲρ μὲν οὖν τούτου Κωλώτῃ χάρις καὶ παντὶ τῷ
τὸν Ἀκαδημαϊκὸν λόγον ἄνωθεν ἥκειν εἰς Ἀρκεσίλαον
ἀποφαίνοντι. τὴν δὲ περὶ πάντων ἐποχὴν οὐδ' οἱ πολλὰ
πραγματευσάμενοι καὶ κατατείναντες εἰς τοῦτο συγ-
γράμματα καὶ λόγους ἐκίνησαν· ἀλλ' ἐκ τῆς Στοᾶς αὐτῇ

Πλούταρχος. Παροιμίαι αἷς Ἀλεξανδρεῖς ἐχρῶντο (0007: 146)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L.,
Schneidewin, F.G.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr.
1965.Centuria 1, se. 38, l. 4

Ἡράκλειος νόσος: τὴν ἱερὰν νόσον Ἡράκλειον


ὠνόμαζον· εἰς ταύτην γὰρ ἐκ μακρῶν πόνων ἐμπεσεῖν
Ἡρακλέα.
Τάδε Μῆδος οὐ φυλάξει: μελλούσης γενέσθαι
τῆς Ξέρξου στρατείας, οἱ Ἕλληνες ἀπογνόντες τὴν σωτη-
ρίαν, τὰς οὐσίας αὑτῶν ἀνήλισκον, ἐπιλέγοντες· Τάδε
Μῆδος οὐ φυλάξει.
Ἐκκέκοφθ' ἡ μουσική: τῶν παλαιῶν ἐν τοῖς
συμποσίοις φιλολόγῳ ζητήσει χρωμένων, οἱ ὕστερον τὰς
μουσουργοὺς καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπειςήγα-
γον, ὅθεν τὴν καινοτομίαν τινὲς αἰτιώμενοι τῇ παροιμίᾳ
90

ἐχρῶντο. Λευκὴ στάθμη: αὕτη κατ' ἔλλειψιν εἴρηται ἐπὶ


τῶν μὴ ἀκριβῶς τι διακρινόντων. ἐν γὰρ λευκῷ λίθῳ
λευκὴ στάθμη λέγεται· ἥκιστα γὰρ διὰ τὸ ὁμοειδὲς
σαφής ἐστιν. Μωρύχου Διονύσου: καὶ, Μωρότερος εἶ Διο-
νύσου, ὃς τἄνδον ἀφεὶς, ἔξω τῆς οἰκίας κάθηται: ἐπὶ τῶν εὔηθές τι
διαπεπραγμένων.

Demosthenes Orat., In Neaeram [Sp.] (0014: 059)“Demosthenis


orationes, vol. 3”, Ed. Rennie, W.Oxford: Clarendon Press, 1931, Repr.
1960.Se. 76, l. 1

ἀεὶ ὑπερεχόντων διὰ τὸ αὐτόχθονας εἶναι, τὰς δὲ θυσίας


ἁπάσας ὁ βασιλεὺς ἔθυε, καὶ τὰς σεμνοτάτας καὶ ἀρρήτους
ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἐποίει, εἰκότως, βασίλιννα οὖσα. ἐπειδὴ δὲ
Θησεὺς συνῴκισεν αὐτοὺς καὶ δημοκρατίαν ἐποίησεν καὶ
ἡ πόλις πολυάνθρωπος ἐγένετο, τὸν μὲν βασιλέα οὐδὲν
ἧττον ὁ δῆμος ᾑρεῖτο ἐκ προκρίτων κατ' ἀνδραγαθίαν χειρο-
τονῶν, τὴν δὲ γυναῖκα αὐτοῦ νόμον ἔθεντο ἀστὴν εἶναι καὶ
μὴ ἐπιμεμειγμένην ἑτέρῳ ἀνδρὶ ἀλλὰ παρθένον γαμεῖν, ἵνα
κατὰ τὰ πάτρια θύηται τὰ ἄρρητα ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλεως,
καὶ τὰ νομιζόμενα γίγνηται τοῖς θεοῖς εὐσεβῶς καὶ μηδὲν
καταλύηται μηδὲ καινοτομῆται. καὶ τοῦτον τὸν νόμον
γράψαντες ἐν στήλῃ λιθίνῃ ἔστησαν ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Διο-
νύσου παρὰ τὸν βωμὸν ἐν Λίμναις (καὶ αὕτη ἡ στήλη ἔτι
καὶ νῦν ἕστηκεν, ἀμυδροῖς γράμμασιν Ἀττικοῖς δηλοῦσα τὰ
γεγραμμένα), μαρτυρίαν ποιούμενος ὁ δῆμος ὑπὲρ τῆς αὑτοῦ
εὐσεβείας πρὸς τὸν θεὸν καὶ παρακαταθήκην καταλείπων
τοῖς ἐπιγιγνομένοις, ὅτι τήν γε θεῷ γυναῖκα δοθησομένην
καὶ ποιήσουσαν τὰ ἱερὰ τοιαύτην ἀξιοῦμεν εἶναι. καὶ διὰ
ταῦτα ἐν τῷ ἀρχαιοτάτῳ ἱερῷ τοῦ Διονύσου καὶ ἁγιωτάτῳ
ἐν Λίμναις ἔστησαν, ἵνα μὴ πολλοὶ εἰδῶσιν τὰ γεγραμμένα·

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci (0015: 001)“Herodiani


ab excessu divi Marci libri octo”, Ed. Stavenhagen, K.Leipzig: Teubner,
1922, Repr. 1967.B. 1, Ch. 1, se. 6, l. 4

σμοὺς καὶ ἀέρων φθορὰς τυράννων τε καὶ βασιλέων βίους


παραδόξους πρότερον ἢ σπανίως ἢ μηδ' ὅλως μνημονευ-
θέντας· ὧν οἳ μὲν ἐπιμηκεστέραν ἔσχον τὴν ἀρχήν, οἳ
δὲ πρόσκαιρον τὴν δυναστείαν· εἰσὶ δ' οἳ μέχρι προσηγο-
ρίας καὶ τιμῆς ἐφημέρου μόνης ἐλθόντες εὐθέως κατελύ-
θησαν. μερισθεῖσα γὰρ ἡ Ῥωμαίων ἀρχὴ ἐν ἔτεσιν ἑξ-
91

ήκοντα ἐς πλείους δυνάστας ἢ ὁ χρόνος ἀπῄτει, πολλὰ καὶ


ποικίλα ἤνεγκε καὶ θαύματος ἄξια. τούτων γὰρ οἱ μὲν τὴν
ἡλικίαν πρεσβύτεροι διὰ τὴν ἐμπειρίαν τῶν πραγμάτων
ἐπιμελέστερον ἑαυτῶν τε καὶ τῶν ὑπηκόων ἦρξαν, οἱ δὲ
κομιδῇ νέοι ῥᾳθυμότερον βιώσαντες πολλὰ ἐκαινοτόμησαν· διόπερ
εἰκότως ἐν ἡλικίαις τε καὶ ἐξουσίαις διαφό-
ροις οὐχ ὅμοια γέγονε τὰ ἐπιτηδεύματα. ὡς δ' ἕκαστα τού-
των πέπρακται, κατὰ χρόνους καὶ δυναστείας διηγήσομαι.
τῷ βασιλεύοντι Μάρκῳ θυγατέρες μὲν ἐγένοντο πλεί-
ους, ἄρρενες δὲ δύο. τῶν δὲ ἀρρένων τούτων ὁ μὲν ἕτε-
ρος κομιδῇ νέος τὸν βίον μετήλλαξε (Βηρίσσιμος δ' ἦν
ὄνομα αὐτῷ), τὸν δὲ περιόντα Κόμοδόν τε καλούμενον
ὁ πατὴρ μετὰ πάσης ἐπιμελείας ἀνεθρέψατο, πάντοθεν
τοὺς ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐπὶ λόγοις δοκιμωτάτους ἐπὶ συν-
τάξεσιν οὐκ εὐκαταφρονήτοις καλῶν, ὅπως συνόντες

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 2, Ch. 7, se. 9, l. 2

τιωτῶν ἐξέχοντας οἴκαδε μεταπεμπόμενος διελέγετο καὶ


ἀνέπειθε, τὰ ἐκ τῆς Ῥώμης δηλούμενα φανερὰ ποιῶν,
ὡς ἂν διαθέουσα ἡ φήμη ἔκπυστα καὶ γνώριμα ποιῇ τοῖς
τε στρατιώταις καὶ τοῖς λοιποῖς κατὰ τὴν ἀνατολὴν ἀν-
θρώποις· οὕτω γὰρ ῥᾷστα ἤλπιζε πάντας αὑτῷ προσχω-
ρήσειν, πυνθανομένους ὅτι μὴ αὐτὸς ἐξ ἐπιβουλῆς μνᾶ-
ται τὴν ἀρχήν, ἀλλὰ καλούμενος καὶ βοηθήσων ἄπεισι
Ῥωμαίοις δεομένοις. ἀνεπτόηντο δὲ πάντες καὶ μηδὲν
μελλήσαντες προσέκειντο, ἐκλιπαροῦντες καὶ αὐτοὶ ἀντι-
λαμβάνεσθαι τῶν πραγμάτων. φύσει δὲ κοῦφον τὸ Σύ-
ρων ἔθνος, ἐς καινοτομίαν τε τῶν καθεστηκότων ἐπιτή-
δειον. ἐνῆν δέ τις αὐτοῖς καὶ πόθος τοῦ Νίγρου, ἠπίως
τε ἄρχοντος ἐν ἅπασι, τὰ πλεῖστά τε αὐτοῖς συμπαν-
ηγυρίζοντος. φιλέορτοι δὲ φύσει Σύροι· ὧν μάλιστα οἱ
τὴν Ἀντιόχειαν κατοικοῦντες, μεγίστην πόλιν καὶ εὐδαί-
μονα, σχεδὸν παρὰ πάντα τὸν ἐνιαυτὸν ἑορτάζουσιν ἔν
τε τῇ πόλει αὐτῇ καὶ κατὰ τὰ προάστεια. θέας τοίνυν
αὐτοῖς συνεχῶς ἐπιτελῶν ὁ Νίγρος, περὶ ἃς μάλιστα
ἐσπουδάκασι, καὶ διδοὺς ἄνεσιν ἐς τὸ ἑορτάξειν καὶ εὐ-
φραίνεσθαι, ἅτε ποιῶν κεχαρισμένα, εἰκότως ἐτιμᾶτο.
ἅπερ εἰδώς, καλέσας τούς τε πανταχόθεν στρατιώτας ἐς
92

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 5, Ch. 4, se. 2, l. 2

ὡς δὲ ταῦτα ἀπηγγέλη τῷ Μακρίνῳ ἐν Ἀντιοχείᾳ δια-


τρίβοντι, ἥ τε φήμη διέδραμεν ἀνὰ τὰ λοιπὰ στρατόπεδα
ὅτι τε Ἀντωνίνου υἱὸς εὑρέθη καὶ ὅτι ἡ Ἰουλίας
ἀδελφὴ χρήματα δίδωσι, πάντα τὰ λεγόμενα καὶ ἐνδε-
χόμενα καὶ ἀληθῆ πιστεύσαντες εἶναι τὰς ψυχὰς ἐξεπτό-
ηντο. ἐνῆγε δ' αὐτοὺς καὶ ἀνέπειθεν ἐς πραγμάτων καινοτομίαν τό τε
Μακρίνου μῖσος καὶ τὸ Ἀντωνίνου
τῆς μνήμης πάθος, καὶ πρό γε ἁπάντων ἡ τῶν χρημάτων
ἐλπίς, ὡς πολλοὺς καὶ αὐτομολοῦντας φοιτᾶν πρὸς τὸν
νέον Ἀντωνῖνον. ὁ δὲ Μακρῖνος καταφρονῶν τοῦ πράγ-
ματος ὡς παιδαριώδους, χρώμενός τε τῇ συνήθει ῥᾳθυ-
μίᾳ, αὐτὸς μὲν οἴκοι μένει, πέμπει δὲ ἕνα τῶν ἀρχόντων
τοῦ στρατοπέδου, δύναμιν δοὺς ὅσην ᾤετο ῥᾷστα ἐκπορ-
θήσειν τοὺς ἀφεστῶτας. ὡς δ' ἦλθεν Ἰουλιανός (τοῦτο
γὰρ ἦν ὄνομα τῷ ἐπάρχῳ) καὶ προσέβαλε τοῖς τείχεσιν,
ἔνδοθεν οἱ στρατιῶται ἀνελθόντες ἐπί τε τοὺς πύργους
καὶ τὰς ἐπάλξεις τόν τε παῖδα τῷ ἔξωθεν πολιορκοῦντι

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 6, Ch. 2, se. 4, l. 3

τοιαῦτα τοίνυν δηλωσάντων καὶ ἐπιστειλάντων τῶν


ὑπὸ ταῖς ἀνατολαῖς ἡγεμόνων, πρὸς τὴν αἰφνίδιον καὶ
παρ' ἐλπίδα κομισθεῖσαν ἀγγελίαν οὐ μετρίως ὁ Ἀλέξ-
ανδρος ἐταράχθη, καὶ μάλιστα εἰρήνῃ ἐκ παίδων ἐντρα-
φεὶς καὶ τῇ κατὰ τὴν πόλιν ἀεὶ σχολάσας τρυφῇ. τὰ
μὲν οὖν πρῶτα ἔδοξεν αὐτῷ κοινωσαμένῳ τοῖς φίλοις
πρεσβείαν πέμψαι καὶ διὰ γραμμάτων κωλῦσαι τὴν ὁρ-
μὴν καὶ ἐλπίδα τοῦ βαρβάρου. ἔλεγε δὲ τὰ γράμματα
δεῖν μένειν τε αὐτὸν ἐν τοῖς τῶν ἰδίων ὅροις καὶ μὴ
καινοτομεῖν μηδὲ ματαίαις αἰωρούμενον ἐλπίσι μέγαν
ἐγείρειν πόλεμον, ἀγαπητῶς τε ἔχειν ἕκαστον τὰ αὑτοῦ·
μηδὲ γὰρ ὁμοίαν ἔσεσθαι μάχην αὐτῷ πρὸς Ῥωμαίους
οἵαν σχεῖν πρὸς τοὺς γειτνιῶντας καὶ ὁμοφύλους βαρ-
βάρους. ὑπεμίμνησκε δὲ τὰ γράμματα τῶν τε τοῦ Σεβα-
στοῦ καὶ τῶν Τραϊανοῦ Λουκίου τε καὶ Σεβήρου κατ'
αὐτῶν τροπαίων. τοιαῦτα μὲν δή τινα ὁ Ἀλέξανδρος
ἐπιστείλας ᾤετο πείσειν ἢ φοβήσειν ἐς τὸ ἡσυχάζειν τὸν
βάρβαρον· ὃ δ' οὐδέν τι φροντίζων τῶν ἐπεσταλμένων,
ὅπλοις ἀλλ' οὐ λόγοις οἰόμενος δεῖν τὰ πράγματα διοι-
κεῖσθαι, ἐνέκειτο ἄγων καὶ φέρων τὰ Ῥωμαίων ἅπαντα,
93

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 6, Ch. 4, se. 7, l. 5

μενος πάσης τῆς περικειμένης σκευῆς ἐς Φρυγίαν ἐξέ-


πεμψε, δοὺς κώμας τε οἰκεῖν καὶ χώραν γεωργεῖν, τοσαύ-
την αὐτοῖς ἐπιθεὶς τιμωρίαν ὡς οἴκαδε μὴ ἐπανελθεῖν·
ἀποκτεῖναι γὰρ ἀνόσιον καὶ οὐ πάνυ ἀνδρεῖον ἡγήσατο
μήτε μαχομένους καὶ τὰ κελευσθέντα ὑπὸ τοῦ ἑαυτῶν
δεσπότου ἀγγείλαντας.
τούτων δὴ οὕτως πραττομένων, παρασκευαζομένου τε
τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ διαβῆναι τοὺς ποταμοὺς ἔς τε τὴν
βάρβαρον γῆν τὸν στρατὸν διαγαγεῖν, ἐγένοντό τινες
καὶ ἀποστάσεις στρατιωτῶν, ἀπό τε Αἰγύπτου ἐληλυθό-
των, ἀλλὰ μὴν καὶ τῶν κατὰ Συρίαν, καινοτομῆσαί τινα
ἐπιχειρησάντων περὶ τὴν βασιλείαν· οἳ ταχέως φωρα-
θέντες ἐκολάσθησαν. ἀλλὰ καί τινα τῶν στρατοπέδων
μετέστησεν ὁ Ἀλέξανδρος ἐς ἕτερα χωρία, ἐπιτηδειότερα
δοκοῦντα εἶναι πρὸς τὸ κωλύειν τὰς τῶν βαρβάρων ἐπι-
δρομάς.

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 6, Ch. 8, se. 4, l. 2

ἀνδρείας. ἔτι τε καὶ δώροις αὐτοὺς καὶ παντοδαπαῖς τι-


μαῖς ᾠκειώσατο. ὅθεν οἱ νεανίαι, ἐν οἷς ἦν τὸ πολὺ
πλῆθος Παιόνων μάλιστα, τῇ μὲν ἀνδρείᾳ τοῦ Μαξιμί-
νου ἔχαιρον, τὸν δὲ Ἀλέξανδρον ἐπέσκωπτον ὡς ὑπὸ
τῆς [τε] μητρὸς ἀρχόμενον, καὶ διοικουμένων τῶν πραγ-
μάτων ὑπ' ἐξουσίας τε καὶ γνώμης γυναικός, ῥᾳθύμως
τε καὶ ἀνάνδρως τοῖς πολεμικοῖς προσφερομένου ἐκείνου.
ὑπεμίμνησκον δὲ ἀλλήλους τῶν τε ὑπὸ ταῖς ἀνατολαῖς
διὰ μέλλησιν αὐτοῦ πταισμάτων, καὶ ὅτι μηδὲν ἀνδρεῖον
μηδὲ νεανικὸν παρέχοιτο ἐς Γερμανοὺς ἐλθών. ὄντες
οὖν καὶ ἄλλως πρὸς τὸ καινοτομεῖν ἐπιτήδειοι, καὶ τὸ
μὲν παρὸν τῆς ἀρχῆς βαρὺ διὰ μῆκος ἐξουσίας ἡγούμε-
νοι ἀκερδές τε ἤδη πάσης προανηλωμένης φιλοτιμίας,
τὸ δὲ μέλλον καὶ προσιὸν ἔς τε τὸ κερδαλέον αὑτοῖς
εὔελπι καὶ τῷ κτωμένῳ παρὰ προσδοκίαν τίμιόν τε καὶ
περισπούδαστον, ἐβουλεύσαντο ἀποσκευάσασθαι μὲν τὸν
Ἀλέξανδρον, ἀνειπεῖν δὲ αὐτοκράτορα καὶ Σεβαστὸν τὸν
Μαξιμῖνον, συστρατιώτην τε αὑτῶν ὄντα καὶ σύσκηνον,
ἔς τε τὸν παρόντα πόλεμον δι' ἐμπειρίαν καὶ ἀνδρείαν
94

ἐπιτήδειον δοκοῦντα. ἀθροισθέντες οὖν ἐς τὸ πεδίον


ὡπλισμένοι ὡς δὴ ἐπὶ τὰ συνήθη γυμνάσια, προελθόντα

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 7, Ch. 7, se. 1, l. 3

ξιφίδια καὶ παίσαντες φονεύουσιν, ἔχοντές τε αὐτὰ πρό-


κωπα προπηδῶσιν. οἱ δὲ παρόντες ἐκπλαγέντες ἀνεχώ-
ρησαν, οἰόμενοι Μαξιμίνου τὴν κέλευσιν εἶναι· καὶ γὰρ
ἐποίει τοῦτο πολλάκις καὶ περὶ τοὺς δοκοῦντας εἶναι
φιλτάτους. κατελθόντες δὲ διὰ μέσης τῆς ἱερᾶς ὁδοῦ προ-
τιθέασι τὰ πρὸς τὸν δῆμον τοῦ Γορδιανοῦ γράμματα,
τοῖς τε ὑπάτοις καὶ τοῖς λοιποῖς τὰ ἐπεσταλμένα διδόασι·
διασκεδάννυταί τε ὑπ' αὐτῶν φήμη ὡς ἄρα καὶ Μαξι-
μῖνος εἴη ἀνῃρημένος. ὡς δὲ διεφοίτησε ταῦτα, εὐθέως
πᾶς ὁ δῆμος ὥσπερ ἐνθουσιῶν διέθει πανταχοῦ· καὶ
πάντες μὲν γὰρ ὄχλοι κοῦφοι πρὸς τὰ καινοτομούμενα,
ὁ δὲ Ῥωμαίων δῆμος ἐν πλήθει μεγίστῳ καὶ ποικίλῳ
συγκλύδων τε ἀνθρώπων πολὺ καὶ ῥᾴδιον ἔχει τὸ τῆς
γνώμης εὐκίνητον. ἀνδριάντες οὖν καὶ εἰκόνες τιμαί τε
πᾶσαι τοῦ Μαξιμίνου κατεσπῶντο, καὶ τὸ κρυπτὸν πρό-
τερον διὰ φόβον μῖσος ἀδεὲς καὶ αὐτεξούσιον γενόμενον
ἀκωλύτως ἐξεχεῖτο. ἥ τε σύγκλητος συνελθοῦσα πρὶν τὸ
ἀκριβὲς εἰδέναι περὶ τοῦ Μαξιμίνου, ἐκ τῆς παρούσης
τύχης τὰ μέλλοντα πιστεύσαντες τὸν Γορδιανὸν ἅμα τῷ
υἱῷ Σεβαστοὺς ἀναγορεύουσι, τὰς δὲ τοῦ Μαξιμίνου τι

Ηρωδιανός ιστορικός. Ab excessu divi Marci B. 7, Ch. 8, se. 2, l. 4

ρᾶς πρὸς ἐκεῖνον παρέπεμψαν, οὓς συλλαμβάνων ὠμῶς


ἐκόλαζεν.
τὰ μὲν κατὰ τὴν Ῥωμαίων πόλιν τε καὶ γνώμην τοι-
αῦτα ἦν· ὡς δ' ἀπηγγέλη τῷ Μαξιμίνῳ τὰ πεπραγμένα,
σκυθρωπός τε ἦν καὶ ἐν μεγάλαις φροντίσι, προσεποιεῖτο
δὲ αὐτῶν καταφρονεῖν. τῆς μὲν οὖν πρώτης καὶ δευτέ-
ρας ἡμέρας ἔνδον ἔμεινεν ἡσυχάζων καὶ τοῖς φίλοις περὶ
τοῦ πρακτέου κοινούμενος. τὸ δὲ στρατόπεδον πᾶν τὸ
σὺν αὐτῷ οἵ τε ἐπέκεινα πάντες ἄνθρωποι ἔγνωσαν μὲν
τὰ διαγγελθέντα, καὶ διοίδαινον πᾶσιν αἱ ψυχαὶ τηλι-
κούτων ἔργων εὐτόλμῳ καινοτομίᾳ, οὐδέ τις πρός τινα
ἔλεγέ τι οὔτ' εἰδέναι τι προσεποιεῖτο· τοσοῦτος γὰρ ἦν
ὁ Μαξιμίνου φόβος ὡς μηδὲν αὐτὸν λανθάνειν, παρα-
95

φυλάττεσθαι δὲ πάντων οὐ μόνον τὰ διὰ φωνῆς καὶ


γλώττης προφερόμενα ἀλλὰ καὶ τὰ δι' ὄψεως νεύματα.
ὁ μέντοι Μαξιμῖνος συγκαλέσας πάντα τὸν στρατὸν ἐς
τὸ πρὸ τῆς πόλεως πεδίον, προελθών τε τῆς τρίτης ἡμέ-
ρας ἀνελθών τε ἐπὶ τὸ βῆμα, ἐπιφερόμενος τὸ βιβλίον
ὅπερ ἦσαν αὐτῷ συντάξαντές τινες τῶν φίλων, ἐξ ἀν-
αγνώσεως ἔλεξε τοιάδε·

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i–ii) (0018: 022)“Philonis


Alexandrini opera quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer,
1902, Repr. 1962.B. 1, se. 22, l. 1

δυσκατόρθωτα. τροφῆς οὖν ἤδη βασιλικῆς καὶ θεραπείας ἀξιούμενος


οὐχ οἷα κομιδῇ νήπιος ἥδετο τωθασμοῖς καὶ γέλωσι καὶ παιδιαῖς, καίτοι
τῶν τὴν ἐπιμέλειαν αὐτοῦ παρειληφότων ἀνέσεις ἔχειν ἐπιτρεπόντων καὶ
μηδὲν ἐπιδεικνυμένων σκυθρωπόν, ἀλλ' αἰδῶ καὶ σεμνότητα παραφαίνων
ἀκούσμασι καὶ θεάμασιν, ἃ τὴν ψυχὴν ἔμελλεν ὠφελήσειν, προσεῖχε.
διδάσκαλοι δ' εὐθὺς ἀλλαχόθεν ἄλλοι παρῆσαν, οἱ μὲν ἀπὸ τῶν πλησιο-
χώρων καὶ τῶν κατ' Αἴγυπτον νομῶν αὐτοκέλευστοι, οἱ δ' ἀπὸ τῆς
Ἑλλάδος ἐπὶ μεγάλαις δωρεαῖς μεταπεμφθέντες· ὧν | ἐν οὐ μακρῷ
χρόνῳ τὰς δυνάμεις ὑπερέβαλεν εὐμοιρίᾳ φύσεως φθάνων τὰς ὑφηγήσεις,
ὡς ἀνάμνησιν εἶναι δοκεῖν, οὐ μάθησιν, ἔτι καὶ προσεπινοῶν αὐτὸς τὰ
δυσθεώρητα. πολλὰ γὰρ αἱ μεγάλαι φύσεις καινοτομοῦσι τῶν εἰς
ἐπιστήμην· καὶ καθάπερ τὰ εὐεκτικὰ τῶν σωμάτων καὶ πᾶσι τοῖς μέρεσιν
εὐκίνητα φροντίδων ἀπαλλάττει τοὺς ἀλείπτας οὐδὲν ἢ βραχέα
παρέχοντας
τῶν εἰς ἐπιμέλειαν, ὥσπερ καὶ γεωργοὺς τὰ εὔβλαστα καὶ εὐγενῆ δένδρα
βελτιούμενα δι' ἑαυτῶν, τὸν αὐτὸν τρόπον εὐφυὴς ψυχὴ προαπαντῶσα
τοῖς λεγομένοις ὑφ' αὑτῆς μᾶλλον ἢ τῶν διδασκόντων ὠφελεῖται καὶ
λαβομένη τινὸς ἐπιστημονικῆς ἀρχῆς κατὰ τὴν παροιμίαν “ἵππος εἰς
πεδίον” ὁρμᾷ. ἀριθμοὺς μὲν οὖν καὶ γεωμετρίαν τήν τε ῥυθμικὴν καὶ
ἁρμονικὴν καὶ μετρικὴν θεωρίαν καὶ μουσικὴν τὴν σύμπασαν διά τε
χρήσεως ὀργάνων καὶ λόγων τῶν ἐν ταῖς τέχναις καὶ διεξόδοις τοπικω-
τέραις Αἰγυπτίων οἱ λόγιοι παρεδίδοσαν καὶ προσέτι τὴν διὰ

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i-ii) B. 1, se. 199, l. 1

ἄγεσθαι, πεπιστευκέναι δ' αὐτῷ λαβόντες ἀποδείξεις ἐναργεστάτας τοῦ


περὶ ἁπάντων ἀψευδεῖν. πάλιν δ' ὅτε εἰς ἔννοιαν ἦλθε τῆς ἐνδείας,
ἧς μεῖζον οὐδὲν κακὸν ἀνθρώποις ἐστί, συνεγίνωσκεν ὄχλον εἰδὼς ἀβέ-
βαιον φύσει πρᾶγμα καὶ ὑπὸ τῶν ἐν χερσὶ διακινούμενον, ἃ λήθην μὲν
96

τῶν προγεγονότων ἐργάζεται, δυσελπιστίαν δ' εἰς τὰ μέλλοντα. πάντων


οὖν ἐν ἀσχέτοις ὄντων ἀνίαις καὶ τὰς ἀνωτάτω προσδοκώντων συμφοράς,
ἃς ἐνόμιζον ἐφεδρεύειν καὶ ἐγγυτάτω παρεῖναι, τοῦτο μὲν διὰ τὴν σύμ-
φυτον ἐπιείκειαν καὶ φιλανθρωπίαν, τοῦτο δὲ βουλόμενος ὃν
ἐχειροτόνησεν
ἡγεμόνα τιμῆσαι καὶ ἔτι μᾶλλον ὡς εὐσεβείας ἔχει καὶ ὁσιότητος ἔν τε
τοῖς φανεροῖς κἀν τοῖς ἀδήλοις ἅπασι διασυστῆσαι ὁ θεὸς ἐλεήσας τὸ
πάθος ἰᾶται. ξένας οὖν εὐεργεσίας ἐκαινοτόμει, τρανοτέραις ὅπως ἐμ-
φάσεσι παιδευθῶσιν ἤδη μὴ δυσανασχετεῖν, εἴ τι μὴ κατὰ γνώμην εὐθὺς
ἀποβαίη, τλητικῶς δ' ὑπομένειν χρηστὰ περὶ τῶν μελλόντων προς-
δοκῶντες. τί οὖν συνέβη; τῇ ὑστεραίᾳ περὶ τὴν ἕω δρόσος βαθεῖα
καὶ πολλὴ περὶ σύμπαν ἦν ἐν κύκλῳ τὸ στρατόπεδον, ἣν ἐπένιφεν ἡσυχῇ,
ἀήθη ὑετὸν καὶ παρηλλαγμένον, οὐχ ὕδωρ, οὐ χάλαζαν, οὐ χιόνα, οὐ
κρύσταλλον – ταῦτα γὰρ αἱ τῶν νεφῶν ἀπεργάζονται μεταβολαὶ ταῖς
χειμεριναῖς τροπαῖς – , ἀλλὰ κέγχρον βραχυτάτην καὶ λευκοτάτην, ἣ
διὰ τὴν ἐπάλληλον φορὰν σωρηδὸν προὐκέχυτο τῶν σκηνῶν, ἄπιστος
ὄψις· ἣν καταπλαγέντες ἐπυνθάνοντο τοῦ ἡγεμόνος, τίς τε ὁ ὑετὸς οὗτός
ἐστιν, ὃν οὐδείς πω πρότερον εἶδεν | ἀνθρώπων, καὶ πρὸς τί γέγονεν.
Φίλων Ιουδαίος De specialibus legibus (lib. i–iv) (0018: 024)
“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 5”, Ed. Cohn, L.
Berlin: Reimer, 1906, Repr. 1962.B. 1, se. 193, l. 10

γάζονται κακῶν τὸ τῆς ἑορτῆς ἀδεὲς ὁρμητήριον ἔχουσαι καὶ πρὸς τὸ


μηδὲν παθεῖν καταφυγήν. ἅπερ συνιδὼν οὐκ ἐφῆκε κατὰ τὰ αὐτὰ τοῖς
ἄλλοις ἑορτάζειν, ἀλλ' ἐν αὐτῷ τῷ τῆς εὐφροσύνης καιρῷ πρῶτον μὲν
ἐκέλευσεν ἁγνεύειν ἐπιστομίζοντας τὰς ἐφ' ἡδονὴν ὁρμάς, εἶτα εἰς τὸ
ἱερὸν ἐπὶ μετουσίαν ὕμνων καὶ εὐχῶν καὶ θυσιῶν ἐκάλεσεν, ἵνα κἀκ
τοῦ τόπου κἀκ τῶν ὁρωμένων καὶ λεγομένων διὰ τῶν κυριωτάτων
αἰσθήσεων, ὄψεως καὶ ἀκοῆς, ἐγκρατείας ἅμα καὶ εὐσεβείας ἐρασθῶσιν,
εἶτ' ἐπὶ πᾶσιν ὑπέμνησε τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν διὰ τῆς θυσίας τοῦ περὶ
ἁμαρτίας· ὁ γὰρ ἀμνηστίαν ἐφ' οἷς ἥμαρτεν αἰτούμενος οὐχ οὕτως
ἐστὶ κακοδαίμων, ὥστ' ἐν ᾧ χρόνῳ παλαιῶν ἀδικημάτων αἰτεῖται λύσιν
ἕτερα καινοτομεῖν.
Τοσαῦτα περὶ τούτων διαλεχθεὶς ἄρχεται διαιρεῖν τὰ τῶν
θυσιῶν γένη καὶ τέμνων εἰς εἴδη τρία τὰ ἀνωτάτω τὸ μὲν ὁλόκαυτον
καλεῖ,
τὸ δὲ σωτήριον, τὸ δὲ περὶ ἁμαρτίας· εἶθ' ἕκαστον τοῖς ἁρμόττουσιν ἐπι-
κοσμεῖ τοῦ πρέποντος ἅμα καὶ εὐαγοῦς οὐ μετρίως στοχασάμενος.
παγκάλη
δὲ καὶ προσφυεστάτη τοῖς πράγμασιν ἡ διαίρεσις ἀκολουθίαν ἔχουσα
καὶ εἱρμόν· εἰ γὰρ βούλοιτό τις ἐξετάζειν ἀκριβῶς τὰς αἰτίας, ὧν ἕνεκα
τοῖς πρώτοις ἔδοξεν ἀνθρώποις ἐπὶ τὰς διὰ θυσιῶν εὐχαριστίας ὁμοῦ
καὶ λιτὰς ἐλθεῖν, εὑρήσει δύο τὰς ἀνωτάτω· μίαν μὲν τὴν πρὸς θεὸν
97

τιμήν, τὴν ἄνευ τινὸς ἑτέρου δι' αὐτὸν μόνον γινομένην ὡς ἀναγκαῖον
καὶ καλόν, ἑτέραν δὲ τὴν τῶν θυόντων προηγουμένην ὠφέλειαν·

Φίλων Ιουδαίος Quod omnis probus liber sit (0018: 027)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L.,
Reiter, S.Berlin: Reimer, 1915, Repr. 1962.Se. 3, l. 4

εἶναι πάντα φαῦλον, ὡς καὶ διὰ πολλῶν καὶ εἰκότων καὶ ἀληθῶν
ἐπιστωσάμεθα· οὑτοσὶ δ' ἐκείνου συγγενής, ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος
ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος, καθ' ὃν ἐπιδείξομεν, ὅτι πᾶς ὁ ἀστεῖος
ἐλεύθερος. τὸν μὲν οὖν τῶν Πυθαγορείων ἱερώτατον θίασον λόγος ἔχει
μετὰ πολλῶν καὶ ἄλλων καλῶν καὶ τοῦτ' ἀναδιδάσκειν, “ταῖς λεωφόροις
μὴ βαδίζειν ὁδοῖς”, οὐχ ἵνα κρημνοβατῶμεν – οὐ γὰρ ποσὶ κάματον
παρήγγελλεν – , ἀλλ' αἰνιττόμενος διὰ συμβόλου τὸ μήτε λόγοις μήτ'
ἔργοις δημώδεσι καὶ πεπατημένοις χρῆσθαι. ὅσοι δὲ φιλοσοφίαν
γνησίως
ἠσπάσαντο, καταπειθεῖς γενόμενοι τῷ προστάγματι νόμον αὐτὸ μᾶλλον
δὲ
θεσμὸν ἰσούμενον χρησμῷ ὑπετόπησαν, δόξας δ' ἀγελαίους
ὑπερκύψαντες
ἀτραπὸν ἄλλην ἐκαινοτόμησαν ἄβατον ἰδιώταις λόγων καὶ δογμάτων,
ἰδέας
ἀνατείλαντες ὧν οὐδενὶ μὴ καθαρῷ θέμις ψαύειν. λέγω δὲ μὴ καθαρούς,
ὅσοι ἢ παιδείας εἰς ἅπαν ἄγευστοι | διετέλεσαν ἢ πλαγίως ἀλλὰ μὴ ἐπ'
εὐθείας αὐτὴν ἐδέξαντο κάλλος τὸ σοφίας εἰς τὸ σοφιστείας αἶσχος
μεταχα-
ράξαντες. οὗτοι τὸ νοητὸν φῶς ἰδεῖν οὐ δυνάμενοι δι' ἀσθένειαν τοῦ
κατὰ ψυχὴν ὄμματος, ὃ ταῖς μαρμαρυγαῖς πέφυκεν ἐπισκιάζεσθαι,
καθάπερ ἐν νυκτὶ διάγοντες ἀπιστοῦσι τοῖς ἐν ἡμέρᾳ ζῶσι καὶ ὅσ' ἂν
αὐγαῖς ἀκράτοις τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων εἰλικρινέστατα περιαθρήσαντες
διη-
γῶνται τεράστια νομίζουσι φάσμασιν ἐοικότα, τῶν ἐν τοῖς θαύμασιν οὐ
δια-
φέροντα. πῶς γὰρ οὐκ ἐκτόπια καὶ θαύματ' ὄντως, φυγάδας μὲν καλεῖν
τοὺς
μὴ μόνον ἐν μέσῃ τῇ πόλει διατρίβοντας, ἀλλὰ καὶ βουλεύοντας καὶ
δικάζοντας

Φίλων Ιουδαίος De aeternitate mundi (0018: 029)“Philonis


Alexandrini opera quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L., Reiter, S.
Berlin: Reimer, 1915, Repr. 1962.Se. 17, l. 1
98

θέστερον ὑπονοεῖν τὸ πρότερον, οὐ μόνον ὅτι διὰ παντὸς τοῦ συγγράμ-


ματος πατέρα μὲν καὶ ποιητὴν καὶ δημιουργὸν τὸν θεοπλάστην ἐκεῖνον
καλεῖ, ἔργον δὲ καὶ ἔγγονον τουτονὶ τὸν κόσμον, ἀπ' ἀρχετύπου καὶ
νοητοῦ παραδείγματος μίμημα αἰσθητόν, πάνθ' ὅσα ἐν ἐκείνῳ νοητὰ
περιέχοντα αἰσθητὰ ἐν αὑτῷ, τελειοτάτου πρὸς νοῦν τελειότατον ἐκμα-
γεῖον πρὸς αἴσθησιν, ἀλλ' ὅτι καὶ Ἀριστοτέλης ταῦτα μαρτυρεῖ περὶ
Πλάτωνος, διὰ τὴν τῆς φιλοσοφίας αἰδῶ μηδὲν ἂν ψευσάμενος, καὶ διότι
πιστότερος οὐδεὶς ὑφηγητῇ γνωρίμου μαρτυρεῖν καὶ μάλιστα τοιούτου,
ὃς οὐ πάρεργον ἔθετο παιδείαν ἁψικόρῳ ῥᾳθυμίᾳ, προσυπερβαλεῖν δὲ
σπουδάσας τὰς τῶν παλαιῶν εὑρέσεις ἔνια τῶν ἀναγκαιοτάτων εἰς ἕκας-
τον φιλοσοφίας μέρος καινοτομήσας προσεξεύρετο. πατέρα δὲ τοῦ
Πλατωνείου δόγματος ἔνιοι νομίζουσι τὸν ποιητὴν Ἡσίοδον, γενητὸν καὶ
ἄφθαρτον. οἰόμενοι τὸν κόσμον ὑπ' ἐκείνου λέγεσθαι, γενητὸν μέν, ὅτι
φησὶν

Αριστοφάνης , Vespae (0019: 004)“Aristophanes. Wasps”, Ed.


MacDowell, D.M.Oxford: Clarendon Press, 1971.L. 876

{Βδ.} ὦ δέσποτ' ἄναξ γεῖτον Ἀγυιεῦ, τοῦ 'μοῦ προθύρου προ-


πύλαιε,
δέξαι τελετὴν καινήν, ὦ 'ναξ, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν.
παῦσόν τ' αὐτοῦ τουτὶ τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος,
ἀντὶ σιραίου μέλιτος σμικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξας.
ἤδη δ' εἶναι τοῖς ἀνθρώποις ἤπιον αὐτόν,
τοὺς φεύγοντάς τ' ἐλεεῖν μᾶλλον τῶν γραψαμένων,
κἀπιδακρύειν ἀντιβολούντων, καὶ παυσάμενον τῆς δυσκολίας
ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι.

Αριστοφάνης , Ecclesiazusae (0019: 010)“Aristophanes.


Ecclesiazusae”, Ed. Ussher, R.G.Oxford: Clarendon Press, 1973.
L. 584
δεῖται γάρ τοι σοφοῦ τινος ἐξευρήματος ἡ πόλις ἡμῶν.
ἀλλὰ πέραινε μόνον
μήτε δεδραμένα μήτ' εἰρημένα πω πρότερον.
μισοῦσι γὰρ ἢν τὰ παλαιὰ πολλάκις θεῶνται.
ἀλλ' οὐ μέλλειν, ἀλλ' ἅπτεσθαι καὶ δὴ χρῆν ταῖς διανοίαις,
ὡς τὸ ταχύνειν χαρίτων μετέχει πλεῖστον παρὰ τοῖσι
99

θεαταῖς.
{Πρ.} καὶ μὴν ὅτι μὲν χρηστὰ διδάξω πιστεύω· τοὺς δὲ θεατάς,
εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν
τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ' ἔσθ' ὃ μάλιστα
δέδοικα.
{Βλ.} περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν μὴ δείσῃς· τοῦτο γὰρ
ἡμῖν
δρᾶν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστιν, τῶν δ' ἀρχαίων ἀμελῆσαι.
{Πρ.} μή νυν πρότερον μηδεὶς ὑμῶν ἀντείπῃ μηδ' ὑποκρούσῃ,
πρὶν ἐπίστασθαι τὴν ἐπίνοιαν καὶ τοῦ φράζοντος ἀκοῦσαι.

Αριστοφάνης , Ecclesiazusae L. 586

ἀλλὰ πέραινε μόνον


μήτε δεδραμένα μήτ' εἰρημένα πω πρότερον.
μισοῦσι γὰρ ἢν τὰ παλαιὰ πολλάκις θεῶνται.
ἀλλ' οὐ μέλλειν, ἀλλ' ἅπτεσθαι καὶ δὴ χρῆν ταῖς διανοίαις,
ὡς τὸ ταχύνειν χαρίτων μετέχει πλεῖστον παρὰ τοῖσι
θεαταῖς.
{Πρ.} καὶ μὴν ὅτι μὲν χρηστὰ διδάξω πιστεύω· τοὺς δὲ θεατάς,
εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν
τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ' ἔσθ' ὃ μάλιστα
δέδοικα.
{Βλ.} περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν μὴ δείσῃς· τοῦτο γὰρ
ἡμῖν
δρᾶν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστιν, τῶν δ' ἀρχαίων ἀμελῆσαι.
{Πρ.} μή νυν πρότερον μηδεὶς ὑμῶν ἀντείπῃ μηδ' ὑποκρούσῃ,
πρὶν ἐπίστασθαι τὴν ἐπίνοιαν καὶ τοῦ φράζοντος ἀκοῦ-
σαι.
κοινωνεῖν γὰρ πάντας φήσω χρῆναι πάντων μετέχον-
τας
κἀκ ταὐτοῦ ζῆν, καὶ μὴ τὸν μὲν πλουτεῖν, τὸν δ' ἄθλιον
εἶναι,
μηδὲ γεωργεῖν τὸν μὲν πολλήν, τῷ δ' εἶναι μηδὲ ταφῆναι,
Hyperides Orat., Pro Euxenippo (0030: 003)“Hyperidis orationes sex”,
Ed. Jensen, C.Leipzig: Teubner, 1917, Repr. 1963.Frag. Ar, column 45,
l. 15

βλέποντες ἀλλὰ πρὸς


τὸ δίκαιον, ἔγνωσαν
ἴδιον εἶναι τὸ μέταλ-
100

λον, καὶ τῆι αὐτῇ ψή-


φῳ τάς τε οὐσίας αὐτῶν
ἐν ἀσφαλείᾳ κατέστη-
σαν καὶ τὴν ὑπόλοι-
πον ἐργασίαν τοῦ με-
τάλλου ἐβεβαίωσαν.
τοιγαροῦν αἱ καινοτομίαι πρότερον ἐκλε-
λειμμέναι διὰ τὸν φό-
βον νῦν ἐνεργοί̣,
καὶ τῆς πόλεως αἱ
πρόσοδοι αἱ ἐκεῖθεν
πάλιν αὔξονται, ἃς ἐ-
λυμήναντό τινε[ς
τῶν ῥητόρων ἐξ[απ]α̣-
τήσαντες τὸν δῆ̣-
μον καὶ δασμολ[ογή-
⸏σαντες τοὺς ἐκ[εῖθεν.

Ξενοφών. , De vectigalibus (0032: 011)“Xenophontis opera omnia, vol.


5”, Ed. Marchant, E.C.Oxford: Clarendon Press, 1920, Repr. 1969.
Ch. 4, se. 27, l. 2

ἀναπληρωθῇ, ἑκατὸν τάλαντα ἡ πρόσοδος ἔσται. ὅτι δὲ


δέξεται πολλαπλάσια τούτων μαρτυρήσαιεν ἄν μοι εἴ τινες
ἔτι εἰσὶ τῶν μεμνημένων ὅσον τὸ τέλος ηὕρισκε τῶν ἀνδρα-
πόδων πρὸ τῶν ἐν Δεκελείᾳ. μαρτυρεῖ δὲ κἀκεῖνο, ὅτι εἰρ-
γασμένων ἀνθρώπων ἐν τοῖς ἀργυρείοις ἐν τῷ παντὶ χρόνῳ
ἀναριθμήτων νῦν οὐδὲν διαφέρει τὰ ἀργύρεια ἢ οἷα οἱ πρό-
γονοι ἡμῶν ὄντα ἐμνημόνευον αὐτά. καὶ τὰ νῦν δὲ γιγνό-
μενα πάντα μαρτυρεῖ ὅτι οὐκ ἄν ποτε πλείω ἀνδράποδα ἐκεῖ
γένοιτο ἢ ὅσων [ἂν] τὰ ἔργα δεῖται. οὔτε γὰρ βάθους πέρας
οὔτε ὑπονόμων οἱ ὀρύττοντες εὑρίσκουσι. καὶ μὴν καινοτομεῖν γε οὐδὲν
ἧττον ἔξεστι νῦν ἢ πρότερον. οὐ τοίνυν οὐδ'
εἰπεῖν ἂν ἔχοι εἰδὼς οὐδεὶς πότερον ἐν τοῖς κατατετμημένοις
πλείων ἀργυρῖτις ἢ ἐν τοῖς ἀτμήτοις ἐστί. τί δῆτα, φαίη ἄν
τις, οὐ καὶ νῦν, ὥσπερ ἔμπροσθεν, πολλοὶ καινοτομοῦσιν; ὅτι
πενέστεροι μὲν νῦν εἰσιν οἱ περὶ τὰ μέταλλα· νεωστὶ γὰρ
πάλιν κατασκευάζονται· κίνδυνος δὲ μέγας τῷ καινοτομοῦντι·
ὁ μὲν γὰρ εὑρὼν ἀγαθὴν ἐργασίαν πλούσιος γίγνεται, ὁ δὲ μὴ
εὑρὼν πάντα ἀπόλλυσιν ὅσα ἂν δαπανήσῃ. εἰς τοῦτον οὖν τὸν
κίνδυνον οὐ μάλα πως ἐθέλουσιν οἱ νῦν ἰέναι. ἐγὼ μέντοι
101

ἔχειν μοι δοκῶ καὶ περὶ τούτου συμβουλεῦσαι ὡς ἂν ἀσφα-


λέστατα καινοτομοῖτο. εἰσὶ μὲν γὰρ δήπου Ἀθηναίων δέκα

Γαληνός ιατρός De naturalibus facultatibus “Claudii Galeni


Pergameni scripta minora, vol. 3”, Ed. Marquardt, J., Müller, I.,
elmreich, G.Leipzig: Teubner, 1893, Repr. 1967.Kühn Vol. 2, p. 130, l.
10

ἄδιψοι γιγνόμεθα μᾶλλον ἢ εἰ πάμπολυ ποτὸν προς-


ηράμεθα; ‖ θερμὸς οὖν εὐλόγως ὁ χυμὸς οὗτος εἴρηται
καὶ ξηρὸς κατὰ δύναμιν, ὥσπερ γε καὶ τὸ φλέγμα
ψυχρὸν καὶ ὑγρόν. ἐναργεῖς γὰρ καὶ περὶ τούτου
πίστεις Ἱπποκράτει τε καὶ τοῖς ἄλλοις εἴρηνται παλαι-
οῖς. Πρόδικος δ' ἐν τῷ περὶ φύσεως ἀνθρώπου γράμ-
ματι τὸ συγκεκαυμένον καὶ οἷον ὑπερωπτημένον ἐν
τοῖς χυμοῖς ὀνομάζων φλέγμα παρὰ τὸ πεφλέχθαι τῇ
λέξει μὲν ἑτέρως χρῆται, φυλάττει μέντοι τὸ πρᾶγμα
κατὰ ταὐτὸ τοῖς ἄλλοις. τὴν δ' ἐν τοῖς ὀνόμασι
τἀνδρὸς τούτου καινοτομίαν ἱκανῶς ἐνδείκνυται καὶ
Πλάτων. ἀλλὰ τοῦτό γε τὸ πρὸς ἁπάντων ἀνθρώπων
ὀνομαζόμενον φλέγμα τὸ λευκὸν τὴν χρόαν, ὃ βλένναν
ὀνομάζει Πρόδικος, ὁ ψυχρὸς καὶ ὑγρὸς χυμός ἐστιν
οὗτος καὶ πλεῖστος τοῖς τε γέρουσι καὶ τοῖς ὁπωσδή-
ποτε ψυγεῖσιν ἀθροίζεται καὶ οὐδεὶς οὐδὲ μαινόμενος
ἂν ἄλλο τι ἢ ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν εἴποι ἂν αὐτόν. ἆρ'
οὖν θερμὸς μέν τίς ἐστι καὶ ὑγρὸς χυμὸς καὶ θερμὸς
καὶ ξηρὸς ἕτερος καὶ ὑγρὸς καὶ ψυχρὸς ἄλλος, οὐδεὶς
δ' ἐστὶ ψυχρὸς καὶ ξηρὸς τὴν δύναμιν,

Γαληνός ιατρός De anatomicis administrationibus libri ix (0057: 011)


“Claudii Galeni opera omnia, vol. 2”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch,
1821, Repr. 1964.Vol. 2, p. 246, l. 5

καὶ ὑμενώδης γενόμενος ἐπὶ τῷ πέρατι τῆς κερκίδος, εἰς


τὴν ἐντὸς χώραν ἐπιστρέφεται τῆς κατὰ τὸν καρπὸν διαρ-
θρώσεως ἔγγιστα· καί σοι καλεῖν ἔξεστιν ὑμενώδη τένοντα
τὴν ἀπονεύρωσιν αὐτοῦ. μέσην μὲν οὖν ἔχει τὴν θέσιν ὁ
μῦς οὗτος, ὡς μήτε τῶν ἐκτὸς εἶναι, μήτε τῶν ἔνδον, ἐσχη-
ματισμένης κατὰ φύσιν δηλονότι τῆς χειρός· ἄνωθεν γὰρ
102

ἐπίκειται τῷ τε κώλῳ παντὶ καὶ τῇ κερκίδι. διαιρούντων


δ' εἰς δύο χώρας πάντων τῶν ἀνατομικῶν τὰ κατὰ τὸν πῆ-
χυν μόρια, καὶ τὰ μὲν ἔξωθεν αὐτοῦ καλούντων, τὰ δ'
ἔνδον, ἀκολουθεῖν ἀναγκαζόμεθα καὶ ἡμεῖς ἕνεκα τοῦ μὴ
δόξαι καινοτομεῖν. ἀλλὰ τὸν μῦν τοῦτον ἐν τοῖς ἔξω μᾶλ-
λον ἤπερ ἐν τοῖς ἔσω τίθεσθαι δικαιοῦμεν. ἔστι δέ τις
καὶ ἄλλος μῦς ἔνδον τοῦ πήχεως, ὑπὲρ οὗ σαφέστερον ἀνε-
βαλόμην ἐρεῖν, οὐδενὶ τῶν καθ' ὅλον τὸ ζῶον ἐοικυῖαν ἔχων
τὴν χρείαν, ὅτι μὴ τῶν κατὰ τὴν κνήνην ἑνί. τέτακται δὲ
ἐπιπολῆς ἔνδον τῆς χειρὸς ὑπὸ τῷ δέρματι μεταξὺ πήχεώς
τε καὶ κερκίδος, ὅντινα μῦν εἰς τένοντα πλατὺν ἔφην
τελευτῶντα τῷ ψιλῷ τῶν τριχῶν ὑποφύεσθαι τῆς χειρός.
οὗτος ὁ μῦς φαίνεταί σοι μέσος τῶν ἔνδον μυῶν, ἐπειδὰν
ἀφέλῃς τὸ δέρμα

Πλάτων. Euthyphro (0059: 001)“Platonis opera, vol. 1”, Ed. Burnet,


J.Oxford: Clarendon Press, 1900, Repr. 1967.Stephanus p. 3, se. b, l.

{ΕΥΘ.} Βουλοίμην ἄν, ὦ Σώκρατες, ἀλλ' ὀρρωδῶ μὴ τοὐ-


ναντίον γένηται· ἀτεχνῶς γάρ μοι δοκεῖ ἀφ' ἑστίας ἄρχεσθαι
κακουργεῖν τὴν πόλιν, ἐπιχειρῶν ἀδικεῖν σέ. καί μοι λέγε,
τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους;
{ΣΩ.} Ἄτοπα, ὦ θαυμάσιε, ὡς οὕτω γ' ἀκοῦσαι. φησὶ γάρ
με ποιητὴν εἶναι θεῶν, καὶ ὡς καινοὺς ποιοῦντα θεοὺς τοὺς
δ' ἀρχαίους οὐ νομίζοντα ἐγράψατο τούτων αὐτῶν ἕνεκα,
ὥς φησιν.
{ΕΥΘ.} Μανθάνω, ὦ Σώκρατες· ὅτι δὴ σὺ τὸ δαιμόνιον
φῂς σαυτῷ ἑκάστοτε γίγνεσθαι. ὡς οὖν καινοτομοῦντός
σου περὶ τὰ θεῖα γέγραπται ταύτην τὴν γραφήν, καὶ ὡς
διαβαλῶν δὴ ἔρχεται εἰς τὸ δικαστήριον, εἰδὼς ὅτι εὐδιά-
βολα τὰ τοιαῦτα πρὸς τοὺς πολλούς. καὶ ἐμοῦ γάρ τοι,
ὅταν τι λέγω ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ περὶ τῶν θείων, προλέγων
αὐτοῖς τὰ μέλλοντα, καταγελῶσιν ὡς μαινομένου· καίτοι
οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀληθὲς εἴρηκα ὧν προεῖπον, ἀλλ' ὅμως φθο-
νοῦσιν ἡμῖν πᾶσι τοῖς τοιούτοις. ἀλλ' οὐδὲν αὐτῶν χρὴ
φροντίζειν, ἀλλ' ὁμόσε ἰέναι.
{ΣΩ.} Ὦ φίλε Εὐθύφρων, ἀλλὰ τὸ μὲν καταγελασθῆναι
ἴσως οὐδὲν πρᾶγμα. Ἀθηναίοις γάρ τοι, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ,
103

Πλάτων. Euthyphro
Stephanus p. 5, se. a, l. 8

οὐ φοβῇ δικαζόμενος τῷ πατρὶ ὅπως μὴ αὖ σὺ ἀνόσιον


πρᾶγμα τυγχάνῃς πράττων;
{ΕΥΘ.} Οὐδὲν γὰρ ἄν μου ὄφελος εἴη, ὦ Σώκρατες, οὐδέ
τῳ ἂν διαφέροι Εὐθύφρων τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, εἰ μὴ τὰ
τοιαῦτα πάντα ἀκριβῶς εἰδείην.
{ΣΩ.} Ἆρ' οὖν μοι, ὦ θαυμάσιε Εὐθύφρων, κράτιστόν ἐστι
μαθητῇ σῷ γενέσθαι, καὶ πρὸ τῆς γραφῆς τῆς πρὸς Μέλητον
αὐτὰ ταῦτα προκαλεῖσθαι αὐτόν, λέγοντα ὅτι ἔγωγε καὶ ἐν
τῷ ἔμπροσθεν χρόνῳ τὰ θεῖα περὶ πολλοῦ ἐποιούμην εἰδέναι,
καὶ νῦν ἐπειδή με ἐκεῖνος αὐτοσχεδιάζοντά φησι καὶ καινοτο-
μοῦντα περὶ τῶν θείων ἐξαμαρτάνειν, μαθητὴς δὴ γέγονα σός
– “καὶ εἰ μέν, ὦ Μέλητε,” φαίην ἄν, “Εὐθύφρονα ὁμολογεῖς
σοφὸν εἶναι τὰ τοιαῦτα, [καὶ] ὀρθῶς νομίζειν καὶ ἐμὲ ἡγοῦ
καὶ μὴ δικάζου· εἰ δὲ μή, ἐκείνῳ τῷ διδασκάλῳ λάχε δίκην
πρότερον ἢ ἐμοί, ὡς τοὺς πρεσβυτέρους διαφθείροντι ἐμέ τε
καὶ τὸν αὑτοῦ πατέρα, ἐμὲ μὲν διδάσκοντι, ἐκεῖνον δὲ νουθε-
τοῦντί τε καὶ κολάζοντι” – καὶ ἂν μή μοι πείθηται μηδὲ ἀφίῃ
τῆς δίκης ἢ ἀντ' ἐμοῦ γράφηται σέ, αὐτὰ ταῦτα λέγειν ἐν τῷ
δικαστηρίῳ ἃ προυκαλούμην αὐτόν;

Πλάτων. Euthyphro Stephanus p. 16, se. a, l. 2

τοὺς θεοὺς ἂν ἔδεισας παρακινδυνεύειν μὴ οὐκ ὀρθῶς αὐτὸ


ποιήσοις, καὶ τοὺς ἀνθρώπους ᾐσχύνθης· νῦν δὲ εὖ οἶδα ὅτι
σαφῶς οἴει εἰδέναι τό τε ὅσιον καὶ μή. εἰπὲ οὖν, ὦ βέλτιστε
Εὐθύφρων, καὶ μὴ ἀποκρύψῃ ὅτι αὐτὸ ἡγῇ.
{ΕΥΘ.} Εἰς αὖθις τοίνυν, ὦ Σώκρατες· νῦν γὰρ σπεύδω
ποι, καί μοι ὥρα ἀπιέναι.
{ΣΩ.} Οἷα ποιεῖς, ὦ ἑταῖρε. ἀπ' ἐλπίδος με καταβαλὼν
μεγάλης ἀπέρχῃ ἣν εἶχον, ὡς παρὰ σοῦ μαθὼν τά τε ὅσια
καὶ μὴ καὶ τῆς πρὸς Μέλητον γραφῆς ἀπαλλάξομαι, ἐνδειξά-
μενος ἐκείνῳ ὅτι σοφὸς ἤδη παρ' Εὐθύφρονος τὰ θεῖα γέγονα
καὶ ὅτι οὐκέτι ὑπ' ἀγνοίας αὐτοσχεδιάζω οὐδὲ καινοτομῶ
περὶ αὐτά, καὶ δὴ καὶ τὸν ἄλλον βίον ὅτι ἄμεινον βιω-
σοίμην.
Ὅτι μὲν ὑμεῖς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, πεπόνθατε ὑπὸ τῶν
ἐμῶν κατηγόρων, οὐκ οἶδα· ἐγὼ δ' οὖν καὶ αὐτὸς ὑπ' αὐτῶν
104

ὀλίγου ἐμαυτοῦ ἐπελαθόμην, οὕτω πιθανῶς ἔλεγον. καίτοι


ἀληθές γε ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδὲν εἰρήκασιν.

Πλάτων. Leges (0059: 034)“Platonis opera, vol. 5”, Ed. Burnet, J.


Oxford: Clarendon Press, 1907, Repr. 1967.Stephanus p. 656, se. e, l. 2

{ΑΘ.} Νῦν δέ γε αὐτὸ ὡς ἔπος εἰπεῖν ἐν πάσαις ταῖς


πόλεσιν ἔξεστι δρᾶν, πλὴν κατ' Αἴγυπτον.
{ΚΛ.} Ἐν Αἰγύπτῳ δὲ δὴ πῶς τὸ τοιοῦτον φῂς νενομοθε-
τῆσθαι;
{ΑΘ.} Θαῦμα καὶ ἀκοῦσαι. πάλαι γὰρ δή ποτε, ὡς ἔοικεν,
ἐγνώσθη παρ' αὐτοῖς οὗτος ὁ λόγος ὃν τὰ νῦν λέγομεν ἡμεῖς,
ὅτι καλὰ μὲν σχήματα, καλὰ δὲ μέλη δεῖ μεταχειρίζεσθαι
ταῖς συνηθείαις τοὺς ἐν ταῖς πόλεσιν νέους· ταξάμενοι δὲ
ταῦτα, ἅττα ἐστὶ καὶ ὁποῖ' ἄττα ἀπέφηναν ἐν τοῖς ἱεροῖς,
καὶ παρὰ ταῦτ' οὐκ ἐξῆν οὔτε ζωγράφοις, οὔτ' ἄλλοις ὅσοι
σχήματα καὶ ὁποῖ' ἄττα ἀπεργάζονται, καινοτομεῖν οὐδ'
ἐπινοεῖν ἄλλ' ἄττα ἢ τὰ πάτρια, οὐδὲ νῦν ἔξεστιν, οὔτε ἐν
τούτοις οὔτε ἐν μουσικῇ συμπάσῃ. σκοπῶν δὲ εὑρήσεις
αὐτόθι τὰ μυριοστὸν ἔτος γεγραμμένα ἢ τετυπωμένα – οὐχ
ὡς ἔπος εἰπεῖν μυριοστὸν ἀλλ' ὄντως – τῶν νῦν δεδημιουργη-
μένων οὔτε τι καλλίονα οὔτ' αἰσχίω, τὴν αὐτὴν δὲ τέχνην
ἀπειργασμένα.

Πλάτων. Leges Stephanus p. 709, se. a, l. 6

{ΑΘ.} Ὠγαθέ, ἔοικα περὶ νομοθετῶν ἐπανιὼν καὶ σκοπῶν


ἅμα ἐρεῖν τι καὶ φαῦλον· ἀλλ' ἐὰν πρὸς καιρόν τινα λέγωμεν,
πρᾶγμ' οὐδὲν γίγνοιτ' ἂν ἔτι. καίτοι τί ποτε δυσχεραίνω;
σχεδὸν γάρ τοι πάντα οὕτως ἔοικ' ἔχειν τὰ ἀνθρώπινα.
{ΚΛ.} Τοῦ δὴ πέρι λέγεις;
{ΑΘ.} Ἔμελλον λέγειν ὡς οὐδείς ποτε ἀνθρώπων οὐδὲν
νομοθετεῖ, τύχαι δὲ καὶ συμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παν-
τοίως νομοθετοῦσι τὰ πάντα ἡμῖν. ἢ γὰρ πόλεμός τις
βιασάμενος ἀνέτρεψε πολιτείας καὶ μετέβαλε νόμους, ἢ
πενίας χαλεπῆς ἀπορία· πολλὰ δὲ καὶ νόσοι ἀναγκάζουσι
καινοτομεῖν, λοιμῶν τε ἐμπιπτόντων, καὶ χρόνον ἐπὶ πολὺν
ἐνιαυτῶν πολλῶν πολλάκις ἀκαιρίαι. ταῦτα δὴ πάντα
προϊδών τις ᾄξειεν ἂν εἰπεῖν ὅπερ ἐγὼ νυνδή, τὸ θνητὸν
μὲν μηδένα νομοθετεῖν μηδέν, τύχας δ' εἶναι σχεδὸν ἅπαντα
τὰ ἀνθρώπινα πράγματα· τὸ δ' ἔστιν περί τε ναυτιλίαν καὶ
κυβερνητικὴν καὶ ἰατρικὴν καὶ στρατηγικὴν πάντα ταῦτ'
105

εἰπόντα δοκεῖν εὖ λέγειν, ἀλλὰ γὰρ ὁμοίως αὖ καὶ τόδε


ἔστιν λέγοντα εὖ λέγειν ἐν τοῖς αὐτοῖς τούτοις.

Πλάτων. Leges Stephanus p. 715, se. d, l. 1

λέγεται δὲ τοῦδ' ἕνεκα ταῦθ' ἡμῖν, ὡς ἡμεῖς τῇ σῇ πόλει


ἀρχὰς οὔθ' ὅτι πλούσιός ἐστίν τις δώσομεν, οὔθ' ὅτι τῶν
τοιούτων ἄλλο οὐδὲν κεκτημένος, ἰσχὺν ἢ μέγεθος ἤ τι
γένος· ὃς δ' ἂν τοῖς τεθεῖσι νόμοις εὐπειθέστατός τε ᾖ καὶ
νικᾷ ταύτην τὴν νίκην ἐν τῇ πόλει, τούτῳ φαμὲν καὶ τὴν
τῶν θεῶν ὑπηρεσίαν δοτέον εἶναι τὴν μεγίστην τῷ πρώτῳ,
καὶ δευτέραν τῷ τὰ δεύτερα κρατοῦντι, καὶ κατὰ λόγον οὕτω
τοῖς ἐφεξῆς τὰ μετὰ ταῦθ' ἕκαστα ἀποδοτέον εἶναι. τοὺς
δ' ἄρχοντας λεγομένους νῦν ὑπηρέτας τοῖς νόμοις ἐκάλεσα
οὔτι καινοτομίας ὀνομάτων ἕνεκα, ἀλλ' ἡγοῦμαι παντὸς
μᾶλλον εἶναι παρὰ τοῦτο σωτηρίαν τε πόλει καὶ τοὐναντίον.
ἐν ᾗ μὲν γὰρ ἂν ἀρχόμενος ᾖ καὶ ἄκυρος νόμος, φθορὰν
ὁρῶ τῇ τοιαύτῃ ἑτοίμην οὖσαν· ἐν ᾗ δὲ ἂν δεσπότης τῶν
ἀρχόντων, οἱ δὲ ἄρχοντες δοῦλοι τοῦ νόμου, σωτηρίαν καὶ
πάντα ὅσα θεοὶ πόλεσιν ἔδοσαν ἀγαθὰ γιγνόμενα καθορῶ.

Πλάτων. Leges Stephanus p. 797, se. b, l. 4

λαβεῖσθαι δεῖ λέγοντα καὶ ἀκούοντα, καὶ δὴ καὶ νῦν. ἐρῶ


μὲν γὰρ ἐγὼ λόγον οὐκ ἄφοβον εἰπεῖν, ὅμως δέ πῃ θαρρήσας
οὐκ ἀποστήσομαι.
{ΚΛ.} Τίνα δὴ τοῦτον, ὦ ξένε, λέγεις;
{ΑΘ.} Φημὶ κατὰ πάσας πόλεις τὸ τῶν παιδιῶν γένος
ἠγνοῆσθαι σύμπασιν ὅτι κυριώτατόν ἐστι περὶ θέσεως νό-
μων, ἢ μονίμους εἶναι τοὺς τεθέντας ἢ μή. ταχθὲν μὲν
γὰρ αὐτὸ καὶ μετασχὸν τοῦ τὰ αὐτὰ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ
ὡσαύτως ἀεὶ τοὺς αὐτοὺς παίζειν τε καὶ εὐθυμεῖσθαι τοῖς
αὐτοῖς παιγνίοις, ἐᾷ καὶ τὰ σπουδῇ κείμενα νόμιμα μένειν
ἡσυχῇ, κινούμενα δὲ τὰ αὐτὰ καὶ καινοτομούμενα, μετα-
βολαῖς τε ἄλλαις ἀεὶ χρώμενα, καὶ μηδέποτε ταὐτὰ φίλα
προσαγορευόντων τῶν νέων, μήτ' ἐν σχήμασιν τοῖς τῶν αὑ-
τῶν σωμάτων μήτε ἐν τοῖς ἄλλοις σκεύεσιν ὁμολογουμένως
αὐτοῖς ἀεὶ κεῖσθαι τό τ' εὔσχημον καὶ ἄσχημον, ἀλλὰ τόν
τι νέον ἀεὶ καινοτομοῦντα καὶ εἰσφέροντα τῶν εἰωθότων
ἕτερον κατά τε σχήματα καὶ χρώματα καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα,
τοῦτον τιμᾶσθαι διαφερόντως, τούτου πόλει λώβην οὐκ εἶναι
106

μείζω φαῖμεν ἂν ὀρθότατα λέγοντες· λανθάνειν γὰρ τῶν


νέων τὰ ἤθη μεθιστάντα καὶ ποιεῖν τὸ μὲν ἀρχαῖον παρ'
αὐτοῖς ἄτιμον, τὸ δὲ νέον ἔντιμον.

Πλάτων. Leges Stephanus p. 797, se. c, l. 1

ἠγνοῆσθαι σύμπασιν ὅτι κυριώτατόν ἐστι περὶ θέσεως νό-


μων, ἢ μονίμους εἶναι τοὺς τεθέντας ἢ μή. ταχθὲν μὲν
γὰρ αὐτὸ καὶ μετασχὸν τοῦ τὰ αὐτὰ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ
ὡσαύτως ἀεὶ τοὺς αὐτοὺς παίζειν τε καὶ εὐθυμεῖσθαι τοῖς
αὐτοῖς παιγνίοις, ἐᾷ καὶ τὰ σπουδῇ κείμενα νόμιμα μένειν
ἡσυχῇ, κινούμενα δὲ τὰ αὐτὰ καὶ καινοτομούμενα, μετα-
βολαῖς τε ἄλλαις ἀεὶ χρώμενα, καὶ μηδέποτε ταὐτὰ φίλα
προσαγορευόντων τῶν νέων, μήτ' ἐν σχήμασιν τοῖς τῶν αὑ-
τῶν σωμάτων μήτε ἐν τοῖς ἄλλοις σκεύεσιν ὁμολογουμένως
αὐτοῖς ἀεὶ κεῖσθαι τό τ' εὔσχημον καὶ ἄσχημον, ἀλλὰ τόν
τι νέον ἀεὶ καινοτομοῦντα καὶ εἰσφέροντα τῶν εἰωθότων
ἕτερον κατά τε σχήματα καὶ χρώματα καὶ πάντα ὅσα τοιαῦτα,
τοῦτον τιμᾶσθαι διαφερόντως, τούτου πόλει λώβην οὐκ εἶναι
μείζω φαῖμεν ἂν ὀρθότατα λέγοντες· λανθάνειν γὰρ τῶν
νέων τὰ ἤθη μεθιστάντα καὶ ποιεῖν τὸ μὲν ἀρχαῖον παρ'
αὐτοῖς ἄτιμον, τὸ δὲ νέον ἔντιμον. τούτου δὲ πάλιν αὖ
λέγω τοῦ τε ῥήματος καὶ τοῦ δόγματος οὐκ εἶναι ζημίαν
μείζω πάσαις πόλεσιν· ἀκούσατε δὲ ὅσον φημὶ αὔτ' εἶναι
κακόν.

Πλάτων. Leges Stephanus p. 950, se. a, l. 1

τῇ πόλει· ἐὰν δὲ ζημίας δέωνται πλείονος, τὰς ἀρχὰς


ἑκάστας τοῖς ἀπειθοῦσι τὰς πρεπούσας ζημίας ἐπιβαλλούσας
εἰσάγειν εἰς τὸ δικαστήριον, ἕως ἂν ἐθελήσωσι δρᾶν τὸ
προσταχθέν.
Πόλει δέ, ἥτις ἂν μήτε χρηματίζηται πλὴν τὸν ἐκ γῆς
χρηματισμὸν μήτ' ἐμπορεύηται, περὶ ἀποδημίας ἑαυτῶν ἔξω
τῆς χώρας καὶ ξένων ὑποδοχῆς ἄλλοθεν ἀνάγκη βεβου-
λεῦσθαι τί χρὴ δρᾶν· συμβουλεύειν οὖν τὸν νομοθέτην δεῖ
τούτων πέρι πρῶτον πείθοντα εἰς δύναμιν. πέφυκεν δὲ
ἡ πόλεων ἐπιμειξία πόλεσιν ἤθη κεραννύναι παντοδαπά,
καινοτομίας ἀλλήλοις ἐμποιούντων ξένων ξένοις· ὃ δὴ τοῖς
μὲν εὖ πολιτευομένοις διὰ νόμων ὀρθῶν βλάβην ἂν φέροι
μεγίστην πασῶν, ταῖς δὲ πλείσταις πόλεσιν, ἅτε οὐδαμῶς
107

εὐνομουμέναις, οὐδὲν διαφέρει φύρεσθαι δεχομένους τε αὐτοῖς


ξένους καὶ αὐτοὺς εἰς τὰς ἄλλας ἐπικωμάζοντας πόλεις, ὅταν
ἐπιθυμήσῃ τις ἀποδημίας ὁπῃοῦν καὶ ὁπότε, εἴτε νέος εἴτε
καὶ πρεσβύτερος ὤν. τὸ δ' αὖ μήτε ἄλλους δέχεσθαι μήτε
αὐτοὺς ἄλλοσε ἀποδημεῖν ἅμα μὲν οὐκ ἐγχωρεῖ τό γε
παράπαν, ἔτι δὲ ἄγριον καὶ ἀπηνὲς φαίνοιτ' ἂν τοῖς ἄλλοις
ἀνθρώποις, ὀνόμασίν τε χαλεποῖς ταῖσιν λεγομέναις ξενη-
λασίαις χρωμένους καὶ τρόποις αὐθάδεσι καὶ χαλεποῖς, ὡς

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.B. 2, Ch. 29, se. 5, l. 6

ἅμα μὲν ἀφθόνως ἅπαντα μανθάνουσιν, ἅμα δὲ


τοῖς παραγγελλομένοις προσέχουσι πιστεύοντες βε-
βαιότερον. ἔπειτ' εὐθὺς ἐκ παίδων συντρεφόμενοι
τοῖς μαθήμασι μεγάλην ἕξιν περιποιοῦνται διά τε
τὸ τῆς ἡλικίας εὐδίδακτον καὶ διὰ τὸ πλῆθος τοῦ
προσκαρτερουμένου χρόνου. παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν
ὁ πολλοῖς ἀπαρασκεύως προσιὼν ὀψέ ποτε τῆς φιλο-
σοφίας ἅπτεται, καὶ μέχρι τινὸς φιλοπονήσας ἀπῆλθε
περισπασθεὶς ὑπὸ βιωτικῆς χρείας· ὀλίγοι δέ τινες
ἐπὶ φιλοσοφίαν ἀποδύντες ἐργολαβίας ἕνεκεν παρα-
μένουσιν ἐν τῷ μαθήματι, καινοτομοῦντες ἀεὶ
περὶ τῶν μεγίστων δογμάτων καὶ τοῖς πρὸ αὐτῶν
οὐκ ἀκολουθοῦντες. τοιγαροῦν οἱ μὲν βάρβαροι
διαμένοντες ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἀεὶ βεβαίως ἕκαστα λαμ-
βάνουσιν, οἱ δ' Ἕλληνες τοῦ κατὰ τὴν ἐργολαβίαν
κέρδους στοχαζόμενοι καινὰς αἱρέσεις κτίζουσι, καὶ
περὶ τῶν μεγίστων θεωρημάτων ἀλλήλοις ἀντιδο-
ξοῦντες διχονοεῖν ποιοῦσι τοὺς μανθάνοντας καὶ
τὰς ψυχὰς αὐτῶν πλανᾶσθαι, τὸν πάντα βίον ἐν
αἰώρᾳ γινομένας καὶ μηδὲν ὅλως πιστεῦσαι

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 15, Ch. 5, se. 2, l. 1

ἔγνωσαν στρατεύειν ἐπὶ τὴν Μαντίνειαν, οὐδὲν


φροντίσαντες τῶν γεγενημένων σπονδῶν, διὰ τοιαύ-
τας αἰτίας. προϋπαρχούσης τοῖς Ἕλλησι κοινῆς
εἰρήνης τῆς ἐπὶ Ἀνταλκίδου, καθ' ἣν αἱ πόλεις
108

ἅπασαι τὰς μὲν φρουρὰς ἀπετρίψαντο, τὴν δ' αὐτο-


νομίαν καθ' ὁμολογίαν παρέλαβον, Λακεδαιμόνιοι
φύσει φιλαρχοῦντες καὶ πολεμικοὶ ταῖς αἱρέσεσιν
ὄντες, τὴν εἰρήνην ὥσπερ βαρὺ φορτίον οὐχ ὑπέ-
μενον, τὴν δὲ προγεγενημένην τῆς Ἑλλάδος δυνα-
στείαν ἐπιποθοῦντες μετέωροι ταῖς ὁρμαῖς ὑπῆρχον
πρὸς καινοτομίαν. εὐθὺς οὖν τὰς μὲν πόλεις συνε-
τάραττον καὶ διὰ τῶν ἰδίων φίλων στάσεις ἐγκατ-
εσκεύαζον ἐν αὐταῖς, ὧν ἔνιαι πιθανὰς ἀφορμὰς
αὐτοῖς παρέσχοντο τῆς ταραχῆς. ἀπολαβοῦσαι γὰρ
τὰς αὐτονομίας λόγον ἀπῄτουν παρὰ τῶν ἐπεστα-
τηκότων ἐπὶ τῆς Λακεδαιμονίων ἡγεμονίας· πικρῶν
δὲ τῶν ἐλέγχων γινομένων διὰ τὸ μνησικακεῖν τοὺς
δήμους, καὶ πολλῶν φυγαδευομένων, ἀπέδειξαν
ἑαυτοὺς βοηθοὺς τοῖς καταστασιαζομένοις. ὑποδε-
χόμενοι δὲ τούτους καὶ μετὰ δυνάμεως ἐκπέμπον-
τες ἐπὶ τὰς καθόδους,

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 15, Ch. 77, se. 1, l. 8

τῆς Ἐπαμεινώνδου τελευτῆς μετ' ὀλίγον χρόνον


γεγενημένης· Ἀρίστιππός τε καὶ Ἀντισθένης, πρὸς
δὲ τούτοις Αἰσχίνης ὁ Σφήττιος ὁ Σωκρατικός.
Ἐπ' ἄρχοντος δ' Ἀθήνησι Χίωνος ἐν Ῥώμῃ ἀντὶ
τῶν ὑπάτων χιλίαρχοι κατεστάθησαν Κόιντος Σε-
ρουίλιος καὶ Γάιος Οὐετόριος καὶ Αὖλος Κορνή-
λιος, πρὸς δὲ τούτοις Μάρκος Κορνήλιος καὶ Μάρ-
κος Φάβιος. ἐπὶ δὲ τούτων εἰρήνης οὔσης κατὰ
πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα, πάλιν ἀρχαὶ πολέμων συνέστη-
σάν τισι τῶν πόλεων καὶ νεωτέρων πραγμάτων και-
νοτομία παράλογος. οἱ γὰρ τῶν Ἀρκάδων φυγάδες
ὁρμηθέντες ἐξ Ἤλιδος κατελάβοντο τῆς ὀνομαζο-
μένης Τριφυλίας χωρίον ὀχυρόν, ὃ προσηγόρευται
Λασίων. ἐκ πολλῶν δὲ χρόνων περὶ τῆς Τριφυ-
λίας ἠμφεσβήτουν Ἀρκάδες καὶ Ἠλεῖοι, καὶ κατὰ τὰς
ἑκατέρων ἐν ταῖς μεταβολαῖς ὑπεροχὰς ἐναλλὰξ ἐκυ-
ρίευον τῆς χώρας· κατὰ δὲ τοὺς ὑποκειμένους και-
ροὺς τῶν Ἀρκάδων κρατούντων τὴν Τριφυλίαν,
προφάσει τῶν φυγάδων ἀφῃροῦντο ταύτην τῶν
Ἀρκάδων οἱ Ἠλεῖοι. διὸ καὶ παροξυνθέντες οἱ
Ἀρκάδες τὸ μὲν πρῶτον πρέσβεις ἐξαποστείλαντες
109

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 17, Ch. 3, se. 1, l. 2

ἀρχῆς ἀντιποιήσηται, συνεργοὺς λαβὼν τῶν Ἑλλήνων


τοὺς ἐναντιουμένους ἑαυτῷ. διόπερ τῶν φίλων προ-
χειρισάμενος Ἑκαταῖον ἐξαπέστειλεν εἰς τὴν Ἀσίαν
μετὰ τῶν ἱκανῶν στρατιωτῶν, δοὺς ἐντολὰς μάλιστα
μὲν ἀγαγεῖν ζῶντα τὸν Ἄτταλον, ἐὰν δὲ τοῦτο μὴ
δύνηται κατεργάσασθαι, δολοφονῆσαι τὸν ἄνδρα τὴν
ταχίστην. οὗτος μὲν οὖν διαβὰς εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ
συμμίξας τοῖς περὶ τὸν Παρμενίωνα καὶ Ἄτταλον
ἐπετήρει τὸν καιρὸν τῆς προκεχειρισμένης πράξεως.
Ἀλέξανδρος δὲ πυθόμενος πολλοὺς τῶν Ἑλλήνων μετ-
εώρους εἶναι πρὸς καινοτομίαν εἰς πολλὴν ἀγωνίαν
ἐνέπιπτεν. Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ Δημοσθένους δημαγω-
γοῦντος κατὰ τῶν Μακεδόνων τήν τε Φιλίππου
τελευτὴν ἀσμένως ἤκουσαν καὶ τῆς ἡγεμονίας τῶν
Ἑλλήνων οὐκ ἐξεχώρουν τοῖς Μακεδόσι, διαπρεσβευ-
σάμενοι δὲ πρὸς Ἄτταλον ἐν ἀπορρήτοις συνετίθεντο
κοινοπραγίαν καὶ πολλὰς τῶν πόλεων προετρέποντο
τῆς ἐλευθερίας ἀντέχεσθαι· Αἰτωλοὶ δὲ κατάγειν τοὺς
ἐξ Ἀκαρνανίας φυγάδας ἐψηφίσαντο διὰ Φιλίππου
πεῖραν εἰληφότας τῆς φυγῆς. Ἀμβρακιῶται δὲ πει-
σθέντες Ἀριστάρχῳ τὴν μὲν ὑπὸ Φιλίππου

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 17, Ch. 29, se. 4, l. 1

πλήθει τῶν ἀμυνομένων ἀνδρῶν κεχορηγημένην πολ-


λὰς ἡμέρας πολιορκήσας καὶ πολλοὺς τῶν στρατιωτῶν
ἀποβαλὼν μόγις εἷλε κατὰ κράτος. εὐθὺ δὲ τῆς περὶ
τὸν στρατηγὸν ἐνεργείας διαβοηθείσης αἱ πλείους τῶν
Κυκλάδων νήσων διεπρεσβεύοντο. προσπεσούσης δὲ
φήμης εἰς τὴν Ἑλλάδα διότι Μέμνων μετὰ τοῦ στόλου
μέλλει πλεῖν ἐπ' Εὐβοίας αἱ μὲν κατὰ τὴν νῆσον
ταύτην πόλεις περίφοβοι καθειστήκεισαν, οἱ δὲ τὰ
τῶν Περσῶν αἱρούμενοι τῶν Ἑλλήνων, ἐν οἷς ὑπῆρχον
καὶ Σπαρτιᾶται, μετέωροι ταῖς ἐλπίσιν ἐγίνοντο πρὸς
καινοτομίαν. ὁ δὲ Μέμνων χρήμασι διαφθείρων πολ-
λοὺς τῶν Ἑλλήνων ἔπεισε κοινωνεῖν τῶν Περσικῶν
ἐλπίδων. οὐ μὴν ἡ τύχη γ' εἴασεν ἐπὶ πλέον
110

προελθεῖν τὴν τἀνδρὸς ἀρετήν· ὁ γὰρ Μέμνων περι-


πεσὼν ἀρρωστίᾳ καὶ πάθει παραβόλῳ συσχεθεὶς μετ-
ήλλαξε καὶ τῇ τούτου τελευτῇ συνετρίβη καὶ τὰ τοῦ
Δαρείου πράγματα. προσεδόκησε μὲν γὰρ ὁ βασιλεὺς
μεταθήσεσθαι αὐτὸν τὸν πάντα πόλεμον ἐκ τῆς
Ἀσίας εἰς τὴν Εὐρώπην· ὡς δ' ἤκουσε τὴν Μέμνονος
τελευτήν, συνήγαγε τῶν φίλων συνέδριον καὶ προ-
έθηκε βουλὴν πότερον δεῖ στρατηγοὺς καὶ στρατιὰν

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 17, Ch. 110, se. 2, l. 4

ἔπεισαν τὸν Ἀλέξανδρον αὐτοῖς διαλλαγῆναι.


Ἐπ' ἄρχοντος δ' Ἀθήνησιν Ἀντικλέους Ῥωμαῖοι
κατέστησαν ὑπάτους Λεύκιον Κορνήλιον καὶ Κόιντον
Ποπίλλιον. ἐπὶ δὲ τούτων Ἀλέξανδρος [εἰς] τὸν τῶν
ἀπολελυμένων ἀριθμὸν ἀνεπλήρωσεν ἐκ τῶν Περσῶν
καὶ χιλίους αὐτῶν εἰς τοὺς περὶ τὴν αὐλὴν ἔταξεν
ὑπασπιστὰς καὶ τὸ σύνολον οὐχ ἥττους εἰς πίστιν τῶν
Μακεδόνων ὑπέλαβεν. ἧκεν δὲ κατὰ τοῦτον τὸν και-
ρὸν καὶ Πευκέστης ἄγων Πέρσας τοξότας καὶ σφεν-
δονήτας δισμυρίους· καταμίξας δὲ τούτους τοῖς προ-
ϋπάρχουσι στρατιώταις τῇ καινότητι τῆς καινοτομίας
κατεσκεύασε τὴν ὅλην δύναμιν κεκραμένην καὶ ἁρμό-
ζουσαν τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει. τῶν δὲ Μακεδόνων ἐκ
τῶν αἰχμαλωτίδων γεγεννηκότων υἱοὺς τὸν ἀριθμὸν
τῶν παίδων ἀκριβῶς ἐσκέψατο, ὄντων δ' αὐτῶν σχεδὸν
μυρίων ἅπασι τὰς ἁρμοζούσας πρὸς τροφὴν ἐλευθέριον
συντάξεις ἀπομερίσας τούτοις μὲν παιδευτὰς ἐπέστησε
τοὺς διδάξοντας τὴν ἁρμόζουσαν παιδείαν, αὐτὸς δὲ
ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν προῆγεν ἐκ τῶν Σούσων καὶ
διαβὰς τὸν Τίγριν ἐν ταῖς Κάραις καλουμέναις κώμαις
κατεστρατοπέδευσεν.

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) B. 18, Ch. 60, se.
1, l. 3

θεῶν τινος οἰακιζόμενος ἐναλλὰξ ἀγαθοῖς τε καὶ κακοῖς


κυκλεῖται πάντα τὸν αἰῶνα. διόπερ παράδοξόν ἐστιν
οὐκ εἰ γέγονέν τι παράλογον, ἀλλ' εἰ μὴ πᾶν ἐστι τὸ
γινόμενον ἀνέλπιστον. διὸ καὶ τὴν ἱστορίαν προς-
ηκόντως ἄν τις ἀποδέξαιτο· τῇ γὰρ τῶν πράξεων
111

ἀνωμαλίᾳ καὶ μεταβολῇ διορθοῦται τῶν μὲν εὐτυ-


χούντων τὴν ὑπερηφανίαν, τῶν δ' ἀκληρούντων τὴν
ἀτυχίαν.
Ἃ καὶ τότε διανοούμενος Εὐμενὴς ἐμφρόνως τὰ
καθ' ἑαυτὸν ἠσφαλίσατο, προορώμενος τὴν τῆς τύχης
καινοτομίαν. ὁρῶν γὰρ ἑαυτὸν μὲν ξένον ὄντα καὶ
μηδὲν προσήκοντα βασιλικαῖς ἐξουσίαις, τοὺς δ' ὑπο-
ταττομένους Μακεδόνας θάνατον αὐτοῦ προκατεγνω-
κότας, τοὺς δ' ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἡγεμονίαις διατρί-
βοντας φρονήματος πλήρεις ὑπάρχοντας καὶ μεγάλων
πραγμάτων ὀρεγομένους ὑπέλαβεν ἔσεσθαι περὶ αὐτὸν
συντόμως καταφρόνησιν ἅμα καὶ φθόνον καὶ τὸ τελευ-
ταῖον τὸν περὶ τοῦ ζῆν κίνδυνον· μηδένα γὰρ ποι-
ήσειν ἑκουσίως τὸ προσταττόμενον ὑπὸ τῶν ἡττόνων
εἶναι δοκούντων μηδὲ καρτερήσειν δεσποζόμενον ὑπὸ
τῶν ὀφειλόντων ἑτέροις ὑποτάττεσθαι. δοὺς δὲ αὑτῷ

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 19, Ch. 4, se. 2, l. 1

ὡς διεγνωκότας ἐπιθέσθαι τυραννίδι κατηγόρησεν


ἐν τῷ δήμῳ. οὐ προσεχόντων δὲ τῶν Συρακοσίων
ταῖς διαβολαῖς οἱ μὲν περὶ Σώστρατον ἐδυνάστευσαν
τῆς πατρίδος μετὰ τὴν ἐκ Κρότωνος ἐπάνοδον. ὁ δ'
Ἀγαθοκλῆς ἀλλοτρίως ἔχων τὰ πρὸς αὐτοὺς τὸ μὲν
πρῶτον κατέμενεν ἐν Ἰταλίᾳ μετὰ τῶν κοινοπραγούν-
των καὶ καταλαμβάνεσθαι τὴν τῶν Κροτωνιατῶν πόλιν
ἐπιχειρήσας ἐξέπεσε καὶ μετ' ὀλίγων εἰς Τάραντα δι-
εσώθη. ταχθεὶς δὲ παρὰ τοῖς Ταραντίνοις ἐν τῇ τῶν
μισθοφόρων τάξει καὶ πολλαῖς καὶ παραβόλοις ἐγχει-
ρῶν πράξεσιν εἰς ὑποψίαν ἦλθε καινοτομεῖν. διόπερ
ἀπολυθεὶς καὶ ταύτης τῆς στρατείας συνήθροισε τοὺς
κατὰ τὴν Ἰταλίαν φυγάδας καὶ Ῥηγίνοις πολεμουμένοις
ὑπὸ τῶν περὶ τὸν Ἡρακλείδην καὶ Σώστρατον ἐβοήθη-
σεν. ἔπειτα τῆς ἐν Συρακούσσαις δυναστείας κατα-
λυθείσης καὶ τῶν περὶ τὸν Σώστρατον φυγόντων
κατῆλθεν εἰς τὴν πατρίδα. συνεκπεσόντων δὲ τοῖς
δυνάσταις πολλῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, ὡς ἂν τῆς ὀλι-
γαρχίας κενοινωνηκότων τῆς τῶν ἑξακοσίων τῶν ἐπι-
φανεστάτων, ἐνέστη πόλεμος τοῖς φυγάσι πρὸς τοὺς
ἀντεχομένους τῆς δημοκρατίας.
112

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 20, Ch. 48, se. 6, l. 3

τὰς μηχανὰς τῇ πόλει καὶ πυκνοῖς χρώμενος τοῖς βέ-


λεσι τῇ μὲν τὰς ἐπάλξεις ἀπέσυρε τοῖς πετροβόλοις,
τῇ δὲ τὰ τείχη διέσεισε τοῖς κριοῖς. ἀμυνομένων δὲ
καὶ τῶν ἔνδον εὐρώστως καὶ τοῖς μηχανήμασιν ἑτέρας
μηχανὰς ἀντιταττόντων ἐφ' ἡμέρας μέν τινας ἀμφίδοξος
ἦν ὁ κίνδυνος, ἀμφοτέρων κακοπαθούντων καὶ κατα-
τραυματιζομένων· τὸ δὲ τελευταῖον τοῦ τείχους πίπτον-
τος καὶ τῆς πόλεως κινδυνευούσης ἁλῶναι κατὰ κράτος
νυκτὸς ἐπιγενομένης ἔληξε τὰ τῆς τειχομαχίας. οἱ δὲ
περὶ τὸν Μενέλαον ἀκριβῶς εἰδότες ἁλωσομένην τὴν
πόλιν, εἰ μή τι καινοτομεῖν ἐπιχειρήσειαν, ἤθροισαν
ὕλης ξηρᾶς πλῆθος, ταύτην δὲ περὶ τὸ μεσονύκτιον
ἐμβαλόντες ταῖς τῶν πολεμίων μηχαναῖς καὶ ἅμα πάν-
τας τοὺς πυρσοφόρους ἀπὸ τῶν τειχῶν ἀφέντες ἀνῆψαν
τὰ μέγιστα τῶν ἔργων. ἄφνω δὲ τῆς φλογὸς εἰς ὕψος
ἀρθείσης οἱ περὶ τὸν Δημήτριον ἐπεχείρησαν μὲν βοη-
θεῖν, τοῦ δὲ πυρὸς καταταχήσαντος συνέβη τὰς μηχα-
νὰς κατακαυθῆναι καὶ πολλοὺς τῶν ἐν αὐταῖς ὄντων
διαφθαρῆναι. ὁ δὲ Δημήτριος ἀποσφαλεὶς τῆς ἐλπίδος
οὐδ' ὣς ἔληγεν, ἀλλὰ προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ καὶ
κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν,

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 21–40) (0060: 003)


“Diodorus of Sicily, vols. 11–12”, Ed. Walton, F.R.Cambridge, Mass.:
Harvard University Press, 11:1957; 12:1967, Repr. 11:1968.B. 32, Ch.
26, se. 4, l. 2

Ἐκ θεῶν γάρ, ὡς ἔοικε, λύσσα τις κατεῖχε τὸ


ἔθνος τῶν Ἀχαιῶν καὶ παράδοξος ὁρμὴ πρὸς τὴν
ἀπώλειαν. αἴτιοι δ' ἦσαν τῶν πάντων κακῶν οἱ
στρατηγοί. οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν ὄντες κατάχρεοι
κινήσεως καὶ πολέμων ὑπῆρχον οἰκεῖοι καὶ χρεῶν
ἀποκοπὰς εἰσηγοῦντο καὶ πολλοὺς τῶν ἀπόρων
χρεωφειλετῶν ἔχοντες συνεργοὺς ἀνέσειον τὰ πλή-
θη, τινὲς δὲ δι' ἀφροσύνην ἐνέπεσον εἰς ἀπεγνω-
σμένους διαλογισμούς. μάλιστα δὲ ὁ Κριτόλαος
ἐξέκαυσε τὰς ὁρμὰς τοῦ πλήθους πρὸς καινοτομίαν,
χρώμενος δὲ τῷ τῆς ἀρχῆς ἀξιώματι φανερῶς
κατηγόρει Ῥωμαίων εἰς ὑπερηφανίαν καὶ πλεον-
113

εξίαν· ἔφη δὲ φίλος μὲν βούλεσθαι Ῥωμαίων


ὑπάρχειν, δεσπότας δὲ ἑκουσίως ἀναδεικνύναι μὴ
προαιρεῖσθαι. διεβεβαιοῦτο δὲ καθόλου τοῖς πλή-
θεσιν, ὡς ἐὰν μὲν ἄνδρες ὦσιν, οὐκ ἀπορήσουσι
συμμάχων, ἐὰν δὲ ἀνδράποδα, κυρίων· ἐμφάσεις τε
διὰ λόγων ἀπέλειπεν ὡς ἤδη καὶ βασιλεῦσι καὶ
πόλεσι διείλεκται περὶ συμμαχίας.

Lucianus Soph., Phalaris (0062: 001)“Lucian, vol. 1”, Ed. Harmon,


A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1913, Repr. 1961.
Ch. 2, se. 9, l. 6

βορέοις αὐτοῖς, πάντα ἐς Δελφοὺς ἀφικνεῖται. καὶ


τὰ δεύτερα μετὰ τὸν θεὸν ἡμεῖς τιμώμεθα ὑφ'
ἁπάντων καὶ εὐποροῦμεν καὶ εὐδαιμονοῦμεν·
ταῦτα τὸ ἀρχαῖον, ταῦτα τὸ μέχρι νῦν, καὶ μὴ
παυσαίμεθά γε οὕτω βιοῦντες.
Μέμνηται δὲ οὐδεὶς πώποτε ψῆφον ὑπὲρ ἀνα-
θήματος παρ' ἡμῖν ἀναδοθεῖσαν οὐδὲ κωλυθέντα
τινὰ θύειν ἢ ἀνατιθέναι. καὶ διὰ τοῦτ', οἶμαι, καὶ
αὐτὸ εἰς ὑπερβολὴν ηὔξηται τὸ ἱερὸν καὶ ὑπερ-
πλουτεῖ ἐν τοῖς ἀναθήμασιν. δεῖ τοίνυν μηδ' ἐν τῷ
παρόντι καινοτομεῖν μηδὲν μηδὲ παρὰ τὰ πάτρια
νόμον καθιστάναι, φυλοκρινεῖν τὰ ἀναθήματα καὶ
γενεαλογεῖν τὰ πεμπόμενα, ὅθεν καὶ ἀφ' ὅτου καὶ
ὁποῖα, δεξαμένους δὲ ἀπραγμόνως ἀνατιθέναι ὑπη-
ρετοῦντας ἀμφοῖν, καὶ τῷ θεῷ καὶ τοῖς εὐσεβέσι.
Δοκεῖτε δέ μοι, ὦ ἄνδρες Δελφοί, ἄριστα βου-
λεύσεσθαι περὶ τῶν παρόντων, εἰ λογίσαισθε
ὑπὲρ ὅσων καὶ ἡλίκων ἐστὶν ἡ σκέψις, πρῶτον
μὲν ὑπὲρ τοῦ θεοῦ καὶ τοῦ ἱεροῦ καὶ θυσιῶν καὶ
ἀναθημάτων καὶ ἐθῶν ἀρχαίων καὶ θεσμῶν
παλαιῶν καὶ δόξης τοῦ μαντείου, ἔπειτα ὑπὲρ τῆς

Lucianus Soph., Phalaris Ch. 2, se. 12, l. 4

ἢ ἀναγκαιότερον ἡγήσαισθε ἄν.


Περὶ μὲν οὖν ὧν βουλευόμεθα, ταῦτά ἐστιν,
οὐ Φάλαρις τύραννος εἷς οὐδ' ὁ ταῦρος οὗτος οὐδὲ
χαλκὸς μόνον, ἀλλὰ πάντες βασιλεῖς καὶ πάντες
δυνάσται, ὅσοι νῦν χρῶνται τῷ ἱερῷ, καὶ χρυσὸς
καὶ ἄργυρος καὶ ὅσα ἄλλα τίμια, πολλάκις
ἀνατεθησόμενα τῷ θεῷ· πρῶτον μὲν γὰρ τὸ κατὰ
114

τὸν θεὸν ἐξετασθῆναι ἄξιον. τίνος οὖν ἕνεκα


μὴ ὡς ἀεὶ μηδὲ ὡς πάλαι τὰ περὶ τῶν ἀναθη-
μάτων ποιήσωμεν; ἢ τί μεμφόμενοι τοῖς παλαιοῖς
ἔθεσιν καινοτομήσωμεν; καὶ ὃ μηδὲ πώποτε,
ἀφ' οὗ τὴν πόλιν οἰκοῦμεν καὶ ὁ Πύθιος χρᾷ καὶ ὁ
τρίπους φθέγγεται καὶ ἡ ἱέρεια ἐμπνεῖται, γε-
γένηται παρ' ἡμῖν, νῦν καταστησώμεθα, κρίνεσθαι
καὶ ἐξετάζεσθαι τοὺς ἀνατιθέντας; καὶ μὴν ἐξ
ἐκείνου μὲν τοῦ παλαιοῦ ἔθους, τοῦ ἀνέδην καὶ
πᾶσιν ἐξεῖναι, ὁρᾶτε ὅσων ἀγαθῶν ἐμπέπλησται
τὸ ἱερόν, ἁπάντων ἀνατιθέντων καὶ ὑπὲρ τὴν
ὑπάρχουσαν δύναμιν ἐνίων δωρουμένων τὸν θεόν.
εἰ δ' ὑμᾶς αὐτοὺς δοκιμαστὰς καὶ ἐξεταστὰς
ἐπιστήσετε τοῖς ἀναθήμασιν,

Lucianus Soph., Rhetorum praeceptor (0062: 03)“Lucian, vol. 4”, Ed.


Harmon, A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1925, Repr.
1961.Se. 10, l. 9

τοσούτων κακῶν, ἀλλὰ οὐκ ἂν ἡγήσαιτό σοι, εἰ


μὴ μεγάλα πρότερον λάβοι.
Ὁ μὲν ταῦτα φήσει, ἀλαζὼν καὶ ἀρχαῖος ὡς
ἀληθῶς καὶ Κρονικὸς ἄνθρωπος, νεκροὺς εἰς
μίμησιν παλαιοὺς προτιθεὶς καὶ ἀνορύττειν ἀξιῶν
λόγους πάλαι κατορωρυγμένους ὥς τι μέγιστον
ἀγαθόν, μαχαιροποιοῦ υἱὸν καὶ ἄλλον Ἀτρομήτου
τινὸς γραμματιστοῦ ζηλοῦν ἀξιῶν, καὶ ταῦτα ἐν
εἰρήνῃ μήτε Φιλίππου ἐπιόντος μήτε Ἀλεξάνδρου
ἐπιτάττοντος, ὅπου τὰ ἐκείνων ἴσως ἐδόκει
χρήσιμα, οὐκ εἰδὼς ὁποία νῦν κεκαινοτόμηται
ταχεῖα καὶ ἀπράγμων καὶ εἰς τὸ εὐθὺ τῆς
ῥητορικῆς ὁδός. σὺ δὲ μήτε πείθεσθαι μήτε
προσέχειν αὐτῷ, μή σε ἐκτραχηλίσῃ που παρα-
λαβὼν ἢ τὸ τελευταῖον προγηρᾶσαι τοῖς πόνοις
παρασκευάσῃ. ἀλλὰ εἰ πάντως ἐρᾷς καὶ τάχιστα
ἐθέλεις τῇ ῥητορικῇ συνεῖναι ἀκμάζων ἔτι, ὡς καὶ
σπουδάζοιο πρὸς αὐτῆς, ἴθι, τῷ μὲν δασεῖ τούτῳ
καὶ πέρα τοῦ μετρίου ἀνδρικῷ μακρὰ χαίρειν λέγε,
ἀναβαίνειν αὐτὸν καὶ ἄλλους ὁπόσους ἂν ἐξαπατᾶν
δύνηται ἀνάγειν καταλιπὼν ἀσθμαίνοντα καὶ

Lucianus Soph., Tyrannicida (0062: 051)“Lucian, vol. 5”, Ed. Harmon,


115

A.M.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1936, Repr. 1972.


Se. 2, l. 4

ζῶν μὲν τὸν υἱὸν ἐπιδὼν προανῃρημένον παρὰ τὴν


τελευτήν, τελευταῖον δὲ ἠναγκασμένος, τὸ παρα-
δοξότατον, αὐτὸς αὑτοῦ γενέσθαι τυραννοκτόνος.
ὁ παῖς δὲ ὁ ἐκείνου τέθνηκεν μὲν ὑπ' ἐμοῦ, ὑπηρέ-
τησε δέ μοι καὶ ἀποθανὼν πρὸς ἄλλον φόνον,
ζῶν μὲν συναδικῶν τῷ πατρί, μετὰ θάνατον δὲ
πατροκτονήσας, ὡς ἐδύνατο.
Τὴν μὲν οὖν τυραννίδα ὁ παύσας εἰμὶ ἐγὼ καὶ
τὸ ξίφος ὃ πάντα εἴργασται ἐμόν, τὴν δὲ τάξιν
ἐνήλλαξα τῶν φόνων καὶ τὸν τρόπον ἐκαινοτό-
μησα τῆς τῶν πονηρῶν τελευτῆς, τὸν μὲν ἰσχυρό-
τερον καὶ ἀμύνασθαι δυνάμενον αὐτὸς ἀνελών,
τὸν γέροντα δὲ μόνῳ παραχωρήσας τῷ ξίφει.
Ἐγὼ μὲν οὖν καὶ περιττότερόν τι ἐπὶ τούτοις
ᾤμην γενήσεσθαί μοι παρ' ὑμῶν καὶ δωρεὰς
λήψεσθαι ἰσαρίθμους τοῖς ἀνῃρημένοις, ὡς ἂν
οὐ τῶν παρόντων ἀπαλλάξας ὑμᾶς μόνον, ἀλλὰ
καὶ τῆς τῶν μελλόντων κακῶν ἐλπίδος, καὶ τὴν
ἐλευθερίαν βέβαιον παρασχών, οὐδενὸς παραλελειμ-
μένου κληρονόμου τῶν ἀδικημάτων· μεταξὺ δὲ
κινδυνεύω τοσαῦτα κατορθώσας

Agatharchides Geogr., Testimonia (0067: 003)“FGrH #86”.


Vol.-Jacobyʹ-T 2a,86,T, Frag. 2, l. 25

Ἐπιτομὴν τῆς Ἀντιμάχου Λύδης· καὶ πάλιν ἄλλην Ἐπιτομὴν τῶν συγγε-
γραφότων περὶ συναγωγῆς θαυμασίων ἀνέμων· Ἐκλογάς τε ἱστοριῶν
αὐτὸν συντάξαι· καὶ περὶ τῆς πρὸς φίλους ὁμιλίας.
(4) ἔστι δέ, ἐξ ὧν τὸν ἄνδρα τοὺς λόγους αὐτοῦ διελθόντες ἐπέγνωμεν,
μεγαλοπρεπής τε καὶ γνωμολογικός, καὶ τῶι μὲν τοῦ λόγου μεγέθει καὶ
ἀξιώματι τῶν ἄλλων μᾶλλον χαίρων, λέξεσι μέντοι λογάσιν οὐ πάνυ
προστεθειμένος, οὐδὲ διὰ τῶν ἐθίμων δὲ διὰ παντὸς πορευόμενος, γεννῶν
δὲ αὐτὸς οὐ λέξεις, ἀλλ' εἴ τις ἄλλος δημιουργὸς τῆς περὶ τὰς λέξεις
χρήσεως, καινήν τινα μὴ καιναῖς κεχρημένος λέξεσι φαντασίαν
πέμπουσαν
ἀποτελεῖ τὴν φράσιν· οὕτω δὲ προσφυῶς ὑποβάλλεται τὴν πρᾶξιν, ὡς
τήν τε καινοτομίαν μὴ δοκεῖν εἶναι καινοτομίαν, καὶ τὸ σαφὲς οὐκ
ἔλαττον
τῶν ἐξ ἔθους λέξεων παρέχειν. κέχρηται δὲ καὶ γνώμαις τὸ νουνεχὲς
καὶ δραστήριον ἐπιδηλούσαις. τροπὰς δὲ ὑπελθεῖν, εἴ τις ἄλλος, ἄριστα
116

παρεσκευασμένος τὸ μὲν ἡδὺ καὶ κηλοῦν καὶ τὴν ψυχὴν διαχέον


λεληθότως
δι' ὅλου διασπείρει τοῦ γράμματος, εἰς τροπὴν δὲ ὅ τι παρενήνεκται,
οὐδε-
μίαν λύπην δηλοῦσαν ἀφίησι. ποιεῖ δὲ αὐτῶι τοῦτο μάλιστα οὐχὶ ἡ τῶν
λέξεων αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν μεταβολή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ πραγμάτων ἑτέρων εἰς
ἕτερα μετά τινος σοφῆς καὶ ἠρεμαίας μεταχειρήσεως μετάβασίς τε καὶ
μετατροπή. ἀλλὰ γὰρ καὶ ἀντιλαβεῖν μὲν ὄνομα ῥήματος, ἀμεῖψαι δὲ τὸ
ῥῆμα εἰς ὄνομα, καὶ λῦσαι μὲν λέξεις εἰς λόγους, συναγαγεῖν δὲ λόγον εἰς
τύπον ὀνόματος, οὐδενὸς ἀνεπιτηδειότερος ὧν ἴσμεν. (6) καὶ ζηλωτὴς
μέν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία. “Dionysii


Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae supersunt, 4 vols.”, Ed.
Jacoby, K.Leipzig: Teubner, 1:1885; 2:1888; 3:1891; 4:1905, Repr.
1967.B. 7, Ch. 15, se. 1, l. 2

τὰ δεινά, καὶ τί πέρας ἔσται τῶν κακῶν ἀξιοῦντες


μαθεῖν, ὑπομιμνήσκοντές τε τῶν παλαιῶν αὐτοὺς αἰκι-
σμῶν, οἷς ὑπὸ τῶν πλουσίων ἔτυχον αἰκισθέντες, καὶ
τἆλλα τὰ ὅμοια τούτοις κατὰ πολλὴν ἄδειαν διεξιόντες.
τελευτῶν δ' ὁ Βροῦτος εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατ-
έκλεισε τὸν λόγον, ὡς εἰ βουληθεῖεν αὐτῷ πείθεσθαι
διὰ ταχέων προσαναγκάσων τοὺς ἐκκαύσαντας τὸ δει-
νὸν καὶ κατασβέσαι. ἡ μὲν δὴ ἐκκλησία διελύετο.
Οἱ δ' ὕπατοι τῇ κατόπιν ἡμέρᾳ συνεκάλουν
τὴν βουλὴν περίφοβοι ὄντες ἐπὶ τοῖς καινοτομουμένοις
καὶ τὴν τοῦ Βρούτου δημοκοπίαν εἰς μέγα τι κακὸν
ἀποσκήψειν οἰόμενοι. πολλοὶ μὲν δὴ καὶ παντοδαποὶ
ὑπό τ' αὐτῶν ἐκείνων ἐρρήθησαν ἐν τῷ συνεδρίῳ λόγοι
καὶ ὑπὸ τῶν ἄλλων πρεσβυτέρων, τῶν μὲν οἰομένων
δεῖν θεραπεύειν τὸν δῆμον ἁπάσῃ εὐπροσηγορίᾳ λόγων
καὶ ὑποσχέσει ἔργων καὶ τοὺς ἡγεμόνας αὐτοῦ μετριω-
τέρους παρασκευάζειν, τιθέντας εἰς μέσον τὰ πράγματα
καὶ μετὰ σφῶν ὑπὲρ τοῦ κοινῇ συμφέροντος

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία.


B. 7, Ch. 70, se. 3, l. 5

παρεχόμενος αὐτῶν, ἃ μέχρι τοῦ κατ' ἐμὲ φυλάττουσι


χρόνου, οἷα παρὰ τῶν προγόνων ἐδέξαντο· οὐχ ἡγού-
117

μενος ἀποχρῆν τοῖς ἀναγράφουσι τὰς ἀρχαίας καὶ τοπι-


κὰς ἱστορίας, ὡς παρὰ τῶν ἐπιχωρίων αὐτὰς παρέλαβον,
ἀξιοπίστως διελθεῖν, ἀλλὰ καὶ μαρτυριῶν οἰόμενος αὐ-
ταῖς δεῖν πολλῶν καὶ δυσαντιλέκτων, εἰ μέλλουσι πισταὶ
φανήσεσθαι. ἐν αἷς πρῶτα καὶ κυριώτατα πάντων
εἶναι πείθομαι τὰ γινόμενα καθ' ἑκάστην πόλιν περὶ
θεῶν καὶ δαιμόνων πατρίους σεβασμούς. ταῦτα γὰρ ἐπὶ
μήκιστον χρόνον διὰ φυλακῆς ἔχει Ἑλλάς τε καὶ βάρ-
βαρος χώρα, καὶ οὐθὲν ἀξιοῖ καινοτομεῖν εἰς αὐτὰ ὑπὸ
δείματος κρατουμένη μηνιμάτων δαιμονίων. μάλιστα
δὲ τοῦτο πεπόνθασιν οἱ βάρβαροι διὰ πολλὰς αἰτίας,
ἃς οὐ καιρὸς ἐν τῷ παρόντι λέγειν, καὶ χρόνος οὐθεὶς
μέχρι τοῦ παρόντος ἀπομαθεῖν ἢ παρανομῆσαί τι περὶ
τοὺς ὀργιασμοὺς τῶν θεῶν ἔπεισεν οὔτ' Αἰγυπτίους
οὔτε Λίβυας οὔτε Κελτοὺς οὔτε Σκύθας οὔτ' Ἰνδοὺς
οὔτ' ἄλλο βάρβαρον ἔθνος οὐδὲν ἁπλῶς· εἰ μή τινες
ὑφ' ἑτέρων ἐξουσίᾳ ποτὲ γενόμενοι τὰ τῶν κρατησάν-
των ἠναγκάσθησαν ἐπιτηδεύματα μεταλαβεῖν. τῇ δὲ
Ῥωμαίων πόλει τοιαύτης οὐδέποτε πειραθῆναι

Διονύσιος Αλικαρνασσέας De Thucydide (0081: 010)


“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Se. 2, l. 16

μιώτερον τῆς ἀληθείας· ἀλλὰ τῶν ἄλλων, ὅσοις πολὺ


τὸ φιλαίτιον ἔνεστιν εἴ τε κατὰ τὸν ζῆλον τῶν
ἀρχαίων γινόμενον εἴτε κατὰ τὴν ὑπεροψίαν τῶν ἐπὶ
τῆς αὐτῆς ἡλικίας εἴ τε κατ' ἀμφότερα ταῦτα τὰ πάθη
κοινὰ τῆς ἀνθρωπίνης ὄντα φύσεως. ὑποπτεύω γὰρ
ἔσεσθαί τινας τῶν ἀναγνωσομένων τὴν γραφὴν τοὺς
ἐπιτιμήσοντας ἡμῖν, ὅτι τολμῶμεν ἀποφαίνειν Θουκυ-
δίδην τὸν ἁπάντων κράτιστον τῶν ἱστοριογράφων καὶ
κατὰ τὴν προαίρεσίν ποτε τῶν λόγων ἁμαρτάνοντα καὶ
κατὰ τὴν δύναμιν ἐξασθενοῦντα, καὶ διὰ τοῦθ' οὗτος
ἡμᾶς ὁ λογισμὸς εἰσῆλθεν, ὅτι παράδοξα· καινοτομεῖν
πράγματα πρῶτοι καὶ μόνοι δόξομεν, εἴ τι τῶν ὑπὸ Θου-
κυδίδου γραφέντων συκοφαντεῖν ἐπιβαλοίμεθα, οὐ ταῖς
κοιναῖς μόνον ἐναντιούμενοι δόξαις, ἃς ἅπαντες ἐκ τοῦ
μακροῦ χρόνου παραλαβόντες ἀναφαιρέτους ἔχουσιν,
ἀλλὰ καὶ ταῖς ἰδίαις τῶν ἐπιφανεστάτων φιλοσόφων τε
καὶ ῥητόρων μαρτυρίαις ἀπιστοῦντες, οἳ κανόνα τῆς
ἱστορικῆς πραγματείας ἐκεῖνον ὑποτίθενται τὸν ἄνδρα
118

καὶ τῆς περὶ τοὺς πολιτικοὺς λόγους δεινότητος ὅρον·


ὧν οὔτε προαιρέσεις ἰσχυρὰς

Διονύσιος Αλικαρνασσέας De compositione verborum (0081: 012)


“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 6”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1929, Repr. 1965.Se. 25, l. 67

μέχρι πολλοῦ ποιοῦσα ἔρρυθμός ἐστι καὶ ἔμμετρος,


καὶ ὀνόματα κεῖται τῇ τοιαύτῃ λέξει μέτρον καὶ μέλος·
ἡ δὲ πεπλανημένα μέτρα καὶ ἀτάκτους ῥυθμοὺς ἐμπερι-
λαμβάνουσα καὶ μήτε ἀκολουθίαν ἐμφαίνουσα αὐτῶν
μήτε ὁμοζυγίαν μήτε ἀντιστροφὴν εὔρυθμος μέν ἐστιν,
ἐπειδὴ διαπεποίκιλταί τισιν ῥυθμοῖς, οὐκ ἔρρυθμος
δέ, ἐπειδὴ οὐχὶ τοῖς αὐτοῖς οὐδὲ κατὰ τὸ αὐτό. τοι-
αύτην δή φημι πᾶσαν εἶναι λέξιν ἄμετρον, ἥτις
ἐμφαίνει τὸ ποιητικὸν καὶ μελικόν· ᾗ δὴ καὶ τὸν Δη-
μοσθένη κεχρῆσθαί φημι. καὶ ὅτι ἀληθῆ ταῦτ' ἐστὶ
καὶ οὐδὲν ἐγὼ καινοτομῶ, λάβοι μὲν ἄν τις καὶ ἐκ
τῆς Ἀριστοτέλους μαρτυρίας τὴν πίστιν· εἴρηται γὰρ
τῷ φιλοσόφῳ τά τε ἄλλα περὶ τῆς λέξεως τῆς πολιτι-
κῆς ἐν τῇ τρίτῃ βύβλῳ τῶν ῥητορικῶν τεχνῶν οἵαν
αὐτὴν εἶναι προσῆκεν, καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς εὐρυθμίας
ἐξ ὧν τις τοιαύτη γένοιτο· ἐν ᾗ τοὺς ἐπιτηδειοτάτους
ὀνομάζει ῥυθμοὺς καὶ πῇ χρήσιμος ἕκαστος αὐτῶν
καταφαίνεται, καὶ λέξεις παρατίθησί τινας αἷς πειρᾶ-
ται βεβαιοῦν τὸν λόγον. χωρὶς δὲ τῆς Ἀριστοτέλους
μαρτυρίας, ὅτι ἀναγκαῖόν ἐστιν ἐμπεριλαμβάνεσθαί
τινας τῇ πεζῇ λέξει ῥυθμούς, εἰ μέλλοι τὸ ποιητικὸν

Αριστοτέλης. , Πολιτικά. (0086: 035)“Aristotelis Πολιτικά. ”, Ed.


Ross, W.D.Oxford: Clarendon Press, 1957, Repr. 1964.Bekker p. 1265a,
l. 12

ταύτην βουλόμενος κοινοτέραν ποιεῖν ταῖς πόλεσι κατὰ μι-


κρὸν περιάγει πάλιν πρὸς τὴν ἑτέραν πολιτείαν. ἔξω γὰρ
τῆς τῶν γυναικῶν κοινωνίας καὶ τῆς κτήσεως, τὰ ἄλλα
ταὐτὰ ἀποδίδωσιν ἀμφοτέραις ταῖς πολιτείαις· καὶ γὰρ
παιδείαν τὴν αὐτήν, καὶ τὸ τῶν ἔργων τῶν ἀναγκαίων ἀπ-
εχομένους ζῆν, καὶ περὶ συσσιτίων ὡσαύτως· πλὴν ἐν ταύτῃ
φησὶ δεῖν εἶναι συσσίτια καὶ γυναικῶν, καὶ τὴν μὲν χιλίων
τῶν ὅπλα κεκτημένων, ταύτην δὲ πεντακισχιλίων.
119

τὸ μὲν
οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ
κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν, καλῶς δὲ
πάντα ἴσως χαλεπόν, ἐπεὶ καὶ τὸ νῦν εἰρημένον πλῆθος δεῖ
μὴ λανθάνειν ὅτι χώρας δεήσει τοῖς τοσούτοις Βαβυλωνίας
ἤ τινος ἄλλης ἀπεράντου τὸ πλῆθος, ἐξ ἧς ἀργοὶ πεντακις-
χίλιοι θρέψονται, καὶ περὶ τούτους γυναικῶν καὶ θεραπόν-
των ἕτερος ὄχλος πολλαπλάσιος. δεῖ μὲν οὖν ὑποτίθεσθαι
κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον. λέγεται δ' ὡς δεῖ τὸν
νομοθέτην πρὸς δύο βλέποντα τιθέναι τοὺς νόμους, πρός τε
τὴν χώραν καὶ τοὺς ἀνθρώπους. ἔτι δὲ καλῶς ἔχει προσθεῖναι
καὶ πρὸς τοὺς γειτνιῶντας τόπους, πρῶτον μὲν εἰ δεῖ τὴν πόλιν
ζῆν βίον πολιτικόν, μὴ μονωτικόν (οὐ γὰρ μόνον ἀναγκαῖόν ἐστιν

Αριστοτέλης. , Πολιτικά. Bekker p. 1266a, l. 35

νων, ὅταν ἐπιβάλλῃ περὶ τῆς τοιαύτης πολιτείας ἡ σκέψις·


ἔχει δὲ καὶ περὶ τὴν αἵρεσιν τῶν ἀρχόντων τὸ ἐξ αἱρετῶν
αἱρετοὺς ἐπικίνδυνον. εἰ γάρ τινες συστῆναι θέλουσι καὶ μέτριοι
τὸ πλῆθος, αἰεὶ κατὰ τὴν τούτων αἱρεθήσονται βούλησιν. τὰ
μὲν οὖν περὶ τὴν πολιτείαν τὴν ἐν τοῖς Νόμοις τοῦτον ἔχει
τὸν τρόπον.
Εἰσὶ δέ τινες πολιτεῖαι καὶ ἄλλαι, αἱ μὲν ἰδιωτῶν αἱ
δὲ φιλοσόφων καὶ πολιτικῶν, πᾶσαι δὲ τῶν καθεστηκυιῶν
καὶ καθ' ἃς πολιτεύονται νῦν ἐγγύτερόν εἰσι τούτων ἀμφο-
τέρων. οὐδεὶς γὰρ οὔτε τὴν περὶ τὰ τέκνα κοινότητα καὶ τὰς
γυναῖκας ἄλλος κεκαινοτόμηκεν, οὔτε περὶ τὰ συσσίτια τῶν
γυναικῶν, ἀλλ' ἀπὸ τῶν ἀναγκαίων ἄρχονται μᾶλλον.
δοκεῖ γάρ τισι τὸ περὶ τὰς οὐσίας εἶναι μέγιστον τετάχθαι
καλῶς· περὶ γὰρ τούτων ποιεῖσθαί φασι τὰς στάσεις πάν-
τας. διὸ Φαλέας ὁ Χαλκηδόνιος τοῦτ' εἰσήνεγκε πρῶτος·
φησὶ γὰρ δεῖν ἴσας εἶναι τὰς κτήσεις τῶν πολιτῶν. τοῦτο
δὲ κατοικιζομέναις μὲν εὐθὺς οὐ χαλεπὸν ᾤετο ποιεῖν, τὰς
δ' ἤδη κατοικουμένας ἐργωδέστερον μέν, ὅμως δὲ τάχιστ' ἂν
ὁμαλισθῆναι τῷ τὰς προῖκας τοὺς μὲν πλουσίους διδόναι μὲν
λαμβάνειν δὲ μή, τοὺς δὲ πένητας μὴ διδόναι μὲν λαμβά-
νειν δέ. Πλάτων δὲ τοὺς Νόμους γράφων μέχρι μέν τινος

Αριστοτέλης. , Πολιτικά. Bekker p. 1305b, l. 41

αἱροῦνται τὰς ἀρχὰς ἐξ ὧν οἱ ἄρχοντές εἰσιν, ἀλλ' αἱ μὲν


120

ἀρχαὶ ἐκ τιμημάτων μεγάλων εἰσὶν ἢ ἑταιριῶν, αἱροῦνται


δ' οἱ ὁπλῖται ἢ ὁ δῆμος, ὅπερ ἐν Ἀβύδῳ συνέβαινεν, καὶ
ὅπου τὰ δικαστήρια μὴ ἐκ τοῦ πολιτεύματός ἐστι – δημαγω-
γοῦντες γὰρ πρὸς τὰς κρίσεις μεταβάλλουσι τὴν πολιτείαν,
ὅπερ καὶ ἐν Ἡρακλείᾳ ἐγένετο τῇ ἐν τῷ Πόντῳ – ἔτι δ'
ὅταν ἔνιοι εἰς ἐλάττους ἕλκωσι τὴν ὀλιγαρχίαν· οἱ γὰρ τὸ
ἴσον ζητοῦντες ἀναγκάζονται βοηθὸν ἐπαγαγέσθαι τὸν δῆ-
μον). γίνονται δὲ μεταβολαὶ τῆς ὀλιγαρχίας καὶ ὅταν
ἀναλώσωσι τὰ ἴδια ζῶντες ἀσελγῶς· καὶ γὰρ οἱ τοιοῦτοι
καινοτομεῖν ζητοῦσι, καὶ ἢ τυραννίδι ἐπιτίθενται αὐτοὶ ἢ
κατασκευάζουσιν ἕτερον (ὥσπερ Ἱππαρῖνος Διονύσιον ἐν Συ-
ρακούσαις, καὶ ἐν Ἀμφιπόλει ᾧ ὄνομα ἦν Κλεότιμος τοὺς
ἐποίκους τοὺς Χαλκιδέων ἤγαγε, καὶ ἐλθόντων διεστασίασεν
αὐτοὺς πρὸς τοὺς εὐπόρους, καὶ ἐν Αἰγίνῃ ὁ τὴν πρᾶξιν τὴν
πρὸς Χάρητα πράξας ἐνεχείρησε μεταβαλεῖν τὴν πολιτείαν
διὰ τοιαύτην αἰτίαν)· ὁτὲ μὲν οὖν εὐθὺς ἐπιχειροῦσί τι κινεῖν,
ὁτὲ δὲ κλέπτουσι τὰ κοινά, ὅθεν στασιάζουσιν ἢ οὗτοι πρὸς
αὑτοὺς ἢ οἱ πρὸς τούτους μαχόμενοι κλέπτοντας, ὅπερ ἐν
Ἀπολλωνίᾳ συνέβη τῇ ἐν τῷ Πόντῳ. ὁμονοοῦσα δὲ ὀλιγαρ-
χία οὐκ εὐδιάφθορος ἐξ αὑτῆς.

Αριστοτέλης. , Πολιτικά. Bekker p. 1316b, l. 19

ἄλλης, οὗ μὴ πάντες κέκτηνται ἴσα ἢ μὴ πάντες ὁμοίως


εἰσὶν ἀγαθοὶ ἄνδρες; οὐδενὸς δὲ πενεστέρου γενομένου ἢ πρό-
τερον οὐδὲν ἧττον μεταβάλλουσιν εἰς δῆμον ἐξ ὀλιγαρχίας, ἂν
γένωνται πλείους οἱ ἄποροι, καὶ ἐκ δήμου εἰς ὀλιγαρχίαν,
ἐὰν κρεῖττον ᾖ τοῦ πλήθους τὸ εὔπορον καὶ οἱ μὲν ἀμελῶ-
σιν οἱ δὲ προσέχωσι τὸν νοῦν. πολλῶν τε οὐσῶν αἰτιῶν δι'
ὧν γίγνονται αἱ μεταβολαί, οὐ λέγει ἀλλ' ἢ μίαν, ὅτι ἀσωτευ-
όμενοι καὶ κατατοκιζόμενοι γίγνονται πένητες, ὡς ἐξ ἀρχῆς
πλουσίων ὄντων πάντων ἢ τῶν πλείστων. τοῦτο δ' ἐστὶ ψεῦ-
δος· ἀλλ' ὅταν μὲν τῶν ἡγεμόνων τινὲς ἀπολέσωσι τὰς
οὐσίας, καινοτομοῦσιν, ὅταν δὲ τῶν ἄλλων, οὐθὲν γίγνεται
δεινόν, καὶ μεταβάλλουσιν οὐθὲν μᾶλλον οὐδὲ τότε εἰς δῆμον
ἢ εἰς ἄλλην πολιτείαν. ἔτι δὲ κἂν τιμῶν μὴ μετέχωσιν,
κἂν ἀδικῶνται ἢ ὑβρίζωνται, στασιάζουσι καὶ μεταβάλλουσι
τὰς πολιτείας, κἂν μὴ καταδαπανήσωσι τὴν οὐσίαν, διὰ τὸ
ἐξεῖναι ὅ τι ἂν βούλωνται ποιεῖν· οὗ αἰτίαν τὴν ἄγαν ἐλευ-
θερίαν εἶναί φησιν. πλειόνων δ' οὐσῶν ὀλιγαρχιῶν καὶ δημο-
κρατιῶν, ὡς μιᾶς οὔσης ἑκατέρας λέγει τὰς μεταβολὰς
121

ὁ Σωκράτης.

Αριστοτέλης. , Frag. varia (0086: 051)“Aristotelis qui ferebantur


librorum Frag. a”, Ed. Rose, V.Leipzig: Teubner, 1886, Repr. 1967.
Category 8, treatise title 44, Frag. 481, l. 7

runt), Tirynthii, ut Theophrastus.


Pollux 10, 179: εἴη δ' ἂν καὶ φείδων τι ἀγγεῖον ἐλαιη-
ρὸν ἀπὸ τῶν Φειδωνίων μέτρων ὠνομασμένων, ὑπὲρ ὧν ἐν
Ἀργείων πολιτείᾳ Ἀριστοτέλης λέγει.
Pollux 9, 77: τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι
πάλαι βουπόροις ὀβελοῖς ἐχρῶντο πρὸς τὰς ἀμοιβάς, ὧν τὸ
ὑπὸ τῇ δρακὶ πλῆθος ἐδόκει καλεῖσθαι δραχμή, τὰ δ' ὀνό-
ματα καὶ τοῦ νομίσματος μεταπεσόντος εἰς τὴν νῦν χρείαν
ἐνέμεινον ἐκ τῆς μνήμης τῆς παλαῖας· Ἀριστοτέλης δὲ
ταὐτὸν λέγων [ἐν Σικυωνίων πολιτείᾳ σμικρόν τι καινοτο-
μεῖ ...] ... σιδηρῷ δὲ νομίσματι καὶ Λακεδαιμόνιοι χρῶν-
ται, ἐκ πολλοῦ ὄγκου ὀλίγον δυναμένῳ· ὄξει δ' αὐτοῦ τὴν
ἀκμὴν εἰς τὸ ἄστομον κατασβεννύουσιν.
Plut. Lysand. 17: τοῦτο δ' ἦν σιδηροῦν (τὸ πάτριον
τῶν Σπαρτιατῶν νόμισμα), πρῶτον μὲν ὄξει καταβαπτόμενον
ἐκ πυρός, ὅπως μὴ καταχαλκεύοιτο ἀλλὰ διὰ τὴν βαφὴν
ἄστομον καὶ ἀδρανὲς γένοιτο, ἔπειτα βαρύσταθμον καὶ
δυσπαρακόμιστον καὶ ἀπὸ πολλοῦ τινος πλήθους καὶ ὄγκου
μικράν τινα ἀξίαν δυνάμενον. κινδυνεύει δὲ καὶ τὸ πάμπαν
ἀρχαῖον οὕτως ἔχειν ὀβελίσκοις χρωμένων νομίσματι σιδηροῖς,
ἐνίων δὲ χαλκοῖς·

Αριστοτέλης. , Frag. varia Category 8, treatise title 44, Frag. 580, l. 6

Σικυωνίων.

Pollux 9, 77: τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι


πάλαι βουπόροις ὀβελοῖς ἐχρῶντο πρὸς τὰς ἀμοιβάς, ὧν τὸ
ὑπὸ τῇ δρακὶ πλῆθος ἐδόκει καλεῖσθαι δραχμή, τὰ δ' ὀνό-
ματα καὶ τοῦ νομίσματος μεταπεσόντος εἰς τὴν νῦν χρείαν
ἐνέμεινεν ἐκ τῆς μνήμης τῆς παλαιᾶς· Ἀριστοτέλης δὲ
ταὐτὸν λέγων] ἐν Σικυωνίων πολιτείᾳ σμικρόν τι καινοτομεῖ,
ὀφελοὺς αὐτοὺς τέως ὠνομάσθαι λέγων, τοῦ μὲν ὀφέλλειν
122

δηλοῦντος τὸ αὔξειν, αὐτῶν δὲ διὰ τὸ εἰς μῆκος ηὐξῆσθαι


ὧδε κληθέντων. ὅθεν καὶ τὸ ὀφείλειν ὠνομάσθαι φησὶν
οὐκ οἶδ' ὅπως· ἐπὶ μέντοι τῶν ὀβελῶν ὑπηλλάχθαι τὸ φ
εἰς τὸ β κατὰ συγγένειαν.

Αίλιος Ηρωδιανός ., Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) (0087: 036)
“Herodiani partitiones”, Ed. Boissonade, J.F.London, 1819, Repr. 1963.
P. 63, l. 14

φάσματος· κέδρος, δένδρον· κελαινὸν, τὸ σκοτεινὸν, ὅθεν


καὶ κελαινεφές· Κελεὸς, κύριον· κελεύω, τὸ προστάσσω·
κέλομαι, τὸ αὐτό· κεραΐζω, τὸ τέμνω· κεραυνός· κέπφος, ὁ
λάρος· Κέρβερος, κύων ἐν τῷ ᾅδῃ· κερδαλέος· κερδὼ, ἡ
ἀλώπηξ· κέρδος· κερκὶς, κερκίδιον τῶν γυναικῶν, καὶ
κλίνεται κερκίδος· κέρμα, τὸ κόμμα, καὶ τὸ νόμισμα·
κερματίζω, τὸ εἰς μικρὰ κόπτω· κερτομῶ, τὸ λοιδορῶ·
κερτομὸς, ὁ λοίδορος· Κέρκυρα, πόλις, ἀφ' ἧς καὶ Κερκυ-
ραῖος ἀνήρ· κεστὸς, ὁ κεντητὸς λῶρος· καὶ τὰ λοιπά.
Πλὴν τοῦ καὶ, συνδέσμου· καινὸν, τὸ νέον καὶ παράδο-
ξον, ὅθεν καὶ καινοτομία, ἡ νέα πρᾶξις ἢ ἡ παράδοξος·
καινοτομῶ, τὸ νεοπραγῶ· Καίσαρ, Καίσαρος· Καισάρεια,
πόλις, καὶ Καισαρεὺς, ὁ ἀπὸ Καισαρείας· καιρὸς, ὁ χρόνος,
ὅθεν καὶ καίριον, τὸ ἔγκαιρον· καιροφυλακῶ· καιροσκοπῶ·
καιρία πληγὴ, ἡ θανάσιμος· καικίας, ἄνεμος· Καινεὺς,
κύριον, καὶ κλίνεται Καινέως· καίω, ῥῆμα, τὸ φλογίζω·
καὶ καίνω, τὸ κόπτω, ὅθεν καὶ καινὶς, ἡ μάχαιρα.
Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς κλε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· οἷον· κλέος, ἡ δόξα· κλεΐζω, ῥῆμα, τὸ
δοξάζω, καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ· Κλέων, Κλεόνικος, Κλεόπατρος,
καὶ Κλεόπας, κύρια.

Αίλιος Ηρωδιανός ., Partitiones (= Ἐπιμερισμοί) [Sp.?] (e codd. Paris.


2543 + 2570) P. 63, l. 15

καὶ κελαινεφές· Κελεὸς, κύριον· κελεύω, τὸ προστάσσω·


κέλομαι, τὸ αὐτό· κεραΐζω, τὸ τέμνω· κεραυνός· κέπφος, ὁ
λάρος· Κέρβερος, κύων ἐν τῷ ᾅδῃ· κερδαλέος· κερδὼ, ἡ
ἀλώπηξ· κέρδος· κερκὶς, κερκίδιον τῶν γυναικῶν, καὶ
κλίνεται κερκίδος· κέρμα, τὸ κόμμα, καὶ τὸ νόμισμα·
κερματίζω, τὸ εἰς μικρὰ κόπτω· κερτομῶ, τὸ λοιδορῶ·
123

κερτομὸς, ὁ λοίδορος· Κέρκυρα, πόλις, ἀφ' ἧς καὶ Κερκυ-


ραῖος ἀνήρ· κεστὸς, ὁ κεντητὸς λῶρος· καὶ τὰ λοιπά.
Πλὴν τοῦ καὶ, συνδέσμου· καινὸν, τὸ νέον καὶ παράδο-
ξον, ὅθεν καὶ καινοτομία, ἡ νέα πρᾶξις ἢ ἡ παράδοξος·
καινοτομῶ, τὸ νεοπραγῶ· Καίσαρ, Καίσαρος· Καισάρεια,
πόλις, καὶ Καισαρεὺς, ὁ ἀπὸ Καισαρείας· καιρὸς, ὁ χρόνος,
ὅθεν καὶ καίριον, τὸ ἔγκαιρον· καιροφυλακῶ· καιροσκοπῶ·
καιρία πληγὴ, ἡ θανάσιμος· καικίας, ἄνεμος· Καινεὺς,
κύριον, καὶ κλίνεται Καινέως· καίω, ῥῆμα, τὸ φλογίζω·
καὶ καίνω, τὸ κόπτω, ὅθεν καὶ καινὶς, ἡ μάχαιρα.
Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς κλε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τοῦ
ε ψιλοῦ γράφεται· οἷον· κλέος, ἡ δόξα· κλεΐζω, ῥῆμα, τὸ
δοξάζω, καὶ τὰ ἐξ αὐτοῦ· Κλέων, Κλεόνικος, Κλεόπατρος,
καὶ Κλεόπας, κύρια.

Aristoxenus Mus., Frag. (0088: 006)“Aristoxenos”, Ed. Wehrli, F.


Basel: Schwabe, 1967; Die Schule des Aristoteles, vol. 2, 2nd edn..
Frag. 33, l. 20

μός τις καὶ τάξις. ᾤοντο δὴ δεῖν ἕκαστον αὑτῷ συνειδότα τὴν τῆς φύσεως
ποικιλίαν μηδέποτε λήθην ἔχειν τῆς πρὸς τὸ θεῖον ὁσιότητός τε καὶ θερα-
πείας, ἀλλ' ἀεὶ τίθεσθαι πρὸ τῆς διανοίας ὡς ἐπιβλέποντός τε καὶ παραφυ-
λάττοντος τὴν ἀνθρωπίνην ἀγωγήν.
μετὰ δὲ τὸ θεῖόν τε καὶ τὸ δαιμόνιον πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον γονέων τε
καὶ νόμου, καὶ τούτων ὑπήκοον αὑτὸν κατασκευάζειν, μὴ πλαστῶς ἀλλὰ
πεπεισμένως. καθόλου δὲ ᾤοντο δεῖν ὑπολαμβάνειν μηδὲν εἶναι μεῖζον
κακὸν
ἀναρχίας. οὐ γὰρ πεφυκέναι τὸν ἄνθρωπον διασῴζεσθαι μηδενὸς ἐπιστα-
τοῦντος. τὸ μένειν ἐν τοῖς πατρίοις ἔθεσί τε καὶ νομίμοις ἐδοκίμαζον οἱ
ἄνδρες ἐκεῖνοι, κἂν ᾖ μακρῷ χείρω ἑτέρων. τὸ γὰρ ῥᾳδίως ἀποπηδᾶν ἀπὸ
τῶν ὑπαρχόντων νόμων καὶ οἰκείους εἶναι καινοτομίας οὐδαμῶς εἶναι
σύμφορον οὐδὲ σωτήριον.
Stobaeus Ecl. IV 25, 45: Ἐκ τῶν Ἀριστοξένου Πυθαγορικῶν
ἀποφάσεων. μετὰ τὸ θεῖον καὶ δαιμόνιον πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον
γονέων
τε καὶ νόμων, μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπιστευμένως ἑαυτὸν πρὸς ταῦτα
παρα-
σκευάζοντα. τὸ μένειν ἐν τοῖς πατρίοις ἔθεσί τε καὶ νόμοις ἐδοκίμαζον,
εἰ καὶ μακρῷ χείρω τῶν ἑτέρων εἴη.
ib. IV 1, 49: Ἐκ τῶν Ἀριστοξένου Πυθαγορικῶν ἀποφάσεων.
καθόλου δὲ ᾤοντο δεῖν ὑπολαμβάνειν μηδὲν εἶναι μεῖζον κακὸν
ἀναρχίας,
124

Aristoxenus Mus., Frag. Frag. 76, l. 12

μαθήσεις διόρθωσις ἢ διαστροφὴ γίνεται, δῆλον Ἀριστόξενος ἐποίησε.


τῶν
γὰρ κατὰ τὴν αὑτοῦ ἡλικίαν φησὶ Τελεσίᾳ τῷ Θηβαίῳ συμβῆναι νέῳ μὲν
ὄντι τραφῆναι ἐν τῇ καλλίστῃ μουσικῇ καὶ μαθεῖν ἄλλα τε τῶν
εὐδοκιμούν-
των καὶ δὴ καὶ τὰ Πινδάρου, τά τε Διονυσίου τοῦ Θηβαίου καὶ τὰ
Λάμπρου
καὶ τὰ Πρατίνου καὶ τῶν λοιπῶν, ὅσοι τῶν λυρικῶν ἄνδρες ἐγένοντο
ποιηταὶ
κρουμάτων ἀγαθοί. καὶ αὐλῆσαι δὲ καλῶς καὶ περὶ τὰ λοιπὰ μέρη τῆς
συμπά-
σης παιδείας ἱκανῶς διαπονηθῆναι. παραλλάξαντα δὲ τὴν τῆς ἀκμῆς
ἡλικίαν
οὕτω σφόδρα ἐξαπατηθῆναι ὑπὸ τῆς σκηνικῆς τε καὶ ποικίλης μουσικῆς,
ὡς καταφρονῆσαι τῶν καλῶν ἐκείνων, ἐν οἷς ἀνετράφη, τὰ Φιλοξένου δὲ
καὶ Τιμοθέου ἐκμανθάνειν, καὶ τούτων αὐτῶν τὰ ποικιλώτατα καὶ
πλείστην ἐν αὑτοῖς ἔχοντα καινοτομίαν. ὁρμήσαντά τ' ἐπὶ τὸ ποιεῖν μέλη
καὶ διαπει-ρώμενον ἀμφοτέρων τῶν τρόπων, τοῦ τε Πινδαρείου καὶ
Φιλοξενείου, μὴ δύνασθαι κατορθοῦν ἐν τῷ Φιλοξενείῳ γένει.
γεγενῆσθαι δ' αἰτίαν τὴν ἐκ παιδὸς καλλίστην ἀγωγήν.
Tatian. Oratio adv. Graecos 25: τί δέ μοι καὶ τεθηπέναι τὸν
μυθικὸν αὐλητήν; τί μοι καὶ κατὰ Ἀριστόξενον τὸν Θηβαῖον Ἀντιγενίδην
πολυπραγμονεῖν; παραχωροῦμεν ὑμῖν τὰ μὴ ὠφέλιμα.
Athenaeus XIV 624b: ὁ δ' Ἀριστόξενος τὴν εὕρεσιν αὐτῆς (sc. τῆς
Φρυγιστὶ ἁρμονίας) Ὑάγνιδι τῷ Φρυγὶ ἀνατίθησιν.

Πλούταρχος De musica (1131b–1147a) (0094: 002)“Plutarchi moralia,


vol. 6.3, 3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1966.
Stephanus p. 1135, se. C, l. 6

τον γὰρ βούλεται εἶναι καὶ τὸ ἐν ταῖς μέσαις ἡμιτόνιον.


Τὰ μὲν οὖν πρῶτα τῶν ἐναρμονίων τοιαῦτα· ὕστερον
δὲ τὸ ἡμιτόνιον διῃρέθη ἔν τε τοῖς Λυδίοις καὶ ἐν τοῖς
Φρυγίοις. φαίνεται δ' Ὄλυμπος αὐξήσας μουσικὴν τῷ
ἀγένητόν τι καὶ ἀγνοούμενον ὑπὸ τῶν ἔμπροσθεν εἰσαγα-
γεῖν, καὶ ἀρχηγὸς γενέσθαι τῆς Ἑλληνικῆς καὶ καλῆς
μουσικῆς.
125

Ἔστι δέ τις καὶ περὶ τῶν ῥυθμῶν λόγος· γένη γάρ


τινα καὶ εἴδη ῥυθμῶν προσεξευρέθη, ἀλλὰ μὴν καὶ μελο-
ποιιῶν τε καὶ ῥυθμοποιιῶν. προτέρα μὲν γὰρ ἡ Τερπάνδρου Καινοτομία
καλόν τινα τρόπον εἰς τὴν μουσικὴν εἰσή-
γαγε· Πολύμνηστος δὲ μετὰ τὸν Τερπάνδρειον τρόπον
καινῷ ἐχρήσατο, καὶ αὐτὸς μέντοι ἐχόμενος τοῦ καλοῦ
τύπου, ὡσαύτως δὲ καὶ Θαλήτας καὶ Σακάδας· καὶ γὰρ
οὗτοι κατά γε τὰς ῥυθμοποιίας καινοί, οὐκ ἐκβαίνοντες
μέντοι τοῦ καλοῦ τύπου. ἔστι δὲ καί τις Ἀλκμανικὴ
Καινοτομία καὶ Στησιχόρειος, καὶ αὗται οὐκ ἀφεστῶ-
σαι τοῦ καλοῦ. Κρέξος δὲ καὶ Τιμόθεος καὶ Φιλόξενος καὶ
οἱ κατὰ ταύτην τὴν ἡλικίαν γεγονότες ποιηταὶ φορτικώ-
τεροι καὶ φιλόκαινοι γεγόνασι, τὸ φιλάνθρωπον καὶ θε-
ματικὸν νῦν ὀνομαζόμενον διώξαντες·

Πλούταρχος De musica (1131b-1147a) Stephanus p. 1135, se. C, l. 12

Ἔστι δέ τις καὶ περὶ τῶν ῥυθμῶν λόγος· γένη γάρ


τινα καὶ εἴδη ῥυθμῶν προσεξευρέθη, ἀλλὰ μὴν καὶ μελο-
ποιιῶν τε καὶ ῥυθμοποιιῶν. προτέρα μὲν γὰρ ἡ Τερπάν-
δρου Καινοτομία καλόν τινα τρόπον εἰς τὴν μουσικὴν εἰσή-
γαγε· Πολύμνηστος δὲ μετὰ τὸν Τερπάνδρειον τρόπον
καινῷ ἐχρήσατο, καὶ αὐτὸς μέντοι ἐχόμενος τοῦ καλοῦ
τύπου, ὡσαύτως δὲ καὶ Θαλήτας καὶ Σακάδας· καὶ γὰρ
οὗτοι κατά γε τὰς ῥυθμοποιίας καινοί, οὐκ ἐκβαίνοντες
μέντοι τοῦ καλοῦ τύπου. ἔστι δὲ καί τις Ἀλκμανικὴ
Καινοτομία καὶ Στησιχόρειος, καὶ αὗται οὐκ ἀφεστῶ-
σαι τοῦ καλοῦ. Κρέξος δὲ καὶ Τιμόθεος καὶ Φιλόξενος καὶ
οἱ κατὰ ταύτην τὴν ἡλικίαν γεγονότες ποιηταὶ φορτικώ-
τεροι καὶ φιλόκαινοι γεγόνασι, τὸ φιλάνθρωπον καὶ θε-
ματικὸν νῦν ὀνομαζόμενον διώξαντες· τὴν γὰρ ὀλιγοχορ-
δίαν τε καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ σεμνότητα τῆς μουσικῆς
παντελῶς ἀρχαϊκὴν εἶναι συμβέβηκεν.
Εἰρηκὼς κατὰ δύναμιν περί τε τῆς πρώτης μου-
σικῆς καὶ τῶν πρῶτον εὑρόντων αὐτήν, καὶ ὑπὸ τίνων
κατὰ χρόνους ταῖς προσεξευρέσεσιν ηὔξηται, καταπαύσω
τὸν λόγον καὶ παραδώσω τῷ ἑταίρῳ Σωτηρίχῳ,

Πλούταρχος De musica (1131b-1147a) Stephanus p. 1140, se. E, l. 12

τῆς μουσικῆς ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀναστρεφομένης, ἐν οἷς τιμήν


τε τοῦ θείου διὰ ταύτης ἐποιοῦντο καὶ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν
ἐπαίνους· εἰκὸς δ' εἶναι ὅτι τὸ θέατρον ὕστερον καὶ τὸ
126

θεωρεῖν πολὺ πρότερον ἀπὸ τοῦ θεοῦ τὴν προσηγορίαν


ἔλαβεν. ἐπὶ μέντοι τῶν καθ' ἡμᾶς χρόνων τοσοῦτον ἐπι-
δέδωκε τὸ τῆς διαφθορᾶς εἶδος, ὥστε τοῦ μὲν παιδευτικοῦ
τρόπου μηδεμίαν μνείαν μηδ' ἀντίληψιν εἶναι, πάντας δὲ
τοὺς μουσικῆς ἁπτομένους πρὸς τὴν θεατρικὴν προσκεχω-
ρηκέναι μοῦσαν.
εἴποι τις ‘ὦ τᾶν, οὐδὲν οὖν ὑπὸ τῶν ἀρχαίων
προσεξεύρηται καὶ κεκαινοτόμηται;’ φημὶ καὶ αὐτὸς ὅτι
προσεξεύρηται, ἀλλὰ μετὰ τοῦ σεμνοῦ καὶ πρέποντος. οἱ
γὰρ ἱστορήσαντες τὰ τοιαῦτα Τερπάνδρῳ μὲν τήν τε Δώριον
νήτην προσετίθεσαν, οὐ χρησαμένων αὐτῇ τῶν ἔμπροσθεν
κατὰ τὸ μέλος, καὶ τὸν Μιξολύδιον δὲ τόνον ὅλον προσεξ-
εύρασθαι λέγεται, καὶ τὸν τῆς ὀρθίου μελῳδίας τρόπον
τὸν κατὰ τοὺς ὀρθίους πρός τε τῷ ὀρθίῳ καὶ τὸν
σημαντὸν τροχαῖον. εἰ δέ, καθάπερ Πίνδαρός φησι
(fr. 129 Turyn), καὶ τῶν σκολιῶν μελῶν Τέρπανδρος εὑρετὴς
ἦν ἀλλὰ μὴν καὶ Ἀρχίλοχος τὴν τῶν τριμέτρων ῥυθμο-
ποιίαν προσεξεῦρε καὶ τὴν εἰς τοὺς οὐχ ὁμογενεῖς ῥυθμοὺς

Πλούταρχος De musica (1131b-1147a) Stephanus p. 1142, se. C, l. 5

μούντων καὶ δὴ καὶ τὰ Πινδάρου, τά τε Διονυσίου τοῦ


Θηβαίου καὶ τὰ Λάμπρου καὶ τὰ Πρατίνου καὶ τῶν λοι-
πῶν ὅσοι τῶν λυρικῶν ἄνδρες ἐγένοντο ποιηταὶ κρουμά-
των ἀγαθοί· καὶ αὐλῆσαι δὲ καλῶς καὶ περὶ τὰ λοιπὰ μέ-
ρη τῆς συμπάσης παιδείας ἱκανῶς διαπονηθῆναι· παραλ-
λάξαντα δὲ τὴν τῆς ἀκμῆς ἡλικίαν, οὕτω σφόδρα ἐξαπα-
τηθῆναι ὑπὸ τῆς σκηνικῆς τε καὶ ποικίλης μουσικῆς, ὡς
καταφρονῆσαι τῶν καλῶν ἐκείνων ἐν οἷς ἀνετράφη, τὰ
Φιλοξένου δὲ καὶ Τιμοθέου ἐκμανθάνειν, καὶ τούτων αὐτῶν
τὰ ποικιλώτατα καὶ πλείστην ἐν αὑτοῖς ἔχοντα και-
νοτομίαν· ὁρμήσαντά τ' ἐπὶ τὸ ποιεῖν μέλη καὶ διαπει-
ρώμενον ἀμφοτέρων τῶν τρόπων, τοῦ τε Πινδαρείου καὶ
τοῦ Φιλοξενείου, μὴ δύνασθαι κατορθοῦν ἐν τῷ Φιλοξε-
νείῳ γένει· γεγενῆσθαι δ' αἰτίαν τὴν ἐκ παιδὸς καλλίστην
ἀγωγήν.
Εἰ οὖν τις βούλεται μουσικῇ καλῶς καὶ κεκριμέ-
νως χρῆσθαι, τὸν ἀρχαῖον ἀπομιμείσθω τρόπον, ἀλλὰ
μὴν καὶ τοῖς ἄλλοις αὐτὴν μαθήμασιν ἀναπληρούτω, καὶ
φιλοσοφίαν ἐπιστησάτω παιδαγωγόν· αὕτη γὰρ ἱκανὴ
κρῖναι τὸ μουσικῇ πρέπον μέτρον καὶ τὸ χρήσιμον. τριῶν
γὰρ ὄντων μερῶν εἰς ἃ διῄρηται τὴν καθόλου διαίρεσιν
127

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae (0096: 002)


“Corpus fabularum Aesopicarum, vols. 1.1 & 1.2, 2nd edn.”, Ed.
Hausrath, A., Hunger, H.Leipzig: Teubner, 1.1:1970; 1.2:1959.
Fable 56, version 1, l. 4

ΓΥΝΗ ΜΑΓΟΣ

γυνὴ μάγος ἐπῳδὰς καὶ καταθέσεις θείων μηνιμάτων


ἐπαγγελλομένη διετέλει πολλὰ τελοῦσα κἀκ τούτων οὐ μικρὰ
βιοποριστοῦσα. ἐπὶ τούτοις γραψάμενοί τινες αὐτὴν ὡς
καινοτομοῦσαν περὶ τὰ θεῖα εἰς δίκην ὑπήγαγον καὶ κατηγο-
ρήσαντες κατεδίκασαν αὐτὴν θανάτῳ. θεασάμενος δέ τις
αὐτὴν ἀπαγομένην ἐκ τῶν δικαστηρίων ἔφη πρὸς αὐτήν·
“σὺ τὰς τῶν δαιμόνων ὀργὰς ἀποτρέπειν ἐπαγγελλομένη
πῶς οὐδὲ ἀνθρώπους πεῖσαι ἠδυνήθης;”
[ὁ λόγος πρὸς ἀπατεῶνας καὶ μεγάλα ὑποσχομένους·
εἶτα οὗτοι ἐν μικροῖς ἐλέγχονται.]

Στράβων γεωγραφικά. (0099: 001)“Strabonis geographica, 3 vols.”, Ed.


Meineke, A.Leipzig: Teubner, 1877, Re. 1969.B. 12, Ch. 3, se. 22, l. 7

νὰς εἶναί φασι· καὶ γὰρ Ἔφεσον καὶ Σμύρναν καὶ Κύ-
μην καὶ Μύριναν. ἡ δὲ Ἀλύβη ἢ ὥς τινες Ἀλόπη ἢ
Ἀλόβη πῶς ἂν ἐν τοῖς τόποις τούτοις ἐξητάζετο; πῶς
δὲ τηλόθεν; πῶς δ' ἡ τοῦ ἀργύρου γενέθλη;
Ταῦτα μὲν ἀπολύεται τῇ μεταγραφῇ· γράφει γὰρ
οὕτως “αὐτὰρ Ἀμαζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρ-
“χον, ἐλθόντ' ἐξ Ἀλόπης, ὅ θ' Ἀμαζονίδων γένος ἐστί.”
ταῦτα δ' ἀπολυσάμενος εἰς ἄλλο ἐμπέπτωκε πλάσμα·
οὐδαμοῦ γὰρ ἐνθάδε εὑρίσκεται Ἀλόπη· καὶ ἡ μετα-
γραφὴ δὲ παρὰ τὴν τῶν ἀντιγράφων τῶν ἀρχαίων πί-
στιν καινοτομουμένη ἐπὶ τοσοῦτον σχεδιασμῷ ἔοικεν.
ὁ δὲ Σκήψιος οὔτε τὴν τούτου δόξαν ἔοικεν ἀποδεξά-
μενος οὔτε τῶν περὶ τὴν Παλλήνην τοὺς Ἁλιζώνους
ὑπολαβόντων, ὧν ἐμνήσθημεν ἐν τοῖς Μακεδονικοῖς.
ὁμοίως διαπορεῖ καὶ πῶς ἐκ τῶν ὑπὲρ τὸν Βορυσθένην
νομάδων ἀφῖχθαι συμμαχίαν τοῖς Τρωσί τις νομίσειεν,
128

ἐπαινεῖ δὲ μάλιστα τὴν Ἑκαταίου τοῦ Μιλησίου καὶ


Μενεκράτους τοῦ Ἐλαΐτου τῶν Ξενοκράτους γνωρί-
μων ἀνδρὸς δόξαν καὶ τὴν Παλαιφάτου, ὧν ὁ μὲν ἐν
γῆς περιόδῳ φησίν “ἐπὶ δ' Ἀλαζίᾳ πόλι ποταμὸς Ὀδρύ-
“σης ῥέων διὰ Μυγδονίης πεδίου ἀπὸ δύσιος ἐκ τῆς

Στράβων γεωγραφικά. B. 14, Ch. 5, se. 29, l. 2

καὶ Σίπυλον μετάλλων ἐγένετο· ὁ δὲ Κάδμου [ἐκ τῶν]


περὶ Θρᾴκην καὶ τὸ Παγγαῖον ὄρος· ὁ δὲ Πριάμου ἐκ
τῶν ἐν Ἀστύροις περὶ Ἄβυδον χρυσείων, ὧν καὶ νῦν
ἔτι μικρὰ λείπεται· πολλὴ δ' ἡ ἐκβολὴ καὶ τὰ ὀρύγματα
σημεῖα τῆς πάλαι μεταλλείας· ὁ δὲ Μίδου ἐκ τῶν περὶ
τὸ Βέρμιον ὄρος· ὁ δὲ Γύγου καὶ Ἀλυάττου καὶ Κροί-
σου ἀπὸ τῶν ἐν Λυδίᾳ ... τῆς μεταξὺ Ἀταρνέως τε
καὶ Περγάμου πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα
τὰ χωρία.
Ἔτι καὶ ταῦτα μέμψαιτο ἄν τις τοῦ Ἀπολλοδώρου,
ὅτι τῶν νεωτέρων καινοτομούντων πολλὰ παρὰ τὰς
Ὁμηρικὰς ἀποφάσεις, εἰωθὼς ταῦτ' ἐλέγχειν ἐπὶ πλέον,
ἐνταῦθα οὐκ ὠλιγώρηκε μόνον, ἀλλὰ καὶ τἀναντία εἰς
ἓν συνάγει τὰ μὴ ὡσαύτως λεγόμενα. ὁ μὲν γὰρ Ξάν-
θος ὁ Λυδὸς μετὰ τὰ Τρωικά φησιν ἐλθεῖν τοὺς Φρύ-
γας ἐκ τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν ἀριστερῶν τοῦ Πόντου,
ἀγαγεῖν δ' αὐτοὺς Σκαμάνδριον ἐκ Βερεκύντων καὶ
Ἀσκανίας. ἐπιλέγει δὲ τούτοις ὁ Ἀπολλόδωρος, ὅτι
τῆς Ἀσκανίας ταύτης μνημονεύει καὶ Ὅμηρος ἧς ὁ
Ξάνθος “Φόρκυς δὲ Φρύγας ἦγε καὶ Ἀσκάνιος θεοει-
“δὴς τῆλ' ἐξ Ἀσκανίης.”

Aelius Aristides Rhet., Πρὸς Λεπτίνην ὑπὲρ ἀτελείας (0284: 054)


“Aristides, vol. 2”, Ed. Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.
Jebb p. 8, l. 13

τὴν πόλιν ἐρραστωνεῦσθαι καὶ μὴ τὴν γιγνομένην ταυ-


τησὶ πρόνοιαν ἴσχειν οὐκ ἀγαθοῦ τινος καὶ δημοτικοῦ
φάσκομεν εἶναι πολίτου· ὅταν τις πρὸς αὐτῷ τούτῳ καὶ
ἃ ταύτῃ καθάπαξ λυμαίνεται, ταῦτα γράφειν καὶ νομο-
θετεῖν ἐκ περιουσίας αἱρεῖται, ποῦ τουτονὶ θήσομεν; ὡς
μὲν οὖν πανοῦργος ἡμῖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ δύς-
νους καὶ τὰ τοιαῦτα Λεπτίνης, καὶ ὡς τῆς ἀγαθῆς καὶ
129

τὴν πόλιν ἐξ ἀρχῆς λαχούσης ἀντίπαλος τύχης, ἐν ὑστέρῳ


καὶ δὴ σαφῶς ἐπιδείξω· ὅτι δ' οὐδὲν τῶν δεόντων καὶ ὧν
τοῖς πράγμασι μάλιστα δεῖ, ἀλλ' ἃ μὴ χρὴ, συμβουλεύει,
καὶ παρὰ τοὺς κειμένους τῇ πόλει νόμους καινοτομεῖ, και-
νούς τινας αὐτὸς εἰς τὴν πολιτείαν εἰσάγων, νῦν ἐμοῦ
λέγοντος εἴσεσθε.
Πρῶτον μὲν οὖν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἐκεῖνο μα-
θεῖν ἡμᾶς δεῖ, ὅτι τοσούτων καὶ τηλικούτων ἄνωθεν,
οὐκ Ἀθήνησι μόνον, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς Ἕλλησι συμβού-
λων καὶ νομοθετῶν γεγονότων, τούτων μὲν οὐδεὶς οὐδέν
τι τοιοῦτον πώποτ' οὔτ' ἔγραψεν οὔτ' εἰσηγήσατο· μάλιστα
ἂν εἴ γε συμφέρειν ᾔδεσαν καὶ τοῦτ' εἰρηκότες, ὥσπερ
καὶ τἄλλα, δι' ὧν ἡμῖν ἡ πόλις, σὺν θεοῖς εἰπεῖν, ἄριστα
ἔχει μόνος δὲ οὗτος, ὥσπερ ἐκ θεῶν ἥκων καὶ τὸ συμ

Aelius Aristides Rhet., Πρὸς Λεπτίνην ὑπὲρ ἀτελείας Jebb p. 122, l. 4

ἡμῖν ἀπολαύουσι τυγχάνειν προνοίας, ἡμᾶς δὲ καὶ ἃ


σφίσι δεδώκαμεν, ὡς μηδενὸς ὄντας ἀξίους, ἀφελεῖν
ἐθελῆσαι; καὶ τίς οὐκ οἶδεν ὡς οὕτω γ' ἂν τὸ καθ'
ἡμᾶς εἰς αἴνιγμα πέσοι, νῦν μὲν οὕτως, νῦν δ' ἐκείνως
ἔχοντας, μᾶλλον δὲ οὐδετέρως, ἐπεὶ καὶ οὕτω κἀκείνως;
Καὶ μὴν ἅπας μὲν νόμος, δι' ὧν τοῦ κοινῇ λυσι-
τελοῦντος διὰ πάντων φροντίζει, εὖ πράττειν τοὺς χρω-
μένους παρασκευάζει, τά τε ἄλλα καὶ τὸ ταὐτὰ διὰ
τέλους φρονεῖν· ὅπερ εὐπραγίας ὡς ἀληθῶς ἴδιον. οὗτος
δὲ μηδένα τούτου ποιούμενος λόγον, ἀλλὰ καὶ παρὰ τὸ
κοινῇ συμφέρον καινοτομῶν ἃ μὴ δεῖ, ἐν τοῖς μεγίστοις
καταβλάπτει τὴν πόλιν, οὐ μόνον ἀσύμφωνον αὐτὴν
πρὸς ἑαυτὴν καθιστὰς, ἀλλὰ καὶ τῶν πάνυ τοι προση-
κόντων ἀποστερῶν καὶ ὧν πᾶς τις ἂν αὐτῇ τυγχάνειν
εἰς ἅπαν συνεύξαιτο. τί δ' ἂν εἴη κατ' εὐχὴν πόλεσι
μᾶλλον ἢ τὸ φίλους καὶ εὐεργέτας ὁσημέραι κεκτῆσθαι;
ὧν οὗτος, εἰ κύριος ἔσται, ταύτην καθάπαξ ἀπάγων,
εἰ μὴ τοῦτ' ἔσται, τούτων αὐτὴν καθάπαξ ἐμπλήσει.
εἰ τοίνυν τὸ μὲν τουτονὶ λελυκέναι συνίστησιν ἡμῖν
τοὺς γνωρίμους εἰς ἅπαν καὶ προσέτι πλείους ποιεῖ,
τὸ δ' αὖ σώζειν ἐθέλειν ἡμῶν τούτους ἀφίστησι,

Αίλιος Αριστείδης ρητορική τέχνη. [Sp.] (0284: 056)


“Rhetores Graeci, vol. 2”, Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1854, Repr.
130

1966.B. 1, Ch. 13, se. 1, subse. 7, l. 2

κτικοῖς καὶ προοιμίοις καὶ ἐνθυμήμασι.


Φράσις δὲ ἀσαφὴς γίνεται, ὅταν λίαν ἀπηρχαι-
ωμένῃ χρῆταί τις καὶ ἀμφιβόλῳ, ὥσπερ τὸ
ὦ Ζεῦ γένοιτο καταβαλεῖν τὸν σῦν ἐμέ.
ἢ κατ' ἄλλον τρόπον, οἷον χρόνον ἢ αἰτίαν ἢ τόπον.
Πλεονάζει δὲ φράσις, εἰ διπλασιάζεται ὄνομα
ἔχουσα χωρὶς χρείας, ὥσπερ ἔλεξα, εἶπον, ἔφρασα.
καὶ εἰ ἐπὶ τῶν προειρημένων ἃ εἴπομεν, ταὐτὰ εἴπωμεν
καὶ μετὰ ταῦτα.
Ματαία ἐστὶ φράσις ἡ ἐν βαρβάροις ὀνόμασι, κε-
καινοτομημένοις καὶ παρακεχαραγμένοις· διὸ καὶ ἄκαι-
ρος φαίνεται τὰ ἑτέρων ὀνόματα ἄλλοις ἀκαίρως προς-
νέμουσα καὶ μὴ τὰ πράγματα φράζουσα.
καὶ μὴν εἰ μὲν ἄλλου του χάριν λόγος
εὑρέθη ἢ τοῦ πείθειν, ἴσως ἄν τις ἀμφισβή-
τησις ἦν· ὅτε δὲ ἐστὶν εὔδηλον ὅτι ἐφ' ἓν τοῦτο
πᾶσα ἡ τῆς λογικῆς δυνάμεως ἕξις ὥρμηται,
δυοῖν ἀνάγκη δήπου θάτερον, ἢ μὴ ὀρθῶςἔχειν μηδ' ἱκανὸν φαίνεσθαι τὸν
λόγον, ἢ ὁμοῦ βέλτιστόν τε εἶναι καὶ κρατεῖν τῶν ἀκουόντων.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (0385: 001)“Cassii Dionis Cocceiani


historiarum Romanarum quae supersunt, 3 vols.”, Ed. Boissevain, U.P.
Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901, Repr. 1955.B. 6, Ch. 24, se.
1, l. 8

ἔχαιρον, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλή-
θους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον. κἀκ
τούτου στάσις οὐ σμικρά σφων συνηνέχθη. M. 42 (p. 153).
ὅτι πρὸς Φαλίσκους οἱ Ῥωμαῖοι πολλὰς μάχας μαχεσάμενοι
καὶ πολλὰ καὶ παθόντες καὶ δράσαντες τῶν μὲν πατρίων ἱερῶν
ὠλιγώρησαν, πρὸς δὲ τὰ ξενικὰ ὡς καὶ ἐπαρκέσοντά σφισιν ὥρ-
μησαν. φιλεῖ γάρ πως τὸ ἀνθρώπειον ἐν ταῖς συμφοραῖς τοῦ μὲν
συνήθους, κἂν θεῖον ᾖ, καταφρονεῖν, τὸ δὲ ἀπείρατον θαυμάζειν.
παρ' ἐκείνου μὲν γὰρ ἅτε μηδὲν ἐς τὸ παρὸν ὠφελεῖσθαι νομί-
ζοντες οὐδὲ ἐς τὸ ἔπειτα χρηστὸν οὐδὲν προσδέχονται, παρὰ δὲ
δὴ τοῦ ξένου πᾶν ὅσον ἂν ἐθελήσωσιν ὑπὸ τῆς καινοτομίας ἐλπί-
ζουσιν. M. 43 (p. 153).
ἐς γὰρ τοῦτο φιλοτιμίας κἀκ τούτου καὶ φιλονεικίας ἀλλήλοις
ἀφίκοντο, ὥστε μηκέτι καθ' ἓν πάντας, ὥσπερ εἰώθεσαν, ἀλλ' ἐκ
περιτροπῆς ἰδίᾳ ἕκαστον αὐτῶν ἄρχειν, ἀφ' οὗ οὐδὲν χρηστὸν
ἐγίγνετο· τό τε γὰρ οἰκεῖον, οὐ τὸ κοινὸν ἑκάστου αὐτῶν σκοποῦν-
131

τος, καὶ βλαβῆναί πῃ τὸ δημόσιον μᾶλλον ἢ τὸν συνάρχοντα εὐ-


δοκιμῆσαι ἐθέλοντος, πολλὰ καὶ δυσχερῆ συνέβαινεν. M. 44 (ib.).
ὅτι δημοκρατία ἐστὶν οὐ τὸ πάντας τῶν αὐτῶν ἁπλῶς τυγχά-
νειν, ἀλλὰ τὸ τὰ κατ' ἀξίαν ἕκαστον φέρεσθαι. M. 45 (p. 154).
ὅτι τὴν τῶν Φαλίσκων πόλιν πολιορκοῦντες οἱ Ῥωμαῖοι ταύτῃ

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 7, Ch. 29, se. 5, l. 3

καὶ τὰ τυχόντα πολλῶν τισι καὶ μεγάλων κακῶν αἴτια γίγνεται,


ὅταν φθόνῳ τέ τις αὐτὰ καὶ ζηλοτύπως λαμβάνῃ. M. 49 (p. 155.).
ὅτι δεινὸν ἐν κακοῖς προσδοκία σωτηρίας ἀναπεῖσαί τινα πι-
στεῦσαι καὶ τοῖς παραλόγοις. M. 50 (p. 156).
ἀεὶ γάρ τι τοῦ τῆς πολιτείας κόσμου στασιάζοντες παρέλυον,
ὥσθ' ὑπὲρ ὧν τοὺς πολέμους πρὶν τοὺς μεγίστους ἀνῃροῦντο,
ταῦτ' ἐν τῷ χρόνῳ σύμπαντα ὡς εἰπεῖν οὐκ ἀστασιάστως μέν, οὐ
μέντοι καὶ χαλεπῶς κατακτήσασθαι. M. 51 (ib.).
ὅτι Πούπλιος, τῶν πολιτῶν Ῥωμαίων στασιαζόντων πρὸς ἀλ-
λήλους, ὀλίγου τούτους συνήλλαξεν· Λικίννιον γὰρ Στόλωνα προς-
είλετο ὄντα ἵππαρχον. ὅπερ καινοτομηθὲν τοὺς μὲν εὐπατρίδας
ἐλύπησεν, τοὺς δὲ ἄλλους οὕτως ὑπηγάγετο ὥστε μηκέτι τῆς ὑπα-
τείας τῷ ὑστέρῳ ἔτει ἀντιποιήσασθαι, ἀλλ' ἐᾶσαι τοὺς χιλιάρχους
αἱρεθῆναι. ἐκ γὰρ τούτου καὶ ἐς τἆλλα ἀνθυπείξαντές γέ τινα
ἀλλήλοις ἴσως ἂν κατηλλάγησαν, εἰ μήπερ ὁ Στόλων ὁ δήμαρχος
τοιοῦτόν τι εἰπών, ὡς οὐκ ἂν πίοιεν εἰ μὴ φάγοιεν, ἀνέπεισεν αὐ-
τοὺς μηδενὸς ἀφέσθαι, ἀλλ' ὡς καὶ ἀναγκαῖα πάντα ὅσα ἐνεχει-
ρίσαντο κατεργάσασθαι. V. 17 (p. 585).

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 42, Ch. 29, se. 2, l. 6

οὕτω μὲν οἱ Ῥωμαῖοι οἱ ἐν τῇ πόλει τότε ὄντες διετίθεντο·


ὥσπερ δὲ οὐκ ἀποχρῶν αὐτοῖς ὑπὸ τοῦ Ἀντωνίου κακοῦσθαι, Λού-
κιός τέ τις Τρεβέλλιος καὶ Πούπλιος Κορνήλιος Δολοβέλλας δή-
μαρχοι ἐστασίασαν. οὗτος μὲν γὰρ τοῖς ὀφείλουσιν, ἐξ ὧν καὶ
αὐτὸς ἦν, [καὶ] διὸ καὶ ἐκ τῶν εὐπατριδῶν ἐς τὸ πλῆθος ἐπὶ τῇ
δημαρχίᾳ μετέστη, συνηγωνίζετο· ἐκεῖνος δὲ ἔλεγε μὲν τῶν ἀμει-
νόνων προΐστασθαι, ἐκ δὲ δὴ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ καὶ γράμματα ἐξετίθει
καὶ σφαγαῖς ἐχρῆτο. ταραχή τε οὖν καὶ ἐκ τούτων πολλὴ ἐγίγνετο,
καὶ ὅπλα πολλὰ καὶ πανταχοῦ ἑωρᾶτο, καίτοι τῶν τε βουλευτῶν
ἀπαγορευσάντων μηδὲν πρὸ τῆς τοῦ Καίσαρος ἀφίξεως καινοτο-
μηθῆναι, καὶ τοῦ Ἀντωνίου μηδένα ἐν τῷ ἄστει ἰδιώτην ὁπλοφορεῖν.
καὶ οὐ γὰρ ἐσήκουον, ἀλλὰ πάντα δὴ πάντως καὶ ἐπ' ἀλλήλοις καὶ
132

ἐπ' ἐκείνοις ἐποίουν, τρίτη στάσις τοῦ τε Ἀντωνίου καὶ τῆς γερου-
σίας ἐγένετο· ἵνα γὰρ καὶ παρ' αὐτῆς τά τε ὅπλα καὶ τὴν ἐξουσίαν
τὴν ἀπ' αὐτῶν, ᾗ φθάσας ἐχρῆτο, προστεθεῖσθαι νομισθείη, στρα-
τιώτας τε ἐντὸς τοῦ τείχους τρέφειν καὶ τὴν πόλιν διὰ φυλακῆς
μετὰ τῶν ἄλλων δημάρχων ποιεῖσθαι ἔλαβε. κἀκ τούτου Ἀντώ-
νιος μὲν ἐν νόμῳ δή τινι πάνθ' ὅσα ἐπεθύμει ἔδρα, Δολοβέλλας
δὲ καὶ Τρεβέλλιος ὄνομα μὲν βιαίου πράξεως εἶχον, ἀντηγωνίζοντο
δὲ ὑπό τε τῆς θρασύτητος καὶ ὑπὸ τῆς παρασκευῆς καὶ ἀλλήλοις
καὶ ἐκείνῳ, ὥσπερ τινὰ καὶ αὐτοὶ ἡγεμονίαν παρὰ τῆς βουλῆς εἰ

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 53, Ch. 10, se. 1, l. 5

τινὰ κτώμεθα. ἀφ' οὗπερ καὶ ἐγὼ τὸ μὲν ἤδη ἔχων τὸ δὲ ἕξειν
ἐλπίζων, ἀποδίδωμι ὑμῖν καὶ τὰ ὅπλα καὶ τὰ ἔθνη τάς τε προσό-
δους καὶ τοὺς νόμους, τοσοῦτον μόνον ὑπειπών, ἵνα μήτε τὸ μέγεθος
ἢ καὶ τὸ δυσμεταχείριστον τῶν πραγμάτων φοβηθέντες ἀθυμήσητε,
μήτ' αὖ καταφρονήσαντες αὐτῶν ὡς καὶ ῥᾳδίως διοικεῖσθαι δυνα-
μένων ἀμελήσητε.
καίτοι καὶ καθ' ἕκαστον τῶν μειζόνων οὐκ ἂν ὀκνήσαιμι ὑμῖν
ἐν κεφαλαίοις ὅσα χρὴ πράττειν ὑποθέσθαι. τίνα δὲ ταῦτά ἐστι;
πρῶτον μὲν τοὺς κειμένους νόμους ἰσχυρῶς φυλάττετε, καὶ μηδένα
αὐτῶν μεταβάλητε· τὰ γὰρ ἐν ταὐτῷ μένοντα, κἂν χείρω ᾖ, συμφο-
ρώτερα τῶν ἀεὶ καινοτομουμένων, κἂν βελτίω εἶναι δοκῇ, ἐστίν.
ἔπειτα δέ, ὅσα προστάττουσιν ὑμῖν οὗτοι ποιεῖν καὶ ὅσων ἀπαγο-
ρεύουσιν ἀπέχεσθαι, μὴ τῷ λόγῳ μόνον ἀλλὰ καὶ τῷ ἔργῳ, μηδ'
ἐν τῷ κοινῷ μόνον ἀλλὰ καὶ ἰδίᾳ ἀκριβῶς παρατηρεῖσθε, ὅπως μὴ
τιμωρίας ἀλλὰ τιμῶν τυγχάνητε. τάς τε ἀρχὰς καὶ τὰς εἰρηνικὰς
καὶ τὰς πολεμικὰς τοῖς ἀεὶ ἀρίστοις τε καὶ ἐμφρονεστάτοις ἐπι-
τρέπετε, μήτε φθονοῦντές τισι, μήθ' ὑπὲρ τοῦ τὸν δεῖνα ἢ τὸν
δεῖνα πλεονεκτῆσαί τι, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦ τὴν πόλιν καὶ σώζεσθαι καὶ
εὐπραγεῖν φιλοτιμούμενοι. καὶ τοὺς μὲν τοιούτους τιμᾶτε, τοὺς
δ' ἄλλως πως πολιτευομένους κολάζετε. καὶ τὰ μὲν ἴδια κοινὰ τῇ
πόλει παρέχετε, τῶν δὲ δημοσίων ὡς ἀλλοτρίων ἀπέχεσθε.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 53, Ch. 14, se. 7, l. 4

τοὺς ἀρχομένους ἐξουσίαν ἔχοντας ἐνομίσθη. πέμπονται γὰρ καὶ


οἷς οὐκ ἔξεστι τοῦτο, ἐς μὲν τὰ τοῦ δήμου τῆς τε βουλῆς λεγόμενα
ἔθνη οἵ τε ταμιεύοντες, οὓς ἂν ὁ κλῆρος ἀποδείξῃ, καὶ οἱ παρε-
δρεύοντες τοῖς τὸ κῦρος τῆς ἀρχῆς ἔχουσιν. οὕτω γὰρ ἂν ὀρθῶς
αὐτούς, οὐ πρὸς τὸ ὄνομα ἀλλὰ πρὸς τὴν πρᾶξιν, ὥσπερ εἶπον,
καλέσαιμι, ἐπεὶ οἵ γε ἄλλοι πρεσβευτὰς καὶ τούτους ἑλληνίζοντες
ὀνομάζουσι. καὶ περὶ μὲν τῆς ἐπικλήσεως ταύτης ἀρκούντως ἐν
133

τοῖς ἄνω λόγοις εἴρηται, τοὺς δὲ δὴ παρέδρους αὐτὸς ἑαυτῷ ἕκαστος


αἱρεῖται, ἕνα μὲν οἱ ἐστρατηγηκότες ἐκ τῶν ὁμοίων σφίσιν ἢ καὶ
τῶν ὑποδεεστέρων, τρεῖς δὲ οἱ ὑπατευκότες καὶ ἐκ τῶν ὁμοτίμων,
οὓς ἂν καὶ ὁ αὐτοκράτωρ δοκιμάσῃ. ἐκαινοτομήθη μὲν γάρ τι
καὶ κατὰ τούτους, ἀλλ' ἐπειδὴ ταχὺ ἐπαύσατο, ἀρκέσει τότε αὐτὸ
λεχθῆναι.
περὶ μὲν οὖν τὰ τοῦ δήμου ἔθνη ταῦθ' οὕτω γίγνεται· πέμπον-
ται δὲ καὶ ἐς τὰ ἕτερα, τὰ τοῦ τε αὐτοκράτορος ὀνομαζόμενα καὶ
πολιτικὰ στρατόπεδα πλείω ἑνὸς ἔχοντα, οἱ ὑπάρξοντές σφων, ὑπ'
αὐτοῦ ἐκείνου τὸ μὲν πλεῖστον ἐκ τῶν ἐστρατηγηκότων ἤδη δὲ
καὶ ἐκ τῶν τεταμιευκότων ἢ καὶ ἄλλην τινὰ ἀρχὴν τῶν διὰ μέσου
ἀρξάντων αἱρούμενοι.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 55, Ch. 27, se. 3, l. 1

βοήθειαν οὖσαν ἐτήρησεν αὐτούς. καὶ εἰσὶ καὶ νῦν οἱ νυκτοφύλακες


οὗτοι ἴδιόν τινα τρόπον οὐκ ἐκ τῶν ἀπελευθέρων ἔτι μόνον ἀλλὰ
καὶ ἐκ τῶν ἄλλων στρατευόμενοι, καὶ τείχη τε ἐν τῇ πόλει ἔχουσι
καὶ μισθὸν ἐκ τοῦ δημοσίου φέρουσιν.
ὁ δ' οὖν ὅμιλος, οἷα ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ ὑπὸ τοῦ τέλους
τοῖς θ' ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀπολωλόσι κεκακωμένος, ἤσχαλλε, καὶ πολλὰ
μὲν καὶ φανερῶς νεωτεροποιὰ διελάλουν, πλείω δὲ δὴ βιβλία νύ-
κτωρ ἐξετίθεσαν. καὶ ταῦτ' ἐλέγετο μὲν ἐκ παρασκευῆς Πουπλίου
τινὸς Ῥούφου γίγνεσθαι, ὑπωπτεύετο δὲ ἐς ἄλλους· ὁ μὲν γὰρ Ῥοῦ-
φος οὔτε ἐνθυμηθῆναί τι αὐτῶν οὔτε πρᾶξαι ἐδύνατο, ἕτεροι δὲ
τῷ ἐκείνου ὀνόματι καταχρώμενοι καινοτομεῖν ἐπιστεύοντο. καὶ διὰ
τοῦτο ζήτησίς τε αὐτῶν ἐψηφίσθη καὶ μήνυτρα προετέθη· μηνύσεις
τε ἐγίγνοντο, καὶ ἡ πόλις καὶ ἐκ τούτων ἐταράττετο, μέχρις οὗ ἥ
τε σιτοδεία ἐπαύσατο, καὶ μονομαχίας ἀγῶνες ἐπὶ τῷ Δρούσῳ πρός
τε τοῦ Γερμανικοῦ τοῦ Καίσαρος καὶ πρὸς Τιβερίου Κλαυδίου
Νέρωνος, τῶν υἱέων αὐτοῦ, ἐγένοντο. τοῦτό τε γὰρ αὐτοὺς ἐπὶ
τῇ τοῦ Δρούσου μνήμῃ παρεμυθήσατο, καὶ ὅτι τὸ Διοσκόρειον ὁ
Τιβέριος καθιερώσας οὐ τὸ ἑαυτοῦ μόνον ὄνομα αὐτῷ, Κλαυδιανὸν
ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ Κλαυδίου διὰ τὴν ἐς τὸ τοῦ Αὐγούστου γένος
ἐκποίησιν ὀνομάσας, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκείνου ἐπέγραψε. τά τε γὰρ
τῶν πολέμων ἅμα διῴκει, καὶ ἐς τὴν πόλιν, ὁπότε παράσχοι,

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 57, Ch. 3, se. 6, l. 4

ἀλλοτρίως ἑαυτῷ ἔχοντας διέμελλε καὶ διῆγεν, ὅπως μὴ φθάσαντές


τι νεοχμώσωσιν ἐλπίδι τοῦ καὶ ἐθελούσιον αὐτὸν τὴν ἀρχὴν ἀφή-
σειν, μέχρις οὗ ἐγκρατὴς αὐτῆς διὰ πάντων ἐγένετο. οὐ μέντοι
134

καὶ ταῦθ' οὕτως αἴτια τῆς διαγωγῆς ταύτης γράφω, ὡς τήν τε


ἐπιτήδευσιν τῆς γνώμης αὐτοῦ καὶ τὴν ταραχὴν τῶν στρατιωτῶν.
τὸν μὲν γὰρ Ἀγρίππαν παραχρῆμα ἀπὸ τῆς Νώλης πέμψας τινὰ
ἀπέκτεινε· καὶ ἔλεγε μὲν μὴ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ προστάξεως τοῦτο
γεγονέναι, ἐπηπείλει τε τῷ δράσαντι, οὐ μὴν καὶ τιμωρίαν τινὰ
αὐτοῦ ἐποιήσατο, ἀλλ' εἴα τοὺς ἀνθρώπους λογοποιεῖν, τοὺς μὲν
ὅτι ὁ Αὔγουστος αὐτὸν ὑπὸ τὴν τελευτὴν ἀπεχρήσατο, τοὺς δ' ὅτι
ὁ ἑκατόνταρχος ὁ τὴν φρουρὰν αὐτοῦ ἔχων καινοτομοῦντά τι
ἀπέσφαξεν αὐτογνωμονήσας, ἄλλους ὡς ἡ Λιουία, ἀλλ' οὐκ ἐκεῖ-
νος, ἀποθανεῖν αὐτὸν ἐκέλευσεν.
τοῦτον μὲν οὖν αὐτίκα ὑπεξείλετο, τὸν δὲ δὴ Γερμανικὸν δει-
νῶς ἐφοβεῖτο. ἐθορύβησαν μὲν γὰρ καὶ οἱ ἐν τῇ Παννονίᾳ στρα-
τιῶται, ἐπειδὴ τάχιστα τῆς τοῦ Αὐγούστου μεταλλαγῆς ᾔσθοντο·
καὶ συνελθόντες ἐς ἓν τεῖχος, καὶ ἐκεῖνο κρατυνάμενοι, πολλὰ καὶ
στασιαστικὰ ἔπραξαν. τά τε γὰρ ἄλλα καὶ τὸν ἄρχοντά σφων
Ἰούνιον Βλαῖσον ἀποκτεῖναι ἐπεχείρησαν, τούς τε δούλους αὐτοῦ
συλλαβόντες ἐβασάνισαν. τό τε σύμπαν οὔθ' ὑπὲρ ἑκκαίδεκα ἔτη
στρατεύεσθαι ἤθελον, καὶ δραχμὴν ἡμερησίαν φέρειν τά τε ἆθλα

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 60, Ch. 23, se. 3, l. 1

Γαΐου τε Κρίσπου τὸ δεύτερον καὶ Τίτου Στατιλίου ὑπατευόντων,


ἦλθέ τε ἐς τὴν Ῥώμην ὁ Κλαύδιος ἓξ μῆνας ἀποδημήσας, ἀφ'
ὧν ἑκκαίδεκα μόνας ἐν τῇ Βρεττανίᾳ ἡμέρας ἐποίησε, καὶ τὰ νικη-
τήρια ἔπεμψε, τά τε ἄλλα κατὰ τὸ νομιζόμενον πράξας καὶ τοὺς
ἀναβασμοὺς τοὺς ἐν τῷ Καπιτωλίῳ τοῖς γόνασιν ἀναβάς, ἀναφε-
ρόντων αὐτὸν τῶν γαμβρῶν ἑκατέρωθεν. ἔνειμε δὲ τοῖς μὲν βου-
λευταῖς τοῖς συνεξετασθεῖσίν οἱ τὰς ἐπινικίους τιμάς, οὐχ ὅτι τοῖς
ὑπατευκόσιν, ............... ὅπερ καὶ ἄλλως ἀφθονώ-
τατα καὶ ἐπὶ τοῖς ἐλαχίστοις ἐποίει, Ῥουφρίῳ δὲ δὴ Πωλίωνι τῷ
ἐπάρχῳ εἰκόνα καὶ ἕδραν ἐν τῷ βουλευτικῷ, ὁσάκις ἂν ἐς τὸ συν-
έδριον αὐτῷ συνεσίῃ· καὶ ἵνα γε μὴ καινοτομεῖν τι δόξῃ, ἔφη
καὶ τὸν Αὔγουστον ἐπὶ Οὐαλερίου τινὸς Λίγυος τοῦτο πεποιη-
κέναι. τόν τε Λάκωνα τὸν πρότερον μὲν τῶν νυκτοφυλάκων ἄρ-
ξαντα, τότε δὲ τῶν Γαλατῶν ἐπιτροπεύοντα, τῷ τε αὐτῷ τούτῳ
καὶ προσέτι ταῖς τῶν ὑπατευκότων τιμαῖς ἐσέμνυνε. διατελέσας
δὲ ταῦτα τὴν πανήγυριν τὴν τῶν νικητηρίων ἐποίησεν, ὑπάτου
τινὰ ἐξουσίαν ἐς αὐτὴν λαβών. ἐγίγνετο δὲ ἐν τοῖς δύο ἅμα θεά-
τροις· καὶ πολλάκις αὐτὸς μὲν ἀπελείπετο τῆς θέας, ἕτεροι δὲ
ἀντ' αὐτοῦ ἐπετέλουν αὐτήν. τῶν δὲ δὴ ἵππων ἐπήγγειλε μὲν
ἁμίλλας ὅσας ἂν ἡμέρα ἐνδέξηται, οὐ μέντοι καὶ πλείους τῶν δέκα
ἐγένοντο· ἄρκτοι τε γὰρ μεταξὺ τοῦ δρόμου αὐτῶν ἐσφάγησαν
135

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 78, Ch. 29, se. 2, l. 5

ἀμάχου καὶ ὑπὸ δέους τὸ δὲ ἔπειτα ὑπό τε τοῦ χρόνου καὶ ὑπὸ
τοῦ ἔθους οὐδὲν νεοχμώσειν, καὶ τοὺς ἑτέρους, ἅτε μηδὲν ἀπολλύν-
τας αὐτούς, ἡσυχάσειν ἤλπισεν. τοῦτο δὲ εἰ μὲν ἀναχωρησάντων
τε αὐτῶν ἐς τὰ οἰκεῖα τείχη καὶ κατὰ τοῦτο διασπαρέντων ἐγεγό-
νει, ὀρθῶς ἂν ἐπέπρακτο. ἴσως μὲν γὰρ οὐδ' ἂν ἠγανάκτησάν τινες
αὐτῶν, πιστεύσαντες ὄντως μηδὲν αὐτοὶ ζημιωθήσεσθαι τῷ μὴ
παραχρῆμα αὐτὸ πεπονθέναι· εἰ δὲ δὴ καὶ ἐχαλέπηναν, ἀλλ' ὀλίγοι
πως ἕκαστοι ὄντες καὶ τοῖς ἐκ τῆς βουλῆς ἄρχουσιν ὑποτεταγμένοι
οὐδὲν ἂν μέγα κακὸν δρᾶσαι ἠδυνήθησαν. ἐν δὲ δὴ τῇ Συρίᾳ συν-
εστραμμένοι, καὶ τὸ μέν τι καὶ περὶ αὑτούς, εἰ σκεδασθεῖεν, ὑπο-
πτεύσαντες καινοτομηθήσεσθαι (τότε γὰρ διὰ τὴν τοῦ πολέμου χρείαν
κολακεύεσθαι ἐδόκουν), τὸ δὲ καὶ τῷ ...ἐκεῖ-
νοι μὲν 8γὰρ στρατιώτας 8τέ τινας ἀπέκτειναν καὶ τῆς Μεσοποταμίας
τινὰ ἐλυμήναντο, οὗτοι δὲ καὶ ἀλλήλων συχνοὺς κατέκοψαν καὶ τὸν
αὐτοκράτορά σφων κατέλυσαν, καὶ ὃ τούτου δεινότερόν ἐστιν, τοιοῦ-
τον ἕτερον ἐστήσαντο ὑφ' οὗ οὐδὲν ὅ τι οὐ κακὸν καὶ αἰσχρὸν ἐγένετο.
καί μοι δοκεῖ ἐναργέστατα καὶ τοῦτο, εἴπερ τι ἄλλο τῶν πώ-
ποτε, προδειχθῆναι· ἡλίου τε γὰρ ἔκλειψις περιφανεστάτη ὑπὸ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐγένετο, καὶ ὁ ἀστὴρ ὁ κομήτης ἐπὶ πλεῖον
ὤφθη, ἕτερόν τέ τι ἄστρον ἀπὸ δυσμῶν πρὸς ἀνατολὰς τὸ ἀκρο-
φύσιον ἐπὶ πολλὰς νύκτας ἀνατεῖνον

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 79, Ch. 8, se. 1, l. 3

ἀλλαχόθι, ὥστε καὶ ἑτοιμότατον ὂν τοῖς βουλομένοις ἄρξαι, τῷ


καὶ παρ' ἐλπίδα καὶ παρὰ τὴν ἀξίαν πολλοὺς τῆς ἡγεμονίας ἐπι-
βεβατευκέναι, νεωτερίσαι τολμῆσαι. καὶ μηδεὶς ἀπιστήσῃ τῷ
8λεχθέντι· τὰ μὲν γὰρ λοιπὰ τὰ τῶν ἰδιωτῶν παρ' ἀνδρῶν ἀξιο-
πίστων πυθόμενος, τὸ δὲ δὴ κατὰ τὸν στόλον αὐτὸς ἐγγύθεν ἐκ
τῆς Περγάμου ἀκριβώσας ἔγραψα, ἧς, ὥσπερ καὶ τῆς Σμύρνης
ταχθεὶς ὑπὸ τοῦ Μακρίνου ἐπεστάτησα· ἀφ' οὗπερ οὐδὲ τῶν
ἄλλων οὐδὲν ἄπιστόν μοι κατεφάνη.
φόνων μὲν οὖν ἐχόμενα ταῦτα αὐτῷ ἐπράχθη, ἔξω δὲ δὴ τῶν
πατρίων ἁπλᾶ μὲν καὶ μηδὲν μέγα κακὸν ἡμῖν φέροντα, πλὴν καθ'
ὅσον παρὰ τὸ καθεστηκὸς ἐκαινοτομήθη, ὅτι τε τῶν ὀνομάτων τινὰ
τῶν ἐς τὴν ἡγεμονίαν αὐτοῦ τεινόντων, πρὶν ψηφισθῆναι, ὥσπερ
εἶπον, αὐτὸς ἑαυτῷ ἔθετο, καὶ ὅτι τῇ τοῦ Μακρίνου ὑπατείᾳ, μήτε
χειροτονηθεὶς ἐπ' αὐτὴν μήτε ὅλως ἐφαψάμενος αὐτῆς (προδιήνυστο
136

γάρ), αὑτὸν ἀντενέγραψε, καίτοι τὸ κατ' ἀρχὰς ἀπὸ τοῦ Ἀδουέντου


[μὲν] ὡς καὶ μόνου ὑπατευκότος τὸν ἐνιαυτὸν ἐν τρισὶ γράμμασι
διαδηλώσας, ὅτι τε δεύτερον δὴ ὑπατεύειν ἐπεχείρησεν, μηδεμίαν
πρόσθεν μήτε ἀρχὴν λαβὼν μήτε τιμὴν ἀρχῆς, καὶ ὅτι τῇ ἐπινι-
κίῳ στολῇ ὑπατεύων ἐν τῇ Νικομηδείᾳ, ἐν τῇ τῶν εὐχῶν ἡμέρᾳ,
8οὐκ ἐχρήσατο.
τῶν δὲ δὴ παρανομημάτων αὐτοῦ καὶ τὸ κατὰ τὸν Ἐλεγάβα

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (versio 1 in volumine 1) (0385:


002)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt,
vol. 1”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1955.
P. 21, l. 5

[Zonaras 7, 8, 7 – 12 (2, 28, 2 sqq. B. = 2, 106, 15 sqq. D.)]

ἱμάτιον καὶ χιτὼν ὁλοπόρφυρα καὶ χρυσόπαστα, στέφανός τε λίθων χρυ-


σοδέτων καὶ σκῆπτρον δίφρος τε ἐλεφάντινα, οἷς καὶ οἱ μετὰ ταῦτα οἵ τε
ἄλλοι καὶ οἱ τὴν αὐτοκράτορα ἔχοντες ἡγεμονίαν ἐχρήσαντο. καὶ
τεθρίππῳ
ἐν τοῖς ἐπινικίοις ἐπόμπευσε, καὶ ῥαβδούχους διὰ βίου δώδεκα ἔσχε.
Πάντως δὲ καὶ ἄλλα πλείω ἐκαινοτόμησεν ἄν, εἰ μή τις Ἄττος
Νάουιος τὰς φυλὰς αὐτὸν βουληθέντα μετακοσμῆσαι κεκώλυκεν, ὃς οἰ-
ωνιστὴς ἦν οἷος οὐχ ἕτερος γέγονε. τοῦτον ὁ Ταρκύνιος ὀργισθεὶς διὰ
τὴν ἐναντίωσιν ὑβρίσαι καὶ τὴν τέχνην ἐξουθενῆσαι διεμελέτησεν. λα-
βὼν οὖν ἐν τῷ κόλπῳ ἀκόνην τε καὶ ξυρὸν ἐς τὸν δῆμον παρῆλθεν,
ἐν νῷ ἔχων τμηθῆναι τῷ ξυρῷ τὴν ἀκόνην, πρᾶγμα τῶν ἀδυνάτων· εἰ-
πών τε ὅσα ἐβούλετο, ἐπεὶ ὁ Ἄττος ἀντέλεγεν ἐντονώτατα, μηδὲν ὑφιέ-
μενος “εἰ μὴ φιλονείκως ἀντιλέγεις” ἔφη “ἀλλ' ἀληθῆ λέγεις, ἐπὶ πάν-
των τούτων ἀπόκριναί μοι εἰ ὃ κατὰ νοῦν ἔχω ποιῆσαι γενήσεται.” ὁ
δὲ Ἄττος αὐτοῦ που οἰωνισάμενος παραυτίκα “καὶ πάνυ γε” εἶπεν “ὦ
βασιλεῦ, ὃ διανοῇ ἔσται ἐπιτελές.” “οὐκοῦν” ἔθη “τὴν ἀκόνην ταύτην

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (versio 1 in volumine 3) (0385:


004)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt,
vol. 3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr. 1955.
B. 71, Ch. 22, se. 2, l. 13
137

[Joann. Antioch.]

8Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια, πλεῖστά


τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρ-θικὸν πόλεμον ἀποδειξάμενος, ἄλ-
λως δὲ ὢν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γα-μετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔν-
νοιαν. αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαι ἄλλως
τε καὶ νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον
περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιω-τεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος
καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου ἔπεισε τὸν Κάσσιον,

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (Petri Patricii excerpta Vaticana sive


Maiana) (0385: 011)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum
quae supersunt, vol. 3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901,
Repr. 1955.Excerpt 156, l. 1

PETRI PATRICII EXCERPTA VATICANA SIVE MAIANA


de sententiis (περὶ γνωμῶν) n. 156 – 191, historiam Augustam a
fine Dionis continentia.

Κοῦφος μὲν γὰρ πᾶς ὄχλος πρὸς τὰ καινοτομούμενα· ὁ δὲ δῆμος


τῶν Ῥωμαίων διά τε τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν συγκλύδων
ἀνθρώπων τῶν εἰς αὐτὸν συνιόντων ῥᾷον τῶν ἄλλων ἐπαίρεται καὶ
μετὰ εὐχερείας πρὸς τὰ ἄτοπα τρέχει. Mai. 117 p. 233 = p. 217,
25 – 29 Dind.
Ὅτι ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς μετὰ Μαριάδνου πρὸ τῆς πόλεως
Ἀντιοχείας ὡς εἴκοσι σταδίους στρατοπεδεύεται· καὶ οἱ μὲν φρόνιμοι
ἔφυγον τῆς πόλεως, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος ἔμεινεν, τοῦτο μὲν φιλοῦντες
τὸν Μαριάδνην, τοῦτο δὲ καὶ τοῖς καινισμοῖς χαίροντες, ὅπερ ὑπὸ
ἀνοίας πάσχειν εἰώθασι. Mai. 118 p. 234 = p. 218, 1 – 6 Dind. = fr. 1

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (Joannis Antiocheni excerpta e Dione


derivata) (0385: 013)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum
quae supersunt, vol. 3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901,
Repr. 1955.P. 761, l. 23

οῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσά-
μενος, κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς κρείττοσιν. Exc. de ins. n. 112
Muell. (p. 29 Cram.).
138

Ὅτι Ἀδριανὸς ἦν ἡδὺς μὲν ἐντυχεῖν, καὶ ἐπήνθει τις αὐτῷ χάρις,
τῇ τε Λατίνων καὶ Ἑλλήνων ἄριστα γλώττῃ χρώμενος· οὐ μὴν ἐπὶ
πρᾳότητι τρόπων ἐθαυμάζετο· περί τε τὴν τῶν δημοσίων χρημάτων
ἐσπουδακὼς ἄθροισιν. Exc. Val. 35 p. 818 (n. 113 M.), unde Suid. s. v.
Ἀδριανός 3.
Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια,
πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξά-
μενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔννοιαν.
αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί τε καὶ ἄλλως
νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς
ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ
ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινάς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα,
συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης
τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη
τῆς ἀληθείας, ἄκων τε πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι. τούτων
μὲν οὖν ἕνεκα ὁ Μάρκος τόν τε Κόμοδον ἐκ τῆς Ῥώμης διεπέμψατο,

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii (0526: 004)“Flavii Iosephi


opera, vol. 6”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1955.B. 2,
se. 414, l. 3

αὐτῶν πολλὰ πρὸς τὴν τόλμαν τῆς ἀποστάσεως χαλεπήναντες καὶ


τὸ τηλικοῦτον ἐπισείειν τῇ πατρίδι πόλεμον, ἔπειτα τὸ τῆς προ-
φάσεως ἄλογον διήλεγχον, φάμενοι τοὺς μὲν προγόνους αὐτῶν κεκος-
μηκέναι τὸν ναὸν ἐκ τῶν ἀλλοφύλων τὸ πλέον ἀεὶ προσδεχο-
μένους τὰς ἀπὸ τῶν ἔξωθεν ἐθνῶν δωρεάς, καὶ οὐ μόνον οὐ
διακεκωλυκέναι θυσίας τινῶν, τοῦτο μὲν γὰρ ἀσεβέστατον, ἀλλὰ
καὶ τὰ βλεπόμενα καὶ τὰ παραμένοντα τοσοῦτον χρόνον ἀνα-
θήματα περὶ τῷ ἱερῷ καθιδρυκέναι. αὐτοὺς δὲ νῦν ἐρεθίζοντας τὰ
Ῥωμαίων ὅπλα καὶ μνηστευομένους τὸν ἀπ' ἐκείνων πόλεμον καινο-
τομεῖν θρησκείαν ξένην καὶ μετὰ τοῦ κινδύνου καταψηφίσασθαι τῆς
πόλεως ἀσέβειαν, εἰ παρὰ μόνοις Ἰουδαίοις οὔτε θύσει τις ἀλλό-
τριος οὔτε προσκυνήσει. κἂν μὲν ἐπὶ ἰδιώτου τις ἑνὸς τοῦτον εἰς-
φέρῃ τὸν νόμον, ἀγανακτεῖν ὡς ὁριζομένης ἀπανθρωπίας, περιορᾶν
δ' ὅτε Ῥωμαῖοι καὶ ὁ Καῖσαρ ἔκσπονδος γίνεται. δεδοικέναι μέντοι,
μὴ τὰς ὑπὲρ ἐκείνων ἀπορρίψαντες θυσίας κωλυθῶσι θύειν καὶ τὰς
ὑπὲρ ἑαυτῶν γένηταί τε ἔκσπονδος τῆς ἡγεμονίας ἡ πόλις, εἰ μὴ
ταχέως σωφρονήσαντες ἀποδώσουσιν τὰς θυσίας καὶ πρὶν ἐξελθεῖν
ἐφ' οὓς ὑβρίκασιν τὴν φήμην διορθώσονται τὴν ὕβριν.
139

Ἅμα ταῦτα λέγοντες παρῆγον τοὺς ἐμπείρους τῶν πατρίων


ἱερεῖς ἀφηγουμένους, ὅτι πάντες οἱ πρόγονοι τὰς παρὰ τῶν ἀλλο

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii B. 5, se. 402, l. 3

δ' ἐπὶ μῆνας ἓξ ἐπολιορκοῦντο, μέχρι δίκας τῶν ἁμαρτιῶν δόντες


ἑάλωσαν καὶ διηρπάγη τοῖς πολεμίοις ἡ πόλις; οὕτως οὐδέποτε
τῷ ἔθνει τὰ ὅπλα δέδοται, τῷ δὲ πολεμεῖσθαι καὶ τὸ ἁλώσεσθαι
πάντως πρόσεστι. δεῖ γάρ, οἶμαι, τοὺς χωρίον ἅγιον νεμομένους
ἐπιτρέπειν πάντα τῷ θεῷ δικάζειν καὶ καταφρονεῖν τότε χειρὸς
ἀνθρωπίνης, ὅταν αὐτοὶ πείθωσι τὸν ἄνω δικαστήν. ὑμῖν δὲ τί
τῶν εὐλογηθέντων ὑπὸ τοῦ νομοθέτου πέπρακται; τί δὲ τῶν ὑπ'
ἐκείνου κατηραμένων παραλέλειπται; πόσῳ δ' ἐστὲ τῶν τάχιον
ἁλόντων ἀσεβέστεροι; οὐ τὰ κρυπτὰ μὲν τῶν ἁμαρτημάτων ἠδο-
ξήκατε, κλοπὰς λέγω καὶ ἐνέδρας καὶ μοιχείας, ἁρπαγαῖς δ' ἐρίζετε
καὶ φόνοις καὶ ξένας καινοτομεῖτε κακίας ὁδούς, ἐκδοχεῖον δὲ πάν-
των τὸ ἱερὸν γέγονεν καὶ χερσὶν ἐμφυλίοις ὁ θεῖος μεμίανται χῶρος,
ὃν καὶ Ῥωμαῖοι πόρρωθεν προσεκύνουν, πολλὰ τῶν ἰδίων ἐθῶν εἰς
τὸν ὑμέτερον παραλύοντες νόμον. εἶτ' ἐπὶ τούτοις τὸν ἀσεβηθέντα
σύμμαχον προσδοκᾶτε; πάνυ γοῦν ἐστὲ δίκαιοι ἱκέται καὶ χερσὶ
καθαραῖς τὸν βοηθὸν ὑμῶν παρακαλεῖτε. τοιαύταις ὁ βασιλεὺς
ἡμῶν ἱκέτευσεν ἐπὶ τὸν Ἀσσύριον, ὅτε τὸν μέγαν ἐκεῖνον στρατὸν
μιᾷ νυκτὶ κατέστρωσεν ὁ θεός; ὅμοια δὲ τῷ Ἀσσυρίῳ Ῥωμαῖοι
δρῶσιν, ἵνα καὶ ἄμυναν ὑμεῖς ὁμοίαν ἐλπίσητε; οὐχ ὁ μὲν χρήματα
παρὰ τοῦ βασιλέως ἡμῶν λαβὼν ἐφ' ᾧ μὴ πορθήσει τὴν πόλιν
κατέβη παρὰ τοὺς ὅρκους ἐμπρῆσαι τὸν ναόν,

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. (0542: 001)“Pollucis onomasticon, 2


vols.”, Ed. Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967;
Lexicographi Graeci 9.1–9.2.B. 3, se. 87, l. 2

λευμένον, ἀφ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα κιβδηλεία (Leg XI 916 D) καὶ


κιβδηλεύματα (Leg XI 917 E) παρὰ Πλάτωνι, ὥσπερ καὶ ὁ κιβδη-
λεύων (Leg XI 917 B), παρατετυπωμένον, παρακεχαραγμένον, ἄση-
μον παρεγκεκραμένον, ὑπόχαλκον. τὸ δ' ἀργύριον καλεῖται καὶ χρή-
ματα καὶ νόμισμα, ὥσπερ καὶ τὸ χρυσίον. ἀργύρια δὲ κατὰ πλῆθος
ἥκιστα λέγουσιν οἱ Ἀττικοί, εἴρηται δ' ἐν Κωκάλῳ (novum) καὶ
Νήσοις (frg 397 Ko) Ἀριστοφάνους. λέγοιτο δ' ἂν κόψαι νό-
μισμα, ἐνσημήνασθαι, τυπῶσαι, ἐντυπῶσαι, ἐντυπώσασθαι. τὸ δὲ
τοιοῦτον ἀργύριον ἐπίσημον ἐλέγετο, ὡς τὸ ἐναντίον ἄσημον.
Ἀργύρεια μέταλλα καὶ χρύσεια, μεταλλεύειν, ὀρύττειν, ἐπικα-
τατέμνειν, καινοτομεῖν, καινοτομία. οὓς δὲ κατέλιπον μέσους
κίονας οἱ μεταλλεῖς ἀνέχειν τὴν γῆν, οὗτοι μεσοκρινεῖς ὠνομάζοντο.
140

ὑπόχρυσος γῆ, ὑπάργυρος γῆ. κάθαρσις ἀργύρου, κάθαρσις χρυσοῦ.


χρυσὸς ἄπεφθος, εἰλικρινής· ἄργυρος καθαρός, ἐκκεκαθαρμένος.
Ἀρυανδικὸν ἀργύριον, καὶ οἱ Δαρεικοὶ ἀπὸ Δαρείου, ὡς ἐπ' ἐκείνου
ἀκριβωθέντος εἰς κάθαρσιν τοῦ χρυσίου. εὐδόκιμος δὲ καὶ ὁ Γυγά-
δας χρυσὸς καὶ οἱ Κροίσειοι στατῆρες. χρυσός, ἄργυρος, ὀρείχαλκος,
σίδηρος, καττίτερος, μόλυβδος, ὕαλος. χρυσῖτις γῆ, ἀργυρῖτις, σιδη-
ρῖτις. χρυσοχοεῖν, χαλκεύειν· χρυσοχόος, χαλκεύς, σιδηρεύς. μολυβδο-
χοῆσαι.

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. B. 7, se. 98, l. 3

Λέγωμεν τοίνυν τέχνας ὅσαι τὰς ὕλας ὑποβάλλουσι ταῖς λοιπαῖς.


μεταλλεία, μέταλλα μεταλλεύς μεταλλεύειν, ἐκμεταλλεύειν ὀρύττειν
γεωρυχεῖν, σκάπτειν καὶ ἀνασκάπτειν καὶ διασκάπτειν. χρυσοῦ με-
ταλλεῖς, χρυσουργοὶ χρυσουργοῦντες χρυσὸν ὀρύττοντες, τὰ χρυ-
σεῖα, τὴν ὑπόχρυσον γῆν, τὴν κατάχρυσον γῆν, χρυσίδα ψάμμον,
τὴν ἐπίχρυσον κόνιν, τὴν χρυσῖτιν γῆν μεταλλεύοντες, διασήθοντες
διηθοῦντες, διακρίνοντες, ἕψοντες, καθαίροντες πυρὶ βασανίζοντες.
ἄπεφθος χρυσός, ἀκριβής, εἰλικρινής, ἀκήρατος, ἀκραιφνής, Δαρει-
κός, Γυγάδας. ἀργύρια, ἀργυρῖτις γῆ, ὑπάργυρος ἐπάργυρος, ἀρ-
γύρεια μέταλλα. καινοτομίαι μετάλλων. μεσοκρινεῖς κίονες οἱ ἐν
τοῖς μετάλλοις ὑφεστηκότες ἀνέχειν τὰ ὀρύγματα. ἄργυρος καθαρός,
διαφανής, Ἀρυανδικός. γῆ ὑπόχαλκος· οὐ γὰρ χαλκῖτις, οὐδὲ χαλ-
κεῖα μέταλλα, ὥσπερ καὶ σιδήρου μέταλλα καὶ γῆ σιδηρῖτις. ταύ-
της δὲ τὸ κάθαρμα σκωρίαν ὠνόμαζον, ὥσπερ τοῦ χρυσοῦ τὸ ἄνθος
ἀδάμαντα καὶ τὸν τῶν ἀργυρίων κονιορτὸν κέρχνον. τὴν δὲ σκω-
ρίαν καὶ κίβδον ἐκάλεσαν, ἀφ' ἧς καὶ οἱ μεταλλεῖς κίβδωνες. τὸ δὲ
ἀγγεῖον ἐν ᾧ κατεκεράννυσαν τὸν σίδηρον, περίοδος καλεῖται ἐν τῷ
περὶ μετάλλων, εἴτε Ἀριστοτέλους (fg 261 R) ἐστὶ τὸ βιβλίον εἴτε
Θεοφράστου. πολλὰ δ' ἂν καὶ ἄλλα εἴη μέταλλα, ὥσπερ τὰ ἐν
Σάμῳ τὰ καλούμενα γεωφάνεια, ὑπὲρ ὧν ὁ Δείναρχος (p 327. 19

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. B. 9, se. 77, l. 8

Μενάνδρου Παρακαταθήκης (fg 383) μάθοι· προειπὼν γὰρ


ὁλκὴν ταλάντου χρυσίου σοι, παιδίον,
ἕστηκα τηρῶν,
ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων (fg 384)
μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών.
τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι πάλαι βουπόροις
ὀβελοῖς ἐχρῶντο πρὸς τὰς ἀμοιβάς, ὧν τὸ ὑπὸ τῇ δρακὶ πλῆθος
ἐδόκει καλεῖσθαι δραχμή, τὰ δ' ὀνόματα καὶ τοῦ νομίσματος μετα-
141

πεσόντος εἰς τὴν νῦν χρείαν ἐνέμεινεν ἐκ τῆς μνήμης τῆς παλαιᾶς·
Ἀριστοτέλης δὲ ταὐτὸν λέγων ἐν Σικυωνίων πολιτείᾳ (fg 580) σμι-
κρόν τι καινοτομεῖ, ὀφελοὺς αὐτοὺς τέως ὠνομάσθαι λέγων, τοῦ
μὲν ὀφέλλειν δηλοῦντος τὸ αὔξειν, αὐτῶν δὲ διὰ τὸ εἰς μῆκος ηὐ-
ξῆσθαι ὧδε κληθέντων. ὅθεν καὶ τὸ ὀφείλειν ὠνομάσθαι φησὶν οὐκ
οἶδ' ὅπως· ἐπὶ μέντοι τῶν ὀβελῶν ὑπηλλάχθαι τὸ φ εἰς τὸ β κατὰ
συγγένειαν.
Βυζαντίων γε μὴν σιδήρῳ νομιζόντων ἦν οὕτω καλούμενος
σιδάρεος νόμισμά τι λεπτόν, ὥστε ἀντὶ τοῦ ‘πρίω μοι τριῶν χαλκῶν’
λέγειν ‘πρίω μοι τριῶν σιδαρέων·’ ὅθεν καὶ ἐν τοῖς Στράττιδος Μυρ-
μιδόσιν εἴρηται (I p 721. 36 Ko)

Πολύβιος ιστορικός(0543: 001)“Polybii historiae, vols. 1–4”, Ed.


Büttner–Wobst, T.Leipzig: Teubner, 1:1905; 2:1889; 3:1893; 4:1904,
Repr. 1:1962; 2–3:1965; 4:1967.B. 1, Ch. 9, se. 1, l. 4

μενος τῶν ἀντιπολιτευομένων οὕτως ἐχρήσατο πρᾴως


καὶ μεγαλοψύχως τοῖς πράγμασιν, ὥστε τοὺς Συρα-
κοσίους, καίπερ οὐδαμῶς εὐδοκουμένους ἐπὶ ταῖς
τῶν στρατιωτῶν ἀρχαιρεσίαις, τότε πάντας ὁμο-
θυμαδὸν εὐδοκῆσαι στρατηγὸν αὑτῶν ὑπάρχειν
Ἱέρωνα. ὃς ἐκ τῶν πρώτων ἐπινοημάτων εὐθέως
δῆλος ἦν τοῖς ὀρθῶς σκοπουμένοις μειζόνων ὀρεγό-
μενος ἐλπίδων ἢ κατὰ τὴν στρατηγίαν. θεωρῶν
γὰρ τοὺς Συρακοσίους, ἐπειδὰν ἐκπέμψωσι τὰς δυνά-
μεις καὶ τοὺς ἄρχοντας μετὰ τῶν δυνάμεων, αὐτοὺς
ἐν αὑτοῖς στασιάζοντας καὶ καινοτομοῦντας αἰεί τι,
τὸν δὲ Λεπτίνην εἰδὼς καὶ τῇ προστασίᾳ καὶ τῇ
πίστει πολὺ διαφέροντα τῶν ἄλλων πολιτῶν, εὐδο-
κιμοῦντα δὲ καὶ παρὰ τῷ πλήθει διαφερόντως, συν-
άπτεται κηδείαν πρὸς αὐτόν, βουλόμενος οἷον ἐφε-
δρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει τοῦτον, ὅτ' αὐτὸν ἐξιέναι
δέοι μετὰ τῶν δυνάμεων ἐπὶ τὰς πράξεις. γήμας
δὲ τὴν θυγατέρα τοῦ προειρημένου καὶ συνθεωρῶν
τοὺς ἀρχαίους μισθοφόρους καχέκτας ὄντας καὶ
κινητικοὺς ἐξάγει στρατείαν ὡς ἐπὶ τοὺς βαρβάρους
τοὺς τὴν Μεσσήνην κατασχόντας. ἀντιστρατοπεδεύσας

Πολύβιος ιστορικός B. 1, Ch. 23, se. 10, l. 5

μὲν τὸν ἐπίπλουν ὡς εἰς ἐμβολήν, ἐν δὲ τῷ συνεγ-


γίζειν θεωροῦντες τὸ συμβεβηκὸς περὶ τὰς προ-
142

πλεούσας ναῦς ἐξέκλινον καὶ διένευον τὰς τῶν


ὀργάνων ἐπιβολάς. πιστεύοντες δὲ τῷ ταχυναυτεῖν,
οἱ μὲν ἐκ πλαγίων, οἱ δὲ κατὰ πρύμναν ἐκπερι-
πλέοντες ἀσφαλῶς ἤλπιζον ποιήσασθαι τὰς ἐμβολάς.
πάντη δὲ καὶ πάντως ἀντιπεριισταμένων καὶ συν-
διανευόντων τῶν ὀργάνων οὕτως ὥστε κατ' ἀνάγ-
κην τοὺς ἐγγίσαντας συνδεδέσθαι, τέλος ἐγκλίναν-
τες ἔφυγον οἱ Καρχηδόνιοι, καταπλαγέντες τὴν
καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος, πεντήκοντα ναῦς
ἀποβαλόντες.
Οἱ δὲ Ῥωμαῖοι παραδόξως ἀντιπεποιημένοι τῆς
κατὰ θάλατταν ἐλπίδος, διπλασίως ἐπερρώσθησαν
ταῖς ὁρμαῖς πρὸς τὸν πόλεμον. τότε μὲν οὖν προς-
σχόντες τῇ Σικελίᾳ τήν τ' Αἰγεσταίων ἔλυσαν πο-
λιορκίαν ἐσχάτως αὐτῶν ἤδη διακειμένων κατά
τε τὴν ἐκ τῆς Αἰγέστης ἀναχώρησιν Μάκελλαν πό-
λιν κατὰ κράτος εἷλον. μετὰ δὲ τὴν ναυμαχίαν
Ἀμίλκας, ὁ τῶν Καρχηδονίων στρατηγὸς ὁ τεταγ-
μένος ἐπὶ τῶν πεζικῶν δυνάμεων, διατρίβων περὶ
Πολύβιος ιστορικός B. 1, Ch. 55, se. 5, l. 3

λάττης ἐξέβησαν, τῶν δ' ὑπαίθρων ἐπεκράτουν·


Καρχηδόνιοι δὲ τῆς μὲν θαλάττης ἐκυρίευον, τῆς δὲ
γῆς οὐχ ὅλως ἀπήλπιζον. μετὰ δὲ ταῦτα πάντες
ἐπὶ μὲν τοῖς ὅλοις ἐσχετλίαζον, οἵ τ' ἐν τῇ Ῥώμῃ
καὶ τὰ περὶ τὸ Λιλύβαιον στρατόπεδα, διὰ τὰ προ-
ειρημένα συμπτώματα· τῆς γε μὴν προθέσεως οὐκ
ἀφίσταντο τῆς κατὰ τὴν πολιορκίαν, ἀλλ' οἱ μὲν
ἐχορήγουν κατὰ γῆν ἀπροφασίστως, οἱ δὲ προς-
εκαρτέρουν ταύτῃ κατὰ τὸ δυνατόν. ὁ δ' Ἰούνιος
ἀνακομισθεὶς ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ἐκ τῆς ναυαγίας
καὶ περιπαθὴς ὤν, ἐγένετο πρὸς τὸ καινοτομῆσαί
τι καὶ πρᾶξαι τῶν δεόντων, σπουδάζων ἀναμαχέ-
σασθαι τὴν γεγενημένην περιπέτειαν. διὸ καὶ βρα-
χείας αὐτῷ παραπεσούσης ἀφορμῆς, καταλαμβάνει
πραξικοπήσας τὸν Ἔρυκα καὶ γίνεται τοῦ τε τῆς
Ἀφροδίτης ἱεροῦ καὶ τῆς πόλεως ἐγκρατής. ὁ δ'
Ἔρυξ ἔστι μὲν ὄρος παρὰ θάλατταν τῆς Σικελίας
ἐν τῇ παρὰ τὴν Ἰταλίαν κειμένῃ πλευρᾷ μεταξὺ
Δρεπάνων καὶ Πανόρμου, μᾶλλον δ' ὅμορον καὶ
συνάπτον πρὸς τὰ Δρέπανα, μεγέθει δὲ παρὰ πολὺ
διαφέρον τῶν κατὰ τὴν Σικελίαν ὀρῶν πλὴν τῆς
143

Πολύβιος ιστορικός B. 1, Ch. 79, se. 8, l. 7

λοτριώθη Καρχηδονίων, νῆσος καὶ τῷ μεγέθει καὶ


τῇ πολυανθρωπίᾳ καὶ τοῖς γεννήμασι διαφέρουσα.
τῷ δὲ πολλοὺς καὶ πολὺν ὑπὲρ αὐτῆς πεποιῆσθαι
λόγον οὐκ ἀναγκαῖον ἡγούμεθ' εἶναι ταυτολογεῖν
ὑπὲρ τῶν ὁμολογουμένων. Μάθως δὲ καὶ Σπέν-
διος, ἅμα δὲ τούτοις Αὐτάριτος ὁ Γαλάτης ὑπιδό-
μενοι τὴν Ἀμίλκου φιλανθρωπίαν εἰς τοὺς αἰχμα-
λώτους καὶ φοβηθέντες μὴ τῷ τοιούτῳ τρόπῳ
ψυχαγωγηθέντες ὁρμήσωσι πρὸς τὴν ὑποδεικνυμέ-
νην ἀσφάλειαν οἵ τε Λίβυες καὶ τὸ τῶν μισθοφό-
ρων πλῆθος, ἐβουλεύοντο πῶς ἂν καινοτομήσαντές
τι τῶν πρὸς ἀσέβειαν εἰς τέλος ἀποθηριώσειαν τὰ
πλήθη πρὸς τοὺς Καρχηδονίους. ἔδοξεν οὖν αὐτοῖς
συναθροῖσαι τοὺς πολλούς. γενομένου δὲ τούτου
γραμματοφόρον εἰσήγαγον, ὡς ἀπεσταλμένον ὑπὸ
τῶν ἐκ τῆς Σαρδόνος αἱρετιστῶν. ἡ δ' ἐπιστολὴ
διεσάφει τόν τε Γέσκωνα καὶ τοὺς μετ' αὐτοῦ πάν-
τας, οὓς παρεσπόνδησαν ἐν τῷ Τύνητι, καθάπερ
ἐπάνω προεῖπον, φυλάττειν ἐπιμελῶς, ὡς πραττόν-
των τινῶν ἐκ τοῦ στρατοπέδου τοῖς Καρχηδονίοις
ὑπὲρ τῆς τούτων σωτηρίας.

Πολύβιος ιστορικός B. 3, Ch. 70, se. 4, l. 5

τὴν ταχίστην κρῖναι τὰ ὅλα. προέκειτο μὲν οὖν


αὐτῷ κατὰ τὴν ἰδίαν γνώμην χρῆσθαι τοῖς παροῦσι
διὰ τὸ τὸν Πόπλιον ἀρρωστεῖν· ὅμως δὲ βουλόμενος
προσλαβέσθαι καὶ τὴν τοῦ συνάρχοντος γνώμην
ἐποιεῖτο λόγους περὶ τούτων πρὸς αὐτόν. ὁ δὲ
Πόπλιος τὴν ἐναντίαν εἶχε διάληψιν περὶ τῶν ἐν-
εστώτων· τὰ γὰρ στρατόπεδα χειμασκήσαντα βελτίω
τὰ παρ' αὑτῶν ὑπελάμβανε γενήσεσθαι, τήν τε τῶν
Κελτῶν ἀθεσίαν οὐκ ἐμμενεῖν ἐν τῇ πίστει, τῶν
Καρχηδονίων ἀπραγούντων καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀναγ-
καζομένων ἄγειν, ἀλλὰ καινοτομήσειν τι πάλιν κατ'
ἐκείνων. πρὸς δὲ τούτοις αὐτὸς ὑγιασθεὶς ἐκ τοῦ
τραύματος ἀληθινὴν παρέξεσθαι χρείαν ἤλπιζε τοῖς
κοινοῖς πράγμασιν. διὸ καὶ τοιούτοις χρώμενος λο-
γισμοῖς μένειν ἠξίου τὸν Τεβέριον ἐπὶ τῶν ὑπο-
κειμένων. ὁ δὲ προειρημένος ᾔδει μὲν ἕκαστα τού-
144

των ἀληθινῶς λεγόμενα καὶ δεόντως, ὑπὸ δὲ τῆς


φιλοδοξίας ἐλαυνόμενος καὶ καταπιστεύων τοῖς πράγ-
μασι παραλόγως ἔσπευδεν κρῖναι δι' αὑτοῦ τὰ ὅλα
καὶ μήτε τὸν Πόπλιον δύνασθαι παρατυχεῖν τῇ
μάχῃ μήτε τοὺς ἐπικαθισταμένους στρατηγοὺς φθάσαι

Πολύβιος ιστορικός B. 13, Ch. 1, se. 2, l. 1

FRAG. LIBRI XIII.I. RES GRAECIAE.

Ὅτι Αἰτωλοὶ διά τε τὴν συνέχειαν τῶν πολέμων


καὶ διὰ τὴν πολυτέλειαν τῶν βίων ἔλαθον οὐ μόνον
ἄλλους, ἀλλὰ καὶ σφᾶς αὐτοὺς κατάχρεοι γενηθέν-
τες. διόπερ οἰκείως διακείμενοι πρὸς καινοτομίαν
τῆς οἰκείας πολιτείας εἵλοντο νομογράφους Δωρί-
μαχον καὶ Σκόπαν, θεωροῦντες τούτους κατά τε
τὰς προαιρέσεις κινητικοὺς ὑπάρχοντας καὶ κατὰ
τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν
συναλλαγμάτων. οἳ καὶ παραλαβόντες τὴν ἐξουσίαν
ταύτην ἔγραψαν νόμους. –

Πολύβιος ιστορικός B. 15, Ch. 30, se. 1, l. 1

σκω, διότι καὶ φρονεῖθ' ἡμῖν ἐναντία καὶ ταῖς θε-


αῖς εὔχεσθε τὰ δυσχερέστατα καθ' ἡμῶν. οὐ μὴν
ἀλλ' ἔτι πέποιθα τῶν θεῶν βουλομένων γεύσειν
ὑμᾶς τῶν ἰδίων τέκνων”. καὶ ταῦτ' εἰποῦσα ταῖς
ῥαβδούχοις ἀνείργειν προσέταξε καὶ παίειν τὰς μὴ
πειθαρχούσας. αἱ δ' ἐπιλαβόμεναι τῆς προφάσεως
ταύτης ἀπηλλάττοντο πᾶσαι, τοῖς θεοῖς ἀνίσχουσαι
τὰς χεῖρας καὶ καταρώμεναι λαβεῖν αὐτὴν ἐκείνην
πεῖραν τούτων, ἃ κατὰ τῶν πέλας ἐπανετείνετο
πράξειν.
Ἤδη δὲ κεκριμένου τοῦ καινοτομεῖν τοῖς ἀνδρά-
σιν, ἐπιγενομένης καθ' ἑκάστην οἰκίαν καὶ τῆς ἐκ
τῶν γυναικῶν ὀργῆς διπλάσιον ἐξεκαύθη τὸ μῖσος.
ἅμα δὲ τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτὸς πᾶσα πλήρης
ἦν ἡ πόλις θορύβου καὶ φώτων καὶ διαδρομῆς· οἱ
μὲν γὰρ εἰς τὸ στάδιον ἡθροίζοντο μετὰ κραυγῆς,
οἱ δὲ παρεκάλουν ἀλλήλους, οἱ δὲ κατεδύοντο δια-
διδράσκοντες εἰς ἀνυπονοήτους οἰκίας καὶ τόπους·
145

ἤδη δὲ τῶν περὶ τὴν αὐλὴν εὐρυχωριῶν

Πολύβιος ιστορικός B. 22, Ch. 4, se. 1, l. 3

ὁ πρεσβευτὴς πολλούς τινας διετίθετο λόγους ἐγκω-


μιάζων τὸν Πτολεμαῖον καί τινας ἀποδείξεις προ-
εφέρετο τῆς τε περὶ τὰς κυνηγίας εὐχερείας καὶ τόλ-
μης, ἑξῆς τε (τῆς) περὶ τοὺς ἵππους καὶ τὰ ὅπλα
δυνάμεως καὶ τῆς ἐν τούτοις ἀσκήσεως. τελευταίῳ δ'
ἐχρήσατο μαρτυρίῳ πρὸς πίστιν τῶν εἰρημένων· ἔφη
γὰρ αὐτὸν κυνηγετοῦντα ταῦρον βαλεῖν ἀφ' ἵππου
μεσαγκύλῳ. –
Ὅτι κατὰ τὴν Βοιωτίαν μετὰ τὸ συντελεσθῆναι
τὰς πρὸς Ἀντίοχον Ῥωμαίοις συνθήκας ἀποκοπεισῶν
τῶν ἐλπίδων πᾶσι τοῖς καινοτομεῖν ἐπιβαλλομένοις,
ἄλλην ἀρχὴν καὶ διάθεσιν ἐλάμβανον αἱ πολιτεῖαι. διὸ
καὶ τῆς δικαιοδοσίας ἑλκομένης παρ' αὐτοῖς σχεδὸν ἐξ
εἴκοσι καὶ πέντ' ἐτῶν, τότε λόγοι διεδίδοντο κατὰ τὰς
πόλεις, φασκόντων τινῶν διότι δεῖ γίνεσθαι διέξοδον
καὶ συντέλειαν τῶν πρὸς ἀλλήλους. πολλῆς δὲ περὶ
τούτων ἀμφισβητήσεως ὑπαρχούσης διὰ τὸ πλείους
εἶναι τοὺς καχέκτας τῶν εὐπόρων, ἐγίνετό τι συν-
έργημα τοῖς τὰ βέλτισθ' αἱρουμένοις ἐκ ταὐτομάτου
τοιοῦτον. ὁ γὰρ Τίτος ἐν τῇ Ῥώμῃ πάλαι μὲν ἐσπού-
δαζε περὶ τοῦ καταπορευθῆναι τὸν Ζεύξιππον

Πολύβιος ιστορικόςB. 35, Ch. 2, se. 8, l. 4

πόλιν ὁ στρατηγὸς εἰσῆγε τοὺς συμμάχους. οἱ δὲ


καίπερ ὄντες βάρβαροι διετίθεντο λόγους καὶ
πάσας ἐξευκρινεῖν ἐπειρῶντο τὰς διαφοράς, ὑποδει-
κνύντες ὡς, εἰ μὴ συστ(αλ)ήσονται καὶ τεύξονται
τῆς ἁρμοζούσης κολάσεως οἱ πεπολεμηκότες, παραυτίκα
μέν, ἐπανελθόντων τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατοπέδων ἐκ
τῆς Ἰβηρίας, ἐκ χειρὸς προσεπιθήσουσι τὴν δίκην
αὐτοῖς. ὡς προδόταις γεγονόσι, ταχὺ δὲ πάλιν αὐτοὶ
κινήσουσι πραγμάτων ἀρχήν, ἐὰν ἀνεπιτίμητοι δια-
φύγωσιν ἐκ τῆς πρώτης ἁμαρτίας, ἑτοίμους δὲ πάντας
πρὸς καινοτομίαν ποιήσουσι τοὺς κατὰ τὴν Ἰβηρίαν,
ὡς ἱκανοὶ γεγονότες ἀντίπαλοι Ῥωμαίοις. διόπερ
ἠξίουν ἢ μένειν τὰ στρατόπεδα κατὰ τὴν Ἰβηρίαν καὶ
διαβαίνειν καθ' ἕκαστον ἔτος ὕπατον ἐφεδρεύσοντα
146

τοῖς συμμάχοις καὶ κολάσοντα τὰς Ἀραυακῶν ἀδικίας,


ἢ βουλομένους ἀπάγειν τὰς δυνάμεις παραδειγματιστέον
εἶναι τὴν τῶν προειρημένων ἐπανάστασιν, ἵνα μηδεὶς
ἔτι ποιεῖν θαρρῇ τὸ παραπλήσιον τούτοις. οἱ μὲν
οὖν Βελλῶν καὶ Τίττων συμμαχοῦντες Ῥωμαίοις ταῦτα
καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια διελέχθησαν. ἐπὶ δὲ τού-
τοις εἰσῆγον τοὺς παρὰ τῶν πολεμίων. οἱ δ' Ἀραυά

Apollodorus Gramm., Frag. (0549: 005)“FHG 1”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1853.Frag. 178, l. 28

τὴν αἰτίαν αὐτὸς, ὅτι ταῦτα πάντα νεώτερα τῆς ἐκεί-


νου ἡλικίας. Μεταβὰς δ' ἐπὶ τὸν ποιητὴν, τοῦτο μὲν
ὀρθῶς λέγει, διότι πολλὴ σύγχυσις γεγένηται τῶν
βαρβάρων ἐθνῶν ἀπὸ τῶν Τρωϊκῶν ἐς τὰ νῦν διὰ τὰς
μεταπτώσεις· καὶ γὰρ προσγέγονέ τινα καὶ ἐλλέλοιπε
καὶ διέσπασται καὶ συνῆκται εἰς ἕν. Οὐκ εὖ δὲ τὴν
αἰτίαν διττὴν ἀποφαίνει, δι' ἣν οὐ μέμνηταί τινων ὁ
ποιητὴς, ἢ τῷ μήπω τότ' οἰκεῖσθαι ὑπὸ τοῦ ἔθνους
τούτου, ἢ τῷ ἐν ἑτέρῳ γένει περιέχεσθαι ...
Ἔτι καὶ ταῦτα μέμψαιτο ἄν τις τοῦ Ἀπολλοδώρου,
ὅτι τῶν νεωτέρων καινοτομούντων πολλὰ παρὰ τὰς Ὁμηρικὰς
ἀποφάσεις, εἰωθὼς ταῦτ' ἐλέγχειν ἐπὶ
πλέον, ἐνταῦθα οὐκ ὠλιγώρηκε μόνον, ἀλλὰ καὶ τἀν-
αντία εἰς ἓν συνάγει τὰ μὴ ὡσαύτως λεγόμενα. Ὁ
μὲν γὰρ Ξάνθος ὁ Λυδὸς μετὰ τὰ Τρωϊκά φησιν ἐλθεῖν
τοὺς Φρύγας ἐκ τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν ἀριστερῶν τοῦ
Πόντου, ἀγαγεῖν δ' αὐτοὺς Σκαμάνδριον ἐκ Βερεκύν-
των καὶ Ἀσκανίας· ἐπιλέγει δὲ τούτοις ὁ Ἀπολλό-
δωρος, ὅτι τῆς Ἀσκανίας ταύτης μνημονεύει καὶ
Ὅμηρος, ἧς ὁ Ξάνθος·

Clemens Alexandrinus Theol., Paedagogus (0555: 002)


“Clément d'Alexandrie. Le pédagogue, 3 vols.”, Ed. Marrou, H.–I., Harl,
M., Mondésert, C., Matray, C.Paris: Cerf, 1:1960; 2:1965; 3:1970;
Sources chrétiennes 70, 108, 158.B. 2, Ch. 10, subCh. 85, se. 2, l. 4

Οὔκουν οὐδὲ τὴν ὕαιναν μεταβάλλειν τὴν φύσιν πιστευτέον ποτέ·


οὐδὲ γὰρ αἰδοῖα ἔχει τὸ αὐτὸ ζῷον ἅμα ἄμφω, ἄρρενος καὶ θήλεος,
καθὼς ὑπειλήφασί τινες, ἑρμαφροδίτους τερατολογοῦντες καὶ τρίτην
147

ταύτην μεταξὺ θηλείας καὶ ἄρρενος ἀνδρόγυνον καινοτομοῦντες


φύσιν. Ἀπατῶνται δὲ εὖ μάλα τὸ φιλότεχνον τῆς παμμήτορος καὶ
γενεσιουργοῦ φύσεως μὴ νοήσαντες· ἐπεὶ γάρ ἐστι τοῦτο λαγνίστατον
τὸ ζῷον ἡ ὕαινα, ὑπὸ τὴν κέρκον πρὸ τοῦ πόρου τῆς περιττώσεως
πέφυκεν αὐτῇ ἐξοχή τις σαρκικὴ παραπλησία τῷ σχήματι αἰδοίῳ
θηλυκῷ· πόρον δὲ οὐδένα ἔχει τοῦτο τῆς σαρκὸς τὸ σχῆμα, εἴς τι
χρειῶδες ἀπολήγοντα ἢ εἰς μήτραν ἢ εἰς ἀπευθυσμένον λέγω· μόνην
δὲ ἄρα κοιλότητα ἔχει πολλήν, ᾗ τὴν λαγνείαν ὑποδέχεται τὴν
κενήν, ὅταν ἀποστραφῶσι περὶ τὴν ἀποκύησιν ἀσχολούμενοι τῆς
ἀποτέξεως οἱ πόροι. Τὸ δὲ αὐτὸ τοῦτο ἄρρενί τε καὶ θηλείᾳ προσπέ-
φυκεν ὑαίνῃ διὰ τὸν ὑπερβάλλοντα πασχητιασμόν· ἀλληλίζει γὰρ

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata (0555: 004)“Clemens


Alexandrinus, vols. 2, 3rd edn. and 3, 2nd edn.”, Ed. Stählin, O., Früchtel,
L., Treu, U.Berlin: Akademie–Verlag, 2:1960; 3:1970; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 52(15), 17.B. 7, Ch. 16, se. 103, subse. 3, l. 2

τούς γε μὴ παντάπασιν ἀνιάτους ἐπιχειρῶν, τοῖσδε συνεχρησάμην τοῖς


λόγοις. εἰσὶ γὰρ οἳ οὐδὲ ἀνέχονται τὴν ἀρχὴν ἐπακοῦσαι τῶν πρὸς τὴν
ἀλήθειαν προτρεπόντων· καὶ δὴ φλυαρεῖν ἐπιχειροῦσι, βλασφήμους
τῆς ἀληθείας καταχέοντες λόγους, σφίσιν αὐτοῖς τὰ μέγιστα τῶν
ὄντων ἐγνωκέναι συγχωροῦντες, οὐ μαθόντες, οὐ ζητήσαντες, οὐ
πονέσαντες, οὐχ εὑρόντες τὴν ἀκολουθίαν· οὓς ἐλεήσειεν ἄν τις ἢ
μισήσειεν τῆς τοιαύτης διαστροφῆς. εἰ δέ τις ἰάσιμος τυγχάνει, φέρειν
δυνάμενος, ὡς πῦρ ἢ σίδηρον, τῆς ἀληθείας τὴν παρρησίαν ἀποτέ-
μνουσαν καὶ καίουσαν τὰς ψευδεῖς δόξας αὐτῶν, ὑπεχέτω τὰ ὦτα
τῆς ψυχῆς. ἔσται δὲ τοῦτο, ἐὰν μὴ ῥᾳθυμεῖν ἐπειγόμενοι ἀποδιω-
θῶνται τὴν ἀλήθειαν ἢ δόξης ὀριγνώμενοι καινοτομεῖν βιάζωνται.
ῥᾳθυμοῦσι μὲν γὰρ οἱ παρὸν τὰς οἰκείας ταῖς θείαις γραφαῖς ἐξ αὐ-
τῶν τῶν γραφῶν πορίζεσθαι ἀποδείξεις τὸ παραστὰν καὶ ταῖς
ἡδοναῖς αὐτῶν συναιρόμενον ἐκλεγόμενοι· δόξης δὲ ἐπιθυμοῦσιν ὅσοι
τὰ προσφυῆ τοῖς θεοπνεύστοις λόγοις ὑπὸ τῶν μακαρίων ἀποστόλων
τε καὶ διδασκάλων παραδιδόμενα ἑκόντες εἶναι σοφίζονται δι' ἑτέρων
παρεγχειρήσεων, ἀνθρωπείαις διδασκαλίαις ἐνιστάμενοι θείᾳ παραδόσει
ὑπὲρ τοῦ τὴν αἵρεσιν συστήσασθαι. τίς γὰρ ὡς ἀληθῶς ἐν τηλι-
κούτοις ἀνδράσιν, κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν λέγω γνῶσιν, ὑπελείπετο
λόγος Μαρκίωνος, φέρε εἰπεῖν, ἢ Προδίκου καὶ τῶν ὁμοίων τὴν
ὀρθὴν οὐ βαδισάντων ὁδόν;

Clemens Alexandrinus Theol., Stromata B. 7, Ch. 17, se. 107, subse.


3, l. 1
148

τελειοῦται, κάτω δὲ περὶ τοὺς Ἀδριανοῦ τοῦ βασιλέως χρόνους οἱ


τὰς αἱρέσεις ἐπινοήσαντες γεγόνασι, καὶ μέχρι γε τῆς Ἀντωνίνου τοῦ
πρεσβυτέρου διέτειναν ἡλικίας, καθάπερ ὁ Βασιλείδης, κἂν Γλαυκίαν
ἐπιγράφηται διδάσκαλον, ὡς αὐχοῦσιν αὐτοί, τὸν Πέτρου ἑρμηνέα.
ὡσαύτως δὲ καὶ Οὐαλεντῖνον Θεοδᾶ διακηκοέναι φέρουσιν· γνώριμος
δ' οὗτος γεγόνει Παύλου. Μαρκίων γὰρ κατὰ τὴν αὐτὴν αὐτοῖς
ἡλικίαν γενόμενος ὡς πρεσβύτης νεωτέροις συνεγένετο. μεθ' ὃν
Σίμων ἐπ' ὀλίγον κηρύσσοντος τοῦ Πέτρου ὑπήκουσεν. ὧν οὕτως
ἐχόντων συμφανὲς ἐκ τῆς προγενεστάτης καὶ ἀληθεστάτης ἐκκλησίας
τὰς μεταγενεστέρας ταύτας καὶ τὰς ἔτι τούτων ὑποβεβηκυίας τῷ
χρόνῳ κεκαινοτομῆσθαι παραχαραχθείσας αἱρέσεις. ἐκ τῶν εἰρημένων
ἄρα φανερὸν οἶμαι γεγενῆσθαι μίαν εἶναι τὴν ἀληθῆ ἐκκλησίαν τὴν
τῷ ὄντι ἀρχαίαν, εἰς ἣν οἱ κατὰ πρόθεσιν δίκαιοι ἐγκαταλέγονται.
ἑνὸς γὰρ ὄντος τοῦ θεοῦ καὶ ἑνὸς τοῦ κυρίου, διὰ τοῦτο καὶ τὸ
ἄκρως τίμιον κατὰ τὴν μόνωσιν ἐπαινεῖται, μίμημα ὂν ἀρχῆς τῆς
μιᾶς. τῇ γοῦν τοῦ ἑνὸς φύσει συγκληροῦται ἐκκλησία ἡ μία, ἣν εἰς
πολλὰς κατατέμνειν βιάζονται αἱρέσεις. κατά τε οὖν ὑπόστασιν κατά
τε ἐπίνοιαν κατά τε ἀρχὴν κατά τε ἐξοχὴν μόνην εἶναί φαμεν τὴν
ἀρχαίαν καὶ καθολικὴν ἐκκλησίαν, «εἰς ἑνότητα πίστεως» μιᾶς,

Marcus Aurelius Antoninus Imperator Phil., Τὰ εἰς ἑαυτόν (0562: 001)


“The meditations of the emperor Marcus Aurelius, vol. 1”, Ed.
arquharson, A.S.L.Oxford: Clarendon Press, 1944, Repr. 1968.
B. 1, Ch. 16, se. 3, l. 7

καὶ ἐπίμονον, ἀλλ' οὐ τό· προαπέστη τῆς ἐρεύνης, ἀρκεσθεὶς ταῖς


προχείροις φαντασίαις· καὶ τὸ διατηρητικὸν τῶν φίλων καὶ μηδαμοῦ
ἁψίκορον μηδὲ ἐπιμανές· καὶ τὸ αὔταρκες ἐν παντὶ καὶ τὸ φαιδρόν·
καὶ τὸ πόρρωθεν προνοητικὸν καὶ τῶν ἐλαχίστων προδιοικητικὸν
ἀτραγῴδως· καὶ τὸ τὰς ἐπιβοήσεις καὶ πᾶσαν κολακείαν ἐπ' αὐτοῦ
συσταλῆναι· καὶ τὸ φυλακτικὸν ἀεὶ τῶν ἀναγκαίων τῇ ἀρχῇ καὶ
ταμιευτικὸν τῆς χορηγίας καὶ ὑπομενετικὸν τῆς ἐπὶ τῶν τοιούτων
τινῶν καταιτιάσεως· καὶ τὸ μήτε περὶ θεοὺς δεισίδαιμον μήτε περὶ
ἀνθρώπους δημοκοπικὸν ἢ ἀρεσκευτικὸν ἢ ὀχλοχαρές, ἀλλὰ νῆφον
ἐν πᾶσι καὶ βέβαιον καὶ μηδαμοῦ ἀπειρόκαλον μηδὲ καινοτόμον·
καὶ τὸ τοῖς εἰς εὐμάρειαν βίου φέρουσί τι, ὧν ἡ τύχη παρεῖχε
δαψίλειαν, χρηστικὸν ἀτύφως ἅμα καὶ ἀπροφασίστως, ὥστε παρόν-
των μὲν ἀνεπιτηδεύτως ἅπτεσθαι, ἀπόντων δὲ μὴ δεῖσθαι· καὶ τὸ
μηδὲ ἄν τινα εἰπεῖν μήτε ὅτι σοφιστὴς μήτε ὅτι οὐερνάκλος μήτε
ὅτι σχολαστικός, ἀλλ' ὅτι ἀνὴρ πέπειρος, τέλειος, ἀκολάκευτος,
προεστάναι δυνάμενος καὶ τῶν ἑαυτοῦ καὶ ἄλλων. πρὸς τούτοις
δὲ καὶ τὸ τιμητικὸν τῶν ἀληθῶς φιλοσοφούντων, τοῖς δὲ ἄλλοις
οὐκ ἐξονειδιστικὸν οὐδὲ μὴν εὐπαράγωγον ὑπ' αὐτῶν· ἔτι δὲ τὸ
149

εὐόμιλον καὶ εὔχαρι οὐ κατακόρως· καὶ τὸ τοῦ ἰδίου σώματος


ἐπιμελητικὸν ἐμμέτρως,

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] (0592: 003)


“Hermogenis opera”, Ed. Rabe, H.Leipzig: Teubner, 1913, Repr. 1969.
Ch. 3, se. 4, l. 22

χασμοῖς, τὴν τῶν ἐλέγχων ἀπαίτησιν ἡμεῖς εἰσάγομεν


λέγοντες ‘ἐλέγχους πάρασχε’, εἶτα κατασκευάζομεν ἐκ
τῶν ἐπιχειρημάτων συνιστάντες ὅτι ‘δεῖ παντὸς πράγ-
ματος ἐλέγχους παρέχεσθαι καὶ παντὸς ἐγκλήματος’.
ἐὰν δὲ κατηγορῶμεν, ἀνάγκη τοῦ ἐχθροῦ τὸ κεφάλαιον
τιθέντος καὶ λέγοντος ‘ἐλέγχους πάρασχε’ ἡμᾶς λύειν
λέγοντας ‘οὐ δεῖ ἐλέγχους παρέχεσθαι παντὸς πράγμα-
τος’ καὶ εἰς τοῦτο κατασκευῆς εὐπορῆσαι τῆς ἀπὸ τῶν
ἐπιχειρημάτων, ἵνα δείξωμεν, ὅτι μὴ δεῖ τοὺς ἐλέγχους
ἀπαιτεῖν. καὶ ἐν ταῖς πραγματικαῖς, εἰ τύχοι, ἢ τιθέ-
μεθα κεφάλαιον λέγοντες ‘οὐ δεῖ καινοτομεῖν’ ἢ ‘οὐ
δεῖ παρὰ τὰ δόξαντα λέγειν’ ἢ ‘οὐ δεῖ ἔθος καταλύ-
ειν’, καὶ ὅ τι ἂν τούτων εἰσάγωμεν, ἐκ τῶν ἐπιχειρη-
μάτων εἰς τὰς κατασκευὰς βοηθούμεθα δεικνύντες, ὅτι
μηδὲν τούτων δεῖ ποιεῖν, ἢ καινοτομεῖν ἢ τὰ δόξαντα
λύειν ἢ ἔθος παραβαίνειν· ἢ τεθὲν παρὰ τῶν ἀντιδί-
κων λεγόντων, ὅτι οὐ δεῖ ταῦτα ποιεῖν, ἡμεῖς αὖθις
δεόμεθα λύσεως, ἵνα δείξωμεν, ὅτι δεῖ καινοτομεῖν
καὶ τὰ δόξαντα λύειν καὶ ἔθος παραβαίνειν, καὶ εἰς
τὴν τούτων κατασκευὴν βοηθούμεθα τοῖς ἐπιχειρήμασι.
Πολλῶν δὲ πολλὰ ἐκθεμένων περὶ ἐπιχειρήματος

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 4, l. 26

ἐὰν δὲ κατηγορῶμεν, ἀνάγκη τοῦ ἐχθροῦ τὸ κεφάλαιον


τιθέντος καὶ λέγοντος ‘ἐλέγχους πάρασχε’ ἡμᾶς λύειν
λέγοντας ‘οὐ δεῖ ἐλέγχους παρέχεσθαι παντὸς πράγμα-
τος’ καὶ εἰς τοῦτο κατασκευῆς εὐπορῆσαι τῆς ἀπὸ τῶν
ἐπιχειρημάτων, ἵνα δείξωμεν, ὅτι μὴ δεῖ τοὺς ἐλέγχους
ἀπαιτεῖν. καὶ ἐν ταῖς πραγματικαῖς, εἰ τύχοι, ἢ τιθέ-
μεθα κεφάλαιον λέγοντες ‘οὐ δεῖ καινοτομεῖν’ ἢ ‘οὐ
δεῖ παρὰ τὰ δόξαντα λέγειν’ ἢ ‘οὐ δεῖ ἔθος καταλύ-
ειν’, καὶ ὅ τι ἂν τούτων εἰσάγωμεν, ἐκ τῶν ἐπιχειρη-
μάτων εἰς τὰς κατασκευὰς βοηθούμεθα δεικνύντες, ὅτι
μηδὲν τούτων δεῖ ποιεῖν, ἢ καινοτομεῖν ἢ τὰ δόξαντα
λύειν ἢ ἔθος παραβαίνειν· ἢ τεθὲν παρὰ τῶν ἀντιδί-
150

κων λεγόντων, ὅτι οὐ δεῖ ταῦτα ποιεῖν, ἡμεῖς αὖθις


δεόμεθα λύσεως, ἵνα δείξωμεν, ὅτι δεῖ καινοτομεῖν
καὶ τὰ δόξαντα λύειν καὶ ἔθος παραβαίνειν, καὶ εἰς
τὴν τούτων κατασκευὴν βοηθούμεθα τοῖς ἐπιχειρήμασι.
Πολλῶν δὲ πολλὰ ἐκθεμένων περὶ ἐπιχειρήματος καὶ
πολὺν ἀναλωσάντων λόγον καὶ μηδενὸς δυνηθέντος
σαφῶς παραστῆσαι, πειράσομαι ὅτι μάλιστα σαφέστατα
διακρῖναι, τίς εὕρεσις ἐπιχειρήματος, ὃ κατασκευάζει
τὸ κεφάλαιον ἢ τὴν λύσιν, καὶ τίς εὕρεσις ἐργασίας,

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 4, l. 29

τος’ καὶ εἰς τοῦτο κατασκευῆς εὐπορῆσαι τῆς ἀπὸ τῶν


ἐπιχειρημάτων, ἵνα δείξωμεν, ὅτι μὴ δεῖ τοὺς ἐλέγχους
ἀπαιτεῖν. καὶ ἐν ταῖς πραγματικαῖς, εἰ τύχοι, ἢ τιθέ-
μεθα κεφάλαιον λέγοντες ‘οὐ δεῖ καινοτομεῖν’ ἢ ‘οὐ
δεῖ παρὰ τὰ δόξαντα λέγειν’ ἢ ‘οὐ δεῖ ἔθος καταλύ-
ειν’, καὶ ὅ τι ἂν τούτων εἰσάγωμεν, ἐκ τῶν ἐπιχειρη-
μάτων εἰς τὰς κατασκευὰς βοηθούμεθα δεικνύντες, ὅτι
μηδὲν τούτων δεῖ ποιεῖν, ἢ καινοτομεῖν ἢ τὰ δόξαντα
λύειν ἢ ἔθος παραβαίνειν· ἢ τεθὲν παρὰ τῶν ἀντιδί-
κων λεγόντων, ὅτι οὐ δεῖ ταῦτα ποιεῖν, ἡμεῖς αὖθις
δεόμεθα λύσεως, ἵνα δείξωμεν, ὅτι δεῖ καινοτομεῖν
καὶ τὰ δόξαντα λύειν καὶ ἔθος παραβαίνειν, καὶ εἰς
τὴν τούτων κατασκευὴν βοηθούμεθα τοῖς ἐπιχειρήμασι.
Πολλῶν δὲ πολλὰ ἐκθεμένων περὶ ἐπιχειρήματος καὶ
πολὺν ἀναλωσάντων λόγον καὶ μηδενὸς δυνηθέντος
σαφῶς παραστῆσαι, πειράσομαι ὅτι μάλιστα σαφέστατα
διακρῖναι, τίς εὕρεσις ἐπιχειρήματος, ὃ κατασκευάζει
τὸ κεφάλαιον ἢ τὴν λύσιν, καὶ τίς εὕρεσις ἐργασίας,
ἣ κατασκευάζει τὸ ἐπιχείρημα, καὶ τίς εὕρεσις ἐνθυμή-
ματος, ὃ κατασκευάζει τὴν ἐργασίαν.

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 6, l. 14

εἶτα ἡ ἔνστασις ‘οὐκ ἐξῆν’, εἶτα ἡ ἀντιπαράστασις ‘εἰ


δὲ καὶ ἐξῆν, ἀλλ' οὐκ ἐνώπιον τῆς μητρός’. καὶ πάλιν
’ἀνεύθυνος ἐπὶ λόγοις’ τὸ κεφάλαιον, ‘ἀλλ' οὐκ ἀν-
εύθυνος’ ἡ ἔνστασις, ‘εἰ δὲ καὶ ἀνεύθυνος, οὐχ ἵνα
ὑβρίζῃς τὴν πόλιν’ ἡ ἀντιπαράστασις.
Χρὴ δὲ ἡμᾶς καθ' ἕκαστον τῶν κεφαλαίων ἐν πάσῃ
151

στάσει πειρᾶσθαι τὰς μάχας καὶ τὰς κατασκευὰς κατ'


εἰκόνα τῆς ἐνστάσεως καὶ ἀντιπαραστάσεως εἰσάγειν·
πάντως γὰρ δυοῖν θάτερον, ἢ τὸ τῆς ἐνστάσεως ἢ τὸ
τῆς ἀντιπαραστάσεως, βιαιότατον τὸν ῥήτορα ἀποδείξει,
οἷον ἐὰν λέγωμεν ὅτι ‘δεῖ καινοτομεῖν’, κεφάλαιον,
εἶτα λέγωμεν ὅτι ‘καινοτομεῖν προσήκει ἐπὶ τῷ συμ-
φέροντι’· τοῦτο γὰρ ἀντιπαραστατικῶς εἰσάξομεν· εἶτα
ὅτι ‘μηδὲ καινόν’, τοῦτο ἐνστατικῶς. καὶ πάλιν ὅτι
’δύσκολον τόδε ποιῆσαι’, κεφάλαιον· ‘ἀλλ' οὐ δύσκο-
λον’, ἐνστατικῶς· ‘εἰ δὲ καὶ δύσκολον, ποιητέον’, ἀντι-
παραστατικῶς. Ἅμα γάρτοι καὶ ἡ εὐπορία τῶν νοημά-
των καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀμύθητος καὶ πολλὴ γί-
νεται ζητούντων ἡμῶν, εἴτε τὴν ἔνστασιν πρώτην θεί-
ημεν εἴτε τὴν ἀντιπαράστασιν, καὶ εἰς ἐκείνην πρῶτον
τὴν προκειμένην ἀπὸ τῆς περιστάσεως ζητούντων

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 6, l. 15

δὲ καὶ ἐξῆν, ἀλλ' οὐκ ἐνώπιον τῆς μητρός’. καὶ πάλιν


’ἀνεύθυνος ἐπὶ λόγοις’ τὸ κεφάλαιον, ‘ἀλλ' οὐκ ἀν-
εύθυνος’ ἡ ἔνστασις, ‘εἰ δὲ καὶ ἀνεύθυνος, οὐχ ἵνα
ὑβρίζῃς τὴν πόλιν’ ἡ ἀντιπαράστασις.
Χρὴ δὲ ἡμᾶς καθ' ἕκαστον τῶν κεφαλαίων ἐν πάσῃ
στάσει πειρᾶσθαι τὰς μάχας καὶ τὰς κατασκευὰς κατ'
εἰκόνα τῆς ἐνστάσεως καὶ ἀντιπαραστάσεως εἰσάγειν·
πάντως γὰρ δυοῖν θάτερον, ἢ τὸ τῆς ἐνστάσεως ἢ τὸ
τῆς ἀντιπαραστάσεως, βιαιότατον τὸν ῥήτορα ἀποδείξει,
οἷον ἐὰν λέγωμεν ὅτι ‘δεῖ καινοτομεῖν’, κεφάλαιον,
εἶτα λέγωμεν ὅτι ‘καινοτομεῖν προσήκει ἐπὶ τῷ συμ-
φέροντι’· τοῦτο γὰρ ἀντιπαραστατικῶς εἰσάξομεν· εἶτα
ὅτι ‘μηδὲ καινόν’, τοῦτο ἐνστατικῶς. καὶ πάλιν ὅτι
’δύσκολον τόδε ποιῆσαι’, κεφάλαιον· ‘ἀλλ' οὐ δύσκο-
λον’, ἐνστατικῶς· ‘εἰ δὲ καὶ δύσκολον, ποιητέον’, ἀντι-
παραστατικῶς. Ἅμα γάρτοι καὶ ἡ εὐπορία τῶν νοημά-
των καὶ τῶν ἐπιχειρημάτων ἀμύθητος καὶ πολλὴ γί-
νεται ζητούντων ἡμῶν, εἴτε τὴν ἔνστασιν πρώτην θεί-
ημεν εἴτε τὴν ἀντιπαράστασιν, καὶ εἰς ἐκείνην πρῶτον
τὴν προκειμένην ἀπὸ τῆς περιστάσεως ζητούντων τὰ
ἐπιχειρήματα, εἶτα εἰσαγόντων τὴν ἑτέραν καὶ πάλιν

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 5, l. 98


152

εστιν ἀδίκημα’· εἶτα ἀπὸ τοῦ προσώπου ὅτι ‘καὶ ῥή-


τωρ ἀνεύθυνος ἐν λόγοις οὐκ ἂν εἴη· ἕκαστος γὰρ ὧν
ἐστι κύριος, τούτων τὰς εὐθύνας δίδωσιν’· εἶτα ἀπὸ
τοῦ τόπου ὅτι ‘καὶ ἐν δημοκρατίᾳ οὐδεὶς ἀνεύθυνος
ἐν λόγοις’, «οἷς γάρ ἐστιν ἐν λόγοις ἡ πολιτεία, πῶς,
ἂν οὗτοι μὴ ὦσιν ἀληθεῖς, ἀσφαλῶς ἔστι πολιτεύεσθαι;»
καὶ καθάπαξ, ὡς ἔφαμεν, πάντα τὰ κεφάλαια οὕτω καὶ
ἀνασκευασθήσεται καὶ κατασκευασθήσεται. οἷον συν-
εχῶς κατατρέχει Χερρόνησον Φίλιππος, καὶ γράφει Δη-
μοσθένης διορύξαι τὸν Ἰσθμόν. κεφάλαιον ‘καινὰ γρά-
φεις, καινοτομεῖν δὲ οὐ δεῖ’· πρῶτον ἀπὸ τοῦ πράγματος ‘πονηρὸν γὰρ ἡ
καινοτομία’· εἶτα ἀπὸ τοῦ προς-
ώπου ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους, τοὺς
συνετοὺς καὶ τοῖς ἀρχαίοις ἀεὶ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι
χρωμένους’· εἶτα ἀπὸ τοῦ καιροῦ ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ ἐν
πολέμῳ καινοτομεῖν· ἀγαπητὸν γάρ, εἰ καὶ τὰ συνήθη
φυλάττων τις ἐν ἐκείνῳ σωθήσεται’. καὶ πάλιν ‘δεῖ
καινοτομεῖν’, ἡ λύσις ἀπὸ τοῦ πράγματος ‘καλὸν γὰρ
τὸ καινοτομεῖν καὶ ὁ βίος ἀεὶ καινοτομεῖται τοῖς πράγμασι καὶ διὰ τοῦτο
βελτίων γίνεται’·

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 5, l. 99

τωρ ἀνεύθυνος ἐν λόγοις οὐκ ἂν εἴη· ἕκαστος γὰρ ὧν


ἐστι κύριος, τούτων τὰς εὐθύνας δίδωσιν’· εἶτα ἀπὸ
τοῦ τόπου ὅτι ‘καὶ ἐν δημοκρατίᾳ οὐδεὶς ἀνεύθυνος
ἐν λόγοις’, «οἷς γάρ ἐστιν ἐν λόγοις ἡ πολιτεία, πῶς,
ἂν οὗτοι μὴ ὦσιν ἀληθεῖς, ἀσφαλῶς ἔστι πολιτεύεσθαι;»
καὶ καθάπαξ, ὡς ἔφαμεν, πάντα τὰ κεφάλαια οὕτω καὶ
ἀνασκευασθήσεται καὶ κατασκευασθήσεται. οἷον συν-
εχῶς κατατρέχει Χερρόνησον Φίλιππος, καὶ γράφει Δη-
μοσθένης διορύξαι τὸν Ἰσθμόν. κεφάλαιον ‘καινὰ γρά-
φεις, καινοτομεῖν δὲ οὐ δεῖ’· πρῶτον ἀπὸ τοῦ πράγ-
ματος ‘πονηρὸν γὰρ ἡ καινοτομία’· εἶτα ἀπὸ τοῦ προς-
ώπου ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους, τοὺς
συνετοὺς καὶ τοῖς ἀρχαίοις ἀεὶ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι
χρωμένους’· εἶτα ἀπὸ τοῦ καιροῦ ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ ἐν
πολέμῳ καινοτομεῖν· ἀγαπητὸν γάρ, εἰ καὶ τὰ συνήθη
φυλάττων τις ἐν ἐκείνῳ σωθήσεται’. καὶ πάλιν ‘δεῖ
καινοτομεῖν’, ἡ λύσις ἀπὸ τοῦ πράγματος ‘καλὸν γὰρ
τὸ καινοτομεῖν καὶ ὁ βίος ἀεὶ καινοτομεῖται τοῖς πράγ-
μασι καὶ διὰ τοῦτο βελτίων γίνεται’· εἶτα καὶ ἀπὸ
τοῦ προσώπου ‘δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους· ὡς νεω
153

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 5, l. 135

οῦντος. εἶτα, ὅτι μηδὲ κατὰ τῶνδε ἐποίησεν· ἔστι γὰρ


ἀπὸ προσώπου, καθ' ὧν δοκεῖ πεποιηκέναι. εἶτα, ὅτι
μηδὲ ὑπὲρ τῶνδε ἐποίησεν· ἔστι γὰρ ἀπὸ προσώπου
τῶν, δι' οὓς κρίνεταί τις. οἷον ἐπὶ παραδειγμάτων ὅτι
’οὐκ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Περικλέα, τὸν συνετόν,
τὸν οὕτω λαμπρὸν καὶ μέγαν καὶ στρατηγὸν ἔνδοξον’,
ἀπὸ τοῦ Περικλέους τοῦτο· ὅτι ‘μηδὲ εἰκὸς ἐθελῆσαι
προδοῦναι Ἀθηναίους, τοὺς τιμῶντας αὐτόν’ ἄλλο πρός-
ωπον· ὅτι ‘μηδὲ εἰκὸς ἐθελῆσαι προδοῦναι Λακεδαι-
μονίοις, τοῖς ἐχθροῖς, τοῖς ἐπιβουλεύσασιν αὐτῷ’ καὶ
τοῦτο ἄλλο πρόσωπον. καὶ πάλιν ‘δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους’ ἀπὸ τοῦ
προσώπου, ‘ἀεὶ γὰρ Ἀθηναῖοι καινο-
τόμοι’, καὶ ‘δεῖ καινοτομεῖν κατὰ Φιλίππου τι ποιοῦν-
τας· καινοτόμος γὰρ καὶ Φίλιππος, δεῖ δὲ μιμεῖσθαι
τὰς τῶν πολεμίων ἐπιτηδεύσεις ἐν τῷ πολέμῳ’ καὶ
ταῦτα ἄλλα πρόσωπα. καὶ πάλιν ὅτι ‘χαλεπὸν διορύς-
σειν Χερρόνησον’, καὶ λήψῃ ἀπὸ τοῦ τόπου ἐπιχείρημα
’μακρὰν γὰρ Ἀθηναίων Χερρόνησος’ καὶ πάλιν ‘χαλε-
πὸν διορύξαι Χερρόνησον· μέγας γὰρ ὁ τόπος, ὃν ἀξι-
οῦσι διορύξαι, πέντε καὶ τετταράκοντα σταδίων’. εὑ-
ρίσκεται δὲ πολλάκις οὕτω καὶ ἐπὶ τῆς αἰτίας, οἷον

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 3, se. 7, l. 23

εὐποροῦμεν ἐπιχειρημάτων, πολλάκις δὲ ὀλίγων, οὕτω


καὶ ἐπὶ τοῦ ἐπιχειρήματος πολλάκις μὲν ἀπὸ τῆς ἐρ-
γασίας εἰς κατασκευὴν εὑρέθη τοῦ ἐπιχειρήματος πλεί-
ονα, πολλάκις δὲ ἐλάττονα. οἷον τὸ ἐπιχείρημα ἔστω
εἰ τύχοι ἀπὸ προσώπου· πολλάκις μὲν εἰς κατασκευὴν
τοῦ ἐπιχειρήματος τοῦ ἀπὸ τοῦ προσώπου εὕρηται ἐρ-
γασία ἐκ παραδείγματος μόνον, πολλάκις δὲ καὶ ἐκ
παραδείγματος καὶ ἐκ παραβολῆς, πολλάκις δὲ καὶ ἐκ
τούτων καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου, πολλάκις δὲ καὶ ἐκ πλειό-
νων. – Θῶμεν δὲ καὶ ἐπὶ παραδείγματος. ‘οὐ δεῖ
καινοτομεῖν’, κεφάλαιον. ἡ λύσις ὅτι ‘δεῖ καινοτομεῖν,
εἰ συμφέρει’· ἐπιχείρημα ἀπὸ τοῦ προσώπου ὅτι ‘καὶ δεῖ
καινοτομεῖν Ἀθηναίους ὄντας· καινοτόμοι γάρ ἐσμεν’·
εἶτα ἐργασία ληφθεῖσα ἐκ παραδείγματος εἰς κατα-
σκευὴν τοῦ ἐπιχειρήματος τούτου ὅτι Ἀθηναῖοι και-
νοτόμοι ‘καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐκαινοτόμησαν τόδε καὶ
154

τόδε’· καὶ πολλάκις οὐχ ἓν εὑρίσκεται παράδειγμα ἀλλὰ


πλείονα, καὶ τοῖς μὲν ἀπείροις ἔδοξε πολλὰ εἶναι ἐπι-
χειρήματα, ἡμῖν δὲ οὐκ ἐπιχειρήματα ἀλλ' ἐργασία, καὶ
ἐργασία ἀπὸ παραδείγματος μία, κἂν ᾖ τὰ παραδείγ-
ματα πολλά. καὶ ὁ Δημοσθένης εἶπέ που λέγων «οὐ

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 4, se. 2, l. 9

Περὶ ἀντιθέτου.

Ἀντίθετόν ἐστι σχῆμα λόγου διπλασιάζον πάντα τὸν


ὑποκείμενον νοῦν τοῦτον τὸν τρόπον, εἴ τις τοῦ κατὰ
φύσιν ζητουμένου τὸ ἐναντίον λαμβάνων καταβαίνοι
εἰς τὸ ὑποκείμενον· οἷον ‘ἐπειδὴ ἡμέρα ἐστί, δεῖ ποιῆ-
σαι τόδε’, τοῦτο τὸ ζητούμενον, τὸ δὲ ἀντίθετον αὐ-
τοῦ ‘εἰ μὲν γὰρ μὴ ἦν ἡμέρα ἀλλὰ νύξ, ἴσως ἐχρῆν
μὴ ποιεῖν’, εἶτα καταβαίνει εἰς τὸ ἴδιον ‘ἐπειδὴ δὲ
ἡμέρα ἐστί, ποιῆσαι προσήκει’. οἷον καὶ ἐν τοῖς προ-
βλήμασι ‘δεῖ καινοτομεῖν· πόλεμος γάρ ἐστι’, τοῦτο τὸ
κατὰ φύσιν· τὸ δὲ ἀντικείμενον αὐτοῦ ‘εἰ μὲν γὰρ μὴ
ἦν πόλεμος ἀλλ' εἰρήνη καὶ ἡσυχία, ἔδει μὴ καινοτομεῖν’.
Ἀρετὴ δὲ τοῦ ἀντιθέτου, ὅτι καὶ ἁπλούμενον τῷ
πλήθει τῶν κώλων πνεῦμα γίνεται καὶ συστρεφόμενον
τῇ ἑρμηνείᾳ περιόδου τάξιν ἐπέχει, οἷον ‘εἰ μὲν γὰρ
ἦν ἐν ἡσυχίᾳ τὰ καθεστηκότα καὶ ἀπραγμοσύνη κατεῖ-
χεν ἡμᾶς καὶ μήτε ἄτοπον μήτε φοβερὸν ἐφειστήκει
παρὰ τῶν πολεμίων μηδέν, ἀδείας δὲ ἦμεν ἐπειλημμέ-
νοι καὶ ἐξουσίας τοῦ πράττειν ὅσα βουλομένοις ἡμῖν
ἐτύγχανεν, ἔδει φυλάττειν τὰ καθεστηκότα καὶ παρα

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] Ch. 4, se. 2, l. 20

κατὰ φύσιν· τὸ δὲ ἀντικείμενον αὐτοῦ ‘εἰ μὲν γὰρ μὴ


ἦν πόλεμος ἀλλ' εἰρήνη καὶ ἡσυχία, ἔδει μὴ καινοτομεῖν’.
Ἀρετὴ δὲ τοῦ ἀντιθέτου, ὅτι καὶ ἁπλούμενον τῷ
πλήθει τῶν κώλων πνεῦμα γίνεται καὶ συστρεφόμενον
τῇ ἑρμηνείᾳ περιόδου τάξιν ἐπέχει, οἷον ‘εἰ μὲν γὰρ
ἦν ἐν ἡσυχίᾳ τὰ καθεστηκότα καὶ ἀπραγμοσύνη κατεῖ-
χεν ἡμᾶς καὶ μήτε ἄτοπον μήτε φοβερὸν ἐφειστήκει
παρὰ τῶν πολεμίων μηδέν, ἀδείας δὲ ἦμεν ἐπειλημμέ-
νοι καὶ ἐξουσίας τοῦ πράττειν ὅσα βουλομένοις ἡμῖν
ἐτύγχανεν, ἔδει φυλάττειν τὰ καθεστηκότα καὶ παρα-
155

κινεῖν μηδὲ ἓν μηδὲ καινοτομεῖν, ἀλλὰ τοῖς ἀρχαίοις


ἐμμένειν ἔθεσί τε καὶ ψηφίσμασι καὶ νόμοις· ἐπεὶ δὲ
πόλεμος κεκίνηται καὶ πλησίον οἱ πολέμιοι καὶ ἐφέστη-
κε τὰ δεινὰ καὶ ταραχὴ τοσαύτη τῶν πραγμάτων, τί-
νος ἕνεκεν οὐ καινοτομήσομεν, αὐτοῦ τοῦ πολέμου
ταύτην ἔχοντος τὴν φύσιν, ἀφ' ἑαυτοῦ τεχνᾶσθαι τὰ
πολλὰ καὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων μεταποιεῖν ἐπὶ τὸ και-
νότερον βίον;’ τοῦτο ἐκταθὲν τοῖς κώλοις ἐγένετο

Rhetorica Anonyma, Περὶ τῶν ὀκτὼ μερῶν τοῦ ῥητορικοῦ λόγου (e


cod. Paris. 2918) (0598: 014)“Rhetores Graeci, vol. 3”, Ed. Walz, C.
Stuttgart: Cotta, 1834, Repr. 1968.Vol. 3, p. 607, l. 15

ἐχθροῖς· καινὸς βοηλάτης ὁ ἱππηλάτης, καινὸς προβατο-


κόμος ἀνθρωποκόμος καὶ στρατηγὸς, καὶ ἡ καλαῦροψ
ξένη μετὰ χεῖρας τούτῳ, ὅτι καὶ σιδηρᾶ καὶ τῶν ζώων
πατάκτρια, καὶ λωβητὴς λύκος ὁ ἄνθρωπος, εἰς εὐή-
θειαν τῶν κτεινομένων ἐξεπεπτώκει, καὶ ἀρνοκτασία τού-
τῳ παίζεται ὡς ἀνδροκτασία· Ἄρεϊ θύματα ταῦτα ἢ
μανιάσι καὶ Ἐριννῦσι καὶ βακχευτικοῖς τισι δαίμοσι·
πάλιν ὅτι νὺξ καὶ σελήνη, καὶ ἡ Ἄρτεμις ἐφ' ὑψηλοῦ
θεατὴς τῆς ὀργῆς Ἀθηνᾶς, καὶ τῆς δραματουργίας τῆς
ἐν πάθει τραγικῷ κωμικῆς, καὶ τοῦ παντὸς καταγέλω-
τος, καὶ ἀπήγγειλε τῷ γεννήτορι τὴν καινοτομίαν τῆς
ἀδελφῆς, καὶ μυκτὴρ ἐκ θεῶν κατὰ τοῦ ὑψαύχενος καὶ
περιφρονητοῦ τοῦ αὐτῶν ἀξιώματος. Πάλιν ἐνθύμημα
ἀπὸ τῆς μανίας καὶ τοῦ παρεπομένου προσώπου τοῦ
Ὀδυσσέως· κατὰ παράδειγμα. Μανία ποτὲ καὶ τῶν ἐξ
Ἰθάκης ἐν κτήνεσιν, ἀλλὰ σκηνικὴ διεπλάττετο, καὶ βοῦς
καὶ ἵππος ἐζεύγνυντο, τὰ ἀσύζευκτα, καὶ ἀροτὴρ ὁ σει-
ραφόρος παρελαμβάνετο. Αἴαντι μανία κατὰ τῶν τε-
τραπόδων, ἀλλ' ἐναργὴς, καὶ τὸ ἄλογον ὡς ἔλλογον πα-
ρεβλέπετο. Τοσαῦτά σοι πρὸς ὑπόδειγμα, πλὴν ῥητορι-
κά· ἂν δὲ καὶ δύνασαι καὶ βούλει καὶ φιλοσοφήσεις

Rhetorica Anonyma, Περὶ τῶν τοῦ λόγου σχημάτων (0598: 019)


“Rhetores Graeci, vol. 3”, Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1856, Repr.
1966.Vol. 3, p. 112, l. 17

μενον, οἷον ἡμέρας οὔσης λέγομεν οὕτως· ἐπειδὴ ἡμέρα


ἐστί, δεῖ ποιῆσαι τόδε. τοῦτο τὸ ζητούμενον, τὸ δὲ ἀν-
156

τίθετον αὐτοῦ, εἰ μὴ ἦν ἡμέρα, ἀλλὰ νύξ, ἴσως ἐχρῆν


μὴ ποιεῖν· ἐπεὶ δέ ἐστιν ἡμέρα, (καταβαίνει γὰρ εἰς τὸ
ἴδιον) ποιῆσαι προσῆκε. παράδειγμα μετ' εὐφραδείας
πολέμου ὄντος· εἰ μὲν ἦν ἐν ἡσυχίᾳ τὰ καθεστηκότα,
καὶ ἀπραγμοσύνη κατεῖχεν ἡμᾶς, καὶ μήτε ἄτοπον μήτε
φοβερὸν ἐφειστήκει παρὰ τῶν πολεμίων μηδέν, ἀδείας
δὲ ἦμεν ἐπειλημμένοι καὶ ἐξουσίας τοῦ πράττειν, ὅσα
βουλομένοις ἡμῖν ἐτύγχανεν, ἔδει φυλάττειν τὰ κα-
θεστηκότα καὶ παρακινεῖν μηδὲ ἕν, μηδὲ καινοτομεῖν,
ἀλλὰ τοῖς ἀρχαίοις ἐμμένειν ἔθεσί τε καὶ ψηφίσμασι καὶ
νόμοις· ἐπειδὴ δὲ πόλεμος κεκίνηται καὶ πλησίον οἱ
πολέμιοι, καὶ ἐφέστηκε μὲν τὰ δεινὰ καὶ ταραχὴ τοσαύτη
τῶν πραγμάτων, τίνος ἕνεκεν οὐ καινοτομήσομεν, αὐ-
τοῦ τοῦ πολέμου ταύτην τὴν φύσιν ἔχοντος ἀφ' ἑαυτοῦ
τεχνᾶσθαι τὰ πολλά, καὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων μεταποιεῖν
ἐπὶ καινότερον βίον; ἄλλο παράδειγμα Σωπάτρου· εἰ
μὲν οὖν ὄνησις ἀγωνιζομένοις ἀκολουθεῖ, καλὸν ἀπο-
λαύειν τῆς τύχης, εἰ δὲ Τρωσίν ἐστι τὸ νικᾶν ἐκ Διός,
ἡμῖν δὲ πληροῦν ἀκοντίων τὴν γῆν μόνον, ἀναχωρῆσαι

Rhetorica Anonyma, Περὶ τῶν τοῦ λόγου σχημάτων Vol. 3, p. 112, l.


21

ἴδιον) ποιῆσαι προσῆκε. παράδειγμα μετ' εὐφραδείας


πολέμου ὄντος· εἰ μὲν ἦν ἐν ἡσυχίᾳ τὰ καθεστηκότα,
καὶ ἀπραγμοσύνη κατεῖχεν ἡμᾶς, καὶ μήτε ἄτοπον μήτε
φοβερὸν ἐφειστήκει παρὰ τῶν πολεμίων μηδέν, ἀδείας
δὲ ἦμεν ἐπειλημμένοι καὶ ἐξουσίας τοῦ πράττειν, ὅσα
βουλομένοις ἡμῖν ἐτύγχανεν, ἔδει φυλάττειν τὰ κα-
θεστηκότα καὶ παρακινεῖν μηδὲ ἕν, μηδὲ καινοτομεῖν,
ἀλλὰ τοῖς ἀρχαίοις ἐμμένειν ἔθεσί τε καὶ ψηφίσμασι καὶ
νόμοις· ἐπειδὴ δὲ πόλεμος κεκίνηται καὶ πλησίον οἱ
πολέμιοι, καὶ ἐφέστηκε μὲν τὰ δεινὰ καὶ ταραχὴ τοσαύτη
τῶν πραγμάτων, τίνος ἕνεκεν οὐ καινοτομήσομεν, αὐ-
τοῦ τοῦ πολέμου ταύτην τὴν φύσιν ἔχοντος ἀφ' ἑαυτοῦ
τεχνᾶσθαι τὰ πολλά, καὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων μεταποιεῖν
ἐπὶ καινότερον βίον; ἄλλο παράδειγμα Σωπάτρου· εἰ
μὲν οὖν ὄνησις ἀγωνιζομένοις ἀκολουθεῖ, καλὸν ἀπο-
λαύειν τῆς τύχης, εἰ δὲ Τρωσίν ἐστι τὸ νικᾶν ἐκ Διός,
ἡμῖν δὲ πληροῦν ἀκοντίων τὴν γῆν μόνον, ἀναχωρῆσαι
συμφέρον, νεκρὸν λαβοῦσι τὸν Πάτροκλον.
Σχῆμα περιοδικόν, ὃ συνίσταται ἐκ προτάσεως καὶ
157

ἀποδόσεως, οἷον ὃ γὰρ οἷς ἂν ἐγὼ ληφθείην ταῦτα


πράττων καὶ κατασκευαζόμενος, οὗτος ἐμοὶ

Satyrus Biogr., Vita Euripidis (P. Oxy. 9.1176) (0608: 001)


“Satiro. Vita di Euripide”, Ed. Arrighetti, G.Pisa: Libreria Goliardica
Editrice, 1964.Frag. 39,22, l. 5

τοῦ Τιμοθέου
παρὰ τ[οῖ]ς Ἕλλη-
[σι]ν διὰ [τ]ὴν ἐ[ν]
[τ]ῆι μου[σι]κῆ[ι]
καινοτ̣[ο]μίαν καὶ κ[α]θ' ὑ-
περβολὴν ἀ-
θυμήσαντος
ὥστε κα[ὶ] τὰς
χεῖρας ἑαυτῶι
διεγνωκέναι
προσφέρειν,

Zeno Phil., Testimonia et Frag. (0635: 001)“Stoicorum veterum Frag. a,


vol. 1”, Ed. von Arnim, J.Leipzig: Teubner, 1905, Repr. 1968.Frag. 33,
l. 6

Athenaeus IX 370 C. καὶ οὐ παράδοξον εἰ κατὰ τῆς κράμβης


τινὲς ὤμνυον, ὁπότε καὶ Ζήνων ὁ Κιτιεὺς ὁ τῆς Στοᾶς κτίστωρ μιμού-
μενος τὸν κατὰ τῆς κυνὸς ὅρκον Σωκράτους καὶ αὐτὸς ὤμνυε τὴν
κάππαριν, ὡς Ἔμπεδός φησιν ἐν Ἀπομνημονεύμασιν, cf. Diog. L. VII 32
ὤμνυε δέ, φασί, καὶ κάππαριν καθάπερ Σωκράτης τὸν κύνα.
Galenus de differentia pulsuum III 1 Vol. VIII p. 642 K.
ἀρέσκονται γὰρ οὗτοι πάντες οἱ Πνευματικοὶ καλούμενοι (scil. medici)
τοῖς ἀπὸ τῆς Στοᾶς δόγμασιν. ὥστ' ἐπεὶ Χρύσιππος αὐτοὺς εἴ-
θισεν ἀμφισβητεῖν περὶ τῶν κατὰ τὴν φιλοσοφίαν ὀνομάτων, οὐδ'
αὐτοὶ περὶ τῶν κατὰ τὴν ἰατρικὴν ταῦτα ποιεῖν ὀκνοῦσι. καὶ Ζήνων
δὲ ὁ Κιτιεὺς ἔτι πρότερον ἐτόλμησε καινοτομεῖν τε καὶ ὑπερβαίνειν
τὸ τῶν Ἑλλήνων ἔθος ἐν τοῖς ὀνόμασιν.
Cicero de fin. III 5. Quamquam ex omnibus philosophis Stoici
plurima (scil. verba) novaverunt, Zenoque, eorum princeps, non tam
rerum inventor fuit quam verborum novorum.
III 15. Si enim Zenoni licuit, cum rem aliquam invenisset inu-
158

sitatam, inauditum quoque ei rei nomen imponere, cur non liceat Catoni?
Cicero Tusc. disp. V 34. Zeno Citieus, advena quidam et
ignobilis verborum opifex, insinuasse se in antiquam philosophiam
videtur.

Flavius Philostratus Soph., Vita Apollonii (0638: 001)“Flavii


Philostrati opera, vol. 1”, Ed. Kayser, C.L.Leipzig: Teubner, 1870, Repr.
1964.Ch. 4, se. 24, l. 21

πρὸς τοὺς αὐτόθεν ἥξοντας.” γενόμενος δὲ κατὰ


τὸν Ἰσθμὸν μυκησαμένης τῆς περὶ τὸ Λέχαιον θαλάτ-
της “οὗτος” εἶπεν “ὁ αὐχὴν τῆς γῆς τετμήσεται,
μᾶλλον δὲ οὔ.” εἶχε δὲ αὐτῷ καὶ τοῦτο πρόρρησιν
τῆς μικρὸν ὕστερον περὶ τὸν Ἰσθμὸν τομῆς, ἣν μετὰ
ἔτη ἑπτὰ Νέρων διενοήθη· τὰ γὰρ βασίλεια ἐκλι-
πὼν ἐς τὴν Ἑλλάδα ἀφίκετο κηρύγμασιν ὑποθήσων
ἑαυτὸν Ὀλυμπικοῖς τε καὶ Πυθικοῖς, ἐνίκα δὲ καὶ
Ἰσθμοῖ· αἱ δὲ νῖκαι ἦσαν κιθαρῳδίαι καὶ κήρυκες,
ἐνίκα δὲ καὶ τραγῳδοὺς ἐν Ὀλυμπίᾳ. τότε λέγεται
καὶ τῆς περὶ τὸν Ἰσθμὸν καινοτομίας ἅψασθαι περί-
πλουν αὐτὸν ἐργαζόμενος καὶ τὸν Αἰγαῖον τῷ Ἀδρίᾳ
ξυμβάλλων, ὡς μὴ πᾶσα ναῦς ὑπὲρ Μαλέαν πλέοι
κομίζοιντό τε αἱ πολλαὶ διὰ τοῦ ῥήγματος ξυντέ-
μνουσαι τὰς περιβολὰς τοῦ πλοῦ. πῆ δὲ ἀπέβη τὸ
τοῦ Ἀπολλωνίου λόγιον; ἡ ὀρυχὴ τὴν ἀρχὴν ἀπὸ
Λεχαίου λαβοῦσα στάδια προὔβη ἴσως τέτταρα ξυν-
εχῶς ὀρυττόντων, σχεῖν δὲ λέγεται Νέρων τὴν το-
μὴν οἱ μὲν Αἰγυπτίων φιλοσοφησάντων αὐτῷ τὰς
θαλάττας καὶ τὸ ὑπὲρ Λεχαίου πέλαγος ὑπερχυθὲν
ἀφανιεῖν εἰπόντων τὴν Αἴγιναν,

Heliodorus Scr. Erot., Aethiopica (0658: 001)“Héliodore. Les


Éthiopiques (Théagène et Chariclée), 3 vols., 2nd edn.”, Ed. Rattenbury,
R.M., Lumb, T.W., Maillon, J.Paris: Les Belles Lettres, 1960.
B. 1, Ch. 1, se. 4, l. 10

των.
Ἦν δὲ οὐ πολέμου καθαροῦ τὰ φαινόμενα σύμ-
βολα, ἀλλ' ἀναμέμικτο καὶ εὐωχίας οὐκ εὐτυχοῦς ἀλλ'
εἰς τοῦτο ληξάσης ἐλεεινὰ λείψανα, τράπεζαι τῶν ἐδες-
μάτων ἔτι πλήθουσαι καὶ ἄλλαι πρὸς τῇ γῇ τῶν κειμένων
ἐν χερσὶν ἀνθ' ὅπλων ἐνίοις παρὰ τὴν μάχην γεγενημέναι·
159

ὁ γὰρ πόλεμος ἐσχεδίαστο· ἕτεραι δὲ ἄλλους ἔκρυπτον, ὡς


ᾤοντο, ὑπελθόντας· κρατῆρες ἀνατετραμμένοι καὶ χειρῶν
ἔνιοι τῶν ἐσχηκότων ἀπορρέοντες τῶν μὲν πινόντων τῶν
δὲ ἀντὶ λίθων κεχρημένων· τὸ γὰρ αἰφνίδιον τοῦ κακοῦ
τὰς χρείας ἐκαινοτόμει καὶ βέλεσι κεχρῆσθαι τοῖς ἐκπώ-
μασιν ἐδίδασκεν.

Heliodorus Scr. Erot., Aethiopica B. 4, Ch. 18, se. 2, l. 3

Κἀπειδὴ τοῦ ἄστεος ἐκτὸς ἦσαν ὡς τάχους


εἶχον ἐπὶ τὰ Λοκρῶν ὄρη καὶ Οἰταίων ἀφιππάσαντο. Ὁ
δὲ Θεαγένης καὶ ἡ Χαρίκλεια τὰ προδεδογμένα πράττοντες
ὑπολείπονται μὲν τῶν Θετταλῶν, ὡς ἐμὲ δὲ λαθραῖοι κατα-
φεύγουσι καί μου τοῖς γόνασιν ἅμα προσπεσόντες ἐπὶ
πλεῖστον εἴχοντο τρόμῳ τε παλλόμενοι καὶ «Σῷζε πάτερ»
συνεχὲς ἐπιφθεγγόμενοι.
Ἀλλ' ἡ μὲν Χαρίκλεια τοῦτο
καὶ μόνον, εἰς γῆν τε νεύουσα καὶ τὴν πρᾶξιν ἄρτι καινο-
τομουμένην ἐρυθριῶσα· ὁ δὲ Θεαγένης καὶ ἕτερα προσεπ-
έσκηπτε «Σῷζε» λέγων «ὦ Καλάσιρι, ξένους καὶ ἀπόλι-
δας ἱκέτας πάντων ἀλλοτριωθέντας, ἵν' ἐκ πάντων μόνους
ἀλλήλους κερδήσωσι· σῷζε τύχης λοιπὸν ἀγώγιμα σώματα
καὶ σωφρονοῦντος ἔρωτος αἰχμάλωτα, φυγάδας αὐθαιρέτους
μὲν ἀλλ' ἀνευθύνους καὶ πᾶσαν εἰς σὲ προσδοκίαν σωτη-
ρίας ἀναρρίψαντας.»

Stephanus Med., Phil., Commentarii in priorem Galeni librum


therapeuticum ad Glauconem (0724: 001)“Scholia in Hippocratem et
Galenum, vol. 1”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr.
1966.Vol. 1, p. 341, l. 29

πτώματα τὰ πρὸ τῆς κρίσεως οἷον ἀγρυπνίαν, δίψος,


ῥιπτασμὸν, παραφροσύνην, ἄλυν καὶ ὅσα τοιαῦτα, τοὺς
μὲν ἰδιώτας φοβεῖ, τῷ δὲ τεχνίτῃ προδηλοῖ τὴν τῆς φύ-
σεως νίκην. καὶ τοῦτό ἐστιν ὅ φησιν Ἱπποκράτης· μηδὲ
φοβεῖσθαι λίην τὰ μοχθηρὰ γινόμενα παρὰ λόγον. κάλ-
λιστον δέ τοι γνωρίζειν σῶμα ταραττόμενον δύνασθαι
ὑπὸ τῆς φύσεως παρασκευαζομένης. οὐκ ἄκαρπόν σοι,
φησὶν, ἔσται τὸ διαγινώσκειν, ὅτι ἡ παροῦσα ταραχὴ τὴν
κρίσιν προαγορεύει καὶ τὸν τῆς φύσεως ἀγῶνα. τηνικαῦτα
160

γὰρ ἱκανῶς μὲν γενομένης τῆς κρίσεως, οὐδὲν καινο-


τομήσεις, ἐλλειπέστερον δὲ ἢ ἀμετρότερον γενομένης, ἢ
συνεργήσεις ἢ κωλύσεις.

Σκεπτέον δὲ πρῶτον μὲν τὸ τῶν πυρετῶν εἶδος. –

Ἐνταῦθα βούλεταί σοι παραδοῦναι καὶ τὰ σημεῖα, δι'


ὧν γενήσει διαγνωστικὸς, ὅτι τὸ νόσημα οὐ λυθήσεται,
ἀλλὰ μᾶλλον κριθήσεται, ὅτι τῶν πυρετῶν οἱ μὲν λύονται,
κατὰ βραχὺ συμπεττομένης τῆς ὕλης, καὶ τοῦ μὲν αὐτῆς
διὰ τῶν ἀδήλων πόρων διαφορουμένου, τοῦ δὲ κατὰ τῶν
οὔρων ὑπόστασιν ἐκκρινομένου· οἱ δὲ ἀθρόως κρίνονται.

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Vol. 2, p. 74, l. 24

βάνει τὸν κατὰ φύσιν κόσμον, ἕλκεται ὁ χυλὸς παρὰ τὸ


ἧπαρ ἀκόσμητος ὤν. τί ἐστιν ἀκόσμητος; ἀνεπιτήδειος
εἰς τὸ αἱματοποιηθῆναι. μένει οὖν ἐν τῷ ἥπατι ἀκάθαρ-
τος. εἰσβάλλουσι λοιπὸν εἰς τὸ ἧπαρ τὰ καθαρτήρια μό-
ρια, ἀλλ' ἐπειδὴ ὡς ξένον ἐστὶ τὸ αἷμα, οὐ καθαρίζεται·
ἔνθεν οὐδὲ σπλὴν ἕλκει τὸ παχὺ, οὐδὲ χοληδόχος κύστις
τὸ λεπτὸν, οὐδὲ νεφρὸς τὸ ὀῤῥῶδες· ἢ ἕλκουσι μὲν
ὅσον ὤφειλον, τὸ δὲ λοιπὸν μένον, ἀκάθαρτον ποιεῖ τὸ
αἷμα. τοῦτο οὖν ἀναδίδοται εἰς πᾶν τὸ σῶμα ἀκάθαρτον
ὂν, καὶ λοιπὸν καινοτομεῖται τὸ τῆς φύσεως νόμιμον. καὶ
ἐπειδὴ οὐκ εἴθισαν ἀπὸ ῥυπαροῦ αἵματος τρέφεσθαι,
ταράττονται· ἐντεῦθεν τῶν ὅλων σύγχυσις. ἀλλὰ τῶν μὲν
ἄλλων καταφρονήσωμεν, τοῦ δὲ ἡγεμόνος ἐγκεφάλου ἀνα-
μνησθῶμεν, οὐ διὰ τὴν ἀξίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ ὅτι ἕκα-
στον μόριον, μὴ τρεφόμενον, δαπανᾶται καὶ ἰσχναίνεται,
τὸ δὲ κακώτερον ὁ τοῦ ἐγκεφάλου ὑγρὸς ὁ οὕτως
ὑπὸ ψυχικοῦ πνεύματος ὀχούμενος [ἐὰν] ἀναλωθῇ τε καὶ
ἰσχνανθῇ. ἀνήλωται οὖν ὁ ἐγκέφαλος, καὶ τοῦ αὐτοῦ κα-
τεκράτησεν ἐκ τῆς ἀτροφίας ξηρότης, ὅτε καὶ φαλακρότης
γίνεται. ἐν γὰρ τῷ κατὰ φύσιν ἔχειν μετεωριζόμενος

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de morbis


popularibus Vol. 2, p. 80, l. 16
161

Ἄρτι τῶν προγνωστικῶν λόγων παυσάμενος, φέρεται


πάλιν ἐπὶ διαγνωστικούς. καὶ δεῖ εἰδέναι, ὡς πολλαὶ
ἐνταῦθα ἠνέχθησαν ἐξηγήσεις. δεῖ δὲ τοῦ ἀστειοτέρου
ἀναμνῆσαι Σαβίνου. τοίνυν εὑρηκὼς τὸ φυσᾶται καὶ
τὸν ψόφον, τοῦτο λέγει, ὅτι ἐάν τις ἄρξηται ἀφροδισιά-
ζειν, ἐν τοῖς ἀφροδισίοις φύσαι πολλαὶ ἐκκρίνονται.
ἀποδίδωσι δὲ καὶ λόγον, ὅτι ἐν τῇ παιδικῇ ἡλικίᾳ οὐκ
εἰώθαμεν ἀφροδισιάζειν, ἀλλ' ἐν τῇ ἀκμαστικῇ. τότε οὖν
καινοτομεῖται καὶ ξενισμὸν ὑπομένει ἡ φύσις· ἀπὸ δὲ τῶν ἀφροδισίων
θερμαίνεται τὸ σῶμα· ἀπὸ τῆς θέρμης
οὖν καὶ τῆς ταραχῆς διαλύεται πνεύματα, ἃ φέρεται ἐπὶ
τὰ κάτω, καὶ ποιεῖ φύσας. αὕτη μὲν οὖν ἡ Σαβίνου ἐξή-
γησις, καὶ οὐκ ἀπόβλητος. ὁ δὲ Γαληνός φησι, τοῦτο
οὐχ ἱστόρηται ἐπὶ τῶν ἔργων τῆς τέχνης. καὶ πράγματα
μὴ ἱστορηθέντα, τί θέλομεν ἀποδοῦναι λόγον; εἰ δὲ καὶ
ἄρα ἱστόρηται, κατὰ τὸ σπάνιον εὕρηται, ὅθεν προσέ-
θηκε Δαμναγόρᾳ· τῶν δὲ σπανίων οὐκ ἀποδίδοται λόγος.

Alexander Phil., In Aristotelis topicorum libros octo commentaria


(0732: 006)“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis topicorum libros octo
commentaria”, Ed. Wallies, M.Berlin: Reimer, 1891; Commentaria in
Aristotelem Graeca 2.2.P. 340, l. 14

καὶ ἄλλον· εἰ αὐτὰ μὲν πρὸς ὁμοίας πτώσεις λέγοιτο, τό τε ἀποδοθὲν


γένος καὶ τὸ εἶδος, τῶν δὲ πρὸς ἃ ταῦτα λέγεται τὸ μὲν ἀντιστρέφοι
τὸ δὲ μή, οὔ φησι τὸ τεθὲν ἔσεσθαι γένος. καὶ παραδείγματι χρῆται
τοῦ τόπου τῇ τε ἐλλείψει καὶ τῇ ἐνδείᾳ· εἰ γάρ τις γένος τῆς
ἐλλείψεως τὴν ἔνδειαν λέγει, ἐπεὶ ἑκάτερον μὲν αὐτῶν πρὸς τὴν αὐτὴν
ἀποδίδοται πτῶσιν (ἥ τε γὰρ ἔλλειψις τινός, τῆς ὑπεροχῆς γάρ, καὶ ἡ
ἔνδεια ὁμοίως τινός, τοῦ γὰρ ἱκανοῦ), οὐκέτι δὲ ἀμφότερα, πρὸς ἃ
ἑκάτερον
αὐτῶν λέγεται, ἀντιστρέφει (ἡ μὲν γὰρ ὑπεροχὴ καὶ αὐτὴ τινός,
ἐλλείψεως
γάρ· τὸ δὲ ἱκανὸν οὐκέτι ἀντιστρέφει· οὐ γὰρ λέγεται τὸ ἱκανὸν ἐνδείας
ἱκανόν), ὥστε οὐκ ἂν εἴη ἡ ἔνδεια τῆς ἐλλείψεως γένος. ἀλλ' οὗτος μὲν
καινοτομῆσαι βουληθεὶς ὀλίγον ἀναιρεῖ μεῖζόν τι· τὸ γὰρ πάντα τὰ πρός
τι πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεσθαι κινεῖ. αἴτιον δὲ αὐτῷ τῆς πλάνης τὸ μὴ
δεόντως λαβεῖν τὴν ἔνδειαν πρὸς τὸ ἱκανὸν λέγεσθαι· καὶ γὰρ ἡ ἔνδεια
162

ἐνδέοντός ἐστιν ἔνδεια καὶ πρὸς τοῦτο λέγεται πρός τι.


p. 125a14

Alexander Phil., In Aristotelis topicorum libros octo commentaria


P. 476, l. 15

Πάλιν εἴ τις ὁρισάμενος τῶν πολλαχῶς τι λεγομένων.

Εἴ τις, φησίν, ὁρισάμενός τι τῶν πολλαχῶς λεγομένων,


ἔπειτα ἐλεγχόμενος ὅτι μὴ πᾶσι τοῖς ὑπὸ τοὔνομα ἐφαρμόζει ὁ ἀποδε-
δομένος λόγος, μὴ λέγοι μὲν αὐτὰ ὁμωνύμως λέγεσθαι, λέγοι δὲ μηδὲ
τὴν ἀρχὴν τὸ ὄνομα ἐφαρμόζειν τούτοις οἷς οὐδὲ ὁ ἀποδεδομένος ὑπ'
αὐτοῦ ὁρισμός, δεῖ, φησί, πρὸς τοῦτον οὕτως λέγειν, ὅτι τοῖς μὲν ὀνόμασι
δεῖ χρῆσθαι ὡς οἱ πολλοὶ λέγουσι καὶ μὴ καινοτομεῖν, τοῖς δὲ πράγμασιν
ἐφαρμόζειν τὰ ὀνόματα οὐχ ὡς οἱ πολλοὶ ἀλλ' ὡς οἱ σοφοί· οὐ γὰρ χρὴ
ὁμοίως τοῖς πολλοῖς οὔτε τὸν εὐτυχῆ εὐδαίμονα καλεῖν οὔτε οἰκονομικὸν
τὸν ἀνελεύθερον οὔτε τὸν δεινὸν φρόνιμον οὔτε τὸν τολμηρὸν ἀνδρεῖον,
ὡς εἰώθασιν οἱ πολλοί· διαφέρει δὲ ταῦτα [τῶν] οἷς κεῖται, ὅτι ἐκεῖνα μὲν
οἱ σπουδαῖοι οὕτω καλοῦσι, ταῦτα δὲ οἱ ἰδιῶται ὀνομάζουσιν.
p. 148b23

Ποσειδώνιος Frag. (1052: 001)“Posidonios. Die Frag. e, vol. 1”, Ed.


Theiler, W.Berlin: De Gruyter, 1982.Frag. 138, l. 17

τι βουλευσαμένους, ἔκρινε δεῖν ἅπαντας ἐκποδὼν ποιήσασθαι. ἐπιλεξά-


μενος οὖν τῶν βαρβάρων μισθοφόρων τοὺς ἀγριωτάτους εἰς φόνον,
ἀπλή-
στους δὲ εἰς χρημάτων περιουσίαν, τούτους ἔν τισιν οἰκήμασι
κατέκρυψεν
ἐν τοῖς βασιλείοις, τῶν δὲ φίλων τοὺς ὑποπτευομένους μετεπέμπετο.
παραγενομένων δὲ τῶν φίλων, πάντας ἀπέκτεινεν, ἔχων ὑπηρέτας
οἰκείους
τῆς ἰδίας μιαιφονίας. εὐθὺς δὲ τέκνα καὶ γυναῖκας τούτων προσέταξε τῆς
αὐτῆς τιμωρίας ἀξιῶσαι. τῶν δὲ ἄλλων φίλων τῶν ἐπ' ἐξουσίᾳ στρατιω-
τῶν ἢ πόλεων τεταγμένων οὓς μὲν ἐδολοφόνησεν, οὓς δὲ συλλαβὼν
πανοι-
κίους ἀνεῖλε. διὰ δὲ τὴν ὠμότητα μισηθεὶς οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀρχομένων,
ἀλλὰ καὶ τῶν πλησιοχώρων, πάντας τοὺς ὑποτεταγμένους ἐποίησε
μετεώρους πρὸς καινοτομίαν. (Const. Exc. 2(1),305 – 306)
Diodor 34/35,4,1 – 2
4. Ὅτι οἱ πλεῖστοι τῶν ἁλόντων βαρβάρων κατὰ τὰς ὁδοιπορίας ἀγό-
163

μενοι οἱ μὲν ἑαυτούς, οἱ δὲ ἀλλήλους ἀνῄρουν, οὐχ ὑπομένοντες τὴν ἐκ


τῆς δουλείας ὕβριν. παῖς δέ τις ἄνηβος παραστὰς τρισὶν ἀδελφαῖς κοιμω-
μέναις διὰ τὸν κόπον, ταύτας ἀπέσφαξεν· ἑαυτὸν δὲ οὐ φθάσας ἀνελεῖν
ὑπὸ τῶν συλλαβόντων ἀνεκρίνετο δι' ἣν αἰτίαν τὰς ἀδελφὰς ἀπέκτεινε.
τούτοις μὲν οὖν ἀπεκρίθη διότι τοῦ ζῆν οὐδὲν ἄξιον αὐταῖς κατελέλειπτο,
αὐτὸς δὲ τροφῆς ἀποσχόμενος ἐνδείᾳ κατέστρεψε τὸν βίον.
Ὅτι οἱ αὐτοὶ αἰχμάλωτοι ὡς ἐπὶ τοὺς ὅρους τῆς χώρας κατήντησαν,
ῥίψαντες ἑαυτοὺς εἰς ἔδαφος τήν τε γῆν κατεφίλουν μετ' οἰμωγῆς καὶ

Ποσειδώνιος Frag. (1052: 003)“FGrH #87”.Vol.-Jacobyʹ-F 2a,87,F,


Frag. 111b, l. 15

ὡς ὑπὲρ ἰδίων ἀγαθῶν τῶν εἰσφερομένων νόμων ἕτοιμος ἦν πάντα


κίνδυνον ὑπο-
μένειν. τῶν μὲν γὰρ συγκλητικῶν τὸ δικάζειν ἀφελόμενος καὶ ἀποδείξας
τοὺς ἱππεῖς
κριτὰς τὸ χεῖρον τῆς πολιτείας τοῦ κρείττονος κύριον ἐποίησε καὶ τὴν
προυπάρχουσαν
τῶι συνεδρίωι πρὸς τοὺς ἱππεῖς σύμπνοιαν διαστήσας βαρὺν τὸν ὄχλον
κατ' ἀμφοτέ-
ρων κατεσκεύασε, διὰ δὲ τῆς πάντων διχοστασίας ἑαυτῶι δυναστείαν
κατασκευάζων
καὶ τὸ κοινὸν ταμιεῖον εἰς αἰσχρὰς καὶ ἀκαίρους δαπάνας καὶ χάριτας
ἀναλίσκων
εἰς ἑαυτὸν πάντας ἀποβλέπειν ἐποίησε, καὶ τῆι μὲν τῶν δημοσιωνῶν
τόλμηι καὶ
πλεονεξίαι τὰς ἐπαρχίας ἀπορρίψας ἐπεσπάσατο παρὰ τῶν
ὑποτεταγμένων δίκαιον
μῖσος κατὰ τῆς ἡγεμονίας, τοῖς δὲ στρατιώταις διὰ τῶν νόμων τὰ τῆς
ἀρχαίας
ἀγωγῆς αὐστηρὰ καταχαρισάμενος ἀπείθειαν καὶ ἀναρχίαν εἰσήγαγεν εἰς
τὴν πολιτείαν. τῶν γὰρ ἀρχόντων καταφρονήσας κατεξανίσταται
καινοτομῶν. ἐκ δὲ τούτων τῶν ἐθῶν ὀλέθριος ἀνομία καὶ πόλεως
ἀνατροπὴ γίνεται. EXC. DE SENT. p. 390, 10 (= 25, 2): ὅτι ὁ Γράκχος
ἐπὶ τοσοῦτο προέβη δυνα-
στείας καὶ ὕβρεως, ὥστε τῶν ὄχλων κρινάντων ἐκβαλεῖν τὸν Ὀκτάυιον ἐκ
τῆς πόλεως
ἀφῆκεν αὐτὸν εἰπὼν τῶι δήμωι διότι ταύτην χάριν δίδωσι τῆι μητρὶ
προεντετευγμένος ὑπ' αὐτῆς. – – p. 390, 14 (= 26): ὅτι ὁ Ποπίλιος μετὰ
δακρύων ὑπὸ τῶν ὄχλων προεπέμφθη ἐκβαλλόμενος ἐκ τῆς πόλεως. οὐ
γὰρ ἠγνόει τὸ πλῆθος τὸ

Athenaeus Mech., De machinis (1204: 001)“Griechische Poliorketiker,


164

vol. 1”, Ed. Schneider, R.Berlin: Weidmann, 1912; Abhandlungen der


königlichen Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen, Philol.–hist.
Kl., N.F. 12, no. 5.Se. 8, l. 2

ρικῶν παραγγελμάτων οὐκ οἰκεῖος εἶναι. Διὸ ὅσαπερ ἀνεγνώκα-


μεν τοῦ μηχανικοῦ Ἀγησιστράτου περὶ αὐτῶν, διέξιμεν.
Ἀναγκαιότατον μὲν οὖν ἀποφαίνεται εἶναι ἐμπειρίαν γραμ-
μῶν ἔχειν· οὕτω γὰρ τὰ πρὸς πολιορκίαν συστησάμενον ὀρθῶς
ἀντιμηχανᾶσθαι, πάλιν καὶ πρὸς ταῦτα ἀκολούθως τὰ πρὸς
πολιορκίαν μηχανήσεσθαι. Τοῦτο μέντοι οὐ κἂν ῥᾳδίως ἐστὶ τὸν
τυχόντα ποιῆσαι, ἀλλὰ μόνον τὸν καλῶς μαθόντα τὴν τέχνην καὶ διὰ
πάντων ὄντα τῶν ἐπιβαλλόντων αὐτῇ μαθημάτων τά τε ὑπὸ τῶν
πρότερον ἀνδρῶν ἤδη γεγονότα πρὸς τὴν τοιαύτην
χρείαν μὴ παρέργως κατανοήσαντα. Τοῖς γὰρ καλῶς εὑρεθεῖσι
πολλάκις χρηστέον καὶ οὐκ ἐκ παντὸς τρόπου καινοτομητέον, ἐὰν μή
τινες βούλωνται τοὺς ἰδιώτας ἀπατᾶν, ἑλόμενοι τὸ δοκεῖν μᾶλλον
τῆς ἀληθείας αὐτοῖς ἀπ' ῆ . Τοῦτο δέ μοι καλῶς εἰρηκέναι
φαίνεται.
Ἐν γὰρ τοῖς Βελικοῖς τοσοῦτον τοὺς πρότερον ὑπερήγα-
γεν, ὥστε καὶ τὸν ἐξαγγέλλοντα ὑπὲρ αὐτοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύεσθαι.
Ὁ γὰρ τρισπίθαμος αὐτοῦ καταπάλτης ἔβαλλε γ στάδια καὶ
ἡμιστάδιον ἔχων τόνου μνᾶς δώδεκα. Ὁ δὲ τετράπηχος, παλίντο-
νος ὤν, δ στάδια.
Ἀπολλώνιος δὲ ὁ γεγονὼς αὐτοῦ διδά-
σκαλος τηλικαῦτα ἤγαγε φορτία λίθων ἐπὶ τὸ χῶμα τὸ περὶ τὸν

Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος (1248: 001)“Der Ἀληθὴς λόγος des Kelsos”,
Ed. Bader, R.Stuttgart: Kohlhammer, 1940; Tübinger Beiträge zur
Altertumswissenschaft 33.Ch. 3, se. 5, l. 7

νῶν πρὸς ἀλλήλους ζητήσει, πιστευόντων μὲν ἀμφοτέρων, ὅτι ἀπὸ


θείου πνεύματος ἐπροφητεύθη τις ἐπιδημήσων σωτὴρ τῷ γένει τῶν
ἀνθρώπων, οὐκέτι δ' ὁμολογούντων περὶ τοῦ ἐληλυθέναι τὸν προφη-
τευόμενον ἢ μή.
Ἑξῆς δὲ τούτοις ὁ Κέλσος οἰόμενος τοὺς Ἰουδαίους, Αἰγυπ-
τίους τῷ γένει τυγχάνοντας, καταλελοιπέναι τὴν Αἴγυπτον στασιάσαν-
τας πρὸς τὸ κοινὸν τῶν Αἰγυπτίων καὶ τὸ ἐν Αἰγύπτῳ σύνηθες
περὶ τὰς θρησκείας ὑπερφρονήσαντας φησὶν αὐτοὺς ἅπερ ἐποίησαν
Αἰγυπτίοις πεπονθέναι ὑπὸ τῶν προσθεμένων τῷ Ἰησοῦ καὶ πιστευ-
σάντων αὐτῷ ὡς Χριστῷ καὶ ἀμφοτέροις αἴτιον γεγονέναι τῆς καινοτομίας
τὸ στασιάζειν πρὸς τὸ κοινόν.
Τοῦτο δέ μοι βούλεται ὁ λόγος συνάγειν ὅτι ψεῦδος τὸ
Αἰγυπτίους τὸ γένος ὄντας τινὰς ἐστασιακέναι πρὸς Αἰγυπτίους καὶ
165

τὴν Αἴγυπτον καταλελοιπέναι καὶ ἐπὶ τὴν Παλαιστίνην ἐληλυθέναι τήν


τε νῦν καλουμένην Ἰουδαίαν ᾠκηκέναι.
Ὁμοίως δὲ ψεῦδος τὸ Αἰγυπτίους ὄντας ἀπὸ στάσεως τὴν ἀρ-
χὴν εἰληφέναι τοὺς Ἑβραίους καὶ τὸ Ἰουδαίους ὄντας ἄλλους κατὰ
τοὺς Ἰησοῦ χρόνους ἐστασιακέναι πρὸς τὸ κοινὸν τῶν Ἰουδαίων καὶ
τῷ Ἰησοῦ κατηκολουθηκέναι.

Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος Ch. 7, se. 53, l. 1

τοῦ δι' αὐτὸν γιγνώσκειν καὶ νοητοῖς ἅπασι καὶ αὐτῇ ἀληθείᾳ καὶ
αὐτῇ οὐσίᾳ τοῦ εἶναι, πάντων ἐπέκεινα ὤν, ἀρρήτῳ τινὶ δυνάμει
νοητός. ταῦτ' εἴρηται μὲν ἀνθρώποις νοῦν ἔχουσιν· εἰ δέ τι αὐτῶν καὶ
ὑμεῖς συνίετε, εὖ ὑμῖν ἔχει. καὶ πνεῦμα εἴ τι οἴεσθε κατιὸν ἐκ θεοῦ
προαγγέλλειν τὰ θεῖα, τοῦτ' ἂν εἴη τὸ πνεῦμα τὸ ταῦτα κηρύττον, οὗ
δὴ πλησθέντες ἄνδρες παλαιοὶ πολλὰ κἀγαθὰ ἤγγειλαν· ὧν εἰ μὴ
δύνασθε ἐπαΐειν, σιωπᾶτε καὶ τὴν ἑαυτῶν ἀμαθίαν ἐγκαλύπτετε καὶ
μὴ λέγετε τυφλώττειν τοὺς βλέποντας καὶ χωλοὺς εἶναι τοὺς τρέχοντας
αὐτοὶ πάντῃ τὰς ψυχὰς ἀποκεχωλευμένοι καὶ ἠκρωτηριασμένοι καὶ τῷ
σώματι ζῶντες, τουτέστι τῷ νεκρῷ.
Πόσῳ δ' ἦν ὑμῖν ἄμεινον, ἐπειδή γε καινοτομῆσαί τι ἐπε-
θυμήσατε, περὶ ἄλλον τινὰ τῶν γενναίως ἀποθανόντων καὶ θεῖον
μῦθον δέξασθαι δυναμένων σπουδάσαι; φέρε, εἰ μὴ ἤρεσκεν Ἡρα-
κλῆς καὶ Ἀσκληπιὸς καὶ οἱ πάλαι δεδοξασμένοι, Ὀρφέα εἴχετε,
ἄνδρα ὁμολογουμένως ὁσίῳ χρησάμενον πνεύματι καὶ αὐτὸν βιαίως
ἀποθανόντα. ἀλλ' ἴσως ὑπ' ἄλλων προείληπτο. Ἀνάξαρχον γοῦν, ὃς
εἰς ὅλμον ἐμβληθεὶς καὶ παρανομώτατα συντριβόμενος εὖ μάλα κατε-
φρόνει τῆς κολάσεως λέγων· ‘πτίσσε, πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον,
αὐτὸν γὰρ οὐ πτίσσεις’· θείου τινὸς ὡς ἀληθῶς πνεύματος ἡ φωνή.
ἀλλὰ καὶ τούτῳ φθάσαντές τινες ἠκολούθησαν φυσικοί. οὐκοῦν

Chrysippus Phil., Frag. logica et physica (1264: 001)“Stoicorum


veterum Frag. a, vol. 2”, Ed. von Arnim, J.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1968.Frag. 21, l. 3

Στωϊκῶν ἐστασίασται, ἀρξάμενα ἀπὸ τῶν ἀρχόντων καὶ μηδέπω


τελευτῶντα
καὶ νῦν. ἐλέγχουσι δὲ ἀγαπώντως ὑπὸ δυσμενοῦς ἐλέγχου, οἱ μέν τινες
αὐ-
τῶν ἐμμεμενηκότες ἔτι, οἱ δ' ἤδη μεταθέμενοι. εἴξασιν οὖν οἱ πρῶτοι ὀλι-
γαρχικωτέροις, οἳ δὴ διαστάντες ὑπῆρξαν εἰς τοὺς μετέπειτα πολλῆς μὲν
τοῖς
166

προτέροις, πολλῆς δὲ τῆς ἀλλήλοις ἐπιτιμήσεως αἴτιοι, εἰσέτι ἑτέρων


ἕτεροι
Στωϊκώτεροι· καὶ μᾶλλον ὅσοι πλέον ἐπὶ τὸ τεχνικὸν ὤφθησαν
μικρολόγοι·
αὐτοὶ γὰρ οὗτοι τοὺς ἑτέρους ὑπερβαλλόμενοι τῇ τε πολυπραγμοσύνῃ
τοῖς τε
σκαριφηθμοῖς ἐπετίμων θᾶττον.
Ωριγένης contra Celsum II. 12 Vol. I p. 141, 7 (p. 297 Delarue).
ἀλλὰ καὶ ὁ Χρύσιππος πολλαχοῦ τῶν συγγραμμάτων αὐτοῦ φαίνεται κα-
θαπτόμενος Κλεάνθους, καινοτομῶν παρὰ τὰ ἐκείνῳ δεδογμένα,
γενομένῳ
αὐτοῦ διδασκάλῳ ἔτι νέου καὶ ἀρχὰς ἔχοντος φιλοσοφίας ..... οὐκ ὀλίγον
δὲ χρόνον καὶ ὁ Χρύσιππος παρὰ τῷ Κλεάνθει πεποιῆσθαι τὰς διατριβάς
(scil. λέγεται).
Ωριγένης contra Celsum I. 39 Vol. I p. 91, 20 (p. 357 Delarue).
ὁ δὲ Χρύσιππος πολλαχοῦ ἐκθέμενος τὰ κινήσαντα αὐτὸν ἀναπέμπει
ἡμᾶς ἐφ' οὓς ἂν εὕροιμεν κρεῖττον αὐτοῦ ἐροῦντας.

Diogenes Phil., Testimonia et Frag. (1320: 001)“Stoicorum veterum


Frag. a, vol. 3”, Ed. von Arnim, J.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1968.Frag. 59, l. 2

Philodemus de musica p. 8 Kemke (refert Diogenis Baby-


lonii de musica opiniones). τὰ κατὰ τὰς ὀ(ργὰς) καὶ τὰ μ(ε)θ' (ἡ)δο-
νῆς καὶ (λύ)πης ἐντυγ(χάνοντα κοινῶς, ἐ)πειδὴ τῶν οἰκείων δ(ιαθές)εων
οὐκ ἔξωθεν ἀλλ' ἐ(ν ἡ)μῖν ἔχομεν τὰς αἰτίας· (τῶν) δὲ κοινῶν εἶναί
τι καὶ (τὴν) μουσικήν· πάντας γὰρ Ἕλληνάς τε καὶ βαρβάρου(ς αὐ)τῇ
χρῆσθαι καὶ κατὰ (πᾶ)σαν, ὡς εἰπεῖν, ἡλικίαν· (ἤδη) γὰρ πρὸ τοῦ
λογισμὸν ἔ(χειν) καὶ σύνεσιν ἅπτεσθα(ι τὴν) μουσικὴν δύναμιν (παι-
δικῆς) ἧστινος (οὖν ψυχῆς) etc.
Philodemus de musica p. 9 Kemke. νόμον θεῖσιν, πά(ν-
τας) αὐτῇ χρῆς(θα)ι καὶ μη(δέν)α (καιν)οτομεῖν, τὴν δὲ ν(ῦν ἐπιπ)ο-
λ(ά)ζουσαν διάθεσιν ἀπ' (αὐτῆς) ἀφεστηκέναι. κ(αὶ τοὺς) δειθυραμ-
βικοὺς δὲ τρόπ(ο)υς εἴ τις συγκρίναι, τόν τε κατὰ Πίνδαρον καὶ τὸν
κατὰ Φιλόξενον, μεγάλην εὑρεθήσεσθαι τὴν διαφορὰν τῶν ἐπιφαινο-
μένων ἠθῶν, τὸν δ' αὐτὸν εἶναι λόγον καὶ περὶ τῶν ἄλλων τρόπων
(ὁποί)ων δή τινων. v. 20 χρῶμα.
Philodemus de musica p. 10 Kemke. – χρόνον, καταρξαμέ(νων)
τῶν Μαντινέων τε καὶ Λα(κε)δαιμονίων (καὶ Πελ)λα(νέ)ων· παρὰ
τούτοις γὰρ κα(ὶ πρ)ώτοις καὶ μάλιστα τὴν ἀκριβεστάτην ἐπιμέ(λειαν)
γενέσθαι τῶν τοι(ούτων) ἐπιτηδευμάτων (καὶ τῆς) ἄλλης μουσικῆς.
ibidem. τοιαύτης δ' οὖν (γενομ)ένης ἀγωγῆς καὶ (συνα)θροιζο
167

Historia Alexandri Magni, Recensio Byzantina poetica (cod.


Marcianus 408) (1386: 018)“Das byzantinische Alexandergedicht nach
dem codex Marcianus 408 herausgegeben”, Ed. Reichmann, S.
Meisenheim am Glan: Hain, 1963; Beiträge zur klassischen Philologie
13.L. 5448

οὕτως ὁ Σάραπις Θεὸς παντὶ τῷ κόσμῳ φέγγων,


ὡς δυνατός, Ἀλέξανδρε, πληροῖ τὴν χθόνα πᾶσαν.»
Ὅθεν αὐτὸς Ἀλέξανδρος φησὶ τῷ Σεσωστρίῃ·
»Ἐν πόσοις χρόνοις ζήσομαι;» Πάλιν ὁ Σεσωστρίης·
»Καλὸν μὲν ἦν, Ἀλέξανδρε, τοῦ μὴ θνητὸν εἰδέναι
τὴν ὥραν τούτου τελευτῆς· εἰ γὰρ καὶ μάθοι ταύτην,
βλέπει τὸν τούτου θάνατον καὶ πλήρης λύπης ὅλος
αὐτὸς διενθυμούμενος γίνεται καθ' ἑκάστην.
Εἰ δ' οὐ γινώσκει τὴν αὐτὴν ὥραν τὴν τοῦ θανάτου,
ἀλύπως πᾶσαν τὴν ζωὴν καινοτομεῖ τὴν τούτου,
μὴ θέλων ὅλως τοῦ θανεῖν, μὴ κατὰ γνώμην ἔχων.
Εὐτύχησας δ', Ἀλέξανδρε, σὺ κατὰ κόσμον ὅλως,
κτίσας καὶ πόλιν εὐτυχῆ, περιφανῆ, μεγάλην,
ὄνομα φέρουσαν τὸ σὸν εἰς ἀπεράντους χρόνους,
ἥτις τροφὸς γενήσεται πάσης τῆς οἰκουμένης,
καὶ ταύτης ἔδαφος πολλοὶ μεγίστων βασιλέων
προσέλθωσι τοῦ κατιδεῖν καὶ καταπροσκυνῆσαι,
οὐ πολεμήσοντες αὐτήν, τιμήσοντες δὲ μᾶλλον.

Numenius Phil., Frag. (1542: 001)“Numénius. Frag. s”, Ed. des Places,
É.Paris: Les Belles Lettres, 1974.Frag. 24, l. 31

σεφθέντες τε οἱ γνώριμοι ἐγένοντο πολυτιμητίζεσθαι


αἰτιώτατοι τὸν Πυθαγόραν. Τοῦτο δ' οἱ Ἐπικούρειοι
οὐκ ὤφελον μέν, μαθόντες δ' οὖν ἐν οὐδενὶ ὤφθησαν
Ἐπικούρῳ ἐναντία θέμενοι οὐδαμῶς, ὁμολογήσαντες
δ' εἶναι σοφῷ συνδεδογμένοι καὶ αὐτοὶ διὰ τοῦτο ἀπέ-
λαυσαν τῆς προσρήσεως εἰκότως· ὑπῆρξέ τε ἐκ τοῦ ἐπὶ
πλεῖστον τοῖς μετέπειτα Ἐπικουρείοις μηδ' αὐτοῖς
εἰπεῖν πω ἐναντίον οὔτε ἀλλήλοις οὔτε Ἐπικούρῳ μηδὲν
εἰς μηδὲν ὅτου καὶ μνησθῆναι ἄξιον· ἀλλ' ἔστιν αὐτοῖς
παρανόμημα, μᾶλλον δ' ἀσέβημα, καὶ κατέγνωσται τὸ
καινοτομηθέν. Διὸ τοῦτο οὐδεὶς οὐδὲ τολμᾷ, κατὰ πολλὴν
168

δ' εἰρήνην αὐτοῖς ἠρεμεῖ τὰ δόγματα ὑπὸ τῆς ἐν ἀλλήλοις


ἀεί ποτε συμφωνίας. Ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ
πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ, κοινὸν ἕνα νοῦν,
μίαν γνώμην ἐχούσῃ· ἀφ' ἧς ἦσαν καὶ εἰσὶ καί, ὡς ἔοικεν,
ἔσονται φιλακόλουθοι.
Τὰ δὲ τῶν Στοϊκῶν ἐστασίασται, ἀρξάμενα ἀπὸ τῶν
ἀρχόντων καὶ μηδέπω τελευτῶντα καὶ νῦν. Ἐλέγχουσι
δ' ἀγαπώντως ὑπὸ δυσμενοῦς ἐλέγχου, οἱ μέν τινες
αὐτῶν ἐμμεμενηκότες ἔτι, οἱ δ' ἤδη μεταθέμενοι. Εἴξασιν
οὖν οἱ πρῶτοι ὀλιγαρχικωτέροις, οἳ δὴ διαστάντες ὑπῆρξαν

Prodicus Soph., Frag. (1634: 002)“Die Frag. e der Vorsokratiker, vol. 2,


6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz, W.Berlin: Weidmann, 1952, Repr.
1966.Frag. 4, l. 6

ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ

GALEN. de elem. I 9. (I 487 K.; 54, 21 Helmr.; vgl. 24 A 2).


CIC. de orat. III 32, 128 quid de Prodico Ceo, de Thrasymacho Chal-
cedonio, de Protagora Abderita loquar? quorum unusquisque pluri-
mum temporibus illis etiam de natura rerum et disseruit et scripsit
GAL. de virt. physic. II 9 (III 195 Helmr.; vgl. XV 325 Kühn)
Π. δ' ἐν τῶι Περὶ φύσεως ἀνθρώπου γράμματι τὸ συγκεκαυ-
μένον καὶ οἷον ὑπερωπτημένον ἐν τοῖς χυμοῖς ὀνομάζων
φλέγμα παρὰ τὸ πεφλέχθαι τῆι λέξει μὲν ἑτέρως χρῆται, φυλάττει
μέντοι τὸ πρᾶγμα κατὰ ταὐτὸ τοῖς ἄλλοις. τὴν δ' ἐν τοῖς ὀνόμασι
τἀνδρὸς τούτου καινοτομίαν ἱκανῶς ἐνδείκνυται καὶ Πλάτων [A 13ff.].
ἀλλὰ τοῦτό γε τὸ πρὸς ἁπάντων ἀνθρώπων ὀνομαζόμενον φλέγμα,
τὸ λευκὸν τὴν χρόαν, ὃ βλένναν ὀνομάζει Π., ὁ ψυχρὸς καὶ ὑγρὸς
χυμός ἐστιν οὗτος καὶ πλεῖστος τοῖς τε γέρουσι καὶ τοῖς ὁπωσδή-
ποτε ψυγεῖσιν ἀθροίζεται, καὶ οὐδεὶς οὐδὲ μαινόμενος ἂν ἄλλο τι ἢ
ψυχρὸν καὶ ὑγρὸν εἴποι ἂν αὐτόν.

Straton Phil., Frag. (1696: 001)“Straton von Lampsakos”, Ed. Wehrli,


F.Basel: Schwabe, 1969; Die Schule des Aristoteles, vol. 5, 2nd
edn..Frag. 30, l. 18

γένος καὶ τὸ εἶδος, τῶν δὲ πρὸς ἃ ταῦτα λέγεται τὸ μὲν ἀντιστρέφοι


169

τὸ δὲ μή, οὔ φησι τὸ τεθὲν ἔσεσθαι γένος. καὶ παραδείγματι χρῆται


τοῦ τόπου τῇ τε ἐλλείψει καὶ τῇ ἐνδείᾳ. εἰ γάρ τις γένος τῆς ἐλλείψεως
τὴν ἔνδειαν λέγει, ἐπεὶ ἑκάτερον μὲν αὐτῶν πρὸς τὴν αὐτὴν ἀποδίδοται
πτῶσιν – ἥ τε γὰρ ἔλλειψις τινός, τῆς ὑπεροχῆς γάρ, καὶ ἡ ἔνδεια
ὁμοίως τινός, τοῦ γὰρ ἱκανοῦ – , οὐκέτι δὲ ἀμφότερα, πρὸς ἃ ἑκάτερον
αὐτῶν λέγεται, ἀντιστρέφει – ἡ μὲν γὰρ ὑπεροχὴ καὶ αὐτὴ τινός,
ἐλλείψεως γάρ· τὸ δὲ ἱκανὸν οὐκέτι ἀντιστρέφει· οὐ γὰρ λέγεται τὸ
ἱκανὸν ἐνδείας ἱκανόν – ὥστε οὐκ ἂν εἴη ἡ ἔνδεια τῆς ἐλλείψεως
γένος. ἀλλ' οὗτος μὲν καινοτομῆσαι βουληθεὶς ὀλίγον ἀναιρεῖ μεῖζόν τι.
τὸ γὰρ πάντα τὰ πρός τι πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεσθαι κινεῖ.
Plutarchus Adv. Coloten XIV 1115 b: καὶ μὴν τῶν ἄλλων
Περιπατητικῶν ὁ κορυφαιότατος Στράτων οὔτ' Ἀριστοτέλει κατὰ πολλὰ
συμφέρεται καὶ Πλάτωνι τὰς ἐναντίας ἔσχηκε δόξας περὶ κινήσεως περὶ
νοῦ
καὶ περὶ ψυχῆς καὶ περὶ γενέσεως· καὶ τελευτῶν τὸν κόσμον αὐτὸν οὐ
ζῷον εἶναί φησι, τὸ δὲ κατὰ φύσιν ἕπεσθαι τῷ κατὰ τύχην· ἀρχὴν γὰρ
ἐνδιδόναι τὸ αὐτόματον, εἶθ' οὕτω περαίνεσθαι τῶν φυσικῶν παθῶν
ἕκαστον. Maximus Tyrius XI 5 e: ἴσασιν γὰρ οὐχ ἑκόντες καὶ λέγουσιν
ἄκοντες (sc. τὸ θεῖον)· κἂν ἀφέλῃς αὐτοῦ τὸ ἀγαθὸν ὡς Λεύκιππος, κἂν
προσθῇς τὸ ὁμοπαθὲς ὡς Δημόκριτος, κἂν ὑπαλλάξῃς τὴν φύσιν ὡς
Στράτων,

Gaius Suetonius Tranquillus Gramm., Hist., Περὶ βλασφημιῶν καὶ


πόθεν ἑκάστη (1760: 001)“Suétone. Περὶ βλασφημιῶν. Περὶ παιδιῶν”,
Ed. Taillardat, J.Paris: Les Belles Lettres, 1967.Se. p, l. 4

ΣΟΥΗΤΙΝΟΥ ΤΡΟΓΚΥΛΟΥ ΠΕΡΙ ΒΛΑΣΦΗΜΙΩΝ ΚΑΙ ΠΟΘΕΝ


ΕΚΑΣΤΗ

Τὸν τῶν βλασφημιῶν τρόπον κατέδειξε μὲν ἀρχῆθεν Ὅμηρος καὶ οἱ


συνεγγὺς τῷ χρόνῳ ποιηταί, ἐπηύξησαν δὲ ὕστερον κωμικοί τε καὶ
ῥήτορες· ἔστι δ' ὅπῃ καὶ τῶν συγγραφέων τινὲς καὶ ἄλλας λέξεις ὁμοίως
ἐκαινοτόμησαν, ὡς ἑξῆς που φανεῖται.
Ὁ τοίνυν Ποιητὴς ἃ μὲν ἁπλῶς, ἃ δὲ συνθέτως, ἃ δὲ ἰδιοτρόπως
προήνεγ-κεν·
ἁπλῶς μὲν ὡς ἅλιον, τὸν μάταιον, ἀπὸ τῆς ἁλὸς ἐν οὐδενὶ λόγῳ κειμένης
πρὸ τῆς τῶν νηῶν εὑρέσεως· καὶ μεθήμονα, τὸν ἕκαστα τῶν ἔργων
μεθιέντα·
συνθέτως δὲ ἀεσίφρονα ὃν ἄν τις ἀπὸ τῆς ἀήσεως ἐξηνεμωμένον εἴποι
τὰς φρένας· καὶ κυνάμυιαν ἀπ' ἀμφοτέρων ζῴων τὴν τολμηράν· καὶ
ἀπτοεπῆ καὶ ἐπεσβόλον τὸν τοῖς ἔπεσι καθαπτόμενον καὶ βάλλοντα·
170

συνθέτως δὲ ἐν ταὐτῷ καὶ διαλελυμένως τὸ οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ'


ἔχων·

Tatianus Apol., Oratio ad Graecos (1766: 001)“Die ältesten


Apologeten”, Ed. Goodspeed, E.J.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht,
1915.Ch. 35, se. 2, l. 6

ψυχρολογίᾳ δόγμασιν ἀσυναρτήτοις, τῆς καθ' ἡμᾶς βαρ-


βάρου φιλοσοφίας ἀντεποιησάμην· ἥτις ὃν τρόπον ἐστὶ τῶν
παρ' ὑμῖν ἐπιτηδευμάτων ἀρχαιοτέρα, γράφειν μὲν ἀρξάμενος,
διὰ δὲ
τὸ κατεπεῖγον τῆς ἐξηγήσεως ὑπερθέμενος, νῦν ὅτε
καιρὸς περὶ τῶν κατ' αὐτὴν δογμάτων λέγειν, πειράσομαι.
μὴ γὰρ δυσχεράνητε τὴν ἡμετέραν παιδείαν μηδὲ φλυαρίας καὶ
βωμολοχίας μεστὴν ἀντιλογίαν καθ' ἡμῶν πραγματεύσησθε λέ-
γοντες· Τατιανὸς ὑπὲρ τοὺς Ἕλληνας ὑπέρ τε τὸ ἄπειρον
τῶν φιλοσοφησάντων πλῆθος καινοτομεῖ τὰ βαρβάρων δόγματα.
τί γὰρ χαλεπὸν ἀνθρώπους πεφηνότας ἀμαθεῖς ὑπὸ ἀνθρώπου
νῦν ὁμοιοπαθοῦς συνελέγχεσθαι; τί δὲ καὶ ἄτοπον κατὰ τὸν
οἰκεῖον ὑμῖν σοφιστὴν γηράσκειν ἀεὶ πάντα διδασκομένους;
Πλὴν Ὅμηρος ἔστω μὴ μόνον ὕστερος τῶν
Ἰλιακῶν, ἀλλὰ κατ' ἐκεῖνον αὐτὸν ὑπειλήφθω τὸν τοῦ πολέμου
καιρόν, ἔτι δὲ καὶ τοῖς περὶ τὸν Ἀγαμέμνονα συνεστρατεῦσθαι.
καί, εἰ βούλεταί τις, πρὶν καὶ τῶν στοιχείων γεγονέναι τὴν
εὕρεσιν.

Plotinus Phil., Enneades (2000: 001)“Plotini opera, 3 vols.”, Ed. Henry,


P., Schwyzer, H.–R.Leiden: Brill, 1:1951; 2:1959; 3:1973.Ennead 2, Ch.
9, se. 6, l. 11

Τὰς δὲ ἄλλας ὑποστάσεις τί χρὴ λέγειν ἃς εἰσάγουσι,


παροικήσεις καὶ ἀντιτύπους καὶ μετανοίας; Εἰ μὲν γὰρ
ψυχῆς ταῦτα λέγουσι πάθη, ὅταν ἐν μετανοίᾳ ᾖ, καὶ
ἀντιτύπους, ὅταν οἷον εἰκόνας τῶν ὄντων, ἀλλὰ μὴ αὐτά
πω τὰ ὄντα θεωρῇ, καινολογούντων ἐστὶν εἰς σύστασιν τῆς
ἰδίας αἱρέσεως· ὡς γὰρ τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς οὐχ
ἁπτόμενοι ταῦτα σκευωροῦνται εἰδότων καὶ σαφῶς τῶν
Ἑλλήνων ἀτύφως λεγόντων ἀναβάσεις ἐκ τοῦ σπη-
λαίου καὶ κατὰ βραχὺ εἰς θέαν ἀληθεστέραν μᾶλλον καὶ
μᾶλλον προιούσας. Ὅλως γὰρ τὰ μὲν αὐτοῖς παρὰ τοῦ Πλά-
τωνος εἴληπται, τὰ δέ, ὅσα καινοτομοῦσιν, ἵνα ἰδίαν φιλοσοφίαν θῶνται,
171

ταῦτα ἔξω τῆς ἀληθείας εὕρηται. Ἐπεὶ καὶ


αἱ δίκαι καὶ οἱ ποταμοὶ οἱ ἐν Ἅιδου καὶ αἱ μετενσωματώσεις
ἐκεῖθεν. Καὶ ἐπὶ τῶν νοητῶν δὲ πλῆθος ποιῆσαι, τὸ ὂν καὶ
τὸν νοῦν καὶ τὸν δημιουργὸν ἄλλον καὶ τὴν ψυχήν, ἐκ τῶν
ἐν τῷ Τιμαίῳ λεχθέντων εἴληπται· εἰπόντος γὰρ αὐτοῦ
»ᾗπερ οὖν νοῦς ἐνούσας ἰδέας ἐν τῷ ὃ ἔστι ζῷον
καθορᾷ, τοσαύτας καὶ ὁ τόδε ποιῶν τὸ πᾶν διενο-
ήθη σχεῖν«. Οἱ δὲ οὐ συνέντες τὸν μὲν ἔλαβον ἐν ἡσυχίᾳ
ἔχοντα ἐν αὐτῷ πάντα τὰ ὄντα, τὸν δὲ νοῦν ἕτερον παρ' αὐτὸν

Θεμίστιος Σοφιστής (2001: 023)“Themistii orationes quae supersunt,


vol. 2”, Ed. Schenkl, H., Downey, G., Norman, A.F.
Leipzig: Teubner, 1971.Harduin p. 286, se. b, l. 2

τὴν θάλατταν λογίζεσθαι ἐχρῆν καὶ τὰ πνεύματα ἐξ


οὐρίας καὶ τὸ χρυσίον ἀεὶ προσαυξόμενον ἐκ τοῦ φορτίου,
ἀλλὰ καὶ χειμῶνας καὶ προβόλους καὶ ἐκβολήν, ἔστι δὲ
ὅτε καὶ πειρατικὴν ὁμιλίαν, χειμῶνα ἕτερον τοῦτον τοῦ
κλύδωνος χαλεπώτερον. ἀλλ' αὐτὸ δὴ τοῦτο χρεὼν λαμ-
βάνειν σημεῖον τοῦ κατὰ πόδας ἐκείνων βαδίζειν καὶ μὴ
πόρρω ἀποπλανᾶσθαι, ὅτι καὶ αἱ διαβολαὶ καὶ αἱ λοι-
δορίαι, ἃς οἱ νῦν με διαβάλλουσιν, οὐκ ἄλλαι εἰσὶν ἢ ἃς
τοὺς κλεινοὺς ἐκείνους καὶ θεσπεσίους οἱ πάλαι Τελχῖνες.
ὁ γὰρ σοφιστὴς καὶ ἀλαζὼν καὶ ὁ καινοτόμος πρῶτον μὲν Σωκράτους
ὀνείδη ἦν, ἔπειτα Πλάτωνος ἐφεξῆς, εἶθ' ὕστερον Ἀριστοτέλους καὶ
Θεοφράστου. Καὶ δὴ ἐντεῦθέν μοι τῆς ἀπολογίας ἀρκτέον, εἰ τοὔνομα
τοῦτο ὁ σοφιστὴς ἔτυμον μέν ἐστι καὶ προσέχεταί μοι ἐκ τῶν
πραγμάτων, ἢ ἀποσείεται αὐτὸ ἡ ἀλήθεια, κἂν πάνυ ἐπιρ-
ρίπτηται. ὅτι μὲν δὴ πάλαι σεμνόν τε ἦν καὶ ἐπ' ἀξιώσει
καὶ ὅτι Σόλωνα σοφιστὴν ὠνόμαζον οἱ τότε ἄνθρωποι καὶ
Πυθαγόραν, ἀπειροκάλου ἂν εἴη κωμῳδοποιῶν ὑμᾶς ὑπο-
μιμνήσκειν καὶ ξυγγραφέων. καὶ οὗτοι δήπου οὐ ταύτῃ ἄν
με τῇ ὁρμῇ οὕτω καλοῖεν· οὐ γὰρ τιμᾶν με ἐθέλουσιν,

Θεμίστιος Ὑπὲρ τοῦ λέγειν ἢ πῶς τῷ φιλοσόφῳ λεκτέον (2001:


026)“Themistii orationes quae supersunt, vol. 2”, Ed. Schenkl, H.,
Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.Harduin p. 316, se. a,
l. 2

χανῶμαι καὶ ἐξευρίσκω, ὥστε προσαναγκάζειν τοὺς φιλο-


λόγους μὴ οἴκοι φθέγγεσθαι μόνον μηδὲ ὑπὸ θυρωροῖς
172

καὶ βαλανάγραις, ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ κοινὸν μὴ ἀχρείους


εἶναι, τοῦτο οὔπω λέγω, οὐδὲ καλῶ τοὺς μάρτυρας ἄνδρας
ἤδη σεμνοὺς καὶ ἀρχαίους, καὶ οἷς εὖ οἶδ' ὅτι οὐκ ἀπι-
στήσετε, ἐὰν μόνον φανῶσιν ἐπὶ τοῦ βήματος. ἀλλ' ἐκεῖνοι
μὲν τὸν καιρὸν τοῦ λόγου περιμενέτωσαν, τὸ δ' οὖν πρᾶγμα
ἐγὼ συγχωρῶ καὶ τίθημι τοῖς κατηγόροις, ὅσον καινὸν τῷ
ὄντι ἐστὶ καὶ αὐτὸς ἐπιβάλλομαι καὶ εἰσάγω εἰς τοὺς
ἀνθρώπους. λεγέτωσαν ἡμῖν δευρὶ παρελθόντες πότερον
ἑνὶ λόγῳ ἅπαν ἀδίκημα τὸ καινοτομεῖν τε καὶ προσμη-
χανᾶσθαι, ἢ ὅταν πονηρόν, ζημιῶδες καὶ ἐπὶ βλάβῃ.
εἰ γὰρ δὴ ἅπαν ἀδίκημα τὸ ἔξω τοῦ ἔθους, διὰ τί οὐχ
ἁπάσαις ταῖς τέχναις αἰτιῶνται καὶ εὐθύνουσιν, ὅτι οὐκ
ἐνέμειναν οὐδὲ ἠγάπησαν ἐπὶ τῇ πρώτῃ εὑρέσει, ἀλλ'
αὔξοντες ἔτι καὶ ἐς τόδε ἐπιδιδόασι, καινόν τι ἀεὶ προς-
υφαίνοντες τοῖς ἀρχαίοις; καὶ πρὸ μὲν Δαιδάλου τετρά-
γωνος ἦν οὐ μόνον ἡ τῶν Ἑρμῶν ἐργασία, ἀλλὰ καὶ ἡ
τῶν λοιπῶν ἀνδριάντων· Δαίδαλος δὲ ἐπειδὴ πρῶτος
διήγαγε τὼ πόδε τῶν ἀγαλμάτων, ἔμπνοα δημιουργεῖν
ἐνομίσθη.

Θεμίστιος Ὑπὲρ τοῦ λέγειν ἢ πῶς τῷ φιλοσόφῳ λεκτέον


Harduin p. 318, se. c, l. 8

περιέρρεον αὐτὸν κύκλῳ οἱ κοροπλάσται καὶ οἱ χαλκο-


τύποι, ὁπότε πράγματα παρέχοι ἢ στρατηγῷ, διαπειρώ-
μενος εἴ τι ἐπίσταιτο ὑπὲρ ἀνδρείας, ἢ δημαγωγῷ, εἴ τι
ἐπίσταιτο ὑπὲρ πολιτείας ὀρθῆς, ἢ ῥήτορι, εἰ γινώσκοι
ἐξ ὁπόσων πείθεται καὶ ἀνάγεται ἀνθρώπου ψυχή, ἢ
ποιητῇ, ὁποῖα ὠφέλιμα τῶν ποιημάτων. ὅθεν δὴ καὶ τὸ
ἔχθος αὐτῷ πολὺ ξυνελέγη καὶ ἀπήλαυσε τῆς φιλανθρω-
πίας ἅττα ἀπήλαυσεν.
Ἆρ' οὖν διὰ τοῦτο ὁ πάμμεγας Πλάτων ἡσυχῆ ἔμεινεν
ἐπὶ τοῦ σκίμποδος καὶ τοῦ δωματίου; καὶ τίς οὕτω πολυ-
πράγμων ἢ καινοτόμος; ὃς πρῶτον μὲν σποράδην οἰκοῦσαν φιλοσοφίαν
ξυνῴκισε καὶ ξυνήγαγεν, ὥσπερ ὁ Θησεὺς τὰς Ἀθήνας· τέως δὲ τριχῆ
διέσπαστο, μᾶλλον δὲ τε-
τραχῆ· καὶ χωρὶς μὲν ἦσαν αἱ Ἰταλιώτιδες Μοῦσαι, χωρὶς
δὲ αἱ Σικελικαί, χωρὶς δὲ ὁ χορὸς τῶν Ἰάδων, αἱ μὲν τὰ
θεῖα μόνα μαστεύουσαι, αἱ δὲ ὑπὲρ τῆς φύσεως μερι-
μνῶσαι, τούτων δὲ μακρὰν ἀπεσκήνουν αἱ περὶ κακίας
καὶ ἀρετῆς. ἐν Αἰγύπτῳ δὲ μόνον ἐφιλοχώρει τὰ μαθή-
ματα. ταῦτά τε οὖν ἅπαντα ξυνήρμοσε πρῶτος, ὥσπερ
173

μέλη ἑνὸς ζῴου διερριμμένα, καὶ ξύμπνοα ἔδειξε καὶ


ὁμοιοπαθῆ, καὶ οὐχ οἷόν τε ἕν τι αὐτῶν ἀποτεμόντα

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Ἀθηναίων τῇ βουλῇ καὶ


τῷ δήμῳ (2003: 005)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.1”,
Ed. Bidez, J.Paris: Les Belles Lettres, 1932.Se. 10, l. 2

ἐπιστάμενος δὲ αὐτοὺς ἐκ φήμης, σοῦ κελεύσαντος, ἑταί-


ρους ἐμαυτοῦ καὶ φίλους νομίζω, τοῖς πάλαι γνωρίμοις
ἐπ' ἴσης τιμῶν. Οὐ μὴν δίκαιον ἢ τούτοις ἐπιτετράφθαι
τὰ ἐμά, ἢ τὰ τούτων ἡμῖν συγκινδυνεῦσαι. Τί οὖν ἱκετεύω;
γραπτοὺς ἡμῖν δὸς ὥσπερ νόμους, τίνων ἀπέχεσθαι χρὴ
καὶ ὅσα πράττειν ἐπιτρέπεις· δῆλον γὰρ ὅτι τὸν μὲν πειθό-
μενον ἐπαινέσεις, τὸν δὲ ἀπειθοῦντα κολάσεις, εἰ καὶ ὅ τι
μάλιστα νομίζω μηδὲν ἀπειθήσειν».
Ὅσα μὲν οὖν ἐπεχείρησεν ὁ Πεντάδιος αὐτίκα
καινοτομεῖν, οὐδὲν χρὴ λέγειν· ἀντέπραττον δὲ ἐγὼ πρὸς
πάντα, καὶ γίνεταί μοι δυσμενὴς ἐκεῖθεν· εἶτ' ἄλλον λαβὼν
καὶ παρασκευάσας δεύτερον καὶ τρίτον, Παῦλον, Γαυ-
δέντιον, τοὺς ὀνομαστοὺς ἐπ' ἐμὲ μισθωσάμενος συκο-
φάντας, Σαλούστιον μὲν ὡς ἐμοὶ φίλον ἀποστῆναι παρα-
σκευάζει, Λουκιλιανὸν δὲ δοθῆναι διάδοχον αὐτίκα. Καὶ
μικρὸν ὕστερον καὶ Φλωρέντιος ἦν ἐχθρὸς ἐμοὶ διὰ τὰς
πλεονεξίας αἷς ἠναντιούμην. Πείθουσιν οὗτοι τὸν Κων-
στάντιον ἀφελέσθαι με τῶν στρατοπέδων ἁπάντων, ἴσως
τι καὶ ὑπὸ τῆς ζηλοτυπίας τῶν κατορθωμάτων κνιζόμενον,
καὶ γράφει γράμματα πολλῆς μὲν ἀτιμίας εἰς ἐμὲ πλήρη,

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Εἰς τὴν μητέρα τῶν


θεῶν (2003: 008)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 2.1”, Ed.
Rochefort, G.Paris: Les Belles Lettres, 1963.Se. 1, l. 11

Ἆρά γε χρὴ φάναι καὶ ὑπὲρ τούτων; Καὶ ὑπὲρ τῶν


ἀρρήτων γράψομεν καὶ τὰ ἀνέξοιστα καὶ τὰ ἀνεκλάλητα
ἐκλαλήσομεν; Τίς μὲν ὁ Ἄττις ἤτοι Γάλλος, τίς δὲ ἡ τῶν
θεῶν Μήτηρ, καὶ ὁ τῆς ἁγνείας ταυτησὶ τρόπος ὁποῖος,
καὶ προσέτι τοῦ χάριν οὑτωσὶ τοιοῦτος ἡμῖν ἐξ ἀρχῆς
κατεδείχθη, παραδοθεὶς μὲν ὑπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων Φρυγῶν,
παραδεχθεὶς δὲ πρῶτον ὑφ' Ἑλλήνων, καὶ τούτων οὐ τῶν
τυχόντων, ἀλλ' Ἀθηναίων, ἔργοις διδαχθέντων ὅτι μὴ
καλῶς ἐτώθασαν ἐπὶ τῷ τελοῦντι τὰ ὄργια τῆς Μητρός;
Λέγονται γὰρ οὗτοι περιυβρίσαι καὶ ἀπελάσαι τὸν Γάλλον
174

ὡς τὰ θεῖα καινοτομοῦντα, οὐ ξυνέντες ὁποῖόν τι τῆς θεοῦ


τὸ χρῆμα καὶ ὡς ἡ παρ' αὐτοῖς τιμωμένη Δηὼ καὶ Ῥέα καὶ
Δημήτηρ. Εἶτα μῆνις τὸ ἐντεῦθεν τῆς θεοῦ καὶ θεραπεία
τῆς μήνιδος· ἡ γὰρ ἐν πᾶσι τοῖς καλοῖς ἡγεμὼν γενομένη
τοῖς Ἕλλησιν, ἡ τοῦ Πυθίου πρόμαντις θεοῦ, τὴν τῆς
Μητρὸς τῶν θεῶν μῆνιν ἐκέλευσεν ἱλάσκεσθαι, καὶ ἀνέστη,
φασίν, ἐπὶ τούτῳ τὸ Μητρῷον, οὗ τοῖς Ἀθηναίοις δημοσίᾳ
πάντα ἐφυλάττετο τὰ γραμματεῖα. Μετὰ δὴ τοὺς Ἕλληνας
αὐτὰ Ῥωμαῖοι παρεδέξαντο, συμβουλεύσαντος καὶ αὐτοῖς
τοῦ Πυθίου ἐπὶ τὸν πρὸς Καρχηδονίους πόλεμον ἄγειν
ἐκ Φρυγίας τὴν θεὸν σύμμαχον. Καὶ οὐδὲν ἴσως κωλύει

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Συμπόσιον ἢ Κρόνια


sive Caesares (2003: 010)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol.
2.2”, Ed. Lacombrade, C.Paris: Les Belles Lettres, 1964.Se. 35, l. 20

περὶ δὲ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ τοῦ Διὸς ἀπόφασιν ἔχω.


Αἰτιώμενος γὰρ τὸν Ἄρεα· «Πάλαι ἄν,» εἶπεν, «ἐβέ-
βλησο τῷ κεραυνῷ, εἰ μὴ διὰ «τὸ παῖδά σε εἶναι ἠγάπων,»
ἄλλως τε καὶ οὐδὲ ᾤμην ἐγὼ τὸν παῖδα πονηρὸν οὕτως
ἔσεσθαι. Εἰ δὲ ἡ νεότης ἐφ' ἑκάτερα μεγάλας ποιουμένη
τὰς ῥοπὰς ἐπὶ τὸ χεῖρον ἠνέχθη, οὐχὶ πονηρῷ τὴν
ἡγεμονίαν ἐπέτρεψα, συνηνέχθη δὲ τὸν λαβόντα πονηρὸν
γενέσθαι. Τά τε οὖν περὶ τὴν γυναῖκα πεποίηταί μοι κατὰ
ζῆλον Ἀχιλλέως τοῦ θείου, καὶ τὰ περὶ τὸν παῖδα κατὰ
μίμησιν τοῦ μεγίστου Διός, ἄλλως τε καὶ οὐθὲν καινοτο-
μήσαντι. Παισί τε γὰρ νόμιμον ἐπιτρέπειν τὰς διαδοχάς,
καὶ τοῦτο ἅπαντες εὔχονται, τήν τε γαμετὴν οὐκ ἐγὼ
πρῶτος, ἀλλὰ μετὰ πολλοὺς ἄλλους ἐτίμησα. Ἴσως δὲ τὸ
μὲν ἄρξασθαι τῶν τοιούτων ἐστὶν οὐκ εὔλογον, τὸ δὲ ἐπὶ
πολλῶν γενόμενον τοὺς οἰκειοτάτους ἀποστερεῖν ἐγγὺς
ἀδικίας. Ἀλλ' ἔλαθον ἐμαυτὸν ἐγὼ μακρότερα ἀπολογού-
μενος πρὸς εἰδότας ὑμᾶς, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί· διόπερ μοι
τῆς προπετείας ταυτησὶ συγγνώμονες γένοισθε.»
Παυσαμένου δὲ καὶ τοῦδε τοῦ λόγου, τὸν Κωνσταντῖνον
ὁ Ἑρμῆς ἤρετο· «Σὺ δὲ τί καλὸν ἐνόμισας;» – »Πολλά,»
εἶπε, «κτησάμενον, πολλὰ χαρίσασθαι ταῖς τε ἐπιθυμίαις

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον


πρὸς Σαλούστιον (2003: 011)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes,
175

vol. 2.2”, Ed. Lacombrade, C.Paris: Les Belles Lettres, 1964.Se. 26, l.
50

μενοι; οὐχ ἑτερήμεροι λέγονται, διότι μὴ θέμις ὁρᾶσθαι


τῆς αὐτῆς ἡμέρας; ὑμεῖς ὅπως ἀκούετε εὔδηλον ὅτι τῆς
χθὲς καὶ τήμερον. Εἶτα τί νοεῖ τοῦτο, πρὸς αὐτῶν τῶν
Διοσκούρων; ἐφαρμόσωμεν αὐτὸ φύσει τινὶ καὶ πράγματι,
καινὸν ἵνα μηθὲν μηδὲ ἀνόητον λέγωμεν. Ἀλλ' οὐκ ἂν
εὕροιμεν ἀκριβῶς ἐξετάζοντες· οὐδὲ γὰρ ὡς ὑπέλαβον
εἰρῆσθαί τινες πρὸς τῶν θεολόγων ἡμισφαίρια τοῦ παντὸς
τὰ δύο λόγον ἔχει τινά· πῶς γάρ ἐστιν ἑτερήμερον αὐτῶν
ἕκαστον οὐδὲ ἐπινοῆσαι ῥᾴδιον, ἡμέρας ἑκάστης ἀνεπαι-
σθήτου τῆς κατὰ τὸν φωτισμὸν αὐτῶν παραυξήσεως
γινομένης. Σκεψώμεθα δὲ νῦν ὑπὲρ ὧν αὐτοὶ καινοτομεῖν
ἴσως τῳ δοκοῦμεν. Τῆς αὐτῆς ἡμέρας ἐκεῖνοι μετέχειν
ὀρθῶς ἂν ῥηθεῖεν, ὁπόσοις ἴσος ἐστὶν ὁ τῆς ὑπὲρ γῆν
ἡλίου πορείας χρόνος ἐν ἑνὶ καὶ τῷ αὐτῷ μηνί. Ὁράτω
τις νῦν, εἰ μὴ τὸ ἑτερήμερον τοῖς κύκλοις ἐφαρμόζει τοῖς
τε ἄλλοις καὶ τοῖς τροπικοῖς. Ὑπολήψεταί τις· οὐκ ἴσον
ἐστίν. Οἱ μὲν γὰρ ἀεὶ φαίνονται, καὶ τοῖς τὴν ἀντίσκιον
οἰκοῦσι γῆν ἀμφοτέροις ἀμφότεροι, τῶν δὲ οἱ θάτερον
ὁρῶντες οὐδαμῶς ὁρῶσι θάτερον.

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον


πρὸς Σαλούστιον Se. 31, l. 9

ταίας τοῦ κόσμου λήξεως) φύσιν τε καὶ ψυχὴν καὶ πᾶν ὅ


τι ποτέ ἐστι, πάντα πανταχοῦ τελειοῦται.
Τὴν δὲ τοσαύτην στρατιὰν τῶν θεῶν εἰς μίαν ἡγεμονι-
κὴν ἕνωσιν συντάξας Ἀθηνᾷ Προνοίᾳ παρέδωκεν, ἣν ὁ
μὲν μῦθός φησιν ἐκ τῆς τοῦ Διὸς γενέσθαι κορυφῆς,
ἡμεῖς δὲ ὅλην ἐξ ὅλου τοῦ βασιλέως Ἡλίου προβληθῆναι
συνεχομένην ἐν αὐτῷ, ταύτῃ διαφέροντες τοῦ μύθου,
ὅτι μὴ ἐκ τοῦ ἀκροτάτου μέρους, ὅλην δὲ ἐξ ὅλου· ἐπεὶ
τἆλλά γε οὐδὲν διαφέρειν Ἡλίου Δία νομίζοντες ὁμολο-
γοῦμεν τῇ παλαιᾷ φήμῃ. Καὶ τοῦτο δὲ αὐτὸ Πρόνοιαν
Ἀθηνᾶν λέγοντες οὐ καινοτομοῦμεν, εἴπερ ὀρθῶς ἀκού-
ομεν·
Ἵκετο δ' ἐς Πυθῶνα καὶ ἐς Γλαυκῶπα Προνοίην.
Οὕτως ἄρα καὶ τοῖς παλαιοῖς ἐφαίνετο Ἀθηνᾶ Πρόνοια
ξύνθρονος Ἀπόλλωνι τῷ νομιζομένῳ μηδὲν Ἡλίου δια-
φέρειν. Μή ποτε οὖν καὶ θείᾳ μοίρᾳ τοῦτο Ὅμηρος (ἦν
176

γάρ, ὡς εἰκός, θεόληπτος) ἀπεμαντεύσατο πολλαχοῦ τῆς


ποιήσεως·

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Εἰς τὸν βασιλέα Ἥλιον


πρὸς Σαλούστιον Se. 44, l. 16

λει περὶ τῶν αὐτῶν καὶ μυστικωτέροις λόγοις ἐπιστῆσαι,


ἐντυχὼν τοῖς παρὰ τοῦ θείου γενομένοις Ἰαμβλίχου
περὶ τῶν αὐτῶν τούτων συγγράμμασι τὸ τέλος ἐκεῖσε τῆς
ἀνθρωπίνης εὑρήσεις σοφίας. Δοίη δὲ ὁ μέγας Ἥλιος
μηθὲν ἔλαττόν με τὰ περὶ αὐτοῦ γνῶναι καὶ διδάξαι κοινῇ
τε ἅπαντας, ἰδίᾳ δὲ τοὺς μανθάνειν ἀξίους. Ἕως δέ μοι
τοῦτο δίδωσιν ὁ θεός, κοινῇ θεραπεύωμεν τὸν τῷ θεῷ φίλον
Ἰάμβλιχον, ὅθεν δὴ καὶ νῦν ὀλίγα ἐκ πολλῶν ἐπὶ νοῦν
ἐλθόντα διεληλύθαμεν. Ἐκείνου δὲ εὖ οἶδα ὡς οὐδεὶς ἐρεῖ
τι τελειότερον, οὐδὲ εἰ πολλὰ πάνυ προσταλαιπωρήσας
τῷ λόγῳ καινοτομήσειεν· ἐκβήσεται γάρ, ὡς εἰκός, τῆς
ἀληθεστάτης τοῦ θεοῦ νοήσεως. Ἦν μὲν οὖν ἴσως μάταιον,
εἰ διδασκαλίας χάριν ἐποιούμην τοὺς λόγους, αὐτὸν μετ'
ἐκεῖνόν τι ξυγγράφειν, ἐπεὶ δὲ ὕμνον ἐθέλων διελθεῖν τοῦ
θεοῦ χαριστήριον ἓν τοῦτο τὸ πᾶν ὑπελάμβανον τὸ περὶ
τῆς οὐσίας αὐτοῦ φράσαι κατὰ δύναμιν τὴν ἐμήν,
οὐ μάτην οἶμαι πεποιῆσθαι τοὺς λόγους τούσδε, τὸ

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Epistulae (2003: 013)


“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed. Bidez, J.
Paris: Les Belles Lettres, 1960.Epistle 89a, l. 38

ἑκάστῳ. Πρέπει δὲ ἐπιείκεια μὲν πρῶτον ἄρχοντι, χρη-


στότης τε ἐπ' αὐτῇ καὶ φιλανθρωπία πρὸς τοὺς ἀξίους αὐ-
τῶν τυγχάνειν· ὡς ὅστις γε ἀδικεῖ μὲν ἀνθρώπους, ἀνόσιος
δ' ἐστὶ πρὸς θεούς, θρασὺς δὲ πρὸς πάντας, ἢ διδακτέος
μετὰ παρρησίας ἐστὶν ἢ μετὰ ἐμβριθείας κολαστέος.
Ὅσα μὲν οὖν χρὴ κοινῇ συντάξαι περὶ τῶν ἱερέων ἁπάν-
των, ἐντελέστερον αὐτίκα μάλα σὺν τοῖς ἄλλοις εἴσει, μικρὰ
δὲ τέως ὑποθέσθαι σοι βούλομαι. Δίκαιος δὲ εἶ πείθεσθαί
μοι τὰ τοιαῦτα· καὶ γὰρ οὐδὲ ἀποσχεδιάζω τὰ πολλὰ τῶν
τοιούτων, ὡς ἴσασιν οἱ θεοὶ πάντες, ἀλλά, εἴπερ τις ἄλλος,
εὐλαβής εἰμι, καὶ φεύγω τὴν καινοτομίαν ἐν ἅπασι μέν, ὡς
ἔπος εἰπεῖν, ἰδίᾳ δὲ ἐν τοῖς πρὸς τοὺς θεούς, οἰόμενος
χρῆναι τοὺς πατρίους ἐξ ἀρχῆς φυλάττεσθαι νόμους, οὓς
177

ὅτι μὲν ἔδοσαν οἱ θεοί, φανερόν· οὐ γὰρ ἂν ἦσαν οὕτω καλοὶ


παρὰ ἀνθρώπων ἁπλῶς γενόμενοι. Συμβὰν δὲ αὐτοὺς ἀμε-
ληθῆναι καὶ διαφθαρῆναι, πλούτου καὶ τρυφῆς ἐπικρατη-
σάντων, οἶμαι δεῖν ὥσπερ ἀφ' ἑστίας ἐπιμεληθῆναι τῶν
τοιούτων.

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Epistulae dubiae (2003:


015)“L'empereur Julien. Oeuvres complètes, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed.
Bidez, J.Paris: Les Belles Lettres, 1960.Epistle 198, l. 25

τῇ πόλει δικαίως ἄν τις ὑπολάβοι· Φιλίππου τε γὰρ καὶ


Ἀλεξάνδρου τῶν πάνυ τῶν προγόνων πατρὶς ἦν αὕτη.
Ῥωμαίοις δὲ ὕστερον οὐχ ἁλοῦσα μᾶλλον ἢ κατὰ ξυμμα-
χίαν ὑπήκουσε, ἥπερ, οἶμαι, μετεῖχε καὶ αὐτὴ καθάπερ
αἱ λοιπαὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν ἄλλων δικαίων, ὁπόσα
νέμουσι ταῖς περὶ τὴν Ἑλλάδα πόλεσιν οἱ κρατοῦντες
ἀεί.
Κορίνθιοι δὲ νῦν αὐτὴν προσγενομένην αὐτοῖς (οὕτω
γὰρ εἰπεῖν εὐπρεπέστερον) ἀπὸ τῆς βασιλευούσης πό-
λεως, εἰς κακίαν ἐπαρθέντες, συντελεῖν αὑτοῖς ἀναγκά-
ζουσι, καὶ ταύτης ἦρξαν, ὥς φασι, τῆς καινοτομίας
ἕβδομος οὗτος ἐνιαυτός, οὔτε τὴν Δελφῶν οὔτε τὴν Ἠλείων
ἀτέλειαν, ἧς ἠξιώθησαν ἐπὶ τῷ διατιθέναι τοὺς παρὰ σφί-
σιν ἱεροὺς ἀγῶνας, αἰδεσθέντες. Τεττάρων γὰρ ὄντων, ὡς
ἴσμεν, τῶν μεγίστων καὶ λαμπροτάτων ἀγώνων περὶ τὴν
Ἑλλάδα, Ἠλεῖοι μὲν Ὀλύμπια, Δελφοὶ δὲ Πύθια, καὶ τὰ
ἐν Ἰσθμῷ Κορίνθιοι, Ἀργεῖοι δὲ τὴν τῶν Νεμέων συγκρο-
τοῦσι πανήγυριν. Πῶς οὖν εὔλογον ἐκείνοις μὲν ὑπάρχειν
τὴν ἀτέλειαν τὴν πάλαι δοθεῖσαν, τοὺς δὲ ἐπὶ τοῖς ὁμοίοις
δαπανήμασιν ἀφεθέντας πάλαι, τυχὸν δὲ οὐδὲ τὴν ἀρχὴν
ὑπαχθέντας, νῦν ἀφῃρῆσθαι τὴν προνομίαν ἧς ἠξιώθησαν;

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Epistulae dubiae


Epistle 198, l. 73

προσθείη, πότερον αὐτοῖς δοκεῖ καλῶς ἔχειν τοῖς τῆς πα-


λαιᾶς Ἑλλάδος ἕπεσθαι νομίμοις, ἢ μᾶλλον οἷς ἔναγχος
δοκοῦσι παρὰ τῆς βασιλευούσης προσειληφέναι πό-
λεως. Εἰ μὲν γὰρ τὴν τῶν παλαιῶν νομίμων ἀγαπῶσι σε-
μνότητα, οὐκ Ἀργείοις μᾶλλον εἰς Κόρινθον ἢ Κορινθίοις
εἰς Ἄργος συντελεῖν προσήκει· εἰ δὲ τοῖς νῦν ὑπάρξασιν
τῇ πόλει, ἐπειδὴ τὴν Ῥωμαϊκὴν ἀποικίαν ἐδέξαντο, ἰσχυ-
178

ριζόμενοι πλέον ἔχειν ἀξιοῦσι, παραιτησόμεθα μετρίως


αὐτοὺς μὴ τῶν πατέρων φρονεῖν μείζονα, μηδὲ ὅσα καλῶς
ἐκεῖνοι κρίναντες ταῖς περὶ τὴν Ἑλλάδα διεφύλαξαν πό-
λεσιν ἔθιμα, ταῦτα καταλύειν καὶ καινοτομεῖν ἐπὶ βλάβῃ
καὶ λύμῃ τῶν ἀστυγειτόνων, ἄλλως τε καὶ νεωτέρᾳ χρω-
μένους τῇ ψήφῳ, καὶ τὴν ἀπραγμοσύνην τοῦ λαχόντος
ὑπὲρ τῆς Ἀργείων πόλεως τὴν δίκην εἰσελθεῖν ἕρμαιον
ἔχοντας τῆς πλεονεξίας. Ἦ γὰρ ἄν, εἰ ἐφῆκεν ἔξω τῆς
Ἑλλάδος ἀπάγων τὴν δίκην, οἱ Κορίνθιοι ἔλαττόν τε ἰσχύειν
ἔμελλον καὶ τὸ δίκαιον ἐξεταζόμενον καλῶς φαίνεσθαι
παρὰ τῶν πολλῶν καὶ γενναίων τούτων συνηγόρων, ὑφ' ὧν
εἰκός ἐστι τὸν δικαστήν, προτιθεμένου καὶ τοῦ κατὰ τὴν
πόλιν ἀξιώματος, δυσωπούμενον ταύτην τὴν

Φλάβιος Κλαύδιος Ιουλιανός Imperator Phil., Contra Galilaeos (2003:


017)“Juliani imperatoris librorum contra Christianos quae supersunt”,
Ed. Neumann, C.J.Leipzig: Teubner, 1880.P. 208, l. 10

σασθε. τοῖς μὲν γὰρ Ἑβραίοις ἀκριβῆ τὰ περὶ θρησκείαν ἐστὶ


νόμιμα καὶ τὰ σεβάσματα καὶ [τὰ] φυλάγματα μυρία καὶ
δεόμενα βίου καὶ προαιρέσεως ἱερατικῆς. ἀπαγορεύσαντος δὲ
τοῦ νομοθέτου τὸ πᾶσι μὴ δουλεύειν τοῖς θεοῖς, ἑνὶ δὲ μόνον,
οὗ «μερίς ἐστιν Ἰακὼβ καὶ σχοίνισμα κληρονομίας Ἰσραὴλ», οὐ
τοῦτο δὲ μόνον εἰπόντος, ἀλλὰ γὰρ, οἶμαι, καὶ προσθέντος «οὐ
κακολογήσεις θεούς», ἡ τῶν ἐπιγινομένων βδελυρία τε καὶ τόλμα,
βουλομένη πᾶσαν εὐλάβειαν ἐξελεῖν τοῦ πλήθους, ἀκολουθεῖν
ἐνόμισε τῷ μὴ θεραπεύειν τὸ βλασφημεῖν, ὃ δὴ καὶ ὑμεῖς ἐν-
τεῦθεν εἱλκύσατε μόνον· ὡς τῶν γε ἄλλων οὐθὲν ὑμῖν τέ ἐστι
κἀκείνοις παραπλήσιον. ἀπὸ μὲν οὖν τῆς Ἑβραίων καινοτομίας
τὸ βλασφημεῖν τοὺς παρ' ἡμῖν τιμωμένους θεοὺς ἡρπάσατε.
ἀπὸ δὲ τῆς παρ' ἡμῖν θρησκείας τὸ μὲν εὐσεβές τε ὁμοῦ πρὸς
ἅπασαν τὴν κρείττονα φύσιν καὶ τῶν πατρίων ἀγαπητικὸν ἀπο-
λελοίπατε, μόνον δ' ἐκτήσασθε τὸ πάντα ἐσθίειν ὡς λάχανα
χόρτου. καὶ εἰ χρὴ τἀληθὲς εἰπεῖν, ἐπιτεῖναι τὴν παρ' ἡμῖν
ἐφιλοτιμήθητε χυδαιότητα. τοῦτο δὲ, οἶμαι, καὶ μαλ' εἰκότως,
συμβαίνει πᾶσιν ἔθνεσιν· καὶ γὰρ βίοις ἀνθρώπων ἑτέρων,
καπήλων, τελωνῶν, ὀρχηστῶν, ἑταιροτρόφων καὶ ἁρμόττειν ᾠή-
θητε τὰ παρ' ὑμῖν.
179

Synesius Phil., Epistulae (2006: 001)“Epistolographi Graeci”, Ed.


Hercher, R.Paris: Didot, 1873, Repr. 1965.Epistle 57, l. 139

πᾶσι θεόν, οὗ δι' ὑμᾶς ἐγὼ τὰς ἀπορρήτους ἐβάστασα


τελετάς, δίχα τῶν ἀνθρωπίνων περιόδων τε καὶ σπου-
δῶν αὐτῷ κατὰ μόνας ἐν πολλοῖς καιροῖς τε καὶ τόποις
προσῆλθον θεῷ, καὶ πρηνὴς καὶ γονυπετὴς ἱκέτης γε-
νόμενος θάνατον ἀνθ' ἱερωσύνης ᾑρούμην. αἰδὼς γάρ
τίς με καὶ φιλία κατεῖχε τῆς ἐν φιλοσοφίᾳ σχολῆς,
ὑπὲρ ἧς ἅπαντα δεῖν ᾤμην ποιεῖν τε καὶ λέγειν. ἀλλ'
ἐπειδὴ τῶν μὲν ἀνθρώπων ἐκράτουν, τοῦ θεοῦ δὲ
ἡττώμην, ὡς κοινὴ φήμη τὸν ἀξιούμενον εἶναι γνώρι-
μον θεοῦ, ἔφερον, ἀλλὰ δυσηνιάστως τὴν καινο-
τομίαν τοῦ βίου· δρασμῷ γὰρ ἐπιθέμενον ἐλπὶς ἀγα-
θῶν καὶ φόβος χειρόνων ἀνέκοψε. καὶ λεγόντων
ἤκουσα γερόντων ἱερῶν ὅτι με θεὸς ποιμαίνει· καί τις
ἐπὶ λέξεως εἶπεν ὡς ἱλαρόν ἐστι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον,
καὶ ἱλαρύνει τοὺς μετόχους αὐτοῦ. καὶ προσέθηκεν
ὡς ἠμφισβήτησαν ἡμῶν πρὸς θεὸν δαίμονες, οὓς λυπῶ
προσχωρήσας τῇ μερίδι τῇ κρείττονι. ἀλλὰ κἄν τι
προσβάλωσι χαλεπόν, οὐκ ἀμελεῖται, φησί, φιλόσο-
φος ἱερωμένος. ἐγὼ μὲν οὖν (οὐ γὰρ ῥᾴδιός εἰμι
χαυνωθῆναι καὶ λαμπρόν τι λογίσασθαι περὶ ἐμαυτοῦ)
τὴν ἀτυχίαν ᾐτιασάμην,

Synesius Phil., Aegyptii sive de providentia (2006: 003)


“Synesii Cyrenensis opuscula”, Ed. Terzaghi, N.Rome: Polygraphica,
1944.Ch. 1, se. 13, l. 38

καθηδυπαθήσειν τὴν ἐξουσίαν. ἑαλώκει τε αὐτῆς ὁ Τυφὼς


ἤδη πρεσβύτης ὤν, ὥσπερ παιδάριον ἀφροδίτης ἀρχό-
μενον, καὶ ἦν αὐτῷ τὸ μέρος τῆς συμφορᾶς αἰδὼς τῆς
ἀνθρώπου, πρὸς ἣν ἐπεφιλοτίμητο τὴν μεγίστην ἄρξειν
ἀρχὴν κἀκείνῃ τὴν δυναστείαν κοινώσεσθαι. ἡ δὲ καὶ ἐν
ἰδιώτῃ βίῳ χρῆμα φανερώτατον ἦν, εὐδοκιμεῖν ἐν τοῖς
πλεῖστον ἀντικειμένοις φιλοτιμουμένη, θηλυτάτη μὲν γυναι-
κῶν τρύφημα προσεξευρεῖν, καὶ ἐπιποιῆσαι κάλλει, καὶ
ἐνδοῦναι τῇ φύσει· παραβολωτάτη δὲ ἀρρένων ἐπιθέσθαι
σκέμματι καὶ τολμῆσαι πεῖραν, ποικιλοπράγμων τε οὖσα
καὶ καινοτόμος. παρεσκεύαστο δὴ πρὸς ταῦτά τε καὶ πρὸς
τἄλλα καὶ γυναῖκας ἑταιριστρίας καὶ ἄνδρας πελάτας πάντας
ὁμοιογνώμονας ἔχειν, καὶ χρῆσθαι πρὸς ἃ ἐπεφύκει, καὶ
180

οἴκοι καὶ θύραζε. Ὀσίριδι δὲ καὶ ὅτι γυναικωνῖτις ἦν τὸ


παιδάριον ἀνέμνησε τοῖς ἀνθρώποις ὁρώμενον· καί τοι
τὸ παιδίον, ὁ Ὦρος, θέαμα σπάνιον ἦν. μίαν γὰρ ἀρετὴν
Ὄσιρις ᾤετο γυναικὸς εἶναι τὸ μήτε τὸ σῶμα αὐτῆς μήτε
τοὔνομα διαβῆναι τὴν αὔλειον. οὔκουν οὐδὲ τὸ ἐν ἄκρῳ
γενέσθαι τῆς τύχης παρεκίνησε τοῦ καθεστῶτος τὴν
σώφρονα, εἰ μὴ καὶ μᾶλλον ὑπὸ τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας
ἐκρύπτετο, ἐπεὶ μηδὲ αὐτὸς ὡς παρὰ τοῦτο εὐδαιμονέστερος

Synesius Phil., Aegyptii sive de providentia Ch. 1, se. 18, l. 54

ὡς ἂν μηδέποτε ἀναλύσας οἴκοι γένοιτο, μένοι δὲ ὑπ' ἀνάγ-


κης οἰμώζων, εὐτυχοῦντας ὁρῶν οἷς ἀπέχθοιτο. ἐν τούτοις
ὄντα τὸν ξένον θεὸς ἀναρρώννυσιν, ἐναργής τε ὀφθεὶς καὶ
διακαρτερεῖν ἐπιτάξας. οὐ γὰρ ἐνιαυτούς, ἀλλὰ μῆνας ἔφη
τοὺς εἱμαρτοὺς εἶναι, ἐν οἷς τὰ Αἰγύπτια σκῆπτρα ἀνα-
τενεῖ μὲν τὰς χηλὰς τῶν θηρίων, κάτω δὲ ἕξει τῶν ἱερῶν
ὀρνέων τὰ κράνη. σύμβολον ἄρρητον τοῦτο. καὶ ἐπεγί-
νωσκε μὲν τὴν γραφὴν ὁ ξένος ἐγκεκολαμμένην ὀβελοῖς
τε καὶ ἁγίοις σηκοῖς· ὁ δὲ θεὸς αὐτῷ καὶ τὴν διάνοιαν
τῆς ἱερογλυφίας ἡρμήνευσε καὶ δίδωσι σύνθημα χρόνου·
»Ὅταν» ἔφη, «καὶ τὰ περὶ τὰς ἁγιστείας ἡμῶν καινοτομεῖν
ἐπιχειρήσωσιν οἱ νῦν ὄντες ἐν ταῖς δυνάμεσι, μετὰ βραχὺ
προσδέχου τοὺς Γίγαντας», τούτους λέγων τοὺς ἀλλοφύ-
λους, «ἔσεσθαι ἐκποδὼν ποινηλατουμένους ὑφ' ἑαυτῶν· εἰ
δὲ ὑπολείποιτό τι τῆς στάσεως, καὶ μὴ ἅμα πᾶν ἐκτρίβοιτο,
μένοι δὲ ὁ Τυφὼς αὐτὸς ἐν τοῖς τυραννείοις, σὺ δὲ μηδ' ὣς
ἀπογίνωσκε τῶν θεῶν. σύμβολον ἄλλο σοι τοῦτο· ὅταν
ὕδατι καὶ πυρὶ τὸν περὶ γῆν ἀέρα καθήρωμεν μεμολυσμέ-
νον ἐκ τῆς ἀναπνοῆς τῶν ἀθέων, τότε ἕψεται καὶ ἐπὶ τοὺς
λοιποὺς ἡ δίκη, καὶ αὐτίκα προσδέχου τὴν ἀμείνω διάταξιν,
ἐκποδὼν γενομένου τοῦ Τυφῶνος·

Γρηγόριος Νύσσης Ad Eustathium de sancta trinitate (2017:


001)“Gregorii Nysseni opera, vol. 3.1”, Ed. Mueller, F.Leiden: Brill,
1958.Vol. 3,1, p. 5, l. 16

ταύτην οὐ παύονται. ἀλλ' ὑπερμάχεται ἡμῶν ἡ ἀλήθεια καὶ


ἐν κοινῷ πρὸς πάντας καὶ ἰδίᾳ πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας
δεικνύντων ἡμῶν ὅτι ἀναθεματίζεται παρ' ἡμῶν πᾶς ὁ τρεῖς
λέγων θεοὺς καὶ οὐδὲ Χριστιανὸς εἶναι κρίνεται. ἀλλ' ὅταν
181

τοῦτο ἀκούσωσι, πρόχειρος αὐτοῖς καθ' ἡμῶν ὁ Σαβέλλιος


καὶ ἡ ἐξ ἐκείνου νόσος ἐπιθρυλλεῖται τῷ ἡμετέρῳ λόγῳ.
καὶ πάλιν καὶ πρὸς τοῦτο ἡμεῖς τὸ σύνηθες ὅπλον, τὴν
ἀλήθειαν, προβαλλόμεθα δεικνύντες, ὅτι ἐπίσης τῷ Ἰουδαϊ-
σμῷ καὶ τὴν τοιαύτην αἵρεσιν φρίττομεν.
Τί οὖν; ἆρα μετὰ τοσαύτας ἐγχειρήσεις ἀποκαμόντες
ἡσύχασαν; οὐκ ἔστι ταῦτα· ἀλλὰ καινοτομίαν ἡμῖν προφέ-
ρουσιν, οὕτως τὸ ἔγκλημα καθ' ἡμῶν συντιθέντες· τρεῖς
ὑποστάσεις ὁμολογοῦντας μίαν ἀγαθότητα, μίαν δύναμιν καὶ
μίαν θεότητα λέγειν ἡμᾶς αἰτιῶνται. καὶ οὐκ ἔξω τοῦτο τῆς
ἀληθείας φασί· λέγομεν γάρ. ἀλλ' ἐγκαλοῦντες τοῦτο
προφέρουσιν, ὅτι ἡ συνήθεια αὐτῶν τοῦτο οὐκ ἔχει καὶ ἡ
γραφὴ οὐ συντίθεται. τί οὖν καὶ πρὸς τοῦτο ἡμεῖς; οὐ νομί-
ζομεν δίκαιον εἶναι τὴν παρ' αὐτοῖς ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν
νόμον καὶ κανόνα τοῦ ὀρθοῦ ποιεῖσθαι λόγου. εἰ γὰρ ἰσχυρόν
ἐστιν εἰς ὀρθότητος ἀπόδειξιν ἡ συνήθεια, ἐξέσται καὶ ἡμῖν
πάντως ἀντιπροβάλλεσθαι τὴν παρ' ἡμῖν ἐπικρατοῦσαν

Γρηγόριος Νύσσης Adversus Macedonianos de spiritu sancto (2017:


006)“Gregorii Nysseni opera, vol. 3.1”, Ed. Mueller, F.
Leiden: Brill, 1958.Vol. 3,1, p. 104, l. 10

μούμενον; οὐ γὰρ δὴ τὰ δύο περὶ αὐτοῦ λέγοντα δυνατόν


ἐστιν ἐν ἑκατέρῳ τἀληθῆ λέγειν, ὅτι καὶ ἡγεμονικόν ἐστι καὶ
ὑποχείριον. εἰ μὲν γὰρ ἡγεῖται, οὐ κυριεύεται· εἰ δὲ δουλεύει,
οὐκέτι μετὰ τῆς βασιλευούσης φύσεως καταλαμβάνεται.
ὡς γὰρ μετὰ ἀνθρώπων ἄνθρωποι καὶ μετὰ ἀγγέλων ἄγγελοι
καὶ πάντα μετὰ τῶν ὁμοφύλων ἐπιγινώσκεται, οὕτω μεθ'
ἑνὸς ἑκατέρων ὁμολογεῖσθαι τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἀναγκαῖόν
ἐστιν ἢ μετὰ τῆς κυριευούσης ἢ μετὰ τῆς ὑποκυπτούσης
φύσεως. μέσον γὰρ τούτων ἐπιγινώσκει ὁ λόγος οὐδέν,
ὥστε τινὰ φύσεως ἰδιότητα ἐν μεθορίῳ τοῦ τε κτιστοῦ καὶ
τοῦ ἀκτίστου καινοτομηθεῖσαν μεταξὺ τούτων εἶναι νο-
μίζεσθαι, ὡς καὶ ἀμφοτέρων μετέχειν καὶ οὐθέτερον τε-
λείως εἶναι. οὐδὲ γὰρ ἐνδέχεται μίξιν τινὰ τῶν ἐναντίων καὶ
συμπλοκὴν ἐννοῆσαι τοῦ κτιστοῦ πρὸς τὸ ἄκτιστον συνα-
νακιρναμένων καὶ δύο τῶν ἐναντίων εἰς μίαν ὑπόστασιν
συμμιγνυμένων· ὡς μὴ μόνον σύνθετον εἶναι τὸ διὰ τῆς
ἀλλοκότου ταύτης μίξεως ἀναπλασσόμενον, ἀλλὰ καὶ ἐξ
ἀνομοίων ἔχον τὴν σύνθεσιν καὶ κατὰ τὸν χρόνον οὐ συμ-
φωνούντων· τοῦ γὰρ ἀκτίστως ὑφεστῶτος
182

Γρηγόριος Νύσσης Antirrheticus adversus Apollinarium (2017:


008)“Gregorii Nysseni opera, vol. 3.1”, Ed. Mueller, F.
Leiden: Brill, 1958.Vol. 3,1, p. 132, l. 23

Οὐκοῦν ἐξετάσωμεν, τί ἡμῖν ἡ Ἀπολιναρίου τοῦ Σύρου


διδασκαλία ἐβλάστησε, προσθήκην τῶν ποιμνίων ἢ μείωσιν,
συναγωγὴν τῶν διεσκορπισμένων ἢ τῶν συνεστώτων διάλυ-
σιν, συνηγορίαν ἢ ἀνατροπὴν τῶν πατρῴων δογμάτων. εἰ μὲν
οὖν πρὸς τὸ κρεῖττον ἡ σπουδὴ τοῦ προειρημένου βλέπει,
πρόβατον πάντως καὶ οὐχὶ λύκος ἐστίν· εἰ δὲ τὸ ἔμπαλιν –
Προσέχετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, φησὶν ὁ κύριος – ,
μὴ λανθανέτω τὸ στόμα τὸ ἐπὶ λώβῃ καὶ ἀφανισμῷ τοῦ
προσεγγίζοντος σώματος τεθηγμένον τοῖς τῆς καινοτομίας
ὀδοῦσι καὶ κατασπαράσσον τὸ ὑγιὲς σῶμα τῆς τοῦ θεοῦ
ἐκκλησίας. ὡς δ' ἂν μὴ δοκοίη λοιδορία τὸ λεγόμενον εἶναι,
ἕνα τῶν παρ' αὐτοῦ περιφερομένων λόγων προθήσομεν, οὗ ἡ
ἐπιγραφή ἐστιν αὕτη· Ἀπόδειξις, φησί, περὶ τῆς
θείας σαρκώσεως τῆς καθ' ὁμοίωσιν ἀνθρώπου. τάχα δ' ἄν τις δι'
ἀκριβείας τὸν τῆς ἐπιγραφῆς νοῦν ἀπο-γυμνώσας οὐκ ἂν δεηθείη δι'
αὐτῆς τῆς λογογραφίας ἐλέγξαι τὴν ἀτοπίαν τοῦ δόγματος.

Γρηγόριος Νύσσης In diem luminum (vulgo In baptismum Christi


oratio) (2017: 014)“Gregorii Nysseni opera, vol. 9.1”, Ed. Gebhardt,
E.Leiden: Brill, 1967.Vol. 9, p. 223, l. 21

Ἐγεννήθη τοίνυν Χριστὸς πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ὁ πρὸ πάσης


οὐσίας αἰσθητῆς τε καὶ νοηθῆς γεννηθείς, βαπτίζεται σήμερον
παρὰ Ἰωάννου, ἵνα τὸν ἐρρυπωμένον ἀποκαθάρῃ, πνεῦμα δὲ
ἄνωθεν ἀγάγῃ καὶ ἄνθρωπον εἰς οὐρανοὺς ἀνυψώσῃ, ἵνα ὁ
πεσὼν διεγερθῇ καὶ ὁ ῥίψας καταισχυνθῇ (καὶ μὴ θαυμάσῃς,
εἰ τοσοῦτον ἐγένετο τῷ θεῷ τὸ καθ' ἡμᾶς περισπούδαστον)
ἵνα καὶ αὐτουργήσῃ τοῦ ἀνθρώπου τὴν σωτηρίαν· μετὰ
μερίμνης γὰρ τῆς τοῦ κακουργοῦντος ἐπεβουλεύθημεν, μετὰ
φροντίδος δὲ τοῦ δημιουργοῦ σῳζόμεθα. καὶ ὁ μὲν μοχθηρὸς
καὶ βάσκανος κατὰ τοῦ γένους ἡμῶν τὴν ἁμαρτίαν καινοτομῶν
ἄξιον τῆς ἑαυτοῦ γνώμης προκάλυμμα τὸν ὄφιν εὕρατο ὁ
ἀκάθαρτος τῷ ὁμοίῳ ἐπεισελθών, ὁ γήινος καὶ χθόνιος τὴν
προαίρεσιν ἐνοικήσας τῷ ἑρπετῷ, Χριστὸς δὲ ὁ τὴν ἐκείνου
πονηρίαν ἐπανορθῶν τέλειον ἀναλαμβάνει τὸν ἄνθρωπον
καὶ σῴζει τὸν ἄνθρωπον καὶ γίνεται πάντων ἡμῶν τύπος καὶ
183

χαρακτήρ, ἵν' ἑκάστης πράξεως ἁγιάσῃ τὴν ἀπαρχὴν καὶ


τὸν ζῆλον τῆς παραδόσεως ἀναμφίβολον καταλίπῃ τοῖς
δούλοις. βάπτισμα τοίνυν ἐστὶν ἁμαρτιῶν κάθαρσις, ἄφεσις
πλημμελημάτων, ἀνακαινισμοῦ καὶ ἀναγεννήσεως αἰτία,
ἀναγέννησιν δὲ νόησον ἐννοίᾳ θεωρουμένην,

Γρηγόριος Νύσσης De tridui inter mortem et resurrectionem domini


nostri Jesu Christi spatio (vulgo In Christi resurrectionem oratio i)
(2017: 016)“Gregorii Nysseni opera, vol. 9.1”, Ed. Gebhardt, E.
Leiden: Brill, 1967.Vol. 9, p. 288, l. 20

ἀρχιερέως τοῦ τὸν ἑαυτοῦ ἀμνὸν ὑπὲρ τῆς κοινῆς ἁμαρτίας


ἀρρήτως τε καὶ ἀοράτως ἱερουργήσαντος, ἀπὸ τότε τις
ἀριθμῶν τὸν χρόνον τῆς ἐν καρδίᾳ διατριβῆς τῆς ἀληθείας
οὐχ ἁμαρτήσεται· ἑσπέρα μὲν γὰρ ἦν, ὅτε ἐβρώθη τὸ ἱερὸν
ἐκεῖνο καὶ ἅγιον σῶμα, νὺξ δὲ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ πρὸ
τῆς παρασκευῆς διεδέξατο. εἶτα ἡ τῆς παρασκευῆς ἡμέρα
τῇ ἐπεισάκτῳ νυκτὶ διατμηθεῖσα εἰς μίαν νύκτα καὶ εἰς
ἡμέρας δύο καταψηφίζεται· εἰ γὰρ τὸ σκότος ὁ θεὸς ἐκάλεσε
νύκτα, ἐν δὲ ταῖς τρισὶ ὥραις ἐγένετο σκότος ἐπὶ πᾶσαν
τὴν οἰκουμένην, αὕτη ἐστὶν ἡ κατὰ τὸ μέσον τῆς ἡμέρας
καινοτομηθεῖσα νὺξ τὰ δύο τμήματα τῶν ἡμερῶν δι' ἑαυτῆς
περιγράφουσα, τὸ μὲν ἀπὸ τοῦ ὄρθρου ἐπὶ τὴν ἕκτην ὥραν, τὸ
δὲ ἀπὸ τῆς ἐνάτης ἐπὶ τὴν ἑσπέραν, ὥστε εἶναι μέχρι τούτου
δύο νύκτας καὶ ἡμέρας δύο. εἶτα ἡ πρὸ τοῦ σαββάτου νὺξ καὶ
μετὰ ταύτην ἡ τοῦ σαββάτου ἡμέρα, ἔχεις τὰς τρεῖς ἡμέρας
καὶ τὰς τρεῖς νύκτας. ζήτησόν μοι λοιπὸν τὴν ἀναστάσιμον
ὥραν καὶ εὑρήσεις τὴν ἐν τοῖς εἰρημένοις ἀλήθειαν. πότε οὖν
τοῦτο ἐγένετο; Ὀψὲ σαββάτων, ὁ Ματθαῖος βοᾷ. αὕτη σοι ἡ
ὥρα τῆς ἀναστάσεως κατὰ τὴν τοῦ εὐαγγελίου σαφήνειαν,
οὗτος ὁ ὅρος τῆς ἐν καρδίᾳ διαγωγῆς τοῦ κυρίου· ἑσπέρας γὰρ
ἤδη βαθείας γεγενημένης (ἀρχὴ δὲ ἦν τῆς νυκτὸς ἐκείνης ἡ

Γρηγόριος Νύσσης De tridui inter mortem et resurrectionem domini


nostri Jesu Christi spatio (vulgo In Christi resurrectionem orati
Vol. 9, p. 290, l. 6

τὸν καιρὸν δι' ἀκριβείας παρεσημήνατο εἰπὼν τὴν ἑσπέραν


εἶναι τοῦ σαββάτου ὥραν τῆς ἀναστάσεως.
Εἰ δὲ ταῦτα τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον, ἕστηκεν ἡμῖν ἡ
184

προθεσμία ἀπὸ τῆς μετὰ τὴν πέμπτην ἑσπέρας εἰς τὴν τοῦ
σαββάτου ἑσπέραν διαμετρουμένου τοῦ χρόνου τῆς ἐμβολίμου
νυκτός, καθὼς εἴρηται, τὴν παρασκευὴν εἰς ἡμέρας δύο καὶ
νύκτα μίαν κερματιζούσης. ἔδει γὰρ ἐπὶ τοῦ δεσπόζοντος
ἐν τῇ δυναστείᾳ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος μὴ τοῖς τεταγμένοις τοῦ
χρόνου μέτροις τὰ ἔργα κατ' ἀνάγκην συμπαρατείνεσθαι,
ἀλλὰ πρὸς τὴν τῶν ἔργων χρείαν καινοτομεῖσθαι τοῦ χρόνου
τὰ μέτρα καὶ συντομώτερον τὴν τῶν ἀγαθῶν ἐνέργειαν τῆς
θείας δυνάμεως ἐπιτελούσης κολοβώτερα τοῦ χρόνου σχεδιας-
θῆναι τὰ μέτρα, ὡς μήτε ἐλάττονα τῶν τριῶν ἡμερῶν καὶ
τῶν τοσούτων νυκτῶν ἀριθμηθῆναι τὸν χρόνον, ἐπειδὴ τοῦτον
τὸν ἀριθμὸν ὁ μυστικός τε καὶ ἀπόρρητος ἐπιζητεῖ λόγος,
μήτε τὰ συνήθη τῶν ἡμερῶν τε καὶ νυκτῶν ἀναμένουσαν
διαστήματα πρὸς τὸ τάχος τῆς ἐνεργείας τὴν θείαν ἐμποδίζε-
σθαι δύναμιν· ὁ γὰρ ἐξουσίαν ἔχων καὶ θεῖναι ἀφ' ἑαυτοῦ τὴν
ψυχὴν καὶ ἀναλαβεῖν ὅτε ἐβούλετο ἐξουσίαν εἶχεν ὡς ποιητὴς
τῶν αἰώνων οὐχὶ δουλεῦσαι διὰ τῶν ἔργων τῷ χρόνῳ,

Γρηγόριος Νύσσης In inscriptiones Psalmorum (2017: 027)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 5”, Ed. McDonough, J.Leiden: Brill, 1962.
Vol. 5, p. 44, l. 11

τῶν ἀνθρώπων ἐπιμιξίας ἑαυτὸν ἀποικίσας καὶ μόνος


μόνῳ συζῶν ἑαυτῷ καὶ διὰ ἡσυχίας ἀμετεωρίστως τῇ
θεωρίᾳ τῶν ἀοράτων ἐνατενίζων· ὁ τῷ φωτὶ μετὰ ταῦτα τῷ
ἀρρήτῳ καταυγασθεὶς καὶ τῆς δερματίνης τε καὶ νεκρᾶς
περιβολῆς ἐκλύσας τῆς ψυχῆς τὴν βάσιν· ὁ τὸν Αἰγύπτιον
στρατόν τε καὶ τύραννον ταῖς ἐπαλλήλοις ἐκτρίψας πληγαῖς,
τὸν δὲ Ἰσραὴλ ἐλευθερώσας τῆς τυραννίδος διὰ τοῦ φωτὸς καὶ
τοῦ ὕδατος· ᾧ μετὰ τὴν Αἴγυπτον ὁ χρόνος ἅπας μία κατὰ
τὸ συνεχὲς ἡμέρα ἦν, οὐδέποτε τῆς νυκτὸς μελαινομένης
τῷ ζόφῳ· διεδέχετο γὰρ μετὰ τὸν ἡμερήσιον δρόμον τὰς
τῶν ἀκτίνων αὐγὰς ἕτερον φῶς ἐκ νεφέλης καινοτομούμενον,
ὥστε τὸν μὲν ἥλιον κατὰ τὴν ἀναγκαίαν περίοδον αὐτοῖς
ἐπιδύεσθαι, τὸ δὲ φῶς συνεχές τε μένειν καὶ ἀδιάδοχον τῆς
ἐκ τοῦ στύλου λαμπηδόνος ἀδιαστάτως τὰς αὐγὰς τῶν
ἡλιακῶν ἀκτίνων ἐκδεχομένης· ὁ τὸ πικρόν τε καὶ ἄποτον
ὕδωρ ἡδύνας τῷ ξύλῳ καὶ τὴν πέτραν εἰς πηγὴν τοῖς
διψῶσι μεταποιήσας· ὁ τῆς γηΐνης τροφῆς τὴν οὐράνιον
διαμειψάμενος· ὁ ἐν τῷ θείῳ γνόφῳ ὀξυωπῶν καὶ βλέπων
ἐν αὐτῷ τὸν ἀόρατον· ὁ τὴν σκηνὴν τὴν ἀχειροποίητον
185

ἱστορήσας καὶ τὸν ἱερωσύνης κόσμον ἀξίως κατανοήσας·


ὁ τὰς θεοτεύκτους πλάκας δεξάμενος καὶ συντριβείσας

Γρηγόριος Νύσσης In inscriptiones Psalmorum Vol. 5, p. 134, l. 15

τὸν Δωὴκ τὸν τῆς ἐμῆς σωτηρίας τύραννον, ὅταν ἐν τῷ


οἴκῳ τοῦ ἱερέως γένωμαι καὶ ὅταν ἡμιόνων ὑπηρέτης, μηκέτι
μοι κατὰ πρόσωπον συμπλέκεσθαι δύναμιν ἔχων, λάθρα
κατ' ἐμοῦ τὴν ἐπιβουλὴν ἐξαρτύηται τῷ κατ' ἐμοῦ φονῶντι
τὴν παρὰ τῷ ἱερεῖ διαγωγήν μου καταμηνύων. δῆλον δ' ἂν
εἴη τίνες εἰσὶν αἱ ἡμίονοι, ὧν ἐπιστατεῖ οὗτος ὁ Ἰδουμαῖος
ὁ τὴν ἄγονον βουκολῶν φύσιν, ἐν ᾗ τοῦ θεοῦ ἡ εὐλογία τόπον
οὐχ εὗρεν, ἥ φησιν ἐξ ἀρχῆς τὸν πληθυσμὸν ἐντιθεῖσα τῇ
κτίσει, ὅτι Αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε. οὐ γὰρ ἐκ θεοῦ ὁ
πληθυσμὸς τῇ κακίᾳ· ὡς οὐδὲ ἐξ ἀλλήλων ἐστὶν ἡ τοῦ γένους
τῶν ἡμιόνων διαδοχή, ἀλλ' ἀεὶ καινοτομεῖ τὸ ζῷον ἡ φύσις
τὸ μὴ ὂν ἐν τῇ κτίσει δι' ἑαυτῆς παρασοφιζομένη καὶ παρεισά-
γουσα. δῆλον δὲ πάντως διὰ τῶν εἰρημένων ἐστὶ πρὸς τίνα
σκοπὸν βλέπει ὁ λόγος. εἰ γὰρ πάντα ὅσα ἐποίησεν ὁ κύριος
καλὰ λίαν, ἡ δὲ ἡμίονος ἔξω τοῦ καταλόγου τῶν ἐν τῇ
κτίσει γεγονότων ἐστίν, δῆλον ἂν εἴη ὅτι πρὸς κακίας ἔνδειξιν
τὸ ὄνομα τοῦτο ὑπὸ τῆς ἱστορίας παρείληπται. οὔτε ἐκ
θεοῦ οὖν τὴν ὕπαρξιν ἔχει οὔτε γενομένη ὡς γίνεται διαρκεῖ
τῇ ὑποστάσει πρὸς τὸ ἴδιον. ὡς γὰρ οὐ συντηρεῖ δι' ἑαυτῆς
ἑαυτὴν ἡ τῶν ἡμιόνων φύσις,

Γρηγόριος Νύσσης In Ecclesiasten (homiliae 8) (2017: 029)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 5”, Ed. Alexander, P.Leiden: Brill, 1962.
Vol. 5, p. 329, l. 17

τῶν κατ' ἀλήθειαν φοβερῶν ἀναισθησία, ἡ ἀναίτιος ὑποψία,


ἡ παράλογος φιλανθρωπία, ἡ τῶν ἀδυνάτων ἐπαγγελία· ἵνα
παρῶμεν τὰ ἄλλα, τὸν ἀπρεπῆ νυσταγμόν, τὴν πάρετον
καρηβαρίαν, τὴν ἐκ τῆς ἀμέτρου πληθώρας ἀσχημοσύνην,
τὴν τῶν ἄρθρων λύσιν, τὸν λυγισμὸν τοῦ αὐχένος οὐκέτι
ἑαυτὸν ἐπὶ τῶν ὤμων ἀνέχοντος, τῆς ἐκ τοῦ οἴνου ὑγρότητος
τὸν σύνδεσμον τοῦ αὐχένος ὑπολυούσης. τί τὸ παράνομον
ἄγος τῆς θυγατρομιξίας εἰργάσατο; τί τὴν διάνοιαν τοῦ
Λὼτ ἀπὸ τῶν γινομένων ἐξέκλεψεν, ὃς καὶ τὸ ἄγος ἐτόλμησε
καὶ ἠγνόησεν, ὅπερ ἐτόλμησεν; τίς ὥσπερ ἐν αἰνίγματι τὴν
ἀλλόκοτον τῶν τέκνων ἐκείνων προσηγορίαν ἐκαινοτόμησεν;
πῶς αἱ τοῦ ἐναγοῦς τόκου μητέρες ἀδελφαὶ τῶν ἰδίων τέκνων
186

ἐγένοντο; πῶς οἱ παῖδες τὸν αὐτὸν ἔσχον πατέρα τε ὁμοῦ καὶ


προπάτορα; τίς ὁ συγχέας ἐν παρανομίᾳ τὴν φύσιν; οὐκ
οἶνος ἐκβὰς τὰ μέτρα τὴν ἀπιστουμένην ταύτην τραγῳδίαν
εἰσήνεγκεν; οὐ μέθη τὸν τοιοῦτον μῦθον τῇ ἱστορίᾳ συνέπλασεν,
ὃς ταῖς ὑπερβολαῖς καὶ τοὺς ὄντως μύθους παρέρχεται; Ἐπό-
τισαν γάρ, φησίν, οἶνον τὸν ἑαυτῶν πατέρα, καὶ οὕτως αὐτῷ
τῆς διανοίας ἐξωσθείσης ὑπὸ τοῦ οἴνου καθάπερ μανίᾳ
τινὶ κατεχόμενος τὸ τραγικὸν τοῦτο διήγημα τῷ βίῳ κατέλι-
πεν, ἐκκλαπείσης παρὰ τὸν τοῦ ἄγους καιρὸν ὑπὸ τῆς μέθης

Γρηγόριος Νύσσης In Ecclesiasten (homiliae 8) Vol. 5, p. 344, l. 14

πέρας ἡ ματαιότης ἐστίν, ὡς καὶ φόνων διὰ τοῦτο καὶ


λῃστείας κατατολμᾶν τοὺς προσλελυσσηκότας τοῖς χρήμασι;
καὶ οὐ τούτων μόνον, ἀλλὰ καὶ τῆς πονηρᾶς ἐπινοίας τῶν
τόκων, ἣν ἄλλην τις λῃστείαν καὶ μιαιφονίαν ὀνομάσας οὐκ
ἂν ἁμάρτοι τοῦ δέοντος. ἢ τί γὰρ διαφέρει λαθραίως ἐκ
τοιχωρυχίας ἀλλότρια ληϊσάμενον ἔχειν καὶ τῷ φόνῳ τοῦ
παροδεύοντος δεσπότην ἑαυτὸν τῶν ἐκείνου ποιεῖν ἢ διὰ τῆς
τῶν τόκων ἀνάγκης κτᾶσθαι τὰ μὴ προσήκοντα; ὢ κακῆς
προσηγορίας! τόκος ὄνομα τῇ λῃστείᾳ γίνεται. ὢ πικρῶν
γάμων! ὢ πονηρᾶς συζυγίας, ἣν ἡ φύσις μὲν οὐκ ἐγνώρισεν, ἡ
δὲ τῶν φιλοχρηματούντων νόσος ἐν τοῖς ἀψύχοις ἐκαινοτόμη-
σεν. ὢ χαλεπῶν κυημάτων, ἀφ' ὧν ὁ τοιοῦτος τόκος ἐκφύεται.
μόνον ἐν τοῖς οὖσι τὸ ἔμψυχον τῇ κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ
διαφορᾷ διεκρίθη. τούτοις εἶπεν ὁ πλάσας θεὸς Αὐξάνεσθε
καὶ πληθύνεσθε, ὥστε διὰ τῆς ἐξ ἀλλήλων γενέσεως εἰς
πλῆθος τὸ ζωογονούμενον αὔξεσθαι. ὁ δὲ τοῦ χρυσίου τόκος
ἐκ ποίων γάμων συνίσταται; ἐκ ποίας τελεσφορεῖται κυήσεως;
ἀλλ' οἶδα τὴν ὠδῖνα τοῦ τοιούτου τόκου, παρὰ τοῦ προφήτου
μαθὼν Ἰδού, φησίν, ὠδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνον καὶ
ἔτεκεν ἀνομίαν. οὗτος ἐκεῖνός ἐστιν ὁ τόκος, ὃν ὠδίνησε
μὲν ἡ πλεονεξία, τίκτει δὲ ἡ ἀνομία καὶ ἡ μισανθρωπία

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium (2017: 030)


“Gregorii Nysseni opera, vols. 1.1 & 2.2”, Ed. Jaeger, W.Leiden: Brill,
1960.B. 1, Ch. 1, se. 38, l. 4

πρὸς τὴν τῶν δογμάτων ἀπάτην βλέπων ἐζηλωκέναι, πολὺ


δὲ μᾶλλον πρὸς τὴν τοῦ βίου παρασκευήν τε καὶ εὐπορίαν.
187

λέγω δὲ ταῦτα οὐ στοχασμοῖς τισι τεκμαιρόμενος, ἀλλὰ τῶν


ἀκριβῶς ἐγνωκότων αὐτήκοος γεγονώς. τὰ γὰρ κατὰ τὸν
Ἀέτιον τοῦτον Ἀθανασίου ποτὲ τοῦ Γαλατῶν ἐπισκόπου
λέγοντος ἤκουσα, ἀνδρὸς οὐκ ἄν τι πρὸ τῆς ἀληθείας προ-
τιμήσαντος, ἀλλὰ καὶ εἰς μαρτυρίαν τῶν πολλῶν τοῦ λόγου
Γεωργίου τοῦ ἐκ Λαοδικείας ἐπιστολὴν προδεικνύντος. ἔλεγε
δὲ μὴ παρὰ τὴν πρώτην αὐτὸν ἐγκεχειρηκέναι τῇ τῶν δογ-
μάτων ἀτοπίᾳ, χρόνοις δὲ ὕστερον τέχνην βίου τὴν καινο-
τομίαν ταύτην προστήσασθαι. ἐκδύντα γὰρ αὐτὸν ἤδη τὴν
δουλείαν Ἀμπελίδος, τῆς κεκτημένης αὐτόν (τὸ δ' ὅπως
οὐδὲν δέομαι λέγειν, ὡς ἂν μὴ δόξαιμι κακοηθέστερον τοῦ
διηγήματος ἅπτεσθαι) εἶναι μὲν καμινευτὴν κατ' ἀρχάς, τὴν
ἔμπυρον ταύτην καὶ βάναυσον τέχνην διὰ χειρὸς ἔχοντα,
σφύρᾳ βραχείᾳ καὶ ἄκμονι μικρῷ προσκαθήμενον ὑπὸ τρι-
χίνῃ σκηνῇ, γλίσχρως καὶ μετὰ πόνου τὰ ἀναγκαῖα τοῦ βίου
διὰ τῆς ἐργασίας ταύτης συμποριζόμενον. τίς γὰρ ἂν καὶ
γένοιτο μισθὸς ἄξιος λόγου τῷ θεραπεύοντι τὰ ὑπόσαθρα
τῶν χαλκωμάτων καὶ παραβύοντι τὰς τρυμαλιὰς καὶ τὸν
κασσίτερον ταῖς πληγαῖς ἐπιλύοντι καὶ μολιβδοχοοῦντι τῶν

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 1, Ch. 1, se. 99, l. 2

ἀλλὰ μέμνημαι τῆς θείας ἐκείνης φωνῆς, ὡς προφητικῶς


περὶ αὐτοῦ τὰ ἐκ τῆς προφητείας ἐφθέγξατο, ὅπου ταῖς
ἀναισχύντοις αὐτὸν τῶν γυναικῶν παρεικάζει, αἳ τὰ ἴδια
ὀνείδη ταῖς σωφρονούσαις προφέρουσι. τίνα γὰρ ἐχθρὸν τῆς
ἀληθείας οἱ λόγοι κηρύσσουσι; τίνα ταῖς τῶν πολλῶν δόξαις
ἀντιτασσόμενον; τίς αἰτεῖται παρὰ τῶν ἐντυγχανόντων αὐτοῦ
τῷ συγγράμματι μὴ πρὸς τὸ πλῆθος τῶν μαρτυρούντων
ὁρᾶν μηδὲ πρὸς τὴν ἀρχαιότητα βλέπειν μηδὲ πρὸς τὸ
ἀξιόπιστον τῶν πρὸς τὸ κρεῖττον ὑπειλημμένων ῥέπειν ταῖς
γνώμαις; ἆρα τοῦ αὐτοῦ ἐστι καὶ ταῦτα γράφειν καὶ ἐκεῖνα
προφέρειν, καὶ ταῖς μὲν ἑαυτοῦ καινοτομίαις ζητεῖν τοὺς
ἀκούοντας ἕπεσθαι, φαυλίζειν δὲ πάλιν ἑτέρους ὡς ταῖς
κοιναῖς ὑπολήψεσιν ἀντιβαίνοντας; τὸ δὲ μὴ αἰσχύνε-
σθαι τὸν ἐκ τῶν πραγμάτων ἔλεγχον καὶ τὸν
ἀνθρώπινον ψόγον καὶ ὅσα τοιαῦτα κατὰ ταὐτὸ διεξ-
έρχεται, ταῖς τῶν ἀκουόντων γνώμαις καταλείπω σκοπεῖν
ἐπὶ τίνος ἀληθές ἐστι λέγειν, ἆρα τοῦ σωφροσύνην καὶ
κοσμιότητα καὶ πᾶσαν καθαρότητα ψυχῆς τε καὶ σώματος
διὰ τῆς ἀκριβεστάτης ἐγκρατείας νομοθετοῦντος ὁμοίως
188

ἑαυτῷ τε καὶ τοῖς πλησιάζουσιν, ἢ τοῦ κελεύοντος μὴ παρέ-


χειν πράγματα τῇ φύσει πρὸς τὸ δοκοῦν διὰ τῶν τοῦ σώ

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 1, Ch. 1, se. 164, l. 7

ἂν ἦν τῆς ἐσχάτης εὐηθείας τῷ πράγματι συντιθέμενον


μικρολογεῖσθαι περὶ τὰ ῥήματα. νυνὶ δὲ τῷ μόνῃ προς-
μαρτυρῆσαι τοῦ πατρὸς τῇ οὐσίᾳ τὸ ἀνώτατόν τε καὶ
κυριώτατον ἔδωκε διὰ τῆς σιωπῆς περὶ τῶν ὑπολοίπων
ὡς οὐ κυρίως ὑφεστώτων στοχάζεσθαι. πῶς γὰρ ἔστιν
ἀληθῶς εἶναί τι λέγειν, ᾧ μὴ προσμαρτυρεῖται τὸ κυρίως
εἶναι; ἀνάγκη γὰρ ἐφ' ὧν οὐχ ὁμολογεῖται τὸ κύριον, τοῖς
ἀντιδιαστελλομένοις τῶν ὀνομάτων συντίθεσθαι. τὸ γὰρ μὴ
κύριον ἄκυρον πάντως· ὥστε ἡ τοῦ μὴ κυρίως εἶναι κατα-
σκευὴ τῆς παντελοῦς ἀνυπαρξίας ἀπόδειξις γίνεται. πρὸς
ἣν ἔοικεν ὁ Εὐνόμιος βλέπων ταῦτα καινοτομεῖν ἐν τῷ καθ'
ἑαυτὸν δόγματι τὰ ὀνόματα. οὐ γὰρ δὴ δι' ἀπειρίαν φήσει
τις αὐτὸν εἰς ἀνόητον ὑπόληψιν ἐκπεσόντα τοπικῶς τὸ ἄνω
πρὸς τὸ ὑποβεβηκὸς διαστέλλειν καὶ τῷ πατρὶ καθάπερ
γεώλοφόν τινα σκοπιὰν ἀφορίζοντα τὸν υἱὸν τοῖς κοιλοτέροις
ἐγκαθιδρύειν. οὐδεὶς γὰρ οὕτω παῖς τὴν διάνοιαν, ὡς ἐπὶ
τῆς νοερᾶς τε καὶ ἀσωμάτου φύσεως τὴν κατὰ τόπον δια-
φορὰν ἐννοεῖν. ἴδιον γὰρ σωμάτων ἡ ἐπὶ τόπου θέσις, τὸ
δὲ τῇ φύσει νοερόν τε καὶ ἄϋλον πόρρω τῆς κατὰ τόπον
ἐννοίας ὁμολογεῖται.

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 1, Ch. 1, se. 463, l. 1

τοῦ γεννῶντος ἀξίᾳ γνωρίζεται, πολλαὶ δὲ τῶν τικτόντων


αἱ κατὰ τὰς ἀξίας διαφοραὶ καὶ κατὰ πολλὰς ἐπινοίας
καταλαμβάνονται (γεννᾶται γὰρ Ἰουδαῖος Ἕλλην βάρβαρος
Σκύθης δοῦλος ἐλεύθερος), τί ἐκ τούτων κατασκευάζεται;
ὅτι ὅσαι εἰσὶ τῶν γεννώντων κατὰ τὰς φυσικὰς ἀξίας δια-
φοραί, τοσοῦτοι καὶ τρόποι γεννήσεως κατὰ τὸ εἰκὸς εὑρε-
θήσονται· ὡς μὴ κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον πληροῦσθαι πᾶσι
τὴν γέννησιν, ἀλλὰ ταῖς τῶν γεννώντων ἀξίαις τὰς φύσεις
συμμεταβάλλεσθαι καὶ δεῖν ἑκάστῳ τῶν τικτομένων κατὰ
τὴν τῶν ἀξιωμάτων διαφορὰν ἰδιάζοντά τινα γεννήσεως
τρόπον καινοτομεῖσθαι. πᾶσι γὰρ συμφυεῖς ἀξίαι τινές εἰσι
πάντως ἐπιθεωρούμεναι τοῖς καθ' ἕκαστον, διαφέρουσαι δὲ
ἀλλήλων πρὸς τὸ κρεῖττον ἢ καταδεέστερον, ὅπως ἂν ἑκά-
189

στῳ συμπέσῃ γένος ἀξίωμα θρησκεία πατρὶς δυναστεία


δουλεία πλοῦτος πενία τὸ αὐτεξούσιον τὸ ὑποχείριον, πάντα
ὅσα τὰς κατὰ τὸν βίον διαφορὰς ἐν ταῖς ἀξίαις ἐργάζεται.

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 1, Ch. 1, se. 642, l. 10

τὸ ποτὲ μὴ εἶναι οὐ προσιέμενος.


Ἀλλ' ἀντιβαίνει τοῖς εἰρημένοις ὁ τὰ περισσὰ σοφι-
ζόμενος καὶ διασχίζει τῆς τοῦ πατρὸς φύσεως τοῦ μονο-
γενοῦς τὴν οὐσίαν, διότι ὁ μὲν γεγέννηται, ὁ δὲ ἀγέννητός
ἐστι· καὶ τοσούτων ὄντων τῶν ὀνομάτων τῶν εὐσεβῶς περι-
θεωρουμένων τῇ θείᾳ φύσει, ἐν οἷς οὐδεμία παραλλαγὴ
τοῦ πατρὸς πρὸς τὸν υἱὸν καθορᾶται, πάντων δὲ κατὰ τὸ
ἴσον ἀμφοτέροις ἐφαρμοζόντων, οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἐπιμνη-
σθεὶς δι' ὧν τὸ κοινὸν γνωρίζεται, μόνῳ τῷ ὀνόματι τῆς
ἀγεννησίας προσφύεται· καὶ οὐδὲ ταύτης τὴν συνήθη καὶ
νενομισμένην ἔμφασιν δέχεται, ἀλλὰ καινοτομεῖ τοῦ ἀγεν-
νήτου τὴν ἔννοιαν, τὰς κοινὰς περὶ τῆς φωνῆς ταύτης ὑπο-
λήψεις παραγραφόμενος. τί ποτ' οὖν ἐστι τούτων τὸ αἴτιον;
οὐδὲ γὰρ ἄνευ μεγάλης τινὸς αἰτίας τῆς μὲν συνήθους τῶν
ὀνομάτων ἐμφάσεως τὸν λόγον ἀφίστησι, ξενίζει δὲ τῇ
παραλλαγῇ τῆς τῶν φωνῶν σημασίας. οἶδεν ἀκριβῶς ὅτι
εἰ μὲν ἐπὶ τῆς συνηθείας φυλαχθείη τῶν ὀνομάτων ἡ
χρῆσις, οὐδεμίαν ἰσχὺν εὑρήσει πρὸς ἀνατροπὴν τοῦ ὑγιαί-
νοντος δόγματος, εἰ δὲ τῶν κοινῶν καὶ νενομισμένων δια-
νοημάτων παρακινηθείη τὰ ῥήματα, τῇ περὶ τὴν φωνὴν
κακοτροπίᾳ ῥᾳδίως δύνασθαι συγκακουργήσειν τὰ δόγματα.

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 2, Ch. 1, se. 311, l. 2

νοίας εὕρημα ὁ τοιοῦτος λόγος ἐστὶν ὁ τὴν ποιὰν τοῦ νοή-


ματος σημασίαν ἀναλογίαν προσαγορεύων; πῶς οὖν οὐ
συνίησιν οἷς πολεμεῖ, τούτοις συμμάχοις πρὸς τὸν πόλεμον
χρώμενος; πολεμεῖ δὲ τῷ κατ' ἐπίνοιαν λόγῳ αὐτὸς διὰ
τῶν τῆς ἐπινοίας λόγων τὸ μὴ δεῖν κατ' ἐπίνοιάν τι λέγειν
κατασκευάζων. ἀλλ' οὐδείς, φησί, τοῦτο τῶν ἁγίων
ἐδίδαξεν. σὺ δὲ εἰς τίνα τῶν ἀρχαίων ἀναφέρειν ἔχεις
τὴν τῆς ἀγεννησίας φωνὴν καὶ ὅτι αὐτῆς κατηγορεῖται
τὸ ὄνομα τοῦ θεοῦ τῆς οὐσίας, μᾶλλον δὲ αὐτό ἐστι
τὸ ἀγέννητον ἡ οὐσία; ἢ σοὶ μὲν ἔξεστιν ἐν οἷς ἂν
μέλλῃ τι τῶν ἀσεβῶν συμπεραίνεσθαι καινοτομεῖν τε καὶ
190

παρευρίσκειν τὰς ἀρεσκούσας φωνάς, εἰ δέ τι πρὸς τὴν τῆς


ἀσεβείας καθαίρεσιν παρ' ἑτέρου λέγοιτο, παραιρεῖσθαι τῆς
ἐξουσίας τὸν ἀντιλέγοντα; μεγάλης τἂν εἴης τυραννίδος
ἐπειλημμένος, εἰ ταύτην σεαυτῷ τὴν ἐξουσίαν κρατύνειας,
ὡς ἅπερ ἐπὶ τῶν ἄλλων κωλύεις, σοὶ ταῦτα ποιεῖν ἐξεῖναι
μόνῳ καὶ ἅπερ αὐτὸς κατ' ἐξουσίαν τολμᾷς, τούτων ἀπείρ-
γειν τοὺς ἄλλους. διὰ προστάγματος ἀθετεῖς τὸ κατ' ἐπί-
νοιαν ἐπιλέγεσθαι ταῦτα τῷ Χριστῷ τὰ ὀνόματα, ὅτι μηδεὶς
τῶν ἁγίων τὸ δεῖν οὕτω λέγεσθαι διετάξατο. πῶς οὖν τῇ
τοῦ ἀγεννήτου φωνῇ νομοθετεῖς τὴν θείαν οὐσίαν

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 2, Ch. 1, se. 549, l. 3

γίας νόμῳ ταῖς ἡμετέραις ἐγκατασπεῖραι ψυ-


χαῖς ἐδικαίωσε. καὶ εἰ ταῦτα ταῖς τῶν ἀνθρώπων
ψυχαῖς κατεσπάρη, πῶς ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τῆς σῆς παρα-
βάσεως ὁ τῆς ματαιότητος ταύτης καρπὸς οὐκ ἐβλάστησε
ταῖς ψυχαῖς, ὡς φῄς, τῶν ἀνθρώπων ἐγκείμενος, ὥστε
ὄνομα τῆς τοῦ πατρὸς οὐσίας τὴν ἀγεννησίαν κλη-
θῆναι; εἶπε γὰρ ἂν τοῦτο καὶ ὁ Ἀδὰμ καὶ οἱ καθεξῆς
ἀπ' ἐκείνου πάντες, εἴπερ παρὰ τοῦ θεοῦ τῇ φύσει τὸ τοι-
οῦτον κατέσπαρτο. ὥσπερ γὰρ τὰ νῦν ἐκ τῆς γῆς φυόμενα
ἐκ τῆς σπερματικῆς διαδοχῆς ἀπὸ τῆς πρώτης κτίσεως εἰς
ἀεὶ διαμένει καὶ οὐδὲν ἐν τῷ παρόντι σπέρμα καινοτομεῖται
παρὰ τῆς φύσεως, οὕτως καὶ ὁ λόγος οὗτος, εἴπερ ἦν,
καθὼς σὺ φῄς, θεόθεν κατεσπαρμένος τῇ φύσει, τῇ πρώτῃ
ἂν τῶν πρωτοπλάστων φωνῇ συνεβλάστησε καὶ τῇ διαδοχῇ
τῶν ἐπιγινομένων συνδιεξήρχετο. ἀλλ' ἐπειδὴ τοῦτο παρὰ
τὴν πρώτην οὐκ ἦν (οὐδεὶς γὰρ τῶν πρώτων μέχρι τοῦ νῦν
ἀνθρώπων πρὸ σοῦ τὸ τοιοῦτον ἐφθέγξατο), δῆλον ὅτι
νόθον τι καὶ παρευρημένον ἐκ τῆς ζιζανιώδους ἀνεφύη
σπορᾶς, οὐκ ἐκ τῶν καλῶν ἐκείνων σπερμάτων ἃ τῷ ἀγρῷ
τῆς φύσεως, εὐαγγελικῶς εἰπεῖν, ὁ θεὸς κατεβάλετο. ὅσα
γὰρ ἐν τῇ κοινῇ φύσει πάντως ἐστίν,

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 2, Ch. 1, se. 550, l. 7

τὴν πρώτην οὐκ ἦν (οὐδεὶς γὰρ τῶν πρώτων μέχρι τοῦ νῦν
ἀνθρώπων πρὸ σοῦ τὸ τοιοῦτον ἐφθέγξατο), δῆλον ὅτι
νόθον τι καὶ παρευρημένον ἐκ τῆς ζιζανιώδους ἀνεφύη
σπορᾶς, οὐκ ἐκ τῶν καλῶν ἐκείνων σπερμάτων ἃ τῷ ἀγρῷ
191

τῆς φύσεως, εὐαγγελικῶς εἰπεῖν, ὁ θεὸς κατεβάλετο. ὅσα


γὰρ ἐν τῇ κοινῇ φύσει πάντως ἐστίν, οὐ νῦν τοῦ εἶναι τὴν
ἀρχὴν ἔχει, ἀλλ' ἐκ τῆς πρώτης συστάσεως συνανεφάνη
τῇ φύσει, ὡς ἥ τε τῶν αἰσθητηρίων ἐνέργεια καὶ τὸ πρός
τι τῶν ἀνθρωπίνων ἐπιθυμητικῶς ἢ ἀλλοτρίως ἔχειν καὶ
εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον κοινὸν ὁμολογεῖται τῆς φύσεως, ὧν
οὐδὲν ἐν τοῖς ἐπιγινομένοις ὁ βίος ἐκαινοτόμησεν, ἀλλ' ἐν
τοῖς αὐτοῖς ἰδιώμασι ἀπὸ τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων
συνδιατηρεῖται διὰ παντὸς τὸ ἀνθρώπινον, οὐδὲν τῆς φύ-
σεως οὔτε τῶν ἐξ ἀρχῆς προσόντων ἀποβαλλούσης οὔτε
τῶν μὴ προσόντων προσλαμβανούσης. ὥσπερ δὲ τὸ μὲν
ὁρᾶν κοινὸν ὁμολογεῖται τῆς φύσεως, τὸ δὲ τεχνικῶς ὁρᾶν
ἐξ ἐπιτηδεύσεως τοῖς ἐσπουδακόσι περὶ τὰς ἐπιστήμας
προσγίνεται (οὐ γὰρ πάντων ἐστὶν ἡ διὰ τῆς διόπτρας ἐπι-
στημονικὴ κατανόησις ἢ τῶν γεωμετρικῶν γραμμῶν ἡ ἀπο-
δεικτικὴ θεωρία ἢ εἴ τι τοιοῦτον ἕτερον, ἐφ' ὧν οὐ τὸ
βλέπειν, ἀλλὰ τὸ πρός τι κεχρῆσθαι τῷ βλέπειν παρὰ τῆς

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 3, Ch. 1, se. 53, l. 5

αὐτὸν ἐπαναλαβὼν λόγον φησὶν Ἐνδύσασθε τὸν καινὸν ἄν-


θρωπον τὸν κατὰ θεὸν κτισθέντα. εἰ γὰρ ἓν μέν ἐστι τὸ
σωτήριον ἔνδυμα, τοῦτο δέ ἐστιν ὁ Χριστός, οὐκ ἂν ἄλλον
τις εἴποι παρὰ τὸν Χριστὸν εἶναι τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν
κατὰ θεὸν κτισθέντα, ἀλλὰ δῆλον ὅτι ὁ τὸν Χριστὸν ἐν-
δυσάμενος τὸν καινὸν ἐνδέδυται ἄνθρωπον τὸν κατὰ θεὸν
κτισθέντα. μόνος γὰρ οὗτος ὡς ἀληθῶς καινὸς κυρίως
ὀνομάζεται ἄνθρωπος, ὃς οὐχὶ διὰ τῶν γνωρίμων τε καὶ
συνήθων τῆς φύσεως ὁδῶν ἐν τῷ τῶν ἀνθρώπων ἐφάνη
βίῳ, ἀλλ' ἐξηλλαγμένη τις καὶ ἰδιάζουσα ἐπὶ μόνου τούτου
ἐκαινοτομήθη ἡ κτίσις. διὰ τοῦτο τὸν αὐτὸν πρός τε τὸ
παράδοξον τῆς γεννήσεως βλέπων καινὸν ἄνθρωπον κατὰ
θεὸν κτισθέντα κατονομάζει, καὶ πρὸς τὴν θείαν φύσιν
ὁρῶν τὴν ἐγκραθεῖσαν τῇ κτίσει τοῦ καινοῦ τούτου ἀν-
θρώπου Χριστὸν προσαγορεύει, ὡς καθ' ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ
τὰς δύο κεῖσθαι φωνάς, τήν τε τοῦ Χριστοῦ λέγω καὶ τὴν
τοῦ καινοῦ ἀνθρώπου τοῦ κατὰ θεὸν κτισθέντος.
Ἐπεὶ οὖν ὁ Χριστὸς ἡ σοφία ἐστίν, ὁ συνετὸς ἀκροατὴς
ἐπισκεψάσθω τὸν λόγον τῶν τε προσμαχομένων ἡμῖν καὶ
τὸν ἡμέτερον καὶ κρινάτω τὸν εὐσεβέστερον, τίς μᾶλλον τὰς
θεοπρεπεῖς ἐννοίας ἐν τῷ ῥητῷ διασῴζει,
192

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 3, Ch. 2, se. 51, l. 17

νωμένων ἐκ τοῦ ὕδατός τε καὶ τοῦ πνεύματος· καὶ συνε-


λόντι φάναι, τριῶν οὐσῶν ἐν ἡμῖν τῶν γεννήσεων, δι' ὧν
ζωοποιεῖται ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, τῆς μὲν ἀπὸ σώματος, τῆς
δὲ κατὰ τὸ τῆς παλιγγενεσίας μυστήριον, τῆς δὲ διὰ τῆς
ἐλπιζομένης ἐκ τῶν νεκρῶν πάλιν ἀναστάσεως, ἐν ταῖς
τρισὶ πρωτότοκος γίνεται, τῆς μὲν διπλῆς παλιγγενεσίας
τῆς δι' ἀμφοτέρων ἐνεργουμένης, διά τε τοῦ βαπτίσματος
καὶ διὰ τῆς ἀναστάσεως, αὐτὸς γενόμενος ἀρχηγὸς καθ'
ἑκάτερον· ἐν δὲ τῇ σαρκὶ πρωτότοκος γίνεται πρῶτος καὶ
μόνος τὸν ἄγνωστον τῇ φύσει τόκον ἐφ' ἑαυτοῦ διὰ τῆς
παρθενίας καινοτομήσας, οὗ μηδεὶς ἐν ταῖς τοσαύταις τῶν
ἀνθρώπων γενεαῖς καθηγήσατο. εἰ ταῦτα τοίνυν κατὰ λόγον
νενόηται, οὐδὲ τὸ τῆς κτίσεως σημαινόμενον, ἧς πρωτότοκός
ἐστιν, ἀγνοηθήσεται. διπλῆν γὰρ τῆς φύσεως ἡμῶν τὴν
κτίσιν ἐγνώκαμεν, τήν τε πρώτην καθ' ἣν ἐπλάσθημεν καὶ
τὴν δευτέραν καθ' ἣν ἀνεπλάσθημεν, ἀλλ' οὐκ ἂν ἦν τῆς
δευτέρας ἡμῶν κτίσεως χρεία, εἰ μὴ τὴν πρώτην διὰ τῆς
παρακοῆς ἠχρειώσαμεν. ἐκείνης τοίνυν παλαιωθείσης τε
καὶ ἀφανισθείσης ἔδει καινὴν ἐν Χριστῷ γενέσθαι κτίσιν,
καθώς φησιν ὁ ἀπόστολος, ὃς οὐδὲν ἔτι τῶν πεπαλαιωμένων
ἐπὶ τῆς δευτέρας κτίσεως ἀξιοῖ βλέπειν,

Γρηγόριος Νύσσης Contra Eunomium B. 3, Ch. 8, se. 59, l. 11

ἀκολουθίαν. τί λέγει περὶ τοῦ μονογενοῦς ὁ Εὐνόμιος; ὅτι


οὐκ οἰκειοῦται ταύτην τὴν ἀξίαν. ἀξίαν γὰρ
ὀνομάζει τὴν τοῦ ὄντος προσηγορίαν. ὢ παραλόγου φιλο-
σοφίας. τίς τῶν πώποτε γεγονότων ἀνθρώπων εἴτε παρ'
Ἕλλησιν εἴτε παρὰ τῇ βαρβαρικῇ φιλοσοφίᾳ, τίς τῶν καθ'
ἡμᾶς, τίς τῶν ἐν παντὶ τῷ χρόνῳ ἀξίαν ὄνομα τῷ ὄντι
ἔθετο; πᾶν γὰρ τὸ ἐν ὑποστάσει θεωρούμενον ἡ κοινὴ
τῶν λόγῳ κεχρημένων συνήθεια “εἶναι” λέγει· παρὰ δὲ τὸ
εἶναι ἡ τοῦ ὄντος ἐπωνυμία παρεσχημάτισται. ἀλλὰ νῦν
καινοτομεῖται κατὰ τῆς τοῦ ὄντος σημασίας ἡ τῆς ἀξίας
φωνή. λέγει γὰρ τὸν υἱὸν μὴ οἰκειοῦσθαι τὴν τοῦ ὄντος
ἀξίαν τὸν διὰ τὸν πατέρα ὄντα καὶ ζῶντα, οὔτε τὴν
γραφὴν ἔχων τοῦ λόγου προστήσασθαι οὔτε διά τινος ἀκο-
λουθίας πρὸς τὴν ἄνοιαν ταύτην προαγαγὼν τὸν λόγον,
193

ἀλλ' ὥς τινα φυσώδη τροφὴν τοῖς σπλάγχνοις ἐνθέμενος


ἀκατάσκευόν τε καὶ ἀσυλλόγιστον οἷόν τι πνεῦμα δυσῶδες
τὴν βλασφημίαν ἐρεύγεται. οὐκ οἰκειοῦται, φησί, ταύ-
την τὴν ἀξίαν. δεδόσθω τὸ ὂν ἀξίαν κατονομάζεσθαι·
τί οὖν ὁ ὢν οὐκ οἰκειοῦται τὸ εἶναι;

Γρηγόριος Νύσσης Refutatio confessionis Eunomii (2017: 031)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 2.2”, Ed. Jaeger, W.Leiden: Brill, 1960.
Se. 115, l. 2

πάντως. πῶς γὰρ τὸ ἐν τῇ ἀρχῇ ὂν τῆς ἀρχῆς χωρισθή-


σεται; πῶς δέ τις τὸ οὐκ ἦν προεπινοήσει τοῦ ἦν; ὅπως
γὰρ ἄν τις ἀναγαγὼν ἑαυτοῦ τὴν διάνοιαν πρὸς τὴν κατα-
νόησιν τῆς ἀρχῆς ὑπερτείνῃ, συγκατανοεῖ πάντως τὸν ἐν
αὐτῇ ὄντα λόγον χωρισθῆναι τῆς ἐν ᾗ ἐστιν ἀρχῆς μὴ
δυνάμενον, οὐδέποτε τοῦ ἐν αὐτῇ εἶναι οὔτε ἀρχόμενον
οὔτε παυόμενον. μηδεὶς δὲ διὰ τούτων εἰς δύο ἀρχὰς δια-
σχιζέτω τὸ δόγμα. μία γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἡ ἀρχή, ᾗ
ἀχωρίστως ἐνθεωρεῖται ὁ λόγος ὁ διὰ πάντων πρὸς τὸν
πατέρα ἡνωμένος. ὁ ταῦτα φρονῶν οὐδεμίαν δώσει τῇ
αἱρέσει πάροδον διὰ τῆς καινοτομίας τοῦ ἀγέννητος ὀνό-
ματος τῇ εὐσεβείᾳ λυμαίνεσθαι. ἐν δὲ τοῖς ἐφεξῆς ἐκτε-
θεῖσιν ἄρτῳ ἔοικεν ὁ λόγος αὐτοῦ πολλὴν ἔχοντι τὴν ἐπι-
μιξίαν τῆς ἄμμου. τοῖς γὰρ ὑγιῶς λεγομένοις τὰ αἱρετικὰ
συμμίξας νοήματα ἄβρωτον διὰ τοῦ συμμεμειγμένου λίθου
ποιεῖ καὶ τὸ τρόφιμον. λέγει γὰρ σοφίαν ζῶσαν τὸν
κύριον καὶ ἀλήθειαν ἐνεργοῦσαν καὶ δύναμιν
ὑφεστῶσαν καὶ ζωήν· ἕως τούτου τὸ τρόφιμον.

Γρηγόριος Νύσσης In Canticum canticorum (homiliae 15) (2017:


032)“Gregorii Nysseni opera, vol. 6”, Ed. Langerbeck, H.
Leiden: Brill, 1960.Vol. 6, p. 55, l. 13

ἐστί. πάντα γὰρ ἐν σοφίᾳ ἐποίησεν), ἔδωκε δὲ τῇ λογικῇ


φύσει τὴν αὐτεξούσιον χάριν καὶ προσέθηκε δύναμιν εὑρετικὴν
τῶν καταθυμίων, ὡς ἂν τὸ ἐφ' ἡμῖν χώραν ἔχοι καὶ μὴ
κατηναγκασμένον εἴη τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀκούσιον, ἀλλὰ κατόρ-
θωμα προαιρέσεως γένοιτο. τούτου δὲ τοῦ αὐτεξουσίου
κινήματος αὐτοκρατορικῶς πρὸς τὸ δοκοῦν ἡμᾶς ἄγοντος
ηὑρέθη τις ἐν τῇ φύσει τῶν ὄντων ὁ κακῶς τῇ ἐξουσίᾳ
χρησάμενος καὶ κατὰ τὴν τοῦ ἀποστόλου φωνὴν κακῶν
194

ἐφευρετὴς γενόμενος· ὃς τῷ μὲν ἐκ θεοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι


ἀδελφός ἐστιν ἡμέτερος, τῷ δὲ τῆς τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίας
ἑκουσίως ἀπορρυῆναι τὴν τῶν κακῶν εἴσοδον καινοτομήσας
καὶ πατὴρ ψεύδους γενόμενος εἰς πολεμίου τάξιν ἑαυτὸν
κατέστησε πᾶσιν, οἷς ὁ σκοπὸς τῆς προαιρέσεως πρὸς τὸ
κρεῖττον βλέπει. διὰ τούτου τοίνυν καὶ τοῖς λοιποῖς τῆς
τῶν ἀγαθῶν ἀποπτώσεως τῆς ἀφορμῆς ἐγγενομένης (ὃ δὴ καὶ
τῇ φύσει τῶν ἀνθρώπων ἐγένετο) καλῶς ἡ ποτὲ μὲν μέλαινα,
νῦν δὲ καλὴ τὴν αἰτίαν τῆς ζοφώδους ὄψεως εἰς τοὺς τοιούτους
τῆς μητρὸς υἱοὺς ἀνατίθησι παιδεύουσα διὰ τῶν λεγομένων
ἡμᾶς, ὅτι μία μὲν πᾶσίν ἐστι τοῖς οὖσιν οἷόν τις μήτηρ
ἡ τῶν ὄντων αἰτία. καὶ διὰ τοῦτο ἀδελφὰ πάντα ἐστὶν ἀλλήλων
τὰ ἐν τοῖς οὖσι νοούμενα.

Γρηγόριος Νύσσης De vita Mosis (2017: 042)“Grégoire de Nysse. La


vie de Moïse, 3rd edn.”, Ed. Daniélou, J.Paris: Cerf, 1968; Sources
chrétiennes 1 ter.Ch. 1, se. 27, l. 5

Αἴγυπτον τῷ προστάγματι τοῦ Μωϋσέως εἰς αἷμα τρα-


πείσης, ὡς καὶ τοὺς ἰχθύας εἰς σαρκώδη παχύτητα τοῦ
ὕδατος μετατεθέντος διαφθαρῆναι, τοῖς Ἑβραίοις ἀρυομένοις
μόνοις ὕδωρ τὸ αἷμα ἦν, ὅθεν ἔσχε καὶ ἡ μαγγανεία καιρὸν
ἐν τῷ παρὰ τοῖς Ἑβραίοις εὑρισκομένῳ ὕδατι τὸ αἱματῶδες
εἶδος παρασοφίσασθαι.
Ὡσαύτως καὶ τῶν βατράχων
ἐφερψάντων τῇ Αἰγύπτῳ κατὰ τὸ ἁθρόον, ὧν ἡ γένεσις οὐκ
ἀκολουθίᾳ τινὶ φύσεως νενομισμένῃ πρὸς τοσοῦτον ἐχέθη
πλῆθος, ἀλλ' αὐτὸ τὸ πρόσταγμα τῆς τῶν βατράχων συστά-
σεως τὴν ἀναφανεῖσαν τότε τοῦ ζῴου φύσιν ἐκαινοτόμησε,
τὸ μὲν Αἰγύπτιον ἅπαν τοῖς θηρίοις τούτοις κατὰ τὰς οἰκήσεις
στενοχωρούμενον κατεφθείρετο, τῶν δὲ Ἑβραίων τῆς ἀηδίας
ταύτης ἐκαθάρευεν ἡ ζωή.
Οὕτως ὁ ἀὴρ τοῖς Αἰγυπτίοις μὲν οὐδεμίαν νυκτὸς καὶ
ἡμέρας παρεῖχε διάκρισιν, ἐν ὁμοίῳ διαμενόντων τῷ ζόφῳ,
τοῖς δὲ Ἑβραίοις οὐδὲν ἐν τούτοις ἐκαινοτομεῖτο παρὰ τὸ
σύνηθες. Καὶ τὰ ἄλλα πάντα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἡ
χάλαζα, τὸ πῦρ, αἱ φλυκτίδες, οἱ σκνίπες, αἱ κυνόμυιαι,
τῶν ἀκρίδων τὸ νέφος, κατὰ μὲν τῶν Αἰγυπτίων ἕκαστον
καθὸ πέφυκεν ἐνήργει, οἱ δὲ Ἑβραῖοι φήμαις καὶ διηγήμασι

Γρηγόριος Νύσσης De vita Mosis Ch. 1, se. 28, l. 3


195

Ὡσαύτως καὶ τῶν βατράχων ἐφερψάντων τῇ Αἰγύπτῳ κατὰ τὸ


ἁθρόον, ὧν ἡ γένεσις οὐκ ἀκολουθίᾳ τινὶ φύσεως νενομισμένῃ πρὸς
τοσοῦτον ἐχέθη πλῆθος, ἀλλ' αὐτὸ τὸ πρόσταγμα τῆς τῶν βατράχων
συστά-
σεως τὴν ἀναφανεῖσαν τότε τοῦ ζῴου φύσιν ἐκαινοτόμησε,
τὸ μὲν Αἰγύπτιον ἅπαν τοῖς θηρίοις τούτοις κατὰ τὰς οἰκήσεις
στενοχωρούμενον κατεφθείρετο, τῶν δὲ Ἑβραίων τῆς ἀηδίας
ταύτης ἐκαθάρευεν ἡ ζωή.
Οὕτως ὁ ἀὴρ τοῖς Αἰγυπτίοις μὲν οὐδεμίαν νυκτὸς καὶ
ἡμέρας παρεῖχε διάκρισιν, ἐν ὁμοίῳ διαμενόντων τῷ ζόφῳ,
τοῖς δὲ Ἑβραίοις οὐδὲν ἐν τούτοις ἐκαινοτομεῖτο παρὰ τὸ
σύνηθες. Καὶ τὰ ἄλλα πάντα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, ἡ
χάλαζα, τὸ πῦρ, αἱ φλυκτίδες, οἱ σκνίπες, αἱ κυνόμυιαι,
τῶν ἀκρίδων τὸ νέφος, κατὰ μὲν τῶν Αἰγυπτίων ἕκαστον
καθὸ πέφυκεν ἐνήργει, οἱ δὲ Ἑβραῖοι φήμαις καὶ διηγήμασι
τὸ τῶν συνοικούντων πάθος ἐγίνωσκον, οὐδεμίαν ἐν ἑαυτοῖς
προσβολὴν τῶν τοιούτων δεχόμενοι. Εἶτα τῶν πρωτοτόκων
ὁ ὄλεθρος ἀκριβεστέραν ἐποίει τοῦ Ἑβραίου πρὸς τὸν
Αἰγύπτιον τὴν διάκρισιν, τῶν μὲν ἐπὶ τῇ τῶν φιλτάτων
ἀπωλείᾳ συγχεομένων τοῖς θρήνοις, τῶν δὲ ἐν ἡσυχίᾳ πάσῃ
καὶ ἀσφαλείᾳ διαμενόντων,

Γρηγόριος Νύσσης De vita Mosis Ch. 1, se. 32, l. 2

ραγέντος τῇ ῥάβδῳ, ἐπὶ τὴν ἀντικειμένην ὄχθην καὶ ἡ


τῶν κυμάτων ῥῆξις ἐπέρασε. Καὶ καταβὰς εἰς τὸ βάθος ὁ
Μωϋσῆς καθ' ὃ διετμήθη τὸ πέλαγος σὺν παντὶ τῷ λαῷ
βύθιος ἦν ἐν ἀβρόχῳ τε καὶ ἡλιουμένῳ τῷ σώματι, πεζῇ
δὲ τὰς ἀβύσσους ἐν ξηρῷ πυθμένι τῆς θαλάσσης διεξερχό-
μενος οὐκ ἐδεδοίκει τὴν αὐτοσχέδιον ἐκείνην ἐκ κυμάτων
τειχοποιίαν ἔνθεν καὶ ἔνθεν, τείχους δίκην, παραπεπηγυίας
αὐτοῖς ἐκ πλαγίων τῆς ἅλμης.
Τοῦ δὲ Φαραὼ μετὰ τῶν Αἰγυπτίων συνεισπεσόντος
ἐπὶ τὸ πέλαγος κατὰ τὴν καινοτομηθεῖσαν ἐκείνην ὁδὸν ἐν
τοῖς ὕδασι, πάλιν συνάπτεται τὸ ὕδωρ τῷ ὕδατι καί, ἀνακλυς-
θείσης πρὸς ἑαυτὴν τῆς θαλάσσης κατὰ τὸ πρότερον σχῆμα,
μία τοῦ ὕδατος ἐπιφάνειά τε καὶ ὄψις γίνεται, ἤδη τῶν
Ἰσραηλιτῶν ἐπὶ τῆς πέραν ἠϊόνος τὸ πολύ τε καὶ σύντονον τῆς
διὰ τοῦ πελάγους πορείας ἀναπαυόντων, ὅτε καὶ τὴν ἐπινίκιον
ᾖσαν ᾠδὴν τῷ Θεῷ τῷ τότε ἀναίμακτον ὑπὲρ αὐτῶν ἐγείραντι
τρόπαιον, πάντων πανστρατιᾷ τῶν Αἰγυπτίων αὐτοῖς
196

ἵπποις καὶ ὅπλοις καὶ ἅρμασιν ἀφανισθέντων ὑπὸ τοῦ ὕδατος.

Γρηγόριος Νύσσης De vita Mosis Ch. 2, se. 253, l. 3

σπεύδων, πῶς ἔστιν ἰδεῖν τὸν Θεόν, ὅτι τὸ ἀκολουθεῖν τῷ


Θεῷ, καθ' ὅπερ ἂν καθηγῆται, τοῦτο βλέπειν ἐστὶ τὸν
Θεόν. Ἡ γὰρ πάροδος αὐτοῦ τὴν ὁδηγίαν τοῦ ἑπομένου
διασημαίνει. Οὐ γὰρ ἔστιν ἄλλως τὸν ἀγνοοῦντα τὴν ὁδὸν
ἀσφαλῶς διανύσαι, μὴ τῷ καθηγουμένῳ κατόπιν ἑπόμενον.
Ὁ οὖν ὁδηγῶν τῷ προηγεῖσθαι τῷ ἑπομένῳ τὴν ὁδὸν
ὑποδείκνυσιν. Ὁ δὲ ἑπόμενος τότε τῆς εὐθείας οὐκ ἐκτραπή-
σεται, εἰ τὸ ὀπίσω ἀεὶ τοῦ ἡγουμένου βλέποι.
Ὁ γὰρ ἐπὶ τὰ πλάγια τῇ κινήσει παραφερόμενος ἢ ἀντιπρόσωπον
φέρων τῷ ὁδηγοῦντι τὸ βλέμμα ἄλλην ἑαυτῷ καινοτομεῖ
πορείαν, οὐχ ἣν ὁ ὁδηγὸς ὑποδείκνυσι. Διό φησι πρὸς τὸν
ὁδηγούμενον ὅτι· τὸ πρόσωπόν μου οὐκ ὀφθήσεταί σοι,
τουτέστι· μὴ ἀντιπρόσωπος γίνου τῷ ὁδηγοῦντι. Πρὸς γὰρ
τὸ ἐναντίον πάντως ὁ δρόμος ἔσται. Ἀγαθὸν γὰρ ἀγαθῷ
οὐκ ἀντιβλέπει, ἀλλ' ἕπεται.

Γρηγόριος Νύσσης De vita Mosis Ch. 2, se. 257, l. 2

Μετὰ ταῦτα γὰρ φθόνος αὐτῷ παρὰ τῶν ἀδελφῶν


ἐπιφύεται, φθόνος τὸ ἀρχέκακον πάθος, ὁ τοῦ θανάτου
πατήρ, ἡ πρώτη τῆς ἁμαρτίας εἴσοδος, ἡ τῆς κακίας ῥίζα,
ἡ τῆς λύπης γένεσις, ἡ τῶν συμφορῶν μήτηρ, ἡ τῆς ἀπειθείας
ὑπόθεσις, ἡ τῆς αἰσχύνης ἀρχή. Φθόνος ἡμᾶς τοῦ παραδείσου
ἐξῴκισεν, ὄφις κατὰ τῆς Εὔας γενόμενος. Φθόνος τοῦ
ξύλου τῆς ζωῆς ἀπετείχισε καὶ τῶν ἱερῶν ἐνδυμάτων
γυμνώσας τοῖς τῆς συκῆς φύλλοις δι' αἰσχύνης ὑπήγαγε.
Φθόνος τὸν Κάϊν κατὰ τῆς φύσεως ὥπλισε καὶ τὸν
ἑπτάκις ἐκδικούμενον ἐκαινοτόμησε θάνατον. Φθόνος τὸν
Ἰωσὴφ δοῦλον ἐποίησε. Φθόνος τὸ θανατηφόρον κέντρον, τὸ
κεκρυμμένον ὅπλον, ἡ τῆς φύσεως νόσος, ὁ χολώδης ἰός, ἡ
ἑκούσιος τηκεδών, τὸ πικρὸν βέλος, ὁ τῆς ψυχῆς ἧλος, τὸ
ἐγκάρδιον πῦρ, ἡ τοῖς σπλάγχνοις ἐγκαιομένη φλόξ,

Γρηγόριος Νύσσης De virginitate (2017: 043)“Grégoire de Nysse.


Traité de la virginité”, Ed. Aubineau, M.Paris: Cerf, 1966; Sources
chrétiennes 119.Ch. 12, se. 2, l. 39
197

– τῆς γὰρ ὁρατικῆς δυνάμεως ἐν τῇ ἐπιμύσει τῶν ὀμμά-


των ἐνεργεῖν ἀδυνατούσης, ἀνάγκη πᾶσα τὴν ἀργίαν τῆς ὁρά-
σεως σκότους ἐνέργειαν γίνεσθαι ἑκουσίως ἐν τῷ ἀν-
θρώπῳ διὰ τῆς ἀορασίας συνισταμένην – · ἢ ὥσπερ εἴ τις
οἰκίαν ἑαυτῷ κατασκευάζων μηδεμίαν ἐντέμοι τῷ φωτὶ
τὴν ἐπὶ τὰ ἔσω πάροδον, ἀναγκαίως ἐν σκότῳ βιώσεται
ἑκὼν ἀποκλείσας ταῖς ἀκτῖσι τὴν εἴσοδον· οὕτω καὶ «ὁ
πρῶτος ἐκ γῆς ἄνθρωπος», μᾶλλον δὲ ὁ τὴν κακίαν ἐν τῷ
ἀνθρώπῳ γεννήσας, ἐν μὲν τῇ φύσει τὸ καλὸν καὶ
ἀγαθὸν κατ' ἐξουσίαν ἔσχεν ἁπανταχόθεν προκείμενον,
ἐθελοντὴς δὲ καθ' ἑαυτοῦ τὰ παρὰ φύσιν ἐκαινοτόμησε,
τὴν τοῦ κακοῦ πεῖραν ἐν τῇ ἀποστροφῇ τῆς ἀρετῆς τῇ ἰδίᾳ
προαιρέσει δημιουργήσας. Κακὸν γὰρ ἔξω προαιρέσεως
κείμενον καὶ κατ' ἰδίαν ὑπόστασιν θεωρούμενον ἐν τῇ φύσει
τῶν ὄντων ἐστὶν οὐδέν. «Πᾶν γὰρ κτίσμα θεοῦ καλὸν καὶ
οὐδὲν ἀπόβλητον», καὶ «πάντα ὅσα ἐποίησεν ὁ θεὸς καλὰ
λίαν». Ἀλλ' ἐπειδὴ κατὰ τὸν ῥηθέντα τρόπον εἰσεφθάρη
τῇ ζωῇ τῶν ἀνθρώπων ἡ τοῦ ἁμαρτάνειν ἀκολουθία, καὶ ἐκ
μικρᾶς ἀφορμῆς εἰς ἄπειρον τῆς κακίας ἐν τῷ ἀνθρώπῳ
χυθείσης καὶ τὸ θεοειδὲς ἐκεῖνο τῆς ψυχῆς κάλλος τὸ κατὰ

Γρηγόριος Νύσσης De virginitate Ch. 23, se. 3, l. 6

καὶ ζημιωθῆναι τὴν ψυχὴν τὴν ἰδίαν. Ὁ μὲν γὰρ τὴν πατρῴαν
καταναλώσας οὐσίαν οὐκ ἀπελπίζει τυχὸν ἐπινοίαις τισὶ
πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ἐπανελθεῖν εὐπορίαν, ἕως ἂν ἐν τοῖς
ζῶσιν ᾖ· ὁ δὲ τῆς ζωῆς ταύτης ἐκπεσὼν πᾶσαν ἐλπίδα
τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον μεταβολῆς συναφῄρηται.
Οὐκοῦν ἐπειδὴ νέοι ἔτι καὶ ἀτελεῖς τὴν διάνοιαν οἱ
πολλοὶ τῆς παρθενίας ἀντιλαμβάνονται, τοῦτο πρὸ πάντων
αὐτοῖς ἐπιτηδευτέον ἂν εἴη, τὸ ζητῆσαι τῆς ὁδοῦ ταύτης
ἀγαθὸν καθηγεμόνα τε καὶ διδάσκαλον, μή που διὰ τὴν
ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς ἀνοδίας τινὰς καὶ πλάνας
ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς εὐθείας καινοτομήσωσιν. «Ἀγαθοὶ γὰρ
δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα», φησὶν ὁ ἐκκλησιαστής· εὐκαταγώνιστος
δὲ ὁ εἷς τῷ ἐχθρῷ τῷ κατὰ τὰς θείας ὁδοὺς ἐνεδρεύοντι
καὶ ὄντως «οὐαὶ τῷ ἑνὶ ὅταν πέσῃ», ὅτι οὐκ ἔχει τὸν ἀνορ-
θοῦντα. Ἤδη γάρ τινες ὁρμῇ μὲν δεξιᾷ πρὸς τὴν τοῦ σεμ-
νοῦ βίου ἐπιθυμίαν ἐχρήσαντο, ὡς δὲ ὁμοῦ τῷ προελέσθαι
καὶ τῆς τελειότητος ἐφαψάμενοι, ἑτέρῳ πτώματι διὰ
τοῦ τύφου ὑπεσκελίσθησαν, διά τινος φρενοβλαβείας ἑαυτοὺς
198

ἐξαπατήσαντες ἐκεῖνο ἡγεῖσθαι καλόν, ἐφ' ὅπερ ἂν αὐτῶν


ἡ διάνοια ῥέψῃ.

Γρηγόριος Νύσσης Oratio catechetica magna (2017: 046)


“The catechetical oration of Gregory of Nyssa”, Ed. Srawley, J.
Cambridge: Cambridge University Press, 1903, Repr. 1956.
Se. 37, l. 82

ἐζητεῖτο γὰρ πῶς τὸ ἓν ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ πᾶσαν


ζωοποιεῖ τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν, ἐν ὅσοις ἡ πίστις ἐστί,
πρὸς πάντας μεριζόμενον καὶ αὐτὸ οὐ μειούμενον. τάχα
τοίνυν ἐγγὺς τοῦ εἰκότος λόγου γινόμεθα. εἰ γὰρ παντὸς
σώματος ἡ ὑπόστασις ἐκ τῆς τροφῆς γίνεται, αὕτη δὲ
βρῶσις καὶ πόσις ἐστίν, ἔστι δὲ ἐν τῇ βρώσει ἄρτος,
ἐν δὲ τῇ πόσει τὸ ὕδωρ ἐφηδυσμένον τῷ οἴνῳ, ὁ δὲ τοῦ
θεοῦ λόγος, καθὼς ἐν τοῖς πρώτοις διῄρηται, ὁ καὶ θεὸς ὢν
καὶ λόγος, τῇ ἀνθρωπίνῃ συνανεκράθη φύσει καὶ ἐν τῷ
σώματι τῷ ἡμετέρῳ γενόμενος οὐκ ἄλλην τινὰ παρεκαινο-
τόμησε τῇ φύσει τὴν σύστασιν, ἀλλὰ διὰ τῶν συνήθων
τε καὶ καταλλήλων ἔδωκε τῷ καθ' ἑαυτὸν σώματι τὴν
διαμονήν, βρώσει καὶ πόσει περικρατῶν τὴν ὑπόστασιν,
ἡ δὲ βρῶσις ἄρτος ἦν· ὥσπερ τοίνυν ἐφ' ἡμῶν, καθὼς
ἤδη πολλάκις εἴρηται, ὁ τὸν ἄρτον ἰδὼν τρόπον τινὰ τὸ
σῶμα τὸ ἀνθρώπινον βλέπει, ὅτι ἐν τούτῳ ἐκεῖνο γινόμενον
τοῦτο γίνεται, οὕτω κἀκεῖ τὸ θεοδόχον σῶμα τὴν τροφὴν
τοῦ ἄρτου παραδεξάμενον λόγῳ τινὶ ταὐτὸν ἦν ἐκείνῳ, τῆς
τροφῆς, καθὼς εἴρηται, πρὸς τὴν τοῦ σώματος φύσιν
μεθισταμένης· τὸ γὰρ πάντων ἴδιον καὶ ἐπ' ἐκείνης τῆς
σαρκὸς ὡμολογήθη, ὅτι ἄρτῳ κἀκεῖνο τὸ σῶμα διεκρατεῖτο,

Γρηγόριος Νύσσης De oratione dominica orationes v (2017: 047)


“Gregor's Bischof's von Nyssa Abhandlung von der Erschaffung des
Menschen und fünf Reden auf das Gebet”, Ed. Oehler, F.Leipzig:
Engelmann, 1859.P. 214, l. 1

Προςευχόμενοι, φησὶν, μὴ βαττολογεῖτε, ὥςπερ οἱ


ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὑτῶν εἰς-
ακουσθήσονται. Τάχα μὲν οὖν αὐτόθεν ἔχει τὸ σαφὲς
ἡ τῆς διδασκαλίας διάνοια, γυμνότερον ἡμῖν ἐκτεθεῖ-
199

σα, καὶ οὐδὲν δεομένη τῆς λεπτοτέρας κατανοήσεως·


πλὴν ἄξιον ἐξετάσαι τί σημαίνει τῆς βαττολογίας τὸ
ῥῆμα, ὡς ἂν μαθόντες τὴν διάνοιαν ἔξω τοῦ ἀπηγορευ-
μένου γενοίμεθα. Δοκεῖ τοίνυν μοι σωφρονίζειν τε καὶ
συστέλλειν τὴν χαυνότητα τῆς διανοίας τῶν ταῖς ματαίαις
ἐπιθυμίαις ἐμβαθυνόντων, καὶ διὰ τοῦτο τὴν ξένην ταύ-
την τῆς λέξεως καινοτομίαν ἐξευρηκέναι ἐπὶ ἐλέγχῳ τῆς
ἀνοίας τῶν περὶ τὰ ἀνωφελῆ τε καὶ μάταια ταῖς ἐπιθυ-
μίαις διαχεομένων. Ὁ γὰρ ἔμφρων τε καὶ συνετὸς καὶ
πρὸς τὸ χρήσιμον βλέπων λόγος κυρίως λέγεται λόγος,
ὁ δὲ ταῖς ἀνυπάρκτοις ἐπιθυμίαις διὰ τῆς ἀνυποστάτου
ἡδονῆς ἐπιχεόμενος οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ βαττολόγος, ὡς
ἄν τις Ἑλληνικώτερον ἑρμηνεύων εἴποι τὸν νοῦν, φλυαρία,
καὶ λῆρος, καὶ φλήναφος, καὶ εἴ τι ἄλλο τῆς τοιαύτης
σημασίας ἐστίν. Τί οὖν ἡμῖν συμβουλεύει ὁ λόγος;

Γρηγόριος Νύσσης In Basilium fratrem (2017: 048)“Encomium of


Saint Gregory Bishop of Nyssa on his brother Saint Basil”, Ed. Stein, J.
Washington, D.C.: The Catholic University of America, 1928.Se. 16, l.
23

τίαν ἀντιπροσοίσομεν. γειτνιάζει γάρ πως τῷ ἀσίτῳ τὸ


ὀλιγόσιτον καὶ μάλιστα ὅταν τὸ μὲν ἐν ὀλίγῳ γένηται χρό-
νῳ, τὸ δὲ πρὸς πάντα διαρκέσῃ τὸν βίον. ἄλλως τε κἀκεῖ
μὲν ὁ ὀλυρίτης ἐκεῖνος ἐγκρυφίας διεκράτει τοῦ προφήτου τὸν
τόνον ἔχων τι πάντως ἐν ἑαυτῷ τοιοῦτον, ᾧ συνετηρεῖτο τοῦ
προσενεγκαμένου τὴν τροφὴν ταύτην ἡ δύναμις. τεκμήριον δὲ
ὅτι οὐχὶ τῶν ὁμοφύλων τις αὐτῷ σιτοποιήσας τὴν τροφὴν παρε-
θήκατο, ἀλλ' ἀγγελικῆς παρασκευῆς ἐνεφορήθη. ὅθεν αὐτῷ
πλήρης τε καὶ ἀδιάπνευστος ἦν ἡ διὰ τῆς τροφῆς ἐκείνης ἐγγι-
νομένη τῷ σώματι δύναμις. ἐνταῦθα δὲ οὐδὲν καινοτομηθείσης
τῆς συνηθείας, μέτρον τῆς τροφῆς ὁ λογισμὸς ἦν τοσοῦτον
παρέχων τῷ σώματι οὐχ ὅσον ἡ φύσις ἐβούλετο, ἀλλ' ὅσον
ὁ τῆς ἐγκρατείας ἐνεκελεύετο νόμος.
Ἡ δὲ ἱερωσύνη τοῦ διδασκάλου μιμεῖται τὰ τῆς ἱερωσύνης
τοῦ προφήτου αἰνίγματα, διὰ τοῦ τρισσεύειν ἐν τῷ λόγῳ τῆς
πίστεως τὸ οὐράνιον πῦρ πρὸς τὰς ἱερουργίας ἐφελκομένη. πῦρ
δὲ τὴν τοῦ ἁγίου Πνεύματος δύναμιν καλεῖσθαι πολλαχῆ παρὰ
τῆς Γραφῆς ἐδιδάχθημεν. αὐχμὸν δὲ γῆς ὁ διδάσκαλος οὔτε
ἔλυσεν, οὔτε ἐπήγαγεν. ἐκεῖ δὲ ὁ μέγας προφήτης πλήξας τῇ
μάστιγι τῆς ἀνομβρίας τὴν γῆν,
200

Γρηγόριος Νύσσης Oratio in diem natalem Christi (2017: 049)


“Die Weihnachtspredigt Gregors von Nyssa. Überlieferungsgeschichte
und Text”, Ed. Mann, F., 1975; Diss. Münster.MPG p. 1136, l. 10

παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν;


Μάθε παρ' αὐτοῦ τοῦ προφήτου, πῶς ἐγεννήθη τὸ
παιδίον, πῶς ἐδόθη υἱός. ἆρα κατὰ τὸν νόμον τῆς
φύσεως; οὐ, φησὶν ὁ προφήτης, οὐ δουλεύει φύσεως
νόμοις ὁ δεσπότης τῆς φύσεως. – ἀλλὰ πῶς ἐγεννήθη
τὸ παιδίον, εἰπέ. – ἰδού, φησὶν, ἡ παρθένος
ἐν γαστρὶ λήψεται καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσουσι
τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουὴλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον,
μεθ' ἡμῶν ὁ θεός.
Ὢ τοῦ θαύματος, ἡ παρθένος μήτηρ γίνεται καὶ διαμένει
παρθένος. ὁρᾷς τὴν καινοτομίαν τῆς φύσεως; ἐπὶ τῶν
ἄλλων γυναικῶν, ἕως παρθένος ἐστὶ, μήτηρ οὔκ ἐστιν.
ἐπειδὰν δὲ μήτηρ γένηται, τὴν παρθενίαν οὐκ ἔχει.
ἐνταῦθα δὲ τὰ δύο συνέδραμε κατὰ ταὐτὸν τὰ ὀνόματα.
ἡ γὰρ αὐτὴ καὶ μήτηρ καὶ παρθένος ἐστί.
καὶ οὔτε ἡ παρθενία τὸν τόκον ἐκώλυσεν, οὔτε ὁ
τόκος τὴν παρθενίαν ἔλυσεν. ἔπρεπε γὰρ τὸν ἐπὶ
ἀφθαρσίᾳ τοῦ παντὸς ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ γενόμενον
ἀπὸ τῆς ὑπηρετούσης αὐτοῦ τῇ γεννήσει τῆς
ἀφθαρσίας ἄρξασθαι. τὴν γὰρ ἀπειρόγαμον ἄφθορον
οἶδεν ὀνομάζειν ἡ τῶν ἀνθρώπων συνήθεια.

Γρηγόριος Νύσσης Orationes viii de beatitudinibus (2017: 053); MPG


44.Vol. 44, p. 1277, l. 52

γῆ καὶ σποδός· κατὰ τὸν Ἡσαΐαν χόρτος· κατὰ τὸν


Δαβὶδ οὐδὲ χόρτος, ἀλλ' ἐοικὸς χόρτῳ. Ὁ μὲν γὰρ
λέγει, Πᾶσα σὰρξ χόρτος· οὗτος δέ φησι· Ἄνθρω-
πος ὡσεὶ χόρτος· κατὰ τὸν Ἐκκλησιαστὴν ματαιό-
της· κατὰ τὸν Παῦλον, ταλαιπωρία. Οἷς γὰρ ἑαυτὸν
ὁ Ἀπόστολος κατωνόμασεν, τούτοις ἅπαν κατοικτί-
ζεται τὸ ἀνθρώπινον. Ταῦτα ὁ ἄνθρωπος· ὁ δὲ Θεὸς
τί; Πῶς εἴπω τὸ τί, ὃ μήτε ἰδεῖν δυνατὸν, μήτε ἀκοῇ
χωρῆσαι, μήτε καρδίᾳ λαβεῖν; Ποίαις φωναῖς ἐξαγ-
γείλω τὴν φύσιν; Τί εὕρω τοῦ ἀγαθοῦ τούτου ἐν τοῖς
γινωσκομένοις ὑπόδειγμα; Ποίας καινοτομήσω φω-
201

νὰς, πρὸς τὴν τοῦ ἀφράστου τε καὶ ἀνεκφωνήτου ση-


μασίαν; Ἤκουσα τῆς θεοπνεύστου Γραφῆς μεγάλα
περὶ τῆς ὑπερκειμένης φύσεως διεξιούσης· ἀλλὰ τί
ταῦτα πρὸς αὐτὴν τὴν φύσιν; Ὅσον γὰρ ἐγὼ ἐχώρουν
δέξασθαι, τοσοῦτον εἶπεν ὁ λόγος, οὐχ ὅσον ἐστὶ τὸ
δηλούμενον. Ὡς γὰρ οἱ ἀναπνέοντες τὸν ἀέρα κατὰ
τὴν ἐν ἑαυτῷ ἕκαστος εὐρυχωρίαν, ὁ μὲν πλεῖον, ὁ
δὲ ἔλαττον τοῦ ἀέρος ἀνέλαβεν· οὐ μὴν ὁ πολὺν ἐν
ἑαυτῷ κατασχὼν τὸν ἀέρα, ἅπαν τὸ στοιχεῖον ἐντὸς
ἑαυτοῦ πεποίηται, ἀλλὰ καὶ οὗτος ἔλαβεν ἐκ τοῦ ὅλου

Γρηγόριος Νύσσης Adversus eos qui castigationes aegre ferunt


(2017: 059); MPG 46.Vol. 46, p. 309, l. 56

κλησίας, βλασφημοῦμεν. Οὗτος δὲ οὐκ ἔστι μανθα-


νόντων τρόπος, οὐδὲ ὑπακοὴ μαθητῶν, ἀλλὰ στα-
σιαστῶν καὶ μαχομένων φιλονεικία. Παιδίου γὰρ τάξιν
ὁ μαθητὴς ἐπέχειν ὀφείλει, ὃς τέχνης ἢ ἐπιστήμης
ἐπιθυμήσει μιᾶς τῶν ἔξωθεν· ὁ δὲ εὐσέβειαν ἀσκού-
μενος, μετὰ πλείονος τῆς προσθήκης εἶναι βρέφος
ὀφείλει· ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἐκείνην τὴν ἡλικίαν ὡς
εὐπειθῆ τοῖς παρ' ἑαυτοῦ ἐπαίνοις ἐσέμνυνε. Τὸ παι-
δίον τοίνυν οὐκ ἐμβαίνει τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰς
γραμμὰς ἅσπερ ἂν ὁ διδάσκαλος τῷ κηρῷ ἐνσημή-
νηται· οὐδὲ στοιχεῖα καινοτομεῖ, ὑπ' ἐξουσίας ἐμπλή-
κτου νεωτερίζον περὶ τὰ γράμματα· ἀλλὰ πρώτην
μὲν τῇ γραφίδι τοῖς τοῦ διδασκάλου τύποις ἐνασκεῖ
τὴν χεῖρα· ὀνόματα δὲ οὐκ ἄλλα τοῖς στοιχείοις ἐπι-
λέγει, ἀλλ' ἅπερ ἤκουσε· παντὶ δὲ τρόπῳ καὶ λόγῳ
καὶ ἔργῳ μιμεῖται τοῦ καθηγητοῦ τὴν παράδοσιν.
Ἂν δέ που καὶ ῥᾳθυμῆσαν ἀποτυμπανισθῇ τῷ σκύ-
τει, οὐ θρασύνεται τῇ πληγῇ, οὐδὲ τὰς δέλτους τῷ
διδασκάλῳ περιῤῥῆξαν ἀποφοιτᾷ· ἀλλ' ἐπ' ὀλίγον τῇ
ἀλγηδόνι πικρὸν ἐπιστάξαν τὸ δάκρυον, ἔχεται τῶν
μαθημάτων, καὶ συντονώτερον περὶ τὴν μελέτην, ἀλλ'

Γρηγόριος Νύσσης In sanctum Ephraim (2017: 068); MPG 46.


Vol. 46, p. 840, l. 25
202

δογμάτων ἡ γνῶσις. Οὐ γὰρ ὅσον εἰπεῖν καὶ παραι-


νέσαι τοῖς ἄλλοις, ταύτην μετῄει· ἀλλ' ἄμφω καλῶς
ἐπαιδεύθη, τά τε δόγματα τῆς Ἐκκλησίας αὐτὰ, τά τε
τούτοις ἀντιλέγειν ἐπιχειροῦντα· τὰ μὲν, ὅσον ἐπιτη-
δεύσει μαθών· τὰ δὲ πρὸς ἔλεγχον τῶν αἱρετικῶν.
Ζῆλος γὰρ αὐτὸν κατὰ τῶν τῆς Ἐκκλησίας ἐκίνει θη-
ρῶν· ὅθεν καὶ εἰς ἡμᾶς ἔφθασέ τε τις ἄγραφος λόγος,
τὸν πρὸς τῇ ἀληθείᾳ τούτου ζῆλον ἡμῖν ἀποδεικνὺς,
ἔχων οὕτως, ὡς ὁ κουφόνους, μᾶλλον ἄνους καὶ ἄλο-
γος Ἀπολινάριος, πολλὰ καινοτομήσας καὶ ἀπὸ κοι-
λίας ἐρευξάμενος, ἄδικον τῆς εὐσεβείας Γραφὴν ἐσχε-
δίασεν, ἐν δυσὶ βιβλίοις ταύτην συντάξας. Ἐνεχεί-
ρισε δὲ ταύτας πρὸς φυλακὴν καί τινι, τῇ τὰς ἐκείνου
ἡδονὰς, ὡς ἐφημίσθη, θεραπευούσῃ. Ὡς δὲ τῷ Με-
γάλῳ τὰ τῆς συγγραφῆς ἐγνωρίσθη, τῆς ἐκείνου δόξης
σχῆμα πλασάμενος ὁ σοφὸς, προσέρχεται τῇ γυναικὶ
τῇ τὰς βίβλους φυλαττούσῃ τὰς βεβήλους, ἀναγνωρι-
ζόμενος, καὶ εὐλογίας αὐτῇ ὡς ἀπὸ τῆς ἐρήμου κο-
μίζων, τάχα δὲ καὶ ἕτερά τινα τεχναζόμενος.

Γρηγόριος Νύσσης In illud: Tunc et ipse filius (2017: 081)


“Gregorii Nysseni opera, vol. 3.2”, Ed. Downing, J.K.
Leiden: Brill, 1986.P. 10, l. 20

μῦθον ᾠήθησαν λέγοντες· Πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροὶ καὶ ποίῳ


σώματι ἔρχονται, οἷς πολυτρόπως καὶ πολυειδῶς μετὰ τὸν
θάνατον εἰς ἀφανισμὸν περιῆλθε τὰ σώματα, ἢ διὰ σήψεως ἢ
διὰ τῶν σαρκοβόρων ἑρπετῶν νηκτῶν πετεινῶν τετραπόδων
ἀναλωθέντα; διὰ τοῦτο πολλοὺς αὐτοῖς παρέθετο λογισμούς,
πείθων μὴ τῇ ἑαυτῶν δυνάμει τὴν τοῦ θεοῦ παρεικάζειν μήθ'
ὅσον ἀνθρώπῳ ἀμήχανον καὶ ἐπὶ θεοῦ τὸ ἴσον οἴεσθαι, ἀλλ' ἐκ
τῶν γνωρίμων ἡμῖν ὑποδειγμάτων τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας
ἐξουσίας ἀναλογίζεσθαι· καὶ οὕτω προτίθησιν αὐτοῖς τὴν περὶ
τὰ σώματα τῶν σπερμάτων θαυματουργίαν τῶν ἀεὶ
καινοτομουμένων ὑπὸ τῆς θείας δυνάμεως καὶ δείκνυσιν ὡς
οὐκ ἠτόνησεν ἡ τοῦ θεοῦ σοφία μυρία σωμάτων εἴδη κατὰ τὸ
πᾶν ἐξευρεῖν, λογικῶν ἀλόγων ἐναερίων χερσαίων καὶ τῶν
κατ' οὐρανὸν ἡμῖν προφαινομένων, τοῦ τε ἡλίου καὶ τῶν
λοιπῶν ἀστέρων, ὧν ἕκαστον τῇ θείᾳ δυνάμει γενόμενον
τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀνάστασιν μὴ ἂν ἀπορῆσαι τὸν θεὸν τῶν
ἡμετέρων σωμάτων ἡμᾶς ἀπόδειξις γίνεται. εἰ γὰρ τὰ ὄντα
πάντα οὐκ ἔκ τινος ὑποκειμένης ὕλης πρὸς τὸ φαινόμενον
μετεσκευάσθη ἀλλὰ τὸ θεῖον θέλημα ὕλη καὶ οὐσία τῶν
203

δημιουργημάτων ἐγένετο, πολὺ μᾶλλον δυνατὸν εἶναι


κατασκευάζει τὸ ἤδη ὂν εἰς τὸ ἴδιον σχῆμα πάλιν ἐπαναχθῆναι

Ευσέβιος Προπαρασκευή Ευαγγελίων. (2018: 001)


“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras, K.
Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.B. 1, Ch. 5, se. 13, l. 1

καταλείψαντες εἰ μὴ πρῶτον εἰς μέσον αὐτὰ παραθέμενοι καὶ ἀγαγόντες


ὑπ' ὄψιν τῶν ἐντευξομένων; οὕτω γὰρ ἂν γένοιτο φανερὰ καὶ τῆς εὐαγ-
γελικῆς ἀποδείξεως ἡ θεία δύναμις, εἰ τοῖς πᾶσι πρὸ ὀφθαλμῶν τεθείη,
τίνων καὶ ὁποίων κακῶν τὴν ἴασιν εὐαγγελίζεται. πῶς δ' ἂν τὸ
εὔλογον τῆς τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων μεταδιώξεως φανείη μὴ οὐχὶ καὶ
τῆς τούτων ἀρετῆς ἀποδειχθείσης; τίνι τε λόγῳ τὰς παρ' αὐτοῖς γρα-
φὰς ἀσπαζόμενοι τὸν ὅμοιον τοῦ βίου τρόπον ἀποκλίνομεν, καλῶς ἂν
ἔχοι διελθεῖν καὶ ἐπὶ πᾶσι, τίς ὁ καθ' ἡμᾶς τῆς εὐαγγελικῆς ὑποθέσεως
λόγος καὶ τίς ἂν κυρίως λεχθείη ὁ Χριστιανισμός, οὔτε Ἑλληνισμὸς
ὢν οὔτε Ἰουδαϊσμός, ἀλλά τις καινὴ καὶ ἀληθὴς θεοσοφία, ἐξ αὐτῆς
τῆς προσηγορίας τὴν καινοτομίαν ἐπαγομένη. φέρ' οὖν πρῶτον ἁπάν-
των τὰς παλαιοτάτας καὶ δὴ καὶ τὰς πατρίους ἡμῶν αὐτῶν θεολογίας
κατὰ πᾶσαν πόλιν εἰσέτι καὶ νῦν τεθρυλημένας ἐπιθεωρήσωμεν τάς τε
σεμνὰς τῶν γενναίων φιλοσόφων περί τε κόσμου συστάσεως καὶ περὶ
θεῶν διαλήψεις, ἵνα γνῶμεν εἴτε καὶ ὀρθῶς ἀπέστημεν αὐτῶν, εἴτε
καὶ μή. θήσω δὲ οὐκ ἐμὰς φωνὰς ἐν τῇ τῶν δηλουμένων ἐκφάν-
σει, ἀλλ' αὐτῶν δὴ τῶν μάλιστα τὴν περὶ οὕς φασι θεοὺς εὐσέβειαν
περισπούδαστον πεποιημένων, ὡς ἂν ὁ λόγος ἁπάσης ἐκτὸς τῆς περὶ τὸ
πλάττεσθαι ἡμᾶς ὑπονοίας κατασταίη.

Eusebius Scr. Eccl., Theol., Praeparatio evangeli B. 4, Ch. 1, se. 3, l. 8

καιρὸς ἂν εἴη τὸ τρίτον ἐπὶ τοῦ παρόντος διελθεῖν. τοῦτο δέ ἐστι τὸ κατὰ
πόλεις καὶ χώρας συνεστώς, πολιτικὸν αὐτοῖς προσηγορευμένον· ὃ καὶ
μά-
λιστα πρὸς τῶν νόμων διεκδικεῖται, ὡς ἂν παλαιὸν ὁμοῦ καὶ πάτριον καὶ
τῆς τῶν θεολογουμένων δυνάμεως αὐτόθεν τὴν ἀρετὴν ὑποφαῖνον. δια-
τεθρύληται γοῦν αὐτοῖς μαντεῖα καὶ χρησμοὶ θεραπεῖαί τε καὶ ἀκέσεις
παντοίων παθῶν ἐπισκήψεις τε κατ' ἀσεβῶν· ὧν δὴ καὶ διὰ πείρας ἐλθεῖν
φά-
σκοντες εὖ μάλα πεπείκασιν ἑαυτοὺς τὰ θεῖα τιμῶντας δίκαια πράττειν,
ἡμᾶς δὲ τὰ μέγιστα ἀσεβεῖν, τὰς οὕτως ἐμφανεῖς καὶ εὐεργετικὰς
δυνάμεις
ἐν οὐδενὶ λόγῳ τιθεμένους, ἄντικρυς δὲ παρανομοῦντας, δέον σέβειν
204

ἕκαστον
τὰ πάτρια μηδὲ κινεῖν τὰ ἀκίνητα, στοιχεῖν δὲ καὶ ἐφέπεσθαι τῇ τῶν
προπατό-
ρων εὐσεβείᾳ μηδὲ πολυπραγμονεῖν ἔρωτι καινοτομίας. ταύτη γοῦν
φασιν
ἐπαξίως καὶ θάνατον ὑπὸ τῶν νόμων ὡρίσθαι τοῖς πλημμελοῦσι τὴν
ζημίαν.
τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἱστορικόν τε ὂν καὶ μυθικὸν τῆς θεολογίας εἶδος ὅπη
τις βούλεται ποιητῶν τιθέσθω, ὥσπερ οὖν καὶ φιλοσόφων τὸ δεύτερον,
διὰ τῆς
τῶν μύθων φυσικωτέρας ἀλληγορίας ἀπηγγελμένον· τὸ δὲ τρίτον, ὃ καὶ
πρὸς τῶν ἀρχόντων ὡς ἂν παλαιὸν ὁμοῦ καὶ πολιτικὸν τιμητέον τε καὶ

Ευσέβιος Προπαρασκευή Ευαγγελίων. B. 14, Ch. 5, se. 3, l. 8

ἔδρων σῴζοντες τῷ Πλάτωνι κατὰ πάντα πάντη πᾶσαν ὁμοδοξίαν. καίτοι


ἄξιος
ἦν αὐτοῖς ὁ Πλάτων, οὐκ ἀμείνων μὲν Πυθαγόρου τοῦ μεγάλου, οὐ
μέντοι
ἴσως οὐδὲ φλαυρότερος ἐκείνου, ᾧ συνακολουθοῦντες σεφθέντες τε οἱ
γνώρι-
μοι ἐγένοντο πολυτιμητίζεσθαι αἰτιώτατοι τὸν Πυθαγόραν. τοῦτο δὲ οἱ
Ἐπικούρειοι οὐκ ὤφελον μέν, μαθόντες δ' οὖν ἐν οὐδενὶ ὤφθησαν
Ἐπικούρῳ
ἐναντία θέμενοι οὐδαμῶς, ὁμολογήσαντες δὲ εἶναι σοφῷ συνδεδογμένοι
καὶ
αὐτοὶ διὰ τοῦτο ἀπέλαυσαν τῆς προσρήσεως εἰκότως· ὑπῆρξέ τε ἐκ τοῦ
ἐπὶ
πλεῖστον τοῖς μετέπειτα Ἐπικουρείοις μηδ' αὐτοῖς εἰπεῖν πω ἐναντίον
οὔτε
ἀλλήλοις οὔτε Ἐπικούρῳ μηδὲν εἰς μηδέν, ὅτου καὶ μνησθῆναι ἄξιον·
ἀλλ'
ἔστιν αὐτοῖς παρανόμημα, μᾶλλον δὲ ἀσέβημα, καὶ κατέγνωσται τὸ
καινοτομηθέν. διὸ τοῦτο οὐδεὶς οὐδὲ τολμᾷ, κατὰ πολλὴν δὲ εἰρήνην
αὐτοῖς ἠρεμεῖ
τὰ δόγματα ὑπὸ τῆς ἐν ἀλλήλοις αἰεί ποτε συμφωνίας. ἔοικέ τε ἡ
Ἐπικούρου
διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ, κοινὸν ἕνα νοῦν, μίαν
γνώ-
μην ἐχούσῃ· ἀφ' ἧς ἦσαν καὶ εἰσὶ καί, ὡς ἔοικεν, ἔσονται φιλακόλουθοι.
τὰ δὲ τῶν Στωϊκῶν ἐστασίασται, ἀρξάμενα ἀπὸ τῶν ἀρχόντων καὶ μη-
δέπω τελευτῶντα καὶ νῦν. ἐλέγχουσι δὲ ἀγαπώντως ὑπὸ δυσμενοῦς
205

ἐλέγχου, οἱ
μέν τινες αὐτῶν ἐμμεμενηκότες ἔτι, οἱ δ' ἤδη μεταθέμενοι. εἴξασιν οὖν οἱ
πρῶτοι
ὀλιγαρχικωτέροις, οἳ δὴ διαστάντες ὑπῆρξαν εἰς τοὺς μετέπειτα πολλῆς

Ευσέβιος Προπαρασκευή Ευαγγελίων. B. 14, Ch. 9, se. 5, l. 5

τὰς ψευδοδοξίας ὁμοῦ καὶ ἀντιδοξίας ἐπισκέψασθαι, οἳ τὴν πολλὴν γῆν


πλανηθέντες καὶ τὴν τοῦ ἀληθοῦς εὕρεσιν περὶ πλείστου πεποιημένοι
ταῖς
τε τῶν παλαιῶν ἁπάντων δόξαις καθωμιληκότες καὶ τἀκριβὲς τῆς παρὰ
πᾶσι Φοίνιξί τε καὶ Αἰγυπτίοις αὐτοῖς τε Ἕλλησι πολὺ πρότερον θεολο-
γίας ἐξηκριβωκότες, τίνα τῶν πόνων τὸν καρπὸν εὕραντο παρ' αὐτῶν
ἄξιον
ἀκοῦσαι, ὡς ἂν μάθοιμεν εἴ τι θεοπρεπὲς εἰς αὐτοὺς παρὰ τῶν
πρεσβυτέρων
κατῆλθεν. ἐκράτει μὲν γὰρ πρότερον ἐκ παλαιοῦ αἰῶνος παρὰ τοῖς
ἔθνεσιν ἡ πολύθεος δεισιδαιμονία νεώς τε καὶ ἱερὰ καὶ μυστήρια θεῶν
κατὰ
πόλεις καὶ χώρας συνήθως παρὰ πᾶσιν ἐφυλάττοντο. οὐ δὴ οὖν οὐδὲ
φιλοσο-
φίας ἀνθρωπίνης ἦν χρεία, εἰ δὴ τὰ τῆς θεοσοφίας προειλήφει, οὐδ' ἦν τις
ἀνάγκη καινοτομεῖν τοὺς σοφούς, εἰ δὴ τὰ τῶν προγόνων αὐτοῖς εὖ
ἔχοντα
ἦν, ἀλλ' οὐδὲ στασιάζειν καὶ διαφέρεσθαι τοὺς γενναίους φιλοσόφους, εἰ
δὴ σύμφωνος καὶ ἀληθὴς ἡ πάτριος αὐτοῖς περὶ θεῶν δόξα τυγχάνειν δε-
δοκίμαστο. τί δὲ ἔδει πολεμεῖν ἀλλήλοις καὶ μάχεσθαι ἢ τὴν μακρὰν ὁδὸν
ἄνω καὶ κάτω περιτρέχειν πλανᾶσθαί τε καὶ τὰ βαρβάρων ὑποσυλᾶν,
οἴκοι
δέον μένοντας παρὰ θεῶν ἐκμανθάνειν, εἰ δή τινες ἦσαν θεοί, ἢ παρὰ τῶν
θεολόγων ἀνδρῶν τοὺς ἀληθεῖς καὶ ἀδιαπτώτους περὶ τῶν ἐπιζητουμένων
ἐν φιλοσοφίᾳ λόγους, περὶ ὧν μυρία ὅσα μοχθήσαντες διηνέχθησαν,
μακρῷ
τῆς τἀληθοῦς εὑρέσεως ἀφυστερήσαντες; τί δὲ καὶ περὶ θεῶν νεώτερα
χρῆν ἐπιζητεῖν τολμᾶν ἢ στασιάζειν καὶ διαπυκτεύειν ἀλλήλοις, εἰ δὴ

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. (2018: 002)“Eusèbe de Césarée. Histoire


ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955;
3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétie 31, 41, 55.B. 2, Ch. 2, se. 1, l. 4
206

αὐτοῦ τῆς· «Αἰθιοπία προφθάσει χεῖρα αὐτῆς τῷ θεῷ» περιε-


χούσης προφητείας. ἐπὶ τούτοις Παῦλος, τὸ τῆς ἐκλογῆς
σκεῦος, οὐκ ἐξ ἀνθρώπων οὐδὲ δι' ἀνθρώπων, δι' ἀποκαλύψεως
δ' αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ θεοῦ πατρὸς τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν
ἐκ νεκρῶν, ἀπόστολος ἀναδείκνυται, δι' ὀπτασίας καὶ τῆς κατὰ
τὴν ἀποκάλυψιν οὐρανίου φωνῆς ἀξιωθεὶς τῆς κλήσεως.
Καὶ δὴ τῆς παραδόξου τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἀναστάσεώς τε καὶ
εἰς οὐρανοὺς ἀναλήψεως τοῖς πλείστοις ἤδη περιβοήτου καθεστώ-
σης, παλαιοῦ κεκρατηκότος ἔθους τοῖς τῶν ἐθνῶν ἄρχουσι τὰ
παρὰ σφίσιν καινοτομούμενα τῷ τὴν βασίλειον ἀρχὴν ἐπικρα-
τοῦντι σημαίνειν, ὡς ἂν μηδὲν αὐτὸν διαδιδράσκοι τῶν γινομένων,
τὰ περὶ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ
εἰς πάντας ἤδη καθ' ὅλης Παλαιστίνης βεβοημένα Πιλᾶτος
Τιβερίῳ βασιλεῖ κοινοῦται, τάς τε ἄλλας αὐτοῦ πυθόμενος
τεραστίας καὶ ὡς ὅτι μετὰ θάνατον ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς ἤδη
θεὸς εἶναι παρὰ τοῖς πολλοῖς πεπίστευτο. τὸν δὲ Τιβέριον
ἀνενεγκεῖν ἐπὶ τὴν σύγκλητον ἐκείνην τ' ἀπώσασθαί φασι τὸν
λόγον, τῷ μὲν δοκεῖν, ὅτι μὴ πρότερον αὐτὴ τοῦτο δοκιμάσασα
ἦν, παλαιοῦ νόμου κεκρατηκότος μὴ ἄλλως τινὰ παρὰ Ῥωμαίοις
θεοποιεῖσθαι μὴ οὐχὶ ψήφῳ καὶ δόγματι συγκλήτου, τῇ δ' ἀληθείᾳ,

Επιφάνιος. Ancoratus (2021: 001)“Epiphanius, Band 1: Ancoratus und


Panarion”, Ed. Holl, K.Leipzig: Hinrichs, 1915; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 25.Ch. 102, se. 7, l. 2

ἐλπίσιν «ὑπὸ χεῖρα κραταιὰν» τοῦ ἀγαθοῦ ποιμένος δι' ὑμῶν τῶν κα-
λῶν, τῶν μαθητῶν ἕκαστος βουκολεῖσθαι παραδίδωσιν ἑαυτόν· ἀφέξεται
γὰρ ἕκαστος πάντως τῆς πλάνης. καὶ πρὸ ὀφθαλμῶν παρατίθεσθε
τὴν ἀλήθειαν, εἴδωλα μὲν παραχαράττοντες καὶ ἀναφανδὸν τὴν περὶ
αὐτῶν πλάνην ἀνακηρύττοντες (οὔτε γὰρ νεκροὺς τούτους ἡγεῖσθε,
ἐπεὶ μήποτε ἔζησαν), κενὰ δὲ καὶ μάταια καὶ οὐκ ὄντα εἰκότως πάντας
πάντοτε διδάσκοντες. οὐ γὰρ ἦσάν ποτε, ἵνα τι ὦσιν ἐκεῖνοι· εἰσὶ
δὲ κακοδαίμονες, ἀνθρωπίνης διανοίας παράθεσις, ἡδονῶν ἀφορμὰς
ἐπιρρώσασα· καὶ ἔνθεν ὑπὸ ἑκάστου τὸ ἴδιον πάθος εἰς σέβασμα
κυρωθὲν τετόλμηται. πρῶτον γὰρ εὐθὺς ὅτε τοῦτο τοῖς ἀνθρώποις
ἐκαινοτόμητο διὰ δαιμόνων κακουργίας, «πρώτη» αὕτη «πορνεία»
ἀπεφθέγγετο καὶ σκιογραφίαις τὰ εἴδωλα προετυποῦτο. ἔπειτα
τέχνην τὴν ἰδίαν, ἣν μετὰ χεῖρας εἶχεν ἕκαστος, δι' ἧς τὴν εὐπορίαν
ἔσχεν, εἰς σέβασμα τοῖς ἰδίοις παρεδίδου τέκνοις καὶ διὰ τῆς ὕλης τῆς
ἰδίας τεχνουργίας θεοὺς ἀνεπλάσαντο, καὶ κεραμεὺς μὲν ἐκ πηλοῦ,
τέκτων ἐκ ξύλου, χρυσοχόος ἐκ χρυσίου καὶ ἀργυροκόπος ὡσαύτως.
ἔτι δὲ πάλιν ἕκαστος τὸ ἴδιον πάθος εἰς μορφοεμφερείας
πρὸ τῶν ἰδίων ὀφθαλμῶν διέγραφεν, ὁ μὲν αἱμοβόρος τις ἀνὴρ
207

Ἄρεα φάσκων, μοιχὸς δὲ ἢ μοιχὰς τὴν πολύκοινον Ἀφροδίτην, τύ-


ραννος δὲ Νίκην ἀναπτερώσας. αὐχμώδης γὰρ καὶ περὶ τὰ βιωτικὰ
κεχηνὼς Κρόνου τὸν τύπον ἔγραφε, θηλυνόμενος δὲ Κυβέλην καὶ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) (2021: 002)


“Epiphanius, Bände 1–3: Ancoratus und Panarion”, Ed. Holl, K.
Leipzig: Hinrichs, 1:1915; 2:1922; 3:1933; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 25, 31, 37.Vol. 2, p. 508, l. 7

ἐλαττώματι γέγονεν δι' ἑαυτοῦ ὁ Ἀδάμ, οὐκ ἠθέλησεν αὐτὸν ὁ θεὸς


ζῆν εἰς τὸν αἰῶνα ἐν ἐλαττώματι, ἀλλ' ὡς ἄριστος κεραμεὺς εἰς τὸ
ἴδιον φύραμα τὸ ἀφανισθὲν σκεῦος δι' ἑαυτοῦ ηὐδόκησε μεταβαλεῖν,
ἵνα ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ ἐκ τοῦ ἰδίου φυράματος πάλιν ὡς ἐπὶ τὸν
τροχὸν μεταβάλλοι, ἀνασκευάσας καὶ ἀνακαινίσας τὸ σκεῦος ἄνευ
ἐλαττώματος εἰς τὸ δύνασθαι διηνεκῶς ζῆν. ἔνθεν τὸ πρῶτον μὲν
ἀπειλεῖ θάνατον, τὸ δὲ δεύτερον οὐκέτι θάνατον λέγει, ἀλλὰ «γῆ εἶ
καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ», μὴ παραδεδωκὼς θανάτῳ τὸν ἄνθρωπον.
καὶ μεθ' ἕτερα «καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς χιτῶνας δερματίνους καὶ ἐνέδυσε
τοὺς περὶ τὸν Ἀδὰμ καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκ τοῦ παραδείσου». καὶ
ὁρᾷς ὅτι μάταιος ἡ παρὰ σοῦ καινοτομουμένη κενοφωνία, Ὠρίγενες.
πρὸ πόσου γὰρ χρόνου ἦσαν σώματα τοῖς περὶ τὸν Ἀδάμ.
66. Εἰ δὲ τοῦτό σε ἀνακρίνει καὶ οὐ δύνασαι, ψυχικῶς διανοού-
μενος, τοῦ πνεύματος δέξασθαι τὴν χάριν, ἄπιστε καὶ ἐπέκεινα τῶν
ἀπίστων τυγχάνων, λέγε μοι ἑκάστην ὑπόθεσιν ἐκ θεοῦ γεγονυῖαν,
πόσην ἔχει τὴν θαυματουργίαν καὶ ἔκπληξιν; πόθεν ἐξ οὐκ ὄντων
οὐρανὸς τέταται ἐν μετεώρῳ ἀναπεπετασμένος; πόθεν ἐστιλβώθη
ἥλιος καὶ ἐκτίσθη ἡ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα; ἐκ ποίου πρωτοτύπου
ὕλης ἐλήφθη ἡ γῆ, ἐξ οὐκ ὄντων γινομένη; ἀπὸ ποίων φύσεων
ἐτμήθη τὰ ὄρη; πόθεν ἡ σύστασις ὅλου τοῦ κόσμου, ἡ ἐξ οὐκ ὄντων
θεῷ πορισθεῖσα; πόθεν τῶν νεφελῶν ἡ σύστασις, ἣ ὑπὸ θῆξιν σκέπει

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 22, l. 2

θνηκε δι' ἣν ἠβούλετο ἐπιχειρῆσαι μαγικὴν ἐνέργειαν. ἡ δὲ γραῦς


περιστείλασα τούτου τὸ σῶμα τῶν χρημάτων αὐτοῦ ἐν καθέξει γεγένηται,
καὶ μὴ ἔχουσα παῖδα μηδέ τινα τῶν διαφερόντων ἔμεινε πολλῷ τῷ χρόνῳ
οὕτως. ὕστερον δὲ προσελάβετο πριαμένη τὸν Κούβρικον, τὸν καὶ
Μάνην,
ἑαυτῇ πρὸς ὑπηρεσίαν. καὶ τελευτῶσα κατέλιπεν αὐτῷ τὰ τῆς κακῆς
κληρονομίας, ὡς ἰὸν ἀπὸ ἀσπίδος καταλειφθέντα, εἰς πολλῶν φθορὰν
καὶ ἀπώλειαν.
208

4. Πάλιν οὖν Κούβρικος ὁ ἑαυτὸν ἐπονομάσας Μάνην ἐν αὐτοῖς διῆγε


καὶ ἐν αὐτοῖς διελέγετο. καὶ ὡς οὐδεὶς αὐτῷ ἐπείθετο, ἀλλὰ ἀκούοντες
Μανιχαίου διδασκαλίαν ἐδυσφόρουν μὲν καὶ ἐξενολεκτοῦντο πάντες ἐπὶ
τῇ καινοτομίᾳ καὶ δεινῇ μυθοποιίᾳ καὶ κενῇ ἀπάτῃ, ὁ δὲ ὁρῶν τὰ ἴδια
τῆς κακομηχανίας ἀνατρεπόμενα τῶν λόγων συνθήματα τὴν διάνοιαν
κεπφωθεὶς ἐπενόει ἑαυτῷ πρόφασίν τινα, δι' ἧς τὸ ἴδιον πλάσμα τῆς
δεινοποιήσεως ταύτης συστήσειε. καὶ φήμης διαδοθείσης ὡς ὁ υἱὸς
τοῦ τῶν Περσῶν βασιλέως ἀλγήματί τινι περιπέπτωκε καὶ κατέκειτο,
ἐν τῇ βασιλευούσῃ Περσίδος πόλει – οὐ γὰρ ἐκεῖσε ὁ Μάνης διέτριβεν,
ἀλλὰ ἄλλῃ που ἀπὸ πόρρωθεν τῆς τοῦ βασιλέως – ὑπὸ τῆς ἰδίας κακίας
τυφλώττων καὶ νομίσας μή πως ἀφ' ὧν εὗρε βιβλίων τοῦ ἑαυτοῦ
δεσπότου

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haeresesΚατά των Αιρέσεων.

δικείας ἐκκλησίας, ὧν τὰ ἀντίτυπα ὑπετάξαμεν, καὶ τὰς μαρτυρίας


τῶν διαμαρτυραμένων πρὸς ἡμᾶς ἐπὶ θεοῦ εὐλαβηθέντες, ὡς ἐνεδίδου
ὁ καιρός, τῆς ἁγίας ἡμέρας τοῦ Πάσχα ἐπικειμένης, συναχθέντες ὅσοι
γε ἠδυνήθημεν καὶ συναχθῆναι, διὰ τὸ καὶ τὸν χειμῶνα τοῖς πολ-
λοῖς ἐμποδὼν γενέσθαι, ὡς διὰ τῶν γραμμάτων ἐσήμαναν, ἐκθέσθαι
εἰς τοῦτο τὸ εἶδος τῆς πίστεως τὸ ἰδίωμα ἐσπουδάσαμεν, ὅσον ἐπὶ
τοῖς λοιποῖς τῇ ἐν Ἀντιοχείᾳ ὡς προέφαμεν συνόδῳ, ἐκτεθείσῃ τε
πίστει τῇ ἐν τοῖς ἐγκαινίοις, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Σαρδικῇ, ἣν ἀνείληφεν
ἡ ἐν Σιρμίῳ σύνοδος, καὶ τοῖς ἐκεῖθεν λογισμοῖς, διαρθρώσειν ἀκριβῶς
βουλόμενοι τὴν εἰς τὴν ἁγίαν τριάδα τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας
πίστιν, πρὸς δὲ τοῦτο ὡς προέφημεν τῆς καινοτομίας τὸ εἶδος, μόνον
ὡς ἐνεδίδου τὸ πνεῦμα ὑπαγορεύσαντες. καὶ παρακαλοῦμεν ὑμᾶς,
κύριοι τιμιώτατοι συλλειτουργοί, ἐντυχόντας, ὅτι ἡδράσθητε τῇ ἐκ
πατέρων παραδοθείσῃ πίστει καὶ ὡς σύμφωνα ὑμῖν φρονοῦμεν, ὡς
πεπιστεύκαμεν, ὑποσημήνασθαι, ἵνα πληροφορηθέντες οἱ τὴν αὐτὴν
ἀσέβειαν ἐπεισάγειν τολμῶντες, ὅτι καθάπερ κλῆρόν τινα τὴν ἐκ τῶν
ἀποστολικῶν χρόνων διὰ τῶν ἐν τῷ μέσῳ ἄχρι καὶ ἡμῶν παρα-
δοθεῖσαν ἀπὸ τῶν πατέρων ὑποδεξάμενοι πίστιν φυλάσσομεν, ἢ
αἰσχυνθέντες διορθωθήσονται ἢ ἐπιμένοντες ἀποκηρυχθῶσι τῆς ἐκ-
κλησίας, ὡς τὴν ἀποστασίαν τῷ υἱῷ τῆς ἀνομίας, ὃς τολμᾶν ἀπειλεῖ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 293, l. 15

ἀπάξει τῆς κοινότητος τῆς πρὸς τὰ ποιήματα [τοῖς] τὸν υἱόν, τοῦ
πατρὸς [καὶ] τὸν ἐξ αὐτοῦ γνήσιον καὶ ἰδίως γεγεννημένον υἱὸν διὰ
τοῦ κατὰ τὴν γαστέρα ὀνόματος παιδεύοντος· ὡς ὁμοίως καὶ ὁ υἱὸς
»κύριος ἔκτισέ με» εἰπών, ἵνα μὴ κοινοποιουμένην αὐτοῦ πρὸς τὰ
209

λοιπὰ κτίσματα ὑποπτεύσωμεν τὴν φύσιν, ἐπήνεγκεν ἀναγκαίως


»πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με», εὐσεβῆ ἡμῖν καὶ ἀπαθῆ τὴν ἐκ
θεοῦ πατρὸς τῆς υἱότητος αὐτοῦ ἔννοιαν παριστάς. ἀλλ' ἅπαξ μὲν
ὁ πατὴρ καὶ ἅπαξ ὁ υἱὸς διὰ τὴν προειρημένην εὐσεβῆ γνησιότητα
τοῦ υἱοῦ τὸ γεννητὸν ἡμῖν ἐξέθεντο. πᾶσα δὲ ἡ καινὴ διαθήκη γέμει
πατρὸς καὶ υἱοῦ ὀνομάτων.
21. 8Ἵνα δὲ ἀπὸ τῶν ἰδίων γνωρισθῶσιν οἱ καινοτομοῦντες τὴν
αἵρεσιν, ἐκ πολλῶν τῶν παρ' αὐτῶν εἰς τὴν ὑπόθεσιν γεγραμμένων
ὀλίγα διὰ τὸ μῆκος παρεσημειωσάμεθα, ἀφ' ὧν ὅλον οἱ καθολικοὶ
καταμαθόντες τὸν νοῦν τῆς αἱρέσεως ἀναγκαίως, οἶμαι, κρινοῦσι
τοὺς ταῦτα γράψαντας ἀναθεματίσαι αὐτὰ καὶ αὐτούς τε καὶ τὰ
ἑαυτῶν ἐκβαλεῖν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ἀναθεματίσαι δὲ καὶ
τοὺς τὰ αὐτὰ αὐτοῖς φρονοῦντας καὶ διδάσκοντας. γράφουσι γὰρ
αὐταῖς λέξεσιν οὕτως·

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 298, l. 22

λαλεῖν, τοὺς δὲ ἀπέκλεισαν ἄκοντας καὶ τοὺς καθῃρημένους δὲ ἐκ


διαφόρων ἐπαρχιῶν εἶχον μεθ' ἑαυτῶν καὶ τοὺς παρὰ κανόνα κατα-
σταθέντας ἦγον μεθ' ἑαυτῶν, ὡς πανταχόθεν θορύβου πλῆρες γενέσθαι
τὸ συνέδριον, καθὼς καὶ ὁ λαμπρότατος κόμης Λεωνᾶς καὶ ὁ λαμπρό-
τατος ἡγούμενος τῆς ἐπαρχίας Λαυρίκιος αὐτοψίᾳ παρέλαβε, τούτου
ἕνεκεν διαλαλοῦμεν, ὡς οὐ φεύγομεν τὴν ἐκτεθεῖσαν αὐθεντικὴν
πίστιν ἐν τοῖς ἐγκαινίοις τοῖς κατὰ Ἀντιόχειαν, προκομίζοντες αὐτήν,
ᾗ καὶ αὐτοὶ μάλιστα οἱ πατέρες ἡμῶν κατ' ἐκεῖνο καιροῦ πρὸς τὸ
ὑποκείμενον τῆς ζητήσεως συνέδραμον· ἐπειδὴ δὲ πολλοὺς ἐθορύ-
βησε τὸ ὁμοούσιον καὶ τὸ ὁμοιοούσιον ἐν τοῖς παρελθοῦσι χρόνοις
καὶ μέχρι νῦν, ἀλλὰ καὶ ἕως ἄρτι λέγεται καινοτομεῖσθαι ὑπό τινων
τὸ ἀνόμοιον υἱοῦ πρὸς πατέρα, τούτου χάριν τὸ ὁμοούσιον ὡς ἀλλό-
τριον τῶν γραφῶν ἐκβάλλομεν, τὸ δὲ ἀνόμοιον ἀναθεματίζομεν, καὶ
πάντας, ὅσοι τοιοῦτοι τυγχάνουσιν, ἀλλοτρίους ἡγούμεθα τῆς ἐκ-
κλησίας. τὸ δὲ ὅμοιον τοῦ υἱοῦ πρὸς πατέρα σαφῶς ὁμολογοῦμεν,
κατὰ τὸν ἀπόστολον τὸν λέγοντα περὶ τοῦ υἱοῦ «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ
θεοῦ τοῦ ἀοράτου».

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 361, l. 27

ἔχουσα τὸν αὐτῆς δεσπότην ἄχρονον. διὸ οὐδὲ αὐτὴ χρονικὴ ὑπάρχει,
ἀλλ' ἀεί ἐστι μετ' ἀγγέλων ἐμπολιτευομένη καὶ ἁγίους κατὰ γενεὰν
καὶ γενεὰν κοσμοῦσα. σὺ δὲ μᾶλλον χρονικὸς ὑπάρχεις, βουκοληθεὶς
ὑπὸ τῆς πλάνης καὶ ἐπαρθεὶς κατὰ τὴν διάνοιαν, καὶ τὸ σὸν βόσκημα
τῆς ἀγέλης χυδαίως εἰς νομὴν ἀκανθώδη παρεμπλέξας. οὐδεὶς γὰρ
210

κατὰ σὲ τῶν παλαιῶν ἐφρόνησεν, ὦ Ἀέτιε, ὁ κατὰ χρονικῶν γράφων,


αὐτὸς χρονικὸς ὑπάρχων καὶ οὐκ ἀρχαΐζων. εὐθὺς δὲ ἐκ πρώτης ἐπι-
βολῆς, ὡς ἔφης τὸ πονημάτιον γεγραφέναι, εἰπὼν περὶ ἀγεννήτου
θεοῦ καὶ γεννητοῦ, ἐξέπληξας τὸν βίον ἐν τῇ τοσαύτῃ σου φωτεινῇ
ἐπιβολῇ
τοῦ λόγου, ἵνα οὕτως περιγέλαστόν σου ποιήσωμαι τὸν λόγον τῆς δια-
λέξεως τῆς τοσαύτης σου καινοτομουμένης ὀνοματοποιίας.
16. Τίς γὰρ τῶν τὸ σωτήριον τοῦ θεοῦ κήρυγμα κεκτημένων Χριστια-
νῶν παίδων τοῦτο καταλείποι, προτραπεὶς ὑπὸ σοῦ διὰ τῆς μυθώδους
σου πλάνης, ἐάσας θεὸν ἀεὶ ὄντα καὶ τὸ ἅγιον αὐτοῦ πνεῦμα ἀεὶ ὄν, καὶ
ἐλθὼν ἀκούσει παρὰ σοῦ περὶ γεννητοῦ θεοῦ, ἵνα καὶ αὐτὸς ἐν μωροῖς
καταλεχθείη, διδασκόμενος προσκυνεῖν «τὴν κτίσιν παρὰ τὸν κτίσαντα,
ὅς ἐστιν εὐλογημένος εἰς τοὺς αἰῶνας ἀμήν;» οὐκ ἔχομεν γὰρ ἡμεῖς
κτιστὸν θεόν, οὐ ποιητόν, ἀλλ' ἄκτιστον καὶ ἀγένητον, ἐκ πατρὸς

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, p. 396, l. 14

στερισκομένης πάσης κτίσεως πρὸς τὸ ἄπειρον ἐπεκτείνεσθαι ἐν δοξο-


λογίᾳ, ὑπερβαινούσης ἀεὶ πάντα νοῦν τῆς ἀνωτάτω οὐσίας, οὐ διὰ τῶν
λεγομένων ὑπὸ πάντων ἐξεῖναι αὐτῇ ἢ τροπὴν ἢ μεταβολὴν ἢ προκοπὴν
περιποιουμένης. ἡ γὰρ αὐτὴ θεότης ἀμείνων ἐστὶ καὶ ἀσύγκριτος καὶ
δεδοξασμένη.
42. 8κε. Εἰ τὸ ἀγέννητον δηλοῖ στέρησιν μὴ προσοῦσαν τῷ
θεῷ, πῶς αὐτὸν ἀγέννητον εἶναι λέγομεν, γεννητὸν δὲ μὴ εἶναι;
Ἀνατροπή. Ἀγέννητος ἔστι μὲν οὖν, ἐρρέθη δὲ οὐδαμοῦ, οὐκ ἀπό
του προφήτου, οὐκ ἀπὸ ἀποστόλου, οὐκ ἀπὸ εὐαγγελιστοῦ. θαῦμα γὰρ
οὐδὲν ἦν τοῦτο περὶ θεοῦ λέγειν. προσῆν γὰρ τῷ εὐσεβεῖ λογισμῷ ἀπ'
αὐτοῦ τοῦ κατὰ τὴν φύσιν νόμου. σὺ δέ, Ἀέτιε, τοῦτο ἡμῖν
καινοτομήσας
λέγειν ὡς θαῦμα προσεισφέρειν σεαυτὸν νομίζεις. συνέφυρας δὲ καὶ
συνέμιξας τῷ εὐσεβεῖ τῆς φύσεως νόμῳ καὶ τῷ τῆς πίστεως θεσμῷ,
τῷ ἐπὶ προσθήκῃ βελτιώσεως ἐκ θεοῦ κεχαρισμένῳ, τὸ τῷ ἀγεν-
νήτῳ γεννητὸν ἐπινοῆσαι ἐξισούμενον τῷ ἀξιώματι, ἵνα ὁ παρὰ σοὶ
προσκυνούμενος ἀνόμοιος ἴσος εὑρεθείη τῷ κατὰ σὲ ἀνομοίως
κηρυττομένῳ.
εἰ μὲν οὖν προσκυνήσειας τὸν πατέρα ψιλῇ ὀνομασίᾳ, εἰρωνείᾳ τὴν τιμὴν
προσήνεγκας. καὶ εἰ τὸν υἱὸν προσκυνήσειας ἀνόμοιον πατρὶ
ἐπιγινώσκων,
σύγχυσιν εἰργάσω ἐν τῇ προσκυνήσει, ἀνόμοιον ἀνομοίου ἴσως τιμήσας.
εἰ δὲ διὰ τὴν σοῦ πρόληψιν τῆς ἀπιστίας ἀρνήσῃ προσκυνεῖν υἱῷ, ἐλεγ-
χθήσῃ ὑπὸ πάντων, οὐκ ἐπιγνοὺς τὸν ὀφειλομένως ὑπὸ πάντων
προσκυνού
211

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae (2022: 001)“Saint Grégoire de


Nazianze. Lettres, 2 vols.”, Ed. Gallay,.Paris: Les Belles Lettres, 1:1964;
2:1967.Epistle 47, se. 1, l. 2

ΤΩΙ ΑΥΤΩΙ

Πυνθάνομαί σε ταράσσεσθαι παρὰ τῆς νέας καινοτομίας καὶ πράγματα


ἔχειν ἀπό τινος σοφιστικῆς τῶν
κρατούντων καὶ συνήθους περιεργίας· καὶ θαυμαστὸν
οὐδέν. Οὐ γὰρ ἠγνόουν τὸν φθόνον καὶ ὅτι πολλοὶ τῶν
περὶ σὲ τὰ ἑαυτῶν διὰ σοῦ θεραπεύοντες καὶ τὸν σπινθῆρα
τῆς μικροψυχίας ἀνάπτοντες.
Ἐκεῖνο μὲν οὖν οὐ
δέδοικα, μή τι πάθῃς ἀφιλόσοφον ἐν τοῖς λυπηροῖς καὶ
σεαυτοῦ καὶ ἡμῶν ἀνάξιον. Ἀλλ' ἡγοῦμαι νῦν δὴ καὶ
μάλιστα γνωρισθήσεσθαι τὸν ἐμὸν Βασίλειον, καὶ ἣν ἐν
παντὶ τῷ χρόνῳ συνελέξω φιλοσοφίαν, διαδειχθήσεσθαι,
καὶ ὑπερσχήσειν τὰς ἐπηρείας, ὥσπερ ὑψηλῷ κύματι,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae Epistle 219, se. 4, l. 5

ἄλλοις τὰ πρακτέα νομοθετεῖς. Ἡμεῖς δὲ παρακαλοῦμεν


τὴν σὴν ἀγαθότητα, τὸ μὲν πρῶτον συγχωρῆσαι τῷ ἀνδρὶ
πᾶσαν τὴν ἐπιμέλειαν ὧν ἐφρόντιζεν· οὐδὲ γὰρ οὕτω
ῥᾴδιόν τινι φιλοσοφῆσαι, κἂν ὁ καρτερικώτατος ᾖ καὶ
φιλοσοφώτατος, ὥστε πόνων τοσούτων καὶ συνηθείας
τοσαύτης ἀποστερούμενον φέρειν.
Εἰ δὲ μή, τό γε
δεύτερον, τὴν μὲν τῶν πτωχῶν ἐπιμέλειαν, ὡς βούλει,
διαθέσθαι δι' ὧν ἂν αὐτὸς δοκιμάσῃς, τὴν δὲ τῆς μονῆς
φροντίδα καὶ τῶν ἀδελφῶν ἐπ' αὐτῷ ποιήσασθαι· καὶ μὴ
λυπῆσαι μὲν αὐτὸν τῇ καινοτομίᾳ, λυπῆσαι δὲ πλέον
ἐκείνους τῆς συνηθείας ἀντεχομένους καὶ ὥσπερ σώματος
ἑνὸς διασπασμὸν μελῶν οὐ φέροντας. Τοῦτο γὰρ καὶ
πρὸς ἡμᾶς ἐλθόντες τινὲς αὐτῶν ἀπωδύραντο.
Εἰ μὲν οὖν τί σοι καὶ ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ ἀνὴρ αἰδέσιμον ἔχειν
φαίνεται, ὥσπερ οὖν ἄξιον, αὐτὸν δι' αὐτὸν αἰδέσθητι, καὶ
τὴν πολιάν, καὶ τοὺς καμάτους, τούς τε ἄλλους οὓς κατὰ
Θεὸν ὑπέστη πρεσβυτέραν τῆς ἡλικίας τὴν εὐλάβειαν
212

ἐπιδεικνύμενος, καὶ τοὺς ἐπὶ τῇ πτωχοτροφίᾳ καὶ προς-


τασίᾳ τῶν ἀδελφῶν.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae theologicae (2022: 002)


“Grégoire de Nazianze. Lettres théologiques”, Ed. Gallay, P.Paris: Cerf,
1974; Sources chrétiennes 208.Epistle 101, se. 2, l. 1

Τοῦ αὐτοῦ πρὸς Κληδόνιον πρεσβύτερον ἐπιστολὴ πρώτη

Τῷ τιμιωτάτῳ καὶ θεοφιλεστάτῳ ἀδελφῷ καὶ


συμπρεσβυτέρῳ Κληδονίῳ Γρηγόριος ἐν Κυρίῳ χαίρειν.
Βουλόμεθα μαθεῖν τίς ἡ Καινοτομία περὶ τὴν Ἐκκλη-
σίαν, ἵν' ἐξῇ παντὶ βουλομένῳ καὶ «παραπορευομένῳ»,
κατὰ τὸ γεγραμμένον, διασπᾶν τὴν ποίμνην καλῶς ἠγμένην
καὶ συλαγωγεῖν κλοπιμαίοις ἐφόδοις, μᾶλλον δὲ λῃστρικοῖς
καὶ παραλόγοις διδάγμασιν.
Εἰ μὲν γὰρ εἶχόν τι κατα-
γινώσκειν ἡμῶν περὶ τὴν πίστιν οἱ νῦν ἐπελθόντες, οὐδ' οὕτω
μὲν χωρὶς ὑπομνήσεως ἡμῶν ἔδει τὰ τοιαῦτα τολμᾶν.
Πεῖσαι γὰρ ἐχρῆν ἢ πεισθῆναι θελῆσαι πρότερον (εἴπερ
τις καὶ ἡμῶν λόγος ὡς τὸν Θεὸν φοβουμένων καὶ κοπια-
σάντων ὑπὲρ τοῦ λόγου καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ὠφελησάντων),

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae theologicae Epistle 101, se. 4, l. 4

σίαν, ἵν' ἐξῇ παντὶ βουλομένῳ καὶ «παραπορευομένῳ»,


κατὰ τὸ γεγραμμένον, διασπᾶν τὴν ποίμνην καλῶς ἠγμένην
καὶ συλαγωγεῖν κλοπιμαίοις ἐφόδοις, μᾶλλον δὲ λῃστρικοῖς
καὶ παραλόγοις διδάγμασιν.
Εἰ μὲν γὰρ εἶχόν τι κατα-
γινώσκειν ἡμῶν περὶ τὴν πίστιν οἱ νῦν ἐπελθόντες, οὐδ' οὕτω
μὲν χωρὶς ὑπομνήσεως ἡμῶν ἔδει τὰ τοιαῦτα τολμᾶν.
Πεῖσαι γὰρ ἐχρῆν ἢ πεισθῆναι θελῆσαι πρότερον (εἴπερ
τις καὶ ἡμῶν λόγος ὡς τὸν Θεὸν φοβουμένων καὶ κοπια-
σάντων ὑπὲρ τοῦ λόγου καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ὠφελησάντων),
καὶ τότε, εἴπερ ἄρα, καινοτομεῖν, πλὴν καὶ ἀπολογία τις ἦν
ἴσως τοῖς ὑβρισταῖς.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ ἐγγράφως καὶ
213

ἀγράφως, καὶ ἐνταῦθα καὶ πορρωτέρω, καὶ μετὰ κινδύνων


καὶ ἀκινδύνως ἡ πίστις ἡμῶν κεκήρυκται, πῶς οἱ μὲν
ἐγχειροῦσι τοῖς τοιούτοις, οἱ δὲ ἡσυχάζουσι;
Καὶ οὐχὶ τοῦτό πω δεινόν, καίπερ ὂν δεινόν, εἰ τὴν
ἑαυτῶν κακοδοξίαν ἄνθρωποι ταῖς ἀκεραιοτέραις ψυχαῖς
διὰ τῶν κακουργοτέρων ἐναποτίθενται, ἀλλ' ὅτι καὶ ἡμῶν
καταψεύδονται ὡς ὁμοδόξων καὶ ὁμοφρόνων,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Epistulae theologicae Epistle 101, se. 29, l. 5

ἢ εἰς τὸν ἀέρα ἐχέθη καὶ διελύθη, ὡς φωνῆς φύσις καὶ ὀδμῆς ῥύσις
καὶ ἀστραπῆς δρόμος οὐχ ἱσταμένης.
Ποῦ δὲ καὶ τὸ ψηλαφη-θῆναι αὐτὸν μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἢ
ὀφθήσεσθαί ποτε ὑπὸ τῶν ἐκκεντησάντων; Θεότης γὰρ καθ' ἑαυτὴν
ἀόρατος.
Ἀλλ' ἥξει μὲν μετὰ τοῦ σώματος, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος,
τοιοῦτος δὲ οἷος ὤφθη τοῖς μαθηταῖς ἐν τῷ ὄρει ἢ παρε-
δείχθη, ὑπερνικώσης τὸ σαρκίον τῆς θεότητος. Ὥσπερ
δὲ ταῦτα λέγομεν ἀποσκευαζόμενοι τὴν ὑπόνοιαν, οὕτω
κἀκεῖνα γράφομεν διορθούμενοι τὴν καινοτομίαν.
Εἴ τις λέγοι τὴν σάρκα ἐξ οὐρανοῦ κατεληλυθέναι,
ἀλλὰ μὴ ἐντεῦθεν εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν, «ἀνάθεμα ἔστω».
Τὸ γὰρ «Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ», καὶ «Οἷος
ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι», καὶ «Οὐδεὶς
ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς
ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον, νομιστέον
λέγεσθαι διὰ τὴν πρὸς τὸν οὐράνιον ἕνωσιν,

Iamblichus Phil., De mysteriis (2023: 006)“Jamblique. Les mystères


d'Égypte”, Ed. des Places, É.Paris: Les Belles Lettres, 1966.Ch. 3, se.
26, l. 2

οὔτε ἀλήθειαν αὗται ἔχουσιν, ἄχρι δὲ τοῦ δοκεῖν φαν-


τάσματα ψιλὰ προτείνουσιν.
Πάντα δὴ οὖν τὰ τοιαῦτα ἀπορήματα ὡς ἀλλοτρίως
προσαγόμενα καὶ ἀπὸ τῶν ἐναντίων ἐπὶ τὰ ἐναντία με-
ταφερόμενα οὐχ ἡγούμεθα ἅπτεσθαι τῆς προσηκούσης
ὑποθέσεως· ὅθεν καὶ ἡμεῖς παραδείξαντες αὐτῶν τὸ
ἀπηρτημένον, οὐκέτ' οἰόμεθα δεῖν ἐν αὐτοῖς ἐπὶ πλεῖον
διατρίβειν, ὡς ἐριστικῶς περιπλανωμένοις ἀλλ' οὐχὶ
μετά τινος φιλοσοφίας ἐπεζητημένοις.
214

Πολλὰ μὲν οὖν ἄν τις θαυμάσειε καὶ ἄλλα τῆς


ἀντιλογικῆς καινοτομίας, ἀτὰρ δὴ καὶ τὴν ἐναντίωσιν
τῶν δοξασμάτων καταπληγείη ἂν εἰκότως, εἰ τῆς ὅλης
ὑποθέσεως φαινομένης μόνον παρὰ τοῖς γόησιν, οὔσης
δ' οὐδαμῶς, καὶ παρὰ τοῖς ἐκ πάθους ἢ νοσήματος
ὡρμημένοις, ἀπατηλῶς πάντῃ διακειμένοις, τολμᾷ λέ-
γειν ὡς ἔνεστι καὶ τῆς ἀληθείας αὐτοὺς τυγχάνειν. Ποία
γὰρ ἀρχὴ τῶν ἀληθῶν ἢ τίς ἀφορμὴ ἢ μικρὰ ἢ μείζων
ἐνυπάρξειε τῆς ἐπὶ τὸ ἐν αὐτοῖς ἐπιβολῆς; δεῖ δὲ μὴ
τοιαύτην λαμβάνειν τὴν ἀλήθειαν, οἵα γένοιτ' ἄν ποτε
καὶ κατὰ συντυχίαν (ἐπεί τοί γε καὶ τοῖς εἰκῆ

Iamblichus Phil., De mysteriis Ch. 7, se. 5, l. 46

διάκειται· ἀλλ' ᾗπερ ἔχει φύσεως, καὶ ὡς τετυχήκασι


τῆς περὶ αὐτοῦ ἀληθείας οἱ πρῶτοι καταστησάμενοι
τοὺς νόμους τῆς ἱερᾶς ἁγιστείας, οὕτως ἐν αὐτοῖς ἐμ-
μένομεν· εἴπερ γάρ τι τῶν ἄλλων τῶν ἱεροπρεπῶς
νομίμων, καὶ τὸ ἀμετάπτωτον αὐτοῖς συναρμόζει· καὶ
δεῖ τὰ τῶν παλαιῶν εὐχῶν, ὥσπερ ἱερὰ ἄσυλα, τηρεῖσθαι
κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως, μήτε ἀφαιροῦντάς τι ἀπ'
αὐτῶν μήτε προστιθέντας τι αὐταῖς ἀλλαχόθεν. Σχε-
δὸν γὰρ καὶ τοῦτο αἴτιον νυνὶ γέγονε τοῦ πάντα ἐξίτη-
λα καθεστηκέναι καὶ τὰ ὀνόματα καὶ τὰ τῶν εὐχῶν,
διότι μεταβαλλόμενα ἀεὶ διὰ τὴν καινοτομίαν καὶ πα-
ρανομίαν τῶν Ἑλλήνων οὐδὲν παύεται. Φύσει γὰρ
Ἕλληνές εἰσι νεωτεροποιοὶ καὶ ᾄττοντες φέρονται παν-
ταχῇ, οὐδὲν ἔχοντες ἕρμα ἐν ἑαυτοῖς· οὐδ' ὅπερ ἂν
δέξωνται παρά τινων διαφυλάττοντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο
ὀξέως ἀφιέντες, πάντα κατὰ τὴν ἄστατον εὑρεσιλογίαν
μεταπλάττουσιν· βάρβαροι δέ, μόνιμοι τοῖς ἤθεσιν
ὄντες, καὶ τοῖς λόγοις βεβαίως τοῖς αὐτοῖς ἐμμένουσιν·
διόπερ αὐτοί τέ εἰσι προσφιλεῖς τοῖς θεοῖς καὶ τοὺς
λόγους αὐτοῖς προσφέρουσι κεχαρισμένους· διαμεί-
βειν τε αὐτοὺς κατ' οὐδένα τρόπον οὐδενὶ ἀνθρώπῳ

Sopater Rhet., Scholia ad Hermogenis status seu artem rhetoricam


(2031: 002)“Rhetores Graeci, vol. 5”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1833,
Repr. 1968.Vol. 5, p. 172, l. 16
215

λῃσταῖς, ἀπελθὼν ὁ πλούσιος ἀμφοτέρους ἐλύσατο· μετὰ


ταῦτα λυσαμένῳ δὲ ὀνειδίζει αὐτῷ, τὸ διὰ τὴν μη-
τρυιὰν καταφρονεῖν τῆς θυγατρὸς καὶ ἀνέκδοτον ἔχειν·
ἔστιν καὶ ἕτερον εἶδος, ἐν ᾧ οὗτος μηδὲν εὐεργετήσας
τὸν μὴ εὐεργετήσαντα κρίνει ἀχαριστίας, ὡς ἐπὶ τούτου·
δύο ἀδελφῶν ὁ μὲν πένης ἦν, ὁ δὲ πλούσιος· ὁ πλούσιος
τὴν θυγατέρα ἑαυτοῦ δέδωκεν τῷ πένητι γαμετὴν, πολὺ
τῆς οὐσίας διδοὺς, ἀσώτου ὄντος τοῦ υἱοῦ· γέγονεν αὐ-
τῷ θυγάτηρ, καὶ ἀξιῶν αὐτὴν λαβεῖν ὁ παῖς, καὶ οὐ δί-
δωσι καὶ κρίνει αὐτὴν ἀχαριστίας· καὶ οὗτοι μὲν οἱ τρό-
ποι τῶν ἀντιλήψεων πάντες καινοτομηθέντες, πλὴν δύο
τῶν προτέρων. Εἰσὶ δὲ τῶν ἀντιλήψεων αἱ μὲν διπλαῖ,
αἱ δὲ τριπλαῖ, αἱ δὲ τετραπλαῖ, ὧν τὰ παραδείγματα τί-
θησιν ὁ τεχνικός· ἓν τοίνυν ταύταις ἴδιον κεφάλαιόν
ἐστι· τοῦτο δὲ οὐκ ἔστι κεφάλαιον, ἀλλ' ἐνθύμημα κε-
φαλαίου· καὶ γὰρ τὰ μόρια τοῦ δικαίου καὶ τὸ πρόσω-
πον ὀνόματι μόνον διαλλάττουσι παραγραφικὰ ὄντα·
ὅταν γὰρ λέγῃ, ὅτι οὐ δεῖ με ἰδιώτην ὄντα δημοσίᾳ
κρίνεσθαι, παραγραφικοῦ μὲν ἔχει φύσιν, ὀνόματι δὲ
μόνον διαφέρει· καὶ τοῦτο οὖν λέγει ἐφεξῆς· τὸ ἐφ' οἷς
ἕτεροι πεποιήκασιν ἐνθύμημά ἐστι τοῦ προσώπου παρα

Sopater Rhet., Scholia ad Hermogenis status seu artem rhetoricam


Vol. 5, p. 194, l. 10

γὰρ τοῦ τεχνικοῦ λέγοντος, ὅτι ἐναντίος ἐστίν· ἐν πάσῃ


στάσει ἐναντίος ἐστὶν ὅρῳ συλλογισμὸς, ἢ ζητήσειε δ' ἄν
τις, εἰ μέγιστον, πῶς ἀντέστραπται ἡ τάξις, καὶ πρῶτος
ὁ συλλογισμὸς τοῦ ὅρου γέγονε, καίτοι γε ὁ συλλο-
γισμὸς τὴν πρότασιν τὴν ἀπὸ τοῦ ὅρου κατασκευάζει
καὶ εἰς ἓν συνάγει· ἐροῦμεν, ὅτι τὸ παραγραφικὸν ἐν-
ταῦθα ὅρου τάξιν ἐπέχει· οἷς γὰρ καὶ αὐτὸς ὁρίζεται
τὸ πεπραγμένον τόδε τι εἶναι, καὶ τὴν ἐξουσίαν αὐτοῦ
προτείνεται, πρὸς αὐτὸν τὸν συλλογισμὸν τὴν κατα-
σκευὴν ἔχει, ὡς εἰ προϋπῆρξεν αὐτῷ ὅρος· εἰδέναι δὲ
χρὴ, ὅτι μόνῃ μεταλήψει ἐκαινοτομήθη ἡ φύσις τοῦ
συλλογισμοῦ, καὶ γέγονε τοῦ φεύγοντος· ἀλλ' ἐπειδὴ ἡ
φύσις τῆς μεταλήψεως ἀντίστροφός ἐστιν, καὶ τὸν φεύ-
γοντα διώκοντα ποιεῖ, ὥσπερ τάξιν ἔχει διώκοντος.
Πάλιν ἐνταῦθα “ὅρῳ.” ἅπαξ κατὰ τὸν αὐτὸν κανόνα
τῶν δύο κεφαλαίων ἐναντίων ὄντων ἀδύνατον ἦν συλλο-
γισμοῦ προϋπάρξαντος μὴ ἀντιθεῖναι ὅρον. ὥσπερ γὰρ
216

ἐπὶ τῶν ἀντιθετικῶν ἡ μετάληψις προετάγη τῆς ἀντι-


λήψεως, καὶ τὴν αἰτίαν εἰρήκαμεν ἐκεῖ, ὅτι ἡ ἀντιθε-
τικὴ τάξιν ἔσχεν ἀντιλήψεως, ἧς ἔλεγον ὅτι ἄξιος ἦν,
ὅπερ ἠδύνατο τὸ “ἔξεστί μοι,” καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μετά

Πορφύριος Quaestionum Homericarum ad Odysseam pertinentium


reliquiae (2034: 016)“Porphyrii quaestionum Homericarum ad
Odysseam pertinentium reliquiae”, Ed. Schrader, H.
Leipzig: Teubner, 1890.Odyssey B. 1, se. 284sqq, l. 52

ἀδικίας; καὶ δημηγορήσαντος τοῦ Τηλεμάχου τοσαύτη ἐπιστροφὴ


γίνεται, ὥστε οἶκτος δ' ἕλε λαὸν ἅπαντα (β 81), καὶ φοβηθέντας τοὺς
μνηστῆρας λέγειν (β 85. 86)·
Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπας
ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλεις δέ κε μῶμον ἀνάψαι;
καὶ ἄλλους δ' ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας φάναι (β 166 sqq.)·
πολλοῖσι δὲ καὶ ἄλλοισι κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ' Ἰθάκην εὐδείελον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ', ὥς κεν καταπαύσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ
παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ τόδε λώιόν ἐστι.
ἡ δὲ πρόφασις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ῥηθεῖσα τῆς ἀποδημίας οὐδὲν καινοτομεῖ·
τί γάρ φησιν;
ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ' ἀγορεύω·
ἤδη γὰρ τάγ' ἴσασι θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ' ἄγε μοι δότε νῆα θοήν (β 210 sqq.).
καὶ εἰπὼν τὴν αἰτίαν, δι' ἣν ἀποπλεῖν μέλλει, ἐπάγει (β 218. 19)·
εἰ μέν κε πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσω,
ἦ τ' ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίην ἐνιαυτόν
καὶ τὰ ἑξῆς. οὕτως τοίνυν ἡ ὑπόθεσις, ὡς καὶ αὐτῶν ἐπὶ συμφέροντι
γινομένης τῆς ἀποδημίας, πεπεῖσθαι δοκούντων ὅτι τέθνηκε, καὶ πρῶτον
μὲν ὅτι οὐκ ἐπιδημήσει ἐλπιζόντων,

Πορφύριος Contra Christianos (Frag. a) “Porphyrius. Gegen die


Christen”, Ed. von Harnack, A.Berlin: Reimer, 1916; Abhandlungen der
königlich preussischen Akademie der Wissenschaften, Philosoph.–hist.
Kl. 1.Frag. 69, l. 8

ἀκριβῶς συνεγράφη. εἰ δὲ καὶ Μωσέως δοίη τις εἶναι τὸ γράμμα, οὐ


δυνατὸν
δειχθῆναι ὡς θεόν που λελέχθαι ἢ θεὸν λόγον τὸν Χριστὸν ἢ δημιουργόν.
ὅλως
217

δὲ Χριστὸν σταυροῦσθαι τίς εἴρηκεν;


Makar. III, 15: Πολυθρύλητον ἐκεῖνο τὸ ῥῆμα τοῦ διδασκάλου ἐστίν, ὃ
λέγει·
Ἐὰν μὴ φάγητέ μου τὴν σάρκα καὶ πίητέ μου τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν
ἐν ἑαυτοῖς. τοῦτο γὰρ οὐ θηριῶδες ὄντως οὐδ' ἄτοπον, ἀλλ' ἀτοπήματος
παντὸς
ἀτοπώτερον καὶ παντὸς θηριώδους τρόπου θηριωδέστερον, ἄνθρωπον
ἀνθρωπίνων
σαρκῶν ἀπογεύεσθαι καὶ πίνειν ὁμοφύλων αἷμα καὶ ὁμογενῶν καὶ τοῦτο
πράττοντα
ζωὴν ἔχειν αἰώνιον. ποίαν γάρ, εἰπέ μοι, τοῦτο ποιοῦντες ὑπερβολὴν
ὠμότητος
εἰς τὸν βίον εἰσάξετε; ποίαν τούτου τοῦ μύσους ἐναγεστέραν κακίαν
ἄλλην καινοτομήσετε; οὐ φέρουσιν ἀκοαί – οὐ λέγω τὴν πρᾶξιν, ἀλλ'
οὐδὲ τὸ λεγόμενον
νεώτερον τοῦτο καὶ ξένον ἀνοσιούργημα, οὐδὲ τῶν Ἐριννύων αἱ
φαντασίαι ποτὲ
τοῖς ἐκτόπως ζῶσι τοῦτο κατεμήνυσαν, οὐδὲ Ποτιδαιᾶται, εἰ μὴ λιμὸς
ἀπάνθρωπος
αὐτοὺς κατελέπτυνε, τοῦτο κατεδέξαντο· Θυέστειόν ποτε δεῖπνον ἐξ
ἀδελφικῆς
λύπης τοιοῦτο ἐγένετο· Τηρεὺς ὁ Θρᾷξ ἄκων τοιούτων ἐνεφορήθη
σιτίων· Ἅρπαγος
ὑπ' Ἀστυάγους ἀπατηθεὶς τὰς τοῦ φιλτάτου σάρκας ἐθοινήσατο· καὶ
πάντες οὗτοι
ἀκουσίως τοιαύτην ὑπέμενον βδελυρίαν. οὐ μήν τις ἐν εἰρήνῃ ζῶν
τοιαύτην ἤρτυσεν ἐν τῇ ζωῇ τράπεζαν

Πορφύριος Contra Christianos (Frag. a) Frag. 69, l. 25

ἐν τῇ ζωῇ τράπεζαν· οὐδεὶς παρὰ διδασκάλου τοιοῦτο μυσαρὸν ἐδιδάχθη


μάθημα.
κἂν Σκυθίαν ταῖς ἱστορίαις παρέλθῃς, κἂν τοὺς Μακροβίους διέλθῃς
Αἰθίοπας, κἂν
τὴν ὠκεάνιον ζώνην ἐν κύκλῳ διϊππεύσῃς, Φθειροφάγους μὲν καὶ
Ῥιζοφάγους εὑρή-
σεις, Ἑρπετοσίτας καὶ Μυοτρώκτας ἀκούσεις, σαρκῶν δ' ἀνθρωπείων
πάμπαν ἀπεχο-
μένους. τίς οὖν ὁ λόγος οὗτος; κἂν γὰρ ἀλληγορικῶς ἔχῃ τι
μυστικώτερον καὶ
λυσιτελέστερον, ἀλλ' ἡ ὀσμὴ τῆς λέξεως διὰ τῆς ἀκοῆς εἴσω που
παρελθοῦσα αὐτὴν
218

ἐκάκωσε τὴν ψυχὴν τῇ ἀηδίᾳ ταράξασα, καὶ τῶν ἀποκρύφων τὸν λόγον
ἐσίνωσεν
ὅλον παρασκευάσας σκοτοδινιᾶσαι τῇ συμφορᾷ τὸν ἄνθρωπον. οὐδὲ τῶν
ἀλόγων ἡ
φύσις, κἂν ἀπαραίτητον ἴδῃ λιμὸν καὶ ἀφόρητον, ὑπομενεῖ τοῦτό ποτε,
οὐδὲ κύων
κυνὸς οὐδὲ ἄλλο τι τῶν ὁμογενῶν γεύσεταί ποτε σαρκῶν. ἄλλοι πολλοὶ
τῶν
διδασκόντων καινοτομοῦσι ξένα· τούτου δὲ καινότερον οὐδεὶς τῶν
διδασκόντων
ἐξεῦρε τραγῴδημα, οὐχ ἱστοριογράφος, οὐ φιλόσοφος ἀνήρ, οὐ
βαρβάρων, οὐχ Ἑλλή-
νων τῶν ἄνω. βλέπετε γοῦν τί παθόντες συμπείθεσθαι τοὺς εὐχερεῖς
ἀλόγως προ-
τρέπεσθε, βλέπετε ποῖον οὐ μόνον ταῖς ἀγροικίαις, ἀλλὰ καὶ ταῖς πόλεσιν
ἐπικεκώ-
μακε κακόν! ὅθεν δοκεῖ μοι μήτε Μάρκον μήτε Λουκᾶν μήτ' αὐτὸν τοῦτο
γεγραφη-
κέναι Ματθαῖον, ἅτε δοκιμάσαντας οὐκ ἀστεῖον τὸ ῥῆμα, ἀλλὰ ξένον καὶ
ἀπᾷδον καὶ τῆς ἡμέρου ζωῆς μακρὰν ἀπῳκισμένον.

Αθανάσιος θεολόγος. , Apologia contra Arianos sive Apologia secunda


(2035: 005)“Athanasius Werke, vol. 2.1”, Ed. Opitz, H.G.Berlin: De
Gruyter, 1940.Ch. 30, se. 1, l. 3

γὰρ οὐκ ἀφ' ἑαυτοῦ ἐλήλυθεν, ἀλλὰ κληθεὶς καὶ λαβὼν γράμματα παρ'
ἡμῶν, καθάπερ
καὶ ὑμῖν ἐγράψαμεν. καὶ ὅμως μετὰ τοσαῦτα ὑμεῖς ὡς «παρὰ κανόνας
ποιήσαντας»
ἡμᾶς ἐμέμψασθε. σκοπεῖτε τοίνυν, τίνες εἰσὶν οἱ παρὰ κανόνας
πράξαντες, ἡμεῖς οἱ μετὰ
τοσούτων ἀποδείξεων τὸν ἄνδρα δεξάμενοι ἢ οἱ ἀπὸ τριάκοντα καὶ ἓξ
μονῶν ἐν Ἀντιο-
χείᾳ ὀνομάσαντές τινα ὡς ἐπίσκοπον ξένον καὶ ἀποστείλαντες εἰς τὴν
Ἀλεξάνδρειαν
μετὰ στρατιωτικῆς ἐξουσίας; ὅπερ οὐ γέγονεν οὐδὲ εἰς Γαλλίας αὐτοῦ
ἀποσταλέντος·
ἐγεγόνει γὰρ ἂν καὶ τότε, εἰ ὄντως ἦν καταγνωσθείς. ἀμέλει ἐπανελθὼν
σχολάζουσαν
καὶ ἐκδεχομένην αὐτὸν τὴν ἐκκλησίαν εὗρεν.
Ἀλλὰ νῦν οὐκ οἶδα, ποίῳ τρόπῳ γέγονε τὰ γενόμενα. πρῶτον μὲν γάρ, εἰ
δεῖ
219

τἀληθὲς εἰπεῖν, οὐκ ἔδει γραψάντων ἡμῶν σύνοδον γενέσθαι προλαβεῖν


τινας τὴν ἐκ τῆς
συνόδου κρίσιν. ἔπειτα οὐκ ἔδει τοιαύτην καινοτομίαν κατὰ τῆς
ἐκκλησίας γενέσθαι.
ποῖος γὰρ κανὼν ἐκκλησιαστικὸς ἢ ποία παράδοσις ἀποστολικὴ τοιαύτη,
ὥστε εἰρη-
νευούσης ἐκκλησίας καὶ ἐπισκόπων τοσούτων ὁμόνοιαν ἐχόντων πρὸς
τὸν ἐπίσκοπον
τῆς Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιον ἀποσταλῆναι Γρηγόριον, ξένον μὲν τῆς
πόλεως, μήτε
ἐκεῖ βαπτισθέντα μήτε γινωσκόμενον τοῖς πολλοῖς, μὴ αἰτηθέντα παρὰ
πρεσβυτέρων,
μὴ παρ' ἐπισκόπων, μὴ παρὰ λαῶν, ἀλλὰ κατασταθῆναι μὲν ἐν Ἀντιοχείᾳ,
ἀποσταλῆναι
δὲ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, οὐ μετὰ πρεσβυτέρων, οὐ μετὰ διακόνων τῆς
πόλεως, οὐ μετὰ
ἐπισκόπων τῆς Αἰγύπτου, ἀλλὰ μετὰ στρατιωτῶν; τοῦτο γὰρ ἔλεγον καὶ
ᾐτιῶντο
οἱ ἐνταῦθα ἐλθόντες. εἰ γὰρ καὶ μετὰ τὴν σύνοδον ὑπεύθυνος ἦν εὑρεθεὶς
ὁ Ἀθανάσιος,

Αθανάσιος θεολόγος. , Epistula encyclica (2035: 006)“Athanasius


Werke, vol. 2.1”, Ed. Opitz, H.G.Berlin: De Gruyter, 1940.Ch. 2, se. 3,
l. 7

τάτου. καὶ ἡ μὲν τοιαύτη ἀκοὴ τοὺς πάντας ἐτάραξε· καινὸν γὰρ ἦν καὶ
ἄρτι πρώτως
ἀκουσθὲν τὸ τοιοῦτον· οἱ δὲ λαοὶ καὶ μᾶλλον εἰς τὰς ἐκκλησίας
συνήρχοντο, ὅτι μάλιστα
συνεώρων μήτε ἑαυτοὺς μήτε ἐπίσκοπον μήτε πρεσβύτερον μήτε ὅλως
τινὰς μεμψα-
μένους ἡμᾶς ποτε. μόνους δὲ Ἀρειανοὺς ἑώρων σὺν αὐτῷ καὶ Ἀρειανὸν
αὐτὸν ἐπεγί-
νωσκον ὑπὸ τῶν περὶ Εὐσέβιον τοῖς Ἀρειανοῖς ἀποσταλέντα. οἴδατε δέ,
ἀδελφοί,
ἀεὶ τοὺς περὶ Εὐσέβιον προστάτας καὶ κοινωνοὺς τῆς ἀσεβοῦς αἱρέσεως
τῶν Ἀρειο-
μανιτῶν γενομένους καὶ δι' αὐτῶν ἀεὶ ἡμῖν ἐπιβουλεύσαντας καὶ τῆς εἰς
τὰς Γαλλίας
ἀποδημίας αἰτίους ἡμῖν γενομένους. διὰ ταῦτα γὰρ εἰκότως καὶ οἱ λαοὶ
ἠγανάκτουν καὶ
κατεβόων μαρτυρόμενοι τοὺς ἄλλους δικαστὰς καὶ πᾶσαν τὴν πόλιν, ὅτι
220

μηδεμιᾶς μέμψεως
ὑπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν γενομένης, ἀλλὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν
μόνων αὐτὰ καθ'
ἡμῶν παιξάντων Καινοτομία τις καὶ παρανομία τοιαύτη κατὰ τῆς
ἐκκλησίας γεγένηται.
εἰ γὰρ καὶ ὅλως ἦν τις καθ' ἡμῶν μέμψις κρατήσασα, ἔδει μὴ Ἀρειανῶν
μηδὲ τῶν τὰ
Ἀρείου φρονούντων, κατὰ δὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας καὶ κατὰ τὸ
τοῦ Παύλου
ῥῆμα «συναχθέντων» τῶν λαῶν «καὶ τοῦ πνεύματος» τῶν καθιστανόντων
«σὺν τῇ
δυνάμει τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» πάντα κανονικῶς ἐξετασθῆναί
τε καὶ πραχ-
θῆναι παρόντων τῶν αἰτουμένων λαῶν καὶ κληρικῶν καὶ μὴ ἔξωθεν ὑπὸ
Ἀρειανῶν

Αθανάσιος θεολόγος. , Epistula encyclica Ch. 3, se. 2, l. 2

θῆναι παρόντων τῶν αἰτουμένων λαῶν καὶ κληρικῶν καὶ μὴ ἔξωθεν ὑπὸ
Ἀρειανῶν
ὥσπερ ἐμπορευόμενον τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου παρὰ τοὺς μὴ αἰτήσαντας
μηδὲ βουλο-
μένους μηδὲ ὅλως γινώσκοντας τὸ γεγονὸς μετὰ προστασίας καὶ βίας τῶν
ἔξωθεν δι-
καστῶν ἐπιρρῖψαι ἑαυτόν. τοῦτο δὲ τοὺς μὲν ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας
παραλύει, τὰ
δὲ ἔθνη βλασφημεῖν ἀναγκάζει καὶ ὑπονοεῖν, ὅτι μὴ κατὰ θεῖον θεσμόν,
ἀλλ' ἐξ ἐμπορίας
καὶ προστασίας αἱ καταστάσεις γίνονται.
Ἡ μὲν οὖν κατάστασις ἡ θαυμαστὴ Γρηγορίου ὑπὸ Ἀρειανῶν γέγονε καὶ
τοιαύτην
ἔσχε τὴν ἀρχήν. ἡ δὲ εἴσοδος αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν οἷα παράνομα
κατειργάσατο
καὶ ἡλίκων κακῶν αἰτία γέγονεν, ἔξεστιν ὑμῖν ἐκ τῶν γραφομένων καὶ
παρὰ τῶν ἐπι-
δημούντων ἐπερωτῆσαι καὶ μαθεῖν. τῶν γὰρ λαῶν δυσανασχετούντων καὶ
διὰ τοῦτο
ἐν ταῖς ἐκκλησίαις συναχθέντων ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ καινοτομίᾳ, ἵνα μὴ ἡ τῶν
Ἀρειανῶν
ἀσέβεια καταμιγῇ τῇ τῆς ἐκκλησίας πίστει, Φιλάγριος ὁ καὶ πάλαι τὴν
ἐκκλησίαν καὶ
τὰς ταύτης παρθένους ἀδικήσας καὶ νῦν ἔπαρχος Αἰγύπτου τυγχάνων,
221

παραβάτης
μὲν γενόμενος, πατριώτης δὲ ὢν τοῦ Γρηγορίου καὶ οὐ σεμνὸν ἔχων τὸν
τρόπον, ἀλλὰ
καὶ προστάτας ἔχων τοὺς περὶ Εὐσέβιον καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζων κατὰ
τῆς ἐκκλη-
σίας πείθει τοὺς ἐθνικοὺς δήμους τούς τε Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἀτάκτους
ἐπαγγελίαις, ἃς
καὶ ὕστερον ἐπεδίδου, καὶ παροξύνει καὶ ἀθρόως αὐτοὺς μετὰ ξιφῶν καὶ
ῥοπάλων ἀφίησι
κατὰ τῶν λαῶν εἰς τὰς ἐκκλησίας. καὶ τί γέγονεν ἐκ τούτων οὐκέτι λοιπὸν
ἁπλῶς
εἰπεῖν· οὔτε γὰρ ἀξίως σημᾶναι δυνατὸν οὔτε χωρὶς δακρύων καὶ θρήνων

Αθανάσιος θεολόγος. , Epistula encyclica Ch. 6, se. 4, l. 3

σωσι γραφόντων ἡμῶν πάλιν κατ' αὐτῶν, διὰ τοῦτο τῇ ἔξωθεν βίᾳ καθ'
ἡμῶν ἐχρήσαντο,
ἵνα τῶν ἐκκλησιῶν περικρατήσαντες δόξωσιν ἐκφεύγειν τὴν τῶν
Ἀρειανῶν ὑπόνοιαν.
ἀλλ' ἐσφάλησαν καὶ ἐν τούτῳ· οὐδεὶς γὰρ τῶν τῆς ἐκκλησίας ἀνθρώπων
ἐστὶ μετ' αὐτῶν,
εἰ μὴ μόνοι οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ δι' αἰτίας ἐκβληθέντες καὶ ὅσοι διὰ τὴν
ἀνάγκην τοῦ ἡγεμόνος
ὑποκρίνονται. τοῦτο δὲ τῶν περὶ Εὐσέβιόν ἐστι τὸ δραματούργημα·
ταῦτα οἱ περὶ
Εὐσέβιον ἔκπαλαι μὲν ἐμελέτων καὶ συνετίθουν, νῦν δὲ καὶ ἴσχυσαν
πρᾶξαι διὰ τὰς δια-
βολάς, ἃς διέβαλλον ἡμᾶς βασιλεῖ. ἀμέλει οὐδὲ οὕτως ἡσυχάζουσιν, ἀλλὰ
καὶ οὕτως ἡμᾶς
ἀποκτεῖναι ζητοῦσι καὶ τοῖς γνωρίμοις ἡμῶν φοβεροὺς ἑαυτοὺς
δεικνύουσιν, ὡς πάντας φυ-
γαδεύεσθαι καὶ θάνατον παρ' αὐτῶν προσδοκᾶν. ἀλλ' οὐ διὰ ταῦτα καὶ
ὑμᾶς αὐτῶν
τὴν παρανομίαν καταπτῆξαι χρή, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἐκδικῆσαι καὶ
ἀγανακτῆσαι κατὰ
τῶν οὕτως καινοτομηθέντων καθ' ἡμῶν. εἰ γὰρ πάσχοντος μέλους ἑνὸς
«συμπάσχει πάντα
τὰ μέλη» καὶ κατὰ τὸν μακάριον ἀπόστολον «κλαίειν μετὰ κλαιόντων»
δεῖ, πασχούσης τῆς
τηλικαύτης ἐκκλησίας ἕκαστος ὡς αὐτὸς πάσχων ἐκδικείτω τὸ πρᾶγμα.
κοινὸς γάρ
ἐστιν ὁ σωτὴρ ὁ ὑπ' αὐτῶν βλασφημούμενος, καὶ πάντων εἰσὶν οἱ κανόνες
222

οἱ ὑπ' αὐτῶν
παραλυόμενοι. ἆρα γὰρ εἰ, καθεζομένων ὑμῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ
συναγομένων
τῶν λαῶν χωρίς τινος μέμψεως, εἴ τις ἐξαίφνης διὰ προστάγματος
διάδοχος ἐληλύθει
καθ' ἑνὸς ὑμῶν καὶ τοιαῦτα ἐγεγόνει καθ' ὑμῶν, οὐκ ἂν ἠγανακτήσατε;
οὐκ ἂν ἠξιώσατε

Αθανάσιος θεολόγος. , Epistula ad episcopos Aegypti et Libyae (2035:


041); MPG 25.Vol. 25, p. 556, l. 17

Ἐκεῖνοι μὲν οὖν τοιαῦτα μηχανῶνται κατὰ


τῆς ἀληθείας· ἡ δὲ γνώμη τούτων ἔκδηλος ἔσται
πᾶσι, κἂν μυριάκις ὡς ἐγχέλυες ἐξειλεῖν ἐπι-
χειρῶσι καὶ λανθάνειν ὡς χριστομάχοι. Διὰ τοῦτο
παρακαλῶ, μηδεὶς ὑμῶν ἀπατάσθω, μηδεὶς
ὑμῶν ὑφαρπαζέσθω· ἀλλὰ μᾶλλον, ὡς Ἰουδαϊκῆς
ἀσεβείας ἐπιβαινούσης κατὰ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως,
πάντες ζηλώσατε τῷ Κυρίῳ· καὶ κατέχων ἕκαστος τὴν
ἐκ Πατέρων πίστιν, ἣν καὶ οἱ ἐν Νικαίᾳ συνελθόντες
ὑπέμνησαν γράψαντες, μὴ ἀνασχέσθω τῶν κατ'
αὐτῆς καινοτομεῖν ἐπιχειρούντων. Κἂν γὰρ τὰς ἀπὸ
τῶν Γραφῶν λέξεις γράφωσι, μὴ ἀνέχεσθε τῶν γρα-
φόντων· κἂν τὰ ῥήματα τῆς ὀρθοδοξίας φθέγγωνται,
μηδ' οὕτως τοῖς λαλοῦσι προσέχετε. Οὐ γὰρ ὀρθῇ
διανοίᾳ λαλοῦσιν, ἀλλ' ὡς ἔνδυμα προβάτου τὰ
ῥήματα περιβαλλόμενοι, ἔνδοθεν τὰ τοῦ Ἀρείου φρο-
νοῦσιν, ὡς ὁ τῶν αἱρέσεων καθηγεμὼν διάβολος. Καὶ
γὰρ κἀκεῖνος ἐλάλει μὲν τὰ ἐκ τῶν Γραφῶν, ἐφι-
μώθη δὲ παρὰ τοῦ Σωτῆρος. Εἰ γὰρ ἃ ἔλεγε, καὶ ἐφρό-
νει, οὐκ ἂν ἐξέπεσεν ἐκ τῶν οὐρανῶν· νῦν δὲ, τῷ
φρονήματι πεσὼν, ὑποκρίνεται τοῖς ῥήμασιν

Αθανάσιος θεολόγος. , Epistula ad episcopos Aegypti et Libyae Vol. 25,


p. 588, l. 37

καὶ πηλίκους πόνους, καίτοι γέρων ὢν, ὑπομείνας,


ἐν τῇ πρεσβυτικῇ ἡλικίᾳ προσετέθη καὶ αὐτὸς πρὸς
τοὺς πατέρας αὐτοῦ. Πόσοι δὲ καὶ ἄλλοι πόσους
καμάτους ἐσχήκασι, κατὰ τῆς ἀσεβείας ταύτης διδά-
σκοντες, καὶ τὸ καύχημα τῆς ὁμολογίας ἔχουσιν ἐν
Χριστῷ. Οὐκοῦν καὶ ἡμεῖς, ὡς τοῦ περὶ παντὸς
223

ὄντος ἡμῖν ἀγῶνος, καὶ προκειμένου νῦν ἢ ἀρνήσα-


σθαι ἢ τηρῆσαι τὴν πίστιν, σπουδὴν ταύτην καὶ πρό-
θεσιν ἔχωμεν, ἂ μὲν παρελάβομεν φυλάττειν,
ἔχοντες πρὸς ὑπόμνησιν τὴν ἐν Νικαίᾳ γραφεῖσαν
πίστιν· τὰς δὲ καινοτομίας ἀποστρέφεσθαι, καὶ διδά-
σκειν τοὺς λαοὺς μὴ προσέχειν πνεύμασι πλάνης,
ἀλλὰ παντελῶς ἐκκλίνειν ἀπὸ τῆς ἀσεβείας τῆς τῶν
Ἀρειομανιτῶν, καὶ τῆς τῶν Μελιτιανῶν πρὸς αὐτοὺς
συνωμοσίας.

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. (2037: 001)“Ioannis Stobaei


anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.
Berlin: Weidmann, 1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.
B. 1, Ch. 6, se. 17b, l. 6

των διπλῆν ἑκάστην, τὴν μὲν ἐν τοῖς ἀνθρωπίνοις πράγ-


μασι, τὴν δ' ἐν ἄλλοις· τελεῖσθαι δὲ τὰ μὲν πάντως, τὰ
δὲ κατὰ τὸ πλεῖστον, τὰ δ' ἄλλοτε ἄλλως. Τὴν δ' εἱμαρ-
μένην οὐκ αἰτίαν μέν, τρόπον δέ τινα αἰτίας, συμβεβηκότα
πως τοῖς τῆς ἀνάγκης τεταγμένοις.
Πλάτωνος Νόμων δʹ (p. 709A).
Ὡς οὐδείς ποτε ἀνθρώπων οὐδὲν νομοθετεῖ, τύχαι
δὲ καὶ ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως νομοθε-
τοῦσιν ἅπαντα ἡμῖν. ἢ γὰρ πόλεμός τις βιασάμενος ἀνέ-
τρεψε πολιτείας καὶ μετέβαλε νόμους, ἢ πενίας χαλεπῆς
ἀπορία· πολλὰ δὲ καὶ νόσοι ἀναγκάζουσι καινοτομεῖν,
λοιμῶν τε ἐμπιπτόντων καὶ χρόνον ἐπὶ πολὺν ἐνιαυτῶν
πολλῶν πολλάκις ἀκαιρίαι. Ταῦτα δὴ πάντα προϊδών τις
ἄρξειεν ἂν εἰπεῖν ὅπερ ἐγὼ νῦν δή, θνητὸν μὲν μηδένα
νομοθετεῖν μηδέν, τύχας δ' εἶναι σχεδὸν ἅπαντα τἀνθρώ-
πινα πράγματα· τὸ δ' ἔστι περὶ ναυτιλίαν καὶ κυβερνη-
τικὴν καὶ ἰατρικὴν καὶ στρατηγικὴν πάντα ταῦτ' εἰπόντα
δοκεῖν εὖ λέγειν· ἀλλὰ γὰρ ὅμως αὖ καὶ τόδε ἔστιν εὖ
λέγοντα λέγειν ἐν τοῖς αὐτοῖς τούτοις. { – }Τὸ ποῖον; { – }Ὡς
θεὸς μὲν πάντα καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρὸς τἀνθρώ-
πινα διακυβερνῶσι ξύμπαντα. Ἡμερώτερον μὲν τρίτον
Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. B. 4, Ch. 1, se. 128, l. 6

χρυσοῦ πάλιν ἀντεμπίπλαιτ' ἄν, οὗ μεῖζον κακόν, ὡς


ἔπος εἰπεῖν, πόλει ἀνθ' ἑνὸς ἓν οὐδὲν ἂν γίγνοιτο εἰς
γενναίων καὶ δικαίων ἠθῶν κτῆσιν, ὡς ἔφαμεν, εἰ μεμ-
νήμεθα, τοῖς πρόσθεν λόγοις. { – }Ἀλλὰ μεμνήμεθα, καὶ
συγχωροῦμεν τότε λέγειν ἡμᾶς ὀρθῶς καὶ τὰ νῦν.
224

Ἐν ταὐτῷ (p. 709 A – C).


Ὡς οὐδείς ποτε ἀνθρώπων οὐδὲν νομοθετεῖ, τύχαι
δὲ καὶ ξυμφοραὶ παντοῖαι πίπτουσαι παντοίως νομοθε-
τοῦσιν ἅπαντα ἡμῖν. ἢ γὰρ πόλεμός τις βιασάμενος ἀνέ-
τρεψε πολιτείας καὶ μετέβαλε νόμους, ἢ πενίας χαλεπῆς
ἀπορία· πολλὰ δὲ καὶ νόσοι ἀναγκάζουσι καινοτομεῖν
λοιμῶν τε ἐμπιπτόντων καὶ χρόνον ἐπὶ πολὺν ἐνιαυτῶν
πολλῶν πολλάκις ἀκαιρία. ταῦτα δὴ πάντα προϊδών τις
ἄρξειεν ἂν εἰπεῖν, ὅπερ ἐγὼ νῦν δή, θνητὸν μὲν μη-
δένα νομοθετεῖν μηδέν, τύχας δ' εἶναι σχεδὸν ἅπαντα
τἀνθρώπινα πράγματα. τὸ δ' ἔστιν περί τε ναυτιλίαν
καὶ κυβερνητικὴν καὶ ἰατρικὴν καὶ στρατηγικὴν πάντα
ταῦτ' εἰπόντα δοκεῖν εὖ λέγειν, ἀλλὰ γὰρ ὅμως αὖ καὶ τόδ'
ἔστιν εὖ λέγοντα λέγειν ἐν τοῖς αὐτοῖς τούτοις. { – }Τὸ ποῖον;
{ – }ὡς θεὸς μὲν πάντα καὶ μετὰ θεοῦ τύχη καὶ καιρὸς
τἀνθρώπινα διακυβερνῶσι ξύμπαντα. ἡμερώτερον μὴν τρί

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. B. 4, Ch. 2, se. 32, l. 11

Τοῦ αὐτοῦ Νόμων δ' (p. 715 B – E).


Λέγεται δὲ τοῦδ' ἕνεκα ταῦθ' ἡμῖν, ὡς ἡμεῖς τῇ σῇ
πόλει ἀρχὰς οὔθ' ὅτι πλούσιός ἐστί τις δώσομεν, οὔθ'
ὅτι τῶν τοιούτων ἄλλο οὐδὲν κεκτημένος, ἰσχὺν ἢ μέγεθος
ἤ τι γένος· ὃς δ' ἂν τοῖς τεθεῖσι νόμοις εὐπειθέστατός
τε ᾖ καὶ νικᾷ ταύτην τὴν νίκην ἐν τῇ πόλει, τούτῳ φαμὲν
καὶ τὴν τῶν θεῶν ὑπηρεσίαν δοτέον εἶναι τὴν μεγίστην
τῷ πρώτῳ, καὶ δευτέραν τῷ τὰ δεύτερα κρατοῦντι, καὶ
κατὰ λόγον οὕτω τοῖς ἐφεξῆς τὰ μετὰ ταῦθ' ἕκαστα ἀπο-
δοτέον εἶναι. τοὺς δ' ἄρχοντας λεγομένους νῦν ὑπηρέτας
τοῖς νόμοις ἐκάλεσα οὔ τι καινοτομίας ὀνομάτων ἕνεκα,
ἀλλ' ἡγοῦμαι παντὸς μᾶλλον εἶναι παρὰ τοῦτο σωτηρίαν
τε πόλει καὶ τοὐναντίον. ἐν ᾗ μὲν γὰρ ἂν ἀρχόμενος ᾖ
καὶ ἄκυρος νόμος, φθορὰν ὁρῶ τῇ τοιαύτῃ ἑτοίμην οὖσαν·
ἐν ᾗ δὲ ἂν δεσπότης τῶν ἀρχόντων, οἱ δὲ ἄρχοντες δοῦλοι
τοῦ νόμου, σωτηρίαν καὶ πάντα ὅσα οἱ θεοὶ πόλεσιν
ἔδοσαν ἀγαθὰ γιγνόμενα καθορῶ. { – }Ναὶ μὰ Δία, ὦ ξένε·
καθ' ἡλικίαν γὰρ ὀξὺ βλέπεις. { – }Νέος μὲν γὰρ ὢν πᾶς
ἄνθρωπος τὰ τοιαῦτα ἀμβλύτατα αὐτὸς αὑτοῦ ὁρᾷ, [ὁ]
γέρων δὲ ὀξύτατα. { – }Ἀληθέστατα.
225

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto (2040: 003)“Basile de Césarée.


Sur le Saint–Esprit, 2nd edn.”, Ed. Pruche, B.Paris: Cerf, 1968; Sources
chrétiennes 17 bis.Ch. 6, se. 13, l. 6

Καὶ μὴν οὐδὲ πρὸς τὴν ἐξ ἀγνοίας συγγνώμην δυνατὸν


αὐτοὺς καταφυγεῖν, οὕτω τεχνικῶς καὶ κακοήθως τὸν λόγον
ὑπολαμβάνοντας. Οἵγε προδήλως ἡμῖν χαλεπαίνουσιν, ὅτι
μετὰ Πατρὸς ἀποπληροῦμεν τῷ Μονογενεῖ τὴν δοξολογίαν,
καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα μὴ διιστῶμεν ἀπὸ τοῦ Υἱοῦ. Ὅθεν
νεωτεροποιοὺς ἡμᾶς καὶ καινοτόμους καὶ ἐφευρετὰς ῥημάτων,
καὶ τί γὰρ οὐχὶ τῶν ἐπονειδίστων ἀποκαλοῦσιν; Ὧν τοσοῦτον
ἀπέχω δυσχεραίνειν ταῖς λοιδορίαις, ὥστε εἰ μὴ λύπην ἡμῖν
ἐνεποίει καὶ ἀδιάλειπτον ὀδύνην ἡ κατ' αὐτοὺς ζημία,
μικροῦ ἂν εἶπον καὶ χάριν αὐτοῖς τῆς βλασφημίας ἔχειν
ὡς μακαρισμοῦ προξένοις. «Μακάριοι γάρ ἐστε, φησίν, ὅταν
ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς ἕνεκεν ἐμοῦ.»
Ἔστι δὲ ἐφ' οἷς ἀγανακτοῦσι ταῦτα. Οὐ μετὰ Πατρός,
φασίν, Υἱός, ἀλλὰ μετὰ τὸν Πατέρα· διόπερ ἀκόλουθον,
δι' αὐτοῦ τὴν δόξαν προσάγειν τῷ Πατρί, ἀλλ' οὐχὶ
μετ' αὐτοῦ. Τὸ μὲν γὰρ μετ' αὐτοῦ τὴν ἰσοτιμίαν δηλοῖ·

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 27, se. 68, l. 22

διδασκαλίας, ἐπὶ τὰ προσεχῆ καὶ ἀλλήλων ἐχόμενα καὶ


ἀναγκαίαν ἐν τοῖς μυστηρίοις τὴν συνάφειαν ἔχοντα, τὴν
φωνὴν μεταφέροντες. Τὸ γὰρ ἐπὶ τοῦ βαπτίσματος συνα-
ριθμηθὲν ἀναγκαίως ᾠήθημεν δεῖν καὶ ἐπὶ τῆς πίστεως
συναρμόσαι. Τὴν δὲ ὁμολογίαν τῆς πίστεως, οἷον ἀρχήν τινα
καὶ μητέρα τῆς δοξολογίας ἐποιησάμεθα. Ἀλλὰ τί χρὴ
ποιεῖν; Νῦν γὰρ ἡμᾶς διδασκέτωσαν μὴ βαπτίζειν ὡς
παρελάβομεν· ἢ μὴ πιστεύειν ὡς ἐβαπτίσθημεν· ἢ μὴ
δοξάζειν ὡς πεπιστεύκαμεν. Δεικνύτω γάρ τις ἢ ὡς οὐκ
ἀναγκαία καὶ ἄρρηκτος ἡ πρὸς ἄλληλα τούτων ἀκολουθία,
ἢ ὡς οὐχὶ ἡ ἐν τούτοις Καινοτομία τοῦ παντός ἐστι κατάλυσις.
Ἀλλ' οὐ παύονται ἄνω καὶ κάτω θρυλλοῦντες τὴν ἀμάρ-
τυρον καὶ ἄγραφον, καὶ ὅσα τοιαῦτα, τὴν σὺν τῷ Πνεύματι
τῷ ἁγίῳ δοξολογίαν. Εἴρηται μὲν οὖν ὅτι ταὐτόν ἐστι
πρὸς διάνοιαν εἰπεῖν ‘δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύ-
ματι’ καὶ ‘δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ σὺν τῷ ἁγίῳ Πνεύματι’.
Οὔτε οὖν τὴν καὶ συλλαβὴν ἐξ αὐτῆς τοῦ Κυρίου φωνῆς
226

προελθοῦσαν, ἀθετῆσαί τινι ἢ διαγράφειν οἷόν τε, καὶ τὴν


ἰσοδυναμοῦσαν αὐτῇ οὐδὲν τὸ κώλυον καταδεχθῆναι· ἣν
ὅπως ἔχει πρὸς ἐκείνην διαφορᾶς τε καὶ ὁμοιότητος, ἐν τοῖς
κατόπιν ἐδείξαμεν. Βεβαιοῖ δὲ ἡμῖν τὸν λόγον καὶ ὁ ἀπόστολος

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 29, se. 73, l. 35

παρασχομένῳ τοῖς ἰδίοις ἡμῖν Πατρὶ τὸν τῶν ὅλων Σωτῆρα


καὶ Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν· ᾧ ἡ δόξα, μεγαλωσύνη
σὺν ἁγίῳ Πνεύματι εἰς τοὺς αἰῶνας.»
Τὰ μὲν οὖν ἄλλα τυχὸν καὶ ἀπιστηθῆναι δύναται, ἢ καὶ
μεταγραφέντα δυσφώρατον ἔχειν τὴν κακουργίαν, ἐν μιᾷ
συλλαβῇ τῆς διαφορᾶς ὑπαρχούσης· ἃ δὲ διὰ μακροτέρας
τῆς λέξεως παρεθέμεθα, καὶ τὴν ἐπιβουλὴν διαφεύγει, καὶ
τὴν μαρτυρίαν ἀπ' αὐτῶν τῶν συγγραμμάτων εὐαπόδεικτον
ἔχει.
Ὃ δὲ ἄλλως μὲν ἴσως μικροπρεπὲς ἦν εἰς μέσον ἄγεσθαι,
τῷ δὲ καινοτομίαν ἐγκαλουμένῳ ἀναγκαῖον εἰς μαρτυρίαν
διὰ τοῦ χρόνου τὴν ἀρχαιότητα, τοῦτο δὴ καὶ προσθήσω.
Ἔδοξε τοῖς πατράσιν ἡμῶν μὴ σιωπῇ τὴν χάριν τοῦ ἑσπε-
ρινοῦ φωτὸς δέχεσθαι· ἀλλ' εὐθὺς φανέντος εὐχαριστεῖν.
Καὶ ὅστις μὲν ὁ πατὴρ τῶν ῥημάτων ἐκείνων τῆς ἐπιλυχνίου
εὐχαριστίας, εἰπεῖν οὐκ ἔχομεν· ὁ μέντοι λαὸς ἀρχαίαν
ἀφίησι τὴν φωνὴν, καὶ οὐδενὶ πώποτε ἀσεβεῖν ἐνομίσθησαν
οἱ λέγοντες· «Αἰνοῦμεν Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ ἅγιον
Πνεῦμα Θεοῦ.»

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto


Ch. 29, se. 75, l. 1

ἐμπείρως ἔχοντος, καὶ ἀδιαστρόφου τὴν γνώμην, οὐδὲ


δυνατὸν ἑτέρως εἰπεῖν τῇ ἐγχωρίῳ φωνῇ, κἂν ἐθέλωσιν,
ἀλλὰ διὰ τῆς καὶ συλλαβῆς, μᾶλλον δὲ τῶν ἰσοδυναμουσῶν
αὐτῇ φωνῶν, κατά τι ἰδίωμα πάτριον, ἀνάγκην αὐτοῖς
εἶναι τὴν δοξολογίαν προφέρειν. Καὶ Καππαδόκαι δὲ οὕτω
λέγομεν ἐγχωρίως, ἔτι τότε ἐν τῇ τῶν γλωσσῶν διαιρέσει
τὸ ἐκ τῆς λέξεως χρήσιμον προβλεψαμένου τοῦ Πνεύματος.
Τί δὲ ἡ δύσις ἅπασα, μικροῦ δεῖν, ἀπὸ τοῦ Ἰλλυρικοῦ
μέχρι τῶν ὅρων τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης, οὐχὶ τὴν φωνὴν
ταύτην πρεσβεύει;
227

Πῶς οὖν καινοτόμος ἐγώ, καὶ νεωτέρων ῥημάτων


δημιουργός, ἔθνη ὅλα καὶ πόλεις, καὶ ἔθος πάσης μνήμης
ἀνθρωπίνης πρεσβύτερον, καὶ ἄνδρας στύλους τῆς Ἐκκλη-
σίας, ἐν πάσῃ γνώσει καὶ δυνάμει Πνεύματος διαπρεπεῖς,
ἀρχηγοὺς καὶ προστάτας τῆς φωνῆς παρεχόμενος;
Ἐπὶ τούτοις τὸ πολεμικὸν τοῦτο καθ' ἡμῶν συγκεκίνηται
στῖφος. Πᾶσα δὲ πόλις καὶ κώμη, καὶ ἐσχατιαὶ πᾶσαι,
πλήρεις τῶν ἡμετέρων διαβολῶν. Λυπηρὰ μὲν οὖν ταῦτα
καὶ ὀδυνηρὰ ταῖς καρδίαις τῶν ζητούντων τὴν εἰρήνην·
ἀλλ' ἐπειδὴ μεγάλοι τῆς ὑπομονῆς οἱ μισθοὶ τῶν ὑπὲρ τῆς
πίστεως παθημάτων εἰσί, πρὸς τούτοις καὶ ξίφος στιλβούσθω,

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. (2040: 004)“Saint Basile. Lettres, 3


vols.”, Ed. Courtonne, Y.Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961;
3:1966.
Epistle 52, se. 4, l. 17

Θεοῦ διαταγῇ, ἀλλότριος δὲ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως, μὴ


ὃν παρέλαβε τρόπον δοξολογίας φυλάττων, ἀλλ' ἑαυτῷ
καινοφωνίαν εἰς ἀρέσκειαν ἀνθρώπων ἐπινοῶν. Εἰ γὰρ
ἀνώτερον Θεοῦ, οὐκ ἐκ τοῦ Θεοῦ. Γέγραπται γάρ· «Τὸ δὲ
Πνεῦμα ἐκ τοῦ Θεοῦ.» Εἰ δὲ ἐκ τοῦ Θεοῦ, πῶς πρεσβύ-
τερόν ἐστι τοῦ ἐξ οὗ ἐστι; Τίς δὲ καὶ ἡ παράνοια, ἑνὸς
ὄντος τοῦ ἀγεννήτου, ἄλλο τι λέγειν τοῦ ἀγεννήτου ἀνώ-
τερον; Ἀλλ' οὐδὲ τοῦ Μονογενοῦς πρότερον· οὐδὲν γὰρ
μέσον Υἱοῦ καὶ Πατρός. Εἰ δὲ μή ἐστιν ἐκ Θεοῦ, διὰ
Χριστοῦ δέ ἐστιν, οὐδέ ἐστι τὸ παράπαν. Ὥστε ἡ περὶ
τὴν τάξιν Καινοτομία αὐτῆς τῆς ὑπάρξεως ἀθέτησιν ἔχει
καὶ ὅλης τῆς πίστεώς ἐστιν ἄρνησις. Ὁμοίως οὖν ἐστιν
ἀσεβὲς καὶ ἐπὶ τὴν κτίσιν καταγαγεῖν καὶ ὑπερτιθέναι
αὐτὸ Υἱοῦ ἢ Πατρός, ἢ κατὰ τὸν χρόνον, ἢ κατὰ τὴν
τάξιν. Ἃ μὲν οὖν ἤκουσα ἐπιζητεῖσθαι παρὰ τῆς εὐλα-
βείας ὑμῶν, ταῦτά ἐστιν· ἐὰν δὲ δῷ ὁ Κύριος καὶ εἰς
ταὐτὸν ἡμᾶς ἀλλήλοις γενέσθαι, τάχα ἄν τι καὶ περὶ
τούτων πλέον εἴποιμεν καὶ αὐτοὶ δ' ἂν περὶ ὧν ἐπιζητοῦ-
μεν εὕροιμέν τινα παρ' ὑμῶν πληροφορίαν.

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. 105, se. 1, l. 17

ἔχον, ἐπειδὴ εὗρον τὸν υἱὸν Σωφρόνιον πρὸς ὑμᾶς ἐξορ-


μῶντα, ἡδέως αὐτῷ τὴν ἐπιστολὴν ἐπέθηκα ταύτην,
228

προσηγορίαν ὑμῖν κομίζουσαν καὶ τὴν ἡμετέραν γνώμην


δηλοῦσαν, ὅτι οὐ διαλιμπάνομεν τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι
μεμνημένοι ὑμῶν καὶ εὐχαριστοῦντες ὑπὲρ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ,
ὅτι ἀγαθῆς ῥίζης ἀγαθὰ βλαστήματά ἐστε, ἔγκαρπα τοῖς
ἀγαθοῖς ἔργοις καὶ τῷ ὄντι ὡς κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν. Τὸ
γὰρ ὑπὸ τοσαύτης διαστροφῆς τῶν παραφθειρόντων τὸν
λόγον τῆς ἀληθείας περικυκλουμένας μὴ ἐνδοῦναι πρὸς
τὰς ἀπάτας, μηδὲ τὸ ἀποστολικὸν τῆς πίστεως κήρυγμα
καταλιπούσας πρὸς τὴν νῦν ἐπιπολάζουσαν καινοτομίαν
μετατεθῆναι, πῶς οὐχὶ μεγάλης μὲν πρὸς τὸν Θεὸν εὐχα-
ριστίας ἄξιον, μεγάλους δὲ ὑμῖν ἐπαίνους δικαιότατα
προξενεῖ; Εἰς Πατέρα καὶ Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα
πεπιστεύκατε· μὴ προδῶτε ταύτην τὴν παρακαταθήκην.
Πατέρα τὴν πάντων ἀρχήν· Υἱὸν Μονογενῆ, ἐξ αὐτοῦ
γεννηθέντα, ἀληθινὸν Θεόν, τέλειον ἐκ τελείου, εἰκόνα
ζῶσαν, ὅλον δεικνύντα ἐν ἑαυτῷ τὸν Πατέρα· Πνεῦμα
Ἅγιον, ἐκ Θεοῦ ὕπαρχον, τὴν πηγὴν τῆς ἁγιότητος, δύνα-
μιν ζωῆς παρεκτικήν, χάριν τελειοποιόν, δι' οὗ υἱοθε-
τεῖται ἄνθρωπος καὶ ἀπαθανατίζεται τὸ θνητόν,

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. Epistle 126, se. 1, l. 19

σκομεν ἀπαντῆσαι πρὸς ἡμᾶς, ἵνα αὐτὸς διὰ σαυτοῦ


παραμυθήσῃ ἡμῶν τὴν λύπην ἣν μέχρι θανάτου λελυπή-
μεθα ἀκούσαντες ἐπὶ μέσης τῆς Ἐκκλησίας τετολμῆσθαι
πράγματα οὔπω μέχρι τῆς ἡμέρας ταύτης εἰς ἀκοὴν
ἡμετέραν ἐλθόντα. Καὶ ταῦτα μὲν εἰ καὶ λυπηρὰ καὶ βαρέα,
ἀλλ' ἔτι φορητὰ διὰ τὸ εἰς ἄνθρωπον γεγενῆσθαι ὅς, τὴν
ὑπὲρ ὧν πέπονθεν ἐκδίκησιν τῷ Θεῷ ἐπιτρέψας, ὅλος ἐστὶ
τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ μηδὲν παρὰ τὴν αὐτοῦ αἰτίαν βλαβερὸν
γίνεσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδὴ δέ τινες τῶν τιμίων
καὶ πάσης πίστεως ἀξίων ἀδελφῶν ἀπήγγειλαν ἡμῖν ὡς
περὶ τὴν πίστιν καινοτομουμένων τινῶν καὶ λαλουμένων
παρὰ σοῦ ὑπεναντίως τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ, ἐπὶ
τούτοις πλέον συγκινηθέντες καὶ πολὺν ἀγῶνα ἀγωνιά-
σαντες μή πού τι πρὸς τοῖς μυρίοις τραύμασιν οἷς πέπονθεν
ἡ Ἐκκλησία παρὰ τῶν εἰς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου
ἐξαμαρτόντων ἔτι καὶ ἄλλο ἀναφυῇ κακόν, ἀνανεωθείσης
τῆς παλαιᾶς τοῦ ἐχθροῦ τῆς Ἐκκλησίας Σαβελλίου
αἱρέσεως (τούτοις γὰρ οἱ ἀδελφοὶ ἀπήγγελον ἡμῖν συγ-
γενῆ εἶναι τὰ εἰρημένα), τούτου ἕνεκεν ἐπεστείλαμεν,
ἵνα μὴ ὀκνήσῃς μικρὸν διάστημα κινηθεὶς καταλαβεῖν ἡμᾶς
καὶ τὴν ἐπὶ τούτοις πληροφορίαν παρασχόμενος ἡμῶν τε
229

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. Epistle 159, se. 2, l. 2

ἐρωτώμενος καὶ συγχαίρω τοῖς ἐρωτῶσιν. Ἡμῖν τοίνυν ἑνὶ


μὲν λόγῳ ἡ τῶν ἐν Νικαίᾳ συνελθόντων Πατέρων πίστις
πασῶν τῶν ὕστερον ἐφευρεθεισῶν προτετίμηται, ἐν ᾗ
ὁμοούσιος ὁμολογεῖται ὁ Υἱὸς τῷ Πατρὶ καὶ τῆς αὐτῆς
ὑπάρχων φύσεως ἧς ὁ γεννήσας. Φῶς γὰρ ἐκ Φωτὸς καὶ
Θεὸν ἐκ Θεοῦ καὶ Ἀγαθὸν ἐξ Ἀγαθοῦ καὶ τὰ τοιαῦτα
πάντα ὑπό τε τῶν ἁγίων ἐκείνων ὡμολογήθη καὶ ὑφ' ἡμῶν
νῦν, τῶν εὐχομένων κατ' ἴχνη βαίνειν ἐκείνοις, προσμαρτυ-
ρεῖται.
Ἐπειδὴ δὲ τὸ νῦν ἀνακύψαν παρὰ τῶν ἀεί τι και-
νοτομεῖν ἐπιχειρούντων ζήτημα, παρασιωπηθὲν τοῖς πάλαι
διὰ τὸ ἀναντίρρητον, ἀδιάρθρωτον κατελείφθη (λέγω δὴ τὸ
περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), προστίθεμεν τὸν περὶ τούτου
λόγον ἀκολούθως τῇ τῆς Γραφῆς ἐννοίᾳ, ὅτι ὡς βαπτιζό-
μεθα, οὕτω καὶ πιστεύομεν, ὡς πιστεύομεν, οὕτω καὶ
δοξολογοῦμεν. Ἐπειδὴ οὖν βάπτισμα ἡμῖν δέδοται παρὰ
τοῦ Σωτῆρος εἰς ὄνομα Πατρὸς καὶ Υἱοῦ καὶ Ἁγίου
Πνεύματος, ἀκόλουθον τῷ βαπτίσματι τὴν ὁμολογίαν τῆς
πίστεως παρεχόμεθα, ἀκόλουθον δὲ καὶ τὴν δοξολογίαν τῇ
πίστει, συνδοξάζοντες Πατρὶ καὶ Υἱῷ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα
τῷ πεπεῖσθαι μὴ ἀλλότριον εἶναι τῆς θείας φύσεως.

Βασίλειος θεολόγος. Επιστολαί. 175, se. 1, l. 18

παρετηρησάμην ἀποστεῖλαι ἃ ἐπεζητήσατε. Πλὴν δοκεῖτέ


μοι περιηχεῖσθαι παρὰ τῶν αὐτόθι, τῶν μηδὲν ἐργαζομέ-
νων, οἳ ἐπὶ διαβολῇ ἡμετέρᾳ λέγουσί τινα, ὡς ἐκ τούτου
ἑαυτοὺς συστήσοντες, ἐὰν ἡμῶν τὰ αἴσχιστα κατα-
ψεύσωνται. Ἐκείνους μὲν γὰρ φανεροῖ ὁ παρελθὼν χρόνος
καὶ προϊοῦσα ἡ πεῖρα φανερωτέρους ποιήσει. Ἡμεῖς δὲ
παρακαλοῦμεν τοὺς ἠλπικότας εἰς Χριστὸν μηδὲν παρὰ τὴν
ἀρχαίαν περιεργάζεσθαι πίστιν, ἀλλ' ὡς πιστεύομεν, οὕτω
καὶ βαπτίζεσθαι, ὡς δὲ βαπτιζόμεθα, οὕτω καὶ δοξολογεῖν,
ὀνόματα δὲ ἀρκεῖν ἡμῖν ἐκεῖνα ὁμολογεῖν ἃ παρελάβομεν
παρὰ τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὴν ἐπὶ τούτοις καινοτομίαν
διαφεύγειν. Οὐ γὰρ ἐν τῇ ἐφευρέσει τῶν προσηγοριῶν ἡ
σωτηρία ἡμῶν, ἀλλ' ἐν τῇ ὑγιεῖ περὶ τῆς Θεότητος εἰς ἣν
πεπιστεύκαμεν ὁμολογίᾳ.
230

Βασίλειος θεολόγος. Επιστολαί. 189, se. 3, l. 2

ἀλήθεια, καὶ ἐν κοινῷ πρὸς πάντας καὶ ἰδίᾳ πρὸς τοὺς


ἐντυγχάνοντας δεικνύντων ἡμῶν ὅτι ἀνατεθεμάτισται
παρ' ἡμῶν πᾶς ὁ τρεῖς λέγων θεοὺς καὶ οὐδὲ χριστιανὸς
εἶναι κρίνεται. Ἀλλ' ὅταν τοῦτο ἀκούσωσι, πρόχειρος
αὐτοῖς καθ' ἡμῶν ὁ Σαβέλλιος, καὶ ἡ ἐξ ἐκείνου νόσος
ἐπιθρυλεῖται τῷ ἡμετέρῳ λόγῳ. Πάλιν καὶ πρὸς τοῦτο
ἡμεῖς τὸ σύνηθες ὅπλον, τὴν ἀλήθειαν, προβαλλόμεθα
δεικνύντες ὅτι ἐπίσης τῷ Ἰουδαϊσμῷ καὶ τὴν τοιαύτην
αἵρεσιν φρίττομεν.
Τί οὖν; Ἆρα μετὰ τοσαύτας ἐγχειρήσεις ἀποκα-
μόντες ἡσύχασαν; Οὐκ ἔστι ταῦτα. Ἀλλὰ καινοτομίαν
ἡμῖν προφέρουσιν, οὑτωσὶ τὸ ἔγκλημα καθ' ἡμῶν συντι-
θέντες τρεῖς ὑποστάσεις ὁμολογούντων· μίαν ἀγαθότητα
καὶ μίαν δύναμιν καὶ μίαν θεότητα λέγειν ἡμᾶς αἰτιῶνται.
Καὶ οὐκ ἔξω τοῦτο τῆς ἀληθείας φασί· λέγομεν γάρ. Ἀλλ'
ἐγκαλοῦντες τοῦτο προφέρουσιν ὅτι ἡ συνήθεια αὐτῶν
τοῦτο οὐκ ἔχει καὶ ἡ Γραφὴ οὐ συντίθεται. Τί οὖν καὶ
πρὸς τοῦτο ἡμεῖς; Οὐ νομίζομεν δίκαιον εἶναι τὴν παρ'
αὐτοῖς ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν νόμον καὶ κανόνα τοῦ
ὀρθοῦ ποιεῖσθαι λόγου.

Βασίλειος θεολόγος. Επιστολαί. 198, se. 2, l. 1

εὐλάβειάν σου ἐκ τῆς χώρας μεταστειλάμενοι, ἐχρησά-


μεθα αὐτῷ διακόνῳ τῶν πρὸς τὴν σὴν ὁσιότητα γραμμάτων,
ἵνα καὶ τὰ ἡμέτερα σαφῶς διαγγείλῃ καὶ τὰ αὐτόθεν ἡμῖν
ἐναργῶς καὶ ταχέως τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι διακομίσῃ. Καὶ
τὸν ποθεινότατον ἀδελφὸν Εὐσέβιον τὸν ἀναγνώστην πάλαι
ἐπειγόμενον πρὸς τὴν σὴν θεοσέβειαν ἐπέσχομεν, τὸ τῶν
ἀέρων εὐκραὲς ἀναμένοντες. Καὶ νῦν μέντοι ἐν φροντίδι οὐ
τῇ τυχούσῃ εἰμί, μήποτε αὐτῷ τὸ περὶ τὰς ὁδοιπορίας
ἄηθες ξενισμὸν ἐμποιήσῃ καὶ ἀρρωστίας αἰτίαν παράσχῃ
τῷ σώματι εὐαφόρμως ἔχοντι πρὸς τὴν ἀσθένειαν.
Τὰ μέντοι καινοτομηθέντα περὶ τὴν Ἀνατολὴν πε-
ριττὸν ἡμᾶς ἐστι διὰ γραμμάτων σημαίνειν, αὐτῶν τῶν
ἀδελφῶν ἀκριβῶς δυναμένων ἀφ' ἑαυτῶν διαγγεῖλαι. Γίνωσκε
δέ, τιμιωτάτη μοι κεφαλή, ὅτι ἡνίκα ταῦτα ἐπέστελλον,
οὕτω διεκείμην φαύλως ὥστε πάσας με λοιπὸν τοῦ ζῆν τὰς
231

ἐλπίδας ἐπιλελοιπέναι. Καὶ γὰρ οὐδὲ ἐξαριθμήσασθαι δυ-


νατὸν τῶν ἐπιγινομένων μοι συμπτωμάτων τὸ πλῆθος, καὶ
τὴν ἀσθένειαν καὶ τὸ μέγεθος τῶν πυρετῶν καὶ τὴν
κακοήθειαν ὁποῖα· πλὴν ὅτι ἐκ πάντων ἓν τὸ συναγόμενον,
πληρῶσαι ἡμᾶς λοιπὸν τὸν χρόνον τῆς παροικίας τοῦ
δυστήνου τούτου καὶ ὀδυνηροῦ βίου.

Βασίλειος θεολόγος. Constitutiones asceticae [Sp.] Vol. 31, p. 1420, l. 7

ήκει τοὺς ἀδελφοὺς, μὴ μέντοι τινὰς ἑταιρίας δύο


κατὰ ταυτὸ ἢ τρεῖς γενομένους συνίστασθαι. Οὐ
γὰρ ἀγάπη τοῦτο, ἀλλὰ στάσις ἐστὶ, καὶ διαίρεσις,
καὶ κακίας τῶν συνιόντων κατηγορία. Εἰ γὰρ τὸ
κοινὸν τῆς εὐταξίας ἠγάπων οἱ τοιοῦτοι, κοινὴν ἂν
ἔσχον πρὸς πάντας καὶ ἰσότιμον τὴν ἀγάπην· εἰ δὲ,
ἀποτεμόντες καὶ διορίσαντες ἑαυτοὺς, σύστημα ἐν
συστήματι γίνονται, πονηρὰ ἡ τῆς τοιαύτης φιλίας
συναγωγὴ, καὶ παρηλλαγμένον τι παρὰ τὸ κοινὸν
πρᾶγμα τοὺς τοιούτους συνάγει, ὅπερ ἐστὶ καινοτο-
μία παρὰ τὴν κρατοῦσαν εὐστάθειαν. Προς-
ήκει τοίνυν μήτε τὰς τοιαύτας ἑταιρίας συγχωρεῖ-
σθαι, μήτε διὰ τὴν τῆς ἀγάπης τήρησιν εἰς
κοινωνίαν ἔρχεσθαί τινα ἀδελφοῦ πονηρεύεσθαι βου-
λομένου, καὶ τοὺς τῆς κοινῆς εὐταξίας παραχαράτ-
τειν θεσμούς· ἀλλὰ μέχρι μὲν ἂν ἅπαντες ἐν τῷ
καλῷ μένωσιν, εἶναι ἑκάστου τὴν πρὸς ἅπαντας κοι-
νωνίαν καὶ ἕνωσιν. Εἰ δέ τις, ἐναντιοῦσθαι τῇ κρα-
τούσῃ καταστάσει βουλόμενος, τὸν ἀδελφὸν συνεφέλ-
κεται, τοῦτον τὰ μὲν πρῶτα παρὰ τοῦ ὑγιαίνοντος,
ὡς νοσοῦντα τοὺς λογισμοὺς

Ωριγένης Contra Celsum (2042: 001)“Origène. Contre Celse, 4 vols.”,


Ed. Borret, M.Paris: Cerf, 1:1967; 2:1968; 3–4:1969; Sources chrétiennes
132, 136, 147, 150.B. 1, se. 31, l. 15

τὰ αὐτὰ τῷ διδασκάλῳ παθεῖν καὶ ὁμόσε χωρῆσαι τῷ


κινδύνῳ καὶ καταλιπεῖν τὰς πατρίδας ὑπὲρ τοῦ διδάξαι
κατὰ τὸ Ἰησοῦ βούλημα τὸν παραδοθέντα αὐτοῖς ὑπ' αὐτοῦ
λόγον. ⌊Οἶμαι γὰρ ὅτι ὁ εὐγνωμόνως ἐξετάζων τὰ πράγματα
οὐκ ἂν λέγοι τούτους ἑαυτοὺς παραδεδωκέναι περιστατικῷ
232

βίῳ ἕνεκεν τῆς Ἰησοῦ διδασκαλίας χωρίς τινος μεγάλης


πειθοῦς, ἣν ἐνεποίησεν αὐτοῖς διδάσκων οὐ μόνον διακεῖσθαι
κατὰ τὰ μαθήματα αὐτοῦ ἀλλὰ καὶ ἄλλους διατιθέναι, καὶ
διατιθέναι προὔπτου ὄντος ὡς πρὸς τὸν ἀνθρώπων βίον
ὀλέθρου τῷ τολμῶντι πανταχοῦ καὶ πρὸς πάντας καινο-
τομεῖν καὶ μηδένα ἀνθρώπων, ἐμμένοντα τοῖς προτέροις
δόγμασι καὶ ἔθεσι, φίλον ἑαυτῷ τηρεῖν. Ἆρα γὰρ οὐχ
ἑώρων οἱ τοῦ Ἰησοῦ μαθηταί, τολμῶντες οὐ
μόνον Ἰουδαίοις ἐκ τῶν προφητικῶν λόγων παριστάνειν
ὅτι οὗτος εἴη ὁ προφητευθείς, ἀλλὰ καὶ τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν
ὅτι ὁ χθὲς καὶ πρώην σταυρωθεὶς ἑκὼν τοῦτον τὸν θάνατον
ὑπὲρ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων ἀνεδέξατο, ἀνάλογον τοῖς
ἀποθανοῦσιν ὑπὲρ τῶν πατρίδων ἐπὶ τῷ σβέσαι λοιμικὰ
κρατήσαντα καταστήματα ἢ ἀφορίας ἢ δυσπλοΐας;

Ωριγένης Contra Celsum B. 1, se. 38, l. 24

διδάξαι λόγον, πείθοντα πάντα πράττειν, ὡς θεοῦ κρίνοντος


ἕκαστον ἐπὶ πᾶσι τοῖς πεπραγμένοις, καὶ οὕτω διατιθέναι
τοὺς ἑαυτοῦ μαθητάς, οἷς ἔμελλε χρήσεσθαι διακόνοις τῆς
ἑαυτοῦ διδασκαλίας. Ἆρα γὰρ κἀκεῖνοι οὕτω διδαχθέντες
ποιεῖν δυνάμεις ᾕρουν τοὺς ἀκούοντας ἢ οὐδὲ δυνάμεις
ἐποίουν; Τὸ μὲν οὖν λέγειν ὅτι οὐδαμῶς δυνάμεις ἐποίουν
ἀλλὰ πιστεύσαντες οὐδεμιᾷ λόγων ἱκανότητι παραπλησίως
τῇ ἐν διαλεκτικῇ Ἑλλήνων σοφίᾳ ἐπέδωκαν ἑαυτοὺς τῷ
καινὸν διδάσκειν λόγον οἷς ἂν ἐπιδημήσωσι πάνυ ἐστὶν
ἄλογον· τίνι γὰρ θαρροῦντες ἐδίδασκον τὸν λόγον καὶ
ἐκαινοτόμουν; ⌊Εἰ δὲ δυνάμεις ἐτέλουν κἀκεῖνοι, τίνα ἔχει
πιθανότητα τὸ μάγους τοσούτοις κινδύνοις ἑαυτοὺς παρα-
βεβληκέναι διὰ διδασκαλίαν μαγείας ἀπαγορεύουσαν;⌋
Οὐ δοκεῖ μοι ἀγωνίσασθαι πρὸς λόγον, ⌊μὴ μετὰ
σπουδῆς ἀλλὰ μετὰ χλεύης⌋ εἰρημένον· ⌊Εἰ ἄρα καλὴ ἦν ἡ
μήτηρ τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ὡς καλῇ αὐτῇ ἐμίγνυτο ὁ θεός⌋, οὐ
πεφυκὼς ἐρᾶν φθαρτοῦ σώματος; Ἢ ὅτι οὐδ' εἰκὸς ἦν
ἐρασθήσεσθαι αὐτῆς τὸν θεόν, οὔσης οὔτ' εὐδαίμονος οὔτε
βασιλικῆς, ἐπεὶ μηδεὶς αὐτὴν ᾔδει μηδὲ τῶν γειτόνων·
παίζει δὲ λέγων καὶ ὅτι μισουμένην αὐτὴν ὑπὸ τοῦ τέκτονος
καὶ ἐκβαλλομένην οὐκ ἔσωσε θεία δύναμις οὐδὲ λόγος

Ωριγένης Contra Celsum B. 1, se. 57, l. 24

ἅπερ περὶ ἐκείνου ἐπροφητεύετο. Οὐκ οἴδαμεν οὖν εἰ ὁ


233

Κέλσος ἠπίστατό τινας ἐπιδημήσαντας τῷ βίῳ καὶ τὸ


παραπλήσιον βουληθέντας ποιεῖν τῷ Ἰησοῦ καὶ θεοῦ υἱοὺς
αὑτοὺς ἀναγορεύειν ἢ θεοῦ δύναμιν. Ἐπεὶ δὲ φιλαλήθως τὰ
κατὰ τοὺς τόπους ἐξετάζομεν, ἐροῦμεν ὅτι ⌊Θευδᾶς πρὸ τῆς
γενέσεως Ἰησοῦ γέγονέ τις παρὰ Ἰουδαίοις «μέγαν
τινὰ ἑαυτὸν» λέγων· οὗ ἀποθανόντος οἱ ἀπατηθέντες
ὑπ' αὐτοῦ διεσκεδάσθησαν. Καὶ μετ' ἐκεῖνον «ἐν ταῖς τῆς
ἀπογραφῆς ἡμέραις», ὅτ' ἔοικε γεγεννῆσθαι ὁ Ἰησοῦς,
Ἰούδας τις Γαλιλαῖος πολλοὺς ἑαυτῷ συναπέστησεν ἀπὸ
τοῦ λαοῦ τῶν Ἰουδαίων⌋ ὡς σοφὸς καὶ καινοτομῶν τινα·
οὗ καὶ αὐτοῦ δίκας τίσαντος ἡ διδασκαλία καθῃρέθη πάνυ
ἐν ὀλίγοις καὶ ἐλαχίστοις μείνασα. ⌊Καὶ μετὰ τοὺς Ἰησοῦ
δὲ χρόνους ἠθέλησε καὶ ὁ Σαμαρεὺς Δοσίθεος πεῖσαι Σαμα-
ρεῖς ὅτι αὐτὸς εἴη ὁ προφητευόμενος ὑπὸ Μωϋσέως Χριστός⌋,
καὶ ἔδοξέ τινων τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ κεκρατηκέναι. Ἀλλὰ
τὸ εἰρημένον πάνυ σοφῶς ὑπὸ τοῦ ⌊ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν
ἀποστόλων ἀναγεγραμμένου Γαμαλιὴλ⌋ οὐκ ἄλογον παρα-
θέμενον δεῖξαι, ⌊πῶς ἐκεῖνοι μὲν ἀλλότριοι τῆς ἐπαγγελίας
ἦσαν⌋, οὔτε υἱοὶ θεοῦ οὔτε δυνάμεις ὄντες αὐτοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς
ὁ Ἰησοῦς ἀληθῶς ἦν υἱὸς θεοῦ. Εἶπε δ' ἐκεῖ ὁ Γαμαλιήλ·

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (2048:


001)“Sozomenus. Kirchengeschichte”, Ed. Bidez, J., Hansen, G.C.
Berlin: Akademie–Verlag, 1960; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 50.B. 2, Ch. 18, se. 4, l. 5

θέντας, ἐσπούδαζεν ὅπως αὐτὸς ὁ βασιλεὺς προσδέξηται τὸν Ἄρειον καὶ


κάθοδον αὐτῷ παράσχῃ. ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὡς ἐγένετο, οὐκ εἰς μακρὰν ἐρῶ.
ἐν δὲ τῷ τότε πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς ἐστασίαζον οἱ ἐπίσκοποι
ἀκριβολογούμενοι περὶ τὸ ὁμοούσιον ὄνομα. οἱ μὲν γὰρ τοὺς τοῦτο
προσδεχομένους βλασφη-μεῖν ᾤοντο, ὡς ὑπάρξεως ἐκτὸς τὸν υἱὸν
δοξάζοντας καὶ τὰ Μοντανοῦ καὶ Σαβελλίου φρονοῦντας, οἱ δ' αὖ πάλιν
ὡς Ἑλληνιστὰς τοὺς ἑτέρους ἐξετρέ-ποντο καὶ πολυθεΐας εἰσάγειν
διέβαλλον. κατετρίβοντο δὲ μάλιστα περὶ τὰ τοιαῦτα Εὐσέβιός τε ὁ
Παμφίλου καὶ Εὐστάθιος ὁ Ἀντιοχεύς. ἀμφότεροι
μὲν γὰρ τὸν υἱὸν τοῦ θεοῦ ἐν ὑποστάσει εἶναι ὡμολόγουν, ὥσπερ δὲ
ἀλλήλων
μὴ ἐπαΐοντες ἀλλήλους διέβαλλον. καὶ Εὐστάθιος μὲν ἐπῃτιᾶτο Εὐσέβιον
ὡς εἰς τὰ ἐν Νικαίᾳ δόξαντα περὶ τοῦ δόγματος καινοτομοῦντα, ὁ δὲ
ταῦτα μὲν ἐπαινεῖν φησιν, Εὐσταθίῳ δὲ τὴν Σαβελλίου ὀνειδίζειν δόξαν.
Συνόδου δὲ ἐν Ἀντιοχείᾳ γενομένης ἀφαιρεῖται Εὐστάθιος τὴν Ἀντι-
οχέων ἐκκλησίαν, τὸ μὲν ἀληθές, ὡς ὁ πολὺς ἔχει λόγος, καθότι τὴν ἐν
Νικαίᾳ πίστιν ἐπῄνει καὶ τοὺς ἀμφὶ τὸν Εὐσέβιον καὶ Παυλῖνον τὸν
234

Τύρου
ἐπίσκοπον καὶ Πατρόφιλον τὸν Σκυθοπόλεως, ὧν τῇ γνώμῃ οἱ ἀνὰ τὴν
ἕω
ἱερεῖς εἵποντο, οἷά γε τὰ Ἀρείου φρονοῦντας ἀπεστρέφετο καὶ φανερῶς
διέβαλλε, πρόφασιν δέ, ὡς οὐχ ὁσίαις πράξεσι τὴν ἱερωσύνην αἰσχύνας
ἐφωράθη. μεγίστη δὲ διὰ τὴν αὐτοῦ καθαίρεσιν ἀνεκινήθη στάσις κατὰ
τὴν Ἀντιόχειαν, ὡς μικροῦ δεῖν ξιφῶν ἅψασθαι τὸ πλῆθος καὶ πᾶσαν κιν-
δυνεῦσαι τὴν πόλιν. ἔβλαψε δὲ αὐτὸ τοῦτο οὐ μετρίως αὐτὸν πρὸς
βασιλέα.

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica


B. 3, Ch. 12, se. 6, l. 3

ἀπὸ τῆς ἕω ἐπισκόποις. ἀφείλοντο δὲ τούτους τῆς ἱερωσύνης καὶ τῆς


κοινωνίας ὡς τὸν υἱὸν χωρίζοντας τῆς τοῦ πατρὸς οὐσίας καὶ τοὺς πάλαι
καθαιρεθέντας διὰ τὴν Ἀρείου αἵρεσιν δεξαμένους καὶ εἰς ἀξιώματα
μείζω
λειτουργίας θεοῦ προαγαγόντας. διὰ ταῦτά τε αὐτοὺς ἀποκηρύξαντες
καὶ τῆς καθόλου ἐκκλησίας ἀλλοτρίους ψηφισάμενοι ἔγραψαν τοῖς
πανταχῇ
ἐπισκόποις ἐπιψηφίσασθαι τοῖς παρ' αὐτῶν κεκριμένοις καὶ ὁμοφρονεῖν
αὐτοῖς περὶ τὸ δόγμα. ἐξέθεντο δὲ καὶ αὐτοὶ τηνικαῦτα πίστεως γραφὴν
ἑτέραν, πλατυτέραν μὲν τῆς ἐν Νικαίᾳ, φυλάττουσαν δὲ τὴν αὐτὴν
διάνοιαν
καὶ οὐ παρὰ πολὺ διαλλάττουσαν τῶν ἐκείνης ῥημάτων. ἀμέλει Ὅσιος
καὶ Πρωτογένης, οἳ τότε ὑπῆρχον ἄρχοντες τῶν ἀπὸ τῆς δύσεως ἐν
Σαρδικῇ
συνεληλυθότων, δείσαντες ἴσως, μὴ νομισθεῖέν τισι καινοτομεῖν τὰ
δόξαντα
τοῖς ἐν Νικαίᾳ, ἔγραψαν Ἰουλίῳ καὶ ἐμαρτύραντο κύρια τάδε ἡγεῖσθαι,
κατὰ
χρείαν δὲ σαφηνείας τὴν αὐτὴν διάνοιαν πλατῦναι, ὥστε μὴ ἐγγενέσθαι
τοῖς
τὰ Ἀρείου φρονοῦσιν ἀποκεχρημένοις τῇ συντομίᾳ τῆς γραφῆς εἰς
ἄτοπον
ἕλκειν τοὺς ἀπείρους διαλέξεως. ταῦτα πράξαντες ἑκάτεροι διέλυσαν
τὸν σύλλογον καὶ εἰς τὰ οἰκεῖα ἕκαστος ἐπανῆλθε. συνέστη δὲ αὕτη ἡ
σύνοδος
Ῥουφίνου καὶ Εὐσεβίου ὑπατευόντων· ἑνδέκατον δὲ τοῦτο ἔτος ἦν ἀπὸ
τῆς
Κωνσταντίνου τελευτῆς. συνῆλθον δὲ ἐκ μὲν τῶν πρὸς δύσιν πόλεων
ἀμφὶ
τριακόσιοι ἐπίσκοποι, ἐκ δὲ τῆς ἕω ἓξ καὶ ἑβδομήκοντα· σὺν τούτοις δὲ
235

καὶ
Ἰσχυρίων, ἐπιτραπεὶς τὴν τοῦ Μαρεώτου ἐπισκοπὴν πρὸς τῶν Ἀθανασίῳ
ἀπεχθανομένων.

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica


B. 4, Ch. 17, se. 6, l. 4

πραγμονοῦσαν τῆς ἑκάστου ἐννοίας, ἵνα μὴ διχόνοιαι καὶ στάσεις


γίνωνται
διαλέξει καὶ ἀκριβεῖ βασάνῳ παραδιδομένων τῶν ὀνομάτων· ἄμεινον γὰρ
εἶναι ἀμαθέστερον διαλεγομένους ὀρθῶς περὶ θεοῦ δοξάζειν ἢ
καινότητας
ὀνομάτων ἐπεισάγειν διαλεκτικῆς τερθρείας συγγενεῖς. ὑπῃνίττοντο δέ,
μᾶλλον δὲ καὶ προφανῶς διέβαλλον τὸ ὁμοούσιον ὄνομα ὡς ἄγνωστον
ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς καὶ τοῖς πολλοῖς ἀσαφές· ἀντὶ δὲ τούτου ὅμοιον κατὰ
πάντα τῷ γεννήσαντι λέγειν τὸν υἱὸν κατὰ τὰς θείας γραφάς.
Ἐπεὶ δὲ ταῦτα περιέχουσαν [καὶ] τὴν προκομισθεῖσαν παρ' αὐτῶν
γραφὴν ἀνέγνωσαν, οἱ μὲν πλείους μηδὲν δεῖσθαι νεωτέρας πίστεως
ἰσχυρί-
ζοντο, ἀλλ' ἀρκεῖσθαι τοῖς ἤδη δόξασι πρὸ αὐτῶν, συνεληλυθέναι δὲ νῦν
ἵνα, εἴ τι καινοτομοῖτο κατὰ τούτων, κωλύσωσιν· εἰ δὲ μηδὲν παρὰ ταῦτα
καινοτομεῖ τὰ ἀνεγνωσμένα, λέγειν ἐζήτουν τοὺς εἰσηγητὰς ταύτης τῆς
γρα-
φῆς καὶ φανερῶς ἀποκηρύττειν τὸ Ἀρείου δόγμα ὡς θορύβων αἴτιον
εἰσέτι
νῦν ἐξ ἐκείνου γενόμενον ταῖς πανταχῇ ἐκκλησίαις. ἀποφυγόντων δὲ τὴν
πρότασιν Οὐρσακίου καὶ Οὐάλεντος,

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica


B. 4, Ch. 17, se. 6, l. 5

διαλέξει καὶ ἀκριβεῖ βασάνῳ παραδιδομένων τῶν ὀνομάτων· ἄμεινον γὰρ


εἶναι ἀμαθέστερον διαλεγομένους ὀρθῶς περὶ θεοῦ δοξάζειν ἢ
καινότητας
ὀνομάτων ἐπεισάγειν διαλεκτικῆς τερθρείας συγγενεῖς. ὑπῃνίττοντο δέ,
μᾶλλον δὲ καὶ προφανῶς διέβαλλον τὸ ὁμοούσιον ὄνομα ὡς ἄγνωστον
ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς καὶ τοῖς πολλοῖς ἀσαφές· ἀντὶ δὲ τούτου ὅμοιον κατὰ
πάντα τῷ γεννήσαντι λέγειν τὸν υἱὸν κατὰ τὰς θείας γραφάς.
Ἐπεὶ δὲ ταῦτα περιέχουσαν [καὶ] τὴν προκομισθεῖσαν παρ' αὐτῶν
γραφὴν ἀνέγνωσαν, οἱ μὲν πλείους μηδὲν δεῖσθαι νεωτέρας πίστεως
ἰσχυρί-
236

ζοντο, ἀλλ' ἀρκεῖσθαι τοῖς ἤδη δόξασι πρὸ αὐτῶν, συνεληλυθέναι δὲ νῦν
ἵνα, εἴ τι καινοτομοῖτο κατὰ τούτων, κωλύσωσιν· εἰ δὲ μηδὲν παρὰ ταῦτα
καινοτομεῖ τὰ ἀνεγνωσμένα, λέγειν ἐζήτουν τοὺς εἰσηγητὰς ταύτης τῆς
γρα-
φῆς καὶ φανερῶς ἀποκηρύττειν τὸ Ἀρείου δόγμα ὡς θορύβων αἴτιον
εἰσέτι
νῦν ἐξ ἐκείνου γενόμενον ταῖς πανταχῇ ἐκκλησίαις. ἀποφυγόντων δὲ τὴν
πρότασιν Οὐρσακίου καὶ Οὐάλεντος, Γερμηνίου τε καὶ Αὐξεντίου καὶ
Δημο-
φίλου καὶ Γαΐου ἐκέλευσεν ἡ σύνοδος ἀναγνωσθῆναι τὴν ἔκθεσιν τῶν
ἄλλων
αἱρέσεων καὶ τῶν ἐν Νικαίᾳ συνεληλυθότων, ὥστε τὰς μὲν ἄλλας ἀποκη-
ρύξαι αἱρέσεις, ἐπιψηφίσασθαι δὲ τοῖς ἐν Νικαίᾳ δεδογμένοις καὶ περὶ

Himerius Soph., Declamationes et orationes (2051: 001)“Himerii


declamationes et orationes cum deperditarum Frag. is”, Ed. Colonna,
A.Rome: Polygraphica, 1951.Oration 32, l. 27

... Ἡρακλέα τὸν Διὸς πονοῦντα τοὺς ἄθλους καὶ τὴν


κακίαν τῶν ἀνθρώπων καθαίροντα, τοῦτο δὲ ποιεῖν τῷ
ῥοπάλῳ μόνῳ, λόγον δὲ μυεῖσθαι τῷ μύθῳ τοῦτο τὸ
ῥόπαλον ...
Αὐτός τε φυτεύει τῷ φυτῷ τούτῳ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν,
Ἀττικὰ ἐπάρδων τὰ νάματα ...
Ἀεὶ δὲ τὰ καλὰ σπάνια, καὶ δόξαν ἀθάνατον τοῖς
ἐπινοοῦσι προμνώμενα ...
Πρῶτος μὲν ὁ σοφὸς Ἀνάχαρσις ἐκ Σκυθῶν ἦλθεν εἰς
Ἕλληνας, πρῶτος δὲ Πέλοψ ἐκ Λυδῶν, ἐπ' ἀθανάτων ἵπ-
πων κατὰ γαλήνης ὀχούμενος, καὶ μισθὸν τῆς καινοτομίας
λαμβάνει, δοῦναι τῇ χώρᾳ τὸ πρόσρημα· πρῶτος μὲν
Ἀλέξανδρος βασιλέων ὠκεανῷ κῦδος ἐβάπτισε, πρῶτος δὲ
Κῦρος ..... ἐκ Βαβυλῶνος τὴν ἵππον ἤλασεν ...
Καὶ ὁ μὲν ἔπαινος ἐν αἰγιαλοῖς ἔτι, πελαγίζει δὲ ὁ
λόγος οὐχ ὁρῶν ὅρμον φαινόμενον ...
Καὶ ἡ μὲν μουσικὴ Τιμοθέῳ δόξαν ἐκτήσατο, καὶ τῷ
Πυθαγόρᾳ σοφία τὴν φήμην προὐξένησεν, ἡ δὲ ῥητορικὴ
τῷ Γοργίᾳ τὰς χρυσᾶς εἰκόνας ἀνέστησεν ...
Κράτιστον οὖν ἴσως εἰκόνι τὴν τοῦδε φύσιν θηράσαντα
τὸ τοῦ Φειδίου μιμήσασθαι. οὐκ ἠγνόει Φειδίας, ὅσος καὶ

Aristides Quintilianus Mus., De musica (2054: 001)


“Aristidis Quintiliani de musica libri tres”, Ed. Winnington–Ingram, R.P.
237

Leipzig: Teubner, 1963.B. 3, se. 26, l. 22

τὰς πρώτας αἰτίας γινόμεναι τὴν σύμπασαν τῆς γενέσεως


μετέβαλον ἰδιοτροπίαν. ὅτι γὰρ ταῦθ' οὕτως ἔχει, μάρτυς
μὲν ἀξιόχρεως καὶ Ὅμηρος· ὅπου μὲν γάρ φησι [Ζ 488]
μοῖραν δ' οὔτινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν,
ὅπου δέ [Υ 336]
μὴ καὶ ὑπὲρ μοῖραν δόμον Ἄϊδος εἰσαφίκηαι,
ἥ τε ποίησις αὐτῷ πᾶσα θρυλεῖ τὰ τοιάδε. ἐν μὲν γὰρ
Ἰλιάδος ἀρχῇ φησι [Α 3]
πολλὰς δ' ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν,
ὡς τῆς μοιριδίου τῶν Ἀχαιῶν φθορᾶς διὰ τὴν ὀργὴν τοῦ
Ἀχιλλέως καινοτομηθείσης, ἐν δὲ Ὀδυσσείᾳ [α 8sq.]
νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο
ἤσθιον· αὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ,
ὡς εἰ μὴ τοῦτο ἔδρασαν οὐκ ἂν τῆς οἴκαδε αὐτῶν ἀνα-
κομιδῆς ἐστερημένων. ἀλλὰ καὶ οἱ σοφοὶ διττὴν τοῦ μέλ-
λοντος εἶναί φασι τὴν ποιότητα, τὴν μέν γε ἀναγκαίαν
καὶ ἄτρεπτον, ἣν καλεῖσθαι γενησόμενον, τὴν δ' ἀλλοιωτὴν
καὶ οὐ πάντως ἀφωρισμένην, ἥν φασι μέλλον· τὴν μὲν οὖν
ἀναγκαίαν τὰ ὑπὲρ σελήνην ἐπέχειν καὶ κατειληφέναι,
τὴν δ' ἀμφίβολον καὶ ἐνδεχομένην τὰ ἐπὶ τάδε· καὶ τὰ μὲν
καθόλου συμβαίνοντα ἄτρεπτά τε εἶναι καὶ ἀναγκαῖα,

Socrates Scholasticus Hist., Historia ecclesiastica (2057: 001)


“Socrates' ecclesiastical history, 2nd edn.”, Ed. Bright, W.
Oxford: Clarendon Press, 1893.B. 1, Ch. 28, l. 15

κατὰ Ἀθανάσιον γυμνάσαι προσέταξεν· ὅπως ἂν ἐκεῖ πρότερον


ἐκποδὼν γενομένης τῆς ἐρεσχελίας, εἰρηνικώτερον τὰ ἐπιβατήρια
τῆς ἐκκλησίας ἐπιτελέσωσι καθιεροῦντες αὐτὴν τῷ Θεῷ. Τρια-
κοστὸν δὲ ἔτος ἦν τοῦτο τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου· καὶ παρῆσαν
ἐπὶ τὴν Τύρον ἐκ διαφόρων τόπων ἐπίσκοποι τὸν ἀριθμὸν ἑξήκοντα,
Διονυσίου τοῦ ἀπὸ ὑπατικῶν συναγαγόντος αὐτούς. Καὶ ἤγετο μὲν
Μακάριος ὁ πρεσβύτερος ἐκ τῆς Ἀλεξανδρείας σιδηροδέσμιος διὰ
στρατιωτικῆς χειρός. Ἀθανάσιος δὲ ἀπαντῆσαι οὐκ ἐβούλετο, οὐ
τοσοῦτον τὰς κατηγορίας εὐλαβούμενος, οὐδὲν γὰρ τῶν κατηγορου-
μένων ἐγίνωσκεν, ἀλλὰ φοβούμενος μή τι καινοτομηθῇ παρὰ τὰ
ἐν Νικαίᾳ τῇ τότε συνόδῳ συναρέσαντα· ἐδεδοίκει γὰρ τὰ τοῦ
βασιλέως ἀπειλητικὰ γράμματα· ἐγέγραπτο γὰρ αὐτῷ, ὡς εἰ μὴ
ἑκὼν ἀπαντήσοι, ἀνάγκῃ ἀχθήσεσθαι. Παρῆν οὖν ἐξ ἀνάγκης καὶ
Ἀθανάσιος.
238

Socrates Scholasticus Hist., Historia ecclesiastica B. 2, Ch. 37, l. 79

ἐμοῦ λήψεται, καὶ διδάξει καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα.’ Τὸ δὲ ὄνομα τῆς
’οὐσίας,’ διὰ τὸ ἁπλούστερον ὑπὸ τῶν πατέρων τεθεῖσθαι, ἀγνοούμενον
δὲ ὑπὸ
τῶν λαῶν, σκάνδαλον φέρειν, διὰ τὸ μήτε τὰς γραφὰς τοῦτο περιέχειν,
ἤρεσε
τοῦτο περιαιρεθῆναι, καὶ παντελῶς μηδεμίαν μνήμην ‘οὐσίας’ ἐπὶ Θεοῦ
εἶναι
τοῦ λοιποῦ, διὰ τὸ τὰς θείας γραφὰς μηδαμοῦ περὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ
οὐσίας
μεμνῆσθαι. Ὅμοιον δὲ λέγομεν τὸν Υἱὸν τῷ Πατρὶ κατὰ πάντα, ὡς αἱ
ἅγιαι
γραφαὶ λέγουσίν τε καὶ διδάσκουσιν.
Τούτων ἀναγνωσθέντων, διαναστάντες οἷς ταῦτα οὐκ ἤρεσκεν
ἔφασαν, ‘Οὐ δεόμενοι πίστεως ἐνταῦθα συνεληλύθαμεν· ὑγιῆ γὰρ
φυλάττομεν, ἣν ἐξ ἀρχῆς παρειλήφαμεν· ἀλλ' ἵνα, εἴ τις περὶ
ταύτην Καινοτομία γένοιτο, ταύτην κωλύσωμεν. Εἰ οὖν τὰ ἀνα-
γνωσθέντα μηδὲν καινοτομεῖ, φανερῶς ἤδη τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν
ἀναθεματίσατε, καθ' ὃν τρόπον καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις ὁ παλαιὸς
κανὼν τῆς ἐκκλησίας ὡς βλασφήμους ἐξέβαλεν. Ὅτι γὰρ τὸ
βλάσφημον Ἀρείου δόγμα τοὺς θορύβους τῆς ἐκκλησίας καὶ τὰς
ἄχρι νῦν γινομένας, ἐκίνησε ταραχὰς, τοῦτο τῇ οἰκουμένῃ δῆλον
καθέστηκεν.’ Αὕτη ἡ πρότασις, ἡ ὑπὸ τῶν περὶ Οὐρσάκιον καὶ
Οὐάλεντα, Γερμάνιόν τε καὶ Αὐξέντιον καὶ Δημόφιλον καὶ Γάϊον μὴ
δεχθεῖσα, τελέως τὴν ἐκκλησίαν διέσπασεν. Οὗτοι μὲν γὰρ τοῖς
τότε κατὰ τὴν ἐν Ἀριμίνῳ ἀναγνωσθεῖσι προσέθεντο· οἱ δὲ τὴν ἐν
Νικαίᾳ πίστιν αὖθις ἐκύρωσαν, κατεγέλασαν δὲ καὶ τῆς προγραφῆς

Alexander Theol., Tractatus de placitis Manichaeorum (2059: 001)


“Alexandri Lycopolitani contra Manichaei opiniones disputatio”, Ed.
Brinkmann, A.Leipzig: Teubner, 1895.Se. 2, l. 8

τῶν ζητήσεων πορίσασθαι λύσιν. καθάπερ δὲ ἐν τοῖς


ἄλλοις ἡ φιλοτιμία εἰς ὑπερβολὰς ἐκπίπτουσα οὐκ ἔστιν
ὅ τι οὐ λυμαίνεται,
οὕτω δὲ καὶ ἐπὶ τούτων τῇ
καινότητι τῶν δοξῶν ἑκάτερος τὸν πρὸ αὐτοῦ ὑπερ-
βάλλεσθαι σπουδάζων εἰς ἀνήνυτον πρᾶγμα τὴν ἁπλῆν
ταύτην ἐμβεβλήκασιν φιλοσοφίαν· ὥσπερ ὁ λεγόμενος
Μανιχαῖος, ὃς Πέρσης μέν τίς ἐστιν τὸ γένος, κατά
239

γε τὴν ἐμὴν δόξαν πάντας ὑπερβαλὼν τῷ θαυμάσια


λέγειν· καὶ οὐ πάλαι μὲν ἐπεπόλασεν ἡ τούτου καινο-
τομία – πρῶτός γέ τις Πάπος τοὔνομα πρὸς ἡμᾶς
ἐγένετο τῆς τοῦ ἀνδρὸς δόξης ἐξηγητὴς καὶ μετὰ τοῦ-
τον Θωμᾶς καί τινες ἕτεροι μετ' αὐτούς – , αὐτὸς δὲ
ἐπὶ Οὐαλεριανοῦ μὲν γεγονέναι λέγεται, συστρατεῦσαι
Σαπώρῳ τῷ Πέρσῃ, προσκρούσας δέ τι τούτῳ ἀπο-
λωλέναι.
Τοιάδε οὖν τις φήμη τῆς ἐκείνου δόξης ἀπὸ τῶν
γνωρίμων τοῦ ἀνδρὸς ἀφίκετο πρὸς ἡμᾶς. ἀρχὰς ἐτί-
θετο θεὸν καὶ ὕλην, εἶναι δὲ τὸν μὲν θεὸν ἀγαθόν,
τὴν δὲ ὕλην κακόν· ἀγαθῷ δὲ πλείονι τὸν θεὸν ὑπερ-
βάλλειν ἢ κακῷ τὴν ὕλην. τὴν δὲ ὕλην λέγει οὐχ ἣν

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1–14 (2060: 001)“Asterius of Amasea.


Homilies i–xiv”, Ed. Datema, C.Leiden: Brill, 1970.Homily 10, Ch. 18,
se. 1, l. 2

καὶ τὴν πατρῴαν εὐσέβειαν, εἴδωλα μορφώσας τὰ τοῦ νόμου προσκόμ-


ματα·
φησὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Θεός· Διαρρήσων διαρρήξω τὴν
βασιλείαν σου καὶ δώσω αὐτὴν τῷ δούλῳ σου· πλὴν ἐν ταῖς
ἡμέραις σου οὐ ποιήσω ταῦτα διὰ Δαβὶδ τὸν πατέρα σου·
ἐκ χειρὸς τοῦ υἱοῦ σου λήψομαι αὐτήν. Ταῦτα ἡμᾶς ἡ ἱστορία
παιδεύει· διδάσκει καὶ ἡ ᾠδὴ τῶν ψαλμῶν τὰ ὅμοια· Νεώτερος ἤμην·
καὶ γὰρ ἐγήρασα καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον
οὐδὲ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ζητοῦν ἄρτους.
Ἀλλ', ᾗ ἔοικεν, ἐπειδὰν ἅπαξ ψυχὴ τῆς ἀληθείας καταθρασύνηται
καὶ τὸ καινοτομεῖν ἐκπλήκτως ἀντὶ τοῦ ζῆν ἐν τάξει προέληται, οὐδὲν
αὐτὴν ἐπιστρέφειν ἱκανὸν εἰς τὴν εὐθεῖαν καὶ τεταγμένην ὁδόν·
ἐνδακοῦσα
δὲ τὸν χαλινὸν ὥσπερ τις πῶλος δυσήνιος φέρεται πρὸς τὸ βάραθρον
νικῶσα τὸν ἀναβάτην νοῦν τῇ πρὸς τὴν κακίαν ὁρμῇ, ὥσπερ δὴ καὶ τοὺς
Εὐνομιανοὺς τούτους ἔστιν ἰδεῖν.
Οὕτως γὰρ φιλοῦσι καλεῖσθαι
μᾶλλον ἢ τοῦ Χριστοῦ ἄνθρωποι, Θεὸν βλασφημοῦντες, τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ Θεοῦ ἀτιμάζοντες, μᾶλλον δὲ ἐντρεπόμενοι τὰς τῶν ἁγίων
ἀναπαύσεις
ἢ οἱ σωφρονοῦντες τοὺς βωμοὺς καὶ τοὺς βεβήλους καὶ τοὺς
μεμιασμένους
τῶν τόπων.

Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 13, Ch. 12, se. 2, l. 7
240

σε νόσον. Σύντριψον σαυτὸν ὅσον δύνασαι, ζήτησον καὶ ἀδελφῶν ὁμο-


ψύχων πένθος βοηθοῦν σοι πρὸς τὴν ἐλευθερίαν, δεῖξον μοι πικρόν σου
καὶ δαψιλὲς τὸ δάκρυον, ἵνα μίξω καὶ τὸ ἐμόν, λάβε καὶ τὸν ἱερέα κοι-
νωνὸν τῆς θλίψεως ὡς πατέρα.
Τίς γὰρ οὕτως πατὴρ ψευδώνυμος ἢ
τὴν ψυχὴν ἀδαμάντινος, ὡς μὴ συνοδύρεσθαι τοῖς τέκνοις λυπομένοις ἢ
πάλιν συνευφραίνεσθαι χαίρουσιν; Ἱερεὺς υἱοῦ τοῦ κατὰ θρησκείαν
οὕτως ὀδύρεται ἁμαρτίαν, ὡς Ἰακὼβ τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ᾑμαγμένον χιτῶνα,
ὡς Δαβὶδ τοῦ Ἀβεσσαλὼμ τὸν ὄλεθρον, ὡς ὁ Ἠλὶ τὸν Ὀφνὶ καὶ Φινεὲς
πεσόντας ἐπὶ τῆς παρατάξεως, ὡς Μωϋσῆς τὸν λαὸν τὴν ἄθεον μοσχο-
ποιΐαν καινοτομήσαντα.
Πρὸ τῶν σωματικῶν πατέρων θάρρησον
τῷ κατὰ Θεόν σε γεννήσαντι, δεῖξον αὐτῷ ἀνερυθριάστως τὰ κεκρυμ-
μένα, γύμνωσον τὰ τῆς ψυχῆς ἀπόρρητα ὡς ἰατρῷ πάθος δεικνύων
κεκαλυμμένον· αὐτὸς ἐπιμελήσεται καὶ τῆς εὐσχημοσύνης καὶ τῆς
θεραπείας· πλέον ἡ αἰδὼς τῶν γονέων ἅπτεται τῶν πεπονθότων αὐτῶν.
Ἡ γὰρ ἐκείνων δόξα τῶν γεννησαμένων ἐστὶν καὶ ἡ αἰσχύνη ὁμοίως.
Ἄδηλος, ἀδελφοί, τῆς ζωῆς ἡ προθεσμία. Φθάσωμεν τῇ ἐπιμελείᾳ τὴν
ἔξοδον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , De incomprehensibili dei natura (= Contra


Anomoeos, homiliae 1–5) (2062: 012)“Jean Chrysostome. Sur
l'incompréhensibilité de Dieu”, Ed. Malingrey, A.–M.Paris: Cerf, 1970;
Sources chrétiennes 28 bis.Homily 2, l. 44

ἱκανῶς, φέρε δὴ λοιπὸν τὴν χρονίαν ὠδῖνα τῆς ἡμετέρας


ἀκροάσεως λύσωμεν. Εὖ γὰρ οἶδ' ὅτι ἐμοῦ τοῦ λέγοντος
οὐκ ἔλαττον ἕκαστος ὑμῶν ὠδίνει τοὺς περὶ τούτων
ἀκοῦσαι λόγους· τὸ δὲ αἴτιον, φιλόχριστος ἡμῖν ἄνωθεν
ἡ πόλις ἐστί, καὶ πατρῴαν ταύτην διεδέξασθε κληρονομίαν,
μηδέποτε περιορᾶν τὰ τῆς εὐσεβείας δόγματα νοθευόμενα.
Πόθεν τοῦτο δῆλον; Κατέβησάν τινες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας
ποτὲ ἐπὶ τῶν προγόνων τῶν ὑμετέρων, ἐπιθολοῦντες τὰ
καθαρὰ τῆς ἀποστολικῆς διδασκαλίας δόγματα, καὶ
κελεύοντες περιτέμνεσθαι καὶ τηρεῖν τὸν νόμον Μωϋσέως.
Ταύτην οὐκ ἤνεγκαν σιγῇ τὴν καινοτομίαν οἱ τότε τὴν
πόλιν ὑμῶν οἰκοῦντες· ἀλλ' ὥσπερ τινὲς γενναῖοι σκύλακες
λύκους ὁρῶντες ἐπεισιόντας καὶ τὴν ποίμνην ἅπασαν
διαφθείροντας, οὕτως ἐπιπηδήσαντες ἐκείνοις οὐ πρότερον
ἀπέστησαν σοβοῦντες αὐτοὺς πάντοθεν καὶ ἀπελαύνοντες,
ἕως παρεσκεύασαν παρὰ τῶν ἀποστόλων πανταχοῦ τῆς
241

οἰκουμένης πεμφθῆναι δόγματα ἀποτειχίζοντα κἀκείνοις


καὶ τοῖς μετ' ἐκείνους ἅπασι τὴν τοιαύτην κατὰ τῶν πιστῶν
ἔφοδον.

Ιωάννς Χρυσόστομος. , Adversus Judaeos (orationes 1–8) (2062: 021);


MPG 48.Vol 48, pg 919, ln 26

διὰ τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος ἔλεγε· Πολυμερῶς καὶ πο-


λυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν
ἡμῶν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ' ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν
τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ, ὃν ἔθηκε κληρο-
νόμον πάντων, δι' οὗ καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησε.
Καὶ πάλιν ὁ Ἰωάννης, Ὁ νόμος διὰ Μωσέως ἐδόθη,
ἡ δὲ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ
ἐγένετο. Ὥστε τοῦ νόμου μέγιστον καὶ τοῦτο ἐγκώ-
μιον, τὸ παρασκευάσαι τῷ διδασκάλῳ τὴν φύσιν τὴν
ἀνθρωπίνην. Εἶτα, ἵνα μὴ νομίσῃς αὐτὸν πρόσφατον
εἶναι Θεὸν, μηδὲ καινοτομίαν τινὰ εἰσάγειν, ἄκουσον
τί φησιν· Ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ
ἐμοῦ. Πάλαι μου, φησὶ, τὴν παρουσίαν προανεφώνη-
σαν οἱ προφῆται, καὶ ἐν ἀρχῇ τῶν βιβλίων τὴν γνῶσιν
τῆς ἐμῆς θεότητος τοῖς ἀνθρώποις παρήνοιξαν.
γʹ. Ὅταν οὖν ὁ Θεὸς λέγῃ, ἐν ἀρχῇ τῆς κτίσεως,
Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν
ἡμετέραν, αἰνιγματωδῶς ἡμῖν τοῦ Υἱοῦ τὴν θεότητα
ἀποκαλύπτει, πρὸς ὃν διαλέγεται. Εἶτα δεικνὺς ὡς
οὐκ ἐναντία αὕτη τῇ προτέρᾳ πολιτείᾳ, ἀλλὰ καὶ
τοῦτο θέλημα Θεοῦ ἦν, καταλυθῆναι μὲν ἐκείνην

Ιωάννης Χρυσόστομος. , Ad populum Antiochenum (homiliae 1–21)


(2062: 024); MPG 49.Vol 49, pg 177, ln 7

σύνη. Οὐ συνέστειλεν αὐτοὺς ὁ καιρὸς, οὐδὲ ὀκνηροτέ-


ρους ἐποίησεν ἡ τῆς συμφορᾶς προσδοκία· ἀλλ' ὅτε πάν-
τες τὰ ἑτέρων συλλέγουσι, τότε αὐτοὶ τὰ ἑαυτῶν
προΐεντο, οὐχὶ τοῖς παροῦσι μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς πόῤῥω
καθημένοις. Εἶδες πίστιν περὶ τὸν Θεὸν, καὶ ἀγάπην τὴν
περὶ τὸν πλησίον; Βούλει καὶ ἕτερον μαθεῖν τῆς πόλεως
ταύτης ἀξίωμα; Κατῆλθόν τινες ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας εἰς
Ἀντιόχειαν ἐπιθολοῦντες τὸ κήρυγμα, καὶ Ἰουδαϊκὰς
παρεισάγοντες παρατηρήσεις· οὐκ ἤνεγκαν σιγῇ τὴν
242

καινοτομίαν ἐκεῖνοι, οὐδὲ ἡσύχασαν· ἀλλὰ συνελθόντες


καὶ ἐκκλησίαν ποιήσαντες, εἰς Ἱεροσόλυμα ἔπεμψαν
Παῦλον καὶ Βαρνάβαν, καὶ παρεσκεύασαν τοὺς ἀποστό-
λους καθαρὰ δόγματα, πάσης Ἰουδαϊκῆς ἀπηλλαγμένα
ἀσθενείας, πανταχοῦ διαπέμψασθαι τῆς οἰκουμένης.
Τοῦτο πόλεως ἀξίωμα, τοῦτο προεδρία, τοῦτο μητρόπο-
λιν αὐτὴν ποιεῖ, οὐκ ἐν τῇ γῇ, ἀλλ' ἐν τῷ οὐρανῷ· ὡς
αἵ γε ἄλλαι πᾶσαι τιμαὶ φθαρταὶ καὶ ἐπίκηροι, καὶ τῷ
παρόντι συγκαταλύονται βίω, πολλάκις δὲ καὶ πρὸ τοῦ
παρόντος βίου τέλος λαμβάνουσι, καθάπερ οὖν καὶ νῦν
ἔλαβον.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In principium Actorum (homiliae 1–4)


(2062: 064); MPG 51Vol 51, pg 73, ln 58

Ἐκεῖνοι μὲν διὰ τοῦτο ἐπέγραψαν, Ἀγνώστῳ


Θεῷ, ὁ δὲ Παῦλος ἡρμήνευσεν. Οἱ μὲν γὰρ τοῦτο
περὶ ἄλλων ἔλεγον, αὐτὸς δὲ αὐτὸ μετέστησεν
ἐπὶ τὸν Χριστὸν, αἰχμαλωτίσας τὸ νόημα, καὶ μεθ'
ἑαυτοῦ στήσας ἐν τῇ παρατάξει τῇ ἑαυτοῦ· Ὃν γὰρ
ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε ὑμεῖς, τοῦτον ἐγὼ καταγ-
γέλλω, φησίν· ἄγνωστος γὰρ Θεὸς οὐδεὶς ἄλλος
ἐστὶν ἢ ὁ Χριστός. Καὶ ὅρα σύνεσιν πνευματικήν.
Ἔμελλον αὐτῷ μετὰ ταῦτα ἐγκαλεῖν, ὅτι Ξενίζοντα
εἰσφέρεις δόγματα εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν, ὅτι καινο-
τομεῖς, ὅτι θεὸν εἰσφέρεις, ὃν οὐκ ἴσμεν. Βουλόμενος
τοίνυν ἀπαλλαγῆναι τῆς ὑποψίας τῆς κατὰ τὴν και-
νοτομίαν, καὶ δεῖξαι ὅτι οὐ ξένον κηρύττει θεὸν,
ἀλλ' ὃν προλαβόντες διὰ τῆς θεραπείας ἐτίμησαν,
ἐπήγαγε καὶ εἶπεν· ὅτι Ὃν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε,
τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Ὑμεῖς με προελά-
βετε, φησίν· ἔφθασεν ὑμῶν ἡ θεραπεία τὸ ἐμὸν
κήρυγμα. Μὴ τοίνυν ἐγκαλεῖτε, ὅτι ξένον εἰσφέρω
θεόν· τοῦτον γὰρ καταγγέλλω, ὃν ὑμεῖς ἀγνοοῦντες
θεραπεύετε, οὐκ ἀξίῳ μὲν αὐτοῦ τρόπῳ, θεραπεύετε
δὲ ὅμως.

Ιωάννης Χρυσόστομος. , In principium Actorum (homiliae 1-4)


Vol 51, pg 73, ln 60

περὶ ἄλλων ἔλεγον, αὐτὸς δὲ αὐτὸ μετέστησεν


ἐπὶ τὸν Χριστὸν, αἰχμαλωτίσας τὸ νόημα, καὶ μεθ'
243

ἑαυτοῦ στήσας ἐν τῇ παρατάξει τῇ ἑαυτοῦ· Ὃν γὰρ


ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε ὑμεῖς, τοῦτον ἐγὼ καταγ-
γέλλω, φησίν· ἄγνωστος γὰρ Θεὸς οὐδεὶς ἄλλος
ἐστὶν ἢ ὁ Χριστός. Καὶ ὅρα σύνεσιν πνευματικήν.
Ἔμελλον αὐτῷ μετὰ ταῦτα ἐγκαλεῖν, ὅτι Ξενίζοντα
εἰσφέρεις δόγματα εἰς τὰς ἀκοὰς ἡμῶν, ὅτι καινο-
τομεῖς, ὅτι θεὸν εἰσφέρεις, ὃν οὐκ ἴσμεν. Βουλόμενος
τοίνυν ἀπαλλαγῆναι τῆς ὑποψίας τῆς κατὰ τὴν και-
νοτομίαν, καὶ δεῖξαι ὅτι οὐ ξένον κηρύττει θεὸν,
ἀλλ' ὃν προλαβόντες διὰ τῆς θεραπείας ἐτίμησαν,
ἐπήγαγε καὶ εἶπεν· ὅτι Ὃν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε,
τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν. Ὑμεῖς με προελά-
βετε, φησίν· ἔφθασεν ὑμῶν ἡ θεραπεία τὸ ἐμὸν
κήρυγμα. Μὴ τοίνυν ἐγκαλεῖτε, ὅτι ξένον εἰσφέρω
θεόν· τοῦτον γὰρ καταγγέλλω, ὃν ὑμεῖς ἀγνοοῦντες
θεραπεύετε, οὐκ ἀξίῳ μὲν αὐτοῦ τρόπῳ, θεραπεύετε
δὲ ὅμως. Οὐ γὰρ τοιοῦτος βωμὸς ἵσταται τῷ Χρι-
στῷ, ἀλλὰ βωμὸς ἔμψυχος καὶ πνευματικός· ἀλλ'
ἀπὸ τούτου ὑμᾶς καὶ πρὸς ἐκεῖνον ἀναγαγεῖν δύναμαι.

Basilius Med., Scr. Eccl., De virginitate (2084: 001); MPG 30.


MPG p. 757, l. 24

πνοῇ τοῦ φιλήματος τῆς σαρκὸς ἐν τῇ τοῦ ἁγίου


Πνεύματος καθαρᾷ εὐωδίᾳ, ταῦτα ἀλλήλοις ἁρμό-
ζοντες.
45. Οὐ μεμπτέοι δὲ, οἶμαι, καὶ εἰς τοῦτο τῆς ἀκρι-
βείας διὰ τὸ ἄμωμον τῆς παρθένου ἐλθόντες. Εἰ μὲν
γὰρ μὴ φθάσασα ἤδη ἡ ἁμαρτία, τὰ ἑαυτῆς παλαί-
σματα ἐν τοῖς προσώποις τούτοις κατὰ τὸν βίον ἡμῶν
ἐκαινούργησε, καὶ δὴ μέμψεως ἂν ἦμεν ἴσως παρά
τισιν ἄξιοι, ὡς ἄχρι τούτου τὸν λόγον γυμνάσαντες.
Εἰ δὲ πᾶν εἶδος ἁμαρτίας κατά τε μητέρων καὶ
θυγατέρων διὰ τῶν σαρκὸς ἡδονῶν καινοτομῆσαι
ἐξίσχυσεν (ὥσπερ οὖν καὶ τὸν Ἀμνὼν ἐπὶ τῇ
φθορᾷ τῆς ἀδελφῆς ἐστηλίτευσεν), οὐκ ἄξιοι μέμψεως,
οἶμαι, οἱ εἰς τὸ ἄχραντον τῆς παρθένου καὶ ταύτην
τὴν προφυλακὴν εἰσηγούμενοι. Ὁλκὸς γὰρ,
φημὶ, ἡ ἐντεθεῖσα τοῦ φίλτρου τοῖς τῶν ἀῤῥένων
σώμασι πρὸς τὰ θήλεα δύναμις, πάντων ἀλογήσασα
κρίσεων, αὐτόματα, ὡς ἂν εἴποι τις, ταῦτα, καὶ ἀν-
τιτεινόντων ἔνδοθεν τῶν λογισμῶν, ἀλλήλοις συμπλέ-
244

ξαι. Ὅτι θήλεα μὲν θηλέων ἁπτόμενα σωμάτων, καὶ


ἄῤῥενα πάλιν ἀῤῥένων, ἀκίνητον ἔχει τὴν φυσικὴν

Δίδυμος Καίκος Commentarii in Zacchariam (2102: 010)


“Didyme l'Aveugle sur Zacharie, 3 vols.”, Ed. Doutreleau, L.
Paris: Cerf, 1962; Sources chrétiennes 83, 84, 85.B. 5, se. 66, l. 4

Πλήρης ὁ οὐραν[ὸς] καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ γέγ[ο-


ν]εν τεθνηκότος τοῦ Ὀζίου μεθ' [ἣν ἔ]πραξεν παρανομίαν. Πῶς
γὰρ [οὐ] κλόνος μεταβολῆς [εἰς] τὸ κρεῖττον γέγονεν ὀφθέντος
Θεοῦ [ὅ]πως πληρωθῇ τῆς δόξ[ης] αὐτοῦ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ,
καὶ ἀφαίρεσι[ς] γένηται τῶν ἀνομι[ῶν] τοῦ κατανυγέντος ἐν τῷ
ἑωρακέναι [τ]ὴν θείαν ὀπτασίαν καὶ ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων
τοῦ λαο[ῦ] παντός;
Ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ θανάτου Ὀζίου τοῦ βαραθρῶσαι
θελήσαντος τοὺς θείους νόμους, σφετερίσασθαι θελήσαντος τὴν
μὴ προσήκουσαν αὐτῷ ἱερατικὴν λειτουργίαν, ἐνεκολλήθη ἣν
ἐκαινοτόμησεν διάσχισιν τῶν νόμων, πάλιν τοῦ ἱερέως ἀκωλ[ύ-
τ]ως τὰ ἴδια ἐν τῷ ναῷ ἐκτελοῦντος καὶ τοῦ βασιλέως τὴν τῶν
ἀρχομένων προστασίαν περιέποντος οὐκ ἐφαπτομένου τῶν ἱερα-
τικῶν ἔτι διὰ τὸ μὴ αὐτῷ ἀνακεῖσθαι τὴν τῶν ἱερέων θεραπείαν.
Ἢ τὸ Ἀσαὴλ ἐνταῦθα ὄνομα τόπου ἐστίν, ὁ τοὺς τόπους
τῆς Ἰουδαίας περιαθρήσας ἀποφηνάσθω, τὸ δοκοῦν ἀκριβές τι
κατειληφώς.

Δίδυμος Καίκος De trinitate (lib. 2.8–27) [Sp.] (2102: 042); MPG


9.Vol. 39, p. 604, l. 12

περὶ πάντα ἰσότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πρώτου


μέμνηται αὐτοῦ, εἶτα τοῦ Υἱοῦ, καὶ μετέπειτα τοῦ
Θεοῦ καὶ Πατρὸς ἐνεργοῦντος τὰ πάντα ἐν πᾶσιν·
δεύτερον δὲ, ὅτι ἀνωτέρω εἰπὼν τὸν Θεὸν ἐνεργεῖν τὰ
πάντα ἐν πᾶσιν, ἐπάγει μίαν ἁρμονίαν μαρτυρίας
ἐκτιθέμενος περὶ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος αὐ-
τοῦ· «Ταῦτα δὲ πάντα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ
Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται·»
ἵν' ἐκ τούτου Θεὸν αὐτεξούσιον δηλώσῃ τὸ ἅγιον
Πνεῦμα· οὐκ ἀπροσήκῳ πράγματι ἐγχειρήσας, οὐδὲ
τὴν τάξιν καινοτομήσας, οὐδὲ διαμαρτὼν τοῦ καλῶς
ἔχοντος· ἀλλ' ἄτρωτον φυλάττων τὴν γνῶσιν τῆς πί-
στεως, καὶ τῆς θεολογίας τὴν καθαρότητα· καὶ οὐχ
245

ὑβρίζων τὴν ἀμέριστον φύσιν καὶ ἀξίαν, ὡς οἱ μὴ


συναριθμοῦντες, ἀλλ' ὑπαριθμοῦντες τῷ Πατρὶ τὸν
Υἱὸν καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Οὐδὲ γὰρ ἁπλῶς καὶ ἀφ'
ἑαυτοῦ ἀνέστρεφε τῶν ὀνομάτων τὴν ἀκολουθίαν·
ἀλλ' ὁ λαλῶν ἐν αὐτῷ Χριστὸς, τῶν κακοήθων καὶ
ἀδιαστρόφων καρδιῶν ἀφανίζων τὴν ὑπόληψιν, δια-
φόρως τὴν ἀλήθειαν τῆς ἰσοδυνάμου, καὶ ὁμοτίμου,
καὶ ὁμοουσίου διδάσκει Τριάδος, ἄλλοτε μὲν παρὰ τῷ

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111: 004)


“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.P. 38, l. 21

συνέδριον· οὔτε δὲ καλέσας αὐτοὺς εἰς ἀπολογίαν, οὔτε μετα-


δοὺς λόγου, ἀποκηρύττει τρεῖς ἄνδρας τοὺς ἐπ' ἐξοχῆς (φοβηθεὶς
ἀθρόως κατὰ τοῦ πλήθους ἐξενεγκεῖν τὴν τιμωρίαν), σχηματι-
σάμενος δογμάτων παραφθοράν. καὶ οὓς πολλάκις ὑπὲρ ἐπι-
σκόπων ἐτίμησεν ὡς διδασκάλους διὰ τὸν βίον, διὰ τὸν λόγον,
διὰ τὸν χρόνον, τούτους οὐκ ᾐδέσθη γόητας ὀνομάζων διὰ τὴν
πρὸς Ἰσίδωρον σχέσιν. καὶ μετὰ τὸ ἀποκηρῦξαι, ἐξ αὐτοῦ
τοῦ ὄρους ἀλείφει ἀνθρωπάρια πέντε, ἃ μηδέποτε ἐν συλλόγῳ
τῶν τῆς ἐρήμου γερόντων ἔστησαν – ὀκνῶ λέγειν ἀνάξια καὶ
θυρωρίου· καὶ τὸν μὲν χειροτονεῖ ἐπίσκοπον, ἐγκατατάξας
κωμυδρίῳ, πόλιν οὐκ ἔχων (ἀδεῶς γὰρ καὶ τὰς καινοτομίας
εἰργάζετο, ἄλλον ἑαυτὸν Μωϋσέα ὀνομάζων), τὸν δὲ πρεσβύ-
τερον, τοὺς δὲ τρεῖς διακόνους, οὐκ ὄντας τῶν Αἰγυπτίων, ἀλλὰ
διαφόρων τόπων (ὁ μὲν γὰρ ἦν Λίβυς, ὁ δὲ Ἀλεξανδρεύς, ὁ δὲ
Φαρανίτης, ὁ δὲ Παραλεώτης). διὸ καὶ ὑπήκουσαν αὐτοῦ τῇ
ματαιοπονίᾳ, τὸ ἀνέλπιστον ἔχοντες τῶν τῆς πατρίδος ἐνεχύρων.
καὶ παρασκευάζει αὐτοὺς δοῦναι λιβέλλους κατὰ τῶν τριῶν
ἐκείνων, αὐτὸς ὑφάνας τοὺς λόγους τῆς συκοφαντίας, τούτων
μόνον συνεισενεγκάντων τὸ ὑπογράψαι. μετὰ τοῦτο λαβὼν
τοὺς λιβέλλους παρ' αὐτῶν ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας, εἰσέρχεται
πρὸς τὸν αὐγουστάλιον καὶ ἀποτίθεται κατ' αὐτῶν ἐντυχίαν ἐκ

Amphilochius Scr. Eccl., Contra haereticos (2112: 011)


“Amphilochii Iconiensis opera”, Ed. Datema, C.Turnhout: Brepols, 1978.
L. 450

χωρισμοῦ, πάντες γὰρ ἴσοι· πάντες γὰρ οὐ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ


ἀλλὰ Σίμωνος καὶ Γεμέλλου φέροντες, κἀκεῖνοι Ἀποτακτῖται, καὶ
Σίμωνος καὶ Γεμέλλου πάντες διάδοχοι. Καὶ τίς ὁ χωρισμός; Καὶ
246

τίς ἡ αἰτία; Εἴπατε, ἵνα γνῶμεν· ἀπετάξασθε τῷ Χριστῷ καὶ παντὶ


τῷ μυστηρίῳ αὐτοῦ, ἔπειτα καὶ ἀλλήλοις μηκέτι εὑρίσκοντες τίνι
ἀποτάξασθαι. Ἅπαξ πάντων τῶν ἀγαθῶν ὑστερηθέντες ἀλλήλοις
ἀποτάσσονται· ἀλλήλους γὰρ βδελυσσόμενοι καὶ ἀπ' ἀλλήλων
χωριζόμενοι ὡς ἀπὸ πολεμίων νομίζουσι χωρίζεσθαι, ὅπερ καὶ
ἀπόταξιν ὀνομάζουσιν.
Ἴδωμεν δὲ καὶ τὸ ἄλλο σχῆμα ὃ οὗτοι ὡς ἄχρηστον ἀπερ-
ρίψαντο. Ποῖον ὄνομα αὐτοῖς καινοτομήσουσι τῆς τοιαύτης
ἀποτάξεως ἐκβεβλημένοι; Ἀλλ' ὅμως κἀκεῖνοι εὑρίσκουσιν εὐ-
κόλως ἑαυτοῖς ὄνομα· Ἐγκρατίτας γὰρ ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες
ὅτι παρατάσσονται ἐκείνοις. Χωρισθέντες γὰρ ἀπ' ἀλλήλων
πόλεμον ἀδιάλλακτον κατ' ἐκείνων ἔχουσιν, ὅπως ἴδωμεν τὴν
τούτων ἐγκράτειαν καὶ τίνων ἐγκρατεύονται· λόγου δὲ ἐπαγγεί-
λασθαι ἐγκράτειαν ἢ ἀπόταξιν οὐδὲν θαυμαστὸν οὐδὲ καμάτου
πρόξενον· ἀλλ' οὐ ζητεῖται λόγος μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργον, Λέγει
γὰρ ὁ κύριος ἐν εὐαγγελίοις· Τί δέ με καλεῖτε· κύριε, κύριε· καὶ
οὐ ποιεῖτε ἃ λέγω· καὶ Ἠσαΐας ὁ προφήτης· Οὗτος ὁ λαὸς τοῖς
χείλεσί με τιμᾷ, τῇ δὲ καρδίᾳ πόρρω ἀπέχει ἀπ' ἐμοῦ· μάτην δὲ

Amphilochius Scr. Eccl., Contra haereticos L. 657

ρος τυγχάνεις, ἐκεῖνοι μὴ φέροντες πολλάκις τὰς πληγὰς ἠναγ-


κάσθησαν δι' ἀσθένειαν σώματος πολλάκις ἀρνήσασθαι, ἐλεεινοὶ
καὶ πολλῶν θρήνων ἄξιοι· ἀλλ' ὅμως μεταγνόντες τὴν ζωὴν
αὐτῶν πᾶσαν πολλάκις ἀπωδύροντο, ἵνα ποτὲ αὐτοῖς ὁ θεὸς
διαλλαγεὶς καταξιώσῃ πάλιν αὐτοὺς εἰς τὴν εἴσοδον τῶν ἁγίων. Σὲ
δὲ εἰς τοσοῦτον ἐσκότισεν ὁ διάβολος ὡς μὴ ἐπιζητεῖν τὴν
κοινωνίαν τῶν ἁγίων ἀλλὰ τἀναντία λέγειν, ἵνα μηκέτι εἰσέλθῃ
εἰς τὸ στόμα σου τὸ βλάσφημον, τὸ φοβερὸν καὶ ἅγιον αἷμα τοῦ
Χριστοῦ.
Ἴδε οὖν, πανταχόθεν ἀπεδείχθης οὐ μόνον Σαμάρειαν
καινοτομήσας, ἀλλὰ καὶ παράβασιν. Καὶ ὥσπερ ὁ Σαμαρείτης διὰ
τοῦ σχήματος τὴν ἀποστασίαν ἐποίησε καὶ ὑπὸ τῆς περιτομῆς
ἐλέγχεται ὅτι ποτὲ Ἰσραηλίτης ἦν, οὕτως καὶ σύ, εἰ καὶ ἀπέσχισας
ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας ἢ ἐκαινοτόμησας παράβασιν, ἀλλ' ὅμως ὑπὸ
τῆς σφραγίδος ἐλέγχῃ· τὸ γὰρ βάπτισμα ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τοῦ
Χριστοῦ ὑπεδέξω. Πόθεν δέ σοι καὶ ἡ τοσαύτη ὁμοιότης πρὸς τὴν
Σαμάρειαν; Ἔστω ἀπέσχισας, ἔστω ἐνομοθέτησας τοῖς ὑπο-
σκελισθεῖσιν ὑπὸ σοῦ μηκέτι πατεῖν τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ, μηκέτι
ἀκούειν τῶν ἱερέων τῶν βαπτισάντων καὶ χριστιανόν σε ποιη-
σάντων· πόθεν δέ σοι καὶ ἡ τῶν σκευῶν παρατήρησις; Ἐκ ποίας
παραδόσεως;
247

Hippolytus Scr. Eccl., De antichristo “Hippolyt's kleinere exegetische


und homiletische Schriften”, Ed. Achelis, H.Leipzig: Hinrichs, 1897; Die
griechischen christlichen Schriftsteller 1.2.Se. 2, l. 22

λοντο ταῦτα καὶ ἐκήρυσσον, ἀλλὰ πρῶτον μὲν διὰ τοῦ λόγου ἐσοφί-
ζοντο ὀρθῶς, ἔπειτα δὲ δι' ὁραμάτων προεδιδάσκοντο τὰ μέλλοντα
καλῶς· καὶ εἶθ' οὕτως πεμπόμενοι ἔλεγον ταῦτα, ἅπερ αὐτοῖς μόνοις
ἦν ὑπὸ θεοῦ ἀποκεκαλυμμένα. ἐπεὶ κατὰ τίνα λόγον ὁ προφήτης
προφήτης λεχθήσεται, εἰ μὴ ὅτι πνεύματι προεώρα τὰ μέλλοντα; εἰ γὰρ
περὶ συμβεβηκότος τινὸς πράγματος ἔλεγέ τι ὁ προφήτης, οὐκ ἂν ἦν
προφήτης, ταῦτα λέγων ἅπερ πάντες ὑπ' ὀφθαλμὸν ἦσαν τεθεαμένοι,
ἀλλὰ τὰ μέλλοντα ἐκδιηγούμενος δικαίως προφήτης ἐκρίνετο. διὸ
καὶ εὐλόγως οἱ προφῆται ἀπ' ἀρχῆς “οἱ βλέποντες” ἐκαλοῦντο. ὅθεν
καὶ ἡμεῖς τὰ ὑπ' αὐτῶν προειρημένα ... καλῶς μαθητευθέντες, λέ-
γομεν οὐκ ἐξ ἰδίας ἡμῶν ἐπινοίας. οὐδὲν γὰρ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦ-
μεν, ἀλλ' ἢ τὰ πάλαι προειρημένα ῥητά, ὧν τὰ ἔγγραφα ἐκτιθέντες
εἰς φῶς ἀνάγομεν τοῖς ὀρθῶς πιστεύειν δυναμένοις, ὅπως γένηται
ἀμφοτέροις κοινὴ ὠφέλεια, τῷ μὲν λέγοντι τὸ διὰ μνήμης κρατήσαντι
ὀρθῶς ἐκθέσθαι τὰ προκείμενα, τῷ δὲ ἀκούοντι τὸ ἐπιστῆσαι τὸν
νοῦν πρὸς τὰ λεγόμενα. ἐπεὶ οὖν κοινὸς ὁ κάματος ἀμφοτέροις πρό-
κειται, τῷ μὲν λέγοντι τὸ ἀκίνδυνον ἐξειπεῖν, τῷ δὲ ἀκούοντι τὸ
πιστῶς ἀκούσαντι καταδέξασθαι τὰ λεγόμενα, παρακαλῶ καὶ σέ, ὦ
Θεόφιλε, συναγωνίσασθαί μοι ἐν τῇ πρὸς τὸν θεὸν δεήσει,

Cassius Longinus Phil., Rhet., Ars rhetorica (2178: 001)“Rhetores


Graeci, vol. 1”, Ed. Spengel, L.Leipzig: Teubner, 1853, Repr. 1966.
Walz p. 563, l. 10

“ἀγλευκὲς” εἰπεῖν, “ἀτερπές” τε καὶ “οὐκ ἐν χάριτι,”


καὶ τὸ καλὸν “περικαλλὲς” εἰπεῖν, καὶ τὸ λίαν “μάλα
ἀνυτικῶς,” [ὡς] καὶ “κομιδῆ” ποτε· καὶ ἀντὶ τοῦ καλῶς
“ὑπέρευγε·” τό τε ἄτοπον “ὑπερφυές,” καὶ τὸ δεινὸν
“σχέτλιον,” καὶ τὸ ὅπου “ἵνα” καὶ “ᾗ, ὡς ᾗ [διεβαίνομεν]
πρὸς τὸ τῆς Ἀγρίας διαβαίνομεν,” τό τε παραιτήσασθαι
“παρέσθαι,” καὶ “ἀντιβολῆσαι” δὲ τὸ δεηθῆναι, καὶ τὸ
ἁπλῶς “ἐν βραχεῖ” καὶ “ἁμηγέπη” τὸ μετρίως.
Πιστέων δ' ἐστὶ τῶν κομιδῆ ξένων καὶ τὴν γνῶσιν ἐν
αὑτοῖς οὐκ ἐχόντων, οὐ μὴν ἐκείνων γε τῶν περὶ τὴν
πτῶσιν κεκαινοτομημένων, ἢ τὰς ἐγκλίσεις τῶν ῥημά-
των, ἢ τὰς διαθέσεις ἢ τὰς μεταλλάξεις τὰς περὶ τοὺς
χρόνους, ἢ τὰ πνεύματα καὶ τοὺς τόνους. τοιγάρτοι
248

λεκτέον “ἀφείλετό με,” καὶ “χάριν τὴν σήν.” καὶ “θαυ-


μάζω σοῦ” καὶ “καταφρονῶ σε” καὶ “ἐθάρρει τούτους.”
καὶ “οὐδέν σε δεῖ τοῦ ἐπιτηδεύματος,” καὶ “ὁτιὴ τί,” καὶ
“αὐτὴ καὶ εἴσεισι.” καὶ “εἶεν, μακάριοι ἐκεῖνοι·” καὶ
“ὡς εἰδεῖεν οἱ θεοί.” καὶ ἀνύσας ἱκανῶς, καὶ ἀφθόνως
τοῦ πνεύματος ἐνδόντας· καὶ ψεύδοντ' ἀλλ' οὐ τοσούτου
πνεύματος, οἷον ἥκιστα, καὶ τὰ τοιαῦτα ὅσα καὶ ἐν χρείᾳ,
οἷα “ταὐτόν, κατ' ἀρχάς, ἔμπαλιν.” οἱ δὲ χρόνοι καὶ

Libanius Rhet., Soph., Epistularum Basilii et Libanii quod fertur


commercium (2200: 003)“Libanii opera, vol. 11”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 1922, Repr. 1997.Epistle 21, se. 1, l. 4

Βασιλείῳ Λιβάνιος.

Ἆρα, Βασίλειε, μὴ τὰς Ἀθήνας οἰκεῖς καὶ λέληθας σεαυ-


τόν; οὐ γὰρ τῶν Καισαρέων οἱ παῖδες ταῦτα ἀκούειν ἠδύναντο.
ἡ γλῶττα γάρ μοι τούτων ἐθὰς οὐκ ἦν, ἀλλ' ὡσπερεί τινα
κρημνὸν διοδεύοντος πληγεῖσα τῇ τῶν ὀνομάτων καινοτομίᾳ
ἐμοὶ τῷ πατρὶ ἔλεγε· πάτερ, οὐκ ἐδίδαξας· Ὅμηρος οὗ-
τος ἁνήρ; ἀλλὰ Πλάτων; ἀλλ' Ἀριστοτέλης; ἀλλὰ Σου-
σαρίων ὁ τὰ πάντα ἐπιστάμενος; καὶ ταῦτα μὲν ἡ
γλῶττα· σὲ δὲ εἴη, Βασίλειε, τοιαῦτα ἡμᾶς ἐπαινεῖν.

Libanius Rhet., Soph., Orationes 1–64 (2200: 004)“Libanii opera, vols.


1–4”, Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 1.1–1.2:1903; 2:1904; 3:1906;
4:1908, Repr. 1997.Oration 64, se. 26, l. 2

ναίων ἑπτὰ καὶ τετταράκοντα Λακεδαιμονίων ἐνίκων


τῆς ἐπιστήμης ἐλεγχούσης τὸ πλῆθος.
ἐν τοίνυν
τῇ δευτέρᾳ ναυμαχίᾳ πολλὰ μὲν τούτων, πολλὰ δὲ
ἐκείνων ἔστιν ἐπαινέσαι, μέγιστον δὲ Ἀθηναίων, ὅτι
διωκομένη ναῦς Ἀττικὴ Λευκαδίαν διώκουσαν κατέ-
δυσε. χρησαμένη γὰρ ἀντὶ Νύσσης ὁλκάδι κατὰ τύχην
ἐπ' ἀγκύρας ἡσυχαζούσῃ τὴν μὲν περιέπλευσεν, αὐτὴ
δ' ἔσχεν ἐμπεσεῖν τῷ τοίχῳ τῆς διωκούσης.
εἰ δή
τις τότε τοῦ Φορμίωνος λαβόμενος τί καινοτομεῖς;
249

ἔφασκε, τί ζητεῖς εὐρυχωρίαν; τί σοι βούλεται


ταυτὶ τὰ ὀνόματα, διέκπλοι καὶ ἀναστροφαὶ
καὶ ἐμβολαί; τί τὸ τῶν ἡνιόχων πολύτροπον
εἰσάγεις εἰς τὴν θάλατταν; οὐκ ἂν εἰπεῖν σοι
δοκεῖ; τοῦτο γάρ ἐστι ναυμαχεῖν, ὅταν αἱ νῆες
τὴν νίκην διδῶσιν, ἀλλ' οὐ τοξόται βάλλοντες
ἀπὸ τῶν νεῶν. σὺ δ' ἀντὶ τοῦ συνάχθεσθαι
τοῖς ἔμπροσθεν ὅτι μὴ ταύτῃ κατὰ θάλατταν
ἐμάχοντο, τοῖς τελείαν παρεχομένοις τὴν ἐπι-
στήμην ἐγκαλεῖς. ὁ αὐτὸς τοίνυν ἔστι μοι λόγος

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1–51 (2200: 005)


“Libanii opera, vols. 5–7”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 5:1909; 6:1911; 7:1913, Repr. 1997.
Declamation 30, (subdivision) 1, se. 20, l. 4

ἀργύριόν σοι; πολλάκις ἠρόμην. ὁ δὲ ἀπέφησε. τοῦτό


με εὔφρανε. σοὶ δ' ἔστι; πάλιν ἐκεῖνος ἤρετο. μόλις,
ἔφην, ὀβολός. κἀκείνῳ τοῦτο ἥδιστον. ᾔδειμεν γὰρ
ὡς, ἕως ἂν ὦμεν ὅμοιοι τὴν τύχην, καὶ φίλοι, πλοῦ-
τος δ' ὑπεροψίαν ἐμποιῶν κινεῖν φιλίας πέφυκε. καὶ
τοῦτ' ἦν ἄρα τὸ λεγόμενον ἰσότης φιλότης, τὸ μη-
δαμῆ τὸν ἕτερον ὑπεραίρειν θατέρου.
μέχρι μὲν
οὖν ἐδόκει τοῖς θεοῖς περιεῖναί με, καὶ τῷ γείτονι
τὸν ἔμπροσθεν ἐτήρουν βίον· ἐπεὶ δὲ περὶ τἀκείνου
καινοτομοῦσιν, ἐμοὶ παραινοῦσιν ἀποθανεῖν. χωρούν-
των γὰρ ἡμῖν, ὡς ἔφην, τῶν πραγμάτων πρῴνη, ὦ
βουλή, τῷ πένητι καὶ φίλῳ, – πῶς εἴπω; πῶς διεξ-
έλθω; πῶς ἀρκέσω διηγήσει πικρᾷ; τρόμῳ κατείλημ-
μαι καὶ λειποψυχῶ καὶ κατατείνομαι καὶ πάσχω δει-
νότατα ἀνθρώπων. ὧν γὰρ ὅπως ἔξω γενοίμην, ἀποθα-
νεῖν βούλομαι, ταῦθ' ὅπως ἀποθανεῖν μοι γένοιτο,
λέγειν ἀναγκάζομαι – πρῴην τοίνυν, – δεῖ γάρ με
καὶ τοῦθ' ὑπομεῖναι, διηγεῖσθαι ταῦτα ἃ μηδ' ἂν
ἀκούων ἤνεγκα – ἐξελθὼν ἕωθεν καὶ κεκλεισμένας ἰδὼν
τὰς τοῦ γείτονος θύρας οὐκ εἰωθὸς ὂν προσελθὼν

Pythagoristae (D-K) Phil., Testimonia et Frag. (2239: 001)


“Die Frag. e der Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz,
W.Berlin: Weidmann, 1951, Repr. 1966.Frag. d3, l. 21
250

τὰ λοιπὰ τῶν παθῶν· δεῖσθαι οὖν τοιαύτης ὑπεροχῆς τε καὶ ἐπανατάσεως,


ἀφ'
ἧς ἔσται σωφρονισμός τις καὶ τάξις. (175) ὤιοντο δὴ δεῖν ἕκαστον αὑτῶι
συνει-
δότα τὴν τῆς φύσεως ποικιλίαν μηδέποτε λήθην ἔχειν τῆς πρὸς τὸ θεῖον
ὁσιότη-
τός τε καὶ θεραπείας, ἀλλ' ἀεὶ τίθεσθαι πρὸ τῆς διανοίας ὡς ἐπιβλέποντος
καὶ
παραφυλάττοντος τὴν ἀνθρωπίνην ἀγωγήν. μετὰ δὲ τὸ θεῖόν τε καὶ τὸ
δαιμόνιον
πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον γονέων τε καὶ νόμου, καὶ τούτων ὑπήκοον
αὑτὸν κατα-
σκευάζειν, μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπεισμένως. καθόλου δὲ ὤιοντο δεῖν
ὑπολαμ-
βάνειν, μηδὲν εἶναι μεῖζον κακὸν ἀναρχίας· οὐ γὰρ πεφυκέναι τὸν
ἄνθρωπον δια-
σώιζεσθαι μηδενὸς ἐπιστατοῦντος. (176) τὸ μένειν ἐν τοῖς πατρίοις ἔθεσί
τε
καὶ νομίμοις ἐδοκίμαζον οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι, κἂν ἦι μικρῶι χείρω ἑτέρων·
τὸ γὰρ ῥαιδίως ἀποπηδᾶν ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων νόμων καὶ οἰκείους εἶναι
καινοτομίας οὐδαμῶς εἶναι σύμφορον καὶ σωτήριον.
STOB. IV 25, 45 H. ἐκ τῶν Ἀριστοξένου Πυθαγορικῶν ἀποφάσεων [fr.
19 FHG II 278]. μετὰ τὸ θεῖον καὶ δαιμόνιον πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον
γονέων τε καὶ νόμων μὴ πλαστῶς ἀλλὰ πεπιστευμένως ἑαυτὸν πρὸς
ταῦτα παρασκευά-ζοντα. τὸ δ' ἐμμένειν τοῖς πατρίοις ἔθεσί τε καὶ νόμοις
ἐδοκίμαζον, εἰ καὶ μικρῶι
χείρω τῶν ἑτέρων εἴη. – IV 1, 40 H. ἐ. τ. Ἀ. Π. ἀ [fr. 18] καθόλου δὲ
ὤιοντο δεῖν
ὑπολαμβάνειν μηδὲν εἶναι μεῖζον κακὸν ἀναρχίας· οὐ γὰρ πεφυκέναι τὸν
ἄνθρωπον
διασώιζεσθαι μηδενὸς ἐπιστατοῦντος. περὶ δὲ ἀρχόντων καὶ
ἀρχομένων οὕτως ἐφρόνουν· τοὺς μὲν γὰρ ἄρχοντας ἔφασκον οὐ μόνον
ἐπιστή-
μονας ἀλλὰ καὶ φιλανθρώπους δεῖν εἶναι· καὶ τοὺς ἀρχομένους οὐ μόνον
πειθηνίους

Joannes Laurentius Lydus Hist., De magistratibus populi Romani


(2580: 001)Ioannes Lydus. On powers or the magistracies of the Roman
state”, Ed. Bandy, A.C.Philadelphia: American Philosophical Society,
1983.P. 184, l. 2

ἐξωθεῖται. ὁ μὲν γὰρ Ῥῆνος, πᾶσαν τὴν Γαλατικὴν μεσόγειον


251

τριχῇ διῃρημένην εἰς Κελτικὴν Γερμανικὴν καὶ Γαλατικὴν δια-


τρέχων, οὐκ ἄρδει μόνον αὐτὴν μετὰ Ῥοδανόν, ἀλλὰ καὶ φρουρεῖ,
φυλάττων ἀνέφοδον· πρὸς δὲ τὸ πέρας σχεδὸν τῆς ῥύσεως εἰς
Μόσον τὸν ποταμόν, γείτονα τοῦ βορείου πρὸς δύσιν ὠκεανοῦ,
ὀλισθαίνων ἀποβάλλει μὲν τὴν οὖσαν αὐτῷ κατ' ἀρχὰς ἐπωνυ-
μίαν, μετ' ἐκείνου δὲ τοῖς τῆς Βρεττανικῆς θαλάττης ἐπισύρεται
κόλποις. ὁ δὲ Ἴστρος, ἐάσας τὸν ἀδελφὸν Ῥῆνον πρὸς δύνοντα
ἥλιον ἀναχωροῦντα, αὐτὸς ἐπὶ τὴν ἑῴαν μερίζεται· καὶ ἄχρι μὲν
Παννονίας (ἣν Ἕλληνες Παιονίαν δι' εὐφωνίαν καὶ φυγὴν βαρ-
βαρισμοῦ καινοτομοῦντες ἐκάλεσαν) καὶ Σιρμίου, τῆς πάλαι μὲν
Ῥωμαίων εὐδαίμονος πόλεως, νῦν δὲ Γηπαίδων, τὴν ἰδίαν
διασῴζει προσηγορίαν, περὶ δὲ τὴν Θρᾳκίαν εἰλούμενος ἀποβάλ-
λει μὲν παρὰ τοῖς ἐπιχωρίοις τὸ ἔμπροσθεν ὄνομα, Δανούβιος
μετακληθείς· οὕτως δὲ αὐτὸν οἱ Θρᾷκες ἐκάλεσαν δι' ὅτι ἐπὶ
τὰ πρὸς ἄρκτον ὄρη καὶ θρασκίαν ἄνεμον συννεφὴς ὁ ἀὴρ
ἐκ τῆς ὑποκειμένης τῶν ὑγρῶν ἀμετρίας σχεδὸν διὰ παντὸς
ἀποτελούμενος αἴτιος αὐτοῖς συνεχοῦς ἐπομβρίας ἀποτελεῖσθαι
νομίζεται· Δανούβιον δὲ τὸν νεφελοφόρον ἐκεῖνοι καλοῦσι πα-
τρίως. καὶ ταῦτα μὲν περὶ τῶν ποταμῶν, ὡς ἐν παρεκβάσει,
κατὰ Σαμμωνικὸν τὸν Ῥωμαῖον ἱστορικόν, ὃς πρὸς Διοκλητιανὸν

Joannes Laurentius Lydus Hist., De magistratibus populi Romani


P. 240, l. 1

παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς
Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν. οὗ παραβαθέντος, ὡς εἴρηται,
οὐ γὰρ ἄλλως, τὰ τῆς ἐλαττώσεως προὔβαινεν. τὰ δὲ περὶ τὴν
Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ
ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ
πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα
τοὺς δημοσιεύοντας. ταῦτα μετέβαλεν ὁ Καππαδόκης εἰς γραώδη
τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν, οὐχ ὡς σαφηνείας φροντίζων,
ἀλλ' ὅπως πρόχειρα ὄντα καὶ κοινὰ μηδεμίαν ἐμποιοῖ δυσχέρειαν
τοῖς κατὰ σκοπὸν αὐτοῦ πληροῦν τὰ μηδαμόθεν αὐτοῖς ἀνή-
κοντα τολμῶσιν. πράττων γὰρ καὶ γράφων καὶ καινοτομῶν καὶ
ἐκ παντὸς τρόπου σαλεύων τὴν ἀρχαιότητα, οὐ τοῖς ἁρμοδίοις
τῶν χωρῶν ἐπιστάταις, οὓς καλοῦσι τρακτευτάς, ἀντὶ τοῦ κλι-
ματάρχας, ἢ διαψηφισταῖς ἐδίδου κατὰ τὸ σύνηθες τὰ πραττόμενα
πρὸς πλήρωσιν, ὥστε μηδὲν παρὰ τὸν νόμον γίνεσθαι, ἀλλ' αὐτὸς
διὰ τῶν οἰκείων πληροῦσθαι τὰ σύμβολα ἐκέλευσεν, τῶν εἰωθό-
των παρέχεσθαι δαπανημάτων τοῖς ἁρμοδίοις πληρωταῖς αὐτὸς
γινόμενος κύριος. εἶτα ἐκ τῆς μὴ κατὰ τὸ προσῆκον τολμωμένης
τῶν χαρτῶν ἐκδόσεως μεγίστων ἀνισταμένων τοῖς ὑποτελέσι
252

δυσχερῶν, αὐτὸς ἠγανάκτει καὶ θανάτους ἐπέφερε τοῖς οὐκ ἐπι-


σταμένοις τὴν τῶν ἀνέδην καὶ ὡς ἔτυχεν ἀπολελυμένων χαρτῶν

Joannes Laurentius Lydus Hist., De ostentis “Ioannis Laurentii Lydi


liber de ostentis et calendaria Graeca omnia”, Ed. Wachsmuth,
C.Leipzig: Teubner, 1897.Se. 5, l. 27

λέγειν, ὡς ἐπὶ κεφαλῆς πολλάκις ἀνθρώπων διο-


σημεῖαι γεγόνασιν, ἐπί τε τῆς Ἀσκανίου καὶ Σερβίου
Τύλλου τοῦ ῥηγὸς καὶ Κωνσταντίνου τοῦ τὴν μεγά-
λην ταύτην συστησαμένου πόλιν. οἷς ἅπασι τὸ μὲν
τῆς βασιλείας ἐντεῦθεν κατεμηνύετο κράτος, οὐ μὴν
εἰρηνικὸν οὐδὲ ἥσυχον, ἀλλὰ μυρίων γέ[μον κα]κῶν
αὐτοῖς τε ἐκείνοις καὶ [τοῖς] ὑπ' αὐτ[οὺς ἐσομένο]ις,
μᾶλλον [δὲ καὶ] πλέον ἐκείνοις, ὅ[σῳ καὶ ἐλάττοσι]
τύχαις πα[ρὰ το]ὺς βα[σιλεύ]οντας τὸ ὑπήκ[οον] χ[ρῆ-
ται· Ἀς]κάνιος μ[ὲν] γὰρ ἐν [Ἄλβῃ τ]ὴν μητρ[υιὰν]
....σεν, ἡ δὲ ἐκαινοτό[μησε περὶ τ]ὸ Τρωικὸν
... καὶ τὴν προσηγο[ρίαν] δὲ [ὁ.....λ..... Τ]ύλ-
λος οὕτω πολέμων τὴν [πόλιν] ἐπλ[ήρωσεν ὥ]στε
μὴ [δυ]νηθῆναι τῆς ὑπὸ Νουμᾶ κα[τα]σταθείσης
εἰρ[ήν]ης Ῥωμαίους ἀπολ[αῦσαι]· περὶ δὲ Κων[στ]αν-
τίνου μακρηγορεῖν οὐκ ἀναγκαῖ[ον], ἐ[ν βιβ]λ[ίοις]
τὴν μνήμην [τ]ῶν περὶ αὐτὸν συμβ[εβηκότων] ἐχόν-
τ[ων ὑμ]ῶν.

Menander Rhet., Περὶ ἐπιδεικτικῶν (2586: 002)“Menander rhetor”,


Ed. Russell, D.A., Wilson, N.G.Oxford: Clarendon Press, 1981.
Spengel p. 374, l. 8

Θουκυδίδῃ πάλιν ἐν τοῖς Πελοποννησιακοῖς, καὶ παρὰ Θεο-


πόμπῳ ἐν τοῖς Φιλιππικοῖς καὶ Ξενοφῶντι ἐν τῇ Ἀναβά-
σει καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς βιβλίοις. καὶ μὴν καὶ αὐτοῦ τοῦ
βασιλέως ἐκφράσεις μάχας καὶ περιθήσεις ἅπασαν ἰδέαν
καὶ ἐπιστήμην, ὡς Ἀχιλλεῖ, ὡς Ἕκτορι, ὡς Αἴαντι
περιτίθησιν ὁ ποιητής. διαγράψεις δὲ καὶ πανοπλίαν
βασιλέως καὶ ἐπιστρατείας, ἐπιτείνας μὲν τῷ καιρῷ τῆς
ἀριστείας καὶ τῆς συμπλοκῆς, ὅταν βασιλέως ἀριστείαν
ἐκφράζῃς. ἐνταῦθα καιρὸν ἕξεις καὶ ἀνεῖναι κατὰ μέσον
τὸν λόγον (καὶ γὰρ τοῦτο παρειλήφαμεν παρὰ τῶν νεω-
τέρων καινοτομηθέν) καὶ φωνὴν καθάπερ ἐν δράματι ἢ
χώρᾳ ἢ ποταμῷ περιτιθέναι· ποταμῷ μέν, ὡς ὁ ποιητής,
253

ὦ Ἀχιλεῦ, πέρι μὲν κρατέεις, πέρι δ' αἴσυλα ῥέζεις,


χώρᾳ δὲ ὁμοίως, ὅταν εἴπωμεν ἐκείνην καταμέμφεσθαι
τὴν θρασύτητα τὴν τῶν τολμησάντων ἀντιστῆναι, καὶ
ὅτι ἐστενοχωρεῖτο τοῖς τῶν πεσόντων σώμασιν· οἷον
κἀμοὶ δοκεῖν, εἰ ποιητικὸς ἦν ὁ Ἴστρος, ὥσπερ ὁ ποτα-
μὸς ἐκεῖνος ὁ ποιητικὸς Σκάμανδρος, εἶπεν ἄν,
ἐξ ἐμέθεν γ' ἐλάσας πεδίον κάτα μέρμερα ῥέζε·

Menander Rhet., Περὶ ἐπιδεικτικῶν Spengel p. 409, l. 21

τὸν θάλαμον παίξωμεν καὶ χορείαν στησώμεθα, καὶ τὸν


ὑμέναιον ἐπιβοώμεθα, τὸ δάπεδον πλήττοντες τοῖς πο-
σίν, ἐπικροτοῦντες τὼ χεῖρε, ἐστεφανωμένοι πάντες·
καὶ ὅσα προσέοικε τῇ τοιαύτῃ ὕλῃ προσάψεις.
εἴρηνται δ' ἀφορμαὶ πλείους ἢ πρὸς ἓν σύνταγμα, ἵνα ᾖ
σοι διαφόρως χρήσασθαι ἐν πλείοσιν ὑποθέσεσιν· οὐ γὰρ
ἅμα πάντα ἐρεῖς, ἀλλ' ἀρκέσει σοι ἓν καὶ δεύτερον τῶν εἰ-
ρημένων. ὁδοποιήσει δέ σοι καὶ τὰ λοιπὰ ἡ θεωρία
καὶ ἀναστρέψεις τὰ πολλάκις ῥηθέντα, οἷον τὰ πρῶτα
τελευταῖα ποιήσεις, καὶ τὰ τελευταῖα πρῶτα, καὶ ὅλως ἡ
ἐξαλλαγὴ καὶ ἡ Καινοτομία δόξαν παρέξει σοι τοῦ μὴ ταὐτὰ
λέγειν· ἔστι γὰρ οὐκ ἀποδεδειγμένη διαίρεσις περὶ τοῦ
τοιούτου εἴδους τοῦ λόγου, ἡμεῖς δὲ τὴν εἰρημένην
ἐπινενοήκαμεν, ἣν οὐ πάντως φυλάττειν ἀναγκαῖον, διὰ
τὸ μηδένα ὁμότεχνον τὰ τοιαῦτα ὁρίζειν· ὡς ἐμὲ γοῦν
εἰδέναι οὐδέπω μέχρι καὶ τήμερον διαίρεσις ἐπεδείχθη
τοιούτου λόγου. εἴ τι δὲ δεῖ στοχασάμενον τοῦ πρέ-
ποντος καὶ ἐγγὺς γενόμενον τοῦ δοκοῦντος εὖ ἔχειν
εἰπεῖν, καλῶς ἂν ἔχοι προοιμιάζεσθαι μὲν οὐ μακρῷ
προοιμίῳ, ἢ ἀπὸ τῶν παρόντων ὡς οὐ καλῶς ἐπέχοιεν
ἔτι τὸν νεανίαν, ἢ ἀπὸ τοῦ νεανίσκου ὡς οὐκ ὀρθῶς

Procopius Rhet., Scr. Eccl., Epistulae 1–166 (2598: 005)


“Procopii Gazaei epistolae et declamationes”, Ed. Garzya, A., Loenertz,
R.–J.Ettal: Buch–Kunstverlag, 1963; Studia patristica et Byzantina 9.
Epistle 137, l. 12

δικαίας καὶ πρόφασιν ἐχούσας ἐπαινουμένην, ὑπὲρ ὧν τις εὐγνώμων καὶ


τὸν
τρόπον Ἑλληνικὸς χάριν ἂν ἡσθείη διδοὺς ἢ παρ' ἑτέρων δεχόμενος.
τοιαύτη
δέ τις τῶν παρόντων ἡ χρεία. Νεῖλος ὁ λογιώτατος θεῷ τὸν βίον ἀναθεὶς
254

πόλιν μὲν οἰκεῖ, μητρὸς ἐπ' αὐτῷ σαλευούσης, γῆρας ὁμοῦ θεραπεύων
καὶ
τὴν ἐντεῦθεν ἀσθένειαν, οὐδὲν δὲ ἧττον πολλῶν ἴσως ἐπ' ἐρημίας
οἰκούντων
ἐπ' εὐσεβείᾳ γνωρίζεται. οἰκίαν δὲ κεκτημένος τόπον ψιλὸν ἐχούσης τὸν
παρακείμενον, γείτονος ἀπέλαυσε πονηροῦ, ὃς θυρίδας κατὰ τοῦ μὴ
προς-
ήκοντος ψιλοῦ νεωτερίσας τινάς, πρὸς μὲν τὸ παρὸν ὡμολόγει μηδὲν
ἐμπο-
δὼν ἔσεσθαι ταύτας οἰκοδομεῖν βουλομένῳ. ὡς δὲ νῦν εἰς ἔργον ἦλθεν ὁ
λόγος, κώλυμα τὰς θυρίδας προβάλλεται, ὥσπερ δίκην ἀπαιτῶν ὅτι
παρεῖδε
καινοτομούμενος. ὁρῶν δὲ τοῖς δικαίοις πανταχόθεν ἑαυτὸν
ἐξωθούμενον,
παρείσδυσιν ἑαυτῷ δυναστείας ἐπινοεῖ καί, τὸ μέγιστον, ἀνδρὸς τοῖς
δικαίοις
χαίρειν ἐγνωκότος ἀεί. εἰς γὰρ τὸν πολὺν ἐκεῖνον ὠθεῖται Νεστόριον, τῷ
μὴ παρεῖναι τὸν ἄνδρα θαρρῶν. τοῖς γὰρ αὐτῷ προσήκουσιν εἰς συμμα-
χίαν χρησάμενος, ὠνὴν εἰς αὐτόν τινα πρὸς κακουργίαν ἐπλάσατο τὸ
δίκαιον
ὄνομα, καὶ πρὸς ἀδικίαν ὕλην λαβὼν καὶ τοὺς κατ' αὐτοῦ πανταχόθεν
ἐπαίνους διαβάλλειν πειρώμενος.
ἀλλὰ ταῦτα μαθὼν δι' ὑμῶν κωλύσει ταῖς ἀπειλαῖς τὸν ἀδικοῦντα δι'
ἀνδρὸς τιμῶντος τὰ δίκαια.

Georgius Pisides Poeta, De expeditione Persica (2701: 002)“Giorgio di


Pisidia. Poemi. I. Panegirici epici”, Ed. Pertusi, A.Ettal: Buch–
Kunstverlag, 1959; Studia patristica et Byzantina 7.Se. 3, l. 236

εὑρὼν ἑαυτῷ βόθρον ἐκ τοὐναντίου,


ὅλους προπηδᾶν τοῖς τραπεῖσι συμμάχους
ἐκ τῶν ἑαυτοῦ ταγμάτων ἐπέτρεπεν·
ἐπεὶ δὲ καὐτοὺς εἶδεν ἐπτοημένους
καὶ συντόμως πίπτοντας ἀσχέτῳ φόβῳ,
πρῶτον μὲν αὑτοῦ δυσσεβεῖ τοὺς προστάτας
καὶ θᾶττον ἠτίμωσε τοὺς τιμωμένους
ὕδωρ κενώσας καὶ τὸ πῦρ κατασβέσας.
καπνοῦ δὲ πολλὰς συγχύσεις ποιούμενος
κλέπτει τὸ φεύγειν καὶ σχεδιάζει τὸν γνόφον,
καὶ νύκτα ποιεῖ καινοτομῶν τὴν ἡμέραν·
εὑρών τε κρημνοὺς καὶ στενὰς διεξόδους
λοξάς τε πετρῶν ἐξοχὰς καὶ δυσβάτους,
255

ὠθεῖ καλύψας τῷ γνόφῳ τὰ τάγματα


καὶ τὰς ἐκείνων δυστυχεῖς συνοικίας
πρὸς ἄκρον ὕψος καὶ κατάρροπον βάθος.

Georgius Pisides Poeta, In Bonum patricium (2701: 003)


“Giorgio di Pisidia. Poemi. I. Panegirici epici”, Ed. Pertusi, A.
Ettal: Buch–Kunstverlag, 1959; Studia patristica et Byzantina 7.
L. 54

καὶ τοῖς ἀποῦσι συμπαρὼν λογίζεται,


καὶ πανταχοῦ δείκνυσι τὴν κοινὴν σχέσιν·
οὐ σχίζεται γάρ, οὔτε μὴν μερίζεται,
ἀλλ' ἔστιν ἐκτὸς ἔνδον, ὡς ὁ δεσπότης
ἔνεστιν ἐν σοί, κἂν δοκῇ διεστάναι.
ἀλλ' ὦ διαυγὲς ὄμμα τῆς οἰκουμένης,
τὸν νοῦν ἔχων ὄχημα φωτὸς ἐμφύτου,
εἰ καὶ διέστης πρὸς τὸ Περσικὸν νέφος
καὶ τῇ χαλάζῃ συμπλέκῃ τῇ βαρβάρῳ,
γενοῦ πρὸς ἡμᾶς, καὶ βλέπει τὸν ἥλιον
Ῥώμης ὁ κόσμος, καινοτομῶν δὲ τὸν χρόνον
χειμῶνι λάμψον, καὶ κατευθύνεις ἔαρ.
οἴκτειρον ἡμᾶς, οὓς ἐλυτρώσω πάλαι,
δι' οὓς τοσούτους ἔσχες ὠδίνων πόνους,
τὸν ἐκ τυράννου κόσμον ἠτεκνωμένον
ξένῳ θελήσας τεκνοποιῆσαι σπόρῳ,
οἴκτειρον ἡμᾶς, ὡς ἀνέγκλητα βρέφη·
θρασύνεται γὰρ πολλάκις καὶ νήπια
ἐν ἁπλότητι παιδικῶν ψελλισμάτων·
ὅμως τὸ λυποῦν ἡ σχέσις βιάζεται·
ἡ γὰρ φύσις νυγεῖσα συγγνώμην ἔχει,

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία (2702: 001)“Michel Psellos.


Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance (976–1077), 2 vols.”,
Ed. Renauld, É.Paris: Les Belles Lettres, 1:1926; 2:1928, Repr. 1967.
Ch. 4, se. 10, l. 9

καὶ ὥσπερ ἀνὴρ ἐκ μειρακίου γενόμενος ἀνδρικώτερον ἅμα


καὶ γενναιότερον τῆς βασιλείας ἀντείχετο.
Καὶ τοῦτο πρῶτον θαυμάζειν ἔχω τοῦ αὐτοκράτορος,
ὅτι ἐξ ἐλάττονος τύχης τῆς μεγίστης ταύτης εὐδαιμονίας
τυχὼν, οὔτ' ἐξεπλάγη τὸ φρόνημα, οὔτε ἥττων εὑρέθη τοῦ
κράτους, ἀλλ' οὔ τι τῶν καθεστώτων ἠλλοίωσε· ἀλλ' ὥσπερ
256

πρὸς τοῦτο διαμεμελετημένος πόρρωθεν καὶ οἷον ἠρέμα


προσεγγίσας τῷ πράγματι, τοιοῦτος εὐθὺς ἐγνώριστο καθ' ἣν
ἐβεβασιλεύκει ἡμέραν, ὁποῖος εἰ χθὲς καὶ πρῴην διεῖπε τὴν
βασιλείαν· οὔτε γάρ τι τῶν συνήθως πραττομένων ἐκαινοτό-
μησεν, οὔτε νόμον ἀνεῖλεν, οὐδ' ἀντίθετον τούτῳ εἰσήνεγκεν,
ἀλλ' οὔτε τινὰ τῶν τῆς γερουσίας μετήμειψεν, οἷα δὴ φιλεῖ
ἐν ταῖς καιναῖς βασιλείαις νεωτερίζεσθαι· εἰ γὰρ καί τινες
αὐτῷ συνήθεις πρὸ τοῦ κράτους ἐτύγχανον ὄντες, ἢ χάριτάς
τισι καθωμολόγησεν, οὐδένα μὲν τούτων διεψεύσατο βασι-
λεύσας, πλὴν οὐκ εὐθὺς εἰς ὑπερηφάνους τούτους ἀρχὰς
ἀνεβίβασεν, ἀλλ' οἷον προγυμνάζων πόρρωθεν ταῖς ἥττοσι
καὶ ταπεινοτέραις, οὕτω κατὰ βραχὺ προῆγε ταῖς μείζοσι.
Καὶ ἀποπεφάνθω μοι περὶ τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς, ὡς εἰ μὴ τῶν
ἀδελφῶν ἡ μερὶς μοίρᾳ προσεφύη κακῇ, κἀντεῦθεν οὔτε
καταλύειν εἶχε τὸ γένος παντάπασιν, οὔτ' ἐπιστρέφειν

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 5, se. 24, l. 22

ὁ δὲ μεγαλοφυέστερον τοὺς λόγους πράττων καὶ ἁρμονικῶς


συντιθεὶς, καὶ παρισάζων τῷ μεγέθει τῆς πράξεως, ὁ δ'
οὐκ αὐτοματίζων τὸ γεγονὸς, ἀλλ' αἰτίας τινὰς προθεὶς
ἔμφρονας, ἀφ' ὧν τὸ μέγα ἐκεῖνο καὶ δημοσιώτατον ἀπετε-
λέσθη μυστήριον (οὕτω γὰρ εἰπεῖν οἰκειότερον)· ὅθεν κἂν
ἀπεσιώπησα τὴν μεγάλην ἐκείνην φορὰν καὶ συγκίνησιν,
εἰ μή γε ᾔδειν τὸ καιριώτατον τῆς χρονογραφία ς κατασι-
γάσας· ὅθεν ἐπὶ μικρᾶς σχεδίας μέγα περαιώσασθαι τετόλ-
μηκα πέλαγος. Λέξω γοῦν, ὡς ἂν οἷός τε ὦ, ὁπόσα μετὰ
τὴν τῆς βασιλίδος ὑπερορίαν ἡ θεία δίκη τῷ τε καιρῷ καὶ
τοῖς πράγμασιν ἐκαινοτόμησεν.
Ὁ μὲν γὰρ βασιλεὺς τέως ἐτρύφα καὶ πλήρης
καθειστήκει φρονήματος, ἡ δέ γε ξύμπασα Πόλις, λέγω δὲ
πᾶν γένος καὶ τύχην καὶ ἡλικίαν, ὥσπερ λυθείσης αὐτῇ τῆς
συμφυοῦς ἁρμονίας, κατὰ μέρη τινὰ συγκινεῖσθαι καὶ δια-
ταράττεσθαι ἤρχετο, καὶ οὐκ ἦν τῶν πάντων οὐδεὶς ὃς οὐχὶ
τὰ πρῶτα μὲν ὑπετονθόρυζε τῇ γλώττῃ καὶ δεινότερον τῇ
καρδίᾳ περὶ τοῦ πράγματος ἐβυσσοδόμευεν, καὶ τῇ γλώττῃ
τοῦ λέγειν ἐδίδου ἐλευθερίαν. Ὡς γὰρ ἡ φήμη ἁπανταχοῦ
ἦν τῆς περὶ τὴν βασιλίδα καινοτομίας, πενθοῦσαν ἦν ὁρᾶν
τὴν Πόλιν ξύμπασαν· καὶ ὥσπερ ἐπὶ ταῖς μεγάλαις κινήσεσι

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 5, se. 25, l. 9


257

τὴν τῆς βασιλίδος ὑπερορίαν ἡ θεία δίκη τῷ τε καιρῷ καὶ


τοῖς πράγμασιν ἐκαινοτόμησεν.
Ὁ μὲν γὰρ βασιλεὺς τέως ἐτρύφα καὶ πλήρης
καθειστήκει φρονήματος, ἡ δέ γε ξύμπασα Πόλις, λέγω δὲ
πᾶν γένος καὶ τύχην καὶ ἡλικίαν, ὥσπερ λυθείσης αὐτῇ τῆς
συμφυοῦς ἁρμονίας, κατὰ μέρη τινὰ συγκινεῖσθαι καὶ δια-
ταράττεσθαι ἤρχετο, καὶ οὐκ ἦν τῶν πάντων οὐδεὶς ὃς οὐχὶ
τὰ πρῶτα μὲν ὑπετονθόρυζε τῇ γλώττῃ καὶ δεινότερον τῇ
καρδίᾳ περὶ τοῦ πράγματος ἐβυσσοδόμευεν, καὶ τῇ γλώττῃ
τοῦ λέγειν ἐδίδου ἐλευθερίαν. Ὡς γὰρ ἡ φήμη ἁπανταχοῦ
ἦν τῆς περὶ τὴν βασιλίδα καινοτομίας, πενθοῦσαν ἦν ὁρᾶν
τὴν Πόλιν ξύμπασαν· καὶ ὥσπερ ἐπὶ ταῖς μεγάλαις κινήσεσι
τοῦ παντὸς σκυθρωπάζουσιν ἅπαντες τὰς ψυχὰς καὶ οὐκ
ἔχουσιν ὅπως ἂν ἑαυτοὺς ἀνακτήσαιντο, τὰ μὲν τῶν δεινῶν
ὑπομεμενηκότες, τὰ δὲ ἐλπίζοντες, οὕτω δὴ καὶ τότε πᾶσαν
ψυχὴν κατήφειά τις κατειλήφει δεινὴ, καὶ ἀπαραμύθητος
συμφορὰ, καὶ εἰς δευτέραν ἡμέραν οὐδεὶς τέως ἐπεῖχε τὴν
γλῶτταν, οὐ τῶν ἐν τέλει, οὐ τῶν τοῦ βήματος, ἀλλ' οὐδ'
ὅσον ἐκείνου συγγενικὸν καὶ οἰκίδιον· οἱ δ' οὖν ἐπὶ τῶν
ἐργαστηρίων καὶ πρὸς μεγάλας τόλμας παρεσκευάζοντο·
ἀλλ' οὐδ' ὅσον ξενικόν τε καὶ συμμαχικὸν εἰώθασι

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 5, se. 27, l. 14

ἄλλος δόρυ, ὁ δὲ πολὺς ὄχλος, τῶν ἁδροτέρων λίθων τοὺς


μὲν κολπωσάμενοι, τοὺς δ' ἐν χεροῖν ἔχοντες, ἀτακτότερον
ἔθεον. Ἐγὼ γοῦν τηνικαῦτα πρὸ τῶν βασιλείων εἱστήκειν
εἰσόδων, πόρρωθεν ὑπογραμματεύων τῷ βασιλεῖ καὶ ἄρτι
μεμυημένος τὰ προεισόδια· καί με εἶχεν ἡ ἔξω στοὰ γρα-
φάς τινας τῶν μυστικωτέρων ὑπαγορεύοντα· ἀθρόον δὲ βοή
τις ἡμῖν προσβάλλει ὥσπερ ἱππόκροτος καὶ διέσεισε τὰς
τῶν πολλῶν ὁ ἦχος ψυχάς· ἔπειτά τις ἧκεν ἀγγέλλων, ὡς ὁ
δῆμος ἅπας ἐπὶ τὸν βασιλέα κεκίνηται καὶ ὥσπερ ὑφ' ἑνὶ
συνθήματι πρὸς τὴν αὐτὴν γνώμην συνείλεκται. Τοῖς μὲν
οὖν πολλοῖς Καινοτομία τις ἄλογος τὸ πραττόμενον ἔδοξεν,
ἐγὼ δὲ συνεὶς ἐξ ὧν πρότερον τὰ μὲν ἑωράκειν, τὰ δὲ ἠκη-
κόειν, ὡς εἰς πυρκαϊὰν ὁ σπινθὴρ ἀνεφλέχθη καὶ δεῖ πολλῶν
ποταμῶν καὶ ἐπιφόρου τοῦ ῥεύματος ὥστε ἀποσβεσθῆναι,
αὐτίκα τὸν ἵππον ἀναβὰς διὰ μέσης ᾔειν τῆς Πόλεως καί
γε τοῖς ὀφθαλμοῖς αὐτοῖς ἑωράκειν περὶ ὧν νῦν ἔπεισί μοι
ἀμφισβητεῖν.
Ὥσπερ γάρ τινος ξύμπαντες κρείττονος μετ-
258

εσχηκότες πνεύματος, οὐκ ἔτι ἐπὶ τῶν προτέρων ἑωρῶντο


τῆς ψυχῆς καταστάσεων, ἀλλ' οἵ τε δρόμοι αὐτῶν μανικώτε-
ροι καὶ αἱ χεῖρες ἐρρωμενέστεραι, καὶ τῶν ὀφθαλμῶν αἱ

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 5, se. 40, l. 10

Τέως δὲ καὶ αὐτὸς οὐ πάνυ τι συνεληλύθειν ἐπιει-


κῶς, οὐ γὰρ ἦν ἐπὶ τῇ βασιλίδι ἀνάλγητος, ἀλλὰ κἀμὲ βρα-
χύς τις ἐπ' ἐκεῖνον ὑπεκίνει θυμός· ἐπεὶ δὲ πρὸς τῷ ἱερῷ
βήματι γεγονὼς, οὗ ἐκεῖνος ἐτύγχανεν ὢν, ἐθεασάμην ἄμφω
τὼ πρόσφυγε, τὸν μὲν βασιλεύσαντα αὐτῆς ἐπειλημμένον
τῆς ἱερᾶς τοῦ Λόγου τραπέζης, τὸν δέ γε νωβελλίσιμον ἐπὶ
τοῦ δεξιοῦ ἑστηκότα μέρους, μεταβεβλημένω καὶ τὸ σχῆμα
καὶ τὴν ψυχὴν καὶ κατῃσχυμμένω παντάπασι, θυμοῦ δὲ οὐδ'
ὁτιοῦν ἴχνος ἐφύλαξα τῇ ψυχῇ, ὥσπερ δὲ τυφῶνι βληθεὶς
αὖος εἱστήκειν καὶ ἀχανὴς, πρὸς τὴν καινοτομίαν μεταβε-
βλημένος τοῦ πράγματος· εἶτα δὴ συλλεξάμενος τὴν ψυχὴν,
ἐπηρασάμην τῆς ἡμετέρας ζωῆς, δι' ἣν εἴωθε συμβαίνειν
τὰ καινὰ ταῦτα καὶ ἄτοπα· εἶτα δὴ ὥσπερ τινὸς ἔνδοθεν
ἀναρρυείσης πηγῆς, δακρύων ῥοῦς ἀκατάσχετος προεχεῖτο
τῶν ὀφθαλμῶν, τελευτῶντι δέ μοι καὶ εἰς στεναγμοὺς τὸ
πάθος ἀπετελεύτησε.

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 6, se. 2, l. 3

οἶδα εἴ τι ἕτερον γένος ὡς τὸ περὶ ἐκείνας ἠγάπηται τῷ


Θεῷ, καὶ θαυμάζω κατανοῶν, ὅτι, μὴ ἐννόμως αὐταῖς τῆς
ῥίζης παγείσης καὶ φυτευθείσης, ἀλλὰ φόνοις καὶ αἵμασιν,
οὕτω τὸ φυτευθὲν ἐξηνθήκει καὶ τοσαύτας προὐβάλλετο
βλάστας, καὶ ἑκάστην μετὰ τοῦ βασιλείου καρποῦ, ὡς μὴ
ἔχειν ἑτέρας ἀντισυγκρῖναι ταύταις, οὔτε πρὸς κάλλος οὔτε
πρὸς μέγεθος· ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὡς λόγος ἕτερος παρεμβέ-
βληται τῷ συγγράμματι.
Αἱ γοῦν ἀδελφαὶ μόναι τέως βασιλεύειν ἑλόμεναι,
οὔτε διὰ νέων προστατῶν καθίστασαν τὰ βασίλεια οὔτε
καινοτομεῖν ἀθρόον τὰ ὑπάρξαντα ἐπεχείρησαν, ἀλλὰ μόνους
τοὺς ἀπὸ τοῦ τυραννικοῦ γένους μεταστησάμεναι, τοῖς
ἄλλοις, ὡς πιστοτάτοις καὶ πατρῴαν αὐταῖς τηροῦσιν
εὔνοιαν, ἐχρῶντο πρὸς τὰς ἀρχάς· οἳ δεδιότες μή τινα
ἑαυτοῖς ἐς τὸν μέλλοντα χρόνον προενεχθείη ἐγκλήματα, ἢ
τῆς τῶν καθηκόντων καινοτομίας, ἢ βουλευμάτων ἀλο-
259

γίστων, ἢ πράξεων ἀθεμίτων, περὶ πάντων ἠκρίβουν στρα-


τιωτικῶν τε ὁμοῦ καὶ πολιτικῶν πραγμάτων, καὶ ὡς ἐνὸν
ἀμφοτέραις τὸ καθῆκον ἀπένεμον.
Σχῆμα δὲ βασιλείας ταῖς ἀδελφαῖς ἐποιοῦντο
ὁποῖον καὶ τοῖς φθάσασιν εἴθιστο αὐτοκράτορσι·

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 6, se. 2, l. 8

ἔχειν ἑτέρας ἀντισυγκρῖναι ταύταις, οὔτε πρὸς κάλλος οὔτε


πρὸς μέγεθος· ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὡς λόγος ἕτερος παρεμβέ-
βληται τῷ συγγράμματι.
Αἱ γοῦν ἀδελφαὶ μόναι τέως βασιλεύειν ἑλόμεναι,
οὔτε διὰ νέων προστατῶν καθίστασαν τὰ βασίλεια οὔτε
καινοτομεῖν ἀθρόον τὰ ὑπάρξαντα ἐπεχείρησαν, ἀλλὰ μόνους
τοὺς ἀπὸ τοῦ τυραννικοῦ γένους μεταστησάμεναι, τοῖς
ἄλλοις, ὡς πιστοτάτοις καὶ πατρῴαν αὐταῖς τηροῦσιν
εὔνοιαν, ἐχρῶντο πρὸς τὰς ἀρχάς· οἳ δεδιότες μή τινα
ἑαυτοῖς ἐς τὸν μέλλοντα χρόνον προενεχθείη ἐγκλήματα, ἢ
τῆς τῶν καθηκόντων καινοτομίας, ἢ βουλευμάτων ἀλο-
γίστων, ἢ πράξεων ἀθεμίτων, περὶ πάντων ἠκρίβουν στρα-
τιωτικῶν τε ὁμοῦ καὶ πολιτικῶν πραγμάτων, καὶ ὡς ἐνὸν
ἀμφοτέραις τὸ καθῆκον ἀπένεμον.
Σχῆμα δὲ βασιλείας ταῖς ἀδελφαῖς ἐποιοῦντο
ὁποῖον καὶ τοῖς φθάσασιν εἴθιστο αὐτοκράτορσι· προὐκά-
θηντο γὰρ ἄμφω τοῦ βασιλικοῦ βήματος ἐπὶ μιᾶς ὥσπερ
γραμμῆς βραχύ τι πρὸς τὴν Θεοδώραν παρεγκλινούσης, καὶ
ἀγχοῦ μὲν οἱ ῥαβδοῦχοι καὶ ξιφηφόροι καὶ τὸ γένος ὅσοι τὸν
πέλεκυν ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ ὤμου κραδαίνουσι· τούτων δὲ ἐνδο-
τέρω μὲν τὸ ἄγαν εὐνούστατον καὶ οἱ διαχειριζόμενοι τὰ

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 6, se. 103, l. 17

ἐξεπίτηδες τὸν μὲν βασιλέα τεθνάναι διεβεβαίουν, τὴν δέ


γε Θεοδώραν ἐγκρατῆ γενομένην τοῦ κράτους, τὸν ἐκ Μα-
κεδονίας πρὸ πάντων αἱρεῖσθαι Λέοντα συνετώτατόν τε
ὁμοῦ καὶ δραστήριον καὶ λαμπρὰς ἔχοντα τοῦ ἄνω γένους
τὰς ἀφορμάς· εἶτα δὲ καὶ αὐτοὶ οἱ καθηγεμόνες τοῦ πλά-
σματος διὰ τῆς τοιαύτης μηχανῆς τὰ πανταχόθεν τῆς
ἑσπέρας ἐν ὀλίγαις δή τισιν ἡμέραις στρατόπεδα συναθροί-
ζουσιν· ἦν δὲ οὐ τὸ πλάσμα μόνον τὸ συλλέξαν ἐκείνους,
ἀλλὰ δή τι καὶ μῖσος αὐτοῖς παρατρεφόμενον πρὸς τὸν αὐ-
τοκράτορα ἦν, ὅτι τε αὐτῶν βραχὺν λόγον ἐτίθετο, καὶ
260

ὑποπτεύσας αὐτοὺς ἀπό τινος γενομένης καινοτομίας,


ἔμελλε κατὰ βραχὺ τιμωρήσασθαι· διὰ ταῦτα πρὶν ἢ κατει-
λῆφθαι τούτους, προκαταλαβεῖν ἐκεῖνον ἔργον ἐτίθεντο.
Συλλεγέντες οὖν ἀθρόον καὶ παρ' ἐλπίδα, καὶ εἰς
ταὐτὸ τὰς γνώμας συνεληλυθότες, βασιλεύειν ἐπ' αὐτοῖς
αἱροῦνται τὸν Λέοντα, καὶ ὁπόσα δὴ αὐτοῖς ὁ καιρὸς ἐδίδου
ἐπὶ τῇ ἀναρρήσει πλασάμενοι, διαπρεπεῖ ἐσθῆτι κοσμήσαν-
τες αἴρουσιν ἐπ' ἀσπίδος· ὁ δὲ ἅπαξ ἐν τῷ σχήματι
καταστὰς, ὡς ἤδη τοῦ πράγματος αὐτοῦ τετυχηκὼς, καὶ
οὐχ ὡς ἐπὶ σκηνῆς οἷον δραματουργῶν ἢ πλαττόμενος,

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 6, se. 104, l. 26

στρατευμάτων ποιεῖ, τοὺς δὲ ἐγγὺς ἱστᾷ τοῦ βασιλικοῦ βή-


ματος, καὶ ἄλλοις τὰς πρώτας βουλὰς ἀνατίθεται, καὶ
ξύμπαντας, ὡς αὐτῷ τε κἀκείνοις αἱρετὸν ἦν, καταλλήλως
ἑκάστῳ τοῖς πράγμασι διελόμενος, τῆς πρὸς τὴν Πόλιν
εὐθὺς πορείας εἴχετο. Οὕτω γὰρ αὐτοῖς ἐβούλετο ἀθρόον
προκαταλαβεῖν τὰς γνώμας τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ πρὶν ἢ
τὸ τῆς ἑῴας ἐπ' αὐτοὺς μετακινῆσαι στρατόπεδον, ἐπ'
ἐκεῖνον τούτους μετακινήσασθαι· ᾤοντο δὲ μηδὲ τοὺς ἐν
τῇ Πόλει τῷ βασιλεῖ προσθήσεσθαι, τούτοις δὲ ἀντιστή-
σεσθαι, δι' ὀργῆς τε τὸν αὐτοκράτορα ἔχοντας, ἐπειδὴ καὶ
καινοτομεῖν τι κατ' αὐτῶν ἤρξατο, καὶ τὴν προεδρίαν
αὐτοῦ δυσχεραίνοντας, καὶ βουλομένους στρατιώτην ἰδεῖν
αὐτοκράτορα, σφῶν τε προκινδυνεύοντα καὶ τὰς ἐπιδρομὰς
τῶν βαρβάρων ἀνείργοντα.
Ἀμέλει καὶ πρὶν ἢ προσπελάσαι τοῖς τείχεσι, πολλή
τις αὐτοῖς μερὶς κατὰ τὴν πορείαν ἐθελουσίοις ὁρμαῖς
προσετίθετο, πληθύς τε στρατιωτικὴ ἀπὸ τῶν ὑψηλοτέρων
μερῶν προσεγίνετο, καὶ τὰ μέχρι τῆς Πόλεως κατάντη
πάντα πρὸς τὸν σκοπὸν καὶ ἐπίφορα. Καὶ τὰ μὲν ἐκείνων
τοιαῦτα, τῷ δὲ αὐτοκράτορι εἰς τοὐναντίον περιειστήκει τὰ
πράγματα· οὔτε γὰρ οἰκεῖον στράτευμα, οὔτε συμμαχικὸν

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 6, se. 117, l. 4

ναῶν καταφυγεῖν, ταυρηδὸν πρὸς αὐτὴν ἀποβλέψας· «Ἀπα-


γέτω τις αὐτὴν, ἔφησεν, εἴ τις ἡμῖν καταλέλειπται, ἵνα
καθ' ἑαυτὴν τὸν θρῆνον ποιοῖτο, καὶ μὴ τὴν ἐμὴν καταμαλ-
θακίζοι ψυχήν· τὸ γὰρ εὐτύχημα, φησὶ, τῷ τυράννῳ (πρὸς
261

ἐμὲ αὖθις ὑποστραφεὶς) τὴν τήμερον περιώριστο· τὸ δέ γε


λοιπὸν, ὥσπερ ψάμμου ὑποπασθείσης αὐτῷ, πρὸς τοὐναν-
τίον χωρήσει τὰ πράγματα.»
Ὁ μὲν οὖν τύραννος ταῦτα διαπραξάμενος,
αἰχμαλώτους τε οὐκ ὀλίγους ζωγρήσας, συντεταγμένος ἐπὶ
τὸν χάρακα ἄπεισιν· ὁ δέ γε αὐτοκράτωρ οὐδὲν αὖθις καινο-
τομήσειν ἐπ' ἐκεῖνον ἐσκέψατο, ἀλλὰ τὰς τῶν τειχῶν εἰς-
όδους καθαρμοσάμενος, τό τε πλῆθος δημαγωγήσας τῆς
Πόλεως καὶ τῆς προλαβούσης αὐτοὺς εὐνοίας ἀποδεξάμε-
νος, τῆς δέ γε μελλούσης ἔπαθλα ὥσπερ ἐπ' ἀγωνίαις προ-
θεὶς, εὐπετῶς τὴν πολιορκίαν διήνεγκεν· ὁ δέ γε τύραννος
τὴν νύκτα μόνην ἐκείνην ἐπὶ τοῦ χάρακος αὐλισάμενος,
ἐπειδὴ ὄρθρος ἐγεγόνει, τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὡς ἐπὶ
προκειμένην τὴν βασιλείαν συνήλαυνε, τούς τε αἰχμαλώ-
τους δεσμίους ἀπαγαγὼν πρὸ τῶν τειχῶν ἵστησι, διδάξας ὅ
τι δὴ πρὸς τὸν καιρὸν φθέγξαιντο· οἱ δὲ διαστάντες, ἐλεει-
νοὶ καὶ ταῖς φωναῖς καὶ τοῖς σχήμασι,

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 7, se. 65, l. 5

τὸν ἄνδρα, ἐποίει τὸ ἀγνοούμενον ἐξειπεῖν ὥσπερ τι τῶν


κοινῶν διηγούμενον. Κἀμὲ γοῦν οὕτω πολλάκις ἐθήρασεν,
ἐπεὶ δὲ τεθάρρηκα ἅπαξ αὐτῷ τὸ ἀπόρρητον ἐξειπεῖν, ὁ δὲ
κατηφής τε ἐγεγόνει καὶ ὥσπερ ἐλεγχθεὶς ἠρυθρίασε· τῶν
γὰρ ἐλέγχων οὐ μόνον τοὺς δημοσίους, ἀλλὰ καὶ τοὺς τεχνι-
κοὺς, φρονήματος πλήρης ὢν, ἀπεστρέφετο.
Ἀμέλει τοι καὶ τὸν πατριάρχην Μιχαὴλ ἅπαξ
πρὸς αὐτὸν παρρησιασάμενον καὶ θρασυτέρᾳ χρησάμενον τῇ
φωνῇ, τότε μὲν ἀφῆκεν ἐπισχὼν αὑτῷ τὸν θυμὸν, εἶτα δὴ
ἀπόρρητον τῇ ψυχῇ κατ' αὐτοῦ περιελίξας ἐνθύμημα
ἀπροσδοκήτως τε ἀναρρήγνυσι, καὶ ὡς οὐδέν τι καινοτομῶν
ἐξάγει τε τῆς Πόλεως καὶ ὅροις κολάζει περιγράπτοις,
ἐφ' οἷς δὴ καὶ ἀπέθετο τὴν ζωήν. Ἀλλὰ τοῦτο μὲν ὅπως
ἐπέπρακτο μακροῦ λόγου δεόμενον ἀναβάλλομαι νῦν· εἰ γάρ
τις βούλοιτο ἀμφοῖν διαιτᾶν, τὸν μὲν τῆς ἀρχῆς καταιτιά-
σαιτο, τὸν δὲ τῆς τελευτῆς ἐπιμέμψαιτο καὶ ἐπεὶ τοῦτον
ὥσπερ ἐπωμάδιον ἄχθος ἀπεφορτίσατο. Ἀλλ' ὅ με μικροῦ
διέλαθεν, εὐάγγελός τις αὐτῷ τῆς ἐκείνου ἀποδημίας ἐξ
ἀποστολῆς προσήνεγκε πόρρωθεν ἀπαλλάττων ὥσπερ τῶν
εἰς τὸ μέλλον φροντίδων αὐτόν· ὁ δὲ, ἐπειδή περ ἠκηκόει,
ἀθρόον πληγεὶς τὴν ψυχὴν ἀνωλόλυξεν, οὐκ εἰωθὼς τοῦτο
262

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία Ch. 7, se. 71, l. 9

τιᾶς, ἐπάνεισι δ' οὖν ὅμως τῇ Πόλει, στέμμασιν ἀριστείοις


ἀναδεδεμένος τὴν κεφαλήν.
Ἐντεῦθεν, ὁπόσα ἐγὼ οἶδα ἀκριβέστερον τὴν
ἐκείνου καταμανθάνων ψυχὴν, προσέθετο τῷ ἐμφύτῳ ἤθει,
καὶ σοβαρώτερος ἐγεγόνει, καταπεφρονήκει γοῦν ἁπάντων·
τό τε γὰρ συγγενὲς ἐν ἴσῳ τοῖς ἄλλοις εἱστήκει, καὶ ὁ
ἀδελφὸς, ἐπεὶ ταῖς πόρρω εἰσόδοις τῶν βασιλείων πλησιά-
σειεν, ἀπέβαινε τοῦ ἵππου εὐθὺς, προστεταγμένον αὐτῷ,
καὶ οὐδέν τι τῶν ἄλλων σεμνότερον προσῄει τῷ ἀδελφῷ· ὁ
δὲ κάλλιστος ὢν τὸ ἦθος ὧν ἐγὼ οἶδα, ὁμαλῶς δέχεται τὴν
μεταβολὴν καὶ οὐ δυσχεραίνει τὴν καινοτομίαν, ἀλλὰ καὶ
καλοῦντι τῷ βασιλεῖ σὺν αἰδοῖ παρεγίγνετο, καὶ τὰ πολλὰ
ὑπεχώρει, καὶ παράδειγμά τι τοῖς ἄλλοις τῆς ὁμοίας
ἐγίγνετο μεταθέσεως.
Οὕτω μὲν οὖν τῷ βασιλεῖ τὸ ἦθος μετεσκεύ-
αστο, καὶ ὁ δεύτερος ἐτελεύτα καιρός· ἄρχεται δὲ ὁ τρίτος
ἐντεῦθεν. Ἐπτόητο περὶ τὰ κυνηγέσια ὁ βασιλεὺς, καὶ ἦν εἴ-
περ τις ἄλλος ἐραστής τε τῶν ἐντεῦθεν δυσεφίκτων καὶ
θηρατὴς ἀκριβής· ἱππάζετο γὰρ ἐλαφρῶς ἐπικλάζων τε
καὶ ἐπιθωΰζων ἐπτέρου μὲν τὸν κύνα, ἐπεῖχε δὲ τῷ λαγῷ

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. (2702: 006)


“Michaelis Pselli orationes panegyricae”, Ed. Dennis, G.T.
Stuttgart: Teubner, 1994.Oration 2, l. 273

γοερὸν ἀνεκώκυσεν, ἀλλὰ τὰ εἰκότα θρηνήσασα τῷ νεκρῷ


τοῦ καθήκοντος γίνεται, καὶ ὅπως ἀσφαλῶς ἕξει τὰ τῆς
βασιλείας λογίζεταί τε καὶ πραγματεύεται.
Ὅθεν κρύπτει τὸ γεγονός, καὶ βασιλέα τοῖς θρόνοις ἐγ-
καθιδρύει ὃν ἐκεῖνος τῶν ἄλλων ὑπερηγάπησέ τε καὶ
προέκρινεν, ἴσως κἀν τούτῳ τιμὴν ἀφοσιουμένη τῷ
ἀπελθόντι, ὅτι μὴ ἀντιθέτοις ἐκείνῳ, ἀλλ' οἷς μᾶλλον πεπί-
στευτο τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν ἐνεχειρίσατο, οὐκ ἀναμεί-
νασα τὸν καιρόν, οὐ συγκλήτου ψήφους ἐκδεξαμένη, οὐ
δήμου βουλήν, ἀλλὰ ταῦτά τε προλαβοῦσα καὶ ὅσα ἐν ταῖς
μεταβολαῖς καινοτομεῖσθαι εἰώθασιν. ἦν δὲ οὗτος οὐ τῶν
εὐπατριδῶν, οὐ τῶν πλούτῳ κομώντων καὶ οἷς τὰ τῆς ἔξω-
θεν εὐγενείας χαρακτηρίζεται, ἀλλ' ἀσήμου γένους καὶ τύ-
χης τῆς φαυλοτάτης. τῶν δὲ τῆς ψυχῆς ἀγαθῶν οὐ μάλα
τις ἐνδεής· μεγαλεπήβολός τε γὰρ ἦν καὶ νοῆσαι ὀξύτατος,
καὶ ἡδονῶν ἧττον ἁπτόμενος, τό τε ἦθος χαρίεις καὶ τὸν
263

λόγον οὐκ ἄμουσος· οὐ μεγαλοπρεπὴς δὲ οὐδὲ βασιλικώ-


τατα διαπρέπων, ἀλλὰ χρηματιστὴς μὲν εἴπερ τις ἄλλος,
ἀφιλότιμος δὲ καὶ σμικρολόγος, καὶ τὸ εὐεργετικὸν φει-
δωλόν τε καὶ ἄχαρι. ἀλλ' οὗτος μέν, εἰ καὶ μὴ πᾶσί γε
τοῖς ἀγαθοῖς, ἀλλ' ἐξ ἡμισείας τέως ἐκεκόσμητο, οὐκ

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. Oration 2, l. 344

Ἐν τούτῳ δὲ ἀνήρ τις, τό τε εἶδος τῶν φαυλοτάτων καὶ


τὸ γένος τῶν ἀκλεῶν, τοῦ τῶν Βουλγάρων κορυφαίου κα-
τατρυφᾷ, καί τινα αὐτῷ ἐπιφημίσας εὐγένειαν, καὶ λόγον
ἐλευθερίας ὑποβαλόμενος πρὸς ἀποστασίαν ἐπαίρει, καὶ
σπινθὴρ ἀφανὴς εἰς πῦρ ἀνακαίεται. ὅλον γὰρ τὸ ἔθνος
συμφρονῆσαν λαβών, καὶ ταῖς ὁμοφροσύναις τοῦ πλήθους
θαρρήσας, τὰ ἡμέτερα καινοτομεῖν ἐβούλετο ὅρια. ζῆλος
ἐντεῦθεν τῇ νόσῳ σβεννύμενος ἀνάπτει τὸν αὐτοκράτορα,
καὶ ὃς μηδὲν ἐννοήσας τῶν ὅσα μαλακίζειν εἴωθε, μὴ τὴν
διπλῆν δαπάνην τοῦ σώματος, μὴ τὸ τῆς ὁδοῦ μῆκος, μὴ
τὸ τοῦ πολέμου δύσελπι, μηδ' ἄλλο μηδέν, τῆς πόλεως
ἔξεισι καὶ κατὰ τοῦ ἀποστατήσαντος ἔθνους στρατεύεται,
καί – ὢ τῶν κριμάτων σου κύριε – λογίζεται, παρατάττε-
ται, ἐλαύνει ἐφ' ἵππου νεκρός. τί γὰρ ἄλλο δεῖ λέγειν;
στενοχωρίας καὶ ὀρέων κατατολμᾷ ὁ χειρῶν ἀλλοτρίων
δεόμενος πρὸς τὴν κίνησιν, νικᾷ τὸ ἀντίπαλον, ἐπάνεισιν
αὖθις ἀπιστούμενος ὅτι ζῇ,

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. Oration 2, l. 670

σύνοδος, καὶ ἀντιλάμπεις φανεὶς τῇ σελήνῃ, καὶ δεικνύεις


ὅσον ἀμφοῖν τοῦ φωτὸς τὸ διάφορον.
Εὐθὺς οὖν οὐχ ἡδοναῖς σεαυτὸν δέδωκας, εἰ μή πού τις
ἡδονὰς λέγει τὰς πρὸς τὸ ὑπήκοον χάριτας καὶ τῶν εὐερ-
γετημάτων τὸ ἄφθονον· τοῦτο γάρ σοι καὶ ψυχαγωγία καὶ
θυμῆρες ἐντρύφημα. οὐδὲ γὰρ ἅπαξ ἀνοίξας τοὺς θησαυρ-
οὺς αὖθις συνέκλεισας, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπεμβάλλεις τῷ ῥεύ-
ματι, καὶ τοὺς κρουνοὺς αὔξεις, καὶ κατακλύζεις τοὺς
ἐπαντλοῦντας, καὶ γίνῃ χρυσόρειθρος Πακτωλός, καὶ οὐ
βασκαίνεις τοῦ νάματος τοῖς ἀρύουσιν. οὐ γὰρ ὥσπερ
ἕτεροι μεταποιεῖς τὰ βασίλεια, καὶ καινοτομεῖς τὰ πολλὰ
πράγματα, καὶ νέους καθιστᾷς τῶν δημοσίων ἐπιμελητάς
τε καὶ σπουδαστάς, ἵν' ἐκπλήξῃς ταῖς μεταποιήσεσι, καὶ
ὕποπτος δόξῃς πρὸς ἅπαντας καὶ καινοποιός, ἀλλὰ τηρεῖς
264

μὲν ἀδιάπτωτον τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας, οὐ μεταλλάττεις


δὲ τοὺς τῶν κοινῶν φροντιστάς, μᾶλλον μὲν οὖν λαμπρύ-
νεις, καὶ ταῖς προσούσαις δόξαις τε καὶ τιμαῖς ἑτέρας
προστίθης, καὶ ὅσα ταῖς τῶν ἀνέκαθεν βασιλέων κατὰ
μέρος κατεκοσμήθησαν εὐκλείαις τε καὶ λαμπρότησι διὰ
μιᾶς φιλοτιμίας τῆς σῆς ἐς ἅπαξ γεγονυίας ἀπέκρυψας.
Ἀλλ' ἴσως ψυχὴ μέσως ἔχουσα πονηρίας καὶ ἀρετῆς,

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. Oration 5, l. 22

γένους καὶ τύχης καὶ τῶν ἀπείρων σου πλεονεκτημάτων


ἐκείνοις παραχωρήσας αὐτὸς ὀλίγων ἁψάμενος ἐντεῦθέν
σοι τὸ κατὰ πάντων κράτος δείξω λαμπρότερον. καὶ σὺ
μὲν ὁ τὴν ῥητορικὴν τέχνην ἐπαγγελόμενος τοὺς σοὺς
κανόνας σεβόμενος, τῇ λαμπρῇ πατρίδι τὴν τῶν προγόνων
ἐπισύναπτ[ε εὔ]κλειαν· καὶ ταύτῃ τὴν ὄγκον τῆς τύχης καὶ
τὰ ἐν τῇ γενέσει καινά, τό τε κράτος τῆς φύσεως καὶ τοῦ
νοὸς τὴν ὀξύτητα πρόσθες, εἰ βούλει, καὶ τὴν ὥραν τοῦ
σώματος, τὸ εὐειδές τε καὶ εὔμηκες, τὸ ἱλαρόν τε καὶ χά-
ριεν, τά τε ἄλλα καὶ τὰ πρὸ τῆς βασιλείας. αὐτῇ προσφύω
ὅσα τε κεκαινοτόμηται ἐν αὐτῇ καὶ ὅσα μετὰ ταύτην τε-
θαυματούργηται, καὶ γὰρ ὡς ἀληθῶς θαύματι ἐοίκασιν
ἅπαντα. καὶ σὺ μὲν ταῦτα διαίρει τῷ λόγῳ καὶ μέριζε καὶ
ἑκάστῳ κατάλληλον δίδου τὸν ἔπαινον. ἐγὼ δὲ ταῦτα πα-
ραιτησάμενος ὡς καὶ λόγου μείζονα καὶ ἀσύμμετρα τῷ
καιρῷ. πρὸς ἐκεῖνα δὴ χωρήσω τῷ λόγῳ, ὅσα δή σοι μετὰ
τὸ κράτος πεπόνηται καὶ κατώρθωται. αὐτίκα γὰρ τὴν
ἄνωθεν ψῆφον ἐδέξω παρὰ θεοῦ καὶ εὐθὺς ὡς οἷά τις
ἥλιος φαεινὸς ὡς ἀπό τινος κέντρου καὶ διαστήματος, τῶν
ἀνακτόρων ἀρξάμενος πολλῷ τῷ δρόμῳ τὰς τῶν εὐεργετη-
μάτων ἀκτῖνας ἐπαφῆκας τοῖς πέρασι, οὐκ ἐνταῦθα μὲν

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (2703: 001)“Anna Comnène. Alexiade, 3 vols.”,


Ed. Leib, B.Paris: Les Belles Lettres, 1:1937; 2:1943; 3:1945, Repr. 1–
2:1967.B. 1, Ch. 3, se. 4, l. 19

ὀφθαλμοὺς ἀφελομένου, ὃν ἐχρῆν ἀτιμώρητον διασώσασθαι·


ἀλλ' ἐκεῖνος τότε μὲν «τὰς αἰτίας τῆς ἀποτυφλώσεως
εἰσαῦθις ἐπακούσειας» ἐπειπὼν «φίλτατέ μοι», μετὰ βραχὺ
εἰς οἰκίσκον ἀγαγὼν αὐτόν τε καὶ τὸν Οὐρσέλιον ἀνακαλύ-
πτει τὸ πρόσωπον καὶ δείκνυσιν Οὐρσελίου τοὺς ὀφθαλ-
265

μοὺς πυρωπὸν ἀπαστράπτοντας. Ἐξεπλάγη ταῦτα ὡς


ἐθεάσατο καὶ ἐθαύμασεν ὁ Δοκειανὸς καὶ οὐκ εἶχεν ὅ τι καὶ
χρήσαιτο τῷ πλήθει τοῦ θαύματος. Καὶ θαμὰ μὲν ταῖς
ὄψεσι τὰς χεῖρας ἐπέβαλε, μή που καὶ ὄναρ ἐστὶ τὸ θεώ-
μενον ἤ τις μαγικὴ τερατεία ἢ ἄλλο τι τοιοῦτον ἄρτι πρώ-
τως καινοτομούμενον. Ὡς δὲ τὴν ἐπὶ τῷ ἀνδρὶ φιλαν-
θρωπίαν τοῦ ἐξαδέλφου κατεμάνθανε καὶ μετὰ τῆς
φιλανθρωπίας τὴν τέχνην, περιχαρὴς γεγονὼς ἐνηγκαλί-
ζετό τε αὐτὸν καὶ κατεφίλει πολλάκις τὸ πρόσωπον εἰς
ἡδονὴν τὸ θαῦμα μεταβαλών. Ταὐτὸ δὲ τούτῳ πεπόνθασι
καὶ οἱ περὶ τὸν βασιλέα Μιχαὴλ καὶ βασιλεὺς αὐτὸς καὶ
πάντες.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 3, Ch. 4, se. 3, l. 1

Κατ' ἐκεῖνο δὲ καιροῦ τετίμηται καὶ ὁ


Ταρωνείτης καὶ γαμβρὸς ἐπ' ἀδελφῇ τοῦ βασιλέως πρωτο-
σέβαστός τε καὶ πρωτοβεστιάριος, μετ' οὐ πολὺ δὲ καὶ
πανυπερσέβαστος ἀναδείκνυται καὶ ξύνθωκος τῷ καίσαρι
γίνεται. Πρὸς δὲ καὶ Ἀδριανὸς ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ πρωτο-
σέβαστος ἀξιοῦται περιφανέστατος· καὶ Νικηφόρος ὁ
ὕστατος ἀδελφὸς μέγας τε δρουγγάριος τοῦ στόλου προὐ-
βέβλητο καὶ εἰς τὴν τῶν σεβαστῶν καὶ οὗτος ἀνήχθη
βαθμίδα.
Τούτων δὲ τῶν ἀξιωμάτων τὴν καινοτομίαν
ὁ ἐμὸς πατὴρ προσεξεύρατο τὰ μὲν συνθείς, καθάπερ
ἄνωθεν εἴρηται, τοῖς δὲ καὶ παραχρησάμενος. Τὸ μὲν γὰρ
πανυπερσέβαστος καὶ σεβαστοκράτωρ καὶ ὅσα τοιαῦτα
συντέθεικε, τῇ δὲ τοῦ σεβαστοῦ ἀξίᾳ παραχρησάμενος
φαίνεται. Σεβαστοὶ γὰρ οἱ βασιλεῖς ἀνέκαθεν ἐπιθετικῶς
ὠνομάζοντο, καὶ ἦν ἐξιδιαζόντως εἰς βασιλέα λεγόμενον
τὸ τοῦ σεβαστοῦ ὄνομα· αὐτὸς δὲ εἰς τὸ κοινότερον
πρῶτον κατήνεγκε τὴν τοιαύτην ἀξίαν.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 3, Ch. 4, se. 3, l. 14

συντέθεικε, τῇ δὲ τοῦ σεβαστοῦ ἀξίᾳ παραχρησάμενος


φαίνεται. Σεβαστοὶ γὰρ οἱ βασιλεῖς ἀνέκαθεν ἐπιθετικῶς
ὠνομάζοντο, καὶ ἦν ἐξιδιαζόντως εἰς βασιλέα λεγόμενον
τὸ τοῦ σεβαστοῦ ὄνομα· αὐτὸς δὲ εἰς τὸ κοινότερον
πρῶτον κατήνεγκε τὴν τοιαύτην ἀξίαν. Εἰ γάρ τις εἰς
266

ἐπιστήμην καί τινα ὑπερτάτην φιλοσοφίαν ἀνάγοι τὴν


βασιλείαν ὥσπερ τέχνην οὖσαν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμην
ἐπιστημῶν, θαυμάσαιτο ἂν καὶ τὸν ἐμὸν πατέρα οἷόν τινα
ἐπιστήμονά τε καὶ ἀρχιτέκτονα τὰ ὑπὸ τὴν βασιλείαν
καινοτομοῦντα καὶ πράγματα καὶ ὀνόματα· πλὴν ὅσον οἱ
μὲν τῶν λογικῶν ἐπιστημῶν προστάται διὰ σαφήνειαν τὰ
τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων ἐφεύραντο, ὁ δ' ἐπιστημονάρχης
οὗτος τῆς βασιλείας Ἀλέξιος πρὸς τὸ ξυμφέρον ἅπαντα
τῇ βασιλείᾳ διῳκονόμητο ξενίζων πολλάκις καὶ περὶ τὴν
τάξιν τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τὴν κλῆσιν τῶν ὀνομάτων.
Ὁ μέντοι ἱεροπρεπὴς ἐκεῖνος ἀνὴρ καὶ πατριάρχης
Κοσμᾶς, οὗ καὶ πρότερον διεμνημονεύσαμεν, μεθ' ἡμέρας
τινὰς κατὰ τὴν μνήμην τοῦ ἱεράρχου Ἰωάννου τοῦ
θεολόγου τὴν ἱεροτελεστίαν τελέσας ἐν τῷ κατὰ τὸ
Ἕβδομον ἐπ' ὀνόματι

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 12, Ch. 2, se. 5, l. 2

καὶ διὰ μέσου παραρρέων τῶν δυεῖν πόλεων Μόψου, τῆς τε


καταλελυμένης καὶ τῆς ἱσταμένης, ἐς τὸ συριακὸν ἐκδίδωσι
πέλαγος. Ἀφ' οὗ αἱ νῆες ἀναπλεύσασαι τοῦ Ταγγρὲ καὶ τῷ
στόματι πελάσασαι τούτου τοῦ ποταμοῦ πρὸς τὰς γεφύρας
ἀνήχθησαν, αἳ τὰς ἀμφοτέρας πόλεις ξυνάπτουσι. Περιερ-
ρεῖτο τοίνυν ἡ πόλις ἑκατέρωθεν τῷ στρατεύματι βαλλο-
μένη. Ἔνθεν τοι καὶ ῥᾳδίως εἶχον διαναυμαχεῖν πρὸς τὴν
πόλιν οὗτοι, καὶ πεζομαχεῖν ἐκ θατέρου οἱ ἀπὸ τῆς γῆς
αὐτὴν ἐπιθλίβοντες.
Ὁ δέ, ὥσπερ μηδεμιᾶς καινοτομίας ὑπούσης μηδὲ τοσούτου
σμήνους στρατιωτῶν περιβομ-βοῦντος κύκλῳ τὴν πόλιν, ὀλίγα τούτων
ἐφρόντιζεν οὐκ οἶδ' ὅ τι παθὼν καὶ ἀναξίως τότε τῆς αὐτοῦ γενναιότητος
διατεθείς. Τοῦτο εὐμισητότατον τὸν ἄνδρα τῷ βασιλικῷ
στρατεύματι πεποίηκε. Τί οὖν ἔδει παθεῖν τὰς κίλικας
πόλεις ὑπὸ τηλικούτου καταστρατηγουμένας ἀνδρός; Τά τε
γὰρ ἄλλα ὁ Ταγγρὲ ῥωμαλεώτατος τῶν κατ' αὐτὸν ἐγεγόνει
καὶ εἰς στρατηγικὴν ἐμπειρίαν τῶν σφόδρα θαυμαζομένων,
πολιορκῆσαι δὲ πόλεις ἀφυκτότατος στρατηγός.

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 15, Ch. 10, se. 4, l. 12

ὡς ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς ἀλώβητος ὀφθήσεται, ἀναλαβό-


μενοι τὸν μανδύαν αὐτοῦ ἔφασαν ὡς· «Ἴδωμεν εἰ μὴ τῶν
267

σῶν ἀμφίων ἅψεται τὸ πῦρ». Καὶ παραχρῆμα εἰς μέσον


ἔρριψαν τῆς καμίνου. Ὁ μὲν οὖν Βασίλειος ἐπὶ τοσοῦτον
ἐγάννυτο ὑπὸ τοῦ ἐξαπατῶντος αὐτὸν δαίμονος λέγων ὡς·
»Ὁρᾶτε τὸν μανδύαν εἰς ἀέρα ἀνιπτάμενον»; Οἱ δέ, ἐκ τοῦ
κρασπέδου τὸ ὕφασμα κατανοήσαντες, ἄραντες ὦσαν αὐτὸν
αὐτοῖς ἱματίοις καὶ ὑποδήμασιν εἰς τὸ μέσον τῆς καμίνου.
Καὶ τοσοῦτον, ὥσπερ κατ' αὐτοῦ θυμουμένη, ἡ φλὸξ διε-
βοσκήθη τὸν ἀσεβῆ ὥστε μηδὲ κνίσσαν τινὰ γενέσθαι μηδὲ
καπνοῦ τινος καινοτομίαν ἑτέραν, ἀλλ' ἢ μόνον λεπτήν
τινα γραμμὴν καπνώδη φανῆναι κατὰ τὸ μέσον τῆς
φλογός. Καὶ γὰρ καὶ τὰ στοιχεῖα κατὰ τῶν ἀσεβῶν ἐπαί-
ρεται· φείδεται δέ, ὥς γε τἀληθὲς εἰπεῖν, τῶν θεοφιλῶν,
ὥσπερ ποτὲ ὑπεχώρει καὶ ὑπείκαθε τοῖς θεοφιλέσιν ἐκεί-
νοις νεανίαις ἐν Βαβυλῶνι καὶ περιέστεφεν αὐτοὺς τὸ πῦρ
καθάπερ τις χρυσοειδὴς θάλαμος. Ἐνταῦθα δὲ τὸν ἀλά-
στορα τοῦτον Βασίλειον οὔπω ἀκριβῶς οἱ τοῦτον μετεωρί-
σαντες εἶχον, καὶ ἡ φλὸξ ἐδόκει προεκτρέχειν ἐφ' ᾧ τὸν
δυσσεβῆ ἐξαρπάσαι. Τὸν δ' ὑπόλοιπον ἀριθμόν, ὅσοι τῆς
ἀπωλείας ἦσαν τοῦ Βασιλείου,

Θεόδωρος Στουδίτης. Epistulae “Theodori Studitae Epistulae, vol. 1–


2”, Ed. Fatouros, G.Berlin: De Gruyter, 1992; Corpus Fontium Historiae
Byzantinae, Series Berol. nsis 31.Epistle 15, l. 23

δυσχεράναντος καὶ ἐνισταμένου καὶ ἐπιφθεγγομένου τὰ μέγιστα κα-


τορθώματα τοῦ ὑψηλοῦ σου βίου συνείροντό μοι ἐν τούτῳ. πρὸς δὲ
ῥήματά τινα καὶ πράγματα καταιτιῶντο· καί, ἵνα ἓν εἴπω, ἔφασαν ὅτι
“ἀγγέλους ἀνιστόρησεν, καὶ τούτους ἰσότυπον τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς
φεγγίοις ἐσταυρωμένους, αὐτὸν δὲ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς ἀγγέλους
γηραλέους”. καὶ πολλὰ πρὸς τοῦτο φιλοπευστῶν οὐκ ἠδυνήθην αὐ-
τοῖς ἀντιφθέγξασθαι· εἴροντο γὰρ ξένον τι καὶ ἀλλότριον τῆς πα-
ραδόσεως τῆς ἐκκλησίας εἰργάσθαι καὶ πάντως οὐχ ὑπὸ θεοῦ ἀλλ'
ὑπὸ τοῦ ἐναντίου εἶναι τὸ πρᾶγμα, ἐπὰν ἐν τοσούτοις ἔτεσιν καὶ
τοσούτοις θεοφόροις καὶ ἁγίοις πατράσιν οὐχ ὑποδειγματίσθη τοῦτο
τὸ ἰδίωμα. τὸ γὰρ νῦν καινοτομούμενον, κἂν ἐξ ἀγγέλου ἐστίν,
ἀσφαλίζεται ἡμᾶς ὁ ἀπόστολος μὴ δέχεσθαι, λέγων που, κἂν ἡμεῖς
αὐτοὶ ἢ ἄγγελος εὐαγγελίζεται (προσθήσω, καὶ παραδίδωσιν) παρ' ὃ
εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα ἔστω.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 33, l. 7


268

Λέοντι πάπᾳ Ῥώμης Τῷ ἁγιωτάτῳ καὶ κορυφαιοτάτῳ πατρὶ πατέρων


Λέοντι τῷ δεσπότῃ μου ἀποστολικῷ πάπᾳ Θεόδωρος ἐλάχιστος
πρεσβύτερος καὶ ἡγού-μενος τῶν Στουδίου.

Ἐπειδήπερ Πέτρῳ τῷ μεγάλῳ δέδωκε Χριστὸς ὁ θεὸς μετὰ τὰς


κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ τὸ τῆς ποιμνιαρχίας ἀξίωμα,
πρὸς Πέτρον ἤτοι τὸν αὐτοῦ διάδοχον ὁτιοῦν καινοτομούμενον ἐν
τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ παρὰ τῶν ἀποσφαλλομένων τῆς ἀληθείας
ἀναγκαῖον ἀναφέρεσθαι. τοῦτο τοιγαροῦν δεδιδαγμένοι καὶ ἡμεῖς οἱ
ταπεινοὶ καὶ ἐλάχιστοι ἐκ τῶν ἀνέκαθεν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, ἐπεὶ
ὑπήρχθη τις καὶ νῦν Καινοτομία ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ, καὶ
πρότερον μὲν διὰ μέσου τοῦ εὐλαβεστάτου ἀρχιμανδρίτου, ἤγουν
τοῦ ἀδελφοῦ καὶ συνδούλου ἡμῶν Ἐπιφανίου, καὶ νῦν διὰ τοῦ εὐ-
τελοῦς ἡμῶν γραμματείου ὀφειλόμενον ἡγησάμεθα τῷ ἀγγέλῳ τῆς
κορυφαίας σου μακαριότητος ταύτην ἀνενεγκεῖν.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 34, l. 79

προφήταις λαλήσαντα καὶ νομοθετήσαντα, νῦν δὲ δι' ἑαυτοῦ ἐν τῷ


εὐαγγελίῳ, ἀποφανοῦνται ἢ ἀληθεύοντα, ὥσπερ ἐστὶν αὐτὸς ἡ ἀλή-
θεια, αὐτοὺς ψεύδεσθαι καὶ θεοκατηγόρους ἐναποδειχθῆναι ἀρα-
ρότως, καὶ διὰ τοῦτο τοῦ ἀναθέματος, οὗ κατὰ Χριστοῦ καὶ τῶν
ἁγίων αὐτοῦ ἀπεφήναντο, εἶναι ὑπευθύνους, βεβαιωσαμένους τὴν
μοιχείαν καὶ μοιχοζευξίαν καὶ μοιχοσυνδρομίαν οἰκονομίαν θεοῦ
καὶ ἁγίων.
Καὶ ἀλλοίως οὐκ ἔστιν· οὐ γὰρ προσωποληψία παρὰ τῷ θεῷ, ὡς
ὑποδεικνύουσιν οἱ μοιχειανοί, μὴ ἐφίσης τοὺς νόμους αὐτοῦ κεῖσθαι
ἐπὶ πᾶσιν, ἀλλ' ἐπὶ τῶν βασιλέων, ὥς φησιν, ὑποχωρεῖν καὶ καινο-
τομεῖσθαι. καὶ ποῦ τὸ τῶν βασιλέων εὐαγγέλιον; ἀλλ' ὄντως ἠσεβή-
κασι λίαν, μὴ συνιέντες ὅτι θεὸς πρόσωπον ἀνθρώπου οὐ λαμβάνει,
καθὰ ἔφη ὁ ἱερὸς ἀπόστολος, μηδ' ὅτι ὁ αὐτὸς δι' ἑνὸς τῶν
προφητῶν, ταλανίζων αὐτούς, λέγει, ὑμεῖς οὐκ ἐφυλάξατε τὰς ὁδούς
μου, ἀλλ' ἐλαμβάνετε πρόσωπα ἐν νόμῳ. οὐχὶ θεὸς εἷς ἔκτισεν ὑμᾶς;
οὐχὶ πατὴρ εἷς πάντων ὑμῶν; γράφει δὲ καὶ Σολομὼν τάδε· ἀκούσατε
οὖν, βασιλεῖς, καὶ σύνετε. καὶ μεθ' ἕτερα· ὅτι ὑπηρέται ὄντες τῆς τοῦ
ὑψίστου βασιλείας οὐκ ἐκρίνατε ὀρθῶς οὐδὲ ἐφυλάξατε νόμον οὐδὲ
κατὰ τὴν βουλὴν τοῦ θεοῦ ἐπορεύθητε. φρικτῶς καὶ ταχέως ἐπιστή-
269

σεται ὑμῖν, ὅτι κρίσις ἀπότομος ἐν τοῖς ὑπερέχουσι γίνεται. οὐ γὰρ


ὑποστελεῖται πρόσωπον ὁ πάντων δεσπότης.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 36, l. 80

ὅτι, ἀλλὰ λίαν ἠπείλησεν ἀπαραίτητον τὸ κρίμα καὶ τὸ μόνον μετὰ


μοιχοῦ τὴν μερίδα θεῖναι, οὐ τοῦδε ἢ τοῦδε, ἀλλὰ παντὸς οὑτινοσοῦν,
βασιλέως, δυνάστου, μικροῦ καὶ μεγάλου. εἷς γὰρ νόμος ἔσται, φησί,
καὶ ἓν εὐαγγέλιον παρελάβομεν· καὶ ὃς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἂν
τὸ τυχὸν παρασαλεύσοι, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀ-
σφάλεια. μὴ βασιλεὺς μείζων ἀγγέλου; μὴ οὐχὶ ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ
κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων
καὶ ἀνθρώπων, ἀλλ' οὐχὶ θεϊκῶς; καὶ τί ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω.
ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδὲ σαλεύοντες μένουσι μὴ
ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καὶ ἡ ἀποστατικὴ αὐτοῦ πληθύς.
καὶ πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκὶ ὤν, σαλεύων καὶ καινοτομῶν, καὶ
μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;
Ὃς δὲ οὐ δέχεται ἃ ἀπηγόρευσεν (ἀναληπτέος γὰρ ἐξ οὗ εἰς
μεταξυλογίαν μετῆλθεν ὁ λόγος), οὗτος κατὰ τοὺς μοιχειανούς, μᾶλ-
λον δὲ ἀντιχρίστους, ἤδη ἀναθεμάτισται. εἰ δὲ τὸν δεσπότην οὕτως,
ὥσπερ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλειν αὐτὸν τὰ δαιμόνια
κεκλήκασι, τί περὶ τῶν δούλων καὶ θεραπόντων αὐτοῦ; ἢ γὰρ ὡς οὐ
πειθαρχήσαντας τοῖς δεσποτικοῖς νόμοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις αὐτῶν
ἐδογμάτισαν ἰσόρροπον καὶ ἰσοκλεῆ τὴν μοιχοζευξίαν καὶ μοιχο-
κοινωνίαν, οἰκονομίαν αὐταῖς συντάξαντες, καὶ διὰ τοῦτο ὡς ἀνόμους
τοὺς ἁγίους καὶ παραβάτας τῶν ἐντολῶν οὐκ ἀνεθεμάτισαν

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 36, l. 81

μοιχοῦ τὴν μερίδα θεῖναι, οὐ τοῦδε ἢ τοῦδε, ἀλλὰ παντὸς οὑτινοσοῦν,


βασιλέως, δυνάστου, μικροῦ καὶ μεγάλου. εἷς γὰρ νόμος ἔσται, φησί,
καὶ ἓν εὐαγγέλιον παρελάβομεν· καὶ ὃς ἐκ τοῦδε τοῦ εὐαγγελίου κἂν
τὸ τυχὸν παρασαλεύσοι, κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ σοι ἡ ἀ-
σφάλεια. μὴ βασιλεὺς μείζων ἀγγέλου; μὴ οὐχὶ ὁ κοσμοκράτωρ ἐν τῷ
κόσμῳ μείζων πάντων τῶν κοσμοκρατορικῶς κρατούντων δαιμόνων
καὶ ἀνθρώπων, ἀλλ' οὐχὶ θεϊκῶς; καὶ τί ὁ ἀπόστολος; ἀνάθεμα ἔστω.
ἄγγελοι οὐ τολμῶσι παρασαλεῦσαι, οὐδὲ σαλεύοντες μένουσι μὴ
ἀναθεματιζόμενοι, ὡς ὁ διάβολος καὶ ἡ ἀποστατικὴ αὐτοῦ πληθύς.
καὶ πῶς ἄνθρωπος πᾶς ἐν σαρκὶ ὤν, σαλεύων καὶ καινοτομῶν, καὶ
μάλιστα τοιαύτας καινοτομίας, οὐκ ἀλλότριος θεοῦ;
Ὃς δὲ οὐ δέχεται ἃ ἀπηγόρευσεν (ἀναληπτέος γὰρ ἐξ οὗ εἰς
μεταξυλογίαν μετῆλθεν ὁ λόγος), οὗτος κατὰ τοὺς μοιχειανούς, μᾶλ-
270

λον δὲ ἀντιχρίστους, ἤδη ἀναθεμάτισται. εἰ δὲ τὸν δεσπότην οὕτως,


ὥσπερ οἱ Ἰουδαῖοι, ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλειν αὐτὸν τὰ δαιμόνια
κεκλήκασι, τί περὶ τῶν δούλων καὶ θεραπόντων αὐτοῦ; ἢ γὰρ ὡς οὐ
πειθαρχήσαντας τοῖς δεσποτικοῖς νόμοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις αὐτῶν
ἐδογμάτισαν ἰσόρροπον καὶ ἰσοκλεῆ τὴν μοιχοζευξίαν καὶ μοιχο-
κοινωνίαν, οἰκονομίαν αὐταῖς συντάξαντες, καὶ διὰ τοῦτο ὡς ἀνόμους
τοὺς ἁγίους καὶ παραβάτας τῶν ἐντολῶν οὐκ ἀνεθεμάτισαν (καὶ
ἐντεῦθεν πάντως ἀναθεματιστέοι) ἢ νομοφύλακας αὐτοὺς

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 36, l. 138

ἡκόντων· οὐδαμοῦ γὰρ ἱερωσύνη, θυσία, τἆλλα ἰάματα τῶν ψυχικῶν


ἡμῶν ἀρρωστημάτων. τί δὲ λέγω κανόνων καὶ ποιοῦμαι διαφορά;
ταὐτόν ἐστιν εἰπεῖν καὶ ἐπ' αὐτῶν εὐαγγελίου Χριστοῦ. αὐτὸς γὰρ
τὰς κλεῖς δέδωκε τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν τῷ μεγάλῳ Πέτρῳ
φάσκων, ὃν ἂν λύσῃς, καὶ ὃν ἂν δήσῃς, ἔσται τὸ καὶ τό. καὶ πάλιν
πᾶσι τοῖς ἀποστόλοις· λάβετε πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς
ἁμαρτίας, ἀφίενται καὶ ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται, καὶ ἑπομένως
τούτοις εἰς τοὺς μετ' αὐτοὺς διαβιβάζων τὴν ἐξουσίαν, ἐάνπερ
ὡσαύτως πράξοιεν. καὶ διὰ τοῦτο Βασιλείου καὶ τῶν ἰσοστασίων
αὐτῷ ἁγίων ὡς τῶν ἀποστολικῶν ὄντων κανόνων δεδεγμένων, καθότι
ἐξακολουθήκασι μηδὲν καινοτομηκότες, ἀλλὰ καὶ ἐπαυξήσαντες
κατὰ τὸ δέον.
Οὗτοι οὖν οἱ νέοι ψευδαπόστολοι ἀποφαίνονται ἐμπράκτως, μὴ
πάντως κατὰ τοὺς κειμένους ὅρους τῶν ἁγίων, ἀλλ' οἰκείᾳ ἐξουσίᾳ
καὶ διακρίσει παρὰ τὸ ὑπ' αὐτῶν διατεταγμένον ἔσθ' ὅτε ἕκαστον
τῶν ἱεραρχῶν ποιεῖν, λύειν ἐν οἷς οὐ παρ' αὐτῶν λύσις καὶ δεσμεῖν
ἐφ' οἷς οὐχ ὑπ' αὐτῶν ὁ δεσμός. καὶ ὁρᾶτε ταῦτα καθ' ἑκάστην
γιγνόμενα· καὶ ἐβεβηλώθη τὰ ἅγια, καὶ ἐφόδιον ἁμαρτίας κρύβδην
τε καὶ εἰς τοὐμφανὲς ἡ μοιχοσύνοδος. καὶ καθαίρεται ὁ ἀκαθαίρετος
καὶ χειροτονεῖται ὁ διαβεβλημένος καὶ ἐᾶται ὁ ὑποπίπτων κανόσι
καθαιρετικοῖς ἀνευθύνως ἱερουργῶν. καὶ ἐκ κελεύσματος

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 39, l. 93

ἱεραῖς προσευχαῖς ὑμῶν), ἀλλὰ διὰ τὴν ἐν ἡμῖν ἀγάπην ἀρχαίαν καὶ
πνευματικὴν καὶ τὸ κοινῆ συμφέρον· εἰ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, ὁ κύριος
καὶ δεσπότης ἁπάντων, ἑαυτὸν ἀνήνεγκεν ὑπὲρ πάντων τῷ θεῷ καὶ
πατρὶ θυσίαν, τί ὀφείλομεν ἡμεῖς καὶ πόσον οὐ χρεωστοῦμεν δι'
αὐτὸν παθεῖν καὶ ὑπομεῖναι, καί γε οἱ μονάζοντες καὶ τῇ ἀποταγῇ
σταυρωθέντες, οἵ γε ἀληθῶς καὶ οὐκ ἀνονήτως ἀποταξάμενοι; ἐπεὶ
271

μὴ ἀπὸ τοῦ ἔξωθεν σχήματος μόνον ἔστι κρίνειν τὰ πράγματα (πολ-


λοὶ γὰρ οἱ προσωπεῖα ὑποδυόμενοι καὶ οὐκ ὄντες ὅπερ φαίνονται),
ἀλλ' ἐκ τῶν ἔργων δῆλον ὅτι τὰ σχήματα. εἰ οὖν μοναχοί εἰσί τινες
ἐν τοῖς νῦν καιροῖς, δειξάτωσαν ἐπὶ τῶν ἔργων· ἔργον δὲ μοναχοῦ
μηδὲ τὸ τυχὸν ἀνέχεσθαι καινοτομεῖσθαι τὸ εὐαγγέλιον, ἵνα μὴ
ὑπόδειγμα τοῖς λαϊκοῖς προτιθέμενοι αἱρέσεως καὶ αἱρετικῆς συγ-
κοινωνίας τῆς ὑπὲρ αὐτῶν ἀπωλείας λόγον ὑφέξουσι.
Πολύ με ληρολογῆσαι τὴν ὑπόθεσιν ἡ ἄκρα ταπεινοφροσύνη τῆς
ἁγιωσύνης σου ὡς δεχομένη πεποίηκε. σὺ δέ, ὦ πάτερ, εὔχου καὶ
ὑπερεύχου ὑπὲρ σαθροῦ καὶ ἁμαρτωλοῦ ἀλλ' οὖν ἐραστοῦ σου ὅτι
μάλιστα. ὁ συμφρουρούμενός μοι ὡσαύτως καὶ προσαγορεύει καὶ
δέεταί σου τῶν ἱκεσιῶν.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 48, l. 287

οὔτ' ἂν αὐτὸς ἠρίστευσεν οὔτ' ἂν τὸ κακὸν ἔστησεν οὔτ' ἂν οἱ λοιποὶ


διεσώθησαν οὔτ' ἂν θεὸς τὴν εὐμένειαν ἐχαρίσατο. καλὸν οὖν, κα-
λόν, καὶ τὸ ἕνα καὶ δικαίως παρρησιάζεσθαι, καὶ τὴν τῶν πολλῶν
συμφωνίαν ἄδικον λύεσθαι.
Ἀλλὰ σὺ μὲν προτίμησον, εἰ δοκεῖ, τοῦ σῳζομένου Νῶε τὸ ὑπο-
βρύχιον πλῆθος, ἐμοὶ δὲ συγχώρησον τοῖς ὀλίγοις τῇ κιβωτῷ προς-
δραμεῖν· καὶ πάλιν, εἰ βούλει, τάξον σαυτὸν μετὰ τῶν πολλῶν ἐν
Σοδόμοις, ἐγὼ δὲ συνοδεύσω τῷ Λώτ, κἂν μόνος τῶν ὄχλων συμφε-
ρόντως χωρίζεται. πλὴν ἐμοὶ καὶ πλῆθος αἰδέσιμον, οὐ τὸ φεῦγον
ἐξέτασιν, ἀλλὰ τὸ παρέχον ἀπόδειξιν, οὐ τὸ πικρῶς ἀμυνόμενον,
ἀλλὰ τὸ πατρικῶς διορθούμενον, οὐ τὸ χαῖρον καινοτομίᾳ, ἀλλὰ τὸ
φυλάσσον πατρῴαν κληρονομίαν. ποῖον δέ μοι καὶ πλῆθος λέγεις;
τὸ μιστωθὲν κολακείᾳ καὶ δώροις; τὸ κλαπὲν ἀμαθίᾳ τε καὶ ἀγνοίᾳ;
τὸ πεπτωκὸς δειλίᾳ καὶ φόβῳ; τὸ προτιμῆσαν πρόσκαιρον ἁμαρτίας
ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου ζωῆς; ἃ πολλοὶ φανερῶς ὡμολόγησαν; πλήθει
τὸ ψεῦδος κρατύνεις, ἔδειξας τοῦ δεινοῦ τὴν ἐπίτασιν· ὅσῳ γὰρ
πλείους ἐν τῷ κακῷ, τοσούτῳ μείζων ἡ συμφορά.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 53, l. 26

ἐκβάσεις. καὶ μέντοι καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ καλοῦ ἐνισταμένους καὶ
πολλοῖς χρόνοις τληπαθήσαντας ἐν ἐπαίνῳ καὶ ἀποδοχῆς λόγῳ ἔχω,
οὐ μὴν παντάπασιν, ὡς δηλώσων ἔρχομαι. καὶ τὸ κτήσασθαι ὁμογνώ-
μονας ἐφίεμαι (πῶς γὰρ οὔ;) τηλικούτους ἀνδρικοὺς ἐπ' εὐσεβείᾳ
δεδειγμένους, ἀλλὰ μετὰ τοῦ τῆς ἀληθείας λόγου καὶ τῆς ἐνδεχομένης
καὶ προσηκούσης δυνάμεως.
Τοιγαροῦν ὧδε φαίημι· τί τὸ τὴν διαφορὰν πρὸς Ταράσιον ποιοῦν
272

ὑμῖν; πίστις; καὶ ὅσον ἐκ τοῦ προφανοῦς ὀρθόδοξος, ταῖς τε ἁγίαις


συνόδοις ἠκολουθηκὼς καὶ ὁμοφρονήσας τοῖς ἄλλοις πατριάρχαις,
ἀγωνισάμενος μάλιστα ὑπὲρ πίστεως τὸ πρότερον. ἡ τῶν ἐξ αἱρέσεως
ὑποστρεψάντων παραδοχή; καὶ οὐχ ὑπ' αὐτοῦ καινοτομηθεῖσα· πρὸς
γὰρ τῶν ἁγίων πατέρων, τριχῶς παραδεχομένων, ἢ διὰ ἀναβαπτι-
σμοῦ, ὡς ἡ τῶν Πεπουζηνῶν, ἢ διὰ χρίσεως μύρου, ὡς ἡ τῶν Ἀρει-
ανῶν, ἢ διὰ ἀναθεματισμοῦ τῆς οἰκείας δόξης, ὡς ἡ τῶν Νεστο-
ριανῶν. ἡ ἐν χρήμασι χειροτονία, ἥτις ὑποπίπτει κατὰ τὸ ἀναγκαῖον
καθαιρέσει; ναί, πανάληθες· καὶ γοῦν τηνικαῦτα ποιμένες λύκοι
βαρεῖς ὤφθησαν, κατεσκάφη θυσιαστήρια, ἠτιμώθη θεῖα λείψανα,
βίβλοι ἱεραὶ ἐνεπρήσθησαν. τί πλέον; αὐτὴ ἡ εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ
πρὸς ἄλλαις σεπτοτάταις ἐνύβριστο καὶ κατεπεπάτητο. καὶ τίς ἂν ἐν
ὀλίγῳ διεξέλθοι τὰ μακρᾶς ἱστορίας δεόμενα; ἀλλὰ τί; ὅτι ὁ μετέπειτα
πρόεδρος, ἐκ τῆς κοσμικῆς ὕλης θᾶττον εἰς τὸ τῆς ἱεραρχίας ἀξίωμα

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 221, l. 58

εἰκονίζοντες, ὅς ἐστιν ὁπλίτης καὶ καθαιρέτης τοῦ σατανᾶ· πῶς γὰρ


ἂν καὶ ἐγγραφείη ὅπλον νικητικὸν καὶ ἀληθὲς μὴ τὸν ὁπλίτην ἔχον
ὑπ' ὄψιν δεικνύμενον; εἶτα καὶ προσκυνοῦμεν αὐτοῦ τὴν ἁγίαν εἰ-
κόνα, ὡς ἐν αὐτῇ προσκυνοῦντες τὸν ἐξεικονισμένον Χριστόν· ἐξει-
κονισμένος γὰρ προῆλθεν ἐκ κοιλίας ἁγίας μητρὸς αὐτοῦ τῆς Θεο-
τόκου· εἰ δὲ μή, ἀμβλωθρίδιόν τι καὶ οὐ μεμορφωμένος ἄνθρωπος, ὦ
θεομάχοι. εἰ δὲ ἐξεικονισμένον τὸ βρέφος πρόεισιν, ὥσπερ ἀληθές,
περὶ οὗ φησιν ὁ προφήτης πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ
Κυρίῳ κληθήσεται, πᾶσα ἀνάγκη καὶ ἐξεικονίζεσθαι πέφυκεν. οἱ
κωφοὶ ἀκούσατε καὶ οἱ τυφλοὶ ἐμβλέψατε· ἐν ἑνὶ μόνον ἡ καθ' ἡμᾶς
Καινοτομία ἐπὶ Χριστοῦ, ὅτι ἄνευ σπορᾶς συνείληπται ἐν μήτρᾳ
παρθένου καὶ δίχα φθορᾶς γεγέννηται, καθότι οὔτε ἁμαρτίαν ἐποίη-
σεν γραφικῶς οὐδὲ δόλος εὑρέθη ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ· τὰ δ' ἄλλα
πάντα καθ' ἡμᾶς, ἔφαγεν, ἔπιεν, διεπνεύσθη, ηὔξησεν, ἐβάδισεν,
ἵδρωσεν, ἐκοπίασεν, ἐσταυρώθη, ἀπέθανεν (κἂν ὡς θεός), τριήμερος
ἐγήγερται, ἔχων καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασιν τὴν ἐξεικονισμένην ἡμῶν
μορφὴν θεωθεῖσαν καὶ ἀφθαρτισθεῖσαν ἐν ἑαυτῷ, καθ' ἣν καὶ ἐθεάθη
τοῖς ἀποστόλοις καὶ συνέφαγεν καὶ συνέπιεν ἐγηγερμένος καὶ ἐψη-
λαφήθη ὑπὸ Θωμᾶ, λέγων τοῖς πᾶσιν, ὑποτοπήσασιν αὐτὸν πνεῦμα
εἶναι, ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ
ἔχει, καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. οὕτω καὶ ἀνελήφθη ἐν δόξῃ,

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 270, l. 6

Πρωτοσπαθαρέᾳ
273

Ἐγώ, φειδόμενος καὶ εὐλαβηθεὶς μή τι διὰ τοῦ γράφειν με γενηθῶ


σοι εἰς κόπον, κυρία μου, οὐκ ἐπέστειλα τὸ πρότερον· αὐτὴ δέ, οὐκ
οἶδα πῶς ἰδοῦσα τὸν γραμματηφόρον, ἐπλήρωσας τὴν δεξιὰν αὐτοῦ
ἀργυρίου, ἀποστείλασα εἰς ἀνάπαυσιν τῆς ταπεινώσεώς μου. καὶ
ἱνατί ἐκαινοτόμησας τὴν εὐλογημένην σου οἰκίαν; καὶ ἱνατί πρὸς
πλησμονήν σου ἐγενόμην; πλὴν ὁ πάντα ζυγοστατῶν καὶ σταθμίζων
ἀποδῴη σοι ἀντίμισθον καὶ ἀντίξενον τὴν βασιλείαν αὐτοῦ, ὑπα-
κούων σου τῆς πεποιθήσεως καὶ τῆς προκειμένης εὐχῆς, καταρ-
ραΐζων πᾶσάν σου θλῖψιν καὶ ἀδολεσχίαν, γαληνιαίαν τε καὶ εἰρη-
ναίαν παρέχων σοι διαβίωσιν. μνημόνευε καὶ ἡμῶν ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ
καὶ καθαρᾷ σου λατρείᾳ· μανθάνω γὰρ ὅτι ἀντέχῃ εὐσεβείας, καί γε
κρατυνθείης ἔτι.

Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 524, l. 8

Θεοφάνει μονάζοντι

Εἴ σοι φίλον τὸ πρὸς ἡμῶν τῶν εὐτελῶν γράμμα, δέχοιο καὶ


αὖθις, ὦ τριπόθητε, οὐδὲν μὲν ἔχον εὐπρεπές τε καὶ εὐφραδές, ὡς
χάριτι φῆς, τὸ δ' οὖν τῆς ἀγάπης σύμβολον καὶ πάνυ ὁμολογουμένως·
καί γε ὅσον ἡ ἀντίδοσις τῶν γραμμάτων γίνοιτο, τοσοῦτον ἡ τῆς
ἀγάπης διάθεσις αὔξοιτο· οὗ τί ἂν εἴη σπουδαιότερον;
Ἀλλὰ τοῦτο νῦν κείσθω ἐνταῦθα, πρὸς δὲ τὸ ἑξῆς βαδιστέος ὁ
λόγος. τί τὸ νῦν καινοτομηθὲν ἐν τοῖς αὐτόθι καὶ τίνες οἱ νεοφανεῖς
δράκοντες, χαρυβδηδὸν καταπίνοντες ψυχὰς μὴ ἐστηριγμένας τῷ
λόγῳ τῆς ἀληθείας; αὐτὸς μὲν οὖν οὐκ ἐξωνομάτισας, ἡμεῖς δὲ καὶ
πρὸ τῆς δηλώσεως τῶν γραμμάτων κατεστενάξαμεν ὅτι μάλιστα ἐφ'
ἑνὶ ἀνδρὶ αἱρετικῷ, μᾶλλον δὲ βλασφήμῳ τῷ ὄντι εἰς θεόν, λαχόντι
ἐν τοῖς αὐτόθι παρὰ τοῦ κράτους χαρτουλαρεύειν, ἐκεῖνο εἰπόντες,
ὅτι γε τῆς περιβοήτου Σικελίας ἔφθασεν ὄλεθρος. τόδε τὸ πῆμα οὐκ
ἐκ δογματικῆς πείρας τετεχνωμένον· ἄπειρον γὰρ τὸ ἀνδριαντάριον,
ἀλλ' ἐξ ἀσεβοῦς γνώμης πεπληρωμένον καί, ἵνα τἀληθέστερον
ῥηθείη, πατρόθεν ἐπὶ τὸ ἀσεβεῖν ἠγμένον καί γε σὺν δυσὶν ἄλλοις
ὁμαίμοσιν.
Θεόδωρος Στουδίτης. Επιστολαί. 555, l. 101

ὅσον οἷόν τε ὀρέξατε χεῖρα. ἴσμεν ὑμῶν τὴν ἐν πυρὶ τῶν πειρασμῶν
τοῦ ἔθνους ζωὴν καὶ μακαρίζομεν ὑμῶν τὴν ὁμολογητικὴν ὑπομονὴν
καὶ μάρτυρας ὑμᾶς Χριστοῦ οὐ διακρινόμεθα προσαγορεύειν· ἀλλ'
ὅμως καὶ τοῦ ἀναφθέντος ἐν ἡμῖν πυρὸς τῆς κακοδοξίας προθυμήθητε
σβεστῆρες γενέσθαι ὁσιώτατοι. ναί, δεόμεθα τὰ πατρικὰ ὑμῶν
274

σπλάγχνα, ὑμεῖς τῆς θείας ἐκείνης καὶ Σαβαϊκῆς ῥίζης ὁμόζηλα


βλαστήματα τῆς μετὰ τῶν ἄλλων καὶ θερμῆς ὄντως καὶ διαπύρου εἰς
ἐκδίκησιν πίστεως. ἐγνώσθη κἀν ταῖς ἀνωτέρω γενεαῖς οἷα οἱ μα-
κάριοι Σαβαῗται διηγωνίσαντο ὑπὲρ τῆς ἀληθείας. τῆς αὐτῆς οὖν
ὄντες καὶ αὐτοὶ χάριτος καὶ τοῦ αὐτοῦ πνεύματος, ὦ σεβασμιώτατοι,
τὰ αὐτὰ ἐκείνοις ἐν τῇ νῦν καινοτομίᾳ τῆς πίστεως μὴ παραιτήσησθε
κατὰ τὸ δυνατὸν ἐνδείξασθαι, ὡς ἂν εὐφράνοιτε θεόν, ὑπὲρ οὗ καὶ ὁ
λόγος, καὶ τὸν παμμάκαρα Σάβαν σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις. ἱκανὸν δὲ
ἔσται πρὸς τὸ ζητούμενον, εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο, τὸ τὴν μοιχοσύνοδον
ὑμᾶς τὴν ἀναθεματίσασαν τοὺς ἁγίους ἀναθεματίσαι καὶ δεύτερον τὸ
τὰς ἱερὰς ὑμῶν προσευχὰς χαρίζεσθαι ἡμῖν εἴς τε ὑπομονὴν τῶν
κακούντων καὶ ὁμονοίαν εἰρήνην τῶν ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστοῦ.

Manuel Philes Poeta, Scr. Rerum Nat., Carmina (2718: 001)


“Manuelis Philae Carmina, vols. 1–2”, Ed. Miller, E.Paris, 1855–1857,
Repr. 1967.Ch. 2, poem 264, l. 7

Τοῦ Μακρεμβολίτου.

Πῶς τὸ ψεῦδος κατεσθίεις ἀδεῶς, ἀργυροκόπε,


Καὶ οὐ φρίττεις τὴν ἐκ τούτου κοσμολέτειραν κατάραν;
Ἂν γὰρ ὡς φαρμάκῳ τούτῳ κέχρησαι ὀνησιφόρῳ,
Ἅπαξ ἔδει τοῦτο δράσαι τοῦ ἐνιαυτοῦ καὶ μόνον,
Ἵνα μὴ τὴν σώσουσάν σε δύναμιν κατακενώσῃς.
Πῶς τὸ σὺ παρὰ Λατίνοις νῶ ποιεῖς, ἀργυροκόπε,
Καὶ οὐκ εὐλαβῇ καὶ φρίττεις τὴν καινοτομίαν ὅλως;
Τὸ γὰρ φάτε μυριάκις ἐὰν εἴπῃς τῆς ἡμέρας
Ἄφατον ἐναποφαίνεις ὡς μὴ λαληθὲν μηδ' ἅπαξ.

Ammonius Scr. Eccl., Frag. in Joannem (in catenis) “Johannes–


Kommentare aus der griechischen Kirche”, Ed. Reuss, J.Berlin:
Akademie–Verlag, 1966; Texte und Untersuchungen 89.Frag. 606, l. 3

ἔρχεται κρῖναι, τότε ὄψονται αὐτὸν καὶ θρηνήσουσιν. Jo 19, 38 – 39


Οἱ δεδιότες φανερῶς πλησιάσαι τῷ Ἰησοῦ νῦν ὁρώντων Ἰουδαίων
αἰτοῦσι τὸ σῶμα. οὗτος οὐ τῶν ιβʹ ἦν, ἀλλὰ τῶν ἑβδομήκοντα καὶ ὡς
σβεσθέντος τοῦ θυμοῦ τῶν Ἰουδαίων ἀδεῶς προσῄει. οὕτω δὲ ὠμοὶ ἦσαν
οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι οὔτε θάψαι αὐτοῦ τὸ σῶμα ἠνέσχοντο οἱ ἐπιχώριοι, ἀλλ'
ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας ξένος. Jo 19, 41 – 42
Εἰ δὲ ἦν μετὰ ἄλλων, ἤμελλον τῶν ἀπίστων τινὲς λέγειν, ὅτι οὐ τὸ τοῦ
Ἰησοῦ ἀνέστη σῶμα, ἀλλὰ ἄλλου. εἰς καινὸν ἐτέθη μνημεῖον διὰ τὸ ξένον
275

τῆς ἐκ θανάτου εἰς ζωὴν ἀναδρομῆς καὶ τὴν καινοτομίαν τὴν


ἐπινοηθεῖσαν κατὰ τῆς φθορᾶς. ᾠκονομήθη ἐγγὺς εἶναι τὸν τόπον, ἵνα καὶ
ψευδὴς δειχθῇ ὁ περὶ τῆς κλοπῆς λόγος. Jo 20, 1
Τοῦ Ματθαίου εἰπόντος ἑσπέρᾳ βαθείᾳ γεγονέναι τὴν ἀνάστασιν, τοῦ δὲ
Ἰωάννου πρωῒ σκοτίας ἔτι οὔσης οὐ διαφωνοῦσι περὶ τὸν τῆς
ἀναστάσεως

Ευάγριος Σχολαστικός. “The ecclesiastical history of Evagrius with the


scholia”, Ed. Bidez, J., Parmentier, L.London: Methuen, 1898, Repr.
1979.P. 14, l. 9

ἔτυχε γεγονώς, θεσπίσμασι δὲ Θεοδοσίου τὴν ἐπάνοδον


ἐγνωκότος, τόπους ἐκ τόπων πρὸς ταῖς ἐσχατιαῖς τῆς
Θηβαίων ἀμείβων, τῇ τε γῇ προσρηγνύμενος ἀξίως τῆς
οἰκείας βιοτῆς τὸν τῇδε βίον ἀπέθετο· δεύτερος Ἄρειος, διὰ
τῆς καταστροφῆς διηγούμενός τε καὶ νομοθετῶν ποῖα τὰ
ἐπίχειρα καθεστᾶσι τῆς εἰς Χριστὸν βλασφημίας. Ἄμφω
γὰρ παραπλησίως εἰς αὐτὸν ἐβλασφημησάτην, ὁ μὲν
κτίσμα καλῶν, ὁ δὲ ἄνθρωπον δοξάζων. Πρὸς ὃν ἥδιστα
ἂν εἴποιμι, μεμφόμενον μὴ κατὰ τὸ δέον τὰ ἐν Ἐφέσῳ
συντεθῆναι ὑπομνήματα, πανουργίᾳ δὲ καί τινι ἀθέσμῳ
καινοτομίᾳ Κυρίλλου τεχνάζοντος, τί δή ποτε καὶ παρὰ
Θεοδοσίου προσπάσχοντός οἱ ἐξηλάθη, καὶ οὐδεμιᾶς φειδοῦς
τετυχηκὼς τοσούτοις ἐξοστρακισμοῖς κατεκρίθη, καὶ οὕτω
τὸν τῇδε κατέλυσε βίον· ἢ τί δή ποτε, εἰ μὴ θεία κρίσις
ἐγεγόνει ἡ διὰ Κυρίλλου καὶ τῶν ἀμφ' αὐτὸν ἱερέων,
ἀμφοτέρων αὐτῶν τοῖς ἀπελθοῦσι συναριθμηθέντων, ἡνίκα,
ὥς τινι τῶν θύραθε σοφῶν εἴρηται, “τὸ μὴ ἐμποδὼν
ἀνανταγωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται,” ὁ μὲν ὡς βλάσφημος
καὶ θεομάχος κατακέκριται, ὁ δὲ ὡς μεγαλόφωνος κῆρυξ
καὶ μέγας τῶν ὀρθῶν δογμάτων πρόμαχος ᾄδεταί τε καὶ
κηρύσσεται; Ὡς ἂν τοίνυν μὴ ψεύδους γραφὴν ἀπενεγ

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 96, l. 4

κζʹ. Περὶ τῆς τυραννίδος Ἴλλου καὶ Λεοντίου.


κηʹ. Περὶ Μαμμιανοῦ καὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ.
κθʹ. Περὶ τῆς τελευτῆς Ζήνωνος καὶ τῆς ἀναρρήσεως Ἀνα-
στασίου.
λʹ. Περὶ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως, καὶ ὡς διὰ τὸ μὴ
276

βούλεσθαι τοῦτον καινοτομεῖν τι περὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατά-


στασιν, μυρίων ταραχῶν αἱ ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ἐκκλησίαι ἐνεπλή-
σθησαν, πολλοί τε τῶν ἐπισκόπων διὰ τοῦτο ἐξεβλήθησαν.
λαʹ. Ἐπιστολὴ τῶν Παλαιστινῶν μοναχῶν πρὸς Ἀλκίσωνα
περὶ Ξεναίου καὶ ἑτέρων τινῶν.
λβʹ. Περὶ τῆς ἐκβολῆς Μακεδονίου τοῦ Κωνσταντινουπόλεως
καὶ Φλαβιανοῦ Ἀντιοχείας.
λγʹ. Περὶ Σευήρου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας.
λδʹ. Περὶ τῆς πεμφθείσης αὐτῷ καθαιρέσεως ὑπὸ Κοσμᾶ καὶ
Σευηριανοῦ.

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 102, l. 16

ταύτῃ κατὰ τῶν βλασφημούντων εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον


παρὰ τῶν ἑκατὸν πεντήκοντα ἁγίων πατέρων, ἔτι δὲ καὶ
πάντων τῶν πεπραγμένων ἐν τῇ Ἐφεσίων μητροπόλει
κατὰ τοῦ δυσσεβοῦς Νεστορίου καὶ τῶν μετὰ ταῦτα τὰ
ἐκείνου φρονησάντων.
Τὰ δὲ διελόντα τὴν ἕνωσιν καὶ εὐταξίαν τῶν ἁγίων
τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν καὶ εἰρήνην τοῦ κόσμου παντός, δη-
λαδὴ τὸν λεγόμενον τόμον Λέοντος, καὶ πάντα τὰ ἐν
Καλχηδόνι ἐν ὅρῳ πίστεως, ἢ ἐν ἐκθέσει συμβόλου, ἢ
ἑρμηνείας, ἢ διδασκαλίας, ἢ διαλέξεως εἰρημένα καὶ πε-
πραγμένα εἰς καινοτομίαν τὴν κατὰ τοῦ μνημονευθέντος
ἁγίου συμβόλου τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτὼ ἁγίων πατέ-
ρων, θεσπίζομεν ἐνταῦθά τε καὶ πανταχοῦ καθ' ἑκάστην
ἐκκλησίαν παρὰ τῶν ἁπανταχοῦ ἁγιωτάτων ἐπισκόπων
ἀναθεματίζεσθαι, καὶ πυρὶ παραδίδοσθαι παρ' οἷς ἂν
εὑρίσκηται, διὰ τὸ οὕτω διατεταχέναι περὶ πάντων τῶν
αἱρετικῶν δογμάτων καὶ τοὺς πρὸ ἡμῶν ἐν εὐσεβεῖ καὶ
μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένους βασιλέας,

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 103, l. 1

μακαρίᾳ τῇ λήξει γενομένους βασιλέας, Κωνσταντῖνον καὶ


Θεοδόσιον τὸν νέον· ἄκυρά τε οὕτως γινόμενα παντελῶς
ἐκβάλλεσθαι τῆς μιᾶς καὶ μόνης καθολικῆς καὶ ἀποστο-
λικῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας, ὡς μεταίροντα τὰ αἰώνια καὶ
σωτήρια τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτὼ ἁγίων πατέρων ὅρια
καὶ τὰ τῶν μακαρίων πατέρων τῶν ἐν ἁγίῳ πνεύματι
διαγορευσάντων κατὰ τὴν Ἐφεσίων· ὅλως δὲ μὴ ἐξεῖναί
277

ποτε μήτε ἱερέων μήτε λαϊκῶν τινι τῆς τοῦ ἁγίου συμ-
βόλου θειοτάτης ἐκείνης νομοθεσίας ποιεῖσθαί τινα
παρέκβασιν· ἀναθεματίζεσθαι δὲ σὺν πάσαις ταῖς ἐν
Καλχηδόνι γεγενημέναις καινοτομίαις κατὰ τοῦ θείου
συμβόλου, καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν μὴ ὁμολογούντων τὸν
υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ
τῆς ἁγίας καὶ ἀεὶ παρθένου καὶ θεοτόκου Μαρίας κατὰ
ἀλήθειαν σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, ἀλλ' ἢ ἐξ
οὐρανοῦ ἢ κατὰ φαντασίαν καὶ δόκησιν τερατευομένους,
πᾶσάν τε ἁπλῶς αἵρεσιν, καὶ εἴ τι ἕτερον ἐν οἵῳ δή ποτε
καιρῷ καὶ τρόπῳ καὶ τόπῳ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης κατὰ
διάνοιαν καὶ λέξιν ἐπὶ παραβάσει τοῦ θείου συμβόλου
κεκαινοτόμηται.

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 103, l. 10

παρέκβασιν· ἀναθεματίζεσθαι δὲ σὺν πάσαις ταῖς ἐν


Καλχηδόνι γεγενημέναις καινοτομίαις κατὰ τοῦ θείου
συμβόλου, καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν μὴ ὁμολογούντων τὸν
υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ
τῆς ἁγίας καὶ ἀεὶ παρθένου καὶ θεοτόκου Μαρίας κατὰ
ἀλήθειαν σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, ἀλλ' ἢ ἐξ
οὐρανοῦ ἢ κατὰ φαντασίαν καὶ δόκησιν τερατευομένους,
πᾶσάν τε ἁπλῶς αἵρεσιν, καὶ εἴ τι ἕτερον ἐν οἵῳ δή ποτε
καιρῷ καὶ τρόπῳ καὶ τόπῳ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης κατὰ
διάνοιαν καὶ λέξιν ἐπὶ παραβάσει τοῦ θείου συμβόλου
κεκαινοτόμηται.
Ἐπειδὴ δὲ προνοίας βασιλικῆς ἴδιον μὴ τοῦ παρόντος
χρόνου μόνον ἀλλὰ καὶ τοῦ μέλλοντος τὴν ἀσφάλειαν ἐκ
προορατικῆς διασκέψεως ἐπιδαψιλεύεσθαι τοῖς ὑπηκόοις,
θεσπίζομεν τοὺς ἁπανταχοῦ ὁσιωτάτους ἐπισκόπους ἐμ-
φανιζομένῳ τῷ θείῳ τούτῳ ἡμῶν ἐγκυκλίῳ γράμματι
καθυπογράφειν, σαφῶς καταμηνύοντας ὅτι δὴ μόνῳ τῷ
θείῳ στοιχοῦσι συμβόλῳ τῶν τριακοσίων δέκα ὀκτὼ
ἁγίων πατέρων, ὅπερ ἐπεσφράγισαν οἱ ἑκατὸν πεντήκοντα
πατέρες ἅγιοι, ὡς ἔδοξεν ὁριστικῶς καὶ τοῖς μετὰ ταῦτα
συνελθοῦσι κατὰ τὴν Ἐφεσίων μητρόπολιν ὁσιωτάτοις

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 104, l. 1

ἀναθεματίζοντες ἅπαν τὸ γενόμενον ἐν Καλχηδόνι τῶν


278

ὀρθοδόξων λαῶν πρόσκομμα καὶ ὁλοτελῶς τῶν ἐκκλησιῶν


ἐκβάλλοντες ὡς παρεμποδὼν γινόμενον τῇ οἰκουμενικῇ
καὶ ἡμετέρᾳ εὐπραγίᾳ.
Τοὺς δὲ μετὰ ταύτας ἡμῶν τὰς θείας συλλαβάς, ἃς
κατὰ θεὸν ἐκπεφωνῆσθαι πιστεύομεν, τὴν ἐπιθυμητὴν
πᾶσιν ἕνωσιν πραγματευομένας ταῖς ἁγίαις τοῦ θεοῦ
ἐκκλησίαις, ἐπιχειροῦντάς ποτε προφέρειν ἢ ὅλως ὀνο-
μάζειν, εἴτε ἐν διδασκαλίᾳ εἴτε ἐν διαλέξει ἢ ἐν συγ-
γράμμασι, καθ' οἷον δή ποτε καιρὸν ἢ τρόπον ἢ τόπον, τὴν
ἐν Καλχηδόνι γεγενημένην κατὰ τῆς πίστεως καινοτομίαν,
τοὺς τοιούτους ὡς ταραχῆς καὶ ἀκαταστασίας ταῖς ἁγίαις
τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαις καὶ τῷ ὑπηκόῳ παντὶ παραιτίους, θεῷ
τε καὶ τῇ ἡμετέρᾳ σωτηρίᾳ πολεμίους, κελεύομεν κατὰ
τοὺς ἤδη πρὸ ἡμῶν θεσπισθέντας παρὰ τοῦ ἐν μακαρίᾳ
καὶ θείᾳ τῇ λήξει γενομένου βασιλέως Θεοδοσίου κατὰ
τῆς τοιαύτης κακονοίας νόμους, τοὺς καὶ ὑποτεταγμένους
τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ ἐγκυκλίῳ, εἰ μὲν ἐπίσκοποι ἢ κληρικοὶ
εἶεν, καθαιρεῖσθαι, εἰ δὲ μονάζοντες ἢ λαϊκοί, ἐξορίᾳ καὶ
δημεύσει παντοίᾳ καὶ τοῖς ἐσχάτοις ὑποπίπτειν ἐπι-
τιμίοις. Οὕτω γὰρ ἡ ἀεί ποτε παρὰ τῆς ἡμετέρας

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 201, l. 10

συντρέχειν, μᾶλλον δὲ καὶ παρακαλοῦμεν – οὐ γὰρ ὀκνή-


σαιμεν, κἂν ἐν ὑπεροχῇ βασιλείας ἐσμέν, καὶ τοιούτοις
χρήσασθαι ῥήμασιν ὑπὲρ τῆς τῶν Χριστιανῶν ἁπάντων
ὁμοφροσύνης τε καὶ ἑνώσεως, ἐκ τοῦ μίαν ἁπάντων δοξο-
λογίαν ἀναπέμπεσθαι τῷ μεγάλῳ θεῷ καὶ σωτῆρι ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστῷ – τοῦ δὲ λοιποῦ μηδένα προφασιζόμενον
πρόσωπα ἢ συλλαβὰς ζυγομαχεῖν, ὅτι πρὸς μίαν καὶ
τὴν αὐτὴν ὀρθὴν ἔννοιάν τε καὶ πίστιν αἱ συλλαβαὶ
φέρουσι· τοῦ μέχρι νῦν κρατοῦντος ἔθους τε καὶ σχήματος
ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ θεοῦ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ
διὰ πάντων βεβαίου τε καὶ ἀκαινοτομήτου, καὶ εἰς τὸν
ἑξῆς ἅπαντα μένοντος χρόνον.”
Τούτῳ μὲν οὖν ἅπαντες τῷ ἰδίκτῳ συγκατετίθεντο,
ὀρθοδόξως ἐκπεφωνῆσθαι λέγοντες· οὐδὲν δὲ τῶν διερρω-
γότων ὅλως ἡνώθη, διότι ῥητῶς ἐπεσημήνατο τὸ βέβαιον
καὶ ἀκαινοτόμητον ταῖς ἐκκλησίαις πεφυλάχθαι καὶ κατὰ
τὸν ἑξῆς ἐπιρρέοντα χρόνον.

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 201, l. 15


279

Ἰησοῦ Χριστῷ – τοῦ δὲ λοιποῦ μηδένα προφασιζόμενον


πρόσωπα ἢ συλλαβὰς ζυγομαχεῖν, ὅτι πρὸς μίαν καὶ
τὴν αὐτὴν ὀρθὴν ἔννοιάν τε καὶ πίστιν αἱ συλλαβαὶ
φέρουσι· τοῦ μέχρι νῦν κρατοῦντος ἔθους τε καὶ σχήματος
ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ θεοῦ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ
διὰ πάντων βεβαίου τε καὶ ἀκαινοτομήτου, καὶ εἰς τὸν
ἑξῆς ἅπαντα μένοντος χρόνον.”
Τούτῳ μὲν οὖν ἅπαντες τῷ ἰδίκτῳ συγκατετίθεντο,
ὀρθοδόξως ἐκπεφωνῆσθαι λέγοντες· οὐδὲν δὲ τῶν διερρω-
γότων ὅλως ἡνώθη, διότι ῥητῶς ἐπεσημήνατο τὸ βέβαιον
καὶ ἀκαινοτόμητον ταῖς ἐκκλησίαις πεφυλάχθαι καὶ κατὰ
τὸν ἑξῆς ἐπιρρέοντα χρόνον.
5. Ἐκβεβλήκει δὲ καὶ Ἀναστάσιον Ἰουστῖνος τοῦ
Θεουπόλεως θρόνου, ἐπεγκαλῶν οἱ τῶν τε ἱερατικῶν
χρημάτων τὴν γεγενημένην δαπάνην, λέγων καὶ εἰς
ἄπειρον καὶ μὴ κατὰ τὸ προσῆκον γενέσθαι, τήν τε ἐς
αὐτὸν βλασφημίαν. Ἐρωτηθέντα γὰρ τὸν Ἀναστάσιον
τί δή ποτε οὕτω χύδην τὰ ἱερατικὰ ῥίπτει χρήματα,
ἀναφανδὸν εἰπεῖν· ὡς ἂν μὴ παρὰ Ἰουστίνου τῆς κοινῆς
λύμης ἀφαιρεθεῖεν.

Φλάβιος Ιουστινιανός Contra monophysitas (2734: 001)“Drei


dogmatische Schriften Iustinians, 2nd edn.”, Ed. Amelotti, M., Albertella,
R., Migliardi, L. (post E. Schwartz)Milan: Giuffrè, 1973; Legum
Iustiniani imperatoris vocabularium. Subsidia 2.Se. 66, l. 4

Τοῦ αὐτοῦ ἐν τῶι περὶ σαρκώσεως λόγωι· ὢ καινὴ κτίσις, μῖξις


θεσπεσία, θεὸς καὶ σὰρξ μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἀπετέλεσαν φύσιν.
Τοῦ αὐτοῦ πρὸς Πέτρον· φύσει μὲν θεὸν καὶ φύσει ἄνθρωπον τὸν κύριον
λέγομεν, μιᾶι δὲ καὶ συγκράτωι τῆι φύσει σαρκικῆι τε καὶ θεικῆι.
Πρὸς δὲ τούτοις καὶ αὐτὸν Πολέμωνα τὸν μαθητὴν Ἀπολιναρίου
παραθήσωμεν λέγοντα σαφῶς
τίνος ἐστὶν ὁ τῆς συνθέτου φύσεως ἀναπλασμὸς καὶ τὸ μίαν λέγειν
σαρκὸς καὶ θεότητος φύσιν. ἐν
γὰρ τῶι κατὰ Τιμοθέου τοῦ συμμαθητοῦ αὐτοῦ λόγωι λέγει τάδε
Οὐδὲν δὲ χεῖρον ἐννοῆσαι κἀκεῖνο. θεὸν γὰρ λέγοντες καὶ ἄνθρωπον τὸν
αὐτὸν οὐκ αἰσχύ-
νονται μίαν φύσιν τοῦ λόγου σεσαρκωμένην καθάπερ μίαν σύνθετον
ὁμολογοῦντες. εἰ γὰρ
θεὸς τέλειος καὶ ἄνθρωπος τέλειος ὁ αὐτός, δύο φύσεις ἄρα ὁ αὐτός,
καθάπερ ἡ τῶν Καππα-
280

δοκῶν εἰσηγεῖται Καινοτομία καὶ Ἀθανασίου ἡ οἴησις καὶ τῶν ἐν Ἰταλίαι


ὁ τῦφος. καὶ σχη-
ματίζονται μὲν οἱ δῆθεν ἡμέτεροι φρονεῖν τὰ τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν
Ἀπολιναρίου, κηρύττουσι
δὲ καθάπερ οἱ Γρηγόριοι τὴν τῶν φύσεων δυάδα, οὐδενός, ὡς ἔοικεν,
ἐρασθέντες ἢ μόνης τῆς ἐν
τῶι βίωι τούτωι φθαρτῆς δόξης τῆι πρὸς ἱερωσύνην ἐλπίδι δελεασθέντες.
τί οὖν αὐτοῖς καὶ
ἡμῖν; τί δὲ συμβαίνειν πειρῶνται τῆι ἀξιαγάστωι φωνῆι; τί δὲ
Ἀπολιναρίωι τῶι θείωι μαθητιᾶν
σχηματίζονται; ταύτην γὰρ ἐπ' ἀναιρέσει τῆς τῶν φύσεων δυάδος τὴν
φωνὴν μόνος ἡμῖν οὗτος
ἀπεκύησεν.

Φλάβιος Ιουστινιανός Contra monophysitas Se. 88, l. 20

τος, εἰ δ' οὖν, ἀλλ' αὐτός τε μετὰ τῆς βελτίστης γενέσθαι κἀκείνηι
παρασχεῖν τὸ κράτος καὶ παρ'
αὐτῆς ἀντιλαβεῖν λίαν ὑψηλῶς τε καὶ μεγαλοπρεπῶς περὶ τῶν μεγίστων
διανοούμενος. ἔνθα
δὴ καὶ μάλιστα διεδείχθη τοῦ ἀνδρὸς ἡ καθαρότης καὶ τὸ στερέωμα τῆς
εἰς Χριστὸν πίστεως·
τῶν γὰρ ἄλλων ἁπάντων ὅσοι τοῦ καθ' ἡμᾶς λόγου, τριχῆι νενεμημένων
καὶ πολλῶν μὲν ὄντων
τῶν περὶ τὸν υἱὸν ἀρρωστούντων, πλειόνων δὲ τῶν περὶ τὸ πνεῦμα τὸ
ἅγιον, ἔνθα καὶ τὸ ἧττον
ἀσεβεῖν εὐσεβεῖν ἐνομίσθη, ὀλίγων δὲ τῶν κατ' ἀμφότερα ὑγιαινόντων
πρῶτος καὶ μόνος κομιδῆι
σὺν ὀλίγοις ἀποτολμᾶι τὴν ἀλήθειαν σαφῶς οὕτως καὶ διαρρήδην τὴν
μίαν θεότητα τῶν τριῶν
καὶ οὐσίαν ἐγγράφως ὁμολογήσας. καὶ ὃ τῶι πολλῶι τῶν πατέρων
ἀριθμῶι περὶ τὸν υἱὸν
ἐχαρίσθη πρότερον, τοῦτο περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος αὐτὸς ἐμπνευσθεὶς
ὕστερον καὶ δῶρον βασι-
λικὸν ὄντως καὶ μεγαλοπρεπὲς τῶι βασιλεῖ προσενεγκὼν ἔγγραφον τὴν
εὐσέβειαν κατὰ τῆς ἐγ-γράφου καινοτομίας, ἵνα βασιλεῖ μὲν βασιλεύς,
λόγωι δὲ λόγος, γράμματι δὲ γράμμα κατα-παλαίηται.

Φλάβιος Ιουστινιανός Epistula contra tria capitula (2734: 004)


281

“Drei dogmatische Schriften Iustinians, 2nd edn.”, Ed. Amelotti, M.,


Albertella, R., Migliardi, L. (post E. Schwartz)Milan: Giuffrè, 1973;
Legum Iustiniani imperatoris vocabularium. Subsidia 2.Se. 68, l. 1

ἄλλους Ἀνατολικοὺς ἐπισκόπους οἵτινες Νεστόριον ἐκδικοῦντες ἀντεῖπον


τῆι πρώτηι ἐν Ἐφέσωι
συνόδωι καὶ τῶι ἐν ἁγίοις Κυρίλλωι, ἐπειδὴ μετὰ ταῦτα Νεστόριον καὶ
τὴν κακοδοξίαν
ἀνεθεμάτισαν τὴν αὐτοῦ, ἐδέξατο ὁ κατὰ Ῥώμην ἀποστολικὸς θρόνος καὶ
ὁ ἐν ἁγίοις Κύριλλος
καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἁγία τοῦ θεοῦ ἐκκλησία δέχεται αὐτούς.
Καὶ τοῦτο δὲ ὑμᾶς εἰδέναι βουλόμεθα ὅτι οὐ μόνον Ἴβας καὶ
Θεοδώρητος διὰ τὸ ἀντειπεῖν τοῖς
δώδεκα κεφαλαίοις τοῦ ἐν ἁγίοις Κυρίλλου ἐξεβλήθησαν τῆς ἐπισκοπῆς,
ἀλλὰ καὶ Δόμνος ὁ Ἀν-
τιοχείας ἀρχιεπίσκοπος διὰ τοῦτο κατεδικάσθη ὡς γράψας ὀφείλειν
μόνον σιωπηθῆναι τὰ αὐτὰ
δώδεκα κεφάλαια. ἥντινα κατάκρισιν κατὰ Δόμνου γενομένην καὶ μετὰ
θάνατον αὐτοῦ ἡ ἐν
Καλχηδόνι σύνοδος ἐδέξατό τε καὶ ἐβεβαίωσεν. ὅτι δὲ τοῦτο ἀληθές
ἐστιν, καὶ αὐτὸς Θεο-δώρητος πρὸς Ἰωάννην τὸν Γερμανικείας
ἐπίσκοπον μαρτυρεῖ γράφων οὕτως
Τί δήποτε καὶ προφανῶς ψεύδονται καὶ φασὶ μηδεμίαν γεγενῆσθαι περὶ
δόγμα καινοτομίαν;
διὰ ποίους φόνους καὶ γοητείας ἐξηλάθην ἐγώ; ὁ δεῖνα τίνας μοιχείας
ἐτόλμησε; ποίους ὁ δεῖνα
διώρυξε τάφους; δῆλόν ἐστιν καὶ τοῖς βαρβάροις, παρακαλῶ, ὡς
δογμάτων χάριν κἀμὲ καὶ τοὺς
ἄλλους ἐξήλασαν. καὶ γὰρ τὸν κύριον Δόμνον ὡς τὰ κεφάλαια μὴ
δεξάμενον καθεῖλον οἱ βέλ-
τιστοι πανεύφημα ταῦτα καλέσαντες καὶ ἐμμένειν τούτοις
ὁμολογήσαντες. ἐγὼ γὰρ αὐτῶν
τὰς καταθέσεις ἀνέγνων, ἐμὲ δὲ ὡς τῆς αἱρέσεως ἔξαρχον ἀπεκήρυξαν.
Ἐκ τούτων τοίνυν δείκνυται ὅτι διὰ τὰ κεφάλαια τοῦ ἐν ἁγίοις Κυρίλλου
τὰ κατὰ Νεστορίου
προτεθέντα καὶ Δόμνος καὶ αὐτὸς Θεοδώρητος καὶ Ἴβας καὶ ἄλλοι τινὲς
ἐξεβλήθησαν. καὶ
Θεοδώρητον μὲν καὶ Ἴβαν μεταμεληθέντας καὶ δεξαμένους τὰ
μνημονευθέντα κεφάλαια καὶ τὰ
ἄλλα, δι' ἃ ἐξεβλήθησαν, ἡ ἁγία σύνοδος ἡ ἐν Καλχηδόνι ἐδέξατο· οἱ
ἄλλοι δὲ οἱ μὴ μεταμελη-
θέντες οὐκ ἐδέχθησαν, ἡ δὲ Δόμνου κατάκρισις καὶ μετὰ θάνατον αὐτοῦ
ἐβεβαιώθη.
282

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae (2734: 013)“Corpus iuris civilis, vol.


3”, Ed. Schöll, R., Kroll, W.Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1968.
P. 58, l. 19

τῶν εὐλαβεστάτων οἰκονόμων ἢ ὅλως τῶν πεπρακό-


των ἐπὶ ταῖς ἰδίαις αὐτῶν περιουσίαις ἐχέτω τὴν ἐκ
τοῦ συναλλάγματος ἀγωγήν, ἵνα δέει τῆς ἑαυτῶν γοῦν
περιουσίας, εἰ καὶ μὴ διὰ τὸν τοῦ θεοῦ φόβον, ἀλλ'
οὖν ὀκνηρότεροι περὶ τὰς πράσεις γίγνοιντο. Εἰ
δέ τις κατὰ δωρεὰν λαβεῖν τολμήσειε πρᾶγμα ἐκκλη-
σιαστικὸν ἢ πτωχικόν, αὐτοῦ τε τοῦ δωρουμένου πάν-
τως ἐκπιπτέτω καὶ ἕτερον τοσοῦτον ἐκ τῆς αὑτοῦ
περιουσίας ἀντιδιδότω τῇ ἁγιωτάτῃ ἐκκλησίᾳ ἢ τῷ
εὐαγεῖ οἴκῳ, ἐξ οὗ τοῦτο ἔλαβεν, ἵνα ἣν ἐπεχείρησεν
ἐργάσασθαι κατ' αὐτῆς καινοτομίαν, ταύτην αὐτὸς ἐν
τοῖς ἑαυτοῦ διδοὺς τῆς οἰκείας αἴσθοιτο πανουργίας.
Εἰ δὲ ἄμειψις ἐπί τισι γένοιτο προσώποις, χωρὶς
μόνης τῆς βασιλείας, καθάπερ ἔμπροσθεν εἰπόντες
ἔφθημεν, καὶ ὁ τὴν ἄμειψιν λαβὼν ὑποκείσθω ποινῇ
τῷ καὶ τὸ δεδομένον αὐτῷ πρᾶγμα ἀποβαλεῖν, καὶ
ἀνατρέχειν αὖθις τοῦτο ἐπὶ τὸν εὐαγῆ οἶκον ὅθεν
ἐξέβη, καὶ τὸ ἀντιδεδομένον μεῖναι παρὰ τῷ εὐαγεῖ
οἴκῳ, καὶ τὸν προσελθόντα πράγματι παρανόμῳ ἐκ-
πίπτειν [τε] ἑκατέρου δικαίως· ὥστε κατὰ τοῦτο ποι-
νὴν αὐτὸν ὑπέχειν, καθ' ὃ καὶ τῶν οἰκείων ἐκπίπτει

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 298, l. 21

ρους γινόμεναι δωρεαὶ οὐ δέονται πράξεως ὑπομνη-


μάτων, ἀλλ' αὐτόθεν ἔχουσι τὴν ἰσχύν, οὕτω μηδὲ
τὰς παρὰ τῶν ἰδιωτῶν εἰς τὴν βασιλείαν γινομένας,
εἰ μόνον ταῖς ἀληθείαις γένοιντο ἐν ἀγορᾷ παρὰ συμ-
βολαιογράφων συντελεσθεῖσαι ὑπογραφήν τε ἔχουσαι
τοῦ τε πεποιηκότος καὶ μαρτύρων καὶ τὴν ἄλλην τὴν
ἐπὶ τῶν δωρεῶν παρατήρησιν, μὴ δεῖσθαι πράξεως
ὑπομνημάτων ἐφ' ὁσῃδήποτε ποσότητι. οὐ γὰρ ἂν
εἴη τῶν ἀκολούθων τὸ μηδὲ τῶν αὐτῶν τυγχάνειν
τὴν βασιλείαν παρὰ τῶν ἰδιωτῶν ὧν αὐτὴ δίδωσιν
ἐκείνοις. τὸ δὲ ἄνισον τοῦτο γέγονεν ἐκ καινοτομίας,
ἣν ἡ Ζήνωνος τοῦ τῆς εὐσεβοῦς λήξεως ὑφηγήσατο
διάταξις, τὸ τὰς βασιλικὰς δωρεὰς μὴ χρῄζειν ὑπομνη-
283

μάτων. ἐπειδὴ τοίνυν ἀτελῶς τὸ πρᾶγμα ἔμπροσθεν


ἐθεωρήθη, διὰ τοῦτο ἡμεῖς τὸ τέλειον ἐπιθέντες αὐ-
τῷ ἑκατέρωθεν κρατεῖν αὐτὸ βουλόμεθα, ἐπί τε τῶν
παρὰ βασιλέως εἰς ἰδιώτας γινομένων δωρεῶν ἐπί τε
τῶν παρὰ ἰδιωτῶν εἰς τὴν βασιλείαν, ὥστε τὴν ἐξ
ἰσότητος δικαιοσύνην τῷ πράγματι προστεθῆναι.
Ἐπίλογος.

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 332, l. 4

προικὸς ἢ ἐκποιήσειεν ἢ ὑπόθοιτο· ἤδη γὰρ τὰ τοι-


αῦτα ἱκανῶς περιείργασται καὶ νενομοθέτηται.
Ἀλλ' οὐδὲ αὐτῶν τῶν συμβαλλόντων καθάπαξ
ἀμελοῦμεν. εἰ γὰρ καὶ τὴν ἐπὶ τούτοις ἐνοχὴν ὅσον
πρὸς τὰς γυναῖκας ἄρρητόν τε καὶ ἄγραφον εἶναι βου-
λόμεθα, ἀλλ' αὐτοὺς τοὺς ἄνδρας ἐπὶ τοῖς ἄλλοις αὐ-
τῶν πράγμασιν ἐνέχεσθαι θεσπίζομεν προφάσει τῆς
ἐκποιήσεως ἢ τῆς ὑποθήκης, ταῖς μὲν γυναιξὶ φυλάτ-
τοντες τὸ ἐπ' αὐτοῖς τοῖς ἀκινήτοις πράγμασι τῆς
προγαμιαίας δωρεᾶς δίκαιον ἀκαινοτόμητον, ἐκείνοις
δὲ τὸ ἁρμόζον δίκαιον ἐκ τῶν συμβολαίων, ὅσον ἐπὶ
τοῖς ἄλλοις αὐτῶν πράγμασι· πάντων τῶν τῇ προικὶ
δεδομένων ἤδη παρ' ἡμῶν προνομίων ἐπὶ τῆς ἑαυ-
τῶν μενόντων ἰσχύος, ὅταν ἡ γυνὴ κινοίη. τοῖς γὰρ
ἄλλοις ἅπασι πλὴν τῆς γυναικὸς τὸ τοιοῦτο προνό-
μιον οὔτε ἐξ ἀρχῆς δεδώκαμεν οὔτε νῦν δίδομεν.
Ἐπίλογος. Ἡ τοίνυν σὴ ὑπεροχὴ τὰ παραστάντα
ἡμῖν καὶ διὰ τοῦδε τοῦ θείου δηλούμενα νόμου ἅπασι
ποιησάτω φανερὰ κατὰ τὸν νενομισμένον τρόπον κη-
ρύγμασι κατὰ τὰς ἐπαρχίας χρωμένη,

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 334, l. 2t

ΞΓ ΠΕΡΙ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙ ΘΑΛΑΣΣΑΝ ΑΠΟΨΕΩΣ. Ὁ


αὐτὸς βασιλεὺς Λογγίνῳ ἐπάρχῳ τῆς εὐδαίμονος ταύτης πόλεως.

Προοίμιον. Πρᾶγμα δολερῶς γινόμενον ἐπὶ ταύ-


της τῆς βασιλίδος πόλεως περὶ τὰς τῶν οἴκων οἰκο-
δομὰς ἀναστεῖλαι καὶ ἐπανορθῶσαι δίκαιον ἡγησά-
μεθα. ἐπειδὴ γὰρ ῥητοῖς μέτροις διεστάναι τοὺς οἴκους
ἀλλήλων ἡ Ζήνωνος τοῦ τῆς εὐσεβοῦς λήξεως διάταξις
284

λέγει, καὶ ἡμεῖς δὲ τοιοῦτό τι νενομοθετήκαμεν, ἐπ-


ῆκται δὲ ὥστε ἐπὶ ταύτης τῆς βασιλίδος πόλεως μὴ

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 413, l. 25

εστιν ἀλλ' ἀδελφοὶ μόνον, προτιμᾶσθαι τῶν ἐξ ἑνὸς


τῶν γονέων μόνον συναπτομένων τῷ τελευτήσαντι
τοὺς ὁμοίως μὲν ὁμομητρίους ὁμοίως δὲ ὁμοπατρίους
ὄντας. καὶ τούτοις συμβαῖνον ἂν εἴη τὸ πρώην ἐπί
τε τοῖς μητρῴοις καὶ τοῖς ἀπὸ γαμικῆς αἰτίας ἢ καὶ
ἄλλοις ἀπροσπορίστοις νενομοθετημένον τοῦτο καὶ ἐπὶ
τοῖς λοιποῖς τοῦ τελευτήσαντος πράγμασι κρατεῖν τε
καὶ πολιτεύεσθαι. Οὗτος τοίνυν ὁ νόμος ἐπὶ τούτου
τοῦ δόντος αὐτῷ τὴν πρόφασιν, ὡς εἴρηται, κείσθω
θέματος. καὶ ἐπείπερ ἐκ τριῶν συνοικεσίων αὕτη
προῆλθεν ἡ Καινοτομία τῆς φύσεως, οὐδὲν κωλύει, κἂν
εἴ τις ὑπόθοιτο καὶ ἐκ δύο μόνων γάμων τοὺς μὲν
εἴναι μόνον ὁμοπατρίους ἢ ὁμομητρίους, τοὺς δὲ ὁμο-
πατρίους τε ἅμα καὶ ὁμομητρίους, κἂν εἴ τις ἐκτα-
θῆναι δοίη τὰ συνοικέσια καὶ ἔτι μᾶλλον τοιοῦτό τι
γενέσθαι· καὶ οὕτως εἰς τὰ τοιαῦτα τῶν θεμάτων,
ἔνθα τοιαῦταί τινες εἰσάγονται τάξεις ἀδελφῶν, ὁ νό-
μος ἐχέτω τὴν οἰκείαν ἰσχύν, καὶ ἀποκλειέτωσαν οἱ
διπλοῖς χρώμενοι δικαίοις τοὺς ἑνὶ μόνῳ χρῆσθαι
δυναμένους.

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 752, l. 25

οἵ τε ἐνδοξότατοι κουράτωρες τῶν θείων οἴκων οἵ τε τὰς μεγίστας ἢ καὶ


ἐλάττους ἀρχὰς ἰθύνειν ἐπιτετραμ-
μένοι κατά τε τὴν εὐδαίμονα πόλιν ταύτην καὶ μὴν καὶ ἐν ταῖς ἐπαρχίαις,
δήμευσίν τε καὶ κεφαλικὴν ὑφο-
ρώμενοι τιμωρίαν, εἰ παραβαῖεν τὰ παρ' ἡμῶν θεσπισθέντα. ἡ σὴ τοίνυν
ἐνδοξότης τὸν παρόντα θεῖον
ἡμῶν νόμον ἐν τοῖς ἐπισήμοις τόποις τῆς εὐδαίμονος ταύτης πόλεως
προθήσει, στελεῖ δὲ καὶ κατὰ τὰς ἐπαρ-
χίας ταῖς συνήθεσι χρωμένη περὶ τούτου προστάξεσι.

ΡΞΕ ΓΕΝΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΨΕΩΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ ΓΡΑΦΕΙΣ


ΔΟΜΝΙΚΩΙ ΤΩΙ ΕΝΔΟΞΟΤΑΤΩΙ ΕΠΑΡΧΩΙ
285

Ἐδίδαξεν ἡμᾶς Δημήτριος ..... Ἡ ἐπὶ θάλασσαν ἐντὸς ἑκατὸν ποδῶν


οὖσα ἄποψις οὐ μόνον κατ' εὐθεῖαν. ἀλλὰ καὶ ἐκ πλαγίου
ὀφείλει εἶναι ἀκαινοτόμητος. τοῦτο γὰρ προστίθησιν ὁ παρὼν τύπος
φυλάττων τὴν Ζήνωνος διάταξιν καὶ τὴν νεαρὰν ἑρμηνεύων.

ΡΞϛ ΠΕΡΙ ΑΠΟΡΩΝ ΕΠΙΒΟΛΗΣ.


Φλάβιος Θεόδωρος Πέτρος Δημοσθένης, ὁ μεγαλοπρεπέστατος
ἔπαρχος τῶν ἱερῶν πραιτωρίων καὶ ἀπὸ
ἐπάρχων τῆς βασιλίδος πόλεως καὶ ἀπὸ ὑπάτων, Φλάβιος Φαῦστος
καὶ Φλάβιος Στέφανος Φλαβίῳ Ὠρτα-
λίνῳ τῷ λαμπροτάτῳ ὑπατικῷ Λυδίας.

Προοίμιον. Ἐπειδὴ χρὴ τὰ τοῖς νόμοις καὶ τοῖς τύποις τῶν ἡμετέρων
θρόνων διατεταγμένα καλῶς, εἴπου δεήσειεν, τοῖς ὑποτελέσιν σαφέστερα
καθιστᾶν πρὸς τὸ μηδεμίαν αὐτοῖς ἐγείρεσθαι ζήτησιν ἔν τε τοῖς

Φλάβιος Ιουστινιανός Novellae P. 788, l. 22

τινῶν δὲ κακουργίᾳ τῶν δὲ πλείστων κλοπῇ τὸ πρᾶγμα κατὰ μικρὸν


ἐλαττωθῆναι, καὶ ἀποστερεῖσθαι καὶ
τὰ δημόσια βαλανεῖα τῆς τῶν τετρακοσίων ἐνενήκοντα δύο νομισμάτων
ποσότητος καὶ τὰ ναῦλα τῆς τῶν
πεντακοσίων πεντήκοντα ὀκτὼ ἡμίσεος νομισμάτων εἰσφορᾶς,
προφάσεως αὐτοῖς δοθείσης ἐκ τοῦ τινας τοῦτο
μὲν ἐκ τῆς αὐλῆς τοῦτο δὲ ἐκ τῶν θρόνων τῶν σῶν ἄδειαν ἑαυτοῖς
κατασκευάσαι καὶ προῖκα ἐκφέρειν κερά-
μους τῆς εἰρημένης τῶν Ἀλεξανδρέων πόλεως καὶ ἕτερα εἴδη, ἅπερ
ὑπόκειται τῷ τοιούτῳ τέλει, καὶ οὕτως
ἐλαττωθῆναι κατὰ μικρὸν τὴν εἰρημένην πόλιν.
Ἀποδεχόμενοι τοίνυν τὴν σὴν ὑπεροχὴν καὶ τούτοις ἐπιστᾶσαν
θεσπίζομεν, μήτε τῶν πεπορισμένων
τισὶ παντελῶς τοιούτων θείων ἢ ἀρχικῶν τύπων ὄφελός τι καθεστάναι,
ἀλλὰ πάντας ἐπιγινώσκειν τοῦτο
ὃ μέχρι τῶν χρόνων Στρατηγίου τοῦ ἐνδοξοτάτου ἐδίδοσαν, μήτε τὸν
περίβλεπτον αὐγουστάλιον πλείονα
δαπάνην τινὰ ποιεῖν παρὰ τὴν ἔμπροσθεν καὶ ἐπὶ τῶν χρόνων Στρατηγίου
τοῦ ἐνδοξοτάτου πολιτευσα-
μένην, μήτε κατὰ καινοτομίαν τινὰ προσάπτεσθαι τῶν τελῶν ἐκείνων
καὶ ἑαυτῷ ἐκδικεῖν, ἀλλὰ καὶ τὸ
286

ἀρχαῖον φυλαχθῆναι σχῆμα τὸ μέχρι Στρατηγίου τοῦ ἐνδοξοτάτου καὶ


αὐτοῦ· μήτε φιλονεικίας ἀφορμὴν
δοθῆναι τῷ τε κατὰ καιρὸν αὐγουσταλίῳ , καὶ τὸν μὲν ὡς οὐ λάβοι
λέγειν, τὸν δὲ ὡς ἔλαττον λάβοι,
ἀλλ' ἐκ τῆς ὅλης ποσότητος τῶν χιλίων ὀκτακοσίων ὀγδοήκοντα ἐννέα
νομισμάτων κουφισθῆναι τριακοσίους
ἑξήκοντα ἐννέα χρυσοῦς (βουλόμεθα γὰρ καί τι φιλανθρωπότερον τῆς
ἀκριβείας πρᾶξαι)· καὶ διὰ τὴν τοῦ
κατὰ καιρὸν αὐγουσταλίου συγκρότησιν ἄλλους χιλίους πεντακοσίους
εἴκοσι χρυσοῦς μόνους ἐκ τοῦ τίτλου

Φλάβιος Ιουστινιανός Appendix constitutionum dispersarum (2734:


014)“Corpus iuris civilis, vol. 3”, Ed. Schöll, R., Kroll, W.
Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1968.P. 798, l. 9

μένοις καὶ τὴν εἴσπραξιν οὐκ ἐν τοῖς οἴκοις, ἀλλὰ δημοσίᾳ ποιουμένοις
μετὰ τῆς πρεπούσης
καθοσιώσεως. Καθόλου δὲ πᾶσι προαγορεύει ἡ διάταξις ἐπὶ προφάσεσιν
ἰδιωτικαῖς στρατιώταις μὴ κεχρῆσθαι ἢ
τὴν οἱανοῦν δι' αὐτῶν ἐπαγαγεῖν μεθοδείαν τισίν· εἰδότων τῶν τοιοῦτό τι
πράττειν ἐπιχει-
ρούντων, ὡς καὶ πάσης ἀγωγῆς, ἣν ἂν ὡς εἰκὸς ὁ νόμος αὐτοῖς ἐδίδου
κατὰ τῶν εὐθυνομένων,
ἐκπεσοῦνται δι' αὐτὴν καὶ μόνην τὴν ἐγχείρησιν. Τοὺς δὲ ἀφοριζομένους
στρατιώτας εἰς
ἐξάνυσιν δημοσίων παρακελεύεται πάσης σπορτούλων ἀπέχεσθαι
λήψεως καὶ μηδὲν καθόλου
παρά τινος λαμβάνειν, ἀλλὰ ταῖς οἰκείαις ἀρκεῖσθαι σιτήσεσιν. Τὴν δὲ
τῶν εἰρημένων πάν-
των παραφυλακὴν τοῖς κατὰ τόπον ἐπισκόποις τε καὶ ἄρχουσιν ἐπιτρέπει.
Πρὸς τούτοις ἀπαγορεύει τοῖς ἄρχουσι καὶ παντὶ ἑτέρῳ οἶκόν τινος μὴ
καταλύειν προφάσει τοῦ
ἀνανεῆσαι κατὰ τοῦ δεσπότου τοῦ οἴκου, δίχα μέντοι καινοτομίας καθ'
ἑτέρου γενομένης·

Gennadius I Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


(2762: 004)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.P. 360, l. 12

φθόνον δὲ τὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ πλησίον καλοῖς βασκανίαν, φόνον δὲ


τὴν μέχρις ἀναιρέσεως κίνησιν, ἔριν δὲ τὴν ἐπίψογον φιλονεικίαν,
287

δόλον δὲ τὰς ἐπὶ λύμῃ τῶν ἀδελφῶν ἐπιβουλάς τε καὶ μηχανάς,


κακοήθειαν δὲ τὴν κακοτροπίαν, ψιθυρισμὸν δὲ τὴν ὑπ' ὀδόντα
τῶν παρόντων κακολογίαν, καταλαλιὰν δὲ τὴν εἰς ἀπόντας ὑπό
τινων βλασφημίαν, θεοστυγεῖς δὲ οὐ τοὺς ὑπὸ θεοῦ στυγουμένους
– οὐ γὰρ αὐτῷ τοῦτο δεῖξαι πρόκειται νῦν – ἀλλὰ τοὺς μισοῦντας
θεόν, ὑβριστὰς δὲ τοὺς θρασεῖς καὶ λοιδόρους, ὑπερηφάνους δὲ
τοὺς κατὰ τῶν οὐκ ἐχόντων ἐφ' οἷς ἔχουσιν φυσωμένους, ἀλαζόνας
δὲ τοὺς ἐφ' οἷς οὐκ ἔχουσιν αὐχοῦντας ὡς ἔχοντας, ἐφευρετὰς δὲ
κακῶν τοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς ἕτερα καινοτομοῦντας κακά,
γονεῦσι δὲ ἀπειθεῖς τοὺς καὶ μέχρι γονέων ἀγνώμονας, ἀσυνέ-
τους δὲ τοὺς ἀσυνειδήτους – τῶν γὰρ τοιούτων οὐδὲν ἀφρονέστερον – ,
ἀσυνθέτους δὲ τοὺς ταῖς συνθήκαις μὴ ἐμμένοντας ἃς ἂν πρός τινας
συνθῶνται, ἀστόργους δὲ τοὺς ἀπηνεῖς καὶ ἀφίλους, ἀσπόν-
δους δὲ τοὺς ἀδιαλλάκτους καὶ μνησικάκους, ἀνελεήμονας δὲ τοὺς
ἀκαμπεῖς καὶ ἀνενδότους πρὸς ἔλεον.

Gennadius I Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis) P.


397, l. 23

Röm 10,19 – 21

Ἀλλ' ἄρα, φησί, μὴ ἡ τῶν ἐθνῶν κλῆσις ἀγνοουμένη τῷ Ἰσραήλ,


ὡς καινοτομηθεῖσα νῦν αὐτὸν ἐσκανδάλισεν; καὶ μὴν ἄνωθεν καὶ ἐξ
ἀρχαίου τοῦτο προεπαιδεύοντο, Μωϋσέως μὲν προαπειλοῦντος αὐτοῖς
τὸ ἀγνωμονούντων αὐτῶν τὰ ἔθνη προτιμηθήσεσθαι, Ἡσαΐου δὲ πρὸς
αὐτοὺς πάλιν ὕστερον ἐλεγκτικώτερόν τε καὶ φανερώτερον λέγοντος,
περὶ μὲν τῶν ἐθνῶν· εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν,
ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν, περὶ δὲ
αὐτῶν ἐκείνων τὸ ὅλην τὴν ἡμέραν διεπέτασα τὰς χεῖράς
μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα.

Alexander Scr. Eccl., Laudatio Barnabae apostoli (2860: 003)


“Hagiographica Cypria. Sancti Barnabae laudatio auctore Alexandro
monacho”, Ed. van Deun, P.Turnhout: Brepols, 1993; Corpus
Christianorum. Series Graeca 26.L. 629

ὤνησεν ἡ αὐτοῦ δεινότης, τοῦ βασιλέως τῶν ἀποστολικῶν


δογμάτων ὑπερασπίζοντος.
Τοῦ δὲ τὰ τῇδε καταλείψαντος καὶ εἰς τὴν ἀγήρω
βασιλείαν μετατεθέντος, τῆς βασιλείας διάδοχος γίνεται
ὁ Ζήνων. Εὐθέως δὲ οἱ προειρημένοι Ἀντιοχείας δεητικὸν
288

ἀνήγαγον τῷ βασιλεῖ, αἰτούμενοι τὸν Κναφέα ἐπίσκοπον·


ὃ δὴ καὶ γέγονε, τοῦ χρυσίου πείθοντος πάντας τοὺς
τῆς βασιλικῆς αὐλῆς εἰς τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ συνηγορίαν.
Εὐθέως οὖν ἅμα τῇ χειροτονίᾳ ἀνεθεμάτισε δημοσίᾳ τὴν
ἁγίαν ἐν Καλχηδόνι σύνοδον· θέλων δὲ ἀρέσαι τοῖς
Ἀπολιναρισταῖς, θεοπασχίαν νοσοῦσι, καινοτομίαν κα-
κίστην ἐπενόησε τοῦ εἰπεῖν ἐν τῷ Τρισαγίῳ ἐπὶ τέλει
τοῦ ὕμνου· “Ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς.” Ταῦτα μαθόντες οἱ
ἅγιοι ἐπίσκοποι καὶ πατέρες ἡμῶν, διηγέρθησαν γενναίως
κατὰ τῆς αὐτοῦ κακοδοξίας· καὶ πρῶτον μὲν ἐπειράθησαν
διὰ παραινετικῶν γραμμάτων ἀνακαλέσασθαι αὐτὸν ἐκ
τοῦ βαράθρου τῆς ἀσεβείας, ὡς δὲ εἶδον αὐτὸν ἀντι-
λέγοντα καὶ μᾶλλον θρασυνόμενον κατὰ τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως, τότε ἀπεφήναντο κατ' αὐτοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν
αὐτὸν πάντες οἱ κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐπίσκοποι.

Alexander Scr. Eccl., Laudatio Barnabae apostoli L. 641

τοῦ ὕμνου· “Ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς.” Ταῦτα μαθόντες οἱ


ἅγιοι ἐπίσκοποι καὶ πατέρες ἡμῶν, διηγέρθησαν γενναίως
κατὰ τῆς αὐτοῦ κακοδοξίας· καὶ πρῶτον μὲν ἐπειράθησαν
διὰ παραινετικῶν γραμμάτων ἀνακαλέσασθαι αὐτὸν ἐκ
τοῦ βαράθρου τῆς ἀσεβείας, ὡς δὲ εἶδον αὐτὸν ἀντι-
λέγοντα καὶ μᾶλλον θρασυνόμενον κατὰ τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως, τότε ἀπεφήναντο κατ' αὐτοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν
αὐτὸν πάντες οἱ κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐπίσκοποι.
Ἐνταῦθα δὲ γενόμενος τοῦ λόγου, ἡδέως ἂν ἐροίμην
τοὺς ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀβασανίστως παραδεξαμένους τὴν
καινοτομίαν ταύτην, ἁπλότητι λογισμοῦ καὶ οὐ κακίᾳ
γνώμης. Τίνος χάριν, ἀδελφοί μου, καταλιπόντες ἐν τούτῳ
τῷ μέρει τὴν τῶν πατέρων ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὴν
ἐφευρεθεῖσαν ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν καινοτομίαν κατεδέ-
ξασθε; Ἐχρῆν συνιέναι ὅτι οὐ σεσοφισμένοις μύθοις
ἐξακολουθήσαντες, οἱ ἅγιοι ἡμῶν πατέρες παρέδωκαν
ἡμῖν ἄδειν τοῦτον τὸν ὕμνον, ἀλλ' ἐξ ἀποκαλύψεως θειο-
τέρας οὐχ ἑνὶ καὶ δευτέρῳ μόνῳ ἀποκαλυφθείσης, οὐδὲ
ἐν παραβύστῳ τινί, ἀλλ' ἡμέρας μέσης, παντὶ τῷ φιλο-
χρίστῳ λαῷ τῆς βασιλίδος Κωνσταντινουπολιτῶν, ἐπὶ τοῦ
ὁσίου τρισμακαρίστου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐπισκόπου Πρό
289

Κύριλλος Vita Sabae (2877: 002)“Kyrillos von Skythopolis”, Ed.


Schwartz, E.Leipzig: Hinrichs, 1939; Texte und Untersuchungen 49.2.
P. 118, l. 6

θεόκτιστον ἐκκλησίαν παρεγγυήσας αὐτοῖς τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν


λοιπὴν ἀκολουθίαν ἐν ταῖς συνάξεσιν Ἀρμενιστὶ καθ' ἑαυτοὺς λέγειν
καὶ ἐν τῶι καιρῶι τῆς θείας προσκομιδῆς ἔρχεσθαι μετὰ τῶν Ἑλλη-
νισταρίων καὶ τῶν θείων μεταλαμβάνειν μυστηρίων· ἐπειδὴ δὲ
τινὲς αὐτῶν λέγειν ἐπεχείρησαν τὸν τρισάγιον ὕμνον μετὰ τῆς ὑπὸ
Πέτρου τοῦ ἐπίκλην Κναφέως ἐπινοηθείσης προσθήκης τοῦ ὁ σταυ-
ρωθεὶς δι' ἡμᾶς, ἀγανακτήσας εἰκότως ὁ θεῖος πρεσβύτης Ἑλληνιστὶ
τοῦτον αὐτοὺς ψάλλειν τὸν ὕμνον ἐκέλευσεν κατὰ τὴν ἀρχαίαν τῆς
καθολικῆς ἐκκλησίας παράδοσιν καὶ οὐ κατὰ τὴν τοῦ ῥηθέντος
Πέτρου καινοτομίαν τοῦ τὰ Εὐτυχοῦς φρονήσαντος καὶ ἐκ δευτέρου
τυραννικῶι τρόπωι τοῦ Ἀντιοχείας θρόνου κρατήσαντος καὶ ὑπὸ
τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεσμῶν ἐκβληθέντος καὶ πάλιν ἐκ τρίτου μετὰ
τὴν ἐν Ἰσαυρίαι γεγενημένην τοῦ Ἰλλοῦ τυραννίδα ἐπὶ τῆς βασιλείας
Ζήνωνος βασιλικῆι αὐθεντίαι τοῦ αὐτοῦ θρόνου κρατήσαντος ἀθέσμως
μὴ λυθέντων τῶν κατ' αὐτοῦ γεγονότων ἀναθεμάτων καὶ πᾶσαν
τὴν Ἀνατολὴν ἐκταράξαντος καὶ ὑπὸ τοῦ πάπα Ῥώμης Φίλικος
ἀναθεματισθέντος διά τε τὴν ἑτεροδοξίαν καὶ τὴν εἰρημένην τῶι
τρισαγίωι προσθήκην. ὅθεν δικαίως καὶ εὐσεβῶς ὁ πατὴρ ἡμῶν
Σάβας τὴν ὑπ' ἐκείνου ἐπινοηθεῖσαν προσθήκην ἀπωσάμενος τῆι
ἐκκλησιαστικῆι εἵπετο παραδόσει. ἐθέσπισεν δὲ ὥστε κατὰ μὲν

Κύριλλος Vita Sabae P. 149, l. 12

τῆς ἁγίας ἀπεδίωξαν πόλεως, τὸ δὲ πλῆθος τῶν μοναχῶν πάντοθεν


ἐπισυνάξαντες ἔμπροσθεν τοῦ ἁγίου Κρανίου μετὰ τῶν Ἱεροσολυμι-
τῶν ἔκραζον λέγοντες· ἀνάθεμα Σευήρωι καὶ τοῖς κοινωνοῦσιν αὐτῶι,
παρόντων ἔτι καὶ ἀκουόντων τῶν τε μαγιστριανῶν καὶ ἀρχόντων καὶ
στρατιωτῶν τῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως ἀποσταλέντων. οὗτος γὰρ ὁ
Σευῆρος ἀλαζονείαι δεινῆι κρατηθεὶς καὶ βασιλικῆι δυναστείαι
ἐπερειδόμενος τὴν ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον μυρίοις καθυπέβαλεν ἀνα-
θέμασιν καὶ τὴν Εὐτυχοῦς ἑτεροδοξίαν κρατῦναι φιλονικῶν μίαν
τοῦ δεσπότου Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ μετὰ τὴν ἐκ παρθένου σάρ-
κωσίν τε καὶ ἐνανθρώπησιν ἐκήρυττεν φύσιν φθαρτήν. καὶ φιλο-
τάραχος ὢν πολλὰς καινοτομίας ἀνεπλάσατο κατὰ τῶν ὀρθῶν τῆς
ἐκκλησίας δογμάτων τε καὶ θεσμῶν. τὴν γὰρ ἀσεβεστάτην τε καὶ ληι-
στρικωτάτην ἐν Ἐφέσωι δευτέραν σύνοδον ἀποδέχεται καὶ ὁμοίαν εἶναι
λέγει ταύτην τῆι πρότερον ἐν τῆι αὐτῆι Ἐφέσωι συναθροισθείσηι καὶ
290

ἴσους ἐν διδασκάλοις ἀποφαίνεται Κύριλλόν τε τὸν μέγαν καὶ θεοφόρον


τῆς Ἀλεξανδρέων ἀρχιεπίσκοπον καὶ Διόσκορον τὸν εἰς κοινωνίαν δεξά-
μενον Εὐτυχὴν τὸν αἱρετικὸν ὡς ὁμόφρονα καὶ τὸν ἁγιώτατον καὶ
ὀρθοδοξότατον Φλαβιανὸν τὸν τῆς βασιλίδος πόλεως ἀρχιεπίσκοπον
καθελόντα καὶ κατακτείναντα. καὶ οὕτως τῆι ἀσεβείαι προκόπτων
ὁ αὐτὸς Σευῆρος ἠκόνησεν εἰς βλασφημίαν θεοῦ τὴν ἑαυτοῦ γλῶσσαν
καὶ διεῖλεν τοῖς ἑαυτοῦ λόγοις τὴν ἐν τριάδι μίαν καὶ ἀδιαίρετον

Κύριλλος Vita Sabae P. 157, l. 11

ρων. ταύτην τὴν ἔγγραφον πληροφορίαν καὶ δέησιν δεξαμένη


εὐμενῶς ἡ ὑμετέρα γαληνότης παρὰ τῆς πάντων ἡμῶν ταπεινότητος
θεσπίσαι καταξιώσει λωφῆσαι λοιπὸν τὰ τολμώμενα ἐφ' ἑκάστης
κακὰ καὶ τὰς συνεχεῖς ἀκαταστασίας κατὰ τῆς ἁγίας τοῦ θεοῦ ταύτης
πόλεως καὶ τοῦ ὁσιωτάτου ἡμῶν ἀρχιεπισκόπου Ἰωάννου διὰ τῶν
ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας ὀνόματι δῆθεν τῆς ὑμῶν εὐσεβείας, πεπεισμένον
τὸ ὑμέτερον κράτος ἐνώπιον τοῦ θεοῦ καὶ τῶν ἐκλεκτῶν ἀγγέλων ὡς
κατ' οὐδένα τρόπον ἢ λόγον τὴν πρὸς τοὺς εἰρημένους Ἀποσχιστὰς
ἕνωσιν καταδεχόμεθα ἄνευ ἐνθέσμου καὶ κανονικῆς κρίσεως οὔτε
μὴν καινοτομίαι τινὶ περὶ πίστεως καθ' οἷον δήποτε λόγον συντι-
θέμεθα ἢ πρόσωπον τῶν Ἀκεφάλων ἐν οἵωι δήποτε καιρῶι κατὰ
βίαν χειροτονούμενον καταδεξόμεθα. εἰ δέ τι τοιοῦτον διὰ τὰς ἁμαρ-
τίας ἡμῶν συμβαίη, πληροφοροῦμεν ἐνώπιον τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου
τριάδος τὴν ὑμετέραν εὐσέβειαν ὡς τὰ αἵματα πάντων ἡμῶν προθύ-
μως ἐκχέηται καὶ πάντες οἱ ἅγιοι τόποι πυρὶ ἀναλίσκονται πρὶν
ἄν τι τοιοῦτον ἐν τῆι ἁγίαι τοῦ θεοῦ ταύτηι πόλει γένηται. τί γὰρ
ὄφελος τῆς ψιλῆς τῶν ἁγίων τόπων προσηγορίας οὕτως αὐτῶν πορ-
θουμένων καὶ ἀτιμαζομένων; ἡ δὲ εἰρήνη τοῦ θεοῦ ἡ ὑπερ-
έχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὴν ἁγίαν αὐτοῦ ἐκκλησίαν
καὶ παύσει τὰ κατ' αὐτῆς ἐπικείμενα σκάνδαλα νεύματι τοῦ ὑμε

Maximus Confessor Theol., Quaestiones ad Thalassium (2892: 001)


“Maximi confessoris quaestiones ad Thalassium, 2 vols.”, Ed. Laga, C.,
Steel, C.Turnhout: Brepols, 1:1980; 2:1990; Corpus Christianorum.
Series Graeca 7 & 22.Se. 65, l. 762

ἡμέραν οὖσαν ἀνέσπερον καὶ ἀτελεύτητον. Φησὶ γάρ· αὑ-


τὴ ἡ ἡμέρα, ἣν ἐποίησεν ὁ κύριος· ἀγαλλιασώμεθα καὶ
εὐφρανθῶμεν ἐν αὐτῇ, ἡμέραν λέγων τὴν εὐαγγελικὴν
χάριν ἢ τὸ μυστήριον αὐτὸ τοῦ ταύτην ποιησαμένου τὴν
χάριν, ἐν ᾧ βούλεται πάντας ἡμᾶς, κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστο-
λον, ὡς ἐν ἡμέρᾳ γνώσεως καὶ ἀληθείας εὐσχημόνως
περιπατεῖν. Ἡμέρα γὰρ ἀϊδίου φωτός ἐστιν ὁ Χριστός, ἐν
291

ᾧ δεῖ πάντας τοὺς αὐτῷ πεπιστευκότας διὰ τῆς τῶν


ἀρετῶν εὐσχημοσύνης καλῶς πολιτεύεσθαι. Οὗτος γάρ
ἐστιν ὁ πεποιημένος ἄνευ σπορᾶς ὑπὸ θεοῦ μόνος τὸ κατὰ
σάρκα, καὶ τῶν κατὰ φύσιν θεσμῶν καινοτομήσας τοὺς
νόμους, καὶ κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν ἡτοι-
μασμένος, καὶ φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λα-
οῦ Ἰσραήλ. Φῶς γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς ἐθνῶν ὁ κύριος
ἡμῶν, ἀποκαλύπτων αὐτοῖς διὰ τῆς ἀληθοῦς ἐπιγνώσεως
τοὺς τῷ ζόφῳ τῆς ἀγνοίας ἐπιμεμυκότας ὀφθαλμοὺς τῆς
διανοίας, καὶ θείας ἀγωγῆς πάλιν ἑαυτὸν ἑτοιμάσας τοῖς
πιστοῖς λαοῖς ἀγαθὸν ἀρετῆς ἐξεμπλάριον, προσώπου τοῦ
κατ' ἀρετὴν ὑπογραμμὸς αὐτοῖς γενόμενος καὶ ὑποτύπωσις·
πρὸς ὃν ἀφορῶντες, ὡς ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας ἡμῶν, τὰς
ἀρετὰς κατὰ μίμησιν, ὡς ἡμῖν ἐστι δυνατόν, κατορθοῦμεν

Maximus Confessor Theol., Quaestiones et dubia (2892: 002)


“Maximi confessoris quaestiones et dubia”, Ed. Declerck, J.H.
Turnhout: Brepols, 1982; Corpus Christianorum. Series Graeca 10.
Se. 59, l. 8

τῷ φυσικῷ καὶ τῷ γραπτῷ καὶ τῷ τῆς χάριτος, ἵνα ἐξ αὐ-


τῶν ὁδηγούμενος κατορθώσῃ δεόντως πρακτικὴν καὶ φυσι-
κὴν καὶ θεολογικὴν φιλοσοφίαν.
Ἐκ τῶν αὐτῶν· ἑπτάκις πεσεῖται ὁ δίκαιος καὶ ἀναστήσεται.
Δίκαιον ἐνταῦθα τὸν μόνον ἀληθῶς δίκαιον τὸν κύριον
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὑπολαμβάνειν χρεών. Ἐπεὶ οὖν
αὐτὸς ἐν ἡμῖν λέγεται καὶ πίπτειν καὶ ἀνίστασθαι ὡς τὰ
ἡμέτερα πάντα διὰ φιλανθρωπίαν καταδεξάμενος, ἔπεσεν δὲ
ἡ φύσις ἡμῶν ἑπτάκις – κατά τε τὴν τοῦ προπάτορος
παράβασιν πρώτην γενομένην, δευτέραν δὲ τὴν τολμηθεῖσαν
τοῦ Κάϊν μιαιφονίαν, πρῶτον τῇ φύσει καινοτομήσαντος
φόνον, τρίτην ἐπὶ τῆς κατὰ τὸν Νῶε γενεᾶς, ἐφ' ἧς οὐ
κατέμεινεν τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ διὰ τὸ εἶναι σάρκας,
τετάρτην ἐπὶ τῆς πυργοποιΐας, πέμπτην ἐπὶ τῆς κατὰ τὸν
Ἀβραὰμ γενεᾶς, ἐξ ἧς μόνος αὐτὸς τῷ θεῷ εὐηρέστησεν,
ἕκτην ἐπὶ τοῦ Μωυσέως, εἰς τοσοῦτον τῆς ἐπ' αὐτοῦ γενεᾶς
ἀθεΐας ἐξοκειλάσης ὡς αὐτὸν εἰς ἐπικουρίαν τῆς τοσαύτης
ἀσεβείας ἀπὸ θεοῦ πεμφθῆναι, ἑβδόμην ἐπὶ τῆς τῶν
προφητῶν γενεᾶς, ἥτις τὰς προλαβούσας γενεὰς εἰς κακίας
μέτρον πάσας ὑπερηκόντισεν – ἐπεὶ οὖν, ὡς εἴρηται, ἑπτά-
κις ἔπεσεν ἡ φύσις ἡμῶν, ταύτην ἀφάτῳ φιλανθρωπίᾳ

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres (2934: 005)“Die


292

Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 3”, Ed. Kotter, B.Berlin: De
Gruyter, 1975; Patristische Texte und Studien 17.
Se. 2,15, l. 23

Ὢ τολμηρᾶς γνώμης ἀνταιρούσης θεῷ καὶ τοῖς αὐτοῦ ἀντι-


πραττούσης προστάγμασιν. Οὐ προσκυνεῖς εἰκόνι, μηδὲ τῷ
υἱῷ τοῦ θεοῦ προσκύνει, «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ ἀοράτου θεοῦ»
ζῶσα καὶ χαρακτὴρ ἀπαράλλακτος.
Ὁ ναός, ὃν ὁ Σολομὼν ᾠκοδόμησεν, ἀλόγων αἵμα-
σιν ἐνεκαινίσθη καὶ ἀλόγων εἰκόσιν ἐκαλλωπίσθη, λε-
όντων καὶ βοῶν καὶ φοινίκων καὶ ῥοΐσκων. Νῦν δὲ
Χριστοῦ αἵματι ἡ ἐκκλησία ἐγκαινίζεται καὶ τῶν
ἁγίων αὐτοῦ καὶ τῇ Χριστοῦ εἰκόνι καὶ τῶν ἁγίων
αὐτοῦ καλλωπίζεται. Ἢ πάσης ὕλης προσκύνησιν
ἄνελε ἢ μὴ καινοτόμει «μηδὲ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ
ἔθεντο οἱ πατέρες σου», οὐ τὰ πρὸ τῆς ἐνσάρκου παρ-
ουσίας Χριστοῦ τοῦ θεοῦ ἡμῶν λέγω, ἀλλὰ τὰ μετὰ
τὴν ἐπιδημίαν αὐτοῦ. Περὶ γὰρ τῶν ἐν τῇ παλαιᾷ
παραδόσεων μεμφόμενος ὁ θεός φησιν· «Ἔδωκα
αὐτοῖς προστάγματα οὐ καλὰ» κατὰ τὴν σκληροκαρ-
δίαν αὐτῶν. Ὥστε «μετατεθείσης τῆς ἱερωσύνης ἐξ
ἀνάγκης καὶ νόμου μετάθεσις γέγονεν».

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Se. 1,22, l. 13

δὲ γνωσθέντες ὑπὸ θεοῦ πῶς ἐπιστρέψομεν πάλιν


ἐπὶ τὰ ἀσθενῆ καὶ πτωχὰ στοιχεῖα; Εἶδον εἶδος θεοῦ
τὸ ἀνθρώπινον, «καὶ ἐσώθη μου ἡ ψυχή.» Θεωρῶ εἰ-
κόνα θεοῦ, ὡς εἶδεν Ἰακώβ, εἰ καὶ ἄλλως καὶ ἄλλως·
ἐκεῖνος μὲν γὰρ ἄυλον, τὸ ἐσόμενον προμηνύουσαν
ἀύλοις νοὸς ὀφθαλμοῖς, ἐγὼ δὲ τοῦ σαρκὶ ὁραθέντος
μνήμης ἐμπύρευμα. Ἡ τῶν ἀποστόλων σκιὰ τὰ
σουδάριά τε καὶ σιμικίνθια νόσους ἀπήλαυνε, δαί-
μονας ἐφυγάδευε· καὶ πῶς ἡ σκιὰ καὶ ἡ εἰκὼν τῶν
ἁγίων οὐ δοξασθήσεται; Ἢ πάσης ὕλης προσκύνη-
σιν ἄνελε ἢ μὴ καινοτόμει «μηδὲ μέταιρε ὅρια αἰώνια,
ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου.»
Οὐ μόνον γράμ-
μασι τὴν ἐκκλησιαστικὴν
θεσμοθεσίαν παρέδωκαν,
ἀλλὰ καὶ ἀγράφοις
τισὶ παραδόσεσι. Φησὶ γοῦν
ὁ θεῖος Βασίλειος ἐν εἰκο-
293

στῷ ἑβδόμῳ τῶν πρὸς Ἀμ-


φιλόχιον περὶ τοῦ ἁγίου
πνεύματος τριάκοντα

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres Se. 3,41, l. 7

τιμῆς ἐστιν ἡ προσκύνησις σύμβολον ὑποπτώσεώς


τε καὶ ταπεινώσεως, ἀλλ' οὐδενὶ δεῖ προσκυνεῖν
ὡς θεῷ εἰ μὴ μόνῳ τῷ φύσει θεῷ, πᾶσι δὲ ὀφειλὴν
ἀπονέμειν διὰ τὸν κύριον.
Ὁρᾶτε, πόση ἰσχὺς καὶ ποία θεία ἐνέρ-
γεια τοῖς πίστει καὶ καθαρῷ συνειδότι προσιοῦσι
ταῖς τῶν ἁγίων εἰκόσι δίδοται. Διό, ἀδελφοί, στῶμεν
ἐν τῇ πέτρᾳ τῆς πίστεως καὶ τῇ παραδόσει τῆς
ἐκκλησίας μὴ μεταίροντες ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ ἅγιοι
πατέρες ἡμῶν, μὴ διδόντες τόπον τοῖς βουλομένοις
καινοτομεῖν καὶ καταλύειν τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἁγίας
τοῦ θεοῦ καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας·
εἰ γὰρ δοθῇ ἄδεια παντὶ βουλομένῳ, κατὰ μικρὸν
ὅλον τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας καταλυθήσεται. Μή,
ἀδελφοί, μή, τέκνα φιλόχριστα τῆς ἐκκλησίας, μὴ
καταισχύνητε τὴν μητέρα ὑμῶν, μὴ καθέλητε τὸν
κόσμον αὐτῆς. Δέξασθε αὐτὴν δι' ἐμοῦ πρεσβεύου-
σαν. Μάθετε, τί φησι περὶ αὐτῆς ὁ θεός· «Ὅλη εἶ
καλή, ἡ πλησίον μου, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν σοὶ μῶμος.»
Προσκυνήσωμεν καὶ λατρεύσωμεν μόνῳ τῷ κτίστῃ
καὶ δημιουργῷ ὡς φύσει προσκυνητῷ θεῷ.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Contra Jacobitas (2934: 007)“Die Schriften des


Johannes von Damaskos, vol. 4”, Ed. Kotter, B.Berlin: De Gruyter, 1981;
Patristische Texte und Studien 22.Se. 35, l. 6

πῶς τῶν φύσεων πληθυντικῶς λέγοντες οὐ δύο φύσεις ὁμολογεῖτε;


Εἰ γὰρ μία καθ' ὑμᾶς φύσις σύνθετός ἐστι μετὰ τὴν ἕνωσιν, ἔδει ὑμᾶς
λέγειν οὐ φύσεων διαφοράν, ἀλλὰ μιᾶς φύσεως πρὸς ἑαυτὴν διαφοράν,
ὅπερ ὑμῶν, οὐχ ἡμῶν ἔστιν εἰπεῖν καὶ φρονῆσαι· ἡ αὐτὴ γὰρ φύσις
οὐσιώδη διαφορὰν πρὸς ἑαυτὴν οὐχ ἕξει ποτέ.
Εἰ μία φύσις ἐστὶ τοῦ Χριστοῦ, εἴπατε ἡμῖν τὸ ταύτης ὄνομα·
χρὴ γὰρ τὸ ὂν καὶ ὀνομάζεσθαι καὶ οἰκείως ὀνομάζεσθαι ὥσπερ θεοῦ
φύσις θεότης καὶ ἀνθρώπου ἀνθρωπότης. Πῶς οὖν τὴν Χριστοῦ φύσιν
ὀνομάσομεν; Χριστότητα; Ἀλλ' οὐδεὶς τῶν θεοπνεύστων εἴρηκε τοῦτο.
Ἀλλὰ θεοτητοανθρωπότητα; Ἀλλ' οὐδὲ τοῦτο. Τί οὖν ἡμῖν φύσιν
ἀνώνυμον εἰσκομίζετε; Εἰ δέ φατε, ὅτι Καινοτομοῦνται φύσεις καὶ τῷ
294

ξένῳ τοῦ μυστηρίου ξένον τι γίνεται, ἀλλ' οὐδὲν τῆς τοῦ θεοῦ φύσεως
ἀληπτότερον ἢ ὑψηλότερον καὶ ὅμως τὸ μόνον ἄληπτον ἠνέσχετο πρὸς
ἡμῶν ὀνομάζεσθαι. Ἢ τοίνυν ὑψηλοτέραν καὶ κρείττονα τῆς θεότητος
τὴν πρὸς ὑμῶν σχεδιασθεῖσαν φύσιν εἴπατε, καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν, ἢ τὸ ταύτης
ὄνομα ἐμφανίσατε ἢ μετὰ τῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας θεότητα καὶ ἀνθρω-
πότητα τὰς φύσεις Χριστοῦ εἴπατε καὶ οὐ τὴν φύσιν· θεότης γὰρ καὶ
ἀνθρωπότης μία φύσις οὐκ ἔστιν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Vat. gr. 1236)
(2934: 018); MPG 95 & 96.Vol. 96, p. 396, l. 15

»Πολὺ εὔσπλαγχνός ἐστι Κύριος καὶ οἰκτίρ-


μων.»
»Τὴν τοῦ Κυρίου μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖ-
σθε.» Καίτοι γε ὁ ἀγαθὸς ἀγαθῶν παρεκτικός ἐστι δη-
λονότι. Πολλῶν ὄντων ἐφ' οἷς θαυμάζεται ὁ Θεὸς, οὐδὲν
οὕτως αὐτοῦ ὡς τὸ εὐεργετεῖν ἰδιαίτατον.
Πολλὰς καὶ παραδόξους σωτηρίας οἶδε τὸ Θεῖον
καινοτομεῖν, νεῦον πρὸς τὸ φιλάνθρωπον.
Ὁ τῇ φύσει ἀγαθὸς καὶ ἀγαθῶν πάντως παρ-
εκτικὸς γίνεται. Οὐδεὶς οὕτως ἑαυτοῦ φείδοιτο ἂν, ὡς ὁ Θεὸς μᾶλ-
λον μηδὲν ἡμᾶς πάσχειν κακόν. Τοιαύτη ἡ τοῦ Θεοῦ μακροθυμία τοῖς
οὐκ εἰς δέον χρωμένοις αὐτῇ. Μακροτέραν πρὸς τὸ τέλος
ἐπάγει τὴν δίκην, καὶ καθάπερ τοῖς μετανοοῦσιν ὠφέλιμος, οὕτω τοῖς
ροῖς μειζόνων γίνεται κολάσεων πρόφασις.

Ιωάννης Δαμασκηνός. De animato (Frag. um) [Dub.] (2934: 041);


MPG 95.Vol. 95, p. 229, l. 43

τοῦτο μέσον ὑπάρχει. Ἔχει γὰρ καὶ αὐτὸ κίνησιν,


καὶ οὐ τὴν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀλλὰ τὴν τῆς συστο-
λῆς, εἴ τις αὐτοῦ ἐφάψαιτο.
Τὸ σῶμα διαιρεῖται εἰς ἔμψυχον καὶ ἄψυχον· τὸ
ἔμψυχον εἰς αἰσθητικὸν ζῶον καὶ ἀναίσθητον· τὸ
ἄψυχον εἰς ζωόφυτον καὶ φυτόν· τὸ ζωόφυτον εἰς
συκῆν· τὸ φυτὸν εἰς πόαν, θάμνον, δένδρον· τὸ ζῶον
εἰς λογικὸν καὶ ἄλογον· τὸ λογικὸν εἰς θνητὸν καὶ
ἀθάνατον· τὸ ἀθάνατον εἰς ἄγγελον, δαίμονα· τὸ
θνητὸν εἰς ἄνθρωπον, βοῦν, κύνα, καὶ τὰ τοιαῦτα.
Καινοτομία ἐστὶ πρᾶγμα παρὰ τοὺς τῆς φύσεως
295

ὅρους καὶ νόμους παρηλλαγμένον.


Οἰκονομία ἐστὶ πρᾶγμα μὴ ὀφεῖλον γενέσθαι· γί-
νεται καὶ κατὰ συγκατάβασιν καὶ ὠφέλειάν τινων.
Τῶν ὄντων τὰ μέν ἐστιν οὐσία· τὰ δὲ ἐπιτηδειότης· τὰ δὲ ἐνέργεια.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.] (2934:


053); MPG 95.Vol. 95, p. 441, l. 22

τρόπους, τὸ τῆς δουλείας ἀξίωμα ἐδέδεικτο, εἰκό-


τως ἐν καυχήματος τάξει προτάττει τοῦτο τῆς ἐπι-
στολῆς.
»Ἀφωρισμένος εἰς Εὐαγγέλιον Θεοῦ.»
Δείκνυσιν ὅσον αὐτοῦ τὸ ἀξίωμα. Εἴ γε ἀφώριστο
ἀπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ διακονῆσαι τὸ Εὐαγγέλιον αὐτοῦ.
Εὐαγγέλιον δὲ Θεοῦ καλεῖ, ἀπὸ τῶν προοιμίων διε-
γείρων τὸν ἀκροατήν.
»Ὁ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ
ἐν Γραφαῖς ἁγίαις.»
Ἐπειδὴ καινοτομίαν ἐνεκάλουν τῷ δόγματι, δείκ-
νυσιν αὐτὸ πρεσβύτερον Ἑλλήνων ὄν· καὶ ἐν τοῖς
προφήταις προδιαγραφόμενον.
»Περὶ τοῦ Υἱοῦ τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος
Δαβὶδ κατὰ σάρκα.»
Οὐ περὶ ἀνθρώπου ψιλοῦ, φησὶν, ὁ λόγος ἡμῖν.
Διάτοι τοῦτο προσέθηκεν τὸ, κατὰ σάρκα, αἰνιττό-
μενος, ὅτι καὶ κατὰ πνεῦμα γένεσίς ἐστι τοῦ αὐτοῦ·
τῇ τάξει δὲ τοῦ μυστηρίου ἠκολούθησεν. Πρῶτον γὰρ
εἶδον αὐτὸν ἄνθρωπον ἐπὶ γῆς· καὶ τὸν γεννώμενον
ἀνακηρυττόμενον καὶ τότε ἔγνωσαν Θεὸν, φησίν.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


Vol. 95, p. 464, l. 36

Ἑλλήνων, φησὶν, τὸν φυσικὸν παραβαινόντων νό-


μον, Ἰουδαίων δὲ, τὸν γραπτὸν, καὶ αὐτοῦ δὲ ἀσθε-
νοῦντος δικαιῶσαι, τί ἔδει λοιπὸν, ἢ φανερωθῆναι
τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην; Αὕτη δέ ἐστιν ἡ διὰ πί-
στεως χάρις.
»Μαρτυρουμένη ὑπὸ τοῦ νόμου καὶ τῶν προφη-
τῶν· δικαιοσύνη δὲ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ.»
296

Ἐπειδὴ χωρὶς τοῦ νόμου εἶπεν τὴν δικαίωσιν, καὶ


εἶδεν τὸν Ἰουδαῖον θορυβούμενον, ἐπήγαγεν, ὡς οὐ
Καινοτομία τὸ λεγόμενον. Αὐτὸς γὰρ ὁ νόμος καὶ οἱ
προφῆται, φησὶν, τὴν αὐτὴν δικαιοσύνην προανεκή-
ρυττον.
»Ἐπὶ πάντας τοὺς πιστεύοντας. Οὐ γάρ ἐστι δια-
στολή.»
Πάλιν δείκνυσιν μηδὲν πλέον ἔχοντας τῶν ἐθνῶν
ἐν τῷ δικαιοῦσθαι· μία γὰρ χάρις τοῖς πᾶσιν ἡπλοῦ-
ται παρὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐκ ἔστι προσωπόληψις παρ'
αὐτῷ. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ, Οὐκ ἔστι διαστολή.
»Πάντες γὰρ ἥμαρτον.»

Ιωάννης Δαμασκηνός. Commentarii in epistulas Pauli [Dub.]


Vol. 95, p. 612, l. 24

μήτις νομίσῃ ἀτιμωρήτους τούτους εἶναι, ἕτερον


δικαστήριον αὐτοῖς ἐφίστησι φοβερώτερον τούτου.
Τοῦτο δὲ εἶπεν, ὁμοῦ μὲν ἐκείνους φοβῶν, ὁμοῦ
δὲ τούτους παραμυθούμενος· καὶ δείκνυσιν ὅτι ἡ
κόλασις αὕτη ἡ πρόσκαιρος τῆς διηνεκοῦς ἐξαρπά-
ζει. Ὃ καὶ δηλῶν ἀλλαχοῦ ἔλεγε· Νυνὶ δὲ κρινό-
μενοι, παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατα-
κριθῶμεν. »Καὶ ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ ὑμῶν αὐτῶν.»
Μαρτυρίαν ἐκ τῆς Παλαιᾶς τίθησι, δηλῶν ὅτι οὐ
Καινοτομία τὸ τοιοῦτο, ἀλλὰ καὶ ἄνωθεν αὐτῷ ἔδω-
κεν τῷ νομοθέτῃ. ΚΕΦΑΛ. ϛʹ.
»Τολμᾷ τις ὑμῶν πρᾶγμα ἔχων πρὸς τὸν ἕτερον,
κρίνεσθαι ἐπὶ τῶν ἀδίκων καὶ οὐκ ἐπὶ τῶν ἁγίων.»
Περὶ πλεονεκτῶν διαλεγόμενος, ζέων τῇ φροντίδι
τῆς διορθώσεως τῶν ἁμαρτανόντων, οὐκ ἀνέχεται
διατηρῆσαι τάξιν· ἀλλὰ τὸ ἐκ τῆς ἀκολουθίας ἀχθὲν
εἰς μέσον ἁμάρτημα διορθοῦται πάλιν, καὶ οὕτως
ἐπὶ τὸ πρότερον ἐπάνεισιν. Ὅρα δὲ πῶς ἐκ τῶν
ὀνομάτων γυμνάζων, καὶ ἀποτρέπει καὶ ἐγκαλεῖ.

Ιωάννης Καμενιάτης ιστορικός. De expugnatione Thessalonicae


(3015: 001)
“Ioannis Caminiatae de expugnatione Thessalonicae”, Ed. Böhlig, G.
Berlin: De Gruyter, 1973; Corpus fontium historiae Byzantinae 4. Series
Berol. nsis.Ch. 4, se. 5, l. 5
297

ἡ θάλασσα γὰρ τῷ βυθῷ φυσωμένη καὶ τὴν ἐκδρομὴν πρὸς τὴν


χέρσον ἐρευγομένη, τῷ διαφράγματι τοῦ τῇδε τείχους κωλυομένη, μὴ
ἔχουσα τίνι τὴν ἀπει-
λὴν ἐπαφήσει, χωρεῖ τοῖς ἐφ' ἑκάτερα τοῦ τείχους μέρεσι, καὶ τὸ ὕδωρ
ἠρέμα πως ὀλισθῆσαν ζάλης ἁπάσης ἐκτὸς τὸν τοιοῦτον ὅρμον διατηρεῖ.
ὁ δὲ δὴ κόλπος ἐκ τῆς μεγάλης θαλάσσης ἀποτμηθεὶς διά τινος αὐχένος,
ἀγκῶνος δίκην προβεβλημένου καὶ ἐπὶ μήκιστον τοῖς ὕδασι διικνου-
μένου, ὃν οἱ κατὰ χώρας Ἔκβολον ὀνομάζουσι διὰ τὸ πόρρω που
τοῖς ὕδασιν ἐκβεβλῆσθαι, στενούμενός τε πρὸς τὴν ἑτέραν ἐξ ἐναντίας
χέρσον τῇ τοῦ αὐχένος τούτου καινοτομίᾳ, ἕτερος λιμὴν πελάγιος
γίνεται· ἐξ οὗ δήπερ ἀγκῶνος μέχρις αὐτοῦ τοῦ τείχους τῆς πόλεως
κύκλον πανευπρεπῆ τὸ ὕδωρ μιμεῖται, τοῖς ἐφ' ἑκάτερα μέρεσιν ἐπὶ
πολὺ ἐκτεινόμενον καὶ πρὸς τὴν πόλιν κατὰ βραχὺ συστελλόμενον.

Ιωάννης Καμενιάτης ιστορικός. De expugnatione Thessalonicae Ch.


36, se. 3, l. 2

τραχήλου· εἶθ' οὕτω τῷ ἐμῷ λύθρῳ τὸ σὸν σπείσειεν αἷμα.


καὶ γὰρ
οὕτω τὴν πολλὴν ὀδύνην ὑποτέμοι τῷ ἐγχειρήματι”.
Καὶ ταῦτα μὲν οὗτος· ἄλλοθεν δὲ πάλιν ἄλλος τις τῇ συννόμῳ
γυναικὶ προστυχών, βύθιόν τι καὶ μέγα στενάξας, τὴν κεφαλήν τε
κινήσας καὶ τὴν μορφὴν ἀλλοιώσας, προσδραμὼν αὐτῇ καὶ περιπλακεὶς
τὴν συμφορὰν ἐτραγῴδει.
“σώζου, γύναι, καὶ τοῦ συννόμου μὴ
ἐπιλάθῃ. ἤδη γὰρ ἡ μεγάλη στοργή, ἣν πρὸς ἀλλήλους ἐθέμεθα τῇ
κοινωνίᾳ τῆς φύσεως, διακόπτεται σήμερον, καὶ ξίφος καινοτομεῖ τὴν
συνάφειαν, καὶ θάνατος ἄωρος τὴν συζυγίαν διίστησιν.
οὐκέτι τὴν ζωὴν τῇ κοινότητι τῆς βιοτῆς ἐξανύομεν.
οὐδεὶς ἡμῖν τοῦ λοιποῦ παιδοποιίας λόγος.
εἴθε μηδὲ ταῦτα, ἃ νῦν ἡμᾶς περιέστηκε νήπια,
τοῖς ὀφθαλμοῖς κατείδομεν ἐξ ἀρχῆς, εἴθε τῇ σορῷ ταῖς ἡμετέραις χερσὶν
ἀπεδόθησαν, καὶ μὴ τοῖς θηρσὶ τούτοις εἰς δυστυχῆ δουλείαν διετη-
ρήθησαν.”

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, p. 616, l. 22

λιστα ἀναθήματα· πολλὰ γὰρ τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων αὐτόθι


298

ἐνίδρυτο, τῆς Ἀφροδίτης τῆς ἐν Κνίδῳ τὸ περιβόητον, καὶ τὸ τῆς


Σαμίας Ἥρας, καὶ τὸ τῆς Λινδίας Ἀθηνᾶς ἐξ ἄλλης ὕλης, ἣν Ἄμα-
σις ὁ τῶν Αἰγυπτίων βασιλεὺς τῷ σοφῷ Κλεοβούλῳ ἀπέστειλε, καὶ
ἄλλα μυρία. ἐπέδραμε δὲ τὸ πῦρ καὶ μέχρι τοῦ καλουμένου φόρου
τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου. διά τοι ταῦτα μισεῖσθαι τὸν Βασιλί-
σκον συνέβη παρὰ πάσης τῆς πόλεως, ἐμπρησμὸν ἀποκαλούντων
αὐτὸν καὶ τῆς βασιλείας ἀφανισμόν· ὁ γὰρ βασιλίσκος τὸ θηρίον καὶ
ὁ ἐμπρησμὸς ἰσόψηφα τυγχάνουσι. γράφει τοίνυν ἡ σύγκλητος πρὸς
Ζήνωνα, καὶ προσλαβὼν ἐκεῖνος Ἰλλόν τε καὶ τοὺς Ἰσαύρους καὶ
Λυκάονας καὶ ἄλλους ὅσοι πρὸς τὰς καινοτομίας ἐπτόηνται, ἐπάν-
εισιν ἐπὶ τὸ Βυζάντιον μετὰ χειρὸς βασιλικῆς, καὶ πάλιν τῆς
τυραννίδος ἐπιλαμβάνεται (οὐ γὰρ λέγω βασιλείας), καὶ τὸν Βα-
σιλίσκον ἐξαγαγὼν τῆς ἐκκλησίας ᾗ πρὸ τούτου προσπέφευγε, μετὰ
μυρίους ὅρκους φρικωδεστάτους ἐξορίζει ἐν Κουκουσῷ τῆς Καπ-
παδοκίας, ἀποκλείσας δὲ εἰς ἕνα πύργον σὺν γυναικὶ καὶ τέκνοις
λιμῷ διαφθείρει. Τιμόθεόν τε τὸν Αἴλουρον ἀνεκαλέσατο, καὶ
Πέτρον τὸν Κναφέα κρυπτόμενον ἐν τῇ μονῇ τῶν ἀκοιμήτων, καὶ
ὅσοι ἄλλοι ἐχθροὶ τῆς ἁγίας ἐν Χαλκηδόνι συνόδου ἐπαρρησιά-
ζοντο κατὰ τῆς ἀληθείας. ὁ δὲ Αἴλουρος συναγαγὼν ἀτάκτους
Ἀλεξανδρεῖς ἐνδημοῦντας τῷ Βυζαντίῳ, ἐκ τοῦ παλατίου πρὸς

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum


Vol. 1, p. 794, l. 16

καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς καὶ ἀντιπροσκυνεῖσθαι ὑπ' αὐτῶν, δωρο-


φορεῖσθαί τε κατὰ συνήθειαν καὶ ἀντιδιδόναι αὐτοῖς, ἔχειν δὲ
πρόοικον γνώμην αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔθνους εἰς τὸ διοικεῖν πάντα τὰ
πράγματα. ἐλέγοντο δὲ οἱ ἐκ τοῦ γένους ἐκείνου καταγόμενοι
κριστάτοι, ὃ ἑρμηνεύεται τριχοραχάτοι· εἶχον γὰρ κατὰ τῆς ῥά-
χεως αὐτῶν τρίχας ἐκφυομένας ὡς χοῖροι.
Τῷ θʹ ἔτει ἤρξατο ὁ δυσσεβὴς Λέων τὸν κατὰ τῆς τῶν
ἁγίων εἰκόνων καθαιρέσεως λόγον ποιεῖσθαι. Γρηγόριος δὲ ὁ
πάπας Ῥώμης τοῦτο μαθὼν τοὺς φόρους τῆς Ἰταλίας καὶ Ῥώμης
ἐκώλυσε, γράψας καὶ πρὸς Λέοντα ἐπιστολὴν δογματικήν, μὴ
δεῖν βασιλέα λόγον περὶ πίστεως ποιεῖσθαι καὶ καινοτομεῖν τὰ ἀρ-
χαῖα δόγματα τῆς ἐκκλησίας τὰ ὑπὸ τῶν ἁγίων πατέρων δογματι-
σθέντα. τῷ δ' αὐτῷ ἔτει καὶ ὁ χείμαρρος πλημμυρήσας εἰσῆλθεν
εἰς Ἔδεσαν, καὶ τὴν πόλιν καὶ πολλοὺς ἠφάνισε.
Τῷ ιʹ ἔτει ἐπεστράτευσε Μασαλμᾶς τὴν Καισάρειαν Καπ-
παδοκίας καὶ παρέλαβεν αὐτήν. γέγονε δὲ καὶ θανατικὸν εἰς Συ-
ρίαν. ἐν αὐτῷ τῷ ἔτει, ὥρᾳ θέρους, ἀτμὶς καμίνου πυρὸς ἀνέ-
βρασεν ἀνὰ μέσον Θήρας καὶ Θηρασίας τῶν νήσων ἐκ τοῦ βυθοῦ
299

τῆς θαλάσσης ἐπὶ ἡμέρας τινάς, καὶ κατὰ βραχὺ παχυνομένης


καὶ ἀπολιθουμένης τῇ πυρώδει ἐκκαύσει ὅλος ὁ τόπος καὶ ὁ ἀὴρ
πυροφανὴς ἐδείκνυτο.

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum Vol. 1, p. 800, l. 2

ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν Χριστιανῶν τετυπωμένα ψάλλεσθαι· ἦν


γὰρ ὁ ἅγιος Ἰωάννης οὗτος τῷ τε βίῳ καὶ τῷ λόγῳ διδάσκαλος
ἄριστος, πάσης γνώσεως θείας τε καὶ ἀνθρωπίνης ἐμπεπλησμένος.
ἀλλὰ Γερμανὸν μὲν ὡς ὑπ' αὐτὸν ὄντα ὁ Λέων ἐκβάλλει τοῦ θρό-
νου, ὃς τὸ ὠμόφορον ἐν τῇ ἁγίᾳ τραπέζῃ τῆς μεγάλης ἐκκλησίας
θεὶς ἀπετάξατο τῇ ἱερωσύνῃ καὶ ὑπεχώρησεν. ὁ δὲ θεομάχος
ἀντ' αὐτοῦ χειροτονεῖ Ἀναστάσιον τὸν προλεχθέντα σύγκελλον,
συνθέμενον τῇ ἀσεβεῖ αὐτοῦ βουλῇ καὶ αἱρέσει. ὁ δὲ ὅσιος Γερ-
μανὸς ἐξερχόμενος μεθ' ἑτέρων διδασκαλικῶν λόγων ἔφη “ἐὰν εἰμὶ
ἐγὼ Ἰωνᾶς, βάλλετέ με εἰς τὴν θάλασσαν· χωρὶς γὰρ οἰκουμε-
νικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν, ὦ βασιλεῦ, ἀδυνατῶ.” καὶ
ἀπελθὼν ἐν τῷ γονικῷ αὐτοῦ οἴκῳ τοῦ Πλατανίου ἡσύχασεν, ἀρ-
χιερεύσας ἔτη ιδʹ μῆνας εʹ ἡμέρας ζʹ.
Τῷ ιδʹ ἔτει ἐπεστράτευσε Μάσαλμας τῇ Ῥωμανίᾳ, καὶ
ἐλθὼν εἰς Καππαδοκίαν παρέλαβε δόλῳ τὸ Χαρσιανὸν κάστρον.
Τῷ ιϛʹ ἔτει Λέων ὁ βασιλεὺς τὴν θυγατέρα χαγάνου τοῦ τῶν
Σκυθῶν δυνάστου τῷ υἱῷ Κωνσταντίνῳ ἐνυμφεύσατο, ποιήσας
αὐτὴν Χριστιανὴν καὶ ὀνομάσας Εἰρήνην· ἥτις ἐκμαθοῦσα τὰ
ἱερὰ γράμματα διέπρεψεν ἐν εὐσεβείᾳ, τὴν τῶν ἀθέων δυσσέβειαν
ἐλέγχουσα. ὁ δὲ βασιλεὺς ἐμαίνετο κατὰ τοῦ πάπα καὶ τῆς ἀπο-
στάσεως Ῥώμης καὶ Ἰταλίας, καὶ ἐξοπλίσας στόλον μέγαν ἀπέ

Ιωάννης Κίνναμος ιστορικός. Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum (3020: 001)“Ioannis Cinnami epitome rerum ab
Ioanne et Alexio Comnenis gestarum”, Ed. Meineke, A.Bonn: Weber,
1836; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.P. 121, l. 10

νέντι ξυνέμιξε στόλῳ. Σικελοὶ τοίνυν τὸ μὲν πρῶτον πρύμναν


ἐκρούσαντο παλίντροποί τε συντεταγμένως ἐχώρουν. ἐπεὶ δὲ Ῥω-
μαίους ἀταξίᾳ πολλῇ ἔχεσθαι ἔγνωσαν τό τε εὐαρίθμητον αὐτοῖς
τῶν νεῶν ἤδη καταφανὲς ἦν, αἴφνης ἐπιστραφέντες ἐφέροντο
κατ' αὐτοῦ, τοῦ κατὰ πρύμναν Ῥωμαίοις ἱσταμένου πνεύματος
τύχῃ τινὶ ἐπὶ τὴν πρώραν μεταθεμένου. αἱ μὲν οὖν ἄλλαι Ῥω-
μαίων νῆες τοῦ Ἀγγέλου κατάρξαντος, ὃς τῷ πρωτοστρατήγῳ
300

ἀδελφὸς ἦν (ὀλίγων δὲ νεῶν καὶ αὐτὸς ἦρχε) φυγῇ ἀκόσμῳ


ἐχρῶντο. Κωνσταντῖνος δ' ἐν μέσοις τοῖς πολεμίοις ἀπολειφθεὶς
ὑπὸ ταῖς αὐτῶν ἐγεγόνει χερσί, τοῦτο τῆς ἀβουλίας ὀνάμενος τῆς
αὑτοῦ. τοιαῦτα καινοτομῆσαν ἐξῆκεν ἤδη τὸ ἔτος ἐκεῖνο.
14. Βασιλεὺς δὲ Νεωτερίζειν καὶ πάλιν τὸν Παιονάρχην
ἀκούσας (οὐ γὰρ ἠνείχετο τηλικαῦτα περιυβρισμένος), ἤδη τῆς
ἐπὶ τὸν Ἴστρον καὶ πάλιν φερούσης ἥπτετο. τοῦ δὲ πρὸς τὴν ἐπέ-
λευσιν ἐκπλαγέντος περὶ εἰρήνης τε καὶ αὖθις διαπρεσβευσαμένου,
τότε μὲν ἐλύετο σφίσιν ὁ πόλεμος καὶ τὰ τῆς εἰρήνης ἐγέλα καλά,
ὀλίγῳ δ' ὕστερον Ἀνδρονίκου τοῦ βασιλέως ἐξαδέλφου τὰς αἰτίας
ἐνδόντος κατὰ Ῥωμαίων καὶ αὖθις ἐπολεμώθη. ἀλλὰ ταῦτα μὲν
ὕστερον. τότε δὲ βασιλεὺς τοῦτον δὴ τὸν Ἀνδρόνικον ἐπὶ τὴν Κι-
λίκων καὶ Ἰσαύρων ἔπεμπε γῆν, στρατηγὸν αὐτοκράτορα τοῦ πο-
λέμου τοῦδε καταστησάμενος.

Ιωάννης Κίνναμος ιστορικός. Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum P. 220, l. 7

λεῦσιν εἰς ἱπποκόμους κεχρῆσθαι ἐπῆλθεν; ἀλλ' οὔτε ποθὲν ἔσχες,


καὶ σὺ μὲν ψεύδῃ τὸν ἀρχιερέα, ὁ δὲ τὸν βασιλέα διακιβδηλεύει.
μὴ γὰρ τὸν ἐν Βυζαντίῳ τῆς βασιλείας θρόνον Ῥώμης θρόνον εἶ-
ναι διομολογοῦντί σοι, πόθεν αὐτῷ σοι τὸ Πάπα κεκλήρωται
ἀξίωμα; εἷς ἐστιν ᾧ ταῦτα ἔδοξε Κωνσταντῖνος, ὁ πρῶτος ἐν βα-
σιλεῦσι Χριστιανός. πῶς οὖν τὸ μὲν αὐτοῦ ἄσμενος δέχῃ, τὸν
θρόνον φημὶ καὶ τὸ τῆς ἀξίας ὑπερβάλλον, τὸ δὲ ἀπροσποιῇ; ἢ
ἀμφότερα στέρξον ἢ καὶ θατέρου ἀπόστηθι. ἀλλ' ἐμοί, φησί,
βασιλέας προβεβλῆσθαι ἔξεστι. ναί, ὅσον ἐπιθεῖναι χεῖρας, ὅσον
ἁγιάσαι, ταῦτα δὴ τὰ πνευματικά. οὐχὶ δὲ καὶ βασιλείας ἤδη
καταχαρίζεσθαι καὶ τά γε τοιαῦτα καινοτομεῖν. ἐπεὶ εἴ γε ὑμέτερον
ἦν βασιλείας μετατιθέναι, τί μὴ τὴν ἐν Ῥώμῃ αὐτοὶ μετετάξατε;
ἀλλ' ἑτέρου πράξαντος ἄκων ἠγάπα τοῖς δεδογμένοις ὁ τηνικαῦτα
τὴν καθ' ὑμᾶς ἐκκλησίαν λαχών. σὺ δὲ καὶ περιπίπτεις τοῖς
σεαυτοῦ καὶ λανθάνεις πως τἀναντία ποιῶν. οὓς γὰρ οὐ πολλῷ
πρότερον εἰς βασιλέα μὲν καλῶς ποιῶν οὔκουν ἐδέξω παρακαλοῦν-
τας, ὅτι μηδὲ ἐξῆν, εἰς δὲ ἱπποκόμους κατέλεξας, νῦν οὐκ οἶδ'
ὅπως εἰς βασιλέας παραλαμβάνεις, καὶ κρίνεις τὸν ἐξ οὗ καὶ δι'
οὗ καὶ καθ' οὗ σοὶ τοῦ θρόνου μέτεστιν οὐδὲ ταὐτὸν τῷ βαρβάρῳ
ἴσως, τῷ τυράννῳ, τῷ δούλῳ. ἀλλὰ τυραννοῦμαι, φησίν, ἀλλὰ
βιάζομαι. οὐκ ἔχει σοι χώραν ἡ σκῆψις·

Ιωάννης Κίνναμος ιστορικός. Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum P. 275, l. 14
301

δεόμενον ἔγνω, σκεψάμενος περί τινα χῶρον οὐ πολλῷ Βυζαντίου


διέχοντα, ὃς Πέτρα κατωνόμασται, δεξαμενήν τινα ὑπόνομον ἐδο-
μήσατο, ἥπερ βουνῶν ἑκατέρων ἐν κοιλότητι κατὰ μέσον ἱδρυμένη
ἐπιμήκης στόμασι πολλοῖς ἐφ' ἑαυτὴν καὶ ὕδωρ ἐπιχάσκουσα δέχε-
ται ὡς ἐκ μυρίων ὀχετῶν διὰ τῶν σχισμῶν σηράγγων ἐπ' αὐτὴν
καταβαῖνον, ἡ δὲ διὰ τῶν ἐξ ἔθους αὖθις ὑπονόμων ἐπὶ τὴν πόλιν
τοῦτο προΐησιν. οὗτος ὁ αὐτοκράτωρ καὶ ἔθος τι τῶν ἀτοπωτά-
των μικροῦ καὶ εἰς νόμον τελέσαι δεῆσαν ἐκ μέσου τῆς Ῥωμαίων
ἐποιήσατο πολιτείας. ὁποῖον δὲ τοῦτο ἦν ἤδη λέγωμεν. ἡ τοῦ
ζῆν ἀπαραίτητος τοῖς ἀνθρώποις ἀνάγκη πολλά τε κατὰ τὸν βίον
ἐκαινοτόμησεν ἄλλα καὶ δὴ καὶ μισθοῦ τὴν ἐλευθερίαν ἀποδόσθαι
πολλοὺς ἀναγκάζει. θητεύουσι τοίνυν τοῖς ἐν ὑπεροχαῖς τε καὶ
ἀξιώμασι καὶ τῶν εὖ γεγονότων, ἂν οὕτω τύχῃ, μὴ ὅτι ἀγελαῖοί
τινες καὶ ὀχλικοί. ὁποῖον τοίνυν ἡ ἀνθρωπίνη κακὸν πλεονεξία;
παραλαμβάνοντες τοὺς ἀθλίους οἱ τὴν σφῶν ἐωνημένοι δουλείαν
ὅσα καὶ ἀργυρωνήτοις αὐτοῖς προσεφέροντο, καὶ ἦν τὸ τριώβολον
ἴσως καταβαλλόμενον μίσθωμα ἐλευθέρων ἀνθρώπων ὠνὴ καὶ
συμβόλαιον οὕτω κακοτυχές. ἀμέλει καὶ εἴ ποτε τῇ ἐκ τῆς θη-
τείας ἀχθόμενοι ἐργασίᾳ ἀπωθεῖσθαι βουληθεῖεν αὐτήν, οἱ δὲ
καθάπερ δραπέτας συσχόντες αὐτοὺς καὶ δίκας ἐπετίθουν τῆς τόλ-
μης.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus “Excerpta


historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 1: excerpta
de legationibus, pts. 1–2”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann, 1903.P.
206, l. 25

θρήσατε, ὦ δείλαιοι, τὰ Ἀλανικὰ ἔθνη, ἔτι γε μὴν καὶ τὰ φῦλα


τῶν Οὐνιγούρων, οἵ γε ἐπὶ πολὺ θαρραλέοι τέ τινες ὄντες καὶ τῇ
οἰκείᾳ πίσυνοι δυνάμει ἀντετάξαντο μὲν τῷ ἀκαταμαχήτῳ τῶν
Τούρκων, οὐκ ἀπώναντο δὲ τῶν ἐλπίδων. ταύτῃ τοι καὶ ὑπα-
κούουσιν ἡμῖν καὶ ἐν μοίρᾳ καθεστήκασι δούλου.
Τοσαῦτα μὲν οὖν τῷ Τουρξάνθῳ ἐκεκόμπαστο· ὑψαγόρας γάρ
τις ἀνὴρ καὶ ἀλαζονείᾳ χαίρων. ὁ δὲ Οὐαλεντῖνος ἀκηκοὼς ἔλεξεν
ὧδε· εἰ μὴ χαλεπώτατόν πως καὶ ἀνιαρὸν ὑπῆρχεν, ὦ Τούρκων
ἡγεμών, καὶ παντὸς ὀλεθριώτερον θανάτου τὸ τεθνάναι ἡμᾶς ὑπὸ
σοῦ, ζῶσαν δὲ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις τὴν κακηγορίαν περινοστεῖν,
καὶ τοῦτο δὴ μὴ πώποτε πραχθέν, καινοτομούμενον ὑπὸ σοῦ, τῇ
πράξει τὴν μαρτυρίαν διασαφηνίζειν ἔμελλεν ὡς ἀπέκτεινας ἄνδρας
πρέσβεις, καὶ τὸ τῇ ἀκοῇ καὶ μόνῃ φοβερὸν ἔργῳ δειχθήσεται
φοβερώτερον, εὐξαίμην ἂν τῷ κατὰ σὲ ξίφει τήμερον τὴν τελευ-
ταίαν ἰδεῖν, τοῦτο μὲν ψευδολογίᾳ χαίρειν ἀκηκοὼς τὸν κατ' ἐμὲ
302

βασιλέα, τοῦτο δὲ ψευδομένους αὐτῷ τοὺς πρέσβεις. διὸ δὴ ἐκλι-


παροῦμεν πραότερον ἡμῖν προσβλέψαι καὶ ὑποχαλᾶν τῆς ὀργῆς
καὶ τὸ λίαν ὀξύθυμον φιλανθρώπῳ καταμαλάττειν, ἔτι γε μὴν τῷ
κοινῷ τῶν πρέσβεων πείθεσθαι νόμῳ. εἰρήνης γάρ ἐσμεν ἐργάται
καὶ πραγμάτων ὁσίων ταμίαι καθεστήκαμεν. ἄλλως τε δεῖ σὲ καὶ
τῆς πατρῴας κληρονομοῦντα γῆς τε καὶ τύχης καὶ τοὺς πατρῴους

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 275, l. 18

συνουσίαν μνήμης τοῦ βασιλέως, ἐπιβαλὼν ὁ πρεσβευτὴς πολλούς


τινας διετίθετο λόγους ἐγκωμιάζων τὸν Πτολεμαῖον καί τινας ἀπο-
δείξεις προεφέρετο τῆς τε περὶ τὰς κυνηγίας εὐχειρίας καὶ τόλμης,
ἑξῆς τε τῆς περὶ τοὺς ἵππους καὶ τὰ ὅπλα δυνάμεως καὶ τῆς
ἐν τούτοις ἀσκήσεως. τελευταίῳ δ' ἐχρήσατο μαρτυρίῳ πρὸς
πίστιν τῶν εἰρημένων· ἔφη γὰρ αὐτὸν κυνηγετοῦντα ταῦρον βαλεῖν
ἀφ' ἵππου μεσαγκύλῳ. [ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩ ΠΕΡΙ ΚΥΝΗΓΙΑΣ].
32. Ὅτι κατὰ τὴν Βοιωτίαν μετὰ τὸ συντελεσθῆναι τὰς πρὸς
Ἀντίοχον Ῥωμαίοις συνθήκας ἀποκοπεισῶν τῶν ἐλπίδων πᾶσι
τοῖς καινοτομεῖν ἐπιβαλλομένοις, ἄλλην ἀρχὴν καὶ διάθεσιν ἐλάμ-
βανον αἱ πολιτεῖαι. διὸ καὶ τῆς δικαιοδοσίας ἑλκομένης παρ' αὐτοῖς
σχεδὸν ἐξ εἴκοσι καὶ εʹ ἐτῶν, τότε λόγοι διεδίδοντο κατὰ τὰς πόλεις
φασκόντων τινῶν, διότι δεῖ γίνεσθαι διέξοδον καὶ συντέλειαν τῶν
πρὸς ἀλλήλους. πολλῆς δὲ περὶ τούτων ἀμφισβητήσεως ὑπαρ-
χούσης διὰ τὸ πλείους εἶναι τοὺς καχέκτας τῶν εὐπόρων, ἐγίνετό
τι συνέργημα τοῖς τὰ βέλτιστα αἱρουμένοις ἐκ ταὐτομάτου τοιοῦτον.
ὁ γὰρ Τίτος ἐν τῇ Ῥώμῃ πάλαι μὲν ἐσπούδαζε περὶ τοῦ καταπο-
ρευθῆναι τὸν Ζεύξιππον εἰς τὴν Βοιωτίαν, ἅτε κεχρημένος αὐτῷ
συνεργῷ πρὸς πολλὰ κατὰ τοὺς Ἀντιοχικοὺς καὶ Φιλιππικοὺς και-
ρούς· κατὰ δὲ τοὺς τότε χρόνους ἐξείργαστο γράψαι τὴν σύγκλη

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 358, l. 30

τοὺς δὲ παρὰ τῶν Ἀραυακῶν πέραν τοῦ Τιβέρεως ἐκέλευσαν κατα-


σκηνοῦν διὰ τὸ πολεμίους ὑπάρχειν, ἕως βουλεύσωνται περὶ τῶν
ὅλων. γενομένου δὲ καιροῦ πρὸς ἔντευξιν, κατὰ πόλιν ὁ στρατη-
γὸς εἰσῆγε πρώτους τοὺς συμμάχους. οἱ δὲ καίπερ ὄντες βάρβαροι
διετίθεντο λόγους καὶ πάσας ἐξευκρινεῖν ἐπειρῶντο τὰς διαφοράς,
ὑποδεικνύντες ὡς, εἰ μὴ συστήσονται καὶ τεύξονται τῆς ἁρμοζού-
σης κολάσεως οἱ πεπολεμηκότες, παραυτίκα μέν, ἐπανελθόντων
τῶν Ῥωμαϊκῶν στρατοπέδων ἐκ τῆς Ἰβηρίας, ἐκ χειρὸς προσεπι-
θήσουσι τὴν δίκην αὐτοῖς ὡς προδόταις γεγονόσι, ταχὺ δὲ πάλιν
αὐτοὶ κινήσουσι πραγμάτων ἀρχήν, ἐὰν ἀνεπιτίμητοι διαφύγωσιν
303

ἐκ τῆς πρώτης ἁμαρτίας, ἑτοίμους δὲ πάντας πρὸς καινοτομίαν


ποιήσουσι τοὺς κατὰ τὴν Ἰβηρίαν ὡς ἱκανοὶ γεγονότες ἀντίπαλοι
Ῥωμαίοις. διόπερ ἠξίουν ἢ μένειν τὰ στρατόπεδα κατὰ τὴν Ἰβη-
ρίαν καὶ διαβαίνειν καθ' ἕκαστον ἔτος ὕπατον ἐφεδρεύσοντα τοῖς
συμμάχοις καὶ κολάσοντα τὰς Ἀραυακῶν ἀδικίας, ἢ βουλομένους
ἀπάγειν τὰς δυνάμεις παραδειγματιστέον εἶναι τὴν τῶν προειρη-
μένων ἐπανάστασιν, ἵνα μηδεὶς ἔτι ποιεῖν θαρρῇ τὸ παραπλήσιον
τούτοις. οἱ μὲν οὖν Βελλῶν καὶ Τίττων συμμαχοῦντες Ῥωμαίοις
ταῦτα καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια διελέχθησαν· ἐπὶ δὲ τούτοις
εἰσῆγον τοὺς παρὰ τῶν πολεμίων. οἱ δ' Ἀραυάκαι παρελθόντες
κατὰ μὲν τὴν ὑπόκρισιν ἐχρῶντο τοῖς λόγοις ὑποπεπτωκότως καὶ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 445, l. 23

αὐτῆς ἀνθεξόμεθα γνώμης, καὶ οὐχ ἧττον τὸ τῆς εὐεργεσίας ὄνομα


μεταθήσομεν εἰς σέ, καὶ μετ' ἐκεῖνον εὐεργέτην ἀποκαλέσοιμεν·
πρός γε καὶ αἰσχυνθησόμεθα τῷ πεπονθέναι καλῶς μὴ τοῖς ὁμοίοις
ἀμείβεσθαι τὸν δεδρακότα. καὶ γὰρ πατέρα τὸν σὸν δώροις ἡμᾶς
φιλοφρονούμενον ἀντεδωρούμεθα τῷ καὶ δυνάμενοι μὴ κατατρέχειν
τὴν Ῥωμαϊκήν, ἀλλὰ πλέον ἐνδείκνυσθαί τι. τοὺς γὰρ ἐκ γειτόνων
ὑμῖν βαρβάρους τὴν Θρᾴκην ἀεὶ περικόπτοντας ἠφανίσαμεν ἀθρόον,
καὶ οὐδεὶς ὁστισοῦν αὐτῶν περιλέλειπται τὰ Θρᾳκῶν ὁρίσματα
καταδραμούμενος· δεδίασι γὰρ τῶν Ἀβάρων τὴν δύναμιν φιλίως
ἔχουσαν πρὸς τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν. πεπείσμεθα δὴ οὖν ὡς ἐν
τούτῳ μόνῳ καινοτομήσεις ἡμᾶς τῷ πλέον παρέχειν ἡμῖν ἢ ὁ σὸς
ἐδίδου πατήρ· ἀνθ' ὧν καὶ ἡμεῖς ἤπερ ἐκείνῳ γενησόμεθά σοι
κατὰ τὸ πλέον ὑπεύθυνοι καὶ μείζονας ἐποφλήσομέν σοι τὰς χάρι-
τας. πάρεσμεν οὖν ληψόμενοι τὰ κατὰ τὸ εἰωθός. γνῶθι γὰρ
ὡς ἄλλως οὐκ ἔστι δυνατὸν τὸν καθ' ἡμᾶς ἡγεμόνα σοί τε καὶ τῇ
Ῥωμαίων εὐνούστατον ἔσεσθαι πολιτείᾳ, εἴ γε μὴ ἐγχειρισθείη
πρότερον αὐτῷ τὰ ἐφ' οἷς οὐ κινεῖν ὅπλα κατὰ Ῥωμαίων ἔγνω.
Οἱ μὲν τῶν Ἀβάρων πρέσβεις τοιαῦτα διεξῆλθον ἐπαμφοτερίζοντες
τῇ γνώμῃ· τοῦτο μὲν γὰρ ἐδόκουν ἱκετεύειν, τοῦτο δὲ ἀπειλεῖν.
ᾤοντο γὰρ ὡς ταύτῃ δεδίξονταί τε καὶ ἐκφοβήσουσι τὸν βασιλέα,
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναγκασθήσονται Ῥωμαῖοι ὥσπερ ὑπόφοροι εἶναι

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 1, p. 306, l. 16

οὖν τῶν βαρβάρων μισθοφόρων τοὺς ἀγριωτάτους εἰς φόνον,


304

ἀπλήστους δὲ εἰς χρημάτων περιουσίαν, τούτους ἔν τισιν οἰκήμασι


κατέκρυψεν ἐν τοῖς βασιλείοις, τῶν δὲ φίλων τοὺς ὑποπτευομέ-
νους μετεπέμπτο. παραγενομένων δὲ τῶν φίλων πάντας ἀπέκτει-
νεν, ἔχων ὑπηρέτας οἰκείους τῆς ἰδίας μιαιφονίας. εὐθὺς δὲ τέκνα
καὶ γυναῖκας τούτων προσέταξε τῆς αὐτῆς τιμωρίας ἀξιῶσαι. τῶν
δὲ ἄλλων φίλων τῶν ἐπ' ἐξουσίᾳ στρατιωτῶν ἢ πόλεων τεταγ-
μένων οὓς μὲν ἐδολοφόνησεν, οὓς δὲ συλλαβὼν πανοικίους ἀνεῖλε.
διὰ δὲ τὴν ὠμότητα μισηθεὶς οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀρχομένων ἀλλὰ
καὶ τῶν πλησιοχώρων πάντας τοὺς ὑποτεταγμένους ἐποίησε με-
τεώρους πρὸς καινοτομίαν.
334. (34 et 35, 5). Ὅτι Τιβέριος ὁ Γράκχος ἦν υἱὸς Τιβερίου
τοῦ δὶς ὑπατευκότος καὶ πολέμους ἐπιφανεῖς καὶ μεγάλους κε-
χειρικότος, ἔτι δὲ καλῶς πεπολιτευμένου, θυγατριδοῦς δὲ Ποπλίου
Σκιπίωνος τοῦ καταπεπολεμηκότος Ἀννίβαν καὶ Καρχηδονίους. ἐξ
ἀμφοτέρων δὲ τῶν γονέων ἐπισημοτάτου γένους πεφυκὼς ἰδίᾳ
πολὺ προεῖχε τῶν ἡλικιωτῶν τῇ συνέσει τε καὶ λόγου δεινότητι
καὶ τὸ σύνολον πάσῃ παιδείᾳ, καὶ δυνάμενος παρρησίαν ἄγειν πρὸς
τὴν ὑπεροχὴν τῶν ἀντιπραττόντων.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 2, p. 136, l. 1

μιᾷ καὶ εἰκοστῇ βίβλῳ, καὶ ταύτης ἐπὶ τελευτῇ, λέγει κατὰ τὴν
τοῦ Τιμολέοντος παράκλησιν ταῦτα, διότι τῆς γῆς τῆς ὑπὸ τῷ
κόσμῳ κειμένης εἰς τρία μέρη διῃρημένης, καὶ τῆς μὲν Ἀσίας,
τῆς δὲ Λιβύης, τῆς δ' Εὐρώπης προσαγορευομένης. ταῦτα γὰρ
οὐχ οἷον Τίμαιον εἰρηκέναι τίς ἂν πιστεύσειεν, ἀλλ' οὐδὲ τὸν
λεγόμενον Μαργίτην ἐκεῖνον. τίς γὰρ οὕτως ἐστὶν ἀδαής, οὐ λέγω
τῶν πρὸς ὑπομνήμασι γεγονότων ΖΗΤΕΙ.
45. Ὅτι Αἰτωλοὶ διά τε τὴν συνέχειαν τῶν πολέμων καὶ διὰ
τὴν πολυτέλειαν τῶν βίων ἔλαθον οὐ μόνον ἄλλους, ἀλλὰ καὶ
σφᾶς αὐτοὺς κατάχρεοι γενηθέντες. διόπερ οἰκείως διακείμενοι
πρὸς καινοτομίαν τῆς οἰκείας πολιτείας εἵλοντο νομογράφους
Δωρίμαχον καὶ Σκόπαν, θεωροῦντες τούτους κατά τε τὰς προ-
αιρέσεις κινητικοὺς ὑπάρχοντας καὶ κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους
εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων. οἳ καὶ παραλαβόντες
τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἔγραψαν νόμους.
46. Ὅτι Σκόπας ὁ Αἰτωλῶν στρατηγὸς ἀποτυχὼν τῆς ἀρχῆς,
ἧς χάριν ἐτόλμα γράφειν τοὺς νόμους, μετέωρος ἦν εἰς τὴν Ἀλε-
ξάνδρειαν, ταῖς ἐκεῖθεν ἐλπίσι πεπεισμένος ἀναπληρώσειν τὰ
λείποντα τοῦ βίου καὶ τὴν τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ πλεῖον ἐπιθυ-
305

μίαν, ἀλλ' ἀκόρεστος ἦν. τούτῳ γὰρ εἰς Ἀλεξάνδρειαν ἀφικομένῳ


πρὸς ταῖς ἐκ τῶν ὑπαίθρων ὠφελείαις, ὧν ἦν αὐτὸς κύριος διὰ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 2, p. 243, l. 2

των, ἀλλ' ἤτοι ὡς φίλων παρὰ φίλους ἰόντων ἢ καὶ ἐφ' ἑτέρους
τινὰς διὰ τῆς ἐκείνων στρατευόντων, οὔτε τι μετέβαλον τῶν κα-
θεστηκότων οὔθ' ὅλως ἐταράχθησαν, ἀλλὰ καὶ πάνυ πάντες ἐπί
τε ταῖς δημιουργίαις καὶ ἐπὶ τοῖς ἄλλοις ἔργοις ὡς καὶ ἐν εἰρήνῃ
κατὰ χώραν μείναντες εἴσω τε τὸν στρατὸν εἰσεδέξαντο καὶ ξένια
αὐτοῖς ἔδοσαν τά τε ἄλλα ὡς φίλους ἐτίμησαν. ἐξ οὗπερ καὶ οἱ
Ῥωμαῖοι οὐχ ὅτι κακὸν αὐτοὺς ἔδρασαν, ἀλλὰ καὶ ἐς τὴν πολι-
τείαν μετὰ ταῦτ' ἐσεγράψαντο.
17. Ὅτι Πούπλιος τῶν πολιτῶν Ῥωμαίων στασιαζόντων πρὸς
ἀλλήλους ὀλίγου τούτους συνήλλαξεν. Λικίννιον γὰρ Στόλωνα
προσείλετο ὄντα ἵππαρχον. ὅπερ καινοτομηθὲν τοὺς μὲν εὐπα-
τρίδας ἐλύπησεν, τοὺς δὲ ἄλλους οὕτως ὑπηγάγετο, ὥστε μηκέτι
τῆς ὑπατείας τῷ ἑτέρῳ ἔτει ἀντιποιήσασθαι, ἀλλ' ἐᾶσαι τοὺς
χιλιάρχους αἱρεθῆναι. ἐκ γὰρ τούτου καὶ ἐς τἆλλα ἀνθυπείξαντές
γέ τινα ἀλλήλοις ἴσως ἂν κατηλλάγησαν, εἰ μήπερ ὁ Στόλων ὁ
δήμαρχος τοιοῦτόν τι εἰπών, ὡς οὐκ ἀπίοιεν εἰ μὴ φάγοιεν,
ἀνέπεισεν αὐτοὺς μηδενὸς ἀφέσθαι, ἀλλ' ὡς καὶ ἀναγκαῖα πάντα
ὅσα ἐνεχειρίσαντο κατεργάσασθαι.
18. Ὅτι ὁ Τορκουᾶτος οὐ τὰ πάντα τραχὺς ἦν, οὐδ' οἷος ἐς
τὸν υἱὸν ἐγένετο καὶ ἐς τἆλλα ἦν, ἀλλὰ καὶ εὔβουλος καὶ εὐπόλε-
μος ὡμολόγητο εἶναι. ὥστε καὶ πρὸς τῶν πολιτῶν καὶ πρὸς

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis (3023: 003)


“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol.
3: excerpta de insidiis”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann, 1905.
P. 83, l. 27

ὑπ' ἐκείνου τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπηλείψατο, ἔπειτα δὲ τὸν κουρέα


μετακαλεσάμενος ξυρεῖν ἐκείνῳ τὸ γένειον παραδέδωκεν. ἐπεὶ δ'
ἀπῆλθεν οἴκαδε πρὸς τοὺς εἰωθότας διαβάλλειν τὸν ἄνδρα· εἰ
ἤθελέ με Σούρας ἀποκτεῖναι, χθὲς ἂν ἀπέκτεινεν. οὕτως ἄρα τὸ
πιστὸν τῆς γνώμης ἐξ ὧν αὐτῷ συνῄδει πεπραγότι μᾶλλον ἢ ἐξ
ὧν ἕτεροι ἐδόξαζον, ἐβεβαιοῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ
μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσάμενος κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς
κρείττοσιν.
47. Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ
πολέμια πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον
306

ἀποδειξάμενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη,


πρὸς τῆς Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς
τὴν ἔννοιαν. αὕτη γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί
τε καὶ ἄλλως νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασα τὸ μὴ εἰς ἕτερον
περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄν-
τος καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμ-
ψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν τινας, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθη-
ται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα, συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμ-
πράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ
δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη τῆς ἀληθείας ἄκων τε
πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 98, l. 31

πρὸς τῷ τείχει τοῦ στρατοπέδου ῥᾷστα ὑπεδέχθησαν. εὐθέως τε


τὸν παῖδα πᾶν τὸ στρατόπεδον Ἀντωνῖνον προσηγόρευσεν, τῇ τε
πορφυρᾷ χλανίδι περιβαλόντες ἦγον· πάντα τε τὰ ἐπιτήδεια καὶ
παῖδας καὶ γυναῖκας ὅσα τε εἶχον ἐν κώμαις ἢ ἀγροῖς τοῖς πλη-
σίον εἰσκομίσαντες καὶ τὰς πύλας ἀποκλείσαντες ἑαυτοὺς παρ-
εσκεύαζον.
Ὡς δὲ ταῦτα ἀπηγγέλθη τῷ Μακρίνῳ ἐν Ἀντιοχείᾳ διατρί-
βοντι, ἥ τε φήμη διέδραμεν ἀνὰ τὰ λοιπὰ στρατόπεδα, ὅτι τε
Ἀντωνίνου υἱὸς εὑρέθη, καὶ ὅτι ἡ Ἰουλίας ἀδελφὴ χρήματα δίδωσι,
πάντα τὰ λεγόμενα ἀληθῆ πιστεύσαντες τάς [τε] ψυχὰς ἐξεπτό-
ηντο. ἐνῆγε δὲ αὐτοὺς εἰς πραγμάτων καινοτομίαν τὸ Μακρίνου
μῖσος καὶ ἡ Ἀντωνίνου μνήμη καὶ πρό γε πάντων ἡ τῶν χρημά-
των ἐλπίς, ὡς πολλοὺς καὶ αὐτομολοῦντας φοιτᾶν. ὁ δὲ Μακρῖνος
καταφρονῶν τοῦ πράγματος ὡς παιδαριώδους, χρώμενος δὲ τῇ
συνήθει ῥᾳθυμίᾳ, αὐτὸς μὲν οἴκοι μένει, πέμπει δὲ ἕνα τῶν
ἐπάρχων τοῦ στρατοπέδου, δύναμιν δοὺς ὅσην ᾤετο ἐκπορθήσειν
τοὺς ἀνθεστηκότας. ἦν δὲ ὁ ἔπαρχος Ἰουλιανός. οὗτος ὡς τῷ
τείχει τοῦ στρατοπέδου παρέστη, οἱ ἔνδοθεν στρατιῶται ἀνελ-
θόντες ἐπὶ τοὺς πύργους τὸν παῖδα τῷ ἔξωθεν στρατῷ δεικνύ-
ουσι, [καὶ] Ἀντωνίνου υἱὸν εὐφημοῦντες, βαλάντιά τε χρημάτων
μεστὰ ἐπεδείκνυον. οἱ δὲ πιστεύσαντες αὐτοῖς τοῦ μὲν Ἰουλιανοῦ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 101, l. 23

κατ' ὀλίγον αὐτὸν χειραγωγούσης τῆς τύχης, καὶ ἐθνῶν ἀρχὰς


πιστευθείς. τότε δὴ ὁ Ἀλέξανδρος πάσης αὐτὸν τῆς τοῦ στρατοῦ
νεολαίας ἐπέστησεν, ὡς ἂν ἀσκοίη τε αὐτοὺς καὶ εἰς τὸ πολεμεῖν
ἐπιτηδείους παρασκευάζοι. ὁ δὲ μετὰ πάσης σπουδῆς τὰ ἐγκε-
307

χειρισμένα ποιούμενος εὔνοιαν πολλὴν παρὰ τῶν στρατιωτῶν


ἐκτήσατο. ὅθεν οἱ νεανίαι, ἐν οἷς ἦν τὸ πολὺ πλῆθος Παιόνων
μάλιστα, τῇ μὲν ἀνδρείᾳ τῇ Μαξιμίνου ἔχαιρον, τὸν δὲ Ἀλέξαν-
δρον ἐπέσκωπτον ὡς ὑπὸ τῆς μητρὸς ἀρχόμενον. ὑπεμίμνησκον
δὲ ἀλλήλους τῶν τε ὑπὸ ταῖς ἀνατολαῖς διὰ μέλλησιν αὐτοῦ πταις-
μάτων, καὶ ὅτι μηδὲν γενναῖον παρέχοιτο ἐς Γερμανοὺς ἐλθών.
ὄντες οὖν καὶ ἄλλως ἐς τὸ καινοτομεῖν ἐπιτήδειοι καὶ τὸ μὲν
παρὸν τῆς ἀρχῆς βαρὺ διὰ μῆκος ἐξουσίας ἡγούμενοι ἀκερδές τε
ἤδη, πάσης προανηλωμένης φιλοτιμίας, ἐβουλεύσαντο ἀποσκευά-
σασθαι μὲν τὸν Ἀλέξανδρον, ἀνειπεῖν δ' αὐτοκράτορα καὶ Αὔ-
γουστον τὸν Μαξιμῖνον.
Ἀθροισθέντες οὖν εἰς τὸ πεδίον ὡπλισμένοι ὡς ἐπὶ τὰ συνήθη
γυμνάσια, προελθόντα καὶ ἐπιστάντα αὐτοῖς τὸν Μαξιμῖνον πορ-
φύρᾳ [τε] περιβαλόντες βασιλικῇ αὐτοκράτορα ἀναγορεύουσιν. ὁ
δὲ τὰ μὲν πρῶτα παρῃτεῖτο καὶ τὴν πορφύραν ἀπέρριπτεν· ὡς
δὲ ἐνέκειντο ξιφήρεις ἀποκτενεῖν ἀπειλοῦντες, τοῦ παρόντος κινδύνου
τὸν μέλλοντα προελόμενος ἀνεδέξατο τὴν τιμήν.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 110, l. 2

μένους ἐπανάστασιν· αὐτός τε σὺν τοῖς παισὶν ἐπακολουθεῖν ἐπηγ-


γείλατο. ὡς δὲ ἐς τὴν Ῥώμην ἔφθασαν οὓς ἔπεμψε Φίλιππος,
δώροις τε καὶ κολακείαις τοῦ δήμου καὶ τῆς βουλῆς ὑπαχθέντες
ἀπαγορεύουσί τε Φιλίππῳ καὶ τὸν Δέκιον αὐτοκράτορα σὺν τοῖς
Ῥωμαίοις προσαγορεύουσι. τούτων ἀγγελθέντων τῷ Φιλίππῳ
κατὰ τὴν Βερόην φεύγοντι καὶ τοῖς ὑποκολπίοις ξίφεσιν ἀναι-
ροῦσιν πέμπτον ἐνιαυτὸν προστάντα τῶν πραγμάτων. ἐν δὲ τῇ
Ῥώμῃ τὸν παῖδα τούτου οἱ τῆς πόλεως στρατιῶται διέφθειραν.
καὶ τὰ μὲν κατὰ τούτους τοιοῦτον ἔσχε τέλος.
60. Ὅτι ἐπὶ Γάλλου καὶ Βουλουσιανοῦ Αἰμιλιανὸς ὁ τῆς
Μυσίας ἔπαρχος καινοτομεῖν ἐπεβάλετο, αὑτῷ τε τὴν βασιλείαν
ἐκ προγόνων ἁρμόττειν φιλονεικῶν καὶ τῆς Ῥωμαίων βουλῆς με-
γίστας κατηγορίας ποιούμενος. ἐφ' ὃν οἱ τῆς Ῥωμαίων προστα-
τοῦντες ἐξουσίας μεγίστῳ πλήθει στρατεύσαντες ὑπὸ τῶν οἰκείων
ἐπιβουλευθέντες διεφθάρησαν, οὔπω τρίτον ἐνιαυτὸν ἐν τῇ προ-
στασίᾳ τῶν κοινῶν διατετελεκότες οὐδέ τι λαμπρὸν ἢ βασιλείας
ἄξιον κατειργασμένοι, ἐν μνήμῃ δὲ μόνῃ τῶν βασιλέων γενόμενοι.
ὅ γε μὴν Αἰμιλιανὸς ἐπιπηδήσας τῇ ἀρχῇ κατὰ τὴν Σκυθῶν
χώραν καὶ τὴν ἐπὶ Ῥώμην ἄφιξιν προθυμούμενος τετάρτῳ μηνὶ
τῆς τυραννίδος προδιεφθάρη τε καὶ ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἠφάνισται.
61.
308

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis (3023: 004)


“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol.
4: excerpta de sententiis”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1906.
P. 264, l. 1

153. Ὅτι ποτὲ ὁ αὐτὸς τοῦτο εἶπεν ὅτι “οὐδὲν δέομαι ὀνο-
μάτων ἐκ πολέμου καὶ αἵματος· ἀρκεῖ γάρ μοι καὶ εὐσεβῆ καὶ εὐ-
τυχῆ παρ' ὑμῶν καλεῖσθαι.”
154. Ὅτι Ψευδαντωνῖνος ἐπαινούμενός ποτε παρὰ τῆς βουλῆς
εἶπεν ὅτι “ὑμεῖς μὲν ἀγαπᾶτέ με καὶ νὴ Δία καὶ ὁ δῆμος καὶ τὰ
ἔξω στρατόπεδα· τοῖς δὲ δορυφόροις οἷς ταῦτα δίδωμι οὐκ ἀρέσκω.”
155. Ὅτι τινῶν συνηγορούντων τῷ Ψευδαντωνίνῳ καὶ εἰπόν-
των ὡς εὐτυχὴς εἴη τῷ υἱῷ συνυπατεύων, ἔφη “εὐτυχέστερος ἔσο-
μαι κατὰ τὸν ἑξῆς ἐνιαυτὸν μετὰ γνησίου υἱοῦ μέλλων ὑπατεύειν.”
156. Κοῦφος μὲν γὰρ πᾶς ὄχλος πρὸς τὰ καινοτομούμενα· ὁ
δὲ δῆμος τῶν Ῥωμαίων διά τε τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν
συγκλύδων ἀνθρώπων τῶν εἰς αὐτὸν συνιόντων ῥᾷον τῶν ἄλλων
ἐπαίρεται καὶ μετὰ εὐχερείας πρὸς τὰ ἄτοπα τρέχει.
157. Ὅτι ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς μετὰ Μαριάδνου πρὸ τῆς
πόλεως Ἀντιοχείας ὡς εἴκοσι σταδίους στρατοπεδεύεται· καὶ οἱ
μὲν φρόνιμοι ἔφυγον τῆς πόλεως, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος ἔμεινεν,
τοῦτο μὲν φιλοῦντες τὸν Μαριάδνην, τοῦτο δὲ καὶ τοῖς καινισμοῖς
χαίροντες, ὅπερ ὑπὸ ἀνοίας πάσχειν εἰώθασι.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 334, l. 15

πινον βίον ἀνωμαλίας καταπλαγείη τὴν ἐπ' ἀμφότερα μέρη τῆς


τύχης παλίρροιαν; ἢ τίς ἂν ταῖς κατὰ τὴν εὐτυχίαν ἐξουσίαις
πιστεύσας ἀναλάβοι φρόνημα μεῖζον τῆς ἀνθρωπίνης ἀσθενείας;
ὁ γὰρ κοινὸς βίος ὥσπερ ὑπὸ θεοῦ τινος οἰακιζόμενος ἐναλλὰξ
ἀγαθοῖς τε καὶ κακοῖς κυκλεῖται πάντα τὸν αἰῶνα. διόπερ παρά-
δοξόν ἐστιν οὐκ εἰ γέγονέ τι παράλογον, ἀλλ' εἰ μὴ πᾶν ἐστι τὸ
γινόμενον ἀνέλπιστον. διὸ καὶ τὴν ἱστορίαν προσηκόντως ἄν τις
ἀποδέξαιτο· τῇ γὰρ τῶν πράξεων ἀνωμαλίᾳ καὶ μεταβολῇ διορ-
θοῦται τῶν μὲν εὐτυχούντων τὴν ὑπερηφανίαν, τῶν δὲ ἀκληρούν-
των τὴν ἀτυχίαν. ἃ καὶ τότε διανοούμενος Εὐμενὴς ἐμφρόνως τὰ
καθ' ἑαυτὸν ἠσφαλίσατο, προορώμενος τὴν τῆς τύχης καινοτομίαν.
ὁρῶν γὰρ ἑαυτὸν ξένον ὄντα καὶ μηδὲν προσήκοντα βασιλικαῖς
ἐξουσίαις, τοὺς δὲ ὑποτεταγμένους Μακεδόνας θάνατον αὐτοῦ
προκατεγνωκότας, τοὺς δὲ ἐν ταῖς στρατιωτικαῖς ἡγεμονίαις διατρί-
309

βοντας φρονήματος πλήρεις ὑπάρχοντας καὶ μεγάλων πραγμάτων


ὀρεγομένους, ὑπέλαβεν ἔσεσθαι περὶ αὐτὸν συντόμως καταφρόνη-
σιν ἅμα καὶ φθόνον καὶ τὸ τελευταῖον τὸν περὶ τοῦ ζῆν κίνδυνον·
μηδένα γὰρ ποιήσειν ἑκουσίως τὸ προσταττόμενον ὑπὸ τῶν ἡττό-
νων εἶναι δοκούντων, μηδὲ γὰρ καρτερήσειν δεσποζόμενον ὑπὸ τῶν
ὀφειλόντων ἑτέροις ὑποτάττεσθαι.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 381, l. 5

θερίαν καὶ τὴν παρρησίαν ἀποβαλόντες, μεγίστων ἀγαθῶν ἠλλά-


ξαντο τὰς ἐσχάτας συμφοράς. ἀφρονέστατα γὰρ εἰς τὸν πρὸς
Ῥωμαίους πόλεμον ἐμπεσόντες τῶν μεγίστων ἀκληρημάτων ἐπει-
ράθησαν. ἐκ θεῶν γάρ, ὡς ἔοικε, λύσσα τις κατεῖχε τὸ ἔθνος τῶν
Ἀχαιῶν καὶ παράδοξος ὁρμὴ πρὸς τὴν ἀπώλειαν. αἴτιοι δ' ἦσαν
τῶν πάντων κακῶν οἱ στρατηγοί. οἱ μὲν γὰρ αὐτῶν ὄντες κατά-
χρεοι, κινήσεως καὶ πολέμων ὑπῆρχον οἰκεῖοι καὶ χρεῶν ἀποκοπὰς
εἰσηγοῦντο καὶ πολλοὺς τῶν ἀπόρων χρεοφειλετῶν ἔχοντες συνερ-
γοὺς ἀνέσειον τὰ πλήθη, τινὲς δὲ δι' ἀφροσύνην ἐνέπεσον εἰς
ἀπεγνωσμένους διαλογισμούς. μάλιστα δὲ ὁ Κριτόλαος ἐξέκαυσε
τὰς ὁρμὰς τοῦ πλήθους πρὸς καινοτομίαν, χρώμενος δὲ τῷ τῆς
ἀρχῆς ἀξιώματι φανερῶς κατηγόρει Ῥωμαίων εἰς ὑπερηφανίαν καὶ
πλεονεξίαν· ἔφη δὲ φίλος μὲν βούλεσθαι Ῥωμαίων ὑπάρχειν,
δεσπότας δὲ ἑκουσίως ἀναδεικνύναι μὴ προαιρεῖσθαι. διεβεβαι-
οῦτο δὲ καθόλου τοῖς πλήθεσιν, ὡς ἐὰν μὲν ἄνδρες ὦσιν, οὐκ
ἀπορήσουσι συμμάχων, ἐὰν δὲ ἀνδράποδα, κυρίων· ἐμφάσεις τε
διὰ λόγων ἀπέλειπεν ὡς ἤδη καὶ βασιλεῦσι καὶ πόλεσι διείλεκται
περὶ συμμαχίας.
385. Ὅτι διὰ τῶν λόγων ἐκκαύσας τῶν ὄχλων τὴν ὁρμὴν εἰς-
ήνεγκε ψήφισμα πολεμεῖν τῷ μὲν λόγῳ πρὸς Λακεδαιμονίους, τῷ
δὲ ἔργῳ πρὸς Ῥωμαίους.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 390, l. 8

τὴν προϋπάρχουσαν τῷ συνεδρίῳ πρὸς τοὺς ἱππεῖς σύμπνοιαν


διαστήσας βαρὺν τὸν ὄχλον κατ' ἀμφοτέρων κατεσκεύασε, διὰ δὲ
τῆς πάντων διχοστασίας ἑαυτῷ δυναστείαν κατασκευάζων καὶ τὸ
κοινὸν ταμιεῖον εἰς αἰσχρὰς καὶ ἀκαίρους δαπάνας καὶ χάριτας
ἀναλίσκων εἰς ἑαυτὸν πάντας ἀποβλέπειν ἐποίησε, καὶ τῇ μὲν τῶν
δημοσιωνῶν τόλμῃ καὶ πλεονεξίᾳ τὰς ἐπαρχίας ἀπορρίψας ἐπε-
σπάσατο παρὰ τῶν ὑποτεταγμένων δίκαιον μῖσος κατὰ τῆς ἡγε-
310

μονίας, τοῖς δὲ στρατιώταις διὰ τῶν νόμων τὰ τῆς ἀρχαίας ἀγωγῆς


αὐστηρὰ καταχαρισάμενος ἀπείθειαν καὶ ἀναρχίαν εἰσήγαγεν εἰς
τὴν πολιτείαν· τῶν γὰρ ἀρχόντων καταφρονήσας κατεξανίσταται
καινοτομῶν. ἐκ δὲ τούτων τῶν ἐθῶν ὀλέθριος ἀνομία καὶ πόλεως
ἀνατροπὴ γίνεται.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De sententiis P. 420, l. 12

τῶν τὰ τοῦ πλήθους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου


ἔφθειρον. κἀκ τούτου στάσις οὐ σμικρὰ σφῶν συνηνέχθη.
43. Ὅτι πρὸς Φαλίσκους οἱ Ῥωμαῖοι πολλὰς μάχας μαχεσά-
μενοι καὶ πολλὰ καὶ παθόντες καὶ δράσαντες τῶν μὲν πατρίων
ἱερῶν ὠλιγώρησαν, πρὸς δὲ τὰ ξενικὰ ὡς καὶ ἐπαρκέσοντά σφισιν
ὥρμησαν. φιλεῖ γάρ πως τὸ ἀνθρώπειον ἐν ταῖς συμφοραῖς τοῦ
μὲν συνήθους, κἂν θεῖον ᾖ, καταφρονεῖν, τὸ δὲ ἀπείρατον θαυ-
μάζειν. παρ' ἐκείνου μὲν γὰρ ἅτε μηδὲν ἐς τὸ παρὸν ὠφελεῖ-
σθαι νομίζοντες οὐδὲ ἐς τὸ ἔπειτα χρηστὸν οὐδὲν προσδέχονται,
παρὰ δὲ δὴ τοῦ ξένου πᾶν ὅσον ἂν ἐθελήσωσιν ὑπὸ τῆς καινοτομίας
ἐλπίζουσιν.
44. Ἐς γὰρ τοῦτο φιλοτιμίας κἀκ τούτου καὶ φιλονεικίας ἀλ-ήλοις
ἀφίκοντο, ὥστε μηκέτι καθ' ἓν πάντας, ὥσπερ εἰώθεσαν, ἀλλ' ἐκ
περιτροπῆς ἰδίᾳ ἕκαστον αὐτῶν ἄρχειν, ἀφ' οὗ οὐδὲν
χρηστὸν ἐγίγνετο· τό τε γὰρ οἰκεῖον, οὐ τὸ κοινὸν ἑκάστου αὐτῶν
σκοποῦντος, καὶ βλαβῆναί πη τὸ δημόσιον μᾶλλον ἢ τὸν συνάρ-
χοντα εὐδοκιμῆσαι ἐθέλοντος πολλὰ καὶ δυσχερῆ συνέβαινεν.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


(3023: 008)“Constantine Porphyrogenitus. De administrando imperio,
2nd edn.”, Ed. Moravcsik, G.Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1967;
Corpus fontium historiae Byzantinae 1 (= Dumbarton Oaks Texts 1).
Ch. p, l. 24

βουλὰς καὶ {τῷ} τὸ κοινῇ συμφέρον μὴ διαμαρτάνειν· πρῶτα μὲν ποῖον


ἔθνος κατὰ τί μὲν ὠφελῆσαι δύναται Ῥωμαίους, κατὰ τί δὲ βλάψαι,
{καὶ ποῖον} καὶ πῶς ἕκαστον τούτων καὶ παρὰ ποίου δύναται ἔθνους
καὶ πολεμεῖσθαι καὶ ὑποτάσσεσθαι, ἔπειτα περὶ τῆς ἀπλήστου καὶ
ἀκορέστου αὐτῶν γνώμης, καὶ ὧν παραλόγως ἐξαιτοῦνται λαμβάνειν,
εἶθ' οὕτως καὶ περὶ διαφορᾶς ἑτέρων ἐθνῶν, γενεαλογίας τε αὐτῶν
καὶ ἐθῶν καὶ βίου διαγωγῆς καὶ θέσεως καὶ κράσεως τῆς κατοικουμένης
παρ' αὐτῶν γῆς καὶ περιηγήσεως αὐτῆς καὶ σταδιασμοῦ, πρὸς τούτοις
καὶ περὶ τῶν ἔν τινι καιρῷ μεταξὺ Ῥωμαίων καὶ διαφόρων ἐθνῶν
311

συμβεβηκότων, καὶ μετὰ τοῦτα, ὅσα ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς πολιτείᾳ, ἀλλὰ καὶ
ἐν πάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ κατά τινας χρόνους ἐκαινοτομήθη. Ταῦτα
ἐσοφισάμην κατ' ἐμαυτόν, καὶ εἶπα γνωστά σοι ποιῆσαι, τῷ ἠγαπημένῳ
μου υἱῷ, ἵν' ἔχῃς εἰδέναι τὴν ἑκάστου τούτων διαφοράν, καὶ πῶς ἢ
μεταχειρίζεσθαι ταῦτα καὶ οἰκειοῦσθαι ἢ πολεμεῖν καὶ ἀντιτάσσεσθαι.
Πτοηθήσονται γάρ σε ὡς μεγαλοφυῆ, καὶ ὡς ἀπὸ πυρὸς φεύξονται ἀπὸ
σοῦ· φιμωθήσονται τὰ χείλη αὐτῶν, καὶ ὡς ὑπὸ βελῶν τοῖς σοῖς κατα-
τρωθήσονται ῥήμασιν. Ὀφθήσῃ αὐτοῖς φοβερός, καὶ ἀπὸ προσώπου
σου τρόμος λήψεται αὐτούς. Καί σου ὁ Παντοκράτωρ ὑπερασπιεῖ, καὶ
συνετιεῖ σε ὁ πλάσας σε· κατευθυνεῖ σου τὰ διαβήματα, καὶ ἑδράσει
σε ἐπὶ βάσιν ἀσάλευτον.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Ch. 13, l. 175

τινὰ τῶν βασιλικῶν συγγενίδων, τῶν πορρωτέρω τε καὶ ἐγγὺς τῆς βασι-
λείας εὐγενείας τυγχανουσῶν, καὶ διά τινα κοινωφελῆ δουλείαν, καὶ τοῦ
ἐσχάτου καὶ μηδὲν σχεδὸν ἐξουσιάζοντος. Ἐπεὶ ἔξω τοῦ κανόνος καὶ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς τοῦ μεγάλου καὶ ἁγίου βασιλέως,
Κωνσταντίνου διαταγῆς τε καὶ ἐντολῆς τοῦτο πεποίηκεν, πολλὰ καὶ
ζῶν ὠνειδίσθη ὁ προρρηθεὶς κύρις Ῥωμανός, καὶ διεβλήθη καὶ ἐμι-
σήθη παρά τε τῆς συγκλήτου βουλῆς καὶ τοῦ δήμου παντὸς καὶ τῆς
ἐκκλησίας αὐτῆς, ὡς καὶ τὸ μῖσος ἀπὸ τοῦ τέλους γενέσθαι καταφανές,
καὶ μετὰ θάνατον ὁμοίως ἐξουθενεῖται καὶ διαβάλλεται καὶ ὑπὸ κατα-
γνώμην τίθεται καὶ οὗτος, ἀνάξιον πρᾶγμα καὶ ἀπρεπὲς εἰς τὴν εὐγενῆ
πολιτείαν Ῥωμαίων καινοτομήσας.» Ἕκαστον γὰρ ἔθνος διάφορα ἔχον
ἔθη καὶ διαλλάττοντας νόμους τε καὶ θεσμοὺς ὀφείλει τὰ οἰκεῖα κρατύ-
νειν καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους τὰς πρὸς ἀνάκρασιν βίου κοινωνίας ποιεῖ-
σθαι καὶ ἐνεργεῖν. Ὥσπερ γὰρ ἕκαστον ζῶον μετὰ τῶν ὁμογενῶν τὰς
μίξεις ἐργάζεται, οὕτω καὶ ἕκαστον ἔθνος οὐκ ἐξ ἀλλοφύλων καὶ ἀλλο-
γλώσσων, ἀλλ' ἐκ τῶν ὁμογενῶν τε καὶ ὁμοφώνων τὰ συνοικέσια τῶν
γάμων ποιεῖσθαι καθέστηκεν δίκαιον. Ἐντεῦθεν γὰρ καὶ ἡ πρὸς ἀλλή-
λους ὁμοφροσύνη καὶ συνομιλία καὶ προσφιλὴς συνδιατριβὴ καὶ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Ch. 48, l. 9

Κεφάλαιον λθʹ τῆς ἁγίας ἕκτης συνόδου, τῆς ἐν τῷ Τρούλλῳ τοῦ


μεγάλου παλατίου γεγονυίας.
312

Τοῦ ἀδελφοῦ καὶ συλλειτουργοῦ ἡμῶν Ἰωάννου, τοῦ τῆς Κυπρίων


νήσου προέδρου, ἅμα τῷ οἰκείῳ λαῷ ἐπὶ τὴν Ἑλλησπόντιον ἐπαρχίαν –
διά τε τὰς βαρβαρικὰς ἐφόδους, διά τε τὸ τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερωθῆναι
δουλείας καὶ καθαρῶς τοῖς σκήπτροις τοῦ Χριστιανικωτάτου κράτους
ὑποταγῆναι – τῆς εἰρημένης μεταναστάντος νήσου προνοίᾳ τοῦ φιλαν-
θρώπου Θεοῦ καὶ μόχθῳ τοῦ φιλοχρίστου καὶ εὐσεβοῦς ἡμῶν βασιλέως,
συνορῶμεν, ὥστε ἀκαινοτόμητα διαφυλαχθῆναι τὰ παρὰ τῶν ἐν Ἐφέσῳ
τὸ πρότερον συνελθόντων θεοφόρων πατέρων τῷ θρόνῳ τοῦ προγεγραμ-
μένου ἀνδρὸς παρασχεθέντα προνόμια, ὥστε τὴν νέαν Ἰουστινιανού-
πολιν τὸ δίκαιον ἔχειν τῆς Κωνσταντινέων πόλεως καὶ τὸν ἐπ' αὐτῇ
καθιστάμενον θεοφιλέστατον ἐπίσκοπον πάντων προεδρεύειν τῶν
τῆς Ἑλλησποντίων ἐπαρχίας καὶ ὑπὸ τῶν οἰκείων ἐπισκόπων χειροτο-
νεῖσθαι κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν (τὰ γὰρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη
καὶ οἱ θεοφόροι ἡμῶν πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασιν), τοῦ
τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημέ-
νης Ἰουστινιανουπόλεως, μιμήσει τῶν λοιπῶν ἁπάντων ἐπισκόπων τῶν

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Ch. 48, l. 25

νεῖσθαι κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν (τὰ γὰρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη
καὶ οἱ θεοφόροι ἡμῶν πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασιν), τοῦ
τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημέ-
νης Ἰουστινιανουπόλεως, μιμήσει τῶν λοιπῶν ἁπάντων ἐπισκόπων τῶν
ὑπὸ τὸν λεχθέντα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ἰωάννην, ἀφ' οὗ, χρείας
καλούσης, καὶ ὁ τῆς αὐτῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπίσκοπος χειροτονη-
θήσεται.
Ἐπεὶ δὲ καὶ τὰ περὶ ἐθνῶν οὕτως ἀκριβῶς σοι διετυπώσαμεν
καὶ προεξεθέμεθα, δίκαιον μὴ μόνον περὶ τῶν ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς πολιτείᾳ,
ἀλλὰ καὶ περὶ πάσης τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς κατά τινας χρόνους
καινοτομηθέντων σαφῆ κεκτῆσθαί σε τὴν εἴδησιν, ὡς ἂν ἡ περὶ τῶν
ἐγγυτέρω καὶ οἰκείων γνῶσις πλέον τῶν ἄλλων ἐν σοὶ διαμένουσα ποθει-
νότερον ἀναδείξῃ πρὸς τὸ ὑπήκοον.
Ἰστέον, ὅτι ἐπὶ Κωνσταντίνου, υἱοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ καὶ
Πωγωνάτου καλουμένου, Καλλίνικός τις ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Ῥωμαίοις
προσφυγών, τὸ διὰ τῶν σιφώνων ἐκφερόμενον πῦρ ὑγρὸν κατεσκεύασεν,
δι' οὗ καὶ τὸν τῶν Σαρακηνῶν στόλον ἐν Κυζίκῳ Ῥωμαῖοι καταφλέξαν-
τες τὴν νίκην ἤραντο.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De administrando imperio


Ch. 49, l. 70
313

Ταῦτα οἱ πρεσβύτεροι καὶ ἀρχαιότεροι ἀνήγγειλαν, παραδόντες


ἀγράφως χρόνῳ τε καὶ βίῳ τοῖς ὕστερον, ὅπως ἂν κατὰ τὸν προφήτην
γνῷ γενεὰ ἡ ἐρχομένη τὸ γεγονὸς θαῦμα διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἀποστόλου,
καὶ ἀναστήσονται καὶ ἀπαγγελοῦσιν αὐτὸ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν, ἵνα μὴ
ἐπιλάθωνται τῶν εὐεργεσιῶν, ὧν ἐποίησεν ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν τοῦ
ἀποστόλου. Ἔκτοτε δὲ οἱ ἀφορισθέντες Σκλαβῆνοι ἐν τῇ μητροπόλει
καὶ τοὺς στρατηγοὺς καὶ τοὺς βασιλικοὺς καὶ πάντας τοὺς ἐξ ἐθνῶν
ἀποστελλομένους πρέσβεις ὡς ὁμήρους διατρέφουσιν, ἔχοντες ἰδίους
καὶ τραπεζοποιοὺς καὶ μαγείρους καὶ πάντας τοὺς παρασκευάζοντας
τὰ τῆς τραπέζης βρώματα, τῆς μητροπόλεως εἰς ταῦτα μηδὲν καινοτο-
μουμένης, ἀλλ' αὐτοὶ οἱ Σκλαβῆνοι ἀπὸ διανομῆς καὶ συνδοσίας τῆς
ὁμάδος αὐτῶν ἐπισυνάγουσιν τὰς τοιαύτας χρείας. Ἐποίησεν δὲ καὶ
σιγίλλιον Λέων, ὁ ἀείμνηστος καὶ σοφώτατος βασιλεύς, λεπτομερῶς
περιέχον τό, τί ὀφείλουσιν παρέχειν οἱ αὐτοὶ ἐναπογραφόμενοι τῷ μητρο-
πολίτῃ, καὶ μὴ ἀπαργυρίζεσθαι παρ' αὐτοῦ ἢ ἄλλως πως κατ' ἐπίνοιαν
ἄδικον ζημιοῦσθαι αὐτούς.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De thematibus (3023: 009)


“Costantino Porfirogenito. De thematibus”, Ed. Pertusi, A.
Vatican City: Biblioteca Apostolica Vaticana, 1952; Studi e Testi 160.
Asia-Europe Europ, Ch. 10, l. 3

Παλαιστίνην καὶ τὴν Κιλικίαν καὶ αὐτὴν Αἴγυπτον. Ἡ γὰρ Λιβύη τῷ


τῆς Ῥώμης ὑπέκειτο βασιλεύοντι. Καὶ οὕτως μὲν ὁ παλαιός τε καὶ [ὁ]
πρῶ-τος μερισμὸς τῆς βασιλείας Ῥωμαίων. Ἡ δὲ Δαλματία τῆς Ἰταλίας
ἐστὶ χώρα· ἐξ οὗπερ ἐβλάστησεν ὁ πάντων ἀνθρώπων ἀνοσιώτατος καὶ
ἀσεβέ-στατος βασιλεὺς Διοκλητιανός, ἀπό τινος χωρίου καλουμένου
Σαλῶναι, ἐν ᾧ ἔστιν ὕδωρ πότιμον καὶ γλυκύτατον ὑπὲρ πάντα τὰ ὕδατα,
ὥς φασιν οἱ γευσάμενοι.

Δέκατον θέμα Σικελία

Νῆσός ἐστι μεγίστη καὶ ἐπιφανεστάτη ἡ Σικελία. Οὐκ ἦν δὲ τὸ πρό-


τερον ὑπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ βασιλέως Κωνσταντινουπόλεως, ὅτε ἡ Ῥώμη
ἐβασιλεύετο· νυνὶ δὲ ἐγένετο ἡ Καινοτομία αὕτη διὰ τὸ τὴν Ῥώμην ἀπο-
θέσθαι τὸ βασίλειον κράτος καὶ ἰδιοκρατορίαν ἔχειν, καὶ δεσπόζεται
κυρίως
παρά τινος κατὰ καιρὸν Πάπα. Κρατεῖται δὲ νῦν ὑπὸ τὴν ἀρχὴν Κων-
σταντινουπόλεως διὰ τὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως
θαλασσο-
314

κρατεῖν μέχρι τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, καὶ πάσης ὁμοῦ τῆς ὧδε
θαλάσσης.

Γεώργιος Μοναχός Χρονογράφος. Chronicon (lib. 1–4) (3043: 001)


“Georgii monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.Leipzig: Teubner,
1904, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).P. 543, l. 6
θέτω σε. τὸ θύειν δὲ οὐ παρὰ Χαλδαίων, εἴτ' οὖν Κυ-
πρίων; τὸ δὲ γεωμετρεῖν οὐκ Αἰγυπτίων; τὸ δὲ μαγεύειν
οὐ Περσικόν; τὴν δὲ ὀνείρων μαντικὴν τίνων ἢ Τελμησέων
ἀκούεις; τὴν οἰωνιστικὴν δὲ ποίων; οὐκ ἄλλων ἢ Φρυγῶν
τῶν πρώτων περιεργασαμένων ὀρνίθων πτῆσίν τε καὶ κινή-
ματα. καὶ ἵνα μὴ μακρολογῶ, πόθεν σοι τὸ καθ' ἕκαστον;
οὐχ ἓν ἐξ ἑκάστων; ὧν ἁπάντων εἰς ταὐτὸ συνελθόντων ἓν
δεισιδαιμονίας μυστήριον συνέστη. τί οὖν; δεξόμεθα, πάν-
των ἀποχωρησάντων εἰς τοὺς πρώτους εὑραμένους, μηδὲν
ἕτερον ἔχειν πλὴν τῆς κακίας καὶ τῆς περὶ τὸ θεῖον ταύτης
καινοτομίας. ἡ γὰρ τοῦ λόγου δύναμις τοῖς μὲν ἐπιεικέσιν
ὅπλον, τοῖς δὲ μοχθηροῖς κέντρον κακίας γίνεται.
Καὶ μέντοι καὶ τοὺς Ἰουδαίους κατὰ τῶν Χριστιανῶν
ἐξοπλίζων ἤρετο τούτους· διὰ τί θύειν τοῦ νόμου κελεύον-
τος οὐ θύετε; τῶν δὲ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν καὶ τὴν
ἐκεῖσε περιγεγραμμένην αὐτῶν λατρείαν προβαλλομένων, αὐτίκα
προσέταξεν ὁ θεομάχος ἀνεγεῖραι τὸν κατ' ὀργὴν καὶ γνώ-
μην θεοῦ ναὸν καταλυθέντα. καὶ τοῦτο μετὰ πολλῆς χαρᾶς
ἀκούσαντες ἅπασι τὰ προστεταγμένα τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμέ-
νην ὁμοφύλοις ἐδήλωσαν. καὶ οἱ μὲν πανταχόθεν συνέτρε-
χον καὶ χρήματα καὶ προθυμίαν εἰς τὴν οἰκοδομὴν τοῦ

Γεώργιος Μοναχός Χρονογράφος. Chronicon breve (lib. 1–6) (redactio


recentior) (3043: 002); MPG 110.Vol. 110, p. 668, l. 42

Αἰγυπτίων; τὸ δὲ μαγεύειν οὐ Περσικόν; Τὴν δὲ


ὀνείρων μαντικὴν τίνων ἢ Τελμησέων ἀκούεις;
τὴν οἰωνιστικὴν δὲ ποίων; οὐκ ἄλλων ἢ Φρυγῶν τῶν
πρῶτον περιεργασαμένων ὀρνίθων πτῆσίν τε καὶ
κινήματα. Καὶ ἵνα μὴ μακρολογῶ, πόθεν σοι τὸ καθ'
ἕκαστον; οὐχ ἓν ἐξ ἑκάστου, ὧν ἁπάντων εἰς
αὐτὸ συνελθόντων ἓν δεισιδαιμονίας μυστήριον
συνέστη; Τί οὖν; δεξόμεθα, πάντων ἀποχωρησάν-
των εἰς τοὺς πρώτους εὑραμένους. μηδὲν ἕτερον
ἔχειν πλὴν 447 τῆς κακίας καὶ τῆς περὶ τὸ Θεῖον
ταύτης καινοτομίας;» ἡ γὰρ τοῦ λόγου δύναμις
315

τοῖς μὲν ἐπιεικέσιν ὅπλον, τοῖς δὲ μοχθηροῖς πέν-


τρον κακίας γίνεται.»

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.P. 460, l. 23

βαπτίζεσθαι, παλαιοῦ, φησίν, ἔθους κεκρατηκότος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ μόνῃ


τῇ διὰ τῶν χειρῶν ἐπιθέσει τούτους καθαίρειν καὶ εὐχῇ. ὁ δέ γε θεολογι-
κώτατος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζοῦ ἐν τῷ εἰς Κυπριανὸν λόγῳ κατὰ Δέκιόν
φησιν αὐτὸν τελειωθῆναι.
Κατὰ τὸν Γάλλου χρόνον ἑβδομηκοστὸν ἄγοντα ἔτος λέγει τεθνάναι
τὸν Ὠριγένην Εὐσέβιος, προστεθεικότα δηλονότι τὸν ψυχικὸν θάνατον
τοῖς τῆς ἀσεβείας δόγμασι.
Πρῶτον Κυπριανῷ δογματίσαντι διὰ λουτροῦ τινας τῶν ἐξ αἱρέσεων
ἐπιστρέφοντας ἀποκαθαίρεσθαι Στέφανος μετὰ Λούκιον τὸν Ῥωμαίων
διέπων θρόνον ἀντέπεσεν ὡς νεώτερόν τι παρὰ τὴν κρατήσασαν
καινοτο-
μοῦντι συνήθειαν. Στεφάνῳ τούτῳ Ῥώμης ἐπισκόπῳ τὴν πρώτην περὶ
βαπτίσματος ὁ μέγας ἐπιστέλλει Διονύσιος, καὶ αὖθις περὶ τοῦ κατὰ
Κυπριανὸν δόγματος παραινεῖ πλεῖστα γράφων, τῶν ἁπανταχοῦ ἐκκλη-
σιῶν εἰρηνευουσῶν ἐκ τῆς Ναυάτου δυσχερείας καὶ αὐτὸν εἰρηνεύειν,
οὕτως γράφων ἑξῆς·

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica P. 475, l. 10

Μαλχίων καὶ Λούκιος καὶ οἱ λοιποὶ πάντες οἱ σὺν ἡμῖν παροικοῦντες


τὰς
ἐγγὺς πόλεις καὶ ἔθνη ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι καὶ διάκονοι καὶ αἱ
ἐκκλησίαι τοῦ θεοῦ ἀγαπητοῖς ἀδελφοῖς ἐν κυρίῳ χαίρειν.
Τούτοις μετὰ βραχέα ἐπιλέγουσι ταῦτα· ἐπιστέλλομεν δὲ ἅμα καὶ παρα-
καλοῦμεν καὶ πολλοὺς καὶ τῶν μακρὰν ἐπισκόπων ἐπὶ τὴν θεραπείαν τῆς
θανατηφόρου διδασκαλίας, ὥσπερ καὶ Διονύσιον τὸν ἐπὶ τῆς
Ἀλεξανδρείας
καὶ Φιρμιλιανὸν τὸν ἀπὸ τῆς Καππαδοκῶν τοὺς μακαρίτας, ὧν ὁ μὲν καὶ
ἐπέστειλεν εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τὸν ἡγεμόνα τῆς πλάνης οὐδὲ
προσρήσεως
ἀξιώσας οὐδὲ πρὸς πρόσωπον γράψας αὐτῷ, ἀλλὰ τῇ παροικίᾳ πάσῃ, ἧς
καὶ τὸ ἀντίγραφον ὑπετάξαμεν. ὁ δὲ Φιρμιλιανὸς καὶ δὶς ἀφικόμενος
κατέγνω μὲν τῶν ὑπ' ἐκείνου καινοτομουμένων, ὡς ἴσμεν καὶ μαρτυροῦ-
μεν οἱ παραγενόμενοι καὶ ἄλλοι πολλοὶ συνίσασιν, ἐπαγγειλαμένου δὲ
316

με-
ταθήσεσθαι, πιστεύσας καὶ ἐλπίσας ἄνευ τινὸς περὶ τὸν λόγον λοιδορίας
τὸ πρᾶγμα εἰς δέον καταστήσασθαι ἀνεβάλλετο, παρακρουσθεὶς ὑπὸ τοῦ
καὶ τὸν θεὸν τὸν ἑαυτοῦ καὶ κύριον ἀρνουμένου καὶ τὴν πίστιν ἣν καὶ
αὐτὸς

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae


annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 46, l. 14

ἐπισκότωσιν λέγειν ἐμάθομεν. οὐδὲ γὰρ τὸ ἡλιακὸν ἐκλείψει


ποτὲ φῶς· ἀλλ' ὑποτρέχοντος ἐν τῷ τῆς συνόδου καιρῷ τοῦ
σώματος τοῦ σεληναίου οἷα περιγειοτέρου τυγχάνοντος, καὶ
οὕτω ταῖς ἡλιακαῖς ἀκτῖσιν ἐπιπροσθοῦντος, ὁ ὑπὲρ κεφαλῆς
ἡμῶν ἀὴρ ζόφῳ τηνικαῦτα καθυποβάλλεται, ἅτε δὴ μὴ βαλ-
λομένων αὐτῶν κάτωθεν καὶ φωτιζουσῶν τὸ περίγειον.
Εἰ δὲ καὶ τοῦτο ζητεῖς μετὰ τῶν ἄλλων μαθεῖν, πῶς ἡ
σελήνη μόνη καὶ τίνι τρόπῳ μὴ σχοῦσα φῶς ἀρχῆθεν ἴδιον
ἐξ ἡλίου τοῦτο δανείζεται, εἰδέναι ὀφείλεις ὡς οὐκ ἀπορῶν
ἑτέρου φωτὸς ὁ δημιουργὸς καὶ κτίστης πντων θεὸς τὴν καινοτομίαν
ταύτην εἰσήνεγκεν, ἀλλ' ἵνα ῥυθμὸς καὶ τάξις ἐντεθῇ τῇ κτίσει, κατά γε
τὸν Δαμασκηνὸν Ἰωάννην, ἄρχον-τος καὶ ἀρχομένου, καὶ ἵνα
παιδευθῶμεν ἐκ τούτου καὶ ἡμεῖς
κοινωνεῖν ἀλλήλοις καὶ μεταδιδόναι, ἀνακρίνειν τε τῶν γινο-
μένων μηδέν, ἀλλ' ἐπὶ πᾶσι καλῶς ὑποτάσσεσθαι.
Πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἕτερον ἡμῖν ὑπεμφαίνει παράδοξον
ἡ σελήνη ἐκλείπουσα, ὡς ὁ θειότατός φησιν Ἀναστάσιος·

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales P. 143, l. 7

λέγεται. καὶ ἐπειδὴ προῄδει ὁ θεὸς ὅτι ἀπὸ ἑνὸς ἀνθρώπου


ἀνθρωπίνων σωμάτων πληροῦται τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα,
εἷς λύχνος ἐξάπτει τοσαύτας λαμπάδας, διὰ τοῦτο τὸ τοιοῦ-
τον ζῶον ἐκάλεσεν ἄνθρωπον, τουτέστι πῦρ. τῶν γὰρ ἄλλων
στοιχείων ἕκαστον ὡς ἔστι μένει. οἷον ἐὰν λάβῃς βῶλον τῆς
γῆς, ὡς ἔστι μένει. ὕδωρ ἐὰν λάβῃς μέτρῳ τινί, τὸ αὐτὸ
μένει ὕδωρ καὶ προσθήκην οὐ λαμβάνει. ἀέρος ἐὰν πληρώσῃς
ἀσκόν, ἄλλον ἀσκὸν ἐξ ἐκείνου πληρῶσαι οὐ δύνασαι. τὸ δὲ
πῦρ, ὡς ἔστιν, οὐ μένει, ἀλλ' ὅσην ἐὰν λάβῃς ὕλην, πλεο-
νάζει τὸ πῦρ. καὶ λύχνους δὲ πολλοὺς ἐὰν ἐξ ἑνὸς λύχνου
ἅψῃς, οὐ καινοτομήσεις αὐτόν. προσφόρως οὖν αὐτὸν ἐκά-
317

λεσεν ἄνθρωπον. κατὰ τοῦτο δὲ καὶ τῷ τοῦ Ἀδὰμ ὀνόματι


προσηγόρευσεν αὐτόν. ἐπειδὴ γὰρ ἤμελλεν τὰ τέσσαρα κλί-
ματα ἐξ αὐτοῦ πληροῦσθαι, τὸ τοιοῦτον αὐτῷ προσεπιτίθη-
σιν ὄνομα. καὶ ὅρα τὰ τοῦ τοιούτου ὀνόματος γράμματα.
τὰ τέσσαρα γὰρ ὑπεμφαίνουσι κλίματα· ἄλφα ἀνατολή, δέλ-
τα δύσις, ἄλφα ἄρκτος, μῦ μεσημβρία. καλῶς οὖν τὸ τοι-
οῦτον ζῶον καὶ Ἀδὰμ καὶ ἄνθρωπον προσηγόρευσεν· ἐξ αὐ-
τοῦ γάρ, ὡς προείρηται, τὰ τέσσαρα πεπλήρωται κλίματα.
λέγει γὰρ ἡ γραφή “καὶ ἐφύτευσεν ὁ θεὸς παράδεισον ἐν
Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολάς.”

Leo Diaconus Hist., Historia (3069: 001)“Leonis diaconi Caloënsis


historiae libri decem”, Ed. Hase, K.B.Bonn: Weber, 1828; Corpus
scriptorum historiae Byzantinae.P. 4, l. 10

λουσα πράξεις, καὶ ὅσας ἡ φορὰ τοῦ χρόνου καὶ τῶν πραγμά-
των κυλίνδειν εἴωθεν, ἡ προαίρεσις δὲ μάλιστα τῶν κεχρημένων
τοῖς πράγμασι, τὰς μὲν ἀσπάζεσθαι καὶ ζηλοῦν τοῖς ἀνθρώποις
νομοθετεῖ, τὰς δὲ ἀποδιοπομπεῖσθαι καὶ ἀποτρέπεσθαι· ὡς μὴ
λάθωσιν ἀβουλήτως τὰ μὲν ὀνησιφόρα καὶ λῴονα προηκάμενοι,
τοῖς δὲ ἀπευκταίοις καὶ βλαβεροῖς ἑαυτοὺς περιπείραντες. ἐπεὶ
οὖν λυσιτελὲς ἡ ἱστορία μετὰ τῶν ἄλλων βιωφελῶν χρῆμα τελεῖν
ὡμολόγηται, ἅτε τὰ θνητὰ ἀναβιώσκειν ἢ ἀνηβάσκειν παρεχο-
μένη, καὶ μὴ ἐῶσα τοῖς τῆς λήθης βυθοῖς παρασύρεσθαί τε καὶ
συγκαλύπτεσθαι· διὰ ταῦτα, πολλῶν ἐν τῷ κατ' ἐμὲ χρόνῳ πρα-
γμάτων ἐξαισίων καὶ ἀλλοκότων καινοτομηθέντων, καὶ φοβερῶν
κατ' οὐρανὸν δειμάτων ἐπιφανέντων, καὶ σεισμῶν ἀπίστων κινη-
θέντων, σκηπτῶν τε κατενεχθέντων, καὶ ὑετῶν λάβρων καταῤ-
ῥαγέντων, πολέμων τε συῤῥαγέντων, καὶ στρατευμάτων πολλα-
χοῦ τῆς οἰκουμένης ἐπιδραμόντων, καὶ πόλεων καὶ χώρων με-
ταναστάντων, ὡς πολλοῖς δοκεῖν, ἀλλοίωσιν ἄρτι τὸν βίον λα-
βεῖν, καὶ τὴν προσδοκωμένην δευτέραν κατάβασιν τοῦ Σωτῆρος
καὶ Θεοῦ ἐπὶ θύραις ἐγγίζειν

Leo Diaconus Hist., Historia P. 64, l. 11

γέγονε Βυζαντίου πρὸς τὸν αὐτοκράτορα. ταύτῃ παρείπετο καὶ


τὸ τοῦ συναίμου αὐτοῦ Λέοντος καὶ Κουροπαλάτου πλημμελές·
ὅστις τὸν ἀνδρώδη καὶ στρατιωτικὸν αὐτοῦ βίον παρωσάμενος
πρὸς τὸν ἀστικὸν καὶ φιλοκερδῆ μετετάξατο, ἥττων τε χρημάτων
καὶ λημμάτων γενόμενος, σιτοδείαν εἰργάσατο καὶ σπάνιν τῶν ἀ-
318

ναγκαίων ἀφιλάνθρωπον. ὀλίγου γὰρ τὸν σῖτον ὠνούμενος ἀπεδί-


δου πολλοῦ. καὶ ψιθυρισμὸς ἀνὰ τὸ ἄστυ ἐχώρει, καταβοώντων
τῶν ἀστικῶν, εἰ τὰς τοῦ κοινοῦ συμφορὰς ἴδια κέρδη ποιήσειεν τῶν
αὐταδέλφων ἡ ξυνωρὶς, ἐς τὴν κερδαίνουσαν συνωθοῦσα πήραν
τὰ τῶν πολλῶν. καὶ γὰρ δὴ καὶ ὁ βασιλεὺς φόρους τοὺς μήπω
ἐπινοηθέντας ἀπαραιτήτως ἐκαινοτόμει, ἐς τὸ στρατιωτικὸν λέγων
χρημάτων ὅτι δεῖσθαι συχνῶν, καὶ τούτοις κατέτρυχε τὸ ὑπήκοον.
λέγεται δὲ, εἴτε πρὸς τῶν τὰ μετέωρα περισκοπούντων τινὸς, εἴτε
καὶ τῶν μονάδα βίον ἐπανῃρημένων καὶ ἄζυγα, διενωτισθῆναι τὸν
αὐτοκράτορα, ὡς παρὰ τὴν βασίλειον ἑστίαν ἐκπλήσει τὸν βίον,
ἀναιρεθεὶς παρὰ τῶν ὁμοεθνῶν. περιδεὴς οὖν τῷ χρησμῷ γεγο-
νὼς, περίβολον ἐκ τοῦ θατέρου μέρους τοῦ πρὸς θάλατταν ἐπι-
κλινοῦς τῶν ἀνακτόρων τειχίζειν ἀρξάμενος, κατὰ θάτερον πρὸς
θάλατταν συνεπέρανε, καὶ τεῖχος τὸ νῦν ὁρώμενον ὑψηλόν τε
καὶ ὀχυρὸν ἐδομήσατο, καὶ τὴν βασίλειον ἑστίαν, ὡς ὑπετόπα-
ζεν, ἠσφαλίσατο.

Leo Diaconus Hist., Historia P. 94, l. 6

ἐπίκλησιν Τζιμισκῆς, ὑποζώννυται. ἤδη δὲ τετάρτης φυλακῆς


τῆς νυκτὸς ἀρχομένης, ἑβδόμης ἡμέρας διαφανούσης, ἑνδεκά-
της τελούσης τοῦ Δεκεμβρίου μηνὸς, κατὰ τὴν τρισκαιδεκάτην
ἴνδικτον τοῦ ἑξακισχιλιοστοῦ τετρακοσιοστοῦ ἑβδομηκοστοῦ ὀγδόου
ἔτους, λογάδων ἀνδρῶν στίφος, διὰ τῶν ἀγυιῶν τοῦ ἄστεος διερ-
χόμενον, αὐτοκράτορα Ῥωμαίων τὸν Ἰωάννην σὺν τοῖς τοῦ ἤδη
βασιλεύσαντος Ῥωμανοῦ παισὶν ἀνηγόρευον· οἷς ἐκ διαστήματος
ἐφείπετο Βασίλειος ὁ Νόθος, Ῥωμανοῦ τοῦ πάλαι αὐτοκράτορος
ἐκ Σκυθίδος υἱὸς, τῷ τοῦ προέδρου ἐκδιαπρέπων ἀξιώματι. Νι-
κηφόρος δὲ, μόνος τῶν λοιπῶν σεβαστῶν, ἐς γέρας τῷ ἀνδρὶ
ταύτην ἐκαινοτόμησε τὴν τιμήν· ὅσπερ, εἰ καὶ ἐκτομίας ἐτύγχα-
νεν, ἀλλὰ τὴν ἄλλως δραστήριός τε καὶ ἀγχίνους ὑπῆρχεν ἀνὴρ,
εὐφυῶς τοῖς πράγμασιν ἐν περιστάσεσιν ἁρμοττόμενος. συνωμό-
της δὲ ὢν Ἰωάννῃ, καὶ λίαν ἐκτόπως αὐτῷ φιλικῶς διακείμενος,
ἐσκήπτετο πρότερον νοσεῖν, κἄπειτα πονήρως εἶχε, καὶ κλινο-
πετὴς ἦν. νύχιον οὖν τὴν τοῦ Νικηφόρου μεμαθηκὼς ἀναίρεσιν,
τῷ προειληφότι στίφει μετὰ σπείρας γενναίων νεανίσκων ἐπισπό-
μενος, σεβαστὸν βασιλέα Ῥωμαίων τὸν Ἰωάννην ἀνεκήρυττεν·
εἰς τὰ βασίλειά τε αὖθις ἀνῄει, καὶ περὶ τῶν κοινῶν Ἰωάννῃ συν-
έπραττε, τὴν τοῦ παρακοιμωμένου πρὸς ἐκείνου τιμὴν εἰληφώς.
περὶ τῶν ξυνοισόντων οὖν αὑτοῖς βουλευσάμενοι,
319

Leo Diaconus Hist., Historia P. 113, l. 6

τερισμὸν ἀσυμφανῶς ἀποκλίνας, ἐξ Ἀμασείας, καθ' ἣν περιώ-


ριστο, φυγαδείᾳ ἐχρήσατο, Θεοδώρου Βάρδα τε καὶ Νικηφό-
ρου, τῶν Πατρικίων καὶ αὐταδέλφων, ἐς τοῦτο συναραμένων
αὐτῷ· οἳ ἐκ τῆς ἐνεγκαμένης αὐτοὺς Παρσακούτης ἐπίκλησιν εἰ-
λήφεσαν Παρσακουτηνοὶ, ἐξάδελφοι τῷ Δουκὶ Βάρδᾳ τυγχάνον-
τες. τῆς οὖν Ἀμασείας ἀωρὶ τῶν νυκτῶν λαθρηδὸν ὁ Δοὺξ ἀπο-
δρὰς, διὰ τῶν προετοιμασθέντων ἀμοιβαίων ἵππων ἐς τὴν τῆς
Καππαδοκίας ἀφῖκτο Καισάρειαν. ἐνταῦθα δὴ ἐπὶ εὐαριθμήτοις
ἡμέραις ἐναυλισάμενος, πλῆθος ἀπονενοημένων ἀνδρῶν ἐπ' ἀπο-
στασίαν ῥεπόντων συνειλόχει, τῶν ἐκ γένους αὐτῷ καὶ συνήθων
μάλιστα συνεισρεόντων ὁσημέραι. καὶ γὰρ ταῖς καινοτομίαις ἐκ-
τόπως οἱ ἄνθρωποι χαίρειν εἰώθεσαν, δόξης ὀνειροπολουμένης
ἐλπίσι, τιμαῖς τε ἀξιωμάτων, καὶ χρημάτων διανομαῖς ὑπαγό-
μενοι. συνεκρότουν δὲ τὴν ἀποστασίαν, συναγηοχότες πάσῃ
σπουδῇ τὰ στρατεύματα, οἵ τε ῥηθέντες Παρσακουτηνοὶ, καὶ
Συμεὼν, ὃς γεωργὸς ἀμπέλων καθεστηκὼς, ἐκ τῆς ἐργασίας αὐ-
τῆς τὸ ἐπώνυμον εἴληφεν, Ἀμπελᾶς κατονομασθείς· ἀνὴρ ἐξ
ἀσήμων μὲν φὺς καὶ τῶν ἀγενῶν, ἀνδρείᾳ δὲ καὶ χειρῶν ἰσχύϊ
μηδενὶ εἴκων τῶν ἐπ' ἀλκῇ καὶ ῥώμῃ μεγαλαυχουμένων ἀνδρῶν.
ἐπεὶ δὲ ἱκανὸν ὁ Βάρδας περὶ αὑτὸν ἑώρα στίφος συνεῤῥυηκὸς,
ὡς οἷόν τε εἶναι καὶ εἰς συνασπισμὸν ἀῤῥαγῆ παρατάττεσθαι,

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum “Constantini


Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber,
1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.L. 2397

αἵμασιν ἀποπλύνει δὲ φεῦ τὸ λουτρὸν τὸ θεῖον,


ὅπλα κινεῖ καὶ πόλεμον κατὰ τοῦ σεσωκότος,
καὶ περιτίθησιν αὐτῷ τὴν αὐτοκρατορίαν.
ὅπερ μαθὼν Κωνστάντιος, καὶ τῷ θυμῷ καχλάσας,
νόσῳ πιέζεται δεινῇ, καὶ μετ' ὀλίγον θνήσκει,
κατάρξας τὸ βασίλειον εἴκοσι κράτος ἔτη,
ταῦτα τὰ τρία πονηρὰ τὰ παρ' αὐτοῦ πραχθέντα
ἀνακλαιόμενος πικρῶς καὶ φέρων ἐπὶ γλώττης,
τοῦ Γάλλου τὴν ἀναίρεσιν ἀδίκως γεγονυῖαν,
πίστεως τὴν παρατροπὴν καὶ τὴν καινοτομίαν,
καὶ τὴν ἀνάρρησιν αὐτοῦ τοῦ θεομισεστάτου.
Ἀλλὰ γὰρ οὐκ ἐνύσταξεν ἐπὶ μακρὸν ἡ δίκη,
οὐδ' ὁ παντόπτης ὀφθαλμὸς ἐκάμμυσεν εἰς πλέον,
ἀλλ' ἤγειρε τὸ βλέφαρον, εἶδε τὸν ἀποστάτην,
320

κατεῖδε τοὺς ἐναγισμοὺς καὶ τὰς ζωοσφαγίας,


τοὺς τῶν αἱμάτων ποταμούς, τὰς ἀνθρωποκτονίας,
καὶ πᾶν αἰσχρὸν καὶ μυσαρὸν καὶ πλῆρες δυσσεβείας
τὸ παρ' αὐτοῦ τελούμενον, καὶ μυσαχθεὶς τὴν λύσσαν
τοῖς Πέρσαις παραδέδωκεν ὡς λέουσιν ἀγρίοις
τὸν χοῖρον τὸν πηλόφυρτον πικρῶς διασπαράξαι.

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


L. 2920

τὸν ἀδελφὸν τῆς γαμετῆς Βερίνης Βασιλίσκον.


ἡ στολαρχία τοιγαροῦν ἐφόβει καὶ τοὺς πόρρω,
ἐκάλυπτε τὴν θάλασσαν τοῖς λαίφεσι τῶν πλοίων,
ἐστενοχώρει τὴν ὑγρὰν σκάφεσιν ἁλιπλόοις.
ἦσαν τοξόται, πελτασταί, ναυμάχοι, πεζομάχοι,
ὑπὲρ τὴν ἄμμον εἰς πληθύν, τὸ θράσος ὑπὲρ θῆρα.
ἀλλὰ τυραννικώτατον τὸ σθένος τοῦ χρυσίου,
ἀλλὰ δυναμικώτερον μυρίων στρατευμάτων.
τοῦτο καὶ πόλιν εὔπυργον ἐκ βάθρων ἀνασκάπτει,
τοῦτο καὶ δόμους ὄλλυσι, τοῦτο κἀν τοῖς πολέμοις
ὅλων ἐθνῶν ἀφανισμὸν καινοτομεῖν ἰσχύει,
καὶ πάντα δύναται κυκᾶν καὶ στρέφειν καὶ συγχέειν.
ἄφυκτόν ἐστι βέλεμνον, βάλλει κατὰ καρδίας,
καὶ χειροδέσμη δύσλυτος, ἄρρηκτος ποδακάκη.
δύναται γλῶσσαν ἄφωνον τιθέναι λαλιστάτην
καὶ στόμα τὸ περίτρανον εἰς ἀφωνίαν τρέπειν.
τούτῳ συμμάχῳ χρώμενος Γιζέριχος ὁ Λίβυς
τὸν τηλικοῦτον ἴσχυσε καταποντῶσαι στόλον.
ὁ Βασιλίσκος γὰρ πολλῷ φαρμακευθεὶς χρυσίῳ
ἔβλεψε πρῶτος εἰς φυγὴν κατὰ τὰς ὑποσχέσεις,
κἀντεῦθεν ἀνετράπησαν τὰ πράγματα Ῥωμαίοις,

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum


L. 4280

τούτῳ συνῆσαν ἕτεροι καὶ συνδιῆγον ἄνδρες,


καθάπερ ὑποστράτηγοι γενναίῳ στρατηγέτῃ,
ἀστέρες ἀντικρὺς φαιδροὶ καὶ τῆς νυκτὸς δᾳδοῦχοι.
ἐπλήρουν δὲ τὸν ἀριθμὸν τοῦ ζῳοφόρου κύκλου.
ἄμισθοι δ' ἦσαν παιδευταὶ τοῖς ἐρασταῖς τοῦ λόγου·
ἀφῄρουν γὰρ τὸ κάλυμμα τῆς σκοτεινολογίας,
321

ὁπόση τῆς Ἑλληνικῆς τερθρείας καὶ σαπρίας,


ὁπόση τε τῆς καθ' ἡμᾶς ἱεροπρεπεστάτης.
αὐτὸς δ' ἐν πᾶσιν ἔστιλβεν ἥλιος ὥσπερ γίγας.
τοσοῦτον δ' ἦν τὸ περιὸν τῆς ἀρετῆς ἐκείνοις
ὡς μηδ' αὐτοῖς τοῖς ἄναξι καινοτομεῖν ἐξεῖναι
ἢ πράττειν τι καινοπρεπὲς καὶ πέρα τοῦ συνήθους,
ἂν μὴ μετέσχον τῆς βουλῆς ἐκεῖνοι καὶ τῆς γνώμης.
τοιούτους οὖν σεμνοπρεπεῖς ὄντας καὶ σεμνοβίους
καὶ χύσει πελαγίζοντας παντοδαπῶν χαρίτων
ἐντὸς ἀρκύων συλλαβεῖν ὁ βασιλεὺς ἐδίψα,
καὶ σχεῖν κἀκείνους κοινωνοὺς τῆς λύσσης τῆς δυσθέου.
ὡς δὲ κινήσας μηχανὰς ἁπάσας ἀπεκρούσθη
(οὐ γὰρ φοβῶν οὐκ ἀπειλῶν ἴσχυσε τούτους πεῖσαι,
καὶ τῷ χρυσῷ χρησάμενος, συμμάχῳ δυσμαχήτῳ,
ἔγνω διώκων ἀετὸν ἢ βάλλων εἰς ἀστέρας),

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. (3079: 001)


“Michaelis Attaliotae historia”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1853; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
P. 120, l. 2

καιρῷ διαταξάμενος πρόσφορα. ἐπ' αὐτοῦ τοίνυν τοῦ βασι-


λέως ἤρξαντο Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀντοφθαλμίζειν καὶ πρὸς
γενναιότερον ἀναφέρειν λόγον καὶ συνίστασθαι πρὸς ἀντίθε-
σιν, ἐπεὶ τάγε κατὰ τοὺς προβεβασιλευκότας, ἐξ οὗπερ ὁ Μο-
νομάχος καὶ οἱ καθεξῆς ἐπεκράτησαν, πλὴν ἐπιδείξεως μόνης
καὶ πλήθους συναγωγῆς οὐδενὶ καρτερὰν πρὸς μάχην συνέρ-
ραξαν· ὡς εἶναι δῆλον ὅτι τοῦ ἡγεμόνος ὡς ἐπίπαν ἐστὶ τὸ
κατορθούμενον ἐν ὅλοις τοῖς πράγμασιν.
Ἐπεὶ δὲ ἡ Ἀντιόχεια προκατείργαστο ταῖς ἐπιδρομαῖς
καὶ σίτου σπάνιν ἐκέκτητο, δείσας ὁ βασιλεὺς μὴ παραγενό-
μενος ἐκεῖσε καινοτομήσῃ τῇ πόλει τὰς ἰδίας τροφάς, καταφρο-
νήσας ἐπὶ συμφέροντι ταύτης τῆς ἰδίας τρυφῆς, διὰ τόπων ἐλά-
σας ἐρήμων ὑπερέβη τοὺς αὐλῶνας ἐκείνους καὶ τὰς κλεισού-
ρας δι' ὧν ἡ Κοίλη Συρία τῆς Κιλικίας χωρίζεται. καὶ κα-
τελθὼν ἐπιπόνως εἰς πόλιν τῆς Κιλικίας λεγομένην Ἀλέξαν-
δρον (μεγίστη γὰρ ἔκθλιψις ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις τῷ στρα-
τοπέδῳ γέγονε διὰ τὸ στενόπορον καὶ τὸ ἀπότομον τῶν πε-
τρῶν καὶ τὸ συνεχὲς τῶν κρημνῶν), ἐκεῖσε τὴν παρεμβολὴν
καὶ τὸν χάρακα πήγνυσι. καὶ οὕτω διελθὼν τὴν χώραν ἐκεί-
νην, καὶ τὸν Ταῦρον τὸ ὄρος πανστρατιᾷ ὑπερβάς, εἰσβάλλει
322

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. P. 132, l. 6

βασιλέως ἀπαναχώρησιν. εἶχον μὲν οὖν ἐλπίδες ἅπαντας


στρατηγίας μεγίστης καὶ λαφυραγωγίας ἐκ τῆς τῶν εἰρημένων
κάστρων ἁλώσεώς τε καὶ παραστάσεως· ἡ δ' ἐλαύνουσα τὰ
Ῥωμαίων εἰς τὴν κατόπιν ἀκληρία οὐκ εἴα πέρας ἐπιτεθῆναι
συνετοῦ διατάγματος. ὡς γὰρ ὁ βασιλεὺς εὐθὺς τῆς Ῥωμα-
νοπόλεως ἐλαύνων ἐφαίνετο, ἐξ ἧς ἡ πρὸς τὸ Χλίατ κάθοδος
διὰ στενωπῶν ἐπιγίνεται, μεταστρέψας τὴν γνώμην καὶ τὰς
σημαίας ἐν ἀριστερᾷ ποιησάμενος, περιπλανώμενον ἀφῆκε τὸ
στρατόπεδον, τὴν ὡρισμένην ἀταρπὸν ἐν δεξιᾷ προερχόμενον,
ἕως φήμη καταλαβοῦσα μετήγαγεν αὐτὸ πρὸς τὴν καινοτο-
μηθεῖσαν τῷ βασιλεῖ. κατελθόντες οὖν ἀποτόμους τινὰς καὶ
κρημνώδεις ὁδούς, ἐν βαθεῖ τόπῳ τὸν βασιλέα κατασκηνώ-
σαντα εὕρομεν ἐκεῖσε, τὴν πρώτην βουλὴν ἐπὶ κακῷ τῶν Ῥω-
μαίων ἀκλεῶς ἀνανεωσάμενον. διελὼν γὰρ διχῇ τὸν στρα-
τόν, παρέδωκε τὸ ἰσχυρότερον μέρος τῷ Φιλαρέτῳ, ἀνδρὶ
στρατιωτικὴν μὲν αὐχοῦντι περιοπήν, αἰσχροῦ δὲ βίου καὶ
διαβεβλημένου τυγχάνοντι, καὶ τῷ ἔθνει μαχεσαμένῳ μὲν
διαφόρως, ἐν δὲ τοῖς μεγίστοις καταπολεμηθέντι καὶ κατα-
φρονηθέντι ὡς τὸ εἰκός, οὐ μὴν ἀπεχομένῳ τούτων, ἀλλ' ἐπι-
τρέχοντι τὴν ἡγεμονίαν διὰ φιλοκερδείας καὶ φιλοδοξίας
ὑπόθεσιν.

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. P. 202, l. 23

ἠρέσκετο, μετέβαινεν εἰς τὸ ἄλλο καὶ αὖθις εἰς ἕτερον, καὶ


ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν ἡ πρᾶσις ἐγίνετο· ἀλλ' εἰσερχόμενα τὰ
γεώργια ἐν τῇ τοῦ φούνδακος εἱρκτῇ σιτώνας εἶχον ἐνοίκους
τοῦ φούνδακος καὶ σιτοκαπήλους πολλούς, καὶ οὗτοι προαρ-
πάζοντες τὸν σῖτον ἐξωνοῦντο καὶ ἀπετίθουν, καὶ διηγωνίζοντο
κερδαίνειν ἐπὶ τῷ νομίσματι νομίσματα τρία. ἠγόραζε δὲ
ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν οὐδείς, οὔτε ναυτικὸς εἰσάγων αὐτὸν εἰς τὴν
βασιλεύουσαν οὔτε ἀστικὸς οὔτε ἄγροικος οὔτε ἄλλος οὐ-
δείς· ἀλλ' ἀπὸ τῶν σιτοκαπήλων τοῦ φούνδακος ἡ πρᾶσις
προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-
καζε τὴν πρᾶσιν διὰ τὸ καινοτομεῖσθαι πολυειδῶς ἐνδεεστέ-
ραν ποιεῖν. καὶ οὕτως τρεφομένου τοῦ φούνδακος εἰς ἀδι-
323

κίαν ἀπαραμύθητον ἐξέπιπτε τὰ τῆς προτέρας εὐθηνίας τῇ


πολιτείᾳ, καὶ περιέστη ἀπὸ δέκα καὶ ὀκτὼ μοδίων εἰς ἕνα μό-
διον τοῦ νομίσματος ἡ τοῦ σίτου πρᾶσις. ἐκομμερκεύοντο
γὰρ ἔκτοτε, φεῦ τῆς πλεονεξίας, οὐ μόνον αἱ πυροφόροι ἅμα-
ξαι, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ ὤνια, ὅσα πλησίον ἐκείνου παρώ-
δευον. ἀπείργοντο δὲ καὶ οἱ τῆς περιχώρου ἐκείνου καὶ οἱ

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. P. 203, l. 3

τοῦ φούνδακος καὶ σιτοκαπήλους πολλούς, καὶ οὗτοι προαρ-


πάζοντες τὸν σῖτον ἐξωνοῦντο καὶ ἀπετίθουν, καὶ διηγωνίζοντο
κερδαίνειν ἐπὶ τῷ νομίσματι νομίσματα τρία. ἠγόραζε δὲ
ἀπὸ τῶν ἁμαξῶν οὐδείς, οὔτε ναυτικὸς εἰσάγων αὐτὸν εἰς τὴν
βασιλεύουσαν οὔτε ἀστικὸς οὔτε ἄγροικος οὔτε ἄλλος οὐ-
δείς· ἀλλ' ἀπὸ τῶν σιτοκαπήλων τοῦ φούνδακος ἡ πρᾶσις
προέβαινεν, ὡς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο καὶ ὁ προκαθήμενος αὐτῶν
λυμεὼν φουνδακάριος, ὃς καινοτομῶν τοὺς τὸν σῖτον καταβι-
βάζοντας, καὶ σῖτον ἐκ τούτων κακῶς ἀφαιρούμενος, καὶ βα-
ρείας ἀπαιτήσεις ὑπὲρ τῶν τοπιατικῶν εἰσπραττόμενος, ἠνάγ-
καζε τὴν πρᾶσιν διὰ τὸ καινοτομεῖσθαι πολυειδῶς ἐνδεεστέ-
ραν ποιεῖν. καὶ οὕτως τρεφομένου τοῦ φούνδακος εἰς ἀδι-
κίαν ἀπαραμύθητον ἐξέπιπτε τὰ τῆς προτέρας εὐθηνίας τῇ
πολιτείᾳ, καὶ περιέστη ἀπὸ δέκα καὶ ὀκτὼ μοδίων εἰς ἕνα μό-
διον τοῦ νομίσματος ἡ τοῦ σίτου πρᾶσις. ἐκομμερκεύοντο
γὰρ ἔκτοτε, φεῦ τῆς πλεονεξίας, οὐ μόνον αἱ πυροφόροι ἅμα-
ξαι, ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ ὤνια, ὅσα πλησίον ἐκείνου παρώ-
δευον. ἀπείργοντο δὲ καὶ οἱ τῆς περιχώρου ἐκείνου καὶ οἱ
τῆς Ῥαιδεστοῦ ἔποικοι πωλεῖν τὰ ἴδια γεώργια ἐν ταῖς ἑστί-
αις αὐτῶν. ἀφῃροῦντο δὲ καὶ οἱ μέδιμνοι, καὶ μόνος ὁ φοῦν-
δαξ τῶν μεδίμνων ὑπῆρχε κύριος.

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. P. 298, l. 7

γηοχὼς καὶ ἀξιόμαχον δύναμιν (εἶχε γὰρ καὶ Ῥωμαίων πολ-


λῶν στρατιωτικόν, Βουλγάρων τε καὶ Ἀρβανιτῶν, καὶ οἰκεί-
ους ὑπασπιστὰς οὐκ ὀλίγους), ἄρας ἐκεῖθεν πρὸς τὴν Θεσσα-
λονίκην ἠπείγετο. ἤδη δὲ καὶ αὐτοῦ ταύτην καταλαμβάνον-
τος, φήμη προσήγγισε τούτῳ ὅπως ὁ Βοτανειάτης παρὰ πά-
σης τῆς συγκλήτου βουλῆς καὶ τῆς συνόδου καὶ τῶν δημοτι-
κῶν καὶ παρὰ πάντων ὁμοῦ αἱρεθεὶς βασιλεὺς αὐτοκράτωρ
324

ἀνηγορεύθη, καὶ ὅπως μάχῃ κρατερᾷ νενικηκὼς τὸν Βρυέννιον


τῶν ὀφθαλμῶν ἀπεστέρησεν, ὅπλα κεκινηκότα καὶ κατ' αὐτοῦ
ἀντάραντα καὶ τὰ δευτερεῖα μὴ ἀνασχόμενον σχεῖν. ὁ δὲ
διαταραχθεὶς πρὸς τὴν φήμην καὶ τὴν καινοτομίαν τοῦ πράγ-
ματος, γράμματα μὲν ἐξέπεμψε τῷ βασιλεῖ τοὺς τῆς δουλώ-
σεως θεσμοὺς ὑπεμφαίνοντα, ἔπραττε δ' ἐν τῷ λεληθότι τὰ
τῆς ἀνταρσίας ἐπίδηλα. τό τε γὰρ πλῆθος τοῦ καταλόγου
συνηθροισμένον εἶχε μεθ' ἑαυτοῦ, καὶ τοὺς Πατζινάκους εἰς
συμμαχίαν ἠρέθιζε διὰ μηνυμάτων καὶ δι' ἀντιγράφων. κε-
λευσθεὶς εἰσελθεῖν ἀπονοίᾳ τὴν πρὸς τὸν κρατοῦντα εἰσέλευ-
σιν μετεώριζεν. ὡς δ' ὁ βασιλεὺς ἔγνω τὴν τούτου προαί-
ρεσιν, μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι ἢ στηλιτεῦσαι τῆς
ἀνταρσίας τὸ βλάσφημον,

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Breviarium historicum de rebus


gestis post imperium Mauricii (e cod. Vat. gr. 977) (3086: 001)
“Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de
Boor, C.Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.P. 63, l. 27

πλείστους ἄγαν ἐκκομίζοντες. διὸ μηχανὰς ἔκ τινος περι-


νοίας κατεσκεύαζον, σεσαγμένοις τοῖς ἀχθοφόροις ζῴοις σανί-
δας ἐπιστρωννύντες καὶ ἐπὶ μέγα τι χωρίον ἀπευρύνοντες
τὸ μηχάνημα, οὕτω τε τὰ πλεῖστα τῶν πτωμάτων ἀκόσμως
καὶ ὡς ἂν ἔτυχεν ἐπετίθεσαν. ἤδη δὲ καὶ ἅμαξαι πρὸς τὴν
ἐκφορὰν τοῦ πλήθους τῶν νεκρῶν φορούμεναι ὑπηρέτουν,
τῶν ὑποζυγίων αὐτοῖς μὴ ἐπαρκεῖν ἔτι δυναμένων. ἐπιλε-
λοίπασι δὲ εἰς ἅπαξ καὶ οἱ τάφοι, ὥστε καὶ τὰς ἀνύδρους
τῶν δεξαμενῶν νεκρῶν ἐμπλησθῆναι σωμάτων. ἄρουραι δὲ
ἀνετέμνοντο καὶ ἀμπελῶνες διωρύσσοντο καὶ κῆποι διεσκά-
πτοντο πρὸς τὴν τῶν ἀπείρων σωμάτων ταφὴν καινοτομού-
μενοι. ἐξ ὧν συνέβαινε τοὺς πλείονας τῶν οἴκων κατα-
κλείστους πάμπαν γίνεσθαι. παρέτεινε δὲ τὰ τῆς θραύσεως
μέχρις ἐνιαυτοῦ, καὶ ἐξ ἐκείνου ἐνεδίδου τὰ πλεῖστα, καὶ
κατὰ μικρόν, ὥσπερ τὴν ἀρχὴν ηὔξανεν, οὕτω δὴ καὶ ἐλώ-
φησεν ἡ φθορά. ταῦτα ἐκρίνετο τοῖς ὀρθὰ φρονεῖν εἰδόσιν
ἐκ θείας ἐπισκήπτειν ὀργῆς, ἡνίκα ὁ τότε ἀθέως καὶ δυς-
σεβῶς κρατῶν, καὶ ὅσοι αὐτῷ συνῄνουν τῷ ἀθέσμῳ φρονή-
ματι, τὰς χεῖρας ἐπαφεῖναι κατὰ τῶν ἁγίων ἀπεικονισμάτων
εἰς ὕβριν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τετολμήκασιν.

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae
325

Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni


815”, Ed. Featherstone, J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus
Christianorum, Series Graeca 33.Ch. 6, l. 29

οἱ τῶν ἀληθῶν καθάπαξ ἀποπεπτωκότες, καὶ τῷ ψεύδει τὸν


νοῦν καὶ τὴν γλῶσσαν ὑποθέμενοι, ἐκ τῶν φανερῶς ἐψευ-
σμένων ὑπαρχόντων τὸν λόγον τῆς προκειμένης αὐτοῖς μα-
ταιότητος ἐξυφαίνειν κατάρχονται, ἵνα ὧν ἡ ἀρχὴ ἀδόκι-
μος, ὃ δὴ λέγεται, καὶ τὸ πᾶν εἴη ἀπόβλητον. τοῖς γὰρ ἐν
μνήμῃ τῶν πολλῶν εἰσέτι καὶ νῦν κειμένοις καὶ παρὰ πᾶσι τὸ
ὁμόλογον διασῴζουσι καὶ ἐπὶ στόματος κατ' οἴκους καὶ ἀγορὰς
ᾀδομένοις ἢ ἀγνοοῦντες ἢ ἀναισχυντοῦντες αὐθαδῶς ἀντιφέ-
ρονται· οὐδὲ γὰρ ἔτι τοῦ Λέοντος κατὰ τὸν τῇδε περιόντος
βίον τὸ ἀνόσιον ἐκεῖνο ἤθροιστο συνέδριον· ἐκεῖνος γὰρ τῆς
καινοτομίας ταύτης κατάρξας καὶ τοὺς θεμελίους τῆς ἀποστα-
σίας προκαταβαλόμενος καὶ τὰ βάθρα τῆς ἀσεβείας πηξάμενος
πρῶτος καθυβρίζει τὰ ἅγια, καὶ τὸν ἐπιθέντα χεῖρας αὐτῷ καὶ
χρίσαντα ἱεράρχην τὸν ἱερώτατόν τε καὶ ὁσιώτατον, τοῦ
θρόνου τοῦ ἱερατικοῦ μετὰ πολλῆς καθεῖλε τῆς ἀδοξίας καὶ
ὕβρεως, οὔτε θεὸν δεδοικὼς οὔτε τὴν χρίσασαν χεῖρα αἰδε-
σθεὶς ὁ ἐξάγιστος· ἕτερον δὲ τῷ μιαρῷ θελήματι αὐτοῦ καὶ
δόγματι ἀντενθρονίζει ἑπόμενον, καί τινας ἐπιβιοὺς χρόνους,
πικρῶς τὴν ζωὴν ἀπορρήγνυσιν. ἀνίστησι δὲ δυσσεβέστερόν
τε καὶ ἀθεώτερον τὴν θεομάχον οἰκοδομίαν ὁ τὴν ἐξουσίαν
παροράσει θεοῦ μετὰ τῆς ἀπιστίας εὐθὺς μετ' ἐκεῖνον

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 6, l. 55

γε πολλὴν μὲν ὕβριν ὅσην τῆς θείας καὶ παναλκοῦς δεξιᾶς


κατέχεαν, πλεῖστα δὲ τῆς δόξης Χριστοῦ καθυλακτοῦντες ἐκε-
νολόγησαν, πολλὴν δὲ ἀδικίαν κατὰ τῆς σωτηρίου Χριστοῦ
ἐπιφανείας ἐλάλησάν τε καὶ ἐμελέτησαν· ἀθέως γὰρ ἐδογμάτι-
σαν εἰδώλοις τὴν δι' αὐτῆς ἐξ εἰδώλων λελυτρωμένην τοῦ θεοῦ
ἐκκλησίαν προσκεκυνηκέναι, καὶ τοῦτο αὐτοῖς τῆς βλασφημίας
τὸ προοίμιον· ὅπερ μετ' ἐγκωμίων οἱ νεόλεκτοι τούτων φοιτη-
ταὶ ὡς ἄσμενοι ὑπεδέξαντο· τοῦτο δὴ καὶ σύνοδον καλεῖν
τετολμήκασιν. σύνοδον δὲ ὁποίαν κλητέον ἀκουέτωσαν· τὴν
μαινάδα, τὴν σοβάδα, τὴν αὐθάδη, τὴν πάντολμον, τὴν νεωτε-
ροποιόν, τὴν καινοτόμον, τὴν ὑβρίστριαν, τὴν τῆς βλασφημίας
μητέρα, τὴν ἀποστατικὴν φάλαγγα, τὸν μανικὸν ὅμιλον, τὸ
Καϊαφαϊκὸν συνέδριον, τὸ λῃστρικὸν σύστρεμμα, τὸν λόχον
τὸν ψυχοφθόρον, τὸ θήρατρον τῶν λογικῶν ζῴων, τὸ Σατανι-
326

κὸν ἔνεδρον, τοῦ πονηροῦ τὸ ὅπλον, τὸ τῆς εὐσεβείας πολέμιον,


τὸ ἄνομον βουλευτήριον, τῶν λοιμῶν τὴν καθέδραν, τὸ Φαρι-
σαϊκὸν σύστημα, τὸ Ἰουδαϊκὸν σύνταγμα, τὸν ἀγυρτικὸν σύλ-
λογον, τὸ ὀχλαγωγὸν ἄθροισμα, τὸ ταραχοποιὸν ἄγυρμα, τὸν
ἐσμὸν τῶν κακῶν καὶ τῆς Χριστιανῶν θεοσεβείας ἀντίπαλον,
τὸ πάσης παρανομίας ἐπίμεστον καὶ πάσης κακίας καταγώ-
γιον. τίς ἂν λόγος ἐφίκοιτο; τίς ἱκανὸς ἀπαριθμήσασθαι

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 6, l. 67

Καϊαφαϊκὸν συνέδριον, τὸ λῃστρικὸν σύστρεμμα, τὸν λόχον


τὸν ψυχοφθόρον, τὸ θήρατρον τῶν λογικῶν ζῴων, τὸ Σατανι-
κὸν ἔνεδρον, τοῦ πονηροῦ τὸ ὅπλον, τὸ τῆς εὐσεβείας πολέμιον,
τὸ ἄνομον βουλευτήριον, τῶν λοιμῶν τὴν καθέδραν, τὸ Φαρι-
σαϊκὸν σύστημα, τὸ Ἰουδαϊκὸν σύνταγμα, τὸν ἀγυρτικὸν σύλ-
λογον, τὸ ὀχλαγωγὸν ἄθροισμα, τὸ ταραχοποιὸν ἄγυρμα, τὸν
ἐσμὸν τῶν κακῶν καὶ τῆς Χριστιανῶν θεοσεβείας ἀντίπαλον,
τὸ πάσης παρανομίας ἐπίμεστον καὶ πάσης κακίας καταγώ-
γιον. τίς ἂν λόγος ἐφίκοιτο; τίς ἱκανὸς ἀπαριθμήσασθαι ὅσα καὶ
οἷα κατὰ τῆς εὐαγοῦς ἡμῶν θρησκείας ἐνεανιεύσαντο καὶ
ὁπόσην καινοτομίαν κατὰ τῆς ἐκκλησίας ἐπενόησαν, οἷα κατὰ
τῶν ἁγίων ἐτόλμησαν, πυρὶ παραδιδόντες τὰ ἱερὰ κειμήλια,
τοὺς θείους ναοὺς καὶ αὐτὰ δὴ τὰ θυσιαστήρια διορύσσοντες
καὶ πάντα τὸν ἐν αὐτοῖς ἱερὸν διάκοσμον καὶ τὴν πυκάζουσαν
ἔνθεν εὐπρέπειαν ἀκόσμως λίαν ἐξαφανίζοντες; τί τἄλλα
λέγειν; τὴν εἰργασμένην αὐτοῖς παροινίαν εἰς τὴν Χριστοῦ
οἰκονομίαν, δόξαν ἑαυτῶν ἥγηνται, ὥσπερ ἀδοξίαν τὴν
ἐπ' αὐτῇ τιμὴν καὶ τὸ κλέος· καὶ ὅσα κατὰ τῶν ἱερῶν κανόνων
καὶ θεσμῶν ἐνεωτέρισαν καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶσαν τὴν ἄνωθεν καὶ
πάλαι κατὰ τὴν ἐκκλησίαν ἐνθέως κεκρατηκυῖαν παράδοσιν καὶ
πάντα τὰ ἔθη καὶ νόμους, καθ' οὓς τὸ ἐξ ἀρχῆς Χριστιανοὶ

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 71, l. 8

κρινοῦντα καὶ ἀπαρτίζοντα. τοιοῦτος γὰρ τῶν συμβόλων ὁ


λόγος καὶ ἡ φύσις, διαμέσου τούτων ἐπὶ τὰ ὧν ἐστιν σύμβολα
τὸν νοῦν ἀπευθυνόντων καὶ προαγόντων ἀνίπτασθαι.
καὶ ταῦτα μὲν ἐπὶ τοσοῦτον· ἐκεῖνοι δὲ ἐπὶ τὸν κολο-
φῶνα τῆς ματαιότητος ἀφρόνως ἐξωρμημένοι ἐπάγουσι τοι-
327

αῦτα· ... τὴν δὲ εὐαγῆ σύνοδον τὴν συγκροτη-


θεῖσαν ἐν Βλαχέρναις ἐν τῷ ναῷ τῆς παναχράν-
του παρθένου ἐπὶ τῶν πάλαι εὐσεβῶν βασιλέων
Κωνσταντίνου καὶ Λέοντος ἀσπασίως ἀποδεχό-
μενοι ὡς ἐκ πατρικῶν δογμάτων ὀχυρωθεῖσαν,
ἀκαινοτόμητα τὰ ἐν αὐτῇ ἐμφερόμενα φυλάτ-
τοντες, ἀπροσκύνητόν τε καὶ ἄχρηστον τὴν
τῶν εἰκόνων ποίησιν ὁρίζομεν, εἴδωλα δὲ ταύ-
τας εἰπεῖν φεισάμενοι· ἔστιν γὰρ καὶ κακοῦ
πρὸς κακὸν ἡ διάκρισις ...
οἱ ταῦτα κενολογοῦντες σφηκῶν ἀγρίων δίκην περιβομ-
βοῦσιν ἡμῶν τὰ ὦτα καὶ ὄχλον ἀηδίας καὶ ἀκοσμίας ἡμῖν
ἐνεργάζονται· ληροῦσι γὰρ μακρὰ καὶ οὐκ οἶδα εἴ τις ἱκανὸς
ὃς τῆς τοσαύτης ἀναλγησίας καὶ ἀβουλίας τὸ μέγεθος ἀναμε-
τρήσαιτο. πῶς οὐ καταδύονται οἱ ἄφρονες κατονομάζειν σύνο-
δον, ἣ πόρρω καὶ μακρὰν πάσης ἐκκλησιαστικῆς θεσμοθεσίας

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 71, l. 41

σαν, τὰς δὲ εὐκλάδους καὶ ὑψικόμους πλατάνους καταλελοίπα-


σιν μνήμης αὐτὰς οὐκ ἀξιοῦντες τὸ σύνολον, αἳ δὴ ἔξω τειχῶν
τῆς βασιλίδος τεθήλασιν, ἔνθα μᾶλλον τὸ ὀχλαγωγὸν ἐκεῖνο
σύστημα συνηθροίζετο, κατὰ Χριστοῦ καὶ τῆς ἁγίας παρθένου
καὶ τῶν ἁγίων ἐξυφαῖνον τὴν παροινίαν. ὃ εἴ γε χρὴ σύνοδον
ὀνομάζειν, Πλατανῖτιν ἄν τις καλέσειεν, τῶν φυτῶν ἐκείνων
τὴν ἀκαρπίαν νοσήσασαν· καὶ γὰρ τὸ ἐκεῖσε συναγηγέρθαι
τοῦτο ἔοικεν παραινίττεσθαι, ὡς οὐδὲν ἕτερον ὅτι μὴ μόνον
εἰς κακίαν ἐπιδοῦσαν πολύχουν τε καὶ παμφορωτάτην καρπο-
φορῆσαι τὴν ἀσέβειαν. ἐξ ὁποίων δὲ πατρικῶν ὠχυρῶ-
σθαι δογμάτων καταλαζονεύεται, ἐξ ὧν τῇ καινοτομίᾳ
ταύτῃ ἐπέθετο, καταθρῆσαι ῥᾴδιον· πατέρας γὰρ τοὺς περὶ
Εὐσέβιον καὶ Ἐπιφανίδην παραπλασάμενοι προχειρίζονται
καὶ εἴ τινες ἄλλοι τῆς Ἀρειανικῆς ἀθεΐας, ταυτὸν δὲ εἰπεῖν τῆς
Βαλεντίνου καὶ Μαρκίωνος καὶ Μάνεντος δεισιδαιμονίας, οἵ γε
ὡς πορρωτάτω λίαν καὶ ἐκτὸς τῆς Χριστιανικῆς μοίρας αὐλί-
ζονται, καὶ δὴ καὶ διδασκάλους καὶ νῦν προκαθίζουσιν· παρ' ὧν
μαθητευθέντες τὴν τοῦ ἀπεριγράφου φωνήν, τῆς σωτηρίου
τοῦ Χριστοῦ καθυλακτοῦσιν οἰκονομίας, δοκήσει καὶ οὐκ ἀλη-
θείᾳ ταύτην γεγενῆσθαι οἱ φασματώδεις ὡς ἀληθῶς φαντα-
σιούμενοι. εἴ που γὰρ τῶν θεοφόρων ἡμῶν πατέρων καὶ
328

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 75, l. 106

δι' ἀκριβείας ἁπάσης ἑπομένη, ταυτὸν δὲ εἰπεῖν τῇ ἁγίᾳ τοῦ


θεοῦ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ ἐκκλησίᾳ, ἅτε τῆς αὐτῆς ἐκεί-
νοις ἠξιωμένη χάριτος καὶ τῷ αὐτῷ ἐνεργουμένη πνεύματι,
πάντα στέργει καὶ πάντα ἀσπασίως καὶ ὡς οἰκεῖα ἀποδέχεται
καὶ περιέπει τὰ παρ' αὐτοῖς κηρυχθέντα καὶ ἐκτεθέντα· καὶ
ὥσπερ τῷ τόπῳ, οὕτω δὴ καὶ τῷ τρόπῳ καὶ τοῖς δόγμασιν, τῇ
πρωτίστῃ ἡ ὑστάτη κεκοινώνηκεν, τῷ αὐτῷ κανόνι καὶ ὑπο-
δείγματι χρησαμένη, ἵνα ἔνθα ἡ ἀπαρχὴ τῶν ἱερῶν ἡμῶν τέ-
θηλε δογμάτων, ἐνταῦθα καὶ τὸ πέρας καὶ τὸ οἱονεὶ ἐπισφρά-
γισμα τῆς ἐνθέου ἡμῶν ὁμολογίας ἐπιτεθῇ. αὕτη γὰρ τὴν ἐπει-
σαχθεῖσαν καινοτομίαν παρὰ τῶν τῇ Χριστοῦ δόξῃ μεμα-
χημένων καὶ τὸ ἀντίθετον καθελοῦσα καὶ πονηρὸν δόγμα, τὴν
ἐξ ἀρχῆς καὶ ἀνέκαθεν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ κεκρατηκυῖ-
αν παράδοσιν ἐπεκύρωσεν· τόν τε κόσμον καὶ τὴν εὐπρέπειαν
αὐτῆς εὐσεβῶς ἔνειμεν, καλῶς καὶ θεαρέστως προσκυνεῖσθαι
τὰ ἱερὰ τῆς τοῦ σωτῆρος ἡμῶν οἰκονομίας σύμβολα, καθὰ
Χριστιανοῖς ἔθος καὶ νόμος εὐσεβοῦσιν, ὁρισαμένη. ἐπεὶ οὖν ὁ
κατὰ τοὺς ἀνοσίους θεομάχος ὅρος ἐλήλεγκταί τε καὶ διέρρι-
πται, τί τὸ κωλύσον ἢ τί τὸ ἐνστησόμενον καὶ ἡμᾶς ἀνθορι-
ζομένους εἰπεῖν, ἐξ ὧν διὰ πλειόνων λόγων καὶ ἀποδείξεων
παρίσταται, ὅτι τοι ἡ τῶν ἱερῶν τοῦ Χριστοῦ εἰκόνων καὶ ἡ

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 76, l. 15

ἀνάγκη τῇ πολυσχιδεῖ περιαλωμένους πλάνῃ πολλαῖς περιπί-


πτειν ταῖς σκολιότησιν καὶ πλείστοις ἐναντιώμασιν περιέλκε-
σθαι καὶ προσκόμμασιν. τοῦτο καὶ οἱ ἄγαν πολυμαθεῖς καὶ
σοφοὶ καὶ ἀγχίνοι πεπονθότες νῦν σαφῶς καταφαίνονται·
τῶν ὀρθῶν γὰρ τῆς εὐσεβείας δογμάτων ἐκπεπτωκότες, οὐ
μόνον τῇ εὐαγεῖ ἡμῶν ἀντεπεξάγουσι δόξῃ, ἤδη δὲ καὶ ἑαυτοῖς
ἐνταῦθα ἀντίθετοι γινόμενοι προδήλως ἁλίσκονται. οὗτοι γὰρ
τὴν Πλατανῖτιν ἐκείνην ἢ πλανῆτιν λοιμώδη συμμορίαν καὶ
Ἰουδαϊκὴν σπείραν ἀσπασίως ἐπαγγειλάμενοι ἀποδέχεσθαι καὶ
χερσὶν ὑπτίαις τὰ παρ' αὐτῆς καθοριζόμενα περιφέροντες, φυ-
λάσσειν τε ἀκαινοτόμητα κατισχυριζόμενοι καὶ κανόνα
τιθέμενοι ἀπαράβατον καὶ τοῦ παντὸς τιμώμενοι, ὅπως αὐτοῖς
σύμφωνοι ἐνταῦθα τυγχάνουσιν καὶ ἀκόλουθοι, ἐπιμελῶς
329

διασκέπτεσθαι ἄξιον. ὁ μὲν οὖν ἐκείνων σκοπὸς ὅλος καὶ ἡ


πρόθεσις ἥ τε πραγματεία καὶ ἡ πᾶσα σπουδή, ἡ ἄθροισίς τε ἡ
πολύανδρος ὁ σκυλμός τε καὶ ἡ ἐξέτασις καὶ ἡ βάσανος, ἡ
πολυπραγμοσύνη καὶ ἔρευνα, τοῦ χρόνου ἡ πλείστη τριβὴ καὶ
παρέλκυσις, ὁ τοσοῦτος πόνος καὶ ἡ φροντὶς πρὸς οὐδὲν ἕτερον
ἀφεώρακεν ἢ ὅπως ἀπαρακαλύπτῳ καὶ λαμπρᾷ τῇ φωνῇ καὶ
ἀνερυθριάστῳ προσώπῳ δυσσεβῶς καὶ ἀθέως κατὰ Χριστοῦ
τοῦ θεοῦ ἡμῶν φρυαξάμενοι, καὶ γλῶσσαν ἀσελγῆ καὶ παρά

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 76, l. 35

τοῦ θεοῦ ἡμῶν φρυαξάμενοι, καὶ γλῶσσαν ἀσελγῆ καὶ παρά-


νομον κατὰ τοῦ κτίστου κινήσαντες, τῆς πάντα συνεχούσης καὶ
πάντων περιδεδραγμένης δεξιᾶς καταγορεύσωσιν ὡς οὐδαμῶς
εἰδώλων πλάνης τοὺς ἀνθρώπους ἐλευθερῶσαι κατίσχυσεν,
εἴδωλά τε τὰ ἐπ' ὀνόματι τετυπωμένα Χριστοῦ ἱερὰ καὶ τῶν
ἁγίων ἄντικρυς ἀποφήνωσιν, εἰδωλολατρίας λοιπὸν ἐντεῦθεν
ἔγκλημα Χριστιανοῖς ἐπιπλέξωσιν, καθὰ δὴ καὶ ἐν τῷ παρ' αὐ-
τοῖς νομιζομένῳ διαπραγματευσάμενοι ὅρῳ τρανῶς τε καὶ
ἀνενδοιάστως ἐκπεφωνήκασιν· ἐξ ὧν ὁ βαρύτατος κατὰ τῶν
εὐσεβούντων ἐγκατέσκηψε διωγμός. τί οὖν ἔν γε τῷ παρόντι
οἱ τούτων τὰ δόγματα ὑπεσχημένοι τηρεῖν ἀκαινοτόμητα,
εἴδωλα ταύτας εἰπεῖν φεισάμενοι, ἔφησαν; ὢ τῆς
παραπληξίας καὶ δυσβουλίας· ὅπως ἐκπεπωκότες τῆς ἀμαθίας
καὶ ἀλογίας ὅλον τὸν ἄκρατον ἐξελέγχονται· ὡς εὖγε οἵαν
περὶ τοὺς διδασκάλους τὴν εὐγνωμοσύνην καὶ τὸ σύμφωνον
ἐπιδείκνυνται. βαβαὶ ὁπόσης γέμει ταῦτα τῆς εὐνοίας τῆς
πρὸς αὐτοὺς καὶ συμπνοίας. ὢ ποία τῶν διδαγμάτων καὶ
πόνων ἡ ἀμοιβὴ καὶ ἀντίδοσις. οὕτως αὐθημερὸν καὶ ἀθρό-
ον, ὥσπερ οἱ μῦθοι τοὺς γίγαντας ἔχουσιν, φοιτηταὶ καὶ
μύσται γνήσιοι ἀναφανέντες, διὰ μιᾶς φωνῆς ἐν ὀλίγαις
συλλαβαῖς καὶ ἀκαρεῖ τῷ χρόνῳ τὸ πᾶν τῆς σαθρᾶς καὶ

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 Ch. 185, l. 52

εἰρήνην κηρύσσουσιν ἀλλὰ μάχαιραν, καὶ μῖσος ἀντὶ ἀγάπης·


καὶ ἐπήγειραν τὸν υἱὸν κατὰ τοῦ πατρὸς καὶ κατὰ τοῦ παιδὸς
πατέρα καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς, καὶ ἀδελφὸν πρὸς
ἀδελφὸν καὶ γείτονα πρὸς γείτονα ἐξεπολέμωσαν, οἰκίαν πρὸς
330

οἰκίαν καὶ ἀγρὸν πρὸς ἀγρὸν ἔμιξαν οὐκ εὐαγγελικῶς ἀλλὰ


λῃστρικῶς, οὐχ' ἵνα πιστὸν ἐξ ἀπίστου ἀλλ' ἵνα πιστοὺς πρὸς
ἀπιστίαν ἐκκαλέσωνται. ἐντεῦθεν ὁ ἐπὶ τῇ ἀρχῇ ταύτῃ ἐπανα-
στὰς τῷ κοινῷ τῶν ἀνθρώπων σάλος, καὶ τῶν διωγμῶν ἡ
καταιγίς, καὶ τῶν βασάνων τὰ νέφη· πάσης γὰρ κακουργίας
καὶ λύμης ψυχῶν τε καὶ σωμάτων παραίτιοι γεγόνασιν, ταῖς
καινοτομίαις ἐπιθέμενοι καὶ τὸν θεῖον φόβον ἐξ ὀφθαλμῶν
διωσάμενοι καὶ τῶν νενομισμένων καὶ παραδεδομένων Χρι-
στιανοῖς ἐπιλελησμένοι, ἐπεὶ πᾶσα ἐπιστήμη κανονικὴ καὶ
εὐταξία καταπεπάτηται παρ' αὐτοῖς καὶ διέρριπται.
ἆρ' οὖν τῶν προσκυνούντων ζῶντι θεῷ ἐν πνεύ-
ματι καὶ ἀληθείᾳ ταῦτα ἐπιτηδεύματα; ἆρα πίστεως
ὀρθῆς βλαστήματα καὶ μυήσεως εὐσεβοῦς γεννήματα; οὕτω
κηρύσσων Χριστὸς ἐπὶ γῆς ἐλήλυθεν; οὕτω διδάσκει τὰ εὐαγ-
γέλια;

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) (3094:


001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van Dieten, J.Berlin:
De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae 11.1. Series
Berol. nsis.Reign Man1,pt7, p. 203, l. of p. 14

ἀπέστησαν μὲν τοῦ χθές τε καὶ πρώην ἐς ἡγεμόνα σφῶν ἀποτεταγμένου,


ὀπίσω δ' ἐπορεύθησαν ἄλλου, ὃς ἤνεγκεν αὐτοῖς τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὸ
κερδαλέον καὶ κάπηλον ἐθεράπευσε τοῦ φρονήματος.
Τῷ δὲ βασιλεῖ ταῦτα οὕτω διοικουμένῳ χλευασμοὶ παρὰ Ῥωμαίων
ἐπετρίβοντο ὡς ὑπερορίους δῆθεν ἐπιθυμίας διὰ τὸ φίλαυτον τρέφοντι
καὶ
ὀφθαλμοὺς ἐπ' ἄκρα γῆς ἐκτείνοντι καί, ὅσα θερμὰ καὶ τολμηρά, ταῦτα
διαπραττομένῳ καὶ τῶν ἀξόνων βάλλοντι πόρρωθεν, οὓς οἱ πρώην
ἔτεμνον βασιλεῖς, καὶ πρὸς χρήσιμον οὐδὲν ἀπαντλοῦντι τὰ χρήματα, ἃ
συλλέγει τὸ ὑπ' ἀρχὴν καλαμώμενος ἀπογραφαῖς τε καὶ φόροις ἐκδαπα-
νῶν ἀσυνήθεσιν. οὐ καλῶς δὲ παντάπασιν ἐκείνῳ τὰ τοιάδε προσέρ-
ριπτον, ὅτι μηδ' ἦν Καινοτομία τις ἄλογος ἐς τὸ παντελὲς τὰ πραττόμενα,
ἀλλὰ τὰ τῶν Λατίνων ὁρῶν ἄμαχον ἰσχὺν περικείμενα ἐδεδίει τὸ σύμ-
πνουν, ὡς ἔφην, μὴ κατακλύσειε τὰ ἡμέτερα, ὥσπερ καὶ χειμάρρους ἐξ
ὀλίγου μέγας φανεὶς παρασύρει γήδια γεωργῶν. διά τοι τοῦτο καὶ τὸ
μικρὸν ὑφορώμενος ἔναυσμα ὡς πυρσοῦ παραίτιον, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ εἰς
με-
γίστην προβαῖνον πυρκαϊὰν καὶ εἰς ἐμπρησμὸν ἔκτοτε, ἢν εὐπρήστου
ὕλης τύχῃ λαβόμενον, καὶ πρὸς μόνην ὑποψίαν φυομένην τὴν τῶν λυ-
πούντων ἀρχὴν ἀπεμάχετο, τοὺς ἀρίστους τῶν γηπόνων μιμούμενος,
οἳ τὰς τὴν πρασιὰν λυμαινομένας ἀκάνθας νεαρὰς ἔτι ἐκσπῶσι καὶ κατα-
331

στρέφουσιν ἀρτιθαλῆ τῶν δένδρων τὰ μὴ κηπεύσιμα.


Ὅτι μέντοι καλῶς τε καὶ εὐφρόνως διενοεῖτο οὕτω καὶ διεπράττετο,

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Alex3,pt2, p. 531, l. of p. 12

ἐπεξιέναι· ὃ δὲ κατὰ πόδας ἐπηκολούθησε, τοῦτο δὴ καὶ τῇ ἱστορίᾳ


παραδίδωμι.
Τῷ βασιλεῖ τῷδε καὶ τρίτη θυγάτηρ ἦν, Εὐδοκία τοὔνομα. ταύτην,
ἔτι τοῦ τεκόντος Ἀνδρόνικον ἐκδιδράσκοντος Ἰσμαηλίτας τε καὶ Παλαι-
στίνην περιιόντος πλάνητος, ὁ πατράδελφος Ἰσαάκιος ἑνὶ τῶν παί-
δων εἰς γάμον ἐκδέδωκε τῷ Στεφάνῳ τοῦ Νεεμάν· ἦν δ' οὗτος ἡγεμὼν
τῶν Τριβαλλῶν. ἀλλ' ὁ μὲν βραχὺν ἐπιμείνας τῇ ἀρχῇ χρόνον τὸ ὄρος
ἄνεισι τὸ Παπύκιον καὶ βίον ὕπεισι τὸν μοναδικόν· ὁ δέ οἱ υἱὸς Στέ-
φανος συγκληροῦχον τῆς πατρῴας σατραπείας τὴν Εὐδοκίαν δεικνὺς
ἡλίους συχνοὺς ἐξεμέτρησε καὶ παίδων ἐξ αὐτῆς ἀκούει πατήρ.
Καινοτόμος δ' ὢν ὁ χρόνος καὶ προβολεὺς τῶν ἀνομοίων ἄληκτος
διίστησιν ἀμφοτέρους τῆς πρὶν ἑνότητος καὶ συμπνοίας, οὐκ ἄχρι τῶν
ἐσχάτων ἀναπνοῶν τὴν συμφυΐαν παρεὶς ἀνόθευτον, ὃ τοῖς ἐχέφροσι
ζυγίταις πλήρωμα τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας κρίνεται. οὐκοῦν ὁ μὲν
τῇ γυναικὶ ἐνεκάλει τὸν τῆς ψωρώδους ἀκρασίας ὀδαξησμόν, ἡ δὲ τἀν-
δρὶ προσῆπτε τὸν εὐθὺς ἐξ ἑωσφόρου ἀκροχάλικα καὶ τὸ μὴ πίνειν
ὕδατα ἐξ οἰκείων ἀγγείων καὶ τὸ κρυφίων ἄρτων ἐμπίπλασθαι. καὶ
προβαινούσης οὕτω τῆς διχονοίας ἀεὶ ἐπὶ μέγα σκέπτεταί τι βαρβα-
ρώτατον ἔργον ὁ Στέφανος καὶ αὐτὸ μέτεισι· πλασάμενος γάρ, εἴτε καὶ
φάμενος ἀληθῶς, μοιχευομένην ἁλῶναι τὴν Εὐδοκίαν παντὸς ἀπογυμνοῖ
περιβλήματος γυναικείου, τὸν ἔσχατον αὐτῇ καὶ λεπταλέον χιτῶνα

Nicolaus I Mysticus Theol., Epist., Epistulae (3100: 001)


“Nicholas I, Patriarch of Constantinople, Letters”, Ed. Jenkins, R.J.H.,
Westerink, L.G.Washington, D.C.: Dumbarton Oaks, 1973; Corpus
Fontium Historiae Byzantinae 6.Epistle 1, l. 53

Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα εἴρηται, λέγομεν ἤδη καὶ τὰς αἰτίας δι' ἃς εἰς
τούτους τοὺς λόγους κατέστημεν. Ἡ τῶν Κυπρίων νῆσος, ὧ μεγαλο-
δοξότατε τῶν Σαρακηνῶν ἀρχηγέ, ἀφ' οὗ χρόνου σπονδῶν εἰρηνικῶν
πρὸς
332

αὐτοὺς γεγενημένων ὑπόφοροι τῆς ὑμῶν κατέστησαν ἐξουσίας καὶ μέχρι


τοῦ παρόντος ἐν τῇ τῶν συνθηκῶν ἀσφαλείᾳ διέζησαν, οὐδενὸς τῶν
προπατόρων ὑμῶν, ὅσοι τὸ Σαρακηνῶν ἔθνος ἔλαχον διέπειν, οὔτε λύ-
σαντος τὰς σπονδὰς οὔτε κακοῦ τινος εἰς πεῖραν αὐτοὺς καταστήσαντος,
ἀλλὰ κατὰ καιροὺς οἱ τῆς ἀρχῆς κληρονόμοι καλῶς καὶ δικαίως
φρονοῦντες
τὰ ἀπ' ἀρχῆς ἀρέσαντα τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ βεβαιώσει διησφαλι-
σμένα ἐγγράφῳ ἐτίμησάν τε καὶ διεσώσαντο, μηδέν τι καινοτομήσαντες
μηδὲ φρονήσαντες ἕτερον, οὐδ' ὅτι πράξαντες, παρὰ τὴν τῶν προγόνων
προαίρεσιν. Νῦν δὲ τί ἐροῦμεν; Καίτοι ἔδει, ὅσον ὁ χρόνος προέβη καὶ
ἡ ἀρχαιότης ἐκράτει τῶν συμπεφωνημένων, τοσοῦτον εὐλαβῶς ἔχειν
περὶ τὴν ἀθέτησιν αὐτῶν· ἀλλ' ὅμως πάντα ἠθέτηται καὶ καταπεπάτηται,
καὶ βουλαὶ ἃς οἱ πατέρες ὑμῶν ἐβουλεύσαντο, καὶ γραφαὶ ἃς οἰκείαις
χερσὶν ἔγραψαν καὶ σπονδαὶ καὶ ὅρκοι οὓς τότε πρὸς Κυπρίους Σαρακη-
νοὶ πίστιν αὐτοῖς παρεχόμενοι ἐποιήσαντο· καὶ ἀντὶ τῆς εἰρήνης, ἀντὶ
σπονδῶν, ἀντὶ ὁρκίων, ξίφη καὶ πόλεμοι καὶ σφαγαὶ τοῖς ἀθλίοις ἐπέ-
θεντο Κυπρίοις, οὓς ἔπρεπεν, εἰ καὶ ἄλλος τις ταῦτα εἰς αὐτοὺς ἐξειργά-
ζετο, παρὰ τῶν Σαρακηνῶν βοηθείας τυχεῖν. Τοῦτο γὰρ κοινὸν δίκαιον

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 1, l. 71

σπονδῶν, ἀντὶ ὁρκίων, ξίφη καὶ πόλεμοι καὶ σφαγαὶ τοῖς ἀθλίοις ἐπέ-
θεντο Κυπρίοις, οὓς ἔπρεπεν, εἰ καὶ ἄλλος τις ταῦτα εἰς αὐτοὺς ἐξειργά-
ζετο, παρὰ τῶν Σαρακηνῶν βοηθείας τυχεῖν. Τοῦτο γὰρ κοινὸν δίκαιον
παρὰ πᾶσιν ὅσοι πόλεις ἢ ἔθνη κέκτηνται ὑποφόρους, τὸ πρὸς τοὺς κατ'
αὐτῶν ἐπιόντας καὶ πόλεμον συνιστῶντας αὐτοὺς ἀντεπιέναι καὶ ῥύε-
σθαι τῆς ἐπιθέσεως, ὡς ἑαυτῶν οἰκείους τοὺς ὑποτελεῖς καθεστηκότας.
Ἀλλὰ τοῦτο παρὰ πᾶσιν ἔθνεσι δίκαιον ὑπάρχον, καὶ τοῖς οὐκ
εἰδόσι νόμον, ἀντέστραπται παρὰ Σαρακηνοῖς τοῖς νόμῳ πολιτευομένοις,
καὶ νῆσος μικροῦ ἔτη τριακόσια ἐξ οὗ ὑπόφορος οὖσα ὑμῖν ἐγεγόνει, καὶ
κατὰ μηδὲν ὀφθεῖσα τῆς ὑπηκόου τάξεως μεταβαλομένη μηδὲ καινοτο-
μήσασά τι περὶ τοὺς φόρους μηδὲ περὶ τὴν ἄλλην δουλείαν ὅσην
Σαρακη-
νοῖς δουλεύειν ἐχρῆν, μηδ' ὅλως τι τῶν ἔγκλησιν ἐπαγόντων αἰτίαν
φέρουσα, ἐκ μόνης ἀπονοίας ἀνδρὸς καὶ τὴν τῶν Χριστιανῶν ἀπηρνη-
μένου πίστιν καὶ τὸ τῶν Σαρακηνῶν σέβας νοθεύοντος ἐξηρήμωται καὶ
ἀπόλωλεν· καὶ οἱ ταύτης οἰκήτορες οἱ μὲν μαχαίρας ἔργον, οἱ δὲ
ἀνάστατοι
γεγόνασι, τοῦτο μόνον ἔχοντες ἔγκλημα, ὅτι ἐπὶ μακροτάτοις οὕτω
χρόνοις ὑπέκειντο εὐγνωμόνως ὑμῖν καὶ οὐδὲν ὤφθησαν τῶν εἰς
ὑμετέραν
ἐλλείψαντες θεραπείαν, πολλάκις ὑμῶν βαρέως ἐπενεχθέντων αὐτοῖς
καὶ παρὰ τὸ προσῆκον καὶ τὰ κοινὰ δίκαια τῶν συμφώνων. Καίτοι γε
333

εἴπερ καὶ οἷα τὰ ἀνθρώπινα σφαλέντες ἐτύγχανον καὶ ἀπεναντίας ἐφρό-


νησάν τι τοῦ ὑμετέρου φρονήματος, οὐδ' οὕτως ἐχρῆν ὅπλοις ἐπιέναι

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 2, l. 62

ἐκείνην τὴν κάκωσιν καὶ ταλαιπωρίαν εὑρίσκονται ἀνεκτότερα. Τί γὰ


ἐπωδυνώτερον, γονεῖς ἐκ παίδων χωρισθῆναι, συζύγων διατομήν, ἀδελ-
φῶν ἀποξένωσιν; Καὶ οὔπω φημὶ ὅσα λοιπὰ τοὺς αἰχμαλώτους συνέχει,
ἃ καὶ ἡ σὴ εὐγένεια καὶ πάντες ὅσοι νοῦ μετέχουσι συνεπίστανται. Διὰ
τοῦτο ἐπὶ νοῦν ἀναληψάμενος τὰ κοινὰ πάθη τῶν τε ὑμῖν ὁμοπίστων καὶ
τῶν τῆς ἡμετέρας πίστεως, μὴ βουληθῇς πρὸς τὴν τελείωσιν τοῦ
σωτηρίου
πράγματος δυσχερὴς ὀφθῆναι μηδὲ προφάσεις τινὰς δυσκολίαν φερούσας
πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν τῆς αἰχμαλωσίας δεσμίων τῶν τε ὑμετέρων
καὶ τῶν ἡμετέρων προβαλέσθαι· μᾶλλον μὲν οὖν ὡς δικαιοσύνην τιμῶν,
πρὸς τὸ δίκαιον ἀφορῶν, καὶ μὴ ἀντεχόμενος κέρδους οἰκείου, καινοτο-
μίαν δὲ Χριστιανοῖς ἐπιβάλλων. Οὐκ ἔστι κέρδος τὸ ἄδικον οὐδὲ ὠφελεῖν
οἶδε τὸ πλεονεκτικόν, ἀλλ' ἐσχάτη βλάβη καὶ Καινοτομία τοῖς ὥσπερ σὺ
οὖσιν ἱκανοῖς τὰ πρέποντα ἐκλογίζεσθαι. Τοῦτο μεγίστη ὠφέλεια, τοῦτο
ἀσύγκριτον κέρδος, τὸ ἐπὶ τῆς ὑμῶν ἀρχῆς καὶ διοικήσεως πρὸς τὴν
οἰκείαν πατρίδα τοὺς ὁμοεθνεῖς ἀποκαταστῆναι, τὸ γονεῖς ἀπολαβεῖν τὰ
ἴδια τέκνα, τὸ ταῦτα τοῖς πατράσι συναφθῆναι, τὸ γυναιξὶ τοὺς ὁμοζύ-
γους ἀποδοθῆναι, τὸ φίλοις συγγενέσθαι τοὺς φίλους, καὶ ἁπλῶς ὅσα

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 2, l. 63

ἐπωδυνώτερον, γονεῖς ἐκ παίδων χωρισθῆναι, συζύγων διατομήν, ἀδελ-


φῶν ἀποξένωσιν; Καὶ οὔπω φημὶ ὅσα λοιπὰ τοὺς αἰχμαλώτους συνέχει,
ἃ καὶ ἡ σὴ εὐγένεια καὶ πάντες ὅσοι νοῦ μετέχουσι συνεπίστανται. Διὰ
τοῦτο ἐπὶ νοῦν ἀναληψάμενος τὰ κοινὰ πάθη τῶν τε ὑμῖν ὁμοπίστων καὶ
τῶν τῆς ἡμετέρας πίστεως, μὴ βουληθῇς πρὸς τὴν τελείωσιν τοῦ
σωτηρίου
πράγματος δυσχερὴς ὀφθῆναι μηδὲ προφάσεις τινὰς δυσκολίαν φερούσας
πρὸς τὴν ἀπαλλαγὴν τῶν τῆς αἰχμαλωσίας δεσμίων τῶν τε ὑμετέρων
καὶ τῶν ἡμετέρων προβαλέσθαι· μᾶλλον μὲν οὖν ὡς δικαιοσύνην τιμῶν,
πρὸς τὸ δίκαιον ἀφορῶν, καὶ μὴ ἀντεχόμενος κέρδους οἰκείου, καινοτο-
μίαν δὲ Χριστιανοῖς ἐπιβάλλων. Οὐκ ἔστι κέρδος τὸ ἄδικον οὐδὲ ὠφελεῖν
οἶδε τὸ πλεονεκτικόν, ἀλλ' ἐσχάτη βλάβη καὶ Καινοτομία τοῖς ὥσπερ σὺ
οὖσιν ἱκανοῖς τὰ πρέποντα ἐκλογίζεσθαι. Τοῦτο μεγίστη ὠφέλεια, τοῦτο
ἀσύγκριτον κέρδος, τὸ ἐπὶ τῆς ὑμῶν ἀρχῆς καὶ διοικήσεως πρὸς τὴν
οἰκείαν πατρίδα τοὺς ὁμοεθνεῖς ἀποκαταστῆναι, τὸ γονεῖς ἀπολαβεῖν τὰ
334

ἴδια τέκνα, τὸ ταῦτα τοῖς πατράσι συναφθῆναι, τὸ γυναιξὶ τοὺς ὁμοζύ-


γους ἀποδοθῆναι, τὸ φίλοις συγγενέσθαι τοὺς φίλους, καὶ ἁπλῶς ὅσα
καλὰ
ἑκάστῳ δίδωσιν ἡ πατρίς, τὸ τούτων μετέχειν τοὺς ἄχρι καὶ νῦν τῆς
πατρίδος ἀποξενωμένους.

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 5, l. 196

ἐστιν τοῦ μεγάλου ὀνόματος ἡ τῶν συμφώνων καὶ τῶν ὅρκων ἀθέτησις
καὶ τὸ βουληθῆναι ἁρπάσαι βασιλείαν τὴν κατὰ μηδὲν τῷ σῷ γένει
προσήκουσαν.
Ἐπὶ πᾶσι τοῖς εἰρημένοις καὶ ὡς πατὴρ κατὰ πνεῦμα, εἰ καὶ ἐλά-
χιστος, καὶ ὡς ἱερεὺς καὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου παραστάτης, εἰ καὶ
ἀνάξιος, καὶ λαβὼν ἐξουσίαν παρὰ τοῦ παναγίου πνεύματος δεσμῷ
ὑποβαλεῖν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας, εἰ καὶ πάντων ἁμαρτωλῶν ἐγὼ πρῶτος,
δεσμῷ ὑποβάλλομέν σε ἐν πατρὶ καὶ υἱῷ καὶ ἁγίῳ πνεύματι, ἵνα, εἴ τι
τοιοῦτον βεβούλησαι, καὶ ὡς ἡ φήμη προέδραμεν, ἐπὶ τυραννίδι πρὸς
τὴν πόλιν διέγνως, καταργήσῃς τὸ ὅρμημα καὶ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐξουσίαν
ὑποστρέψῃς καὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς εἰρήνην στέρξῃς καὶ μηδὲν καινοτομῆσαι
τολμήσῃς· γινώσκων ὡς, εἰ τοῦτο πράξεις, ἀλύτοις δεσμοῖς τὸν πάντα
αἰῶνα τοῦ παναγίου πνεύματος ὑποβεβλημένος ἔσῃ καὶ τῶν ἱερῶν καὶ
ἀχράντων μυστηρίων ἀκοινώνητος. Καὶ τῷ αἰωνίῳ βήματι μετὰ σοῦ
παραστήσομαι, ἐξελέγχων σε ὅτι ὅσον τὸ ἐπ' ἐμοὶ οὐκ ἐσίγησα οὐδὲ πρὸς
τοιαύτην φερόμενον ἀτοπίαν παρεῖδον οὐδὲ τῆς σῆς ἠμέλησα σωτηρίας,
ἀλλὰ σπουδὴν ἐθέμην καὶ ἀνενεγκεῖν σε καὶ ἀποστρέψαι τοῦ

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 23, l. 51

πρὸς τοὺς φιλοθέους ἡμῶν ἐφθεγξάμην βασιλεῖς, καὶ τό γε φιλάνθρωπον


αὐτῶν καὶ ἐπιεικὲς αὐτίκα τῶν ἡμετέρων προσέσχεν λόγων, καὶ οὐκ
ἀντεῖπον οὐδ' ἐφιλονείκησαν πρὸς ἡμᾶς τοῦ ἄμυναν γενέσθαι πρὸς Βουλ-
γάρους τοὺς οὕτω κακώσαντας τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ πρὸς τὴν
ἐξ ἀρχῆς παρ' αὐτῶν ἐπιζητουμένην εἰρήνην ὅλην τὴν προαίρεσιν ὤφθη-
σαν ἐπικλίναντες, καὶ εἶπον τοιαῦτα πρὸς ἡμᾶς· «Ὦ πάτερ καὶ ποιμὴν
ἡμῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, οὐκ ἐξέστημεν τῆς οἰκείας γνώμης,
ὁπόσα δἂν τὸ Βουλγάρων γένος εἰργάσατο ἡμᾶς χαλεπά, οὐδὲ λογιζό-
μεθα τὰ κεχυμένα παρ' αὐτῶν αἵματα τοῦ ἡμετέρου λαοῦ καὶ τὴν ἄλλην
πανωλεθρίαν ὅσην τῷ πονηρῷ ἐνεργούμενοι δαίμονι κατὰ τῶν ἡμετέρων
εἰργάσαντο ὑπηκόων, οὐ μὴν ἀλλ' οὐδὲ τὴν καινοτομίαν ὅσην
ὑπέστημεν ἐπὶ χρόνοις τοσούτοις εἰς τὴν τῶν νῦν ἀποκεκινημένων ἐθνῶν
ἀποκίνησιν οὐδ' ὅσα ἔτι μέλλομεν καινοτομεῖσθαι εἰς ἀριθμοῦ λόγον
335

ποιούμεθα. Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα τὴν ἡμῶν διενοήθης παρακαλεῖν βασιλείαν,


ἐκείνῳ εἰ
βούλει ἐπίστειλον, ἀντὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν σφαγῶν τὴν εἰρήνην ἐπιζη-
τῆσαι· καὶ εἴ γε λάβοις αὐτὸν τοῖς σοῖς πειθόμενον λόγοις, ἡμᾶς ἔχεις
τῇ σῇ παρακλήσει μὴ ἀντιλέγοντας.» Ταῦτα μὲν ἃ ἡ ἐκείνων χρηστότης
καὶ ἡ τοῦ καλοῦ πράγματος τῆς εἰρήνης ἔφεσις πρὸς τὴν ἡμετέραν ὑπε-
φθέγξατο δέησιν.

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 23, l. 53

ἀντεῖπον οὐδ' ἐφιλονείκησαν πρὸς ἡμᾶς τοῦ ἄμυναν γενέσθαι πρὸς Βουλ-
γάρους τοὺς οὕτω κακώσαντας τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ πρὸς τὴν
ἐξ ἀρχῆς παρ' αὐτῶν ἐπιζητουμένην εἰρήνην ὅλην τὴν προαίρεσιν ὤφθη-
σαν ἐπικλίναντες, καὶ εἶπον τοιαῦτα πρὸς ἡμᾶς· «Ὦ πάτερ καὶ ποιμὴν
ἡμῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, οὐκ ἐξέστημεν τῆς οἰκείας γνώμης,
ὁπόσα δἂν τὸ Βουλγάρων γένος εἰργάσατο ἡμᾶς χαλεπά, οὐδὲ λογιζό-
μεθα τὰ κεχυμένα παρ' αὐτῶν αἵματα τοῦ ἡμετέρου λαοῦ καὶ τὴν ἄλλην
πανωλεθρίαν ὅσην τῷ πονηρῷ ἐνεργούμενοι δαίμονι κατὰ τῶν ἡμετέρων
εἰργάσαντο ὑπηκόων, οὐ μὴν ἀλλ' οὐδὲ τὴν καινοτομίαν ὅσην
ὑπέστημεν
ἐπὶ χρόνοις τοσούτοις εἰς τὴν τῶν νῦν ἀποκεκινημένων ἐθνῶν ἀποκίνησιν
οὐδ' ὅσα ἔτι μέλλομεν καινοτομεῖσθαι εἰς ἀριθμοῦ λόγον ποιούμεθα.
Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα τὴν ἡμῶν διενοήθης παρακαλεῖν βασιλείαν, ἐκείνῳ εἰ
βούλει ἐπίστειλον, ἀντὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν σφαγῶν τὴν εἰρήνην ἐπιζη-
τῆσαι· καὶ εἴ γε λάβοις αὐτὸν τοῖς σοῖς πειθόμενον λόγοις, ἡμᾶς ἔχεις
τῇ σῇ παρακλήσει μὴ ἀντιλέγοντας.» Ταῦτα μὲν ἃ ἡ ἐκείνων χρηστότης
καὶ ἡ τοῦ καλοῦ πράγματος τῆς εἰρήνης ἔφεσις πρὸς τὴν ἡμετέραν ὑπε-
φθέγξατο δέησιν. Τὸ λοιπὸν ἐπὶ σέ, τέκνον ἡμῶν, προβάλλομαι τὴν
παράκλησιν, καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς, τοῦτο καὶ νῦν γράφω μετὰ θρήνων καὶ
ὀδυρμῶν· ἀπόβλεψον πρὸς τὸ τῆς εἰρήνης ἀγαθόν, ἀπόβλεψον πρὸς τὴν
τοῦ σοῦ γένου σωτηρίαν, μηδ' ἐπιμείνῃς ἔτι τῇ κακίστῃ φιλονεικίᾳ μηδὲ
προτιμήσῃς τὰς σφαγὰς καὶ τὰ αἵματα, τὰς χηρείας, τὰς ἀπαιδίας,

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 47,II, l. 50

ὥσπερ φθονῶμεν αὐτῇ τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς ἀλύπου διαγωγῆς καὶ
ἀπόνου, ἧς ἐκείνη τυχοῦσα οὐμενοῦν οὐκ ἀποδέχεται ὡς φιλοῦντας ἐὰν
ὁρᾷ λυπουμένους καὶ θρηνοῦντας, ἀλλὰ μᾶλλον ἀγανακτεῖ καὶ ἀποστρέ-
φεται ἐπὶ τοῖς καλοῖς ὧν αὐτῇ προσεγένετο ἀπολαύειν βασκαίνοντας.
Καὶ ἄλλως δέ, εἰ μέν τι ξένον ὑπέστη καὶ τῆς φύσεως ἀλλότριον
καὶ ὃ μὴ πάντως ᾔδειμεν αὐτὴν ὑποστήσεσθαι, εἰκότως ἀλγοῦμεν ἐπὶ τῷ
336

συμβεβηκότι καὶ κοπτόμεθα· εἰ δὲ οὐδὲν τοιοῦτον, ἀλλ' ὅπερ ἴδιον τῇ


ἀνθρωπίνῃ ζωῇ, τί ἐπὶ τῷ ἰδίῳ δυσχεραίνομεν πράγματι; Τί ὥσπερ
καταγογγύζομεν τῆς παρὰ θεοῦ δεδομένης ἐξ ἀρχῆς ἡμῖν τάξεως, καὶ
δέον εὐχαριστεῖν ὡς φρονίμους, ὡς συνετούς, ὡς πολλῶν χαρίτων παρὰ
θεοῦ ἠξιωμένους, ἡμεῖς δὲ ὥσπερ καινοτομίαν ἀπαραμύθητον ὑποστάν-
τες διὰ τοῦ βοᾶν καὶ σκυθρωπάζειν καὶ πενθεῖν τούτου καταβοήσεις
ποιούμεθα; Οὐχ ὁρῶμεν τοῦτον τὸν ἥλιον, ὡς καλός, ὡς μέγας, ὡς
πᾶσαν τὴν γῆν τῷ φωτὶ περιλάμπων; Ἀλλὰ δουλεύει καὶ αὐτὸς τῇ
δεδομένῃ τάξει αὐτῷ καὶ ὑπομένει ἔκλειψιν τοῦ· φωτός, οὕτω τοῦ θεοῦ
προστάξαντος ἀπ' ἀρχῆς. Οὐχ ὁρῶμεν τὸν σύμπαντα κόσμον διοικούμε-
νον τοῖς τεθεῖσι νόμοις, καὶ νῦν μὲν ἀνθοῦσαν τὴν γῆν, νῦν δὲ τὰ ἄνθη
ἀποβάλλουσαν;

Nicolaus I Mysticus Theol., Epist., Epistulae


Epistle 47,II, l. 62

ποιούμεθα; Οὐχ ὁρῶμεν τοῦτον τὸν ἥλιον, ὡς καλός, ὡς μέγας, ὡς


πᾶσαν τὴν γῆν τῷ φωτὶ περιλάμπων; Ἀλλὰ δουλεύει καὶ αὐτὸς τῇ
δεδομένῃ τάξει αὐτῷ καὶ ὑπομένει ἔκλειψιν τοῦ· φωτός, οὕτω τοῦ θεοῦ
προστάξαντος ἀπ' ἀρχῆς. Οὐχ ὁρῶμεν τὸν σύμπαντα κόσμον διοικούμε-
νον τοῖς τεθεῖσι νόμοις, καὶ νῦν μὲν ἀνθοῦσαν τὴν γῆν, νῦν δὲ τὰ ἄνθη
ἀποβάλλουσαν; Καὶ φυτὰ πάντα ἄρτι μὲν κομῶντα τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς
καρποῖς, ἄρτι δὲ γυμνὰ τούτων καθορώμενα; Ναὶ δὴ καὶ ζῷα πάντα, ὅσα
χερσαῖα, ὅσα ἔνυδρα, ὅσα διανήχεται τὸν ἀέρα, καὶ ταῦτα τὸν
δεδομένον
καιρὸν διαμετροῦντα τῆς ζωῆς, ἔπειτα τὸν καιρὸν λύοντα; Τί οὖν
ἐπὶ τούτων πάντων σῳζομένην ὁρῶντες τὴν τάξιν τῆς φύσεως οὐδέν τι
πάσχομεν οὐδὲ καινοτομίαν τινὰ ἡγούμεθα τὸ γινόμενον, εἰς ἡμᾶς δὲ
μόνους ὁρῶντες ὡς καινοτομούμενοι πενθοῦμεν ὅτι κατὰ τοὺς κοινοὺς
νόμους οἰκονομούμεθα; Καὶ πῶς ἄξιον τοῦτο τῆς σῆς καὶ παιδεύσεως
καὶ συνέσεως καὶ τῶν θείων ἐλπίδων αἷς ἑαυτὸν ἐξανήρτησας;
Ἀλλ' ἐάσωμεν τὸ πένθος, τὰ δάκρυα, τὴν κατήφειαν. Γενώμεθα
ἡμῶν αὐτῶν καὶ παραχωρήσωμεν τοῖς κρίμασι τοῦ θεοῦ, ὃς παρέσχε καὶ
τὴν γένεσιν καθὼς αὐτὸς ἐδοκίμασεν καὶ συμβιοτεῦσαι ἡμῖν τὴν γλυκυ-
τάτην ἀδελφὴν ὅσον ἔκρινε συμφέρειν, καὶ προσελάβετο ταύτην κατὰ

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 47,II, l. 63

πᾶσαν τὴν γῆν τῷ φωτὶ περιλάμπων; Ἀλλὰ δουλεύει καὶ αὐτὸς τῇ


δεδομένῃ τάξει αὐτῷ καὶ ὑπομένει ἔκλειψιν τοῦ· φωτός, οὕτω τοῦ θεοῦ
προστάξαντος ἀπ' ἀρχῆς. Οὐχ ὁρῶμεν τὸν σύμπαντα κόσμον διοικούμε-
νον τοῖς τεθεῖσι νόμοις, καὶ νῦν μὲν ἀνθοῦσαν τὴν γῆν, νῦν δὲ τὰ ἄνθη
337

ἀποβάλλουσαν; Καὶ φυτὰ πάντα ἄρτι μὲν κομῶντα τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς
καρποῖς, ἄρτι δὲ γυμνὰ τούτων καθορώμενα; Ναὶ δὴ καὶ ζῷα πάντα, ὅσα
χερσαῖα, ὅσα ἔνυδρα, ὅσα διανήχεται τὸν ἀέρα, καὶ ταῦτα τὸν
δεδομένον
καιρὸν διαμετροῦντα τῆς ζωῆς, ἔπειτα τὸν καιρὸν λύοντα; Τί οὖν
ἐπὶ τούτων πάντων σῳζομένην ὁρῶντες τὴν τάξιν τῆς φύσεως οὐδέν τι
πάσχομεν οὐδὲ καινοτομίαν τινὰ ἡγούμεθα τὸ γινόμενον, εἰς ἡμᾶς δὲ
μόνους ὁρῶντες ὡς καινοτομούμενοι πενθοῦμεν ὅτι κατὰ τοὺς κοινοὺς
νόμους οἰκονομούμεθα; Καὶ πῶς ἄξιον τοῦτο τῆς σῆς καὶ παιδεύσεως
καὶ συνέσεως καὶ τῶν θείων ἐλπίδων αἷς ἑαυτὸν ἐξανήρτησας;
Ἀλλ' ἐάσωμεν τὸ πένθος, τὰ δάκρυα, τὴν κατήφειαν. Γενώμεθα
ἡμῶν αὐτῶν καὶ παραχωρήσωμεν τοῖς κρίμασι τοῦ θεοῦ, ὃς παρέσχε καὶ
τὴν γένεσιν καθὼς αὐτὸς ἐδοκίμασεν καὶ συμβιοτεῦσαι ἡμῖν τὴν γλυκυ-
τάτην ἀδελφὴν ὅσον ἔκρινε συμφέρειν, καὶ προσελάβετο ταύτην κατὰ

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 53, l. 41

τῶν ἡμετέρων λόγων ἀκόλουθόν ἐστιν, δοξάσητε τὸν καταλιπόντα τὸν


τῆς εἰρήνης κλῆρον ἡμῖν καὶ τοῦτον ὅσαι ἡμέραι, εἰ καὶ συλᾶν ὁ πονηρὸς
ἀγωνίζεται, ὅμως ἐπανασῴζοντα τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν· ἔπειτα δὲ ἵνα καὶ
τῆς τῶν σκανδάλων λελυμένης αἰτίας ἡ πρὸς ἀλλήλους ἀποστολὴ καὶ
συν-
ομιλία τὴν ἀνακαίνισιν δέξηται· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱεροῦ ὑμῶν ὀνό-
ματος ἡ ἀνάρρησις μετὰ τῆς ἡμῶν τεταπεινωμένης κλήσεως ἐν τοῖς
ἱεροῖς συνάπτηται διπτύχοις. Τοῦτο δὲ πάντως γενήσεται τῶν ἕνεκα τοῦ
τετάρτου γάμου προαχθέντων εἰς ὁμολογίαν καθισταμένων ὡς ἐπράχθη
παρὰ τὸ δέον, εἰ καὶ τῆς βασιλικῆς ἕνεκε συμπαθείας τὸ γεγονὸς ἔλαβε
τὴν κατάνευσιν. Οἶδεν γὰρ ἡ σὴ τελειότης ὅτιπερ, οἷα πολλὰ τὰ ἀνθρώ-
πινα, καινοτομίας τινὸς γινομένης καὶ μὴ τὴν ὀφειλομένην λαμβανούσης
θεραπείαν ἀφορμή τις καὶ εἰς τὸ ἔπειτα γίνεται τοῖς βουλομένοις τοῦ
δέοντος παρατρέπεσθαι, φέρειν τὴν ὁρμὴν ἀνεπίσχετον, προτρεπομένης
αὐτοὺς ἐπὶ τοῦτο τῆς προλαβούσης καταφρονήσεως. Διὰ τοῦτο καὶ νῦν
δεῖ τὸ αἴτιον γεγονὸς τῶν σκανδάλων εἰς ὁμολογίαν προελθεῖν, ὅτι παρὰ
τὸ δέον ἐπράχθη· ὥστε μηκέτι καθάπερ εἴς τι ἀρχέτυπον ὁρῶντας τοὺς
ἐπὶ τὸ χεῖρον ὡρμημένους (οὐ παύσεται δὲ πάντως τὸ ἀνθρώπινον τῆς
τοιαύτης ὁρμῆς, ἕως ἂν τὸ γένος λαμβάνει τὴν πρόοδον) ἐπαλείφεσθαι

Νικόλαος Μυστικός. Επιστολαί. 72, l. 15

συνέστη ἡ ἐκκλησία καὶ μέχρι τοῦ νῦν ἐλάμβανον, ἀποστερηθῇ ἐν ταῖς


ἡμέραις τοῦ βασιλέως τοῦ κυροῦ Κωνσταντίνου, μηδὲ καταλείπῃς τῷ
338

χρόνῳ ἱστορίαν τοιαύτην. Ἀλλ' εἰ καὶ ἀπέκοψαν αὐτὴν οἱ μὴ καλῶς


πρὸ σοῦ διοικήσαντες τὰ κοινὰ πράγματα, σὺ διόρθωσαι τὸ ἐκείνων
σφάλμα εἰς δόξαν μὲν τοῦ βασιλέως, εἰς μνημόσυνον δὲ ἀγαθὸν τοῦ ὀνό-
ματός σου, ὅτι διὰ τῆς σῆς θεοσεβείας οὐχ ὑπέμεινεν ἡ ἐκκλησία
τὴν τοσαύτην ζημίαν οὐδὲ ὁ παραλογισμὸς ἐβεβαιώθη ὃν παρελογίσαντο
αὐτὴν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, ἀλλὰ πάλιν ἐν ταῖς ἡμέραις σου τετίμηται
ἡ ἐκκλησία. Ἕνεκεν μʹ λιτρῶν, τέκνον μου, οὔτε ἐὰν μὴ δοθῶσι τὸ
ταμεῖον τοῦ βασιλέως αὐξηθήσεται οὔτε ἐὰν δοθῶσι Καινοτομία τις
αὐτῷ προσγενήσεται. Τὸν δὲ μισθὸν σκόπει πόσος ἐστίν, ὡσαύτως καὶ
τὸ κατάκριμα. Ἐὰν δὲ ἑνὸς ἐλεουμένου μισθὸς ἀπόκειται παρὰ τῷ θεῷ
ἢ πάλιν ἑνὸς ἀδικουμένου κόλασις μένει καὶ τιμωρία, πόσῳ μᾶλλον το-
σούτου λαοῦ καὶ γυναικῶν ἀθλίων πτωχῶν ἠπορημένων ἡ ἐλεημοσύνη
προξενήσει σοι ἄπειρον παρὰ θεοῦ τὴν μισθαποδοσίαν; Ναί, τέκνον
ἠγαπημένον, τίμησον τὴν ἐκκλησίαν, ἵνα καὶ σὺ μετὰ τῆς ἐπιγείου τιμῆς
καὶ τῆς αἰωνίου, ἣν πάντως οἶδα ὅτι ἐπιθυμεῖς, ἀπολαύσῃς. Παράσχοι
δὲ ὁ θεὸς ὁ ἅγιος ὅσα εἰς δόξαν αὐτοῦ, ὅσα εἰς τὴν σὴν τιμὴν καὶ

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae (3130: 003)


“Theophylacti Simocattae historiae”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1887, Repr. 1972 (1st edn. corr. P. Wirth).
B.-dialogue-index 5, Ch. 10, se. 7, l. 6

τοῖς Ἰνδικοῖς θηρίοις καθάπερ προβόλους τινὰς τῶν ἱππέων


ἡγεῖσθαι κατέταττεν, τούς τε ἀνδρειοτέρους τῆς μαχίμου
δυνάμεως ἐπὶ τῶν θηρίων ἀναβιβάσας παρεσκεύαζε μάχεσθαι.
οὐκ ἠμοίρει δὲ καὶ τὸ ἑκάτερον τούτων δὴ τῶν συμμάχων
θηρίων. ὁ μὲν οὖν Χοσρόης πεντακοσίοις ἐς φρουρὰν
ἀνδράσι περιφραξάμενος περιεπόλει τὰς τάξεις. ἀλλ' ὁπότε
ἔβλεψάν τε καὶ ἀντεβλέφθησαν ἑκάτεραι δυνάμεις ἀλλήλας,
τά τε σημεῖα μετεωρίζετο ἠρέμα τε ὑπὸ τοῦ πνεύματος
ἐκρατύνετο, αἵ τε σάλπιγγες περιεδόνουν καὶ τὴν συμπλο-
κὴν ἐξεβάκχευον ταῦτα δὴ περιβομβοῦσαι τὰ τοῦ πολέμου
μυστήρια, ἐκαινοτομεῖτο λοιπὸν τὸ μεταίχμιον καὶ τῶν οἰκείων
ὅρων ἐχήρευεν. ἀγχιμάχου τοίνυν συμπλοκῆς γενομένης, ὁ
Βαρὰμ τὸ μεσαίτατον τῆς περὶ αὐτὸν καταλιμπάνει δυνά-
μεως καὶ πρὸς τὸ εὐώνυμον μετεχώρησεν. πλείστης τοίνυν
μεταδοὺς τῆς ἀλκῆς τοῖς ἀναδεδεγμένοις αὐτὸν εἰκότως τὴν
ἀντιμέτωπον κεραΐζεται φάλαγγα, τῇ συντάξει τοῦ πλήθους
ἐξαπιναίως ἐγκείμενος. οἱ μὲν οὖν Ῥωμαῖοι κατὰ τοῦτο τὸ
κλίτος διαιρεθέντες ἐτράποντο πρὸς φυγήν, φέρειν οὐκ
ἔχοντες τὴν ἀντιβρίθουσαν δύναμιν. καὶ οὖν ὁ Ναρσῆς
τοῦτο δὴ θεασάμενος, ἠρέμα πλῆθος συρρεῖν τοῖς ἀδυνα
339

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135:


001)“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf,
L.Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 2, p. 106, l. 22

σίους ἐς τοὺς εὐπατρίδας ἐνέγραψε καὶ τοὺς βουλευ-


τάς, καὶ οὕτω τήν τε γερουσίαν ὑφ' ἑαυτὸν καὶ τοὺς
πολλοὺς ἐποιήσατο. καὶ τὴν στολὴν πρὸς τὸ μεγαλο-
πρεπέστερον ἤμειψεν· ἡ δὲ ἦν ἱμάτιον καὶ χιτὼν ὁλο-
πόρφυρα καὶ χρυσόπαστα, στέφανός τε λίθων χρυσο-
δέτων καὶ σκῆπτρον δίφρος τε ἐλεφάντινα, οἷς καὶ
μετὰ ταῦτα οἵ τε ἄλλοι καὶ οἱ τὴν αὐτοκράτορα ἔχον-
τες ἡγεμονίαν ἐχρήσαντο. καὶ τεθρίππῳ ἐν τοῖς ἐπι-
νικίοις ἐπόμπευσε, καὶ ῥαβδούχους διὰ βίου δώδεκα
ἔσχε.
Πάντως δὲ καὶ ἄλλα πλείω ἐκαινοτόμησεν ἄν, εἰ
μή τις Ἄττος Ναούιος τὰς φυλὰς αὐτὸν βουληθέντα
μετακοσμῆσαι κεκώλυκεν, ὃς οἰωνιστὴς ἦν οἷος οὐχ
ἕτερος γέγονε. τοῦτον ὑβρίσαι, διὰ τὴν ἐναντίωσιν
ὀργισθείς, καὶ τὴν τέχνην ἐξουθενῆσαι διεμελέτησεν
ὁ Ταρκύνιος. λαβὼν οὖν ἐν τῷ κόλπῳ ἀκόνην τε
καὶ ξυρὸν ἐς τὸν δῆμον παρῆλθεν, ἔχων ἐν νῷ τμη-
θῆναι τῷ ξυρῷ τὴν ἀκόνην, πρᾶγμα τῶν ἀδυνάτων·
εἰπών τε ὅσα ἐβούλετο, ἐπεὶ Ἄττος ἀντέλεγεν ἐντο-
νώτατα, μηδὲν ὑφιέμενος “εἰ μὴ φιλονείκως ἀντιλέ-
γεις” ἔφη “ἀλλ' ἀληθῆ λέγεις, ἐπὶ πάντων τούτων

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12)


Vol. 3, p. 11, l. 18

τοῖς ἑβδομήκοντα καὶ μῆνας τέσσαρας καὶ ἡμέρας


ἐννέα, ἀφ' ὧν δύο καὶ εἴκοσιν ἐνιαυτοὺς ἐμονάρχησε
καὶ μῆνας ἑπτὰ καὶ ἡμέρας ἑπτά. μετήλλαξε δὲ τῇ
εἰκοστῇ τοῦ Μαρτίου ἡμέρᾳ.
Τούτου τῷ πεντεκαιδεκάτῳ ἔτει ἐβαπτίσθη ὁ
κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐν δὲ τῷ ὀκτωκαιδε-
κάτῳ παρεδόθη καὶ ἐσταυρώθη καὶ ἀνέστη. ἱστορεῖ
δὲ ὁ Εὐσέβιος τὸν Πιλάτον τῆς Ἰουδαίας τηνικαῦτα
ἐπιτροπεύοντα γράψαι τὰ περὶ τοῦ κυρίου τῷ Τιβε-
ρίῳ, ἔθους ὄντος τοῖς τῶν ἐθνῶν ἄρχουσι τὰ παρὰ
σφίσι καινοτομούμενα δηλοῦν τῷ τὴν μοναρχίαν
340

ἰθύνοντι, ἵν' αὐτῷ μηδὲν ἀγνοῆται τῶν παρ' ἑκάστοις


τῶν ἐθνῶν γινομένων. ἤδη γάρ φησι τῆς ἐκ νεκρῶν
ἀναστάσεως τοῦ σωτῆρος ἡμῶν εἰς ἅπαντας ἐν πάσῃ
τῇ Παλαιστίνῃ διαβεβοημένης, τὰ περὶ αὐτῆς ὁ Πι-
λάτος ἐκοινώσατο Τιβερίῳ τῷ αὐτοκράτορι, ὃς τάς τε
ἄλλας αὐτοῦ πυθόμενος τερατείας καὶ ὡς μετὰ θά-
νατον ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς θεὸς εἶναι παρὰ πλείστοις
ἤδη πεπίστευται, ἀνήνεγκε μὲν τῇ συγκλήτῳ ταῦτα·
ἐκείνη δὲ τὸν λόγον ἀπώσατο, ὅτι μὴ πρότερον αὐτὴ
τοῦτο δοκιμάσασα ἦν, παλαιοῦ νόμου κεκρατηκότος

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 13–18) (3135:


002)“Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri xviii, vol. 3”, Ed.
Büttner–Wobst, T.Bonn: Weber, 1897; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 56, l. 6

εἰκοστῆς, βασιλεὺς Κωνστάντιος Ἀσίδος αἴης


τέρμα φίλου βιότου στυγερὸν καὶ ἐπώδυνον ἕξει.
τέθνηκε δὲ ὁ Κωνστάντιος τὰ μὲν τῶν Περσῶν λιπών (ἐπεὶ
καὶ ὁ ἐκείνων βασιλεὺς ἐπ' οἶκον ἀνεχώρησε), κατὰ δὲ τοῦ
τυραννήσαντος ἐπιών. φροντίσι γὰρ πολλαῖς συνεχόμενος κἀν-
τεῦθεν συνεχεῖ ληφθεὶς πυρετῷ χολήν τε ἀναγαγὼν μέλαιναν
ἐτελεύτησεν ἐν Μόψου κρήνῃ (κεῖται δὲ αὕτη κατὰ τὴν τοῦ
Ταύρου ὑπώρειαν), ἐπὶ τρισίν, ὡς λέγεται, μεμφόμενος ἑαυτῷ,
τῷ φόνῳ τῶν συγγενῶν (οὐ γὰρ τὸν Γάλλον μόνον ἀπέκτεινεν,
ὡς εἴρηται ἤδη, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ οἰκείου πατρός),
τῇ ἀναρρήσει τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τῇ καινοτομίᾳ τῆς πίστεως.
Ἦν δὲ ὁ αὐτοκράτωρ οὗτος εὐμενὴς μὲν τοῖς ὑπηκόοις,
δικαιοσύνῃ δὲ περὶ τὰς κρίσεις στοιχῶν, περὶ τὴν δίαιταν ἐγ-
κρατής, ἐν ταῖς τῶν ἡγεμονιῶν καὶ ταῖς τῶν ἀξιωμάτων δια-
νομαῖς τοῦ προσήκοντος στοχαζόμενος, μηδένα τῇ γερουσίᾳ
συντάσσων, ὃς οὐ παιδείας μετείληχεν οὐδὲ ἤσκητο πρὸς τὸ
λέγειν καὶ ᾔδει γράφειν ἐμμέτρως τε καὶ πεζῶς. περὶ δὲ τὴν
πίστιν ὑπῆρχεν οὐκ εὐαγής· οὐ γὰρ τῇ πατρικῇ εὐσεβείᾳ ἐστοί-
χησεν, ἀλλὰ προσέθετο τοῖς ἀρειανίζουσι σπουδῇ τοῦ τῶν βα-
σιλικῶν εὐνούχων πρωτεύοντος Εὐσεβίου· ὅθεν καὶ τὸν θεῖον
Ἀλέξανδρον, ὃς μετὰ τὸν ἱερὸν Μητροφάνην πατριάρχης τῆς

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 13-18)


P. 338, l. 10 ἀπήχθετο, ὡς εἰς ἀνατροπὴν ὄντι τῆς κακοδοξίας αὐτοῦ.
341

Ἀπορίᾳ δὲ συζῶν ἐκ νεότητος ἐστρατεύετο· ποτὲ τοίνυν


τῷ ταγματάρχῃ προσελθὼν περί του ἐδέετο. τῷ δὲ ἔτυχέ τις
Ἀθίγγανος παρεστὼς καί φησι πρὸς τὸν στρατηγὸν ἐν ἀπορρή-
τοις τὸν λόγον ποιούμενος ὡς “βασιλεύσει Ῥωμαίων οὗτος, ὅς
σου δέεται νῦν.” καὶ ὃς αὐτίκα τῷ μαντεύματι θέμενος οἰ-
κειοῦται τὸν Μιχαὴλ καὶ κηδεστὴν ποιεῖται ἐπὶ τῇ θυγατρί.
Ἄρτι δὲ τῇ αὐταρχίᾳ ἐπιπηδήσαντος τοῦ Μιχαήλ, ὡς ἱστό-
ρηται, ὁ ἱερώτατος Νικηφόρος ὑπερόριος ὢν ἐπιστέλλει αὐτῷ,
ἀξιῶν τὴν τῶν εἰκόνων γενήσεσθαι ἀναστήλωσιν. ὁ δὲ μήτε
τι καινοτομήσειν ἔφη περὶ τὴν πίστιν μήτε τὴν τῆς ἐκκλησίας
ἀλλοιῶσαι κατάστασιν, ἀλλὰ μηδὲ βιάσασθαί τινα περὶ τοῦ θείου
δοξάζειν παρ' ὃ βούλεται. ἐν λόγοις δ' ἔμεινε ταῦτα· οὐ μετὰ
πολὺ γὰρ τὴν γνώμην ἔδειξε τὴν οἰκείαν καὶ κατὰ τῶν ὀρθο-
δόξων ἐχώρησε, καὶ πολλοὺς καὶ ἄλλους δεινοῖς περιέβαλε,
πρὸς τοῖς ἄλλοις δὲ καὶ τὸν θεῖον Μεθόδιον καὶ τὸν τῆς Σάρ-
δεων ἀρχιερατεύοντα τὸν Εὐθύμιον ἐξορίᾳ παρέπεμψε διὰ τὴν
τῶν ἁγίων εἰκόνων τιμήν. εἶτα τὸν μὲν Μεθόδιον καθείργνυσι
κατὰ τὸν Ἀκρίταν· τὸν ἀοίδιμον δ' Εὐθύμιον μαρτυρικῷ τε-
λειοῖ θανάτῳ, ἀφειδῶς μαστιζόμενον διὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Θεο-
φίλου. ἐζήλου δ' ἐν ἅπασι τὸν Κοπρώνυμον καὶ τοῖς Ἰουδαίοις

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon Alphabetic letter epsilon, p. 927, l. 2

Ἐφεκτικοί. φιλόσοφοί τινες. παρὰ τὸ ἐπέχειν


περὶ τῶν πραγμάτων, καὶ δογματίζειν αὐτὰ
ἀκατάληπτα.
Ἐφέται. ἄνδρες, οἵτινες ὀγδοήκοντα ὄντες ἐδί-
καζον. ἐφέται δὲ ἐκλήθησαν, ὅτι ἐπὶ αἵματι
δικάζουσι. [ἢ ὅτι ἔφεσις παρ' αὐτῶν οὐ δύναται
εἰς ἄλλο δικαστήριον γενέσθαι.]
Ἔφεκτος τόκος. ὁ ἐπὶ τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου.
Ἐφεκτικός. ἐπιθυμητικός.
Ἐφευρετὰς κακῶν. τοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κα-
κοῖς ἕτερα καινοτομοῦντας κακά.
Ἐφάμιλλος. ἶσος, ὅμοιος.
Ἔφηβος. παῖς νέος ἤτοι ἐτῶν ιδ ἢ ιη.
Ἔφηλος. ὁ ἐφηλίδας ἔχων εἰς τὴν ὄψιν.
[Ἐφιάλτης. κύριον. καὶ ὁ παρὰ πολλοῖς λε-
γόμενος Βαβουτζικάρης. παρὰ τὸ ἰάλλω, τὸ
ἐμβάλλω.]
Ἐφιζόμενος. ὁ ἐπάνω ἵππου καθεζόμενος.
Ἐφίππων ὀνόματα. ἴλη ἱππέων ἀνδρῶν ξδ. ἐπι-
342

λαρχία δύο ἴλαι ἱππέων ἀνδρῶν ρκη. ταραν-


τιναρχία δύο ἴλαι [ἱππέων ἀνδρῶν διακοσίων
Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon Alphabetic letter kappa, p. 1154, l. 11

φασις. οἷον· ὁ θεὸς ἀγαθὸς φύσει· ὁ διάβολος


πανοῦργος· δολερὸν ἡ ἀλώπηξ· κλεπτικὸν ἡ
γαλῆ.
Καταφθορά. ἡ παντελὴς ἀπώλεια. διαφθορὰ
δὲ, ὅταν ἄλλη οὐσία δι' ἑτέρας ἀφανίζηται,
ὥσπερ τὸ σῶμα ὑπὸ σκωλήκων.
Κατάγνωσις. ἡ κατὰ γνῶσιν λαβὴ τοῦ ταύτην
διαμαρτόντος.
Κάχρυς. τὰς ἀληλεσμένας κριθάς.
Καιρία. ἡ ἀπειλοῦσα θάνατον πληγή.
Καινοτομία. τὸ κατὰ πάντα τρόπον παρηλ-
λαγμένον τῆς κοινῆς φύσεως, καὶ ἐν μηδενὶ τῇ
τῶν ἀνθρώπων συνηθείᾳ ἐξομοιούμενον. τοῦτον
δὲ τὸν ὅρον ἀναγκαῖον ἐπίστασθαι διὰ τοὺς
κακῶς νοοῦντας τὴν καινοτομίαν ἐν Χριστῷ.
εἰ γὰρ ἐκαινοτόμησε τὴν φύσιν ἀσπόρως γεν-
νηθεὶς, ἀλλ' ὅμως μετὰ τὸν τόκον τὴν αὔξη-
σιν τῆς ἡλικίας, καὶ τὰ πολλὰ τὰ ἐν τῷ σώ-
ματι, καὶ τὰς εἰσκρίσεις καὶ τὰς ἐκκρίσεις, καὶ
περιτομὴν καὶ μετάστασιν, καὶ τὸ εἶδος καὶ τὰ
μέλη, καὶ τὰς ἐκφύσεις τῶν τριχῶν καὶ ὀδόν

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. (3139: 001)


“Laonici Chalcocandylae historiarum demonstrationes, 2 vols. in 3”, Ed.
Darkó, E.Budapest: Academia Litterarum Hungarica, 1:1922; 2.1:1923;
2.2:1927.Vol. 2, p. 41, l. 2

περιέπεσεν ἡ πόλις αὕτη, ἐς ἀνήκεστα κακὰ προαγομένων τῶν


τῆς πόλεως γενῶν ἐπ' ἀλλήλους, καὶ τοὺς σφῶν αὐτῶν πολε-
μιωτάτους ἐπαγομένων ἐπ' ἀλλήλους· ἐπειδὰν μέντοι ἀνάγκῃ
περιπίπτοντες ἀνηκέστῳ παρὰ τὰ σφῶν ἔθιμα ἀναγκάζοιντο πολι-
τεύεσθαι ὑπὸ τῶν τυράννων, δαιμονίως ὁμοφρονοῦντες ἀλλήλοις
κατὰ τὸ ἰσχυρὸν ἐξελαύνουσί τε αὐτίκα, ὃς ἂν τύχῃ ἐν τῇ πόλει
διαιτητὴς οὐκ ἀγαθός. ἐπαγόμενοί τε γὰρ πολλάκις τῶν Κελτῶν
βασιλέα, ἐπιτρέψαντες τὴν πόλιν, αὖθις ἐξήλασαν ὁμοφρονοῦντες
ἀλλήλοις, ὥστε μὴ πάνυ ἐνδιατρίβειν ἐῶντες παρὰ σφίσι τὴν
τυραννίδα ὁ δῆμος ἐπὶ τὴν ἐλευθερίαν ἐπανίασι, τὰ παρόντα
σφίσι καινοτομοῦντες καὶ ἐξελαύνοντες, αὖθις καθιστᾶσι τῶν
ἀστῶν ἡγεμόνας καὶ κατὰ τὰ πάτρια πολιτεύονται. διάφοροι δέ
343

εἰσι μάλιστα τοῖς ἀπὸ Ταρακῶνος καὶ τοῖς Ταρακονησίοις τὸ


παλαιόν, καὶ πολέμους διέφερον ἐπὶ πολλαῖς γενεαῖς ἐς τούτους
τε καὶ τὴν χώραν αὐτῶν, καὶ ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ, ὅποι ἀλλή-
λοις περιτύχωσιν, ἐς μάχην αὐτοὺς καθίστανται, ὥστε ἀνελεῖν
ἀλλήλους, ἢν δύνωνται. Ταρακονησίοις μὲν οὖν ἐς διαφορὰν
καθεστῶτες αἰεί τε πολέμιοί εἰσιν, ἐξ ὅτου ἐγένοντο· πρὸς δὲ
τοὺς Οὐενετοὺς διηνέχθησαν μὲν καὶ πάλαι διὰ τὰς ἐν τῷ
Αἰγαίῳ πελάγει νήσους Χίον τε καὶ Λέσβον, οὐχ ἥκιστα δὲ
καὶ διὰ τὸν Λιγύρων ἡγεμόνα, ὃν σφίσιν ἐπαγόμενοι τύραννον

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 67, l. 23

ἐπειδάν τινι ψήφῳ προσκέοιτο, τοῖς τε ἄρχουσιν ἐπιτρέπει δια-


πράττεσθαι ὡς κάλλιστά τε καὶ ἄριστα. ἐς ταὐτὸ δὴ τὸ τῆς
πολιτείας εἶδος τετραμμέναι εἰσὶ σχεδόν τι σύμπασαι αἱ τῆς
Τυρρηνίας πόλεις, τό τε Περούσιον, ἡ Λούκη καὶ τὸ Ἀρέτιον
καὶ αἱ Σῆναι πόλεις.
Ἐνταῦθα δὴ ἀφιγμένοι οἱ Ἕλληνες σὺν τῷ ἀρχιερεῖ πολυ-
πραγμονοῦντες μὲν ἐπί τινα χρόνον τὴν τῆς θρησκείας διαφοράν,
ὅπῃ τε ἔχει ἄμεινον εἰρῆσθαι αὐτοῖς, καὶ τελευτῶντες ξυνέβησαν
ἐς τὸ αὐτό, ξυνῳδὰ ἀποφηνάμενοι ἀμφότεροι σφίσι τὰ διάφορα,
ὡς τῇ γνώμῃ ἐς ταὐτὸ ἄμφω τὼ γένεε ἰόντες, μηδεμίαν βού-
λεσθαι σφίσι καινοτομίαν αὐτοῖς. καὶ ἐξέφερον τοῦτο γράμμασι,
καὶ ἐς τοὺς ἁγίους ἐπιμαρτυρούμενοι μηδέτερον Νεωτερίζειν πρὸς
τὴν θρησκείαν. ἐντεῦθεν ἐπιλεξάμενος ὁ τῶν Ῥωμαίων ἀρχιε-
ρεὺς ἄνδρε δύο τῶν Ἑλλήνων εὐδοκιμωτάτω ᾠκειώσατό οἱ,
ἀνακτώμενος τὰ μάλιστα ἀξίως τε τῆς παρ' ἑαυτῷ τιμῆς τῆς
μεγίστης, καρδινάλεις τε ἀπέδειξεν, οἷα τῆς θρησκείας ἡγεμόνε.
τούτους γὰρ δὴ ἐς τὴν παρ' ἑαυτῷ ἐγγυτάτω χώραν ἱδρυμένους,
ἀμφὶ τοὺς τριάκοντα, ἑταίρους τε αὑτῷ ἐπάγεται καὶ συμβούλους,
παρεχόμενός τε πρόσοδον ἱκανὴν καὶ χώραν, ἀφ' ἧς ἂν αὐτοῖς
προσίοι χρήματα, τῷ μὲν πλέω τῷ δὲ ἐλάττω, ἀξιῶν ὡς ἔχει
τε ἑκάστῳ καὶ χώρας. ἐς τούτους δὴ ἀπολεξάμενος ἄνδρας

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 147, l. 10

ΛΑΟΝΙΚΟΥ ΑΠΟΔΕΙΞΙΣ ΙΣΤΟΡΙΩΝ Η.

Τοῦ δ' ἐπιγιγνομένου θέρους Μεχμέτης ὁ Ἀμουράτεω,


344

παρασκευασάμενος ἄσβεστον ἐν τῇ Ἀσίᾳ ὡς πλεῖστον, ᾠκοδόμει


τὴν ἐν τῇ Εὐρώπῃ κατὰ τὴν Προποντίδα ἐν τῷ Βοσπόρῳ, ᾗ
στενώτατόν ἐστι διαβῆναι ἀπὸ Ἀσίας, πολίχνην Λαιμοκοπίην
καλουμένην. καὶ σύμπαντας μὲν συνήθροισεν ἐνταῦθα τούς τε
ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ ἐν τῇ Εὐρώπῃ, καὶ ἐπιδιελόμενος ἐς μοίρας
τὴν πολίχνην ταύτην τοῖς τε στρατηγοῖς καὶ ὑπάρχοις ᾠκοδόμει.
τοῦτο δὲ ἐποίει ὥστε ἀσφαλῆ αὐτῷ εἶναι τὴν ἐς τὴν Ἀσίαν
διάβασιν, καὶ μὴ τοὺς ἑσπερίους δύνασθαι ἐπιόντας τριήρεσι
διακωλύειν αὐτῷ τὴν διάβασιν καὶ καινοτομεῖσθαι τὰ ἐν τῇ
Ἀσίᾳ αὐτῷ πράγματα. μέγα δὲ προφέρειν αὐτῷ ἔμελλε καὶ ἐς
τὴν Βυζαντίου πολιορκίαν. ᾠκοδόμει δὲ πύργους τρεῖς μεγίστους
πάντων, ὧν ἴσμεν, δύο μὲν κατὰ τὴν ἤπειρον, ὥστε ὡρμημένους
ἀπὸ τούτων ἀμύνειν τῷ ἐπὶ τῇ θαλάττῃ ἐρχομένῳ, τοῦτον δὲ
μέγιστον ἐπῳκοδόμει, καὶ μολίβδῳ τοὺς πύργους ἐστέγετο. τὸ
δὲ πλάτος τοῦ τείχους πόδας δύο καὶ εἴκοσι, τῶν δὲ πύργων
καὶ πλέον τούτων, τριάκοντα. ὡς δ' ἐπιτετείχιστο ἐς τρεῖς
μῆνας, ἐπέδραμέ τε αὐτίκα τὴν Βυζαντίου χώραν, πόλεμον αὐτῷ
ἐξενεγκών.

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 171, l. 11

καὶ ηὔξετο μὲν τοῖς Ἀλβανοῖς τὰ πράγματα, καὶ ἐς μέγα


ἐχώρει. τὸν μὲν οὖν Κεντηρίωνα Θωμᾶς ὁ βασιλέως ἀδελφὸς
ὧδε αἰτιασάμενος συνέλαβεν, ὅτε Ἀμουράτης ὁ Μεχμέτεω τὸν
Ἰσθμὸν καθελὼν ἤλαυνεν ἐντὸς Πελοποννήσου εὐθὺ Ἀχαΐας.
ὥρμηντο δὲ αὐτός τε ἅμα καὶ Μπόχαλις ὁ Λεοντάρης ἄρχων
ἀφίστασθαι. καὶ ὁ μὲν Μπόχαλις ἀπέστη ἐκ τοῦ φανεροῦ καὶ
ἐπολέμει, καὶ συμβαλὼν στρατηγῷ Ῥαοὺλ τοῦ ἡγεμόνος ἑάλω
καὶ ἐξεκόπη τὼ ὀφθαλμὼ ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος. τούτους μὲν
οὕτω αἰτιασάμενος, ἐπελαύνοντος Ἀμουράτεω, Λουκάνην δὲ καὶ
νεωτερίζοντά τε περὶ τὰ αὐτοῦ πράγματα καὶ ξυνιστάμενον τοῖς
τῶν Ἑλλήνων καινοτομεῖν βουλομένοις συνέλαβέ τε καὶ καθείρξας
εἶχεν ἐν τῇ ἀκροπόλει. ἐνῆγε μὲν οὗτος καὶ πρότερον ἐπὶ ξυνω-
μοσίᾳ, δύναμιν ἀξιόχρεω περιποιούμενος, τούς τε Ἑλλήνων περι-
φανεῖς καὶ μετὰ ταῦτα Ἀλβανῶν τοὺς δυνατωτάτους. τοῦτον δὴ
γένους ὄντα οὐ φλαύρου, πρὸς δὲ μάλιστα ἀφανοῦς Θεόδωρος
ὁ νεώτερος τῆς Σπάρτης ἡγεμών, φύσεως εὖ ἔχειν δοκοῦντα
καὶ ἐς τὰ ἄλλα οὐκ ἀξύνετον, ἐς τοὺς παρ' ἑαυτῷ πρωτεύοντας
ταξάμενος χρήμασί τε ἐθεράπευσεν. ὁρμώμενος δὲ ἀπὸ ταύτης
τῆς τοῦ ἡγεμόνος εὐεργεσίας, ἐρίζων πρὸς τοὺς τῶν Ἑλλήνων
ἐπιφανεῖς. ἔπρασσε τὰ Πελοποννησίων πρὸς τὸν ἡγεμόνα δημα-
γωγῶν. ἐτράπετο δὲ ἐπὶ τούτους ὡς διενεχθέντας μὲν τῇ γνώμῃ
345

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 251, l. 12

ὁμοδιαίτους, μετὰ δὲ μεταπεμπόμενος ἕνα ἕκαστον τῶν τῆς


χώρας ἐπιφανῶν ἐς τὰς τῶν ἡγεμόνων μεταβολὰς δοκούντων
μετεῖναι τῆς προδοσίας, πανοικὶ διέφθειρέ τε καὶ ἀνεσκολόπιζεν,
αὐτόν τε ἅμα καὶ παῖδας καὶ γυναῖκα καὶ θεράποντας, ὥστε
ἄνδρα τοῦτον ἕνα ἐπὶ μέγα δὴ φόνου ἀνδρῶν, ὧν ἡμεῖς ἴσμεν,
ἐλάσαι ἐπυθόμεθα· ὥστε γάρ οἱ ἐμπεδῶσαι τὴν ἡγεμονίαν,
ἀνελεῖν αὐτόν φασιν ἄνδρας τε καὶ γυναῖκας καὶ παῖδας ὀλίγον
τινὰ χρόνον ἐς δισμυρίους, καθιστῶντα δὲ καλούς τινας αὐτῷ
στρατιώτας καὶ δορυφόρους, τούτους ἐδωρεῖτο τοῖς τῶν ἀπογιγνο-
μένων χρήμασί τε καὶ ὄλβῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδαιμονίᾳ, ὥστε διὰ
βραχέος ἐπὶ μέγα ἀφικέσθαι μεταβολῆς καὶ καινοτομηθῆναι
πάνυ τὰ Δακίας πράγματα ὑπὸ τούτου τοῦ ἀνδρός. καὶ Παίονάς
τε οὐκ ὀλίγους, οἷς μετεῖναι ἐδόκει ὁτῳοῦν τῶν πραγμάτων, καὶ
τούτων οὐδενὸς φειδόμενος φόνον δὲ μέγιστον εἰργάζετο. ὡς μὲν
οὖν αὐτῷ ἐδόκει ἀσφαλῶς ἔχειν τὰ Δακίας πράγματα, ἐβουλεύετο
ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ βασιλέως. ἐτιμωρεῖτο μέντοι τοὺς ἄνδρας
τούτους γνώμῃ τοῦ βασιλέως, ὡς ἂν αὐτῷ κρατύνοιτο τὴν ἀρχήν,
καὶ μὴ μεταστάντων αὖθις τῶν τῆς Δακίας ἀνδρῶν πρωτευόντων
πράγματα ἔχοι, ἐπαγομένων αὐτῶν τοὺς Παίονας συμμάχους τε
καὶ ἐπικούρους.

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Contra Latinos (3141: 010)


“Georgii Acropolitae opera, vol. 2”, Ed. Heisenberg, A.
Leipzig: Teubner, 1903, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).
Oration 1, se. 8, l. 13

κήρυγμα. Χριστὸς γὰρ ταύτην ἐδίδαξεν, ἐπλάτυναν αὐτὴν


οἱ ἀπόστολοι, ἐκράτυναν οἱ διδάσκαλοι. πάλιν φιλονεικεῖς
συλλογίζεσθαι, κἀγώ σοι τὸν λόγον ἁπλοῦν ἀντιτίθημι. σὺ
συμπεραίνεις μοι τὰ ψευδῆ, κἀγώ σοι προτείνω τὰ ἀληθῆ.
συνάγεις μοι ἐκ τῶν προτάσεων καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ, ἐγώ σοι
τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἀποφαίνομαι. τοῦτο μὲν Χριστοῦ, ἐκεῖνο
δ' οὐκ οἶδα τίνος· τοῦτο τῆς αὐτοσοφίας τὸ δίδαγμα, ἐκεῖνο
πλάσμα διανοίας οὐχ ὑγιοῦς, τεχναζομένης εἰς τὰ ὑπερέκεινα
τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν· τοῦτο Χριστὸς διδάσκει, καὶ τῷ λόγῳ
πεπίστευκα, ἐκεῖνο προφέρεις σύ, καὶ οὐκέτι πειθόμενον
ἔχεις με. τίς ἡ τοσαύτη Καινοτομία τῶν λόγων; τίς ἡ
τοσαύτη περὶ τοὺς θείους τῶν λόγων ἀδολεσχία, ὡς μὴ
θέλειν ἐν ἄλλοις ἀσχολεῖσθαι καὶ ἐπιδείκνυσθαι, ἀλλ' ἐν
τοῖς θείοις φιλονεικεῖν ἐναβρύνεσθαι; Ἀθηναίων οὐδὲν ἦν
ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον, καὶ τῶν νέων θεολόγων
346

μεταποιεῖν τὰ τῆς ἀληθείας διδάγματα.


Εἰ δὲ εἰς δουλείαν ἄγεις τὴν ἐκ τῆς πέμψεως πρόοδον
ἢ τὴν δόσιν ἢ τὴν χορηγίαν ἢ τὴν πρόεσιν καὶ πάλιν θεολογεῖς
ἢ φιλοσοφεῖς τὸ φύσει ἢ μὴ φύσει καὶ τὸ κατ' ἐξουσίαν ἢ κατὰ
τὴν συνάφειαν καὶ ἢ οἴκοθεν ἢ ἔξωθεν καὶ ὅσα τοῦ τεχνυδρίου
τοῦ ἀνθρωπίνου,

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) (3142: 001)“Georges Pachymérès. Relations historiques, 2
vols.”, Ed. Failler, A., Laurent, V.Paris: Les Belles Lettres, 1984; Corpus
fontium historiae Byzantinae 24.1–2. Series Parisiensis.P. 41, l. 19

Ἀτραμμυτίου Γεώργιον τὸν Μουζάλωνα, συνοικίσας αὐτῷ καὶ τὴν ἐκ


Καντακουζηνῶν Θεοδώραν, τοῦ Παλαιολόγου οὖσαν ἀδελφιδῆν, τὸν δὲ
μετ' ἐκεῖνον Ἀνδρόνικον μέγαν δομέστικον καθιστᾷ, τὴν τοῦ Ῥαοὺλ
θυγατέρα οἱ συναρμόσας, τὸν δέ γε τρίτον τῶν ἀδελφῶν προβάλλεται
πρωθιερακάριον, ἄνδρας οὐκ εὐγενείας μὲν μετέχοντας τὸ παράπαν, εἰς
παιδοπούλους δὲ αὐθεντοπουλευομένῳ τεταγμένους αὐτῷ. Δύο μέντοι γε
τῶν μεγιστάνων τῶν ὀμμάτων στερεῖ, ὧν ὁ μὲν εἷς υἱὸς ἦν τοῦ Στρατηγο-
πούλου Ἀλεξίου, ὁ Κωνσταντῖνος, ὃς ἠξιοῦτο καὶ κήδους – τὴν γὰρ
ἀδελφιδῆν τοῦ βασιλέως Ἰωάννου, ἐκείνου διδόντος, εἶχε – περιφανοῦς
καὶ μάλα λαμπροῦ, ἅτερος δὲ ὁ Φιλῆς ἦν Θεόδωρος. Καὶ πόλλ' ἄττα
ἐκαινοτόμει, τὴν ὀφρὺν τῶν πρὸς αἵματος καθαιρῶν καὶ τὸ ἀσφαλὲς
ἐντεῦθεν ἑαυτῷ, ὡς ᾤετο, προμηθούμενος· οὐ γὰρ ἀναπνεῖν εἴα ἐκεῖνον ἡ
νόσος, νύκτωρ
καὶ μεθ' ἡμέραν τὰ μὴ καλὰ φανταζόμενον.
θʹ. Ὅπως ὁ Κότυς τὸν Παλαιολόγον παρασκευάζει αὐτομολῆσαι πρὸς
Πέρσας.
Τότε δὴ καὶ τοῦ Παλαιολόγου εἰς κεφαλὴν τεταγμένου Μεσοθινίας καὶ
αὐτῶν Ὀπτιμάτων, ἐκείνου προστάξαντος, καὶ τὰ πολλὰ κατ' Ἰταλῶν
πράττοντος, προσῄει τις τῶν ἐκ τοῦ παλατίου,

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) P. 81, l. 16

μνήμην ἄγειν ἐκείνῳ κατὰ τὸ σύνηθες. Ἀνέρχονται τοίνυν εἰς τὴν τῶν
Σωσάνδρων μονήν, ὅπου καὶ ὁ νεκρὸς τοῦ βασιλέως ἐχόμενα τοῦ πατρὸς
τέθαπτο, τῶν ἱερωμένων ὅσοι παρῆσαν ἐκεῖσε· ἀνέρχονται δὲ καὶ οἱ ἐν
τέλει
πάντες, χωρὶς δ' ἐκείνων καὶ τῶν γυναικῶν αἱ προὔχουσαι καὶ ματρῶναι,
καὶ πᾶν ὅσον ἦν ὑπηρετικὸν τοῖς κρατοῦσι. Τὸ μέντοι γε στρατιωτικόν,
ἐκ
347

προνοίας καὶ μᾶλλον, κάτω περὶ τὸν βασιλέα ἐγκαταλέλειπτο. Ὡς γοῦν


πανοικὶ καὶ οἱ Μουζάλωνες ᾔεσαν, ἰδίαν παρὰ τοὺς ἄλλους στοργὴν πρὸς
τὸν θανόντα ἐπιδεικνύμενοι, τότε τὸ στρατιωτικόν, διαφερόντως δὲ τὸ
Ἰταλικόν τε καὶ ξενικόν, ἁρπάσαντες τὸν καιρόν, οἱ μὲν ἀμύνεσθαι τοὺς
λυπήσαντας ὀρεγόμενοι, οἱ δ' ἐφηδόμενοι τοῖς, εἰ δυνηθεῖεν ἐκεῖνοι,
τολμη-
θησομένοις – ταῖς γὰρ καινοτομίαις ἀεί ποτε χαίρουσιν ἄνθρωποι, καὶ
ῥᾷόν τις, ἰδὼν καινὸν κακὸν τελεσθέν, ἐφησθείη παθοῦσιν ἢ ἀγαθὸν
συνησθείη
τοῖς ἀπολαύσασιν – , συμμιγεῖς τῷ πλήθει γενόμενοι, φωνὰς ἠφίουν
δεινὰς
κάτωθεν ἄνω καὶ μὴ φαινομένῳ τῷ βασιλεῖ καὶ ἐπενεκάλουν κατὰ τῶν
δῆθεν ἀπίστων, τοὺς Μουζάλωνας αἰνιττόμενοι, ζῆλον ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ
τοῦ
γένους ἐνδεικνυμένοις ἐοικότες θερμόν. Καὶ ἵνα μὴ φθάσειαν ἐκεῖνοι πρὸ
τοῦ παθεῖν δράσαντες, δεδιότες δῆθεν, ἐπέσπευδον τὴν ἐπ' ἐκείνους τοῦ
βασιλέως ἐγχώρησιν καὶ ἅμ' ἐδήλουν ὡς εἴπερ ὁ βασιλεύων ἐφήσει· εἰ
δ' οὖν, ἀλλ' ἐκεῖνοι καὶ οὕτως ἐπιδραμοῦνται καὶ καταπράξονται.

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) P. 263, l. 12

βάλλεσθαι δὲ οὐδὲ τὸ παράπαν ἦν.


Ἀπορουμένων δὲ πάντοθεν τῶν ἐκτός, μηδὲν ἐχόντων ᾗ προσβάλλοιεν,
ἐδόκει πῦρ ἐνιέναι· ταύτῃ γὰρ καὶ μόνως ἀποχωρησάντων αὐτοὺς ἔχειν
ἐγγίζοντας τοῖς οἴκοις αὐτῶν ἐπεισπίπτειν· ἀλλ' ἡ δυσχωρία οὐχ ὑπήκουε
τῷ πυρί· ἐφ' ὅσον γὰρ τὸ πῦρ ἥπτετο, ἐπὶ τοσοῦτον ὑποχωροῦντες ἐκεῖνοι
καὶ κατὰ θάτερα παραταττόμενοι ἐκάκουν τοὺς ἐνιέντας καὶ ἀπεκώλυον.
Ἐκείνοις δ' ἦσαν οὕτως καὶ τὰ κατ' οἶκον ἐν ἀσφαλεῖ, ὡς γυναῖκας μὲν
καὶ παιδάρια ταῖς ἐσωτέραις παραδύεσθαι δυσχωρίαις, ἁμάξαις δὲ καὶ
σταυροῖς ἐπιμήκεσι διειλῆφθαι τὸν κύκλῳ τόπον, ὡς μηδ' εἰσβάλλοντας
τολμᾶν εἰσελθεῖν. Ἔπιπτον τοίνυν καθ' ἡμέραν οἱ δοκιμώτατοι, τῇ τοῦ
θυμοῦ παραθηγόμενοι ζέσει, καὶ οὐκ ἐπ' ὀλίγον ἐκαινοτομοῦντο
στρατεύ-
ματα, οἷά τε δοκοῦντα καὶ μεγάλων δυνάμεων κατευμεγεθεῖν, οὓς ὀλίγοι
τινὲς πρὸς ἐκείνους, πλείους ὄντας, καὶ ἀγρόται ἐπὶ πλεῖστον τοῦ καιροῦ
κακουμένους τῷ πολέμῳ κατηγωνίζοντο. Πρὸς τούτοις τε αὐτοὶ μὲν ἦσαν
ἐν
ἀσφαλεῖ, κἂν ὅ τι ποιοῖεν οἱ ἔξω μὴ ἐπαΐοντες, τῷ τοῖς τόποις κατωχυ-
ρῶσθαι, κἂν πλείους ὅτι προσβάλλοιεν· οὐδὲν γὰρ ἦν ἢ αὐτούς,
προσπίπτοντας
ἀλλήλοις, τῇ ῥύμῃ τῶν τόξων μηδ' ἀντισχεῖν ἔχοντας, παραπόλλυσθαι.
348

Ἐκείνους δέ, εἴ πού ποτε καὶ μερισθεῖεν κατὰ χρείας ἀνάγκην,


ἀπολελειμ-
μένους ὀλίγους ἑκασταχοῦ, κινδυνεύειν συνέβαινεν ἐξ αἰτίας τοῦ τοὺς
μέν,
τὴν χώραν πρὸς αὐτῶν ἔχοντας καὶ μηδὲν εἰς κίνδυνον κατὰ νώτου

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) P. 477, l. 17

δέχεσθαι, ὥστε καὶ τοὺς μὲν λέγοντας ἐκ Πατρὸς Υἱοῦ τε, ὑμᾶς δὲ ἐκ
Πατρὸς δι' Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, παραπληκτίζειν καὶ
ἄμφω, εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντας. Ἐκεῖνος μὲν οὖν ταῦτ' ἔλεγε,
συσκιάζων τὸ ἐπὶ τῷ συμβόλῳ τόλμημα, πρέσβις ὢν καὶ προὔργου
μᾶλλον
παντὸς τὸ πρεσβευόμενον θέλων ἀνύτειν.
Οἱ δὲ τῆς ἐκκλησίας καλὸν μὲν ἔλεγον τὴν εἰρήνην εἶναι – καὶ πῶς γὰρ
οὔ; – , καὶ μᾶλλον ἐκκλησίαις τοιαύταις, κεφαλῆς λόγον ἐχούσαις τοῖς
ὁπουδήποτε τοῦ εἰρηνάρχου Χριστοῦ μαθηταῖς, πλὴν μετ' ἀσφαλείας καὶ
οὐχ ὡς ἔτυχεν· εἶναι γὰρ τὸν κίνδυνον μέγαν τοῖς τοῦ ὀρθοῦ ὁπωσοῦν
ἁμαρτάνουσι. «Καὶ τοῦτο οὐχ ἡμῖν ἄρτι ξυνέβη πεπρᾶχθαι, ὡς καὶ αἰτίαν
ἔχειν τοῦ τε καινοτομεῖν ἃ οὐδεὶς πρότερον καὶ τοῦ μὴ θέλειν
μεταβάλλειν
πάλιν εἰς ὃ καὶ πρὶν ἦμεν· ἀλλ' ἄνδρες μεγάλοι τὴν ἀρετὴν καὶ σοφοὶ τὴν
γνῶσιν, περὶ τούτων λαλήσαντες, διηνέχθησαν καὶ δόξαν ἐκείνοις
διέστησαν.

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) P. 479, l. 4

ἐγραφόμεθα, ὡς ὁμοίως καὶ ἡμῶν ἀσεβούντων διὰ τὴν προσθήκην τὰ


ὅμοια. Ἐπεὶ δὲ τὴν ἐπὶ τῷ συμβόλῳ προσθήκην ἀποτρεπόμεθα, ὡς μὴ
καλὸν ἄλλως ὂν μηδ' ἀσφαλὲς τὸ σύνολον κατησφαλισμένοις
ἐπεγχειρεῖν,
κἂν ἐντὸς λέγοιεν τοῦ ὀρθοῦ, ποῦ δίκαιον ἡμῖν προτείνειν τὰ ὅμοια; Τίς
γὰρ ἡμῶν ἐτόλμησε πώποτε οὕτως ὡς λέγεις μετὰ προσθήκης ὁμολογεῖν;
Καλὸν οὖν καὶ συμφέρον τὴν εἰρήνην σε σπεύδοντα τῶν ἐκκλησιῶν οὕτω
πειρᾶσθαι συνιστᾶν ταύτην, σοφῶς οἰκονομοῦντα παρ' Ἰταλοῖς τὴν τοῦ
σκανδάλου ἀφαίρεσιν, κἂν ἡμεῖς ὦμεν οἱ αἰτιώμενοι τοῦ σκανδάλου,
δικαίως
ἡμῖν ἐπιπλήττοντα, ὡς ἑτοίμοις οὖσι δέχεσθαι τὴν ἐπίπληξιν. Εἰ δὲ
παρ' ἐκείνοις τὸ σκάνδαλον ἔβλαστεν, ἀνάγκη, πνευματικὸν ὄντα καὶ
πρεσβευτὴν τῆς εἰρήνης, ἐκείνοις ὠθεῖν πειρᾶσθαι τὸ ἐπὶ τῇ καινοτομίᾳ
349

τοῦ συμβόλου ἁμάρτημα.»


Οὕτως ἔλεγον οἱ τῆς ἐκκλησίας καὶ οὕτως εἶχον ὡς οὐδὲν ἀκουσόμενοι
βασιλέως, εἰ προστάσσοι ἐν τούτοις καί γε τὰ μέγιστα ἀπειλοῖ. Ἀλλ' ὁ
βασιλεύς, ἅπαξ τοῦ τοιοῦδε σκοποῦ γενόμενος, οὐκ οἶδα ἢ θέλων ἢ καὶ
προσβιαζόμενος, ὃ δὴ κἀκείνοις μὲν ὑπεκρύπτετο, ἡμῖν δ' ἐνεφάνιζε,
φόβους
παραπλέκων καὶ πολέμους καὶ χεθησόμενα αἵματα, ἀμεταθέτως εἶχε, κἂν
ὅ τί τις ἔλεγε.

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vi de Michaele


Palaeologo) P. 495, l. 16

ῥᾳδίως, καὶ μᾶλλον, πολλάκις αὐτοῖς τοῦ Βέκκου διαλεγομένου καὶ προ-
βαλλομένου τὰ τῶν ἁγίων ῥητά, μὴ πειθομένοις πάμπαν, ἀλλὰ δήλοις
οὖσι
μὴ καταδεξομένοις, εἰ προβαίη, τὴν πρᾶξιν. Ὅθεν καὶ αἰτίας σφίσιν ὁ
κρατῶν ἐπλάττετο, ὡς πρὸς τὴν πρὸς αὐτὸν δουλείαν ἀφηνιάζουσι καὶ ὡς
ὀνειδίζουσι μὲν ἀρχιερεῦσιν ὑποκλιθεῖσι, καταρωμένοις δὲ βασιλεῖ,
τοιαῦτ' ἀναγκάζοντι γίνεσθαι. Ἀμέλει τοι καὶ πρῶτον σφᾶς θωπείαις
ὑπελθεῖν ἔγνω καὶ προσεκαλεῖτο καὶ τιμητικῶς προσεφέρετο, κύκλῳ
καθίσας καὶ τὰ συνήθη προβαλλόμενος· μηδὲ γὰρ χάριν ἄλλου πραγμα-
τεύεσθαι τὴν εἰρήνην ἢ τοῦ δεινοὺς πολέμους ἀνακοπῆναι καὶ Ῥωμαίων
αἵματα περιποιηθῆναι, ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δὲ καὶ πάλιν
τὴν
ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδὲ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου· τρισὶ δὲ
κεφαλαίοις καὶ μόνοις τὸ πρὸς τὴν τῶν Ῥωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον
περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καὶ μνημοσύνῳ, ὧν ἕκαστον, εἴ τις
ἀκριβῶς σκοποίη, κενὸν εἶναι ἀνάγκη. «Πότε γὰρ καὶ παρουσιάσας ὁ
πάπας προκαθίσει τῶν ἄλλων; Πότε δέ τισι καὶ ἐπέλθοι δίκην ἔχουσι
θάλασσαν τοσαύτην ταμέσθαι καὶ τόσον ἀναμετρῆσαι πέλαγος, ἐφ' ᾧ τῶν
νομιζομένων δικαίων τυχεῖν; Τὸ δ' ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ καὶ μόνῃ ἐκκλησίᾳ
καὶ δευτέρᾳ τῇ καθ' ὑμᾶς καὶ μεγάλῃ τὸν πάπαν μνημονεύεσθαι, τοῦ
πατρι-άρχου λειτουργοῦντος, τί ἂν τῷ ὀρθῷ προσσταίη; Πόσαις
οἰκονομίαις οἱ πατέρες πρὸς ὅ τι γενέσθαι συμφέρον ἐχρήσαντο; Καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ τὸν Θεὸν γενέσθαι ἄνθρωπον καὶ σταυρὸν ὑπομεῖναι καὶ
θάνατον καταδέξασθαι,

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico


Palaeologo) (3142: 002)“Georgii Pachymeris de Michaele et Andronico
Palaeologis libri tredecim, vol. 2”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1835;
350

Corpus scriptorum historiae Byzantinae.P. 214, l. 2

ἐγγὺς τὸ πρᾶγμα ἔκρινεν, ἤν τις κατασταθεὶς εἰς ἀρχήν, πρότε-


ρον ἢ βασιλέα ἀφ' ἑαυτοῦ κινηθέντα κελεύειν, αὐτὸς ζητοίη καὶ
προσαναγκάζοι τὴν ἄφεσιν, βασιλεὺς τὸν λόγον ἀποδεξάμενος,
ἐπὶ σχολῆς περὶ ἀμφοτέρων πρὸς ἡμᾶς λέγων, ἐκείνου μὲν τὴν
ὑπὲρ τοῦ ἀποθέσθαι τὴν ἀρχὴν ἱκεσίαν ὑπεδήλου, τούτου δὲ
τὴν κρίσιν ἐθαύμαζε, λόγῳ δεικνὺς ὁπόσον οἶδεν οὗτος ὑπὲρ ἐκεῖ-
νον τὸ πρὸς τοὺς βασιλεῖς παρὰ τῶν ἐν τέλει κατὰ τὸ εἰκὸς ὀφει-
λόμενον. τὰ πρῶτα γοῦν οὕτως ἐκεῖνος οἰκονομεῖν ἔγνω τοιού-
τους λογισμοὺς ἀποκρούσασθαι. ἐπεὶ δὲ ἡ ῥανὶς ἠνδελέχει ὥστε
καὶ τὴν πέτραν, τὸ τοῦ λόγου, κοιλαίνειν ἔχειν, καὶ οἱ ἀμφ'
ἐκεῖνον μετέωροι πρὸς καινοτομίαν ἦσαν, μεῖζον ἢ κατὰ στρατη-
γὸν θωπεύοντες, καὶ τέλος τὴν ἀπὸ τοῦ βασιλέως τινὲς τῶν ἐκεί-
νου ἀποστροφὴν οἷον καὶ εἰς τὸ μετέπειτα ἐπλάττοντο κάκωσιν,
ἐν δεινῷ τιθεμένου λέγοντες τὸν τοσούτων χρημάτων σωρόν, ὡς
αὐτοῦ μὲν δέον ὂν τὰς δυνάμεις ἱκανοῦντος ῥόγαις, ἐκείνου δὲ
νοσφίζεσθαι βουλομένου τὴν δι' ἐκείνων τῶν ἐχθρῶν προνομήν,
φρόνημα ἐντεῦθεν νεανικὸν καὶ πλέων ἐξ ἀνδραγαθίας φρονήμα-
τος ὑποκατακλίνειν πρὸς ὅπερ ἤθελον ἤρξαντο, καὶ ἀδοξεῖν
ἐποίουν ὡς οὐδὲν τὸν δεσπότην ὄντα. συνῆσαν αὐτῷ καὶ μονά-
ζοντες, ὁ μὲν φιλίως ὁ Τάρχας ἐκ δύσεως, τότε δὲ τῆς τῶν
Σανίδων μονῆς καθηγούμενος, ὁ δὲ προσγενῶς ὁ Ἀκροπολίτης

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico


Palaeologo) P. 295, l. 3

σεσθαι τὸν τολμῶντα, τὴν δὲ συνοίκησιν εἶναι παράνομον, ὥστε


τῆς πρώτης ἠθετημένης καὶ ζώσης, ὁπόσας τοὐντεῦθεν ἠγάγετο,
μὴ ἐγκεκριμένας τοῖς νόμοις μηδ' ἐν γυναιξὶ νομίμοις τάττεσθαι.
“ἢ οὐ ταῦθ' οὕτω καὶ ἐν ἡμῖν ἔχει;” φησὶν ὁ κρατῶν. “πυν-
θάνου τοιγαροῦν τῶν εἰδότων, καὶ πιστῶς μάνθανε ὡς οὐκ ἄλ-
λως ἡμῖν ἐγένετο καταδέξασθαι τὸ συνάλλαγμα, εἰ μὴ καὶ ὅρ-
κους τοὺς πρέσβεις προσαπῃτήσαμεν βεβαιοῦν, ἦ μὴν καὶ ἔτι
περιεῖναι τὴν νόμιμον ὅτε τῇ τοῦ Τερτερῆ συνεπλέκετο, καὶ ἄρτι
μὴ ζῆν ὅθ' ἡμεῖς εἰς γαμβρὸν ἐτάττομεν, ὡς ἐντεῦθεν τὴν μὲν
συμβαίνειν εἶναι παράνομον, τὴν δ' ἡμετέραν, εἰ καὶ νηπίαν,
ἀλλ' οὖν ἔννομον. καινοτομεῖσθαι δὲ καὶ χρόνον, ὡς οἴδατε,
ἐπὶ τοῖς βασιλικοῖς κήδεσι, φέρουσι καί τι συνοῖσον πάντως διὰ
τὴν ἐκ τῆς εἰρήνης κατάστασιν. τέως δὲ καὶ οὕτως ἐχόντων
ἡμῶν τῆς ἀπολογίας ἡμῖν μὲν καὶ ταῦτα καὶ πλείω πράττειν
ἀνάγκη πρὸς τὸ συμφέρον κοινόν, εἰ καὶ λυπήρ' ἄττα ξυμ-
351

πίπτοιεν, ὡς ἀλγεινὸν καὶ τόδε διαφερόντως· ὑμῖν δὲ προκείσθω


καὶ αὖθις εἰς σκέψιν, καὶ ὃ δόξειεν ἂν μόνον μετ' εὐλόγου τοῦ
αἰτιάματος, συγχωρῶ γίνεσθαι. βασιλεῖ γὰρ εἶναι ἢ πατέρας
ἑτέρους τῶν νόμων ἢ παῖδας ἄλλους Ῥωμαίων ἁπάντων οὐκ οἶ-
μαι.” ταῦτ' ἔλεγε βασιλεύς, καὶ ἐδόκει πιθανά τε λέγων, καὶ
τὰς γνώμας τῶν πολλῶν ἔπειθε.

Γεώργιος Παχυμέρης Συγγραφικαὶ ἱστορίαι (libri vii de Andronico


Palaeologo) P. 513, l. 13

δὲ τῶν βασιλέων ὑποκοριζόμενος ἀναισχύντως, μᾶλλον ἑαυτῷ


τε καὶ τοῖς ἰδίοις πιθανὸς ἢ τοῖς ἀκούουσιν ἔδοξεν.
Οὐ πλείους ἐξ ἐκείνου τῶν δέκα παρῆλθον ἡμέραι, καὶ
γνοὺς οἷς οὐκ ἐχρῆν λόγοις ἐξαμαρτών, ἢ καὶ τὴν παρὰ τοῦ βα-
σιλέως Μιχαὴλ δεδιὼς ἐπεξέλευσιν (ἠγγέλλετο γὰρ καὶ ταῦτα, ὡς
στρατολογοίη ὁ βασιλεύς, κἂν παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ βασιλέως
ἐπείχετο γράφοντος), πρύμναν κρουσάμενος αὖθις γράμματα
πλήρη δουλείας πεπόμφει πρὸς βασιλέα, ἀπολογούμενος μὲν αὐ-
τῷ, εἴ τί που ἄρα καὶ παρεξελέχθη πικρὸν καὶ ἄλλως ἀπρε-
πὲς τὴν ἀπὸ τῶν Ἰταλῶν ἀνάγκην καὶ τὸν ἐκεῖθεν κίνδυνον ὑπο-
νοουμένῳ, ἀξιῶν δὲ λογίσασθαι μὲν καὶ τὴν καινοτομίαν τῆς
χώρας ὁπόση, παρακατασχεῖν δ' ὑπὲρ ταύτης ὁπόσον καὶ βού-
λοιτο, παρ' ὃ καὶ μόνον τὸ λοιπὸν ἐξ ὧν χιλιάδων ἀπῄτουν δι-
δόναι, κἂν οὐ νῦν τὰς πάσας, ἀλλ' οὖν τὰς πλείους τῶν ὅλων
τέως, ἐπὶ δὲ τῷ λείποντι εἰς διωρίαν προσαναρτᾶν. εἰ δ' οὖν,
ἀλλ' αὐτὸς μὲν ἔλεγε δοῦλος εἶναι καὶ πάλιν καὶ τοῖς εἰς τὴν βα-
σιλείαν ὅρκοις ὑπεύθυνος, ἔχειν δὲ καὶ σὺν αὐτῷ χιλίους τοὺς
εὐπειθεῖς, τοῖς δ' ἄλλοις ἂν αὐτῷ ᾖ βουλομένῳ μάχεσθαι, ἐπεὶ
κἀκείνοις σκοπὸς ἢ λαβοῦσιν ἠρεμεῖν ἢ μὴ λαβοῦσι τὴν χώραν
καταδραμεῖν, καὶ αὐτὸς συνάμα ταῖς βασιλικαῖς δυνάμεσιν ἐπιτί-
θεσθαι. (19) τὰ δ' αὐτὰ ταῦτα καὶ Κατελάνοι πρέσβεις πρὸς

Michael Critobulus Hist., Historiae (3147: 004)“Critobuli Imbriotae


historiae”, Ed. Reinsch, D.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Corpus fontium
historiae Byzantinae 22. Series Berol. nsis.B. 1, Ch. 4, se. 4, l. 7

ὅρα σημεῖα παρακολουθήσαντα ξένα ἐπὶ τῇ εἰς τὴν βασιλείαν παρόδῳ


τοῦ βασιλέως

πολλὰ δ' εὐθὺς τότε καὶ παρὰ τὸ εἰωθὸς ὑπεσήμηνε τὸ θεῖον


ἀήθη τέ τινα καὶ τερατώδη, ὥσπερ δὴ κἀν τῇ τούτου γεννήσει, οὕτω
352

δὴ κἀν τῇ εἰς τὴν βασιλείαν παρόδῳ· σεισμοί τε γὰρ ἀήθεις καὶ ξένοι
γεγόνασι καὶ βρασμοὶ γῆς καὶ τὰ ἐξ οὐρανοῦ, βρονταί τε καὶ ἀστραπαὶ
σκληραὶ καὶ σκηπτοὶ καὶ πρηστῆρες φρικώδεις καὶ σέλας ὁρώμενον
καὶ οἷα πολλὰ πολλάκις προφοιβάζειν φιλεῖ τὸ θεῖον ἐπὶ ταῖς μεγίσταις
τῶν καθεστώτων καινοτομίαις τε καὶ μεταβολαῖς. οἵ τε μάντεις τε
καὶ θεοφορούμενοι καὶ δὴ καὶ χρησμολόγοι καὶ θεοπρόποι πολλὰ
ἐπεθείαζόν τε καὶ ᾖδον ἐπί τε τοῖς μέλλουσι γίνεσθαι καὶ ἅμα παρα-
δηλοῦντα τὴν τοῦ νέου βασιλέως ἐσομένην περὶ πάντα τύχην καὶ
ἀρετὴν καὶ ὡς μέγιστον ἐν πᾶσιν ἔσται τὸ κράτος αὐτῷ καὶ πάντας
ὑπερβαλεῖται τοὺς πρὸ αὐτοῦ βασιλέας πολλῷ τινι καὶ ἀπείρῳ τῷ μέσῳ
ἐπί τε δόξῃ καὶ πλούτῳ καὶ δυναστείᾳ καὶ κατορθώμασι.
καταστὰς δὲ κληρονόμος μεγάλης ἀρχῆς καὶ πολλῶν μὲν χρη-
μάτων, πολλῶν δὲ ὅπλων, πολλῶν δὲ στρατιωτῶν τε καὶ καταλόγων
γενόμενος κύριος καὶ τί γὰρ ἢ τὰ πλεῖστα καὶ κράτιστα τῆς Ἀσίας τε
καὶ Εὐρώπης ἔχων ὑφ' ἑαυτὸν οὐκ ἀποχρῆν ἐνόμισεν αὐτῷ ταῦτα οὐδὲ

Michael Critobulus Hist., Historiae B. 1, Ch. 18, se. 7, l. 3

οὐχ ἧττον δὲ αὐτοὺς ἔθραττε καὶ τὰ παρὰ λόγον τότε γινόμενα,


ἅπερ εἰς θεοσημείας ἐλάμβανον, σεισμοί τε ἀήθεις καὶ ξένοι καὶ
βρασμοὶ γῆς τά τε ἐξ οὐρανοῦ, βρονταί τε καὶ ἀστραπαὶ καταρρηγνύ-
μεναι καὶ κεραυνοὶ φρικώδεις καὶ σέλας ὁρώμενον καὶ πνεύματα
βίαια καὶ λάβρων ὑετῶν ἐπικλύσεις τε καὶ καταφοραί, ἔτι δὲ ἀστέρων
ἀσυνήθων ἄτακτοι φάσεις καὶ δρόμοι πεπλανημένοι καὶ πάλιν ἀφανι-
σμοί, ἕτεροι δ' αὖ κατεστηριγμένοι τε καὶ πολὺν δὴ χρόνον καπνὸν
ὑποφαίνοντες.
ἄλλα τε πολλὰ τοιαῦτα τερατώδη τε καὶ παρὰ τὸ
εἰωθὸς ὑπεσήμαινε τὸ θεῖον τό τε μέλλον προφοιβάζοντα καὶ μεγίστην
ὑποφαίνοντα καινοτομίαν τῶν καθεστώτων τε καὶ μεταβολήν· εἰκόνες
τε γὰρ ἵδρουν ἐν ἱεροῖς καὶ στῆλαι καὶ ἀνδριάντες τῶν μακαρίων
ἀνδρῶν κατοχαί τε καὶ ἐνθουσιασμοὶ ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν παρὰ
δόξαν ἐγίνοντο οὐδὲν αἴσιον προμηνύουσαι οἵ τε μάντεις ἀπαίσια
πολλὰ ἐπεθείαζον λόγιά τε παλαιὰ ᾔδετο καὶ χρησμοὶ ἀνηρευνῶντο,
καὶ ὅσα ἄλλα ἐν τοῖς τοιούτοις συμβαίνειν φιλεῖ, πάντα ἐγίνετο, ἃ
πάντα ἐς οὐδὲν χρηστὸν φέροντα φόβον τε παρεῖχε πολὺν καὶ
ἀγωνίαν αὐτοῖς καὶ ἑαυτῶν ὅλως ἐξίστα καὶ περὶ τοῦ μέλλοντος
Michael Critobulus Hist., Historiae B. 2, Ch. 11, se. 4, l. 2

τούτων μητέρα), ὁ δὲ παρωσάμενος τήν τε γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας


ἀδίκως ἐγκρατὴς γίνεται τοῦ τε κατ' οἶκον βίου παντὸς καὶ τῆς ὅλης
ἀρχῆς μηδενὸς τούτων ὅλως παραχωρήσας τοῖς τε παισὶ καὶ τῇ γυναικί.
ἡ δὲ τὸ πρᾶγμα ἐν δεινῷ τιθεμένη καὶ τὴν καταδυναστείαν μὴ
353

φέρουσα τὰ μὲν πρῶτα λόγοις ἐπειρᾶτο τοῦτον τῆς πλεονεξίας ἀπάγειν


τὰ μὲν δι' ἑαυτῆς, τὰ δὲ καὶ διὰ συνετῶν καὶ φρονίμων ἀνδρῶν τῶν
ταύτῃ, μᾶλλον δὲ καὶ οἰκείων αὐτοῖς καὶ οἷς οὐχ ἥκιστα ἔμελεν ἀκιν-
δύνως ἔχειν τὰ τῆς ἀρχῆς.
οἳ καὶ προσελθόντες εὐνοϊκῶς συνεβού-
λευον αὐτῷ μηδὲν ὅλως περὶ τὰς τοῦ πατρὸς διαθήκας καινοτομεῖν
μηδὲ καταδυναστεύειν ἐθέλειν τήν τε γυναῖκα καὶ τοὺς παῖδας τοῦ
ἀδελφοῦ τήν τε θείαν νέμεσιν δεδιότα, ἣ πανταχοῦ περιερχομένη τὰ
τῶν ἀνθρώπων δικάζει καὶ τοὺς ἀδικουμένους καὶ ἀδικοῦντας ὁρᾷ, τήν
τε τοῦ κρατοῦντος πρὸς τὰ τοιαῦτα ῥοπὴν καὶ τὸ σφόδρα γε ἀπαραίτη-
τόν τε καὶ ἀδιάλλακτον.

Theodorus Epist., Epistulae (3158: 001)“Épistoliers byzantins du xe


siècle”, Ed. Darrouzès, J.Paris: Institut Français d'Études Byzantines,
1960; Archives de l'orient chrétien 6.Epistle 3, l. 18

οἶνον, τὸ ὑπὲρ τὸ πάλαι λαλούμενον νέκταρ, ἀπεγευσάμεθα μὲν οἱονεὶ


τῶν
σῶν γλυκερῶν χειλέων σμικρόν τινα ἀσπασμὸν εἰσδεξάμενοι, ἐπὶ πλέον
δὲ τούτου ἐμφορηθέντες καὶ οἱονεί, κατὰ τὸ γεγραμμένον, εὐφρανθέντες,
τὸ
θλίβον καὶ τρύχον τὴν ἡμετέραν καρδίαν ἐγγὺς τῆς κύλικος ἐπιφυόμενον
εὕρωμεν ὥσπερ, ὡς οἶμαι, τῷ ῥόδῳ πως ἀναφύεται καὶ ἡ ἄκανθα.
Νόμος γὰρ οὗτος ἔρωτος καὶ φιλίας ἀνοθεύτου καὶ ἀληθοῦς καὶ γλυκείας
καὶ ἐρασμίας. Τί γὰρ ἀκάνθης ἢ ῥομφαίας διστόμου πληκτικώτερον, εἰ
μὴ
στέρησις ἐρωμένου καὶ φίλου ἀποικία καὶ ἀπουσία καὶ τοιούτου οὕτω
πιστοῦ καὶ φιλοσόφου καὶ κατὰ πάντα ἤδη τὸ πρωτεῖον ἔχοντος; Μανικὸς
γὰρ ὄντως ἐραστὴς τυγχάνων πρὸς τοὺς ἐμὲ οὕτω φιλοῦντας – μαίνομαι
γάρ,
ἀλλὰ σωφρόνως· οἶδε γὰρ φιλία πάντα καινοτομεῖν – σοὶ δὲ τὰ πλείονα
παραχωροῦμεν ὡς εἰδότες οὕτω πρὸς ἡμᾶς καὶ διακείμενον καὶ
διακεισόμενον.
Ἐμὲ δὲ καὶ πολλὰ καὶ πολλάκις οἱ ὄνειροι καὶ ταράσσουσι καὶ
εὐφραίνουσι
καὶ ὡσπερεὶ τὸν φίλτατον ἐν χερσὶ διδόασι καὶ προσομιλεῖν πλανῶσι καὶ
καταφιλεῖν ἀπατῶσι. Τὸ δὲ ὕπαρ πολλὰ καταρῶμαι καὶ ζημίας πρόξενον
ἡγοῦμαι· οὐ γὰρ καθ' ὕπνους ἀπολαύω καὶ ποσῶς τῆς ἐφέσεως
ἐμφοροῦμαι

Pseudo-Codinus Hist., De officiis (= officia palatii Constantinopoleos) (e


354

codd Vat. gr. 162 + 975) (3168: 002)“Pseudo–Kodinos. Traité des


offices”, Ed. Verpeaux, J.Paris: Centre National de la Recherche
Scientifique, 1966; Le monde byzantin 1.P. 135, l. 25

Οὗτος γὰρ δὴ καὶ ὁ βασιλεὺς ὁ πάππος αὐτοῦ τιμήσας τὸν


Καντακουζηνὸν
Ἰωάννην, ὃς B8 ἐγεγόνει καὶ βασιλεὺς ὕστερον, μέγαν δομέστικον,
πρῶτον
μὲν ἰσοστάσιον τῷ πανυπερσεβάστῳ τοῦτον ἐποίησεν, ὕστερον δὲ μετὰ
τὸν
θάνατον τοῦ πάππου αὐτοῦ ὑπεβίβασε τὸ ἀξίωμα τοῦ πανυπερσεβάστου,
καὶ
ἔταξεν αὐτὸ εἶναι ὑπὸ τὸν μέγαν δομέστικον, ἀναβιβάσας τὸ τοῦ μεγάλου
δομεστίκου ἀξίωμα. Ἰστέον δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι παρεχρήσατο τῇ τοῦ
σεβαστοῦ
ἀξίᾳ ὁ Κομνηνὸς Ἀλέξιος τῇ συνθέσει τῶν ὀνομάτων τούτων. Σεβαστοὶ
γὰρ
ἀνέκαθεν ἐπιθετικῶς οἱ βασιλεῖς ὠνομάζοντο, καὶ ἦν ἐξιδιαζόντος εἰς
βασιλέα
λεγόμενον τὸ τοῦ σεβαστοῦ ὄνομα· αὐτὸς δὲ εἰς τὸ κοινότερον πρῶτος
κατήνεγκε
τὴν τοιαύτην ἀξίαν. Ἔξεστι δὲ καὶ τοῖς βασιλεῦσι καινοτομεῖν καὶ
πράγματα
καὶ ὀνόματα ἀκωλύτως, καὶ ἀναβιβάζειν ὡς βούλοιντο.
Πρωτοβεστιάριος· σημειωτέον δ' ἔτι καὶ τοῦτο, ὅτι ὁ βασιλεὺς Μιχαὴλ
τῶν Παλαιολόγων ὁ πρῶτος, ἀπὸ τοῦ πρωτοσεβάστου τὰ πράσινα
φορέματα
ἀφελών, ὅ ἐστιν ἀξίωμα ιγʹ, ἐφόρεσε ταῦτα εἰς τὸν ἀνεψιὸν αὐτοῦ
Μιχαὴλ τὸν Ταρχανειώτην τιμήσας πρωτοβεστιάριον· ὃν καὶ
ὑπερέχοντα πάντων, τοῦ τε

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae (3169: 001)“Ioannis


Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.
Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Vol. 2, p. 79, l. 1

τάζοντι δὲ πρὸς ἑαυτὸν τὸν λόγον, διὰ τὴν δοκοῦσαν ἀτοπίαν πα-
ρίστατο νοεῖν ὅπερ ἦν, ὡς οὐ σφετέρας ἕνεκα αὐτῶν τιμῆς ἠξίουν
τοιαῦτα, ἀλλ' ἵνα ὑπαντήσαντος, τῶν ἵππων ἀποβάντες αὐτοὶ
τιμὴν ἀποδῶσι τὴν μεγίστην. ὁ μὲν οὖν τοιαῦτα ἐννοήσας, ἔμεινεν
οἴκοι. τοῖς δ' ἐπεὶ οὐκ ἐξεγένετο τὴν ἐπίνοιαν εἰς ἔργον ἀγαγεῖν,
355

ὀλίγῳ ὕστερον καιρὸν ἐπιτηρήσαντες καὶ συντυχόντες ἐφίππῳ,


τῶν ἵππων ἀποβάντες προσεκύνουν. εἶτ' αὐτῷ οἴκοι συνελθόντες
οὐ κατὰ τὸ πρότερον ἔθος συνεισῄεσαν ἔφιπποι τὴν αὐλὴν, ἀλλ'
ἔξω καταλιπόντες, παρέθεον πεζῇ. ὁ δὲ ἠγανάκτησεν ἐφ' ἑκατέ-
ροις οὐ μετρίως. ἔπειθ' ἑαυτῷ περιστησάμενος, κατηγόρει τὴν
καινοτομίαν καὶ μὴ τοιαῦτα συνεβούλευε ποιεῖν, ἀλλὰ τοῖς
προτέροις ἔθεσιν ἐμμένειν. εἰ δὲ μὴ πείθοιντο, ἠπείλησεν
ἀπελάσειν πρὸς ὀργήν. δεῆσαν δὲ αὖθις ἵππῳ ἐπιβῆναι,
ἐκέλευε τῆς πύλης ἄγειν ἔξω· εἶτα παριὼν τὴν αὐλὴν πεζῇ
ἐπέβαινε πρὸς τῇ πύλῃ. ὅπερ οἱ τὴν καινοτομίαν ἰδόντες
εἰργασμένοι καὶ καταπτήξαντες τὴν ἀπειλὴν, ἐνέμενον τοῖς
προτέροις, μηδὲν καινὸν, μήτε διανοούμενοι, μήτε πράττειν
ὑπομένοντες, μήτ' ἐκεῖνοι, μήθ' ἕτεροί τινες.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 79, l. 5

οἴκοι. τοῖς δ' ἐπεὶ οὐκ ἐξεγένετο τὴν ἐπίνοιαν εἰς ἔργον ἀγαγεῖν,
ὀλίγῳ ὕστερον καιρὸν ἐπιτηρήσαντες καὶ συντυχόντες ἐφίππῳ,
τῶν ἵππων ἀποβάντες προσεκύνουν. εἶτ' αὐτῷ οἴκοι συνελθόντες
οὐ κατὰ τὸ πρότερον ἔθος συνεισῄεσαν ἔφιπποι τὴν αὐλὴν, ἀλλ'
ἔξω καταλιπόντες, παρέθεον πεζῇ. ὁ δὲ ἠγανάκτησεν ἐφ' ἑκατέ-
ροις οὐ μετρίως. ἔπειθ' ἑαυτῷ περιστησάμενος, κατηγόρει τὴν
καινοτομίαν καὶ μὴ τοιαῦτα συνεβούλευε ποιεῖν, ἀλλὰ τοῖς
προτέροις ἔθεσιν ἐμμένειν. εἰ δὲ μὴ πείθοιντο, ἠπείλησεν
ἀπελάσειν πρὸς ὀργήν. δεῆσαν δὲ αὖθις ἵππῳ ἐπιβῆναι,
ἐκέλευε τῆς πύλης ἄγειν ἔξω· εἶτα παριὼν τὴν αὐλὴν πεζῇ
ἐπέβαινε πρὸς τῇ πύλῃ. ὅπερ οἱ τὴν καινοτομίαν ἰδόντες
εἰργασμένοι καὶ καταπτήξαντες τὴν ἀπειλὴν, ἐνέμενον τοῖς
προτέροις, μηδὲν καινὸν, μήτε διανοούμενοι, μήτε πράττειν
ὑπομένοντες, μήτ' ἐκεῖνοι, μήθ' ἕτεροί τινες.
ιβʹ. Ὑπὸ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ὁ τῶν Τριβαλῶν ἄρ-
χων Στέφανος ὁ Κράλης τὰς πρὸς βασιλέα λύσας σπονδὰς,
ἐπεὶ ἐπύθετο ἀποθανόντα, τήν τε ἄλλην πᾶσαν κατέδραμε
Μακεδονίαν ληϊζόμενος, καὶ Θεσσαλονίκην παρελθὼν, ἄχρι
χωρίου ἦλθε τοῦ προσαγορευομένου τῶν Κρητῶν.
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 118, l. 3

ων. οὐ χρὴ δὲ πρὸς τὴν ἐπιχείρησιν ἀναδύεσθαι λογιζομέ-


νους, ὡς ψεύδη καὶ συκοφαντίας ἐρεῖτε. εἰ μὲν γὰρ οὐδὲν
οὐδέπω μέχρι νῦν ψεῦδος εἴρητο ὑμῖν, ἦν ἄν τι τοῦτο πρὸς
τὸν λόγον. εἰ δὲ πολλάκις ἡμῖν ἅπασιν ὁμοίως καὶ τοῦ τυ-
χόντος κέρδους ἕνεκα ἢ οὐδενὸς καὶ ἐπιορκεῖν καὶ ψεύδεσθαι
356

συνέβη, τί δεῖ τὰ πολλάκις τετολμημένα ὀῤῥωδεῖν νυνὶ, οὐ


μικρά τινα, ἀλλὰ τὴν Ῥωμαίων μέλλοντας ἀρχὴν κερδαίνειν;
εἰ δ' ἀπιστεῖν ἐμοὶ κεκρίκατε τὰ βελτίω συμβουλεύοντι, ἀλλὰ
τῷ γε ἀδελφῷ πείθεσθαι προσήκει, πρεσβυτέρῳ τε τὴν ἡλι-
κίαν ὄντι καὶ μᾶλλον ὑμῶν εἰδότι μεταβολαῖς τε καὶ καινο-
τομίας πραγμάτων χρῆσθαι προσηκόντως. οἴομαι δὲ κἀκείνῳ
περισπούδαστον τὴν μεγάλου δομεστίκου κατάλυσιν εἶναι, οὐ
φέροντι τὸν ὄγκον τῆς ἀρχῆς καὶ τὸ πάντας ἐν ἀνδραπόδων
ἄγεσθαι καὶ φέρεσθαι ὑπ' ἐκείνου μοίρᾳ. ἐγὼ μὲν οὖν ἃ συμφέ-
ρειν νομίζω, συμβεβούλευκα ὑμῖν. αὐτοὶ δ' εἴτι περὶ εὐδοξίας
ὑμῶν αὐτῶν καὶ βίου περιφανείας κεκρίκατε ἐπιχειρεῖν, μὴ
προΐεσθαι ἀναγκαῖον τὸν καιρὸν, ἵνα μὴ, παρελθόντος, οὐ-
δὲν ὠφελώμεθα ἐκ τῆς μεταμελείας. ἐκείνου γὰρ ἀπόντος,
ῥᾷστα πᾶν κατορθωθείη· ἂν δ' ἐκ τῆς στρατείας ἐπανέλθῃ,
οὐδὲ γρύζειν παραινῶ τολμᾷν, ἢ οὐδὲν ἔσται τὸ κωλῦσον,
τὸ μηδ' ὅπῃ γῆς διάγετε ἀγνοεῖσθαι.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 147, l. 18

ται, ἐπεθύμουν, τί ἐκώλυεν, ἡνίκα, βασιλέως τελευτῶντος,


τοὺς ἐκείνου παῖδας ἔχων, ἐποιούμην τὰ βασίλεια ὑπὸ φρου-
ρᾷ καὶ μετὰ τρίτην ἡμέραν καὶ βασιλίδος ἀφιγμένης, πάντα
χρήματα ἦσαν ἐπ' ἐμοὶ, ὥσθ' ὅ,τι χρῆσθαι ἠβουλόμην, ἐκεί-
νους μὲν ἀποκτιννύναι, αὐτὸν δὲ τὴν βασιλείαν ἄνευ πόνων
ἔχειν καὶ ἱδρώτων, οὐδενὸς ἔτι λειπομένου τοῦ τολμήσοντος
ἀνθίστασθαι ἐμοί; ἐγὼ δὲ οὐ μόνον τοιοῦτον οὐδὲν ὤφθην
διανοηθεὶς, ἀλλὰ καὶ εἰς ἐνάτην ἡμέραν ἐκ τῆς βασιλέως τε-
λευτῆς ἐν ἀσφαλείᾳ πάσῃ καταστήσας, τήν τε φρουρὰν ἀπή-
γαγον ἐκεῖθεν καὶ αὐτὸς οἴκοι καταστὰς, τῶν πραγμάτων,
ὥσπερ καὶ πρότερον, εἰχόμην, οὐδὲν καινοτομῶν, οὐδὲ πρὸς
τὸ λυσιτελοῦν ἐμοὶ τὰ πράγματα οἰκονομῶν, ἐξ ὧν ἄν τις
ᾠήθη δικαίως, εἰς ἐμαυτὸν μετάγειν πειρᾶσθαι τὴν ἀρχήν.
ἐπιτρόποις τε γὰρ ἐχρησάμην τῶν ἐπαρχιῶν καὶ τῶν πόλεων,
οἳ καὶ πρότερον ἦσαν βασιλέως τελευτῶντος, καὶ τὴν στρα-
τιὰν, οὖχ ὅπως εὐνοήσουσιν ἐμοὶ, ἀλλ' ὅπως μάλιστα τῷ κοι-
νῷ χρήσιμοι ἔσονται, πάντα ἐπραγματευόμην. οὐ μὴν ἀλλὰ
καὶ τοῖς περιοίκοις τῶν βαρβάρων σπονδὰς τιθέμενος, οὐκ
ἔσθ' ὅστις ἂν ἐξελέγξειεν, ὡς πρὸ τοῦ κοινῇ λυσιτελοῦντος
τῶν ἰδίᾳ τι εἱλόμην ἐμοὶ διαφερόντων.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 33, l. 7


357

αν τῶν βαρβάρων, οὐ μετρίως ἠνιᾶτο, ὅτι ὑπὲρ ὧν ἐδόκει


τὸν πόλεμον αἱρεῖσθαι, τούτους διέφθειρεν ἡ συμμαχεῖν δο-
κοῦσα στρατιά.
εʹ. Μετὰ τοῦτο δὲ εἰς Θετταλίαν τριήρη πέμψας, τὸν
υἱὸν μετεπέμπετο Μανουήλ· ἐπεὶ δὲ ἦν ἐν Βυζαντίῳ, ἐκεῖ-
νον μὲν καὶ τὸν γαμβρὸν δοῦκα τὸν Νικηφόρον δεσπότας
ἀπεδείκνυ. Ματθαῖον δὲ τὸν πρεσβύτερον υἱὸν ἀξίας μὲν
οὐδεμιᾶς ὀνομαστὶ ἠξίου, τιμὴν δὲ παρεῖχε τὴν ὑπὲρ δεσπό-
τας, ὡς εὐθὺς εἶναι μετὰ βασιλέα, ἣν ὁ πρῶτος τῶν Πα-
λαιολόγων βασιλέων Μιχαὴλ ἐκαινοτόμησεν ἐπὶ υἱῷ Κωνσταν-
τίνῳ τῷ Πορφυρογεννήτῳ, ἣ ἐδόκει πλέον τι τῆς τῶν δεσπο-
τῶν ἀξίας ἔχειν. τοὺς γυναικὸς δὲ τῆς βασιλίδος ἀδελφοὺς
Ἰωάννην καὶ Μανουὴλ σεβαστοκράτορας ἀπέδειξεν. ὁρῶν δὲ
τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν δεινῶς ὑπὸ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου διε-
φθαρμένην καὶ καταφρονουμένην ὑπὸ τῶν περιοίκων, ἀμύνε-
σθαι δὲ ἀδυνάτως ἔχων διὰ σπάνην τῶν χρημάτων, (νεῦρα
γάρ τις καιρίως εἶπε τὰ χρήματα τοῦ πολέμου,) καὶ μήτε οἴ-
κοθεν ἔχων χορηγεῖν, μήτε ἐκ τῶν δημοσίων· (τά τε γὰρ κει-
μήλια ἀνάλωται πάντα τὰ βασιλικὰ, καὶ αἱ πρόσοδοι αἱ κοι-
ναὶ ἐξέλιπον, τῆς χώρας καθάπαξ ὑπὸ τοῦ πολέμου

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 59, l. 18

πέμφθη καὶ σιγῆς βυθῷ. ἀρχαῖος δὲ ὁ τρόπος καὶ τοῖς πρώ-


τοις τοῦ εὐαγγελίου κήρυξι τετιμημένος. καὶ γὰρ καὶ Παῦ-
λος ἐκοινοῦτο τοῖς ἀποστόλοις τὸ εὐαγγέλιον, δεδοικώς, φησι,
μὴ εἰς κενὸν τρέχει, ἃ μὴ φίλα καταγγέλλων θεῷ, καίτοι γε εἰς
τρίτον οὐρανὸν ἁρπαγεὶς καὶ μυσταγωγηθεὶς τὰ ἄῤῥητα. καὶ
βασιλεῖ γὰρ τῷ πρώτῳ Παλαιολόγων Μιχαὴλ τοῦτο τετολ-
μημένον οὐ συνήνεγκεν, ἀλλὰ χεῖρον γέγονε τὸ ῥῆγμα, καὶ ἡ
διάστασις χαλεπωτέρα. δι' ἃ οὐδὲ αὐτὸς οἴομαι πεισθήσε-
σθαί ποτε πρὶν οἰκουμενικὴν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τὸ δοκοῦν
ἀσφαλὲς ἀποφήνασθαι περὶ τὴν πίστιν, ἐπιχειρήσειν αὐτός
τε προσέχειν καινοτομίαις, καὶ βιάζεσθαι τοὺς ἄλλους, οὐ
διὰ τὴν ἐκκλησίαν μόνον καὶ τὸ Χριστιανῶν ἅπαν πλήρωμα,
ἀλλὰ καὶ δι' ἐμὲ αὐτόν. καὶ γὰρ οὕτως ἔχω, ὡς πᾶσι μὲν
πεισθησόμενος, ἅττα ἂν ὑπὸ κοινῆς γνώμης τῶν ἀρχιερέων
περὶ τῆς πίστεως ἐπιψηφισθείη, τούτου δὲ ἀπόντος, καινο-
τομίᾳ οὐδεμιᾷ προσέξω. οἴομαι δὲ καὶ τοὺς ἀρχιερέας ἅ-
παντας καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς δογμάτων τῶν τῆς ἐκκλησίας
τροφίμους πρὸς τοῦτο μὲν ἔσεσθαι προθύμους μάλιστα· ἂν
δὲ βιάζοιντο ἀρχικῶς, τὰ ὦτα βύσαντας, μηδὲ τῆς πρώτης
358

ἀνέξεσθαι φωνῆς. καίτοι γε οὐδὲ παρ' ὑμῖν ἐμὲ ἀξιόχρεων


ἐγὼ νομίζω ἔσεσθαι πρὸς πίστιν περὶ τῶν μελλόντων,

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 59, l. 23

βασιλεῖ γὰρ τῷ πρώτῳ Παλαιολόγων Μιχαὴλ τοῦτο τετολ-


μημένον οὐ συνήνεγκεν, ἀλλὰ χεῖρον γέγονε τὸ ῥῆγμα, καὶ ἡ
διάστασις χαλεπωτέρα. δι' ἃ οὐδὲ αὐτὸς οἴομαι πεισθήσε-
σθαί ποτε πρὶν οἰκουμενικὴν σύνοδον ἀθροισθεῖσαν τὸ δοκοῦν
ἀσφαλὲς ἀποφήνασθαι περὶ τὴν πίστιν, ἐπιχειρήσειν αὐτός
τε προσέχειν καινοτομίαις, καὶ βιάζεσθαι τοὺς ἄλλους, οὐ
διὰ τὴν ἐκκλησίαν μόνον καὶ τὸ Χριστιανῶν ἅπαν πλήρωμα,
ἀλλὰ καὶ δι' ἐμὲ αὐτόν. καὶ γὰρ οὕτως ἔχω, ὡς πᾶσι μὲν
πεισθησόμενος, ἅττα ἂν ὑπὸ κοινῆς γνώμης τῶν ἀρχιερέων
περὶ τῆς πίστεως ἐπιψηφισθείη, τούτου δὲ ἀπόντος, καινο-
τομίᾳ οὐδεμιᾷ προσέξω. οἴομαι δὲ καὶ τοὺς ἀρχιερέας ἅ-
παντας καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς δογμάτων τῶν τῆς ἐκκλησίας
τροφίμους πρὸς τοῦτο μὲν ἔσεσθαι προθύμους μάλιστα· ἂν
δὲ βιάζοιντο ἀρχικῶς, τὰ ὦτα βύσαντας, μηδὲ τῆς πρώτης
ἀνέξεσθαι φωνῆς. καίτοι γε οὐδὲ παρ' ὑμῖν ἐμὲ ἀξιόχρεων
ἐγὼ νομίζω ἔσεσθαι πρὸς πίστιν περὶ τῶν μελλόντων, εἰ ῥᾳ-
δίως οὕτω καὶ ἀνεξετάστως ἐπὶ τὰ δοκοῦντα δόγματα ὑμῖν
μεταχωρήσω. ὁ γὰρ τοῖς ὑπὸ τῶν προγόνων παραδεδομένοις
καὶ οἷς συντέθραπτο αὐτὸς, μὴ πάνυ προσέχων ἀσφαλῶς, ἀλλ'
ἐξ ἑτοίμου προϊέμενος, τίνα ἂν ἔχοι περὶ τῶν προσφάτων πί-
στιν;

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 346, l. 5

την συκοφαντίαν, ἔπραττεν αὖθις, ὅπως τὸν γυναικὸς ἀδελ-


φὸν ἀφήσει τοῦ δεσμωτηρίου. τῶν πραγμάτων δὲ κα-
λούντων ἐπὶ Θεσσαλονίκην ἀναγκαίως καὶ δεομένων τῆς ἐκεί-
νου παρουσίας, ἐξεστράτευσε τριήρεσι. μετὰ δὲ τὴν ἐπάνο-
δον πέμψας ἐκ Τενέδου, ἤγαγεν εἰς Ἐπιβάτας, φρούριόν τι
περὶ Σηλυμβρίαν, τὸν γυναικὸς ἀδελφὸν, ὅπως ἐγγὺς ἀλλήλων
ὄντων γίγνοιντο οἱ λόγοι. ἠξίου τε τὴν βασιλείαν ἀποθέμε-
νον παντάπασι, τὴν ἰδιώτου τύχην στέργειν, τιμὰς καρπούμε-
νον τὰς μετὰ βασιλέα πρώτας καὶ τῶν βασιλέως παίδων
πάντων ἐν ἅπασι προέχειν, πλὴν Ἀνδρονίκου βασιλέως. ἐξεῖ-
ναι δὲ αὐτῷ καινοτομεῖν ἑτέραν στολὴν, ὁποίαν ἂν ἐπινοοίη,
καὶ ταύτῃ χρῆσθαι, πράττειν δὲ βασιλικῶς μηδὲν, μήτε φθέγ-
γεσθαι. ἢν δέ τις οἷα βασιλεῖ προσφέροιτο ἢ προσαγορεύοι,
359

τοῦτον ἀπελαύνειν πρὸς ὀργήν. τοιαύτη μὲν ἡ Παλαιολόγου


τοῦ βασιλέως ἦν ἀξίωσις. Ματθαῖος δὲ ὁ βασιλεὺς μᾶλλον
εἵλετο φρουρεῖσθαι διὰ βίου, ἢ τοιαῦτα ὑπομένειν. πρῶτον
μὲν γὰρ ἔφασκεν, οὐ ῥᾷον εἶναι ἐνεγκεῖν τὸν χθὲς καὶ πρώην
προσκυνούμενον ὡς βασιλέα νῦν ἐν ἰδιώτου σχήματι τελεῖν
καὶ τῶν ἄλλων ὀλίγον διαφέρειν ἢ οὐδέν· ἔπειτα οὐδ' ἡ
πρόφασις αὐτὴ τοῦ δεσμωτηρίου φαύλη τις καὶ ἀγεννής. ἀλλ'
ὑπὲρ τῆς τῶν ὁμοφύλων ἐλευθερίας βαρβάροις τοῖς

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 3, p. 358, l. 8

τοὺς ὅρκους καὶ τηρεῖν ἀλύτους, εἰ μὴ βούλοιτο. ἔπειτα τὸ


νῦν ἔχον πλὴν τῶν ἐρυθρῶν, ὁποίας ἂν αὐτῷ δοκοίη και-
νουργήσαντι κρηπῖδας ἐπιτρέψας ὑποδύεσθαι, συνταξάμενος
εἰς Βυζάντιον ἐπανῆκε καὶ Ἰωάννην καὶ Δημήτριον τοὺς
υἱοὺς Ματθαίου τοῦ τῆς γυναικὸς ἀδελφοῦ τιμῶν ἠξίωκε
τῶν ἐπιφανεστάτων παρὰ Ῥωμαίοις, δεσπότην μὲν τὸν Ἰω-
άννην ἀποδείξας, τὸν δὲ Δημήτριον σεβαστοκράτορα, καὶ κοι-
νωνήσας αὐτοῖς τραπέζης. ἔπειτα ἐξέπεμπε πρὸς τὸν πατέ-
ρα, πολλὰς ὁμολογοῦντας τῆς εὐεργεσίας χάριτας. Ματθαῖ-
ος δὲ οὐδὲν εἵλετο περὶ τὴν σκευὴν καινοτομεῖν, ἀλλὰ λευ-
καῖς κρηπῖσιν, ὥσπερ ἡνίκα ἦν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ, χρῆσθαι
εἵλετο. Καντακουζηνὸς δὲ ὁ βασιλεὺς πανοικεσίᾳ τὸν υἱὸν
παραλαβὼν, ἀπέπλευσεν εἰς Πελοπόννησον τριήρεσι μακραῖς
πρὸς Μανουὴλ δεσπότην, τῶν υἱῶν τὸν ἕτερον. οὐ μὴν οὐδὲ
ἐκεῖ ἠμέλουν οἱ πονηροὶ καὶ μοχθηροὶ τοὺς τρόπους μηχανήν
τινα ἐξευρίσκειν, ἐξ ἧς λυπήσουσιν ὡς μάλιστα, ἀλλὰ πρὶν
γενέσθαι ἐν Πελοποννήσῳ γράμμασι πρὸς δεσπότην δια-
βάλλουσι τὸν υἱὸν, ὡς βούλοιτο τῆς μὲν ἀρχῆς αὐτὸν ἀπο-
στερεῖν, ἄρχοντα δὲ Πελοποννήσου Ματθαῖον ἀντικαθιστᾷν
τὸν ἀδελφόν· καὶ τοῦτο οὐχ εἷς καὶ δύο, ἀλλὰ καὶ πλείους

Joannes Theol., De sacris imaginibus contra Constantinum


Cabalinum (sub nomine Joannis Syncelli) (olim sub auctore Joanne
Damasceno) (3173: 002); MPG 95.Vol. 95, p. 336, l. 19

έδωκαν ἑαυτοὺς τῷ διαβόλῳ. Ὢ τῆς συμφορᾶς! ὢ


τῆς μανίας! ὢ τῆς ἀπάτης τῶν Χριστιανῶν· ὅτι
καὶ οἱ δοκοῦντες Χριστιανοὶ βασιλεῖς καὶ ἀρχιερεῖς,
ἀλλοτρίους ἑαυτοὺς ἐποίησαν τῆς ἀμώμου πίστεως,
καὶ αὐτοὶ εἰς τὸ βάραθρον τῶν Ἰουδαίων ἑαυτοὺς
360

ἐνέβαλον, κἂν διὰ βραχυτάτου· οὐαί σοι, διάβολε


ἀλλότριε τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔμιξας τοὺς Χριστιανοὺς μετὰ
τῶν Ἰουδαίων.
ιηʹ. Καὶ γὰρ ἐὰν καλῶς ἐξερευνήσωμεν τρόφιμοι
τῆς Ἐκκλησίας, τὴν αἵρεσιν ταύτην, δυσσεβῶς ἐκαι-
νοτομήθη. Ὑπὲρ γὰρ τὰς πρώην αἱρέσεις δυσσε-
βεστάτη ὑπάρχει. Αἱ γὰρ αἱρέσεις αἱ πρώην εἰς
τὴν ἀνθρωπότητα προσέκοψαν· αὕτη δὲ, εἰς τὴν
θεότητα· ὅτι ἥνπερ ὁ Χριστὸς κατελθὼν ἰδιοποιή-
σατο πίστιν, καὶ τῆς τῶν εἰδώλων μανίας ἡμᾶς ἐξ-
είλατο· τὰ μὲν, διὰ τῶν ἁγίων αὐτοῦ μαθητῶν, τὰ
δὲ, διὰ σεπτῶν αὐτοῦ μαρτύρων· καὶ εἰς τέλος ἐξ-
ηφανίσθη, καὶ ἡ μνήμη αὐτῶν ἀπόλωλε, καὶ οὐδὲ
εἷς τῶν ὀνομάτων αὐτῶν τὸ ῥῆμα ἐφθέγξατο· πάλιν
οἱ θρυλλολέκται ἀνιστοροῦσι, καὶ πάλιν εἰδώλων μνη-
μονεύουσι· καὶ οὐκ ἔγνωσαν οἱ παράνομοι,

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) (3176: 001)“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–1477”, Ed.
Grecu, V.Bucharest: Academie Republicii Socialiste România, 1966;
Scriptores Byzantini 5.P. 166, l. 24

νον καὶ μετὰ Καρούλου τοῦ ῥηγὸς τῆς Ἰταλίας καὶ ἑτέρων αὐθεντῶν
ὁμονοήσαντα καὶ
συνθήκας ἄνα αὐτῶν ποιήσαντες, ἵνα κατὰ τῆς βασιλευούσης τῶν
πόλεων διὰ ξηρᾶς
καὶ θαλάσσης παρασκευάζωνται ἐλθεῖν, ἵνα πάλιν τὸν Βαλδουῖνον εἰς
τὴν ἀρχήν, ρν
ἀπώλεσεν, ἀποκαταστήσωσι, καὶ τὸ τῆς πόλεως ἀσθενὲς θεωρῶν καὶ οὐχ
ἕτερον ἔχων
τὶ πρᾶξαι, διαπρεσβεύεται πρὸς τὸν πάπαν περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν
ἑνώσεως, εἰ μὴ
μόνον ἐμποδίσῃ τὴν τοιαύτην ἐπιχείρισιν. Καὶ ὁ πάπας ἀσμένως τὴν
πρεσβείαν δέ-
χεται καὶ ὑπόσχεται ἐκτελέσαι ὁπόσα τῷ βασιλεῖ ἀρεστά. Καὶ ἡ ἕνωσις
ἐγεγόνει ἐφ'
ὅρων τριῶν κεφαλαίων· πρῶτον ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνωδίαις τὸν πάπαν
μνημονεύεσθαι
μετὰ τῶν ἑτέρων τεσσάρων πατριάρχων, δεύτερον δὲ τῆς ἐκκλήτου, τὸν
βουλόμενον
ἐξιέναι καθάπερ ὡς μεῖζον ἀνατρέχῃ δικαστήριον, τρίτον τὸ πρωτεύειν ἐν
πᾶσι· περὶ
361

δὲ τῶν ὅσα αὐτοὶ καινοτομοῦσιν, οὐδὲν ἐῤῥέθη. Ἐπὶ τούτοις ὁ ἱερὸς τῆς
ἐκκλησίας
κατάλογος οὐκ ἠρέμησαν καὶ τὸν ὄχλον ἀνέσειον, ὡς μέγαν ἐντεῦθεν
ἐγείρεσθαι θό-
ρυβον καὶ ἐπὶ μέγιστον κορυφοῦσθαι τὰ πράγματα κλύδωνα. Καὶ ὁ
βασιλεὺς οἰκονο-
μίᾳ λέγων γενέσθαι τὸ πρᾶγμα, οὐχὶ καινοτομίᾳ, καὶ τοὺς μὴ
πειθομένους πολλοὺς
ἐμαστίγωσε καὶ ἐκάκωσε καὶ ἐξώρισε. Καὶ ταῦτα πάντα μεθοδεύοντος
τοῦ βασιλέως
οὐδὲ ὠφελήθη ᾒ ἐκατώρθωσεν, ἀλλὰ τοῦ Καρούλου καὶ Βαλδουίνου
μετὰ στρατοῦ
πολλοῦ κατὰ τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐλθόντων καὶ πολέμου γεγονότος, ἡ

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 166, l. 27

ἀπώλεσεν, ἀποκαταστήσωσι, καὶ τὸ τῆς πόλεως ἀσθενὲς θεωρῶν καὶ οὐχ


ἕτερον ἔχων
τὶ πρᾶξαι, διαπρεσβεύεται πρὸς τὸν πάπαν περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν
ἑνώσεως, εἰ μὴ
μόνον ἐμποδίσῃ τὴν τοιαύτην ἐπιχείρισιν. Καὶ ὁ πάπας ἀσμένως τὴν
πρεσβείαν δέ-
χεται καὶ ὑπόσχεται ἐκτελέσαι ὁπόσα τῷ βασιλεῖ ἀρεστά. Καὶ ἡ ἕνωσις
ἐγεγόνει ἐφ'
ὅρων τριῶν κεφαλαίων· πρῶτον ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνωδίαις τὸν πάπαν
μνημονεύεσθαι
μετὰ τῶν ἑτέρων τεσσάρων πατριάρχων, δεύτερον δὲ τῆς ἐκκλήτου, τὸν
βουλόμενον
ἐξιέναι καθάπερ ὡς μεῖζον ἀνατρέχῃ δικαστήριον, τρίτον τὸ πρωτεύειν ἐν
πᾶσι· περὶ
δὲ τῶν ὅσα αὐτοὶ καινοτομοῦσιν, οὐδὲν ἐῤῥέθη. Ἐπὶ τούτοις ὁ ἱερὸς τῆς
ἐκκλησίας
κατάλογος οὐκ ἠρέμησαν καὶ τὸν ὄχλον ἀνέσειον, ὡς μέγαν ἐντεῦθεν
ἐγείρεσθαι θό-
ρυβον καὶ ἐπὶ μέγιστον κορυφοῦσθαι τὰ πράγματα κλύδωνα. Καὶ ὁ
βασιλεὺς οἰκονο-
μίᾳ λέγων γενέσθαι τὸ πρᾶγμα, οὐχὶ καινοτομίᾳ, καὶ τοὺς μὴ
πειθομένους πολλοὺς
ἐμαστίγωσε καὶ ἐκάκωσε καὶ ἐξώρισε. Καὶ ταῦτα πάντα μεθοδεύοντος
τοῦ βασιλέως
οὐδὲ ὠφελήθη ᾒ ἐκατώρθωσεν, ἀλλὰ τοῦ Καρούλου καὶ Βαλδουίνου
μετὰ στρατοῦ
362

πολλοῦ κατὰ τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐλθόντων καὶ πολέμου γεγονότος, ἡ


ἄμαχος δύνα-
μις τὰς βουλὰς καὶ δυνάμεις τῶν Ἰταλῶν ἀπράκτους καὶ ζημιωμένας μετὰ
αἰσχύνης
ἀπέπεμψε καὶ τὸ τοῦ Δαβὶδ θεῖον ῥητὸν ἐπληρώθη τὸ “ἐπικατάρατος πᾶς
ὁ ἐλπίζων
ἐπ' ἄνθρωπον.” Καὶ ἐκ τῆς θαλάσσης πάλιν ὁ στόλος τῶν Ῥωμαίων τὸν
τοῦ Καρού-
λου στόλον ἐτρόπωσεν. Εἶτα ἐξελθὼν προσελήφει καὶ τὰς ἐν Αἰγαίῳ
πελάγει νήσους μικρὸν
πάσας· Ῥόδον τε καὶ Κῶον, Χίον καὶ Λῆμνον καὶ ὅσας ἑτέρας, αἳ τοῖς
Λατίνοις ἐδούλευον!

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 182, l. 6

τελεῖς τῆς βασιλείας αὑτοῦ ἐποίησε καὶ ἐνέχυρον τοὺς αὐτῶν υἱοὺς τῷ
βασιλεῖ ἔδωσαν.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦδε τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἡ Νικομήδεια, τῶν
Βιθυνῶν
μητρόπολις, ἑάλω ὑπὸ τοῦ Ὀρχάνου, τῷ πολλῷ λιμῷ καταπονηθεῖσα.
Ὁ δὲ βασιλεὺς στρατεύει κατὰ τῶν Ἀκαρνῶν καὶ Αἰτωλῶν καὶ Ἠπειρίων
καὶ
Ἰλλυρίων καὶ αὐτοὺς ἐδούλωσε· καί τινα φρούρια, τὰ ὑπὸ τῶν
Βουλγάρων, ἔλαβεν.
Ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐγεννήθη ἐν τῇ πόλει Κωνσταντίνου παιδίον
συμφυὲς μὲν
ἀπὸ ποδῶν ἄχρις ὀμφαλοῦ, τὰ δὲ ἑξῆς διαιρούμενον, ὤμους καὶ στέρνα
καὶ ῥάχιν, καὶ
δύο μὲν ἔχον κεφαλάς, χεῖρας δὲ τέσσαρας· καὶ μετ' ὀλίγας ἡμέρας
ἐξεπεπνεύκει.
Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθε καὶ ἐκ τῆς Ἰταλίας εἰς Κωνσταντινούπολιν
μοναχός
τις Καλαβρός, τοὔνομα Βαρλαάμ, ὃς μέγας καὶ πολὺς ἐδόκει εἶναι αὐτὸν
ἐν τῷ λέ-γειν καὶ διαλέγεσθαι, περὶ ᾧν οἱ Λατῖνοι καινοτομοῦσι, καὶ τὸ
φῶς τὸ ἐν Θαβορίῳ λέ-γων εἶναι κτιστόν. Ὅθεν καὶ εἰς διάλεξίν τινα
ἐκάλει καὶ ὁ βασιλεὺς προστάξας τὸν
κὺρ Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, τὸν τότε τὸν τῆς Θεσσαλονίκης θρόνον
περιέποντα,
ἵνα μετὰ τοῦ Καλαβροῦ διαλεχθῇ. Καὶ πολλὰς διαλέξεις ἀναμέσον αὐτῶν
ποιήσαντες
363

τὰς πιθανολογίας καὶ φληναφίας τοῦ Καλαβροῦ Βαρλαὰμ ὡς ἱστὸν


ἀράχνης ὁ Παλαμᾶς ἐξετίναξε. Καὶ τοῦ Χρυσολωρᾶ Ἰωάννου τὰ ὅμοια
δοξάζοντος καὶ δεινοῦ ἐν τῷ λέγειν καὶ διαλέγεσθαι καὶ αὐτοῦ ὄντος, τὰ
ὅμοια ἔπαθεν.

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 458, l. 24

χούρης, ὃς καὶ ἄλλας πολλὰς τῶν ἀρχοντισσῶν ἠγόρασε καὶ πολλοῦ


ἐράνου ἐπέτυχε δι' αὐτῶν, τοῦ δὲ κάλλους καὶ ἄλλων χρηστῶν ἠθῶν
τῶν τέκνων μου μὴ δυναμένων κρυβῆναι, μαθὼν περὶ αὐτῶν ὁ ἀμηρᾶς,
ἀπῆρεν αὐτά, δοὺς τῷ εἰρημένῳ αὑτοῦ πρωτοϊπποκόμῳ χρήματα πολλά.
Ἐναπέμεινε δὲ ἡ ἀθλία αὐτῶν μήτηρ μόνη μετὰ μιᾶς καὶ μόνης ἀνα-
τραφείσης αὐτῆς, αἱ δὲ ἄλλαι διεμερίσθησαν.
2. Καταφρονοῦντες μέμφονται καὶ κατηγοροῦντες ἐλέγχουσιν ἡμᾶς οἱ
Λατῖ-
νοι καὶ λέγουσιν, ὅτι διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν καὶ διὰ τὸ μὴ ὀρθῶς φρονεῖν
ἡμᾶς τὸ
τῆς πίστεως ἀπωλέσαμεν τὴν βασιλείαν. Ἡμεῖς δὲ λέγομεν, ὅτι
ἁμαρτωλοὶ ὑπάρχομεν
καὶ οὐδεὶς ἀναμάρτητος εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. Περὶ δὲ τοῦ ὀρθῶς φρονεῖν
γινώσκετε, ὅτι
ἡμεῖς καινοτομίαν οὐδεμίαν ἐποιήσαμεν εἰς τὰ τοῦ εὐαγγελίου ῥητά, εἰ
μὴ πιστεύο-
μεν καὶ δοξάζομεν, τὰ ὅσα οἱ αὐτόπται τοῦ λόγου καὶ ὑπηρέται ἡμᾶς
ἐδίδαξαν·
καὶ ὃ αἱ ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ ἑπτὰ σύνοδοι καὶ αἱ κατὰ καιρὸν τοπικαὶ
ἡμῖν ὄντως
παρέδωσαν, ἀληθῶς καὶ βεβαίως κρατοῦμεν, ὡς ἐδίδαξεν ὁ ἁγιώτατος
Σίλβεστρος ἐν
τῇ πρώτῃ συνόδῳ καὶ ὁ ἁγιώτατος πάπας Δάμασος ἐν τῇ δευτέρᾳ συνόδῳ
καὶ ὁ ἁγιώ-
τατος πάπας Καιλεστῖνος ἐν τῇ τρίτῃ συνόδῳ καὶ ὁ ἁγιώτατος πάπας
Λέων ἐν τῇ τε-
τάρτῃ συνόδῳ καὶ ὁ ἁγιώτατος πάπας Βιγίλιος ἐν τῇ πέμπτῃ συνόδῳ καὶ
ὁ ἁγιώτατος
πάπας Ἀγάθων ἐν τῇ ἕκτῃ συνόδῳ καὶ ὁ ἀγιώτατος πάπας Ἀδριανὸς ἐν τῇ
ἑβδόμῃ
συνόδῳ· ὡς ἴστε πάντες, ὅτι ἔθεντο καὶ ἀναθεματισμοὺς καὶ ἀφορισμοὺς
ἀλύτους,
μή τις τολμήσῃ προσθεῖναι ἢ ἐκλεῖψαι ἢ ὅλως παρασαλεῦσαι ἅπερ
ἐκεῖνοι εὐαγγελι
364

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) P. 460, l. 7

μή τις τολμήσῃ προσθεῖναι ἢ ἐκλεῖψαι ἢ ὅλως παρασαλεῦσαι ἅπερ


ἐκεῖνοι εὐαγγελι-
κῶς καὶ ἀποστολικῶς καὶ ἀκριβῶς ἐξακολουθοῦντες διὰ πνεύματος ἁγίου
ἐσφραγί-
σαντο. Μάρτυρες τῶν αὐτῶν αἱ συνοδικαὶ βίβλοι καὶ τὰ συνοδικὰ
συγγράμματα τῶν
κατὰ καιρὸν ἄκρων ἀρχιερέων, ἤτοι πάπων, καὶ τῶν ἁγίων μεγάλων
ἐκείνων συνό-
δων, ὡς ἠριθμήσαμεν, ἐκ τῆς ὑμετέρας ὄντες καὶ αὐτοὶ τῆς φυλῆς τῶν
Λατίνων, ἄν-
δρες θεοφρουρούμενοι ἔργῳ καὶ λόγῳ τετιμημένοι. Ταύτην τὴν
παράδοσιν ἡμεῖς ἀσφα-
λῶς κρατοῦμεν, ἵνα μὴ εἰς ἀφορισμὸν τῶν ἁγιωτάτων ἀποστόλων καὶ τῶν
ἁγίων οἰκου-
μενικῶν ἑπτὰ συνόδων καὶ τῶν ἁγιωτάτων ἐκείνων ὄντως ἄκρων
ἀρχιερέων πέσωμεν.
Καὶ ἡμεῖς εὐαγγελικῶς καὶ ἀποστολικῶς κρατοῦμεν τὴν παράδοσιν τῆς
πρεσβυτέρας
Ῥώμης, τὸ γὰρ ἡμέτερον δόγμα παρ' ἀμφοτέρων εὖ πάντοτε ὡμολογεῖτο,
τὸ δὲ ἐξ
αὐτῶν καινοτομηθὲν αὐτοῖς μόνοις ἀκαταγόρητον εἶναι δοκεῖ· καὶ ἡμᾶς
ἔδει κριτὰς
αὐτῶν εἶναι καὶ κατηγόρους, καὶ οὐκ αὐτοὺς ἡμῶν.
3. Τὰ νῦν δὲ νεωστί τινες αὐτῶν θεολόγοι ἢ καὶ μᾶλλον εἰπεῖν
καινολόγοι οὐκ
αἰσχύνονται ἐπ' ὀκρίβαντος ἀναβαίνειν διδάσκοντες λέγειν “ἐῤῥόρουμ
Γραικόρουμ”,
τουτέστι σφάλματα ἡμέτερα, εἶτα μὴ ἔχοντές τι ἕτερον εἰπεῖν εἰ μὴ
μόνον, ὡς προεί-
πομεν, διὰ τὸ μὴ ἡμᾶς ὀρθῶς φρονεῖν τὴν βασιλείαν ἀπωλέσαμεν, καὶ
αὐτοὶ τάχα, ὡς δῆθεν ὀρθόδοξοι ἴσως ὄντες αὐτοί, ἑαυτῶν τὴν βασιλείαν
κρατοῦσιν,

Nicephorus II Phocas Imperator Tact., De velitatione bellica (sub


nomine Nicephori II Phocae) (3181: 001)“Le traité sur la guérilla (de
velitatione) de l'empereur Nicéphore Phocas (963–969)”, Ed. Dagron, G.,
Mihăescu, H.Paris: Centre National de la Recherche Scientifique, 1986.
Ch. 2, se. 3, l. 7
365

ἐπισωρευόμενον, ὑπὲρ ὧν ὁ τοιοῦτος στρατὸς τῇ τῶν βιγλῶν λειτουργίᾳ


ὑπηρετεῖν
ὤφειλεν, ὡσαύτως καὶ ἀννώναν ἑκάστῳ μηνὶ τὴν τετυπωμένην, καὶ
ὑπαλλάττειν
αὐτοὺς καθ' ἕκαστον μῆνα καὶ δι' αὐτῶν τὰς ὁδούς, ἐν αἷς οἱ πολέμιοι
ἐξέρχονται,
φυλάττειν ἀσφαλῶς.
Ἀλλ' ἐπεὶ οὐδὲ αὐτοὶ οἱ μετὰ μισθοῦ καὶ ἀννώνας, Ἀρμένιοι
ὄντες, καλῶς τῇ τῶν βιγλῶν ὑπηρετοῦσι δουλείᾳ, ἀπὸ τῶν
ἀποστελλομένων κατα-
σκόπων χρὴ τὰς κινήσεις τῶν φοσσάτων ἀναμανθάνειν, καὶ τραπεζίτας
ἐπιλέγεσθαι
γενναίους καὶ ἀνδρείους, οὓς οἱ Ἀρμένιοι τασιναρίους καλοῦσι, καὶ ἐν
ματρικίοις
ἀπογράφεσθαι καὶ ἀρχηγοὺς ἐν αὐτοῖς ἐφιστᾶν, οἷς πρὸς τῇ ἀνδρείᾳ καὶ
πολλὴ
ἐμπειρία τῶν ὁδῶν καὶ τῶν τῆς Συρίας χωρῶν πρόσεστι, καὶ τούτους
διηνεκῶς
ἀποστέλλειν τοῦ κατέρχεσθαι εἰς τὰς τῶν πολεμίων χώρας καὶ
καινοτομεῖν αὐτὰς
καὶ βλάπτειν, καὶ εἴ που δυνηθῶσί τινας κατασχεῖν τῶν πολεμίων καὶ
πρὸς τὸν
τὴν ἀρχὴν διέποντα στρατηγὸν ἀποκομίζειν, ὅπως δι' αὐτῶν τὰς τῶν
ἐχθρῶν κινήσεις
καὶ βουλὰς ἀναμανθάνῃ.

Simplicius Phil., In Aristotelis categorias commentarium (4013: 003)


“Simplicii in Aristotelis categorias commentarium”, Ed. Kalbfleisch, K.
Berlin: Reimer, 1907; Commentaria in Aristotelem Graeca 8.Vol. 8, p.
185, l. 5

ὀρθῶς εἴρηται τὸ οὐ γὰρ ᾗ πλοῖον, ταύτῃ αὐτοῦ τὸ πηδάλιον λέγεται,


διότι ἔστιν τινὰ πλοῖα οὐκ ἔχοντα πηδάλιον, ὡς τὰ μικρὰ τὰ κώπαις ἅμα
καὶ ἐρεττόμενα καὶ ἰθυνόμενα καί τινα τῶν ἐν τοῖς ποταμοῖς πορθμείων,
ὧν τὰ μὲν κοντοῖς ὠθεῖται, τὰ δὲ σχοίνοις διέλκεται· ὀρθῶς οὖν οὐχ ᾗ
πλοῖον, ταύτῃ αὐτοῦ τὸ πηδάλιον λέγεται, ἐπὶ δὲ τοῦ ὄρνιθος οὐκέτι·
πᾶς γὰρ ὄρνις ἔχει πτερά. ὥστε οὐ ταύτῃ λέγεται τὸ οὐχ ᾗ ὄρνις, ἀλλ'
ὅτι μὴ ἐξισάζει, διὰ τοῦτο ἀληθὲς εἰπεῖν τὸ οὐχ ᾗ ὄρνις· ἔχει γὰρ καὶ
ἄλλα πτερά. πρὸς δὲ τὸ πτερωτὸν ἐξισάζει τὸ πτερόν, καὶ διὰ τοῦτο
οὕτως
ἐχρῆν ἀποδιδόναι.
Ἐνίοτε δέ, φησίν, καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον, οὐχ ὅτι
366

καινοτομεῖν δεῖ τῶν κειμένων ὀνομάτων τὴν συνήθειαν (δηλοῖ δὲ τὴν


εὐλάβειαν αὐτοῦ τὸ ἐνίοτε καὶ τὸ ἴσως καὶ τὸ ἀναγκαῖον), ἀλλ' ὅτι,
ἡνίκα μὴ ᾖ κείμενον ὄνομα τῷ ἀντιστρέφοντι, τότε δεῖ θεῖναι ὄνομα, πρὸς
ὃ οἰκείως ἂν ἀποδοθείη ἡ ἀντιστροφή, οὐκ εἰς χρῆσιν ἁπλῶς τὸ ὄνομα
τιθέντας, ἀλλ' εἰς ἔνδειξιν τοῦ κατὰ τὰ πράγματα ἀντιστρέφοντος. μετα-
βαίνει δὲ ἑξῆς ἐπὶ τὸ τοῦ πλοίου καὶ πηδαλίου παράδειγμα, ἐφ' οὗ ἀνά-
παλιν οὐκέτι τὸ ἐχόμενον πλεονάζει, ὡς τὸ πτερὸν τοῦ ὄρνιθος
ἐπλεόναζεν,

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria (4013:


004)“Simplicii in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2
vols.”, Ed. Diels, H.Berlin: Reimer, 9:1882; 10:1895; Commentaria in
Aristotelem Graeca 9 & 10.Vol. 9, p. 204, l. 3

Καὶ ἐκ τῆς ἀνάγκης τοῦ λόγου καὶ ἐκ τῆς τῶν ἄλλων φυσικῶν μαρ-
τυρίας τὸ ἓν εἰσαγαγών, ὅτι μηδὲ τοῦτο αὔταρκες καθ' ἑαυτό, δείκνυσι
λέ-
γων, ὅτι μηδὲ ἐκεῖνοι μόνον ἐτίθεντο τὸ ἓν ἀλλὰ σὺν αὐτῷ τὰ ἐναντία,
τὰς τρεῖς ἀρχὰς βουλόμενος καὶ κατ' ἐκείνους συστῆσαι. καὶ λέγει ὅτι καὶ
ἐκεῖνοι τὸ ἓν τοῖς ἐναντίοις σχηματίζουσι τὰς διαφορὰς τῶν γινομένων
κατὰ
τὰς τῶν ἐναντίων διαφορὰς ἀποδιδόντες, οἱ μὲν μανότητι καὶ πυκνότητι,
οἱ
δὲ τῷ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον. καὶ οἱ μανότητι καὶ πυκνότητι τὰ ἄλλα
γεννῶντες τῷ ἐπιτείνειν ἣν ἔχει ποιότητα ἢ ἀνιέναι ποιοῦσιν· ἡ μὲν γὰρ
μάνωσις ἄνεσις, ἡ δὲ πύκνωσις ἐπίτασις, ὧν ἡ μὲν ἐπίτασις ὑπὸ τὸ
μᾶλλον,
ἡ δὲ ἄνεσις ὑπὸ τὸ ἧττον, πάντα δὲ εἰς ὑπεροχὴν ἀνάγεται καὶ ἔλλειψιν.
καὶ ἔοικε, φησί, μὴ ὑφ' ἡμῶν καινοτομεῖσθαι τὸ τρεῖς εἶναι τὰς ἀρχάς,
ἀλλὰ
παλαιά τις εἶναι αὕτη ἡ δόξα, ὅτι τὸ ἓν καὶ ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἔλλειψις
ἀρχαὶ τῶν ὄντων εἰσί. κἂν γὰρ μὴ πάντες τῷ αὐτῷ ὀνόματι ἐχρήσαντο
τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ἀλλ' οἱ μὲν σύγκρισιν καὶ διάκρισιν οἱ
δὲ
μάνωσιν καὶ πύκνωσιν ἢ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἢ τὸ μέγα καὶ μικρὸν ἐκά-
λουν, ἀλλὰ πάντα γε ταῦτα εἰς ὑπεροχὴν ἀνάγεται καὶ ἔλλειψιν. καὶ ταύτῃ
γε πάντες ἀλλήλοις συμφωνοῦσιν οἱ τρεῖς λέγοντες τὰς ἀρχάς.
διαφέρουσι

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis categorias commentarium (4015:


367

001)“Philoponi (olim Ammonii) in Aristotelis categorias commentarium”,


Ed. Busse, A.Berlin: Reimer, 1898; Commentaria in Aristotelem Graeca
13.1.Vol. 13,1, p. 113, l. 14

p. 7a5 Ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον, ἐὰν μὴ


κείμενον ᾖ ὄνομα, πρὸς ὃ οἰκείως ἂν ἀποδοθείη.

Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
αὐτῶν εὑρισκομένοις τιθέναι ὀνόματα πρὸς τὴν τούτων σημασίαν· οἷον ὁ
γεωμέτρης εὑρὼν ὅτι τῶν τριγώνων τὸ μέν ἐστιν ἔχον τὰς δύο πλευρὰς

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis categorias commentarium


Vol. 13,1, p. 113, l. 16

p. 7a5 Ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον, ἐὰν μὴ


κείμενον ᾖ ὄνομα, πρὸς ὃ οἰκείως ἂν ἀποδοθείη.

Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
368

αὐτῶν εὑρισκομένοις τιθέναι ὀνόματα πρὸς τὴν τούτων σημασίαν· οἷον ὁ


γεωμέτρης εὑρὼν ὅτι τῶν τριγώνων τὸ μέν ἐστιν ἔχον τὰς δύο πλευρὰς
ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἀνίσους, ἐκάλεσε τὸ μὲν ἰσό-
πλευρον τὸ δὲ ἰσοσκελὲς τὸ δὲ σκαληνόν, καὶ ὁ μουσικὸς ὁμοίως τοῖς δια

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis categorias commentarium


Vol. 13,1, p. 113, l. 19

p. 7a5 Ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν ἴσως ἀναγκαῖον, ἐὰν μὴ


κείμενον ᾖ ὄνομα, πρὸς ὃ οἰκείως ἂν ἀποδοθείη.

Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
αὐτῶν εὑρισκομένοις τιθέναι ὀνόματα πρὸς τὴν τούτων σημασίαν· οἷον ὁ
γεωμέτρης εὑρὼν ὅτι τῶν τριγώνων τὸ μέν ἐστιν ἔχον τὰς δύο πλευρὰς
ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἀνίσους, ἐκάλεσε τὸ μὲν ἰσό-
πλευρον τὸ δὲ ἰσοσκελὲς τὸ δὲ σκαληνόν, καὶ ὁ μουσικὸς ὁμοίως τοῖς

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis meteorologicorum librum primum


commentarium (4015: 005)“Ioannis Philoponi in Aristotelis
meteorologicorum librum primum commentarium”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1901; Commentaria in Aristotelem Graeca 14.1.
Vol. 14,1, p. 16, l. 25

μένης, καὶ ὅτι ἡ ὑπόληψις αὕτη καὶ τῶν προτέρων γέγονεν ἀνθρώπων,
αὐτό γε τοῦτο διὰ τῶν προκειμένων κατασκευάζειν ἐπιχειρεῖ διὰ τῆς
ἑτερότητος τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πρὸς τὰ λοιπά. ἀποδέχεται δὲ καὶ Ἀνα-
369

ξαγόραν οὕτως αὐτὸν ὀνομάζοντα, μέμφεται δὲ ὅτι παρὰ τὸ αἴθειν, τουτ-


έστι καίειν, αἰθέρα καλεῖσθαι νενόμικε· τὰ γὰρ ἄνω, τουτέστι τὰ οὐράνια,
πλήρη πυρὸς εἶναι λέγει. καίτοι γε οὐ μόνος αὐτός, ἀλλὰ καὶ Πλάτων
ταύτης ἐστὶ τῆς ὑπολήψεως ἐκ πυρὸς μὲν εἶναι τὰ ἄστρα λέγων, τὸν δὲ
ὅλον οὐρανὸν ἐκ πλείστου μὲν πυρός, ὀλίγων δὲ τῶν ἄλλων. καὶ Ἡρά-
κλειτος δὲ τῆς τοιαύτης ὑπολήψεως ἦν· οὐδεὶς δὲ τῶν πρὸ Ἀριστοτέλους
ἑτέρας οὐσίας εἶναι σώματος τὸν οὐρανὸν εἰρηκὼς φαίνεται. τὴν αὐτῷ
οὖν καινοτομηθεῖσαν δόξαν τοῖς πρὸ αὐτοῦ περιτίθησι μάτην. ἔστι δὲ μὴ
παρὰ τὸ αἴθειν· καίτοι γε τὰ τῆς ἐτυμολογίας ἐγγίζει μᾶλλον ἐκείνῳ.
τοῦτο δέ πως ἕτερον αὐτὸν δείκνυσι τῶν παρ' ἡμῖν· οὐ γὰρ ἀπὸ τῆς
οὐσίας ἡ τοῦ ὀνόματος θέσις, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ ἀεὶ κινεῖσθαι γέγονεν. οὐκ
ἀναγκαίως οὖν ἐκ τοῦ ὀνόματος ἕτερον εἶναι τὸν οὐρανὸν τῶν παρ' ἡμῖν
ὑπονοεῖν αὐτοὺς κατεσκεύασε. τὰς δὲ ἀπὸ τῆς κυκλοφορίας ἐν τῷ πρώτῳ
τῶν Περὶ οὐρανοῦ διεσκευασμένας ἐπιχειρήσεις αὐτῷ τοῦ πέμπτης εἶναι
σωμάτων οὐσίας τὸν οὐρανὸν ἐν ἑτέροις διελευσόμεθα.

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis libros de anima commentaria


(4015: 008)“Ioannis Philoponi in Aristotelis de anima libros
commentaria”, Ed. Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1897; Commentaria in
Aristotelem Graeca 15.Vol. 15, p. 558, l. 25

σεως ἐπὶ ταύτης τῆς διακρίσεως, διὰ τοῦτο λέγει τι περὶ αἰσθήσεως ἤδη
εἰρημένον, ὅτι δυνάμει ἐστὶν ἡ αἴσθησις καθ' ἕξιν, καὶ οὐ κατ' ἐπιτηδειό-
τητα ὡς ἡ διάνοια, ὅτε οὐκ ἐνεργεῖ· ὁπηνίκα δὲ τὸ αἰσθητὸν παρῇ
καὶ ἐνεργήσῃ ἡ αἴσθησις, τότε ὑπὸ τῆς τοῦ αἰσθητοῦ παρουσίας ἄγεται
εἰς ἐνέργειαν. ἔρχεται δὲ εἰς τὸ ἐνεργείᾳ οὐ διὰ κινήσεως· οὐδὲν γὰρ
πάσχει οὔτε ἀλλοιοῦται ἡ αἴσθησις ἀγομένη ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει
εἰς
τὸ ἐνεργείᾳ. βούλεται γὰρ Ἀριστοτέλης τὸ ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει εἰς
τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ ἀγόμενον μὴ ἀλλοιοῦσθαι μηδὲ πάσχειν, ὅθεν ἢ
οὐκ
ἔστι κίνησις ἢ ἄλλο εἶδός ἐστι κινήσεως. εἰ γάρ τις κίνησιν ἐθέλοι ταύτην
λέγειν, λεγέτω ἄλλο κινήσεως εἶδος παρὰ τὰ ἐν τῇ Φυσικῇ λεχθέντα καὶ
καινοτομείτω τὴν φύσιν. εἶτα καὶ κατασκευάζει ὅτι οὐκ ἔστι κίνησις ἡ
ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει εἰς τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ πρόοδος. φησὶ γὰρ
ὅτι ἡ κίνησις τοῦ ἀτελοῦς ἐστιν ἐνέργεια (ἡ γὰρ κίνησις ἀπὸ ἀτελοῦς εἰς
τέλειον φέρεται, καὶ πάσχει καὶ ἀλλοιοῦται), τὸ δὲ δεύτερον δυνάμει
τέλειόν
ἐστι· τῶν δὲ τελείων ἡ ἐνέργεια οὐκ ἔστι κίνησις, ἀλλ' ἕτερόν τι παρὰ τὴν
κίνησιν. οὐκ ἄρα οὖν κίνησίς ἐστιν ἡ ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει ἀγωγὴ
εἰς τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ μεταβολή.
370

Ιωάννης Φιλόπονος. Σχόλια στα Φυσικά του Αριστοτέλη. )“Ioannis


Philoponi in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2 vols.”,
Ed. Vitelli, H.Berlin: Reimer, 16:1887; 17:1888; Commentaria in
Aristotelem Graeca 16 & 17.Vol. 17, p. 702, l. 3

Ἁπλῶς μέν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἔξω τῶν σωμάτων ἀθρόον κενόν, ὥσπερ
ὑπελάμβανόν τινες τὸν ἀέρα μὴ εἶναι σῶμά τι ἀλλὰ κενόν, ἤγουν ὡς οἱ
Πυθαγόρειοι τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' οὔτε ἐν τοῖς σώμασι κενά τινα
εἶναι μεγαλομερῆ, εἰς ἃ τὰ μόρια τοῦ μανοῦ σώματος συνιζάνοντα
πυκνό-
τερον ποιεῖ τὸ ὅλον. τὸ δὲ οὔτε δυνάμει ἀντὶ τοῦ ὡς ἐγκεκραμένον, ἢ
ὅτι οὐδὲ ὡς τόπου χρείαν πληροῦν, ὅπερ κενὸν μέν ἐστιν, οὐδέποτε δὲ
χωρὶς σώματος· περὶ τούτου γὰρ τελευταῖον διελέχθη, ἔνθα ἔλεγεν ὅτι
δειχθήσεται τὸ κενὸν “ὡς ἀληθῶς κενόν.”

Εἴ τις βούλοιτο, φησί, καινοτομεῖν τὰ ὀνόματα καὶ κενὸν λέγειν τὸ


κινήσεως αἴτιον, λέγοι ἂν ὁ τοιοῦτος τὴν ὕλην τοῦ βαρέος καὶ κούφου
κενόν· ταῦτα γὰρ κινήσεως αἴτια. κατὰ γὰρ τὸ σκληρὸν καὶ τὸ μαλακὸν
οὐ κινήσεως αἰτία ἡ ὕλη, ἀλλὰ τοῦ εὐπαθῆ ἢ δυσπαθῆ εἶναι τὰ πράγματα.

Ιωάννης Φιλόπονος. De opificio mundi (4015: 011)“Joannis Philoponi


de opificio mundi libri vii”, Ed. Reichardt, W.Leipzig: Teubner, 1897.
P. 266, l. 18

Οὐδὲν ἄρα καινὸν ἐξεῦρεν Θεόδωρος οὐδὲ ἀληθές,


διὸ κατ' εἰκόνα θεοῦ γεγονέναι τὸν ἄνθρωπον εἶπε
Μωϋσῆς, εἰ μή, ὅσα τοῖς πρὸ αὐτοῦ εἰρημένα καλῶς
σκώψας πρότερον ὡς ἴδια νῦν λέγειν ἔδοξε. μάτην
οὖν ἀνακεφαλαιοῦσθαι τὰ οἰκεῖα μέλλων ὡς ἐπὶ και-
νοῖς εὑρήμασιν ἀλαζονεύεται ἀνακεφαλαιοῦσθαι λέγων
αὐτὰ διὰ τὸ μὴ διαφυγεῖν τῶν ἐντυγχανόντων τὴν
αἴσθησιν, διὰ τὴν τῶν ἐννοιῶν καινότητα ὑφορώμενος
οὐ σφόδρα συνᾳδουσῶν, φησί, τοῖς παρὰ τῶν πλείστων
κατὰ τοῦτο ῥηθεῖσι τῆς γραφῆς τὸ μέρος. ἠλέγχθη
δὲ φανερῶς μηδέ, ἐν οἷς ἐκαινοτόμησεν, ἀληθές τι
λέγων ἢ μόνων ἀνθρώπων ἴδιον ἢ τῇ θείᾳ γραφῇ καὶ
τοῖς πράγμασι σύμφωνον, καὶ ἐν οἷς τι γέγραφεν
ἀληθές, τὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ σφετερισάμενος.
Τῆς τοιαύτης τοίνυν μόλις ἀπαλλαγέντες ὀχλήσεως,
ἣν διὰ τοὺς ἐξ ἀγνοίας ἀπατωμένους εἰς αὐτὸν ἠνάγ-
κασμαι διεξελθεῖν, ἐπὶ τὰ λοιπὰ τῆς κοσμογονίας τοῦ
371

μεγάλου Μωϋσέως μέτειμι. ’Καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ'


εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς.’

Ιωάννης Φιλόπονος. De vocabulis quae diversum significatum


exhibent secundum differentiam accentus (additamenta) (4015: 018)
“Iohannis Philoponi de vocabulis quae diversum significatum exhibent
secundum differentiam accentus”, Ed. Daly, L.W.
Philadelphia: American Philosophical Society, 1983.P. 30, l. 12

ὁ ἥλιος ἢ ἡ σελήνη ἢ τῶν πλανωμένων ἀστέρων ἕκαστος, λα-


βόντες, καὶ τὰ προειρημένα πάντα ποιήσαντες, εὑρήσομεν τὸ
ζητούμενον. ὅσον γὰρ ἡ τοῦ ζωδιακοῦ μοῖρα παραλλάττει τοῦ
ἰσημερινοῦ ἐπὶ βοῤῥᾶν ἢ ἐπὶ νότον, τοσαύτην καὶ ἐπ' αὐτῆς
ὁ ἀστὴρ τὴν παραλλαγὴν ποιεῖται. τῇ αὐτῇ μεθόδῳ χρη-
σάμενοι καὶ ἑκάστου (l. ἕκαστον) τῶν ἐν τῇ ἀράχνῃ ἀπλανῶν
εἰσόμεθα, πότερον νοτιώτερός ἐστιν ἢ βορειότερος τοῦ ἰση-
μερινοῦ, καὶ πόσαις τούτου μοίραις διέστηκεν ἐπὶ θάτερα.
τέλος.
Ἀσκληπιός· ἐπὶ μὲν δαίμονος ὀξύνεται ἐπὶ δὲ ἀνθρώπου
προπαροξύνεται
καινότομος· ὁ καινοτομούμενος μὲν προπαροξύνεται, ὁ καινοτομῶν
παροξύνεται
ἄγω· τὸ φέρω, ἀγῶ δὲ τὸ ἐπιπλήττομαι.
ἄεικες· τὸ ἄνομον, ἀεικὲς δὲ τὸ ἀπρεπές.
Αἰγεῖον· τὸ τοῦ Αἰγέως μαντεῖον, καὶ τὸ δέρμα τῆς αἰγός,
αἴγειος δὲ τόπος τῆς Ἀχαΐας.
ἀοιδός· ὁ ψάλτης, ἀειδὸς δὲ ὁ πολύπειρος, τοῦ α ἐπίτασιν
σημαίνοντος.

Ammonius Phil., In Aristotelis categorias commentarius“Ammonius in


Aristotelis categorias commentarius”, Ed. Busse, A.Berlin: Reimer, 1895;
Commentaria in Aristotelem Graeca 4.4.P. 72, l. 17

μεν τὸ πηδάλιον πηδαλιωτοῦ πηδάλιον καὶ πάλιν τὸ πηδαλιωτὸν πηδαλίῳ


πηδαλιωτόν. οὕτως οὖν ἐν μὲν τῷ πρώτῳ παραδείγματι ἐπ' ἔλαττον ἦν
ἡ ὄρνις τοῦ πτεροῦ, ὅπερ ηὐξήσαμεν, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐπὶ πλέον ἦν τὸ
πλοῖον τοῦ πηδαλίου, ὅπερ ἠλαττώσαμεν.

Ἐνίοτε δὲ καὶ ὀνοματοποιεῖν.


372

Τότε ἡμῖν ἀνάγκη ὀνοματοθετεῖν, φησίν, ἐὰν μὴ κείμενον ᾖ ὄνομα


πρὸς ὃ δεῖ ἀντιστρέφειν, οἷον ἐποίησεν ἐπὶ τοῦ πηδαλιωτοῦ. πάλιν ἡ
κεφαλὴ ἐὰν ἀποδοθῇ πρὸς τὸ ζῷον καὶ εἴπωμεν ‘ζῴου κεφαλή’, οὐκ ἀντι-
στρέφει· οὐ γὰρ ἐροῦμεν τὸ ζῷον κεφαλῇ ζῷον· εἰσὶ γάρ τινα ζῷα
κεφαλὴν μὴ ἔχοντα ὡς ὁ καρκίνος. ἀνάγκη οὖν ὀνοματοθετεῖν καὶ τὴν
συνήθειαν καινοτομεῖν διὰ τὸ οἰκείως ποιεῖσθαι τὴν ἀντιστροφήν·
οἰκείως
οὖν ἀποδίδοται, ἐὰν οὕτως εἴπωμεν ‘ἡ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλή’· οὕτω
γὰρ καὶ ἀντιστρέφειν δυνάμεθα τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ κεφαλωτὸν
εἰπόντες.
καὶ καθόλου ὅταν ὀνοματοποιεῖν βουλώμεθα, ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ ἀντι-
στρεφόντων παρώνυμον ποιήσομεν ὄνομα οἷον ἀπὸ τοῦ πηδαλίου τὸ
πηδα-
λιωτὸν καὶ ἀπὸ τῆς κεφαλῆς τὸ κεφαλωτόν, ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων.
καὶ οὕτω πάντα τὰ πρός τι πρὸς ἀντιστρέφοντα λέγεται.

Syrianus Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria (4017: 001)


“Syriani in metaphysica commentaria”, Ed. Kroll, W.Berlin: Reimer,
1902; Commentaria in Aristotelem Graeca 6.1.P. 186, l. 25

Ἄτοπον ... ὁ τόπος μή.

Τοῦτο Ἀλέξανδρος εἰς Πλάτωνά φησιν ἀπερρίφθαι. εἰ τοίνυν ὀρθῶς


στοχάζεται τῆς Ἀριστοτέλους διανοίας, οὐδ' ἂν ἡμεῖς ἄστοχόν τι λέγοιμεν
περὶ τοῦ θείου Πλάτωνος φήσαντες αὐτὸν τοῖς μαθηματικοῖς σώμασι τὴν
φαντασίαν ἡμῶν τόπον ποιεῖν, ὥσπερ τοῖς ἐνύλοις εἴδεσι τὴν ὕλην, δια-
φέρειν δὲ τοσοῦτον ὅτι παρὰ μὲν τῆς φύσεως ἡ ὕλη τὸ ἔνυλον εἶδος
ὑποδεχο-
μένη οὔτε οἶδεν ὃ δέχεται οὔτε διακατέχειν αὐτὸ δύναται, παρὰ δὲ τῆς
ἄνω ψυχῆς ἡ φαντασία τὸ μαθηματικὸν σῶμα δεξαμένη καὶ θεωρεῖ αὐτὸ
καὶ διαφυλάττειν ἐφ' ὅσον ἔστιν αὐτῇ δύναται· ἄλλος οὖν τόπος σωμάτων
φυσικῶν, ἄλλος ἐνύλων εἰδῶν, ἄλλος μαθηματικῶν σωμάτων, ἄλλος
ἀύλων
λόγων. καὶ οὐχ ἡμεῖς ταῦτα καινοτομοῦντες λέγομεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς
Ἀριστοτέλης τόπον εἰδῶν τὴν διανοητικὴν ψυχὴν κέκληκεν. ὅτι δὲ καὶ
περὶ τοῦ τῶν φυσικῶν σωμάτων τόπου λέλεκται τῷ Πλάτωνι, οἱ τὸν
Τίμαιον
μὴ παρέργως ἐξετάσαντες γιγνώσκουσιν.
373

Elias Phil., Eliae (olim Davidis) in Aristotelis categorias


commentarium (4020: 002)“Eliae in Porphyrii isagogen et Aristotelis
categorias commentaria”, Ed. Busse, A.Berlin: Reimer, 1900;
Commentaria in Aristotelem Graeca 18.1.P. 166, l. 36

τῆς ἀτόμου οὐσίας κατασκευάζει οὕτως· οὐκ ἔστι ζῷον ὃ οὐκ ἔστιν ἵππος
ἢ βοῦς ἢ ἄνθρωπος, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἔστι Σωκράτης ἢ
Πλάτων
ἢ Ἀλκιβιάδης, οὐκ ἔστιν ἄρα ζῷον ὃ οὐκ ἔστιν ἐν Σωκράτει ἢ Πλάτωνι
ἢ Ἀλκιβιάδῃ. ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν συμβεβηκότων οὐ δεικνύει ὅτι τόδε
τὸ λευκὸν δεῖται τῆς ἀτόμου οὐσίας, ἀλλ' ὅτι τὸ χρῶμα, λέγων οὕτως·
οὐκ ἔστι χρῶμα ὃ μή ἐστιν ἐν σώματι, οὐκ ἔστι δὲ σῶμα ὃ μή ἐστι
λευκὸν ἢ μέλαν ἢ πυρρόν, οὐκ ἔστιν ἄρα χρῶμα ὃ μή ἐστιν ἐν τῷδε τῷ
σώματι ἢ ἐν τῷδε. οὕτω τοῦ Ἀριστοτέλους δείξαντος ὅτι πᾶσι τοῖς παρ'
ἑαυτὴν χρείαν παρέχεται ἡ ἄτομος οὐσία καὶ ὅτι μὴ οὔσης ταύτης οὐδὲν
τῶν ἄλλων ὑφίσταται, ἐπιτείνων ὁ Ἀφροδισιεὺς Ἀλέξανδρος τὴν εἰς φιλο-
σοφίαν καινοτομίαν πειρᾶται κατασκευάζειν ὅτι καὶ φύσει προτέρα
ἐστὶν
ἡ ἄτομος οὐσία πάντων· ὅτι γὰρ συναναιρεῖ, ἔδειξεν αὐτὸς ὁ
Ἀριστοτέλης,
ὅτι δὲ οὐ συναναιρεῖται, παραδεικνύει αὐτὸς οὕτως· ἰδού, φησίν, ὁ
καθόλου
ἥλιος ἀναιρεθεὶς τὸν τινὰ ἥλιον οὐκ ἀνεῖλε. πρὸς ὅ φαμεν ὅτι τὸ καθόλου
διττόν, τὸ μὲν σχετικὸν ὡς πᾶς ἄνθρωπος (τὸ γὰρ πᾶς ἀεὶ σχετικόν), τὸ
δὲ ἑνιαῖον καὶ κατ' αὐτὴν τὴν φύσιν λεγόμενον, ὡς τὸ ἄνθρωπος οὑτωσὶ
ψιλὸν λεγόμενον. ὅλον οὖν τὸ καθόλου, οὐ τὸ σχετικὸν λέγω ἀλλὰ τὸ
ἕτερον, ἐχώρησεν ἐν τῷ ἡλίῳ· ἠδυνήθη γὰρ ὁ ἥλιος πάσας τὰς ἰδιότητας
δέξασθαι τοῦ καθόλου ἡλίου, ὅπερ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀδύνατον· οὐδεὶς

Elias Phil., Eliae (olim Davidis) in Aristotelis categorias commentarium


P. 211, l. 18

ζῷα μὴ ἔχοντα κεφαλάς), ἐπί τινων δὲ τὸ μέρος καθολικώτερον, ὡς ἐπὶ


πτεροῦ καὶ ὄρνιθος· οὐ πᾶν γὰρ πτερὸν ὄρνιθος. τίς οὖν ἴασις τούτων;
τὸ τὰ ἄνισα γενέσθαι ἴσα. ἰσοῦνται δὲ τὰ ἄνισα ἢ τοῦ μείζονος καθαιρου-
μένου ἢ τοῦ ἐλάττονος αὐξομένου. ἵνα οὖν γένηται τοῦτο, δεῖ ὀνοματο-
θετῆσαι καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν, ἀντὶ τοῦ πλοίου
πηδαλιωτὸν
καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν· τότε γὰρ πρὸς ἀντιστρέφοντα λεχθήσεται·
τὸ γὰρ πηδάλιον πηδαλιωτοῦ πηδάλιον καὶ τὸ πηδαλιωτὸν πηδαλίῳ
374

πηδα-
λιωτόν, καὶ ἡ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλὴ καὶ τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ
κεφα-
λωτόν, καὶ τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν.
ἀποροῦσιν ὅτι πῶς οὖν ὁ Ἀριστοτέλης ὀνοματοθετεῖ, πανταχοῦ παραινῶν
μὴ καινοτομεῖν τὰ κείμενα μηδὲ ξένοις χρῆσθαι ὀνόμασι διὰ τὸ μὴ ἀπο-
λέσθαι τὸ κοινωνικὸν ἡμῶν, καὶ ὅτι ἐν μὲν τῇ χρήσει τῶν ὀνομάτων δεῖ
τῇ συνηθείᾳ ἐξακολουθεῖν ἐν δὲ τῇ χρήσει τῶν σημαινομένων μόνοις τοῖς
ἐπιστήμοσι χρηστέον, οἷον ὑγιεινὸν μὲν δεῖ καλεῖν, ὡς οἱ πολλοὶ
νομίζουσι,
τὸ συμμέτρως ἔχον πρὸς ὑγίειαν, πῶς δὲ χρηστέον τῶν ὑγιῶς σημαινο-
μένων τῷ ἐπιστήμονι ἀκολουθητέον. αὕτη ἡ ἀπορία. λέγομεν δὲ τούτου
λύσεις πέντε· μίαν ὅτι οὐκ ὀνοματοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλὰ διδάσκει
πῶς ὀνομασθήσονται, εἰ τεθείη αὐτοῖς ὀνόματα, δεύτερον ὅτι οὐδὲ ξένοις
ὀνόμασιν ἐχρήσατο ἀλλὰ τὰ ὄντα παράγει, τρίτον ὅτι οὐδὲ παραβαίνει
τὴν
συνήθειαν τὴν μὴ οὖσαν ὅλως (οὐδὲ γὰρ ἄτοπον ὀνοματοποιεῖν αὐτόν,

Agathias Scholasticus Epigr., Hist., Historiae (4024: 001)


“Agathiae Myrinaei historiarum libri quinque”, Ed. Keydell, R.
Berlin: De Gruyter, 1967; Corpus fontium historiae Byzantinae 2. Series
Berol. nsis.P. 71, l. 29

ἐκείνοις γε οὐ ταὐτὰ ἐδόκει. 10 καὶ γὰρ ἀμφὶ Νῖνον τὴν πόλιν καὶ ἀνὰ
τὴν Βαβυλωνίαν χώραν καὶ πρός γε ἐν τῇ Μηδικῇ τύμβοι τε καὶ θῆκαι
τῶν πάλαι τεθνεώτων ἵδρυντο, οὐκ ἄλλον τινὰ ἢ τὸν ἡμέτερον ἀποσώ-
ζουσαι τρόπον, καὶ εἴτε σώματα εἴτε κόνις ἦν τὸ κρυπτόμενον, ὡς δὴ
ἐκείνων κατὰ τὸν παρ' Ἕλλησι νόμον πυρποληθέντων, οὐδαμῶς ὅμοιά
γε ταῦτα τοῖς νῦν γιγνομένοις ἐτύγχανον ὄντα.
24. Οὔκουν ἐκεῖνοί γε ὧδε ἐγίγνωσκον οὔτε περὶ τὰς ταφάς, οὐ μὲν
οὖν ἀλλ' οὐδὲ ἐς τὴν τῆς εὐνῆς παρανομίαν ὁποῖα οἱ νῦν ἀκολασταίνου-
σιν, οὐ μόνον ἀδελφαῖς τε καὶ ἀδελφιδαῖς ἀνέδην μιγνύμενοι, ἀλλὰ
πατέρες
τε θυγατράσι καὶ τὸ δὴ πάντων ἀνοσιώτερον, ὦ νόμοι γε καὶ φύσις, υἱοὶ
ταῖς τεκούσαις. ὅτι γὰρ αὐτοῖς καὶ τοῦτο κεκαινοτόμηται, ἐκεῖθεν ἄν τις
σαφέστατα διαγνοίη. 2 λέγεται γάρ ποτε Σεμίραμιν τὴν πάνυ τὴν
Ἀσσυρίαν εἰς τοῦτο ἀκρασίας ἠγμένην, ὡς Νινύᾳ τῷ παιδὶ ἐθελῆσαι
ξυνελθεῖν ἐς ταὐτὸ καὶ ἤδη πειρᾶν τὸν νεανίαν. 3 τὸν δὲ ἀπανήνασθαι
καὶ χαλεπῆναι καὶ τελευτῶντα, ἐπειδὴ αὐτὴν ἑώρα σφαδάζουσαν καὶ
ἐγκειμένην, ἀποκτεῖναί τε τὴν μητέρα καὶ τόδε τὸ ἄγος ἀντ' ἐκείνου
ἑλέσθαι. καίτοι εἰ νόμῳ ταῦτα ἐφεῖτο, οὐκ ἄν, οἶμαι, ὁ Νινύας ἐς τόδε
ὠμότητος ᾔει. 4 καὶ τί δεῖ τὰ λίαν παλαίτατα λέγειν; ὀλίγῳ γὰρ ἔμ-
προσθεν τῶν Μακεδονικῶν καὶ τῆς τῶν Περσῶν καταλύσεως
375

Ἀρταξέρξην φασὶ τὸν Δαρείου Παρυσάτιδος τῆς μητρὸς παραπλήσια τῇ


Σεμιράμιδι παθούσης καὶ ξυγγενέσθαι οἱ ἱεμένης ἀποκτεῖναι μὲν αὐτὴν
ἥκιστα,

Agathias Scholasticus Epigr., Hist., Historiae P. 186, l. 1

εἰ τοίνυν καὶ γήρως ἀσθένειαν γνώμη στερρὰ καὶ τῶν προσηκόντων


ἐφιεμένη κρατύνει καὶ διανίστησι πρὸς τὸ συνοῖσον, ἀναπληροῦσα
τῇ προμηθείᾳ τὸ ἐκ τῆς ἡλικίας ἐνδέον, πῶς οὐ μᾶλλον ὑμᾶς ὀνήσει
νεότητι συμπαροῦσα καὶ τῇ τοῦ σώματος ῥώμῃ; 7 τὰς μὲν γὰρ ἐκ
τύχης τινὸς ἢ χειρὸς ἀγεννοῦς ἀποτεύξεις ἴσως ἂν λογισμὸς ἀσφαλὴς
καὶ οἷος τοῖς προσπεσοῦσιν ἁρμόσασθαι μετασκευάσειε πρὸς τὸ συμ-
φέρον καὶ θεραπεύσειε τὸ ἡμαρτημένον· ἔνθα δὲ γνώμης σφαλείσης τῷ
μὴ τὰ δέοντα διανοηθῆναι τῶν ἀβουλήτων τι ξυνενεχθείη, πόθεν ἂν
ληπτέον τὸ σῷζον καὶ ἀνακαλούμενον, εἴ γε πρῶτον ἐκεῖνο τὸ ταῦτα
τίκτειν πεφυκὸς παρατραπείη; 8 καίτοι θαυμάσειεν ἴσως ἄν τις ἐμοῦ
τῆς ἐπὶ τῇ παραινέσει καινοτομίας. δέον γὰρ προσεξαίρειν καὶ διανιστᾶν
τὸ πεποιθὸς ἐν ὑμῖν καὶ προθυμούμενον, ἀλλ' ἔγωγε κοιλαίνω ταῦτα
τοὐναντίον καὶ παραιροῦμαι, καὶ λογισμοὺς ἐμβάλλων καὶ ὄκνους καὶ
ἀμφιβόλους ποιῶν τὰς ἐλπίδας.
18. “Πλὴν ἀλλ' ἐμοὶ μὲν καὶ τοῦτο θυμῆρες εἶναι δοκεῖ καὶ πρὸς
τὸ εὔελπι φέρον, εἴ γε τοιούτοις ἀνδράσιν ἥκω συμπολεμήσων, οὓς εἰ
πείσαιμι βραχὺ γοῦν ὑφελεῖν τοῦ δραστηρίου, δεινὸς ἂν ἐν λόγοις,
οἶμαι, κριθείην. 2 ἴστω δὲ πᾶς τις ὑμῶν, ὡς ἀνδρείας ὁρμαῖς οὐκ ἀνα-
θετέον τὰς ἄνευ φρονήσεως ἐγχειρήσεις, ἀλλὰ θρασύτητι καὶ προπετείᾳ
καὶ παρατροπῇ τοῦ καθήκοντος τρόπου· ὥστε τὸ μὲν πρόθυμον τῆς
ψυχῆς μενέτω παρ' ὑμῖν καὶ κατὰ τὸ μᾶλλον ἐνακμαζέτω, λογισμῷ δὲ

Anonymi In Aristotelis Categorias Phil., Paraphrasis categoriarum


(4027: 001)“Anonymi in Aristotelis categorias paraphrasis”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1883; Commentaria in Aristotelem Graeca
23.2.P. 33, l. 26

ἀντιστρέφει γε ἐὰν οἰκείως ἀποδοθῇ· τὸ γὰρ πηδαλιωτὸν πηδαλίῳ


πηδαλιωτόν.
ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων, οἷον ἡ κεφαλὴ οἰκειοτέρως ἂν ἀποδοθείη
κεφαλωτοῦ ἢ ζώου ἀποδιδομένη· οὐ γὰρ ᾗ ζῶον, κεφαλὴν ἔχει· πολλὰ
γὰρ
τῶν ζώων κεφαλὴν οὐκ ἔχει, ὡς οἱ ἐν θαλάττῃ πνεύμονες καὶ ὄστρεα
πάντα
καὶ καρκίνοι. οὕτω δὲ ῥᾷστα ἄν τις ἴσως λαμβάνοι οἷς μὴ κεῖται ὀνόματα,
εἰ ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ τοῖς πρὸς ἃ ἀντιστρέφουσι τιθείη τὰ ὀνόματα,
376

ὥσπερ ἐπὶ τῶν προειρημένων ἀπὸ τοῦ πτεροῦ πτερωτὸν καὶ ἀπὸ τοῦ
πηδαλίου τὸ πηδαλιωτὸν καὶ τῆς κεφαλῆς τὸ κεφαλωτόν. δύο γὰρ οἱ
τρόποι τῆς ὀρθῆς ἀποδόσεως, τό τε πρὸς ὃ κατὰ φύσιν λέγεται
ἀποδίδοσθαι καὶ τὸ ἐξισάζειν.
ἰσότης δὲ γίνεται, ὅταν ἢ τὸ μεῖζον καθαιρῆται ἢ τὸ ἔλαττον αὔξηται. οὐ
καινοτομοῦμεν δέ, ἐν οἷς ἀνάγκη, ὀνοματοποιεῖν προστάττοντες,
ὁρῶντες ἑκάστην τέχνην αὐτὴν ἐφευρίσκουσαν οἷς πραγματεύεται τὰ
ὀνόματα. ἢ γὰρ τὸ ἀλλαχοῦ τῇ συνηθείᾳ κείμενον ἰδίᾳ οἱ τεχνῖται
ἀποτεμόμενοι ἔχουσιν, ὡς τὸ κέντρον ἐπὶ τῆς σφαίρας οἱ γεωμέτραι καὶ
τὸ χρῶμα ἐπὶ τῇ διαφορᾷ τῶν μελῶν οἱ
μουσικοί, ἢ καὶ παντάπασιν ἄγνωστα τῇ συνηθείᾳ λαμβάνοντες τῇ φύσει
τῶν
ὑποκειμένων προσήρμοσαν. ἃ δὲ παρ' ἡμῖν ἐνταῦθα προσείληπται, τῇ τε
φύσει
τῶν ὑποκειμένων κατάλληλα καὶ τῇ συνηθείᾳ καὶ τῇ κοινότητι γνώριμα.
Πάντα οὖν τὰ πρός τι, ἐάνπερ οἰκείως ἀποδιδῶται, πρὸς ἀντιστρέφοντα
λέγεται, ἐπεὶ ἐάν γε πρὸς τὸ τυχὸν ἀποδιδῶται καὶ μὴ πρὸς αὐτὰ ἃ
λέγεται,
οἷον ὁ δοῦλος ἐὰν μὴ δεσπότου ἀποδοθῇ δοῦλος ἀλλ' ἀνθρώπου ἢ
δίποδος ἢ

Προκόπιος ιστορικός. Historia arcana (= Anecdota) (4029: 002)


“Procopii Caesariensis opera omnia, vol. 3”, Ed. Wirth, G. (post J.
Haury)Leipzig: Teubner, 1963.Ch. 21, se. 24, l. 9

φῶς τε αὐτῶν ἡ τῆς δυνάμεως ἐξουσία τὴν κακοτρο-


πίαν ἐξήνεγκεν, ἐθαυμάζομέν γε ὅπως δὴ κακότητα
τοσαύτην ἀνθρώπου φύσις ἐχώρησεν. ἐπεὶ δὲ αὐτοὺς
οἱ χρόνῳ τῳ ἀρχὰς ἐκδεξάμενοι πολλῷ τῷ περιόντι
παρελᾶν ἴσχυσαν, διηποροῦντο πρὸς ἀλλήλους οἱ
ἄνθρωποι ὅντινα τρόπον οἱ πρόσθεν πονηρότατοι
δόξαντες τοσούτῳ παραλόγῳ ἅτε αὐτοὶ καλοὶ καὶ
ἀγαθοὶ γεγονότες ἐν τοῖς σφετέροις ἐπιτηδεύμασι, πρὸς
τῶν ἐπιγενομένων ἡσσήθησαν, αὖθίς τε οἱ τρίτοι τοὺς
δευτέρους ὑπερηκόντισαν πονηρίᾳ τῇ πάσῃ, καὶ μετ'
ἐκείνους ἕτεροι τοῖς τῶν ἐγκλημάτων καινοτομήμασιν
ὄνομα χρηστὸν τοῖς φθάσασι προσετρίψαντο. μηκυνο-
μένου τε τοῦ κακοῦ πᾶσιν ἐκμεμαθηκέναι τῷ ἔργῳ
ξυνέβη ὅτι δὴ τοῖς ἀνθρώποις ἐπ' ἄπειρον μὲν ἡ πο-
νηρία φύεσθαι εἴωθε, μαθήσει δὲ τῶν προγεγενη-
μένων ἐκτρεφομένη καὶ τῇ τῆς παρρησίας ἐξουσίᾳ ἐς
τὸ λυμαίνεσθαι τοῖς παραπίπτουσιν ἐξαγομένη ἐς το-
σόνδε ἀεὶ ἐξικνεῖσθαι δοκεῖ ἐς ὅσον δύναται ἡ τῶν
377

βλαπτομένων σταθμᾶσθαι δόξα. Ῥωμαίοις μὲν οὖν τά γε ἀμφὶ τοῖς


ἄρχουσι ταύτῃ πη εἶχε. Πολλάκις δὲ καὶ Οὔννων πολεμίων στρατῷ

Sophonias Phil., In Aristotelis libros de anima paraphrasis (4030:


001)“Sophoniae in libros Aristotelis de anima paraphrasis”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1883; Commentaria in Aristotelem Graeca
23.1.P. 39, l. 30

κλάδοις, ἰσομοίρως ἑαυτὴν ἡ φυτικὴ ψυχὴ ἐγκατέμιξε καὶ διένειμε, τοῖς


ζώων
δὲ σώμασι καὶ μᾶλλον τῷ ἀνθρωπίνῳ μεσότητι χρησαμένη τῷ ἐν
ἐγκεφάλῳ
πνεύματι· καὶ παντὶ μὲν ἐκείνῳ καὶ δι' ὅλου πάσας τὰς δυνάμεις ἐνέθετο
πρώτως, δι' ἐκείνου δὲ δευτέρως μετοχετεύει τῷ σώματι δι' ὀργάνων
σωμα-
τικῶν, τῶν νεύρων ἴσως, τὴν ζωήν, τὴν κίνησιν καὶ τὴν αἴσθησιν. εἴ που
γοῦν ἐν τῷ μέσῳ βλαβείη τὸ πνεῦμα ἐπιπορευόμενον, τὰ ἐφεξῆς τῆς
ἐνδιδο-
μένης καὶ καταλλήλου ἐνεργείας ἀφίησιν ἔρημα, ὡς οὐ πρώτως ἐνούσης
αὐτοῖς
τῆς ψυχικῆς δυνάμεως. ὥστε τὰ μὲν μετὰ τοῦ ἐγκεφάλου καὶ ἃ συνέχεται
τῷ πνεύματι μόρια τῶν ψυχικῶν κατακορῆ τυγχάνουσιν μεταδόσεων, τὰ
δὲ
διασπασθέντα νενέκρωται· διὰ ταῦτα τοῖς διαιρεθεῖσι τῶν φυτῶν ἡ ψυχὴ
σύνεστιν, ἐνίοις δὲ τῶν ζώων οὔ. οὐ καινοτομοῦμεν δὲ κἀν τοῖς φυτοῖς
ψυχὴν
ἐνεῖναι ἰσχυριζόμενοι· τί γὰρ ἄν τις τὸ ἄρχον ἐν ἑκάστῳ καὶ κρατοῦν
ὀνομά-
σειε; φανερὸν δὲ ὅτι καὶ ταύτης μόνης ὡς καθολικωτέρας καὶ ζῶα
κοινωνεῖ
καὶ φυτά, καὶ τῆς μὲν αἰσθητικῆς ἀρχῆς αὕτη χωρίζεται, οὐδὲν δὲ ταύτης
ἄνευ μετέχει αἰσθήσεως.

Sophonias Phil., In Aristotelis libros de anima paraphrasis P. 72, l. 22

καὶ κούφων καὶ τοιούτων ἄλλων ἀντιλαμβάνεται, ἃ οὐχ ὑπ' ἄλληλά εἰσιν
οὐδὲ
πρὸς μίαν κοινήν τινα περικλείονται. ἀπορήσειεν ἄν τις, εἰ αἱ οὐσίαι τῶν
κατὰ συμβεβηκὸς αἰσθητῶν, ὡς ἄνωθεν εἴρηται (συλλογισμῷ γὰρ ληπταὶ
δι'
αἰσθήσεως, τοῦτο δὲ λόγος), πῶς ἔγνω κύων καὶ βοῦς τὸν κτησάμενον
καὶ
378

ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ἢ οὐχ ὡς οὐσιῶν αἴσθονται (οὐδὲν
γὰρ
ζῶον τῶν ἀλόγων αἴσθησιν ἔχει οὐσίας), ἀλλ' ὡς τοιῶνδε σχημάτων ἢ
χρωμάτων ἡδέων ἢ λυπηρῶν προσγεγονότων συνήθων τῇ αἰσθήσει
αὐτῶν.
Τούτων οὕτω συμπεπερασμένων βαδιούμεθα ἤδη πρὸς τὸν περὶ ἑκάστης
αἰσθήσεως λόγον, ὡς ἱκανῶς τὰ πρὸς τοῦτο προευκρινήσαντες. εἰ δ'
ὥσπερ
τιμιωτέραν τῶν ἄλλων καὶ πολυτελεστέραν καὶ τῇ τάξει κἀνταῦθα
πρώτην
τὴν ὅρασιν τάξαιμεν, οὐ καινοτομοῦμεν. ἐπεὶ οὖν διττὰ τὰ καθ' αὑτὰ
αἰσθητά,
τὰ ἴδια κυρίως εἰσὶν αἰσθητὰ καὶ πρὸς ἃ ἡ οὐσία πέφυκεν ἑκάστης αἰσθή-
σεως. ἔστι δὲ ὁρατὸν τοῦτο, οὗ ἡ ὄψις ἀντιλαμβάνεται· διττὸν δέ, τὸ μὲν
χρῶμα, τὸ δὲ ὃ λόγῳ μὲν ἔστιν εἰπεῖν, ἀνώνυμον δὲ τυγχάνει ὄν, οἷον τὰ
πυρώδη ὡς πυγολαμπίς, μύκης, κέρας· δῆλον δὲ ἔσται ὃ λέγομεν
προελθοῦσι
μάλιστα. νῦν δὲ τὸ ὁρατὸν κυρίως ἐστὶ χρῶμα. τοῦτο δὲ τὸ ἐγγινόμενον
ἐπὶ
τοῦ καθ' αὑτὸ ὁρατοῦ, λέγω δὴ τῆς ἐπιφανείας. πολλαχῶς δὲ τοῦ καθ'
αὑτὸ
λεγομένου (τά τε γὰρ ἐν τῷ ὁρισμῷ κείμενα καθ' αὑτὸ πρόσεστι τοῖς ὑπο-
κειμένοις, οἷον τὸ ζῶον τὸ λογικὸν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ὧν ἐν τῷ ὁρισμῷ τὸ
ὑποκείμενον προσλαμβάνεται, οἷς ἐνυπόκεινται, ὡς τῷ ἀριθμῷ καθ' αὑτὰ
τὸ
περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον· τοῖς γὰρ ἀμφοτέρων λόγοις ὁ ἀριθμὸς προσλαμβά

Eustratius Phil., In Aristotelis analyticorum posteriorum librum


secundum commentarium (4031: 001)“Eustratii in analyticorum
posteriorum librum secundum commentarium”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1907; Commentaria in Aristotelem Graeca 21.1.
P. 98, l. 30

Τὰς ἀποδείξεις λέγων δεικνύσας ὅτι ἐστί, κἀντεῦθεν τοῦτο τῶν ὁρισμῶν
ἀπαλλοτριῶν, διὰ τὸ μὴ ταὐτὸν εἶναι τὸ τῷ ὁρισμῷ καὶ τὸ τῇ ἀποδείξει
δεικνύμενον, τὰς ἐπιστήμας ἐκεῖσε παρέθετο ὡς τοῦ ὅτι ἐστὶ ποιουμένας
τὰς ἀποδείξεις· νῦν δὲ τὸ τί ἐστι λέγων ἄνευ τινὸς προσδηλώσεως τοῦ ὅτι
ἐστὶ παρὰ τοῦ ὁρισμοῦ δείκνυσθαι, τοὺς ὁρισμοὺς παρατίθεται, ἐκ τῆς
ἐπαγωγῆς δεικνὺς τὸ προκείμενον. καθὼς γὰρ νῦν ὁρίζονται οἱ
ὁριζόμενοι,
οὐ δεικνύουσι, φησί, τὸ ὅτι ἐστί. τὸ δὲ ‘νῦν ποιοῦσιν αἱ ἐπιστῆμαι’
379

πρότερον εἰπὼν καὶ αὖθις ‘τοὺς νῦν τρόπους τῶν ὅρων’ οὐχ ὡς ταῖς νῦν
οὔσαις ἐπιστήμαις ἢ τοῖς νῦν ὅροις ἐπιμεμφόμενος οὕτω φησίν, ἀλλ' ὡς
εἰπεῖν ἐπιεικευόμενος· αἱ γὰρ τέως, φησίν, ἄχρι καὶ νῦν ἐπιστῆμαι καὶ οἱ
ἄχρι νῦν ὅροι οὕτως ἔχουσιν ὡς ἡμεῖς λέγομεν, εἰ μή τις εἴη καινοτομῶν
τὰς ὁδοὺς καὶ ἄλλους τρόπους ἐπιτηδεύων ταῖς ἐπιστήμαις τε καὶ τοῖς
ὅροις.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica


Nicomachea ii–v commentaria (4033: 001)“Eustratii et Michaelis et
anonyma in ethica Nicomachea commentaria”, Ed. Heylbut, G.
Berlin: Reimer, 1892; Commentaria in Aristotelem Graeca 20.
P. 136, l. 27

Μετὰ τὴν μεγαλοψυχίαν περὶ πραότητος διαλέγεται, ὡς καὶ αὐτῆς


περὶ τιμὴν οὔσης. κολάζει γὰρ τὸν θυμὸν ἡ πραότης· κολάζει δὲ δι'
ἀτιμίας· εἰ δὲ τοῦτο, εὐλόγως μετὰ τὴν μεγαλοψυχίαν ἐτέθη, ἀλλ' οὐχὶ
μετὰ τὴν ἀνδρίαν. καὶ [ἡ] περὶ τὸν θυμὸν καὶ αὕτη ὥσπερ ἡ ἀνδρία, ἢ
οὐ περὶ τὸν θυμὸν ἀδεκάστως εἰπεῖν ἡ ἀνδρία, ἐπεὶ οὕτως ἂν ὁ ὀργίλος
ἀνδρεῖος ἢ θρασὺς ἦν· ἀλλ' οὐχ οὕτως ἔχει. μάλιστα γὰρ οἱ δειλοὶ ὀργίλοι
τῷ μικρόψυχοι εἶναι. ἄλλως τε καὶ εἰ θυμῷ ὁ ἀνδρεῖος ἀνδρεῖος, ὁ δὲ
θυμὸς ὄρεξις ἀντιλυπήσεως, οὐκέτι καθ' αὑτὴν ἡ ἀνδρία οὐδὲ δι' ἑαυτὴν
ἀρετὴ ἀλλὰ διά τι ἄλλο. τὸ μέσον πρᾷον λέγοντες· οὐχ ὡς αὐτοῦ τὸ
τῆς πραότητος ὄνομα καινοτομήσαντος τοῦτο εἶπεν. εὕρηται γὰρ καὶ
παρὰ
Πλάτωνι καὶ ἄλλοις παλαιοτέροις, ἀλλ' ἐφ' ἑτέρων κείμενον
σημαινομένων
αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἤνεγκε διαθέσεως. κεῖται γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ
ἡσύχου
καὶ ἀεὶ τῷ ἡσύχῳ ὁ πρᾷος παράκειται. ὡσαύτως καὶ ὁ ὀργίλος ἐπὶ τοῦ
φυσικοῦ κειμένου τοῦ ὀνόματος, αὐτὸς ἐπὶ τῆς ὑπερβολῆς τοῦτο τάξας
δοκεῖ καινοτομεῖν. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ τῆς ἐλλείψεως τοῦ
ἀοργήτου φαμέν. μόνη δὲ ἡ ἀοργησία κεκαινοτόμηται Ἀριστοτέλει.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica Nicomachea


ii-v commentaria P. 136, l. 32

οὐ περὶ τὸν θυμὸν ἀδεκάστως εἰπεῖν ἡ ἀνδρία, ἐπεὶ οὕτως ἂν ὁ ὀργίλος


ἀνδρεῖος ἢ θρασὺς ἦν· ἀλλ' οὐχ οὕτως ἔχει. μάλιστα γὰρ οἱ δειλοὶ ὀργίλοι
τῷ μικρόψυχοι εἶναι. ἄλλως τε καὶ εἰ θυμῷ ὁ ἀνδρεῖος ἀνδρεῖος, ὁ δὲ
θυμὸς ὄρεξις ἀντιλυπήσεως, οὐκέτι καθ' αὑτὴν ἡ ἀνδρία οὐδὲ δι' ἑαυτὴν
ἀρετὴ ἀλλὰ διά τι ἄλλο. τὸ μέσον πρᾷον λέγοντες· οὐχ ὡς αὐτοῦ τὸ
380

τῆς πραότητος ὄνομα καινοτομήσαντος τοῦτο εἶπεν. εὕρηται γὰρ καὶ


παρὰ
Πλάτωνι καὶ ἄλλοις παλαιοτέροις, ἀλλ' ἐφ' ἑτέρων κείμενον
σημαινομένων
αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἤνεγκε διαθέσεως. κεῖται γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ
ἡσύχου
καὶ ἀεὶ τῷ ἡσύχῳ ὁ πρᾷος παράκειται. ὡσαύτως καὶ ὁ ὀργίλος ἐπὶ τοῦ
φυσικοῦ κειμένου τοῦ ὀνόματος, αὐτὸς ἐπὶ τῆς ὑπερβολῆς τοῦτο τάξας
δοκεῖ καινοτομεῖν. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ τῆς ἐλλείψεως τοῦ
ἀοργήτου φαμέν. μόνη δὲ ἡ ἀοργησία κεκαινοτόμηται Ἀριστοτέλει.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica Nicomachea


ii-v commentaria P. 136, l. 33

ἀνδρεῖος ἢ θρασὺς ἦν· ἀλλ' οὐχ οὕτως ἔχει. μάλιστα γὰρ οἱ δειλοὶ ὀργίλοι
τῷ μικρόψυχοι εἶναι. ἄλλως τε καὶ εἰ θυμῷ ὁ ἀνδρεῖος ἀνδρεῖος, ὁ δὲ
θυμὸς ὄρεξις ἀντιλυπήσεως, οὐκέτι καθ' αὑτὴν ἡ ἀνδρία οὐδὲ δι' ἑαυτὴν
ἀρετὴ ἀλλὰ διά τι ἄλλο. τὸ μέσον πρᾷον λέγοντες· οὐχ ὡς αὐτοῦ τὸ
τῆς πραότητος ὄνομα καινοτομήσαντος τοῦτο εἶπεν. εὕρηται γὰρ καὶ
παρὰ
Πλάτωνι καὶ ἄλλοις παλαιοτέροις, ἀλλ' ἐφ' ἑτέρων κείμενον
σημαινομένων
αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἤνεγκε διαθέσεως. κεῖται γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ
ἡσύχου
καὶ ἀεὶ τῷ ἡσύχῳ ὁ πρᾷος παράκειται. ὡσαύτως καὶ ὁ ὀργίλος ἐπὶ τοῦ
φυσικοῦ κειμένου τοῦ ὀνόματος, αὐτὸς ἐπὶ τῆς ὑπερβολῆς τοῦτο τάξας
δοκεῖ καινοτομεῖν. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ τῆς ἐλλείψεως τοῦ
ἀοργήτου φαμέν. μόνη δὲ ἡ ἀοργησία κεκαινοτόμηται Ἀριστοτέλει.

Εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλαι τρεῖς μεσότητες.

Τρεῖς μεσότητές εἰσιν, οἷον ἀλήθεια φιλία εὐτραπελία, ἀρεταὶ οὖσαι


περὶ οἰκεῖά τινα. ἀλλ' ἐπὶ μὲν τῶν ἔργων ἡ ἀνισότης φανερά. ὁ γὰρ
οὔτε ἐπὶ τὸ μεῖζον οὔτε ἐπὶ τὸ ἔλαττον ἐξαίρων τὰ αὑτοῦ ἢ συστέλλων
μέσος. πῶς δ' ἂν ἔτι ἐπὶ τοῦ τὰ αὐτὰ λόγῳ ἀληθοῦς ὁ τὸ μέσον αἱρού-
μενος ἐπαινετὸς εἴη. δῆλον γὰρ ὅτι πανταχοῦ καὶ ἀεὶ τὸ ἀληθεύειν

Πρόκλος. Theologia Platonica (lib. 1–5) “Proclus. Théologie


platonicienne, vols. 1–5”, Ed. Saffrey, D., Westerink, L.G.
Paris: Les Belles Lettres, 1:1968; 2:1974; 3:1978; 4:1981; 5:1987.
381

Vol. 2, p. 31, l. 22

καὶ εἰ μὲν ὡς κρεῖττον ἁπάσης γνώσεως καὶ παντὸς λόγου


καὶ πάσης ἐπιβολῆς, οὔτ' ἂν τῆς τοῦ Πλάτωνος συμφωνίας
οὔτ' ἂν τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως αὐτὸν ἁμαρτάνειν
ἐλέγομεν· εἰ δ' ὅτι παντελῶς ἀνύπαρκτον τὸ ἓν καὶ
ἀνυπόστατον καὶ ὅτι τὸ ἄριστον ὁ νοῦς καὶ ὡς ταὐτόν
ἐστι τὸ πρώτως ὂν καὶ τὸ πρώτως ἕν, οὔτ' ἂν ἡμεῖς αὐτῷ
ταῦτα συνομολογήσαιμεν οὔτ' ἂν ὁ Πλάτων ἀποδέξαιτο
καὶ τοῖς ἑαυτοῦ γνωρίμοις συναριθμήσειε. Πόρρω γάρ,
οἶμαι, τὸ τοιοῦτον δόγμα τῆς τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας
ἐστέρηται καὶ τῆς Περιπατητικῆς ἀναπέπλησται καινο-
τομίας. Εἰ δὲ βούλει, καὶ πρὸς τοῦτον καὶ πρὸς τοὺς
ἄλλους ἅπαντας, ὅσοι τῆς αὐτῆς προέστησαν δόξης,
μικρὰ διέλθωμεν ὑπὲρ τῆς Πλάτωνος γνώμης διαγωνι-
ζόμενοι καὶ δεικνύντες ὅτι τὴν πρωτίστην αἰτίαν ἐπέκεινα
τοῦ νοῦ καὶ τῶν ὄντων ἁπάντων ἐξῃρῆσθαί φησι, καθάπερ
αὐτὸν Πλωτῖνός τε καὶ Πορφύριος καὶ πάντες οἱ τὴν
τούτων παραδεξάμενοι φιλοσοφίαν οἴονται λέγειν.

Πρόκλος. Theologia Platonica (lib. 1-5) Vol. 4, p. 69, l. 1

νοητῶν ἑκάτερον τάττουσιν.


Ὁ μὲν γὰρ ἐκ τῆς Ἀσίνης φιλόσοφος τῷ Πλωτίνῳ
πειθόμενος τὸ προσεχῶς ἀπὸ τοῦ ἀρρήτου προελθὸν
ὑπουράνιον ἁψῖδα προσείρηκεν, ὡς ἐν τῷ Περὶ ὀνο-
μάτων φιλοσοφεῖ περὶ τούτων. Ὁ δὲ δὴ μέγας Ἰάμβλιχος
νοητῶν τινα τάξιν θεῶν, ἔστι δὲ ὅπου τῷ δημιουργῷ τὴν
αὐτήν, τὸν μέγαν Οὐρανὸν προστησάμενος, τὴν ὑπ' αὐτῷ
προσεχῶς ἱδρυμένην διακόσμησιν καὶ οἷον ὑπεζωκυῖαν τὸν
οὐρανόν, ὑπουράνιον ἁψῖδα τίθεται· καὶ ταῦτα ἐν
τοῖς τοῦ Φαίδρου γέγραφεν ὑπομνήμασιν. Μηδεὶς οὖν
οἰέσθω καινοτομεῖν ἡμᾶς περὶ τὴν τῆς τάξεως ταύτης
θεολογίαν καὶ πρώτους ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ διαιρεῖν
τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα, ἀλλὰ καὶ προηγουμένως μὲν
τῷ Πλάτωνι πείθεσθαι διαστέλλοντι τοὺς τρεῖς τούτους
διακόσμους, τὸν ὑπερουράνιον τόπον, τὴν οὐρανίαν
περιφοράν, τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα· μετὰ δὲ
Πλάτωνα καὶ τοῖς ἐνθεαστικῶς τὴν ἐκείνου θεωρίαν μετα-
διώξασιν, Ἰαμβλίχῳ καὶ Θεοδώρῳ. Τί γὰρ δεῖ λέγειν τὸν
ἡμέτερον καθηγεμόνα τὸν ὡς ἀληθῶς Βάκχον, ὃς περὶ
382

τὸν Πλάτωνα διαφερόντως ἐνθεάζων καὶ μέχρις ἡμῶν τὸ


θαῦμα καὶ τὴν ἔκπληξιν τῆς Πλατωνικῆς θεωρίας ἐξέλαμ

Πρόκλος. In Platonis Parmenidem (4036: 008)“Procli philosophi


Platonici opera inedita, pt. 3”, Ed. Cousin, V.Paris: Durand, 1864, Repr.
1961.P. 954, l. 19

λείπεται θεῶν εἰς ἀνθρώπους δόσις, εἰ μὴ


προείληπται τὰ νοερὰ μέτρα παρ' ἐκείνοις τῆς
τῶν δεχομένων ἀξίας, εἰ μὴ γνῶσιν ἔχουσι
πάντων ὧν ποιοῦμεν, ὧν πάσχομεν, ὧν δια-
νοούμεθα, κἂν μὴ πράττωμεν; Εἰκότως ἄρα
δεινὸν ἀποκαλεῖ τὸν τοιούτων προϊστάμενον λό-
γον, οὐχ ὡς ἰσχυρὸν καὶ δυσαντίβλεπτον, ὅπερ
ἔφην, ἀλλ' ὡς δέους παντὸς ἄξιον· εἰ γὰρ καὶ
ὁτιοῦν τῶν θείων νομίμων κινεῖν ἀνόσιον, τῆς
ὅλης ἀνατρεπομένης περὶ αὐτῶν ὑπολήψεως,
πῶς ἂν ἀδεὴς ἡ τοιαύτη τῆς καινοτομίας ὑπάρ-
χοι παράλλαξις; Ἀλλ' ὅτι μὲν τῆς τοιαύτης
ὑποθέσεως κατέγνωκεν, ἥτις καὶ ἄγνοιαν πέμ-
πει περὶ τὴν τῶν ἡμετέρων διοίκησιν, δῆλον
καὶ ἀπὸ τούτων. Ἐπεὶ δὲ αὐτὸς τὸν θεὸν καὶ
γιγνώσκειν πάντα καὶ ποιεῖν βούλεται, τῶν δὲ
μετ' αὐτόν τινες ἄρδην τοὺς τοιούτους λόγους
ἀνατρέπειν ἐπεχείρησαν, φέρε καὶ περὶ τούτων
ὅσα ἀπόχρη τοῖς προκειμένοις εἴπωμεν· θορυ-
βοῦνται γὰρ τῶν ἀπ' αὐτοῦ τινες μή πη τὸ
ἀστάθμητον τῶν πραγμάτων καὶ ἄλλοτε ἄλλως

Πρόκλος. In Platonis Parmenidem P. 1058, l. 6

νοητὰ, κατὰ τὴν ἐν Πολιτείᾳ διαίρεσιν τῆς


γραμμῆς· ὡς ὄντος μὲν τοῦ ἑνὸς, ἔστι ταῦτα,
μὴ ὄντος δὲ, οὐδὲ ταῦτα εἶναι δυνατόν· ἐν δὲ
ταῖς λοιπαῖς δύο, τῇ πέμπτῃ καὶ τῇ δεκάτῃ,
περὶ τῆς ὑποδοχῆς τῶν σωμάτων, ὅπου μὲν
συμφωνούσης τῇ πέμπτῃ ὑποθέσει τοῦ εἶναι
τὸ ἕν. Ταῦτα καὶ τῆς τάξεως μὲν ἕνεκα θαυ-
μάζειν χρὴ καὶ τῆς συνέσεως, τοῦ ποτὲ μὲν ὡς
383

ἄτοπα τὰ συναγόμενα ληπτέον, ποτὲ δὲ ὡς


ἀληθῆ καὶ ἑπόμενα τῇ φύσει τῶν πραγμάτων·
ἄλλως δὲ, καὶ ὅτι καινοτομεῖ περὶ τὸν ἀριθμὸν
τῆς ὑποθέσεως καὶ οὐδὲν συνεισφέρουσαν ὑπόθε-
σιν ἀναπλάττει μίαν τινὰ, παραιτητέον· καὶ
ὅτι πάντως σπουδάζει ταῖς πέντε τοσαύτας ἄλ-
λας ἀντιπαρατείνειν, ἑκάστην πρὸς ἑκάστην.
Ὅλως γὰρ οὐδὲ ἄτοπόν ἐστι τὸ λέγειν μὴ εἶ-
ναι τὸ ἓν, οὐδ' ἂν συναγάγοι τις περὶ αὐτοῦ
οὐδὲν τῶν ἀδυνάτων, τοιαύτην ὑπόθεσιν παρα-
λαβών· ἐκεῖνο γὰρ τὸ ἓν τὸ πρώτιστον τῶν ὅλων
οὐκ ἔστιν, ἀλλὰ καὶ τοῦ εἶναι κρεῖττόν ἐστιν.

Φώτιος βιβλιοθήκη. (4040: 001)


“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed. Henry, R.Paris: Les Belles Lettres,
1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965; 5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.
Codex 79, Bekker p. 55a, l. 19

τευσάμενος ἡλικίας, καὶ παιδοποιησάμενος ἐκ τριῶν


γάμων Ἀρδαβούριον, Πατρίκιον, Ἐρμενάριχον, καὶ θη-
λείας δύο.
Ποιεῖται μὲν ὁ συγγραφεύς, ὡς εἴρηται, ἀρ-
χὴν τῆς ἱστορίας τὴν ἀρχὴν τῆς Λέοντος βασιλείας, τε-
λευτᾷ δὲ εἰς τὴν ἀναγόρευσιν Ἀναστασίου. Ἔστι δὲ πα-
τρίδος μὲν Ἰσαυρίας, ὡς αὐτός φησι, τῆς Τραχείας,
ἐπιτήδευμα δὲ ἔσχεν ὑπογραφεὺς τῶν ἐν Ἰσαύροις πλεῖ-
στον ἰσχυσάντων. Τὴν δὲ θρησκείαν χριστιανὸς ἦν καὶ
ὀρθόδοξος· τήν τε γὰρ τετάρτην σύνοδον ἐπαίνοις στέφει,
καὶ τοὺς κατ' αὐτῆς καινοτομοῦντας καθάπτεται δικαίως.
Τὴν δὲ φράσιν οὐκ ἔχει πρέπουσαν λόγῳ ἱστορικῷ· ταῖς
τε γὰρ ποιητικαῖς λέξεσιν ἀπειροκάλως τε κέχρηται καὶ
μειρακιωδῶς, καὶ ἡ συνθήκη αὐτῷ εἰς τὸ τραχύτερον
καὶ δύσηχον ἐκδιθυραμβοῦται, ὥσπερ αὖ πάλιν εἰς τὸ
ἐκλελυμένον τε καὶ ἐκμελὲς ὑπτιάζει. Νεωτερίζει δὲ καὶ
ταῖς συντάξεσιν, οὐκ εἰς τὸ γλαφυρὸν μᾶλλον καὶ ἐπα-
φρόδιτον, ὥσπερ ἕτεροι, ἀλλ' ὥστε δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ
τοῦ ἡδέος ὑπερόριος. Πλὴν αὐτὸς ἑαυτοῦ πολὺ βελτίων
ἐνιαχοῦ τοῖς λόγοις πάντα γενόμενος, συμμιγῆ τὴν ἱστο-
ρίαν καὶ ἐξ ἀνομοιοτάτων ἁρμόζων ἁλίσκεται.
384

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 129, Bekker p. 96b, l. 15

Ὅτι δὲ αὐτὸς τῶν μηδὲν ἦν ὅλως δοξαζόντων, καὶ τὸ τῆς


βίβλου ἐπίγραμμα δίδωσιν
ὑπολαμβάνειν. Ἔχει γὰρ ὧδε·
Λουκιανὸς τάδ' ἔγραψα, παλαιά τε μωρά τε εἰδώς·
μωρὰ γὰρ ἀνθρώποις καὶ τὰ δοκοῦντα σοφά,
κοὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι διακριδόν ἐστι νόημα·
ἀλλ' ὃ σὺ θαυμάζεις, τοῦθ' ἑτέροισι γέλως.
Ἀνεγνώσθη Λουκίου Πατρέως μεταμορ-
φώσεων λόγοι διάφοροι. Ἔστι δὲ τὴν φράσιν σαφής τε
καὶ καθαρὸς καὶ φίλος γλυκύτητος· φεύγων δὲ τὴν ἐν
λόγοις καινοτομίαν, εἰς ὑπερβολὴν διώκει τὴν ἐν τοῖς
διηγήμασι τερατείαν, καὶ ὡς ἄν τις εἴποι, ἄλλος ἐστὶ
Λουκιανός.
Οἱ δέ γε πρῶτοι αὐτοῦ δύο λόγοι μόνον οὐ
μετεγράφησαν Λουκίῳ ἐκ τοῦ Λουκιανοῦ λόγου ὃς ἐπι-
γέγραπται «Λοῦκις ἢ Ὄνος» ἢ ἐκ τῶν Λουκίου λόγων Λου-
κιανῷ. Ἔοικε δὲ μᾶλλον ὁ Λουκιανὸς μεταγράφοντι,
ὅσον εἰκάζειν· τίς γὰρ χρόνῳ πρεσβύτερος, οὔπω ἔχομεν
γνῶναι. Καὶ γὰρ ὥσπερ ἀπὸ πλάτους τῶν Λουκίου λόγων
ὁ Λουκιανὸς ἀπολεπτύνας καὶ περιελὼν ὅσα μὴ ἐδόκει
αὐτῷ πρὸς τὸν οἰκεῖον χρήσιμα σκοπόν,

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 213, Bekker p. 171a, l. 36

περὶ τῆς πρὸς φίλους ὁμιλίας. Ἔστι δέ, ἐξ ὧν τὸν ἄνδρα


τοὺς λόγους αὐτοῦ διελθόντες ἐπέγνωμεν, μεγαλοπρεπής
τε καὶ γνωμολογικός, καὶ τῷ μὲν τοῦ λόγου μεγέθει καὶ
ἀξιώματι τῶν ἄλλων μᾶλλον χαίρων, λέξεσι μέντοι λο-
γάσιν οὐ πάνυ προστεθειμένος, οὐδὲ διὰ τῶν ἐθίμων δὲ
διὰ παντὸς πορευόμενος, γεννῶν δὲ αὐτὸς οὐ λέξεις,
ἀλλ' εἴ τις ἄλλος δημιουργὸς τῆς περὶ τὰς λέξεις χρή-
σεως, καινήν τινα μὴ καιναῖς κεχρημένος λέξεσι φαν-
τασίαν πέμπουσαν ἀποτελεῖ τὴν φράσιν. Οὕτω δὲ προς-
φυῶς ὑποβάλλεται τὴν πρᾶξιν, ὡς τήν τε καινοτομίαν
μὴ δοκεῖν εἶναι καινοτομίαν, καὶ τὸ σαφὲς οὐκ ἔλαττον
τῶν ἐξ ἔθους λέξεων παρέχειν· κέχρηται δὲ καὶ γνώμαις
τὸ νουνεχὲς καὶ δραστήριον ἐπιδηλούσαις. Τροπὰς δὲ
ὑπελθεῖν, εἴ τις ἄλλος ἄριστα παρεσκευασμένος τὸ μὲν
ἡδὺ καὶ κηλοῦν καὶ τὴν ψυχὴν διαχέον λεληθότως δι'
ὅλου διασπείρει τοῦ γράμματος, εἰς τροπὴν δὲ ὅ τι
385

παρενήνεκται, οὐδεμίαν λύπην δηλοῦσαν ἀφίησι. Ποιεῖ δὲ


αὐτῷ τοῦτο μάλιστα οὐχὶ ἡ τῶν λέξεων αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν
μεταβολή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ πραγμάτων ἑτέρων εἰς ἕτερα μετά
τινος σοφῆς καὶ ἠρεμαίας μεταχειρίσεως μετάβασίς τε

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 213, Bekker p. 171a, l. 37

Ἔστι δέ, ἐξ ὧν τὸν ἄνδρα τοὺς λόγους αὐτοῦ διελθόντες


ἐπέγνωμεν, μεγαλοπρεπής τε καὶ γνωμολογικός, καὶ τῷ μὲν τοῦ λόγου
μεγέθει καὶ ἀξιώματι τῶν ἄλλων μᾶλλον χαίρων, λέξεσι μέντοι λο-
γάσιν οὐ πάνυ προστεθειμένος, οὐδὲ διὰ τῶν ἐθίμων δὲ
διὰ παντὸς πορευόμενος, γεννῶν δὲ αὐτὸς οὐ λέξεις,
ἀλλ' εἴ τις ἄλλος δημιουργὸς τῆς περὶ τὰς λέξεις χρή-
σεως, καινήν τινα μὴ καιναῖς κεχρημένος λέξεσι φαν-
τασίαν πέμπουσαν ἀποτελεῖ τὴν φράσιν. Οὕτω δὲ προς-
φυῶς ὑποβάλλεται τὴν πρᾶξιν, ὡς τήν τε καινοτομίαν
μὴ δοκεῖν εἶναι καινοτομίαν, καὶ τὸ σαφὲς οὐκ ἔλαττον
τῶν ἐξ ἔθους λέξεων παρέχειν· κέχρηται δὲ καὶ γνώμαις
τὸ νουνεχὲς καὶ δραστήριον ἐπιδηλούσαις. Τροπὰς δὲ
ὑπελθεῖν, εἴ τις ἄλλος ἄριστα παρεσκευασμένος τὸ μὲν
ἡδὺ καὶ κηλοῦν καὶ τὴν ψυχὴν διαχέον λεληθότως δι'
ὅλου διασπείρει τοῦ γράμματος, εἰς τροπὴν δὲ ὅ τι
παρενήνεκται, οὐδεμίαν λύπην δηλοῦσαν ἀφίησι. Ποιεῖ δὲ
αὐτῷ τοῦτο μάλιστα οὐχὶ ἡ τῶν λέξεων αὐτὴ καθ' ἑαυτὴν
μεταβολή, ἀλλ' ἡ ἀπὸ πραγμάτων ἑτέρων εἰς ἕτερα μετά
τινος σοφῆς καὶ ἠρεμαίας μεταχειρίσεως μετάβασίς τε
καὶ μετατροπή.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 214, Bekker p. 172b, l. 6

ὡς ἐν ἑνὶ ζῴῳ ἢ χορῷ καὶ συμφωνίᾳ συνηρτῆσθαι μὲν


ἀλλήλοις, ἀσύγχυτον δὲ τῇ ἑνώσει καὶ ἀλληλουχίᾳ τὴν
κατὰ φύσιν αὐτῶν διάκρισιν συντηρεῖσθαι. Καὶ ἡγεῖσθαι
μὲν τῶν καταδεεστέρων τὰ προτεταγμένα, πάντων δὲ
αὐτῶν βασιλεύειν τὸν πατέρα θεὸν καὶ δημιουργόν. Καὶ
ταύτην τὴν πατρονομικὴν αὐτοῦ βασιλείαν πρό-
νοιαν καὶ νομίζεσθαι καὶ εἶναι, ἥτις ἑκάστῳ γένει τὰ προσή-
κοντα διανέμει. Τὴν μέντοι γε τῇ προνοίᾳ συνεπομένην δί-
κην εἱμαρμένην καλεῖσθαι· εἰς ἑνὸς γὰρ πλείω σημαινό-
μενα τοῦ τῆς εἱμαρμένης ὀνόματος ὑπὸ τῶν χαιρόντων ταῖς
καινοτομίαις κατασκεδασθέντος, οὐκ ἄλλην νομίζειν αὐ-
386

τὸν εἱμαρμένην ἀλλ' ἣν Ἀριστοτέλει καὶ Πλάτωνι νο-


μίζειν δίδωσι. Τήν τε γὰρ τῶν γενεθλιαλόγων ἀλόγιστον
ἀνάγκην οὐδ' ὅλως προσίεται, οὐδὲ τὴν στωϊκὴν βίαν, οὐ
μὴν ἀλλ' οὐδ' ἣν ὁ ἐξ Ἀφροδισιάδος δοξάζει Ἀλέξαν-
δρος, τῇ Πλατωνικῇ τῶν σωμάτων φύσει εἰς ταυτό-
τητα περιάγων ταύτην· ἀλλ' οὐδὲ τὴν ἐπῳδαῖς καὶ θυ-
σίαις παρατρεπομένην γένεσιν.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 222, Bekker p. 184b, l. 22

τροφον. Καί γέ φησι τοῦτο εἶναι τὸ καταλείψαντα τὰ


ϟθʹ πρόβατα ἐφ' ἓν ἐλθεῖν τὸ πλανώμενον, ὃ καὶ ἐπὶ
τῶν ὤμων ἦρε. Καὶ γὰρ οὐ κατὰ τὴν κοινὴν καὶ συνήθη
τῶν ὅλων δημιουργίαν λόγῳ καὶ τὴν ὑμετέραν φύσιν
ἀνέπλασεν· ἀλλ' ὅπερ ἐπ' οὐδενὸς τῶν ἄλλων ἠνέσχετο,
οὐκ ἐπ' ἀγγέλων, οὐκ ἐπ' ἄλλης τινὸς φύσεως, τοῦτο ἐπὶ
τῇ τῶν ἀνθρώπων ὑπέστη σωτηρίᾳ, ἀντὶ δεσπότου δοῦλος
χρηματίσας· εἰκότως οὖν καὶ καταλιπεῖν, ὡς ἔφην, τὰ
ϟθʹ πρόβατα λέγεσθαι, τὴν εἰς ἄλλο παραδοξότερον καὶ
θαυμασιώτερον τῆς δημιουργίας ἀναχώρησίν τε καὶ με-
τάστασιν καὶ τὴν τῆς συνηθείας καινοτομίαν τῆς παρα-
βολῆς αἰνιγματιζούσης, καὶ ὡς οὐ καθ' ὃν τρόπον τὸ
πᾶν ἐξ ἀρχῆς συνεστήσατο, ἀλλὰ καινοπρεπῆ τε καὶ ὑπὲρ
πάντα λόγον τὸν ἡμέτερον ἀνακαινισμὸν ἐξειργάσατο.
Εἶτά φησιν εὐλόγως τε καὶ ἀναγκαίως τὴν διὰ σαρ-
κὸς σωτηρίαν τὸν λόγον ἡμῖν πραγματεύσασθαι. Πάσης
γὰρ ἄλλης μεθόδου προκαταβληθείσης (καὶ γὰρ καὶ προ-
φῆται καὶ δημαγωγοὶ καὶ ὑπερφυῆ τέρατα εὐεργεσίαι τε
καὶ ἀπειλαὶ καὶ τιμωρίαι τοῦτο μὲν ἐπὶ μέρους, τοῦτο δὲ
καὶ παγκόσμιοι) ἐπεὶ τὸ ἀνθρώπινον τὴν πρὸς τὰ
κρείττω μεταβολὴν οὐκ ἠσπάσατο,

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 222, Bekker p. 191a, l. 31

λος παρασκευάζουσιν ἀναδραμεῖν. Καὶ γὰρ καὶ σωματι-


κῶς τῷ δεσπότῃ παρόντι φόβῳ καὶ τρόμῳ τὰ Σε-
ραφὶμ ὑπηρετεῖ· οὗ τινος φόβου καὶ τρόμου αἴνιγμα
εἶναι καὶ τὴν γενομένην διὰ τῶν πτερῶν κίνησιν, ἣν
τὸ ὑπηρετούμενον ἐνεργεῖ. Εἰ δὲ τὰ Σεραφὶμ ὑπηρε-
τοῦντα δηλοῦται καὶ σαρκωθέντι τῷ λόγῳ, καὶ οὐδὲν διὰ
τὴν κάτω τοῦ λόγου διαγωγὴν τῆς ἄνω καθυφίησι δου-
387

λείας, δῆλον ὅτι καὶ ἡ ἄλλη τῶν ἀσωμάτων διακόσμησις


νόων τὸν μετὰ σαρκὸς παραγεγονότα λατρεύουσα προσε-
κύνει. Ἡ γὰρ ἐν τούτοις πρωτεύουσα τάξις, τὴν δουλείαν
οὐ καινοτομοῦσα, καὶ τῶν μετ' αὐτὴν τὴν ἴσην ὑπερησίαν
βεβαιοῦται· γέγραπται γὰρ ὡς καὶ ἄγγελοι προσελθόντες
διηκόνουν αὐτῷ· τὸ δὲ τοῦ ἀγγέλου ὄνομα, ὡς οἱ τὰ θεῖα
ἴσασι σοφοί, κοινόν ἐστι πάσαις ταῖς νοεραῖς δυνάμεσιν
ὄνομα.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 227, Bekker p. 244b, l. 41

βείας κατ' αὐτῶν ἀνακηρυττούσης, οὐδὲν ἔλαττον τῶν


ὀρθῶν κρατυνομένων δογμάτων. Καθ' ἥν, φησίν, οἰκο-
νομίαν Θεόφιλος μὲν τῷ Γελασίῳ ἐκοινώνει, ἐγγεγραμ-
μένον ἔχοντι τοῖς ἱεροῖς διπτύχοις τὸν Παλαιστῖνον Εὐ-
σέβιον, Κύριλλος δὲ τοῦ Μοψουεστίας Θεοδώρου, κατὰ
τὴν ἑῴαν ὡσαύτως ἀνακηρυττομένου, τῆς κοινωνίας
οὐκ ἀφίστατο. Ἑώρα γὰρ ἀκηράτοις σῳζόμενα δόγμασι τὰ
τῆς εὐσεβείας καιριώτατα. Μέχρι γὰρ τούτου τὰ τῆς οἰκο-
νομίας ὁ ὀρθὸς λόγος ἀνέχεται, μέχρις ἂν οὐδὲν καινο-
τομεῖται τῶν τῆς ἐκκλησίας δογμάτων.
Τριχῇ τοίνυν τὴν οἰκονομίαν διελών, καὶ κατ'
οὐδεμίαν αὐτῶν τὴν τῶν Θεοδοσιανῶν καὶ Γαϊνιτῶν προελ-
θεῖν ἐπιδειξάμενος ἕνωσιν, εἰς προδοσίαν συγκλεισθέν-
τας ἑκάτερον μέρος τῆς οἰκείας θρησκείας παρέστησε,
καὶ στῆναι μὲν οὐδαμοῦ, ἀλλὰ συγχυθέντας πάλιν ἀπ'
ἀλλήλων διαρραγῆναι καὶ κατ' ἀλλήλων φέρειν τὸν πό-
λεμον.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 228, Bekker p. 245a, l. 43

τικῆς ὑπερκειμένην καὶ ἐπικρατοῦσαν.


Ἐν μὲν οὖν τῇ πρώτῃ βίβλῳ ὁ πρῶτος αὐτῷ λόγος
ἐπιστολή ἐστι πρὸς Ζηνόβιόν τινα σχολαστικὸν Ἐμίσης,
τῆς ἀκεφάλου μοίρας ὄντα, διαπεμφθεῖσα· σπουδὴν δὲ
ποιεῖται περὶ τῶν ἐπηρεαζομένων ῥημάτων, ἃ ἐν τῇ
ἐπιστολῇ περιέχεται τοῦ ἁγιωτάτου Λέοντος προέδρου
Ῥώμης. Προτάττει δὲ τῆς γυμνασίας τῶν εἰρημένων ῥη-
μάτων δίαιτάν τινα τοῦ τρισαγίου ὕμνου· καὶ γὰρ καὶ ὁ
Ζηνόβιος τῆς κοινῆς ἐκκλησίας ἑαυτὸν ἀπορρῆξαι πρό-
φασιν ἐδίδου τὴν περὶ τὴν τρισάγιον δοξολογίαν και-
νοτομίαν. Φησὶ δὲ ὁ Ἐφραΐμιος τὴν τοιαύτην ὑμνο-
388

λογίαν τοὺς μὲν τὴν ἀνατολὴν οἰκοῦντας εἰς τὸν Κύριον


ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀναφέρειν, καὶ διὰ τοῦτο
μηδὲν ἐξαμαρτάνειν ἐπισυνάπτοντας τό «Ὁ σταυρωθεὶς
δι' ἡμᾶς», τοὺς δὲ τὸ Βυζάντιόν τε καὶ τὴν ἑσπερίαν νεμο-
μένους εἰς τὴν ὑπερτάτην καὶ πανίερον πηγὴν τῆς ἀγα-
θότητος, τὴν ὁμοούσιον Τριάδα, τὴν δοξολογίαν ἀνά-
πτειν. Δι' ὃ μηδ' ἀνέχεσθαι τούτους ἐπισυνάπτειν τὸ «Ὁ
σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς», ἵνα μὴ πάθος τῇ Τριάδι περι-
άψωσιν. Ἐν πολλαῖς δὲ ταῖς κατὰ τὴν Εὐρώπην ἐπαρ-
χίαις ἀντὶ τοῦ «Ὁ σταυρωθεὶς δι' ἡμᾶς» τό «Ἁγία Τριάς,

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 229, Bekker p. 253a, l. 24

μὲν μετὰ τῆς θεότητος, οὐ κατὰ τὴν θεότητα, ἀλλὰ


κατὰ τὸ σῶμα, ἀόρατος δὲ πάλιν μετὰ τῆς ἀνθρω-
πότητος, οὐ κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ κατὰ τὴν
θεότητα, κτιστὸς καὶ ἄκτιστος, καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα
κατὰ τὴν εἰρημένην εὐσεβῆ θεωρεῖται διάκρισιν.
Καὶ
γὰρ ἡ ἐξ ἡμῶν σάρξ, ἑνωθεῖσα τῷ θεῷ λόγῳ καθ'
ὑπόστασιν, οὐκ εἰς τὴν οὐσίαν μετεβλήθη τοῦ λόγου, εἰ
καὶ Θεοῦ γέγονε σάρξ· οὐδὲ ὁ λόγος εἰς σάρκα, εἰ καὶ
ἰδίαν οἰκονομικῶς ἐποιήσατο τὴν σάρκα. Ἀλλ' εἷς μὲν
λέγεται καὶ ἔστι Χριστός, σῴζεται δὲ ἀκαινοτομήτως καὶ
ἀχωρίστως καὶ τὰ ἐξ ὧν καὶ ἐν οἷς νοεῖται Χριστός, οὐκ ἄλ-
λος καὶ ἄλλος, μὴ γένοιτο, ἀλλ', ὥσπερ πολλάκις εἴρη-
ται, εἷς καὶ ὁ αὐτός. Ὁ αὐτὸς γενεαλογεῖται καὶ ἔστιν
ἀγενεαλόγητος, κατ' ἄλλο δῆλον ὅτι καὶ ἄλλο. Καὶ γὰρ τὰ
ἱερὰ λόγιά φησι· «Καὶ ἄνθρωπός ἐστι, καὶ τίς γνώσεται
αὐτόν, καὶ τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;» Ἀλλὰ καὶ
πάλιν βοᾷ· «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ υἱοῦ Δα-
βίδ». Ὥστε κατὰ μὲν τὴν θεότητα αὐτοῦ ἀγενεαλόγητος,
κατὰ δὲ τὴν ἀνθρωπότητα γενεαλογούμενος. Ὁ αὐτὸς
πάντα προγινώσκει (ἔστι γὰρ φύσει Θεός) καὶ πάλιν

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 230, Bekker p. 273b, l. 16

«Ὁ δὲ τοῦ ἀϊδίου φωτὸς Υἱὸς τὴν ἰδίαν οὐσίαν ἐν τῷ ὄρει


ἐφανέρωσεν, οὐ δύο φύσεις ἔχων ἀλλὰ μίαν ἐν ὁρατῷ
τε καὶ ἀοράτῳ». Καὶ Πολέμων δέ (τὸν Ἀπολινάριον
δὲ διδάσκαλον οὗτος ἀνευφήμει) τοὺς ἱεροὺς ἡμῶν πα-
389

τέρας αἰτιώμενος ἃ τοὺς ἐν Καλχηδόνι οἱ ἀπὸ Σεβήρου,


ὅρα τί φησιν· «Οὐδὲν χεῖρον ἐννοῆσαι κἀκεῖνο. Θεὸν γὰρ
λέγοντες καὶ ἄνθρωπον τὸν αὐτόν, οὐκ αἰσχύνονται μίαν
φύσιν τοῦ Λόγου σεσαρκωμένην, καθάπερ μίαν σύνθετον,
ὁμολογοῦντες. Εἰ γὰρ Θεὸς τέλειος καὶ ἄνθρωπος τέλειος
ὁ αὐτός, δύο φύσεις ἄρα ὁ αὐτός, καθάπερ ἡ τῶν
Καππαδοκῶν εἰσηγεῖται Καινοτομία καὶ Ἀθανασίου ἡ
οἴησις καὶ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ ὁ τύφος. Καὶ σχηματίζονται
μέν, ὡς δῆθεν ἡμέτεροι, φρονεῖν τὰ τοῦ ἁγίου πατρὸς
ἡμῶν Ἀπολιναρίου, κηρύττουσι δὲ καθάπερ οἱ Γρηγό-
ριοι τὴν τῶν φύσεων δυάδα».
Πῶς οὖν ἐνῆν Εὐτυχοῦς
τε καὶ Ἀπολιναρίου Οὐαλεντίνου τε καὶ Μανιχαίου τὴν
τοσαύτην τῆς ἀσεβείας ῥύμην ἐπισχεῖν καὶ τὴν νομὴν
οὕτως ἕρπουσαν καὶ τὰς τῶν ἀνθρώπων ψυχὰς κατα-
βοσκομένην ἀναστεῖλαι, εἰ μὴ τῆς ἱερᾶς ἐν Καλχηδόνι
ὁμηγύρεως ὁ θεῖος ζῆλος δύο φύσεις ἀδιαιρέτους

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 230, Bekker p. 278a, l. 16

φοραὶ φανερῶς διεστήκασι, καθ' ἃς ἀπ' ἀλλήλων δια-


κρινόμεθα, καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς τινος ὑποστάσεως
θατέρας οὐκ οἶδε κοινοποιεῖν ἰδιώματα· ἐπὶ δὲ τῆς
ἁγίας Τριάδος αἱ ἰδιότητες ἀκίνητοι μένουσαι συνά-
πτονταί πως, διὰ τῆς ἀδιαιρέτου ἑνώσεως καὶ τὸ μίαν
εἶναι τῶν ὑποστάσεων τὴν ἐνέργειαν πλείστην ἔχουσαι
κἀν τῇ διακρίσει τὴν θεϊκήν τε καὶ ἄρρητον πρὸς ἀλ-
λήλας συνάφειαν, καθ' ἣν Υἱὸς ἐν Πατρὶ καὶ Πατὴρ
ἐν Υἱῷ καὶ Υἱὸς ἐν Πατρὶ καὶ Πνεύματι καὶ Πνεῦμα ἐν
Υἱῷ καὶ Πατρὶ θεωρεῖται, τῆς συναφείας πανταχόθεν
ἐπικρατούσης καὶ μηδ' ἐν τοῖς ἰδιώμασι καινοτομούσης
τὸ ἀδιαίρετον. Καὶ δὴ καὶ τὸ εἶναι ἄλλο τί ἐστιν ἐπὶ
τῆς ὑπεραρχίου Τριάδος καὶ ἄλλο τὸ ἐν ἡμῖν· ἐκεῖ μὲν
γὰρ τὸ ὂν ὑπὲρ τὸ εἶναι, ἐνταῦθα δὲ οὐδὲ κυρίως ὄν.
Πῶς γὰρ ἂν εἴη κυρίως ὂν τὸ ἐκ μὴ ὄντων παρηγμένον,
καὶ εἰς τὸ μὴ ὂν τῇ γε οἰκείᾳ φύσει ὑπορρέον, εἰ καὶ
δῶρον ἐφιλοτιμήθη τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ ἀεὶ εἶναι καὶ
πρὸς ἀφθαρσίαν ἀναβιβάζεσθαι; Θεὸς οὖν ἡμῖν ἐστιν εἷς
καὶ Τριὰς θεωρούμενος, πηγὴ τυγχάνων ἀπερινοήτου σο-
φίας καὶ ἁγιαστικῆς δυνάμεως.
390

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 239, Bekker p. 320b, l. 9

ἀπ' αὐτοῦ· Νόμιμος γὰρ ὁ Ἀπόλλων, Νόμιμος δὲ ἐκλήθη


ὅτι τῶν ἀρχαίων χοροὺς ἱστάντων καὶ πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν
ᾀδόντων τὸν νόμον, Χρυσόθεμις ὁ Κρὴς πρῶτος
στολῇ χρησάμενος ἐκπρεπεῖ καὶ κιθάραν ἀναλαβὼν εἰς
μίμησιν τοῦ Ἀπόλλωνος μόνος ᾖσε νόμον, εὐδοκι-
μήσαντος δὲ αὐτοῦ διαμένει ὁ τρόπος τοῦ ἀγωνίσματος·
Δοκεῖ δὲ Τέρπανδρος μὲν πρῶτος τελειῶσαι τὸν νό-
μον, ἡρῴῳ μέτρῳ χρησάμενος, ἔπειτα Ἀρίων ὁ Μη-
θυμναῖος οὐκ ὀλίγα συναυξῆσαι, αὐτὸς καὶ ποιητὴς καὶ
κιθαρῳδὸς γενόμενος. Φρῦνις δὲ ὁ Μιτυληναῖος ἐκαι-
νοτόμησεν αὐτόν· τό τε γὰρ ἑξάμετρον τῷ λελυμένῳ
συνῆψε καὶ χορδαῖς τῶν ζʹ πλείοσιν ἐχρήσατο. Τι-
μόθεος δὲ ὕστερον εἰς τὴν νῦν αὐτὸν ἤγαγε τάξιν.
Ἔστι δὲ ὁ μὲν διθύραμβος κεκινημένος καὶ πολὺ τὸ
ἐνθουσιῶδες μετὰ χορείας ἐμφαίνων, εἰς πάθη κατα-
σκευαζόμενος τὰ μάλιστα οἰκεῖα τῷ θεῷ καὶ σεσόβηται
μὲν καὶ τοῖς ῥυθμοῖς καὶ ἁπλουστέρως κέχρηται ταῖς λέ-
ξεσιν. Ὁ δὲ νόμος τοὐναντίον διὰ τὸν θεὸν ἀνεῖται
τεταγμένως καὶ μεγαλοπρεπῶς καὶ τοῖς ῥυθμοῖς ἀνεῖται
καὶ διπλασίοις ταῖς λέξεσι κέχρηται.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 241, Bekker p. 331a, l. 32

αὐτὸν λέγειν ἀεί· «Λάθε βιώσας· εἰ δὲ μή, λάθε ἀπο-


θανών». Ἀρεταῖς λέγει συνεζηκέναι τὸν ἄνδρα, καὶ
τὴν Πυθαγόρου διὰ βίου σοφίαν ἐζηλωκέναι.
Οὗτος δ' ὁ Φιλόστρατος ἀπαγγελίᾳ μὲν κέχρηται
γλυκείᾳ καὶ ποικιλωτάτῃ καὶ λέξεσιν ἐμπρεπούσαις φρά-
σει τοιαύτῃ, συντάξεσι μέντοι γε τοιαύταις οἵαις οὐκ
ἄν τις ἄλλος ἐς τὸ συγγράφειν τεταγμένος· δοκοῦσι
γάρ πως ἀσυνταξίαις μᾶλλον ἐοικέναι ἢ συντάξεως
ὁτιοῦν μετέχειν. Οὗτος δ' ἴσμεν ὁ ἀνὴρ ὡς πολυμαθέ-
στατος ὢν οὐκ ἂν διαμαρτίᾳ τοῦ ὀρθοῦ εἰς ταύτην ἐξη-
νέχθη τὴν ἰδιότροπον τῶν συντάξεων καινοτομίαν,
ἀλλ' ἅ τισι τῶν ἀρχαιοτέρων σπανιάκις ἴσως εἴρηται,
τούτοις οὗτος εἰς κόρον ἀπεχρήσατο, πεπαρρησιασμένην
αὐτῶν τὴν χρῆσιν ἐπιδεικνύμενος, καὶ οὐδ' εἰς μάτην,
ἀλλὰ τοῦ ἡδέος χάριν· ἔχουσι γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτα τῶν
λόγων τὸ ἐπαγωγὸν καὶ ἐπαφρόδιτον.
391

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 242, Bekker p. 345b, l. 26

ἀποτεταμένον· ἰδεῖν τε τοῦτον, καὶ ἐπιδεῖξαι καὶ τοῖς


παροῦσι, πυκνωθέντων δὲ ἐπὶ μᾶλλον τῶν νεφῶν ἀφα-
νισθῆναι τὸ θήριον. Ὅτι ὁ διάδοχος Πρόκλου,
φησίν, ὁ Μαρῖνος, γένος ἦν ἀπὸ τῆς ἐν Παλαιστίνῃ
Νέας Πόλεως, πρὸς ὄρει κατῳκισμένης τῷ Ἀργαρίζῳ
καλουμένῳ. Εἶτα, βλασφημῶν ὁ δυσσεβής φησιν ὁ
συγγραφεύς· «Ἐν ᾧ Διὸς ὑψίστου ἁγιώτατον ἱερόν, ᾧ κα-
θιέρωτο Ἄβραμος ὁ τῶν πάλαι Ἑβραίων πρόγονος,
ὡς αὐτὸς ἔλεγεν ὁ Μαρῖνος». Σαμαρείτης οὖν τὸ ἀπ'
ἀρχῆς ὁ Μαρῖνος γεγονὼς ἀπετάξατο μὲν πρὸς τὴν
ἐκείνων δόξαν, ἅτε εἰς καινοτομίαν ἀπὸ τῆς Ἀβρά-
μου θρησκείας ἀπορρυεῖσαν, τὰ δὲ Ἑλλήνων ἠγάπη-
σεν. Ὅμως φιλοπονίᾳ τε καὶ ἀτρύτοις πόνοις ἐγ-
κείμενος εὐφυεστέρων ἤδη πολλῶν καὶ τῶν πρεσβυτέ-
ρων κατέχωσε δόξας τῷ ἑαυτοῦ ὀνόματι ὁ Μαρῖνος.
Οὐκ εἴα δὲ αὐτὸν ἐρωτᾶν ὁ Ἰσίδωρος ἀσθενείᾳ σώ-
ματος ἐνοχλούμενον, εὐλαβείᾳ τοῦ ὀχλώδους. Πλὴν
ὁ Μαρῖνος ἐξ ὧν τε διελέγετο καὶ ἐξ ὧν ἔγραψεν
(ὀλίγα δὲ ταῦτά ἐστι) δῆλος ἦν οὐ βαθεῖαν αὔλακα
τῶν νοημάτων καρπούμενος, ἐξ ὧν τὰ σοφὰ βλαστά

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 243, Bekker p. 375b, l. 37

οὔτε Ἀττικὰ κομψεύματα, ξένος ἐκ Θηβῶν Διόνυσος,


Ποσειδῶν ἐραστὴς ἀπὸ τοῦ κύματος, οἷα κατὰ τῆς πό-
λεως Λάκωνες παίζουσιν, ἀλλ' ἀληθὲς ἐντύχημα, ἀλλὰ
παιδεία καὶ νόμοι, ῥίζα τῶν ἀγαθῶν καὶ μητρόπολις.
Αὐτός τε φυτεύει τῷ φυτῷ τούτῳ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν,
Ἀττικὰ ἐπάρδων τὰ νάματα. Ἀεὶ δὲ τὰ καλὰ
σπάνια, καὶ δόξαν ἀθάνατον τοῖς ἐπινοοῦσι προμνώ-
μενα. Πρῶτος μὲν ὁ σοφὸς Ἀνάχαρσις ἐκ Σκυ-
θῶν ἦλθεν εἰς Ἕλληνας, πρῶτος δὲ Πέλοψ ἐκ Λυδῶν,
ἐπ' ἀθανάτων ἵππων κατὰ γαλήνης ὀχούμενος. Καὶ
μισθὸν τῆς καινοτομίας λαμβάνει δοῦναι τῇ χώρᾳ τὸ
πρόσρημα. Καὶ ὁ μὲν ἔπαινος ἐν αἰγιαλοῖς ἔτι,
πελαγίζει δὲ ὁ λόγος, οὐχ ὁρῶν ὅρμον φαινόμενον.
Κράτιστον οὖν ἴσως εἰκόνι τὴν τοῦδε φύσιν θηράσαν-
τα, τὸ τοῦ Φειδίου μιμήσασθαι. Οὐκ ἠγνόει Φειδίας ὅσος
καὶ ἐν ὅσοις ὁ Ζεύς, ἅτε τὴν ψυχὴν τῆς χειρὸς σοφώτερος.
392

Βουλόμενος οὖν ἑνὶ θηρᾶσαι τὴν Διὸς φύσιν


ἀγάλματι, χρυσῷ κεράσας ἐλέφαντα, Ἠλείοις μὲν τὸν
Ὀλύμπιον, τοῖς δὲ ἄλλοις ἀνθρώποις τὸν Δία εἰκόνι
μιᾷ τοσοῦτον ὅσον ἐκτυπωσάμενος. Ἐθέλω δέ
σοι θείων ἐκ φαρμάκων γράψαι τὸν πίνακα·

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 272, Bekker p. 507b, l. 6

βηθι» καὶ πολλὰ τοιαῦτα.


Ἐμιμήσατο Ἰωάννην
ὁ Λάζαρος· ἐκεῖνος ἐν τῇ κοιλίᾳ τῆς τεκούσης ἐσκίρτα,
τῆς πλάνης ἀγαλλόμενος τὴν κατάλυσιν, καὶ οὗτος ὡς
ἐν μήτρᾳ τῷ τάφῳ τῶν πλανηθέντων ἐχόρευε τὴν ἀνάκλη-
σιν. Καὶ διπλῆν εἶχε τάξιν τὸ θαῦμα, καὶ τὴν
δεσποτικὴν μεγαλύνουσαν χεῖρα, καὶ τὴν τῶν Ἑβραίων
ἀμβλύνουσαν γλῶσσαν. Ὁ νεκρὸς ἐπειθάρχει, καὶ
οἱ ζῶντες ἠπείθουν. Ἐβλασφήμουν τὸν Ἅιδην ὡς
προδεδωκότα τὸν Λάζαρον, ἐλοιδόρουν τὸν Χριστὸν
ὡς καινοτομοῦντα τὴν ἔγερσιν. Θεολογίαν εἶχεν ὁ
τῶν παίδων ὕμνος· προφητείαν ἐλάλουν· ἕνα καὶ τὸν
αὐτὸν ὡμολόγουν τῶν ἄνω καὶ τῶν κάτω, καὶ χωρισμὸν
οὐκ εἶχεν ὁ τόπος. Βάϊα φοινίκων ἐκράτουν, οὐ φοί-
νικας· οὔπω γὰρ τὴν ἀκαρπίαν παρελθόντες τοῦ νόμου
τῶν τῆς χάριτος ἀπεγεύσαντο γλυκασμάτων, ἐπειδὴ
Χριστὸς οὔπω τὴν πικρὰν τοῦ ὄφεως ἀναρριζώσας
φυτείαν τὸν τῆς ἀφθαρσίας ἐγεώργησε γλυκασμόν.
Ἀνεγνώσθη ἐκ τῶν τοῦ μακαρίου Θεοδωρήτου
λόγων, οὓς εἰς τὸν ἐν ἁγίοις Ἰωάννην τὸν Χρυσόστο-
μον συνετάξατο· ὧν ἡμεῖς πέντε τέως εἴδομεν, ἐξ ὧν

Φώτιος λεξικόν Commentarii in Matthaeum (in catenis) (4040:


028)“Matthäus–Kommentare aus der griechischen Kirche”, Ed. Reuss,
J.Berlin: Akademie–Verlag, 1957; Texte und Untersuchungen 61.Frag.
5,col1, l. 4

Τὸ ῥητὸν τὸ λέγον τοῦτο


δὲ ὅλον γέγονεν τίνος ἂν εἴη,
τοῦ ἀγγέλου ἢ τοῦ εὐαγγελιστοῦ;
τῷ μὲν δοκεῖν τοῦ ἀγγέλου, ὥς
φασί τινες τῶν ἑρμηνευτῶν, τῇ δὲ
ἀληθείᾳ τοῦ συγγραφέως.
Mt 1, 24
393

Τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, τὴν ὅσον


πρὸς ἕτερον ἄνδρα μηδὲ τὸ ὄμμα ἐπι-
βαλοῦσαν, τὴν τῆς γυναικὸς τάξιν σώαν
αὐτῷ καὶ ἀκαινοτόμητον συντηροῦσαν
καὶ μηδὲν παραλύσασαν τῆς μνηστείας.
Γυναῖκα τοῦ Ἰωσὴφ καλεῖ ἡ
γραφὴ τὴν παρθένον ὡς φυλάξασαν
πάντα τὰ τῇ σώφρονι γυναικὶ πρέποντα
πρὸς τὸν ἑαυτῆς σύζυγον.

Φώτιος λεξικόν Commentarii in Matthaeum (in catenis) Frag. 95, l. 51

ὅτι τῶν ἀνισταμένων ὁ κλῆρος ἐν τοῖς οὐρανοῖς. τὸ δὲ πορευθέντες


μαθητεύσατε, ὅτι οὕτως ἐξατονήσαντος καὶ καταργηθέντος τοῦ ᾅδου,
ὃς τὰς τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς σφῶν ἀπωλείας ὑπεδέχετο ψυχάς, καὶ
τῆς ἐξουσίας πάσης εἰς ἐμὲ περιελθούσης ῥᾳδία καὶ ἀταλαίπωρος ἔσται
ἡ ἐπιστροφὴ καὶ σωτηρία τῶν ἐθνῶν· καὶ γὰρ οὐδ' ἄλλην τινὰ ὁ δεσπό-
της φαίνεται ἐξουσίαν ἐν οὐρανῷ προσειληφὼς ἢ ἐπὶ γῆς παρ' ἃς
ἔφθημεν εἰπόντες· οὐδὲ γὰρ οὐδ' ἔστιν ἄλλη διαγνωσθεῖσα· ἥ τε γὰρ ἐν
τῇ ποιήσει καὶ διακοσμήσει τοῦ οὐρανοῦ ἐξ ἀρχῆς αὐτῷ προσοῦσα ἡ
αὐτὴ διαμένει. καὶ ἡ ἐπὶ τῆς γῆς δὲ δημιουργία καὶ προαγωγὴ ἀπαρ-
άλλακτός ἐστιν καὶ ἀλλοίωσιν οὐ δεχομένη, ὡσαύτως δὲ καὶ πάντων
τῶν ἐμπεριεχομένων ἐν αὐταῖς ὁ αὐτὸς ἀκαινοτόμητος τῆς προαγωγῆς
καὶ δεσποτείας ὅρος καθορᾶται. καλῶς ἄρα καὶ οἰκείως ἂν ἐκληφθείη
τὸ ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία καὶ ἑξῆς ἐκλαμβανόμενον κατὰ τὰς
προειρημένας καὶ ἀποδεδομένας ἐννοίας.

ΛΕΞΕΩΝ ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΚΑΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΟΝ


ΔΙ' ΩΝ ΡΗΤΟΡΩΝ ΤΕ ΠΟΝΟΙ ΚΑΙ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΕΞΩΡΑΙΖΟΝΤΑΙ ΜΑΛΙΣΤΑ
Φώτιος Θωμᾷ πρωτοσπαθαρίῳ καὶ ἄρχοντι τοῦ
Λυκοστομίου φιλτάτῳ μαθητῇ χαίρειν.

Αἱ τῶν λέξεων πλείους, περὶ ἃς τὸ ποιητικὸν νέμεται ἔθνος, εἰς τὸ

Φώτιος λεξικόν Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)“Φωτίου τοῦ πατριάρχου


λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.Cambridge: Cambridge
University Press, 1822. Alphabetic letter kappa, p. 123, l. 14

Καθύπερθεν: ὑπεράνωθεν.
394

Καθυπέρτερον: μεῖζον.
Καθυφῆκεν: ἐκδέδωκεν· ὑπεκατέβη.
Καθωσιωμένος: ἀνακείμενος· ἐγγεγραμμένος.
Καὶ ἀπόδος· καὶ κατάστησον καὶ σπεῖρον.
Καὶ δή: ὡς δή.
Καικίας: ἄνεμος ἀπὸ Καΐκου τοῦ ἐν Μυσίαι ποτα-
μοῦ.
Καὶ μάλα: καὶ πάνυ μὲν οὖν.
Καινοτομεῖν: καινὴν λατομίαν τέμνειν κυρίως.
Καιρός: σειρά τις ἐν ἱστωῖ δι' ἧς οἱ στήμονες διεί-
ρονται.
Καιρός: καίριος τόπος καὶ συνήθως.
Καὶ τέως: καὶ πρότερον.
Καὶ τὸ ἤδη: ἀντὶ τοῦ ἤδειν· καὶ τὸ πεπόνθει ἀντὶ
τοῦ ἐπεπόνθει.

Φώτιος λεξικόν Lexicon (Ε – Ω) Alphabetic letter kappa, p. 124, l. 5

Καιρός: καίριος τόπος καὶ συνήθως.


Καὶ τέως: καὶ πρότερον.
Καὶ τὸ ἤδη: ἀντὶ τοῦ ἤδειν· καὶ τὸ πεπόνθει ἀντὶ
τοῦ ἐπεπόνθει.
Καὶ τὸ τοῦ λύκου: φασὶ λύκον ἰδόντα τὸν ποιμένα ἢ
καὶ κύνα τῶν ποιμενικῶν πρόβατον ἐσθίοντα, εἰ-
πεῖν· ἐγὼ τοῦτο εἰ ἐποίουν, πόση κραυγὴ ἐγίνετο.
Καὶ μήν: ἀλλὰ μήν.
Καινοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ.
Καὶ δή: ἤδη.
Καινοτομεῖ: καινουργεῖ.
Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς νεωτέροις ἁρ-
μόττει πράγμασιν· οὕτω δὲ καὶ Ἔφορος.
Καινόφιλον: λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώ-
μενον ἀεί.

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia (4046: 001)


“Theophanis chronographia, vol. 1”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1883, Repr. 1963.P. 47, l. 3

Ῥώμης ἐπίσκοπος Δάμασος ἔτη κηʹ. θʹ.


Κωνσταντ. ἐπίσκοπος Εὐδόξιος ἔτη ιʹ. βʹ.
Ἱεροσολύμων ἐπίσκοπος Ἱλάριος ἔτη ιβʹ. ζʹ.
Ἀλεξανδρείας ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος ἔτη μϛʹ. λεʹ.
395

Ἀντιοχείας ἐπίσκοπος Λεόντιος ἔτη ηʹ. γʹ.


Τούτῳ τῷ ἔτει ἐβασίλευσεν Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης μοναρ-
χήσας διὰ πλῆθος ἁμαρτιῶν ἡμῶν. ἐπαρθεὶς γὰρ τῇ τῶν βαρ-
βάρων νίκῃ, ἑαυτῷ τὸ κράτος ἐπιστρέψας καὶ διάδημα περιθέμενος
πρὸ τῆς Κωνσταντίου τελευτῆς εἰς ἑλληνισμὸν ἀναιδῶς ἐξετράπη.
ὅπερ Κωνστάντιος πλεῖστα μεταμελούμενος ἀπέδωκε τὸ πνεῦμα
ἐπί τε τῷ τοῦ γένους φόνῳ καὶ τῇ καινοτομίᾳ τῆς πίστεως καὶ τῇ
ἀναρρήσει τοῦ ἀποστάτου. Ἰουλιανοῦ δὲ τοῦ ἀποστάτου θείοις
κρίμασι μονοκρατορήσαντος, παντοδαποὶ θεήλατοι ὀργαὶ τὴν Ῥωμαίων
γῆν κατειλήφασιν. θέλων δεῖξαι τὸν Κωνστάντιον ἄδικον καὶ ἀπάν-
θρωπον, ὑποκρινόμενος δικαιοσύνην ὁ παράνομος τοὺς ἐν ἐξορίᾳ
ἐπισκόπους ἀνεκαλέσατο, Εὐσέβιον δέ, τὸν πρῶτον τῶν βασιλικῶν
εὐνούχων, ἀνεῖλεν ὡς δῆθεν ἄδικον. ἐδίωξε δὲ καὶ τοὺς ἄλλους
εὐνούχους τοῦ παλατίου διὰ τὸ ἀποβαλεῖν τὴν γαμετήν, ἣν συνῆψεν
αὐτῷ Κωνστάντιος ἀδελφὴν ἑαυτοῦ· ὁμοίως καὶ μαγείρους διὰ τὸ
λιτὸν τῆς διαίτης καὶ κουρίσκους διὰ τὸ ἕνα πολλοῖς ἀρκεῖν, ὡς
ἔλεγεν. τοῦ δὲ δημοσίου δρόμου τάς τε καμήλους καὶ ὄνους, βόας

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia P. 404, l. 7

χώραν καὶ πόλιν παλάτια καὶ κατασπορὰς ποιεῖν καὶ παραδείσους


καὶ ὕδατα ἐκβάλλειν. καὶ ἐπεστράτευσε [χθῆ] τὴν Ῥωμανίαν, καὶ
πολλοὺς τῶν σὺν αὐτῷ ἀποβαλὼν ὑπέστρεψεν.
Στέφανος δέ, ὁ πάπας Ῥώμης, προσέφυγεν εἰς τοὺς Φράγγους.
Ῥώμης ἐπίσκοπος Γρηγόριος ἔτη θʹ.
θʹ. βʹ. αʹ. ιαʹ. κʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει ἤρξατο ὁ δυσσεβὴς βασιλεὺς Λέων τῆς κατὰ
τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων καθαιρέσεως λόγον ποιεῖσθαι. καὶ
μαθὼν τοῦτο Γρηγόριος, ὁ πάπας Ῥώμης, τοὺς φόρους τῆς Ἰταλίας
καὶ Ῥώμης ἐκώλυσε γράψας πρὸς Λέοντα ἐπιστολὴν δογματικήν, μὴ
δεῖν βασιλέα περὶ πίστεως λόγον ποιεῖσθαι καὶ καινοτομεῖν τὰ ἀρ-
χαῖα δόγματα τῆς ἐκκλησίας, τὰ ὑπὸ τῶν ἁγίων πατέρων δογμα-
τισθέντα.
Τῷ δ' αὐτῷ ἔτει καὶ ὁ χείμαρρος πλημμυρήσας εἰσῆλθεν εἰς
Ἔδεσαν τὴν πόλιν καὶ πολλοὺς ἠφάνισεν.
ιʹ. γʹ. βʹ. ιβʹ. καʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει ἐπεστράτευσε Μασαλμᾶς τὴν Καισάρειαν Καππα-
δοκίας καὶ παρέλαβεν αὐτήν. καὶ γέγονε θανατικὸν ἐν Συρίᾳ. καὶ
αἱ κάμηλοι τοῦ πρωτοσυμβούλου ἐκάησαν εἰς τὸν ἅγιον Ἡλίαν.
Μαυΐας δέ, ὁ υἱὸς Ἰσάμ, ἐπεστράτευσε τὴν Ῥωμανίαν καὶ ἐμπερι-
πατήσας ὑπέστρεψεν.
396

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia P. 409, l. 8

σὺν τοῖς τῆς ἀνατολῆς ἐπισκόποις τοῖς ἀναθέμασι τὸν ἀσεβῆ καθ-
υποβάλλει. τῇ δὲ ζʹ τοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς τῆς ιγʹ ἰνδικτιῶνος,
ἡμέρᾳ γʹ τῆς ἑβδομάδος, Λέων ὁ δυσσεβὴς σελέντιον κατὰ τῶν ἁγίων
καὶ σεπτῶν εἰκόνων ἐκρότησεν ἐν τῷ τριβουναλίῳ τῶν ιθʹ ἀκουβί-
των, προσκαλεσάμενος καὶ τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην Γερμανόν,
οἰόμενος πείθειν αὐτὸν ὑπογράψαι κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. ὁ δὲ
γενναῖος τοῦ Χριστοῦ δοῦλος μηδ' ὅλως πεισθεὶς τῇ μυσαρᾷ κακο-
δοξίᾳ αὐτοῦ, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομήσας ἀπετάξατο τὴν
ἀρχιερωσύνην ἐπιδοὺς τὸ ὠμοφόριον καὶ εἰπὼν μετὰ πολλοὺς δι-
δασκαλικοὺς λόγους· “ἐὰν ἐγώ εἰμι Ἰωνᾶς, βάλετέ με εἰς τὴν θά-
λασσαν. χωρὶς γὰρ οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνα-
τόν μοι, ὦ βασιλεῦ.” καὶ ἀπελθὼν ἐν τῷ λεγομένῳ Πλατανίῳ εἰς
τὸν γονικὸν αὐτοῦ οἶκον ἡσύχασεν, ἀρχιερατεύσας ἔτη ιδʹ μῆνας εʹ
καὶ ἡμέρας ζʹ. τῇ δὲ κβʹ τοῦ αὐτοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς χειροτονοῦσιν
Ἀναστάσιον τὸν ψευδώνυμον μαθητὴν καὶ σύγκελλον τοῦ αὐτοῦ
μακαρίου Γερμανοῦ συνθέμενον τῇ Λέοντος δυσσεβείᾳ, διὰ φιλαρχίαν
κοσμικὴν προχειρισθεὶς Κωνσταντινουπόλεως ψευδεπίσκοπος. Γρη-
γόριος δέ, ὁ ἱερὸς πρόεδρος Ῥώμης, καθὼς καὶ προέφην, Ἀναστά-
σιον ἅμα τοῖς λιβέλλοις ἀπεκήρυξεν ἐλέγξας τὸν Λέοντα δι' ἐπιστολῶν
ὡς ἀσεβοῦντα, καὶ τὴν Ῥώμην σὺν πάσῃ τῇ Ἰταλίᾳ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ ἀπέστησεν.

Damascius Phil., De principiis (4066: 003)“Damascii successoris


dubitationes et solutiones, vols. 1 & 2”, Ed. Ruelle, C.É.
Paris: Klincksieck, 1:1889; 2:1899, Repr. 1964.Vol. 1, p. 291, l. 23

μέσα καὶ τελευταῖα. Τάχα μὲν οὖν, ὅπερ ἔφην, καὶ οὕτως ἄν τις
διατάξαιτο
τοιούτοις λογισμοῖς κεχρημένος.

Ἐγὼ δὲ εὐλαβοῦμαι παραχαράττειν τὴν πάτριον ὑπόθεσιν, οὐ μόνον


ἀνθρώπων ἀρέσασαν τοῖς κλεινοτάτοις (οὐδεὶς γὰρ ἄχρι τοῦδε ὑπέθετο
τῶν
φιλοσόφων), ἀλλὰ καὶ τοῖς θεοῖς αὐτοῖς. Ὅ τε γὰρ Ἑλλήνων θεολόγος
Ὀρφεὺς πρῶτον ἐποίησε τὸν Φάνητα καθορώμενον ὑπὸ τῶν θεῶν, ἄλλως
τε καὶ τῶν νοερῶν, ὧν ἐστι καὶ ὁ δημιουργός, οἵ τε ἐκδεδωκότες θεοὶ τὰ
πολυτίμητα λόγια τὰς πρώτας ἡμῖν τριάδας παραδεδώκασι ταύτας ὡς
νοητάς,
ὧν τὸν ὑπερκόσμιον βυθὸν εἰδέναι νοοῦντα ἀπαγγέλλουσι τοὺς νοεροὺς
θεούς·
397

αἰσχυναίμην δ' ἂν καὶ τὸν θεῖον Ἰάμβλιχον, εἴ τι περὶ ταῦτα


καινοτομοίην,
ἄνδρα τῶν θείων πραγμάτων ἄλλων τε καὶ τῶν νοερῶν ἄριστον
ἐξηγητήν.
Δοκεῖ τοίνυν ἐμοίγε κατὰ ἴχνη τῆς ἐκείνου πολυθεάμονος γνώμης τὸν μὲν
νοητὸν κόσμον ὑποτίθεσθαι τὸν ἡνωμένον ἐκεῖνον βυθὸν οὐκ “ὄντως
οὖσαν
οὐσίαν” περιέχοντα τὴν διωρισμένην πρὸς τὸ ὀχούμενον ἕν, ἀλλὰ τὴν
ἁπλῶς
οὐσίαν, καὶ οὔτε ἑνιαίαν οὔτε μικτήν, ἀλλὰ μόνον οὐσίαν μίαν πρὸ
ἑκατέρας.
Εἴ τις οὖν θεῶν, ἢ εἴ τις ἀνδρῶν ἐν οὐσίᾳ τὸν νοητὸν ὑπεστήσατο
κόσμον, ἐν
τῇ ἡνωμένῃ ταύτῃ, πᾶς ἀκουέτω συνομολογῶν μὲν τοῖς εἰποῦσι κατὰ
τοσοῦτον,
διακαθαίρων δὲ τὴν οὐσίαν εἰς τὴν ἁπλῶς ἐκείνην καὶ ἡνωμένην καὶ
παντελῶς
ἀδιάκριτον. Καὶ γὰρ αὐτοὶ πάντες οἱ ταῦτα λέγοντες ἐν τῇ πάντων
ἀδιακρίτῳ

Damascius Phil., Vita Isidori (ap. Photium, Bibl. codd. 181, 242) (4066:
007)“Damascii vitae Isidori reliquiae”, Ed. Zintzen, C.Hildesheim: Olms,
1967.Frag. 141, l. 6

μέγεθος οὖσαν ταύρου μεγίστου κατὰ κεφαλήν. ἰδεῖν δὲ τὸν


Ἀσκληπιόδοτον
καὶ ζῶντα δράκοντα μετέωρον ἐν ἀέρι συννεφεῖ πεπηγότα καὶ
συνειλημμένον
ὑπὸ τοῦ πνεύματος, ἐν τῇ πυκνότητι τῶν νεφῶν ἀκίνητον ἑστῶτα, ὅσον
δὴ
κοντόν τινα μέγαν ἀποτεταμένον· ἰδεῖν τε τοῦτον, καὶ ἐπιδεῖξαι καὶ τοῖς
παροῦσι, πυκνωθέντων δὲ ἐπὶ μᾶλλον τῶν νεφῶν ἀφανισθῆναι τὸ
θηρίον.
ὅτι ὁ διάδοχος Πρόκλου, φησίν, ὁ Μαρῖνος, γένος ἦν ἀπὸ τῆς ἐν
Παλαιστίνῃ Νέας πόλεως, πρὸς ὄρει κατῳκισμένης τῷ Ἀργαρίζῳ
καλουμένῳ.
εἶτα βλασφημῶν ὁ δυσσεβής φησιν ὁ συγγραφεύς, ἐν ᾧ Διὸς ὑψίστου
ἁγιώτατον
ἱερόν, ᾧ καθιέρωτο Ἄβραμος ὁ τῶν πάλαι Ἑβραίων πρόγονος, ὡς αὐτὸς
ἔλεγεν ὁ Μαρῖνος. Σαμαρείτης οὖν τὸ ἀπ' ἀρχῆς ὁ Μαρῖνος γεγονὼς
ἀπετάξατο μὲν πρὸς τὴν ἐκείνων δόξαν, ἅτε εἰς καινοτομίαν ἀπὸ τῆς
Ἀβράμου θρησκείας ἀπορρυεῖσαν, τὰ δὲ Ἑλλήνων ἠγάπησεν.
398

ὅμως φιλοπονίᾳ τε καὶ ἀτρύτοις πόνοις ἐγκείμενος εὐφυεστέρων


ἤδη πολλῶν καὶ τῶν πρεσβυτέρων κατέχωσε δόξας τῷ ἑαυτοῦ ὀνόματι ὁ
Μαρῖνος.
οὐκ εἴα δὲ αὐτὸν ἐρωτᾶν ὁ Ἰσίδωρος ἀσθενείᾳ σώματος ἐνοχλούμενον,
εὐλαβείᾳ τοῦ ὀχλώδους.
πλὴν ὁ Μαρῖνος ἐξ ὧν τε διελέγετο καὶ ἐξ ὧν ἔγραψεν (ὀλίγα δὲ
ταῦτά ἐστι) δῆλος ἦν οὐ βαθεῖαν αὔλακα τῶν νοημάτων καρπούμενος, ἐξ
ὧν τὰ σοφὰ βλαστάνει θεάματα τῆς τῶν ὄντων φύσεως.
ὁ ἄριστος ἡγεμὼν Πτολεμαῖος τῆς ἀστροθεάμονος ἐπιστήμης.

Menander Protector Hist., De legationibus Romanorum ad gentes


(Frag. ap. Constantinum Porphyrogenitum, De legationibus) (4076:
003)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 111exccrptt deeleggtiooibuu, t.”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann,
1903.Se. 14, l. 91

θρήσατε, ὦ δείλαιοι, τὰ Ἀλανικὰ ἔθνη, ἔτι γε μὴν καὶ τὰ φῦλα


τῶν Οὐνιγούρων, οἵ γε ἐπὶ πολὺ θαρραλέοι τέ τινες ὄντες καὶ τῇ
οἰκείᾳ πίσυνοι δυνάμει ἀντετάξαντο μὲν τῷ ἀκαταμαχήτῳ τῶν
Τούρκων, οὐκ ἀπώναντο δὲ τῶν ἐλπίδων. ταύτῃ τοι καὶ ὑπα-
κούουσιν ἡμῖν καὶ ἐν μοίρᾳ καθεστήκασι δούλου.
Τοσαῦτα μὲν οὖν τῷ Τουρξάνθῳ ἐκεκόμπαστο· ὑψαγόρας γάρ
τις ἀνὴρ καὶ ἀλαζονείᾳ χαίρων. ὁ δὲ Οὐαλεντῖνος ἀκηκοὼς ἔλεξεν
ὧδε· εἰ μὴ χαλεπώτατόν πως καὶ ἀνιαρὸν ὑπῆρχεν, ὧ Τούρκων
ἡγεμών, καὶ παντὸς ὀλεθριώτερον θανάτου τὸ τεθνάναι ἡμᾶς ὑπὸ
σοῦ, ζῶσαν δὲ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις τὴν κακηγορίαν περινοστεῖν,
καὶ τοῦτο δὴ μὴ πώποτε πραχθέν, καινοτομούμενον ὑπὸ σοῦ, τῇ
πράξει τὴν μαρτυρίαν διασαφηνίζειν ἔμελλεν ὡς ἀπέκτεινας ἄνδρας
πρέσβεις, καὶ τὸ τῇ ἀκοῇ καὶ μόνῃ φοβερὸν ἔργῳ δειχθήσεται
φοβερώτερον, εὐξαίμην ἂν τῷ κατὰ σὲ ξίφει τήμερον τὴν τελευ-
ταίαν ἰδεῖν, τοῦτο μὲν ψευδολογίᾳ χαίρειν ἀκηκοὼς τὸν κατ' ἐμὲ
βασιλέα, τοῦτο δὲ ψευδομένους αὐτῷ τοὺς πρέσβεις. διὸ δὴ ἐκλι-
παροῦμεν πραότερον ἡμῖν προσβλέψαι καὶ ὑποχαλᾶν τῆς ὀργῆς
καὶ τὸ λίαν ὀξύθυμον φιλανθρώπῳ καταμαλάττειν, ἔτι γε μὴν τῷ
κοινῷ τῶν πρέσβεων πείθεσθαι νόμῳ. εἰρήνης γάρ ἐσμεν ἐργάται
καὶ πραγμάτων ὁσίων ταμίαι καθεστήκαμεν. ἄλλως τε δεῖ σὲ καὶ
τῆς πατρῴας κληρονομοῦντα γῆς τε καὶ τύχης

Menander Protector Hist., De legationibus gentium ad Romanos


(Frag. ap. Constantinum Porphyrogenitum, De legationibus) (4076:
004)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 111exccrptt deeleggtiooibuu, t.”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann,
399

1903.Se. 5, l. 26

αὐτῆς ἀνθεξόμεθα γνώμης, καὶ οὐχ ἧττον τὸ τῆς εὐεργεσίας ὄνομα


μεταθήσομεν εἰς σέ, καὶ μετ' ἐκεῖνον εὐεργέτην ἀποκαλέσοιμεν·
πρός γε καὶ αἰσχυνθησόμεθα τῷ πεπονθέναι καλῶς μὴ τοῖς ὁμοίοις
ἀμείβεσθαι τὸν δεδρακότα. καὶ γὰρ πατέρα τὸν σὸν δώροις ἡμᾶς
φιλοφρονούμενον ἀντεδωρούμεθα τῷ καὶ δυνάμενοι μὴ κατατρέχειν
τὴν Ῥωμαϊκήν, ἀλλὰ πλέον ἐνδείκνυσθαί τι. τοὺς γὰρ ἐκ γειτόνων
ὑμῖν βαρβάρους τὴν Θρᾴκην ἀεὶ περικόπτοντας ἠφανίσαμεν ἀθρόον,
καὶ οὐδεὶς ὁστισοῦν αὐτῶν περιλέλειπται τὰ Θρᾳκῶν ὁρίσματα
καταδραμούμενος· δεδίασι γὰρ τῶν Ἀβάρων τὴν δύναμιν φιλίως
ἔχουσαν πρὸς τὴν Ῥωμαίων ἀρχήν. πεπείσμεθα δὴ οὖν ὡς ἐν
τούτῳ μόνῳ καινοτομήσεις ἡμᾶς τῷ πλέον παρέχειν ἡμῖν ἢ ὁ σὸς
ἐδίδου πατήρ· ἀνθ' ὧν καὶ ἡμεῖς ἤπερ ἐκείνῳ γενησόμεθά σοι
κατὰ τὸ πλέον ὑπεύθυνοι καὶ μείζονας ἐποφλήσομέν σοι τὰς χάρι-
τας. πάρεσμεν οὖν ληψόμενοι τὰ κατὰ τὸ εἰωθός. γνῶθι γὰρ
ὡς ἄλλως οὐκ ἔστι δυνατὸν τὸν καθ' ἡμᾶς ἡγεμόνα σοί τε καὶ τῇ
Ῥωμαίων εὐνούστατον ἔσεσθαι πολιτείᾳ, εἴ γε μὴ ἐγχειρισθείη
πρότερον αὐτῷ τὰ ἐφ' οἷς οὐ κινεῖν ὅπλα κατὰ Ῥωμαίων ἔγνω.
Οἱ μὲν τῶν Ἀβάρων πρέσβεις τοιαῦτα διεξῆλθον ἐπαμφοτερίζοντες
τῇ γνώμῃ· τοῦτο μὲν γὰρ ἐδόκουν ἱκετεύειν, τοῦτο δὲ ἀπειλεῖν.
ᾤοντο γὰρ ὡς ταύτῃ δεδίξονταί τε καὶ ἐκφοβήσουσι τὸν βασιλέα,
καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀναγκασθήσονται Ῥωμαῖοι ὥσπερ

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. (4083: 001)“Eustathii


archiepiscopi Thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem
pertinentes, vols. 1–4”, Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971;
2:1976; 3:1979; 4:1987.Vol. 1, p. 63, l. 35

ἐπὶ ἑτέρων μυρίων ὁμωνύμως γέγονε. καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ τὴν ἐν ὁμωνυμίᾳ
σύνοδον
ἢ σύγχυσιν ἤθροισεν. ὡς γάρ τις ξενίζων μὲν πλείστους, οἰκίας δὲ μὴ
τοσαύτας
ἔχων, ὑφ' ἑνὶ σταθμῷ πλείους καταλύειν ἀφίησιν, οὕτω καὶ περὶ
ὀνοματοθεσίαν
ἠσχολημένος τις πολλάκις ὀνόματι ἑνὶ πρωτοθέτῳ πολλὰ ὑπήγαγεν ἕτερα
λα-
λοῦντα καθ' ὁμωνυμίαν εἰς ἕν. ἡ τοιαύτη τῶν ὀνομάτων ἔνδεια καὶ τὰς
πλείους
τῶν ἀντωνυμιῶν ἐξεῦρε. πολλαχοῦ γὰρ τοῖς πάντῃ ἀγνώστοις αὐτὰς
ἐπιλέγομεν
ἀντὶ ὀνομάτων γνωστῶν ἀντονομασίαις ἀρκούμενοι. ἡ αὐτὴ στενοχωρία
400

καὶ
παραγωγὰς ὀνομάτων εἵλκυσε καὶ ἁπλότητας λέξεων εἰς συνθέσεις
ἐκίνησεν.
ἐντεῦθεν καὶ τὰ τροπικὰ περιείργασται μεταφέροντα ἐξ ἑτέρων εἰς ἕτερα
καὶ
τὴν πρώτην θέσιν τῶν ὀνομάτων καινοτομοῦντα πολυσχιδῶς. ὁ δ' αὐτὸς
λόγος
καὶ τὸ τῆς ὀνοματοποιΐας μιμηλὸν ἐτεχνάσατο. ἔνθα γὰρ οὐκ ἦν
οὐσιώδη
κλῆσιν εὑρέσθαι ἢ φθάσασαν τεθῆναι ἢ ῥᾷον δυναμένην ἄλλως γενέσθαι,
ὀνοματοποιΐα ἐν τούτοις ἐπαρρησιάζετο ἐκ τοῦ κατά τινα κίνησιν ποιοῦ
ἤχου
δηλοῦσα τὸ ὑποκείμενον. καὶ «πλείη μὲν πᾶσα γαῖα ταύτης, πλείη δὲ
θάλασσα»
καὶ οὐδὲ ἀὴρ αὐτῆς ἀπήλλακται. καὶ δηλοῦσιν αἱ βρονταί, αἱ βροχαί, αἱ
βοαί, οἱ
βόμβοι, οἱ φλοῖσβοι, οἱ ἦχοι, οἱ βρόμοι, τὰ λοιπά, ὅσα κατ' ἄμμον οὐδ'
αὐτὰ
ποσοῦνται. τοιούτου τρόπου ἐνταῦθα παρ' Ὁμήρῳ τὸ «ἔκλαγξαν ὀϊστοί».
ὀνοματοποιΐα γάρ ἐστι καὶ αὐτὸ καὶ ποιότης ἤχου, ὃν ἐν συντόνῳ κινήσει
ἀποτελοῦσιν ἔσω τῆς φαρέτρας οἱ ὀϊστοί. σημείωσαι δὲ ὅτι οἱ μὲν
παλαιοὶ οὐ
βούλονται, ὥσπερ τῶν ἄλλων ῥημάτων, οὕτω δὴ καὶ τὰς τῶν
ὀνοματοπεποιη

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα.


Vol. 1, p. 149, l. 9

Ὅτι δημηγορήσας ὁ Ἀχιλλεὺς ἔβαλε πρὸς τῇ γῇ τὸ σκῆπτρον ἤγουν


ἔρριψε.
καὶ ὅρα οἷον ὁ θυμός. ὅπερ γὰρ ὕψωσε τῇ ὁρκωμοσίᾳ ῥίψας εἰς γῆν
ἐξουδένωσεν.
(v. 246) [Οὐ ψιλὸν δὲ κόσμου τὸ ῥηθὲν σκῆπτρον, ἀλλὰ χρυσέοις ἥλοισι
πεπαρ-
μένον κατὰ τὸν ποιητήν, ὃ περίφρασίς ἐστι τοῦ «χρυσόηλον» εἰπεῖν πρὸς
ὁμοιότητα τοῦ ἀργυρόηλον. τὰ μέντοι κοινὰ καὶ ἰδιωτικὰ σκῆπτρα οὐκ ἂν
εἴη
τοιαῦτα.] (v. 247) Ὅτι ἐν τῷ «Ἀτρείδης ἑτέρωθεν ἐμήνιε»
παραχρησάμενος
εἶπε τὸ μηνίειν ὁ ποιητής. οὔπω γὰρ μηνίει ὁ βασιλεύς, ἀλλὰ χολοῦται,
ὡς
προείρηται. [Ἰστέον δὲ ὡς ὁ μὲν ποιητὴς μηνίειν οἶδε βαρυτόνως. οὕτω
δὲ καὶ
401

ἡ κοινὴ χρῆσις. τῶν τινες δὲ ὕστερον Ἀττικιστῶν μηνιᾶν εἶπον ὡς βοᾶν


καὶ
μηνιῶντες ὡς βοῶντες. τοιοῦτοι δέ τινες καὶ τὸ συνιέναι εἰς τὸ συνιεῖν
ἐκαινοτόμησαν ἐκ τοῦ συνιῶ.] Ὅτι ὁπηνίκα τὰς τῶν πραγμάτων
περιπετείας αὐξήσει
πλασματικῶς ὁ ποιητὴς καὶ ἀλύτως ἔχειν ποιήσει αὐτὰς ἢ πάνυ
δυσλύτως,
ὥστε τὸν ἀκροατὴν ἐπαπορεῖν καὶ λέγειν, ὡς οὐκέτι λυθήσεται ἡ τοῦ
πράγματος
δυσχέρεια, τότε δὴ μηχανᾶται λύσεις καὶ ἄλλας μέν, μάλιστα δὲ ταύτας
ὡς
ἐπὶ πολὺ τὰς πέντε ἢ πάσας ὁμοῦ ἤ τινας· παρουσίαν θεοῦ, ξυναλλαγὴν
γερόντων
ἀνδρῶν, ἀπειλήν, πληγὴν καὶ γέλωτα. οἷον ἐν μὲν τῇ βῆτα ῥαψῳδίᾳ,
ἐπειδὴ
παντὸς κινηθέντος τοῦ στρατοῦ εἰς φυγὴν καὶ ἀνάπλουν δυσχερέστατον
ἦν ἐκεί-
νους κατασχεῖν, θεά τε οὐρανόθεν πάρεστιν ἡ Ἀθηνᾶ καὶ οἱ δύο γέροντες
μεταπείθουσιν, Ὀδυσσεὺς δὲ καὶ ἀπειλαῖς ἐπέχει καὶ πληγαῖς. ἐπὶ δὲ
πᾶσιν

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. Vol. 1, p. 389, l. 28

ἔθους· ἔθος δὲ ἐπὶ ἀλόγων οὐκ εἴωθε λέγεσθαι. (v. 463) Τὸ δὲ σμαραγεῖ
ὠνοματοπεποίηται πρὸς μίμησιν ἤχου, ὃν ἀποτελεῖ ὁ ὑγρὸς λειμὼν
καθιπτα-
μένων αὐτόθι ὀρνίθων. ἕτεροι δὲ τὴν λέξιν ἀντὶ τοῦ λάμπειν ἐνόησαν,
ὅθεν, φασί,
καὶ σμάραγδος λίθος. (v. 465) Πεδίον δὲ Σκαμάνδριον τὸ μεταξὺ τῶν δύο
ποταμῶν, τοῦ τε Σιμόεντος καὶ αὐτοῦ τοῦ Σκαμάνδρου, ἔνθα ἐγίνετο ἡ
μάχη,
ὅπερ καὶ λειμῶνα λέγει Σκαμάνδριον ἀνθεμόεντα, ὡς ῥηθήσεται. ὁ δὲ
Γεωγρά-
φος λέγει καί, ὅτι ἰδίως Τρωϊκὸν πεδίον τὸ Σιμοείσιον καὶ τὸ
Σκαμάνδριον,
ἔνθα οἱ πλεῖστοι ἀγῶνες· πλατύτερον γάρ. ἐνταῦθα δὲ ὁρᾶται καὶ τὰ ἐν
τοῖς ἑξῆς
μνημονευθησόμενα, ὁ ἐρινεός, ὁ τάφος τοῦ Αἰσυήτου, ἡ βάτεια καὶ τὸ
σῆμα
τοῦ Ἴλου. Σημείωσαι δὲ ὅτι ὁ Σκάμανδρος δυσχερῶς ἐν μέτρῳ ἔχων
παρεισρέειν
ἡρωϊκῷ ἐκαινοτομήθη ἐξ ἀνάγκης παρὰ τοῦ ποιητοῦ. ἐπεὶ γὰρ ἡ
402

ἄρχουσα
βραχεῖα οὖσα ἐκ δύο συμφώνων ἄρχεται καὶ ἐκτείνει τὸ πρὸ αὐτῆς
πῖπτον
βραχὺ καὶ διὰ τοῦτο οὐ χρησιμεύει ὅλως εἰς μέτρον δακτυλικόν,
λαμβάνει τὴν
ἄρχουσαν ὁ ποιητὴς ἀναγκαίως ἀεὶ ἀδυνατοῦσαν ἐκτείνειν τὰ πρὸ
αὐτῆς,
καθαπερεὶ καὶ ἦν μονογράμματος, οἷον λόγου χάριν Κάμανδρος, καὶ
οὕτω ποιεῖ
αὐτὴν ἐπιτηδείαν εἰς δακτύλου ἀπαρτισμόν. διὸ ἐν τῷ «ἐς πεδίον
προχέοντο
Σκαμάνδριον» τὸ προχέοντο βραχεῖαν ἔχει τὴν λήγουσαν, ἵνα ποιήσῃ
δάκτυλον.
ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ «λειμῶνι Σκαμανδρίῳ» τὸ λειμῶνι ἐν συστολῇ ἔχει
τὴν
λήγουσαν καὶ οὕτως ὁ Σκάμανδρος ἔχει χώραν κεῖσθαι παρὰ τῷ ποιητῇ,
λεγόμενός ποτε καὶ Ξάνθος, ὡς φανήσεται. ὅμοιον δέ τι καὶ ἡ Ζέλεια
ἔπαθεν,

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. Vol. 1, p. 595, l. 21

Μενελάῳ βλέπεσθαι. τὸ δὲ ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ νοῆσαι εἶπεν ἐν τῷ «ὡς


οὖν
ἐνόησεν», ἐπειδὴ νοῦς ὁρᾷ, ὥσπερ καὶ ἀκούει. (v. 30 s.) Ἰστέον δὲ καί,
ὅτι τὸ
»τὸν δ' ὡς οὖν ἐνόησεν ὁ δεῖνα ἐν προμάχοισι φανέντα, κατεπλήγη φίλον
ἦτορ»
ἐπὶ παντὸς ἂν λέγοιτο ὑπεξισταμένου διὰ φόβον τῷ κρείττονι. (v. 29) Ὅτι
τὸ
ἆλτο, καθὰ καὶ ἐν τῇ αʹ ῥαψῳδίᾳ εἴρηται, κατὰ μὲν τὸν καόνα τῶν
ῥημάτων
δασύνεσθαι ὤφειλεν, ὃς τὰ πνεύματα τῆς ἀρχούσης τοῦ ἐνεστῶτος καὶ ἐν
τοῖς
ἐφεξῆς χρόνοις φυλάσσει, διὰ δὲ τὴν ἐπιφορὰν τοῦ τ ψιλοῦται κατὰ
κανόνα
ἕτερον τὸν ἐκεῖ ῥηθέντα. καὶ τὸ μὲν ἆλτο ἐκ τοῦ α ἀρχόμενον διὰ τὸν
ῥηθέντα
λόγον ψιλοῦται κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἐκ τοῦ ἧλτο μεταβληθέν. αὐτὸ δὲ τὸ
ἧλτο
οὐκ ἂν ἔχοι λόγον μὴ δασύνεσθαι, εἰ μὴ ἄρα τις Αἰολεὺς ἢ καὶ Ἴων
καινοτομήσει
καὶ αὐτὸ ψιλωτικοὶ ὄντες. Ὅτι τὰ ἀπὸ ὀνομάτων εἰς ζε λήγοντα
403

ἐπιρρήματα
τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχουσι τὴν ὀξεῖαν, ἔραζε, Ἀθήναζε, θύραζε. τὸ δὲ
χαμᾶζε
ὡς ἀπὸ ἐπιρρήματος τοῦ χαμαί οὔτε συστέλλει τὸ α, ὥς φασιν οἱ παλαιοί,
κατ'
ἐκεῖνα, καὶ πρὸ μιᾶς δὲ ἔχει τόνον περισπώμενον, ὡς ἀπὸ τοῦ χαμαί
φύσει
μακροκαταλήκτου γενόμενον. φασὶ δὲ καὶ μέταζε εἶναι χρονικὸν
ἐπίρρημα ἀπὸ
τῆς μετα προθέσεως. Ἰστέον δέ, ὅτι ἐν τῷ Ἀθήναζε, Θήβαζε, χαμᾶζε καὶ
τοῖς
ὁμοίοις ἡ τελευταία συλλαβὴ τροπὴν ἔπαθε τοῦ δ εἰς ζ κατὰ συγγένειαν,
ὥς
που προγέγραπται. ὡς γὰρ οἴκαδε, οὕτως ἔοικε καὶ Ἀθήναδε εἶναι καὶ
Θήβαδε
καὶ χαμᾶδε, ἡ δὲ τροπὴ τὸ δ εἰς ζ μετήγαγεν. (v. 32) Ὅτι τὸ «ἂψ δ' εἰς
ἔθνος ἑτάρων ἐχάζετο» μικρὸν ὑποκαταβὰς παραφράζει ἐν τῷ «αὖθις» ἤ
«αὖτις καθ'

Zosimus Hist., Historia nova (4084: 001)“Zosime. Histoire nouvelle,


vols. 1–3.2”, Ed. Paschoud, F.Paris: Les Belles Lettres, 1:1971; 2.1–
2.2:1979; 3.1:1986; 3.2:1989.B. 5, Ch. 46, se. 2, l. 2

πρὸς τὸν βασιλέα διαβαλόντες ὡς αἴτιον τῶν οὐ δεξιῶς


συμβεβηκότων τῷ πολιτεύματι, παραλυθῆναι τῆς ἀρχῆς
πεποιήκασιν· ὃ δὲ μὴ καὶ ἕτερόν τι πάθοι δεδιώς, φυγῇ
χρησάμενος τὴν Δαλματίαν κατελάμβανεν· ὁ δὲ βασιλεὺς
ὕπαρχον μὲν τὸν Ἄτταλον εἰς τὴν Ῥώμην ἐκπέμπει,
πολὺν δὲ ποιούμενος λόγον τοῦ μὴ λαθεῖν τι τῶν εἰς τὸ τα-
μιεῖον ἐλθεῖν προσηκόντων, ἐκπέμπει Δημήτριον ἣν εἶχεν
Ἄτταλος φροντίδα πληρώσοντα καὶ διερευνησόμενον τὰς
οὐσίας ὅσαι τοῦ δημοσίου γεγόνασι.
Πολλὰ δὲ περὶ
τὰς ἀρχὰς καὶ ἄλλα καινοτομήσας, καὶ τοὺς μὲν πρότερον
καταδυναστεύοντας ἐκβαλών, ἄλλοις δὲ τὰς ἀρχὰς παρα-
δούς, ἔταξε καὶ Γενέριδον τῶν ἐν Δαλματίᾳ πάντων
ἡγεῖσθαι, ὄντα στρατηγὸν καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι Παιονίαν
τε τὴν ἄνω καὶ Νωρικοὺς καὶ Ῥαιτοὺς ἐφύλαττον, καὶ
ὅσα αὐτῶν μέχρι τῶν Ἄλπεων· ἦν δὲ ὁ Γενέριδος βάρβα-
ρος μὲν τὸ γένος, τὸν δὲ τρόπον εἰς πᾶν ἀρετῆς εἶδος εὖ
πεφυκώς, χρημάτων τε ἀδωρότατος.
404

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966.
Alphabetic letter kappa, entry 246, l. 1

καινοτάφια· νεκροτάφια
καινοτομῆσαι· καινὸν ποιῆσαι
καινοτομεῖν· καινὴν λατομίαν τέμνειν (Xen. vect. 4,27)
καινουργηκότα· νέα πράγματα ἐργασάμενον (Hipp. vet.
med. 21?) AS
καί νύ κε· καὶ ἄν (Θ 131 ..) An
καί νύ κεν· καὶ δὴ ἄν (Γ 373) S
καίνυσθαι· νικᾶν. διαφέρεσθαι. σχοινεύεσθαι. μετρεῖν ἀγρόν
καινυμένα· διαφέρουσα
καίνυται· νικᾷ. προφέρει
καινύτω· νικάτω (Empedocl. fr. 23,9)
καιόντων· καιέτωσαν (Θ 521)

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter kappa, entry 2031, l. 1

κεκαδεῖν· χωρίσαι. στερῆσαι. σκεδάσαι


κεκαδέσθαι· φείδεσθαι. ἐντραπῆναι
κεκαδῆσαι· βλάψαι, κακῶσαι. φείσασθαι. στερῆσαι (φ 153?)
κεκαδών· χωρίσας. ⌊στερήσας Ab. φροντίσας (Λ 334)
κεκαίνωται· κεκαινοτόμηται. νεωτέρισται (Thuc. 1, 71,3)
κεκαλαμευμένοι· καλάμη γεγονότες
κεκάλακας· καλὴ γέγονας. [ἢ ἐκάλεσας]
κεκαλμένον· ἐπὶ γῆς ἐκπεπτωκός
κεκρανίς· τράγου δορά
κεκαρμένον· περικεκομμένον. [ἢ κεκοσμημένον]
κεκάρπωκε· τετελείωκε. καὶ ἀπέκαυσεν
κεκάσθαι· κατεσκευάσθαι. ⌊κεκοσμῆσθαι An
κεκασμέναι· κεκοσμημέναι (r. gn) δεδοξασμέναι. τετελειωμέ-
ναι
κέκασται· κεκόσμηται r. κατεσκεύασται. κρατεῖ. ὑπερέχει.

Ησύχιος λεξικόν. (Π – Ω) (4085: 003)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 3–4”, Ed. Schmidt, M.
405

Halle: n.p., 3:1861; 4:1862, Repr. 1965.


Alphabetic letter sigma, entry 1043, l. 1

σκιφίζει· ξιφίζει. ἔστι δὲ σχῆμα μαχαιρικῆς ὀρχήσεως


σκιφίνιον· πλέγμα ἐκ φοίνικος
σκίφος· ξίφος. οἱ μὲν τὸ ἐγχειρίδιον, ἄλλοι ἐπὶ τοῦ αἰδοίου
σκιφύδρια· εἶδος κογχυλίου
σκίψαι· ὀκλάσαι. Ἀχαιοί
σκληραγωγία· ἄσκησις. παρὰ τὸ σκληρῶς ἄγεσθαι
σκληρός· νόσημά τι ἀραχνίδων ἐν τοῖς σμήνεσι, πρὸς τὸ σήπε-
σθαι τὰ κηρία
σκληφροί· οἱ ἰσχνοὶ καὶ λεπτοὶ τοῖς σώμασι
σκνιπόν· μικρολόγον
σκνίπτειν· νύσσειν. καινοτομεῖν
σκνιφ.· ἄκρα ἡμέρας καὶ ἑσπέρας λεῖοι
σκνιφόν· ἀμυδρὸν βλέπον. Ἀττικοὶ γὰρ καὶ τὸ σκότος σκνίφος
λέγουσι
σκνίψ· ζῶον χλωρόν τε καὶ τετράπτερον
σκοβαδές· ἔδεσμά τι

Θεοδώρετος θεολόγος. Eranistes (4089: 002)“Theodoret of Cyrus.


Eranistes”, Ed. Ettlinger, G.H.Oxford: Clarendon Press, 1975.
P. 76, l. 11

τὴν θείαν οὐσίαν ὁρῶσι, τὴν ἀπερίγραφον, τὴν ἀκατάληπτον, τὴν


ἀπερινόητον, τὴν περιληπτικὴν τῶν ὅλων, ἀλλὰ δόξαν τινὰ τῇ αὐτῶν
φύσει συμμετρουμένην.
{ΕΡΑΝ.} Ὡμολόγηται ταῦτα οὕτως ἔχειν.
{ΟΡΘ.} Μετὰ μέντοι τὴν ἐνανθρώπησιν ὤφθη καὶ τοῖς ἀγγέλοις,
κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον, οὐχ ὁμοιώματι δόξης, ἀλλ' ἀληθεῖ καὶ
ζῶντι χρησάμενος, οἷόν τινι παραπετάσματι, τῷ τῆς σαρκὸς προ-
καλύμματι. “Ὃς ἐφανερώθη, γάρ φησιν, ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν
πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις.”
{ΕΡΑΝ.} Τοῦτο μὲν ὡς γραφικὸν ἐδεξάμην, τὰς δὲ τῶν ὀνομάτων
καινοτομίας οὐ δέχομαι.
{ΟΡΘ.} Ποῖον ἡμεῖς κεκαινοτομήκαμεν ὄνομα;
{ΕΡΑΝ.} Τὸ τοῦ παραπετάσματος. Ποία γὰρ γραφὴ τὴν τοῦ
κυρίου σάρκα παραπέτασμα προσηγόρευσεν;
{ΟΡΘ.} Ἔοικας μὴ μάλα σπουδαίως τὴν θείαν ἀναγινώσκειν
γραφήν. Ἦ γὰρ ἄν, οὐκ ἐμέμψω τῷ παρ' ἡμῶν ὡς ἐν εἰκόνι ῥηθέντι.
Πρῶτον μὲν γὰρ καὶ τὸ διὰ σαρκὸς φανερωθῆναι τὴν ἀόρατον φύσιν
φάναι τὸν θεῖον ἀπόστολον, παραπέτασμα τῆς θεότητος ἐπιτρέπει τὴν
406

σάρκα νοεῖν. Ἔπειτα δὲ σαφῶς ὁ θεῖος ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς


Ἑβραίους ἐπιστολῇ ἐχρήσατο τῷ ὀνόματι.

Θεοδώρετος θεολόγος. Eranistes P. 76, l. 12

ἀπερινόητον, τὴν περιληπτικὴν τῶν ὅλων, ἀλλὰ δόξαν τινὰ τῇ αὐτῶν


φύσει συμμετρουμένην.
{ΕΡΑΝ.} Ὡμολόγηται ταῦτα οὕτως ἔχειν.
{ΟΡΘ.} Μετὰ μέντοι τὴν ἐνανθρώπησιν ὤφθη καὶ τοῖς ἀγγέλοις,
κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον, οὐχ ὁμοιώματι δόξης, ἀλλ' ἀληθεῖ καὶ
ζῶντι χρησάμενος, οἷόν τινι παραπετάσματι, τῷ τῆς σαρκὸς προ-
καλύμματι. “Ὃς ἐφανερώθη, γάρ φησιν, ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν
πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις.”
{ΕΡΑΝ.} Τοῦτο μὲν ὡς γραφικὸν ἐδεξάμην, τὰς δὲ τῶν ὀνομάτων
καινοτομίας οὐ δέχομαι.
{ΟΡΘ.} Ποῖον ἡμεῖς κεκαινοτομήκαμεν ὄνομα;
{ΕΡΑΝ.} Τὸ τοῦ παραπετάσματος. Ποία γὰρ γραφὴ τὴν τοῦ
κυρίου σάρκα παραπέτασμα προσηγόρευσεν;
{ΟΡΘ.} Ἔοικας μὴ μάλα σπουδαίως τὴν θείαν ἀναγινώσκειν
γραφήν. Ἦ γὰρ ἄν, οὐκ ἐμέμψω τῷ παρ' ἡμῶν ὡς ἐν εἰκόνι ῥηθέντι.
Πρῶτον μὲν γὰρ καὶ τὸ διὰ σαρκὸς φανερωθῆναι τὴν ἀόρατον φύσιν
φάναι τὸν θεῖον ἀπόστολον, παραπέτασμα τῆς θεότητος ἐπιτρέπει τὴν
σάρκα νοεῖν. Ἔπειτα δὲ σαφῶς ὁ θεῖος ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς
Ἑβραίους ἐπιστολῇ ἐχρήσατο τῷ ὀνόματι. Λέγει δὲ οὕτως· “Ἔχον-
τες οὖν, ἀδελφοί, παρρησίαν εἰς τὴν εἴσοδον τῶν ἁγίων ἐν τῷ αἵματι
Ἰησοῦ, ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν πρόσφατον καὶ ζῶσαν,

Θεοδώρετος θεολόγος. Eranistes P. 76, l. 28

φάναι τὸν θεῖον ἀπόστολον, παραπέτασμα τῆς θεότητος ἐπιτρέπει τὴν


σάρκα νοεῖν. Ἔπειτα δὲ σαφῶς ὁ θεῖος ἀπόστολος ἐν τῇ πρὸς
Ἑβραίους ἐπιστολῇ ἐχρήσατο τῷ ὀνόματι. Λέγει δὲ οὕτως· “Ἔχον-
τες οὖν, ἀδελφοί, παρρησίαν εἰς τὴν εἴσοδον τῶν ἁγίων ἐν τῷ αἵματι
Ἰησοῦ, ἣν ἐνεκαίνισεν ἡμῖν ὁδὸν πρόσφατον καὶ ζῶσαν, διὰ τοῦ
καταπετάσματος, τοῦτ' ἔστι τῆς σαρκὸς αὐτοῦ, καὶ ἱερέα μέγαν ἐπὶ
τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ, προσερχώμεθα μετὰ ἀληθινῆς καρδίας ἐν πληρο-
φορίᾳ πίστεως,” καὶ τὰ ἑξῆς.
{ΕΡΑΝ.} Ἀναντίρρητος ἡ ἀπόδειξις· ἀποστολικῇ γὰρ κεκύρωται
μαρτυρίᾳ.
{ΟΡΘ.} Μὴ τοίνυν ἡμᾶς γράφου καινοτομίας. Παρεξόμεθα γάρ σοι
καὶ ἑτέραν προφητικὴν μαρτυρίαν, στολὴν ἄντικρυς τοῦ κυρίου τὴν
407

σάρκα καὶ περιβολὴν ὀνομάζουσαν.


{ΕΡΑΝ.} Εἰ αἰνιγματώδης ὀφθείη καὶ ἀμφίβολος, ἀντιλέξομεν· εἰ
δέ γε σαφής, καὶ στέρξομεν καὶ χάριν ὁμολογήσομεν.
{ΟΡΘ.} Αὐτόν σε τῇ ἀληθείᾳ τῆς ἐπαγγελίας μαρτυρῆσαι παρα-
σκευάσω. Οἶσθα ὅτι τὸν Ἰούδαν εὐλογῶν Ἰακὼβ ὁ πατριάρχης, ταῖς
δεσποτικαῖς περιέγραψε γοναῖς τὴν Ἰούδα ἡγεμονίαν; “Οὐκ ἐκλείψει,
γὰρ ἔφη, ἄρχων ἐξ Ἰούδα, καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως
ἂν ἔλθῃ ᾧ ἀπόκειται, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν

Θεοδώρετος θεολόγος. Eranistes P. 249, l. 1

Ἐν δὲ τῷ περὶ πίστεως λογιδίῳ ταῦτά φησι.


Καὶ τῶν περὶ σάρκα παθῶν γινομένων, τὴν ἀπάθειαν ἡ δύναμις εἶχε
τὴν ἑαυτῆς. Ἀσεβεῖ οὖν ὁ τὸ πάθος ἀνάγων εἰς τὴν δύναμιν.
Καὶ ἐν τῷ περὶ σαρκώσεως λογιδίῳ ταῦτα γέγραφε πάλιν.
Ἐνταῦθα οὖν τὸν αὐτὸν δηλῶν, ἄνθρωπον μὲν ἐκ νεκρῶν ἐγερθέντα,
ὡς θεὸν δὲ τῆς ἁπάσης βασιλεύοντα κτίσεως.
{ΟΡΘ.} Εἶδες τέως ἕνα τῶν τῆς κενῆς αἱρέσεως διδασκάλων ἄντι-
κρυς τὴν τῆς θεότητος ἀπάθειαν κηρύττοντα, καὶ ναὸν καλοῦντα τὸ
σῶμα, καὶ τὸν θεὸν λόγον ἀναστῆσαι τοῦτο λίαν ἰσχυριζόμενον.
{ΕΡΑΝ.} Ἀκήκοά τε καὶ τεθαύμακα, καὶ λίαν αἰσχύνομαι, ὅτι καὶ
τῆς τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς καινοτομίας ὤφθη φευκτότερα τὰ ἡμέτερα.
{ΟΡΘ.} Ἐγὼ δέ σοι καὶ ἐξ ἑτέρας ἀγέλης αἱρετικῆς παρέξομαι
μάρτυρα, διαρρήδην τῆς τοῦ μονογενοῦς θεότητος τὴν ἀπάθειαν
κηρύττοντα.
{ΕΡΑΝ.} Τίνα τοῦτον λέγεις;
{ΟΡΘ.} Εὐσέβιον ἴσως ἀκήκοας τὸν Φοίνικα, τὸν Ἐμέσης τῆς πρὸς
τῷ Λιβάνῳ πόλεως ἀρχιερέα γενόμενον.
{ΕΡΑΝ.} Ἐνέτυχον ἐνίοις τούτου συγγράμμασι, καὶ εὗρόν γε τοῖς
Ἀρείου συμφερόμενον δόγμασιν.

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. (4089: 003)


“Theodoret. Kirchengeschichte, 2nd edn.”, Ed. Parmentier, L.,
Scheidweiler, F.Berlin: Akademie–Verlag, 1954; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 44.P. 66, l. 12

ἐργάσαιντο. ὁ μὲν γὰρ θεῖος ἐκεῖνος Ἀλέξανδρος, ὁ τῇ προσευχῇ


κατακοντίσας τὸν Ἄρειον (τὸν Βυζάντιον λέγω, οὕτω γὰρ ἡ Κων-
σταντινούπολις κατ' ἐκεῖνον ὠνομάζετο τὸν καιρόν), εἰς τὸν ἀμείνω
μετετέθη βίον· Εὐσέβιος δὲ ὁ τῆς δυσσεβείας συνήγορος, μικρὰ φρον-
408

τίσας ὧν πρὸ βραχέος μετὰ τῶν ἄλλων ἀρχιερέων συνέγραψεν ὅρων,


παραυτίκα τὴν Νικομήδειαν καταλιπὼν τὸν τῆς Κωνσταντινουπόλεως
ἥρπασε θρόνον, ἄντικρυς τοῦ κανόνος ἐπισκόπους ὁμοῦ καὶ πρεσβυτέ-
ρους ἀπαγορεύοντος ἐξ ἑτέρας εἰς ἑτέραν μὴ μεταβαίνειν πόλιν. θαυ-
μαστὸν δὲ οὐδὲν τοὺς οὕτω κατὰ τῆς τοῦ μονογενοῦς μανέντας θεό-
τητος ἀδεῶς τοὺς ἄλλους παραβῆναι νόμους. οὐ νῦν δὲ τοῦτο
πρῶτον κεκαινοτόμηκεν, ἀλλὰ καὶ ἤδη πρότερον ταὐτὸ τοῦτο τε-
τόλμηκεν. τὴν Βηρυτὸν γὰρ πάλαι πεπιστευμένος, εἰς τὴν Νικο-
μήδειαν μετεπήδησε· καὶ ταύτης δὲ μετὰ τὴν σύνοδον διὰ τὸ τῆς
δυσσεβείας προφανὲς ἐξηλάθη, καὶ σὺν αὐτῷ Θεογόνιος ὁ Νικαίας.
καὶ τοῦτο δῆλον βασιλεὺς Κωνσταντῖνος διὰ γραμμάτων πεποίηκεν.
ἐγὼ δὲ τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς ἐνθήσω τῇ συγγραφῇ· ἐπέστειλε δὲ
ταῦτα Νικομηδεῦσι.

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. P. 92, l. 20

πρὸς τὸν βασιλέα γραφεῖσα Κωνστάντιον.


κʹ. Ἄλλη ἐπιστολὴ πρὸς Κωνστάντιον.
καʹ. Περὶ τῆς ἐν Νίκῃ τῆς Θρᾴκης γεγενημένης συνόδου καὶ ἔκθεσις
πίστεως παρ' ἐκείνων γραφεῖσα.
κβʹ. Συνοδικὸς τόμος παρὰ Δαμάσου ἐπισκόπου Ῥώμης καὶ τῶν
δυτικῶν ἐπισκόπων πρὸς τοὺς Ἰλλυριοὺς ἐπισκόπους γραφεὶς
περὶ τῆς κατ' Ἀρίμηνον συνόδου.
κγʹ. Ἀθανασίου ἐπισκόπου Ἀλεξανδρείας περὶ τῆς αὐτῆς συνόδου.
κδʹ. Περὶ τῆς Λεοντίου τοῦ τῆς Ἀντιοχέων ἐπισκόπου κακοτεχνίας
καὶ τῆς Φλαβιανοῦ καὶ Διοδώρου παρρησίας.
κεʹ. Περὶ τῆς Εὐδοξίου τοῦ Γερμανικέως καινοτομίας, καὶ Βασιλείου
τοῦ Ἀγκύρας καὶ Εὐσταθίου τοῦ Σεβαστείας κατὰ τούτου γεγενη-
μένης σπουδῆς.
κϛʹ. Περὶ τῆς ἐν Νικαίᾳ πάλιν γεγενημένης συνόδου.
κζʹ. Περὶ τῆς ἐν Σελευκείᾳ τῆς Ἰσαυρίας γεγενημένης συνόδου.
κηʹ. Περὶ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῖς ὀρθοδόξοις ἐπισκόποις
συμβεβηκότων.
κθʹ. Συνοδικὴ ἐπιστολὴ κατὰ Ἀετίου γραφεῖσα.

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. P. 140, l. 13

«χωρισθέντες ἀπεφάνθησαν. ἧς ἵνα μετάσχωσιν, ἐφ' οἷς ἑαυτοῖς συνε-


»γνώκεισαν πλημμελήσαντες, μετανοίας τε καὶ συγγνώμης ἠξίουν
409

»τυχεῖν, ὡς καὶ τὰ ἀντίγραφα τὰ ὑπ' ἐκείνων γεγενημένα μαρτυρεῖ, δι'


»ὧν ἁπάντων φειδὼ γεγένηται καὶ τῶν ἐγκλημάτων συγγνώμη (ἦν δὲ
»ὁ καιρὸς καθ' ὃν ταῦτα ἐπράττετο ὅτε ἐν Μεδιολάνῳ τὸ συνέδριον
»τῆς συνόδου συνεκροτεῖτο, συμπαρόντων δὲ καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῆς
»τῶν Ῥωμαίων ἐκκλησίας), ἐγνωκότες δὲ ἅμα καὶ τὸν μετὰ τελευτὴν
»ἄξιον μνήμης Κωνσταντῖνον μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐξετάσεως τὴν
»συγγραφεῖσαν πίστιν ἐκτεθεικότα, ἐπειδὴ δὲ ὡς ἐξ ἀνθρώπων ἐγένετο
»βαπτισθεὶς καὶ πρὸς τὴν ὀφειλομένην εἰρήνην ἀνεχώρησεν, ἄτοπον
»εἶναι μετ' ἐκεῖνόν τι καινοτομεῖν καὶ τοσούτους ἁγίους ὁμολογητὰς
»καὶ μάρτυρας τοὺς καὶ τοῦδε τοῦ δόγματος συγγραφεῖς τε καὶ ἐφευ-
»ρετὰς παριδεῖν, οἵτινες κατὰ τὸν παλαιὸν τῆς ἐκκλησίας θεσμὸν
»ἅπαντα φρονοῦντες διαμεμενήκασιν. ὧν ὁ θεὸς τὴν πίστιν καὶ εἰς
»τοὺς σοὺς χρόνους τῆς βασιλείας μετέδωκε διὰ τοῦ δεσπότου ἡμῶν
»Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ σοι καὶ τὸ βασιλεύειν οὕτως ὑπῆρξεν ὡς καὶ
»τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης κρατεῖν.
»Πάλιν γοῦν οἱ ἐλεεινοὶ καὶ οἰκτροὶ τῷ φρονήματι ἀθεμίτῳ τολ-
»μήματι τῆς δυσσεβοῦς φρονήσεως κήρυκας ἑαυτοὺς ἀνήγγειλαν καὶ
»ἐπιχειροῦσιν ἀνατρέπειν πᾶν ἀληθείας σύνταγμα. ὡς γὰρ κατὰ τὸ
»σὸν πρόσταγμα συνέδριον τῆς συνόδου συνεκροτεῖτο, κἀκεῖνοι τῆς

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. P. 141, l. 6

«ρετὰς παριδεῖν, οἵτινες κατὰ τὸν παλαιὸν τῆς ἐκκλησίας θεσμὸν


»ἅπαντα φρονοῦντες διαμεμενήκασιν. ὧν ὁ θεὸς τὴν πίστιν καὶ εἰς
»τοὺς σοὺς χρόνους τῆς βασιλείας μετέδωκε διὰ τοῦ δεσπότου ἡμῶν
»Ἰησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ σοι καὶ τὸ βασιλεύειν οὕτως ὑπῆρξεν ὡς καὶ
»τῆς καθ' ἡμᾶς οἰκουμένης κρατεῖν.
»Πάλιν γοῦν οἱ ἐλεεινοὶ καὶ οἰκτροὶ τῷ φρονήματι ἀθεμίτῳ τολ-
»μήματι τῆς δυσσεβοῦς φρονήσεως κήρυκας ἑαυτοὺς ἀνήγγειλαν καὶ
»ἐπιχειροῦσιν ἀνατρέπειν πᾶν ἀληθείας σύνταγμα. ὡς γὰρ κατὰ τὸ
»σὸν πρόσταγμα συνέδριον τῆς συνόδου συνεκροτεῖτο, κἀκεῖνοι τῆς
»ἰδίας ἀπάτης ἐγύμνουν τὴν σκέψιν. ἐπειρῶντο γὰρ πανουργίᾳ τινὶ
»καὶ ταραχῇ προσφέροντές τι καινοτομεῖν, τῆς τοιαύτης ἑταιρίας συνα-
»λισκομένους εὑρόντες Γερμάνιόν τινα καὶ Αὐξέντιον καὶ Γάϊον,
»τοὺς τὴν αἵρεσιν καὶ διχοστασίαν ἐμποιοῦντας· ὧν ἡ διδασκαλία
»μία μὲν οὖσα πᾶν πλῆθος βλασφημιῶν ὑπερβέβηκεν. ὡς δὲ συνεῖδον
»οὐχὶ τῆς αὐτῆς προαιρέσεως ὄντας οὔτε ὁμογνωμονοῦντας ἐφ' οἷς
κακῶς
»ἐφρόνουν, εἰς τὸ συμβούλιον ἡμῶν μετήγαγον ἑαυτοὺς ὡς δοκεῖν
»ἕτερόν τι γράφειν. ἦν δὲ ὁ καιρὸς βραχὺς ὁ καὶ τὰς γνώμας αὐτῶν
»ἐξελέγχων.
»Ἵν' οὖν μὴ τοῖς αὐτοῖς ἀεὶ τὰ τῆς ἐκκλησίας περιπίπτῃ καὶ τα-
410

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. P. 142, l. 11

«τὴν σὴν ὁσιότητα ἀναδιδάξουσιν ὅτι οὐχ ὥσπερ ἔφησεν Οὐρσάκιός


»τε καὶ Οὐάλης ἔσται εἰρήνη, εἴπερ τι τῶν δικαίων ἀνατραπείη. πῶς
»γὰρ εἰρήνην οἷόν τε ἄγειν τοὺς τὴν εἰρήνην καταλύοντας; μᾶλλον
»γὰρ ἔρις καὶ ταραχὴ ἐκ τούτων σὺν ταῖς λοιπαῖς πόλεσι καὶ τῇ
»Ῥωμαίων ἐκκλησίᾳ γενήσεται. διὸ δὴ ἱκετεύομεν τὴν σὴν ἐπιείκειαν,
»ἵνα προσηνέσιν ἀκοαῖς καὶ γαληνῷ βλέμματι τοὺς ἡμετέρους πρέσβεις
»ἀθρήσειας μήτε πρὸς ὕβριν τῶν τετελευτηκότων καινόν τι μεταλ-
»λάττειν ἐπιτρέψειας, ἀλλ' ἐάσῃς ἐμμένειν ἡμᾶς τοῖς παρὰ τῶν προ-
»γόνων ὁρισθεῖσί τε καὶ νενομοθετημένοις, οὓς ἅπαντα μετὰ ἀγχινοίας
»τε καὶ φρονήσεως καὶ πνεύματος ἁγίου πεποιηκέναι φήσαιμεν ἄν.
»τὰ γὰρ νῦν παρ' ἐκείνων καινοτομούμενα τοῖς μὲν πιστεύσασιν ἀπι-
»στίαν ἐμποιεῖ, τοῖς δὲ ἀπιστοῦσιν ὠμότητα.
»Ἱκετεύομεν δὲ ἵνα κελεύσῃς τοὺς ἐν ἀλλοδαπαῖς διατρίβοντας,
»οὓς καὶ τὸ τῆς ἡλικίας ἐπίπονον καὶ τὸ τῆς πενίας ἐνδεὲς τρύχει,
»τὴν εἰς τὰ οἰκεῖα ἀνακομιδὴν ῥᾳδίαν ποιήσασθαι, ἵνα μὴ ἔρημοι τῶν
»ἐπισκόπων ἀφῃρημένων αἱ ἐκκλησίαι διαμένωσιν. ἔτι δὲ πρὸς ἅπασι
»καὶ τοῦτο δεόμεθα, ἵνα μηδὲν μήτε ἐλλείπῃ τι τῶν προϋπαρξάντων
»μήτε πλεονάζῃ, ἀλλὰ πάντα ἄρρηκτα διαμένοι ἐκ τῆς τοῦ σοῦ πατρὸς
»εὐσεβείας καὶ εἰς τὸν νῦν χρόνον διαφυλαττόμενα, μήτε λοιπὸν ἡμᾶς
»μοχθεῖν καὶ τῶν ἰδίων παροικιῶν ἀλλοτρίους ἐπιτρέψειας γενέσθαι,
»ἀλλ' ἵνα οἱ ἐπίσκοποι σὺν τῷ ἰδίῳ λαῷ μετ' εἰρήνης εὐχαῖς τε καὶ

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 157, l. 12

ψευδόμενοι γὰρ τῆς δόξης αὐτοῦ, καὶ κατὰ βραχὺ τοὺς ὄχλους
ἐξέλκοντες τῆς εἰς αὐτὸν ἀγάπης οἱ γραμματεῖς τε καὶ
Φαρισαῖοι, πεπορνεύκασι νοητῶς, ἀποστήσαντες αὐτοῦ τὴν
ἀγελαίαν πληθύν.
Ἤρξαντο ἄρχοντες θυμοῦσθαι ἐξ οἴνου, ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ
μετὰ λοιμῶν, διότι ἀνεκαύθησαν ὡς κλίβανον αἱ καρδίαι αὐτῶν.
Οἶνον, ὡς ἔοικεν, ἐνθάδε φησὶ τὸν ἐξ ἀμπέλου Σοδόμων,
τὸν καταμεθύσκοντα καρδίας, καὶ ἐπιθολοῦντα τὸν νοῦν καὶ
ἀχλύος αὐτὸν ἀναπιμπλάντα τῆς ὀλεθρίου καὶ βδελυρᾶς.
δεδυσφορηκότων δὴ οὖν ἐνίων ἐπί τε τῇ τῶν δαμάλεων
καινοτομίᾳ, καὶ μέν τοι τῶν ἑορτῶν, παρεθήγοντο πρὸς ὀργὰς
τῶν ἀρχόντων τινές. ἵνα δὲ μὴ ὁρῷτο τῶν σεσιγηκότων, καὶ
εὐφημεῖν οὐκ ἀνεχομένων ἡ σωφρονεστέρα πληθὺς, αὐτοὶ
τοῖς ὄχλοις τὰς χεῖρας συνεκτείνοντες, ἐπεφώνουν καὶ ἔτι
μειζόνως “Αὕτη ἡ ἡμέρα τοῦ βασιλέως,” καὶ τοὺς τῆς ἀνοσιό-
411

τητος ἀπεδέχοντο τρόπους. ὠργίζοντο τοίνυν μεμεθυσμένοι,


φησὶν, ἀνοσίᾳ μέθῃ, καὶ τοῖς μὴ συντρέχουσι τοῖς οὕτως
αἰσχροῖς τοὺς ὀδόντας ἐπέτριζον, λοιμοῖς συνεκτείνοντες τὰς
ἑαυτῶν χεῖρας. λοιμοὺς δέ φησι τοὺς ὄχλους. ἐπεκρότουν
γάρ φησιν, ὡς ἔφην, καίτοι παιδαγωγεῖν εἰς εὐσέβειαν ὀφεί-
λοντες, καὶ τὴν τοῦ συμφέροντος ἀνακαλύψαι τρίβον. ἀλλ'

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 221, l. 23

σατε, ἐφάγετε καρπὸν ψευδῆ; ὅτι ἤλπισας ἐν τοῖς ἁρμασί σου,


ἐν πλήθει δυνάμεώς σου, καὶ ἐξαναστήσεται ἀπώλεια ἐν τῷ
λαῷ σου, καὶ πάντα τὰ περιτετειχισμένα σου οἰχήσεται.
Αἰτιᾶται πάλιν, ὡς ἀπό γε τῆς εἰς τὸ φαῦλον ἡδονῆς ἐφ'
οἷς ἥκιστα ἐχρῆν κατηρεμεῖν ἑλομένους, ἀβουλότατά τε
σεσιγηκότας, ἐφ' οἷς ἦν εἰκὸς οὐ μετρίως λυπεῖσθαι Θεόν.
δέον γὰρ, φησὶ, παντὶ σθένει διωθουμένους τὴν εἰς ἐμὲ
δυσσέβειαν καὶ τοῖς τὰ αἰσχρὰ συμβουλεύουσι ἐπιτιμᾶν,
τοῦτό τε δρῶντας ἐν παντὶ γενέσθαι καλῷ, σεσιγήκασι,
παρεδέξαντο τοὺς τῆς πλανήσεως τρόπους· οὐκ ἦν ἐν αὐ-
τοῖς ὁ τοῖς ἐκεῖνα καινοτομοῦσιν ἀνθεστηκώς, οὐκ ἀντιτιθεὶς
τὰ ἐκ νόμου, καὶ εἰς ἀνάμνησιν ἀποφέρων τῶν τεθεσπισμέ-
νων. γέγραπται γάρ “Οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πλὴν
“ἐμοῦ·” καὶ πάλιν “Οὐ ποιήσεις σαυτῷ εἴδωλον.” ἀλλ'
ὀλίγος αὐτοῖς παντελῶς ὁ περὶ τούτων ἦν λόγος. σεσιγή-
κασι γὰρ, τιμῶντες τὴν ἀσέβειαν, τουτέστι τὴν ἀπόστασιν.
οὐκοῦν τετρυγήκασι τοὺς τῆς εἰς τοῦτο λοιπὸν ἀδικίας καρ-
ποὺς, κατεδηδόκασι καρπὸν ψευδῆ, τουτέστιν, ἀθρανῆ τε
καὶ ἀνόνητον ἐσχήκασι τὴν ἐλπίδα. καρπὸς μὲν γὰρ ὁ
ἀληθινὸς, ὁ σώζειν τε καὶ ὠφελεῖν δυνάμενος, ἡ εἰς Θεὸν
ἀγάπη, καὶ τὰ τῆς δικαιοσύνης αὐχήματα· καρπὸς δὲ ψευδὴς,

Κύριλλος θεολόγος. Commentarius in xii prophetas minores


Vol. 1, p. 258, l. 8

πεσεῖν ἀνθρώπων ἀνθῃρημένους, ὃ δὴ καὶ γέγονεν αὐτοῖς


τῆς ἀποστασίας πρόξενον.
Ἐθύμωσεν Ἐφραῒμ καὶ παρώργισε· καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ' αὐτὸν
ἐκχυθήσεται, καὶ τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ
Κύριος, κατὰ τὸν λόγον Ἐφραΐμ.
Ὅτι πικρὸν καὶ ἐπισφαλὲς, καὶ ὀλέθρου παραίτιον γέγονε
τοῖς ἐξ Ἰσραὴλ, τὸ ἑλέσθαι μᾶλλον ὑπὸ τὴν ἀνθρώπων εἶναι
412

βασιλείαν, ἐν τούτοις ἡμῖν εὖ μάλα πειρᾶται δεικνύειν. ἰδοὺ


γὰρ, φησὶν, ὁ Ἐφραῒμ, τουτέστιν ὁ ἐκ φυλῆς Ἐφραῒμ Ἱερο-
βοὰμ, ἐμὲ τὸν τῶν ὅλων Δεσπότην τεθύμωκε καὶ παρώργισε,
καὶ εἰς πᾶν εἶδος ἐκάλεσε παροξυσμοῦ, καινοτομήσας δαμά-
λεις, καὶ τὸ ἐμὸν αὐταῖς αὔχημα περιθείς. τοιγάρτοι πα-
ραίτιος αὐτὸς τῆς ἑαυτοῦ γέγονεν ἀπωλείας· ἐπ' αὐτὸν
ἥξει τὸ αἷμα αὐτοῦ. ἐπειδὴ δὲ, ὅτε τὰς δαμάλεις ἔστησεν
εἰς Βαιθήλ τε καὶ Δὰν, προσπεφώνηκε τοῖς ἐξ Ἰσραήλ
“Ἱκανούσθω ὑμῖν τοῦ ἀναβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα· ἰδοὺ οἱ
“θεοί σου, Ἰσραὴλ, οἵτινες ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου·”
ταύτῃτοι λοιπὸν, καὶ μάλα εἰκότως, ἀποτίσει φησὶν ἐμοὶ τῷ
κρίνοντι τοῦ ὀνειδισμοῦ τὰς δίκας. ὕβρις γὰρ ἄντικρυς καὶ
ὀνειδισμὸς ὁμολογουμένως εἰς Θεὸν, τὸ ὕλαις ἀψύχοις ἀναθεῖ-
ναι τολμᾶν τὰ δι' αὐτοῦ γεγονότα λαμπρὰ καὶ ἀξιοθαύ

Χορίκιος σοφιστής. Opera (4094: 001)“Choricii Gazaei opera”, Ed.


Foerster, R., Richtsteig, E.Leipzig: Teubner, 1929.
Oration-declamation-dialexis 14, se. 2, paragraph 28, l. 5

κήρυξ ἐν μέσῳ βοῶν· βασιλεὺς Κῦρος ὑμῖν ἀπειλεῖ


περιβάλλειν ἄτολμον σχῆμα καὶ ψιλῶσαι τῶν
Ἄρεος ἔργων, ἢν μὴ παύσησθε τοιαῦτα νεωτερί-
ζοντες – , ὁρῶν δὲ πάντα μεστά σοι γενναίων ἀνδρῶν
εἰκότως ἡμᾶς παρ' οὐδὲν ἐποιήσω. ὥστε μηδὲ ζήτει τού-
τους, οὓς περιττὴν ὡρίσω προσθήκην.
σὺ Λυδοὺς
ἐπαίδευσας μὴ μείζω φρονήματα τῶν ἐπιτηδευμάτων
ἀσκεῖν τὸ περὶ τὴν βασιλείαν ἡμῖν ἐγχείρημα σωφρονίσας.
ἔστι δὲ τῆς αὐτῆς ὡς εἰπεῖν προπετείας ὑπηκόους πειρᾶ-
σθαι δυναστείαν καινοτομεῖν καὶ τὰ γυναικῶν μετιόντας εἰς
τὸ μάχιμον παραδύεσθαι.
νόμος ὑμῖν λέγεται κεῖσθαι
– καλὸν γὰρ ἡμῖν ἐδόκει Περσικὰς πολυπραγμονεῖν ἀρε-
τάς – πέμπτον ἔτι τοὺς παῖδας ἄγοντας ἔτος εἰς τὰ διδα-
σκαλεῖα φοιτᾶν καὶ μανθάνειν ἵππον ἀναβαίνειν καὶ βέλος
ἀφεῖναι δῆλον ὡς μακροτέρας σπουδῆς δεομένου τοῦ πράγ-
ματος.
οὐκοῦν ἐξ ἀμελείας ἡμῖν εἰς ἔμφυτον ἀτολ-
μίαν ἡ μίμησις περιέστη; καὶ γάρ τοι πολλῶν ἤδη σχετλι-
αζόντων ᾐσθόμεθα· ποῦ νῦν οἱ Λυδοί, οἷς οὐ πώ
413

Χορίκιος σοφιστής. Opera Oration-declamation-dialexis 26, se. 2,


paragraph 38, l. 6

ἔφηβος μᾶλλον ἢ πατὴρ ἤδη γεγηρακώς, τῆς νεότητος


πλείονα δυναμένης βίον ἀρκέσαι. δουλεία δὲ πᾶσα χαλεπὸν
μὲν ἑκάστῳ, πικρότερον δὲ τῷ σὺν ἐλευθερίᾳ τραφέντι,
δυσκολώτατον δὲ τῷ βαρὺν κεκτημένῳ δεσπότην. ἂν δὲ
καὶ πρόσηβος ᾖ, τοῦτο ποῦ θήσομεν ἀτυχίας;
Εἰ δὲ τύραννον μὴ καλεῖν ἀξιοῖς τὸν οὔπω τοῦτο
γενόμενον, ἐπιλέλησαι τῶν ἄρτι λεχθέντων, ἐν οἷς αἱ
προαιρέσεις ἐδείκνυντο τὰς ἐκ τῶν πραγμάτων ποιοῦσαι
προσηγορίας, ἄλλως τε ὅταν ἡλικίαν ἄγῃ τις ἱκανὴν ἤδη
πράγμασι χρήσασθαι κἂν τύχῃ τραφεὶς ὑπὸ πανούργῳ
πατρὶ δεινῷ πολιτείαν καινοτομῆσαι.
Ἀλλά, νὴ Δία, ταῦτα μὲν ἴσως εὖ ἔχειν κατανεύσειεν
ἄν, ἑτέραν δὲ τοιαύτην ἐπάγει μοι προσβολήν· ἆθλα,
φησί, κινδύνων αἱ δωρεαί, σὺ δὲ λίαν εὐκόλως
τὰ γεγονότα κατώρθωσας ἀφυλάκτου τῆς ἀκρο-
πόλεως οὔσης τῶν ὑπηκόων ῥᾳθύμως φρου-
ρούντων, οἷον εἰκὸς ἐν ἀπουσίᾳ δεσπότου.

Χορίκιος σοφιστής. Opera Oration-declamation-dialexis 29, se. 2,


paragraph 60, l. 1

Λακωνικοῖς;
Καὶ πόσον, ὦ Σπαρτιᾶται, χρόνον ἀνάλωσεν ὑπὲρ
τῆς ἐργασίας; ἐγὼ μὲν ἡγούμην, ἵνα τῆς Ἀφροδίτης ἀξίαν
ἀπεργάσηται τὴν εἰκόνα, ὁ δὲ ἄρα τοῦτο πρὸς τὸν οἰκεῖον
ἐμηχανᾶτο σκοπὸν ἅμα μὲν τῇ Φρύνῃ χαριζόμενος καὶ
δεικνὺς πολλοῦ δεομένην πόνου τὴν μίμησιν ἐκ τῆς τοῦ
κάλλους ὑπερβολῆς, ἅμα δὲ μακροτέραν ἑαυτῷ κολακείαν
ἐκ τῆς ἐρωμένης θηρεύων ἐλπίδι τῆς δωρεᾶς. κολακεύειν
γὰρ ἅπαντες μᾶλλον εἰώθαμεν παρ' ὧν ἐλπίζομέν τι λαβεῖν
ἢ τοὺς ἤδη δωρησαμένους τὸ προσδοκώμενον.
Καὶ μήν, εἴπερ ὅλως ἐβούλου καινοτομῆσαι τῆς
Ἀφροδίτης τὴν θέαν, ἣν ἐν ἀγάλμασιν ἵδρυται κεκτημένη,
νεανικώτερον εἶδος ἐχρῆν διαπλάσαι, ἵνα μηδὲ τὴν Ἀφρο-
δίτην τῆς Σπάρτης ἄνανδρόν τις θεάσηται. σὺ δὲ μαλακω-
τέραν τοῦ δέοντος ἀπειργάσω καὶ οἷον ἀκκιζομένην καὶ
βλέπουσαν ἀσελγές τε καὶ ὕπουλον καί πως ὑποκρινομένην
ἐρᾶν, οἷα δὴ τῶν ἑταιρῶν τὰ σοφίσματα προσποιουμένων
ἐρᾶν, ἵνα πλέον τοὺς ἐραστὰς ἐπιφλέξωσι.
414

Χορίκιος σοφιστής. Opera Oration-declamation-dialexis 42, se. 2,


paragraph 75, l. 3

εἰ μὲν οὖν ὑφ' ἡμῶν βιασθέντες ἀπῆλθον, ὀλίγον ἂν ἴσως εἴξαντες


τῷ καιρῷ καὶ προϊόντος τοῦ χρόνου τὸν ἐκ τῆς συμφορᾶς
ἀποτριψάμενοι φόβον πάλιν ἐπειρῶντο τῆς Τύχης, εἰ πρὸς
αὐτοὺς παρ' ἡμῶν αὐτομολεῖν ἐθελήσει – τοιαύτη γὰρ ἡ
θεός· οὐδενὶ βεβαίως ἀνέχεται συνοικεῖν – · ὥστε καὶ τῷ
ταύτης ἀνωμάλῳ πιστεύσαντες καὶ τῆς προτέρας ἀμείνω
πορισάμενοι δύναμιν δευτέραν ἴσως πολιορκίαν ἐπῆγον.
ταῦτα μέν, εἰ πρὸς ἀνάγκην τὴν ἀναχώρησιν ἐποιή-
σαντο· νῦν δὲ παιδευθέντες λυσιτελεῖν αὑτοῖς τὴν διάλυσιν
οὐ καινοτομήσουσι τὸ συμφέρον οὐδὲ βουλήσονται προς-
άπτειν αὑτοῖς ὑπόνοιαν ἀμαθίας τῷ δοκεῖν ἐξ ἀπάτης
ἐμῆς καταλῦσαι τὴν προσεδρίαν.
τί δὲ τῆς προτέρας

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002)“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”,
Ed. Sturz, F.W.Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.Alphabetic entry
kappa, p. 292, l. 40

... γέγονε καί σφας, καὶ μετὰ τὴν ἔγκλισιν παρηκολού-


θησε πάθος καί σφεας· καὶ πάλιν, τὸ, ἐπεὶ οὐ ἕθεν
ἔστι χερείων, οὐκ ἔστιν ἀπὸ τοῦ ἕθεν, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ
οὗ, τρίτου προσώπου, τοῦ σημαίνοντος τοῦ αὐτοῦ, γέ-
γονεν, οὖεν, τουτ'ἔστιν οὐδαμῶς, καὶ μετὰ τὴν ἔγκλι-
σιν παρηκολούθησε πάθος, καὶ γέγονεν οὐ ἕθεν.
Καικίας, ἄνεμος, ὅτι κυνὸς δίκην ὑλάκτων πνεῖ· ἀπὸ
τῆς μέσης ἀνατολης.
Καινίζω, παρὰ τὸ καινὸν, τὸ νεωστὶ κατεσκευασμέ-
νον.
Καινοτομία, ἔστι πράγμα, παρὰ τοὺς τῆς φύσεως
ὄρους καὶ νόμους παρηλλαγμένον.
Καινίσας, παρὰ τὸ καινίζω καινίσω, τοῦτο παρὰ τὸ
καινός· τοῦτο παρὰ τὸ καίνειν, ὃ σημαίνει τὸ και-
νουργεῖν· τὸ δὲ καινὸν γέγονεν οὕτως, παρὰ τὸ ἀεὶ
ὢν, καὶ ἀποβολῇ τοῦ ε καὶ συναιρέσει τοῦ α ι εἰς τὴν
αι δίφθογγον αἰὼν, καὶ πλεονασμῷ τῶν συμφώνων
καινὸν, καὶ καινίσας. καὶ εἰς τὸ καινούμενος.
415

Καίριον, εὔστοχον, μέτριον, εὔκαιρον, σημαίνει δὲ καὶ


ἐπικίνδυνον. καὶ Ὅμηρος οὐκ ἐν καιρῷ ὀξὺ πάγη βέ-
λος, ἀντὶ τοῦ ἐν ἐπικινδύνῳ· παρὰ τὴν Κῆρα,

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Matthaeum (catena integra) (e


cod. Paris. Coislin. gr. 23) (4102: 001)“Catenae Graecorum patrum in
Καινή Διαθήκη. , vol. 1”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University
Press, 1840, Repr. 1967.P. 107, l. 22

ἀφανίζεται δὲ, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον πρὸς τὴν ἑαυτῆς ἕξιν μεταποιεῖ
πάντα· τὸν αὐτὸν τρόπον, καὶ ἐπὶ τοῦ κηρύγματος τούτου συμ-
βήσεται· “τρία δὲ σάτα” εἰπὼν, τὰ πολλὰ εἴρηκεν· οἶδε γὰρ
τὸν ἀριθμὸν τούτων, ἐπὶ πλήθους λαμβάνειν· μηδεὶς δὲ θαυμαζέτω,
εἰ περὶ βασιλείας οὐρανῶν διαλεγόμενος, κόκκου σινάπεως καὶ
ζύμης ἐμνήσθη· ἀνθρώποις γὰρ διελέγετο ἀπείροις καὶ ἰδιώταις,
καὶ δεομένοις ἀπὸ τούτων ἐνάγεσθαι· οὕτω γὰρ ἦσαν ἀφελεῖς, ὡς
καὶ μετὰ ταῦτα δεηθῆναι ἑρμηνείας πολλῆς.
Διατί δὲ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸν προφήτην εἰσάγει προαναφω-
νοῦντα περὶ τῶν παραβολῶν καὶ λέγοντα· “ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς
“τὸ στόμα μου,” καὶ τὰ ἑξῆς; ἵνα δείξῃ μηδὲν καινοτομοῦντα
τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν· ἐλάλει δὲ ἐν παρα-
βολαῖς, εἰς ἐρώτησιν τοὺς ὄχλους προτρεπόμενος· ὅμως ἐπειδὴ
οὐδεὶς αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἠρώτησεν, ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπῆλθεν· “προς-
“ῆλθον δὲ αὐτῷ,” φησιν, “οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν,
“τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων.” τίνος ἕνεκεν νῦν μετὰ παρρησίας
οἱ Ἀπόστολοι προσέρχονται καὶ ἐρωτῶσιν; ἐπειδὴ ἔστιν ὅπου
βουλόμενοι μαθεῖν, ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι· ἐρωτῶσι δὲ νῦν μετὰ
παρρησίας, διὰ τὸ ἤδη ἀκοῦσαι αὐτοὺς παρ' αὐτοῦ, ὅτι “ὑμῖν
“δέδοται γνῶναι τὸν μυστήρια.” κατ' ἰδίαν δὲ ἐρωτῶσιν· οὐ τῷ
πλήθει βασκαίνοντες, ἀλλὰ τὸν τοῦ δεσπότου τηροῦντες νόμον,

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Marcum (recensio ii) (e codd.


Oxon. Bodl. Laud. 33 + Paris. Coislin. 23 + Paris. gr. 178) (4102:
002)“Catenae Graecorum patrum in Καινή Διαθήκη. , vol. 1”, Ed.
Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1840, Repr. 1967.
P. 311, l. 18

πλατυνόμενόν τε καὶ αὐξανόμενον. μεῖζον δὲ ἀληθείας οὐδέν.


Εἶθ' οἱ μετέωροι τὸ φρόνημα, καὶ τοῖς ἰδίοις ἐπαιρόμενοι λόγοις
ἐφίενται τῆς ὑπὸ τὸν ἀληθῆ λόγον σκιᾶς, καὶ καταφεύγουσιν ἐπ'
αὐτῆς. εἶτα συντομίᾳ χαίρων οὗτος ὁ μακάριος Εὐαγγελιστὴς,
416

τῶν παραβολῶν ὑποδείξας τὸ εἶδος ἐπιφέρει, “καὶ τοιαύταις


“παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς” καὶ τὰ ἑξῆς.
Ἀρίστου ἐστὶ διδασκάλου πρὸς τὴν ἕξιν τῶν ἀκουόντων ποιεῖ-
σθαι τοὺς λόγους, καὶ μήτε ῥίπτειν τοὺς μαργαρίτας ἔμπροσθεν
τῶν χοίρων· μήτε διὰ τῆς σαφηνείας τῶν ἀπορρήτων εἰς κατα-
φρόνησιν παρατιθέναι τὰ οὕτω μεγάλα. δεικνὺς δὲ ὁ Ματθαῖος
ὡς οὐκ αὐτὸς καινοτομεῖ τὸ τοιοῦτον εἶδος τῶν λόγων,

Theodorus Theol., Frag. in epistulam i ad Corinthios (in catenis)


(4135: 016)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.. 193, l. 10

1 Kor 14,27 – 28 Μὴ θορυβεῖτε, φησί, ταῖς γλώσσαις τὴν ἐκκλησίαν οὐκ


ὄντων τῶν ἑρμηνευόντων αὐτάς. εἰ δὲ καὶ εἶεν, πάντα τάξει γινέσθω.
1 Kor 14,29 Μὴ πλάνης πνεῦμα λαλείη, διακρινέτωσαν· ἀντὶ τοῦ
σαφηνιζέτωσαν. 1 Kor 14,34 – 36
Ἐπειδὴ ὀπίσω εἶπεν· τὰς γυναῖκας προφητεύειν, μήποτε ἐν οἴκῳ
ἐπροφήτευον. ἢ σιγάτωσαν ἀντὶ τοῦ μὴ διδασκέτωσαν. διαφέρει δὲ
προφητεία διδασκαλίας.
Ἀκολουθεῖτε, φησί, ταῖς ἄλλαις ἐκκλησίαις καὶ μηδὲν καινοτομεῖτε
ὡς μόνοι τοῦ κηρύγματος ἠξιωμένοι· οὐ γὰρ ἀφ' ὑμῶν ἤρξατο ὁ λόγος,
οὔτε εἰς ὑμᾶς περιεκλείσθη. σιγάτωσαν καὶ παρ' ὑμῖν αἱ γυναῖκες
ὡς καὶ πανταχοῦ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις. 1 Kor 14,37 – 38
Εἴ τις ἀγνοεῖ, φησίν, ὅτι τοῦ κυρίου ἐστὶν ἃ γράφω
καὶ οὐκ ἐμά, οὐκ ἔστιν προφήτης οὐδ' ἔχει πνεῦμα θεοῦ, ἀλλ'
ἀγνοεῖται ὑπὸ τοῦ ἁγίου πνεύματος.

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. Sermo in Abraham (4138: 151)“Ὁσίου


Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 7”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos
G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1998.P. 252, l. 14

ἐστερήθην διὰ σὲ καὶ κτημάτων καὶ γένους. Σύ μοι δέδωκας υἱὸν οὐκ
ἐλπίσαντι·
σύ μοι πολλὰ ὑπ' αὐτῷ παρέχειν ἀγαθὰ καθυπέσχου.
Τοῦτό μοι οὖν τῶν ἐπαγγελθέντων τὸ πέρας; Ἔτι σου τῆς ὑποσχέσεως
κα-
τέχω τὰ γράμματα· ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. Ἐὰν οὗτος
417

ἀποθάνῃ, πῶς
ἔχει μοι τῆς ἐπαγγελίας ἡ ἀλήθεια ζῆσαι; Ἐὰν τὴν ἀρχὴν ἀνέλῃς, πῶς ἔχει
τὸ γέ-
νος δραμεῖν; Εἰ λαβεῖν ἐβούλου, τί καὶ τὴν ἀρχὴν ἐχαρίζου; Εἴθε μοι
στεῖρα διέ-
μεινεν ἡ γυνή· εἴθε τῆς Σάρρας τῆς ἀπαιδίας οὐκ ἐλύθη τὸ πάθος.
Ἐπέτυχον ἄν,
εἰ μὴ τῆς χάριτος ἔτυχον τότε. Πολλὴν εἶχε τὸ πρᾶγμα παραψυχήν, καὶ τὸ
μετ'
ἄλλων ἐστερῆσθαί με λογιζόμενος ἐκαρτέρουν.
Νῦν δὲ τὸν Ἀβραάμ τις ὀνομάζων καὶ τὸν παιδοφόνον προστίθησιν. Μὴ
μό-
νος τοιαῦτα καινοτομήσω τὸν βίον. Μὴ γένωμαι μῦθος τοῖς ἀνθρώποις
ἀνόσιος.
Αἰτήσαντί σοι δίδωμι τὰ σά· παρέχειν ὁμολογῶ· μόνον ἑτέρῳ τὸ σφάττειν
ἐπίτα-
ξον. Μὴ τὸν πατέρα τῆς τοῦ τέκνου θυσίας ἱερέα προβάλλου. Μὴ
γένωμαι φονεύς,
οὗπερ ἐγενόμην σπορεύς. Τίς γὰρ ἐλεήσει τὸν ὑφ' ἑαυτοῦ τοξευθέντα; Τίς
χειραγω-
γήσει τρέμουσαν δεξιὰν μὴ φεισαμένην υἱῷ; Τίς ὁρίσεται φίλον τὸν τοῖς
οἰκείοις
πολεμήσαντα σπλάγχνοις;
Ἀπελεύσομαι κἀγὼ τῷ παιδὶ συνθαπτόμενος. Λείψανον λειψάνῳ
περιπλοκὴ γένηταί μοι, περιχυθὲν αἷμα τοῦ παιδὸς εἰς ἕνα τάφον. Ὁμοῦ
πρὸς ᾅδην ὁδεύσομεν. Ζῶντος ἐχωρίσθην υἱοῦ; Συνοικήσω κἂν
τελευτήσαντι. Ἅμα δέξηται ὁ θάνατος πατέρα γέροντα καὶ νέον υἱὸν παρ'
αὐτοῦ σπαρέντα.

Severianus Scr. Eccl., Frag. in epistulam i ad Corinthios (in catenis)


(4139: 040)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.P. 245,col2, l. 11

Τὸ ἔγραψα οὐχ ἑτέρας ἐστὶν


ἐπιστολῆς ἀλλὰ ταύτης, λέγει γάρ·
νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν. τὸ δὲ
ἐξαρεῖτε τὸν πονηρὸν ἐξ
ὑμῶν αὐτῶν, Μωϋσέως ἐστὶ
φωνὴ ἣν δευτεροῖ Παῦλος.
Μέμνηται ῥήσεως ἐν τῇ παλαιᾷ
κειμένης, δεικνὺς ὅτι οὐ μόνον
418

αὐτοὶ ὠφελοῦνται ὥσπερ λοιμοῦ


τινος ἀπαλλαγέντες, ἀλλ' οὔτε καινοτομία τὸ τοιοῦτον, ἀλλ' ὅτι καὶ
τῷ νομοθέτῃ τοῦτο ἐδόκει, τὸ τοὺς τοιούτους ἐκτέμνεσθαι.
1 Kor 5,12
Εἰκότως τοῦτο εἶπεν· τῶν γὰρ οἰκείων γίνεται κριτής, οὐ τῶν
ἀλλοτρίων. ὁ θεὸς δὲ πάντων κριτής, ἐπεὶ πάντων δεσπότης.
1 Kor 6,1 Ἐγκαλεῖ αὐτοῖς ὅτι ὄντων ἁγίων τῶν δυναμένων δικάζειν
αὐτοῖς ὑπ' ἀπίστων ἐκρίνοντο. 1 Kor 6,2

Severianus Scr. Eccl., De caeco et Zacchaeo (olim sub auctore Joanne


Chrysostomo) (4139: 081); MPG 59.Vol. 59, p. 602, l. 57

τὴρ λέγει· Πορεύου, καὶ ἀνάγγελλε, ὅσα ἐποίησέ


σοι ὁ Θεός. Οὐ λέγει, Ὅσα ἐποίησά σοι ἐγὼ, ἀλλὰ τα-
πεινοφρονῶν τῇ τοῦ Θεοῦ προσηγορίᾳ ἐπιγράφει. Ὁ δὲ
δαιμονιῶν περιῄει κηρύττων, ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Θεὸς
Ἰησοῦς. Τὸν μὲν οὖν ἀποστέλλει κηρύττειν, ἵνα ἀπὸ τῆς
καταστάσεως δείξῃ τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας· τὸν δὲ
τυφλὸν ἐπιτρέπει ἀκολουθεῖν. Διὰ τί· Ἐπειδὴ εἰς Ἱερο-
σόλυμα ἀνῄει ἐπιτελέσων τὸ μέγα μυστήριον, καὶ τὴν
ὑπὲρ τοῦ κόσμου οἰκονομίαν ἀναδεξόμενος, καὶ σταυρὸς
ἔμελλεν ἀκολουθεῖν, καὶ ὕβρις, καὶ πάντα τὰ ὑπὸ τῶν
θεομάχων καινοτομηθέντα· διὰ τοῦτο ποιεῖ ἀκολουθεῖν
τὸν τυφλὸν, ἵνα πρόσφατον ἔχωσι τὴν μνήμην τοῦ θαύ-
ματος, ἵνα ἡ μνήμη τῆς ἰάσεως στηρίξῃ τὴν διάνοιαν
τῶν μελλόντων διολισθαίνειν. Ποιεῖ ἀκολουθεῖν τὸν τυ-
φλὸν, ἵνα μή τις ἀρνήσηται τὴν θαυματουργίαν, ἐπειδὴ
ἔμελλε σαλεύεσθαι ὡς ἐν χειμῶνι τῶν ἀποστόλων ἡ διά-
νοια, καὶ τῶν ὁρώντων ἡ κατάστασις ἔμελλε χειμάζε-
σθαι, ὁρώντων τὸν Μονογενῆ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ σταυροῦ. Ἵνα
οὖν μὴ πρὸς τὸ πάθος βλέποντες ὀκλάσωσι, συγχωρεῖ
τῷ τυφλῷ ἀκολουθεῖν, ἵνα πρόσφατον ἔχοντες τὴν μνή-
μην τῆς εὐεργεσίας, ἀσάλευτον ἔχωσι τὸν λογισμὸν τῆς

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 1, p. 125, l. 17

βʹ. Δέχεται τὴν πρεσβείαν ἀσμένως ὁ Πάππας καὶ ὑπι-


σχνεῖται ῥᾳδίως ἐκτελέσειν ὁπόσα κατὰ βούλησίν ἐστι τῷ βασιλεῖ·
καὶ πέμπει μετὰ τῶν βασιλικῶν πρέσβεων εὐθὺς τοὺς δεξομένους
419

καὶ συμβιβάσοντας τὴν κοινωνίαν. ἧκον οὖν, καὶ γέγονεν ἡ κοι-


νωνία ἐφ' ὅρῳ τριῶν κεφαλαίων· ἑνὸς μὲν, ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνῳ-
δίαις τὸν Πάππαν εἰς τὰ δίπτυχα μνημονεύεσθαι ὁμοῦ τοῖς ἑτέ-
ροις τέτρασι πατριάρχαις· δευτέρου δὲ, τῆς ἐκκλήτου· τοῦτο
δέ ἐστιν ἐξεῖναι τῷ βουλομένῳ καθάπερ εἰς μεῖζον καὶ ἐντελέστε-
ρον ἀνατρέχειν δικαστήριον τὸ τῆς παλαιᾶς Ῥώμης· καὶ τρίτου,
τοῦ πρωτεύειν ἐν ἅπασι. περὶ δὲ τῆς προσθήκης, ἣν ἐκεῖνοι πε-
ρὶ τὸ ἱερὸν καινοτομοῦσι σύμβολον, ἢ περὶ ἄλλης οἱασοῦν ὑπο-
θέσεως ἀναγκαστική τις ἔρις τέως οὐ συνηνέχθη· ἀλλὰ μακρά
τις ἠρεμία καὶ ἄνεσις τὰ μεταξὺ περιέτρεχε πράγματα τούτων γε
εἵνεκα. (Β.) Ὅ γε μὴν πατριάρχης. Ἰωσὴφ τὴν τοιαύτην οὐ
δεξάμενος κοινωνίαν παραχωρεῖ τοῖς βουλομένοις τῶν θρόνων·
αὐτὸς δὲ μικρὸν τῆς βασιλευούσης ἐκκεχωρηκὼς φέρων ἑαυτὸν τῇ
περὶ τὸν Βόσπορον τοῦ Ἀρχιστρατήγου μονῇ ἐδεδώκει, ἐκεῖ τὸ
λειπόμενον τῆς ζωῆς μεθ' ἡσυχίας καὶ σχολῆς βιώσων πνευματι-
κῆς. ἐπὶ τούτοις ὁ ἱερὸς τῆς ἐκκλησίας σύλλογος αὐτός τε δῆλος
ἦν οὐκ ἠρεμήσων καὶ τὸν ὄχλον ἀνέσειεν ἀπάγων τῆς κοινω-
νίας τοῦ βασιλέως, μαρτυρίου λέγων εἶναι καιρὸν καὶ στεφάνων

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 1, p. 126, l. 18

τὴν σπουδὴν μεταθεῖναι, μείζους τοὺς ἔνδοθεν ἡγούμενον κινδύ-


νους τῶν ἔξωθεν πολεμίων. ἦσαν γὰρ οὐκ ὀλίγοι καὶ τῶν ἐν τέ-
λει τῆς γνώμης τὰ δόγματα κατὰ τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων
ὁπλίζοντες μάλα ἐθελονταί· ἐν στενῷ μέντοι κομιδῇ καταστὰς ὁ
βασιλεὺς οὑτωσὶ ἔγνω δυοῖν θάτερον εἶναι ἰτέον, τῆς τῶν πραγμά-
των βιαίας ἀνάγκης ἕτερον οὐκ ἐπιδεχομένης πέρας ἐν τῷ παρόν-
τι· ἢ γὰρ πάντας αὐτῷ συμφρονεῖν, ἢ πολεμίοις ἴσα τούτοις κε-
χρῆσθαι. (Γ.) Ταῦτ' ἄρα καὶ μειλιχίοις τὰ πρῶτα λόγοις καὶ
ἤθεσιν ἱλαροῖς καταδημαγωγεῖν καὶ ὑποποιεῖσθαι τὰς τῶν στασια-
ζόντων ἐπειρᾶτο γνώμας, οἰκονομίαν εἶναι λέγων τὸ πρᾶγμα καὶ
οὐ καινοτομίαν· φρονίμων δ' εἶναι, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ,
προνοεῖσθαι ὅπως μὴ γένηται· κἄν τι δέῃ καινοτομεῖν ὑπὲρ
τοῦ μὴ μείζοσι κινδύνοις περιπεσεῖν, μηδὲ τούτου φείδεσθαι.
ἐὰν γὰρ ἐπίωσιν οἱ πολέμιοι, πολλαχῇ τῆς Κωνσταντινουπό-
λεως ἔτι διεῤῥηγμένης καὶ ἄρτι ἀνοικιζομένης καὶ οἷον εἰπεῖν
ἀναβιωσκούσης ἐκ τῶν πρὸ βραχέος θανάτων, χείρονα τῶν
προτέρων ἔσται τὰ παρόντα δεινὰ, καὶ κύριοι καθεστήξουσιν
οἱ πολέμιοι οὐ μόνον τῶν ἱερῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων ἅμα, παί-
δων καὶ γυναικῶν καὶ πραγμάτων· οἱ δὲ τούτων δεσπόται ἀνάρ-
παστοι καὶ δοῦλοι ἀντ' ἐλευθέρων οὐ μόνον τὰ σώματα, ὅτι
μὴ καὶ τὰς γνώμας αὐτὰς, ἀνάγκῃ βιαίᾳ πρὸς
420

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 1, p. 126, l. 19

νους τῶν ἔξωθεν πολεμίων. ἦσαν γὰρ οὐκ ὀλίγοι καὶ τῶν ἐν τέ-
λει τῆς γνώμης τὰ δόγματα κατὰ τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων
ὁπλίζοντες μάλα ἐθελονταί· ἐν στενῷ μέντοι κομιδῇ καταστὰς ὁ
βασιλεὺς οὑτωσὶ ἔγνω δυοῖν θάτερον εἶναι ἰτέον, τῆς τῶν πραγμά-
των βιαίας ἀνάγκης ἕτερον οὐκ ἐπιδεχομένης πέρας ἐν τῷ παρόν-
τι· ἢ γὰρ πάντας αὐτῷ συμφρονεῖν, ἢ πολεμίοις ἴσα τούτοις κε-
χρῆσθαι. (Γ.) Ταῦτ' ἄρα καὶ μειλιχίοις τὰ πρῶτα λόγοις καὶ
ἤθεσιν ἱλαροῖς καταδημαγωγεῖν καὶ ὑποποιεῖσθαι τὰς τῶν στασια-
ζόντων ἐπειρᾶτο γνώμας, οἰκονομίαν εἶναι λέγων τὸ πρᾶγμα καὶ
οὐ καινοτομίαν· φρονίμων δ' εἶναι, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ,
προνοεῖσθαι ὅπως μὴ γένηται· κἄν τι δέῃ καινοτομεῖν ὑπὲρ
τοῦ μὴ μείζοσι κινδύνοις περιπεσεῖν, μηδὲ τούτου φείδεσθαι.
ἐὰν γὰρ ἐπίωσιν οἱ πολέμιοι, πολλαχῇ τῆς Κωνσταντινουπό-
λεως ἔτι διεῤῥηγμένης καὶ ἄρτι ἀνοικιζομένης καὶ οἷον εἰπεῖν
ἀναβιωσκούσης ἐκ τῶν πρὸ βραχέος θανάτων, χείρονα τῶν
προτέρων ἔσται τὰ παρόντα δεινὰ, καὶ κύριοι καθεστήξουσιν
οἱ πολέμιοι οὐ μόνον τῶν ἱερῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων ἅμα, παί-
δων καὶ γυναικῶν καὶ πραγμάτων· οἱ δὲ τούτων δεσπόται ἀνάρ-
παστοι καὶ δοῦλοι ἀντ' ἐλευθέρων οὐ μόνον τὰ σώματα, ὅτι
μὴ καὶ τὰς γνώμας αὐτὰς, ἀνάγκῃ βιαίᾳ πρὸς ἅπερ ἂν οἱ πο-
λέμιοι βούλοιντο, ἑπόμενοι. καὶ τότε λελείψεται,

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 1, p. 127, l. 23

λέγων ὁ βασιλεὺς τοὺς μὲν ἔπειθε, τοὺς δ' οὐδαμῶς. ὅθεν τὸ


πείθειν ἀφεὶς τὴν ἑτέραν ἐβάδισε· ταύτην δ' εἶναι τὴν τοῦ βιά-
ζεσθαι· ἧς πρὸς πολλὰ καὶ διάφορα μεριζομένης εἴδη, πάντα
ἦσαν ἐνεργὰ τῷ βασιλεῖ, δημεύσεις, ἐξορίαι, φυλακαὶ, ὀφθαλ-
μῶν ἀφαιρέσεις, μάστιγες, χειρῶν ἐκτομαὶ, πάντα οἷς αἱ γνῶ-
μαι τῶν ἀνδρικῶν καὶ μὴ δοκιμάζονται. ὅσοις μὲν οὖν κατ'
ἐπίγνωσιν ὁ ζῆλος ἦν (σπάνιοι δ' οὗτοι ἐτύγχανον), οὗτοι στεῤ-
ῥάν τε καὶ ἀνδρικὴν τὴν ἔνστασιν ἐνδειξάμενοι πάντα ἀσμένως
ὑπήνεγκαν καὶ πεπόνθασιν, ὁπόσα ἡ τοῦ βασιλέως ἐπήνεγκε χείρ.
οἱ δὲ πλεῖστοι μηδὲν ὑγιὲς εἰδότες, ἀλλὰ δῆμος ὄντες καὶ ἀγο-
ραῖος ὄχλος καὶ χαίροντες ἀεὶ ταῖς τοιαύταις καινοτομίαις,
τρίχινα καθάπερ ἄλλην σκηνὴν ὑποδεδυκότες τριβώνια, πανταχῇ
τῆς οἰκουμένης ἐξήπλωσαν ἑαυτοὺς, ὅπη φῦλα Χριστιανῶν εἶναι
ἐπύθοντο
421

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1–6) (4153: 001)


“Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister,
Georgius Monachus”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1838; Corpus
scriptorum historiae Byzantinae.P. 474, l. 17

καραβίων κατέσχον ταύτην, ὡς εἶναι τὴν τούτων διακράτησιν καὶ


κατάσχεσιν ἕως τῆς ἡμέρας ἧς ἐπορθήθησαν παρὰ τοῦ μαγίστρου
καὶ δομεστίκου Νικηφόρου τοῦ Φωκᾶ ἔτη ἑκατὸν πεντήκοντα
ὀκτώ. (8) ὅθεν ὁ αὐτοκράτωρ Ῥωμανὸς ζήλῳ θείῳ κινηθείς,
τῇ συμβουλῇ καὶ εὐβουλίᾳ τοῦ παρακοιμωμένου Ἰωσήφ, ἐκ παν-
τὸς τόπου ναῦς καὶ πλοῖα πολεμικὰ συναθροίσας μετὰ ὑγροῦ
πυρὸς καὶ ἐπιλέκτου στρατοπέδου Θρᾳκικῶν Μακεδονικῶν καὶ
Σθλαβησιάνων εἰς Κρήτην ἐκπέμψαι ἔδοξεν. ἐκ δὲ τῆς συγκλή-
του οἰκείων δούλων αὐτοῦ ἐδυσχέραινον περὶ τῆς ἐκστρατείας τῆς
Κρήτης, ἀναμιμνήσκοντες τὸν ἄνακτα τῶν ἐπὶ τῶν παρελθόντων
βασιλέων ἐξόδων καὶ καινοτομιῶν καὶ χρημάτων ἀπείρων κατα-
κενωθέντων καὶ μηδὲν ἀνυσάντων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ εὐσεβοῦς τῇ
θείᾳ λήξει Λέοντος βασιλέως καὶ τοῦ πορφυρογεννήτου Κωνσταν-
τίνου, ὅσα χρήματα καὶ λαὸς ἀνήλωτο καὶ ἀπώλετο, δεδοικότες
τὸν κίνδυνον τῆς θαλάσσης καὶ τὴν μεγάλην συμμαχίαν τῶν ὁμο-
ρούντων Σαρακηνῶν καὶ τὸν στόλον τῶν Σπάνων καὶ Ἀφρικῶν καὶ
τὴν διατρέχουσαν φήμην, ὅτι δι' οὗ ἡ Κρήτη πορθηθῇ βασιλεύ-
σει καὶ τῶν σκήπτρων καθέξει τῆς Ῥωμαϊκῆς ἀρχῆς. (9) ὁ δὲ
παρακοιμώμενος Ἰωσήφ, ὁ χρηστὸς καὶ ὀρθὸς καὶ ἄϋπνος

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


(4235: 002)“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834,
Repr. 1968.6, p. 189, l. 22

ον ἀκατάληπτον· εἶτα πολλὰ εἰπὼν καὶ μεστώσας οὕτως


ἐπάγει τὸ, δεύτερον δὲ κόσμον ὑλικὸν καὶ ὁρώμενον· πε-
ριβολῆς γὰρ τοῦτο τὸ λεπτομερῶς διεξιέναι τὰ πρῶτα
καὶ οὕτω πρὸς τὰ δεύτερα ἀπαντᾷν.
νθʹ. Ἐν τῷ περὶ μεθόδου δεινότητος. Ἐκεῖ-
σε γὰρ διδάσκει, πότε δεῖ τὴν τῶν πραγμάτων τάξιν
φυλάττειν, καὶ πότε οὔ· εἴγε καὶ διδάξει· εἰ μὲν γὰρ
πανηγυρίζομεν, φυλακτέον τὴν τάξιν· οὐ γὰρ ἐπιβάλλει
τοῖς λεγομένοις ὁ ἀκροατὴς πρότερον ἀκούων τὰς πρά-
ξεις τοῦ ἐγκωμιαζομένου, καὶ εἶθ' οὕτω γένος καὶ παί-
422

δευσιν· πλὴν καὶ τοῦτο ὁ θεολόγος ἐκαινοτόμησεν ἐν τῷ


εἰς τὸν ἅγιον Ἀθανάσιον τὴν σύγκρισιν προτάξας, καὶ
ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ δὲ τοῦ πάσχα τὰ ἴσα πεποίηκε, καὶ τὰς
αἰτίας προείπομεν, οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ φυσικῇ τάξει χρη-
σάμενος, ὡς τὸ πρόβατον ἐνιαύσιον ἄμωμον· εἰ δὲ συμ-
βουλεύομεν ἢ δικαζόμεθα, τάξιν οὐ φυλάξομεν, ἀλλὰ
πρὸς τὸ οἰκεῖον συμφέρον τάξομεν τὰ κεφάλαια; οὕτω
γοῦν ὁ θεολόγος πρὸ τοῦ πηλίκου τὸ ἀντιθετικὸν θεὶς,
ἀμφότερα γὰρ τὰ ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους κατασκευάζουσι,
καὶ διὰ τῶν ἐκφράσεων τοῦτο κατασκευάσας, ἀρξάμενος
ἀπὸ τοῦ, τοῦτο τὸ ποίμνιον, ὕστερον ὡς ἀντιληπτικῶς

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


6, p. 272, l. 7

κεῖν· ἔπειτα ἀπὸ τοῦ ἔθους ἴσα δυναμένου τῷ νομίμῳ,


καὶ ἐπιχείρημα λαμβάνει τοὺς παλαιοὺς Ἀθηναίους,
ὅτι πολλὰ ἔχοντες μνησικακῆσαι τοῖς Ἕλλησιν, ἕνεκεν τῆς
τότε καταλύσεως τοῦ δήμου, καίτοι ἀσθενῶς ἔχοντες,
πάντα γὰρ εἶχον Λακεδαιμόνιοι, ὅμως Λακεδαιμονίοις
ἐβοήθουν.
ρμʹ. Λαμπρὸς γὰρ ὁ λόγος καὶ ὑψηλὸς ταῖς
μεθόδοις τῆς λαμπρότητος· καὶ ὁ θεολόγος· ὑ-
μεῖς γάρ μοι ἀπολογία καὶ στέφανος καυχήσεως, καὶ
πάλιν· ἡμεῖς τε γὰρ τὰς δοθείσας τῷ τμήματι κεφαλὰς,
ὡς ὑπὲρ εὐσεβείας καινοτομηθείσας καὶ εἰς βοήθειαν
τοῦ ὀρθοῦ λόγου κάμνοντες ἐν χάριτι προσηκάμεθα· κε-
φαλὰς λέγων τοὺς πρεσβυτέρους, οὓς οἱ ἀποσχίσαντες
ἐχειροτόνησαν ἑαυτῶν, ἐπισκόπων χωρίς· κεῖται ἡ χρῆσις
ἐν τοῖς εἰρηνικοῖς, οἶμαι ἐν τῷ δευτέρῳ.
Περὶ μεθόδου λαμπρᾶς.
ρμαʹ. Ὅταν προηγουμένως· κατὰ πρῶτον λό-
γον καὶ κατὰ χρείαν πρώτην καὶ δι' αὐτὸ τοῦτο.
ρμβʹ. Ὅταν ὡς θαῤῥῶν· θαῤῥεῖ τις ἐπὶ τῶν
ὁμολογουμένων καὶ μὴ ἐχόντων ἀντίῤῥησιν, καὶ μετ'
ἀξιώματος, μετὰ μεγέθους καὶ ὕψους φρονήσει

Lexica Syntactica, Lexicon syntacticum (= Ἀρχὴ σὺν θεῷ τῆς


συντάξεως) (e cod. Laur. 59,16) (4286: 002)“Lessico sintattico
Laurenziano”, Ed. Positano, L.M., Arco Magrì, M.Naples: Libreria
Scientifica Editrice, n.d..Alphabetic letter kappa, p. 46, l. 7
423

. 120. καταθλῶ. 121. «καταχορηγῶν τοῖς στρατιώ-


ταις ἀφειδῶς τῶν χρημάτων». 122. κατονομάζω σοι. 123. κα-
τειπεῖν, τὸ ἀναγγεῖλαι· τὸ δὲ κατηγορῶ, γενικῇ. – αἰτιατική·
124. καταλλάττω. 125. καταναλίσκω. 126. καταδιώκω. 127. κα-
ταλύω. 128. καταπέτομαι. 129. καταπολεμῶ. 130. καταργῶ.
131. κατατέμνω. 132. κατορθῶ. 133. καταφωτίζω. 134. καταυ-
λῶ. 135. καταβάλλω. 136. κακίζω. 137. καταγοητεύω. 138.
καταπλήσσω. 139. καταψήχω. 140. κατασείω. 141.
καταγωνίζομαι. 142. καταγλυκαίνω. 143. κατακρίνομαι. 144.
κατακίω. 145. καταμαλάσσω. 146. καταρτίζω. 147. καταιτιῶ-
μαι. 148. κατακαινοτομῶ. 149. κατοικτείρω. 150. κατορύττω.
151. καθαίρω σε κακῶν. 152. κάμπτω σοι γόνυ, δοτικῇ. 153.
καθυβρίζω. 154. κατακληρονομῶ. 155. κατασκέπτομαι. 156.
κατασκηνῶ. 157. καταπροΐεσθαι. 158. καταστρέφομαι. 159.
καπηλεύω. 160. καταπατῶ. 161. καταφωνῶ. 162. καταπεζεύω.
163. κατατραυματίζω. 164. καταστρατηγῶ.

Frag. um Lexici Graeci, Lexicon (Frag. um) (fort. auctore Nicephoro


Gregora) (e cod. Paris. gr. 3027) (4293: 001)“De emendanda ratione
Graecae grammaticae, pt. 1”, Ed. Hermann, G.Leipzig: Fleischer, 1801.
Entry 147, l. 4

τοῦ ἄν συντάσσεται καὶ μετὰ ὑποτακτικοῦ. παρα-


δείγματα τούτων, οἷον, πρὶν ἐποίουν καὶ ἐποίησα τό-
δε, καὶ πρὶν γενέσθαι τόδε, καὶ πρὶν ἂν ποιήσωμεν
τόδε.
Τὸ μεθ' ἡμέραν λαμβάνεται ἀντὶ τοῦ κα-
τὰ τὸν καιρὸν τῆς ἡμέρας. δοκεῖ δὲ οὐχ οὕτως διὰ
τὴν μετὰ πρόθεσιν ὑστεροχρονίαν δηλοῦσαν. ἐκαινοτομήθη δὲ ὑπὸ τοῦ
χρόνου. οἱ γὰρ παλαιοὶ ῥήτορες
νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν ἐτίθουν. ὅπερ ἐδήλου, ὡς
ἂν εἴποι τις μετὰ τὴν νύκτα τὴν ἡμέραν. οἱ δὲ με-
ταγενέστεροι τὸ παρηλλαγμένον ἀεὶ ζητοῦντες τῆς φρά-
σεως, καταλιμπάνοντες τὸ νύκτωρ, μόνον τιθέασι
τὸ μεθ' ἡμέραν.
Τὸ ἐγώ καὶ τὸ σύ πρωτότυποι ἀντωνυμίαι
εἰσί. τούτων αἱ γενικαὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ. ἐξ ὧν παράγον-
ται τὸ ἐμόν καὶ τὸ σόν κτητικαὶ ἀντωνυμίαι. τὸ δὲ
ἐμαυτοῦ καὶ σαυτοῦ σύνθετοι ἀντωνυμίαι εἰσί, καὶ
χωρὶς ἄρθρων προφέρονται, καὶ εὐθείας οὐκ ἔχουσι.
424

Anonymi De Astrologia Dialogus Astrol., De astrologia dialogus (=


Hermippus) (fort. auctore Joanne Catrario) (4374: 001)
“Anonymi christiani Hermippus De astrologia dialogus”, Ed. Kroll, W.,
Viereck, P.Leipzig: Teubner, 1895; Bibliotheca scriptorum Graecorum et
Romanorum Teubneriana.P. 12, l. 13

θʹ Οὐ μὴν ἀλλ', ὅπερ ἐξ ἀρχῆς ὑπεθέμην, ὡς ἡ


τῶν μελλόντων γνῶσις ἐκ τῆς περὶ τοὺς ἀστέρας ἐπι-
στήμης μόνης ἢ πρώτης ἡμῖν περιγίνεται καὶ οἰκεία
τις αὕτη καὶ σύμφυτος τὴν ἀρχὴν τοῖς ἀνθρώποις
ἀπονενέμηται, τοῦτ' ἐνταῦθα καὶ μάλ' ἐναργῶς κατα-
φαίνεται. τῇ γὰρ γενέσει ταύτῃ ῥᾴδιον μὲν ἦν καὶ
τὸν οὐρανὸν ἄνωθεν ὡς εἰπεῖν συγκαταβῆναι καὶ τὴν
γῆν ἀνομολογῆσαι ἔκ τινος οὐρανομήκους καὶ θεσπε-
σίας φωνῆς ἢ παμπληθεῖς ἀγγέλων ὁμίλους κατὰ συ-
στάσεις φανέντας ἀνακηρῦξαι πρὸς τὰ τῆς γῆς πέρατα.
οὐδὲν δὲ τοιοῦτον τερατῶδες ἐκαινοτομήθη τῇ φύσει,
ἀλλὰ τῇ συνήθει κἀνταῦθα πρὸς τὸ μέλλον γνώσει ὁ
τῶν θαυμασίων θεὸς τὸ θαῦμα τοῖς ἀνθρώποις ἐγνώ-
ρισεν, ἀστέρα τινὰ ξένον οἶμαι τοῦ συνήθους ἐπιστήσας
τῇ Βηθλεέμ, ὅπως δι' αὐτοῦ γνῶσιν οἱ τῆς ἐπιστήμης
ταύτης πάλαι ἐθάδες τὸ γεγονός, κἂν καὶ ῥᾳθυμίᾳ
γνώμης ταύτης καθάπαξ ἀποπεπτώκεσαν. οἷς δ' οὖν
ἐσώζετό τι λείψανον, συνεῖδόν τε εὐθύς,

Anonymi De Astrologia Dialogus Astrol., De astrologia dialogus (=


Hermippus) (fort. auctore Joanne Catrario) P. 12, l. 26

ρισεν, ἀστέρα τινὰ ξένον οἶμαι τοῦ συνήθους ἐπιστήσας


τῇ Βηθλεέμ, ὅπως δι' αὐτοῦ γνῶσιν οἱ τῆς ἐπιστήμης
ταύτης πάλαι ἐθάδες τὸ γεγονός, κἂν καὶ ῥᾳθυμίᾳ
γνώμης ταύτης καθάπαξ ἀποπεπτώκεσαν. οἷς δ' οὖν
ἐσώζετό τι λείψανον, συνεῖδόν τε εὐθύς, ὡς μέγα τι
καὶ ὑπὲρ φύσιν δηλοῖ, καὶ ἦλθον καὶ τὸ σέβας ἀπένε-
μον ὡς εἰκός. ἡ γοῦν ἐπιστήμη, δι' ἧς θεὸς ἐνανθρω-
πήσας ἐγνώσθη, ποία τις ἂν παρ' εὖ φρονοῦσι δικα-
σταῖς νομισθείη; ἢ πῶς ἂν δόξειεν εἶναι φαῦλον, ἣν
ἐκεῖνος ἀσκεῖν ὑπέδειξεν; κἀν τῷ σωτηρίῳ δὲ πάθει
σκοπητέον, ὅπως οὐ διά τινος πάλιν καινοτομίας τὸ
γινόμενον δεινὸν ἀπεσήμανεν, ἀλλὰ διὰ τῆς τοῦ ἡλίου
425

ἐκλείψεως. κἀνταῦθα γὰρ οἷόν τ' ἦν γῆν μὲν ῥῆξαι


καθάπαξ καὶ οὐρανὸν φωνὴν ἐκ προστάξεως ἀφιέναι
καὶ βροντὰς καὶ λαίλαπας καὶ κλόνον ἐπικρατῆσαι παν-
ταχῇ γῆς. τὸ δ' οὐ τοιοῦτον ἐγένετο· τὸ δὲ σύνηθες
πρὸς τὰ καινότερα τῶν συμβαινόντων σημεῖον, καὶ
οὗπερ γινομένου δεινά τινα συμβαίνειν δοκεῖν ἐδι-
δάχθημεν, μάρτυρα τῆς τοσαύτης φιλανθρωπίας καὶ
τοῦ πάθους ἡμῖν παρέλαβεν· πλήν γε ὅτι οὐκ ἀνθρώ-
πινον ἐδήλωσε πάθος, οἷα δὴ συμβαίνειν εἰώθασιν,

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. (4394: 001)“FHG 4”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 118, l. 4

νήσεως, τοῖς μὲν ἑκουσίαν ποιουμένοις τὴν τῶν βασιλι-


κῶν σκευῶν ἀνάδοσιν, τὸ αὐτὸ μέτρον τῆς τιμῆς ἀπε-
δίδου, τοὺς δὲ μὴ θέλοντας οὐκ ἠνάγκαζε. Τούτῳ
ἡ βουλὴ μετὰ τελευτὴν χρυσοῦν ἀνδριάντα ἔστησεν διὰ
τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ. Μετὰ Μάρκον ὁ υἱὸς αὐτοῦ Κόμο-
δος ἔτη ιγʹ. Μετὰ Κόμοδον Περτίναξ μῆνας ϛʹ. Μεθ'
ὃν Δίδιος Ἰουλιανὸς ἡμέρας ξʹ.
Exc. De ins.: Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας
ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια, πλεῖστά τε καὶ λό-
γου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξάμενος,
ἄλλως δὲ ὢν νεωτεροποιὸς, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς
τῆς Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προα-
χθεὶς τὴν ἔννοιαν. Αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα
τεθνήξεσθαι ἄλλως τε καὶ νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, μὴ
εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ
Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου,
ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινὰς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον
τεθνεῶτα, συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν
ὑποσχομένη. Ὃς, φήμης τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ
δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη τῆς ἀληθείας,

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. Frag. 136, l. 51

πᾶν τὸ στρατόπεδον Ἀντωνῖνον προσηγόρευσε, τῇ τε


πορφυρᾷ χλαμύδι περιβαλόντες εἶχον [ἔνδον]· πάντα
τε τὰ ἐπιτήδεια, καὶ παῖδας καὶ γυναῖκας, ὅσα τε εἶχον
ἐν κώμαις ἢ ἀγροῖς τοῖς πλησίον, εἰσκομίσαντες, καὶ
426

τὰς πύλας ἀποκλείσαντες, ἑαυτοὺς παρεσκεύαζον.


6. Ὡς δὲ ταῦτα ἀπηγγέλθη τῷ Μακρίνῳ ἐν Ἀντιο-
χείᾳ διατρίβοντι, ἥ τε φήμη διέδραμεν ἀνὰ τὰ λοιπὰ
στρατόπεδα, ὅτι τε Ἀντωνίνου υἱὸς εὑρέθη, καὶ ὅτι
ἡ Ἰουλίας ἀδελφὴ χρήματα δίδωσι· πάντα τὰ λεγόμενα
ἀληθῆ πιστεύσαντες τὰς ψυχὰς ἐξεπτόηντο. Ἐνῆγε δὲ
αὐτοὺς εἰς πραγμάτων καινοτομίαν τὸ Μακρίνου μῖσος
καὶ ἡ Ἀντωνίνου μνήμη καὶ πρό γε πάντων ἡ τῶν
χρημάτων ἐλπὶς, ὡς πολλοὺς καὶ αὐτομολοῦντας φοιτᾶν.
7. Ὁ δὲ Μακρῖνος καταφρονῶν τοῦ πράγματος ὡς
παιδαριώδους, χρώμενός τε τῇ συνήθει ῥᾳθυμίᾳ, αὐ-
τὸς μὲν οἴκοι μένει, πέμπει δὲ ἕνα τῶν ἐπάρχων τοῦ
στρατοπέδου, δύναμιν δοὺς ὅσην ᾤετο ἐκπορθήσειν τοὺς
ἀνθεστηκότας. Ἦν δὲ ὁ ἔπαρχος Ἰουλιανός. Οὗτος ὡς
τῷ τείχει τοῦ στρατοπέδου παρέστη, οἱ ἔνδοθεν στρα-
τιῶται ἀνελθόντες ἐπὶ τοὺς πύργους, τὸν παῖδα τῷ ἔξω-
θεν στρατῷ δεικνύουσιν, Ἀντωνίνου υἱὸν εὐφημοῦντες,

Concilia Oecumenica (ACO), Concilium universale Ephesenum anno


431 Tomëvolumëpart 1,1,3, p. 41, l. 37

τέρων τῶν ἐν Νικαίαι συνεληλυθότων καὶ τῶν μετ' ἐκείνους ἐν τῆι


διδασκαλίαι διαπρεψάν-
των, Εὐσταθίου τοῦ Ἀντιοχείας, Βασιλείου τοῦ Καισαρείας καὶ
Γρηγορίου καὶ Ἰωάννου καὶ
Ἀθανασίου καὶ Θεοφίλου καὶ Δαμάσου τῆς Ῥώμης καὶ Ἀμβροσίου τοῦ
Μεδιολάνων καὶ
τῶν ταὐτὰ τούτοις διδαξάντων ἐμμένομεν δόγμασι καὶ τοῖς εὐσεβέσιν
αὐτῶν ἀκολουθοῦμεν
ἴχνεσι. τοῖς γὰρ εὐαγγελικοῖς καὶ ἀποστολικοῖς καὶ προφητικοῖς ἑπόμενοι
ῥήμασιν ἀκριβῆ
τῆς ὀρθοδοξίας ἡμῖν κανόνα κατέλιπον, ὃν ἀκλινῆ καὶ ἀσάλευτον
φυλάξαι σπουδάζομεν
ἅπαντες οἱ τὴν Ἀνατολὴν οἰκοῦντες, ὡσαύτως δὲ καὶ Βιθυνοὶ καὶ
Παφλαγόνες καὶ ἡ δευ-
τέρα Καππαδοκία καὶ Πισιδία καὶ Δακία καὶ Μυσία καὶ Θετταλία καὶ
Εὐρώπη καὶ Ῥοδόπη
καὶ ἄλλοι πλεῖστοι ἀπὸ διαφόρων ἐπαρχιῶν. δῆλοι δέ εἰσι καὶ Ἰταλιῶται
τῆς καινοτομίας ταύτης οὐκ ἀνεξόμενοι. ὁ γὰρ θεοφιλέστατος καὶ
ἁγιώτατος Μαρτῖνος ὁ τῆς Μεδιο-
λάνων ἐπίσκοπος καὶ γράμματα πρὸς ἡμᾶς ἀπέστειλεν καὶ τῶι
εὐσεβεστάτωι βασιλεῖ βιβλίον
ἐξέπεμψε τοῦ μακαρίου Ἀμβροσίου περὶ τῆς τοῦ κυρίου ἐνανθρωπήσεως,
427

ὅπερ τὰ ἐναντία
τοῖς αἱρετικοῖς τούτοις διδάσκει κεφαλαίοις. γινωσκέτω δέ σου ἡ ἁγιότης
ὡς οὐκ ἤρκεσε
Κυρίλλωι καὶ Μέμνονι τὸ τῆι ὀρθοδόξωι πίστει λυμήνασθαι, ἀλλὰ καὶ
πάντας τοὺς κανόνας
ἐπάτησαν. τοὺς γὰρ ὑπὸ διαφόρων διοικήσεων καὶ ἐπαρχιῶν γενομένους
ἀκοινωνήτους
εὐθὺς εἰς κοινωνίαν ἐδέξαντο, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἑτέρους ἐπὶ αἱρέσεσιν
ἐγκαλουμένους καὶ
τὰ αὐτὰ φρονοῦντας Κελεστίωι καὶ Πελαγίωι (Εὐχῖται γάρ εἰσιν εἴτ' οὖν
Ἐνθουσιασταί,
δι' ὃ καὶ ἀκοινώνητοι ἦσαν τῶι τε διοικητῆι καὶ τῶι μητροπολίτηι) τῆς
ἐκκλησιαστικῆς εὐτα-
ξίας καταφρονήσαντες εἰς κοινωνίαν ἐδέξαντο αὐτούς, τὸ πλῆθος ἑαυτοῖς
πανταχόθεν ἀθροί-
ζοντες καὶ τυραννικῶς μᾶλλον ἢ εὐσεβῶς δογματίζειν σπουδάζοντες.
ἐπειδὴ γὰρ τῆς

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. (5008: 001)“Aristides, vol. 3”, Ed.


Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb pa -
Hypothesis-Epigram 109,7, l. 6

ἐκείνου δὲ, τουτέστι τοῦ χρόνου ἀφ' οὗ τετίμηται παρ'


Ἀθηναίοις. πρεσβυτάτους δὲ τῶν θεῶν τοὺς περὶ τὸν
Κρόνον, καὶ Δία, καὶ Ῥέαν, καὶ Ποσειδῶνα, καὶ Ἀθη-
νᾶν, καὶ ἄλλους. D.
ἐξ ἐκείνου] τοῦ μυηθῆναι τῶν μυστηρίων. A.
τοὺς πρεσβυτάτους ἄρα τῶν θεῶν] τοὺς
περὶ Κρόνον, καὶ Ῥέαν, καὶ Δία, καὶ Ποσειδῶνα, καὶ
τοὺς ἄλλους. A.
ἦρξε τιμᾶν] ἀντὶ τοῦ ἔγραψε. τὸ δὲ ἐπήλυδας ἀντὶ
τοῦ νεωτέρους. Ἡρακλέα δὲ λέγει καὶ Διόνυσον. ἵνα δὲ μὴ
δόξῃ ἄτοπά τι ποιεῖν καινοτομεῖν θεοὺς φησὶν ὅτι πολι-
τευομένη μετὰ τῶν θεῶν ἐγίνωσκε τούτων τὸ βούλημα.
ἐκεῖνοι γὰρ, φησὶν, ἐδέχοντο καὶ ταύτην οὐκ ἐλάνθανον. D.
τοὺς ἐπήλυδας] τοὺς οὐ φύσει θεοὺς, ἀλλὰ
διὰ τὴν ἀρετὴν εἰς τοῦτο ταχθέντας, Ἡρακλέα καὶ Διό-
νυσον, καὶ τοὺς ἄλλους. A.
τούς τε Θηβαίους] Θηβαῖος ἦν Ἡρακλῆς
διὰ τὴν μητέρα, τὴν Ἀλκμήνην, Ἀργεῖος δὲ διὰ τὸν πα-
τέρα, τὸν Ἀμφιτρύωνα· διὸ καὶ τοὺς ἄλλους εἶπε, δηλῶν
τοὺς Ἀργείους.
428

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Persas (scholia vetera et recentiora


Thomae Magistri et Demetrii Triclinii) (5010: 006)“Demetrii Triclinii in
Aeschyli Persas scholia, 2nd edn.”, Ed. Massa Positano, L.Naples:
Libreria Scientifica Editrice, 1963.Scholion-gloss sch, hypothesis-verse
hyp, l. 51

στρατόν. τετάρτῳ δὲ ἔτει Δαρεῖος μὲν τελευτᾷ, Ξέρξης δὲ


καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὸν πόλεμον διαδέχεται καὶ δέκα
παρελθόντων ἐνιαυτῶν τοῦτον ηὐτρέπιζε, Μαρδονίου ἀναγ-
κάζοντος αὐτὸν πολεμεῖν, Ἀρταβάνου ἀποτρέποντος. ἦν
οὖν ὁ πᾶς ἀριθμὸς τῆς στρατιᾶς αὐτοῦ ἀπόμαχός τε καὶ
μάχιμος μυριάδες πεντακόσιαι, πλοῖα δὲ χίλια σζʹ. τετρα-
κόσια δ' ἦν τάλαντα ἡμερησία τροφὴ τῷ στρατῷ. ἐμέτρη-
σε δὲ τὴν στρατιὰν Ξέρξης τοῦτον τὸν τρόπον· μυρίανδρον
τεῖχος κατασκευάσας καὶ τοῦτο πληρῶν καὶ κενῶν, οὕτω
τὰς μυριάδας ἠρίθμει. στρατευόντων οὖν κατὰ τῆς Ἑλ-
λάδος ἠθέλησε καινοτομῆσαι τὰς τῶν στοιχείων φύσεις·
Βουβάρης γὰρ καὶ ὁ πεντάπηχυς Ἀρταχαῖος προπεμφ-
θέντες μετὰ πολλῶν μυριάδων τῆς ὀρυγῆς τοῦ Ἄθω
ἐπεστάτουν καὶ διέκοπτον αὐτὸν καὶ ἐθαλάττουν εἰς βάθος.
ἕτεροι δὲ γεφυροῦν ἐπέμφθησαν τὸν Ἑλλήσποντον περὶ
τὴν τραχεῖαν ἀκτὴν λεγομένην μεταξὺ Σηστοῦ καὶ Ἀβύ-
δου. γεγονυίας δὲ τῆς γεφύρας καὶ λυθείσης ὑπὸ χειμῶ-
νος καὶ τῆς τοῦ πελάγους ῥύμης διακοσίαις ῥάβδων πλη-
γαῖς ἔτυψε τὸν Ἑλλήσποντον, καὶ δύο δεσμοῖς σιδηροῖς
ἐκέλευσεν ἑκατέρωθεν συσχεῖν τὸ πέλαγος ὡς δῆθεν τὴν
θάλασσαν οἷα δούλην δεσμῶν τοῖς κλοιοῖς

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in ecclesiazusas (5014: 013)“Scholia


Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.
Paris: Didot, 1877, Repr. 1969.Argumentum-scholion sch , v 216, l. 1

διὰ τὸ ἀνήρ. R. (τὰ δημόσια γὰρ μισθοφοροῦντες: Ὅπως μὲν


αὐτοὶ κερδανεῖτε, σκοπεῖσθε· ὅπως δὲ φροντίσετε περὶ
τῶν κοινῶν, ἐξ ὧν μισθοφορίαι, ἀμελεῖτε τοῦ κοινοῦ.)
Αἴσιμος: Χωλὸς ἄτιμος καὶ ἀμαθής. – ἄτιμος
οὗτος καὶ χωλός. τὸ δὲ κοινὸν ὅτι τὸ κοινὸν ἀμελεῖτε.
σκοπεῖσθε δὲ, τί κερδανεῖτε. R.
(σωθήσεσθ' ἔτι: Παρέλκει τὸ ἔτι παρὰ τοῖς
Ἀττικοῖς.)
(ταμίαις: Ἐφόροις, φύλαξι, διοικητρίαις.)
429

βάπτουσι: Πλύνουσι. – οὐδὲν καινοτομοῦσι,


φησί.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in ecclesiazusas


Argumentum-scholion sch eccl, verse 587, l. 2

οἷον ἐντρυφῶσα διὰ τὴν ἐξουσίαν. R.


Ἀττικόν ἐστιν ἀντὶ τοῦ πάντων. R.
ἄλλος Βλέπυρος ἐλθών. R.
μηδ' ἀφέλης μου τὸν βίον: Διοικοῦσα μετὰ τῶν
ἄλλων γυναικῶν.
μὴ 'νεχυραζόμενον: Τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν. ἔθος
γὰρ ἦν τοῖς δικαζομένοις ἐνέχυρα διδόναι τὴν ἑαυτῶν
οὐσίαν.
πολίτην: Τὸν τῆς πόλεως. R.
ἄλλης ἀρχῆς: ἀντὶ τοῦ ἄρχειν τὸ καινοτομεῖν. R.
οἷον μηδὲ τὸ τυχόν.

Σχόλια στον Αριστοτέλη. ethica Nicomachea (scholia vetera et


recentiora) (e cod. Paris. gr. 1854) (5015: 003)
“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecae regiae Parisiensis,
vol. 1”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1839, Repr.
1967.Bekker p. 1108A,4, l. 7

Οὐχ ὅτι αὐτὸς ἐφεῦρε τὸ ὄνομα τῆς πραότητος τοῦτο λέγει· κεῖται γὰρ
καὶ παρὰ Πλάτωνι καὶ ἑτέροις παλαιοτέροις τὸ τῆς πραότητος, ἀλλ' ὅτι
ἐφ' ἑτέρων κείμενον, αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἔλαττον τοῦτο διαφέρον· κεῖται
γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ ἡσύχου· ὡσαύτως καὶ τὸ ὀργίλος ἐφ' ἑτέρων
λαμβανόμενον, αὐτὸς ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν τοῦτο μετήνεγκε, τὴν δὲ
ἀοργησίαν μόνην ἐκαινοτόμησε. Ἡ ἐν προσποιήσει ἀληθείας
ψευδοσύνη· ἡ μὲν πρὸς ὑπερβολὴν ἀλαζονεία· λέγει γὰρ ὁ πρὸς
ὑπερβολὴν ψευδόμενος· καὶ τὰ μὴ προσόντα αὐτῷ καλὰ προσεῖ-
ναι· ἡ δὲ ἐπὶ τὸ ἔλαττον εἰρωνεία· ὁ γὰρ εἴρων καὶ τὰ προσόντα
αὐτῷ κρύπτει καὶ μειοῖ· τοιοῦτοι γὰρ οἱ εἴρωνες.
Δοκεῖ ταῦτα τὰ ἔπη ἡ Κίρκη
μᾶλλον παρὰ τῇ ποιητῇ, ἀλλ' οὐχ ἡ Καλυψὼ λέγειν. καπνῷ δὲ
καὶ κύματι ἀπείκασται τὸ τοιοῦτον ἄκρον, τὸ φευκτὸν αὐτοῦ δεικ-
νὺς ὁ φιλόσοφος· ἁμαρτωλότερον δέ φησι τὸ μᾶλλον ἐναντίον τῷ
μέσῳ καὶ ἀνομοιότερον.
430

Σχόλια στον Δημοσθένη (fort. auctore Ulpiano) (5017: 001)“Scholia


Demosthenica, 2 vols.”, Ed. Dilts, M.R.Leipzig: Teubner, 1:1983;
2:1986.Oration 13, se. 1, l. 159

καὶ πρὸς ἅπαντας ὅσοι τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ πολιτείαν ἀνῄρηνται. εἶτα καὶ
τὴν αἰτίαν προστίθησι δι' ἣν ἐκεῖνοι μὲν τοῦτον τὸν τρόπον, αὐτὸς δὲ οὐ
τὸν
αὐτὸν πολιτεύεται. ταῦτα δὲ ἂν εἴη σύστασις ποιότητος, ἣ θεωρεῖται περὶ
τὸ δίκαιον. διὸ προσποιεῖται ταῦτα [καὶ] λέγειν χαλεπαίνων καὶ ἀχθόμε-
νος ὅτι νενίκηκεν ἀλυσιτελὴς Εὐβούλου γνώμη, διδοῦσα τὰ κοινὰ τῷ
δήμῳ
σχολάζοντι καὶ εἰς ῥαθυμίαν ἐκκαλουμένη μᾶλλον.
Ὅθεν καὶ ἡ ἀντεξέτασις ἑτέρα γίνεται τῆς τῶν προγόνων πολιτείας
(21 sqq.), ἣν διῴκουν ἄνδρες ἀγαθοὶ οἷος αὐτός, καὶ τῆς νυνὶ
καθεστηκυίας,
εἰς οἷα οἱ δημαγωγοῦντες ἐπὶ τοῦ παρόντος προήχασι τὴν πόλιν. εἰκότως
δὲ πλεῖστος ὁ περὶ τούτων λόγος· ἐπειδὴ γὰρ ὁρᾷ τὴν πολιτείαν
καινοτομουμένην, εἰκότως πλεῖστα περὶ τῆς πολιτείας διαλέγεται, τῇ μὲν
ἐπαινῶν τῇ δὲ μεμφόμενος, μονονουχὶ τὸν Περικλέα μιμούμενος. πρῶτος
γὰρ ἐκεῖνος ἔταξε μισθοφορὰν καὶ ἔδωκε τῷ δήμῳ στρατευομένῳ· καὶ
αὐτὸς δὲ βούλεται διδόναι καὶ προκαλεῖται πράττειν ἃ δεῖ. δύο τοίνυν
εἰσὶν ἐν τῇ παρεκβάσει μέγισται συγκρίσεις ἤτοι ἀντεξετάσεις, μία μὲν
τῆς ἑαυτοῦ πολιτείας πρὸς τὴν τῶν ἀντιπολιτευομένων, ἑτέρα δὲ τῆς ὅλης
πολιτείας τῆς νῦν πρὸς τὴν πάλαι. ταύτην δὲ δίχα διαιρεῖ, εἴς τε τὰς νῦν
καθεστη-κυίας τιμὰς τῶν στρατηγῶν καὶ εἰς τὰς τιμὰς τῶν προτέρων. καὶ
τὸ ἄλλο εἶδος τῆς πολιτείας ἅπαν [ὥσπερ] καὶ αὐτὸ εἰς τρία διῄρηκε, εἰς
τὸ κοινὸν τῆς πόλεως εἰς τὰ ἴδια αὐτῶν τῶν δημαγωγῶν. πᾶσαν τοίνυν,
ὡς ἔφαμεν, τὴν πολιτείαν ἀντεξετάζει τὴν τῶν προγόνων, καὶ πρῶτον μὲν

Σχόλια στον Δημοσθένη (fort. auctore Ulpiano) Oration 20, se. 21a, l. 6

εἶναι ὁμολογῶν’. συλλογιστικὸν δέ ἐστι τὸ ἄλλο ἐξ ἄλλων ἀποδεικνῦον,


ὥσπερ (9, 17) ‘ὁ γὰρ οἷς ἂν ἐγὼ ληφθείην’· μικτὸν δέ (23, 99) ‘ὥσπερ
γὰρ εἴ τις ἐκείνων ἑάλω, σὺ τάδε οὐκ ἂν ἔγραψας’ καὶ τὰ ἑξῆς. ἀρετὴ
δὲ ἐνθυμήματός ἐστι βραχύτης κώλων καὶ εὐρυθμία κατὰ τὴν σύνθεσιν
τῶν ὀνομάτων. RT
οὐ τοίνυν ἔμοιγε οὐδ' ἐκεῖνο εὔλογον] ἐπὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς ἀντίθεσιν πάλιν
ἐπανήγαγε τὸν λόγον. πῶς γὰρ ἀκόλουθον, φησί, τὴν αὐτὴν τοῖς τε
κακοῖς
μέμψιν καὶ κατὰ τῶν ἀμέμπτων καὶ ὄντως εὐεργετῶν προχωρεῖν; ἀπο-
στερεῖ γὰρ καὶ τούτους κἀκείνους ὁμοίως. ἐξ οὗ πάντες ἔσονται πονηροὶ
431

μηδεμίαν τιμὴν τῆς ἀρετῆς ἐχούσης. τὸν γὰρ ἐκ χάριτος μὴ δοκοῦντα


εἶναι
χρηστὸν οὐκ ἔνι δήπουθεν ἀτιμασθέντα γενέσθαι σπουδαῖον.
ἐκαινοτόμησε δὲ τὴν μέθοδον· ἄνωθεν μὲν γὰρ ἐξήτασε τοὺς ἀναξίους
καὶ τοὺς ἀξίους, ἐνταῦθα δὲ κατὰ μόνων τῶν ἀναξίων πληροῖ τὴν
ἔννοιαν, ἀφελὼν μὲν τὴν τῶν ἀξίων ἐξέτασιν, τοὺς φαύλους δὲ αὐτοὺς
καθ' ἑαυτοὺς ἐξετάζων· καὶ γέγονεν ἡ ἔννοια συμπέρασμα τῶν
ἀντιθέσεων ἀμφοτέρων. gT
συγκρούσας ἱκανῶς διὰ τῶν προειρημένων καὶ τὴν ἀντίθεσιν Λεπτί-
νου καὶ τὴν γένεσιν τῆς ἀνθυποφορᾶς χρησίμως εὑρὼν καὶ προοικονομή-
σας διὰ τούτων τὴν οἰκείαν νομοθεσίαν, ἐπανήγαγεν ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν ἐξ
ἀρχῆς ἀντίθεσιν. καινοτομεῖ δὲ τὴν μέθοδον κατὰ μόνων τῶν ἀναξίων
πληρῶν τὴν ἔννοιαν. καὶ ἔστι συμπέρασμα τῶν ἀντιθέσεων ἀμφοτέ-
ρων.

Σχόλια στον Δημοσθένη (fort. auctore Ulpiano)


Oration 20, se. 21b, l. 4

στερεῖ γὰρ καὶ τούτους κἀκείνους ὁμοίως. ἐξ οὗ πάντες ἔσονται πονηροὶ


μηδεμίαν τιμὴν τῆς ἀρετῆς ἐχούσης. τὸν γὰρ ἐκ χάριτος μὴ δοκοῦντα
εἶναι
χρηστὸν οὐκ ἔνι δήπουθεν ἀτιμασθέντα γενέσθαι σπουδαῖον.
ἐκαινοτόμησε
δὲ τὴν μέθοδον· ἄνωθεν μὲν γὰρ ἐξήτασε τοὺς ἀναξίους καὶ τοὺς ἀξίους,
ἐνταῦθα δὲ κατὰ μόνων τῶν ἀναξίων πληροῖ τὴν ἔννοιαν, ἀφελὼν μὲν
τὴν
τῶν ἀξίων ἐξέτασιν, τοὺς φαύλους δὲ αὐτοὺς καθ' ἑαυτοὺς ἐξετάζων· καὶ
γέγονεν ἡ ἔννοια συμπέρασμα τῶν ἀντιθέσεων ἀμφοτέρων.
συγκρούσας ἱκανῶς διὰ τῶν προειρημένων καὶ τὴν ἀντίθεσιν Λεπτί-
νου καὶ τὴν γένεσιν τῆς ἀνθυποφορᾶς χρησίμως εὑρὼν καὶ προοικονομή-
σας διὰ τούτων τὴν οἰκείαν νομοθεσίαν, ἐπανήγαγεν ἐντεῦθεν ἐπὶ τὴν ἐξ
ἀρχῆς ἀντίθεσιν. καινοτομεῖ δὲ τὴν μέθοδον κατὰ μόνων τῶν ἀναξίων
πληρῶν τὴν ἔννοιαν. καὶ ἔστι συμπέρασμα τῶν ἀντιθέσεων ἀμφοτέ-
ρων.
ἔτι τοίνυν κἀκεῖν' ἐνθυμεῖσθαι] πληρώσας τὸ δίκαιον ἐντεῦθεν ἐν-
νοίας ἄρχεται τοῦ συμφέροντος· σύνηθες γὰρ αὐτῷ προλύειν τὰς ἀντι-
θέσεις καὶ πρὸ τῶν θέσεων.

Σχόλια στον Δημοσθένη (fort. auctore Ulpiano)


Oration 21, se. 147, l. 4

οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστι] ἐπειδὴ γλίσχρως ἐδόκει ποιεῖν καὶ περὶ τῶν
δούλων ἀγωνιζόμενος, καθόλου τὸ τῆς ὕβρεως ηὔξησεν ὡς ἀφόρητον,
432

κἂν
εἰς δοῦλον γίγνηται.
οὐδὲν γὰρ οἷον ἀκούειν αὐτοῦ τοῦ νόμου] οὐδὲν γὰρ ἄλλο τοιοῦτον
ἡδὺ ὡς τὸ ἀκούειν τοῦ νόμου καὶ οὐδὲν τοιοῦτον εἰπεῖν ἡμεῖς ὃ αὐτὸς ὁ
νόμος βοᾷ τε καὶ δείκνυσιν.
εἰς τὴν ἡλιαίαν] εἰς τὸ δικαστήριον
ἀκούετε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι] ‘οὐκ ἠκούσατε, ἀλλὰ καὶ νῦν βοῶντος
ἀκούετε τοῦ νόμου, φησίν, οὐκ ἀνθρώπου τινός· οὐ γάρ ἐστιν ἡ τῶν δού-
λων πρὸς τοὺς ἐλευθέρους ἡ φύσις, ἀλλ' ἡ τύχη τὸ διαλλάττον.’
ἐκαινοτό-
μησεν. ὅσῳ δ' ἂν μᾶλλον ἐπαινέσῃ τὸν περὶ τῶν δούλων νόμον, τοσούτῳ
χαλεπώτερα δείξει τὰ Μειδίᾳ κατ' αὐτοῦ τολμηθέντα. VfTBcFj
τί οὖν πρὸς θεῶν] ἐπὶ γένος ἀνήμερον ἀνήνεγκε τὴν κρίσιν τοῦ νόμου.
εἰ γὰρ καὶ τῆς βαρβάρων ὠμότητος κρείττων ὁ νόμος, ὥστε κἀκείνους
ἐπαινέσαι τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ γράμματος, ποῖόν τινα χρὴ νομίζειν

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


εὑρέσεως (5024: 019)“Rhetores Graeci, vol. 7.2”, Ed. Walz, C.
Stuttgart: Cotta, 1834, Repr. 1968.Vol. 7, p. 759, l. 6

Cap. VI. Περὶ ἐργασίας ἐπιχειρημάτων.

αʹ. Ἐργάζεται πᾶν ἐπιχείρημα ἀπὸ παραβολῆς, ἀπὸ


παραδείγματος, ἀπὸ μικροτέρου, ἀπὸ μείζονος, ἀπὸ
ἐναντίου, ἀπὸ ἴσου, ἀπὸ παραβολῆς, οἷον ὥσπερ γὰρ
τὸ ἐργάζεσθαι κρεῖττον τοῦ ἀπρακτεῖν καὶ σχολὴν
ἄγειν, οὕτως τὸ καινοτομεῖν καὶ μὴ μένειν ἀεὶ ἐν ταυ-
τότητι λυσιτελέστερον· ἀπὸ παραδείγματος, τὸν Ξέρ-
ξην ὅρα· πῶς καινοτομήσας τὴν ὀρυγὴν τοῦ Ἄθω σύν-
τομον εὗρε τὸν πλοῦν τοῦ οἰκείου στρατεύματος· ἀπὸ
μικροτέρου, οἷον Εὐβοεῖς καινοτομήσαντες τὸ καὶ τὸ
κατώρθωσαν τόδε καὶ τόδε· ἀπὸ μείζονος καὶ τοῦ μὴ
παρ' ἄλλου τολμηθέντος· δεῖ τὸν σπουδαῖον ἐφάπτεσθαι,
μήτι γε τοῦ ὑφ' ἑτέρων γεγονότος· ἀπὸ ἴσου, εἰ ὁ ἐπι-
νοῶν τι τῶν συμφερόντων συνετὸς, καὶ ὁ καινοτομῶν ἐπὶ
τὸ συμφέρον σπουδαῖος καὶ ἐπαινετὸς διὰ τοῦτο· ἀπὸ
τοῦ ἐναντίου, εἰ γὰρ τὸ σχολὴν ἄγειν περὶ τὰ πρακτέα

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


εὑρέσεως Vol. 7, p. 759, l. 8
433

Cap. VI. Περὶ ἐργασίας ἐπιχειρημάτων.

αʹ. Ἐργάζεται πᾶν ἐπιχείρημα ἀπὸ παραβολῆς, ἀπὸ


παραδείγματος, ἀπὸ μικροτέρου, ἀπὸ μείζονος, ἀπὸ
ἐναντίου, ἀπὸ ἴσου, ἀπὸ παραβολῆς, οἷον ὥσπερ γὰρ
τὸ ἐργάζεσθαι κρεῖττον τοῦ ἀπρακτεῖν καὶ σχολὴν
ἄγειν, οὕτως τὸ καινοτομεῖν καὶ μὴ μένειν ἀεὶ ἐν ταυ-
τότητι λυσιτελέστερον· ἀπὸ παραδείγματος, τὸν Ξέρ-
ξην ὅρα· πῶς καινοτομήσας τὴν ὀρυγὴν τοῦ Ἄθω σύν-
τομον εὗρε τὸν πλοῦν τοῦ οἰκείου στρατεύματος· ἀπὸ
μικροτέρου, οἷον Εὐβοεῖς καινοτομήσαντες τὸ καὶ τὸ
κατώρθωσαν τόδε καὶ τόδε· ἀπὸ μείζονος καὶ τοῦ μὴ
παρ' ἄλλου τολμηθέντος· δεῖ τὸν σπουδαῖον ἐφάπτεσθαι,
μήτι γε τοῦ ὑφ' ἑτέρων γεγονότος· ἀπὸ ἴσου, εἰ ὁ ἐπι-
νοῶν τι τῶν συμφερόντων συνετὸς, καὶ ὁ καινοτομῶν ἐπὶ
τὸ συμφέρον σπουδαῖος καὶ ἐπαινετὸς διὰ τοῦτο· ἀπὸ
τοῦ ἐναντίου, εἰ γὰρ τὸ σχολὴν ἄγειν περὶ τὰ πρακτέα
ἐπίψογον, πῶς οὐκ ἐγκωμίων ἄξιοι οἱ τὰς τοῦ βίου και-
νοτομίας ἐννοοῦντες;

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


εὑρέσεως Vol. 7, p. 759, l. 10

Cap. VI. Περὶ ἐργασίας ἐπιχειρημάτων.

αʹ. Ἐργάζεται πᾶν ἐπιχείρημα ἀπὸ παραβολῆς, ἀπὸ


παραδείγματος, ἀπὸ μικροτέρου, ἀπὸ μείζονος, ἀπὸ
ἐναντίου, ἀπὸ ἴσου, ἀπὸ παραβολῆς, οἷον ὥσπερ γὰρ
τὸ ἐργάζεσθαι κρεῖττον τοῦ ἀπρακτεῖν καὶ σχολὴν
ἄγειν, οὕτως τὸ καινοτομεῖν καὶ μὴ μένειν ἀεὶ ἐν ταυ-
τότητι λυσιτελέστερον· ἀπὸ παραδείγματος, τὸν Ξέρ-
ξην ὅρα· πῶς καινοτομήσας τὴν ὀρυγὴν τοῦ Ἄθω σύν-
τομον εὗρε τὸν πλοῦν τοῦ οἰκείου στρατεύματος· ἀπὸ
μικροτέρου, οἷον Εὐβοεῖς καινοτομήσαντες τὸ καὶ τὸ
κατώρθωσαν τόδε καὶ τόδε· ἀπὸ μείζονος καὶ τοῦ μὴ
παρ' ἄλλου τολμηθέντος· δεῖ τὸν σπουδαῖον ἐφάπτεσθαι,
μήτι γε τοῦ ὑφ' ἑτέρων γεγονότος· ἀπὸ ἴσου, εἰ ὁ ἐπι-
νοῶν τι τῶν συμφερόντων συνετὸς, καὶ ὁ καινοτομῶν ἐπὶ
τὸ συμφέρον σπουδαῖος καὶ ἐπαινετὸς διὰ τοῦτο· ἀπὸ
434

τοῦ ἐναντίου, εἰ γὰρ τὸ σχολὴν ἄγειν περὶ τὰ πρακτέα


ἐπίψογον, πῶς οὐκ ἐγκωμίων ἄξιοι οἱ τὰς τοῦ βίου και-
νοτομίας ἐννοοῦντες;

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, p. -verse
129ter, l. 3

χὴν φαύλου βίου καὶ κακοδαίμονος τὴν ἀνατροφὴν ὑποτίθε-


ται· καὶ γὰρ ὁ Πλάτων ἔφη Κῦρον καὶ Δαρεῖον στρατιωτικοῖς
ἔθεσι παιδευθέντας, ἄνδρας ἀγαθοὺς γενέσθαι· τοὺς δὲ παῖ-
δας αὐτῶν, ἀσχολουμένους ἐν γυναιξὶ νεοπλούτοις καὶ τρυ-
φώσαις, διαφθαρῆναι. ΑΛΛΩΣ. Κατὰ σύγκρισιν. Ἐπεὶ οὐ
τῶν ρʹ ἐλάττους ἔζων. Τὸ δὲ ἑκατὸν οὐκ ἐπὶ ὡρισμένου χρό-
νου, ἀλλ' ἐπὶ πλήθους· ἔστι γὰρ ἀόριστον ἀντὶ τοῦ πολλά.
PROCLUS.
ΑΛΛ' ἙΚΑΤΟΝ ΜΕΝ ΠΑΙΣ ΕΤΕΑ. Οἱ μὲν
πρότεροι διόλου συνέζων ἀλλήλοις· οἱ δὲ τοῦ δευτέρου γένους
προμηθέστεροι γεγονότες πολλὰ τὸν πρὶν βίον ἐκαινοτόμησαν, τέχνας
καὶ ἕτερα εὑρόντες· καὶ τοῦτο δὲ προσεξεῦρον,
μέχρι μὲν πολλοῦ τινὸς χρόνου τοῖς γονεῦσι συνεῖναι, καὶ οἰ-
κουρεῖν μᾶλλον σὺν ταῖς μητράσι· καὶ οὕτω γυναικωδῶς ἀνε-
τρέφοντο, ἐξελθόντες δὲ καὶ χωρισθέντες τῶν οἴκων τῶν πα-
τρικῶν, τὰς ἀλλήλων ὕβρεις μὴ φέροντες, μηδὲ τὰ πρέποντα
λογιζόμενοι, βραχύβιοι ἐγένοντο, ὑπὸ θλίψεών τε καὶ ὑπ'
ἀλλήλων ἀναιρούμενοι. Εἰκὸς δὲ καὶ τοὺς ἐν γυναικωνίτιδι
τεθραμμένους, καὶ οἰκοσίτους, καὶ ἀταλοὺς, καὶ μὴ δυναμέ-
νους τλῆναί τι, βραχυβίους εἶναι, καὶ οὕτω τελευτᾷν· ὅθεν
καὶ μεγαλονηπίους αὐτοὺς λέγει, διὰ τὴν τοιαύτην ἀνα

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (5026: 001)


“Scholia Graeca in Homeri Iliadem (scholia vetera), vols. 1–5, 7”, Ed.
Erbse, H.Berlin: De Gruyter, 1:1969; 2:1971; 3:1974; 4:1975; 5:1977;
7:1988.B. of Iliad 21, verse 257-62b, l. of scholion 7

καὶ τὰ ἑξῆς. T παραφυλάττει δὲ τὴν ἐπεξεργασίαν· “ἀπὸ κρήνης”


(257) μὲν τὴν φορὰν τοῦ ὕδατος πρὸς τὸ δαψιλὲς τῆς ἐπιρρύσεως, ἐν
435

κατάντει δὲ χωρίῳ (cf. 262) πρὸς τὸ συνεχὲς καὶ ταχὺ τοῦ ῥεύματος.
b(BCE3E4)T ex. ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ – καὶ τὸν ἄγοντα: τῇ
ἑρμηνείᾳ ἐνέθηκε γλαφυρὸν πλάσμα. Δοῦρις (FGrHist 76, 89) δ'
αἰτιᾶται τὴν εἰκόνα ὡς τοῦ ὀρυμαγδοῦ καὶ τῆς ἀπειλῆς ἐνδεεστέραν καί
φησι ταῦτα διὰ τὸ τὴν ἐν τοῖς κήποις ὑδραγωγίαν ἐκμιμεῖσθαι
λανθάνειν πως τοὺς ἀναγινώσκοντας ὥστε μηδεμίαν ἔννοιαν
λαμβάνειν πρὸς ὃ πεποίηκε. ἀλλὰ τοῦτο συνέθηκεν οὕτως, ἀγαθὸς
ὢν καινοτομῆσαι τὴν ἐν τοῖς ποιήμασι διάνοιαν. Ge
ex. ὀχετηγός: ὑδραγωγός· ὀχετοὶ γὰρ αἱ ἐπιρρύσεις. b(BE3
E4)T ex. ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύει: ἡγεμονεύει ὁδηγῶν τὸν ῥόον
τοῦ ὕδατος. T ex.(?) χερσὶ μάκελλαν ἔχων: Ἡλιόδωρος γράφει·

Σχόλια στην Ομήρου Ιλιάδα. (scholia vetera et recentiora e cod.


Genevensi gr. 44) (5026: 003)“Les scolies genevoises de l'Iliade, vol. 1”,
Ed. Nicole, J.Geneva: Georg, 1891, Repr. 1966.B. of Iliad 21, verse 257,
l. of scholion 6

...ἀγνοεῖ ὁ ποιητής· τεῦ γὰρ αὐτὸ λέγει καὶ τέο· ἄμεινον οὖν ἐκδέχεσθαι
τὸ τοῦ ἄρθρον.
[ὕπαιθα] ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν.
φεῦγ' ὄπισθε ῥέων] Ζωΐλος αἰτιᾶται ὅτι ἀθανάτους ἵππους
ἔχων ἐν τῷ ἀντικειμένῳ καιρῷ οὐ χρᾶται.
ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ] τῇ ἑρμηνείᾳ ἐνέθηκε γλαφυρὸν πλάσμα. Δοῦ-
ρις δ' αἰτιᾶται τὴν εἰκόνα ὡς τοῦ ὀρυμαγδοῦ καὶ τῆς ἀπειλῆς ἐνδεεστέ-
ραν καί φησι· «ταῦτα διὰ τὸ τὴν ἐν τοῖς κήποις ὑδραγωγίαν ἐκμι-
μεῖσθαι λανθάνει πως τοὺς ἀναγιγνώσκοντας, ὥστε μηδεμίαν ἔννοιαν
λαμβάνειν πρὸς ὃ πεποίηκε». ἀλλὰ τοῦτο συνέθηκεν οὗτος ἀγαθὸς
ὢν καινοτομῆσαι τὴν ἐν τοῖς ποιήμασιν ἔννοιαν.
[χερσὶ μάκελλαν ἔχων] Ἡλιόδωρος γράφει· «χερσὶ δίκελλαν
ἔχων. [ἀμάρης] ἀμάρα τὸ ὑδραγώγημα διὰ τὸ μὴ μαραίνεσθαι τὰ παρα-
πεφυκότα. Παρμενίων ὁ Βυζάντιος· «Θεσσαλοὶ τὸν ὀχετὸν ἀμάρην,
Ἀμβρακιῶται δὲ καλαρύαν». ἐν τῷ πρὸς Δημήτριον· διὰ τοῦτ' ἔγρα-
ψα.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. (5026: 007)“Scholia Graeca in Homeri


Odysseam, 2 vols.”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1855, Repr. 1962.
B. 1, hypothesis-verse 284, l. 66

σαντος Τηλεμάχου τοσαύτη ἐπιστροφὴ γίνεται ὥστε ἐπειπεῖν ὡς οἶκτος


δ' ἕλε λαὸν ἅπαντα. καὶ φοβηθέντας τοὺς μνηστῆρας λέγειν (β, 85.)
436

Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος ἄσχετε, ποῖον ἔειπας


ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλεις δὲ καὶ μῶμον ἀνάψαι,
καὶ ἄλλους δ' ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας φάναι (β, 166.)
πολλοῖσι δὲ καὶ ἄλλοισι κακὸν ἔσται,
οἳ νεμόμεσθ' Ἰθάκην εὐδείελον, ἀλλὰ πολὺ πρὶν
φραζώμεσθ' ὥς κεν καταπαύσομεν, ἠδὲ καὶ αὐτοὶ παυέσθων· καὶ γάρ
σφιν ἄφαρ τόδε λώϊόν ἐστι· ἡ δὲ πρόφασις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ῥηθεῖσα τῆς
ἀποδημίας οὐδὲν καινοτομεῖ τί γάρ φησιν; (β, 210.)

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. B. 15, hypothesis-verse 19, l. 4

ἀρετὴν ὥστε καὶ τὴν Ἑλένην τὴν ἐκ Διὸς οὖσαν τῷ τῆς ἀρετῆς
ὑπερβάλλειν κάλλει. ἡ ἱστορία παρὰ Φιλοστεφάνῳ καὶ Φερεκύδῃ.
Q.V.
ὁ γὰρ περιβάλλει] ὅμοιον ἐστι τῷ “ἴστε γὰρ ὅσσον ἐμοὶ
ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι” (Il. ψ, 276.). Q.
ἐξώφελλεν ἔεδνα] ἐξόχως ηὔξησε τὰ διδόμενα ταῖς νύμφαις
δῶρα. B.Q.
ἀθετεῖ Ἀριστοφάνης ἐπὶ σμικρολογίᾳ παντελῶς. ὀρθοτονητέον
δὲ τὴν σεῦ καὶ τὴν ἐκ τῷ δόμων συναπτέον. H.
ἔνιοι τοὺς γʹ νοθεύουσιν, ὅτι μηδὲν τούτων ἐπανελθὼν ποιεῖ· εἰ μὴ
περισσὸν ἦν τὸ καινοτομεῖν, ἥκοντος τοῦ πατρός. H.
ἐπιτρέψειας] πίστευσον. εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ. B.H.
οὐ δύναται τὸ τοι ὀξύνεσθαι· ἴαμβος γάρ ἐστι τὸ δέ τοι. H.
ἐν πορθμῷ] πορθμὸς, στενὴ θάλασσα ὑπὸ γῆς περιεχομένη,
ἰσθμὸς δὲ γῆ στενὴ ὑπὸ θαλάσσης περιεχομένη. Q.V. ἡ στενὴ θά-
λασσα μεταξὺ Ἰθάκης. B.
Σάμοιο] τὴν Σάμην εἴρηκε Σάμον διὰ τὸ μέτρον, καὶ τὴν δείλην
δείελον (ρ, 606.) ἐν ἄλλοις. V.
ἀλλὰ τάγ' οὐκ ὀΐω] ἀντὶ τοῦ πέπεισμαι, ὡς τὸ “ἢ γὰρ ὀΐομαι
ἄνδρα χολωσέμεν” (Il. α, 78.). B.Q. ὑποπτεύει Διονύσιος, ἐπεὶ
τὸ μὲν δισταγμοῦ, τὸ δὲ ἀποφάσεως μετέχει.

Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. 1.1–309 (5026: 008)


“Scholia in Homeri Odysseae α 1–309 auctiora et emendatiora”, Ed.
Ludwich, A.Königsberg: Hartung, 1888–1890, Repr. 1966.
Hypothesis-verse of Odyssey 284, l. of scholion 35

τῶν μνηστήρων ἀνοίας, τὸ δέ τι καὶ ἡ Ἀθηνᾶ ἠσφαλίσατο τὸν δῆμον


ἐπαναστῆσαι συμβουλεύ-
σασα κατὰ τῶν μνηστήρων διὰ τῆς κατὰ τὴν ἐκκλησίαν ὧν δρῶσιν εἰς
τὴν οἰκίαν μηνύσεως
437

“ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν, οὐδέ ποθ' ἡμετέρη ἀγορὴ
γένετ' οὐδὲ θόωκος”
[β 27 et 26], ὥστε πᾶς ἔλαβε τὸ μέγεθος τῆς τῶν μνηστήρων ἀδικίας. καὶ
δημηγορήσαντος
Τηλεμάχου τοσαύτη ἐπιστροφὴ γίνεται ὥστε ἐπειπεῖν ὡς “οἶκτος δ' ἕλε
λαὸν ἅπαντα” [β 81]
καὶ φοβηθέντας τοὺς μνηστῆρας λέγειν [β 85] “Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος
ἄσχετε, ποῖον ἔειπας
ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλεις δέ κε μῶμον ἀνάψαι”, καὶ ἄλλους δ' ἐπὶ τῆς
ἐκκλησίας φάναι [β 166]
“πολλοῖσι δὲ καὶ ἄλλοισι κακὸν ἔσται, οἳ νεμόμεσθ' Ἰθάκην εὐδείελον.
ἀλλὰ πολὺ πρὶν φραζώ-
μεσθ' ὥς κεν καταπαύσομεν· ἠδὲ καὶ αὐτοὶ παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ
τόδε λώιόν ἐστιν”.
ἡ δὲ πρόφασις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ῥηθεῖσα τῆς ἀποδημίας οὐδὲν καινοτομεῖ·
τί γάρ φησι; [β 210]
“ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ' ἀγορεύω· ἤδη γὰρ τά γ' ἴσασι
θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ' ἄγε μοι δότε νῆα θοήν”· καὶ εἰπὼν τὴν αἰτίαν, δι' ἣν ἀποπλεῖν
μέλλει, ἐπάγει [β 218]

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) (5030: 001)“Lycophronis Alexandra, vol. 2”, Ed.
Scheer, E.Berlin: Weidmann, 1958.Scholion 1312, l. 11

Κύταια – οἱ Λιβυστῖνοι γὰρ ἔθνος παρακείμε-


νον Κόλχοις. ×Steph. Λιβυστῖνοι ἔθνος παρακείμενον
Κόλχοις, ὡς Διόφαντος ἐν Πολιτικοῖς (FHG IV 397). Steph.
Κύταιαν· s Κύταια πόλις Κολχίδος, οἱ δὲ Κόλχοι ἔθνος ss3
πλησίον Λιγυστίνων. s cf. Eust. DP 76 Λιγυστικὴν·
ἡ Κύταια πόλις Κολχίδος ἐστίν, οἱ δὲ Κόλχοι ἔθνος ἐστὶ
Λαζικόν, ὡς ἔφην ὄπισθεν πλατέως, πλησίον Ἀβασγῶν κεί-
μενοι (28816)· ἡ δὲ Λιβύη καὶ τὸ Λιγυστικὸν κλίμα, ὃ ἐκλή-
θη ἀπὸ Λίγυος τοῦ Ἀλεβίωνος ἀδελφοῦ τῆς Κυρήνης καὶ
Καρχηδόνος καὶ Ἀλεξάνδρου εἰσίν. ὁ δὲ Λυκόφρων οὗτος
καινοτομῶν τὰ πολλὰ καὶ τὴν Κολχικὴν Λιγυστικὴν καλεῖ T.
ὁ δὲ Λίγυς οὗτος κωλύων Ἡρακλῆ ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βοῦς
ἀνελθεῖν ἀνῃρέθη. καὶ κατὰ μὲν τοὺς μὴ εἰδότας διαίρεσιν
κλιμάτων, ἀλλὰ τὴν αὐτὴν δοκοῦντας Λιβυστικὴν καὶ Λιγυ-
στικὴν (21510. 23) οὕτως εἴπομεν ἔχειν, κατὰ δὲ τὴν ἀκρίβειαν
Λιβυστικὰ μέρη εἰσίν, ἵναπερ νῦν εἴπομεν, οἱ δὲ Λίγυες τὴν
παραλίαν ἀπὸ Τυρσηνίδος μέχρι τῶν Ἄλπεων καὶ ἄχρι Γα-
438

λατῶν νέμονται, ὥς φασι Δίων (I 174 Bo) καὶ ἄλλοι ἀκρι-


βέστατοι ἱστορικοὶ συγγραφεῖς τε (Plut. Aem. P 6) καὶ γεω-
γράφοι

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1432, l. 61

δὲ Καλλιμάχου καὶ Κυναιγείρου καὶ Πλαταιῶν συμμαχούν-


των αὐτοῖς ͵α ἡττῶνται καὶ πρὸς Δαρεῖον ὑποστρέφου-
σιν ὅπερ ἀκηκοὼς κατὰ τῆς Ἑλλάδος ηὐτρεπίζετο στρατεύ-
ειν. ἐπὶ γʹ οὖν ὅλους ἐνιαυτοὺς στόλον τε ηὐτρέπιζε καὶ
πεζὸν συνῆγε στρατὸν τετάρτῳ δὲ ἔτει Δαρεῖος μὲν τελευ-
τᾷ, Ξέρξης δὲ καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὸν πόλεμον διαδέχεται
Μαρδονίου λέγοντος αὐτῷ πολεμεῖν Ἀρταβάνου δὲ τοὐ-
ναντίον. ἦν οὖν ὁ πᾶς ἀριθμὸς αὐτῷ τῆς στρατιᾶς ἀπό-
μαχός τε καὶ μάχιμος μυριάδες φʹ πλοῖα δὲ βσξʹ υʹ δ' ἦσαν
τάλαντα ἡμερησία τροφὴ τῷ στρατῷ. στρατεύων οὖν κατὰ τῆς
Ἑλλάδος ἠθέλησε καινοτομῆσαι τὰς φύσεις· Βουβάρης γὰρ καὶ
ὁ πεντάπηχυς Ἀρταχαῖος προπεμφθέντες μετὰ πολλῶν
μυριάδων T τῆς ὀρυγῆς τοῦ Ἄθω ἐπεστάτουν καὶ διέκοπτον
αὐτὸν καὶ ἐθαλάττουν εἰς βάθος ἕτεροι δὲ γεφυροῦν ἐπέμ-
φθησαν τὸν Ἑλλήσποντον περὶ Τραχεῖαν ἀκτὴν λεγομένην
μεταξὺ Σηστοῦ καὶ Ἀβύδου. γεγονυίας δὲ τῆς γεφύρας καὶ
λυθείσης ὑπὸ χειμῶνος ςʹ ῥάβδων πληγαῖς ἔτυψε τὸν
Ἑλλήσποντον καὶ βʹ ζεύγη δεσμῶν σιδηρῶν ἐκέλευσεν ἐμβα-
λεῖν εἰς τὸ πέλαγος ὡς δῆθεν τὴν θάλασσαν οἷα δούλην
δεσμῶν τοῖς κλοιοῖς. ἑτέρας δὲ βʹ γεφύρας ἀντὶ τῆς προ-
τέρας τούτῳ τῷ τρόπῳ ἐποίησαν·

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia


(scholia recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani)
(collecta a Triclinio) (5034: 004)“Scholia recentia in Pindari epinicia,
vol. 1”, Ed. Abel, E.Berlin: Calvary, 1891.Ode-treatise O 8, scholion-se.
10, l. 4

Tr. Οὐ χρὴ ἄνεται γράφειν οὐδ' εὐσεβείας, ἀλλὰ


πληρέονται καὶ εὐσεβέων καὶ λιταί. οὕτω γὰρ ἔχει πρός
τε τὴν σύνταξιν καὶ τὸ μέτρον ὀρθῶς. οὐ μόνον δὲ ταῦτα,
ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἕτερα ἐκαινοτομήθη τῷ σοφωτάτῳ Μοσχο-
πούλῳ κἀμοί, ὡς ἐξετάζων εὑρήσεις, ἀνοικείως ἔχοντα πρὸς τὸ
μέτρον. ἀναδίδοται ἡ μαντεία ἢ ἡ ἀρετή. – ἀντάμειψιν.
439

Th. Εἰ μὲν συνάψεις τὸ ἀνδρῶν πρὸς τὸ λιταῖς,


οὕτως ἐρεῖς· ἐν δὲ ταῖς λιταῖς τῶν ἀνδρῶν ἤτοι τῶν Ἰαμιδῶν
ἀνύεται καὶ δίδοται ἡ μαντεία πρὸς χάριν εὐσεβείας, ἤγουν εἰς
ἀνταμοιβὴν τῆς τῶν ἀγωνιζομένων πίστεως πρὸς τὸ θεῖον. εἰ
δὲ τὸ ἀνδρῶν πρὸς τὸ εὐσεβείας συνάψεις, οὕτως· ἐν δὲ
ταῖς λιταῖς, ἃς Ἰαμίδαι ὑπὲρ τῶν ἀθλούντων ποιοῦσιν, ἄνεται
καὶ ἀναδίδοται παρὰ τοῦ πυρὸς ἡ μαντεία πρὸς χάριν καὶ ἀντα

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia


(scholia recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli,
Germani) (col Ode-treatise O 11, scholion-se. prae 1, l. 7

Ἀγησιδάμῳ Λοκρῷ Ἐπιζεφυρίῳ παιδὶ πύκτῃ. Ὠιδὴ ιαʹ.


[Δημητρίου Τρικλινίου] περὶ τῶν κώλων τῆς στροφῆς καὶ
ἀντιστροφῆς τοῦ ιαʹ εἴδους. ἔστι δὲ μιᾶς στροφῆς. Παλαιόν.

Τοῦ ιαʹ εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντιστροφὴ ἑκάστη κώλων ϛʹ.


Τὸ αʹ προσοδιακόν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τρίμετρον ἀκατάληκτον. ἐξ
ἐπιτρίτου βʹ, χοριάμβου καὶ Ἰωνικοῦ ἀπ' ἐλάσσονος. Τὸ βʹ
ὅμοιον, πλὴν τρίμετρον καταληκτικόν. οἱ δὲ λέγοντες. ὡς ἰαμβέ-
λεγοι καὶ ἀμφότερά ἐστι τὰ κῶλα μετατιθεμένης τῆς τελευταίας
τούτων συλλαβῆς ἐν τῇ ἀρχῇ, οὔ μοι δοκοῦσι καλῶς λέγειν,
ἐπεὶ μηδ' ἐν ἄλλοις κώλοις τοιοῦτό τι κεκαινοτόμηται. Τὸ γʹ
ὅμοιον, πλὴν δίμετρον ἀκατάληκτον. Τὸ δʹ ἀσυνάρτητον ἐκ τρο-
χαϊκοῦ διμέτρου ἀκαταλήκτου καὶ ἡμίσεος ἔπους· τρίμετρον
γάρ ἐστι δακτυλικὸν τὸ ἥμισυ τοῦ ἔπους. Τὸ εʹ τροχαϊκὸν τρί-
μετρον βραχυκατάληκτον εἰς ἴαμβον καταλῆγον Πινδαρικῷ ἔθει.
τοῦτο γὰρ ἐν τοῖς τροχαϊκοῖς ἔθος αὐτῷ. Τὸ ϛʹ ἰαμβέλεγος,
ἤτοι ἐξ ἰαμβικοῦ καὶ δακτυλικοῦ πενθημιμερῶν· εἰ δὲ βούλει,
ἰαμβικὸν τρίμετρον βραχυκατάληκτον ἐξ ἰάμβων καὶ ἀναπαί-
στων. Ἐπὶ τῷ τέλει τῆς στροφῆς καὶ ἀντιστροφῆς παρά-
γραφος.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia (scholia


recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (col
Ode-treatise O 12, scholion-se. prae g1, l. 5
440

Ἐπίνικοι Ὀλυμπιονίκαις. Ἐργοτέλει Ἱμεραίῳ δολιχοδρόμῳ. Ὠιδὴ ιβʹ.


[Δημητρίου Τρικλινίου] περὶ τῶν κώλων τῆς στροφῆς καὶ
ἀντιστροφῆς τοῦ ιβʹ εἴδους. ἔστι δὲ μιᾶς στροφῆς. Παλαιόν.

Τοῦ ιβʹ εἴδους ἡ στροφὴ καὶ ἀντιστροφὴ ἑκάστη


κώλων θʹ. Τὸ αʹ προσοδιακόν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τρίμετρον
καταληκτικόν, ἐξ ἐπιτρίτου βʹ, χοριάμβου καὶ Ἰωνικοῦ ἀπ'
ἐλάσσονος καταληκτικοῦ. οἱ δὲ λέγοντες τοῦτο ἰαμβέλεγον,
καινοτομοῦντες ἃ οὐκ ἔξεστιν, οὐ καλῶς μοι δοκοῦσι λέγειν.
Τὸ βʹ ἐπιχοριαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον, ἐκ τροχαϊκῆς
συζυγίας καὶ χοριάμβου. Τὸ γʹ προσοδιακὸν δίμετρον ἀκατά-
ληκτον ἐξ Ἰωνικοῦ ἀπ' ἐλάσσονος καὶ χοριάμβου. Τὸ δʹ τροχαϊ-
κὸν τρίμετρον καταληκτικόν, ὃ καλεῖται Ἀρχιλόχειον. Τὸ εʹ τρο-
χαϊκὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον Στησιχόρειον τῷ Πινδαρικῷ
ἔθει· ἴαμβον γὰρ ἔχει ἐν τῇ τελευταίᾳ χώρᾳ. Τὸ ϛʹ, ὡς ἐμοὶ
δοκεῖ, προσοδιακόν ἐστιν ὅμοιον τῷ αʹ. ἐκ τῶν αὐτῶν γὰρ
ποδῶν σύγκειται, πλὴν τρίμετρόν ἐστιν ἀκατάληκτον. ἃ δὲ καὶ
περὶ τούτου λέγουσιν, οὔ μοι δοκεῖ εὔλογα. Τὸ ζʹ Εὐριπίδειον
ἢ ληκύθιον· τροχαϊκὸν γάρ ἐστιν ἑφθημιμερές.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pindarum (scholia vetera et


recentiora partim Thomae Magistri et Alexandri Phortii) (e cod. Patm.)
(5034: 005)“Πινδάρου σχόλια Πατμιακά”, Ed. Semitelos, D.Athens:
Hermes, 1875.Ode P 4, scholion 194, l. 3

τὴς τοῦ τὴν ἀλήθειαν εἰδότος· ἢ ἁπλῶς οὕτως ἀρχόμενος τῆς


κατ' αὐτὸν διηγήσεως. Εὐτράπελον]
Ἀρχαίαν κομίζων]. – Κομίζων] Ἄγων. Ἔρχο-
μαι γὰρ ταύτης ἐξελεῖν τὸν Πελίαν καὶ παραδοῦναι τῷ ἐμῷ πα-
τρί. Σύναπτε δὲ τὸ κομίζων πρὸς τὸ τιμάν· τὸ δὲ βασιλευο-
μέναν, ὑπὸ τοῦ Πελίου δηλαδή· οὗτος γὰρ ἐξελὼν ἀνόμως τῆς
ἀρχῆς Αἴσονα ἐβασίλευσεν.
Χ Λευκαῖς πιθήσαντα φρεσὶν] Σημειοῦται τὴν λέ-
ξιν τῷ Χ, ὅτι λευκὰς τὰς φρένας οὗτος εἶπεν. – Λευκαῖς φρε-
σὶν] Τὸ λευκαῖς φρεσὶν ἐκαινοτόμησε Πίνδαρος ἀπὸ τοῦ Ὁμη-
ρικοῦ (Ἰλ. Α, 103): εἰ γὰρ ἐκεῖνος μελαίνας τὰς φρονίμους φη-
σίν, εἰκότως ἂν ἔχοι λέγειν καὶ τὰς μωρὰς λευκάς· μέλαιναι
δὲ φρένες εἰσὶν (αἱ) ἀκατανόητοι, λευκαὶ δὲ αἱ πᾶσι δῆλαι.
Ἀποσυλᾶσαι] Ἤγουν ἐξ ἐπιθέσεως ἀφελεῖν καὶ
μετὰ δόλου ἀπογυμνῶσαι καὶ λαβεῖν.
Ὑπερφιάλου ἁγεμόνος] Τοῦ θρασυτάτου καὶ ἀνο-
441

μωτάτου Πελίου, ὅς, ἐπεὶ τὸν ἐμὸν τῆς ἀρχῆς ἐξεῖλε πατέρα, οὐκ
ἤθελεν ἐξ αὐτοῦ γεννηθῆναί τινα, ἵνα μὴ τὴν ἀρχὴν ἀνακαλέσηται.
Δνοφερὸν]

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Ajacem (5037: 001)“Τὰ


ἀρχαῖα σχόλια εἰς Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους”, Ed. Christodoulos,
G.A.Athens: University of Athens Press, 1977.
Hypothesis-scholion 815a, l. 7

χωρεῖν ἕτοιμος: μετακινεῖται ἡ σκηνὴ τοῦ χοροῦ ἐξ-


ελθόντος. ἀναγκαία δὲ ἡ ἔξοδος, ἵνα εὕρῃ καιρὸν ὁ Αἴας διαχειρίσα-
σθαι ἑαυτόν. LFONVGm
ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν: μετακινεῖται ἡ σκηνὴ ἐπὶ
ἐρήμου τινὸς χωρίου, ἔνθα ὁ Αἴας εὐτρεπίσας τὸ ξίφος ῥῆσίν τινα πρὸ
τοῦ θανάτου προφέρεται· ἐπεὶ γελοῖον ἦν κωφὸν εἰσελθόντα περιπεσεῖν
τῷ ξίφει. ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα παρὰ τοῖς παλαιοῖς σπάνια· εἰώθασι
γὰρ τὰ πεπραγμένα δι' ἀγγέλων ἀπαγγέλλειν. τί οὖν τὸ αἴτιον; φθάνει
Αἰσχύλος ἐν Θρῄσσαις (cf. TGF p. 27 N2) τὴν ἀναίρεσιν Αἴαντος
δι' ἀγγέλου ἀπαγγείλας. ἴσως οὖν καινοτομεῖν βουλόμενος καὶ μὴ
κατακολουθεῖν τοῖς ἑτέρου ἴχνεσιν, ὑπ' ὄψιν ἔθηκε τὸ δρώμενον ἢ
μᾶλλον ἐκπλῆξαι βουλόμενος. εἰκῇ γὰρ κατηγορεῖν ἀνδρὸς παλαιοῦ
οὐχ ὅσιον οὐδὲ δίκαιον. πήξας δὲ τὸ ξίφος ταῦτά φησιν. σφαγέα δὲ
λέγει ἢ τὸν καιρὸν τοῦ ἀποθανεῖν ἢ τὸν διὰ τῆς σφαγῆς θάνατον ἢ τὸ
ξίφος. LFONVGMRm
προελθὼν εἰς τὸ ὄρος καὶ τὸ ξίφος αὐτοῦ τῇ γῇ προσερείσας
φθέγγεται πρὸς ἑαυτόν. Gm
ὁ σφαγεύς: ἤ τοι ὁ καιρὸς τῆς σφαγῆς ἢ τὸ ξίφος. FHsl
τὸ ξίφος.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclem (5037: 004)“Scholia in


Sophoclis tragoedias vetera”, Ed. Pap. orgius, P.N.
Leipzig: Teubner, 1888.Play Aj, verse 815, l. 9

καιρὸν ὁ Αἴας χειρώσασθαι ἑαυτόν.


ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν μετάκειται ἡ σκηνὴ
ἐπὶ ἐρήμου τινὸς χωρίου ἔνθα ὁ Αἴας εὐτρεπίσας τὸ
ξίφος ῥῆσίν τινα πρὸ τοῦ θανάτου προφέρεται ἐπεὶ
γέλοιον ἦν κωφὸν εἰσελθόντα περιπεσεῖν τῷ ξίφει·
ἔστι δὲ τὰ τοιαῦτα παρὰ τοῖς παλαιοῖς σπάνια· εἰώ-
θασι γὰρ τὰ πεπραγμένα δι' ἀγγέλων ἀπαγγέλλειν· τί
οὖν τὸ αἴτιον; φθάνει Αἰσχύλος ἐν Θρῄσσαις τὴν
442

ἀναίρεσιν Αἴαντος δι' ἀγγέλου ἀπαγγείλας· ἴσως οὖν


καινοτομεῖν βουλόμενος καὶ μὴ κατακολουθεῖν τοῖς
ἑτέρου ...ὑπ' ὄψιν ἔθηκεν τὸ δρώμενον
ἢ μᾶλλον ἐκπλῆξαι βουλόμενος· εἰκῇ γὰρ κατηγορεῖν
ἀνδρὸς πάλαι οὐχ ὅσιον· πήξας δὲ τὸ ξίφος ταῦτά
φησι· σφαγέα δὲ λέγει ἢ τὸν καιρὸν τοῦ ἀποθανεῖν
ἢ τὸν διὰ τῆς σφαγῆς θάνατον.
ᾗ τομώτατος ἀντὶ ὅπου· πρέπον γὰρ ἂν εἴη τῷ
ἀπηυδηκότι ἀλογίστως ἰέναι ἐπὶ τὸ προκείμενον· ἕπεται
δὲ τῷ λόγῳ ὅτι τοῖς καρτερικοῖς καὶ ἅπαξ κρίνασι
περί τινος οὐ γίνεται ἀναβολὴ οὐδὲ μετάνοια [περί
τινος].

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) (5039:


001)“Scholia in Thucydidem ad optimos codices collata”, Ed. Hude,
K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1973.
B. 1, Ch. 71, se. 3, l. 8

τοῖς Ἀθηναίοις τούτου: τοῦ ἴσον νέμειν


ἀρχαιότροπα: οἷον ἁπλᾶ καὶ ἀφελῆ· προεῖπε δὲ τοὺς Ἀθη-
ναίους νεωτεροποιούς
ἀνάγκη δὲ κτἑ.: παρὰ τὸ
Ὁμηρικόν (α 351sq.)·
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσιν ἄνθρωποι,
ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται
τὰ ἐπιγιγνόμενα: τοῦτο πρὸς τὸ ἀρχαιότροπα. οὐκ ἔδει,
φησίν, ὑμᾶς ἀεὶ τοιούτους εἶναι καὶ ἀρχαῖα ἔθη ζηλοῦν
ἐπιτεχνήσεως: ἐξευρέσεως· ἐπιμένει δὲ τῇ παραβολῇ
κεκαίνωται: κεκαινοτόμηται ABFGc2
νῦν δέ: οἱ ἐπίλογοι
ἐντεῦθεν ὑπεδέξασθε: ὑπέσχοντο γὰρ ἀνωτέρω
(cap. 58 § 1) τοῖς Ποτιδαιάταις ξυγγενεῖς: Δωριεῖς
γὰρ οἱ Ποτιδαιᾶται πρὸς ἑτέραν τινὰ ξυμμαχίαν:
πρὸς τοὺς Ἀργείους· ἐχθροὶ γὰρ ἦσαν τοῖς Λακεδαιμονίοις
ʃ ἀντὶ τοῦ εἰς ἑτέρων φιλίαν περὶ ξυμμαχίας ὑμᾶς
καταλιπόντας c1

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) B. 1, Ch. 115, se.


2, l. 5
443

ὁμολογίᾳ κατεστήσαντο: ἀτάραχον, εἰρηνικὴν ἐποίησαν. Ἑστι-


αιᾶς: Ἑστίαια πόλις Εὐβοίας, ἥτις νῦν Ὠρεὸς καλεῖται

τοὺς ξυμμάχους: τοὺς Λακεδαιμονίων A


ἕκτῳ
δὲ ἔτει: μετὰ τὰς τριακοντούτεις σπονδάς περὶ
Πριήνης: πλησίον γὰρ ἦν τῆς Μιλήτου, καὶ ἐζήτουν αὐτὴν
ἔχειν οἱ Μιλήσιοι ξυνεπελάβοντο: ἐβοήθουν τοῖς
Μιλησίοις. νεωτερίσαι κτἑ.: θέλοντες καινοτομῆσαι τὴν
πολιτείαν δημοκρατίαν ποιήσαντες
ἐς Λῆμνον:
ἡ γὰρ Λῆμνος ὑπήκοος ἦν τῶν Ἀθηναίων φρουρὰν
ἐγκαταλιπόντες: διὰ τοὺς ὁμήρους ἀνεχώρη-
σαν?: εἰς τὴν Σάμον.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) B. 3, Ch. 11, se.


1, l. 5

ἰδίᾳ δὲ ἕκαστοι γενόμενοι ἀδύνατοι ἦμεν τοῖς Ἀθηναίοις ἀντ-


έχειν
αὐτόνομοι δὴ ὄντες: ἐμφαντικῶς εἶπε τὸ
δή, ἀντὶ τοῦ δῆθεν, καὶ μέχρι μόνου ὀνόματος ἐλεύθεροι καὶ
οὐκ αὐταῖς ἀληθείαις αὐτούς: τοὺς Ἀθηναίους δη-
λονότι .
εἰ μὲν αὐτόνομοι ἔτι ἦμεν: τοῖς οἰκείοις νόμοις
χρώμενοι ἕως τοῦ νῦν. ʃ ἀρχὴ τῶν ἀγώνων. ταῦτα πάντα
τὰ ῥήματα ἕως τοῦ, ὁ γὰρ παραβαίνειν, πρὸς τὸ παρῳχημένον
σύντασσε. ἅπαντες: οἱ ξύμμαχοι ACFG βεβαιότεροι:
ἐπιστεύομεν ἂν αὐτοῖς βεβαίως μηδὲν καινοτομήσειν εἰς ἡμᾶς
ὑποχειρίους δὲ ἔχοντες ...: ἡ διάνοια, τοὺς πλείους
τῶν συμμάχων ἔχοντες ὑπηκόους, ἡμῖν δὲ ἰσοτίμως προσφε-
ρόμενοι εἰκότως ἤχθοντο, τῶν μὲν πλειόνων συμμάχων εἰκόν-
των καὶ ὑποτεταγμένων, ἡμῶν δὲ μόνων ἰσοτίμων ὄντων πρὸς
αὐτούς φc2 τοὺς πλείους: Βυζαντίους, Ναξίους, Σαμίους
καὶ τοὺς λοιπούς ABCFʃ τῶν συμμάχων Gʃ τῶν Ἑλλήνων
δηλονότι. ἡμῖν δὲ ἀπὸ τοῦ ἴσου ὁμιλοῦντες: τὴν ἴσην
ἡμῖν δίαιταν διδόντες. ʃ προσφερόμενοι G οἴσειν:

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) B. 3, Ch. 82, se.


3, l. 6
444

σεως τῆς Κερκυραίων F τοῦ καθ' ἡμέραν: βίου δηλονότι.


πρὸς τὰ παρόντα: πρὸς τὴν παροῦσαν κατάστασιν. πρὸς
τὰ παρόντα ... ὁμοιοῖ: τοῖς παροῦσιν ἐξομοιοῖ τὰς γνώ-
μας. νῦν γὰρ ὀργὰς τὰς γνώμας καὶ τοὺς τρόπους ἐκά-
λεσεν
ἐστασίαζέ τε οὖν τὰ τῶν πόλεων: ἐστα-
σίαζον αἱ πόλεις, καὶ αἱ ὕστερον τῶν ἄλλων στασιάζουσαι, οἷα
προπεπυσμέναι τὰς ἑτέρωθι στάσεις, ἐπὶ τοῦτο ἐφέροντο καὶ
ἔρρεπον ταῖς διανοίαις, ὥστε κατὰ πολὺ ὑπερβαλέσθαι τὰς
ἀλλαχοῦ στάσεις γινομένας καὶ τὰ ἐφυστερίζοντά
που: τὰ ὕστερον γινόμενα. καινοῦσθαι: καινοτόμα εἶναι.
τῶν τ' ἐπιχειρήσεων: τοῖς τρόποις τῶν ἐπιχειρήσεων και-
νοῖς εὑρισκομένοις καὶ τῇ δεινότητι τῶν τιμωριῶν πε-
ριτεχνήσει: τῇ κακουργίᾳ. ʃ περινοίᾳ. ἀτοπίᾳ: τῷ ἀήθει.
τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν ...: τὴν κειμένην, φησί, τῶν
ὀνομάτων χρῆσιν ἀντήλλαξαν. καὶ ἐπιφέρει εὐθὺς καθ' ἕκαστον
ἀξίωσιν μὲν τὴν σημασίαν εἶπε, δικαιώσει δὲ ἀντὶ
τοῦ τῇ ἑαυτῶν κρίσει. βούλεται δὲ εἰπεῖν ὅτι μετέθεσαν τὰ
ὀνόματα· οὐ γάρ, ὡς νενόμιστο πρόσθεν, ἐχρῶντο κατὰ τῶν
πραγμάτων, ἀλλὰ μεθήρμοσαν κατὰ τὴν ἑαυτῶν κρίσιν. τὴν
μὲν γὰρ ἀλόγιστον τόλμαν (ἥτις καὶ θρασύτης λέγεται)

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca (7000: 001)“Anthologia


Graeca, 4 vols., 2nd edn.”, Ed. Beckby, H.Munich: Heimeran, 1–2:1965;
3–4:1968.B. 7, epigram 410, l. 2

ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Θέσπις ὅδε, τραγικὴν ὃς ἀνέπλασα πρῶτος ἀοιδὴν


κωμήταις νεαρὰς καινοτομῶν χάριτας,
Βάκχος ὅτε βριθὺν κατάγοι χορόν, ᾧ τράγος ἄθλων
χὠττικὸς ἦν σύκων ἄρριχος ἆθλον ἔτι.
εἰ δὲ μεταπλάσσουσι νέοι τάδε, μυρίος αἰὼν
πολλὰ προσευρήσει χἄτερα· τἀμὰ δ' ἐμά.

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca B. 7, epigram 707, l. 9

ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ

Κἠγὼ Σωσιθέου κομέω νέκυν, ὅσσον ἐν ἄστει


445

ἄλλος ἀπ' αὐθαίμων ἡμετέρων Σοφοκλῆν,


Σκίρτος ὁ πυρρογένειος. ἐκισσοφόρησε γὰρ ὡνὴρ
ἄξια Φλιασίων, ναὶ μὰ χορούς, Σατύρων
κἠμὲ τὸν ἐν καινοῖς τεθραμμένον ἤθεσιν ἤδη
ἤγαγεν εἰς μνήμην πατρίδ' ἀναρχαΐσας,
καὶ πάλιν εἰσώρμησα τὸν ἄρσενα Δωρίδι Μούσῃ
ῥυθμόν, πρός τ' αὐδὴν ἑλκόμενος μεγάλην
εὔαδέ μοι θύρσων τύπος αὖ χερὶ καινοτομηθεὶς
τῇ φιλοκινδύνῳ φροντίδι Σωσιθέου.

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) (7051: 001)“Doctrina patrum de incarnatione
verbi”, Ed. Diekamp, F.Münster: Aschendorff, 1907.P. 61, l. 2

λιστα κατεχρήσαντό τισιν ἐξερευνηθείσαις κεκομψευμέναις


κατασκευαῖς τε καὶ φράσεσιν, ὡς οὐ δυνατὸν τὴν τῆς ἀλη-
θείας ἐπισκιάζεσθαι δύναμιν.
Τοῦ δυσσεβοῦς Πολέμονος μαθητοῦ Ἀπολιναρίου κατὰ
Τιμοθέου συμμαθητοῦ αὐτοῦ.
Οὐδὲν δὲ χεῖρον ἐννοῆσαι κἀκεῖνο· θεὸν γὰρ λέγοντες
καὶ ἄνθρωπον τὸν αὐτὸν οὐκ αἰσχύνονται μίαν φύσιν τοῦ
λόγου σεσαρκωμένην καθάπερ μίαν σύνθετον ὁμολογοῦντες.
εἰ γὰρ θεὸς τέλειος καὶ ἄνθρωπος τέλειος ὁ αὐτός, δύο φύσεις
ἄρα ὁ αὐτός, καθάπερ ἡ τῶν Καππαδοκῶν εἰσηγεῖται καινο-
τομία καὶ Ἀθανασίου ἡ οἴησις καὶ τῶν ἐν Ἰταλίᾳ ὁ τῦφος.
καὶ σχηματίζονται μὲν ὡς δῆθεν ἡμέτεροι φρονεῖν τὰ τοῦ
ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Ἀπολιναρίου, κηρύττουσι δὲ καθάπερ
οἱ Γρηγόριοι τὴν τῶν φύσεων δυάδα, οὐδενός, ὡς ἔοικεν,
ἐρασθέντες ἢ μόνης τῆς ἐν τῷ βίῳ φθαρτῆς δόξης τῇ πρὸς
ἱερωσύνην ἐλπίδι δελεασθέντες. τί οὖν αὐτοῖς καὶ ἡμῖν; τί δὲ
συμβαίνειν πειρῶνται τῇ ἀξιαγάστῳ φωνῇ; τί δὲ Ἀπολιναρίῳ
τῷ θείῳ μαθητιᾶν σχηματίζονται; ταύτην γὰρ ἐπ' ἀναιρέσει τῆς
τῶν φύσεων δυάδος τὴν φωνὴν μόνος ἡμῖν αὐτὸς ἀπεκύησεν.
Ἀπολιναρίου πρὸς Πέτρον.

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) P. 167, l. 10

συνάπτειν ὤφειλεν, οὐ φέροντες ὥσπερ τινὸς ἀναγκαίου μέλους


ἐξ ἡμῶν παρασπωμένου, ἡγησάμεθα δεῖν τὰς ἀπὸ τῆς ἁγίας
συνόδου τῆς ἐν Χαλκηδόνι τικτομένας αὐτοῖς ὑποψίας ὥσπερ
446

τινὰς ἀτμοὺς τοῦ διαβόλου διαλῦσαι, ἵνα μὴ ταῖς κατὰ τῶν


ἁγίων πατέρων τῶν ἐν αὐτῇ συνεληλυθότων ψευδολογίαις
κατεχόμενοι τῆς πνευματικῆς αὐτῶν μητρὸς ἀποστερηθῶσι,
φαμὲν δὴ τῆς κοινῆς ἐκκλησίας. πειρῶνται γὰρ διαβάλλειν
τὴν κατὰ θεοῦ γνώμην ἐν Χαλκηδόνι σύνοδον συναθροι-
σθεῖσαν, οἷα δὴ οὐκ ὀρθῶς ἔχουσαν, ἀλλὰ νεωτέρων δογμάτων
καινοτομίαν εἰσφέρουσαν, καὶ προφάσει χρώμενοι τοιᾷδε τῆς
ἐκκλησίας ἑαυτοὺς ἀφιστῶσιν. οὓς δὴ πειρασόμεθα διδάσκειν,
εἴπερ βούλοιντο δέχεσθαι, ὡς οὐκ ἀληθῶς τὰ τοιαῦτα φρο-
νοῦσιν οὔτε δίκαια ποιοῦντες πρὸς τοιαύτην συκοφαντίαν
ἐγείρονται. πᾶσαν τοίνυν συνηγορίαν ἀφέντες ἐκεῖνο μόνον
καὶ πρῶτόν φαμεν, ὡς ἡ ἁγία σύνοδος ἐκείνη διὰ πάντων
συμβαίνουσα δείκνυται τῇ τε ἐν Νικαίᾳ ἁγίᾳ συνόδῳ καὶ τῇ
ἐν Κωνσταντινουπόλει ρνʹ ἁγίων πατέρων, ἐν οἷς περὶ τῆς
τῶν δογμάτων ἀκριβείας ἠγωνίσαντο καὶ νικῶντες τὸν στέ-
φανον ἀνεδήσαντο, μετὰ τῆς διανοίας καὶ τῶν ῥημάτων αὐτῶν
ὡς εἰπεῖν τὴν τάξιν φυλάττουσα. καὶ τούτοις ἀκολουθεῖ

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) P. 310, l. 1

Ἡμεῖς, καθὼς ἤδη φθάσαντες ἐν ἄλλοις διὰ πλάτους


γεγραφήκαμεν, τὴν φωνὴν τοῦ πανσόφου Διονυσίου τοῦ
Ἀρεοπαγίτου τὴν λέγουσαν· “ἀλλ' ἀνδρωθέντος θεοῦ καινήν
τινα τὴν θεανδρικὴν ἐνέργειαν ἡμῖν πεπολιτευμένος”, μίαν
ἐνοήσαμεν σύνθετον καὶ νοοῦμεν, ἑτέρως ἡμῖν νοηθῆναι μὴ
δυναμένην, ὡς πάσης ἔχουσαν δυάδος ἀπέμφασιν, καὶ τὸν
ἀνδρωθέντα θεὸν τὸν ταύτην καινοπρεπῶς πεπολιτευμένον
μίαν ὁμολογοῦμεν φύσιν τε καὶ ὑπόστασιν θεανδρικήν, ὥσπερ
καὶ τὴν μίαν φύσιν τοῦ θεοῦ λόγου σεσαρκωμένην. ὁ γὰρ
τῆς οἰκονομίας λόγος καινοτομήσας τὰς φύσεις συνεκαινοτόμησεν
αὐταῖς καὶ τὰς προσηγορίας. ἕως ἂν οὖν εἷς ἐστιν ὁ
Χριστός, μίαν ὡς ἑνὸς αὐτοῦ τήν τε φύσιν καὶ τὴν ὑπό-
στασιν καὶ τὴν ἐνέργειαν σύνθετον ἐπ' ὄρους ὑψηλοῦ, τὸ
δὴ λεγόμενον, ἀναβάντες κηρύττομεν, ἀναθεματίζοντες καὶ
πάντας τοὺς ἐπ' αὐτοῦ μετὰ τὴν ἕνωσιν δυάδα φύσεων καὶ
ἐνεργειῶν δογματίζοντας.
Καὶ μετ' ὀλίγα· Ἀκόλουθον οὖν ἐστι συνθέτου νοουμένης
ἡμῖν καὶ μιᾶς τῆς θεανδρικῆς ἐνεργείας, τοιαύτην εἶναί τε
καὶ λέγεσθαι καὶ τὴν τοῦ ταύτην προφέροντος φύσιν τε καὶ
ὑπόστασιν, ὡς ἂν μηδὲν ἔχοι κατὰ τὴν ἐνέργειαν πρὸς τὴν
447

Doctrina Patrum, Doctrina patrum (fort. auctore Anastasio Sinaïta vel


Anastasio Apocrisiario) P. 314, l. 23

Εἰ γὰρ μία τοῦ λόγου θεανδρική, καθὰ πολλάκις εἰρή-


καμεν, ἐνέργειά τε καὶ γνῶσις, πῶς μία καὶ μία νοοῖτο κατὰ
μιαρὸν καὶ δύο μᾶλλον καὶ οὐ μία;
Θεοδοσίου Ἀλεξανδρείας ἐκ τοῦ πρὸς Θεοδώραν τὴν
βασιλίδα τόμου.
Ὡς λοιπὸν καὶ ἐνέργειαν εἶναι τοῦ συναμφοτέρου θεο-
πρεπῆ μίαν, ἐπειδὴ ἑνὸς εἶναι καὶ τοῦ αὐτοῦ φαμεν τὰ
θεοπρεπῆ πάντα καὶ ἀδιάβλητα πάθη.
Σευήρου ἐξ ἧς ἔγραψε πρὸς Ἰωάννην τὸν αἱρετικὸν ἐπιστολῆς
ἐπίσκοπον Ἀλεξανδρείας.
Κατὰ προσθήκην καὶ καινοτομίαν πίστιν ὡρίσατο ἡ ἐν
Χαλκηδόνι σύνοδος καὶ διεῖλεν εἰς δύο τὸν σαρκωθέντα καὶ
ἐνανθρωπήσαντα δι' ἡμᾶς θεὸν λόγον καὶ κύριον Ἰησοῦν
Χριστὸν τὸν σωτῆρα τοῦ ἡμετέρου γένους καὶ λυτρωτήν,
ἐν δύο φύσεσι γνωρίζεσθαι αὐτὸν πείσασα καὶ τοσαύτας
τούτου ἐνεργείας ἢ ἰδιότητας μετὰ τὴν ἀπερινόητον καὶ
ἄφραστον ἕνωσιν, καὶ τὸν Λέοντος τοῦ τῆς Ῥωμαίων ἐκκλη-
σίας ἡγησαμένου τόμον προσήκατο, στήλην αὐτὸν ὀρθοδοξίας
ἀποκαλέσασα.

Michael Apostolius Paroemiogr., Collectio paroemiarum (9009: 001)


“Corpus paroemiographorum Graecorum, vol. 2”, Ed. von Leutsch, E.L.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851, Repr. 1958.Centuria 6, se.
94, l. 4

ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον.


Ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ ὕφασμα δείκνυται: ἐπὶ
τῶν ἀπὸ μέρους καταλαμβανόντων τὸ ὅλον.
Ἐκ τῶν αὐτῶν τραγῳδία γίνεται καὶ κωμῳδία
γραμμάτων: ἐπὶ τῶν δυναμένων ἐξ ἑνός τινος δύο
ἐναντία ποιῆσαι.
Ἐκ τῶν ὀνύχων τὸν λέοντα: ὁμοία τῇ προειρημένῃ.
Ἐκκέκοφθ' ἡ μουσική: φασὶν ὅτι τῶν παλαιῶν ἐν
τοῖς συμποσίοις φιλολόγῳ ζητήσει χρωμένων οἱ ὕστερον τὰς
448

μουσουργοὺς καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον·


ὅθεν καὶ τὴν καινοτομίαν τινὲς αἰτιώμενοι τῇ παροιμίᾳ
ἐχρῶντο.
Ἐκ παντὸς ξύλου, εἰπὲ τὸ πλῆρες: ὅτι ἐκ παν-
τὸς ξύλου κύφων ἂν γένοιτο· λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν εἰς εἶδος
μὲν εὐτελῶν, εἰς δὲ χρείας ἀναγκαίων.
Ἐκπερδικῆσαι: τὸ διολισθῆναι καὶ ἀποδρᾶναι, με-
ταφορικῶς ἀπὸ τῶν περδίκων· πανοῦργον γὰρ τὸ ζῷον καὶ
διαδιδράσκον τοὺς θηρευτάς. λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν διαδιδρα-
σκόντων⁝ Ὁ δὲ συροπέρδιξ γίνεται περὶ τὴν Ἀντιό-
χειαν τῆς Πισιδίας, καὶ σιτεῖται καὶ λίθους· μακρότερος δέ
ἐστι καὶ πέρδικος, καὶ μέλας τὴν χρόαν, πυῤῥὸς τὸ ῥάμφος.

Σούδα λεξικόν Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter alpha, entry 1346, l. 2

Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη, ἄλλοτε μήτηρ: ἐπὶ τῶν


ποτε μὲν δυσπραγούντων, ποτὲ δὲ εὐπραγούντων.
Ἄλλο τόσον· Ὅμηρος· τοῦ δὲ καὶ ἄλλο τόσον. οὕτως εἴωθε
λέγειν ἄλλο τόσον, ἐπειδὰν ἀπολίπῃ τι τοῦ ὅλου μικρὸν ἀτελές.
Ἀλλότρια βάλλειν: ἐπὶ τῶν ἐν τῷ κυβεύειν διαμαρτανόντων.
Ἀλλότριον ἀμᾷς θέρος: ἐπὶ τῶν τὰ ἀλλότρια καρπου-
μένων.
Ἀλλοτριονομοῦντες: ἐναλλαγὴν ὀνομάτων ποιοῦντες ἢ
ὅλως τισί τινα μὴ προσηκόντως διανέμοντες.
Ἀλλοτριοπραγεῖν: ἐχθρῶς βουλεύεσθαι. ἐσημειοῦντο μη-
δὲν αὐτὸν ἀλλοτριοπραγεῖν, μηδὲ καινοτομεῖν.
Ἀλλοτριῶ· αἰτιατικῇ.
Ἀλλοτρίως: πολεμίως. καὶ ὁ Δαβίδ· καὶ ἀπὸ ἀλλοτρίων
φεῖσαι τοῦ δούλου σου. τουτέστι τῶν δυσμενῶν.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter alpha, entry 2607, l. 2

καὶ ἀνταγωνιστὴς ἀξιόμαχος ἐπιπολὺ τοῖς Ῥωμαίοις ἐγένετο.


Ἀντᾴδω· δοτικῇ.
Ἀντάλλαγμα: οἱ κατὰ σάρκα πρόγονοι τοῦ Χριστοῦ, οὓς ἴχνη
καὶ ἀντάλλαγμα ἐκάλεσαν οἱ οʹ ἑρμηνευταί.
Ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον, οὐχὶ ἄν-
ταλλον. Μένανδρος Κανηφόρῳ· ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα
449

ἀντάλλαγον. Χήρᾳ· ἑκοῦσα ἡ ἀδελφὴ ποιήσει τούτοις οἱ ἀντάλλαγος


τέξεις ὁ τούτῳ διδομένην. καὶ ἐν Ἁλιεῖ· ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν
μοιχὸς, ἀλλ' ἀντάλλαγος.
Ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστι τοῦτο δρᾶν: τουτέστιν ἀντὶ τοῦ
ἄρχειν τὸ καινοτομεῖν, τῶν δὲ ἀρχαίων ἀμελεῖν.
Ἀνταμείρομαι.
Ἀντανάκλασιν: κατὰ ἀνάκλασιν ἀπό τινος μεταγομένη. γίνε-
ται δὲ τοῦτο ἀπὸ φωνῆς, ὅταν ἀντηχῇ, καὶ ἐπὶ φωτὸς ἡλιακοῦ, ὅταν
λείῳ τινὶ ἢ λαμπροτάτῳ ὕδατι προσπέσοι.
Ἀντάμειψιν: ἀνταπόδοσιν.
Ἀνταναιρεῖται: κτείνεται. καὶ Ἀντανῃρέθη, ἀντεφονεύθη.
Ἀντανήγοντο: ἀντεπαρετάσσοντο, ἀντεφέροντο. ἀντανή-
γοντο οὖν καὶ οἱ βάρβαροι καὶ τὴν τοῦ Παχύνου παρέπλεον ἀκτὴν
κατὰ βʹ στοιχηδὸν ταξάμενοι ναῦς. καὶ αὖθις· οἱ γὰρ ἐνταῦθα
ὑπὲρ ἐλευθερίας ἀποθανόντες ἀντανήγοντο τῇ Οἴτῃ.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter alpha, entry 3398, l. 18

τὴν θείαν. ταῦτα ὑποθέμενος διατείνεται μίαν εἶναι φύσιν τοῦ λόγου
καὶ τῆς σαρκὸς, ὡς ἅτε τῆς σαρκὸς ἀτελοῦς οὔσης εἰς τὸ εἶναι ἄν-
θρωπον, διὰ τοῦτο μὴ ἄξιον φύσιν ὀνομάζεσθαι. μεθ' ὃν ἀναφαίνεται
Θεόδωρος, ὁ Μοψουεστίας πρόεδρος τῆς Κιλικίας. ἐγένοντο δὲ
Ἀπολινάριοι δύο, πατὴρ καὶ υἱός. ὁ μὲν πατὴρ Ἀλεξανδρεύς· γήμας
δὲ εἰς Λαοδίκειαν τῆς Συρίας ἴσχει υἱὸν Ἀπολινάριον. ἄμφω δὲ συν-
ήκμαζον Ἐπιφανίῳ τῷ σοφιστῇ, ὃν ἀκμάζοντα τότε ἠσπάζοντο. Θεό-
δοτος δὲ, ὁ τῆς Λαοδικείας ἐπίσκοπος, μηδενὶ τρόπῳ ἀποσπάσαι αὐ-
τοὺς ἐξ αὐτοῦ δυνηθεὶς ἄμφω τῆς κοινωνίας ἐζημίωσεν. ὕβριν τε
ἡγεῖται ὁ παῖς Ἀπολινάριος τὰ γενόμενα καὶ τῇ ἐννοίᾳ τοῦ σοφιστι-
κοῦ θαρρῶν καινοτομεῖ καὶ αὐτὸς αἵρεσιν, ἣ νῦν ἐπιπολάζει, τὸ ὄνομα
τοῦ εὑρόντος ἔχουσα. οἱ δέ φασι διενεχθῆναι αὐτοὺς πρὸς Γεώργιον,
ἑώρων γὰρ αὐτὸν ἀλλόκοτα δογματίζοντα. οὗτος δὲ ὁ Ἀπολινά-
ριος βαθμοὺς ἐπὶ τῆς θείας φύσεως δοξάζειν ἐτόλμησε καὶ μύθους τι-
νὰς ταῖς θείαις ἐπαγγελίαις συνέζευξεν.
Ἀπολιταργιεῖς: ἀποδραμῇ, ἀποσκιρτήσειας ἀπὸ τῆς θύρας.
ἔνεστι δὲ ἐν τῇ λέξει τὸ ἀργὸν, ὅπερ ἐστὶ τὸ ταχὺ, καὶ τὸ λίαν. οὐ
ταχέως οὖν, φησὶν, ἀποδραμῇ; λιταργισμοὺς δὲ ἐκάλουν καὶ τὰ σκιρ-
τήματα. Ἀριστοφάνης Νεφέλαις· οὔκουν ἀνύσας τι θᾶττον ἀπολιταρ-
γιεῖς ἀπὸ τῆς θύρας; ἔστι καὶ Ἀπολιταργεῖν.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter alpha, entry 3684, l. 2


450

ἢ οὐ πολυπραγμονῶν. οἱ δὲ ὅτι ἀπραγμοσύνη φυτὸν ἐν Ἀκαδημίᾳ


φυόμενον.
Ἀπράγμων: ἄπονος. ἀπράγμονας δεῖ εἶναι τοὺς σπουδαίους,
ἐκκλίνειν τε τὸ πράττειν τι παρὰ τὸ καθῆκον. καὶ οἰνωθήσεσθαι μὲν,
οὐ μεθυσθήσεσθαι δέ. ἔτι δὲ οὐδὲ μανήσεσθαι· προσπεσεῖσθαι μέντοι
αὐτῷ φαντασίας ἀλλοκότους διὰ μελαγχολίαν ἢ λήρησιν, οὐ κατὰ τὸν
τῶν αἱρετῶν λόγον, ἀλλὰ παρὰ φύσιν. Ἀπράγμων οὖν ἐπιεικὴς,
μέτριος τοὺς τρόπους, οἷον οὐ φιλόνεικος, ἢ φιλοπράγμων. ἢ ἀν-
ειμένος ἢ μωρός. Ἀπραγούντων: μηδὲν ἐνεργούντων. καὶ τὴν ἡσυχίαν ἀν-
αγκαζομένων ἄγειν, ἀλλὰ καινοτομήσειν τι πάλιν κατ' ἐκείνων.
Ἄπρακτα: ἀνεκδίκητα, ἀτιμώρητα. ἀλλὰ ταῦτα μὲν οὐχ οἷά
τε εἶναι ἄπρακτα γενέσθαι, ἐπείπερ οἱ θεοὶ ἀτιμώρητα αὐτὰ περιεῖδον
ἐκ σφῶν γενόμενα.
Ἀπραίδευτοι: τουτέστιν ἀζήμιοι.
Ἀπριάτην: ἄνευ πράσεως.
Ἀπρίξ: ὅλῃ δυνάμει, ἰσχυρῶς, ἀσφαλῶς. Ἀπρίξ, προσπεφυκό-
τως, ὃ οὐχ οἷόν τε πρίσαι διὰ τὴν σύμφυσιν.
Ἀπροβούλευτον: τὸ μὴ πρότερον εἰς τὴν βουλὴν, ἀλλ' εὐθὺς
εἰς τὸν δῆμον εἰσαχθὲν ψήφισμα. οὕτως Δημοσθένης.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter beta, entry 98, l. 2

Βάνδον: οὕτω καλοῦσι Ῥωμαῖοι τὸ σημεῖον τὸ ἐν πολέμῳ.


Βάξιν: φήμην. Σοφοκλῆς· εἰ γὰρ ἐν ταῖς ξυμφοραῖς ταῖς νῦν
νομίζεις πρός γ' ἐμοῦ πεπονθέναι λόγοισιν εἴτ' ἔργοισιν εἰς βλάβην
φέρον, οὔτοι βίου μοι τοῦ μακραίωνος πόθος φέροντι τήνδε βάξιν.
ἀντὶ τοῦ οὐ βούλομαι ζῆν ἐπὶ ταύτῃ τῇ φήμῃ.
Βαπτά: βαπτὰ ἱμάτια ἐφόρουν οἱ νυμφίοι πρὸς τὸ φαίνεσθαι
τεκμήριον τῆς φθορᾶς. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ· οὔθ' ἱματίων βαπτῶν
δαπάναις κοσμῆσαι ποικιλομόρφων. ἀντὶ τοῦ ἑτεροχρόων.
Βαπτίζω· αἰτιατικῇ.
Βάπτουσι: πλύνουσιν. Ἀριστοφάνης· πρῶτα μήτ' ἄρια βάπτουσι
θερμῷ κατὰ τὸν ἀρχαῖον νόμον. ἀντὶ τοῦ οὐδὲν καινοτομοῦσιν.
Βάραθρον: χάσμα τι φρεατῶδες καὶ σκοτεινὸν ἐν τῇ Ἀττικῇ,
ἐν ᾧ τοὺς κακούργους ἔβαλλον· ἐν δὲ τῷ χάσματι τούτῳ ὑπῆρχον
ὄγκινοι, οἱ μὲν ἄνω οἱ δὲ κάτω. ἐνταῦθα τὸν Φρύγα τὸν τῆς μη-
τρὸς τῶν θεῶν ἐνέβαλον ὡς μεμηνότα, ἐπειδὴ προέλεγεν, ὅτι ἔρχεται
ἡ μήτηρ εἰς ἐπιζήτησιν τῆς κόρης. ἡ δὲ θεὸς ὀργισθεῖσα ἀκαρπίαν
ἔπεμψε τῇ χώρᾳ· καὶ γνόντες τὴν αἰτίαν διὰ χρησμοῦ τὸ μὲν χάσμα
κατέχωσαν, τὴν δὲ θεὸν θυσίαις ἵλαον ἐποίησαν.
Βάραθρον: τόπος βαθὺς, ὅπου οἱ κακοῦργοι ἐμβάλλονται Ἀθή-
νησι καὶ οἱ ἐπὶ θανάτῳ· ὥσπερ εἰς τὸν Κεάδαν οἱ Λακεδαιμόνιοι.
451

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter epsilon, entry 410, l. 3

Ἐκδοχεῖον: τὸ ταμιεῖον.
Ἐκ δυεῖν τρία βλέπεις: ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἢ ἄλλο τι πάθος
οὐκ ὀξυδορκούντων οὐδὲ εἰλικρινεῖς ἐχόντων τὰς ὁράσεις.
Ἑκκαιδεκάδωρα: ἑκκαίδεκα παλαιστῶν. δῶρον γὰρ καλεῖται
ἡ παλαιστή. Ὅμηρος· τοῦ κέρα ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει.
Ἔκαινον: ἔκοπτον.
Ἐκκαίω· αἰτιατικῇ.
Ἐκκαίομαί σου δὲ γενικῇ. ἐρῶ σου.
Ἐκκέκοφθ' ἡ μουσική: φασὶν ὅτι τῶν παλαιῶν ἐν τοῖς
συμποσίοις φιλολόγῳ ζητήσει χρωμένων, οἱ ὕστερον τὰς μουσουργοὺς
καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον. ὅθεν τὴν καινοτομίαν
τινὲς αἰτιώμενοι τῇ παροιμίᾳ ἐχρῶντο.
Ἐκεκράγεισαν: ἔκραζον.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter epsilon, entry 3881, l. 2

Ἐφέται: ἄνδρες ὑπὲρ νʹ ἔτη γεγονότες καὶ ἄριστα βεβιωκέναι


ὑπόληψιν ἔχοντες· οἳ καὶ τὰς φονικὰς δίκας ἔκρινον. ἐκαλεῖτο δ'
αὐτῶν τὰ δικαστήρια ἐφετῶν.
Ἐφέται: οἱ δικάζοντες τὰς ἐφ' αἵματος κρίσεις ἐπὶ Παλλαδίῳ
καὶ ἐπὶ Πρυτανίῳ καὶ ἐπὶ Δελφινίῳ καὶ ἐν Φρέατι ἐφέται καλοῦνται.
καὶ Ἐφέτης, ὁ δικαστής.
Ἐφετικός: ἐπιθυμητικός.
Ἐφετόν· εἶδον ἐγὼ δικαστὴν ἐφετόν, μετροῦντα τοῖς ἀγορεύουσι
τὸν χρόνον.
Ἐφευρετὰς κακῶν: τοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς ἕτερα
καινοτομοῦντας κακά.
Ἐφείλιξαν· σχοινίον τε ἐφείλιξαν μίλτῳ. ἀντὶ τοῦ ἔφυραν
καὶ περιείλιξαν.
Ἐφειμένον: συγκεχωρημένον. ὡς δὲ ἐφειμένον αὐτῷ παρα-
γίνεσθαι, ἐς ὄψιν ἐλθὼν εἶπεν.
Ἐφεῖναι: συγχωρῆσαι, κελεῦσαι. ἡ δὲ οὐκ ἐπείσθη, πρὶν ἢ
τοὺς προσήκοντας ἐφεῖναι λαβεῖν.
Ἐφείσθω τούτοις ἐξονυχίζειν: ἀντὶ τοῦ συγκεχωρήσθω
ἀκριβολογεῖσθαι.
Ἐφεῖτο: συνεχωρεῖτο. καὶ οὐδενὶ ἐφεῖτο μὴ κελευσθὲν ἐξ-
ωτέρω προϊέναι.
452

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter kappa, entry 1177, l. 1

κένωμα ἔπλησε, ταχυεργῶς λίαν ἀποκλείει τὰς ὄχθας δι' αὐτοῦ τοῦ
ποταμοῦ ἑκατέρωθεν σκευάσας δαρείους· ἐν οἷς βοήθειαν ἀποχρῶσαν
βαλὼν ἐστέρει τὴν πόλιν τῶν ἐκ τῆς θαλάττης ἀγωγίμων.
Καινός: ὁ νέος.
Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς νεωτέροις ἁρμόττει
πράγμασιν. οὕτως δὲ καὶ Ἔφορος.
Καινὸς γνώμην: ἀντὶ τοῦ νέαν γνώμην εἰσηγούμενος. καινὸς
γνώμην, καινῶν ἔργων ἐγχειρητής.
Κενοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ. ἤτοι
τὰ μὴ ἔχοντα ἔνδοθεν νεκρόν.
Καινοτομεῖ· αἰτιατικῇ. καινουργεῖ. ὅτι τὸ καινοτομεῖν ἐπὶ
τοῦ ἄρχειν. Ἀριστοφάνης· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστι.
Καινοτομία.
Καινοῦν: παρὰ Ἡροδότῳ τὸ λόγῳ τῷ καινῷ χρήσασθαι.
Καινουργησμός: ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος
ἀναμόρφωσις.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter kappa, entry 1178, l. 1

Καινός: ὁ νέος.
Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς νεωτέροις ἁρμόττει
πράγμασιν. οὕτως δὲ καὶ Ἔφορος.
Καινὸς γνώμην: ἀντὶ τοῦ νέαν γνώμην εἰσηγούμενος. καινὸς
γνώμην, καινῶν ἔργων ἐγχειρητής.
Κενοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ. ἤτοι
τὰ μὴ ἔχοντα ἔνδοθεν νεκρόν.
Καινοτομεῖ· αἰτιατικῇ. καινουργεῖ. ὅτι τὸ καινοτομεῖν ἐπὶ
τοῦ ἄρχειν. Ἀριστοφάνης· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστι.
Καινοτομία.
Καινοῦν: παρὰ Ἡροδότῳ τὸ λόγῳ τῷ καινῷ χρήσασθαι.
Καινουργησμός: ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος
ἀναμόρφωσις.
Καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεί.
Καινῶς: ἀντὶ τοῦ παραδόξως.
Καίνυτο: ἐνίκα.
Καιόμενος: ἀπὸ τοῦ καίω, τὸ φλέγω.
Καίω σε· αἰτιατικῇ.
453

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter mu, entry 454, l. 3

αὐτάς. μετὰ ταῦτα ὁ Ἐλευθὴρ ἔλαβε χρησμὸν ἐπὶ παύσει τῆς μανίας
τιμῆσαι Μελαναιγίδα Διόνυσον.
Μελανείμονος: τοῦ μέλανα ἱμάτια φοροῦντος.
Μελανίωνος σωφρονέστερος· Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ·
οὗτος φεύγων γάμον ἀφίκετ' ἐς ἐρημίαν κἀν τοῖς ὄρεσιν ᾤκει, καὶ
κύνα τιν' εἶχε, κᾆτ' ἐλαγοθήρει, κοὐκ ἔτ' ἦλθεν οἴκαδ' ὑπὸ μίσους.
οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη ἐκεῖνος· ἡμεῖς δ' οὐδὲν ἧττον τοῦ Με-
λανίωνος σωφρονέστεροι.
Μελανιππίδης, θυγατριδοῦς τοῦ πρεσβυτέρου, παῖς δὲ Κρίτωνος, λυρικοῦ
καὶ αὐτοῦ· ὃς ἐν τῇ τῶν διθυράμβων μελοποιΐᾳ ἐκαινοτόμησε πλεῖστα
καὶ διατρίψας παρὰ Περδίκκᾳ τῷ βασιλεῖ ἐκεῖ τὸν
βίον κατέστρεψεν. ἔγραψε καὶ αὐτὸς ᾄσματα λυρικὰ καὶ διθυράμβους.
Μελανιππίδης, Κρίτωνος, γεγονὼς κατὰ τὴν ξεʹ Ὀλυμπιάδα,
Μήλιος. ἔγραψε δὲ διθυράμβων βιβλία πλεῖστα καὶ ποιήματα ἐπικὰ
καὶ ἐπιγράμματα καὶ ἐλέγους καὶ ἄλλα πλεῖστα.
Μελανίππειον: Μελανίππου τοῦ Θησέως ἡρῷόν ἐστι.
Μελάνθιος καὶ Μόρσιμος· λέγει Ἀριστοφάνης περὶ αὐτῶν
οὕτως· ἄμφω Γοργόνες ὀψοφάγοι, βατιδοσκόποι, ἅρπυιαι, γραοσόβαι,
μιαροί, τραγομάσχαλοι, ἰχθυολῦμαι· ὧν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατὺ
μοῦσα καὶ θεὰ μετ' ἐμοῦ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter mu, entry 772, l. 6

Μετέωρον: ἐφ' ὕψους. οἱ γὰρ δορυφόροι μετέωρον ἀράμενοι


τὸν Σύφακα εἰς τὸν Τριακοντόποδα καλούμενον ἐκόμισαν, ῥίψαντες
κάτω. Ἰώσηπος· ἄμεινον δ' εἶναι μετέωρον ἐν φόβῳ τὸν αἴτιον
καταλείπειν.
Μετεωροπολῶν: τὰ οὐράνια σκοπῶν. καὶ Μετεωροπορῶν.
Μετέωρος: ὁ ἤδη πρὸς πρᾶξίν τινα ηὐτρεπισμένος. μετῆλθε
τὰς πόλεις μετεώρους πρὸς ἀπόστασιν οὔσας. καὶ αὖθις· πάλαι με-
τέωρος ὢν πρὸς τὴν τῆς Ὀλυμπίας θέαν ὥρμησε. καὶ Ἰώσηπος·
μετεώρους ὄντας ἐπὶ τῷ μέλλοντι πολέμῳ τοὺς πολλοὺς ἐσπάρασσεν.
ἦσαν δὲ μετέωροι ταῖς ψυχαῖς καὶ πρὸς τὸ μέλλον ἔτι σαλεύοντες.
καὶ αὖθις· ὁ δὲ μετέωρος ἦν πρὸς πᾶσαν καινοτομίαν· διὸ καὶ προ-
θύμως ὑπήκουσε τοῖς παρακαλουμένοις. μετέωρος ἦν ἡ Ἑλλάς.
παρὰ Θουκυδίδῃ. ἀντὶ τοῦ ἐκεκίνηντο καὶ οὐχ ἡσύχαζον.
Μετεώρους νῆας: παρὰ Θουκυδίδῃ ἀντὶ τοῦ πελαγίους καὶ
μὴ ἐπ' ἀγκυρῶν ἱσταμένας, ἀλλ' ἀπεχούσας τῆς γῆς. ἐκ μεταφορᾶς
τῶν ἀπεχόντων τῆς γῆς καὶ ἐν ὄρει ὄντων. ἢ παρὰ τὸ ἀφεῖναι τὴν
γῆν καὶ περὶ τὸν ἀέρα λοιπὸν εἶναι.
454

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter nu, entry 223, l. 1

Νεόφυτον: τὸ νεωστὶ φυτευθέν.


Νεόφυτος: ὄνομα κύριον.
Νεοχάρακτα: νεωστὶ κεχαραγμένα. Σοφοκλῆς· ἴχνη τὰ κείνου
νεοχάρακτα. ὁπόταν γὰρ νεωστὶ αἱ ἀποχαράξεις τῶν ζῴων γένωνται,
μᾶλλον ἐπακολουθοῦσιν οἱ κυνηγέται, πρὶν ὑπὸ ἀνέμου ἀφανισθῇ ἡ
ὀδμή.
Νεοχμός: νέος, νέαν καὶ ἀκαταπόνητον δύναμιν ἔχων. μὴ
παρόντων ἐς τὰς ἀρχὰς ἀνδρῶν τῶν διέπειν ταύτας δυναμένων, πολλὰ
νεοχμεῖσθαι ἐν τοῖς πολιτικοῖς. Ἀριστοφάνης· τέρας νεοχμόν. ἀντὶ
τοῦ παράδοξον. ἀτοπίας πλέων. ἀντὶ τοῦ θαύματος.
Νεοχμοῦν: καινοτομεῖν, νεώτερα ἐργάζεσθαι. νέων ἔχεσθαι
πραγμάτων. ὁ δὲ φυλάσσειν τῶν καθεσταμένων οὐδὲν ἠξίου, πάντα
δὲ νεοχμοῦν ἐσαεὶ ἤθελε.
Νεοχμώσαντες: νεωστὶ κινήσαντες. Ἡρόδοτος.
Νεοχμώσειν: νεωτερισθῆναι, καινόν τι ἐργάσασθαι. ἀσχόλους
τε γὰρ αὐτοὺς ὄντας διὰ τὸν πόλεμον μηδὲν νεοχμώσειν.

Thomas Magister Philol., Ecloga nominum et verborum Atticorum


(9023: 001)“Thomae Magistri sive Theoduli monachi ecloga vocum
Atticarum”, Ed. Ritschl, F.Halle: Orphantropheus, 1832, Repr. 1970.
Alphabetic letter epsilon, p. 147, l. 16

Ἐληλάμενος δεῖ γράφειν προπαροξυτόνως, ὡς οὐτάμενος.


ἐπειδὴ γὰρ ἐληλασμένος καὶ οὐτασμένος ἦσαν, ἔπαθον δέ
τι, τὴν τοῦ σ λέγω ἀποβολὴν, διὰ τοῦτο δὴ καὶ περὶ τὸν
τόνον ἐκαινοτομήθησαν· ὥσπερ καὶ τὸ ἄσμενος· ἠσμέ-
νος γὰρ ὂν, εἶτα παθὸν τὴν τοῦ η εἰς α τροπὴν ἀνεβί-
βασε τὸν τόνον. ἰστέον δὲ ὡς, ὅταν ἡ δευτέρα συζυγία
τῶν περισπωμένων ἢ καθαρὸν ἢ μετὰ τοῦ ρ ἔχῃ τὸ α,
ἀναγκαίως ἀεὶ τὸν παθητικὸν παρακείμενον δίχα τοῦ σ
ἐκφέρει, ὡς τεθέαμαι καὶ ἑώραμαι καὶ πεπείραμαι καὶ
ὅσα τοιαῦτα· μὴ ἔχουσα δὲ οὕτω μετὰ τοῦ σ τοῦτον
ποιεῖ, ὡς γεγέλασμαι καὶ τὰ παραπλήσια. οὕτω καὶ
τὸ ἐλήλαμαι, ἐλήλασμαι ὂν, ὡς μήτε καθαρὸν ἔχον τὸ α
μήτε μετὰ τοῦ ρ, ἐκβολῇ τοῦ σ ἐλήλαμαι γέγονε.

Thomas Magister Philol., Ecloga nominum et verborum Atticorum


455

Alphabetic letter mu, p. 238, l. 5

Μισθός ἀδιάβλητον, διαβεβλημένον δὲ τὸ μίσθωμα· ἐπὶ πόρνης γὰρ


λέγεται, ὡς παρὰ τῷ θεολόγῳ Γρηγορίῳ ἐν τοῖς τετραστίχοις· μίσθωμα
πόρνης ἁγνὸς οὐ μερίζεται. Οὐ λογογράφων τὸ λέγειν μᾶλλον
πλουσιώτερος καὶ μᾶλλον ἀνδρειότερος, οὐ μὴν οὐδὲ μάλιστα
πλουσιώτατος· πε- ριτταὶ γὰρ καὶ ἄκαιροι αἱ τοιαῦται προσθῆκαι. τὸ γὰρ
πλουσιώτερος συγκριτικὸν ὂν οὐ δεῖται ἑτέρου συγ-κριτικοῦ τοῦ μᾶλλον.
ὡσαύτως καὶ τὸ πλουσιώτατος ὑπερθετικὸν ὂν οὐ δεῖται ἑτέρου
ὑπερθετικοῦ τοῦ μά-λιστα. ποιηταὶ δὲ ὥσπερ καὶ ἕτερ' ἄττα
καινοτομοῦσι, καὶ τοῦτο ἔστιν ὅτε ποιοῦσιν.

Αποσπάσματα από βιβλία

Petra skandalu: ētoi diasaphēsis tōn pente diaphorōn, tēs archēs kai ...Ēlias
Mēniatēs - 1760 - Και με ήτταπαν Καλεσίον Definatincefere, nouitas
νοτιfatem παυσαίθωή Καινοτομία μαύει την αρχαιότητα, η διά νά ειπώ
καλλίτερα με τα οφάτω Ιερεμία, όμιλών προς όλες τις ορθοδόξες δά κάθε
εκκλησιατική επίθεση, ο τάδι λέγει κύρος βετε και ...

Petra skandalu ... (Petra scandali sive expisitio causarum ...- Σελίδα 4 Elias
Miniatis - 1783 - δρος, έτ άλλος τις έπρεπε να κάμη την καινοτομίαν
ταύτην, να διατάξη δηλαδή αντί των Ενζύμων τα Α'- ζυμα, ετε μιάς ...
πσuitas vetuftatem ...παυσάοθω ή Καινοτομία μιαίνειν και, την αρχαιότητα
» ή διά να είπώ καλλίτερα με τον προφήτην ...

Τροπαιον της ὀρθοδοξου πιστεως. Πονημα Ἀ. Μανουηλ. ... Τα μεν ἐν τῳ


...1791 - ... Παυσάθω ή Καινοτομία σε μιαίνεν την αρχαιότητα - Ημείς
ευλαβώμεθα την ακτ, χαίαν παραδοσιν της Εκκλησίας, όπο, πρέπει τόσον
πλέον να είναι αιδεσιμος, όσον , είναι παλαιά περισσότερον, η δια τέτο δεν
δεχόμεθα ουδεμίαν καινοτομίαν...

Κλασική Αρχαιότητα: Μεταμορφώσεις της Σκέψης- Σελίδα 85 Αλέξης


Καρπούζος, Εργαστήριο Σκέψης - 2014 - ... και να υπολογιστούν με
απόλυτη βεβαιότητα και από την άλλη η ασυμμετρία και η απροσδιοριστία
456

του Γίγνεσθαι και οι μη αναστρέψιμες – τυχαίες διαδικασίες που παράγουν


αβεβαιότητα, σχετικότητα, Καινοτομία και δημιουργικότητα...

Η περιπέτεια της φιλοσοφίας: Η ζωή και η σκέψη των μεγάλων φιλοσόφων


Will Durant - 2014 - Επίσης, «μερικοί χαρακτήρες τρέφουν απέραντο
θαυμασμό για την αρχαιότητα, ενώ άλλοι υιοθετούν πρόθυμα την
καινοτομία, ελάχιστοι μόνο μπορούν να παραμείνουν στον σωστό δρόμο,
στη μέση οδό, ώστε ούτε να γκρεμίζουν αυτά που ορθά ...

Nichtlateinische Schriftzeichen- Τόμος 1 - Σελίδα 484 Konstantinos


Oikonomos - 1862 - Ναι (σ η με ι οΰ μ ε ν), νεωτερισμός έστιν ή έπίχυσις
ή ράντισις καϊ Καινοτομία ακανόνιστος" καϊ τοϋτο ... τής αγίας
παραδόσεως τήν άγτ,ραντον αρχαιότητα, ώς ό ίερος ελεγεν Αυγουστίνος
«Παυσάσθω ή Καινοτομία τοΰ μιαίνειν τήν αρχαιότητα».

Μέταλλα εργάσιμα και συγκεχωνημένα: η οργάνωση της εκμετάλλευσης


του ...Euangelos Ch Kakavogiannēs - 2005 - - Όλοι ερμήνευσαν ότι το
"ΣΥΓΚΈΧΩΡΗΜΕΝΟ" σημαίνει ένα νέο μεταλλείο (μια καινοτομία) ή
το πολύ ένα μεταλλείο χωρίς ... Αυτή η παραχώρηση για έρευνα
ονομαζόταν στην αρχαιότητα Καινοτομία . . . και η διάρκειά της... ήταν
για 3 χρόνια.

Epistolai diaphorōn Hellēnōn logiōn, anōtatōn klērikōn, Tourkōn


...Iōannēs Oikonomou Larissaios - 1964 - ... ήγουν της αρχαίας, και
παλαιάς, αίτινες ώς τρίβοι κυρίου, και σεβάσμιαι εισί, και άγιαι. Αλλά και
ο άγιος Κελεστίνος Πάπας Ρώμης ούτω φησι «Παυσάσθω ή Καινοτομία
μιαίνειν την αρχαιότητα σεβαστήν ούσαν, και αγίαν, καθότι κάθε
καινοτομία, ...

Asmata dēmotika tēs Hellados: ekdothenta meta meletēs historikēs ...1852


- - Τα άλλα έθνη ρέπουσι μάλλον προς την καινοτομίαν, διότι ουδεν
έχουσιν εν ταις καινοτομίας να χάσωσιν, έχουσι ... αυτήν, και ενταύθα
διασώζεται. όσω γάρ πλέον το πνεύμα σεβάζεται την αρχαιότητα, τοσούτω
μάλλον μακροβιώτερον.
457

Lexicon: post Ludolphum Kusterum ad codices manuscriptos. K - PsiSuda


- 1834 - - ... αντ' άλλης αρχής εστι. Α' Καινοτομία : Παρά Ηροδότω το
λόγω τω καινω χρήσασθαι. ... Περί μεν τοίνυν του καινοτομείν μη δείσης
τούτο γαρ ημίν Δράν αντ' άλλης αρχής έστιν, των δ' αρχαίων αμελήσαι.
ΚUSΤ.

Eurōpē mesō Helladas: mia kampē stēn Eurōpaikē autosyneidēsē, ...Nasia


Giakōvakē - 2006 - Καινοτομία επίσης αποτελεί το ότι τα αρχαία ελληνικά
αποκτούν σύντομα ένα υψηλότατο , αναδεικνύονται μαζί με τα λατινικά
σε δύο γλώσσες πρότυπα, ενώ παράλληλα αναβιώνει και η παράδοση της
ελληνικής γραμματικής σκέψης ...

Προβλήματα της εικονογραφίας των ιερειών και των ιερέων στην αρχαία
...Αλέξανδρος Γ Μάντης - 1990 - - Η εκλογή ηλικιωμένων γυναικών για
το αξίωμα της Πυθίας είναι μεν φιλολογικά μαρτυρημένη, δεν είναι όμως
απόλυτα βέβαιο αν αυτή η Καινοτομία ανάγεται ήδη στην εποχή της
αισχύλειας τραγωδίας. Το επεισόδιο του Θεσσαλού Εχεκράτη, που ...

Panoplia Dogmatike Alexiu Basileos Tu Komenu. (Panoplia dogmatica


...1710 - ... των συγχραμμάτων αύαπόδες κτον έχει και ο δε άλως μΆ ίσως
μικρηπρεπες ιό ειςμέσον άγεθαι, τώδε Καινοτομία εγκα: λ9μβω αναγκαίον
εις μαρτυρίαν διά τίευ τού χρόνε αρχαιότητα και τούτο δή ο περδήσω :
έδοζε τοις πασεάσιν ημών μήσιωπή ...

Archaiologia- Τεύχη 94-96 - Σελίδα 7 2005 - - Καινοτομία της εποχής απο-


ελεί η καθιέρωση του οριζόντιου αργαλειού ου αντικατέστησε τον επι
αιώνες ... δείχνει ότι υπάρχει μια συνέχεια στην χρήση των μηχανισμών
αυτών από την ελληνική αρχαιότητα, που φτάνει ως τις μέρες μας.

Epistēmonikē epetēris tēs Philosophikēs Scholēs1968 - - Οί σκηνοθετικές


όδηγίες πού ύπάρχουν στόν Κατζοϋρμπο είναι Καινοτομία της
ίΑναγεννησεως. 'Η λατινικη κωμωδία, όπως καὶ τό αρχαίο δράμα γενικά,
δέν έχει σκηνοθετικές όδηγίες. Οί σπάνιες περιπτώσεις αποσπασμάτων
αρχαίων θεατρικων ...
458

Αρχαιοκαπηλία και εμπόριο αρχαιοτήτων: μουσεία, έμποροι τέχνης,


...Ανδρέας Αποστολίδης - 2006 - 21 Ή Καινοτομία του Χάρβαρντ ήταν
πολύ σημαντική. Αναγνώριζε ότι στην πράξη σχεδόν κάθε μουσείο στον
κόσμο είναι πρόθυμο νά αγοράσει αρχαιότητες πού έχουν βγει άπό τό
έδαφος πολλά χρόνια πρίν, γιά παράδειγμα τον 19ο αιώνα, όσο ...

Logos eis ten geniken historian. (Abhandlung über die allgemeine


...Jacques-Benigne episcopus Meldensis Bossuet - 1817 - 149 έρχονται
κατ' αλήθειαν, ει μη από την αρχαιότητα του βιβλίου αυτού, το οποίον
επέρασεν από τας χεί, ρας ... περί δε των μεταφοάσεων, είναι τάχα σημείον
νοθείας ή καινοτομίας, ότι η διάλεκτος της Γραφής έχει τόσην αρχαιότητα,
ώσε ...

Archaiologikon deltion: Chronika. Meros B 2006 - - Καινοτομία των


προγραμμάτων το μικρό σχήμα των δεκαεξασέλιδων εντύπων (0,14x0,10
μ.) ... στις 8 Δεκεμβρίου 2006, όπου παρουσιάστηκαν αναλυτικά ο
εκπαιδευτικός φάκελος «Παλατιανό (αρχαίο Ίωρον): Μια πόλη της
αρχαίας Κρηστωνίας», ...

Platōn: - Σελίδα 346 2006 - - ΧΡΗΣΤΟΥ Π. ΜΠΑΛΟΓΛΟΥ, Οικονομία


καί Τεχνολογία στην Αρχαία "Ελλάδα. Αθήνα, Ακαδημία Αθηνών, 2006,
253σσ. ... Ή συμβολή τής καινοτομίας καί τοϋ καινοτόμου πνεύματος
στήν βελτίωση τοϋ επιπέδου διαβιώσεως τών πολιτών αποτελεί ...

Το Ηράκλειο και η περιοχή του, διαδρομή στο χρόνο: - Σελίδα 324 Νίκος
Μ.. Γιγουρτάκης - 2004 - ... ανάπτυξη των αστικών κέντρων της Κρήτης
υπήρξε η πρωταρχικής σημασίας Καινοτομία τους και η οργάνωση
λιμένων και ... Είναι γεγονός ότι από την αρχαιότητα έως και το τέλος του
Μεσαίωνα οι τρόποι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν ...

Pausaniou Hellados periēgēsis: eisagōgē sto ergo tou Pausania kai


...Pausânias, Nikolaos D. Papachatzēs - 1974 - Στην αρχαιότητα ή
μεταλλοφόρα περιοχή τής Λαυρεωτικής ήταν δημόσιο κτήμα και ή πόλη
τήν ενοικίαζε σέ αθηναίους ... Μόνο γιά τίς «καινοτομίες» δέν υπάρχει
459

αμφιβολία πώς ήταν τά μεταλλεία; δπου γιά πρώτη φορά άρχιζε ή


εξόρυξη ...

Paideia kai zōē- Τεύχη 13-24 - Σελίδα 342 1953 - - Η Καινοτομία είναι ή
έξής: Κατά την § 3 του άρθρου 3 «εις όσους εκ των μαθητών τών
Προγυνασίων δηλώσουν ότι δεν ... διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής
Γλώσσης (όχι όμως και της διδασκαλίας κειμένων Αρχαίων Ελλήνων
Συγγραφέων έν ...

Zweite Reihe--Studien und Untersuchungen: - Σελίδα 246 1969 - -ΤΟ


ΝΕΟΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΩΣ ΕΧΕΙ Τό
νέον πρόγραμμα 1 τών άρχαίων έλληνικών παρουσιάζει είς πολλά σημεία
καινοτομίας και άποκλίσεις από τών παρ ήμΐν καΐ έν Πρωσσία μέχρι
τοΰδε κρατούντων. Εις τινα Ιδίως ...

Nea Hestia - Τόμος 110 - Σελίδα 1292 1981 - - Ή άρχαιότητα, λέει, είναι
γεμάτη άπό πράξεις πού τις εμπνέουν ή μεγαλοπρέπεια και ή αρετή». ...
του εύρύτητα, πού τον όδηγεϊ στήν καινοτομία, τρόμαξε τοΰς καθολικούς
γιατί στάθηκε κατά κάποιον τρόπο και ή άφετηρία της Μεταρρύθμιση: Κι
ό ...

Ιστορία, νέες εποχές, νέα ερωτήματα, νέες αναζητήσεις - Σελίδα 10 Από


την Αρχαιότητα ακόμα -από τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη με
αποκορύφωση τον ηθικολόγο βιογράφο Πλούταρχο- ... Τούτη η φιλοσοφία
κράτησε μέχρι τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την Καινοτομία του
Μαρξ που άρχισε να επιδρά στην ...

Το αρχαίο θέατρο του Διονύσου: αρχιτεκτονική μορφή και λειτουργία


Savas Gogos - 2007 - Χ. Αναμφίβολα, η αναφορά της σκηνογραφίας από
τον Αριστοτέλη ότι ο Σοφοκλής μαζί με τον τρίτο υποκριτή εισήγαγε και
τη σκηνογραφία, υπογραμμίζει, όπως σημειώθηκε παραπάνω, τη
σημαντικότητα αυτής της ζωγραφικής καινοτομίας.
460

Χριστιανική Θεολογία: Μεταμορφώσεις της Σκέψης- Σελίδα 13 Αλέξης


Καρπούζος, Εργαστήριο Σκέψης - 2014 - Η αρχαία ελληνική και λατινική
γραμματεία μεταφράζονται από τους Άραβες (και τους Ιουδαίους) που τη
διαδίδουν στην Δυτική ... Η αναβίωση της διαλεκτικής από τον 11ο αιώνα
και εξής είναι η σπουδαιότερη πνευματική Καινοτομία της εποχής.

Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana- Σελίδα 296 Franz
Miklosich, Joseph Müller - 2012 - ... εἰ μὴ καὶ προς καθαίρεσιν μοίλιστα ὴ
Καινοτομία αύτη απέβη, δεῖν ἔδοξεν, ίνα το τού αρχιμανδριτοίτου αξίωμα
τῇ τού (Αγίου Παύλου σεβασμία μονῇ καὶ πάλιν αποδοδείη, ωστε καὶ
αρχαιότητι πολύ το διαφέρον προς αὐτο κεκτημένη κέικ ...

Peri tēs hellēnikes glōssēs- Σελίδα 61Neophytos Dukas - 1840 - Δεύτερον


δε και τους έργοις αυτοίς, αυτοί εαυτοίς αντιφάσκετε επειδή το εμμένειν
τώ έθει, τούτό ες δόγμα της τρίτης φατρίας, παρ ών πρώην επι Καινοτομία
γλώττης, ώ άνδρες, εκωμωδήθητε, ως μήτε εις το έθος εμμένοντες, μήτε
εκ των αρχαίων ...

Αρχαιολογικον δελτιον- Τόμος 63 - Σελίδα 758 2008 - - ... Μέτρο 1.3


(«Ανάπτυξη και προώθηση της καινοτομίας»), Δράση 1.3.1 («Κοινωνία
της Πληροφορίας»), Κατηγορία Πράξεων «Τουρισμός - Πολιτισμός», 11.
Αρχαιότητες από την περιοχή του Κάστρου Ιωαννίνων ήταν γνωστές από
τη δεκαετία ...

Ιστορία του ελληνικού έθνους - Τόμος γ΄Κωνσταντίνος


Παπαρρηγόπουλος - 2014 - ... διόρθωσις τών προηγουμένων νόμων Τό δέ
πρώτον, καθ' ό ή Εκλογή συνετάχθη έκτών νόμων τού Ιουστινιανού,
προσετέθ ίσως να καλύψη τάς μεγάλας καινοτομίας αίτινες προέκειτο να
εισαχθώσιν εις τόν άστ κόν τού έθνους βίον. Tώ όντι τό ...

Ekklesiastike histoiria, ... metenechtheisa ek tes hellenikes eis ...1783 - -


Εκ των ρηθέντων δηλον, πως η αρχαία τό Χρισε Εκκλησία τε ραντισμοί,
έχρή1ο εις τες βαπτιζομένος, αλά βαπτίσματι , κατά ... βάgέσα με τας δύο
χείρας την αρχαίαν παράδοσιν μεταχειρίζεται, αποβάλλεσα μακράν τας
των Λατίνων καινοτομίας, .
461

Tēs meta Markon basilias historia: Biblia 8 Herodianus (Historicus.) - 1813


... ούτε των αρχαίων, ούτε των νύν είδεν, ουδ' ήκουσε τοιού ) τον
τρακάρισμα. ... των άλλων κακών! τοσούτον οι άνθρωποι τρέχουσιν εις
τας καινοτομίας των καθεςηκότων, όσον μάλλον εκείκr 3' να τύχωσιν
ουσα παραδοξότερα, '' .

Αἰγυπτιακα, ἠτοι ἐξιχνιασεις περι γεωγραφιας ἐξ αὐτων των ὀριων της


...1841 - ... αὐτῶν ίνποχρεοΐνντο ἐν τοῖς αδότοις ἐνόρκως, ίνα μὴ
παρασαλεόσων σιν ὑπό καινοτομίας οὐδὲν τῶν θεοκρατικῶς ... ὴ
Ματοιρία τὴς Κοιίρου Πόλεως πρό; Μεσημερίαν περὶ τας δύο ῶρας·_ η
°Ηλιοί:πολις, ως πόλις αρχαία καὶ όπίσημος ...

Peri tēs gnēsias prophoras tēs hellēnikēs glōssēs biblion- Σελίδα 673
Kōnstantinos Oikonomos - 1830 - - ... ώς λέγασιν, επενόησε και
μετέδωκεν εις τον περιώνυμον μαθητήν τα της περί την προφοράν
καινοτομίας τα σπέρματα. ... Αισκόβιος και ταύτης αναμφιβόλες
αποδείξεις εκφέρει από του πώς δύναται να ήναι η αυτή και των αρχαίων
ε 43 Τμήμ. γ.

Varia scripta quae moralia vulgo vocantur: ad optimorum librorum


...Plutarchus - 1820 - - ... ονιuvs Αrrx.νει ενκτ ύστεροντάς ""Ψσουργούς
και "αριστρίας και δρχηστρίας επεισήγαγον, όξεν την καινοτομίαν τινές
αίτια. ... και αδιάφοδροί φυλάξαντες, αναλαβόντες Αμα"ήν άσπίδα,
"απομπεύουοι, το 5, yέρας %"ιες κατά τινα Αιίριον άρχαίου.

Aristophanēs: Comoediae et Frag. a- Σελίδα 395 Aristophanes, Wilhelm


Dindorf - 1835 - εν το/νυν τοΰ καινοτόμων μη δείσης' τούτο γαρ ημϊν
δραν άντ άλλης άρχης εστίν, των δ' αρχαίων άμελησαι. Π Ρ. μη νυν
ιιρότερον μηδεις υμων άντείπη μηδ' υπόκρουση, •πριν επίστασθαι την
επίνοιαν και του φράζοντας άκουσαι.

Aristophanēs: pars I-III. Scholia Græca ex codicibus aucta et emendata


Aristophanes, Wilhelm Dindorf - 1838 - - Τον της νόλΐως. Κ.] [583. άλλης
άργί/ς : Αντί του άργΐΐν το καινοτόμων. Κ.] [
462

Analecta veterum poetarum Graecorum: - Τόμος 1 - Σελίδα 497 Richard


Francois Philippe Brunck - 1772 - - 2 Θίται, εγω, τραγικήν ος ανέπλασα
πρώτος αοιδην κωμήταις νεαράς καινοτομών χάριτας, Βάκχος ότε τριήoν
κατάγοι ... χαράξας γράμμαία χειμάρρω σί οια καταρδόμενα και τα
κατασκηνήν μετεκαίνισεν ώ τόμα πάντων δεξιον αρχαίων, ηθά τις ...

Rhetores in hoc volumine habentur hi- Σελίδα 53 1508 - - πων


ασάγομονεκτών επιχειρημάτωνάς τας κατασκλας βουθούμεθα, λίκνυν τις
όπμνδινώύτων λήπoιάν,ή καινοτομών,ήτα ... παρών ότι με ασήγονοι
λογισαι διατίου κατηχόρες και λύσισχωείσαντιπροτάσεως ή δι τσλήρόθ
αχο των αρχαίων ούτω, ...

Biblion tōn dēmiosiōn proseuchōn: ... kata to ethos tēs hēnōmenēs ...- 1820
- ... πρόοιντο (ούτω τους αρχαίοις αυτών έθνεσι προστετήκασιν), οι δε
ανάπαλιν επί τοσούτον της καινοτομίας εισιν έρασται, ώστε. τίτ,.
ευπριανοέλυσι,. και ούτω των αρχαίων καταφρονούσιν, ώστε μηδέν το
παράπαν αυτοίς ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ..

Ĭstoría ĭerà ȳ́toi, Tà Īoudaïkà, newstì tupwcénta, ēpimeleíã kaì


...Alexandros Maurokordatos, Iōannēs Postelnikos - 1716 - τας βίβλκς, α»
και καινοτομίας χρών"), 2 1 δεδότες εικοτως μή πολλών νεοτερισμών , -
Αυ 1 κα τό τα αρχαία , και τα καθες κότα σUyταράττειν , λαβή και πενήμιο
κύοιτο και Α 1 / 2/ ψ περς τίμυ τερθρέιαν των οίκοθεν λογων ά. \ ο σω.
δεια, και ξεσία ...

He kaine diatheke. Καινή Διαθήκη. Una cum Scholis Graecis, e


...[Anonymus AC09709899] - 1703 - ... Θ. Ιbidem Μ. 16 Κινοφωνίας ]
Καινοφωνιας και καινοτομίας. . οκ Χρυσ. Ρag. 814. Ι. ε, τι νέο, ... 6 Τα
γιωακαρια] ορας αυτες .τη αρχαία απάτη κεχζημίύκς, τώ οπλα , και ο
2/gβολΦ- καζ g Αδαμεχρήσατο. ΧΡ. ομιλ. ή. pag τ672. F. Αχόμμα ] Ως
επί ...
Spuridōn Zampelios - 1852 - Τά άλλα έθνη ρέπουσι μάλλον πρδς την
καινοτομίαν, διότι ουδέν έχουσιν έν ταΐς καινοτομίαις νά χάσωσιν, έχουσι
463

δ' ενδεχομένως νά κερδήσωσι πολύ. ... Οσω γάρ πλέον τδ πνεύμα


σεβάζεται την αρχαιότητα, τοσούτω μάλλον μακροβιώτερον. ΛΤ'.

Leukes stigmes stēn poiēsē- Σελίδα 107 Μιχάλης Τσιανίκας - 1998 - Αυτό
ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα αρχαία πρόσωπα και πράγματα στον
Καβάφη συχνά δεν είναι διάσημα, ούτε καν ... η πραγματική Καινοτομία
του Καβάφη, ούτε το ότι ήρωές του γίνονται πια κάποια εφήμερα πρόσωπα
που βιώνουν και ...

Philosophikai medetai peri Christianismu- Τόμος 1 - Σελίδα 157Auguste


Nicolas - 1855 - - Καϊ κατά πρώτον μέν ευκολον ητο νά γνωρίσητις την
αρχαιότητα τη;, άλλα κατ' ολίγον ηρχισε και αυτή ή πλάνη νά γίνη ... (07ε,
όταν βραδύτερον ήθέλησεν αυτη νά παρουσιασθώ πάλιν, κατηγο- ρήθη
και αύτη έπι καινοτομία, καϊ δ Σωκράτης, ...

Domē Hellada: apo genia se genia : historia, politismos- Σελίδα 77


Stephanos Rozanēs - 2003 - Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη
χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή της στην αρχαιότητα:
η ... Στο διάστημα που ακολούθησε τη Μυκηναϊκή εποχή και για αρκετά
χρόνια, η σημαντικότερη τεχνολογική Καινοτομία ήταν ...
Spyridōn Zampelios - 1852 - ... είς ἄλλην μορφ·ον, τρέπεται είς σοδα·
ρότητα καὶ καταιιρειαν, σκυθρωπαζει, το γλαφυρόντης πρόσω· πον
συννεφο'οται, μισεῖ τον καινοτομίαν, φεύγει τα παρόντα, καὶ παλινδρομεϊ
προς τα; πηγα; τα; αρχαιότητα, προς τα; παραδόσεις τπς.

Systēma Rōmaikou dikaiou katha en Helladi politeuetai: plēn tōn ...Paulos


Kalligas - 1878 - - Άλλαχοϋ εΰρίσκομεν τον αΰτον ΠαϋΛον λέγοντα:
«"Οτεπερί » καινοτομίας κτίσματος η δρων γίνεται ζήτησις, ούκ
άπαιτοϋμεν 9 ... Και μέχρι τρίτης γενεάς λοιπόν διατηρούμενη ή παράδοσις
αναιρεί την έξ άμνημονεύτων άρχαιότητα, η έπάπειρον ...

Encheiridion tēs genikēs historias- Σελίδα 84 Kōnstantinos


Paparrēgopoulos - 1849 - - Πολ. ΣΤ', β', 11). "Οτι του Κλεισθένους αι
καινοτομίαι επέφεραν τω όντι νέας και καιρίας εις την αριστοκρατίαν τών
464

Αθηνών πληγάς, είναι πρόδηλον. Εις τας αρχαίας 4 φυλάς, οι ευπατρίδαι


διέσωζον έτι πολλήν επιρροήν ώς εξ αρχαίων αναμνήσεων ...

Hapanta- Τόμος 7 - Σελίδα 269Man olēs A. Triantaphyllidēs - 1965 - - ...


Πάγος το πάλαι, φαίνεται συντηρητικών καΐ δεν δύναται να συνταχθη μετά
των καινοτόμων τούτων καΐ άσπασθη άνεξετάστως ... Ξεχωριστά πρέπει
να προσέξωμε τΙς γραφές βρύση κτλ. με η των αρχαίων τριτοκλίτων πού
συνεξομοιώθηκαν στην ...

Ideologia kai philosophia tēs dēmokratias stēn archaia Hellada 1978 - Η


χρησιμοποίηση του όρου αυτού είναι θεμιτή μέ τήν ειδική σημασία πού
έχει γιά τήν αρχαιότητα. Θεωρία δηλ. πού υποστηρίζει τήν ... Γι' αυτό ο
Φαλέας ο Χαλκηδόνιος έκανε πρώτος τούτη τήν καινοτομία. Δηλαδή,
λέει, ότι οι περιουσίες των ...

Hapanta Platōnos- Τόμος 7 - Σελίδα 64 Plato, Giannēs Kouchtsoglou -


1966 - - ... αρχαιότητα δεν έχουμε μαρτυρίες πού νά σχετίζουν τις
πλατωνικές αντιλήψεις μέ τις «Έκκλησιάζουσες». "Αντίθετα, δ

Eusebii Pamphili scripta historica - Τόμος 1 - Σελίδα 564 Eusebius


(Pamphili, évêque de Césarée) - 1868 - Καινοτομία VΙΙ, 31, 1. αι περί
γάμων καινοτομίαι Χ, 8, 12. καινουργείν περί τινα ΙΙΙ, 33, 2. - καινουργία
de mart. Ρ. Π, 3. - καινουργός de ... 2. την καθ' εαυτόν αρχαιότητα. ΙV, 7,
14. V, 16, 17. εν τω αυτώ λόγω τω κατά Αστέριον Ουρβανόν. VΙ, 36, 4.

Pandōra: syngramma periodikon- Τόμος 19 - Σελίδα 203 1869 - - Και


δμω;, ε'ίτε έπιλήσμων έαυτοΰ γενόμενος, είτε ζήλω άσυγγνώ- στου
καινοτομίας ορμώμενος αϋτογνωμόνως γράφει ... καϊ Δαρδανικη
έκαλεΐτο' ούτοι δέ κατά τή·/ μαρτυρίαν τών αρχαίων (2) καί νεωτέροιν (3)
κατεϊ- χον τδ βορειοδυτικδν της ...

Patrologie cursus completus, seu bibliotheca...omnium SS. patrum,


...Jacques-Paul Migne - 1866 - - Οὐ δεί τοίνυν ἡμᾶς εξηγητας τῶν άρχαίων
γίνεσθαι διδασκάλων, αλλά μάλλον αγαθού; είναι μαθητά; καὶ εὐγνώμονας
465

τῶν τ ... 'Αλλ' ἐπὶ 'Λνδρονίκου τοῦ τῶν Παλαιολόγων δευτέρου σύνοδος
οίκουμενικἡ συστάσα κατά τῆς καινοτομίας ἡν ...

Kyrillos Loukaris, ho Oikoumenikos Patriarchēs- Σελίδα 8Markos


Renierēs - 1859 - - ... περὶ τὴν χριστιανικὴν αρχαιότητα, εἰς πλόινας
πολλάς· άλλὸι καθόσον αί έρευναι αὐτῶν απο” αποόη οπουδαιότεραι ...
αποδεικνύεται ότι έθεώρει εἰσέτι τας περὶ τό δόγμα καινοτομίας της
διαμαρτυρὴσεως ὡς τερατώδεις, καὶ ότι ἐνέμενε ...

Peri ton LXX hermeneuton tes palaias theias graphes biblia IV. (De
...Konstantino Oikonomos - - ... σημασίας του Jovis (ώς έλεγε ο
Γενεβράρδος, βαρύς και σφοδρός κατά της τότε παρεισαχθείσης
καινοτομίας επιπεσών). Αλλοι δε πολλοί και εξ αυτών των νεωτέρων (βλ.
Gesenij Ιexic. Hebr. p. 408) θεωρούσιν ως γνησιώτερον το των αρχαίων ...

Νεωτερίζω

Έγινε επιλογή από πολύ περισσότερα. Οι πρώτες αναφορές της λέξης-


έννοιας νεωτερίζω στον Θουκυδίδη.
Θουκυδίδης ιστορίαι. (5 B.C.) B. 1 ch. 58 se. 1 l. 2. ἔχειν ὅπως μὴ
ἀποστήσονται.1.58.(1) Ποτειδεᾶται δὲ πέμψαντες μὲν καὶ παρ’
Ἀθηναίους πρέσβεις, εἴ πως πείσειαν μὴ σφῶν πέρι Νεωτερίζειν μηδέν,
ἐλθόντες δὲ καὶ ἐς τὴν Λακεδαίμονα μετὰ Κορινθίων, [ἔπρασσον] ὅπως
ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν, ἢν δέῃ, ἐπειδὴ ἔκ τε Ἀθηνῶν...

Πύλη για την Ελληνική γλώσσα.


νεωτερίζω 1α : εισάγω ή δέχομαι νέες αντιλήψεις, νέα συστήματα που
δημιουργούν ριζική ανανέωση σε έναν τομέα δραστηριότητας. [λόγ. αρχ.
νεωτερίζω (κυρ. στην πολιτική)]
νεωτερικός -ή -ό : που τον χαρακτηρίζει η υιοθέτηση και εφαρμογή
νέων αντιλήψεων, συστημάτων και μεθόδων· νεωτεριστικός: Nεωτερική
ποίηση. νεωτερικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. ελνστ. νεωτερικός]
466

νεωτερισμός ο : I.υιοθέτηση και εφαρμογή νέων αντιλήψεων,


συστημάτων και μεθόδων: Εισάγω (τολμηρούς) νεωτερισμούς στην
παιδεία / στην τέχνη / στη διοίκηση, καινοτομίες. II. (παρωχ., συνήθ.
πληθ.) για είδη αντρικού ή γυναικείου ρουχισμού, της τελευταίας μόδας.
|| ως τίτλος εμπορικού καταστήματος που πουλάει είδη εξωτερικού
ρουχισμού: Kατάστημα νεωτερισμών. [λόγ.: I: αρχ. νεωτερισμός (κυρ.
στην πολιτική, συνήθ. μειωτ.)· II: σημδ. γαλλ. nouveauté (πληθ. -és)]

νεωτεριστής ο θηλ. νεωτερίστρια : αυτός που εγκαταλείπει τις παλιές


αντιλήψεις, τις παλιές μεθόδους και δέχεται ή χρησιμοποιεί νέες:
Nεωτεριστές που προέρχονται από τον προοδευτικό χώρο και που έρχονται
σε αντίθεση με τους συντηρητικούς. || (ως επίθ.): ~ πολιτικός. [λόγ. ελνστ.
νεωτεριστής· λόγ. νεωτερισ(τής) -τρια]

νεωτεριστικός -ή -ό : που τον χαρακτηρίζει ο νεωτερισμός· νεωτερικός:


Nεωτεριστικές ιδέες / τάσεις / μέθοδοι. νεωτεριστι κά ΕΠIΡΡ. [λόγ.
ελνστ. νεωτεριστικός] .

Θουκυδίδης Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed. Jones, H.S., Powell,


J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.); 2:1942 (2nd edn.
rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.B. 1, ch. 58, se. 1, l. 2

νομίζων, εἰ ξύμμαχα ταῦτα ἔχοι ὅμορα ὄντα τὰ χωρία, ῥᾷον


ἂν τὸν πόλεμον μετ' αὐτῶν ποιεῖσθαι. ὧν οἱ Ἀθηναῖοι
αἰσθόμενοι καὶ βουλόμενοι προκαταλαμβάνειν τῶν πόλεων
τὰς ἀποστάσεις (ἔτυχον γὰρ τριάκοντα ναῦς ἀποστέλλοντες
καὶ χιλίους ὁπλίτας ἐπὶ τὴν γῆν αὐτοῦ, Ἀρχεστράτου τοῦ
Λυκομήδους μετ' ἄλλων δέκα στρατηγοῦντος) ἐπιστέλ-
λουσι τοῖς ἄρχουσι τῶν νεῶν Ποτειδεατῶν τε ὁμήρους λαβεῖν
καὶ τὸ τεῖχος καθελεῖν, τῶν τε πλησίον πόλεων φυλακὴν
ἔχειν ὅπως μὴ ἀποστήσονται.
Ποτειδεᾶται δὲ πέμψαντες μὲν καὶ παρ' Ἀθηναίους πρέ-
σβεις, εἴ πως πείσειαν μὴ σφῶν πέρι Νεωτερίζειν μηδέν, ἐλ-
θόντες δὲ καὶ ἐς τὴν Λακεδαίμονα μετὰ Κορινθίων, [ἔπρασσον]
ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν, ἢν δέῃ, ἐπειδὴ ἔκ τε Ἀθηνῶν
ἐκ πολλοῦ πράσσοντες οὐδὲν ηὕροντο ἐπιτήδειον, ἀλλ' αἱ
νῆες αἱ ἐπὶ Μακεδονίαν καὶ ἐπὶ σφᾶς ὁμοίως ἔπλεον, καὶ
τὰ τέλη τῶν Λακεδαιμονίων ὑπέσχετο αὐτοῖς, ἢν ἐπὶ Ποτεί-
δαιαν ἴωσιν Ἀθηναῖοι, ἐς τὴν Ἀττικὴν ἐσβαλεῖν, τότε δὴ
κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἀφίστανται μετὰ Χαλκιδέων καὶ
Βοττιαίων κοινῇ ξυνομόσαντες. καὶ Περδίκκας πείθει Χαλ-
467

κιδέας τὰς ἐπὶ θαλάσσῃ πόλεις ἐκλιπόντας καὶ καταβαλόντας


ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον μίαν τε πόλιν ταύτην ἰσχυρὰν

Θουκυδίδης B. 1, ch. 97, se. 1, l. 6

ἔπαθον δῃοῦντας τὴν βασιλέως χώραν. καὶ Ἑλληνοταμίαι


τότε πρῶτον Ἀθηναίοις κατέστη ἀρχή, οἳ ἐδέχοντο τὸν
φόρον· οὕτω γὰρ ὠνομάσθη τῶν χρημάτων ἡ φορά. ἦν
δ' ὁ πρῶτος φόρος ταχθεὶς τετρακόσια τάλαντα καὶ ἑξή-
κοντα. ταμιεῖόν τε Δῆλος ἦν αὐτοῖς, καὶ αἱ ξύνοδοι ἐς τὸ
ἱερὸν ἐγίγνοντο. ἡγούμενοι δὲ αὐτονόμων τὸ πρῶτον τῶν
ξυμμάχων καὶ ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων βουλευόντων τοσάδε
ἐπῆλθον πολέμῳ τε καὶ διαχειρίσει πραγμάτων μεταξὺ
τοῦδε τοῦ πολέμου καὶ τοῦ Μηδικοῦ, ἃ ἐγένετο πρός τε
τὸν βάρβαρον αὐτοῖς καὶ πρὸς τοὺς σφετέρους ξυμμάχους
νεωτερίζοντας καὶ Πελοποννησίων τοὺς αἰεὶ προστυγχά-
νοντας ἐν ἑκάστῳ. ἔγραψα δὲ αὐτὰ καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ
λόγου ἐποιησάμην διὰ τόδε, ὅτι τοῖς πρὸ ἐμοῦ ἅπασιν
ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον καὶ ἢ τὰ πρὸ τῶν Μηδικῶν
Ἑλληνικὰ ξυνετίθεσαν ἢ αὐτὰ τὰ Μηδικά· τούτων δὲ ὅσπερ
καὶ ἥψατο ἐν τῇ Ἀττικῇ ξυγγραφῇ Ἑλλάνικος, βραχέως
τε καὶ τοῖς χρόνοις οὐκ ἀκριβῶς ἐπεμνήσθη. ἅμα δὲ καὶ
τῆς ἀρχῆς ἀπόδειξιν ἔχει τῆς τῶν Ἀθηναίων ἐν οἵῳ τρόπῳ κατέστη.

Θουκυδίδης B. 2, ch. 3, se. 2, l. 1

ἐχθρῶν, γνώμην δ' ἐποιοῦντο κηρύγμασί τε χρήσασθαι


ἐπιτηδείοις καὶ ἐς ξύμβασιν μᾶλλον καὶ φιλίαν τὴν πόλιν
ἀγαγεῖν (καὶ ἀνεῖπεν ὁ κῆρυξ, εἴ τις βούλεται κατὰ τὰ
πάτρια τῶν πάντων Βοιωτῶν ξυμμαχεῖν, τίθεσθαι παρ' αὑτοὺς
τὰ ὅπλα), νομίζοντες σφίσι ῥᾳδίως τούτῳ τῷ τρόπῳ προς-
χωρήσειν τὴν πόλιν. οἱ δὲ Πλαταιῆς ὡς ᾔσθοντο ἔνδον
τε ὄντας τοὺς Θηβαίους καὶ ἐξαπιναίως κατειλημμένην τὴν
πόλιν, καταδείσαντες καὶ νομίσαντες πολλῷ πλείους ἐσελη-
λυθέναι (οὐ γὰρ ἑώρων ἐν τῇ νυκτί) πρὸς ξύμβασιν ἐχώρησαν
καὶ τοὺς λόγους δεξάμενοι ἡσύχαζον, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ
ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον. πράσσοντες δέ πως ταῦτα
κατενόησαν οὐ πολλοὺς τοὺς Θηβαίους ὄντας καὶ ἐνόμισαν
ἐπιθέμενοι ῥᾳδίως κρατήσειν· τῷ γὰρ πλήθει τῶν Πλαταιῶν
οὐ βουλομένῳ ἦν τῶν Ἀθηναίων ἀφίστασθαι. ἐδόκει οὖν
ἐπιχειρητέα εἶναι, καὶ ξυνελέγοντο διορύσσοντες τοὺς κοινοὺς
468

τοίχους παρ' ἀλλήλους, ὅπως μὴ διὰ τῶν ὁδῶν φανεροὶ ὦσιν


ἰόντες, ἁμάξας τε ἄνευ τῶν ὑποζυγίων ἐς τὰς ὁδοὺς καθίστα-
σαν, ἵνα ἀντὶ τείχους ᾖ, καὶ τἆλλα ἐξήρτυον ᾗ ἕκαστον
ἐφαίνετο πρὸς τὰ παρόντα ξύμφορον ἔσεσθαι. ἐπεὶ δὲ ὡς
ἐκ τῶν δυνατῶν ἑτοῖμα ἦν, φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ
τὸ περίορθρον ἐχώρουν ἐκ τῶν οἰκιῶν ἐπ' αὐτούς,

Θουκυδίδης B. 2, ch. 73, se. 3, l. 5

κοινῶσαι πρῶτον, καὶ ἢν πείθωσιν αὐτούς, ποιεῖν ταῦτα·


μέχρι δὲ τούτου σπείσασθαι σφίσιν ἐκέλευον καὶ τὴν γῆν
μὴ δῃοῦν. ὁ δὲ ἡμέρας τε ἐσπείσατο ἐν αἷς εἰκὸς ἦν
κομισθῆναι, καὶ τὴν γῆν οὐκ ἔτεμνεν. ἐλθόντες δὲ οἱ
[Πλαταιῆς] πρέσβεις ὡς τοὺς Ἀθηναίους καὶ βουλευσάμενοι
μετ' αὐτῶν πάλιν ἦλθον ἀπαγγέλλοντες τοῖς ἐν τῇ πόλει
τοιάδε· ‘οὔτ' ἐν τῷ πρὸ τοῦ χρόνῳ, ὦ ἄνδρες Πλαταιῆς,
ἀφ' οὗ ξύμμαχοι ἐγενόμεθα, Ἀθηναῖοί φασιν ἐν οὐδενὶ
ὑμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους οὔτε νῦν περιόψεσθαι, βοηθή-
σειν δὲ κατὰ δύναμιν. ἐπισκήπτουσί τε ὑμῖν πρὸς τῶν
ὅρκων οὓς οἱ πατέρες ὤμοσαν μηδὲν Νεωτερίζειν περὶ τὴν
ξυμμαχίαν.’ τοιαῦτα τῶν πρέσβεων ἀπαγγειλάντων οἱ
Πλαταιῆς ἐβουλεύσαντο Ἀθηναίους μὴ προδιδόναι, ἀλλ'
ἀνέχεσθαι καὶ γῆν τεμνομένην, εἰ δεῖ, ὁρῶντας καὶ ἄλλο
πάσχοντας ὅτι ἂν ξυμβαίνῃ· ἐξελθεῖν τε μηδένα ἔτι, ἀλλ'
ἀπὸ τοῦ τείχους ἀποκρίνασθαι ὅτι ἀδύνατα σφίσι ποιεῖν
ἐστὶν ἃ Λακεδαιμόνιοι προκαλοῦνται. ὡς δὲ ἀπεκρίναντο,
ἐντεῦθεν δὴ πρῶτον μὲν ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν καὶ ἡρώων
τῶν ἐγχωρίων Ἀρχίδαμος ὁ βασιλεὺς κατέστη, λέγων ὧδε·
’θεοὶ ὅσοι γῆν τὴν Πλαταιίδα ἔχετε καὶ ἥρωες, ξυνίστορές
ἐστε ὅτι οὔτε τὴν ἀρχὴν ἀδίκως,

Θουκυδίδης B. 3, ch. 72, se. 1, l. 2

τὴν Ἀττικὴν τριήρη κατέφυγον ἔτι παροῦσαν. δράσαντες


δὲ τοῦτο καὶ ξυγκαλέσαντες Κερκυραίους εἶπον ὅτι ταῦτα
καὶ βέλτιστα εἴη καὶ ἥκιστ' ἂν δουλωθεῖεν ὑπ' Ἀθηναίων,
τό τε λοιπὸν μηδετέρους δέχεσθαι ἀλλ' ἢ μιᾷ νηὶ ἡσυχά-
ζοντας, τὸ δὲ πλέον πολέμιον ἡγεῖσθαι. ὡς δὲ εἶπον, καὶ
ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην. πέμπουσι δὲ καὶ ἐς
τὰς Ἀθήνας εὐθὺς πρέσβεις περί τε τῶν πεπραγμένων
διδάξοντας ὡς ξυνέφερε καὶ τοὺς ἐκεῖ καταπεφευγότας πεί-
σοντας μηδὲν ἀνεπιτήδειον πράσσειν, ὅπως μή τις ἐπιστροφὴ
469

γένηται. ἐλθόντων δὲ οἱ Ἀθηναῖοι τούς τε πρέσβεις ὡς


νεωτερίζοντας ξυλλαβόντες, καὶ ὅσους ἔπεισαν, κατέθεντο
ἐς Αἴγιναν.
Ἐν δὲ τούτῳ τῶν Κερκυραίων οἱ ἔχοντες τὰ πράγματα
ἐλθούσης τριήρους Κορινθίας καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεων
ἐπιτίθενται τῷ δήμῳ, καὶ μαχόμενοι ἐνίκησαν. ἀφικομένης
δὲ νυκτὸς ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς
πόλεως καταφεύγει καὶ αὐτοῦ ξυλλεγεὶς ἱδρύθη, καὶ τὸν
Ὑλλαϊκὸν λιμένα εἶχον· οἱ δὲ τήν τε ἀγορὰν κατέλαβον,

Θουκυδίδης B. 3, ch. 82, se. 1, l. 9

τῶν ἱερῶν ἀπεσπῶντο καὶ πρὸς αὐτοῖς ἐκτείνοντο, οἱ δέ τινες


καὶ περιοικοδομηθέντες ἐν τοῦ Διονύσου τῷ ἱερῷ ἀπέθανον.
Οὕτως ὠμὴἡστάσις προυχώρησε, καὶ ἔδοξε μᾶλλον,
διότι ἐν τοῖς πρώτη ἐγένετο, ἐπεὶ ὕστερόν γε καὶ πᾶν ὡς
εἰπεῖν τὸ Ἑλληνικὸν ἐκινήθη, διαφορῶν οὐσῶν ἑκασταχοῦ
τοῖς τε τῶν δήμων προστάταις τοὺς Ἀθηναίους ἐπάγεσθαι
καὶ τοῖς ὀλίγοις τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ ἐν μὲν εἰρήνῃ
οὐκ ἂν ἐχόντων πρόφασιν οὐδ' ἑτοίμων παρακαλεῖν αὐτούς,
πολεμουμένων δὲ καὶ ξυμμαχίας ἅμα ἑκατέροις τῇ τῶν ἐναν-
τίων κακώσει καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἐκ τοῦ αὐτοῦ προσποιήσει
ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ τοῖς Νεωτερίζειν τι βουλομένοις ἐπορί-
ζοντο. καὶ ἐπέπεσε πολλὰ καὶ χαλεπὰ κατὰ στάσιν ταῖς
πόλεσι, γιγνόμενα μὲν καὶ αἰεὶ ἐσόμενα, ἕως ἂν ἡ αὐτὴ
φύσις ἀνθρώπων ᾖ, μᾶλλον δὲ καὶ ἡσυχαίτερα καὶ τοῖς εἴδεσι
διηλλαγμένα, ὡς ἂν ἕκασται αἱ μεταβολαὶ τῶν ξυντυχιῶν
ἐφιστῶνται. ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ
τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ
μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν· ὁ δὲ πόλεμος ὑφελὼν τὴν
εὐπορίαν τοῦ καθ' ἡμέραν βίαιος διδάσκαλος καὶ πρὸς τὰ
παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ. ἐστασίαζέ τε οὖν
τὰ τῶν πόλεων,

Θουκυδίδης B. 4, ch. 76, se. 5, l. 3

Βοιώτιον, ξυντελεῖ, ἄλλοι ἐξ Ὀρχομενοῦ ἐνεδίδοσαν, καὶ οἱ


Ὀρχομενίων φυγάδες ξυνέπρασσον τὰ μάλιστα καὶ ἄνδρας
ἐμισθοῦντο ἐκ Πελοποννήσου (ἔστι δὲ ἡ Χαιρώνεια ἔσχατον
τῆς Βοιωτίας πρὸς τῇ Φανοτίδι τῆς Φωκίδος), καὶ Φωκέων
μετεῖχόν τινες. τοὺς δὲ Ἀθηναίους ἔδει Δήλιον καταλαβεῖν
τὸ ἐν τῇ Ταναγραίᾳ πρὸς Εὔβοιαν τετραμμένον Ἀπόλλωνος
470

ἱερόν, ἅμα δὲ ταῦτα ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ γίγνεσθαι, ὅπως μὴ


ξυμβοηθήσωσιν ἐπὶ τὸ Δήλιον οἱ Βοιωτοὶ ἁθρόοι, ἀλλ' ἐπὶ
τὰ σφέτερα αὐτῶν ἕκαστοι κινούμενα. καὶ εἰ κατορθοῖτο ἡ
πεῖρα καὶ τὸ Δήλιον τειχισθείη, ῥᾳδίως ἤλπιζον, εἰ καὶ μὴ
παραυτίκα νεωτερίζοιτό τι τῶν κατὰ τὰς πολιτείας τοῖς
Βοιωτοῖς, ἐχομένων τούτων τῶν χωρίων καὶ λῃστευομένης
τῆς γῆς καὶ οὔσης ἑκάστοις διὰ βραχέος ἀποστροφῆς, οὐ
μενεῖν κατὰ χώραν τὰ πράγματα, ἀλλὰ χρόνῳ τῶν Ἀθηναίων
μὲν προσιόντων τοῖς ἀφεστηκόσι, τοῖς δὲ οὐκ οὔσης ἁθρόας
τῆς δυνάμεως, καταστήσειν αὐτὰ ἐς τὸ ἐπιτήδειον.
Ἡ μὲν οὖν ἐπιβουλὴ τοιαύτη παρεσκευάζετο, ὁ δὲ Ἱπ-
ποκράτης αὐτὸς μὲν ἐκ τῆς πόλεως δύναμιν ἔχων, ὁπότε
καιρὸς εἴη, ἔμελλε στρατεύειν ἐς τοὺς Βοιωτούς, τὸν δὲ
Δημοσθένη προαπέστειλε ταῖς τεσσαράκοντα ναυσὶν ἐς τὴν
Ναύπακτον, ὅπως ἐξ ἐκείνων τῶν χωρίων στρατὸν ξυλλέξας

Πλούταρχος. Pericles (0007: 012)“Plutarchi vitae parallelae, vol. 1.2,


3rd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1964.Ch. 11, se. 6, l. 4

κοντα δὲ τριήρεις καθ' ἕκαστον ἐνιαυτὸν ἐκπέμπων, ἐν


αἷς πολλοὶ τῶν πολιτῶν ἔπλεον ὀκτὼ μῆνας ἔμμισθοι,
μελετῶντες ἅμα καὶ μανθάνοντες τὴν ναυτικὴν ἐμπει-
ρίαν. πρὸς δὲ τούτοις χιλίους μὲν ἔστειλεν εἰς Χερρόνησον
κληρούχους, εἰς δὲ Νάξον πεντακοσίους, εἰς δ' Ἄνδρον
τοὺςἡμίσεις τούτων, εἰς δὲ Θρᾴκην χιλίους Βισάλταις
συνοικήσοντας, ἄλλους δ' εἰς Ἰταλίανἀνοικιζομένης
Συβάρεως, ἣν Θουρίους προσηγόρευσαν. καὶ ταῦτ' ἔπρατ-
τεν ἀποκουφίζων μὲν ἀργοῦ καὶ διὰ σχολὴν πολυπράγμονος
ὄχλου τὴν πόλιν, ἐπανορθούμενος δὲ τὰς ἀπορίας τοῦ
δήμου, φόβον δὲ καὶ φρουρὰν τοῦ μὴ Νεωτερίζειν τι παρα-
κατοικίζων τοῖς συμμάχοις.
Ὃ δὲ πλείστην μὲν ἡδονὴν ταῖς Ἀθήναις καὶ κό-
σμον ἤνεγκε, μεγίστην δὲ τοῖς ἄλλοις ἔκπληξιν ἀνθρώποις,
μόνον δὲ τῇ Ἑλλάδι μαρτυρεῖ μὴ ψεύδεσθαι τὴν λεγομέ-
νην δύναμιν αὐτῆς ἐκείνην καὶ τὸν παλαιὸν ὄλβον, ἡ τῶν
ἀναθημάτων κατασκευή, τοῦτο μάλιστα τῶν πολιτευ-
μάτων τοῦ Περικλέους ἐβάσκαινον οἱ ἐχθροὶ καὶ διέβαλ-
λον ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, βοῶντες ὡς ὁ μὲν δῆμος ἀδοξεῖ
καὶ κακῶς ἀκούει, τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων χρήματα πρὸς

Πλούταρχος. Cato Maior (0007: 025)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


1.1, 4th edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1969.
471

Ch. 12, se. 4, l. 3

ἀνειληφώς, ἔθνη τε πάμπολλα καὶ μάχιμα βαρβάρων


ὑπήκοα πεποιημένος, ἐπῆρτο συμπεσεῖν Ῥωμαίοις ὡς
μόνοις ἔτι πρὸς αὐτὸν ἀξιομάχοις οὖσιν. εὐπρεπῆ δὲ τοῦ
πολέμου ποιησάμενος αἰτίαν τοὺς Ἕλληνας ἐλευθεροῦν,
οὐδὲν δεομένους, ἀλλ' ἐλευθέρους καὶ αὐτονόμους χάριτι
τῇ Ῥωμαίων ἀπὸ Φιλίππου καὶ Μακεδόνων νεωστὶ γε-
γονότας, διέβη μετὰ δυνάμεως, καὶ σάλον εὐθὺς ἡ Ἑλ-
λὰς εἶχε καὶ μετέωρος ἦν, ἐλπίσι διαφθειρομένη βασιλι-
καῖς ὑπὸ τῶν δημαγωγῶν. ἔπεμπεν οὖν πρεσβείας ὁ
Μάνιος ἐπὶ τὰς πόλεις, καὶ τὰ μὲν πλεῖστα τῶν νεωτεριζόντων Τίτος
Φλαμινῖνος ἔσχεν ἄνευ ταραχῆς καὶ κατε-
πράυνεν, ὡς ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου γέγραπται (cap. 15),
Κάτων δὲ Κορινθίους καὶ Πατρεῖς, ἔτι δ' Αἰγιεῖς παρ-
εστήσατο. πλεῖστον δὲ χρόνον ἐν Ἀθήναις διέτριψε, καὶ
λέγεται μέν τις αὐτοῦ φέρεσθαι λόγος ὃν Ἑλληνιστὶ
πρὸς τὸν δῆμον εἶπεν, ὡς ζηλῶν τε τὴν ἀρετὴν τῶν πα-
λαιῶν Ἀθηναίων, τῆς τε πόλεως διὰ τὸ κάλλος καὶ τὸ
μέγεθος ἡδέως γεγονὼς θεατής· τοῦτο δ' οὐκ ἀληθές
ἐστιν, ἀλλὰ δι' ἑρμηνέως ἐνέτυχε τοῖς Ἀθηναίοις, δυνη-
θεὶς ἂν αὐτὸς εἰπεῖν, ἐμμένων δὲ τοῖς πατρίοις καὶ
καταγελῶν τῶν τὰ Ἑλληνικὰ τεθαυμακότων.

Πλούταρχος. Philopoemen (0007: 027)“Plutarchi vitae parallelae, vol.


2.2, 2nd edn.”, Ed. Ziegler, K.Leipzig: Teubner, 1968.Ch. 16, se. 1, l. 1

... πεμφθείς, ταὐτὸν ἔπαθε· τρίτῃ δ' ὁδῷ μόλις ἐν-


τυχὼν ἐδήλωσε τὴν προθυμίαν τῆς πόλεως. ὁ δὲ Φιλο-
ποίμην ἡδέως ἀκούσας, ἧκεν αὐτὸς εἰς Λακεδαίμονα, καὶ
συνεβούλευσεν αὐτοῖς μὴ τοὺς φίλους καὶ ἀγαθοὺς δε-
κάζειν, ὧν προῖκα τῆς ἀρετῆς ἔξεστιν ἀπολαύειν, ἀλλὰ
τοὺς πονηροὺς καὶ τὴν πόλιν ἐν τῷ συνεδρίῳ καταστα-
σιάζοντας ὠνεῖσθαι καὶ διαφθείρειν, ἵνα τῷ λαβεῖν ἐπι-
στομισθέντες ἧττον ἐνοχλοῖεν αὐτοῖς. βέλτιον γὰρ εἶναι
τῶν ἐχθρῶν παραιρεῖσθαι τὴν παρρησίαν ἢ τῶν φίλων.
οὕτως μὲν ἦν πρὸς χρήματα λαμπρός.
Ἐπεὶ δὲ πάλιν τοὺς Λακεδαιμονίους Νεωτερίζειν
ἀκούσας ὁ στρατηγὸς τῶν Ἀχαιῶν Διοφάνης ἐβούλετο
κολάζειν, οἱ δ' εἰς πόλεμον καθιστάμενοι διετάρασσον
τὴν Πελοπόννησον, ἐπειρᾶτο πραΰνειν καὶ καταπαύειν
τὸν Διοφάνη τῆς ὀργῆς ὁ Φιλοποίμην, διδάσκων τὸν
καιρόν, ὡς Ἀντιόχου τοῦ βασιλέως καὶ Ῥωμαίων ἐν τῇ
472

Ἑλλάδι τηλικούτοις αἰωρουμένων στρατοπέδοις, ἐκεῖσε


χρὴ τὸν ἄρχοντα τὴν γνώμην ἔχειν, τὰ δ' οἰκεῖα μὴ κι-
νεῖν, ἀλλὰ καὶ παριδεῖν τι καὶ παρακοῦσαι τῶν ἁμαρτα-
νομένων.

Πλούταρχος. Lysander (0007: 032)“Plutarch's lives, vol. 4”, Ed. Perrin,


B.Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1916, Repr. 1968.
Ch. 8, se. 2, l. 4

ἱστόρηται. τῶν γὰρ φίλων καὶ ξένων, οἷς ὑπέ-


σχετο συγκαταλύσειν τε τὸν δῆμον καὶ συνεκ-
βαλεῖν τοὺς διαφόρους, μεταβαλομένων καὶ διαλ-
λαγέντων τοῖς ἐχθροῖς, φανερῶς μὲν ἥδεσθαι
προσεποιεῖτο καὶ συνδιαλλάττειν, κρύφα δὲ
λοιδορῶν αὐτοὺς καὶ κακίζων παρώξυνεν ἐπι-
θέσθαι τοῖς πολλοῖς. ὡς δὲ ᾔσθετο γινομένην
τὴν ἐπανάστασιν, ὀξέως βοηθήσας καὶ παρεισελ-
θὼν εἰς τὴν πόλιν οἷς πρώτοις ἐπιτύχοι τῶν
νεωτεριζόντων ἐχαλέπαινε τῇ φωνῇ καὶ προσῆγε
τραχυνόμενος ὡς ἐπιθήσων δίκην αὐτοῖς, τοὺς
δὲ ἄλλους ἐκέλευε θαρρεῖν καὶ μηδὲν ἔτι προς-
δοκᾶν δεινὸν αὐτοῦ παρόντος. ὑπεκρίνετο δὲ
ταῦτα καὶ διεποίκιλλε, τοὺς δημοτικωτάτους καὶ
κρατίστους βουλόμενος μὴ φεύγειν, ἀλλ' ἀποθα-
νεῖν ἐν τῇ πόλει μείναντας. ὃ καὶ συνέβη·
πάντες γὰρ ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες.
Ἀπομνημονεύεται δὲ ὑπὸ Ἀνδροκλείδου λόγος
πολλήν τινα κατηγορῶν τοῦ Λυσάνδρου περὶ τοὺς
ὅρκους εὐχέρειαν. ἐκέλευε γάρ, ὥς φησι, τοὺς

Athenaeus Soph., Deipnosophistae (0008: 001)


“Athenaei Naucratitae deipnosophistarum libri xv, 3 vols.”, Ed. Kaibel,
G.Leipzig: Teubner, 1–2:1887; 3:1890, Repr. 1–2:1965; 3:1966.
B. 5, Kaibel paragraph 52, l. 20

παροιμίαν τὴν λέγουσαν ‘μὴ παιδὶ μάχαιραν’ – ἐκ-


ποδὼν εὐθὺς ἐποιήσατο, φύλακας δ' ἐπὶ τὰς πύλας
κατέστησεν, ὡς νύκτωρ πολλοὺς τῶν Ἀθηναίων εὐ-
λαβουμένους τὸ μέλλον κατὰ τῶν τειχῶν αὑτοὺς
καθιμήσαντας φεύγειν. καὶ ὁ Ἀθηνίων ἱππέας ἐπ-
473

αποστείλας οὓς μὲν ἐφόνευσεν, οὓς δὲ καὶ δεδεμένους


κατήγαγε, δορυφόρους ἔχων πολλοὺς τῶν καταφρακτι-
κῶν καλουμένων. συνάγων δὲ καὶ ἐκκλησίας πολλάκις
τὰ Ῥωμαίων φρονεῖν προσεποιεῖτο .... καὶ πολ-
λοῖς αἰτίας ἐπιφέρων ὡς διαπεμπομένοις πρὸς τοὺς
φυγάδας καὶ νεωτερίζουσιν ἐφόνευεν αὐτούς· καὶ τὰς
πύλας .... τριάκοντα καταστήσας ἐφ' ἑκάστης οὔτ'
εἰσιέναι τὸν βουλόμενον οὔτ' ἐξιέναι εἴα. ἀνελάμβανεν
δὲ καὶ τὰς οὐσίας πολλῶν καὶ τοσαῦτα χρήματα συν-
ήθροισεν ὡς καὶ φρέατα πληρῶσαι πλείονα. ἐξαπέ-
στειλεν δὲ καὶ ἐπὶ τὴν χώραν ὥσπερ ὁδοιδόκους τῶν
ἀποχωρούντων, οἵτινες αὐτοὺς ἀνῆγον ὡς αὐτόν· καὶ
ἀκρίτους ἀπώλλυεν προβασανίσας καὶ στρεβλώσας.
πολλοῖς δὲ καὶ προδοσίας δίκας ἐπῆγεν ὡς τοῖς φυ-
γάσι περὶ καθόδου συνεργοῦσιν· ὧν οἳ μὲν διὰ τὸν
φόβον πρὸ τῆς κρίσεως ἔφευγον,

Isocrates Orat., Plataicus (orat. 14) (0010: 012)


“Isocrate. Discours, vol. 2”, Ed. Mathieu, G., Brémond, É.
Paris: Les Belles Lettres, 1938, Repr. 1967 (1st edn. rev. et corr.).
Se. 13, l. 5

δ' ἡγοῦμαι μὲν χρῆναι μηδεμίαν μήτ' αἰτίαν μήτε κατηγο-


ρίαν μεῖζον δύνασθαι τῶν ὅρκων καὶ τῶν συνθηκῶν· οὐ μὴν
ἀλλ' εἰ δεῖ τινὰς κακῶς παθεῖν διὰ τὴν Λακεδαιμονίων
συμμαχίαν, οὐκ ἂν Πλαταιεῖς ἐξ ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων
προὐκρίθησαν δικαίως· οὐ γὰρ ἑκόντες, ἀλλ' ἀναγκασθέντες
αὐτοῖς ἐδουλεύομεν.
Τίς γὰρ ἂν πιστεύσειεν εἰς
τοῦθ' ἡμᾶς ἀνοίας ἐλθεῖν ὥστε περὶ πλείονος ποιήσασθαι
τοὺς ἐξανδραποδισαμένους ἡμῶν τὴν πατρίδα μᾶλλον ἢ
τοὺς τῆς πόλεως τῆς αὑτῶν μεταδόντας; Ἀλλὰ γὰρ, οἶμαι,
χαλεπὸν ἦν Νεωτερίζειν αὐτοὺς μὲν μικρὰν πόλιν οἰκοῦν-
τας, ἐκείνων δ' οὕτω μεγάλην δύναμιν κεκτημένων, ἔτι δὲ
πρὸς τούτοις ἁρμοστοῦ καθεστῶτος καὶ φρουρᾶς ἐνούσης
καὶ τηλικούτου στρατεύματος ὄντος Θεσπιᾶσιν,

Isocrates Orat., Antidosis (orat. 15) (0010: 019)“Isocrate. Discours, vol.


3”, Ed. Mathieu, G.Paris: Les Belles Lettres, 1942, Re. 1966.Se. 121, l. 6

ἀρχὰς τῶν πολέμων διὰ τὸ μηδὲν παρὰ τῆς πόλεως λαμ-


474

βάνειν εἰς τὰς ἐσχάτας ἐνδείας καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων


εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι δυνάμενον ὥστε καὶ τῷ
πολέμῳ περιγίγνεσθαι καὶ τοῖς στρατιώταις ἐντελεῖς ἀπο-
διδόναι τοὺς μισθούς.
Οὕτω τοίνυν τούτων μεγάλων
ὄντων καὶ σφόδρα κατεπειγόντων, ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις
δικαίως ἄν τις αὐτὸν ἔτι μᾶλλον ἐπαινέσειεν. Ὁρῶν γὰρ
ὑμᾶς τούτους μόνους ἄνδρας νομίζοντας τοὺς ἀπειλοῦντας
καὶ τοὺς ἐκφοβοῦντας τὰς ἄλλας πόλεις καὶ τοὺς ἀεί
τι νεωτερίζοντας ἐν τοῖς συμμάχοις, οὐκ ἐπηκολούθησεν
ταῖς ὑμετέραις γνώμαις, οὐδ' ἠβουλήθη βλάπτων τὴν πόλιν
εὐδοκιμεῖν, ἀλλὰ τοῦτ' ἐφιλοσόφει καὶ τοῦτ' ἔπραττεν ὅπως
μηδεμία τῶν πόλεων αὐτὸν φοβήσεται τῶν Ἑλληνίδων,
ἀλλὰ πᾶσαι θαρρήσουσι πλὴν τῶν ἀδικουσῶν.

Isocrates Orat., Ad Timotheum (epist. 7) (0010: 026)


“Isocrate. Discours, vol. 4”, Ed. Mathieu, G., Brémond, É.
Paris: Les Belles Lettres, 1962.Se. 9, l. 5

δὲ Κλέομμιν τὸν ἐν Μηθύμνῃ ταύτην ἔχοντα τὴν δυνας-


τείαν περί τε τὰς ἄλλας πράξεις καλὸν κἀγαθὸν εἶναι καὶ
φρόνιμον, καὶ τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ τῶν πολιτῶν τινας
ἀποκτείνειν ἢ φυγαδεύειν ἢ δημεύειν τὰς οὐσίας ἢ ποιεῖν
ἄλλο τι κακὸν ὥστε πολλὴν μὲν ἀσφάλειαν παρέχειν τοῖς
συμπολιτευομένοις, κατάγειν δὲ τοὺς φεύγοντας,
ἀπο-
διδόναι δὲ τοῖς μὲν κατιοῦσιν τὰς κτήσεις, ἐξ ὧν ἐξέπεσον,
τοῖς δὲ πριαμένοις τὰς τιμὰς τὰς ἑκάστοις γιγνομένας,
πρὸς δὲ τούτοις καθοπλίζειν ἅπαντας τοὺς πολίτας ὡς
οὐδενὸς μὲν ἐπιχειρήσοντος περὶ αὐτὸν Νεωτερίζειν, ἢν δ'
ἄρα τινὲς τολμήσωσιν, ἡγούμενον λυσιτελεῖν αὑτῷ τεθνάναι
τοιαύτην ἀρετὴν ἐνδειξαμένῳ τοῖς πολίταις μᾶλλον ἢ ζῆν
πλείω χρόνον τῇ πόλει τῶν μεγίστων κακῶν αἴτιον γενό-
μενον.
Ἔτι δ' ἂν πλείω σοι περὶ τούτων διελέχθην, ἴσως
δ' ἂν καὶ χαριέστερον, εἰ μὴ παντάπασιν ἔδει με διὰ
ταχέων γράψαι σοι τὴν ἐπιστολήν. Νῦν δὲ σοὶ μὲν αὖθις
συμβουλεύσομεν, ἂν μὴ κωλύσῃ με τὸ γῆρας, ἐν δὲ τῷ
παρόντι περὶ τῶν ἰδίων δηλώσομεν. Αὐτοκράτωρ γὰρ ὁ τὰ
γράμματα φέρων οἰκείως ἡμῖν ἔχει·
475

Demosthenes Orat., [Philippi] epistula (0014: 012)“Demosthenis


orationes, vol. 1”, Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1903,
Repr. 1966.Se. 6, l. 5

δ' εἰς Μακεδονίαν πλέοντας ἐπώλει πάντας πολεμίους κρί-


νων· καὶ διὰ ταῦθ' ὑμεῖς ἐπῃνεῖτ' αὐτὸν ἐν τοῖς ψηφίσμασιν.
ὥστ' ἔγωγ' ἀπορῶ τί ποτ' ἔσται καινότερον, ἐὰν ὁμολογήσητέ
μοι πολεμεῖν· καὶ γὰρ ὅτε φανερῶς διεφερόμεθα, λῃστὰς
ἐξεπέμπετε καὶ τοὺς πλέοντας ὡς ἡμᾶς ἐπωλεῖτε, τοῖς ἐναν-
τίοις ἐβοηθεῖτε, τὴν χώραν μου κακῶς ἐποιεῖτε.
Χωρὶς τοίνυν εἰς τοῦτο παρανομίας ἀφῖχθε καὶ δυσμενείας
ὥστε καὶ πρὸς τὸν Πέρσην πρέσβεις ἀπεστάλκατε πείσοντας
αὐτὸν ἐμοὶ πολεμεῖν· ὃ μάλιστ' ἄν τις θαυμάσειεν. πρὸ
μὲν γὰρ τοῦ λαβεῖν αὐτὸν Αἴγυπτον καὶ Φοινίκην ἐψηφί-
σασθε, ἂν ἐκεῖνός τι νεωτερίζῃ, παρακαλεῖν ὁμοίως ἐμὲ καὶ
τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἐπ' αὐτόν· νῦν δὲ τοσοῦτον
ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους ὥστε πρὸς ἐκεῖνον δια-
λέγεσθε περὶ τῆς ἐπιμαχίας. καίτοι τὸ παλαιὸν οἱ πατέρες
ὑμῶν, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, τοῖς Πεισιστρατίδαις ἐπετίμων
ὡς ἐπάγουσι τὸν Πέρσην ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· ὑμεῖς δ' οὐκ
αἰσχύνεσθε ταῦτα ποιοῦντες ἃ διετελεῖτε τοῖς τυράννοις
ἐγκαλοῦντες.

Demosthenes Orat., In Aristocratem (0014: 023)“Demosthenis


orationes, vol. 2.1”, Ed. Butcher, S.H.Oxford: Clarendon Press, 1907,
Repr. 1966.Se. 133, l. 3

βαρβαρικὴν δύναμιν καὶ τὴν ὑπ' ἐκείνου συνειλεγμένην,


καὶ τὸν Χαρίδημον τοῦτον προσμισθωσάμενος, προσέβαλλε
τοῖς ὑμετέροις χωρίοις, καὶ εἰς τοῦτο κατέστησε τὸν Ἰφι-
κράτην ἀπορίας, ὥστ' ἀπελθόντ' εἰς Ἄντισσαν οἰκεῖν καὶ
πάλιν εἰς Δρῦν, ἡγούμενον ὡς μὲν ὑμᾶς οὐχὶ καλῶς ἔχειν
ἐλθεῖν, οὓς ὑστέρους ἐπεποίητο τοῦ Θρᾳκὸς καὶ τοῦ βαρ-
βάρου, παρ' ἐκείνῳ δ' οὐκ ἀσφαλὲς εἶναι μένειν, ὃν οὕτως
ὀλιγωροῦνθ' ἑώρα τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας. ἂν οὖν, ὦ ἄνδρες
Ἀθηναῖοι, καὶ Κερσοβλέπτης ἐκ τῆς τῷ Χαριδήμῳ νῦν ἀδείας
κατασκευαζομένης αὐξηθεὶς ὀλιγωρῇ μὲν ἐκείνου, νεωτερίζῃ
δέ τι καὶ κινῇ πρὸς ὑμᾶς, ἐξαρκεῖ τοῦθ' ὑμῖν, ἐὰν Χαρίδημος
ἐξαπατηθῇ, τὸν Θρᾷκ' ἰσχυρὸν ἐφ' ὑμᾶς αὐτοὺς κατεσκευα-
κέναι; ἐγὼ μὲν οὐκ ἀξιῶ. καὶ γὰρ ἐκεῖνο νομίζω δίκαιον,
εἰ μὲν αἰσθάνεται ταῦτα καὶ προορᾷ Χαρίδημος, εἶθ' ὅπως
476

τοιούτων ψηφισμάτων τεύξεται διαπράττεται, ὡς ἐπιβου-


λεύοντι μὴ ἐπιτρέπειν αὐτῷ, εἰ δὲ λέληθεν αὐτόν, ὅσῳ
μᾶλλον εὔνουν τις αὐτὸν ὑπείληφεν εἶναι, τοσούτῳ μᾶλλον
προϊδέσθαι καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ καὶ ὑπὲρ ἐκείνου. ἔστι γὰρ
φίλων ἀγαθῶν οὐ τὰ τοιαῦτα χαρίζεσθαι τοῖς εὔνοις, ἐξ ὧν
κἀκείνοις καὶ σφίσιν αὐτοῖς ἔσται τις βλάβη,

Φίλων Ιουδαίος De opificio mundi (0018: 001)“Philonis Alexandrini


opera quae supersunt, vol. 1”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer, 1896, Repr.
1962.Se. 81, l. 1

παρευημερησάντων καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀνέδην ἐκκεχυμένων εἴς τε τὰ


πάθη καὶ τὰς ἀκράτορας καὶ ὑπαιτίους ἃς οὐδ' εἰπεῖν θέμις ὀρέξεις,
ἀπαντᾶται δίκη προσήκουσα τιμωρὸς ἀσεβῶν ἐπιτηδευμάτων· ἔστι δ'
ἡ δίκη τὸ τῶν ἀναγκαίων δυσπόριστον· μόλις γὰρ ἀνατέμνοντες τὴν
πεδι-
άδα καὶ πηγῶν ῥεῖθρα καὶ ποταμῶν ἐποχετεύοντες σπείροντές τε καὶ
φυτεύοντες καὶ τὸν γεωπόνων κάματον μεθ' ἡμέραν καὶ νύκτωρ ἀτρύτως
ἐκδεχόμενοι δι' ἔτους συγκομίζουσι τὰ ἐπιτήδεια καὶ ταῦτ' ἔστιν ὅτε
λυπρὰ καὶ οὐ πάνυ διαρκῆ διὰ πολλὰς βλαβέντα αἰτίας· ἢ γὰρ ὄμβρων
ἐπαλλήλων φοραὶ κατέσυραν ἢ χαλάζης βάρος ἐπενεχθείσης ἀθρόως
κατέκλασεν ἢ χιὼν περιέψυξεν ἢ βία πνευμάτων ῥίζαις αὐταῖς ἀνέτρεψε·
πολλὰ γὰρ ὕδωρ καὶ ἀὴρ εἰς ἀγονίαν καρπῶν νεωτερίζουσιν. εἰ δὲ
σωφροσύνῃ μὲν ἐξευμαρισθεῖεν αἱ ἄμετροι τῶν παθῶν ὁρμαί, δικαιοσύνῃ
δὲ αἱ περὶ τἀδικεῖν σπουδαί τε καὶ φιλοτιμίαι καὶ συνελόντι φράσαι ταῖς
ἀρεταῖς καὶ ταῖς κατ' ἀρετὰς ἐνεργείαις αἱ κακίαι καὶ αἱ κατ' αὐτὰς
ἀνήνυτοι πράξεις, ἀνῃρημένου μὲν τοῦ πολέμου τοῦ κατὰ ψυχήν, ὃς
ἀψευδῶς ἐστι πολέμων ἀργαλεώτατος καὶ βαρύτατος, εἰρήνης δ' ἐπισχού-
σης καὶ ταῖς ἐν ἡμῖν δυνάμεσιν εὐνομίαν παρασκευαζούσης ἡσυχῇ τε
καὶ πρᾴως, ἐλπὶς ἂν ἦν τὸν θεὸν ἅτε φιλάρετον καὶ φιλόκαλον καὶ προς-
έτι φιλάνθρωπον τἀγαθὰ αὐτόματα παρασχεῖν ἐξ ἑτοίμου τῷ γένει·
δῆλον γὰρ ὡς εὐμαρέστερον τοῦ τὰ μὴ ὄντα εἰς τὸ εἶναι παραγαγεῖν τὸ
τὴν ἐκ τῶν ὄντων φορὰν ἄνευ τέχνης γεωργικῆς ἐπιδαψιλεύσασθαι.

Φίλων Ιουδαίος De agricultura (0018: 009)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.
Berlin: Reimer, 1897, Repr. 1962.Se. 40, l. 4

ἕπεται καὶ πρὸς τὰς ἰδίας ἐνεργείας ὑπανίσταται. τοὺς οὖν τοῖς
θρέμμασι τούτοις ἐπιτρέποντας ἀθρόων ὧν ὀρέγονται πάντων
ἐμφορεῖσθαι
κτηνοτρόφους λεκτέον, ποιμένας δ' ἔμπαλιν ὅσοι τά τε ἀναγκαῖα καὶ
477

αὐτὰ μόνα τὰ ἐπιτήδεια παρέχουσι περιτεμνόμενοι καὶ ἀποκόπτοντες τὴν


περιττὴν καὶ ἀλυσιτελῆ πᾶσαν ἀφθονίαν, ἥτις ἀπορίας καὶ ἐνδείας οὐχ
ἥκιστα βλάπτει, πρόνοιάν τε πολλὴν ἔχουσι τοῦ μὴ ἐξ ἀμελείας καὶ
ῥᾳθυμίας νοσῆσαι τὴν ἀγέλην εὐχόμενοι μηδὲ τὰς ἔξωθεν εἰωθυίας
κατασκήπτειν νόσους ἐπιγενέσθαι. στοχάζονται δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ τοῦ
μὴ διασπασθεῖσαν αὐτὴν σποράδην διασκεδασθῆναι, φόβον
ἐπανατεινόμενοι
τὸν σωφρονιστὴν τῶν λόγῳ μηδέποτε πειθομένων καὶ κολάσει χρώμενοι
συνεχεῖ, μετρίᾳ μὲν κατὰ τῶν ἰάσιμα νεωτεριζόντων, ἀφορήτῳ δὲ κατὰ
τῶν ἀνίατα· τὸ γὰρ εἶναι δοκοῦν ἀπευκτὸν μέγιστον ἀγαθὸν ἀφραίνουσιν,
ἡ κόλασις, ὥσπερ τοῖς τὰ σώματα κάμνουσιν αἱ ἰατρικαὶ ὗλαι.
ταῦτα τὰ ἐπιτηδεύματα ποιμένων ἐστίν, οἳ τῶν σὺν ἡδονῇ βλαβερῶν
τὰ μετὰ ἀηδίας προτιμῶσιν ὠφέλιμα. οὕτως γοῦν σεμνὸν καὶ λυσιτελὲς
νενόμισται τὸ ποιμαίνειν, ὥστε τὸ μὲν ποιητικὸν γένος τοὺς βασιλέας
ποιμένας λαῶν εἴωθε καλεῖν, ὁ δὲ νομοθέτης τοὺς σοφούς, οἳ μόνοι
πρὸς ἀλήθειαν βασιλεῖς εἰσιν· ἄρχοντας γὰρ αὐτοὺς ὡς ἂν ποίμνης
εἰσάγει

Φίλων Ιουδαίος De ebrietate (0018: 011)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1897, Repr.
1962.Se. 146, l. 4

στρατοπέδου τάξει, ἣν οὐδέποτε λείψει προμηθείᾳ τοῦ σοφοῦ ταξιάρχου.


Σαμουὴλ δὲ γέγονε μὲν ἴσως ἄνθρωπος, παρείληπται δ' οὐχ ὡς σύν-
θετον ζῷον, ἀλλ' ὡς νοῦς λατρείᾳ καὶ θεραπείᾳ θεοῦ μόνῃ χαίρων·
ἑρμηνεύεται γὰρ τεταγμένος θεῷ διὰ τὸ τὰς πράξεις ὅσαι κατὰ κενὰς
δόξας συνίστανται χαλεπὴν ἀταξίαν εἶναι νομίζειν. οὗτος μητρὸς γέγονεν
Ἄννης, ἧς τοὔνομα μεταληφθέν ἐστι χάρις· ἄνευ γὰρ θείας χά-
ριτος ἀμήχανον ἢ λιποτακτῆσαι τὰ θνητὰ ἢ τοῖς ἀφθάρτοις ἀεὶ παρα-
μεῖναι· χάριτος δ' ἥτις ἂν πληρωθῇ ψυχή, γέγηθεν εὐθὺς καὶ μειδιᾷ
καὶ ἀνορχεῖται· βεβάκχευται γάρ, ὡς πολλοῖς τῶν ἀνοργιάστων μεθύειν
καὶ παροινεῖν καὶ ἐξεστάναι ἂν δόξαι. διὸ καὶ λέγεται πρὸς αὐτὴν ὑπὸ
παιδαρίου τινός, οὐχ ἑνός, ἀλλ' ὑπὸ παντὸς τοῦ Νεωτερίζειν καὶ τὰ καλὰ
χλευάζειν ἀκμὴν ἔχοντος· “ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ | τὸν οἶνόν
σου” (I Reg. 1, 14)· φιλεῖ γὰρ τοῖς θεοφορήτοις οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον
ἐγείρεσθαι καὶ ὥσπερ ἐξοιστρᾶν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ἐνερευθὲς εἶναι καὶ
πεπυρωμένον τῆς ἔνδον ἀναχεούσης καὶ χλιαινούσης χαρᾶς τὸ πάθος
εἰς τὸ ἔξω διαδιδούσης· ὑφ' οὗ πολλοὶ τῶν ἀφρόνων ἀπατηθέντες τοὺς
νήφοντας μεθύειν ὑπετόπασαν. καίτοι γε ἐκεῖνοι μὲν τρόπον τινὰ μεθύ-
ουσιν οἱ νήφοντες τὰ ἀγαθὰ ἀθρόα ἠκρατισμένοι καὶ τὰς προπόσεις
παρὰ τελείας ἀρετῆς δεξάμενοι, οἱ δὲ τὴν ἀπὸ οἴνου μεθύοντες μέθην
ἄγευστοι φρονήσεως διετέλεσαν νηστείαν συνεχῆ καὶ λιμὸν αὐτῆς
478

ἄγοντες.

Aeschines Orat., In Ctesiphontem (0026: 003)“Eschine. Discours, vol.


2”, Ed. Martin, V., de Budé, G.Paris: Les Belles Lettres, 1928, Repr.
1962.Se. 225, l. 4

ξένον ποιούμενος, καὶ τοῦτον ἀπέκτεινας, καὶ περὶ τούτων


ἐν ἅπασιν Ἀθηναίοις ἐξελεγχθεὶς ὑπ' ἐμοῦ καὶ κληθεὶς
ξενοκτόνος, οὐ τὸ ἀσέβημα ἠρνήσω, ἀλλ' ἀπεκρίνω, ἐφ' ᾧ
ἀνεβόησεν ὁ δῆμος καὶ ὅσοι ξένοι περιέστασαν τὴν
ἐκκλησίαν· ἔφησθα γὰρ τοὺς τῆς πόλεως ἅλας περὶ
πλείονος ποιήσασθαι τῆς ξενικῆς τραπέζης.
Ἐπι-στολὰς δὲ σιγῶ ψευδεῖς καὶ κατασκόπων συλλήψεις καὶ
βασάνους ἐπ' αἰτίαις ἀγενήτοις, ὡς ἐμοῦ μετά τινων ἐν τῇ
πόλει Νεωτερίζειν βουλομένου. Ἔπειτα ἐπερωτᾶν με, ὡς
ἐγὼ πυνθάνομαι, μέλλει τίς ἂν εἴη τοιοῦτος ἰατρός, ὅστις
τῷ νοσοῦντι μεταξὺ μὲν ἀσθενοῦντι μηδὲν συμβουλεύοι,
τελευτήσαντος δὲ ἐλθὼν εἰς τὰ ἔνατα διεξίοι πρὸς τοὺς
οἰκείους, ἃ ἐπιτηδεύσας ὑγιὴς ἂν ἐγένετο.
Σαυτὸν
δ' οὐκ ἀντερωτᾷς τίς ἂν εἴη δημαγωγὸς τοιοῦτος ὅστις
τὸν μὲν δῆμον θωπεῦσαι δύναιτο, τοὺς δὲ καιρούς, ἐν οἷς
ἦν σῴζεσθαι τὴν πόλιν, ἀποδοῖτο, τοὺς δ' εὖ φρονοῦντας
κωλύοι διαβάλλων συμβουλεύειν, ἀποδρὰς δ' ἐκ τῶν κινδύνων
καὶ τὴν πόλιν ἀνηκέστοις συμφοραῖς περιβαλὼν ἀξιοίη στε

Antiphon Orat., Tetralogia 1 (0028: 002)“Antiphon. Discours”, Ed.


Gernet, L.Paris: Les Belles Lettres, 1923, Repr. 1965.Tetralogy 4, se. 9, l.
3

Μὴ παραγενέσθαι δέ με τῷ φόνῳ ἀπιστότερον ἢ


παραγενέσθαι φασὶν εἶναι. Ἐγὼ δ' οὐκ ἐκ τῶν εἰκότων
ἀλλ' ἔργῳ δηλώσω οὐ παραγενόμενος. Ὁπόσοι γὰρ δοῦλοί
μοι ἢ δοῦλαί εἰσι, πάντας παραδίδωμι βασανίσαι· καὶ ἐὰν
μὴ φανῶ ταύτῃ τῇ νυκτὶ ἐν οἴκῳ καθεύδων ἢ ἐξελθών ποι,
ὁμολογῶ φονεὺς εἶναι. Ἡ δὲ νὺξ οὐκ ἄσημος· τοῖς γὰρ
Διπολίοις ὁ ἀνὴρ ἀπέθανε.
Περὶ δὲ τῆς εὐδαιμονίας, ἧς ἕνεκα τρέμοντά μέ
φασιν εἰκότως ἀποκτεῖναι αὐτόν, πολὺ τἀναντία ἐστί.
Τοῖς μὲν γὰρ ἀτυχοῦσι Νεωτερίζειν συμφέρει· ἐκ γὰρ τῶν
μεταβολῶν ἐπίδοξος ἡ δυσπραγία μεταβάλλειν αὐτῶν ἐστι·
479

τοῖς δ' εὐτυχοῦσιν ἀτρεμίζειν καὶ φυλάσσειν τὴν παροῦσαν


εὐπραγίαν· μεθισταμένων γὰρ τῶν πραγμάτων δυστυχεῖς
ἐξ εὐτυχούντων καθίστανται.
Ἐκ δὲ τῶν εἰκότων προσποιούμενοί με ἐλέγχειν.
οὐκ εἰκότως ἀλλ' ὄντως φονέα μέ φασι τοῦ ἀνδρὸς εἶναι.
Τὰ δὲ εἰκότα ἄλλα πρὸς ἐμοῦ μᾶλλον ἀποδέδεικται ὄντα·
ὅ τε γὰρ καταμαρτυρῶν μου ἄπιστος ἐλήλεγκται ὤν, ὅ τε
ἔλεγχος οὐκ ἔστι· τά τε τεκμήρια ἐμά, οὐ τούτων ὄντα
ἐδήλωσα· τά τε ἴχνη τοῦ φόνου οὐκ εἰς ἐμὲ φέροντα, ἀλλ'

Antiochi Regis Epistulae, Epistulae (0044: 001)“Epistolographi


Graeci”, Ed. Hercher, R.Paris: Didot, 1873, Repr. 1965.Epistle 2, l. 4

τοικοῦσι καὶ κατελευσομένοις ἕως τοῦ Ὑπερβερεταίου


μηνὸς ἀτελέσιν εἶναι μέχρι τριῶν ἐτῶν. ἀπολύομεν
δὲ καὶ εἰς τὸ λοιπὸν αὐτοὺς τοῦ τρίτου μέρους τῶν
φόρων, ὥστε αὐτῶν ἐπανορθωθῆναι τὴν βλάβην. καὶ
ὅσοι ἐκ τῆς πόλεως ἁρπαγέντες δουλεύουσιν, αὐτούς τε
τούτους καὶ τοὺς ὑπ' αὐτῶν γεννηθέντας ἐλευθέρους
ἀφίεμεν, καὶ τὰς οὐσίας αὐτοῖς ἀποδίδοσθαι κελεύομεν.
Βασιλεὺς Ἀντίοχος Ζεύξιδι τῷ πατρὶ χαί-
ρειν. Εἰ ἔρρωσαι, εὖ ἂν ἔχοι, ὑγιαίνω δὲ καὶ
αὐτός. πυνθανόμενος τοὺς ἐν Λυδίᾳ καὶ Φρυγίᾳ
νεωτερίζοντας, μεγάλης ἐπιστροφῆς ἡγησάμην τοῦτό
μοι δεῖσθαι. καὶ βουλευσαμένῳ μοι μετὰ τῶν φίλων
τί δεῖ ποιεῖν, ἔδοξεν εἰς τὰ φρούρια καὶ τοὺς ἀναγκαιο-
τάτους τόπους τῶν ἀπὸ τῆς Μεσοποταμίας καὶ Βαβυ-
λωνίας Ἰουδαίων οἴκους δισχιλίους σὺν ἐπισκευῇ με-
ταγαγεῖν· πέπεισμαι γὰρ εὔνους αὐτοὺς ἔσεσθαι τῶν
ἡμετέρων φύλακας διὰ τὴν πρὸς τὸν θεὸν αὐτῶν εὐσέβειαν,
καὶ μαρτυρουμένους δ' αὐτοὺς ὑπὸ τῶν προγόνων
πίστιν οἶδα καὶ προθυμίαν εἰς ἃ παρακαλοῦνται. βού-
λομαι τοίνυν, καίπερ ἐργώδους ὄντος, τούτους μεταγα-
γεῖν, ὑποσχόμενος νόμοις αὐτοὺς χρήσεσθαι τοῖς ἰδίοις.

Philippus II Rex MacedonumEpist., Epistulae (0048: 001)


“Epistolographi Graeci”, Ed. Hercher, R.Paris: Didot, 1873, Repr. 1965.
Epistle 2, se. 6, l. 6

ὥστε ἔγωγε ἀπορῶ τί ποτ' ἔσται καινότερον, ἐὰν


ὁμολογήσητέ μοι πολεμεῖν· καὶ γὰρ ὅτε φανερῶς διε-
φερόμεθα, λῃστὰς ἐξεπέμπετε, καὶ τοὺς πλέοντας ὡς
480

ἡμᾶς ἐπωλεῖτε, τοῖς ἐναντίοις ἐβοηθεῖτε, τὴν χώραν


μου κακῶς ἐποιεῖτε.
χωρὶς τοίνυν εἰς τοῦτο πα-
ρανομίας ἀφῖχθε καὶ δυσμενείας, ὥστε καὶ πρὸς τὸν
Πέρσην πρέσβεις ἀπεστάλκατε πείσοντας αὐτὸν ἐμοὶ
πολεμεῖν· ὃ μάλιστα ἄν τις θαυμάσειεν. πρὸ μὲν γὰρ
τοῦ λαβεῖν αὐτὸν Αἴγυπτον καὶ Φοινίκην ἐψηφίσασθε,
ἂν ἐκεῖνός τι νεωτερίζῃ, παρακαλεῖν ὁμοίως ἐμὲ καὶ
τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας ἐπ' αὐτόν·
νῦν δὲ
τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους, ὥστε
πρὸς ἐκεῖνον διαλέγεσθαι περὶ τῆς ἐπισυμμαχίας.
καίτοι τὸ παλαιὸν οἱ πατέρες ὑμῶν, ὡς ἐγὼ πυνθά-
νομαι, τοῖς Πεισιστρατίδαις ἐπετίμων ὡς ἐπάγουσι
τὸν Πέρσην ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας· ὑμεῖς δ' οὐκ αἰσχύ-
νεσθε ταῦτα ποιοῦντες, ἃ διετελεῖτε τοῖς τυράννοις

Γαληνός ιατρός Thrasybulus sive utrum medicinae sit an


gymnasticae hygieine (0057: 033)“Claudii Galeni Pergameni scripta
minora, vol. 3”, Ed. Marquardt, J., Müller, I., Helmreich, G.Leipzig:
Teubner, 1893, Repr. 1967.Kühn Vol. 5, p. 839, l. 12

τεῦθεν ἤδη βλαβῆναι, πίνειν ἀξιῶν· οὕτω δὲ καὶ γυ-


μνάζων μέν, ἐπειδὰν ῥῶσαι μὲν βούληται τὴν διοικοῦσαν
ἡμᾶς δύναμιν, ἐκκαθῆραι δὲ τοὺς κατὰ λεπτὸν πόρους,
ἡσυχάζειν δὲ προστάττων, ἐπειδὰν ἤτοι κάμνειν πρὸς
τῶν γυμνασίων αἴσθηται ἢ διαφορεῖσθαι τὸ σῶμα
πέρα τοῦ προσήκοντος, ἀλλὰ καὶ τὴν γαστέρα λαπάτ-
των μέν, ἢν ἴσχηται, κατέχων δέ, ἢν ἐκταράττηται,
καὶ τἆλλα δὴ πάντα κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἕκαστα
πραγματευόμενος, ἐν κεφαλαίῳ τῷδε προσέχων τὸν
νοῦν, ἐπειδὰν μὲν ἀκριβῶς ὑγιεινῶς ἔχῃ τὸ σῶμα, μηδὲν
Νεωτερίζειν, ἐπειδὰν δὲ κατά τι τῆς ἀκριβοῦς ἐξιστῆται
συμμετρίας, εὐθὺς ἀντεισάγειν τὸ λεῖπον, πρὶν μεγά-
λην γενέσθαι τὴν εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἐκτροπήν, ὥσπερ ἂν
εἰ τὰς κρόκας ἐκρεούσας ἱματίου τινὸς οὐχ ἅμα πάσας
οὐδ' ἀθρόας ἀλλὰ καθ' ἑκάστην ἡμέραν μίαν ὁ τοῦτ'
ἔργον πεποιημένος ἰῷτο παρεδρεύων, ὡς λανθάνειν
τοὺς πολλοὺς τὴν ἐπανόρθωσιν ὑπὸ σμικρότητος. τοι-
οῦτον γάρ τινα χρὴ καὶ τὸν τοῖς ὑγιαίνουσιν ἐφεστῶτα
τεχνίτην εἶναι σμι‖κρᾶς διαφθορᾶς καὶ βλάβης αἰσθη-
481

τικόν θ' ἅμα καὶ ἐπανορθωτικόν. εἰ δέ γ' ἀπαθὲς


ἔμενε πάντη τὸ σῶμα καὶ τοιοῦτον, οἷόνπερ ὁ ποιήσας

Γαληνός ιατρός De crisibus libri iii (0057: 064)“Galenos. Περὶ


κρίσεων”, Ed. Alexanderson, B.Göteborg: Elanders, 1967; Studia Graeca
et Latina Gothoburgensia 23.Kühn Vol. 9, p. 751, l. 14

κατὰ δὲ τὰς ἀναβάσεις ἐπὶ μὲν τῶν σωθησομένων ἢ ἐλλιπεῖς ἢ οὐκ


ἀσφαλεῖς, ἐπὶ δὲ τῶν τεθνηξομένων ἢ εὐθὺς ἀναιρεῖν ἢ μεγάλην ἐπὶ τὸ
χεῖρον ποιεῖσθαι μεταβολήν, ἐν ἀρχῇ δὲ νοσήματος οὐκ ἂν γενέσθαι
κρίσιν, εἶναι δὲ τῶν μὲν ἀρίστων ἀκριβεῖς τὰς προγνώσεις, τῶν δ'
ἄλλων μετὰ τοῦ στοχάζεσθαι καὶ μᾶλλον ὅταν ἄσημοι τυγχάνωσι
γινόμεναι, καλεῖσθαι δ' οὕτως ἔφαμεν ὅσαι μὴ προδηλοῦνται διὰ τῶν
ἐπιδήλων ἡμερῶν. ἀλλά τοι καὶ ταύτας, εἰ καὶ μὴ πρὸ πολλοῦ, μελλούσας
γοῦν ὅσον οὔπω γενήσεσθαι προγινώσκειν ἐλέγομεν δεῖν, ἔσεσθαι δὲ τὴν
πρόγνωσιν ἔκ τε τοῦ κατεπείγεσθαί τε καὶ σφοδρῶς ἐρεθίζεσθαι τὴν
φύσιν ὑπὸ τοῦ νοσήματος ἔκ τε τῆς παρὰ λόγον αἰφνιδίου ταραχῆς περὶ
τὸ σῶμα. πάντως γάρ τι νεωτερίζεται μελλούσης κρίσεως ἢ κατὰ τὴν
ἀναπνοὴν ἢ κατὰ τὴν διάνοιαν ἢ τὴν ἀκοὴν ἢ τὴν ὄψιν ἢ τὴν εὐφορίαν ἢ
κατ'
ἄλλο τι τῶν ἤδη πολλάκις εἰρημένων, ἅπερ ἑνὶ περιλαβόντες
ὀνόματι κρίσιμα συμπτώματά τε καὶ σημεῖα προσαγορεύομεν. καὶ μὲν
δὴ καὶ τὸ διὰ τῶν Ἀφορισμῶν εἰρημένον ὑφ' Ἱπποκράτους “ὁκόσοισι
δὴ κρίσις γίνεται, τουτέοισι νὺξ δύσφορος ἡ πρὸ τοῦ παροξυσμοῦ” τοῦτ'
ἔστιν αὐτὸ τὸ νῦν λεγόμενον. ἐὰν οὖν ἐπὶ τῷ νοσήματι κρίσιν ἐμφαίνοντι
καὶ ἡ νὺξ γένηται δύσφορος καὶ ἐπ' αὐτῇ ὁ παροξυσμὸς εἰσβάλλῃ θᾶττον
ἅμα νεωτέροις τισὶ συμπτώμασιν, ἐν ἐκείνῳ τῷ παροξυσμῷ γενέσθαι
τὴν κρίσιν ἀναγκαῖον.

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv (0057: 066)“Claudii


Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1825,
Repr. 1965.Vol. 10, p. 216, l. 1

τὰς χώρας. ὅτι δὲ πολλάκις ἐναντίαι ἐνδείξεις γίγνονται κατὰ


μίαν θεραπείαν, ὅπως τε χρὴ μεταχειρίζεσθαι τὰς τοιαύτας,
εἰρήσεται μὲν ἐπιπλέον ἐν τοῖς ἐφεξῆς, εἴη δ' ἂν οὐκ ἄπο τρό-
που καὶ νῦν ἐπὶ βραχὺ διελθεῖν ὑπὲρ αὐτῶν. οὐδὲν γὰρ οἶμαι
θαυμαστὸν ὑγροτέραν μὲν ὑπάρχειν τὴν κρᾶσιν τοῦ
κάμνοντος, αὐτὸ δὲ τὸ πεπονθὸς μόριον ξηρότερον, ἢ τοῦτο
μὲν ὑγρότερον, ἅπασαν δὲ τὴν κρᾶσιν ξηροτέραν· ὡσαύτως
δὲ καὶ κατὰ θερμότητα καὶ ψῦξιν ὑπεναντίως ἔχειν τῇ κράσει
τὸ μόριον πρὸς τὸ ὅλον. ὥσπερ οὖν εἰ τὸ πᾶν σῶμα τῆς μέ-
482

σης ὑπῆρχε κράσεως, ἣν ἀρίστην ἐδείκνυμεν, οὐδὲν ἂν ἕνεκά


γε τῆς τοῦ κάμνοντος φύσεως ἐνεωτερίζομεν ἐν τοῖς φαρμά-
κοις, οὕτως ἐπειδὰν ἤτοι ξηρότερον ἢ ὑγρότερον, ἢ ψυχρό-
τερον ἢ θερμότερον ᾖ τοῦ δέοντος, ἐπιτείνειν εἰς τοσοῦτον
χρὴ τὰς δυνάμεις τῶν φαρμάκων, εἰς ὅσον καὶ τὸ σῶμα φυ-
σικῆς ἐπείληπται δυσκρασίας. οὐ γὰρ δὴ ἐπιλελήσμεθά γε,
τίς μὲν ἡ φυσικὴ δυσκρασία, τίς δ' ἡ παρὰ φύσιν. εἴρηται
γὰρ ὑπὲρ αὐτῶν ἐν ἄλλοις καὶ μάλιστ' ἐν τῷ περὶ τῆς ἀνω-
μάλου δυσκρασίας γράμματι. φέρε τοίνυν ὅλην τὴν κρᾶσιν
τοῦ κάμνοντος σώματος ὑγροτέραν εἶναι καὶ διὰ τοῦτο δεῖ-
σθαι τῶν ἧττον ξηραινόντων φαρμάκων, αὐτὸ δὲ τὸ πεπον-
θὸς μόριον τῶν φύσει ξηροτέρων ὑπάρχειν,

Γαληνός ιατρός De compositione medicamentorum per genera libri


vii (0057: 077)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 13”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1827, Repr. 1965.Vol. 13, p. 485, l. 1

μενον, ἐνταῦθα τὸ μετριώτατον τῶν ξηραινόντων τε καὶ


ῥυπτόντων. τὸ δ' ἧττόν τε καὶ μᾶλλον ἐν αὐτῷ παρὰ τῆς
τοῦ θεραπευομένου φύσεως εὑρίσκειν προσήκει. τοῖς μὲν γὰρ
σκληροτέροις σώμασιν ἢ διὰ φυσικὴν κρᾶσιν ἢ διὰ ἡλικίαν
ἢ διὰ χώραν ἢ ἐπιτηδεύματα μᾶλλον ξηραίνοντα προσφέρειν
χρὴ, τοῖς δ' ὑγροτέροις τὰ ἧττον. ἡ μὲν οὖν πρώτη χρῆσις
ἑκάστου τῶν ἐμμότων ὀνομαζομένων φαρμάκων, ἐκ τῶν εἰ-
ρημένων ἄρτι σκοπῶν λαμβάνεται στοχαστικῶς. ἡ δευτέρα
δὲ, ὡς καὶ πρόσθεν ἔφην, ἐκ τῶν κατὰ τὸ θεραπευόμενον
σῶμα φαινομένων σημείων. εἰ μὲν γὰρ ἀφλέγμαντόν τε καὶ
καθαρὸν εὑρίσκοιτο τὸ κοῖλον ἕλκος, οὐδὲν χρὴ Νεωτερίζειν·
εἰ δ' ὑγρότερον ἢ ῥυπαρώτερον, ἐπιτείνειν χρὴ τὸ ξηραντι-
κὸν καὶ ῥυπτικὸν φάρμακον. εἰ δὲ κοιλότερον ἢ πρόσθεν,
ἐκλύειν. ἐπιτείνεται μὲν οὖν μέλιτος μίξει, πραΰνεται δὲ
ἐλαίου καὶ κηρωτῆς ἤ τινος τῶν ἐλαιωδῶν, ὁποῖόν ἐστι τό
τε ῥόδινον καὶ τὸ μύρσινον καὶ τὸ κύπρινον ἁπλῶς ἐσκευ-
ασμένα, χωρὶς τῶν στυμμάτων, ἅπερ προστιθέασιν, ἤτοι γε
εὐωδίας ἕνεκεν ἢ τοῦ μέχρι πλείονος χρόνου διαμένειν ἀπαθῆ
τὰ σκευασθέντα. εἰ δέ τις ἡμῖν τῶν φιλεγκλημόνων ἐγκαλέ-
σειεν, ὡς παρὰ τὸ προκείμενον ἐξ ἀρχῆς ἐπὶ τὰς χρήσεις
τῶν φαρμάκων ἄγουσι τὸν λόγον, ὑποσχομένοις

Γαληνός ιατρός In Hippocratis aphorismos commentarii vii (0057:


483

092)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 17.2 and 18.1”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Vol. 17b, p. 617, l. 10

τοῦ σώματος ἀπὸ τῶν κυρίων μερῶν, ἐπὶ τὸ δέρμα τῶν


μοχθηρῶν χυμῶν ἀφικνουμένων. οὕτω γοῦν αἵ τε λέπραι
καὶ οἱ ἀλφοὶ, ἑλκώδεις τέ τινες ἐξανθήσεις πολλαὶ γίγνον-
ται. καθ' ἕτερον δὲ τρόπον ἐν τοῖς φύμασι καὶ ταῖς ἀρ-
θρίτισι καθαίρεται τὸ βάθος τοῦ σώματος, εἰς τὰ ἄκρα,
μόρια τῆς μεταστάσεως γινομένης τῶν μοχθηρῶν χυμῶν.
ὅτι δὲ καὶ αἱ τοῦ αἵματος ῥύσεις κενοῦσαι τὸ πλῆθος καὶ
τὴν κακοχυμίαν κωλύουσι τὰς ἐν αὐτοῖς νόσους ἄντικρυς
δῆλον. εἰ δέ τι σῶμα εὔχυμον παρέλαβεν ἡ τοῦ ἦρος ὥρα
φυλάττει τοῦτο ὑγιεινότατον, οὐδὲν ἐκ τῆς ἰδίας φύσεως
νεωτερίζουσα. οὐ μὴν τό γε θέρος ἢ τὸ φθινόπωρον ἢ ὁ
χειμών. ταῦτα γὰρ εἰ καθαρὸν τὸ σῶμα καὶ παντοίως
ἄμεμπτον παραλάβοι, τὸ μὲν τὴν ὠχρὰν εἴωθε χολὴν πλείονα
τοῦ δέοντος γεννᾷν, τὸ δὲ τὴν μέλαιναν, ὁ χειμὼν δὲ τὸ
φλέγμα. παραπλήσιον δέ τι συμβαίνει κατὰ τὸ ἔαρ, ὁποῖον
ἐπὶ τῶν γυμνασιῶν ὁρῶμεν γιγνόμενον. καὶ γὰρ καὶ τοῦθ'
ὑγιεινότατον μέν ἐστιν, ἀλλ' ἐὰν φλέγματος ἄνθρωπον μεστὸν
ἢ χολῆς ὠχρᾶς ἢ μελαίνης ἢ καὶ αὐτοῦ τοῦ αἵματος

Aeneas Tact., Poliorcetica (0058: 001)“Énée le tacticien. Poliorcétique”,


Ed. Dain, A., Bon, A.–M.Paris: Les Belles Lettres, 1967.Ch. 2, se. 1, l. 3

λοιπῶν τοὺς ῥωμαλεωτάτους ἡλικίᾳ καὶ νεότητι ἐκλέξαντα


ἐπὶ τὰς φυλακὰς καθιστάναι καὶ τὰ τείχη, τὸ δὲ περιὸν
πλῆθος μερίσαντα πρὸς τὸ μῆκος τῶν νυκτῶν καὶ τῶν
φυλάκων τὸ πλῆθος κατανεῖμαι,
τῶν δὲ ὄχλων τοὺς μὲν
εἰς τὴν ἀγοράν, τοὺς δὲ εἰς τὸ θέατρον, τοὺς δὲ ἄλλους
εἰς τὰς οὔσας ἐν τῇ πόλει εὐρυχωρίας, ἵνα μηδὲν ἔρημον
ᾖ εἰς δύναμιν τῆς πόλεως.
Ἄριστον δὲ τὰς ἀχρείους οὔσας εὐρυχωρίας ἐν τῇ
πόλει, ἵνα μὴ σωμάτων εἰς αὐτὰς δέῃ, τυφλοῦν ταφρεύ-
οντα καὶ ὡς μάλιστα ἀβάτους ποιοῦντα τοῖς Νεωτερίζειν
βουλομένοις καὶ προκαταλαμβάνειν αὐτάς.
Λακεδαιμόνιοι δή, Θηβαίων ἐμβαλόντων, ἔκ τε τῶν
ἐγγυτάτω οἰκιῶν διαλύοντες καὶ ἐκ τῶν αἱμασιῶν καὶ
τειχίων ἄλλοι κατ' ἄλλους τόπους φορμοὺς γῆς καὶ λίθων
πληροῦντες, φασὶν δὲ καὶ τοῖς ἐκ τῶν ἱερῶν χαλκοῖς
τρίποσιν, ὄντων πολλῶν καὶ μεγάλων, χρησάμενοι καὶ
τούτοις προαποπληρώσαντες τάς τε εἰσβολὰς καὶ τὰς
484

διόδους καὶ τὰ εὐρύχωρα τοῦ πολίσματος ἐκώλυσαν τοὺς


εἰσβάλλειν ἐπιχειροῦντας εἰς αὐτὸ τὸ πόλισμα.

Aeneas Tact., Poliorcetica Ch. 17, se. 5, l. 5

αὐτῶν εἰς τὴν πόλιν σὺν τοῖς ὅπλοις ἔσπευσαν. Ἕτεροι


δὲ τῶν συνεπιβουλευόντων ὑπομείναντες ἐν τῇ πόλει μετὰ
τῶν προσαλισθέντων ὅπλων προκατέλαβον οὓς προσῆκε
τόπους τῆς πόλεως, ὥστε δέξασθαι τῶν ἔξω οὓς ἐβούλοντο.
Διὸ δεῖπρὸςτὰς τοιαύτας ἐπιβουλὰς ἐν οὐδενὶ καιρῷ
ἀφυλάκτως διακεῖσθαι.
Χῖοι δὲ ἄγοντες τὰ Διονύσια καὶ πέμποντες πομπὰς
λαμπρὰς πρὸς τοῦ Διονύσου τὸν βωμόν, προκαταλαμβάνουσι
τὰς εἰς τὴν ἀγορὰν φερούσας ὁδοὺς φυλακαῖς καὶ δυνάμεσι
πολλαῖς, κώλυμα γοῦν οὐ μικρὸν τοῖς βουλομένοις Νεωτερίζειν.
Ἄριστον δὲ τὰς ἀρχὰς πρῶτον μετὰ τῆς προει-
ρημένης δυνάμεως ἱεροποιῆσαι, τούτων δὲ ἐκ τοῦ ὄχλου
ἀπαλλαγέντων, οὕτω τοὺς ἄλλους συνιέναι.
Ὅταν δὲ οἱ ἐκπορευθέντες παραγένωνται καὶ δείλη
γίγνηται, σημαίνειν δειπνοποιεῖσθαι καὶ εἰς φυλακὴν ἰέναι.
Ἐν ᾧ οἱ φύλακες εὐτρεπίζονται, ἐν τούτῳ περὶ τῶν πυλῶν
ἐπιμελητέον ὅπως καλῶς κλείωνται· καὶ γὰρ περὶ τὰς
βαλάνους πολλὰ σφάλματα γίγνεται διὰ τὰς τῶν ἀρχόντων
μαλακίας.

Πλάτων. Respublica (0059: 030)“Platonis opera, vol. 4”, Ed. Burnet,


J.Oxford: Clarendon Press, 1902, Repr. 1968.Stephanus p. 424, se. b, l. 5

Ὀρθότατα γάρ, ἔφη, γίγνοιτ' ἄν.


Καὶ μήν, εἶπον, πολιτεία ἐάνπερ ἅπαξ ὁρμήσῃ εὖ,
ἔρχεται ὥσπερ κύκλος αὐξανομένη· τροφὴ γὰρ καὶ παί-
δευσις χρηστὴ σῳζομένη φύσεις ἀγαθὰς ἐμποιεῖ, καὶ αὖ
φύσεις χρησταὶ τοιαύτης παιδείας ἀντιλαμβανόμεναι ἔτι
βελτίους τῶν προτέρων φύονται, εἴς τε τἆλλα καὶ εἰς τὸ
γεννᾶν, ὥσπερ καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ζῴοις.
Εἰκός γ', ἔφη.
Ὡς τοίνυν διὰ βραχέων εἰπεῖν, τούτου ἀνθεκτέον τοῖς
ἐπιμεληταῖς τῆς πόλεως, ὅπως ἂν αὐτοὺς μὴ λάθῃ διαφθαρὲν
ἀλλὰ παρὰ πάντα αὐτὸ φυλάττωσι, τὸ μὴ Νεωτερίζειν περὶ
γυμναστικήν τε καὶ μουσικὴν παρὰ τὴν τάξιν, ἀλλ' ὡς οἷόν τε μάλιστα
φυλάττειν, φοβουμένους ὅταν τις λέγῃ ὡς τὴν
485

Πλάτων. Respublica Stephanus p. 565, se. b, l. 6

μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ.
Οὐκοῦν μεταλαμβάνει, ἦν δ' ἐγώ, ἀεί, καθ' ὅσον δύνανται
οἱ προεστῶτες, τοὺς ἔχοντας τὴν οὐσίαν ἀφαιρούμενοι,
διανέμοντες τῷ δήμῳ, τὸ πλεῖστον αὐτοὶ ἔχειν.
Μεταλαμβάνει γὰρ οὖν, ἦ δ' ὅς, οὕτως.
Ἀναγκάζονται δὴ οἶμαι ἀμύνεσθαι, λέγοντές τε ἐν τῷ δήμῳ
καὶ πράττοντες ὅπῃ δύνανται, οὗτοι ὧν ἀφαιροῦνται.
Πῶς γὰρ οὔ;
Αἰτίαν δὴ ἔσχον ὑπὸ τῶν ἑτέρων, κἂν μὴ ἐπιθυ-
μῶσι Νεωτερίζειν, ὡς ἐπιβουλεύουσι τῷ δήμῳ καί εἰσιν
ὀλιγαρχικοί.
Τί μήν;
Οὐκοῦν καὶ τελευτῶντες, ἐπειδὰν ὁρῶσι τὸν δῆμον, οὐχ
ἑκόντα ἀλλ' ἀγνοήσαντά τε καὶ ἐξαπατηθέντα ὑπὸ τῶν
διαβαλλόντων, ἐπιχειροῦντα σφᾶς ἀδικεῖν, τότ' ἤδη, εἴτε
βούλονται εἴτε μή, ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὶ γίγνονται, οὐχ
ἑκόντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κακὸν ἐκεῖνος ὁ κηφὴν ἐντίκτει
κεντῶν αὐτούς.

Πλάτων. Leges (0059: 034)“Platonis opera, vol. 5”, Ed. Burnet, J.


Oxford: Clarendon Press, 1907, Repr. 1967.Stephanus p. 798, sect c, l. 4

μηδένα ἔχειν μνείαν μηδὲ ἀκοὴν τοῦ ποτε ἄλλως αὐτὰ σχεῖν
ἢ καθάπερ νῦν ἔχει, σέβεται καὶ φοβεῖται πᾶσα ἡ ψυχὴ
τό τι κινεῖν τῶν τότε καθεστώτων. μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν
νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν ὅντινα τρόπον τοῦτ'
ἔσται τῇ πόλει. τῇδ' οὖν ἔγωγε εὑρίσκω. τὰς παιδιὰς
πάντες διανοοῦνται κινουμένας τῶν νέων, ὅπερ ἔμπροσθεν
ἐλέγομεν, παιδιὰς ὄντως εἶναι καὶ οὐ τὴν μεγίστην ἐξ αὐτῶν
σπουδὴν καὶ βλάβην συμβαίνειν, ὥστε οὐκ ἀποτρέπουσιν
ἀλλὰ συνέπονται ὑπείκοντες, καὶ οὐ λογίζονται τόδε, ὅτι
τούτους ἀνάγκη τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερί-
ζοντας ἑτέρους ἄνδρας τῶν ἔμπροσθεν γενέσθαι παίδων,
γενομένους δὲ ἄλλους, ἄλλον βίον ζητεῖν, ζητήσαντας δέ,
ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων καὶ νόμων ἐπιθυμῆσαι, καὶ μετὰ τοῦτο
ὡς ἥξοντος τοῦ νυνδὴ λεγομένου μεγίστου κακοῦ πόλεσιν
οὐδεὶς αὐτῶν φοβεῖται. τὰ μὲν οὖν ἄλλα ἐλάττω μετα-
βαλλόμενα κακὰ διεξεργάζοιτ' ἄν, ὅσα περὶ σχήματα πάσχει
486

τὸ τοιοῦτον· ὅσα δὲ περὶ τὰ τῶν ἠθῶν ἐπαίνου τε καὶ ψόγου


πέρι πυκνὰ μεταπίπτει, πάντων, οἴομαι, μέγιστά τε καὶ
πλείστης εὐλαβείας δεόμενα ἂν εἴη.

Πλάτων. LegesStephanus p. 953, se. a, l. 1

Ὁ μὲν οὖν ἐκδημῶν οὕτω καὶ τοιοῦτος ὢν ἐκδημείτω,


τὸν δ' εἰσεπιδημήσαντα μετὰ τοῦτον χρὴ φιλοφρονεῖσθαι.
τέτταρες δ' εἰσὶ ξένοι ὧν δεῖ πέρι λόγον τινὰ ποιεῖσθαι·
ὁ μὲν δὴ πρῶτός τε καὶ διὰ τέλους ἀεὶ θερινὸς ὡς τὰ πολλὰ
διατελῶν ταῖς φοιτήσεσιν, καθάπερ οἱ τῶν ὀρνίθων διαπο-
ρευόμενοι – καὶ τούτων οἱ πολλοὶ κατὰ θάλατταν ἀτεχνῶς
οἷον πετόμενοι χρηματισμοῦ χάριν ἐμπορευόμενοι ἔτους
ὥραν πέτονται πρὸς τὰς ἄλλας πόλεις – ὃν ἀγοραῖς καὶ λιμέσι
καὶ δημοσίοις οἰκοδομήμασιν ἔξω τῆς πόλεως πρὸς τῇ πόλει
ὑποδέχεσθαι χρὴ τοὺς ἐπὶ τούτοις ἄρχοντας τεταγμένους,
φυλάττοντας μὴ νεωτερίζῃ τίς τι τῶν τοιούτων ξένων, καὶ
δίκας αὐτοῖς ὀρθῶς διανέμοντας, ἀναγκαῖα μέν, ὡς ὀλίγιστα
δ' ἐπιχρωμένους. ὁ δὲ δεύτερος, ὄμμασιν ὄντως θεωρὸς ὅσα
τε μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα· τῷ δὴ τοιούτῳ παντὶ
χρὴ καταλύσεις πρὸς ἱεροῖς εἶναι φιλοξενίαις ἀνθρώπων
παρεσκευασμένας, χρὴ δὲ καὶ τῶν τοιούτων ἱερέας τε καὶ
νεωκόρους ἐπιμελεῖσθαι καὶ τημελεῖν, ἕως ἂν τὸν μέτριον
ἐπιμείναντες χρόνον, ἰδόντες τε καὶ ἀκούσαντες ὧν χάριν ἀφί-
κοντο, ἀβλαβεῖς τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν ἀπαλλάττωνται.
δικαστὰς δ' αὐτοῖς εἶναι τοὺς ἱερέας, ἐὰν ἀδικῇ τις αὐτῶν
τινα ἤ τιν' ἄλλον ἀδικῇ τις τούτων ὅσα ἐντὸς δραχμῶν

Πλάτων. Epistulae [Dub.] (0059: 036)“Platonis opera, vol. 5”, Ed.


Burnet, J.Oxford: Clarendon Press, 1907, Repr. 1967.Stephanus p. 347,
se. c, l. 5

γὰρ ἴσως ἐστὶν οὐκ ἔλαττον, ἂν ἐκτιμᾷ τις ὀρθῶς, ἑκατὸν


ἡ Δίωνος οὐσία – ἂν δ' οὖν γίγνηται τὰ νῦν ὑποφαίνοντα
οἷα εἰκὸς αὐτὰ γίγνεσθαι, ἀπορῶ μὲν ὅτι χρήσομαι ἐμαυτῷ,
ὅμως δὲ ἀναγκαῖον ἴσως ἐνιαυτόν γ' ἔτι πονῆσαι καὶ ἔργοις
ἐλέγξαι πειρᾶσθαι τὰς Διονυσίου μηχανάς.” ταῦτά μοι
δόξαντα, εἰς τὴν ὑστεραίαν εἶπον πρὸς Διονύσιον ὅτι “Δέ-
δοκταί μοι μένειν· ἀξιῶ μήν,” ἔφην, “μὴ κύριον ἡγεῖσθαί
σε Δίωνος ἐμέ, πέμπειν δὲ μετ' ἐμοῦ σὲ παρ' αὐτὸν γράμ-
ματα τὰ νῦν δεδογμένα δηλοῦντα, καὶ ἐρωτᾶν εἴτε ἀρκεῖ
ταῦτα αὐτῷ, καὶ εἰ μή, βούλεται δὲ ἄλλ' ἄττα καὶ ἀξιοῖ,
487

καὶ ταῦτα ἐπιστέλλειν ὅτι τάχιστα, σὲ δὲ Νεωτερίζειν μηδέν


πω τῶν περὶ ἐκεῖνον.” ταῦτα ἐρρήθη, ταῦτα συνωμολογή-
σαμεν, ὡς νῦν εἴρηται σχεδόν. ἐξέπλευσεν δὴ τὰ πλοῖα
μετὰ τοῦτο, καὶ οὐκέτι μοι δυνατὸν ἦν πλεῖν, ὅτε δή μοι καὶ
Διονύσιος ἐμνήσθη λέγων ὅτι τὴν ἡμίσειαν τῆς οὐσίας εἶναι
δέοι Δίωνος, τὴν δ' ἡμίσειαν τοῦ ὑέος· ἔφη δὴ πωλήσειν
αὐτήν, πραθείσης δὲ τὰ μὲν ἡμίσεα ἐμοὶ δώσειν ἄγειν, τὰ
δ' ἡμίσεα τῷ παιδὶ καταλείψειν αὐτοῦ· τὸ γὰρ δὴ δικαιό-
τατον οὕτως ἔχειν. πληγεὶς δ' ἐγὼ τῷ λεχθέντι πάνυ μὲν
ᾤμην γελοῖον εἶναι ἀντιλέγειν ἔτι, ὅμως δ' εἶπον ὅτι χρείη
τὴν παρὰ Δίωνος ἐπιστολὴν περιμένειν ἡμᾶς καὶ ταῦτα

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1–20) (0060: 001)


“Diodori bibliotheca historica, 5 vols., 3rd edn.”, Ed. Vogel, F., Fischer,
K.T. (post I. Bekker & L. Dindorf)Leipzig: Teubner, 1:1888; 2:1890;
3:1893; 4–5:1906, Repr. 1964.B. 1, ch. 54, se. 1, l. 6

διὰ ταύτην οὖν τὴν αἰτίαν τὸν μὲν πατέρα τοὺς


ἡλικιώτας τοῦ προειρημένου ἀθροῖσαι καὶ βασιλικῆς
ἀγωγῆς ἀξιῶσαι, προκατασκευαζόμενον εἰς τὴν τῶν
ὅλων ἐπίθεσιν, αὐτὸν δ' ἀνδρωθέντα καὶ τῇ τοῦ
θεοῦ προρρήσει πιστεύσαντα κατενεχθῆναι πρὸς τὴν
εἰρημένην στρατείαν. πρὸς δὲ ταύτην τὴν ἐπιβολὴν
πρῶτον μὲν τὴν πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν κατεσκεύασε
πᾶσι τοῖς κατ' Αἴγυπτον, ἡγούμενος δεῖν τοὺς μὲν
συστρατεύοντας ἑτοίμως ὑπὲρ τῶν ἡγουμένων ἀπο-
θνήσκειν, τοὺς δ' ἀπολειπομένους ἐπὶ τῶν πατρίδων
μηδὲν Νεωτερίζειν, εἰ μέλλει τὴν προαίρεσιν ἐπὶ
τέλος ἄξειν. διὸ καὶ πάντας ἐκ τῶν ἐνδεχομένων
εὐηργέτει, τοὺς μὲν χρημάτων δωρεαῖς ἐκθεραπεύων,
τοὺς δὲ χώρας δόσει, τινὰς δὲ τιμωρίας ἀπολύσει,
πάντας δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῇ τῶν τρόπων ἐπιει-
κείᾳ προσήγετο· τῶν τε γὰρ βασιλικῶν ἐγκλημάτων
ἅπαντας ἀθῴους ἀφῆκε καὶ τοὺς πρὸς ἀργύριον
συγκεκλειμένους ἀπέλυσε τοῦ χρέους, ὄντος πολλοῦ
πλήθους [ἀνθρώπων] ἐν ταῖς φυλακαῖς. τὴν δὲ
χώραν ἅπασαν εἰς ἓξ καὶ τριάκοντα μέρη διελών,
ἃ καλοῦσιν Αἰγύπτιοι νομούς, ἐπέστησεν ἅπασι

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 11, ch. 72, se. 3, l. 6

θύειν ἐλευθέρια καὶ ἀγῶνας ἐπιφανεῖς ποιεῖν κατὰ


488

τὴν αὐτὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ τὸν τύραννον καταλύσαντες


ἠλευθέρωσαν τὴν πατρίδα· θύειν δ' ἐν τοῖς ἀγῶσι
τοῖς θεοῖς ταύρους τετρακοσίους καὶ πεντήκοντα,
καὶ τούτους δαπανᾶν εἰς τὴν τῶν πολιτῶν εὐωχίαν.
τὰς δὲ ἀρχὰς ἁπάσας τοῖς ἀρχαίοις πολίταις ἀπένε-
μον· τοὺς δὲ ξένους τοὺς ἐπὶ τοῦ Γέλωνος πολι-
τευθέντας οὐκ ἠξίουν μετέχειν ταύτης τῆς τιμῆς,
εἴτε οὐκ ἀξίους κρίναντες, εἴτε καὶ ἀπιστοῦντες μή-
ποτε συντεθραμμένοι τυραννίδι καὶ μονάρχῳ συνε-
στρατευμένοι Νεωτερίζειν ἐπιχειρήσωσιν· ὅπερ καὶ
συνέβη γενέσθαι. τοῦ γὰρ Γέλωνος πλείονας τῶν
μυρίων πολιτογραφήσαντος ξένους μισθοφόρους, ἐκ
τούτων περιελείποντο πλείους τῶν ἑπτακισχιλίων
κατὰ τοὺς ὑποκειμένους καιρούς. οὗτοι τῆς ἐκ τῶν
ἀρχαιρεσιῶν τιμῆς ἀπελαυνόμενοι χαλεπῶς ἔφερον,
καὶ συμφρονήσαντες ἀπέστησαν τῶν Συρακοσίων,
καὶ τῆς πόλεως κατελάβοντο τήν τε Ἀχραδινὴν καὶ
τὴν Νῆσον, ἀμφοτέρων τῶν τόπων τούτων ἐχόντων
ἴδιον τεῖχος καλῶς κατεσκευασμένον. οἱ δὲ Συρακό-
σιοι πάλιν ἐμπεσόντες εἰς ταραχὴν τὸ λοιπὸν τῆς

Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20)


B. 12, ch. 7, se. 1, l. 7

λικαύτης δὲ συμφορᾶς γενομένης τοῖς Ἀθηναίοις,


ἠναγκάσθησαν ἀφεῖναι τὰς πόλεις ἁπάσας τὰς κατὰ
τὴν Βοιωτίαν αὐτονόμους, ἵνα τοὺς αἰχμαλώτους
ἀπολάβωσιν.
Ἐπ' ἄρχοντος δ' Ἀθήνησι Καλλιμάχου Ῥωμαῖοι
μὲν κατέστησαν ὑπάτους Σέξτον Κοΐντιον Τριγέ-
μινον. ἐπὶ δὲ τούτων κατὰ τὴν Ἑλλάδα τεταπει-
νωμένων τῶν Ἀθηναίων διὰ τὴν ἐν Βοιωτίᾳ περὶ
Κορώνειαν ἧτταν, ἀφίσταντο πολλαὶ τῶν πόλεων
ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων. μάλιστα δὲ τῶν κατοικούντων
τὴν Εὔβοιαν νεωτεριζόντων, Περικλῆς [δὲ] αἱρεθεὶς
στρατηγὸς ἐστράτευσεν ἐπὶ τὴν Εὔβοιαν μετὰ δυνά-
μεως ἀξιολόγου, καὶ τὴν μὲν πόλιν τῶν Ἑστιαιῶν
ἑλὼν κατὰ κράτος ἐξῴκισε τοὺς Ἑστιαιεῖς ἐκ τῆς
πατρίδος, τὰς δ' ἄλλας καταπληξάμενος ἠνάγκασε
πάλιν πειθαρχεῖν Ἀθηναίοις. σπονδὰς δ' ἐποίησαν
τριακονταετεῖς, Καλλίου καὶ Χάρητος συνθεμένων
καὶ τὴν εἰρήνην βεβαιωσάντων.
489

Φλάβιος Αρριανός Alexandri anabasis (0074: 001)“Flavii Arriani quae


exstant omnia, vol. 1”, Ed. Roos, A.G., Wirth, G.Leipzig: Teubner, 1967
(1st edn. corr.).B. 1, ch. 1, se. 4, l. 2

ἤδη ἔδοσαν· καὶ αἰτήσαντα λαβεῖν παρ' ἑκάστων πλὴν


Λακεδαιμονίων· Λακεδαιμονίους δὲ ἀποκρίνασθαι μὴ
εἶναί σφισι πάτριον ἀκολουθεῖν ἄλλοις, ἀλλ' αὐτοὺς
ἄλλων ἐξηγεῖσθαι. νεωτερίσαι δὲ ἄττα καὶ τῶν Ἀθη-
ναίων τὴν πόλιν. ἀλλὰ Ἀθηναίους γε τῇ πρώτῃ ἐφόδῳ
Ἀλεξάνδρου ἐκπλαγέντας καὶ πλείονα ἔτι τῶν Φιλίππῳ
δοθέντων Ἀλεξάνδρῳ εἰς τιμὴν συγχωρῆσαι. ἐπανελ-
θόντα δὲ ἐς Μακεδονίαν ἐν παρασκευῇ εἶναι τοῦ ἐς
τὴν Ἀσίαν στόλου.
Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ἐλαύνειν ἐπὶ Θρᾴκης, ἐς Τριβαλλοὺς
καὶ Ἰλλυριούς, ὅτι τε Νεωτερίζειν ἐπύθετο Ἰλλυριούς
τε καὶ Τριβαλλούς, καὶ ἅμα ὁμόρους ὄντας οὐκ ἐδόκει
ὑπολείπεσθαι ὅτι μὴ πάντῃ ταπεινωθέντας οὕτω μα-
κρὰν ἀπὸ τῆς οἰκείας στελλόμενον. ὁρμηθέντα δὴ ἐξ
Ἀμφιπόλεως ἐμβαλεῖν εἰς Θρᾴκην τὴν τῶν αὐτονόμων
καλουμένων Θρᾳκῶν, Φιλίππους πόλιν ἐν ἀριστερᾷ
ἔχοντα καὶ τὸν Ὄρβηλον τὸ ὄρος. διαβὰς δὲ τὸν Νέστον
ποταμὸν λέγουσιν, ὅτι δεκαταῖος ἀφίκετο ἐπὶ τὸ ὄρος
τὸν Αἶμον. καὶ ἐνταῦθα ἀπήντων αὐτῷ κατὰ τὰ στενὰ
τῆς ἀνόδου τῆς ἐπὶ τὸ ὄρος τῶν τε ἐμπόρων πολλοὶ
ὡπλισμένοι καὶ οἱ Θρᾷκες οἱ αὐτόνομοι,

Φλάβιος Αρριανός Alexandri anabasis


B. 4, ch. 3, se. 6, l. 5

βουλος δέ, ὅτι βίᾳ καὶ ταύτην ἐξεῖλεν καὶ ὅτι πάντας
τοὺς καταληφθέντας ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε. Πτολεμαῖος
δὲ κατανεῖμαι λέγει αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους τῷ στρατιᾷ
καὶ δεδεμένους κελεῦσαι φυλάσσεσθαι ἔστ' ἂν ἐκ τῆς
χώρας ἀπαλλάττηται αὐτός, ὡς μηδένα ἀπολείπεσθαι
τῶν τὴν ἀπόστασιν πραξάντων.
Ἐν τούτῳ δὲ τῶν τε ἐκ τῆς Ἀσίας Σκυθῶν στρα-
τιὰ ἀφικνεῖται πρὸς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ τοῦ Τα-
νάϊδος, ἀκούσαντες οἱ πολλοὶ αὐτῶν, ὅτι ἔστιν οἳ καὶ
τῶν ἐπέκεινα τοῦ ποταμοῦ βαρβάρων ἀπ' Ἀλεξάνδρου
ἀφεστᾶσιν, ὡς, εἰ δή τι λόγου ὂν ἄξιον νεωτερίζοιτο,
καὶ αὐτοὶ ἐπιθησόμενοι τοῖς Μακεδόσι. καὶ οἱ ἀμφὶ
Σπιταμένην δὲ ἀπηγγέλθησαν ὅτι τοὺς ἐν Μαρακάν-
490

δοις καταλειφθέντας ἐν τῇ ἄκρᾳ πολιορκοῦσιν. ἔνθα


δὴ Ἀλέξανδρος ἐπὶ μὲν τοὺς ἀμφὶ Σπιταμένην Ἀνδρό-
μαχόν τε ἀποστέλλει καὶ Μενέδημον καὶ Κάρανον,
ἱππέας μὲν ἔχοντας τῶν ἑταίρων ἐς ἑξήκοντα καὶ τῶν
μισθοφόρων ὀκτακοσίους, ὧν Κάρανος ἡγεῖτο, πεζοὺς
δὲ μισθοφόρους ἐς χιλίους πεντακοσίους· ἐπιτάσσει δὲ

Φλάβιος Αρριανός Alexandri anabasis B. 4, ch. 6, se. 2, l. 5

θέντων, οἳ ἐκ τοῦ ἀφανοῦς ἐπεγένοντο τοῖς Μακεδόσιν


ἐν αὐτῷ τῷ ἔργῳ· ἵνα τὸν μὲν Φαρνούχην παραχωρεῖν
τῆς ἡγεμονίας τοῖς ξυμπεμφθεῖσι Μακεδόσιν, ὡς οὐκ
ἐμπείρως ἔχοντα ἔργων πολεμικῶν, ἀλλ' ἐπὶ τῷ καθομι-
λῆσαι τοὺς βαρβάρους μᾶλλόν τι πρὸς Ἀλεξάνδρου ἢ
ἐπὶ τῷ ἐν ταῖς μάχαις ἐξηγεῖσθαι ἐσταλμένον, τοὺς δὲ
Μακεδόνας τε εἶναι καὶ ἑταίρους βασιλέως. Ἀνδρό-
μαχον δὲ καὶ Κάρανον καὶ Μενέδημον οὐ δέξασθαι
τὴν ἡγεμονίαν, τὸ μέν τι ὡς μὴ δοκεῖν παρὰ τὰ
ἐπηγγελμένα ὑπὸ Ἀλεξάνδρου αὐτούς τι κατὰ σφᾶς
Νεωτερίζειν, τὸ δὲ καὶ ἐν αὐτῷ τῷ δεινῷ οὐκ ἐθελή-
σαντας, εἰ δή τι πταίσειαν, μὴ ὅσον κατ' ἄνδρα μόνον
μετέχειν αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ ὡς τὸ πᾶν αὐτοὺς κακῶς
ἐξηγησαμένους. ἐν τούτῳ δὴ τῷ θορύβῳ τε καὶ τῇ
ἀταξίᾳ ἐπιθεμένους αὐτοῖς τοὺς βαρβάρους κατακόψαι
πάντας, ὥστε ἱππέας μὲν μὴ πλείονας τῶν τεσσαρά-
κοντα ἀποσωθῆναι, πεζοὺς δὲ ἐς τριακοσίους.
Ταῦτα δὲ ὡς ἠγγέλθη Ἀλεξάνδρῳ, ἤλγησέ τε τῷ
πάθει τῶν στρατιωτῶν καὶ ἔγνω σπουδῇ ἐλαύνειν ὡς
ἐπὶ Σπιταμένην τε καὶ τοὺς ἀμφ' αὐτὸν βαρβάρους.
ἀναλαβὼν οὖν τῶν τε ἑταίρων ἱππέων τοὺς ἡμισέας

Φλάβιος Αρριανός Alexandri anabasis


B. 4, ch. 18, se. 5, l. 1

τὴν στρατιὰν τὴν ἐκ Μακεδονίας αὐτῷ ἀνάξοντας.


Ἅμα δὲ τῷ ἦρι ὑποφαίνοντι προὐχώρει ὡς ἐπὶ τὴν
ἐν τῇ Σογδιανῇ πέτραν, ἐς ἣν πολλοὺς μὲν τῶν
Σογδιανῶν ξυμπεφευγέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο· καὶ ἡ
Ὀξυάρτου δὲ γυνὴ τοῦ Βακτρίου καὶ αἱ παῖδες αἱ
Ὀξυάρτου ἐς τὴν πέτραν ταύτην ξυμπεφευγέναι ἐλέ-
γοντο, Ὀξυάρτου αὐτὰς ὡς ἐς ἀνάλωτον δῆθεν τὸ
χωρίον ἐκεῖνο ὑπεκθεμένου, ὅτι καὶ αὐτὸς ἀφειστήκει
ἀπ' Ἀλεξάνδρου. ταύτης γὰρ ἐξαιρεθείσης οὐκέτι
491

οὐδὲν ὑπολειφθήσεσθαι ἐδόκει τῶν Σογδιανῶν τοῖς


Νεωτερίζειν ἐθέλουσιν. ὡς δὲ ἐπέλασαν τῇ πέτρᾳ,
καταλαμβάνει πάντῃ ἀπότομον ἐς τὴν προσβολὴν σιτία
τε ξυγκεκομισμένους τοὺς βαρβάρους ὡς ἐς χρόνιον
πολιορκίαν. καὶ χιὼν πολλὴ ἐπιπεσοῦσα τήν τε πρός-
βασιν ἀπορωτέραν ἐποίει τοῖς Μακεδόσι καὶ ἅμα ἐν
ἀφθονίᾳ ὕδατος τοὺς βαρβάρους διῆγεν. ἀλλὰ καὶ
ὣς προσβάλλειν ἐδόκει τῷ χωρίῳ. καὶ γάρ τι καὶ
ὑπέρογκον ὑπὸ τῶν βαρβάρων λεχθὲν ἐς φιλοτιμίαν
ξὺν ὀργῇ ἐμβεβλήκει Ἀλέξανδρον. προκληθέντες γὰρ
ἐς ξύμβασιν καὶ προτεινομένου σφίσιν, ὅτι σώοις
ὑπάρξει ἐπὶ τὰ σφέτερα ἀπαλλαγῆναι παραδοῦσι τὸ

Φλάβιος Αρριανός Alexandri anabasis B. 6, ch. 17, se. 4, l. 8

ὅσους ἐς Μακεδονίαν ἀπομάχους ὄντας ἤδη ἔστελλε


τὴν ἐπ' Ἀραχωτῶν καὶ Ζαραγγῶν ἔπεμπεν ἐς Καρμα-
νίαν, καὶ τοὺς ἐλέφαντας τούτῳ ἄγειν ἔδωκεν· τὴν δὲ
ἄλλην στρατιάν, ὅση γε μὴ ξὺν αὐτῷ κατέπλει ὡς ἐπὶ
θάλασσαν, ..... Ἡφαιστίων ἐπετάχθη, Πείθωνα δὲ
τούς τε ἱππακοντιστὰς ἄγοντα καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ἐς
τὴν ἐπέκεινα ὄχθην τοῦ Ἰνδοῦ διαβιβάσας, οὐχ ᾗπερ
Ἡφαιστίων τὴν στρατιὰν ἄγειν ἤμελλε, τάς τε ἐκ-
τετειχισμένας ἤδη πόλεις ξυνοικίσαι ἐκέλευσε καὶ εἰ
δή τινα νεωτερίζοιτο πρὸς τῶν ταύτῃ Ἰνδῶν καὶ
ταῦτα ἐς κόσμον καταστήσαντα ξυμβάλλειν οἱ ἐς τὰ
Πάταλα.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία. (0081:


001)“Dionysii Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae supersunt, 4
vols.”, Ed. Jacoby, K.Leipzig: Teubner, 1:1885; 2:1888; 3:1891; 4:1905,
Repr. 1967.B. 2, ch. 62, se. 3, l. 9

Τάτιον ἐπὶ τοῖς ἴσοις [γενόμενοι] μετειληφέναι τῆς


πόλεως παρὰ τῶν ἀρχαίων οἰκητόρων καὶ τὴν αὐτὴν
χάριν ἐκείνοις αὐτοὶ δεδωκέναιἐδόκουν. ἅμα δὲ τῷ
τὴν βουλὴν διαστῆναι καὶ τὸ τῶν πελατῶν πλῆθος
διχῇ μερισθὲν ἑκατέρᾳ συνέβαινε τῶν στάσεων. ἦν
δέ τι τοῦ δημοτικοῦ μέρος οὐκ ὀλίγον ἐκ τῶν νεωστὶ
προσεληλυθότων τῇ πολιτείᾳ, ὃ διὰ τὸ μηδενὸς συν-
άρασθαι τῷ Ῥωμύλῳ πολέμου παρημελημένον ὑπὸ
492

τοῦ ἡγεμόνος οὔτε γῆς εἰλήφει μοῖραν οὔτε ὠφελείας.


τοῦτο ἀνέστιον καὶ πτωχὸν ἀλώμενον ἐχθρὸν ἐκ
τοῦ ἀναγκαίου τοῖς κρείττοσιν ἦν καὶ Νεωτερίζειν
ἑτοιμότατον. ἐν τοιούτῳ δὴ κλύδωνι τὸ πράγματα
τῆς πόλεως σαλεύοντα ὁ Νόμας καταλαβών, πρῶτον
μὲν τοὺς ἀπόρους τῶν δημοτῶν ἀνέλαβε διανείμας
αὐτοῖς ἀφ' ἧς Ῥωμύλος ἐκέκτητο χώρας καὶ ἀπὸ τῆς
δημοσίας μοῖράν τινα ὀλίγην· ἔπειτα τοὺς πατρι-
κίους οὐδὲν μὲν ἀφελόμενος ὧν οἱ κτίσαντες τὴν πό-
λιν εὕροντο, τοῖς δ' ἐποίκοις ἑτέρας τινὰς ἀποδοὺς
τιμάς, ἔπαυσε διαφερομένους. ἁρμοσάμενος δὲ τὸ
πλῆθος ἅπαν ὥσπερ ὄργανον πρὸς ἕνα τὸν τοῦ
κοινῇ συμφέροντος λογισμὸν καὶ τῆς πόλεως τὸν

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία. B. 3, ch. 30, se. 3, l.


3

ὑποθέσθαι ποιεῖν δι' ἀπορρήτων, ὅτε ἐξῆγε τὴν δύ-


ναμιν ἐπὶ τὸν πόλεμον, ἠξίου τε τοὺς Ἀλβανούς, οἷς
ἀνακτήσασθαι τὴν ἡγεμονίαν ἐπεχείρει, βοηθεῖν αὐ-
τῷ καὶ μήτε τὴν πατρίδα κατασκαπτομένην περιορᾶν
μήτε τοὺς ἐπιφανεστάτους τῶν πολιτῶν ἐπὶ τιμωρίαις
συναρπαζομένους. ταραχῆς δὲ γινομένης κατὰ τὴν ἐκ-
κλησίαν καί τινων φεύγειν ἐπὶ τὰ ὅπλα ὡρμηκότων
οἱ περιεστεφανωκότες τὸν ὄχλον ἀρθέντος σημείου
τινὸς ἀνέσχον τὰ ξίφη. περιφόβων δὲ γενομένων
ἁπάντων ἀναστὰς πάλιν ὁ Τύλλος εἶπεν· Οὐδὲνἔτι
ἔξεστιν ὑμῖν Νεωτερίζειν οὐδ' ἐξαμαρτάνειν, ἄνδρες
Ἀλβανοί. ὑμεῖς γὰρ ἂν παρακινεῖν τι τολμήσητε, πάν-
τες ἀπολεῖσθε ὑπὸ τούτων· δείξας τοὺς ἔχοντας τὰ
ξίφη. δέχεσθε οὖν τὰ διδόμενα καὶ γίνεσθε ἀπὸ τοῦ
χρόνου τοῦδε Ῥωμαῖοι. δυεῖν γὰρ ἀνάγκη θάτερον
ὑμᾶς ποιεῖν ἢ Ῥώμην κατοικεῖν ἢ μηδεμίαν ἑτέραν γῆν
ἔχειν πατρίδα. οἴχεται γὰρ ἕωθεν ἐκπεμφθεὶς ὑπ'
ἐμοῦ Μάρκος Ὁράτιος ἀναιρήσων τὴν πόλιν ὑμῶν ἐκ
θεμελίων καὶ τοὺς ἀνθρώπους ἅπαντας εἰς Ῥώμην
μετάξων. ταῦτα οὖν εἰδότες ὅσον οὔπω γενησόμενα
παύσασθε θανατῶντες καὶ ποιεῖτε τὰ κελευόμενα.

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία. B. 3, ch. 34, se. 5, l.


6
493

συνέβη οὔτε πόλις αὐτῶν οὐδεμία πολέμῳ κρατη-


θεῖσα κατασκαφῆς ἢ ἀνδραποδισμοῦ ἢ ἄλλης τινὸς
ἀνηκέστου συμφορᾶς ἐπειράθη· ἀλλ' ἐμβαλόντες εἰς
τὴν ἀλλήλων γῆν ὑπὸ τὴν ἀκμὴν τοῦ σίτου καὶ προ-
νομεύσαντες ἀπῆγον ἐπ' οἴκου τὰς δυνάμεις δια-
μειβόμενοι τοὺς αἰχμαλώτους. μίαν δὲ πόλιν ἐκ τοῦ
Λατίνων ἔθνους Μεδυλλίαν παλαίτερον ἔτι Ῥωμαίων
ἀποικίαν γενομένην ἐπὶ τῆς Ῥωμύλου ἀρχῆς, ὡς ἐν
τῷ πρὸ τούτου δεδήλωκα λόγῳ, μεταθεμένην αὖθις
ὡς τοὺς ὁμοεθνεῖς πολιορκίᾳ παραστησάμενος ὁ τῶν
Ῥωμαίων βασιλεὺς ἔπεισε μηθὲν ἔτι Νεωτερίζειν·
ἄλλο δ' οὐθὲν ὧν οἱ πόλεμοι φέρουσι δεινῶν οὐδε-
τέροις ἐν τῷ τότε συνέβη χρόνῳ. τοιγάρτοι ῥᾴδιαί
τε καὶ οὐδὲν ἔγκοτον ἔχουσαι προθυμηθέντων Ῥω-
μαίων αἱ διαλύσεις ἐπετελέσθησαν.
Ταῦτα διαπραξάμενος ἐπὶ τῆς ἰδίας ἀρ-
χῆς βασιλεὺς Τύλλος Ὁστίλιος, ἀνὴρ ἐν ὀλίγοις ἄξιος
εὐλογεῖσθαι τῆς τε εὐτολμίας ἕνεκα τῆς πρὸς τὰ πο-
λέμια καὶ τῆς φρονήσεως τῆς περὶ τὰ δεινά, ὑπὲρ
ἄμφω δὲ ταῦτα, ὅτι οὐ ταχὺς ὢν εἰς πόλεμον ἰέναι
βέβαιος ἦν καταστὰς εἰς αὐτὸν ἐν ἅπασι τῶν

Αριστοτέλης Πολιτικά. (0086: 035)“Aristotelis Πολιτικά. ”, Ed. Ross,


W.D.Oxford: Clarendon Press, 1957, Repr. 1964.Bekker p. 1262b, l. 3

σεις τὰς ἄλλας ἃς πατρὶ πρὸς υἱὸν εἶναι πάντων ἐστὶν


ἀπρεπέστατον καὶ ἀδελφῷ πρὸς ἀδελφόν, ἐπεὶ καὶ τὸ ἐρᾶν
μόνον. ἄτοπον δὲ καὶ τὸ τὴν συνουσίαν ἀφελεῖν δι' ἄλλην
μὲν αἰτίαν μηδεμίαν, ὡς λίαν δὲ ἰσχυρᾶς τῆς ἡδονῆς γινο-
μένης, ὅτι δ' ὁ μὲν πατὴρ ἢ υἱός, οἱ δ' ἀδελφοὶ ἀλλήλων,
μηδὲν οἴεσθαι διαφέρειν.
ἔοικε δὲ μᾶλλον τοῖς γεωργοῖς
εἶναι χρήσιμον τὸ κοινὰς εἶναι τὰς γυναῖκας καὶ τοὺς παῖ-
δας ἢ τοῖς φύλαξιν· ἧττον γὰρ ἔσται φιλία κοινῶν ὄντων
τῶν τέκνων καὶ τῶν γυναικῶν, δεῖ δὲ τοιούτους εἶναι τοὺς ἀρ-
χομένους πρὸς τὸ πειθαρχεῖν καὶ μὴ Νεωτερίζειν. ὅλως δὲ
συμβαίνειν ἀνάγκη τοὐναντίον διὰ τὸν τοιοῦτον νόμον ὧν προς-
ήκει τοὺς ὀρθῶς κειμένους νόμους αἰτίους γίνεσθαι, καὶ δι' ἣν
αἰτίαν ὁ Σωκράτης οὕτως οἴεται δεῖν τάττειν τὰ περὶ τὰ τέ-
κνα καὶ τὰς γυναῖκας. φιλίαν τε γὰρ οἰόμεθα μέγιστον
εἶναι τῶν ἀγαθῶν ταῖς πόλεσιν (οὕτως γὰρ ἂν ἥκιστα στασιά-
ζοιεν), καὶ τὸ μίαν εἶναι τὴν πόλιν ἐπαινεῖ μάλισθ' ὁ Σω-
494

κράτης, ὃ καὶ δοκεῖ κἀκεῖνος εἶναί φησι τῆς φιλίας ἔργον,


καθάπερ ἐν τοῖς ἐρωτικοῖς λόγοις ἴσμεν λέγοντα τὸν Ἀριστο-
φάνην ὡς τῶν ἐρώντων διὰ τὸ σφόδρα φιλεῖν ἐπιθυμούν-
των συμφῦναι καὶ γενέσθαι ἐκ δύο ὄντων ἀμφοτέρους ἕνα·

Αριστοτέλης Πολιτικά. Bekker p. 1307b, l. 19

τῶν φρουρῶν εὐδοκιμοῦντες, καταφρονήσαντες τῶν ἐν τοῖς


πράγμασι καὶ νομίζοντες ῥᾳδίως κατασχήσειν, τοῦτον τὸν
νόμον λύειν ἐπεχείρησαν πρῶτον, ὥστ' ἐξεῖναι τοὺς αὐτοὺς
συνεχῶς στρατηγεῖν, ὁρῶντες τὸν δῆμον αὐτοὺς χειροτονή-
σοντα προθύμως. οἱ δ' ἐπὶ τούτῳ τεταγμένοι τῶν ἀρχόν-
των, οἱ καλούμενοι σύμβουλοι, ὁρμήσαντες τὸ πρῶτον ἐναν-
τιοῦσθαι συνεπείσθησαν, ὑπολαμβάνοντες τοῦτον κινήσαντας
τὸν νόμον ἐάσειν τὴν ἄλλην πολιτείαν, ὕστερον δὲ βουλόμε-
νοι κωλύειν ἄλλων κινουμένων οὐκέτι πλέον ἐποίουν οὐθέν,
ἀλλὰ μετέβαλεν ἡ τάξις πᾶσα τῆς πολιτείας εἰς δυνα-
στείαν τῶν ἐπιχειρησάντων Νεωτερίζειν.
πᾶσαι δ' αἱ πολι-
τεῖαι λύονται ὁτὲ μὲν ἐξ αὑτῶν ὁτὲ δ' ἔξωθεν, ὅταν ἐναν-
τία πολιτεία ᾖ ἢ πλησίον ἢ πόρρω μὲν ἔχουσα δὲ δύναμιν.
ὅπερ συνέβαινεν ἐπ' Ἀθηναίων καὶ Λακεδαιμονίων· οἱ μὲν
γὰρ Ἀθηναῖοι πανταχοῦ τὰς ὀλιγαρχίας, οἱ δὲ Λάκωνες
τοὺς δήμους κατέλυον. ὅθεν μὲν οὖν αἱ μεταβολαὶ γίγνονται
τῶν πολιτειῶν καὶ αἱ στάσεις, εἴρηται σχεδόν.
Περὶ δὲ σωτηρίας καὶ κοινῇ καὶ χωρὶς ἑκάστης πολι-
τείας ἐχόμενόν ἐστιν εἰπεῖν. πρῶτον μὲν οὖν δῆλον ὅτι, εἴπερ
ἔχομεν δι' ὧν φθείρονται αἱ πολιτεῖαι,

Αριστοτέλης Πολιτικά. Bekker p. 1308b, l. 20

χίᾳ καὶ ἐν μοναρχίᾳ καὶ πάσῃ πολιτείᾳ μήτ' αὐξάνειν


λίαν μηθένα παρὰ τὴν συμμετρίαν, ἀλλὰ μᾶλλον πει-
ρᾶσθαι μικρὰς καὶ πολυχρονίους διδόναι τιμὰς ἢ βραχὺ
μεγάλας (διαφθείρονται γάρ, καὶ φέρειν οὐ παντὸς ἀνδρὸς
εὐτυχίαν), εἰ δὲ μή, μή τοί γ' ἀθρόας δόντας ἀφαιρεῖσθαι
πάλιν ἀθρόας, ἀλλ' ἐκ προσαγωγῆς· καὶ μάλιστα μὲν
πειρᾶσθαι τοῖς νόμοις οὕτω ῥυθμίζειν ὥστε μηδένα ἐγγίγνεσθαι
πολὺ ὑπερέχοντα δυνάμει μήτε φίλων μήτε χρημάτων,
εἰ δὲ μή, ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν.
ἐπεὶ δὲ καὶ διὰ τοὺς ἰδίους βίους νεωτερίζουσιν, δεῖ ἐμποιεῖν
495

ἀρχήν τινα τὴν ἐποψομένην τοὺς ζῶντας ἀσυμφόρως πρὸς


τὴν πολιτείαν, ἐν μὲν δημοκρατίᾳ πρὸς τὴν δημοκρατίαν,
ἐν δὲ ὀλιγαρχίᾳ πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν, ὁμοίως δὲ καὶ τῶν
ἄλλων πολιτειῶν ἑκάστῃ· καὶ τὸ εὐημεροῦν δὲ τῆς πόλεως
ἀνὰ μέρος φυλάττεσθαι διὰ τὰς αὐτὰς αἰτίας· τούτου δ'
ἄκος τὸ αἰεὶ τοῖς ἀντικειμένοις μορίοις ἐγχειρίζειν τὰς
πράξεις καὶ τὰς ἀρχάς (λέγω δ' ἀντικεῖσθαι τοὺς ἐπι-
εικεῖς τῷ πλήθει, καὶ τοὺς ἀπόρους τοῖς εὐπόροις), καὶ τὸ πει-
ρᾶσθαι ἢ συμμιγνύναι τὸ τῶν ἀπόρων πλῆθος καὶ τὸ τῶν
εὐπόρων ἢ τὸ μέσον αὔξειν (τοῦτο γὰρ διαλύει τὰς διὰ

Αριστοτέλης Πολιτικά. Bekker p. 1310a, l. 25

ὠφελιμωτάτων νόμων καὶ συνδεδοξασμένων ὑπὸ πάντων


τῶν πολιτευομένων, εἰ μὴ ἔσονται εἰθισμένοι καὶ πεπαιδευ-
μένοι ἐν τῇ πολιτείᾳ, εἰ μὲν οἱ νόμοι δημοτικοί, δημοτι-
κῶς, εἰ δ' ὀλιγαρχικοί, ὀλιγαρχικῶς. εἴπερ γὰρ ἔστιν ἐφ'
ἑνὸς ἀκρασία, ἔστι καὶ ἐπὶ πόλεως. ἔστι δὲ τὸ πεπαιδεῦ-
σθαι πρὸς τὴν πολιτείαν οὐ τοῦτο, τὸ ποιεῖν οἷς χαίρουσιν οἱ
ὀλιγαρχοῦντες ἢ οἱ δημοκρατίαν βουλόμενοι, ἀλλ' οἷς δυνή-
σονται οἱ μὲν ὀλιγαρχεῖν οἱ δὲ δημοκρατεῖσθαι. νῦν δ' ἐν
μὲν ταῖς ὀλιγαρχίαις οἱ τῶν ἀρχόντων υἱοὶ τρυφῶσιν, οἱ
δὲ τῶν ἀπόρων γίγνονται γεγυμνασμένοι καὶ πεπονηκότες,
ὥστε καὶ βούλονται μᾶλλον καὶ δύνανται Νεωτερίζειν· ἐν δὲ
ταῖς δημοκρατίαις ταῖς μάλιστα εἶναι δοκούσαις δημοκρατι-
καῖς τοὐναντίον τοῦ συμφέροντος καθέστηκεν, αἴτιον δὲ τούτου
ὅτι κακῶς ὁρίζονται τὸ ἐλεύθερον. δύο γάρ ἐστιν οἷς ἡ δημο-
κρατία δοκεῖ ὡρίσθαι, τῷ τὸ πλεῖον εἶναι κύριον καὶ τῇ
ἐλευθερίᾳ· τὸ μὲν γὰρ ἴσον δίκαιον δοκεῖ εἶναι, ἴσον δ' ὅ τι
ἂν δόξῃ τῷ πλήθει, τοῦτ' εἶναι κύριον, ἐλεύθερον δὲ [καὶ
ἴσον] τὸ ὅ τι ἂν βούληταί τις ποιεῖν· ὥστε ζῇ ἐν ταῖς τοι-
αύταις δημοκρατίαις ἕκαστος ὡς βούλεται, καὶ εἰς ὃ χρῄζων,
ὡς φησὶν Εὐριπίδης· τοῦτο δ' ἐστὶ φαῦλον· οὐ γὰρ δεῖ
οἴεσθαι δουλείαν εἶναι τὸ ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν, ἀλλὰ

Αριστοτέλης Πολιτικά. Bekker p. 1330a, l. 28

ἀστυγείτονας πολέμους ὁμονοητικώτερον. ὅπου γὰρ μὴ τοῦτον


ἔχει τὸν τρόπον, οἱ μὲν ὀλιγωροῦσι τῆς πρὸς τοὺς ὁμόρους
ἔχθρας, οἱ δὲ λίαν φροντίζουσι καὶ παρὰ τὸ καλόν. διὸ παρ'
ἐνίοις νόμος ἐστὶ τοὺς γειτνιῶντας τοῖς ὁμόροις μὴ συμμετέχειν
βουλῆςπερὶτῶν πρὸς αὐτοὺς πολέμων, ὡς διὰ τὸ ἴδιον
496

οὐκ ἂν δυναμένους βουλεύσασθαι καλῶς. τὴν μὲν οὖν χώραν


ἀνάγκη διῃρῆσθαι τὸν τρόπον τοῦτον διὰ τὰς προειρημένας
αἰτίας· τοὺς δὲ γεωργήσοντας μάλιστα μέν, εἰ δεῖ κατ'
εὐχήν, δούλους εἶναι, μήτε ὁμοφύλων πάντωνὄντωνμήτε
θυμοειδῶν (οὕτω γὰρ ἂν πρός τε τὴν ἐργασίαν εἶεν χρήσιμοι
καὶ πρὸς τὸ μηδὲν Νεωτερίζειν ἀσφαλεῖς), δεύτερον δὲ
βαρβάρους περιοίκους παραπλησίους τοῖς εἰρημένοις τὴν φύ-
σιν, τούτων δὲ τοὺς μὲν ἐν τοῖς ἰδίοις εἶναι ἰδίους τῶν κε-
κτημένων τὰς οὐσίας, τοὺς δ' ἐπὶ τῇ κοινῇ γῇ κοινούς. τίνα
δὲ δεῖ τρόπον χρῆσθαι δούλοις, καὶ διότι βέλτιον πᾶσι τοῖς
δούλοις ἆθλον προκεῖσθαι τὴν ἐλευθερίαν, ὕστερον ἐροῦμεν.
Τὴν δὲ πόλιν ὅτι μὲν δεῖ κοινὴν εἶναι τῆς ἠπείρου τε
καὶ τῆς θαλάττης καὶ τῆς χώρας ἁπάσης ὁμοίως ἐκ τῶν
ἐνδεχομένων, εἴρηται πρότερον· αὐτῆς δὲ προσάντη εἶναι
τὴν θέσιν εὔχεσθαι δεῖ κατ' εὐχήν, πρὸς τέτταρα βλέ-
ποντας· πρῶτον μὲν ὡς ἀναγκαῖον πρὸς ὑγίειαν (αἵ τε

Αριστοτέλης Πολιτικά. Bekker p. 1332b, l. 29

κατὰ τὸ σῶμα πολλὴν ἔχοντας ὑπερβολήν, εἶτα κατὰ


τὴν ψυχήν, ὥστε ἀναμφισβήτητον εἶναι καὶ φανερὰν τὴν
ὑπεροχὴν τοῖς ἀρχομένοις τὴν τῶν ἀρχόντων, δῆλον ὅτι
βέλτιον ἀεὶ τοὺς αὐτοὺς τοὺς μὲν ἄρχειν τοὺς δ' ἄρχεσθαι
καθάπαξ· ἐπεὶ δὲ τοῦτ' οὐ ῥᾴδιον λαβεῖν οὐδ' ἔστιν ὥσπερ ἐν
Ἰνδοῖς φησι Σκύλαξ εἶναι τοὺς βασιλέας τοσοῦτον δια-
φέροντας τῶν ἀρχομένων, φανερὸν ὅτι διὰ πολλὰς αἰτίας
ἀναγκαῖον πάντας ὁμοίως κοινωνεῖν τοῦ κατὰ μέρος ἄρχειν
καὶ ἄρχεσθαι. τό τε γὰρ ἴσον ταὐτὸν τοῖς ὁμοίοις, καὶ
χαλεπὸν μένειν τὴν πολιτείαν τὴν συνεστηκυῖαν παρὰ τὸ
δίκαιον. μετὰ γὰρ τῶν ἀρχομένων ὑπάρχουσι Νεωτερίζειν
βουλόμενοι πάντες οἱ κατὰ τὴν χώραν, τοσούτους τε εἶναι
τοὺς ἐν τῷ πολιτεύματι τὸ πλῆθος ὥστ' εἶναι κρείττους πάν-
των τούτων ἕν τι τῶν ἀδυνάτων ἐστίν. ἀλλὰ μὴν ὅτι γε
δεῖ τοὺς ἄρχοντας διαφέρειν τῶν ἀρχομένων, ἀναμφις-
βήτητον. πῶς οὖν ταῦτ' ἔσται καὶ πῶς μεθέξουσι, δεῖ σκέψα-
σθαι τὸν νομοθέτην. εἴρηται δὲ πρότερον περὶ αὐτοῦ. ἡ γὰρ
φύσις δέδωκε τὴν αἵρεσιν, ποιήσασα αὐτὸ τὸ γένει ταὐτὸ
τὸ μὲν νεώτερον τὸ δὲ πρεσβύτερον, ὧν τοῖς μὲν ἄρ-
χεσθαι πρέπει τοῖς δ' ἄρχειν· ἀγανακτεῖ δὲ οὐδεὶς καθ'
ἡλικίαν ἀρχόμενος, οὐδὲ νομίζει εἶναι κρείττων, ἄλλως τε
497

Στράβων γεωγραφικά. (0099: 001)“Strabonis geographica, 3 vols.”, Ed.


Meineke, A.Leipzig: Teubner, 1877, Repr. 1969.
B. 6, ch. 4, se. 2, l. 71

κόων ὄντων, ὕστερον δ' ἐκλιπόντων ἐκείνων, καθά-


περ τῶν Ἀτταλικῶν βασιλέων καὶ Σύρων καὶ Παφλα-
γόνων καὶ Καππαδόκων καὶ Αἰγυπτίων, [ἢ] ἀφιστα-
μένων καὶ ἔπειτα καταλυομένων, καθάπερ ἐπὶ Μιθρι-
δάτου συνέβη τοῦ Εὐπάτορος καὶ τῆς Αἰγυπτίας Κλεο-
πάτρας, ἅπαντα τὰ ἐντὸς Φάσιδος καὶ Εὐφράτου πλὴν
Ἀράβων τινῶν ὑπὸ Ῥωμαίοις ἐστὶ καὶ τοῖς ὑπ' ἐκείνων
ἀποδειχθεῖσι δυνάσταις. Ἀρμένιοι δὲ καὶ οἱ ὑπερκεί-
μενοι τῆς Κολχίδος Ἀλβανοί τε καὶ Ἴβηρες παρουσίας
δέονται μόνον τῶν ἡγησομένων, καλῶς δὲ κρατοῦν-
ται· νεωτερίζουσι δὲ διὰ τὰς τῶν Ῥωμαίων ἀπασχο-
λίας, καθάπερ καὶ οἱ πέραν τοῦ Ἴστρου τὸν Εὔξεινον
περιοικοῦντες πλὴν τοῦ Βοσπόρου καὶ τῶν νομάδων·
τὸ μὲν γὰρ ὑπήκοον τὸ δ' ἄχρηστον εἰς πᾶν [διὰ] τὸ
ἀκοινώνητον, φυλακῆς δὲ μόνον δεόμενον· καὶ τἆλλα
δὲ τὰ πολλὰ σκηνιτῶν καὶ νομάδων ἐστὶ πόρρω σφό-
δρα ὄντων. Παρθυαῖοι δὲ ὅμοροί τε ὄντες καὶ μέγι-
στον δυνάμενοι τοσοῦτον ὅμως ἐνέδοσαν πρὸς τὴν
Ῥωμαίων καὶ τῶν καθ' ἡμᾶς ἡγεμόνων ὑπεροχὴν ὥστ'
οὐ μόνον τὰ τρόπαια ἔπεμψαν εἰς Ῥώμην ἃ κατὰ Ῥω-
μαίων ἀνέστησάν ποτε, ἀλλὰ καὶ παῖδας

Στράβων γεωγραφικά. B. 12, ch. 3, se. 38, l. 25

νομὰς ἀφθόνους ἔχουσα καὶ παντοδαπάς· ἐπίκειται δ'


αὐτῇ φρούριον ἐρυμνὸν ἔρημον νῦν Ἰκίζαρι, καὶ
πλησίον βασίλειον κατεσκαμμένον· ἡ δὲ λοιπὴ ψιλὴ τὸ
πλέον καὶ σιτοφόρος χώρα. ὑπέρκειται δὲ τῆς τῶν Ἀμα-
σέων τά τε θερμὰ ὕδατα τῶν Φαζημωνιτῶν ὑγιεινὰ
σφόδρα, καὶ τὸ Σαγύλιον ἐπὶ ὄρους ὀρθίου καὶ ὑψη-
λοῦ πρὸς ὀξεῖαν ἀνατείνοντος ἄκραν ἔρυμα ἱδρυμένον
ἔχον καὶ ὑδρεῖον δαψιλές, ὃ νῦν ὠλιγώρηται, τοῖς δὲ
βασιλεῦσιν ἦν χρήσιμον εἰς πολλά. ἐνταῦθα δὲ ἑάλω
καὶ διεφθάρη ὑπὸ τῶν Φαρνάκου τοῦ βασιλέως παί-
δων Ἀρσάκης, δυναστεύων καὶ νεωτερίζων, ἐπιτρέ-
ψαντος οὐδενὸς τῶν ἡγεμόνων· ἑάλω δὲ οὐ βίᾳ τοῦ
ἐρύματος ληφθέντος ὑπὸ Πολέμωνος καὶ Λυκομήδους,
βασιλέων ἀμφοῖν, ἀλλὰ λιμῷ· ἀνέφυγε γὰρ εἰς τὸ
498

ὄρος παρασκευῆς χωρὶς εἰργόμενος τῶν πεδίων, εὗρε


δὲ καὶ τὰ ὑδρεῖα ἐμπεφραγμένα πέτραις ἠλιβάτοις·
οὕτω γὰρ διετέτακτο Πομπήιος, κατασπᾶν κελεύσας
τὰ φρούρια καὶ μὴ ἐᾶν χρήσιμα τοῖς ἀναφεύγειν εἰς

Στράβων γεωγραφικά. B. 16, ch. 2, se. 10, l. 26

καὶ Ἀλεξάνδρου πατρίδα. ἐνταῦθα δὲ καὶ τὸ λογιστή-


ριον τὸ στρατιωτικὸν καὶ τὸ ἱπποτροφεῖον, θήλειαι
μὲν ἵπποι βασιλικαὶ πλείους τῶν τρισμυρίων, ὀχεῖα δὲ
τούτων τριακόσια· ἐνταῦθα δὲ καὶ πωλοδάμναι καὶ
ὁπλομάχοι καὶ ὅσοι παιδευταὶ τῶν πολεμικῶν ἐμισθο-
δοτοῦντο. δηλοῖ δὲ τὴν δύναμιν ταύτην ἥ τε τοῦ Τρύ-
φωνος ἐπικληθέντος Διοδότου παραύξησις καὶ ἐπίθε-
σις τῇ βασιλείᾳ τῶν Σύρων, ἐντεῦθεν ὁρμηθέντος.
ἐγεγένητο μὲν γὰρ ἐν Κασιανοῖς, φρουρίῳ τινὶ τῆς
Ἀπαμέων γῆς, τραφεὶς δ' ἐν τῇ Ἀπαμείᾳ καὶ συστα-
θεὶς τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς περὶ αὐτόν, ἐπειδὴ Νεωτερίζειν
ὥρμησεν, ἐκ τῆς πόλεως ταύτης ἔσχε τὰς ἀφορμὰς καὶ
τῶν περιοικίδων, Λαρίσης τε καὶ τῶν Κασιανῶν καὶ
Μεγάρων καὶ Ἀπολλωνίας καὶ ἄλλων τοιούτων, αἳ
συνετέλουν εἰς τὴν Ἀπάμειαν ἅπασαι· ἐκεῖνός τε δὴ
βασιλεὺς τῆσδε τῆς χώρας ἀνεδείχθη καὶ ἀντέσχε πο-
λὺν χρόνον, Βάσσος τε Καικίλιος μετὰ δυεῖν ταγμάτων
ἀποστήσας τὴν Ἀπάμειαν διεκαρτέρησε τοσοῦτον χρό-
νον πολιορκούμενος ὑπὸ δυεῖν στρατοπέδων μεγάλων
Ῥωμαϊκῶν ὥστ' οὐ πρότερον εἰς τὴν ἐξουσίαν ἧκε πρὶν
ἑκὼν ἐνεχείρισεν ἑαυτὸν ἐφ' οἷς ἐβεβούλητο·

Strabo Geogr., Frag. a“FGrH 91”.Vol.-Jacobyʹ-F 2a,91,F, Frag. 18, l.


4

πάλιν ἐξ Ὑψικράτους ὀνόματος (190 F 1) λέγει οὕτως·«τὸν δὲ


Μιθριδάτην ἐξελθεῖν μόνον. κληθέντα δ' εἰς Ἀσκάλωνα
Ἀντίπατρον ὑπ' αὐτοῦ τὸν τῆς Ἰουδαίας ἐπιμελητὴν
τρισχιλίους αὐτῶι στρατιώτας συμπαρασκευάσαι καὶ
τοὺς ἄλλους δυνάστας προτρέψαι· κοινωνῆσαι δὲ τῆς
στρατείας καὶ Ὑρκανὸν τὸν ἀρχιερέα.»ταῦτα μὲν Στράβων
φησίν.
– – XV 8:
Ἀντώνιος δὲ λαβὼν αἰχμά-
λωτον τὸν Ἀντίγονον δέσμιον ἔγνω μέχρι θριάμβου φυλάττειν. ἐπειδὴ
499

δ' ἤκουσεν Νεωτερίζειν τὸ ἔθνος κἀκ τοῦ πρὸς Ἡρώδην μίσους εὔνουν
Ἀντιγόνωι διαμένον, ἔγνω. τοῦτον ἐν Ἀντιοχείαι πελεκίσαι· σχεδὸν γὰρ
οὐδ' ἄλλως ἠρεμεῖν ἠδύναντο οἱ Ἰουδαῖοι. (9) μαρτυρεῖ δέ μου τῶι λόγωι
Στράβων ὁ Καππάδοξ λέγων οὕτως·«Ἀντώνιος δὲ Ἀντίγονον τὸν
Ἰουδαῖον ἀχθέντα εἰς Ἀντιόχειαν πελεκίζει. καὶ ἔδοξε
μὲν οὗτος πρῶτος Ῥωμαίων βασιλέα πελεκίσαι, οὐκ
οἰηθεὶς ἕτερον τρόπον μεταθεῖναι ἂν τὰς γνώμας τῶν
Ἰουδαίων, ὥστε δέξασθαι τὸν ἀντ' ἐκείνου καθεσταμένον
Ἡρώδην. οὐδὲ γὰρ βασανιζόμενοι βασιλέα ἀναγορεύειν
αὐτὸν ὑπέμειναν· οὕτως μέγα τι ἐφρόνουν περὶ τοῦ
πρώτου βασιλέως. (10) τὴν οὖν ἀτιμίαν ἐνόμισε μειώ

Aelius Aristides Rhet., Ὑπὲρ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης (0284:


031)“Aristides, vol. 1”, Ed. Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr.
1964.Jebb p. 394, l. 6

οἷς δ' ἀναγκασθέντες πολεμεῖν κεκρατήκαμεν ἀνδρείας


ἅμα καὶ δυνάμεως δόξαν προσειλήφαμεν, ὥστ' ἐξ ἀμφο-
τέρων ὑπάρχειν τῇ πόλει θαυμάζεσθαι μετ' εὐνοίας.
ἔπειτά γ' οἶμαι τρίτος οὑτοσί τις ἥκει πάλιν καιρὸς εὐ-
βουλίας δεόμενος, ὃν ἐὰν ὡς χρὴ μεταχειρισώμεθα, παν-
ταχῆ κρείττους τῶν ἀνταγωνιστῶν εἶναι δόξομεν. μὴ τοίνυν
ἐξὸν ἅπασι κρατεῖν, καὶ ἐν οἷς νενικήκαμεν καὶ ἐν οἷς
προειλόμεθα, ταῦτ' εἰς ἄδηλον τρέψωμεν. ἡσυχασάντων
μὲν γὰρ ἡμῶν αἵ τ' ἐπὶ τῶν ἔργων εὐπραξίαι βεβαιοῦνται
τό τε σωφρονεῖν πανταχῆ προσγίγνεται, ἂν δ' ἀφορμὰς
τῷ πολέμῳ δῶμεν, ὅσπερ εἴωθε Νεωτερίζειν, δέδοιχ' ὅπως
μὴ ζητοῦντες πλείω ποιῆσαι τὰ κατορθώματα τὴν ἐπὶ τοῖς
ὑπάρχουσι φιλοτιμίαν ἀποβάλωμεν. οἶμαι δ' οὐ τοῖς
ὥσπερ ἡμεῖς πράττουσι προσήκειν φιλοκινδύνως ἔχειν,
ἀλλὰ πολλῷ μᾶλλον τοῖς ὥσπερ οὗτοι διακειμένοις. τοῖς
μὲν γὰρ, εἰ καὶ μηδὲν ἄλλο προσκαταπράξαιεν, ἔκ γε τῶν
ὑπαρχόντων ἔξεστιν εὐδοκιμεῖν καὶ τῆς κρείττονος εἶναι
τύχης, οἷς δ' ἡσυχάσασι μὲν αἰσχύνη καὶ βέβαια τὰ τῆς
συμφορᾶς, ἕτερον δ' ἀναρρίπτουσι κίνδυνον ἐλπὶς ἀπαλ-
λαγῆναι τῶν παρόντων, ἐὰν ἄμεινον ἀγωνίσωνται, οὐδὲν
ἀπεικὸς ἐγχειρεῖν, λογιζομένους ὡς ἐν μὲν τῷ σφαλῆναι

Aelius Aristides Rhet., Ὑπὲρ τῆς πρὸς Λακεδαιμονίους εἰρήνης


Jebb p. 398, l. 31
500

που σκοπεῖν ὅπως τις ὡς τάχιστ' αὐτὸν καταλύσεται καὶ


μὴ ζητεῖν εἰς ἀπέραντον ἐκτείνειν οὗ μηδ' ἄρξασθαι
προσῆκε. καὶ μὴν εἰ πρότερον δυσκόλως τινὲς τῶν Ἑλλήνων
ἔσχον πρὸς ὑμᾶς ἐξ ἀδίκων ὑπονοιῶν, νῦν γε ἅπαντες
σωτῆρας ἑαυτῶν κρινοῦσιν, ἐὰν αὐτοὺς πραγμάτων καὶ
κακῶν ἀπαλλάξητε. οὐ γὰρ τοῖς κατ' ἀνάγκην δεηθεῖσι
τὴν χάριν προσθήσουσιν, ἀλλὰ τοῖς καὶ ταῦτα κἀκεῖ-
να βουλεύσασθαι κυρίοις οὖσι τὰ κοινῇ συμφέροντα
προκρίνασιν. ἡγοῦμαι δ' εἰ μέν τι πιστόν ἐστι Λακεδαι-
μονίοις, πανταχῆ καλῶς ἡμῖν ἔσεσθαι διεγνωσμένα, εἰ
δ' αὖ Νεωτερίζειν ἐγχειροῖεν, οὐκ εἶναι κρείττω κατ' αὐτῶν
λαβήν. εἰ γὰρ ὅταν μὲν δέῃ σώζειν, ὑπέρχονται, θαρ-
ρήσαντες δὲ ἐπίασιν, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐχ ἡμῖν στρατη-
γήσουσιν. ἐκείνους μὲν γὰρ ὁμοῦ φαύλους τε ἡγήσονται
καὶ μισήσουσιν ἅπαντες, ἡμῖν δὲ μετ' εὐφημίας ὅ τι ἂν
οἷοί τ' ὦσιν ὑπηρετεῖν προθυμήσονται. θαυμάζω δ' εἴ τις
δέδοικε μὲν μὴ λύσωσι τὰς σπονδὰς, πολεμεῖν δ' ἐξεπί-
τηδες αἱρεῖται καὶ μὴ λογίζεται τοὐναντίον ἢ βούλεται
ποιῶν. ὅπως γὰρ ἀσφαλῶς γενήσονται πράττειν, οὐκ ἐξ
ἀρχῆς γενέσθαι κωλύειν προσῆκεν. οἶμαι δ' εἰ πανούργους
καὶ σφόδρα ἀσφαλεῖς τις ἡγεῖται Λακεδαιμονίους,

Critias Eleg., Phil., Trag., Frag. (0319: 004)


“Die Frag. e der Vorsokratiker, vol. 2, 6th edn.”, Ed. Diels, H., Kranz,
W.Berlin: Weidmann, 1952, Repr. 1966.Frag. 37, l. 9

χθῆναι ἐπὶ γῆν παραλλαγὰς πολλὰς τοῖς ποσὶν ἐποίουν,


ὃ δὴ θερμαϋστρίζειν ἔλεγον.’
LIBAN. Or. 25, 63 (II 567 Förster) οἱ Λακεδαιμόνιοι
οἱ κατὰ τῶν εἱλώτων ἐξουσίαν σφίσιν αὐτοῖς ἀνοίγοντες φόνου,
καὶ περὶ ὧν Κ. φησίν, ὡς μάλιστα δοῦλοί τε ἐν Λακεδαίμονι καὶ
ἐλεύθεροι. τί δ' ἄλλο γε ἢ ὅπερ αὐτὸς ὁ Κ. φησίν, ὡςἀπιστίας
εἵνεκα τῆς πρὸς τοὺς εἵλωτας τούτους ἐξαιρεῖ μὲν Σπαρ-
τιάτης οἴκοι τῆς ἀσπίδος τὸν πόρπακα. τοῦτο δὲ οὐκ
ἔχων ἐπὶ τῆς στρατείας ποιεῖν διὰ τὸ δεῖν πολλάκις
ὀξύτητος, τὸ δόρυ ἔχων ἀεὶ περιέρχεται, ὡς κρείττων γε
ταύτηι τοῦ εἵλωτος ἐσόμενος, ἢν ἀπὸ μόνης νεωτερίζηι
τῆς ἀσπίδος. μεμηχάνηνται δὴ καὶ κλεῖδας, ἃς οἴονται τῆς
παρ' ἐκείνων ἐπιβουλῆς ἰσχυροτέρας εἶναι. (64) ταυτὶ δ'
ἂν εἴη συνοικούντων τε φόβωι καὶ μηδ' ἀναπνεῖν ἐωμένων ὑπὸ τῶν ἐν
ταῖς ἐλπίσι δεινῶν. οὓς οὖν ἀριστοποιουμένους καὶ καθεύδοντας καὶ
ἐπ' ἄλλο τι βαδίζοντας τὸ δεῖμα τῶν οἰκετῶν ὁπλίζει, πῶς ἂν οὗτοί γε,
501

ὦ παῖ Καλλαίσχρου, καθαρᾶς ἀπολαύσειαν τῆς ἐλευθερίας, οἷς ἐπέ-


θεντο μὲν μετὰ τοῦ Ποσειδῶνος οἱ δοῦλοι, δεῖγμα δὲ ἐξενηνόχεσαν,
ὡς ἐν ὁμοίοις καιροῖς ὅμοια δράσουσιν. ὥσπερ οὖν οἱ βασιλεῖς αὐ-
τοῖς οὐ μάλα ἦσαν ἐλεύθεροι τοῖς ἐφόροις δεδομένου δῆσαί τε βασιλέα
καὶ κτεῖναι, οὕτω σύμπαντες οἱ Σπαρτιᾶται τὴν ἐλευθερίαν ἀφήιρηντο

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (0385: 001)“Cassii Dionis Cocceiani


historiarum Romanarum quae supersunt, 3 vols.”, Ed. Boissevain, U.P.
Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901, Repr. 1955.B. 5, ch. 22, se.
3, l. 9

τρίτον ἐπὶ πλεῖόν τε ἔτι, καίπερ κωλυθὲν τό τιναδὶςτὴν ἀρ-


χὴν λαμβάνειν, συχνοὶ καὶ ἐφεξῆς ἐδημάρχουν. M. 40 (p. 152).
ὅτι ἐς τοῦτοὁὅμιλος ὑπ' αὐτῶν τῶν εὐπατριδῶν προήχθη·
ὃ γάρ τοι ὑπὲρ ἑαυτῶν ἡγοῦντο ποιεῖν, τὸ πολέμους τινὰς ἀεὶ
παρασκευάζειν σφίσιν, ὅπως ὑπό γε τῶν ἔξωθεν κινδύνων σωφρονεῖν
ἀναγκάζωνται, τοῦτο θρασυτέρους αὐτοὺς ἀπειργάζετο· οὔτε γὰρ
στρατεύειν, εἰ μὴ λάβοιεν ὧν ἑκάστοτε ἐπωρέγοντο, βουλόμενοι,
καὶ ἀπροθύμως ὁπότε ἐξέλθοιεν ἀγωνιζόμενοι πάνθ' ὅσ' ἤθελον
ἔπραττον. κἀν τούτῳ καὶ ἀληθῶς οὐκ ὀλίγοι τῶν πλησιοχώρων
σφίσι, τῇ ἐκείνων διχοστασίᾳ πλέον ἢ τῇ ἑαυτῶν δυνάμει θαρ-
σοῦντες, ἐνεωτέριζον. M. 41 (ib.).
ὅτι οἱ Αἴκουοι τό τε Τούσκουλον λαβόντες καὶ Μᾶρκον Μι-
νούκιον νικήσαντες ἐν φρονήματι ἐγένοντο, ὥστε καὶ τοῖς πρέσβεσι
τοῖς τῶν Ῥωμαίων, οὓς ἐπὶ τῇ τοῦ χωρίου καταλήψει αἰτιώμενοί
σφας ἔπεμψαν, πρὸς μὲν τὸ ἐπίκλημα μηδὲν ἀποκρίνασθαι, δρῦν
δέ τινα διὰ τοῦ στρατηγοῦ σφων Κοιλίου Γράκχου δείξαντες πρὸς
ἐκείνην, εἴ τι βούλοιντο, λέγειν αὐτοὺς κελεῦσαι. UR9 1 (p. 373).
ὅτι πυθόμενοι οἱ Ῥωμαῖοι τὸν Μινούκιον ἐν κοίλῳ τινὶ καὶ
λοχμώδει τόπῳ μετά τινων ἀπειλῆφθαι, δικτάτορα ἐπ' αὐτοὺς
Λούκιον Κοΐντιον, καίπερ πένητα ὄντα, τό τε γῄδιον, ὃ μόνον

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 37, ch. 10, se. 4, l. 5

ρήθησαν ἐπὶ ταῖς σφαγαῖς καὶ ἐκολάσθησαν, τοῦ Καίσαρος τοῦ


Ἰουλίου τοῦθ' ὅτι μάλιστα παρασκευάσαντος. οὕτω καὶ τοὺς πάνυ
ποτὲ δυνηθέντας ἀσθενεστάτους αἱ μεταβολαὶ τῶν πραγμάτων πολ-
λάκις ποιοῦσι. τοῦτό τε οὖν παρὰ δόξαν τοῖς πολλοῖς ἐχώρησε,
καὶ ὅτι καὶ ὁ Κατιλίνας ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς ἐκείνοις αἰτίαν (πολλοὺς
γὰρ καὶ αὐτὸς τῶν ὁμοίων ἀπεκτόνει) λαβὼν ἀπελύθη. καὶ δὴ καὶ
ἐκ τούτου χείρων τε πολὺ ἐγένετο, καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἀπώλετο· τοῦ
γὰρ δὴ Κικέρωνος τοῦ Μάρκου μετὰ Γαΐου Ἀντωνίου ὑπατεύσαν-
502

τος, ὅτε Μιθριδάτης οὐδὲν ἔτι δεινὸν τοὺς Ῥωμαίους εἰργάσατο


ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἑαυτὸν διέφθειρεν, ἐπεχείρησεν ἐκεῖνος τήν τε πολι-
τείαν Νεωτερίζειν καὶ τοὺς συμμάχους ἐπ' αὐτῇ συνιστὰς ἐς φόβον
σφᾶς οὐ σμικροῦ πολέμου ἐνέβαλεν. ἐπράχθη δὲ ὧδε ἑκάτερον.
ὁ Μιθριδάτης αὐτὸς μὲν οὐχ ὑπεῖκε ταῖς συμφοραῖς, ἀλλὰ τῇ
βουλήσει πλέον ἢ τῇ δυνάμει νέμων ἐνενόει, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ
ὁ Πομπήιος ἐν τῇ Συρίᾳ διέτριβε, πρός τε τὸν Ἴστρον διὰ τῶν
Σκυθῶν ἐλθεῖν, κἀντεῦθεν ἐς τὴν Ἰταλίαν ἐσβαλεῖν· φύσει τε γὰρ
μεγαλοπράγμων ὤν, καὶ πολλῶν μὲν πταισμάτων πολλῶν δὲ καὶ
εὐτυχημάτων πεπειραμένος, οὐδὲν οὔτε ἀτόλμητον οὔτε ἀνέλπιστόν
οἱ εἶναι ἐνόμιζεν. εἰ δὲ δὴ καὶ σφαλείη, συναπολέσθαι τῇ βασιλείᾳ
μετὰ ἀκεραίου τοῦ φρονήματος μᾶλλον ἢ στερηθεὶς αὐτῆς ἔν τε
ταπεινότητι καὶ ἐν ἀδοξίᾳ ζῆν ἤθελεν.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 37, ch. 32, se. 2, l. 3

καὶ φρουρᾶς πολλαχόθι καταστάσης τὰ μὲν ἐν τῷ ἄστει οὐκέτ'


ἐνεωτερίσθη, ὥστε καὶ ἐπὶ συκοφαντίᾳ τὸν Κικέρωνα διαβληθῆναι,
τὰ δὲ ἐκ τῶν Τυρσηνῶν ἀγγελλόμενα τήν τε αἰτίαν ἐπιστώσατο
καὶ βίας ἐπ' αὐτοῖς γραφὴν τῷ Κατιλίνᾳ παρεσκεύασε. καὶ ὃς τὰ
μὲν πρῶτα καὶ πάνυ αὐτὴν ἑτοίμως, ὡς καὶ ἀπὸ χρηστοῦ τοῦ συνει-
δότος, ἐδέξατο, καὶ πρός τε τὴν δίκην δῆθεν ἡτοιμάζετο, καὶ τῷ
Κικέρωνι αὐτῷ τηρεῖν ἑαυτόν, ὅπως δὴ μὴ φύγῃ που, παρεδίδου.
μὴ προσδεξαμένου δὲ ἐκείνου τὴν φρουρὰν αὐτοῦ, παρὰ τῷ Μετέλλῳ
τῷ στρατηγῷ τὴν δίαιταν ἑκούσιος ἐποιεῖτο, ἵν' ὡς ἥκιστα ὑπο-
πτευθῇ Νεωτερίζειν τι, μέχρις ἂν καὶ ἐκ τῶν αὐτόθε συνωμοτῶν
ἰσχυρόν τι προσλάβῃ. ὡς δ' οὐδέν οἱ προεχώρει (ὅ τε γὰρ Ἀντώ-
νιος φοβηθεὶς ὑπεστέλλετο καὶ ὁ Λέντουλος ἥκιστα δραστήριος
ἦν), προεῖπεν αὐτοῖς νυκτὸς ἐς οἰκίαν τινὰ συλλεγῆναι, καὶ λαθὼν
τὸν Μέτελλον ἦλθέ τε πρὸς αὐτοὺς καὶ ἐπετίμησέ σφισιν ἐπί τε
τῇ ἀτολμίᾳ καὶ ἐπὶ τῇ μαλακίᾳ. κἀκ τούτου διεξελθὼν ὅσα τε
πείσοιντο φωραθέντες καὶ ὅσων τεύξοιντο κατορθώσαντες, οὕτως
αὐτοὺς καὶ ἐπέρρωσε καὶ παρώξυνεν ὥσθ' ὑποσχέσθαι δύο τινὰς
ἔς τε τὴν τοῦ Κικέρωνος οἰκίαν ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἐσᾴξειν κἀνταῦθα
αὐτὸν φονεύσειν. ὡς δὲ καὶ τοῦτο προεμηνύθη (ὁ γὰρ Κικέρων
πολὺ δυνάμενος, συχνούς τε ἐκ τῶν συνηγορημάτων τοὺς μὲν

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 12, ch. 147, l. 2

ἱεροῦ τὸν ἀπηγορευμένον τοῖς Ἰουδαίοις, εἰ μὴ οἷς ἁγνισθεῖσίν


ἐστιν ἔθιμον κατὰ τὸν πάτριον νόμον. μηδ' εἰς τὴν πόλιν εἰς-
503

φερέσθω ἵππεια κρέα μηδὲ ἡμιόνεια μηδὲ ἀγρίων ὄνων καὶ ἡμέρων
παρδάλεών τε καὶ ἀλωπέκων καὶ λαγῶν καὶ καθόλου δὲ πάντων
τῶν ἀπηγορευμένων ζῴων τοῖς Ἰουδαίοις· μηδὲ τὰς δορὰς εἰσφέρειν
ἐξεῖναι, ἀλλὰ μηδὲ τρέφειν τι τούτων ἐν τῇ πόλει· μόνοις δὲ τοῖς
προγονικοῖς θύμασιν, ἀφ' ὧν καὶ τῷ θεῷ δεῖ καλλιερεῖν, ἐπιτετρά-
φθαι χρῆσθαι. ὁ δέ τι τούτων παραβὰς ἀποτινύτω τοῖς ἱερεῦσιν
ἀργυρίου δραχμὰς τρισχιλίας.”
Ἔγραψε δὲ μαρτυρῶν ἡμῖν εὐσέβειάν τε καὶ πίστιν, ἡνίκα
νεωτερίζοντα τὰ κατὰ τὴν Φρυγίαν ἐπύθετο καὶ Λυδίαν καθ'
ὃν ἦν καιρὸν ἐν ταῖς ἄνω σατραπείαις, κελεύων Ζεῦξιν τὸν
αὐτοῦ στρατηγὸν καὶ ἐν τοῖς μάλιστα φίλον πέμψαι τινὰς τῶν
ἡμετέρων ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Φρυγίαν. γράφει δ' οὕτως· “βασι-
λεὺς Ἀντίοχος Ζεύξιδι τῷ πατρὶ χαίρειν. εἰ ἔρρωσαι, εὖ ἂν
ἔχοι, ὑγιαίνω δὲ καὶ αὐτός. πυνθανόμενος τοὺς ἐν Λυδίᾳ καὶ
Φρυγίᾳ νεωτερίζοντας μεγάλης ἐπιστροφῆς ἡγησάμην τοῦτό μοι
δεῖσθαι, καὶ βουλευσαμένῳ μοι μετὰ τῶν φίλων, τί δεῖ ποιεῖν,
ἔδοξεν εἰς τὰ φρούρια καὶ τοὺς ἀναγκαιοτάτους τόπους τῶν ἀπὸ
τῆς Μεσοποταμίας καὶ Βαβυλωνίας Ἰουδαίων οἴκους δισχιλίους
σὺν ἐπισκευῇ μεταγαγεῖν. πέπεισμαι γὰρ εὔνους αὐτοὺς ἔσεσθαι

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 12, ch. 149, l. 2

προγονικοῖς θύμασιν, ἀφ' ὧν καὶ τῷ θεῷ δεῖ καλλιερεῖν, ἐπιτετρά-


φθαι χρῆσθαι. ὁ δέ τι τούτων παραβὰς ἀποτινύτω τοῖς ἱερεῦσιν
ἀργυρίου δραχμὰς τρισχιλίας.”
Ἔγραψε δὲ μαρτυρῶν ἡμῖν εὐσέβειάν τε καὶ πίστιν, ἡνίκα
νεωτερίζοντα τὰ κατὰ τὴν Φρυγίαν ἐπύθετο καὶ Λυδίαν καθ'
ὃν ἦν καιρὸν ἐν ταῖς ἄνω σατραπείαις, κελεύων Ζεῦξιν τὸν
αὐτοῦ στρατηγὸν καὶ ἐν τοῖς μάλιστα φίλον πέμψαι τινὰς τῶν
ἡμετέρων ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Φρυγίαν. γράφει δ' οὕτως· “βασι-
λεὺς Ἀντίοχος Ζεύξιδι τῷ πατρὶ χαίρειν. εἰ ἔρρωσαι, εὖ ἂν
ἔχοι, ὑγιαίνω δὲ καὶ αὐτός. πυνθανόμενος τοὺς ἐν Λυδίᾳ καὶ
Φρυγίᾳ νεωτερίζοντας μεγάλης ἐπιστροφῆς ἡγησάμην τοῦτό μοι
δεῖσθαι, καὶ βουλευσαμένῳ μοι μετὰ τῶν φίλων, τί δεῖ ποιεῖν,
ἔδοξεν εἰς τὰ φρούρια καὶ τοὺς ἀναγκαιοτάτους τόπους τῶν ἀπὸ
τῆς Μεσοποταμίας καὶ Βαβυλωνίας Ἰουδαίων οἴκους δισχιλίους
σὺν ἐπισκευῇ μεταγαγεῖν. πέπεισμαι γὰρ εὔνους αὐτοὺς ἔσεσθαι
τῶν ἡμετέρων φύλακας διὰ τὴν πρὸς τὸν θεὸν εὐσέβειαν, καὶ μαρ-
τυρουμένους δ' αὐτοὺς ὑπὸ τῶν προγόνων εἰς πίστιν οἶδα καὶ προ-
θυμίαν εἰς ἃ παρακαλοῦνται· βούλομαι τοίνυν καίπερ ἐργώδους
ὄντος τοῦ μεταγαγεῖν ὑποσχομένους νόμοις αὐτοὺς χρῆσθαι τοῖς
504

ἰδίοις. ὅταν δ' αὐτοὺς ἀγάγῃς εἰς τοὺς προειρημένους τόπους, εἴς
τ' οἰκοδομίας οἰκιῶν αὐτοῖς δώσεις τόπον ἑκάστῳ καὶ χώραν

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 14, ch. 157, l. 4

ἡμῶν ἀεὶ τὴν πόλιν.” αἱ μὲν οὖν παρὰ Ῥωμαίων καὶ τοῦ δήμου
τοῦ Ἀθηναίων τιμαὶ πρὸς Ὑρκανὸν τὸν ἀρχιερέα καὶ διὰ τούτων
ἡμῖν δεδήλωνται.
Καῖσαρ δὲ διοικήσας τὰ κατὰ τὴν Συρίαν ἀπέπλευσεν.
ὡς δὲ Καίσαρα προπέμψας ἐκ τῆς Συρίας Ἀντίπατρος εἰς τὴν
Ἰουδαίαν ὑπέστρεψεν, ἀνεγείρει μὲν εὐθὺς τὸ τεῖχος ὑπὸ Πομπη-
ίου καθῃρημένον καὶ τὸν κατὰ τὴν χώραν θόρυβον ἐπιὼν κατέ-
στελλεν, ἀπειλῶν τε ἅμα καὶ συμβουλεύων ἠρεμεῖν· τοὺς μὲν γὰρ
τὰ Ὑρκανοῦ φρονοῦντας ἐν εὑδίᾳ διάξειν καὶ βιώσεσθαι τῶν ἰδίων
ἀπολαύοντας κτημάτων ἀταράχως, προστιθεμένους δὲ ταῖς ἐκ τοῦ
Νεωτερίζειν ἐλπίσιν καὶ τοῖς ἀπ' αὐτῶν κέρδεσιν προσανέχοντας
αὐτὸν μὲν ἕξειν ἀντὶ προστάτου δεσπότην, Ὑρκανὸν δὲ ἀντὶ βασι-
λέως τύραννον, Ῥωμαίους δὲ καὶ Καίσαρα πικροὺς ἀνθ' ἡγεμόνων
πολεμίους· οὐ γὰρ ἀνέξεσθαι μετακινούμενον ὃν αὐτοὶ κατέστησαν.
ταῦτα λέγων καθίστα τὰ κατὰ τὴν χώραν.
Βραδὺν δ' ὁρῶν καὶ νωθῆ τὸν Ὑρκανὸν Φασάηλον μὲν τὸν
πρεσβύτατον τῶν παίδων Ἱεροσολύμων καὶ τῶν πέριξ στρατηγὸν
ἀποδείκνυσιν, τῷ δὲ μετ' αὐτὸν Ἡρώδῃ τὴν Γαλιλαίαν ἐπέτρεψεν
νέῳ παντάπασιν ὄντι· πεντεκαίδεκα γὰρ ἐγεγόνει μόνα ἔτη. βλάπ-
τει δὲ οὐδὲν αὐτὸν ἡ νεότης, ἀλλ' ὢν τὸ φρόνημα γενναῖος ὁ νε-
ανίας ἀφορμὴν εὑρίσκει παραχρῆμα εἰς ἐπίδειξιν τῆς ἀρετῆς.

Hellanicus Hist., Testimonia (0539: 001)“FGrH #4, #323a, #687a”.


Vol.-Jacobyʹ-T 3b,323a,T, Frag. 8, l. 3

nimis longe distantibus fuerunt aetatibus. (2) nam Hellanicus initio belli
Peloponnesiaci fuisse quinque et sexaginta annos natus videtur,
Herodotus tres et quinquaginta, Thucydides quadraginta.
scriptum est hoc in libro undecimo Pamphilae.
[LUKIAN] Macrob. 22: συγγραφέων δὲ .... Ἑλλάνικος ὁ Λέσβιος
ὀγδοήκοντα καὶ πέντε (scil. ἔζησεν ἔτη).
CLEM. ALEX. Strom. 6, 26, 8: Μελησαγόρου (330 T 4) γὰρ ἔκλεψεν
.... Ἑλλάνικος καὶ Ἑκαταῖος καὶ Ἀνδροτίων (324) καὶ Φιλόχορος (328)
....
THUKYD. 1, 97: τοσάδε ἐπῆλθον (scil. οἱ Ἀθηναῖοι) πολέμωι τε καὶ
διαχειρίσει πραγμάτων μεταξὺ τοῦδε τοῦ πολέμου καὶ τοῦ Μηδικοῦ, ἃ
ἐγένετο πρός τε τὸν βάρβαρον αὐτοῖς καὶ πρὸς τοὺς σφετέρους
505

συμμάχους νεωτερίζοντας καὶ Πελοποννησίων τοὺς αἰεὶ


προστυγχάνοντας ἐν ἑκάστωι. (2) ἔγραψα δὲ
αὐτὰ καὶ τὴν ἐκβολὴν τοῦ λόγου ἐποιησάμην διὰ τόδε, ὅτι τοῖς πρὸ ἐμοῦ
ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῦτο ἦν τὸ χωρίον καὶ ἢ τὰ πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικὰ
ξυνετίθεσαν ἢ αὐτὰ τὰ Μηδικά· τούτων δὲ ὅσπερ καὶ ἥψατο ἐν τῆι
Ἀττικῆι
ξυγγραφῆι Ἑλλάνικος, βραχέως τε καὶ τοῖς χρόνοις οὐκ ἀκριβῶς
ἐπεμνήσθη·
ἅμα δὲ καὶ τῆς ἀρχῆς ἀπόδειξιν ἔχει τῆς τῶν Ἀθηναίων ἐν οἵωι τρόπωι
κατέστη.
DIONYS. HAL. Ad Pomp. 3, 7: τῶν πρὸ αὐτοῦ (scil.
Ἡροδότου) συγγραφέων γενομένων Ἑλλανίκου τε καὶ Χάρωνος (687b)
τὴν αὐτὴν ὑπόθεσιν (scil.

Lysias Orat., Pro Polystrato [Sp.] (0540: 020)“Lisia. I discorsi”, Ed.


Albini, U.Florence: Sansoni, 1955.Se. 16, l. 8

ἐλεῶν· οἱ μὲν γὰρ δοκοῦντες ἀδικεῖν ἐξῃτημένοι εἰσὶν ὑπὸ


τῶν ὑμῖν προθύμων ἐν τοῖς πράγμασι γενομένων, οἱ δ' ἠδι-
κηκότες ἐκπριάμενοι τοὺς κατηγόρους οὐδ' ἔδοξαν ἀδικεῖν.
πῶς ἂν οὖν οὐκ ἂν δεινὰ πάσχοιμεν; καὶ κατηγοροῦσι μὲν
τῶν τετρακοσίων, ὅτι ἦσαν κακοί· καίτοι ὑμεῖς αὐτοὶ πει-
σθέντες ὑπὸ τούτων παρέδοτε τοῖς πεντακισχιλίοις, καὶ
εἰ αὐτοὶ τοσοῦτοι ὄντες ἐπείσθητε, ἕνα ἕκαστον τῶν τε-
τρακοσίων οὐ χρῆν πεισθῆναι; ἀλλ' οὐχ οὗτοι ἀδικοῦσιν,
ἀλλ' οἳ ὑμᾶς ἐξηπάτων καὶ κακῶς ἐποίουν. οὗτος δ' ἐν
πολλοῖς δηλοῖ ὑμῖνεὐνοῶν καὶὅτι, εἴ πέρ τι νεωτερίζειν ἐβούλετο εἰς τὸ
ὑμέτερον πλῆθος, οὐκ ἄν ποτ' [ἐν]
ὀκτὼ ἡμέρας, εἰσελθὼν εἰς τὸ βουλευτήριον, ᾤχετο ἐκ-
πλέων. ἀλλ' εἴποι ἄν τις ὅτι κερδαίνειν ἐπιθυμῶν ἐξέπλευ-
σεν, ὥσπερ ἔνιοι ἥρπαζον καὶ ἔφερον. οὐδεὶς τοίνυν ἂν εἴποι
ὁτιοῦν ὡς τῶν ὑμετέρων ἔχει, ἀλλὰ πάντα μᾶλλον κατη-
γοροῦσιν ἢ εἰς τὴν ἀρχήν. καὶ οἱ κατήγοροι τότε μὲν οὐδαμῇ
εὖνοι ὄντες ἐφαίνοντο τῷ δήμῳ οὐδὲ ἐβοήθουν· νῦν δὲ ἡνίκα
αὐτὸς ἑαυτῷ εὐνούστατός ἐστιν ὁ δῆμος, βοηθοῦσι τῷ μὲν
ὀνόματι ὑμῖν, τῷ δὲ ἔργῳ σφίσιν αὐτοῖς. καὶ μὴ θαυμά-
ζετε, ὦ ἄνδρες δικασταί, ὅτι τοσαῦτα ὦφλε χρήματα. ἔρη-
μον γὰρ αὐτὸν λαβόντες [αὐτοῦ τε καὶ] ἡμῶν κατηγοροῦν

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. (0542: 001)“Pollucis onomasticon, 2


vols.”, Ed. Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967;
Lexicographi Graeci 9.1–9.2.B. 4, se. 36, l. 1
506

ῥήματα ἀπ' αὐτῶν. πρᾶγμα δ' ἀπὸ τῶν πλείστων οὐκ ἔστιν,
ὅτι μὴ εὔνοια, δημοκρατία, πίστις, πόρος, πορισμός, προστασία·
ἀγωνισμὸς γὰρ καὶ φυλακὴ καὶ τήρησις λέγονται καὶ πρὸς ἕτερα.
ψόγος δέ· παράνομος, προδότης, ὀλιγαρχικός, πεπραμέ-
νος, δωροδόκος δεδωροδοκημένος, δεδεκασμένος, ἀδόκιμος,
κίβδηλος, παράσημος, αὐτόμολος, ἄπιστος, βλαβερός, ζημιώδης,
ἐπιζήμιος, νόμοις ἐχθρός, καταλύων τὴν δημοκρατίαν, συγ-
χέων τὰ καθεστηκότα, οὐκ ἀρεσκόμενος τοῖς καθεστηκόσιν, δυς-
χεραίνων, δυσμεναίνων, ἀνατρέπων τὴν πολιτείαν, λύων ἀνα-
λύων καταλύων, συνταράττων, μεθιστάς, παρακινῶν, μεταβάλλων,
μετατιθείς, παρατρέπων, νεωτερίζων, ἐκνεωτερίζων, παρανεωτερίζων,
νεωτεριστής νεωτεριστικός, μισόπολις, μισόδημος, ὀλι-
γαρχικός, πρὸς ἀργύριον ῥέπων, πρὸς ἀργύριον βλέπων, πα-
λίμπρατος, συκοφάντης, δικορράφος, φιλοπράγμων πολυπράγ-
μων, κακοπράγμων, ὡς Ὑπερείδης (frg 248 Bl) ἔφη, κατα-
πολιτευόμενος τὸν δῆμον, ὑποπολιτευόμενος τοῖς ἐχθροῖς, προτείνων
τὴν χεῖρα, λέγων ἐπὶ χρήμασι, παλιγκάπηλος, πεπρακὼς ἑαυτόν,
πρὸς ἀργύριον λέγων, μισθοῦ φθεγγόμενος, μηδ' ἂν ῥῆμα προῖκα
εἰπών, πρὸς λῆμμα βλέπων, πρὸς ἀργύριον κεχηνώς, μηδὲν μέρος
ἔχων ἄπρατον, εὔωνος, ῥᾴδιος, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πε-
ποιημένος· ὕπουλος, δολερός, ἐπίβουλος, κακοήθης,

Πολύβιος ιστορικός(0543: 001)“Polybii historiae, vols. 1–4”, Ed.


Büttner–Wobst, T.Leipzig: Teubner, 1:1905; 2:1889; 3:1893; 4:1904,
Repr. 1:1962; 2–3:1965; 4:1967.B. 5, ch. 29, se. 9, l. 3

Πτολεμαῖον, ὃς ἦν ἔτι λοιπὸς τῆς τῶν περὶ τὸν Λεόν-


τιον ἑταιρείας, κρίνας ἐν τοῖς Μακεδόσιν ἀπέκτεινε.
Κατὰ δὲ τοὺς καιροὺς τούτους Ἀννίβας μὲν εἰς
Ἰταλίαν ἐμβεβληκὼς ἀντεστρατοπέδευε ταῖς τῶν Ῥω-
μαίων δυνάμεσι περὶ τὸν Πάδον καλούμενον ποτα-
μόν, Ἀντίοχος δὲ τὰ πλεῖστα μέρη Κοίλης Συρίας
κατεστραμμένος αὖτις εἰς παραχειμασίαν ἀνέλυσε,
Λυκοῦργος δ' ὁ βασιλεὺς τῶν Λακεδαιμονίων εἰς
Αἰτωλίαν ἔφυγε, καταπλαγεὶς τοὺς ἐφόρους. οἱ γὰρ
ἔφοροι, προσπεσούσης αὐτοῖς ψευδοῦς διαβολῆς, ὡς
μέλλοντος αὐτοῦ Νεωτερίζειν, ἁθροίσαντες τοὺς νέ-
ους νυκτὸς ἦλθον ἐπὶ τὴν οἰκίαν· ὁ δὲ προαισθό-
μενος ἐξεχώρησε μετὰ τῶν ἰδίων οἰκετῶν.
Τοῦ δὲ χειμῶνος ἐπιγενομένου, καὶ Φιλίππου
μὲν τοῦ βασιλέως εἰς Μακεδονίαν ἀπηλλαγμένου,
τοῦ δ' Ἐπηράτου τοῦ στρατηγοῦ τῶν Ἀχαιῶν κατα-
πεφρονημένου μὲν ὑπὸ τῶν πολιτικῶν νεανίσκων,
507

κατεγνωσμένου δὲ τελέως ὑπὸ τῶν μισθοφόρων,


οὔτ' ἐπειθάρχει τοῖς παραγγελλομένοις οὐδεὶς οὔτ'
ἦν ἕτοιμον οὐδὲν πρὸς τὴν τῆς χώρας βοήθειαν. εἰς
ἃ βλέψας Πυρρίας ὁ παρὰ τῶν Αἰτωλῶν

Anaximenes Hist., Rhet., Frag. (0547: 003)“FGrH #72”.Vol.-Jacobyʹ-F


2a,72,F, Frag. 41, l. 31

δράσαντας, νῦν αὐτοὺς φαίνεσθαι ποιοῦντας; (5) Καλλίας τοίνυν ὁ παρ'


ὑμῶν
στρατηγὸς τὰς μὲν πόλεις τὰς ἐν τῶι Παγασίτηι κόλπωι κατοικουμένας
ἔλαβεν
ἁπάσας, ὑμῖν μὲν ἐνόρκους, ἐμοὶ δὲ συμμαχίδας οὔσας, τοὺς δ' εἰς
Μακεδονίαν
πλέοντας ἐπώλει πάντας πολεμίους κρίνων· καὶ διὰ ταῦθ' ὑμεῖς ἐπηινεῖτ'
αὐτὸν ἐν
τοῖς ψηφίσμασιν. ὥστ' ἔγωγ' ἀπορῶ τί ποτ' ἔσται καινότερον, ἐὰν
ὁμολογήσητέ μοι
πολεμεῖν· καὶ γὰρ ὅτεοὔπωφανερῶς διεφερόμεθα, ληιστὰς ἐξεπέμπετε
καὶ τοὺς
πλέοντας ὡς ἡμᾶς ἐπωλεῖτε, τοῖς ἐναντίοις ἐβοηθεῖτε, τὴν χώραν μου
κακῶς ἐποιεῖτε.
(6) χωρὶς τοίνυν εἰς τοῦτο παρανομίας ἀφῖχθε καὶ δυσμενείας ὥστε καὶ
πρὸς
τὸν Πέρσην πρέσβεις ἀπεστάλκατε πείσοντας αὐτὸν ἐμοὶ πολεμεῖν· ὃ
μάλιστ' ἄν τις
θαυμάσειεν. πρὸ μὲν γὰρ τοῦ λαβεῖν αὐτὸν Αἴγυπτον καὶ Φοινίκην
ἐψηφίσασθε, ἂν
ἐκεῖνός τι νεωτερίζηι, παρακαλεῖν ὁμοίως ἐμὲ καὶ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας
ἅπαντας
ἐπ' αὐτόν· (7) νῦν δὲ τοσοῦτον ὑμῖν περίεστι τοῦ πρὸς ἐμὲ μίσους ὥστε
πρὸς
ἐκεῖνον διαλέγεσθε περὶ τῆς ἐπιμαχίας. καίτοι τὸ παλαιὸν οἱ πατέρες
ὑμῶν, ὡς
ἐγὼ πυνθάνομαι, τοῖς Πεισιστρατίδαις ἐπετίμων ὡς ἐπάγουσι τὸν Πέρσην
ἐπὶ τοὺς
Ἕλληνας· ὑμεῖς δ' οὐκ αἰσχύνεσθε ταῦτα ποιοῦντες ἃ διατελεῖτε τοῖς
τυράννοις
ἐγκαλοῦντες.
(8) ἀλλὰ πρὸς τοῖς ἄλλοις καὶ γράφετ' ἐν τοῖς ψηφίσμασιν ἐμοὶ
προστάττοντες Τήρην καὶ Κερσοβλέπτην ἐᾶν Θράικης ἄρχειν, ὡς ὄντας
Ἀθηναίους. ἐγὼ δὲ τούτους
508

Appianus Hist., Macedonica (Frag. a) (0551: 011)“Appiani historia


Romana, vol. 1”, Ed. Viereck, P., Roos, A.G., Gabba, E.Leipzig:
Teubner, 1939, Repr. 1962 (1st edn. corr.).Ch. 18, se. 3, l. 1

πεντεκαίδεκα μυριάδων χρυσίου. ὃ δὲ χλαμύδας μέν


τινας ἐπήγετο καὶ ψέλια χρυσᾶ καὶ ἵππους ἐς δωρεὰν
τοῖς ἡγουμένοις, στατῆρας δὲ φερομένους μυρίους. καὶ
πλησιάσας μετεπέμπετο Κλοίλιον. ὃ δὲ τοὺς ἐλθόντας,
εἰ φέρουσι τὸ χρυσίον, ἤρετο· καὶ μαθὼν οὐκ ἔχοντας,
ἀναστρέφειν ἐπ' αὐτὸ ἐκέλευσεν. ὧν ὁ Περσεὺς πυθό-
μενος, πάλιν αὐτὸν ἐλαύνοντος θεοῦ, κατηγόρει τῶν
Γετῶν ἐν τοῖς φίλοις ἐκ μεταβολῆς ὡς φύσεως ἀπίστου,
καὶ ὑπεκρίνετο μὴ θαρρεῖν δισμυρίους αὐτῶν ἐς τὸ
στρατόπεδον ὑποδέξασθαι, μόλις δ' ἔφη μυρίους, ὧν
καὶ νεωτεριζόντων κρατῆσαι δύνασθαι. ταῦτα δὲ τοῖς
φίλοις εἰπὼν ἕτερα τοῖς Γέταις ἐπλάττετο καὶ τὸ ἥμισυ
τῆς στρατιᾶς ᾔτει, τὸ χρυσίον τὸ γιγνόμενον ὑπισχνού-
μενος δώσειν. τοσαύτης ἀνωμαλίας ἔγεμε, φροντίζων
χρημάτων τῶν πρὸ βραχέος ἐς θάλασσαν μεθιεμένων.
ὁ δὲ Κλοίλιος τοὺς ἀφικομένους ἰδὼν ἤρετο μετὰ βοῆς,
εἰ τὸ χρυσίον κεκομίκασι, καὶ βουλομένους τι λέγειν
ἐκέλευε πρῶτον εἰπεῖν περὶ τοῦ χρυσίου. ὡς δ' ἔμαθεν
οὐκ ἔχοντας, οὐκ ἀνασχόμενος αὐτῶν οὐδ' ἀκοῦσαι,
τὴν στρατιὰν ἀπῆγεν ὀπίσω. καὶ Περσεὺς

Appianus Hist., Mithridatica (0551: 014)“Appiani historia Romana,


vol. 1”, Ed. Viereck, P., Roos, A.G., Gabba, E.Leipzig: Teubner, 1939,
Repr. 1962 (1st edn. corr.).Se. 107, l. 5

κατ' αὐτοῦ. καὶ ὁ Μιθριδάτης ἀπογνοὺς καὶ τῆσδε τῆς


πείρας ἀνεζεύγνυεν ἐκ τῆς Ῥόδου, Πατάροις δὲ τὴν
στρατιὰν περιστήσας ἔκοπτε Λητοῦς ἄλσος ἱερὸν ἐς
μηχανάς, μέχρι φοβήσαντος αὐτὸν ἐνυπνίου τῆς τε ὕλης
ἐφείσατο καὶ Πελοπίδαν Λυκίοις πολεμεῖν ἐπιστήσας
Ἀρχέλαον ἐς τὴν Ἑλλάδα ἔπεμπε, προσεταιρισόμενον ἢ
βιασόμενον αὐτῆς ὅσα δύναιτο. αὐτὸς δ' ἀπὸ τοῦδε τοῖς
στρατηγοῖς τὰ πολλὰ μεθεὶς ἐστρατολόγει καὶ ὡπλοποίει
καὶ τῇ Στρατονικίδι γυναικὶ διετέρπετο καὶ δίκας ἐδίκαζε
τοῖς ἐπιβουλεύειν ἐς τὸ σῶμα αὐτοῦ λεγομένοις ἢ νεωτερίζουσιν ἢ ὅλως
ῥωμαΐζουσι. καὶ ὃ μὲν ἐπὶ τοῖσδε ἦν, κατὰ δὲ τὴν Ἑλλάδα τοιάδε
509

ἐγίγνετο. Ἀρχέλαος ἐπιπλεύσας καὶ σίτῳ καὶ στόλῳ


πολλῷ Δῆλόν τε ἀφισταμένην ἀπὸ Ἀθηναίων καὶ ἄλλα
χωρία ἐχειρώσατο βίᾳ καὶ κράτει, κτείνας δ' ἐν αὐτοῖς
δισμυρίους ἄνδρας, ὧν οἱ πλέονες ἦσαν Ἰταλοί, τὰ χωρία
προσεποιεῖτο τοῖς Ἀθηναίοις· καὶ ἀπὸ τοῦδε αὐτούς,
καὶ τὰ ἄλλα κομπάζων περὶ τοῦ Μιθριδάτου καὶ ἐς μέγα
ἐπαίρων, ἐς φιλίαν ὑπηγάγετο. τά τε χρήματα αὐτοῖς τὰ
ἱερὰ ἔπεμπεν ἐκ Δήλου δι' Ἀριστίωνος ἀνδρὸς Ἀθηναίου,
συμπέμψας φυλακὴν τῶν χρημάτων ἐς δισχιλίους ἄνδρας.

Πολύαινος Στρατηγήματα. B. 2, ch. 29, se. 1, l. 8

ΚΛΕΩΝΥΜΟΣ

Κλεώνυμος, Λακεδαιμονίων βασιλεὺς, Τροιζῆνα


πολιορκῶν κατὰ πολλὰ μέρη τῆς πόλεως ὀξυβελεῖς
περιστήσας ἐκέλευσεν ἀφιέναι τοῖς βέλεσιν ἐπιγράψας
’ἥκω τὴν πόλιν ἐλευθερώσων’. ἔχων δὲ καὶ Τροιζη-
νίους αἰχμαλώτους ἀφῆκεν ἄνευ λύτρων. οἱ μὲν
αἰχμάλωτοι εἴσω παρελθόντες εὐηγγελλίζοντο. Εὐδα-
μίδας δὲ, στρατηγὸς Κρατεροῦ, φυλάττων τὴν πόλιν
τοῖς νεωτερίζουσι παρετάττετο. καὶ δὴ τῶν ἔνδον
ἀλλήλοις μαχομένων Κλεώνυμος προσθεὶς κλίμακας
ἐξεῖλε τὴν πόλιν καὶ διήρπασε καὶ Σπαρτιάτην ἁρμο-
στὴν μετὰ φρουρᾶς ἐπέστησεν.
Κλεώνυμος Ἔδεσσαν πολιορκῶν, τοῦ τείχους πε-
σόντος, τῶν πολεμίων ἐπελθόντων σαρισοφόρων –
ἑκάστη σάρισα πηχῶν ἦν ἑκκαίδεκα – ἐπύκνωσε τὴν
αὑτοῦ φάλαγγα ἐς βάθος· τοὺς δὲ πρωτοστάτας καὶ
τοὺς τούτων ἐπιστάτας ἄνευ δοράτων ἔταξε παραγγεί-
λας, ἂν συμμίξωσιν οἱ σαρισοφόροι, διαλαβεῖν ἀμφο-
τέραις ταῖς χερσὶ τὴν σάρισαν καὶ κατέχειν, τοὺς δὲ

Πολύαινος Στρατηγήματα. B. 3, ch. 9, se. 35, l. 10

τῆς κοινῆς σωτηρίας προθυμούμενον.


Ἰφικράτης, εἰ μὲν μὴ ἔχοι διδόναι μισθοφορὰν,
ἦγε τοὺς στρατιώτας εἰς ἀοίκητα χωρία καὶ ἀκτὰς,
ἵνα ὡς ἐλάχιστα ἀναλίσκοιεν· εἰ δὲ εὐποροίη χρημά-
των, ἦγεν αὐτοὺς ἐς πόλεις καὶ χωρία εὐδαίμονα,
ὅπου τάχιστα τὸν μισθὸν ἀναλώσαντες σπουδάζοιέν
510

τι πράττειν διὰ τὴν τοῦ ἀργυρίου ἔνδειαν. οὐ μὴν


ἐπέτρεπεν αὐτοὺς οὐδὲ σχολάζειν, ἀλλ' εἰ μὴ πόλεμος
ἦν, ἀεί τι προσέταττεν, ἢ ὀρύττειν ἢ ταφρεύειν ἢ
δένδρα κόπτειν ἢ μεταβάλλειν ἢ μετασκευάζειν, ὡς ἐν
τῇ σχολῇ Νεωτερίζειν βουλομένων.
Ἰφικράτης Σάμον κατασύρας εἰς Δῆλον κατέ-
πλευσε. Σάμιοι πρέσβεις ἀφίκοντο λυτροῦσθαι βου-
λόμενοι τὰ ληφθέντα· ὁ δὲ ὁμολογῶν ἀποδώσειν,
κρύφα ὑπηρετικὸν ἐκπέμψας, ὡς ἐξ Ἀθηνῶν ἐκέλευσε
καταπλεῖν, κομίζον ἐπιστολὴν πεπλασμένην, ὡς Ἀθη-
ναίων αὐτὸν ἐπανήκειν κελευόντων. ὁ δὲ πρὸς τοὺς
Σαμίους διαλυσάμενος φιλανθρώπως τοῖς τριηράρχοις
ἀναγωγὴν παραγγείλας, ἀποπλεύσας εἰς ἐρήμην νῆσον
ὡρμίσατο νυκτὸς καὶ ἡμέρας. οἱ Σάμιοι, πυθόμενοι
ὡς ἀπέπλευσεν Ἰφικράτης φιλανθρώπως αὐτοῖς χρη

Πολύαινος Στρατηγήματα. B. 4, ch. 2, se. 8, l. 7

ναίους ὀξεῖς καὶ ἀγυμνάστους, τοὺς δὲ Μακεδόνας


ἠσκηκότας καὶ γεγυμνασμένους, ἐπὶ πολὺ τὴν παράταξιν
ἐκτείνας ταχέως παρέλυσε τοὺς Ἀθηναίους καὶ εὐχει-
ρώτους ἐποίησε.
Φίλιππος ἐπὶ τὴν Ἀμφισσέων ἐστράτευεν· Ἀθη-
ναῖοι καὶ Θηβαῖοι τὰ στενὰ προκατελάβοντο, καὶ ἦν
ἡ δίοδος ἀμήχανος. ἐξαπατᾷ τοὺς πολεμίους Φίλιππος
ἐπιστολὴν πεπλασμένην Ἀντιπάτρῳ πέμψας ἐς Μακε-
δονίαν, ὡς τὴν μὲν στρατείαν τὴν ἐπ' Ἀμφισσεῖς ἀνα-
βάλοιτο, σπεύδοι δὲ ἐς Θρᾴκην πεπυσμένος τοὺς ἐκεῖ
Νεωτερίζειν. ὁ γραμματοφόρος [διῄει] διὰ τῶν στενῶν.
οἱ στρατηγοὶ, Χάρης καὶ Πρόξενος, αἱροῦσιν αὐτὸν
καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἀναγνόντες πιστεύουσι τοῖς γεγραμ-
μένοις καὶ τὴν φυλακὴν τῶν στενῶν ἀπολείπουσι.
Φίλιππος δὲ λαβόμενος ἐρημίας ἀφυλάκτως διεξεπαί-
σατο καὶ τοὺς στρατηγοὺς ἀναστρέψαντας ἐνίκησε καὶ
τῆς Ἀμφίσσης ἐκράτησεν.

Heliodorus Scr. Erot., Aethiopica (0658: 001)“Héliodore. Les


Éthiopiques (Théagène et Chariclée), 3 vols., 2nd edn.”, Ed. Rattenbury,
R.M., Lumb, T.W., Maillon, J.Paris: Les Belles Lettres, 1960.
B. 6, ch. 9, se. 4, l. 6

νον; τί σαυτὴν προαναιρεῖς βελτιόνων ἴσως ἐλπίδων; φεῖ-


511

σαι καὶ ἡμῶν, ὦ τέκνον, φεῖσαι, εἰ μή γε σαυτῆς, ἀλλὰ γοῦν


Θεαγένους, ᾧ βίος ὁ σὺν σοὶ μόνος αἱρετὸς καὶ ἐπὶ σοὶ
σῳζομένῃ τὸ εἶναι κέρδος.»
Ἠρυθρία τούτων ἀκούουσα
ἡ Χαρίκλεια, καὶ πλέον ἐν οἵοις κατείληπτο ἐννοοῦσα· σιω-
πήσασά τε ἐπὶ πλεῖστον, ὡς ἐνέκειτο πρὸς τὴν ἀπόκρισιν
ὁ Καλάσιρις, «Ἀληθῆ μὲν» ἔφη «ἐπιτιμᾷς, ἀλλ' ἴσως
ἐμοὶ συγγνωστά, ὦ πάτερ· οὐ γάρ με δημώδης οὐδὲ νεωτε-
ρίζουσά τις ἐπιθυμία πρὸς ταῦτα ἐξάγει τὴν ἀθλίαν ἀλλὰ
καθαρός τε καὶ σωφρονῶν ἀπειράτου μὲν ἀλλ' ἔμοιγε ἀνδρὸς
πόθος καὶ τούτου Θεαγένους, λυποῦντος μὲν καὶ ὅτι μὴ
σύνεστι πλέον δὲ εἰ περίεστιν ἢ μή, φοβοῦντος.»
»Ἀλλὰ τούτου γε ἕνεκα θάρσει» ἔλεγεν ὁ Καλάσιρις, «ὡς
ὄντος ἐκείνου καί σοι συνεσομένου θεῶν νευόντων, εἴπερ
τι χρὴ τοῖς τε προθεσπισθεῖσι περὶ ὑμῶν (χρὴ δέ) πιστεύειν
καὶ τῷ διαγγείλαντι χθιζὸν ὡς εἴληπται ὑπὸ Θυάμιδος εἰς
τὴν Μέμφιν ἀναπεμπόμενος. Εἰ δὲ εἴληπται, δῆλον ὡς καὶ
σῴζεται φιλίας αὐτῷ πρὸς τὸν Θύαμιν καὶ γνώσεως προϋπ-
αρχούσης. Καιρὸς δὴ μὴ μέλλειν,

Ορειβάσιος ιατρός Collectiones medicae (lib. 1–16, 24–25, 43–50)


(0722: 001)“Oribasii collectionum medicarum reliquiae, vols. 1–4”, Ed.
Raeder, J.Leipzig: Teubner, 6.1.1:1928; 6.1.2:1929; 6.2.1:1931;
6.2.2:1933; Corpus medicorum Graecorum, vols. 6.1.1–6.2.2.B. 9, ch. 2,
se. 13, l. 3

... τινὰ κινεῖ κίνδυνον· ἐκκαθαίρεται γὰρ ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ τὸ βάθος


τοῦ σώματος, ἀπὸ τῶν κυρίων μερῶν ἐπὶ τὸ δέρμα τῶν μοχθηρῶν
χυμῶν ἀφικνουμένων· οὕτω γοῦν λέπραι καὶ ἀλφοὶ καὶ λειχῆνες ἑλ-
κώδεις τέ τινες ἐξανθήσεις πολλαὶ γίνονται. καθ' ἕτερον δὲ τρόπον
διὰ φυμάτων τε καὶ ἀρθριτίδων καθαίρεται τὸ βάθος τοῦ σώματος, εἰς
τὰ ἄκρα μόρια τῆς μεταστάσεως γινομένης τῶν μοχθηρῶν χυμῶν.
γίνονται δὲ καὶ αἵματος ῥύσεις, κενοῦσαι τὸ πλῆθος ἅμα καὶ τὴν
κακοχυμίαν λύουσαικαὶ κωλύουσαιτὰς ἐπ' αὐτοῖς νόσους. εἰ δέ τι
σῶμα εὔχυμον παραλάβοι ἡ ὥρα τοῦ ἦρος, φυλάττει τοῦτο ὑγιεινό-
τατον, οὐδὲν ἐκ τῆς ἰδίας φύσεως νεωτερίζουσα· οὐ μὴν τό γε θέρος
ἢτὸφθινόπωρον ἢ ὁ χειμών· ταῦτα γὰρ εἰ καθαρὸν σῶμα καὶ
πάντως ἄμεμπτον παραλάβοι, τὸ μὲν τὴν ὠχρὰν χολὴν εἴωθε πλείονα
τοῦ δέοντος γεννᾶν, τὸ δὲ τὴν μέλαιναν, ὁ χειμὼν δὲ τὸ φλέγμα.
πρὸς μὲν οὖν τὸ θέρος αἱ ψυχραὶ καὶ ὑγραὶ κράσεις ἄριστα διάκειν-
ται, πρὸς χειμῶνα δ' αἱ θερμαὶ καὶ ξηραί, καθάπερ γε καὶ κακῶς αἱ
μὲν θερμαὶ καὶ ξηραὶ πρὸς θέρος, αἱ δ' ὑγραὶ καὶ ψυχραὶ πρὸς χειμῶνα.
512

Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος. Damascius et Stephanus Atheniensis


Med., Commentarii in Hippocratis aphorismos (0728: 001)“Scholia in
Hippocratem et Galenum, vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg:
Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Vol. 2, p. 370, l. 7

ανθήματα· εἰ δὲ αἱματικὴ, ποιεῖ φύματα. ἀλλὰ μὴν καὶ


ἀρθριτικὰ, τῆς χολῆς ἐκεῖσε φερομένης καὶ τῇ δήξει ὀδύ-
νας ποιούσης. Ἰστέον δὲ ὅτι συγγενῆ τοῦ ἔαρος νοσήματά
εἰσιν ἐνταῦθα, αἵματος ῥύσεις, κυνάγχαι καὶ βῆχες, ἀλλό-
τρια δὲ, μελαγχολίαι, μανίαι, ἐπιληψίαι, λέπραι καὶ τὰ
ἑξῆς τοῦ ἀφορισμοῦ.
{ΔΑΜ.} Ἐν ταύτῃ γὰρ τῇ ὥρᾳ ἐκκαθαίρεται τὸ βά-
θος τοῦ σώματος, ἀπὸ τῶν κυρίων μερῶν ἐπὶ τὸ δέρμα
τῶν μοχθηρῶν χυμῶν ἀφικνουμένων. εἰ δέ τι σῶμα παρέ-
λαβεν εὔχυμον ἡ τοῦ ἦρος ὥρα, φυλάττει τοῦτο ὑγιεινό-
τατον, οὐδὲν ἐκ τῆς ἰδίας φύσεως νεωτερίζουσα.

καʹ. Τοῦ δὲ θέρεος ἔνιά τε τουτέων, καὶ πυρετοὶ ξυνεχέες,


καὶ καῦσοι, καὶ τριταῖοι πλεῖστοι, καὶ ἔμετοι, καὶ διάῤ-
ῥοιαι, καὶ ὀφθαλμίαι, καὶ ὤτων πόνοι, καὶ στομάτων
ἑλκώσιες, καὶ σηπεδόνες αἰδοίων, καὶ ἵδρωα. –

Ποσειδώνιος Frag. (1052: 001)“Posidonios. Die Frag. e, vol. 1”, Ed.


Theiler, W.Berlin: De Gruyter, 1982.Frag. 247, l. 108

ἱστόρησε Θεόπομπος ἐν ὀγδόῃ Φιλιππικῶν (115 F 73) καὶ Ἕρμιππος ὁ


Καλλιμάχειος, εὐθέως καὶ οὗτος⌉ τοὺς μὲν εὖ φρονοῦντας τῶν πολιτῶν
παρὰ τὰ Ἀριστοτέλους καὶ Θεοφράστου δόγματα (ὡς ἀληθῆ εἶναι τὴν
παροιμίαν τὴν λέγουσαν ‘μὴ παιδὶ μάχαιραν’) ἐκποδὼν εὐθὺς ἐποιήσατο,
φύλακας δ' ἐπὶ τὰς πύλας κατέστησεν, ὡς νύκτωρ πολλοὺς τῶν Ἀθηναίων
εὐλαβουμένους τὸ μέλλον κατὰ τῶν τειχῶν αὑτοὺς καθιμήσαντας
φεύγειν.
καὶ ὁ Ἀθηνίων ἱππέας ἐπαποστείλας οὓς μὲν ἐφόνευσεν, οὓς δὲ καὶ δεδε-
μένους κατήγαγε, δορυφόρους ἔχων πολλοὺς τῶν φρακτικῶν
καλουμένων.
συνάγων δὲ καὶ ἐκκλησίας πολλάκις τὰ Ῥωμαίων φρονεῖν προσεποιεῖτο
τοὺς ληφθένταςκαὶ πολλοῖς αἰτίας ἐπιφέρων ὡς διαπεμπομένοις πρὸς
τοὺς φυγάδας καὶ νεωτερίζουσιν ἐφόνευεν αὐτούς. καὶ τὰς
πύλαςσυγκλεί-
513

σας πάσας, φύλακαςτριάκοντα καταστήσας ἐφ' ἑκάστης, οὔτ' εἰσιέναι τὸν


βουλόμενον· οὔτ' ἐξιέναι εἴα. ἀνελάμβανεν δὲ καὶ τὰς οὐσίας πολλῶν καὶ
τοσαῦτα χρήματα συνήθροισεν ὡς καὶ φρέατα πληρῶσαι πλείονα. ἐξαπέ-
στειλεν δὲ καὶ ἐπὶ τὴν χώραν ὥσπερ ὁδοιδόκους τῶν ἀποχωρούντων,
οἵτινες
αὐτοὺς ἀνῆγον ὡς αὐτόν· καὶ ἀκρίτους ἀπώλλυεν προβασανίσας καὶ
στρε-
βλώσας. πολλοῖς δὲ καὶ προδοσίας δίκας ἐπῆγεν ὡς τοῖς φυγάσι περὶ
καθόδου συνεργοῦσιν, ὧν οἱ μὲν διὰ τὸν φόβον πρὸ τῆς κρίσεως
ἔφευγον,
οἱ δ' ἐν τοῖς δικαστηρίοις κατεδικάζοντο, αὐτοῦ τὰς ψήφους φέροντος.
⌈ἐνειργάσατο δ' ἐν τῇ πόλει καὶ τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων ἔνδειαν,
κριθίδια καὶ πυροὺς ὀλίγους διαμετρῶν.⌉ ἐξέπεμπε δὲ καὶ ἐπὶ τῆς χώρας

Ποσειδώνιος Frag. (1052: 003)“FGrH #87”.Vol.-Jacobyʹ-F 2a,87,F,


Frag. 36, l. 133

ἠβούλετο αὐτοῖς ἡ φιλοσοφία ἣν ὁ καλὸς Πυθαγόρας εἰσηγήσατο,


καθάπερ ἱστόρησε
Θεόπομπος ἐν ὀγδόηι Φιλιππικῶν (115 F 73) καὶ Ἕρμιππος ὁ
Καλλιμάχειος (IV),
εὐθέως καὶ οὗτος τοὺς μὲν | εὖ φρονοῦντας τῶν πολιτῶν παρὰ τὰ Ἀριστο-
τέλους καὶ Θεοφράστου δόγματα (ὡς ἀληθῆ εἶναι τὴν παροιμίαν τὴν λέ-
γουσαν ‘μὴ παιδὶ μάχαιραν’) ἐκποδὼν εὐθὺς ἐποιήσατο, φύλακας δ' ἐπὶ
τὰς πύλας κατέστησεν, ὡς νύκτωρ πολλοὺς τῶν Ἀθηναίων
εὐλαβουμένους
τὸ μέλλον κατὰ τῶν τειχῶν αὑτοὺς καθιμήσαντας φεύγειν. καὶ ὁ Ἀθηνίων
ἱππέας ἐπαποστείλας οὓς μὲν ἐφόνευσεν, οὓς δὲ καὶ δεδεμένους
κατήγαγε,
δορυφόρους ἔχων πολλοὺς τῶν ἀφρακτικῶν (?) καλουμένων. συνάγων δὲ
καὶ ἐκκλησίας πολλάκις | τὰ Ῥωμαίων φρονεῖν προσεποιεῖτο καὶ πολλοῖς
αἰτίας ἐπιφέρων ὡς διαπεμπομένοις πρὸς τοὺς φυγάδας καὶ
νεωτερίζουσιν
ἐφόνευεν ἀκρίτους. [καὶ τὰς πύλαςσυγκλείσας πάσας, φύλακαςτριά-
κοντα καταστήσας ἐφ' ἑκάστης, οὔτ' εἰσιέναι τὸν βουλόμενον οὐτ' ἐξιέναι
εἴα.] ἀνελάμβανεν δὲ καὶ τὰς οὐσίας πολλῶν καὶ τοσαῦτα χρήματα συνή-
θροισεν ὡς καὶ φρέατα πληρῶσαι πλείονα. [ἐξαπέστειλεν δὲ καὶ ἐπὶ τὴν
χώραν ὥσπερ ὁδοιδόκους τῶν ἀποχωρούντων, οἵτινες αὐτοὺς ἀνῆγον ὡς
αὐτόν· καὶ | ἀκρίτους ἀπώλλυεν προβασανίσας καὶ στρεβλώσας. πολλοῖς
δὲ καὶ προδοσίας δίκας ἐπῆγεν ὡς τοῖς φυγάσι περὶ καθόδου
συνεργοῦσιν,
ὧν οἱ μὲν διὰ τὸν φόβον πρὸ τῆς κρίσεως ἔφευγον, οἱ δ' ἐν τοῖς δικα-
514

στηρίοις κατεδικάζοντο, αὐτοῦ τὰς ψήφους φέροντος.] ἐνειργάσατο δ' ἐν


τῆι πόλει καὶ τῶν πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίων ἔνδειαν, κριθίδια καὶ πυροὺς

Antiochus Phil., Frag. (1143: 001)“Der Akademiker Antiochus”, Ed.


Luck, G.Bern: Haupt, 1953.Frag. 12, l. 3

(Plut. Cic. 4.1 ff., p. 862c)

Ἀφικόμενος [sc. Cicero] δ' εἰς ἈθήναςἈντιόχουτοῦ Ἀσκαλωνίτου


διήκουσε, τῇ μὲν εὐροίᾳ τῶν λόγων αὐτοῦ καὶ τῇ χάριτι κηλούμενος, ἃ
δ' ἐν τοῖς δόγμασιν ἐνεωτέριζεν οὐκ ἐπαινῶν. ἤδη γὰρ ἐξίστατο τῆς νέας
λεγομένης Ἀκαδημείας ὁἈντίοχοςκαὶ τὴν Καρνεάδου στάσιν ἐγκατέ-
λειπεν, εἴτε καμπτόμενος ὑπὸ τῆς ἐναργείας καὶ τῶν αἰσθήσεων, εἰθ' ὥς
φασιν ἔνιοι φιλοτιμίᾳ τινὶ καὶ διαφορᾷ πρὸς τοὺς Κλειτομάχου καὶ
Φίλωνος
συνήθεις τὸν Στωϊκὸν ἐκ μεταβολῆς θεραπεύων λόγον ἐν τοῖς πλείστοις.
Ὁ δὲ Κικέρων ἐκεῖν' ἠγάπα ...

(Plut. Cic. 4.4 f., p. 862d)

Ἐπεὶ δ' αὐτῷ [sc. Ciceroni] Σύλλας τε προσηγγέλθη τεθνηκώς ...,


πολλὰ μὲν τῶν ἀπὸ Ῥώμης φίλων γραφόντων καὶ δεομένων, πολλὰ
δ'Ἀντιόχουπαρακελευομένου τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν, αὖθις
ὥσπερ ὄργανον ἐξηρτύετο τὸν ῥητορικὸν λόγον καὶ ἀνεκίνει τὴν πολιτι

Corpus Hermeticum, Frag. (1286: 020)


“Corpus Hermeticum, vols. 3 & 4”, Ed. Nock, A.D., Festugière, A.–J.
Paris: Les Belles Lettres, 1954, Repr. 1972.
Frag. 23, se. 62, l. 4

χυλοῖς.
ἐντεῦθεν, κύριε, καὶ τοὺς οὐκ ἀξίους ἀναγ-
κάζομαι χωρεῖν· χωρῆσαι θέλω μεθ' ὧν φέρω πάντων καὶ
θεόν. χάρισαι τῇ γῇ, κἂν οὐ σεαυτόν, οὐ γὰρ σὲ χωρεῖν
ὑπομένω, σαυτοῦ τινα ἱερὰν ἀπόρροιαν. στοιχείων τιμιωτέ-
ραν τῶν ἄλλων τὴν γῆν μεταποίησον. μόνῃ γὰρ αὐχεῖν τῶν
ἀπὸ σοῦ πρέπει τὰ πάντα παρεχούσῃ».
τοσαῦτα μὲν τὰ στοιχεῖα εἶπεν· ὁ δὲ θεὸς ἱερᾶς ἐν
515

τῷ λέγειν φωνῆς τὰ σύμπαντα πληρώσας, «Πορεύεσθε»,


εἶπεν, «ἱερὰ καὶ μεγάλου πατρὸς ἄξια τέκνα, καὶ κατὰ
μηδένα τρόπον Νεωτερίζειν ἐπιχειρεῖτε μηδὲ ἀργὸν τῆς
ἐξ αὑτῶν ὑπηρεσίας τὸν σύμπαντά μου κόσμον καταλεί-
πετε. ἑτέρα γὰρ ἐν ὑμῖν τις ἤδη τῆς ἐμῆς ἀπόρροια
φύσεως, ὃς δὴ καὶ ὅσιος ἔσται τῶν πραττομένων ἐπόπτης
καὶ ζώντων μὲν κριτὴς ἀμεθόδευτος, φρικτὸς δ' οὐ μόνον,
ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν ὑπὸ γῆν τύραννος. καὶ ἑκάστῳ δὲ
τῶν ἀνθρώπων ἀκολουθήσει διὰ γένους μισθὸς ἐπάξιος».
καὶ οὕτως ἐπαύσατο τῆς ἐντυχίας τὰ στοιχεῖα τοῦ
δεσπότου κελεύσαντος καὶ ἐχεμυθίαν εἶχον· καὶ ἕκαστον
αὐτῶν τῆς ἰδίας ἐξουσίας ἐκράτει καὶ ἐδέσποζε».
καὶ ἐκ τούτου εἶπεν Ὧρος· «Ὦ τεκοῦσα, πῶς

Eudoxus Astron., Frag. (1358: 001)“Die Frag. e des Eudoxos von


Knidos”, Ed. Lasserre, F.Berlin: De Gruyter, 1966.Frag. 290, l. 22

ἐκ δ' Ἑρμοῦ τὴν Ἶσιν, ἐκ δὲ τοῦ Κρόνου τὸν Τυφῶνα καὶ τὴν Νέφθυν,
διὸ καὶ τὴν
τρίτην τῶν ἐπαγομένων ἀποφράδα νομίζοντες οἱ βασιλεῖς οὐκ
ἐχρημάτιζον οὐδ' ἐθερά-
πευον αὑτοὺς μέχρι νυκτός. Γήμασθαι δὲ τῷ Τυφῶνι τὴν Νέφθυν, Ἶσιν δὲ
καὶ Ὄσιριν
ἐρῶντας ἀλλήλων καὶ πρὶν ἢ γενέσθαι κατὰ γαστρὸς ὑπὸ σκότῳ συνεῖναι.
(Ἔνιοι δέ
φασι καὶ τὸν Ἀρούηριν οὕτω γεγονέναι καὶ καλεῖσθαι πρεσβύτερον
Ὧρον ὑπ' Αἰ-
γυπτίων, Ἀπόλλωνα δ' ὑφ' Ἑλλήνων.)
13 Βασιλεύοντα δ' Ὄσιριν Αἰγυπτίους μὲν εὐθὺς ἀπόρου βίου καὶ
θηριώδους ἀπαλ-
λάξαι, καρπούς τε δείξαντα καὶ νόμους θέμενον αὐτοῖς καὶ θεοὺς
διδάξαντα τιμᾶν·
ὕστερον δὲ γῆν πᾶσαν ἡμερούμενον ἐπελθεῖν, ἐλάχιστα μὲν ὅπλων
δεηθέντα, πειθοῖ δὲ
τοὺς πλείστους καὶ λόγῳ μετ' ᾠδῆς πάσης καὶ μουσικῆς θελγομένους
προσαγόμενον·
ὅθεν Ἕλλησι δόξαι Διονύσῳ τὸν αὐτὸν εἶναι. Τυφῶνα δ' ἀπόντος μὲν
οὐδὲν Νεωτερίζειν,
διὰ τὸ τὴν Ἶσιν εὖ μάλα φυλάττεσθαι καὶ προσέχειν ἐγκρατῶς ἔχουσαν,
ἐπανελθόντι
δὲ δόλον μηχανᾶσθαι, συνωμότας ἄνδρας ἑβδομήκοντα καὶ δύο
πεποιημένον καὶ συνεργὸν
ἔχοντα βασίλισσαν ἐξ Αἰθιοπίας παροῦσαν, ἣν ὀνομάζουσιν Ἀσώ. Τοῦ δ'
516

Ὀσίριδος
ἐκμετρησάμενον λάθρα τὸ σῶμα καὶ κατασκευάσαντα πρὸς τὸ μέγεθος
λάρνακα καλὴν
καὶ κεκοσμημένην περιττῶς εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ συμπόσιον. Ἡσθέντων δὲ
τῇ ὄψει καὶ
θαυμασάντων, ὑποσχέσθαι τὸν Τυφῶνα μετὰ παιδιᾶς, ὃς ἂν
ἐγκατακλεισθεὶς ἐξισωθῇ,
διδόναι δῶρον αὐτῷ τὴν λάρνακα. Πειρωμένων δὲ πάντων καθ' ἕκαστον,
ὡς οὐδεὶς
ἐνήρμοττεν, ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι.

Hecataeus Hist., Frag. (1390: 002)“FGrH #264”.Vol.-Jacobyʹ-F


3a,264,F, Frag. 25, l. 599

διδάξαι τὸν πατέρα ῥαιδίως ἂν ἐσομένην τὴν στρατείαν, οἱ δὲ μαντικῆι


χρωμένην καὶ τὸ
μέλλον ἔσεσθαι προγινώσκουσαν ἔκ τε τῆς θυτικῆς καὶ τῆς ἐγκοιμήσεως
τῆς ἐν τοῖς ἱεροῖς,
ἔτι δὲ τῶν κατὰ τὸν οὐρανὸν γινομένων σημείων. (9) γεγράφασι δέ τινες
καὶ διότι κατὰ
τὴν γένεσιν τοῦ Σεσοώσιος ὁ πατὴρ αὐτοῦ καθ' ὕπνον δόξαι τὸν Ἥφαιστον
αὐτῶι λέγειν
ὅτι πάσης τῆς οἰκουμένης ὁ γεννηθεὶς παῖς κρατήσει. (10) διὰ ταύτην οὖν
τὴν αἰτίαν τὸν
μὲν πατέρα τοὺς ἡλικιώτας τοῦ προειρημένου ἀθροῖσαι καὶ βασιλικῆς
ἀγωγῆς ἀξιῶσαι,
προκατασκευαζόμενον εἰς τὴν τῶν ὅλων ἐπίθεσιν, αὐτὸν δ' ἀνδρωθέντα
καὶ τῆι τοῦ θεοῦ
προρρήσει πιστεύσαντα κατενεχθῆναι πρὸς τὴν προειρημένην στρατείαν.
(54) πρὸς
δὲ ταύτην τὴν ἐπιβολὴν πρῶτον μὲν τὴν πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν κατεσκεύασε
πᾶσι τοῖς κατ'
Αἴγυπτον, ἡγούμενος δεῖν τοὺς μὲν συστρατεύοντας ἑτοίμως ὑπὲρ τῶν
ἡγουμένων ἀπο-
θνήσκειν, τοὺς δ' ἀπολειπομένους ἐπὶ τῶν πατρίδων μηδὲν Νεωτερίζειν, εἰ
μέλλει τὴν
προαίρεσιν ἐπὶ τέλος ἄξειν. (2) διὸ καὶ πάντας ἐκ τῶν ἐνδεχομένων
εὐηργέτει, τοὺς μὲν
χρημάτων δωρεαῖς ἐκθεραπεύων, τοὺς δὲ χώρας δόσει, τινὰς δὲ τιμωρίας
ἀπολύσει, πάντας
δὲ ταῖς ὁμιλίαις καὶ τῆι τῶν τρόπων ἐπιεικείαι προσήγετο· τῶν τε γὰρ
βασιλικῶν ἐγκλη-
μάτων ἅπαντας ἀθώιους ἀφῆκε, καὶ τοὺς πρὸς ἀργύριον συγκεκλειμένους
517

ἀπέλυσε τοῦ
χρέους, ὄντος πολλοῦ πλήθους ἀνθρώπων ἐν ταῖς φυλακαῖς. (3) τὴν δὲ
χώραν ἅπασαν εἰς
ἓξ καὶ τριάκοντα μέρη διελών, ἃ καλοῦσιν Αἰγύπτιοι νομούς, ἐπέστησεν
ἅπασι νομάρχας τοὺς
ἐπιμελησομένους τῶν τε προσόδων τῶν βασιλικῶν καὶ διοικήσοντας
ἅπαντα τὰ κατὰ τὰς
ἰδίας μερίδας. (4) ἐπελέξατο δὲ καὶ [τούτων] τῶν ἀνδρῶν τοὺς ταῖς ῥώμαις
διαφέροντας
καὶ συνεστήσατο στρατόπεδον ἄξιον τοῦ μεγέθους τῆς ἐπιβολῆς· κατέγραψε

Melito Apol., Frag. (1495: 003)“Méliton de Sardes. Sur la Pâque et


Frag. s”, Ed. Perler, O.Paris: Cerf, 1966; Sources chrétiennes 123.
Frag. 1, se. 3, l. 25

θέντες ὑπό τινων βασκάνων ἀνθρώπων, τὸν καθ' ἡμᾶς ἐν


διαβολῇ καταστῆσαι λόγον ἠθέλησαν Νέρων καὶ Δομετιανός,
ἀφ' ὧν καὶ τὸ τῆς συκοφαντίας ἀλόγῳ συνηθείᾳ περὶ τοὺς
τοιούτους ῥυῆναι συμβέβηκεν ψεῦδος· ἀλλὰ τὴν ἐκείνων
ἄγνοιαν οἱ σοὶ εὐσεβεῖς πατέρες ἐπηνωρθώσαντο, πολλάκις
πολλοῖς ἐπιπλήξαντες ἐγγράφως, ὅσοι περὶ τούτων νεωτε-
ρίσαι ἐτόλμησαν· ἐν οἷς ὁ μὲν πάππος σου Ἁδριανὸς
πολλοῖς μὲν καὶ ἄλλοις, καὶ Φουνδανῷ δὲ τῷ ἀνθυπάτῳ,
ἡγουμένῳ δὲ τῆς Ἀσίας, γράφων φαίνεται, ὁ δὲ πατήρ
σου, καὶ σοῦ τὰ σύμπαντα διοικοῦντος αὐτῷ, ταῖς πόλεσι
περὶ τοῦ μηδὲν Νεωτερίζειν περὶ ἡμῶν ἔγραψεν, ἐν οἷς καὶ
πρὸς Λαρισαίους καὶ πρὸς Θεσσαλονικεῖς καὶ Ἀθηναίους
καὶ πρὸς πάντας Ἕλληνας. Σὲ δὲ καὶ μᾶλλον περὶ τούτων
τὴν αὐτὴν ἐκείνοις ἔχοντα γνώμην καὶ πολύ γε φιλανθρω-
ποτέραν καὶ φιλοσοφωτέραν, πεπείσμεθα πάντα πράσσειν
ὅσα σου δεόμεθα.»

Vettius Valens Astrol., Anthologiarum libri ix (1764: 001)


“Vettii Valentis anthologiarum libri”, Ed. Kroll, W.Berlin: Weidmann,
1908, Repr. 1973.P. 116, l. 10

σάντων. Ἥλιος ἐν ἰδίῳ οἴκῳ ἢ ὑψώματι μετὰ Διὸς καὶ Ἀφρο-


δίτης συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ πατρός· Ἀφροδίτη ἐν ἰδίῳ
οἴκῳ ἢ ὑψώματι Διὸς [καὶ Ἀφροδίτης] ὁρίοις σὺν Ἑρμῇ καὶ
Σελήνῃ συγγενικῷ γάμῳ ζευγνύουσιν ἀπὸ μητρός. Ἀφροδίτη ἐν
τῷ ὑπογείῳ κέντρῳ τυχοῦσα μετὰ Σελήνης ἢ καὶ εἰ διαμετρήσωσιν
518

ἀλλήλας ἢ καὶ ἀντιμεσουρανήσωσιν, ἀδελφικοῖς ἢ συγγενικοῖς ζευ-


γνύουσι προσώποις. πάντοτε Κρόνος Ἀφροδίτην ἐπιδεκατεύων ἢ
εἰ διαμετρήσει ἢ εἰ σὺν αὐτῇ τύχῃ ἢ οἰκοδεσποτεῖ αὐτῆς, ψύξει
τοὺς γάμους ἢ ῥυπαίνει, καὶ μᾶλλον Ἑρμοῦ μαρτυροῦντος. Κρόνος
καὶ Ἀφροδίτη ἐν τῇ ἐπαναφορᾷ ἢ ἐπὶ κέντρῳ αὐτῇ μαρτυρῶν
ποιεῖ αἰσχροὺς καὶ καταφερεῖς καὶ νεωτερίζοντας καὶ ἀναξίαις ἢ
δούλαις ἐπιπλεκομένους, ὧν χάριν χειμασθήσονται, ἐὰν μή τις
μεσεμβολῶν διακόψῃ τὴν κάκωσιν. ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Διὸς μαρτυρῇ,
πολλὰ καὶ τῶν ἀτακτημάτων κρυβήσεται καὶ οὐκ ἔσται αἰσχρά·
ἐπιμιγήσονται γὰρ καὶ ὑπερεχούσαις γυναιξὶ καὶ ταῖς τῶν γνωρί-
μων καὶ οὐ πολυτεκνήσουσιν αἵ τε συνερχόμεναι αὐτοῖς στειρω-
θήσονται ἢ καὶ βραδέως συλλήψονται καὶ συλλαβοῦσαι διαφθεί-
ρουσι· τὰ δ' ὅμοια καὶ ἐπὶ θηλυκῆς γενέσεως νοείσθω.
Ἐὰν Κρόνος τῇ Ἀφροδίτῃ συμμαρτυρῇ ἢ ὁρίοις αὐτῆς ᾖ, αὐτὴ
δὲ ἡ Ἀφροδίτῃ σὺν Διὶ καὶ Ἄρεϊ σχηματισθῇ, προκοπὴ μὲν ἔσται
διὰ τέκνου ἢ θηλυκοῦ προσώπου καὶ ὄψεται εὐτυχίας, τὸ δὲ τέλος

ΘεμίστιοςὙπὲρ τοῦ λέγειν ἢ πῶς τῷ φιλοσόφῳ λεκτέον(2001:


026)“Themistii orationes quae supersunt, vol. 2”, Ed. Schenkl, H.,
Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.Harduin p. 313, se. d,
l. 1

ἀποδοίην, τῇ δὲ παρασκευάσαιμι καὶ ἐκκαθάραιμι τὰ ὦτα,


ἐπίτιμον ἑαυτὸν ἀποδείξας καὶ οὐκ ὀφείλοντατῷ κοινῷ
κοινωνοῦντα βουλευτηρίου καὶ ἐκκλησίας.
Τυχὸν δ' ἂν καὶ ὑπολιπὲς τοῦτο εἴη τοῦ πρὶν ἀγῶνος, καὶ
μετὰ τὴν φάλαγγα τῶν μισθοφόρων, εἰ τοὺς ψιλοὺς σο-
φιστὰς καὶ εὐζώνους ἀποδρασόμεθα, πάνυ ἂν φανεῖμεν
ἀκέραιοι τοῦ ὀνόματος. πάλιν δὴ ὥσπερ ἐν δικαστηρίῳ τὴν
ἀντωμοσίαν ὑμῖν ἀναγνωστέον, ἣν ὑπογράφονται καθ'
ἡμῶν οἱ κομψοὶ κατήγοροι οὗτοι καὶ τεχνῖται τῆς σιωπῆς.
ἀδικεῖ, φασὶν ἐμὲ λέγοντες, νεωτερίζων εἰς φιλοσοφίαν, καινὰ
εἰσάγων δαιμόνια. οὐ γὰρ ἡσυχῆ κάθηται ἐν τῷ δωματίῳ
οὐδὲ πρὸς μόνους τοὺς ὁμιλητὰς κοινολογεῖται, ἀλλὰ καὶ
εἰς φῶς πρόεισι καὶ θαρρεῖ ἐν τῷ μέσῳ τῆς πόλεως, καὶ
λέγειν ἐπιχειρεῖ ἐν παντοδαποῖς ἀνθρώποις. καὶ οὐ τοῦτό
πω τὸ δεινόν, τηλικοῦτον ὄν, ἀλλὰ καὶ θέατρα ἤδη ἀγείρει
καὶ πρότριτα ἐπαγγέλλει εἰς τὸ δικαστήριον συνιέναι καὶ
ἀνέχεται ἐπαινούμενος καὶ περινοστεῖ τοὺς κεκραγότας.
καὶ τί ἂν δέοισθε ἑτέρων εἰκότων καὶ τεκμηρίων τοῦ σο-
519

φιστὴν εἶναι τὸν ἄνδρα γενναῖον, τὸν θρόνον καὶ τὸ βῆμα


ὁρῶντες τὰ φώρια τοῦ ἀδικήματος;

Γρηγόριος Νύσσης Adversus eos qui castigationes aegre ferunt


(2017: 059); MPG 46.Vol. 46, p. 309, l. 57

νόντων τρόπος, οὐδὲ ὑπακοὴ μαθητῶν, ἀλλὰ στα-


σιαστῶν καὶ μαχομένων φιλονεικία. Παιδίου γὰρ τάξιν
ὁ μαθητὴς ἐπέχειν ὀφείλει, ὃς τέχνης ἢ ἐπιστήμης
ἐπιθυμήσει μιᾶς τῶν ἔξωθεν· ὁ δὲ εὐσέβειαν ἀσκού-
μενος, μετὰ πλείονος τῆς προσθήκης εἶναι βρέφος
ὀφείλει· ἐπειδὴ καὶ ὁ Κύριος ἐκείνην τὴν ἡλικίαν ὡς
εὐπειθῆ τοῖς παρ' ἑαυτοῦ ἐπαίνοις ἐσέμνυνε. Τὸ παι-
δίον τοίνυν οὐκ ἐμβαίνει τοὺς χαρακτῆρας καὶ τὰς
γραμμὰς ἅσπερ ἂν ὁ διδάσκαλος τῷ κηρῷ ἐνσημή-
νηται· οὐδὲ στοιχεῖα καινοτομεῖ, ὑπ' ἐξουσίας ἐμπλή-
κτου νεωτερίζον περὶ τὰ γράμματα· ἀλλὰ πρώτην
μὲν τῇ γραφίδι τοῖς τοῦ διδασκάλου τύποις ἐνασκεῖ
τὴν χεῖρα· ὀνόματα δὲ οὐκ ἄλλα τοῖς στοιχείοις ἐπι-
λέγει, ἀλλ' ἅπερ ἤκουσε· παντὶ δὲ τρόπῳ καὶ λόγῳ
καὶ ἔργῳ μιμεῖται τοῦ καθηγητοῦ τὴν παράδοσιν.
Ἂν δέ που καὶ ῥᾳθυμῆσαν ἀποτυμπανισθῇ τῷ σκύ-
τει, οὐ θρασύνεται τῇ πληγῇ, οὐδὲ τὰς δέλτους τῷ
διδασκάλῳ περιῤῥῆξαν ἀποφοιτᾷ· ἀλλ' ἐπ' ὀλίγον τῇ
ἀλγηδόνι πικρὸν ἐπιστάξαν τὸ δάκρυον, ἔχεται τῶν
μαθημάτων, καὶ συντονώτερον περὶ τὴν μελέτην, ἀλλ'
οὐκ ἀμελέστερον γίνεται.

Ευσέβιος Προπαρασκευή Ευαγγελίων. (2018: 001)


“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras, K.
Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.B. 8, ch. 11, se. 3, l. 3

ιαʹ. ΦΙΛΩΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΑΡΕΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡ'
ΙΟΥΔΑΙΟΙΣ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΝΤΩΝ

“Μυρίους δὲ τῶν γνωρίμων ὁ ἡμέτερος νομοθέτης ἤλειψεν ἐπὶ


κοινωνίαν, οἳ
καλοῦνται μὲν Ἐσσαῖοι, παρὰ τὴν ὁσιότητά μοι δοκῶ τῆς προσηγορίας
ἀξιω-
θέντες. οἰκοῦσι δὲ πολλὰς μὲν πόλεις τῆς Ἰουδαίας, πολλὰς δὲ κώμας καὶ
520

μεγά-
λους καὶ πολυανθρώπους ὁμίλους. ἔστι δ' αὐτοῖς ἡ προαίρεσις οὐ γένει
(γένος γὰρ ἐφ' ἑκουσίοις οὐ γράφεται), διὰ δὲ ζῆλον ἀρετῆς καὶ
φιλανθρωπίας
ἵμερον. Ἐσσαίων γοῦν κομιδῇ νήπιος οὐδεὶς ἀλλ' οὐδὲ πρωτογένειος
ἢ μειράκιον, ἐπεὶ τά γε τούτων ἀβέβαια ἤθη τῷ τῆς ἡλικίας ἀτελεῖ
συννεωτερί-
ζονται· τέλειοι δ' ἄνδρες καὶ πρὸς γῆρας ἀποκλίνοντες ἤδη, μηκέθ' ὑπὸ
τῆς
τοῦ σώματος ἐπιρροῆς κατακλυζόμενοι μηδ' ὑπὸ τῶν παθῶν ἀγόμενοι,
τὴν
ἀψευδῆ δὲ καὶ μόνην ὄντως ἐλευθερίαν καρπούμενοι. μάρτυς δὲ τῆς
ἐλευ-
θερίας αὐτῶν ὁ βίος. ἴδιον οὐδεὶς οὐδὲν ὑπομένει κτήσασθαι τὸ παράπαν,
οὐκ οἰ-
κίαν, οὐκ ἀνδράποδον, οὐ χωρίον, οὐ βοσκήματα, οὐχ ὅσα ἄλλα
παρασκευαὶ καὶ
χορηγίαι πλούτου· πάντα δ' εἰς μέσον ἀθρόα καταθέντες κοινὴν
καρποῦνται
τὴν ἁπάντων ὠφέλειαν. οἰκοῦσι δ' ἐν ταὐτῷ, κατὰ θιάσους ἑταιρίας καὶ
συσσίτια πεποιημένοι, καὶ πάνθ' ὑπὲρ τοῦ κοινωφελοῦς πραγματευόμενοι
δια-
τελοῦσιν. ἀλλ' ἑτέρων ἕτεραι πραγματεῖαι, αἷς ἐπαποδύντες ἀόκνως δι-
αθλοῦσιν, οὐ κρυμόν, οὐ θάλπος, οὐχ ὅσα ἀέρος νεωτερίσματα
προφασιζόμενοι·

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. (2018: 002)


“Eusèbe de Césarée. Histoire ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.
Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955; 3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes
31, 41, 55.B. 4, ch. 26, se. 10, l. 7

κατὰ τὰς πάντων εὐχάς. μόνοι πάντων, ἀναπεισθέντες ὑπό


τινων βασκάνων ἀνθρώπων, τὸν καθ' ἡμᾶς ἐν διαβολῇ καταστῆ-
σαι λόγον ἠθέλησαν Νέρων καὶ Δομετιανός, ἀφ' ὧν καὶ τὸ τῆς
συκοφαντίας ἀλόγῳ συνηθείᾳ περὶ τοὺς τοιούτους ῥυῆναι συμβέ-
βηκεν ψεῦδος· ἀλλὰ τὴν ἐκείνων ἄγνοιαν οἱ σοὶ εὐσεβεῖς πατέρες
ἐπηνωρθώσαντο, πολλάκις πολλοῖς ἐπιπλήξαντες ἐγγράφως,
ὅσοι περὶ τούτων νεωτερίσαι ἐτόλμησαν· ἐν οἷς ὁ μὲν πάππος σου
Ἁδριανὸς πολλοῖς μὲν καὶ ἄλλοις, καὶ Φουνδανῷ δὲ τῷ ἀνθυ-
πάτῳ, ἡγουμένῳ δὲ τῆς Ἀσίας, γράφων φαίνεται, ὁ δὲ πατήρ
σου, καὶ σοῦ τὰ σύμπαντα διοικοῦντος αὐτῷ, ταῖς πόλεσι περὶ
τοῦ μηδὲν Νεωτερίζειν περὶ ἡμῶν ἔγραψεν, ἐν οἷς καὶ πρὸς
521

Λαρισαίους καὶ πρὸς Θεσσαλονικεῖς καὶ Ἀθηναίους καὶ πρὸς


πάντας Ἕλληνας. σὲ δὲ καὶ μᾶλλον περὶ τούτων τὴν αὐτὴν
ἐκείνοις ἔχοντα γνώμην καὶ πολύ γε φιλανθρωποτέραν καὶ
φιλοσοφωτέραν, πεπείσμεθα πάντα πράσσειν ὅσα σου δεόμεθα».
ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐν τῷ δηλωθέντι τέθειται λόγῳ· ἐν δὲ ταῖς
γραφείσαις αὐτῷ Ἐκλογαῖς ὁ αὐτὸς κατὰ τὸ προοίμιον ἀρχόμενος
τῶν ὁμολογουμένων τῆς παλαιᾶς διαθήκης γραφῶν ποιεῖται
κατάλογον· ὃν καὶ ἀναγκαῖον ἐνταῦθα καταλέξαι, γράφει δὲ
οὕτως.
»Μελίτων Ὀνησίμῳ τῷ ἀδελφῷ χαίρειν. ἐπειδὴ πολλάκις

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. B. 5, ch. 15, se. 1, l. 5

κατὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπολιπὼν ἐπιβουλῆς τρόπον, αἱρέσεις


ξένας αὖθις ἐπιφύεσθαι κατὰ τῆς ἐκκλησίας ἐνήργει· ὧν οἳ
μὲν ἰοβόλων δίκην ἑρπετῶν ἐπὶ τῆς Ἀσίας καὶ Φρυγίας
εἷρπον, τὸν μὲν δὴ παράκλητον Μοντανόν, τὰς δ' ἐξ αὐτοῦ
γυναῖκας, Πρίσκιλλαν καὶ Μαξίμιλλαν, ὡς ἂν τοῦ Μοντανοῦ
προφήτιδας γεγονυίας αὐχοῦντες·
οἳ δ' ἐπὶ Ῥώμης ἤκμαζον, ὧν ἡγεῖτο Φλωρῖνος
πρεσβυτερίου τῆς ἐκκλησίας ἀποπεσών, Βλάστος τε σὺν
τούτῳ, παραπλησίῳ πτώματι κατεσχημένος· οἳ καὶ πλείους
τῆς ἐκκλησίας περιέλκοντες ἐπὶ τὸ σφῶν ὑπῆγον βούλημα,
θάτερος ἰδίως περὶ τὴν ἀλήθειαν Νεωτερίζειν πειρώμενος.
Πρὸς μὲν οὖν τὴν λεγομένην κατὰ Φρύγας αἵρεσιν
ὅπλον ἰσχυρὸν καὶ ἀκαταγώνιστον ἐπὶ τῆς Ἱεραπόλεως τὸν
Ἀπολινάριον, οὗ καὶ πρόσθεν μνήμην ὁ λόγος πεποίητο,
ἄλλους τε σὺν αὐτῷ πλείους τῶν τηνικάδε λογίων ἀνδρῶν
ἡ τῆς ἀληθείας ὑπέρμαχος ἀνίστη δύναμις, ἐξ ὧν καὶ ἡμῖν
ἱστορίας πλείστη τις ὑπόθεσις καταλέλειπται.

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. (2037: 001)“Ioannis Stobaei


anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.Berlin: Weidmann,
1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.
B. 1, ch. 49, se. 44, l. 479
φθειρομένων σωμάτων χυλοῖς. ἐντεῦθεν, κύριε, καὶ τοὺς
οὐκ ἀξίους ἀναγκάζομαι χωρεῖν. χωρῆσαι θέλω μεθ'
ὧν φέρω πάντων καὶ θεόν. χάρισαι τῇ γῇ κἂν οὐ σεαυ-
τόν, οὐ γάρ σε χωρεῖν ὑπομένω, σαυτοῦγέτινα ἱερὰν
ἀπόρροιαν. στοιχείων τιμιωτέραν τῶν ἄλλων τὴν γῆν
μεταποίησον. μόνῃ γὰρ αὐχεῖν τῶν ἀπό σου πρέπει τὰ
πάντα παρεχούσῃ.”
Τοσαῦτα μὲν τὰ στοιχεῖα εἶπεν· ὁ δὲ θεὸς ἱερᾶς ἐν
522

τῷ λέγειν φωνῆς τὰ σύμπαντα πληρώσας, “Πορεύεσθε”,


εἶπεν, “ἱερὰ καὶ μεγάλου πατρὸς ἄξια τέκνα, καὶ κατὰ
μηδένα τρόπον Νεωτερίζειν ἐπιχειρεῖτε μηδὲ ἀργὸν τῆς
ἐξ αὑτῶν ὑπηρεσίας τὸν σύμπαντά μου κόσμον καταλεί-
πετε. ἑτέρα γὰρ ἐν ὑμῖν τις ἤδη τῆς ἐμῆς ἀπόρροια
φύσεως, ὃς δὴ καὶ ὅσιος ἔσται τῶν πραττομένων ἐπόπτης
καὶ ζώντων μὲν κριτὴς ἀμεθόδευτος, φρικτὸς δ' οὐ μόνον
ἀλλὰ καὶ τιμωρὸς τῶν ὑπὸ γῆν τύραννος. καὶ ἑκάστῳ
δὲ τῶν ἀνθρώπων ἀκολουθήσει διὰ γένους μισθὸς ἐπά-
ξιος.”
Καὶ οὕτως ἐπαύσατο τῆς ἐντυχίας τὰ στοιχεῖα τοῦ
δεσπότου κελεύσαντος καὶ ἐχεμυθίαν εἶχον· καὶ ἕκαστον
αὐτῶν τῆς ἰδίας ἐξουσίας ἐκράτει καὶ ἐδέσποζε.”

Ιωάννης Στοβαίος ανθολόγος. B. 4, ch. 1, se. 55, l. 2

περὶ τοῦ δικαίου· καὶ πρόδηλον ὡς ἀεὶ τὰ πονηρὰ τῶν


ἐθῶν ἄρχεται μὲν ἀπὸ μικρῶν, ἀμελούμενα δὲ ἰσχὺν μείζω
λαμβάνει. Θουκυδίδου ἱστορίαςαʹ(71).
Νῦν δέ, ὅπερ καὶ ἄρτι ἐδηλώσαμεν, ἀρχαιότροπα
ὑμῶν τὰ ἐπιτηδεύματα πρὸς αὐτούς ἐστιν. ἀνάγκη δὲ
ὥσπερ τέχνης ἀεὶ τὰ ἐπιγιγνόμενα κρατεῖν, καὶ ἡσυχα-
ζούσῃ μὲν πόλει τὰ ἀκίνητα νόμιμα ἄριστα, πρὸς πολλὰ
δὲ ἀναγκαζομένοις ἰέναι πολλῆς καὶ τῆς ἐπιτεχνήσεως δεῖ.
Ἐκ τοῦ Πολυαίνου Ὑπὲρ Μακεδόνων.
Οὐκ εἰδὼς ὅτι πᾶν τὸ νεωτεριζόμενον ἐν ταῖς πολι-
τείαις ἀρχὴ δυνάμεως μείζονος γίνεται· ἄνδρας δὲ γεωρ-
γοὺς οὐκ ὀξεῖα τῶν κοινῶν ἀδικημάτων ἡ αἴσθησις εἰσέρ-
χεται.

Βασίλειος θεολόγος. Adversus Eunomium (libri 5) (2040: 019); MPG


29.
Vol. 29, p. 501, l. 36

δασκαλίαν συνθέντι, ἵνα μὴ δόξῃ προηγουμένως


ποιεῖσθαι τῶν δογμάτων τῆς ἀσεβείας τὴν ἔκθεσιν,
ἀλλ' ἐξ ἀνάγκης ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους ἐληλυθέναι.
Ἐβούλετο μὲν γὰρ ἐκ παντὸς τρόπου τὸ πονηρὸν
τοῦτο καὶ ἄθεον περιαγγεῖλαι κήρυγμα, καὶ εἰς μέ-
σον ἐνεγκεῖν ἣν πάλαι συνέλαβε καὶ ὤδινε βλασφη-
μίαν· ἑώρα δὲ, ὅτι τὸ μὲν ἐκ τοῦ προφανοῦς
ἐν διδασκάλου τάξει προκαθεσθῆναι, πρὸς τῷ λίαν
523

φορτικῷ καὶ προσάντει τοῖς ἀκούουσιν, ἔτι καὶ ἀπί-


θανον ἑαυτὸν καὶ ὕποπτον τοῖς πολλοῖς καταστήσει,
ὡς δόξης ἐπιθυμίᾳ ἐπὶ τὸ Νεωτερίζειν ἐληλυθότα·
εἰ δὲ ἐν ἀπολογίας πλάσματι τοὺς λόγους ποιοῖτο,
τῆς τε καινοτομίας τὸ ὕποπτον διαφεύξεσθαι,
καὶ μᾶλλόν τι τούτῳ προσάξεσθαι τοὺς ἀκούοντας,
φύσει πάντων ἀνθρώπων ταῖς εὐνοίαις εἰωθότων τοῖς
ἐλαττουμένοις προστίθεσθαι. Διὰ τοῦτο κατηγόρους
αἰτιᾶται καὶ συκοφάντας, κἀκείνοις τοῦ λόγου τὴν
αἰτίαν προσάπτει. Ὥστε δὲ πᾶσιν αὐτοῦ γενέσθαι
τὴν τέχνην καταφανῆ, οὐδὲν χεῖρον αὐτῆς ἀκοῦσαι
τοῦ προοιμίου τῆς λέξεως. Ἔχει δὲ οὕτως.

Βασίλειος θεολόγος. Sermo 13 (sermo asceticus) [Dub.] (2040: 044);


MPG 31.Vol. 31, p. 876, l. 29

θείᾳ τὰς ἀγαθὰς συμβουλίας δεχομένων. Ἐπεὶ οὖν


προσήκει παντὶ τρόπῳ τῷ προεστῶτι εὐπειθῆ τε
καὶ ὑποχείριον εἶναι τὴν συνοδίαν, πρὸ πάντων
ἀναγκαῖόν ἐστι τοιοῦτον ἐκλέγεσθαι τὸν καθηγούμενον
τῆς πολιτείας ταύτης, ὡς παντὸς ἀγαθοῦ ὑπόδειγμα
τοῖς πρὸς αὐτὸν ἀποβλέπουσι τὸν ἐκείνου γίνεσθαι
βίον· καὶ, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος, νηφάλιον, σώ-
φρονα, κόσμιον, διδακτικόν. Οὕτω μοι δοκεῖ δεῖν
καὶ τὸν τούτου ἐξετάζειν βίον, μὴ μόνον εἰ τῷ χρόνῳ
τὸ γηραιὸν ἔχοιεν (ἔστι γὰρ καὶ ἐν πολιᾷ καὶ ῥυτίδι
Νεωτερίζειν κατὰ τὸ ἦθος)· ἀλλὰ προηγουμένως, εἰ
τὸ ἦθος καὶ ὁ τρόπος διὰ κοσμιότητος πεπολίωται,
ὥστε πᾶν τὸ παρ' αὐτοῦ λεγόμενόν τε καὶ γινόμενον
ἀντὶ νόμου καὶ κανόνος τῇ συνοδίᾳ γίνεσθαι. Ἐπί-
νοια δὲ τροφῆς πρέπει τοῖς ἐν τῷ τοιούτῳ βίῳ διά-
γουσιν, ἣν ὁ Ἀπόστολος ὑποτίθεται, ἵνα ἐργαζό-
μενοι ταῖς χερσὶν εὐσχημόνως τὸν ἑαυτῶν ἄρτον
ἐσθίωσι. Διατίθεσθαι δὲ προσήκει τὴν ἐργασίαν
ἐπί τινος πρεσβύτου, ἐπὶ σεμνότητι βίου μαρτυρου-
μένου, ὃς καταλέξει τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν πρὸς
τὰς ἐπιζητουμένας χρείας, ὥστε καὶ τὴν ἐντολὴν

Ωριγένης Excerpta in Psalmos [Dub.] (2042: 074); MPG 17.


Vol. 17, p. 136, l. 20
524

καὶ οὐκ εἶδον δίκαιον ἐγκαταλελειμμένον.


Ἑτέρως δὲ ἴσμεν ἡλικίαν κατὰ τὸν ἔσω ἄνθρωπον,
παιδίου, νεανίσκου, γέροντος. Πρὸ γοῦν τοῦ Ἀβραὰμ
οἱ πολυχρονιώτεροι αὐτοῦ οὐκ εἴρηνται πρεσβύτεροι·
ἀλλ' αὐτὸς πρῶτος δι' ἀρετὴν πρεσβύτερος ἐχρημάτι-
σε, καὶ διὰ τὸ τὸν ἔσω αὐτοῦ ἄνθρωπον κατηργηκέ-
ναι τὰ τοῦ νηπίου. Καὶ Ἱερεμίου ἄκουε· Μὴ λέ-
γετε, ὅτι νεώτερος ἐγώ εἰμι. Τοιοῦτόν τί μοι νόει
καὶ περὶ τοῦ Δαβίδ· Νήπιος, φησὶν, ἐγενόμην κατὰ
τὸν ἔσω μου ἄνθρωπον. Μεταβαλὼν δὲ ἐκ νεαροῦ
ἤθους καὶ ἀβεβαίου, καθ' ὃν νεωτερίζων νεώτερος
ἤμην, εἰς γῆρας ἦλθον, βίον ἀκηλίδωτον ἔχων καὶ
πολιὰν φρόνησιν. Καὶ οὕτω προκόψας, οὐκ εἶδον δί-
καιον ἐγκαταλελειμμένον. Ἐὰν σωματικῶς ἀκούῃς,
ψεῦδός ἐστι. Δύο δέ εἰσιν ἐγκαταλείψεις· ἡ μὲν σω-
ματικὴ, ἥτις οὐδὲν ἡμᾶς βλάπτει· ἡ δὲ τῆς ψυχῆς,
ἥτις ὀλέθριός ἐστιν.

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων (2047: 001)“Rhetores Graeci,
vol. 4”, Ed. Walz, Stuttgart: Cotta, 1833, Repr. 1968.Vol. 4, p. 345, l. 10

μεν, ὅτι ἐν τρυφῇ καὶ κώμοις καὶ τοῖς τοιούτοις πολ-


λοῖς ἐκ παιδὸς ἀναγόμενος ἐπὶ τὴν μοιχείαν ἦλθεν,
ἐπὶ τούτοις ἐκ τῆς ἡλικίας ἐπιχειρήσομεν, λέγοντες, ὅτι
εἰκὸς ἐκ τοιούτων προελθόντα καὶ κακῶς τεθραμμένον
καὶ ἔτι ἀκμάζοντα ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν· ἡ γὰρ νεότης καὶ
νεωτέρων πραγμάτων ἐρᾷ· οἷον εἰ τύχοιμεν ἐπὶ τυραννί-
δος κρίνοντες· ἔνθα καὶ ἐκ τοῦ ἐναντίου τὸν λόγον κα-
τασκευάσομεν, ὅτι ὥσπερ οἱ γεγηρακότες διὰ τὸ τὴν
ἀκμὴν ἀποβεβληκέναι νεωτέρων οὐκ ἐρῶσι πραγμά-
των, οὕτως οἱ τὴν ἡλικίαν ἀκμάζοντες διὰ τὸ τῆς νεό-
τητος εὔτολμον Νεωτερίζειν ἐφίενται· εἰ δὲ πρεσβύτης
εἴη ὁ τὴν κατηγορίαν ὑφιστάμενος, ἐροῦμεν πάλιν, ὅτι
μικρὸν τὸν ἐν τῷ βίῳ χρόνον εἶναι λογιζόμενος εἵλετο
ἢ κατορθώσας κατὰ γνώμην ζῇν, ἢ διαμαρτὼν τὸν
αὐτίκα προσδοκώμενον αὐτῷ ὑποδέξασθαι θάνατον, ἔν-
θα καὶ παράθεσιν τὴν πρὸς τοὺς ἐν τῇ ἡλικίᾳ ποιού-
μεθα· ὅτι ὥσπερ οἱ ἀκμάζοντες ὡς ἐπὶ τοῦ ζῇν ἔχοντες
τὰς ἐλπίδας ὀκνηρότεροι πρὸς τοὺς κινδύνους τυγχάνου-
σιν, οὕτως οἱ γεγηρακότης διὰ τὸ εἰδέναι αὐτοῖς τὸ
πλεῖστον δαπανήσασι τοῦ χρόνου, ἑτοιμότερον ἐπὶ τοὺς
κινδύνους πορεύονται· ἐξετάσομεν δὲ καὶ φύσιν ψυχῆς
525

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (2048:


001)“Sozomenus. Kirchengeschichte”, Ed. Bidez, J., Hansen, G.C.
Berlin: Akademie–Verlag, 1960; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 50.B. 1, ch. 15, se. 2, l. 2

τότε διατρίβοντα, ἑτοίμως τε τὴν χάριν λαβεῖν. οὐ γὰρ εἰώθει


Κωνσταντῖνος
δυσχεραίνειν ἐπὶ ταῖς αὐτοῦ αἰτήσεσι· σφόδρα γὰρ ἐν πλείστῃ τιμῇ τὸν
ἄνδρα
ἦγε. τάδε μὲν ἡμῖν ὡς ἐν βραχεῖ δεδηλώσθω περὶ τῶν τότε λαμπρῶς ἐν
μοναχοῖς φιλοσοφησάντων· ᾧ δὲ ἀκριβείας τῆς περὶ τούτων μέλει, ζητῶν
ἂν εὕροι τῶν πλειόνων τοὺς βίους ἀναγράπτους.
Ἀλλὰ γὰρ καίπερ ὧδε καὶ διὰ πάντων τῶν ἄλλων τῆς θρησκείας
εὐδοκιμούσης, ἐριστικαί τινες διαλέξεις ἐτάραττον τὰς ἐκκλησίας, ἐπὶ
προ-
φάσει δῆθεν εὐσεβείας καὶ τῆς τοῦ θεοῦ τελείας εὑρέσεως εἰς ζήτησιν
ἄγου-
σαι τὰ πρότερον ἀνεξέταστα. ἦρξε δὲ τούτων τῶν λόγων Ἄρειος πρες-
βύτερος τῆς κατ' Αἴγυπτον Ἀλεξανδρείας. ὃς ἐξ ἀρχῆς σπουδαῖος εἶναι
περὶ τὸ δόγμα δόξας νεωτερίζοντι Μελιτίῳ συνέπραττε· καταλιπὼν δὲ
τοῦ-
τον ἐχειροτονήθη διάκονος παρὰ Πέτρου τοῦ Ἀλεξανδρέων ἐπισκόπου·
καὶ
πάλιν αὖ παρ' αὐτοῦ τῆς ἐκκλησίας ἐξεβλήθη, καθότι Πέτρου τοὺς
Μελιτίου
σπουδαστὰς ἀποκηρύξαντος καὶ τὸ αὐτῶν βάπτισμα μὴ προσιεμένου τοῖς
γινομένοις ἐπέσκηπτε καὶ ἠρεμεῖν οὐκ ἠνείχετο. ἐπεὶ δὲ Πέτρος
ἐμαρτύρησε,
συγγνώμην αἰτήσας Ἀχιλλᾶν ἐπετράπη διακονεῖν καὶ πρεσβυτερίου
ἠξιώθη.
μετὰ δὲ ταῦτα καὶ Ἀλέξανδρος ἐν τιμῇ εἶχεν αὐτόν. διαλεκτικώτατος
δὲ γενόμενος (ἐλέγετο γὰρ μηδὲ τῶν τοιούτων ἀμοιρεῖν μαθημάτων) εἰς
ἀτόπους ἐξεκυλίσθη λόγους, ὡς τοῦτο πρότερον παρ' ἑτέρου μὴ
εἰρημένον

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica


B. 1, ch. 17, se. 6, l. 4

ἱερέων κατηγορούντων καὶ κατηγορουμένων, οὓς ἥκιστα χρὴ τοιούτους


ἑαυτοὺς παρέχειν, ὡς παρ' ἑτέρου κρίνεσθαι. ἄγε οὖν μιμησάμενοι τὴν
526

θείαν
φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντων τῶν κατ-
ηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, οὗ
ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν.» ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑκάστου
γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε· καὶ ἡμέραν ὥρισε,
καθ'
ἣν ἐχρῆν λῦσαι τὰ ἀμφισβητούμενα.
Πρὸ δὲ τῆς προθεσμίας συνιόντες καθ' ἑαυτοὺς οἱ ἐπίσκοποι μετεκα-
λοῦντο τὸν Ἄρειον· καὶ προτιθεμένων εἰς τὸ κοινὸν ὧν ἐδόξαζον
διελέγοντο.
οἷα δὲ εἰκὸς εἰς διαφόρους ζητήσεις περιισταμένης τῆς διασκέψεως, οἱ
μὲν
μηδὲν Νεωτερίζειν περὶ τὴν ἀρχῆθεν παραδοθεῖσαν πίστιν
συνεβούλευον, καὶ
μάλιστα οἷς τὸ τῶν τρόπων ἁπλοῦν ἀπεριέργως εἰσηγεῖτο προσίεσθαι τὴν
εἰς τὸ θεῖον πίστιν· οἱ δὲ ἰσχυρίζοντο μὴ χρῆναι ἀβασανίστως ταῖς πα-
λαιοτέραις δόξαις ἕπεσθαι.

Eunapius Hist., Soph., Vitae sophistarum (2050: 001)“Eunapii vitae


sophistarum”, Ed. Giangrande, J.Rome: Polygraphica, 1956.
B. 6, ch. 3, se. 7, l. 3

χεῖρας, πρὸς τὸν ξένον. ὡς δὲ ἀγανακτοῦντα κατέλαβε καὶ


τῷ θυμῷ περιζέοντα, τὴν αἰτίαν ἀπήγγειλεν ἡ γυνὴ τῆς
βραδυτῆτος. ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ βέλτιστος Αἰγύπτιος καὶ
πρὸς τὴν ὥραν εἶδεν, ὀξέως μᾶλλον ἐδίψησεν ἐξειπεῖν τὸ
παρὰ τῶν θεῶν ἐπελθὸν ἢ τὸ τοῦ σώματος θεραπεῦσαι
πάθος, καὶ μέγα φθεγξάμενος· “ἀλλ' ἄπιθί γε, ὦ γύναι·
φράζε τῇ τεκούσῃ ὅτι μικροῦ βασιλέα τέτοκε.” καὶ τοῦτο
δηλώσας, ἑαυτόν τε ἐπλήρωσεν ἀφθόνως τῆς κύλικος, καὶ
τὸ ὄνομα ὅστις εἴη κατέλιπε τῇ γυναικὶ εἰδέναι. καὶ ὁ τε-
χθεὶς ἦν Ἀβλάβιος, καὶ τοσοῦτον ἐγένετο παίγνιον τῆς εἰς
ἅπαντα νεωτεριζούσης Τύχης, ὥστε οὕτω πλείονα ἐδύνατο
τοῦ βασιλεύοντος, ὥστε καὶ Σώπατρον ἀπέκτεινεν, αἰτίαν
ἐπενεγκὼν τῆς Σωκρατικῆς εὐηθεστέραν, ὥσπερ ἀτάκτῳ
δήμῳ τῷ τότε βασιλεύοντιχρώμενος. Κωνσταντῖνος μὲν
οὖν καὶ Ἀβλάβιον τιμῶν ἐκολάζετο, καὶ ὅπως γε ἐτελεύτα
ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου γέγραπται. Ἀβλαβίῳ δὲ τὸν παῖδα
κατέλιπε Κωνστάντιον, συμβασιλεύσαντα μὲν αὐτῷ, διαδε-
ξάμενον δὲ τὴν ἀρχὴν τοῦ πατρὸς σὺν Κωνσταντίνῳ καὶ
Κώνσταντι τοῖς ἀδελφοῖς. ἐν δὲ τοῖς κατὰ τὸν θειότατον
Ἰουλιανὸν ἀκριβέστερον ταῦτα εἴρηται. διαδεξάμενος δὲ ὁ
Κωνστάντιος τὴν βασιλείαν καὶ κληρωθεὶς ὅσα γε ἐκληρώθη,
527

Eunapius Hist., Soph., Frag. historica (2050: 002)“Historici Graeci


minores, vol. 1”, Ed. Dindorf, L.Leipzig: Teubner, 1870.
Vol. 1, p. 206, l. 11

τοὺς ἱερακώδεις καὶ κορακώδεις καὶ πιθηκώδεις καὶ


τὸ ποταμῶδες δάκρυον καὶ τὰ ὅμοια· τούτοις γὰρ
καὶ τὴν ἄλλην τῶν ὀνομάτων περιλυμαίνεται καὶ
διανοθεύει εὐγένειαν. καὶ τροπαῖς μὲν κέχρηται
παραβόλως, ὅπερ ὁ τῆς ἱστορίας οὐκ ἐθέλει νόμος,
ἀφαιρεῖται δὲ τὸ λυποῦν ἡ τῆς λέξεως ἔμφασις τὰ
πολλὰ καὶ ἀστειότης. τῇ συνθήκῃ δὲ καὶ τῷ σαφεῖ
πρὸς ἱστορίαν καὶ ταῖς περιόδοις συμμέτρως καὶ
οἰκείως ἔχει· πλὴν ἐνιαχοῦ δικανικώτερον μᾶλλον ἢ
ἱστορικώτερον μεστοῖ καὶ περιβάλλει τὸν λόγον.
Νεωτερίζει δ' οὐκ ὀλίγα καὶ περὶ τὰς συντάξεις, πλὴν
οὐκ εἰς τὸ ἄχαρι οὐδ' εἰς τὸ ταῖς μεθόδοις λαβὴν ἐπιδοῦναι.

Paulus Astrol., Elementa apotelesmatica (2053: 001)


“Pauli Alexandrini elementa apotelesmatica”, Ed. Boer, E.
Leipzig: Teubner, 1958.P. 60, l. 15

σει, ὁτὲ δὲ καὶ ὀλιγοχρονίους καὶ βιαιοθανάτους ἀπο-


δείκνυσιν, ὅταν τὸν Ἥλιον ἢ τὴν Σελήνην κατοπτεύσει ἢ
τὴν τῆς Σελήνης συναφὴν ὑποδέξεται, ἐάνπερ ἐκτὸς τῆς
τῶν ἀγαθοποιῶν ἀκτῖνος εὑρεθῇ.
Ὁ δὲ τοῦ Διὸς ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ χρηματίσας κατὰ τὴν
τῶν χρόνων πρόβασιν εὐπερικτήτους ποιήσει. ὀψίτυχον
γάρ ἐστι τὸ κέντρον τοῦτο, διὸ καὶ τὰς προκοπὰς ὀψὲ τοῦ
χρόνου χαρίζεται. ποιήσει δὲ καὶ εὐγαμίαν, πλὴν σπανο-
τέκνους καὶ λυπουμένους ἐπὶ γυναιξὶ καὶ τέκνοις ἀποτελεῖ.
Ἡ δὲ Ἀφροδίτη τὸ δυτικὸν κέντρον ἐπέχουσα νεωτερί-
ζοντας ποιήσει, τὸ γῆρας ἄμοχθον δείκνυσι καὶ ἐυθά-
νατον ποιήσει.

Socrates Scholasticus Hist., Historia ecclesiastica (2057: 001)


“Socrates' ecclesiastical history, 2nd edn.”, Ed. Bright, W.
Oxford: Clarendon Press, 1893.B. 2, ch. 34, l. 3

Περὶ Γάλλου τοῦ Καίσαρος.


528

Ταῦτά τε πράξας ὁ Γάλλος τὴν εὐτυχίαν οὐκ ἤνεγκεν· ἀλλ'


εὐθὺς Νεωτερίζειν κατὰ τοῦ προχειρισαμένου αὐτὸν ἐπεχείρησεν,
τυραννεῖν τε καὶ αὐτὸς ἐβούλετο· ὥστε οὐκ εἰς μακρὰν ὁ σκοπὸς
αὐτοῦ ὑπὸ Κωνσταντίου κατάφωρος ἐγένετο. Δομετιανὸν γὰρ τὸν
τότε ἔπαρχον τῆς ἑῴας, καὶ Μάγνον κυαίστωρα, αὐθεντήσας ἀνεῖλε,
μὴ μηνύσας τῷ βασιλεῖ τὸν σκοπὸν αὐτοῦ. Ἐφ' ᾧ κινηθεὶς ὁ
Κωνστάντιος μετάπεμπτον ἐκάλει τὸν Γάλλον πρὸς ἑαυτόν· ὁ δὲ
περίφοβος γενόμενος ἄκων ἐπορεύετο. Καταλαβόντα δὲ αὐτὸν τὰ
ἑσπέρια μέρη καὶ περὶ Φλάνωνα τὴν νῆσον γενόμενον ὁ Κωνστάν-
τιος ἀναιρεθῆναι ἐκέλευσεν. Μετ' οὐ πολὺ δὲ Ἰουλιανὸν τὸν
Γάλλου ἀδελφὸν Καίσαρα καταστήσας ἐπὶ τοὺς ἐν Γαλλίᾳ βαρ-
βάρους ἀπέστειλεν. Γάλλος μὲν οὖν ὁ καὶ Κωνστάντιος ἐν τῇ

Asterius Sophista Scr. Eccl., Commentarii in Psalmos (homiliae 31)


(2061: 001)“Asterii sophistae commentariorum in Psalmos quae
supersunt”, Ed. Richard, M.Oslo: Bro̸gger, 1956; Symbolae Osloenses,
fasc. suppl. 16.Homily 4, se. 7, l. 9

γεωργῷ βλαστός. Ἆρα οὐ δικαία ἡβοήθειά μου παρὰ τοῦ


θεοῦ; Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθαί με εἰσήκουσέ μου ὁ θεὸς
τῆς δικαιοσύνης μου.Δίκαιον πρᾶγμα ὁ Δαυὶδ ἐβουλεύ-
σατο, μὴ πολεμῆσαι, μὴ θανατῶσαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν Ἀβες-
σαλώμ, τοῦτο λογισάμενος· Εἰ τὸν τῆς ζωῆς μου πολέμιον καὶ
αὐτῆς μου τῆς ἀναπνοῆς ἐπίβουλον, τὸν Σαούλ, τὸν πολλάκις
κατ' ἐμοῦ τὸ ξίφος γυμνώσαντα, ὑπὸ τὴν χεῖρά μου λαβὼν τὴν
χεῖρα πρᾳότητι ἔδησα, καὶ τὸν θυμὸν ὡς βέλος εἰς φαρέτραν τὴν
καρδίαν ἔκρυψα, καὶ μακροθυμοῦντί μοι ὡς παιδαγωγὸς τὸ
πνεῦμα παρήγγελεν·Εἰς τὸ τέλος μὴ διαφθείρῃς,πῶς οὐ
δίκαιον ὥστε διαβαστάσαι μὲν νεωτερίζοντα τὸν υἱόν; Νοσεῖ τὴν
φρένα τῇ κενοδοξίᾳ, πυρέττει τῇ βασκανίᾳ· ἰατρεύσω αὐτὸν τῇ
μακροθυμίᾳ. Ἐὰν τοῦτον ἀνέλω, πῶς μοι προσφύγῃ προσή-
λυτος; Ἐὰν θυμωθεὶς τὸ τέκνον φονεύσω ὀργῇ χαριζόμενος,
πῶς εἴπωσι προφῆται·Μνήσθητι, κύριε, τοῦ Δαυὶδ καὶ
πάσης τῆς πρᾳότητος αὐτοῦ.Κἂν ἐχθρὸς ὁ ἀντάρτης, ἀλλ'
υἱός· κἂν πολέμιος, ἀλλὰ τέκνον· κἂν τύραννος, ἀλλὰ σπλάγχνον.
Τοιοῦτον ἔχω ἐχθρὸν ὃν μισῆσαι οὐ δύναμαι. Τέκνου θυσίαν
θεὸς ἀπῄτει τὸν Ἀβραάμ, ἀλλὰ γειτονεύουσαν μάχαιραν τῷ
λαιμῷ ἀνέκοψε καὶ ὁ τῆς θυσίας νομοθέτης τοῦ θυομένου παιδὸς
ἔκδικος ἐγένετο λέγων·

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Hebraeos (homiliae 1–34)


(2062: 168); MPG 63.Vol 63, pg 65, ln 58
529

ἔχειν. Κἂν μὲν ὑβρίσῃ τις νέος, εὐθέως προβάλλεται


τὰς πολιάς. Σὺ αὐτὰς αἰδέσθητι πρῶτος· εἰ δὲ σὺ τὰς
σεαυτοῦ οὐκ αἰδῇ, καὶ ταῦτα γέρων ὢν, πῶς τὸν νέον
τὰς σὰς αἰδεῖσθαι ἀξιοῖς πολιάς; Οὐκ αἰδῇ τὰς πολιὰς,
ἀλλ' αἰσχύνεις αὐτάς. Ὁ Θεός σε ἐτίμησε τῇ λευκό-
τητι τῶν τριχῶν, ἔδωκέ σοι προεδρίαν πολλήν· τί
προδίδως τὴν τιμήν; Πῶς σε αἰδεσθήσεται ὁ νέος,
ὅταν αὐτοῦ πλέον ἀσελγαίνῃς; Ἡ γὰρ πολιὰ τότε αἰ-
δέσιμος, ὅταν τὰ τῆς πολιᾶς πράττῃ· ὅταν δὲ νεωτε-
ρίζῃ, τῶν νέων καταγελαστότερος ἔσται. Πῶς οὖν
δυνήσεσθε τῷ νέῳ ταῦτα παραινεῖν ὑμεῖς οἱ γέροντες
μεθύοντες ὑπὸ τῆς ἀταξίας; Οὐ τῶν γερόντων δὲ κατ-
ηγορῶν ταῦτα λέγω, μὴ γένοιτο, ἀλλὰ τῶν νέων.
Οἱ γὰρ ταῦτα πράττοντες, ἐμοὶ δοκεῖ, κἂν εἰς ἑκατο-
στὸν ἔλθωσιν ἔτος, νέοι εἰσί· καθάπερ οἱ νέοι, κἂν
παιδία μικρὰ ὦσι, σωφρονῶσι δὲ, τῶν γερόντων εἰσὶν
ἀμείνους. Καὶ οὐκ ἐμὸς οὗτος ὁ λόγος, ἀλλὰ καὶ ἡ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In annuntiationem deiparae [Sp.] (2062: 331);


MPG 62.Vol 62, pg 766, ln 80

ἀνώτερος, καὶ οὐδεμία τις ἄλλη μακαριωτέρα σοῦ τῆς


τικτούσης αὐτόν. Εἶπε δὲ Μαριὰμ πρὸς τὸν ἄγγελον·
Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω;
Ἰωσὴφ μνηστήρ ἐστιν ἐμὸς, οὐκ ἀνήρ· μέχρι γὰρ τῶν
ἀῤῥαβώνων αἱ περὶ τοῦ γάμου συνθῆκαι προέβησαν·
πῶς οὖν χωρὶς γάμου ἔσται μοι ἡ σύλληψις; πῶς χωρὶς
φυτουργοῦ βλαστήσω καρπόν; ἐπ' ἐμοῦ πρώτης ὁ δρόμος
τῆς φύσεως ἐναλλάττεται; ἐπ' ἐμοῦ πρώτης ὁ νόμος τῆς
κυήσεως μεταγράφεται; ἐπ' ἐμοῦ μόνης ξένη τρίβος
παιδοποιίας εὑρίσκεται; ἐπ' ἐμοῦ μόνης τὰ ἀρχαῖα τῆς
γονῆς ἔθη νεωτερίζεται; Δίδαξόν με φανερῶς, ὦ ἄγγελε,
τῶν λόγων τὸ αἴνιγμα, διήγησαί μοι τῶν ῥημάτων τὸν
τρόπον, ἑρμήνευσόν μοι τῶν καλῶν σου εὐαγγελίων
τὴν δύναμιν, χειραγώγησόν με πρὸς τὴν ξένην λοχείαν,
ἵνα μάθω κατὰ μικρὸν ὃ μέλλω τίκτειν μυστήριον, μάθω
πῶς τὰ ἀδύνατα γενήσεται δυνατὰ, μάθω πῶς τὰ ἀμή-
χανα τυγχάνει τινὸς μηχανῆς, μάθω πῶς τὰ ἄπορα
πόνον εὑρεῖν δεδύνηται, ἀκούσω πῶς τὴν φύσιν ἡ χάρις
ἐπὶ τὸ κρεῖττον καινοτομεῖ, ἢ πῶς ἡ φύσις δουλεύει τῇ
χάριτι. Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος, εἶπεν αὐτῇ·
Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ.
530

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Isaiam (2062: 497)“Jean Chrysostome.


Commentaire sur Isaïe”, Ed. Dumortier, J.Paris: Cerf, 1983; Sources
chrétiennes 304.Ch. 8, se. 2, l. 76

ἀνήμερον ἄγων ἄνθρωπον. Κέχρηται δὲ μεταφορικῶς ταῖς


λέξεσι, τό τε ἦθος τοῦ ἐγχωρίου δηλῶν βασιλέως καὶ τὴν
δύναμιν τοῦ βαρβάρου· ποιεῖ δὲ αὐτό, ὅπερ ἔφην ἀεί, τὸν
λόγον ἐμφαντικώτερον κατασκευάζων. Διὰ τοῦτό φησι·
Διὰ τὸ μὴ βούλεσθαι αὐτοὺς τὸ ὕδωρ τοῦ Σιλωάμ· οὐ
περὶ ὕδατος λέγων, ἀλλ' ἐπειδὴ ἡ πηγὴ ἠρέμα καὶ
ἀψοφητὶ πρόεισι, τὸ ἀτάρακτον καὶ ἐπιεικὲς τὸν τρόπον
τοῦ τότε βασιλεύοντος τῇ ἠρεμαίᾳ τῶν ὑδάτων διεξόδῳ
παραβάλλει καὶ Σιλωὰμ αὐτὸν καλεῖ, διὰ τὸ ἀνεπαχθὲς καὶ
ἥμερον· ὃ μεγίστην φέρει τοῖς ἀρχομένοις κατηγορίαν, ὅτι
μὴ βαρὺν ἔχοντες ζυγόν, Νεωτερίζειν ἐπεχείρουν καὶ ἀλλο-
τρίοις ἑαυτοὺς διδόναι βασιλεῦσι. Ἐπεὶ οὖν οὐ βούλονται,
φησί, τὸν ἥμερον καὶ ἐπιεικῆ, ἀλλὰ τὸν Ῥασὴν καὶ τὸν
υἱὸν τοῦ Ῥωμελίου, ἐπάγω, φησί, τὸν Βαβυλώνιον· καὶ τὸ
ῥαγδαῖον αὐτοῦ τῆς στρατιᾶς ὕδωρ ποταμοῦ φησι πολὺ
καὶ ἰσχυρόν.
Εἶτα ἑρμηνεύων τὴν μεταφοράν φησι· Τὸν βασιλέα τῶν
Ἀσσυρίων. Ὁρᾷς πῶς ἀδιάπτωτος ὁ λόγος ὁ ἔμπροσθεν
ἡμῖν λεχθεὶς φαίνεται· ὅτι πανταχοῦ ἐν ταῖς μεταφοραῖς
ἑαυτὴν ἑρμηνεύειν εἴωθεν ἡ Γραφή; Ὃ δὴ καὶ ἐνταῦθα
πεποίηκεν. Εἰποῦσα γὰρ ποταμόν, οὐκ ἐναπέμεινε τῇ

Δίδυμος Καίκος Frag. in Psalmos (e commentario altero) (2102:


021)“Psalmenkommentare aus der Katenenüberlieferung, 2 vols.”, Ed.
Mühlenberg, E.Berlin: De Gruyter, 1:1975; 2:1977; Patristische Texte
und Studien 15 & 16.Frag. 366, l. 4

Ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπολοῦνται, οὐ τῷ ἐξ ὅλων διαλύεσθαι τὴν σύστασιν


αὐτῶν ἀλλὰ τῷ μηκέτι εἶναι ἁμαρτωλούς.
Ps 36,25ab
Κἂν πολλὴ σπάνις σιτίων διὰ κραταιὰν λιμὸν γένηται, κατ' ἐντολὴν θεοῦ
κόρακες οἴσουσιν ὡς τῷ Ἡλίᾳ τροφάς, καὶ ὡς τῷ Δανιὴλ ἐν τῷ λάκκῳ
τῶν
λεόντων ἄριστον ὁ Ἀμβακοὺμ μετέωρος φερόμενος οἴσει. καὶ τοῦτο πρὸς
τὸ
ῥητόν, πρὸς δὲ διάνοιαν· ἐκ νεαροῦ καὶ ἀβεβαίου ἤθους καθ' ὃ
νεωτερίζων
531

νεώτερος ἤμην μεταβαλὼν εἰς γῆρας ἦλθον βίον ἀκηλίδωτον καὶ πολιὰν
φρόνησιν κεκτημένος. ὅμως οὕτω προκόψας Οὐκ εἶδον δίκαιον
ἐγκαταλε-
λειμμένον. [τὰ δ' ἄλλα ὁμοίως τῷ πρώτῳ.]
Ps 36,25c.26
[ἐγκαταλελειμένον] τῷ τὸν θεὸν ἔχειν τρέφοντα καὶ ἄρτους θείους
παρέχοντα, ὡς μὴ ζητῆσαί ποτε ἄρτους τὸ τοῦ δικαίου σπέρμα τουτέστιν
τοὺς κατὰ διδασκαλίαν γεγενημένους. ὅλην γοῦν τὴν ζωὴν ἑαυτοῦ
κατάστασιν οὖσαν ἀκριβῆ τε καὶ δεδοκιμασμένην ἐγνωσμένην πᾶσιν
ἐργάζεται· καὶ οὕτως ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ κοινωνικὸς ὤν, καὶ δανείζει
ἤτοι μαθήματα θεῖα τοῖς ἀκροωμένοις ἢ θεῷ κατὰ τὸ Ἐλεῶν πτωχὸν θεῷ
δανείζει, ἐπὶ τῷ κερδῆσαι

Publius Herennius Dexippus Hist., Frag. (2141: 003)


“FHG 3”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 17, l. 3

ΣΚΥΘΙΚΑ.

Exc. De sentent.:
τύχας ἀνδρῶν καὶ καταστάσεις πόλεων
καὶ ἐθνῶν νεωτερίζουσαι ἐλάττους τε ὁμοίως καὶ δια-
φερόντως περὶ εἰρήνην πόλεμον συμβαίνουσιν ἄγοντος
τοῦ χρόνου μηδεμιᾶς· ἀλλὰ μετατρέποντος ἄλλῃ ἄλ-
λους πρός τε τὸ ἄμεινον· καὶ μὴν τὰ γιγνόμενα ἐν τοῖς
ἀνθρωπείοις ἄριστοι γνώμην οἱ μὴ χαλε-
ποὶ δέξασθαι τὰς ἐξαλλαγὰς τῶν ἡμερῶν καὶ χρόνων·
μηδὲ ἐτῶν τούτους ὅσοι πολέμου τε καὶ στρατοπέδων
ἐξηγοῦνται μνήμῃ προγενομένων ἔχειν ἐπὶ τὰ συμφο-
ρώτατα ἑκάστους καὶ τοῖς προσπίπτουσιν κακου..της
τῶν ἱστορηθέντων νεωτέρων τε καὶ παλαιοτέρων .. πρὸς
δὲ τοὺς κατα...

Libanius Rhet., Soph., Epistulae 1–1544 (2200: 001)“Libanii opera,


vols. 10–11”, Ed. Foerster, R.Leipzig: Teubner, 10:1921; 11:1922, Repr.
1997.Epistle 1291, se. 3, l. 2

Κήδομαι τῶν ἐμαυτοῦ πολιτῶν, τοῦτο δέ, οἶμαι, κἂν


αὐτὸς ἐπαινέσαις· ἀλλὰ καὶ σοὶ θαρρεῖν ἔχω, τούτου δὲ αἴτιος
ὁ σὸς τρόπος. χάριν μὲν οὖν ἐπαγγέλλω καὶ νῦν ὥσπερ πρό-
τερον, βουλοίμην δ' ἂν καὶ σὲ δοῦναι καθάπερ πρότερον τὴν
χάριν.
τίς οὖν αὕτη; Ἀλεξάνδρῳ τῷ παρ' ἡμῖν πανταχό-
θεν εὐδοκιμοῦντι χωρίου μέρος ἐστὶ περὶ Κύρον. τοῦτ' αὐτῷ
532

διασώζουσιν ἄνδρες δύο, Ἀμμώνιος ὄνομα θατέρῳ, τῷ δὲ


Ἀθηνόδωρος.
ὁ μὲν οὖν πρότερος τὸ τοῦ χωρίου κεκτη-
μένος ἥμισυ μέτριός τε ἦν καὶ οὐδὲν ἐνεωτέριζεν· Σαβῖνος δέ
τις νῦν ἐωνημένος πάντα κινεῖ καὶ καινῶν μέτρων ἐπιθυμεῖ.
ἂν μὲν οὖν παύσηται θορυβῶν πρὸ δίκης, – εἰ δ' ἀνάγκη
ψήφῳ τὴν ἔριν λυθῆναι, μετὰ τοῦ τὰ δίκαια φυλάττειν καὶ
ἡμῶν μέμνησο.
Joannes Laurentius Lydus Hist., De mensibus (2580: 002)
“Ioannis Lydi liber de mensibus”, Ed. Wünsch, R.Leipzig: Teubner,
1898, Repr. 1967.B. 4, se. 103, l. 1

κἀκεῖθεν τὴν Καίσαρος ἐπωνυμίαν λαβεῖν, ἐπεὶ παρὰ


Φοίνιξιν ὁ ἐλέφας τὸ ζῶον καῖσαρ λέγεται. Οὐάλης
δὲ, ὃς καὶ αὐτὸς τὰ Καίσαρος ἔγραψε, φησὶν ἄριστον
μὲν αὐτὸν καὶ πρεπωδέστατον ἐν μεγέθει γενέσθαι,
ἔτι μὴν καὶ κομήτην· τὴν γὰρ κόμην πατρίως οἱ
Ῥωμαῖοι καισάριεν προσαγορεύουσι, καί φησιν, ὡς
διὰ τὸ ἐξ αὐτῆς κάλλος Καῖσαρ προσηγορεύετο. κύ-
ριον δὲ αὐτῷ ὄνομα Γάϊος, εὐγενείας δὲ σημαντικὸν
Ἰούλιος, ἀπὸ Ἰούλου τοῦ Αἰνείου τοῦ Ἀφροδίτης,
ἀρετῆς δὲ ὁ Καῖσαρ.
Θεοδόσιος ὁ μικρὸς νεωτερίζων τὸ τῆς Ὀλυμ-
πιάδος ἐκ τῶν χρόνων ἀπήλειψεν ὄνομα.
Ὅτι τὸν Καίσαρά φασιν ἐξ ἀπείρου χειμῶνος
ἐπιληψίᾳ περιπεσεῖν· θεραπευθῆναι δὲ ὕστερον ἡρα-
κλείου βοτάνης χυλὸν σὺν πυτίᾳ φώκης ἑλκύσαντα.
καὶ Καῖσαρ μὲν οὔπω θαυμαστὸν εἰ καὶ φώκης πυτίας
ηὐπόρησεν· Ἀρέτας δὲ ὁ τῶν Σκηνιτῶν Ἀράβων φύλ-
αρχος Κλαυδίῳ Καίσαρι γράφων ἐπιστολὴν περὶ τῆς
δι' ὀρνέων θεραπείας φησίν, ἧπαρ γυπὸς σὺν τῷ
αἵματι ὀπτὸν μετὰ μέλιτος διδόμενον ἐπὶ ἑβδομάδας
τρεῖς ἀπαλλάττειν ἐπιληψίας,

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία (2702: 001)“Michel Psellos.


Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance (976–1077), 2 vols.”,
Ed. Renauld, É.Paris: Les Belles Lettres, 1:1926; 2:1928, Repr. 1967.
Ch. 4, se. 10, l. 11

Καὶ τοῦτο πρῶτον θαυμάζειν ἔχω τοῦ αὐτοκράτορος,


ὅτι ἐξ ἐλάττονος τύχης τῆς μεγίστης ταύτης εὐδαιμονίας
533

τυχὼν, οὔτ' ἐξεπλάγη τὸ φρόνημα, οὔτε ἥττων εὑρέθη τοῦ


κράτους, ἀλλ' οὔ τι τῶν καθεστώτων ἠλλοίωσε· ἀλλ' ὥσπερ
πρὸς τοῦτο διαμεμελετημένος πόρρωθεν καὶ οἷον ἠρέμα
προσεγγίσας τῷ πράγματι, τοιοῦτος εὐθὺς ἐγνώριστο καθ' ἣν
ἐβεβασιλεύκει ἡμέραν, ὁποῖος εἰ χθὲς καὶ πρῴην διεῖπε τὴν
βασιλείαν· οὔτε γάρ τι τῶν συνήθως πραττομένων ἐκαινοτό-
μησεν, οὔτε νόμον ἀνεῖλεν, οὐδ' ἀντίθετον τούτῳ εἰσήνεγκεν,
ἀλλ' οὔτε τινὰ τῶν τῆς γερουσίας μετήμειψεν, οἷα δὴ φιλεῖ
ἐν ταῖς καιναῖς βασιλείαις νεωτερίζεσθαι· εἰ γὰρ καί τινες
αὐτῷ συνήθεις πρὸ τοῦ κράτους ἐτύγχανον ὄντες, ἢ χάριτάς
τισι καθωμολόγησεν, οὐδένα μὲν τούτων διεψεύσατο βασι-
λεύσας, πλὴν οὐκ εὐθὺς εἰς ὑπερηφάνους τούτους ἀρχὰς
ἀνεβίβασεν, ἀλλ' οἷον προγυμνάζων πόρρωθεν ταῖς ἥττοσι
καὶ ταπεινοτέραις, οὕτω κατὰ βραχὺ προῆγε ταῖς μείζοσι.
Καὶ ἀποπεφάνθω μοι περὶ τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς, ὡς εἰ μὴ τῶν
ἀδελφῶν ἡ μερὶς μοίρᾳ προσεφύη κακῇ, κἀντεῦθεν οὔτε
καταλύειν εἶχε τὸ γένος παντάπασιν, οὔτ' ἐπιστρέφειν
πρὸς τὸ συμφέρειν διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν τρόπων, οὐκ ἄν
τις ἐκείνῳ τῶν περιωνύμων βασιλέων ἀντήρισεν.

Ευάγριος Σχολαστικός. (2733: 001)“The ecclesiastical history of


Evagrius with the scholia”, Ed. Bidez, J., Parmentier, L.London:
Methuen, 1898, Repr. 1979.P. 116, l. 9

ἡμῶν ἀδελφότητι εἰς τὰς ὑμῶν ὁσίας ἀκοὰς εἰσήνεγκαν


λοιδορίας τινὰς οὐκ εὐχερῶς μεταγούσας εἰς λύπην τὴν
ὑμῶν ὁσιότητα· καὶ πρῶτον μὲν ὡς τὰ λείψανα τοῦ ἐν
ἁγίοις ἡμῶν πατρὸς τοῦ μακαρίου ἀρχιεπισκόπου Τιμο-
θέου μετηνέγκαμεν εἰς ἕτερον τόπον· ὅπερ πρᾶγμα οὔτε
θεῷ οὔτε νόμοις πρέπον ἐστί. Καὶ ἐπὶ τούτοις εἰς
ἕτερον μετεπήδησαν ἀσύστατον καὶ τοῦ προτέρου χεῖρον.
Πῶς γὰρ ἀναθεματίζειν εἴχομεν τὴν ἐν Καλχηδόνι ἁγίαν
σύνοδον, ᾗ πιστεύσαντες ἐβεβαιώσαμεν; Οὐκ ἀγνοεῖται
δὲ, οὐδὲ λέληθε τὴν ὑμῶν θεοφίλειαν τῶν παρ' ἡμῖν λαῶν
ὁ ζῆλος καὶ ἡ ἐλαφρία καὶ τῶν Νεωτερίζειν ἐθελόντων
μοναζόντων, οἵτινες μελετήσαντες ἅμα τισὶν ἐθελοκάκοις
τῆς ἐκκλησίας ἀποσκιρτήσασι τοὺς λαοὺς ἀποσπᾶν ἐπι-
χειροῦσι. Καὶ διὰ τῶν ὑμετέρων εὐχῶν, ἐσκεψάμεθα
λόγον θεραπείας ἐχόμενον μηδὲν βλάπτοντα τὴν ἁγίαν
σύνοδον τὴν ἐν Καλχηδόνι, εἰδότες οὐδὲν καινὸν ἔχειν
αὐτὴν πεπραγμένον· καὶ πρὸς πεισμοσύνην τῶν ἀκεραίων
καὶ ἀπολογίαν τοὺς ἐπισυνελθόντας ἡμῖν τοῦτο λέγειν
534

πεποιήκαμεν. Καὶ τοῦτο μὲν πολὺς γενόμενος ταχέως


ἐκώλυσα.

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 126, l. 31

τερον μᾶλλον ἀποκλίναντες· ὡς πάσας τὰς ἐκκλησίας


εἰς ἰδίας ἀποκριθῆναι μοίρας καὶ μηδὲ κοινωνεῖν ἀλλήλοις
τοὺς προεδρεύοντας. Ἐντεῦθεν πλεῖστα τμήματα κατά
τε τὴν ἑῴαν ἀνά τε τὰ ἑσπέρια μέρη καὶ κατὰ τὴν Λιβύην
ἐτύγχανον ὄντα, οὔτε τῶν ἑῴων ἐπισκόπων τοῖς ἑσπερίοις
ἢ τοῖς Λίβυσι σπενδομένων οὔτε αὖ τούτων τοῖς ἑῴοις.
Τὸ δὲ μείζον' εἰς ἀτοπίαν προῄει. Οὐδὲ γὰρ σφίσιν
αὐτοῖς ἐκοινώνουν οἱ τῆς ἑῴας πρόεδροι, οὐδὲ μὴν οἱ τῆς
Εὐρώπης ἢ τῆς Λιβύης τοὺς θρόνους διέποντες, μήτι γε
δὴ καὶ ὑπερορίοις. Ἅπερ ὁ βασιλεὺς Ἀναστάσιος
θεώμενος τοὺς νεωτερίζοντας τῶν ἐπισκόπων ἐξωθεῖτο, εἴ
που κατειλήφει παρὰ τὸ εἰωθὸς τοῖς τόποις τινὰ τὴν ἐν
Καλχηδόνι σύνοδον κηρύττοντα ἢ ταύτην ἀναθέματι
περιτιθέντα. Ἐκβέβληκε μὲν οὖν ἐκ τῆς βασιλίδος τῶν
πόλεων πρῶτον μὲν Εὐφήμιον ὡς προγέγραπται, εἶτα
Μακεδόνιον, μεθ' ὃν Τιμόθεος ἐγεγόνει, ἐκ δὲ τῆς Ἀντιόχου
Φλαβιανόν.

Ευάγριος Σχολαστικός. P. 181, l. 29

γὰρ θἀτέρῳ τῶν μερῶν, τῷ κυανέῳ φημί, ἀτεχνῶς προς-


κεκλίσθαι ἐς τοσοῦτον ὥστε καὶ μιαιφονίας αὐτοὺς ἐν
μέσῃ ἡμέρᾳ καὶ ἐν μέσῃ τῇ πόλει ἐργάζεσθαι τῶν ἀπ'
ἐναντίας, καὶ μὴ μόνον ποινὰς μὴ δεδιέναι ἀλλὰ καὶ γερῶν
ἀξιοῦσθαι, ὡς πολλοὺς ἀνδροφόνους ἐντεῦθεν γενέσθαι.
Ἐξῆν δὲ αὐτοῖς καὶ τοῖς οἴκοις ἐπιέναι καὶ τὰ ἐναποκεί-
μενα κειμήλια ληΐζεσθαι καὶ τοῖς ἀνθρώποις τὰς σφῶν
πιπράσκειν σωτηρίας. Καὶ ἤν τις τῶν ἀρχόντων εἴργειν
ἐπειράθη, περὶ τὴν σωτηρίαν αὐτὴν ἐκινδύνευεν. Ὅθεν
ἀμέλει εἷς τις τὴν ἑῴαν ἐπιτροπεύων ἀρχήν, ἐπεὶ ἐνίους
τῶν νεωτεριζόντων νεύροις ἐσωφρόνισεν, ἀνὰ τὸ μεσαίτατον
τῆς πόλεως νεύροις ᾐκίσθη τε καὶ περιηνέχθη. Καλλίνικος
δὲ τῶν Κιλίκων ἡγούμενος, δύο ἀνδροφόνω Κίλικε, Παῦλον
καὶ Φαυστῖνον, ἐπελθόντε οἱ καὶ διαχρήσασθαι βουλομένω,
ἐπεὶ ταῖς ἐκ νόμων ποιναῖς ἐκτέθεικεν, ἀνεσκολοπίσθη,
ποινὴν ὑπὲρ ὀρθῆς συνέσεως καὶ τῶν νόμων ταύτην κατα-
535

βαλών. Ἐντεῦθεν οἱ θἀτέρου μέρους τὰ οἰκεῖα φεύγοντες


καὶ πρὸς οὐδένων ἀνθρώπων δεξιούμενοι, ἀλλὰ καὶ ὡς
ἅγη πάντοθεν ἐλαυνόμενοι, τοῖς ὁδοιποροῦσιν ἐφήδρευον
λωποδυσίας τε καὶ μιαιφονίας ἐργαζόμενοι, ὡς πάντα

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Vat. gr. 1236)
(2934: 018); MPG 95 & 96.Vol. 96, p. 101, l. 38

πόδισον τὸν ἄρτον αὐτοῦ, καὶ μὴ δὸς αὐτῷ. Δι-


πλάσια γὰρ κακὰ εὑρήσεις ἐν πᾶσιν ἀγαθοῖς, οἷς
ἐὰν ποιῇς αὐτῷ, ὅτι καὶ ὁ Ὕψιστος ἐμίσησεν
ἁμαρτωλοὺς, καὶ τοῖς ἀσεβέσιν ἀποδώσει ἐκεῖ
κρίσιν.»
Μείζονα καὶ σπουδαιοτέραν τὴν ἐπιμέλειαν ποιοῦ
εἰς τοὺς δι' ἀρετὴν καὶ θεοσέβειαν πτωχεύσαντας, ἢ
πενομένους, ἄλλως εἰς τοὺς ἐκ νόσων ἢ τῶν συμ-
πτωμάτων ἀποροῦντας, παρὰ τοὺς ἐκ κακοπραγίας
ἢ ἀσωτίας πτωχεύσαντας.
Ὅλως τολμᾷς Νεωτερίζειν, καὶ σκιρτᾷν, καὶ
παιγνίοις προσέχειν, Χριστιανὸς ὑπάρχων; ὅλως
τολμᾷς ὀρχεῖσθαι, καὶ ἅλλεσθαι, πόδας καὶ χεῖρας
πρὸς τὸ ἀρέσκον τῷ διαβόλῳ κινεῖν; πῶς συναγε-
λάζῃ καὶ συναλίζῃ τοῖς ὄντως Χριστιανοῖς;
Ἔσω ὁ ἱερεὺς προσφέρει τὴν ἱκεσίαν τῷ Θεῷ
ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, καὶ ἔξω παίγνια
ἐπιτελοῦνται. Οὕτως γὰρ ἔπαιζον καὶ οἱ Ἰσραη-
λῖται, καὶ ἐπῆλθεν αὐτοῖς ὄλεθρος.

Ιωάννης Δαμασκηνός. Passio sancti Artemii [Dub.] (2934: 062); MPG


96.Vol. 96, p. 1281, l. 57

μήτε τοῖς Ῥωμαϊκοῖς νόμοις, μήτε τοῖς Ἑλληνικοῖς


ἔθεσιν ἐμπεδωθείς· ἐγὼ δὲ, ὦ ἀνόσιε, τῆς Ἑλληνι-
κῆς τε καὶ Ῥωμαϊκῆς παιδείας ἄκρον ἐπειλημμέ-
νος, καὶ ταῖς τῶν παλαιῶν ἀνδρῶν θεολογίαις, Ἑρ-
μοῦ τε φημι καὶ Ὀρφέως καὶ Πλάτωνος, ἐξησκη-
μένος, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ ταῖς Ἰουδαϊκαῖς Γραφαῖς
ἐξωμιληκὼς, καὶ τὴν τούτων τερθρείαν πεπατηκὼς,
πάλιν ἐπὶ τὸ πατροπαράδοτον καὶ ἀρχαιότατον καὶ
θεοφιλὲς τοὺς ἀνθρώπους ἔθος τε καὶ σέβας μένειν
536

διακελεύομαι, ἢ ταῖς τῶν ἀπαιδεύτων καὶ νεωτερι-


ζόντων ἀνοίαις ἀκολουθεῖν· ἀλλὰ ἀπογυμνούσθω καὶ
οὗτος τῆς ἀμπεχόνης, καὶ τῆς τῶν μαστίγων πείρας
ἐν μεθέξει γενέσθω· ὡς ἂν ἐκ τούτου σωφρονέστε-
ρος γεγονὼς, τοῖς ἡμετέροις νόμοις καὶ μὴ βουλόμε-
νος ὑποκύψειεν.
λεʹ. Τούτων τοίνυν ἀπανθρώπως τιμωρουμένων,
αἰκισμοῖς τε βαρυτάτοις ἀλγυνομένων, ὁ μακάριος
καὶ εὐσεβὴς Ἀρτέμιος, ὡς προδεδήλωται, δοὺξ καὶ
Αὐγουστάλιος ὑπὸ Κωνσταντίου τῆς Αἰγύπτου πάσης
κατασταθεὶς, καὶ διὰ τὴν ὀρθὴν αὐτοῦ καὶ ἀμίμη-
τον πρᾶξιν ἐπιτροπὴν ἔσχε καὶ τῶν τῆς Συρίας

Priscus Hist., Rhet., Frag. (2946: 002)“Prisci Panitae Frag. a”, Ed.
Bornmann, F.Florence: Le Monnier, 1979.Frag. 1a, l. 6

φρουρίῳ Θρᾳκίῳ οἱ παρειληφότες ἐσταύρωσαν δίκας αὐτοὺς


πραττόμενοι τῆς φυγῆς. οἱ δὲ περὶ Ἀττήλαν καὶ Βλήδαν
τὴν εἰρήνην πρὸς Ῥωμαίους θέμενοι διεξῄεσαν τὰ ἐν τῇ
Σκυθικῇ ἔθνη χειρούμενοι καὶ πόλεμον πρὸς Σορόσγους
συνεστήσαντο.
Οὐάλιψ ὁ πάλαι τοὺς Ῥούβους τοῖς Ῥωμαίοις ἐπ-
αναστήσας τοῖς ἑῴοις, καταλαβὼν Νοβίδουνον πόλιν πρὸς
τῇ ὄχθῃ κειμένην τοῦ ποταμοῦ, τινάς τε τῶν πολιτῶν
διεχειρήσατο καὶ σύμπαντα τὰ ἐν τῷ ἄστει ἀθροίσας χρή-
ματα κατατρέχειν τὴν Θρᾳκῶν καὶ Ἰλλυριῶν παρεσκευάζετο
μετὰ τῶν Νεωτερίζειν σὺν αὐτῷ ἑλομένων. Τῆς δὲ παραστη-
σομένης αὐτὸν πεμφθείσης ἐκ βασιλέως δυνάμεως, τειχήρης
οὖν γενόμενος τοὺς πολιορκοῦντας ἐκ τῶν περιβόλων ἠμύνετο,
ἐφ' ὅσον αὐτῷ τε καὶ τοῖς ἀμφ' αὐτὸν οἷά τε ἦν καρτερεῖν·
ἡνίκα γὰρ ἀπηγορεύοντο πόνῳ διαδοχῆς τὸ Ῥωμαϊκὸν μά-
χεσθαι πλῆθος, ἐς τὰς ἐπάλξεις τοὺς παῖδας τῶν αἰχμα-
λώτων ἱστῶντες, τὴν τῶν ἐναντίων βελῶν ἐπεῖχον φοράν·
φίλοι γὰρ τῶν Ῥωμαϊκῶν παίδων οἱ στρατιῶται οὔτε
ἔβαλλον ἐπὶ τοὺς ἐπὶ τοῦ τείχους οὔτε ἠκόντιζον, καὶ
οὕτως αὐτῷ τριβομένου τοῦ χρόνου, ἐπὶ συνθήκαις ἡ πο-
λιορκία ἐλύετο.

Prolegomena De Comoedia, De comoedia (3002: 003)


“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”,
537

Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma, 1975; Scholia in Aristophanem


1.1A.L. 24

τὸ κατασκευαζόμενον. ἐπιγενόμενος δὲ ὁ Κρατῖνος κατέστησε μὲν


πρῶτον τὰ ἐν
τῇ κωμῳδίᾳ πρόσωπα μέχρι τριῶν στήσας
τὴν ἀταξίαν καὶ τῷ χαρίεντι τῆς κωμῳδίας τὸ ὠφέλιμον προστέθεικε
τοὺς κακῶς πράττοντας
διαβάλλων καὶ ὥσπερ δημοσίᾳ μάστιγι τῇ κωμῳδίᾳ κολάζων.
ἀλλ' ἔτι μὲν καὶ οὗτος τῆς ἀρχαιότητος μετεῖχε καὶ
ἠρέμα πως τῆς ἀταξίας. ὁ μέντοι γε Ἀριστοφάνης μεθοδεύσας
τεχνικώτερον
τῶν μεθ' ἑαυτοῦ τὴν κωμῳδίαν ἐνέλαμψεν ἐν ἅπασιν ἐπίσημος ὀφθεὶς
οὕτως
καὶ οὕτως πᾶσαν
κωμῳδίαν ἐμελέτησε. καὶ γὰρ τὸ τούτου δρᾶμα ὁ Πλοῦτος Νεωτερίζει
κατὰ τὸ πλάσμα· τήν τε γὰρ ὑπόθεσιν ὡς ἀληθῆ ἔχει καὶ χορῶν
ἐστέρηται, ὅπερ τῆς νεωτέρας ὑπῆρχε κωμῳδίας.

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, p. 497, l. 11

τὴν βασιλίδα ἀνήγαγεν. ὁ δὲ βασιλεὺς πάλιν ἐπὶ Πέρσας ἐκστρα-


τεύει. καὶ τούτους τροπωσάμενος πάλιν ὑπέστρεψε.
Τῷ ιθʹ ἔτει ὁ μέγας Κωνσταντῖνος θεωρῶν Λικίνιον μανι-
κώτερον κατὰ τῶν Χριστιανῶν τῷ διωγμῷ χρώμενον καὶ ἐπιβου-
λὴν κατὰ τοῦ εὐεργέτου μελετῶντα, ὁπλίζεται κατ' αὐτοῦ διὰ
ξηρᾶς καὶ θαλάσσης. ἕνδεκα δὲ καὶ ὀκτὼ μησὶ τοῦ πολέμου
μεταξὺ Κωνσταντίνου καὶ Λικινίου ἱσταμένου, ὡς πόλεμος κατὰ
τὴν Βιθυνίαν ἐκροτήθη, ζῶν ὁ ἀλιτήριος συλλαμβάνεται ἐν Χρυ-
σοπόλει, καὶ εἰς Θεσσαλονίκην ἐκπέμπεται φρουρεῖσθαι, πρότε-
ρον μέντοι ἔν τε τῇ Φιλίππου πόλει πολεμήσας καὶ ἡττηθείς. ὡς
δὲ ἐν Θεσσαλυνίκῃ ἐπέμφθη καὶ πάλιν ἐκεῖσε Νεωτερίζειν ἔμελλε
βαρβάρους μισθούμενος, τοῦτον διὰ ξίφους ἀποτμηθῆναι ὁ βα-
σιλεὺς κελεύει· καὶ οὕτω λοιπὸν τελείας ἀπήλαυσε γαλήνης τὰ
πράγματα. τότε καθιστᾷ Κωνσταντῖνος τοὺς ἰδίους παῖδας Καί-
σαρας, καὶ κυριακὰς πρὸς ἐπιστροφὴν τῶν ἐθνῶν κατὰ τόπους
εἰς τιμὴν τοῦ θεοῦ ποιεῖ.

Ιωάννης Κίνναμος ιστορικός. Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum (3020: 001)“Ioannis Cinnami epitome rerum ab
538

Ioanne et Alexio Comnenis gestarum”, Ed. Meineke, A.Bonn: Weber,


1836; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.age 22, l. 23

φρείας πεποιημένοι· ἔξεστι δ' αὐτοῖς ἐς Ἰκόνιον ἀνιοῦσιν αὐθη-


μερὸν ἐκεῖθεν ἐπανελθεῖν. οὗ δὴ ἕνεκα μάλιστα βασιλεὺς περὶ
πλείστου τὴν τῆς λίμνης ἐπικράτησιν ἐποιεῖτο. τῶν δ' ἐν αὐτῇ
Ῥωμαίων οὐκ ἐνδιδόντων ταύτην αὐτῷ (χρόνῳ γὰρ δὴ καὶ ἔθει
μακρῷ Πέρσαις τὰς γνώμας ἀνακραθέντες ἦσαν), τοιάδε τινὰ
ἐνενόει. λέμβους ὡς πλείστους καὶ ἀκάτια ξυναγαγὼν ξύλοις
ἄνωθεν ἐπεζεύγνυ· ἐπὶ τούτων δὲ τὰς μηχανὰς θέμενος εὐθὺ τῶν
εἰρημένων ἦγε φρουρίων. ἔνθα ξυνέβη πνεύματι ξηρῷ τῆς λίμνης
ἐκταραχθείσης πολλοὺς τῶν Ῥωμαίων ἀπολωλέναι στρατιωτῶν·
μόγις δ' ὅμως καὶ ξὺν βίᾳ πολλῇ καὶ ταῦτα εἷλεν. ἐπειδή τε
Ῥαϊμοῦνδον τὸν Ἀντιοχείας πρίγκιπα Νεωτερίζειν ἐπύθετο, εὐθὺ
καὶ πάλιν Κιλίκων ἐχώρει, κατὰ νοῦν ἔχων τὴν Κιλίκων καὶ
Ἀντιοχέων ξὺν Ἀττάλου καὶ Κύπρῳ εἰς κλῆρον ἀποδώσεσθαι τῷ
Μανουήλ. ὅθεν δὲ ἐπὶ ταυτηνὶ τὴν ἔννοιαν ἦλθεν ἐρῶν ἔρχομαι.
φθάνει μὲν Ἀλεξίῳ, ὃς πρεσβύτατος αὐτῷ παίδων ἐγένετο, τὰ
Ῥωμαίων ἐκ πολλοῦ μνηστευσάμενος σκῆπτρα. ἐπεὶ δὲ καὶ Μα-
νουὴλ ἔσχατος αὐτῷ γένοιτο, φάσεις αὐτίκα ἐφοίτων καὶ ξύμ-
βολα βασιλείας εἰς τὸν παῖδα ἐγνωρίζετο, ὧν ἑνὸς ἢ δυοῖν ἐπι-
μνησθῆναι οὔ μοι ἔδοξεν ἄπο εἶναι καιροῦ. ἐπειδή ποτε πρὸς
ὕπνον κατέδαρθεν ὁ Μανουήλ, γυνή τις ὄναρ ἐφίσταται τούτῳ,

Ιωάννης Κίνναμος ιστορικός. Epitome rerum ab Joanne et Alexio


Comnenis gestarum P. 121, l. 11

ἐκρούσαντο παλίντροποί τε συντεταγμένως ἐχώρουν. ἐπεὶ δὲ Ῥω-


μαίους ἀταξίᾳ πολλῇ ἔχεσθαι ἔγνωσαν τό τε εὐαρίθμητον αὐτοῖς
τῶν νεῶν ἤδη καταφανὲς ἦν, αἴφνης ἐπιστραφέντες ἐφέροντο
κατ' αὐτοῦ, τοῦ κατὰ πρύμναν Ῥωμαίοις ἱσταμένου πνεύματος
τύχῃ τινὶ ἐπὶ τὴν πρώραν μεταθεμένου. αἱ μὲν οὖν ἄλλαι Ῥω-
μαίων νῆες τοῦ Ἀγγέλου κατάρξαντος, ὃς τῷ πρωτοστρατήγῳ
ἀδελφὸς ἦν (ὀλίγων δὲ νεῶν καὶ αὐτὸς ἦρχε) φυγῇ ἀκόσμῳ
ἐχρῶντο. Κωνσταντῖνος δ' ἐν μέσοις τοῖς πολεμίοις ἀπολειφθεὶς
ὑπὸ ταῖς αὐτῶν ἐγεγόνει χερσί, τοῦτο τῆς ἀβουλίας ὀνάμενος τῆς
αὑτοῦ. τοιαῦτα καινοτομῆσαν ἐξῆκεν ἤδη τὸ ἔτος ἐκεῖνο.
14. Βασιλεὺς δὲ Νεωτερίζειν καὶ πάλιν τὸν Παιονάρχην
ἀκούσας (οὐ γὰρ ἠνείχετο τηλικαῦτα περιυβρισμένος), ἤδη τῆς
ἐπὶ τὸν Ἴστρον καὶ πάλιν φερούσης ἥπτετο. τοῦ δὲ πρὸς τὴν ἐπέ-
λευσιν ἐκπλαγέντος περὶ εἰρήνης τε καὶ αὖθις διαπρεσβευσαμένου,
τότε μὲν ἐλύετο σφίσιν ὁ πόλεμος καὶ τὰ τῆς εἰρήνης ἐγέλα καλά,
ὀλίγῳ δ' ὕστερον Ἀνδρονίκου τοῦ βασιλέως ἐξαδέλφου τὰς αἰτίας
539

ἐνδόντος κατὰ Ῥωμαίων καὶ αὖθις ἐπολεμώθη. ἀλλὰ ταῦτα μὲν


ὕστερον. τότε δὲ βασιλεὺς τοῦτον δὴ τὸν Ἀνδρόνικον ἐπὶ τὴν Κι-
λίκων καὶ Ἰσαύρων ἔπεμπε γῆν, στρατηγὸν αὐτοκράτορα τοῦ πο-
λέμου τοῦδε καταστησάμενος. Τερόζης γὰρ ἀνὴρ τύχης ἐπιφα-
νοῦς Ἀρμένιος γένος πρὸς βασιλέως Ἰωάννου δορυάλωτος ἐκ μα

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 1, p. 96, l. 14

φρενοβλαβίας ἐξώκειλεν εἰς σκηνὴν καὶ θέατρον, ἐπεὶ δι' ὄχλου


πᾶσίν ἐστι, παραλείψω.
64. Ὅτι ὁ μετὰ Φήλικα τὸν ἐπίτροπον Ἰουδαίας οὐ καλῶς
ἐξηγήσατο τῶν πραγμάτων, οὐκ ἔστιν δὲ ἥντινα κακουργίας ἰδέαν
παρέλειπεν. οὐ μόνον γοῦν ἐν τοῖς πολιτικοῖς πράγμασιν ἔκλεπτε
καὶ διήρπαζε τὰς ἑκάστων οὐσίας οὐδὲ τὸ πᾶν ἔθνος ἐβάρει ταῖς
εἰσφοραῖς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπὶ ληστείᾳ δεδεμένους ὑπὸ τῆς παρ'
ἑκάστου βουλῆς ἢ τῶν προτέρων ἐπιτρόπων ἀπελύτρου τοῖς συγ-
γενέσι, καὶ μόνος ὁ μὴ δοὺς τοῖς δεσμωτηρίοις ὡς πονηρὸς ἐγ-
κατελείπετο. τηνικαῦτακαὶ τῶνΝεωτερίζειν βουλομένων ἐν
Ἱεροσολύμοις ἐθάρσησαν αἱ τόλμαι, καὶ χρήμασι μὲν οἱ δυνατοὶ
τὸν Ἀλβῖνον προσελάβοντο, ὥστε τοῦ στασιάζειν αὐτοῖς παρέσχεν
ἄδειαν, τοῦ δημοτικοῦ δὲ τὸ μὴ χαῖρον ἡσυχίᾳ πρὸς τοὺς Ἀλβίνου
κοινωνοὺς ἀπέκλινεν. ἕκαστος δὲ τῶν πονηρῶν ἴδιον στῖφος ὑπε-
ζωσμένος αὐτὸς μὲν ὥσπερ ἀρχιληστὴς ἢ τύραννος προανεῖχεν ἐκ
τοῦ λόχου, τοῖς δορυφοροῦσι δὲ τῶν μετρίων πρὸς ἁρπαγὰς κατε-
χρῆτο. συνέβαινε δὲ τοὺς μὲν ἀφῃρημένους, ὑπὲρ ὧν ἀγανακτεῖν
ἐχρῆν, σιωπᾶν, τοὺς ἀπλῆγας δὲ δέει τοῦ μὴ τὰ αὐτὰ παθεῖν καὶ
κολακεύειν τὸν ἄξιον κολάσεως. καθόλου δὲ ἡ μὲν παρρησία πάν-
των περιεκέκοπτο, τυραννὶς δ' ἦν διὰ πλειόνων, καὶ τὰ σπέρματα

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 1, p. 99, l. 20

ἐν θορύβῳ καὶ ταραχῇ ἦν καὶ συγχύσει· προδιέστη δὲ τὸ κατὰ


τὴν χώραν πλῆθος τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις στάσεως. ἐκινεῖτο γὰρ
ἐν ἑκάστῃ πόλει ταραχὴ καὶ πόλεμος ἐμφύλιος, ὅσον τε ἀπὸ Ῥω-
μαίων ἀνέπνεον, εἰς ἀλλήλους τὰς χεῖρας ἐπέστρεφον. ἦν δὲ τῶν
ἐπιθυμούντων πολέμους πρὸς τοὺς ἐπιθυμοῦντας εἰρήνην ἔρις
540

χαλεπή. καὶ πρῶτον μὲν ἐν οἰκίαις ἥπτετο τῶν ὁμονοούντων


πάλαι τὸ φιλόνεικον, ἔπειτα ἀφηνιάζοντες ἀλλήλων οἱ φίλτατοι
λαοὶ καὶ συνιὼν ἕκαστος πρὸς τοὺς τὰ αὐτὰ φρονοῦντας καὶ
προαιρουμένους ἤδη κατὰ πλῆθος ἀντετάσσοντο. καὶ στάσις μὲν
ἦν πανταχοῦ, τὸ νεωτερίζον δὲ καὶ τῶν ὅπλων ἐπιθυμοῦν ἐπε-
κράτει νεότητι καὶ τόλμῃ γηραιῶν καὶ σωφρόνων. ἐτράποντο δὲ
πρῶτον μὲν εἰς ἁρπαγὰς ἕκαστοι τῶν ἐπιχωρίων, ἔπειτα συνταξά-
μενοι κατὰ λόχους ἐπὶ ληστείας τῶν κατὰ τὴν χώραν, ὡς ὠμό-
τητος καὶ παρανομίας ἕνεκεν μηδὲν αὐτοῖς Ῥωμαίων τοὺς ὁμοφύ-
λους διαφέρειν, καὶ πολὺ τοῖς πορθουμένοις κουφοτέραν δοκεῖν
τὴν ὑπὸ Ῥωμαίων ἅλωσιν.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis


Vol. 2, p. 233, l. 6

ἐδόκει Κλοιλίῳ μὲν τῷ ἡγεμόνι δοθῆναι χιλίους χρυσοῦς στατῆρας,


ἱππεῖ δ' ἑκάστῳ δέκα, καὶ τὰ ἡμίσεα πεζῷ. καὶ τοῦτο σύμπαν
ἦν ὀλίγῳ πλέον πεντεκαίδεκα μυριάδων χρυσίου. ὁ δὲ χλαμύδας
μέν τινας ἐπήγετο καὶ ψέλια χρυσᾶ καὶ ἵππους ἐς δωρεὰν τοῖς
ἡγουμένοις, στατῆρας δὲ φερομένους μυρίους. καὶ πλησιάσας μετ-
επέμπετο Κλοίλιον. ὁ δὲ τοὺς ἐλθόντας εἰ φέρουσι τὸ χρυσίον
εἴρετο· καὶ μαθὼν οὐκ ἔχοντας, ἀναστρέφειν ἐπ' αὐτὸν ἐκέλευσεν.
ὧν ὁ Περσεὺς πυθόμενος, πάλιν αὐτὸν ἐλαύνοντος θεοῦ, κατη-
γόρει τῶν Γετῶν ἐν τοῖς φίλοις ἐκ μεταβολῆς ὡς φύσεως ἀπίστου.
καὶ ὑπεκρίνετο μὴ θαρρεῖν δισμυρίους αὐτῶν ἐς τὸ στρατόπεδον
ὑποδέξασθαι, μόλις δ' ἔφη μυρίους, ὧν καὶ νεωτεριζόντων κρα-
τῆσαι δύνασθαι. ταῦτα δὲ τοῖς φίλοις εἰπὼν ἕτερα τοῖς Γέταις
ἐπλάττετο καὶ τὸ ἥμισυ τῆς στρατιᾶς ᾔτει, τὸ χρυσίον τὸ γιγνόμενον
ὑπισχνούμενος δώσειν. τοσαύτης ἀνωμαλίας ἔγεμε, φροντίζων χρη-
μάτων τῶν πρὸ βραχέος ἐς θάλασσαν μεθειμένων. ὁ δὲ Κλοίλιος
τοὺς ἀφικομένους ἰδὼν εἴρετο μετὰ βοῆς, εἰ τὸ χρυσίον κεκομί-
κασι, καὶ βουλομένους τι λέγειν ἐκέλευε πρῶτον εἰπεῖν περὶ τοῦ
χρυσίου. ὡς δ' ἔμαθεν οὐκ ἔχοντας, οὐκ ἀνασχόμενος αὐτῶν οὐδ'
ἀκοῦσαι τὴν στρατιὰν ἀπῆγεν ὀπίσω. καὶ Περσεὺς ἀφῄρητο καὶ
τῆσδε τῆς συμμαχίας, πολλῆς τε καὶ κατὰ καιρὸν ἐλθούσης. ὑπὸ
δ' ἀφροσύνης ἐν Φίλᾳ χειμάζων καὶ στρατὸν ἔχων πολὺν

Γεώργιος Μοναχός Χρονογράφος. Chronicon (lib. 1-4) P. 523, l. 6

μενοι πρὸς τοῦτο λίαν ἀνδρικῶς ἐν ταῖς ὑπὲρ τοῦ καλοῦ


περιστάσεσιν; ὥστε οὖν ἀληθὲς εἰπεῖν, ὅτι τοῦτο μᾶλλόν
ἐστι τῆς θείας δικαιοσύνης ἴδιον τὸ μὴ θέλγειν καὶ ἀπολ-
541

λύειν τῶν ἀρίστων τὴν ἀριστότητα ταῖς τῶν ὑλικῶν δόσεσιν,


μηδέ, εἴ τις ἐπιχειροίη τοῦτο ποιεῖν, ἐᾶν ἀβοηθήτους, ἀλλ'
ἐνιδρύειν αὐτοὺς ἐν τῇ καλῇ καὶ ἀμειλίκτῳ στάσει καὶ ἀπο-
νέμειν αὐτοῖς τοιούτοις οὖσι τὰ κατ' ἀξίαν.
Κωνσταντίνου δὲ τοῦ μεγάλου ὑπὸ Ἑλλήνων φιλοσόφων
ὀνειδισθέντος εἰς τὸ Βυζάντιον ὡς οὐ πράττει καλῶς παρὰ
τὰ ἔθη τῶν παρὰ Ῥωμαίοις βασιλευσάντων διαγινόμενος,
ἀλλὰ νεωτερίζων τὴν θρησκείαν μεταθέμενος ἔδοξεν ἕνα τῶν
φιλοσόφων διαλεχθῆναι Ἀλεξάνδρῳ τῷ ἐπισκόπῳ τοῦ Βυζαν-
τίου περὶ τῆς πίστεως. λόγων δὲ ἄπειρος ὣν ὁ Ἀλέξανδρος,
τὰ δὲ ἄλλα θεῖος, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς διαλέξεως εἶπε τῷ δια-
λεκτικῷ φιλοσόφῳ· ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ θεοῦ
ἐπιτάττω σοι σιωπᾶν καὶ μὴ φθέγγεσθαι. ἅμα δὲ τῷ λόγῳ
ἐφιμώθη καὶ ἔμεινεν ἄλαλος.

Γεώργιος Μοναχός Χρονογράφος. Chronicon (lib. 1-4) P. 660, l. 21

ἀπέστειλε παραυτίκα τὸν παρακοιμώμενον ἀγαγεῖν Φιλιππι-


κὸν τὸν γαμβρὸν αὐτοῦ διὰ τάχους. ὃς θεασάμενος τὸν
παρακοιμώμενον ἐν τοιαύτῃ ὥρᾳ καὶ τῆς ἑαυτοῦ ζωῆς ἀπο-
γνοὺς ᾐτήσατο κοινωνῆσαι, καὶ οὕτως ἀπῄει πρὸς τὸν βασιλέα
καταλιπὼν τὴν ἰδίαν γυναῖκα ἐπὶ σάκκου καὶ σποδοῦ κει-
μένην καὶ κλαίουσαν. εἶτα εἰσελθὼν ἐν τῷ βασιλικῷ κοι-
τῶνι ἔρριψεν ἑαυτὸν εἰς τοὺς πόδας τοῦ βασιλέως. ὁ δὲ
βασιλεὺς κελεύσας ἐξελθεῖν ἔξω τὸν παρακοιμώμενον ἀναστὰς
ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας Φιλιππικοῦ λέγων· συγχώρησόν μοι,
ἀδελφέ, διὰ τὸν θεὸν ὅτι ἥμαρτόν σοι. ἕως ἄρτι γὰρ ὑπε-
νόουν σε μέλλοντα Νεωτερίζειν κατ' ἐμοῦ, ἀλλὰ νῦν ἀσφα-
λῶς ἔγνων ἀθῶον εἶναί σε τῆς ὑπονοίας ταύτης. παρακαλῶ
οὖν σε εἰπεῖν μοι, τίνα γινώσκεις ἐν τοῖς ἡμετέροις τάγμασι
Φωκᾶν στρατηλάτην. ὁ δὲ Φιλιππικὸς ἀναλογισάμενος ἔφη·
ἕνα γινώσκω, ὅστις πρὸ καιροῦ πεμφθεὶς ἐκ τοῦ στρατοῦ
ἀντέλεγε τῷ κράτει σου. καὶ ὁ βασιλεὺς εἶπεν· ποίας ἐστὶν
ἕξεως; ὁ δὲ Φιλιππικὸς λέγει· νεώτερος, δειλὸς καὶ θρασύς.
καὶ ὁ βασιλεύς φησιν· εἰ δειλός, καὶ φονεύς. καὶ ἐξηγή-
σατο αὐτῷ τὸ ἐνύπνιον. ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ ἐφάνη ἀστὴρ
κομήτης. καὶ τῇ ἐπαύριον ἔφθασεν ὁ ἀποσταλεὶς μαγι-
στριανὸς φέρων ἀπόκρισιν τοιαύτην· γίνωσκε, φησίν

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica P. 434, l. 20

Σευῆρος δὲ βασιλεύσας εὐθὺς τοὺς Περτίνακος φονευτὰς ἀνεῖλε.


542

Κλήμης ὁ Στρωματεὺς πρεσβύτερος Ἀλεξανδρείας ἄριστος διδάσκαλος


ἐν τῇ κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίᾳ συντάττων διέλαμπε.
Πάνταινος φιλόσοφος ἀπὸ στωικῶν ἐν τῷ θείῳ λόγῳ διέπρεπεν.
Ἀφρικανὸς ἱστορικὸς Χριστιανὸς ἤκμαζε.
Λεωνίδης Ὠριγένους πατὴρ ἐμαρτύρησε διωγμοῦ γεγονότος ἐν Ἀλεξαν-
δρείᾳ.
Μουσιανὸς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς ἐγνωρίζετο.
Ὠριγένης ὁ ματαιόφρων ἐν Ἀλεξανδρείᾳ κενοδοξῶν Ἑλληνικοῖς δόγμα-
σιν ἐνεωτέριζε. τοῦτον Εὐσέβιος ὁ Παμφίλου ὡς ὁμόφρων ἐκθειάζων
σὺν αὐτῷ λογισθείη.
Νίγερα στρατηγὸν ἐπαναστάντα τοῖς πράγμασι καὶ τὸ Βυζάντιον χει-
ρωσάμενον κατά τε Νικαίας μητροπόλεως Βιθυνίας Περσικὴν δύναμιν
ἀθροίσαντα, καὶ Οὐλίγισσον τὸν Περσῶν βασιλέα καὶ ἄλλους βαρβάρους
ὁ Σευῆρος ἀναιρεῖ διὰ τῶν ἑαυτοῦ στρατηγῶν, τό τε Βυζάντιον
ἀναλαμβάνει
πολιορκίᾳ, διαφθείρας τοὺς Νίγερος συνδρόμους. Σευῆρος πρὸς Οὐλίγις-
σον καὶ Πέρσας πολεμήσας φυγάδα τοῦτον τρεψάμενος κατέστησε, τήν

Scylitzes Continuatus, Continuatio Scylitzae (3064: 002)


“Ἡ συνέχεια τῆς χρονογραφία ς τοῦ Ἰωάννου Σκυλίτση”, Ed. Tsolakes,
E.T.Thessalonica: n.p., 1968; Ἑταιρεία Μακεδονικῶν Σπουδῶν. Ἵδρυμα
Μελετῶν Χερσονήσου τοῦ Αἵμου 105.P. 185, l. 2

ζυγῷ τοὺς αὐχένας ὑπέκλιναν καὶ προσῆλθον ἱκέται αὐτόμολοι. Τότε


δὴ ὁ Λέκας τὸν ἐπίσκοπον Σαρδικῆς Μιχαήλ, τὰ τοῦ βασιλέως φρονοῦν-
τα καὶ τὴν πόλιν αὐτὸ τοῦτο ποιεῖν παραινοῦντα, ἀνεῖλε τὴν θείαν καὶ
ἱερατικὴν στολὴν ἀμπεχόμενον.
Ἠξίωσε δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ τὴν πρὸ τοῦ αὐγοῦσταν Εὐδοκίαν καὶ
τοὺς παῖδας αὐτῆς προνοίας τε μεγάλης καὶ τιμῆς, καὶ τριῶν σεκρέ-
των κυρίαν ἀπέδειξεν· οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τὸν Βρυέννιον καὶ τὸν Βασιλά-
κιον προνοίας ἐνδεχομένης ἠξίωσεν.
Ἄρτι δὲ τῶν Τούρκων τὴν ἑῴαν κατατρεχόντων στρατὸν ἀξιό-
χρεων συνηλικὼς στρατηγὸν αὐτῷ ἐφίστησι Κωνστάντιον, τὸν υἱὸν
Κωνσταντίνου τοῦ Δούκα. Καὶ αὐτίκα διαπεράσας Νεωτερίζει κατὰ τοῦ
βασιλέως, καὶ βασιλεὺς παραυτίκα ἀναγορεύεται παρὰ τοῦ ἐν Χρυσοπό-
λει συνόντος αὐτῷ στρατιωτικοῦ πλήθους. Ἀξιώσας δὲ περὶ τούτου ὁ
βασιλεὺς καὶ μὴ εἰσακουσθείς, τοὺς μὲν δώροις καὶ ἀξιώμασι μειλιξάμε-
νος, ἄλλους δὲ ἄλλον τρόπον μεταχειρισάμενος λαμβάνει τοῦτον ἀναι-
μωτί, αὐτῶν τῶν ἀναγορευσάντων προδόντων αὐτόν, καὶ ἀποκείρει μο-
ναχὸν καὶ εἴς τινα νῆσον περιορίζει. Λέγεται δὲ ὅτι καὶ εἰς πρεσβυτέρου
ἀνήχθη βαθμόν.
543

Leo Diaconus Hist., Historia (3069: 001)“Leonis diaconi Caloënsis


historiae libri decem”, Ed. Hase, K.B.Bonn: Weber, 1828; Corpus
scriptorum historiae Byzantinae.P. 31, l. 22

λει δὲ καὶ σώματος ὥρᾳ πασῶν τῶν τότε γυναικῶν ὑπερφέρουσα,


Ῥωμανῷ συνηρμόσθη τῷ αὐτοκράτορι. ὁ δὲ Νικηφόρος (αὖθις
γὰρ πρὸς τὸν εἱρμὸν ἐπάνειμι τῆς διηγήσεως) τὴν μεταβολὴν τῆς
μεγίστης ἀρχῆς διενωτισθεὶς, παντοδαπός τις ἦν, ἄλλοτε ὑπ'
ἄλλων λογισμῶν διαταραττόμενος. τὸ γὰρ ἄπιστον τῶν πραγμά-
των καὶ τὸ παλίντροπον τῆς τύχης καὶ ἄστατον οὐκ εἴα τὸν ἄν-
θρωπον ἀτρεμεῖν, ὑπειδόμενον μάλιστα τὴν τοῦ Ἰωσὴφ δυνα-
στείαν, ὅς γε ἐκτομίας ὢν καὶ μάλιστα παρὰ τὴν βασιλείαν ἑστίαν
δυνάμενος (τῷ τοῦ παρακοιμωμένου γὰρ ἀξιώματι ἐσεμνύνετο),
δυσμενῶς τῷ Νικηφόρῳ διέκειτο.
ιαʹ. Ἔγνω γοῦν αὐτίκα Νεωτερίζειν· ἀλλὰ δύναμιν ἐκ τοῦ
παρατυχόντος ἀποχρῶσαν οὐκ ἐπαγόμενος (τὰ γὰρ στρατεύμα-
τα πρὸς τὰς σφῶν ἐνεγκαμένας αὐτοῦ προστεταχότος ἀπῄε-
σαν), ἐδεδοίκει τὸν τοσοῦτον ἀγῶνα τέως ἐπαποδύσασθαι. ἔδοξεν
οὖν ὑπερθέσθαι τὸν νεωτερισμόν· εἰσελάσαντι δὲ εἰς τὸ Βυζάντιον,
καὶ κατάγοντι τὸν θρίαμβον, εἴγε τὴν στρατιὰν οἱ κρατοῦντες
αὑτῷ ἐγχειρίσοιεν (ᾔδει γὰρ αὐτοῦ περιόντος μὴ ἂν ἄλλον καρτερῆ-
σαι πρὸς τὴν τῶν βαρβάρων ἀντίστασιν παρατάττεσθαι)· ἀναλα-
βεῖν τε τὰς δυνάμεις, καὶ λελογισμένως καὶ ἀνεπισφαλῶς ὑπὲρ τῶν
ὅλων διαγωνίσασθαι. οὕτω δὴ γνωματεύσας καὶ βουλευσάμενος
πρὸς τὸ Βυζάντιον ἴεται ἀσμενέστατά τε ὑπὸ τοῦ δήμου καὶ τῆς

Συμεών Λογοθέτης χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel


Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub titulo
Epitome fort. sub auctore Trajano Patricio) (3070: 001)
“Leonis Grammatici chronographia”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1842;
Corpus scriptorum historiae Byzantinae.P. 88, l. 15

ἐν λάρνακι πορφυρῷ ἤτοι Ῥωμαίῳ, αὐτός τε καὶ ἡ μήτηρ


αὐτοῦ Ἑλένη, πρὸ δώδεκα ἐτῶν τῆς αὐτοῦ τελευτῆς θανοῦσα,
καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ Φαύστα, θυγάτηρ Μαξιμιανοῦ τοῦ Ἑρκου-
λίου, καταλείψας τρεῖς υἱούς, Κωνστάντιον Κώνσταντα καὶ
Κωνσταντῖνον, διορισάμενος Κωνστάντιον μὲν ἔχειν τὰ Θρᾴ-
κης καὶ ἑώας μέρη, Κώνσταντα δὲ Κρήτην καὶ Ἀφρικὴν καὶ
τὸ Ἰλλυρικόν, Κωνσταντῖνον δὲ τὰ πρὸς Ὠκεανὸν ἑσπέρια.
Κωνσταντίνου τοῦ θείου ὑπὸ Ἑλλήνων φιλοσόφων ὀνει-
δισθέντος εἰς τὸ Βυζάντιον, ὡς οὐ πράττοι καλῶς παρὰ τὰ
ἔθη τῶν παρὰ Ῥωμαίοις βασιλευσάντων διαγινόμενος, ἀλλὰ
544

νεωτερίζοι τὴν θρησκείαν μεταθέμενος, ἔδοξεν αὐτῷ ἕνα τῶν


φιλοσόφων διαλεχθῆναι Ἀλεξάνδρῳ τῷ ἐπισκόπῳ τοῦ Βυζαν-
τίου περὶ τῆς πίστεως. οὗτος Ἀλέξανδρος πατριάρχης ἦν
πρὸς τὸ τέλος τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου. λόγων δὲ ἄπειρος
ὢν ὁ Ἀλέξανδρος, τὰ δὲ ἄλλα θεῖος, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς διαλέ-
ξεως εἶπε τῷ διαλεκτικῷ φιλοσόφῳ “ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ Χρι-
στοῦ ἐπιτάττω σοι σιωπᾶν καὶ μὴ φθέγγεσθαι·” ἅμα δὲ τῷ
λόγῳ ἐφιμώθη καὶ διέμεινεν ἄλαλος. Εὐσεβίῳ δὲ τῷ Παμ-
φίλου βίβλους ἱερὰς Κωνσταντῖνος κατασκευάσαι προσέταξε
λόγῳ τῶν ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως, παρασχόμενος αὐ-
τῷ δημόσια χρήματα· ὅς, ἄτερ τῶν λοιπῶν ἱερῶν βιβλίων

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (3074:


001)“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker,
I.Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.L. 4589

αὐτάνακτα Βαρδάνιον τὸν τότε στραταρχοῦντα


γενέσθαι καθικέτευον, προσφέροντες καὶ βίαν.
ὁ δ' οὐ γινώσκων τὴν ῥοπὴν τῆς ταλαντούχου τύχης,
καὶ τὴν ἀμφίρροπον αὐτῆς θέλησιν ὑποτρέσας,
ἀνθρώπῳ θείῳ προσφοιτᾷ καὶ θεοφορουμένῳ
καὶ ταῖς τοῦ πνεύματος αὐγαῖς πλουσίαις πυρσουμένῳ,
ἐκφαίνει τὸ κρυπτόμενον, ἅπαντα καταλέγει,
τὴν στάσιν καὶ τὸν τάραχον καὶ τοῦ λαοῦ τὴν βίαν.
ἀκούει ταῦθ' ὁ πολιὸς τὰς φρένας καὶ τὰς τρίχας,
ὁ κύκνος ὁ τοῦ πνεύματος, ὁ κελαδῶν τὰ θεῖα·
ἀπαγορεύει, νουθετεῖ μηδὲν Νεωτερίζειν,
“μὴ καὶ τὰς κόρας κεντηθῇς” φησὶ “τὰς τῶν ὀμμάτων,
καὶ πάντα προσαποβαλεῖς, πάντα προσαπολέσεις.”
βλέπει βαρυθυμήσαντα Βαρδάνιον ὁ γέρων,
βλέπει τοὺς ἕλκοντας αὐτοῦ τὸν ἵππον τῷ ῥυτῆρι,
καὶ μετακαλεσάμενος αὖθις τὸν στρατηγέτην
“σὺ μέν, λαμπρότατέ” φησι, “τρισμέγιστε στρατάρχα,
οὐκ ἐπιτεύξῃ τῆς ἀρχῆς, εἰ καὶ μυρία κάμῃς·
τῶν ταττομένων δέ τινες ὑπὸ τὴν σὴν παλάμην
τὴν ζώνην ἀναζώσονται τὴν τῆς ἡγεμονίας.
ὁρᾷς τοὺς σοὺς ὑπασπιστὰς ἐκείνους τοὺς τρεῖς ἄνδρας;

Μιχαήλ Ατταλιάτης ιστορικός. (3079: 001)“Michaelis Attaliotae


historia”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1853; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.P. 307, l. 13

τους μετὰ τῶν προηγησαμένων στρατιωτῶν, καὶ εἰς πλῆθος


545

ἀρθῆναι μέγα, καὶ τῶν Τούρκων τὴν ἑώαν ἐλευθερῶσαι, καὶ


τοὺς ταραττομένους ὑποκλινεῖς ποιῆσαι καὶ πρὸς ὑπακοὴν
μεθαρμόσασθαι, καὶ καταστῆσαι τοῖς ἐκ τοῦ βασιλέως ἡγε-
μονικοῖς καὶ μεγαλόφροσι στρατηγήμασι τὸ τηλικοῦτον μέρος
τῆς οἰκουμένης καὶ εἰς γαλήνην καὶ νηνεμίαν περιστῆσαι καὶ
ἄνεσιν. ὁ δὲ Κωνστάντιος ἐναντία τούτων πάντων φρονήσας
καὶ διανοησάμενος, καὶ μηδὲ τὴν θείαν δίκην εὐλαβηθεὶς εἰ
τοσούτων κακῶν τῷ τε κόσμῳ καὶ αὐτῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς κα-
λῶς βασιλευομένοις πρόξενος γένηται, καὶ μηδὲ τὴν ἀποτυ-
χίαν ὑποπτήξας τοῦ ἐγχειρήματος, Νεωτερίζει κατὰ τοῦ βασι-
λέως, καὶ τῆς κακίστης ἀποστασίας τοῖς στρατιώταις, ὦ τῆς
ἀποπληξίας καὶ τοῦ ἀνοσιουργήματος, μεταδίδωσι. πρότερον
γὰρ συμβούλοις τοῖς πονηροτάτοις ἐκ τούτων καὶ δήμου ἀνά-
πταις χρησάμενος, ὕστερον ἀφίσταται πρὸς αὐτοὺς ἐν Χρυ-
σοπόλει τὴν παρεμβολὴν ἔχοντας, καὶ τὸ πλῆθος ἐνσείσας βα-
σιλέα τοῦτον ἀναγορεῦσαι δι' ἀποστατικῆς μεθοδείας περιερ-
γάζεται, τοῦ λοιποῦ στίφους τῶν μὴ συγκοινωνησάντων αὐτῷ
τῆς ἀθέσμου βουλῆς τῷ παραδόξῳ τῆς ἀκοῆς διαπορηθέντος
καὶ ἀμφιβόλου γενομένου. καὶ μήτε τοῦ δεδομένου τοῦτοις
ἀρχηγοῦ παρατυχόντος ἐκεῖσε διὰ τὸ τῇ βασιλευούσῃ ἔτι ἐπι

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae
Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni
815”, Ed. Featherstone, J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus
Christianorum, Series Graeca 33.Ch. 24, l. 29

ται, ὅσα δὲ τῆς ἐπιεικείας καὶ ἐλευθέρας βιοτῆς, ἀποπέμπον-


ται. οὐκ οἶδα πότερον ἑαυτοὺς παραλογίζονται ἢ τοὺς ἀκροωμέ-
νους διὰ τοῦ ψεύδους φενακίζειν ἐπιχειροῦσιν.ἐξ ἀνδρῶν
εἰς γυναῖκας μετέπεσεν τὸ βασιλεύειν.τίνες οἱ
παρ' αὐτῶν ἄνδρες εὐφημούμενοί τε καὶ θαυμαζόμενοι; εἰ γοῦν
ἀνδρεῖοι τυραννῆσαι καὶ ἀδικῆσαι καὶ ὠμότητος καὶ δυστρο-
πίας ἔργα ἐπιδείξασθαι, σύμφημι· μέγα γὰρ κατὰ τῆς εὐαγοῦς
ἡμῶν θρησκείας πνεύσαντες, τοὺς θυμοὺς κατὰ τῶν εὐσε-
βούντων ἐξέχεαν καὶ τὰς μήνιδας, καὶ ὥσπερ θῆρες ἀτίθασοί
τινες καὶ ἀπηγριωμένοι τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ ἐπιδραμόντες
καὶ εἰρηνεύουσαν καθ' ἑαυτὴν καταλαβόντες νεωτερίζουσι τοῖς
καθεστῶσι πράγμασιν· τοῖς ἰδίοις γὰρ δουλούμενοι πάθεσιν καὶ
πολυχρονιότητος κεναῖς ἐλπίσι τρεφόμενοι, μόνον δὲ οὐχὶ καὶ
αὐτοὶ σαφῶς βοῶντες· «Ποιήσωμεν τὰ κακά, ἵνα ἔλθῃ τὰ
ἀγαθά», ὧν τὸ κρῖμα ὄντως ἔνδικόν ἐστιν, τὰ καλῶς ἡνωμένα
546

καὶ συνηγμένα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ λογικὰ πρόβατα


ἐσπάραξάν τε ἀνηλεῶς καὶ διέφθειραν, οἵ γε οὐδὲ καθ' ἑαυτοὺς
τὸ εἰρηνεύειν προείλοντο· ἅπας γὰρ αὐτοῖς ὁ βίος θυμῶν καὶ
ταραχῶν ἐπίμεστος ἦν, καὶ μάχαιρα ἐπρυτάνευε, καὶ πληγαὶ
περὶ τὸ ὑπήκοον ἅπαν ἀνήκεστοι, καὶ κολαστήρια δεινά, καὶ ὁ
κατὰ τῶν ὁμοδούλων ἀκατεύναστος πόλεμος.

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Historiae (3130: 003)


“Theophylacti Simocattae historiae”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1887, Repr. 1972 (1st edn. corr. P. Wirth).
B.-dialogue-index 4, ch. 2, se. 11, l. 2

τοὺς ἀντιτεταγμένους ὑπέκλεπτεν. ἐξέπεμπε γὰρ τῇ ἀντιθέτῳ


δυνάμει ἀγγέλους διαγορεύοντας ὡς οὐ κατὰ σκοπὸν δρᾷ τὸ
ἀντίθετον ὅπλα κατὰ τῶν ἠδικημένων περιβαλλόμενον, ὑπο-
μιμνήσκων τὸ Περσικὸν τῆς Ὁρμίσδου τραχύτητος, τό τε τῶν
ἐγχειρημάτων αὐτοῦ χαλεπώτατον, τά τε τῆς δυσσεβείας ἀθέ-
μιτα, παρεδήλου τε τούτου τὸ ἀπιστότατον, καὶ ἁπλῶς τῶν
ἡμαρτημένων Ὁρμίσδᾳ μέγαν τινὰ καὶ πιθανώτατον κατάλογον
συνετάττετο· ἐς ἀεὶ γὰρ τὸ δυσμενές ἐστι φιλαίτιον, καὶ
μικραῖς τισιν ἀφορμαῖς μεγάλας οἶδε κορυφὰς ἐγκλημάτων
τεκταίνεσθαι. ἐπεὶ δὲ τούτων τὰ περὶ τὸν Φεροχάνην ἠκηκόει
στρατεύματα, τὴν γνώμην μετέθετο καὶ Νεωτερίζειν ἐγλίχετο,
καὶ ἀθετεῖ τὸ τιμώμενον καὶ γεραίρει τὸ κακιζόμενον. καὶ
ἦν αὐτοῖς οὐκέτι λοιπὸν τὰ τῆς τυραννίδος ἐγκλήματα, ἀλλ'
ὥσπερ ἔννομός τις ἡ ἐγχείρησις ἀφορμὴν τῶν δρωμένων
ἀπολαβοῦσα τὸ δίκαιον.

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135:


001)“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf,
L.Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 1, p. 126, l. 23

ἐπέστησεν αὐτὸν τῆς οἰκοδομῆς ἐπιμελητήν. ἀπερ-


χομένῳ δέ που τῷ Ἱεροβοὰμ συνήντησε προφήτης ὁ
Σηλωνίτης Ἀχιά, καὶ ἐκκλίνας αὐτὸν τῆς ὁδοῦ διέρ-
ρηξε τὸ οἰκεῖον ἱμάτιον εἰς δώδεκα ῥήγματα καὶ δέ-
δωκεν ἐκείνῳ τὰ δέκα, εἰπὼν ὡς “οὕτως διαρρήξει
τὴν βασιλείαν Σολομῶντος ὁ κύριος, καὶ τῷ μὲν
ἐκείνου υἱῷ δύο καταλείψει φυλὰς διὰ τὸν πάππον,
σοὶ δὲ τὰς δέκα δώσει καὶ βασιλεύσει σε ἐν αὐταῖς.
σὺ δὲ ἀλλὰ τῶν νόμων ἀντέχου κυρίου καὶ γίνου δί-
547

καιος.” τούτοις μέγα φρονήσας Ἱεροβοὰμ νεωτερί-


ζειν ἐπεχείρει. καὶ γνοὺς τὸ πρᾶγμα ὁ βασιλεὺς ἀνε-
λεῖν ἐζήτει αὐτόν. ὁ δὲ φεύγει εἰς Αἴγυπτον κἀκεῖ
διῆγεν ἕως Σολομὼν ἐτελεύτησε. τέθνηκε δὲ ὁ βα-
σιλεὺς Σολομών, ὡς μὲν ἡ βίβλος τῶν Βασιλειῶν
ἱστορεῖ, ζήσας ἐνιαυτοὺς πεντήκοντα πρὸς δυσί, δω-
δεκαέτης γὰρ τῆς βασιλείας ἐπιβῆναι ἱστόρηται, βα-
σιλεῦσαι δὲ ἔτη τεσσαράκοντα, ὡς δ' ὁ Ἰώσηπος
συνεγράψατο, τέσσαρας μὲν ἐνιαυτοὺς ἐβίω καὶ ἐνε-
νήκοντα, ὀγδοήκοντα δὲ βεβασίλευκεν, εὐτυχῶς μὲν
ζήσας καὶ εὐκλεῶς, παρανομήσας μέντοι περὶ τὸ
γῆρας, ὑπ' ἐρώτων οὐκ εὐαγῶν ἀλλογενέσι πεισθεὶς

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 340, l. 15

δὲ βοῆς παρὰ τῶν ἰδόντων, μαθὼν τὸ συμβὰν Ἀρι-


στόβουλος οἰμώξας προήχθη εἰς δάκρυα καί “οὐκ ἄρα
λήσειν” εἶπεν “ἔμελλον τὸν θεὸν ἐπ' ἀσεβέσιν οὕτω
τολμήμασι.” καὶ ἄλλα δὲ ἐπειπὼν ἀποθνήσκει, βα-
σιλεύσας ἐνιαυτόν.
Σαλώμη δὲ ἡ ἐκείνου γυνή, ἣ καὶ Ἀλεξάνδρα
ἐκέκλητο, λύσασα τοὺς ἀδελφοὺς τοῦ ἀνδρός, δεδε-
μένους γὰρ εἶχεν αὐτοὺς Ἀριστόβουλος, βασιλέα κα-
θίστησιν Ἰαννέαν τὸν καὶ Ἀλέξανδρον, προύχοντα
καθ' ἡλικίαν καὶ μετριώτατον. ὃς τὴν βασιλείαν
παραλαβὼν κτείνει μὲν νεωτερίζοντα τὸν ἕνα τῶν
ἀδελφῶν, τὸν δ' ἕτερον ἀπραγμόνως ζῶντα ἐτίμα.
πολέμους δέ τινας ποιησάμενος πρός τινας, καὶ πῇ
μὲν κρατήσας, ἔστι δ' ὅπου καὶ ἡττηθείς, τέλος καὶ
πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἦρεν ὅπλα κατ' αὐτοῦ στασιά-
σαντας. ἑορτῆς γὰρ οὔσης καὶ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βωμοῦ
ἀνελθόντος ὡς θύσοντος, κιτρίοις αὐτὸν τὸ πλῆθος
ἔβαλλον, ἔθους ὄντος ἐν τῇ σκηνοπηγίᾳ θύρσους φοι-
νίκων καὶ κιτρίων ἐν χεροῖν ἔχειν, καὶ ὕβρεις αὐτοῦ
κατέχεον. οἷς παροξυνθεὶς ὁ Ἀλέξανδρος κτείνει
περὶ ἑξακισχιλίους αὐτῶν.

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1-12) Vol. 1, p. 355, l. 19

ρόντος καὶ Ὑρκανοῦ. Ἀντώνιος δὲ πυνθάνεται Ὑρ-


κανοῦ πότεροι τοῦ ἔθνους προΐστανται ἄμεινον· καὶ
ὃς τοὺς περὶ Ἡρώδην εἶπεν, ὢν αὐτοῦ κηδεστής. ὁ
548

γοῦν Ἀντώνιος οἰκείως πρὸς αὐτοὺς ἔχων διὰ τὴν


τοῦ πατρὸς αὐτῶν ξενίαν καὶ ἄμφω τετράρχας ὠνό-
μασε καὶ τὰ Ἰουδαίων αὐτοῖς ἐπέτρεψε πράγματα·
καὶ δέκα δήσας τῶν κατηγόρων ἔκτεινεν ἂν αὐτούς,
εἰ μὴ οἱ ἀδελφοὶ παρῃτήσαντο. αὖθις δὲ χίλιοι τῷ
Ἀντωνίῳ περὶ Τύρον ὑπήντησαν. ὁ δὲ δώροις προ-
κατειλημμένος τῷ κατὰ τόπον ἄρχοντι κολάσαι τοὺς
Ἰουδαίους ἐκέλευσεν, ὡς νεωτερίζοντας. ὁ δὲ Ἡρώ-
δης ἀπιέναι ταχὺ αὐτοῖς συνεβούλευεν, ἵνα μὴ με-
γάλου πειραθῶσι κακοῦ. ὡς δ' οὐχ ὑπήκουον, ἐκ-
δραμόντες οἱ Ῥωμαῖοι τινὰς μὲν ἀπέκτειναν, πολλοὺς
δ' ἐτραυμάτισαν· καὶ οἱ λοιποὶ διαφυγόντες ἡσύχα-
ζον. τοῦ δὲ δήμου καταβοῶντος Ἡρώδου, παροξυν-
θεὶς ὁ Ἀντώνιος τοὺς δεδεμένους ἀπέκτεινεν.
Ἀντίγονος δὲ Πακόρῳ τῷ Πάρθων βασιλεῖ ὑπις-
χνεῖται χίλια δώσειν τάλαντα καὶ γυναῖκας πεντα-
κοσίας, ἢν τὴν ἀρχὴν Ὑρκανὸν ἀφέλωνται καὶ παρα-
δῶσιν αὐτῷ καὶ τοὺς περὶ Ἡρώδην ἀνέλοιεν. διὰ

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. “Laonici Chalcocandylae


historiarum demonstrationes, 2 vols. in 3”, Ed. Darkó, E.Budapest:
Academia Litterarum Hungarica, 1:1922; 2.1:1923; 2.2:1927.Vol. 1, p.
187, l. 19

Δοκεῖ δὲ ἡ πόλις αὕτη Οὐενετῶν ἀπὸ παλαιοῦ εὐνομουμένη


μηδένα φθῆναι ἐπὶ νεωτερισμὸν ἀφικέσθαι, πλὴν δὴ Βαϊμοῦνδον
νεανίαν, ὀλβιώτατον δοκοῦντα γενέσθαι, ἀνακτώμενον τὸ πλῆθος
ἐπὶ τοῦτο ὡρμῆσθαι· ἀπὸ οἰκίας δέ τινος βληθέντα ὑπὸ γυναι-
κὸς ἄνωθεν, ἐν τῇ ὁδῷ προϊόντα ἐπὶ τὰ βασίλεια ἐπισπομένου
αὐτῷ τοῦ πλήθους καὶ δεσπότην σφῶν καὶ τῆς πόλεως ἀποδει-
κνυμένου, καὶ ταύτῃ βληθέντα λίθῳ ἀποθανεῖν. ὕστερον μέντοι
οὐδένες, ὅ τι καὶ ἄξιον λόγου, ἐς νεωτερισμὸν περὶ τὴν πόλιν
ταύτην ἐξηνέχθησαν, δεινῶς τοῦτο φυλαττομένης τῆς πόλεως μὴ
συμβῆναι αὐτῇ, ὅτι μὴ τὸν παῖδα τοῦ ἡγεμόνος τῶν Φουσκα-
ρέων οἰκίας φασὶ νεωτερίζοντα ἑαλωκέναι ὑπὸ τῶν τῆς πόλεως
δικαστῶν, καὶ ἐς ἀνάγκας ἀφικόμενον μεγάλας μηδ' ὁτιοῦν
εὑρίσκειν ἐν ἑαυτῷ. καὶ τὸν μὲν νεανίαν ἐκπεπτωκέναι διὰ τὴν
ἑαυτῷ ἐπενεχθεῖσαν αἰτίαν· ὅθεν καὶ εὐφροσύνην εὐπορησάμενον
κατελθεῖν. καὶ αὖθις ἁλῶναι διαφθείραντα τὸν ἄνδρα ἐκεῖνον,
ὃς ἀπῆγεν αὐτὸν προδοσίας. ἐς ἀνάγκας ἰόντα τὸν οὕτως ἐκ-
πεπτωκότα διατρίβειν ἐν Κρήτῃ. ἐπιφερομένης δ' ἐς αὐτὸν αὖθις
αἰτίας, ἐπὶ τοῦτο μεταπεμψαμένους τοὺς δέκα τῆς πόλεως πο-
λυπραγμονεῖν, καὶ οὐχ εὑρόντας ἀποπέμψαι τε αὖθις ἐς Κρήτην,
549

καὶ μετ' οὐ πολὺ αὐτοῦ τελευτῆσαι.

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 5, l. 5

ζήτης προσεκύνησε καὶ τὰ πράγματα παρεδίδου τῷ Μουσταφᾷ,


χρῆσθαι αὐτοῖς, ὅ τι ἂν βούλοιτο. τοῦτον μὲν οὖν λαβὼν
αὐτίκα αὐτοῦ διεχρήσατο, καὶ ἀπελαύνων τήν τε πόλιν ἔσχε
καὶ ἐπὶ τὰ βασίλεια παρεγένετο. μετὰ δὲ ταῦτα συστραφεὶς
ἴετο ἐπὶ τὴν Ἀσίαν, ὥς τε καὶ τὴν τῆς Ἀσίας βασιλείαν
ἑαυτῷ προσκτησόμενος. διαβὰς δ' ἐς τὴν Ἀσίαν, ἔχων τό τε
Εὐρώπης στράτευμα καὶ ἀζάπιδας τοὺς Τούρκων πεζοὺς οὕτω
καλουμένους, καὶ ἐς τὴν Ἀσίαν διεπόρθμευσεν ἔχων μεθ' ἑαυτοῦ
καὶ τὸν Ζουναΐτην Σμύρνης ἄρχοντα, ἐπὶ Ἀμουράτην ἤλαυνε τὸν
Μεχμέτεω. τὸν μέντοι βασιλέα Ἑλλήνων πέμπων πρέσβεις ἠξίου
μηδὲν ἐς τὴν ξενίαν αὐτοῦ Νεωτερίζειν, ὡς τὴν Καλλιούπολιν
αὐτίκα ἀποδώσοντος, ἐπειδὰν τὴν Ἀσίαν αὑτῷ ὑπάγηται, κατα-
στρεψάμενος τὸν ἀδελφιδοῦν. παρῆσαν δὲ καὶ Ἀμουράτεω παρὰ
βασιλέα Βυζαντίου ἀφικόμενοι, χρηματίζοντες καὶ οὗτοι ἐπὶ σφίσι
γενέσθαι βασιλέα, καὶ ὑπισχνούμενοι δώσειν, ὅ τι ἂν βούλοιντο.
οἱ μὲν οὖν Ἕλληνες ἀνεβάλλοντο μὲν ἐπὶ χρόνον τινὰ τὰς πρε-
σβείας, τέλος δὲ τὴν μὲν Ἀμουράτεω ἀπεπέμψαντο πρεσβείαν,
τὰ δὲ Μουσταφᾶ ἑλόμενοι πράγματα προσίεντό τε καὶ ἐπέσχον,
ὥστε αὐτοῖς σπένδεσθαι κατὰ πᾶν δεδογμένον αὐτοῖς. ἡ μὲν
οὖν Ἀμουράτεω πρεσβεία ἀφικομένη παρὰ τὸν στρατὸν τοῦ
Ἀμουράτεω διεφήμισαν, ὡς τοὺς Ἕλληνας σφίσι προσκτήσαιντο

Λαόνικος Χαλκοκονδύλης ιστορικός. Vol. 2, p. 16, l. 18

Μέμνων, καὶ οὐκ ὀλίγα κατασχόντες τῆς χώρας ἐπαγομένων τῶν


ἐποίκων αὐτούς, πράγματά τε παρεῖχον τῷ ἀνεψιῷ αὐτῶν, καὶ
ἦγον καὶ ἔφερον τὴν χώραν καὶ ἐπολέμουν. ὁ μέντοι Κάρουλος
καὶ ἀπὸ τῶν θυρῶν τοῦ βασιλέως στράτευμα ἐπαγόμενος ἐπὶ
τούτους καὶ ἀπὸ Ἰταλίας, ὡς οὐδὲν ἤνυεν, ἐσπένδετό τε αὐτοῖς
καὶ καθυφίετο τῆς χώρας, ἧς ἦρχον, ἐφ' ᾧ μηκέτι αὐτῷ τοῦ
λοιποῦ παρέχειν πράγματα.
Αἰτωλία μὲν δὴ οὕτω ἐγένετο ὑπὸ βασιλεῖ Ἀμουράτῃ· μετὰ
δὲ ταῦτα ὡς Ἕλληνες ἰόντες ἐς τὰς θύρας ἠξίουν σφίσι σπέν-
δεσθαι, εἰρήνην μέντοι ἐποιήσαντο, ἐφ' ᾧ τόν τε Ἰσθμὸν καθε-
λεῖν καὶ μηδὲν ἔτι Νεωτερίζειν τοῦ λοιποῦ. τὸν μέντοι Τουραχά-
νην ἐπὶ Πελοπόννησον πέμψας τήν τε Οὐενετῶν χώραν ἐδῄου, καὶ
τὸν Ἰσθμὸν καθεῖλε καὶ πολίσματα ἄττα ἑλὼν τῶν Οὐενετῶν
ἠνδραποδίσατο. ἐνταῦθα μὲν οὖν ἐξιόντι ἀπὸ Πελοποννήσου
550

συνελέγοντο οἱ τῆς Πελοποννήσου Ἀλβανοὶ περὶ τὴν μεσόγαιον,


Δαβίην καλουμένην χώραν, καὶ σφίσι στρατηγὸν ἐστήσαντο, καὶ
ἀπόστασιν ἐβουλεύοντο ἀπὸ Ἑλλήνων, ὡς τὸ Τουραχάνεω στρά-
τευμα διαφθείρωσι. Τουραχάνης μέντοι ὡς ἐπύθετο τοὺς Ἀλ-
βανοὺς ἐπ' αὐτὸν ὁμόσε ἰόντας ὡς διὰ μάχης, ὡς οὐκ ἠδύνατο
διαφυγεῖν, παρετάξατό τε εἰς μάχην. καὶ οἱ Ἀλβανοὶ συνταξά-
μενοι καὶ αὐτοὶ ἐπῄεσαν, καὶ ἐς χεῖρας ἐλθόντες οὐδὲ ἐδέξαντο

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Annales (3141: 002)“Georgii


Acropolitae opera, vol. 1”, Ed. Heisenberg, A.Leipzig: Teubner, 1903,
Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).Se. 8, l. 20

ὡρμημένου Βαλδουΐνου βασιλέως ἀναγορευθέντος, τοῦ δὲ


δουκὸς Βενετίας, ὃς καὶ αὐτοπροσώπως συνῆν, μερίδα οὐ
σμικρὰν ἐσχηκότος καὶ δεσποτικῷ ἀξιώματι τιμηθέντος ἔχειν
τε ἐξ ὅλου – πρὸς τὸ ὅλον, ὃ τὸ τῶν Φράγγων ἐκτήσατο
γένος – τὸ τέταρτον καὶ τοῦ τετάρτου τὸ ἥμισυ, ἐπειδὴ καὶ
ὁ μαρκέσιος ἀξιόλογον μοῖραν τῇ συμμαχίᾳ ἦν ἐνεγκάμενος,
ῥὴξ Θεσσαλονίκης παρὰ τοῦ Φλάντρα τετίμητο, προσλαβό-
μενος καὶ γυναῖκα τὴν δηλωθεῖσαν Μαρίαν τὴν ἐξ Οὐγ-
γρίας, πρότερον προσηρμοσμένην Ἰσαακίῳ τῷ βασιλεῖ. ὑπὸ
ταύτης, ὡς ἔφην, ὁ βασιλεὺς ὑπεδέχθη Ἀλέξιος. μετὰ μι-
κρὸν δὲ φωραθεὶς τοῖς ἐκεῖσε νεωτερίζεσθαι ἀπεδιώχθη
συνάμα τῇ γυναικὶ καὶ τῇ θυγατρὶ Εὐδοκίᾳ, ἣν καὶ ἐς
Κόρινθον ἀφικόμενος τῷ ἐκεῖσε τῆς χώρας κατάρχοντι συν-
εζεύξατο Σγουρῷ· ἦν γὰρ καὶ ὁ Σγουρὸς οὗτος μετὰ τὴν
τῆς Κωνσταντίνου ἅλωσιν νεωτερίσας καθ' ἑαυτὸν καὶ Κο-
ρίνθου ἄρχων καὶ τῶν περὶ ταύτην χωρῶν, ὡς καὶ ἑτέρων
ἕτεροι. μικρὸν δὲ καὶ τοῖς ἐκεῖσε προσδιατρίψας, γνοὺς
παρά τινων ὡς ἁλίσκεσθαι μέλλει, ἀπέδρα. ἐκ Λογγιβαρ-
δίας δέ τισι ξυντυχὼν ἁλίσκεται, πρὸς τὸν πρωτεξάδελφον
αὐτοῦ Μιχαὴλ τὰς κινήσεις ποιούμενος· ἦν γὰρ οὗτος τῷ
τότε μέρους τινὸς τῆς παλαιᾶς Ἠπείρου κρατήσας καὶ πολλὰ

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Historia in brevius redacta (3141:


003)
“Georgii Acropolitae opera, vol. 1”, Ed. Heisenberg, A.Leipzig: Teubner,
1903, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).Se. 8, l. 18

Ῥωμαΐδος κληρωσαμένων καὶ τοῦ μὲν ἐκ Φλάντρας ὡρμη-


μένου Βαλδουΐνου βασιλέως ἀναγορευθέντος, τοῦ δὲ δουκὸς
Βενετίας, ὃς καὶ αὐτοπροσώπως συνῆν, μερίδα οὐ μικρὰν
551

ἐσχηκότος καὶ δεσποτικῷ ἀξιώματι τιμηθέντος, ἔχειν τε ἐξ


ὅλου πρὸς τὸ ὅλον, ὃ τὸ τῶν Φράγγων ἐκτήσατο μέρος, τὸ
τέταρτον καὶ τοῦ τετάρτου τὸ ἥμισυ, ἐπειδὴ καὶ ὁ μαρκέσιος
ἀξιόλογον μοῖραν τῆς συμμαχίας ἦν ἐνεγκάμενος, ῥὴξ Θεσσα-
λονίκης παρὰ τοῦ Φλάντρα τετίμηται, προσλαβόμενος καὶ
γυναῖκα τὴν δηλωθεῖσαν Μαρίαν. ὑπὸ ταύτης ὑπεδέχθη
Ἀλέξιος. μετὰ μικρὸν δὲ φωραθεὶς τοῖς ἐκεῖσε νεωτερί-
ζεσθαι, ἀπεδιώχθη συνάμα τῇ γυναικὶ καὶ τῇ θυγατρὶ
Εὐδοκίᾳ, ἣν καὶ εἰς Κόρινθον ἀφικόμενος τῷ Σγουρῷ
συνεζεύξατο. μικρὸν δὲ τοῖς ἐκεῖσε προσδιατρίψας, γνοὺς
παρά τινων ὡς ἁλίσκεσθαι μέλλει, ἀπέδρα· ἐκ Λογγιβαρδίας
δέ τισι ξυντυχὼν ἁλίσκεται, πρὸς τὸν πρωτεξάδελφον αὐτοῦ
Μιχαὴλ τὰς κινήσεις ποιούμενος· ἦν γὰρ κἀκεῖνος τῷ
τότε μέρους τινὸς παλαιᾶς Ἠπείρου κρατήσας καὶ πολλὰ
τοῖς πρὸς τὰ ἐκεῖσε μέρη ἀφιγμένοις Ἰταλοῖς παρέχων
πράγματα. καὶ ἦν οὗτος δυναστεύων τῆς τοιαύτης χώρας,
Ἰωαννίνων γὰρ ἦρχε καὶ Ἄρτης καὶ μέχρι Ναυπάκτου. ὡς
γοῦν ἑάλω παρὰ Λογγιβάρδων ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος,

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Historia in brevius redacta Se. 26, l.


2

ριεύει, καὶ μέχρι τοῦ Ἰλλυρικοῦ τὰς λείας ποιεῖ. ἐπεὶ δὲ


πολὺ τοῦ βουλεύματος κατειργάσατο καὶ ὡς ἠγάπα τὰ κατ'
αὐτὸν διέθετο, εἰς τοὺς οἰκείους ἐπανέζευξε τόπους, τινὰ
μὲν τῶν φρουρίων καταλελοιπὼς ὑπὸ Ῥωμαίων δεσπόζεσθαι,
τὰ πλείω δ' ὑφ' ἑαυτὸν ποιησάμενος καὶ στρατιώτας ἐν
τούτοις τάξας καὶ στρατηγούς. ἔδοξεν οὖν τοῖς πᾶσι τότε
καὶ θαυμαστὸς καὶ μακάριος. οὐ γὰρ ἐχρᾶτο μαχαίραις
οὐδ' ἐχραίνετο φόνοις· ἔνθεν τοι καὶ παρὰ Ῥωμαίων
ἐφιλεῖτο.
Ἐφρουρεῖτο οὖν ὁ Ἄγγελος Θεόδωρος παρὰ τοῦ Ἀσὰν
φιλοφρόνως, καὶ ἐπεὶ νεωτερίζεσθαι πεφώραται, ἐκτυφλοῖ
αὐτὸν ὁ Ἀσάν. ὁ δὲ ἀδελφὸς τούτου Μανουὴλ ὁ Ἄγγελος,
ὃν καὶ δεσπότην τετίμηκε, φυγῇ χρησάμενος περὶ τὴν
Θεσσαλονίκην ἀπῄει, καὶ δεσπότης ὀνομαζόμενος ἐρυθροῖς
γράμμασι τὰς αὐτοῦ γραφὰς ἐπεκύρου. πρὸς ὃν καὶ ἀπέ-
σκωψέ τις τῶν πρέσβεων παρὰ τοῦ βασιλέως Ἰωάννου
ἀποσταλείς, ὡς ‘εἰς σὲ καὶ μᾶλλον τὸ εἰς Χριστὸν ψαλτῳ-
δούμενον, σὲ τὸν βασιλέα καὶ δεσπότην.’ καὶ ἦν μὲν τὸ
ἀπὸ τοῦδε ὁ Ἄγγελος Μανουὴλ τῶν ἐναπολειφθεισῶν πρὸς
τὰ δυτικὰ μέρη χωρῶν καὶ πόλεων ἐγκρατής, μὴ παρὰ τῶν
Βουλγάρων τὸ σύνολον ἐνοχλούμενος, ἐπεὶ τῇ ἐκ παλλακίδος
552

Ducas Hist., Historia Turcobyzantina (3146: 001)“Ducas. Istoria


Turco–Bizantină (1341–1462)”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academia
Republicae Popularis Romanicae, 1958; Scriptores Byzantini 1.
Ch. 10, se. 4, l. 4

Βλαχέρναις ἑτοιμάζεται· καὶ ἱεροτελεστίαι καὶ στέψεις ὁμοῦ γίνονται καὶ


φήμη
εὐπαῤῥησίαστος· “Ἰωάννου τοῦ εὐσεβεστάτου βασιλέως καὶ
αὐτοκράτορος Ῥω-
μαίων τοῦ Παλαιολόγου καὶ Ἑλένης τῆς εὐσεβεστάτης αὐγούστης πολλὰ
τὰ ἔτη·”
Ὁμοίως καὶ ὁ Καντακουζηνὸς Ἰωάννης καὶ πενθερὸς τοῦ βασιλέως καὶ
αὐτὸς
στεφθεὶς σὺν τῇ συζύγῳ βασιλεὺς Ῥωμαίων ἀνηγορεύετο καὶ Ματθαῖος,
ὁ υἱὸς
αὐτοῦ, δεσπότης. Καὶ ἦν ἰδεῖν ἐν τῇ πανδαισίᾳ ἐκείνῃ ὁρμαθὸν βασιλέων
καὶ
βασιλίδων, δεσποτῶν καὶ δεσποινῶν, ὡς τὸ πάλαι δωδεκάθεον.
Ἦν γὰρ ὁ βασιλεὺς Ἰωάννης τῇ ἡλικίᾳ μεσάζων ἔφηβος, ἡ δὲ βασιλὶς
Ἑλένη ιγον ἔτος ἄγουσα. Ἔγκυος δὲ γενομένη ἔτεκε τῷ βασιλεῖ υἱὸν
πρωτότο-
κον ἄῤῥενα, ὃν καὶ Ἀνδρόνικον ἐπωνόμασε. Ἀρξαμένου δὲ προσχωρεῖν
εἰς τὸν
τῆς ἀφηλικιότητος χρόνον, ἀτασθαλεῖν ἤρξατο καὶ Νεωτερίζειν, οὐκ ἐν
αἰχμαῖς
καὶ δόρασιν, ἀλλ' ἐν κοιτασίαις καὶ ἀσελγείαις καὶ ταῦτα δακνούσαις καὶ
καπνὸν
δριμὺ ἀποπεμπούσαις ἀπὸ καρδίας πολλῶν. Ὁ δὲ Καντακουζηνὸς οὐκ
ἐδίδου
ὕπνον τοῖς βλεφάροις οὐδὲ τοῖς κροτάφοις νυσταγμόν. Ἀλλ' ὡς εἶδον καὶ
ἔμαθον
τὸν παρεληλυθότα χρόνον οἱ Τοῦρκοι τὰ τῆς Θρᾴκης εἰσόδια καὶ ἐξόδια,
οὐ διέ-
λειπον περῶντες οἱ μὲν ἐκ Σηστοῦ πρὸς Ἄβυδον, οἱ δὲ ἐκ Λαμψάκου σὺν
ἀκα-
τίοις πάνυ σμικροῖς, ἐλεηλάτουν Χεῤῥόννησον. Ὁ δὲ Καντακουζηνὸς οὐ
διέλειπε
προσέχων τὰ φρούρια τὰ πρὸς τὴν Σερβίαν.

Michael Critobulus Hist., Historiae (3147: 004)“Critobuli Imbriotae


553

historiae”, Ed. Reinsch, D.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Corpus fontium


historiae Byzantinae 22. Series Berol.nsis.B. 2, ch. 3, sect 2, l. 2

διάβασις τοῦ βασιλέως εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ διόρθωσις τῶν ἐκεῖ

οὕτω δὲ διαθεὶς τὰ κατὰ τὴν Πόλιν ὁ βασιλεὺς ἐς τὴν Ἀσίαν


διαβαίνει καὶ καταλαβὼν τὴν Προυσίου σπένδει τε τῷ πατρὶ καὶ ἁγι-
στείας ἐπὶ τῷ τοῦδε τάφῳ καὶ μνημόσυνα τελεῖ μεγαλοπρεπῶς κοσμεῖ
τε τοῦτον ἀναθήμασι πολυτελέσι καὶ δώροις βασιλικοῖς.
ἔπειτα τὰ
ἐν τῇ Ἀσίᾳ καθίστησιν· εἴ τί που νεωτερίζον ἦν ἢ νεοχμῶν ὅλως παρά
τε τῶν ἐκεῖσε ἡγεμόνων τε καὶ γενῶν ἢ ἄλλως γέ πως ἔχον, ἅπαντα
καθιστάμενος ἔτι τε σατραπείας ἀπολεγόμενος καὶ ἀρχὰς καὶ ἄρχοντας
καὶ σατράπας ταύταις ἐγκαθιστὰς τά τε ἄλλα ἐν αὐτῇ πάντα καλῶς
διορθωσάμενός τε καὶ πρὸς τὸ δοκοῦν διαθεὶς ἐν πέντε καὶ τριάκοντα
ταῖς πάσαις ἡμέραις ἔπαρχόν τε τῆς ὅλης Ἀσίας ἀποδείξας τὸν Χαμου-
ζᾶν ἐπάνεισιν αὖθις ἐς τὸ Βυζάντιον.

Pseudo-Codinus Hist., De annis ab orbe condito (3168: 004)“Die


byzantinischen Kleinchroniken, vol. 1”, Ed. Schreiner, P.Vienna:
Österreichische Akademie der Wissenschaften, 1975; Corpus fontium
historiae Byzantinae 12.1. Series Vindobonensis.Se. 38, l. 1

Ἀναστάσιος ὁ καὶ Ἀρτέμιος, ὁ εὐσεβέστατος καὶ πρωτασηκρῆτις καὶ


φιλόσοφος, ἔτη βʹ.
Θεοδόσιος ὁ Ἀτραμυτινός, ὁ πραότατος καὶ συμπαθέστατος, ἔτος αʹ.
Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ Κόνων, ὁ Συρογενής, ὁ μισάγιος καὶ ἐναγὴς καὶ
ἀντίθεος, ἔτη κδʹ, μῆνας βʹ, ἡμέρας εʹ.
Κωνσταντῖνος ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ Κοπρώνυμος, ὁ δυσσεβὴς καὶ παμ-
μίαρος γεγονὼς καὶ σκωληκόβρωτος πρὸ τοῦ τεθνάναι, ἔτη λδʹ,
μῆνας γʹ.
Λέων ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ ἐκ τῆς Χαζάρας, ὁ βέβηλος καὶ ἀποτρόπαιος,
ἔτη ιεʹ.
Κωνσταντῖνος ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ὁ νεωτερίζων, ὁ τυφλωθείς, ὁ υἱὸς τῆς
Εἰρήνης, ἔτη ζʹ.
Εἰρήνη μόνη ἔτη εʹ.
Νικηφόρος ὁ Σελευκεύς, καὶ συμπαθὴς καὶ φιλοδίκαιος καὶ φιλό-
δακρυς, ὁ ἀπὸ γενικοῦ, ἔτη ηʹ, μῆνας θʹ.
Σταυράκιος ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἔτος αʹ, μῆνας δʹ.
554

Μιχαὴλ ὁ Ῥαγγαβέ, ὁ γαμβρὸς αὐτοῦ, ὁ φιλάγαθος καὶ εὐσεβέστα-


τος, ἔτος αʹ, μῆνας θʹ.
Λέων ὁ παραβάτης, ὁ Ἀρμένιος, ὁ δυσσεβὴς καὶ ἀνήμερος, καὶ Κων-
σταντῖνος, ὁ υἱὸς αὐτοῦ, ἔτη ζʹ, μῆνας εʹ.
Μιχαὴλ ὁ τραυλός, ὁ Ἀμοραῖος, ὁ καὶ ἀφροσύνης καὶ ἀπειροκαλίας

Pseudo-Codinus Hist., Patria Constantinopoleos (3168: 005)


“Scriptores originum Constantinopolitanarum, pt. 2”, Ed. Preger, T.
Leipzig: Teubner, 1907, Repr. 1975.B. 2, se. 56, l. 4

καὶ ἐθρήνουν ἐκεῖσε τὸν τελευτήσαντα ἔσωθεν· ἐρχομένη δὲ ἡ


κλίνη ἔσωθεν τοῦ κουβουκλίου, ἀπελύοντο τὰ βῆλα εἰς τὸ μὴ
εἰσέρχεσθαι ἢ κατοπτεύειν τοῦ λαοῦ τινα καὶ κατ' ἰδίαν
ἐκόπτοντο οἰμωγὰς καὶ θρήνους ἕως ὡρῶν ἕξ· καὶ ἔκτοτε
ἀνελάμβανον αὐτὸν τὸν ἀποιχόμενον μέχρι τῶν ἁγίων Ἀπο-
στόλων καὶ ἐκήδευον αὐτόν· καὶ εἶθ' οὕτως ὑπέστρεφον αἱ
γυναῖκες.
(c58, m59)Περὶ τοῦ Ἐξακιονίου. Ἡ δὲ ἱστα-
μένη εἰς τὸ Ἐξακιόνιον στήλη ἐπὶ βραχέος κίονος κατὰ τὸ
βόρειον μέρος ὑπάρχει Κωνσταντίνου τοῦ τυφλοῦ τοῦ νεω-
τερίζοντος, τοῦ υἱοῦ Εἰρήνης.
(c62, m62) Ἡ δὲ ἱσταμένη εἰς τὸ Σίγμα στήλη ἐπὶ
κίονος ὑπάρχει Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ τοῦ υἱοῦ Ἀρκαδίου·
ἣν ἀνήγειρεν Χρυσάφιος ὁ εὐνοῦχος ὁ τζουμᾶς καὶ παρα-
κοιμώμενος.
(c66, m66)Περὶ τῶν ἐλεφάντων. Αἱ δὲ στῆλαι
τῶν ἐλεφάντων τῆς Χρυσείας πόρτας ἥκασιν ἐκ τοῦ ναοῦ
τοῦ Ἄρεως ἀπὸ Ἀθήνας παρὰ Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ τοῦ κτί-
τορος τοῦ χερσαίου τείχους μέχρι τῶν Βλαχερνῶν· ὅπερ ἔκτισεν
εἰς ἑξήκοντα ἡμέρας· ἐχόντων τῶν δύο μερῶν τῶν δήμων ἀπὸ
χιλιάδων ὀκτώ, ὄντων δημάρχων Μαγδαλᾶ μέρους τῶν Βε

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae (3169: 001)


“Ioannis Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed.
Schopen, L.Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 1, p. 54, l. 5

πράγματα χωρήσῃ κατὰ νοῦν, θεοῦ βουλομένου, τότ' ἤδη καὶ


τὴν βασιλίδα μετακαλεῖσθαι ὅπουπερ ἂν ᾖ βασιλεὺς, εἰ δ'
ἐναντίως ἢ ἐλπίζομεν ἀποβαίη, αὐτὴν γοῦν ἐν ἀσφαλείᾳ εἶναι.”
Τούτοις τοῖς λόγοις ὡς καλῶς ἔχουσιν ἐπιψηφισάμενος ὁ βασι-
λεὺς σὺν τοῖς ἄλλοις, ἐσκέπτοντο περὶ τοῦ πότε καὶ ὅπως τὴν
555

ἀναχώρησιν χρὴ ποιεῖσθαι. ὁρῶντες δὲ καὶ τοὺς ἐπιλοίπους


τῆς συγκλήτου καὶ τοὺς ἐν τέλει ἐν δεινῷ τιθεμένους τὴν τῶν
βασιλέων διαφορὰν καὶ κακῶν νιφάδας τῷ κοινῷ τῶν Ῥωμαίων
οὐ μετρίας προσδοκοῦντας καὶ περὶ τούτων πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ
διαλεγομένους, καὶ προσδοκίμους ὄντας καὶ βασιλεῖ διαλέξεσθαι
περὶ τοῦ μὴ δεῖν Νεωτερίζειν, ἀλλ' ἐᾷν τὸν ἔγγονον ἐπὶ σχή-
ματος εἶναι, ὡς μεγάλων κακῶν αἰτίας ἐσομένης καὶ ταραχῆς
τῆς τοιαύτης ἐπιχειρήσεως, ἐπεὶ ἔδοξε καρτερεῖν τὸ μέλλον ἀπο-
βήσεσθαι σκοποῦντας, ἐξαποστέλλουσι πρὸς Θρᾴκην τὸν Συρ-
γιάννην τῆς ἀρχῆς ἐπιμελησόμενον, αὐτοὶ δὲ προσεκαρτέρουν
τῇ Κωνσταντίνου. ἐν τούτοις δὲ τῶν πραγμάτων ὄντων, ὁ
μέγας κονοσταῦλος Μιχαὴλ ὁ Τορνίκης, μητρόθεν μὲν κατὰ
γένος προσήκων τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν βασιλέων, καὶ πολλῆς εὐ-
μενείας ἀπολαύων παρ' αὐτῷ καὶ τιμῆς οὐ μόνον διὰ τὴν συγ-
γένειαν, ἀλλ' ὅτι καὶ φρενὸς ἦν βαθείας καὶ τοὺς τρόπους ἀγα-
θὸς καὶ πρὸς τὰς ἐπαρχίας ὧν ἦρξε, βασιλέως διδόντος, εὐνο

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 90, l. 15

ὁ δρασμὸς παρεῖχε. τοὺς δέ γε πλείους τῶν οἰκετῶν καὶ τῶν


φίλων αὐταῖς σκευαῖς τῇ πρὸ τῆς δευτέρας διεσκεδασμένους
κατὰ πάσας τὰς τῆς πόλεως πύλας ἐκέλευσεν ἐξελθόντας, ἐν
ὡρισμένῳ τινὶ χωρίῳ συναθροιζομένους περιμένειν. οὗ δὴ καὶ
γενόμενος καὶ τοῖς οἰκείοις συμμίξας, τῆς εἰς τὴν Ἀδριανοῦ
πόλιν φερούσης εἴχετο, συνόντος καὶ πρωτοστράτορος. γενόμε-
νος δὲ πρὸς τὸν Μέλανα καλούμενον ποταμὸν καὶ ἵππων πολ-
λῶν ἀγέλας παρ' αὐτῷ νεμομένας εὑρών· (ἦσαν δ' ἵπποι τῆς
ἱδρυμένης ἐν Βυζαντίῳ στρατιᾶς καὶ τῶν ἄλλων συγκλητικῶν
καὶ πολιτικῶν·) οὐδὲν ἠθέλησεν ἀδικῆσαι, ἀλλὰ τοῖς τε συνεπο-
μένοις ἀπεῖπε Νεωτερίζειν μηδὲν, καὶ τοῖς ἱπποφορβοῖς ἐκέ-
λευσε τοὺς ἵππους λαβόντας πρὸς τὴν πόλιν χωρεῖν, μὴ τα-
ραχῆς τινος γενομένης διαρπασθῶσιν. ἐφεξῆς δὲ συνελθὼν
καὶ τῷ μεγάλῳ δομεστίκῳ καὶ Συργιάννῃ, ὡς εἶχον ἤνυον τὴν
ὁδόν· καὶ μετὰ μέσην τῆς μετὰ τὴν δευτέραν ἡμέρας, εἰς τὴν
Ἀδριανοῦ φθάσαντες εἰσεληλύθασιν, ἡδέως ὑποδεξαμένων τῶν
οἰκούντων τὴν πόλιν, καὶ τῶν κρειττόνων τινὸς τὴν βασιλέως
οἰηθέντων ἐπιδημίαν. ὁ μέντοι πρεσβύτερος βασιλεὺς τὸν τοῦ
ἐγγόνου δρασμὸν γνωρίσας, διασέσειστο μὲν ἐπ' ὀλίγον τοὺς
λογισμοὺς, εἶτ' ἀναλαβὼν ἑαυτὸν,

Προκόπιος ιστορικός. De bellis (4029: 001)“Procopii Caesariensis


opera omnia, vols. 1–2”, Ed. Wirth, G. (post J. Haury)Leipzig: Teubner,
1:1962; 2:1963.B. 1, ch. 24, se. 47, l. 1
556

ἐξῄει, ἔνθα δὴ ὁ κοχλίας ἀπὸ τῆς καθόδου κυκλοτεροῦς


οὔσης ὠνόμασται. Βελισάριος δὲ τὰ μὲν πρῶτα εὐθὺ
αὐτοῦ τε Ὑπατίου καὶ θρόνου τοῦ βασιλείου ἀνέβαινεν,
ὡς δὲ ἐς τὸ πλησίον οἴκημα ἦλθεν, οὗ δὴ στρατιωτῶν
φρουρὰ ἐκ παλαιοῦ ἐστιν, ἐβόα τοῖς στρατιώταις ἐγκε-
λευόμενος ἀνοιγνύναι οἱ τὴν θύραν ὡς τάχιστα, ὅπως
ἐπὶ τὸν τύραννον ἴοι. δεδογμένον δὲ τοῖς στρατιώταις
μηδετέρῳ ἀμύνειν, ἕως αὐτῶν ἅτερος λαμπρῶς νικῴη,
ὡς ἥκιστα ἐπαΐειν δοκοῦντες διεκρούσαντο. ἀναστρέψας
οὖν Βελισάριος ὡς βασιλέα διεφθάρθαι ἰσχυρίζετο
σφίσι τὰ πράγματα. Νεωτερίζειν γὰρ ἐς αὐτὸν τοὺς
στρατιώτας, οἳ τὴν παλατίου φρουρὰν ἔχουσιν. ἐκέ-
λευεν οὖν αὐτὸν βασιλεὺς ἐπὶ τὴν καλουμένην Χαλκῆν
καὶ τὰ ἐνταῦθα προπύλαια ἰέναι. ὁ δὲ δὴ μόλις καὶ
οὔτε κινδύνων οὔτε πόνων μεγάλων χωρὶς δι' ἐρει-
πίων τε καὶ χωρίων ἡμιφλέκτων διεξιὼν ἐς τὸ ἱππικὸν
ἀναβαίνει. καὶ ἐπειδὴ παρὰ τὴν Βενέτειον ἐγεγόνει
στοὰν, ἣ τοῦ βασιλέως θρόνου ἐν δεξιᾷ ἐστιν, ἐβού-
λευσε μὲν ἐπὶ πρῶτον αὐτὸν Ὑπάτιον ἰέναι, βραχείας
δὲ οὔσης ἐνταῦθα πυλίδος, ἣ ἀπεκέκλειστό τε καὶ ὑπὸ
τῶν ἐντὸς Ὑπατίου στρατιωτῶν ἐφυλάσσετο, κατωρ

Προκόπιος ιστορικός. De bellis B. 3, ch. 5, se. 8, l. 4

(ἀνδρὶ γὰρ ξυνῴκει Ὀλυβρίῳ, τῶν ἐν βουλῇ τῇ Ῥω-


μαίων δοκιμωτάτῳ) ἅμα τῇ μητρὶ Εὐδοξίᾳ, ἐξαιτησα-
μένου βασιλέως, ἐς Βυζάντιον ἔπεμψεν. ἤδη δὲ τὸ
τῶν ἑῴων κράτος ἐς Λέοντα περιεστήκει, Ἄσπαρος ἐς
τοῦτο αὐτὸν καταστησαμένου, ἐπειδὴ Μαρκιανὸς ἐξ
ἀνθρώπων ἀπήλλακτο.
Ὕστερον δὲ Γιζέριχος ἐπενόει τοιάδε. τῶν ἐν
Λιβύῃ πόλεων, πλὴν Καρχηδόνος, τὰ τείχη καθεῖλεν,
ὡς ἂν μήτε αὐτοὶ Λίβυες τὰ Ῥωμαίων ἑλόμενοι ἔκ τε
ἐχυροῦ ὁρμᾶσθαι καὶ Νεωτερίζειν ἱκανοὶ εἶεν μήτε
τοῖς ἐκ βασιλέως στελλομένοις ἐν ἐλπίδι ἔσται ὡς καὶ
πόλιν καταλήψονται καὶ φρουρὰν ἐν αὐτῇ ποιησάμε-
νοι πράγματα Βανδίλοις παρέξονται. τότε μὲν οὖν
εὖ τε ἔδοξε βεβουλεῦσθαι καὶ τὴν εὐημερίαν Βανδί-
λοις ὡς ἀσφαλέστατα διασώσασθαι, χρόνῳ δὲ τῷ ὑστέρῳ,
ὅτε δὴ ἀτείχιστοι οὖσαι ῥᾷόν τε καὶ ἀπονώτερον
πρὸς Βελισαρίου αἱ πόλεις αὗται ἡλίσκοντο, πολύν
557

τε γέλωτα ἤδη Γιζέριχος ὦφλε καὶ ἡ τέως δοκοῦσά


οἱ εὐβουλία ἐς ἄνοιαν αὐτῷ ἀπεκρίθη. ταῖς γὰρ δὴ
τύχαις ἀεὶ τὰς δόξας ἐπὶ τοῖς πρότερον βεβουλευμένοις

Προκόπιος ιστορικός. De bellis B. 3, ch. 9, se. 4, l. 3

μαλθακός τε λίαν καὶ οὐδὲ ἄχρι ἐς τὰ ὦτα τὸ πρᾶγμά


οἱ τοῦτο ἐθέλων ἰέναι. Ὁάμερ γοῦν ἀνεψιός τε ὢν
αὐτῷ καὶ ἀνὴρ ἀγαθὸς τὰ πολέμια ἐστρατήγει ἐφ' οὓς
ἂν στρατεύοιντο Βανδίλοι· ὃν δὴ καὶ Ἀχιλλέα Βανδί-
λων ἐκάλουν. ἐπὶ τούτου Ἰλδερίχου ἡσσήθησάν τε
μάχῃ οἱ Βανδίλοι πρὸς Μαυρουσίων τῶν ἐν Βυζακίῳ,
ὧν ἦρχεν Ἀντάλας, καὶ σφίσι ξυνηνέχθη Θευδερίχῳ
τε καὶ Γότθοις ἐν Ἰταλίᾳ ἔκ τε συμμάχων καὶ φίλων
πολεμίοις γενέσθαι. τήν τε γὰρ Ἀμαλαφρίδαν ἐν
φυλακῇ ἔσχον καὶ τοὺς Γότθους διέφθειραν ἅπαντας,
ἐπενεγκόντες αὐτοῖς Νεωτερίζειν ἔς τε Βανδίλους καὶ
Ἰλδέριχον. τίσις μέντοι οὐδεμία πρὸς Θευδερίχου
ἐγένετο, ἐπεὶ ἀδύνατος ἐνόμισεν εἶναι στόλῳ μεγάλῳ
ἐς Λιβύην στρατεῦσαι, Ἰλδέριχος δὲ φίλος ἐς τὰ μά-
λιστα Ἰουστινιανῷ καὶ ξένος ἐγένετο, οὔπω μὲν ἥκοντι
ἐς βασιλείαν, διοικουμένῳ δὲ αὐτὴν κατ' ἐξουσίαν,
ἐπεί οἱ ὁ θεῖος Ἰουστῖνος ὑπέργηρώς τε ὢν ἐβασίλευε
καὶ τῶν κατὰ τὴν πολιτείαν πραγμάτων οὐ παντελῶς
ἔμπειρος. χρήμασί τε μεγάλοις ἀλλήλους ἐδωροῦντο.

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 79, Bekker p. 55a, l. 24

λευτᾷ δὲ εἰς τὴν ἀναγόρευσιν Ἀναστασίου. Ἔστι δὲ πα-


τρίδος μὲν Ἰσαυρίας, ὡς αὐτός φησι, τῆς Τραχείας,
ἐπιτήδευμα δὲ ἔσχεν ὑπογραφεὺς τῶν ἐν Ἰσαύροις πλεῖ-
στον ἰσχυσάντων. Τὴν δὲ θρησκείαν χριστιανὸς ἦν καὶ
ὀρθόδοξος· τήν τε γὰρ τετάρτην σύνοδον ἐπαίνοις στέφει,
καὶ τοὺς κατ' αὐτῆς καινοτομοῦντας καθάπτεται δικαίως.
Τὴν δὲ φράσιν οὐκ ἔχει πρέπουσαν λόγῳ ἱστορικῷ· ταῖς
τε γὰρ ποιητικαῖς λέξεσιν ἀπειροκάλως τε κέχρηται καὶ
μειρακιωδῶς, καὶ ἡ συνθήκη αὐτῷ εἰς τὸ τραχύτερον
καὶ δύσηχον ἐκδιθυραμβοῦται, ὥσπερ αὖ πάλιν εἰς τὸ
ἐκλελυμένον τε καὶ ἐκμελὲς ὑπτιάζει. Νεωτερίζει δὲ καὶ
ταῖς συντάξεσιν, οὐκ εἰς τὸ γλαφυρὸν μᾶλλον καὶ ἐπα-
φρόδιτον, ὥσπερ ἕτεροι, ἀλλ' ὥστε δυσχερὴς ἀκοῦσαι καὶ
τοῦ ἡδέος ὑπερόριος. Πλὴν αὐτὸς ἑαυτοῦ πολὺ βελτίων
558

ἐνιαχοῦ τοῖς λόγοις πάντα γενόμενος, συμμιγῆ τὴν ἱστο-


ρίαν καὶ ἐξ ἀνομοιοτάτων ἁρμόζων ἁλίσκεται. Οὗτος
ἰσχυρίζεται τὴν Ἰσαυρίαν ἀπὸ τοῦ Ἡσαῦ λαβεῖν τὴν
ἐπωνυμίαν.
Διέρχεται δὲ ἐν μὲν τῷ πρώτῳ λόγῳ τὴν Ἄσπα-
ρος καὶ τῶν παίδων αὐτοῦ δυναστείαν, τὴν ἀνάρρησιν

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 92, Bekker p. 71b, l. 20

τῷ λόγῳ, καὶ Ἄτταλος δέ. Καὶ ῥύεται μόλις Ἀντίπα-


τρος τῆς σφαγῆς, Ἀντιγόνου καὶ Σελεύκου τῇ παρα-
κλήσει Ἀντιπάτρου ἀντιδημηγορησάντων ἐν τῷ πλήθει·
οἳ καὶ αὐτοὶ διὰ τοῦτο ἐγγὺς ἐγένοντο τοῦ κινδύνου.
Ῥυσθεὶς δὲ Ἀντίπατρος τοῦ θανάτου πρὸς τὸ οἰκεῖον
ὑπεχώρησε στρατόπεδον· καὶ οἱ ἵππαρχοι Ἀντιπάτρου
καλοῦντος πρὸς αὐτὸν ἧκον, καὶ μόλις τῆς στάσεως πε-
παυμένης Ἀντίπατρον πάλιν, ὡς καὶ πρόσθεν, ἄρχειν
εἵλοντο. Καὶ ποιεῖται νέμησιν καὶ αὐτὸς τῆς Ἀσίας, τὰ
μὲν τῆς προτέρας νεμήσεως ἐπικυρῶν, τὰ δὲ τοῦ καιροῦ
βιαζομένου νεωτερίζων. Αἴγυπτον μὲν γὰρ καὶ Λιβύην
καὶ τὴν ἐπέκεινα ταύτης τὴν πολλήν, καὶ ὅ τι περ
ἂν πρὸς τούτοις δόριον ἐπικτήσηται πρὸς δυομένου
ἡλίου, Πτολεμαίου εἶναι, Λαομέδοντι δὲ τῷ Μιτυλη-
ναίῳ Συρίαν ἐπιτετράφθαι. Φιλόξενον δὲ ἐπὶ Κιλι-
κίας ἔταξεν, ἣν καὶ πρῶτον εἶχε. Τῶν δὲ ἄνω σα-
τραπειῶν τὴν μὲν μέσην τῶν ποταμῶν γῆν καὶ τὴν
Ἀρβηλῖτιν Ἀμφιμάχῳ τῷ τοῦ βασιλέως ἀδελφῷ
ἔνειμε, Σελεύκῳ δὲ τὴν Βαβυλωνίαν προσέθηκεν. Ἀν-
τιγένει δὲ τῷ πρώτῳ μὲν ἐπιθεμένῳ Περδίκκᾳ, τῶν
δὲ ἀργυρασπίδων Μακεδόνων ἡγουμένῳ,

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 92, Bekker p. 73a, l. 8

ἡσυχάσαντες. Ἐν οἷς καὶ τοῦ δεκάτου λόγου τὸ τέλος.


Ἔστι μὲν οὖν ὁ ἀνὴρ οὐδενὸς τῶν ἄριστα συνταξα-
μένων ἱστορίας δεύτερος· ἀπαγγεῖλαί τε γὰρ καὶ μετὰ
συντομίας κράτιστος, καὶ παρεκτροπαῖς ἀκαίροις
οὐδὲ παρενθήκαις τὸ συνεχὲς τῆς ἱστορίας οὐδαμοῦ λυμαι-
νόμενος, καινοπρεπὴς δὲ συνθήκῃ λόγου μᾶλλον ἢ λέξει,
καὶ οὕτως ὥστε μὴ ἂν ἄλλως μήτε σαφέστερον μήτε ἐναρ-
γέστερον τὸ διήγημα δηλωθῆναι. Εὐσήμῳ δὲ καὶ εὐήχῳ
καὶ τῷ τῶν λέξεων ἀποκεχρημένος στρογγύλῳ, καὶ τὸ
λεῖον ἔχει τῷ μεγέθει συγκιρνάμενον. Καὶ ἡ καινότης
559

τῶν λέξεων, οὐχὶ εἰς τὸ πόρρω νεωτερίζεται, ἀλλ' ἔγγιστά


τε καὶ εἰς τὸ ἐμφατικώτατον, ὡς σχηματισμὸν εἶναι
λέξεως ἀλλ' οὐχὶ ἐναλλαγὴν συνήθους ὀνόματος. Διὸ καὶ
τὸ σαφὲς συνεφέλκεται οὐκ ἐν τούτῳ μόνον, ἀλλὰ κἀν τῇ
διασκευῇ καὶ τάξει καὶ καταστάσει μάλιστα τοῦ διηγήμα-
τος· ὅπερ ἐστὶ καὶ τῆς σαφηνείας τὸ ἔντεχνον· ἡ γάρ τοι
χρῆσις ἡ κατὰ τὰς εὐθείας τῶν περιόδων καὶ τοῖς ἰδιώ-
ταις πρόσεστι μάλιστα, καὶ εἰς ὑπτιότητα καὶ ταπεινό-
τητα λίαν καταβιβάζει τὸν λόγον, ἄκρατος μάλιστα
γινομένη· ὅπερ οὗτος, εἰ καὶ τοῦ σαφοῦς εἶναι δοκεῖ, οὐ
προσήκατο.

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia (4046: 001)


“Theophanis chronographia, vol. 1”, Ed. de Boor, C.Leipzig: Teubner,
1883, Repr. 1963.P. 20, l. 6

Ἱεροσολύμων ἐπίσκ. λβʹ Μακάριος ἔτη κʹ. θʹ.


Ἀλεξανδρείας ἐπίσκ. ιθʹ Ἀλέξανδρος ἔτη κγʹ. ιζʹ.
Ἀντιοχείας ἐπίσκ. κγʹ Εὐστάθιος ἔτη ιηʹ. θʹ.
Τούτῳ τῷ ἔτει ἰδὼν Κωνσταντῖνος ὁ εὐσεβὴς Λικίνιον μανι-
κώτερον τῷ διωγμῷ χρώμενον καὶ ἐπιβουλὴν κατὰ τοῦ εὐεργέτου
μελετῶντα ὁπλίζεται κατ' αὐτοῦ διά τε ξηρᾶς καὶ θαλάσσης· καὶ δὴ
πολέμου δημοσίου κροτηθέντος κατὰ τὴν Βιθυνίαν, ζῶν συλλαμ-
βάνεται ἐν Χρυσοπόλει καὶ εἰς τὰς χεῖρας Κωνσταντίνου παραδίδοται.
ὁ δὲ τῇ συνήθει φιλανθρωπίᾳ χρησάμενος χαρίζεται αὐτῷ τὴν ζωὴν
καὶ εἰς Θεσσαλονίκην τοῦτον ἐκπέμπει φρουρεῖσθαι. μετ' οὐ πολὺ
δὲ βαρβάρους μισθωσάμενος Νεωτερίζειν ἤμελλεν, εἰ μὴ προγνοὺς
τοῦτο ὁ πρᾳότατος Κωνσταντῖνος διὰ ξίφους τοῦτον ἀποτμηθῆναι
ἐκέλευσεν· καὶ οὕτω λοιπὸν τελείας ἀπήλαυσε γαλήνης τὰ πράγματα
τῆς Χριστιανῶν πολιτείας, τῇ δυνάμει τοῦ ζωοποιοῦ σταυροῦ γεγονό-
των ἐκποδὼν τῶν τυράννων, καὶ μόνου κρατήσαντος τοῦ θεοσυνερ-
γήτου Κωνσταντίνου τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς. καταστήσαντος οὖν
τοὺς ἰδίους παῖδας καίσαρας ἀπήλαυσεν εἰρήνης. ἦν δὲ ἀνὴρ τὰ
πάντα λαμπρός, δι' ἀνδρείαν ψυχῆς, δι' ὀξύτητα νοός, δι' εὐπαιδευ-
σίαν λόγων, διὰ δικαιοσύνης ὀρθότητα, δι' εὐεργεσίας ἑτοιμότητα,
διὰ ἀξιοπρέπειαν ὄψεως, διὰ τὴν ἐν πολέμοις ἀνδρείαν καὶ εὐτυχίαν,

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia P. 23, l. 8

κλιθεὶς αὐτοῖς καὶ λαμπρῶς τιμήσας αὐτούς· Παφνουτίου δὲ καὶ


τῶν ὁμοίων ὁμολογητῶν τοὺς ἐξορυχθέντας ὀφθαλμοὺς καὶ τὰ πηρω-
560

θέντα μέλη ἐν τῷ διωγμῷ κατεφίλει, ἁγιασμὸν ἐξ αὐτῶν ποριζόμενος.


παρῄνει δὲ πᾶσι τοῖς ἐπισκόποις εἰρήνην ἄγειν καὶ τῶν κατὰ τοῦ
πλησίον λοιδοριῶν ἀπέχεσθαι. τοὺς δὲ λιβέλλους, οὓς κατ' ἀλλήλων
τινὲς ἐπιδεδώκασιν, πυρὶ κατέκαυσεν ὅρκῳ βεβαιῶν, ὡς, εἰ ἴδοι ἐπί-
σκοπον μοιχεύοντα, τῇ πορφυρίδι σκέπειν τοῦτον προθύμως. πολλὰ
δὲ πάσαις ταῖς ἐκκλησίαις δωρησάμενος καὶ τοῖς ἄρχουσι τῶν ἐθνῶν
τιμᾷν τοὺς ἱερεῖς παρακελευσάμενος χαίροντας ἅπαντας ἐξαπέστειλεν.
τοῦ δὲ βασιλέως ὑπὸ φιλοσόφων Ἑλλήνων ὀνειδισθέντος ἐν Βυζαντίῳ,
ὡς οὐ πράττει καλῶς παρὰ τὰ ἔθη τῶν βασιλέων Ῥωμαίων νεωτερίζων
τὴν θρησκείαν, ἔδοξε τῷ βασιλεῖ ἕνα τῶν φιλοσόφων Ἀλεξάνδρῳ
τῷ ἐπισκόπῳ τοῦτον πρὸς τὸ διαλεχθῆναι μετ' αὐτοῦ παραπέμψαι.
ὁ δὲ Ἀλέξανδρος θεῖος μὲν ἦν ἀνήρ, λόγων δὲ ἄπειρος. εἶπε δὲ τῷ
διαλεκτικῷ φιλοσόφῳ γλωσσαλγοῦντι· “ἐπιτάττω σοι ἐν ὀνόματι Ἰησοῦ
Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ θεοῦ σιωπᾷν καὶ μὴ φθέγγεσθαι.” ἅμα δὲ
τῷ λόγῳ ἐφιμώθη καὶ γέγονεν ἄλαλος. τῷ δὲ ἐπισκόπῳ Ἱεροσολύμων
Μακαρίῳ παρόντι ἐν τῇ συνόδῳ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς ἐπανιόντι
ἐρευνῆσαι τὸν τόπον τῆς ἁγίας ἀναστάσεως καὶ τὸν τοῦ κρανίου
Γολγοθὰ καὶ τὸ ζωοποιὸν ξύλον. τῷ δ' αὐτῷ, ἔτει Ἑλένην, τὴν
θεόφρονα αὐτοῦ μητέρα, ἔστεψε καὶ μονήταν ὡς βασιλίδι ἀπένειμεν.

Theophanes Confessor Chronogr., Chronographia P. 263, l. 16

τήσαντος αὐτοῖς, ἀποκλεισθέντες πάντες ἀνῃρέθησαν· οἱ δὲ Ῥωμαῖοι


μέχρι τοῦ χάρακος τῶν βαρβάρων ἐγένοντο, ὡς καταπλαγῆναι τὸν
Βαρὰμ ἐπὶ τούτῳ. τοῦτο ἀκηκοὼς Ῥωμανὸς παραθαρρύνει τὸ στρα-
τόπεδον, καὶ παρατάσσονται ἐν πεδίῳ τῆς Ἀλβανίας. ὁ δὲ Βαρὰμ
ἀπεπειρᾶτο κλέψαι τὸν πόλεμον, διητύχησε δὲ τοῦ βουλεύματος·
συνέσει γὰρ ὁ Ῥωμανὸς ἐκεκόσμητο. συμβαλόντων δὲ ἀλλήλοις, καὶ
πολλῶν ἀναιρεθέντων βαρβάρων, μεγίστη Ῥωμαίων γίνεται νίκη·
σκυλεύονται τοίνυν οἱ βάρβαροι καὶ ταφῆς ἀμοιρήσαντες τοῖς θηρίοις
γίνονται κατάβρωμα. τοῦτο ἀκούσας ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς καὶ
τὴν αἰσχύνην μὴ φέρων γυναικείαν ἐσθῆτα τῷ Βαρὰμ ἐξέπεμψεν,
καὶ τῆς στρατηγίας τοῦτον ἀπέπαυσεν. Νεωτερίζει τοίνυν ὁ Βαρὰμ
καὶ πρὸς τυραννίδα χωρεῖ· καὶ ἀνθυβρίζει διὰ γραμμάτων τὸν Ὁρ-
μίσδαν ἐπιγράψας τὴν ἐπιστολήν· Ὁρμίσδᾳ, τῇ θυγατρὶ Χοσρόου, ὁ
Βαρὰμ ταῦτα ἐπιστέλλει. συναγαγὼν δὲ τὰ στρατεύματα ἔφασκεν
ἀγανακτεῖν τὸν Ὁρμίσδαν κατὰ τῶν στρατευμάτων, ὡς ὑπὸ Ῥωμαίων
ἡττηθέντων. ἐπεδείκνυε δὲ καὶ ἐπίπλαστα γράμματα ὡς ἀπὸ Ὁρμίσδα
πρὸς τὸ ὑπομειῶσαι τὰς τῶν στρατιωτῶν ῥόγας, ὑπομιμνήσκων αὐ-
τοὺς τό τε ἀπηνὲς τοῦ Ὁρμίσδα καὶ ὠμότατον, τὸ φιλάργυρόν τε καὶ
βίαιον, καὶ ὅπως φόνοις μὲν ἀρεσκόμενος,
561

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. “Eustathii archiepiscopi


Thessalonicensis commentarii ad Homeri Iliadem pertinentes, vols. 1–4”,
Ed. van der Valk, M.Leiden: Brill, 1:1971; 2:1976; 3:1979; 4:1987.Vol.
3, p. 594, l. 19

φέροντες» ἀντὶ τοῦ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς. Ὅτι δὲ ἦρα τὴν χάριν λέγει καὶ
τὸ
ἐραστὸν δέ, [καὶ ὅτι ἐκ τοῦ ἦρ ἡ χάρις ἡ τοιαύτη λέξις γίνεται, ἢ μᾶλλον
ἐκ
τοῦ ἐρῶ, τὸ ἐπιθυμῶ, ἵνα ὥσπερ ἐκ τοῦ κόπτω καὶ ξέω καὶ τρυπῶ κόπανα
καὶ ξόανα καὶ τρύπανα, οὕτω καὶ ἐρῶ ἤρανα καὶ κατὰ ἀποκοπὴν ἦρα],
προ-
δεδήλωται. ἐκ δὲ τοῦ θυμός καὶ τοῦ ἦρα ἔοικε συγκεῖσθαι τὸ θυμῆρες, ὡς
καὶ
ἀλλαχοῦ φαίνεται. Τοῦ δὲ «ἀφεστᾶσιν» ἑρμηνεία καὶ νῦν τὸ «οὐδὲ
μάχονται».
Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τῶν βασιλέων ἐξελθόντων καὶ φανέντων γίνεταί τι
ἀγαθὸν καὶ ἀνδρίζονται οἱ τοῦ δευτέρου στίχου τῶν νεῶν καὶ ποιοῦσι τὰ
δηλωθη-
σόμενα μετὰ ταῦτα, θαρρήσαντες ἢ καὶ ὀτρυνθέντες τοῖς ἐκ τοῦ αἰγιαλοῦ
ἀνελθοῦσι στρατηγοῖς. (v. 135 s.) Διὸ κἀνταῦθα ὁ θαλάσσιος Ποσειδῶν
ἐπιφανῆναι λέγεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, ἐπεὶ μηδὲ νεωτερίζονται πρὸς
μάχην
οἱ βασιλεῖς, ἀλλὰ πρὸς φρόνησιν μόνην γηραιῷ πρέπουσαν ἀνδρὶ εὔθετοί
εἰσι.
καὶ τοιοῦτος ἐπιφανεὶς λέγει ἃ λέγει καὶ ποιεῖ ἃ ποιεῖ. Ἔτι πρὸς τοῖς εἰρη-
μένοις σημειωτέον καί, ὡς πάνυ εὐμεθόδως ὁ ποιητὴς τοὺς ῥηθέντας
τέσσαρας
βασιλεῖς εἰς μάχην ἐξήγαγε καὶ οὐ πλείονάς τινας, διὰ τὸ ἐξαρκεῖν μόνους
αὐτοὺς εἰς ὃ θέλει. Νέστωρ μὲν γὰρ προὐβάλλετο εὑρεῖν «εἴ τι νόος
ῥέξει»,
ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπεχείρησεν εὑρεῖν τὸ προβληθέν, Ὀδυσσεὺς δὲ ἐξήλεγξεν
αὐτὸν
ὡς οὐ καλῶς εὑρηκότα, Διομήδης δὲ τελειοῖ τὴν εὕρεσιν καὶ λέγει τὸ
ποιητέον,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Eustathii archiepiscopi


Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2 vols. in 1”, Ed.
Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr. 1970.Vol. 2, p. 179,
l. 29
562

ἐκεῖ, ἀλλ' ἰδοὺ ἡ μήτηρ οὐκ ἀφίησιν ἀζημίους τοὺς δαπανῶντας τὸν
ἐκείνου βίον, ἀλλὰ παρέλκει ἐξ
αὐτῶν δεξιῶς, ὡς ὁ μὲν ἄν τις ἐρεῖ δῶρα προικῷα, εἰπεῖν δ' ἀληθῶς,
ἐπιθανατίους δωρεάς. μικρὸν
γὰρ ὅσον καὶ τεθνήξονται οἱ δόντες. (Vers. 281.) διὸ καὶ γήθησεν
ἐνταῦθα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, καθὰ καὶ αὐτὸς ἐν Φαίαξιν ἐποίει,
θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι.
(Vers. 283.) νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα. συνίησι γὰρ ὁ περίφρων τὰ τῆς
δαΐφρονος γυναικός. ὑπούλου
δὲ πάντως ἤθους καὶ τὸ διὰ δῶρα θέλγειν θυμὸν μειλιχίοις λόγοις, ἄλλα
δὲ νοεῖν. καί πως οὐ μακράν
ἐστι τοῦ εὖ μὲν βάζειν, κακῶς δ' ὄπιθε φρονεῖν, καὶ τοῦ ἐσθλὰ μὲν
ἀγορεύειν, κακὰ δὲ βυσσοδομεύειν.
εἰ καὶ ἁπαλώτερον τοῦτο ἤ περ ἐκεῖνα διὰ τὸ κερδαλέου ἤθους εἶναι, οὐ
μὴν φονικοῦ. (Vers. 275.)
Τὸ δὲ, οὐχ' ἥδε δίκη, ὅμοιον τῷ, οὐχ' ἥδε θέμις, οὐχ' ὅδε νόμος, οὐχ' ὅδε
τρόπος, καὶ τοῖς τοιούτοις.
Τὸ δὲ πάροιθεν ἐντρεπτικόν ἐστιν, ὡς τῶν μνηστήρων καινιζόντων καὶ
πρεσβεῖον ἀθετούντων δίκης,
ἣ τὸ πάροιθεν ἤγουν ἀνέκαθεν ἐκ παλαιτάτων χρόνων τέτυκτο.
νεωτερίζουσι δὲ πάντως οἱ οὕτω καινί-
ζοντες καὶ εἰσὶν αὐτόχρημα νεωτεροποιοί. (Vers. 276.) Τὸ δὲ, ἀγαθὴν
γυναῖκα, καὶ τὸ, ἀφνειοῦ
θύγατρα, καὶ τὸ, μνηστεύειν ἐθέλωσι, καὶ τὸ ἀλλήλοις ἐρίσωσι,
παρατετηρημένως κεῖνται. εἰκὸς γὰρ
δαπανᾶν τὰ γυναικὸς τοὺς μνηστῆρας καὶ μὴ ἐθέλειν διδόναι, εἴ περ μὴ
ἀγαθὴ ἐκείνη γυνὴ, μηδὲ ἐκ
πλουσίων, μηδὲ αὐτὴ ἀξιοῦται μνηστεύεσθαι, μηδὲ οἱ ἐρῶντες ἐρίζουσιν.
εἰ δὲ ἀγαθὴ ἡ γυνὴ, ἕδνα
πάντως καὶ ἐθέλει καὶ ἀξία ἐστὶ λαβεῖν. ὁμοίως καὶ ἐὰν θυγάτηρ ἀφνειοῦ
πατρός. οὐ γὰρ ἂν αἰσχυ-
νεῖ αὐτὸν πατρῷον ὄλβον. οὕτω δὲ καὶ ἐὰν ἐκεῖνοι μνηστεύειν ἐθέλωσιν.
οὐ γὰρ ἀνάεδνοι τεύξοιντ' ἂν
τοῦ θελητοῦ. (Vers. 277.) πολλῷ δὴ πλέον καὶ, εἴ περ ἀλλήλοις ἐρίζουσι.
τότε γὰρ, ὡς ἐν συναλλαγῇ,
χαρίσηται ἂν ἡ γυνὴ τῷ διδόντι πλείονα. (Vers. 278.) Τὸ δὲ, αὐτοὶ τοί γε
ἀπάγουσι βόας καὶ ἑξῆς,
ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, τίς ἡ δίκη τῶν μνηστήρων πάροιθεν ἦν, ἵνα σαφὲς
γένηται τὸ τῆς γυναικὸς βού-
λημα, καὶ μὴ προσποιήσαιντο ἀγνοεῖν αὐτὸ οἱ μνηστῆρες. Τὸ δὲ, αὐτοὶ
τοί γε, ὅμοιον τῷ αὐτοὶ αὐτοὶ,
563

Ευστάθιος. Άλωση της Θεσσαλονίκης. “Eustazio di Tessalonica. La


espugnazione di Tessalonica”, Ed. Kyriakidis, S.Palermo: Istituto
Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici, 1961; Testi e Monumenti.
Istituto Siciliano di Studi Bizantini e Neoellenici. Testi 5.
P. 34, l. 16

Πρωτοσεβαστὸς τοῦ ὑπὸ Ῥωμαίων στέργεσθαι, ἀπέβλεψαν εἰς τοὺς


Λατίνους
καὶ δώροις ἐπάραντες καὶ μάλιστα ὑποσχέσεσι τοῦ τὴν πόλιν τε προνο-
μεῦσαι καὶ ὑπὸ δουλείαν αὐτοῖς τοὺς Ῥωμαίους θέσθαι ἀνέπεισαν ἤδη
καὶ
πρὸς μάχην ἐξαρτύεσθαι, εἰ μὴ ταχὺ ὁ Ἀνδρόνικος ἐπεραιώσατο· οἵ γε
καὶ
τοῦ, ὡς ἐρρέθη, ἱεροῦ πολέμου συνεφάψασθαι τότε προσελήφθησαν μέν,
ἤργησαν δὲ διὰ τὸ ταχὺ ἐκεῖνον λυθῆναι. Ἐπεκλᾶτο μὲν οὖν τοῖς
Λατίνοις αὕτη
αἰτίασις οὐ ψευδής, οὐδ' εἶχον εἰπεῖν, οὔτε μὴν ἔχοιεν ἄν, ὡς ἦσαν
ἄμεμπτοι·
ἔμελλον δὲ οἴμοι κακῷ μεγάλῳ μέγα κακὸν ἐκθεραπεῦσαι οἱ
Παφλαγόνες,
οἷς ἀλογίστως ἐθρασύναντο. Εἰσελθόντες γὰρ τὴν Μεγαλόπολιν καὶ πλα-
γιάσαντες ἐπὶ τοὺς Λατίνους (εἰκὸς δὲ πάντως καὶ ἄλλους τῶν τοιαῦτα
νεωτερίζεσθαι φιλούντων συναίρεσθαι αὐτοῖς) ἐπέρχονται τοῖς Λατίνοις
οὐκ
ἂν ἐλπίζουσι καὶ διατίθενται τὰ ἐλεεινότατα καὶ σπέρματα ἐκεῖνα
προκατα-
βάλλονται, ἀφ' ὧν ἡμεῖς καὶ πολλοὶ ἕτεροι σὺν ἡμῖν τεθερίκαμεν
λειμῶνος
Περσεφόνης, οὕτω φάναι, δράγματα. Ἐκεῖθεν γὰρ ἡμῖν καθήκει τὰ
παρόντα κακά.

Zosimus Hist., Historia nova (4084: 001)“Zosime. Histoire nouvelle,


vols. 1–3.2”, Ed. Paschoud, F.Paris: Les Belles Lettres, 1:1971; 2.1–
2.2:1979; 3.1:1986; 3.2:1989.B. 1, ch. 18, se. 3, l. 5

Ῥωμαϊκοῦ στρατοῦ δόξαντος ἐν τῇ πρώτῃ μάχῃ κεκρατη-


κέναι, Τιμησικλῆς ὁ τῆς αὐλῆς ὕπαρχος τελευτήσας
ἠλάττωσε πολὺ τῷ βασιλεῖ τὴν ἐπὶ τῇ ἀσφαλείᾳ τῆς
ἡγεμονίας πεποίθησιν· Φιλίππου γὰρ ὑπάρχου προχει-
ρισθέντος, κατὰ βραχὺ τὰ τῆς εἰς τὸν βασιλέα τῶν
στρατιωτῶν εὐνοίας ὑπέρρει.
Ὁρμώμενος γὰρ ἐξ
564

Ἀραβίας, ἔθνους χειρίστου, καὶ οὐδὲ ἐκ τοῦ βελτίονος


εἰς τύχης ἐπίδοσιν προελθών, ἅμα τῷ παραλαβεῖν τὴν
ἀρχὴν εἰς ἐπιθυμίαν βασιλείας ἐτράπη· καὶ τῶν στρατιω-
τῶν τοὺς εἰς τὸ Νεωτερίζειν ἐπιρρεπεῖς οἰκειούμενος,
ἐπειδὴ τὴν τῶν στρατιωτικῶν σιτήσεων συγκομιδὴν
ἅλις ἔχουσαν εἶδεν, ἔτι τοῦ βασιλέως περὶ Κάρρας καὶ
Νίσιβιν σὺν τῷ στρατῷ διατρίβοντος αὐτὸς ἐνδοτέρω
τὰς ναῦς, αἳ τὴν στρατιωτικὴν τροφὴν εἶχον, εἰσιέναι
διέταττεν, ὡς ἂν ἡ στρατιὰ λιμῷ πιεζομένη καὶ ἀπορίᾳ
τῶν ἐπιτηδείων ἀνασταίη πρὸς στάσιν.

Zosimus Hist., Historia nova B. 1, ch. 20, se. 2, l. 8

ἄλλους ἄλλῃ διασπαρέντας αὖθις συνειλεγμένους, ἅμα


τε ἀνεθάρρησαν καὶ ἐπεξελθόντες τῷ Ῥωμαϊκῷ στρατο-
πέδῳ συνέπιπτον.
Οὐχ ὑποστάντες δὲ τὴν τῶν
Μαυρουσίων ὁρμὴν λόγους περὶ σπονδῶν ἐποιήσαντο,
οἷς ὁ Φίλιππος ῥᾷον θέμενος ἀνεχώρει· πολλῶν δὲ κατὰ
ταὐτὸν ἐμπεσουσῶν ταραχῶν τοῖς πράγμασι, τὰ μὲν
κατὰ τὴν ἑῴαν ταῖς τῶν φόρων εἰσπράξεσι καὶ τῷ
Πρίσκον, ἄρχειν τῶν ἐκεῖσε καθεσταμένον ἐθνῶν, ἀφό-
ρητον ἅπασιν εἶναι βαρυνόμενα, καὶ διὰ τοῦτο πρὸς τὸ
Νεωτερίζειν τραπέντα, Ἰωταπιανὸν παρήγαγον εἰς τὴν
τῶν ὅλων ἀρχήν, τὰ δὲ Μυσῶν τάγματα καὶ Παιόνων
Μαρῖνον.
Συνταραχθέντος δὲ ἐπὶ τούτοις Φιλίππου,
καὶ δεομένου τῆς γερουσίας ἢ συλλαβέσθαι οἱ πρὸς τὰ
καθεστῶτα ἢ γοῦν, εἰ τῇ αὐτοῦ δυσαρεστοῖεν ἀρχῇ,
ταύτης ἀφεῖναι, μηδενὸς δὲ τὸ παράπαν ἀποκριναμένου,
Δέκιος καὶ γένει προέχων καὶ ἀξιώματι, προσέτι δὲ καὶ
πάσαις διαπρέπων ταῖς ἀρεταῖς, μάτην ἔλεγεν αὐτὸν
ἐπὶ τούτοις ἀγωνιᾶν· ῥᾷον γὰρ ἐν ἑαυτοῖς ταῦτα δια-
φθαρήσεσθαι, τὸ βέβαιον ἔχειν οὐδαμόθεν δυνάμενα.

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,


vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953;
2:1966.Alphabetic letter alpha, entry 2441, l. 1

ἀκλήϊστα· τὰ οὔπω κλεϊζόμενα, τὰ τῶν Βακχίων


565

ἄκμα· νηστεία, ἔνδεια (2. Macc. 1,7) ASP


ἀκμάζει· νεάζει, Νεωτερίζει αὔξει gP
ἀκμαία· ἀκμάζουσα (b) θάλλουσα

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter nu, entry 371, l. 1

καὶ ὁ ὑφ' ἡμῶν νεοττὸςνεοττίςκαὶνεοσσίς


νεουμένη· δευτερουμένη AS
νεούτατος· νεότρωτος (Ν 539)
νεόφατος· νεωστὶ τεθνηκώς
νεόφθιτος κόρη· ἡ ἄρτι φθαρεῖσα, ἡ τελευτήσασα. νεόφθιτος
(trag. ad. 240)
νεοχμόν· νέον ASg. πρόσφατον. ἄκοπον, ἄπονον. νεωστὶ
εἰργασμένον (Eur. Hipp. 866)
νεόχμωσιν· νεοκίνησιν. μετακίνησιν
νεοχμίη· κίνησις πρόσφατος
νεοχμούμενοι· μετακοσμούμενοι. νεωτεριζόμενοι
νεοχμιζομένου· καινουργουμένου
νέπιτα· ἡ καλαμίνθη
νέποδες· νηξίποδες· τὸ γὰρ ἄποδες ἀποδιδόναι, ψεῦδος·
ἔχουσι γὰρ πόδας αἱφῶκαι νέποδες(δ 404)
νεπόδων· νηξιπόδων ἰχθύων (Callim. fr. 533) ASn
νέρθεν· κάτωθεν ASvg. ὑποκάτωθεν (Η 212 ..) r. n
νέρτερος· ὑποκάτωθεν. ἢ νεκρὸς ὑπὸ γῆν ASvg. κατώτερος

Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) Alphabetic letter nu, entry 431, l. 1

νεώς· ναός. Ἀττικῶς


νεωστί· ἀρτίως, προσφάτως ASvg. πρὸ μικροῦ
νέωτα· εἰς τὸ ἐπιὸν vg. ἢ νέον ἔτος AS
νεωτάτῃ· ἀντὶ τοῦ ἐχομένῃ, τῇ ἐπιγενομένῃ. ἐσχάτῃ
Νεωτερίζει· καινὰ πράττει ASvgn, νεαρά
νεωτερὶς ἀνάστηθι πρεσβυτέρῳ· ἀντὶ τοῦ ἀνδραγάθησον
νεώτερον· οὐ μόνον συγκριτικῶς, ἀλλὰ καὶ νέον. Ἀττικοί
νεώχερμος· γῆ νεωστὶ εἰργασμένη
νεωχμάτην· νεωτάτην AS

Χορίκιος σοφιστής. Opera (4094: 001)“Choricii Gazaei opera”, Ed.


Foerster, R., Richtsteig, E.Leipzig: Teubner, 1929.
Oration-declamation-dialexis 10, se. 2, paragraph 65, l. 7
566

νῶν βασιλείαν ἐκ μόνου τοῦ πατρὸς σύνοιδε καταβᾶσαν καὶ


τούτου τὰ πρῶτα τοῦ βίου τελοῦντος εἰς ἰδιώτας· σὲ δὲ
τὴν ἡγεμονίαν ἄνωθεν ἕλκειν ἀκούει.
καὶ πρὸς ἐκεῖνον
μὲν εὔκολον οὖσαν ἑώρα τὴν ἐπανάστασιν παρόντων μὲν
αὐτῷ τῶν Μυρμιδόνων, διαβεβλημένου δὲ πρὸς τοὺς
Ἕλληνας Ἀγαμέμνονος, ἡνίκα τὸν μάντιν λύσιν εἰπόντα
τοῦ νοσήματος εἶναι τὴν Χρυσηίδος ἀπόδοσιν μικροῦ τινος
ἐδέησε τῷ σκήπτρῳ πατάξαι· περὶ σὲ δὲ μόνος ἐνταῦθα
διάγων οὐκ ἂν Νεωτερίζειν ἐπιχειρήσειεν εἰδὼς μὴ περιο-
ψομένους ἡμᾶς.

Χορίκιος σοφιστής. Opera Oration-declamation-dialexis 14, se. T,


paragraph pref, l. 2

ΟΙ ΛΥΔΟΙ.

Κῦρος ὁ Περσῶν βασιλεὺς αἰχμάλωτον εἷλε τὸν


Λυδῶν ἄρχοντα Κροῖσον. Νεωτερίζειν τι τοὺς
Λυδοὺς περὶ τὴν βασιλείαν αἰσθανόμενος ἐκέ-
λευσε γυμνωθέντας τῶν ὅπλων ἐσθῆτι γυναι-
κείᾳ χρωμένους ᾄδειν τε καὶ κιθαρίζειν καὶ τοὺς
παῖδας διδάσκειν τὰ παραπλήσια, συστέλλειν
ἐντεῦθεν αὐτοῖς τὸ φρόνημα μηχανώμενος. κι-
νουμένης αὐτῷ μετὰ ταῦτα τῆς ἐπὶ Μασσαγέτας
ἐφόδου Λυδοὺς μεταπέμπεται καὶ τὴν προτέραν
αὐτοῖς ἀποδιδόντι σκευὴν ἀντιλέγουσι. μελετῶ-
μεν τοὺς Λυδούς.

Χορίκιος σοφιστής. Opera Oration-declamation-dialexis 14, se. 2,


paragraph 27, l. 12

περιῆπτες ἄνανδρον σχῆμα καταφέρον εἰς ἐσχάτην ἀδυνα-


μίαν, ὅπως, εἰ καταλάβοι τις αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπειον
κίνδυνος, ἔχοις ἡμᾶς διακονοῦντάς σοι τὰ πολέμια – ἦσαν
γὰρ ἕτεροι τρόποι τὴν αὐθάδειαν ἡμῖν περικόπτοντες καὶ
567

σοὶ προξενοῦντες δεινῆς ὑποψίας ἀπαλλαγήν· ἦν εἰς φαυλο-


τέραν ἡμᾶς καταλέγεσθαι τάξιν, ἦν καταβαίνειν εἰς σκευο-
φόρους, ἦν ἀπειλεῖσθαι. καὶ φοβερὸν ἂν ἐδόκει Λυδοῖς
κήρυξ ἐν μέσῳ βοῶν·βασιλεὺς Κῦρος ὑμῖν ἀπειλεῖ
περιβάλλειν ἄτολμον σχῆμα καὶ ψιλῶσαι τῶν
Ἄρεος ἔργων, ἢν μὴ παύσησθε τοιαῦτα νεωτερί-
ζοντες– , ὁρῶν δὲ πάντα μεστά σοι γενναίων ἀνδρῶν
εἰκότως ἡμᾶς παρ' οὐδὲν ἐποιήσω. ὥστε μηδὲ ζήτει τού-
τους, οὓς περιττὴν ὡρίσω προσθήκην.

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Lucam (typus B) (e codd. Paris.


Coislin. 23 + Oxon. Bodl. Misc. 182) (4102: 004)
“Catenae Graecorum patrum in Καινή Διαθήκη. , vol. 2”, Ed. Cramer,
J.A.Oxford: Oxford University Press, 1841, Repr. 1967.
P. 150, l. 26

Τί οὖν ὁ Χριστός; ἕπεται τῷ σκοπῷ τῶν προσαγόντων τὴν πεῦ-


σιν, καὶ φησὶ μὲν τέως τοὺς περὶ τῆς ἁλώσεως τῶν Ἱεροσολύμων
λόγους, διατρανοῖ δὲ τοὺς περὶ τῆς συντελείας τοῦ παρόντος
αἰῶνος. Πρὶν γὰρ τὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι κάθοδον τοῦ πάντων
ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ, πρόδρομοί τινες ἀναφαίνονται ψευδόχρι-
στοι καὶ ψευδοπροφῆται, τὸ αὐτοῦ πρόσωπον ἑαυτοῖς περιπλάτ-
τοντες, ἀλλὰ μὴ ἀκολουθήσητε, φησὶν, αὐτοῖς.
{Τοῦ Ἁγίου Τίτου Βοστρῶν.} “Ὅταν δὲ ἀκούσητε,” ὡς γάρ
φησι Ἰώσηππος, προέλαβον πολέμιοι, ἀντάραντος τοῦ ἔθνους, καὶ
μὴ διδόντος τοὺς συνήθεις φόρους Ῥωμαίοις, καὶ μετρίως σωφρο-
νισθέντες, καὶ ἀνέσεως τυχόντες, πάλιν ἐνεωτέριζον, καὶ πάλιν
ἐγίγνετο πόλεμος, καὶ οὐδέποτε ἡσυχίαν ἠσπάσαντο· τελευταῖον
θεασάμενοι Ῥωμαῖοι τὴν τούτων ἀπόνοιαν, κατέλυσαν τὴν πόλιν.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Γέγραπται ἐν ταῖς Πράξεσιν, ὅτι μετὰ τὴν ἀνά-
στασιν ἐγένετο λιμὸς μέγας ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος, καὶ σεισμοὶ
πολλοὶ ἐγένοντο.
{Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας.} Δίδωσι σημεῖα σαφῆ τε καὶ
ἐναργῆ τῆς συντελείας τοῦ κόσμου· πόλεμοι γὰρ ἔσονται, ἔφη,
καὶ ἀκαταστασίαι, καὶ τὰ ἑξῆς. Καὶ ἕτερός φησιν Εὐαγγελιστὴς,
πάντα τὰ ἄστρα πεσεῖται, εἱλιχθήσεται ὁ οὐρανὸς ὡς βιβλίον
καὶ τὰ ἑξῆς. Διὰ μέσου δὲ τίθησι καὶ περὶ τῆς τῶν Ἱεροσολύ

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. In illud: Attende tibi ipsi (capita xii) “Ὁσίου
Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 2”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos
G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1989.Ch. 8, l. 129
568

μήποτε καταλάβῃ σε ἀναισχυντία, καὶ δήσασα, ὡς κακὸν αἰχμάλωτον,


παραδῷ δοῦλον τῇ ἁμαρτίᾳ· καὶ τότε ἄρξῃ λέγειν· ἦλθον εἰς τὰ βάθη τῆς
θαλάσσης καὶ καταιγὶς κατεπόντισέ με· καὶ πάλιν· ἐνεπάγην εἰς ἰλὺν
βυθοῦ
καὶ οὐκ ἔστιν ὑπόστασις. Ὅθεν χρὴ φεύγειν τὴν συνάφειαν τῶν
κακοφρόνων
ἀνθρώπων, οὐχ ὡς ἀνθρώπους μισῶν, ἀλλὰ τὸ βλάβος παραιτούμενος. Εἰ
δὲ προελήφθης μετὰ ἀμελεστέρων, πρόσεχε σεαυτῷ, ὅπως κἀκείνους
κερδή-
σῃς διὰ τῆς ὀρθῆς πολιτείας καὶ σεαυτὸν μὴ ἀπολέσῃς. Μὴ πίστευε τὴν
ψυ-
χήν σου τοῖς λαλοῦσιν ἄχρηστα καὶ ἐπαγγελλομένοις σωφροσύνην· εἶπε
γὰρ
ὁ Σωτήρ· ἐκ τῶν περισσευμάτων τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. Στέλλου
τοι-
γαροῦν ἀπὸ τῶ νεωτεριζόντων καὶ γελοίοις συμπεριφερομένων, ἵνα μὴ
πα-
ρακούσῃς τοῦ λέγοντος· τὰς νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε. Μὴ λάβῃς
πρόσω-
πον κατὰ τῆς ψυχῆς σου, μὴ μικρόν, μὴ μέγα, μὴ δυνάστην· οὐδεὶς γὰρ
δυνήσεταί σε ἐξελέσθαι ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου. Ἄκουε τοῦ
λέγοντος· τί
γὰρ ὠφεληθήσεται ἄνθρωπος, ὅταν τὸν κόσμον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν
αὑ-
τοῦ ζημιωθῇ; Μὴ οὖν ἀπολέσῃς τὴν πρὸς Θεὸν παρρησίαν, μὴ διὰ τιμὴν

δόξαν ἀνθρωπίνην, μὴ διὰ βρώματος ἢ πόματος ἢ ἐνδύματος· ταῦτα γὰρ
πάντα εἰς φθορὰν χωροῦσιν· αἱ δὲ πράξεις, εἴτε ἀγαθαὶ εἴτε φαῦλαι,

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 1, p. 53, l. 11

αʹ. Ἐπεὶ δὲ κατὰ κλῆρον πατρικὸν τῆς βασιλείας διάδοχος ὁ υἱὸς


αὐτοῦ Θεόδωρος ἔμελλεν εἶναι ὁ Λάσκαρις, παρὰ δὲ τοῦ πα-
τρὸς ἔτι ζῶντος οὐκ ἀνηγόρευτο βασιλεὺς, ἀνηγορεύετο ἤδη θα-
νόντος ἐκείνου κοινῇ συνδρομῇ τοῦ τε στρατοῦ παντὸς καὶ ὁπό-
σοι τῶν ἐνδόξων ἦσαν καὶ εὐγενῶν. τὸ μὲν γὰρ ὅτι τὴν βασιλείαν
569

οὐδενὶ τῶν πάντων ἑτέρῳ πλὴν ἢ τῷ υἱῷ καταλιμπάνειν ὁ Ἰωάν-


νης ἐβούλετο, παντί που δῆλον, ὅτι τε πατὴρ ἦν πάνυ φιλόπαις
καὶ ὅτι οὐδ' ἄλλῳ οὐδενὶ καταλέλοιπε ταύτην. τὸ δὲ ζῶν ἔτι βα-
σιλέα ἀναγορεύειν αὐτὸν, ἐν ἀδήλῳ κειμένης ἔτι τῆς τῶν ὑπη-
κόων ἑκουσίου γνώμης καὶ προαιρέσεως, τοῦτο δ' οὐ πάνυ ἐβού-
λετο. πολλὰ γάρ φησι Νεωτερίζειν οἶδεν ὁ χρόνος, ὁπότε μὴ κα-
τὰ λόγον εὕροι τὸν ἑκάστῳ προσήκοντα τὴν τῶν πραγμάτων γινο-
μένην κατάστασιν. ἡ γὰρ νεότης ὀξύῤῥοπόν τι καὶ αὔθαδες οἴ-
κοθεν οὖσα ἀλόγως ἄττει πρὸς πάνθ' ὅσα τὸ βουλόμενον εἰση-
γεῖται. ἂν δὲ καὶ βασιλικὴν ἐλπίδα καὶ φήμην προσλάβηται, δι'
ἣν καὶ δῆμος ἕπεται μειρακίων τρυφώντων καὶ πάσης ἀτόπου
γλώσσης τὰς ἀκοὰς ἐμπιπλώντων, ὅμοιον γίνεται τηνικαῦτα,
ὥσπερ ἂν εἴ τις μεθύων ἄνθρωπος καὶ πάντα παράφορα φέ-
ρων τε καὶ δεικνὺς, ὁπόσα περὶ λογισμὸν καὶ διάνοιαν καὶ ὁπόσα
τἀκ κεφαλῆς ἄχρι ποδῶν, ἔπειτα μεγάλης οἴακας ὁλκάδος ἄγειν
ἔμελλε χειροτονεῖσθαι, οὔτε τῶν χειροτονούντων ὀρθῶς κρινόν

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 1, p. 284, l. 6

δι' ἕνα γε τοῦτον· τοῦτο μὲν καὶ διὰ τὴν τῆς βασιλείας μονιμω-
τέραν διαδοχὴν, τοῦτο δὲ καὶ διὰ τὴν εὐφυΐαν τῆς γνώμης, τοῦτο
δὲ καὶ διὰ τὸ τῆς ὄψεως κάλλος· ἴσως δὲ καὶ διὰ τὴν ὁμωνυμίαν·
ὥστε δι' αὐτά γε ταῦτα καὶ παρ' ἑαυτῷ τρέφειν ἔκρινε δεῖν ἐν
παιδείᾳ βασιλικῇ καὶ ἅμα τῇ νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν αὐτοῦ
διηνεκῶς θεωρίᾳ τρυφᾷν καὶ ἀγάλλεσθαι. (Β.) Ἐπεὶ δὲ καὶ ἐς
τὸν ἔφηβον ἧκεν ὁ νέος Ἀνδρόνικος, ἐν ᾧ τῆς ἡλικίας ἀκμαιότε-
ρον αἱ ἡδοναὶ κατὰ τῆς φύσεως ἐπανίστανται καὶ ζητοῦσιν ἐλευ-
θερίαν μηδὲν ἐπιφερομένην κεκολασμένον, καὶ μάλιστα ἐν ἀξίᾳ
βασιλικῇ καὶ ἀνθούσῃ νεότητι, τότε δὴ πολλὴ τοῖς ἡλικιώταις
ἦν ἐξουσία πάντα κατ' ἔφεσιν ὑφηγεῖσθαι, ὁπόσα νεωτερίζουσι
γνῶμαι τῇ βουλήσει πάντα παραμετρούμεναι καὶ ὅλους χαλινοὺς
αἰδοῦς ἀποπτύουσαι. καὶ πρῶτα μὲν ἤρξαντο παρεξάγειν αὐτὸν
ἐς περιπάτους καὶ θέατρα καὶ κυνηγέσια· ἔπειτα ἐς νυκτερινὰς
περιπλανήσεις οὐ πάνυ τοι βασιλεῦσιν ἁρμοττούσας. αὗται δὲ
πολλὴν ἀπαιτοῦσι χρημάτων δαπάνην· τὸ δ' οὐκ ἦν εὐπετὲς, τοῦ
βασιλέως καὶ πάππου σταθμοῖς καὶ μέτροις οὐ πολὺ τὸ μεγαλο-
πρεπές τε καὶ φιλότιμον ἐπισυρομένοις τὴν ἡμερησίαν αὐτῷ χορη-
γοῦντος τροφήν. ἐντεῦθεν φιλίαι πρὸς Λατίνων

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


(4235: 002)“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834,
Repr. 1968.6, p. 271, l. 20
570

θον Ἀθηναῖοι τὰς ἑαυτῶν ἀπολέσαι πόλεις· ἐφ' οἷς τὰ


συμφέροντα ἐν τῷ ψηφίσματι γράψας Δημοσθένης, ὡς
δεῖ πάντας Ἕλληνας πολεμεῖν Φιλίππῳ, ἀπέστησεν αὐ-
τὸν τῆς πρὸς τὰς Ἀθήνας εἰσβολῆς. Ταῦτα ἀκριβέστε-
ρον εὑρήσεις ἐν τῷ ὑπὲρ στεφάνου Δημοσθένους· καὶ
ταῦτα ὁ νόμος ὑπέγραψε, ταῦτα ὁ Χριστὸς ἐτελείωσεν
ὁ τοῦ γράμματος καταλύτης καὶ τελειωτὴς τοῦ πνεύματος.
ρλθʹ.Ἁρμοσταῖς καὶ φρουραῖς.Τάξεις ἀρ-
χόντων Λακεδαιμονίων οὗτοι· ἁρμοσταὶ μὲν οἱ τὰς πό-
λεις τὰς ὑποκειμένας διοικοῦντες· φρουραὶ δὲ οἱ πρὸς τὸ
μὴ Νεωτερίζειν φυλάττοντες· κύκλῳ δὲ τῆς Ἀττικῆς, ὅτι
κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον καὶ τὴν συμφορὰν,
ἣν ἔπαθον ἐν Σικελίᾳ ταπεινωθέντες Ἀθηναῖοι καὶ ἀπο-
βάλλοντες τὰ τείχη καὶ τριάκοντα τύραννοι ἐγχειρισθέν-
τες τὰς αὐτῶν πόλεις διῴκουν Λακεδαιμόνιοι· ἡ δὲ αἰ-
τία τῆς τοῦ χωρίου τούτου καὶ τῆς ἐννοίας παραγωγὴ
τοιαύτη ἐστίν. Αἰσχίνου εἰπόντος, ὡς ἄξιοι ἦσαν ἀπο-
λέσθαι Φωκεῖς, ἐχθροὶ ἡμῶν ὄντες, λύει Δημοσθένης
ἀπὸ τοῦ συμφέροντος, ὅτι οὐκ ἔστι καλὸν τὸ μνησικα-
κεῖν· ἔπειτα ἀπὸ τοῦ ἔθους ἴσα δυναμένου τῷ νομίμῳ,

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.
Leipzig: Hinrichs, 1828.Alphabetic entry nu, p. 308, l. 13

νεύματα: βουλεύματα.
νέφος: πλῆθος.
νεφώσεως: συννεφείας.
νεωκόρος: ὁ τὸν ναὸν κοσμῶν καὶ εὐτρεπίζων.κο-
ρεῖνγὰρ τὸ σαίρειν καὶ κοσμεῖν ἔλεγον.
νεωλέα: νεῶν συναγωγή.
νεώς: Ἀττικῶς ὁ ναός.
νεώσατε: ἀροτριάσατε.
νέωτα: τὸ ἐπιὸν ἔτος. ἤτοι εἰς τὸ μέλλον.
νεωτεροποιός: ἀντάρτης. τύραννος. ἐπιθέτης.
Νεωτερίζειν: καινὰ πράττειν.

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. (4394: 001)“FHG 4”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 72, l. 122

περικείμενος. Αἴγυπτον δὲ Καῖσαρ ἑλὼν, Κλεοπάτρᾳ


571

τὴν ἀρχὴν παραδίδωσιν, ἀδελφῇ μὲν τοῦ πρότερον βα-


σιλεύοντος οὔσῃ, ἀπὸ δὲ τῆς ὥρας αὐτῷ τοῦ σώματος
ἐγνωσμένῃ. Φασὶ γὰρ αὐτὴν τῷδε πρώτῳ Ῥωμαίων
ἐς κοινωνίαν λέχους ἐλθεῖν. Ἐνδημοῦντος δὲ διὰ ταύ-
την τοῦ Καίσαρος ἐν Αἰγύπτῳ, λόγος κατέσχε τὸ πλῆ-
θος, ὡς καὶ ἐπανάστασιν αὐτῷ παρὰ τῶν ἐγχωρίων
γενέσθαι, καὶ πολλὰς μυριάδας ὑπὸ τῶν Ῥωμαϊκῶν
ὅπλων ἐντεῦθεν διαφθαρῆναι.
11. Ὁ δὲ Καῖσαρ ἀκούσας τὸν Μιθριδάτου παῖδα
Φαρνάκην αὖθις Νεωτερίζειν ἀρξάμενον, ἀπῆρε μὲν
ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου· καὶ καταστρατευσάμενος ἐπ' αὐτὸν,
καὶ περικλείσας ἐν τόπῳ τινὶ τῆς Θετταλίας, πρὸς
αὐτόχειρα θάνατον τοῦτον ἐλθεῖν ἠνάγκασεν, ἐς ταύτην
αὐτὸν ἀγαγὼν τὴν τελευτὴν τοῦ βίου, ἐς ἣν αὐτὸς πρό-
τερον τὸν πατέρα συνήλασεν.
12. Ἐπειδὴ ταῦτα διαπραξάμενος ἐπανῆλθεν ἐς τὴν
Ῥώμην, τρίτον ἑαυτὸν ὕπατον ἀνειπὼν, καὶ κοινωνὸν
τῆς ἀρχῆς προσελόμενος Μάρκον Αἰμίλιον Λέπιδον, ὃς
κατὰ τὸν ἔμπροσθεν ἐνιαυτὸν ἵππαρχος ἦν αὐτῷ κατὰ
μοναρχίαν ἐξηγουμένῳ, πολλούς τε τῶν Πομπηιανῶν

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. (5008: 001)“Aristides, vol. 3”, Ed.


Dindorf, W.
Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb pagël.-Hypothesis-
Epigram 180,11, l. 8

φωνὴν ἀπέκλινε] φωνὴν λέγει τὴν Ἀττικήν. ἀπέκλινε δὲ,


ἀντὶ τοῦ ἔρρεψεν. οἱονεὶ πᾶσαι αἱ πόλεις καὶ τὰ τῶν ἀν-
θρώπων γένη τῆς Ἀττικῆς ἠράσθη φωνῆς.
οὐ φρουραῖς ἐγκαθεστηκυίαις ἡ δύναμις
τῆς πόλεως συνέχεται] δύναμιν λέγει τῆς πόλεως τὴν ἀρ-
χήν. τοῦτο δὲ εἶπεν, ἐπειδὴ ἔθος εἶχον οἱ ἄρχοντες, φο-
βούμενοι περὶ ἀποστάσεως τινὸς πόλεως, δύναμιν ἐγκαθι-
στάναι, ὅπως μὴ ἀποστῇ, ἀλλὰ πρὸς ἀνάγκην ὑπακούσῃ.
τὸ φρουραῖς εἶπεν, ἐπειδὴ ἔθος εἶχον Ἀθηναῖοι φοβού-
μενοι περὶ ἀποστάσεως τῶν ὑφ' αὑτῆς πόλεως φρουρὰς ἐν
αὐταῖς ἐγκαθιστάναι, ὅπως, εἰ καὶ βουληθεῖεν Νεωτερίζειν,
μὴ δύναιντο, ἀλλὰ πρὸς ἀνάγκῃ ὑπακούοιεν. C.
ἡ δύναμις τῆς πόλεως] ἡ περὶ λόγους. A.
ἡ ἐν τοῖς λόγοις. C.
572

Scholia In Aratum, Scholia in Aratum (5013: 001)


“Scholia in Aratum vetera”, Ed. Martin, J.Stuttgart: Teubner, 1974.
Scholion 11, l. 3

ἀστέρας τὰ κατὰ τὴν γεωργίαν σημαίνειν”.


MQDΔVASἐστήριξεν:ὅτι ἀκίνητοί εἰσιν οὗτοι οἱ ἀπλανεῖς
καθ' αὑτούς, συμπεριάγονται δὲ τῇ τῶν ὅλων ῥύμῃ.
Vat. 191αὐτὸς γὰρ τάδε σήματ' ἐν οὐρανῷ
ἐστήριξε:τοὺς ἀστέρας καὶ τὰ εἴδωλα. παρὰ δὲ
τὸ ἐστηρίχθαι ἠτυμολόγησε τῶν ἀστέρων τὸ ὄνομα.
ἄλλοι δέ φασιν ἀπὸ Ἀστραίου. διὰ δὲ τοῦἐστή-
ριξετὸ ἀκίνητον τῶν ἀπλανῶν ἐδήλωσεν.
MQDΔVAS –ἄστρα:ἄστρον δέ ἐστι νοούμενον, καὶ
τὸ ἐκ πλείστων ἀστέρων σύστημα, οἷον Καρκίνος,
Λέων, καὶ ἡ ἐπιτολὴ δέ τινος ἀστέρος νεωτερίζουσα τι
τῶν περιγείων, οἷον Ἀρκτούρου ἐπιτολὴ ἢ Κυνός.
λέγεται δὲ καὶ ὁ ἥλιος ἄστρον ἰδίως παρὰ Πινδάρῳ
(Pae. IX, 2)· “ἄστρον ὑπέρτατον”.
S καὶ ....... σώματα δὲ καὶ οἱ διᾴττοντες.
MQDΔVAS νῦν δὲ ὁ Ἄρατος τοὺς ἀστέρας ἄστρα εἴρηκεν.
Par τί διαφέρει ἀστὴρ ἄστρου; ἄστρον μέν ἐστιν ὁλότης
καὶ συναγωγὴ ἀστέρων, ὡς ὁ Κριὸς καὶ ὁ Ὠρίων,
ἀστὴρ δὲ ὁ εἷς, ὡς ἡ καρδία τοῦ Λέοντος.
M – οἵ κε μάλιστα:τὸ ἑξῆς· οἵ κε μάλιστα
τετυγμένα τῶν ὡρῶν σημαίνοιεν ἀνδράσιν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) (5014: 006)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Play sch recent nub, ver 515/6b, l. 1

ερχόμενος Par, ἐλάσας Cr.


ἐς ... ἡλικίας] εἰς ⌈πολὺ LbHarl.5 μέγα Va γῆρας ParlHarl.5,
εἰς ἔσχατον γήρως Ho, εἰς βαθεῖαν τὴν ἡλικίαν Cr.
ἡλικίας] γήρως Chalc.
514] τὸ “βαθύ” καὶ τὸ “λιπαρόν” ἐπὶ γήρως λαμβάνεται Cr.
νεωτέροις] νέοις ⌈ἁρμόζουσι [προσήκουσι] ChisReg, τὰ τοῖς νέοις
Par, νεωτερικοῖς Lb.
νεώτερα πράγματα τὰ τοῖς νέοις ἁρμόζοντα.“χρωτίζεται”δὲ
ἀντὶ τοῦ συνάπτει, ἑνοῖ, ὅπερ Ὅμηρος “ἐπιχρᾷ” φησιν, ὡς ἐν ἐκείνῳ“μνη-
στῆρες ἐμοὶ μητρὶ ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ”,ἀντὶ τοῦ ἐπλησίασαν.
573

Νεωτερίζει ὁ δεῖνα ἀντὶ τοῦ “μωρά τινα ποιεῖ”, καὶ Νεωτερίζει ἀντὶ
τοῦ “καινά τινα ποιεῖ”.
χρωτίζεται] χρωματίζει ChisParlChalc (cf. Th1/2Tr1/2 516a), ὁμοίαν
ποιεῖ Par, δοκιμάζει Va, καλλωπίζεται A, μετασχηματίζει (Cang).
ἐπασκεῖ] ἐκπαιδεύεται ChisCr, παιδεύεται RegPar, μετέρχεται
Cant.2lChalcHoHarl.5.

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) (5030: 001)“Lycophronis Alexandra, vol. 2”, Ed.
Scheer, E.Berlin: Weidmann, 1958.Scholion 1326, l. 3

καὶ Αἴθρας υἱὸς ὁ Θησεύς, ἀληθὲς ὁ δὲ Αἰγεὺς Πανδίονος


υἱὸς ἦν, ἀλλ' οὐ Φημίου.
πάλαι δοκεύει· Θησεὺς ὑπόνοιαν παρέσχεν ὅτι
μέλλει τυραννεῖν ἐν Ἀθήναις, διὸ φυγὼν ᾤχετο εἰς Σκῦρον
πρὸς Λυκομήδην. κἀκεῖσε δὲ νεωτεριζόμενον εὐλαβηθεὶς Λυ-
κομήδης, μή ποτε τῇ ἀρχῇ ἐπιβουλεύσῃ, κατεκρήμνισεν αὐτόν.
καὶ οὕτως ἀπέθανεν. ss3Σκῦροςνῆσός ἐστιν ἡ Σκῦρος
μία τῶν Κυκλάδων ἧς ἐβασίλευε Λυκομήδης Δολόπων τὴν
νῆσον οἰκούντων. ἐν γοῦν τῇ Σκύρῳ ταύτῃ Θησεὺς ἢ ἀγροὺς
ἔχων κατὰ Πλούταρχον καὶ φιλίαν πρὸς τὸν Λυκομήδην
(Thes. 35. 36), φοβηθεὶς δὲ διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης καὶ
τὴν κατ' αὐτοῦ ἐκστρατείαν τῶν Διοσκούρων ( ib. 34) ἦλθε
πρὸς Λυκομήδην καὶ διέτριβε περὶ τὴν νῆσον ἢ κατά τινας,
ὅτι ὑπόνοιαν παρέσχεν ὅτι μέλλει τυραννεῖν ἐν Ἀθήναις ἢ
καθ' ἑτέρους, ὅτι ὑπὸ Λύκου τοῦ Αἰγέως ἀδελφοῦ ἢ διὰ

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) Scholion 1326, l. 16

μία τῶν Κυκλάδων ἧς ἐβασίλευε Λυκομήδης Δολόπων τὴν


νῆσον οἰκούντων. ἐν γοῦν τῇ Σκύρῳ ταύτῃ Θησεὺς ἢ ἀγροὺς
ἔχων κατὰ Πλούταρχον καὶ φιλίαν πρὸς τὸν Λυκομήδην
(Thes. 35. 36), φοβηθεὶς δὲ διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς Ἑλένης καὶ
τὴν κατ' αὐτοῦ ἐκστρατείαν τῶν Διοσκούρων ( ib. 34) ἦλθε
πρὸς Λυκομήδην καὶ διέτριβε περὶ τὴν νῆσον ἢ κατά τινας,
ὅτι ὑπόνοιαν παρέσχεν ὅτι μέλλει τυραννεῖν ἐν Ἀθήναις ἢ
καθ' ἑτέρους, ὅτι ὑπὸ Λύκου τοῦ Αἰγέως ἀδελφοῦ ἢ διὰ
τὸν φθόνον τῶν Παλλαντιδῶν ἢ διὰ τὴν Ἱππολύτου ἀναί-
ρεσιν ἐξώσθη τῶν Ἀθηνῶν καὶ οὕτως φυγὰς ἦλθεν εἰς Σκῦ-
574

ρον κἀκεῖ δὲ νεωτεριζόμενον ὑποπτεύσας ὁ Λυκομήδης αὐ-


τὸν καὶ δειλιάσας περὶ τῆς ἀρχῆς ἀναγαγὼν ἐπί τινα λόφον
καὶ δῆθέν τινα ὑποδεικνὺς κατεκρήμνισε καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν.
σὺν θηρὶ βλώξας· Θησεὺς, φησὶ, σὺν τῷ Ἡρα-
κλεῖ ἐλθὼν εἰς Σκυθίαν πρὸς τὰς Ἀμαζόνας διπλοῦν παρ-
εσκεύασε τὸνεῖκοςεἰς τοὺς Ἕλληνας διὰ τὸν ss3s4 τῆς Ἱππο-
λύτης T ζωστῆρα καὶ δι' Ἀντιόπην τὴν Ἀμαζόνα, ἐξ ἧς καὶ
ἔσχεν Ἱππόλυτον. ss3s4 ἡ δὲ ἱστορία τοιαύτη Ἀδμήτη ἡ Εὐ-
ρυσθέως θυγάτηρ ἐπεθύμησε τὸν Ἱππολύτης κτήσασθαι ζω-
στῆρα καὶ δὴ ἑνὶ πλοίῳ Ἡρακλῆς μετά τε Θησέως καὶ ἑτέ-
ρων εἰς Θεμισκύρας λιμένα ἦλθε καὶ Ἱππολύτη τὸν ζωστῆρα

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia


(scholia recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani)
(collecta a Triclinio) (5034: 004)“Scholia recentia in Pindari epinicia,
vol. 1”, Ed. Abel, E.Berlin: Calvary, 1891.Ode-treatise O 2, scholion-se.
29, l. 9

τὴν πατρικήν. – αὐτοῖς. – ἄγαγε· – ἤτοι


πλείονος ἀξίωσον τῆς ἐπιμελείας.
Th. Ὁ Θήρων οὗτος Ἀκραγαντίνων βασιλεύων Γέλωνι
τῷ Ἱέρωνος ἀδελφῷ ἐπικηδεύσας γάμῳ συνάπτει τὴν αὐτοῦ
θυγατέρα Δημαρέτην. τοῦ δὲ Γέλωνος τελευτήσαντος Πολύ-
ζηλος ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν γαμετὴν αὐτοῦ
διαδέχεται. λαμπρῷ δὲ ὄντι αὐτῷ κατὰ τὴν Σικελίαν Ἱέρων
ὁ ἀδελφὸς φθονήσας καὶ προφασισάμενος τὸν πρὸς Συβαρί-
τας πόλεμον, ἐξάγει τῆς νήσου τοῦτον. κατωρθωκότος οὖν
καὶ τοῦτον τὸν πόλεμον Πολυζήλου, Ἱέρων οὐκ ἔχων ὅ
τι καὶ γένοιτο πρὸς αὐτὸν ἐπειρᾶτο Νεωτερίζειν. Θήρων
οὖν ὑπεραγανακτήσας θυγατρὸς ἅμα καὶ γαμβροῦ συῤῥᾶξαι
πρὸς Ἱέρωνα ἠβούλετο πόλεμον, ὃν Σιμωνίδης ὁ λυρικὸς κα-
ταπαύει διαλλάξας πρὸς ἀλλήλους αὐτούς, ὡς καὶ κηδείαν
τινὰ πρὸς ἀλλήλους ποιήσασθαι Ἱέρωνα λαβόντα τὴν Θήρω-
νος ἀδελφήν. φασὶ δέ τινες τὸπεπραγμένωνἀντὶ τοῦ συμ-
βάντων τοῖς προγόνοις καμάτων. ἄνω γὰρ εἶπε (v. 15)· Καμόντες
οἳ πολλὰ θυμῷ.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) (5039:


001)“Scholia in Thucydidem ad optimos codices collata”, Ed. Hude,
K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1973.
575

B. 1, ch. 58, se. 1, l. 1

ἐπὶ Θρᾴκης Χαλκιδεῦσι:εἰσὶ γὰρ καὶ ἐν Εὐβοίᾳ Χαλκι-


δεῖς, οἵτινες ἀπῴκησαν εἰς Θρᾴκην ὅμορα:
Μακεδονίᾳ καὶ ἀλλήλοις τὸν πόλεμον:τὸν
κατὰ Φιλίππου καὶ τῶν Ἀθηναίων βουλόμενοι
προκαταλαμβάνειν:βουλόμενοι κατέχειν καὶ κω-
λύειν τὰς πόλεις, ἵνα μὴ ἀποστῶσι.ἐπὶ τὴν γῆν αὐτοῦ:
τοῦ Περδίκκα, διὰ τὴν τοῦ Φιλίππου βοήθειαν
ἐπιστέλλουσι:ἐντέλλονται· οὔπω γὰρ ἦσαν ἀποδημήσαντες

Νεωτερίζειν:νεώτερα ποιεῖν.τὰ τέλη:ἤτοι


οἱ προάρχοντες τῶν Λακεδαιμονίων c2 ʃ οἱ Λακεδαιμόνιοι
τοὺς ἄρχοντας τέλη ἐκάλουν διὰ τὸ τέλος τοῖς πράγμασι τι-
θέναι ʃ ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐπειδή 2τότε δή:
τὸ ἑξῆς· ἐπειδὴ οὐδὲν εὗρον ἐπιτήδειον, τότε δὴ καὶ τὰ ἑξῆς.
τὰς ἐπὶ θαλάσσῃ πόλεις ἐκλιπόντας:ἐφοβοῦντο γὰρ
τοὺς θαλασσοκράτορας Ἀθηναίους, ὄντες παραθαλάσσιοι
ἀνοικίσασθαι ἐς Ὄλυνθον:τὴν οἴκησιν ἀναγα-
γεῖν ἐς τὴν Ὄλυνθον.

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) B. 1, ch. 97, se. 1,


l. 7

ταμιεῖόν τε Δῆλος ἦν αὐτοῖς:ἵνα μὴ δόξωσιν οἱ Ἀθη-


ναῖοι ἴδιον κέρδος ἔχειν Δῆλος:ἡ Δῆλος
ὄνομα νήσου c1ʃ νῆσος μία τῶν Κυκλάδων.ξύνοδοι:
συνελεύσεις.
αὐτονόμων τὸ πρῶτον:ὕστερον γὰρ ὡς
δούλων ἦρχον ἀπὸ κοινῶν ξυνόδων:πάντες γὰρ
κοινῶς συνηθροίζοντο ἐν ταῖς βουλαῖς τοσάδε
ἐπῆλθον:τοσαῦτα διεπράξαντο, ὅσα κατιὼν ἐρεῖ
διαχειρίσει:ἀντὶ τοῦ διοικήσει μεταξὺ τοῦδε
τοῦ πολέμου καὶ τοῦ Μηδικοῦ:ἐν τῇ πεντηκονταετηρίδι
αὐτοῖς:τοῖς Ἀθηναίοις.νεωτερίζοντας:ἀφιστα-
μένους προστυγχάνοντας:ἐμποδίζοντας.ἑκάστῳ:
πολέμῳ ἢ χωρίῳ ἢ χρόνῳ
ἔγραψα:οὐχ ὅτι ἤ-
δη ἔγραψεν, ἀλλ' ὅτι γέγραπται, εἰ καὶ μήπω εἴρηται ʃ
μέχρι τούτου ἡ παρεκβολὴ τῆς διηγήσεως τῶν προϋπαρξάν-
των.τὴν ἐκβολήν:τὴν παράβασιν ἢ μετάβασιν fʃ τὴν
ἐκτροπήν.τοῖς πρὸ ἐμοῦ:ἱστοροῦσι.ἐκλιπὲς ἦν:εἰάθη
576

παρ' ἐκείνοις.τοῦτο τὸ χωρίον:τὸ τῆς πεντηκονταετίας


τὰ πρὸ τῶν Μηδικῶν Ἑλληνικά:τὰ Τρωικὰ

Σούδα λεξικόν Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter alpha, entry 2877, l. 6

ζωγράφοι βλέποντες διατίθενται πλάττοντες καὶ γράφοντες. κέχρηνται


πολλοί.
Ἀπάκτου·Σοφοκλῆς· ἀλλ' ὡς τάχος τὸν παῖδα τόνδ' ἤδη
δέχου, καὶ δῶμ' ἀπάκτου.
Ἀπάλαμνος:ἄπειρος.
Ἀπαλλάξας:ἀντὶ τοῦ πείσας ἀποστῆναι. Κρατῖνος καὶ Δη-
μοσθένης καὶ ἄλλοι.Ἀπαλλάξαι.καὶἈπαλλάξωμεν,ἀντὶ
τοῦ ἀφανίσωμεν. Ξενοφῶν· τῶν ἄλλων σκευῶν τὰ περισσὰ ἀπαλ-
λάξωμεν. καὶἈπαλλάξαι,ἀντὶ τοῦ φυγαδεῦσαι. ἐδεῖτο δὲ
τὸ πλῆθος προσωτάτω Ἀρμενίας ἀπαλλάξαι Ἰωτόμην, ὡς οὔποτ' ἂν
ἀποσχόμενον τοῦ Νεωτερίζειν, εἰ τύχοι ὢν ἔνδημος. καὶἈπαλ-
λάττωσε κόπων.
Ἀπαλλάξειεν:μετακινήσειεν. Ἀριστοφάνης· πῶς καλῶς αὐτῶν
ἀπαλλάξειεν ἂν μετόρχιον. καὶἈπαλλαξείοντες,ἐπιθυμίαν
ἔχοντες ἀπαλλαγῆναι.
Ἀπαλγήσαντας:παρὰ Θουκυδίδῃ ἀντὶ τοῦ παυσαμένους
ἀλγεῖν, ὥσπερ τὸ ἀπολοφυράμενοι.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter alpha, entry 3707, l. 2

Ἀπροστασίου:εἶδός ἐστι δίκης κατὰ τῶν μὴ νεμόντων προ-


στατεῖν ἔνοικον. καὶ γὰρ ἕκαστος αὐτῶν ἠρνεῖτό τινα τῶν πολιτῶν
τὸν προστησόμενον αὐτῷ περὶ πάντων τῶν ἰδίων καὶ τῶν κοινῶν.
ζήτει ἐν τῷ ἀποστασίου.
Ἀπρότων·Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Πυθέου· ἐμπεπηδηκότων
τῶν ῥητόρων ὥσπερ ἀπρότων εἰς τὸ ἐμπόριον. ἔν τισι δὲ ὥσπερ
παρνόπων γέγραπται. οἱ δὲ πάρνοπες εἶδος ἀκρίδος.
Ἄπροικον:τῇ προσῳδίᾳ ὡς ἄνθρωπον οἱ Ἀττικοί.
Ἄπταιστος:ἀπρόσκοπος.
Ἁπτέα:ἀντὶ τοῦ ἐπιχειρητέον. τούτῳ δὲ ἐδόκει ἁπτέα τοῦ
ἔργου, πρὶν καὶ τῶν λοιπῶν ἐπαρθῆναι εἰς τὸ Νεωτερίζειν τὰς
γνώμας.
577

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter epsilon, entry 3776, l. 4

Λακεδαιμονίοις καὶ Θηβαίοις Θηβαῖος. ὅτι τὸν εὐτράπελον ἡ κωμῳδία


ἐπιδέξιον καλεῖ. καὶ ζήτει ἐν τῷ ἀνασεσυρμένην.Εὐτράπελοςοὖν κυρίως
ὁ μιμολόγος, ὁ γελωτοποιός.
Εὐτρεπῆ:τὰ ἕτοιμα, καὶ τέλος ἔχοντα.
Εὐτρεπισμός:ἡ ἑτοιμασία.
Εὐτρόπιος,Ἰταλός, σοφιστής. τὴν Ῥωμαϊκὴν ἱστορίαν ἐπι-
τομικῶς τῇ Ἰταλῶν φωνῇ. ἔγραψε καὶ ἄλλα.
Εὐτρόπιος,ὁ εὐνοῦχος, ἐπίτροπος Θεοδοσίου τοῦ βασιλέως.
καί φησιν Εὐνάπιος· ὁ μὲν γὰρ Ῥουφῖνος ἀνήρ τε ὢν ἢ δοκῶν καὶ
ἐν ἀξιώμασι γεγονὼς καὶ ποικίλαις ὁμιλήσας τύχαις, οὐ παρὰ λόγον
οὐδὲ τοῦ πρέποντος ἐκτὸς ἐδόκει κατεξανίστασθαι τῆς νεωτεριζούσης
ἅπαντα τύχης. ὁ δὲ θαλαμηπόλος εὐνοῦχος παραλαβὼν τὸ ἐκείνου
κράτος ἐς τοσόνδε κατέσεισεν ἅπαντα καὶ κατεβρόντησεν, ὥστε οὐ
μόνον Ῥουφῖνος ἦν αὐτός, ἀλλ' ὁ τοῦ μύθου Σαλμωνεὺς μικρόν τι
χρῆμα πρὸς αὐτὸν ἦν, ὅσγε ὢν εὐνοῦχος ἀνὴρ εἶναι κατεβιάζετο.
καὶ οἱ μὲν μῦθοί φασι τὴν Γοργόνα φανεῖσαν ἅμα τε φαίνεσθαι καὶ
τοὺς ἰδόντας μεταβάλλειν εἰς λίθον· ὁ δὲ καθ' ἡμᾶς βίος ληρόν τινα
περιττὸν καὶ φλήναφον τὸν μῦθον ἀπέδειξε. καὶ πολὺν καταχέει
διασυρμὸν ὁ ἱστορικὸς τουτουῒ τοῦ εὐνούχου, τοῦ βίου αὐτοῦ ἐπάξιον.
Εὐτρόπιος, ὁ τοῦ Ἀρκαδίου τοῦ βασιλέως πρόκοιτος· ὃς οὐδὲν
τῶν δεινῶν ἀπελίμπανεν, τάς τε ἀρχὰς δημοσίᾳ πιπράσκων καὶ τοὺς

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter iota, entry 510, l. 2

καρδίᾳ καὶ ἰσχύϊ καὶ ψυχῇ αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον Μωσέως καὶ τὸ
πάσχα ἐποίησεν, οἷον οὐ γέγονεν ἀπὸ τῶν χρόνων Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ
καὶ Σαμουήλ. ἐν ᾧ βόας ἔθυσε χιλιάδας ιβʹ, πρόβατα χιλιάδας ληʹ.
καὶ κατωρθώθη τὰ ἔργα Ἰωσίου ἐνώπιον κυρίου ἐν καρδίᾳ πλήρει
εὐσεβείας. πλὴν οὐκ ἀπεστράφη κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ,
οὗ ἐθυμώθη ἐν τῷ Ἰούδᾳ ἐπὶ τοὺς παροργισμούς, οὓς παρώργισεν
αὐτὸν Μανασσῆς.
Ἰῶτα:τὸ στοιχεῖον, τὸ γράμμα.
Ἰωτάπατα:τόπος τις. καὶἸωταπατηνός.
Ἰωτόμης.ἐδεῖτο δὲ τὸ πλῆθος προσωτάτω Ἀρμενίας ἀπαλ-
λάξαι Ἰωτόμην, ὡς οὔποτ' ἂν ἀποσχόμενον τοῦ Νεωτερίζειν, εἰ τύχοι
ὢν ἔνδημος.

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter kappa, entry 356, l. 11


578

Κάρανος,εἷς τῶν Ἡρακλειδῶν, στρατολογήσας ἐκ τῆς Ἑλλάδος,


ἦλθεν εἰς Μακεδονίαν ἄδοξον οὖσαν τότε καὶ ἐβασίλευσε καὶ διαδοχῇ
κέχρηται μέχρι Φιλίππου. Ἀμύντας δὲ ὁ Φιλίππου πατὴρ Εὐρυδίκην
Ἰλλυρίδα γήμας ἔσχε παῖδας Ἀλέξανδρον, Περδίκκαν, Φίλιππον· οὓς
ἔνιοι καὶ ὑποβεβλῆσθαι τὴν Εὐρυδίκην φασί. πολεμήσας δὲ Θηβαίοις
ὅμηρον ἔδωκε νέον ὄντα τὸν Φίλιππον· οὗ γενέσθαι Θηβαῖόν τινα
Παμμένην ὄνομα ἐραστήν, ὥς φασιν. Ἀμύντου δὲ τελευτήσαντος,
Παυσανίας φυγαδευθεὶς ὑπ' αὐτοῦ πρότερον, κατελθὼν ἐβιάσατο τοὺς
παῖδας καὶ κατέσχε τὴν ἀρχήν. Εὐρυδίκη δὲ Ἀθηναίων στρατηγῷ
διατρίβοντι περὶ τὴν Μακεδονίαν χρησαμένη συμμάχῳ, τὸν Παυσανίαν
ἐκβάλλει. ἕως μὲν οὖν ἦρχον οἱ πρεσβύτεροι, οὐδὲν ἐνεωτερίζετο·
Φίλιππος δὲ ἄρξας δύο καὶ εἴκοσιν ἔτη γεγονὼς πολλοὺς κατεστρέφετο
βαρβάρους τε καὶ Ἕλληνας, ἔλαβε δὲ καὶ Ἀθηναίων Ἀμφίπολιν καὶ
Θετταλίαν ὑφ' ἑαυτῷ ἐποιήσατο καὶ τὰς Χαλκιδικὰς πόλεις δύο καὶ
τριάκοντα, ὧν ἐπρώτευον Ὀλύνθιοι. ὃς Ποτίδαιαν ἀφελόμενος
Ἀθηναίων, ἐδωρήσατο ἀπατῶν αὐτούς. ὅμως δὲ βοηθοὺς ἔπεμψαν
Ἀθηναῖοι ναῦς μʹ καὶ Χάρητα στρατηγόν· οὗ χειμῶνι ἀποληφθέντος,
προδόντων δὲ τὴν Ὄλυνθον Εὐθυκράτους καὶ Λασθένους, τὴν μὲν
ἀνάστατον ἐποίησε, τὰς δὲ ἄλλας πόλεις εἷλεν·

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter mu, entry 232, l. 15

ἢ ὀξύτητι προλαβεῖν ἢ ἀπάτῃ κατασοφίσασθαι, ἥπερ ἐστὶ στρατηγῶν


ἀλκή, ἀλλὰ καὶ λόγῳ πιθανῷ πεῖσαι καὶ δωρεαῖς μεγαλόφροσιν
οἰκειώσασθαι καὶ ἐλπίδι ἀγαθῇ δελεάσαι. χάρις τε ἦν ἐπὶ πᾶσι τοῖς
πρασσομένοις ὑπ' αὐτοῦ καὶ λεγομένοις, τὸ μὲν ἀγανακτοῦν ἑκάστου
καὶ τὸ θυμούμενον παραμυθουμένη, τὸ δὲ ἐλπίζον ἔτι μᾶλλον αὔξουσα.
κολακείας τε δώρων καὶ τῆς παρὰ τραπέζαις δεξιώσεως καιρὸν ᾔδει.
οἷς προσὸν τὸ πρὸς τὰς πράξεις σύντονον καὶ τὸ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς
σὺν ὀξύτητι δραστήριον, αἱρετώτερον ἐδείκνυε τοῖς βαρβάροις εἶναι τῆς
φιλίας αὐτοῦ μᾶλλον ἢ τῆς ἔχθρας ἀντιποιεῖσθαι. ἀφικόμενος οὖν ἐς
τὴν καινὴν πόλιν, ἣν φρουρὰ Ῥωμαίων κατεῖχεν ἐκ Πρίσκου καταστᾶσα,
Νεωτερίζειν πειρωμένους λόγῳ τε καὶ ἔργῳ σωφρονίσας ἀπέφηνε πρώ-
την εἶναι τῆς Ἀρμενίας.
Μαρτύρια.ζήτει ἐν τῷ δικαιώματα.
Μαρτυρία·ὅτι ἐκμαρτυρία διαφέρει τῆς μαρτυρίας· ὅτι ἡ μὲν τῶν

Σούδα λεξικόν Alphabetic letter nu, entry 243, l. 1

τύραννος τῶν ὑφ' ἑωυτῷ ὄντων πολιητέων τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας
579

ἐς νεωσοίκους συνειλήσας εἶχεν ἑτοίμους, ἢν ἄρα προδιδῶσιν οὗτοι


πρὸς τοὺς κατιόντας, ὑποπρῆσαι αὐτοῖσι τοῖσι νεωσοίκοισι.
Νέωτα:τὸ ἐπιὸν ἔτος· ἤτοι εἰς τὸ μέλλον. παρὰ τὸ ἔνος
φασιν, ἔνοστα, καὶ ἀπελεύσει τοῦ σ ἔνοτα, καὶ μεταθέσει τοῦ ε καὶ
ἐκτάσει τοῦ ο
εἰς ω νέωτα. αἰεὶ γεωργὸς ἐς νέωτα πλούσιος. ἢ ἐκ τοῦ νέως, ἐξ οὗ τὸ
νεωστί,
νέωστα, ὡς δή, δῆτα, ἐπεί, ἔπειτα, καὶ ἐκδρομῇ τοῦ σ νέωτα. τὸ ἐκ νέου,
καὶ
ἔναγχος.
Νεώτερα·τοῦτον δὲ ἀνεῖλον ὡς νεώτερα κατὰ Ῥωμαίων πράτ-
τοντα.
Νεωτερίζει:καινὰ πράττει.
Νεωτερίζειν.Θουκυδίδης· τῆς ἡμέρας τὸ πνῖγος ἐλύπει,
νύκτες δὲ μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον.
ὁ δὲ βάρβαρος οὐδὲ ἐπὶ τὴν νεωτερίζουσαν τὰ πράγματα τύχην ἔσχεν
ἀνενεγκεῖν τὴν αἰτίαν, ὡς ἂν ἔννομόν τινα καὶ ὕπαιθρον ἀγωνισάμενος
μάχην.

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori (9012: 002)“Nicephori


archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.P. 202, l. 9

βιωτικῆς μερίμνης ἀπόζοντα καὶ στρατιωτικῷ πέλυκι τῷ Βου-


θοίνᾳ παραβαλλόμενον, πρὸς μόνην τὴν γαστέρα βλέποντα
καὶ τὰ τῶν ζωμαρίων ἐπιεικῶς καρυκεύματα, πάσης ἐπιστη-
μονικῆς ἐμπειρίας ἀλλότριον, τῆς δὲ σολοίκου καὶ βαρβάρου
λέξεως καὶ λίαν ἐμπείραμον. τοῦτον, ἵνα τὰ ἐν μέσῳ παρεὶς
σιγῶ, αὐθημερὸν πλύνας καὶ σοφίσας ἐπὶ τὸν ἱερατικὸν
καὶ φρικτὸν θρόνον ἐφίστησι καὶ ποιμένα τῆς ἑαυτοῦ λυκώ-
δους ψυχῆς (οὐ γὰρ τῶν Χριστοῦ θρεμμάτων) ὁ βάρβαρος
ἀνηγόρευσεν. ἐντεῦθεν λοιπὸν ἔκ τε τῶν πεισθέντων ἐπι-
σκόπων ἐξ αἰκισμῶν ἢ καὶ ἑκουσιότητος ἔκ τε τῶν νεωτεριζόντων καὶ
ἀνιέρων διδασκάλων συμφορήσας κολοιώδη λέσχην,
τὸ κατὰ τῆς ἐκκλησίας ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ συνίστησι βουλευτή-
ριον· ἐν ᾗ πάσας τὰς προμελετηθείσας ἀνοήτως παραγραφὰς
καὶ περικοπὰς προσεμέσαντες καὶ τὴν προκαττυθεῖσαν ἐν
Βλαχέρναις Κωνσταντίνου σύνοδον ἐπίκουρον ἔχοντες, ἐπι-
κυρωτικὴν ταύτην ἐκείνης ὠνόμασαν·
580

Νεωτεροποιός, νεωτεροποιία

Θουκυδίδης ιστορίες. Thucydidis historiae, 2 vols.”, Ed. Jones, H.S.,


Powell, J.E.Oxford: Clarendon Press, 1:1942 (1st edn. rev.); 2:1942 (2nd
edn. rev.), Repr. 1:1970; 2:1967.B. 1, ch. 70, se. 2, l. 1

...τινάς που καὶ ἀπαρασκεύους διὰ τὸ πιστεῦσαι ἔφθειραν.


καὶ μηδεὶς ὑμῶν ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ νομίσῃ τάδε
λέγεσθαι· αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστὶν ἁμαρτανόντων,
κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων. ’Καὶ ἅμα, εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι, ἄξιοι
νομίζομεν εἶναι τοῖς πέλας ψόγον ἐπενεγκεῖν, ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν
διαφερόντων καθεστώτων, περὶ ὧν οὐκ αἰσθάνεσθαι ἡμῖν γε δοκεῖτε, οὐδ'
ἐκλογίσασθαι πώποτε πρὸς οἵους ὑμῖν Ἀθηναίους ὄντας καὶ ὅσον ὑμῶν καὶ
ὡς πᾶν διαφέροντας ὁ ἀγὼν ἔσται. οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι
ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν
καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τἀναγκαῖα ἐξικέσθαι. αὖθις δὲ οἱ μὲν
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς
δεινοῖς εὐέλπιδες· τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι τῆς τε
γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι
ἀπολυθήσεσθαι. καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ
πρὸς ἐνδημοτάτους· οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ ἀπουσίᾳ ἄν τι κτᾶσθαι, ὑμεῖς δὲ
τῷ ἐπελθεῖν καὶ τὰ ἑτοῖμα ἂν βλάψαι. κρατοῦντές τε τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ ...

Θουκυδίδης ιστορίες. B. 1, ch. 102, se. 3, l. 4

τὸ λοιπὸν φέρειν, τήν τε ἤπειρον καὶ τὸ μέταλλον ἀφέντες.


Λακεδαιμόνιοι δέ, ὡς αὐτοῖς πρὸς τοὺς ἐν Ἰθώμῃ ἐμηκύ-
νετο ὁ πόλεμος, ἄλλους τε ἐπεκαλέσαντο ξυμμάχους καὶ
Ἀθηναίους· οἱ δ' ἦλθον Κίμωνος στρατηγοῦντος πλήθει οὐκ
ὀλίγῳ. μάλιστα δ' αὐτοὺς ἐπεκαλέσαντο ὅτι τειχομαχεῖν
ἐδόκουν δυνατοὶ εἶναι, τοῖς δὲ πολιορκίας μακρᾶς καθε-
στηκυίας τούτου ἐνδεᾶ ἐφαίνετο· βίᾳ γὰρ ἂν εἷλον τὸ χωρίον.
καὶ διαφορὰ ἐκ ταύτης τῆς στρατείας πρῶτον Λακεδαιμονίοις
καὶ Ἀθηναίοις φανερὰ ἐγένετο. οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι,
ἐπειδὴ τὸ χωρίον βίᾳ οὐχ ἡλίσκετο, δείσαντες τῶν Ἀθηναίων
τὸ τολμηρὸν καὶ τὴν νεωτεροποιίαν, καὶ ἀλλοφύλους ἅμα
ἡγησάμενοι, μή τι, ἢν παραμείνωσιν, ὑπὸ τῶν ἐν Ἰθώμῃ
πεισθέντες νεωτερίσωσι, μόνους τῶν ξυμμάχων ἀπέπεμψαν,
τὴν μὲν ὑποψίαν οὐ δηλοῦντες, εἰπόντες δὲ ὅτι οὐδὲν προς-
δέονται αὐτῶν ἔτι. οἱ δ' Ἀθηναῖοι ἔγνωσαν οὐκ ἐπὶ τῷ
βελτίονι λόγῳ ἀποπεμπόμενοι, ἀλλά τινος ὑπόπτου γενο-
μένου, καὶ δεινὸν ποιησάμενοι καὶ οὐκ ἀξιώσαντες ὑπὸ
581

Λακεδαιμονίων τοῦτο παθεῖν, εὐθὺς ἐπειδὴ ἀνεχώρησαν,


ἀφέντες τὴν γενομένην ἐπὶ τῷ Μήδῳ ξυμμαχίαν πρὸς
αὐτοὺς Ἀργείοις τοῖς ἐκείνων πολεμίοις ξύμμαχοι ἐγένοντο,
καὶ πρὸς Θεσσαλοὺς ἅμα ἀμφοτέροις οἱ αὐτοὶ ὅρκοι καὶ

Φίλων Ιουδαίος De sacrificiis Abelis et Caini (0018: 004)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 1”, Ed. Cohn, L.
Berlin: Reimer, 1896, Repr. 1962.Se. 15, l. 2

πρὸ τῆς ἐχθὲς καὶ τρίτης, ἀφ' οὗ τὸν θεὸν ἄρξασθαι διαλέγεσθαι ὡς
θεράποντι αὐτῷ (Exod. 4, 10). τοῖς μὲν γὰρ εἰς τὸν τοῦ βίου σάλον
καὶ κλύδωνα παρεληλυθόσιν ἐπινηχομένοις ἀνάγκη φορεῖσθαι, μηδενὸς
ἐχυροῦ τῶν ἐπιστήμης ἐνειλημμένοις, εἰκότων δὲ καὶ πιθανῶν ἠρτη-
μένοις· τῷ δὲ θεοῦ θεραπευτῇ πρεπῶδες ἀληθείας περιέχεσθαι, τὴν τῶν
εὐλόγων εἰκαστικὴν καὶ ἀβέβαιον μυθοποιίαν χαίρειν ἐῶντι. τί οὖν
καὶ τὸ ἐν τούτοις ἀληθές; κακίαν ἀρετῆς χρόνῳ μὲν εἶναι πρεσβυτέραν,
δυνάμει δὲ καὶ ἀξιώματι νεωτέραν. ὅταν μὲν οὖν ἡ γένεσις ἀμφοῖν
εἰσάγηται, προεκτρεχέτω ὁ Κάιν· ὅταν δὲ ἐπιτηδεύσεων σύγκρισις
ἐξετάζηται, φθανέτω ὁ Ἄβελ. γενομένῳ γὰρ τῷ ζῴῳ συμβέβηκεν εὐθὺς
ἔτ' ἐκ σπαργάνων, ἄχρις ἂν ἡ νεωτεροποιὸς ἀκμῆς ἡλικία τὸν ζέοντα
φλογμὸν τῶν παθῶν σβέσῃ, συντρόφους ἔχειν ἀφροσύνην ἀκολασίαν
ἀδικίαν φόβον δειλίαν, τὰς ἄλλας συγγενεῖς κῆρας, ὧν ἑκάστην ἀνατρέ-
φουσι καὶ συναύξουσι τιτθαὶ καὶ παιδαγωγοὶ καὶ ἐθῶν καὶ νομίμων
εὐσέβειαν μὲν ἐλαυνόντων δεισιδαιμονίαν δὲ πρᾶγμα ἀδελφὸν ἀσεβείᾳ
κατασκευαζόντων εἰσηγήσεις καὶ θέσεις. ὅταν δὲ ἤδη παρηβήσῃ καὶ
ἡ τῶν παθῶν παλμώδης νόσος χαλάσῃ, καθάπερ νηνεμίας ἐπιγενομένης,
ἄρχεταί τις γαλήνην ἄγειν ὀψὲ καὶ μόλις βεβαιότητι ἀρετῆς ἱδρυθείς, ἣ
τὸν ἐπάλληλον καὶ συνεχῆ σεισμόν, βαρύτατον κακὸν ψυχῆς, ἐπράυνεν.
οὕτως μὲν δὴ τὰ χρόνου πρεσβεῖα οἴσεται κακία, τὰ δὲ ἀξιώματος καὶ
τιμῆς καὶ εὐκλείας ἡ ἀρετή.

Φίλων Ιουδαίος De sacrificiis Abelis et Caini Se. 77, l. 9

λαμβάνοντες ἐκδιδάσκωνται μηδὲν ἡγεῖσθαι παρ' αὐτῷ παλαιὸν ἢ


συνόλως παρεληλυθός, ἀλλὰ γινόμενόν τε ἀχρόνως καὶ ὑφεστηκός.
οὗ χάριν καὶ δι' ἑτέρων φησίν· “ἀπὸ προσώπου πολιοῦ ἐξανα-
στήσῃ, καὶ τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου” (Lev. 19, 32), ὡς παμμε-
γέθους διαφορᾶς οὔσης· πολιὸς μὲν γὰρ ὁ μηδὲν ἐνεργῶν ἐστι χρόνος,
ἀφ' οὗ μετανίστασθαι καὶ ἀποδιδράσκειν δεῖ τὴν μυρίους ἀπατῶσαν
ἐκκλίνοντας ὑπόληψιν, ὡς ἄρα τι ποιεῖν οὗτος πέφυκε· πρεσβύτερος δὲ ὁ
τιμῆς καὶ γέρως καὶ πρεσβείων ἐπάξιος ὤν, ὃν Μωυσῇ τῷ θεοφιλεῖ
582

δοκιμάζειν ἐπιτέτραπται· “οὓς γὰρ σὺ οἶδας,” φησίν “οὗτοί εἰσι


πρεσβύτεροι” (Num. 11, 16), ὡς ἂν μηδεμίαν ἀποδεχομένου
νεωτεροποιίαν, ἀλλὰ πρεσβυτέρων καὶ τῆς ἀνωτάτω τιμῆς ἀξίων
δογμάτων
εἰωθότος ἐρᾶν. ὠφέλιμον μὲν οὖν, εἰ καὶ μὴ πρὸς ἀρετῆς κτῆσιν
τελείας, ἀλλά τοι πρὸς πολιτείαν, καὶ τὸ παλαιαῖς καὶ ὠγυγίοις ἐντρέ-
φεσθαι δόξαις καὶ ἀρχαίαν ἀκοὴν ἔργων καλῶν μεταδιώκειν, ἅπερ
ἱστορικοὶ καὶ σύμπαν τὸ ποιητικὸν γένος τοῖς τε καθ' αὑτοὺς καὶ τοῖς
ἔπειτα μνήμῃ παραδεδώκασιν. ἀλλ' ὅταν γε μὴ προϊδομένοις μηδὲ
ἐλπίσασι φέγγος αἰφνίδιον ἐπιλάμψῃ τὸ αὐτομαθοῦς σοφίας, ἡ δὲ τὸ
μεμυκὸς ὄμμα ψυχῆς διοίξασα ἀντὶ ἀκροατῶν θεατὰς ἐπιστήμης
ἐργάσηται τὴν ὠκυδρομωτάτην αἰσθήσεων ὄψιν πρὸ τῆς βραδυτέρας
ἀκοῆς ἐν διανοίᾳ θεῖσα, μάταιον ἔτι διὰ λόγων ὦτα γυμνάζειν. διὸ καὶ
λέγεται· “φάγεσθε παλαιὰ καὶ παλαιὰ παλαιῶν,

Φίλων Ιουδαίος De ebrietate (0018: 011)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1897, Repr.
1962.Se. 149, l. 1

παιδαρίου τινός, οὐχ ἑνός, ἀλλ' ὑπὸ παντὸς τοῦ Νεωτερίζειν καὶ τὰ καλὰ
χλευάζειν ἀκμὴν ἔχοντος· “ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ | τὸν οἶνόν
σου” (I Reg. 1, 14)· φιλεῖ γὰρ τοῖς θεοφορήτοις οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον
ἐγείρεσθαι καὶ ὥσπερ ἐξοιστρᾶν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ἐνερευθὲς εἶναι καὶ
πεπυρωμένον τῆς ἔνδον ἀναχεούσης καὶ χλιαινούσης χαρᾶς τὸ πάθος
εἰς τὸ ἔξω διαδιδούσης· ὑφ' οὗ πολλοὶ τῶν ἀφρόνων ἀπατηθέντες τοὺς
νήφοντας μεθύειν ὑπετόπασαν. καίτοι γε ἐκεῖνοι μὲν τρόπον τινὰ μεθύ-
ουσιν οἱ νήφοντες τὰ ἀγαθὰ ἀθρόα ἠκρατισμένοι καὶ τὰς προπόσεις
παρὰ τελείας ἀρετῆς δεξάμενοι, οἱ δὲ τὴν ἀπὸ οἴνου μεθύοντες μέθην
ἄγευστοι φρονήσεως διετέλεσαν νηστείαν συνεχῆ καὶ λιμὸν αὐτῆς
ἄγοντες.
εἰκότως οὖν ἀποκρίνεται πρὸς τὸν νεωτεροποιὸν καὶ γέλωτα τιθέμενον
τὸν σεμνὸν καὶ αὐστηρὸν αὐτῆς βίον· ὦ θαυμάσιε, “γυνὴ ἡ σκληρὰ
ἡμέρα ἐγώ εἰμι, καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα, καὶ ἐκχεῶ τὴν
ψυχήν μου ἐνώπιον κυρίου” (I Reg. 1, 15)· παμπόλλη γε παρρησία τῆς
ψυχῆς, ἣ τῶν χαρίτων τοῦ θεοῦ πεπλήρωται. πρῶτον μέν γε “σκληρὰν
ἡμέραν” εἶπεν ἑαυτὴν πρὸς τὸ χλευάζον ἀπιδοῦσα παιδάριον – τούτῳ
γὰρ καὶ παντὶ ἄφρονι τραχεῖα καὶ δύσβατος καὶ ἀργαλεωτάτη νενόμισται
ἡ ἐπ' ἀρετὴν ἄγουσα ὁδός, καθὰ καὶ τῶν παλαιῶν τις ἐμαρτύρησεν
εἰπών·

Φίλων Ιουδαίος De sobrietate (0018: 012)“Philonis Alexandrini opera


583

quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1897, Repr.
1962.Se. 6, l. 2

ὀφθαλμοὶ καὶ τὸ αἰσθητὸν φῶς περιττῶς πρὸς ἡμῶν πάντων τετίμηται·


πολλοὶ γοῦν τῶν τὰς ὄψεις ἀποβαλόντων καὶ τὸ ζῆν ἑκουσίως προσαπέ-
βαλον κουφότερον κακὸν πηρώσεως θάνατον εἶναι δικάσαντες ἑαυτοῖς.
ὅσῳ τοίνυν ψυχὴ σώματος κρείττων, τοσούτῳ καὶ νοῦς ὀφθαλμῶν ἀμεί-
νων· ὃς εἴπερ ἀπήμων εἴη καὶ ἀζήμιος πρὸς μηδενὸς τῶν μέθην παρά-
φορον ἐργαζομένων ἀδικημάτων ἢ παθῶν πιεσθείς, ὕπνῳ μὲν ἀποτάξεται
λήθην καὶ ὄκνον ἐμποιοῦντι τῶν πρακτέων, ἐγρήγορσιν δὲ ἀσπασάμενος
πρὸς τὰ θέας ἄξια πάντα ὀξυδορκήσει, μνήμαις μὲν ὑποβαλλούσαις ἐγει-
ρόμενος, πράξεσι δὲ τοῖς γνωσθεῖσιν ἑπομέναις χρώμενος.
Τοῦ μὲν δὴ νήφοντος κατάστασίς ἐστι τοιαύτη. “νεώτερον” δ'
ὅταν φῇ “υἱόν”, οὐχ ἡλικίας ὄνομα ἀναγράφει, νεωτεροποιίαν δὲ ἀγα-
πῶντος ἐμφαίνει τρόπου διάθεσιν. ἐπεὶ πῶς ἂν ἢ τὰ ἀθέατα κατιδεῖν
παρὰ νόμον καὶ δίκην ἐβιάσατο ἢ ἐκλαλῆσαι τὰ ὀφείλοντα ἡσυχάζεσθαι
ἢ εἰς τοὐμφανὲς προενεγκεῖν τὰ δυνάμενα οἴκοι συσκιάζεσθαι καὶ τοὺς
ψυχῆς ὅρους μὴ ὑπερβαίνειν, εἰ μὴ νεωτέρων πραγμάτων ἥπτετο γελῶν
τὰ ἑτέροις συμπίπτοντα, δέον ἐπιστένειν καὶ μὴ χλευάζειν ἐφ' οἷς εἰκὸς
ἦν καὶ εὐλαβούμενον τὸ μέλλον σκυθρωπάζειν; πολλαχοῦ μέντοι τῆς
νομοθεσίας καὶ τοὺς ἡλικίᾳ προήκοντας νέους καὶ τοὺς μηδέπω γεγηρα-
κότας ἔμπαλιν ὀνομάζει πρεσβυτέρους, οὐκ εἰς πολυετίαν ἀφορῶν ἢ βρα-
χὺν καὶ μήκιστον χρόνον,

Φίλων Ιουδαίος De sobrietate Se. 16, l. 2

τρόπος ὁ μήπω δυνάμενος μετὰ τῶν γνησίων ἀδελφῶν ποιμαίνειν, τὸ δ'


ἐστὶ τῆς κατὰ ψυχὴν ἀλόγου φύσεως ἄρχειν τε καὶ ἐπιτροπεύειν, ἀλλ'
ἔτι μετὰ τῶν νόθων,οἷςτὰ δοκήσει πρὸ τῶν γνησίων καὶ τῷ εἶναι
παραριθμουμένωνἀγαθῶντετίμηται. νεώτατος δέ, κἂν ἐπίδοσιν καὶ
αὔξησιν πρὸς τὸ ἄμεινον λάβῃ, παρὰ τῷ τελείῳ νενόμισται μόνον ἀγαθὸν
ἡγουμένῳ τὸ καλόν· οὗ χάριν προτρέπων φησί· “πρὸς μὲ ἀνάστρεψον,”
ἴσον τῷ πρεσβυτέρας γνώμης ὀρέχθητι, μὴ πάντα νεωτέριζε, ἤδη ποτὲ
τὴν ἀρετὴν δι' αὐτὴν μόνην | στέρξον, μὴ καθάπερ παῖς ἄφρων τῇ τῶν
τυχηρῶν λαμπρότητι περιαυγαζόμενος ἀπάτης καὶ ψευδοῦς δόξης ἀνα-
πίμπλασο. ὡς μὲν τοίνυν πολλαχοῦ νέον οὐκ εἰς τὴν σώματος
ἀκμήν, ἀλλ' εἰς τὴν ψυχῆς νεωτεροποιίαν ἀφορῶν εἴωθε καλεῖν, ἐπι-
δέδεικται. ὡς δὲ καὶ πρεσβύτερον οὐ τὸν γήρᾳ κατεσχημένον, ἀλλὰ τὸν
γέρως καὶ τιμῆς ἄξιον ὀνομάζει, δηλώσομεν. τίς οὖν ἀγνοεῖ τῶν ἐντε-
τυχηκότων ταῖς ἱερωτάταις βίβλοις, ὅτι σχεδὸν τῶν προγόνων ἑαυτοῦ
πάντων ὁ σοφὸς Ἀβραὰμ ὀλιγοχρονιώτατος εἰσάγεται; κἀκείνων μέν,
οἶμαι, οἳ μακροβιώτατοι γεγόνασιν, οὐδὲ εἷς, οὑτοσὶ δὲ ἀναγέγραπται
πρεσβύτερος· φασὶ γοῦν οἱ χρησμοί, ὅτι “Ἀβραὰμ ἦν πρεσβύτερος
584

προβεβηκὼς καὶ κύριος εὐλόγησε τὸν Ἀβραὰμ κατὰ πάντα” (Gen. 24, 1).
τοῦτό μοι δοκεῖ τὸ προκείμενον αἰτίας ἀπόδοσις εἶναι, δι' ἣν πρεσβύ-
τερος ἐλέχθη ὁ σοφός· ἐπιφροσύνῃ γὰρ θεοῦ τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς
μέρος ὅταν εὖ διατεθῇ καὶ μὴ καθ' ἓν εἶδος ἀλλὰ κατὰ πάσας τὰς

Φίλων Ιουδαίος De sobrietate Se. 20, l. 5

τερος ἐλέχθη ὁ σοφός· ἐπιφροσύνῃ γὰρ θεοῦ τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς


μέρος ὅταν εὖ διατεθῇ καὶ μὴ καθ' ἓν εἶδος ἀλλὰ κατὰ πάσας τὰς
ἐπιβολὰς εὐλογιστῇ, πρεσβυτέρᾳ χρώμενον γνώμῃ καὶ αὐτὸ δήπου πρες-
βύτερόν ἐστιν. οὕτως καὶ τοὺς συνέδρους τοῦ θεοφιλοῦς τὸν δέκα ἑβδο-
μάδων ἀριθμὸν εἰληχότας πρεσβυτέρους ὀνομάζειν ἔθος· λέγεται γάρ·
“συνάγαγέ μοι ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ, οὓς
αὐτὸς σὺ οἶδας ὅτι οὗτοί εἰσι πρεσβύτεροι” (Num. 11, 16). οὐκοῦν
οὐ τοὺς ὑπὸ τῶν τυχόντων γέροντας νομιζομένους ὡς ἱεροφάντας, ἀλλ'
οὓς ὁ σοφὸς οἶδε μόνος, τῆς τῶν πρεσβυτέρων ἠξίωσε προσρήσεως· οὓς
μὲν γὰρ ἂν οὗτος ἀποδοκιμάσῃ καθάπερ ἀργυραμοιβὸς ἀγαθὸς ἐκ τοῦ
τῆς ἀρετῆς νομίσματος, κεκιβδηλευμένοι νεωτεροποιοὶ τὰς ψυχὰς
ἅπαντες·
οὓς δ' ἂν γνωρίμους ἐθελήσῃ ποιήσασθαι, δόκιμοί τε καὶ τὸ φρόνημα
πρεσβύτεροι κατὰ τὸ ἀναγκαῖόν εἰσιν. ἑνὶ μέντοι νόμου διατάγματι
τοῖς ἀκούειν ἐπισταμένοις ἑκάτερον ὧν εἶπον ἐναργέστερον φανεῖται
δεδη-
λωκώς· “ἐὰν γὰρ γένωνται” φησίν “ἀνθρώπῳ δύο γυναῖκες, ἠγαπημένη
καὶ μισουμένη, καὶ τέκωσιν αὐτῷ ἡ ἠγαπημένη καὶ ἡ μισουμένη, καὶ
γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς μισουμένης, ᾗ ἂν ἡμέρᾳ κληροδοτῇ τοῖς|
υἱοῖς τὰ ὑπάρχοντα, οὐ δυνήσεται πρωτοτοκεῦσαι τῷ υἱῷ τῆς ἠγαπη-
μένης ὑπεριδὼν τὸν υἱὸν τῆς μισουμένης τὸν πρωτότοκον· ἀλλὰ τὸν πρω-
τότοκον υἱὸν τῆς μισουμένης ἐπιγνώσεται, δοῦναι αὐτῷ διπλᾶ ἀπὸ

Φίλων Ιουδαίος De sobrietate Se. 30, l. 3

λήθης – , Ἐφραῒμ δὲ καρποφορία, μνήμης πρόσρησις οἰκειοτάτη, διότι


καρπὸς ὠφελιμώτατος καὶ τῷ ὄντι ἐδώδιμος ψυχαῖς τὸ ἄληστον ἐν μνή-
μαις ἀδιαστάτοις. μνῆμαι μὲν οὖν ἠνδρωμένοις ἤδη καὶ παγίοις
συντυγχά-
νουσι, παρὸ καὶ νεώτεραι ἐνομίσθησαν ὀψὲ φυόμεναι· λήθη δὲ καὶ ἀνά-
μνησις ἐπαλλήλως σχεδὸν ἐκ πρώτης ἡλικίας ἑκάστῳ σύνεισιν, οὗ ἕνεκα
τὰ χρόνου πρεσβεῖα εὕρηνται καὶ ἐπ' εὐωνύμοις παρὰ σοφῷ ταξιαρχοῦντι
τάττονται· τῶν δὲ ἀρετῆς αἱ μνῆμαι κοινωνήσουσι πρεσβείων, ἃς ὁ θεο-
φιλὴς δεξιωσάμενος τῆς ἀμείνονος παρ' ἑαυτῷ μοίρας ἀξιώσει.
Νήψας οὖν ὁ δίκαιος καὶ γνοὺς ὅσα “ἐποίησεν αὐτῷ ὁ νεώτερος
585

αὐτοῦ υἱὸς” ἀρὰς χαλεπωτάτας τίθεται· τῷ γὰρ ὄντι ὅταν ὁ νοῦς νήψῃ,
κατὰ τὸ ἀκόλουθον εὐθὺς αἰσθάνεται ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία
πρότερον εἰργάζετο, ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε. τίνι
μέντοι καταρᾶται, σκεπτέον· ἓν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἐρεύνης ἀξίων
ἐστίν, ἐπειδήπερ οὐ τῷ δοκοῦντι ἡμαρτηκέναι παιδί, ἀλλὰ τῷ ἐκείνου
μὲν υἱῷ, ἑαυτοῦ δὲ υἱωνῷ, οὗ φανερὸν οὐδὲν εἴς γε τὸ παρὸν ἀδίκημα,
οὐ μικρὸν οὐ μέγα, δεδήλωκεν· ὁ μὲν γὰρ ἐκ περιεργίας ἰδεῖν τὸν πατέρα
γυμνὸν ἐθελήσας καὶ γελάσας ἃ εἶδε καὶ ἐκλαλήσας τὰ δεόντως ἡσυχα-
σθέντα ὁ υἱὸς ἦν τοῦ Νῶε Χάμ, ὁ δὲ ἐφ' οἷς ἕτερος ἠδίκησε τὰς
αἰτίας ἔχων καὶ τὰς ἀρὰς καρπούμενος Χαναάν ἐστι· λέγεται γὰρ “ἐπι-
κατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης [δοῦλος δούλων] ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ” (Gen. 9, 25). τί γὰρ ἡμάρτηκεν, ὡς ἔφην, οὗτος;

Φίλων Ιουδαίος De Abrahamo (0018: 020)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer, 1902, Repr.
1962.Se. 274, l. 2

ἂν ἐνδίκως εἶναι πρεσβύτερον, παρωνυμοῦντα τῷ πρώτῳ. τῷ γὰρ ὄντι


πρῶτος ὁ σοφὸς τοῦ ἀνθρώπων γένους, ὡς κυβερνήτης μὲν ἐν νηΐ, ἄρχων
δ' ἐν πόλει, στρατηγὸς δ' ἐν πολέμῳ, καὶ ψυχὴ μὲν ἐν σώματι, νοῦς δ'
ἐν ψυχῇ, καὶ πάλιν οὐρανὸς μὲν ἐν κόσμῳ, θεὸς δ' ἐν οὐρανῷ. ὃς
τῆς πρὸς αὐτὸν πίστεως ἀγάμενος τὸν ἄνδρα πίστιν ἀντιδίδωσιν αὐτῷ,
τὴν δι' ὅρκου βεβαίωσιν ὧν ὑπέσχετο δωρεῶν, οὐκέτι μόνον ὡς ἀνθρώπῳ
θεός, ἀλλὰ καὶ ὡς φίλος γνωρίμῳ διαλεγόμενος· φησὶ γὰρ “κατ'
ἐμαυτοῦ ὤμοσα” (Gen. 22, 16), παρ' ᾧ ὁ λόγος ὅρκος ἐστίν, ἕνεκα
τοῦ τὴν διάνοιαν ἀκλινῶς καὶ παγίως ἔτι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐρηρεῖ-
σθαι. πρεσβύτερος μὲν οὖν καὶ πρῶτος ἔστι τε καὶ λεγέσθω ὁ ἀστεῖος,
νεώτερος δὲ καὶ ἔσχατος πᾶς ἄφρων, τὰ νεωτεροποιὰ καὶ ἐν ἐσχατιαῖς
ταττόμενα μετιών. ταῦτα | μὲν οὖν ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω. τῷ δὲ
πλήθει καὶ μεγέθει τῶν ἐπαίνων ἐπιτιθεὶς ὥσπερ τινὰ κεφαλὴν τοῦ
σοφοῦ φησιν, ὅτι τὸν θεῖον νόμον καὶ τὰ θεῖα προστάγματα πάντα
ἐποίησεν ὁ ἀνὴρ οὗτος (Gen. 26, 5), οὐ γράμμασιν ἀναδιδαχθείς, ἀλλ'
ἀγράφῳ τῇ φύσει σπουδάσας ὑγιαινούσαις καὶ ἀνόσοις ὁρμαῖς ἐπακολου-
θῆσαι· περὶ δὲ ὧν ὁ θεὸς ὁμολογεῖ, τί προσῆκεν ἀνθρώπους ἢ βεβαιό-
τατα πιστεύειν; τοιοῦτος ὁ βίος τοῦ πρώτου καὶ ἀρχηγέτου τοῦ ἔθνους
ἐστίν, ὡς μὲν ἔνιοι φήσουσι, νόμιμος, ὡς δ' ὁ παρ' ἐμοῦ λόγος ἔδειξε,
νόμος αὐτὸς ὢν καὶ θεσμὸς ἄγραφος.

Φίλων Ιουδαίος De vita Mosis (lib. i–ii) (0018: 022)“Philonis


Alexandrini opera quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer,
1902, Repr. 1962.B. 2, se. 203, l. 3
586

ποτνιᾶται δὲ τὸν θεὸν ἱλασάμενος ταῖς ἀνάγκαις τῶν αἰσθήσεων, δι' ὧν


καὶ βλέπομεν ἃ μὴ θέμις ὁρᾶν καὶ ἀκούομεν ὧν μὴ θέμις ἀκούειν, ὅ τι
χρὴ παθεῖν τὸν εὑρετὴν ἀσεβήματος καὶ ἀνοσιουργήματος ἐκτόπου καὶ
ξένου δηλῶσαι. ὁ δὲ προστάττει καταλευσθῆναι, προσήκουσαν οἶμαι
δίκην ὑπολαβὼν τὴν διὰ λίθων κατ' ἀνδρὸς λιθίνην καὶ ἀπόκροτον
ψυχὴν ἔχοντος καὶ ἅμα βουλόμενος πάντας τοὺς ἀπὸ τοῦ ἔθνους συν-
εφάψασθαι τῆς κολάσεως, οὓς ᾔδει σφόδρα τραχέως ἐνεγκόντας καὶ
φονῶντας· μόνης δ' ὡς ἔοικε τῆς διὰ βλημάτων ἔμελλον αἱ τοσαῦται
μυριάδες ἐφάπτεσθαι. μετὰ δὲ τὴν τοῦ ἀνοσίου καὶ παλαμναίου τίσιν
ἐγράφη διάταγμα καινόν, οὐκ ἄν ποτε προηγουμένης ἀξιωθὲν γραφῆς,
ἀλλ' αἱ ἀπροσδόκητοι νεωτεροποιίαι καινοὺς νόμους εἰς ἀνακοπὴν |
ἁμαρτημάτων ἐπιζητοῦσιν. αὐτίκα γοῦν νομοθετεῖται τάδε· ὃς ἂν
καταράσηται θεόν, ἁμαρτίας ἔνοχος ἔστω, ὃς δ' ἂν ὀνομάσῃ τὸ ὄνομα
κυρίου, θνῃσκέτω (Lev. 24, 15. 16). εὖ γ', ὦ πάνσοφε, μόνος ἀμιγοῦς
ἠκρατίσω σοφίας· τοῦ καταρᾶσθαι χεῖρον τὸ ὀνομάζειν ὑπείληφας; οὐ
γὰρ ἂν τὸν μὲν βαρύτατον ἀσέβημα εἰργασμένον ἐπεκούφιζες
διημαρτηκόσιν ἐπιεικέστερον συντάττων, κατὰ δὲ τοῦ βραχύτερον
ἠδικηκέναι δόξαντος τὴν ἀνωτάτω τιμωρίαν, θάνατον, ὥριζες. ἀλλ' ὡς
ἔοικε “θεοῦ” τὰ νῦν οὐχὶ τοῦ πρώτου καὶ γεννητοῦ τῶν ὅλων ἀλλὰ τῶν ἐν
ταῖς πόλεσι μέμνηται· ψευδώνυμοι δ' εἰσὶ γραφέων καὶ πλαστῶν τέχναις
δημιουργούμενοι· ξοάνων γὰρ καὶ ἀγαλμάτων καὶ τοιουτοτρόπων

Φίλων Ιουδαίος De decalogo (0018: 023)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 4”, Ed. Cohn, L.Berlin: Reimer, 1902, Repr.
1962.Se. 142, l. 1

ἔλεγχον· ἐξ οὗ συμβαίνει, τοὺς μὲν καταμαρτυρουμένους ἀδικεῖσθαι


νικᾶν δυναμένους, τοὺς δὲ προσέχοντας δικαστὰς ἀδίκους καὶ παρα-
νόμους ψήφους ἀντὶ νομίμων καὶ δικαίων γράφειν. τὸ μέντοι πανούργημα
φθάνει καὶ πρὸς ἀσέβειαν· οὐ γὰρ ἀνωμότοις δικάζειν ἔθος, ἀλλὰ μετὰ
φρικωδεστάτων ὅρκων, οὓς παραβαίνουσι πρὸ τῶν ἀπατωμένων οἱ
φενακί-
ζοντες, ἐπειδὴ τῶν μὲν τὸ σφάλμα οὐ κατὰ γνώμην, οἱ δ' ἐπιστήμῃ
καταστρατηγοῦσι καὶ ἐκ προνοίας ἁμαρτάνοντες καὶ τοὺς κυρίους τῆς
ψήφου συνεξαμαρτάνειν ἀναπείθοντες οὐκ εἰδότας ὃ δρῶσιν ἐπὶ
τιμωρίᾳ
τῶν οὐδεμιᾶς ἀξίων κολάσεως. | διὰ μὲν δὴ ταῦτά μοι δοκεῖ ψευδο-
μαρτυρίαν ἀπειπεῖν.
Τελευταῖον δ' ἐπιθυμεῖν ἀπαγορεύει νεωτεροποιὸν καὶ ἐπί-
βουλον τὴν ἐπιθυμίαν εἰδώς. πάντα μὲν γὰρ τὰ ψυχῆς πάθη χαλεπά,
κινοῦντα καὶ σείοντα αὐτὴν παρὰ φύσιν καὶ ὑγιαίνειν οὐκ ἐῶντα, χαλε-
587

πώτατον δ' ἐπιθυμία· διὸ τῶν μὲν ἄλλων ἕκαστον θύραθεν ἐπεισιὸν
καὶ προσπῖπτον ἔξωθεν ἀκούσιον εἶναι δοκεῖ, μόνη δ' ἐπιθυμία τὴν
ἀρχὴν ἐξ ἡμῶν αὐτῶν λαμβάνει καὶ ἔστιν ἑκούσιος. τί δ' ἐστὶν ὃ
λέγω; τοῦ παρόντος καὶ νομισθέντος ἀγαθοῦ φαντασία διεγείρει καὶ
διανίστησι τὴν ψυχὴν ἠρεμοῦσαν καὶ σφόδρα μετέωρον ἐξαίρει καθάπερ
ὀφθαλμοὺς φῶς ἀναστράψαν· καλεῖται δὲ τουτὶ τὸ πάθος αὐτῆς ἡδονή.
τὸ δ' ἐναντίον ἀγαθῷ κακόν, ὅταν ἐκβιασάμενον πληγὴν ἐπενέγκῃ
καίριον, συννοίας καὶ κατηφείας εὐθὺς αὐτὴν ἀναπίμπλησιν ἄκουσαν·

Φίλων Ιουδαίος De specialibus legibus (lib. i–iv) (0018: 024)


“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 5”, Ed. Cohn, L.
Berlin: Reimer, 1906, Repr. 1962.B. 1, se. 184, l. 6

ταῖς νουμηνίαις ἡμέρας. Μεσοῦντος δὲ ἔαρος ἄμητος ἐνίσταται, καθ' ὃν


καιρὸν χαριστήρια μὲν ἀνάγεται τῷ θεῷ τῆς πεδιάδος ἐπὶ τῷ πλήρη τὸν
καρπὸν ἐνηνοχέναι
καὶ τὰ θέρη συγκομίζεσθαι, δημοτελεστάτη δ' ἄγεται ἑορτὴ προσαγο-
ρευομένη πρωτογεννημάτων ἐτύμως ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος, ἐπειδὴ τῶν
γεννημάτων τὰ πρῶτα, αἱ ἀπαρχαί, τότε καθιεροῦνται. προστέτακται
δ' ἀνάγειν θυσίας μόσχους δύο, κριὸν ἕνα καὶ ἑπτὰ ἀμνούς, ταῦτα μὲν
δέκα ἱερεῖα ὁλόκαυτα, δύο δ' ἀμνοὺς εἰς βρῶσιν ἱερέων, οὓς ἐπικαλεῖ
σωτηρίου διὰ τὸ τὰς τροφὰς ἀνθρώποις ἐκ πολλῶν καὶ παντοδαπῶν
διασεσῶσθαι· φθοραὶ γὰρ εἰώθασι καταλαμβάνειν, αἱ μὲν ἐπομβρίαις,
αἱ δ' αὐχμοῖς, αἱ δ' ἄλλαις ἀμυθήτοις νεωτεροποιΐαις, αἱ δ' αὖ χειρο-
ποίητοι κατ' ἐφόδους ἐχθρῶν τὴν τῶν πέλας γῆν δῃοῦν ἐπιχειρούντων.
εἰκότως οὖν τὰ σῶστρα τῷ πάσας ἀποσκεδάσαντι τὰς ἐπιβουλὰς ἀνάγεται
χαριστήρια καὶ ἀνάγεται ἄρτοις, οὓς προσενεγκόντες τῷ βωμῷ καὶ ἄνω
πρὸς οὐρανὸν ἀνατείναντες ἐπιδιανέμουσι τοῖς ἱερεῦσι μετὰ τῶν κρεῶν
τῆς τοῦ σωτηρίου θυσίας εἰς ἱεροπρεπεστάτην εὐωχίαν.
Ὅταν δ' ὁ τρίτος ἐνστῇ καιρὸς ἐν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ κατ' ἰσημερίαν
μετοπωρινήν, ἐν ἀρχῇ μὲν ἱερομηνία ἄγεται προσαγορευομένη
σαλπίγγων,

Φίλων Ιουδαίος De praemiis et poenis + De exsecrationibus (0018:


026)“Philonis Alexandrini opera quae supersunt, vol. 5”, Ed. Cohn,
L.Berlin: Reimer, 1906, Repr. 1962.Se. 16, l. 4

ἴδιον λαβών, ἆθλον ἐξαίρετον, ὡς δέον μηδένα νομίζεσθαι τὸ παράπαν


ἄνθρωπον, ὃς ἂν μὴ ἐπὶ θεὸν ἐλπίζῃ.
Μετὰ δὲ τὴν ἐλπίδος νίκην ἀγὼν δεύτερός ἐστιν, ἐν ᾧ μετά-
νοια ἀγωνίζεται τῆς μὲν ἀτρέπτου καὶ ἀμεταβλήτου καὶ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ
588

καὶ ὡσαύτως ἐχούσης φύσεως ἀμοιρήσασα, ζήλῳ δὲ καὶ ἔρωτι τοῦ


βελτίονος ἐξαίφνης κατασχεθεῖσα καὶ σπεύδουσα καταλιπεῖν μὲν τὴν
σύν-
τροφον πλεονεξίαν καὶ ἀδικίαν, μεθορμίσασθαι δὲ πρὸς σωφροσύνην καὶ
δικαιοσύνην καὶ τὰς ἄλλας ἀρετάς. ἆθλα καὶ ταύτῃ προτίθεται διττὰ
ἐπὶ διττοῖς κατορθώμασιν, ἀπολείψει μὲν αἰσχρῶν, αἱρέσει δὲ τῶν καλ-
λίστων. τὰ δ' ἆθλα ἀποικία καὶ μόνωσις· φησὶ | γὰρ ἐπὶ τοῦ τὰς μὲν
σώματος νεωτεροποιίας ἀποδράντος, αὐτομολήσαντος δὲ πρὸς ψυχήν·
“οὐχ εὑρίσκετο, διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός” (Gen. 5, 24). αἰνίττεται
δὲ ἐναργῶς διὰ μὲν τῆς μεταθέσεως τὴν ἀποικίαν, διὰ δὲ τοῦ μὴ εὑρί-
σκεσθαι τὴν μόνωσιν· καὶ σφόδρα οἰκείως· εἰ γὰρ τῷ ὄντι ἄνθρωπος
καταπεφρόνηκεν ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν καὶ ἐπάνω τῶν παθῶν ἀψευδῶς
ἔγνωκεν ἵστασθαι, [πρὸς] μετανάστασιν εὐτρεπιζέσθω φεύγων ἀμετα-
στρεπτὶ καὶ οἶκον καὶ πατρίδα καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους. ὁλκὸν γὰρ ἡ
συνήθεια, ὡς δέος εἶναι, μὴ καταμείνας ἁλῷ τοσούτοις ἐν κύκλῳ
φίλτροις

Φίλων Ιουδαίος In Flaccum (0018: 030)“Philonis Alexandrini opera


quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L., Reiter, S.Berlin: Reimer, 1915,
Repr. 1962.Se. 24, l. 3

ταξάμενοι πάντες οὗτοι βούλευμα βουλεύουσι κατὰ τῶν Ἰουδαίων ἀργα-


λεώτατον καὶ τῷ Φλάκκῳ προσελθόντες ἰδίᾳ φασίν· “ἔρρει μέν σοι τὰ
ἀπὸ Τιβερίου Νέρωνος τοῦ παιδός, ἔρρει δὲ καὶ ἡ μετ' ἐκεῖνον ἐλπίς,
ὁ ἑταῖρός σου Μάκρων, αἴσια δ' οὐκ ἔστι σοι τὰ ἀπὸ τοῦ κρατοῦντος·
δεῖ δὴ παράκλητον ἡμᾶς εὑρεῖν δυνατώτατον, ὑφ' οὗ Γάιος ἐξευμενισθή-
σεται. ὁ δὲ παράκλητος ἡ πόλις Ἀλεξανδρέων ἐστίν, ἣν τετίμηκε μὲν
ἐξ ἀρχῆς ἅπας ὁ Σεβαστὸς οἶκος, διαφερόντως δ' ὁ νῦν ἡμῶν δεσπότης.
παρακλητεύσει δὲ τυχοῦσά τινος παρὰ σοῦ δωρεᾶς· μεῖζον δ' ἀγαθὸν
οὐδὲν αὐτῇ παρέξεις ἢ τοὺς Ἰουδαίους ἐκδοὺς καὶ προέμενος.” ἐπὶ
τούτοις ὀφείλων ἀπώσασθαι καὶ δυσχερᾶναι τοὺς λέγοντας ὡς
νεωτεροποιοὺς καὶ κοινοὺς πολεμίους συνεπιγράφεται τοῖς λεχθεῖσι. καὶ
τὸ μὲν
πρῶτον ἀδηλοτέρας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιβουλὰς μήτ' ἴσον παρέχων καὶ κοινὸν
ἀκροατὴν ἑαυτὸν τοῖς τὰς ἀμφισβητήσεις ἔχουσιν, ἀλλὰ πρὸς θάτερον
ἀποκλίνων μέρος, μήτ' ἐν τοῖς ἄλλοις ἰσηγορίαν διδούς, ἀλλὰ καὶ ὁπότε
προσίοι τις τῶν Ἰουδαίων,

Φίλων Ιουδαίος Legatio ad Gaium (0018: 031)“Philonis Alexandrini


opera quae supersunt, vol. 6”, Ed. Cohn, L., Reiter, S.
Berlin: Reimer, 1915, Repr. 1962.Se. 165, l. 1
589

καὶ ὑποκρίσεις, παρεσκευασμένοι μὲν θῶπας λόγους, ἀνειμένοις | δὲ


στόμασι καὶ ἀχαλίνοις πάντα φύροντες. θεοῦ κλῆσις οὕτως ἐστὶ σεμνὸν
παρ' αὐτοῖς, ὥστε καὶ ἴβεσι καὶ ἰοβόλοις ἀσπίσι ταῖς ἐγχωρίοις καὶ
πολλοῖς ἑτέροις τῶν ἐξηγριωμένων αὐτῆς θηρίων μεταδεδώκασιν· ὥστε
εἰκότως ἀταμιεύτοις χρώμενοι ταῖς εἰς θεὸν τεινούσαις προσηγορίαις
ἀπατῶσι μὲν τοὺς ὀλιγόφρονας καὶ ἀπείρους τῆς Αἰγυπτιακῆς ἀθεότητος,
ἁλίσκονται δὲ ὑπὸ τῶν ἐπισταμένων τὴν πολλὴν αὐτῶν ἠλιθιότητα,
μᾶλλον
δὲ ἀσέβειαν. ἧς ἄπειρος ὢν Γάιος ὑπελάμβανε τῷ ὄντι νομίζεσθαι παρ'
Ἀλεξανδρεῦσι θεός, ἐπειδήπερ οὐ πλαγίως ἀλλ' ἄντικρυς ἅπασιν ἐχρῶντο
κατακόρως τοῖς ὀνόμασιν, ὅσα τοῖς ἄλλοις ἔθος ἐπιφημίζεσθαι θεοῖς.
εἶτα καὶ τὴν περὶ τὰς προσευχὰς νεωτεροποιίαν ἀπὸ καθαροῦ τοῦ συνει-
δότος καὶ τῆς εἰς αὑτὸν ἀκραιφνοῦς τιμῆς ᾤετο γεγενῆσθαι, τῇ μὲν ταῖς
ὑπομνηματικαῖς ἐφημερίσιν, ἃς ἀπὸ τῆς Ἀλεξανδρείας διεπέμποντό τινες,
προσέχων – ἥδιστον γὰρ ἦν ἀνάγνωσμα τοῦτο αὐτῷ, ὡς καὶ τὰ τῶν
ἄλλων συγγραφέων καὶ ποιητῶν ἀηδέστατα συγκρίσει τῆς ἐν τούτοις
χάριτος νομίζεσθαι – , τῇ δὲ καὶ δι' ἐνίους οἰκέτας τοὺς τωθάζοντας
ἀεὶ καὶ χλευάζοντας σὺν αὐτῷ.

Φίλων Ιουδαίος Legatio ad Gaium Se. 190, l. 8

καὶ πεπηγότων ὑπ' ἐκπλήξεως καὶ μηδὲ προελθεῖν ἔτι δυναμένων –


ἀχανεῖς γὰρ εἱστήκειμεν ὀλιγοδρανοῦντες καὶ καταρρέοντες περὶ αὑτοῖς,
τῶν σωματικῶν τόνων ἐκνενευρισμένων – , ἕτεροι παρῆσαν τὰς αὐτὰς
φέροντες ὠδῖνας. ἔπειτα συγκλεισάμενοι πάντες ἀθρόοι ἰδίας ὁμοῦ καὶ
κοινὰς τύχας ἐθρηνοῦμεν καὶ οἷα ὑπέβαλλεν ὁ νοῦς διεξῇμεν –
λαλίστατον
γὰρ ἄνθρωπος ἀτυχῶν – · ἀγωνιάσωμεν ὑπὲρ τοῦ μὴ εἰς ἅπαν ταῖς
ἀνιάτοις
παρανομίαις ἀφεθῆναι. χειμῶνος μέσου διεπλεύσαμεν ἀγνοοῦντες, ὅσος
χειμὼν ἔφεδρός ἐστιν ὁ κατὰ γῆν ἀργαλεώτερος πολλῷ τοῦ κατὰ
θάλατταν·
τοῦ μὲν γὰρ ἡ φύσις αἰτία διακρίνουσα τοὺς ἐτησίους καιρούς, φύσις
δὲ σωτήριον· ἐκείνου δὲ ἄνθρωπος οὐδὲν φρονῶν ἀνθρώπινον, νέος καὶ
νεωτεροποιὸς ἀνημμένος τὴν ἐφ' ἅπασιν | ἀνυπεύθυνον ἀρχήν· νεό-
της δὲ μετ' ἐξουσίας αὐτοκρατοῦς ὁρμαῖς ἀκαθέκτοις χρωμένη κακὸν
δύς-
μαχον. ἐξέσται δὲ προσελθεῖν ἢ διᾶραι τὸ στόμα περὶ προσευχῶν τῷ
λυμε-
ῶνι τοῦ πανιέρου; δῆλον γὰρ ὡς οὐ φροντιεῖ τῶν ἀφανεστέρων καὶ τιμῆς
ἐλάττονος ἠξιωμένων ὁ τὸν περισημότατον καὶ ἐπιφανέστατον νεών, εἰς
590

ὃν ἀνατολαὶ καὶ δύσεις ἀποβλέπουσιν ἡλίου τρόπον πανταχόσε


λάμποντα,

Φίλων Ιουδαίος Legatio ad Gaium Se. 195, l. 1

γενήσεται μηδὲν ὄφελος, οὐ μανία παραπολέσθαι, καὶ ταῦτα πρεσβεύειν


δοκοῦντας, ὡς τῶν πεμψάντων μᾶλλον ἢ τῶν ὑπομενόντων εἶναι τὴν
συμφοράν; οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ὅσοι τὰς φύσεις μισοπονηρότατοι τῶν ὁμο-
φύλων ἀσέβειαν ἡμῶν κατηγορήσουσιν ὡς, ἐν ἐσχάτῳ κινδύνῳ τῶν ὅλων
σαλευόντων, ἐπιμνησθέντων ὑπὸ φιλαυτίας ἰδίου τινός· τοῖς γὰρ μεγάλοις
τὰ βραχέα καὶ τοῖς κοινοῖς τὰ ἴδια ὑποστέλλειν ἀναγκαῖον, ὧν οἰχομένων
ἔρρει καὶ ἡ πολιτεία. ποῦ γὰρ ὅσιον ἢ θεμιτὸν ἄλλως ἀγωνίζεσθαι,
δεικνύντας ὡς ἐσμὲν Ἀλεξανδρεῖς, οἷς ὁ περὶ τῆς καθολικωτέρας
πολιτείας
ἐπικρέμαται κίνδυνος τῆς Ἰουδαίων; ἅμα γὰρ τῇ τοῦ ἱεροῦ καταλύσει
δέος, μὴ καὶ τὸ κοινὸν τοῦ ἔθνους ὄνομα συναφανισθῆναι κελεύσῃ ὁ
νεωτεροποιὸς καὶ μεγαλουργὸς ἄνθρωπος. ἀμφοτέρων οὖν τῶν
ὑποθέσεων
δι' ἃς ἐστάλημεν οἰχομένων, ἴσως φήσει τις· τι οὖν, οὐκ ᾔδεσαν πραγ-
ματεύεσθαι τὴν μετὰ ἀσφαλείας ἐπάνοδον; πρὸς ὃν εἴποιμι ἄν· ἢ οὐκ
ἔχεις ἀνδρὸς εὐγενοῦς πάθος γνήσιον ἢ οὐκ ἐνετράφης οὐδὲ ἐνησκήθης
τοῖς ἱεροῖς γράμμασιν. ἐλπίδων εἰσὶ πλήρεις οἱ ὄντως εὐγενεῖς, καὶ οἱ
νόμοι τοῖς ἐντυγχάνουσι μὴ χείλεσιν ἄκροις ἐλπίδας ἀγαθὰς
δημιουργοῦσιν.
ἴσως ἀπόπειρα ταῦτα τῆς καθεστώσης γενεᾶς ἐστι, πῶς ἔχει πρὸς ἀρετὴν
καὶ εἰ πεπαίδευται φέρειν τὰ δεινὰ λογισμοῖς ἰσχυρογνώμοσιν οὐ προ-
καταπίπτουσα. τὰ μὲν οὖν ἐξ ἀνθρώπων ἅπαντα καὶ ἔρρει καὶ ἐρρέτω·
μενέτω δὲ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἀκαθαίρετος ἡ ἐπὶ τὸν σωτῆρα θεὸν ἐλπίς,
ὃς πολλάκις ἐξ ἀμηχάνων καὶ ἀπόρων περιέσωσε τὸ ἔθνος.

Φίλων Ιουδαίος Legatio ad Gaium Se. 259, l. 4

σίζου νῦν ἄμητον, τὸν ἀπροφάσιστον οὐκ εἰς μακρὰν ἐνδεξόμενος αὐτὸς
τῇ κεφαλῇ· συγκομιδὴν αἰτιῶ καρπῶν καὶ τὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ἄφιξιν
παρασκευάς· εἰ γὰρ ἀφορία παντελὴς ἐπέσχε τὴν Ἰουδαίαν, οὐκ ἦσαν
αἱ πλησιόχωροι τοσαῦται καὶ οὕτως εὐδαίμονες ἱκαναὶ χορηγεῖν τὰ ἐπι-
τήδεια καὶ τὴν μιᾶς ἔνδειαν ἀναπληρῶσαι; ἀλλὰ τί προανίσταμαι τῶν
χειρῶν; τί δέ μου τῆς γνώμης προαισθάνονταί τινες; ὁ μέλλων τὰ
ἐπίχειρα καρποῦσθαι γινωσκέτω πρῶτος ἐξ ὧν ἂν πάθῃ. παύομαι λέγων,
φρονῶν δὲ οὐ παύσομαι.” καὶ μικρὸν ὅσον ἐπισχών τινι τῶν πρὸς ταῖς
ἐπιστολαῖς ὑπέβαλε τὰς πρὸς Πετρώνιον ἀποκρίσεις, ἐπαινῶν αὐτὸν ὅσα
591

τῷ δοκεῖν εἰς τὸ προμηθὲς καὶ τὴν τοῦ μέλλοντος ἀκριβῆ περίσκεψιν·


σφόδρα γὰρ τοὺς ἐν ἡγεμονίαις εὐλαβεῖτο τὰς πρὸς νεωτεροποιίαν
ἀφορμὰς
ὁρῶν ἔχοντας ἐν ἑτοίμῳ, καὶ μάλιστα τοὺς ἐν ταῖς μεγάλαις καὶ μεγάλοις
ἐπιτάττοντας στρατοπέδοις, ἡλίκα τὰ πρὸς Εὐφράτῃ κατὰ Συρίαν ἐστίν.
θεραπεύων οὖν τοῖς ὀνόμασι καὶ γράμμασιν ἄχρι καιροῦ τὸ ἔγκοτον
ἐπεσκίαζε βαρύμηνις ὤν. εἶτα ἐπὶ πᾶσι γράφει κελεύων μηδενὸς οὕτω
φροντίζειν ἢ τοῦ θᾶττον ἀνατεθῆναι τὸν ἀνδριάντα· καὶ γὰρ ἤδη τὰ θέρη,
τὴν εἴτε πιθανὴν εἴτε ἀληθῆ πρόφασιν, συγκεκομίσθαι δύνασθαι.
Μετ' οὐ πολὺ μέντοι παρῆν Ἀγρίππας ὁ βασιλεὺς κατὰ τὸ
εἰωθὸς ἀσπασόμενος Γάιον. ᾔδει δὲ ἁπλῶς οὐδὲν οὔτε ὧν ἐπεστάλκει
ὁ Πετρώνιος οὔτε ὧν ὁ Γάιος ἢ πρότερον ἢ ὕστερον· ἐτεκμαίρετο μέντοι
διὰ τῆς οὐκ ἐν τάξει κινήσεως καὶ τῆς τῶν ὀμμάτων ταραχῆς

Φίλων Ιουδαίος Quaestiones in Genesim (Frag. a) “Quaestiones in


Genesim et in Exodum. Frag. Graeca”, Ed. Petit, F.Paris: Cerf, 1978; Les
oeuvres de Philon d'Alexandrie 33.B. 2, Frag. 65, l. 9

μάλιστα πεφυκότος ἀπαυχενίζειν καὶ ἐξυβρίζειν διὰ


πλησμονῆς κόρον. ‖
Εἰ δὲ μνησθεὶς τετάρτου τοῦ Χαναὰν ἐπήνεγκε· «τρεῖς
οὗτοι υἱοὶ τοῦ Νῶε», δέον[, φασίν,] εἰπεῖν τέσσαρες, οὐκ
ἀλόγως· διὰ γὰρ τὴν ὁμοιοτροπίαν, εἰς ἓν συλλαμβάνει τῷ
πατρὶ τὸν υἱόν. ‖
[Οἱ καί φασιν] ὡς εἰκότως νῦν τοῦ Χὰμ ὑπογράφει τὴν
γενεάν, εἰς ἔμφασιν τοῦ ὅτι πατὴρ ἤδη γεγονώς, τὸν ἑαυτοῦ
πατέρα οὐκ ἐτίμησεν οὐδὲ μετέδωκε τῷ γεννήσαντι ὧν ἂν
παρὰ τοῦ παιδὸς ἠξίου τυχεῖν. ‖
[Καὶ ὡς νεωτεροποιὸν πρὸς ἁμαρτίαν ἐκάλεσεν εἰκότως
νεώτερον.]
Ἐπίτηδες δὲ ἴσως ἐμνήσθη καὶ τοῦ Χαναὰν τοῦ τῶν
Χαναναίων οἰκιστοῦ πόρρωθεν ἐλέγχων τὸ δυσγενές· ὧν
τὴν γῆν ἀφελὼν τῷ θεοφιλεῖ παρέσχε λαῷ. ‖
Ἐξομοιοῖ [δὲ] τὸν Νῶε τῷ πρώτῳ διαπλασθέντι ἀνθρώπῳ.
Ἐξῆλθε γὰρ ἑκάτερος, ὁ μὲν τοῦ παραδείσου, ὁ δὲ τῆς
κιβωτοῦ. Ἄρχει γεωργίας ‖ ἑκάτερος μετὰ κατακλυς-
μόν· καὶ γὰρ ἐν τῇ τοῦ κόσμου πρώτῃ γενέσει τρόπον τινὰ
κατεκέκλυστο ἡ γῆ· οὐ γὰρ ἂν ἔλεγε· «συναχθήτω τὸ
ὕδωρ εἰς συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά». ‖
592

Φίλων Ιουδαίος Quaestiones in Genesim (Frag. a) B. 2, Frag. 74, l. 3

‖ Ὁ εὐχερὴς καὶ ἀπερίσκεπτος τὰ ἐπ' εὐθείας καὶ


πρὸ ὀφθαλμῶν μόνον ὁρᾷ· ὁ δὲ φρόνιμος [καὶ] τὰ κατόπιν,
τουτέστι τὰ μέλλοντα. Ὥσπερ γὰρ τὰ ὀπίσω τῶν ἔμπροσθεν
ὑστερίζει, οὕτω καὶ τὰ μέλλοντα τῶν ἐνεστώτων, ὧν τὴν
θεωρίαν ὁ ἀστεῖος μέτεισι, Λυγκέωςδίκηνπάντοθεν
ὀμματωθείς. Πᾶς οὖν σοφός, οὐκ ἄνθρωπος ἀλλὰ νοῦς,
‖ καταθεώμενος καὶ περιαθρῶν περιπέφρακται πρὸς τὰ
ἐνεστῶτα καὶ τὰ ἀδοκήτως κατασπιλάζοντα.
‖ Νεώτερον ὀνομάζει τὸν Χὰμ μέσον ὄντα ‖.
‖ Νεώτερον οὐ τὸν ἡλικίᾳ καὶ χρόνῳ ἀλλὰ τὸν ψυχῇ.
Νεωτεροποιὸν γὰρ ἡ κακία, πολιὸν μάθημα ἢ πρεσβύτατον
δέξασθαι μὴ δυναμένη. ‖
‖ [Ἀτόπως δρῶσιν] ὅσοι ἐκ μέρους ἑνὸς κρίνουσι
τὸ ὅλον, ἀλλὰ μὴ τοὐναντίον ἐκ τοῦ ὅλου τὸ μέρος· οὕτω
γὰρ ἄμεινον καὶ ὄνομα καὶ πρᾶγμα δοκιμάζοιτο ἄν. Ἔστιν
οὖν ἡ θεία νομοθεσία τρόπον τινὰ ζῷον ἡνωμένον, ἣν ὅλην
δι' ὅλων χρὴ μεγάλοις ὄμμασι περισκοπεῖν καὶ τὸ βούλημα
τῆς συμπάσης γραφῆς ἀκριβῶς καὶ τηλαυγῶς περιαθρεῖν,
μὴ κατακόπτοντας τὴν ἁρμονίαν μηδὲ τὴν ἕνωσιν διαρ-
τῶντας· ἑτερόμορφα γὰρ καὶ ἑτεροειδῆ φανεῖται τῆς κοινωνίας
στερούμενα. ‖

Γαληνός ιατρός De diebus decretoriis libri iii (0057: 065)“Claudii


Galeni opera omnia, vol. 9”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1825,
Repr. 1965.Vol. 9, p. 922, l. 12

ἀπαντῶντος. προείρηται δὲ, ὡς οἶμαι, σαφῶς ἤδη τὸ συμ-


βεβηκὸς τοῦτο. διότι γὰρ ἐν παροξυσμοῖς αἱ κρίσεις τῶν
νοσημάτων γίνονται τοὐπίπαν, εἰς τὰς περιττὰς δ' ἡμέρας
ἐμπίπτουσιν οὗτοι, διὰ τοῦτο ἐν τοῖς ὀξέσι νοσήμασιν αἱ
κρίσεις ἐν περιτταῖς. εἰ δέ γε ὁ τῶν ἡμερῶν ἀριθμὸς ἦν αὐ-
τὸς ὁ τὴν δύναμιν ἔχων τοῦ κρίνειν, οὐκ ἐχρῆν πολλάκις
μὲν ἐν ταῖς περιτταῖς, ὀλιγάκις δ' ἐν ταῖς ἀρτίαις, ἀλλὰ διὰ
παντὸς μὲν ἐν ταῖς περιτταῖς, μηδέποτε δ' ἐν ταῖς ἀρτίαις
κρίνεσθαι τὰς ὀξείας νόσους. οὐδὲ γὰρ ὁ τῆς ζʹ ἀριθμὸς, ἢ
ὁ τῆς δʹ αἴτιοι τῆς κρίσεώς εἰσιν, ἀλλ' ὅτι τῆς σελήνης
νεωτεροποιούσης καὶ μεταβαλλούσης τὰ περὶ τὴν γῆν συμβέ-
βηκε, καὶ τὰς τῶν κινήσεων περιόδους εἰς τούτους πρώτους
ἐξήκειν τοὺς ἀριθμοὺς, εἰκότως ἐν αὐταῖς αἱ προθεσμίαι τῶν
593

ἀλλοιώσεων εὑρίσκονται. οὐ γὰρ ὑπὸ τῶν ἀριθμῶν, ἀλλ'


ὑπὸ τῆς σελήνης αἱ μεταβολαὶ τοῖς ἐπιγείοις. τῷ δ' εἶναι τὸ
μεταβάλλον ἐν κινήσει χρόνος ἀναγκαίως ἔζευκται ταῖς μετα-
βολαῖς, ὥστε ἐξ ἀνάγκης καὶ ὁ ἀριθμός. οὔκουν ὅτι θῆλυς
μὲν ὁ ἄρτιος ἅπας ἀριθμὸς, ἄῤῥην δ' ὁ περιττὸς, αἱ κρίσεις
τῶν ὀξέων ἐν περιτταῖς· οὔτε γὰρ ἁπλῶς ἰσχυρότερος ὁ πε-
ριττὸς τοῦ ἀρτίου οὔτ', εἴπερ ἰσχυρότερος, ἤδη θῆλυς ὁ ἀσθε-
νέστερος, οὔτ', εἰ θῆλυς μὲν οὗτος, ἄρσην δ' ὁ ἕτερος,

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv (0057: 066)“Claudii


Galeni opera omnia, vol. 10”, Ed. Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1825,
Repr. 1965.Vol. 10, p. 251, l. 1

πρὸς τῷ ἐπὶ μὲν τῶν μὴ συμφυομένων σκέπτεσθαι τί ἐστι


τὸ ἐμποδίζον καὶ τοῦτ' αἴρειν, τὸ δ' ἐπουλούμενον καὶ ἀνα-
ξαινόμενον ἀναγκάζειν κρατεῖν τῆς οὐλῆς, μετασυγκρίνοντας
τὸ πάσχον μέρος, ἢ καὶ κοινῶς ὅλον τὸ σῶμα καὶ δυσπαθὲς
τοῦτο ποιεῖν διὰ τῶν τοῦτο δρώντων βοηθημάτων. ταυτὶ
μὲν οὖν ὁ Θεσσαλὸς ἐν τῷ περὶ χειρουργίας βιβλίῳ κατ' ἀρ-
χὰς εὐθὺς προειπὼν ἐν τοῖς ἐφεξῆς ἐπὶ πλέον ᾧδέ πως ὑπὲρ
αὐτῶν τούτων γράφει· τὰ δὲ χρόνια τῶν ἑλκῶν καὶ μὴ ὑγια-
ζόμενα, ἢ κατουλούμενα καὶ ἀναξαινόμενα ἐμφαίνει· τὰ μὲν
εἰς οὐλὴν μὴ συνερχόμενα ἐκκόπτειν τὰ κωλύοντα τὴν σύμ-
φυσιν γίνεσθαι καὶ νεωτεροποιεῖν τοὺς πεπονθότας τόπους
καὶ παραπλήσια ποιήσαντας τοῖς νεοτρώτοις πάλιν ἐναίμως
ἰᾶσθαι, κᾂν μὴ κρατηθῇ, παρηγορεῖν τὴν φλεγμονὴν καὶ τὴν
λοιπὴν προσάγειν ἐπιμέλειαν· τὰ δ' εἰς οὐλὴν ἐρχόμενα καὶ
ἀναλυόμενα, κατὰ μὲν τοὺς παροξυσμοὺς καὶ τὰς ἑλκώσεις
ὁμοίως θεραπεύειν τοῖς προσφάτως φλεγμαίνουσι, καταπλάς-
μασι τοῖς παρηγοροῦσιν, ἕως ἂν παύσηται ἡ ἀγανάκτησις·
ἐνδούσης δὲ συνεργεῖν εἰς ἐπούλωσιν· μετὰ δὲ ταῦτα φοι-
νίσσειν τὰ κύκλῳ μέρη, πλατὺν περιλαμβάνοντας τόπον τῷ
διὰ τοῦ νάπυος μαλάγματι, ἤ τινι ἑτέρῳ μεταβάλλειν
δυναμένῳ, καὶ τὴν εὐπάθειαν ἀναιρεῖν.

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Vol. 10, pa 254, l. 2

οὐκ ἔχω συμβαλεῖν, πλὴν εἰ τοῦτο λέγειν ἠβουλήθη ὁ Θες-


σαλὸς, ὡς εἰς διάγνωσιν τῶν τοιούτων ἑλκῶν ἀναγκαῖον
ἀναμεῖναι τὸν χρόνον. ἀλλ' οὕτω γε πρῶτον μὲν ἂν ἰδιώτης
εἴη παντάπασιν, εἰ μηδέποτε πρὸ τοῦ χρονίσαι τὸ ἕλκος
ὁμολογεῖ διαγνῶναι δύνασθαι τὴν διάθεσιν. ἔπειτα δὲ σα-
594

φῶς ἂν ἔτι καὶ τοῦθ' ὁμολογήσειεν, ὡς ἐξ ἄλλου μὲν ἡ τῆς


ἰάσεως ἔνδειξις, ἐξ ἄλλων δὲ ἡ διάγνωσις γίνεται τῆς διαθέ-
σεως. ἔστω γάρ τι συμβάλλεσθαι τὸν χρόνον εἰς τὴν διάγνω-
σιν· ἀλλ' ἥ γε ἔνδειξις τῆς ἰάσεως οὐκ ἐκ τοῦ χρόνου. τί γὰρ
ἂν εἴη πρὸς ἔπος, εἴ τι χρονίζει τῶν ἑλκῶν, ἐκκόπτειν τὰ
κωλύοντα τὴν σύμφυσιν γίνεσθαι καὶ νεωτεροποιεῖν τοὺς πε-
πονθότας τόπους; εἰ γὰρ διὰ ῥεῦμα κακόηθες, ὦ γενναιότατε,
τὰ χείλη τοῦ ἕλκους ἐν διαθέσει τινὶ γέγονε, τί πλέον ἕξο-
μεν, ἂν περικόψωμεν αὐτὰ πρὶν ἰάσασθαι τὸ ῥεῦμα; μεῖζον
ἐργασόμεθα δηλονότι τὸ ἕλκος, ὥσπερ καὶ ποιοῦσιν ἔνιοι
τῶν ὁμοίως ἐκείνῳ θεραπευόντων ἕλκη. τῆς γὰρ αἰτίας με-
νούσης τῆς καὶ πρότερον αὐτὰ σκληρὰ καὶ τυλώδη ποιησά-
σης οὐδὲν ἔσται πλέον ἐκ τοῦ περιτέμνειν ἄλλο γε ἢ μέγεθος
ἕλκους· πάλιν γὰρ ἐκεῖνα τὰ περιτμηθέντα τοῖς πρότερον
ὁμοίως ἔσται τυλώδη καὶ σκληρά. καίτοί γ' οὐδ' αὐτὸ τοῦτο
προσέθηκεν ὁ σοφώτατος Θεσσαλὸς, ὡς ἐκκοπτέον ἐστὶ τὰ

Γαληνός ιατρός De methodo medendi libri xiv Vol. 10, p. 254, l. 15

μεν, ἂν περικόψωμεν αὐτὰ πρὶν ἰάσασθαι τὸ ῥεῦμα; μεῖζον


ἐργασόμεθα δηλονότι τὸ ἕλκος, ὥσπερ καὶ ποιοῦσιν ἔνιοι
τῶν ὁμοίως ἐκείνῳ θεραπευόντων ἕλκη. τῆς γὰρ αἰτίας με-
νούσης τῆς καὶ πρότερον αὐτὰ σκληρὰ καὶ τυλώδη ποιησά-
σης οὐδὲν ἔσται πλέον ἐκ τοῦ περιτέμνειν ἄλλο γε ἢ μέγεθος
ἕλκους· πάλιν γὰρ ἐκεῖνα τὰ περιτμηθέντα τοῖς πρότερον
ὁμοίως ἔσται τυλώδη καὶ σκληρά. καίτοί γ' οὐδ' αὐτὸ τοῦτο
προσέθηκεν ὁ σοφώτατος Θεσσαλὸς, ὡς ἐκκοπτέον ἐστὶ τὰ
τυλώδη καὶ σκληρὰ καὶ κακόχροα τῶν ἡλκωμένων μορίων,
ἀλλ' ἁπλῶς ἐκκόπτειν κελεύει τὰ κωλύοντα τὴν σύμφυ-
σιν καὶ νεωτεροποιεῖν. εἰ μὲν οὖν ἐκκόπτειν τὰ κωλύοντα
τὴν σύμφυσιν αἴτια συνεβούλευε, παλαιός τ' ἂν ἦν ὁ τοιοῦτος
λόγος, ἐγώ τε οὐδὲν ἂν ἐμεμφόμην αὐτῷ, παρῄνηται γὰρ
ὑπὸ πάντων σχεδὸν τῶν παλαιῶν ἰατρῶν, ὅσοι γε λόγῳ
τινὶ καὶ μεθόδῳ περὶ θεραπείας ἑλκῶν ἔγραψαν, ὡς ἐκκο-
πτέον ἐστὶ τὰς ἐργαζομένας αἰτίας αὐτὰ, καθάπερ, οἶμαι, καὶ
τῶν ἄλλων ἁπάντων νοσημάτων. οὐ γὰρ δὴ ἐπὶ μὲν τῶν
ἑλκῶν ἔτι μενούσης τῆς ποιούσης αὐτὰ αἰτίας κάλλιον ἐκεί-
νην πρότερον ἐκκόπτειν, ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων νοσημάτων οὐ
κάλλιον, ἀλλ' ἐπὶ πάντων ἁπλῶς ὧν τὸ ποιοῦν ἔτι πάρεστιν
595

Διονύσιος Αλικαρνασσέας Ρωμαϊκη αρχαιολογία. (0081:


001)“Dionysii Halicarnasei antiquitatum Romanarum quae supersunt, 4
vols.”, Ed. Jacoby, K.Leipzig: Teubner, 1:1885; 2:1888; 3:1891; 4:1905,
Repr. 1967.B. 6, ch. 75, se. 2, l. 3

Ἃ μὲν δὴ εἰς τὸ συνελευθερῶσαι ὑμᾶς ἀπὸ


τῶν τυράννων παρεσχόμεθα ὑπὲρ δύναμινδιὰτὸ
ἑαυτῶν πρόθυμον, οὐχ ὑπὸ τοῦ ἀναγκαίου μᾶλλον εἰς
αὐτὸ καταστάντες ἢ ὑπ' ἀρετῆς, ταῦτ' ἐστιν. ἃ δ' εἰς
τὸ τιμᾶσθαί τε καὶ ἄρχειν ἑτέρων δυναστείαν τε περι-
βαλέσθαι μείζω ἢ κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς δόκησιν ἀκού-
σατε, καὶ ὅπως, ἐάν τι παρατρέψω τὸν λόγον ἔξω τοῦ
ἀληθοῦς, ὥσπερ καὶ ἀρχόμενος εἶπον, ἐναντιώσεσθέ
μοι. ὑμῖν γὰρ ἐπειδὴ τὸ ἀσφαλὲς τῆς ἐλευθερίας ἔδοξεν
εἶναι βέβαιον, οὐκ ἀπέχρησεν ἐπὶ τούτου μένειν, ἀλλ'
ἐπὶ τὸ τολμᾶν καὶ νεωτεροποιεῖν ὁρμήσαντες, ἐχθρὸν
δ' ἴσως ἅπαν ἡγούμενοι τὸ περιεχόμενον ἐλευθερίας,
καὶ μικροῦ δεῖν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους πόλεμον
ἀναδείξαντες, εἰς ἅπαντα τὰ κινδυνεύματα καὶ τοὺς
ὑπὲρ τῆς πλεονεξίας ταύτης ἀγῶνας τοῖς ἡμετέροις
ᾤεσθε δεῖν καταχρῆσθαι σώμασιν. ὅσας μὲν οὖν πό-
λεις κατὰ μίαν καὶ δύο πολεμούσας ὑμῖν ὑπὲρ τῆς
ἐλευθερίας, τὰς μὲν ἐκ παρατάξεως χειρωσάμενοι, τὰς
δὲ τειχομαχίαις ἑλόντες ὑπηκόους ἐποιήσαμεν, ἐῶ. τί
γὰρ δεῖ κατὰ μικρὸν λέγειν τὰς πράξεις τοσαύτην ἔχον-
τας λόγων ἀφθονίαν; ἀλλὰ Τυρρηνίαν ἅπασαν εἰς δώ

Διονύσιος Αλικαρνασσέας De Demosthenis dictione (0081:


006)“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed. Usener, H.,
Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Se. 2, l. 30

μονίᾳ σπουδῇ προελόμενοί τε καὶ τελειώσαντες. καὶ


ὅνπερ ἡ νήτη πρὸς ὑπάτην ἐν μουσικῇ λόγον ἔχει,
τοῦτον ἡ Λυσίου λέξις ἐν πολιτικῇ διαλέκτῳ πρὸς τὴν
Θουκυδίδου. ἣ μὲν γὰρ καταπλήξασθαι δύναται τὴν
διάνοιαν, ἣ δὲ ἡδῦναι, καὶ ἣ μὲν συστρέψαι καὶ συν-
τεῖναι τὸν νοῦν, ἣ δὲ ἀνεῖναι καὶ μαλάξαι, καὶ εἰς
πάθος ἐκείνη προαγαγεῖν, εἰς δὲ ἦθος αὕτη καταστῆσαι.
πλὴν ἀλλὰ καὶ τὸ μὲν βιάσασθαι καὶ προσαναγκάσαι
τι τῆς Θουκυδίδου λέξεως ἴδιον, τὸ δ' ἀπατῆσαι καὶ
κλέψαι τὰ πράγματα τῆς Λυσίου. καὶ ἡ μὲν νεωτερο-
ποιία καὶ τὸ τολμηρὸν τῆς τοῦ συγγραφέως οἰκεῖον
ἰδέας, ἡ δ' ἀσφάλεια καὶ τὸ ἀκίνδυνον τῆς τοῦ ῥήτορος.
596

. . . ὅτι οὐκ ἐν ἐπιτηδεύσει φαίνεται


ἀνεπιτήδευτον εἶναι θέλει. κατεσκεύασται μὲν οὖν
ἑκατέρα καὶ εἰς ἄκρον γε ἥκει τῆς ἰδίας κατασκευῆς·
ῥέπει δὲ ἣ μὲν ἐπὶ τὸ μᾶλλον ἢ πέφυκεν εἶναι δοκεῖν,
ἣ δὲ ἐπὶ τὸ ἧττον. παραδειγμάτων δὲ καὶ ταύτης τῆς
λέξεως οὐθὲν ἐν τῷ παρόντι οἶμαι δεῖν. δύο μὲν δὴ
χαρακτῆρες οὗτοι λέξεως, τοσοῦτον ἀλλήλων διάφοροι
κατὰ τὰς ἀγωγάς, καὶ ἄνδρες οἱ πρωτεύσαντες ἐν αὐτοῖς,

Διονύσιος Αλικαρνασσέας De Thucydidis idiomatibus (epistula ad


Ammaeum) (0081: 011)“Dionysii Halicarnasei quae exstant, vol. 5”, Ed.
Usener, H., Radermacher, L.Leipzig: Teubner, 1899, Repr. 1965.Se. 14, l.
16

ταῦτα λέγει· ‘πρὸς τάδε βουλεύεσθε εὖ, καὶ τὴν Πελο-


πόννησον πειρᾶσθε μὴ ἐλάσσον' ἐξηγεῖσθαι ἢ οἱ πατέρες
ὑμῖν παρέδοσαν’· τὸ γὰρ ἐξηγεῖσθαι νῦν τέθηκεν ἐπὶ
τοῦ προάγειν ἔξω τὴν Πελοπόννησον ἡγουμένους αὐτῆς·
τοῦτο δὲ τῇ χώρᾳ μὲν ἀδύνατον ἦν συμβῆναι, τῇ δὲ
δόξῃ καὶ τοῖς πράγμασιν τοῖς περὶ αὐτὴν ὑπάρχουσιν
δυνατόν, καὶ βούλεται τοῦτο δηλοῦν.
Πράγματα δὲ ἀντὶ σωμάτων τὰ τοιαῦτα ὑπ' αὐτοῦ
γίνεται· λέγεται δὲ ὑπὸ τοῦ Κορινθίων πρεσβευτοῦ
πρὸς Λακεδαιμονίους συγκρίνοντος τά τε Ἀθηναίων
καὶ Λακεδαιμονίων· ‘οἳ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπι-
νοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς
δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ
ἔργῳ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐξικέσθαι’· μέχρι μὲν οὖν
τούτων τὸ σχῆμα τῆς λέξεως σῴζει τὴν ἀκολουθίαν,
ὡς ἐπὶ προσώπων ἀμφοτέρων κείμενον. ἔπειτα ἀπο-
στρέφεται κατὰ θάτερον τῶν μερῶν ὁ λόγος, καὶ ἀντὶ
σωμάτων πρᾶγμα γίνεταιτὸπερὶ τοὺς Λακεδαι-
μονίους, ὅταν φῇ· ‘αὖθις δὲ οἳ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν
τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς

Αριστοτέλης Πολιτικά. (0086: 035)“Aristotelis Πολιτικά. ”, Ed. Ross,


W.D.Oxford: Clarendon Press, 1957, Repr. 1964.Bekker p. 1266b, l. 14

λαμβάνειν δὲ μή, τοὺς δὲ πένητας μὴ διδόναι μὲν λαμβά-


νειν δέ. Πλάτων δὲ τοὺς Νόμους γράφων μέχρι μέν τινος
ᾤετο δεῖν ἐᾶν, πλεῖον δὲ τοῦ πενταπλασίαν εἶναι τῆς ἐλα-
χίστης μηδενὶ τῶν πολιτῶν ἐξουσίαν εἶναι κτήσασθαι, καθ-
άπερ εἴρηται καὶ πρότερον. δεῖ δὲ μηδὲ τοῦτο λανθάνειν τοὺς
597

οὕτω νομοθετοῦντας, ὃ λανθάνει νῦν, ὅτι τὸ τῆς οὐσίας τάττον-


τας πλῆθος προσήκει καὶ τῶν τέκνων τὸ πλῆθος τάττειν·
ἐὰν γὰρ ὑπεραίρῃ τῆς οὐσίας τὸ μέγεθος ὁ τῶν τέκνων ἀρι-
θμός, ἀνάγκη τόν γε νόμον λύεσθαι, καὶ χωρὶς τῆς λύσεως
φαῦλον τὸ πολλοὺς ἐκ πλουσίων γίνεσθαι πένητας· ἔργον
γὰρ μὴ νεωτεροποιοὺς εἶναι τοὺς τοιούτους. διότι μὲν οὖν ἔχει
τινὰ δύναμιν εἰς τὴν πολιτικὴν κοινωνίαν ἡ τῆς οὐσίας ὁμα-
λότης, καὶ τῶν πάλαι τινὲς φαίνονται διεγνωκότες, οἷον καὶ
Σόλων ἐνομοθέτησεν, καὶ παρ' ἄλλοις ἔστι νόμος ὃς κωλύει
κτᾶσθαι γῆν ὁπόσην ἂν βούληταί τις, ὁμοίως δὲ καὶ τὴν
οὐσίαν πωλεῖν οἱ νόμοι κωλύουσιν, ὥσπερ ἐν Λοκροῖς νόμος
ἐστὶ μὴ πωλεῖν ἐὰν μὴ φανερὰν ἀτυχίαν δείξῃ συμβεβη-
κυῖαν, ἔτι δὲ τοὺς παλαιοὺς κλήρους διασῴζειν (τοῦτο δὲ λυθὲν
καὶ περὶ Λευκάδα δημοτικὴν ἐποίησε λίαν τὴν πολιτείαν
αὐτῶν· οὐ γὰρ ἔτι συνέβαινεν ἀπὸ τῶν ὡρισμένων τιμημά-
των εἰς τὰς ἀρχὰς βαδίζειν)·

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (0385: 001)“Cassii Dionis Cocceiani


historiarum Romanarum quae supersunt, 3 vols.”, Ed. Boissevain,
U.P.Berlin: Weidmann, 1:1895; 2:1898; 3:1901, Repr. 1955.
B. 2, ch. 11, se. 3, l. 8

παρεσκευάσατο, τοὺς δυνατωτάτους πρῶτον μὲν τῶν βουλευτῶν


ἔπειτα καὶ τῶν ἄλλων συλλαμβάνων, πολλοὺς μὲν φανερῶς, οἷς γε
αἰτίαν τινὰ εὐπρεπῆ ἐπενεγκεῖν ἐδύνατο, πολλοὺς δὲ καὶ λάθρᾳ ἀπε-
κτίννυε καί τινας ὑπερώριζεν. οὐ γὰρ ὅτι τὸν Τούλλιόν τινες αὐ-
τῶν μᾶλλον ἢ ἐκεῖνον ἠγάπησαν, οὐδ' ὅτι γένη καὶ πλούτους ἢ
καὶ φρόνημα εἶχον, ἀνδρείᾳ τε ἐπιφανεῖ ἢ καὶ σοφίᾳ διαπρεπεῖ
ἐχρῶντο, τοὺς μὲν ἀμυνόμενος τοὺς δὲ προκαταλαμβάνων, φθόνῳ
τε καὶ ὑποψίᾳ ἅμα μίσους ἐκ τοῦ μὴ ὁμοήθους ἔφθειρεν, ἀλλὰ
καὶ τοὺς πάνυ φίλους πρός τε τὴν μοναρχίαν οἱ σπουδάσαντας
οὐδὲν ἧττον τῶν ἑτέρων ἀπώλλυεν, νομίζων σφᾶς ὑπό τε τῆς θρα-
σύτητος καὶ ὑπὸ τῆς νεωτεροποιίας, ὑφ' ἧς ἑαυτῷ τὴν ἀρχὴν συγ-
κατέπραξαν, κἂν ἄλλῳ τινὶ αὐτὴν δοῦναι. κἀκ τούτου τὸ κράτι-
στον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος ἀπανάλωσεν, οὐδ' ἀντικαθίστη
τὸ παράπαν ἐς αὐτοὺς ἀντὶ τῶν ἀπολλυμένων οὐδένα· μισεῖσθαί
τεγὰρ ὑπὸ παντὸς τοῦ δήμου ἐπίστευε, καὶ τὰ τέλη ἐκεῖνα ἀσθε-
νέστατα ἐκ τῆς ὀλιγανθρωπίας ποιῆσαι ἐπεθύμει. καὶ τήν γε γε-
ρουσίαν καὶ καταλῦσαι παντελῶς ἐπεχείρησεν, πᾶν ἄθροισμα ἀν-
θρώπων, ἄλλως τε καὶ ἐπιλέκτων καὶ πρόσχημα προστατείας τινὸς
ἀπὸ παλαιοῦ ἐχόντων, πολεμιώτατον τυράννῳ νομίζων εἶναι. δείσας
598

δὲ μή πώς οἱ τὸ πλῆθος ἢ καὶ αὐτοὶ οἱ δορυφόροι, οἷά που πολῖ-


ται ὄντες, ἀγανακτήσει τοῦ τὴν πολιτείαν σφῶν μεθίστασθαι ἐπα

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 36, ch. 14, se. 4, l. 2

οὐ μέντοι καὶ κατέπραξέ τι. ὅ τε γὰρ Μιθριδάτης ἐς τὰ μετέωρα


πρὸς Ταλαύροις ὄντα ἱδρυθεὶς οὐκ ἀντεπῄει αὐτῷ, καὶ ὁ Μιθρι-
δάτης ὁ ἕτεροςὁἐκ Μηδίας γαμβρὸς τοῦ Τιγράνου ἐσκεδασμένοις
τοῖς Ῥωμαίοις ἐξαίφνης προσπεσὼν συχνοὺς ἀπέκτεινεν, ὅ τε Τι-
γράνης αὐτὸς προσιὼν ἠγγέλθη, καὶ τὸ στράτευμα ἐστασίασεν. οἱ
γὰρ Οὐαλερίειοι οἱ τῆς τε στρατείας ἀφεθέντες καὶ μετὰ τοῦτ'
αὖθις στρατευσάμενοι ἐκινήθησαν μὲν καὶ ἐν τῇ Νισίβι ἔκ τε τῆς
νίκης καὶ ἐκ τῆς ἡσυχίας, τοῦ τε τὰ ἐπιτήδεια ἄφθονα ἔχειν, καὶ
ἄνευ τοῦ Λουκούλλου τὰ πολλά, διὰ τὸ πολλαχόσε ἐκδημεῖν αὐτόν,
διαιτᾶσθαι, καὶ μάλισθ' ὅτι Πούπλιός τις Κλώδιος, ὃν Κλαύδιόν
τινες ἐκάλεσαν, συνεστασίαζέ σφας ὑπ' ἐμφύτου νεωτεροποιίας,
καίπερ τῆς ἀδελφῆς αὐτοῦ τῷ Λουκούλλῳ συνοικούσης· ἐταράχ-
θησαν δὲ καὶ τότε ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ τὸν Ἀκίλιον τὸν ὕπατον, ὃς τῷ
Λουκούλλῳ διάδοχος δι' ἅπερ εἶπον ἐξεπέμφθη, πλησιάζοντα ἐπύ-
θοντο· ἐν γὰρ ὀλιγωρίᾳ αὐτὸν ὡς καὶ ἰδιωτεύοντα ἤδη ἐποιοῦντο.
ὁ οὖν Λούκουλλος ἔκ τε τούτων, καὶ ὅτι παρὰ τοῦ Μαρκίου τοῦ
πρὸ τοῦ Ἀκιλίου ὑπατεύσαντος, ἐς Κιλικίαν ἧς ἄρχειν ἔμελλε
παριόντος, ἐπικουρίαν αἰτήσας οὐκ ἔτυχεν, ἐν ἀπόρῳ ἐγένετο, καὶ
ὀκνήσας μὲν διὰ κενῆς ἀναστῆναι, δείσας δὲ καὶ κατὰ χώραν μεῖναι,
ἐπὶ τὸν Τιγράνην ὥρμησεν, εἴ πως ἐκεῖνόν τε ἀπροσδόκητόν τε
ἅμα καὶ κεκμηκότα ἐκ τῆς ὁδοῦ τρέψαιτο, καὶ τοὺς στρατιώτας

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 51, ch. 17, se. 2, l. 3

Ἄπιδι ἐντυχεῖν ἠθέλησε, λέγων θεοὺς ἀλλ' οὐχὶ βοῦς προσκυνεῖν


εἰθίσθαι. ἐκ δὲ τούτου τήν τε Αἴγυπτον ὑποτελῆ ἐποίησε καὶ
τῷ Γάλλῳ τῷ Κορνηλίῳ ἐπέτρεψε· πρός τε γὰρ τὸ πολύανδρον
καὶ τῶν πόλεων καὶ τῆς χώρας, καὶ πρὸς τὸ ῥᾴδιον τό τε κοῦφον
τῶν τρόπων αὐτῶν, τήν τε σιτοπομπίαν καὶ τὰ χρήματα, οὐδενὶ
βουλευτῇ οὐχ ὅπως ἐγχειρίσαι αὐτὴν ἐτόλμησεν, ἀλλ' οὐδὲ ἐνεπι-
δημεῖν αὐτῇ ἐξουσίαν ἔδωκεν, ἂν μή τινι αὐτὸς ὀνομαστὶ συγ-
χωρήσῃ. οὐ μέντοι οὐδὲ ἐκείνοις βουλεύειν ἐν τῇ Ῥώμῃ ἐφῆκεν.
ἀλλὰ τοῖς μὲν ἄλλοις ὡς ἑκάστοις, τοῖς δ' Ἀλεξανδρεῦσιν ἄνευ
βουλευτῶν πολιτεύεσθαι ἐκέλευσε· τοσαύτην που νεωτεροποιίαν
αὐτῶν κατέγνω. καί σφων οὕτω τότε ταχθέντων τὰ μὲν ἄλλα
καὶ νῦν ἰσχυρῶς φυλάσσεται, βουλεύουσι δὲ δὴ καὶ ἐν τῇ Ἀλε-
ξανδρείᾳ, ἐπὶ Σεουήρου αὐτοκράτορος ἀρξάμενοι, καὶ ἐν τῇ Ῥώ-
599

μῃ, ἐπ' Ἀντωνίνου τοῦ υἱέος αὐτοῦ πρῶτον ἐς τὴν γερουσίαν


ἐσγραφέντες.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 52, ch. 23, se. 2, l. 5

ἀρχόντων καλῶς διοικεῖσθαι. δεῖ γὰρ τοῖς τε δήμοις τὸν ἄρχοντα


ἀεὶ παρεῖναι καὶ τοῖς ἄρχουσι τὰ δυνατὰ προστάσσεσθαι.
λαμβανέτωσαν δὲ μισθὸν πάντες οὗτοι οἱ τὰς ἔξω τῆς πόλεως
ἀρχὰς ἐπιτρεπόμενοι, πλείω μὲν οἱ μείζους, ἐλάττω δὲ οἱ κατα-
δεέστεροι, μέσον δὲ οἱ μέσοι· οὔτε γὰρ ἀπὸ τῶν οἰκείων οἷόν τέ
ἐστιν αὐτοὺς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ ἀποζῆν, οὔτ' ἀορίστῳ καὶ ἀσταθμήτῳ
ἀναλώματι ὥσπερ νῦν χρῆσθαι. καὶ ἀρχέτωσαν μήτε ἔλαττον ἐτῶν
τριῶν, εἰ μή τις ἀδικήσειέ τι, μήτε πλεῖον πέντε, τὸ μὲν ὅτι αἱ
ἐνιαύσιοι καὶ ὀλιγοχρόνιοι ἀρχαὶ διδάξασαί τινας τὰ ἀναγκαῖα ἀπο-
πέμπουσι πρίν τι αὐτῶν ἀποδειχθῆναι, τὸ δὲ ὅτι αἱ μακρότεραι
καὶ πολυχρονιώτεραι ἐπαίρουσί πως πολλοὺς καὶ ἐς νεωτεροποιίαν
ἐξάγουσι. διόπερ οὐδὲ ἐπαλλήλας τὰς μείζους ἡγεμονίας οἶμαί τισι
προσήκειν δίδοσθαι. οὔτε γὰρ διαφέρει τι ἄν τε ἐν τῷ αὐτῷ ἔθνει
ἄν τε καὶ ἐν πλείοσιν ἐφεξῆς ἐπὶ μακρότερον τοῦ δέοντος ἄρχωσι·
καὶ ἀμείνονες γίγνονται, ἐπειδὰν διαλίπωσί τέ τινα χρόνον καὶ
οἴκαδε ἐπανέλθωσι καὶ ἰδιωτεύσωσι.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 55, ch. 27, se. 1, l. 3

λέξατο, καὶ ἄρχοντα ἱππέα αὐτοῖς προσέταξεν, ὡς καὶ δι' ὀλίγου


σφᾶς διαλύσων. οὐ μέντοι καὶ ἐποίησε τοῦτο· καταμαθὼν γὰρ ἐκ
τῆς πείρας καὶ χρησιμωτάτην καὶ ἀναγκαιοτάτην τὴν παρ' αὐτῶν
βοήθειαν οὖσαν ἐτήρησεν αὐτούς. καὶ εἰσὶ καὶ νῦν οἱ νυκτοφύλακες
οὗτοι ἴδιόν τινα τρόπον οὐκ ἐκ τῶν ἀπελευθέρων ἔτι μόνον ἀλλὰ
καὶ ἐκ τῶν ἄλλων στρατευόμενοι, καὶ τείχη τε ἐν τῇ πόλει ἔχουσι
καὶ μισθὸν ἐκ τοῦ δημοσίου φέρουσιν.
ὁ δ' οὖν ὅμιλος, οἷα ὑπό τε τοῦ λιμοῦ καὶ ὑπὸ τοῦ τέλους
τοῖς θ' ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀπολωλόσι κεκακωμένος, ἤσχαλλε, καὶ πολλὰ
μὲν καὶ φανερῶς νεωτεροποιὰ διελάλουν, πλείω δὲ δὴ βιβλία νύ-
κτωρ ἐξετίθεσαν. καὶ ταῦτ' ἐλέγετο μὲν ἐκ παρασκευῆς Πουπλίου
τινὸς Ῥούφου γίγνεσθαι, ὑπωπτεύετο δὲ ἐς ἄλλους· ὁ μὲν γὰρ Ῥοῦ-
φος οὔτε ἐνθυμηθῆναί τι αὐτῶν οὔτε πρᾶξαι ἐδύνατο, ἕτεροι δὲ
τῷ ἐκείνου ὀνόματι καταχρώμενοι καινοτομεῖν ἐπιστεύοντο. καὶ διὰ
τοῦτο ζήτησίς τε αὐτῶν ἐψηφίσθη καὶ μήνυτρα προετέθη· μηνύσεις
τε ἐγίγνοντο, καὶ ἡ πόλις καὶ ἐκ τούτων ἐταράττετο, μέχρις οὗ ἥ
τε σιτοδεία ἐπαύσατο, καὶ μονομαχίας ἀγῶνες ἐπὶ τῷ Δρούσῳ πρός
600

τε τοῦ Γερμανικοῦ τοῦ Καίσαρος καὶ πρὸς Τιβερίου Κλαυδίου


Νέρωνος, τῶν υἱέων αὐτοῦ, ἐγένοντο. τοῦτό τε γὰρ αὐτοὺς ἐπὶ
τῇ τοῦ Δρούσου μνήμῃ παρεμυθήσατο, καὶ ὅτι τὸ Διοσκόρειον

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 62, ch. 9, se. 2, l. 2

ἠλαττοῦντο τῷ πλήθει) μήτ' αὖ καθ' ἓν συμβαλεῖν, μὴ καὶ περι-


στοιχισθεὶς κατακοπῇ, τολμήσας, τριχῇ τε ἔνειμε τὸν στρατὸν
ὅπως πολλαχόθεν ἅμα μάχοιντο, καὶ ἐπύκνωσεν ἕκαστον τῶν
μερῶν ὥστε δύσρηκτον εἶναι. συντάττων δ' αὐτοὺς καὶ καθιστὰς
προσπαρῄνει, λέγων “ἄγετε ἄνδρες συστρατιῶται, ἄγετε ἄνδρες
Ῥωμαῖοι, δείξατε τοῖς ὀλέθροις τούτοις ὅσον καὶ δυστυχοῦντες
αὐτῶν προφέρομεν· αἰσχρὸν γάρ ἐστιν ὑμῖν, ἃ μικρῷ πρόσθεν
ὑπ' ἀρετῆς ἐκτήσασθε, νῦν ἀκλεῶς ἀπολέσαι. πολλάκις τοι τῶν
νῦν παρόντων ἐλάττους ὄντες πολὺ πλείονας ἀντιπάλους καὶ ἡμεῖς
αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες ἡμῶν ἐνίκησαν. μήτ' οὖν τὸ πλῆθος αὐτῶν
φοβηθῆτε καὶ τὴν νεωτεροποιίαν (ἐκ γὰρ ἀόπλου καὶ ἀμελετήτου
προπετείας θρασύνονται), μήθ' ὅτι πόλεις τινὰς ἐμπεπρήκασιν·
οὐ γὰρ κατὰ κράτος οὐδὲ ἐκ μάχης, ἀλλὰ τὴν μὲν προδοθεῖσαν
τὴν δὲ ἐκλειφθεῖσαν εἷλον. ἀνθ' ὧν νῦν τὴν προσήκουσαν παρ'
αὐτῶν δίκην λάβετε, ἵνα καὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῖς ἐκμάθωσιν οἵους
ὄντας ἡμᾶς οἷοι ὄντες ἠδικήκασι”.

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία B. 78, ch. 32, se. 3, l. 5

οὖν φοβηθεὶς ἐσδραμεῖν, εἴτε καὶ ἐλπίσας ἑκόντας τοὺς ἔνδον


παραστήσεσθαι. ὡς δ' οὔτε τις αὐτῷ ἐπεκηρυκεύετο, καὶ προσέτι
τὰς πύλας πάσας τῆς νυκτὸς ἀπῳκοδόμησαν ὥστε ἐν ἀσφαλεστέρῳ
εἶναι, προσέβαλεν μὲν αὖθις αὐτοῖς, ἐπέρανε δ' οὐδέν. τόν τε γὰρ
Ἀουῖτον, ὃν Μᾶρκον Αὐρήλιον Ἀντωνῖνον ἤδη προσηγόρευον, περι-
φέροντες ὑπὲρ τοῦ τείχους, καὶ εἰκόνας τινὰς τοῦ Καρακάλλου
παιδικὰς ὡς καὶ προσφερεῖς αὐτῷ ἀποδεικνύντες, παῖδά τε ὄντως
αὐτὸν ἐκείνου καὶ διάδοχον τῆς ἀρχῆς ἀναγκαῖον εἶναι λέγοντες,
καὶ “τί ταῦτα ὦ συστρατιῶται ποιεῖτε; τί δὲ οὕτω τῷ τοῦ εὐεργέ-
του ὑμῶν ὑεῖ μάχεσθε”; ἐκβοῶντες, 8πάντας τοὺς σὺν τῷ Ἰουλιανῷ
στρατιώτας, ἄλλως τε καὶ προθύμως πρὸς 8τὸ νεωτεροποιεῖν ἔχον-
τας, διέφθειραν, ὥστε τοὺς 8μὲν ἐπιτεταγμένους σφίσιν πλὴν τοῦ
Ἰουλιανοῦ (διέδρα γάρ) ἀποκτεῖναι, ἑαυτοὺςδὲτά τε ὅπλα τῷ
Ψευδαντωνίνῳ παραδοῦναι. κατεχομένους γὰρ αὐτοὺς ὑπό τε τῶν
ἑκατοντάρχων καὶ τῶν ἄλλων ὑπομειόνων, κἀκ τούτου διαμέλλοντας,
ὁ Εὐτυχιανὸς τὸν Φῆστον, κατὰ τὸν τοῦ Ταραύτου πρόκοιτον
601

ἀντωνομάσθη, ἔπεισεν ἀποσφάξαι πάντας ἐκείνους, ἆθλόν σφισι


τὴν τοῦ τεθνήξοντοςἑκάστῳοὐσίαν τε καὶ χώραν ἐν τῇ στρα-
τείᾳ προθείς· καὶ αὐτοῖς καὶ τὸ παιδίον ἀπὸ τοῦ τείχους ἐδημηγό-
ρησεν ὑπόβλητα, τόν τε πατέρα ἤδη ἐπαινῶν, καὶ τὸν Μακρῖνον ὡς

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (versio 1 in volumine 1) (0385: 002)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol.
1”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1895, Repr. 1955.P. 312, l.
11

ἐκεῖνον ἀπέδειξαν. ταῦτα ἠνίασε μὲν τοὺς Ῥωμαίους, οὐ μὴν καὶ εἰς
πόλεμον ἐξηρέθισε.
Τὴν δὲ Μακεδονίαν Ἀνδρίσκος τις ἐξ Ἀτραμυττίου φύς, τῷ Περσεῖ
δ' ἐμφερὴς τὸ εἶδος γενόμενος καὶ παῖς εἶναι ἐκείνου πλαττόμενος καὶ
Φίλιππον ἑαυτὸν ὀνομάζων, ἐπὶ πλεῖστον ἀπέστησε. τὸ μὲν γὰρ πρῶτον
ἐς τὴν Μακεδονίαν ἐλθὼν ταράττειν αὐτὴν ἐπειρᾶτο, ὡς δὲ οὐδεὶς προς-
εῖχεν αὐτῷ, πρὸς τὸν Δημήτριον εἰς τὴν Συρίαν ἐτράπετο, ὡς ἐξ ἐκείνου
διὰ τὸ γένος βοηθείας τευξόμενος. συλληφθεὶς δὲ παρ' ἐκείνου καὶ εἰς
τὴν Ῥώμην πεμφθείς, ὅτι τε μὴ ὢν τοῦ Περσέως υἱὸς ἠλέγχθη καὶ ὅτι
οὐδέ τι ἕτερον εἶχεν ἄξιον λόγου, κατεφρονήθη. καὶ ἀφεθεὶς χεῖρά τε
συνήγαγεν ἀνθρώπων νεωτεροποιῶν καὶ πόλεις πολλὰς ἐπηγάγετο, καὶ
τέλος βασιλικὴν στολὴν περιθέμενος καὶ δύναμιν συγκροτήσας εἰς
Θρᾴκην ἀφίκετο, καὶ συχνοὺς μὲν τῶν αὐτονόμων, συχνοὺς δὲ καὶ τῶν
δυναστῶν τοῖς Ῥωμαίοις ἀχθομένους παραλαβὼν εἰς Μακεδονίαν
ἐνέβαλε καὶ αὐτὴν

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (versio 1 in volumine 3) (0385: 004)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol.
3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr. 1955.B. 71, ch.
22, se. 2, l. 10

[Joann. Antioch.]

8Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος,


ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια, πλεῖστά
τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρ-
θικὸν πόλεμον ἀποδειξάμενος, ἄλ-
602

λως δὲ ὢν νεωτεροποιός,
καινοτομεῖν ἐπήρθη πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γα-
μετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔν-
νοιαν. αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον
ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαι ἄλλως
τε καὶ νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα,
δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον
περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιω-
τεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος
καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου ἔπεισε

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (Xiphilini epitome) (0385: 010)


“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum quae supersunt, vol.
3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901, Repr. 1955.Dindorf-
Stephanus p. S163, l. 22

τοσοῦτον ἠλαττοῦντο τῷ πλήθει) μήτ' αὖ καθ' ἓν συμβαλεῖν, μὴ


καὶ περιστοιχηθεὶς κατακοπῇ, τολμήσας, τριχῇ τε ἔνειμε τὸν στρατὸν
ὅπως πολλαχόθεν ἅμα μάχοιντο, καὶ ἐπύκνωσεν ἕκαστον τῶν μερῶν
ὥστε δύσρηκτον εἶναι. συντάττων δ' αὐτοὺς καὶ καθιστὰς προσπαρ-
ῄνει, λέγων “ἄγετε ἄνδρες συστρατιῶται, ἄγετε ἄνδρες Ῥωμαῖοι, δεί-
ξατε τοῖς ὀλέθροις τούτοις ὅσον καὶ δυστυχοῦντες αὐτῶν προφέρο-
μεν· αἰσχρὸν γάρ ἐστιν ὑμῖν, ἃ μικρῷ πρόσθεν ὑπ' ἀρετῆς ἐκτή-
σασθε, νῦν ἀκλεῶς ἀπολέσαι. πολλάκις τοι τῶν νῦν παρόντων ἐλάτ-
τους ὄντες πολὺ πλείονας ἀντιπάλους καὶ ἡμεῖς αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες
ἡμῶν ἐνίκησαν. μήτ' οὖν τὸ πλῆθος αὐτῶν φοβηθῆτε καὶ τὴν
νεωτεροποιίαν (ἐκ γὰρ ἀόπλου καὶ ἀμελετήτου προπετείας
θρασύνονται),
μήθ' ὅτι πόλεις τινὰς ἐμπεπρήκασιν· οὐ γὰρ κατὰ κράτος οὐδὲ ἐκ
μάχης, ἀλλὰ τὴν μὲν προδοθεῖσαν τὴν δὲ ἐκλειφθεῖσαν εἷλον. ἀνθ'
ὧν νῦν τὴν προσήκουσαν παρ' αὐτῶν δίκην λάβετε, ἵνα καὶ τοῖς
ἔργοις αὐτοῖς ἐκμάθωσιν οἵους ὄντας ἡμᾶς οἷοι ὄντες ἠδικήκασι.”
ταῦτά τισιν εἰπὼν ἐφ' ἑτέρους ἦλθε, καὶ ἔφη “νῦν καιρὸς, ὦ συστρα-
τιῶται, προθυμίας, νῦν τόλμης. ἂν τήμερον ἄνδρες ἀγαθοὶ γένησθε,
καὶ τὰ προειμένα ἀναλήψεσθε· ἂν τούτων κρατήσητε, οὐκέτ' οὐδεὶς
ἡμῖν οὐδὲ τῶν ἄλλων ἀντιστήσεται. διὰ μιᾶς τοιαύτης μάχης καὶ
τὰ ὑπάρχοντα βεβαιώσεσθε καὶ τὰ λοιπὰ προσκαταστρέψεσθε· πάν-
τες γὰρ καὶ οἱ ἄλλοθί που ὄντες στρατιῶται ζηλώσουσιν ὑμᾶς καὶ

Δίων Κάσσιος Ρωμαϊκή ιστορία (Joannis Antiocheni excerpta e Dione


derivata) (0385: 013)“Cassii Dionis Cocceiani historiarum Romanarum
quae supersunt, vol. 3”, Ed. Boissevain, U.P.Berlin: Weidmann, 1901,
603

Repr. 1955.P. 761, l. 23

οῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσά-
μενος, κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς κρείττοσιν. Exc. de ins. n. 112
Muell. (p. 29 Cram.).
Ὅτι Ἀδριανὸς ἦν ἡδὺς μὲν ἐντυχεῖν, καὶ ἐπήνθει τις αὐτῷ χάρις,
τῇ τε Λατίνων καὶ Ἑλλήνων ἄριστα γλώττῃ χρώμενος· οὐ μὴν ἐπὶ
πρᾳότητι τρόπων ἐθαυμάζετο· περί τε τὴν τῶν δημοσίων χρημάτων
ἐσπουδακὼς ἄθροισιν. Exc. Val. 35 p. 818 (n. 113 M.), unde Suid. s. v.
Ἀδριανός 3.
Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια,
πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξά-
μενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔννοιαν.
αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί τε καὶ ἄλλως
νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς
ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ
ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινάς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα,
συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης
τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη
τῆς ἀληθείας, ἄκων τε πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι. τούτων
μὲν οὖν ἕνεκα ὁ Μάρκος τόν τε Κόμοδον ἐκ τῆς Ῥώμης διεπέμψατο,

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. (0526: 001)


“Flavii Iosephi opera, vols. 1–4”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann,
1:1887; 2:1885: 3:1892; 4:1890, Repr. 1955.B. 14, ch. 279, l. 2

Ἐπεὶ δὲ Κάσσιος ἐκ τῆς Ἰουδαίας ἀπῆρεν, Μάλιχος ἐπε-


βούλευσεν Ἀντιπάτρῳ τὴν τούτου τελευτὴν ἀσφάλειαν Ὑρκανοῦ
τῆς ἀρχῆς εἶναι νομίζων. οὐ μὴν ἔλαθεν τὸν Ἀντίπατρον ταῦτα
φρονῶν, ἀλλ' αἰσθόμενος γὰρ ἐκεῖνος ἐχώρει πέραν Ἰορδάνου καὶ
στρατὸν Ἀράβιον ἅμα καὶ ἐγχώριον συνήθροιζεν. δεινὸς δὲ ὢν ὁ
Μάλιχος ἠρνεῖτο μὲν τὴν ἐπιβουλήν, ἀπολογούμενος δὲ μεθ' ὅρκων
αὐτῷ τε καὶ τοῖς παισίν, καὶ ὡς Φασαήλου μὲν Ἱεροσόλυμα φρου-
ροῦντος, Ἡρώδου δὲ ἔχοντος τὴν φυλακὴν τῶν ὅπλων οὐδ' ἂν εἰς
νοῦν ἐβάλετο τοιοῦτον οὐδὲν ὁρῶν τὴν ἀπορίαν, καταλλάσσεται
πρὸς τὸν Ἀντίπατρον, καὶ συνέβησαν Μούρκου κατὰ Συρίαν στρα-
τηγοῦντος, ὃς αἰσθόμενος νεωτεροποιοῦντα τὰ κατὰ τὴν Ἰουδαίαν
τὸν Μάλιχον ἦλθε μὲν ὡς παρὰ μικρὸν αὐτὸν ἀνελεῖν, Ἀντιπάτρου
δὲ παρακαλέσαντος περιέσωσεν.
Ἦν δὲ ἄρα φονέα περισώσας Ἀντίπατρος αὐτοῦ τὸν Μάλιχον·
604

Κάσσιος μὲν γὰρ καὶ Μοῦρκος στρατὸν ἀθροίζοντες τὴν ἐπιμέλειαν


ἅπασαν ἐνεχείρισαν Ἡρώδῃ καὶ στρατηγὸν αὐτὸν κοίλης Συρίας
ἐποίησαν πλοῖα δόντες καὶ δύναμιν ἱππικήν τε καὶ πεζικήν, ὑπο-
σχόμενοί τε καὶ βασιλέα τῆς Ἰουδαίας ἀναδείξειν μετὰ τὸν πόλεμον·
συνειστήκει γὰρ τότε πρός τε Ἀντώνιον καὶ τὸν νέον Καίσαρα.
Μάλιχος δὲ δείσας τότε μάλιστα τὸν Ἀντίπατρον ἐκποδὼν ἐποι-
εῖτο, καὶ πείσας ἀργυρίῳ τὸν Ὑρκανοῦ οἰνοχόον, παρ' ᾧ ἑκάτεροι

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 14, ch. 433, l. 5

Καταστήσας δ' ὁ βασιλεὺς τοῖς αὐτόθι στρατηγὸν Πτολε-


μαῖον εἰς Σαμάρειαν ᾤχετο σὺν ἱππεῦσιν ἑξακοσίοις ὁπλίταις δὲ
τρισχιλίοις ὡς μάχῃ κριθησόμενος πρὸς Ἀντίγονον. οὐ μὴν τῷ
Πτολεμαίῳ προυχώρησεν τὰ κατὰ τὴν στρατηγίαν, ἀλλ' οἱ καὶ πρό-
τερον τὴν Γαλιλαίαν ταράξαντες ἐπεξελθόντες αὐτὸν διεχρήσαντο
καὶ τοῦτο δράσαντες συμφεύγουσιν εἴς τε τὰ ἕλη καὶ τὰ δύσβατα
τῶν χωρίων, ἄγοντες καὶ διαρπάζοντες τὴν αὐτόθι πᾶσαν. τιμω-
ρεῖται δὲ τούτους Ἡρώδης ἐπανελθών· τοὺς μὲν γὰρ ἀναιρεῖ τῶν
ἀποστάντων, τοὺς δ' ἀναφυγόντας εἰς ἐρυμνὰ χωρία πολιορκίᾳ
παραστησάμενος αὐτούς τε ἀπέκτεινεν καὶ τὰ ἐρύματα κατέσκαψεν.
ἐζημίωσε δὲ παύσας οὕτως τὴν νεωτεροποιίαν καὶ τὰς πόλεις ἑκα-
τὸν ταλάντοις.
Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ Πακόρου πεσόντος ἐν μάχῃ καὶ τῶν Πάρ-
θων πταισάντων πέμπει βοηθὸν ὁ Βεντίδιος Ἡρώδῃ Μαχαιρᾶν
σὺν δυσὶ τάγμασι καὶ χιλίοις ἱππεῦσιν ἐπισπεύδοντος Ἀντωνίου.
Μαχαιρᾶς μὲν οὖν Ἀντιγόνου καλοῦντος αὐτὸν παρὰ τὴν Ἡρώδου
γνώμην χρήμασι διεφθαρμένος ἀπῄει ὡς κατασκεψόμενος αὐτοῦ τὰ
πράγματα. τὴν δὲ διάνοιαν ὑπιδόμενος αὐτοῦ τὴν τῆς ἀφίξεως
Ἀντίγονος οὐδὲ προσεδέξατο, ἀλλὰ σφενδόναις βάλλων αὐτὸν ἀνεῖρ-
γεν, καὶ διεδήλου τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν. αἰσθόμενος δὲ τὰ βέλ-
τιστα Ἡρώδην αὐτῷ παραινοῦντα καὶ αὐτὸν διημαρτηκότα

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 17, ch. 252, l. 1

εἴτε νομὴν αὐτῆς ποιεῖσθαι παντὶ τῷ Ἡρώδου γένει καὶ ταῦτα


πάντων πολλῆς ἐπικουρίας δεομένων.
Πρότερον δὲ ἢ κύρωσίν τινα τούτων γενέσθαι Μαλθάκη
τε ἡ Ἀρχελάου μήτηρ νόσῳ τελευτᾷ καὶ παρὰ Οὐάρου τοῦ Συρίας
στρατηγοῦ παρῆν γράμματα τὴν Ἰουδαίων ἀπόστασιν διασαφοῦντα·
τοῦ γὰρ Ἀρχελάου μετὰ τὸν ἔκπλουν ἐθορυβήθη τὸ πᾶν ἔθνος.
καὶ Οὔαρος αὐτὸς ἐπεὶ παρὼν ὡς τοὺς αἰτίους τῆς κινήσεως τι-
605

μωρίᾳ περιβαλὼν καὶ τοῦ πολλοῦ τῆς στάσεως ἐπίσχεσιν ποιησά-


μενος πολλῆς γενομένης ἐπ' Ἀντιοχείας τὴν ἀναζυγὴν ἐποιεῖτο,
τάγμα ἓν τῆς στρατιᾶς ἐν Ἱεροσολύμοις λειπόμενος τὴν Ἰουδαίων
νεωτεροποιίαν ἐπιστομιοῦντας. οὐ μὴν ἐπεραίνετό γε οὐδὲν ἐπὶ
παύλῃ τοῦ μὴ οὐ στασιάσοντος αὐτῶν. ὅτε γὰρ Οὔαρος ἀπῄει
καὶ Σαβῖνος ὁ ἐπίτροπος τοῦ Καίσαρος ὑπομείνας αὐτόθι μεγάλως
τοὺς στασιώτας κατεπόνει, στρατιᾷ τε τῇ καταλελειμμένῃ πιστεύων,
ὡς καὶ περιέσοιτο αὐτῶν, καὶ τῷ πλήθει· πολλοὺς δὲ ὄντας ὁπλί-
σας δορυφόροις ἐχρῆτο αὐτοῖς ἐπείγων τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐκτα-
ράσσων ἐπὶ ἀποστάσει· τάς τε γὰρ ἄκρας ἐβιάζετο παραλαμβάνειν
καὶ τῶν βασιλικῶν χρημάτων ἐπ' ἐρεύνῃ προθύμως ὥρμητο βίᾳ
διὰ κέρδη καὶ πλεονεξιῶν ἐπιθυμίας.

Φλάβιος Ιώσηπος. Ιουδαϊκή αρχαιολογία. B. 17, ch. 316, l. 4

νερωθήσεσθαι γὰρ οὕτως, εἴτε ἀληθῶς στασιώδεις εἶεν καὶ νεω-


τερισμοῖς τὰ πολλὰ προσησκημένοι εἴτε καὶ οὔ, μετριωτέρων τυχόν-
τες οἳ ἐπιστήσονται αὐτοῖς.”
Τοιαῦτα δὲ τῶν Ἰουδαίων εἰρηκότων Νικόλαος τούς τε
βασιλεῖς ἀπήλλασσε τῶν ἐγκλημάτων, Ἡρώδην μὲν διὰ τὸ παρ'
ὃν ἔζη χρόνον τυχεῖν ἀκατηγόρητον· οὐ γὰρ δὴ τοὺς ἐγκαλεῖν ἔχον-
τας ἐπὶ μετρίοις παρὰ τοῦ ζῶντος τιμωρίαν λαβεῖν δυναμένους
ἐπὶ νεκρῷ κατηγορίαν συντιθέναι· τὰ δὲ ὑπ' Ἀρχελάου πραχθέντα
ὕβρει τῇ ἐκείνων ἀνετίθει, οἳ ὀριγνώμενοι πραγμάτων παρὰ τοὺς
νόμους καὶ σφαγῆς ἄρξαντες τῶν κωλύειν ὑβρίζοντας προμηθουμέ-
νων ἀμύνης γενομένης ἐγκαλοῖεν. ἐνεκάλει δὲ νεωτεροποιίας αὐτοῖς
καὶ τοῦ στασιάζειν ἡδονὴν ἀπαιδευσίᾳ τοῦ πείθεσθαι δίκῃ καὶ νομί-
μοις ὑπὸ τοῦ θέλειν τὰ πάντα νικᾶν. ταῦτα μὲν οὖν Νικόλαος.
Καῖσαρ δ' ἀκούσας διαλύει μὲν τὸ συνέδριον, ὀλίγων δ'
ἡμερῶν ὕστερον Ἀρχέλαον βασιλέα μὲν οὐκ ἀποφαίνεται, τῆς δ'
ἡμίσεως χώρας ἥπερ Ἡρώδῃ ὑπετέλει ἐθνάρχην καθίσταται, τιμή-
σειν ἀξιώματι βασιλείας ὑπισχνούμενος, εἴπερ τὴν εἰς αὐτὴν ἀρε-
τὴν προσφέροιτο. τὴν δ' ἑτέραν ἡμίσειαν νείμας διχῇ δυσὶν Ἡρώ-
δου παισὶν ἑτέροις παρεδίδου Φιλίππῳ καὶ Ἀντίπᾳ τῷ πρὸς Ἀρ-
χέλαον τὸν ἀδελφὸν ἀμφισβητήσαντι περὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς. καὶ
τούτῳ μὲν ἥ τε Περαία καὶ τὸ Γαλιλαῖον ὑπετέλουν,

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii (0526: 004)


“Flavii Iosephi opera, vol. 6”, Ed. Niese, B.Berlin: Weidmann, 1895,
Repr. 1955.B. 1, se. 198, l. 2
606

κατηγόρει παρελθών, ὡς παρανομώτατα μὲν αὐτὸν μετὰ τῶν ἀδελ-


φῶν πάσης ἀπελαύνοιεν τῆς πατρίου γῆς, πολλὰ δ' εἰς τὸ ἔθνος
αὐτοὶ διὰ κόρον ἐξυβρίζοιεν, καὶ ὅτι τὴν εἰς Αἴγυπτον συμμαχίαν
οὐκ ἐπ' εὐνοίᾳ αὐτῷ πέμψειαν, ἀλλὰ κατὰ δέος τῶν πάλαι διαφο-
ρῶν καὶ τὴν πρὸς τὸν Πομπήιον φιλίαν ἀποσκευαζόμενοι.
Πρὸς ταῦτα ὁ Ἀντίπατρος ἀπορρίψας τὴν ἐσθῆτα τὸ
πλῆθος ἐπεδείκνυεν τῶν τραυμάτων, καὶ περὶ μὲν τῆς εἰς Καίσαρα
εὐνοίας οὐκ ἔφη λόγου δεῖν αὐτῷ· κεκραγέναι γὰρ τὸ σῶμα σιω-
πῶντος· Ἀντιγόνου δὲ θαυμάζειν τὴν τόλμαν, εἰ πολεμίου Ῥωμαίων
υἱὸς ὢν καὶ Ῥωμαίων δραπέτου καὶ τὸ νεωτεροποιὸς εἶναι καὶ
στασιώδης αὐτὸς πατρῷον ἔχων, παρὰ τῷ Ῥωμαίων ἡγεμόνι κατη-
γορεῖν ἐπικεχείρηκεν ἑτέρων καὶ πειρᾶται τυχεῖν ἀγαθοῦ τινος, δέον
ἀγαπᾶν ὅτι ζῇ· καὶ γὰρ νῦν ἐφίεσθαι πραγμάτων οὐ τοσοῦτον δι'
ἀπορίαν, ἀλλ' ἵνα Ἰουδαίους διαστασιάσῃ παρελθὼν καὶ χρήσηται
κατὰ τῶν δόντων ταῖς ἀφορμαῖς.
Τούτων Καῖσαρ ἀκούσας Ὑρκανὸν μὲν ἀξιώτερον τῆς ἀρχιε-
ρωσύνης ἀπεφήνατο, Ἀντιπάτρῳ δὲ δυναστείας αἵρεσιν ἔδωκεν. ὁ
δ' ἐπὶ τῷ τιμήσαντι τὸ μέτρον τῆς τιμῆς θέμενος πάσης ἐπίτρο-
πος Ἰουδαίας ἀποδείκνυται καὶ προσεπιτυγχάνει τὰ τείχη τῆς
πατρίδος ἀνακτίσαι κατεστραμμένα. τὰς μὲν δὴ τιμὰς ταύτας

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii B. 2, se. 41, l. 3

εἴτε καὶ πάσῃ τῇ γενεᾷ διανεῖμαι τὴν ἀρχήν· ἐδόκει γὰρ ἐπικουρίας
τὸ πλῆθος τῶν προσώπων χρῄζειν.
Πρὶν δὲ ὁρίσαι τι περὶ τούτων Καίσαρα τελευτᾷ μὲν
ἡ Ἀρχελάου μήτηρ Μαλθακὴ νοσήσασα, παρὰ Οὐάρου δ' ἐκομί-
σθησαν ἐκ Συρίας ἐπιστολαὶ περὶ τῆς Ἰουδαίων ἀποστάσεως, ἣν
προϊδόμενος ὁ Οὔαρος, ἀνέβη γὰρ μετὰ τὸν Ἀρχελάου πλοῦν εἰς
Ἱεροσόλυμα τοὺς παρακινοῦντας καθέξων, ἐπειδὴ πρόδηλον ἦν τὸ
πλῆθος οὐκ ἠρεμῆσον, ἓν τῶν τριῶν ἀπὸ Συρίας ταγμάτων, ὅπερ
ἄγων ἧκεν, ἐν τῇ πόλει καταλείπει. καὶ αὐτὸς μὲν ὑπέστρεψεν
εἰς Ἀντιόχειαν, ἐπελθὼν δὲ ὁ Σαβῖνος ἀφορμὴν αὐτοῖς παρέσχεν
νεωτεροποιίας· τούς τε γὰρ φρουροὺς παραδιδόναι τὰς ἄκρας ἐβιά-
ζετο καὶ πικρῶς τὰ βασιλικὰ χρήματα διηρεύνα, πεποιθὼς οὐ μόνον
τοῖς ὑπὸ Οὐάρου καταλειφθεῖσι στρατιώταις, ἀλλὰ καὶ πλήθει δού-
λων ἰδίων, οὓς ἅπαντας ὁπλίσας ὑπηρέταις ἐχρῆτο τῆς πλεονεξίας.
ἐνστάσης δὲ τῆς πεντηκοστῆς, οὕτω καλοῦσίν τινα ἑορτὴν Ἰουδαῖοι
παρ' ἑπτὰ γινομένην ἑβδομάδας καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν προς-
ηγορίαν ἔχουσαν, οὐχ ἡ συνήθης θρησκεία συνήγαγεν τὸν δῆμον,
ἀλλ' ἡ ἀγανάκτησις. συνέδραμεν γοῦν πλῆθος ἄπειρον ἔκ τε τῆς
Γαλιλαίας καὶ ἐκ τῆς Ἰδουμαίας Ἱεριχοῦντός τε καὶ τῆς ὑπὲρ Ἰορ-
δάνην Περαίας, ὑπερεῖχεν δὲ πλήθει καὶ προθυμίαις ἀνδρῶν ὁ
607

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii B. 6, se. 329, l. 3

ἑκατέροις βύζην ἐφεστήκει, Ἰουδαῖοι μὲν περὶ Σίμωνα καὶ Ἰωάννην


μετέωροι συγγνώμης ἐλπίδι, Ῥωμαῖοι δὲ Καίσαρι καραδοκοῦντες
αὐτῶν τὴν ἀξίωσιν. παραγγείλας δὲ τοῖς στρατιώταις Τίτος θυμοῦ
τε καὶ βελῶν μένειν ἐγκρατεῖς, καὶ τὸν ἑρμηνέα παραστησάμενος,
ὅπερ ἦν τεκμήριον τοῦ κρατεῖν, πρῶτος ἤρξατο λέγειν· “ἆρά γε
ἤδη κεκόρεσθε τῶν τῆς πατρίδος κακῶν, ὦ ἄνδρες, οἱ μήτε τῆς
ἡμετέρας δυνάμεως μήτε τῆς ἑαυτῶν ἀσθενείας ἔννοιαν λαβόντες,
ὁρμῇ δὲ ἀσκέπτῳ καὶ μανίᾳ τόν τε δῆμον καὶ τὴν πόλιν καὶ τὸν
ναὸν ἀπολωλεκότες, ἀπολούμενοι δὲ καὶ αὐτοὶ δικαίως, οἳ πρῶτον
μὲν ἀφ' οὗ Πομπήιος εἷλεν ὑμᾶς κατὰ κράτος οὐκ ἐπαύσασθε
νεωτεροποιίας, ἔπειτα καὶ φανερὸν ἐξηνέγκατε πρὸς Ῥωμαίους
πόλεμον; ἆρά γε πλήθει πεποιθότες; καὶ μὴν ἐλάχιστον ὑμῖν
μέρος ἀντήρκεσεν τοῦ Ῥωμαίων στρατιωτικοῦ. πίστει τοιγαροῦν
συμμάχων; καὶ τί τῶν ἔξω τῆς ἡμετέρας ἡγεμονίας ἐθνῶν ἔμελλεν
αἱρήσεσθαι Ἰουδαίους πρὸ Ῥωμαίων; ἀλλ' ἀλκῇ σωμάτων; καὶ μὴν
ἴστε Γερμανοὺς δουλεύοντας ἡμῖν. ὀχυρότητι δὲ τειχῶν; καὶ τί
μεῖζον ὠκεανοῦ τεῖχος κώλυμα, ὃν περιβεβλημένοι Βρεττανοὶ τὰ
Ῥωμαίων ὅπλα προσκυνοῦσιν; καρτερίᾳ ψυχῆς καὶ πανουργίᾳ στρα-
τηγῶν; ἀλλὰ μὴν ᾔδειτε καὶ Καρχηδονίους ἁλόντας. τοιγαροῦν
ὑμᾶς ἐπήγειρε κατὰ Ῥωμαίων ἡ Ῥωμαίων φιλανθρωπία, οἳ πρῶ-
τον μὲν ὑμῖν τήν τε χώραν ἔδομεν νέμεσθαι καὶ βασιλεῖς

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii B. 7, se. 81, l. 1

μετὰ μικρᾶς ἐλπίδος ἑτοίμως ῥιψοκίνδυνος· ἔπειτα δὲ καὶ μῖσος


τὸ πρὸς τοὺς κρατοῦντας, ἐπεὶ μόνοις ἴσασι Ῥωμαίοις τὸ γένος
αὐτῶν δουλεύειν βεβιασμένον. οὐ μὴν ἀλλὰ μάλιστά γε πάντων ὁ
καιρὸς αὐτοῖς θάρσος ἐνεποίησεν· ὁρῶντες γὰρ τὴν Ῥωμαίων ἀρχὴν
ταῖς συνεχέσι τῶν αὐτοκρατόρων ἀλλαγαῖς ἐν ἑαυτῇ τεταραγμένην,
πᾶν τε μέρος τῆς ὑπ' αὐτοῖς οἰκουμένης πυνθανόμενοι μετέωρον
εἶναι καὶ κραδαίνεσθαι, τοῦτον σφίσιν αὐτοῖς ἄριστον ὑπὸ τῆς
ἐκείνων κακοπραγίας καὶ στάσεως καιρὸν ᾠήθησαν παραδεδόσθαι.
ἐνῆγον δὲ τὸ βούλευμα καὶ ταύταις αὐτοὺς ταῖς ἐλπίσιν ἐτύφουν
Κλασσικός τις καὶ Οὐίτιλλος τῶν παρ' αὐτοῖς [ὄντες] ἡγεμόνων,
οἳ δῆλον μὲν ὡς ἐκ μακροῦ ταύτης ἐφίεντο τῆς νεωτεροποιίας, ὑπὸ
τοῦ καιροῦ δὲ θαρσῆσαι προαχθέντες τὴν αὐτῶν γνώμην ἐξέφηναν·
ἔμελλον δὲ προθύμως διακειμένοις τὴν πεῖραν τοῖς πλήθεσι προς-
φέρειν. πολλοῦ δὲ μέρους ἤδη τῶν Γερμανῶν τὴν ἀποστασίαν ἀνω-
μολογηκότος καὶ τῶν ἄλλων οὐκ ἄνδιχα φρονησάντων, ὥσπερ ἐκ
608

δαιμονίου προνοίας Οὐεσπασιανὸς πέμπει γράμματα Πετιλίῳ Κε-


ρεαλίῳ τὸ πρότερον ἡγεμόνι Γερμανίας γενομένῳ, τὴν ὕπατον διδοὺς
τιμὴν καὶ κελεύων ἄρξοντα Βρεττανίας ἀπιέναι. πορευόμενος οὖν
ἐκεῖνος ὅποι προσετέτακτο καὶ τὰ περὶ τὴν ἀπόστασιν τῶν Γερ-
μανῶν πυθόμενος, ἤδη συνειλεγμένοις αὐτοῖς ἐπιπεσὼν καὶ παρα-
ταξάμενος πολύ τε πλῆθος αὐτῶν ἀναιρεῖ κατὰ τὴν μάχην καὶ τῆς

Φλάβιος Ιώσηπος. De bello Judaico libri vii B. 7, se. 421, l. 2

θείσης ἐφ' ἓν τοῦτο μόνον, ὅπως αὐτῶν Καίσαρα δεσπότην ὁμο-


λογήσωσιν, οὐδεὶς ἐνέδωκεν οὐδὲ ἐμέλλησεν εἰπεῖν, ἀλλὰ πάντες
ὑπερτέραν τῆς ἀνάγκης τὴν αὐτῶν γνώμην διεφύλαξαν, ὥσπερ
ἀναισθήτοις σώμασι χαιρούσῃ μόνον οὐχὶ τῇ ψυχῇ τὰς βασάνους
καὶ τὸ πῦρ δεχόμενοι. μάλιστα δ' ἡ τῶν παίδων ἡλικία τοὺς θεω-
μένους ἐξέπληξεν· οὐδὲ γὰρ ἐκείνων τις ἐξενικήθη Καίσαρα δεσπό-
την ἐξονομάσαι. τοσοῦτον ἄρα τῆς τῶν σωμάτων ἀσθενείας ἡ τῆς
τόλμης ἰσχὺς ἐπεκράτει.
Λοῦπος τότε διῴκει τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ περὶ τοῦ κινή-
ματος τούτου Καίσαρι κατὰ τάχος ἐπέστειλεν. ὁ δὲ τῶν Ἰουδαίων
τὴν ἀκατάπαυστον ὑφορώμενος νεωτεροποιίαν καὶ δείσας, μὴ πάλιν
εἰς ἓν ἀθρόοι συλλεγῶσι καί τινας αὑτοῖς συνεπισπάσωνται, προς-
έταξε τῷ Λούππῳ τὸν ἐν τῇ Ὀνίου καλουμένῃ νεὼν καθελεῖν τῶν
Ἰουδαίων. ὁ δ' ἐστὶν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ διὰ τοιαύτην αἰτίαν ᾠκίσθη
τε καὶ τὴν ἐπίκλησιν ἔλαβεν· Ὀνίας Σίμωνος υἱός, εἷς τῶν ἐν Ἱερο-
σολύμοις ἀρχιερέων, φεύγων Ἀντίοχον τὸν Συρίας βασιλέα πολε-
μοῦντα τοῖς Ἰουδαίοις ἧκεν εἰς Ἀλεξάνδρειαν, καὶ δεξαμένου Πτολε-
μαίου φιλοφρόνως αὐτὸν διὰ τὴν πρὸς Ἀντίοχον ἀπέχθειαν ἔφη
σύμμαχον αὐτῷ ποιήσειν τὸ τῶν Ἰουδαίων ἔθνος, εἰ πεισθείη τοῖς
ὑπ' αὐτοῦ λεγομένοις. ποιήσειν δὲ τὰ δυνατὰ τοῦ βασιλέως ὁμο-
λογήσαντος ἠξίωσεν ἐπιτρέπειν αὐτῷ νεών τε που τῆς Αἰγύπτου

Pseudo-Γαληνός ιατρός De victus ratione in morbis acutis ex


Hippocratis sententia liber (0530: 037)“Galeni de diaeta Hippocratis in
morbis acutis”, Ed. Westenberger, J.Leipzig: Teubner, 1914; Corpus
medicorum Graecorum, vol. 5.9.1.Kühn Vol. 19, p. 183, l. 5

ΓΑΛΗΝΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ ΔΙΑΙΤΗΣ ΕΠΙ ΤΩΝ


ΟΞΕΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ

...ἠρεμίαν δὲ καὶ παρηγορίαν ἐνδείκνυται καὶ τὸ πείθειν


μᾶλλον ἢ βιάζεσθαι πάντων ἀπεχόμενον τῶν κινητικῶν βοηθημάτων.
609

“ὅταν δὲ καταιγίζωσιν αἱ νοῦσοι, ἡσυχάζειν καὶ τὸν κάμνοντα καὶ τὸν


ἰητρόν, ὡς μή τι ἐξεργάσωνται.” τοῦτ' αὐτὸ καὶ περὶ τῶν μερικωτέρων
ἐθέσπισε παροξυσμῶν εἰπών· “τοῖσιν ἐν τῇσι περιό|δοισι παροξυνο-
μένοισι μὴ δοῦναι μηδὲν μηδ' ἀναγκάζειν,” ὅπερ ἔστι μηδ' ἀναγκαστικῷ
μηδενὶ χρῆσθαι (οὔτε γὰρ προσθετικὸν οὔτε βίαιον οὐδὲν ἐν τοῖς παρο-
ξυσμοῖς ἀξιοῖ παραλαμβάνεσθαι)· τάχα δὲ καὶ ὅταν φῇ· “τὰ κρινόμενα
καὶ τὰ κεκριμένα ἀρτίως μὴ κινέειν μηδὲ νεωτεροποιεῖν, μήτε φαρμα-
κίῃσι μήτ' ἄλλοισιν ἐρεθισμοῖσιν, ἀλλ' ἐᾶν.” ἱκανὸν ἔστωτὸτοῦ παρο-
ξυσμοῦ κακόν, μὴ συνελθέτω δὲ τούτῳ καὶ τὸ ἀπὸ τῆςἀπειρίας τοῦ
τεχνίτου. ἀλλὰ περὶ μὲν τῶν ἐνδείξεων καὶ ὕστερον διασκεψόμεθα.
Ἴδωμεν δὲ ἔπειτα τὰς διαφορὰς καὶ τὰς τοιαύτας τῶν και-
ρῶν. φαμέν, ὡς ἄρα τῶν νοσημάτων τὰ μὲν ὀξεῖς ἔχει φύσει τοὺς
τέσσαρας καιρούς, τὰ δὲ [οὐδὲ] πάντας τοὺς τέσσαρας ἀναβεβλημένους,
ἔνια δ' αὐτῶν ἀμείβει τὴν βραδυτῆτα πρὸς τὸ τάχος, τὰ μὲν ἐν ἀρχῇ,
τὰ δ' ἐπὶ τέλος, τὰ δ' ὡς ἔτυχεν. προθεὶςγὰρἐν Ἐπιδημίᾳα
τὰς κατὰ σχήματα πυρετῶν διαφοράς, συνεχῶν, ἡμιτριταίων | ἢ ἀμφη-
μερινῶν, τεταρταίων, τῶν λοιπῶν,αὐταῖςλέξεσιν ἐπιφέρει ταῦτα·

Ιούλιος Πολυδεύκης ονομαστικόν. (0542: 001)“Pollucis onomasticon, 2


vols.”, Ed. Bethe, E.Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967;
Lexicographi Graeci 9.1–9.2.B. 4, se. 38, l. 4

εἰπών, πρὸς λῆμμα βλέπων, πρὸς ἀργύριον κεχηνώς, μηδὲν μέρος


ἔχων ἄπρατον, εὔωνος, ῥᾴδιος, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πε-
ποιημένος· ὕπουλος, δολερός, ἐπίβουλος, κακοήθης, ἀπατεών, ἐπι-
βουλεύων, ἐπηρεάζων, δημεύων, δημοκόπος, πρὸς χάριν λέγων,
πρὸς ἡδονὴν δημηγορῶν, παρὰ τῇ κιγκλίδι ζῶν ἀεί, παρὰ τὸν
δρύφακτον ποιούμενος τὸν βίον, παρὰ τὴν κλεψύδραν, δη-
μοχαριστής, λοιμὸς δήμου, καὶ ὅλως πολλὰ λόγῳ εἴποι τις ἂν
καὶ ἐπαινῶν καὶ ψέγων. τὰ δὲ τοῦ πράγματος ὀνόματα προ-
δοσία, παρανομία, αὐτομολία, πρᾶσις, δωροδοκία, δεκασμός, κιβδηλία,
ἀπιστία, βλακεία, ζημία, κατάλυσις, σύγχυσις, ἀνατροπή, λύσις,
βλάβη, μετάστασις, κίνησις, μεταβολή, νεωτεροποιία νεωτερισμός,
συκοφαντία, πολυπραγμοσύνη φιλοπραγμοσύνη, δόλος, ἐπιβουλή,
ἀπάτη, κακοήθεια, ἐπηρεασμός, δήμευσις, δημοκοπία, ὧν τὰ πλείω
καὶ πρὸς ἕτερα. ἔστι δ' ἐξ ἐνίων καὶ ἐπαινοῦντι καὶ ψέγοντι
ἐπιρρήματα.
Φιλόσοφος, διαλεκτικός, θεωρητικός, παιδευτικός, προτρεπτι-
κός, διδασκαλικός, τὰς ψυχὰς ἐξιώμενος, ἐπανορθούμενος τὰ τῆς
γνώμης ἀρρωστήματα, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν ἄγων, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν
ἀγωγός, οἷος θυμὸν κοιμίσαι, ἐπιθυμίας πραῧναι, ἡδονὰς ῥυθμίσαι,
φιλοχρηματίαν συμμετρῆσαι, τῦφον συστεῖλαι, ἀλαζονείαν
610

Claudius Aelianus Soph., Varia historia (0545: 002)“Claudii Aeliani de


natura animalium libri xvii, varia historia, epistolae, Frag. a, vol. 2”, Ed.
Hercher, R.Leipzig: Teubner, 1866, Repr. 1971.B. 12, se. 16, l. 9

δρα ἐτέρπετο μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζων· μάλιστα


δὲ ἐφίλει τέρπεσθαι αὐτοῖς ἐν τοῖς συμποσίοις.
Λέγεται Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου ζηλοτυπώτατα
πρὸς τοὺς ἑταίρους διατεθῆναι καὶ βασκαίνειν μὲν
πᾶσιν, οὐ μὴν διὰ τὰς αὐτὰς αἰτίας. ἤχθετο γὰρ
Περδίκκᾳ μὲν ὅτι ἦν πολεμικός, Λυσιμάχῳ δὲ ἐπεὶ
στρατηγεῖν ἀγαθὸς ἐδόκει, Σελεύκῳ δὲ ἐπεὶ ἀνδρεῖος
ἦν· Ἀντιγόνου δὲ αὐτὸν ἐλύπει τὸ φιλότιμον, Ἀντι-
πάτρου δὲ ἤχθετο τῷ ἡγεμονικῷ, Πτολεμαίου δὲ τὸ
δεξιὸν ὑφεωρᾶτο, Ταρρίου δὲ ἐδεδίει τὸ ἄτακτον, τό
γε μὴν νεωτεροποιὸν Πείθωνος.
Ὅτι Δημήτριος τοσούτων ἐθνῶν ἡγεμονεύων
ἐφοίτα ἐς Λαμίας τῆς ἑταίρας σὺν τοῖς ὅπλοις καὶ
φορῶν τὸ διάδημα. αἴσχιστον μὲν οὖν ἦν αὐτῷ καὶ
οἴκαδε μεταπέμψασθαι τὴν ἄνθρωπον· ὃ δὲ παρ'
ἐκείνην ἐφοίτα φανερῶς. ἀλλ' ἔγωγε Θεόδωρον ἂν
τὸν αὐλητὴν προτιμήσαιμι τοῦ Δημητρίου, ἐπεὶ τὸν
Θεόδωρον μετεπέμπετο ἡ Λάμια, ὃ δὲ ὑπερεῖδε τὴν
κλῆσιν.

Nicolaus Hist., Frag. (0577: 003)“FHG 3”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 96, l. 11

Joseph. A. J. XVII, 11, 3: Τοιαῦτα δὲ τῶν Ἰουδαίων


εἰρηκότων, Νικόλαος τούς τε βασιλεῖς ἀπήλλασσε τῶν
ἐγκλημάτων, Ἡρώδην μὲν, διὰ τὸ παρ' ὃν ἔζη χρόνον
τυχεῖν ἀκατηγόρητον, οὐ γὰρ δεῖν τοὺς ἐγκαλεῖν ἔχον-
τας ἐπὶ μετρίοις καὶ παρὰ ζῶντος τιμωρίαν λαβεῖν
δυναμένους ἐπὶ νεκρῷ κατηγορίαν συντιθέναι, τὰ δὲ
ὑπ' Ἀρχελάου πραχθέντα ὕβρει τῇ ἐκείνων ἀντετίθει,
οἳ ὀριγνώμενοι πραγμάτων παρὰ τοὺς νόμους, καὶ
σφαγῆς ἄρξαντες τῶν κωλύειν ὑβρίζοντας προμηθουμέ-
νων, ἀμύνης γενομένης ἐγκαλοῖεν. Ἐνεκάλει δὲ νεωτε-
ροποιίας αὐτοῖς καὶ τοῦ στασιάζειν ἡδονὴν ἀπαιδευσίαν
611

τε τοῦ ἕπεσθαι δίκῃ καὶ νόμοις, ὑπὸ τοῦ θέλειν τὰ πάντα


νικᾶν. Ταῦτα μὲν οὖν Νικόλαος.

Nicolaus Hist., Frag. Frag. 101, l. 324

λευσάν τινι τῶν ὑπηρετῶν ἀναβάντι καθελεῖν (6) αὐτὸ


καὶ ῥῖψαι. Τοῦτο γενόμενον Καῖσαρ ὡς ᾔσθετο καλέσας
τὴν σύγκλητον εἰς τὸ τῆς Ὁμονοίας ἱερὸν κατηγόρησε
τῶν δημάρχων, φάσκων αὐτοὺς εἶναι τοὺς περιθέντας
κρύφα τὸ διάδημα, ὅπως ἂν ἐν φανερῷ αὐτὸν ὑβρίσειαν
καὶ δοκοῖεν ἀνδραγαθίζεσθαι ἐπὶ τῇ ἐκείνου ἀτιμίᾳ, ὡς
οὐκέτι (7) βουλῆς οὔτ' αὐτοῦ ἐπιστρεφόμενοι· μείζονός
τε γνώμης καὶ ἐπιβουλῆς εἶναι αὐτοῖς τὸ δρασθὲν, εἴ
πως δύναιντο εἰς τὸ πλῆθος αὐτὸν διαβαλόντες ὡς ἂν
δυναστείας παρανόμου ἐρῶντα (8) καὶ αὐτοὶ ἐξάρχον-
τες νεωτεροποιίας ἀποκτεῖναι. Ταῦτα εἰπὼν, συνδόξαν
τῇ συγκλήτῳ, ἤλασεν (9) αὐτοὺς φυγάδας. Καὶ οἱ μὲν
ᾤχοντο φεύγοντες, ἕτεροι δ' ἀντ' αὐτῶν δήμαρχοι ἐγέ-
νοντο· ὁ δὲ δῆμος ἐβόα βασιλέα τε αὐτὸν εἶναι καὶ ἀνα-
δεῖσθαι μηδὲν ἔτι μέλλοντα, ἐπεὶ καὶ ἡ Τύχη αὐτὸν
ἀνέδησεν (10). Ὁ δὲ πᾶν ἂν ἔφη χαρισάμενος τῷ δήμῳ
διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν τοῦτο [δ'] οὔποτε δώσειν, καὶ
συγγνώμην ᾐτεῖτο εἰ ἀντιλέγει σώζων τὰ πάτρια· βού-
λεσθαι γὰρ τὴν ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν νομίμως ἢ βασι-
λείαν παρανόμως.

Nicolaus Hist., Frag. Frag. 101, l. 623

μης πρὸς αὐτοὺς, πότερον ὡς τυραννίδα παύσαντας


ἀποδέχοιντο ἢ ὡς φονέας μείζω (3) κακὰ ἀπ' αὐτῶν
ἐκραγήσεσθαι· οὐ γὰρ ἀπὸ μικρᾶς διανοίας καὶ παρα-
σκευῆς γεγονέναι ταῦτα, οὔτε ὑφ' ὧν ἐπράχθη, οὔτε
ἐπὶ οὓς ἐβουλεύθη· μεγάλα γὰρ δὴ στρατόπεδα εἶναι
τὰ Καίσαρος ἐπικουρικὰ, καὶ μεγάλους ἡγεμόνας
τοὺς διαδόχους αὐτοῦ τῆς διανοίας ἀπολελειμμένους.
Σιγὴ δὲ τότε παρὰ τὸ ἄηθες ἐν θορύβῳ τῆς γνώ-
μης πολλὴ ἦν (4), καραδοκούντων πάντων, ὅ τι πρῶ-
τον ὡς ἐν τῷ τοιῷδε τολμηθείη, καὶ ἄρξειε τῆς νεω-
τεροποιίας. Ἐν τούτῳ δὲ Μάρκος Βροῦτος, κατὰ
πολλὴν ἡσυχίαν τοῦ δήμου τὸ μέλλον προσδεχομένου,
σωφροσύνῃ τε βίου διὰ παντὸς τιμώμενος κατά τε εὔ-
κλειαν προγόνων, καὶ τὴν ἀπ' αὐτοῦ ἐπιείκειαν εἶναι
612

δοκοῦσαν, ἔλεξε τοιάδε.Ζήτει ἐν τῷ Περὶ δημη-


γοριῶν.
XXVII. Μετὰ δὲ τὴν δημηγορίαν ἀναχωρήσαντες
πάλιν εἰς τὸ Καπιτώλιον ἐβουλεύοντο περὶ τῶν παρόν-
των ὃ χρὴ ποιεῖν. Ἔδοξε δ' οὖν αὐτοῖς πέμψαι πρέσβεις
πρός τε Λέπιδον καὶ Ἀντώνιον, ὅπως ἂν πείσειαν ἐλθεῖν
τε πρὸς αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐν κοινῷ βουλεύεσθαι

Ερμογένης Περὶ εὑρέσεως [Sp.] (0592: 003)“Hermogenis opera”, Ed.


Rabe, H.Leipzig: Teubner, 1913, Repr. 1969.Ch. 3, se. 5, l. 109

ώπου ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους, τοὺς


συνετοὺς καὶ τοῖς ἀρχαίοις ἀεὶ καὶ νόμοις καὶ ἔθεσι
χρωμένους’· εἶτα ἀπὸ τοῦ καιροῦ ὅτι ‘καὶ μὴ δεῖ ἐν
πολέμῳ καινοτομεῖν· ἀγαπητὸν γάρ, εἰ καὶ τὰ συνήθη
φυλάττων τις ἐν ἐκείνῳ σωθήσεται’. καὶ πάλιν ‘δεῖ
καινοτομεῖν’, ἡ λύσις ἀπὸ τοῦ πράγματος ‘καλὸν γὰρ
τὸ καινοτομεῖν καὶ ὁ βίος ἀεὶ καινοτομεῖται τοῖς πράγ-
μασι καὶ διὰ τοῦτο βελτίων γίνεται’· εἶτα καὶ ἀπὸ
τοῦ προσώπου ‘δεῖ καινοτομεῖν Ἀθηναίους· ὡς νεω-
τεροποιοὶ γὰρ καὶ παρὰ τοῖς ἐχθροῖς ἐπαινούμεθα’·
εἶτα ἀπὸ τοῦ καιροῦ ὅτι ‘καὶ δεῖ ἐν πολέμῳ καινοτο-
μεῖν· καινοτόμον γὰρ πρᾶγμα ὁ πόλεμος καὶ ἀφ' ἑαυ-
τοῦ τεχνᾶται τὰ πολλά’. κεφάλαιον ἕτερον ἐμπίπτει
πάλιν ὅτι ‘δύσκολον διορύξαι Χερρόνησον’· ἀπὸ τοῦ
πράγματος ‘αὐτὸ γὰρ τὸ διορύσσειν δύσκολον’· εἶτα
ἀπὸ τοῦ προσώπου ὅτι ‘καὶ Ἀθηναίοις δύσκολον τοῖς
ἀήθεσιν’· εἶτα ἀπὸ τοῦ τόπου ὅτι ‘καὶ μακρὰν τῆς πα-
τρίδος δύσκολον’· εἶτα ἀπὸ τοῦ καιροῦ ὅτι ‘καὶ ἐν πο-
λέμῳ δύσκολον ταῦτα ποιεῖν’. ἡ λύσις ‘οὐ δύσκολον·
τό τε γὰρ πρᾶγμα ῥᾴδιον καὶ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ χώρᾳ’,

Rhetorica Anonyma, Prolegomena in artem rhetoricam (0598: 007)


“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834, Repr.
1968.Vol. 6, p. 33, l. 21

συγκείμενον· οἷον ὑποκείσθω ζήτημα· τοῦ Φιλίππου συν-


εχῶς Χαιρώνειαν κατατρέχοντος γράφει Δημοσθένης
διορύξαι τὸν Ἰσθμόν· εἶτα πρὸς σύστασιν τούτου κεφά-
λαιον τὸ δυνατὸν, ὅτι ῥᾴδιον τὸ διορύξαι τὸν Ἰσθμόν.
Ἐπιχείρημα δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ προτε-
613

θέντος κεφαλαίου, ἐκ περιστάσεως ἔχων τὴν γένεσιν·


οἷον, ἵνα πρὸς κατασκευὴν τοῦ προτεθέντος ἐπάγωμεν
ἐπιχείρημα ἀπὸ τῆς περιστάσεως, ἤγουν ἀπὸ τοῦ προς-
ώπου, ἢ τοῦ τόπου, ἢ τῶν ἄλλων. Ἀπὸ μὲν τοῦ προς-
ώπου, ὅτι ῥᾴδιον τοῖς Ἀθηναίοις τοῖς ἰσχυροῖς καὶ νεω-
τεροποιοῖς καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐπαινουμένοις. Ἀπὸ
δὲ τοῦ τόπου, ὅτι γῆν διορύξομεν· τὸ δὲ γῆν διορύττειν
παιδιά. Ἐργασία δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ
προτεθέντος ἐπιχειρήματος ἐκ παραβολῆς ἢ παραδείγμα-
τος ἔχων τὴν γένεσιν. Ἐκ μὲν οὖν παραδείγματος, οἷ-
ον, ἐπεὶ καὶ ὁ Πέρσης ποτὲ διώρυξε τὸν Ἄθω. Ἐκ δὲ
παραβολῆς, οἷον, ὡς εἴ τις εἰπών· δεῖ τοὺς γονέας τι-
μᾷν, εἶτα ἐργασίαν θήσει ἐκ παραβολῆς· καὶ γὰρ τῶν
θηρίων ἔστιν ἃ τοῦτο ποιεῖ. Καὶ ταῦτα μέν ἐστι τῆς
ῥητορικῆς ὄργανα· τὰ δὲ τῆς διαλεκτικῆς ἥ τε ἐπαγωγὴ
καὶ ὁ συλλογισμός.

Ιπποκράτης ιατρός. De morbis popularibus (= Epidemiae) (0627:


006)“Oeuvres complètes d'Hippocrate, vols. 2–3, 5”, Ed. Littré, É.Paris:
Baillière, 2:1840; 3:1841; 5:1846, Repr. 2:1961; 3:1961; 5:1962.B. 2, ch.
1, se. 4, l. 5

ἐπιξηραίνονται δὲ μᾶλλον θέρεος.


Φθινοπώρου μάλιστα τὸ θηριῶδες καὶ ἡ καρδιαλγία· καίτοι
καὶ αὐτὴ ἧσσον κακουργοίη ἂν, ἢ αὐτέου τοῦ νοσήματος τοιούτου
ἐόντος. Αἱ ἀσκαρίδες δείλης, ὁμοίως τουτέῳ, καὶ ἐκεῖναι τηνικαῦτα
ὀχλέουσι τῆς ἡμέρης τὰ πλεῖστα, οὐ μόνον διὰ τὸ μᾶλλον πονέειν,
καὶ αὐταὶ διὰ σφᾶς ἑωυτάς.
Ἐν φθινοπώρῳ ὀξύταται νοῦσοι καὶ θανατωδέσταται, τὸ ἐπί-
παν· ὅμοιον τῷ δείλης παροξύνεσθαι, ὡς τοῦ ἐνιαυτοῦ περίοδον ἔχοντος
τῶν νούσων, οἵην ἡ ἡμέρη τῆς νούσου· οἷον τὸ δείλης παροξύνεσθαι,
τοιοῦτον τῆς νούσου καὶ ἑκάστης καταστάσιος πρὸς ἀλλήλας, ὅταν
μή τι νεωτεροποιηθῇ ἐν τῷ ἄνω εἴδει· εἰ δὲ μὴ, ἄλλης ταῦτα κατα-
στάσιος ἂν ἄρχοι, ὥστε καὶ τὸν ἐνιαυτὸν πρὸς ἑωυτὸν οὕτως ἔχειν.
Ἐν τοῖσι καθεστεῶσι καιροῖσι καὶ ὡραίως τὰ ὡραῖα ἀπο-
διδοῦσιν ἔτεσιν, εὐσταθέες καὶ εὐκρινέσταται αἱ νοῦσοι, ἐν δὲ
τοῖσιν ἀκαταστάτοισιν ἀκατάστατοι καὶ δύσκριτοι· ἐν γοῦν
Περίνθῳ, ὅταν τι ἐκλίπῃ ἢ πλεονάσῃ ἢ πνευμάτων, ἢ μὴ πνευ-
μάτων, ἢ ὑδάτων, ἢ αὐχμῶν, ἢ καυμάτων, ἢ ψύξεων. Τὸ δὲ
ἔαρ τὸ ἐπίπαν ὑγιεινότατον καὶ ἥκιστα θανατῶδες.
Πρὸς τὰς ἀρχὰς σκεπτέον τῶν νούσων, εἰ αὐτίκα ἀνθεῖ· δῆλον
δὲ τῇ ἐπιδόσει· τὰς δὲ ἐπιδόσιας, τῇσι περιόδοισιν· καὶ αἱ κρίσιες
614

ἐντεῦθεν δῆλοι, καὶ τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυσμοῖσιν,

Ιπποκράτης ιατρός. Aphorismi “Oeuvres complètes d'Hippocrate, vol.


4”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1844, Repr. 1962.Ch. 1, se. 20, l. 2

Καὶ οἷσιν ἅπαξ, ἢ δὶς, καὶ πλείω ἢ ἐλάσσω, καὶ


κατὰ μέρος· δοτέον δέ τι καὶ τῷ ἔθει, καὶ τῇ ὥρῃ, καὶ τῇ
χώρῃ, καὶ τῇ ἡλικίῃ.
Θέρεος καὶ φθινοπώρου σιτία δυσφορώτατα φέρουσι,
χειμῶνος ῥήϊστα, ἦρος δεύτερον.
Τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυνομένοισι μηδὲν διδό-
ναι, μηδ' ἀναγκάζειν, ἀλλ' ἀφαιρέειν τῶν προσθεσίων πρὸ
τῶν κρισίων.
Τὰ κρινόμενα καὶ τὰ κεκριμένα ἀρτίως, μὴ κινέειν, μηδὲ
νεωτεροποιέειν, μήτε φαρμακείῃσι, μήτ' ἄλλοισιν ἐρεθι-
σμοῖσιν, ἀλλ' ἐᾷν.
Ἃ δεῖ ἄγειν, ὅκου ἂν μάλιστα ῥέπῃ, ταύτῃ ἄγειν, διὰ τῶν
ξυμφερόντων χωρίων.
Πέπονα φαρμακεύειν καὶ κινέειν, μὴ ὠμὰ, μηδὲ ἐν
ἀρχῇσιν, ἢν μὴ ὀργᾷ· τὰ δὲ πλεῖστα οὐκ ὀργᾷ.
Τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τεκμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χω-
ρέῃ οἷα δεῖ, καὶ φέρῃ εὐφόρως· καὶ ὅκου δεῖ μέχρι λειποθυμίης
ἄγειν, καὶ τοῦτο ποιέειν, ἢν ἐξαρκέῃ ὁ νοσέων.
Ἐν τοῖσιν ὀξέσι πάθεσιν ὀλιγάκις καὶ ἐν ἀρχῇσι τῇσι φαρ-
μακείῃσι χρέεσθαι, καὶ τοῦτο προεξευκρινήσαντα ποιέειν.

Ιπποκράτης ιατρός. De humoribus (0627: 015)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 5”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1846, Repr. 1962.Se.
6, l. 4

ἀκούσμασιν, ἐννοήμασιν, ἀφόδοισιν, θάλψει, ψύξει, ὑγροῖσι,


ξηροῖσιν, ὑγρῆναι, ξηρῆναι, χρίσμασιν, ἐγχρίσμασιν, ἐπιπλά-
στοισιν, ἐμπλάστοισιν, ἐπιπάστοισιν, ἐπιδέτοισιν, ἐπιθέτοισι,
σχήματα, ἀνάτριψις, ἴησις, πόνος, ἀργίη, ὕπνος, ἀγρυπνίη,
πνεύμασιν ἄνωθεν, κάτωθεν, κοινοῖσιν, ἰδίοισι, τεχνητοῖσιν, ἐν τοῖσι
παροξύσμοισι μήτε ἐοῦσι, μήτε μέλλουσι, μήτ' ἐν ποδῶν ψύξει,
ἀλλ' ἐν καταῤῥόπῳ τῇ νούσῳ.
Τοῖσιν ἐν τῇσι περιόδοισι παροξυσμοῖσι τὰ προσάρματα μὴ
διδόναι μηδὲ ἀναγκάζειν, ἀλλ' ἀφαιρέειν τῶν προσθεσίων πρὸ τῶν
κρισίων. Τὰ κρινόμενα καὶ τὰ κεκριμένα ἀπαρτὶ μὴ κινέειν, μήτε
νεωτεροποιέειν μήτε φαρμακείῃσι, μήτε ἄλλοισιν ἐρεθισμοῖσιν, ἀλλ'
ἐᾷν. Τὰ κρίνοντα ἐπὶ τὸ βέλτιον μὴ αὐτίκα ἐπιφαίνεσθαι. Πέπονα
615

φαρμακεύειν καὶ κινέειν, μὴ ὠμὰ, μηδὲ ἐν ἀρχῇσιν, εἰ μὴ ὀργᾷ·


τὰ δὲ πολλὰ οὐκ ὀργᾷ. Ἃ δεῖ ἄγειν, ὅπη ἂν μάλιστα ῥέπῃ διὰ τῶν
ξυμφερόντων χωρίων, ταύτῃ ἄγειν. Τὰ χωρέοντα μὴ τῷ πλήθει τε-
κμαίρεσθαι, ἀλλ' ὡς ἂν χωρέῃ οἷα δεῖ, καὶ φέρῃ εὐφόρως· ὅκου δὲ
δεῖ, γυιῶσαι, ἢ λειποθυμῆσαι, ἕως ἂν τοῦτο ποιηθῇ, οὕνεκα
ποιέεται· εἴ τι ἄλλο τότε δεῖ, ἐπ' ἄλλο ῥέψαι, ἢ ξηρῆναι, ἢ ὑγρῆναι,
ἢ ἀντισπάσαι, ἢν ἐξαρκέῃ ὁ νοσέων· τούτοισι τεκμαίρεσθαι· τὰ μὲν
ξηρὰ, θερμὰ ἔσται, τὰ δὲ ὑγρὰ, ψυχρά· διαχωρητικὰ δὲ τἀναντία,
ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ δὲ ταῦτα. Ἐν τῇσι περισσῇσιν ἄνω,

Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος. Damascius et Stephanus Atheniensis


Med., Commentarii in Hippocratis aphorismos (0728: 001)“Scholia in
Hippocratem et Galenum, vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg:
Borntraeger, 1834, Repr. 1966.Vol. 2, p. 287, l. 27

ἀκριβῶς τὸν καιρὸν, καθ' ὃν ἁρμόζει τρέφειν αὐτοὺς διὰ


τὸ τοῦ καιροῦ ἄδηλον, καθ' ὃν ὁ παροξυσμὸς γίνεται δη-
λονότι. τοὺς δὲ κατὰ τάξιν φησὶ παροξυνομένους ἐν τῷ
καιρῷ τοῦ παροξυσμοῦ μὴ τρέφειν, ἀλλὰ τρέφειν τὴν
ἄνετον τούτους ἡμέραν, ὀλίγον δὲ πρὸ τῶν κρίσεων ἤγουν
πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ παροξυσμοῦ χωρίζειν αὐτοὺς τῶν
προσθέσεων, ἤως τροφῶν, ἵνα ἡ φύσις ἄνετος οὖσα κου-
φότερον ὑπομείνῃ τὸ νόσημα.

κʹ. Τὰ κρινόμενα, καὶ τὰ κεκριμένα ἀρτίως, μὴ κινέειν,


μηδὲ νεωτεροποιέειν, μήτε φαρμακίῃσι, μήτε ἄλλοισιν
ἐρεθισμοῖσιν, ἀλλὰ ἐᾷν. –

{ΘΕΟΦ.} Πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως τὸν περὶ δι-


αίτης λόγον ὁ Ἱπποκράτης διδάξας νῦν ἐπὶ ἕτερον μετά-
γει ἑαυτὸν κεφάλαιον καὶ διδάσκει πότε δέον ἐστὶν ἐν
ταῖς κρίσεσι τῶν νοσημάτων ἐπικουρεῖν τῇ φύσει καὶ
πότε οὐ δέον καί φησι, σκόπει τὴν γινομένην ἢ γενομέ-
νην κρίσιν καὶ εἰ εὕροις αὐτὴν ἀνελλιπῶς καὶ αὐτοτελῶς
ὑπαντήσασαν – τοῦτο γὰρ ἔστι τὸ ἀρτίως – μηδεμίαν
κίνησιν ἐπιτηδεύσῃς, μηδὲ νεωτεροποιήσῃς τουτέστι

Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος. Damascius et Stephanus Atheniensis


Med., Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 288, l. 7

μηδὲ νεωτεροποιέειν, μήτε φαρμακίῃσι, μήτε ἄλλοισιν


ἐρεθισμοῖσιν, ἀλλὰ ἐᾷν. –
616

{ΘΕΟΦ.} Πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως τὸν περὶ δι-


αίτης λόγον ὁ Ἱπποκράτης διδάξας νῦν ἐπὶ ἕτερον μετά-
γει ἑαυτὸν κεφάλαιον καὶ διδάσκει πότε δέον ἐστὶν ἐν
ταῖς κρίσεσι τῶν νοσημάτων ἐπικουρεῖν τῇ φύσει καὶ
πότε οὐ δέον καί φησι, σκόπει τὴν γινομένην ἢ γενομέ-
νην κρίσιν καὶ εἰ εὕροις αὐτὴν ἀνελλιπῶς καὶ αὐτοτελῶς
ὑπαντήσασαν – τοῦτο γὰρ ἔστι τὸ ἀρτίως – μηδεμίαν
κίνησιν ἐπιτηδεύσῃς, μηδὲ νεωτεροποιήσῃς τουτέστι και-
νόν τι ἐπιτηδεύσῃς, ἄλλ' ἔασον. διὰ τί; ὅτι τὸ τηνι-
καῦτα ἡ φύσις οὐ δεῖται βοηθείας, ἑαυτῇ ἐξαρκέσασα.
ἄλλως τε ὅτι ἡσυχίη κρείττων πράξεως. φαρμακίαν δὲ
ἐνταῦθα ὁ Ἱπποκράτης φησὶ τὴν κάθαρσιν, ἐρεθισμούς
τε ἄλλους, κλυστῆρα, ἐμετικὸν φάρμακον, ὑπήλατον καὶ
ἄλλο οἱονδήποτε τὸ δυνάμενον ἐρεθισμὰν ποιεῖν ἐν
τῷ σώματι.

Θεόφιλος Πρωτοσπαθάριος. Damascius et Stephanus Atheniensis


Med., Commentarii in Hippocratis aphorismos Vol. 2, p. 288, l. 21

ἐνταῦθα ὁ Ἱπποκράτης φησὶ τὴν κάθαρσιν, ἐρεθισμούς


τε ἄλλους, κλυστῆρα, ἐμετικὸν φάρμακον, ὑπήλατον καὶ
ἄλλο οἱονδήποτε τὸ δυνάμενον ἐρεθισμὰν ποιεῖν ἐν
τῷ σώματι.
{ΔΑΜ.} Ἐν τούτῳ τῷ ἀφορισμῷ διδάσκει, πότε χρὴ
ἐπιτρέπειν τῇ φύσει διαπράττεσθαι τὸ πᾶν περὶ τὸν νο-
σοῦντα, μηδὲν τεχναζομένου τοῦ ἰατροῦ, πότε δὲ οὐ μό-
νον τῇ φύσει τὸ πᾶν διδόναι, ἀλλά τι βοηθεῖν καὶ τὸν
ἰατρόν. φησὶ γοῦν ὅτι, ὅτε μὲν ἢ γέγονε τελεία τοῦ νο-
σήματος κρίσις, ἢ γίνεται νῦν, τότε τῇ φύσει τὸ πᾶν ἐπι-
τρέπειν προσήκει καὶ μηδὲν τὸν ἰατρὸν νεωτεροποιεῖν·
ὅτε δὲ μὴ τελέως, ἀλλ' ἐλλιπῶς ἡ κρίσις γίνεται, τότε
χρὴ τὸ ἐπίλοιπον προστιθέναι τὸν ἰατρὸν, διότι μετὰ τὴν
κρίσιν ὑπολειπόμενα εἰ μή τις καθάρῃ, ὑποστροφὰς εἴ-
ωθε ποιεῖν τοῦ νοσήματος. ταῦτα γοῦν κινείτω ὁ ἰατρός.
τὰ δὲ ὁλοκλήρως κριθέντα, ταῦτα οὐ χρὴ κινεῖν οὔτε ἐν
φαρμακείαις οὔτε ἄλλοις τισὶν ἐρεθισμοῖς καὶ κινήμασι.

Ariston Apol., Frag. um (1992: 003)“FHG 4”, Ed. Müller, K.


Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 1, l. 18

λέμου δὲ νόμῳ τὰς χώρας αὐτῶν ἐξανδραποδιζόμενος.


617

Ἐστρατήγει δὲ Ἰουδαίων τηνικαῦτα Βαρχωχεβᾶς ὄνο-


μα, ὃ δὴ ἀστέρα δηλοῖ· τὰ μὲν ἄλλα φονικὸς καὶ λῃ-
στρικός τις ἀνὴρ, ἐπὶ δὲ τῇ προσηγορίᾳ οἷα ἐπ' ἀνδρα-
πόδων, ὡς δὴ ἐξ οὐρανοῦ φωστὴρ αὐτοῖς κατεληλυθὼς,
κακουμένοις τε ἐπιλάμψαι τερατευόμενος. Ἀκμάσαντος
δὲ τοῦ πολέμου ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου τῆς ἡγεμονίας
Ἀδριανοῦ κατὰ Βίθθηρα πόλιν, ἥτις ἦν ὀχυρωτάτη, τῶν
Ἱεροσολύμων οὐ σφόδρα πόρρω διεστῶσα, τῆς τε ἔξωθεν
πολιορκίας χρονίου γενομένης, λιμῷ τε καὶ δίψει τῶν
νεωτεροποιῶν εἰς ἔσχατον ὀλέθρου περιελαθέντων, καὶ
τοῦ τῆς ἀπονοίας αὐτοῖς αἰτίου τὴν ἀξίαν ἐκτίσαντος
δίκην, τὸ πᾶν ἔθνος ἐξ ἐκείνου καὶ τῆς περὶ τὰ Ἱεροσό-
λυμα γῆς πάμπολυ ἐπιβαίνειν εἴργεται νόμου δόγματι
καὶ διατάξεσιν Ἀδριανοῦ, ὡς ἂν μηδ' ἐξ ἀπόπτου θεωροῖεν
τὸ πατρῷον ἔδαφος ἐγκελευσαμένου, [ὡς]Ἀρίστων
ὁ Πελλαῖο ςἱστορεῖ. Οὕτω δὴ τῆς πόλεως εἰς ἐρημίαν
τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους καὶ πολυτελῆ φθορὰν τῶν πάλαι
οἰκητόρων ἐλθούσης, ἐξ ἀλλοφύλου τε γένους συνοικι-
σθείσης, ἡ μετέπειτα συστᾶσα Ῥωμαϊκὴ πόλις τὴν
ἐπωνυμίαν ἀμείψασα, εἰς τὴν τοῦ κρατοῦντος Αἰλίου

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. (2018: 002)“Eusèbe de Césarée. Histoire


ecclésiastique, 3 vols.”, Ed. Bardy, G.Paris: Cerf, 1:1952; 2:1955;
3:1958, Repr. 3:1967; Sources chrétiennes 31, 41, 55.B. 1, ch. 1, se. 1, l.
7

ΙΑΤὰ περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ μεμαρ-


τυρημένα.
ΙΒΠερὶ τῶν μαθητῶν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν.
ΙΓἹστορία περὶ τοῦ τῶν Ἐδεσσηνῶν δυνάστου.
Τὰς τῶν ἱερῶν ἀποστόλων διαδοχὰς σὺν καὶ τοῖς ἀπὸ τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν καὶ εἰς ἡμᾶς διηνυσμένοις χρόνοις, ὅσα τε καὶ
πηλίκα πραγματευθῆναι κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν λέγε-
ται, καὶ ὅσοι ταύτης διαπρεπῶς ἐν ταῖς μάλιστα ἐπισημοτάταις
παροικίαις ἡγήσαντό τε καὶ προέστησαν, ὅσοι τε κατὰ γενεὰν
ἑκάστην ἀγράφως ἢ καὶ διὰ συγγραμμάτων τὸν θεῖον ἐπρέσβευ-
σαν λόγον, τίνες τε καὶ ὅσοι καὶ ὁπηνίκα νεωτεροποιίας ἱμέρῳ
πλάνης εἰς ἔσχατον ἐλάσαντες, ψευδωνύμου γνώσεως εἰσηγητὰς
ἑαυτοὺς ἀνακεκηρύχασιν, ἀφειδῶς οἷα λύκοι βαρεῖς τὴν Χριστοῦ
ποίμνην ἐπεντρίβοντες, πρὸς ἐπὶ τούτοις καὶ τὰ παραυτίκα
τῆς κατὰ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἐπιβουλῆς τὸ πᾶν Ἰουδαίων
ἔθνος περιελθόντα, ὅσα τε αὖ καὶ ὁποῖα καθ' οἵους τε χρόνους
618

πρὸς τῶν ἐθνῶν ὁ θεῖος πεπολέμηται λόγος, καὶ πηλίκοι κατὰ


καιροὺς τὸν δι' αἵματος καὶ βασάνων ὑπὲρ αὐτοῦ διεξῆλθον
ἀγῶνα, τά τ' ἐπὶ τούτοις καὶ καθ' ἡμᾶς αὐτοὺς μαρτύρια καὶ
τὴν ἐπὶ πᾶσιν ἵλεω καὶ εὐμενῆ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ἀντίληψιν
γραφῇ παραδοῦναι προῃρημένος, οὐδ' ἄλλοθεν ἢ ἀπὸ πρώτης

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. B. 2, ch. 6, se. 8, l. 2

ἀγανάκτησις ἦν, καὶ τοῦ Πιλάτου παρόντος εἰς Ἱεροσόλυμα,


περιστάντες ἅμα κατεβόων. ὁ δὲ προῄδει γὰρ αὐτῶν τὴν
ταραχὴν καὶ τῷ πλήθει τοὺς στρατιώτας ἐνόπλους, ἐσθήσεσιν
ἰδιωτικαῖς κεκαλυμμένους, ἐγκαταμίξας καὶ ξίφει μὲν χρήσασθαι
κωλύσας, ξύλοις δὲ παίειν τοὺς κεκραγότας ἐγκελευσάμενος,
σύνθημα δίδωσιν ἀπὸ τοῦ βήματος. τυπτόμενοι δὲ οἱ Ἰουδαῖοι
πολλοὶ μὲν ὑπὸ τῶν πληγῶν, πολλοὶ δὲ ὑπὸ σφῶν αὐτῶν ἐν τῇ
φυγῇ καταπατηθέντες ἀπώλοντο, πρὸς δὲ τὴν συμφορὰν τῶν
ἀνῃρημένων καταπλαγὲν τὸ πλῆθος ἐσιώπησεν.»
ἐπὶ τούτοις μυρίας ἄλλας ἐν αὐτοῖς Ἱεροσολύμοις κεκινῆσθαι
νεωτεροποιίας ὁ αὐτὸς ἐμφαίνει, παριστὰς ὡς οὐδαμῶς ἐξ ἐκείνου
διέλιπον τήν τε πόλιν καὶ τὴν Ἰουδαίαν ἅπασαν στάσεις καὶ
πόλεμοι καὶ κακῶν ἐπάλληλοι μηχαναί, εἰς ὅτε τὸ πανύστατον ἡ
κατὰ Οὐεσπασιανὸν αὐτοὺς μετῆλθεν πολιορκία. Ἰουδαίους
μὲν οὖν ὧν κατὰ τοῦ Χριστοῦ τετολμήκασιν, ταύτῃ πῃ τὰ ἐκ
τῆς θείας μετῄει δίκης·
οὐκ ἀγνοεῖν δὲ ἄξιον ὡς καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον τὸν ἐπὶ τοῦ σωτῆρος
Πιλᾶτον κατὰ Γάϊον, οὗ τοὺς χρόνους διέξιμεν, τοσαύταις περι-
πεσεῖν κατέχει λόγος συμφοραῖς, ὡς ἐξ ἀνάγκης αὐτοφονευτὴν
ἑαυτοῦ καὶ τιμωρὸν αὐτόχειρα γενέσθαι, τῆς θείας, ὡς ἔοικεν,
δίκης οὐκ εἰς μακρὸν αὐτὸν μετελθούσης.

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. B. 4, ch. 6, se. 3, l. 5

αὐτῶν ἀφειδῶς χρώμενος ἐπεξῄει, μυριάδας ἀθρόως ἀνδρῶν


ὁμοῦ καὶ παίδων καὶ γυναικῶν διαφθείρων πολέμου τε νόμῳ
τὰς χώρας αὐτῶν ἐξανδραποδιζόμενος. ἐστρατήγει δὲ τότε
Ἰουδαίων Βαρχωχεβας ὄνομα, ὃ δὴ ἀστέρα δηλοῖ, τὰ μὲν
ἄλλα φονικὸς καὶ λῃστρικός τις ἀνήρ, ἐπὶ δὲ τῇ προσηγορίᾳ,
οἷα ἐπ' ἀνδραπόδων, ὡς δὴ ἐξ οὐρανοῦ φωστὴρ αὐτοῖς κατεληλυ-
θὼς κακουμένοις τε ἐπιλάμψαι τερατευόμενος. ἀκμάσαντος
δὲ τοῦ πολέμου ἔτους ὀκτωκαιδεκάτου τῆς ἡγεμονίας κατὰ
619

Βηθθηρα (πολίχνη τις ἦν ὀχυρωτάτη, τῶν Ἱεροσολύμων οὐ


σφόδρα πόρρω διεστῶσα) τῆς τε ἔξωθεν πολιορκίας χρονίου
γενομένης λιμῷ τε καὶ δίψει τῶν νεωτεροποιῶν εἰς ἔσχατον
ὀλέθρου περιελαθέντων καὶ τοῦ τῆς ἀπονοίας αὐτοῖς αἰτίου τὴν
ἀξίαν ἐκτίσαντος δίκην, τὸ πᾶν ἔθνος ἐξ ἐκείνου καὶ τῆς περὶ τὰ
Ἱεροσόλυμα γῆς πάμπαν ἐπιβαίνειν εἴργεται νόμου δόγματι
καὶ διατάξεσιν Ἁδριανοῦ, ὡς ἂν μηδ' ἐξ ἀπόπτου θεωροῖεν τὸ
πατρῷον ἔδαφος, ἐγκελευσαμένου· Ἀρίστων ὁ Πελλαῖος ἱστορεῖ.
οὕτω δὴ τῆς πόλεως εἰς ἐρημίαν τοῦ Ἰουδαίων ἔθνους παντελῆ
τε φθορὰν τῶν πάλαι οἰκητόρων ἐλθούσης ἐξ ἀλλοφύλου τε
γένους συνοικισθείσης, ἡ μετέπειτα συστᾶσα Ῥωμαϊκὴ πόλις
τὴν ἐπωνυμίαν ἀμείψασα, εἰς τὴν τοῦ κρατοῦντος Αἰλίου Ἁδρια-
νοῦ τιμὴν Αἰλία προσαγορεύεται.

Ευσέβιος Εκκλ. ιστορία. B. 7, ch. 4, se. 1, l. 4

χειρῶν ἐπιθέσεως εὐχῇ.


πρῶτος τῶν τότε Κυπριανός, τῆς κατὰ Καρχηδόνα
παροικίας ποιμήν, οὐδ' ἄλλως ἢ διὰ λουτροῦ πρότερον τῆς
πλάνης ἀποκαθηραμένους προσίεσθαι δεῖν ἡγεῖτο. ἀλλ' ὅ
γε Στέφανος μὴ δεῖν τι νεώτερον παρὰ τὴν κρατήσασαν
ἀρχῆθεν παράδοσιν ἐπικαινοτομεῖν οἰόμενος, ἐπὶ τούτῳ
διηγανάκτει·
πλεῖστα δὴ οὖν αὐτῷ περὶ τούτου διὰ γραμμάτων ὁ
Διονύσιος ὁμιλήσας, τελευτῶν δηλοῖ ὡς ἄρα τοῦ διωγμοῦ
λελωφηκότος αἱ πανταχόσε ἐκκλησίαι τὴν κατὰ Νοουάτον
ἀποστραφεῖσαι νεωτεροποιίαν, εἰρήνην πρὸς ἑαυτὰς ἀνει-
λήφεσαν· γράφει δὲ ὧδε·
»ἴσθι δὲ νῦν, ἀδελφέ, ὅτι ἥνωνται πᾶσαι αἱ πρότερον
διεσχισμέναι κατά τε τὴν ἀνατολὴν ἐκκλησίαι καὶ ἔτι
προσωτέρω, καὶ πάντες εἰσὶν ὁμόφρονες οἱ πανταχοῦ
προεστῶτες, χαίροντες καθ' ὑπερβολὴν ἐπὶ τῇ παρὰ
προσδοκίαν εἰρήνῃ γενομένῃ, Δημητριανὸς ἐν Ἀντιοχείᾳ,
Θεόκτιστος ἐν Καισαρείᾳ, Μαζαβάνης ἐν Αἰλίᾳ, Μαρῖνος
ἐν Τύρῳ κοιμηθέντος Ἀλεξάνδρου, Ἡλιόδωρος ἐν
Λαοδικείᾳ ἀναπαυσαμένου Θηλυμίδρου, Ἕλενος ἐν Ταρσῷ
καὶ πᾶσαι αἱ τῆς Κιλικίας ἐκκλησίαι, Φιρμιλιανὸς καὶ πᾶσα

Iamblichus Phil., De mysteriis (2023: 006)“Jamblique. Les mystères


d'Égypte”, Ed. des Places, É.Paris: Les Belles Lettres, 1966.Ch. 7, se. 5,
l. 48

τοὺς νόμους τῆς ἱερᾶς ἁγιστείας, οὕτως ἐν αὐτοῖς ἐμ-


620

μένομεν· εἴπερ γάρ τι τῶν ἄλλων τῶν ἱεροπρεπῶς


νομίμων, καὶ τὸ ἀμετάπτωτον αὐτοῖς συναρμόζει· καὶ
δεῖ τὰ τῶν παλαιῶν εὐχῶν, ὥσπερ ἱερὰ ἄσυλα, τηρεῖσθαι
κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως, μήτε ἀφαιροῦντάς τι ἀπ'
αὐτῶν μήτε προστιθέντας τι αὐταῖς ἀλλαχόθεν. Σχε-
δὸν γὰρ καὶ τοῦτο αἴτιον νυνὶ γέγονε τοῦ πάντα ἐξίτη-
λα καθεστηκέναι καὶ τὰ ὀνόματα καὶ τὰ τῶν εὐχῶν,
διότι μεταβαλλόμενα ἀεὶ διὰ τὴν καινοτομίαν καὶ πα-
ρανομίαν τῶν Ἑλλήνων οὐδὲν παύεται. Φύσει γὰρ
Ἕλληνές εἰσι νεωτεροποιοὶ καὶ ᾄττοντες φέρονται παν-
ταχῇ, οὐδὲν ἔχοντες ἕρμα ἐν ἑαυτοῖς· οὐδ' ὅπερ ἂν
δέξωνται παρά τινων διαφυλάττοντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο
ὀξέως ἀφιέντες, πάντα κατὰ τὴν ἄστατον εὑρεσιλογίαν
μεταπλάττουσιν· βάρβαροι δέ, μόνιμοι τοῖς ἤθεσιν
ὄντες, καὶ τοῖς λόγοις βεβαίως τοῖς αὐτοῖς ἐμμένουσιν·
διόπερ αὐτοί τέ εἰσι προσφιλεῖς τοῖς θεοῖς καὶ τοὺς
λόγους αὐτοῖς προσφέρουσι κεχαρισμένους· διαμεί-
βειν τε αὐτοὺς κατ' οὐδένα τρόπον οὐδενὶ ἀνθρώπῳ
θεμιτόν ἐστιν. Τοιαῦτα καὶ περὶ τῶν ὀνομάτων τῶν τε
ἀφθέγκτων καὶ τῶν βαρβάρων μὲν καλουμένων ἱερο

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto (2040: 003)“Basile de Césarée.


Sur le Saint–Esprit, 2nd edn.”, Ed. Pruche, B.Paris: Cerf, 1968; Sources
chrétiennes 17 bis.Ch. 6, se. 13, l. 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ϛʹ

Ἀπάντησις πρὸς τοὺς ἀποφαινομένους, μὴ μετὰ Πατρὸς


εἶναι τὸν Υἱόν, ἀλλὰ μετὰ τὸν Πατέρα, ἐν ᾧ τὰ περὶ τῆς
ὁμοτίμου δόξης.

Καὶ μὴν οὐδὲ πρὸς τὴν ἐξ ἀγνοίας συγγνώμην δυνατὸν


αὐτοὺς καταφυγεῖν, οὕτω τεχνικῶς καὶ κακοήθως τὸν λόγον
ὑπολαμβάνοντας. Οἵγε προδήλως ἡμῖν χαλεπαίνουσιν, ὅτι
μετὰ Πατρὸς ἀποπληροῦμεν τῷ Μονογενεῖ τὴν δοξολογίαν,
καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα μὴ διιστῶμεν ἀπὸ τοῦ Υἱοῦ. Ὅθεν
νεωτεροποιοὺς ἡμᾶς καὶ καινοτόμους καὶ ἐφευρετὰς ῥημάτων,
καὶ τί γὰρ οὐχὶ τῶν ἐπονειδίστων ἀποκαλοῦσιν; Ὧν τοσοῦτον
ἀπέχω δυσχεραίνειν ταῖς λοιδορίαις, ὥστε εἰ μὴ λύπην ἡμῖν
ἐνεποίει καὶ ἀδιάλειπτον ὀδύνην ἡ κατ' αὐτοὺς ζημία,
621

μικροῦ ἂν εἶπον καὶ χάριν αὐτοῖς τῆς βλασφημίας ἔχειν


ὡς μακαρισμοῦ προξένοις. «Μακάριοι γάρ ἐστε, φησίν, ὅταν
ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς ἕνεκεν ἐμοῦ.»

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 7, se. 16, l. 24

οἰκείωσιν πρὸς τὸν Θεόν, δι' αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ ἐνεργεῖσθαι


ὑμῖν τὴν χάριν ταύτην ὁμολογοῦμεν. Ὥστε ἡ μὲν ἰδία τῶν
δοξολογούντων ἐστὶν ἡ μηθ' οὗ· ἡ δὲ δι' οὗ τῶν εὐχαρις-
τούντων ἐξαίρετος.
Ψεῦδος δὲ κἀκεῖνο, ὅτι ἡ μεθ' οὗ φωνὴ τῆς τῶν εὐλαβῶν
χρήσεως ἀπεξένωται. Ὅσοι γὰρ δι' εὐστάθειαν τρόπων τὸ
τῆς ἀρχαιότητος σεμνὸν τοῦ καινοπρεποῦς προετίμησαν, καὶ
ἀπαραποίητον τῶν πατέρων διεφύλαξαν τὴν παράδοσιν, κατά
τε χώραν καὶ πόλιν ταύτῃ κέχρηνται τῇ φωνῇ. Οἱ δὲ διακορεῖς
τῶν συνήθων, καὶ τῶν παλαιῶν ὡς ἑώλων κατεπαιρόμενοι,
οὗτοί εἰσιν οἱ τὰς νεωτεροποιίας παραδεχόμενοι, ὥσπερ ἐπὶ
τῆς ἐσθῆτος οἱ φιλόκοσμοι τὴν ἐξηλλαγμένην ἀεὶ τῆς κοινῆς
προτιμῶντες· Ἴδοις ἂν οὖν τῶν μὲν ἀγροίκων ἔτι καὶ νῦν
ἀρχαιότροπον τὴν φωνήν. Τῶν δὲ ἐντέχνων τούτων καὶ ταῖς
λογομαχίαις ἐντετριμμένων, ἐκ τῆς νέας σοφίας κεκαυτηρια-
σμένα τὰ ῥήματα. Ὅπερ ἔλεγον τοίνυν οἱ πατέρες ἡμῶν, καὶ
ἡμεῖς λέγομεν, ὅτι ἡ δόξα κοινὴ Πατρὶ καὶ Υἱῷ, διὸ μετὰ
τοῦ Υἱοῦ τὴν δοξολογίαν προσάγομεν τῷ Πατρί.
Ἀλλ' οὐ τοῦτο ἡμῖν ἐξαρκεῖ, ὅτι τῶν πατέρων ἡ παρά-
δοσις· κἀκεῖνοι γὰρ τῷ βουλήματι τῆς Γραφῆς ἠκολούθησαν,
ἐκ τῶν μαρτυριῶν, ἃς μικρῷ πρόσθεν ὑμῖν ἐκ τῆς Γραφῆς

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 30, se. 77, l. 55

εὐσεβείας παρατρεπόντων. Οἱ μὲν γὰρ ἐπὶ Ἰουδαϊσμὸν διὰ


τῆς συγχύσεως τῶν προσώπων, οἱ δὲ ἐπὶ Ἑλληνισμὸν διὰ
τῆς τῶν φύσεων ἐναντιότητος παραφέρονται· οὔτε τῆς
θεοπνεύστου Γραφῆς μεσιτεύειν αὐτοῖς ἐξαρκούσης, οὔτε
τῶν ἀποστολικῶν παραδόσεων τὰς πρὸς ἀλλήλους αὐτοῖς
διαλλαγὰς βραβευουσῶν. Εἷς δὲ ὅρος φιλίας, τὸ καθ' ἡδονὴν
εἰπεῖν· καὶ ἔχθρας ἀρκοῦσα πρόφασις, τὸ μὴ συμβῆναι ταῖς
δόξαις. Πάσης δὲ συνωμοσίας πιστότερον πρὸς κοινωνίαν
στάσεως ἡ τοῦ σφάλματος ὁμοιότης. Θεολόγος δὲ πᾶς, καὶ
ὁ μυρίαις κηλῖσι τὴν ψυχὴν στιγματίας. Ἐντεῦθεν τοῖς
νεωτεροποιοῖς εὐπορία τῶν συστασιαζόντων πολλή. Τοιγα-
ροῦν αὐτοχειροτόνητοι καὶ σπουδαρχίδαι τῶν ἐκκλησιῶν
622

τὰς προστασίας διαλαγχάνουσι, τὴν οἰκονομίαν τοῦ ἁγίου


Πνεύματος παρωσάμενοι. Καὶ παντελῶς ἤδη τῶν εὐαγγε-
λικῶν θεσμῶν ἐξ ἀκοσμίας συγκεχυμένων, ἀμύθητος ὠθι-
σμὸς ἐπὶ τὰς προεδρίας ἐστί, τῶν φανητιώντων ἑκάστου
ἑαυτὸν εἰσποιεῖν τῇ προστασίᾳ βιαζομένου. Ἀναρχία δέ τις
δεινὴ ἀπὸ τῆς φιλαρχίας ταύτης τοῖς λαοῖς ἐπεκώμασεν·
ὅθεν ἄπρακτοι παντελῶς καὶ ἀργαὶ τῶν ἐπιστατούντων αἱ
παρακλήσεις, οὐ μᾶλλον ἀκούειν τινὸς ἢ αὐτῷ ἄρχειν
ἑτέρων ὀφειλόμενον εἶναι ἑκάστου διὰ τὸν ἐξ ἀμαθίας τῦφον

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. (2040: 004)“Saint Basile. Lettres, 3


vols.”, Ed. Courtonne, Y.Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961;
3:1966.Epistle 28, se. 1, l. 22

πεπτωκυίας τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἐπὶ τῇ λύπῃ. Τί γὰρ τῶν


ἐκείνου τοιοῦτον οἷον ἢ τῆς μνήμης ἡμῶν ἐκπεσεῖν, ἢ
σιωπᾶσθαι ἄξιον νομισθῆναι; Πάντα μὲν γὰρ ἀθρόως
εἰσάπαξ εἰπεῖν ἀμήχανον, τὸ δὲ ἐκ μέρους λέγειν δέδοικα
μὴ προδοσίαν ἔχῃ τῆς ἀληθείας. Οἴχεται ἀνὴρ διαφανέ-
στατα δὴ τῶν καθ' ἑαυτὸν πᾶσιν ὁμοῦ τοῖς ἀνθρωπίνοις
ὑπερενεγκὼν ἀγαθοῖς, ἔρεισμα πατρίδος, Ἐκκλησιῶν
κόσμος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας, στερέωμα τῆς
εἰς Χριστὸν πίστεως, οἰκείοις ἀσφάλεια, δυσμαχώτατος
τοῖς ὑπεναντίοις, φύλαξ πατρῴων θεσμῶν, νεωτεροποιίας ἐχθρός· ἐν
ἑαυτῷ δεικνὺς τὸ παλαιὸν τῆς Ἐκκλη-
σίας σχῆμα, οἷον ἀπό τινος ἱεροπρεποῦς εἰκόνος, τῆς
ἀρχαίας καταστάσεως τὸ εἶδος τῆς ὑπ' αὐτὸν Ἐκκλησίας
διαμορφῶν, ὥστε τοὺς αὐτῷ συγγενομένους τοῖς πρὸ
διακοσίων ἐτῶν καὶ ἐπέκεινα φωστήρων τρόπον ἐκλάμψασι
συγγεγονέναι δοκεῖν. Οὕτως οὐδὲν οἴκοθεν οὐδὲ νεωτέρας
φρενὸς εὕρημα προέφερεν ὁ ἀνήρ, ἀλλά, κατὰ τὴν Μω-
σέως εὐλογίαν, ᾔδει προκομίζειν ἐκ τῶν ἀδύτων τῆς
καρδίας αὐτοῦ ἀγαθῶν θησαυρῶν παλαιὰ παλαιῶν καὶ
παλαιὰ ἀπὸ προσώπου νέων. Ταύτῃ τοι καὶ τῆς προτι-
μήσεως οὐ κατὰ τὴν ἡλικίαν ἐν τοῖς συλλόγοις τῶν

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. 265, se. 2, l. 9

δυνάμενον ἀναγγεῖλαι ὑμῖν ὅσα τὴν ἐκ τοῦ γράμματος


διαπέφευγε διδασκαλίαν.
Μάλιστα δὲ ἡμᾶς ἐπέρρωσε πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς
συναφείας ὑμῶν ἡ ἀκοὴ τοῦ περὶ τὴν ὀρθότητα ζήλου τῆς
623

εὐσεβείας ὑμῶν, ὅτι οὔτε πλήθει συνταγμάτων οὔτε ποικιλίᾳ


σοφισμάτων παρηνέχθη ὑμῶν τὸ στερρὸν τῆς καρδίας, ἀλλ'
ἐπέγνωτε μὲν τοὺς κατὰ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων καινο-
τομοῦντας, σιωπῇ δὲ κατασχεῖν τὴν ἐνεργουμένην παρ'
αὐτῶν βλάβην οὐ κατεδέξασθε. Καὶ γὰρ τῷ ὄντι πολλὴν
εὕρομεν λύπην παρὰ πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις τῆς τοῦ Κυρίου
εἰρήνης ἐπὶ ταῖς νεωτεροποιίαις ταῖς παντοδαπαῖς Ἀπολι-
ναρίου τοῦ Λαοδικέως, ὃς τοσούτῳ πλέον ἐλύπησεν ἡμᾶς
ὅσῳ ἔδοξεν εἶναι ἐξ ἡμῶν τὸ ἐξ ἀρχῆς. Τὸ μὲν γὰρ παρὰ
φανεροῦ πολεμίου παθεῖν τι, κἂν ὑπερβάλλῃ τῷ ἀλγεινῷ,
φορητόν πώς ἐστι τῷ καταπονουμένῳ, καθὼς γέγραπται·
»Ὅτι εἰ ἐχθρὸς ὠνείδισέ με, ὑπήνεγκα ἄν». Τὸ δὲ παρ'
ὁμοψύχου καὶ οἰκείου βλάβης τινὸς πειραθῆναι, τοῦτο δύς-
φορον παντελῶς καὶ οὐδεμίαν ἔχον παραμυθίαν. Ὃν γὰρ
προσεδοκήσαμεν συνασπιστὴν ἕξειν τῆς ἀληθείας, τοῦτον
εὕρομεν νῦν ἐν πολλοῖς ἐμποδίζοντα τοῖς σωζομένοις ἐκ
τοῦ περιέλκειν αὐτῶν τὸν νοῦν καὶ ἀποσπᾶν τῆς εὐθύτητος

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων (2047: 001)“Rhetores Graeci,
vol. 4”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1833, Repr. 1968.Vol. 4, p. 332, l.
12

τοῦ φόνου φεύγων πλούσιος, ὁ δὲ ἀνῃρημένος πένης,


ἐρεῖ ὁ τὴν αἰτίαν ἔχων· τίνος ἕνεκα τὸν φόνον εἴργας-
μαι; χρημάτων ἐρῶν; καὶ μὴν εὐπορώτερος μὲν ἐγὼ, ὁ
δὲ πένης ἐτύγχανεν, εἰ δὲ τοὐναντίον, ἐρεῖ, ὅτι τὸν φό-
νον τί βουλόμενος εἴργασμαι; ἆρα χρημάτων ἐρῶ; καὶ
μὴν παῖδας εἶχεν ὁ τεθνεὼς ἂν οὕτω τύχοι ἢ συγγενεῖς·
καὶ πάλιν εἰ τοῦ Ἀλκιβιάδου λάβωμεν πρόσωπον, καὶ
ἐπὶ τυραννίδι κρίνοιμεν, ἐροῦμεν· ὅτι ὑβριστὴς ἀεὶ καὶ
ἐναγής· διὸ καὶ τυραννεῖν ἐπεχείρησεν ἢ πάλιν τὸ τῶν
Ἀθηναίων, ὅτι νεωτεροποιοί· ὥσπερ καὶ Θουκυδίδης φη-
σίν· οὕτω μὲν οὖν ἡ αἰτία καὶ ἀπὸ τοῦ φεύγοντος καὶ
ἀπὸ τοῦ διώκοντος· χρὴ δὲ εἰδέναι, ὡς τὸ τῆς αἰτίας
ἀεὶ τηρεῖν δεῖ εἰς τὴν βούλησιν καὶ τὸ τῆς ἡλικίας· τὸ
δὲ τῆς ὕλης εἰς τὴν δύναμιν τῶν παρεπομένων τοῖς ἐγ-
κωμαστικοῖς προσώποις· καὶ οὕτω μὲν ὁ φεύγων χρή-
σεται τῷ κεφαλαίῳ· ὁ μέντοι κατήγορος, εἰ μὲν ἔχει μάρ-
τυρας, ἀπὸ τούτου συνίστησιν, ὅτι κρείττων ἡ μαρτυ-
ρία καὶ τεκμηρίων καὶ τῶν εἰκότων, παράθεσιν τούτων
624

ποιούμενος· εἰ δὲ ἐκ βασάνων παρέχοι τὸν ἔλεγχον, ὅτι


ὁ τῶν βασάνων ἔλεγχος ἀληθέστερός ἐστι πάλιν ἐρεῖ·

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων Vol. 4, p. 750, l. 22

ροις ὑπαρχόντων ὡς οὐκ ἀσθενέστερα ἕξομεν, γνῶτε


καθ' ἕκαστον ἀκούοντες· αὐτουργοί τε γάρ εἰσι Πελο-
ποννήσιοι καὶ οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν τῷ κοινῷ χρήμα-
τα αὐτοῖς ἐστιν· ἔπειτα χρονίων πολέμων καὶ διαπον-
τίων ἄπειροι,” καὶ τὰ ἑξῆς· εἶτα ἐπήγαγε “καὶ τὰ
μὲν Πελοποννησίων τοιαῦτα καὶ παραπλήσια τοιούτοις
ἔμοιγε δοκεῖ, τὰ δὲ ἡμέτερα τούτων τε ὧν ἐκείνοις ἐμεμ-
ψάμην ἀπήλλακται καὶ ἄλλα οὐκ ἀπὸ τοῦ ἴσου” καὶ
ἑξῆς· καὶ πάλιν ἐν τῇ Κορινθίων πρὸς Λακεδαιμο-
νίους δημηγορίᾳ τοῦτο ποιεῖ λέγων· “οἱ μέν γε νεω-
τεροποιοὶ καὶ ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν
γνῶσιν· ἡμεῖς δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σώζειν καὶ ἐπιγνῶ-
ναι μηδὲν καὶ ἔργῳ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐξικέσθαι, αὖ-
θις δὲ οἱ μὲν παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ ἐν τοῖς δει-
νοῖς εὐέλπιδες· τὸ δὲ ἡμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ
πρᾶξαι καὶ τῆς γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι,
τῶν τε δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι· καὶ
μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ἡμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ
πρὸς ἐνδημοτάτους.” καὶ ἔστι τοῦτο τῶν δαιμονίως τε
καὶ συντόμως ἀπηγγελμένων ἀντιθέτων· καθελὼν
δὲ τὰ Λακεδαιμονίων ηὔξησεν τὰ τῶν Ἀθηναίων

Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus oppugnatores vitae monasticae (lib.


1–3) (2062: 003); MPG 47.Vol 47, pg 319, ln 13

αʹ. Ὅτε τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις νεὼν πολλῶν ἐτῶν


χαμαὶ κείμενον ἀπὸ τῆς μακρᾶς ἐπανελθόντες αἰχμαλωσίας
ἐγείρειν ἤθελον τῶν Ἑβραίων οἱ παῖδες, τότε δὴ βάρβα-
ροί τινες καὶ ἀνήμεροι ἄνθρωποι, μήτε τὸν Θεὸν αἰδε-
σθέντες, ᾧ τὸν νεὼν ἤγειραν ἐκεῖνοι, μήτε πρὸς τὴν
τῶν ἀνθρώπων κατακλασθέντες συμφορὰν, ἀφ' ἧς ὀψέ
ποτε καὶ μόλις ἀνήνεγκαν, μήτε τὴν παρὰ Θεοῦ τοῖς τὰ
τοιαῦτα τολμῶσιν ἑπομένην φοβηθέντες δίκην, τὸ μὲν
πρῶτον δι' ἑαυτῶν ἐπεχείρουν κωλύειν οἰκοδομοῦντας
αὐτούς· ὡς δὲ οὐδὲν ἤνυον, γράμματα πέμψαντες ὡς
βασιλέα τὸν αὐτῶν, ἐν οἷς ἀποστάτην καὶ νεωτεροποιὸν
625

καὶ φιλοπόλεμον τὴν πόλιν ἐκάλουν ἐκείνην, ἔπεισαν


ἐπιτρέψαι κωλῦσαι σφίσι τὴν οἰκοδομήν. Καὶ λαβόντες
ταύτην παρ' ἐκείνου τὴν ἐξουσίαν, καὶ μετὰ πολλῶν
αὐτοῖς ἐπιθέμενοι τῶν ἱππέων, διέκοψάν τε τὸ ἔργον τέως,
καὶ ἐφρόνουν ἐπὶ τῇ νίκῃ μέγα, ἐφ' ἧς κατακόπτεσθαι
ἔδει, καὶ πέρας αὐτοῖς ἔχειν ᾤοντο τὴν ἐπιβουλήν. Τόδε
ἦν ἄρα προοίμιον καὶ ἀρχὴ τῶν αὐτίκα δὴ μάλα αὐτοὺς
καταληψομένων κακῶν. Τό τε γὰρ ἔργον ἠνύετο, καὶ
λαμπρὸν ἀπελάμβανε τέλος· ἐκεῖνοί τε ἐμάνθανον, καὶ
δι' ἐκείνων ἅπαντες, ὅτι οὐκ ἄρα ἀνθρώποις

Ιωάννης Χρυσόστομος. Adversus Judaeos (orationes 1–8) (2062: 021);


MPG 48.Vol 48, pg 900, ln 6

τῶν πραγμάτων αὐτῶν παράσχωμεν μαρτυρίαν. Εἰ


μὲν γὰρ μὴ ἐπεχείρησαν οἰκοδομῆσαι τὸν ναὸν, εἶ-
χον ἂν λέγειν, ὅτι Εἴ γε ἠβουλήθημεν ἐπιχειρῆσαι
καὶ τῆς οἰκοδομῆς ἅψασθαι, πάντως ἂν ἰσχύσα-
μεν καὶ ἠνύσαμεν· νυνὶ δὲ αὐτοὺς δείκνυμι οὐχ
ἅπαξ, οὐδὲ δὶς, ἀλλὰ καὶ τρὶς ἐπιχειρήσαντας καὶ
ῥαγέντας, καθάπερ ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσιν,
ὥστε ἀναμφισβήτητον εἶναι τῆς Ἐκκλησίας τὸν στέ-
φανον.
ιαʹ. Ποῖοι τοίνυν ἐπεχείρησαν; Οἱ ἀεὶ τῷ Πνεύματι
τῷ ἁγίῳ ἀντιπίπτοντες, οἱ νεωτεροποιοὶ καὶ στασιασταί·
μετὰ γὰρ τὴν Οὐεσπασιανοῦ καὶ Τίτου γενομένην
ἐρήμωσιν ἐπὶ Ἀδριανοῦ συστάντες οὗτοι οἱ Ἰου-
δαῖοι ἐσπούδαζον ἐπὶ τὴν προτέραν πολιτείαν ἐπαν-
ελθεῖν, οὐκ εἰδότες ὅτι ψήφῳ Θεοῦ πολεμοῦσι, κε-
λευούσῃ διὰ παντὸς ἐρημοῦσθαι τὴν πόλιν· τὸν δὲ
Θεῷ πολεμοῦντα περιγενέσθαι ἀμήχανον. Συῤῥή-
ξαντες τοίνυν τῷ βασιλεῖ, πάλιν εἰς ἀνάγκην αὐτὸν
κατέστησαν παντελοῦς ἐρημώσεως. Καθελὼν γὰρ αὐ-
τοὺς ἐκεῖνος, καὶ χειρωσάμενος, καὶ τὰ λείψανα ἀφα-
νίσας πάντα, ἵνα μηδὲ ἀναισχυντεῖν ἔχωσι λοιπὸν,

Ιωάννης Χρυσόστομος. Ad populum Antiochenum (homiliae 1–21)


(2062: 024); MPG 49.Vol 49, pg 214, ln 38

Ἰδὼν τοίνυν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς δακρύοντα καὶ κάτω


κύπτοντα, προσῆλθεν αὐτὸς, καὶ ὅπερ ἔπαθε διὰ τῶν
626

δακρύων τοῦ ἱερέως, τοῦτο ἐδείκνυ διὰ τῶν ῥημάτων


τῶν πρὸς αὐτόν· οὐ γὰρ θυμουμένου οὐδὲ ἀγανακτοῦντος
ἦσαν οἱ λόγοι, ἀλλ' ἀλγοῦντος· οὐκ ὀργιζομένου, ἀλλ'
ἀθυμοῦντος καὶ περιοδυνίᾳ κατεχομένου μᾶλλον·
καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν ἀληθὲς, αὐτὰ τὰ ῥήματα ἀκούσαντες
εἴσεσθε. Οὐ γὰρ εἶπε· Τί ποτε τοῦτό ἐστιν; ὑπὲρ ἀνθρώ-
πων μιαρῶν καὶ παμμιάρων, καὶ οὓς οὔτε ζῇν ἔδει,
πρεσβείαν ἥκεις κομίζων, τῶν τυράννων, τῶν νεωτερο-
ποιῶν τῶν πάσης ἀξίων κολάσεως; Ἀλλὰ πάντα ταῦτα
ἀφεὶς τὰ ῥήματα, ἀπολογίαν συνέθηκεν ἐντροπῆς γέμου-
σαν καὶ βαρύτητος, καὶ τὰς ἑαυτοῦ κατέλεγεν εὐεργε-
σίας, ὅσας παρὰ πάντα τὸν καιρὸν τῆς βασιλείας τὴν
πόλιν ἡμῶν εὐηργέτησε, καὶ ἐφ' ἑκάστῳ ἔλεγεν· Ταῦτά
με ἀντ' ἐκείνων παθεῖν ἔδει; ποίων ἀδικημάτων με
ταύτην ἐπράξαντο δίκην; Τί μικρὸν ἢ μέγα ἐγκαλεῖν
ἔχοντες, οὐκ εἰς ἐμὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς ἀπελθόν-
τας ἐνύβρισαν; οὐκ ἤρκει τὸν θυμὸν στῆναι μέχρι τῶν
ζώντων; ἀλλ' εἰ μὴ καὶ τοὺς ταφέντας καθυβρίσαιεν,
οὐδὲν ἐνόμισαν νεανικὸν ποιεῖν.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1–90) (2062: 152);


MPG 57:13–472; 58:471–794.Vol 57, pg 190, ln 3

καὶ παρηλλαγμένος. Οὐδὲν γὰρ τῶν συνήθων ἤκουον,


οἷον, πολέμους καὶ μάχας καὶ νίκας τὰς κάτω, καὶ λι-
μοὺς καὶ λοιμοὺς, καὶ Βαβυλωνίους καὶ Πέρσας, καὶ
πόλεως ἅλωσιν, καὶ τὰ ἄλλα τὰ συνήθη· ἀλλ' οὐρανοὺς
καὶ τὴν ἐκεῖ βασιλείαν, καὶ τὴν ἐν τῇ γεέννῃ κόλασιν.
Διά τοι τοῦτο καὶ τῶν κατὰ τὴν ἔρημον ἀποστατῶν
σφαγέντων ἁπάντων οὐ πρὸ πολλοῦ τοῦ χρόνου, τῶν μετὰ
Ἰούδα καὶ Θευδᾶ, οὐκ ἐγένοντο ὀκνηρότεροι πρὸς
τὴν ἔξοδον τὴν ἐκεῖσε. Οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τοῖς αὐτοῖς αὐτοὺς
ἐκάλει· οἷον, ἐπὶ τυραννίδι καὶ ἀποστασίᾳ καὶ νεω-
τεροποιίᾳ· ἀλλ' ὥστε πρὸς τὴν ἄνω χειραγωγῆσαι
βασιλείαν. Διόπερ οὐδὲ κατεῖχεν ἐν τῇ ἐρήμῳ μεθ'
ἑαυτοῦ περιφέρων, ἀλλὰ βαπτίζων, καὶ τοὺς περὶ φι-
λοσοφίας παιδεύων λόγους, ἀπέλυε· διὰ πάντων αὐτοὺς
διδάσκων, τῶν μὲν ἐν τῇ γῇ πάντων ὑπερορᾷν, πρὸς
δὲ τὰ μέλλοντα αἴρεσθαι, καὶ καθ' ἑκάστην ἐπείγεσθαι
τὴν ἡμέραν. Τοῦτον δὴ καὶ ἡμεῖς ζηλώσωμεν, καὶ
τὰς τρυφὰς καὶ τὴν μέθην ἀφέντες, ἐπὶ τὸν
κατεσταλμένον μεταθώμεθα βίον. Καὶ γὰρ ἐξομο-
627

λογήσεως ὁ καιρὸς καὶ τοῖς ἀμυήτοις καὶ τοῖς βαπτι-


σθεῖσι· τοῖς μὲν, ἵνα μετανοήσαντες τῶν ἱερῶν τύχωσι

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Matthaeum (homiliae 1-90) Vol 57, pg 394,


ln 44

τὰ δικαστήρια προκατείληπτο ταῖς τοιαύταις ὑπονοίαις,


καὶ πολλῆς ἔδει τῆς ἄνωθεν ῥοπῆς εἰς τὸ ἀμφότερα
δεῖξαι, καὶ τὸ δόγμα ἀληθὲς ὂν, ὅπερ ἐπρέσβευον, καὶ
ὅτι οὐ λυμαίνονται τοῖς κοινοῖς νόμοις, καὶ μήτε σπου-
δάζοντας εἰπεῖν περὶ τοῦ δόγματος, ἐμπεσεῖν εἰς ὑπό-
νοιαν τῆς τῶν νόμων ἀνατροπῆς, μηδ' αὖ πάλιν σπου-
δάζοντας δεῖξαι, ὅτι οὐκ ἀνατρέπουσι τὴν κοινὴν πολι-
τείαν, διαφθεῖραι τὴν τῶν δογμάτων ἀκρίβειαν· ἅπερ
ἅπαντα ὄψει καὶ παρὰ Πέτρῳ, καὶ παρὰ Παύλῳ, καὶ
παρὰ τοῖς πολλοῖς ἅπασι μετὰ τῆς πρεπούσης συνέσεως
κατωρθωμένα. Καὶ γὰρ ὡς στασιασταὶ καὶ νεωτεροποιοὶ
καὶ καινοτόμοι πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ἐνεκαλοῦντο·
ἀλλ' ὅμως καὶ ταύτην ἀπεκρούσαντο τὴν ὑπόνοιαν, καὶ
τὴν ἐναντίαν ἑαυτοῖς περιέθηκαν, ὡς σωτῆρες καὶ κηδε-
μόνες καὶ εὐεργέται παρὰ πᾶσιν ἀνακηρυττόμενοι.
Ταῦτα δὲ πάντα διὰ τῆς πολλῆς κατώρθουν ὑπομονῆς.
Διὸ καὶ Παῦλος ἔλεγε· Καθ' ἡμέραν ἀποθνήσκω· καὶ
μέχρι τέλους κινδυνεύων διέμενε. Τίνος οὖν ἂν εἴη-
μεν ἄξιοι, τοσαῦτα ἔχοντες ὑποδείγματα, καὶ ἐν εἰρήνῃ
μαλακιζόμενοι καὶ καταπίπτοντες; Οὐδενὸς γοῦν πολε-
μοῦντος σφαττόμεθα, οὐδενὸς διώκοντος ἐκλυόμεθα· ἐν

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1–88) (2062: 153); MPG


59.Vol 59, pg 450, ln 41

Χριστὸς ἔνδον κατείχετο δεδεμένος. Ταῦτα δὲ λέγομεν,


οὐ τοῦ Πέτρου κατηγοροῦντες, ἀλλὰ τῶν ὑπὸ τοῦ Χρι-
στοῦ εἰρημένων τὴν ἀλήθειαν ἐπιδεικνύμενοι. Ὁ οὖν
ἀρχιερεὺς ἐρώτησε τὸν Χριστὸν περὶ τῶν μαθητῶν
αὐτοῦ καὶ τῆς διδασκαλίας.
γʹ. Ὢ τῆς πονηρίας! συνεχῶς ἀκούων ἐν τῷ ἱερῷ δημ-
ηγοροῦντος καὶ παῤῥησίᾳ διδάσκοντος, νῦν βούλεται μα-
θεῖν. Ἐπειδὴ γὰρ ἔγκλημα οὐδὲν εἶχον προσενεγκεῖν,
περὶ τῶν μαθητῶν ἠρώτων ἴσως, ποῦ εἰσιν, καὶ τίνος
ἕνεκεν αὐτοὺς συνέλεξε, καὶ τί βουλόμενος, καὶ ἐπὶ τίσι.
Τοῦτο δὲ ἔλεγεν, ὡσανεὶ στασιαστὴν καὶ νεωτεροποιὸν
628

ἐλέγξαι θέλων, ὡς οὐδενὸς ἑτέρου προσέχοντος αὐτῷ,


ἀλλ' ἢ μόνων ἐκείνων, ὡς ἐργαστηρίου τινὸς ὄντος
πονηροῦ. Τί οὖν ὁ Χριστός; Τοῦτο ἀνατρέπων, φησίν·
Ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ, οὐχὶ τοῖς μαθη-
ταῖς ἰδίᾳ· ἐγὼ παῤῥησίᾳ ἐδίδαξα ἐν τῷ ἱερῷ. Τί οὖν;
οὐδὲν ἐλάλησεν ἐν τῇ κρυφῇ; Ἐλάλησε μὲν, ἀλλ' οὐχ,
ὡς οὗτοι ἐνόμιζον, δεδοικὼς καὶ συστάσεις ποιούμενος,
ἀλλ' εἴ που τῆς τῶν πολλῶν ἀκροάσεως ἀνώτερα τὰ λε-
γόμενα ἦν. Τί με ἐπερωτᾷς; Ἐρώτησον τοὺς ἀκηκοό-
τας. Οὐκ αὐθαδιαζομένου ἐστὶ τὰ ῥήματα, ἀλλὰ θαῤ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1–55) (2062:


154); MPG 60.Vol 60, pg 323, ln 20

εἶναι τὸ, Αἶρε αὐτόν. Μέλλων δὲ εἰς τὴν παρεμβολὴν


εἰσάγεσθαι ὁ Παῦλος, λέγει τῷ χιλιάρχῳ· Εἰ ἔξεστί
μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ; Ἐπὶ τοὺς ἀναβαθμοὺς φερό-
μενος, ἀξιοῖ πρὸς τὸν χιλίαρχον εἰπεῖν τι. Καὶ ὅρα πῶς
ἐπιεικῶς· Εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ; φησίν. Ὁ δὲ
ἔφη· Ἑλληνιστὶ γινώσκεις; Οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύ-
πτιος, ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας, καὶ
ἐξαγαγὼν εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους ἄν-
δρας τῶν σικαρίων; Οὗτος ὁ Αἰγύπτιος ἄνθρωπός τις
νεωτεροποιὸς γέγονε καὶ στασιαστής. Πρὸς δὴ τοῦτο
ἀπολογεῖται ὁ Παῦλος, καὶ δι' ὧν εἶπεν ἀπάγει τῆς ὑπο-
ψίας αὐτόν. Ἴδωμεν δὲ ἄνωθεν τὰ ἀνεγνωσμένα. Εἰσὶν
ἡμῖν ἄνδρες, φησὶ, τέσσαρες εὐχὴν ἔχοντες ἐφ' ἑαυ-
τῶν· τούτους παραλαβὼν, ἁγνίσθητι σὺν αὐτοῖς.
Πρὸς δὴ τοῦτο οὐκ ἀντιπίπτει ὁ Παῦλος, ἀλλὰ πείθεται.
Ὅθεν δῆλον, ὅτι οὐ προηγουμένως ἔδει τοῦτο ποιεῖν (διὸ
καὶ πείθουσιν αὐτόν), ἀλλ' ὅτι οἰκονομία τὸ πρᾶγμα καὶ
συγκατάβασις ἦν. Οὐκ ἄρα ἐγκοπὴ τοῦ κηρύγματος
τοῦτο ἦν, ὅπου γε καὶ αὐτοὶ ἐνομοθέτουν ἐκείνοις τὰ
τοιαῦτα. Τοῦτο τοίνυν οἰκονομῶν καὶ αὐτὸς Πέτρῳ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 344, ln 46

τοι κωλυόμενοι, ὥστε κἀκεῖ καταισχυνθῆναι. Κληθέν-


τος δὲ αὐτοῦ, ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος, λέ-
629

γων· Πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ, καὶ


κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς
σῆς προνοίας, πάντη τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχό-
μεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας.
Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλέον σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦ-
σαι συντόμως ἡμῶν τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ. Καὶ μὴν ὑμεῖς
τοῦτο πεποιήκατε· ῥήτορος οὖν τί ἔδει; Ὅρα πῶς καὶ
οὗτος εὐθέως ἐκ προοιμίων ὡς νεωτεροποιὸν καὶ στα-
σιαστὴν βούλεται παραδοῦναι, καὶ τοῖς ἐπαίνοις προκα-
ταλαμβάνει τὸν δικαστήν. Εἶτα ὡς πολλὰ ἔχων εἰπεῖν,
παρατρέχει, καὶ μόνον τοῦτο λέγει· Ἵνα δὲ μὴ ἐπι-
πλέον σε ἐγκόπτω. Ὅρα πῶς εἰς ἐπιθυμίαν ἐμβάλλει
κολάσεως τὸν δικαστήν· εἴ γε ἔμελλε τὸν τὴν οἰκουμένην
ἀνατρέποντα καθέξειν, καὶ ὡς ἐπὶ κατορθώματι φρο-
νοῦσι μεγάλῳ. Εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοι-
μὸν, καὶ κινοῦντα στάσεις πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς
κατὰ τὴν οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν
Ναζωραίων αἱρέσεως,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Acta apostolorum (homiliae 1-55)


Vol 60, pg 347, ln 8

γνῶναι. Οὐδὲ κατηγορῆσαι τολμᾷ· συγγνωμονικὸς γὰρ


ἀνὴρ ἦν· οὐδὲ ἁπλῶς παρέρχεται. Εἶτα πάλιν, ἵνα μὴ
δόξῃ ψεύδεσθαι, αὐτὸν ἐφίστησιν ἑαυτοῦ κατήγορον τὸν
Παῦλον. Παρ' οὗ, φησὶ, δύνασαι ἀνακρίνας περὶ
πάντων τούτων ἐπιγνῶναι. Εἶτα καὶ μάρτυρες τῶν
εἰρημένων· Συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι φάσκον-
τες ταῦτα οὕτως ἔχειν. Οἱ κατήγοροι, αὐτοὶ καὶ μάρ-
τυρες καὶ κατήγοροι. Ἀλλ' ὁ Παῦλος, Ἐκ πολλῶν
ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν ἐπιστάμενος δίκαιον, ἀποκρίνε-
ται. Οὐκ ἄρα ξένος τίς ἐστιν, οὐδὲ ἀλλότριος, οὐδὲ νεω-
τεροποιὸς, εἴ γε ἐκ πολλῶν ἐτῶν οἶδε τὸν δικαστήν. Καὶ
καλῶς ἐπήγαγε τὸ, Δίκαιον, ἵνα μὴ πρὸς τὸν ἀρχιερέα
ἴδῃ, μηδὲ πρὸς τὸν δῆμον, μηδὲ πρὸς τὸν κατήγορον.
Ὅρα, πῶς οὐ προήχθη εἰς ὕβριν· καίτοι γε καὶ ἀνάγ-
κης οὔσης. Πιστεύων, φησὶ, πᾶσι τοῖς κατὰ νόμον.
Τοῦτο εἶπε, δεικνὺς, ὅτι οὐκ ἂν ἄνθρωπος, πιστεύων
ἀνάστασιν ἔσεσθαι, τοιαῦτα πράξειέ ποτε, ἣν καὶ αὐτοὶ
οὗτοι ἐκδέχονται. Οὐκ εἶπε περὶ τούτων, ὅτι πιστεύουσι
τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις (οὐδὲ γὰρ ἐπί-
630

στευον)· ἀλλ' οὗτος πᾶσιν ἐπίστευεν, οὐκ ἐκεῖνοι· πῶς


δὲ, μακροῦ ἂν εἴη λόγου τανῦν λέγειν. Τοσαῦτα εἶπε,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae 1–32)


(2062: 155); MPG 60.Vol 60, pg 616, ln 15

Θεῷ πολεμεῖ τῷ ταῦτα νομοθετήσαντι. Καὶ τοῦτο


σπουδάζει δεῖξαι πανταχοῦ, ὅτι οὐ χαριζόμεθα αὐτοῖς
τὴν ὑπακοὴν, ἀλλ' ὀφείλομεν. Οὕτω γὰρ καὶ τοὺς ἄρ-
χοντας τοὺς ἀπίστους ἐπεσπάσατο μᾶλλον πρὸς εὐσέ-
βειαν, καὶ τοὺς πιστοὺς πρὸς ὑπακοήν. Καὶ γὰρ πο-
λὺς περιεφέρετο λόγος τότε, ἐπὶ στάσει καὶ καινοτο-
μίᾳ διαβάλλων τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὡς ἐπ' ἀνατροπῇ
τῶν κοινῶν νόμων ἅπαντα καὶ ποιοῦντας καὶ λέγον-
τας. Ὅταν οὖν δείξῃς τὸν κοινὸν ἡμῶν Δεσπότην
τοῦτο παρεγγυῶντα τοῖς αὑτοῦ πᾶσι, καὶ τῶν διαβαλ-
λόντων ὡς νεωτεροποιῶν ἀποῤῥάψεις τὰ στόματα,
καὶ μετὰ πλείονος τῆς παῤῥησίας ὑπὲρ τῶν τῆς ἀλη-
θείας διαλέξῃ δογμάτων.
βʹ. Μὴ τοίνυν αἰσχύνου, φησὶ, τῇ τοιαύτῃ ὑποταγῇ.
Καὶ γὰρ ὁ Θεὸς τοῦτο ἐνομοθέτησε, καὶ σφοδρός ἐστι
τιμωρὸς καταφρονουμένων τούτων. Οὐ γὰρ τὴν τυ-
χοῦσάν σε ἀπαιτήσει δίκην παρακούσαντα, ἀλλὰ καὶ
σφόδρα μεγίστην, καὶ οὐδέν σε ἐξαιρήσεται ἀντιλέ-
γοντα, ἀλλὰ καὶ παρ' ἀνθρώπων ὑποστήσῃ τιμωρίαν
χαλεπωτάτην, καὶ οὐδείς σου προστήσεται, καὶ τὸν
Θεὸν παροξυνεῖς μειζόνως.

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Colossenses (homiliae 1–12)


(2062: 161); MPG 62.Vol 62, pg 322, ln 45

σιάζῃ, δυνατὸν ὑγίειαν συνεστάναι ποτὲ, ἀλλὰ διὰ


τῆς ἁπάντων εὐταξίας καὶ συμφωνίας καὶ εἰρήνης·
κἂν μὴ πάντα ἡσυχάζῃ, καὶ ἐπὶ τῶν οἰκείων ὅρων
μένῃ, πάντα ἀνατραπήσεται. Καὶ ἐν τῇ διανοίᾳ δὲ
τῇ ἡμετέρᾳ, ἐὰν μὴ πάντες ἡσυχάζωσιν οἱ λογισμοὶ,
εἰρήνη οὐκ ἔσται. Τοσοῦτόν ἐστιν ἀγαθὸν ἡ εἰρήνη,
ὡς υἱοὺς Θεοῦ καλεῖσθαι τοὺς αὐτῆς ποιητὰς
καὶ δημιουργούς· εἰκότως· ἐπεὶ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ
Θεοῦ ἐπὶ τούτῳ ἦλθεν εἰς τὴν γῆν, εἰρηνοποιήσων
τὰ ἐν τῇ γῇ, καὶ τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Εἰ δὲ οἱ εἰρη-
631

νοποιοὶ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, οἱ νεωτεροποιοὶ υἱοὶ διαβόλου.


Τί λέγεις; ἔρεις καὶ μάχας ἐμβάλλεις; Καὶ τίς οὕ-
τως ἄθλιος, φησίν; Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ χαίροντες ἐπὶ
τοῖς κακοῖς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ διασπῶντες
μᾶλλον, ἢ οἱ στρατιῶται τῇ λόγχῃ διέτεμνον, ἢ οἱ
Ἰουδαῖοι τοῖς ἥλοις διέκοψαν. Ἐκεῖνο τούτου ἔλαττον
τὸ κακόν· ἐκεῖνα διατμηθέντα τὰ μέλη πάλιν συνή-
φθη· ταῦτα δὲ ἀποσπασθέντα, ἂν ἐνθάδε μὴ συν-
αφθῇ, οὐκέτι συναφθήσεται, ἀλλὰ μένει τοῦ πληρώ-
ματος ἔξω. Ὅταν βούλῃ τῷ ἀδελφῷ πολεμῆσαι, ἐν-
νόησον ὅτι τοῖς μέλεσι τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖς, καὶ

Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ii ad Timotheum (homiliae 1–10)


(2062: 165); MPG 62.Vol 62, pg 602, ln 24

ἀνθρωπίνην αἰτίαν προὔδωκα, οὐδὲ τότε ὅτε ἐδίω-


κον. Διό φησιν, Ἀλλ' ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα
ἐν ἀπιστίᾳ· μονονουχὶ λέγων, μὴ ὑποπτεύσῃς τὸ
πρᾶγμα κακίαν εἶναι. Καλῶς συνίστησιν αὑτοῦ τὸ
ἦθος, ἵνα ἀξιόπιστον δειχθῇ τὸ περὶ τὴν ἀγάπην.
Ὃ δὲ λέγει, τοῦτό ἐστιν· Οὐδὲν ψεύδομαι, οὐδὲ ἄλλα
ἔχω, καὶ ἄλλα λέγω. Ὥστε καὶ τότε ἀναγκα-
σθεὶς ἑαυτὸν ἐνεκωμίασεν, ὥς που τὸ τῶν Πράξεων
βιβλίον δηλοῖ. Ἐπειδὴ γὰρ ὡς στασιαστὴν αὐτὸν
διέβαλλον καὶ νεωτεροποιὸν, διὰ τοῦτο ἔλεγε· Καὶ
εἶπεν Ἀνανίας πρός με· Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων
ἡμῶν προεχειρίσατό σε γνῶναι τὸ θέλημα αὐτοῦ,
καὶ ἰδεῖν τὸν δίκαιον, καὶ ἀκοῦσαι φωνὴν ἐκ
στόματος αὐτοῦ, ὅτι ἔσῃ μάρτυς αὐτοῦ πρὸς
πάντας ἀνθρώπους, ὧν ἑώρακας καὶ ἤκουσας.
Οὕτω καὶ ἐνταῦθα, ἵνα μὴ λάβῃ ἀφίλου καὶ ἀσυνει-
δήτου δόξαν ὡς ἐπιλελησμένος, εἰκότως ἑαυτὸν ἐγκω-
μιάζει λέγων, Ὡς ἀδιάλειπτον ἔχω τὴν περὶ σοῦ
μνείαν, καὶ οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ' Ἐν ταῖς δεήσεσί
μου. Τουτέστιν, εὐχῆς μοι ἔργον ἐστὶ, τὸν πάντα

Ιωάννης Χρυσόστομος. Eclogae i–xlviii ex diversis homiliis [Sp.]


(2062: 338); MPG 63.Vol 63, pg 894, ln 54

συνεστάναι ποτὲ, ἀλλὰ διὰ τῆς ἁπάντων εὐταξίας καὶ


συμφωνίας καὶ εἰρήνης· κἂν μὴ πάντα ἡσυ-
632

χάζῃ, καὶ ἐπὶ τῶν οἰκείων ὅρων μένῃ, πάντα ἀνα-


τραπήσεται. Καὶ ἐν τῇ διανοίᾳ δὲ τῇ ἡμετέρᾳ, ἂν μὴ
πάντες ἡσυχάζωσιν οἱ λογισμοὶ, εἰρήνη οὐκ ἔσται.
Τοσοῦτόν ἐστιν ἀγαθὸν ἡ εἰρήνη, ὡς υἱοὺς Θεοῦ κα-
λεῖσθαι τοὺς αὐτῆς ποιητὰς καὶ δημιουργούς. Εἰκό-
τως· ἐπεὶ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τούτῳ ἦλθεν εἰς
τὴν γῆν, εἰρηνοποιήσων τὰ ἐν τῇ γῇ καὶ τὰ ἐν τοῖς
οὐρανοῖς. Εἰ δὲ οἱ εἰρηνοποιοὶ υἱοὶ Θεοῦ, οἱ νεωτερο-
ποιοὶ υἱοὶ διαβόλου. Τί λέγεις; ἔρεις καὶ μάχας ἐμ-
βάλλεις; Καὶ τίς οὕτως ἄθλιος, φησίν; Εἰσὶ γὰρ πολ-
λοὶ χαίροντες ἐπὶ τοῖς κακοῖς, καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χρι-
στοῦ διασπῶντες μᾶλλον, ἢ οἱ στρατιῶται τῇ λόγχῃ
διέτεμνον, ἢ Ἰουδαῖοι τοῖς ἥλοις διέκοψαν. Ἐκεῖνο
τούτου ἔλαττον τὸ κακόν· ἐκεῖνα διατμηθέντα τὰ μέλη
πάλιν συνήφθη· ταῦτα δὲ ἀποσπασθέντα, ἂν ἐνθάδε μὴ
συναφθῇ, οὐκέτι συναφθήσεται, ἀλλὰ μένει τοῦ πλη-
ρώματος ἔξω. Ὅταν βούλῃ τῷ ἀδελφῷ πολεμῆσαι,
ἐννόησον ὅτι τοῖς μέλεσι τοῦ Χριστοῦ πολεμεῖς, καὶ
παῦσαι τῆς μανίας. Τί γὰρ, εἰ ἀπεῤῥιμμένος ἐστί;

Δίδυμος Καίκος Commentarii in Job (7.20c–11) (2102: 003)“Didymos


der Blinde. Kommentar zu Hiob, pt. 3”, Ed. Hagedorn, U., Hagedorn, D.,
Koenen, L.Bonn: Habelt, 1968; Papyrologische Texte und Abhandlungen
3.Codex p. 260, l. 17

σὶν ταῦτα, ὅτι κἂν καθαρῶς ὑπάρ-


ξω οὕτω, ὡς διὰ πραξέων ἐναρέ-
των, ἃς χεῖρας ὠνόμασεν, καθᾶ-
ραι ἐμαυτόν, ἔχω πάλιν ῥύπον·
περὶ οὗ ζητητέον παραβάλλον-
τα τὸ ὅμοιον ῥητόν· “οὐδεὶς καθα-
ρὸς ἀπὸ ῥύπου, οὐδ' εἰ μία ὥρα ὁ βί-
ος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς.” καὶ “ἡ διάνοι-
α τῶν ἀν(θρώπ̣)ων ἐπιμελῶς ἔνκει-
ται ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος”,
ὅπερ τὸ νεωτερ[ο]ποιὸν ἦθος δη-
λοῖ, καθὰ καί τινι εἴρηται ἀκροα-
τὴν νέον μὴ παραδέχεσθαι.
ταῦτα μὲν οὖν θλίψει τοὺ’ς’ μηδὲν
πρὸ{ς} τῆς ζωῆς ταύτης τιθεμέ-
νους· πῶς γὰρ οὐ καθαρὸς ὁ νῦν
πεπλασμένος; συνετῶς δὲ καὶ
633

τὸ τῆς διαδοχῆς ἁμάρτημα ἐκ-


λαβεῖν δεῖ τὸ κατὰ τὸν Ἀδάμ, ὅ-

Δίδυμος Καίκος Commentarii in Job (12.1–16.8a) (partim in catenis)


(2102: 004)“Didymos der Blinde. Kommentar zu Hiob, pt. 4.1”, Ed.
Hagedorn, U., Hagedorn, D., Koenen, L.Bonn: Habelt, 1985;
Papyrologische Texte und Abhandlungen 33.1.Papyrus p. or catena
Frag. 361, l. 26

[λ]όμενα ὑγρά. ο[ὕ]τω δὲ καὶ τ[ὰ] τῆς


νεότητος πεπαλαίωται ἁμαρ-
[τ]ήματα καὶ ὡς ἱμάτιον σητό-
[βρ]ωτον οὐκέτι παρέχον τὴν
χρείαν. παλα[ιο]ῦται δὲ ἁμαρ-
τήματα, ὅταν αὐτὰ διαδέξη-
τ[α]ι ἀρετή· ᾗ ἐνεργούμενα γὰρ
ἀεὶ νεάζει, κἂν πολυχρόνιος
ὑπάρχῃ ὁ ἐνεργῶν αὐτά, νεώ-
τε[ρ]ος καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ νεωτε-
ροποιοῦ ἤθους καλούμενος.
βροτὸς δὲ γεννητὸς γυναικὸς
ὀλιγόβιος καὶ πλήρης ὀργῆς.
[βού]λεται αὐτοῖς πα[ρα]στῆσαι τὴν
[αἰ]τί[α]ν τῆς κακώσε[ω]ς ἑαυτοῦ
[συ]ν[κ]ρινόν[τ]ων α[ὐτ]ῶν τὸν
[ὄγ]κον τῆς [ἐ]παγω[γ]ῆς καὶ τὸν
[ἀ]νθ[ρ]ώπινον βίον· [δ]ιεξελθὼ(ν)
[γ]ὰρ ὅτι ‘”τὰς τ[ῆ]ς νεότ[η]τος ἁμαρ-
τίας μοι περιέθηκ[α]ς” καὶ “ἐφύλα-
ξάς μου π[ά]ντα τὰ ἔργα” οὕτως ὡς

Δίδυμος Καίκος In Genesim (2102: 041)“Didyme l'Aveugle. Sur la


Genèse, vols. 1–2”, Ed. Nautin, P., Doutreleau, L.Paris: Cerf, 1:1976;
2:1978; Sources chrétiennes 233, 244.Codex p. 159, l. 17

ψ[εύστη]ς»· ἀλλ' ἀληθεύ[ει μὲ]ν καὶ οὐκ ἔστιν αὐτὸς


ἄνθρωπος ὁ̣ ὑ[περ]βὰς δι' ἀρετὴν [ἀνθρώπου] ὀνομασίαν
καθὸ εἴρηται· «Ὅ̣π̣[ου γὰ]ρ ἔρις καὶ ζῆλ[ος, οὐχὶ
ἄ]νθρωποί ἐστε, ὡς καὶ οὗτοι περι[πατεῖ]τε;«
Οὐ γὰρ ὡς ἔ[τυχεν ἐπ]ράττετο παρὰ αὐτῶν ἡ̣ κ̣[ακία]
ἀλλ' «ἐπιμελῶ[ς« καὶ βεβο]υλευμένως· τοῦτο γὰρ δηλ[οῖ
τὸ «ἐ]ν τῇ καρδίᾳ«. [Ὡσαύτως] τὸ «ἐκ νεότητος«
διττῶς ἂ[ν νοη]θείη, ἤτοι ἐκ μ[ικρᾶς] ἡλικίας εἰς κακίαν
634

ἀλειφόμ̣[ενοι], ἢ ὅτι οὐδεὶς τ[ῶν κατὰ] τὸν διαγραφέντα


ἄνθρωπον π[ρεσβύ]της ἐστί, κἂν τὴ[ν φύσι]ν οὕτως
ὑπάρχῃ, τὰ νεω[τεροπο]ιὰ καὶ ἐπιπόλαι[α προ]ταττόμενος·
»Γῆρας γὰρ τίμ[ιον οὐ] τὸ πολυχρόνιον [οὐδὲ ἀ]ριθμῷ
ἐτῶν μεμέτρηται· π̣[ολιὰ] γάρ ἐστιν φρόν[ησις ἀ]νθρώ-
ποις καὶ γῆρας βίος ἀκηλίδωτ̣[ος«. Οὐ]κ ἀνοικείως δὲ
[καὶ τὸ «ἁ]μαρτίας νεότητος καὶ τὰς [ἀγνοία]ς μου μὴ
μνησθ[ῇς« ἑρ]μηνεύσεις λέγων ὅτι ὅσα [πονηρ]ῷ ἤθει
ἔπραξα [μὴ μ]νησθῇς.
Τούτων οὕτως εἰ[ρημέν]ων ἄξιον θεωρῆς[αι τί δ]ηλοῦται
ἐκ τοῦ «ἐνεθυμήθη [ὁ Θεὸς ὅ]τι ἐποίησεν τὸν [ἄνθρωπον]
ἐπὶ τῆς γῆς καὶ διενοήθη« καὶ «ἐ[θυμώθ]η̣ν ὅτι ἐποίησα
α[ὐτούς]«, ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ «μετε[μελήθ]ην

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111: 004)


“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.P. 27, l. 14

ἄριστε, μὴ τὰς τῶν τριχῶν προβαλλόμενος πολιὰς μάρτυρας.


γεγηράκασι γὰρ καὶ φαῦλοι, οὐκ ἀρετῇ τὴν ψυχὴν πολιώσαντες,
ἀλλὰ τὰ σώματα χρόνου μήκει ῥυτιδώσαντες· οἷοι ἦσαν οἱ κατὰ
Βαβυλῶνα ψευδοπρεσβύτεροι, καὶ ὁ ἐν τῷ Ἰερεμίᾳ Ἐφράϊμ, περὶ
οὗ μεμφόμενος ὁ λόγος βοᾷ· “Ἐφράϊμ περιστερὰ ἄνους, οὐκ
ἔχουσα καρδίαν· πολιαὶ αὐτῷ ἐξήνθησαν, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔγνω.”
δισσεύων δὲ λέγει πληκτικώτερον· “Ἐγένετο Ἐφράϊμ ἐγκρυφίας
οὐ μεταστρεφόμενος, καὶ ἀλλότριοι ἔφαγον τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ.”
κἀκεῖνο δὲ προσθήσω, εἰ καὶ μηκυνῶ τὸν λόγον· τίς πολιώτερος
ἢ τίς ἐπιεικέστερος τὸ φαίνεσθαι Ἀκακίου τοῦ Βεροίας, ὃν νῦν
διαμέμφεσθε ὡς ταραξάρχην καὶ ἡγεμόνα τῆς τῶν νεωτεροποιῶν
πλημμελείας; οὗ καὶ αὐτοὶ οἱ μυκτῆρες τὰς λευκὰς ἐπεσύροντο
τρίχας, ἡνίκα ἐπέστη τῇ Ῥώμῃ κομίσας τῆς χειροτονίας τὸ ψή-
φισμα τοῦ ἐπισκόπου Ἰωάννου.
{Ο ΕΠΙΣΚ.} Νῦν ἔγνων σαφῶς, ὅτι δόκιμος εἶ τραπεζίτης, μὴ
πειθόμενος τῇ δερματίνῃ σκηνῇ, ἀλλὰ τὴν τοῦ ἐνοικοῦντος ἐπιζη-
τῶν ἐπιστήμην. καὶ γὰρ καὶ οἱ Αἰγυπτίων ναοὶ μέγιστοι ὄντες,
καὶ κάλλει λίθων κομπάζοντες, πιθήκους ἔχουσιν ἔνδον καὶ ἴβιες
καὶ κύνας ἀντὶ θεῶν· ὁ δ' ἡμέτερος Κύριος καὶ Θεός, χρηματίζων
τῷ Σαμουὴλ περὶ καταστάσεως ἡγεμόνος τοῦ Ἰσραήλ, παρεγγυᾷ
μὴ βλέπειν εἰς ἕξιν καὶ πλάσιν πηλίνου σώματος, λέγων·

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi P. 49, l. 20


635

συλλόγου· καὶ οὔτε τόπου ἀμφισβητῶ ὅπου με δέοι κριθῆναι,


εἰ καὶ τὰ μάλιστα ἔδει ἐν τῇ πόλει. εἰσὶ δὲ οὓς παραιτοῦμαι,
Θεόφιλος, ὃν ἐλέγχω εἰρηκότα καὶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ καὶ ἐν Λυκίᾳ,
ὅτι ‘Ἀπέρχομαι εἰς τὸ κομιτᾶτον Ἰωάννην καθελεῖν.’ ἔστι δὲ
ἀληθές, ἐξ ὧν παραγενόμενος οὔτε συνέτυχέν μοι οὔτε ἐκοι-
νώνησέν μοι. ὃς οὖν πρὸ τῆς ἀκροάσεως τὰ ἐχθρῶν ἐπετέλεσεν,
τί ἂν ποιήσῃ μετὰ τὴν δίκην; ὁμοίως δὲ καὶ Ἀκάκιον διελέγχω
ἐφ' ᾧ εἶπεν· ‘Ἐγὼ αὐτῷ ἀρτύω χύτραν.’ περὶ δὲ Σευηριανοῦ
καὶ Ἀντιόχου, οὓς τάχιον μετελεύσεται ἡ θεία δίκη, τί δεῖ καὶ
λέγειν, ὧν τὰς νεωτεροποιΐας καὶ τὰ κοσμικὰ ᾄδουσι θέατρα;
οὐκοῦν παρακέκλησθε, εἰ κατὰ ἀλήθειαν βούλεσθέ με ἐλθεῖν,
τούτους τοὺς τέσσαρας· εἰ μὲν ὡς δικαστάς, ἐκβάλλετε τούτους
τοῦ συνεδρίου· εἰ δὲ ὡς κατηγόρους, στήσατε εἰς τὴν κρίσιν,
ἵνα γνῶ ὅπως κονίζωμαι, πότερον ὡς πρὸς ἀντιδίκους ἢ ὡς
δικαστάς· καὶ πάντως ἐλεύσομαι οὐ μόνον πρὸς τὴν ὑμετέραν
ἀγάπην, ἀλλὰ καὶ πρὸς πᾶσαν τῆς οἰκουμένης σύνοδον. ὥστε
οὖν γνῶτε, ἐὰν μυριάκις ἀποστείλητε πρός με, οὐδὲν πλέον
ἀκούσεσθε παρ' ἐμοῦ.” τούτων ἐξελθόντων, νοτάριος παρὰ
πόδας γράμμα ἔχων βασιλικόν, ἐν ᾧ προεδεήθησαν ἄκοντα
αὐτὸν ἀπαντῆσαι εἰς τὴν δίκην, κατήπειγεν αὐτὸν εἰς τὴν κρίσιν.

Eutropius Hist., Breviarium ab urbe condita (Paeanii translatio) (2236:


001)“”Παιανίου μετάφρασις εἰς τὴν τοῦ Εὐτροπίου Ῥωμαϊκὴν
ἱστορίαν””, Ed. Lambros, S.P., 1912; Νέος Ἑλληνομνήμων 9.
B. 9, ch. 22, l. 3

γνώριμος πλὴν ἐκ πολιτικῶν ἔργων, ἐκπεμφθεὶς παρὰ Μαξιμιανοῦ


εἰς τὴν Βονωνίαν, ὥςτε τὰ περὶ τὴν Βελγικὴν καὶ Ἄλμορχον κατα-
στῆσαι, παρὰ τῶν προςοίκων ἐνοχλούμενα βαρβάρων, πολλαῖς κρατή-
σας μάχαις, τὴν ἐκ τοῦ πολέμου λείαν οὔτε τῷ στρατῷ διένειμεν,
οὔτε τοῖς βασιλεῦσιν ἀνέπεμψε· καὶ δι' ὑποψίας ἐλθὼν, ὡς ἐκ προ-
νοίας ἐπὶ νεωτερισμῷ τὸν πλοῦτον συναγείρας, προςετάχθη μὲν ὑπὸ
Μαξιμιανοῦ κατασφαγῆναι, γνοὺς δὲ ἁλουργίδα τε ἐνέδυ καὶ καταλαμ-
βάνει τὰς βρεττανικὰς πόλεις.
Πάντων οὖν πανταχόθεν θορύβου πεπληρωμένων· καὶ γάρ τοι
καὶ Ἀχιλλεὺς χεῖρας ἀντάρας ἐτύγχανεν ἐν Αἰγύπτῳ καὶ Γεντιανοὶ,
πέντε δὲ ἦσαν οὗτοι, νεωτεροποιοῦντες ἐπὶ τῆς Ἀφρικῆς δύναμιν
συνεκρότουν· τὸν μὲν Ἑρκούλιον Μαξιμιανὸν αὔγουστον ἀνηγόρευσε,
Κωνστάντιον δὲ καὶ Μαξιμιανὸν καίσαρας. Ἦν δὲ Κωνστάντιος μὲν
Κλαυδίου τοῦ βασιλεύσαντος ἀπὸ θυγατρὸς ἔκγονος, Μαξιμιανὸς δὲ,
ὁ καὶ Γαλέριος ἐπικληθεὶς, ἐκ Δακῶν τῶν περὶ Σαρδίκην ἔχων τὸ
636

γένος. Βουλόμενος δὲ αὐτοὺς πιστοτέρους ἑαυτῷ καταστῆσαι τῇ διὰ


τοῦ γάμου κατέδησε συγγενείᾳ, Κωνσταντίῳ μὲν τὴν Ἑρκουλίου
τοῦ συμβασιλεύσαντος αὐτῷ προγονὴν ἐκδούς· Θεοδώρα ἦν ὄνομα
αὐτῇ· ἀφ' ἦς δὴ καὶ ἓξ παῖδες ἐγένοντο αὐτῷ, Κωνσταντίνου τοῦ
μετὰ ταῦτα βασιλεύσαντος ἀδελφοί· Γαλερίῳ δὲ τὴν αὑτοῦ θυγατέρα
Οὐαλερίαν. Ἀλλὰ τὰς μὲν γαμετὰς ἑκατέρας ἀπεώσαντο.

Ολυμπιόδωρος Διάκονος. , Commentarii in Ecclesiasten (2865: 002);


MPG 93.Vol. 93, p. 536, l. 51

χυδαῖον. Εἶτα διδάσκων ὡς αὐτεξουσίας προαιρέσεως


ῥοπῇ οἱ εἰρημένοι ἔσχατοι οὐκ εὐφραίνονται ἐπὶ τῷ
δευτέρῳ νεανίσκῳ, ἐπήγαγεν, ὅτι Καί γε τοῦτο μα-
ταιότης, καὶ προαίρεσις πνεύματος. Ἰστέον δὲ,
διὰ τὰ προειρημένα, ὅτι καὶ νεανίσκος ὁ Ἀδὰμ κα-
λεῖται, ἔτι ὢν ἐν παραδείσῳ, καὶ ἀκμαίως τὰς ἀρε-
τὰς ἐργαζόμενος. Καλεῖται δὲ νεανίσκος καὶ ὁ Κύ-
ριος Ἰησοῦς διὰ τὸ παναλκὲς τῆς θεϊκῆς δυνάμεως·
καλεῖται δὲ νεανίσκος καὶ ὁ Ἀντίχριστος διὰ τὸ
νεωτεροποιὸν, καὶ τὸ νεάζειν ἀεὶ τῇ κακίᾳ.
»Φύλαξον τὸν πόδα σου ἐν ᾧ ἂν πορεύῃ εἰς οἶκον
τοῦ Θεοῦ· καὶ ἐγγὺς τοῦ ἀκούειν.» Ὁμωνύμως τὰ
τοῦ ἔξωθεν ἀνθρώπου μέλη λέγονται καὶ ἐπὶ τῆς
ψυχῆς, ὡς ὀφθαλμὸς, καὶ χεὶρ, καὶ ποὺς, καὶ τὰ
λοιπά. Οὐκ ἔστι δὲ καὶ τὰ λεγόμενα ἐπὶ τῆς ψυχῆς
λέγεσθαι ἐπὶ τοῦ σώματος· λέγονται γὰρ ἐπὶ τῆς
ψυχῆς πτέρυγες, κατὰ τὸ, Εἰ κοιμηθῆτε ἀνὰ μέσον
τῶν κλήρων, πτέρυγες περιστερᾶς περιηργυρω-
μέναι. Φύλαξον οὗν τῆς ψυχῆς σου πόδα ἐν παντὶ
πράγματι, ἐν ᾧ ἂν πορεύῃ, ἐπὶ τῷ καταντῆσαί σε

Ιωάννης Δαμασκηνός. Sacra parallela (recensiones secundum alphabeti


litteras dispositae, quae tres libros conflant) (Frag. e cod. Vat. gr. 1236)
(2934: 018); MPG 95 & 96.Vol. 96, p. 361, l. 13

καταβάλλεσθαι. Μόνος ὁ σοφὸς ἐλεύθερός τε καὶ ἄρχων, κἂν μυ-


ρίους τοῦ σώματος ἔχῃ δεσπότας.
Πᾶς σοφὸς, Θεοῦ φίλος.
Τῷ ὄντι πρῶτος ὁ σοφὸς ἀνθρώπων γένους, ὡς
κυβερνήτης ἐν νηῒ, ἄρχων δὲ ἐν πόλει, στρατηγὸς δὲ
ἐν πολέμῳ, ψυχὴ μὲν ἐν σώματι, νοῦς δὲ ἐν ψυχῇ·
καὶ πάλιν, οὐρανὸς μὲν ἐν κόσμῳ, Θεὸς δὲ ἐν οὐρα-
637

νῷ. Πρεσβύτερος μὲν οὖν ἔστι τε καὶ λεγέσθω ὁ


ἀστεῖος, νεώτερος δὲ καὶ ἔσχατος, πᾶς ἄφρων, τὰ
νεωτεροποιὰ ἐν ἐσχατίαις ταττόμενα μετιών.
Τὸ ζητεῖν ἢ πυνθάνεσθαι πρὸς διδασκαλίαν ἀνυσι-
μώτατον.
ΤΙΤΛ. ΙΘʹ. – Περὶ συνοχῆς πραγμάτων, καὶ
περισπασμοῦ.
»Πᾶς ὁ βίος ἀσεβοῦς ἐν φροντίδι.»
»Καὶ πάλιν τῷ ἁμαρτάνοντι ἔδωκεν περισπα-
σμόν.»
»Ὀχληρίαν καὶ περιφορὰν, εὑρίσκω αὐτὰ πικρό-
τερα ὑπὲρ θάνατον.»
Τέκνον, μὴ περὶ πολλὰ ἔστωσαν αἱ πράξεις σου.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus (3023: 001)


“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol.
1: excerpta de legationibus, pts. 1–2”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann,
1903.P. 491, l. 11

δὲ ὅπως ἂν Χοσρόην τὸν ἐμόν, ὅς μοι τῆς βασιλείας διάδοχος


ἔσται, εἰσποιητὸν παῖδα ποιήσαις. ταῦτα ἐπεὶ ἀπενεχθέντα βασι-
λεὺς Ἰουστῖνος εἶδεν, αὐτός τε περιχαρὴς γέγονε καὶ Ἰουστινιανὸς
ὁ βασιλέως ἀδελφιδοῦς, ὃς δὴ αὐτῷ καὶ τὴν βασιλείαν ἐκδέξασθαι
ἐπίδοξος ἦν, καὶ κατὰ τάχος ἐς τὴν πρᾶξιν ἠπειγέσθην τὴν εἰς-
ποίησιν ἐν γράμματι θέσθαι, ᾗ νόμος Ῥωμαίοις, εἰ μὴ Πρόκλος
ἐκώλυσεν, ὃς βασιλεῖ τότε παρήδρευε τὴν τοῦ καλουμένου κοιαί-
στωρος ἀρχὴν ἔχων, ἀνὴρ δίκαιός τε καὶ χρημάτων διαφανῶν ἀδο-
ξότατος. ὃς καὶ τότε ἀνταίρων ἔλεξεν ὧδε· νεωτέροις μὲν ἐγχει-
ρεῖν πράγμασιν οὐδὲ εἴωθα, ἄλλως δέδοικα πάντων μάλιστα εὖ
εἰδώς, ὅτι ἐν τῷ νεωτεροποιῷ τό γε ἀσφαλὲς οὐδαμῶς σώζεται.
δοκῶ δέ μοι, εἰ καὶ λίαν τις ἦν περὶ ταῦτα θρασύς, ἀποκνῆσαι ἂν
ἐς τήνδε τὴν πρᾶξιν καὶ κατορρωδῆσαι τὸν ἐξ αὐτῆς σάλον. οὐ γὰρ
ἄλλο οἶμαι οὐδὲν ἔν γε τῷ παρόντι ὑμῖν ἐν βουλῇ εἶναι, ἢ ὅπως
ἂν τὰ Ῥωμαίων πράγματα Πέρσαις εὐπρεπεῖ παραδοίημεν λόγῳ,
οἵ γε οὐκ ἐγκρυφιάζοντες οὐδὲ παραπετάσμασί τισι χρώμενοι,
ἀλλὰ διαρρήδην ὁμολογοῦντες τὸ βούλευμα οὕτως ἀναίδην ἀφαιρεῖ-
σθαι τὴν βασιλείαν ὑμᾶς ἀξιοῦσι, τῷ μὲν τῆς ἀπάτης φανερῷ
τὴν ὠφέλειαν προισχόμενοι, λόγῳ δὲ ἀναιδεῖ τὴν ἀπραγμοσύνην
προβεβλημένοι. καίτοι ἐχρῆν ἑκάτερον ὑμῶν ταύτην τῶν βαρβά-
ρων τὴν πεῖραν παντὶ ἀποκρούεσθαι σθένει· σὲ μέν, ὦ βασιλεῦ,
638

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De legationibus P. 494, l. 34

καὶ τῆς Ἑλληνίδος φωνῆς ἑρμηνέα σφίσιν ἐσόμενον, ἅπαντάς τε


Ῥωμαίους λαθόντες ἐς τὰ τῶν Περσῶν ἤθη ἀφίκοντο (ἅτε γὰρ ἐν
σπονδαῖς καθεστῶτες οὐκ ἐς τὸ ἀκριβὲς ταύτη ἐφύλασσον) Χος-
ρόου τε ἐς ὄψιν ἐλθόντες ἔλεξαν ὧδε· τοὺς μὲν ἄλλους ἅπαντας,
ὦ βασιλεῦ, πρέσβεις τῶν αὐτοῖς ἕνεκα ξυμφόρων ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖ-
στον ξυμβαίνει ἐς τὴν πρεσβείαν καθίστασθαι, ἡμᾶς δὲ Οὐίττιγις
ὁ Γότθων τε καὶ Ἰταλιωτῶν βασιλεὺς ἔπεμψε λόγους ὑπὲρ τῆς
σῆς ποιησομένους ἀρχῆς. καὶ αὐτὸν νόμιζε παρόντα σοι τὰ νῦν
φθέγγεσθαι τάδε. εἴ τίς σε, ὦ βασιλεῦ, ξυνελὼν φαίη τήν τε σὴν
βασιλείαν καὶ πάντας ἀνθρώπους Ἰουστινιανῷ προέσθαι, ὀρθῶς
ἂν εἴποι. ὁ μὲν γὰρ νεωτεροποιός τε ὢν φύσει καὶ τῶν οὐδ'
ὁπωστιοῦν αὐτῷ προσηκόντων ἐρῶν μένειν τε οὐ δυνάμενος ἐν
τοῖς καθεστῶσι γῆν μὲν ἅπασαν ξυλλαβεῖν ἐπεθύμησεν, ἑκάστῃ
δὲ ἀρχὴν περιβαλέσθαι ἐν σπουδῇ ἔσχεν. εἶτα (οὐδὲ γὰρ Πέρσαις
κατὰ μόνας ἐγχειρεῖν ἴσχυεν οὐδὲ Περσῶν οἱ ἀντιστατούντων οἷός
τε ἦν ἐπ' ἄλλους ἰέναι) σὲ μὲν τῷ τῆς εἰρήνης παραπετάσματι
ἐξαπατᾶν ἔγνω, τοὺς δὲ λοιποὺς βιαζόμενος μεγάλας δυνάμεις
ἐπὶ τῇ σῇ ἀρχῇ ἑταιρίζεσθαι. Βανδήλων μὲν οὖν ἤδη καθελὼν
τὴν δυναστείαν καὶ Μαυρουσίους καταστρεψάμενος, Γότθων αὐτῷ
φιλίας ὀνόματι ἐκποδὼν ἱσταμένων, χρήματά τε μεγάλα καὶ σώ-
ματα πολλὰ ἐπαγόμενος ἐφ' ἡμᾶς ἥκει, ἔνδηλος δέ ἐστιν, ἢν καὶ

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 2, p. 237, l. 12

παρεσκευάσατο, τοὺς δυνατωτάτους πρῶτον μὲν τῶν βουλευτῶν,


ἔπειτα καὶ τῶν ἄλλων συλλαμβάνων, πολλοὺς μὲν φανερῶς, οἷς
γε αἰτίαν τινὰ εὐπρεπῆ ἐπενεγκεῖν ἐδύνατο, πολλοὺς δὲ καὶ λάθρᾳ
ἀπεκτίννυε, καί τινας ὑπερώριζεν. οὐ γὰρ ὅτι τὸν Τούλλιόν τινες
αὐτῶν μᾶλλον ἢ ἐκεῖνον ἠγάπησαν, οὐδ' ὅτι γένη καὶ πλούτους ἢ
καὶ φρόνημα εἶχον, ἀνδρείᾳ τε ἐπιφανεῖ ἢ καὶ σοφίᾳ διαπρεπεῖ
ἐχρῶντο, τοὺς μὲν ἀμυνόμενος, τοὺς δὲ προκαταλαμβάνων, φθόνῳ
τε καὶ ὑποψίᾳ ἅμα μίσους ἐκ τοῦ μὴ ὁμοήθους ἔφθειρεν, ἀλλὰ
καὶ τοὺς πάνυ φίλους πρός τε τὴν μοναρχίαν οἱ σπουδάσαντας
οὐδὲν ἧττον τῶν ἑτέρων ἀπώλλυεν, νομίζων σφᾶς ὑπό τε τῆς
θρασύτητος καὶ ὑπὸ τῆς νεωτεροποιΐας, ὑφ' ἧς ἑαυτῷ τὴν ἀρχὴν
συγκατέπραξαν, κἂν ἄλλῳ τινὶ αὐτὴν δοῦναι. κἀκ τούτου τὸ κρά-
τιστον τῆς βουλῆς καὶ τῆς ἱππάδος ἀπανάλωσεν, οὐδ' ἀντικα-
639

θίστη τὸ παράπαν ἐς αὐτοὺς ἀντὶ τῶν ἀπολλυμένων οὐδένα.


μισεῖσθαι γὰρ ὑπὸ παντὸς τοῦ δήμου ἐπίστευε, καὶ τὰ τέλη
ἐκεῖνα ἀσθενέστατα ἐκ τῆς ὀλιγανθρωπίας ποιῆσαι ἐπεθύμει.
καὶ τήν γε γερουσίαν καὶ καταλῦσαι παντελῶς ἐπεχείρησεν, πᾶν
ἄθροισμα ἀνθρώπων, ἄλλως τε καὶ ἐπιλέκτων καὶ πρόσχημα
προστατείας τινὸς ἀπὸ παλαιοῦ ἐχόντων, πολεμιώτατον τυράννῳ
νομίζων εἶναι. δείσας δὲ μήπως οἱ τὸ πλῆθος ἢ καὶ αὐτοὶ οἱ
δορυφόροι, οἷά που πολῖται ὄντες,

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis“Excerpta historica


iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta, vol. 3: excerpta de
insidiis”, Ed. de Boor, C.Berlin: Weidmann, 1905.P. 41, l. 19

κείμενον· ὑπόπτως δὲ πάνυ πρὸς αὐτὸ ἔχουσι Ῥωμαῖοι δουλείας


οἰόμενοι εἶναι σύμβολον· ἐπελθόντες δὲ τῶν δημάρχων Λεύκιος
καὶ Γάιος ἐκέλευσάν τινι τῶν ὑπηρετῶν ἀναβάντι καθελεῖν αὐτὸ
καὶ ῥῖψαι. τοῦτο γενόμενον Καῖσαρ ὡς ᾔσθετο, καλέσας τὴν
σύγκλητον εἰς τὸ τῆς Ὁμονοίας ἱερὸν κατηγόρησε τῶν δημάρχων,
φάσκων αὐτοὺς εἶναι τοὺς περιθέντας κρύφα τὸ διάδημα, ὅπως
ἂν ἐν φανερῷ αὐτὸν ὑβρίσειαν καὶ δοκοῖεν ἀνδραγαθίζεσθαι ἐπὶ
τῇ ἐκείνου ἀτιμίᾳ, ὡς οὔτε βουλῆς οὔτ' αὐτοῦ ἐπιστρεφόμενοι·
μείζονός τε γνώμης καὶ ἐπιβουλῆς εἶναι αὐτοῖς τὸ δρασθέν, εἴ
πως δύναιντο εἰς τὸ πλῆθος αὐτὸν διαβαλόντες ὡς ἂν δυναστείας
παρανόμου ἐρῶντα καὶ αὐτοὶ ἐξάρχοντες νεωτεροποιίας ἀποκτεῖναι.
ταῦτα εἰπών, συνδόξαν τῇ συγκλήτῳ, ἤλασεν αὐτοὺς φυγάδας. καὶ
οἱ μὲν ᾤχοντο φεύγοντες, ἕτεροι δ' ἀντ' αὐτῶν δήμαρχοι ἐγένοντο·
ὁ δὲ δῆμος ἐβόα βασιλέα τε αὐτὸν εἶναι καὶ ἀναδεῖσθαι μηδὲν
ἔτι μέλλοντα, ἐπεὶ καὶ ἡ Τύχη αὐτὸν ἀναδέδεκεν. ὁ δὲ πᾶν ἂν
ἔφη χαρισάμενος τῷ δήμῳ διὰ τὴν πρὸς αὐτὸν εὔνοιαν τοῦτο
οὔποτε δώσειν, καὶ συγγνώμην ᾐτεῖτο εἰ ἀντιλέγει σώζων τὰ πά-
τρια· βούλεσθαι γὰρ τὴν ὕπατον ἀρχὴν ἔχειν νομίμως ἢ βασιλείαν
παρανόμως.

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 48, l. 22

νον ἐκ τοῦ Καπιτωλίου καὶ ἄλλο οἰκετῶν πλῆθος. συγκαλέσαντες


δὲ τὸν δῆμον διάπειραν ἔγνωσαν αὐτοῦ καὶ τῶν ἐν τέλει ποιή-
σασθαι πῶς ἔχουσι γνώμης πρὸς αὐτούς, πότερον ὡς τυραννίδα
παύσαντας ἀποδέχοιντο ἢ ὡς φονέας μείζω κακὰ ἀπ' αὐτῶν ἐκρα-
ήσεσθαι· οὐ γὰρ ἀπὸ μικρᾶς διανοίας καὶ παρασκευῆς γεγονέναι
ταῦτα, οὔτε ὑφ' ὧν ἐπράχθη οὔτε ἐπὶ οὓς ἐβουλεύθη· μεγάλα γὰρ δὴ
640

στρατόπεδα εἶναι τὰ Καίσαρος ἐπικουρικὰ καὶ μεγάλους ἡγεμό-


νας τοὺς διαδόχους αὐτοῦ τῆς διανοίας ὑπολελειμμένους. σιγὴ δὲ
τότε παρὰ τὸ ἄηθες ἐν θορύβῳ τῆς γνώμης πολλή, καραδοκούν-
των πάντων ὅ τι πρῶτον ὡς ἐν τοιῷδε τολμηθείη καὶ ἄρξειε τῆς
νεωτεροποιίας. ἐν τούτῳ δὲ Μάρκος Βροῦτος, κατὰ πολλὴν ἡσυ-
χίαν τοῦ δήμου τὸ μέλλον προσδεχομένου, σωφροσύνῃ τε βίου διὰ
παντὸς τιμώμενος κατά τε εὔκλειαν προγόνων καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ
ἐπιείκειαν εἶναι δοκοῦσαν, ἔλεξε τοιάδε. [ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩ ΠΕΡΙ
ΔΗΜΗΓΟΡΙΩΝ]
Μετὰ δὲ τὴν δημηγορίαν ἀναχωρήσαντες πάλιν εἰς τὸ Καπι-
τώλιον ἐβουλεύοντο περὶ τῶν παρόντων ὃ χρὴ ποιεῖν. ἔδοξε δ'
οὖν αὐτοῖς πέμψαι πρέσβεις πρός τε Λέπιδον καὶ Ἀντώνιον, ὅπως
ἂν πείσειαν ἐλθεῖν τε πρὸς αὐτοὺς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐν κοινῷ βου-
λεύεσθαι περὶ τοῦ μέλλοντος συνοίσειν τῇ πόλει, ὑπισχνεῖσθαί τε
αὐτοῖς πάνθ' ὅσα ἔχουσι παρὰ Καίσαρος ἐν δωρεᾶς μέρει κύρια

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 76, l. 9

τούτοις ἐπιτάξασα τὸν Ὀκταούιον ἔτι νέον ὄντα. [ΖΗΤΕΙ ΕΝ ΤΩ


ΠΕΡΙ ΚΑΙΣΑΡΩΝ].
31. Ὅτι μετὰ τὸ ἀνελεῖν Βροῦτον καὶ Κάσσιον τοὺς αὐθέντας
Καίσαρος τὸν Αὔγουστον καὶ διαλαχεῖν κλήρῳ τὴν ἀρχὴν Ἀντώνιος
ὁ ὕπατος πόλεμον ἔγνω κινεῖν κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἐμφύλιον. ἦν
δὲ οὗτος ἀδελφὸς Μάρκου Ἀντωνίου, τοῦ σὺν Καίσαρι Βρούτῳ
καὶ Κασσίῳ συμπολεμήσαντος. οὐ πολλῷ γε μὴν χρόνῳ ἐν Πε-
ρουσίῳ πόλει Τυρρηνικῇ σφόδρα τῶν ἀναγκαίων ἐνδείᾳ πιεσθεὶς
ἥλω μέν, οὐ μὴν ἀνῃρέθη, ἀλλ' ἐξηλάθη τῆς Ῥώμης πρὸς τοῦ
Καίσαρος σὺν τῇ γαμετῇ τοῦ Ἀντωνίου Φολουίᾳ· οὓς ὁ Καῖσαρ
ἤλασεν ὡς νεωτεροποιοὺς καὶ πολυπράγμονας.
32. Ὅτι Ἡρώδης ὁ τὸν πρόδρομον ἀποκεφαλίσας γενόμενος
ἐμπληθὴς ἐκρίνετο μῆνας ηʹ, καὶ κατὰ τὸν αὐτοῦ κοιτῶνα ἀνῃρέθη
ξίφει, συνειδυίας, ὥς φασι, καὶ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ.
33. Ὅτι ἐπὶ Τιβερίου τοῦ βασιλέως γενόμενος ὁ κύριος Ἰη-
σοῦς ἐτῶν λγʹ ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων κατηγορεῖτο, ὡς καταλύων αὐ-
τῶν τὴν δόξαν καὶ ἑτέραν ἀντεισάγων καινήν. καὶ συναχθέντες
ἅπαντες ἐν Ἱεροσολύμοις στάσιν ἐκίνουν κατ' αὐτοῦ, βλασφημίας
καταχέοντες εἴς τε τὸν θεὸν καὶ τὸν Καίσαρα. ἐντεῦθεν παρρη-
σίαν λαβόντες καὶ κρατήσαντες αὐτὸν ἐν νυκτὶ παρέδωκαν Ποντίῳ
Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι· ὅστις εἴτε διὰ δειλίαν τοῦ πλήθους εἴτε δι'

Κωνσταντίνος 7ος Πορφυρογέννητος. De insidiis P. 83, l. 27


641

ὑπ' ἐκείνου τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπηλείψατο, ἔπειτα δὲ τὸν κουρέα


μετακαλεσάμενος ξυρεῖν ἐκείνῳ τὸ γένειον παραδέδωκεν. ἐπεὶ δ'
ἀπῆλθεν οἴκαδε πρὸς τοὺς εἰωθότας διαβάλλειν τὸν ἄνδρα· εἰ
ἤθελέ με Σούρας ἀποκτεῖναι, χθὲς ἂν ἀπέκτεινεν. οὕτως ἄρα τὸ
πιστὸν τῆς γνώμης ἐξ ὧν αὐτῷ συνῄδει πεπραγότι μᾶλλον ἢ ἐξ
ὧν ἕτεροι ἐδόξαζον, ἐβεβαιοῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ
μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσάμενος κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς
κρείττοσιν.
47. Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ
πολέμια πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον
ἀποδειξάμενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη,
πρὸς τῆς Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς
τὴν ἔννοιαν. αὕτη γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί
τε καὶ ἄλλως νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασα τὸ μὴ εἰς ἕτερον
περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄν-
τος καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμ-
ψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν τινας, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθη-
ται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα, συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμ-
πράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ
δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη τῆς ἀληθείας ἄκων τε
πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι.

Joannes Doxapatres Rhet., Prolegomena in Aphthonii rogymnasmata


(3027: 001)“Prolegomenon sylloge”, Ed. Rabe, H.Leipzig: Teubner,
1931; Rhetores Graeci 14.Vol. 14, p. 104, l. 24

ρημάτων συγκείμενον, οἷον ὑποκείσθω ζήτημα τὸ Φιλίπ-


που συνεχῶς Χαιρώνειαν κατατρέχοντος γράφει Δημο-
σθένης διορύξαι τὸν Ἰσθμόν, εἶτα πρὸς σύστασιν τού-
του κεφάλαιον τὸ δυνατόν, ὅτι ῥᾴδιον τὸ διορύξαι τὸν
Ἰσθμόν. Ἐπιχείρημα δέ ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς
τοῦ προτεθέντος κεφαλαίου, ἐκ περιστάσεως ἔχων τὴν
γένεσιν, οἷον ὡς ἵνα πρὸς κατασκευὴν τοῦ προτεθέν-
τος κεφαλαίου ἐπαγάγωμεν ἐπιχείρημα ἀπὸ τῆς περι-
στάσεως ἤγουν ἀπὸ τοῦ προσώπου ἢ τοῦ τόπου ἢ τῶν
ἄλλων· ἀπὸ μὲν οὖν τοῦ προσώπου, ὅτι ῥᾴδιον τοῖς
Ἀθηναίοις τοῖς ἰσχυροῖς καὶ νεωτεροποιοῖς καὶ παρὰ
τῶν ἐχθρῶν ἐπαινουμένοις· ἀπὸ δὲ τοῦ τόπου, ὅτι γῆν
διορύξομεν, τὸ δὲ γῆν διορύσσειν παιδιά. Ἐργασία δέ
ἐστι λόγος κατασκευαστικὸς τοῦ προτεθέντος ἐπιχει-
ρήματος, ἐκ παραβολῆς ἢ παραδείγματος ἔχων τὴν γέ-
642

νεσιν· ἐκ μὲν οὖν παραδείγματος, οἷον ἐπεὶ καὶ Ξέρξης


ποτὲ διώρυξε τὸν Ἄθων· ἐκ δὲ παραβολῆς, ὡς εἴ τις
εἴποι δεῖν τοὺς γονέας τιμᾶν, εἶτα ἐργασίαν θήσει ἐκ
παραβολῆς ‘καὶ γὰρ καὶ τῶν θηρίων ἔστιν ἃ τοῦτο ποιεῖ’.
Τὸ δὲ ἐνθύμημα σύγκρισιν ἔχει τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ
ἐπιχειρήματος καὶ ἀπονέμει τὸ πλέον τῷ ἐπιχειρήματι,

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae nstantinopolitani
Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni 815”, Ed. Featherstone,
J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus Christianorum, Series Graeca
33.Ch. 6, l. 55

γε πολλὴν μὲν ὕβριν ὅσην τῆς θείας καὶ παναλκοῦς δεξιᾶς


κατέχεαν, πλεῖστα δὲ τῆς δόξης Χριστοῦ καθυλακτοῦντες ἐκε-
νολόγησαν, πολλὴν δὲ ἀδικίαν κατὰ τῆς σωτηρίου Χριστοῦ
ἐπιφανείας ἐλάλησάν τε καὶ ἐμελέτησαν· ἀθέως γὰρ ἐδογμάτι-
σαν εἰδώλοις τὴν δι' αὐτῆς ἐξ εἰδώλων λελυτρωμένην τοῦ θεοῦ
ἐκκλησίαν προσκεκυνηκέναι, καὶ τοῦτο αὐτοῖς τῆς βλασφημίας
τὸ προοίμιον· ὅπερ μετ' ἐγκωμίων οἱ νεόλεκτοι τούτων φοιτη-
ταὶ ὡς ἄσμενοι ὑπεδέξαντο· τοῦτο δὴ καὶ σύνοδον καλεῖν
τετολμήκασιν. σύνοδον δὲ ὁποίαν κλητέον ἀκουέτωσαν· τὴν
μαινάδα, τὴν σοβάδα, τὴν αὐθάδη, τὴν πάντολμον, τὴν νεωτεροποιόν,
τὴν καινοτόμον, τὴν ὑβρίστριαν, τὴν τῆς βλασφημίας
μητέρα, τὴν ἀποστατικὴν φάλαγγα, τὸν μανικὸν ὅμιλον, τὸ
Καϊαφαϊκὸν συνέδριον, τὸ λῃστρικὸν σύστρεμμα, τὸν λόχον
τὸν ψυχοφθόρον, τὸ θήρατρον τῶν λογικῶν ζῴων, τὸ Σατανι-
κὸν ἔνεδρον, τοῦ πονηροῦ τὸ ὅπλον, τὸ τῆς εὐσεβείας πολέμιον,
τὸ ἄνομον βουλευτήριον, τῶν λοιμῶν τὴν καθέδραν, τὸ Φαρι-
σαϊκὸν σύστημα, τὸ Ἰουδαϊκὸν σύνταγμα, τὸν ἀγυρτικὸν σύλ-
λογον, τὸ ὀχλαγωγὸν ἄθροισμα, τὸ ταραχοποιὸν ἄγυρμα, τὸν
ἐσμὸν τῶν κακῶν καὶ τῆς Χριστιανῶν θεοσεβείας ἀντίπαλον,
τὸ πάσης παρανομίας ἐπίμεστον καὶ πάσης κακίας καταγώ-
γιον. τίς ἂν λόγος ἐφίκοιτο; τίς ἱκανὸς ἀπαριθμήσασθαι ὅσα καὶ

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) (3094:


001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van Dieten, J.
Berlin: De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae 11.1.
Series Berol.nsis.Reign Man1,pt1, p. 49, l. of p. 23

ἀστοῖς ἀναγορεύσεως γράμμα ἐρυθροσήμαντον σφραγῖδί τε χρυσείᾳ καὶ


σηρικῷ νήματι ἔμπεδον, κόγχης ἀναδεδευμένῳ αἵματι, τῷ κλήρῳ τοῦ
643

Μεγάλου Νεὼ ἐπιδίδωσι, τυποῦν αὐτοῖς ἀργύρεα ἐτήσια κέρματα εἰς


μνᾶς
δὶς ἑκατὸν κορυφούμενα. ἐλέγετο δὲ καὶ ἑτέραν ἠρυθροδανωμένην βασί-
λειον γραφὴν ἐπιφέρεσθαι τὸν Ἀξοῦχον, διὰ χρυσίνων ταῦτα βραβεύου-
σαν· ἐπειδὴ γὰρ ὑπόνοιά τις τὸν κρατοῦντα ὑπέτρεχεν οὐκ ἀνεύλογος,
μήπως ἢ αὐτὸς Ἰσαάκιος τῷ δῆθεν δικαιότερος εἶναι πρὸς τὴν ἀρχὴν ἐκ
γενέσεως τὰ κατὰ τὴν πόλιν διαστασιάσειε πράγματα πατρῷον θάνατον
καὶ ξυναίμου ὑστερογενοῦς ἐνωτισάμενος ἀναγόρευσιν, εἴτ' οὖν ἡ ταῖς
τῶν βασιλέων προβλήσεσί τε καὶ μεταθέσεσιν ἀεί πως ἐπεισερχομένη
φιλοτάραχος καὶ νεωτεροποιὸς τῶν πλείστων ἔφεσις οὐκ εὔοδά οἱ τῷ
νέῳ ἄνακτι καὶ ἀκίνδυνα τὰ κατὰ τὴν βασιλείαν διάθοιντο, διὰ τοῦτο
πρὸς
ἀμφιρρεπῆ κατάστασιν τοῦ καιροῦ διπλᾶ τῷ Ἰωάννῃ φιλότιμα θεσπίσμα-
τα ἐγχειρίζεται. τὸ δὲ κατὰ ῥοῦν προβῆναι τὰ τῆς ἀποστολῆς καὶ ὡς
οὐκ ἦν τῷ πεπομφότι καὶ ἀφιγμένῳ διανοήσασθαι κάλλιον ἢ ἐπεύξασθαι
συνέσχε μὲν τὸ βραβεῦον τὰ χρύσεα, ἐξέφερε δὲ τὸ χορηγοῦν τὰ
ἀργύρεα.
Καὶ οἱ μὲν οὕτω τὴν βασιλικὴν προπαρεσκεύασαν εἴσοδον. ὁ δὲ βα-
σιλεὺς τὰ ὅσια τῷ πατρὶ ἐκτελέσας καὶ ταῖς ναυσὶ τὸ σῶμα ἐνθέμενος, αἳ
τῷ Πυράμῳ ποταμῷ ἐνωρμίζοντο, ὃς Μοψουεστίαν λιπαίνων θαλάσσῃ
προσπλέκεται, τά τε κατ' Ἀντιόχειαν, ὡς ὁ καιρὸς ἐνεδίδου, καταστησά-
μενος, ἀπάρας τῆς τῶν Κιλίκων διὰ τῆς ἄνω καλουμένης Φρυγίας ἐπε

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Alex2, p. 242, l. of p. 2

οὐρανὸν οὐκ ἐποίησαν, ποίαν οὐκ ἂν ἔδει τιμὴν θεοσεβοῦντας ἀπονεῖμαι


Χριστιανοὺς τῷ καλλίστῳ τῷδε καὶ θείῳ ναῷ, ὅνπερ ἀτεχνῶς θεοῦ χεῖρες
ἠρχιτεκτόνησαν καὶ ὕστατον καὶ πρῶτον ἐκαλλιτέχνησαν ἔργον ἀμίμη-
τον καὶ ἄντικρυς ἐπὶ γῆς οὐράνιον σφαίρωμα.
Κατὰ δὲ τοῦ πατριάρχου Θεοδοσίου βαρύμηνις ὢν ὁ πρωτοσεβαστὸς
ὡς τοῖς αὐτοῦ βουλήμασιν ἀνθισταμένου λαμπρῶς καὶ τὰς οἰκείας
ἐφέσεις
ἐγκόπτοντος καὶ πρότερον μὲν κατ' αὐτοῦ πολλοὺς τῶν ἀρχιερέων ἐπι-
συνέστησε χρυσίῳ καὶ συμποσίῳ διαφθείρας καὶ καθαιρέσει τοῦτον καὶ
ἀπόντα ὑπέβαλεν ὡς δῆθεν τῇ καισαρίσσῃ κατὰ τοῦ βασιλέως
ἐπαναστά-
σῃ προσθέμενον καὶ ὡς ἀφ' ὁρμητηρίου τοῦ ἱεροῦ στασιοκοπεῖν αὐτῇ
μεθ' ὅπλων ἐνδόντα καὶ νεωτεροποιεῖν ἀφρόνως καὶ ἀλογίστως· τάχα δ'
ἂν καὶ τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου ἀτίμως τηνικαῦτα κατέσπασεν, εἴπερ ἡ
καισάρισσα μὴ ἀμφοτέραις προσίστατο, τῷ μὲν πρωτοσεβαστῷ μὴ
χώραν διδοῦσα τὸν πατριάρχην καταγαγεῖν καὶ ἀντεισαγαγεῖν ἕτερον,
αὐτὸν δὲ τὸν ἱερώτατον ἄνδρα ἐπιμελῶς φρουροῦσα, μήπως ὑποχωρήσας
644

ἑαυτὸν μὲν ἀπαλλάξῃ πραγμάτων ἐν τῷ καθ' ἡσυχίαν ζῆν εἰς ἣν ἐδομή-


σατο μονὴν κατὰ τὴν νῆσον τὴν Τερέβινθον, ἑαυτῇ δὲ ἀπωλείας φανεῖται
πρόξενος εὐθὺς ἐκ τοῦ ναοῦ ἁρπαγησομένῃ καὶ πεισομένῃ τὰ χείριστα.
τότε δὲ καιρὸν εὑρὼν τῷ θυμῷ χαρίσασθαι τῶν ἱερῶν ἀρχείων ἀπελαύνει
τὸν ὅσιον καὶ τῇ τοῦ Παντεπόπτου περιορίζει μονῇ. πλείστας γε μὴν
ὁδοὺς τεμὼν καὶ πολλαῖς ἀντιπαλαίσας ἐννοίαις καὶ τοῖς τότε πονηρο

Ιωάννης Ζωναράς. Epitome historiarum (lib. 1–12) (3135:


001)“Ioannis Zonarae epitome historiarum, 3 vols.”, Ed. Dindorf,
L.Leipzig: Teubner, 1:1868; 2:1869; 3:1870.Vol. 2, p. 330, l. 6

τίου φύς, τῷ Περσεῖ δ' ἐμφερὴς τὸ εἶδος γενόμενος


καὶ παῖς εἶναι ἐκείνου πλαττόμενος καὶ Φίλιππον
ἑαυτὸν ὀνομάζων, ἐπὶ πλεῖστον ἀπέστησε. τὸ μὲν
γὰρ πρῶτον ἐς τὴν Μακεδονίαν ἐλθὼν ταράττειν
αὐτὴν ἐπειρᾶτο, ὡς δὲ οὐδεὶς προσεῖχεν αὐτῷ, πρὸς
τὸν Δημήτριον εἰς τὴν Συρίαν ἐτράπετο, ὡς ἐξ ἐκεί-
νου διὰ τὸ γένος βοηθείας τευξόμενος. συλληφθεὶς
δὲ παρ' ἐκείνου καὶ εἰς τὴν Ῥώμην πεμφθείς, ὅτι τε
μὴ ὢν τοῦ Περσέως υἱὸς ἠλέγχθη καὶ ὅτι οὐδέ τι
ἕτερον εἶχεν ἄξιον λόγου, κατεφρονήθη. καὶ ἀφεθεὶς
χεῖρά τε συνήγαγεν ἀνθρώπων νεωτεροποιῶν καὶ
πόλεις πολλὰς ἐπηγάγετο, καὶ τέλος βασιλικὴν στολὴν
περιθέμενος καὶ δύναμιν συγκροτήσας εἰς Θρᾴκην
ἀφίκετο, καὶ συχνοὺς μὲν τῶν αὐτονόμων, συχνοὺς
δὲ καὶ τῶν δυναστῶν τοῖς Ῥωμαίοις ἀχθομένους
παραλαβὼν εἰς Μακεδονίαν ἐνέβαλε καὶ αὐτὴν κα-
τέσχε, καὶ ἐπὶ τὴν Θεσσαλίαν ὁρμήσας οὐκ ὀλίγα
ταύτης προσεποιήσατο.

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.
Leipzig: Crusius, 1808, Repr. 1967.Alphabetic letter nu, p. 1390, l. 8

Νέρτερος. ὑποκάτω νεκροῦ, ἢ ὁ ὑπὸ γῆν νεκρός.


Νεστοριανοί. ὧν ἡ αἵρεσις αὕτη· ἄλλον μὲν τὸν
Χριστὸν, ἄλλον δὲ τὸν υἱὸν ἔλεγον.
Νεφθαλείμ. ἑρμηνεύεται στέλεχος ἀνειμένον,
ἤγουν φυτὸν πλατυνόμενον.
Νεφρός. παρὰ τὸ νείφεσθαι, τὸ οὐρῶ. τὸ δὲ
645

νείφειν κυρίως ἐπὶ τῆς ἐκ νέφους καταφορᾶς


τῶν ὑδάτων.
Νεωτεροποιός. ἀντάρτης· τύραννος.
Νεώνητος. ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς.
Νεωκόρος. ὁ τοῦ ναοῦ ἐπιμελούμενος. κορεῖν γὰρ
παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς τὸ σαίρειν, καὶ τὸ κο-
σμεῖν καὶ ἐπιμελεῖσθαι.
Νεώς. ὁ ναός. [Ἀττικῶς. τὸν νεὼν ἡ αἰτιατικὴ,
σὺν τῷ ν. καὶ λαγὼν καὶ Κῶν. ἡ δὲ γενικὴ καὶ
δοτικὴ ἄνευ τοῦ ν, τοῦ νεὼ καὶ τῷ νεῷ.]
Νεόφυτος. ὁ νεοκατήχητος. παρὰ τῷ Ἀποστό-
λῳ· μὴ νεόφυτον, ἵνα μὴ τυφωθεὶς εἰς κρί-
μα ἐμπέσῃ τοῦ διαβόλου.

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae (3169: 001)“Ioannis


Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.
Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Vol. 1, p. 159, l. 21

θις χωρήσομεν εἰς μερισμοὺς, πρῶτον μὲν αὐτὸ τοῦτο, τὸ δυ-


σὶν ἔτεσι καὶ ἑξήκοντα ὁμοῦ πάντων ἄρχοντα αὐτὸν, νῦν τῆς
κατὰ πάντων ἐξουσίας ἀποστερεῖσθαι, ἱκανὸν πρὸς ταραχὴν
καὶ δυνατὸν τοῖς συκοφάνταις πεῖσαι προσέχειν ὡς ἐπιβουλεύ-
εται παρ' ἡμῶν καταψευδομένοις. ἔπειτα δὲ καὶ τούτοις αὐ-
τοῖς, ὥστ' ἔχειν ῥάπτειν τὰς διαβολὰς, ὕλην ἂν παράσχοιμεν
πολλήν· ἐχόντων δὲ ἐκείνων δύναμιν κακουργεῖν, οὐκ ἐν πολ-
λῷ χρόνῳ ἀναγκασθησόμεθα αὖθις πολεμεῖν. οὐκ ἠρεμήσουσι
γὰρ, ἄχρις ἂν ποικίλαις καὶ πολλαῖς διαβολαῖς ἐξορμήσωσι
πρὸς πόλεμον τὸν βασιλέα. μὴ θαυμάσητε δὲ, εἰ παρὰ τῶν
νεωτεροποιῶν τούτων καὶ φθόρων ἐξαπατήσεσθαι τὸν βασιλέα
λέγων, ἐμαυτὸν ἐξαίρω τοῦ λόγου ὡς μὴ τὰ ἴσα δυνάμενον
παθεῖν, (καίτοι γε οὕτως ἔχω παρασκευῆς καὶ γνώμης, ὡς οὐδ'
ἂν εἴ τι γένοιτο, μήτοι γε ἐκ διαβολῆς, ἀλλ' οὐδ' εἰ ἀληθῆ τὰ
λεγόμενα εἴη, πρὸς πόλεμον πρότερος αὐτὸς ἐξορμήσων, πρὶν
ἂν αὐτοῖς ἔργοις ἀναγκασθῶ ὡς ἐπιόντα ἀπωσόμενος τὸν πό-
λεμον, τὰ ὅπλα ἀναλαμβάνειν,) ἀλλ' ὡς ἐνέχυρα ἱκανὰ πρὸς
ἐκεῖνον τῆς διαβολῆς ἐχούσης. ὁ γὰρ ἄρχων μὴ τὴν ἀρχὴν
ἀφαιρεθείη δεδοικὼς, κἂν ἐπιβουλεύεσθαι πεισθείη· ὁ δουλεύων
δὲ οὐκ ἂν πείθοιτο ῥᾳδίως. τούτων δὴ ἕνεκα ὧν εἶπον, μὴ
πάλιν πρὸς μερισμοὺς τῆς ἀρχῆς ἐπιπολὺ σκεψαμένῳ ἔδοξε
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 476, l. 19
646

χρήμασι πληρώσας τριήρεις καὶ ἐκ Σικελίας μίαν προσεται-


ρισάμενος Δηλίους τε πείσας πέντε παρασχεῖν, ἀκηρύκτως
ἐπέπλευσε Λεσβίοις. καὶ Μιτυληναίους μὲν εἷλε τειχομαχίᾳ,
ἀπαρασκεύοις προσπεσὼν καὶ καταπλήξας τῷ ἀπροσδοκήτῳ·
ἐκράτησε δὲ καὶ τῶν ἄλλων φρουρίων συμπάντων ὅσα ἦν
κατὰ τὴν νῆσον· Ἐρεσσοῦ δὲ καὶ Μηθίμνης ἀπεπείρασαν
μὲν, ἥττους δὲ ὀφθέντες τῶν τειχῶν ἀπέσχοντο, καὶ νῦν
ταῦτα μόνα τὴν πρὸς βασιλέα εὔνοιαν καὶ δουλείαν ἀποσώ-
ζει. τοιαῦτα περὶ Λέσβου πυθόμενος ὁ βασιλεὺς, Λατίνοις
μὲν τοῖς κατὰ Γαλατᾶν ἀποίκοις οὖσι Γεννουϊτῶν πολλὴν
ὠνείδισε τὴν πονηρίαν καὶ τὴν νεωτεροποιΐαν, καὶ διεμαρ-
τύρατο ὅτι παρὰ τὰ συγκείμενα Ῥωμαίοις καὶ αὐτῶν τῇ
βουλῇ καὶ τῷ δήμῳ οἰκείᾳ χρώμενοι μοχθηρίᾳ καὶ πανουργίᾳ
πράττουσιν, ἐξ ὧν οὐ ζημίας μόνον, ἀλλὰ καὶ πόνους καὶ
κινδύνους τοῖς Ῥωμαίων βασιλεῦσι προξενοῦσιν. οἷς οὐδὲ
αὐτοὶ εἶχον ἀντειπεῖν ὡς δικαίως οὐ κατηγοροῦνται. αὐτὸς
δὲ ἐν ἡμέραις εἴκοσι ταῖς πάσαις τεττάρων καὶ ὀγδοήκοντα
νεῶν στόλον ἐξηρτύετο, ὧν ἦσαν αἱ τέτταρες καὶ τετταρά-
κοντα διήρεις καὶ τριήρεις· αἱ λοιπαὶ δὲ μονήρεις ἦσαν.
εἵποντο δὲ καὶ νῆες φορτηγοὶ ἄγουσαί τε στρατιώτας πεζο-
μάχους καὶ σῖτον καὶ τὰ ἄλλα ἐπιτήδεια τῇ στρατιᾷ. καὶ

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 1, p. 495, l. 7

το αὐτοῖς ὁ μέγας δομέστικος ἔργῳ ἐπληροῦτο, καὶ αὐτῶν


Μιτυλήνην παραδόντων βασιλεῖ, ἐκβληθέντων τῶν φρουρῶν·
Σαρχάνῃ τε ὁ βασιλεὺς τὸν παῖδα ἀποδοὺς καὶ τοῖς ἄλλοις
Πέρσαις, χάριτας αὐτῷ πολλὰς τῆς ἐλευθερίας τῶν παίδων
ἕνεκα ὁμολογοῦσιν, αὐτὸς εἰς Βυζάντιον ἀπέπλευσε, Λέσβον
ὑπὸ Λατίνοις ἤδη γεγενημένην Ῥωμαίοις ἀνασώσας.
λβʹ. Ὀλίγου δὲ παρελθόντος χρόνου, ἠγγέλλετο ἐκ τῆς
ἑσπέρας παρὰ τῶν ἐπιτροπευόντων ἐκεῖ, ὅτι οἱ περὶ Βαλά-
γριτα καὶ Κάνινα νεμόμενοι Ἀλβανοὶ, εὐχερεῖς ὄντες πρὸς
μεταβολὰς καὶ φύσει νεωτεροποιοὶ, ἃς πρὸς βασιλέα ἐποιή-
σαντο συνθήκας παραβαίνοντες, ταῖς ἐκεῖσε πόλεσιν ἐξ ἐφόδου
ἐπιόντες, κακῶς διατιθέασι καὶ λεηλατοῦσιν. οἳ καὶ πρότερον
τοιαῦτά τινα ἐτόλμων καὶ συνιστάμενοι πολλοὶ καὶ ἄποροι,
τὰς πόλεις κακῶς ἐποίουν ἄχρις ἂν στρατιὰν ἐπ' ἐκείνους
πέμψας βασιλεὺς, ἀναγκάσειεν εἰρήνην ἄγειν καὶ τοὺς ἑσπε-
ρίους ἀδικεῖν μηδέν. ἐπειδὰν δὲ ἡ στρατιὰ ἐπ' οἴκου διαλυ-
θείη καὶ τὸ θέρος ἐπιγένοιτο, οὐκέτι οἷοί τε ἦσαν ἠρεμεῖν,
ἀλλὰ λῃστείαις καὶ φανεραῖς ἐπιδρομαῖς ἐπίεζον τὰς πόλεις
647

τὰς ἐκεῖ. τότε δὲ πολλοί τε καὶ ὁμοίας περὶ τὸ ἀδικεῖν τὰς


γνώμας ἔχοντες συστάντες, Βαλάγριτά τε καὶ Κάνινα

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 175, l. 1

μαι, τὴν ἴσην καὶ αὐτὸν περὶ ὑμᾶς ἐπιδεικνύμενον κηδεμο-


νίαν, ἃ συνοίσειν οἴομαι ὑμῖν ἑκάστῳ καὶ παραινεῖν καὶ
ἐπιτρέπειν. οὐ γὰρ ἂν εἴη φιλοῦντος, εἰ τῶν ἰδίᾳ τι ἐμοὶ
διαφερόντων ἕνεκα τῆς τῶν ἄλλων σωτηρίας ἀμελοίην. ὅσοις
τοίνυν ὑμῶν ἐν αἷς οὐχ ὑπόκεινται πόλεσιν ἡμῖν ἢ κώμαις
οἰκίαι τέ εἰσι καὶ τέκνα καὶ γυναῖκες καὶ ἡ ἄλλη τοῦ βίου
ἀφορμὴ, οὐ χρὴ τῆς εἰς ἡμᾶς εὐνοίας ἕνεκα ἐνταῦθα καρτε-
ροῦντας, τὰ οἰκεῖα ἀπολύειν. ἄτοπον γὰρ τὴν εἰς ἐμὲ φιλίαν
μεγάλων αἰτίαν ὑμῖν ὀφθῆναι συμφορῶν. οὐ γὰρ ἀποσχή-
σονται οὐδενὸς δεινοῦ, οἱ πάντα οὗτοι τολμηταὶ καὶ πέρα τοῦ
μετρίου νεωτεροποιοί. ἀλλ' εἰς τὰς οἰκίας ἀπελθόντες, τὴν
ἴσην εὔνοιαν διασώζετε ἡμῖν καὶ, καιροῦ καλοῦντος, ἐπιδεί-
ξασθε.” ἔπειτα τοῖς τῶν χρημάτων ἐκέλευε ταμίαις, τοῖς
μὲν μισθοφόροις, εἴ τι τοῦ μισθοῦ ὠφείλετο, ἀποδιδόναι
καὶ προσέτι ἐπεδαψιλεύετο· τοῖς δ' ἄλλοις, ὅσοι ἐκ χωρίων
τὰς προσόδους εἶχον, καὶ αὐτοῖς χρυσίον διανείμας ἱκανὸν,
ἀπέπεμπε πρὸς τὰς οἰκίας, πολλὰς καὶ μεγάλας τῆς κηδεμονίας
ἕνεκα τὰς χάριτας ὁμολογοῦντας καὶ ὡς, ἢν λάβωνται και-
ροῦ, τῆς εὐεργεσίας ἄξιοι φανεῖσθαι ἐπαγγελλομένους. ὅσοις
δὲ μὴ γυναῖκες ἦσαν καὶ τέκνα, κατεῖχε παρ' αὐτῷ, καὶ εἴ
τις ἕτερος ἑκὼν εἶναι ὑπελείπετο. μετὰ δὲ τοῦτο στρατιὰν

Aeneas Phil., Rhet., Theophrastus sive de animarum immortalitate et


corporum resurrectione dialogus (4001: 001)“Enea di Gaza.
Teofrasto”, Ed. Colonna, M.E.Naples: Iodice, 1958.P. 16, l. 13

προτίθεται· οἱ δὲ τὰς θύρας ἀκριβῶς συγκλείσαντες, ὡς ἂν μηδαμόθεν


εἰσδύνοιτο πνεῦμα, τότε μὲν ἀπῆλθον· ἀριθμήσαντες δὲ ἡμέρας τεσσαρά-
κοντα καὶ ὕστερον διανοίξαντες, σεσηπότα μὲν τὸν βοῦν εὑρίσκουσι,
μυρία δὲ ἀνθ' ἑνὸς ζῷα περιιπτάμενα· μελιττῶν γοῦν ἐξαίφνης πλήρης
ὁ οἶκος ἐφάνη, αἳ τοῦ βοὸς ἐξεγένοντο καὶ τραφεῖσαι βοτρυδὸν τοῖς
πτεροῖς
ἐχρήσαντο· ταύτας οἱ μελιττουργοὶ παραλαβόντες καὶ θεραπεύσαντες,
τὴν
τοῦ μέλιτος ἐργασίαν εὖ πράττειν ἐποίησαν. Ἄρ' οὖν ἡ μία ψυχὴ κερ-
ματισθεῖσα εἰς τὰς μυρίας διεσκέδασται, ἃς συλλέξας ὁ βοῦς μόνος κα-
648

τεῖχεν, ἢ τὰς πολλὰς ἐκείνας προσκαλεσαμένη τὰς τῶν μελιττῶν ἀγέλας


συνέταττε; Ταῦτά μοι καταγέλαστα διαφαίνεταί, σοι δὲ οὐχ οὕτως; Τάχα
δὲ ἥξουσι καὶ τέταρτον νεωτεροποιοῦντες. ἀλλ' ὅση τῶν λόγων ἡ μάχη,
τοσαύτη τῶν δογμάτων ἡ πλάνη. Ποῖ φέρεσθε, ὦ Ἀθηναῖοι, ὁτῳοῦν μυ-
θολογοῦντι πειθόμενοι;

Syrianus Phil., Commentarium in Hermogenis librum περὶ στάσεων


(4017: 004)“Syriani in Hermogenem commentaria, vol. 2”, Ed. Rabe, H.
Leipzig: Teubner, 1893.P. 184, l. 9

‘τὰ δὲ τοῦ πολέμου καὶ τῶν ἑκατέροις ὑπαρχόντων


ὡς οὐκ ἀσθενέστερα ἕξομεν, γνῶτε καθ' ἕκαστον
ἀκούοντες. αὐτουργοί τε γάρ εἰσι Πελοποννήσιοι καὶ
οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ χρήματα αὐτοῖς ἐστιν, ἔπειτα
χρονίων πολέμων καὶ διαποντίων ἄπειροι’ καὶ τὰ
ἑξῆς, εἶτα ἐπήγαγε ‘καὶ τὰ μὲν Πελοποννησίων τοιαῦτα
καὶ παραπλήσια τούτοις ἔμοιγε δοκεῖ· τὰ δὲ ἡμέτερα
τούτων τε ὧν ἐκείνοις ἐμεμψάμην ἀπηλλάχθαι καὶ ἄλλα
οὐκ ἀπὸ τοῦ ἴσου μεγάλα ἔχειν’ καὶ τὰ ἑξῆς· πάλιν
ἐν τῇ Κορινθίων πρὸς Λακεδαιμονίους δημηγορίᾳ
τοῦτο ποιεῖ λέγων ‘οἱ μὲν γὰρ νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπι-
νοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν, ἡμεῖς
δὲ τὰ ὑπάρχοντά τε σῴζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ
ἔργῳ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐξικέσθαι· αὖθις δὲ οἱ μὲν
καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλ-
πιδες, τὸ δὲ ἡμέτερον τῆς τε δυνάμεως ἐνδεᾶ πρᾶξαι
καὶ τῆς γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦσαι τῶν τε
δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι· καὶ μὴν καὶ
ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημηταὶ [καὶ]
πρὸς ἐνδημοτάτους’. καὶ ἔστι τοῦτο τῶν δαιμονίως
τε καὶ συντόμως ἀπηγγελμένων ἀντιθέτων·

Agathias Scholasticus Epigr., Hist., Historiae (4024: 001)


“Agathiae Myrinaei historiarum libri quinque”, Ed. Keydell, R.
Berlin: De Gruyter, 1967; Corpus fontium historiae Byzantinae 2. Series
Berol.nsis.P. 133, l. 1

ἀπεκτόναμεν; καίτοι τὴν τοῦ δυσμενοῦς ἐπωνυμίαν οἱ κατήγοροι διευ-


κρινήσαντες οὐ τῷ πορρωτέρω ταχθέντι προσήκειν φασίν, ἀλλ' ὅτῳ ἄν,
εἰ καὶ ὁμόφυλος ᾖ, τὰ τοῖς ἐναντίοις κεχαρισμένα σπουδάζοιτο· καὶ
τήνδε τὴν δόξαν καὶ ἡμεῖς ἀρίστην ἡγούμεθα καὶ ἀληθεστάτην καὶ οἵαν
649

τῆς τοῦ πράγματος φύσεως ἐστοχάσθαι. 4 οὐκοῦν, ἑκατέρους οὕτως


ἀρέσκον, φέρε πολέμιον ἀποδείξωμεν τὸν Γουβάζην τῷ δοθέντι χρώ-
μενοι τεκμηρίῳ. τούτου γὰρ ταύτῃ καὶ δὴ δεικνυμένου καὶ τὸ δικαίως
αὐτὸν ἀνῃρῆσθαι συναναφανεῖται. 5 ἅπαν μὲν οὖν ἀεὶ βάρβαρον
φῦλον, εἰ καὶ κατήκοον ᾖ τοῖς Ῥωμαίοις, ἀλλὰ τῷ τῆς γνώμης ἀλλο-
τριωτάτῳ διεστηκὸς καὶ τῇ τάξει τῶν νόμων ἀχθόμενον ἐπὶ τὸ νεωτερο-
ποιὸν καὶ ταραχῶδες φέρεσθαι πέφυκεν· καὶ ἥδιστα μὲν ἂν ἐφ' ἑαυτῷ
βιοῦν διατελοίη μηδαμῶς ὑφ' ἑτέροις ταττόμενον, ὡς μηδὲ τῶν ἀδικη-
μάτων εὐθύνας ὑπέχειν. εἰ δὲ τοῦτο μὴ οἷόν τε, τὸ γοῦν τὰ ὁμοδίαιτα
τῶν ἐθνῶν καὶ μᾶλλον τοῖς οἰκείοις πλησιάζοντα τρόποις ἐπάγεσθαι
προὔργου ποιοῦνται. 6 πλὴν ἀλλ' εἰ καὶ τούτοις ἀτεχνῶς ὁ Γουβάζης
ὑπῆκτο τοῖς πάθεσι τῷ βάρβαρός τε πεφυκέναι καὶ τὴν κοινὴν τοῦ γένους
νοσεῖν ἀπιστίαν, ὁ δὲ καὶ πρὸς τοῦτο κακίας ἐχώρει καθ' ἡμῶν, ὡς
μηκέτι διαλανθάνειν οἴεσθαι δεῖν, τοὐναντίον μὲν οὖν καὶ πρὸς ἔργον
ἄγειν ἐπείγεσθαι τὴν προσπεπηγυῖαν τέως τῷ νῷ καὶ ὑποκρυπτομένην
δυσμένειαν. 7 ἡμῶν γὰρ διαπονουμένων καὶ πάντα κίνδυνον μετιόν-
των, ὡς ἂν τοῖς πολεμίοις μηδὲν ὁτιοῦν τῶν κατὰ γνώμην ἐκβαίη, αὐτὸς

Προκόπιος ιστορικός. De bellis (4029: 001)“Procopii Caesariensis


opera omnia, vols. 1–2”, Ed. Wirth, G. (post J. Haury)Leipzig: Teubner,
1:1962; 2:1963.B. 1, ch. 11, se. 13, l. 3

λέως ἀδελφιδοῦς, ὃς δὴ αὐτῷ καὶ τὴν βασιλείαν ἐκδέ-


ξασθαι ἐπίδοξος ἦν. καὶ κατὰ τάχος ἐς τὴν πρᾶξιν
ἠπειγέσθην τὴν ἐσποίησιν ἐν γράμμασι θέσθαι, ᾗ νό-
μος Ῥωμαίοις, εἰ μὴ Πρόκλος ἐκώλυσεν, ὃς βασιλεῖ
τότε παρήδρευε τὴν τοῦ καλουμένου κοιαίστωρος ἀρχὴν
ἔχων, ἀνὴρ δίκαιός τε καὶ χρημάτων διαφανῶς ἀδωρό-
τατος. διὸ δὴ οὔτε νόμον τινὰ εὐπετῶς ἔγραφεν οὔτε
τι τῶν καθεστώτων κινεῖν ἤθελεν, ὃς καὶ τότε ἀνταί-
ρων ἔλεξε τοιάδε· “Νεωτέροις μὲν ἐγχειρεῖν πράγμα-
“σιν οὔτε εἴωθα καὶ ἄλλως δέδοικα πάντων μάλιστα,
“εὖ εἰδὼς ὅτι ἐν τῷ νεωτεροποιῷ τό γε ἀσφαλὲς οὐ-
“δαμῶς σώζεται. δοκῶ δέ μοι, εἰ καὶ λίαν τις ἦν
“περὶ ταῦτα θρασὺς, ἀποκνῆσαι ἂν ἐς τήνδε τὴν
“πρᾶξιν καὶ κατορρωδῆσαι τὸν ἐξ αὐτῆς σάλον· οὐ
“γὰρ ἄλλο οὐδὲν οἶμαι ἔν γε τῷ παρόντι ἡμῖν ἐν
“βουλῇ εἶναι ἢ ὅπως ἂν τὰ Ῥωμαίων πράγματα Πέρ-
“σαις εὐπρεπεῖ παραδοίημεν λόγῳ, οἵ γε οὐκ ἐγκρυφιά-
“ζοντες οὐδὲ παραπετάσμασί τισι χρώμενοι, ἀλλὰ
“διαρρήδην ὁμολογοῦντες τὸ βούλευμα, οὕτως ἀνέδην
650

“ἀφαιρεῖσθαι τὴν βασιλείαν ἡμᾶς ἀξιοῦσι, τῷ μὲν τῆς


“ἀπάτης φανερῷ τὴν ἀφέλειαν προϊσχόμενοι, λόγῳ δὲ

Προκόπιος ιστορικός. De bellis B. 2, ch. 2, se. 6, l. 2

οὐκ ἐς τὸ ἀκριβὲς ταύτῃ ἐφύλασσον. Χοσρόου τε ἐς


ὄψιν ἐλθόντες ἔλεξαν τοιάδε “Τοὺς μὲν ἄλλους ἅπαν-
“τας, ὦ βασιλεῦ, πρέσβεις τῶν αὐτοῖς ἕνεκα ξυμφόρων
“ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον ξυμβαίνει ἐς τὴν πρεσβείαν καθ-
“ίστασθαι, ἡμᾶς δὲ Οὐίττιγις ὁ Γότθων τε καὶ Ἰτα-
“λιωτῶν βασιλεὺς ἔπεμψε τοὺς λόγους ὑπὲρ τῆς σῆς
“ποιησομένους ἀρχῆς· καὶ αὐτὸν νόμιζε παρόντα σοι
“τανῦν φθέγγεσθαι τάδε. εἴ τίς σε, ὦ βασιλεῦ, ξυνε-
“λὼν φαίη τήν τε σὴν βασιλείαν καὶ πάντας ἀνθρώ-
“πους Ἰουστινιανῷ προέσθαι, ὀρθῶς ἂν εἴποι. ὁ μὲν
“γὰρ νεωτεροποιός τε ὢν φύσει καὶ τῶν οὐδ' ὁπως-
“τιοῦν αὐτῷ προσηκόντων ἐρῶν, μένειν τε οὐ δυνά-
“μενος ἐν τοῖς καθεστῶσι, γῆν μὲν ἅπασαν ξυλλαβεῖν
“ἐπεθύμησεν, ἑκάστην δὲ ἀρχὴν περιβαλέσθαι ἐν
“σπουδῇ ἔσχεν. εἶτα (οὐδὲ γὰρ Πέρσαις κατὰ μόνας
“ἐγχειρεῖν ἴσχυεν οὐδὲ Περσῶν οἱ ἀντιστατούντων
“οἷός τε ἦν ἐπ' ἄλλους ἰέναι) σὲ μὲν τῷ τῆς εἰρήνης
“παραπετάσματι ἐξαπατᾶν ἔγνω, τοὺς δὲ λοιποὺς βια-
“ζόμενος μεγάλας δυνάμεις ἐπὶ τῇ σῇ ἀρχῇ ἑταιρίζε-
“σθαι. Βανδίλων μὲν οὖν ἤδη καθελὼν τὴν βασιλείαν
“καὶ Μαυρουσίους καταστρεψάμενος, Γότθων αὐτῷ

Προκόπιος ιστορικός. Historia arcana (= Anecdota) (4029: 002)


“Procopii Caesariensis opera omnia, vol. 3”, Ed. Wirth, G. (post J.
Haury)Leipzig: Teubner, 1963.Ch. 8, se. 26, l. 3

τατος, καὶ δάκρυα οὐχ ὑφ' ἡδονῆς τινος ἢ πάθους


ἐκφέρων, ἀλλὰ τεχνάζων ἐπὶ καιροῦ κατὰ τὸ τῆς χρείας
παρὸν, ψευδόμενος ἐς ἀεὶ, οὐκ εἰκῆ μέντοι, ἀλλὰ καὶ
γράμματα καὶ ὅρκους δεινοτάτους ἐπὶ τοῖς ξυγκειμένοις
πεποιημένος, καὶ ταῦτα πρὸς τοὺς κατηκόους τοὺς αὑ-
τοῦ. ἀνεχώρει δὲ τῶν τε ὡμολογημένων καὶ ὀμωμος-
μένων εὐθὺς, ὥσπερ τῶν ἀνδραπόδων τὰ χείριστα,
δέει τῶν ἐγκειμένων σφίσι βασάνων διώμοτα εἰς τὴν
651

ὁμολογίαν ἠγμένα. φίλος ἀβέβαιος, ἐχθρὸς ἄσπονδος,


φόνων τε καὶ χρημάτων διάπυρος ἐραστὴς, δύσερίς τε
καὶ νεωτεροποιὸς μάλιστα, ἐς μὲν τὰ κακὰ εὐπαράγωγος,
ἐς δὲ τὰ ἀγαθὰ οὐδεμιᾷ ξυμβουλῇ ἥκων, ἐπινοῆσαι
μὲν τὰ φαῦλα καὶ ἐπιτελέσαι ὀξὺς, τῶν δὲ δὴ ἀγαθῶν
καὶ αὐτήν που τὴν ἀκοὴν ἁλμυρὰν εἶναι οἰόμενος.
πῶς ἄν τις τῶν Ἰουστινιανοῦ τρόπων ἐφικέσθαι τῷ
λόγῳ δυνατὸς εἴη; ταῦτά τε καὶ πολλὰ ἔτι μείζω κακὰ
οὐ κατὰ ἄνθρωπον ἔχων ἐφαίνετο, ἀλλὰ πᾶσαν ἡ φύσις
ἐδόκει τὴν κακοτροπίαν ἀφελομένη τοὺς ἄλλους ἀνθρώ-
πους ἐν τῇ τοῦδε τοῦ ἀνδρὸς καταθέσθαι ψυχῇ. ἦν
δὲ πρὸς τοῖς ἄλλοις ἐς μὲν τὰς διαβολὰς εὔκολος
ἄγαν, ἐς δὲ τὰς τιμωρίας ὀξύς. οὐ γάρ τι πώποτε

Φώτιος βιβλιοθήκη. (4040: 001)“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed.


Henry, R.Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965;
5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.Codex 66, Bekker p. 33b, l. 23

παῖδα, ὃν ἀνεῖλε, περιεποιήσατο. Ἐν οἷς καὶ τῆς ὅλης


ἱστορίας τὸ πέρας.
Ἀνεγνώσθη ἱστορικὸν σύντομονΝικηφόρουτοῦ
ἐν ἁγίοις Κωνσταντινουπόλεως ἀρχιερέως. Ἄρχεται ἀπὸ
τῆς ἀναιρέσεως Μαυρικίου καὶ κάτεισι μέχρι τῆς εἰς
γάμον κοινωνίας Λέοντος καὶ Εἰρήνης.
Ἔστι δὲ τὴν φράσιν ἀπέριττός τε καὶ σαφής, καλλιλεξίᾳ τε
καὶ συνθήκῃ λόγου οὔτε λελυμένῃ οὔτε αὖ πάλιν συμπεπιεσμένῃ περιέρ-
γως κεχρημένος, ἀλλ' οἵᾳ ἂν χρήσαιτο ὁ ῥητορικὸς ὡς
ἀληθῶς καὶ τέλειος ἀνήρ· τό τε γὰρ νεωτεροποιὸν ἐκκλί-
νει, καὶ τὸ ἀρχαιότροπον καὶ ἐξησκημένον οὐ παρατρέχει.
Ἔτι δὲ καὶ ἡδονὴ κέκραται αὐτοῦ σὺν χάριτι τοῖς λόγοις.
Καὶ ὅλως πολλούς ἐστι τῶν πρὸ αὐτοῦ ἀποκρυπτόμενος
τῇδε τῆς ἱστορίας τῇ συγγραφῇ, εἰ μή τῳ, τῷ λίαν συν-
τετμημένῳ, οὐχ ὁλόκληρον δόξει διαπεραίνειν τὴν χάριν.
Ἀνεγνώσθη μοιΣεργίου τοῦ ὁμολογητοῦ.
Ἄρχεται ἀπὸ τῶν τοῦ Μιχαὴλ πράξεων, καὶ ἀνατρέχει
ἐπὶ τὰ τοῦ Κοπρωνύμου ἀθέμιτα καὶ ἐβδελυγμένα ἔργα,
καὶ κάτεισιν ἐκεῖθεν ἐφεξῆς διεξιὼν μέχρι τοῦ ὀγδόου ἔτους
αὐτοῦ Μιχαήλ, τάς τε κατὰ τὴν πολιτείαν καὶ τὰς

Φώτιος βιβλιοθήκη. Codex 280, Bekker p. 545a, l. 2

λέξεις ... ἀλλοκότους Ναυάτου τὴν μαρτυ-


ρίαν περικλείσας, οὕτως αὐτὸν ἐξάγει τοῦ ζῆν, ὀνείρων
652

ἄνθεσιν ἐστεφανωμένον. Τοῦτο δὲ τὸ κακόπλαστόν τε καὶ


ἀδιάστατον γραμματίδιον ἐν τῷ ἕκτῳ αὐτοῦ διελέγχει
λόγῳ. Λέγει δὲ αὐτὸς τὸν Ναυάτον ἀρχιερατεύοντος
Κορνηλίου Ῥώμης τὸν πρῶτον βαθμὸν τῶν διακόνων
ἔχειν λαβόντα παρὰ Κορνηλίου, εἶναι δὲ τότε θεσμὸν
τῇ ἐκκλησίᾳ Ῥωμαίων τὸν ἀρχιδιάκονον τελευτῶντος
τοῦ ἐπισκόπου εἰς τὸν τῆς ἐπισκοπῆς ἀντιχειροτονεῖσθαι
θρόνον· τὸν δὲ Κορνήλιον θείᾳ ἐμπνεύσει τὸ φίλαρ-
χον καὶ νεωτεροποιὸν ἀνάξιον τοῦ τηλικούτου ἀξιώματος
διορῶντα, εἰς πρεσβυτέρους χειροτονήσαντα μετατάξαι,
τὴν πάροδον αὐτῷ τὴν εἰς τὸν ἀρχιερατικὸν θρόνον
Ῥώμης παντελῶς ἀποκλείσαντα. Τὸν δὲ καιροφυλα-
κήσαντα τὴν νομισθεῖσαν διατελεῖν. Κορνήλιος ἄλλα
τε τῶν ἡμαρτηκότων εἰλικρινῶς μετανοοῦντας, καὶ τοὺς
ὅσοι προσεκύνησαν εἰδώλοις, σπλάγχνοις πατρικοῖς
ὀδυρόμενος προσεδέχετο, τοῦτο ἐκεῖνος πρόφασιν θέ-
μενος, ἐρράγη τε τῆς ἐκκλησίας καὶ Κορνηλίου κατηυ-
θαδίσατο, καθαροὺς μὲν τοὺς ὅσοι αὐτῷ ἐπλήρουν τὸ κατὰ
τῆς ἐκκλησίας ὀνομάσας σύνταγμα Κορνηλιανοὺς δὲ

Φώτιος λεξικόν Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)“Φωτίου τοῦ πατριάρχου


λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.Cambridge: Cambridge
University Press, 1822.Alphabetic letter nu, P. 297, l. 20

Νεώς: Ἀττικῶς ὁ ναός.


Νεώσατε: ἀροτριάσατε.
Νεώσοικοι: οἰκήματα παρὰ τηῖ θαλάττηι οἰκοδομού-
μενα εἰς ὑποδοχὴν νεῶν ὅτε μὴ θαλαττεύοιεν.
Νέωσι: Δημοσθένης κατ' Αἰσχίνου· πόλις ἐστὶν ἐν
Φωκίδι, ἣν Ἡρόδοτος μὲν ἐν ηʹ Νέωνα ὀνομάζει,
Ἀνδροτίων δὲ ἐν ϛʹ Ἀτθίδος Νεῶνας.
Νέωτα: τὸ ἐπιὸν ἔτος, ἤτοι εἰς τὸ μέλλον.
Νεωτερίζει: καινὰ πράττει.
Νεωτερικόν: νεανικόν· λέγουσι δὲ τὸν ἀνδρικόν.
Νεωτεροποιός: Ἀντάρτης τύραννος ἐπιθέτης.
Νῆα: ναῦν· πλοῖον.
Νηγάτεον: λεπτόν· καινόν· ἁπαλόν· λευκόν· εὐυ-
φές.
Νηδι: καὶ νηδία ἑκατέρως.
Νηδὺς ἐλαιάεσσα: ἐπὶ Κύκλωπος· Σικελή· ἀπὸ
Ὕβλης τῆς ἐλαιηρᾶς.
Νηδύς: γαστήρ· μήτρα.
653

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Eustathii archiepiscopi


Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2 vols. in 1”, Ed.
Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr. 1970.Vol. 2, p.
179, l. 30

αὐτῶν δεξιῶς, ὡς ὁ μὲν ἄν τις ἐρεῖ δῶρα προικῷα, εἰπεῖν δ' ἀληθῶς,
ἐπιθανατίους δωρεάς. μικρὸν
γὰρ ὅσον καὶ τεθνήξονται οἱ δόντες. (Vers. 281.) διὸ καὶ γήθησεν
ἐνταῦθα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, καθὰ καὶ αὐτὸς ἐν Φαίαξιν ἐποίει,
θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι.
(Vers. 283.) νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα. συνίησι γὰρ ὁ περίφρων τὰ τῆς
δαΐφρονος γυναικός. ὑπούλου
δὲ πάντως ἤθους καὶ τὸ διὰ δῶρα θέλγειν θυμὸν μειλιχίοις λόγοις, ἄλλα
δὲ νοεῖν. καί πως οὐ μακράν
ἐστι τοῦ εὖ μὲν βάζειν, κακῶς δ' ὄπιθε φρονεῖν, καὶ τοῦ ἐσθλὰ μὲν
ἀγορεύειν, κακὰ δὲ βυσσοδομεύειν.
εἰ καὶ ἁπαλώτερον τοῦτο ἤ περ ἐκεῖνα διὰ τὸ κερδαλέου ἤθους εἶναι, οὐ
μὴν φονικοῦ. (Vers. 275.)
Τὸ δὲ, οὐχ' ἥδε δίκη, ὅμοιον τῷ, οὐχ' ἥδε θέμις, οὐχ' ὅδε νόμος, οὐχ' ὅδε
τρόπος, καὶ τοῖς τοιούτοις.
Τὸ δὲ πάροιθεν ἐντρεπτικόν ἐστιν, ὡς τῶν μνηστήρων καινιζόντων καὶ
πρεσβεῖον ἀθετούντων δίκης,
ἣ τὸ πάροιθεν ἤγουν ἀνέκαθεν ἐκ παλαιτάτων χρόνων τέτυκτο.
νεωτερίζουσι δὲ πάντως οἱ οὕτω καινί-
ζοντες καὶ εἰσὶν αὐτόχρημα νεωτεροποιοί. (Vers. 276.) Τὸ δὲ, ἀγαθὴν
γυναῖκα, καὶ τὸ, ἀφνειοῦ
θύγατρα, καὶ τὸ, μνηστεύειν ἐθέλωσι, καὶ τὸ ἀλλήλοις ἐρίσωσι,
παρατετηρημένως κεῖνται. εἰκὸς γὰρ
δαπανᾶν τὰ γυναικὸς τοὺς μνηστῆρας καὶ μὴ ἐθέλειν διδόναι, εἴ περ μὴ
ἀγαθὴ ἐκείνη γυνὴ, μηδὲ ἐκ
πλουσίων, μηδὲ αὐτὴ ἀξιοῦται μνηστεύεσθαι, μηδὲ οἱ ἐρῶντες ἐρίζουσιν.
εἰ δὲ ἀγαθὴ ἡ γυνὴ, ἕδνα
πάντως καὶ ἐθέλει καὶ ἀξία ἐστὶ λαβεῖν. ὁμοίως καὶ ἐὰν θυγάτηρ ἀφνειοῦ
πατρός. οὐ γὰρ ἂν αἰσχυ-
νεῖ αὐτὸν πατρῷον ὄλβον. οὕτω δὲ καὶ ἐὰν ἐκεῖνοι μνηστεύειν ἐθέλωσιν.
οὐ γὰρ ἀνάεδνοι τεύξοιντ' ἂν
τοῦ θελητοῦ. (Vers. 277.) πολλῷ δὴ πλέον καὶ, εἴ περ ἀλλήλοις ἐρίζουσι.
τότε γὰρ, ὡς ἐν συναλλαγῇ,
χαρίσηται ἂν ἡ γυνὴ τῷ διδόντι πλείονα. (Vers. 278.) Τὸ δὲ, αὐτοὶ τοί γε
ἀπάγουσι βόας καὶ ἑξῆς, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, τίς ἡ δίκη τῶν μνηστήρων
654

πάροιθεν ἦν, ἵνα σαφὲς γένηται τὸ τῆς γυναικὸς βούλημα, καὶ μὴ


προσποιήσαιντο ἀγνοεῖν αὐτὸ οἱ μνηστῆρες.

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. (4089: 003)“Theodoret. Kirchengeschichte,


2nd edn.”, Ed. Parmentier, L., Scheidweiler, F.Berlin: Akademie–Verlag,
1954; Die griechischen christlichen Schriftsteller 44.P. 38, l. 11

Ἀρείου βλασφημίαν τῆς εὐαγγελικῆς προτετιμηκότες διδασκαλίας.


Αὖθις δὲ συνελθόντες εἰς τὸ συνέδριον περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πολι-
τείας νόμους ἔγραψαν εἴκοσι.
Ἐπειδὴ δὲ καὶ Μελίτιος τῆς ἐπισκοπικῆς χειροτονίας ἠξιωμένος
οὐ πρὸ πολλοῦ τῆς Ἀρείου μανίας, εἶτα ἐπί τισι παρανομίαις διε-
λεγχθεὶς ὑπὸ τοῦ θειοτάτου Πέτρου τοῦ τῆς Ἀλεξανδρέων ἐπισκόπου,
ὃς καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον ἀνεδήσατο, καθῃρέθη μέν, οὐκ
ἔστερξε δὲ τὴν τῆς καθαιρέσεως ψῆφον τήν τε Θηβαΐδα καὶ τὴν
πελάζουσαν Αἴγυπτον θορύβου καὶ ζάλης ἐνεπίμπλα, τυραννίδι κατὰ
τῆς Ἀλεξάνδρου χρώμενος προεδρίας, ἔγραψαν πρὸς τὴν Ἀλεξανδρέων
ἐκκλησίαν ἃ περὶ τῆς τούτου νεωτεροποιΐας ἐνομοθέτησαν. ἔστι δὲ
ταῦτα·
»Συνοδικὴ ἐπιστολή. τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ, χάριτι τοῦ θεοῦ, Ἀλε-
»ξανδρέων ἐκκλησίᾳ καὶ τοῖς κατὰ τὴν Αἴγυπτον καὶ Λιβύην καὶ
»Πεντάπολιν ἀγαπητοῖς ἀδελφοῖς, οἱ ἐν Νικαίᾳ συναχθέντες καὶ τὴν
»μεγάλην καὶ ἁγίαν σύνοδον συγκροτήσαντες ἐπίσκοποι ἐν κυρίῳ
»χαίρειν.

Θεοδώρετος θεολόγος. Commentaria in Isaiam (4089: 008)


“Théodoret de Cyr. Commentaire sur Isaïe, vols. 1–3”, Ed. Guinot, J.–N.
Paris: Cerf, 1:1980; 2:1982; 3:1984; Sources chrétiennes 276, 295, 315.
Se. 2, l. 238

δὲ Ναβουχοδονόσορ αὐτοὺς πολιορκήσας ἐξηνδραπόδισεν,


εἶχον μὲν τὸν θαυμασιώτατον Ἱερεμίαν τὸν προφήτην,
εἶχον δὲ τὸν μακάριον Ἰεζεκιὴλ καὶ πρὸς τούτοις τὸν
θειότατον Δανιήλ, καὶ Οὐρίας δὲ ὁ Σαμαίου κατὰ τὸν
αὐτὸν ἦν χρόνον. Ἡνίκα δὲ αὐτοὺς οἱ Ῥωμαίων κατεπο-
λέμ(ησαν) βασιλεῖς, οὔτε βασιλεῖς εἶχον οὔτε στρατηγοὺς
εὖ καὶ καλῶς τὴν στ(ρα)τιὰν διατάττοντας οὔτε συμβούλους
ἀγχινοίᾳ κοσμουμένους, ἀλλὰ τοὺς τῆς στάσεως ἀρχηγούς,
δυσσεβεῖς ἄνδρ(ας) καὶ μιαιφόνους· καὶ ταῦτα σαφῶς
Ἰώσηπος ἱστορεῖ. Τούτους νεανίσκους καλεῖ καὶ ἐμπαίκτας
ἐπονομάζει ὡς νεωτεροποιίαις μὲν χαίροντας, καταπαίζον-
τας δὲ τῶν ὑπηκόων. Τὸ δὲ ἐπιστήσω κατὰ τὸ τῆς γραφῆς
655

ἰδίωμα πρόκειται· ἔθος γὰρ τῇ θείᾳ γραφῇ τὴν τοῦ θεοῦ


συγχώρησιν ὡς ἐνέργειαν ὀνομάζειν· δῆλον (δὲ) ὡς οὐκ
αὐτὸς τούτους κεχειροτόνηκεν, ἀλλὰ κωλῦσαι δυνάμενος
δι(α)στασιάζειν αὐτοὺς συνεχώρησεν. Τὸν μέντοι γίγαντα
ὁ Σύμμαχος μὲν καὶ ὁ Ἀκ(ύλας) «ἀνδρεῖον», ὁ δὲ Θεοδοτίων
»ἰσχύοντα» ἡρμήνευσαν· τὸν δὲ στοχαστὴν «(μ)άν(τιν)»
οἱ Τρεῖς συμ[φών]ως.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)


“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.Oxford: Oxford University
Press, 1848, Repr. 1967.Kallierges p. 151, l. 9

δηλον τὸ εἰρημένον. Ῥύπες γὰρ λέγονται οἱ Ἀχαιοί·


κατὰ πλεονασμὸν τοῦ α, Ἄρυπες.
Ἀρύσμους: Ἀσχήμονας.
ἌρυσιςκαὶἌρυστις:Ἀρυστίχους, τουτέστι
τοὺς οἰνοχόους.Ἀρυστὴργὰρ ἀγγεῖον τὶ, οἷον
κύαθος, ᾧ ἔστιν ἀρύσασθαι, κοτύλη.
Ἀρχαίως: Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς,
Οὕτως δ' ἀρχαίως εἶχον.
Ἔστι δὲ οἷον ἁπλῶς καὶ ἀκάκως. Τοιοῦτοι γὰρ οἱ
ἀρχαῖοι. Τὸ δ' ἐναντίον τοῦ ἀρχαίου καλούμενον
νεωτεροποιόν· τὸν ἐπὶ κακῷ δηλονότι καινουργόν.
Ἀρχαιρεσιάζειν: Τὸ πρὸς χάριν τοῖς πολλοῖς
ζῆν.
Ἄρχων: Ὄνομά ἐστι μετοχικὸν, παρὰ τὸ ἄρχω·
μετάγεται ἀπὸ μετοχῆς εἰς ὄνομα. Τὸ δὲ ἄρχω,
αἴρω, τὸ ἐπαίρω. Μνημονεύουσι σχεδὸν πάντες οἱ
ῥήτορες. Ἔστιν οὖν ὁ τὴν ἐπώνυμον ἄρχων ἀρχήν·
ἀφ' οὗ καὶ ὁ ἐνιαυτὸς ἐμετρεῖτο. Ἦν δὲ εἷς τῶν
ἐννέα. Ἦσαν γὰρ θεσμοθέται ἕξ, βασιλεύς τε, καὶ
πολέμαρχος, καὶ ἄρχων. Οὗτοι δὲ ἰδίως εἶχον,
ὥσπερ Δημοσθένης ἐν τῷ πρὸς Λακρίτου

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Joannem (catena integra) (e


codd. Paris. Coislin. 23 + Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) (4102: 005)
“Catenae Graecorum patrum in Καινή Διαθήκη. , vol. 2”, Ed. Cramer,
J.A.Oxford: Oxford University Press, 1841, Repr. 1967.
P. 380, l. 22

λίαν συμβαίνουσα λογισμοῦ, μνωμένου δ' οὖν ὅμως τοῦ συνεῖναι


656

Χριστῷ. Ὑποκρίνεται τὰ ἐκείνων δρᾷν ὁ Πέτρος, καί τοι τῇ λύπῃ


κεκακωμένος, ἵνα μὴ τῷ κατηφεῖ προσώπῳ κατάφωρος εὑρεθεὶς, ἐκ
τῆς τῶν ποθουμένων ἐκπέμπηται θήρας.
Χρὴ δὲ θαυμάσαι τοῦ ἀρχιερέως τὴν πονηρίαν, ὅτι συνεχῶς
ἀκούων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ ἱερῷ δημηγοροῦντος καὶ παρρησίᾳ διδά-
σκοντος, νῦν ἐρωτᾷ περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ περὶ τῆς διδαχῆς
αὐτοῦ. Ἐπειδὴ γὰρ ἔγκλημα οὐδὲν εἶχε προσενεγκεῖν, περὶ τῶν
μαθητῶν ἠρώτα ἴσως ποῦ εἰσι, καὶ τίνος ἕνεκεν αὐτοὺς συνέλεξε,
καὶ τί βουλόμενος, καὶ ἐπὶ τίσι; τοῦτο δὲ ἔλεγεν, ὡσανεὶ στα-
σιαστὴν καὶ νεωτεροποιὸν ἐλέγξαι θέλων, ὡς ἐργαστηρίου τινὸς
ὄντος πονηροῦ. Εἰπὼν ὁ Χριστὸς, ὅτι ἐν τῷ κρυπτῷ ἐλάλησεν
οὐδὲν, περὶ ὧν ἐκεῖνοι ἐνόμιζον εἶπε, στάσεις καὶ ταραχὰν ποιῆσαι
θέλων, ἐπεὶ ὅσα περ τῆς τῶν πολλῶν ἀκροάσεως ἀνώτερα τὰ λεγό-
μενα ἦν, ἐλάλησεν ἐν τῷ κρυπτῷ.
{Ἀμμωνίου Πρεσβυτέρου.} Ἠρώτα τί ἐδίδασκε τοῦ ἑαυτοῦ
μαθητὰς, ἠρώτα αὐτὸν, εἰ συναινεῖ τοῖς διὰ Μωϋσέως, ἵνα ἐναν-
τιουμένος παραδῷ καὶ αὐτοὺς ὡς θεομάχους τοῖς Ἰουδαίοις.
Τὸ δὲ εἰπεῖν, “τί με ἐπερωτᾷς, ἐρώτησον ἀκηκοότας,” καὶ τὰ
ἑξῆς, οὐκ αὐθαδιαζομένου ἐστὶ τὰ ῥήματα, ἀλλὰ θαρροῦντος τῇ
τῶν εἰρημένων ἀληθείᾳ. Τί γάρ, φησι, περὶ τῶν ἐμῶν ἐρωτᾷς;

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod.


Oxon. coll. nov. 58) (4102: 008)“Catenae Graecorum patrum in Καινή
Διαθήκη. , vol. 3”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press,
1838, Repr. 1967.P. 354, l. 29

τοῦ, ἔπαρον αὐτὸν ἐκ τῶν ζώντων.


Μέλλων δὲ εἰσάγεσθαι εἰς τὴν παρεμβολὴν ὁ Παῦ-
λος, εἶπε τῷ χιλιάρχῳ, εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι πρός σε;
ὁ δὲ ἔφη, Ἑλληνιστὶ γινώσκεις; οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰ-
γύπτιος, ὁ πρὸ τούτων τῶν ἡμερῶν ἀναστατώσας καὶ
ἐξαγαγὼν εἰς τὴν ἔρημον τοὺς τετρακισχιλίους τῶν σι-
καρίων;
{Τοῦ Χρυσοστόμου.} Ὅρα μεθ' ὅσης συστολῆς διαλέγεται ὁ
Παῦλος τῷ χιλιάρχῳ· “εἰ ἔξεστί μοι εἰπεῖν τι πρός σε; ὁ δὲ
“ἔφη, Ἑλληνιστὶ γινώσκεις; οὐκ ἄρα σὺ εἶ ὁ Αἰγύπτιος;” ἄν-
θρωπος γάρ τις νεωτεροποιὸς γέγονε καὶ στασιαστὴς καὶ ἀπατεὼν
καὶ γόης· καὶ προσεδόκησε ὁ διάβολος συσκιάζειν διὰ τούτου,
καὶ κοινωνοὺς ποιεῖν τῶν ἐκείνους προσηκόντων καὶ τὸν Χριστὸν
καὶ τοὺς Ἀποστόλους· ἀλλ' οὐδὲν ἴσχυσεν· ἀλλὰ τί; λαμπροτέρα
γέγονεν ἡ ἀληθεία· οὐδὲν παραβλαβεῖσα τοῖς τοῦ διαβόλου μη-
χανήμασιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον λάμψασα· εἰ μὲν γὰρ μὴ ἦσαν
657

γόητες, εἶτα καὶ οὗτοι ἐκράτουν, τάχα ἄν τις ἐπελάβετο· ὅτε δὲ


καὶ αὐτοὶ ἐφάνησαν, τοῦτό ἐστι τὸ θαυμαστὸν, ἵνα καὶ οἱ δόκιμοι
φανεροί, φησι, γένωνται· μὴ τοίνυν ἀλγῶμεν ὅταν αἵρεσίς ἐστιν,
ὅπου καὶ ψευδόχριστοι· καὶ τῷ Χριστῷ ἐπιθέσθαι ἠθέλησαν, καὶ
πρὸ τούτου καὶ μετὰ τοῦτο, ὥστε συσκιάσαι·

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod.


Oxon. coll. nov. 58) P. 375, l. 11

Οἵτινες ἐνεφάνησαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου.


{Τοῦ Χρυσοστόμου.} Ὅρα πῶς οὐδὲ οὕτως ἀπέστησαν, μυρίοις
κωλύμασι κωλυόμενοι, ἀλλ' ἔρχονται ὥστε καὶ ἐκεῖ καταισχυν-
θῆναι.
Κληθέντος δὲ αὐτοῦ, ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλ-
λος, λέγων· πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ, καὶ
διορθωμάτων πολλῶν γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς
σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα, κρά-
τιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Ὅρα πῶς τοῖς ἐπαίνοις προκαταλαμβάνεται τὸν
δικαστὴν ἐκ προοιμίων, καὶ ὡς νεωτεροποιὸν καὶ στασιαστὴν βού-
λεται παραδοῦναι τὸν Παῦλον· εἶτα πῶς πολλὰ ἔχων εἰπεῖν παρέ-
τρεχεν.
Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ συντό-
μως ἀκοῦσαι ἡμῶν τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ.
{Τοῦ αὐτοῦ.} Ὅρα πῶς εἰς ἐπιθυμίαν ἐμβάλλει κολάσεως τὸν
δικαστὴν, εἴγε ἔμελλεν τὸν τὴν οἰκουμένην ἀνατρέποντα καθέξειν.
Εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοιμὸν, καὶ κινοῦντα
στάσεις πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην,

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in Acta (catena Andreae) (e cod.


Oxon. coll. nov. 58) P. 377, l. 17

ἦν ἰσχυρόν. Καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγό-


μενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς συν-
αγωγαῖς, οὔτε κατὰ τὴν πόλιν· οὔτε παραστῆσαι δύναν-
ται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου.
{Τοῦ Χρυσοστόμου.} Τί οὖν ἀνέβης; τί ἦλθες προσκυνῆσαι;
ἐλεημοσύνας, φησι, ποιῆσαι· τοῦτο οὐκ ἦν στασιώδους· κἀκεῖνος
μὲν πρωτοστάτην φησὶ, καθάπερ ἐπὶ μάχης καὶ συστάσεως· οὗ-
τος δὲ ὅρα ἐπιεικῶς ἀποκρίνεται· “ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα κριτὴν
“δίκαιόν,” φησι· οὐκ ἄρα ξένος ἐστὶν οὐδὲ ἀλλότριος, οὐδὲ νεω-
658

τεροποιός· εἴγε ἐκ πολλῶν ἐτῶν οἶδε τὸν δικαστήν· καὶ καλῶς


ἐπήγαγε τὸ δίκαιον· ἵνα μὴ πρὸς τὸν ἀρχιερέα ἴδῃ, μηδὲ πρὸς
τὸν δῆμον, μηδὲ πρὸς τὸν κατήγορον· ὅρα πῶς οὐ προήχθη εἰς
ὕβριν, καίτοιγε ἀνάγκης οὔσης.
Ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγου-
σιν αἵρεσιν, οὕτως λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ,
{Ἐξ ἀνεπιγράφου.} Μετὰ τὴν κλῆσιν τοῦ εἶναι Ἀπόστολος
Χριστοῦ, λατρεύων τῷ πατρῴῳ Θεῷ λέγων, δείκνυσιν ἕνα ὄντα Θεὸν
παλαιᾶς τε καὶ νέας.

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 1, p. 406, l. 19

γηραιὸν βασιλέα οὐ μετρίως ἠνίασε καὶ ἐξέπληξεν ἀπροσδοκήτως


ἀκουσθέν· “καὶ εἰ ὁ τῆς εἰρήνης διδάσκαλος,” ἔφησεν, “οὕτω
καθ' ἡμῶν ἐμεμήνει διὰ λημμάτων προσδοκίαν, ὧν αὐτῷ ἐπαγ-
γέλλεται ὁ ἐμὸς ἔγγονος, καὶ πᾶσαν ὀπίσω ῥίψας αἰδῶ καὶ σεμνό-
τητα στάσεως ἀρχηγὸς οὐκ ὀκνεῖ γίνεσθαι, τίς ἂν τὴν ἄστατον
τοῦ δήμου καθ' ἡμῶν στήσειε φορὰν, εἴ τις ἐς τὸ ἀνθρώπινον
βλέπει; ὥστε φονεὺς ἡμῖν ὁ πατριάρχης τὸ καθ' αὑτὸν ἀπηρ-
τισμένος γεγένηται.” (Δ.) Οἱ μέντοι ἀρχιερεῖς ἐκεῖνοι πολλὴν
ἀναίδειαν τῆς τοῦ πατριάρχου διανοίας καὶ γλώττης καταγνόντες
ἀφορισμὸν καὶ αὐτοὶ συναθροισθέντες ἐξεφώνησαν κατ' αὐτοῦ
καὶ τῶν αὐτοῦ συμφρονούντων τῇ ἀπονοίᾳ, ἅτε νεωτεροποιὸν καὶ
συνωμοσίας συσκευαστὴν καὶ στασιαστὴν διὰ δωροδοκίαν γενόμε-
νον. παρῆγον γὰρ καὶ κανόνας καὶ νόμους, οἳ πολλὴν αὐτῷ τὴν
καταδίκην ἐπήντλουν. ὧν ἡμεῖς ἐν τῇ παρούσῃ τῆς ἱστορίας ἐκ-
θέσει τὸν ὀκτωκαιδέκατον τῆς ἐν Χαλκηδόνι συνόδου κανόνα ἀπα-
ράτρεπτον κατὰ λέξιν ἐκθέμενοι ἀποχρῆναι νομίζομεν. τὰ γὰρ
ὅμοια καὶ ὁ τῆς ἐν τῷ Τρούλλῳ τέταρτος τῆς οἰκουμενικῆς ἕκτης
συνόδου καὶ ἔτι τὸ τέταρτον κεφάλαιον τοῦ τριακοστοῦ ἕκτου τί-
τλου τῶν νόμων διαγορεύει. ἔχει δὲ οὕτως· “τὸ τῆς συνωμοσίας
ἢ φρατρίας ἔγκλημα καὶ παρὰ τῶν ἔξω νόμων πάντη κεκώλυται.
πολλῷ δὲ μᾶλλον ἐν τῇ τοῦ θεοῦ ἐκκλησίᾳ τοῦτο ἀπαγορεύειν

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.
Leipzig: Hinrichs, 1828.Alphabetic entry nu, p. 308, l. 12
659

νεοχμόν: νέον. νεύματα: βουλεύματα. νέφος: πλῆθος. νεφώσεως:


συννεφείας.
νεωκόρος: ὁ τὸν ναὸν κοσμῶν καὶ εὐτρεπίζων.κο-
ρεῖνγὰρ τὸ σαίρειν καὶ κοσμεῖν ἔλεγον.
νεωλέα: νεῶν συναγωγή.
νεώς: Ἀττικῶς ὁ ναός.
νεώσατε: ἀροτριάσατε.
νέωτα: τὸ ἐπιὸν ἔτος. ἤτοι εἰς τὸ μέλλον.
νεωτεροποιός: ἀντάρτης. τύραννος. ἐπιθέτης.
Νεωτερίζειν: καινὰ πράττειν.
νῆα: ναῦν. πλοῖον.
νηδύς: γαστήρ. μήτρα.
νῆες: τὰ πλοῖα.
νήεον ὕλην: ἐσώρευον ὕλην· καὶνηήσας, ἀντὶ
τοῦ σωρεύσας.

Etymologicum Symeonis, Etymologicum Symeonis (ἀνακωχῆς –


βώτορες) (4311: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis
etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Athens: Parnassos Literary
Society, 1992.Vol. 1, p. 234b, l. 17

... τοιοῦτοι γὰρ οἱ ἀρχαῖοι· οὕτως Δημοσθένης (l.


c.) φησί. καὶ ἀρχαίως ἀντὶ τοῦ παλαιῶς. EM 1890 ἀρχαίως (Dem. or.
9, 48)· Δημοσθένης ἐν Φιλιππικοῖς (l.c.)· «οὕτως δ' ἀρχαίως εἶχον». ἔ-
στι δὲ οἷον ἁπλῶς καὶ ἀκάκως· τοιοῦτοι γὰρ οἱ ἀρχαῖοι. τὸ δ' ἐναντίον τοῦ
ἀρ-χαίου καλούμενον νεωτεροποιόν· τὸν ἐπὶ κακῷ δηλονότι καινουργόν.
Lex. rhet. ἄρχων· μνημονεύουσι σχεδὸν πάντες οἱ ῥήτορεςτού-
του. ἔστιν οὖν ὁ τὴν ἐπώνυμον ἄρχων ἀρχήν, ἀφ' οὗ καὶ ὁ
ἐνιαυτὸς ἐμετρεῖτο. ἦν δὲ εἷς τῶν ἐννέα· ἦσαν γὰρ θεσμοθέται
ἕξ, βασιλεύς τε καὶ πολέμαρχος καὶ ἄρχων. οὗτοι δὲ ἰδίως εἶχον,
ὥσπερ Δημοσθένης ἐν τῷ Πρὸς Λακρίτου παραγραφὴν (Or. 35, 47-
48)· «ἀλλὰ ποῦ ἐχρῆν με λαβεῖν δίκην ὑπὲρ τῶν ἐμπορικῶν συμ-
βολαίων; παρὰ ποίαν ἀρχὴν ἢ ἐν τίνι χρόνῳ; πάντας ἕνδεκα; ἀλλὰ
τοιχωρύχους καὶ κλέπτας καὶ τοὺς ἄλλους κακούργους τοὺς ὑπὸ
θάνατον εἰσάγουσιν. ἀλλὰ παρὰ τῷ ἄρχοντι; οὐκοῦν ἐπικλήρων

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. (4394: 001)“FHG 4”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Frag. 76, l. 11

Exc. De ins.: Ὅτι μετὰ τὸ ἀνελεῖν Βροῦ-


660

τον καὶ Κάσσιον τοὺς αὐθέντας Καίσαρα τὸν Αὔγου-


στον καὶ διαλαχεῖν κλήρῳ τὴν ἀρχὴν, Ἀντώνιος ὁ
ὕπατος πόλεμον ἔγνω κινεῖν κατὰ τὴν Ἰταλίαν ἐμφύ-
λιον. Ἦν δὲ οὗτος ἀδελφὸς Μάρκου Ἀντωνίου, τοῦ σὺν
Καίσαρι Βρούτῳ καὶ Κασσίῳ συμπολεμήσαντος. Οὐ
πολλῷ γε μὴν χρόνῳ ἐν Περουσίᾳ πόλει Τυρρηνικῇ
σφόδρα τῶν ἀναγκαίων ἐνδείᾳ πιεσθεὶς, ἥλω μὲν, οὐ
μὴν ἀνῃρέθη, ἀλλ' ἐξηλάθη τῆς Ῥώμης πρὸς τοῦ Καί-
σαρος, σὺν τῇ γαμετῇ τοῦ Ἀντωνίου Φολουίᾳ· οὓς
ὁ Καῖσαρ ἤλασεν ὡς νεωτεροποιοὺς καὶ πολυπράγμονας.
Exc. De virt.: Ὅτι μετὰ τὰς σπονδάς
φασι δειπνεῖν παρὰ τῷ Πομπηίῳ τῷ παιδὶ Πομπηίου
τόν τε Καίσαρα (Ἰούλιον) καὶ Ἀντώνιον, ἐν τῇ στρα-
τηγίδι νηὶ παρασκευασαμένῳ τὸ δεῖπνον. Τοῦτο γὰρ
ἔφη αὐτῷ μόνον καταλελεῖφθαι πατρῷον οἶκον. Ἤδη δὲ
ἔνδον ὄντων καὶ τῆς συνουσίας ἀκμαζούσης Μηνᾶν τὸν
πειρατὴν τὰ πλείστου ἄξια τῷ Πομπηίῳ ὑπηρετοῦντα,
καὶ τότε προσελθεῖν τε αὐτῷ ἡσυχῆ, καὶ, «Βούλει,
φάναι, τὰς ἀγκύρας τῆς νεὼς ὑποτεμὼν ποιήσω σε μὴ
Σικελίας καὶ Σαρδῶνος, ἀλλὰ τῆς Ῥωμαίων ἡγεμονίας

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. Frag. 118, l. 4

νήσεως, τοῖς μὲν ἑκουσίαν ποιουμένοις τὴν τῶν βασιλι-


κῶν σκευῶν ἀνάδοσιν, τὸ αὐτὸ μέτρον τῆς τιμῆς ἀπε-
δίδου, τοὺς δὲ μὴ θέλοντας οὐκ ἠνάγκαζε. Τούτῳ
ἡ βουλὴ μετὰ τελευτὴν χρυσοῦν ἀνδριάντα ἔστησεν διὰ
τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ. Μετὰ Μάρκον ὁ υἱὸς αὐτοῦ Κόμο-
δος ἔτη ιγʹ. Μετὰ Κόμοδον Περτίναξ μῆνας ϛʹ. Μεθ'
ὃν Δίδιος Ἰουλιανὸς ἡμέρας ξʹ.
Exc. De ins.: Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας
ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια, πλεῖστά τε καὶ λό-
γου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξάμενος,
ἄλλως δὲ ὢν νεωτεροποιὸς, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς
τῆς Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προα-
χθεὶς τὴν ἔννοιαν. Αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα
τεθνήξεσθαι ἄλλως τε καὶ νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, μὴ
εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ
Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου,
ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινὰς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον
τεθνεῶτα, συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν
661

ὑποσχομένη. Ὃς, φήμης τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ


δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη τῆς ἀληθείας,

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. (5008: 001)“Aristides, vol. 3”, Ed.


Dindorf, W.
Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb pagël.-Hypothesis-
Epigram 156,13, l. 5

ὑπὲρ Μεγάρων ἦσαν ἐν Γερανείᾳ] Γερανεία τόπος


ἐστὶ πλησίον Μεγάρων, ἔνθα συμβαλόντες Λακεδαιμονίοις
κατὰ Μεγάρων ἐστρατευκόσιν ἐνίκησαν.
ἀπορεῖν ἑστῶτας ἐν Βοιωτοῖς, ὅποι σω-
θήσονται] ὅπως καὶ ὅπου. ἀποκέκλειντο γὰρ πανταχό-
θεν.
περιέπτυξεν] περιέκλεισεν. C.
τέλος δὲ συμβάλλουσιν ἐν Τανάγρᾳ τῆς Βοιωτίας]
Λακεδαιμόνιοι ἔν τινι τόπῳ μετὰ Εἱλώτων πολεμοῦντες
ἐπεκαλέσαντο Ἀθηναίους. ὡς δεινοὺς τειχομαχεῖν· καὶ φο-
βηθέντες αὐτοὺς, ὡς νεωτεροποιοὺς, πάλιν ἀπέπεμψαν.
ὀργισθέντες οὖν Ἀθηναῖοι συνέβαλον αὐτοῖς ἐν Τανάγρᾳ
τῆς Βοιωτίας, καὶ ἐνικήθησαν. βιάζεται δὲ Ἀριστείδης
Ἀθηναίων δεῖξαι τὴν νίκην. καὶ τούτου μέμνηται
Θουκυδίδης· ὅτι, ἡνίκα ἐπολέμουν Λακεδαιμόνιοι μετὰ τῶν
Εἱλώτων, τειχομαχῆσαι βουλόμενοι ἐπεκαλέσαντο Ἀθη-
ναίους. εἶτα δεδιότες τὸ νεωτεροποιὸν αὐτῶν ἀπεπέμψαντο
αὐτούς. ὀργισθέντες οὖν οἱ Ἀθηναῖοι, μετὰ τὴν ἀναχώ-
ρησιν τῶν Λακεδαιμονίων κατὰ Φωκέων στρατευσαμένων,
καὶ μελλόντων ὑπανιέναι, πανταχόθεν ἀπέκλεισαν ὑπο-
στρέφοντας αὐτοὺς ἐν τῇ Πελοποννήσῳ, καὶ συνέβαλον

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. Treatise Pan, Jebb pagël.-Hypothesis-


Epigram 156,13, l. 11

περιέπτυξεν] περιέκλεισεν. C. τέλος δὲ συμβάλλουσιν ἐν Τανάγρᾳ τῆς


Βοιωτίας] Λακεδαιμόνιοι ἔν τινι τόπῳ μετὰ Εἱλώτων πολεμοῦντες
ἐπεκαλέσαντο Ἀθηναίους. ὡς δεινοὺς τειχομαχεῖν· καὶ φο-
βηθέντες αὐτοὺς, ὡς νεωτεροποιοὺς, πάλιν ἀπέπεμψαν.
ὀργισθέντες οὖν Ἀθηναῖοι συνέβαλον αὐτοῖς ἐν Τανάγρᾳ
τῆς Βοιωτίας, καὶ ἐνικήθησαν. βιάζεται δὲ Ἀριστείδης
Ἀθηναίων δεῖξαι τὴν νίκην. καὶ τούτου μέμνηται
Θουκυδίδης· ὅτι, ἡνίκα ἐπολέμουν Λακεδαιμόνιοι μετὰ τῶν
Εἱλώτων, τειχομαχῆσαι βουλόμενοι ἐπεκαλέσαντο Ἀθη-
662

ναίους. εἶτα δεδιότες τὸ νεωτεροποιὸν αὐτῶν ἀπεπέμψαντο


αὐτούς. ὀργισθέντες οὖν οἱ Ἀθηναῖοι, μετὰ τὴν ἀναχώ-
ρησιν τῶν Λακεδαιμονίων κατὰ Φωκέων στρατευσαμένων,
καὶ μελλόντων ὑπανιέναι, πανταχόθεν ἀπέκλεισαν ὑπο-
στρέφοντας αὐτοὺς ἐν τῇ Πελοποννήσῳ, καὶ συνέβαλον
αὐτοῖς ἐν Τανάγρᾳ, καὶ ἡττήθησαν. βιάζεται δὲ ὁ Ἀρι-
στείδης τὴν νίκην Λακεδαιμονίων ἧτταν ἀποδεῖξαι.
γενομένων ἀμφοτέρων ἀνδρῶν τοῦ τολμή-
ματος ἀξίων] ἴσην τὴν μάχην εἶπε γενέσθαι, καὶ Ἀθη-
ναίοις χαριζόμενος καὶ τὴν ἀλήθειαν αἰσχυνόμενος.

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. Treatise Pan, Jebb pagël.-Hypothesis-


Epigram 157,9, l. 3

ρύσθησαν. περιοίκους δὲ καλεῖ τοὺς περὶ τὴν Λακεδαίμονα


οἰκοῦντας καὶ αὐτῇ ὑποτεταγμένους.
τῶν περιοίκων] τῶν περιοικούντων τὴν
Σπάρτην μητρόπολιν.
οὐκ ἔφθησαν Λακεδαιμόνιοι καλέσαντες] ἐν
τούτῳ ἐπεκαλέσαντο τοὺς Ἀθηναίους, διὰ τὴν τειχομαχίαν
τῶν Εἱλώτων ἀποστάντων. ἀπῆλθον δὲ Κίμωνος αὐτῶν
στρατηγοῦντος.
ὃ καὶ τοὺς παρόντας ἔλυσε φόβους τῇ Λα-
κεδαίμονι] ψεύδεται· μεταξὺ γὰρ ἀπέπεμψαν αὐτοὺς, ὑπο-
πτεύσαντες αὐτῶν τὸ νεωτεροποιόν.
δίκην λαβεῖν εἰσαῦθις παρεσκεύασεν αὐ-
τῶν] τοὺς Λακεδαιμονίους παρὰ Μεσηνίων, ὅ ἐστι τῶν
Εἱλώτων.
αὐτῶν] τῶν φόβων, ἢ τῶν περιοίκων. A.
τῶν Εἱλώτων. C.
τὸ τῶν ἔργων ἦθος, ἀκριβέστερον τροπαίου
σημαῖνον τοὺς εἰργασμένους] ἦθος λέγει τὴν αἰτίαν. πάντα
γὰρ τὰ ἔργα αὐτῶν ἐξ ἀγαθῆς αἰτίας συνίσταντο· νῦν μὲν
γὰρ κινδυνεύουσιν ἐβοήθουν, νῦν δὲ ὑπὲρ ἀδικουμένων
πρὸς τοὺς ἀδικοῦντας ἐμάχοντο.

Σχόλια στον Δημοσθένη. Scholia Demosthenica, 2 vols.”, Ed. Dilts,


M.R.Leipzig: Teubner, 1:1983; 2:1986.Oration 1, se. 23, l. 8

ὠνόμασε τὸν Φίλιππον· καὶ γὰρ τὸν Ὀδυσσέα διὰ τοῦτο σοφὸν
καλοῦμεν, ὅτι δόλοις καὶ πανουργίαις κέχρηται. σιωπήσας οὖν τὴν
σοφίαν ὅπερ ἦν ἔνδοξον, τὴν πανουργίαν εἶπεν ὅπερ ἐστὶν ἄδοξον. R
663

καὶ δεινὸς ἄνθρωπος πράγμασι χρῆσθαι] τοῦτο μὲν ἄντικρυς καὶ


ἐγκώμιον εἶναι δοκεῖ, καὶ εἴ τις αὐτὸ περὶ Ἀθηναίων εἶπεν, οὐκ ἂν ἠγανά-
κτησαν. οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ τοῦτο εἰς ὕβριν παρέστησεν ἡ προκειμένη λέξις·
ἡ γὰρ τοῦ πανούργου μνήμη καὶ τὴν δεινότητα διέβαλε. καὶ ἔστιν ὅλον
τοῦτο ἐκ τῆς Κορινθίων δημηγορίας (Th. 1, 68 – 71) εἰλημμένον τῆς πρὸς
Λακεδαιμονίους. καὶ γὰρ ἐκεῖ φοβῆσαι βουλόμενοι τοὺς Λακεδαιμονίους
οἱ Κορίνθιοι, τὸ μὲν ναυτικὸν τῶν Ἀθηναίων καὶ τὰ μυρία τάλαντα ἐσιώ-
πησαν, τὸ δὲ νεωτεροποιὸν αὐτῶν καὶ τὸ ὀξὺ προβάλλονται καὶ τούτῳ
φοβοῦσι. R
πράγμασι χρῆσθαι, τὰ μὲν εἴκων] πράξεις τῷ Φιλίππῳ περιέθηκε.
τὸ γὰρ εἴκειν καὶ ἀπειλεῖν αὐτοῖς οὐ βεβαίου τινός. καὶ ἔστι, φησίν,
‘ἀξιόπι-
στος’ ἀπειλῶν ‘εἰκότως’· δι' ὧν γὰρ εἴκει, διὰ τούτων καὶ ἀπειλῶν
ἀξιόπιστος· δεῖ γάρ, ἐξ ὧν αὑτῷ σύνοιδεν, ἐκ τούτων ἑκάτερα πράττειν.
καὶ ἡμῖν μὲν ἐν οἷς ἐλαττούμενος αἰσθάνεται ἀπειλεῖ,

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


στάσεων (5024: 018)“Rhetores Graeci, vol. 7.1”, Ed. Walz, C.
Stuttgart: Cotta, 1834, Repr. 1968.Vol. 7, p. 608, l. 2

τὰ τοῦ πολέμου, ὡς δ' ἔγωγε τῶν ἐν τῇ χώρᾳ τινὸς


ἤκουον ἀνδρὸς οὐδαμῶς οἵου τε ψεύδεσθαι, οὐδένων εἰσὶ
βελτίους·” ἐπιῤῥώννυται δὲ οὐχ ἥκιστα τὸ κεφάλαιον
καὶ πλείστην ὅσην ἐργασίαν λαμβάνει ἐκ τῶν συγκριτι-
κῶν, ὅταν τὰ ἡμέτερα τοῖς τῶν ἐναντίων ἀντεξετάζωμεν·
τούτου παράδειγμα ἐν τῇ δημηγορίᾳ Περικλέους παρὰ
τῷ Θουκυδίδῃ, ἐν ᾗ παραβάλλει τὴν Ἀθηναίων δύναμιν
τῇ Λακεδαιμονίων. περιφανέστερον δ' οὖν ἐν τῇ Κοριν-
θίων πρὸς Λακεδαιμονίους ἔστιν αὐτὸ θεωρῆσαι· κατὰ
τὸ ἀντιθετικὸν προηγουμένως τοῦ λόγου. ἔφη δὲ οὕ-
τως ἐπ' αὐτῆς τῆς λέξεως· “οἱ μέν γε νεωτεροποιοὶ καὶ
ἐπινοῆσαι ὀξεῖς καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ἃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς
δὲ οὐδὲ τὰ ὑπάρχοντα σώζειν, οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐξι-
κέσθαι,” τοσαῦτα μὲν περὶ τῆς ἐργασίας τοῦ κεφαλαίου·
ἐζητήκασι δέ τινες, πῶς ἀπὸ τῶν παρακολουθούντων
ἔφη κατασκευάζεσθαι τὸ δυνατόν· τοῦτο, γὰρ, φασὶ,
τοῦ πρέποντός ἐστιν, ὅπερ ὑπὸ τὸ ἔνδοξον ἀνάγεται·
ἐπ' ἐκείνου γὰρ δεῖ, φασὶ, τὰ παρακολουθοῦντα τῷ
προσώπῳ σκοπεῖν· οἷον γένος, πατρίδα, προγόνους,

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


στάσεων Vol. 7, p. 609, l. 14
664

...παρελίπομεν τῶν κεφαλαίων τινὰ οὐκ ἐν πραγμα-


τικῇ μόνον, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ.
κʹ. Ἡ ἐργασία τοῦ δυνατοῦ γίνεται οὕτως, ἢ ἐξ αὐ-
ξήσεως οἰκείας μόνως, ἢ ἐκ καθαιρέσεως τῶν ἐναντίων
μόνως, ἢ ἐξ ἀμφοτέρων, αὐξήσεως δέ φημι οἰκείας καὶ
καθαιρέσεως τοῦ ἐναντίου· ὅταν οὖν ἐκ τῶν δύο εὐπο-
ρήσωμεν ἐργάσασθαι τὸ δυνατὸν, ἔσται μᾶλλον ἀγωνι-
στικώτερος ὁ λόγος, εἰ παράλληλα παραβάλοιμεν τά τε
αὐξητικὰ καὶ καθαιρετικὰ, οὕτως γὰρ ἐδίδαξεν ἡμᾶς
Θουκυδίδης ἐν τῇ Κορινθίων πρὸς Λακεδαιμονίους δημη-
γορίᾳ, ταῦτα εἰπών· “οἱ μέντοι γε νεωτεροποιοὶ καὶ ἐπι-
νοῆσαι ὀξεῖς, καὶ ἐπιτελέσαι ἔργῳ ὃ ἂν γνῶσιν· ὑμεῖς δὲ
τὰ ὑπάρχοντά τε σώζειν καὶ ἐπιγνῶναι μηδὲν καὶ ἔργῳ
οὐδὲ τἀναγκαῖον ἐξικέσθαι. αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ
δύναμιν τολμηταὶ, καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν
τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες· τὸ δὲ ὑμέτερον τῆς τε δυνάμεως
ἐνδεᾶ πρᾶξαι, τῆς τε γνώμης μηδὲ τοῖς βεβαίοις πιστεῦ-
σαι, τῶν δὲ δεινῶν μηδέποτε οἴεσθαι ἀπολυθήσεσθαι·
καὶ μὴν καὶ ἄοκνοι πρὸς ὑμᾶς μελλητὰς καὶ ἀποδημη-
ταὶ πρὸς ἐνδημοτάτους· οἴονται γὰρ οἱ μὲν τῇ ἀπουσίᾳ

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) (5039:


001)“Scholia in Thucydidem ad optimos codices collata”, Ed. Hude,
K.Leipzig: Teubner, 1927, Repr. 1973.B. 1, ch. 70, se. 2, l. 2

καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς Ἀθηναίους:ἀντὶ τοῦ καὶ πρὸς


αὐτῶν τῶν Ἀθηναίων. τὸ σχῆμα αἰτιατικὴ ἀντὶ γενικῆς
ἢ αἰτίᾳ:ὁ ἤ ἀντὶ τοῦ ἀλλά φίλων
ἀνδρῶν:λείπει ἡ κατά ἐχθρῶν:λείπει ἡ κατά
καὶ ἅμα, εἴπερ τινὲς καὶ ἄλλοι, κτἑ.:ἐπειδὴ
ἐπέπληξεν ὁ Κορίνθιος, λέγει νῦν, ὅτι οὐχ ὁ τυχών εἰμι, καὶ
μὴ ἀπαξιώσῃς ὑπ' ἐμοῦ ὀνειδιζόμενος
νεωτε-
ροποιοί:οἱ νεωτέρων πραγμάτων ὀρεγόμενοι ἐπι-
τελέσαι ἔργῳ ὃ(codd.)ἂν γνῶσιν:πᾶν νόημα καὶ πρᾶξαι.
οὐ γὰρ δύναμιν λέγει, ἐπεὶ ἀποτροπὴ τὸ τοιοῦτόν ἐστιν
ἐπιτελέσαι:ἀπὸ κοινοῦ τὸ ὀξεῖς οὐδὲ τἀναγκαῖα
ἐξικέσθαι:οὐδὲ τῶν ἀναγκαίων περιγενέσθαι
τὸ δὲ ἐξικέσθαι ἀντὶ τοῦ ἀρκεῖν.
665

Σχόλια στον Θουκυδίδη. (scholia vetera et recentiora) B. 1, ch. 71, se. 2,


l. 4

νεροί εἰσιν ὡς ἀμυνοῦνται ἢν ἀδικῶνται. θέλει δὲ εἰπεῖν ὡς


ὑμεῖς αὐτοί, ὦ Λακεδαιμόνιοι, οὐ ποιεῖτε τοῦτο ABFGc2 ʃ
ταῦτά τινες κατ' ἐρώτησιν, τινὲς δὲ κατ' ἀπόφασιν ἀνέγνωσαν
Aἐπὶ τῷ μὴ λυπεῖν τε κτἑ.:οὔτε ἀδικεῖν βού-
λεσθε καὶ ἀδικούμενοι ἀμύνεσθε, καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἴσον νέ-
μετε A
ὁμοίᾳ:ὁμογνώμονι, τὰ ἴσα ζηλούσῃ. ʃ
τοῖς Ἀθηναίοις τούτου:τοῦ ἴσον νέμειν A
ἀρχαιότροπα:οἷον ἁπλᾶ καὶ ἀφελῆ· προεῖπε δὲ τοὺς Ἀθη-
ναίους νεωτεροποιούς A
ἀνάγκη δὲ κτἑ.:παρὰ τὸ
Ὁμηρικόν (α 351sq.)·
τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσιν ἄνθρωποι,
ἥτις ἀκουόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται A
τὰ ἐπιγιγνόμενα:τοῦτο πρὸς τὸ ἀρχαιότροπα. οὐκ ἔδει,
φησίν, ὑμᾶς ἀεὶ τοιούτους εἶναι καὶ ἀρχαῖα ἔθη ζηλοῦν A
ἐπιτεχνήσεως:ἐξευρέσεως· ἐπιμένει δὲ τῇ παραβολῇ A
κεκαίνωται:κεκαινοτόμηται

Σούδα λεξικόν. Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter nu, entry 247, l. 1

Νεωτερίζει:καινὰ πράττει.
Νεωτερίζειν.Θουκυδίδης· τῆς ἡμέρας τὸ πνῖγος ἐλύπει,
νύκτες δὲ μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον.
ὁ δὲ βάρβαρος οὐδὲ ἐπὶ τὴν νεωτερίζουσαν τὰ πράγματα τύχην ἔσχεν
ἀνενεγκεῖν τὴν αἰτίαν, ὡς ἂν ἔννομόν τινα καὶ ὕπαιθρον ἀγωνισάμενος
μάχην.
Νεωτερισμός.ἀνταρσία.
Νεώτερον:καινόν. ὁ δὲ ἔλεγε δεδιέναι ἂν ἀδόκητόν τι καὶ
νεώτερον κακὸν ἀπαντήσῃ.
Νεωτεροποιός:ἀντάρτης, τύραννος, ἐπιθέτης.
Νεώτερος:τὸ συγκριτικὸν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ. ἀντὶ τοῦ νέος.
Νέπετος:πόλις Ἰταλίας. παρὰ Διονυσίῳ ἐν Ῥωμαϊκοῖς. τὸ ἐθνικὸν σεση-
μείωται· Νεπεσῖνος γάρ, τροπῇ τοῦ τ εἰς σ. Νέποδες:οἱ ἰχθύες. παρὰ τὸ
νε στερητικὸν καὶ τὸ ποῦς· ἄποδες γάρ εἰσιν. ἐν Ἐπιγράμμασι· πτηνὰ καὶ
ἀγροτέρων κέρδεα καὶ νεπόδων.
666

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori (9012: 002)“Nicephori


archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.P. 166, l. 1

μενον ταῖς ὑπαγωγαῖς τῆς βίας ἐκάμπτετο, οἷς καὶ τόπον


εἴσω τῶν βασιλείων ἀποκληρώσας καὶ τὸ πρὸς τρυφὴν συῶν
δίκην ἀποτάξας αὐτοῖς σιτηρέσιον, νέαν πίστιν συντάττειν
ὁ νεόφρων ἀποστάτης ἐκέλευσεν. οἱ δὲ τῷ βασιλείῳ θράσει
ὡς ὁ μυθικὸς ἐκεῖνος Αἰγαίων γαυρούμενοι, σχεδὸν κατὰ
πάσης ἐκκλησίας ὠμότατα θέοντες, βίβλους ἀνηρεύνων, τὰς
δὲ ἀφῄρουν· καὶ τὰς μὲν κατ' εἰδώλων ἔστεργον ὡς συνηγο-
ρούσας αὐτῶν τῷ φρονήματι, τὰς δὲ ὑπὲρ εἰκόνων ἐπίμ-
πρων ὡς ἐλεγχούσας αὐτῶν τὰ μυθεύματα.
Εἰσκαλεῖται δὲ καὶ τῶν ἐπισκόπων τοὺς πλείονας τῷ
νεωτεροποιῷ τούτῳ συνηγορήσοντας σκέμματι· οἵτινες ἡνίκα
τοῖς ἀντιπέραν ἐπινείοις τοῦ Βυζαντίου προσήγγιζον οὐχ
ἑκουσιότητι κατὰ τὸ κρατῆσαν ἔθος πρὸς τὸν ἀρχιποίμενα
στέλλοντες ὡς αὐτὸν διεπορθμεύοντο· τὴν βασιλικὴν δὲ ῥο-
πὴν ἀντιστατοῦσαν ὑπαντιάζοντες καὶ βίᾳ δεσμούμενοι, πρὸς
τὰς Ἐχέτου καὶ Φαλάριδος ποινὰς παρεπέμποντο· καὶ εἰ μὲν
τὸ δοκοῦν ἐκείνοις ἐτίθεντο, λύσις τῶν δεινῶν ἐπηκολούθει
καὶ ἄνεσις· εἰ δέ τις τῷ τῆς ἀληθείας κέντρῳ νυττόμενος
πρὸς τὴν ἀσέβειαν ποσῶς ἀπεμάχετο, εἱρκταῖς καὶ λιμοῖς καὶ
χθονίοις κατεκρίνετο δείμασιν, οὐδὲν τῶν τῆς Ἐμπούσης
ἀνεκτότερον φαντασμάτων ὑπάρχοντα. οὕτω [τὸ] τοῦ

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori P. 172, l. 2

ἀλλά, βασιλεῦ, μὴ δῷς τῇ αἱρέσει χεῖρα κάτω κειμένῃ, μηδὲ


τῇ εὐλόγῳ σιγῇ καταδικασθείσῃ φωνὴν κατὰ τῆς ἐκκλησίας
ἐμπνεύσειας διὰ φωνῆς. αὐτὴ μετὰ τῶν αὐτῆς εὑρετῶν ἀπερρί-
φθω ἐς μακράν, οἰχέσθω ἐς κόρακας, ἀποπεμπέσθω ἐς Κυνό-
σαργες· ἡ δὲ τῆς ἐκκλησίας ἀσύγκριτος ἀεὶ μενέτω μεγαλο-
πρέπεια. οὐδὲν μέρος τῇ ὑφηλίῳ, ὡς φθάσαν τὸ ὑμέτερον
εἴρηκε κράτος, ἕκατι τῶν ἱερῶν εἰκόνων ταύτην παραλυπεῖν
προτεθύμηται, οὐδὲν κατὰ τῆς μονίμου αὐτῆς εὐταξίας ἀτα-
ξίαν ποτὲ μεμελέτηκεν· πάντοθεν γὰρ τὸ ἠρεμαῖον καὶ στάσι-
μον ἔχουσα καταιγίδων καὶ σάλων καὶ αὐτῶν τῶν τοῦ ᾅδου
πυλῶν κατισχύουσα φαίνεται. μὴ τὰς νεωτεροποιοὺς διδα-
σκαλίας κατὰ τῆς προβεβηκυίας ἡμῶν ἐπαφήσητε παραδόσεως·
667

αὗται γὰρ πρὸς χάριν, οὐ τὰ τοῦ κυρίου λαλεῖν μεμαθήκασιν,


αὗται τῶν ἀπὸ κοιλίας φωνούντων εἰσὶν ἐξαμβλώματα. εἰς
δέ τι τῶν ἑτεροδόξων τὴν ὑμετέραν ὀρθὴν παρεσάλευσε νῆψιν
(ἴσμεν γάρ σε καὶ πρὸ τοῦ στέφους τῇ ἀμωμήτῳ πίστει προς-
κείμενον), καὶ λόγος χραίνειν ἀκοὰς δυνάμενος τὸ ὑμέτερον
οὖς διελάσας παρέπεισε καὶ σκῶλον ὑμῖν ἀπεγέννησεν, εὑρέ-
σθαι δὲ τὴν τούτου λύσιν εἰ ἱμείρεσθε, ταύτην ἐπιφύσει θεοῦ
παρέξειν ὑμῖν βεβαιούμεθα. χρέος γὰρ ἡμῖν τοῦτο καὶ χρεῶν
ἁπάντων ἀναγκαιότατον, τὸ τὸ σκάνδαλον ὑμῖν ἐπαφέντα, θεοῦ...

ΕΦΕΥΡΕΣΗ-ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ

Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων. Εφεύρεση,


εφευρέτης.

• 1. Ευρυπίδης Alcestis (5 B.C.) Line 223


• ἔξευρε μηχανάν τιν’ Ἀδμήτῳ κακῶν.
— πόριζε δὴ πόριζε· καὶ πάρος γὰρ
τοῦδ’ ἐφεῦρες, καὶ νῦν
λυτήριος ἐκ θανάτου γενοῦ,
φόνιον δ’ ἀπόπαυσον Ἅιδαν. (225)

• 2. Ευρυπίδης Electra (5 B.C.) Line 952


• τὰ γὰρ τέκν’ αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται, (950)
τὰ δ’ εὐπρεπῆ δὴ κόσμος ἐν χοροῖς μόνον.
ἔρρ’, οὐδὲν εἰδὼς ὧν ἐφευρεθεὶς χρόνῳ
δίκην δέδωκας. —ὧδέ τις κακοῦργος ὢν
μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ’ ἐὰν δράμῃ καλῶς,

• 3. SOPHOCLES Trag. Electra (5 B.C.) Line 1235


• γοναὶ σωμάτων ἐμοὶ φιλτάτων,
ἐμόλετ’ ἀρτίως,
ἐφεύρετ’, ἤλθετ’, εἴδεθ’ οὓς ἐχρῄζετε. (1235)
ΟΡ. Πάρεσμεν· ἀλλὰ σῖγ’ ἔχουσα πρόσμενε.
ΗΛ. Τί δ’ ἔστιν;
668

• 4. SOPHOCLES Trag. Oedipus Coloneus (5 B.C.) Line 504


• ἔρημον ἕρπειν οὐδ’ ὑφηγητοῦ δίχα.
ΙΣ. Ἀλλ’ εἶμ’ ἐγὼ τελοῦσα· τὸν τόπον δ’ ἵνα
χρἤσταί μ’ ἐφευρεῖν , τοῦτο βούλομαι μαθεῖν.
ΧΟ. Τοὐκεῖθεν ἄλσους, ὦ ξένη, τοῦδ’. Ἢν δέ του (505)
σπάνιν τιν’ ἴσχῃς, ἔστ’ ἔποικος ὃς φράσει.

• 5. CLEMENS ALEXANDRINUS Theol. Protrepticus {0555.001}


(A.D. 2-3) Ch. 2 se. 40 subse. 2 line 1
• ἐπισκέψασθαί μοι δοκεῖ εἰ ὄντως εἶεν δαίμονες, δευτέρᾳ
ταύτῃ, ὡς ὑμεῖς φατέ, ἐγκαταλεγόμενοι τάξει. Εἰ γὰρ οὖν
(2) δαίμονες, λίχνοι τε καὶ μιαροί. Ἔστι μὲν ἐφευρεῖν καὶ
ἀναφανδὸν οὕτω κατὰ πόλεις δαίμονας ἐπιχωρίους τιμὴν
ἐπιδρεπομένους, παρὰ Κυθνίοις Μενέδημον, παρὰ Τηνίοις

• 6. Ωριγένης Expositio in Proverbia (frag. e catenis) {2042.075}


(A.D. 2-3) Vol. 17 page 181 line 45
• κειριῶν καὶ τῆς κλίνης, καὶ τῶν ἀμφιτάπων, καὶ τοῦ
κρόκου, καὶ τοῦ κινναμώμου· ἅπερ κακὰ καὶ διάφορα
πάθη σημαίνει ἡδονῶν παρὰ τοῖς ἐφευρεταῖς τῶν (45)
κακῶν γινόμενα. Τὸ δι’ ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον
αὐ-

• 7. Ωριγένης Expositio in Proverbia (frag. e catenis) {2042.075}


(A.D. 2-3) Vol. 17 page 193 line 32
• ἁμαρτάνοντας ἐλέγχουσιν· οἱ δὲ μισοῦντες αὐτὰς, καὶ (30)
τῇ αἰσχρότητι τῶν ἁμαρτιῶν συναποθνήσκοντες, σὺν
τῷ πονηρῷ αὐτῶν ἐφευρετῇ πονηρῶς τακήσονται·
ὑπὸ δὲ τῶν παριόντων τὴν κακίαν, γνωρίζεται τῆς
ἀναμαρτησίας ἡ παιδεία τοῦ ἀκάκου.

• 11. Γρηγόριος Νύσσης. Dialogus de anima et resurrectione


{2017.056} (A.D. 4) Vol. 46 page 36 line 32
• καθυποκρίνεται, ἀπόδειξις ἂν εἴη τοῦ εἶναί τι τοιοῦ- (30)
τον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, ᾧ ταῦτα πέφυκε διὰ
τῆς θεωρητικῆς καὶ ἐφευρετικῆς δυνάμεως κατανοεῖν
τε ἐν ἑαυτῷ καὶ προκατασκευάζειν τῇ διανοίᾳ
τὰ μηχανήματα, εἶθ’ οὕτως εἰς ἐνέργειαν διὰ τῆς
669

• 12. Γρηγόριος Νύσσης. Contra fatum {2017.082} (A.D. 4) Page 55


line 7
• πολλὰ τῶν λεγομένων ἐστὶ τεκμήρια; ἀλλ’ οὗ χάριν τῶν (5)
εἰρημένων ἐμνήσθημεν, ὅτι πάντα τὰ τοιαῦτα γῆς ἐστι πάθη.
εἰ μὲν οὖν συνενεχθείη καὶ οἴκησιν ἀνθρώπων ἐφευρεθῆναι τῷ
τόπῳ, κατὰ πᾶσαν ἀνάγκην κἀκεῖνοι τοῦ κατὰ τὸν τόπον
δυστυχήματος παραπέλαυσαν· εἰ δὲ ἐλεύθερος εἴη τῶν

• 16. Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


{2035.042} (A.D. 4) Vol. 26 page 20 line 4
• Ἀρειομανῖται; Ἢ πῶς τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας
εἰσὶν οἱ τὴν ἀποστολικὴν ἀποτιναξάμενοι πίστιν, καὶ
καινῶν κακῶν ἐφευρεταὶ γενόμενοι, οἱ τὰ μὲν τῶν
θείων Γραφῶν λόγια καταλείψαντες, τὰς δὲ (5)
Θαλείας Ἀρείου σοφίαν καινὴν ὀνομάζοντες; Εἰκότως

• 17. Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


{2035.042} (A.D. 4) Vol. 26 page 28 line 32
• αῦτα, μὴ ἀρνείσθωσαν ἀλλοτρίαν καὶ μὴ ἐκ πα- (30)
τέρων εἶναι τὴν αἵρεσιν ταύτην. Τὸ δὲ μὴ ἐκ πατέ-
ρων, ἀλλὰ νῦν ἐφευρεθὲν, τί ἂν εἴη ἕτερον ἡ
περὶ οὗ προείρηκεν ὁ μακάριος Παῦλος· Ἐν ὑστέ-
ροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς ὑγιαινούσης

• 18. Αθανάσιος θεολόγος. Orationes tres contra Arianos


{2035.042} (A.D. 4) Vol. 26 page 56 line 25
• καὶ αὐτὸς, καὶ καθεξῆς ἕως εἰς ἄπειρον· τοῦτο
γὰρ ὅμοιον δείκνυσι τὸν γεννηθέντα τοῦ γεννήσαν-
τος. Ἐφευρεταὶ δυσφημιῶν ἀληθῶς οἱ θεομάχοι, (25)
οἵτινες, ἵνα μὴ τὸν Υἱὸν εἰκόνα τοῦ Πατρὸς ὁμολογή-
σωσι, σωματικὰ καὶ γήϊνα περὶ αὐτοῦ τοῦ Πατρὸς

• 33. EUSTATHIUS Scr. Eccl. et Theol. Commentarius in


hexaemeron [Sp.] {4117.022} (A.D. 4) Page 749 line 51
• μενος πολλὰς ἀρετὰς ἐπενόησεν, ὧν καὶ τοὺς ἀπογό-
νους αὐτοῦ ζηλωτὰς καταλέλοιπεν. Οὗτος γὰρ πρῶτος (50)
ἀστρονομίαν καὶ πᾶσαν τὴν οὐράνιον ἐφεῦρε διακό-
σμησιν, ἥντινα ἄχρι τῶν ἐσχάτων χρόνων διαμεῖναι
670

τοιῶσδε ὁ Ἀδὰμ παρεσκεύασε· μέλλων γὰρ τελευτᾷν

• 34. SOCRATES Scholasticus Hist. Historia ecclesiastica (A.D. 4-


5) B. 4 ch. 33 line 17
• θρησκείας ὄντες τυγχάνουσι, τότε διὰ τὸν βασιλέα ταύτῃ
προσθέ- (15)μενοι. Τότε δὲ καὶ Οὐλφίλας ὁ τῶν Γότθων
ἐπίσκοπος γράμματα ἐφεῦρε Γοτθικά· καὶ τὰς θείας γραφὰς εἰς
τὴν Γότθων μεταβαλὼν, τοὺς βαρβάρους μανθάνειν τὰ θεῖα λόγια
παρεσκεύασεν. Ἐπειδὴ δὲ Οὐλφίλας οὐ μόνον τοὺς ὑπὸ
Φριτιγέρνην, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὸ

• 35. Ιωάννης Χρυσόστομος. In Genesim (homiliae 1-67)


{2062.112} (A.D. 4-5) Vol. 53 page 272 line 34
• δείξας ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλὰ καὶ οὗτος πάλιν μιμούμενος
τὸν πρόγονον, καὶ οὐκ εἰς δέον χρησάμενος τοῖς τῆς φύ-
σεως προτερήμασιν, ἕτερον δουλείας ἐφεῦρε τρόπον, καὶ
ἄρχων καὶ βασιλεὺς γενέσθαι ἐπεχείρησε. Βασιλεὺς γὰρ (35)
οὐκ ἂν γένοιτό ποτε μὴ ὄντων τῶν ἀρχομένων. Αὕτη δὲ

• 37. Ιωάννης Χρυσόστομος. In epistulam ad Romanos (homiliae 1-


32) (A.D. 4-5) Vol. 60 page 422 line 40
• ποιῶν, πόσης οὐκ ἂν εἴη τιμωρίας ἄξιος; οὐδὲ γὰρ με-
ταγνῶναι δυνήσεται λοιπὸν ὁ τοιοῦτος. Εἶτά φησιν,
Ἐφευρετὰς κακῶν· δηλῶν, ὅτι οὐδὲ τοῖς ἤδη οὖσιν (40)
ἠρκέσθησαν, ἀλλὰ καὶ ἐφεῦρον ἕτερα· ὅπερ πάλιν με-
λετώντων ἦν καὶ σπουδαζόντων, οὐχὶ συναρπαζομένων

• 44. Θεοδωρετος θεολόγος. Interpretatio in xii prophetas minores


{4089.029} (A.D. 4-5) Vol. 81 page 1596 line 44
• ιβʹ. «Καταγράψω αὐτῷ πλῆθος, καὶ τὰ νόμιμα
αὐτοῦ.» Τούτων γὰρ τῶν θυσιαστηρίων τὸ πλῆθος,
καὶ τῶν ἐφευρεθέντων ἐπὶ τούτοις νόμων, καθ’ οὓς
τὰς εἰδωλικὰς τελετὰς ἐπετέλουν, ἀνάγραπτον ποιήσω (45)
τὴν μνήμην, εἰς ἔλεγχον τῆς πολλῆς αὐτῶν ἀσεβείας.

• 45. Θεοδωρετος θεολόγος. Interpretatio in xiv epistulas sancti


Pauli (A.D. 4-5) Vol. 82 page 65 line 20
• φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας· ψι-
θυριστὰς. (λʹ, λαʹ). Καταλάλους, θεοστυγεῖς,
671

ὑβριστὰς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κα- (20)


κῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους,
ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας. Καὶ καλεῖ

• 51. Ιωάννης Μαλαλάς. {2871.001} (A.D. 5-6) Page 76 line 12


• Μετὰ δὲ Γεδεὼν ἡγεῖτο τοῦ Ἰσραὴλ Θῶλας. ἐν δὲ τοῖς και- (10)
ροῖς τοῦ Θῶλα ἦν ἐν τῇ Φρυγίᾳ χώρᾳ Μαρσύας ὁ φιλόσοφος,
ὅστις ἐφεῦρε διὰ μουσικῆς αὐλοὺς ἀπὸ καλάμων. καὶ ἀπενοεῖτο
ἀποθεῶν ἑαυτὸν καὶ λέγων, Εὗρον τροφὴν ἀνθρώποις διὰ τοῦ
μέλους τῶν μουσικῶν καλάμων. ᾤκει δὲ ὁ αὐτὸς Μαρσύας εἰς

• 52. Ιωάννης Μαλαλάς. {2871.001} (A.D. 5-6) Page 175 line 1


• ἐκάλεσε τὴν αὐτὴν χώραν ἐν ᾗ ἐβασίλευσε Λιβύην εἰς ὄνομα
τῆς αὐτοῦ γυναικός. τὸν δὲ αὐτὸν ἱππικὸν ἀγῶνα ὁ Ἐνυάλιος
(175) ἅρμασι διπώλοις ἐφεῦρε , καθὼς ταῦτα συνεγράψατο
Καλλίμαχος
ὁ σοφὸς ἐν τοῖς Ἐτησίοις αὐτοῦ.
Καὶ λοιπὸν μετ’ αὐτὸν ὁ Ἐριχθόνιος ἐπετέλεσε τὸν αὐτὸν

• 53. Ιωάννης Μαλαλάς. {2871.001} (A.D. 5-6) Page 175 line 18


• Ὁ δὲ Ῥῶμος βασιλεὺς πρὸς τιμὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Ἡλίου καὶ
τῶν ὑπ’ αὐτὸν τεσσάρων στοιχείων τὸν ἀγῶνα ἐν τῇ Ῥώμῃ
πρῶτος ἐφεῦρε , καὶ ἐπετέλεσεν ἐν τῇ χώρᾳ τῆς δύσεως, ἤτοι τῆς
Ἰταλίας, ἅρμασι τετραπώλοις, τοῦτ’ ἐστὶ τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάσ-
σῃ καὶ τῷ πυρὶ καὶ τῷ ἀέρι. καὶ ἐπέθηκεν ὁ Ῥῶμος τοῖς αὐ- (20)

• 54. Ολυμπιόδωρος Διάκονος. Commentarii in Jeremiam (in


catenis) {2865.003} (A.D. 6) Vol. 93 page 668 line 6
• «Καὶ καταισχυνθήτωσαν.» Τοὺς δαίμονας καταρᾶ-
ται· οὐ γὰρ βούλεται ὁ ἅγιος ἀνθρώπους τῇ διηνεκεῖ (5)
παραδοῦναι κολάσει· ὅτι καὶ τῆς κακίας εἰσὶν ἐφευρεταὶ καὶ
ἐπαναγκασταὶ τοῖς ἀνθρώποις καὶ διδάσκαλοι.
«Τοῦ μὴ εἰσφέρειν.» Μέτρον φανερὸν ἐβάδιζον·

• 55. Ολυμπιόδωρος Διάκονος. Commentarii in Lamentationes (in


catenis) {2865.004} (A.D. 6) Vol. 93 page 757 line 45
• ἀλλ’ ὡς χῆραι διὰ τὴν πρόσκαιρον θλίψιν.
«Ὕδωρ ἡμῶν.» Τὴν γὰρ δωρεὰν τὴν κεχαρισμέ-
νην παρὰ τοῦ Θεοῦ πράσει ὑπέβαλεν ἡ ἐφεύρεσις τῆς (45)
672

ἁμαρτίας. «Ξύλα ἡμῶν.» Ὅτε τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας

• 56. JOANNES DAMASCENUS Scr. Eccl. et Theol. Sacra


parallela (recensiones secundum alphabeti litteras dispositae, quae
tres libros conflant) (frag. e cod. Vat. gr. 1236) {2934.018} (A.D.
7-8) Vol. 96 page 372 line 36
• Τὸν ἱππικὸν ἀγῶνα πρῶτος ἐπενόησεν ὁ Ἐνυ-
λιόστης υἱὸς Ποσειδῶνος. Τὸν δὲ αὐτὸν ἱππικὸν ἀγῶνα (35)
ἅρμασι Δίπολις ἐφεῦρεν. Ὁ Οἰνομαὸς πρῶτος αὐτὸς
ἐπετέλεσεν τὸν ἀγῶνα ἅρμασι τετραπώλοις. Τὸ δὲ
τοῦ ἱπποδρομίου κτίσμα εἰς τὴν τοῦ κόσμου διοί-

• 57. JOANNES DAMASCENUS Scr. Eccl. et Theol. Commentarii


in epistulas Pauli [Dub.] (A.D. 7-8) Vol. 95 column 452 line 20
• ται τὰ κακὰ, ἅπερ ἡ ἀσέβεια εἰργάσατο. θεομι-σεῖς. «Ἐφευρετὰς
κακῶν.» (20) Ἵνα τῆς γνώμης λοιπὸν γένηται κατηγόρημα,
ἐφευρετὰς κακῶν αὐτοὺς προσηγόρευσεν.

• 61. GEORGIUS Monachus Chronogr. Chronicon breve (lib. 1-6)


(redactio recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 104 line
25
• καὶ ἐν θηλείαις Ἥρη καὶ Δήμητρα καὶ Ἀθηνᾶ καὶ
Ἄρτεμις διαταγαῖς ἐκρίθησαν θεοποιεῖσθαι. (14)
Διὸ δὴ ταύτας καὶ εἰδωλομανίας καὶ ἐφευρέσεις ἡ (25)
θεία Γραφὴ θριαμβεύουσα οὕτω φάσκει· «Ἀρχὴ
πονηρίας ἐπίνοια εἰδώλων· εὕρεσις δὲ αὐτῶν

• 62. GEORGIUS Monachus Chronogr. Chronicon breve (lib. 1-6)


(redactio recentior) {3043.002} (A.D. 9) Vol. 110 page 105 line
34
• Ἀριστοτέλης, σίτου δὲ σπόρον καὶ κριθῆς Τρι-
πτόλεμος· καὶ νόμους μὲν Λυκοῦργος ὁ Σπαρτιάτης καὶ Σόλων ὁ
Ἀθηναῖος, τῶν δὲ γραμμάτων τὴν
σύνταξιν καὶ ἀριθμὸν καὶ μέτρα καὶ σταθμία Παλαμήδης ἐφεῦρε ,
καὶ ἄλλοι ἄλλα καὶ διάφορα τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἐπήγγειλαν
χρήσιμα κατὰ τὴν τῶν ἱστορησάντων μαρτυρίαν. (35)(16) Ἀλλ’
εὔδηλος ἡ τούτων παράνοια, ὅτιπερ
673

• 63. GEORGIUS Monachus Chronogr. Chronicon breve (lib. 1-6)


(redactio recentior) (A.D. 9) Vol. 110 page 557 line 4
• καὶ θεήλατος. (3) Περὶ οὗ φησι καὶ Θεόδωρος πρεσβύτερος ὁ τῆς
Ῥαϊθοῦ· «Μάνης ὁ τοῦ ἀντιθέτου σκότους ἐφευρέ-
της, μᾶλλον δὲ τῆς ἐξουσίας τοῦ σκότους ἀνάπλα- (5)
σμα, φαντασίᾳ ψιλῇ καὶ σχήματι διακένῳ σώμα-
τος ἀνθρωπείου πεφανερῶσθαι τὸν Κύριον ἐφαντά-

• 65. SYMEON LOGOTHETES Hist. Chronicon (sub nomine


Leonis Grammatici vel Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis)
(redactio A + B operis sub titulo Epitome fort. sub auctore Trajano
Patricio) {3070.001} (A.D. 10) Page 16 line 3
• (16) τοῦ ἐβασίλευσεν, ὃς μετωνομάσθη Ἑρμῆς· ἦν γὰρ λογιώτα-
τος πάνυ καὶ μαθηματικός· ὅστις καὶ τὴν τοῦ χρυσοῦ ποίη-
σιν ἐφεῦρεν ἐκ μετάλλων ἀνθρώποις.
Τῷ δὲ Χὰμ τῷ δευτέρῳ υἱῷ τοῦ Νῶε ἔλαχον χῶραι κατ’
ὄνομα αἵδε, Αἴγυπτος, Αἰθιοπία ἡ βλέπουσα κατὰ Ἰνδούς, (5)

• 67. Μιχαήλ Ψελλός De omnifaria doctrina (A.D. 11) Se. 130 line
9
• τὸ ὑπέκκαυμα καὶ τὸν περίγειον ἀέρα κἀντεῦθεν θερμότητος τοῖς
ὑποκειμένοις καθίσταται αἴτιος. τοῦ δὲ ὑπεκκαύματος καὶ τὴν
φύσιν καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸς πρῶτος καὶ ἐφεῦρε καὶ ὠνόμασεν.
ὑπέκκαυμα οὖνλέγει τὴν ἀναπεμπομένην ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμίασιν
θερμὴν καὶ ξηρὰν (10)καὶ οἶον καπνώδη. αὕτη οὖν ἡ καπνώδης
ἀναθυμίασις μέχρι τῆς σελήνης

• 68. Μιχαήλ Ψελλός De omnifaria doctrina (A.D. 11) Se. app3


line 41
• Ὁ μὲν οὖν Ἀριστοτέλης μέχρι τοῦ νοῦ τὴν πολυπραγμοσύνην τῆς
διανοίας προαγαγὼν τὴν ζήτησιν ἔστησεν. ὁ δέ γε Πλάτων
προσωτέρω (40)προὐχώρησε καὶ ὑπὲρ τὸν νοῦν ἐφεῦρε τὸ ἕν. ὁ
δ’ αὐτὸς ἀνὴρ οὐδὲ μέχρι τούτου τὸ θεῖον ὁρίζει οὐδὲ τοῖς πᾶσιν
ἐφίστησιν, ἀλλ’ ὑπὲρ τὸ πᾶν τίθησι ὡς ἀσύντακτον καὶ ἀόριστον
καὶ ἀζήτητον. ἕτεροι δὲ αὖθις

• 69. Μιχαήλ Ψελλός Epitaphius in patriarchem Joannem


Xiphilinum {2702.044} (A.D. 11) Page 430 line 13
674

• μασεν; ἐπεὶ καὶ τοῦτο πολυμερὲς, καὶ τὸ μὲν κρουνηδὸν ἀπὸ γλώτ-
της χεῖται, τὸ δ’ ἔνδον ἐν τῇ ψυχῇ κάθηται, περὶ ἄμφω κατὰ
τρόπον μερίζεται· καὶ διελὼν τὼ δύο, οὐκ ἐστὶν ἐφευρεῖν ὅτῳ
πλέον
προσέθετο, ἀλλ’ ᾧ τῶν μερῶν προσωμίλησε, τοῦτο τὸ πρωτεῖον
ἐδόκει ἔχειν κατὰ θατέρου· εἰ δέ τινά που εὗρε πηγὴν καὶ
κάτωθεν (15)

• 70. Μιχαήλ Ψελλός Epitaphius in patriarchem Joannem


Xiphilinum {2702.044} (A.D. 11) Page 455 line 11
• ἄπειρον ταύτης δύναμιν, ὥσπερ συνοπτικὸν ποιούμενος λόγον
συνέ-
στειλε, καθάπερ οἱ τὴν θάλασσαν ἀπὸ τῶν μεγάλων πελαγῶν
διαι- (10)
ροῦντες, ἀλλὰ πάσας αὐτῆς τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἀρχὰς ἐφεῦρε
καὶ συνεισήνεγκεν οὐκ ἰδιώταις τισὶν, ἢ βασιλεῦσιν ἀργοῖς καὶ
ῥᾳθύμοις σύνοψιν τοῦ πλήθους ποιούμενος, ἀλλὰ τὴν ὅλην αὐτῆς

• 71. Μιχαήλ Ψελλός Epitaphius encomiasticus in patriarchem


Michaelem Cerullarium {2702.045} (A.D. 11) Page 350 line 2
• ματος καὶ ποιεῖται εὐθὺς ὑπὸ τὴν φρικωδεστάτην ἀράν. Καὶ τοῦτο
(350) δὲ θαυμάζειν ἔχων ἐγὼ, ἐκεῖνο παραβάλλων καὶ οἷς εἶχε περὶ
τὰ θεῖα, ἔτι πλέον τεθαύμακα, εἴ τι τούτου μεῖζον ἐκεῖνος ἐφεῦρέ τε
καὶ διωρίσατο. Σκοπεῖτε δὲ ὡς ἔχω περὶ τοῦ πράγματος. Ὁ τῆς
εὐσεβείας λόγος πᾶσιν ἡμῖν ἁπλῶς πρόκειται ὅσοι τῷ εὐαγγελικῷ

• 72.Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 1 ch. 2 se. 2 line 4


• ται πρὸς ταῦτα καὶ ὀξύτερον οἰκειοῦται τὸν βάρβαρον καὶ
ἐπισπᾶται πρὸς ἑαυτὸν καὶ λόγοις καὶ δώροις καὶ πᾶσι
τρόποις καὶ μηχανήμασιν. Ἦν γὰρ εἴπερ τις ἄλλος ἐφευ-
ρετὴς καὶ πόρους ἐν τοῖς ἀπορωτάτοις ξυμμηχανώμενος. (5)
Ὁ γοῦν δυνατώτατος αὐτῷ τῶν τρόπων τοιοῦτός τις ἦν,
ὡς ἐν τύπῳ εἰπεῖν, δεξιώσασθαι τὸν Τουτάχ· καί φησι

• 73.Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 1 ch. 8 se. 1 line 5


• στρατοπέδῳ ἀθρόον ὁ Βασιλάκιος σὺν ἱππεῦσί τε καὶ πεζοῖς
μυρίανδρον στρατιὰν ἐπαγόμενος. Καὶ τὰς μὲν κλισίας
ἐφεῦρεν ἑκασταχοῦ ἀναλαμπούσας πυρί, ἐξαστράπτουσαν (5)
δὲ καὶ τὴν τοῦ στρατηγοῦ σκηνὴν θεασάμενος ὡς εἶχε
675

ῥύμης εἰς ταύτην εἰσεληλύθει πολυτάρακτόν τε καὶ θορυ-

• 74.Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (A.D. 11-12) B. 15 ch. 11 se. 8 line 2


• εἰς τὰς κοιλότητας τῶν ἀρτηριῶν ἐνθεμένου καὶ ἐπιτείναν-
τος τὴν διάθεσιν. (8) Ἐντεῦθεν οὐδὲ σχῆμα κατακλίσεως
εὐπετῶς ἦν ἐφευρεῖν παντάπασιν αὐτῷ, τῆς νόσου ἐπακ-
μαζούσης. Ἀλλὰ γὰρ διανυκτερεύων ἦν ὁ βασιλεὺς ἐξ
ἑσπέρας εἰς ὄρθρον ἄυπνος, μήτε τροφῆς ἐλευθέρας μετα-

• 75. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (A.D. 12)


Line 487
• ὄγδοος ὢν ἀπόγονος τοῦ Νῶε τοῦ δικαίου. (485)
οὗτος οὖν πρῶτος ὁ Σεροὺχ τιμῶν τοὺς παλαιτέρους
ὡς ἀγαθῶν ἐφευρετάς, ὡς ἰσχυροὺς ἐν μάχαις,
ὡς τῆς σοφίας ἀρχηγούς, ὡς ἐμπειροπολέμους,
εἰκόνας κατεσκεύασεν, ἀγάλματα καὶ στήλας,

• 76. Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (A.D. 12)


Line 5729
• ἕως καὶ πότε τῆς ἀρχῆς τὸ σκάφος ἰθυνοῦσιν
εὐνοῦχοι γυναικόψυχοι, πόριμοι πρὸς κακίαν,
πάντων κακῶν ἐφευρεταί, πάντων κακῶν ἐργάται,
ἄνθρωποι μαλακόψυχοι, σκεύη πονηρευμάτων,
τῶν ἀθεμίτων ἀγωγοί, σωλῆνες κακουργίας.”

• 77. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 42 line 10
• ... εἰ καὶ μὴ ἑαυτῆς ἕνεκα, ἀλλ’ ἧς ἕνεκα δεῖ. Καὶ ἵνα τῷ λόγῳ
σαφεστέραν ἀνοίξωμεν τὴν ὁδόν, οἱ τῆς φιλοσοφίας καὶ ὅσοι τῆς
λογικῆς ἐπιστήμης ἐφευρεταὶ τῇ τοῦ νοῦ κατακολουθήσαντες
ἡγεμονίᾳ καὶ ἴχνος ἄνω που θέντες τῆς θεωρίας καὶσυνεθισμὸν καὶ
πίστιν ἀσώματον ἠθροικότες ἐκεῖθεν, εἶτα ἐπὶ τὰ τῇ

• 78. Νικηφόρος Γρηγοράς. Rerum Nat. Epistulae (A.D. 13-14)


Epistle 62 line 13
• ὑπὲρ αὐτοῦ φωνὴν ἐπεσπάσατο, καὶ οὕτω γέ τοι προσηκόντως,
ὥσπερ ἂν εἰ τοῦτ’ ἦν ἐξεπίτηδες ἔργον αὐτῷ διὰ βίου παντός, τὸ
τὸν ἄριστον ἐπαινέτην [[ζητεῖν]] ἐφευρεῖν δηλαδή. καίτοι τοὺς
μὲν ἄλλους ἅπαντας παρ’ ἀλλήλων ἐκεῖνος ἐπαινεῖσθαι ἐπῄνει, καὶ
676

φιλαλληλίας ἔλεγε τοῦτ’ εἶναι γνώρισμα· αὐτός γε μὴν παρ’


οὐδενὸς τῶν ἁπάντων

Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα

Ευρυπίδης. Alcestis Euripidis fabulae, vol. 1”, Ed. Diggle, J.Oxford:


Clarendon Press, 1984.Line 223

– αἰαῖ· ἔξεισί τις ἢ τέμω τρίχα καὶ μέλανα στολμὸν πέπλων


ἀμφιβαλώμεθ' ἤδη; – δεινὰ μέν, φίλοι, δεινά γ', ἀλλ' ὅμως
θεοῖσιν εὐξόμεσθα· θεῶν γὰρ δύναμις μεγίστα.
– ὦναξ Παιάν, ἔξευρε μηχανάν τιν' Ἀδμήτωι κακῶν.
– πόριζε δὴ πόριζε· καὶ πάρος γὰρ
τοῦδ' ἐφεῦρες καὶ νῦν λυτήριος ἐκ θανάτου γενοῦ,
φόνιον δ' ἀπόπαυσον Ἅιδαν.
– παπαῖ ὦ παῖ Φέρητος, οἷ' ἔπρα-
ξας δάμαρτος σᾶς στερείς. – αἰαῖ· ἄξια καὶ σφαγᾶς τάδε
καὶ πλέον ἢ βρόχωι δέραν οὐρανίωι πελάσσαι.

Ευρυπίδης. Electra (0006: 042“Euripidis fabulae, vol. 2”, Ed. Diggle,


J.Oxford: Clarendon Press, 1981.Line 952

ἡ μὲν γὰρ αἰεὶ παραμένουσ' αἴρει κακά·


ὁ δ' ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν
ἐξέπτατ' οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.
ἃ δ' ἐς γυναῖκας (παρθένωι γὰρ οὐ καλὸν
λέγειν) σιωπῶ, γνωρίμως δ' αἰνίξομαι.
ὕβριζες, ὡς δὴ βασιλικοὺς ἔχων δόμους
κάλλει τ' ἀραρώς. ἀλλ' ἔμοιγ' εἴη πόσις
μὴ παρθενωπὸς ἀλλὰ τἀνδρείου τρόπου.
τὰ γὰρ τέκν' αὐτῶν Ἄρεος ἐκκρεμάννυται,
τὰ δ' εὐπρεπῆ δὴ κόσμος ἐν χοροῖς μόνον.
ἔρρ', οὐδὲν εἰδὼς ὧν ἐφευρεθεὶς χρόνωι
δίκην δέδωκας. ὧδέ τις κακοῦργος ὢν
μή μοι τὸ πρῶτον βῆμ' ἐὰν δράμηι καλῶς
νικᾶν δοκείτω τὴν Δίκην, πρὶν ἂν πέρας
γραμμῆς ἵκηται καὶ τέλος κάμψηι βίου.
{Χο.} ἔπραξε δεινά, δεινὰ δ' ἀντέδωκέ σοι
καὶ τῶιδ'· ἔχει γὰρ ἡ Δίκη μέγα σθένος.
677

{Ηλ.} εἶἑν· κομίζειν τοῦδε σῶμ' ἔσω χρεὼν


σκότωι τε δοῦναι, δμῶες, ὡς, ὅταν μόληι
μήτηρ, σφαγῆς πάροιθε μὴ 'σίδηι νεκρόν.

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c–748d) (0007: 112)


“Plutarchi moralia, vol. 4”, Ed. Hubert, C.Leipzig: Teubner, 1938, Repr.
1971.Stephanus page 638, se. C, line 5

πολλοὶ γὰρ ἐτύγχανον ἀφιγμένοι καὶ ἔνδοξοι. παρὼν


οὖν Λυσίμαχος, εἷς τῶν Ἀμφικτυόνων ἐπιμελητής,
ἔναγχος ἔφη γραμματικοῦ τινος ἀκοῦσαι τὴν πάλην ἀρ-
χαιότατον ἀθλημάτων πάντων ἀποφαίνοντος, ὡς καὶ
τοὔνομα μαρτυρεῖν· ἐπιεικῶς γὰρ ἀπολαύειν τὰ νεώτερα
πράγματα κειμένων ἐν τοῖς παλαιοτέροις ὀνομάτων· ὥς
που καὶ τὸν αὐλὸν ‘ἡρμόσθαι’ λέγουσιν καὶ ‘κρούματα’
τὰαὐλήματα καλοῦσιν, ἀπὸ τῆς λύρας λαμβάνοντες τὰς
προσηγορίας. τὸν οὖν τόπον, ἐν ᾧ γυμνάζονται πάντες
οἱ ἀθληταί, παλαίστραν καλοῦσι, τῆς πάλης [τοὔνομα]
κτησαμένης τὸ πρῶτον, εἶτα καὶ τοῖς αὖθις ἐφευρεθεῖσιν
ἐμπαρασχεῖν. τοῦτ' ἔφην ἐγὼτὸ μαρτύριον οὐκ ἰσχυρὸν
εἶναι· κεκλῆσθαι γὰρ ἀπὸ τῆς πάλης τὴν παλαίστραν οὐχ
ὅτι πρεσβύτατόν ἐστι τῶν ἄλλων, ἀλλ' ὅτι μόνον τῶν τῆς
ἀγωνίας εἰδῶν πηλοῦ καὶ κονίστρας καὶ κηρώματος τυγ-
χάνει δεόμενον· οὔτε γὰρ δρόμον οὔτε πυγμὴν ἐν παλαί-
στραις διαπονοῦσιν, ἀλλὰ πάλην καὶ παγκρατίου τὸ περὶ
τὰς κυλίσεις· ὅτι γὰρ μέμικται τὸ παγκράτιον ἔκ τε
πυγμῆς καὶ πάλης, δῆλόν ἐστιν. ‘ἄλλως δὲ πῶς’ ἔφην
’λόγον ἔχει τεχνικώτατον καὶ πανουργότατον τῶν

Πλούταρχος. Quaestiones convivales (612c-748d)


Stephanus page 738, se. F, line 5

Καὶ ὁ Ἑρμείας‘Ἑρμῆς’ ἔφη ‘λέγεται θεῶν ἐν


Αἰγύπτῳ γράμματα πρῶτος εὑρεῖν· διὸ καὶ τὸ τῶν γραμ-
μάτων Αἰγύπτιοι πρῶτον ἶβιν γράφουσιν, ὡς Ἑρμῇ προς-
ήκουσαν, οὐκ ὀρθῶς κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν ἀναύδῳ
καὶ ἀφθόγγῳ προεδρίαν ἐν γράμμασιν ἀποδόντες. Ἑρμῇ
δὲ μάλιστα τῶν ἀριθμῶν ἡ τετρὰς ἀνάκειται, πολλοὶ δὲ καὶ
τετράδι μηνὸς ἱσταμένου γενέσθαι τὸν θεὸν ἱστοροῦσιν·
τά τε δὴ πρῶτα καὶ Φοινίκεια διὰ Κάδμον ὀνομασθέντα
τετράκις ἡ τετρὰς γενομένη παρέσχεν, καὶ τῶν αὖθις
ἐφευρεθέντων δὲ Παλαμήδης τε πρότερος τέτταρα καὶ
678

Σιμωνίδης αὖθις ἄλλα τοσαῦτα προσέθηκεν. καὶ μὴν


ὅτιπάντων ἀριθμῶν πρῶτος τέλειος ἡ μὲν τριὰς ὡς
ἀρχὴν καὶ μέσον ἔχουσα καὶ τέλος, ἡ δ' ἑξὰς ὡς ἴση τοῖς
αὑτῆς μέρεσι γινομένη, δῆλόν ἐστι· τούτων τοίνυν ἡ μὲν
ἑξὰς ὑπὸ τῆς τετράδος, ἡ δὲ τριὰς ὑπὸ τῆς ὀγδοάδος
πολλαπλασιασθεῖσα, πρώτου κύβου πρῶτος τέλειος, τὸ
τῶν τεττάρων καὶ εἴκοσι παρέσχηκε πλῆθος.’
Ἔτι δ' αὐτοῦ λέγοντος ὁ γραμματιστὴς Ζωπυρίων
δῆλος ἦν καταγελῶν καὶ παρεφθέγγετο· παυσαμένου δ'

Σοφοκλής. Electra (0011: 005)“Sophocle, vol. 2”, Ed. Dain, A., Mazon,
P.Paris: Les Belles Lettres, 1958, Repr. 1968 (1st edn. rev.).
Line 1235

{ΗΛ.} Ἔχω σε χερσίν;


{ΟΡ.} Ὡς τὰ λοίπ' ἔχοις ἀεί.
{ΗΛ.} Ὦ φίλταται γυναῖκες, ὦ πολίτιδες,
ὁρᾶτ' Ὀρέστην τόνδε, μηχαναῖσι μὲν
θανόντα, νῦν δὲ μηχαναῖς σεσωσμένον.
{ΧΟ.} Ὁρῶμεν, ὦ παῖ, κἀπὶ συμφοραῖσί μοι
γεγηθὸς ἕρπει δάκρυον ὀμμάτων ἄπο.
{ΗΛ.} Ἰὼ γοναί, {Str.}
γοναὶ σωμάτων ἐμοὶ φιλτάτων,
ἐμόλετ' ἀρτίως,
ἐφεύρετ', ἤλθετ', εἴδεθ' οὓς ἐχρῄζετε.
{ΟΡ.} Πάρεσμεν· ἀλλὰ σῖγ' ἔχουσα πρόσμενε.
{ΗΛ.} Τί δ' ἔστιν;
{ΟΡ.} Σιγᾶν ἄμεινον, μή τις ἔνδοθεν κλύῃ.
{ΗΛ.} Οὐ τὰν Ἄρτεμιν τὰν αἰὲν ἀδμήταν,
τόδε μὲν οὔ ποτ' ἀξιώσω τρέσαι
περισσὸν ἄχθος ἔνδον
γυναικῶν ὂν αἰεί.
{ΟΡ.} Ὅρα γε μὲν δὴ κἀν γυναιξὶν ὡς Ἄρης

Σοφοκλής. Oedipus Coloneus (0011: 007)“Sophocle, vol. 3”, Ed. Dain,


A., Mazon, P.Paris: Les Belles Lettres, 1960, Repr. 1967 (1st edn.
rev.).Line 504

{ΙΣ.} Ἠκούσαμέν τε χὤ τι δεῖ πρόστασσε δρᾶν.


{ΟΙ.} Ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά· λείπομαι γὰρ ἐν
τῷ μὴ δύνασθαι μήθ' ὁρᾶν, δυοῖν κακοῖν·
679

σφῷν δ' ἁτέρα μολοῦσα πραξάτω τάδε.


Ἀρκεῖν γὰρ οἶμαι κἀντὶ μυρίων μίαν
ψυχὴν τάδ' ἐκτίνουσαν, ἢν εὔνους παρῇ.
Ἀλλ' ἐν τάχει τι πράσσετον· μόνον δέ με
μὴ λείπετ'· οὐ γὰρ ἂν σθένοι τοὐμὸν δέμας
ἔρημον ἕρπειν οὐδ' ὑφηγητοῦ δίχα.
{ΙΣ.} Ἀλλ' εἶμ' ἐγὼ τελοῦσα· τὸν τόπον δ' ἵνα
χρἤσταί μ' ἐφευρεῖν , τοῦτο βούλομαι μαθεῖν.
{ΧΟ.} Τοὐκεῖθεν ἄλσους, ὦ ξένη, τοῦδ'. Ἢν δέ του
σπάνιν τιν' ἴσχῃς, ἔστ' ἔποικος ὃς φράσει.
{ΙΣ.} Χωροῖμ' ἂν ἐς τόδ'· Ἀντιγόνη, σὺ δ' ἐνθάδε
φύλασσε πατέρα τόνδε· τοῖς τεκοῦσι γὰρ
οὐδ' εἰ πονεῖ τις, δεῖ πόνου μνήμην ἔχειν.

Σοφοκλής. Frag. (0011: 008)“Tragicorum Graecorum frag., vol. 4”, Ed.


Radt, S.Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1977.Fragment 930, line 1

χαίρειν ἐπ' αἰσχραῖς ἡδοναῖς οὐ χρή ποτε


οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει
ἐλευθέρα γὰρ γλῶσσα τῶν ἐλευθέρων
Ἐλευθερία Διὸς ὄλβιον τέκος
αἰδὼς γὰρ ἐν κακοῖσιν οὐδὲν ὠφελεῖ·
ἡ γὰρ σιωπὴ τὠγκαλοῦντι σύμμαχος
τί ταῦτ' ἐπαινεῖς; πᾶς γὰρ οἰνωθεὶς ἀνὴρ
ἥσσων μὲν ὀργῆς ἐστι, τοῦ δὲ νοῦ κενός·
φιλεῖ δὲ πολλὴν γλῶσσαν ἐκχέας μάτην
ἄκων ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους.
κλέπτων δ' ὅταν τις ἐμφανῶς ἐφευρεθῇ,
σιγᾶν ἀνάγκη, κἂν καλὸν φορῇ στόμα
ἦ δεινὸν ἆρ' ἦν, ἡνίκ' ἄν τις ἐσθλὸς ὢν
αὑτῷ συνειδῇ ὅρκοισι γάρ τοι καὶ γυνὴ φεύγει πικρὰν
ὠδῖνα παίδων·

Καινή Διαθήκη. , Epistula Pauli ad Romanos (0031: 006)


“The Greek New Testament, 2nd edn.”, Ed. Aland, K., Black, M., Martini,
C.M., Metzger, B.M., Wikgren, A.Stuttgart: Württemberg Bible Society,
1968.Ch. 1, se. 30, line 2

εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσιν τὴν ἀσχημοσύνην


κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης
680

αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. καὶ καθὼς οὐκ


ἐδοκίμασαν τὸν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν
αὐτοὺς ὁ θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,
πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ,
μεστοὺς φθόνου φόνου ἔριδος δόλου κακοηθείας, ψιθυ-
ριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς, ὑπερη-
φάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀνελεήμονας·

Πίνδαρος. Pythia (0033: 002)“Pindari carmina cum fragmentis, pt. 1,


5th edn.”, Ed. Maehler, H. (post B. Snell)Leipzig: Teubner, 1971.
Ode 12, line 7

ὑμνητὸν ἐόντα, καὶ Κάστορος βίαν,


σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν,
τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδˈραισι Θεράπνας,
τὸ δ' οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου.
Αʹ Αἰτέωσε, φιλάγˈλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων,
Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου
ναίεις Ἀκράγαντος ἐΰδˈματον κολώναν, ὦ ἄνα,
ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ
αὐτόν τε νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχˈνᾳ, τάν ποτε
Παλλὰς ἐφεῦρε θρασειᾶν Γοργόνων
⸏οὔλιον θρῆνον διαπˈλέξαισ' Ἀθάνα·
Βʹ τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀπˈλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς
ἄϊε λειβόμενον δυσπενθέϊ σὺν καμάτῳ,
Περσεὺς ὁπότε τˈρίτον ἄυσεν κασιγˈνητᾶν μέρος
ἐνναλίᾳ Σερί̆φῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων.
ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοι' ἀμαύρωσεν γένος,
λυγˈρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ' ἔμπεδον
δουλοσύναν τό τ' ἀναγκαῖον λέχος,
⸏εὐπαράου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας
Γʹ υἱὸς Δανάας, τὸν ἀπὸ χˈρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου

Γαληνός ιατρός In Hippocratis prorrheticum i commentaria iii (0057:


088)“Galeni in Hippocratis prorrheticum I commentaria iii”, Ed. Diels,
H.Leipzig: Teubner, 1915; Corpus medicorum Graecorum, vol. 5.9.2.
Kühn vol. 16, page 514, line 1

φρενῖτιν σημαίνειν, ταραχώδεις ἀκουόντων ἡμῶν τοὺς ἀλόγως ταραττο-


μένους, ὃ γίνεται βεβλαμμένης ἐπ' ὀλίγον τῆς διανοίας. αὐξηθείσης
681

δὲ τῆς ὀλίγης ταύτης βλάβης οὐ ταραχώδεις ἁπλῶς, ἀλλ' ἤδη παρα-


φρονοῦντες λέγονταί τε καὶ γίνονται.
περὶ δὲ τῆς ἀγρυπνίαςτί δεῖ καὶ λέγειν ὡς ἕν τι τῶν φρενι-
τικῶν ἐστι συμπτωμάτων; ἐκ περιττοῦ δὲ πρόσκειται κατὰ τὴν ῥῆσιν
τὸ ἄχροονἐπὶ τῶν οὔρων· συνεδηλοῦτο γὰρ τῷ μέλασι. τὸ δ'
ἐφιδρῶσιδηλοῖ μὲν ἱδρῶτας γίνεσθαι περὶ τὴν κεφαλὴν σημαίνοντας
αὐτὴν ὑπὸ πλήθους ἐνοχλεῖσθαι· καὶ εἴη ἂν καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις καὶ
τοῦτο φρενιτικὸν σημεῖον. ἀκύρως δ' ἡρμήνευται, μὴ δυναμένων ἡμῶν
ἐφευρεῖν , τί νοῆσαι δεῖ ἐφιδρῶσι, πότε|ρον οὖρα (πιθανώτατον γοῦν
τοῦτο δόξειεν ἂνἀκούεσθαι κατὰ τὴν ἀκολουθίαν τῆς ὅλης ἑρμηνείας) ἢ
τὰ πεπονθότα σώματα καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὰ πάθη. ὅπως δ' ἄν τις
ἀκούῃ, τό γε τῆς ἑρμηνείας ἄκυρον οὐκ ἔστιν ἐκφυγεῖν, ἀλλὰ καταλι-
πόντες ταύτην, ὅπως ἂν ἔχῃ, περὶ τῶν γεγραμμένων ἐπισκεψώμεθα.
τὰ μὲν οὖν τῆς ἀγρυπνίας τε καὶ ταραχῆς τῶν καμνόντων ὄντως
φρενιτικά, τὰ δὲ τῶν οὔρων τε καὶ τῆς ἐφιδρώσεως οὐδαμῶς. τῶν
γὰρ κατὰ τὰς ἀρτηρίας τε καὶ τὰς φλέβας χυμῶν ὅπως ἔχουσιν γνω-
ρίσματ' ἐστὶν τὰ οὖρα, τὰ δὲ φρενιτικὰ σημεῖα τὴν περὶ τὸν ἐγκέφαλον
ἐνδείκνυται διάθεσιν, ὥσπερ γε καὶ τὰ κατὰ τοὺς ἱδρῶτας ἄλλων μέν
τινών ἐστι διαθέσεων γνωρίσματα, περὶ ὧν εἴρηται πολλάκις, οὐ μήν,

Αίλιος Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Grammatici Graeci, vol. 3.1”,


Ed. Lentz, A.Leipzig: Teubner, 1867, Repr. 1965.Part+vol. 3,1, page 347,
line 15

τὸ γὰρ ἥμερον καὶ πραῢ ἐκ τοῦ ἐπιλελῆσθαι τῶν εἰς αὐτὴν πεπλημμε-
λημένων ἐμφαίνεται. ὁ δὲ Πλάτων φησὶν ἐλεητώ· ἐλεήμων γὰρ ἡ θεὸς
καὶ πραεῖα καὶ πάντας ἐλεοῦσα. ὁ δὲ Ἀρίσταρχος παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω,
ἔνθεν τὸ λῇς ἀντὶ τοῦ θέλεις μετὰ τοῦ ιΕὐριπίδης καὶ τὸ λῇ τὸ θέλει
Δωρικῶς· ἐπειδὴ ὃ ἄν τις θέλῃ, παρ' αὐτῆς λαμβάνει. Λατώδ' ἐλέ-
γετο Καμάρα πόλις Κρήτης. πειθώ, φειδώ, χρειώ, βασιλώ. Κλειώ.
Καλυψώ. Δηώἡ Δημήτηρ· καὶ διφορεῖται· οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ
ημετὰ τοῦ ικαὶ χωρίς. καὶ εἰ μὲν μὴ ἔχει τὸ ι, ἐστὶ παρὰ τὸ δήω
τὸ σημαῖνον τὸ εὑρίσκω· καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο εἰς ζήτησιν τῆς
θυγατρὸς αὐτῆς, κατ' εὐφημισμὸν ἔλεγον πάντες «δήεις» τουτέστιν εὑ-
ρήσεις· ἢ ἐπειδὴ αὕτη ἐφεῦρε τὸν σῖτον. εἰ δὲ ἔχει τὸ ι, γέγονε παρὰ
τὸ δαίω τὸ κόπτω κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ αεἰς η· καὶ γὰρ ἡ Δη-
μήτηρ γῆ ἐστιν. ἡ δὲ γῆ διακόπτεται ἐν τῷ ἀποτριᾶσθαι. ἢ παρὰ τὸ
δαίω τὸ καίω, ὅτι μετὰ λαμπάδων ἐζήτει τὴν θυγατέρα. τινὲς δέ φα-
σιν, ὅτι ὑποκοριστικόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ Δημήτηρ Δηώ ἀγνοοῦντες τὸν
σχηματισμὸν τῶν τοιούτων ὑποκοριστικῶν. τὰ γὰρ τοιαῦτα ὑποκορι-
στικὰ θέλει φυλάττειν τὸ σύμφωνον τῆς δευτέρας συλλαβῆς τῶν ἰδίων
πρωτοτύπων οἷον Ὑψιπύλη Ὑψώ, Εἰδοθέα Εἰδώπαρ' Αἰσχύλῳ· εἰ
οὖν Δημήτηρ, Δημώ ὤφειλεν εἶναι, ἀλλ' οὐκ ἔστιν ὑποκοριστικόν.
682

Βουτώκώμη Αἰγύπτου, ἀφ' ἧς καὶ Λητὼ Βουτώ, ἧς τινος χρηστήριον


ἦν. ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Βοῦτος. Δωδώ· οὕτως ἐλέγετο Δωδώνη Σιμ

Αίλιος Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+vol. 3,1, page 431, line 5

Πᾶν ῥῆμα βαρύνεται ἢ περισπᾶται· γράφω, τύπτω, ποιῶ, βοῶ.


ὀξύνεται δὲ οὐδέποτε κατὰ τὴν κοινὴν συνήθειαν, εἰ μὴ παρὰ Δωριεῦσι
τὰ συνῃρημένα ἀπαρέμφατα εἰς εινἀφαιρέσει τοῦ ι, ποιένἀντὶ τοῦ
ποιεῖν, δασμοφορένἀντὶ τοῦ δασμοφορεῖν. σεσημείωται δέ τινα ῥή-
ματα ὀξύτονα. ἐν μὲν προστακτικοῖς μονοσυλλάβως τὸ δός, θές, ἕς
τὸ ἀπόλυσον, σχές, σπές, φρές, ἅπερ διὰ τὴν βραχυκαταληξίαν οὐδὲ
περισπᾶται. ὅθεν ἐν τῇ συνθέσει εὐλόγως ἀνεβίβασε τὸν τόνον ἀπόδος,
κατάθες, ἐπίσχες, ἐπίσπες, πρόες«ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τῆνδε θεῷ
πρόες» (Α 127), ἐπίφρες. δισύλλαβα δὲ τὸ ἐλθέ, εὑρέ, εἰπέ, ἃ καὶ
αὐτὰ συντεθέντα κατὰ φύσιν βαρὺν ἀπείληφε τὸν τόνον, κάτελθε,
ἔξειπε, ἔφευρε. τὸ δὲ λαβέκαὶ ἰδέὀξυνόμενα Ἀττικά ἐστι. τὰ
γὰρ κοινὰ τούτων βαρύνεται. ταῦτα μὲν ἐν προστακτικοῖς. ἐν δὲ ὁρι-
στικοῖς τὸ χρή«οὐ χρὴ παννύχιον εὕδειν βουληφόρον ἄνδρα» (Β 24).
καὶ τὸ φημίκαὶ εἰμίκαὶ τὰ τούτων κινήματα, φῄς φησί, ὅπερ πάλιν
ἀποκοπὲν ὀξύνεται· τὸ γὰρ «φὴἐκεῖνος» ἀντὶ τοῦ φησί. φατόν
φατόν φαμέν φατέ φασίνκαὶ τὸ τούτου προστακτικοῦ δεύτερον
φαθίὡς παρ' Ἀριστοφάνει

Αίλιος Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+vol. 3,1, page 467, line 21

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΝΘΕΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΤΙ ΠΕΡΙ ΜΕΤΟΧΩΝ.


ΒΙΒΛΙΟΝ ιζ.

Πᾶν ῥῆμα ὀξύτονον ἐν τῇ συνθέσει ἀναδίδωσι τὸν τόνον· καὶ εἰ μὲν


δισύλλαβον εἴη τὸ ἁπλοῦν, τὸ σύνθετον προπαροξύνεται, φημί σύμ-
φημι, ἔστι σύνεστι, εὑρέ ἔφευρε, τὸ γὰρ ἐφεῦρε ἐκ τοῦ εὗρε βαρυτό-
νου ἐγένετο, εἰπέ κάτειπε. εἰ δὲ μονοσύλλαβον εἴη τὸ ἁπλοῦν, τὸ σύν-
θετον παροξύνεται δός ἀπόδος, θές ἐπίθες, ἕς πρόεςσημαῖνον τὸ
ἄφες, σχές ἐπίσχες, σπές ἐνίσπες«σὺ δ' ἀληθὲς ἐνίσπες» (Od. γ 247),
τὸ δὲ «ὥς μοι καλὰ τὸν οἶτον ἀπότμου παιδὸς ἔνισπες» (Ω 388) ἐστιν
ὁριστικὸν ἐκ τοῦ ἤνισπες τὴν ἀρχὴν συστείλαντος. τὸ μέντοι ἄνευ τοῦ σ
προστακτικὸν προπαροξύνεται. λέγω δὲ τὸ «νημερτές μοι ἔνισπε» (Od. δ
642) – χρή ἀπόχρη. τὸ γὰρ ἀποχρῇἀπὸ τοῦ χρῇ περισπωμένου
ἐγένετο.
Τὰ εἰς ωμονοσύλλαβα μὴ ἔχοντα τὴν μετοχὴν εἰς ςὀξύτονον ἐπὶ
683

Αίλιος Ηρωδιανός Καθολική προσωδία. Part+vol. 3,1, page 469, line 5

(Od. δ 794) καθεῦδον«ἔνθα καθεῦδ' ἀναβάς» (Α 611), ἧστο καθῆ-


στο, πλὴν τοῦ εἶξεν ὑπόειξενὡς παρὰ τῷ ποιητῇ ἐν Ὀδυσσείᾳ (π 42)
τῷ δ' ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Ὀδυσσεύς,
εἶκον ὑπόεικον«νεῶν δ' ὑπόεικον ἀνάγκῃ (Π 305). τὸ δὲ οἶδα σύν-
οιδαΑἰολικόν. χαίρουσι γὰρ οἱ Αἰολεῖς ἀναβιβάζειν τοὺς τόνους ὥσπερ
ἐπὶ τοῦ Ἀτρεύς Ἄτρευς. πρόσκειται ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενα διὰ τὸ
χεῦε περιέχευε, κεῖτο κατέκειτο. πρόσκειται ἀπὸ φύσει μακρᾶς διὰ
τὸ ἷζε ἔφιζε«Νέστωρ δ' αὐτὸς ἔφιζε» (Od. γ 411). ἷεν ξύνιεν«καὶ
μέν μευ βουλέων ξύνιεν» (Α 273) ὡς «αὐτὰρ ἐπεὶ κόσμηθεν» (Il. Γ 1).
εἶχε κάτεχε«νὺξ δὲ μάλα στυγερὴ κάτεχ' οὐρανόν» (Od. ν 269). πρός-
κειται «ὁριστικός» διὰ τὸ εἰπέ ἔξειπε, εὑρέ ἔφευρε εὗδε κάθευδε,
ἧσο κάθησο«ἀλλ' ἀκέουσα κάθησο» (Α 565)
Πᾶν ὑποτακτικὸν εἰς μαιλῆγον ἐπὶ δευτέρου μέσου ἀορίστου ἐν
τῇ συνθέσει προπαροξύνεται οἷον θῶμαι ἀπόθωμαικαὶ διάθωμαι
»δεῦτε τέκνον καὶ διάθωμαι», σχῶμαι ἀπόσχωμαι«ἀπόσχωνται πολλοί».
Τὰ εἰς μιεὐκτικὰ ἀπὸ μονοσυλλάβων ῥημάτων ἐπὶ ἐνεστῶτος
τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει καὶ ἐν τῇ συνθέσει, σμῷμι σμῷς σμῷ περι-
σμῷμι περισμῷς περισμῷ, δρῷμι δρῷς δρῷ συνδρῷμι συνδρῷς
συνδρῷ. πρόσκειται «ἐπὶ ἐνεστῶτος» διὰ τὸ σχοῖμι σχοῖς σχοῖ ἐπί-
σχοιμι ἐπίσχοις ἐπίσχοι. τὸ δὲ «ἐπίσχοιες« (Ξ 241) ἀπὸ τοῦ
ἐπίσχοις πλεονασμός ἐστι τοῦ εἢ συστολὴ τοῦ ἐπισχοίης.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παθῶν (0087: 009)“Grammatici Graeci, vol.


3.2”, Ed. Lentz, A.
Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+vol. 3,2, page 206, line 23

οὕτω καὶ ὁ ἀστράγαλος ἄστρις.


E. M. 448, 30: Θευδᾶςὑποκοριστικὸν τοῦ Θεόδωρος.
Steph. B. 407, 11: ὁ Λακεδαιμόνιος λέγεται καὶ κατὰ συγκοπὴν
Λάκων, ὡς Ἀπολλόδωρός φησιν, ὡς τοῦ Κυδωνιᾶται τὸ Κύδωνες.
ἔοικε δὲ πρωτότυπον εἶναι καὶ οὐ συγκοπή. τινὲς δὲ τὸ Λάκων ὑπο-
κοριστικόν φασιν.
E. M. 263, 48: Δηώἡ Δημήτηρ· καὶ διφορεῖται, ὥς φησιν ὁ
τεχνικός. οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ ημετὰ τοῦ ικαὶ χωρίς. καὶ εἰ
μὲν μὴ ἔχει τὸ ι, λέγει, ὅτι ἐστὶ παρὰ τὸ δήω τὸ σημαῖνον τὸ εὑρίσκω.
καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο εἰς ζήτησιν τῆς θυγατρὸς αὐτῆς, κατ' εὐφη-
μισμὸν ἔλεγον πάντες «δήεις» τουτέστιν εὑρήσεις. ἢ ἐπεὶ αὕτη ἐφεῦρε
τὸν σῖτον. εἰ δὲ ἔχει τὸ ι, λέγεται, ὅτι γέγονε παρὰ τὸ δαίω τὸ
κόπτω κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ αεἰς η. καὶ γὰρ ἡ Δημήτηρ γῆ ἐστι·
684

ἡ δὲ γῆ διακόπτεται ἐν τῷ ἀροτριᾶσθαι. ἢ παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω· ὅτι


μετὰ λαμπάδων ἐζήτει τὴν θυγατέρα. τινὲς δέ φασιν, ὡς λέγει ὁ τεχνι-
κός, ὅτι ὑποκοριστικόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ Δημήτηρ Δηώ, ἀγνοοῦντες τὸν
σχηματισμὸν τῶν τοιούτων ὑποκοριστικῶν. τὰ γὰρ τοιαῦτα ὑποκοριστικὰ
θέλει φυλάττειν τὸ σύμφωνον τῆς δευτέρας συλλαβῆς τῶν ἰδίων πρω-
τοτύπων οἷον Ὑψιπύλη Ὑψώ, Εἰδοθέα Εἰδώ. εἰ οὖν Δημήτηρ, Δημώ
ὤφειλεν εἶναι, ἀλλ' οὐκ ἔστιν ὑποκοριστικόν.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ ὀρθογραφίας (0087: 011)“Grammatici Graeci,


vol. 3.2”, Ed. Lentz, A.
Leipzig: Teubner, 1870, Repr. 1965.Part+vol. 3,2, page 420, line 8

E. M. 229, 54: γηγενής· χωρὶς τοῦ ι. οἱ γὰρ Δωριεῖς γαγενής


λέγουσιν, ὥς φησιν Ἡρωδιανός. ὅλα ταῦτα χωρὶς τοῦ ι, ἐπειδὴ ἀπὸ
τῆς γῆ εὐθείας ἔχει τὴν συνθήκην οἷον γήπεδον, γηπόνος, γηλεχής ὡς
παρὰ Καλλιμάχῳ «γηλεχέες θεράποντες ἀσιγήτοιο λέβητος» (hymn. in
Del. 286). – Χοιροβοσκός.
E. M. 263, 48: Δηώἡ Δημήτηρ· καὶ διφορεῖται, ὥς φησιν ὁ
τεχνικός. οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ ημετὰ τοῦ ικαὶ χωρίς. καὶ εἰ
μὲν μὴ ἔχει τὸ ι, λέγει ὅτι ἐστὶ παρὰ τὸ δήω τὸ σημαῖνον τὸ εὑρίσκω.
καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο εἰς ζήτησιν τῆς θυγατρὸς αὐτῆς, κατ' εὐφη-
μισμὸν ἔλεγον πάντες «δήεις» τουτέστιν εὑρήσεις. ἢ ἐπειδὴ αὕτη ἐφεῦρε
τὸν σῖτον. εἰ δὲ ἔχει τὸ ι, λέγεται ὅτι γέγονε παρὰ τὸ δαίω τὸ κό-
πτω κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ αεἰς η. καὶ γὰρ ἡ Δημήτηρ γῆ ἐστιν.
ἡ δὲ γῆ διακόπτεται ἐν τῷ ἀροτριᾶσθαι. ἢ παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω,
ὅτι μετὰ λαμπάδων ἐζήτει τὴν θυγατέρα κτλ.
E. M. 770, 36: Τρῳάς:τὸ μὲν Τρῳαί σημαίνει τὰς Τρωϊκὰς ἢ
γυναῖκας ἢ ἵππους, τὸ δὲ δμῳαί τὰς δούλας. καὶ οὐκ ὤφειλεν ἔχειν
τὸ ι, ὅτι ἐστὶ Τρώς Τρωός καὶ δμώς δμωός χωρὶς τοῦ ικαὶ μετάγεται
ἡ γενικὴ εἰς εὐθεῖαν καὶ γίνεται Τρωός καὶ δμωός χωρὶς τοῦ ι. λέγει
δὲ ὁ τεχνικός, ὅτι ἔχει τὸ ι, ἐπειδὴ εὕρηται κατὰ διάστασιν «Τρωϊά-
δας γυναῖκας» (Il. Ι 139) καὶ ἵππους.

Αίλιος Ηρωδιανός. Περὶ παραγωγῶν γενικῶν ἀπὸ διαλέκτων (e cod.


Barroc. 76) (0087: 045)
“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium,
vol. 3”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1836, Repr.
1963.Page 234, line 31

βληθῆναι τὸ σ, ἐπειδὴ πᾶσα δοτικὴ πληθυντικὴ εἰς ι ἐκφωνού-


μενον λήγουσα, θέλει πρὸ τοῦ ι ἔχειν τὸ σ, ἢ δυνάμει ἢ ἐνεργείᾳ·
685

– δυνάμει, οἷον φοίνιξιν· ἐνεργείᾳ δὲ, λέβησι.


Διατί ἡ αἰτιατικὴ τῶν πληθυντικῶν συναιρουμένη εἰς ει δί-
φθογγον συναιρεῖται; ἐπειδὴ πᾶσα εὐθεῖα πληθυντικῶν εἰς σ
λήγουσα συναιρουμένη ἐστί· καὶ τὴν αἰτιατικὴν ὁμότονον καὶ
ὁμόγραφον. ὁμοίως δὲ καὶ τὴν κλητικήν· οἷον, ὁ βότρυς, τοῦ
βότρυος· ὦ βότρυς· οἱ βοῦς, τοὺς βοῦς· ὦ βοῦς.
Πότε τὰ εἰς σ λήγοντα φυλάττουσιν ἐν τῇ συνθέσει τὴν
τάσιν τοῦ ἁπλοῦ; ἡνίκα εὑρεθῶσιν ὑπὲρ μίαν συλλαβήν· οἷον,
ἐρανιστὴς, αὐχερανιστής· εὑρετὴς, ἐφευρετής· ἐραστὴς, παι-
δεραστής· χωρὶς τοῦ κριτὴς καὶ ἀληθής· ταῦτα γὰρ ἐν τῇ
συνθέσει βαρύνονται, οἷον, δικαιοκρίτης· φιλαλήθης· καὶ χωρὶς
τῶν μονοσυλλάβων, οἷον Κρὴς, Ἑτεόκρης· γνὴς, Ἴγνης· πᾶν
γὰρ ὄνομα μονοσύλλαβον ἐν τῇ συνθέσει ἀναβιβάζει τὸν τόνον·
οἷον, χθὼν, αὐτόχθων· παῖς βούπαις· Θρὰξ, σακόθραξ· χωρὶς
τοῦ πτὼξ, πολυπτώξ.
Διατί τὸ κριτὴς ἐν τῇ συνθέσει βαρύνεται; ἐπειδὴ παράλογός
ἐστιν ἐν τῇ ἁπλότητι ἡ ὀξεῖα· τὰ γὰρ εἰς ος ἀρσενικὰ φύσει
δισύλλαβα βαρύνονται· οἷον, πλύτης· δίψης· χάρτης· ψάλτης·
τοῦτο δὲ ἡ μὲν κοινὴ βαρύνει, ἡ δὲ Ἀτθὶς ὀξύνει.

Aesopus et Aesopica Scr. Fab., Fabulae Syntipae philosophi (0096:


009)“Corpus fabularum Aesopicarum, vol. 1.2, 2nd edn.”, Ed. Hausrath,
A., Hunger, H.Leipzig: Teubner, 1959.Fable 28, line 7

ΚΥΩΝ ΚΡΕΑΣ ΦΕΡΩΝ

κύων ἁρπάσας βρῶμα ἐκ μακελλίου ᾤχετο φυγὰς ἐκεῖθεν


καὶ ἔφθασεν ἐπί τινα ποταμόν. περαιούμενος δὲ αὐτὸν
ὁρᾷ ἐν τοῖς ὕδασι τὴν τοῦ βρώματος σκιὰν πολλῷ οὖσαν,
οὗ ἔφερεν, εὐμεγεθεστέραν. καὶ τοῦ στόματος ἀπορρίψας
τὸ βρῶμα ἐπὶ τὴν ὁραθεῖσαν αὐτοῦ σκιὰν κατηπείγετο. τῆς
δὲ ἀφανοῦς γενομένης στραφεὶς ὁ κύων τὸ ἀπορριφὲν
ἆραι οὐδὲν ἐφεῦρε τὸ σύνολον. καὶ γὰρ ἐκεῖνο παρά τινος
καταπτάντος κόρακος εὐθὺς ἡρπάγη καὶ κατεβρώθη. εἶτα
ὁ κύων ἑαυτὸν ἐταλάνιζε· “τί ἄρα πέπονθα” λέγων, “ὅτι,
ὃ εἶχον, ἀφρόνως καταλιπὼν ἐφ' ἕτερον ἀφανὲς ἠπειγό-
μην· κἀκείνου ἀποτυχὼν καὶ τοῦ προτέρου ἐξέπεσον.”
ὁ μῦθος ἐλέγχει τοὺς ἀκορέστως ἔχοντας καὶ τῶν περιτ-
τῶν ὀρεγομένους.
686

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) (0097: 001)“Corpus paroemiographorum
Graecorum, vol. 1”, Ed. von Leutsch, E.L., Schneidewin, F.G.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1839, Repr. 1965.Centuria 4, se. 8,
line 3

Γυναικὶ μὴ πίστευε, μηδ' ἂν ἀποθάνῃ:ὅτι


δεῖ γυναιξὶ μὴ πιστεύειν.
Γυναικῶν ὄλεθροι:ἐπὶ τῶν οἰκτρῶς ἀναι-
ρουμένων.
Γενναῖος εἶ ἐκ βαλαντίου:ἐπὶ τῶν διὰ πλοῦ-
τον εὐγενῶν εἶναι δοκούντων.
Γέρων ἀλώπηξ οὐχ ἁλίσκεται:ἐπὶ τῶν διὰ
πλῆθος χρόνου οὐχ ἁμαρτανόντων.
Γλαύκου τέχνη:ἐπὶ τῶν μὴ ῥᾳδίως κατεργαζο-
μένων. Ἀπὸ Γλαύκου Σαμίου, ὃς πρῶτον κόλλησιν
ἐφεῦρε σιδήρου. Ἢ ἐπὶ τῶν τεχνικῶς κατεσκευασμένων.
Γλῶσσα ποῖ πορεύῃ πόλιν ἀνορθώσασα;
καὶ, πόλιν ἀναστρέψασα;ἐπὶ τῶν διὰ λόγου ὠφε-
λούντων ἢ βλαπτόντων.
Γραῦς ἀναθυᾷ:ἀντὶ τοῦ, καπρᾷ. Ἐπὶ τῶν
παρ' ἡλικίαν γυναικιζομένων. Ὡς καὶ τὸ, Γραῦς ἀνα-
βακχεύει.

Diogenianus Gramm., Paroemiae (epitome operis sub nomine


Diogeniani) (e cod. Mazarinco) Centuria 5, se. 99, line 3

Κατὰ ποδὸς βάσιν:ἐπὶ τῶν κατὰ μικρόν τι


πραττόντων καὶ μετὰ τέχνης. Ὁμοία τῇ, Ἐν νυκτὶ
βουλή.
Καρκίνος λαγωὸν αἱρεῖ:ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου·
ὁμοία τῇ, Λύκος καὶ ὄϊν ποιμαίνει.
Κεραμέως πλοῦτος:ἐπὶ τῶν σαθρῶν καὶ ἀβε-
βαίων καὶ εὐθραύστων.
Κεραμεὺς ἄνθρωπος:ἐπὶ τοῦ σαθροῦ.
Κακοὶ πίνουσι τῆς τιμωρίας τὴν ὀμίχλην:
ἐπὶ τῶν κατ' ἀξίαν τιμωρουμένων. Ὁμοία τῇ, Αὐτὸς
ἐφεῦρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν.
Κενὰ κενοὶ βουλεύονται:
Λαγὼς καθεύδων:ἐπὶ τῶν προσποιουμένων κα-
θεύδειν, ἢ ἐπὶ τῶν προσποιουμένων τι δρᾶν καὶ οὐκ ἐξ
ἀληθείας πραττόντων.
687

Λήμνιον κακόν:ἀπὸ τῶν ἐν Λήμνῳ κακῶν γυ-


ναικῶν ἡ παραβολή.
Λυδὸς καπηλεύει:λέγεται Κῦρον περιγενόμενον
τῶν Λυδῶν προστάξαι αὐτοῖς καπηλεύειν.
Λύκου πτερά:ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων. Πῶς γὰρ ἂν
πτηνός τις γένοιτο λύκος;

Mantissa Proverbiorum, Mantissa proverbiorum “Corpus


paroemiographorum Graecorum, vol. 2”, Ed. von Leutsch, E.L.
Göttingen: Vandenhoeck & Ruprecht, 1851, Repr. 1958.
Centuria 1, se. 81, line 2

την τῷ Πεισιστράτῳ τελεῖν· ἀγασθέντα τὸν τρόπον αὐτοῦ


καὶ τὴν παῤῥησίαν, ἀτέλειαν αὐτῷ τοῦ χωρίου δοῦναι.
Καὶ φιλεῖν δεῖ ὡς καὶμισήσοντας, καὶ μισεῖν ὡς
καὶ φιλήσοντας:. Κάτωνος.
Κακὰ κέρδεα ζημίανἀρετῆς φέρει:. ἀπόφθεγμα.
Κακὴ γὰρ αἰδὼς ἔνθαγ' ἀναιδὲς κρατεῖ:. Διφίλου
ἡ γνώμη.
Κακοὶ κόρου οὐκ ἀνέχονται:ἐπὶ τῶν ἀναξίως εὖ
πραττόντων καὶ διὰ τοῦτο ἐξυβριζόντων.
Κακοὶ πίνουσι τῆς τιμωρίας τὴν ὁμίχλην:
ἐπὶ τῶν κατ' ἀξίαν τιμωρουμένων. ὡς τό· Αὐτὸς ἐφεῦρε
τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν.
Κακοῖς τὸ κέρδος τῆς δίκης ὑπέρτερον:ἐπὶ τῶν
φιλοκερδῶν.
Κακὸν γὰρ ἄνδραχρὴ κακῶς πάσχειν ἀεί.
Κακὸν Τενέδιον:ἐπὶ τῶν πάνυ σκληρῶν καὶ ἀπαρ-
αιτήτων.

Παυσανίας περιηγητής. Graeciae descriptio (0525: 001)“Pausaniae


Graeciae descriptio, 3 vols.”, Ed. Spiro, F.Leipzig: Teubner, 1903, Repr.
1:1967.B. 3, ch. 12, se. 10, line 8

νος Ἀρκάδος, υἱοῦ δὲ Τλησιμένους· Τλησιμένηνδὲ


Παρθενοπαίου τοῦ Μελανίωνος ἀδελφόν, οἱ δὲ παῖδα
εἶναι λέγουσιν. ἑτέρα δὲ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἐστιν ἔξοδος, καθ' ἣν
πεποίηταί σφισιν ἡ καλουμένη Σκιάς, ἔνθα καὶ νῦν
ἔτι ἐκκλησιάζουσι. ταύτην τὴν Σκιάδα Θεοδώρου
τοῦ Σαμίου φασὶν εἶναι ποίημα, ὃς πρῶτος διαχέαι
σίδηρον εὗρε καὶ ἀγάλματα ἀπ' αὐτοῦ πλάσαι. ἐνταῦθα
688

ἐκρέμασαν οἱ Λακεδαιμόνιοι τὴν Τιμοθέου τοῦ Μιλη-


σίου κιθάραν, καταγνόντες ὅτι χορδαῖς ἑπτὰ ταῖς ἀρ-
χαίαις ἐφεῦρεν ἐν τῇ κιθαρωδίᾳ τέσσαρας χορδάς.
πρὸς δὲ τῇ Σκιάδι οἰκοδόμημά ἐστι περιφερές, ἐν δὲ
αὐτῷ Διὸς καὶ Ἀφροδίτης ἀγάλματα ἐπίκλησιν Ὀλυμ-
πίων· τοῦτο Ἐπιμενίδην κατασκευάσαι λέγουσιν, οὐχ
ὁμολογοῦντες τὰ ἐς αὐτὸν Ἀργείοις, ὅπου μηδὲ πολε-
μῆσαί φασι πρὸς Κνωσσίους. πλησίον δὲ ἔστι μὲν
Κυνόρτου τοῦ Ἀμύκλα τάφος, ἔστι δὲ καὶ Κάστορος
μνῆμα, ἐπὶ δὲ αὐτῷ καὶ ἱερὸν πεποίηται· τεσσαρακοστῷ
γὰρ ὕστερον ἔτει τῆς μάχης τῆς πρὸς Ἴδαν καὶ Λυγκέα
θεοὺς τοὺς Τυνδάρεω παῖδας καὶ οὐ πρότερον νομι-
σθῆναί φασι.

Pseudo-Γαληνός ιατρός De affectuum renibus insidentium dignotione


et curatione liber (0530: 045)“Claudii Galeni opera omnia, vol. 19”, Ed.
Kühn, C.G.Leipzig: Knobloch, 1830, Repr. 1965.Vol. 19, page 677, line
16

τῶν ἄλλων ἁπάντων βοηθημάτων τε καὶ ἑτέρων τινῶν ἀῤ-


ῥήτων οὐ πάντες οἱ τὴν τέχνην κατερχόμενοι, εἰ καὶ ἴσως
ἐλλογιμώτεροι τῶν ἄλλων, ἀλλ' οἱ ἀεὶ προσκαθήμενοι καὶ
τὰ κινήματα τῆς φύσεως ἀνιχνεύοντες. εἰ δὲ καὶ τὰ ἀπὸ
τοῦ τεχνικοῦ στοχασμοῦ ἀποτυγχάνουσι φάρμακα δι' ἄῤῥη-
τόν τι καὶ ἴδιον, δεῖ διὰ τὴν τοῦ κατεπείγοντος σφοδρότητα
ἐπὶ τὰ τῶν παλαιῶν ἄῤῥητα καὶ καθ' ὅλην τὴν οὐσίαν ἐνερ-
γοῦντα χωρεῖν, ἃ ἐκ πείρας καὶ ἀλόγου τριβῆς εὑρημένα εἰ-
σὶν, ὡς τρωγλοδύτου καὶ λαγωοῦ δέρμα κεκαυμένον καὶ αἷ-
μα τράγειον ἢ ἕτερα ἄπειρα ἁπλᾶ τε καὶ σύνθετα. ὧν καὶ
τὰ πλείω βδελυρὰ, ἃ ἡ ἄλογος τριβὴ ἐφεῦρεν ἢ ἐκ φύσεως
ἢ ἐκ τύχης ἢ αὐτοσχεδίου ἢ ἐκ τοῦ μιμητικοῦ ἢ ἐξ ὀνει-
ράτων ὡς ὁ τρωγλοδύτης ἢ ἐκ χρησμῶν ἢ ἐκ μαθήσεως ἢ
ἐξ ἑτέρων τινῶν, ἐξ ὧν συνέστηκεν ἡ ἐμπειρική. ἐπεὶ δὲ
ἄῤῥητα πάντα ταῦτα καθ' ἡμᾶς, οὐ δεῖ ἐπὶ τούτοις μέγα
θαῤῥεῖν διὰ τὸ ἀγνοεῖν τὸν τρόπον τῆς αὐτῶν ὠφελείας.
εἰ δέ ποτε προσφέρομεν διά τινα βίαν, οὐ δεῖ καταχρῆσθαι
τούτοις, ἵνα μὴ ὡς ἀῤῥήτως ἡμᾶς ὠφελοῦντα καὶ ἀῤῥήτως
βλάψωσι. δεῖ δὲ τὸν μέλλοντα κατὰ λόγον πράττειν ἰατρὸν
κατὰ τὰς δραστικὰς ποιότητας, δυνάμεις τε καὶ ἐνεργείας
σεμνύνεσθαι τὸ θαῤῥεῖν, ὡς εἰδότα διὰ τῆς μεθόδου τὴν

Aelianus Tact., Tactica (0546: 001)“Asclepiodotos' Taktik. Aelianos'


689

Theorie der Taktik”, Ed. Köchly, H., Rüstow, W.Leipzig: Engelmann,


1855, Repr. 1969; Griechische Kriegsschriftsteller, vol. 2.1.
Ch. P, se. 3, line 1

ρου χρόνων τὴν ἀρχὴν λαβοῦσαν, αὐτόκρατορ Καῖσαρ υἱὲ


θεοῦ Τραϊανὲ σεβαστέ, πολλοὶ τῶν πρὸ ἡμῶν συνέγραψαν
οὐκ ἔχοντες, ἣν ἡμεῖς ἐν τοῖς μαθήμασιν ἐπιστεύθημεν ἕξιν
ἔχειν. Ἐμαυτὸν δὲ πείθων ἠβουλήθην ταύτην συντάξαι τὴν
θεωρίαν, ὅτι τοῖς ἡμετέροις οἱ μεθ' ἡμᾶς πρὸ τῶν ἀρχαιο-
τέρων προσέξουσι συγγράμμασιν. Τῆς δὲ παρὰ Ῥωμαίοις
περὶ τὸ μέρος τοῦτο δυνάμεως καὶ ἐμπειρίας οὐκ ἔχων
γνῶσιν – δεῖ γὰρ ὁμολογεῖν τἀληθῆ – ὄκνῳ κατειχόμην
περὶ τὸ συγγράφειν καὶ παραδιδόναι τὸ μάθημα τοῦτο,
ὡς ἀπημαυρωμένον καὶ τάχα μηδὲν ἔτι χρήσιμον τῷ βίῳ
μετὰ τὴν ἐφευρεθεῖσαν ὑφ' ὑμῶν διδασκαλίαν. Ἐπεὶ δὲ
ἐπὶ τοῦ θεοῦ πατρός σου Νέρουας παρὰ Φροτίνῳ τῷ ἐπι-
σήμῳ ὑπατικῷ ἐν Φορμίαις ἡμέρας τινὰς διέτριψα δόξαν
ἀπενεγκαμένῳ περὶ τὴν ἐν τοῖς πολέμοις ἐμπειρίαν, συμ-
βαλών τ' ἀνδρὶ εὗρον οὐκ ἐλάττονα σπουδὴν ἔχοντα εἰς τὴν
παρὰ τοῖς Ἕλλησι τεθεωρημένην μάθησιν, ἠρξάμην οὐκέτι
περιφρονεῖν τῆς τῶν τακτικῶν συγγραφῆς, οὐκ ἂν ἐσπου-
δάσθαι παρὰ Φροντίνῳ δοκῶν αὐτήν, εἴπερ τι χεῖρον ἐδό-
κει τῆς Ῥωμαϊκῆς διατάξεως περιέχειν.
Πεποιηκὼς οὖν πώποτε συγγράμματος διατύπωσιν,
μήπω δὲ πρὸς ἔκδοσιν ἑτοίμην ἔχων, διὰ τὴν σὴν ἀνυπέρ

Clemens Alexandrinus Theol., Protrepticus (0555: 001)


“Clément d'Alexandrie. Le protreptique, 2nd edn.”, Ed. Mondésert, C.
Paris: Cerf, 1949; Sources chrétiennes 2.Ch. 2, se. 40, subse. 2, line 1

περὶ τὴν Ἀκαρνανίαν φησίν, ἔνθα τὸ Ἄκτιόν ἐστιν ἀκρω-


τήριον καὶ τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ἀκτίου τὸ ἱερόν, ταῖς
μυίαις προθύεσθαι βοῦν. Οὐδὲ μὴν Σαμίων ἐκλήσομαι
(πρόβατον, ὥς φησιν Εὐφορίων, σέβουσι Σάμιοι) οὐδέ γε
τῶν τὴν Φοινίκην Σύρων κατοικούντων, ὧν οἳ μὲν τὰς
περιστεράς, οἳ δὲ τοὺς ἰχθῦς οὕτω σέβουσι περιττῶς ὡς
Ἠλεῖοι τὸν Δία.
Εἶεν δή· ἐπειδὴ οὐ θεοί, οὓς θρῃσκεύετε, αὖθις
ἐπισκέψασθαί μοι δοκεῖ εἰ ὄντως εἶεν δαίμονες, δευτέρᾳ
ταύτῃ, ὡς ὑμεῖς φατέ, ἐγκαταλεγόμενοι τάξει. Εἰ γὰρ οὖν
δαίμονες, λίχνοι τε καὶ μιαροί. Ἔστι μὲν ἐφευρεῖν καὶ
ἀναφανδὸν οὕτω κατὰ πόλεις δαίμονας ἐπιχωρίους τιμὴν
ἐπιδρεπομένους, παρὰ Κυθνίοις Μενέδημον, παρὰ Τηνίοις
690

Καλλισταγόραν, παρὰ Δηλίοις Ἄνιον, παρὰ Λάκωσιν


Ἀστράβακον. Τιμᾶται δέ τις καὶ Φαληροῖ κατὰ πρύμναν
ἥρως· καὶ ἡ Πυθία συνέταξε θύειν Πλαταιεῦσιν Ἀνδρο-
κράτει καὶ Δημοκράτει καὶ Κυκλαίῳ καὶ Λεύκωνι τῶν
Μηδικῶν ἀκμαζόντων ἀγώνων. Ἔστι καὶ ἄλλους παμπόλ-
λους συνιδεῖν δαίμονας τῷ γε καὶ σμικρὸν διαθρεῖν δυνα-
μένῳ·

Heron Mech., Geometrica (0559: 009)“Heronis Alexandrini opera quae


supersunt omnia, vol. 4”, Ed. Heiberg, J.L.Leipzig: Teubner, 1903.
Ch. 15, se. 14, line 2

γωνίου παραλληλογράμμου. τῶν δύο ὀρθογωνίων τρι-


γώνων τὸ ἐμβαδὸν ἡνωμένως εὑρεῖν. πολυπλασίασον
τὰ ζʹ τῆς βάσεως τοῦ ἑνὸς ἐφ' ἑαυτά· γίνονται νϛδʹ·
ταῦτα πάλιν ἐπὶ τὸν πολυπλασιασμὸν τῆς πρὸς ὀρθὰς
ἤγουν ἐπὶ τὰ μγʹ δʹ· γίνονται ͵βυξʹ δʹ ηʹ ιϛʹ ἤτοι
μονάδες ͵βυξκαὶ λεπτὰ ιϛʹ ιϛʹ ιε· ὧν πλευρὰ τετρα-
γωνικὴ γίνεται μθʹ ιζʹ λδʹ ναʹ ἤτοι μονάδες μθκαὶ
λεπτὰ ναʹ ναʹ λα· τοσούτων σχοινίων τὸ ἐμβαδὸν τῶν
δύο ὀρθογωνίων τριγώνων.
Διῃρημένως δὲ πάλιν ἑνὸς ἑκάστου ὀρθογωνίου
τριγώνου τὸ ἐμβαδὸν ἐφευρεῖν . πολυπλασίασον τὸ ʹ
τῆς βάσεως ἐφ' ἑαυτά· γίνονται ιδιϛʹ· ταῦτα πάλιν
ἐπὶ τὸν πολυπλασιασμὸν τῆς πρὸς ὀρθὰς ἤγουν ἐπὶ
τὰ μγʹ δʹ· γίνονται χιεηʹ ιϛʹ λβʹ ξδʹ ἤτοι μονάδες
χιεκαὶ λεπτὰ ξδʹ ξδʹ ιε· ὧν πλευρὰ τετραγωνικὴ γί-
νεται κδʹ δʹ ναʹ ναʹ ξηʹ ἤτοι μονάδες κδκαὶ λεπτὰ
πεντηκοστόπρωτα μα. ὁμοῦ· καὶ πάλιν τῶν τριῶν
τμημάτων ἤγουν τοῦ ἑνὸς παραλληλογράμμου ὀρθο-
γωνίου καὶ τῶν δύο ὀρθογωνίων τριγώνων τὸ ἐμβα-
δὸν σχοινίων οθγʹ λδʹ ρβʹ ἤτοι σχοινίων οθκαὶ λεπ-
τῶν ναʹ ναʹ ιθ[ὧν τὸ ἥμισύ ἐστιν ὁ μοδισμός].

Rhetorica Anonyma, Prolegomena in artem rhetoricam (0598: 007)


“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834, Repr.
1968.Vol. 6, page 41, line 14

ριάψας ἐν τῷ προοιμίῳ κατεσκεύασεν, ὅτι τέχνη ἐστί·


πᾶν γὰρ πρᾶγμα περιεχόμενον ὅρῳ τινὶ ἐκεῖνό ἐστιν, οὗ
τῷ ὅρῳ ἐμπεριέχεται. Εἰ τὸ συνίστησιν ἐπὶ τοῦ τὰ ἠμε-
691

λημένως ἔχοντα ἀνορθοῦν λέγεται, τὸ δὲ ποιεῖν ἐπὶ τοῦ


τὰ μὴ ὄντα εἰς τὸ εἶναι παράγειν, πῶς τὰ αὐτὰ δύναν-
ται καὶ συνιστᾷν καὶ ποιεῖν τὴν ῥητορικήν; Σημείωσαι,
ὅτι τὸ μὲν συνίστησιν εἶπε, διότι ταῦτα τὰ πολλὰ καὶ
μεγάλα δύναμιν οὖσαν τὴν ῥητορικὴν καὶ σκιᾶς δίκην παρ-
επομένην τῷ νοῒ τῶν ἀνθρώπων, εἰς ὑπόστασιν ἐναργῆ
καὶ ὕπαρξιν ἤγαγον· τὸ δὲ ποιεῖν εἶπεν, ἐπεὶ πρὶν ἐφευ-
ρεθῆναι τοὺς συνιστῶντας καὶ ἀξιοῦντας τέχνην ὀνομά-
ζεσθαι τὴν ῥητορικὴν κανόνας, οὐδὲ τέχνη ἦν ῥητο-
ρικὴ, ἀλλὰ φύσεως δεξιᾶς ἔργον κατὰ Πλάτωνα· εὑρε-
θέντων δὲ τούτων τέχνη ἂν εἴη εἰκότως.

Rhetorica Anonyma, Progymnasmata (0598: 011)“Rhetores Graeci,


vol. 1”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1832, Repr. 1968.Vol. 1, page 603,
line 23

σιγή· ὁμιλοῦντι δ' αὖθις πάντες κεχήνασι, τὸ μέλιτος


γλύκιον ῥέον ἐκεῖνο ὑποδεχόμενοι, καὶ ἁπλῶς, ἵνα μὴ
τὰ καθ' ἕκαστα λέγοιμι, ὁ φρενῶν εὖ ἔχων, ἐν ἀν-
θρώποις ὑπὲρ ἄνθρωπον φαίνεται· εἰ δέ τις ἀτυχεῖ τού-
του τοῦ χρήματος, καὶ πάντων ἀγαθῶν ἀτυχέστατος πέ-
φυκε· τῶν μὲν γὰρ ἀνθρώποις εὑρημένων ἀγαθῶν ἢ οὐ-
δενὶ τὴν ἀρχὴν ἐπιχειρήσεται, ἢ ἐπιχειρησάμενος, οὐδὲν
πλέον ἢ πληγῶν καὶ πόνων ὅσων ἀναπλησθεὶς, ὡς ὁ
τοῦ κωμικοῦ Στρεψιάδης κενὸς ἀπελεύσεται· ἃ γὰρ
γνῶσις ἐφεῦρε , πῶς ταῦτα τῇ ἀγνοίᾳ κατορθωθήσεται,
καὶ μὴ ὅτι γε ἀφ' ἑαυτοῦ ὁ τοιοῦτος οὐδὲν τῶν ἁπάν-
των ἀγαθῶν κτήσεται, ἀλλὰ καὶ, ἅπερ φύσις ἢ τύχη
ἴσως πρὸς αὐτὸν ἐφιλοτιμήσαντο, ταχέως ἠμαύρωσε καὶ
τελείως ἀπέσβεσεν· ἂν ἐξ εὐπατριδῶν, αἰσχύνη τῷ γένει,
ἂν Νιρεὺς, χείρων Θερσίτου, ἂν Μίδας, ταχέως Ἶρος
καθίσταται, μᾶλλον δὲ τοῖς χρήμασι συναπόλλυται·
πλοῦτος γὰρ ἄνευ φρονήσεως ὑγιοῦς οὐ μόνον οὐ παρα-
μένει, ἀλλὰ καὶ τὸν ἔχοντα ἑαυτῷ συναπόλλυσιν· ἂν
ῥωμαλαῖος, μὴ μόνον οὐδὲν ἀπόνασθαι τοῦ πλεονεκτή-
ματος δύναται, ἀλλὰ καὶ καθ' ἑαυτοῦ τοῦτο ἐκτήσατο,

Polyaenus Rhet., Excerpta Polyaeni (0616: 002)“Polyaeni


strategematon libri viii”, Ed. Woelfflin, E., Melber, J.
Leipzig: Teubner, 1887, Repr. 1970.Excerpt 54, se. 3, line 4

αὑτοῦ στρατοπέδῳ καὶ δι' αὐτομόλου δηλώσας τοῖς πολιορ-


κουμένοις ὑπαναχωρήσῃ μετὰ τὴν φήμην μικρὸν, εἶτα πάλιν
692

ὑποστρέψας ἐνεδρεύσῃ καὶ, ἡνίκα ἴδῃ καταφρονητὰς ὅσον


ἐκ τῆς ἀγγελίας καὶ τῶν ὁρωμένων τοὺς πολίτας, ἐπιπέσῃ
τῇ πόλει ἀφυλάκτως, τροποῦται ταύτην.
Ὅτι καὶ [δι'] ὑδρορρόης δύναταί τις ἀσέληνον νύκτα
παρατηρήσας εἰσενεγκεῖν στρατιώτας καὶ κρατῆσαι πόλεως.
Ὅτι πολιορκῶν τις πόλιν πολλοὺς ἔχουσαν συμμάχους
μηχανησάμενος ἀναχώρησιν ἰδίαν δύναται πεῖσαι τοὺς πο-
λίτας ἀποπέμψασθαι καὶ μετὰ τὸ τοὺς συμμάχους ἀναχω-
ρῆσαι ἐπελάσαι ἐξαίφνης καὶ ἐφευρεῖν τὴν πόλιν ἄνευ συμ-
μάχων.
Ὅτι Πελοπίδας ἐπολιόρκει ἀκροπόλεις ἀπεχούσας ἀλλή-
λων ἑκατὸν εἴκοσι στάδια. συνέταξεν οὖν, ἐπειδὰν προσάγῃ
τοῖς τείχεσι, τέσσαρας ἱππεῖς ἐστεφανωμένους θέοντας ἥκειν
ἀγγέλλοντας τὴν ἑτέραν πόλιν ἑαλωκέναι. ὁ δὲ ἀνέζευξεν
ἐπὶ τὴν δοκοῦσαν ᾑρῆσθαι καὶ πρὸ τῶν τειχῶν ὕλην πολλὴν
ἅψας καπνὸν ἤγειρε μέγαν, ἵνα τοῖς ἑτέροις ἐμποιήσῃ φαν-
τασίαν πόλεως καταπεπρησμένης. οἱ δὲ ὡς ἤδη γεγενημένης
καταπλαγέντες τὴν μέλλουσαν ἅλωσιν σφᾶς αὐτοὺς τῷ Πε-
λοπίδᾳ παρέδωκαν· ὁ δὲ τὴν παρὰ τούτων δύναμιν προς

Ιπποκράτης ιατρός. De arte (0627: 018)“Oeuvres complètes


d'Hippocrate, vol. 6”, Ed. Littré, É.Paris: Baillière, 1849, Repr. 1962.Se.
12, line 4

εὐεπανορθώτοισι σώμασι δημιουργεῦνται, αἱ μὲν μετὰ ξύλων, αἱ δὲ


μετὰ σκυτέων, αἱ δὲ γραφῇ, χαλκῷ τε καὶ σιδήρῳ, καὶ τοῖσι τού-
των ὁμοίοισιν αἱ πλεῖσται, ὄντα δὲ τὰ ἐκ τουτέων καὶ μετὰ τού-
των δημιουργεύμενα εὐεπανόρθωτα, ὅμως οὐ τῷ τάχει μᾶλλον, ἢ τῷ
ὡς δεῖ δημιουργεῖται· οὐδ' ὑπερβατῶς, ἀλλ' ἢν ἀπῇ τι τῶν ὀργάνων,
ἐλιννύει· καί τοι κἀκείναις τὸ βραδὺ πρὸς τὸ λυσιτελέστερον ἀσύμ-
φορον, ἀλλ' ὅμως προτιμᾶται.
Ἰητρικὴ δὲ, τοῦτο μὲν τῶν ἐμπύων, τοῦτο δὲ τῶν τὸ ἧπαρ
ἢ τοὺς νεφροὺς, τοῦτο δὲ τῶν ξυμπάντων ἐν τῇ νηδύϊ νοσεύντων
ἀπεστερημένη τι ἰδεῖν ὄψει, ᾗ τὰ πάντα πάντες ἱκανωτάτως ὁρῶσιν,
ὅμως ἄλλας εὐπορίας συνεργοὺς ἐφεῦρε , φωνῆς τε γὰρ λαμπρότητι
καὶ τρηχύτητι, καὶ πνεύματος ταχυτῆτι καὶ βραδυτῆτι, καὶ ῥευμά-
των, ἃ διαῤῥεῖν εἴωθεν, ἑκάστοισι, δι' ὧν ἔξοδοι δέδονται, ὧν τὰ μὲν
ὀδμῇσι, τὰ δὲ χροίῃσι, τὰ δὲ λεπτότητι καὶ παχύτητι διασταθμω-
μένη τεκμαίρεται, ὧν τε σημεῖα ταῦτα, ἅ τε πεπονθότων, ἅ τε πα-
θεῖν δυναμένων. Ὅταν δὲ ταῦτα [μὴ] μηνύωνται, μηδ' αὐτὴ ἡ φύ-
σις ἑκοῦσα ἀφίῃ, ἀνάγκας εὕρηκεν, ᾗσιν ἡ φύσις ἀζήμιος βιασθεῖσα
μεθίησιν· ἀνεθεῖσα δὲ δηλοῖ τοῖσι τὰ τῆς τέχνης εἰδόσιν, ἃ ποιητέα.
Βιάζεται δὲ τοῦτο μὲν πῦρ τὸ σύντροφον φλέγμα διαχέειν σιτίων δρι-
693

μύτητι καὶ πομάτων, ὅκως τεκμαρεῖταί τι ὀφθὲν περὶ ἐκείνων, ὧν


αὐτῇ ἐν ἀμηχάνῳ τὸ ὀφθῆναι ἦν· τοῦτο δ' αὖ πνεῦμα ὧν κατήγο

Stephanus Md., Phil., Scholia in Hippocratis prognosticon (0724: 002)


“Commentary on Hippocrates' Prognosticon”, Ed. Duffy, J.M., 1975;
Diss. SUNY Buffalo.Ch. 2, se. 10, line 115

διὰ γὰρ τὴν ἀσθένειαν τῆς ὀρεκτικῆς δυνάμεως οὐκ ὀρέγονται,


τῷ λόγῳ τῆς κακοχυμίας βλαπτομένη.
Δέκατόν ἐστι σημεῖον, ὅτι φλύκταιναι αὐτοῖς γίνονται δι'
ὅλου τοῦ σώματος. γίνονται δὲ ἐκ τῆς κακοχυμίας αὐτοῖς ἐκ-
ριπτομένων ἀτμῶν τινων δριμέων· καὶ τὰ μὲν ἐν βάθει μόρια δι-
εξέρχονται· ἐπειδὴ δὲ στεγανὸν καὶ πυκνόν ἐστι τὸ δέρμα, στέ-
γονται ἐκεῖσε καὶ γίνονται αἱ φλύκταιναι. ἢ τοῦτο· ὅτι ἡ συν-
εκτικὴ ὑγρότης ἐκπίπτει, καὶ ἐκπίπτουσα τὸ δέρμα οὐ διεξέρχε-
ται, ἀλλὰ στέγεται καὶ ὑμενοῦται τὸ δέρμα, καὶ γίνονται αἱ
φλύκταιναι.
Δυνατὸν δέ ἐστι πρὸς τούτοις καὶ ἄλλα σημεῖα ἐφευρεῖν , ἅ-
τινά ἐστι ταῦτα, τριχορροοῦσι, γαστρόρροια αὐτοῖς γίνεται καὶ
δυσώδη εἰσὶ τὰ ἀναπτυόμενα.
Καὶ τριχορροοῦσι μὲν ἢ ὅτι ἐκ τῆς κακοχυμίας ἀτμοὶ δριμεῖς
ἀναπέμπονται περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ ἐκριζοῦσι τὰς τρίχας, ἢ ὅτι
τῇ ἀτροφίᾳ καὶ τῇ ἰσχνάνσει ξηραίνεται αὐτῶν τὸ δέρμα τῆς κε-
φαλῆς, καὶ ἐπὶ τῇ ξηρότητι στεγανὸν γίνεται καὶ οὐ διεξέρχεται
λιγνὺς διὰ τοῦ δέρματος, καὶ τὸ τηνικαῦτα τριχορροοῦσι.
Γαστρόρροια δὲ αὐτοῖς γίνεται, ἀσθενουσῶν τῶν φυσικῶν δυ-
νάμεων, ἐκ τῆς κακοχυμίας μετασχοῦσαι, καὶ τὰ οἰκεῖα ἔργα οὐ
δύνανται ποιῆσαι.

Palladius Med., Commentarii in Hippocratis librum sextum de


morbis popularibus (0726: 001)“Scholia in Hippocratem et Galenum,
vol. 2”, Ed. Dietz, F.R.Königsberg: Borntraeger, 1834, Repr. 1966.
Vol. 2, page 4, line 25

τῶν νοσημάτων, ἔνθεν ὑπὸ τὸ αἰτιολογικόν. διδάσκει δὲ


καὶ διαγνώσεις τῶν παθῶν· οὐκοῦν καὶ ὑπὸ τὸ σημειω-
τικόν. εἰ δὲ μνημονεύσει καὶ κράσεως καὶ ἕξεως, ὑπὸ τὸ
φυσιολογικόν.
Ὁ δὲ τρόπος ὁ διδασκαλικός ἐστι μικτός. ποῦ μὲν γὰρ
κέχρηται τῷ ἀφοριστικῷ, ὅταν κατεπείγηται ἐκ τῆς τοῦ
νοσήματος κακοηθείας, ποῦ δὲ τῷ ὑφηγηματικῷ. ὁ δὲ
694

μικτὸς, δεινότητα ἀπαθῶς ἀναγκάζεται αὐτῷ ἐξα-


πλῶσαι, φοβούμενος, μή τι τῇ συντομίᾳ λαθήσεται.
τάχα δὲ καὶ κατὰ τὸ ἀληθὲς οὐδὲ μικτός ἐστιν ἐνταῦθα,
ἀλλ' ἐφεῦρεν αὑτῷ τινα τρόπον διδασκαλίας, καινότερον
καὶ ὑψηλότερον.

Meletius Med., De natura hominis (0730: 001)“Anecdota Graeca e


codd. manuscriptis bibliothecarum Oxoniensium, vol. 3”, Ed. Cramer,
J.A.Oxford: Oxford University Press, 1836, Repr. 1963.Page 20, line 16

τημένων αὐτῷ τὰς αἰτίας ἀποδυρόμενος· καὶ γὰρ μόνῳ ἀν-


θρώπῳ τοῦτο δεδώρηται, καὶ παντὶ, καὶ ἀεὶ, παρὰ τὸν καιρὸν
τῆς ἐγκοσμίου ζωῆς· μετὰ δὲ θάνατον οὐκ ἔτι· καὶ ὥσπερ ἴδιον
ἐστὶ τοῦ εἴδους αὐτοῦ τὸ γελαστικὸν, ἐπειδὴ καὶ μόνῳ τούτῳ
πρόσεστι, καὶ παντὶ, καὶ ἀεί· εἰ καὶ μὴ ἀεὶ κέχρηται αὐτῷ·
οὕτως ἴδιον αὐτῷ καὶ ἐξαίρετον, καὶ μόνῳ τῶν ἄλλων ζώων, τὸ
μετὰ θάνατον ἀνίστασθαι, καὶ εἰς ἀθανασίαν χωρεῖν· τυγχάνει
δὲ τούτου διὰ τὴν τῆς ψυχῆς ἀθανασίαν· ὥσπερ τοῦ θανάτου,
διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀσθένειάν τε καὶ πολυπάθειαν.
Ἴδια δὲ αὐτοῦ καὶ τὰ τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν μαθήματα·
καὶ αἱ κατὰ τὰς τέχνας πάσας ἐνέργειαί τε καὶ ἐφευρέσεις
πάσας· τρεῖς δὲ περὶ τὸ ζῶον τοῦτο τὸ λογικὸν ἐνεργοῦσι δυνά-
μεις ἀεί· ψυχικαὶ, φυσικαὶ καὶ ζωτικαί· τουτέστιν ἡγεμονικαὶ,
αἰσθητικαὶ καὶ κινητικαί· ψυχικαὶ μὲν καὶ ἡγεμονικαὶ, φαν-
τασία, λογισμὸς, μνήμη, δόξα, διάνοια· αἴτε κατὰ μέρος αἰσθή-
σεις, καὶ αἱ κατὰ προαίρεσιν κινήσεις· ζωτικαὶ δὲ, οἷον ἀνα-
πνευστικὴ καὶ σφυγμική· φυσικαὶ δὲ, οἷον γεννητικὴ, θρε-
πτικὴ, αὐξητική· καὶ αἱ τούτων ὑπηρέτιδες, ἐλεγκτικὴ καὶ
ἑλκτικὴ, ἀλλοιωτικὴ καὶ ἀποκριτική· ἔτι δὲ σὺν ταύταις
καὶ τίς ἕτερα διακριτικὴ λεγομένη, ἥτις κατὰ πᾶν μόριον ἐνερ-
γοῦσα, συνιστᾶ ταῦτα καὶ τρέφει, καὶ τὸ περιττὸν ἀπωθεῖται.

Meletius Med., De natura hominis Page 125, line 12

ται· προσέπταισε γὰρ εἰς λίθον ὁ δάκτυλος τοῦ ποδός; καὶ


αὐτὴ εὐθὺς ἐρεθεῖσα ἐκεῖ περιπλέκεται, περισφίγγει, περισύ-
ρεται τῷ ὀδυνωμένῳ, καὶ οἷον ἀσπαζομένη παραμυθεῖται τὴν
ἐπελθοῦσαν ὀδύνην· ἄκανθα ἐνεπάγη τῷ ποδί; καὶ σκόπει αὐ-
τὴν περιτρέχουσαν ἔνθεν κᾀκεῖθεν, ἐξελκύσασθαι ταύτην σπου-
δάζουσαν· ψύλλα τὴν κεφαλὴν ἔδηξεν, ἢ τὴν ῥάχιν; καὶ μετὰ
συντονίας πρὸς ἄμυναν ἔδραμε· καὶ ἁπαξαπλῶς πᾶσαν ὀδύνην
695

ὅλων τῶν τοῦ σώματος μορίων διὰ τῆς ἁφῆς αὐτῆς καὶ περι-
πλοκῆς καταπραΰνει· τοσαῦτα αὐτῇ προτερήματα, καὶ ἐνεργείας,
καὶ εὐστροφίας, πρὸς παραμυθίαν ἡμῶν καὶ ἑτέρων, ἡ τὰ σύμ-
παντα οἰκονομοῦσα πρόνοια ἐχαρίσατο, ὡς μηδὲ ῥάδιον ἐφευρεῖν ,
ἢ κατὰ μέρος ἐπεξελθεῖν.

Alexander Phil., In Aristotelis metaphysica commentaria (0732: 004)


“Alexandri Aphrodisiensis in Aristotelis metaphysica commentaria”, Ed.
Hayduck, M.Berlin: Reimer, 1891; Commentaria in Aristotelem Graeca
1.Page 794, line 17

τελευταίῳ τῆς ὅλης πραγματείας ὄντι, δείκνυσιν ὅτι οὐδ' ὡς ἀρχὰς τῶν
ὄντων
δυνατόν ἐστι λέγειν ἢ τοὺς εἰδητικοὺς ἀριθμοὺς ἢ τὰ μαθηματικά, ὡς οἱ
ταῦτα κομίσαντες βούλονται. καί φησι περὶ μὲν οὖν τῆς οὐσίαςτῆς
νοητῆς ὅσα τε ἡμεῖς ὡς οἰκεῖα εἰρήκαμεν, ὅσα τε οἱ Πυθαγόρειοι καὶ ὁ
Πλάτων, μέχρι τοσούτου εἰρήσθω. ἡμεῖς μὲν γὰρ ἐνέργειαν τὸν πρῶτον
νοῦν
πάντῃ πάντως ἀμοιροῦσαν τοῦ δυνάμει εἰρήκαμεν, εἶτα καὶ ἐκ τοῦ τῶν
σφαιρῶν πλήθους συνελογισάμεθα πόσοι οἱ δεύτεροι νοῖ τυγχάνουσιν
ὄντες.
ἡμεῖς μὲν οὖν τὴν νοητὴν οὐσίαν ταύτην εἶναι εἰρήκαμεν, τούτων δὲ ὁ
μὲν εἰδητικοὺς ἀριθμοὺς οἱ δὲ τὰ μαθηματικὰ τὴν οὐσίαν εἶναι λέγουσι
τὴν νοητήν. ὥστε περὶ μὲν τῆς τοιαύτης οὐσίας τοσαῦτα εἰρήσθω.
πάντες δὲ καὶ οἱ τῶν ἰδεῶν προστάται καὶ οἱ τῶν μαθηματικῶν ἐφευρεταὶ
ἀρχὰς τῶν εἰδῶν καὶ τῶν μαθηματικῶν (ταῦτα γὰρ εἴρηκεν ἀκινήτους
οὐσίας) τὰ ἐναντία τίθενται παραπλησίως τοῖς φυσικοῖς. δέδεικται γὰρ
ἐν τῷ Α τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως ὅτι τὰ ἐναντία ἥ τε στέρησις καὶ τὸ
εἶδός εἰσιν ἀρχαὶ τῶν φυσικῶν πάντων, ὑποκείμενον δὲ αὐτοῖς ἡ ὕλη.

Eudemus Phil., Frag. (1357: 001)“Eudemos von Rhodos”, Ed. Wehrli, F.


Basel: Schwabe, 1969; Die Schule des Aristoteles, vol. 8, 2nd edn..
Fragment 140, line 43

ἀρχὴν εἶναι τὸ ἀδύνατον εἶναι εὐθεῖαν ἐφαρμόσαι περιφερείᾳ, ἀλλ' ἡ μὲν


ἐκτὸς κατὰ ἓν σημεῖον ἐφάψεται τοῦ κύκλου, ἡ δὲ ἐντὸς κατὰ δύο μόνον
καὶ οὐ πλείω, καὶ ἡ ἐπαφὴ κατὰ σημεῖον γίνεται. καὶ μέντοι τέμνων ἀεὶ τὸ
μεταξὺ τῆς εὐθείας καὶ τῆς τοῦ κύκλου περιφερείας ἐπίπεδον οὐ
δαπανήσει αὐτὸ οὐδὲ καταλήψεταί ποτε τὴν τοῦ κύκλου περιφέρειαν,
εἴπερ ἐπ' ἄπειρόν ἐστι διαιρετὸν τὸ ἐπίπεδον. εἰ δὲ καταλαμβάνει,
ἀνῄρηταί τις ἀρχὴ γεωμετρικὴ ἡ λέγουσα ἐπ' ἄπειρον εἶναι τὰ μεγέθη
διαιρετά. καὶ ταύτην καὶ ὁ Εὔδημος τὴν ἀρχὴν ἀναιρεῖσθαί φησιν ὑπὸ τοῦ
696

Ἀντιφῶντος. τὸν δὲ διὰ τῶν τμημάτων, φησί (sc. Ἀριστοτέλης),


τετραγωνισμὸν

Historia Alexandri Magni, Recensio Byzantina poetica (cod. arcianus


408) (1386: 018)“Das byzantinische Alexandergedicht nach dem codex
Marcianus 408 herausgegeben”, Ed. Reichmann, S.Meisenheim am
Glan: Hain, 1963; Beiträge zur klassischen Philologie 13.Line 1396

Ἐγχώριοι κατ' ἔτος οὖν σεβάζονται τοὺς ὄφεις,


ὥσπερ ἀγαθοδαίμονας φέροντες ἐν τοῖς οἴκοις·
οὐδὲ γάρ ἐστιν ἐν αὐτοῖς θηρίον ἰοβόλον.
Στεφάνους δ' οὗτοι πλέκοντες τὰ κτήνη στεφανοῦσιν,
ἀνάπαυσιν παρέχοντες τοῖς κτήνεσι μεγίστην,
φυλάττοντες τὸ νόμιμον μέχρι τῆς δεῦρο πάντες
Ἀλεξανδρεῖς ἐγχώριοι, τὴν τυβινουμηνίαν.
Εὗρε δ' ἐπὶ τοῖς ὑψηλοῖς Ἀλέξανδρος λοφοῖσιν
τὴν πορφυρῖτιν ἥλιον ἐλλίωνός τε στύλους
καὶ σὺν αὐτοῖς ἡρώιον· πάλιν δὲ κατεζήτει
τὸ Σαραπεῖον ἐφευρεῖν ὡς ὁ χρησμὸς ἐκεῖνος,
ὁ πρότερον δοθεὶς αὐτῷ παρ' Ἄμμωνος ἐφώνει·
»Ὦ Μακεδὼν Ἀλέξανδρε, σοὶ Φοῖβος ἀγορεύει
ὁ μηλοκέρως καὶ Θεός, εἴ γε θέλεις αἰῶσι
νεάζειν ἀγηράτοις τε, κτίζε τὸ τάχος πόλιν
ἐπίσημον, περιφανῆ πρὸς Πρωτεΐδα νῆσον,
ἧς περ προκάθηται Θεὸς Πλουτήνιος ἀνάσσων
ἐν πενταλόφοις κορυφαῖς, βλέπων τὴν χθόνα πᾶσαν
καὶ κόσμον τὸν ἀτέρμονα δυνάμει προσελίσσων.
Ἐζήτει γοῦν Ἀλέξανδρος εὑρεῖν Θεὸν τὸν πάντα
δερκόμενον, ὡς δυνατὸν αὐτῆς γῆς προνοοῦντα.

Historia Alexandri Magni, Recensio Byzantina poetica (cod. Marcianus


408) Line 2152

αὐτῶν ἱππέων ἔξωθεν ἡμᾶς μὴ φυλασσόντων,»


ἀκούσας ταῦτ' Ἀλέξανδρος μέσον στρατοῦ προσῆλθε
καὶ λέγει τάχει πρὸς αὐτούς· «Ἄνδρες συστρατιῶται,
τοὺς ἵππους μὲν κατέσφαξα καίτοι χρειώδεις ὄντας
εἰς πόλεμον, ὅπως ἡμεῖς τροφῆς προσκορεσθῶμεν.
Τὸ γὰρ μειζότερον κακὸν ὑπὸ μετριωτέρου
ἀντισηκούμενον κακοῦ μετρίαν ἔχει λύπην.
Ἄλλης οὖν ἐπιβάντες γῆς εὑρήσομεν ῥᾳδίως
ἵππους ἀνδρικωτέρους τε καὶ φιλανθρωποτέρους·
697

ὑμῶν ἀπολλυμένων δὲ παρὰ λιμοῦ μεγίστου,


ποῦ Μακεδόνας ἐφευρεῖν , οὐκ ἔχω τοὺς καλλίστους.»
Καλῶς καταπραΰνας οὖν πάντας τοῖς λόγοις τούτοις,
ἀπήρχετο σὺν τῷ στρατῷ καὶ πρὸς ἑτέρας πόλεις,
πάσας καταδουλούμενος τοῖς προσηνέσι λόγοις.
Ὅθεν ἐλθὼν πρὸς τοὺς Λοκρούς, ἐκεῖσε δ' ἐπιμείνας
σὺν ἅπασι στρατεύμασιν ἐπὶ δυσὶν ἡμέραις,
εἰς τόπους ἐπεισέρχεται τῶν Ἀκραγαντινείων,
οἷς προσυπῆρχεν ἱερὸν Ἀπόλλωνος ἐκείνου.
Ἔλεγε δὲ Φοιβήλαλον αὐτῷ προσμαντευθῆναι·
ἧς μὴ χρησμοδοτεῖν αὐτῷ λεγούσης τὸ μαντεῖον,
Ἀλέξανδρος μετὰ θυμοῦ τῇ Φοιβηλάλῳ λέγει·

Ignatius Scr. Eccl., Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae


(recensio longior) [Sp.] (1443: 002)“Patres apostolici, vol. 2, 3rd edn.”,
Ed. Funk, F.X., Diekamp, F.Tübingen: Laupp, 1913.Epistle 2, ch. 10, se.
8, line 2

δὲ κύριε ἀνάστησόν με, καὶ ἀνταποδώσω αὐτοῖς. καὶ ὁ πάν-


τοτε ἐπακούων αὐτῷ πατὴρ ἀποκριθεὶς λέγει· Ἀνάστα, ὁ θεός,
κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς
ἔθνεσιν.
ὁ τοίνυν ἀναστήσας αὐτὸν πατὴρ καὶ ἡμᾶς δι'
αὐτοῦ ἐγερεῖ, οὗ χωρὶς τὸ ἀληθινῶς ζῆν οὐχ ἕξει τις· λέγει γάρ,
ὅτι Ἐγώ εἰμι ἡ ζωή· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ,
ζήσεται, καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ,
ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.
φεύγετε οὖν τὰς ἀθέους αἱρέσεις·
τοῦ διαβόλου γάρ εἰσιν ἐφευρέσεις, τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως τοῦ διὰ
τῆς γυναικὸς ἀπατήσαντος Ἀδὰμ τὸν πατέρα τοῦ γένους ἡμῶν.
Φεύγετε δὲ αὐτοῦ καὶ τὰς κακὰς παραφυάδας, Σίμωνα τὸν
πρωτότοκον αὐτοῦ υἱὸν καὶ Μένανδρον καὶ Βασιλίδην καὶ ὅλον
αὐτοῦ τὸν ὀρυγμαδὸν τῆς κακίας, τοὺς ἀνθρωπολάτρας, τοὺς Ἐβιω-
ναίους, οὓς καὶ ἐπικαταράτους λέγει Ἱερεμίας ὁ προφήτης.
φεύγετε καὶ τοὺς ἀκαθάρτους Νικολαΐτας, τοὺς ψευδωνύμους,
τοὺς φιληδόνους, τοὺς συκοφάντας· οὐ γὰρ ἦν τοιοῦτος ὁ τῶν
ἀποστόλων Νικόλαος.

PalaephatusMyth., De incredibilibus (1553: 001)“Palaephati περὶ


ἀπίστων”, Ed. Festa, N.Leipzig: Teubner, 1902; Mythographi Graeci 3.2.
Se. 43, line 4
698

PalaephatusMyth., De incredibilibus Se. 43, line 9

[Περὶ Μηδείας.]

Ἡ Μήδειαφασὶ μὲν ὡς ἀφέψουσατοὺς


πρεσβυτέρους νέουςἐποίει, οὐδένα δὲ δείκνυται
νέον ποιήσασα· ὃν δὲ ἥψησε πάντως ἀπέκτεινεν. ἐγέ-
νετο δέ τι τοιοῦτον. Μήδεια πρώτη ἐφεῦρεν ἄνθος
τὸ πυρρὸν καὶ τὸ μέλαν. τοὺς οὖν γέροντας ἐκ
πολιῶν μέλανας καὶ πυρροὺςἐποίει φαίνεσθαι·
βάπτουσα γὰρ αὐτοὺς τὰς λευκὰς τρίχας εἰς μελαίνας
καὶ πυρρὰς μετέβαλεν. Πυρίαν πρώτη Μήδεια
ἐφεῦρεν ἀνθρώποις ὄφελος. ἐπυρία οὖν τοὺς βουλο-
μένους, οὐκ ἐν τῷ προφανεῖ, ἵνα μή τις μάθῃ τῶν
ἰατρῶν, πυριῶσα δὲ ὥρκου μηδενὶ μηνύειν. ὄνομα δὲ
ἦν τῷ πυριάματι παρέψησις. ὥσπερ οὖν καὶ κουφό-
τεροι καὶ ὑγιεινότεροι ἐγίνοντο οἱ ἄνθρωποι πυριώ-
μενοι. ἐκ δὴ τούτου, ὁρῶντες παρ' αὐτῇ λέβητας καὶ
πῦρ, ἐπείσθησαν ὡς ἕψειτοὺς ἀνθρώπους. ὁ δὲ
Πελίας, ἄνθρωπος γέρων καὶ ἀσθενής, πυριώμενος
ἀπέθανεν. ἐντεῦθεν ὁ μῦθος.

Gaius Suetonius Tranquillus Gramm., Hist., Περὶ τῶν παρ' (/Ελλησι


παιδιῶν (1760: 002)“Suétone. Περὶ βλασφημιῶν. Περὶ παιδιῶν”, Ed.
Taillardat, J.Paris: Les Belles Lettres, 1967.Se. 1, line 7

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΡ' ΕΛΛΗΣΙ ΠΑΙΔΙΩΝ

Παλαιοτάτη ἡ κυβευτικὴ παιδιά. Κύβους καὶ πεσσοὺς Παλαμήδης


εὗρε ἐν Ἰλίῳ εἰς παραμύθιον λιμοῦ κατασχόντος τὴν στρατιάν. Τῆς
δὲ τοιαύτης ἐπινοίας τοῦ Παλαμήδους μάρτυς Σοφοκλῆς ὃς ἐν δράματι
ὁμωνύμῳ τῷ εὑρετῇ Παλαμήδει φησίν (fr. 479 Pearson)·
οὐ λιμὸν οὗτος τῶνδ' ἀπῶσε, σὺν θεῷ
εἰπεῖν, χρόνου τε διατριβὰς σοφωτάτας
ἐφεῦρε φλοίσβου μετὰ κοπὴν καθημένοις
πεσσοὺς κύβους τε τερπνὸν ἀργίας ἄκος;
καὶ Εὐφορίωνος τὸ (61 Powell)· πεσσὰ Ναυπλιάδαο. Ἐν μὲν
Ἰλίῳ δείκνυται λίθος, καθὰ Πολέμων (fr. 32 Preller) ἱστορεῖ,
ἐφ' οὗ ἐπέσσευον οἱ Ἀχαιοί, ἐν δὲ Ἄργει ὁ λεγόμενος Παλαμήδους
πεσσός. Πλάτων δὲ ὁ φιλόσοφος Αἰγυπτίοις τὴν εὕρεσιν αὐτῶν
699

ἀνατίθησιν ἐν τῷ Φαίδρῳ (274 c – d) γράφων οὕτως· «ἤκουσα τοίνυν


περὶ Ναύκρατιν τῆς Αἰγύπτου γενέσθαι τῶν ἐκεῖ παλαιῶν τινα θεῶν,

Themistius Phil., Rhet., Ὑπὲρ τοῦ λέγειν ἢ πῶς τῷ φιλοσόφῳ


λεκτέον(2001: 026)“Themistii orationes quae supersunt, vol. 2”, Ed.
Schenkl, H., Downey, G., Norman, A.F.Leipzig: Teubner, 1971.
Harduin page 317, se. d, line 6

καὶ ἐξετράπετο, ὅτι ἐθάρρησε πρῶτος ὧν ἴσμεν Ἑλλήνων


λόγον ἐξενεγκεῖν περὶ φύσεως ξυγγεγραμμένον. πρὶν δ'
εἰς ὄνειδος καθειστήκει τὸ λόγους συγγράφειν, ἀλλ' οὐκ
ἐνομίζετο τοῖς πρόσθεν Ἕλλησι. καὶ ἐῶ τὸν Κλαζομένιον
Ἀναξαγόραν καὶ ἐφ' ὅσον οὗτος ἐνεωτέρισε, νοῦν καὶ
θεὸν πρῶτος ἐπαγόμενος τῇ κοσμοποιίᾳ, καὶ οὐ πάντ'
ἀνάψας τῆς φύσεως τῶν σωμάτων.
Ἀλλὰ Σωκράτης ὁ γενναῖος ἆρα τὴν ἀρχαίαν καὶ τε-
τριμμένην ἐβάδιζε καὶ ἐγκατέμενε τοῖς ἴχνεσι τοῦ Ἀρχε-
λάου; ἢ τούτου γε ἔτι μείζων ἡ φιλοτιμία καὶ ἡ θρασύτης,
καὶ οὐχ ὅσον ἐφευρεῖν τι καὶ ἐπανορθῶσαι, ἀλλ' ὁλόκλη-
ρον μεταθεῖναι καὶ μετενεγκεῖν τὴν τῶν λόγων ὑπόθεσιν;
τῶν γὰρ πρὸ αὐτοῦ σχεδόν τι ἁπάντων φροντιζόντων περὶ
τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὅπως ἔχει ἡ γῆ θέσεώς τε καὶ σχήματος
καὶ ἐξ ὧν γεννᾶται τὰ ζῷα καὶ ἐξ ὧν φύεται τὰ φυτά,
οὗτος ταῦτα μὲν οὐκ ἐνόμιζεν εὑρετὰ εἶναι ἀνθρώπῳ, ἀλλὰ
κατατρίβειν τὸν βίον καὶ τῶν ὠφελίμων ἀποκωλύειν.
ὅθεν δὲ χρὴ γενέσθαι ἄνδρα καλόν τε καὶ ἀγαθόν, ταῦτα
ἐφρόντισε πρῶτος καὶ ὑπετείνατο, καὶ ὅ τι ποτέ ἐστιν
ἀρετὴ ἀνθρώπου καὶ ὅπως ἂν παραγένοιτο, καὶ ὅ τι ποτέ
ἐστι κακία καὶ ὅπως ἂν αὐτὴν ἀποφυγγάνοι.

Gregorius Nyssenus Theol., Antirrheticus adversus Apollinarium


(2017: 008)“Gregorii Nysseni opera, vol. 3.1”, Ed. Mueller, F.
Leiden: Brill, 1958.Vol. 3,1, page 168, line 1

ἀγνοεῖ τοῦ δένδρου καὶ τῆς ὥρας τὴν καρποφορίαν, τὴν


ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν οὐκ οἶδε, τύπτεται, δεσμεύεται,
ῥαπίζεται, ἥλους δι' ἑαυτῆς δέχεται, αἱμάσσει, νεκρὰ γίνεται,
ἐνταφιάζεται, μνήματι καινῷ ἐναποτίθεται. ἆρα συντίθεται
οἰκεῖα καὶ κατὰ φύσιν εἶναι τῇ προαιωνίᾳ θεότητι ταῦτα
καὶ μὴ ἀνατραφῆναι, εἰ μὴ ἐθήλασε, μηδ' ἂν ὅλως ἐν τῷ ζῆν
εἶναι, εἰμὴ τὸ διαπνευσθὲν τῆς δυνάμεως τῇτῆς τροφῆς
μετουσίᾳ παρεμυθήσατο; πῶς δὲ καὶ ἀγνοεῖ ὁ ἔνσαρκος
700

αὐτοῦ θεὸς τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν ἐκείνην; πῶς δὲ οὐκ
ἐπίσταται τὸν τῶν συκῶν καιρόν, ὅτι κατὰ τὸ πάσχα οὐκ ἂν
ἐφευρεθείη τῷ δένδρῳ καρπὸς εἰς ἐδωδὴν ἐπιτήδειος; τίς ὁ
ἀγνοῶν, εἰπάτω; τίς ὁ λυπούμενος; τίς ὁ ἐν ἀμηχανίᾳ στενο-
χωρούμενος; τίς ὁ ἐγκαταλελεῖφθαι παρὰ τοῦ θεοῦ βοήσας,
εἰ μία θεότης πατρὸς καὶ υἱοῦ; καὶ παρὰ τίνος ἡ ἐγκατά-
λειψις γίνεται, ἣν ἐπὶ τῷ σταυρῷ ἐξεφώνησεν; εἰ γὰρ τὸ
πάσχον ἡ θεότης, μιᾶς δὲ εἶναι θεότητος τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν
οἱ εὐσεβοῦντες συντίθενται – φησὶ δὲ ὁ πάσχων ὅτι Θεέ
μου, θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες; – , πῶς μία οὖσα ἡ
θεότης ἐν τῷ πάθει μερίζεται καὶ ἡ μὲν καταλείπει, ἡ δὲ
καταλείπεται· ἡ μὲν ἐν θανάτῳ γίνεται, ἡ δὲ ἐν τῇ ζωῇ
διαμένει· ἡ μὲν νεκροῦται, ἡ δὲ τὸ νεκρωθὲν διανίστησιν;

Ευσέβιος Προπαρασκευή Ευαγγελίων. (2018: 001)


“Eusebius Werke, Band 8: Die Praeparatio evangelica”, Ed. Mras, K.
Berlin: Akademie–Verlag, 43.1:1954; 43.2:1956; Die griechischen
christlichen Schriftsteller 43.1 & 43.2.B. 2, ch. 6, se. 19, line 2

καὶ θεωρίας τοὺς μύθους μετεσκευάσαντο, τὰ θρεπτικὰ καὶ αὐξητικὰ τῆς


τῶν σωμάτων φύσεως ταῦτ' εἶναι τὰ διὰ τῶν μύθων δηλούμενα ὡς δὴ μυ-
στικώτερον κομπάσαντες. ἔνθεν ἀνιόντες καὶ οἵδε τὰ στοιχεῖα τοῦ
κόσμου θεοὺς ἐπεφήμισαν, οὐκ αὐτὸ μόνον ἥλιον καὶ σελήνην καὶ
ἄστρα, προς-
έτι δὲ γῆν καὶ ὕδωρ, ἀέρα τε καὶ πῦρ τά τε ἐκ τούτων συγκρίματά τε καὶ
ἀποτελέσματα, ναὶ μὴν καὶ τοὺς ὡραίους ἀπὸ γῆς καρποὺς καὶ τὰ λοιπὰ
τῆς ξηρᾶς καὶ ὑγρᾶς τροφῆς βλαστήματα, ἃ καὶ αὐτὰ ὡς ἂν τῆς τῶν σω-
μάτων ζωῆς αἴτια Δήμητραν καὶ Κόρην καὶ Διόνυσον καὶ ὅσα ἄλλα
τούτοις
ἐμφερῆ προσειπόντες τεθειάκασι, βεβιασμένον καὶ οὐκ ἀληθῆ τῶν μύθων
τὸν καλλωπισμὸν εἰσηγησάμενοι. ἀλλ' οὗτοι μὲν ὀψέ ποτε, ὡς ἂν
ἐπαισχυ- νόμενοι τὰς τῶν προγόνων θεολογίας, οἴκοθεν ἃς ἕκαστος
ἐφεῦρε σεμνολογίας τοῖς περὶ θεῶν μύθοις προσεπενόησαν, κινεῖν τὰ
πάτρια τολμῶντος οὐδενός, περὶ πολλοῦ δὲ τὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴν
συνήθη καὶ σύντροφον ἐκ παίδων ἀγωγὴν τιμώμενοι. οἵ γε μὴν τούτων
πρεσβύτεροι ἐν ἴσῳ τῇ τῶν ἀνδρῶν θεοποιίᾳ καὶ τὰς τῶν ἀλόγων ζῴων
ἐκθεώσεις διετάξαντο διὰ τὸ καὶ ἐξ αὐτῶν χρήσιμον κατὰ τὰς πρόσθεν
ἀποδοθείσας αἰτίας καὶ τοῖς ἀλόγοις θηρίοις τὰς ἴσας ἀφιέρωσαν
θρησκείας, σπονδαῖς καὶ θυσίαις καὶ μυστικαῖς τελε-ταῖς ὕμνοις τε καὶ
ᾠδαῖς ὁμοίως τοῖς τεθεοποιημένοις ἀνδράσι καὶ τὰς τού-των τιμὰς

Θεοδόσιος γραμματικός. Περὶ γραμματικῆς [Sp.] (fort. auctore


701

Theodoro Prodromo) (2020: 003)“Theodosii Alexandrini grammatica”,


Ed. Göttling, K.Leipzig: Libraria Dykiana, 1822.Page 3, line 29

τείνονται, τὰ δὲ συστέλλεται, καὶ τὰ μὲν ὀξύνονται,


τὰ δὲ βαρύνονται. διατί προτέτακται πρῶτον τὸ ἄλφα,
ἔπειτα τὸ β καὶ γ καὶ τὰ ἑξῆς; Καὶ λέγομεν, ὅτι τὰ
ἑπτὰ φωνήεντά εἰσι τιμιώτερα τῶν συμφώνων, καθὸ
ἀποτελοῦσι φωνὴν καθ' ἑαυτά. Καὶ διαιροῦνται μὲν
κατὰ τὴν πρώτην αὐτῶν διαίρεσιν εἰς τρία, εἰς μακρά,
εἰς βραχέα καὶ εἰς δίχρονα. Καὶ μακρὰ μὲν δύο, Η
καὶ Ω μέγα, βραχέα δὲ δύο, Ε ψιλὸν καὶ Ο μικρόν,
δίχρονα δὲ τρία, Α. Ι. Υ. Ἀπὸ μὲν γὰρ τῶν μακρῶν
οὐκ ἤρξατο, ὅτι ὁ Κεῖος Σιμωνίδης ὕστερον τοῦ
Παλαμήδους ἐφεῦρεν αὐτά. Συζεύξας γὰρ δύο Π
διὰ μακρᾶς κεραίας ἐν τῷ μέσῳ, ἐσχημάτισε τὸ Η.
Ὁμοίως καὶ δύο Ο Ο συζεύξας, ἐσχημάτισε τὸ Ω μέγα,
ὅθεν καὶ μεταγενέστερά εἰσι καὶ οὐκ ἔδει ἀπὸ τῶν
μεταγενεστέρων ἄρξασθαι. Οὐδὲ μὴν ἀπὸ τῶν βραχέων
ἤρξατο, ὅτι μονόχρονά εἰσιν· ἐλείπετο οὖν ἐκ τῶν
διχρόνων τὴν ἀρχὴν ποιήσασθαι· ἐπειδὴ καὶ τοῖς μα-
κροῖς ἰσοδυναμοῦσιν ἐκτεινόμενα, καὶ τοῖς βραχέσι
συστελλόμενα· ἀπὸ δ' αὐτῶν τῶν τριῶν τούτων δι-
χρόνων οὐκ ἔδει προτάξαι τὸ Ι· ἀλλ' οὐδὲ τὸ Υ, ἐπεὶ
ὑποτακτικά εἰσιν· ἐλείπετο ἄρα τὸ Α, προτακτικὸν

Θεοδόσιος γραμματικός. Περὶ γραμματικῆς [Sp.] (fort. auctore


Theodoro Prodromo) Page 52, line 6

ὅταν δὲ τὴν ὕλην λαβοῦσα καὶ τέχνῃ καὶ μέτρῳ συν-


αρμόσῃ καὶ τέλειον στίχον ἀπεργάσηται κοινωνεῖ τῷ
ποιητικῷ.
Τέχνη ἐστὶ διὰ ταὐτὸ τῆς ἐργασίας ὑπὸ πλειόνων
ἐξευρημένη διὰ τὴν ὁμοιότητα, ἢ μέθοδός ἐστιν ἀπο-
τελεσματικὴ τῶν ἐπιτηδείων πρὸς τὸ εὖ ζῆν. Εἴρηται
δέ· ταὐτὸ τῆς ἐργασίας· διότι οὐκ ἔχει ἡ χαλκευτικὴ
τὴν ἐργασίαν ποτὲ μὲν διὰ πυρός, ποτὲ δὲ δίχα πυρός,
ἀλλ' ἀεὶ διὰ πυρός. Εἴρηται δέ· ὑπὸ πλειόνων· ἐπειδὴ
διάφοροι καὶ οὐχ εἷς ταύτην συνεστήσαντο· μόνος δὲ
ὁ Παλαμήδης ἐφεῦρε τὴν κυβευτικὴν τέχνην ἐν τῇ
Τροίᾳ· αἱ δὲ λοιπαὶ τῶν τεχνῶν διὰ πολλῶν εὑρέθη-
σαν. Εἴρηται δέ· ἢ Μέθοδος ἀποτελεσματική· Μέθοδος
τοίνυν ἐστὶν ἡ μετὰ τὴν ὅδευσιν, ἤγουν κίνησιν, τοῦ
702

νοῦ εὑρεθεῖσα καὶ θεματισθεῖσα ἐργασία ἐπὶ ζητήσει


τῆς τέχνης. Εἴρηται δέ· ἀποτελεσματικὴ τῶν ἐπιτη-
δείων πρὸς τὸ εὖ ζῆν· ἐπειδὴ ἡ γεωργία καὶ ἡ φρεω-
ρυκτικὴ καὶ αἱ λοιπαὶ τῶν τεχνῶν ἀπετελέσθησαν πρὸς
τὸ εὖ ζῆν ἡμᾶς.

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) (2021: 002)


“Epiphanius, Bände 1–3: Ancoratus und Panarion”, Ed. Holl, K.
Leipzig: Hinrichs, 1:1915; 2:1922; 3:1933; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 25, 31, 37.Vol. 1, page 177, line 7

γ.Ἑλληνισμός.

Μεταξὺ γοῦν τοῦ Ἔβερ καὶ τοῦ Φαλὲκ καὶ τῆς πυργοποιίας καὶ
πρώτης πόλεως μετὰ τὸν κατακλυσμὸν κτισθείσης ἐπ' αὐτῇ τῇ οἰκο-
δομῇ ἀρχὴ λοιπὸν συμβουλίας ἀθροισμοῦ καὶ τυραννίδος γίνεται.
Νεβρὼδ γὰρ βασιλεύει υἱὸς τοῦ Χοὺς τοῦ Αἰθίοπος, ἐξ οὗ Ἀσοὺρ
γεγέννηται. τούτου ἡ βασιλεία ἐν Ὀρὲχ γεγένηται καὶ ἐν Ἀρφὰλ καὶ
Χαλάννῃ· κτίζει δὲ καὶ τὴν Θειρὰς καὶ τὴν Θοβὲλ καὶ Λόβον ἐν τῇ
Ἀσσυρίων χώρᾳ. τοῦτόν φασι παῖδες Ἑλλήνων εἶναι τὸν Ζωρο-
άστρην, ὃς πρόσω χωρήσας ἐπὶ τὰ ἀνατολικὰ μέρη οἰκιστὴς γίνεται
Βάκτρων. ἐντεῦθεν τὰ κατὰ τὴν γῆν παράνομα διανενέμηται·
ἐφευρετὴς γὰρ οὗτος γεγένηται κακῆς διδαχῆς, ἀστρολογίας καὶ μα-
γείας, ὥς τινές φασι περὶ τούτου τοῦ Ζωροάστρου· πλήν, ὡς ἡ
ἀκρίβεια περιέχει, τοῦ Νεβρὼδ τοῦ γίγαντος οὗτος ἦν ὁ χρόνος, πολὺ
δὲ ἀλλήλων τῷ χρόνῳ διεστήκασιν ἄμφω, ὅ τε Νεβρὼδ καὶ ὁ Ζωρο-
άστρης. Φαλὲκ δὲ γεννᾷ τὸν Ῥαγαῦ, Ῥαγαῦ τὸν Σεροὺχ τὸν ἑρμηνευ-
όμενον ἐρεθισμόν, ἀφ' οὗ ἤρξατο εἰς ἀνθρώπους ἡ εἰδωλολατρεία τε
καὶ ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ἐλθοῦσα εἰς ἡμᾶς γνῶσις περιέχει. οὔπω δὲ
ἐν ξοάνοις καὶ ἐν τορείαις λίθων ἢ ξύλων ἢ ἀργυροτεύκτων ἢ ἐκ
χρυσοῦ ἢ ἄλλης τινὸς ὕλης πεποιημέναις, μόνον δὲ διὰ χρωμάτων
καὶ εἰκόνων ἡ τοῦ ἀνθρώπου διάνοια ἑαυτῇ ἐφηύρατο τὴν κακίαν
καὶ διὰ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ λογιότητος καὶ νοῦ ἀντὶ τῆς ἀγαθότητος

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 2, page 377, line 19

ὥσπερ γὰρ εἴτις διασφαγὴν εὑρὼν ἐν φραγμῷ παρὰ λεωφόρῳ


[καὶ] νομίσῃ διὰ ταύτης βαδίζειν καὶ καταλιπὼν τὴν ὁδὸν ἐκεῖσε
τρέπηται, νομίσας ἐγγύτατον ἔχειν ὅθεν διακάμψας πάλιν τῆς ὁδοῦ
ἐπιλάβοιτο, ἀγνοήσῃ δὲ ὅτι τεῖχός ἐστιν ὑπέρτατον καὶ μακρῷ δια-
στήματι ᾠκοδομημένον, ἐπιτρέχοι δὲ μὴ εὑρίσκων διὰ ποίας τὴν
διέξοδον ποιήσηται, ἀντὶ ἑνὸς σημείου ἤτοι μιλίου προκόπτων κατὰ
703

χεῖρα ἔτι πλέον, μὴ εὑρὼν τὴν ὁδόν, καὶ οὕτως τρέπηται ἐπὶ τὰ
πλείω, κάμνων δὲ οὕτω καὶ μὴ εὐπορῶν διὰ ποίας ἐπὶ τὴν ὁδοιπο-
ρίαν ἑαυτὸν ἀγάγοι, τάχα γε μήτε εὑρεῖν δυνηθείη, εἰ μή τι ἂν ἀνα-
κάμψῃ δι' ἧς καὶ εἰσῆλθεν, – οὕτω καὶ ἑκάστη αἵρεσις, ὡς συντο-
μίαν τινὰ ἐφευρεῖν διανοηθεῖσα, παρεξώκειλε μὲν διὰ τῆς μακροδίας,
ηὑρέθη δὲ αὐτῇ τεῖχος ἀρραγὲς ἡ τῆς ἀνοίας καὶ ἀγνωσίας παρεμ-
πλοκή· καὶ οὐκ ἂν εὕροι ἡ τοιαύτη ἐπὶ τὴν ἀληθινὴν ἥκειν ὁδόν, εἰ
μή τι ἂν ἑκάστη ἀνακάμψῃ εἰς τὸ ἀρχέτυπον τῆς ὁδοῦ, τουτέστιν
τὴν βασιλικήν· ὡς καὶ ὁ νόμος διαρρήδην ἐβόα, τοῦ ἁγίου Μωυ-
σέως λέγοντος τῷ βασιλεῖ Ἐδώμ, ὅτι «τάδε λέγει ὁ ἀδελφός σου
Ἰσραήλ· παρὰ τὰ ὅριά σου διελεύσομαι εἰς γῆν ἣν ὤμοσε κύριος τοῖς
πατράσιν ἡμῶν δοῦναι, γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, τὴν γῆν τῶν
Ἀμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Εὐ-
αίων καὶ Χαναναίων καὶ Χετταίων, [γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι].
οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ὕδωρ ἐν ἀργυρίῳ πιόμεθα καὶ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, page 200, line 25

τρόπον οὗτοι λογίζονται; κατὰ ὄγκον; ἀλλὰ κατὰ χρόνον; ἀλλὰ κατὰ
ὕψωμα; ἀλλὰ κατὰ ἡλικίαν; ἀλλὰ κατὰ ἀξίαν; τί τούτων ἐστὶν ἐν θεῷ,
ἵνα τοῦτο διανοηθῶσιν; οὔτε γὰρ χρόνῳ ὑποπίπτει τὸ θεῖον, ἵνα ὑπο-
δεέστερος νοηθῇ ὁἀχρόνως ἐκ πατρὸς γεγεννημένος· οὔτε προκοπῆς
ἔχεται τὸ θεῖον, ἵνα ὁ μὲν υἱὸς προκόψας μὴ φθάσῃ τὴν τοῦ πατρὸς μεγα-
λειότητα. εἰ γὰρ κατὰ προκοπὴν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ υἱὸς θεοῦ καλεῖται,
ἄρα πολλοὶ ἦσαν ἴσοι αὐτῷ, καὶ τούτου ἕνεκεν αὐτὸς προέκοψε μείζων
μὲν τῷ ἀξιώματι κληθείς, ἐλάττων δὲ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἐν ἀξιώματι ὄντος.
ἀλλὰ φησὶν ἡ γραφή «τίς ὁμοιωθήσεται τῷ κυρίῳ ἐν υἱοῖς θεοῦ;» ὡς
τῶν πάντων καταχρηστικῶς λεγομένων, τούτου δὲ μόνου ὄντος υἱοῦ
κατὰ φύσιν, καὶ οὐ κατὰ χάριν, ἐπειδήπερ «ἐφεῦρε πᾶσαν ὁδὸν
ἐπιστήμης
καὶ οὐδεὶς αὐτῷ ἐξισωθήσεται». ἀλλὰ τί φασιν; ἐν ὑψώματι ὑπερέχει
ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ. ἐν ποίῳ τοίνυν μέρει τάττεται τὸ θεῖον; ἢ τοπικῶς
περιορίζεται; ἵνα τῇ περιγραφῇ τὸ μεῖζον σημανθῇ. «πνεῦμα γὰρ ὁ
θεός». καὶ ἐκ πανταχόθεν διαπίπτει ἡ αὐτῶν ἐπινενοημένη ξενολογία.
καὶ τοῦτο δὲ παρελθόντες ἐπὶ τὰς ἑξῆς αὐτῶν λέξεις ἴωμεν, ὦ ἀγαπητοί.
54. Φασὶ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ ἀποστέλλων ὅμοιος τῷ ἀποστελλομένῳ,
ἀλλὰ ἄλλος ἐστὶν ὁ ἀποστέλλων τῇ δυνάμει καὶ ἄλλος ἐστὶν ὁ

Επιφάνιος. Panarion (= Adversus haereses) Vol. 3, page 395, line 22

λεχθέντας λόγους, καὶ αὐτὸς πρὸς σὲ ἀποτεινόμενος, συγχωροῦντος τοῦ


704

θεοῦ, τὰ ἴσα σοι καὶ αὐτὸς προσφθέγξομαι, ὅτι μηδενὸς τῶν παλαιῶν ἔν
τε τῇ παλαιᾷ διαθήκῃ καὶ ἐν τῇ καινῇ ἁγίων ἀποστόλων ἢ προφητῶν
τοῦτο
πεφρονηκότος, ἀμείνονα σεαυτὸν καθιστᾷς καὶ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ καὶ
ἀσφαλῆ.
ἀπὸ γὰρ σοῦ καὶ δεῦρο προσέλαβε τὸ θεῖον, ὡς κατὰ τὸν σὸν λόγον, εἰς
τὴν αὐτοῦ πίστιν τὴν συλλογιστικὴν ταύτην σου [τὴν] τεχνολογίαν, τὸ
περὶ ἀγεννήτου λέγειν στερήσεως καὶ τοῦ γεννητοῦ, καὶ παντελῶς ἀπο-
βολῆς ἕξεως καὶ μεταβολῆς, καὶ περὶ θεοῦ κατονομασίας ἐν τῇ κατὰ τὸν
θεὸν οὐσίας προσηγορίᾳ. οὔτε γὰρ διὰ τὸ τὸν θεὸν εἶναι πάντων κτίστην
τῶν μετὰ τὸν μονογενῆ αὐτοῦ καὶ τὸ ἅγιον αὐτοῦ πνεῦμα διὰ τῆς τῶν
κεκτισμένων συστάσεως τὸ στερητικὸν ἐφευρέθη τῶν οὐ προσόντων
θεῷ ἢ τὸ ὁμολογητικὸν τῶν ὄντων αὐτῷ προσείληπται, ἵνα τὸ μετέπειτα
κτισθὲν τὸ ἄμεινον θεῷ προσφέρῃ καὶ τὸἀκραιφνὲς διὰ τοῦ ἀπ' ἐκείνου
πρὸς ταῦτα στερητικοῦ τε καὶ ἀμεταβλήτου ἐπινοοῖτο· ἀλλ' [ὅτι] ἔστιν
ἀεὶ αὐτό, ὂν ὅλον δόξα καὶ ὅλον ἀπερίληπτον ὑπὸ πάντων τῶν ὑπ' αὐτοῦ
κεκτισμένων, κατὰ τὸ μέτρον τῶν πρὸς τὴν δοξολογίαν ἐπεκτεινομένων
δοξολογούμενον, παρ' ἀγγέλοις μὲν κατὰ τὴν ἀγγέλων γλῶσσαν,

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Christus patiens [Dub.] (fort. auctore


Constantino Manasse) (2022: 003)“Grégoire de Nazianze. La passion du
Christ”, Ed. Tuilier, A.Paris: Cerf, 1969; Sources chrétiennes 149.
Line 1132

ποίῳ δὲ τύμβῳ καταθείμην σὸν δέμας;


οἵοις τε πέπλοις κατακαλύψω νέκυν;
πῶς καὶ τἀπιχώρια μέλψω σοι μέλη;
τίνος σε κηδεύσουσιν, ὦ Τέκνον, χέρες;
Οἴμοι, τί δράσω; τίς γένωμαι παντλάμων;
Τί ταῦτ' ἀλύω; πειστέον τοῖς σοῖς λόγοις
ἔργοις θ', ὅσ' ὑπέδειξας εἰς μαρτυρίαν,
ὡς ἔστιν ἅπαν σοι θελητὸν δυνατόν.
Πολλῶν ταμίας ἐστὶν ἀέλπτων Θεός,
πολλά τ' ἀέλπτως πολλάκις κραίνει Θεός,
τὰ δ' αὖ δοκηθέντ' οὐκ ἐφεῦρε καὶ τέλος·
σὺ δ' ἀδοκήτων αὐτὸς εὕροις μοι πόρον.
{ΘΕΟΛΟΓΟΣ}
Καὶ μὴν ὅδ' Ἰώσηπος ἐν σπουδῇ ποδὸς
στείχει, νέον τι πρᾶγμ' ἴσως ἔχων φράσαι.
Ἀτὰρ τόδ' ἄλλο θαῦμα καὶ παρ' ἐλπίδα,
μύστην νύχιον τῷδε συντρέχοντά πως,
705

Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Adversus Eunomianos (orat. 27) (2022: 007)


“Gregor von Nazianz. Die fünf theologischen Reden”, Ed. Barbel, J.
Düsseldorf: Patmos–Verlag, 1963.Se. 6, line 13

ἐχθροῖς ἐγχειρίζομεν; πῶς, οἴει, δέξεται τὸν περὶ τούτων λόγον,


ἢ μεθ' οἵας τῆς διανοίας, ὁ τὰς μοιχείας ἐπαινῶν καὶ τὰς παιδοφθο-
ρίας, καὶ προσκυνῶν τὰ πάθη, καὶ μηδὲν ὑπὲρ τὸ σῶμα διανοη-
θῆναι δυνάμενος, ὁ χθὲς καὶ πρώην ἑαυτῷ στήσας θεούς, καὶ
τούτους ἐπὶ τοῖς αἰσχίστοις γνωριζομένους; οὐχ ὑλικῶς; οὐκ
αἰσχρῶς; οὐκ ἀμαθῶς; οὐκ ἀμαθῶς; οὐχ ὡς εἴωθεν; οὐ συνήγορον
τῶν οἰκείων θεῶν καὶ παθῶν τὴν σὴν θεολογίαν ποιήσεται; εἰ γὰρ
αὐτοὶ ταῖς φωναῖς ταύταις ἐπηρεάζομεν, σχολῇ γ' ἂν ἐκείνους
πείσαιμεν φιλοσοφεῖν ἐν τοῖς ἡμετέροις· καὶ εἰ παρ' ἑαυτῶν εἰσὶν
ἐφευρεταὶ κακῶν, πότε ἂν τῶν διδομένων ἀπόσχοιντο; ταῦτα ἡμῖν
ὁ πρὸς ἀλλήλους πόλεμος. ταῦτα οἱ πλεῖον ὑπὲρ τοῦ Λόγου μαχό-
μενοι, ἢ ὅσον ἀρέσκει τῷ Λόγῳ, καὶ ταὐτὸν πάσχοντες τοῖς μαινο-
μένοις, οἳ τοὺς ἰδίους οἴκους ἀνάπτουσιν, ἢ τοὺς παῖδας σπαράτ-
τουσιν, ἢ τοὺς γονέας περιωθοῦσιν, ὡς ἀλλοτρίους νομίζοντες.
Ἐπεὶ δὲ ἀπεσκευασάμεθα τοῦ λόγου τὸ ἀλλότριον, καὶ εἰς τὴν
ἀγέλην τῶν χοίρων ἀπεπεμψάμεθα τὸν πολὺν λεγεῶνα κατὰ βυθῶν
χωρήσαντα, ὃ δεύτερόν ἐστι, πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς ἴδωμεν, καὶ ξέσω-
μεν εἰς κάλλος, ὥσπερ ἀνδριάντα, τὸν θεολόγον. ἐκεῖνο δὲ πρῶτον
λογισώμεθα, τίς ἡ τοσαύτη περὶ τὸν λόγον φιλοτιμία καὶ γλως-
σαλγία;

Πορφύριος Contra Christianos (frag.) (2034: 023)“Porphyrius. Gegen


die Christen”, Ed. von Harnack, A.Berlin: Reimer, 1916; Abhandlungen
der königlich preussischen Akademie der Wissenschaften, Philosoph.–
hist. Kl. 1.Fragment 15, line 1

Ὤφθη αὐτῷ ἄγγελος λέγων· ..... εἰ τοίνυν ἐν ταύτῃ νυκτὶ ᾗ γεγέννηται


παρελήμφθη εἰς Αἴγυπτον καὶ ἐκεῖ ἦν ἕως ὅτου ἀπέθανεν Ἡρώδης, πόθεν
τὸ
ἐπιμεῖναι καὶ ὀκταήμερον περιτμηθῆναι; ἢ πῶς τὸ μετὰ τεσσαράκοντα
εὑρίσκεται
Λουκᾶς ψευδόμενος, ὥς φασι βλασφημοῦντες κατὰ τῆς ἑαυτῶν κεφαλῆς,
ὅτι
φησίν· .....
Makar. IV, 3: Ἐκεῖνο δ' αὖθις μνημονευτέον ὃ ὁ Ματθαῖος εἶπε, καθάπερ
ἐν μύλωνι κατακεκλειμένος· Καὶ κηρυχθήσεται, λέγων, τὸ εὐαγγέλιον
τῆς
βασιλείας ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. ἰδοὺ γὰρ πᾶσα τῆς
706

οἰκουμένης ῥύμη τοῦ εὐαγγελίου τὴν πεῖραν ἔχει, καὶ τέρμονες ὅλοι καὶ
κόσμου
πέρατα τὸ εὐαγγέλιον ὅλα κατέχουσι, καὶ τὸτέλος οὐδαμοῦ οὐδ' ἥξει
ποτέ.
Makar. II, 12: Τοὺς εὐαγγελιστὰς ἐφευρετὰς οὐχ ἵστορας τῶν περὶ τὸν
Ἰησοῦν
γεγενῆσθαι πράξεων· ἕκαστος γὰρ αὐτῶν οὐ σύμφωνον ἀλλ' ἑτερόφωνον
μάλιστα τὸν
λόγον περὶ τοῦ πάθους ἔγραψεν· ὁ μὲν γὰρ ἱστορεῖ, ὡς σταυρωθέντι
σπόγγον τις
ὄξους πληρώσας προσήνεγκεν .... οὗτός ἐστι Μάρκος. ὁ δὲ ἑτέρως·
εἰς τὸν τόπον, φησίν, ἐλθόντες Γολγαθᾶ, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ
χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησε πιεῖν· καὶ μετ' ὀλίγα·
περὶ δὲ ἐνάτην ὥραν ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἐλωείμ,
ἐλωείμ, λεμὰ σαβαχθανεί, τουτέστιν· θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τί με
ἐγκατέλιπες; οὗτος δ' ἐστὶ Ματθαῖος. ὁ δέ φησι· σκεῦος ἔκειτο ὄξους
μεστόν· σκεῦος οὖν μεστὸν τοῦ ὄξους σὺν ὑσσώπῳ προσδήσαντες
προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι· ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε·

Αθανάσιος θεολόγος. , Contra gentes “Athanasius. Contra gentes and


de incarnatione”, Ed. Thomson, R.W.Oxford: Clarendon Press, 1971.Se.
9, line 46

τούτων παῖδας εἰς θεοὺς ἀναθεῖναι, ἢ διὰ τιμὴν τῶν ἀρξάντων ἢ διὰ
φόβον τῆς αὐτῶν τυραννίδος· ὡς ὁ ἐν Κρήτῃ παρ' αὐτοῖς περιβόητος
Ζεύς, καὶ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἑρμῆς καὶ παρὰ μὲν Ἰνδοῖς Διόνυσος, παρὰ
δὲ Αἰγυπτίοις Ἶσις, καὶ Ὄσιρις, καὶ Ὧρος, καὶ ὁ νῦν Ἀδριανοῦ τοῦ
Ῥωμαίων βασιλέως παιδικὸς Ἀντίνοος, ὃν καίπερ εἰδότες ἄνθρωπον,
καὶ ἄνθρωπον οὐ σεμνόν, ἀλλ' ἀσελγείας ἔμπλεων, διὰ φόβον τοῦ
προστάξαντος σέβουσιν. ἐπιδημήσας γὰρ Ἀδριανὸς τῇ χώρᾳ τῶν
Αἰγυπτίων, τελευτήσαντα τὸν τῆς ἡδονῆς αὐτοῦ ὑπηρέτην Ἀντίνοον
ἐκέλευσε θρησκεύεσθαι, αὐτὸς μὲν καὶ μετὰ θάνατον ἐρῶν τοῦ παιδός,
ἔλεγχον δὲ ὅμως καθ' ἑαυτοῦ, καὶ γνώρισμα κατὰ πάσης εἰδωλο-
λατρείας παρέχων, ὅτι οὐκ ἄλλως ἐφευρέθη παρὰ τοῖς ἀνθρώποις
αὕτη ἢ δι' ἐπιθυμίαν τῶν πλασαμένων, καθὼς καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ
προμαρτύρεται λέγουσα· Ἀρχὴ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων.
Καὶ μήτοι θαυμάσῃς μηδὲ μακρὰν πίστεως νομίσῃς εἶναι τὸ
λεγόμενον, ὅπου γε καὶ οὐ πολλῷ πρότερον, ἢ τάχα καὶ μέχρι νῦν
ἡ Ῥωμαίων σύγκλητος τοὺς πώποτε αὐτῶν ἐξ ἀρχῆς ἄρξαντας
βασιλέας, ἢ πάντας, ἢ οὓς ἂν αὐτοὶ βούλωνται καὶ κρίνωσι, δογ-
ματίζουσιν ἐν θεοῖς εἶναι, καὶ θρησκεύεσθαι θεοὺς γράφουσιν. οἷς
μὲν γὰρ ἀπεχθάνονται, τούτους ὡς πολεμίους τὴν φύσιν ὁμολογοῦσι,
707

καὶ ἀνθρώπους ὀνομάζουσιν· οὓς δὲ καταθυμίους ἔχουσι, τούτους δι'


ἀνδραγαθίαν θρησκεύεσθαι προστάττουσιν, ὥσπερ ἐπ' ἐξουσίας ἔχον

Αθανάσιος θεολόγος. , Contra gentes Se. 18, line 31

εἰς τὴν ἑαυτῶν φύσιν ἀποβλέποντες, καὶ ταύτης ἐπιστήμην λαβόντες,


τὰς τέχνας ἐπενόησαν. ἢ εἰ διὰ τὰς τῶν τεχνῶν εὑρέσεις θεοὺς
αὐτοὺς ἄξιον ἀναγορεύεσθαι λέγουσιν, ὥρα καὶ τοὺς τῶν ἄλλων
τεχνῶν εὑρετὰς θεοὺς ἀναγορεύειν, καθ' ὃν λόγον κἀκεῖνοι τῆς
τοιαύτης ὀνομασίας ἠξιώθησαν. γράμματα μὲν γὰρ ἐφεῦρον Φοίνι-
κες, ποίησιν δὲ ἡρωϊκὴν Ὅμηρος· καὶ διαλεκτικὴν μὲν Ζήνων ὁ
Ἐλεάτης, ῥητορικὴν δὲ τέχνην Κόραξ ὁ Συρακούσιος· καὶ καρπὸν
μὲν μελισσῶν Ἀρισταῖος, σίτου δὲ σπορὰν Τριπτόλεμος· καὶ νόμους
μὲν Λυκοῦργος ὁ Σπαρτιάτης καὶ Σόλων ὁ Ἀθηναῖος· τῶν δὲ γραμ-
μάτων τὴν σύνταξιν καὶ ἀριθμοὺς καὶ μέτρα καὶ στάθμια Παλαμήδης
ἐφεῦρε · καὶ ἄλλοι ἄλλα καὶ διάφορα τῷ βίῳ τῶν ἀνθρώπων ἀπήγ-
γειλαν χρήσιμα, κατὰ τὴν τῶν ἱστορησάντων μαρτυρίαν. εἴπερ οὖν
αἱ ἐπιστῆμαι θεοποιοῦσι, καὶ διὰ ταύτας εἰσὶ θεοὶ γλυπτοί, ἀνάγκη
καὶ τοὺς ὕστερον ἐκείνων ἐφευρετὰς τῶν ἄλλων γενομένους εἶναι
κατ' αὐτοὺς θεούς· ἢ εἰ μὴ τούτους ἀξιοῦσι τῆς τοῦ Θεοῦ τιμῆς, ἀλλ'
ἀνθρώπους ἐπιγινώσκουσιν· ἀκολουθεῖ καὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἥραν
καὶ τοὺς ἄλλους μηδὲ ὀνομάζεσθαι θεούς, ἀλλὰ καὶ αὐτοὺς ἀνθρώ-
πους γεγενῆσθαι πιστεύειν, καὶ κατὰ περιττὸν ὅτι μηδὲ σεμνοὶ
γεγόνασιν, ὡς καὶ ἀπ' αὐτῆς τῆς τῶν ἀγαλμάτων γλυφῆς οὐδὲν
ἕτερον ἢ ἀνθρώπους αὐτοὺς ἐλέγχουσι.

Joannes Stobaeus Anthologus, Anthologium (2037: 001)“Ioannis


Stobaei anthologium, 5 vols.”, Ed. Wachsmuth, C., Hense, O.Berlin:
Weidmann, 1–2:1884; 3:1894; 4:1909; 5:1912, Repr. 1958.B. 3, ch. 24,
se. 4, line 2

Ὁ συνιστορῶν αὑτῷ τι κἂν ᾖ θρασύτατος,


ἡ σύνεσις αὐτὸν δειλότατον εἶναι ποιεῖ.
Σοφοκλέους (fr. 844 N.2).
Κλέπτων δ' ὅταν τις ἐμφανῶς ἐφευρεθῇ,
σιγᾶν ἀνάγκη, κἂν καλὸν φορῇ στόμα.
Εὐριπίδου Ὀρέστῃ (395 – 396).
Ὀρέστα τλῆμον, τίς σ' ἀπόλλυσιν νόσος;
{ – }Ἡ σύνεσις, ὅτι σύνοιδα δείν' εἰργασμένος.
Σοφοκλέους (fr. 845 N.2).
Ἦ δεινὸν ἀργεῖν, ἡνίκ' ἄν τις ἐσθλὸς ὢν
αὑτῷ συνειδῇ.
708

Ἀντιφάνους (fab. inc. 42 b com. III p. 149).


Τὸ μὴ συνειδέναι γὰρ αὑτοῦ τῷ βίῳ
ἀδίκημα μηδὲν ἡδονὴν πολλὴν ἔχει.

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto (2040: 003)


“Basile de Césarée. Sur le Saint–Esprit, 2nd edn.”, Ed. Pruche, B.
Paris: Cerf, 1968; Sources chrétiennes 17 bis.
Ch. 6, se. 13, line 6

Καὶ μὴν οὐδὲ πρὸς τὴν ἐξ ἀγνοίας συγγνώμην δυνατὸν


αὐτοὺς καταφυγεῖν, οὕτω τεχνικῶς καὶ κακοήθως τὸν λόγον
ὑπολαμβάνοντας. Οἵγε προδήλως ἡμῖν χαλεπαίνουσιν, ὅτι
μετὰ Πατρὸς ἀποπληροῦμεν τῷ Μονογενεῖ τὴν δοξολογίαν,
καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα μὴ διιστῶμεν ἀπὸ τοῦ Υἱοῦ. Ὅθεν
νεωτεροποιοὺς ἡμᾶς καὶ καινοτόμους καὶ ἐφευρετὰς ῥημάτων,
καὶ τί γὰρ οὐχὶ τῶν ἐπονειδίστων ἀποκαλοῦσιν; Ὧν τοσοῦτον
ἀπέχω δυσχεραίνειν ταῖς λοιδορίαις, ὥστε εἰ μὴ λύπην ἡμῖν
ἐνεποίει καὶ ἀδιάλειπτον ὀδύνην ἡ κατ' αὐτοὺς ζημία,
μικροῦ ἂν εἶπον καὶ χάριν αὐτοῖς τῆς βλασφημίας ἔχειν
ὡς μακαρισμοῦ προξένοις. «Μακάριοι γάρ ἐστε, φησίν, ὅταν
ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς ἕνεκεν ἐμοῦ.»
Ἔστι δὲ ἐφ' οἷς ἀγανακτοῦσι ταῦτα. Οὐ μετὰ Πατρός,
φασίν, Υἱός, ἀλλὰ μετὰ τὸν Πατέρα· διόπερ ἀκόλουθον,
δι' αὐτοῦ τὴν δόξαν προσάγειν τῷ Πατρί, ἀλλ' οὐχὶ
μετ' αὐτοῦ. Τὸ μὲν γὰρ μετ' αὐτοῦ τὴν ἰσοτιμίαν δηλοῖ·

Βασίλειος θεολόγος. De spiritu sancto Ch. 29, se. 74, line 34

παντὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ τῶν ἐπιτελουμένων διὰ τῆς χάριτος


οἷόν τι φῶς ἐπέλαμπε, μήνυμα τῆς οὐρανίου δυνάμεως, τῆς
ἐκ τοῦ ἀφανοῦς παρεπομένης αὐτῷ. Τούτου μέγα ἔτι καὶ
νῦν τοῖς ἐγχωρίοις τὸ θαῦμα, καὶ νεαρὰ καὶ ἀεὶ πρόσφατος
ἡ μνήμη ταῖς ἐκκλησίαις ἐνίδρυται, οὐδενὶ χρόνῳ ἀμαυρου-
μένη. Οὐκοῦν οὐ πρᾶξίν τινα, οὐ λόγον, οὐ τύπον τινὰ
μυστικόν, παρ' ὃν ἐκεῖνος κατέλιπε τῇ ἐκκλησίᾳ, προσέθηκαν.
Ταύτῃ τοι καὶ πολλὰ τῶν παρ' αὐτοῖς τελουμένων ἐλλειπῶς
ἔχειν δοκεῖ, διὰ τὸ τῆς καταστάσεως ἀρχαιότροπον. Οὐδὲν
γὰρ ἠνέσχοντο οἱ κατὰ διαδοχὴν τὰς ἐκκλησίας οἰκονομή-
σαντες τῶν μετ' ἐκεῖνον ἐφευρεθέντων παραδέξασθαι εἰς
προσθήκην. Ἓν τοίνυν τῶν Γρηγορίου καὶ ὁ νῦν ἀντιλεγό-
709

μενος τρόπος τῆς δοξολογίας ἐστίν, ἐκ τῆς ἐκείνου παραδό-


σεως τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένος. Καὶ οὐ πολὺς ὁ πόνος
μικρὸν κινηθέντι τὴν ἐπὶ τούτοις πληροφορίαν λαβεῖν.
Ταύτην καὶ Φιρμιλιανῷ τῷ ἡμετέρῳ μαρτυροῦσι τὴν
πίστιν οἱ λόγοι οὓς καταλέλοιπε. Καὶ Μελέτιον τὸν πάνυ
ἐπὶ ταύτης εἶναι τῆς γνώμης οἱ συγγεγονότες φασί.
Καὶ τί δεῖ τὰ παλαιὰ λέγειν; ἀλλὰ νῦν ἐπὶ τῆς ἑῴας οὐχ
ἑνὶ μάλιστα τούτῳ τοὺς εὐσεβοῦντας γνωρίζουσιν, οἷόν τινι
σημείῳ τῇ φωνῇ ταύτῃ φιλοκρινοῦντες;

Βασίλειος θεολόγος Επιστολαί. (2040: 004)“Saint Basile. Lettres, 3


vols.”, Ed. Courtonne, Y.Paris: Les Belles Lettres, 1:1957; 2:1961;
3:1966.Epistle 90, se. 2, line 4

Ὥσπερ οὖν ἡμεῖς ἴδιον ἀγαθὸν ἑαυτῶν ποιούμεθα τὴν


ὑμετέραν πρὸς ἀλλήλους σύμπνοιάν τε καὶ ἑνότητα, οὕτω
καὶ ὑμᾶς παρακαλοῦμεν συμπαθῆσαι ἡμῶν ταῖς διαιρέσεσι
καὶ μή, ὅτι τῇ θέσει τῶν τόπων διεστήκαμεν, χωρίζειν
ἡμᾶς ἀφ' ἑαυτῶν, ἀλλ', ὅτι ἑνούμεθα τῇ κατὰ τὸ Πνεῦμα
κοινωνίᾳ, εἰς τὴν ἑνὸς σώματος ἡμᾶς συμφωνίαν ἀνα-
λαμβάνειν.
Γνώριμα δὲ τὰ θλίβοντα ἡμᾶς, κἂν ἡμεῖς μὴ λέγωμεν.
εἰς πᾶσαν γὰρ τὴν οἰκουμένην ἐκκέχυται. Καταπεφρόνηται
τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξου-
θένηνται, νεωτέρων ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλη-
σίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσι λοιπόν, οὐ θεολογοῦσιν
οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται,
παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύ-
νονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ
ποίμνιον τοῦ Χριστοῦ. Οἶκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλη-
σιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρες-
βύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν·
οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται. Ταῦτα
ἱκανὰ μὲν κινῆσαι εἰς συμπάθειαν τοὺς τὴν Χριστοῦ

Βασίλειος θεολόγος. EpistulaeEpistle 94, se. 1, line 42

οἴκησιν, τὴν μὲν ἐλευθέριον ἐξῃρημένην τῷ κορυφαίῳ, τὰς


δὲ ὑποβεβηκυίας τοῖς θεραπευταῖς τοῦ θείου διανενεμη-
μένας ἐν τάξει, ὧν ἡ χρῆσις κοινὴ πρός τε ὑμᾶς τοὺς
ἄρχοντας καὶ τοὺς παρεπομένους ὑμῖν. Τίνα δὲ ἀδικοῦμεν
καταγώγια τοῖς ξένοις οἰκοδομοῦντες, οἷς ἂν κατὰ πάρο-
710

δον ἐπιφοιτῶσι καὶ τοῖς θεραπείας τινὸς διὰ τὴν ἀσθέ-


νειαν δεομένοις, καὶ τὴν ἀναγκαίαν τούτοις παραμυθίαν
ἐγκαθιστῶντες, τοὺς νοσοκομοῦντας, τοὺς ἰατρεύοντας, τὰ
νωτοφόρα, τοὺς παραπέμποντας; Τούτοις ἀνάγκη καὶ
τέχνας ἕπεσθαι, τάς τε πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαίας καὶ ὅσαι
πρὸς εὐσχήμονα βίου διαγωγὴν ἐφευρέθησαν, οἴκους πάλιν
ἑτέρους ταῖς ἐργασίαις ἐπιτηδείους, ἅπερ πάντα τῷ μὲν
τόπῳ κόσμος, τῷ δὲ ἄρχοντι ἡμῶν σεμνολόγημα, ἐπ' αὐτὸν
τῆς εὐφημίας ἐπανιούσης. Ὅς γε οὐδὲ τούτου ἕνεκεν
πρὸς τὴν ἐπιστασίαν ἡμῶν ἐξεβιάσθης, ὡς μόνος ἐξαρκῶν
τῷ μεγέθει τῆς γνώμης τά τε κατερρυηκότα τῷ χρόνῳ
ἀναλαβεῖν καὶ οἰκίσαι τὰς ἀοικήτους καὶ ὅλως εἰς πόλεις
τὰς ἐρημίας μετασκευάσαι. Τὸν οὖν εἰς ταῦτα συνεργοῦντα
ἐλαύνειν καὶ ὑβρίζειν, ἢ τιμᾶν καὶ περιέπειν ἀκολουθό-
τερον ἦν; Καὶ μὴ οἰηθῇς, ὦ ἄριστε, λόγον εἶναι μόνον τὰ
παρ' ἡμῶν·

Ωριγένης Commentarii in Romanos (cod. Athon. Laura 184 B64)


(2042: 039)“Der Römerbrieftext des Ωριγένης nach dem codex von der
Goltz”, Ed. Bauernfeind, O.Leipzig: Hinrichs, 1923; Texte und
Untersuchungen 44.3.Ch. 1, se. 30, line 2

παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας· αἵ τε γὰρ θήλειαι


αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν, ὁμοίως
δὲ καὶ οἱ ἄρρενες (?) ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας
ἐξεκαύθησανἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρς[ρ]9ενες (?) ἐν
ἄρρεσιν τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοικαὶ τὴν ἀντιμισθίαν
ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. Καὶ καθὼς
οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς
ὁ θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα,πεπληρωμέ-
νους πάσῃ ἀδικίᾳ πονηρίᾳ πλεονεξίᾳ κακίᾳ, μεστοὺς φθόνου φόνου
ἔριδος δόλου κακοηθείας, ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς,
ὑβριστάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν
ἀπειθεῖς, ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀνελεήμονας· οἵτινες
τὸ δικαίωμα τοῦ θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες
ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδο-
κοῦσιν τοῖς πράσσουσιν.
Διὸ ἀναπολόγητος εἶ, ὦ ἄνθρωπε πᾶς ὁ κρίνων· ἐν ᾧ γὰρ
κρίνεις τὸν ἕτερον, σεαυτὸν κατακρίνεις· τὰ γὰρ αὐτὰ πράσσεις
ὁ κρίνων.οἴδαμεν δὲ ὅτι τὸ κρίμα τοῦ θεοῦ ἐστι κατὰ ἀλήθειαν
ἐπὶ τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας. λογίζῃ δὲ τοῦτο, ὦ ἄνθρωπε
711

ὁ κρίνων τοὺς τὰ τοιαῦτα πράσσοντας καὶ ποιῶν αὐτά, ὅτι σὺ


ἐκφεύξῃ τὸ κρίμα τοῦ θεοῦ; ἢ τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος αὐτοῦ

Ωριγένης Expositio in Proverbia (frag. e catenis)


Vol. 17, page 205, line 23

τοὺς τῇ ἀρετῇ ἀντιπάλους, καὶ τοῦ Θεοῦ χωρίσαι ἡμᾶς


σπεύδοντας· παύει δὲ ταύτας ἀφ' ἡμῶν ὁ τῆς γνώ-
σεως κλῆρος, καὶ τοὺς δυνάστας δαίμονας ὁρίζει ἀνα-
χωρεῖν, ὡς κεκληρωμένος τῷ Θεῷ, ἐξ αὐτοῦ τε καὶ
ἄλλων ὡς θείαν γνῶσιν ἔχων.
Ἢ τὴν ψυχὴν λέγει, ζωῆς καὶ θανάτου δεκτικὴν,
ἀφ' ὧν τὸ αὐτεξούσιον δείκνυται τῶν νῦν τε καὶ τῶν
μελλόντων τοὺς καρποὺς αὐτῆς ἀπολαῦσαι καλῶν τε
ἢ κακῶν.
Ὃς εὗρε σοφίαν ἀγαθὴν, εὗρε χάριτας Θεοῦ· – Ὁ
κατέχων κακίαν, ἄφρων καὶ ἀσεβὴς, ὡς ἐφευρετὴς
αὐτῆς διάβολος.
Πλοῦτος γνώσεως καὶ σοφίας προστίθησιν ἡμῖν ἀγ-
γέλους πολλούς· ὁ δὲ ἀκάθαρτος, ὃν πένητά φησι, καὶ
ἀπὸ τοῦ δοθέντος αὐτῷ ἐκ παιδὸς ἀγγέλου χωρίζεται·
ἡ γὰρ πνευματικὴ φιλία, ἀρετή ἐστι καὶ γνῶσις
Θεοῦ, δι' ὧν συναπτόμεθα πρὸς φιλίαν ταῖς ἁγίαις δυ-
νάμεσιν· εἴγε οἱ μετανοοῦντες ἄνθρωποι, χαρᾶς αἴ-
τιοι γίνονται τοῖς ἀγγέλοις· οὕτω καὶ ὁ Σωτὴρ φίλους
καλεῖ, τοὺς δούλους ποτὲ, τῆς μείζονος αὐτοῦ θεωρίας
καταξιώσας·

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων (2047: 001)“Rhetores Graeci,
vol. 4”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1833, Repr. 1968.
Vol. 4, page 128, line 29

ἐνιστάμενος· ἐπειδὴ ἐκεῖνος εἴρηκε στοχασμὸν καὶ ἀπὸ


πράγματος ἐλλιπῆ, οὗ καὶ παράδειγμα τὸ τοῦ ἀσώτου,
ὃς φόνου κρίνεται, ἀφανοῦς γενομένου τοῦ πατρός·
φυσικώτερον δὲ τοῦτο ἀποδέδωκε κἂν Ἑρμογένης βούλη-
ται πρᾶγμα τὴν ἀσωτίαν καὶ σημεῖον εἶναι· οὐ γάρ
ἐστιν ἡ ἀσωτία πρᾶγμα, ἀλλὰ ποιότης, τὸ πρόσωπον
συνιστῶσα· ὡς καὶ Ἀρχίδαμον τὸ περὶ τὸν Ἰσθμὸν βρα-
δῦναι· ὅθεν οὐδὲ ἀμειβομένου τοῦ προσώπου ἐπὶ τῶν
ζητημάτων τούτων συνίσταται· Ἑρμογένης μέντοι φεύ-
γων τὸν ἀπὸ πράγματος ἐλλιπῆ στοχασμὸν, τὸ μεταξὺ
712

τοῦτο ἐφεῦρεν εἶδος.


Μαρκελλίνου. Κακῶς εἶπεν ἃ μεταξὺ τούτων
ἐστίν· τὸ γὰρ μεταξὺ τούτων μετέχειν θέλει ἑκατέρων·
τοῦτο δὲ τοῦ μὲν πρώτου οὐδὲν μετέχει, τὸ ἀφ' ὧν
αὐτὸς ἐποίησεν, τοῦ δὲ δευτέρου ὀλίγον τι, τὸ ἀφ' ὧν
ἕτερος ἐποίησε μόνον· τινὲς δὲ φιλονείκως λέγουσιν,
ὅτι καὶ τοῦ πρώτου μετέχει τὸ ἀφ' ὧν αὐτὸς ἐποίησεν·

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων Vol. 4, page 281, line 24

Συριανοῦ καὶ Σωπάτρου. Τεχνολογητέον πρῶ-


τον τὴν παραγραφὴν κατὰ μέρος· γίνεται τοίνυν παρα-
γραφὴ, ὅτ' ἂν εἰς ἀπολογίαν ἑλκόμενος νόμον προβά-
ληται, καθ' ὅν φησι δεῖν μὴ ὑποκεῖσθαι κατηγορίᾳ.
ὡς ἐφ' οὗ παρατίθεται ὑποδείγματος· καὶ οὕτω μὲν γί-
νεται πᾶσα παραγραφή· ἐπειδὴ δὲ πᾶς χρώμενος τούτῳ
τῷ τρόπῳ τῆς ἀπολογίας ὕποπτος πρὸς τοὺς δικαστὰς
γίνεται, ὡς οὐ τοῖς δικαίοις θαῤῥῶν· εἰ γὰρ ἔῤῥωτο
προσήκουσι λογισμοῖς, τί ἔδει τὸν κατήγορον ἢ τὴν κα-
τηγορίαν ἐκβάλλειν· διὰ τοῦτο ἡ τέχνη τοῦτο παραμυ-
θουμένη ἐφεῦρε τὴν εὐθυδικίαν· τίς δὲ αὕτη καὶ ὅπως
χρηστέον αὐτῇ προείρηται· ἰστέον δὲ ὡς οὐκ ἀνάγκη παν-
ταχοῦ ταῖς εὐθυδικίας χρῆσθαι, ἀλλὰ δίδωσι μὲν ἡ τέχνη,
ὅπη μέντοι ἐμπίπτει καὶ ὁ καιρὸς ἐπιτρέπει χρηστέον·
ὥσπερ ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου Αἰσχίνης ἐχρήσατο· παρα-
λέλοιπε γὰρ τὴν εὐθυδικίαν, καὶ τὸ αἴτιον· ἐπειδὴ δύο
πρὸς τὴν κατηγορίαν ἐνέστησαν Τίμαρχος καὶ Δημοσθέ-
νης· τῷ μὲν τὴν παραγραφὴν ἀντέθηκε, Δημοσθένης δὲ
τὴν εὐθυδικίαν ἐφύλαξεν· εἰ γὰρ ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου
ἐχρήσατο τῇ εὐθυδικίᾳ, προηγουμένως ταύτην ποιούμε-
νος ἤμβλυνε τὴν πρὸς Δημοσθένην ἀπολογίαν· ἐπειρά

Syriani, Sopatri Et Marcellini Scholia Ad Hermogenis Status, Scholia


ad Hermogenis librum περὶ στάσεων Vol. 4, page 540, line 2

εἴη τῶν κρινομένων· ὡς τὸ πατὴρ ἢ δοῦλος ἤ τι τῶν


ἄλλων, διὰ τῆς παρ' αὐτοῖς καθολικῆς ποιότητος ἐξ-
ετασθήσεται, τῇ οἰκείᾳ ποιότητι ἕκαστον· εἰ μὲν εἴη πα-
τὴρ, ἔχει τὴν ἔμφυτον τῶν προπατόρων χρηστότητα,
οἷον ὅτι φιλόστοργοι, ὅτι χρηστοὶ, ὅτι σώφρονες· εἰ δὲ
713

νέος πλούσιος, τὴν τῆς ἡλικίας ἀφροσύνην μετὰ τῆς τοῦ


πλούτου τρυφῆς· εἰ δὲ στρατηγὸς, τὸν ἀπὸ τῆς ἀρχῆς
ὄγκον, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως· ἐκ τῶν προσώπων·
πρὸς τὸ οἰκεῖον κατασκευάσομεν τὴν ποιότητα· εἰ δὲ
πάντῃ ἀόριστον τὸ πρόσωπον εἴη καὶ μὴ ἔχον ποιότη-
τα, ἐφεῦρε καὶ τούτῳ τινὰ εὐπορίαν ἡ τέχνη· ἐκλειπού-
σης γὰρ πάντῃ τῆς ποιότητος διὰ τὸ εἶναι ἀόριστον,
εὗρέ τινα μέθοδον ὁ τεχνικὸς, δι' ἧς χρήσασθαι τῷ κε-
φαλαίῳ δυνησόμεθα· ἀπὸ γὰρ τοῦ πεπραγμένου ἦθος
ἀναπλάττειν δεῖ τῷ πράγματι, ὡς ἐπὶ τοῦ τὸ κενοτά-
φιον διορύξαντος· ἐν τούτῳ τὸ μὲν πρόσωπον ἄποιον,
ἀόριστον γάρ· ἀπὸ δὲ τοῦ πραχθέντος ῥᾴδιον ἦθος
περιθεῖναι τῷ προσώπῳ· ὁ γὰρ ἐλπίδι κέρδους διορύ-
ξας κενοτάφιον, παντὸς μὲν ἥττων ὁ τοιοῦτος, ὀλίγον
δὲ τῶν ἄλλων φροντίζων, θρασὺς, ἀσεβὴς, μηδὲ αὐτῶν
τῶν κατοιχομένων λόγον ποιούμενος·

Salaminius Hermias Sozomenus Scr. Eccl., Historia ecclesiastica (2048:


001)“Sozomenus. Kirchengeschichte”, Ed. Bidez, J., Hansen, G.C.
Berlin: Akademie–Verlag, 1960; Die griechischen christlichen
Schriftsteller 50.B. 1, ch. 9, se. 7, line 2

ψῆφον καὶ κρείττω τῆς τῶν ἄλλων δικαστῶν ὡσανεὶ παρὰ τοῦ βασιλέως
ἐξενεχθεῖσαν, εἰς ἔργον δὲ τὰ κρινόμενα ἄγειν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς
δια-
κονουμένους αὐτοῖς στρατιώτας· ἀμετατρέπτους τε εἶναι τῶν συνόδων
τοὺς
ὅρους.
Εἰς τοῦτο δέ με προελθόντα γραφῆς ἄξιον μὴ παραλιπεῖν τὰ νενομοθε-
τημένα ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐλευθερουμένων. ὑπὸ γὰρ
ἀκρι-
βείας νόμων καὶ ἀκόντων τῶν κεκτημένων πολλῆς δυσχερείας οὔσης περὶ
τὴν κτῆσιν τῆς ἀμείνονος ἐλευθερίας, ἣν πολιτείαν Ῥωμαίων καλοῦσι,
τρεῖς
ἔθετο νόμους ψηφισάμενος πάντας τοὺς ἐν ταῖς ἐκκλησίαις
ἐλευθερουμένους
ὑπὸ μάρτυσι τοῖς ἱερεῦσι πολιτείας Ῥωμαϊκῆς ἀξιοῦσθαι. ταύτης τῆς
εὐσεβοῦς ἐφευρέσεως εἰσέτι νῦν ὁ χρόνος φέρει τὸν ἔλεγχον, ἔθους
κρατοῦντος
τοὺς περὶ τούτου νόμους προγράφεσθαι ἐν τοῖς γραμματείοις τῶν
ἐλευθεριῶν.
ὁ μὲν δὴ Κωνσταντῖνος τοιαῦτα ἐνομοθέτει καὶ διὰ πάντων ἐσπούδαζε
τὴν
714

θρησκείαν γεραίρειν· ἦν δὲ καὶ καθ' ἑαυτὴν εὐκλεὴς διὰ τὴν ἀρετὴν τῶν·
τότε μετιόντων αὐτήν.

Socrates Scholasticus Hist., Historia ecclesiastica (2057: 001)“Socrates'


ecclesiastical history, 2nd edn.”, Ed. Bright, W.Oxford: Clarendon Press,
1893.B. 4, ch. 33, line 17

Γνωρίζεται ταῦτα τῷ βασιλεῖ Οὐάλεντι· καὶ κελεύει τοὺς ἐνιδρυ-


μένους κατὰ τὴν Θρᾴκην στρατιώτας βοηθεῖν τοῖς βαρβάροις κατὰ
βαρβάρων στρατεύουσι· καὶ ποιοῦνται νίκην κατὰ Ἀθαναρίχου
πέραν τοῦ Ἴστρου, τοὺς πολεμίους εἰς φυγὴν τρέψαντες. Αὕτη
πρόφασις γέγονε τοῦ Χριστιανοὺς γενέσθαι τῶν βαρβάρων πολλούς·
ὁ γὰρ Φριτιγέρνης, χάριν ἀποδιδοὺς ὧν εὐηργέτητο, τὴν θρησκείαν
τοῦ βασιλέως ἠσπάζετο, καὶ τοὺς ὑφ' ἑαυτῷ τοῦτο ποιεῖν προε-
τρέπετο. Διὸ καὶ μέχρι νῦν πλείους οἱ Γότθοι τῆς Ἀρειανῆς
θρησκείας ὄντες τυγχάνουσι, τότε διὰ τὸν βασιλέα ταύτῃ προσθέ-
μενοι. Τότε δὲ καὶ Οὐλφίλας ὁ τῶν Γότθων ἐπίσκοπος γράμματα
ἐφεῦρε Γοτθικά· καὶ τὰς θείας γραφὰς εἰς τὴν Γότθων μεταβαλὼν,
τοὺς βαρβάρους μανθάνειν τὰ θεῖα λόγια παρεσκεύασεν. Ἐπειδὴ
δὲ Οὐλφίλας οὐ μόνον τοὺς ὑπὸ Φριτιγέρνην, ἀλλὰ καὶ τοὺς ὑπὸ
Ἀθανάριχον ταττομένους βαρβάρους τὸν Χριστιανισμὸν ἐξεδί-
δασκεν, ὁ Ἀθανάριχος, ὡς παραχαραττομένης τῆς πατρῴου θρη-
σκείας, πολλοὺς τῶν Χριστιανιζόντων τιμωρίαις ὑπέβαλλεν· ὥστε
γενέσθαι μάρτυρας τηνικαῦτα βαρβάρους Ἀρεανίζοντας. Ἀλλὰ
Ἄρειος μὲν, πρὸς τὴν Σαβελλίου τοῦ Λίβυος δόξαν ἀπαντῆσαι μὴ
δυνηθεὶς, τῆς ὀρθῆς ἐξέπεσε πίστεως, ‘πρόσφατον Θεὸν’ τὸν Υἱὸν
τοῦ Θεοῦ δογματίσας. Οἱ δὲ βάρβαροι ἁπλότητι τὸν Χριστια-
νισμὸν δεξάμενοι, ὑπὲρ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως τῆς ἐνταῦθα

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Genesim (homiliae 1–67) (2062: 112); MPG


53:21–385; 54:385–580.Vol 53, pg 272, ln 34

γίγας ἐπὶ τῆς γῆς. Οὗτος ἦν γίγας κυνηγὸς ἐναν-


τίον Κυρίου. Καί τινες μέν φασι τὸ Ἐναντίον Κυ-
ρίου, ἀντὶ τοῦ ἐναντιούμενος τῷ Θεῷ· ἐγὼ δὲ οὐχ
ἡγοῦμαι τοῦτο αἰνίττεσθαι τὴν θείαν Γραφὴν, ἀλλ'
ὅτι ἰσχυρός τις ἦν καὶ ἀνδρεῖος. Τὸ δὲ ἀπέναντι Κυρίου
τοῦ Θεοῦ, ἀντὶ τοῦ, ὑπ' αὐτοῦ παραχθεὶς, ὑπ' αὐτοῦ
δεξάμενος τοῦ Θεοῦ τὴν εὐλογίαν, ἢ ὅτι ἤμελλεν ὁ
Θεὸς δι' αὐτοῦ θαυμάζεσθαι, ὡς τοιοῦτον παραγαγὼν καὶ
δείξας ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀλλὰ καὶ οὗτος πάλιν μιμούμενος
τὸν πρόγονον, καὶ οὐκ εἰς δέον χρησάμενος τοῖς τῆς φύ-
715

σεως προτερήμασιν, ἕτερον δουλείας ἐφεῦρε τρόπον, καὶ


ἄρχων καὶ βασιλεὺς γενέσθαι ἐπεχείρησε. Βασιλεὺς γὰρ
οὐκ ἂν γένοιτό ποτε μὴ ὄντων τῶν ἀρχομένων. Αὕτη δὲ
δοκεῖ μὲν μᾶλλον ἐλευθερία εἶναι· δουλεία δέ ἐστι χαλε-
πωτάτη ἐν ἐλευθερίας τάξει, ὅσῳ καὶ τῶν ἐλευθέρων
κρατεῖ. Καὶ ὅρα τὴν πλεονεξίαν, ὅσα ποιεῖ· ὅρα τοῦ σώ-
ματος τὴν ἰσχὺν οὐ μένουσαν ἐπὶ τῶν οἰκείων ὅρων, ἀλλ'
ἀεὶ τοῦ πλείονος ἐφιεμένην, καὶ τῆς δόξης ὀρεγομένην.
Οὐ γὰρ ὡς προϊστάμενος αὐτῶν, ὑπέταττεν, ἀλλὰ καὶ πό-
λεις ᾠκοδόμει, ἵνα ἄρχῃ τῶν πολεμίων. Ἐκεῖθεν γὰρ,
φησὶν, ἐκ τῆς γῆς ἐκείνης ἐξῆλθεν ὁ Ἀσσοὺρ,

Ιωάννης Χρυσόστομος. In Joannem (homiliae 1–88) (2062: 153); MPG


59.Vol 59, pg 348, ln 26

καὶ ψαλμῳδίαι, καὶ βίος ἄριστος. Ἐκεῖνος μὲν γὰρ


ἀπελθὼν, μετ' ἀγγέλων ἀπελεύσεται, κἂν μηδεὶς
παρατύχῃ τῷ λειψάνῳ· ὁ δὲ διεφθαρμένος, κἂν τὴν
πόλιν ἔχῃ προπέμπουσαν, οὐδὲν καρπώσεται.
Βούλει τιμῆσαι τὸν ἀπελθόντα; Ἑτέρως τίμησον,
ἐλεημοσύνας ποιῶν, εὐεργεσίας, λειτουργίας.
Τί τὸ ὄφελος ἀπὸ τῶν πολλῶν ὀδυρμῶν; Ἐγὼ δὲ καὶ
ἕτερον ἤκουσα χαλεπόν· ὅτι δὴ πολλαὶ καὶ ἐραστὰς
ἐπισπῶνται διὰ τῶν θρήνων, τῇ θερμότητι τῶν κο-
πετῶν φιλανδρίας δόξαν ἑαυταῖς κατασκευάζουσαι.
Ὢ διαβολικῆς ἐπινοίας! ὢ σατανικῆς ἐφευρέσεως!
μέχρι πότε γῆ καὶ σποδὸς ἡμεῖς, μέχρι πότε αἷμα
καὶ σάρκες; Ἀναβλέψωμεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς, λάβω-
μεν ἔννοιαν τῶν πνευματικῶν. Πῶς Ἕλλησιν ἐπι-
τιμῆσαι δυνησόμεθα; πῶς παραμυθήσασθαι τοιαῦτα
ποιοῦντες; πῶς αὐτοῖς περὶ ἀναστάσεως διαλεξόμεθα;
πῶς περὶ τῆς ἄλλης φιλοσοφίας; πῶς αὐτοὶ βιωσόμεθα
μετ' ἀδείας; οὐκ οἶδας, ὅτι ἀπὸ λύπης ἐκβαίνει θά-
νατος; Σκοτίζουσα γὰρ τὸ διορατικὸν τῆς ψυχῆς,
οὐ μόνον οὐδὲν ἀφίησιν ἰδεῖν τῶν δεόντων,

Δίδυμος Καίκος Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis) (2102:


026)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
atenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.Page 3, line 19

οὔτε λόγῳ οὔτε νόμῳ προστακτικῷ γίνεται· εἰ γὰρ κατὰ νόμον καὶ λόγον
716

ἐγίνετο ὀρθόν, οὐκέτι ἂν ἦν ἁμάρτημα ὡρισμένον καὶ τεταγμένον ἔχον


τὸν τῆς γενέσεως λόγον. ἐπειδὴ δὲ ὁ θεῖος ἀπόστολος οὐχ ἁπλῶς ἁμαρτη-
μάτων, ἀλλ' ἁμαρτίας γενικωτάτης ἐχούσης φρόνημα, ἐχούσης νόμον,
δυναμένης σοφίσασθαι, ἀφορμὰς πορίσασθαι πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ
κατασκευὴν μνημονεύει, οὐκ ἄλλον τινὰ γενικωτάτως ἁμαρτίαν
ὀνομάζει,
ἀλλ' ἢ αὐτὸν τὸν τῶν ἁμαρτημάτων ἀρχηγέτην καὶ πατέρα διάβολον.
ὅτου χάριν καὶ βασιλεύειν τῶν ἁμαρτημάτων αὐτὸν ὁ ἀπόστολος
ἀπεφήνατο· μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ
ὑμῶν σώματι.ὡς γὰρ τοὺς ἀνθρώπους ἀφ' ἧς ἐπιτηδεύουσι τέχνης
καλοῦμεν, οὕτω δὴ καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον ὡς πρώτως ἐφευρετὴν γενό-
μενον τῆς ἁμαρτίας, ἁμαρτίανκαλεῖ.
Ἐπειδὴ τοίνυν διὰ τῆς δοθείσης τῷ Ἀδὰμ ἐντολῆς τὸν ἄνθρωπον
ἠπάτησεν, καὶ δι' αὐτῆς τὸν Ἀδάμ, ἀφορμὰς πορισάμενος διὰ τῆς
ἐντολῆς. ἔστι δὲ αὕτη· τί ὅτι,φησίν, εἶπεν ὁ θεός· ἀπὸ παντὸς
ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ οὐ φάγεσθε βρώσει;καὶ
ᾗ δ' ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε ἀπ' αὐτοῦ, διανοιχθήσονται
ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες
καλὸν καὶ πονηρόν.σοφίζεται δὲ αὐτοὺς μείζονι ἐπαγγελίᾳ κατα-
κρύψαι τὴν ἀπάτην, ὑπισχνεῖται τὸ πλέον, ἵνα τοὺς τῆς ἐντολῆς φύλακας
τῶν τῆς ἀρετῆς βάθρων τῷ ὁμοίῳ αὐτοὺς πτώματι καταστρέψῃ·

Pseudo-Macarius Scr. Eccl., Sermones 64 (collectio B) (2109: 001)


“Makarios/Symeon Reden und Briefe, 2 vols.”, Ed. Berthold, H.
Berlin: Akademie–Verlag, 1973; Die griechischen christlichen
Schriftsteller.Homily 37, ch. 1, se. 3, line 5

τάσεως τοῦ χρόνου ἐν τῇ κατασκευῇ τῆς κιβωτοῦ. τὸν Ἀβραὰμ διὰ τῆς
σφαγῆς
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τὸν Λὼτ διὰ τῆς παροικίας τῶν Σοδομιτῶν, τὸν Ἰωσὴφ
διὰ
τῆς Αἰγυπτίας, τὸν λαὸν διὰ τῆς ἐρήμου, τὸν Μωϋσῆν διὰ τῆς ἀντιλογίας,
τὸν
Δαβὶδ διὰ τοῦ Σαοὺλ τοῖς δέουσι χρόνοις, τοῖς προσήκουσι πράγμασι.
πρὸς δὲ
τὰς εὐεργεσίας αὐτὸς συμμεταβαλλόμενος ἦν. οὕτω πρὸς τὰ νῦν, οὕτω
πρὸς
τὰ ἀπ' ἀρχῆς «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως» – ἡ μετοχὴ τῆς χάριτος
καὶ
κατὰ τὴν μετοχὴν ἡ δοκιμασία. «γενηθήτω» γάρ «σοι ὡς ἐπίστευσας»
τῷ λόγῳ τοῦ θεοῦ. περί τινος; περὶ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ
ἄναρχος βουλὴ τοῦ πατρός, ἡ παντοδύναμος σοφία, θεὸς ἐκ θεοῦ,
ἄχραντος,
717

ἀναλλοίωτος, ἀκατάληπτος, ἐν δικαιοσύνῃ ἀπαράλλακτος, ἐν γνώσει


ἀλάθητος,
ἐν δυνάμει ἀνίκητος, ἐν παντὶ ἀνεφεύρετος καιρῷ καὶ γνώσει καὶ
πράγματι
πάντα τῇ εὐσεβείᾳ δουλώσας καὶ δι' αὐτῆς πάλιν τῷ ἀνθρώπῳ ὑποτάξας,
ἵνα
καὶ ἡμεῖς πολυπλασίως διὰ πάντων ὑποταγῶμεν. χαρισάμενος γὰρ ἡμῖν
γνῶσιν
εὐσεβείας, ᾗ τὰ πάντα ὑποτέτακται, προσέθηκε σύνεσιν, δι' ἧς
γινώσκομεν ὅτι
χρὴ πᾶσαν ἡμῶν ἐργασίαν κατὰ σκοπὸν τῆς εὐσεβείας ἐπιτελεῖν.
Ἐπειδὴ τοιγαροῦν ταύτης ὁ ἄνθρωπος ἐπελάθετο, διὰ τοῦτο αὐτὸς ἐλθὼν
ἀνεπλήρωσεν ὑπὲρ ἡμῶν πᾶν τὸ τῆς εὐσεβείας ἔλλειμμα, ἵνα ὁ ἐναντίος
ἐντραπῇ.
διὰ τοῦτο ἔρχεται ἐν ποικιλίᾳ, ποτὲ διὰ πυρός, ποτὲ διὰ νεφέλης, διὰ
εἴδους,
διὰ τεράτων, διὰ προφητῶν, εἶτα σαρκωθεὶς διὰ παρθένου, διὰ
ὁμοτροφίας, διὰ
αἰκισμῶν, διὰ ὀνειδισμῶν, εἶτα διὰ θανάτου καὶ ἀναστάσεως καὶ
ἀναλήψεως.
πάντα ποιεῖ πρὸς τὸ δέον τοῖς χρόνοις καὶ πρὸς τὸ ἁρμόζον τοῖς
ἀνθρώποις.

Palladius Scr. Eccl., Dialogus de vita Joannis Chrysostomi (2111: 004)


“Palladii dialogus de vita S. Joanni Chrysostomi”, Ed. Coleman–Norton,
P.R.Cambridge: Cambridge University Press, 1928.Page 145, line 9

ται ἡμέραι, ἐν αἷς δόξουσιν οἱ ἀποκτέννοντες ὑμᾶς λατρείαν


προσφέρειν τῷ Θεῷ.” καὶ οὐ δήπου περὶ Ἑλλήνων εἶπεν, ἐπεὶ
ἂν εἰρήκει, “τοῖς θεοῖς,” οἳ πλείονας παρὰ τὸν ἕνα σημαίνουσιν.
ἐξ ὧν δὲ τὸν ἕνα καὶ μόνον ὠνόμασεν, ἐδήλωσεν τοὺς νῦν ἡμᾶς
προσχήματι τῆς ἐκκλησίας λεηλατοῦντας. τὰς γὰρ ἰδίας κακο-
τροπίας καὶ φθόνους ἐπικρυψάμενοι, ὑπὲρ ταύτης φροντίζειν
κατασχηματίζονται λόγῳ, ἣν ἐλυμήναντο ἔργοις. ἀλλὰ κἂν
οὕτω σοφίσωνται, ἡ ἔκβασις τῶν γεγενημένων αὐτοὺς διελέγξει
ὑπουργήσαντας τῷ καυχησαμένῳ· “Οὐ μὴ σαλευθῶ ἀπὸ γενεᾶς
εἰς γενεὰν ἄνευ κακοῦ.” οὐκέτι γὰρ ἐφευρίσκων εἶδος αἱρέσεως
καινοτέρας ὁ ἐφευρετὴς τῆς ἀνομίας καὶ γεωργὸς τῆς κακίστης
ἐπιθυμίας ὄφις ἐξοίστρησεν τοὺς προεστῶτας τῆς ἐκκλησίας εἰς
ἀλληλοκτονίαν, φιλοκαθεδρίας καὶ πρωτοκαθεδρίας πάθει, δι'
ὧν εἰργάσαντο τὸ σχίσμα. εἰ γὰρ ἦν Πνεύματος Θεοῦ συμφωνία
718

ἐν τοῖς ἐπισκόποις καὶ ὡς αἴτιος πλημμελείας, ἢ ἀνάξιος ἱερω-


σύνης ἢ (ὡς ὁ Θεόφιλος λέγει) ὑπερηφανίας, ὤφειλεν εἱρχθῆναι
ὁ Ἰωάννης, ἐδύνατο ἡ παντοδύναμος Θεοῦ σοφία ἐνθέσμως αὐτὸν
κωλῦσαι τῆς ἱερατείας ἢ ἐφευρεῖν τρόπον, δι' οὗ ἀταράχως καὶ
ἀκλαυστὶ ἐξεβάλλετο οὗτος ἢ θανάτῳ ἢ παραλύσει ἢ ἀφωνίᾳ, –
ὡς οἴδαμέν τινας τῶν ἀντιπεσόντων αὐτῷ πεπονθότας καί τινας
μέλλοντας πάσχειν. ἐξ ὧν δὲ τοσαῦτα παρηκολούθησεν ἀνάξια

Hippolytus Scr. Eccl., Refutatio omnium haeresium (=


Philosophumena) (2115: 060)“Hippolytus. Refutatio omnium
haeresium”, Ed. Marcovich, M.Berlin: De Gruyter, 1986; Patristische
Texte und Studien 25.B. 4, ch. 51, se. 1, line 1

ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιάδε ὄρχησίς ἐστι, καὶ οὐκ ἀλήθεια. οὐδὲ γὰρ τὰ
ἄστρα ταῦτα δηλοῖ, ἀλλὰ ἰδίως οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἐπισημείωσίν τινων
ἄστρων ὀνόματα αὐτοῖςοὕτως ἐπεκάλεσαν, ἵνα αὐτοῖς εὔσημα ᾖ. τί
γὰρ ἄρκτου ἢ λέοντος ἢ ἐρίφων ἢ ὑδροχόου ἢ Κηφέως ἢ Ἀνδρομέδας
ἢ τῶν ἐν Ἅιδου ὀνομαζομένων εἰδώλων ὅμοιον ἔχουσιν ἀστέρες
διεσπαρ-
μένοι κατὰ τὸν οὐρανόν – πολὺ μέντοιμετα(γε)νεστέρ(ων) γεγενημέ-
νων τούτων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀνομάτων ἢ τ(ῶ)ν ἄστρων συνές-
τηκε γένεσις – , ἵνα καὶ οἱ αἱρετικοὶ κ(α)ταπλαγέντες τὸ θαῦμα οὕτως
ἐξεργάσωνται, δι(ὰ) τῶντ(οι)ῶ(ν)δε λόγων τὰ ἴδια δόγματα συνιστᾶν
πειρώμενοι;
Ἀλλ' ἐπεὶ σχεδὸν πᾶσα αἵρεσις διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης ἐφεῦρεν
ἑβδομάδων μέτρα καὶ αἰώνων τινὰς προβολάς, ἄλλων ἄλλως τὴν τέχνην
διασπώντων καὶ τοῖς ὀνόμασι μόνον διαλλασσόντων – τούτων δὲ
αὐτοῖς διδάσκαλος γίνεται Πυθαγόρας, πρῶτος εἰς Ἕλληνας ἀπ' Αἰγύπ-
του τοὺς τοιούτους ἀριθμοὺς παραδούς – , δοκεῖ μηδὲ τοῦτο παραλιπεῖν,
ἀλλὰ διὰ συντόμου δείξαντας ἐπὶ τὴν τῶν ζητουμένων ἀπόδειξιν
χωρῆσαι. γεγόνασιν οὖνἀριθμητικοὶκαὶ γεωμέτραι – οἷς μάλιστα
τὰς ἀρχὰς παρεσχηκέναι δοκεῖ πρῶτος Πυθαγόρας – , καὶ οὗτοι τῶν
ἀριθμῶν εἰς ἄπειρον ἀεὶ προχωρεῖν δυναμένων τῷ πολυπλασιασμῷ καὶ
τοῖς σχήμασι τὰς πρώτας ἔλαβον ἀρχὰς οἱονεὶ θεωρητὰς μόνῳ τῷ
λόγῳ. γεωμετρίας γάρ, ὡς ἔστιν ἐνιδεῖν, σημεῖόν ἐστιν ἀρχή, ἀμερὲς

Hippolytus Scr. Eccl., Refutatio omnium haeresium (= Philosophumena)


B. 5, ch. 8, se. 1, line 2

ἐστὶπᾶσα ἡ κάτω γένεσις, ἀθάνατος δὲ ἡ ἄνω γεννωμένη· γεννᾶται


γὰρ «ἐξ ὕδατος» μόνου «καὶ πνεύματος» πνευματικὸς ἄνθρωπος,
οὐ σαρκικός· ὁ δὲ κάτω σαρκικός. τοῦτ' ἔστι, φησί, τὸ γεγραμμένον·
»τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστι, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ
719

τοῦ πνεύματος πνεῦμά ἐστιν». αὕτη δ'ἔστιν ἡ κατ' αὐτοὺς πνευματικὴ


γένεσις καὶοὗτος, φησίν, ἐστὶν ὁ μέγας Ἰορδάνης, ὃν κάτω
ῥέοντα καὶ κωλύοντα ἐξελθεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου –
ἤγουν ἐκ τῆς κάτω μίξεως· Αἴγυπτος γάρ ἐστι τὸ σῶμα κατ' αὐτούς –
ἀνέστειλεν Ἰησοῦς καὶ ἐποίησεν ἄνω ῥέειν.
Τούτοις καὶ τοῖς τοιούτοις ἑπόμενοι οἱ θαυμασιώτατοι γνωστικοί,
ἐφευρεταὶ καινῆς τέχνης γραμματικῆς, τὸν ἑαυτῶν προφήτην Ὅμηρον
ταῦτα προφαίνοντα ἀρρήτως δοξάζουσι καὶ τοὺς ἀμυήτους τὰς ἁγίας
γραφὰς εἰς τοιαύτας ἐννοίας συνάγοντες ἐνυβρίζουσι. λέγουσι γάρ·
ὁ λέγων τὰ πάντα ἐξ ἑνὸς συνεστάναι πλανᾶται, ὁ δὲλέγων ἐκ τριῶν
ἀληθεύει καὶ περὶ τῶν ὅλων τὴν ἀπόδειξιν δώσει· μία γάρ ἐστι, φησίν,
ἡ μακαρία φύσις τοῦ μακαρίου ἀνθρώπου τοῦ ἄνω, τοῦ Ἀδάμαντος· μία
δὲ ἡ θνητὴ ἡκάτω· μία δὲ ἡ ἀβασίλευτος γενεὰ ἡ ἄνω γενομένη –
ὅπου, φησίν, ἐστὶ Μαριὰμ ἡ ζητουμένη καὶ Ἰοθὼρ ὁ μέγας σοφὸς καὶ
Σεπφώρα ἡ βλέπουσα καὶ Μωσῆς, οὗ γένεσις οὐκ ἔστιν ἐν Αἰγύπτῳ·
γεγόνασι γὰρ αὐτῷ παῖδες ἐν Μαδιάμ. – καὶ τοῦτο, φησίν, οὐδὲ τοὺς

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] (2116: 001)“Ἐπιτομὴ τῆς


καθολικῆς προσῳδίας Ἡρωδιανοῦ”, Ed. Schmidt, M.Jena: Mauke,
1860.Page 197, line 20

Περὶ τῶν συνθέτων ῥημάτων καὶ ἔτι περὶ μετοχῶν. Βιβλίον ιζʹ.

Πᾶν ῥῆμα ὀξύτονον ἐν τῇ συνθέσει ἀναδίδωσι τὸν


τόνον. καὶ εἰ μὲν δισύλλαβον εἴη τὸ ἁπλοῦν, τὸ σύν-
θετον προπαροξύνεται· φημί σύμφημι, ἐστί σύνε-
στι, εὑρέ ἔφευρε(τὸ γὰρ ἐφεῦρε ἐκ τοῦ εὗρε βα-
ρυτόνου ἐγένετο) εἰπέ κάτειπε. εἰ δὲ μονοσύλλαβον
εἴη τὸ ἁπλοῦν, τὸ σύνθετον παροξύνεται· δός ἀπόδος,
θές ἐπίθες. σεσημείωται τὸ προές(τὸ ἄφες), σχές
ἐπίσχες, σπές ἐνίσπες, χρή ἀπόχρη. (τὸ γὰρ
ἀποχρῇἀπὸ τοῦ χρῇ περισπωμένου ἐγένετο.)
Τὰ εἰς Ω μονοσύλλαβα ἐπὶ ἐνεστῶτος μετὰ προ-
θέσεως συντεθειμένα τὴν περισπωμένην φυλάττει καὶ
ἐν τῇ συνθέσει· σμῶ περισμῶ, ἀθλῶ συναθλῶ,
κλῶ συγκλῶ. πρόσκειται “ἐπὶ ἐνεστῶτος” διὰ τὸ σχῶ
παράσχω· τοῦτο γὰρ δευτέρου ἀορίστου ἐστί.

Arcadius Gramm., De accentibus [Sp.] Page 199, line 3


720

Πᾶς παρῳχημένος ὁριστικὸς ἀπὸ φωνήεντος ἀρχό-


μενος καὶ ἀπὸ φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν φυλάττει τόνον
καὶ ἐν τῇ συνθέσει· εἶχον κατεῖχον, ἧψα συνῆψα,
εἶπον ἐξεῖπον, εὗρον ἐξεῦρον, πλὴν τοῦ εἶξεν ὑπό-
ειξεν, εἶκον ἐπίεικον. τὸ δὲ οἶδα σύνοιδαΑἰο-
λικόν· χαίρουσι γὰρ οἱ Αἰολεῖς ἀναβιβάζειν τοὺς τό-
νους, ὥσπερ ἐπὶ τοῦ Ἀτρεύς Ἄτρευς. πρόσκειται “ἀπὸ
φωνήεντος ἀρχόμενα” διὰ τὸ σχές περίσχες, κεῖτο κα-
τέκειτο. πρόσκειται “ἀπὸ φύσει μακρᾶς” διὰ τὸ ἷζε
ἔφιζε. πρόσκειται “ὁριστικὸς” διὰ τὸ εἰπέ ἔξειπε,
εὑρέ ἔφευρε.
[Ὅτι πᾶσα συλλαβὴ περισπωμένη φύσει μακρά ἐστι,
καὶ οὐ θέσει οὔτε βραχεῖα.
Ὅτι πᾶσα λέξις ὀξύτονος ἐν τῇ συνεπείᾳ κοιμίζει
τὴν ὀξεῖαν εἰς τὴν βαρεῖαν χωρὶς τοῦ τίς. ὅπερ φυ-
λάττει τὴν ὀξεῖαν, [καὶ] χωρὶς εἰ μὴ στιγμὴ ἐπιφέροιτο,
ἢ ἐγκλιτικόν ἐστι.
Ὅτι πᾶσα λέξις μὴ περισπωμένη ἢ ὀξυνομένη βα-
ρύνεται. Ὅτι ἡ ὀξεῖα καὶ ἡ βαρεῖα συνερχόμεναι εἰς συναί-
ρεσιν περισπωμένην ἀποτελοῦσι, χωρὶς εἰ μὴ τονικὸν

Troilus Soph., Prolegomena in Hermogenis artem rhetoricam (2127:


001)“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834, Repr.
1968.Page 43, line 14

ζωδίων διϊέναι, ἀλλὰ δι' ὅλου τοῦ μηνὸς, αὔριον δὲ,


οὐκ ἄλλα, ἀλλὰ ταῦτα μᾶλλον φθεγγόμενος ἑκάστοτε.
Παράδειγμα δὲ αὐτῆς ὁ γραμματιστὴς ἤτοι ὁ χαμαιδι-
δάσκαλος· ἀεὶ γὰρ τὴν διδασκαλίαν ποιεῖται μηδὲν με-
τατρέπων τῶν εἰθισμένων, καὶ τοσαῦτα περὶ τῆς ἐπι-
στήμης. Τέχνη δέ ἐστι σύστημα ἐκ καταλήψεων ἐγγε-
γυμνασμένων πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ
σύστημα δέ ἐστι τῶν πολλῶν ὀργάνων συνδρομή· χωρὶς
γὰρ αὐτῶν ἀδύνατον τέχνην συνίστασθαι· ἐκ καταλή-
ψεων δὲ καλῶς τούτῳ πρόσκειται· κατὰ μικρὸν γὰρ ἐφ-
ευρέθησαν τὰ συστηματικὰ τῶν τεχνῶν· οἷον ἡ τεκτονικὴ
πελέκει ἐκέχρητο, μετὰ ταῦτα δὲ καὶ σκεπάρνῳ, νομί-
ζουσα λίαν ἐπιτηδειότερον εἶναι, καὶ ὅσα πρὸς τὴν τέ-
χνην ὑπῆρχεν ἁρμόδια· κατάληψις δέ ἐστιν ἡ ἐξ αἰσθή-
σεως μετὰ λόγου τοῦ ὑποκειμένου μάθησις· ὅταν γὰρ
αἰσθανώμεθα καὶ τὴν αἰτίαν γνῶμεν, τότε αὐτὴν τὴν
κατάληψιν γνωσόμεθα, ἐμπειρίαις γεγυμνασμέναις οἱονεὶ
μελέταις μεμελετημένοι· εἰ γὰρ ἐφεύρωμέν τι καὶ μὴ
721

συνεχῶς μελετήσωμεν, ἀνόνητα γίνεται πρός τι τέλος


εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ.

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1–51 (2200: 005)


“Libanii opera, vols. 5–7”, Ed. Foerster, R.
Leipzig: Teubner, 5:1909; 6:1911; 7:1913, Repr. 1997.
Declamation 40, (subdivision) 2, se. 39, line 7

συνέμιξεν ὡς μηδὲ μετὰ τὴν πρώτην πεῖραν τἀνδρὸς


ὑπιδέσθαι τὸ πικρὸν ἐκεῖνο ἐνθύμιον καὶ φρονῆσαι
μὲν ἀξίως τοῦ γένους, ἐμὲ δὲ τὸν πατέρα καταιδεσθῆ-
ναι τηλικαῦτα τούτοις ἐπαισχυνόμενον.
ἤκουσεν ἡ
πόλις τοῦ σκαιωρήματος, ἠχθέσθη καὶ πρὸς ἄμφω τοὺς
τὸ καινὸν ἐκεῖνο δρᾶμα ἐκμελετήσαντας τὰ τῆς φήμης
ἐπῄρετο, τὰ τῆς αἰσχύνης ἐπηύξετο καὶ τὸ κακὸν ἐπ'
ἀγορᾶς μέσης ἐπόμπευε, καὶ τὸ λοιπὸν διὰ γλώττης
ᾔδετο πανταχοῦ ὁ παλαμναῖος καὶ μοιχείας ἑτέρας ἐφευ-
ρετής, ἡ σώφρων ἐκείνη θυγάτηρ καὶ νοῦ πολλοῦ γέ-
μουσα καὶ φρενῶν, τρίτος ἐπὶ τούτοις ἐγώ. καὶ τὸν
δεῖνά τις προσειπὼν ἐπέσκωψεν ἂν καὶ τὸν τῆς θαυ-
μασίας κόρης πατέρα προσέθηκε.
τί οὖν ἔδει με,
πρὸς θεῶν, ποιεῖν, ὦ κατήγορε; βαδίζειν ἐπ' ἀγορᾶς
ἀπὸ τῆς ὕβρεως καλούμενον; δημηγορεῖν ἐπὶ βήματος
ὑπὸ τῶν δεινῶν τούτων ῥητόρων καταγελώμενον; καὶ
τίσιν ἂν ὀφθαλμοῖς ἢ δικαστὰς προσεῖδον ἢ φίλους
προσειπεῖν ἐθάρρησα ἢ καί τῳ τῶν ἄλλων ξυνήθων
προσδιαλέξασθαι;

Libanius Rhet., Soph., Declamationes 1-51 Declamation 40,


(subdivision) 2, se. 52, line 3

ὑποκλέψαντος. ἔπειτα τίς οὐκ ἂν μυσαχθείη τῆς


πονηρίας ἄνδρα γυναικὸς ὑβριστήν, νυμφίον τοῦ κή-
δους πολέμιον, ξύνοικον τοῦ γένους ἐπίβουλον καὶ
τοσαύτης ἀδοξίας κέρδος μικρὸν ἀνθελόμενον καὶ τοῦ-
το πικρὸν καὶ θεοῖς ἀποτρόπαιον καὶ ταῦτα παρὸν
κεκτῆσθαι μετ' εὐδοξίας καὶ προσαπολαύειν μετὰ καὶ
τῆς γυναικὸς βέλτιον, εἰ σωφρονεῖν ἐκεῖνος ἠπίστατο;
Εἰ δὲ μοιχὸς οὗτος ἦν καὶ μοιχῶν ἁπάντων
ἔχθιστος καὶ τοσούτῳ μᾶλλον κολάζεσθαι δίκαιος, ὅσῳ
καὶ πολλῷ καινότερον ἐφεῦρε πονήρευμα, τί μὴ δι-
722

καιότατα πέπτωκεν, ὦ σὺ καὶ ὑπὲρ τὸ δέον φιλάνθρω-


πε; εἰ δ' ἐχρῆν τοιαύτην πονηρίαν ἐκκόψαι τῆς πόλεως,
αὐτὸς ἐγὼ πρὸς ἐκείνου τηλικαῦτα περιύβρισμαι, αὐτὸς
ἐγὼ τὸ λοιπὸν καὶ καλῶς ἠμυνάμην καὶ κακῶς ὑπ'
ἐκείνου παθὼν οὐ κακῶς ἐπήνεγκα καὶ τὴν δίκην καὶ
ἄμφω τῆς ἐκ τοῦ ζῆν ἀδοξίας ἔπαυσα, καὶ τοῦτο τὸ
μέρος ἐκεῖνοι καὶ πεσόντες παρ' ἡμῶν εὐηργέ-
τηνται. τί γὰρ ἂν τοῦ κακῶς καὶ μετ' αἰσχύνης βιῶ-
ναι λέγειν ἔχοι τις αἴσχιον; εἰ δ' ἐκεῖνοι νοῦν

Hippocrates Math., Testimonia (2235: 001)


“Die Fragmente der Vorsokratiker, vol. 1, 6th edn.”, Ed. Diels, H.,
Kranz, W.Berlin: Weidmann, 1951, Repr. 1966.Fragment 3, line 6

τίωι πεντηκοστολόγων δι' εὐήθειαν, ὡς λέγουσιν.


PHILOP. in Phys. 31, 3 Ἱ. Χῖός τις ὢν ἔμπορος ληιστρικῆι νηὶ περιπεσὼν
καὶ πάντα ἀπολέσας ἦλθεν Ἀθήναζε γραψόμενος τοὺς ληιστάς, καὶ πολὺν
παραμένων
ἐν Ἀθήναις διὰ τὴν γραφὴν χρόνον ἐφοίτησεν εἰς φιλοσόφους καὶ εἰς
τοσοῦτον
ἕξεως γεωμετρικῆς ἦλθεν, ὡς ἐπιχειρῆσαι εὑρεῖν τὸν κύκλου
τετραγωνισμόν.
ARISTOT. Soph. el. 11. 171b 12 τὰ γὰρ ψευδογραφήματα οὐκ ἐριστικά
(κατὰ γὰρ τὰ ὑπὸ τὴν τέχνην οἱ παραλογισμοί), οὐδέ γ' εἴ τί ἐστι
ψευδογράφημα
περὶ ἀληθές, οἷον τὸ Ἱπποκράτους [ἢ ὁ τετραγωνισμὸς ὁ διὰ τῶν
μηνίσκων]. Phys.
Α 2. 185a 16 τὸν τετραγωνισμὸν τὸν μὲν διὰ τῶν τμημάτων γεωμετρικοῦ
διαλῦ-
σαι, τὸν δ' Ἀντιφῶντος [87 B 13] οὐ γεωμετρικοῦ. Dazu SIMPL. 55, 26
τὸν ‘διὰ
τῶν τμημάτων’ τὸν διὰ τῶν μηνίσκων, ὃν Ἱ. ὁ Χῖος ἐφεῦρε · κύκλου γὰρ
τμῆμα ὁ
μηνίσκος ἐστίν. 60, 22 ὁ μέντοι Εὔδημος ἐν τῆι Γεωμετρικῆι ἱστορίαι [fr.
92 Sp.]
οὐκ ἐπὶ τετραγωνικῆς πλευρᾶς δεῖξαί φησι τὸν Ἱπποκράτην τὸν τοῦ
μηνίσκου
τετραγωνισμόν, ἀλλὰ καθόλου, ὡς ἄν τις εἴποι. εἰ γὰρ πᾶς μηνίσκος τὴν
ἐκτὸς
περιφέρειαν ἢ ἴσην ἔχει ἡμικυκλίου ἢ μείζονα ἢ ἐλάττονα, τετραγωνίζει
δὲ ὁ Ἱ.
καὶ τὸν ἴσην ἡμικυκλίου ἔχοντα καὶ τὸν μείζονα καὶ τὸν ἐλάττονα,
καθόλου ἂν
723

εἴη δεδειχὼς ὡς δοκεῖ ... λέγει δὲ ὧδε ἐν τῶι δευτέρωι βιβλίωι τῆς
Γεωμετρικῆς
ἱστορίας [fr. 92 Sp.]· ‘καὶ οἱ τῶν μηνίσκων δὲ τετραγωνισμοὶ δόξαντες
εἶναι τῶν
οὐκ ἐπιπολαίων διαγραμμάτων διὰ τὴν οἰκειότητα τὴν πρὸς τὸν κύκλον
ὑφ' Ἱππο-
κράτους ἐγράφησάν τε πρώτου καὶ κατὰ τρόπον ἔδοξαν ἀποδοθῆναι’.

Chronicon Paschale, Chronicon paschale (2371: 001)“Chronicon


paschale, vol. 1”, Ed. Dindorf, L.Bonn: Weber, 1832; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Page 49, line 16

Χὰμ δὲ τῷ δευτέρῳ υἱῷ τοῦ Νῶε ἀπὸ Ῥινοκορούρων ἕως


Γαδαρηνῶν Αἴγυπτος καὶ πάντα τὰ πρὸς νότον ὑπέπεσαν, πά-
νυ δοκοῦντα καυματινὰ ὑπάρχειν.
Υἱοὶ Χὰμ τοῦ δευτέρου υἱοῦ Νῶε φυλαὶ λαʹ.
Χούς, ἐξ οὗ Αἰθίοπες.
Μεσραείμ, ἐξ οὗ Αἰγύπτιοι.
Οὗτος Μεσραεὶμ ὁ Αἰγύπτιος μετέπειτα ἐπὶ τὰ ἀνατολικὰ
μέρη οἰκήσας οἰκήτωρ γίνεται Βάκτρων, τὴν ἐσωτέραν Περσίδος
λέγει Ἄσοα τῶν μεγάλων Ἰνδῶν.
Ἐντεῦθεν τὰ κατὰ τὴν γῆν παράνομα διανενέμηται. ἐφευ-
ρετὴς γὰρ οὗτος ἐγένετο κακῆς διακονίας, ἀστρολογίας καὶ
μαγείας, ὃν καὶ Ζωροάστρην οἱ Ἕλληνες ἐκάλεσαν. τοῦτον ᾐνί-
ξατο Πέτρος εἰπὼν ὅτι μετὰ τὸν κατακλυσμὸν πάλιν οἱ ἄνθρω-
ποι ἀσεβεῖν ἤρξαντο.
Φούδ, ἐξ οὗ Τρωγλοδῦται.
Χαναάν, ἐξ οὗ Ἄφροι καὶ Φοίνικες.
Υἱοὶ Χοὺς τοῦ Αἰθίοπος τοῦ γενομένου ἐκ τοῦ Χάμ, δευτέ-
ρου υἱοῦ τοῦ Νῶε.
Σαβά, ἐξ οὗ Ἰταβηνοί.
Εὐειλάτ, ἐξ οὗ Ἰχθυοφάγοι.
Σαβαθά, ἐξ οὗ Ἐλλανοί.

Chronicon Paschale, Chronicon paschale Page 78, line 14

καὶ μαθὼν τὴν γενομένην παρ' αὐτοῦ ἐξαίφνης ἔφοδόν τε καὶ


ἁρπαγήν, εὐθέως ἐξέπεμψεν τὸν Κάδμον διὰ τὴν Εὐρώπην μετὰ
χρημάτων πολλῶν καὶ στρατοῦ. μέλλων δὲ τελευτᾶν ὁ αὐτὸς
724

βασιλεὺς Ἀγήνωρ διετάξατο πᾶσαν ἣν ὑπέταξε γῆν μερίσασθαι


τοὺς τρεῖς αὐτοῦ υἱούς. καὶ ἔλαβεν ὁ Φοῖνιξ τὴν Τύρον καὶ τὴν
αὐτῆς ἐνορίαν, καλέσας τὴν ὑπ' αὐτὸν γενομένην γῆν Φοινίκην.
ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Σύρος εἰς τὸ ἴδιον ὄνομα τὴν ἐπιλαχοῦσαν αὐτῷ
χώραν ἐκάλεσεν Συρίαν. ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ Κίλιξ τὸ ἐπιλαχὸν
αὐτῷ κλῖμα ἐκάλεσεν Κιλικίαν εἰς τὸ ἴδιον αὐτοῦ ὄνομα.
Ἐν δὲ τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας τοῦ Φοίνικος ἦν Ἡρακλῆς
ὁ φιλόσοφος ὁ λεγόμενος Τύριος, ὅστις ἐφεῦρε τὴν κογχύλην.
ἐωριζόμενος γὰρ ἐπὶ τὸ παράλιον μέρος τῆς Τύρου πόλεως εἶδε
ποιμενικὸν κύνα ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, ὅπερ ἐστὶ
μικρὸν εἶδος θαλάσσιον κογχυλιῶδες, καὶ ποιμένα νομίζοντα αἱ-
μάσσειν τὸν κύνα λαβόντα ἀπὸ προβάτου πόκον ἐρέας καὶ
καταμάσσοντα τὸ καταφερόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κυνὸς
καὶ βάπτοντα τὸν πόκον. ὁ δὲ Ἡρακλῆς προσεσχηκὼς μὴ εἶναι
αὐτὸ αἷμα, ἀλλὰ βάμματος παραξένου ἀρετήν, ἐθαύμασεν·
καὶ γνοὺς ὅτι ἐκ τῆς κογχύλης ἐστὶ τὸ κατιὸν βάμμα τοῦ πόκου,
εἰληφὼς ἐκ τοῦ ποιμένος τὸν πόκον, ὡς μέγα δῶρον τοῦτον
προσήγαγε τῷ βασιλεῖ τῆς Τύρου Φοίνικι.

Joannes Pediasimus Philol., Rhet., Scholia in Hesiodi scutum (scholia


paraphrastica Pediasimi et exegesis Joannis Tzetzae) (2592: 003)
“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed. Gaisford, T.
Leipzig: Kühn, 1823.Page 614, line 17

Ibid. ΚΥΔΙΟΩΝ. Σημείωσαι, ὅτι τὰ διὰ τοῦ οων. εἰ


ἔχουσι τὴν πρὸ τοῦ οσυλλαβὴν βραχεῖαν, συστέλλονται· εἰ
δὲ μακρὰν, ἐκτείνονται. Di.
Ibid. ΠΑΤΗΡ Δ' ΑΝΔΡΩΝ. Οὗτος μὲν ταῦτα ἐνεθυ-
μεῖτο· ὁ δὲ Ζεὺς ἄλλο ἐβούλετο. Ἰδὼν γὰρ τὰς τῶν ἀνθρώ-
πων κακίας πληθυνθείσας, ἠθέλησεν ἐξ Ἀλκμήνης γεννῆσαι
υἱὸν, τὸν δυνάμενον τιμωρήσασθαι τοὺς κακοὺς, καὶ ἀπαλλά-
ξαι τοὺς ἄνδρας τῆς βλάβης καὶ τοὺς θεούς. Βοηθοῦνται γὰρ
σωφρονιζόμενοι, ἑνὸς ἀδίκου ἀποκτεινομένου. Tz.
29 ΑΛΦΗΣΤΗΣ. Ὁ ἐφευρετὴς κατὰ Τζέτζην οἱουδή-
ποτε πράγματος· τάχα δὲ ἀλφηστὴς ἐνταῦθα λέγεται ὁ διανοη-
τικὸς, ἀπὸ τοῦ ἀλφῶ τὸ ἐφευρίσκω καὶ διανοοῦμαι. Ἀρὰ ἡ
κατάρα, καὶ ἡ βλάβη, ὡς ἐνταῦθα. Di.
30 Ταύτην (φησὶν) ἔχων τὴν βουλὴν καὶ ἐπιθυμῶν συγ-
γενέσθαι τῇ Ἀλκμήνῃ ὥρμησεν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ συντόμως
κατέλαβε τὸ Τυφώνιον ὄρος· ὅθεν ἦλθεν εἰς τὸ ὑψηλὸν ὄρος
Θηβῶν τὸ Φίκιον ἀπὸ τῆς Σφιγγὸς οὕτω καλούμενον, ἔνθα
καθίσας ἐβουλεύετο τί ἔχει ποιῆσαι. Di.
725

Ibid. ΩΡΤΟ. Ὄῤῥω τὸ διεγείρω, ὁ μέλλων ὀρῶ, ὁ παρα-


κείμενος ὦρκα, ὁ παθητικὸς ὦρμαι, ὁ ὑπερσυντέλικος ὤρμην,

Μιχαήλ Ψελλός χρονογραφία (2702: 001)“Michel Psellos.


Chronographie ou histoire d'un siècle de Byzance (976–1077), 2 vols.”,
Ed. Renauld, É.Paris: Les Belles Lettres, 1:1926; 2:1928, Repr. 1967.
Ch. 7, se. 92, line 5

ἦν, συνεπεκούρουν δὲ φερομένοις τοῖς πράγμασι κατ' ὀρθὸν,


καὶ τοσοῦτόν μοι τὸ περιὸν τῆς εἰς τὸν ἄνδρα προθυμίας
καὶ διαθέσεως, ὅτι τῶν πραγμάτων ἤδη κυμαινόντων αὐτῷ,
αὐτὸς τῶν οἰάκων ἐπιλαβόμενος, καὶ τὰ μὲν ἐνδιδοὺς, τὰ δὲ
ἀντιτείνων, ἀκριβῶς τοῦτον εἰς τοὺς βασιλείους λιμένας
κατήνεγκα.
Ὁποῖον δὲ αὐτῷ καὶ τὸ κράτος καὶ ὁ τῶν πρά-
ξεων χαρακτὴρ, τίνας τε γνώμας συνεισηνέγκατο τῇ ἀρχῇ,
καὶ οἵας ἀρχὰς τεθεικὼς ἐφ' οἷα τέλη διέδραμεν, οἷός τε
αὐτῷ ὁ σκοπὸς τῆς ἡγεμονίας, καὶ τίνα μὲν κατώρθωσεν
ἀκριβῶς, τίνα δὲ αὐτὸς πρῶτος ἐφεῦρε , καὶ τίνα μὲν αὐτῷ
θαύματος ἄξια, τίνα δὲ οὐ τοιαῦτα, καὶ ὅπως μὲν τὰ πολι-
τικὰ μετεχειρίσατο πράγματα, ὅπως δὲ τῷ στρατῷ προς-
ηνέχθη καὶ τὰ ἄλλα ἔνθεν ἑλὼν διηγήσομαι.

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. (2702: 006)


“Michaelis Pselli orationes panegyricae”, Ed. Dennis, G.T.
Stuttgart: Teubner, 1994.Oration 1, line 104

φορα τῆς τύχης δεχόμενοι ῥεύματα εἰς υἱωνοὺς μετωχέ-


τευον. ἀλλὰ σὺ πρῶτος τὴν κακίστην ταύτην σύγχεας διαί-
ρεσιν, καὶ τῷ τρόπῳ μᾶλλον ἢ τῷ γένει τὰ τῆς εὐτυχίας
ταλαντεύσας ζυγά, τοὺς κλήρους ἡμῖν μετεκίνησας. καὶ
πολλοὺς ἂν ἴδοι τις τῶν ἀπτέρων πάλαι γεγονότας ἐκπετα-
σίμους καὶ ἐγγύτατα τοῦ σου περιϊπταμένους φωτός. οὐ
γάρ ἐστιν ὅντινα τῶν ἐξ ἑκάστης ἐπιστήμης ἢ τέχνης ἤ
τινος ἄλλης δυνάμεως τὸ ἐξαίρετον ἔχοντα οὐ τετίμηκας.
σύ γε καὶ τὸν πρῶτον ἐσεβάσθης φιλόσοφον ὅτι μὴ δεῖται
ἀρχῶν, καὶ τὸν ἐν μαθήμασιν ὅτι τῶν εἰδῶν ἐστι θεωρός,
καὶ τὸν φυσικὸν ὅτι τὰς ἀπαρχὰς ἐφεῦρε τῶν στοιχείων
τοῦ σώματος, καὶ τὸν ἀποδεικτικὸν ὅτι χρῆται τοῖς οὐσιώ-
δεσι, καὶ τὸν διαλεκτικὸν ὅτι συλλογισμοῖς ἐφοδεύει ἀμφι-
δεξίως, καὶ τὸν σοφιζόμενον ὅτι παραλογίζεται εὐφυῶς,
καὶ τὸν ἁρμονικὸν ὅτι τοὺς λόγους οἶδε τῶν κράσεων, καὶ
726

τὸν ῥυθμικὸν ὅτι τὴν τῶν χρόνων ἀναλογίαν ἐπίσταται.


Σὺ καὶ τὴν νομοθετικὴν κεκόσμηκας ὅτι πολιτειῶν
κόσμος ἐστὶ καὶ τῆς ἀπείρου ὕλης εἰδοποιός, πέρατα ὡσα-
νεὶ τοὺς μερικοὺς χρόνους περιτιθεῖσα τοῖς πράγμασι. καὶ
τὴν ῥητορικὴν ἐπόθησας, ὅτι ἑκατέρωθεν ἐπιχειρεῖ δεξιῶς
καὶ ποικίλλεται τοῖς εἴδεσι καὶ ταῖς κράσεσι.

Μιχαήλ Ψελλός Λόγοι πανηγυρικοί. Oration 2, line 131

ποιῶν καὶ δουλούμενος, ὁ ἐκείνου βλαστὸς τὴν συνήθη


αὐτῷ ἐξήνεγκεν ἄκανθαν.
Βασιλικῇ δὴ μεγαλοπρεπείᾳ στρατηγικὴν ἐμπειρίαν συ-
νάψας, ἀμφότερά τε φρονήσεως μεγαλοφυΐᾳ περιβαλών, ἐν
οἷς μὲν στρατηγεῖν ἔδει βασιλικώτατα τῷ πολεμεῖν διέπρε-
πεν, ἐν οἷς δὲ τὸ φιλότιμον τῆς βασιλείας ἐνδείκνυσθαι,
τῷ στρατηγῷ μᾶλλον ἐνεφαιδρύνετο, ὅπλοις ἐπιχρύσοις
ἀστράπτων καὶ δορυφορούμενος, οὐ σκήπτροις ἀπλήκτοις,
ἀλλ' ἀσπίσι καὶ ἐπιμήκεσι δόρασιν. οὕτω δὲ πᾶν εἶδος
στρατηγίας κατώρθωσε φανερᾶς τε καὶ ἀφανοῦς, ἢ μᾶλλον
ἐφεῦρε καὶ ἐπενόησεν, ὡς μηδ' εἶναι ὅ τι ἄν τις στρατηγι-
κώτερον ἐννοήσειεν.
Ἐντεῦθέν σοι, ὢ νέα Ῥώμη, τὸ πολλῶν μὲν ἄρχειν
ἐθνῶν, πολλῶν δ' ἐπικρατεῖν πόλεων καὶ τῶν θρυλλουμέ-
νων ὑπερκεῖσθαι ἐπαρχιῶν. ἐντεῦθέν σοι τὰ Ἀβασγῶν κα-
τεδουλώθη φρονήματα, καὶ ἡ Σκυθῶν ὑποπέπτωκε, καὶ
τἆλλα, ἵνα μὴ καθ' ἕκαστον λέγω, ἢ ἐν μοίρᾳ προσθήκης
σοι γέγονε, καὶ φόρους ὑποτελεῖ, ἢ παραχωρεῖ σοι τοῦ
κρείττονος. ἀλλ' οὐ πρῴην οὕτως, πολλοῦ γε καὶ δεῖ, ἀλλ'
ἐληΐζου μὲν ὅσαι ἡμέραι, αἰεὶ δέ τι τοῦ παντὸς ὑπέσπω
καὶ συνηλαύνου πρὸς τὸ στενότερον

Μιχαήλ Ψελλός Poemata Poem 54, line 312

Εἰς τὸν ιϛʹ ψαλμόν, ‘εἰσάκουσον, κύριε, δικαιοσύνης’


Καλῶς λαοῦ προεστῶτος
ἡ προσευχὴ ὑπὸ τούτου.
Καὶ τοῦτον διωκόμενος ὑπὸ Σαοὺλ ἐξεῖπεν,
οὗπερ ῥυσθῆναι δυσωπεῖ τὸν πάντων εὐεργέτην.
’ἐνώτισαι’ καὶ γάρ φησι ‘τὴν προσευχήν μου, λόγε,
καὶ κατ' ἐχθρῶν ἀνάστηθι καὶ πρόφθασον ἐν τάχει
καὶ τούτους ὑποσκέλισον καὶ ῥῦσαι τὴν ψυχήν μου.
σὺ γὰρ ὡς ἐδοκίμασας νῦν τὴν ἐμὴν καρδίαν,
727

ὡς ἐπεσκέψω με νυκτός, πυρώσας τοὺς νεφρούς μου,


οὔκουν ἐφεῦρες ἐν ἐμοὶ κἂν ἴχνος ἁμαρτίας.’
ταῦτα λελάληκε θαρρῶν ὡς πρὸ τῆς ἁμαρτίας
ἀδίκως διωκόμενος ὑπὸ Σαοὺλ ἐκεῖνος.
μᾶλλον δὲ τοῦτο καθαρῶς σημαίνει καὶ κυρίως
τὸ ‘ἐπεσκέψω με νυκτός, πυρώσας τοὺς νεφρούς μου’,
ὡς ‘ἐπειδήπερ τὸν Σαοὺλ κοιμώμενον ἐφεῦρον
καὶ τοῦτον οὐκ ἀπέκτεινα σφόδρα ἠδικημένος,
πάντως οὐχ εὗρες ἐν ἐμοὶ χώραν μνησικακίας’.
Εἰς τὸν ιζʹ ψαλμόν, ‘ἀγαπήσω σε, κύριε ἡ ἰσχύς μου’

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. (2703: 001)“Anna Comnène. Alexiade, 3 vols.”,


Ed. Leib, B.Paris: Les Belles Lettres, 1:1937; 2:1943; 3:1945, Repr. 1–
2:1967.B. 1, ch. 2, se. 2, line 5

πολλὴν ἐπαγόμενος καὶ πάντας λαμπρῶς καὶ γενναίως


καθωπλισμένους, εὐμηχανίᾳ παρὰ πολὺ ἡττᾶτο τοὐμοῦ
πατρὸς Ἀλεξίου· τέως δ' οὖν ἐπ' ἐκεῖνο καταφυγεῖν ἔδοξε.
Τελευταῖον τοῖς πᾶσιν ἐξαπορούμενος ξυμμίγνυσι τῷ Του-
τὰχ καὶ φίλον ποιεῖται καὶ εἰς συμμαχίαν αὐτὸν καταλιπα-
ρεῖ.
Ἀλλ' ὁ στρατοπεδάρχης Ἀλέξιος ἀντιστρατηγεῖ-
ται πρὸς ταῦτα καὶ ὀξύτερον οἰκειοῦται τὸν βάρβαρον καὶ
ἐπισπᾶται πρὸς ἑαυτὸν καὶ λόγοις καὶ δώροις καὶ πᾶσι
τρόποις καὶ μηχανήμασιν. Ἦν γὰρ εἴπερ τις ἄλλος ἐφευ-
ρετὴς καὶ πόρους ἐν τοῖς ἀπορωτάτοις ξυμμηχανώμενος.
Ὁ γοῦν δυνατώτατος αὐτῷ τῶν τρόπων τοιοῦτός τις ἦν,
ὡς ἐν τύπῳ εἰπεῖν, δεξιώσασθαι τὸν Τουτάχ· καί φησι
»φίλοι μὲν ἄμφω ἀλλήλοις ὅ τε σὸς σουλτάνος καὶ ἐμὸς
βασιλεύς. Ὁ δὲ βάρβαρος οὗτος Οὐρσέλιος καὶ πρὸς ἄμφω
ἀνταίρει τὰς χεῖρας καὶ ἐχθρὸς καὶ ἀμφοτέροις καθίσταται
φοβερώτατος ἐκείνου μὲν κατατρέχων καὶ ἀεί τι τῆς μερίδος
Ῥωμαίων κατὰ μικρὸν ὑποσπώμενος, ἀποστερίσκων δὲ τῇ
Περσίδι ἅπερ ἂν καὶ ἐξῆν κἀκείνῃ περιγενέσθαι. Τέχνῃ δὲ
τὸ ἅπαν μετέρχεται νῦν μὲν ἐμὲ παρασκιάζων διὰ τῆς σῆς

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 1, ch. 8, se. 1, line 5

ἐκάθητο μετὰ τῆς ἐνόπλου στρατιᾶς τὸ μέλλον καραδοκῶν,


τοῦτο τεχναζόμενος, ἵν' ὁ Βασιλάκιος ἀνημμένας ἁπαντα-
728

χόθεν πυρκαϊὰς ἰδὼν καὶ λαμπαδουχουμένην τὴν τοὐμοῦ


πατρὸς σκηνὴν οἰήσαιτο ἐκεῖθι τοῦτον εἶναι διανα-
παυόμενον, ὡς ἐντεῦθεν ἐκείνῳ τοῦτον ἁλώσιμον εἶναι καὶ
ὑποχείριον.
Οὐκ εἰς μάτην, καθάπερ εἰρήκειμεν, ἡ μαντεία
τοὐμοῦ πατρὸς Ἀλεξίου. Ἐπῆλθε γὰρ τῷ προσδοκωμένῳ
στρατοπέδῳ ἀθρόον ὁ Βασιλάκιος σὺν ἱππεῦσί τε καὶ πεζοῖς
μυρίανδρον στρατιὰν ἐπαγόμενος. Καὶ τὰς μὲν κλισίας
ἐφεῦρεν ἑκασταχοῦ ἀναλαμπούσας πυρί, ἐξαστράπτουσαν
δὲ καὶ τὴν τοῦ στρατηγοῦ σκηνὴν θεασάμενος ὡς εἶχε
ῥύμης εἰς ταύτην εἰσεληλύθει πολυτάρακτόν τε καὶ θορυ-
βῶδες βοῶν. Ὡς δ' οὐκ ἦν οὐδαμοῦ ὁ προσδοκώμενος οὐδέ
τις ἀνέπτη στρατιώτης ἐκεῖθεν τὸ παράπαν ἢ στρατηγός,
εἰ μή πού τινες καταλελειμμένοι τῶν θητευόντων εὐκατα-
φρόνητοι, ἔτι μᾶλλον ἐβόα καὶ ἐκεκράγει «ποῦ ποτέ ἐστιν
ὁ τραυλός;» Οὑτωσὶ καὶ τοῖς ῥήμασιν εἰς τὸν μέγαν δομές-
τικον ἀποσκώπτων. Ἦν γὰρ τἄλλα μὲν οὗτος ὁ ἐμὸς
πατὴρ Ἀλέξιος εὔστομος καὶ οὐδεὶς οὕτω ῥήτωρ ἦν αὐτο-
φυὴς ἔν τε ἐνθυμήμασι καὶ ἐπιχειρήμασι, μόνον δὲ κατὰ

Άννα Κομνηνή Αλεξιάς. B. 15, ch. 11, se. 8, line 2

δότου δοθείσης. Καὶ ἡμεῖς ὑφ' ἡδονῆς οὐκ εἴχομεν ὅ τι


καὶ χρησαίμεθα τῆς εὐφροσύνης, ἀλλὰ καὶ χαριστήριον
ἀναπέμπομεν τῷ Θεῷ. Πάντα δὲ ἦσαν ἄρα πλάνη· εἰς
τρίτην γὰρ ἡμέραν ἢ καὶ τετάρτην εὐθὺς πάλιν αἱ αὐταὶ
ἀγχόναι κατὰ τοῦ βασιλέως καὶ στενοχωρίαι τοῦ πνεύμο-
νος. Ἐλπίζω δ', εἰ μὴ χείρω ἐξ ἐκείνου τοῦ πόματος γέγο-
νεν ἀναχέαντος τὰς ὕλας καὶ κρατῆσαι μὴ δυναμένου, ἀλλ'
εἰς τὰς κοιλότητας τῶν ἀρτηριῶν ἐνθεμένου καὶ ἐπιτείναν-
τος τὴν διάθεσιν. Ἐντεῦθεν οὐδὲ σχῆμα κατακλίσεως
εὐπετῶς ἦν ἐφευρεῖν παντάπασιν αὐτῷ, τῆς νόσου ἐπακ-
μαζούσης. Ἀλλὰ γὰρ διανυκτερεύων ἦν ὁ βασιλεὺς ἐξ
ἑσπέρας εἰς ὄρθρον ἄυπνος, μήτε τροφῆς ἐλευθέρας μετα-
λαμβάνων μήτ' ἄλλου τινὸς τῶν εἰς σωτηρίαν ἀποβλεπόν-
των. Πολλάκις γοῦν ἐγώ, μᾶλλον συνεχῶς καὶ τὴν μητέρα
τεθέαμαι διανυκτερεύουσάν τε τῷ βασιλεῖ καὶ κατόπιν τού-
του ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ ὑπανέχουσαν τοῦτον ταῖς χερσὶ
καὶ παραμυθουμένην τρόπον τινὰ τὴν ἀναπνοήν. Ἐχεῖτο
μέντοι αὐτῆς τῶν ὀμμάτων τὸ δάκρυον καὶ ὑπὲρ τὰ Νειλῷα
ῥεύματα.
729

Flavius Justinianus Imperator Theol., Contra monophysitas (2734:


001)“Drei dogmatische Schriften Iustinians, 2nd edn.”, Ed. Amelotti, M.,
Albertella, R., Migliardi, L. (post E. Schwartz)Milan: Giuffrè, 1973;
Legum Iustiniani imperatoris vocabularium. Subsidia 2.Se. 22, line 5

γνῶσιν, καὶ τὸ ἀμφότερα δὲ οὐ μιᾶς ἐστι φύσεως σημαντικόν, ἀλλὰ δύο.


καθάπερ γὰρ ὁ αὐτὸς
πατὴρ διδάσκει, τὸ μὴ παθεῖν αὐτὸν τῆι θείαι φύσει ἀλλὰ παθεῖν τῆι
χοικῆι φύσει οὐκ ἄν τις
οὕτω μανείη ὡς μιᾶς εἶναι φύσεως ὑπολαβεῖν. μιᾶς μὲν γὰρ καὶ τῆς αὐτῆς
ὑποστάσεως τοῦ
κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀπάθειαν ὁμολογεῖν
ἐδιδάχθημεν, οὐ μὴν κατὰ
τὴν αὐτὴν φύσιν· ἐπὶ μιᾶς γὰρ καὶ τῆς αὐτῆς φύσεως τὰ ἀλλήλοις ἐναντία
κατὰ ταυτὸ συμβαίνειν
ἀδύνατον.
Ἀλλ' οἱ τῆς ἀληθείας ἐχθροὶ καὶ τοῖς τῶν πατέρων ἐναντιούμενοι
δόγμασι ταῦτα μὴ διακρί-
νοντες εἰς ἑτέραν πάλιν μεταπίπτουσιν ἄνοιαν λέγοντες ὅτι οἱ θεὸν καὶ
ἄνθρωπον ὁμολογοῦντες
τὸν Χριστὸν καὶ μὴ λέγοντες αὐτὸν μιᾶς εἶναι φύσεως ὥσπερ τὸν
ἄνθρωπον οὐ δύο μόνον ἐπὶ
Χριστοῦ λέγειν ὤφειλον φύσεις, ἀλλὰ τρεῖς· ἑτέρα γὰρ ἡ τοῦ λόγου καὶ
ἑτέρα ἡ τῆς ψυχῆς καὶ
ἄλλη τοῦ σώματος ἡ φύσις. ταῦτα δὲ λέγοντες οἱ καινοὶ τῶν κακῶν
ἐφευρεταὶ εἰπάτωσαν
αὐτοὶ συνομολογοῦντες ἡμῖν ἐκ δύο φύσεων εἶναι τὸν Χριστὸν πῶς τοῦτο
νοοῦσιν; ἆρα ὡς ψυχὴν
ἐκτὸς σώματος ἀνειληφότα ἢ σῶμα χωρὶς ψυχῆς; ἓν γὰρ τῶν ἀτόπων
πάντως παρέξουσιν. εἰ
δὲ ταύτην τὴν ἀτοπίαν ἐκκλίνοντες καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα λέγουσιν
ἀνειληφέναι τὸν κύριον, αὐτοὶ
ταῖς οἰκείαις παγίσιν ἐμπλεκόμενοι φανήσονται ἐκ τριῶν φύσεων λέγειν
τὸν Χριστὸν ἀναγκαζό-
μενοι. ἀγνοοῦσι δὲ ὅτι τὸ ἄνθρωπος ὄνομα ἄνευ μὲν τῶν ἰδιωμάτων
λεγόμενον ἐπὶ κοινοῦ
σημαινομένου λαμβάνεται καὶ οὐσίας ἤτοι φύσεώς ἐστι σημαντικὸν καὶ
κατὰ πολλῶν ὑποστάσεων λέγεται· ἐπειδὰν δὲ τῶι κοινῶι τὰ ἰδιώματα
προστεθῆι, τηνικαῦτα ἡ ὑπόστασις ἀναφαίνεται, ὅτε καὶ διαφορὰ ψυχῆς
καὶ σώματος γνωρίζεται. ἀμφότερα γὰρ ἡμᾶς λέγειν καὶ ἡ ἀποστολικὴ
διδάσκει παράδοσις. ὁ μὲν γὰρ θεῖος Παῦλος περὶ τῶν καθ' ἕκαστον
730

λέγων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα θέλων σημᾶναι τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον καὶ τὸν
ἐκτὸς ἄνθρωπον ὀνομάζει· ὁ δὲ Ἰάκωβος τὴν

Flavius Justinianus Imperator Theol., Novellae (2734: 013)


“Corpus iuris civilis, vol. 3”, Ed. Schöll, R., Kroll, W.Berlin: Weidmann,
1895, Repr. 1968.Page 413, line 1

τετιμημένοι πρὸς τὸν κλῆρον ἐκαλοῦντο. ἐπειδὴ δὲ


τοῦτο πρᾶξαι οὐκ ἠβουλήθη ἢ οὐκ ἠδυνήθη (πολλὰ
δὲ τὰ ἀνθρώπων καὶ περιστάσεις μυρίαι καὶ αἰφνί-
διοι θάνατοι), ὅδε ἡμῶν ὁ νόμος τῷ πράγματι διαι-
τήσει. Βούλεται δὲ οὗτος ὁ νόμος, ὥστε τοὺς ἑκα-
τέρωθεν κεκοσμημένους καὶ ἅμα μὲν ὁμοπατρίους ἅμα
δὲ ὁμομητρίους ἀδελφοὺς εἰς τὴν διαδοχὴν τοῦ τελευ-
τήσαντος καλλίους εἶναι τῶν ἢ μόνον ὁμοπατρίων ἢ
μόνον ὁμομητρίων. καὶ οὐ καταπλήξει γε ἡμᾶς ἡ
φύσις ποικίλλουσα, ἀλλ' ἡμεῖς αὐτῆς τὰς τοιαύτας ἐφ-
ευρέσεις ἀποδείξομεν νομίμους καὶ κρινοῦμεν, τοῖς τε-
λεωτέροις ἀποδιδόντες τὰ καλλίω καὶ τοὺς ἐλάττους
ἐξισοῦν αὐτοῖς οὐκ ἀνεχόμενοι. καὶ πολλά γε ἡμᾶς
εἰς τοῦτο προέτρεψε. πρότερον μὲν γὰρ ἕτερος ἡμῶν
νόμος, εἰ παῖς τελευτήσειε παῖδας οὐκ ἔχων, [ἡ] εἰς
τὰ ὄντα αὐτῷ μητρῷα τυχὸν ἢ καὶ ἀπὸ γαμικῆς ἢ
καὶ ἐξ ἄλλης αἰτίας ἀπροσπόριστα πράγματα πρότε-
ρον τοὺς ἐκ τῶν αὐτῶν γάμων ἀδελφοὺς εἰς τὸν κλῆ-
ρον καλεῖ, εἶτα τοὺς ἐξ ἑτέρων, καὶ μετ' ἐκείνους τὸν
πατέρα· ὅπερ ἀπόδειξις ἦν τοῦ πάλαι ταῦτα τὴν ἡμε-
τέραν νομοθεσίαν ὠδίνειν. εἰ γὰρ καὶ πατρὸς ὑπόν

Flavius Justinianus Imperator Theol., Novellae Page 525, line 25

βουλόμεθα περιέχεσθαι, ἀλλὰ τὰς τούτων ἐναγωγὰς


κατὰ τοὺς τῶν παλαιῶν νόμων ὅρους ἐξετάζεσθαι
καὶ τὴν ἰδίαν δύναμιν ἔχειν παρακελευόμεθα. καὶ
ταῦτα μὲν περὶ τῶν litigiosων καὶ τῆς ἰδικῆς, οὐ μὴν
ἀλλὰ καὶ γενικῆς ὑποθήκης διετυπώσαμεν, ὥστε λοι-
πὸν μηδεμίαν περὶ τούτων ἐν τοῖς δικαστηρίοις ἀμφις-
βήτησιν τίκτεσθαι, ἀλλὰ κατὰ τὴν εἰρημένην διαίρεσιν
τοὺς τοιούτους ἀγῶνας πέρατι παραδίδοσθαι.
ΒΠρὸς δὲ τὸ ἀποκλεῖσαι τὰς τῶν κατὰ συκοφαν-
τίαν κινούντων ἐναγωγὰς καὶ τοὺς τῶν ἐκβιβαστῶν
δόλους καὶ ἄλλην ἐφεῦρεν ἡ ἡμετέρα πρόνοια θερα-
731

πείαν. θεσπίζομεν γὰρ πάντας τοὺς δικαστάς, εἴ


ποτέ τινας συσχεθῆναι ἤγουν ὑπομνησθῆναι βουλη-
θεῖεν, ταύτην τὴν αἵρεσιν ταῖς ἑαυτῶν διαλαλιαῖς
προστιθέναι, ὥστε μὴ ἄλλως τὰ τῶν αἰτιάσεων βιβλία
τοῖς ἐναγομένοις ἐπιδίδοσθαι ἢ σπόρτουλα τοῖς ἐκβι-
βασταῖς παρέχεσθαι, εἰ μὴ πρότερον καὶ ἐν τῷ βιβλίῳ
ὁ ἐνάγων ἢ δι' ἑαυτοῦ ἢ διὰ ταβουλαρίου ὑπογράψειε
καὶ πράξεως ὑμομνημάτων συνισταμένης ἐγγυητὴν
ἀξιόπιστον παράσχοι κινδύνῳ τῆς ἁρμοδίας τάξεως,
ὁμολογοῦντα ὅτιπερ καὶ μέχρι πέρατος τῆς δίκης προς

Gennadius I Scr. Eccl., Frag. in epistulam ad Romanos (in catenis)


(2762: 004)“Pauluskommentar aus der griechischen Kirche aus
Katenenhandschriften gesammelt”, Ed. Staab, K.Münster: Aschendorff,
1933.Page 360, line 11

τοῦ πλείονος βλάβην, κακίανδὲ τὴν τοῦ κακῶσαι τὸν πέλας σπουδήν,
φθόνονδὲ τὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ πλησίον καλοῖς βασκανίαν, φόνονδὲ
τὴν μέχρις ἀναιρέσεως κίνησιν, ἔρινδὲ τὴν ἐπίψογον φιλονεικίαν,
δόλονδὲ τὰς ἐπὶ λύμῃ τῶν ἀδελφῶν ἐπιβουλάς τε καὶ μηχανάς,
κακοήθειανδὲ τὴν κακοτροπίαν, ψιθυρισμὸνδὲ τὴν ὑπ' ὀδόντα
τῶν παρόντων κακολογίαν, καταλαλιὰνδὲ τὴν εἰς ἀπόντας ὑπό
τινων βλασφημίαν, θεοστυγεῖςδὲ οὐ τοὺς ὑπὸ θεοῦ στυγουμένους
– οὐ γὰρ αὐτῷ τοῦτο δεῖξαι πρόκειται νῦν – ἀλλὰ τοὺς μισοῦντας
θεόν, ὑβριστὰςδὲ τοὺς θρασεῖς καὶ λοιδόρους, ὑπερηφάνουςδὲ
τοὺς κατὰ τῶν οὐκ ἐχόντων ἐφ' οἷς ἔχουσιν φυσωμένους, ἀλαζόνας
δὲ τοὺς ἐφ' οἷς οὐκ ἔχουσιν αὐχοῦντας ὡς ἔχοντας, ἐφευρετὰς δὲ
κακῶντοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς ἕτερα καινοτομοῦντας κακά,
γονεῦσιδὲ ἀπειθεῖςτοὺς καὶ μέχρι γονέων ἀγνώμονας, ἀσυνέ-
τουςδὲ τοὺς ἀσυνειδήτους – τῶν γὰρ τοιούτων οὐδὲν ἀφρονέστερον – ,
ἀσυνθέτουςδὲ τοὺς ταῖς συνθήκαις μὴ ἐμμένοντας ἃς ἂν πρός τινας
συνθῶνται, ἀστόργουςδὲ τοὺς ἀπηνεῖς καὶ ἀφίλους, ἀσπόν-
δουςδὲ τοὺς ἀδιαλλάκτους καὶ μνησικάκους, ἀνελεήμοναςδὲ τοὺς
ἀκαμπεῖς καὶ ἀνενδότους πρὸς ἔλεον.

Pseudo-Dionysius Areopagita Scr. Eccl., Theol., De ecclesiastica


ierarchia (2798: 002)“Corpus Dionysiacum ii: Pseudo–Dionysius
Areopagita. De coelesti hierarchia, de ecclesiastica hierarchia, de
mystica theologia, epistulae”, Ed. Heil, G., Ritter, A.M.Berlin: De
Gruyter, 1991; Patristische Texte und Studien 36.Page 79, line 23
732

καὶ τελειωτικῶν ἔνεστι δωρεῶν. Οὐ γὰρ ἔνεστιν σχεδόν τινα τελεσθῆναι


τελετὴν ἱεραρχικὴν μὴ τῆς θειοτάτης εὐχαριστίας ἐν κεφαλαίῳ τῶν καθ'
ἕκαστα τελουμένων τὴν ἐπὶ τὸ ἓν τοῦ τελεσθέντος ἱερουργούσης συν-
αγωγὴν καὶ τῇ θεοπαραδότῳ δωρεᾷ τῶν τελειωτικῶν μυστηρίων τελε-
σιουργούσης αὐτοῦ τὴν πρὸς θεὸν κοινωνίαν. Εἰ τοίνυν ἑκάστη τῶν
ἱεραρχικῶν τελετῶν ἀτελὴς μὲν οὖσα τὴν πρὸς τὸ ἓν ἡμῶν κοινωνίαν καὶ
σύναξιν οὐ τελεσιουργήσει καὶ τὸ εἶναι τελετὴ διὰ τὸ ἀτέλεστον ἀφῃρη-
μένη, τὸ δὲ τέλος ἁπάσῃ καὶ τὸ κεφάλαιον ἡ τῶν θεαρχικῶν μυστηρίων
τῷ τελουμένῳ μετάδοσις, εἰκότως ἡ ἱεραρχικὴ σύνεσις ἐπωνυμίαν αὐτῇ
κυρίαν ἐκ τῆς τῶν πραγμάτων ἀληθείας ἐφεῦρεν. Οὕτω δὴ καὶ τὴν ἱερὰν
τῆς θεογενεσίας τελετήν, ἐπειδὴ πρώτου φωτὸς μεταδίδωσι καὶ πασῶν
ἐστιν ἀρχὴ τῶν θείων φωταγωγιῶν, ἐκ τοῦ τελουμένου τὴν ἀληθῆ τοῦ
φωτίσματος ἐπωνυμίαν ὑμνοῦμεν. Εἰ γὰρ καὶ πᾶσι κοινὸν τοῖς
ἱεραρχικοῖς
τὸ φωτὸς ἱεροῦ μεταδιδόναι τοῖς τελουμένοις, ἀλλ' αὕτη τὸ πρώτως ἰδεῖν
ἐδωρήσατό μοι καὶ διὰ τοῦ ταύτης ἀρχικωτάτου φωτὸς πρὸς τὴν τῶν
ἄλλων ἱερῶν ἐποψίαν φωταγωγοῦμαι. Ταῦτα δὲ εἰπόντες ἀνασκεψώμεθα
καὶ κατίδωμεν ἱεραρχικῶς τὴν καθ' ἕκαστον ἀκριβῆ τῆς ἁγιωτάτης τε-
λετῆς ἱερουργίαν καὶ θεωρίαν.

Joannes Gramm., Theol., Adversus Manichaeos (homilia 1) (2816: 005)


“Iohannis Caesariensis presbyteri et grammatici opera quae supersunt”,
Ed. Richard, M.Turnhout: Brepols, 1977; Corpus Christianorum. Series
Graeca 1.Line 34

ὑφεστῶσι τὴν τῶν ἀνυπάρκτων ἀντιτιθεῖσα ματαιότητα· ὕλην γὰρ


ἀντιστρατεύει τῷ ἀληθεῖ καὶ μόνῳ θεῷ καὶ τὸ σκότος ἀντιπαρα-
τάττει τῇ φαιδρότητι τοῦ φωτὸς καὶ τῷ ἀγαθῷ τὸ κακὸν ἰσόρρο-
πον εἶναί φησιν, τὸ μόνον ἐν ἀνοσίοις πράξεσι γνωριζόμενον.
Φέρε τοίνυν τῇ τοῦ θεοῦ λόγου πανοπλίᾳ χρησάμενοι τὸ μέγιστον
τῶν παρ' αὐτοῖς ἀθέων δογμάτων ὀχύρωμα κατασπάσωμεν, τὴν
ἑτέραν τῆς αὐτῶν ἀσεβείας ὑπερβάντες ἀδολεσχίαν καὶ ὅσα
μυθικῶς ἡμῖν ἀναπλάττουσιν. Τοῦ γὰρ παρ' αὐτοῖς πύργου κα-
θαιρεθέντος, εὐεπίβατος ἔσται τῶν λοιπῶν δογμάτων, μᾶλλον δὲ
βλασφημίας, καὶ τοῖς ἄγαν ἀμαθέσιν ἡ διάγνωσις. 3. Φασὶ τοίνυν
οἱ πάσης ἀσεβείας ἐφευρεταὶ ὅτι ἄναρχος, ζῶσά τε καὶ ἀγένητος
ὑπῆρχεν ἡ ὕλη. Πρὸς οὕς ἐστιν οὕτως ἀπαντῆσαι τῷ λόγῳ· Πᾶν
ὅπερ οὐσιωδῶς ὑφέστηκεν ἢ σῶμα ἢ ἀσώματον ἢ ἐξ ἀμφοῖν
τούτων καθ' ἕνωσίν ἐστι γεγονός. Καὶ ἀσώματοι μὲν αἱ νοεραί τε
καὶ λογικαὶ φύσεις, σώματα δὲ τὰ ἐκ στοιχείων συνεστηκότα· ἐξ
ἑκατέρας δὲ τούτων οὐσίας τὸ τῶν ἀνθρώπων ὑφέστηκε γένος.
Τὰ γὰρ παρὰ ταῦτα, οἷον πικρότης τε καὶ γλυκύτης καὶ ὅσα διὰ
733

χρωμάτων ὁρᾶται ἢ γνωρίζεται, τῷ ποσῷ ἢ πρός τι τυγχάνει ἢ


διὰ πράξεων ἐπιτελεῖται· ἀνυπόστατα πέφυκε καθ' ἑαυτὰ καὶ ἄνευ
τῶν δεχομένων αὐτὰ οὐσιῶν οὔτε ἦν, οὔτε ἔσται. Ἀλλ' αἱ μὲν
οὐσίαι,

Alexander Scr. Eccl., Laudatio Barnabae apostoli (2860: 003)


“Hagiographica Cypria. Sancti Barnabae laudatio auctore Alexandro
monacho”, Ed. van Deun, P.Turnhout: Brepols, 1993; Corpus
Christianorum. Series Graeca 26.Line 644

διὰ παραινετικῶν γραμμάτων ἀνακαλέσασθαι αὐτὸν ἐκ


τοῦ βαράθρου τῆς ἀσεβείας, ὡς δὲ εἶδον αὐτὸν ἀντι-
λέγοντα καὶ μᾶλλον θρασυνόμενον κατὰ τῆς ὀρθοδόξου
πίστεως, τότε ἀπεφήναντο κατ' αὐτοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν
αὐτὸν πάντες οἱ κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐπίσκοποι.
Ἐνταῦθα δὲ γενόμενος τοῦ λόγου, ἡδέως ἂν ἐροίμην
τοὺς ἐκ τῶν ἡμετέρων ἀβασανίστως παραδεξαμένους τὴν
καινοτομίαν ταύτην, ἁπλότητι λογισμοῦ καὶ οὐ κακίᾳ
γνώμης. Τίνος χάριν, ἀδελφοί μου, καταλιπόντες ἐν τούτῳ
τῷ μέρει τὴν τῶν πατέρων ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὴν
ἐφευρεθεῖσαν ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν καινοτομίαν κατεδέ-
ξασθε; Ἐχρῆν συνιέναι ὅτι οὐ σεσοφισμένοις μύθοις
ἐξακολουθήσαντες, οἱ ἅγιοι ἡμῶν πατέρες παρέδωκαν
ἡμῖν ἄδειν τοῦτον τὸν ὕμνον, ἀλλ' ἐξ ἀποκαλύψεως θειο-
τέρας οὐχ ἑνὶ καὶ δευτέρῳ μόνῳ ἀποκαλυφθείσης, οὐδὲ
ἐν παραβύστῳ τινί, ἀλλ' ἡμέρας μέσης, παντὶ τῷ φιλο-
χρίστῳ λαῷ τῆς βασιλίδος Κωνσταντινουπολιτῶν, ἐπὶ τοῦ
ὁσίου τρισμακαρίστου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἐπισκόπου Πρό-
κλου, τοῦ ἐν διδασκάλοις δοκιμωτάτου. Πᾶν δὲ τὸ ἐκ
θείας χάριτος θεόθεν ἡμῖν ἀποκαλυπτόμενον ἀνελλιπές
ἐστι πάντως καὶ παντέλειον εἰς σωτηρίαν, μὴ ἐπιδεόμενον

Ολυμπιόδωρος Διάκονος. , Commentarii in Job (2865: 001)


“Olympiodor Diakon von Alexandria. Kommentar zu Hiob”, Ed.
Hagedorn, U., Hagedorn, D.Berlin: De Gruyter, 1984; Patristische Texte
und Studien 24.Page 251, line 10

τὸν ἄνδρες ἐκερτόμουν, περὶ ὧν ἐπάγει καὶ τὰ ἐφεξῆς·


30, 2 καί γε ἰσχὺς χειρῶν αὐτῶν ἵνα τί μοι;
ἀλλ' οὐδὲ ᾔτησα ἐπικουρίαν παρ' αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦτο τοιούτοις
πρὸς ἐμὲ χρήσωνται ῥήμασιν.
30, 2 ἐπ' αὐτοὺς ἀπώλετο συντέλεια.
ἢ τοῦτο λέγει, ὅτι οὐκ ἔσχον γνώμην συνεσταλμένην, ἀλλὰ θρα-
734

σεῖαν· ἢ ὅτι πάλαι δίκην ἐχρεώστουν πονηροὶ ὄντες καὶ τρόπον τινὰ
ἀπέπτη αὐτῶν ἡ τιμωρία· ἢ ὅτι θανάτου ἐπιθυμοῦντες διὰ τὸ ἐνδεὲς
καὶ τὴν ἄκραν πενίαν οὐ τυγχάνουσιν.
30, 3 ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος.
ἀλλὰ καὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, καὶ λιμώττοντες τρόπον ἐφευρεῖν καὶ
γεννῆσαι ποριστικὸν οὐκ ἠδύναντο· τοῦτο γὰρ ἔοικε σημαίνειν τὸ
ἄγονος.ἢ καὶ τοῦτο λέγει, ὅτι οὐδὲ ὑπὸ τῆς ἐνδείας ἐσωφρονί-
σθησαν γεννητικοὶ γενέσθαι τοῦ καλοῦ, ἀλλ' ἔμειναν ἄγονοι, γεννῆ-
σαί τι ἀγαθὸν οὐ δυνάμενοι.
δύναται δὲ καὶ καθ' ἑαυτὸν ὁ στίχος νοούμενος {εἶναι} – πολλὰ
γὰρ τῶν στιχηρῶν καθ' αὑτὰ νοοῦνται – σημαίνειν τοὺς μὴ ἀπολαύ-
σαντας λόγου διδασκαλικοῦ τροφῆς καὶ διὰ τοῦτο μηδὲν δυνηθέντας
μαθεῖν ἀγαθόν.

Oecumenius Phil., Rhet., Commentarius in Apocalypsin “The complete


commentary of Oecumenius on the Apocalypse”, Ed. Hoskier, H.C.Ann
Arbor: University of Michigan Press, 1928.Page 61, line 2

κλεῖς τὴν ἐξουσίαν αἰνίττεται, λέγων ὁ ἔχων τὴν κλεῖν τοῦ


Δαυίδ, παραδηλοῖ ὅτι ὥσπερ ὁ Δαυὶδ τοῦ αἰσθητοῦ Ἰσραὴλ
ἐβασίλευσεν, οὕτως ἐγὼ πρὸς τῷ αἰσθητῷ καὶ τοῦ νοητοῦ,
εἰ καὶ ἡ διαφορὰ τῆς ἐξουσίας ἀσυγκρίταις ὑπεροχαῖς
διήλλακται. ποία γὰρ ἰσοτιμία ἀνθρώπου πρὸς Θεόν;
τοῦτο καὶ ὁ θεῖος ἄγγελος Γαβριὴλ τῇ παρθένῳ εὐηγ-
γελίσατο περὶ τοῦ Κυρίου, λέγων καὶ δώσει αὐτῷ Κύριος ὁ Θεὸς
τὸν θρόνον Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ· καὶ βασιλεύσει ἐπὶ τὸν
οἶκον Δαυὶδ εἰς τοὺς αἰῶνας, καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ
ἔσται τέλος. ἐπεὶ οὖν ὁμοίωμα τῆς βασιλείας τοῦ Δαυὶδ
ἐφεῦρεν ὁ Χριστός, εἰκότως λέγει ὁ ἔχων τὴν κλεῖν Δαυίδ.
εἶτα ἐπιμείνας τῇ τροπῇ τῆς κλειδός, ἐπάγει· ὁ ἀνοίγων,
καὶ οὐδεὶς κλείει· καὶ κλείων, καὶ οὐδεὶς ἀνοίγει. Θεὸς γὰρ ὁ
δικαιῶν· τίς ὁ κατακρίνων; Θεὸς ὁ κατακρίνων· τίς ὁ
δικαιῶν; ἀνοῖξαι γὰρ καὶ κλεῖσαι τὸ δικαιῶσαί φησιν
καὶ κατακρῖναι. οἶδά σού φησιν τὰ ἔργα ὅτι ἐστὶ θεοσεβῆ·
καὶ δέδωκά σοι τὴν τῶν ἀγαθῶν θύραν ἠνεωγμένην. προ-
λαβὼν δὲ ἔφη· ὁ ἀνοίγων καὶ οὐδεὶς κλείει οὐκοῦν καὶ τὴν
θύραν ἣν δέδωκα ἠνεωγμένην οὒ κλείσει τις. ὅτι φησὶν
μικρὰν ἔχεις δύναμιν καὶ ἐτήρησας μου τὸν λόγον καὶ οὐκ
ἠρνήσω τὸ ὄνομα μου. μικρὰ πόλις ἡ Φιλαδέλφεια, δι' ὃ καὶ

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. (2871: 001)


735

“Ioannis Malalae chronographia”, Ed. Dindorf, L.


Bonn: Weber, 1831; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Page 32, line 2

Ταύρου ἐξαίφνης ἔφοδόν τε καὶ ἁρπαγήν, εὐθέως ἐξέπεμψε τὸν


Κάδμον διὰ τὴν Εὐρώπην μετὰ χρημάτων πολλῶν καὶ στρατοῦ.
μέλλων δὲ τελευτᾶν ὁ αὐτὸς βασιλεὺς Ἀγήνωρ διετάξατο πᾶσαν
ἣν ὑπέταξε γῆν μερίσασθαι τοὺς τρεῖς αὐτοῦ υἱούς. καὶ ἔλαβεν
ὁ Φοῖνιξ τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν, καλέσας τὴν ὑπ' αὐ-
τὸν γενομένην γῆν Φοινίκην· ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Σύρος, εἰς τὸ ἴδιον
ὄνομα καλέσας τὴν ἐπιλαχοῦσαν αὐτῷ χώραν Συρίαν· ὡσαύτως
δὲ καὶ ὁ Κίλιξ τὸ ἐπιλαγχάνον αὐτῷ κλῖμα ἐκάλεσε Κιλικία εἰς τὸ
ἴδιον αὐτοῦ ὄνομα.
Ἐν δὲ τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας τοῦ Φοίνικος ἦν Ἡρακλῆς
ὁ φιλόσοφος, ὁ λεγόμενος Τύριος, ὅστις ἐφεῦρε τὴν κογχύλην·
ἐωριζόμενος γὰρ ἐπὶ τὸ παράλιον μέρος τῆς Τύρου πόλεως εἶδε
ποιμενικὸν κύνα ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, ὅπερ ἐστὶ μι-
κρὸν εἶδος θαλάσσιον κοχλιοειδές, καὶ τὸν ποιμένα, νομίζοντα
αἱμάσσειν τὸν κύνα, λαβόντα ἀπὸ τῶν προβάτων πόκον ἐρέας καὶ
καταμάσσοντα τὸ καταφερόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κυνὸς καὶ
βάπτοντα τὸν πόκον. ὁ δὲ Ἡρακλῆς, προσεσχηκὼς μὴ εἶναι αὐτὸ
αἷμα, ἀλλὰ βάμματος παραξένου ἀρετήν, ἐθαύμασε· καὶ γνοὺς
ὅτι ἐκ τῆς κογχύλης ἐστὶ τὸ κατιὸν βάμμα τοῦ πόκου, εἰληφὼς
ἐκ τοῦ ποιμένος τὸν πόκον ὡς μέγα δῶρον τοῦτο προσήγαγε τᾷ
βασιλεῖ τῆς Τύρου Φοίνικι. καὶ ἐκπλαγεὶς καὶ αὐτὸς ἐπὶ τῇ θέᾳ

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. Page 76, line 12

καλὸν ἴδριες, ἀλλὰ μάτην ἀδαήμονες, ἀπρονόητοι.


ἔμπειροι. ἑρμηνεία. ἀλλ' ὡς ἔτυχεν [ἅμα] ἀμαθεστάτως φέ-
ρονται, μηδὲν προεννοούμενοι. καὶ ἄλλους δὲ πολλοὺς στίχους
ἐξέθετο ὁ αὐτὸς σοφώτατος Ὀρφεύς. ταῦτα δὲ πάντα ἐξέθετο ὁ
σοφώτατος Τιμόθεος χρονογράφος, λέγων τὸν αὐτὸν Ὀρφέα
πρὸ τοσούτων χρόνων εἰπόντα τριάδα ὁμοούσιον δημιουργῆσαι
τὰ πάντα.
Μετὰ δὲ Γεδεὼν ἡγεῖτο τοῦ Ἰσραὴλ Θῶλας. ἐν δὲ τοῖς και-
ροῖς τοῦ Θῶλα ἦν ἐν τῇ Φρυγίᾳ χώρᾳ Μαρσύας ὁ φιλόσοφος,
ὅστις ἐφεῦρε διὰ μουσικῆς αὐλοὺς ἀπὸ καλάμων. καὶ ἀπενοεῖτο
ἀποθεῶν ἑαυτὸν καὶ λέγων, Εὗρον τροφὴν ἀνθρώποις διὰ τοῦ
μέλους τῶν μουσικῶν καλάμων. ᾤκει δὲ ὁ αὐτὸς Μαρσύας εἰς
736

τοὺς ἰδίους ἀγροὺς τὸν ἅπαντα χρόνον· ὅστις Μαρσύας θεοχο-


λωτηθεὶς ἐξέστη τοῦ ἰδίου νοός, καὶ παραφρονήσας ἔῤῥιψεν ἑαυ-
τὸν εἰς τὸν ποταμὸν καὶ ἀπώλετο· ὅντινα ποταμὸν οἱ τῆς αὐτῆς
χώρας Μαρσύαν καλοῦσιν ἕως τῆς νῦν. περὶ οὗ ἱστοροῦσιν οἱ
ποιηταὶ ὅτι πρὸς ἔριν τοῦ Ἀπόλλωνος ἦλθε· τοῦτο λέγουσι, φη-
σίν, ὅτι οὗτος βλασφημήσας ἐξέστη τοῦ ἰδίου νοὸς καὶ ἐφονεύ-
θη, καθὰ καὶ ὁ σοφώτατος Νίνος συνεγράψατο. καὶ ὁ σοφώ-
τατος δὲ Λουκιανὸς ἐμνημόνευσε τῆς ἱστορίας ταύτης, ὅστις εἶ

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. Page 175, line 1

Δημήτρας ἀγωνιζόμενος, ὅ ἐστιν ὑπὲρ τῆς γῆς, λιμὸς σίτου


καὶ σπάνις οἴνου καὶ ἐλαίου καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν γίνεται.
καὶ ἐνίκησε πολλοὺς ὁ Οἰνόμαος ἀνταγωνιστὰς καὶ ἐπὶ πολλὰ ἔτη·
εἶχε γὰρ καὶ τὸν Ἄψυρτον διδάσκοντα αὐτὸν τὴν ἡνιοχικὴν τέχνην.
ὅστις Οἰνόμαος ἡττηθεὶς ὑπὸ Πέλοπος τοῦ Λυδοῦ ἐφονεύθη.
Τὸν δὲ ἱππικὸν ἀγῶνα τοῦτον ἐπενόησε πρῶτος Ἐνυάλιός τις
ὀνόματι, υἱὸς Ποσειδῶνος, ἀγαγόμενος τὴν Λιβύην, θυγατέρα
τῆς Ἰοῦς καὶ τοῦ Πίκου Διός, ὃς κρατήσας τὰ μεσημβρινὰ μέρη
ἐκάλεσε τὴν αὐτὴν χώραν ἐν ᾗ ἐβασίλευσε Λιβύην εἰς ὄνομα
τῆς αὐτοῦ γυναικός. τὸν δὲ αὐτὸν ἱππικὸν ἀγῶνα ὁ Ἐνυάλιος
ἅρμασι διπώλοις ἐφεῦρε , καθὼς ταῦτα συνεγράψατο Καλλίμαχος
ὁ σοφὸς ἐν τοῖς Ἐτησίοις αὐτοῦ.
Καὶ λοιπὸν μετ' αὐτὸν ὁ Ἐριχθόνιος ἐπετέλεσε τὸν αὐτὸν
ἀγῶνα ἅρμασι τετραπώλοις· διὸ καὶ περιβόητος ἐγένετο, καθὰ
ἐν ταῖς Χάρακος ἐμφέρεται ἱστορίαις· ὃς συνεγράψατο καὶ ταῦτα,
ὅτι τοῦ ἱπποδρομίου τὸ κτίσμα εἰς τὴν τοῦ κόσμου διοίκησιν ᾠκο-
δομήθη, τοῦτ' ἐστὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης·
τὰς δὲ δεκαδύο θύρας τοὺς δώδεκα οἴκους ἱστόρησε τοῦ ζωδια-
κοῦ τοῦ διοικοῦντος τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τῶν ἀν-
θρώπων τὸν παροδικὸν τοῦ βίου δρόμον. τὸ δὲ πέλμα τοῦ ἱπ-
πικοῦ τὴν γῆν πᾶσαν εἶναι, τὸν δὲ εὔριπον τὴν θάλασσαν ὑπὸ

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. Page 175, line 18

τὰς δὲ δεκαδύο θύρας τοὺς δώδεκα οἴκους ἱστόρησε τοῦ ζωδια-


κοῦ τοῦ διοικοῦντος τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ τῶν ἀν-
θρώπων τὸν παροδικὸν τοῦ βίου δρόμον. τὸ δὲ πέλμα τοῦ ἱπ-
πικοῦ τὴν γῆν πᾶσαν εἶναι, τὸν δὲ εὔριπον τὴν θάλασσαν ὑπὸ
τῆς γῆς μεσαζομένην, τὸν δὲ ἐπὶ τὰς θύρας καμπτὸν τὴν ἀνατο-
λήν, τὸν δὲ ἐπὶ τὴν σφενδόνην τὴν δύσιν, τὰ δὲ ἑπτὰ σπάτια
737

τὸν δρόμον καὶ τὴν κίνησιν τῆς ἀστρονομίας τῶν ἑπτὰ ἀστέρων
τῆς μεγάλης ἄρκτου.
Ὁ δὲ Ῥῶμος βασιλεὺς πρὸς τιμὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Ἡλίου καὶ
τῶν ὑπ' αὐτὸν τεσσάρων στοιχείων τὸν ἀγῶνα ἐν τῇ Ῥώμῃ
πρῶτος ἐφεῦρε , καὶ ἐπετέλεσεν ἐν τῇ χώρᾳ τῆς δύσεως, ἤτοι τῆς
Ἰταλίας, ἅρμασι τετραπώλοις, τοῦτ' ἐστὶ τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάς-
σῃ καὶ τῷ πυρὶ καὶ τῷ ἀέρι. καὶ ἐπέθηκεν ὁ Ῥῶμος τοῖς αὐ-
τοῖς τέτρασι στοιχείοις τὰ ὀνόματα, τῇ γῇ τὸ Πράσινον μέρος,
ὅ ἐστι τὸ χλοῶδες, τῇ δὲ θαλάσσῃ, ὅ ἐστι τοῖς ὕδασιν, τὸ Βέ-
νετον μέρος, ὡς κυανόν, τῷ δὲ πυρὶ τὸ Ῥούσιον μέρος, ὡς ἐρυ-
θρόν, τῷ δὲ ἀέρι τὸ Ἄλβον μέρος, ὡς λευκόν· κἀκεῖθεν ἐπε-
νοήθη τὰ τέσσαρα μέρη ἐν Ῥώμῃ. ἐκάλεσε δὲ τὸ Πράσινον μέ-
ρος, ὅ ἐστι ῥωμαϊστὶ τὸ ἐμπαράμονον, πραισεντεύειν γὰρ λέγεται
τὸ παραμένειν, διότι ἡ χλοώδης γῆ διὰ παντὸς ἵσταται σὺν τοῖς
ἄλσεσι. τὸ δὲ Βένετον ἐκάλεσεν ἐκ τοῦ εἶναι ὑπὸ τὴν Ῥώμην

Joannes Malalas Chronogr., Chronologica (fort. auctore anonymo


excerptorum chronologicorum) (2871: 002)“Ioannis Malalae
chronographia”, Ed. Dindorf, L.Bonn: Weber, 1831; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Page 20, line 12

ἐκείνη ἀπὸ τῶν μετοικησάντων ἐκεῖ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰάφεθ,


υἱοῦ Νῶε. Ἔζησεν δὲ Πῖκος ὁ καὶ Ζεὺς ἔτη ρκʹ, κρατῶν τὴν δύσιν καὶ
βασιλεύων αὐτῆς. καὶ ἔσχεν υἱοὺς πολλοὺς καὶ θυγατέρας ἀπὸ
τῶν εὐπρεπῶν γυναικῶν. ἔσχεν δὲ αὐτὸς Πῖκος ὁ καὶ Ζεὺς υἱὸν
ὀνόματι Φαῦνον, ὃν καὶ Ἑρμῆν ἐκάλεσεν εἰς ὄνομα τοῦ πλανήτου
ἀστέρος. Μετὰ δὲ τὴν τελευτὴν τοῦ αὐτοῦ Πίκου τοῦ καὶ Διὸς ἐβασί-
λευσεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ Φαῦνος ὁ καὶ Ἑρμῆς τῆς Ἰταλίας ἔτη
τριάκοντα πέντε, ὃς ἦν ἀνὴρ πανοῦργος καὶ μαθηματικός· ὅστις
ἐφεῦρεν τὸ μέταλλον τοῦ χρυσίου ἐν τῇ δύσει πρῶτος καὶ τὸ χω-
νεύειν. γνοὺς δὲ ὅτι διαφθονοῦνται αὐτῷ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ οἱ
ἀπὸ τῶν γυναικῶν ὧν ἔσχεν Πῖκος ὁ καὶ Ζεύς, ὁ αὐτοῦ πατήρ·
ἠβούλοντο γὰρ αὐτὸν φονεῦσαι, ὡς ὄντες πολλοί, περί που ἑβδο-
μήκοντα· μετὰ γὰρ πολλῶν συμμιγνύμενος γυναικῶν ἐτεκνοποίη-
σεν ὁ Ζεύς· πολὺ χρυσίον ἐγκολπωσάμενος εἰς ὑπερβολὴν ἀνεχώ-
ρησεν, καὶ ἀπέρχεται εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὸς τὴν φυλὴν τοῦ Χάμ,
υἱοῦ Νῶε, οἵτινες ἐδέξαντο αὐτὸν ἐν τιμῇ. καὶ διέτριβεν ἐκεῖ
ὑπερηφανῶν πάντας, καὶ φορῶν τὴν χρυσῆν στολὴν ἐφιλοσόφει
παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις, λέγων αὐτοῖς μαντείας μελλόντων· ἦν γὰρ
φύσει σφόδρα λογικός·
738

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. (eclogae e cod. Paris. gr. 1336) (2871:


003)“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecae regiae
Parisiensis, vol. 2”, Ed. Cramer, J.A. Oxford: Oxford University Press,
1839, Repr. 1967.Page 239, line 14

οὐκ ἠδυνήθη· οὕτως δὲ ὁ Σοφοκλῆς ἐρέθετο ἐν τοῖς συγγράμμασιν


αὐτοῦ ταῦτα. “ὡς ἕνα τῆς ἀληθείας εἶναι· εἶ ἔστι Θεὸς ὃς οὐρα-
“νὸν ἔτευξε καὶ γαῖαν μακρὰν, πόντου τε χαροπὸν οἶδμα καὶ
“ἀνέμων βίας· θνητοὶ δὲ πολλοὶ καρδίαν πεπλανημένοι, ἱδρυσά-
“μεθα πεμμάτων παραψυχὰς, θεῶν ἀγάλματα ἐκ λίθων καὶ
“ξύλων χρυσοτεύκτων ἐλεφαντίνων τύπων, θυσίας τε τούτοις καὶ
“κοινὰς πανηγύρεις τεύχοντες, εὐσεβεῖν νομίζομεν.” μοναρχίαν
γὰρ ἐδόκει δοξάζειν Σοφοκλῆς.
Ἐν δὲ τοῖς χρόνοις τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Φοίνικος ἦν Ἡρακλῆς ὁ
φιλόσοφος Σύρος, ὅστις ἐφεῦρε τὴν κογχύλην. διερχόμενος γὰρ
περὶ τὸ παράλιον μέρος τῆς πόλεως Τύρου, εἶδεν κύνα ποιμένος
ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, καὶ τὸν ποιμένα λαβόντα πόκον
ἐρίου ἀπὸ τῶν προβάτων, νομίζοντα αἱμάττειν τὸν κύνα τὸ κατα-
φερόμενον αἷμα ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ τοῦ κυνὸς, κατέβαψε τὸν
πόκον. ὁ δὲ Ἡρακλῆς προσεσχηκὼς μὴ εἶναι αὐτῷ αἶμα, ἀλλὰ
βάμματος παραξένου ἀρετὴν, ἐθαύμασε, καὶ ἄρας ἐκ τοῦ ποιμένος
τὸν πόκον, καὶ γνοὺς ὅτι ἐκ τῆς κογχύλης ἐστὶ τὸ καταρέον αἷμα,
ὡς μέγα τί δῶρον προσήγαγε τῷ βασιλεῖ τῆς Τύρου Φοίνικι, ὅστις
θαυμάσας, ἐκέλευσε ἐξ αὐτοῦ τοῦ βάματος τῆς κογχύλης βα-
φῆναι ἔριον, καὶ γενέσθαι αὐτὸ περιβόλαιον

Ιωάννης Μαλαλάς χρονογραφία. (eclogae e cod. Paris. gr. 1336) Page


241, line 7

ἥν τινα ἐκάλεσε Σαλὴμ, ὅ ἐστιν ἑρμηνευόμενον πόλις εἰρήνης,


καὶ ἐβασίλευσεν ἐν αὐτῇ ἔτη ριγ, καὶ τελευτᾷ δίκαιος καὶ παρ-
θένος, καθὼς Ἰώσηπος ἐξέθετο. ἀπὸ οὖν τοῦ κατακλυσμοῦ ἕως τῆς
πυργοποιΐας ἕως Ἀβραὰμ ἔτη ρκγ, καὶ ἐγένετο θεογνωσία ἀπὸ
Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, καὶ Ἰακὼβ ἐγγόνου αὐτοῦ,
καὶ τοῦ σπέρματος αὐτῶν, ἐξ ὧν εἰσὶν Ἑβραῖοι ἀπὸ τοῦ χρόνου
Ἀβραὰμ τὸν χαρακτῆρα τοῦ ἔθνους διὰ περιτομῆς εἰληφότες· ἡ
δὲ τοῦ Ἰούδα φυλὴ τοῦ τετάρτου ω Ἰακὼβ, ἐκράτει τῶν Ἰουδαίων
καὶ ἐδιοίκει, ὅθεν καὶ τὸ ὄνομα εἶχον.
Ἐν δὲ τοῖς χρόνοις τούτοις ἀνεφάνη τίς ἐκ φυλῆς τοῦ Ἰάφεθ,
ὀνόματι Ἡσίοδος, ὅστις ἐφεῦρε τὰ Ἑλληνικὰ γράμματα, ὁ καὶ
θεολόγος τῶν Ἑλλήνων.
739

Ὅτι ἐν τοῖς χρόνοις Φαραὼ τοῦ καὶ Ἀχὼρ βασιλέως Αἰγύπτου,


ἀνεφάνη τις ἐκ τῆς φυλῆς Ἰάφεθ γιγαντοειδὴς φιλόσοφος, ὀνόματι
Ἐνδυμίων, ἐν τῇ Καρίᾳ χώρᾳ, ὅστις μυστικὰς εὐχὰς ἔχων καὶ
λέγων εἰς τὴν σελήνην, ἠτεῖτο μαθεῖν παρ' αὐτῆς τὸ θεῖον ὄνομα
ἐν ὁράματι. ἐν τῷ οὖν εὔχεσθαι αὐτὸν ἦλθεν εἰς ὕπνον, καὶ ἤκουσεν
ἐν ὁράματι, καὶ οὐκ ἀνέστη, ἀλλ' ἔστη τὸ λείψανον αὐτοῦ ἐν
Καρίᾳ χώρᾳ δωνούμενον. περὶ οὗ φασι τὴν σελήνην φιλεῖν αὐτόν.
Ἐβασίλευσε δὲ τῶν Αἰγυπτίων Περσώνιος, ὅτε γέγονεν ἡ ἔξο-
δος τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ, καὶ ὅτι θεωρῶν τὰ τέρατα τὰ ὑπὸ Θεοῦ διὰ

Romanus Melodus Hymnographus, Cantica (2881: 001)


“Romanos le Mélode. Hymnes, vols. 1–5”, Ed. Grosdidier de Matons, J.
Paris: Cerf, 1:1964; 2:1965; 3:1965; 4:1967; 5:1981; Sources chrétiennes
99, 110, 114, 128, 283.Hymn 38, se. 4, line 6

ἐκ τοῦ ποταμοῦ τὴν ἀξίνην ἀνελών·


τῷ ἐλαφρῷ τὸ βαρὺ ὁ προφήτης εἵλκυσε,
προοιμιάζων σοι καὶ διδάσκων σε
ὅτι ξύλῳ ὁ Ἀδὰμ μέλλει ἀνάγεσθαι
ἀπὸ ταλαιπωρίας πάλιν εἰς τὸν παράδεισον.
– Τίς τοιαύτην ἔννοιαν ὑπέθετό σοι, ὦ Ἅιδη;
Πόθεν ἐδειλίασας ἐν φόβῳ οὗ οὐκ ἦν φόβος,
ἐκ ξύλου ἀτίμου, ξηροῦ καὶ ἀκάρπου,
τοῦ γενομένου πρὸς ἀναίρεσιν
τῶν κακουργούντων καὶ χαιρόντων αἵμασι;
Πιλᾶτος γὰρ τοῦτο ἐφεῦρε , πεισθείς μου τοῖς συμβουλεύμασι,
καὶ τρέμεις αὐτό, καὶ ἡγεῖσαι δυνατόν;
Τὸ τιμωρὸν πανταχοῦ παρὰ σοῦ σωτήριον;
Τίς ὁ πλανήσας σε; Τίς δ' ὁ πείσας σε
ὅτι ξύλῳ ὁ πεσὼν ξύλῳ ἀνίσταται
καὶ καλεῖται οἰκῆσαι πάλιν εἰς τὸν παράδεισον;
– Ἄφρων ἄφνω γέγονας, ὁ πρώην φρόνιμος ὄφις·
πᾶσα ἡ σοφία σου διὰ σταυροῦ κατεπόθη
καὶ ἐν τῇ παγίδι τῇ σῇ ἐζωγρεύθης·
ἆρον τὸ ὄμμα καὶ θεώρησον
ὅτι εἰς βόθρον ὃν εἰργάσω ἔπεσας.

Maximus Confessor Theol., Quaestiones et dubia (2892: 002)


“Maximi confessoris quaestiones et dubia”, Ed. Declerck, J.H.
Turnhout: Brepols, 1982; Corpus Christianorum. Series Graeca 10.
Se. 169, line 16
740

διώκων,ψιλούμενος δὲ διδοὺς ἢ πάροχος·ἐνταῦθα δὲ


ἐπὶ τῆς ἀνδρείας τὸν Ἰωὰβ ἐκληπτέον, τὸν δὲ Σάβεε ἐπὶ
τῆς ὑπερηφανίας ἥτις ὡς κεφαλὴ οἰκίσκων τρόπον καὶ τὰ
λοιπὰ πάθη ἐνπεριέχει. Ὅτ' ἂν οὖν αἴσθηται ὁ ἐνάρετος
νοῦς τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ὑπερηφανίας, ἀποστέλλει τὸν
Ἰωάβ, τουτέστιν τὴν ἀνδρείαν, ἐκδιώκουσαν καὶ παροτρύ-
νουσαν τὰς τῆς ψυχῆς δυνάμεις πρὸς ἀναίρεσιν αὐτῆς.
Φεύγουσα οὖν αὐτὴ ἐγκρύπτεται ὡς εἴς τινα πόλιν,
μιᾷ τῶν ἀρετῶν· ἐκπορθεῖ ταύτην ἡ ἀνδρεία, ζητοῦσα τὴν
τῆς ὑπερηφανίας ἀναίρεσιν ποιήσασθαι· ἡ δὲ σοφὴ γυνή,
ἥτις ἐστὶν ἡ σοφία, τῇ ἐφευρέσει τῶν συστατικῶν τῆς ἀ-
ρετῆς αἰτιῶν ἀναίρεσιν ποιεῖται τῶν ποιητικῶν τῶν παθῶν
αἰτιῶν, δι' ὧν πᾶσα σύστασις γίνεται ἐν τῇ ψυχῇ κακίας.
Τί σημαίνει ἡ κατὰ τὸν Ἀμεσσαεὶ ἱστορία ἡνίκα ὁ Ἰωὰβ
ἀπέκτεινεν αὐτόν;
Ὁ Ἀμεσσαεὶ ἠλειμμένος ἢ ἀλείφωνἑρμηνεύεται·
λαμβάνεται οὖν ἐπὶ τῆς ἀπαθείας, ὡς πᾶσαν λαβὴν τῶν
ἐναντίων διαφεύγων εὐχερῶς διὰ τὴν τελειότητα, ὁ δὲ
Ἰωὰβ ἐπὶ τῆς ἀνδρείας. Ὅτ' ἂν οὖν ἡ ψυχὴ διὰ τῆς
ἀνδρείας μετὰ τὴν ἐν ἕξει τελείαν ἀπάθειαν καταλείψασα
τὴν εὐχήν, πάθει τινὶμάτην προσασχολεῖται, ἀποκτέννει,

Maximus Confessor Theol., Liber asceticus (2892: 112)


“S. Massimo Confessore. La mistagogia ed altri scritti”, Ed. Cantarella,
R.Florence: Testi Cristiani, 1931.Se. 35, line 16

πληγὴ φλεγμαίνουσα· οὐκ ἔστι μάλαγμα ἐπιθεῖναι, οὔτε ἔλα-


ιον, οὔτε καταδέσμους.” Εἶτα τί τὸ ἐπὶ τούτοις; “Ἐγκαταλει-
φθήσεται ἡ θυγάτηρ Σιὼν ὡς σκηνὴ ἐν ἀμπελῶνι, καὶ
ὡς ὀπωροφυλάκιον ἐν σικυηλάτῳ, ὡς πόλις πολιορκουμένη.”
Ταύτην ἡμῶν τῆς ψυχῆςτὴν ἐρήμωσιν καὶ ὁ Ἀπόστολος
δηλῶν, ἔλεγε· “Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν
ἐπιγνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν,
ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα· πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, κακίᾳ,
πονηρίᾳ, πλεονεξίᾳ· μεστοὺς φθόνου, φόνου, ἔριδος, δόλου,
κακοηθείας· ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς, ὑβριστάς,
ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀσυνέτους, ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀσπόνδους, ἀνελεήμονας·
οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ ἐπιγνόντες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα
πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ ποιοῦσιν,
ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσι.” Διὰ τοῦτο πα-
ρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας, τοῦ ἀτιμάζεσθαι τὰ
σώματα αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς. Καὶ τί τὸ ἐπὶ τούτοις; “Ἀποκα-
741

λύπτεται,” φησίν, “ὀργὴ Θεοῦ ἀπ' οὐρανοῦ ἐπὶ πᾶσαν ἀσέ-


βειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων,” καὶ τὰ ἑξῆς.
λϛʹ Ταύτην τῆς ψυχῆς ἐρήμωσιν καὶ ὁ Κύριος μηνύων,
ἔλεγεν· “Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτείνουσα τοὺς

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort.


compilatore Juliano Ariano) (2894: 001)“Les constitutions apostoliques,
3 vols.”, Ed. Metzger, M.Paris: Cerf, 1:1985; 2:1986; 3:1987; Sources
chrétiennes 320, 329, 336.B. 6, ch. 27, line 46

τοὺς ἀχαρίστους, εἰ καί τις ἄλλος, τοὺς ῥᾳθύμους, τοὺς


ἀμελεῖς, τοὺς ὑπνώδεις, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἀχαριστίᾳ κακό-
νοιαν νοσήσας ἐγυμνώθη παρὰ Θεοῦ τῆς ἀξίας, ἀντὶ ἀρχαγγέ-
λου διάβολος αἱρησάμενος εἶναι.
Διὸ καὶ τῶν ματαίων ἀπόσχου λόγων, ὦ γύναι, καὶ
ἔσο μεμνημένη πάντοτε Θεοῦ τοῦ σε δημιουργήσαντος καὶ
προσεύχου τούτῳ, ἐστὶν γὰρ σοῦ καὶ τῶν ὅλων Κύριος·
καὶ μελέτα τοὺς αὐτοῦ νόμους, μηθὲν παρατηρουμένη, μὴ
κάθαρσιν φυσικήν, μὴ μίξιν νόμιμον, μὴ τοκετὸν ἢ ἀποβολήν,
μὴ μῶμον σώματος, ἐπείπερ τὰ τοιαῦτα παρατηρήματα
μωρῶν ἀνθρώπων ἐφευρέματα μάτια καὶ νοῦν οὐκ ἔχοντα.
Οὔτε δὲ κῆδος ἀνθρώπου οὔτε ὀστέον νεκροῦ οὔτε
μνῆμα οὔτε τοιόνδε βρῶμα οὔτε ὀνειρωγμὸς μιᾶναι δύναται
ἀνθρώπου ψυχήν, ἀλλὰ μόνη ἀσέβεια ἡ εἰς Θεὸν καὶ παρα-
νομία καὶ ἡ εἰς τὸν πλησίον ἀδικία, λέγω δὴ ἁρπαγὴ ἢ βία
ἢ εἴ τι ἐναντίον τῆς αὐτοῦ δικαιοσύνης, μοιχεία ἢ πορνεία.
Ὅθεν τὰ τοιαῦτα περιϊστάμενοι παρατηρήματα
φεύγετε, ἀγαπητοί· ἑλληνικὰ γὰρ τυγχάνει. Οὔτε γὰρ τὸν
τεθνεῶτα βδελυσσόμεθα, ὡς ἐκεῖνοι, ἐλπίζοντες αὐτὸν πάλιν
ἀναβιῶναι, οὔτε τὴν νόμιμον μίξιν κακίζομεν· ἔθος γὰρ
αὐτοῖς τὰ τοιαῦτα ἀσεβεῖν.

Constitutiones Apostolorum, Constitutiones apostolorum (fort.


compilatore Juliano Ariano) B. 7, ch. 41, line 5

πᾶσαν ἀσέβειαν ἐξελόντας ἀπ' αὐτῶν, τότε τὴν εὐσέβειαν


αὐτοῖς ἐγκαταβάλλεσθαι καὶ τοῦ βαπτίσματος ἀξιῶσαι. Καὶ
γὰρ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν οὕτως ἡμῖν παρῄνεσεν εἰπών·
»Μαθητεύσατε πρότερον πάντα τὰ ἔθνη», καὶ τότε ἐπήγαγεν
τὸ «Καὶ βαπτίσατε αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ
τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.»
742

Ἀπαγγελλέτω οὖν ὁ βαπτιζόμενος ἐν τῷ ἀποτάς-


σεσθαι·
Ἀποτάσσομαι τῷ σατανᾷ καὶ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ
καὶ ταῖς πομπαῖς αὐτοῦ καὶ ταῖς λατρείαις αὐτοῦ καὶ τοῖς
ἀγγέλοις αὐτοῦ καὶ ταῖς ἐφευρέσεσιν αὐτοῦ καὶ πᾶσι τοῖς
ὑπ' αὐτόν.
Μετὰ δὲ τὴν ἀποταγὴν συντασσόμενος λεγέτω, ὅτι·
Καὶ συντάσσομαι τῷ Χριστῷ· καὶ πιστεύω καὶ
βαπτίζομαι εἰς ἕνα ἀγέννητον μόνον ἀληθινὸν Θεὸν παν-
τοκράτορα, τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, κτίστην καὶ δημιουργὸν
τῶν ἁπάντων, ἐξ οὗ τὰ πάντα· καὶ εἰς τὸν Κύριον
Ἰησοῦν τὸν Χριστόν, τὸν μονογενῆ αὐτοῦ Υἱόν, τὸν πρω-
τότοκον πάσης κτίσεως, τὸν πρὸ αἰώνων εὐδοκίᾳ τοῦ
Πατρὸς γεννηθέντα, οὐ κτισθέντα, δι' οὗ τὰ πάντα ἐγένετο
τὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, ὁρατά τε καὶ ἀόρατα·

Ιωάννης Δαμασκηνός. Dialectica sive Capita philosophica (recensio


fusior) (2934: 002)“Die Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 1”,
Ed. Kotter, B.Berlin: De Gruyter, 1969; Patristische Texte und Studien
7.Se. 8, line 48

σίων· ὥσπερ γὰρ τὸ ὁροθέσιον χωρίζει τὸ ἴδιον ἑκάστου


ἀπὸ τοῦ ἀλλοτρίου, οὕτω καὶ ὁ ὁρισμὸς τὴν φύσιν ἑκά-
στου χωρίζει ἀπὸ τῆς τοῦ ἑτέρου φύσεως.
Ὑγίεια δὲ ὁρισμοῦ ἐστι τὸ μὴ ἐλλείπειν μήτε πλεονά-
ζειν ταῖς λέξεσι, κακία δὲ τό τε ἐλλείπειν καὶ τὸ πλεονά-
ζειν ταῖς λέξεσι. Τέλειος δὲ ὁρισμός ἐστιν ὁ ἀντιστρέφων
πρὸς τὸ ὁριστόν, ἀτελὴς δὲ ὁ μὴ ἀντιστρέφων. Οὔτε οὖν
ὁ ἐλλείπων ταῖς λέξεσιν ἀντιστρέφει οὔτε ὁ πλεονάζων.
Ὅτε μὲν γὰρ πλεονάσει ταῖς λέξεσι, λείπει τοῖς πράγμα-
σιν· ὅτε δὲ λείψει ταῖς λέξεσι, πλεονάζει τοῖς πράγμασιν.
Ὥστε λέγειν· θαυμαστὸν ἐφεῦρεν ἡ φύσις μηχάνημα,
ἔνδειαν πλουτοῦσαν καὶ πλοῦτον ὑποκρινόμενον ἔνδειαν.
Οἷον ὁ τέλειος ὁρισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ‘ζῷον λογικὸν
θνητόν’. Ἰδοὺ ἀντιστρέφει· πᾶν γὰρ ζῷον λογικὸν θνη-
τὸν ἄνθρωπός ἐστι, καὶ πᾶς ἄνθρωπος ζῷόν ἐστι λογικὸν
θνητόν. Ἐὰν οὖν λείψῃ μιᾷ λέξει, πλεονάζει τοῖς πρά-
γμασιν, οἷον ζῷον λογικόν. Ἰδοὺ ἔλειψε τῇ λέξει, οὐ γὰρ
εἶπον ‘θνητόν’, καὶ ἐπλεόνασε τοῖς πράγμασιν, οὐ γὰρ
μόνος ἄνθρωπος ζῷον λογικὸν ἀλλὰ καὶ ἄγγελος,
καὶ οὐκ ἀντιστρέφει. Ἐὰν δὲ εἴπω ‘ζῷον λογικόν, θνη-
τόν, γραμματικόν’, πάλιν οὐκ ἀντιστρέφει·
743

Ιωάννης Δαμασκηνός. Orationes de imaginibus tres (2934: 005)“Die


Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 3”, Ed. Kotter, B.Berlin: De
Gruyter, 1975; Patristische Texte und Studien 17.
Se. 2,10, line 45

νὴν διαθήκην τούς τε λόγους


τῶν ἁγίων καὶ ἐκκρίτων πα-
τέρων, τὴν δὲ αἰσχρὰν καὶ
μυσαρὰν καὶ ἀκάθαρτον γρα-
φὴν τῶν καταράτων Μανιχαί-
ων τε καὶ Ἑλλήνων καὶ τῶν
λοιπῶν αἱρέσεων ὡς ψευδῆ
καὶ μάταια περιέχουσαν καὶ
πρὸς δόξαν τοῦ διαβόλου
καὶ τῶν δαιμόνων αὐτοῦ καὶ
χαρὰν αὐτῶν ἐφευρεθεῖσαν
ἀποπτύομεν καὶ ἀποβαλλό-
μεθα καίτοι γε καὶ ὄνομα θεοῦ
περιέχουσαν. Οὕτως καὶ ἐν
τῷ πράγματι τῶν εἰκόνων χρὴ
ἐρευνᾶν τήν τε ἀλήθειαν καὶ
τὸν σκοπὸν τῶν ποιούντων
καί, εἰ μὲν ἀληθὴς καὶ ὀρ-
θὸς καὶ πρὸς δόξαν θεοῦ καὶ
τῶν ἁγίων αὐτοῦ καὶ πρὸς
ζῆλον ἀρετῆς καὶ ἀποφυγὴν

Ιωάννης ΚαμενιάτηςDe expugnatione Thessalonicae (3015: 001)


“Ioannis Caminiatae de expugnatione Thessalonicae”, Ed. Böhlig, G.
Berlin: De Gruyter, 1973; Corpus fontium historiae Byzantinae 4. Series
Berolinensis.Ch. 19, se. 13, line 2

τῆς ἑαυτοῦ σωτηρίας. καὶ οὕτως ἐν μεθορίῳ δύο χαλεπῶν κείμενος


καὶ ἐξ ἑκατέρου νικώμενος πρὸς πᾶσαν ἐνέργειαν ἦν τῶν δεόντων ἀνε-
πιτήδειος. πλὴν διὰ τὸ κατεπεῖγον τοῦ καιροῦ πύργους τινὰς ξυλο-
συνθέτους τῷ διερρυηκότι μέρει τοῦ τείχους ἡμεῖς δομησάμενοί τε καὶ
προς-
πελάσαντες ὀλίγην τινὰ παρέσχομεν ἑαυτοῖς χρηστῆς ἐλπίδος ἀνα-
ψυχήν, ὡς δῆθεν ἀφ' ὕψους τοὺς ἀπὸ τῆς θαλάσσης ἐρχομένους ἀπείρ-
γειν καὶ μὴ παραχωρεῖν αὐτοῖς πλησίον ἰέναι τοῦ τείχους καὶ τὰς
κακοβουλίας αὐτῶν ἐνεργεῖν.
ταῦτα δὲ σπευδόντων ἦν ἐφευρέματα, τῆς ἀνάγκης τοῦ φόβου τὰς
744

ἐπινοίας τῶν ματαίων ὑποβαλούσης, εἰ καὶ ὅτι, καθώς τις ἔφη σοφός,
εὐμήχανόν ἐστιν ἅπαν τὸ πιεζόμενον. οὐκ ἦν γὰρ ὅστις ἐν ἡμῖν βεβαίως
κατὰ τοῦ μέλλοντος σκέψεται ἢ
τῆς τῶν ἐλπιζομένων ἐκβάσεως.
Ὅμως ἐπειδὴ τοῦ στρατηγοῦ πληγέντος ἡ περὶ ἡμῶν ἅπασα
φροντὶς εἰς τὸν ῥηθέντα μετῄει Νικήταν, ἤρχετο καὶ αὐτὸς τὰ παρ'
ἑαυτοῦ τὸ κατὰ δύναμιν ἐπιδείκνυσθαι, ἔλεγε δὲ καὶ τῶν πλησιοχώρων
Σκλαβήνων, τῶν τε ὑφ' ἡμᾶς τελούντων καὶ τῶν ὑπὸ τὸν στρατηγὸν
Στρυμόνος, πλῆθος πολὺ προστετάχθαι συνελάσαι τῇ πόλει, τῆς τοξι-
κῆς ἐμπείρων, ὡς ἂν μηδ' ἡμεῖς τυχὸν εὑρεθῶμεν τῆς τῶν ἐναντίων ἐν-
δέοντες πανοπλίας, ἀλλ' ἔχωμεν οἷς τὴν πρώτην αὐτῶν

Ιωάννης ΚαμενιάτηςDe expugnatione Thessalonicae Ch. 51, se. 2, line


3

γονεν ὁ διὰ μέσου προτεθεὶς ὅρκος, πάσῃ μηχανῇ τὸ ἀσφαλὲς ἡμῖν


συντηρήσατε, καὶ εὖ ἴστε πάντα καὶ ἡμᾶς πληρώσειν ὅσα πρὸς ὑμᾶς
συνεθέμεθα.”
ταῦτα ἐκεῖνος ἀκηκοὼς καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν γνωρίσας
ἔπεισε πάντας ἐφορμήσαντας κατὰ τοῦ δυσμενοῦς μακρὰν αὐτὸν ἀπε-
λάσαι· οἳ δὴ καὶ κυκλώσαντες ἡμᾶς ἔκτοτε σχολαιοτέρως ἐβάδιζον.
Ἤλθομεν δὲ κατά τινα τόπον ἔνθα μονή τίς ἐστι παρθένων
ἀσκουσῶν γυναικῶν, ἥτις πάλαι τοῦ Ἀκρουλλίου κατονομάζεται.
καὶ πάλιν ἄλλῃ τινὶ κουστωδίᾳ βαρβάρων ἐντυχόντες κατὰ τὴν
προαυλαίαν οἱ μεθ' ἡμῶν βάρβαροι καί τι μικρὸν συστάντες αὐτοῖς
ἔδοξαν εἴσω χωρεῖν ὥς τι σπουδαῖον τοπάσαντες ἐφευρεῖν .
συνειπόμεθα
δὲ τούτοις καὶ ἡμεῖς, τοὺς παρόντας ὑποβλεπόμενοι καὶ μή πω τὰς
ψυχὰς τῆς προτέρας σκοτοδίνης ἀπαγαγόντες.
ὡς οὖν εἰσῄειμεν
τοῦ ναοῦ τὰ προπύλαια ὃς τοῦ ἁγίου ἐπικέκληται Γεωργίου, ὁρῶμέν
τινα βάρβαρον σκιμποδίῳ ἐγκαθεζόμενον, ἀνασπάσαντά τε τὰς ὀφρύας
ξίφος τε κατέχοντα γεγυμνωμένον, καὶ ἀτενὲς τοὺς ἑστῶτας βλέποντας
εἰς αὐτόν, εἴ τι καὶ βούλοιτο πράττειν, ἑτοίμους εἶναι ταῖς ὁρμαῖς
ὑπεμφαίνοντας.

Ιωάννης ΚαμενιάτηςDe expugnatione Thessalonicae Ch. 60, se. 7, line


7

δεινὸν ἀλαλάζοντας καὶ ἑαυτοὺς διαρρηγνύντας, καὶ μηκέτι κατέχειν τὴν


ἀθυμίαν τῶν τοσούτων ὀχληρῶν ἐξισχύοντας, ἀλλὰ δηλοῦντας ταῖς
745

οἰμωγαῖς τὴν ἔνδον τῆς καρδίας διάθεσιν, ὡς ἅπασα καταπίμπραται τῶν


πειρασμῶν ταῖς φλογώσεσιν.
ὡς γὰρ βιαίως οὕτως ἐξ ἀλλήλων
διαιρεθέντες φύρδην ταῖς ὁλκάσιν εἰσήχθησαν, εὐρείαις τε οὔσαις καὶ
ἱκαναῖς πλήθεσι πολλοῖς ἐξαρκεῖν, οὐ κατάστοιχα, οὐδ' ὡς ἄν τις εἴποι,
ἐν αὐτάρκει τόπῳ τοῦ σωματικοῦ ὄγκου τῶν εἰσελθόντων ἕκαστος τὴν
καθέδραν ἐλάμβανεν, ἀλλ' ὡς ἔτυχεν ἅπαξ κατενεχθείς, τοῦτο μόνον
ἀπεκεκλήρωτο, μὴ δυνηθεὶς ἐν ὅλαις ταῖς ἐφεξῆς ἡμέραις ἕως μιᾶς
παλαι-
στῆς τόπον ἐφευρεῖν , ἵν' ἀνακλιθεὶς ἀνάπαυσιν δῷ κἂν βραχεῖαν τῷ
σώματι. Πᾶσαι δὲ αἱ νῆες τῷ τρόπῳ τούτῳ πεπλήρωντο· τέτταρες γὰρ
οὖσαι, καθὼς ἔφαμεν, καὶ πεντήκοντα. ἔτι δὲ πλῆθος ἦν περιττεῦον,
ἄξιον καὶ αὐτὸ κρινόμενον τῆς ἀποδημίας. οἱ οὖν βάρβαροι
συναγα-γόντες τὰς νῆας τῆς πόλεως, αἷς ἐχρῶντό ποτε πρὸς τὸ τὸν σῖτον
ἐπι-κομίζειν οἱ καθ' ἡμᾶς ἔμποροι, ἔτι δὲ καὶ ἃς ἦμεν βυθίσαντες κατὰ
τοῦ πορθμοῦ τοῦ λιμένος σοφίσματί τινι ἀνελκύσαντες (ὃ καὶ ἐνήργησαν
διά

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum (3018: 001)


“Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope, 2 vols.”, Ed. Bekker, I.
Bonn: Weber, 1:1838; 2:1839; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.
Vol. 1, page 34, line 5

φῶν αὐτοῦ, ὡς εἴπομεν (περί που γὰρ τοὺς οʹ ὑπῆρχον ἀπὸ δια-
φόρων γυναικῶν γεννηθέντες τῷ Διί), ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον
πρὸς τὴν φυλὴν τοῦ Χὰμ υἱοῦ Νῶε, οἵτινες ἐδέξαντο αὐτὸν ἐν
τιμῇ· ὃς καὶ διέτριβεν ἐκεῖ ὑπερηφανῶν πάντας καὶ φορῶν χρυ-
σῆν στολήν. καὶ ἐφιλοσόφει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις, λέγων αὐτοῖς
μαντείας· λογικὸς γὰρ ἦν φύσει. καὶ προσεκύνουν αὐτὸν Ἑρμῆν
ὡς λέγοντα τὰ μέλλοντα καὶ διακονοῦντα αὐτοῖς τὴν τῶν μελλόν-
των ἐκ τοῦ θεοῦ δῆθεν ἀπόκρισιν καὶ παρέχοντα αὐτοῖς χρήματα·
ὃν καὶ πλουτοδότην ἐκάλουν ὡς τοῦ χρυσοῦ θεὸν νομίζοντες.
Ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα δὲ χρόνοις, ἐπὶ τῆς βασιλείας Φοίνι-
κος, ἦν Ἡρακλῆς ὁ φιλόσοφος ὁ λεγόμενος Τύριος, ὅστις ἐφεῦρε
τὴν κογχύλην. μετεωριζόμενος γὰρ εἰς τὸ παράλιον μέρος τῆς
Τύρου εἶδε ποιμενικὸν κύνα ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, καὶ
ποιμένα νομίζοντα αἱμάσσειν τὸν κύνα, ἀπὸ τῶν προβάτων πόκον
ἐρέας λαβόντα καταμάσσειν τὰ καταφερόμενα ἐκ τοῦ στόματος τοῦ
κυνός. ὁ δὲ Ἡρακλῆς προσεσχηκὼς καὶ ἰδὼν αὐτὸ βάμμα τι
ἐξαίσιον ἐθαύμασε· καὶ γνοὺς ὅτι ἐκ τῆς κογχύλης ἐστίν, εἰληφὼς
τὸν πόκον ὡς μέγα δῶρον προσήνεγκε τῷ βασιλεῖ τῆς Τύρου Φοί-
νικι, ὃς καὶ ἐκπλαγεὶς ἐπὶ τῇ θεᾷ τοῦ βάμματος ἐκέλευσεν ἐξ αὐ-
τοῦ βαφῆναι ἐρέαν καὶ γενέσθαι αὐτῷ βασιλικὸν περιβόλαιον,
746

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum Vol. 1, page 52, line 17

Ἀτλάντιον κόλπον οἰκοῦσι τοῦ ὠκεανοῦ πρῶτον Οὐρανὸν τοὔνομα


βασιλεῦσαι, γήμαντα Τιτάν, ἀφ' οὗ Τιτᾶνας ὀνομασθῆναι. τοῦ-
τον λέγουσι γενόμενον ἐπιμελῆ παρατηρητὴν τῶν ἄστρων πολλοῖς·
προλέγειν τὰ κατὰ κόσμον.
Τῷ δὲ πεʹ ἔτει Ἀβραὰμ λιμοῦ γενομένου κατέβη αὐτὸς εἰς
Αἴγυπτον. ἐν τούτῳ τῷ ἔτει τῆς Κρήτης βασιλεύει Ζεὺς ὁ τοῦ
Κρόνου υἱὸς καὶ Ἥρα. γίνεται δὲ καὶ ὁ Τιτάνων πρὸς Δία πό-
λεμος. καὶ Διόνυσος, οὐχ ὁ τῆς Σεμέλης ἀλλ' ἄλλος τούτου
πολὺ ἀρχαιότερος, τὸν οἶνον ἐξεῦρε καὶ ἐν τοῖς ληνοῖς ἀπέθλιψεν,
ἀφ' ὧν καὶ Ληναῖος ὠνομάσθη. ὡς καὶ Δήμητρα λέγεται ἐφευ-
ρεῖν τὸν σῖτον καὶ τὴν κριθήν. αὕτη δέ ἐστιν ἡ παρ' Αἰγυπτίοις
τιμωμένη Ἶσις. ὁ δὲ Διόνυσος παρ' Αἰγυπτίοις Ὄσιρις λέγεται.
ἐνταῦθα δὲ καὶ ἡ Μαρσύου τοῦ Φρυγὸς ἔρις κατὰ τοὺς μύθους
πρὸς Ἀπόλλωνα διὰ τὴν κιθάραν· ἐλθεῖν πρὸς Διόνυσον εἰς
Νύσσαν, κἀκεῖ τὸν Μαρσύαν ἡττηθέντα ἐκδαρῆναι ζῶντα παρὰ
τοῦ Ἀπόλλωνος διὰ τὴν ὀργήν, τάς τε χορδὰς ἐκρῆξαι καὶ τὴν
εὑρημένην ἁρμονίαν ἀφανίσαι. ὕστερον δὲ Μούσας καὶ Ὀρφέα
ταύτην ἀνευρεῖν Λίνῳ.

Γεώργιος Κεδρηνός Compendium historiarum Vol. 1, page 261, line 16

τεκοῦσα, Σέρβιον τὸ τεχθὲν ἐπωνόμασεν, ὡς ἂν εἰ εἴποιμεν δού-


λειον. οὗτος ἔτι προσέθηκε τῷ μεγέθει τῆς πόλεως, καὶ τάφρον
ὅτι μεγίστην περὶ τὸ τεῖχος ἤλασε. καὶ πρῶτος ἁπάντων τὸ τῶν
Ῥωμαίων πλῆθος ἀριθμηθεὶς εὗρεν ὀκτὼ μυριάδας πολιτῶν οὔσας
σὺν τρισχιλίοις ἀνδράσι, πρὸς τοῖς ἐπὶ τῶν ἀγρῶν διαιτωμένοις.
οὓς εἰς λόχους κατανείμας, καὶ ταῖς οὐσίαις ἑκάστου τιμήματα
πρὸς λόγον τῆς δυνάμεως ἐπιθείς, δικαιότατον ἁπάντων πολίτευμα
καὶ πολυωφελέστατον εἰσηγάγετο. ταύτῃ γὰρ τῇ διακοσμήσει
τάς τε τῶν στρατιωτῶν καταγραφὰς καὶ τὰς τῶν εἰσφορῶν συν-
τάξεις καὶ τὰ τιμήματα τῶν βίων ἐποιεῖτο· τέσσαρα γὰρ οὗτος
τὰ τιμωρημάτων ἐφεῦρεν ὄργανα. καὶ τεσσαράκοντα ἔτη τῆς
ἀρχῆς κρατήσας διαφθείρεται, δολοφονηθεὶς ὑπὸ Ταρκυνίου
Σουπέρβου. Ταρκύνιος Σούπερβος. οὗτος εὐθὺς πάντας ἐκίνησεν ἐπὶ
τὸ αὐθαδέστερον, καὶ βαρυτέραν τὴν πολιτείαν ἀπέφηνε, τούς τε
νόμους μεταθεὶς καὶ ἄρχοντας προβαλλόμενος, καὶ δι' αὐτῶν τὸν
δῆμον δεσμοῖς παντοίοις καὶ μεγάλοις καὶ κολάσεσι καὶ ἐξορίαις
αἰκιζόμενος· αὐτὸς γὰρ ἐξεῦρε δεσμά, μάστιγας, ξύλα, εἰρκτάς,
747

φυλακάς, κλοιούς, πέδας, ἁλύσεις, ἐξορίας, μέταλλα καὶ εἴ τι


ἄλλο κακόν. φιλοπόλεμός τε εἰ καί τις ἄλλος πώποτε γέγονεν,
ὑπερόπτης τε καὶ ἀλαζών. ὅθεν καὶ τὴν ἐπωνυμίαν ταύτην ἀπη

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De legationibus (3023:


001)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 1: excerpta de legationibus, pts. 1–2”, Ed. de Boor, C.
Berlin: Weidmann, 1903.Page 1, line 19

ότερόν τινα συνεγράψαντο, τοῦτο μὲν τῆς σφῶν αὐτῶν πολυμαθίας


δεῖγμα ἐναργὲς τοῖς μετέπειτα καταλιπεῖν ἱμειρόμενοι, τοῦτο δὲ
καὶ εὔκλειαν ἀείμνηστον ἐκ τῶν ἐντυγχανόντων καρπώσασθαι
μνώμενοι. ἐπεὶ δὲ ἐκ τῆς τῶν τοσούτων ἐτῶν περιδρομῆς ἄπλε-
τόν τι χρῆμα καὶ πραγμάτων ἐγίγνετο καὶ λόγων ἐπλέκετο, ἐπ'
ἄπειρόν τε καὶ ἀμήχανον ἡ τῆς ἱστορίας ηὐρύνετο συμπλοκή, ἔδει
δ' ἐπιρρεπέστερον πρὸς τὰ χείρω τὴν τῶν ἀνθρώπων προαίρεσιν
μετατίθεσθαι χρόνοις ὕστερον καὶ ὀλιγώρως ἔχειν πρὸς τὰ καλὰ
καὶ ῥᾳθυμότερον διακεῖσθαι πρὸς τὴν τῶν φθασάντων γενέσθαι
κατάληψιν, κατόπιν γινομένης τῆς ἀληθοῦς ἐπιτεύξεως, ὡς ἐντεῦθεν
ἀδηλίᾳ συσκιάζεσθαι τὴν τῆς ἱστορίας ἐφεύρεσιν, πῆ μὲν σπάνει
βίβλων ἐπωφελῶν, πῆ δὲ πρὸς τὴν ἐκτάδην πολυλογίαν δειμαινόν-
των καὶ κατορρωδούντων, ὁ τῆς πορφύρας ἀπόγονος Κωνσταντῖνος,
ὁ ὀρθοδοξότατος καὶ χριστιανικώτατος τῶν πώποτε βεβασιλευκό-
των, ὀξυωπέστερον πρὸς τὴν τῶν καλῶν κατανόησιν διακείμενος
καὶ δραστήριον ἐσχηκὼς νοῦν ἔκρινε βέλτιστον εἶναι καὶ κοινω-
φελὲς τῷ τε βίῳ ὀνησιφόρον, πρότερον μὲν ζητητικῇ διεγέρσει
βίβλους ἄλλοθεν ἄλλας ἐξ ἁπάσης ἑκασταχοῦ οἰκουμένης συλλέ-
ξασθαι παντοδαπῆς καὶ πολυειδοῦς ἐπιστήμης ἐγκύμονας, ἔπειτα
τὸ τῆς πλατυεπείας μέγεθος καὶ ἀκοὰς ἀποκναῖον ἄλλως τε καὶ
ὀχληρὸν καὶ φορτικὸν φαινόμενον τοῖς πολλοῖς δεῖν ᾠήθη

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De legationibus


Page 387, line 24

ἐπικαλεῖται βοήθειαν. γνωρίζεται ταῦτα τῷ βασιλεῖ Οὐάλεντι, καὶ


κελεύει τοὺς ἐνιδρυμένους κατὰ τὴν Θρᾴκην στρατιώτας βοηθεῖν
τοῖς βαρβάροις. κατὰ βαρβάρων οὖν στρατεύουσι καὶ ποιοῦνται
νίκην κατὰ Ἀθαναρίχου πέραν τοῦ Ἴστρου τοὺς πολεμίους εἰς
φυγὴν τρέψαντες. αὕτη πρόφασις γέγονε τοῦ χριστιανοὺς γενέσθαι
τῶν βαρβάρων πολλούς. ὁ γὰρ Φριτιγέρνης χάριν ἀποδιδοὺς ὧν
εὐηργέτητο τὴν θρησκείαν τοῦ βασιλέως ἠσπάζετο καὶ τοὺς ὑφ'
ἑαυτῷ τοῦτο ποιεῖν προετρέπετο. διὸ μέχρι νῦν πλείους οἱ Γότθοι
748

τῆς Ἀρειανῆς θρησκείας ὄντες τυγχάνουσι τότε διὰ τὸν βασιλέα


ταύτῃ προσθέμενοι. τότε καὶ Οὐλφίλας ὁ τῶν Γότθων ἐπίσκοπος
γράμματα ἐφεῦρε Γοτθικὰ καὶ τὸν χριστιανισμὸν ἐδίδασκεν. οὐκ
εἰς μακρὰν δὲ οἱ βάρβαροι φιλίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι
αὖθις ὑφ' ἑτέρων βαρβάρων γειτνιαζόντων αὐτοῖς τῶν καλουμένων
Οὔννων καταπολεμηθέντες καὶ τῆς ἰδίας ἐξελασθέντες χώρας καὶ
τὴν Ῥωμαίων γῆν καταφεύγουσιν δουλεύειν τῷ βασιλεῖ συντι-
θέμενοι καὶ τοῦτο πράττειν, ὅπερ ἂν ὁ Ῥωμαίων προστάξειε
βασιλεύς. ταῦτα εἰς γνῶσιν ἥκει τοῦ Οὐάλεντος, καὶ μηδὲν
προϊδόμενος κελεύει τοὺς ἱκετεύοντας οἴκτου τυχεῖν, πρὸς ἓν
μόνον τοῦτο οἰκτίρμων γενόμενος. ἀφορίζει οὖν αὐτοῖς τὰ μέρη
τῆς Θρᾴκης εὐτυχεῖν μάλιστα ἐπὶ τούτῳ νομίσας. ἐλογίζετο
δὲ ὡς εἴη ἕτοιμον καὶ εὐπρεπὲς κτησάμενος κατὰπολεμίων

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis (3023:


002)“Excerpta historica iussu imp. Constantini Porphyrogeniti confecta,
vol. 2: excerpta de virtutibus et vitiis, pts. 1 & 2”, Ed. Büttner–Wobst, T.,
Roos, A.G.Berlin: Weidmann, 2.1:1906; 2.2:1910.Vol. 1, page 1, line 18

δεῖγμα ἐναργὲς τοῖς μετέπειτα καταλιπεῖν ἱμειρόμενοι, τοῦτο δὲ


καὶ εὔκλειαν ἀείμνηστον ἐκ τῶν ἐντυγχανόντων καρπώσασθαι
μνώμενοι. ἐπεὶ δὲ ἐκ τῆς τῶν τοσούτων ἐτῶν περιδρομῆς ἄπλε-
τόν τι χρῆμα καὶ πραγμάτων ἐγίγνετο καὶ λόγων ἐπλέκετο, ἐπ'
ἄπειρόν τε καὶ ἀμήχανον ἡ τῆς ἱστορίας εὐρύνετο συμπλοκή, ἔδει
δ' ἐπιρρεπέστερον πρὸς τὰ χείρω τὴν τῶν ἀνθρώπων προαίρεσιν
μετατίθεσθαι χρόνοις ὕστερον καὶ ὀλιγώρως ἔχειν πρὸς τὰ καλὰ
καὶ ῥᾳθυμότερον διακεῖσθαι πρὸς τὴν τῶν φθασάντων γενέσθαι
κατάληψιν, κατόπιν γινομένης τῆς ἀληθοῦς ἐπιτεύξεως, ὥστ' ἐν-
τεῦθεν ἀδηλίᾳ σκιάζεσθαι τὴν τῆς ἱστορίας ἐφεύρεσιν, πῆ μὲν
σπάνει βίβλων ἐπωφελῶν, πῆ δὲ πρὸς τὴν ἐκτάδην πολυλογίαν
δειμαινόντων καὶ κατορρωδούντων, ὁ τῆς πορφύρας ἀπόγονος
Κωνσταντῖνος, ὁ ὀρθοδοξότατος καὶ χριστιανικώτατος τῶν πώποτε
βεβασιλευκότων, ὀξυωπέστερον πρὸς τὴν τῶν καλῶν κατανόησιν
διακείμενος καὶ δραστήριον ἐσχηκὼς νοῦν ἔκρινε βέλτιστον εἶναι
καὶ κοινωφελὲς τῷ τε βίῳ ὀνησιφόρον, πρότερον μὲν ζητητικῇ
διεγέρσει βίβλους ἄλλοθεν ἄλλας ἐξ ἁπάσης ἑκασταχοῦ οἰκουμένης
συλλέξασθαι παντοδαπῆς καὶ πολυειδοῦς ἐπιστήμης ἐγκύμονας,
ἔπειτα τὸ τῆς πλατυεπείας μέγεθος καὶ ἀκοὰς ἀποκναῖον ἄλλως
τε καὶ ὀχληρὸν καὶ φορτικὸν φαινόμενον τοῖς πολλοῖς δεῖν ᾠήθη

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De virtutibus et vitiis Vol. 1,


749

page 142, line 12

λαιὰν διαθήκην καὶ τὴν κτίσιν πᾶσαν καὶ τὴν τοῦ ἀνθρώπου
κατασκευὴν οὐκ ἀγαθοῦ τινος θεοῦ γεγονέναι βλασφημῶν, ὑπὸ
φθορὰν καὶ ἀλλοίωσιν οὖσαν, τὴν νέαν ὡς ἀγαθοῦ δῆθεν προσίε-
ται θεοῦ καὶ κατὰ φαντασίαν καὶ δόκησιν τὸν Χριστὸν πεφηνέναι
τερατεύεται. καὶ πρὸς τούτοις καταδύσεις τινὰς ἐναγεῖς καὶ νυκ-
τερινὰς καὶ παρανόμους ἐπιτηδεύσας μίξεις καὶ ἀρρητοποιΐας καὶ
εἱμαρμένην καὶ μετενσωματώσεις καὶ ἄλλα πλεῖστα φλυαρήσας
καὶ δράσας καὶ διδάξας τὰ τῶν Ἑλλήνων πονηρὰ καὶ μάταια δόγ-
ματα κρατύνειν ἐσπούδακεν ὁ θεομισὴς καὶ θεήλατος.
Περὶ οὗ καὶ Θεόδωρος ὁ τῆς Ῥαϊθοῦ πρεσβύτερός φησι
“Μάνης ὁ τοῦ ἀντιθέτου σκότους ἐφευρετής, μᾶλλον δὲ τῆς ἐξου-
σίας τοῦ σκότους ἀνάπλασμα, φαντασίᾳ ψιλῇ καὶ σχήματι διακένῳ
σώματος ἀνθρωπείου πεφανερῶσθαι τὸν Κύριον ἐφαντάσθη καὶ
ᾠνείρωξεν, ὥστε φησὶ πάσχειν μὲν δοκεῖν αὐτὸν καὶ πράττειν
ἅπερ ἔδρα καὶ πέπονθεν καθ' ἡμᾶς, μηδὲν δὲ τούτων ἀληθείᾳ
καὶ πράγματι ὑπάρξαι, ἀλλὰ δοκήσει μόνον καὶ ἀπάτῃ ἀποβου-
κολεῖν τοὺς ἀνθρώπους, οἷς καὶ συνανεστράφθαι νενόμισται.” διὰ
τοῦτο καὶ φύσεις δύο παραιτεῖται λέγειν ἐπὶ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ
μίαν τῆς θεότητος.

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De strategematibus (olim sub


auctore Herone Byzantio) (3023: 005)“Griechische Poliorketiker”, Ed.
Schneider, R.Berlin: Weidmann, 1909, Repr. 1970; Abhandlungen der
königlichen Gesellschaft der Wissenschaften zu Göttingen, Philol.–hist.
Kl., N.F. 11, no. 1.Wescher page 199, line 13

ματος καὶ σχηματισμοῦ καταλαμβάνεσθαι δυνάμενα, μηδεμιᾶς


διδασκαλίας ἢ ἑρμηνείας δεόμενα, ἰδιωτείᾳ λέξεων καὶ ἁπλό-
τητι λόγου ὑφ' ἡμῶν καὶ αὐτὰ μεταποιηθέντα πρὸς τὸ σαφέστερον,
ὥστε παρὰ τῶν τυχόντων εὐκόλως καὶ τεκτονεύεσθαι καὶ κατασκευά-
ζεσθαι, τοῖς τοῦ Ἀπολλοδώρου καὶ ταῦτα συμπλέξαντες σὺν τοῖς
σχήμασιν ἀκριβῶς διορισάμενοι κατετάξαμεν, εἰδότες ὅτι δύναται
καὶ μόνος σχηματισμὸς καλῶς διορισθεὶς τὸ περὶ τὴν κατασκευὴν
σκοτεινὸν καὶ δύσφραστον κατάδηλον ἀπεργάζεσθαι.
Χρεία δέ ἐστι τούτων εἰς πολιορκίαν μηχανημάτων· χελωνῶν
διαφόρων τε καὶ ἑτεροσχήμων, οἷον ὀρυκτρίδων, χωστρίδων, κριο-
φόρων, προτρόχων καὶ τῶν νῦν ἐκ πλοκῆς ἐφευρεθεισῶν ἐλαφρο-
τάτων λαισῶν, πρὸς δὲ τὰ κυλιόμενα βάρη σφηνοειδῶν ἐμβόλων
γερροχελωνῶν, καὶ ξυλίνων πενταπηχῶν τριβόλων, κριῶν συνθέτων
τε καὶ μονοξύλων, ξυλοπυργίων φορητῶν εὐπορίστων, κλιμάκων
750

συνθέτων τε καὶ ἐλαφροτάτων εἴδη διάφορα, προφυλακὴ δὲ


πάλιν καὶ πρὸς τὰ εἰς ὕψος αἰρόμενα βάρη καὶ πρὸς τὰ ὑπὸ
τῶν πυροβόλων ἀναπτόμενα, σκοπὸς εἰς καταθεώρησιν τῶν ἔνδον,
διορυγαὶ τειχῶν διαφόρων διάφοροι, διαβάθραι πρὸς παντοίας
τάφρους εὐμήχανοι, δίχα κλιμάκων μηχαναὶ τοῖς τείχεσιν ἐπι-
βαίνουσαι, πολιορκητήρια παραλίων πόλεων ἀπαράπτωτα,
πολλῶν ὄχλων κατὰ τάξιν ἀθρόαι ἐπὶ ποταμῶν διαβάσεις.

Κωνσταντίνος 7ος Πορρφυρογέννητος. De cerimoniis aulae


Byzantinae (lib. 1.84–2.56) (3023: 010)“Constantini Porphyrogeniti
imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo, vol. 1”, Ed. Reiske,
J.J.Bonn: Weber, 1829; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Page
702, line 19

Ἐπειδήπερ ἡμᾶς προετρέψασθε, ὦ φίλων ἄριστοι, εἰς


τὰς τῶν ἀρχαίων ἐπικύμψαι συγγράμματα, κἀκεῖθεν τὸν
προκείμενον νοῦν τῆς τῶν ἀξιωμάτων τάξεως σαφῆ τῷ λόγῳ
ἀκριβῶς παραστήσασθαι, φέρε δὴ τῷ περὶ ὑμᾶς ἑλκόμενοι
πόθῳ, καθ' ὅσον ἐφικτὸν, τὰ ἐφετὰ τῆς ὑμετέρας ἀγάπης
σχετικῶς ἐκπληρώσωμεν. πολλῶν γὰρ ὄντων καὶ μεγάλων
τῶν παρὰ τοῖς ἀρχαίοις καταλειφθέντων ἀξιωμάτων, πολλή
τε καὶ μεγάλη καὶ δύσληπτος ἡ περὶ αὐτῶν ὑπάρχει σαφή-
νεια. καὶ γὰρ αἱ πολλαὶ τῶν ἀξιωμάτων ἀμαυρωθεῖσαι τῷ
χρόνῳ προσκλήσεις, ἀλλὰ μὴν καὶ πᾶσαι αἱ μετ' ἐκείνας ἐ-
φευρεθεῖσαι ἀξιωμάτων διαφοραὶ σύγχυσίν τινα παρεισάγου-
σιν τῆς ἀκριβοῦς αὐτῶν καταλήψεως. καὶ ἐπειδὴ τὴν ἡμε-
τέραν ἀμάθειαν τῆς ἀκριβοῦς τούτων καταλήψεως τὴν συγ-
γραφὴν ἐξῃτήσασθε, ὅσον τῷ νῷ ἀμυδρῶς ἐκ τῶν πρώην
ἐγκειμένων καὶ νῦν πραττομένων περιλαβεῖν ἠδυνήθημεν,
τῇ ὑμετέρᾳ φιλίᾳ περιφανῶς ἐκτιθέμεθα. εἰδέναι γὰρ ὑμᾶς
βουλόμεθα, ὦ φίλοι, ὅτι πᾶσα μὲν τεχνῶν ἐπιστήμη πρός
τι εὔχρηστον τέλος τῶν ἐν τῷ βίῳ συνέστηκεν. ἡ δὲ τῶν
ἀρτικλινῶν ἐπιστήμη ἐν οὐδενὶ ἄλλῳ τὸ εὔχρηστον δείκνυ-
σιν, ἀλλ' ἢ ἐν τῷ τάξει καὶ συστάσει καὶ ἀκριβεῖ διαθέσει
τὰς τῶν ἀξιωμάτων διαφορὰς διαστέλλειν. καὶ γὰρ πᾶσα πε

Josephus Genesius Hist., Βασιλεῖαι (3040: 001)“Iosephi Genesii regum


libri quattuor”, Ed. Lesmüller–Werner, A., Thurn, J.Berlin: De Gruyter,
1978; Corpus fontium historiae Byzantinae 14. Series Berolinensis.
B. 4, se. 32, line 6
751

μαχήσει θείᾳ καὶ στρατηγετῶν ἐμπειρίᾳ κατευοδούμενος· μεθ' οὓς καὶ


κατὰ Γερμανικείας ἐκστρατεύσας καὶ Σαμοσάτων, ἐκπρεπεῖς πόλεις
Σαρακηνῶν καὶ χώρας, ἀλλὰ μὴν καὶ Μελιτηνὴν στενώσας ἐξ ἐπιδρομῆς
συνεχοῦς, κατ' αὐτῶν ἵστησι τρόπαια, καὶ μετὰ νίκης εὐσήμου πρὸς τὴν
βασιλίδα πόλιν ἐπάνεισιν.
Οὐδὲ τὰ κατὰ τὴν ἅλα διὰ Ἀφρικῶν καθ' ἡμῶν στρατεύματα
ναύμαχα δι' ἠρεμίας ἐτύγχανεν, δι' ὧν Ἑσπέρα πᾶσα καταδεδούλωτο,
ἐν πόλεσι τῆς τε Σικελίας, ἔτι μὴν καὶ Λογγιβαρδίας πολυαριθμήτοις
ἐπὶ νʹ τε καὶ ρʹ, τοῦ Γαλλεριανοῦ χωρίς. ὧν τὴν ἀνάρρυσιν ὁ αὐτοκρά-
τωρ Βασίλειος ἀπειργάσατο Νάσαρ καὶ Προκοπίου κατ' ἐκεῖνο καιροῦ
στρατηγίας ἀντεχομένων. καὶ τὸ μὲν ὄνομα Ἰταλία ἐφεῦρεν ἀπὸ Ἰτα-
λοῦ τοῦ Σικελοῦ γενετῆρος, τοῦ μὲν πατρὸς τῆς Ἰταλίας χώρας, τοῦ
δὲ υἱοῦ Σικανίας ἢ Τρινακρίας ἐγκρατῶν γεγονότων. Ἰταλία δὲ καὶ
οὕτως,
ἀπό τινος περαιωσαμένης βοός, ἣν ἀθρόαν ἰδόντες ἐγχώριοι ἐκ γῆς
ἑτέρας τὸν ἀπόπλουν πρὸς αὐτοὺς ποιουμένην διωκομένην τε παρὰ
τῶν κτητόρων αὐτῆς ἐβόησαν· “ἰταλός, ἰταλός,” ὃ τῇ ἑαυτῶν διαλέκτῳ
ἑρμηνεύεται βοῦς, ἢ ἀπό τινος λῃστοῦ Ἰταλοῦ δι' Ἡρακλέους ἐκεῖσε
ἀναιρεθέντος τὴν κλῆσιν ἠγάγετο. Λογγιβαρβία δὲ ἀπό τινος Λογγι-
βάρβου τοῦ πρώτως κατασχόντος τὴν χώραν, ἐφ' ὅτῳ καὶ μέγα ἐξήνθιστο
γένειον· λόγγη γὰρ παρὰ Λογγιβάρβοις τὸ μέγα, βάρβα δὲ τὸ γένειον.
Τὰ δὲ κατὰ Συράκουσαν διεμεσολάβει χρόνων τινῶν δυστυ

Γεώργιος Μοναχός χρονικόν. (lib. 1–4) (3043: 001)


“Georgii monachi chronicon, 2 vols.”, Ed. de Boor, C.
Leipzig: Teubner, 1904, Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).
Page 17, line 7

σαν ἣν ὑπέταξε γῆν μερίσασθαι τοὺς τρεῖς υἱοὺς αὐτοῦ.


καὶ ὁ μὲν Φοίνιξ λαβὼν τὴν Τύρον καὶ τὴν αὐτῆς ἐνορίαν
ἐκάλεσεν αὐτὴν Φοινίκην, ὁ δὲ Σύρος τὴν ἐπιλαχοῦσαν
αὐτῷ χώραν ὠνόμασε Συρίαν, ἀφ' οὗ Σύροι μετωνομάσθη-
σαν οἱ πρώην Ἰουδαῖοι καὶ Παλαιστῖνοι καλούμενοι, καὶ
Συρία ἡ Ἰουδαία κέκληται, ὁ δὲ Κίλιξ τὸ ἐπελθὸν αὐτῷ
κλῖμα ἐκάλεσε Κιλικίαν, εἰς τὸ ἴδιον ὄνομα ἕκαστος τὰς
χώρας προσαγορεύσαντες.
Ἐν δὲ τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας τοῦ Φοίνικος ἦν
Ἡρακλῆς ὁ Τύριος καὶ φιλόσοφος καὶ τῆς κογχύλης ἐφευ-
ρετής. ἐωριζόμενος γὰρ ἐπὶ τὸ παράλιον μέρος τῆς Τύρου
εἶδε ποιμενικὸν κύνα ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην.
καὶ τοῦ ποιμένος νομίζοντος αἱμάσσειν τὸν κύνα, λαβὼν
πόκον ἐρίου ἀπὸ τῶν προβάτων, καὶ ἐκμάξαντος τὸ κατα-
φερόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κυνός, καὶ βαφέντος τοῦ
752

πόκου, προσέσχεν ὁ Ἡρακλῆς μὴ εἶναι αὐτὸ αἷμα, ἀλλὰ


βάμματος πρόξενον. ὃ καὶ θαυμάσας ὡς μέγα δῶρον τοῦτο
προσήγαγε τῷ βασιλεῖ Φοίνικι, ὃς καὶ μᾶλλον ἐκπλαγεὶς
ἐκέλευσεν ἀπὸ κογχύλης ἔριον βαφῆναι καὶ γενέσθαι αὐτῷ
περιβόλαιον, καὶ οὕτω πρῶτος φορέσας ἐκ πορφύρας ἱμά-
τιον, πάντες ἐθαύμασαν τὴν ξένην ταύτην ἐσθῆτα, ἣν καὶ

Γεώργιος Μοναχός χρονικόν. (lib. 1-4) Page 60, line 24

καὶ ὁ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἑρμῆς καὶ ὁ ἐν Ἰνδίᾳ Διόνυσος καὶ ὁ ἐν


Αἰγύπτῳ Ἴσις καὶ Ὄσιρις καὶ ὁ νῦν Ἀδριανοῦ τοῦ Ῥωμαίων
βασιλέως παῖς Ἀντίνοος. ἐπιδημήσας γὰρ Ἀδριανὸς ἐν Αἰγύ-
πτῳ καὶ τελευτήσαντα ἰδὼν τὸν τῆς ἡδονῆς αὐτοῦ ὑπηρέτην
Ἀντίνοον ἐκέλευσε θρησκεύεσθαι τοῦτον, ἅτε δὴ καὶ μετὰ
θάνατον ἐρῶν τοῦ παιδὸς δι' ὑπερβάλλουσαν ἀσέλγειάν τε
καὶ οἰστρηλασίαν. καὶ γὰρ οἱ παρ' Ἕλλησι διαβεβοημένοι
θεοί, Ζεύς τε καὶ Ποσειδῶν καὶ Ἀπόλλων καὶ Ἥφαιστος καὶ
Ἑρμῆς καὶ ἐν θηλείαις Ἥρα καὶ Δήμητρα καὶ Ἀθηνᾶ καὶ
Ἄρτεμις διαταγαῖς ἐκρίθησαν θεοποιεῖσθαι. διὸ δὴ ταύτας
καὶ τὰς τοιαύτας εἰδωλομανίας καὶ ἐφευρέσεις ἡ θεία γραφὴ
θριαμβεύουσα οὕτω φάσκει· ἀρχὴ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων,
εὕρεσις δὲ αὐτῶν φθορὰ ζωῆς. οὔτε γὰρ ἦν ἀπ' ἀρχῆς, οὔτε
εἰς τὸν αἰῶνα ἔσται, κενοδοξίᾳ δὲ ἀνθρώπων εἰσῆλθεν εἰς
τὸν κόσμον. διὰ τοῦτο καὶ σύντομον αὐτῶν ἐπενοήθη τὸ
τέλος. ἀώρῳ γὰρ πένθει τρυχόμενος πατὴρ τοῦ ταχέως ἀφ-
αιρεθέντος τέκνου εἰκόνα ποιήσας τόν ποτε νεκρὸν ἄνθρωπον
νῦν ὡς ζῶντα ἐτίμησε καὶ παρέδωκε τοῖς ὑποχειρίοις μυ-
στήρια καὶ τελετάς. εἶτα χρόνῳ κρατυνθὲν τὸ ἀσεβὲς ἔθος
ὡς νόμος διεφυλάχθη, καὶ τυράννων ἐπιταγαῖς ἐθρησκεύετο

Γεώργιος Μοναχός χρονικόν. (lib. 1-4) Page 63, line 1

κυνηγικήν, καὶ Ἥρα μὲν στολισμόν, Δημήτηρ δὲ γεωργίαν


καὶ ἄλλοι ἄλλας. οὐκοῦν εἰ διὰ τὰς τῶν τεχνῶν εὑρέσεις
θεοὺς αὐτοὺς ἄξιον ἀναγορεύεσθαι, δέον καὶ τοὺς τῶν
ἄλλων τεχνῶν εὑρετὰς οὕτως ὀνομάζεσθαι. γράμματα μὲν
γὰρ Φοίνικες ἐφεῦρον, ποίησιν δὲ ἡρωϊκὴν Ὅμηρος, καὶ
διαλεκτικὴν μὲν Ζήνων ὁ Ἐλάτης, ῥητορικὴν δὲ Κόραξ
ὁ Συρακούσιος, καὶ μελισσῶν μὲν καρπὸν ὁ Ἀρισταῖος,
σίτου δὲ σπόρον Τριπτόλεμος, καὶ νόμους μὲν Λυκοῦργος
ὁ Σπαρτιάτης καὶ Σόλων ὁ Ἀθηναῖος, τῶν δὲ γραμμάτων
τὴν σύνταξιν καὶ ἀριθμοὺς καὶ μέτρα καὶ στάθμια Παλα-
μήδης ἐφεῦρεν, καὶ ἄλλοι ἄλλα καὶ διάφορα τῷ βίῳ τῶν
753

ἀνθρώπων ἀπήγγειλαν χρήσιμα κατὰ τὴν τῶν ἱστορησάντων


μαρτυρίαν. ἀλλ' εὔδηλος ἡ τούτων παράνοια, ὅτιπερ οὐ
μόνον ἀνθρώποις φθαρτοῖς προσῆψαν τὴν τοῦ θεοῦ τι-
μήν τε καὶ δόξαν, ἀλλὰ καὶ πετεινοῖς καὶ τετραπόδοις καὶ
ἑρπετοῖς κατὰ τὴν ποικιλίαν τῶν παθῶν αὐτῶν καὶ μα-
νιώδη λύσσαν. περὶ ὧν φησι καὶ ὁ ἀπόστολος· ἐματαιώ-
θησαν ἐν τοῖς διαλογισμοῖς αὐτῶν, καὶ ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύν-
ετος αὐτῶν καρδία. φάσκοντες εἶναι σοφοὶ ἐμωράνθησαν
καὶ ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου θεοῦ ἐν ὁμοιώματι
εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica (3045: 001)


“Georgius Syncellus. Ecloga chronographica”, Ed. Mosshammer, A.A.
Leipzig: Teubner, 1984.Page 9, line 5

Τῆς θείας γραφῆς περὶ τοῦ γένους Κάιν

Καὶ ἔγνω Κάιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ.
καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ
υἱοῦ
αὐτοῦ Ἐνώχ. ἐγεννήθη δὲ τῷ Ἐνὼχ Γαϊδάδ· καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν
Μαλελεήλ· καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα· καὶ Μαθουσάλα
ἐγέννησε τὸν Λάμεχ. οὗτος ὁ Λάμεχ ἕκτος ὢν ἀπὸ Κάιν, ὃςπρῶτος ἐν
ἀνθρώποις φονεὺς ἐγένετο, ἔλαβε δύο γυναῖκας καὶ δεύτερον φόνον
ἐποίησε.
Κάιν οὖν πρῶτος φονεὺς Ἄβελ τοῦ δικαίου τύπον φέρει τοῦ διαβόλου, ὡς
ἐφευρετὴς τοῦ κακοῦ καὶ ἀμεταμέλητος ἐν ἀρχῇ τῆς κοσμογονίας
φανείς,
Λάμεχ δὲ τύπον φέρει τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κυριοκτόνου λαοῦ κατὰ τὸν ϛʹ
αἰῶνα
μεσοῦντα σταυρώσαντος τὸν σωτῆρα, οὗ καὶ πολλαπλασίως ἡ ἁμαρτία
καὶ
ἡ ἐκδίκησις. ἀλλὰ καὶ ὁ κύριος οζʹ ἀπὸ Ἀδάμ.
Τῷ ρϙϛʹ ἔτει ἐγεννήθη τῷ Κάιν ὁ Ἐνώχ. οὗτος πρῶτος ἄροτρον εὗρεν.
Τῷ ρϙζʹ ἔτει Κάιν ἔκτισε πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἐνώχ·
Ἄβελ δὲ δικαιοσύνης ἐφρόντιζεν. ὁ Κάιν μετὰ τὴν καταδίκην ἅρπαξ καὶ
πλεονέκτης μᾶλλον ἐγένετο μέτρα καὶ σταθμία καὶ ὅρους γῆς πρῶτος
ἐπινοήσας. τοὺς δὲ οἰκείους εἰς ἓν συναγαγὼν ἐν πολέμοις ἀσχολεῖσθαι
ἐδίδασκεν. οὗτος χθαμαλὸς ἦν ἀπὸ τῆς κατάρας τοῦ θεοῦ καὶ πάντες οἱ
ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι. ᾤκει δὲ τὴν γῆν ἥτις ἐστὶ τρέμουσα,

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 16, line 28


754

θείαις γραφαῖς, εἰ καί τινα περὶ κατακλυσμοῦ καὶ λάρνακος ἤτοι κιβωτοῦ
κλέψαντες ἐκ τῶν θεοπνεύστων γραφῶν ἰδιοποιήσαντο, δι' ὧν οἱ
ἁπλούστε-
ροι καὶ τοῖς λοιποῖς ληρήμασι προσέχοντες εὐχερῶς βλάπτονται, λέγω δὲ
περὶ μυριάδων ἐτῶν διὰ σάρων καὶ νήρων καὶ σώσσων καταλεγομένων.
ἐν οἷς καὶ περὶ ἀννιδοτίων φάσκουσι ζῴων τινῶν ἰχθυομόρφων ἐν μέρει
καὶ
ἀνθρωπομόρφων, ἡμέρας μὲν ἐν τῇ γῇ διαιτωμένων καὶ μηδεμίαν τροφὴν
προσφερομένων, νυκτὸς δὲ ἐν τῷ πελάγει καταδυνόντων, παραδιδόντων
τε τοῖς ἀνθρώποις γράμματα καὶ μαθημάτων καὶ τεχνῶν ἐμπειρίας καὶ
πόλεων συνοικισμοὺς καὶ ἱερῶν ἱδρύσεις καὶ νόμων εἰσηγήσεις
σπερμάτων
τε συναγωγάς· καὶ ἀπὸ τότε φασὶ χρόνους μηδὲν παρὰ ἀνθρώποις ἐφευ-
ρεθῆναι. ἅτινα πάντα καὶ ἄλλα πλεῖστα πολλῆς ἀδολεσχίας γέμοντα
ὁρῶν-
τες καὶ ταῖς θείαις ἡμῶν γραφαῖς ἀνακόλουθα οἱ τὰς Χριστιανικὰς ἱστο-
ρίας συγγράψαντες, θαυμάζω πῶς κατεδέξαντο ὅλως κανονικῇ
στοιχειώσει
ὑποβαλεῖν ἀνάξια πάσης ὄντα μνήμης, οὓς κατ' ὄνομα λέγειν περισσὸν
ἡγοῦμαι αἰδοῖ τῶν ἀνδρῶν, δι' οὓς ἀναγκάζομαι κἀγὼ τῇ αὐτῇ
στοιχειώσει
χρήσασθαι, ἵνα μὴ δόξῃ ἀτελὲς εἶναι τὸ πόνημα. τῆς οὖν Χαλδαϊκῆς
ἀρχῆς
ἀπὸ Νεβρὼδ ἀποδεδειγμένης συναποδέδεικται δηλονότι καὶ τὰ περὶ τῶν
Αἰγυπτιακῶν δυναστειῶν ὑπὸ Μανεθῶ τοῦ Σεβεννύτου πρὸς Πτολεμαῖον
τὸν Φιλάδελφον συγγεγραμμένα πλήρη ψεύδους καὶ κατὰ μίμησιν
Βηρώς-
σου πεπλασμένα κατὰ τοὺς αὐτοὺς σχεδόν που χρόνους ἢ μικρὸν
ὕστερον·
πλὴν καὶ αὐτὰ ἀνωφελῆ ὄντα στοιχειωθήσεται ἐκ τῶν παρὰ πολλοῖς

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 108, line 10

κερδίαν καὶ εἰδωλομανίαν, καὶ οὕτω τὸν Ἀβραὰμ ὁρῶντα αὐτοὺς τεθνη-
κότας κατὰ ψυχὴν καὶ μὴ βουλομένους συγκληρονομῆσαι αὐτῷ τὰς θείας
ἐπαγγελίας, ἀπιστοῦντας θεῷ μετοικισθῆναι ὑπὸ τοῦ θεοῦ μετὰ θάνατον
τοῦ
755

πατρός, τὸν ψυχικὸν δηλαδή, εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. οὕτω γὰρ καὶ ὁ
κύριος ἡμῶν νεκροὺς οἶδε τοὺς μὴ πιστεύοντας αὐτῷ, κἂν ζῶσι τὴν
πρόσκαι-
ρον ζωήν, ὥς πού φησιν· ‘ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς.’
Καὶ ταῦτα μὲν ἡμῖν κατὰ δύναμιν νενόηται πρὸς λύσιν τῆς προταθείσης
ἀπορίας, ὡς ἂν ἡ τῆς Γενέσεως καὶ τῶν πράξεων βίβλος σύμφωνος εἴη ἐκ
τοῦ αὐτοῦ θείου πνεύματος ὑπαγορευθεῖσαι ἑκάτεραι καὶ ἐν μηδενὶ τῆς
ἄλλης διαφέρουσα κατὰ τὴν ἀλήθειαν. εἰ δέ τινι φίλον ἄλλην τινὰ συμ-
φωνοτέραν ἔννοιαν ἐφευρεῖν πρὸς τὴν προκειμένην ἀπορίαν, ταύτῃ καὶ
ἡμεῖς πειθόμεθα χάριν τῆς ὀνήσεως ὁμολογήσοντες.

Γεώργιος Σύγγελος Ecloga chronographica Page 184, line 22

γόνασιν Ἕλλησι τοπικαὶ φθοραί, ὡς Πλάτων ἐν Τιμαίῳ.


Ἀπὸ δὲ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος Ἕλληνες οἱ Γραικοὶ καλοῦνται.
Ἀθηναίων γʹ ἐβασίλευσεν Ἀμφικτύων ἔτη ιʹ, υἱὸς Δευκαλίωνος, γαμ-
βρὸς Κραναοῦ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δδʹ.
Κατὰ Ἀμφικτύωνα τὸν Δευκαλίωνος υἱόν τινές φασι Διόνυσον εἰς τὴν
Ἀττικὴν ἐλθόντα ξενωθῆναι Σημάχῳ καὶ τῇ θυγατρὶ αὐτοῦ νεβρίδα δωρή-
σασθαι. ἕτερος δ' ἦν οὗτος ἐκ Σεμέλης.
Ἀθηναίων δʹ ἐβασίλευσεν Ἐριχθόνιος ἔτη νʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος
͵διδʹ.
Οὗτος Ἐριχθόνιος Ἡφαίστου ὁ παρ' Ὁμήρῳ Ἐρεχθεύς ἐστιν. Ἐριχθό-
νιος ἅρμα πρῶτος Ἕλλησιν ἐφεῦρεν. ἦν γὰρ παρὰ βαρβάρων.
Ἀθηναίων εʹ ἐβασίλευσε Πανδίων ἔτη μʹ. τοῦ δὲ κόσμου ἦν ἔτος ͵δξδʹ.
Τούτου θυγατέρες Πρόκνη καὶ Φιλομήλα τοῦ Πανδίονος.
Michael Glycas Astrol., Hist., Annales (3047: 001)“Michaelis Glycae
annales”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836; Corpus scriptorum historiae
Byzantinae.Page 274, line 2

οἰνοχόου τοῦτο προτρέψαντος. ἡ δὲ ὅρασις βόες εὐτραφεῖς


ἑπτὰ ἀπὸ τοῦ νάματος ἐπὶ τὸ ἕλος ἐρχόμεναι· ἄλλαι ἰσά-
ριθμοι ἐκ τοῦ ἕλους ὑπαντῶσαι, λίαν κατισχνωμέναι, καὶ
κατεσθίουσαι τὰς εὐτραφεῖς καὶ μεγάλας, κἂν οὐδὲν ἐκ τοῦ
φαγεῖν ὠφελοῦντο. ἡ δὲ δευτέρα ὅρασις στάχυες εὐτραφεῖς
ἑπτὰ ἀπὸ μιᾶς ῥίζης, ὑφ' ἑτέρων ἑπτὰ διεφθαρμένων καὶ
ἀσθενῶν δαπανώμενοι. ἔτος δὲ τριακοστὸν ὁ Ἰωσὴφ τηνι-
καῦτα ἤνυεν. ἐφερμηνεύει τὰς ὁράσεις, τιμᾶται παρὰ τοῦ
Φαραώ, ἄρχων Αἰγύπτου καθίσταται. πρὸς τούτοις δὲ καὶ
Ψομθομφάνιχον αὐτὸν ὁ Φαραὼ προσαγορεύει, τουτέστιν
ἐφευρετὴν τῶν κρυπτῶν. τὸν δὲ λιμὸν ἐκεῖνον ἱστορεῖ γενέ-
756

σθαι διὰ τὸ μήτε τὸν Νεῖλον τότε ἀνελθεῖν μήτε δρόσον ἄνω-
θεν κατελθεῖν. γεννᾷ δὲ Ἰωσὴφ καὶ δύο υἱούς, Μανασοῆν
καὶ Ἐφραΐμ. καὶ τὸ μὲν Μανασσῆς σημαίνει ἐπίληθον· εὐ-
δαιμονήσας γὰρ λήθην τῶν ἀτυχημάτων ἔλαβε. τὸ δὲ Ἐφραῒμ
ἀποδιδούς· αὐτὸς γὰρ τοῖς προγόνοις τὴν ἐλευθερίαν ἀπέδω-
κε. καὶ ταῦτα μὲν τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον.
Οἱ δέ γε τοῦ Ἰακὼβ υἱοὶ ἀκούσαντες τὰ παρὰ Συχὲμ
τοῦ υἱοῦ Ἐμὼρ γεγενημένα ἐπὶ τῇ ἀδελφῇ αὐτῶν Δινᾷ κα-
τενύγησαν ἤγου νἐλυπήθησαν, ἀσχημοσύνην τὸ πρᾶγμα ἐλογί-
σαντο. ἐφ' ᾧ καὶ τοὺς ἐκεῖσε παροικοῦντας ἔργον φόνου πε

Michael Glycas Astrol., Hist., Annales Page 414, line 22

εἰ συνεχωρήθησαν, λίθοις ἂν τὸν Χριστὸν ἐθανάτωσαν ἢ ξυ-


λίνῳ κατέπρισαν πρίονι, κἀντεῦθεν ἡμεῖς τὸν φύλακα ἡμῶν
ἐζημιούμεθα σταυρόν. εἰ γὰρ τὸν φιλόθεον Ἱερεμίαν βορ-
βόρου λάκκῳ ἐνέβαλον, τί οὐκ ἂν εἰς τὸ τοῦ κυρίου σῶμα
ἐποίησαν, εἰ μή γε τὸν Ῥωμαϊκὸν εἶχον νόμον αὐτοὺς ἀνα-
στέλλοντα; γίνεται λοιπὸν ἡ ἀπογραφή, τὰ τῆς εὐταξίας εἰς-
άγεται, κἀντεῦθεν τὸ τοῦ κυρίου σῶμα τελείᾳ ταφῇ παραδίδοται.
Οἶδα δέ, ἀγαπητέ, ὅτι καὶ περὶ τῆς τριημέρου ταφῆς
τοῦ κυρίου πολλὴν ἐποιήσω συζήτησιν, ἡμέρας ἐκμετρῆσαι
δῆθεν ἐπὶ ταύτης τρεῖς μὴ δυνάμενος. ἀλλ' ἄφες, εἰ βούλει,
τῶν πολλῶν, ὅτι καὶ λογισμῶν ἀνθρωπίνων εἰσὶν ἐφευρέ-
ματα. πείθου δὲ μᾶλλον Ἰσιδώρῳ τῷ Πηλουσιώτῃ λέγοντι
ὅτι καθάπερ ἐπὶ τῶν τελευτώντων ποιεῖν εἰώθαμεν, ὁποίᾳ δ'
ἂν ὥρᾳ τελευτήσῃ τις, τὴν ἑξῆς μόνην ὑπερτιθέμεθα, τῇ δὲ
ἑτέρᾳ ἕωθεν τριταίαν ἄγομεν ἡμέραν αὐτοῦ· καὶ οὕτω καὶ
ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ διανοεῖσθαί σε χρή. καὶ γὰρ κατὰ
τὴν παρασκευὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα· τοῦτο μία ἡμέρα. τὸ
σάββατον ὅλον ἐν τῷ τάφῳ ἐποίησεν· ἰδοὺ δύο ἡμέραι. μετὰ
δὲ τοῦτο τῆς κυριακῆς ἐπιφωσκούσης ἐκ τάφου ἐγήγερται·
ἰδοὺ καὶ τρίτην ἔχεις ἡμέραν. καὶ πείθου τοῖς περὶ Λουκᾶν καὶ
Κλεόπαν οὕτω λέγουσι πρὸς αὐτὸν τὸν Χριστόν “ἀλλά γε
σὺν πᾶσι τούτοις τρίτην ταύτην ἡμέραν ἄγει σήμερον,

Joannes Scylitzes Hist., Synopsis historiarum (3063: 001)


“Ioannis Scylitzae synopsis historiarum”, Ed. Thurn, J.
Berlin: De Gruyter, 1973; Corpus fontium historiae Byzantinae 5. Series
Berolinensis.Emperor life Mich4, se. 18, line 6

κιβώτια καὶ τοὺς ὁπλίτας ἔνδον εὑρὼν ἅπαντας ἄρδην ἀπέσφαξε σὺν
757

τοῖς ἱππεῦσι καὶ τοῖς καμηλοκόμοις. εἶτα πρὸς τὴν πόλιν ὑποστρέψας
τοὺς ἕνδεκα τῶν ἀρχόντων ἀπέκτεινεν, ἕνα δὲ τὸν κρείττονα ἄγγελον
τῶν γεγονότων ἐπ' οἴκου ἀπέστειλεν, ἀποτεμὼν χεῖρας αὐτοῦ καὶ ὦτα
καὶ ῥῖνα.
Τῷ δὲ ͵ϛφμζʹ ἔτει, ἰνδικτιῶνος ἑβδόμης, ἐπιτείνων τὸ πρὸς τὸν
Δαλασσηνὸν ἔχθος ὁ Ἰωάννης ὑπερορίζει καὶ Θεοφύλακτον πατρίκιον
τὸν αὐτοῦ ἀδελφόν, καὶ τὸν ἕτερον ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν πατρίκιον Ῥω-
μανόν, καὶ Ἀδριανὸν τὸν ἀνεψιὸν αὐτῶν καὶ τοὺς λοιποὺς τοὺς κατὰ
γένος αὐτῷ ἐγγίζοντας. ἔσπευδε γὰρ ἀφανίσαι τὸ γένος αὐτοῦ. ποριμώ-
τατος δὲ ὢν πρὸς ἣν ἄν τις εἴποι κακίαν, πᾶσαν ἐφεῦρεν ὁδὸν ἀδικίας,
προσθεὶς ἐπέκεινα τῶν δημοσίων τελεσμάτων διδόναι ἕκαστον τῶν χω-
ρίων ὑπὲρ ἀερικοῦ κατὰ τὴν ποιότητα καὶ ἰσχὺν αὐτῶν, τὸ μὲν νομί-
σματα τέσσαρα, τὸ δὲ ἕξ, καὶ ἄχρι τῶν εἴκοσι, καὶ ἄλλους πόρους
αἰσχροὺς
τοῦ κερδαλέου χάριν, οὓς καὶ λέγειν αἰσχύνη.
φασὶ δέ, ὅτι καὶ (τοῦ Μανιάκη eras.) τοῦ μανῆναι τὴν βασιλίδα ἐπὶ τῷ
αὐτοῦ ἀδελφῷ
αὐτὸς ἐγένετο αἴτιος. κατανοήσας γὰρ αὐτὴν παιδοποιῆσαι ὀρεγομένην,
γυναῖκάς
τινας παρεσκεύασε προσιούσας τῇ δεσποίνῃ καταβοᾶν αὐτῆς, ὡς ἂν
ἀναγκάσῃ αὐτὸν
διὰ προσταγμάτων τρέφειν, ἃ ἐξ αὐτοῦ ἔτεκον. ὅθεν ὑποτοπήσασα εἷπε·

Συμεών Λογοθέτης χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel


Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub titulo
Epitome fort. sub auctore Trajano Patricio) (3070: 001)
“Leonis Grammatici chronographia”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1842;
Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Page 16, line 3

αὐτὸς δὲ κατιὼν ἐν τῇ δύσει κρατεῖ καὶ βασιλεύει πάσης Ἰτα-


λίας. Ζεὺς οὖν ὑποχωρήσας τῶν Ἀσσυρίων παρεγένετο πρὸς
τὸν πατέρα· ὁ δὲ παραχωρεῖ αὐτῷ βασιλεύειν πάσης Ἰτα-
λίας, καὶ κρατήσας πολλοῖς ἔτεσι καὶ τελευτήσας κατατίθεται
ἐν Κρήτῃ. μετὰ δὲ Νῖνον ἐβασίλευσεν Ἀσσυρίων Θούρρας,
ὃν μετωνόμασαν Ἄρεα ὡς πολεμικώτατον καὶ γενναῖον ὄντα·
ὃν οἱ Ἀσσύριοι Βάαλ θεὸν μετωνόμασαν καὶ ἀναστηλώσαντες
σέβονται. μετὰ δὲ τὴν τοῦ Διὸς τελευτὴν Φαῦνος υἱὸς αὐ-
τοῦ ἐβασίλευσεν, ὃς μετωνομάσθη Ἑρμῆς· ἦν γὰρ λογιώτα-
τος πάνυ καὶ μαθηματικός· ὅστις καὶ τὴν τοῦ χρυσοῦ ποίη-
σιν ἐφεῦρεν ἐκ μετάλλων ἀνθρώποις.
Τῷ δὲ Χὰμ τῷ δευτέρῳ υἱῷ τοῦ Νῶε ἔλαχον χῶραι κατ'
ὄνομα αἵδε, Αἴγυπτος, Αἰθιοπία ἡ βλέπουσα κατὰ Ἰνδούς,
758

ἑτέρα Αἰθιοπία, ὅθεν ἐκπορεύεται ὁ τῶν Αἰθιόπων ποταμός,


Ἐρυθρὰ ἡ βλέπουσα κατὰ ἀνατολάς, Θηβαΐς, Λιβύη ἡ παρεκ-
τείνουσα μέχρι Κυρήνης, Μαρμαρίς, Σύρτις, Λιβύη ἡ ἀπὸ
ποταμέως παρεκτείνουσα μέχρις ἄκρας Σύρτεως, Νουμιδία,
Μασσυρίς,

Συμεών Λογοθέτης χρονικόν. (sub nomine Leonis Grammatici vel


Theodosii Melisseni vel Julii Pollucis) (redactio A + B operis sub t
Page 270, line 22

τὸ κελλίον τοῦ Ζαούτζα, ἕως ἂν Λέων μάγιστρος ὁ Θεοδοτά-


κης διήλλαξεν αὐτούς.
Τελευτᾷ δὲ Θεοφανὼ Αὐγοῦστα βασιλεύσασα ἔτη δώδε-
κα, ἣν οὐ μετὰ πολλὰς ἡμέρας ἀνέδειξεν ὁ θεὸς θαυματουρ-
γὸν διὰ τὸ ἀζηλότυπον αὐτῆς καὶ ἀμνησίκακον καὶ διὰ τὸ ἐν
ἐλεημοσύναις καὶ προσευχαῖς ἀδιαλείπτως προσκαρτερεῖν τῷ
θεῷ καὶ ταῖς ἁγίαις ἐκκλησίαις. στέφει δὲ Λέων ὁ βασι-
λεὺς Ζωὴν τὴν θυγατέρα Ζαούτζα, καὶ εὐλογεῖται μετ' αὐτῆς
παρὰ κληρικοῦ τοῦ παλατίου, ᾧ ἐπίκλην Σινάπης. καὶ ὁ μὲν
εὐλογήσας καθῃρέθη, ἡ δὲ ἐβασίλευσεν ἔτος ἓν μῆνας ὀκτώ.
τελευτησάσης δὲ τῆς αὐτῆς Ζωῆς λάρνακα ἐφεῦρεν εἰς τὸ
ἀποτεθῆναι τὸ σῶμα αὐτῆς, ἔχουσα ἔνδοθεν γράμματα κεκο-
λαμμένα γραφέντα οὕτως “θυγάτηρ Βαβυλῶνος ἡ ταλαί-
πωρος.”
Διεβλήθησαν δὲ τοῦ βασιλέως Λέων τε ὁ Μουσικὸς καὶ
ὁ Σταυράκιος ὡς ὅτι παρὰ τῶν στρατηγῶν καὶ ὀφφικιαλίων
λαμβάνοντες δῶρα καὶ μεσιτεύοντες πρὸς τὸν βασιλεοπάτορα.
καί ποτε εἰσελθόντος τοῦ Σταυρακίου μετὰ γράμματος πρὸς
τὸν Ζαούτζαν, ὡς εἶδεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς ἑστὼς ἐν τῷ ἡλια-
κῷ, εἰσῆλθεν ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἐκ τοῦ τέ-
νοντος ἐξήγαγεν ἔξω, ὡς δῆθεν ἐρωτήσων περὶ τῶν

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum (3074:


001)“Constantini Manassis breviarium historiae metricum”, Ed. Bekker,
I.Bonn: Weber, 1837; Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Line 487

ἐντεῦθεν παρηνόμησε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,


καὶ πρὸς ἀθέσμους ἔβλεψε πράξεις καὶ βδελυρίας,
σφαγὰς ἀνδροκτασίας τε, φόνους, ἀκολασίας.
ταῖς ἁρπαγαῖς ἐπέχαιρον, ἐτέρποντο μοιχείαις,
καὶ πᾶσαν ἐπετήδευον ἐπίνοιαν κακίας,
759

ἐλῄστευον, διήρπαζον, ἔκλεπτον, ἐμοιχῶντο,


καὶ τελευταῖον ἔβλεψαν πρὸς εἰδωλολατρείαν.
Σεροὺχ δὲ πρῶτος ἤρξατο χρῆσθαι γλυπτοῖς καὶ στήλαις,
ὄγδοος ὢν ἀπόγονος τοῦ Νῶε τοῦ δικαίου.
οὗτος οὖν πρῶτος ὁ Σεροὺχ τιμῶν τοὺς παλαιτέρους
ὡς ἀγαθῶν ἐφευρετάς, ὡς ἰσχυροὺς ἐν μάχαις,
ὡς τῆς σοφίας ἀρχηγούς, ὡς ἐμπειροπολέμους,
εἰκόνας κατεσκεύασεν, ἀγάλματα καὶ στήλας,
δῆθεν ὡς εἰς ἀνάμνησιν καλῶν τῶν ἐξ ἐκείνων.
ὅπερ μὴ γνόντες οἱ πολλοὶ τῶν μεταγενεστέρων,
μὴ καταστοχασάμενοι Σεροὺχ τῆς διανοίας,
ὥσπερ θεοὺς ἐτίμησαν τὰς στήλας τὰς ἀψύχους
καὶ προσεκύνησαν γλυπτοῖς ἀνθρώπων χειροκμήτοις.
ἐντεῦθεν εἰς ἀλλόκοτον θρησκείαν ἐκτραπέντες
θρησκεύειν ἐπενόησαν ἄλλοι θεοῖς ἀλλοίοις.
Αἰγύπτιοι δ' ἐξώκειλαν πάντων τῶν ἄλλων πλέον,

Κωνσταντίνος Μανασσής. Compendium chronicum Line 5729

καὶ τηνικαῦτα τῷ Φωκᾷ λαχὼν συνομαρτῆσαι


καὶ χρείαν ὑποστράτηγον ἀποπληρῶν ἐκείνῳ
(ἦν δὲ Φωκᾷ καὶ προσγενὴς κἀκ τῶν αὐτῶν αἱμάτων),
ἅμα τὸ γράμμα ταῖς χερσὶν εἶχεν ὑπαναπτύξας,
καὶ καθ' αὑτὸν ἐπέδραμε τὸν νοῦν τῶν ἐγκειμένων,
καὶ πρὸς τὸν πρωτοστράτηγον πάντα διαπορθμεύει,
καὶ “φεῦ” φησίν, “ὦ στρατηγέ, τῆς τῶν Ῥωμαίων τύχης!
ἕως καὶ πότε τῆς ἀρχῆς τὸ σκάφος ἰθυνοῦσιν
εὐνοῦχοι γυναικόψυχοι, πόριμοι πρὸς κακίαν,
πάντων κακῶν ἐφευρεταί, πάντων κακῶν ἐργάται,
ἄνθρωποι μαλακόψυχοι, σκεύη πονηρευμάτων,
τῶν ἀθεμίτων ἀγωγοί, σωλῆνες κακουργίας.”
ἤκουσε ταῦθ' ὁ στρατηγός, ἤγειρε θυμοῦ φλόγα.
κἀντεῦθεν ὁ κοιμώμενος ὀρεσιβάτης λέων
ὑπήνοιξε τὸ βλέφαρον καὶ βρυχηθμὸν ἀφῆκε,
καὶ φόβος περιέδραμε λόχμας δρυμῶνας ὄρη.
κράτωρ δ' ἀναγορεύεται, φθάνει τὴν Κωνσταντίνου,
ἄνευ κινδύνων εἴσεισι, βλέπεται, βλέπει, τέρπει.
καὶ πᾶν τὸ πλῆθος προχυθέν, ὁπόσον ἐν δημόταις,
ὁπόσον τῇ λαμπρότητι τοῦ γένους ἐκυδροῦτο,

Pseudo-Mauricius Tact., Strategicon (sub nomine Mauricii Imperatoris


vel Urbicii) (3075: 001)“Mauricius. Arta militară”, Ed. Mihăescu, H.
760

Bucharest: Academie Republicii Socialiste România, 1970; Scriptores


Byzantini 6.B. 11, ch. 2, se. 24, line 4

ἡ ἐκ χειρὸς συμβολὴ ἤτοι συμπλοκή· ἔφοδοι νυκτεριναὶ


ἀσφαλῶς γινόμεναι, ἐφ' ὧ μέρος μὲν συνίστασθαι τεταγμένως, μέρος δὲ
ἐφεδρεύειν.
Λυπεῖ δὲ αὐτοὺς σφόδρα καὶ ἡ τῶν αὐτομολούντων ἀναχώρησις·
ἀστάτου
γὰρ ὄντα γνώμης καὶ φιλοκερδῆ καὶ ἐκ πολλῶν φυλῶν συγκείμενα οὐ
ποιοῦνται
λόγον συγγενῶν καὶ τῆς εἰς ἀλλήλους ὁμονοίας·
ὀλίγων δὲ ἀρχομένων
προσρύεσθαι καὶ φιλοφρονουμένων πλῆθος αὐτοῖς ἐπακολουθεῖ.
Χρὴ τοίνυν ἐγγιζόντων αὐτῶν πρὸς μάχην πρό γε ἁπάντων τὰς σκούλκας
ἔχειν ἐπιμελεῖς καὶ συνεχεῖς ἐκ διαστημάτων, εἶτα μεριμνῆσαι καὶ
προευτρεπί-
σασθαι τὰ εἰς δευτέραν τύχην συντείνοντα, εἰς τὸ καὶ ὀχυρὸν τόπον
κατανοῆσαι
ἐν καιρῷ περιστάσεως καὶ δαπάνην ἐφευρεῖν ὀλίγων ἡμερῶν, εἰ μὲν
ἀπαντᾷ, καὶ
τῶν ἀλόγων, ἐπείτοι γε τῶν ἀνδρῶν, καὶ μάλιστα τὴν τοῦ ὕδατος
εὐπορίαν, εἶτα
καὶ τὰ κατὰ τὸν τοῦλδον διαθῆναι, ὡς ἐν τῷ περὶ τούτου γέγραπται λόγῳ.

Καὶ εἰ μὲν σύνεστι πεζικὸς στρατὸς ἐν τῇ πρώτῃ μάχῃ, μάλιστα ἐν ὅσῳ ἐν


συνη-
θείᾳ τοῦ ἔθνους ὁ στρατὸς γίνεται, οὕτως τάξαι κατὰ τὸν δηλουμένον
τρόπον
ἐν τῇ καταγραφῇ τῆς ἐπικαμπίου ὀπισθίας τάξεως, τουτέστι τῆς ἐχούσης
τοὺς καβαλλαρίους ὑποτεταγμένους τοῖς πεζοῖς.
Εἰ δὲ μόνον καβαλλάριοί εἰσιν ἀξιόμαχοι, κατὰ τὸν λεχθέντα
τρόπον ἐν τῷ περὶ τάξεως λόγῳ τάσσειν, πλείονας δὲ ἐν τοῖς πλαγίοις
ἀφορίζειν καὶ χρησίμους· ἐν τῷ νώτῳ γὰρ ἀρκοῦσιν οἱ

Nicephorus I Scr. Eccl., Hist., Theol., Refutatio et eversio definitionis


synodalis anni 815 (3086: 012)“Nicephori Patriarchae
Constantinopolitani Refutatio et Eversio Definitionis Synodalis Anni
815”, Ed. Featherstone, J.M.Turnhout: Brepols, 1997; Corpus
Christianorum, Series Graeca 33.Ch. 158, line 65

συνεπίσταται κήρυγμα. οὗτος δὲ φθονῶν Χριστιανοῖς τῆς ἀπὸ


τῶν ἁγίων μνήμης γεγενημένης ὠφελείας καὶ πάντας καθ' ἑαυ-
τὸν ὑπάρχειν ἀξιῶν, ὡς ἂν μὴ μόνος τῆς ἐντεῦθεν εὐεργεσίας
761

ἀλλὰ καὶ οἱ τῇ ἐκείνου ὑπαγόμενοι ἀποστεροῖντο πλάνῃ, κρα-


τεῖν τὰς παραδόσεις ἃς παρέλαβονδιακελεύεται· ἐν
ποίᾳ δὲ παραδόσει ἢ πόθεν Χριστιανοὶ παρειλήφασιν μήτε ποι-
εῖν μήτε προσκυνεῖν εἰκόνι Χριστοῦ καὶ ἁγίων, ὀνομασίᾳ δὲ
προσαγορεύειν εἰδώλων, ἐκείνου ἂν εἰδείη ἡ ἀθεωτάτη ψυχή.
παρὰ Χριστιανοῖς γὰρ τοῦτο οὔτε εὕρηται οὔτε παραδέδοται
πώποτε, ἀλλ' αὐτοῦ γε, ὡς ἀληθῶς κἀνταῦθα εἰπεῖν, ἔστιν
σκοτεινὸν ἐφεύρεμα καὶ διανοίας ἀνάπλασμα κακοδαίμονος,
μήτε χρόνῳ βοηθεῖσθαι δυνάμενον μήτε τοῖς πλαττομένοις
μύθοις κλεπτόμενον, τῆς ἀληθείας προλαμπούσης ἐν ἅπασιν.
ἐκ τοῦ ἐναντίου δὲ μᾶλλον καὶ ἄκων συνίστησιν μαρτυρῶν τῇ
ἀληθείᾳ ὅτι καὶ πρότερον τὰ τῶν ἁγίων ὁμοιώματα παρεδί-
δοτο καὶ διετυποῦτο, ἐν ἐκκλησίαις τε καὶ ἑτέροις πλείοσι
τόποις τιμώμενα ἀνεφέρετο. οὐ γὰρ περὶ τῶν μήποτε γεγενη-
μένων προσέταττεν (ἄλογον γὰρ παντελῶς τοῦτο καὶ μάταιον),
ἀλλὰ περὶ ὧν ἑώρα καὶ ἃ γινόμενα ἤδη ἐγίνωσκεν, κἂν μὴ
βούλωνται τοῖς ἑαυτῶν διδασκάλοις κατ' αὐτὸ δὴ τοῦτο πείθε-
σθαι οἱ τὴν ἀρχαιότητα τούτων δυσσεβῶς ἀθετοῦντες.

Νικηφόρος Βρυέννιος. (3088: 002)“Nicéphore Bryennios. Histoire”, Ed.


Gautier, P.Brussels: Byzantion, 1975; Corpus fontium historiae
Byzantinae 9. Series Bruxellensis.B. 2, se. 12, line 28

ναίῳ Ἰσαακίῳ, Ἀραβάτης τὸ ὄνομα, τὴν ὁρμὴν ὅτι πλείστην θεασά-


μενος τῶν βαρβάρων καὶ ὡς μετὰ σφοδρᾶς τῆς ῥύμης ἐπῄεσαν καὶ τοὺς
ἀδελφοὺς ὅτι μόνοι διακινδυνεύουσι σὺν ὀλίγοις, δείσας μή τι τῶν ἀνη-
κέστων τούτων συμβαίη τινί, τὸν ἑταῖρον ᾧ Χασκάρης ὄνομα ὑπὸ τῷ
Κομνηνῷ Ἀλεξίῳ ταττόμενον παρεκάλει ξὺν αὐτῷ γενέσθαι καὶ ἄμφω
τῶν ἵππων ἀποβῆναι καὶ τοξεύειν ἐπὶ τοὺς πολεμίους· «Αἰσχρὸν γάρ,
ἔφησεν, εἰ Ἀλανῶν ἐνταῦθα παρόντων παρακινδυνεύουσιν ἄνδρες εὐ-
γενεῖς τε καὶ ἄριστοι· ὄνειδος γὰρ ἂν οὕτω ἅπαν ἕξει τὸ γένος τῶν
Ἀλανῶν». Οὕτω μὲν οὖν ἐκεῖνος ἔφη, ὁ δὲ τὴν βουλὴν ἀπεπέμπετο
ὡς οὐ συνετὴν μᾶλλον ἢ τολμηράν· αὐτούς τε γὰρ κινδυνεῦσαι οὕτω
δράσαντας κἀκείνους μηδέν τι ἐκ τούτου προςεφευρεῖν τοῦ ὀνήσασθαι,
ἅτε ὁμαλοῦ ὄντος τοῦ τόπου καὶ πεδινοῦ· «ἀλλ' εἴ τί μοι πείθῃ, φησίν,
ἐπεὶ ἐγγύς που τῶν στενωπῶν ἤδη γεγόναμεν, ἐπειδὰν ἐκεῖσε φθάσωμεν,
ἀποβησώμεθα τῶν ἵππων καὶ γενναίως ἀγωνίσασθαι σπεύσωμεν καὶ
οὕτω τό τε γένος τιμήσομεν καὶ τοὺς δεσπότας ὀνήσομεν».
Ταῦτα ὁ Χασκάρης ἔλεγεν· ὁ δὲ Ἀραβάτης βαρβαρικῶς εἰς αὐτὸν
ἐξυβρίσας εὐθὺς τοῦ ἵππου ἀπέβη καὶ τῇ μάστιγι τοῦτον πλήξας ὥστε
ἕπεσθαι τοῖς ἀπιοῦσιν, αὐτὸς ἤμυνεν ἐν τῇ πεδιάδι· οἱ δὲ Τοῦρκοι τῷ
παραδόξῳ τῆς θέας καταπλαγέντες ἠπόρουν ὅ τι καὶ εἴη τὸ δρώμενον·
762

βραχὺ γὰρ βέλος εἶχεν ἐν τῇ χειρί. Τὸν γοῦν πρώτως ἐπιόντα βάλλει
κατὰ τῶν στέρνων τῷ ὀϊστῷ καὶ εὐθὺς τοῦτον καταβάλλει τοῦ ἵππου.

Νικηφόρος Βρυέννιος. B. 3, se. 14, line 5

τῷ ἀνδρὶ λοιδορήσασθαι ὅτι μὴ καὶ τοῦτον συμπράκτορα ἔσχε τοῦ ἔρ-


γου· ὁ δὲ κρατῶν ἠγάσθη τε τούτου τὴν πρᾶξιν καὶ χάριτας αὐτῷ
φανερῶς ὡμολόγει. Ταύτην τὴν πρᾶξιν τοῦ Κομνηνοῦ ἀφορμὴν ὁ
καῖσαρ εὑρὼν τὸν γάμον ἐξαιτεῖ τῆς θυγατριδῆς τελεσθῆναι τοῦ γάμου
συναφείᾳ καὶ τελεῖται ταχέως ἅμα τῷ λυθῆναι τὴν πολιορκίαν τῇ
πόλει. Ταῦτα μὲν τοῦτον ἔσχε τὸν τρόπον.
Ὁ δὲ τῶν ταγμάτων κατάρχων τοῦ Βρυεννίου τηνάλλως ὁρῶν
τριβόμενον τὸν τῆς πολιορκίας καιρόν, ἵνα μὴ πλέον κακοπαθῇ οἱ τὸ
στράτευμα, ἐβούλετο μὲν τὴν πολιορκίαν λῦσαι, ᾐσχύνετο δ' ὅμως καὶ
ἐδεδίει μή ποτέ τι ξυμβαίη σχίσμα περὶ τὴν παλινόστησιν. Ἐζήτει
οὖν τινα πρόφασιν ἐφευρεῖν ὥστε καὶ τὴν πολιορκίαν λῦσαι καὶ μηδέν
τι ἐκ τούτου περιέσεσθαι βλαβερόν. Οὕτω δ' αὐτοῦ διανοουμένου, ἀπαγ-
γέλλεταί τι πλῆθος Σκυθῶν διαβὰν τὸν Αἷμον καὶ τὰ κατὰ τὴν Χερρό-
νησον κατατρέχον χωρία καὶ ληϊζόμενον. Τοῦτο τοίνυν ἀφορμὴν
εὑρὼν ὁ στρατάρχης λύει τὴν πολιορκίαν· κατὰ τῶν Σκυθῶν ἐξορμήσας
καὶ ἐντυχὼν αὐτοῖς ἐπανιοῦσιν ἐτρέψατο κατὰ κράτος καὶ φόνον ὅτι
πλεῖστον εἰργάσατο, παμπόλλους δὲ ζωγρήσας πρὸς τὸν ἀδελφὸν ἐπα-
νῆκε. Γίνονται οὖν οἱ ἑαλωκότες ἐκείνῳ ἀφορμὴ πρὸς τοὺς Σκύθας
εἰρήνης τε καὶ ξυμβάσεως· ὁμήρους γὰρ τῶν ἐπιφανῶν δόντες τούς
τε οἰκείους αἰχμαλώτους εἰλήφασι καὶ σύμμαχοι τούτῳ κατέστησαν.

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις) (3094:


001)“Nicetae Choniatae historia, pars prior”, Ed. van Dieten, J.Berlin:
De Gruyter, 1975; Corpus fontium historiae Byzantinae 11.1. Series
Berolinensis.Reign Man1,pt4, page 128, line of page 16

τας τῶν ἐλπίδων ἐκριζοῦντες βλάστας καὶ ἀποτέμνοντες τὸ ἐκ περιόδων


τε ἐκείνῳ καὶ κύκλων μακρῶν ἀντιπράττειν ἀπολιπόντες καὶ ἑαυτοὺς
πραγμάτων ἀλλοτριοῦντες ἔγνων ἐκποδὼν ποιήσασθαι δόλῳ τὸν
ἀπεχθῆ Στέφανον. διὰ ταῦτα τὴν φαρμακοποσίαν ἐπῃνεκότες ὡς πρόχει-
ρον ζωῆς κατευνάστριαν περιεσκόπουν τὸν τὴν θανατηφόρον κύλικα τῷ
Στεφάνῳ τοῖς δακτύλοις ὀχήσοντα. ὡς δ' εὗρον ὑποδρηστῆρά τινα τοῦ
Στεφάνου, Θωμᾶν λεγόμενον, ἔστησαν τὸν μισθόν. οὕτω δ' ἦν ἐκεῖνος
ὀξύτατος καὶ δεινότατος ἀνθρώπου καταλῦσαι ζωὴν καὶ σώματος ἀπο-
στῆσαι ψυχήν, πονηρῷ κέρδει χεῖρα ὑποσχών, ὡς καὶ οἴκοθεν προςε-
φευρεῖν ἑτέραν μέθοδον, δι' ἧς εἰς ᾅδου τάχιον καταχθήσεται Στέφανος.
763

ἀμέλει καὶ ἐν τῷ ἐξαιματοῦσθαι τὴν φλέβα τῷ Στεφάνῳ ἐγχρίεται φαρ-


μάκῳ τὸ ἐπίθεμα τῆς τομῆς· τὸ δὲ ὅλῳ περιχυθὲν τῷ σώματι καὶ διαδρα-
μὸν καὶ τοῖς καιριωτέροις ἐνσκῆψαν μέρεσιν ἀπάγει τοῦ ζῆν τὸν ἄν-
θρωπον, πράγμασιν αὐτοῖς σαφῶς πιστωσάμενον τὰς τῶν ἀνθρώπων
ἐπινοίας ἀκροσφαλεῖς καὶ δειλὰς καὶ ὡς εἰκῇ καὶ μάτην τοῖς ἀκιχήτοις
ἐγχειροῦσί τινες ἐφετοῖς καὶ διαπονοῦνται τοῖς οἰκείοις ἐπιτηδεύμασι, μὴ
καὶ θεϊκῆς συνεφαπτομένης χειρὸς ἄνωθεν καὶ τοῖς πραττομένοις ἐπευδο-
κούσης καὶ κατευθυνούσης τὰ τούτων διαβούλιά τε καὶ διαβήματα. καὶ
ὁ μὲν ἔκειτο οὕτως καὶ ἦν ὁ νεκρὸς αὐτοῦ ὑβριζόμενος καὶ ὁσίας ἄμοιρος
καὶ τὸ Ζεύγμινον ὑπὸ Οὔννων ὁμολογίᾳ ἑάλωκε.

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Man1,pt6, page 197, line of page 11

Πέρσῃ ἐπῆλθε, τὰ βέλη πάντα τῷ σάκει δεχόμενος, καὶ κατὰ κεφαλῆς


καιρίαν ἔπληξε καὶ ἀνῄρηκεν. οὕτω δὲ τὸν Ξηρὸν ἀπέχοντα εὗρεν ὁ
Πέρσης τοῦ ἐκεῖνον ἀπεκτονέναι καὶ πρὸς τὴν αὐτοῦ περὶ τοῦ μὴ θανεῖν
δέησιν ἀκαμπῆ καὶ σκληρὸν ἀληθῶς καὶ ἀνένδοτον, ὡς καὶ δευτέραν
πληγὴν ἐπὶ τῇ προτέρᾳ λαβεῖν οἷς παρακαίρια ἔβαζε, φιλανθρώπων
τυχεῖν δεόμενος ὧν αὐτὸς κακὸν ὀλέθριον ἦν.
Τότε καὶ ἐμὸς συγγενής, τῷ κλήρῳ μὲν τῆς πόλεως κατειλεγμένος
Χωνῶν, λευίτης τὴν τάξιν, λήματος δ' ἀνδρείου πλήρης, συνανελθὼν
τῷ λοιπῷ στρατεύματι ἐς τὸν Χάρακα μετὰ σκευῆς πολεμικῆς καὶ
σκυλεύσας, εἴ τι που ἐφεῦρεν ἡ χεὶρ ἐν τοῖς τῶν Τούρκων σκηνώμασιν,
οὐκ ἀπεφορτίσατο κατ' αὐτὸ τὸ δεινὸν τὰ λάφυρα, ἀλλὰ ταῦτα φέρων,
ἃ καὶ ἦσαν στολαὶ Περσικαὶ πήρας ἐντὸς καὶ ὄϊς πηγεσίμαλλος, βάδην
ἐπορεύετο, ἐπιστρέφων τὰς ἁπάντων ὄψεις εἰς ἑαυτὸν καὶ ὑπὸ μὲν τῶν ὡς
ἀδεὴς ἐν τοῖς περιστατικοῖς καιροῖς εὐφημούμενος καὶ κορυφαία
κρινόμενος
ἄντικρυς τῶν κατ' ἐκεῖνο στρατευσάντων καιροῦ, ὑπὸ δὲ τῶν τωθα-
ζόμενος ὡς προβατίου ἀρνύμενος θάνατον. αὐτὸς μέντοι καὶ οὕτω τὴν
ὁδὸν ἤνυεν ὅπῃ παρείκοι τοὺς δραπέτας βάλλων ὀνείδεσιν ὡς μηδενὸς
διώκοντος ἀγεννῶς ἀπαίροντας.

Νικήτας Χωνιάτης ιστορικός. Historia (= Χρονικὴ διήγησις)


Reign Isaac2,pt3, page 445, line of page 25

θη σεβάζονται, πολλάς τε ἀποβαλομένας θανάτῳ τοὺς εὐνέτας ἀνεκτᾶτο


τῆς χηρείας δι' εὐποιΐας καὶ παρθένοις ἐχορήγει τὰ πρὸς γαμήλιον δᾷδα
καὶ παστάδα καὶ ὑμέναιον ἐπιτήδεια.
Οὐ μόνον δὲ καθ' ἕνα καὶ κατ' οἴκους καὶ συγγενείας ἐνεπίμπλα φιλο-
764

δωρίας, ἀλλὰ καὶ πόλεις ἔστιν ὅτε ὅλας εὐηργέτει ταῖς τῶν φόρων
ἀνέσεσιν. ὡς δ' ἔπος εἰπεῖν, οὕτως ἔχαιρε τῷ ἐλέῳ καὶ πρὸς τὴν τῶν
ἀγειρομένων ἀπόκτησιν ἔρρωτο, ὡς ἀπαντλεῖν ἀμφοτέραις τὰ ἐπεισρέον-
τα· ὁπόθεν αὐτῷ ὑπεισέδυ καὶ ὑπούλως παρεισεφθάρη τὸ μὴ ἐκ πόρων
ἀεί ποτε δικαίων τὰ χρήματα συγκομίζεσθαι· τὰς γὰρ τῶν δαπανῶν
ὑπερόγκους τῇ ἀσωτίᾳ ἐγγιζούσας οἱ πλεῖστοι μὴ ὑφορώμενοι, εἰσπρά-
ξεων ἐφευρεταὶ καινῶν καθιστάμενοι ὡς γεωργίῳ ἡμέρῳ μελίνην ἢ ῥόδῳ
ἀνεμώνην τὰ μὴ καλῶς μηδ' ὁσίως συλλεγόμενα συμφύρουσι χρήματα
τοῖς δικαίοις.
Κατάφορος δ' ὢν εἰς θυμὸν οὐδὲ τοῦ συμπαθοῦς ἤθους ἀπῴκιστο,
ἀλλ' αὐτὸς ἑαυτὸν πρὸς εὐμένειαν ἐπανάγων σύνδρομον πολλάκις ἐπε-
ποίητο τῇ ὀργῇ τὴν συμπάθειαν καὶ ταῖς συμφοραῖς τῶν ἀνθρώπων
ἐπικλώμενος τὰ πρὸς ὑφαίρεσιν ἑκάστῳ ἐπεμέτρει τῶν ἀλγεινῶν.
Ταῦτα δὲ πράττων καὶ ἄλλ', ὁπόσα τὸ λέγειν παρέδραμεν, ᾤετο
τῇ βασιλείᾳ ἐνεστηρίχθαι ὡς οὐδ' ἐν οὐρανίῳ σφαιρώματι ἥλιος ἢ ὡς
στέλεχος φοίνικος ὑπὸ ὀσμῆς ἀναθηλούμενον ὕδατος καὶ κέδρος Λιβανί-
της ὑψίκομος ἐς κύκλους διατηρηθῆναι μακραιώνων ἐνιαυτῶν. τοῦτο δ'

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Epistulae (3130:


001)“Theophylacti Simocatae epistulae”, Ed. Zanetto, G.Leipzig:
Teubner, 1985.Epistle 29, line 10

Λαχάνων Πηγάνωνι

Ἧκέ μοι πρὸς τοὔλαιον αὔριον· ἐκδημήσαιμι γὰρ τοῦ ἄστεος καὶ
δαιτυμὼν ἔσομαι, φίλτατε. Νύμφαις γὰρ καὶ τῷ Πανὶ τοῦ ποιμνίου τὰς
ἀπαρχὰς ἀναθήσαιμι. εὐνοοῦσι γὰρ ἡμῖν ὀψέ ποτε οἱ θεοί· τὰ κισσύβια
πεπλήρωταί μοι τοῦ γάλακτος, αἱ ἄρνες εὐγόνως τετόκασι, περισκιρτῶσιν
αἱ αἶγες ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις ὥσπερ γηθόμεναι. πεπαύμεθα πενίᾳ μαχό-
μενοι, δυσνουθετήτῳ θηρίῳ καὶ δυσκόλῳ· δίκην ἕλκους τοῖς κεκτημένοις
ἐμπλέκεται καὶ φιλοσύνηθές ἐστι κακόν, ῥαθυμοποιόν, κατηφές, πρὸς
λύπην ἀπαρηγόρητον, πρὸς ἀνίαν ὀξύρροπον, ἄγρυπνον, φιλομέριμνον,
ἐπίμοχθον, κακῶν ἐφευρετικόν, ἄδοξον, εὐκαταφρόνητον, ἀνεπίφθονον.
οὐ γάρ τις ἐθέλει τηλικούτῳ κακῷ συναντᾶν, οὐδὲ εἰ τὴν Ὀρέστου μανίαν
κατακριθείη νοσεῖν. ῥίψαντες οὖν τὰ τῆς πενίας τῇ πενίᾳ ἐφ' ἑτέραν
μεταστησώμεθα λῆξιν, μετὰ τῆς τύχης ἀμείψαντες καὶ τὸ φρόνημα.

Theophylactus Simocatta Epist., Hist., Quaestiones physicae (3130:


007)“Teofilatto Simocata. Questioni naturali, 2nd edn.”, Ed. Massa
Positano, L.Naples: Libreria Scientifica Editrice, 1965.Page 32, line 9

θαρχεῖν ‘μῦθος ἄνδρεσσι μελήσει’διδάσκοντι. {ΠΟΛ.} Ἥσθην τῷ


765

λόγῳ. Ἀλλ' ἄγε δὴ μετάβηθι,ὁ λόγος ἐρεῖ· ἀρτίως


γάρ μοι ἡ θεωρία ἀφίκετο ἀπ' Αἰγύπτου ἐνεγκαμένη λόγον
οὐκ ἄμουσον. φασὶ τοὺς Αἰγυπτίους τοῖς τῶν ἴβεων ἐπιβου-
λεύειν ᾠοῖς, ἵνα μή που κακόν τι τὰ τούτων τελεσφορήσῃ
γεννήματα. Ζῷον γάρ τι δεινὸν ἐντεῦθέν πως ἔχειν τὴν γένε-
σιν περιθρυλλοῦσιν Αἰγύπτιοι. ἆρα λῆρός τις ἢ μυθολόγημα
τὸ λεγόμενον;
{ΑΝΤ.} Οὔ μοι δοκεῖ· σοφὸν γὰρ ὡς ἀληθῶς καὶ Αἰγύπτιον
τὸ ἐφεύρεμα· εἰ δέ που καὶ τοῦ λόγου ἀκούειν ἐρᾷς, ἔχω τί
σοι λέξαι, φιλότης. ἥδεται τουτὶ τὸ ὄρνεον τὰ δυσώδη σιτούμε-
νον· χαίρει δὲ μάλιστα καὶ ταῖς τῶν ἰοβόλων ἄγραις πολυ-
βορώτατον ὄν. ἀλλὰ καὶ τοῖς ὄφεσιν ἴβις, καθάπερ ὁ βα-
σιλίσκος, πολέμιον· διὸ καὶ πτερὰ ἴβεων πολέμια ὄφεσιν.
ἐμφορεῖται δὲ σαρκῶν ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ γέγηθεν ἐπὶ
ταύτῃ τῇ θήρᾳ. οὐκοῦν ὥσπερ ἔκ τινος σηπεδονώδους γεννήμα-
τος δεινόν τι κακὸν ὁ Βασιλίσκος ἐβλάστησε. διὸ φθείρουσιν
Αἰγύπτιοι ὅτε που ᾠὰ θεάσοιντο ἴβεων, ὥσπερ λύμην ἐσομένην
αὐτοῖς προαποκείροντες. εἴπερ οὖν Αἰγυπτίους ἐζήλωσε Πρία-
μος, ἢ τὸν Οἰδίπουν ἀπέκτεινε Λάϊος, οὐκ ἂν ἥλω Τροία,

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.
Leipzig: Crusius, 1808, Repr. 1967.Alphabetic letter gamma, page 443,
line 13

Γνήσιος. ὁ μὴ νόθος, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ γεννηθείς.


γενήσω, γενήσιος, καὶ κατὰ συγκοπὴν γνήσιος.
Γνόφος. συνέφεια. ἢ ὁ ζοφώδης ἀήρ. παρὰ τὸ
κενὸν φάους εἶναι. κνόφος καὶ γνόφος.
Γνύπετοι. στυγνοὶ καὶ οἷον νενυγμένοι.
Γνώμων. ὁ συνετός. καὶ κανόνιόν τι μηχανικὸν,
καὶ σχῆμα γεωμετρικὸν, καὶ διοπτρικοῦ ὀργά-
νου μέρος, [καὶ δὴ καὶ ἀστρονομικοῦ. καὶ τὸ
ἐν τοῖς ἡλιοτροπίοις πηγνύμενον, ὅπερ ἐφεῦ-
ρεν Ἀναξίμανδρος καὶ ἔστησεν ἐπὶ τῶν σκιο-
θύρων.] γνώμων καὶ ὁ ὀδοὺς τῶν ἀλόγων ζώων.
ἔνθα καὶ προβατογνώμων, ὁ ἤδη βεβληκὼς τοὺς
ὀδόντας.
Γνώριμος. οὐχ ὁ μαθητὴς, ἀλλ' ὁ γινωσκόμε-
νος τινὶ, ἢ ἁπλῶς ὁ ἔνδοξος. Δημοσθένης· καὶ
γνωρίμως ἔχω τοῖς πλείστοις τῶν πλεόντων τὴν
θάλασσαν. καὶ γνωρίσαι τὸ συστῆσαι καὶ ποιῆ-
σαι γνώριμον. γνώριμοι καὶ οἱ φοιτηταί. [Πυ-
766

θαγόρας ὁ Σάμιος γνωρίμους ἔσχε πλείους ἢ


ἑξακοσίους.

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon Alphabetic letter delta, page 501, line 9

– τότ' ἐδηριόωντο Ποσειδάων καὶ Ἀπόλ-


λων.]
Δήφηλα. πόλις περὶ Ἰωσήπῳ.
Δηώ. ἡ γῆ, ἢ ἡ Δημήτηρ. [καὶ διαφέρει, ὥς
φησιν ὁ τεχνικός. οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ
ἦτα μετὰ τοῦ ἰῶτα. καὶ χωρὶς τοῦ ἰῶτα λέγο-
μεν ὅτι ἔστιν ἀπὸ τοῦ δήω, ὃ σημαίνει τὸ εὑ-
ρίσκω· καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο ἡ Δημήτηρ
εἰς ζήτησιν τῆς θυγατρὸς αὐτῆς, κατ' εὐφημι-
σμὸν ἔλεγον πάντες δήεις ἀντὶ τοῦ εὑρήσεις.
ἢ ὅτι ἐπειδὴ αὐτὴ ἐφεῦρε τὸν σῖτον κατὰ τὴν
φλυαροκοπίαν τῶν Ἑλλήνων. εἰ δὲ ἔχει τὸ
ἰῶτα, λέγομεν ὅτι γέγονε παρὰ τὸ δαίω τὸ
κόπτω, κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ αεἰς η.]
καὶ γὰρ ἡ Δημήτηρ γῆ ἐστιν. [ἡ δὲ γῆ δια-
κόπτεται ἐν τῷ ἀροτριοῦσθαι. ἢ ὅτι πολλὴν
ἐδήωσε γῆν, τουτέστι διέκοψεν, ζητοῦσα τὴν θυ-
γατέρα αὐτῆς. ἢ παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω· καὶ
γὰρ ἡ Δημήτηρ μετὰ λαμπάδων περιήρχετο.
λέγει δὲ ὁ τεχνικὸς, ὅτι ὑποκοριστικόν ἐστιν
ἀπὸ τοῦ Δημήτηρ, Δηὼ, οὐ νοοῦντες τὸν σχη

Joel Chronogr., Chronographia compendiaria (3140: 001)


“Ioelis chronographia compendiaria”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1836;
Corpus scriptorum historiae Byzantinae.Page 4, line 16

ὁ κατακλυσμός, ἡ λιθίνη στήλη μενεῖ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ γεγλυμμένα,


εἰ δὲ διὰ πυρός, ἡ πλινθίνη σωθήσεται. ἀπὸ Μαγουσαίων δὲ
ἤτοι Περσῶν ἤρξατο ἀστρολογία καὶ μαγεία, λαβόντων ἀρχὰς
ἀπὸ Νεβρὼδ τοῦ τὴν Βαβυλῶνα κτίσαντος.
Μετὰ Νῖνον ἐβασίλευσεν Ἀσσυρίων Θύρρας τις τοὔνομα,
ἔτη λʹ, ὃν καὶ μετεκάλεσαν Ἄρεα εἰς ὄνομα τοῦ πλανήτου ἀστέρος,
ᾧ τινὶ Ἄρει πρώτην στήλην ἀνέστησαν οἱ Ἀσσύριοι, καὶ ὡς θεὸν
μέχρι τοῦ νῦν προσκυνοῦντες καλοῦσι Περσιστὶ Βάαλ θεός, ὅ
ἐστιν Ἄρης πολέμων θεός, οὗ καὶ Δανιὴλ μέμνηται.
Ἐν τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας τοῦ Φοίνικος ἦν Ἡρακλῆς
767

φιλόσοφος, ὁ Τύριος, καὶ τῆς κογχύλης ἐφευρετής. μετεωριζό-


μενος γὰρ ἐπὶ τὸ παράλιον μέρος τῆς Τύρου εἶδε ποιμενικὸν κύνα
ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, καὶ τοῦ ποιμένος νομίσαντος
αἱμάσσειν τὸν κύνα, λαβόντος πόκον ἔριον ἀπὸ τῶν προβάτων
καὶ ἀπομάξαντος τὸ καταφερόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦ κυνός,
καὶ βαφέντος τοῦ πόκου, προσέσχεν ὁ Ἡρακλῆς μὴ εἶναι αὐτὸ
αἷμα ἀλλὰ βάμματος πρόξενον, ὃ καὶ θαυμάσας ὡς μέγα δῶρον
τουτὶ προσήγαγε τῷ βασιλεῖ Φοίνικι, ὃς καὶ μᾶλλον ἐκπλαγεὶς
ἐκέλευσεν ἀπὸ κογχύλης ἔριον βαφῆναι καὶ γενέσθαι αὐτῷ περιβό-
λαιον, καὶ οὕτω πρῶτον αὐτὸν φορέσαι ἱμάτιον ἐκ πορφύρας.
Μετὰ Ναβουχοδονόσορ καὶ Βαλτάσαρ τὸν υἱὸν αὐτοῦ

Joel Chronogr., Chronographia compendiaria Page 24, line 10

Μετὰ δὲ Ἀντίοχον ἐβασίλευσεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ Εὐπάτωρ.


Μετὰ δὲ ταῦτα ἐβασίλευσεν Ἰούλιος Καῖσαρ ὁ μὴ γεννη-
θείς· τῆς γὰρ μητρὸς αὐτοῦ θανούσης ἐν τῷ ἐννάτῳ μηνί, ταύ-
την ἀνατεμόντες ἐξέβαλον αὐτόν. ὅθεν καὶ Καῖσαρ λέγεται· ἀφ'
οὗ Καίσαρες οἱ Ῥωμαίων προσηγορεύθησαν βασιλεῖς, ὅ ἐστιν
ἀνατομὴ κατὰ τὴν Ῥωμαίων γλῶτταν. ὃς πρῶτος καὶ μόνος ἐκρά-
τησεν τῶν Ῥωμαϊκῶν σκήπτρων μετὰ πολλῆς ὑπερηφανίας, ὅθεν
καὶ δικτάτωρ ἐκαλεῖτο, ὅ ἐστι μονάρχης. πάντων δὲ κρατήσας ἐν
ἰταμότητι καὶ τυραννίδι ἐπὶ ἔτη ιηʹ ἀνῃρέθη ἐπὶ συγκλήτου. ὃς
νόμους Ῥωμαίοις ἔδωκεν, καὶ τὸν βίσεκτον ἐφεῦρε , καὶ τὸν μῆνα
Ἰούλιον μετωνόμασε, πρότερον Κυντίλλιον καλούμενον. ἐφ' οὗ
ἦν καὶ Ἰούδας ὁ Γαλιλαῖος ὁ ἐν ταῖς πράξεσι τῶν ἀποστόλων
μνημονευόμενος, καὶ Ἀντίπατρος ὁ Ἡρώδου πατὴρ βασιλεὺς τῆς
Ἰουδαίας κατέστη.
Μετὰ δὲ Ἰούλιον Καίσαρα ἐβασίλευσεν Αὔγουστος Καῖσαρ
Ὀκταβίου υἱός, ὃς καὶ Σεβαστός, ἔτη νϛʹ· ἀφ' οὗ Σεβαστοὶ καὶ
Αὔγουστοι προσηγορεύθησαν οἱ Ῥωμαίων βασιλεῖς, καὶ ὁ μὴν
Αὔγουστος ἐκλήθη, πρότερον Σεξτίλιος ὀνομαζόμενος. ἐν τῷ μβʹ
ἔτει τῆς αὐτοῦ βασιλείας ἐγεννήθη ὁ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χρι-
στός. ἐν δὲ τῷ μαʹ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἀπὸ κτίσεως κόσμου

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Annales (3141: 002)“Georgii


Acropolitae opera, vol. 1”, Ed. Heisenberg, A.Leipzig: Teubner, 1903,
Repr. 1978 (1st edn. corr. P. Wirth).Se. 30, line 27

ὀλίγον τόπον πατήσαντες – ἀπὸ γὰρ τῆς Λαμψάκου μέχρι


καὶ τῶν Κεχρεῶν ἀφίκοντο – μικρὸν ἢ μηδὲν λυμήναντες
768

– προύφθασε γὰρ ὁ βασιλεὺς τὰ χρειώδη πάντα τοῖς ὑψη-


λοτέροις τόποις διασώσασθαι – περὶ τὸ τῶν Πηγῶν ἐχώ-
ρησαν ἄστυ, ἓν μόνον φρούριον χειρωσάμενοι, ὃ Κεραμιδᾶς
ὀνομάζεται, περί που τοὺς βουνοὺς διακείμενον τῆς Κυζίκου.
εἶχον δὲ τὰς ναῦς αὐτῶν ἑτοίμους εἰς τὴν Κωνσταντίνου
παλινοστῆσαι, καὶ ᾤχοντο ἂν αἰσχύνης καὶ ζημίας πεπληρω-
μένοι, εἰ μὴ τοῦ τῶν Πηγῶν ἄστεος περιεγένοντο τῇ κλοπῇ.
ἀνὴρ γάρ τις δεινὸς ἀναρριχᾶσθαι πρὸς ἀκρωνυχίας πετρῶν
ὁδὸν ἐφεῦρε , δι' ἧς ὡπλισμένους Λατίνους εἰς τὴν ἀκρό-
πολιν νυκτὸς ἀνεβίβασεν· οἳ καὶ τοῖς φύλαξιν αἴφνης ἐπεις-
πεσόντες αὐτούς τε ἐφόνευσαν καὶ εἷλον τὸ ἄστυ. τοῦτο
πρὸς βραχὺ μὲν Ῥωμαίους εἰς δειλίαν ἐνέβαλε· πλήρης γὰρ
ἦν ἡ πόλις ἀνδρῶν καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν κἀκ τῶν περι-
φανεστέρων ἐν στρατιώταις· ἀλλ' ἡ τοῦ βασιλέως περὶ τὰ
τοιαῦτα οἰκονομία καὶ στρατηγικωτάτη δεινότης τὴν τῶν
Ῥωμαίων δειλίαν τότε ἀπετινάξατο καὶ εἰς πτοίαν μᾶλλον
τοὺς Λατίνους ἐνέβαλε καὶ τῆς τε φυσικῆς ῥοπῆς καὶ τῆς
ἐκ τῆς ἁλώσεως τῶν κατασχεθέντων γεγενημένης σφίσιν
ὁρμῆς ἀνέστειλε. καὶ ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Κωνσταντίνου,

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Annales Se. 31, line 2

πρὸς βραχὺ μὲν Ῥωμαίους εἰς δειλίαν ἐνέβαλε· πλήρης γὰρ


ἦν ἡ πόλις ἀνδρῶν καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν κἀκ τῶν περι-
φανεστέρων ἐν στρατιώταις· ἀλλ' ἡ τοῦ βασιλέως περὶ τὰ
τοιαῦτα οἰκονομία καὶ στρατηγικωτάτη δεινότης τὴν τῶν
Ῥωμαίων δειλίαν τότε ἀπετινάξατο καὶ εἰς πτοίαν μᾶλλον
τοὺς Λατίνους ἐνέβαλε καὶ τῆς τε φυσικῆς ῥοπῆς καὶ τῆς
ἐκ τῆς ἁλώσεως τῶν κατασχεθέντων γεγενημένης σφίσιν
ὁρμῆς ἀνέστειλε. καὶ ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Κωνσταντίνου,
μικρόν, ὡς ἔφημεν, ἢ οὐδὲν εἰργασμένοι.
Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς Ἰωάννης, οἷα ἐκεῖνος δεινὸς
ἐφευρεῖν μεθόδους ἐν περιστάσεσι σῶσαί τε τὸ οἰκεῖον,
ὑπὲρ οὗ καὶ πλείονος ἐδεῖτο λόγου, ἀναχαιτίσαι δὲ καὶ τὸ
ὑπεναντίον, ὡς ἂν δι' ἀμφοῖν τὰ οἰκεῖα κρατύνοιτο, εὑρίσκει
τρόπον ἀποπληρωτικὸν τοῖν δυοῖν. ἐγεννήθη γὰρ αὐτῷ
υἱὸς ἐκ τῆς βασιλίδος Εἰρήνης, ᾧ καὶ κλῆσις τοῦ πάππου
καὶ βασιλέως Θεοδώρου τοῦ Λασκάριος ἐπετέθειτο· ἑνδέκα-
τον δέ οἱ ἔτος τότε ἠνύετο. καὶ ὁ Ἀσὰν δὲ θυγάτριον
ἔσχεν – Ἑλένη αὐτῇ τοὔνομα – παρὰ τῆς ἐξ Οὔγγρων
γαμηθείσης αὐτῷ· ἔννατον καὶ ταύτῃ ἔτος ἦν. πρεσβείαν
γοῦν στέλλει ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν τῶν Βουλγάρων ἄρχοντα
τὸν Ἀσάν, καὶ μνηστείας τῶν παίδων μνημονεύει καὶ τῆς
769

Γεώργιος Ακροπολίτης ιστορικός. Annales Se. 42, line 43

σποντον, καταλιπὼν εἰς τὴν ἕω τὸν υἱὸν αὐτοῦ Θεόδωρον.


Ἔτυχε μὲν πρὸ καιροῦ τὸν πατριάρχην Γερμανὸν τὰ
τῇδε καταλιπόντα πρὸς τὰς θείας ἀπᾶραι σκηνάς, καλῶς καὶ
ὁσίως βιώσαντα καὶ καλῶς τὴν αὐτοῦ ποιμάναντα ποίμνην·
ἐγένετο δὲ μετ' αὐτὸν Μεθόδιός τις καλούμενος μοναχός,
ἡγούμενος τῆς κατὰ Νίκαιαν Ὑακίνθου μονῆς, ἀνὴρ αὐχῶν
μὲν εἰδέναι πολλά, ὀλίγων δὲ ἴδρις ὤν. ἀλλ' οὗτος τρεῖς
καὶ μόνους μῆνας ἐπαπολαύσας τοῦ θρόνου τετελεύτηκεν.
ἐστέρετο γοῦν ἀρχιερέως ἡ ἐκκλησία. ὁ γὰρ βασιλεὺς Ἰωάν-
νης ἐν τοῖς τοιούτοις μὴ πρόχειρος ὢν οὐκ εὐχερῶς εἶχεν
ἐκ τοῦ προχείρου τὸν ἄξιον ἐφευρεῖν , ἢ μᾶλλον τὸν ἐκείνῳ
ἀρέσοντα· μάλιστα γὰρ οἱ κρατοῦντες τοὺς πρὸς ἀρέσκειαν
ἐν τούτοις προσίενται, ὡς ἂν μή τινας ἔχοιεν ἀντερίζοντας
τοῖς βουλήμασι. παρερρύη γοῦν χρόνος συχνός, καὶ οὐκ
ἦν ὁ διεξάγων τὸ ποίμνιον.
Ὁ μὲν οὖν βασιλεὺς Ἰωάννης, ὡς ἔφημεν, εἰς τὴν
ἀντιπέραν καὶ δυτικὴν ἐποιεῖτο τὸν βάδον χάριν τοῦ τὰς
ἐκεῖσε χώρας καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς κατοπτεύσασθαι ἄστη· καὶ
μέχρι γὰρ τοῦ οὕτω πως ὀνομαζομένου ἄστεος Ζίχνα, ἐγγύς
που ὄντος Σερρῶν, ἁπάντων ἐδέσποζεν. ἦρχε μὲν τότε
Βουλγάρων ὁ τοῦ Ἀσὰν υἱὸς Καλιμᾶνος, δωδεκέτης ὤν.

Ducas Hist., Historia Turcobyzantina (3146: 001)“Ducas. Istoria


Turco–Bizantină (1341–1462)”, Ed. Grecu, V.Bucharest: Academia
Republicae Popularis Romanicae, 1958; Scriptores Byzantini 1.
Ch. 30, se. 5, line 4

ρας ἐκεῖθεν ἔρχεται εἰς Νοβόπριδον, μητέρα τῶν πόλεων· καὶ


καταπολεμήσας
εἷλε ταύτην καὶ παρέδωκε Τούρκοις καὶ ὅλην Σερβίαν. Χειμῶνος δὲ
φθάσαντος
ἐστράφη ἐν τῇ Ἀδριανοῦ· τοὺς δὲ δύο υἱοὺς τοῦ δεσπότου, ἦν γὰρ ὁ εἷς
εὑρε-
θεὶς ἐν Ἀδριανουπόλει, στρατεύοντος ἐν τῷ Σμεδρόβῳ τοῦ Μουράτ, ὁ δὲ
ἕτερος
συλληφθεὶς ἐν αὐτῷ τῷ πολιχνίῳ ἤχθη ἐν Ἀδριανοῦ, πέμψας οὖν αὐτοὺς
δε-
770

σμίους ἐν τῇ ἀνατολῇ ἐν Ἀμασείᾳ, ἐξορύττει τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τῶν


δύο συμ-
βουλίᾳ τοῦ Φαδουλάχ.
Ὁ δὲ Δραγούλιος ἐλθὼν εἰς προσκύνησιν αὐτοῦ ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ,
πέμπει αὐτὸν δέσμιον ἐν Καλλιουπόλει φυλακίσας αὐτὸν ἐν τῷ πύργῳ,
εὑρὼν
αἰτίαν, ὅτι ἐν τῇ Οὐγγρίᾳ ἔμελλε προδώσειν αὐτόν, ὅτε προωδοποίει, καὶ
ἄλλα
τινὰ ἐφευρέματα, ἃ διενόει ὁ Φαδουλάχ. Ποιήσας οὖν ἡμέρας πολλὰς ἐν
τῷ
πύργῳ, ἐζήτησαν παρ' αὐτοῦ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ὁμήρους· καὶ πέμψας
ἔφερε καὶ
παρέδωκεν αὐτούς, ἔτι ἀφήλικες ὄντες. Ὁ δὲ λαβὼν αὐτὰ στέλλει ἐν τῇ
ἀνατο-
λῇ ἐν Ἀσίᾳ ἐν κάστρῳ τινί, Νύμφαιον ἐπονομαζόμενον, παραγγείλας
φυλάττειν
ἐπιμελῶς αὐτά. Τὸν δὲ Δραγούλιον, δοὺς ὅρκους καὶ λαβών, ὡς ἔσται
πιστὸς
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸ ἑξῆς, ἀπέλυσεν ἐν Βλαχίᾳ.
Ἔαρος δὲ ἀρξαμένου στρατὸν ἐγείρει μέγα καὶ πολὺ ἔκ τε Ἀσίας καὶ
Θρᾴκης καὶ κατὰ τοῦ Πελογράδω ἐστράτευσεν. Ἦν δὲ τὸ Πελογράδω
πόλις
Σερβίας ὀχυρὰ καὶ δυσάλωτος, ἔχον τοὺς θεμελίους ἀναμέσον ποταμῶν
δύο,
Δανούβεώς τε καὶ Σάβα. Πρὸ ὀλίγου δὲ αἰτήσας αὐτὴν τὴν πόλιν ὁ
κράλης
Οὐγγρίας, δέδωκε πρὸς αὐτὸν ὁ δεσπότης Γεώργιος φοβούμενος, μήπως

Anonymi Exegesis In Hesiodi Theogoniam, Exegesis in Hesiodi


theogoniam (3156: 001)“Glossen und Scholien zur hesiodischen
Theogonie”, Ed. Flach, H.Leipzig: Teubner, 1876, Repr. 1970.
Page 374, line 8

τῷ οὐρανῷ, ἤγουν οἶδε πάντων τῶν στοιχείων τὰς ποιό-


τητας, νικήσας τὸν πατέρα Κρόνον ἐν τῇ δυνάμει. φασὶ
γὰρ τὸν Κρόνον πολλὰ τεκνογονήσαντα πάντα καταφα-
γεῖν, μόνον δὲ τὸν Δία τοῦτον ὑπερνικῆσαι, δηλοῦντος
τοῦ λόγου, ὅτι ὁ χρόνος, ὅσα ἐνταῦθα παράγει, ταῦτα
καὶ ἀφανίζει, μόνης δὲ τῆς ἡμετέρας ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ
οὐχ ὑπερισχύει, οὐ γὰρ ἂν ἐκλείψῃ αὕτη ποτέ, μέχρις
αὐτὸ τῇδε πᾶν συνεστηκὸς περίγειον ἐκλείψῃ. ὃς νοῦς
νικήσας τὸν χρόνον πάντα καλῶς ᾠκονόμησε καὶ περὶ
771

πάντων ἐφυσιολόγησεν, ὅτι αἱ ἐννέα Μοῦσαι εἰς ἐννέα


λογικὰς ἀνάγονται τέχνας. Κλειὼ μὲν γὰρ ἐφεῦρε ῥητο-
ρικήν, Εὐτέρπη αὐλητικήν, Θάλεια κωμῳδίαν, Μελπομένη
τραγῳδίαν, Τερψιχόρη κιθαρῳδίαν, Ἐρατὼ ποίησιν, Πολυ-
μνία γεωμετρίαν, Οὐρανία ἀστρονομίαν, Καλλιόπη τὰ ἔμμε-
τρα ἔπη. τῶν δὲ θΜουσῶν τὰ ὀνόματα ἀπὸ τῶν
τεχνῶν παρητυμολόγηνται. τὸν γὰρ τὴν ῥητορικὴν μετ-
ερχόμενον κλείεσθαι, ἤτοι δοξάζεσθαι συμβαίνει, συμβου-
λεύοντα καὶ δικανευόμενον καὶ πανηγυρίζοντα, τὸν δὲ
τὴν αὐλητικὴν πολλοὺς τέρπειν τοῖς μέλεσι, τὸν τὴν κω-
μῳδίαν μετερχόμενον θάλλειν ἐν αὐτῇ τῇ τέχνῃ διὰ τὸ
ἀεὶ θάλλειν τῆς ποιήσεως, τὸν δὲ τὴν γεωμετρίαν ἀσκοῦντα

Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae (3169: 001)


“Ioannis Cantacuzeni eximperatoris historiarum libri iv, 3 vols.”, Ed.
Schopen, L.Bonn: Weber, 1:1828; 2:1831; 3:1832; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 2, page 129, line 12

λὰ πεφιληκότος βασιλέως καὶ ἐπὶ μέγα δόξης προαγαγόντος


ἀδίκως ἀμειβόμενος τοὺς παῖδας οὐ μόνον τῆς ἀρχῆς, ἀλλὰ
καὶ τῆς ζωῆς αὐτῆς ἀποστερῶν, τήν τε γνώμην ἐβδελυξάμην
ὡς ὠμοτάτην καὶ ἀγνωμοσύνης οὐδεμίαν ἐλλείπουσαν ὑπερ-
βολὴν, καὶ αὐτὸν οὐ τῶν φίλων ὥσπερ πρότερον, ἀλλὰ τῶν
πολεμιωτάτων ἔγνων δεῖν ἡγεῖσθαι. νομίζων δὲ μὴ καὶ σὲ
τὰ τοιαῦτα ἀγνοεῖν τῶν πάνυ καιρίων εἶναι, ἥκω ἀπαγγέλ-
λων, ἵν' ἐκ τῶν παρόντων σκεψαμένη οὐ μόνον αὑτὴν καὶ
παῖδας διασώσῃς, ἀλλὰ καὶ τὴν ἄλλην ἅπασαν συγκινδυνεύ-
ουσαν ἀρχήν.” ἡ βασιλὶς δὲ ὥσπερ ἐκπεπληγμένη, λόγους,
ἔφασκεν, ἀκούειν, οἵους οὐδ' αὐτὸν τὸν κακίας ἐφευρετὴν
ἄν ποτε δυνήσεσθαι ᾠήθη περὶ μεγάλου δομεστίκου πείσειν
ἐπιχειρήσειν, ὡς κακὸς ἐκεῖνος περὶ αὐτὴν καὶ παισὶν ἐπι-
βουλεύων βασιλέως καὶ τῆς θαυμαστῆς ἐκείνης φιλίας τοιαύ-
τας χάριτας ἀποδιδούς. τοῦ πατριάρχου δὲ καὶ αὐτοῦ τὰ
ἴσα φάσκοντος ἐν ἀρχῇ πεπονθέναι πρὸς τὰ περὶ ἐκείνου
εἰρημένα καὶ τοῖς λέγουσιν ἀπιστεῖν, οὐ δὶς καὶ τετράκις το-
σούτων, ἀλλὰ καὶ πολλαπλασιόνων, ἢ ὅσοι προσεληλύθασιν
αὐτῇ, τῶν εἰρηκότων ὄντων. ἔπειτ' ἐπιστήσαντα τὸν νοῦν
καὶ τοῖς πραττομένοις ἀκριβῶς προσεσχηκότα, τὴν διαστρο-
φὴν τῆς γνώμης καταμαθεῖν. καὶ πείθεσθαι ἀξιοῦντος καὶ
772

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) (3176: 001)“Georgios Sphrantzes. Memorii 1401–1477”, Ed.
Grecu, V.Bucharest: Academie Republicii Socialiste România, 1966;
Scriptores Byzantini 5.Page 228, line 32

σίας τῆς πρὸς τὸν Ἑλλήσποντον κύριος ἐγένετο. Καὶ μετὰ τῆς γερουσίας
τῶν Ἑνε-
τῶν μάχην ποιήσας, ὁ οὖν τῶν Ἑνετῶν στόλος εἶχε ναυάρχον τὸν Πέτρον
Λαουρε-
δανόν· καὶ ἄμφω οἱ στόλοι συναντηθέντες, λέγω τῶν Ἑνετῶν καὶ τοῦ
ἀμηρᾶ, ἀναμέ-
σον Προικοννήσου καὶ Καλλιουπόλεως καὶ, ναυμαχίας γενομένης,
πολλαὶ τριήρεις
καὶ νῆες τῶν Τουρκῶν κατεποντίσθησαν· μετὰ δὲ ταῦτα ἀγάπην
ἐποίησαν. Ἠγάπᾳ δὲ
τὸν βασιλέα τὸν κὺρ Μανουὴλ οὗτος ὁ ἀμηρᾶς καὶ τοὺς ἑτέρους
αὐθέντας Χριστιανούς,
τοὺς ἐγγὺς τῶν ὁρίων αὑτοῦ, καὶ ἐν τῷ μέλλειν αὐτὸν τελευτᾶν, τῷ υἱῷ
Ἀμουράτῃ πα-
ραγγείλας, ἵνα ἔσηται φίλος καὶ βοηθὸς τῷ βασιλεῖ κὺρ Μανουήλ. Οὗτος
πρῶτος ἐν
τῇ Ἀνδριανουπόλει τὴν καθέδραν ἐποίησεν, ἣν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἐν τῇ
Προύσῃ εἶχον.
Ὑπῆρχε δὲ λιὰν φιλόδωρος καὶ τοῖς φίλοις ἄριστος· ὁμοίως δὲ τοῖς
ἔχθροις ἕως τέ-
λους ζωῆς καμηλοειδῶς διέκειτο, καὶ πάντοτε νέα ἐφευρέματα καὶ
μηχανὰς γυρεύων,
ἵνα βλάβῃ καὶ ἀφανίζῃ τοὺς κακῶς διακειμένους μετ' αὐτοῦ· ἀποθανὼν
δὲ βασιλεύσας ἔτη δέκα καὶ ἑπτά.

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) Page 388, line 35

ὀπὴν ἐναντίαν ποιήσας καὶ μετὰ ὑγροῦ πυρὸς τεχνηέντως σκευάσας,


ἐρχομένων οὖν
τῶν Τουρκῶν μετὰ χαρᾶς διὰ τῆς ὀπῆς, αὐτὸς τὸ πῦρ ἀνάψας τὸ εἰς τὴν
ἐναντίαν
ὠρυγμένην παρ' αὐτοῦ ὀπὴν πολλοὺς τῶν Τουρκῶν κατέκαυσε καὶ τὰς
τέχνας αὐτῶν
εἰς οὐδὲν ἀπέδειξεν. Ὀπὴν δὲ μίαν ἐναντίων ὁ γεννάδας Γερμανὸς λαθὼν
οὐχ εὗρεν·
773

οἱ Τοῦρκοι καὶ αὐτῇ τὸ ὑγρὸν πῦρ ἀνῆψαν, ὃ προητοίμασαν, οὐδὲν


ἐκατώρθωσε. Πύρ-
γον δέ τινα μόνον παλαιὸν ὀλίγον μέρος ἐκ τοῦ κρότου τοῦ πυρὸς ἔπεσεν,
ὃν δὲ
ἡμεῖς εὐθὺς ἀνεκαινίσαμεν. Ἦσαν δὲ καί τινες γηραιοί, οἳ ἔλεγον ὃ καὶ οἱ
ἐναντίοι
ἐν ἑτέραις μάχαις ἔπραξαν καὶ οὐδὲν ἐκατώρθωσαν, διὰ τὸ πλεῖον μέρος
τῆς πόλεως
ὑποκάτωθεν τῶν τειχῶν πετρῶδες εἶναι.
13. Σφαλεὶς δὲ ὁ ἀμηρᾶς καὶ ψευσθεὶς ὑπὸ τὰς αὐτὰς ἐλπίδας ἕτερα νέα
ἐφευρέματα καὶ μηχανὰς εἰς πολιορκίαν ἐποίει. Ἐλέπολιν γὰρ μεγίστην
ἔχουσαν τροχοὺς
πολλοὺς μετὰ ξύλων χοντρῶν κατεσκεύασε, πλάτος ἔχουσαν πολὺ καὶ
ὕψος· ἐνέδυσε
δὲ αὐτὴν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν ἐκ τρίτου μετὰ βουβάλων καὶ βοῶν δορῶν·
καὶ πύργους
εἶχεν ἄνωθεν καὶ παραπετάσματα, ἀναβάθρας καὶ καταβάθρας, ὅπως οὐ
δυνησώμεθα
τοὺς ἔσωθεν αὐτῆς βλάπτειν. Εἶχε δὲ τὸ ἔξωθεν μέρος ἀνεῳγμένον, ἵνα
ῥᾳδίως εἰσέρχωνται καὶ ἐξέρχωνται οἱ βουλόμενοι.

Σφραντζής. Chronicon sive Maius (partim sub auctore Macario


Melisseno) Page 566, line 37

δεσπότης ἀπέπεμψε πρὸς τὸν ἀμηρᾶν τὴν πρόσοδον, μὴ θέλων ἔτι ἔχειν
τὸ βάρος, ὃ εἶχεν εἰς τὸ στρατόπεδον, εἰπόντος αὐτοῦ· “Ἐγώ εἰμι γέρων
καὶ ἀσθενὴς καὶ ὁ ἐκπληρῶν τὴν δουλωσύνην ἀπέθανε· λοιπὸν ἡ πολλὴ
πρόσοδος δοθήτω, ὅπου δ' ἂν κελεύσῃς, ἐμοὶ δὲ δοθήτω μόνον τὸ ἀρκοῦν
πρὸς τὸ ζῆν με καθήμενον ἐνταῦθα μετά τινων ὀλίγων.” Ὁ οὖν ἀμηρᾶς
ἀπεκρίνατο· “καλῶς ἔχει· διαχωρισάτω ὁ δεσπότης, οὓς βούλεται.” Καὶ
χωρίσας, δέδωκε πρὸς αὐτὸν ἄσπρα πεντήκοντα χιλιάδας, ἵνα ἔχῃ αὐτὰ
ἐκ τοῦ κομερκίου τοῦ ἀλεύρου, τοὺς δὲ πλείονας τῶν ὑποχειρίων αὐτοῦ
περιορίσας ἀπῆρεν, ἵνα εὑρίσκωνται ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει.
13. Ἄλλοι δὲ εἶπον· ἄλλως γέγονεν,
ὅτι ὁ τῶν κακῶν ἁπάντων ἐφευρετὴς Ματθαῖος ὁ Ἀσάνης μετὰ τῶν
ἐχόντων τὴν τῆς Αἴνου ἁλικὴν κλέψας τινὰ χρήματα μὴ εἰδότος τοῦ
δεσπό-
του καὶ τοῦτο μαθὼν ὁ ἀμηρᾶς ἐβουλήθη πιάσαι τὸν εἰρημένον Ἀσάνην
καὶ
ἀνασκολοπίσαι αὐτόν, ὁ δὲ Ἀσάνης ἐκ τοῦ φόβου, ἔνθα ἦν, ἀπέψυξεν. Ὁ
δὲ
ἀμηρᾶς ὑποπτεύων μήτοι καὶ ὁ δεσπότης ἐν τῇ τοιαύτῃ συμβουλῇ ἦν καὶ
774

δρα-
πετεύσῃ, ἐξώρισεν ἐν τῷ Διδυμοτείχῳ καὶ ἦρεν αὐτοῦ πᾶν σιτηρέσιον·
καὶ οὕτω κα-
κῶς διέκειτο. Μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἐρχομένου τοῦ ἀμηρᾶ ἀπὸ τοῦ
κυνηγίου καὶ μέλ-
λοντος διελθεῖν, ὅθεν ὁ εἰρημένος δεσπότης ἦν, ἐξῆλθεν ὁ δεσπότης
πεζηπορῶν καὶ
συναντήσας προσεκύνησε τὸν ἀμηρᾶν τὸν καὶ γαμβρὸν αὑτοῦ.

Nicephorus II Phocas Imperator Tact., De velitatione bellica (sub


nomine Nicephori II Phocae) (3181: 001)“Le traité sur la guérilla (de
velitatione) de l'empereur Nicéphore Phocas (963–969)”, Ed. Dagron, G.,
Mihăescu, H.Paris: Centre National de la Recherche Scientifique, 1986.
Ch. 11, se. 3, line 4

ἔγκρυμμα καὶ πεζοὺς πλησίον αὐτοῦ, καὶ σχεδὸν συνηνωμένως κατὰ τὸ


ὄπισθεν
μέρος ἱστάσθω.
Ἀποσταλήτωσαν δὲ καὶ εἰς τὴν ἐνέδραν παρὰ τοῦ στρατηγοῦ
ἄνδρες ἐπίλεκτοι καὶ ἵππους τραχεῖς ἔχοντες ἄχρι τῶν ἑκατόν, ἀρχηγὸν
ἔχοντες
ἀνδρεῖον καὶ ἐμπειρότατον καὶ γινώσκοντα χωρίον ἐπιτήδειον, ἐν ᾧ
κρύψει τὸν
ἴδιον λαόν. Νυκτὸς δὲ τὸν τοιοῦτον τόπον καταλαμβανέτω καὶ καλῶς
αὐτοὺς ἀπο-κρυψάτω.
Ἡνίκα δὲ διαυγάσει, εἰς περιωπὴν ἀνελθών, βλεπέτω τῶν πολεμίων
περιπατούντων τὴν τούτων διάβασιν. Ὁρῶν δὲ τοὺς εἰς λείαν
ἐκτρέχοντας καὶ τὰ
χωρία διερευνῶντας πρὸς τὸ ἐπισυναγαγεῖν λάφυρά τε καὶ χρήματα καὶ εἴ
τι ἕτερον
ἐφευρεῖν δυνηθῶσι, καρτερησάτω ἕως ἂν θεάσηται αὐτοὺς τῶν ἵππων
ἀποβαίνοντας
καὶ τοὺς ἵππους τῶν χωρίων ἀνερευνωμένους. Τότε τῶν μετ' αὐτοῦ
ἱππέων εἴτε
ἑβδομήκοντα ἢ ἑξήκοντα, πλείους δηλονότι τοὺς οἰκείους τῶν πολεμίων
ὄντας
– πλείονες γὰρ τῶν πολεμίων τῷ ἀριθμῷ εἶναι ὀφείλουσιν οἱ τοῦ
στρατηγοῦ – ,
διορισάσθω τούτους ἀνδρείῳ ὁρμήματι σὺν ὀξυτάτῃ τῶν ἵππων ὁρμῇ
ἐπιθέσθαι τοῖς
ἀντιπάλοις, καὶ Θεοῦ συνεργίᾳ εὐοδωθήσεται.
775

Nicephorus II Phocas Imperator Tact., De velitatione bellica (sub


nomine Nicephori II Phocae) Ch. 22, se. 2, line 5

γοῦντα τῶν ῥωμαϊκῶν δυνάμεων ἐπιμελῶς τοὺς γεωργούς, ἤτοι τοὺς τῶν
χωρίων
πολίτας, καὶ τὰ αὐτῶν ἅπαντα παρακελεύσασθαί τε καὶ
παρασκευάσασθαι ἐν κάστροις
καὶ ὀχυροῖς τόποις διασώσασθαι, τοὺς δὲ τῶν πολεμίων πρὸς λείαν
ἐξερχομένους,
ὡς νουνεχεῖς καὶ ἀγρύπνους συνεχῶς τραυματίζειν, ἵνα εἶεν δεδοικότες
πόρρω τοῦ
στρατεύματος αὐτῶν ἐξελαύνειν καὶ τροφὰς ἐπικομίζεσθαι· κἀντεῦθεν
στενοχωρίᾳ
τροφῶν συσχεθήσονται.
Πλήν, ὡς ἔφημεν, πλῆθος λαοῦ ἔχοντες, ἑτέραν ἴσως
μέθοδον μετελεύσονται. Διαχωρίζοντες ἐνίοτε τοὺς ἡμίσεις τοῦ λαοῦ
αὐτῶν ἢ καὶ
τὸ τριτημόριον, ἀποστελοῦσι πόρρω ἡμέρας ὁδοῦ διάστημα ἢ καὶ
ἐπέκεινα ἀπέ-
χοντας τοῦ φοσσάτου αὐτῶν ἐν χωρίοις τισίν, ἐν οἷς ἐλπίζουσι πλείονας
δαπάνας
ἐφευρεῖν . Καὶ ἀνάγκη τούτους ἐπὶ δυσὶν ἡμέραις ἢ καὶ τρισὶν ἔξω τοῦ
φοσσάτου
αὐτῶν διάγειν. Τοῦτο γοῦν πυθόμενος καὶ νοήσας, ὦ στρατηγέ, δέον κατ'
αὐτῶν
ἐνεδρεῦσαι μετὰ λελογισμένης διασκέψεως καὶ πλησίον αὐτῶν ἐν νυκτὶ
γενέσθαι
καὶ τόπον ἐπιτήδειον ἐφευρίσκων τὸ ἴδιον στράτευμα ἀποκρύψαι.
Ἐπεὶ οὖν οὐκ εἰς δύο καὶ τρία χωρία, ἀλλὰ καὶ εἰς πλείονα
ἐρευνήσοντες τροφὰς διασκορπί-ζονται, εἰκὸς δέ ἐστι καὶ τὸ λεγόμενον
φοῦλκον εἰς φυλακὴν αὐτῶν ἵστασθαι, δεῖ τὸ ὑπὸ σὲ στράτευμα διχῆ
διελεῖν, ἀσφάλειαν ποιούμενος μὴ φωραθῆναι ἢ διαγνωσθῆ-
ναί σε παρὰ τῶν ἀνερευνώντων πολεμίων τοὺς λόχους, ἵνα μὴ ὑπ' αὐτῶν
μᾶλλον ἐνεδρευθῇς· καρτερῆσαι δὲ ἐν τῷ ἐγκρύμματι ἄχρι ἑνδεκάτης
ὥρας τῆς ἡμέρας, ἤδη τοῦ ἡλίου πρὸς δύσιν ὄντος.

Marcianus Geogr., Periplus maris exteri (4003: 001)


“Geographi Graeci minores, vol. 1”, Ed. Müller, K.Paris: Didot, 1855,
Repr. 1965.B. 1, se. 1, line 10
776

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ.

[Τῆς μὲν ἐντὸς τῶν Ἡρακλείων στηλῶν] κειμένης


θαλάσσης, ἣν ὁ περιέχων τὴν γῆν ὠκεανὸς [πρὸς] ἑσπέ-
ρας ἐπιτελεῖ, κατὰ τὸν καλούμενον Ἡράκλειον πορ-
θμὸν τὴν εἰσροὴν ποιούμενος Ἀρτεμίδωρος ὁ Ἐφέσιος
γεωγράφος ἐν τοῖς ἕνδεκα τῆς γεωγραφίας βιβλίοις τὸν
περίπλουν, ὡς ἂν ἦν μάλιστα δυνατὸν, συνέγραψεν,
ἡμεῖς δὲ τῶν βιβλίων τούτων τὰς περιττὰς τοῦ μνημο-
νευθέντος ἀνδρὸς παρεκβάσεις, προσέτι δὲ βαρβάρων
Αἰθιοπικὰς πόλεις ἀφέντες, ἐν ἐπιτομῇ σαφέστατα μετ'
ἀκριβοῦς [τῶν] ἐφευρεθέντων προσθήκης τὸν περίπλουν
ἐποιησάμεθα, ὡς μηδὲν ἐνδεῖν πρὸς τελειοτάτην σαφή-
νειαν τοῖς περὶ τοῦτο τὸ μέρος τῆς γεωγραφίας σπουδά-
ζουσι. Τῶν [δὲ] ὠκεανῶν ἑκατέρων τοῦ τε ἑῴου καὶ
τοῦ ἑσπερίου (ὧν τὴν εἴδησιν, ἐς ὅσον ἐφικτὸν ἀνθρώ-
ποις, ἡ τῶν πολλῶν σπουδὴ καὶ φιλομαθία σαφῆ κατ-
έστησεν) ἐκ τῆς γεωγραφίας τοῦ θειοτάτου καὶ σοφω-
τάτου Πτολομαίου ἔκ τε τῆς Πρωταγόρου

Simplicius Phil., In Aristotelis physicorum libros commentaria (4013:


004)“Simplicii in Aristotelis physicorum libros octo commentaria, 2
vols.”, Ed. Diels, H.Berlin: Reimer, 9:1882; 10:1895; Commentaria in
Aristotelem Graeca 9 & 10.Vol. 9, page 55, line 27

εὐθεῖαν ἐφαρμόσαι περιφερείᾳ, ἀλλ' ἡ μὲν ἐκτὸς κατὰ ἓν σημεῖον


ἐφάψεται
τοῦ κύκλου, ἡ δὲ ἐντὸς κατὰ δύο μόνον καὶ οὐ πλείω, καὶ ἡ ἐπαφὴ κατὰ
σημεῖον γίνεται. καὶ μέντοι τέμνων ἀεὶ τὸ μεταξὺ τῆς εὐθείας καὶ τῆς τοῦ
κύκλου περιφερείας ἐπίπεδον οὐ δαπανήσει αὐτὸ οὐδὲ καταλήψεταί ποτε
τὴν τοῦ κύκλου περιφέρειαν, εἴπερ ἐπ' ἄπειρόν ἐστι διαιρετὸν τὸ
ἐπίπεδον.
εἰ δὲ καταλαμβάνει, ἀνῄρηταί τις ἀρχὴ γεωμετρικὴ ἡ λέγουσα ἐπ' ἄπειρον
εἶναι τὰ μεγέθη διαιρετά. καὶ ταύτην καὶ ὁ Εὔδημος τὴν ἀρχὴν ἀναιρεῖ-
σθαί φησιν ὑπὸ τοῦ Ἀντιφῶντος.
Τὸνδὲ διὰ τῶν τμημάτων, φησί, τετραγωνισμὸν γεωμετρικοῦ
διαλύεινἐστί. λέγοι δὲ ἂν τὸν διὰ τῶν τμημάτωντὸν διὰ τῶν μη-
νίσκων, ὃν Ἱπποκράτης ὁ Χῖος ἐφεῦρε . κύκλου γὰρ τμῆμα ὁ μηνίσκος
ἐστίν. ἡ δὲ δεῖξις τοιαύτη.
Ἔστω, φησί, περὶ τὴν ΑΒ εὐθεῖαν
ἡμικύκλιον περιγεγραμμένον τὸ ΑΓΒ. καὶ
777

τετμήσθω ἡ ΑΒ δίχα κατὰ τὸ Δ. καὶ ἀπὸ


τοῦ Δ τῇ ΑΒ πρὸς ὀρθὰς ἤχθω ἡ ΔΓ, καὶ
ἀπὸ τοῦ Γ ἐπεζεύχθω ἡ ΓΑ, ἥτις ἐστὶ τε-
τραγώνου πλευρὰ τοῦ εἰς τὸν κύκλον ἐγγρα-
φομένου, οὗ ἐστιν ἡμικύκλιον τὸ ΑΓΒ.

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis categorias commentarium (4015:


001)“Philoponi (olim Ammonii) in Aristotelis categorias commentarium”,
Ed. Busse, A.Berlin: Reimer, 1898; Commentaria in Aristotelem Graeca
13.1.Vol. 13,1, page 13, line 29

ρου τοῦ ἔχειν. καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν οὐχ ἅμα πάντα πρὸ τῶν κατηγοριῶν
ἐδίδαξε; φαμὲν ὅτι τῶν φωνῶν τούτων αἱ μέν εἰσι πᾶσιν ἄγνωστοι, οἷον
τὸ ὁμώνυμον, τὸ συνώνυμον (οὐδεμίαν γὰρ τούτων ἔννοιαν ἔχει ὁ πολὺς
ἄνθρωπος), τὰ δὲ γνώριμα μὲν ἐκ τῆς συνηθείας, ἀλλ' ὅμως τινὸς δεόμενα
διαρθρώσεως, οἷον τὸ ἅμα καὶ τὸ πρότερον. τὰ οὖν παντάπασιν ἄγνωστα
πρὸ τῆς τῶν κατηγοριῶν διδασκαλίας ἀναγκαίως προέταξεν, ἐπειδὴ
ἐκείνων
ἀγνοουμένων ἐφιστάνειν οὐκ ἐμέλλομεν τοῖς λεγομένοις περὶ τῶν
κατηγο-
ριῶν (χρῆται γὰρ αὐτοῖς εἰς τὴν τῶν κατηγοριῶν διδασκαλίαν), τὰ δὲ
λοιπά, λέγω δὴ τὰ ἀδιαρθρώτως ἡμῖν ἐγνωσμένα, μετὰ τὰς κατηγορίας
διδάσκει, ἵνα μὴ μακρὸν ποιήσῃ τὸ προοίμιον καὶ τὸ πάρεργον τοῦ ἔργου
μακρότερον. ἐφευρέθη δὲ ἡ κατὰ τὰ μόρια διαίρεσις πρὸς σαφήνειαν τοῦ
συγγράμματος· μαθόντες γὰρ πόσα ἐστὶ τὰ τοῦ βιβλίου κεφάλαια καὶ περὶ
τίνων διαλέγεται, ῥᾷστα τοῖς λεγομένοις παρακολουθήσομεν,

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis analytica posteriora commentaria


(4015: 004)“Ioannis Philoponi in Aristotelis analytica posteriora
commentaria cum Anonymo in librum ii”, Ed. Wallies, M.Berlin: Reimer,
1909; Commentaria in Aristotelem Graeca 13.3.Vol. 13,3, page 165, line
11

p. 78a16 Καὶ τοῦτο εἰς ἄπειρον.

Ἀεὶ γὰρ τοῖς εὑρεθεῖσι θεωρήμασιν ἐν ταῖς ἐπιστήμαις ἔστιν


ἐπισυνάπτειν
ἔξωθεν ἕτερα ἀπὸ τῶν ἤδη εὑρημένων ἕτερα εὑρίσκοντα. τὸ δὲ καὶ
τοῦτο εἰς ἄπειρονὡς πρὸς ἡμᾶς δῆλον ὅτι, ὅτι οὐχ οὕτω περι-
ειλήφαμεν τὰς ἐπιστήμας ὡς μὴ δύνασθαι ἕτερόν τι ἐφευρεθῆναι θεώ-
778

ρημα, ἀλλ' ἀεὶ δυνατὸν διὰ τῶν προαποδεδειγμένων ἕτερα ἐφευρίσκειν.

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis analytica posteriora commentaria


Vol. 13,3, page 353, line 30

ἐκλείπει ἢ βροντᾷ, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν διαιρετικῶν ὅρων, ἤγουν τῶν
ὁρισμῶν τῶν ἀπὸ διαιρέσεως εὑρεθέντων. οἷον εἰ ἔστιν ὁρισμὸς τοῦ
ἀνθρώπου τὸ ζῷον θνητὸν ὑπόπουν δίπουν ἄπτερον, ἔξεστι τῷ
ἀκροατῇ ἐρωτᾶν παρ' ἑκάστην πρόσθεσιν, ἤγουν μέρος ἕκαστον τοῦ
ὁρισμοῦ, οἷον διὰ τί θνητὸν ἢ ὑπόπουν; ἐρεῖ γὰρὁ διαιρετικὸς καὶ δεί-
ξει ὡς οἴεται ὅτι πᾶν ζῷον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον, ὁ δὲ ἄνθρωπος
θνητός, οὐκ ἄρα ἀθάνατος. ἀλλ' ἐπεὶ ἀσυλλογίστως ταῦτα ἔλαβεν, ἐρω-
τήσει αὐτὸν διὰ τί θνητὸν ὁ ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἀθάνατον; ὁ δὲ τοιοῦτος
ἅπας λόγοςὁ ἐπισυναχθεὶς ἀπὸ τῆς διαιρέσεως ὁρισμὸς οὐκ ἔστιν· εἰ
γὰρ καὶ ἀπεδείκνυτο ἀπὸ τῆς διαιρέσεως, ἀλλ'οὖν ὁ ὁρισμὸς συλλογι-
σμὸς οὐ γίνεται, τουτέστιν οὐ διὰ συλλογισμοῦ ἐφευρέθη.

Ιωάννης Φιλόπονος. In Aristotelis analytica posteriora commentaria


Vol. 13,3, page 405, line 6

ζῴου, οὐκ ἐμπεσοῦνταιτὰ εἴδη πάντα τοῦ ζῴου εἰς ταύτας τὰς διαφοράς.
εἰ γὰρ διαιρεθῇ τὸ ζῷον εἰς τὸ ὁλόπτερονκαὶ εἰς τὸ σχιζόπτερον,
οὐ πᾶν εἶδος τοῦ ζῴου εἰς ταύτας ἐμπέσῃ· ὁ γὰρ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος
οὔτε ὁλόπτερά εἰσιν οὔτε σχιζόπτερα. καὶ δῆλον ὅτι τὸ ὁλόπτερον καὶ
σχιζόπτερον οὐκ εἰσὶ προσεχεῖς διαφοραὶ τοῦ ζῴου ἀλλὰ τοῦ πτηνοῦ.
ὁλό-
πτερα δὲ λέγεται ἢ τὰ ὑμενόπτερα, ὡς αἱ νυκτερίδες, ἢ τὰ κολεόπτερα, ὡς
οἱ τέττιγες καὶ αἱ μυῖαι.
Εἰς τὸ αὐτό. ὅταν γὰρ τὸ πρῶτον ληφθῇ γένος.ἐὰν μὲν ὁ
διαιρῶν λαμβάνῃ οὐ τὰς προσεχεῖς διαφορὰς τοῦ ζῴου ἀλλά τινας τῶν
διαιρέσεων τῶν κάτωθεν, ἤγουν τινὰς τῶν διαφορῶν τῶν ἐκ τῆς διαι-
ρέσεως ἐφευρεθεισῶν καὶ κάτωθεν οὐσῶν τῶν προσεχῶς διαφορῶν τοῦ
ζῴου,
οἷαί εἰσι τὸ ὁλόπτερονκαὶ σχιζόπτερον, οὐχ ἅπαν εἶδος τοῦ ζῴου
ἐμπεσεῖται εἰς ταῦτα, ἀλλὰ πάντα τὰ πτηνὰ ζῷα ἐμπίπτουσιν εἰς ταύτας
τὰς διαφοράς· τοῦ γὰρ πτηνοῦ ζῴου εἰσὶ διαφοραὶ αὗται, οὐ τοῦ ζῴου.
Πρώτη δὲκαὶ προσεχὴς διαφορά ἐστι τοῦ ζῴου εἰς ἣν ἐμπίπτει
πάντα τὰ εἴδη τοῦ ζῴου. σημειωτέον δὲ ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ‘διαφοράς’
779

David Phil., Prolegomena philosophiae (4021: 001)“Davidis


prolegomena et in Porphyrii isagogen commentarium”, Ed. Busse, A.
Berlin: Reimer, 1904; Commentaria in Aristotelem Graeca 18.2.
Page 10, line 3

σώματα καταγίνεται, ἀλλὰ νομίσῃ αὐτὴν περὶ ξύλα καταγίνεσθαι, πάντας


τοὺς
περὶ αὐτῆς καταβαλλομένους λόγους μάτην καταβάλλεται. τῆς δὲ
διαιρέσεως
μέμνηται ἐν τῷ Σοφιστῇ τῷ διαλόγῳ λέγων ‘τὴν δὲ διαιρετικὴν μέθοδον
οὐδὲν
ἐγκαυχήσεται φυγόν’· καὶ γὰρ οὐδὲν ἐκφεύγει τὴν διαίρεσιν· ἐὰν γὰρ
εἴπω
ὅτι τῶν ζῴων τὰ μέν εἰσι λογικὰ τὰ δὲ ἄλογα, οὐδέν ἐστι παρὰ τοῦτο·
οὐδὲν γάρ ἐστι ζῷον μὴ ὂν λογικὸν ἢ ἄλογον. καὶ πάλιν δὲ ὁ αὐτὸς
ἐν τῷ αὐτῷ διαλόγῳ περὶ τῆς διαιρέσεως ταῦτά φησι, τὴν διαιρετικὴν
δεδωρῆσθαι ἡμῖν διὰ Προμηθέως σὺν φανοτάτῳ πυρί· ἰστέον γὰρ ὅτι
μυθεύ-
οντες λέγουσιν ὅτι ὁ Προμηθεὺς ἔκλεψεν ἐκ τῶν θεῶν τὸ πῦρ καὶ ἐδωρή-
σατο τοῖς ἀνθρώποις· τοῦτο γὰρ ἀλληγορεῖται· ἐπειδὴ γὰρ ὁ Προμηθεὺς
πρῶτος ἐφεῦρε τὴν διαιρετικὴν μέθοδον, ἡ δὲ διαιρετικὴ Μέθοδος τῷ
πυρὶ
ἀναλογεῖ, τούτου χάριν λέγουσιν αὐτὸν τὸ πῦρ δωρήσασθαι τοῖς
ἀνθρώποις.
ὅτι δὲ ἡ διαιρετικὴ Μέθοδος τῷ πυρὶ ἀναλογεῖ, δῆλον ἐντεῦθεν· ὥσπερ
γὰρ
τὸ πῦρ καὶ τὰ ὁμοιογενῆ διακρίνει ἀπ' ἀλλήλων καὶ τὰ ἀνομοιογενῆ, καὶ
τὰ ὁμοιογενῆ μὲν οἷον τὰ μέταλλα (ταῦτα γὰρ διὰ τοῦ πυρὸς διακρίνονται
ἀπ' ἀλλήλων· καὶ γὰρ διὰ τοῦ πυρὸς διακρίνεται ὁ ἄργυρος ἐκ τοῦ
χρυσοῦ καὶ ὁ μόλιβδος ἐκ τοῦ χαλκοῦ· ταῦτα δὲ ὁμοιογενῆ εἰσι, καθὸ
μέταλλά εἰσι πάντα), ἀνομοιογενῆ δέ, ὡς ὅταν διὰ τοῦ πυρὸς διακρίνηται
ὁ ῥύπος ἐκ τῶν μετάλλων (ὁ γὰρ ῥύπος καὶ τὸ μέταλλον ἀνομοιογενῆ
εἰσι)· τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ ἡ διαίρεσις διακρίνει τά τε ὁμοιογενῆ ἀπ'
ἀλλήλων καὶ τὰ

David Phil., Prolegomena philosophiae Page 16, line 4

μανθάνει τὴν κατ' ἐνέργειαν γνῶσιν. ἰστέον δὲ ὅτι ἐν τοῖς ὅροις


ἀντιπεπονθότως ἔχουσιν αἱ λέξεις πρὸς τὰ πράγματα· ἡνίκα μὲν γὰρ ὁ
ὅρος πλεονάσῃ ταῖς λέξεσιν, ἐλλείπει τοῖς πράγμασιν, οἷον ἐὰν εἴπω
‘ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικὸν
780

γραμματικόν’, ἐπλεόνασα
μὲν ταῖς λέξεσιν, ἔλειψα δὲ τοῖς πράγμασιν (οὐδὲ γὰρ πάντα ἄνθρωπον
ὡρι-
σάμην ἀλλὰ τὸν γραμματικὸν μόνον), ἡνίκα δὲ ἐλλείψῃ ταῖς λέξεσι,
πλεονάζει τοῖς πράγμασιν, οἷον ἐὰν εἴπω ‘ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν
θνη-
τόν’ ἐνέλιπον μὲν ταῖς λέξεσιν, ἐπλεόνασα δὲ τοῖς πράγμασιν· οὐ γὰρ
μόνον
τὸν ἄνθρωπον ὡρισάμην, ἀλλὰ καὶ τὰς μακραίωνας νύμφας· καὶ ταῦτα
γὰρ
ζῷά εἰσι καὶ λογικὰ καὶ θνητά. καὶ ὡς ἔλεγεν Ὀλυμπιόδωρος ὁ
φιλόσοφος,
“θαυμαστόν τι ἐφεῦρεν ἡ φύσις μηχάνημα, ἔνδειαν πλουτοῦσαν καὶ
πλοῦτον
ὑποκρινόμενον ἔνδειαν”. εἰ δέ τις ἀπορεῖ λέγων ὅτι ἐάν, ὡς εἰρήκαμεν,
ἡνίκα πλεονάσῃ ταῖς λέξεσιν, ἐλλείπῃ τοῖς πράγμασιν, πῶς ἐὰν εἴπω
‘ἄνθρω-
πός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν ἀποθνῆσκον καὶ τὰ ἑξῆς’ καὶ πλεονάσω
ταῖς
λέξεσιν ὁ ὅρος, οὐκ ἐλλείπει τοῖς πράγμασιν (πάντα γὰρ ἄνθρωπον συμ-
περιέλαβον), λέγομεν ὅτι ἡ προστεθεῖσα λέξις οὐδὲν πλέον σημαίνει τῆς
ὑποκειμένης· ταὐτὸν γάρ ἐστιν κατὰ τὴν σημασίαν τὸ θνητόν καὶ τὸ
ἀποθνῆσκον. ἐπειδὴ οὖν οὐδὲν πλέον σημαίνει ἡ προστεθεῖσα λέξις,
τούτου χάριν οὐκ ἐποίησεν ἔνδειαν πραγμάτων. ταῦτα μὲν καὶ τὸ τρίτον
κεφάλαιον.

David Phil., Prolegomena philosophiae Page 44, line 8


κειται διὰ τὴν φύσιν· καὶ γὰρ ἡ φύσις ἕξις ἐστίν (ἔχει γὰρ τὸ εἶναι ἐν τοῖς
ἔχουσιν αὐτήν, οἷον ἐν ἀνθρώπῳ, ἐν λίθῳ, ἐν ξύλῳ) καὶ ὁδῷ βαδίζει
(κατὰ
γὰρ τάξιν προέρχεται), ἀλλ' οὐ μετὰ φαντασίας ὥσπερ ἡ τέχνη· καὶ γὰρ
ὁ τεχνίτης κεχρημένος τῷ λόγῳ, ἡνίκα βούλεται τι ποιῆσαι, πρότερον
δια-
τυποῖ ἐν ἑαυτῷ ὃ βούλεται ποιῆσαι καὶ εἶθ' οὕτως ἀποτελεῖ αὐτό, ἡ δὲ
φύσις οὐδὲν τοιοῦτον ποιεῖ· οὐδὲ γὰρ προδιατυποῖ ἐν ἑαυτῇ ὃ βούλεται
κατα-
σκευάσαι. ἢ πάλιν τέχνη ἐστὶ σύστημα ἐκ καταλήψεων ἐμπειρίᾳ
συγγεγυμνα-
σμένη πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ. ἡ δὲ σαφήνεια τοῦ ὅρου
τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον· τέχνη ἐστὶ ‘σύστημα ἐκ καταλήψεων’, τοῦτ'
ἔστιν
ἄθροισμα ἐξ ἐφευρέσεων (καὶ γὰρ τῶν μὲν τόδε ἐφευρηκότων τῶν δὲ
781

τόδε ἀπετελέσθη ἡ τέχνη), ‘ἐμπειρίᾳ συγγεγυμνασμένη’, τοῦτ' ἔστι


δεδοκιμασμένη μετὰ πολυπειρίας (καὶ γὰρ μετὰ πολυπειρίας
δοκιμάζονται τὰ θεωρήματα καὶ οὕτως ἀνατιθέασιν αὐτὰ τῇ τέχνῃ), ‘πρός
τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ’ πρόσκειται διὰ τὰς ματαιοτεχνίας καὶ
κακοτεχνίας· αὗται γὰρ
οὐκ εὐχρηστοῦσι τῷ βίῳ. καὶ ματαιοτεχνία μέν ἐστιν ἡ μήτε ὠφελοῦσα
τὸν βίον μήτε βλάπτουσα ὡς ἐπὶ τοῦ νευροβάτου καὶ τοῦ κοντοπαίκτου,
κακοτεχνία δέ ἐστιν ἡ πρὸς τῷ μὴ ὠφελεῖν τὸν βίον καὶ βλάπτουσα ὡς
ἐπὶ τῶν γοήτων· οὗτοι γὰρ πρὸς οἷς οὐκ ὠφελοῦσι τὸν βίον ἀλλὰ καὶ
βλάπτουσιν αὐτόν. ταῦτα μὲν καὶ περὶ τῆς τέχνης. ἐπιστήμη δέ ἐστιν ἡ
τῶν καθόλου ἄπταιστος καὶ ἀμετακίνητος γνῶσις (ἀπταίστως γὰρ
γινώσκει

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium (4026: 001)“Anonymi et Stephani in artem
rhetoricam commentaria”, Ed. Rabe, H.Berlin: Reimer, 1896;
Commentaria in Aristotelem Graeca 21.2.Page 21, line 9

τὸ ζῆν, ἡ ὑγεία, ἡ εὐδαιμονία. ἀγαθὸν δὲ κἀκεῖνο, οὗ χάριν ἄλλο βουλό-


μεθα, οἷον ἡ νίκη, ἧς χάριν εἱλόμεθα τὸ πολεμεῖν καὶ στρατεύεσθαι, ἢ ἡ
ὑγεία, ἧς χάριν τὰ γυμνάσια καὶ τὰ φάρμακα ὑποιστὰ καὶ οὐ λυπηρὰ νο-
μίζονται καὶ οἱ καυτῆρες ἡδεῖς δοκοῦσιν. [a23] ἀγαθὸν δὲ καί, οὗ πάντα
ἐφίενται,οἷον τὸ εἶναι καὶ ἡ ἡδονή. τὰ δὲ ἐφιέμενα ἢ πάνταλέγει
τὰ αἴσθησιν ἔχοντα,πρὸς ἃ ἡ ἡδονὴ λεχθήσεται (ταύτης γὰρ ἐφίεται),
ἢ ἀγαθόν, οὗ ἐφίεται τὰ νοῦνἔχοντα, φρονήσεως, ὑγείας καὶ τιμῆς καὶ
τοῦ μηδὲν κακὸν παθεῖν. κἀκεῖνα ἀγαθά, ὅσα ὁ νοῦςἀποδώσει, εὐμά-
θειαν, ἀγχίνοιαν, μνήμην, τέχνης ποικιλίαν καὶ ἀκρίβειαν· καὶ εἰ περὶ
πολλὰ ὑποκείμενα τεχνῶν καταγίνεται τυχὸν ὅδε ὁ ἄνθρωπος, ἀγαθά
εἰσιν,
ὅσα περὶ ἕκαστον γένος καὶ ὑποκείμενον ὁ ἐκείνου ἐφεῦρε νοῦς, ἢ ὅσα
περὶ
ἕκαστον πρᾶγμα προτεθὲν τέχνης ἢ ἐπιστήμης, ὁποῖον ἂν ᾖ, ὁ νοῦς εὕρῃ
τί ἀγαθόν, ἐκεῖνο καλόν ἐστιν, ᾧ καὶ συντίθεμαι μᾶλλον. [a26] καὶ
ἐκεῖνο
ἀγαθόν, οὗ παρόντος εὖ διάκειταίτις, ὡς ἡ φρόνησις καὶ ἡ ὑγεία·
τούτων γὰρ οὐσῶν εὖ ἔχομεν. καὶ τὸ αὔταρκεςἀγαθόν, ὡς ἡ εὐδαι-
μονία καὶ τὸ ἀνενδεὲς ἐν τοῖς ἀναγκαίοις, καὶ τὸ ποιητικὸνἀγαθοῦ, ὡς
τὰ γυμνάσια ὑγείας καὶ αἱ ἀρεταὶ ποιητικὰ τῶν ἀγαθῶν. ἀγαθὸν καὶ τὸ
φυλακτικόν,ὡς ἡ δίαιτα ἡ ἀγαθή, καὶ ἐκεῖνο ἀγαθόν, ᾧ ἀκολουθεῖ
τι τίμιον καὶ διωκτόν, οἷον τὸ μανθάνειν ἰατρικὴν καὶ τὸ φιλοσοφίαν, ἵν'
ἐπιστήμη ὕστερον ἐπιγένηταί μοι. καὶ τὸ ὑγιαίνειν ἀγαθόν· ἐπακολουθεῖ
γὰρ ἅμα αὐτῷ τὸ ζῆν. [a29] καὶ τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίωνἀγαθά,
782

Anonymi In Aristotelis Artem Rhetoricam Rhet., In Aristotelis artem


rhetoricam commentarium Page 227, line 30

τὸ ἀντιπαραβάλλειν δείκνυσί τι, ἤτοι ὅτι μεῖζόν ἐστι τὸ κακὸν ἢ τὸ ἀγα-


θόν. ἀλλ' οὐδὲ τὸ προοίμιονκαὶ ὁ ἐπίλογοςμέρος ἐστὶ τῶν ἀπο-
δείξεων, ἀλλ' ὁ ἐπίλογος δι' ἀνάμνησιν τῶν ῥηθέντων γίνεται. [b12]
ἔσται οὖντὰ τοιαῦτα μέρη τοῦ λόγου, καθάπερ διῄρουν οἱ περὶ
Θεόδωρον, ἡ διήγησις, ἡ ἐπιδιήγησις καὶ ἡ προδιήγησις καὶ ὁ
ἔλεγχοςἤτοι οἱ ἀγῶνες. ἐπεξέλεγχόςἐστιν, ὅταν τις ἔξω τοῦ πράγ-
ματος λέγῃ καὶ μὴ πρὸς τὸν ἔλεγχον καὶ τὸν ἀγῶνα συμβαλλόμενα.
[b15] δεῖ δὲτοὺς λέγοντάςτι εἶδοςλόγου οἷον ἀνακεφαλαίωσιν καὶ
τοὺς λέγοντας διαφοράντινος πράγματος θεῖναι καὶ ὄνομασαφές τι τῷ
εἴδει τοῦ λόγου καὶ τῇ διαφορᾷ, πῶς δεῖ ὀνομάζειν αὐτά· εἰ δὲ μὴἤτοι
εἰ δὲ μὴ τιθέασιν ὄνομα σαφὲς τῷ ἐφευρεθέντι εἴδει τοῦ λόγου καὶ τῇ
διαφορᾷ ἀλλ' ἀσαφές, λοιπὸν γίνεται κενὸν καὶ ληρῶδεςκαὶ σαλὸν
τὸ ἐφεύρημα, εἴ γε οὐ δηλοῦται ἡμῖν διὰ τοῦ ὀνόματος, τί ἐστιν ἐκεῖνο
τὸ εἶδος καὶ ἡ διαφορά. [b17] ὁ Λικύμνιοςῥήτωρ ἦν. τὰς ἐπανα-
λήψεις ἔλεγεν ἐκεῖνος ἐπορούσεις· τὸ οὖν ὄνομα τοῦτο τὸ ἐπόρουσίς
ἐστιν
ἀσαφὲς καὶ οὐ παριστᾷ καὶ δηλοῖ, τί σημαίνει, καὶ λοιπόν, εἰ οὐ δηλοῖ,
τί σημαίνει, λοιπὸν κενόν ἐστι τὸ εἶδος τοῦτο, εἴ γε ἄγνωστόν ἐστιν ἡμῖν.
ἐπόρουσις κυρίως ἐστὶ τὰ ἐπενθυμήματα τὰ συνεπουρίζοντα καὶ
βοηθοῦντα
τοῖς ἐνθυμήμασι· καὶ ἁπλῶς, ὅσα λέγονται βοηθοῦντα τῇ ἀποδείξει τοῦ
πράγματος, κἂν τοῦ πράγματος ἐκτός εἰσι, λέγονται ἐπορούσεις. [b17]
ἀποπλάνησιντινὲς λέγουσι τὴν ἐπιδιήγησιν, τινὲς δὲ τὰ ἔξω τοῦ πράγ

Eustratius Phil., In Aristotelis analyticorum posteriorum librum


secundum commentarium (4031: 001)“Eustratii in analyticorum
posteriorum librum secundum commentarium”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1907; Commentaria in Aristotelem Graeca 21.1.
Page 190, line 16

τὰ καθ' ἕκαστα περιέχον τὸ εἶδος ὑπάρχει τὸ εἰδικώτατον. ἐπεὶ δὲ τὰ


ὁριστὰ τὰ εἰδικώτατά ἐστι καὶ τὰ ὑπάλληλα, μήτε τῶν καθ' ἕκαστα μήτε
τῶν γενικωτάτων ὁριζομένων, τῶν μὲν ὅτι μὴ ἔχει γένος αὐτῶν ἐπέκεινα,
τῶν δ' ὅτι μήτε ὑπὸ γένους προσεχῶς περιέχεται, ἀλλὰ διὰ μέσων εἰδῶν,
μήτε μήν ἐστιν ἀεὶ τὰ αὐτά, ἵνα καὶ ἐπιστήμῃ ὑποβάλλεσθαι δύνηται,
κἂν ᾖ ἴσως, οὐκ ἔχει ἴδιον ὁρισμὸν διὰ τὸ κοινὸν εἶναι τὸν ἀποδιδόμενον
οὐσιώδη λόγον τοῖς ὁμοειδέσιν ἅπασι, κἂν τῶν μοναδικῶν ᾖ τι, οὕτως ὁ
783

περὶ αὐτοῦ ὁρισμὸς ἀποδίδοται, ὡς κἂν πλείω ὑπῆρχον, πᾶσιν ἁρμόζειν,


εἰπόντες οὖν πῶς ἐπὶ τῶν εἰδικωτάτων θηρευτέον τὸν ὅρον, λέγωμεν ἤδη,
πῶς τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ὑπαλλήλων γενήσεται. ὅταν δή τις τοιοῦτο γένος
πραγματεύσασθαι προθῆται, τὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ βουληθεὶς ἐφευρεῖν ,
ἐπειδὴ
τὸ γένος ὅλον ἐστὶ τῶν εἰδῶν, χρὴ αὐτὸν διελεῖν εἰς τὰ μέρη τὸ προτεθέν,
τουτέστιν εἰς τὰ εἰδικώτατα, ἅπερ καὶ ἄτομά ἐστι διὰ τὸ μὴ εἰς εἴδη
τέμνεσθαι δύνασθαι, καὶ πρῶτα ἐν τοῖς καθόλου διὰ τὸ ταῦτα πρῶτον τὴν
ἐκ τῶν καθ' ἕκαστα δέχεσθαι κατὰ τὴν ἡμετέραν ἔννοιαν σύστασιν, καὶ
θεωρεῖν τὰ ἴδια πάθη τοῦ γένους, τουτέστι τὰ καθ' αὑτὸ ἰδίως τῷ γένει
ὑπάρχοντα, ἀπὸ τῶν κοινῶς πᾶσιν ἐνθεωρουμένων τοῖς εἴδεσι. τὰ γὰρ
ἴδια τοῦ γένους κοινὰ τῶν ὑπ' αὐτὸ εἰδῶν ἁπάντων ἐστί. τὰ γὰρ συμ-
βαίνοντα τοῖς γένεσιν, ἅπερ ὡς ὅλα ἐκ τῶν εἰδῶν ὡς ἐκ μερῶν σύγκειται,
ἐκ τῶν ὁρισμῶν τῶν εἰδῶν δῆλα γίνεται· οἷον γὰρ ἀρχαί εἰσι τοῦ γένους
οἱ ὁρισμοὶ τῶν εἰδῶν, ἐπειδὴ καὶ ἁπλοῦν ὡς πρὸς τὸ γένος τὸ εἶδος καὶ

Eustratius Phil., In Aristotelis ethica Nicomachea i commentaria


(4031: 002)“Eustratii et Michaelis et anonyma in ethica Nicomachea
commentaria”, Ed. Heylbut, G.Berlin: Reimer, 1892; Commentaria in
Aristotelem Graeca 20.Page 73, line 4

καὶ ἐξέτασις, εἰ μὴ καλῶς ἀποδέδοται καὶ ἱκανῶς παριστᾷ τὸ ζητούμενον,


οὐ πάνυ δυσχερής. δόξειε γὰρ ἄν,φησί, καὶ ὁ χρόνος εὑρετὴς ἢ συνεργὸς
ἀγαθὸς εἶναιτῶν τοιούτων, ἤτοι τῶν συμβαλλομένων εἰς τὴν διάρθρωσιν.
ἐκ γὰρ τῶν κατὰ χρόνον συμπιπτόντων πολλὰ προσλαμβάνομεν εἰς τὴν
τῶν ἀφανῶν δήλωσιν. εἰπὼν δὲ εὑρετὴςἐπήνεγκεν ἐπιδιορθούμενος ἢ
συνεργός·οὐ γὰρ ἐφευρίσκει ὁ χρόνος ἀλλ' ἄλλοθεν οὔσης τῆς αἰτίας,
ἐξ ἧς τὰ ἐν τῷ χρόνῳ συμπίπτοντα γίνεται, συνεργεῖ καὶ ὁ χρόνος τοῖς
ἐν χρόνῳ τὰ πράγματα ἐξετάζουσιν εἰς τὸ ἐκδηλότερον τὰ περὶ αὐτῶν λε-
γόμενα γίνεσθαι. οὕτω γὰρ καὶ αἱ τέχναι ἐκ βραχέων ἀρξάμεναι ηὐξή-
θησαν. ἑκάστης γὰρ τέχνης, εἴτε λογικῆς εἴτε πρακτικῆς, ὁ πρῶτος ἀρξά-
μενος βραχύ τι τῆς τέχνης ἐφεῦρε , πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων
συμπιπτόντων κατὰ τὸν χρόνον, ἐξ ὧν ἀνθρώποις τῆς τέχνης ἡ χρῆσις
ἀναγκαία γίνεται, ἄλλα καὶ ἄλλα τοῖς προλαβοῦσι προσεύρηνται καὶ
οὕτως ἡ αὔξησις γέγονε.

Eustratius Phil., In Aristotelis ethica Nicomachea vi commentaria


(4031: 003)“Eustratii et Michaelis et anonyma in ethica Nicomachea
commentaria”, Ed. Heylbut, G.Berlin: Reimer, 1892; Commentaria in
Aristotelem Graeca 20.Page 392, line 14
784

Κατὰ μὲν τὴνἀλήθειαν καλῶς εἴρηται, φησί, τὰ λεχθέντα, ἐπεὶ δὲ


συγκέχυται καὶ ἀσαφῶς ἔτι ἔχει, δεῖ τὸν νοῦν ἐπιστῆσαι τοῖς εἰρημένοις
καὶ τὸν λόγον ἁπλώσαντας σαφέστερον ἐπαγγεῖλαι τὸ προκείμενον, ἵνα
καὶ
ἡ πρὸς τὸ ζητηθὲν λύσις σαφεστέρα γένηται. ἀνατρέχει τοίνυν ἐπί τι
ἕτερον, περὶ οὗ διδάσκων ἡμᾶς δείκνυσι καὶ τὴν φρόνησιν
ἀναγκαιοτάτην
καὶ ἀπαραίτητον τοῖς ἐνεργεῖν βουλομένοις κατ' ἀρετήν. εἰς ὃ δὲ ἀνα-
τρέχει, ἐστὶ δύναμίς τις, ἣν καλοῦσι δεινότητα, ἣν καὶ ὁρίζονται, δύναμιν
εἶναι λέγοντες ἐφευρετικὴν τῶν πρὸς τὸν σκοπὸν συντελούντων. αὕτη
γὰρ
ἡ δύναμίς ἐστι τοιαύτη, φησίν, ὥστε τὰ πρὸς τὸν ὑποτεθέντα σκο-
πὸν συντείνοντα δύνασθαι πράττειν καὶ τυγχάνειν αὐτῶν.ταῦ-
τα μέν φησιν ὁ φιλόσοφος, δεῖ δὲ διϊδεῖν ἐπιστήσαντας τὴν τῶν ῥήσεων
διάνοιαν. πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἐνεργῆσαι βουλόμενος σκοπόν τι καὶ τέλος
ἑαυτῷ τῆς πράξεως τίθεται. δεῖ οὖν αὐτῷ δυνάμεώς τινος καὶ ἐπιτηδει-
ότητος, ἐξ ἧς πράττειν δυνήσεται ταῦτα, ἃ πρὸς τὸν σκοπὸν ἐκεῖνον
ὑπάρ-
χει συντείνοντα, καὶ πρὸ τοῦ σκοποῦ τυγχάνειν ἐκείνων, ἃ ἄγει πρὸς αὐ-
τὸν ὡς εἰς τέλος. εἰ μὲν οὖν εὐφυΐα ἤρκει μόνη πρὸς τὸ κατορθοῦν, οὐκ
ἂν ἑτέρας τινὸς ἢ δυνάμεως ἢ ἕξεως ἐδεόμεθα πρὸς τὰς ἀγαθὰς ἀποβά-
σεις τῶν πράξεων. ἐπεὶ δὲ τὴν εὐφυΐαν ταύτην

Eustratius Phil., In Aristotelis ethica Nicomachea vi commentaria


Page 393, line 7

χείρω σκοπὸν ἀγούσης δεινότητος. ἔτι δὲ πανοῦργον τὸν φρόνιμον λέγο-


μεν διὰ τὸ ἐντρεχὲς αὐτοῦ τῆς διανοίας καὶ πρὸς τὴν ἐνέργειαν ἑτοιμό-
τατον, πᾶν ἐφευρίσκοντα τὸ πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτοῦ συμβαλλόμενον, καὶ
τὸν Ὁμηρικὸν δὲ Ὀδυσσέα δεινὸν λέγομεν φρόνιμον ὄντα καὶ εὑρετικὸν
τῶν πρὸς τὸν ὑγιῆ σκοπὸν συντελούντων. καὶ τὸν Περικλέα ὁ
Θουκυδίδης
τοιοῦτόν τινα λέγει, ἐξ οἰκείας συνέσεως τὰ πρὸς τὸν προκείμενον συντε-
λοῦντα σκοπὸν ἐξευρίσκοντα καὶ οὔτε προμανθάνοντά τι οὔτ' ἐπιμανθά-
νοντα, τῶν τε παραχρῆμα δι' ἐλαχίστης βουλῆς κράτιστον γνώμονα καὶ
τῶν μελλόντων ἐπὶ πλεῖστον τοῦ γενησομένου ἄριστον εἰκαστήν. τούτῳ
γὰρ διαφέρει δεινότης φρονήσεως, ὅτι ἡ μὲν τῶν πρὸς τὸν ἁπλῶς σκοπὸν
συντελούντων ἐφευρετική ἐστι δύναμις, ἡ δὲ φρόνησις τῶν πρὸς τὸν
ὑγιῆ σκοπόν, καὶ ὅτι ἡ μὲν φρόνησις ἕξις ἐκ πολυπειρίας προσγινομένη
τῇ ψυ-χῇ, δεῖται δὲ τῆς δεινότητος, δυνάμεως οὔσης καὶ εὐφυΐας καὶ ἐκ
785

φύσεως προσούσης τῷ ἐν ἡμῖν λόγῳ, ἵν' ἐν αὐτῇ ἐπιγένηται καὶ κοσμήσῃ


αὐτήν, καὶ οὕτω σκοπὸν ἀεὶ προτιθεμένη ἀγαθὸν ἐπιτυγχάνει τῶν
σκοπουμένων, τὰ πρὸς αὐτὸν συντελοῦντα εὐφυῶς ἐφευρίσκουσα. διὰ
τοῦτο καὶ Ἀριστοτέλης ἐπάγει τοῖς εἰρημένοις, τὴν διαφορὰν παραδοὺς
δεινότητος καὶ

Eustratius Phil., In Aristotelis ethica Nicomachea vi commentaria


Page 396, line 3

ὡς γὰρ ἐκείνη φυσική τις δύναμις προϋπόκειται ἡ λεγομένη δεινότης, εὐ-


φυΐα τις οὖσα πρὸς αὐτήν, τὴν ψυχὴν προπαρασκευάζουσα πρὸς
ὑποδοχὴν
τὴν αὐτῆς, οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας, εὐ-
φυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς. διὰ τοῦτό
φησιν, ὅτι δεῖ καὶ περὶ ἀρετῆς ἐπισκέψασθαι, ὅτι καὶ ἡ ἀρετὴ παραπλή-
σιόν τι ἔχει πρὸς τὴν φρόνησιν. ὡς γὰρ ἡ φρόνησις πρὸς τὴν δει-
νότητα· οὐ ταὐτὸν μέν, ὅμοιον δέ·οὐ ταὐτὸν μέν, ὅτι ἐκείνη μὲν
ἐκ φύσεως ταῖς ψυχαῖς πρόσεστιν, εὐφυΐα τις οὖσα καὶ ἐπιτηδειότης
πρὸς
φρόνησιν, ἡ δὲ φρόνησις ἐπίκτητός ἐστιν ὄρεξις καὶ ἐξ ἐπιμελείας καὶ
πολλῆς προσοχῆς καὶ πείρας πραγμάτων ἡμῖν περιγίνεται· ὅμοιον δέ, ὅτι
ὥσπερ ἐκείνη ἐφευρετική ἐστι τῶν συντελούντων πρὸς σκοπόν, οὕτω
καὶ
ἡ φρόνησις ἐκ τῆς ἀρετῆς τὸν σκοπὸν προτιθέμενον θεωροῦσα, τὰ πρὸς
αὐτὸν ἄγοντα βουλευομένη συνίστησι. οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν ἀρετῶν ἔχει, ὡς
εἶναι κἀνταῦθα τὴν φυσικὴν ἀρετὴν ὡς ἐκεῖ τὴν δεινότητα, τὴν δὲ κυρίαν
ἀρετὴν ἐνταῦθα ὡς ἐκεῖ τὴν φρόνησιν.

Anonymi In Aristotelis Ethica Nicomachea Phil., In ethica


Nicomachea vii commentaria (4033: 002)“Eustratii et Michaelis et
anonyma in ethica Nicomachea commentaria”, Ed. Heylbut, G.
Berlin: Reimer, 1892; Commentaria in Aristotelem Graeca 20.
Page 443, line 14

μεν, ἡ δ' ἀκρασία κακία ἐστί, λοιπὸν ἀδύνατον τὸν αὐτὸν εἶναι καὶ φρόνι-
μον καὶ ἀκρατῆ. ἔτι ὁ φρόνιμος οὐ λέγεται φρόνιμος μόνον ἐν τῷ εἰδέναι
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ συμφέροντα, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ εἶναι πρακτικός, ἤτοι ἐν
τῷ πράττειν τὰ ἀγαθά, ὁ δ' ἀκρατὴς οὐ πρακτικόςἐστι τῶν ἀγαθῶν,
ὧν πρακτικός ἐστιν ὁ φρόνιμος, ἀλλὰ τῶν κακῶν.
Τινὲς δὲ λέγουσι καὶ τὸν δεινὸν φρόνιμον. οὐδὲν οὖν κωλύει τὸν
δεινὸν ἀκρατῆ εἶναι. δοκοῦσι γὰρ δεινοί τινες φρόνιμοι εἶναι, ἀκρατεῖς δὲ
786

λέγονται οἱ φρόνιμοι διὰ τὸ διαφέρειν τὴν δεινότητα τῆς φρονήσεως


μικρόν
τι, ὡς καὶ πρότερον εἴπομεν. κατὰ μὲν τὸν λόγον,ἤτοι τὸν ὁρισμόν,
ἐγγύς ἐστιν ἡ φρόνησις καὶ ἡ δεινότης καὶ ὁμοιότητά τινα ἔχουσι. καὶ
ἡ δεινότης γὰρ ἕξις ἐστὶν ἐφευρετικὴ τῶν πρὸς τὸ τέλος· διαφέρουσι δὲ
κατὰ τὴν προαίρεσιν.τοῦ μὲν γὰρ φρονίμου ἡ προαίρεσις ἀγαθὴ καὶ
ἀεὶ προαιρεῖται τὰ πρὸς τὸ τέλος τὸ ἀγαθὸν ἄγοντα, τοῦ δὲ δεινοῦ ἡ προ-
αίρεσίς ἐστιν φαύλη. προαιρεῖται γὰρ τὰ πρὸς τὸ τέλος φαῦλον ἄγοντα.
καὶ πάλιν ὄπισθεν εἶπεν, ὅτι τινὲς δοξάζουσιν, ὅτι ὁ ἀκρατὴς οὐδ' ὅλως
ἡττᾶται ὑπὸ τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν. εἰ γὰρ τὸν ὀρθὸν λόγον ἔχει ὁ ἀκρα-
τὴς ἐρρωμένον, λοιπὸν πῶς ἐστιν δυνατὸν αὐτὸν παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον

Michael Phil., In libros de partibus animalium commentaria (4034:


003)“Michaelis Ephesii in libros de partibus animalium, de animalium
motione, de animalium incessu commentaria”, Ed. Hayduck, M.
Berlin: Reimer, 1904; Commentaria in Aristotelem Graeca 22.2.
Page 53, line 3

βεβοήθηκε,τουτέστιν εἰς βοήθειαν δέδωκε ταχυτῆτα σώματος, ταῖς δὲ


καμήλοις μέγεθος. ἡ γὰρ ὑπερβολὴ τοῦ μεγέθους ἱκανὴ ὑπάρχει βοηθεῖν
αὐταῖς’. ταῦτα μὲν οὕτω βεβοήθηκεν, ἄλλα δέ, ὥσπερ εἴρηται, πεποίηκε
χαυλιόδοντα. ἐπεὶ δέ τινα, ὥσπερ οἱ ἔλαφοι, κέρατα μὲν ἔχουσιν, οὐδὲν
δὲ πρὸς βοήθειαν αὐτοῖς συντελεῖ, διά τε τὸ μέγιστα εἶναι καὶ πολυσχιδῆ
(κατ-εσχισμένα γὰρ τὰ τῶν ἐλάφων κέρατα καὶ πολλαῖς παραφυάσι
καταπεπύκνω-
ται, ὥσπερ καὶ τὰ δένδρα τοῖς κλάδοις), δέδωκεν αὐτοῖς ταχυτῆτα. οἱ δὲ
βόνασοι, φησίν, ἐπειδὰν διώκωνται, ἀπορρίπτουσιν ἐκ τοῦ ἐν τῇ κοιλίᾳ
αὐτῶν
ἐνόντος περιττώματος· τοῦτο δὲ λίαν δυσωδέστατον ὂν ἀποπνίγει ἢ
φεύγειν
παρασκευάζει τὸ διῶκον· ὥστε διὰ τῆς τοιαύτης τοῦ περιττώματος
προσθήκης
ἐφεῦρεν ἡ φύσις σωτηρίαν τοῖς ζῴοις. ἐπεὶ δέ εἰσι μονόκερα καὶ διχηλὰ
καὶ
μώνυχα, εὐλογώτερόν ἐστι, φησί, τὸ τὰ μώνυχα μονόκερα εἶναι ἤπερ τὰ
δι-
χηλά· τῷ μωνύχῳ γὰρ διὰ τὸ ἓν ἁρμόζει καὶ τὸ μονόκερων, τῷ δὲ διχηλῷ
διὰ τὴν δυάδα τὸ δίκερων. ἔτι ἐπεὶ ἡ σχίσις κατ' ἔλλειψιν ὕλης ἐστί· μὴ
γὰρ εὐποροῦσα ἡ φύσις ὕλης ὁλόκληρον ὥσπερ τὸ τῶν μωνύχων ἀπεργά-
σασθαι, πεποίηκεν αὐτὸ διχηλόν. ἀποβάλλει δὲ μόνος ὁ ἔλαφος τὰ
κέρατα
διὰ τὴν εἰδικὴν αἰτίαν καὶ διὰ τὴν ὑλικήν· διὰ μὲν τὴν εἰδικήν, ὅπως τῇ
787

ἀποθέσει ἐλαφριζόμενα ὠφελοῖντο, ἐξ ἀνάγκης δέ,τουτέστι διὰ τὴν ὕλην,


ὅτι βαρύτατα ὄντα καὶ διὰ τοῦτο διηνεκῶς κινούμενα σάττεταί τε καὶ

Φώτιος βιβλιοθήκη. (4040: 001)“Photius. Bibliothèque, 8 vols.”, Ed.


Henry, R.Paris: Les Belles Lettres, 1:1959; 2:1960; 3:1962; 4:1965;
5:1967; 6:1971; 7:1974; 8:1977.Codex 239, Bekker page 319a, line 8

λέντες ἰδεῶν ἀπὸ μὲν τοῦ ἁδροῦ εἰς τὸ σκληρὸν καὶ ἐπηρ-
μένον ἐτράπησαν, ἀπὸ δὲ τοῦ ἰσχνοῦ εἰς τὸ ταπεινὸν,
ἀπὸ δὲ τοῦ μέσου εἰς τὸ ἀργὸν καὶ ἐκλελυμένον.
Διαλαμ-βάνει δὲ καὶ περὶ κρίσεως ποιήματος, ἐν ᾧ
παραδί-δωσι τίς ἤθους καὶ πάθους διαφορά. Καὶ ὅτι τῆς ποιη-
τικῆς τὸ μέν ἐστι διηγηματικόν, τὸ δὲ μιμητικόν. Καὶ τὸ
μὲν διηγηματικὸν ἐκφέρεται δι' ἔπους, ἰάμβου τε καὶ ἐλε-
γείας καὶ μέλους, τὸ δὲ μιμητικὸν διὰ τραγῳδίας, σατύρων
τε καὶ κωμῳδίας.
Καὶ ὅτι τὸ ἔπος πρῶτον μὲν ἐφεῦρε Φημονόη ἡ
Ἀπόλλωνος προφῆτις, ἑξαμέτροις χρησμοῖς χρησα-
μένη· καὶ ἐπειδὴ τοῖς χρησμοῖς τὰ πράγματα εἵπετο
καὶ σύμφωνα ἦν, ἔπος τὸ ἐκ τῶν μέτρων κληθῆναι.
Οἱ δέ φασιν ὅτι διὰ τὴν κατασκευὴν καὶ τὴν ἄγαν
ὑπεροχὴν τὴν ἐν τοῖς ἑξαμέτροις θεωρουμένην τὸ κοινὸν ὄνομα παντὸς
τοῦ λόγου τὸ ἑξάμετρον ἰδιώ-σατο καὶ ἐκλήθη ἔπος καθάπερ καὶ Ὅμηρος
τὸν ποιητὴν καὶ ὁ Δημοσθένης τὸν ῥήτορα ᾠκειώσατο, ἐπεὶ καὶ τὰ
τρίμετρα ἔπη προσηγόρευον.

Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Topographia Christiana (4061: 002)


“Cosmas Indicopleustès. Topographie chrétienne, 3 vols.”, Ed. Wolska–
Conus, W.Paris: Cerf, 1:1968; 2:1970; 3:1973; Sources chrétiennes 141,
159, 197.B. 3, se. 1, line 6

Πρῶτον οἱ ἄνθρωποι μετὰ τὸν κατακλυσμὸν ἐπὶ τῆς


θεομάχου πυργοποιΐας ἐφ' ὑψηλοῦ γενόμενοι, κατανοοῦντες
συνεχῶς τοῖς ἄστροις, ὑπώπτευσαν πλανώμενοι ταύτην τὴν
δόξαν, εἶναι τουτέστι σφαιροειδῆ τὸν οὐρανόν. Βαβυλωνίων
γὰρ οὔσης τῆς πόλεως ἔνθα τὸν πύργον ᾠκοδόμουν, Χαλδαίων
ἀνάγκη πρῶτον ἐφεύρεμα τὸ τοιοῦτο, ὅθεν καὶ βαρβαρικὴν
σφαῖραν ἐξειργάσαντο. Οἱ ἐκ τοῦ γένους τοίνυν τοῦ Ἀβραάμ,
Χαλδαῖοι ὑπάρχοντες, κατελθόντες εἰς Αἴγυπτον αὐτοὶ
μετέδωκαν τοῖς Αἰγυπτίοις ταύτης τῆς δόξης. Πολυπραγμο-
788

νικώτερον πάλιν ἀφορμῆς δραξάμενοι οἱ Αἰγύπτιοι ἐπέτειναν


καὶ αὐτοὶ ταύτην τὴν δόξαν, ἕως ὅτου καὶ οἱ Ἕλληνες
παροικήσαντες ἐν Αἰγύπτῳ, Πυθαγόρας Πλάτων τε καὶ
Εὔδοξος ὁ Κνίδιος, οἱ φιλόσοφοι, καὶ αὐτοὶ ταύτης μεταλα-
βόντες πλέον τι καὶ αὐτοὶ ἐπεξειργάσαντο ἐκ τῶν πρώτων
λαβόντες τὰς ἀφορμάς.

Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Topographia Christiana


B. 3, se. 71, line 5

Παραγραφή

Τοῦ πρώτου ἀνθρώπου ἁμαρτήσαντος καὶ εἰς αἴσθησιν


τοῦ πλημμελήματος ἐλθόντος καὶ παρὰ Θεοῦ συμφερόντως
ἐλεγχόμενος, καὶ αἰσχύνην καὶ αἰδῶ κομισάμενος διελογίζετο
λοιπὸν τὴν ἑαυτοῦ γύμνωσιν σκεπάσαι· τεχναζόμενος δὲ καὶ
παρὰ Θεοῦ ὡς λογικὸς νυττόμενος ἐφεῦρε τὴν ῥαπτικὴν
τέχνην φύλλα συκῆς ἑαυτῷ συρράπτων διὰ σκολόπων δένδρων·
ἐν ταὐτῷ δὲ καὶ χιτῶνας πάλιν ὑπὸ Θεοῦ σοφισθεὶς ἐκ δερμά-
των ξύλων ποιεῖν ἐδιδάχθη. Κάϊν δὲ γηπονίαν καὶ Ἄβελ
ποιμενικὴν τέχνην, ἤτοι ἐπιστήμην, ἐφευρηκότες μαρτυ-
ροῦνται παρὰ τῇ Γραφῇ. Εἶτα πάλιν μετὰ τὴν ἀδελφοκτονίαν
ὁ Κάϊν ὡς παρὰ Θεοῦ ἐκβληθείς, καθὰ γέγραπται, «ἐξῆλθε
δὲ Κάϊν ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ καὶ κατῴκησεν ἐν γῇ
Ναΐδ», ἵνα εἴπῃ ὅτι ἐξεβλήθη ὁ Κάϊν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ
ἐπέμφθη ἐν ἐξορίᾳ εἰς γῆν μοχθηράν.

Κοσμάς Ινδικοπλεύστης. Topographia Christiana


B. 3, se. 75, line 1
χαλκεὺς χαλκοῦ τε καὶ σιδήρου.»
Οὕτως οὖν ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεὸς σοφίσας τὸν ἄνθρωπον
ἐφευρίσκειν πεποίηκε τὰς τέχνας· καὶ οἱ μὲν πρῶτοι ἀρχῇ
ἐφεῦρον αὐτάς, οἱ δὲ μετέπειτα ἐκ τῶν πρώτων τὰς ἀφορμὰς
λαβόντες καὶ πολυπραγμονοῦντες ἐπέτειναν αὐτὰς ἀκριβέ-
στερον. Καλὸν οὖν συνᾶραι λόγον πρὸς τοὺς σοφιζομένους
καὶ λέγοντας ἀΐδιον εἶναι τὸν κόσμον καὶ ἄναρχον καὶ ὑπομνῆ-
σαι ὡς σφάλλονται, μὴ συνιέντες ἐξ αὐτῶν τῶν πραγμάτων,
ἤτοι καὶ τῶν τεχνῶν, ὡς οὐκ ἔστιν ἀΐδιος καὶ ἄναρχος, ἀλλὰ
πρόσφατος.
Εἰ γὰρ αἱ τέχναι κατὰ μέρος ἐφευρέθησαν,
789

πᾶσα δὲ πολιτεία ἀνθρώπων διὰ τέχνης καὶ ἐπιστήμης


λογικῆς συνίσταται, πῶς οἷόν τέ ἐστι κόσμον συνίστασθαι
ἄνευ τεχνῶν καὶ ἐπιστήμης λογικῆς; Μὴ οὔσης γὰρ λαξευ-
τικῆς καὶ τεκτονικῆς, πῶς δυνήσονται οἶκοι καὶ φρούρια καὶ
πόλεις γενέσθαι πρὸς παραφυλακὴν ἀνθρώπων καὶ πολιτείας;
Ὁμοίως ὑφαντικῆς μὴ οὔσης, πόθεν ἀρκετὰ τοῖς ἀνθρώποις
σκεπάσματα εἰς τὰ ψύχη καὶ τὰ κρύη; Ὁμοίως χαλκευτικῆς
μὴ οὔσης, πόθεν τοῖς ἀνθρώποις γηπονεῖν καὶ τέμνειν ἀρό-
τροις τὴν γῆν καὶ μαχαίραις τὰ σπέρματα, ἵνα τροφὰς περι-
ποιήσωνται; Πάλιν ἰατρικῆς μὴ οὔσης, πόθεν τοῖς ἀνθρώ

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. Vol. 1, page 230, line 4

«Δίδυμος ὁ ἐξ ὀμμάτων». ὁμοίως καί τινας ἀπὸ ἐπάρχων καὶ ἑτέρους ἀπὸ
βασιλέων καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλά. ἰστέον δὲ καὶ ὅτι ἐναντίον τῷ
ἀποθυμίῳ τὸ
καταθύμιον, ἐξ οὗ γυνή τις παρ' Ἡροδότῳ Καταθυμία κέκληται. (v. 564)
Τὸ δέ «ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι» ἠθικῶς εἶπεν, οἷον «ἐμοί, ὡς ἔοικε, φίλον
ἐστίν»
ἀντὶ τοῦ «οὕτω μοι ἀρέσκει, οὕτως ἐγὼ θέλω». (v. 565) Ὅτι τὸ «ἀλλ'
ἀκέουσα κάθησο» προστακτικὸν προπαροξύνεται. τὰ γὰρ σύνθετα
προστακτικὰ
βραχυκατάληκτα ὡς ἐπὶ πολὺ ἀναπέμπει τὸν τόνον, οἷον λέγε κατάλεγε,
σπεῖρε
κατάσπειρε· οὕτως οὖν καὶ ἧσο κάθησο. τὸ μέντοι «ἀκέουσα καθῆστο»,
ἀντὶ
τοῦ ἡσυχάζουσα ἐκάθητο, προπερισπᾶται, διότι τὰ τροχαϊκὰ
περισπώμενα
φυλάττει τὴν αὐτὴν ἐκφώνησιν ὡς ἐπὶ πλεῖστον καὶ μετὰ σύνθεσιν, οἷον
ἦγε
κατῆγεν, εὗρεν ἐφεῦρεν, εἶχε κατεῖχεν, εἶδε παρεῖδεν, εὗδε καθεῦδεν,
οἷον
»ἔνθα καθεῦδεν ἀναβάς». οὕτως οὖν καὶ ἧστο καθῆστο. ἐὰν μέντοι
μεταποιηθῇ
εἰς βραχὺ τοῦ τροχαίου ἡ ἄρχουσα, τότε δὴ καὶ ὁ τόνος ἐν τῇ συνθέσει
ἀναβιβάζε-
ται, ὡς δηλοῖ τὸ ἄναγεν, ἔτι δὲ καὶ τὸ κάτεσχεν, ὅσα τε ἄλλα τούτοις
ὅμοια. τὸ
δὲ ὡς ἐπὶ πλεῖστον πρόσκειται τῷ κανόνι διὰ τὸ οἶδα σύνοιδα, οἶσθα
κάτοισθα
καὶ εἴ τι τοιοῦτον. Οἱ δὲ παλαιοί φασι καὶ ὅτι τὸ καθῆστο προπερισπᾶται
ὡς
790

ἀπὸ τοῦ ἕζω ἧσμαι, ἀφ' οὗ τὸ ἥσμην, ἧσο, ἧστο καὶ καθῆστο. οἱ γὰρ
δισύλλαβοι
παρακείμενοι ἔχοντες δύο σύμφωνα φυλάττουσι καὶ ἐν τῇ συνθέσει τὸν
τόνον,
οἷον εἷργμαι καθεῖργμαι, ἦγμαι κατῆγμαι. οὕτως οὖν καὶ ἧσμαι καθῆσμαι,
ἥσμην καθήσμην, ἐξ οὗ τὸ καθῆστο. εἰ δὲ ἦν, φασίν, ἀπὸ τοῦ ἧμαι ἥμην,
ἀνεδίδου ἂν τὸν τόνον ὁμοίως τῷ κάθημαι κάθητο. (v. 565 – 7) [Ἰστέον
δὲ ὅτι τὸ

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. Vol. 1, page 346, line 23

μνήμην τοῦ τότε συμβεβηκότος καὶ ἐκκεῖσθαι πᾶσιν εἰς θέαν καὶ λόγον
περιφέ-
ρεσθαι τοῦτον ἐκεῖνον εἶναι τὸν καταφαγόντα ποτὲ τοὺς στρουθοὺς καὶ
τὴν
μητέρα, οὗ δὴ καὶ τὸν Κάλχαντα πεποίηκε μεμνημένον ἐνταῦθα ὁ
ποιητὴς οἷα
τῇ παραδόσει τοῦ μύθου ἀκολουθῶν. [Καινὸν δὲ οὐδὲν καὶ τοιοῦτον
ἀνατεθεῖσθαι
λίθον ἐν τοῖς ἐκεῖ· Ἐπεί τοι καὶ Παλαμήδους ἐπινοησαμένου κυβείαν καὶ
πεττεί-
αν ἐν Ἰλίῳ εἰς παραμύθιον λιμοῦ κατασχόντος τὴν στρατιὰν λίθος ἐκεῖ
ἐδείκνυτο,
καθὰ Πολέμων ἱστορεῖ, ἐφ' οὗ ἐπέσσευον. τῆς δὲ τοιαύτης ἐπινοίας τοῦ
Παλαμήδους καὶ τῆς εὑρέσεως δὲ τοῦ χρόνου, ἣν καὶ αὐτὴν ἐκεῖνος
ἐσοφίσατο,
μάρτυρα παράγουσι Σοφοκλῆν, ὃς ἐν δράματι ὁμωνύμῳ τῷ εὑρετῇ
Παλαμήδῃ
φησίν· «οὐ λιμὸν οὗτος τόνδ' ἀπῶσε, σὺν θεῷ εἰπεῖν, χρόνου τε διατριβὰς
σοφωτάτας ἐφεῦρε φλοίσβου μετὰ κοπὴν καθημένοις, πεσσοὺς κύβους
τε τερπνὸν
ἀργίας ἄκος;» ἐμαρτύρουν δὲ καὶ Ἀργεῖοι, παρ' οἷς ἦν, φασίν, ὁ
λεγόμενος
Παλαμήδους πεσσός. Ὅτι δὲ τὴν αὐτῶν εὕρεσιν Αἰγυπτίοις ἀνατιθέασιν
ἕτεροι καὶ ὅτι οὐ παικτικὴ ἀλλὰ φιλόσοφος ἡ Αἰγυπτιακὴ πεττεία λέγεται,
ἐν
ἄλλοις δηλοῦται. καὶ οὕτω μὲν εἰρημένα ἔστω οὐκ ἀλυσιτελῶς καὶ
ταῦτα.]
Σημείωσαι δὲ ὅτι οὐδεμίαν πρέπουσαν τῷ πράγματι λέξιν ἀφῆκεν ὁ
ποιητής.
σῆμά τε γὰρ εἶπε τὸ κατὰ τὸν δράκοντα, οἷον· «ἔνθα ἐφάνη μέγα σῆμα,
δράκων
791

ἐπὶ νῶτα δαφοινός, σμερδαλέος». μετὰ δὲ τοὺς στρουθοὺς καὶ τὴν


ἀπολίθωσιν
τὸ αὐτὸ καὶ δεινὰ πέλωρα εἶπε καὶ τέρας δὲ ὕστερον ἐπωνόμασεν ἐν τῷ
«ἡμῖν τόδ' ἔφηνε τέρας». Ὅρα δὲ καὶ ὅτι οὐκ ᾐδέσθη ὁ ποιητὴς τρὶς
ἐνταῦθα τὸ ἔνθα εἰπεῖν

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα. Vol. 3, page 577, line 6

τὸ ἔσεσθαι, ἵνα ἔλεγεν, ὡς ἐθαρροῦμεν ἔσεσθαι αὐτὸ εἶλαρ. νῦν δὲ


ἐκτέταται
διὰ τὸ ἐπέπιθμεν, ᾧ δηλαδὴ ἐπεποίθεισαν. (v. 56) Τὸ δὲ «ἄρρηκτον»
καιριω-
τάτη λέξις ἐπὶ στερεοῦ τείχους. (v. 58) Σκοπιάζειν δὲ τὸ εἰς περιωπήν, ὡς
προερρέθη, ἐλθεῖν κἀκεῖθέν τι κατασκοπεῖν. (v. 59) Τὸ δὲ «ὀρινόμενοι
κλονέον-
ται» γοργῶς ἐπὶ Ἀχαιῶν ἔμιξε τὸ πρὸ βραχέων ῥηθὲν «τοὺς μὲν
ὀρινομένους,
τοὺς δὲ κλονέοντας ὄπισθεν». (v. 60) Πάνυ δὲ γοργὸν οἷα καὶ
ἐπιφωνηματικὸν
τὸ «ὣς ἐπιμὶξ κτείνονται». λέγεται δὲ τὸ ἐπιμίξ καὶ μίγδα ποιητικώτερον,
ἔτι δὲ καὶ ἀναμίξ. ὀξύνεται δέ, διότι τὰ εἰς ιξἐπιρρήματα ὀξύνονται, οἷον
κουρίξ, ἀντὶ τοῦ ἐκ κουρᾶς, ἤτοι ἀπὸ τριχῶν, ἀπρίξ, ἐπιμίξ, σεσημείωται
τὸ πέριξ. (v. 61 – 3) Ὅτι ἀπογνοὺς ὁ Νέστωρ τῆς διὰ χειρῶν βοηθείας
τῶν βασιλέων φησίν, ὡς καὶ ἅπας εἴποι ἂν εἰς τὸ τῆς ἀνάγκης
ἐφευρετικὸν ἀπιδὼν »ἡμεῖς δὲ φραζώμεθ' ὅπως ἔσται τάδε ἔργα, εἴ τι
νόος ῥέξει. πόλεμον δὲ οὐκ ἄμμε κελεύω δύμεναι, οὐ γάρ πως
βεβλημένον ἐστὶ μάχεσθαι», ἤγουν ἕλκος
ἔχοντα, εἴτε πόρρωθεν εἴτε ἐγγύς. γενικὴ γὰρ ἡ λέξις, ὡς καὶ πρὸ ὀλίγων
δεδήλωται. Καὶ ὅρα ὅτι παιδεύει ὁ ποιητὴς ἐνταῦθα, ὡς καὶ ἐν τοῖς
δεινοτάτοις
ἔστιν ἀνασφῆλαι διὰ φρονήσεως. (v. 67) Ὅτι ἐν πολλαῖς Ὁμηρικαῖς
λέξεσιν,
ὡς καὶ ἐν ἄλλοις ἐτηρήθη, λείπει τὸ εὖ. καὶ ὅτε γοῦν εἴπῃ· τάφρος ὀρυκτή
καὶ πύλας ποιητάς καὶ ἅρματα κολλητά καὶ ἄροτρον καὶ μέγαρον πηκτόν
καί τι ἔργον τυκτόν, ἐν τοῖς τοιούτοις κατὰ τοὺς παλαιοὺς τὸ εὖ
ἐξακούεται. διὸ καὶ νῦν ἐν τῷ «τεῖχος δ' οὐκ ἔχραισμε τετυγμένον»,

Ευστάθιος. σχόλια στην Ομήρου Ιλίαδα.


Vol. 4, page 362, line 15

τούτων τῷ ποιητῇ λόγος τοιοῦτος «βὰν δ' ἴμεναι πόλεμόνδε θεοὶ δίχα
θυμὸν
792

ἔχοντες», ἤγουν διχονοοῦντες, Ἥρη μὲν μετ' ἀγῶνα νεῶν καὶ Παλλὰς
Ἀθήνη ἠδὲ Ποσειδαίων γαιήοχος ἠδ' ἐριούνης Ἑρμείας, ὃς ἐπὶ φρεσὶ
πευκαλίμῃσι», ταῖς πολλαχοῦ ῥηθείσαις, «κέκαστο. Ἥφαιστος δ' ἅμα
τοῖσι κίε
σθένεϊ βλεμεαίνων, χωλεύων, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί», ἃ δὴ καὶ
προγέγραπται. «ἐς δὲ Τρῶας Ἄρης κορυθαιόλος· αὐτὰρ ἅμ' αὐτῷ Φοῖβος
ἀκερσεκόμης ἠδ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα Λητώ τε Ξάνθος τε φιλομειδής τ'
Ἀφροδίτη». καί εἰσιν οὕτως πέντε μὲν οἱ Ἀχαιϊκοί, ἓξ δὲ οἱ τῶν Τρώων.
(v. 33) Ἀγῶνα δὲ νεῶν καὶ ἐνταῦθα τὴν ἄθροισιν λέγει καί, ὡς οἱ μεθ'
Ὅμηρόν
φασι, συναγωγήν. (v. 34) Ἐριούνης δὲ Ἑρμῆς ἢ παρὰ τὸ ἐριἐπιτατικὸν
καὶ τὸ
ὀνῶ, ὁ ἄγαν ὀνῶν καὶ ὠφελῶν, ἢ ὁ ἐφευρετικὸς παρὰ τὸ εὑρεῖν, ἢ
χθόνιος κατὰ
τοὺς Τραγικοὺς παρὰ τὴν ἔραν. (v. 36 s.) Ἰστέον δὲ ὅτι ἀποσεμνύνων τὸν
Ἥφαιστον ὁ ποιητής, ἵνα μὴ δόξῃ ἀχρεῖον τοῦτον σύμμαχον διδόναι τοῖς
Ἕλλησιν, ἔφη τὸ «κίεν εἰς μάχην σθένεϊ βλεμεαίνων, χωλεύων», ὡς τοῦ
χωλεύειν μηδὲν ἐμποδὼν γινομένου τῇ κατ' ἐκεῖνον λοιπῇ εὐρωστίᾳ τοῦ
σώματος. τὰ γὰρ ἄνω βριαρὸς ἦν καί, ὡς ὁ ποιητής φησι, «πέλωρ
αἴητον». τὸ
γοῦν φυσικὸν ἐλάττωμα, τὸ χωλεύειν, ἀναπληροῖ βλεμεαίνων σθένεϊ.
τοιοῦτον
καὶ τὸ «ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί». ἐλάττωμα μὲν γὰρ τὸ ἀραιαί,

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Eustathii archiepiscopi


Thessalonicensis commentarii ad Homeri Odysseam, 2 vols. in 1”, Ed.
Stallbaum, G.Leipzig: Weigel, 1:1825; 2:1826, Repr. 1970.Vol. 1, page
28, line 18

ἐπὶ Ἄτυος εὑρεθῆναι διὰ λιμὸν τὰς παιδιὰς, οὐκ ἐξ ἀνάγκης καὶ πεττοὶ
συννοοῦνται, οὓς ὁ Παλαμή-
δης εὗρε. καὶ ὅτι δοκεῖ τὸ κυβεύειν καὶ πεττεύειν, καὶ ἀστραγαλίζειν
λέγεσθαι. ὡς ὑπεμφαίνεται ἀπὸ
τοῦ, ἀστραγαλίζουσιν ἐν τῇ κατὰ τὴν Ὀδύσσειαν πολιτείᾳ καὶ ὀρχοῦνται
καὶ σφαιρίζουσι. καὶ ὅτι συν-
τελεῖ πρὸς τὸ ῥηθὲν, τὸ, ἀστράγαλος, τρία σημαίνει. τὸν ἐν σφυρῷ καὶ
τὸν σπόνδυλον ἁπλῶς. καὶ
τὸν παιστικὸν ἢ πεσσικὸν βόλον τὸ τοῦ Ἀπίωνος. Καὶ ὅτι κύβος, ὁ
κύκλωθεν βάσιν ἔχων. ἢ ὁ κατε-
στραμμένος. ἐκ τοῦ κυβῶ κυβήσω τὸ καταστρέφω. ὅθεν καὶ κύβιτον. τὸ
ὄγκωμα Ῥωμαϊστί. καὶ κυβι-
στᾶν, τὸ ἐπὶ κεφαλὴν πίπτειν. τῆς δὲ λέξεως τῶν πεσσῶν ἡ ἐν δυσὶ σίγμα
793

γραφὴ, ζητητέα εἰ φυλάσσε-


ται καὶ ἐν τοῖς παρὰ Ἀρχιγένει πεσοῖς. φάρμακα δέ εἰσιν ἰατρικά φασιν
ἐκεῖνα, οὐ γνωστὰ εἰ ἐν δυσὶ
σσγράφεται. ὁ δὲ τὰ περὶ Ἑλληνικῆς παιδιᾶς γράψας, διαφορὰν καὶ αὐτὸς
εἰδὼς κύβων καὶ πεσσῶν,
καὶ παλαιοτάτην εἰπὼν τὴν κυβευτικὴν παιδιὰν, παράγει Σοφοκλέους μὲν
ἐκ Παλαμήδους ὁμωνύμου
τῷ ἥρωϊ δράματος τὸ, ἐκεῖνος ἐφεῦρε πεσσοὺς κύβους τε τερπνὸν
ἀργίας ἄκος. Καὶ Εὐφορίωνος τὸ,
πεσσὰ ναυπλιάδαο. λέγει δὲ καὶ ἐν μὲν Ἰλίῳ δείκνυσθαι λίθον ἐφ' οὗ
ἐπέσσευον οἱ Ἀχαιοί. ἐν δὲ Ἄργει,
τὸν λεγόμενον Παλαμήδους πεσσόν. Καὶ ὅτι Πλάτων τὴν τῶν πεσσῶν
εὕρεσιν Αἰγυπτίοις ἀνατίθησιν
ἐν Φαίδρῳ. λέγων, αὐτοὺς πρῶτον, ἀριθμὸν καὶ λογισμὸν εὑρεῖν καὶ
γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν.
ἔτι δὲ, πεττείαν τε καὶ κυβείαν. καὶ δὴ γράμματα. καὶ ὅτι οἱ τοῦ
Πλάτωνος ὑπομνηματισταὶ, οὐ τὴν
παρ' Ἕλλησι πεττείαν σημανθῆναι φασὶ ὑπὸ Πλάτωνος, ἀλλὰ τὴν τοῦ
λεγομένου πεττευτηρίου. κατα-
γράφεσθαι γάρ τι πλινθίον ὥσπερ ἐν τῇ πεττευτικῇ παιδιῇ δι' οὗ τὰ
κινήματα τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελή-
νης ἔτι δὲ καὶ τὰ ἐλλειπτικὰ, πραγματεύονται οἱ Αἰγύπτιοι. καὶ ὅτι
ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ τρισὶ κύβοις.
καὶ οὐχ' ὥσπερ οἱ νῦν, δυσί. ὅθεν καὶ παροιμία ἐπὶ τῶν μηδὲν διὰ μέσου
κινδυνευόντων, τὸ, ἢ τρὶς
ἓξ ἢ τρεῖς κύβους. ἀπὸ τοῦ μεγίστου καὶ ἐλαχίστου ἀριθμοῦ ἧς μέμνηται
Πλάτων ἐν νόμοις. εἰπών.
ἢ τρεῖς κύβους βάλλοντες. τουτέστι τρεῖς μονάδας. κύβον γάρ φασι,
διχῶς ἔλεγον.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 66, line 5

μὲν τὸν ἐναρμονίως ᾄδοντα, παρὰ τὸ ἀρῶ τὸ ἁρμόζω. μετηνέχθη δὲ καὶ


εἰς φιλίαν, ὅθεν ἐρίηρες
ἑταῖροι λέγονται. ἀπὸ δὲ τοῦ ἀρῶ, καὶ ἄρος τὸ ὄφελος παρ' Αἰσχύλῳ ἐν
Ἰκέτισι. βρότεος ἄρος, ἄτα.
ἤτοι τὸ εὖ τῶν βροτῶν καὶ τὸ ὄφελος, ἄτη ἐστίν. (Vers. 349.) Ὅτι τὸ, οὐ
δὴ ἀοιδοὶ αἴτιοι ἀλλά ποθι
Ζεὺς αἴτιος, ἀντὶ τοῦ οὐ κεῖνται ὑπὸ αἰτίωσιν οἱ ἀοιδοὶ, τὰς δυσπραγίας
τῶν ἀνθρώπων ᾄδοντες. οὐ
γὰρ διότι αὐτοὶ ᾄδουσι, διατοῦτο τοιῶσδε ἀπέβη τὰ πράγματα. ἀλλὰ
ἔμπαλιν τοιῶσδε συμπεσόντα, οἱ
794

ἀοιδοὶ ᾄδουσι. καὶ ἔστιν ὅμοιον τούτῳ, καὶ τὸ Σοφόκλειον. τὸ, τὰ ἔργα
τοὺς λόγους εὑρίσκεται.
Ἰστέον δὲ ὅτι αἴτιον ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ, τὸ τὴν αἰτίαν τοῦ γινομένου ἔχον.
οἱ δὲ μεθ' Ὅμηρον καὶ ἐπὶ
ὑπευθύνων τὴν λέξιν τιθέασιν ὡς δηλοῖ ὁ γράψας τὸ, αἴτιος ὁ γράψας
αἴτια Καλλιμάχου, ἤγουν
ὑπεύθυνος καὶ κολάσεως ἄξιος. (Vers. 350.) Ὅτι ἁρμόσει ἐπὶ θεοῦ ἢ
βασιλέως εἰπεῖν τὸ, ὃς δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἐνταῦθα
τῷ τῶν ἀνδρῶν ὀνόματι, καὶ τὸ θῆλυ γένος συνυπακούεται. καὶ ὅτι
ἀλφησταὶ κοινῶς, οἱ ἄνθρωποι ὡς ἐφευρετικοὶ καὶ ἐπινοητικοὶ
τεχνῶν τε καὶ μηχανῶν καὶ βουλευμάτων καὶ ἑτέρων ὧν τοῖς ἀλόγοις οὐ
μέτεστιν. ἀλφῶ γὰρ τὸ εὑρίσκω.
ἐξ οὗ τὸ ἀλφαίνειν παράγωγον, καὶ τὸ τιμαλφεῖν. καὶ τὸ τιμαλφές. τούτου
ὁ μέλλων, οὐ μόνον
ἀλφήσω ἐξ οὗ ἀλφηστὴς, ἀλλὰ καὶ ἀλφέσω, ἐξ οὗ ἀλφεσίβοιαι. ὡς δὲ καὶ
ἰχθύων ὄνομα οἱ ἀλφησταὶ,
ἱστόρηται. διὸ πρὸς διαστολὴν ἴσως ἔγραψεν Ὅμηρος, τὸ ἀνδράσιν
ἀλφηστῇσιν. Ὅρα δὲ καὶ τὸ ἑκάστῳ
ὅπως ἐπιμεριστικόν ἐστι πλήθους καὶ διαιρετικὸν τοῦ καθόλου εἰς
μερικόν. εἰπὼν γὰρ ἀνδράσι πληθυν-
τικῶς, ἐπάγει. ἑκάστῳ. ἴδε δὲ καὶ τὴν τάξιν καινοτέραν οὖσαν. ἡ μὲν γὰρ
συνήθεια φησὶν ἀνδρῶν
ἑκάστῳ, οὗτος δὲ φησὶν ἀνδράσιν ἑκάστῳ. ὡς ταυτὸν ὂν ἀνδράσι
πληθυντικῶς καὶ ἑκάστῳ ἑνικῶς,
διὰ τὴν τοῦ πλήθους εἰς τὰς οἰκείας μονάδας ὅλας διαίρεσιν. (Vers. 351.)

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 1, page 167, line 39

γεῖται ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν τοῦ Μενελάου ἐρώτησιν, ὀλίγα μὲν τοῦ
ποιητοῦ ἐκ καινῆς εἰπόντος. τοὺς
πλείονας δὲ στίχους, παρελκύσαντος ἑτέρωθεν συνήθως ἐκ τῶν ἑαυτοῦ.
(Vers. 318.) Καὶ ἡ μὲν εἰς-
βολὴ τοῦ λόγου τῷ νεανίᾳ ῥήτορι, γοργὴ καὶ κομματικὴ, κατὰ σχῆμα
θυμικὸν ἐνδιάθετον. φησὶ γάρ.
ἐσθίεται μοὶ οἶκος. ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα. δυσμενέων δ' ἀνδρῶν πλεῖος
δόμος. εἶτα ἐκτραγῳδεῖ ἐν ὀλίγῳ,
μήλων καὶ βοῶν εἰλιπόδων ἀπώλειαν. καὶ τοὺς μνηστῆρας ὑπέρβιον ἦτορ
ἔχειν φησί. καὶ ἱκάνεσθαι
τὰ βασιλικὰ γούνατα, οὐ περί τινος μεγάλου, ἀλλ' ἐφ' ᾧ εἰπεῖν τὸν τοῦ
πατρὸς ὄλεθρον, εἴπερ εἶδεν ἢ
ἤκουσε. καὶ μὴ διὰ αἰδῶ ἢ μείλιχον ἔλεον ἐπικρύψαι τὰ κατὰ τὸν πατέρα.
795

μνησθῆναι δὲ καὶ εἴπερ


ἐκεῖνός ποτε ἐν Τροίᾳ ἐλυσιτέλησέ τι τῷ Μενελάῳ. εἰ καὶ εἰς ἀντίχαριν,
εἰπεῖν ἄρτι πρὸς τὸν υἱὸν ἐκεί-
νου, τὸ ἀληθές. (Vers. 325.) Καὶ ὅρα ὅτι κέντρωνος τρόπου ἐῤῥαψῴδησε
τὰ ἐνταῦθα ἔπη ὁ Ὁμηρικὸς Τηλέμαχος, ἐκ διαφόρων τόπων
συλλεγέντων ἐνταῦθα τῶν στίχων τῷ ποιητῇ. ὡς εἶναι αὐτὸν ἐφευρετὴν
καὶ τῶν ὕστερον λεγομένων ὁμηροκέντρων ἐφ' οἷς οὐκ ὀλίγος τισὶ
μόχθος ἐγένετο. (Vers. 333.)
Ὅτι ἐπὶ τοῖς μνηστευομένοις ἀναξίως γυναῖκα τινὸς ἀριστέως, οὐκ
ἀπᾷδον ῥηθῆναι τὸ, ὢ πόποι ἦ
μάλα δὴ κρατερόφρονος ἀνδρὸς ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι ἀνάλκιδες
αὐτοὶ ἐόντες. ἐτυμολογικὸν δὲ
τὸ, ἐν εὐνῇ ἤθελον εὐνηθῆναι. Μενέλαος δὲ τοῦτο λέγει περὶ τῶν τῆς
Πηνελόπης μνηστήρων. ὃς καὶ
λαβὼν ἀφορμὴν ἐκ τοῦ καρτερόφρονος, καὶ ἐκ τοῦ ἀνάλκιδες. (Vers.
335.) ὧν τὸ μὲν, οἰκεῖον λέοντι. τὸ δὲ, προσφυὲς ἐλάφοις, πορίζεται
παραβολὴν ταύτην. ὡς δ' ὁπότ' ἐν ξυλόχῳ ἔλαφος κρατεροῖο.
λέοντος, νεβροὺς κοιμήσασα νεηγενέας γαλαθηνοὺς, κνημοὺς ἐξερέῃσι
καὶ ἄγκεα ποιήεντα, βοσκομένη. ὅ δ' ἔπειτα ἑὴν εἰσήλυθεν εὐνήν.
ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν, ὣς Ὀδυσσεὺς κείνοισιν
ἀεικέα πότμον ἐφήσει. Καὶ ὅρα κἀνταῦθα ταυτολογίαν καίριον τοῦ,
ἀεικέα πότμον ἐφῆκε καὶ ἀεικέα πότμον ἐφήσει. Διδυμοτόκον δὲ
ὑποτίθησιν ἔλαφον, ἵνα μὴ παρεικάσῃ

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 273, line 45

πειρος γὰρ ὢν πολέμου ὁ παῖς οὔτε θαῤῥεῖ μάχην ἀντιμέτωπον, ἀλλ'


ἐνεδρευτικῶς βάλλει κατόπισθε.
καὶ βαλὼν δὲ ἀπόρουσε λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος αὐτοῦ ἐν Ἀμφινόμῳ,
οὐκ ἂν ἀπεοικὼς πάνυ ῥιψάσπι-
δος, εἴ γε καὶ αὐτὸς λιπὼν ἔγχος ἀπόρουσεν, οἷα δείσας μή τις ἔγχος
ἀνελκόμενον ἢ ἐλάσῃ, τουτέστι
κεντήσῃ, φασγάνῳ ἀΐξας, ἢ προπρηνέϊ τύψας, τουτέστι καταφερῆ πληγὴν
ἐπενεγκών. δῆλον δὲ ὅτι
ἐν τῷ προπρηνέϊ λείπει τὸ χειρί· ἄλλως γὰρ οὐκ ἔστι καταστῆσαι τὸ
νόημα ὡς χρή. (Vers. 95.) Ὅρα
δὲ ὅτι τε τὸ ἀπόρουσε εὐσχημόνως εἶπεν ἀντὶ τοῦ ἔφυγε διὰ τὸ
ἀφοπλισθῆναι, καὶ ὅτι ξίφη πάντες
εἶχον οἱ μνηστῆρες, φοροῦντες αὐτὰ κατὰ ἔθος καὶ αὐτὸ ἀρχαῖον, ὡς
μυριαχοῦ δέδεικται. (Vers. 99.)
Ἀσφαλὲς δὲ, οὐ μὴν πόῤῥω δειλίας καὶ τὸ μετὰ τὴν πληγὴν τοῦ
Ἀμφινόμου τὸν Τηλέμαχον μάλα ὦκα
φίλῳ πατρὶ ἀγχοῦ ἱστάμενον συμβουλεύσασθαι σάκος οἴσειν τῷ πατρὶ,
796

ὡς προπαρηγγέλθη, καὶ δύο


δοῦρε, καὶ κυνέην πάγχαλκον, καὶ αὐτὸν ἀμφιβαλεῖσθαι, δοῦναι δὲ καὶ
τῷ συβώτῃ καὶ τῷ βουκόλῳ
ἄλλα. (Vers. 104.) τετευχῆσθαι γάρ, φησιν, ἄμεινον. οὕτως ἐφευρετικὸν
ἡ ἀνάγκη, καθ' ἣν ἐπινοεῖ-
ται σωτηρίαν ὁ παῖς ἑαυτῷ τε καὶ τῷ πατρὶ καὶ τοῖς δούλοις. διὸ καὶ ὁ
πατὴρ προτρέπων ἐθέλει
ταχῦναι αὐτὸν τὸ ἔργον, ἕως μοί, φησιν, ἀμύνεσθαι πάρα, τουτέστι
πάρεισιν ὀϊστοί· μή μ' ἀποκι-νήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα. (Vers. 106.)
Καὶ ὅρα ὡς ἡ δειλία τοῦ παιδὸς ἀσφάλεια γέγονεν αὐτῷ τε καὶ τῷ πατρὶ
καὶ τοῖς δούλοις.

Ευστάθιος. Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια. Vol. 2, page 315, line 35

(Vers. 106.) τοῦτον οὖν τὸν Ἀμφιμέδοντα ἰδὼν ἐν Ἅιδου καταχθέντα νῦν
ὁ Ἀγαμέμνων ἐρωτᾷ πλα-
σματικῶς ὡς ἐν ἠθοποιΐᾳ καὶ τοῦτο· τί παθόντες ἐρέμνην γαῖαν ἔδυτε
πάντες κεκριμένοι καὶ ὁμήλικες;
οὐδ' ἂν ἄλλος κρινάμενος λέξαιτο κατὰ πτόλιν ἄνδρας ἀρίστους. ἔπαινος
δὲ ταῦτα ἐκκρίτων καὶ ἐπι-
λέκτων νέων. εἶτα ἐρωτήσας πέντε στίχους καθεξῆς (Vers. 109 – 113.)
ἀπαραποιήτως οὓς ἐν τῇ πρώτῃ
νεκυίᾳ τὸν Ὀδυσσέα ἠρώτησε περὶ τοῦ ἢ κατὰ τὴν θάλασσαν ἔπαθεν ἢ
περὶ χέρσον ληϊζόμενος.
(Vers. 115.) καὶ εἰπὼν, ἢ οὐ μέμνῃ ὅτε ἐκεῖσε, ἤγουν εἰς Ἰθάκην,
κατῆλθον, ὡς ἐῤῥέθη, καὶ ἀπαι-
τήσας ἀπόκρισιν ἀκούει ἐκ τοῦ Ἀμφιμέδοντος ἱστορικῶς, ὅτι τε (Vers.
122.) μέμνημαι τάδε πάντα,
συνταχθέντος νῦν ἀρχαϊκῶς τοῦ μέμνημαι μετὰ αἰτιατικῆς, καὶ μετὰ
τοῦτο ἀφήγησιν μανθάνει δηλοῦ-
σαν τί παθόντες οἱ τηλικοῦτοι ἦλθον πρὸ ὥρας ὑπὸ γῆν. (Vers. 128 –
148.) καὶ πρῶτος ἀφηγεῖ-
ται τὰ κατὰ τὸν ἱστὸν, καὶ ὡς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ ἡ Πηνελόπη καὶ
ἔπειθε τοὺς Ἀχαιούς· εἰς δὲ
τὸ ἑξῆς ἐφευρέθη τεχνωμένη δόλον. καὶ ὡς τὸ μὲν ἐξετέλεσεν ὑπ'
ἀνάγκης. ἐπεὶ δὲ φᾶρος ἔδειξεν ὑφῄ-
νασα μέγαν ἱστὸν πλύνασα, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ, (Vers. 149 sqq.)
καὶ τότε Ὀδυσῆα κακός
ποθεν ἤγαγε δαίμων ἀγροῦ ἐπ' ἐσχατιὴν, ὅθι δώματα ναῖε συβώτης. ἔνθα
ἦλθε φίλος υἱὸς Ὀδυσῆος
θείοιο ἐκ Πύλου διεκφυγὼν μνηστῆρας (Vers. 153.) θάνατον κακὸν
ἀρτύνοντας, τουτέστιν ἀρτύον-
797

τας, εὐτρεπίζοντας. καὶ Τηλέμαχος μὲν πρόσθεν ἡγεμόνευε, συβώτης δὲ


ὕστερον ἦγε κακὰ χροῒ εἵματα
ἔχοντα, καὶ ἑξῆς ὥς που προεγράφη. καὶ ἡμῶν μέν, φησιν, οὐδεὶς
ἐδύνατο γνῶναι αὐτὸν ἐξαπίνης
προφανέντα, οὐδ' οἳ προγενέστεροι ἦσαν, (Vers. 161.) ἀλλ' ἔπεσί τε
κακοῖσιν ἐνίσσομεν, τουτέστιν
ἐκακολογοῦμεν, ἠδὲ βολῇσιν, τουτέστι βολαῖς ταῖς διὰ ὀστῶν καὶ ξύλων.
ὁ δὲ τέως μὲν ἐτόλμα βαλλό-
μενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ· ἀλλ' ὅτε δή μιν ἔγειρε θεοῦ νόος,
σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα
τεύχε' ἀείρας ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ (Vers. 166.) ἐκλήϊσσεν ὀχῆας,
τουτέστι μοχλοὺς τούς τε τῆς
γυναικωνίτιδος καὶ τοὺς περὶ τὴν αὐλήν. ὁ δὲ πολυκερδείῃσι, τουτέστι
κερδαλεότητι καὶ δόλοις,

Θεοδώρετος εκκ. ιστορία. (4089: 003)“Theodoret. Kirchengeschichte,


2nd edn.”, Ed. Parmentier, L., Scheidweiler, F.Berlin: Akademie–Verlag,
1954; Die griechischen christlichen Schriftsteller 44.Page 20, line 4

«καὶ ἀμέτρου μανίας καὶ μελαγχολικῆς ἡρμοσμένης δόξης κενῆς καὶ


»σατανικοῦ φρονήματος εἰς τὰς ἀνοσίους αὐτῶν ψυχὰς ἀποσκιρώσαντος.
»οὐ κατῄδεσεν αὐτοὺς ἡ τῶν ἀρχαίων γραφῶν φιλόθεος σαφήνεια,
»οὐδὲ ἡ τῶν συλλειτουργῶν σύμφωνος περὶ Χριστοῦ εὐλάβεια τὴν
»κατ' αὐτοῦ θρασύτητα αὐτῶν ἠμαύρωσεν. ὧν οὐδὲ τὰ δαιμόνια τῆς
»ἀνοσιουργίας ἀνέξεται, φωνὴν βλάσφημον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ
»εἰπεῖν φυλαττόμενα.
»Ταῦτα μὲν οὖν ἡμῖν κατὰ τὴν παροῦσαν δύναμιν ἐπηπορήσθω
»πρὸς τοὺς ἀπαιδεύτῳ ὕλῃ κατὰ τοῦ Χριστοῦ κονισαμένους καὶ τὴν
»εἰς αὐτὸν εὐσέβειαν ἡμῶν συκοφαντεῖν προθεμένους. φασὶ γὰρ ἡμᾶς
»οἱ φληνάφων ἐφευρεταὶ μύθων, ἀποστρεφομένους τὴν ἐξ οὐκ ὄντων
»ἀσεβῆ καὶ ἄγραφον κατὰ Χριστοῦ βλασφημίαν, ἀγέννητα διδάσκειν
»δύο, δυοῖν θάτερον δεῖν εἶναι λέγοντες οἱ ἀπαίδευτοι, ἢ ἐξ οὐκ
»ὄντων αὐτὸν εἶναι φρονεῖν, ἢ πάντως ἀγέννητα λέγειν δύο· ἀγνο-
»οῦντες οἱ ἀνάσκητοι ὡς μακρὸν ἂν εἴη μεταξὺ πατρὸς ἀγεννήτου
»καὶ τῶν κτισθέντων ὑπ' αὐτοῦ ἐξ οὐκ ὄντων, λογικῶν τε καὶ
»ἀλόγων. ὧν μεσιτεύουσα φύσις μονογενής, δι' ἧς τὰ ὅλα ἐξ οὐκ
»ὄντων ἐποίησεν ὁ πατὴρ τοῦ θεοῦ λόγου, ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὄντος πα-
»τρὸς γεγέννηται· ὡς καὶ αὐτός που διεμαρτύρατο λέγων ὁ κύριος·
»ὁ ἀγαπῶν τὸν πατέρα ἀγαπᾷ καὶ τὸν υἱὸν τὸν ἐξ αὐτοῦ
»γεγεννημένον«.

Θεοδώρετος θεολόγος. Haereticarum fabularum compendium (4089:


798

031); MPG 83.Vol. 83, page 368, line 45

λουν, ἀσεβεῖς, οἳ τὸν μέγαν ἄγνωστον Θεὸν, ὡς αὐτοὶ


λέγουσι, πατέρα οἰκεῖον ὠνόμαζον· τοῦτον δὲ ἀγα-
θὸν εἶναι, καὶ Θεὸν ποιητήν· ἕνα δέ τινα τῶν ὑπ'
αὐτοῦ γεγονότων ἐπισπεῖραι ζιζάνια· ὃς καὶ πάντας
ἡμᾶς, ὡς αὐτοὶ λέγουσι, κακοῖς περιέβαλεν, ἀντιτα-
ξάμενος ἡμῶν τῷ ἀγαθωτάτῳ πατρί. Οὗ δὴ χάριν
καὶ ἡμεῖς ἀντιτασσόμεθα αὐτῷ, εἰς ἐκδίκησιν τοῦ
πατρὸς ἀνθιστάμενοι τοῖς νόμοις αὐτοῦ. Καὶ ἐπειδὴ
οὗτος εἶπεν, «Οὐ μοιχεύσεις,» ἡμεῖς, φησὶ, μοι-
χεύσωμεν ἐπὶ καταλύσει τῆς ἐντολῆς αὐτοῦ. Τούτους
εἰκότως ἄν τις ἐφευρετὰς ὀνομάσοι κακῶν, οἳ ταῖς
ἀσελγείαις τὰς βλασφημίας συνάπτουσιν.

Θεοδώρετος θεολόγος. De providentia orationes decem Vol. 83, page


620, line 41

θανάτου προορᾷν γνωρίσματα, καὶ τῆς ἐνοχλούσης


ὕλης τὸ εἶδος γνωρίζειν, καὶ ταύτῃ προσφέρειν τὰ
πολεμεῖν πεφυκότα, καὶ τὴν μὲν ὑγρὰν ξηραίνειν,
τὴν δὲ θερμὴν καταψύχειν, ἐκπυροῦν δὲ καὶ ἐκθερ-
μαίνειν τὴν ἐψυγμένην, ἐκφορεῖν δὲ τὴν πλημμυ-
ροῦσαν, ἢ ἐμετικοῖς, ἢ προωστικοῖς φαρμάκοις, ἢ
τῇ τομῇ τῶν φλεβῶν. Καὶ τίς ἂν ἐφίκοιτο λόγος, ἢ
τοῦ πλήθους τῶν παθημάτων, ἢ τοῦ πλήθους τῶν
ἰαμάτων; Πολλὰ μὲν γὰρ τὰ τῇ φύσει τοῦ σώματος
πολεμοῦντα, πολλαπλάσια δὲ τὰ τούτων ἀλεξιφάρ-
μακα. Πολλὰ γὰρ ἐφεῦρεν ἡ τέχνη ἑκάστῳ πάθει
πολεμεῖν πεφυκότα. Τούτου χάριν ὁ Ποιητὴς, καὶ
βοτάνας πολλὰς, οὐκ ἐδωδίμους μόνον, ἀλλὰ καὶ
ἀχρήστους εἰς ἐδωδὴν, τῇ γῇ βλαστῆσαι προσέταξεν,
ἐπειδήπερ οὐ μόνης τροφῆς, ἀλλὰ καὶ θεραπείας
ἐνδεεῖς ἐσμεν οἱ ἄνθρωποι. Τούτων τοιγαροῦν τὰς
μὲν ἡμεῖς ὀψοποιούμεθα, τὰς δὲ τῶν ἀλόγων
ἐσθίει τὰ ποηφάγα, τὰς δὲ ἰατρῶν συλλέγοντες
παῖδες, τὰ ἀλεξίκακα κατασκευάζουσι φάρμακα,
καὶ τὸ εἰς ἐδωδὴν ὀλέθριον, ἀλεξίκακον γίνεται φάρ-
μακον.

Κύριλλος θεολόγος. Commentarii in Matthaeum (in catenis)


799

“Matthäus–Kommentare aus der griechischen Kirche”, Ed. Reuss,


J.Berlin: Akademie–Verlag, 1957; Texte und Untersuchungen
61.Fragment 50, line 2
καὶ μήτε πράττειν ἀλόγως μήτε λόγον ἔχειν πράξεως χωρίς. εἰ δέ
τι ἐκ τῶν τοιούτων εἶναι βούλεται μεμονωμένον, πρᾶξις ἔστω λοιπὸν
καὶ μὴ λόγος· λόγος γὰρ ἀχαλίνω-τος κατὰ κρημνῶν ὤθησε πολλάκις
τοὺς κεκτημένους, πρᾶξις δὲ οὐδέ-ποτε. Mt 5, 23
Τὸ εἰπεῖν ἐὰν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σουκαὶ ἑξῆς τοῦτο δηλοῖ,
ὅτι τρόπον σωτηρίας καὶ διαφυγὴν τιμωρίας τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἐφεῦρεν
ὁ θεὸς τὴν μετάγνωσιν, καὶ τὴν τοῦ λελυπημένου θεραπείαν ἀνατροπὴν
ἔσεσθαι τιμωρίας φησίν. ἐπειδὴ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, οὐκ
ἀγαπᾷ τὸν κύριον, εἰκότως τὸν ὄντα ἐν λύπῃ τοῦ ἀδελφοῦ οὐ προσδέ-
χεται ὡς μὴ ἀληθῶς αὐτῷ προσιόντα.
Mt 5, 23 – 24
Διδάσκει ἡμᾶς ἐνταῦθα ὁ σωτὴρ τὴν τιμωρίαν διαφυγεῖν ἁμαρτά-
νοντας. ἡ τοίνυν μετάγνωσις ἐπὶ τοῖς ἁμαρτήμασι καὶ ἡ πρὸς τὸν λυπη-
θέντα ἀφ' ἡμῶν παράκλησις καὶ ἡ τῆς συγχωρήσεως τοῦ ἁμαρτήματος
αἴτησις καὶ τὸν ἀδελφὸνθεραπεύει καὶ τὸν θεόν.
Mt 5, 25 – 26

Georgius Choeroboscus Gramm., Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione nominum (4093: 001)
“Grammatici Graeci, vol. 4.1”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1894,
Repr. 1965.Page 186, line 29

ὅσον γὰρ τὸ κατ' αὐτὴν ἄδοξος ἐγένετο· ἔπεμψε γὰρ κατ' αὐτοῦ δύο
δράκοντας ἐν ὅσῳ ἐστὶ μικρός, ὀφείλοντας ἀνελεῖν αὐτόν· τὸ δὲ ατοῦ
ἀκλεής ἐστίν, οὐ τοῦ Ἥρα, διὸ καὶ οὐκ ἔστι φύσει μακρόν, ἀπεβλήθη
γὰρ τὸ ατοῦ Ἥρα, ὥσπερ καὶ ἐν τῷ Ἡραγόρας, ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἥρα
καὶ τοῦ ἀγορά ἐγένετο φυλαχθέντος τοῦ ατοῦ ἀγορά καὶ ἀποβληθέν-
τος τοῦ ατοῦ Ἥρα. Ἔστι δὲ ἀντιθεῖναι πρὸς τούτους καὶ εἰπεῖν, ὅτι
εἰ ἐγένετο ἀπὸ τοῦ ἀκλεής ἡ σύνθεσις, διατί μὴ ὀξύνεται τὸ Ἡρακλέης
ἀλλὰ βαρύνεται· καὶ γὰρ εἰ ἦν τὸ Ἡρακλέης ἀπὸ τοῦ ἀκλεής ὤφειλεν
ὀξύνεσθαι, ἐπειδὴ κανών ἐστιν ὁ λέγων, ὅτι τὰ εἰς ηςλήγοντα ὑπὲρ
μίαν συλλαβὴν φυλάττουσιν ἐν τῇ συνθέσει τὴν τάσιν τοῦ ἁπλοῦ, οἷον
ἐρανιστής ἀρχερανιστής, δανειστής μισοδανειστής, Εὑρετής ἐφευρετής,
λῃστής ἀρχιλῃστής, Χρύσης φιλοχρύσης· τούτῳ οὖν τῷ λόγῳ καὶ τὸ
Ἡρακλέης ἀπὸ τοῦ ἀκλεής Ἡρακλεής ὤφειλεν εἶναι ὀξυτόνως. Δεῖ
προσθεῖναι ἐν τῷ κανόνι «χωρὶς τοῦ κριτής καὶ ἀληθής», ταῦτα γὰρ ἐν
τῇ συνθέσει βαρύνονται, οἷον δικαιοκρίτης ὀνειροκρίτης φιλαλήθης
μισαλήθης
800

Georgius Choeroboscus Gramm., Prolegomena et scholia in Theodosii


Alexandrini canones isagogicos de flexione verborum (4093: 002)
“Grammatici Graeci, vol. 4.2”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1894,
Repr. 1965.Page 110, line 11

τος ἀρχόμενος καὶ ἀπὸ φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει ἐν
τῇ συνθέσει, χωρίς τοῦ εἶξενὑπόειξεν, οἷον ὡς παρὰ τῷ ποιητῇ ἐν
Ὀδυσσείᾳ π 42τῷ δ' ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Ὀδυς-
σεύς, καὶ τοῦ εἶκον ὑπόεικον, ὡς τὸ Π 305νεῶν δ' ὑπόεικον
ἀνάγκῃ· ἔστωσαν δὲ παραδείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα, εἶχον κατεῖχον,
εἶπον προσεῖπον, ἦλθον συνῆλθον, εὗρον ἐφεῦρον, ἧψα συνῆψα, εἶδον
συνεῖδον, ἷγμαι ἀφῖγμαι, εἶκον ὑπεῖκον, εἶξεν ὑπεῖξεν· οὕτως οὖν καὶ
οἶδα συνοῖδα ὤφειλεν εἶναι, ἀλλ', ὡς εἴρηται, αἰολικῶς ἀνεβίβασε τὸν
τόνον καὶ γέγονε σύνοιδα προπαροξυτόνως, ὥσπερ καὶ τὸ δεύτερον
τούτου πρόσωπον τὸ οἶσθα κάτοισθα. Πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι «ὁρι-
στικός» διὰ τὸ εἰπέ ἔξειπε, εὑρέ ἔφευρε· ταῦτα γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν
τόνον, ἀλλ' οὐκ εἰσὶν ὁριστικὰ ἀλλὰ προστακτικά· πρόσκειται δέ «ἀπὸ
φωνήεντος ἀρχόμενος» διὰ τὸ κεῖτο κατέκειτο, χεῦεν ἐπέχευεν· ταῦτα
γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν τόνον, ἀλλ' οὐκ ἄρχονται ἀπὸ φωνήεντος ἀλλ'
ἀπὸ συμφώνου· «ἀπὸ φύσει» δὲ «μακρᾶς» πρόσκειται διὰ τὸ ἷζε ἔφιζε,
γ 411Νέστωρ αὖτις ἔφιζε· τοῦτο δὲ τὸ ἔφιζε κοινῶς μὲν φύσει
μακρὸν ἔχει τὸ ι, ἐξ οὗ τὸ ἐφῖζε προπερισπωμένως, ἰωνικῶς δὲ ἢ
ποιητικῶς συστέλλει αὐτό, τουτέστι θέσει μακρὸν αὐτὸ ἔχει, ἐξ οὗ τὸ
ἔφιζε προπαροξυτόνως· «παρῳχημένος» δὲ πρόσκειται διὰ τὸ ἧται [τὸ
σημαῖνον τὸ] κάθηται· τοῦτο γὰρ καὶ ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται καὶ ἀπὸ
φύσει μακρᾶς, καὶ ὅμως ἀνεβίβασε τὸν τόνον,

Georgius Choeroboscus Gramm., Scholia in Hephaestionem (4093:


007)“Hephaestionis enchiridion cum commentariis veteribus”, Ed.
Consbruch, M.Leipzig: Teubner, 1906, Repr. 1971.Page 236, line 15

δος·καὶ τὰ ἑξῆς. – Ἰστέον ὅτι ἐπὶ τῶν χρόνων Πτο-


λεμαίου τοῦ Φιλαδέλφου ἑπτὰ ἄριστοι γεγόνασι τρα-
γικοί, οὓς Πλειάδα ἐκάλεσαν διὰ τὸ λαμπροὺς εἶναι
ἐν τῇ τραγικῇ ὡς τὰ ἄστρα τῆς Πλειάδος. εἰσὶ δὲ
οὗτοι· Ὅμηρος, οὐχ ὁ ποιητής (περὶ τραγικῶν γὰρ ὁ
λόγος), ἀλλ' ὁ Μυροῦς τῆς ποιητρίας υἱὸς τῆς Βυζαν-
τίας, καὶ Σωσίθεος καὶ Λυκόφρων καὶ Ἀλέξανδρος,
Αἰαντιάδης, Σωσιφάνης καὶ οὗτος ὁ Φίλικος. τινὲς
ἀντὶ τοῦ Αἰαντιάδου καὶ Σωσιφάνους Διονυσιάδην
καὶ Εὐφρόνιον τῇ Πλειάδι συντάττουσιν. – οὗτος δ'
801

ὁ Φίλικος οὐκ ἐφεῦρε πρῶτος τὸ τοιοῦτον μέτρον,


ἀλλ', ὥς φησιν ὁ μετρικός, πρῶτος ὅλα, οἱονεὶ ὁλό-
κληρα, ποιήματα ἐκ τούτου τοῦ μέτρου ἐποίησεν. –
αὕτη δ' ἡ χρῆσις ἣν παραφέρει αὐτοῦ οὐκ ἔστι στί-
χος, ἀλλὰ περίοδος· ὑπερβαίνει γὰρ τὸ δυοκαιτριακον-
τάσημον· ἡ δὲ Καλλιμάχου πεντάμετρος οὖσα οὐχ
ὑπερβαίνει. ἰστέον δ' ὅτι οὐδέποτε τριακονταδύο
χρόνους ὑπερβαίνει τὸ μέτρον, ἐπεὶ εἰς περίοδον ἐμ-
πίπτει.

Etymologicum Genuinum, Etymologicum genuinum (ἀνάβλησις –


βώτορες) (4097: 002)“Etymologicum magnum genuinum. Symeonis
etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum
auctum, vol. 2”, Ed. Lasserre, F., Livadaras, N.Athens: Parnassos Literary
Society, 1992.Alphabetic letter beta, entry 66, line 4

ὤν. ἔστι δὲ πεποιημένη ἡ λέξις AB, Sym. 54, EM 78. Orio 34, 23.
Βάτος· ἡ ἄκανθα· εἴρηται δὲ κατὰ ἀντίφρασιν, ὁ μὴ ὢν
βατός, καὶ ἔστιν ἐν τόνῳ παρώνυμον· γίνεται γὰρ τοιαῦτα πολλά,
ὡς παρὰ τὸ κυρτός κύρτος, ξανθός Ξάνθος, λευκός Λεῦκος (Δ 491)·
Λεῦκον δ' Ὀδυσσέως ἐσθλὸν ἑταῖρον·
οὕτως βατός βάτος. οὕτως Ἀπολλώνιος (fr. X p. 47) AB, Sym.
55, EM 77. Orio?
Βάτταλος(Aeschin. or. 2, 99)· ἐπώνυμον ἦν Δη-
μοσθένους. ἐκάλουν δὲ οἱ παλαιοὶ τὸν μαλακὸν καὶ βδελυρὸν καὶ
αἰσχρὸν οὕτως ἀπὸ Βαττάλου τινὸς αὐλητοῦ, ὃς μαλακὸς ὢν καὶ
αὐλήματα τοιαῦτα ἐφεῦρεν. οἱ δὲ βάτταλον ὀνομάζεσθαι παρὰ τοῖς
παλαιοῖς (Eupol. fr. 92) τῶν μαλακιζομένων τὸν πρωκτόν, ἀπὸ
τοῦ τύπτεσθαι ἐν τῷ ἔργῳ, καὶ βατταλίζεσθαι. οὕτως εὗρον εἰς τὸ
Ῥητορικὸν λεξικόν AB, Sym. 56, EM 73. Lex. rhet.
Βατταρίζειν(Hippon. fr. 140) καὶ βαττολογεῖν·
τὸ μόγις λαλεῖν. εἴρηται ἀπὸ τοῦ Βάτου τοῦ Θηρίου τοῦ εἰς τὴν
Κυρήνην τὴν ἀπὸ Θήρας ἀποικίαν ἀγαγόντος, ἰσχνοφώνου ὄντος· ὡς
γὰρ βάρβαρος βαρβαρίζειν, οὕτως Βάττος βατταρίζειν. οἱ δὲ κατὰ
μίμησιν φωνῆς, ὡς τὸ ποππύζειν, ὃ καὶ πιθανώτερον. καὶ γὰρ ὁ
Βάτος ἀπὸ τοῦ ἐπέχεσθαι τὴν φωνὴν ὠνόμασται τραυλίζων καὶ τὸν
τοιοῦτον ἦχον προφερόμενος AB, Sym. 57, EM 74. Lex. rhet.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


(4098: 001)“Etymologicum Gudianum, fasc. 1 & 2”, Ed. de Stefani, A.
Leipzig: Teubner, 1:1909; 2:1920, Repr. 1965.Alphabetic entry epsilon,
page 527, line 9
802

Ἔρκος· ... Διονύσιος fr. om. Schmidtψιλῶς ἀναγινώσκει·


ἀπὸ γὰρ τοῦ ἐρύκειν λέγεται.
Ἕρκος· παρὰ τὸ ἐρύκω ἔρυκος καὶ ἕρκος.
Ἕρμαιον· ... “ἕρμαιον καὶ λόγου πολλοῦ ἄξιον ἐφαίνετο”· τὸ
ἀπροσδόκητον κέρδος· ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ὁδοῖς τιθεμένων ἀπαρχῶν, ἃς
οἱ ὁδοιπόροι κατεσθίουσιν· ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν ἔθει λεγομένου “κοινὸς Ἑρμῆς”
ἐπὶ τῶν εὑρισκόντων τι, οἷον κοινὸν τὸ εὕρημα. παρὰ οὖν τὸ Ἑρμῆς
ἕρμαιος καὶ ἕρμαιον τὸ οὐδέτερον.
ἝρματαΞ 182· ἐνώτια παρὰ τὸ ἐνείρεσθαι.
{Γεωργίου} Ἑρμείας· ... ἀπὸ τοῦ Ἑρμέας γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι.
Ἑρμηνεύς· ... παρὰ τὸ Ἑρμῆς, ὅντινα λέγουσιν ἐφευρετὴν
τῶν λόγων· καὶ ἐντεῦθεν ἐτυμολογία παρὰ τὸ ἐφευρεῖν τὸν
ἑρμηνεύοντα.
Ἑρμῖνες· ... παρὰ τὸ στηρίζεσθαι δι' αὐτῶν τὴν κλίνην.
{Γεωργίου} Ἑρμίς· ὃ σημαίνει τὸν κραβάττου πόδα· παρὰ τὸ ἐνείρεσθαι
καὶ ἐμπλέκεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ.
Ἑρπετόν· εἰς τὸ Ἐξεῖρψεν.
Ἑρπηστικός· ὁ ἑρπηστὴς ὄφις· ἐκ τοῦ ἕρπω, ὁ δὲ μέλλων
περιττοσύλλαβος ἑρπήσω καὶ ἐξ αὐτοῦ ἑρπητικός καὶ πλεονασμῷ τοῦ
ςἑρπηστικός, ὡς χηρώσω χηρωτής καὶ πλεονασμῷ τοῦ ςχηρωστής.

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ἀάλιον – ζειαί)


Alphabetic entry epsilon, page 527, line 10

ἀπὸ γὰρ τοῦ ἐρύκειν λέγεται.


Ἕρκος· παρὰ τὸ ἐρύκω ἔρυκος καὶ ἕρκος.
Ἕρμαιον· ... “ἕρμαιον καὶ λόγου πολλοῦ ἄξιον ἐφαίνετο”· τὸ
ἀπροσδόκητον κέρδος· ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ὁδοῖς τιθεμένων ἀπαρχῶν, ἃς
οἱ ὁδοιπόροι κατεσθίουσιν· ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν ἔθει λεγομένου “κοινὸς Ἑρμῆς”
ἐπὶ τῶν εὑρισκόντων τι, οἷον κοινὸν τὸ εὕρημα. παρὰ οὖν τὸ Ἑρμῆς
ἕρμαιος καὶ ἕρμαιον τὸ οὐδέτερον.
ἝρματαΞ 182· ἐνώτια παρὰ τὸ ἐνείρεσθαι.
{Γεωργίου} Ἑρμείας· ... ἀπὸ τοῦ Ἑρμέας γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ ι.
Ἑρμηνεύς· ... παρὰ τὸ Ἑρμῆς, ὅντινα λέγουσιν ἐφευρετὴν
τῶν λόγων· καὶ ἐντεῦθεν ἐτυμολογία παρὰ τὸ ἐφευρεῖν τὸν
ἑρμηνεύοντα.
Ἑρμῖνες· ... παρὰ τὸ στηρίζεσθαι δι' αὐτῶν τὴν κλίνην.
{Γεωργίου} Ἑρμίς· ὃ σημαίνει τὸν κραβάττου πόδα· παρὰ τὸ ἐνείρεσθαι
καὶ ἐμπλέκεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ.
803

Etymologicum Gudianum, Etymologicum Gudianum (ζείδωρος –


ὦμαι) (4098: 002“Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia
grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”,
Ed. Sturz, F.W.Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973.Alphabetic entry
kappa, page 291, line 59

Καθῆστο, ἕω, ὁ μέλλων ἕσω, ὁ παρακείμενος ἧκα, ὁ


παθητικὸς ἧσμαι, ὁ ὑπερσυντελικὸς ἥσμην, ἧσο, ἧστο,
καὶ ἐν συνθέσει καθῆστο. ἢ ἀπὸ τοῦ ἕημι, ὁ μέλλων
ἥσω. οὐκ ἀνεδόθη ὁ τόνος· ἐπειδὴ κανών ἐστιν ὁ λέ-
γων· ὅτι πᾶς παρωχημένος ὁριστικὸς ἀπὸ φωνήεντος
ἀρχόμενος, καὶ ἀπὸ φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν τόνον φυ-
λάττει καὶ ἐν τῇ συνθέσει, χωρὶς τοῦ οἶδα, σύνοιδα
Αἰολικῶς, καὶ τοῦ εἶξα ὑπόειξα, καὶ τοῦ εἶκον ὑπόεικον·
ἔστωσαν δὲ κανονίσματα ταῦτα· εἶχον κατεῖχον, εὗ-
ρον ἐφεῦρον, ᾦγε ἀνῷγε. πρόσκειται πᾶς παρωχημέ-
νος ὁριστικὸς, διὰ τὸ εἰπὲ ἔξειπε. εὗρε ἔφευρε, ταῦτα
γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν τόνον, ὅτι οὐκ εἰσὶν ὁριστικὰ ἀλλὰ
προστακτικά· οὕτως οὖν καὶ τὸ ἦς ὁριστικὸν ὂν οὐκ
ἀνεβίβασε τὸν τόνον ἐν τῇ συνθέσει. οἷον ἐν τῷ κα-
θῆστο. πρόσκειται ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενος, διὰ τὸ
κεῖτο κατέκειτο, χεῦε κατέχευεν ὁμίχλην. ταῦτα
γὰρ ἀνεβίβασε τὸν τόνον, ἀλλ' οὐκ ἔρχεται ἀπὸ φω-
νήεντος, ἀλλ' ἀπὸ συμφώνου. πρόσκειται ἀπὸ φύσει
μακρᾶς, διὰ τὸ ἵζε ἔφιζε, οἷον, Νέστωρ δ' αὐτὸς ἔφιζε·
τοῦτο δὲ τὸ ἵζε κοινῶς μὲν φύσει μακρὸν ἔχει τὸ ι,
ἐξ οὗ τὸ ἐφῖζε προπερισπᾶται.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum (4099: 001)


“Etymologicum magnum”, Ed. Gaisford, T.Oxford: Oxford University
Press, 1848, Repr. 1967.Kallierges page 191, line 17

Βάσσων: Ἐπίχαρμος, Βάσσον χωρίον,


ἀντὶ τοῦ βαθύτερον, εὔγειον. Ἀπὸ τοῦ βαθὺς, βα-
θύτερος· βαθίων, βάσσων, ὁ βαθύτερος.
Βαστραχαλίσαι: Τραχηλιάσαι. Βάστραχας
γὰρ τοὺς τραχήλους οἱ Βοιωτεῖς καλοῦσι. Βά-
στακας, τοὺς πλουσίους καὶ εὐγενεῖς.
Βάτταλος: Ἐπώνυμον ἦν Δημοσθένους. Ἐκά-
λουν δὲ οἱ παλαιοὶ τὸν μαλακὸν καὶ βδελυρὸν καὶ
αἰσχρὸν οὕτως, ἀπὸ Βαττάλου τινὸς αὐλητοῦ, ὃς
804

μαλακὸς ὢν, καὶ αὐλήματα τοιαῦτα ἐφεῦρεν. Οἱ δὲ,


Βάτταλον ὄνομα παρὰ τοῖς παλαιοῖς τῶν μαλακιζο-
μένων τὸν πρωκτόν· ἀπὸ τοῦ τύπτεσθαι ἐν τῷ ἔργῳ,
καὶ βατταλίζεσθαι. Οὕτως εὗρον εἰς τὸ ῥητορικὸν
λεξικόν.
Βατταρίζειν: Εἴρηται τὸ μόλις λαλεῖν· ἀπὸ
τοῦ Βάττου τοῦ Θηραίου τοῦ εἰς τὴν Κυρήνην τὴν
ἀπὸ τῆς Θήρας ἀποικίαν ἀναγαγόντος, ἰσχνοφώνου
ὄντος. Ὡς γὰρ βαρβαρίζειν, οὕτως βατταρίζειν
κατὰ μίμησιν φωνῆς, ὡς τὸ ποππύζειν, ὃ καὶ πιθα-
νώτερον.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 263,


line 54

μητραν Δηὼ λέγουσι, διὰ τὸ τοὺς ἐντυγχάνοντας


αὐτῇ τὴν θυγατέρα [ζητούσῃ,] λέγειν δήεις, ὅ
ἐστιν εὑρήσεις. Γίνεται δὲ παρὰ τὸ δέω, τὸ σημαῖνον
τὸ εὑρίσκω, δήω.
Δηώ: Ἡ Δημήτηρ· καὶ διφορεῖται, ὡς φησὶν ὁ
τεχνικός. Οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ ἦτα μετὰ τοῦ
ἰῶτα, καὶ χωρὶς τοῦ ἰῶτα. Καὶ εἰ μὲν μὴ ἔχει τὸ ἰῶτα,
λέγει ὅτι ἐστὶ παρὰ τὸ δήω τὸ σημαῖνον τὸ εὑρίσκω·
καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο εἰς ζήτησιν τῆς θυγατρὸς
αὐτῆς, κατ' εὐφημισμὸν ἔλεγον πάντες, δήεις,
τουτέστιν εὑρήσεις· ἢ ἐπειδὴ αὕτη ἐφεῦρε τὸν
σῖτον. Εἰ δὲ ἔχει τὸ ἰῶτα, λέγεται ὅτι γέγονε
παρὰ τὸ δαίω, τὸ κόπτω, κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ
ἄλφα εἰς ἦτα. Καὶ γὰρ ἡ Δημήτηρ γῆ ἔστιν· ἡ
γῆ δὲ διακόπτεται ἐν τῷ ἀροτριᾶσθαι. Ἢ παρὰ τὸ
δαίω, τὸ καίω· ὅτι μετὰ λαμπάδων ἐζήτει τὴν θυγα-
τέρα. Τινὲς δέ φασιν, ὡς λέγει ὁ τεχνικὸς, ὅτι
ὑποκοριστικόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ Δημήτηρ Δηώ· ἀγνο-
οῦντες τὸν σχηματισμὸν τῶν τοιούτων ὑποκοριστικῶν.
Τὰ γὰρ τοιαῦτα ὑποκοριστικὰ θέλει φυλάττειν τὸ
σύμφωνον τῆς δευτέρας συλλαβῆς τῶν ἰδίων

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 320,


line 50
805

πολύ· τὸ δὲ βοιὸν, τὸ τίμιον, ὡς ἐπὶ τοῦ ἀλφεσί-


βοιαι. Οὐ μόνον δὲ ἡ ἐκ τῶν βοῶν θυσία, ἀλλὰ καὶ
ἡ ἐξ ἄλλων ἱερείων· οἷον,
Ἀρνῶν πρωτογόνων ῥέξειν κλειτὴν ἑκατόμβην.
Τινὲς δὲ τὴν τελείαν θυσίαν, ἤτοι τὴν ἀπὸ τῶν ἑκα-
τὸν βοῶν· ἢ τὴν ἀπὸ ἑκατὸν βημάτων, ὅ ἐστιν εἰκο-
σιπέντε ζῴων. Ἑκατόμβοιος δὲ ἕκαστος, τουτ-
έστιν ἑκατὸν βοῶν τιμῆς ἄξιος, ἢ ἑκατὸν χρυσῶν
νομισμάτων. Οἱ γὰρ παλαιοὶ, πρὶν ἐπινοηθῆναι τὰ
νομίσματα, τὰς συναλλαγὰς διὰ τῶν τετραπόδων
ἐποιοῦντο· ὅθεν ὕστερον ἐφευρεθέντων τῶν νομισμά-
των, βοῦν ἐξετύπουν ἐν αὐτῷ, τὸ ἀρχαῖον ἔθος ἐπι-
δεικνύμενοι. Βοιὸν δὲ λέγουσιν εἶναι στάθμιόν τι, ἢ
τὴν βοὸς τιμήν. Ἢ τὸ δίδραχμον, βοῦν ἔχον ἐπί-
σημον, καὶ τὸν πόδα. Ὅθεν καὶ παροιμία, βοῦς
ἐπὶ γλώττης, ὅ ἐστι νόμισμα, ἁρμόζει ἐπὶ τῶν
ῥητόρων τῶν λαμβανόντων νομίσματα ὑπὲρ τοῦ μὴ
συνηγορῆσαι κατά τινος, ἀλλὰ σιωπῆσαι· ὅθεν καὶ Ἀριστοφάνης
κωμῳδῶν αὐτοὺς φησὶ, Τὸ στόμ' ἐπιβύσας κέρμασι τῶν ῥητόρων.
Ἑκατομβαιών:

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 327,


line 52

Καὶ ἑξῆς,
Διαπορεύεται δὲ τά τε ἄλλως περὶ θεῶν τοῖς Ἕλλησι
μυθολογούμενα, καὶ εἴ που τι καὶ πρὸς ἱστορίαν ἐξαληθίζεται.
Περατοῦται δὲ ἐξ διαφόρων ποιητῶν συμπληρούμενος, μέχρι
Ὀδυσσέως· ὧν καὶ ὀνόματα καὶ πατρίδας φησὶν ὁ αὐτός.
Σπουδάζεσθαι δὲ τὰ ἐπικοῦ κύκλου τὰ ποιήματα, οὐχ οὕτω διὰ
τὴν ἀρετὴν, ὡς διὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων.
Τὴν δὲ ἐλεγείαν συγκεῖσθαι μὲν ἐξ ἡρῴου καὶ πενταμέτρου στίχου·
ἁρμόζειν δὲ τοῖς κατοιχομένοις· καὶ εὐλογεῖσθαι μὲν ὑπ' αὐτοῦ
τούτους· οἱ μέντοι μεταγενέστεροι ἐπὶ διαφόροις ὑποθέσεσιν
αὐτῷ ἀπεχρήσαντο. Τὸ δὲ ἔπος πρῶτον μὲν ἐφεῦρε Φιμονόη
ἡ Ἀπόλλωνος προφῆτις ἑξαμέτροις χρησμοῖς [χρησαμένη.]
Οἷς ἐπεὶ τὰ πράγματα εἵπετο, ἔπος τὸ ἐκ μέτρων ἐκαλεῖτο· ἢ
διὰ τὴν κατασκευὴν, καὶ τὴν ἄγαι ὑπεροχὴν τὴν ἐν τοῖς ἑξα-
μέτροις θεωρουμένην, τὸ κοινὸν ὄνομα παντὸς λόγου τὸ ἑξά-
μετρον ἰδιώσατο· καθάπερ Ὅμηρον τὸν ποιητὴν, καὶ Δημο-
σθένην τὸν ῥήτορα· ἐπεὶ καὶ τὰ τρίμετρα ἔπη προσηγόρευσαν.
806

Ἑλένη: Ἡ ἡρωΐς· παρὰ τὸ ἕλω, τὸ ἑλκύω, ἡ


πρὸς τὸ ἴδιον κάλλος ἕλκουσα τοὺς ἀνθρώπους· διὰ
τὸ πολλοὺς ἑλεῖν τῷ κάλλει· ἢ παρὰ τὸ Ἑλλάς·

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 435,


line 29

Ἢ ἀπὸ τοῦ Ἥρα, ὃ σημαίνει τὴν δαίμονα, καὶ τοῦ


κλέος, γίνεται Ἡροκλῆς, ὡς Ἡρόδοτος, Ἡρόφιλος·
καὶ ἀπὸ τοῦ Ἡροκλῆς, γίνεται Ἡρακλῆς κατὰ
τροπὴν τοῦ ο εἰς τὸ συνεσταλμένον α, ὡς ἐπὶ τοῦ
ποδόνιπτρα, ποδάνιπτρα. Ἢ ὅτι τὸ α τοῦ ἀκλεοῦς
καὶ τοῦ ἥρα ἐστίν. Ἀλλ' ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι εἰ ἄρα
ἀπὸ τοῦ ἥρα καὶ τοῦ ἀκλεὴς ἐστὶ, διατί μὴ ὀξύνεται;
Κανὼν γάρ ἐστιν ὁ λέγων, ὅτι τὰ εἰς ΗΣ ὀνόματα
ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν ἀδιαίρετα ἐν τῇ συνθέσει φυ-
λάττει τὸν τόνον τοῦ ἁπλοῦ· οἷον, λῃστὴς, ἀρχιλῃ-
στής· δανειστὴς, μισοδανειστής· εὑρετὴς, ἐφευρετής·
χωρὶς τοῦ κριτὴς, καὶ ἀληθής· ταῦτα γὰρ ἐν τῇ
συνθέσει ἀναβιβάζουσι τὸν τόνον· οἷον ὀνειροκρίτης,
φιλαλήθης. “Ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν” εἶπε, διὰ τὸ
Κρὴς, Ἐτεόκρης· καὶ γνὴς, ἑτερόγνης. Τὰ γὰρ
μονοσύλλαβα ὀνόματα ἐν τῇ συνθέσει ἀναβιβάζουσι
τὸν τόνον· οἷον, χθὼν, αὐτόχθων· Θρᾶξ, Σαμόθραξ·
παῖς, εὔπαις· χωρὶς τοῦ πτὼξ, πολυπτώξ.

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum Kallierges page 484,


line 10

Ἢ ἀπὸ τοῦ ἕημι, ὁ μέλλων, ἥσω. Οὐκ ἀνεδόθη δὲ


ὁ τόνος· ἐπειδὴ κανών ἐστιν ὁ λέγων, ὅτι πᾶς παρῳ-
χημένος ὁριστικὸς ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενος καὶ ἀπὸ
φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει καὶ ἐν τῇ
συνθέσει· χωρὶς τοῦ οἶδα, σύνοιδα, Αἰολικῶς, καὶ
τοῦ οἶσθα, κάτοισθα, Αἰολικῶς, καὶ τοῦ εἶξα, ὑπό-
ειξα, καὶ τοῦ εἶκον, ὑπόεικον. Ἔστωσαν δὲ παρα-
δείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα· εἶχον, κατεῖχον· ᾦγε,
ἀνῷγε· ὦσμαι, ἀπῶσμαι· ᾦγμαι, ἀνῷγμαι. Πρός-
κειται, “παρῳχημένος ὁριστικὸς,” διὰ τὸ εἰπὲ,
ἔξειπε· εὑρὲ, ἔφευρε· καὶ κάθευδε. Ταῦτα γὰρ οὐκ
εἰσὶν ὁριστικὰ, ἀλλὰ προστακτικά. Πρόσκειται,
807

“ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενα,” διὰ τὸ κεῖτο, κατέκειτο·


χεῦε, κατέχευε. Πρόσκειται, “ἀπὸ φύσει μακρᾶς,”
διὰ τὸ ἵζε, ἔφιζε. Τοῦτο δὲ τὸ ἵζε κοινῶς μὲν
μακρὸν ἔχει τὸ ἰῶτα φύσει, ἐξ οὗ τὸ ἐφῖζε προπερι-
σπώμενον· Ἀττικοὶ δὲ ἢ ποιηταὶ συστέλλουσιν
αὐτὸ, τουτέστι θέσει μακρὸν αὐτὸ ἔχουσιν· ἐξ οὗ τὸ
ἔφιζε προπαροξύτονον.

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in epistulam ad Romanos (typus


Vaticanus) (e cod. Oxon. Bodl. Auct. E.2.20 [= Misc. 48]) (4102:
010)“Catenae Graecorum patrum in Καινή Διαθήκη. , vol. 4”, Ed.
Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1844, Repr. 1967.
Page 110, line 22

κατὰ νόμον καὶ λόγον ἐγίνετο ὀρθὸν, οὐκέτι ἂν ἦν ἁμάρτημα


ὡρισμένον καὶ τεταγμένον ἔχον τὸν τῆς γενέσεως λόγον. ἐπειδὴ ὁ
θεῖος Ἀπόστολος οὐχ ἁπλῶς ἁμαρτημάτων, ἀλλ' ἁμαρτίας γενι-
κωτάτης ἐχούσης φρόνημα, ἐχούσης νόμον, δυναμένης σοφίσασθαι,
ἀφορμὰς πορίσασθαι πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ κατασκευὴν, μνημονεύει,
οὐκ ἄλλον τινα γενικωτάτως ἁμαρτίαν ὀνομάζει, ἀλλ' ἢ αὐτὸν τὸν
τῶν ἁμαρτημάτων ἀρχηγέτην καὶ πατέρα διάβολον, ὅτου χάριν
καὶ βασιλεύειν τῶν ἁμαρτημάτων αὐτὸν ὁ Ἀπόστολος ἀπεφήνατο.
“μὴ οὖν βασιλευέτω ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ ὑμῶν σώματι.” ὡς
γὰρ τοὺς ἀνθρώπους ἀφ' ἧς ἐπιτηδεύουσι τέχνης καλοῦμεν, οὕτω
δὴ καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον ὡς πρώτως ἐφευρετὴν γενόμενον τῆς
ἁμαρτίας, ἁμαρτίαν καλεῖ.
Ἐπειδὴ τοίνυν διὰ τῆς δοθείσης τῷ Ἀδὰμ ἀφορμὰς πορισά-
μενος διὰ τῆς ἐντολῆς. ἔστι δὲ αὕτη. “τὶ ὅτι,” φησὶν, “εἶπεν ὁ
“Θεὸς, ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ, οὐ φάγεσθε ἀπ'
“αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ, καὶ ἔσεσθε ὡς Θεοὶ,
“γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.” σοφίζεται δὲ αὐτοὺς μεῖζον,
ἐπαγγελίᾳ κατακρύψαι τὴν ἀπάτην, ὑπισχνεῖται τὸ πλέον, ἵνα
τοὺς τῆς ἐντολῆς φυλάκας τῶν τῆς ἀρετῆς βάθρων τῷ ὁμοίῳ
αὐτοὺς πτώματι καταστρέψῃ. τὸν γὰρ ἄνθρωπον ἐξοιστρήσας, ἴσα
Θεῷ ἐθέλει γενέσθαι, τῆς κατὰ ἀπάτην ὁμιλίας τὴν ἀφορμὴν

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in epistulam ad Romanos (typus


Monacensis) (e cod. Mongr. 412) (4102: 011)
“Catenae Graecorum patrum in Καινή Διαθήκη. , vol. 4”, Ed. Cramer,
J.A.Oxford: Oxford University Press, 1844, Repr. 1967.
Page 197, line 2

ἀπὸ τῆς παραβάσεως εἰσοικισθεῖσαν. {Διδύμου.} Ἕτερος δὲ τὸν


808

διάβολον εἶπεν. ὡς τὸ τῆς ἁμαρτίας ὄνομα οὐκ οὐσίαν ὑφεστῶσαν δηλοῖ,


ἀλλὰ τὸ διημαρτηκέναι τινὰ τοῦ κατὰ λόγον καὶ ὀρθῶς ἔχοντος
πράγματος. ἐπεὶ δὲ ὁ θεῖος Ἀπόστολος οὐχ ἁπλῶς ἁμαρτημάτων, ἀλλ'
ἁμαρτίας γενικωτά-
της δυναμένης σοφίστασθαι ἀφορμὰς, πρὸς τὴν τοῦ κακοῦ εὕρε-
σιν μνημονεύει, οὐκ ἄλλον τινὰ γενικωτάτως ἁμαρτίαν ὀνομάζει,
ἀλλ' ἢ αὐτὸν τὸν τῶν ἁμαρτημάτων γεγονότα ἀρχηγέτην καὶ
πατέρα διάβολον. ὡς γὰρ τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ' ἧς ἐπιτηδεύουσι
τέχνης καλοῦμεν, οὕτω δὴ καὶ αὐτὸν τὸν διάβολον ὡς πρώτως
ἐφευρετὴν γενόμενον τῆς ἁμαρτίας, ἁμαρτίαν καλεῖ· ὃς μάλιστα
ἐν τῇ ψυχῇ λέγεται ἐπιχωριάζειν· κατὰ τὸ, “εἰσῆλθεν ὁ Σατανᾶς
“εἰς τὴν καρδίαν Ἰούδα.” εὖ δὲ καὶ τὸ, εἰπεῖν, “οὐκέτι ἐγὼ
“κατεργάζομαι αὐτό.” ἔργου δὲ καὶ κατέργου πολὺ τὸ μέσον.
διότι τοῦ ἔργου προηγεῖται τὸ κάτεργον. ὡς φέρε εἰπεῖν οἰκίας ἢ
νηὸς τόδε κάτεργον, τουτέστι τῆς ὕλης ἡ παρασκευή. ἡ τοίνυν
οἰκοῦσα ἐν τοῖς ἁμαρτάνουσιν ἁμαρτία, τουτέστιν ὁ Σατανᾶς, ὁμο-
λογουμένως ἐν τοῖς λογισμοῖς ἡμῶν προκατεργάζεται τοῦ ἐσομέ-
νου κακοῦ τῆς ἰδέας τὴν κατασκευήν· τῆς ὑποδεξαμένης αὐτὸν
ψυχῆς συμπραττούσης αὐτῷ· ὥσπερ δὲ ταῖς φιλαρέτοις ψυχαῖς
τὸ Ἅγιον Πνεῦμα συγκοπιᾶν λέγεται· κατὰ τὸ

Catenae (Καινή Διαθήκη. ), Catena in epistulam ad Hebraeos (catena


Nicetae) (e cod. Paris. gr. 238) (4102: 039)“Catenae Graecorum patrum
in Καινή Διαθήκη. , vol. 7”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University
Press, 1843, Repr. 1967.Page 340, line 30

Οὐκοῦν “Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς


τοὺς αἰῶνας,” μένων ἄτρεπτος, καὶ ὁ αὐτός ἐστι διδοὺς καὶ λαμ-
βάνων· διδοὺς μὲν, ὡς Θεοῦ Λόγος, λαμβάνων δὲ ὡς ἄνθρωπος.
οὐκ ἄρα ὁ Λόγος ἐστιν, ᾗ Λόγος ἐστὶν ὁ βελτιούμενος, εἶχε γὰρ
πάντα καὶ ἀεὶ ἔχει, ἀλλ' οἱ ἄνθρωποι εἰσὶν οἱ ἔχοντες τὸ λαμβά-
νειν ἐν αὐτῷ καὶ δι' αὐτοῦ. αὐτοῦ γὰρ νῦν ἀνθρωπίνως λεγομένου
χρίεσθαι, ἡμεῖς ἐσμὲν οἱ ἐν αὐτῷ χριόμενοι, ὡς καὶ βαπτιζομένου,
βαπτιζόμενοι. εἰ δὲ διὰ τὸ προσκεῖσθαι ἐν τῷ ψαλμῷ “διὰ τοῦτο
ἔχρισέ σε ὁ Θεὸς,” ἐκ τῆς διὰ τοῦτο λέξεως πρόφασιν ἑαυτοῖς
πάλιν εἰς ἃ βούλονται πορίζονται, γνώτωσαν οἱ τῶν γραφῶν ἀμα-
θεῖς καὶ τῆς ἀσεβείας ἐφευρεταὶ, ὅτι καὶ ἐνταῦθα τὸ “διὰ τοῦτο,”
οὐ μισθὸν ἀρετῆς ἢ πράξεως σημαίνει τοῦ Λόγου, ἀλλὰ τὸ αἴτιον
τῆς εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ καθόδου, καὶ τῆς ὑπὲρ ἡμῶν εἰς αὐτὸν γινο-
μένης τοῦ Πνεύματος χρίσεως. οὐ γὰρ εἶπε “διὰ τοῦτο ἔχρισέ σε”
ἵνα γένῃ Θεὸς ἢ βασιλεὺς ἢ Υἱός· ἦν γὰρ καὶ πρὸ τούτου καὶ
ἔστιν ἀεί· ἀλλὰ μᾶλλον ἐπειδὴ Θεὸς εἶ καὶ βασιλεὺς, διὰ τοῦτο
809

ἐχρίσθης. ἐπεὶ οὐδὲ ἄλλου ἦν συνάψαι τὸν ἄνθρωπον τῷ Πνεύματι


τῷ Ἁγίῳ ἢ σοῦ τῆς εἰκόνος τοῦ Πατρὸς, καθ' ἣν καὶ ἐξ ἀρχῆς
γεγόναμεν· σοῦ γάρ ἐστι καὶ τὸ Πνεῦμα. τῶν μὲν γὰρ γενητῶν
ἡ φύσις οὐκ ἔστιν ἀξιόπιστος εἰς τοῦτο· Ἀγγέλων μὲν παραβάν-
των, ἀνθρώπων δὲ παρακουσάντων. διὰ τοῦτο Θεοῦ χρεία ἦν.

Julianus Scr. Eccl., Commentarius in Job (4105: 001)


“Der Hiobkommentar des Arianers Julian”, Ed. Hagedorn, D.
Berlin: De Gruyter, 1973; Patristische Texte uns Studien 14.
Page 235, line 17

κῶν, ἀλλ' ἐπειδὴ ἐκείνοις μὲν δι' ἀλογίαν ἤρκησεν ἡ αἴσθησις, ἀνθρώποις
δὲ ὁ λόγος ἱκανὸς πρὸς φυλακὴν καὶ ἀνατροφὴν τοῦ τεχθέντος.
αὐτίκα τοῖς ἀλόγοις εἰς τὸ περισῴζεσθαι δέδωκε κατάδυσιν εἰς γῆν,
ἄντρον εἰς καταφυγήν, πτῆσιν εἰς ἀέρα, ὠκύτητα ποδῶν, αἴσθησιν
ὀξυτέραν, τροφὴν εὐ-
μαρεστέραν, τάχος πρὸς φυγήν· ἀνθρώποις δὲ ὡσανεὶ λογικοῖς σοφίαν
δεδώρηται
οἰκοδομεῖν οἰκίας, πόλεις συνιστᾶν, ὄχλους συγκροτεῖν, τροφὴν τὴν
ἥμερον πέτ-
τειν, τεταγμένως ἐσθίειν, νόμῳ τὰς μίξεις ποιεῖν, λόγῳ τὰς ἀνατροφὰς
παίδων,
καὶ πόνῳ πολλῷ ἀρούρας σπείρειν, φυτεύειν πλεῖν ἐμπορεύεσθαι, νόμους
συνιστᾶν,
ἱερεῖς χειροτονεῖν, βασιλεῖς ἐγείρειν, διδασκάλοις προσέχειν, τὴν
βραδυτῆτα ἵπποις παραμυθεῖσθαι, τὰς μετακομιδὰς ἀχθοφόροις καὶ
κάνθωσιν ἐπιπονεστάτοις, ἁμάξαις καὶ ὀχήμασιν ἐφευρεῖν . ναῦν
ἐτεκτήνατο, ἄροτρον ἔπηξεν, ὑφαντικὴν εὕρετο, χαλκείαν κατέδειξεν·
κρατεῖ λεόντων ἄρκτων παρδάλεων συῶν μὴ θυμούμενος,
κατάγει ὄρνεον ἐξ ἀέρος μὴ ἀνιπτάμενος, ἀνάγει ἰχθὺν ἐκ θαλάττης μὴ
καταδυό-
μενος. χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον μόλιβδον κασσίτερον
ἐκ τῶν
λαγόνων τῆς γῆς ἀνωρύξατο, λίθους Ἰνδικοὺς καὶ πέπλον τὸ ἐκ Σηρῶν
σκωλήκων ὂν
γένημα ἐξεῦρεν, καὶ τῆς θαλαττίας κόχλου τὸ αἷμα πολυπραγμονῶν
ἔσχεν τὸ εὐαν-
θὲς τῆς πορφύρας. οὐκ ἔλαθεν αὐτὸν πῖνα, οὐ κατεκρύβη αὐτὸν ὁ
βόμβυξ,

Evagrius Scr. Eccl., Expositio in Proverbia Salomonis (4110: 028)


“Notitia editionis codicis bibliorum Sinaitici”, Ed. Tischendorf, C.
810

Leipzig, 1860.Page 87, line 26

Οἱ μὲν ἐν ταῖς πλατείαις ῥεμβόμενοι μοιχείας καὶ πορνείας καὶ κλοπῆς


λαμβάνουσι λογισμούς· οἱ δὲ ἔξω
τούτων ῥεμβόμενοι παρὰ φύσιν κινοῦνται ἀρρένων κοίτην ἐπιζητοῦντες,
καὶ ἄλλων τινῶν ἀπειρημένων
πραγμάτων φαντασίας λαμβάνοντες.
Εἰ τῶν λογισμῶν οἱ μὲν καθαροί εἰσιν, οἱ δὲ ἀκάθαρτοι· καὶ εἰ μὲν τῶν
γραμμῶν αἱ μὲν εὐθεῖαι
καλοῦνται, αἱ δὲ κεκλασμέναι εὐθεῖαι· γωνία δέ ἐστιν κεκλασμένη
εὐθεῖα· γωνία ἄρα νοητή ἐστιν ἀκά-
θαρτος λογισμός. τὸ οὖν παρὰ πᾶσαν γωνίαν ἐνεδρεύειν τὴν κακίαν
δηλοῖ τὸ διὰ πάντων τῶν ἀκαθάρτων
λογισμῶν αὐτὴν ἐξαπατᾶν τὴν ψυχήν· φέλημα δὲ δαιμονιῶδές ἐστιν
νόημα ἐμπαθές, πρὸς αἰσχρὰν ἐργασίαν
τὴν ψυχὴν ἐκκαλούμενον.
Ἡ κακία ζητεῖ τὸ πρόσωπον τῆς ψυχῆς ἡμῶν καταισχύναι (hoc acc.
cod.), διὰ τῶν κειριῶν καὶ τῆς
κλίνης καὶ τῶν ἀμφιτάπων καὶ τοῦ κρόκου καὶ τοῦ κινναμώμου· ἅπερ
κακὰ καὶ διάφορα πάθη σημαίνει
παρὰ τοῖς ἐφευρεταῖς γινόμενα τῶν κακῶν.
Εἰ δι' ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, πάνυ πνευματικῶς
ἐνατενίσας τῇ οἰκονομίᾳ
ὁ Παῦλος ἔσχατον ἐχθρὸν γράφει καταργεῖσθαι τὸν θάνατον.
Τῶν ἐρωδιῶν τρία γένη εἰσίν, ὅ τε κέπφος καὶ ὁ λευκὸς καὶ ὁ ἀστερίας
καλούμενος. τούτων ὁ κέπφος
χαλεπῶς εὐνάζεται καὶ ὀχεύει· κράζει τε γὰρ καὶ ὀχεύων αἷμα, ὥς φασιν,
ἀφίησιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν καὶ
τίκτει φαύλως καὶ ὀδυνηρῶς. ταῦτα μὲν οὖν ἀπὸ τῶν τοῦ Ἀριστοτέλους
ἐκ τῶν περὶ τὰ ζῶα ἱστοριῶν
παρεθήκαμεν. ἔοικε δὲ ἡ γραφὴ ἀπὸ τῆς ἱστορίας τοῦ ζώου τοῦ κέπφου
τὴν λέξιν πεποιηκέναι τοῦ πειθο-
μένου τῇ πόρνῃ γυναικὶ κεπφουμένου καὶ ἐξομοιουμένου τῷ ὀρνέῳ δι'
ἀκολασίαν οἷον διακινηθέντος.
Τιτρώσκει μὲν ἡμᾶς τοῖς λογισμοῖς, φονεύει δὲ ταῖς ἁμαρτίαις.

Eustathius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in hexaemeron [Sp.]


(4117: 022); MPG 18.Page 749, line 51

παριόντας ἐνεδρεύων, καὶ ἀναιρῶν, καὶ ἐκ τῶν σκύ-


λων χρημάτων συνάγων πλῆθος ἀμύθητον.
Πρῶτος δὲ Κάϊν μέτρα, καὶ σταθμοὺς, καὶ ὅρους
811

γῆς ἐπενόησε, καὶ οἰκοδομὴν πόλεως, πάντων τῶν


κατ' ἐκεῖνο καιροῦ τὸν ἀκέραιον καὶ ἀπράγμονα βίον
ἀσπαζομένων. Ὁ δὲ Ἀδὰμ, μένων ἐν ᾧ τόπῳ ἐτύγ-
χανε, πολλοὺς παῖδας καὶ θυγατέρας ἐποίησεν, ἐν οἷς
ἐξαίρετός τις ὑπῆρχεν ὁ Σὴθ, ὅστις ἐν ἡλικίᾳ γενό-
μενος πολλὰς ἀρετὰς ἐπενόησεν, ὧν καὶ τοὺς ἀπογό-
νους αὐτοῦ ζηλωτὰς καταλέλοιπεν. Οὗτος γὰρ πρῶτος
ἀστρονομίαν καὶ πᾶσαν τὴν οὐράνιον ἐφεῦρε διακό-
σμησιν, ἥντινα ἄχρι τῶν ἐσχάτων χρόνων διαμεῖναι
τοιῶσδε ὁ Ἀδὰμ παρεσκεύασε· μέλλων γὰρ τελευτᾷν
ὁ Ἀδὰμ προφητεύει τοῖς παισὶ μέλλειν τὸν Θεὸν τὴν
ἐν κόσμῳ φύσιν ἀπαλείφειν πυρὶ καὶ ὕδατι· καὶ
ἀκούσαντες οἱ περὶ τὸν Σὴθ δύο στήλας ἐποίησαν,
τὴν μὲν ἐκ λίθου, τὴν δὲ ἐξ ὀπτῆς πλίνθου κατα-
σκευάσαντες· καὶ ἐν ταύταις πᾶσαν τὴν οὐράνιον φορὰν
ἐνεχάραξαν, πρὸς τὸ μὴ ἄληστον τὴν τῆς ἀστρονο-
μίας αὐτῶν γενέσθαι εὕρεσιν· ἵνα, εἰ μὲν ὕδατι τὰ
πάντα φθείρεται, ἡ λίθινος στήλη φυλάττηται,

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. Reprehensio sui ipsius et Confessio (4138:


008)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 1”, Ed. Phrantzoles,
Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1988, Repr.
1995.Page 325, line 9

εἰ μή τις λειτουργεῖ μοι, ὀργίζομαι αὐτῷ. Οὐ θέλω συνελθεῖν, κἂν μή τις


μοι
ὑπηρετεῖ, κακολογῶ αὐτὸν ὡς ὑπερήφανον. Ἐν ἀνάγκαις τὸν ἀδελφὸν
ἀγνοῶ· εἰ
δὲ ὑγιαίνει, προτρέπομαι αὐτόν. Ἀσθενοῦντα μισῶ, καὶ ἀσθενῶν ἐγὼ
φιλεῖσθαι
βούλομαι· μειζόνων περιφρονῶ καὶ συντυγχάνων ὑποκρίνομαι· ἀπὼν
καταλαλῶ
καὶ παρὼν κολακεύω· οὐ θέλω τιμῆσαι τὸν ἄξιον, καὶ ἀνάξιος ὢν τιμὰς
ἀπαιτῶ.
Ἐῶ γὰρ λέγειν περὶ τῶν ἐν διανοίᾳ λογισμῶν, περὶ τοῦ Νόμου καὶ τῶν
Προ-
φητῶν, περὶ τοῦ Εὐαγγελίου, ὅσα ἐπιλαμβάνομαι, καὶ τῶν Ἀποστόλων,
περὶ
τῶν ἐν ἐκκλησίᾳ διδασκάλων καὶ κηρυττόντων καὶ λειτουργούντων,
ἀναγινω-
σκόντων, οἰκονομούντων, ἐπισκοπούντων· τὰς καθ' ἡμέραν τῶν
λογισμῶν ἐφευρέσεις, τὰς φροντίδας τῆς ματαιότητος, τὰς ἐν ταῖς εὐχαῖς
812

ὀλιγωρίας, τὰς ἐν ταῖς


καταλαλιαῖς εὐτονίας. Ὅπως ἐάν τις μυθολογῇ, τέρπομαι, ἀηδίζομαι δὲ
τὸν περὶ
ἐγκρατείας λέγοντα; Πῶς ἀνατρέπομαι, ἐάν τις ἀναγινώσκῃ θείαν
Γραφήν, τοὺς
δὲ ἐν ζητήσεσι καὶ μάχαις διηγουμένους ἥδομαι; Τὰς ἐπιπλάστους
κολακείας,
ἵνα μὴ ἐν ταῖς εὐχαῖς ἐγείρωμαι, τὰς εἰς ἐκκλησίαν βαναύσους ὁδούς, τὰς
ἐξεπί-
τηδες βραδυτῆτας, τὰς ἐν ταῖς συνάξεσι φλυαρίας, τὰς τῶν τραπεζῶν
ἐπιμελείας,
τὰς ἐν αὐτοῖς τοῖς ἁγίοις καταλαλιάς, τὰς περὶ τὰς εὐχὰς ῥᾳθυμίας, τὰς

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. De virtute (capita x) (4138: 025)“Ὁσίου


Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 2”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos
G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1989.Ch. 10, line 70

λαχάνων τὴν ἀναγκαίαν χρείαν ἀποπληροῖς· καὶ ἐν πᾶσι τούτοις ἔχεις


βοη-
θὸν καὶ συνεργὸν τὸν Κύριον, πιαίνοντά σου τῆς ψυχῆς τὰς δυνάμεις τῇ
ἀγαθῇ ἐλπίδι. Οἱ δὲ ἐκσυρέντες ὑπὸ τῶν ἀκολάστων ἐπιθυμιῶν, πᾶς ὁ
βίος
αὐτῶν ἐν φροντίδι· οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τῆς αὐτῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ
λήθην
λαμβάνουσι· οὐ χεῖρον, οὐδέ ἐστιν χαλεπώτερον· διὰ γὰρ τῆς διηνεκοῦς
μνήμης τοῦ Κυρίου τὰ αἰσχρὰ πάθη ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀναχωροῦσιν, ὥσπερ
κακοῦργοι, τοῦ στρατηγοῦ ἐπελθόντος· ὅθεν καὶ καθαρὸν οἰκητήριον τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος ἀποκαθίσταται. Ἔνθα δὲ μνήμη Θεοῦ οὐκ ἔστι, ἐκεῖ τὸ
σκότος καὶ δυσωδία ἐπικρατεῖ, καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα ἐνεργεῖται.
Λογίζομαι δὲ ὅτι ὡς βαθμοί τινές εἰσι τῆς κατὰ σάρκα ζωῆς καὶ τῆς
ἐναρέτου διαγωγῆς· καὶ ὁ μὲν Διάβολος, ὁ τῆς κακίας ἐφευρετής,
ἡδόμενος
τῆς πάντων ἡμῶν ἀπωλείας κατανεύειν τὴν ψυχὴν ἐπὶ τὰ σαρκικὰ παρα-
σκευάζει, κατ' ὀλίγον καθέλκων καὶ κυλίων καὶ κατὰ κρημνοὺς φέρων
τοὺς
μὴ λίαν προσέχοντας, ἄχρις οὗ κατάξῃ εἰς αὐτὸν τὸν πυθμένα τοῦ ᾅδου,
ξέ-
νους καὶ ἀλλοτρίους ποιήσας τῆς τῶν οὐρανῶν βασιλείας. Ὅθεν ὁ
Ἀπόστολος,
813

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. Epistula ad Ioannem monachum de


patientia, et de cavendo nequis decipiatur cogitationibus praetextu
iustificationum neque dicat: “Tamquam pastor incedo,” et de
temperantia (4138: 034)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 2”, Ed.
Phrantzoles, Konstantinos G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας,
1989.Page 414, line 12

κρειττόνων, τῶν προειρημένων τὴν πεῖραν φύγωμεν. Ἡ γὰρ ἀμέλεια


αὔξει
τὴν ἀφοβίαν· ἐξ ἑκατέρων δὲ συνίσταται ἡ συνήθεια. Οἱ δὲ ἐν ἕξει τοῦ
κακοῦ
γενόμενοι, δυσέκβατοι ὑπάρχουσι τούτου, πάντοτε ἐπὶ λύμῃ τοῦ
πνευματι-
κοῦ καρποῦ ἐπιρρέποντες. Πάλιν δέ, ὡς ἐν εἰκόνι, φέρωμεν τὴν μνήμην,
πῶς ἡ μὲν Αἰγυπτία εἷλκε τὸν Ἰωσὴφ ἐπισπῶσα πρὸς ἑαυτήν, τὸν δὲ
θεοφι-
λῆ τὸ ἱμάτιον αὑτοῦ καταλείψαντα καὶ ἀποδράσαντα τοῦ μύσους. Καὶ
πάλιν
τοὺς πρεσβυτέρους τοὺς ἐν Βαβυλῶνι, ὡς ἐν εἰκόνι, θεωρῶμεν τῇ
διανοίᾳ,
πῶς ἤπειγον, πρὸς αἰσχρουργίαν τὴν μακαρίαν Σωσάνναν· αὕτη δὲ
εὐσεβεῖ
καὶ ἀνδρείῳ λογισμῷ χρησαμένη, τούτους κατέβαλεν. Οὕτως οὖν καὶ
ἡμεῖς
ἀγωνισώμεθα εἰλικρινῶς, καὶ μάλιστα πεπεισμένοι ὅτι οὐδὲν κρυπτόν, ὃ
οὐ
φανερωθήσεται, ἵνα εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ἐφευρέσθω
περὶ
ἡμῖν· ἵν' ὦμεν ἐν τοῖς ἐπαινουμένοις καὶ μὴ ἐν τοῖς ψεγομένοις.
Περὶ δὲ τῶν ζητουμένων, καὶ τὸ πῶς δεῖ συναναστρέφεσθαι ἀδελφοῖς
καὶ ἀρέσκειν Θεῷ ζῶντι καὶ ἀληθινῷ, ὑμῶν προσευχομένων περὶ ἡμῶν,

Εφραίμ Σύρος θεολόγος. De his, qui animas ad impudicitiam


pelliciunt, cum dicant nihil mali esse (4138: 092)“Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ
Σύρου ἔργα, vol. 5”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos G.Thessalonica: Το
περιβόλι της Παναγίας, 1994.Page 216, line 2

κεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτῶν εἰς ἀκαθαρσίαν, τοῦ


ἀτιμάζεσθαι τὰ
σώματα αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς. Καὶ πάλιν λέγει· διὰ τοῦτο παρέδωκεν αὐτοὺς

Θεὸς εἰς πάθη ἀτιμίας, αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν ἤλλαξαν τὴν φυσικὴν
814

χρῆσιν
εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως τε καὶ οἱ ἄρρενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν
χρῆσιν τῆς
θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν
ἄρσεσι τὴν
ἀσχημοσύνην ἐπιδεικνύμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης
αὐτῶν ἐν
ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν ἔχειν τὸν Θεὸν ἐν
ἐπι-
γνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ
καθήκοντα·
πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, κακίᾳ, πλεονεξίᾳ·
μεστοὺς
φθόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας· ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς,
ὑβρι-
στάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀσυνέτους,
ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀνελεήμονας, οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ
ἐπιγνόν-
τες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ
ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν.
Ὁρᾷς ὅτι ὅσα λαλοῦσιν ἢ διαπράττονται ἀδόκιμα, ἔξω δοκίμου νοὸς
προ-βάλλονται; Μὴ οὖν προσχῶμεν τοῖς ἀπατηλοῖς αὐτῶν λόγοις, ἵνα μὴ
ἔλθῃ καὶ ἐφ' ἡμᾶς τὰ προλεχθέντα·

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. (4145: 001)


“Nicephori Gregorae historiae Byzantinae, 3 vols.”, Ed. Schopen, L.,
Bekker, I.Bonn: Weber, 1:1829; 2:1830; 3:1855; Corpus scriptorum
historiae Byzantinae.Vol. 1, page 497, line 3

ἐς ἱερέα τῷ τηνικαῦτα τοῦ βασιλικοῦ κλήρου τυγχάνοντα. ᾧ δὴ


καὶ ὑπὸ θεῷ μάρτυρι παραδίδωσι φέρων ἐπὶ μέσου τοῦ μεγίστου
νεὼ τῆς τοῦ θεοῦ Σοφίας τήν τε σύζυγον δέσποιναν καὶ τὰ τέκνα,
ἐπίτροπον ἅμα καὶ φύλακα τοῦτον εἶναι μετά γε θεὸν παρακελευ-
σάμενος ἐπ' αὐτοῖς, εἴ τί που τῶν ἀδοκήτων τοῖς κοινοῖς ἐπισυμ-
βαίη πράγμασι. (Δ.) Ταῦτα διαπραξάμενος ὅλῃ σπουδῇ τὴν ἐς
Μακεδονίαν ἤλαυνε, μηδένα στρατὸν ἐπαγόμενος. ὕποπτοι γὰρ
αὐτῷ πάντες ἤδη καθίσταντο, πλὴν μόνων τῶν πιστοτάτων οἰκεια-
κῶν καὶ τοῦ μεγάλου δομεστίκου τοῦ Καντακουζηνοῦ, ὃν ἐν τοῖς
μάλιστα σύμπνουν τε καὶ ὁμόφρονα αὐτῷ τε ἔφηνεν ὁ χρόνος καὶ
τοῖς ἄλλοις ἅπασιν ἱλαρὸν καὶ χαρίεντα. ἐπεί γε μὴν ἐφευρετικὸν
ἡ ἀνάγκη δοκεῖ πολλαχῆ, εἰσῄει ἐς γνώμην ὀψὲ καὶ τῷ βασιλεῖ διὰ
815

πολλῶν δραμόντι τῶν λογισμῶν, ὡς οἰκονομίας τρόποι καὶ δό-


λον ἐγκυμονοῦσαι μέθοδοι πολλῷ γε τῆς τῶν ὅπλων βίας ἀνυσι-
μώτεροι καθεστήκασιν ἐς τὰ πλεῖστα τῶν ἔργων, καὶ μάλιστα
ἐς ὁπόσα θορύβους πλουτοῦσι πολέμων. καὶ ἅμα ἐς τὰς τῶν
παλαιῶν ἀνδρῶν πράξεις ἀνῆγε τὸν λογισμὸν, ὅπως τε Δαρεῖος
ὁ Μῆδος διὰ Ζωπύρου ῥᾷστα τὴν ἄμαχον εἷλε Βαβυλῶνα· καὶ
Ἀντίγονος, τῶν Ἀλεξάνδρου διαδόχων ὁ κράτιστος, πολλάκις
καταστρατηγηθεὶς ὑπ' Εὐμένους, ὃς τῆς Ἀλεξάνδρου παλαί-
στρας ἦν καὶ αὐτὸς, γέμων ὁρμῆς ἀπὸ γυμνασίου περιφανοῦς,

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 2, page 748, line 16

ἐθελούσης διοίκησιν· ἀλλ' ἀφαιρουμένης μὲν τὸν τῶν ἱερῶν εἰ-


κόνων κόσμον ἀνέδην, καὶ ὃν μὲν ἐκποιουμένης, ὃν δὲ χωνείᾳ
παραπεμπούσης· προφάσει μὲν διὰ τὴν ἐς τὰ κοινὰ χρείαν, τὸ
δὲ πλεῖστον εἰς ἑαυτῆς ἴδιον κέρδος. (Δ.) Ταῦτα δ' ἐργαζο-
μένη οὐδὲ τοῦ κακουργεῖν ἀπέσχετο τοὺς ἐνδόξους, καὶ ὅσοι
χρημάτων οἰκείων περιουσίᾳ προὔχειν ἐδόκουν. δι' ἃ δὴ καὶ ἐς τὸ
μέγα καὶ περιβόητον ἱερὸν τῆς τοῦ θεοῦ Σοφίας, ἀσύλου πάλαι
καταφυγῆς κεκτημένον προνόμια, καταφεύγοντας ἀπέσπων φεῦ
ἀπηνῶς, καὶ πάσαις ἀπεώθουν χερσὶν εἰς εἱρκτὴν καὶ λήθης
ἅπαν φάναι φρούριον· ὡς ἀναγκασθέντας ἤδη λοιπὸν τοὺς τα-
λαιπώρους (ἐφευρετικὸν γὰρ εἶναί φασι τὴν ἀνάγκην) ἐς τὸ τοῦ
Γαλάτου καταφεύγειν φρούριον, τῆς περιστάσεως τοῦτο μηχα-
νησαμένης ἐξ αὐτομάτου φρούριον ὀχυρὸν καὶ ἱεράν τινα ἄγκυ-
ραν καὶ ἄσυλον ὄντως καταφυγήν. καίτοι καὶ βαρβάροις καὶ
Ἕλλησι, καὶ πάσῃ γῇ καὶ θαλάσσῃ, καὶ πάσαις ἡγεμονικαῖς
ἐξουσίαις, εἰθισμένον ἀεὶ δι' αἰῶνος οἴκτου καὶ σπλάγχνων τοι-
αῦτα κεκτῆσθαι δείγματα. Χριστιανοῖς δ' οὖσιν ἡμῖν, καὶ νῦν
μάλιστα χρῄζουσι τῆς ὁμοίας πρὸς θεοῦ τυγχάνειν συμμαχίας,
ἀπείρηταί τε καὶ παραλέλυται. (Ε.) Οὐ μόνον δὲ, ἀλλ' ὥσπερ
κάλω ῥαγέντος καὶ δόγματα τῆς ἐκκλησίας ἀνατέτραπται, καὶ
θεῖοι πατέρων κανόνες συγκέχυνται καὶ πεπάτηνται.

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 2, page 1141, line 17

νουσαν ἄκτιστον ἄφλεκτόν τε διατηρεῖν τὴν ἀνθρωπότητα, καὶ


πρός γε μεταδιδόναι καὶ τῆς οἰκείας ἀκτιστότητος αὐτῇ· ὃ τῇ
θείᾳ οὐσίᾳ ἐνεῖναι οὐ συγκεχώρηταί οἱ. φθείρεσθαι γάρ φησι τὴν
σάρκα, πρὶν αὐτῆς μετασχεῖν. τῆς γοῦν ἁγίας παρθένου μηδα-
μῆ φλεχθείσης μηδ' ἀναλωθείσης τῷ πυρὶ τῆς θείας οὐσίας,
816

συνάγεται κατ' αὐτὸν, μὴ τὴν θείαν οὐσίαν ἐξ αὐτῆς σεσαρκῶ-


σθαι τοῦ λόγου, ἐνέργειαν δ' οὖν, ἄκτιστον οὖσαν μὲν καὶ αὐ-
τὴν, ἀνούσιον δὲ καὶ ὑφειμένον πως καὶ μὴ πάνυ τοι φλέγον τὸ
πῦρ κεκτημένην. οὐ γάρ ποτ' οὔτε του τῶν ἄλλων ἁγίων, οὔτ'
οὖν Ἀθανασίου τοῦ θείου ἀκήκοε βοῶντος τοῖς Μανιχαίοις· “εἴ-
πατε, οἱ ἐφευρεταὶ τοῦ καινοῦ καθ' ὑμᾶς εὐαγγελίου, πόθεν
ὑμῖν κατηγγέλη, σάρκα ἄκτιστον λέγειν, ὥστε ἢ τὴν θεότητα
τοῦ λόγου εἰς μετάπτωσιν σαρκὸς φαντάζεσθαι, ἢ τὴν οἰκονο-
μίαν τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως, δόκησιν
νομίζειν καὶ φαντασίαν. ἄκτιστος μὲν γὰρ πέφηνε μόνη ἡ ἁγία
τριὰς τῆς θεότητος, ἀΐδιός τε καὶ ἄτρεπτος καὶ ἀναλλοίωτος.” καὶ
μετ' ὀλίγα· “τὸ γὰρ ἄκτιστον τῇ φύσει λέγεται ἄκτιστον, μήτε αὔ-
ξησιν μήτ' ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενον.” καὶ πάλιν· “τίς γὰρ ἀκούων
ἄκτιστον τὸ τοῦ κυρίου σῶμα, ἑαυτὸν δὲ ποιηθέντα καὶ κτισθέντα
εἰδὼς, οὐκ ἐννοήσει, ψευδεῖς μὲν εἶναι τὰς θείας γραφὰς, ἑαυτὸν δὲ
μὴ ἔχειν πρὸς τὸν Χριστὸν κοινωνίαν.” καὶ μετ' ὀλίγα· “ἄκτιστος

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 3, page 256, line 23

παντὸς σώματος διαπλάσεως τῆς θείας ἐκείνης τοῦ σωτῆ-


ρος εἰκόνος κατὰ τὸ τῆς συμμετρίας ἀνάλογον ὅση τίς ἐστιν
εὐθὺς συλλογίζεσθαι μῆκος καὶ πλάτος. καὶ ταῦτα διῆλθον
ἐμπειρίας ἕνεκα τῶν ἐντυγχανόντων, κράτιστον εἰδὼς ἐφόδιον
εἴς γε τὴν τῶν ὄντων ἐπιστήμην καὶ εἴ τινες εἶεν αὐτοῖς ἐν-
θεωρούμενοι λόγοι σοφοὶ τῆς προνοίας, καθὰ καὶ Ἀριστοτέ-
λει δοκεῖ. φησὶ γὰρ ἐκεῖνος αἴσθησιν μὲν ἐμπειρίας εἶναι
ποιητικήν, τὴν δ' ἐμπειρίαν τῶν πρὸς ἐπιστήμην ἀρχῶν πα-
ρεκτικὴν ἐκ διαδοχῆς καὶ συλλήπτριαν γίνεσθαι. ἐντεῦθεν
γὰρ αἵ τε πολυειδεῖς ἐρρύησαν τῆς σοφίας πηγαί, καὶ οἱ πά-
λαι τῆς ἐπιστήμης ἐφευρεταὶ τῶν τε αἰθερίων καὶ περιγείων
τὴν γνῶσιν ἠρύσαντο, καὶ τῆς γε τῶν ποικίλων καὶ παντοδα-
πῶν πραγμάτων τε καὶ λόγων διδασκαλίας, ὅσον ἐφικτόν, τὰς
ἀφορμὰς ἀνειλήφεσαν. εἶεν. ἐγὼ δ' εἰς τὸν εἱρμὸν ἐπάνειμι
τοῦ λόγου.
Ὁ γάρ τοι πατριαρχεύσας Κάλλιστος μετὰ τὴν αὑτοῦ
καθαίρεσιν καὶ τὸν εἰς τὸ γαλατώνυμον φρούριον τῶν Λατί-
νων λαθραῖον δρασμὸν ἐκεῖνον, καιροῦ μετὰ χρόνον τινὰ τυ-
χὼν λάθρᾳ κἀκεῖθεν ἐξῄει καὶ ἐς Τένεδον κατεπεπλεύκει, Πα-
λαιολόγῳ τῷ βασιλεῖ χαριζόμενός τε καὶ ἀντὶ δώρου παντὸς
τὸ τῆς ἐν καρδίᾳ θαλαμευομένης σχέσεως κομίζων διάπυρον,

Νικηφόρος Γρηγοράς Ρωμαϊκή ιστορία. Vol. 3, pa 486, line 17


817

οὔτε τὸ μικρῶς πως ἀνοιγῆναι θεότητα τοῦ θεότητος νοεῖν


ἐκεῖνο τέως γεγενῆσθαι τὸ φῶς. λειπούσης μὲν γὰρ τῆς παρά
προθέσεως καὶ τοῦ “μικρῶς πῶς ἔδειξε” καὶ τοῦ “μικρὸν
παρήνοιξε” καὶ τῶν ὁμοίων, εἶχεν ἄν πως αὐτός τε καὶ τὸ
τῶν εἰκονομάχων σμῆνος, εἰ καὶ μὴ δικαίως, ἀλλ' οὖν εἶχέ
τινα πρόφασιν ἴσως τῆς τοιαύτης αὐτῶν αἱρέσεως· νῦν δ'
οὐδεμία οἱ λείπεται πρόφασις. καὶ γὰρ τῇ διδασκαλίᾳ τῆς
τῶν λέξεων ἐπιστήμης οἱ θεῖοι τῆς ἐκκλησίας πατέρες ἑπό-
μενοι, θεραπείας τοιαύτας τοῖς οὕτω τόλμης ἔχουσι διανοή-
μασιν αὐτοί τε ἐπιφέρουσι καὶ ἡμᾶς παραινοῦσι. φασὶ γὰρ
καὶ οἱ τῆς Ἑλλάδος σοφίας καὶ ἐπιστήμης ἐφευρεταὶ τά τε
ἄλλα καὶ θεραπείαν εἶναι τῶν τοιούτων βραχεῖαν προσθή-
κην· τὸ γὰρ οἷον καὶ μονονουχί καὶ ἴσως καὶ τὸ τῶν προ-
θέσεων πολύσημον καὶ διάφορον τοῖς λόγοις προσλαμβανό-
μενον βραχεῖα μέν ἐστι προσθήκη τοῖς λόγοις, ἀλλὰ πάνυ τι
σφόδρα τὸ τῆς ἐννοίας ἀκόλαστον καὶ φλεγμαῖνον λεαίνει,
καθάπερ τὰ πρὸς τῶν Ἀσκληπιαδῶν τοῖς νοσοῦσιν ἐπαγόμενα
φάρμακα· καὶ μεσταὶ μὲν ἱεραὶ τῶν τοιούτων βίβλοι, με-
σταὶ δ' Ἀττικαί, μεστοὶ δ' ὁπόσοι διὰ γλώττης ἐν παντὶ
καιρῷ καὶ τόπῳ τοῖς ἀνθρώποις ἀνύονται δίαυλοι. τὸ μὲν
γὰρ “ὁ παρὼν καιρός, ὦ Ἀθηναῖοι, μονονουχὶ λέγει φωνὴν

Anacreontea, Anacreontea (4150: 001)“Carmina Anacreontea”, Ed.


West, M.L.Leipzig: Teubner, 1984.Fragment 38, line 3

ἐπεκερτόμουν δὲ παῖδες
ἁπαλώτεροι Λυαίου,
δακέθυμά μοι λέγοντες
διὰ τὰς καλὰς ἐκείνας.
ἐθέλοντι δὲ φιλῆσαι
φύγον ἐξ ὕπνου μοι πάντες, μεμονωμένος δ' ὁ τλήμων
πάλιν ἤθελον καθεύδειν. Ἱλαροὶ πίωμεν οἶνον,
ἀναμέλψομεν δὲ Βάκχον, τὸν ἐφευρετὰν χορείας,
τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς, τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων,
τὸν ἐρώμενον Κυθήρης· δι' ὃν ἡ Μέθη λοχεύθη,
δι' ὃν ἡ Χάρις ἐτέχθη, δι' ὃν ἀμπαύεται Λύπα,

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1–6) (4153: 001)


“Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister,
Georgius Monachus”, Ed. Bekker, I.Bonn: Weber, 1838; Corpus
818

scriptorum historiae Byzantinae.Page 202, line 8

ρίτην Ἰγνάτιον. ὡς οὖν ἐξῄει μετ' εὐλαβείας καὶ αἰδοῦς ἡ ἱερω-


τάτη γυνή, ἔρριψεν εἰς τοὔδαφος ἑαυτὴν ἐξαιτουμένη εὐχήν (καὶ
γὰρ ἐλάνθανε τέως, τὴν γενειάδα κρύπτων κατὰ τὸ πρόχειρον),
ψόφον αὐθωρὸν ἐπαφεὶς δυσωδίας πλήρη καὶ ῥήματα ἀπρεπῆ τὰς
ἐκείνης καὶ τῶν εὐσεβεστέρων εἰς ἑαυτοὺς ἐξεκαλεῖτο ἀράς, ἣ καὶ
τὸ μέλλον ἀποφοιβάσασα τῆς τοῦ θεοῦ προνοίας τε καὶ χειρὸς ἔξω
γενέσθαι διεσάφει τῷ Μιχαήλ.
Ἀλλ' οὐκ ἦν ἄνδρα παρατραπέντα δὴ τῆς εὐθείας καὶ ἀπο-
στάντα τῆς ἀρετῆς ἀνακληθῆναι καὶ τῆς μακαρίας λαβέσθαι ὁδοῦ.
ὅθεν οὐδὲ πορρωτέρω δὴ τὰ κακά, ἀλλ' ἑαυτοῖς ἐκείνοις πλησιά-
ζειν ἐποίουν οἱ τῶν τοιούτων αἴτιοι καὶ ἐφευρεταί. καὶ πρῶτον
μὲν εἰς ἑαυτὸν ὁ Βάρδας ταῦτα ἐπέφερεν, μᾶλλον δὲ ὁ Θεόκτιστος
ὁ κανίκλειος πρὸ αὐτοῦ, εἴτε δὴ τῷ παντελῶς τούτῳ χαρίζεσθαι
πάντας δὴ ὁμοθυμαδὸν καὶ μὴ τῶν πονηροτέρων ἀνακόπτειν διδα-
γμάτων ὡς ἐπιτρόπων ἐπιχειρούντων, εἴτε δὴ τοῦ μὲν ἑνὸς ἀνα-
στέλλοντος, τοῦ δ' ἑτέρου μὴ τὰ ἴσα φρονοῦντος ἐξ ἐριθείας καὶ
συναναστέλλοντος, ἀλλ' ἐπιτρέποντος μᾶλλον, ὡς καὶ ἡμεῖς ἐν
τοῖς καθ' ἡμᾶς χρόνοις τοιούτους ἐθεασάμεθα. πλὴν ἐπήγαγον
εἰς ἑαυτοὺς τὰ κακά, καὶ ὁ μὲν Θεόκτιστος νῦν μέν, ὡς εἴρηται,
σφαττόμενος, νῦν δὲ ταῖς αἷς ἐπεχείρει δουλείαις μὴ κατευοδούμε-
νος. καὶ γὰρ πολλῶν στρατιῶν πολλάκις προκριθεὶς ἡγεμών,

Theophanes Continuatus, Chronographia (lib. 1-6) Page 429, line 13

νῶν πίστεως ἀντεχομένων καὶ μαχομένων καὶ πόλεις καὶ χώρας


καὶ κώμας τῇ βασιλείᾳ τῶν Ῥωμαίων προσαγόντων, καὶ ὑποφό-
ρους τοὺς ἀρνητὰς τοῦ Χριστοῦ τῷ βασιλεῖ Ῥωμανῷ ποιοῦντες, ὁ
ἀεὶ τὸ γένος τῶν πιστῶν καὶ ὀρθῶν δούλων μαχόμενος Βελίαρ,
μὴ φέρων τὴν πολλὴν καὶ ἄπειρον εὐχαριστίαν τῶν Χριστιανῶν,
ὑπέβαλέ τισι, καὶ πρὸς τὸν βασιλέα Ῥωμανὸν καὶ τῷ μαγίστρῳ
δομεστίκῳ Ἰωάννῃ διέβαλλον, ὡς τῆς βασιλείας τῶν Ῥωμαίων
ἐφιέμενος καὶ λαὸν ἐμπαράσκευον ἔχων, καὶ ὅτι πλείστας ἀδικίας
καὶ ἁρπαγὰς ἐποιήσατο τοπίων καὶ χωρίων. ὁ δὲ Ῥωμανὸς ἀπο-
στείλας καὶ ζητήσας οὐδὲν ἐφεῦρεν, καὶ μεταδοὺς τῆς ἀρχῆς ἀπο-
κατέστησεν. φθόνῳ δὲ αὐτῷ τῶν τοιούτων ὑποθέσεων παρὰ τῶν
λοιπῶν κινηθέντων, ἐκπίπτει τῆς ἀρχῆς, καὶ δομέστικος ἀντ' αὐ-
τοῦ προχειρίζεται Πανθήριος, συγγενὴς τοῦ βασιλέως Ῥωμανοῦ.
44 Ὁ δὲ βασιλεὺς Ῥωμανὸς πάντα τὰ χρέη τῆς πόλεως
ἀπό τε πλουσίων μεγιστάνων πτωχῶν καὶ πενήτων, ὅσα ἂν ἐν
φανερῷ ἀπεδείκνυντο, ἀπέδωκεν· ὥς φασί τινες ὅτι δέδωκεν κεν-
819

τηνάρια ἐννεακαίδεκα· τὰς δὲ ὁμολογίας κατέκαυσεν εἰς τὸ πορ-


φυροῦν ὀμφάλιον τῆς Χαλκῆς, πάντων ἐπευχομένων τὸν βασιλέα.
τῷ δὲ εἰκοστῷ δευτέρῳ αὐτοῦ χρόνῳ δέδωκε τὰ ἐνοικικὰ πάσης τῆς
πόλεως, ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου. τετράδην καὶ παρασκευὴν

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Commentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede) (4175: 002)
“Grammatici Graeci, vol. 1.3”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1901,
Repr. 1965.Page 18, line 15

πομένου εἰς γτρεπομένου εἰς χνοεῖται τραχῳδία, ἡ τραχεῖα ᾠδή·


ᾖδον· ἢ ὅτι τοῦ γτρεπομένου εἰς χνοεῖται τραχῳδία, ἡ τραχεῖα ᾠδή·
τραχύτερον γὰρ καὶ φευκταῖον καὶ δύσβατον τὸ τῶν θρήνων εἶδος τοῦ
γελωτοποιεῖν· ἢ οἱονεὶ τετραγωνῳδία· οἱ γὰρ χορευταὶ αὐτῶν ἐν τε-
τραγώνῳ σχήματι ἱστάμενοι τὰ τῶν τραγικῶν ἐπεδείκνυντο. Ἦσαν δὲ
τῶν μὲν τραγικῶν χορευταὶ ιδʹ, τῶν δὲ κωμικῶν κδʹ· ἕκαστος οὖν ποιη-
τὴς τραγικὸς καὶ κωμικὸς εἶχε τούτους προεκμανθάνοντας τὰ αὐτοῦ καὶ
τρεφομένους ἀπὸ τοῦ δημοσίου.
Τὴν δὲ κωμῳδίαν βιωτικῶς.] Κωμῳδία λέγεται τὰ τῶν κωμι-
κῶν ποιήματα, ὡς τὰ τοῦ Μενάνδρου καὶ Ἀριστοφάνους καὶ Κρατίνου
καὶ τῶν ὁμοίων. Ἐφευρέθη δὲ ἡ κωμῳδία, ὥς φασιν, ἔκ τινος τοιαύ-
της αἰτίας. Βλαπτόμενοί τινες γεωργοὶ παρὰ τῶν πολιτῶν τῶν ἐν
Ἀθήναις καὶ θέλοντες ἐλέγχειν αὐτούς, κατῄεσαν ἐν τῇ πόλει, καὶ περὶ
τὸν καιρὸν τοῦ καθεύδειν περιιόντες τὰς ἀγυιάς, ἔνθα ἔμενον οἱ βλά-
πτοντες αὐτούς, ἔλεγον ἀνωνύμως τὰς βλάβας, ἃς ἔπασχον ὑπ' αὐτῶν·
ἵνα δὲ σαφέστερον εἴπωμεν, τοιαῦτά τινα ἐβόων, «ἐνταῦθα μένει τις
τάδε καὶ τάδε τισὶ ποιῶν τῶν γεωργῶν, καὶ οὐ μετρίας βλάβας ἐπι-
φέρων αὐτοῖς»· ὥστε τοὺς γειτνιῶντας ἀκούοντας ἡμέρας γινομένης
πρὸς ἀλλήλους λέγειν ἅτινα νύκτωρ παρὰ τῶν γεωργῶν ἤκουσαν –
ἐπονείδιστον δὲ ἦν τῷ ἀδικοῦντι – τὸν δὲ ἐμφανιζόμενον τοῖς τῆς
πόλεως αἰδεῖσθαι καὶ παύεσθαι τῆς τοιαύτης ἀδικίας.

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, ommentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede) Page 20, line 8

τρεῖς διαφορὰς ἔδοξεν ἔχειν ἡ κωμῳδία· καὶ ἡ μὲν καλεῖται παλαιά, ἡ


ἐξ ἀρχῆς φανερῶς ἐλέγχουσα, ἡ δὲ μέση, ἡ αἰνιγματωδῶς, ἡ δὲ νέα, ἡ
μηδ' ὅλως τοῦτο ποιοῦσα πλὴν ἐπὶ δούλων ἢ ξένων. Καὶ τῆς μὲν πα-
λαιᾶς πολλοὶ γεγόνασιν, ἐπίσημος δὲ Κρατῖνος ὁ καὶ πραττόμενος, μετέ-
σχον δέ τινος χρόνου τῆς παλαιᾶς κωμῳδίας Εὔπολίς τε καὶ Ἀριστο-
φάνης· τῆς δὲ μέσης καὶ αὐτῆς μὲν πολλοὶ γεγόνασιν, ἐπίσημος δὲ
820

Πλάτων, οὐχ ὁ φιλόσοφος, ἀλλ' ἕτερός τις· ὁμοίως δὲ κἀκείνου τὰ


δράματα οὐ φαίνεται· τῆς δὲ νέας ὁμοίως πολλοὶ γεγόνασιν, ἐπίσημος
δὲ ὁ Μένανδρος, ὃς ἄστρον ἐστὶ τῆς νέας κωμῳδίας, ὡς μεμαθήκαμεν.
Εἴρηται δὲ κωμῳδία οἱονεὶ ἡ ἐπὶ τῷ κώματι ᾠδή· καὶ γὰρ περὶ
τὸν καιρὸν τοῦ ὕπνου ἐξ ἀρχῆς ἐφευρέθη· κῶμα γὰρ ὁ ὕπνος· ἢ ἡ τῶν
κωμῶν ᾠδή· κῶμαι γὰρ λέγονται οἱ μείζονες ἀγροί.
Ταύτην οὖν τὴν κωμῳδίαν δεῖ βιωτικῶς ἀναγινώσκειν, τουτέστιν
ὡς ἐν τῷ βίῳ, μιμουμένους τὸ παρεισαγόμενον πρόσωπον καὶ τὴν ἐκεί-
νου σχέσιν ἀναματτομένους.

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, ommentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede) Page 31, line 26

εἰς μικρότερόν τι ἑαυτοῦ ἀναλυθῆναι· τοῦτο οὖν ἐστιν, ὃ ἔφη ὁ ὅρος,


»καὶ εἰς ὃ ἐλάχιστον ἀναλύεται».
Τούτῳ οὖν τῷ στοιχείῳ, τουτέστι τῇ ἐκφωνήσει, παρέπεται τέσσαρα·
χαρακτὴρ μέν, ὡς τρίγωνον σχῆμα ἢ ἡμικύκλιον ἢ στρογγύλον καὶ τὰ
ἑξῆς· ὄνομα δέ, ὡς τὸ ἄλφα ἢ βῆτα καὶ τὰ λοιπά· δύναμις δέ, ὡς μα-
κρόν, βραχύ, δασύ, ψιλόν, φωνῆεν, σύμφωνον καὶ τὰ λοιπά· τάξις δέ,
ὡς τὰ μὲν προτακτικὰ τῶν φωνηέντων καὶ συμφώνων, τὰ δὲ ὑποτα-
κτικά. Καὶ τὴν μὲν οὖν ἐκφώνησιν τῶν στοιχείων ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἐξ ἀρχῆς ἐδωρήσατο, ταῦτα δὲ τὰ τέσσαρα, ἃ προειρήκαμεν παρε-
πόμενα τῷ στοιχείῳ, ἀνθρώπων ἐστὶν ἐφεύρεσις· διὸ καὶ παρ' ἡμῖν μὲν
οἱ χαρακτῆρες τῶν στοιχείων τοιοῖδέ τινές εἰσιν, οὓς ἐδιδάχθημεν, παρὰ
δὲ Πέρσαις ἕτεροι, παρὰ Σύροις δὲ ἄλλοι, καὶ παρ' ἄλλοις ἔθνεσιν ἄλλοι.
Ἐφευρέθη οὖν ἑκάστῃ ἐκφωνήσει τοιάδε τις εἰκὼν ἤτοι

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Commentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede) Page 31, line 29

χαρακτὴρ μέν, ὡς τρίγωνον σχῆμα ἢ ἡμικύκλιον ἢ στρογγύλον καὶ τὰ


ἑξῆς· ὄνομα δέ, ὡς τὸ ἄλφα ἢ βῆτα καὶ τὰ λοιπά· δύναμις δέ, ὡς μα-
κρόν, βραχύ, δασύ, ψιλόν, φωνῆεν, σύμφωνον καὶ τὰ λοιπά· τάξις δέ,
ὡς τὰ μὲν προτακτικὰ τῶν φωνηέντων καὶ συμφώνων, τὰ δὲ ὑποτα-
κτικά. Καὶ τὴν μὲν οὖν ἐκφώνησιν τῶν στοιχείων ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἐξ ἀρχῆς ἐδωρήσατο, ταῦτα δὲ τὰ τέσσαρα, ἃ προειρήκαμεν παρε-
πόμενα τῷ στοιχείῳ, ἀνθρώπων ἐστὶν ἐφεύρεσις· διὸ καὶ παρ' ἡμῖν μὲν
οἱ χαρακτῆρες τῶν στοιχείων τοιοῖδέ τινές εἰσιν, οὓς ἐδιδάχθημεν, παρὰ
δὲ Πέρσαις ἕτεροι, παρὰ Σύροις δὲ ἄλλοι, καὶ παρ' ἄλλοις ἔθνεσιν ἄλλοι.
Ἐφευρέθη οὖν ἑκάστῃ ἐκφωνήσει τοιάδε τις εἰκὼν ἤτοι χαρακτήρ· καὶ
μετὰ τοὺς χαρακτῆρας ἐφευρέθη καὶ ἐπετέθη αὐτοῖς τὰ ὀνόματα, ὥστε
821

τῶν στοιχείων τοιόνδε χαρακτῆρα τὸν ἔχοντα τοιάνδε τὴν ἐκφώνησιν


τοιῷδε τῷ ὀνόματι καλεῖσθαι. Διὸ καὶ κατανοήσαντί μοι τάς τε ἐκφω-
νήσεις αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα παράδοξόν τι ἐφάνη παρηκολουθηκέναι

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, ommentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede) Page 31, line 30

ἑξῆς· ὄνομα δέ, ὡς τὸ ἄλφα ἢ βῆτα καὶ τὰ λοιπά· δύναμις δέ, ὡς μα-
κρόν, βραχύ, δασύ, ψιλόν, φωνῆεν, σύμφωνον καὶ τὰ λοιπά· τάξις δέ,
ὡς τὰ μὲν προτακτικὰ τῶν φωνηέντων καὶ συμφώνων, τὰ δὲ ὑποτα-
κτικά. Καὶ τὴν μὲν οὖν ἐκφώνησιν τῶν στοιχείων ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἐξ ἀρχῆς ἐδωρήσατο, ταῦτα δὲ τὰ τέσσαρα, ἃ προειρήκαμεν παρε-
πόμενα τῷ στοιχείῳ, ἀνθρώπων ἐστὶν ἐφεύρεσις· διὸ καὶ παρ' ἡμῖν μὲν
οἱ χαρακτῆρες τῶν στοιχείων τοιοῖδέ τινές εἰσιν, οὓς ἐδιδάχθημεν, παρὰ
δὲ Πέρσαις ἕτεροι, παρὰ Σύροις δὲ ἄλλοι, καὶ παρ' ἄλλοις ἔθνεσιν ἄλλοι.
Ἐφευρέθη οὖν ἑκάστῃ ἐκφωνήσει τοιάδε τις εἰκὼν ἤτοι χαρακτήρ· καὶ
μετὰ τοὺς χαρακτῆρας ἐφευρέθη καὶ ἐπετέθη αὐτοῖς τὰ ὀνόματα, ὥστε
τῶν στοιχείων τοιόνδε χαρακτῆρα τὸν ἔχοντα τοιάνδε τὴν ἐκφώνησιν
τοιῷδε τῷ ὀνόματι καλεῖσθαι. Διὸ καὶ κατανοήσαντί μοι τάς τε ἐκφω-
νήσεις αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα παράδοξόν τι ἐφάνη παρηκολουθηκέναι
δύο γράμμασιν ἐκ πάντων, φημὶ δὲ τῷ υκαὶ τῷ ω, ἥ τε τοῦ ὀνόματος αὐ-
τῶν καὶ ἡ τῆς ἐκφωνήσεως συνέλευσις· τούτων γὰρ μόνων τὸ ὄνομα
ὁμοφώνως τῇ ἐκφωνήσει καὶ τὴν ἐκφώνησιν ὁμοφώνως τῷ ὀνόματι
φθεγγόμεθα· τὴν δὲ αἰτίαν τούτου φιλοσόφοις ἀνατίθεμαι. Μετὰ δὲ τὰ
ὀνόματα ἐνομοθετήθη παρὰ τῶν ἀρχαίων τινὰ μὲν εἶναι μακρὰ τινὰ δὲ
βραχέα, τινὰ δὲ φωνήεντα τινὰ δὲ σύμφωνα, καὶ τινὰ μὲν προτακτικὰ
τινὰ δὲ ὑποτακτικά· καὶ οὐκ ἀλόγως οὐδὲ ὡς ἔτυχεν ἐνομοθετήθη,

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. ArtemGrammaticam,Commentarius


(sub auctore Melampode vel Diomede)Page 32, line 13

τῶν καὶ ἡ τῆς ἐκφωνήσεως συνέλευσις· τούτων γὰρ μόνων τὸ ὄνομα


ὁμοφώνως τῇ ἐκφωνήσει καὶ τὴν ἐκφώνησιν ὁμοφώνως τῷ ὀνόματι
φθεγγόμεθα· τὴν δὲ αἰτίαν τούτου φιλοσόφοις ἀνατίθεμαι. Μετὰ δὲ τὰ
ὀνόματα ἐνομοθετήθη παρὰ τῶν ἀρχαίων τινὰ μὲν εἶναι μακρὰ τινὰ δὲ
βραχέα, τινὰ δὲ φωνήεντα τινὰ δὲ σύμφωνα, καὶ τινὰ μὲν προτακτικὰ
τινὰ δὲ ὑποτακτικά· καὶ οὐκ ἀλόγως οὐδὲ ὡς ἔτυχεν ἐνομοθετήθη, ἀλλ'
ἕκαστον ἔχεταί τινος λόγου καὶ αἰτίας πρεπούσης. Τινὲς δέ φασι τοὺς
χαρακτῆρας τῶν στοιχείων τοὺς παρ' ἡμῖν ὑπὸ Ἑρμοῦ ἐν φοίνικος φύλλῳ
γεγραμμένους καταπεμφθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, διὸ καὶ φοινίκεια λέγεται
τὰ γράμματα· οἱ δέ, ὅτι Φοινίκων ἐστὶν εὕρεσις· οἱ δέ, ὅτι ὁ παιδα-
822

γωγὸς τοῦ Ἀχιλλέως ὁ Φοῖνιξ ἐφεῦρεν αὐτά.


Λοιπὸν δεῖ νῦν τὴν ζήτησιν τὴν προλεχθεῖσαν ἡμᾶς γνῶναι, φημὶ
δὲ τὴν ἐξ ἀρχῆς, τίνος ἕνεκεν εἰπὼν «περὶ στοιχείου» οὐκ ἐπήγαγε «στοι-
χεῖόν ἐστιν», ἀλλὰ «γράμματά ἐστιν». Καὶ ἔστι μὲν εἰπεῖν, ὡς καὶ αὐτὸς
μετ' ὀλίγον ἐρεῖ, ἐπειδὴ ταὐτόν ἐστι στοιχεῖον καὶ γράμμα· φησὶ γὰρ
ὑποκατιὼν ὁ τεχνικός «τὰ δὲ αὐτὰ καὶ στοιχεῖα καλεῖται»· τὸ δὲ ἀληθές,
ὅτι στοιχεῖον μέν ἐστιν ἡ ἐκφώνησις, γράμματα δὲ αἱ εἰκόνες καὶ οἱ
χαρακτῆρες. Καὶ χαρακτῆρες μέν εἰσιν κδʹ, ἐκφωνήσεις δὲ πολλῷ πλεί-
ους· οἱ γὰρ παλαιοὶ ἄλλως ἐξεφώνουν τὸ ατὸ μακρὸν καὶ ἄλλως τὸ
βραχύ, καὶ ἄλλως τὸ δασὺ καὶ ἄλλως τὸ ψιλόν, ἑνὶ δὲ χαρακτῆρι ἀπε-
τυποῦντο.

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Scholia Vaticana


(partim excerpta ex Georgio Choerobosco, Georgio quodam, Porphyrio,
Melampode, Stephano, Diomede Page 276, line 24

κῆς, ὅπως ἐγένετο διαφορὰ τῆς γενέσεως τοῦ πράγματος. Ἔστι δὲ τὰ


τοιαῦτα ἀπὸ ῥήματος γεγονότα, καθὸ καὶ ἡ γένεσις τῶν πραγμάτων
τὰ ῥήματα· ἰδοὺ γὰρ παρὰ τὸ κλέπτω κλέβδην· διδάσκει σε τὸ βστοι-
χεῖον, ἔστι γὰρ μέσον τῶν στοιχείων τῆς πρώτης συζυγίας τῶν βαρυ-
τόνων· ἔστι πάλιν ἀπὸ τοῦὄπτω, ὃ σημαίνει τὸ θεῶμαι, τὸ ἐπίρρημα
ὄβδην, ὡς καὶ παρὰΚαλλιμάχῳ fr. 522 Schἦλθες ἐσόβδην· καὶ τὸ
πύξ ἀπὸ τοῦ πτύσσω, τὸ γὰρ πτύσσειν καὶ ἀσφαλίζειν τοὺς δακτύλους καὶ
τούτοις πλήττειν εἴρηται πύξ, ἐκ μεταφορᾶς τῶν πυκτῶν τῶνοὕτω
κατ' ἀλλήλων φερομένων. Γίνεται δὲ καὶ ἀπὸ ὀνόματος τὰ τοιαῦτα· τὸ
γὰρ βοτρυδόν ἀπὸ τοῦ βότρυς γίνεται, καὶ τὸ ἀγεληδόν ἀπὸ τοῦ ἀγέλη·
τὸ βύζην ἐπίρρημα σεσημείωται πρωτότυπον ὂν καὶ οὕτως ἐφευρεθέν, ὡς
ἐάν τις ἔρηται «πῶς ἦλθον οἱ φίλοι;» καὶ θέλῃς δεῖξαι, εἴποις «βύζην»,
ἀντὶ τοῦ ἀθρόως, πυκνῶς· ὡς καὶ τὸ ἀγεληδόν ἀντὶ τοῦ «ὁμοῦ πάντες
ἦλθον».
Stephani. – Τὰ δὲ ποσότητος, οἷον πολλάκις ὀλιγάκις.]
Ταῦτα ἀόριστον ποσότητα δηλοῖ, τὸ δὲ δίς τρίς ὡρισμένην ποσότητα.
Τὰ δὲ ἀριθμοῦ δηλωτικά, οἷον δίς τρίς τετράκις.] Ταῦτα
ἀριθμὸν ἐμφαίνει μὴ ὄντα ἀριθμητικά· τὸ δὲ δίς καὶ τρίς πέπονθε, τὸ
γὰρ δυάκις καὶ τριάκις παρὰ Ἀριστοφάνει fr.

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Scholia


Marciana (partim excerpta ex Heliodoro, Tryphone, Diomede, Stephano,
Georgio Choerobosco, Gregorio Corinthio) (4175: 005)
“Grammatici Graeci, vol. 1.3”, Ed. Hilgard, A.Leipzig: Teubner, 1901,
Repr. 1965.Page 297, line 23
823

Ἑρμηνεία εἰς τὸ περὶ τέχνης. Νόμον ἴδιον ἐνόμισαν etc. = Proll. Voss.
4, 32 – 5, 17 (καλ.). Περὶ τέχνης. Ὅρος τέχνης.

Τί ἐστι τέχνη; Μέθοδος ἐνεργοῦσα τῷ βίῳ τὸ συμφέρον. Καὶ ἄλλως·


κτῆμα
τιμιώτατον καὶ κατὰ πολὺ χρησιμώτατον πᾶσιν ἀνθρώποις τῶν ἐν τῷ βίῳ.
Καὶ
ἄλλως· κατὰ τοὺς Στωϊκοὺςσύστημα ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων
πρός τι
τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ. – Τί ἐστι σύστημα; Τὸ πλῆθος, οἱονεὶ
ἑκάστου
τεχνίτου τὸ ἐργαλεῖον· πλήθους γὰρ θεωρημάτων καὶ οὐχ ἑνὸς ἡ τέχνη
μόνου δεῖ-
ται· ἀλλὰ μὴν καὶ ὕλης καὶ ὀργάνων, ἐπεὶ ὥσπερ πλῆθος ἐργαλείων
ἐφευρεθέντων καὶ δοκιμασθέντων εἰς ἀποτέλεσμά τινος ἀναγκαίου καὶ
χρησίμου [οὕτω καὶ] ἡμῖν.
Τί ἐστιν «ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων»; Ἐξ ἐφευρέσεων
δεδοκιμασμένων καὶ ἐγνωσμένων· γυμνάσαι γάρ ἐστι τὸ εἰς φῶς ἀγαγεῖν.
Διὰ τί εἷπε «πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ»; Διότι πᾶσα τέχνη
νενόηται διὰ τὸ συμφέρον. Καὶ οἱονεὶ ὁ ὅρος τῆς τέχνης ἐστὶν οὗτος·
«τέχνη ἐστὶ πλῆθος ἐργαλείων ἐξ ἐφευρέσεων δεδοκιμασμένων
ἀφορῶσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων εἰς ἀποτέλεσμά τινος ἀναγ-
καίου καὶ χρησίμου ἡμῖν·» οὐ γὰρ ἀθρόως αἱ τέχναι εὕρηνται, ἀλλ' ἄλλος
ἄλλο τι εὗρεν, ὁ μὲν τρυπάνιον, ὁ δὲ τὸ εἰς κάλλος ἀποξέειν τὰ ξύλα, ὁ δὲ
σκέπαρνον, ὁ δὲ σμῖλαν ἢ ἄλλο τι· καὶ ταῦτα πάντα ὁμοῦ συνελόντες
ἀπετέλεσαν τὴν τέχνην. Ποσαχῶς ἡ καθόλου τέχνη; Διχῶς, λογικὴ καὶ
πρακτική
...

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Scholia


Marciana (partim excerpta ex Heliodoro, Tryphone, Diomede, Stephano,
Georgio Choerobosco, Gregorio Corint Page 297, line 25

Ἑρμηνεία εἰς τὸ περὶ τέχνης. Νόμον ἴδιον ἐνόμισαν etc. = Proll. Voss.
4, 32 – 5, 17 (καλ.). Περὶ τέχνης. Ὅρος τέχνης.

Τί ἐστι τέχνη; Μέθοδος ἐνεργοῦσα τῷ βίῳ τὸ συμφέρον. Καὶ ἄλλως·


κτῆμα
τιμιώτατον καὶ κατὰ πολὺ χρησιμώτατον πᾶσιν ἀνθρώποις τῶν ἐν τῷ βίῳ.
Καὶ
824

ἄλλως· κατὰ τοὺς Στωϊκοὺςσύστημα ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων


πρός τι
τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ. – Τί ἐστι σύστημα; Τὸ πλῆθος, οἱονεὶ
ἑκάστου
τεχνίτου τὸ ἐργαλεῖον· πλήθους γὰρ θεωρημάτων καὶ οὐχ ἑνὸς ἡ τέχνη
μόνου δεῖ-
ται· ἀλλὰ μὴν καὶ ὕλης καὶ ὀργάνων, ἐπεὶ ὥσπερ πλῆθος ἐργαλείων
ἐφευρεθέντων
καὶ δοκιμασθέντων εἰς ἀποτέλεσμά τινος ἀναγκαίου καὶ χρησίμου [οὕτω
καὶ] ἡμῖν.
Τί ἐστιν «ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων»; Ἐξ ἐφευρέσεων
δεδοκιμασμένων καὶ
ἐγνωσμένων· γυμνάσαι γάρ ἐστι τὸ εἰς φῶς ἀγαγεῖν. Διὰ τί εἷπε «πρός τι
τέλος
εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ»; Διότι πᾶσα τέχνη νενόηται διὰ τὸ συμφέρον.
Καὶ
οἱονεὶ ὁ ὅρος τῆς τέχνης ἐστὶν οὗτος· «τέχνη ἐστὶ πλῆθος ἐργαλείων ἐξ
ἐφευρέσεων
δεδοκιμασμένων ἀφορῶσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων εἰς ἀποτέλεσμά
τινος ἀναγ-
καίου καὶ χρησίμου ἡμῖν·» οὐ γὰρ ἀθρόως αἱ τέχναι εὕρηνται, ἀλλ' ἄλλος
ἄλλο τι
εὗρεν, ὁ μὲν τρυπάνιον, ὁ δὲ τὸ εἰς κάλλος ἀποξέειν τὰ ξύλα, ὁ δὲ
σκέπαρνον, ὁ
δὲ σμῖλαν ἢ ἄλλο τι· καὶ ταῦτα πάντα ὁμοῦ συνελόντες ἀπετέλεσαν τὴν
τέχνην.
Ποσαχῶς ἡ καθόλου τέχνη; Διχῶς, λογικὴ καὶ πρακτική. [Ποία λέγεται
λογικὴ τέχνη; Ἡ διὰ τοῦ νοὸς μόνου παραλαμβανομένη, ὡς ἡ
γραμματική]. Τί τὸ ἴδιον τῆς λογικῆς τέχνης;

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Scholia


Marciana (partim excerpta ex Heliodoro, Tryphone, Diomede, Stephano,
Georgio Choerobosco, Gregorio Corint Page 297, line 28

Τί ἐστι τέχνη; Μέθοδος ἐνεργοῦσα τῷ βίῳ τὸ συμφέρον. Καὶ ἄλλως·


κτῆμα
τιμιώτατον καὶ κατὰ πολὺ χρησιμώτατον πᾶσιν ἀνθρώποις τῶν ἐν τῷ βίῳ.
Καὶ
ἄλλως· κατὰ τοὺς Στωϊκοὺςσύστημα ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων
πρός τι
τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ. – Τί ἐστι σύστημα; Τὸ πλῆθος, οἱονεὶ
ἑκάστου
825

τεχνίτου τὸ ἐργαλεῖον· πλήθους γὰρ θεωρημάτων καὶ οὐχ ἑνὸς ἡ τέχνη


μόνου δεῖ-
ται· ἀλλὰ μὴν καὶ ὕλης καὶ ὀργάνων, ἐπεὶ ὥσπερ πλῆθος ἐργαλείων
ἐφευρεθέντων
καὶ δοκιμασθέντων εἰς ἀποτέλεσμά τινος ἀναγκαίου καὶ χρησίμου [οὕτω
καὶ] ἡμῖν.
Τί ἐστιν «ἐκ καταλήψεων ἐγγεγυμνασμένων»; Ἐξ ἐφευρέσεων
δεδοκιμασμένων καὶ
ἐγνωσμένων· γυμνάσαι γάρ ἐστι τὸ εἰς φῶς ἀγαγεῖν. Διὰ τί εἷπε «πρός τι
τέλος
εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ»; Διότι πᾶσα τέχνη νενόηται διὰ τὸ συμφέρον.
Καὶ
οἱονεὶ ὁ ὅρος τῆς τέχνης ἐστὶν οὗτος· «τέχνη ἐστὶ πλῆθος ἐργαλείων ἐξ
ἐφευρέσεων
δεδοκιμασμένων ἀφορῶσα εἰς ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων εἰς ἀποτέλεσμά
τινος ἀναγ-
καίου καὶ χρησίμου ἡμῖν·» οὐ γὰρ ἀθρόως αἱ τέχναι εὕρηνται, ἀλλ' ἄλλος
ἄλλο τι
εὗρεν, ὁ μὲν τρυπάνιον, ὁ δὲ τὸ εἰς κάλλος ἀποξέειν τὰ ξύλα, ὁ δὲ
σκέπαρνον, ὁ
δὲ σμῖλαν ἢ ἄλλο τι· καὶ ταῦτα πάντα ὁμοῦ συνελόντες ἀπετέλεσαν τὴν
τέχνην.
Ποσαχῶς ἡ καθόλου τέχνη; Διχῶς, λογικὴ καὶ πρακτική. [Ποία λέγεται
λογικὴ
τέχνη; Ἡ διὰ τοῦ νοὸς μόνου παραλαμβανομένη, ὡς ἡ γραμματική]. Τί
τὸ ἴδιον
τῆς λογικῆς τέχνης; Τὸ πάντα μετὰ λόγου ποιεῖν καὶ λόγον ὑπὲρ ὧν ποιεῖ
ἀποδι-δόναι. Ποία λέγεται λογικὴ τέχνη; Ἡ διὰ τοῦ νοὸς μόνου
παραλαμβανομένη, ὡς ἡ γραμματική, ῥητορική, ἰατρική. Ποία λέγεται
πρακτικὴ τέχνη; Ἡ δι' ὀργάνου

Σχόλια στον Διονύσιο Θράκα. Artem Grammaticam, Scholia


Marciana (partim excerpta ex Heliodoro, Tryphone, Diomede, Stephano,
Georgio Choerobosco, Gregorio Corint Page 299, line 5

ἀμετάπτωτος λογική. Τί ἐστιν ἕξις; Οἱονεὶ γνῶσις. Τί ἐστιν ἀμετάπτωτος·


ἡ ἄπται-
στος καὶ τελεία. Τί διαφέρει τέχνη ἐπιστήμης; Διαφέρει κατὰ τοῦτο, ὅτι ἡ
μὲν
τέχνη κατά τι πταιστή ἐστιν, ἡ δὲ ἐπιστήμη παντελῶς ἄπταιστος ....
... τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ etc. = Proll. Voss. 9, 13 – 10, 19.
Ἰστέον ὅτι αἱ τέχναι τετραχῶς· αἱ μὲν γάρ εἰσι λογικαί, ὡς ἐπὶ τῆς
826

ἀστρονομίας, αἱ δὲ πρακτικαί, ὡς ἐπὶ τῆς κιθαριστικῆς· αὕτη γὰρ ἐν


τῷ πράττεσθαι ἔχει τὴν ὕπαρξιν, μετὰ δὲ τὸ πρᾶγμα, ἤτοι τὴν πρᾶξιν,
οὐκ ἔστιν· αἱ δὲ ποιητικαί, ὡς ἐπὶ τῆς χαλκευτικῆς· αὕτη γὰρ καὶ μετὰ
τὸ ἀποτέλεσμα ἔχει τὰ ἀποτελούμενα.
Τί ἐστι τέχνη; Σύστημα ἐκ καταλήψεων· «σύστημα» μὲν ἤτοι πλῆθος·
λέγομεν
γὰρ τὸ σύστημα τῶν παιδευτῶν· «ἐκ καταλήψεων» δέ, τουτέστιν ἐξ
ἐφευρέσεων·
πρῶτον γάρ τις εὑρίσκει, καὶ οὕτω προσάγει τῇ τέχνῃ· ἴδιον δὲ τῆς τέχνης
τὸ πάντα
μετὰ λόγου ποιεῖν καὶ λόγον ὑπὲρ ὧν ποιεῖ ἀποδιδόναι. – Πάλιν· τέχνη
ἐστὶ σύστημα·
»σύστημα» μὲν οὖν εἴρηται ἡ τέχνη, ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ τέχνη μονοειδής,
ἀλλ' ἐκ διαφό-
ρων πολλῶν, ὡς εἰρήκαμεν· σύστημα μὲν γὰρ σημαίνει τὸ ἄθροισμα. «Ἐκ
καταλήψεων»
δέ, ὡς εἴπομεν, ἐξ ἐφευρέσεων· «ἐγγεγυμνασμένων» δέ, οἱονεὶ
δεδοκιμασμένων· οὐ
γὰρ ἀθρόως καὶ ὑφ' ἑνὸς αἱ τέχναι εὕρηνται, ἀλλὰ κατὰ βραχὺ
ἐφευρέθησαν ὑπὸ
πλειόνων· ἢ ὑφ' ἑνὸς τῆς πολυπραγμοσύνης τοῦ νοῦ συνιστάμενον καὶ
συναθροιζό-
μενον πρᾶγμα· ἀπὸ τοῦ συνίστασθαι γὰρ καὶ εἶναι λέγεται σύστημα· αἱ
γὰρ τέχναι
διὰ πλειόνων τινῶν ἀποτελεῖσθαι πεφύκασι, καὶ μάλιστα ἐξ ὕλης καὶ
ὀργάνων, δι' ὧν
κατασκευάσει τὴν ὕλην εἰς εὐπρεπὲς σχῆμα. Ἔτι «ἐγγεγυμνασμένων»
πρόσκειται,

Leo Magentinus Phil., Commentarium in Aristotelis sophisticos


elenchos (excerpta e cod. Vat. gr. 244) (4187: 006)
“”Vaticanus Urbinas Graecus 35. An edition of the scholia on Aristotle's
sophistici elenchi””, Ed. Bülow–Jacobsen, A., Ebbesen, S., 1982; Cahiers
e l'Institut du moyen–âge grec et latin 43.Bekker pagëline 165a19, line of
scholion 11

Ἐπεὶ δ' ἔστι τισὶ μᾶλλον πρὸ ἔργου. Δείξας ὅτι εἰσὶ σοφίσματα καὶ
παραλογισμοὶ γινόμενοι ἀπὸ ὁμω-νύμων καὶ ἄλλων τινῶν, καὶ ὡς πάντες
φαινόμενοί εἰσι συλλογι-σμοὶ καὶ φαινόμενοι ἔλεγχοι, εἰδὼς ὡς ἴσως ἄν
τις ἐνέστη πρὸς τὰ λεγόμενα καὶ εἶπεν ὡς ἐπειδὴ ψευδῆ ταῦτα πάντα εἰσί,
827

τίνος
χάριν περὶ αὐτὰ σπουδάζουσιν οἱ ἄνθρωποι; – πρὸς τὸν οὕτω γοῦν
ἐνιστάμενόν φησιν ὁ σοφός· Ἡ σοφία διττή ἐστιν· ἡ μὲν κυρίως,
ἣ καὶ ἐπιστημονεῖ τὴν ψυχὴν καὶ τέλειον τὸν ἄνθρωπον ἀπεργάζε-
ται, δυσπόριστος δέ ἐστι καὶ διὰ χρόνων πολλῶν καὶ ἱδρώτων
τοῖς πονοῦσιν ἐπιγίνεται· ἡ δέ ἐστι φαινομένη μὲν σοφία, οὐκ
οὖσα δὲ κυρίως, ἡ καὶ τῶν τοιούτων σοφισμάτων ἐφευρετική, ῥα-
δίως κτωμένη τοῖς ἀνθρώποις καὶ εὐκατόρθωτος. Λέγεται δὲ χρη-
ματιστική, καὶ οἱ περὶ ταύτην καταγινόμενοι σοφισταὶ χρηματι-
σταί, ὡς ὁ Ἱππίας καὶ Γοργίας καὶ Πρωταγόρας ἀπὸ τῆς φαινο-
μένης ταύτης σοφίας πολλὰ χρήματα ἐπορίσαντο. Διήρχοντο γὰρ
οὗτοι περὶ τὰς ἀγορὰς καὶ τὰς κώμας ἑαυτοὺς ἐπιδεικνύμενοι,
καὶ θαυμαστοὶ τάχα τινὲς ἐδόκουν τοῖς ἀκούουσιν· ὑπισχνοῦντο
δὲ καὶ τοὺς παῖδας αὐτῶν δι' ὀλίγου χρόνου τοιούτους ἀποτελέ-
σαι· ὅθεν καὶ μισθὸν οὐκ ὀλίγα χρήματα ἐλάμβανον. Καὶ ἐπεὶ εἰ-
σί τινες πρὸ ἔργου, ἤγουν περισπούδαστον ἔργον, ἔχοντες τὸ δο-
κεῖν σοφοὶ εἶναι καὶ ἔργον σοφοῦ ποιεῖν, οὐ μέντοι γε εἶναι

Anonymi In Aristotelis Sophisticos Elenchos Phil., Scholia in


sophisticos elenchos (excerpta e codd. Hierosol. S. Sepulchri 150, Paris.
Coislin. 327, Vat. Reg. gr. 116, Paris. gr. 1845) (= commentarium 3)
(4193: 003)“Commentators and commentaries on Aristotle's sophistici
elenchi. A study of post–Aristotelian ancient and medieval writings on
fallacies, vol. 2”, Ed. Ebbesen, S.Leiden: Brill, 1981; Corpus Latinum
commentariorum in Aristotelem Graecorum 7.Scholion 165a35, line 4

συλλογισμὸν καὶ τὸν κυρίως ἔλεγχον. διὰ τοῦτο δεῖ πρῶτον


εἰπεῖν περὶ τοῦ ἀληθοῦς καὶ τοῦ ὄντος, ἵν' οὕτως δῆλον γέ-
νηται καὶ τὸ ταῦτα ὑποκρινόμενον, μὴ ὂν δέ.
φυλετικῶς φυσήσαντες
Τὸ παλαιὸν ἑορτῆς τελουμένης τὰ πρὸς θυσίαν ἐπιχορηγούμενα
πρόβατα καὶ πρὸς δαπάνην τῶν χορευόντων ἐφύσων ἵνα δοκῶσι
πίονα ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς πεμπόμενα.
δύναμις δὲ αὔτη συνέ-
στηκε·
Δύναμιν λέγει τὴν σοφιστικὴν καὶ οὐ τέχνην ἢ ἐπιστήμην, διό-
τι αὗται τῆς ἀληθείας εἰσὶν ἐφευρετικαί· ἡ μὲν γὰρ μετὰ
λόγου, ἡ δὲ ἕξις ἐστὶν ἀποδεικτικὴ περὶ τὰ ἀεὶ καὶ ὡσαύ-
τως ἔχοντα καταγινομένη. εἰ δὲ παρακατιὼν τέχνην αὐτὴν
ὠνόμασεν, κοινότερον καὶ γενικώτερον τῷ τῆς τέχνης ἐχρήσατο
ὀνόματι. ἀπαριθμεῖται οὖν πρῶτον τὰ εἴδη τῶν συλλογισμῶν,
εἶτά φησι περὶ οὗ μέλλει διδάξαι.
828

ἄλλοςΤὸ διττὸν ὀνόματι ἢ λόγῳ ἐνεργείᾳ θεωρεῖται ἐπὶ τῆς ὁμωνυ-


μίας ὡς ‘ὁ κύων’, καὶ ἐπὶ τῆς ἀμφιβολίας ὡς τὸ ‘γένοιτο,
Ζεῦ, τὸν σῦν καταβαλεῖν ἐμέ.’ ἢ δυνάμει τὸ διττὸν θεωρεῖται,
ὡς ἐπὶ τῶν κατὰ προσῳδίαν παραλογισμῶν,

Anonymus De Philosophia Platonica Phil., Prolegomena philosophiae


Platonicae (fort. auctore Elia, olim sub auctore Olympiodoro) (4227:
001)“Anonymous prolegomena to Platonic philosophy”, Ed. Westerink,
L.G.Amsterdam: North–Holland, 1962.Se. 5, line 33

διπλασιάσαι ταύτην· ὅθεν οὕτω ποιησάντων παραυτίκα ἐπαύσαντο ⟦τὰ⟧


τοῦ λοιμοῦ. εὗρεν δὲ καὶ ἠθικά· τὸ γοῦν μὴ ἐπὶ μισθῷ διδάσκειν, ἠθικὸν
ὄν, πρῶτος εὗρεν. ἀμέλει Πυθαγόρας, καὶ οἱ πρὸ αὐτοῦ ἅπαντες, ἑκατὸν
δραχμὰς χρυσίου λαμβάνων τὴν οἰκείαν μετεδίδου σοφίαν, κάπηλος
μᾶλλον λόγων τυγχάνων ἢ φιλόσοφος. ὅθεν καὶ τὸν Τίμαιον ἑπτὰ
ἀργυρίων ὠνησάμενος ἀπὸ τῶν Πυθαγορείων κατὰ μίμησιν αὐτοῦ
ἔγραψεν τὸν διάλογον· ὅθεν καὶ φέρεταί τι ἔπος τοιόνδε·
’πολλῶν ἀργυρίων ὀλίγην ἠλλάξατο μολπήν,
ἔνθεν ἀφορμηθεὶς Τιμαιογραφεῖν ἐπεχείρει’.
εὗρεν δὲ καὶ πολιτικά· τὸ γοῦν τὰς τηβάδας κυκλοτερεῖς εἶναι αὐτὸς
πρῶτος ἐφεῦρεν ὡς πολυχωρητοτέρας· δέδεικται γὰρ τοῖς γεωμέτραις
ὅτι πάντων τῶν ἰσοπεριμέτρων χωρίων πολυχωρητότερος τυγχάνει ὁ
κύκλος. εὗρεν δὲ καὶ τὸ τρίτον τῆς πολιτείας εἶδος τὸ ἐξ ὑποθέσεως.
ἀλλὰ δὴ καὶ θεολογικὰ εὗρεν, οἷον τὸ τὰς ἰδέας εἶναι ἐν τῷ παρα-
δειγματικῷ. οὐχ ὅτι καὶ ἄλλοι πρὸ αὐτοῦ οὐκ ἐγίνωσκον ὡς εἰσὶν αὗται·
Πυθαγόρας οὖν ἔλεγεν αὐτὰς ἐν τῷ ποιητικῷ εἶναι, καὶ Ἀριστοτέλης
δὲ μετ' αὐτὸν ἐν τῷ ποιητικῷ, αὐτὸς δ' ὡς εἴρηται ἐν τῷ παραδειγματι-
κῷ αὐτὰς ἔφησεν εἶναι, αἵπερ ἐπέκεινά εἰσιν τοῦ ποιητικοῦ. ἀμέλει γοῦν
καὶ φασὶν αὐτὸν εὑρηκότα τὰς ἰδέας ἑωρακέναι ἑαυτὸν τρίτον ἔχοντα
ὀφθαλμόν. εὗρεν δὲ καὶ τί ἐστιν αἰών· οἱ γὰρ πρὸ αὐτοῦ αἰῶνα ἔλεγον
τὴν ἀπειρίαν τοῦ χρόνου, αὐτὸς δὲ ἔδειξεν ὡς ἄλλη ἐστὶν ἡ ἀπειρία τοῦ

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


(4235: 002)“Rhetores Graeci, vol. 6”, Ed. Walz, C.Stuttgart: Cotta, 1834,
Repr. 1968.6, Page 175, line 15

πάσας ἰδέας ἡ περιβολὴ πλεονεκτοῦσα πρὸς ἑαυτὴν με-


ταβάλλει, καὶ πρὸς δεινότητα καὶ ἀσάφειαν μεταφέρει
τὸν λόγον, ὡς μεγέθους δῆθεν ἐφιεμένη, διὰ τοῦτο ἡ
εὐκρίνεια παρεπομένη οἷόν τινι κήτει πομπῖλος ἰχθὺς τῶν
μὲν βλαπτόντων ἀποτρέπει, πρὸς δὲ τὰ συνοίσαντα πο-
δηγεῖ, διὰ τῆς μεθόδου ἑαυτῆς, καθάπερ προϊόντες ἐροῦ-
829

μεν, ἐξομαλίζουσα καὶ καθαίρουσα τὰ συμπίπτοντα, ὧν


μὴ συμβαινόντων περιττὴ εἰκότως ἂν εἴη· ἀλλ' ἐπεὶ τοῦ-
το ἀδύνατον ἀνδράσι πολιτικοῖς τε καὶ ἐπιστήμοσιν, οὐ-
δὲν γὰρ περιττὸν οὔτε φύσει οὔτε τέχνῃ τῇ μιμουμένῃ
τὴν φύσιν, ταύτην ἐφεῦρεν ἡ τέχνη καθάπερ νόσου κα-
θάρσιον, τὴν εὐκρίνειαν προκατασκευάζουσαν, προλέγου-
σαν, ἐρωτῶσαν, προστάττουσαν, μυρία μεθοδεύουσαν,
πρὸς τὸ πεῖσαι τοὺς ἀκροατὰς ἐπανάγουσαν, οὐ κατὰ
τὸν αὐτὸν τρόπον Ἑλλήνων ῥήτορσι καὶ Χριστιανῶν ἐγ-
χειριζομένη· πῶς γὰρ, οἷς διάφορος ὁ σκοπός; ὁ μὲν
γὰρ Δημοσθένης, ὃν ἐκεῖνοι θαυμάζουσι, πανοῦργος ὢν
ἄνθρωπος καὶ δεινὸς καὶ τοῖς ἐχθροῖς ἐπικείμενος, μέ-
χρι ἀπαγωγῆς συγχεῖ τῷ λόγῳ τὰς τάξεις τῶν προεπηγ-
γελμένων καὶ τῶν προτεταγμένων, καὶ ταῖς ἀποδείξεσι
καὶ ταῖς ἐρωτήσεσι χρᾶται κακούργως,

Joannes Rhet., Commentarium in Hermogenis librum περὶ ἰδεῶν


6, Page 288, line 20

τὰ ἀντίθεσιν, ὥσπερ τοῖς φιλοσόφοις δοκεῖ, ἢ πολλαχῶς


λέγεται, ὥσπερ ἐν ταῖς εὑρέσεσιν, ὅτε περὶ τοῦ πλαστοῦ
αὐτίκα ἐλέγομεν· τοιούτῳ δὲ σχήματι, λέγω δὲ τῶ κα-
τὰ ἀναφορὰν τῶν προτάσεων καὶ τῶν ἀποδόσεων, ὁ θεο-
λόγος χρῆται πολλῷ κάλλιον ἢ Δημοσθένης· ἔστι δὲ τοῦ-
το· παρὰ τοσούτοις οἱ ἡμέτεροι παιδευταὶ, εἶτα ἐπα-
ναφέρει, παρ' ὅσοις Ἀθῆναι· εἶτα ὑποστροφὴ μετὰ τῆς
ἐπαναφορᾶς, παρὰ τοσούτοις δὲ Ἀθῆναι, παρ' ὅσοις ἡ-
μεῖς· τοῦτο τὸ σχῆμα ἐκ τριῶν σχημάτων συνέστηκεν, ὃ
πρῶτον καὶ μόνον ἐστὶ παρὰ τῷ θεολόγῳ· ὅπου γὰρ Σω-
κράτης αὐτὸ οὐκ ἐφεῦρε , σχολὴ γ' ἂν τοὺς ἄλλους εὑ-
ρεῖν· ἔστι γὰρ συντιθέμενον ἐξ ἐπαναφορῶν, ὡς εἶπον,
καὶ ἀποστροφῆς, καὶ τὸ τρίτον ἀντιστροφῆς, ἥτις γίνε-
ται, ὅταν τοῦ προλαβόντος τὸ τέλος ἀντιστρέψας καὶ λα-
βὼν ποιήσω τὸ τέλος τοῦ δευτέρου, οἷον Ἀβραὰμ οὐκ
ἔγνω ἡμᾶς, Ἰσραὴλ οὐκ ἔγνω ἡμᾶς· οὕτως κἀνταῦθα τὸ
τέλος τοῦ πρώτου κώλου, τὸ παιδευτὴς, τέλος ἐστὶ καὶ
τοῦ τετάρτου· ἀκριβέστερον δὲ τοῦτο καὶ τὰ ὅμοια ἐν τῷ
περὶ κάλλους ῥηθήσεται· ὅμως γε μὴν ἔχει τι σφοδρότη-
τος· καὶ οὗτος σφοδρότητα μὲν ἔχει, ὅτι κατὰ προδοτῶν
830

Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina Gregorii


Nazianzeni (ordine alphabetico) (e cod. Paris. Coislin. 394) (4303: 004)
“Λεξικὰ τῶν ἐπῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μετὰ γενικῆς θεωρήσεως τῆς
πατερικῆς λεξικογραφίας”, Ed. Kalamakis, D.Athens: Papadakis, 1992.
Alphabetic letter alpha, lemma 281, line 1

ἀνέτλης· ὑπέμεινας ἀνεῦρε· ἐφεῦρε ἀνηκούστησαν· παρήκουσαν


ἀνιάζουσιν· λυποῦσιν ἀνιχνεύοντα· ἀνερευνῶντα ἀνιχνεύων· ἀναζητῶν
ἀντί νυ· ἀντί ἀντίπαλ'· ἐναντία, ἀντικείμενα ἀντιθέοιο· τοῦ θεομάχου
ἀντήσειε· ἀπαντήσειεν

Apomasar Astrol., De revolutionibus nativitatum (4361: 008)


“Albumasaris de revolutionibus nativitatum”, Ed. Pingree, D.
Leipzig: Teubner, 1968.Page 172, line 18

ἐννάτου τὸν Δία τὸν κύριον τῶν Ἰχθύων.


Ἔστι δὲ καὶ ἑτέρα Μέθοδος συντομωτέρα τοιαύτη· ἰδὲ
τὸ ζῴδιον οὗ βούλει διαγνῶναι τοὺς κυρίους τῶν ἐν αὐτῷ
ἐννάτων ποίου τριγώνου ἐστίν. εὑρήσεις γὰρ ἀεὶ τὸν
κύριον τοῦ τροπικοῦ ζῳδίου τὸν αὐτὸν κύριον ὄντα τοῦ
πρώτου ἐννάτου ἐν ἑκάστῳ τῶν τριῶν ζῳδίων, τὸν δὲ
κύριον τοῦ ἑξῆς ζῳδίου τὸν αὐτὸν ὄντα κύριον τοῦ
δευτέρου ἐννάτου, καὶ τὸν τρίτον τοῦ τρίτου· καὶ τῇ αὐτῇ
μεθόδῳ χρώμενος εὑρήσεις πάντα τὰ ἔννατα ἐν ἑκάστῳ
ζῳδίῳ. τὴν δὲ αἰτίαν τῆς τούτων τῶν ἐννάτων ἐφευ-
ρέσεως διεσαφήσαμεν κάλλιστά τε καὶ τελειώτατα ἐν ᾗ
ἐξεθέμεθα πρὸς τὴν ἀστρονομίαν εἰσαγωγῇ.
Τὸν δὲ περίπατον τῶν τοιούτων ἐννάτων ἔν τε τοῖς
γενεθλίοις καὶ ἐν ἑτέροις καὶ τὴν διαίρεσιν αὐτῶν τὴν εἰς
τὰ τρίτα ὡς ἐν μυστηρίῳ κατεῖχον οἱ Ἰνδοί, μὴ ἀπο-
καλύπτοντες τοῦτο εἰ μή γε μόνοις τοῖς ἐπ' ἄκρον ἐλη-
λακόσι τῆς ἐπιστήμης, ὁρκίζοντες αὐτοὺς πρότερον ἐν
μυστηρίῳ ἔχειν τὴν τοιαύτην διδασκαλίαν καὶ μὴ ἀνα-
κοινοῦσθαι ταύτην τοῖς ἀγροικοτέροις, ἀλλὰ μόνοις τοῖς
γινώσκουσι τὸ μέτρον τοῦ μαθήματος καὶ ὅσον ὑπερέχει
ὁ ἐπιστήμων τῶν ἄλλων ἀνθρώπων·

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. (4394: 001)“FHG 4”, Ed.


Müller, K.Paris: Didot, 1841–1870.Fragment 6, line 31
831

δος τῆς Ἰταλικῆς υἱὸν ὄνομα Φαῦνον, ὃν καὶ Ἑρμῆν


ἐκάλεσεν εἰς ὄνομα τοῦ πλανήτου ἀστέρος. Μέλλων δὲ
τελευτᾶν, ἐκέλευσε τὸ λείψανον αὐτοῦ ἐν τῇ Κρήτῃ νήσῳ
τεθῆναι. Καὶ κτίσαντες αὐτῷ ναὸν οἱ αὐτοῦ παῖδες ἔθη-
καν αὐτὸν ἐκεῖ ἐν τῇ Κρήτῃ ἐν μνήματι. Ὅπερ μνῆμα
ἔστιν ἕως τοῦ παρόντος ἐν Κρήτῃ. Ἐν τῷ μνήματι
ἐπιγέγραπται· «Ἔνθα κεῖται θανὼν Πῖκος ὁ καὶ Ζεὺς,
ὃν καὶ Δία καλοῦσι.»
5. Μετὰ δὲ τὴν τοῦ Διὸς τελευτὴν ἐβασίλευσεν ὁ τού-
του υἱὸς Φαῦνος ὁ καὶ Ἑρμῆς τῆς Ἰταλίας ἔτη λεʹ· ὃς
ἦν ἀνὴρ πανοῦργος καὶ μαθηματικός. Ὅστις ἐφεῦρε
μέταλλον χρυσοῦν ἐν τῇ δύσει πρῶτος, καὶ τὸ χωνεύειν.
Γνοὺς δὲ ὅτι διαφθονοῦνται αὐτῷ οἱ ἀδελφοὶ ὄντες περί
που οʹ (μετὰ πολλῶν γὰρ μιγνύμενος ὁ Ζεὺς ἐτεκνο-
ποίει), ἀνεχώρησε μετὰ πολλοῦ χρυσοῦ σφόδρα, καὶ
ἀπῆλθεν εἰς Αἴγυπτον πρὸς τὴν φυλὴν τοῦ Χάμ. Καὶ
δεχθεὶς ἐν τιμῇ διέτριβεν ἐκεῖ μεγαλαυχῶν καὶ φορῶν
χρυσῆν στολὴν, λέγων καὶ μαντείας. Ἦν γὰρ σφόδρα
λόγιος. Καὶ προσεκύνουν αὐτῷ, λέγοντες εἶναι θεὸν, ὅτι
προὔλεγε τὰ μέλλοντα· καὶ παρεῖχεν αὐτοῖς χρήματα
διὰ τοῦτο γὰρ καὶ πλουτοδότην ἐκάλουν.

Ιωάννης Αντιοχεινός ιστορικός. Frag. Fragment 29, line 1

περὶ αὐτὸν μάγων, βασιλεύσας ἔτη ηʹ. Οὗτοι γὰρ μετὰ


τὸν Καμβύσου θάνατον τῇ ἀρχῇ προσπηδήσαντες,
μῆνας ζʹ κατετρύφησαν, ἄχρις οἱ τῶν Περσῶν ἄρχοντες
αὐτοὺς μὲν ἐπὶ τῆς αὐλῆς κατεχρήσαντο, τῆς δὲ βασι-
λείας προστάτην ἀπέδειξαν Δαρεῖον.
Ibid.: Ὅτι ἐπὶ τῆς ἀναγορεύσεως Ἀλεξάν-
δρου τοῦ Μακεδόνος, τῶν Αἰγυπτίων ἐβασίλευε Νεκτα-
ναβώ. – Καὶ ὁ τῶν Ἀργείων βασιλεὺς Δαναὸς διὰ
τῶν αὐτοῦ νʹ θυγατέρων τοῖς τοῦ ἀδελφοῦ Αἰγύπτου
παισὶ νʹ οὖσιν ἐμηχανήσατο θάνατον, πλὴν Λυγκέως.
Exc. Salmas.: Οἰνόμαος πρῶτος ἐφεῦρε τὰ
τοῦ ἱπποδρόμου χρώματα, καὶ ἐποίει τὸν ἀγῶνα Μαρ-
τίου κδʹ, γῆς καὶ θαλάσσης. Ἐβάλλοντο κλῆροι, καὶ
ὃς ἔλαχεν ὑπὲρ τῆς γῆς ἀγωνίσασθαι, ἐφόρει χλοανὸν,
ὃς δὲ ὑπὲρ τῆς θαλάσσης, κυανόν. Ἐτίθει δὲ Οἰνόμαος
ἔπαθλον τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα, καὶ ὁ νικηθεὶς ὑπὸ τοῦ
πλήθους τῶν θεωμένων ἀνῃρεῖτο. Εἶχον οὖν σημεῖον
οἱ τότε, καὶ εἰ μὲν τὸ χλοανὸν ἐνίκα, τῆς γῆς εὐφο-
ρίαν ἤλπιζον, καὶ οὕτως ἐγίνετο· εἰ δὲ τὸ κυανὸν, τῆς
832

θαλάττης εὔπλοιαν· καὶ ηὔχοντο οἱ μὲν γεωργοὶ τὸ


χλοανὸν νικᾶν, οἱ δὲ ναυτίλοι τὸ κυανόν.

Epimerismi, Epimerismi Homerici (5004: 001)“Epimerismi Homerici,


pars prior epimerismos continens qui ad Iliadis librum α pertinent”, Ed.
Dyck, A.R.Berlin: De Gruyter, 1983; Sammlung griechischer und
lateinischer Grammatiker 5.1.Line of Iliad 1+source of gloss 569,a, line
of gloss 13

παθητικὸς ἧσμαι, ὁ ὑπερσυντέλικος ἥσμην, τὸ δεύτερον ἧσο, ἐξ οὗ καὶ τὸ


κάθησο (Α 565, Β 191) καὶ τὸ τρίτον ἧστο καὶ καθῆστο.
Οὐκ ἀνεβίβασε δὲ τὸν τόνον κανόνι τοιούτῳ· ἐπειδὴ πᾶς παρῳχημένος
ὁριστικὸς ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενος καὶ ἀπὸ φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν
τόνον
φυλάττει καὶ ἐν τῇ συνθέσει χωρὶς τοῦ σύνοιδα Αἰολικοῦ καὶ τοῦ ὑπόειξα
παρὰ τῷ ποιητῇ (cf. Ο 227 et π 42) καὶ τοῦ ὑπόεικον (Π 305). ἔστωσαν
δὲ
παραδείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα, οἷον εὗδεν (Ι 663 alibi) καθεῦδεν (Α
611
alibi), εἶχον κατεῖχον, εἶπον προεῖπον καὶ προσεῖπον, συνῆλθον, ἐφεῦρον,
συνῆψα, συνεῖδον, ἀνῶγε. τὸ σύνοιδα Αἰολικόν, ὡς προείρηται. ὥσπερ
καὶ
τὸ τοῦ δευτέρου προσώπου Ἀττικὸν οἶσθα κάτοισθα. πρόσκειται
“παρῳχη-
μένος ὁριστικός” διὰ τὸ εἰπέ ἔξειπε, εὑρέ ἔφευρε, ἧσο κάθησο, “ἀκέουσα
κάθησο” (Α 565)· ταῦτα γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν τόνον ἐπὶ τῆς συνθέσεως·
οὐ γάρ εἰσιν ὁριστικά, ἀλλὰ προστακτικά. οὕτως οὖν καὶ τὸ ἧστο
ὁριστικὸν ὂν οὐκ ἀνεβίβασε τὸν τόνον ἐν τῇ συνθέσει, οἷον ἐν τῷ
καθῆστο. πρόσκειται “ἀπὸ φωνήεντος ἀρχόμενος” διὰ τὸ κεῖτο
κατέκειτο, χεῦε κατέχευεν (Γ 0

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. (5008: 001)“Aristides, vol. 3”, Ed.


Dindorf, W.Leipzig: Reimer, 1829, Repr. 1964.Treatise Pan, Jebb
pagëline-Hypothesis-Epigram 91,4, line 12

γῆν διασπορὰν τοῦ σίτου διὰ Τριπτολέμου καὶ Κε-


λεοῦ, τῶν Ἀττικῶν ἀνδρῶν. προϊὼν δὲ λέξει τὴν ἱστο-
ρίαν. A. ἀντέπιπτεν αὐτῷ τὸ τῆς ὁμωνυμίας. ἐπειδὴ γὰρ
τροφεῦσι χάριν εἶπεν ἐκτίνειν, τροφὴ δὲ μᾶλλον ὁ σῖ-
τος νενόμισται, λύει τῇ προσθήκῃ τὴν ὁμωνυμίαν, καὶ
833

ταύτην Ἀθηναίοις ἀντιθεῖ· αὐτοὶ γὰρ εὑρεταὶ καὶ τού-


του γεγόνασι. διὰ δὲ τοῦ εἰπεῖν μάλιστα μὲν γὰρ τὸ
λεπτόγεων τῆς Ἀττικῆς ἐκάλυψεν, ἐπειδή γε εἰς τοῦτο
διεβάλλοντο, ἐκ περιτροπῆς αὐτὸς τοῦτο κατασκευάζει,
λέγων ὅτι καὶ αὐτοῦ τοῦ σίτου τὴν εὕρεσιν αὕτη
ἡ πόλις ἐφεῦρε παρὰ τῶν θεῶν δεξαμένη. διπλῆν δὲ
τὴν κατασκευὴν μία λέξις πεποίηκεν· ἐπειδὴ γὰρ καὶ ἡ τοῦ
σίτου καὶ ἡ τῶν λόγων τροφὴ καλεῖται, εἰκότως διπλῆς
ἐμνήσθη κατασκευῆς. καὶ τὸ μὲν τοῦ σίτου κατὰ παρα-
δρομῆν λέγει, τὸ δὲ τῶν λόγων ἐπεξεργάζεται. τοῦτο γὰρ
αὐτῷ τὸ δοξαζόμενον, κἂν εἰ τύχη. τύχη γὰρ ἢ ἀπόρους
ἢ εὐπόρους δίδωσι πατέρας, ὅ τε χρόνος ἀφ' οὗ γέγονε
καὶ οὐχ ἑτέρου τινὸς εἶναι.

Σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη. Treatise Pan, Jebb pagëline-Hypothesis-


Epigram 107,5, line 6

βίων παραδείγματα εἰσῆλθεν] οἱ μὲν γὰρ


φιλοσοφεῖν εἵλοντο, οἱ δὲ ἐν δικαστηρίοις χρῆσθαι τῇ
γλώττῃ, ὡς οἱ ῥήτορες, καὶ οἱ ἄλλοι ἄλλο τι. ἔστι δὲ
ὅμοιον τοῦτο τῷ μαθήματα πάντα εὑρέθη.
ὅπλων τε χρῆσιν διδάξασα] πολεμικὴ γὰρ ἡ Ἀθηνᾶ. A.
πρώτους] πρῶτοι γὰρ Ἀθηναῖοι ὁπλοφορεῖν
εὗρον.
ᾧ νῦν ἡμεῖς ἐκείνην σχήματι] ἔνοπλον γὰρ ἔγραφον
Ἀθηναῖοι τὴν Ἀθηνᾶν.
σχήματι] καλῶς τὸ σχήματι. οὐ γὰρ βούλεται τῇ
ἱστορίᾳ μαχέσασθαι, ὅτι Βελλεροφόντης ἐφεῦρε τὸν μέλ-
λοντα. πάρεδρον δὲ τῆς θεοῦ τὸν Ἐρεχθέα φησὶν, ἐπειδὴ
ἐν τῇ ἀκροπόλει ὀπίσω τῆς θεοῦ ὁ Ἐρεχθεὺς γέγραπται
ἅρμα ἐλαύνων· πρῶτος γὰρ οὗτος ἅρμα τέλειον, ὅ ἐστι
τέθριππον, ἔζευξε. σὺν τῇ θεῷ δὲ εἶπεν ὅτι αὐτῆς Ἀθη-
νᾶς τὴν κατασκευὴν ὑποβαλούσης αὐτῷ. D.
ἵππων ἁμιλλητηρίων] τῶν ἐν ἱπποδρομίοις. C.
ὁ τῆσδε τῆς θεοῦ πάρεδρος] ὁ Ἐρεχθεύς.
πάρεδρον τῆς θεοῦ φησὶ τὸν Ἐρεχθέα. ἐπειδὴ ἐν τῇ
ἀκροπόλει, φησὶν, ὀπίσω αὐτῆς γέγραπται ἅρμα ἐλαύ-
νων, ὡς πρώτης τοῦτο τῆς θεοῦ δεξάμενος,

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (5010: 001)“Scholia


Graeca in Aeschylum quae exstant omnia, vols. 1 & 2.2”, Ed. Smith,
834

O.L.Leipzig: Teubner, 1:1976; 2.2:1982.Play Th, hypothesis-epigram-


scholion hyp2, line 29

ἐρωτήσων περὶ τοῦ τί γέγονε ὁ Οἰδίπους ὁ παρ' αὐτοῦ ἐκτεθείς. ἐπεὶ δὲ


συνήντησαν ἄμφω, οἱ τοῦ βασιλέως δορυφόροι πρὸς τὸν Οἰδίποδα εἶπον·
’παραχώρησον ἡμῖν, ὦ ξένε, τῆς ὁδοῦ’· ὁ δ' οὐκ ἐπείσθη. πληγεὶς δὲ παρὰ
τοῦ Λαΐου ἐμάνη ἐπὶ τούτῳ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς μετ'
αὐ-
τοῦ· ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκεν, ὃς στραφεὶς οἴκοι ἀπήγγειλε πάντα. ἐλθὼν δὲ
εἰς Θήβας ὁ Οἰδίπους εὗρε κακὸν αὐτοῖς ἐπικείμενον μέγα, τὴν Σφίγγα,
καὶ τὸν μὴ ἰσχύοντα λῦσαι τὸ ταύτης αἴνιγμα κατεσθίουσαν. προέκειτο δὲ
τότε παρὰ τῶν Θηβαίων βραβεῖον τῷ εὑρόντι τὸ αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς καὶ
αὐτὴν ἀποκτείναντι ἡ τοῦ Λαΐου γυνὴ δοθῆναι εἰς γάμον. εἰπούσης οὖν
τῆς Σφιγγὸς τὸ αἴνιγμα τὸ ‘ἔστι δίπουν ἐπὶ γῆς’, ὃ μεμάθηκας σημαίνει
τὸν ἄνθρωπον, ἐφεῦρε τοῦτο ὁ Οἰδίπους· ἡ δὲ Σφὶγξ μανεῖσα ἀνεῖλεν
ἑαυτήν. συνελθὼν οὖν ὁ Οἰδίπους τῇ μητρὶ ἐποίησε παῖδας δύο τὸν
Πολυ-νείκην καὶ τὸν Ἐτεοκλῆν. ὕστερον δὲ μαθὼν καὶ νοήσας τὸ
ἀνόμημα ὃ ἔδρασεν ἐτύφλωσεν ἑαυτόν, τοῖς δὲ εἰρημένοις παισὶν αὐτοῦ
τὴν βασιλείαν κατέλειψεν.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum Play Th, hypothesis-


epigram-scholion 769-771b, line 2

πρόπρυμνα δ' ἐκβολ(ῶν)· ὅταν δὲ παχυνθῶσιν οἱ ἄν-


δρες τῷ ὄλβῳ, τότε ὅλου τοῦ φόρτου ἐκβολὴν ποιοῦνται. τοῦτο δὲ πρὸς
Ἐτεοκλέα. ἐκβολῶνδὲ τῶν ὑβριστῶν, οἷον δι' ἐκβολῆς ὑβριζόντων. M
πρόπρυμνα· ὁ δὲ ὄλβος καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ εὐτυχία τῶν
ἀνδρῶν τῶν ἀλφηστῶν καὶ τῶν φρονίμων καὶ τῶν ἐφευρετῶν ἀναγκαίων
πραγμάτων – τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸν Οἰδίποδα – ἄγαν παχυνθείς, ἤτοι
πολὺς καὶ μέγας γενόμενος, ἐκφορεῖται καὶ ἐκβολὴν πάσχει. τοῦτο δὲ λέ-
γει ὅτι ἡ δόξα τοῦ Οἰδίποδος πολλὴ γενομένη καὶ ἄμετρος νῦν ἀφανίζεται
καὶ ἐκδιώκεται ἀπὸ τῆς πόλεως, ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες
πλοῦτον πολὺν σωρεύσαντες καὶ παχυνθέντες τῷ ὄλβῳ ὕστερον ἐκβολὴν
ποιοῦνται τοῦ ἰδίου φόρτου ναυαγοῦντες καὶ κλυδωνιζόμενοι.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum Play Th, hypothesis-


epigram-scholion 770b, line 1

ἀλφηστῶν] πλουσίων, ἐφευρετῶν τῶν ἀναγκαίων πραγμάτων.


ἀλφηστῶν] φρονίμων, ἐφευρετῶν.
835

ἀλφηστῶν] ψηλαφητῶν, ἐρευνητῶν.


ἀλφηστῶν] πλουσίων, ἐφευρετῶν.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum (5010:


005)“The older scholia on the Prometheus bound”, Ed. Herington,
C.J.Leiden: Brill, 1972.Vita-argumentum-scholion-epigram suppl vit,
verse 15, line 3

Supplementum (a)

πρῶτος Αἰσχύλος πάθεσι γενικωτάτοις τὴν


τραγῳδίαν ηὔξησε, τήν τε σκηνὴν ἐκόσμησε καὶ τὴν ὄψιν τῶν θεωμένων
κατέπληξε τῇ λαμπρότητι, γραφαῖς καὶ μηχαναῖς, βωμοῖς τε καὶ τάφοις,
σάλπιγξιν, εἰδώλοις, Ἐριννύσι, τούς τε ὑποκριτὰς χειρὶ σκεπάσας καὶ
τῷ σύρματι ἐξογκώσας, μείζοσί τε τοῖς κοθόρνοις μετεωρίσας.
ἐχρήσατο δὲ ὑποκριτῇ πρῶτα μὲν Κλεάνδρῳ, ἔπειτα δὲ καθὸ
δεύτερον
αὐτῷ προσῆψε Μυωνίσκον τὸν Χαλκιδέα· τὸ δὲ τρίτον ὑποκριτὴν αὐτὸς
ἐφεῦρεν, ὡς καὶ Δικαίαρχος ὁ Μεσήνιος, Σοφοκλῆς.
τὸ δὲ ἁπλοῦν
τῆς δραματοποιΐας εἰ μέν τις πρὸς τοὺς μετ' αὐτὸν λογίζοιτο, φαῦλον μὲν
ὑπολαμβάνοιο καὶ ἀπραγμάτευτον· εἰ δὲ πρὸς τοὺς ἀνωτέρω, θαυμάσειε
τῆς ἐπινοίας τὸν ποιητὴν καὶ τῆς εὑρέσεως. οὕτω δὲ δοκεῖ τελεωτέρας
τραγῳδίας ποιητὴς ὁ Σοφοκλῆς γεγονέναι, ὀρθῶς μὲν δοκεῖ· λογιζέσθω
δὲ ὅτι πολλῷ χαλεπώτερον ἦν ἐπὶ Θέσπιδι, Φρυνίχῳ τε καὶ Χοιρίλῳ ἐς
τοσόνδε μεγέθους τὴν τραγῳδίαν προσαγαγεῖν ἢ ἐπὶ Αἰσχύλου εἰπόντος
ἐς τὴν τοῦ Σοφοκλέους ἐλθεῖν τελειότητα.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum


Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 60a, line 4

Mediceus: οὐ ματᾷ] οὐ μάτην γίνεται.


PPdWXcY: δεινὸς γάρ: Δεινὸς ὢν εἰς τὸ νοῆσαι
φαίνῃ, καὶ παντοίας εὕρησαι μηχανάς. ἢ μηχανικὸς ὢν
ὁ Προμηθεύς, εἰ μὴ στερρῶς προσηλωθῇ, λύσεως
μηχανὴν εὑρήσει.
marg. in PPd: Τοῦτο καὶ πρὸς τὸν Προμηθέα καὶ
πρὸς τὸν Ἥφαιστον δύναται νοηθῆναι.
(60 – 63) ἄραρεν ἥδε γ' ὠλένη: Ὁ Ἥφαιστός φησιν ὅτι «οὗτος ὁ
σιδηροῦς
836

δεσμὸς ἀσφαλῶς ἡρμόσθη καὶ ἐνεπάγη». τὸ δὲ τοῦ Διὸς Κράτος φησὶ


πρὸς αὐτόν· «καὶ ταύτην τὴν σιδηρᾶν ὠλένην (ἤγουν τὸν κρίκον) περό-
νησον ἀσφαλῶς· ἵνα, δεινὸς ὢν εἰς τὸ νοῆσαι καὶ ἐφευρεῖν τὰς τέχνας,
νοήσῃ καὶ μάθῃ ἐλάττων καὶ ἐπιδεέστερος εἶναι τοῦ Διός». εἶτα, ὡσανεὶ
βεβαιῶν ὁ Ἥφαιστος ὅτι ἀσφαλῶς αὐτὸν προσέδησε, φησίν· «πλήν,
ἕνεκα τούτου οὐδεὶς ἂν μέμψαιτό μοι δικαίως ὡς μὴ καλῶς αὐτὸν

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum


Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 461a, line 8

Pgl: καὶ μὴν ἀριθμὸν κ.τ.λ.] Καὶ μὴν ταύτην τὴν


εὕρεσιν Παλαμήδης προσῆψεν· ἴσως δὲ κἀκεῖνος ὑπὸ
τοῦ Προμηθέως ἔμαθε ταῦτα.
(461 – 468) μνήμην θ' ἁπάντων: «Ἐγώ» φησί, «καὶ μνήμην, ἁπάντων
λόγων μητέρα, τοὺς ἀνθρώπους ἐδίδαξα· καὶ ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖς
κνώδαλα (καὶ βόας) δουλεύοντα καὶ ἐν ζεύγλαις καὶ ἐν σώμασιν, ὅπως
τοῖς ἀνθρώποις τυγχάνωσι κουφισταὶ τῶν πολλῶν πόνων. καὶ ὑφ'
ἅρματα ἤγαγον τοὺς ἡνίαις ὑποτασσομένους ἵππους, ὅπερ καλλώπισμα
τῆς ὑπερπλούτου τρυφῆς. καὶ τὰ ἐν θαλάσσῃ δὲ πλανώμενα καὶ πορευό-
μενα ὀχήματα καὶ ἅρματα τῶν ναυτίλων (ἤγουν τὰς ναῦς), τὰ λινόπτερα,
τὰ ἔχοντα τὰ ἄρμενα ὡς πτερά, οὐδεὶς ἄλλος ἐφεῦρε χωρὶς ἐμοῦ.» A.
Cgl (partim) Pmarg: μνήμην κ.τ.λ.] Ὁ Ζεὺς συμμιγεὶς
τῇ Μνημοσύνῃ ἔτεκε τὰς Μούσας, τὰς μητέρας τῶν
λόγων.
Καλῶς εἶπε τὴν μνήμην «μητέρα τῶν Μουσῶν».
ἂν γὰρ ἔνι τις πολυμαθὴς καὶ οὐκ ἔχῃ τὸ μνημονευτικόν,
οὐ δύναται γράψαι εὐμαρῶς καὶ εὐκόλως.
CP PdVY: «Κνώδαλα» κυρίως οἱ νέβροι καὶ οἱ
λαγωοὶ καὶ ὅσα θηρευόμενα, ὡς ἀπὸ τῆς ἐτυμολογίας
»τὰ ὑπὸ τῶν κυνῶν ἁλισκόμενα». ἐνταῦθα δὲ ἐχρήσατο
τῇ λέξει καὶ ἐπὶ τοῖς βουσί, λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum


Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 500, line 2

τυφλὰς οὔσας καὶ οὐ φαινομένας βλέψαι ἐποίησα καὶ


ἐφανέρωσα. «ἐπάργεμα» δὲ κυρίως τὰ λευκωματι-
σθέντα, παρὰ τὸ «ἀργόν».
NcPPdVW: ἐπάργεμα: Τυφλά· γίνεται δὲ ἐκ τοῦ
»ἀργὸν» τὸ λευκόν. λεύκωμα γὰρ νόσος γίνεται περὶ
τὸν ὀφθαλμόν, ὅπερ ἀβλεψίαν ποιεῖ. διὰ τοῦτο γοῦν
837

τὰ σκοτεινὰ φησὶν «ἐπάργεμα» κατὰ ἀντίφρασιν. ἀργὸν


γὰρ τὸ λευκόν.
Mediceus gl: ἐπάργεμα] Τυφλά. (500 – 506) τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα:
Ταῦτα μέν, φησίν, ὅσα εἶπον, οὕτως ἔχουσι· τίς δὲ εἴποι ἄλλον τινὰ πρὸ
ἐμοῦ ἐφευρεῖν τοῖς ἀνθρώποις ὠφελήματα κεκρυμμένα ὑποκάτω τῆς
γῆς, χρυσόν, ἄργυρον, χαλκόν, σίδηρον καὶ ἄλλα τινά; οὐδεὶς εἴποι
τοῦτο, σαφῶς γινώσκω, ἐὰν μὴ μάτην θέλῃ φλυαρῆσαι. ἐν ὀλίγῳ δὲ λόγῳ
συλλήβδην μάθε, ὅτι πάσας τέχνας ἐγὼ
ἐφεῦρον.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum


Vita-argumentum-scholion-epigram sch, verse 813a, line 10

Bgl: Βυβλίνων] Σεληναίων.


(813 – 814) οὗτός σ' ὁδώσει: «Οὗτος», φησίν, «ὁ καταβασμὸς ὁδηγήσει
σε καὶ ἄξει εἰς τὴν γῆν τὴν Νειλῶτιν, ἤγουν τὴν Αἰγυπτίαν, τὴν
τρίγωνον».
διὰ τοῦτο δὲ λέγεται «τρίγωνος» αὕτη, ὅτι ἐν Αἰγύπτῳ ὁ Νεῖλος ἐξερχό-
μενος κατὰ καιρὸν τὰ τῆς Αἰγύπτου πάντα πεδία κατήρδευεν. ἔνθα καὶ
ἦν ἰδεῖν ἔριν πρὸς ἀλλήλους τῶν Αἰγυπτίων φιλονεικούντων, ὡς τοῦ μὲν
τὴν γῆν πλεῖον, τοῦ δὲ ὀλίγον ἢ οὐδέν τι κατήρδευσε. ταῦτ' ἄρα καὶ οἱ
Αἰγύπτιοι, ὅρους ταῖς αὐτῶν γαῖς ἐπιθεῖναι σπουδάζοντες, σχηματο-
γραφοῦντες αὐτὰς ἐνεχάρασσον, τὴν μὲν τρίγωνον, ἑτέραν δὲ
τετράγωνον σχηματίζοντες· ἀφ' ὧν καὶ τοῖς φιλοσόφοις τὰ γραμμικὰ
σχήματα ἐφευρέθησαν. A (contuli et DNcSjWaXcYa).
Cgl: τὴν τρίγωνον ἐς χθόνα] Τὴν Αἴγυπτον, ἢ τὴν Ἀλεξάνδρειαν.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Prometheum vinctum (scholia


recentiora Thomae Magistri et Demetrii Triclinii) (e cod. Neapol. II.F.31)
(5010: 007)“”The commentary on Aeschylus' Prometheus in the codex
Neapolitanus””, Ed. Smyth, H.W., 1921; Harvard studies in classical
philology 32.Hypothesis-verse of play 903, line 3

ὅμοιον καταληκτικὸν ἤτοι ἑφθημιμερές. τὸ εʹ ὅμοιον ἐκ τριῶν χορείων


καὶ συλλαβῆς. τὸ ϛʹ ἰαμβικὸν ὅμοιον πενθημιμερές, ἐκ δύο χορείων καὶ
συλλα-βῆς. τὸ ζʹ τροχαϊκὸν δίμετρον ἀκατάληκτον καθαρόν. τὸ ηʹ
ὅμοιον δίμετρον ὑπερκατάληκτον. τὸ θʹ ἰαμβικὸν πενθημιμερές. ἐπὶ τῷ
τέλει κορωνὶς καὶ παράγραφος Supra vers. ἤγουν λίαν ὑπάρχει ἐμοὶ ὁ
ὁμαλὸς καὶ ἴσος γάμος ἄφοβος οὐ δέδια] οὐ φοβοῦμαι τοῦτον τὸν ἴσον
δηλονότι γάμον κρεισσό-νων] μειζόνων ἐμοῦ
ἄφυκτον] ὃ οὐδεὶς δύναται φυγεῖν προσδέρκοι] προσίδοι,
838

θεάσαιτο Ἐς ἄπορα πόριμος· ἐφευρετικὸς μηχανῶν· ἔνθα γὰρ οὐ δύναταί


τις εὑρεῖν μηχανήν, οἱ θεοὶ εὑρίσκουσιν ἐρῶντες. καὶ μαρτυρεῖ Ζεὺς
χρυσὸς γενόμενος καὶ καταρρυεὶς ἀπὸ τοῦ τέγους πρὸς τὴν Ἀκρισίου
Δανάην ἐντὸς οὖσαν πύργου χαλκοῦ. ὁ γὰρ πατὴρ αὐτῆς Ἀκρίσιος
χρησμὸν λαβὼν ὡς ὁ γεννηθεὶς ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ καθελεῖ αὐτὸν τῆς
ἀρχῆς,

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora) (5010:


009)“Aeschyli tragoediae superstites et deperditarum frag., vol. 3
[Scholia Graeca ex codicibus aucta et emendata]”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1851, Repr. 1962.Play Pr, hypothesis-
verse of play 60, line 6

δεινὸς] ἐπιτήδειος. εὑρεῖν] εἰς τό. B. πόρον] βουλὴν, τρόπον,


μηχανήν. O.
δεινὸς] δεινὸς ὢν εἰς τὸ νοῆσαι φαίνῃ καὶ παντοίας εὑρῆσαι μη-
χανάς. ἢ μηχανικὸς ὢν ὁ Προμηθεὺς, εἰ μὴ στερρῶς προσηλωθῇ,
λύσεως μηχανὴν εὑρήσει. P.
ἄραρεν] ἡρμόσθη οὗτος ὁ σιδηροῦς δεσμός. στρογγυλοειδὴς
γὰρ ἦν δυσκόλως εἰς τὸ λυθῆναι. O. ἥρμοσται. ὠλένη] ἀγκάλη. B.
ἄραρεν] ὁ Ἥφαιστός φησιν ὅτι οὗτος ὁ σιδηροῦς δεσμὸς ἀσφαλῶς
ἡρμόσθη καὶ ἐνεπάγη, τὸ δὲ τοῦ Διὸς Κράτος φησὶ πρὸς αὐτὸν, καὶ
ταύτην τὴν σιδηρᾶν ὠλένην, ἤγουν τὸν κρίκον, περόνησον ἀσφαλῶς,
ἵνα, δεινὸς ὢν εἰς τὸ νοῆσαι καὶ ἐφευρεῖν τέχνας, νοήσῃ καὶ μάθῃ
ἐλάττων καὶ ἐπιδεέστερος ὢν τοῦ Διός. εἶτα ὡσανεὶ βεβαιῶν ὁ
Ἥφαιστος ὅτι ἀσφαλῶς αὐτὸν προσέδησε, φησὶ, πλὴν ἕνεκα τούτου,
οὐδεὶς ἂν μέμψαιτό μοι δικαίως ὡς μὴ καλῶς αὐτὸν προσηλώ-
σαντι.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Pr, hypothesis-verse of play 461, line 9

.
μνήμην θ' ἁπάντων] ἐγὼ, φησὶ, καὶ μνήμην ἁπάντων λόγων
μητέρα τοὺς ἀνθρώπους ἐδίδαξα, καὶ ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖς βόας τε
καὶ ἡμιόνους καὶ ἕτερα ζῷα δουλεύοντα καὶ ἐν ζεύγλαις καὶ ἐν σώ-
μασιν, ὅπως τοῖς ἀνθρώποις κουφισταὶ τῶν πόνων τυγχάνωσι τῶν
πολλῶν· καὶ ὑφ' ἅρματα ἤγαγον τοὺς ἡνίαις ὑποτασσομένους ἵππους,
ὅπερ ἐστὶ καλλώπισμα τῆς ὑπερπλούτου τρυφῆς. καὶ τὰ ἐν τῇ θα-
λάσσῃ δὲ πλανώμενα καὶ πορευόμενα ὀχήματα τῶν ναυτίλων (ἤγουν
τὰς ναῦς) τὰ λινόπτερα, τὰ ἔχοντα τὰ ἄρμενα ὡς πτερὰ, οὐδεὶς
839

ἄλλος ἐφεῦρε πλὴν ἐμοῦ. A.


ἁπάντων] ὧν εἶδον καὶ ἤκουσαν. μουσομήτορ'] καὶ λόγων μη-
τέρα. τὴν συνετωτάτην μητέρα, ἢ τὴν τῶν Μουσῶν μητέρα· ὁ γὰρ
μνημονικώτατος σοφώτατός τ' ἐστὶ καὶ πάνθ' ὅσα βούλεται πράτ-
τει. B. καλῶς εἶπε τὴν μνήμην μητέρα τῶν Μουσῶν· ἂν γὰρ ᾖ
τις πολυμαθὴς καὶ οὐκ ἔχῃ τὸ μνημονευτικὸν,

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Pr, hypothesis-verse of play 813, line 10

σεπτὸν] σεβάσμιον διὰ τὸ πιαίνειν τὴν Αἴγυπτον. B.


οὗτός σ' ὁδώσει] οὗτος, φησὶν, ὁ καταβασμὸς ὁδηγήσει σε
καὶ ἄξει εἰς τὴν γῆν τὴν Νειλῶτιν, ἤγουν τὴν Αἰγυπτίαν, καὶ τὴν
τρίγωνον. καὶ διὰ τοῦτο λέγεται τρίγωνος αὕτη, ὅτι ἐν Αἰγύπτῳ
ὁ Νεῖλος ἐξερχόμενος κατὰ καιρὸν τὰ τῆς Αἰγύπτου πάντα πεδία
κατήρδευεν. ἔνθα καὶ ἦν ἰδεῖν ἔριν πρὸς ἀλλήλους τῶν Αἰγυπτίων,
φιλονεικούντων ὡς τοῦ μὲν τὴν γῆν πλεῖον, τοῦ δὲ ἧττον ἢ οὐδ' ὀλίγον
κατήρδευσε. ταῦτ' ἄρα καὶ οἱ Αἰγύπτιοι, ὅρους ταῖς αὑτῶν γαῖς
ἐπιθεῖναι σπουδάζοντες, σχηματογραφοῦντες αὐτὰς ἐνεχάρασσον,
τὴν μὲν τρίγωνον, ἑτέραν δὲ τετράγωνον σχηματίζοντες, ἀφ' ὧν καὶ
τοῖς φιλοσόφοις τὰ γραμμικὰ σχήματα ἐφευρέθησαν. A.
ὁδώσει] ὁδηγήσει. τρίγωνον ἐς χθόνα] τὴν Αἴγυπτον, ἢ τὴν
Ἀλεξάνδρειαν. O. τὴν Αἴγυπτον, ἣν καὶ Δέλτα καλοῦσιν. B.
Νειλῶτιν] ὑπὸ Νείλου ἀρδευομένην.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Pr, hypothesis-verse of play 905, line 1

ἐπιχειρῶν, καὶ πόριμος αὐτοῖς. ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς
λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί. A. ἄπορος πρὸς ἀπορίαν, ὅ ἐστι πολλὴν ἔχων
ἀπορίαν· ὅτι ὁ πρὸς κρείσσονας πόλεμος ἀκαταμάχητος. P.
ἰσχυρὸς εἰς τὸ ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους ἀπόρους καὶ μὴ δυναμένους
εὑρεῖν τινα μηχανὴν εἰς ἀπαλλαγὴν τοῦ τῆς ἐρωτοληψίας κακοῦ.
O.P. Ἄλλως. πολυπόλεμος οὗτός ἐστιν ὁ ἔρως καὶ πόριμος ἀπό-
ρων, τουτέστι χαλεπῶν καὶ μεγάλων κακῶν, ἐν οἷς οὐκ ἔστι πόρον
εὑρεῖν. P.
ἀπόλεμος] ἀκαταμάχητος. O. ἄμαχος. B.
πόριμος] ὁ τῶν θεῶν. ἐφευρεταὶ μηχανῶν· ἔνθα γὰρ οὐ
δύναταί τις εὑρεῖν μηχανὴν, οἱ θεοὶ εὑρίσκουσιν ἐρῶντες· καὶ μαρτυ-
ρεῖ Ζεὺς χρυσὸς γενόμενος καὶ καταρρυεὶς ἀπὸ τοῦ τέγους πρὸς τὴν
Ἀκρισίου Δανάην ἐντὸς οὖσαν πύργου χαλκοῦ. ὁ γὰρ πατὴρ Ἀκρί-
840

σιος χρησμὸν λαβὼν ὡς ὁ γεννηθεὶς ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτοῦ καθελεῖ


αὐτὸν τῆς ἀρχῆς, καθεῖρξε τὴν παῖδα. B. μῆτιν] βουλήν. ὅπη] ὅπου.

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Th, hypothesis-verse of play hyp, line 44

Οἰδίποδος, τί γέγονε. ἐπεὶ δὲ συνήντησαν ἄμφω, οἱ τοῦ Λαΐου δορυ-


φόροι πρὸς τὸν Οἰδίποδα εἶπον, παραχώρησον, ὦ ξένε, τῷ βασιλεῖ τῆς
ὁδοῦ· ὁ δ' οὐκ ἐπείσθη. πληγεὶς δὲ παρὰ τοῦ Λαΐου ἐμάνη ἐπὶ τούτῳ
καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς μετ' αὐτοῦ, ἕνα δὲ μόνον ἀφῆ-
κεν, ὃς στραφεὶς οἴκοι ἀπήγγειλε πάντα. ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας ὁ
Οἰδίπους ὕστερον εὗρε κακὸν αὐτοῖς ἐπικείμενον μέγα, τὴν Σφίγγα·
ἥτις αἰνίγματα ἔλεγε καὶ τὸν μὴ ἰσχύοντα λῦσαι αὐτὰ κατήσθιε.
προέκειτο δὲ τότε παρὰ τῶν Θηβαίων τῷ εὑρόντι τὸ αἴνιγμα τῆς
Σφιγγὸς βραβεῖον ἡ τοῦ Λαΐου γυνὴ Ἰοκάστη, δοθησομένη αὐτῷ εἰς
γάμον. εἰπούσης οὖν τῆς Σφιγγὸς τὸ αἴνιγμα τὸ “τετράπους, δί-
“πους τε καὶ πάλιν τρίπους,” ὃ σημαίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐφεῦρε τοῦτο
ὁ Οἰδίπους· ἡ δὲ Σφὶγξ μανεῖσα ἀνεῖλεν ἑαυτήν. συνελθὼν οὖν ὁ
Οἰδίπους τῇ ἰδίᾳ μητρὶ παῖδας ἐποίησε τέσσαρας, τὸν Πολυνείκην
καὶ τὸν Ἐτεοκλῆν, τὴν Ἀντιγόνην καὶ τὴν Ἰσμήνην. ὕστερον δὲ
μαθὼν τὸ ἀνόμημα ὃ ἔδρασεν ἐτύφλωσεν ἑαυτὸν, τοῖς δὲ εἰρημένοις
υἱοῖς αὑτοῦ τὴν βασιλείαν κατέλειψεν. ἐπεὶ δὲ οὗτοι τοῦτον ὄντα
τυφλὸν ἐν οἰκίσκῳ καθεῖρξαν, κατηράσατο αὐτοὺς ὥστε διὰ ξίφους
καὶ πολέμου τὴν βασιλείαν διαμερίσασθαι. οὗ ἕνεκα καὶ φοβού-
μενοι τὸ ὁμοῦ μὲν εἶναι ἐν ταῖς Θήβαις καὶ βασιλεύειν κατέ-
λειψαν, συμπεφωνήκασι δὲ ἵνα τοῦ ἑνὸς ἐξερχομένου τῆς πόλεως καὶ
ἀποδημοῦντος ἐπὶ χρόνον ἕνα ὁ ἕτερος

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Th, hypothesis-verse of play 769, line 2

βαρεῖαι καταλλαγαὶ] χαλεπαὶ αἱ τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς


Ἰοκάστης καταλλαγαὶ καὶ φιλίαι καὶ συνελεύσεις εἰς γάμον. P.
αἱ φιλιώσεις τοῦ Οἰδίποδος καὶ τῆς Ἰοκάστης. O. τὸ γὰρ διὰ
πολέμου καὶ μάχης αὐτοὺς βούλεσθαι τὸ δῶμα διαλαχεῖν βαρεῖα
καταλλαγὴ, ἅτε φόνου συμβήσεσθαι μέλλοντος. B.
τὰ δ' ὀλοὰ] τὰ δὲ δεινὰ καὶ ὀλέθρια οὐ παρέρχεται ψευδῶς
καὶ μάτην ἀφ' ἡμῶν, ὅσον οὔπω τελόμενα, ἀντὶ τοῦ τελειούμενα καὶ
πληρούμενα. A.
ὀλοὰ] ὀλέθρια. τελλόμεν'] γινόμενα. παρέρχεται] παύεται. B.
πρόπρυμνα] ὁ δὲ ὄλβος καὶ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ εὐτυχία τῶν
841

ἀνδρῶν τῶν ἀλφηστῶν καὶ τῶν φρονίμων καὶ τῶν ἐφευρετῶν τῶν
ἀναγκαίων πραγμάτων (τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸν Οἰδίποδα) ἄγαν
παχυνθεὶς, ἤτοι πολὺς καὶ μέγας γενόμενος, ἐκφορεῖται καὶ ἐκβολὴν
πάσχει καὶ ὑπομένει. τοῦτο δὲ λέγει, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Οἰδίποδος
πολλὴ γενομένη καὶ ἄμετρος νῦν ἀφανίζεται καὶ ἐκδιώκεται καὶ ἀπὸ
τῆς πόλεως ἐκβάλλεται. ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων,

Σχόλια στον Αισχύλο. Scholia in Aeschylum (scholia recentiora)


Play Th, hypothesis-verse of play 770, line 1

δι' ὅλου, ἐσχάτως. οἱ γὰρ ἀνδρῶν εἰς ἄκρον τοῦ φρονεῖν ἀφ-
ιγμένοι αὐξηθέντες τῇ τύχῃ καὶ μέγιστοι πάντων γενόμενοι ἄθροον
ἀπέσβησαν, καὶ ἡ περὶ αὐτῶν τύχη εἰς οὐδὲν χωρεῖ, καὶ μάρτυς
Οἰδίπους πρόσθεν τοῖς κλεινοῖς αἰνίγμασιν ὥσπερ τις θεὸς θαυμαζό-
μενος, καὶ νῦν τὸν αἰῶνα διάγων ἀθλίως οἴμοι καὶ δυστυχῶς, ὑφ' ὅτου
τις ἂν εἴποι μισούμενος καὶ σκότον κατ' Εὐριπίδην ὁρῶν. τοῦτο δὲ
εἶπεν ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον ἐξ ἐμπορίας πλεῖ-
στον συλλέξαντες, εἶτα ναυαγίᾳ χρησάμενοι πάντα τὸν φόρτοι ἀπώ-
λεσαν, οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν. ἐκβολὰν φέρει]
ἔκπτωσιν ὑπομένει.
ἀλφηστῶν] ἐφευρετῶν, πλουσίων. O. ἐφευρετῶν, φρονίμων. B.
ὄλβος ἄγαν] εὐδαιμονία. παχυνθεὶς] αὐξηθεῖσα. B.
τίν' ἀνδρῶν γὰρ] τίνα γὰρ ἀπὸ τῶν ὅλων ἀνδρῶν, φησὶ,
τοσοῦτον ἐθαύμασαν καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς ἡμετέρας πό-
λεως, καὶ ἁπλῶς πάντες οἱ ἄνθρωποι (τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ “πολύ-
“βοτος αἰὼν βροτῶν,”

Σχόλια στον Αισχύλο. Argumentum in margine et glossae


interlineariae ad Persas (glossae recentiores) (e codd. Vindob. 197;
Palatino 18; Guelferbytano 88; Lipsiensi rep. I.4.43; Cantabrigiensi 1)
(5010: 020)“Scholia in Aeschyli Persas”, Ed. Dähnhardt, O.Leipzig:
Teubner, 1894.Scholion 952, line 2

γινόμενα BGL. – δυστυ-χήματα HBGL, et in marg.


H: λέγει δὲ τὰ σώματα τῶν Περσῶν. ἕνε-κεν V. – γέννας] καὶ τῆς
ἀνατροφῆς, δηλαδὴ τῆς πόλεως H. – καὶ τῆς ἀξίας
πένθους H. ἀφείλετο τὴν τῶν Περσῶν σωτηρίαν, [ἐφεῦρε
τὴν σωτηρίαν] H. ἀφείλετο ἡμᾶς BGL. καὶ ἀπόλαυ-
σιν ἔδωκε τῶν κακῶν ἤγουν ἐβοήθησε τοῖς Ἴωσι
842

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (5014: 003)


“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed.
Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1977; Scholia in Aristophanem
1.3.1.Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 301a, line 3

λιπαρὰν:διὰ τὴν ἐλαίαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτῷ. R


εὐθαλῆ, τὴν πᾶσι κομῶσαν. καὶ Πίνδαρος
ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἀοίδιμοι,
Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθῆναι. V
λιπαρὰς τὰς Ἀθήνας οὐκ ἀπεικότως καλοῦσι, μάλιστα μὲν διὰ τὸ
δόξαι πλουτεῖν τὴν πόλιν, ἔπειτα δέ τοι καὶδιὰ τὴν τῶν ἡμέρων τροφῶν
εὕρεσιν· παρ' οἷς ἔτι καὶ νῦν τὸ λιπαρὸν τῆς ἐλαίαςδείκνυται. V
Κέκροψ αἰγύπτιος ὢν ᾤκισε τὰς Ἀθήνας, ὅθεν οἱ Ἀθηναῖοι Κεκροπί-
δαι. τινὲς δέ φασι τοῦτον καὶ διφυῆ γενέσθαι· οἱ μέν, ὅτι τὰ ἄνω ἀνδρὸς
εἶχε, τὰ δὲ κάτω θηρίου· ἕτεροι δέ, ὅτι νόμους πολλοὺς ἐφεῦρε τοῖς
ἀνθρώποις καὶ ἀπ' ἀγριότητος εἰς ἡμερότητα ἤγαγεν· ἄλλοι δέ, ὅτι τῶν
ἀνδρῶν ὡς ἔτυχε μισγομένων γυναιξὶ καὶ ἐκ τούτου μὴ γινωσκομένων ἢ
τοῦ παιδὸς παρὰ τοῦ
πατρὸς ἢ τοῦ πατρὸς παρὰ τοῦ παιδὸς αὐτὸς νόμους θέμενος, ὥστε
φανερῶς

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes


Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 446d, line 1

βδελυρόςRM: καὶ τὸν πόρνον οὕτως ἐκάλουν, RVM βδελυρόν, ὡς


ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου Αἰσχίνης, VM καὶ τὸν μίσους ἄξιον – καὶ τὸ μισεῖν
βδελύττεσθαι – καὶ τὸν ἀνελεύθερον. RVM
βδελυρός] μισητός. E
ψευδῶν συγκολλητής] ψευδολόγος. RV
συγκολλητής] ἐφευρετής. E
εὑρησιεπής] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν. E
περίτριμμα δικῶν] ἐντριβὴς EN τῶν κρίσεων. E
περίτριμμα] περίεργος, ὃν οὐκ ἔστι λαθεῖν. RVM
843

εὑρησιεπής. ευρησιεπής — εὑρησιεπής και Εὑρεσιεπής, ές (Α) 1. αυτός


που εφευρίσκει, που επινοεί έπη, λέξεις, έμπειρος στη χρήση λέξεων,
ευφραδής 2. (με κακή σημ.) ...

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes


Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse 447a, line 1

ἴτηςRM: ἀντὶ τοῦ R “ἰταμός, RVEbisNMbisMatr σκληρός, τολμη-


ρός, RV ἀναιδής, ENMbisMatr καὶ δι' αὐτῶν χωρῶν τῶν πραγμάτων”.
RVENM
ἴτης] ὀξύς. R
βδελυρόςRM: καὶ τὸν πόρνον οὕτως ἐκάλουν, RVM βδελυρόν, ὡς
ἐν τῷ κατὰ Τιμάρχου Αἰσχίνης, VM καὶ τὸν μίσους ἄξιον – καὶ τὸ μισεῖν
βδελύττεσθαι – καὶ τὸν ἀνελεύθερον. RVM
βδελυρός] μισητός. E
ψευδῶν συγκολλητής] ψευδολόγος. RV
συγκολλητής] ἐφευρετής. E
εὑρησιεπής] ἐπῶν ἐφευρετὴς ψευδῶν. E
περίτριμμα δικῶν] ἐντριβὴς EN τῶν κρίσεων. E
περίτριμμα] περίεργος, ὃν οὐκ ἔστι λαθεῖν. RVM
κύρβις:κύρβις ἡ σανὶς
ἔνθα ἦσαν οἱ νόμοι γεγραμμένοι. λέ-
γει οὖν· εἰ τά τε ἄλλα δόξαιμι τοῖς
πολλοῖς ἔμπειρος εἶναι καὶ τῶν νό-
μων καὶ τῶν λόγων, πᾶν ὁτιοῦν ὑπο-
μείναιμι παθεῖν ἡδέως παθεῖν παρ' ὑμῶν.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia recentiora


Eustathii, Thomae Magistri et Triclinii) “Prolegomena de comoedia.
Scholia in Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen:
Bouma, 1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Argumentum-dramatis
personae-scholion sch th-tr nub, verse 748, line 1

μένου μετὰ τοῦ ν ἐκφέρουσι, πολλάκις δὲ δίχα τοῦ ν· φωνήεντος δὲ


ἐπιφερο-
μένου μετὰ τοῦ ν, ἔστι δ' ὅτε καὶ δίχα τοῦ ν, τῇ ἰωνικῇ ἑπόμενοι
συνηθείᾳ.
τοιοῦτον δή τι τῇ τοῦ μέτρου ἀνάγκῃ καὶ ἐν τοῖς εἰς ν καὶ εἰς ϛ λήγουσιν
ἐπιρ-
ρήμασι ποιεῖν εἰώθασιν, οἷον τῷ “πρόσθεν”, “νέρθεν”, “ὑπένερθεν”· τῷ
“οὕτως”, “αὖθις”, “πολλάκις”, “εὐθύς”, “ταχύς”, “ἀτρέμας”, καὶ τοῖς
844

ὁμοίοις. τοῦτο δὲ οὕτως ἔχον εὑρήσεις ἀκριβῶς σκοπῶν.


Th2Tr1/2 ἀφεὶς] τοῦτο.
Th2Tr1/2 ἄπελθε] ἐπ' ἄλλο.
Th2Tr1/2 ⌈ζυγώθρησον Th2 [ζυγώθρισον Tr1 ζυγόθρισον Tr2]] σκόπησον
⌈· ἀπὸ μεταφορᾶς τοῦ ζυγοῦ. Tr2
Th2Tr1/2
τὸ τί] ἐφεῦρες.
Th 2Tr1/2
πριάμενος] μισθώσας.
Th 2Tr1/2
τοὺς Θετταλοὺς πάνυ δεινοὺς φαρμακουργοὺς λέγουσι. φασὶ γὰρ
περὶ τῆς Μηδείας, ὡς, ἡνίκα ἐκ Κόλχων ἔφευγε μετὰ τοῦ ⌈Ἰάσωνος,
[Ἰάσονος, Tr2,] ἐν Θετταλίᾳ τὸ αὐτῆς ⌈βαλάντιον Th2Tr1 [βαλλάντιον Tr
μεστὸν ὂν φαρμάκων λάθρᾳ πεσὸν ἀπώλεσε· καὶ διὰ τοῦτο
φαρμακουργός ἐστι Θετταλία.
Th2Tr1/2 καθέλοιμι] ⌈καταβιβάσαιμι Tr1/2 δι' αὐτῆς.
Th2Tr1/2 καθείρξαιμ'] κλείσαιμι.
Th2Tr1/2 ἐς λοφεῖον] ⌈εἰς Th2Tr1 ἀγγεῖον.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) (5014: 006)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Play sch recent nub, verse 101a, li2

εἶναι τοῦτον, ἐν τῷ λέγειν, ὅτι (3) ... ἂν οὖν ... (4) ψεῦδος περιφανῶς
τὸ εἰρημένον.
ἐνταῦθα ἡ κακοήθεια καὶ ὁ διαβολικὸς τρόπος ⌈τοῦ b Ἀριστοφάνους
⌈ἐμφαίνεται b κατὰ Σωκράτους ⌈δείκνυται l. ⌈οὔτε γὰρ Σωκράτης οὔτε
ἄλλος b
οὐδεὶς ⌈γὰρ l τῶν παλαιῶν ἐπὶ μισθῷ ἐδίδασκεν ⌈ἢ ἔγραφεν l. περὶ δὲ Σω-
κράτους φασίν, ὅτι σιτίων αὐτῷ καὶ ποτῶν φροντίζειν τοὺς μαθητὰς μὴ
ἐπιλείπειν παρακελεύεσθαι.
διδάσκουσ'] λέγουσι Lb, παιδεύουσιν ἢ ζητοῦσιν Chalc.
λέγοντα] δημηγοροῦντα CrCant.2, ῥητορεύοντα Cant.2b.
μεριμνοφροντισταὶ] ⌈οὕτως ἔλεγον [οὕτω] τοὺς φιλοσόφους ⌈ἐκά-
λουν Ho. Chis Ho (cf. sch.vet. 101), ἐφευρεταί εἰσι λεπτῶν νοημάτων
Cr, διδάσκαλοι Lv(m2), μελετηταί Cant.2, μερίμνων φροντίζοντες lChalc,
μεριμ-νοῦντες καὶ φροντίζοντες μεγάλα τινὰ εὑρίσκειν εἰσίν b, ὧν ὁ βίος
καὶ ἡ τριβὴ μέριμναικαλοῦνται καὶ φροντίδες (Cang).

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 112b, line 2

p. 343, 13 – 18 K.) Junt post ἱπποτρόφου in sch. Ald 109b.


845

ἴθ'] εἰπέ Cr, ἄγε Cant.2, ἐλθέ Cant.2b (cf. sch.vet 110a).
φίλτατ'] προσφιλέστατε Cant.2Ho, ἠγαπημένε lChalc.
διδάσκου] μάνθανε CrCant.2lChalcb.
σοι] παρέλκον ἀττικῶς Cr, ὥσπερ καὶ τὸ “ἐμοί,” καὶ τὸ “σοί”
ἀντὶ τοῦ ἕνεκα σοῦ Cr (cf. Tz1 111), χάριν σοῦ Cant.2PaA.
μαθήσομαι] διδαχθῶ Pa.
παρ' αὐτοῖς] ἐν τοῖς ἀνδράσι Cr, τοῖς διδασκάλοις Cant.2, τοῖς
σοφοῖς Chalc.
ψεύδεται ... ⌈κωμικὸς [Ἀριστοφάνης] λέγων παρὰ Σωκράτει εἶναι
τὸν ἄδικον λόγον. οὐ γὰρ Σωκράτης, ἀλλὰ Πρωταγόρας ὁ Αὐδηρίτης
⌈ἐφεῦρεν ἐπενόησεν] αὐτὸν καὶ ἐδίδασκεν ⌈ἐπὶ μισθῷ h.
τὸν κρείττον'] τὸν καλλίονα Lb, τὸν ἴσχυρον b.
ἐκ τοῦ εἰπεῖν “ὅστις ἐστί”δείκνυσιν, ὅτι οὐ ποιεῖται φροντίδα
τοῦ κρείττονος λόγου ἤγουν τοῦ δικαίου, ἀλλὰ τοῦ ἀδίκου.
τὸν ἕτερον] τὸν ἕνα CrCant.2lChalch.
τὸν ἥττονα] τὸν ἄδικον Cant.2lChalch, τὸν ψευδῆ Ho, λέγω A.
⌈τὸν ἕτερον τούτοιν τοῖν λόγοιν φασὶ Ba τὸν ἥττονα λέγοντα νικᾶν
τὸν κρείττονα ἤγουν τὸν δίκαιον b μεταχειριζόμενον τὰ ἀδικώτερα

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 205a alpha, line 1

θόντες ἐμερίσαντο ἀπὸ κλήρου τὴν


γῆν αὐτῶν, ἵνα μὴ οἱ μείζους καὶ
δυνατώτεροι τὴν καλλίονα καταλα-
βόντες καὶ πλείονα τοὺς λοιποὺς
ἐῶσιν ἔχειν τὴν χείρω καὶ ὀλιγω-
τέραν HoHarl.5(mrg.)
ἀστεῖον] πολιτικὸν ⌈ἢ Reg χαρίεν ChisReg (cf. Th2Tr1/2 204),
χάριεν Cant.2ChalcVaHarl.5 (cf. Tz1 204), ὠφέλιμον, θαυμάσιον Par,
ἀγα-
θόν Cr, ὡραῖον καὶ Lb καλόν lHarl.5, φρόνιμον Chalc, θαυμαστόν Ho,
θαυμαστικόν Ba(m4).
σόφισμα] φρόντισμα ChisPar, ἐπιτήδευμα RegParCr, ἐφεύρεμα
CrCant.2, νόημα Ba(m4), ἐπινόημα LbHo, διανόημα VaHarl.5, ἡ
ἐπιστήμη ἡ
ἐπινοηθεῖσα Chalc.
τὸ ... σόφισμα] φησὶ δὲ τὸ διάγραμμα Cr.
δημοτικὸν] κοινωνικόν Cant.2, ὠφέλιμον τῷ δήμῳ l, ὠφελοῦσα τὸν
δῆμον πάντα Chalc, ἀνῆκον τῷ δήμῳ Ba(m4) Ho, σύμφορον τοῦ δήμου
846

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 446b gamma, line 1

φιλοσόφους ὁ Ἀριστοφάνης λέγει, ὅτι δηλονότι τοιοῦτοί εἰσι καὶ αὐτοὶ


καὶ
τοιοῦτον μαθητὴν ἀποτελέσουσι τὸν Στρεψιάδην Cant.2 (mrg.).
βδελυρός] πόρνος (cf. sch.vet. 446a in.), μισητός Chis (= sch.vet.
446b), μυσαρός Reg, συχαντός Cant.2, μεμισημένος διὰ τὸ πείθειν Lb;
Vict Db in 445d).
ψευδῶν] ψευσμάτων HoHarl.5.
ψευδῶν συγκολλητής] ψεύστης Vat(m2) Par λόγων· ἤγουν πιθανολόγος
Par, πτωχὸς ἀναίσχυντος Cr, συμπλέκων τὰ ψεύδη l, συνάπτων καὶ
συγκολλῶν καὶ λέγων τὰ ψεύδη Chalc, καλῶς δυνάμενος συναρμόζειν
καὶ συμβιβάζειν τοὺς ψευδεῖς λόγους ἐν ταῖς ἀντιλογίαις HoHarl.5
(mrg.). συγκολλητής] συρραφεύς ChisReg, ἐφευρετής ChisLb (= sch.vet.
446d), συναρμοστής ParHoHarl.5, συνθετής Cant.2.
εὑρησιεπής] εὑρεσιλόγος Vat(m2) Cr M9 (cf. Tz1 447a), εὑρεσιολόγος
VaHoHarl.5, ἐφευρετὴς λόγων ChisRegA(m3) ψευδῶν ChisReg (cf.
sch.vet. 447a), πολύλογος (hoc accent.) Par, ἑτοιμολόγος Cant.2, λόγους
ἐφευρίσκων Lb εὑρίσκων Chalc καὶ ἀπολογίαν Chalc, καινοὺς λόγους
εὑρίσκων HoHarl.5 (Εὑρεσιεπής] lChalcHarl.5).
περίτριμμα] ἐντριβὴς ChisCrCant.2 (cf. sch.vet. 447b et Tz
439a, p. 489, l. 1; Tz1 447b), ἄκρον Cant.2, ἀφανισμός LbChalc,
ἀποκρυπτής Chalc. περίτριμμα δικῶν] κατατετριμμένος ἐν ταῖς δίκαις
lHarl.5

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 447a, line 2

446b), μυσαρός Reg, συχαντός Cant.2, μεμισημένος διὰ τὸ πείθειν Lb;


Vict Db in 445d).
ψευδῶν] ψευσμάτων HoHarl.5.
ψευδῶν συγκολλητής] ψεύστης Vat(m2) Par λόγων· ἤγουν πιθανολόγος
Par, πτωχὸς ἀναίσχυντος Cr, συμπλέκων τὰ ψεύδη l, συνάπτων καὶ
συγκολλῶν
καὶ λέγων τὰ ψεύδη Chalc, καλῶς δυνάμενος συναρμόζειν καὶ
συμβιβάζειν
τοὺς ψευδεῖς λόγους ἐν ταῖς ἀντιλογίαις HoHarl.5 (mrg.).
συγκολλητής] συρραφεύς ChisReg, ἐφευρετής ChisLb (= sch.vet.
446d), συναρμοστής ParHoHarl.5, συνθετής Cant.2.
εὑρησιεπής] εὑρεσιλόγος Vat(m2) Cr M9 (cf. Tz1 447a), εὑρεσιολόγος
VaHoHarl.5, ἐφευρετὴς λόγων ChisRegA(m3) ψευδῶν ChisReg (cf.
847

sch.vet.
447a), πολύλογος (hoc accent.) Par, ἑτοιμολόγος Cant.2, λόγους
ἐφευρίσκων
Lb εὑρίσκων Chalc καὶ ἀπολογίαν Chalc, καινοὺς λόγους εὑρίσκων
HoHarl.5
(Εὑρεσιεπής] lChalcHarl.5).
περίτριμμα] ἐντριβὴς ChisCrCant.2 (cf. sch.vet. 447b et Tz
439a, p. 489, l. 1; Tz1 447b), ἄκρον Cant.2, ἀφανισμός LbChalc,
ἀποκρυπτής Chalc. περίτριμμα δικῶν] κατατετριμμένος ἐν ταῖς δίκαις
lHarl.5 (cf. Th2Tr1/2 447). κύρβεις ἀρσενικῶς στῆλαί τινες, ἐν αἷς ἦσαν οἱ
νόμοι γεγραμμένοι. κύρβις] γνώστης νόμων Chis, μνήμων Cr,
μνημονικός Vt(m2), νόμι

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 896a, line 1

ἐν τοῖς (-σι) πολλοῖς (-σι)] ἐνώπιον RegCant.2 πολλῶν ChisReg


Cant.2 παρόντων ChisReg, ἀνθρώποις· ἢ ἐν τοῖς ἀνοήτοις Cr, ἔμπροσθεν
⌈τῶν Chalc πολλῶν ἀνθρώπων LbChalc.
εἰ γάρ τις ὁ λέγων παρόντων τινῶν καὶ ὑπό τινος νικηθῇ, μετριωτέραν
αἰσχύνην ὑποστήσεται ἢ πολλῶν παρόντων.
λέγων] ἀντιλέγων LbChalc.
ἥττων] ἄδικος Chis (= sch.vet. 893c), ἐλάττων CrlChalc.
νικῶ] νικήσω ChisReglChalch, ἥττων ὤν Cr.
κρείττω] καλλιώτερον Cr, καλλίονα l.
σοφὸν] ἐπιτήδειον Cr, λεπτόν, φρόνιμον Cant.2, συνετόν lh.
γνώμας] ἐνθυμήματα Chis, ἀφορμάς Cr, ἐφευρέσεις Cant.2, λόγους,
τρόπους Chalc (cf. sch.vet. 896).
καινὰς] καινότερα Chis (cf. 896a), ἀσυνήθεις Reg, νέας Cant.2
LbChalch.
ἐξευρίσκων] ἐπιτηδευόμενος Cr, ἐπινοῶν l.
διαβάλλει ἐνταῦθα τοὺς Ἀθηναίους, ὅτι ἦσαν ἀνόητοι καὶ ἄδικοι.
ταῦτα ... ἀνθεῖ] ναὶ ἐφευρίσκεις καινὰς γνώμας Cr.
ταῦτα] αἱ εὑρεσιλόγιαι Chis, τὰ κακά Ba(m2).
ἢ ταῦτα, ἃ λέγεις, ἤτοι τὸ δύνασθαι λέγειν γνώμας καινάς, ἀκμάζει
διὰ τὸ εἶναι ἀνοήτους τοὺς ἀκροωμένους καὶ μηδένα λόγον ποιεῖσθαι τοῦ
δικαίου, ἢ ⌈τὸ Va ταῦτα πραγματικῶς ἤγουν ἃς λέγεις ⌈εἶναι γνώμας
[γνώμας

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 1397d, line 1
848

ἀλλ'] καί Cr. οὐδ' ἐρεβίνθου] τοῦ αἰδοίου φεισαίμεθα ἄν Reg (cf. 1395aβ,
l. 5). ἀλλ' ... ἐρεβίνθου] τοῦ αἰδοίου αὐτῶν τὸ Lb ἐρεβίνθου b δέρμα
ἐάσομεν Lbh αὐτοῖς h, τῶν αἰδοίων τὸ δέρμα καταλείψομεν αὐτοῖς Va.
σὸν ἔργον] ἀποστροφὴ ⌈τὸ σχῆμα Chis πρὸς τὸν Reg (om. Chis)
Φειδιππίδην ChisReg (1397a Tr2 + Tr1), χρεία σή lChalch.
καινῶν ἐπῶν] τῶν παραδόξων τούτων Cr(κ. λόγων]), νέων λόγων
Cant.2lChalch (Ho om. λόγων).
κινητὰ] ζητητά ChislChalc (cf. Tz 1397a, l. 3).
μοχλευτά] ἐφευρετά Cant.2, ζητητά LbChalch, μοχλοί, κλεῖθρα·
μοχλεύειν, κινεῖν Vict (compositum ex Hesch. Μ 1767 et 1766).
πειθώ] δύναμιν ῥητορικὴν καταπείθειν Par, πιθανότητα Cr, δύναμιν
καταπειστικήν Cant.2l συστατικήν h, ῥητορικήν Ho.
ὅπως] ὥστε Chis, ἵνα RegCant.2, πῶς LbChalc, τίνι τρόπῳ Va.
δόξεις] ὑπολάβῃς Cr(-ξῃς]), φανήσῃ LbChalch(-ξῃς] Ho).
δεξιοῖς] ἐπιτηδείοις lh, μεγάλοις Lb.
ὁμιλεῖν] συγγίνεσθαι Cr, συνεῖναι Vah, γυμνάζεσθαι Va.
καθεστώτων] ὑπαρχόντων LbChalch, γεγραμμένων καὶ ὄντων Va.
ἱππικῇ] τῇ λατρείᾳ τῶν ἵππων Cant.2. τρί'] πολλά Cr.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) Play sch recent nub, verse 1402c, line 1

πειθώ] δύναμιν ῥητορικὴν καταπείθειν Par, πιθανότητα Cr, δύναμιν


καταπειστικήν Cant.2l συστατικήν h, ῥητορικήν Ho.
ὅπως] ὥστε Chis, ἵνα RegCant.2, πῶς LbChalc, τίνι τρόπῳ Va.
δόξεις] ὑπολάβῃς Cr(-ξῃς]), φανήσῃ LbChalch(-ξῃς] Ho).
δεξιοῖς] ἐπιτηδείοις lh, μεγάλοις Lb.
ὁμιλεῖν] συγγίνεσθαι Cr, συνεῖναι Vah, γυμνάζεσθαι Va.
καθεστώτων] ὑπαρχόντων LbChalch, γεγραμμένων καὶ ὄντων Va.
ἱππικῇ] τῇ λατρείᾳ τῶν ἵππων Cant.2.
τρί'] πολλά Cr.
ῥήμαθ'] λόγια Cr, λόγους lChalch.
οἱός τ' ἦν] δυνατὸς ὑπῆρχον l ἦν ἐφευρεῖν h.
ἐξαμαρτεῖν] βαρβαρίσαι ChisReg, σφαλῆναι Regl, ἐκπληρώσω τὸ
ἁμαρτεῖν ὃ μέλλω Cr.
οὑτοσὶ] ὁ ἐμὸς πατήρ LbChalc; οὑτοσὶ] b et αὐτός] Va ὁ πατήρ
μου; οὑτοσὶ] ὁ Στρεψιάδης Ho.
γνώμαις] βουλαῖς Chis, διακρίσεσι Par, νοήμασι Cant.2, θεωρίαις,
ζητήσεσι Lb, φροντίσι Chalc.
849

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in ranas (5014: 012)


“Scholia Graeca in Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1877,
Repr. 1969.Argumentum-scholion sch ran, verse 1451, line 3

τοῦτο δὲ λέγει, διότι τοὺς καλοὺς καὶ λυσιτελοῦντας


ἄνδρας τῇ πόλει ἀφέντες, ὡς καὶ ὄπισθεν ἐν τῇ παρα-
βάσει ἔφη, μοχθηροῖς καὶ φαύλοις ἐχρῶντο πρὸς τὰ
κοινά.⟧
ἀμαθέστερόν πως εἰπὲ: ⟦Ἀγροικότερον καὶ
παχύτερον.⟧ ἀπαιδευτότερον, ἢ κοινότερον. παρὰ τὴν
παροιμίαν σαφέστερόν μοι κἀμαθέστερον φράσον.
εὖ γ' ὦ Παλάμηδες: [Πρὸς τὸν Εὐριπίδην·
ὅτι εἰκὸς ἐκ Παλαμήδους πεπλάσθαι ταῦτα.] ⟦ἢ ἐπειδὴ
ὁ Παλαμήδης μηχανικὸς καὶ ἐφευρετὴς ἦν. εὗρε δὲ
καὶ οὗτος μηχανὴν σωτηρίας τῇ πόλει. διὰ τοῦτο Πα-
λαμήδην τοῦτον καλεῖ.⟧ (ταυτὶ πότερ' αὐτὸς: Συναθετεῖται τοῖς ἄνω
καὶ οὗτος. μένων γὰρ ἀκυροῖ τὴν ἐκείνων ἀθέτησιν, ἐν ᾗ φαίνεται τὰ μὲν
πρότερα Αἰσχύλος λέγων, τὰ δὲ ἑξῆς Εὐριπίδης.)

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in plutum (scholia vetera et fort.


recentiora sub auctore Moschopulo) (5014: 014)“Scholia Graeca in
Aristophanem”, Ed. Dübner, F.Paris: Didot, 1877, Repr. 1969.
Argumentum-scholion sch plut, verse 160, line 12

τέχναι δὲ πᾶσαι διὰ σὲ: Οἷον μηχαναὶ, πλοίων


κατασκευαί. – τέχναι λέγονται τὰ τῶν ἀνθρώπων σο-
φίσματα, οἷον χαλκευτικὴ καὶ τεκτονικὴ, χρυσοχοϊκὴ
καὶ ὅσαι ἄλλαι τοιαῦται. τέχνη λέγεται καὶ ἡ μηχανὴ,
καὶ ὁ δόλος, ἀφ' ἧς καὶ τεχνάζομαι ἀντὶ τοῦ δολιεύο-
μαι καὶ μηχανῶμαι. σοφίσματα δὲ λέγουσι. Θ. Junt.
τὰ διὰ λόγων μαθήματα. – τέχναι λέγονται τὰ τῶν
ἀνθρώπων ἐπιτηδεύματα, χαλκευτικὴ, χρυσοχοϊκὴ καὶ
ὅσα τὰ τοιαῦτα. τέχνη λέγ. καὶ ἡ μ. κ. ὁ δ. ἀφ' ἧς τε-
χνάζομαι λέγεται ἀντὶ τοῦ δολιεύομαι καὶ μηχ. σο-
φίσματα τὰ διὰ λόγων μαθήματα. σοφίσματα ἐφευρέ-
σεις τεχνῶν ἢ εἰδῶν μὴ προϋπαρχόντων. οὐ γὰρ πάντα
ἦν εὑρημένα. P. τέχναι: Ἐπιστῆμαι. σοφίσματα:
Ὑπὸ σοφίας μηχανήματα. P.
ἔσθ' εὑρημένα: Τὴν σύνταξιν πρὸς τὸ οὐδέτε-
ρον τελευταῖον ἀπέδωκε· λέγω δὴ, τὸ εὑρημένα πρὸς
850

τὸ σοφίσματα. – εἰσὶν ἐπινενοημένα. ἕνεκα τοῦ λαβεῖν


τι δηλονότι. P.

Σχόλια στον Αριστοτέλη. , Scholia in Aristotelis ethica Nicomachea


(scholia vetera et recentiora) (e cod. Paris. gr. 1854) (5015: 003)
“Anecdota Graeca e codd. manuscriptis bibliothecae regiae Parisiensis,
vol. 1”, Ed. Cramer, J.A.Oxford: Oxford University Press, 1839, Repr.
1967.Bekker page 1108A,4, line 1

σει καὶ προσθέσει γίνεται τὸ μέσον· οὕτω δὲ ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν
ἀρετῶν· ἐπὶ τὸ μέσον ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ, οὐκ ἐκ μίξεως ἀγαθοῦ
καὶ κακοῦ ἐστιν· ἀλλ' οὐδὲ ὁ ϛʹ ἀριθμὸς, ἐκ μίξεως τῶν ικαὶ τῶν
δύο γίνεται· ἀλλ' οὐδὲ ἐν τοῖς συνέχεσι σώμασι τὸ μέσον μίξει
τῶν ἄκρων ἐστὶ, ἀλλ' οὐδὲ τοῦ κύκλου τὸ κέντρον ἐκ μίξεως τῆς
περιφερείας ἐστίν. Τοῦτο λέγει, ὅτι ἡ σωφρο-σύνη οὐκ ἔστιν
ὑπερβάλλουσα καὶ ἐλλείπουσα· εἰ γὰρ δοθείη τοῦτο, ἔσται τὸ αὐτὸ ἀρετὴ
καὶ κακία· εἴγε ἡ μὲν ἀρετὴ μεσότης τίς ἐστιν· ἡ δὲ ὑπερβολὴ κακία.
Οὐχ ὅτι αὐτὸς ἐφεῦρε τὸ ὄνομα τῆς πραότητος τοῦτο λέγει· κεῖται γὰρ
καὶ παρὰ Πλάτωνι καὶ ἑτέροις παλαιοτέροις τὸ τῆς πραότητος, ἀλλ' ὅτι
ἐφ' ἑτέρων κείμενον, αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἔλαττον τοῦτο διαφέρον· κεῖται
γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ ἡσύχου· ὡσαύτως καὶ τὸ ὀργίλος ἐφ' ἑτέρων
λαμβανόμενον, αὐτὸς ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν τοῦτο μετήνεγκε, τὴν δὲ
ἀοργησίαν μόνην ἐκαινοτόμησε.

Σχόλια στον Αριστοτέλη. , Scholia in Aristotelis ethica Nicomachea


(scholia vetera et recentiora) (e cod. Paris. gr. 1854) Bekker page
1123A,22, line 3

Ἀρχιθεωρῶ] Ἀρχιθεωροὺς ἔλε-


γον τοὺς πεμπομένους δημοσία εἰς τὰς πανηγύρεις· ἢ εἰς θεοὺς
χρησομένους· ἄλλο γὰρ δαπάνημα τῷ γυμνασιαρχοῦντι, καὶ ἄλλο
τῷ τειχίζοντι τὴν πατρίδα.
Ὥσπερ εὐγενῆ τοῦτον κα-
λοῦμεν, τὸν ἀπὸ πατέρων εὖ γεγονότα· οὕτω καὶ τὸ μεγαλοπρεπὲς
ἔχειν δεῖ τὸν πράττοντα, πλούτῳ καὶ γένει τὸ μακάριον ἐπι-
φαίνοντα.
Τὸ “λαμπρύνεται παρὰ
“μέλος” παροιμία ἐστὶν ἐπὶ τῶν μὴ προσφόρως τί ποιούντων.
οἱ Μεγαρεῖς] οἱ Μεγαρεῖς ὡς τῆς κωμωδίας ἐφευρεταὶ δια-
βάλλονται, καὶ πορφυρίδι χρώμενοι ἐν τῇ παρόδῳ.
851

Οὐ πᾶς, φησὶν, ὁ μειζόνων ἢ


ἄξιός ἐστιν ἀξιῶν ἑαυτὸν, διὰ χαυνότητα τοῦτο ποιεῖ· χαῦνον
γὰρ φησὶ τὸν ἠλίθιον· ἀλλ' ἴσως καὶ δι' ἐπιβουλὴν, καὶ μνώμενός
τι μεῖζον, διὰ τοῦτο μειζόνων ἑαυτὸν ἀξιοῖ, ὑποκρινόμενος καὶ προς-
ποιούμενος διὰ πανουργίαν.

Scholia In Euclidem, Scholia in Euclidis elementa (scholia vetera et


recentiora) (5022: 001)“Euclidis opera omnia, vols. 5.1–5.2, 2nd edn.”,
Ed. Stamatis, E.S. (post J.L. Heiberg)Leipzig: Teubner, 1977.
B. apndx 2, scholion 13, line 3

πρὸς ἄλληλα ὦσιν, τὸ τριπλάσιον ἢ τὸ πολλαπλάσιον


νοοῦμεν κατὰ μόνην τὴν θέσιν. ὅτε δέ εἰσιν τὰ θεωρούμενα
ἄνισα, τότε οὐ μόνον κατὰ τὴν θέσιν, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν
ὑπεροχὴν τὸ διπλάσιον θεωρεῖται. τὰ αὐτὰ δέ φαμεν καὶ
ἐπὶ τῶν τριγώνων καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων· ὥστε κατὰ μὲν τὰ
πρότερον ῥηθέντα ἐπὶ τῶν ἴσων δύναται χωρὶς τοῦ ἄνισα τὸ
παρὸν θεώρημα κεῖσθαι, κατὰ δὲ τὸν βʹ λόγον δεῖ προς-
κεῖσθαι τὸ καὶ ἄνισα.
ὅλη ἡ βε ١٦. ὅλη ἡ ηλ ٨
Ἄφες ταῦτα· ὅρα τοὺς ἐν τῷ σχήματι κειμένους ἀριθ-
μοὺς ἐμοὶ πολλὰ καμόντι ἐφευρεθέντας.
Μετὰ τὸ εὑρεῖν τῶν Α καὶ Β καὶ Γ τριῶν ἀριθμῶν
τὸ μέγιστον κοινὸν μέτρον τὸ Δ δηλαδὴ καὶ ἀποδεῖξαι τοῦ-
το ἐξ εὐθείας καὶ διὰ ἀδύνατον λύει τὴν θέσιν ταύτην καὶ
ζητεῖ ἐκ περιουσίας εὑρεῖν καὶ τοῦ κοινοῦ καὶ μεγίστου
μέτρου αὐτοῦ τε καὶ ἐκείνων τῶν τριῶν ἕτερον κοινὸν καὶ
μέγιστον μέτρον διὰ τὸ πόρισμα τοῦ πρὸ αὐτοῦ προβλήμα-
τος καὶ εὑρίσκει τὸν Ε δι' ἀποδείξεως ὁμοίας τῷ ἀνωτέρω.
Ἐπεὶ γὰρ τετράγωνος ἀριθμός ἐστιν ὁ ὑπὸ δύο ἴσων
ἀριθμῶν περιεχόμενος, εἰπὲ οὕτως· δωδεκάκις δώδεκα,
καὶ γίνονται ρμδ.

Σχόλια στον Ευρυπίδη. Scholia in Euripidem (5023: 001)“Σχόλια στον


Ευρυπίδη. 2 vols.”, Ed. Schwartz, E.Berlin: Reimer, 1:1887; 2:1891,
Repr. 1966.Vita-argumentum-scholion sch Hipp, se. 887, line 8

στόματος ἐν πύλαις: ὁμοίως τῷ Ὁμηρικῷ· ‘ἕρκος ὀδόν-


των’: – NA ἀντὶ τοῦ· τὸν πατρῷον Δία ὑβρίσας: – AgB
ἀλλ' ὦ πάτερ Πόσειδον: ἱστορία. Μίνως ὁ βασιλεὺς
τῶν Κρητῶν ἔσχε γυναῖκα τὴν Πασιφάην, ἥτις ἠράσθη ταύρου καὶ μὴ
852

δυναμένη τὸν τοιοῦτον ἐκπληρῶσαι ἔρωτα προσῆλθε Δαιδάλῳ τῷ ἀγαλ-


ματουργῷ καὶ ἀπήγγειλε αὐτῷ τὸν ἐπὶ τῷ ταύρῳ [ταύτης] ἔρωτα. ὃς
δὴ Δαίδαλος θέλων ἐκπληρῶσαι τὴν ταύτης ἔφεσιν κατεσκεύασε ξύλινον
ταῦρον συνάψας αὐτῷ καὶ αἰδοῖον καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν δέρμα ταύρου
ἐν μιᾷ γοῦν τῶν ἡμερῶν κατερχόμενος ὁ ταῦρος ἀπὸ τῆς θήρας πρὸς
τὸ οἰκεῖον σπήλαιον ἐφεῦρε τὸν τοιοῦτον τεχνητὸν ταῦρον καὶ εἰς μῖξιν
ἄθεσμον ἐκινήθη. ἐξ ἧς δὴ μίξεως συνέλαβεν ἡ Πασιφάη τὸν λεγόμε-
νον Μινώταυρον. φοβηθεὶς δὲ ὁ Δαίδαλος μὴ τὸ πραχθὲν παρ' αὐτοῦ
ἐνωτίσηται ὁ Μίνως καὶ εἰς ὀργὴν αὐτῷ κινηθῇ, περιῆψεν ἑαυτῷ ἀλλὰ
δὴ καὶ τῷ υἱῷ αὑτοῦ Ἰκάρῳ πτερὰ κήρινα, καὶ ἀπήρχοντο. ὁ δὲ υἱὸς
αὐτοῦ Ἴκαρος, οἷα νέος νεωτερικόν τι φρονήσας, πρὸς τὰ μετεωρότερα
τοῦ ἀέρος ἐφέρετο, τῶν δὲ κηρίνων πτερῶν διαλυθέντων ταῖς ἡλιακαῖς
ἀκτῖσι πρὸς τὸ παρ' Ἀσίαν πέλαγος ἐξωλίσθησεν, ὃ δὴ καὶ μέχρι τοῦ νῦν
τὴν ἐπωνυμίαν αὐτοῦ κέκληται. ὁ δὲ Δαίδαλος οἷά τις ἐπιτήδειος πρὸς
τὰ χθαμαλώτερα μέρη φερόμενος εἰς Ἀθήνας κατήντησεν. ὃ δὴ μαθὼν
ὁ Μίνως εἰς Ἀθήνας πρέσβεις ἔστειλε τὸν τοιοῦτον ἀποκομίσοντας

Σχόλια στον Ευρυπίδη. Scholia in Euripidem Vita-argumentum-


scholion sch Alc, se. 728, line 1

τὸ ἑτέρους ὑπὲρ ἐμοῦ ἀποθανεῖν: – AgB


τοῦ Ἡλίου φησί: – AgBi
οὐκ ἀποθανοῦμαι ὑπὲρ σοῦ ἵνα σύ με νεκρὸν κομίζων γελά-
σῃς: – AgB
κακῶς ἀκούειν: κἂν κακῶς με εἴπῃς ἀποθανόντα, οὐ φρον-
τίζω ἀναίσθητος ὤν: – AB
τήνδ' ἐφεῦρες ἄφρονα: τὴν Ἄλκηστιν ἄφρονα εὗρες, διὰ
τὸ τεθνηκέναι: – A
γαμβροῖς: – AgBg
ἀντὶ τοῦ· ὑπὲρ τοῦ αἵματος: – Bi
ἔρροις νῦν αὐτός: φθείρου. εἶτα ἐξ ἑτέρας ἀρχῆς· καὶ
αὐτὸς καὶ ἡ ξυνοικοῦσά σοι γηράσκετε ἄπαιδες, ὡς ἐστὲ ἄξιοι, καὶ ταῦτα
ἐμοῦ ζῶντος. τινὲς δὲ ἔρρωνγράφουσι σὺν τῷ ν, ἵνα ᾖ μετοχὴ ἀντὶ
ῥήματος τοῦ ἔρρε: –

Anonymi In Hermogenem Rhet., Introductio in prolegomena


Hermogenis artis rhetoricae (fort. auctore Marcellino Gramm. et Rhet.)
(5024: 005)“Prolegomenon sylloge”, Ed. Rabe, H.Leipzig: Teubner,
1931; Rhetores Graeci 14.Vol. 14, page 262, line 11

Μάθωμεν δέ, τί ἐστι τέχνη καὶ τί ἴδιον αὐτῆς. ‘τέχνη


853

ἐστὶ σύστημα ἐκ καταλήψεων ἐμπειρίᾳ συγγεγυμνα-


σμένων πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ’, ἢ ὡς
ἄλλοι ἐξηγοῦνται ἄνευ τοῦ ‘ἐμπειρίᾳ’ ἐκτιθέμενοι τὸν
ὅρον. ἑκάστην δὲ λέξιν κειμένην ἐν τῷ ὅρῳ βασανίσω-
μεν. ‘σύστημα’ τουτέστιν ἄθροισμα· δεῖ γὰρ εἰδέναι,
ὅτι πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστιν ἡ τέχνη, ὥσπερ
καὶ ἡ ἰατρικὴ πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστι· τὸ
γὰρ ἄθροισμα τῶν θεωρημάτων αὐτῆς αὐτὴν τὴν τέχ-
νην συνίστησι· πολλὰ γὰρ θεωρήματα οἱ τῶν τεχνῶν
ἐφευρεταὶ συναγαγόντες ἑκάστῃ τέχνῃ ἁρμοδίως συνῆ-
ψαν. ‘ἐκ καταλήψεων’ τουτέστιν ἐξ ἐφευρέσεως· οὐ
γὰρ ἐκ φύσεώς εἰσιν αἱ τέχναι ἀλλ' ἐξ ἐφευρέσεως.
’ἐμπειρίᾳ’ τουτέστιν οὐχ ὡς ἔτυχε καὶ εἰκῇ τὰ θεωρή-
ματα ἐξέθεντο οἱ παλαιοί, ἀλλ' ἐμπειρίᾳ πρῶτον ἐδο-
κίμασαν τὴν τούτων ἀλήθειαν καὶ εἶθ' οὕτως ἐξέθεντο.
’συγγεγυμνασμένον’ τουτέστιν ὅτι οὐκ ἠρκέσθησαν τῇ
πείρᾳ μόνον οἱ θεωρημάτων διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ συν-
εγύμνασαν τὰ θεωρήματα, ποίαν οἰκειότητα καὶ σχέ-
σιν πρὸς ἄλληλα ἔχουσιν.

Anonymi In Hermogenem Rhet., Introductio in prolegomena


Hermogenis artis rhetoricae (fort. auctore Marcellino Gramm. et Rhet.)
Vol. 14, page 262, line 12

ἐστὶ σύστημα ἐκ καταλήψεων ἐμπειρίᾳ συγγεγυμνα-


σμένων πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν ἐν τῷ βίῳ’, ἢ ὡς
ἄλλοι ἐξηγοῦνται ἄνευ τοῦ ‘ἐμπειρίᾳ’ ἐκτιθέμενοι τὸν
ὅρον. ἑκάστην δὲ λέξιν κειμένην ἐν τῷ ὅρῳ βασανίσω-
μεν. ‘σύστημα’ τουτέστιν ἄθροισμα· δεῖ γὰρ εἰδέναι,
ὅτι πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστιν ἡ τέχνη, ὥσπερ
καὶ ἡ ἰατρικὴ πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστι· τὸ
γὰρ ἄθροισμα τῶν θεωρημάτων αὐτῆς αὐτὴν τὴν τέχ-
νην συνίστησι· πολλὰ γὰρ θεωρήματα οἱ τῶν τεχνῶν
ἐφευρεταὶ συναγαγόντες ἑκάστῃ τέχνῃ ἁρμοδίως συνῆ-
ψαν. ‘ἐκ καταλήψεων’ τουτέστιν ἐξ ἐφευρέσεως· οὐ
γὰρ ἐκ φύσεώς εἰσιν αἱ τέχναι ἀλλ' ἐξ ἐφευρέσεως.
’ἐμπειρίᾳ’ τουτέστιν οὐχ ὡς ἔτυχε καὶ εἰκῇ τὰ θεωρή-
ματα ἐξέθεντο οἱ παλαιοί, ἀλλ' ἐμπειρίᾳ πρῶτον ἐδο-
κίμασαν τὴν τούτων ἀλήθειαν καὶ εἶθ' οὕτως ἐξέθεντο.
’συγγεγυμνασμένον’ τουτέστιν ὅτι οὐκ ἠρκέσθησαν τῇ
πείρᾳ μόνον οἱ θεωρημάτων διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ συν-
854

εγύμνασαν τὰ θεωρήματα, ποίαν οἰκειότητα καὶ σχέ-


σιν πρὸς ἄλληλα ἔχουσιν.

Anonymi In Hermogenem Rhet., Introductio in prolegomena


Hermogenis artis rhetoricae (fort. auctore Marcellino Gramm. et Rhet.)
Vol. 14, page 262, line 13

ἄλλοι ἐξηγοῦνται ἄνευ τοῦ ‘ἐμπειρίᾳ’ ἐκτιθέμενοι τὸν


ὅρον. ἑκάστην δὲ λέξιν κειμένην ἐν τῷ ὅρῳ βασανίσω-
μεν. ‘σύστημα’ τουτέστιν ἄθροισμα· δεῖ γὰρ εἰδέναι,
ὅτι πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστιν ἡ τέχνη, ὥσπερ
καὶ ἡ ἰατρικὴ πολλῶν θεωρημάτων σύστημά ἐστι· τὸ
γὰρ ἄθροισμα τῶν θεωρημάτων αὐτῆς αὐτὴν τὴν τέχ-
νην συνίστησι· πολλὰ γὰρ θεωρήματα οἱ τῶν τεχνῶν
ἐφευρεταὶ συναγαγόντες ἑκάστῃ τέχνῃ ἁρμοδίως συνῆ-
ψαν. ‘ἐκ καταλήψεων’ τουτέστιν ἐξ ἐφευρέσεως· οὐ
γὰρ ἐκ φύσεώς εἰσιν αἱ τέχναι ἀλλ' ἐξ ἐφευρέσεως.
’ἐμπειρίᾳ’ τουτέστιν οὐχ ὡς ἔτυχε καὶ εἰκῇ τὰ θεωρή-
ματα ἐξέθεντο οἱ παλαιοί, ἀλλ' ἐμπειρίᾳ πρῶτον ἐδο-
κίμασαν τὴν τούτων ἀλήθειαν καὶ εἶθ' οὕτως ἐξέθεντο.
’συγγεγυμνασμένον’ τουτέστιν ὅτι οὐκ ἠρκέσθησαν τῇ
πείρᾳ μόνον οἱ θεωρημάτων διδάσκαλοι, ἀλλὰ καὶ συν-
εγύμνασαν τὰ θεωρήματα, ποίαν οἰκειότητα καὶ σχέ-
σιν πρὸς ἄλληλα ἔχουσιν. ‘πρός τι τέλος εὔχρηστον τῶν
ἐν τῷ βίῳ’· ἐντεῦθεν ὁ ὅρος διεχώρισε τὰς ἐπιστήμας
καὶ τὰς κακοτεχνίας καὶ ματαιοτεχνίας ἀπὸ τῶν τεχ-
νῶν.

Anonymi In Hermogenem Rhet., Introductio in prolegomena


Hermogenis artis rhetoricae (fort. auctore Marcellino Gramm. et Rhet.)
Vol. 14, page 271, line 25

ἐστιν, ἡνίκα παρεξέρχεται τοῦ πράγματος καὶ φέρε εἰ-


πεῖν διηγεῖται καὶ τὴν προτέραν τοῦ ἐναγομένου δια-
γωγήν, πειρώμενος δεῖξαι αὐτὸν καὶ πρὸ τούτου κάκι-
στον ὑπάρχοντα. ἐπίλογος δέ ἐστι τῶν καιρίων πρα-
γμάτων ἀνακεφαλαίωσις.
Πέντε δέ εἰσί τινα περιστατικὰ ἑκάστου πράγματος,
ταῦτα δὲ διὰ τῆς ἱστορίας καὶ ἐπὶ τῆς ῥητορικῆς ἐμά-
θομεν· πρόσωπον τὸν Κόρακα, τὸν ἐφευρόντα τὴν ῥη-
τορικήν· τόπον τὴν Σικελίαν· χρόνον, ὅτι μετὰ θάνατον
Γέλωνος καὶ Ἱέρωνος ἐφεῦρεν ὁ Κόραξ τὴν ῥητορικήν·
855

τρόπον τὰ μέρη τὰ πέντε τοῦ λόγου· αἰτίαν διὰ τὸ πεῖ-


σαι πάντας ὡς ἕνα ἄνθρωπον.
Οὗτος ὁ Κόραξ οὐ φθόνῳ κρατούμενος τὴν τῆς ῥη-
τορικῆς κηρύττει διδασκαλίαν, πάντας διδάσκειν ἐπαγ-
γελλόμενος ἐπὶ ὡρισμένῳ ποσῷ. Τισίας δέ τις ἀκού-
σας, ὅτι τὸ πείθειν ἐπαγγέλλεται διδάσκειν ἡ ῥητορι-
κή, προσέρχεται αὐτῷ ὡς μαθεῖν βουλόμενος τὴν τέχ-
νην καὶ δὴ πᾶσαν εἰς ἄκρον διδάσκεται. στερίσκειν δὲ
ἐπεχείρει τὸν Κόρακα τοῦ μισθοῦ· διὸ καὶ δικαστή-
ριον συνεκροτήθη. ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ φησὶν ὁ Τισίας

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


στάσεων (5024: 018)“Rhetores Graeci, vol. 7.1”, Ed. Walz, C.
Stuttgart: Cotta, 1834, Repr. 1968.Vol. 7, page 177, line 16

φεύγων ἀρνεῖται τὸ ἐπιφερόμενον· λέγομεν δὲ, ὅτι οὐχ


ὁμοίως ἡ ἄρνησις γίνεται· τριῶν γὰρ οὐσῶν τῶν ποιου-
σῶν τὰς στάσεις, ὑπάρξεως, ἰδιότητος, ποιότητος, ἐν
μὲν τῷ στοχασμῷ περὶ αὐτὴν τὴν ὕπαρξιν ἡ ἄρνησις γί-
νεται καὶ ὁ φεύγων παντελῶς ἀρνεῖται πεποιηκέναι· ἐν
δὲ τῷ ὅρῳ τὸ μὲν τοῦ πράγματος ὁμολογεῖ πεποιηκέναι,
τὸ δὲ οὐχ ὁμολογεῖ· καὶ γίνεται περὶ τῆς ἰδιότητος ἡ ζή-
τησις· ἐν δὲ ταῖς ἄλλαις ὁμολογεῖ μὲν πεποιηκέναι, τὰ
δὲ τῆς ποιότητος ἔξαρνος γίνεται· ὥστε ἡ τοῦ στοχα-
σμοῦ ζήτησις περὶ τὴν ὕπαρξιν γίνεται· καὶ ἐπειδὴ ἐν
τούτῳ παντελῶς ἀρνεῖται ὁ φεύγων πεποιηκέναι, ἐφεῦρεν
ἡ τέχνη ἐν ταῖς τοιαύταις ζητήσεσι σημεῖά τινα φανερά·
ἐξ ὧν δύναται γενέσθαι φανερὸν τὸ ἔγκλημα· εἰ γὰρ μὴ
ἔχομεν φανερὰ σημεῖα, δι' ὧν δείκνυται τὸ ἔγκλημα, μά-
την ἡμῖν ἡ ζήτησις γίνεται· δεῖ γὰρ, ὥς φησιν Ἰσοκρά-
της, τὰ ἀφανῆ ἐκ τῶν φανερῶν ταχίστην ἔχειν τὴν διά-
γνωσιν· φανερὰ δὲ λέγομεν τὰ σημεῖα, οὐχ ὡς τοῦ πρά-
γματος ὄντα δηλωτικὰ πάντως, ἀλλ' ὁμολογούμενα ὑπὸ
τοῦ κατηγόρου καὶ τοῦ φεύγοντος, καὶ δεῖ τὰ σημεῖα ταῦ-
τα ἀνεύθυνα εἶναι· οὕτω γὰρ καὶ ὁ φεύγων παῤῥησια-
ζόμενος ὁμολογήσει αὐτά· ὅθεν ἡμῖν ἡ τῆς κατηγορίας

Anonymi In Hermogenem Rhet., Commentarium in librum περὶ


στάσεων Vol. 7, page 238, line 15

ἐξουσίαν τῆς πράξεως, καθάπερ τὴν κατηγορίαν ἐκβάλ-


λουσα, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει, ὅτι ἡ μὲν παντελῶς
856

ἐκβάλλει τὸν ἀγῶνα, ἡ δὲ δεχομένη τὴν ἐξουσίαν τοῖς


περιστατικοῖς κέχρηται καὶ γνωρίζεται· ἡ μὲν ἀπὸ τοῦ
φεύγοντος, ἡ ἔγγραφος, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ διώκοντος, ἡ
ἄγραφος· γίνεται δὲ αὕτη σπανίως ἀπὸ τοῦ φεύγοντος.
ζʹ. Ἀπαγωγὴ, τουτέστιν ἐκβολὴ τῆς τοῦ πράγμα-
τος κρίσεως· εἰς ἀπολογίαν γὰρ ἑλκόμενος νόμον προ-
βάλλεται, καθ' ὅν φησι δεῖν μὴ ὑποκεῖσθαι κατηγορίᾳ,
ἀλλ' ἐπειδὴ ὕποπτοι ἐκ τούτου γινόμεθα πρὸς τοὺς δι-
καστὰς, ὡς οὐ τοῖς δικαίοις θαῤῥοῦντες, ἐφεῦρεν ἡ-
μῖν ἡ τέχνη τὴν εὐθυδικίαν· ἀλλ' οὐ πανταχοῦ ταύτῃ
χρηστέον, ἀλλ' ὅπου ὁ καιρὸς ἐπιτρέπει· εὐθυδικία δέ
ἐστι τὸ κατ' εὐθὺ τῆς δίκης ἰέναι, καὶ μὴ μόνον ἀπὸ
τοῦ νόμου προβάλλεσθαι ἄδειαν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν
πραγμάτων ἀπολογίαν ποιεῖσθαι· οἷον ἐφ' οὗ λέγει ὁ
τεχνικὸς ὑποδείγματος· ἑλκόμενος γὰρ εἰς ἀπολογίαν τοῦ
μὴ πεποιηκέναι τὸν φόνον προβάλλεται μὲν τὸν νόμον
τὸν μὴ ἐξεῖναι δὶς περὶ τῶν αὐτῶν διαγορεύοντα ἀγωνί-
ζεσθαι· προσθήσει δὲ καὶ τὴν εὐθυδικίαν λέγων οὕτως,
ὅτι εἰ καὶ μὴ νόμος ἐξαιρεῖταί με τοῦ κινδύνου,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse
1, line 73

Δωρίδα, Αἰολίδα, καὶ πολλὰ τῶν ὑπὸ τὰ τέσσαρα. Αἱ πέντε


δὲ εὗρον τὰς πέντε αἰσθήσεις, καὶ τὰ ὅμοια. Αἱ δέ γε ἑπ-
τὰ τὴν ἑπτάχορδον λύραν καὶ τὰς ἑπτὰ ζώνας, καὶ τοὺς ἑπτὰ
ἀστέρας, καὶ τὰ ἑπτὰ πρὸς τούτοις φωνήεντα, καὶ ἕτερα
τοιαῦτά τινα. Αἱ δ' ἐννέα εὗρον, Κλειὼ ἱστορίαν, Θάλεια
φυτουργίαν, Εὐτέρπη αὐλοὺς, Μελπομένη ᾠδὴν, Τερψι-
χόρη χορείαν, Ἐρατὼ γαμικὰ καὶ ὄρχησιν, Πολύμνια γεωρ-
γίαν, Οὐρανία ἀστρολογίαν, Καλλιόπη ποίησιν. Ὅθεν καὶ διὰ
τὰς τοιαύτας εὑρέσεις θεὰς αὐτὰς ἐμυθεύσαντο, καὶ Μούσας
ἀπὸ τῆς γνώσεως μούσης ἐκάλεσαν. Καὶ νῦν δὲ πᾶς ἀνὴρ καὶ
πᾶσα γυνὴ ζητητικοὶ τινῶν καὶ ἐφευρετικοὶ, μουσικοὶ καὶ
μοῦσαι λεχθήσονται· ὥσπερ καὶ πᾶς τέχνης μουσικῆς ἐπιμε-
λούμενος. Καὶ γὰρ τῷ φιλογεώργῳ ἐκείνῳ Διονύσῳ Ὀσί-
ριδι συνείποντο τὴν γεωργίαν διδάσκοντι αὐλητρίδες ἐννέα
μουσικὸν ᾄδουσαι, ἅσπερ Μούσας ἐκάλουν. Τινὲς δὲ ἕτε-
ροι ταύτας τὰς ἐννέα φασὶ πρώτας Μούσας γεγονέναι· Καλλι-
857

χόρην, Ἑλίκην, Εὐνίκην, Θελξινόην, Τερψιχόρην, Εὐτέρ-


πην, Εὐκελάδην, Δῖαν, Ἐνόπην· ἀγνοοῦντες, ὡς ἔοικεν,
ὅπερ νῦν μοι ἐῤῥέθη· ὅτι πᾶς ἀνὴρ ἐφευρετικὸς τέχνης τι-
νὸς, ὁμοίως δὲ καὶ πᾶσα γυνὴ, μουσικοὶ καὶ μοῦσαι καλοῦν-
ται. Ὅθεν οὐ μόναι, ἃς οὗτοι φασὶν,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 1, line 81

τὰς τοιαύτας εὑρέσεις θεὰς αὐτὰς ἐμυθεύσαντο, καὶ Μούσας


ἀπὸ τῆς γνώσεως μούσης ἐκάλεσαν. Καὶ νῦν δὲ πᾶς ἀνὴρ καὶ
πᾶσα γυνὴ ζητητικοὶ τινῶν καὶ ἐφευρετικοὶ, μουσικοὶ καὶ
μοῦσαι λεχθήσονται· ὥσπερ καὶ πᾶς τέχνης μουσικῆς ἐπιμε-
λούμενος. Καὶ γὰρ τῷ φιλογεώργῳ ἐκείνῳ Διονύσῳ Ὀσί-
ριδι συνείποντο τὴν γεωργίαν διδάσκοντι αὐλητρίδες ἐννέα
μουσικὸν ᾄδουσαι, ἅσπερ Μούσας ἐκάλουν. Τινὲς δὲ ἕτε-
ροι ταύτας τὰς ἐννέα φασὶ πρώτας Μούσας γεγονέναι· Καλλι-
χόρην, Ἑλίκην, Εὐνίκην, Θελξινόην, Τερψιχόρην, Εὐτέρ-
πην, Εὐκελάδην, Δῖαν, Ἐνόπην· ἀγνοοῦντες, ὡς ἔοικεν,
ὅπερ νῦν μοι ἐῤῥέθη· ὅτι πᾶς ἀνὴρ ἐφευρετικὸς τέχνης τι-
νὸς, ὁμοίως δὲ καὶ πᾶσα γυνὴ, μουσικοὶ καὶ μοῦσαι καλοῦν-
ται. Ὅθεν οὐ μόναι, ἃς οὗτοι φασὶν, ἀλλὰ καὶ μυρίαι ἕτεραι
εὑρεθήσονται. Καί τινες μὲν πάσας ἃς ἔφασαν Μούσας, παρ-
θένους εἶναί φασι· τινὲς δὲ τὰς λοιπὰς μόνας, χωρὶς τῶν παρ'
Ἡσιόδῳ ἐννέα. Τούτων γὰρ Κλειοῦς μὲν καὶ Μάγνητος, Ἰά-
λεμος καὶ Ὑμέναιος· Εὐτέρπης δὲ καὶ Στρυμόνος Ῥῆσος,
ἢ κατά τινας Τερψιχόρης· Ἀπόλλωνος δὲ τοῦ Κάρβαντος
καὶ Θαλείας Παλαίφατος· Οὐρανίας καὶ Ἀπόλλωνος, ἢ Πιέ-
ρου γηγενοῦς, Λῖνος· Μελπομένης δὲ, ἢ κατά τινας Τερψι-
χόρης καὶ Ἀχελώου, Σειρῆνες·

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 1, line 133

φελῶν τινῶν καὶ τεχνῶν. Αἱ δὲ παρ' Ἡσιόδῳ ἐννέα λεγόμε-


ναι οὔτε ἐννέα, οὔτε γυναῖκες φθαρταὶ, ἢ θεαί· ἀλλ' οὐδὲ
παῖδας τίκτειν ἠπίσταντο. Ἀλλὰ Μοῦσα μέν ἐστιν ἡ διὰ παι-
δεύσεως γνῶσις, οὐχ ἡ αὐτοφυὴς καὶ ἀδίδακτος φρόνησις.
Μοῦσα δὲ λέγεται, παρὰ τὸ ὑπὸ πάντων ἢ τῶν πλειόνων ζη-
858

τεῖσθαι, ἢ παρὰ τὸ περὶ πολλῶν ζητεῖν, καὶ πολυπραγμονεῖν.


Συλληπτικῶς δὲ καὶ πληθυντικῶς ἡ Μοῦσα, Μοῦσαι ἐκλήθη-
σαν· καὶ ἐννέα μὲν εἶναι μυθεύονται, ὡς τρὶς τρεῖς, ἤγουν
πολλάκις πολλαὶ, ὡς εἴρηται· ὁ γὰρ τρεῖς ἀριθμὸς, πλήθους
ἀρχή. Καὶ γὰρ ἡ καθόλου γνῶσις μονοειδής ἐστι, καὶ ἁπλῆ·
ἀλλ' οὖν ταῖς κατὰ μέρος ἐπιγνώσεσί τε καὶ ἐφευρέσεσιν εἰς
ἄπειρον παρεκτείνεται. Αἱ γὰρ ἐν ἀνθρώποις γνώσεις, ἀμυ-
δραί τε καὶ μερικώταται, καὶ οὐχ οἵα ἡ παρὰ τῷ θεῷ ἑνιαία τε
καὶ ὁλόκληρος. Γεννῶνται δὲ αἱ παρ' ἡμῖν αὗται γνώσεις αἱ
Μοῦσαι ἐν τῇ Πιερίᾳ, τῷ τοῦ Διὸς, ἤγουν τοῦ νοὸς οἰκητη-
ρίῳ, τῷ περὶ τὴν κεφαλὴν ἡμῶν τόπῳ· ἔνθα τὰ πίονα καὶ πι-
μελῆ, καὶ ἀγχινούστατα ῥέουσι, τοῦ Διὸς ἐννέα ἡμέρας μιγέν-
τος τῇ Μνημοσύνῃ· τουτέστι τοῦ νοὸς πολλάκις ἀναπολή-
σαντος, καὶ μνημονεύσαντος, ἃ ἀνέγνω. Γεννηθεῖσαι δ' αἱ
γνώσεις αὗται ἐν τῇ τοιαύτῃ Πιερίᾳ, οὐκ ἐν τῷ ὄρει, χορεύ-
ουσιν ἐν τῷ Ἑλικῶνι τὸν αὐτῶν πατέρα Δία ὑμνοῦσαι.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 1, line 156

νοῦν. Οὕτω τὸ τοῦ νοὸς οἰκητήριον ἐγὼ Πιερίαν καλῶ, τὰς


βίβλους δὲ Ἑλικῶνα, ἐν αἷς περιχορεύουσιν αἱ Μοῦσαι γνώ-
σεις καὶ τὰ συγγράμματα. Οὐ γὰρ Ἑλικῶνα ὄρη καλεῖν ἐνθάδε
γινώσκω. Καὶ σφαίρας ἐννέα, ἐν αἷς αἱ Μοῦσαι κατὰ τὸν
Πρόκλον βαδίζουσιν, οὐ δεδοικυῖαι τὸν ὄλισθον. Ἀλλ' ἐπεὶ
διεξήλθομεν περὶ Διὸς καὶ Μουσῶν καὶ Πιερίας καὶ Ἑλικῶνος,
εἴπωμεν καὶ πῶς Μουσῶν ἔφασαν παῖδας τοὺς, οὕσπερ εἰρή-
καμεν. Ἰάλεμον μὲν, καὶ Ὑμέναιον, Κλειοῦς Μούσης παῖδας φα-
σὶν, ἤγουν ἱστορικῆς γνώσεως, παρὰ τὸ κλείω, τὸ δοξάζω, λεγο-
μένης· ὅτι ὁ μὲν τὰς θρηνώδεις, ὁ δὲ τὰς ἐπιθαλαμίους
καὶ γαμικὰς ἐφεῦρεν ᾠδάς. Ῥῆσον δὲ τῆς Εὐτέρπης, ὅτι τῶν
πρὸς κόσμον καὶ ὡραιότητα σώματος καὶ στολισμῶν εὐπα-
ρύφων εὑρετὴς ἐγεγόνει· ὡς τὸ κόσμιον τούτου ἐν τοῖς πολέ-
μοις παρίστησιν Ὅμηρος, λέγων,
Ἅρμα δέ οἱ χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 42bis, line 63
859

φοντο δι' ὅλου ἐνιαυτοῦ. Τοιαύτῃ συζῶντες τῇ εἱμαρμένῃ,


βίον ἁπλοῦν καὶ ἀπέριττον καὶ φιλάλληλον εἶχον δίχα πυρὸς
ἐπιγνώσεως, οὐ βασιλεῖς, οὐκ ἄρχοντας, οὐ δεσπότας κεκτη-
μένοι, οὐ στρατείας, οὐ βίας, οὐχ ἁρπαγὰς, ἀλλὰ φιλαλληλίαν
μόνον καὶ τὸν ἐλεύθερον καὶ ἀπέριττον τοῦτον βίον ζῇν
εἰδότες. Ἐπεὶ δὲ προμηθέστεροι γεγονότες, καὶ προβουλευτι-
κώτεροι, τὸ πῦρ ἐφεῦρον, καὶ θερμοτέρων, ἤγουν πανουργο-
τέρων πραγμάτων ὠρέχθησαν, καὶ τὴν τοῦ ἀπερίττου καὶ ἐλευ-
θέρου βίου ἐκείνου μετέστρεψαν διαγωγὴν, καὶ εἱμαρμένην,
ὡς εἴποι τίς. Κἀκ τῆς χρήσεως τοῦ πυρὸς αἱ τέχναι προς-
εφευρέθησαν, δι' ὧν ὁ βίος κοσμεῖται, καὶ τὰ ἡδέα ἡμῖν καὶ
τερπνὰ καὶ ἁβρότατα γίνεται, δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλ-
γοντα, καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα, ὃ καλεῖ πλάσιν γυ-
ναικὸς ὁ ποιητής. Ἐπεὶ ταῦτα ποθήσαντες ἐξευρήκαμεν,
καθ' ἑαυτῶν ἐκτησάμεθα τὴν πανουργίαν ταύτην, καὶ τὴν προ-
μήθειαν, καὶ τῶν τεχνῶν ἁπασῶν τὴν ἐφεύρεσιν, καὶ τὴν
ἐκ τοῦ ἀπερίττου καὶ σκληροῦ βίου ἐκείνου ἐπὶ τὸ θηλυπρε-
πέστερον καὶ βλακωδέστερον μεταῤῥύθμησιν.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 42bis, line 68

κώτεροι, τὸ πῦρ ἐφεῦρον, καὶ θερμοτέρων, ἤγουν πανουργο-


τέρων πραγμάτων ὠρέχθησαν, καὶ τὴν τοῦ ἀπερίττου καὶ ἐλευ-
θέρου βίου ἐκείνου μετέστρεψαν διαγωγὴν, καὶ εἱμαρμένην,
ὡς εἴποι τίς. Κἀκ τῆς χρήσεως τοῦ πυρὸς αἱ τέχναι προς-
εφευρέθησαν, δι' ὧν ὁ βίος κοσμεῖται, καὶ τὰ ἡδέα ἡμῖν καὶ
τερπνὰ καὶ ἁβρότατα γίνεται, δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλ-
γοντα, καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα, ὃ καλεῖ πλάσιν γυ-
ναικὸς ὁ ποιητής. Ἐπεὶ ταῦτα ποθήσαντες ἐξευρήκαμεν,
καθ' ἑαυτῶν ἐκτησάμεθα τὴν πανουργίαν ταύτην, καὶ τὴν προ-
μήθειαν, καὶ τῶν τεχνῶν ἁπασῶν τὴν ἐφεύρεσιν, καὶ τὴν
ἐκ τοῦ ἀπερίττου καὶ σκληροῦ βίου ἐκείνου ἐπὶ τὸ θηλυπρε-
πέστερον καὶ βλακωδέστερον μεταῤῥύθμησιν. ἃ καὶ γυναῖκα
Πανδώραν, καὶ ἱστὸν πολυστήμονα, καὶ ἕτερα καλέσει τις μυ-
ρία. Οὕτω γοῦν ἐκ τῆς τοῦ πυρὸς κλοπῆς, ἤγουν τῆς ἐφευρέ-
σεως καὶ τῆς χρήσεως, ἐφεύρομεν νέον κακὸν ἐπίσπαστον,
τὴν τρυφερωτέραν ταύτην βιοτὴν, τὸ ἐπὶ στιβάδων καὶ ταπή-
των μαλακῶν καθεύδειν, ὅπερ ἀμφαγαπῶμεν. Κακὸν δὲ ἡμέ-
τερον, ὅτι ποθοῦντές τι τούτων τῶν λαμπρυνόντων τὸν βίον
860

προσεπικτήσασθαι, οὐδέποτε παυόμεθα καμάτου καὶ ὀϊζύος


αἰνῆς. Καὶ τὸ πρὶν ζῶντες ἐλεύθεροι καὶ ἀπέριττοι καὶ ἀθόρυβοι,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 42bis, line 73

εφευρέθησαν, δι' ὧν ὁ βίος κοσμεῖται, καὶ τὰ ἡδέα ἡμῖν καὶ


τερπνὰ καὶ ἁβρότατα γίνεται, δίκην γυναικὸς ἡμᾶς καταθέλ-
γοντα, καὶ τρυφερωτέρους ἀπεργαζόμενα, ὃ καλεῖ πλάσιν γυ-
ναικὸς ὁ ποιητής. Ἐπεὶ ταῦτα ποθήσαντες ἐξευρήκαμεν,
καθ' ἑαυτῶν ἐκτησάμεθα τὴν πανουργίαν ταύτην, καὶ τὴν προ-
μήθειαν, καὶ τῶν τεχνῶν ἁπασῶν τὴν ἐφεύρεσιν, καὶ τὴν
ἐκ τοῦ ἀπερίττου καὶ σκληροῦ βίου ἐκείνου ἐπὶ τὸ θηλυπρε-
πέστερον καὶ βλακωδέστερον μεταῤῥύθμησιν. ἃ καὶ γυναῖκα
Πανδώραν, καὶ ἱστὸν πολυστήμονα, καὶ ἕτερα καλέσει τις μυ-
ρία. Οὕτω γοῦν ἐκ τῆς τοῦ πυρὸς κλοπῆς, ἤγουν τῆς ἐφευρέ-
σεως καὶ τῆς χρήσεως, ἐφεύρομεν νέον κακὸν ἐπίσπαστον,
τὴν τρυφερωτέραν ταύτην βιοτὴν, τὸ ἐπὶ στιβάδων καὶ ταπή-
των μαλακῶν καθεύδειν, ὅπερ ἀμφαγαπῶμεν. Κακὸν δὲ ἡμέ-
τερον, ὅτι ποθοῦντές τι τούτων τῶν λαμπρυνόντων τὸν βίον
προσεπικτήσασθαι, οὐδέποτε παυόμεθα καμάτου καὶ ὀϊζύος
αἰνῆς. Καὶ τὸ πρὶν ζῶντες ἐλεύθεροι καὶ ἀπέριττοι καὶ ἀθόρυβοι,
νῦν δοῦλοι γεγόναμεν δύστηνοι, βασιλεῖς καὶ ἄρχοντας καὶ δεσπό-
τας ἡμῖν ἐπιστήσαντες καὶ τοῖς οἰκείοις πονήμασιν ὑπηρετοῦντες
αὐτοῖς τρόμῳ πολλῷ· ἐντεῦθεν ἀνδροκτασίαι τε μάχαι τε, ἀν-
δροφόνοι τε κυδοιμοί.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 47bis, line 30

ἦν τοῖς ἀνθρώποις· οἱ προμηθέστεροι δὲ τῶν ἀνθρώπων, χει-


μῶνος γεγονότος, καὶ κεραυνωθέντος δένδρου τινὸς, ὡς πλη-
σιάσαντες ἐκεῖσε τῆς θέρμης αἴσθησιν ἔσχον, μηχανῶνται φυ-
λάξαι τὸ πῦρ· καὶ δὴ σομφοῖς τισι ξύλοις, καὶ νάρθηξι, δυ-
ναμένοις τοῦτο φυλάξαι, κατέκρυψαν· καὶ οὐράνιον πῦρ
ὑπάρχον τὸ πρὶν οὕτω κατασχεθὲν, καὶ γεγονὸς ἐν χρήσει
πᾶσιν ἡμῖν ἐμυθεύθη κλαπῆναι, παρ' Εἱμαρμένης βουλὴν, ἀλ-
λὰ τῆς προτέρας. Πρότερον γὰρ ἡμῖν εἱμαρμένον εἶναί
φησι, ζῇν, ὡς πρὶν ἔφην, ἁπλῶς, καὶ δίχα πυρὸς ἐπιγνώ-
σεως καὶ τεχνῶν· ἑτέρα δὲ εἱμαρμένη, ἤτοι σύμβαμα ἕτερον,
861

ἐκ προβουλῆς ἡμετέρας ἐφεῦρε τὸ πῦρ καὶ τὰς τέχνας, ἃς γυ-


ναῖκα Πανδῶραν καλεῖ. Ἡ δὲ παρ' ἑτέρων τινῶν ἀλληγο-
ρουμένη ἐνταῦθα ψυχικῶς ἀλληγορία, ὡς τὸ πῦρ ἡ νοερὰ ζωή
ἐστι, καὶ νάρθηξ τὸ σῶμα, περιττὴ, καὶ οὐδὲ μέχρι παντὸς
συνᾴδουσα διεξίκοιτο· νῦν δὲ ἡ ἀλληγορία ῥητορικὴ καὶ
πραγματική ἐστιν, ἡ περὶ τοῦ ἐν χρήσει πυρὸς λέγουσα καὶ τῆς
τούτου εὑρέσεως, ἧσπερ ἔφην, τῆς ἐκ προμηθείας ἡμῶν, καὶ
περὶ τῆς τοῦ βίου διακοσμήσεως τῆς ἐκ τῶν τεχνῶν ἁπασῶν,
ἅσπερ τὸ πῦρ συνεστήσατο· ἃς καὶ γυναῖκα Πανδῶραν καλεῖ,
καὶ Ἡφαίστῳ λέγει πλασθῆναι, Ἐν τῇ λεπτολογίᾳ δὲ τῶν ἐπῶν
σαφέστερον εἴποιμι,

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 56bis, line 30

ὁρμᾷν καὶ πέτεσθαι πανταχοῦ, καὶ πάντα ἀνερευνᾷν, καὶ ζη-


τεῖν περὶ πάντων. Ἔστι καὶ ἕτερος παῖς τῷ Ἰαπετῷ τούτῳ, ὁ
βραδύνους καὶ ὑστερόνους, ὁ Ἐπιμηθεὺς, ὁ μὴ τὸν ἄκρον
νοῦν καὶ τὴν φρόνησιν ἔχων, ὡς καὶ τὰ μέλλοντα συμβαίνειν
γινώσκειν, ἀλλ' ὁ μετὰ τὸ συμβῆναι εἰδώς. Τὸ δὲ ὡς ἀπὸ
τῆς Εἱμαρμένης λέγεσθαι ταῦτα, προσωποποιΐα ἐστὶν, ὡς
ἔφην. Εἰ δ' οὐκ ἦν ἠλληγορημένως τεθὲν, κατὰ ῥητορικὸν
σχῆμα τὸ καθ' ὑπόθεσιν λεγόμενον ὤφειλεν ἐξενεχθῆναι.
Κλοπὴν πυρὸς εἶπον, τὴν ἐκ κεραυνοβόλου δένδρου ἐκ προμη-
θείας τῶν τότε ἀνθρώπων ἐφεύρεσιν. Ἠπερόπευσις καὶ ἀπάτη
φρενῶν Εἱμαρμένης, τοῦ Διὸς λεγομένου νῦν, τὸ μετατραπῆ-
ναι ὑπὸ τῆς προβουλίας ταύτης ἐκείνην τὴν προτέραν τοῦ
βίου διαγωγὴν ὑπὸ τῆς εὑρέσεως τοῦ πυρὸς, ὃ καὶ τοῖς εὑ-
ροῦσι καὶ μεταγενεστέροις γέγονε βλάβη. Δόσις γυναικὸς, ἀντὶ
τῆς εὑρέσεως τοῦ πυρὸς παρὰ τῆς Εἱμαρμένης, ἤτοι τοῦ
συμβάματος, ἀλλὰ τοῦ δευτέρου, τὸ ἐκ τῶν τεχνῶν ἡμῖν
συμβὰν τοῦ βίου παντὸς ἐπικόσμημα, καὶ τὸ τρυφερὸν καὶ
ἁβρὸν, ὃ ἐπικτήσασθαι ἀγαπῶντες καὶ σπεύδοντες οὐ μικρῶς τα-
λαιπωρούμεθα, καὶ κακῶς πάσχομεν.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 60bis, line 9

δετέρων, εἰς ος, ὕδας, ὕδος, ὡς κῶας κῶος,


862

κώεσιν ἐν μαλακοῖσιν. PROCLUS.


ἩΦΑΙΣΤΟΝ Δ' ΕΚΕΛΕΥΣΕ. Τὸν δ' ἐξάκου-
στον Ἥφαιστον ἐκέλευσεν ὕδωρ καὶ γῆν μίξαι, καὶ ποιῆσαι
ἀνθρώπου φωνὴν καὶ δύναμιν, ἀντὶ τοῦ ἄνθρωπον γυναῖκα,
παρθένον καὶ ὁμοίαν θεοῖς. Ἀλλ' οὕτω μὲν τὸ μυθῶδες. Ἀλ-
ληγορητέον δὲ καὶ τοῦτο. Ἐκέλευσεν, ἤγουν ἐπένευσεν ἡ Εἱ-
μαρμένη, ἐκ τοῦ περικλυτοῦ καὶ ἐξακούστου καὶ παντέχνου
πυρὸς κατ' Αἰσχύλον, μιγῆναι γῆν καὶ ὕδωρ, οὐχὶ πηλὸν,
οὐχὶ γυναῖκα γενέσθαι, ἀλλὰ τὰς τέχνας, ἃς ἔφην, ὑφ' ὧν
τεχνῶν τῶν ἐξ ἐφευρέσεως τοῦ πυρὸς, ξύλα ἐκ γῆς τμηθήσε-
ται, καὶ γενήσεται πλοῖα, καὶ ἐμβληθήσεται τῇ θαλάσσῃ πρὸς
πλοῦν. Καὶ οὕτω τοῖς ἀνθρώποις γῆ καὶ ὕδωρ κοινώσεται,
καὶ ἐπὶ τῶν γεωδῶν δὲ τούτων πλοίων ὑπὸ τοῦ θαλαττίου φε-
ρόμενοι ὕδατος ἐμπορευόμενοι ἔσονται. TZETZES.
ἩΦΑΙΣΤΟΝ Δ' ΕΚΕΛΕΥΣΕΝ. Ἥφαιστος τὸ
διακονικὸν πῦρ, καὶ ὁ ταῖς διὰ τοῦ πυρὸς ἐνεργουμέναις τέ-
χναις ἐπιστατῶν θεός· ὃν Ὅμηρος μὲν Ἥρας καὶ Διὸς υἱὸν λέ-
γει· οὗτος δὲ μόνης τῆς Ἥρας·

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni
Prolegomenon-scholion sch, page-verse 92bis, line 6

ΝΟΣΦΙΝ ΑΤΕΡ. Χωρίς. Τοῦτο δὲ τὸ σχῆμα


ποιητικῶς μὲν ἐκ παραλλήλου καλεῖται, ῥητορικῶς δὲ περι-
γραφή. TZETZES.
ΝΟΥΣΩΝ Τ' ΑΡΓΑΛΕΩΝ. Ἀπὸ κοινοῦ τὸ, νό-
σφι τε ἀργαλέων νούσων ζώεσκον. TZETZES.
ΑΙΤ' ΑΝΔΡΑΣΙ. Αἵ τινες θάνατον ἐπήγαγον τοῖς
ἀνθρώποις. Ἀπορία. Πῶς δὲ τληπαθέστατον μᾶλλον καὶ
οἰκτρὸν βίον ζώντων ἐκείνων τῶν πρὶν, οὗτος φησὶ ζῇν ἐκεί-
νους χωρὶς πόνων καὶ νούσων; Λύσις. Τληπαθῶς μὲν καὶ
ἐπιπόνως ἔζων, καὶ νοσερῶς, ἀλλ' οὐκ ᾔδεισαν ὃ πάσχουσιν.
Ἀλλ' ἡ γυνὴ, ἤγουν τὸ μαλθακὸν τὸ ἐκ τῆς ἐφευρέσεως τῶν
τεχνῶν, καὶ αἱ τούτων ἁβρότητες, ἔδειξαν ἡμῖν τοιουτοτρόπως
τάς τε νόσους, καὶ τὰ σκληρά. Πρώην μὲν γὰρ οὔπω ἦν κλίνη
καὶ στρωμνὴ μαλακὴ, οὐδὲ τάπητες, οὐδὲ χλαῖναι τῶν παχειῶν
καὶ λασίων, οὐδὲ τοιοῦτον οὐδέν. Καὶ ἡ σκληρότης ἡ τότε,
καὶ τὸ ψυχρὸν κοινὸν ὂν τοῖς πᾶσι, καὶ μηδέποτε μετασχὸν
θέρμης, ἢ μαλακότητος, ὁμοίως καὶ τὰ λοιπὰ οὐκ ἐδό-
κουν ἀλγεινὰ καὶ ἐπίπονα· ἐπεὶ δὲ τὸ ἁβρὸν εὑρέθη ταῖς
τέχναις, καὶ στρωμναὶ μαλακαὶ καὶ χλαῖναι, καὶ τὰ λοιπὰ,
863

πεπτωκότες ἐπὶ στιβάδος, ἢ λασίαν ἐνδυσάμενοι χλαῖναν, ἢ


τραφέντες ἁβρῶς.

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in theogoniam (5025: 003)“Scholia vetera


in Hesiodi theogoniam”, Ed. di Gregorio, L.
Milan: Società Editrice Vita e Pensiero, 1975.Verse 565, line 3

οὔτε ἔπλεον ἂν οὔτε ἐγεώργουν, ἀλλ' εἰς δίκας ἕλκοντες ἀλλήλους


ἐν σφαγαῖς ἀνηλίσκοντο. ἐπειδὴ οὖν καὶ τὸν δόλον Προμηθέως
ἐνόησεν, ὃν ἐπὶ τοῦ βοὸς εἰργάσατο, ὀργισθεὶς οὐκ ἔδωκε τοῖς ἀνθρώ-
ποις τὸ πῦρ, ὥσπερ οὐδὲ τὸν εὐχερῆ βίον. T⟧
μελίῃσιν:ἀντὶ τοῦ μελιηγενὴς ἢ ἀπό τινος Με-
λίας οὕτω καλουμένης νύμφης. ἄλλως. R2W ἢ ὅτι ἐξ ἀρχῆς
ἐκ Μελιῶν νυμφῶν ἐγεννῶντο οἱ ἄνθρωποι ἢ ὅτι γεννώμε-
νοι ἐρρίπτοντο ὑπὸ ταῖς μελίαις, ἤτοι τοῖς δένδροις. R2WT
ἀλλά μιν ἐξηπάτησεν:ἐπειδὴ ἐξ ἐπιτεχνήσεως
προνοοῦμεν, τὸ δὲ πῦρ ἐκ τοῦ προνοητικοῦ, τούτου χάριν Προμηθεὺς τὸ
πῦρ ἔκλε-
ψε καὶ πανούργως ἐφεῦρε · διὸ καὶ ἐτιμωρήθη. ἐν κοίλῳ δὲ νάρθηκι,
ἐπειδὴ πυρὸς φυλακτικὸν ὁ νάρθηξ διὰ τὸ κοῦφον αὐτοῦ. ⟦ὅτι, φησίν, ὁ
Προμηθεὺς τῷ μὲν Διὶ τὰ ὀστᾶ ἐφήπλωσε μετὰ λίπους, ἑαυτῷ
δὲ τὰ πίονα καὶ σαρκωδέστερα ἔνειμε, τούτου χάριν ὁ Ζεὺς ὀρ-
γισθεὶς ἔκρυψε τὸ πῦρ, ἀλλὰ καὶ τοῦτο πάλιν ὁ Προμηθεὺς ὑφε-
λόμενος δέδωκε τοῖς ἀνθρώποις. τί δὴ βούλεται τὰ ὀστᾶ βοός;
τὸ τῆς ἀληθείας ἐπικάλυμμα ἐλάνθανε. Ζεὺς ἡ πρόνοια καὶ παρὰ
τῷ ποιητῇ καὶ πολλαχοῦ λαμβάνεται· καὶ νῦν οὑτωσὶ λαμβανό-
μενος χώραν ἂν ἔχοι. διττοῦ δὲ ὄντος τοῦ ἡμετέρου νοῦ, ἡ μὲν πρὸ
τῶν ἔργων βουλὴ καὶ τὸ προβουλευτικὸν καὶ ὥσπερ λεπτότερον
καὶ ἔνθεον λέγεται Προμηθεύς,

Σχόλια στον Ησίοδο. Glossae in theogoniam (5025: 004)


“Glossen und Scholien zur hesiodischen Theogonie”, Ed. Flach, H.
Leipzig: Teubner, 1876, Repr. 1970.Verse 512, line 1

σαν M2. αἰθαλόεντα. καυστικόν M2. πίσυνος. θαρρῶν V.


καλλίσφυρον. εὔμορφον B. ὁμόν. κοινὸν B ὅμοιον V ὅμοιον ἑαυτῷ M2.
λέχος. κοίτην B.
ὑπερκύδαντα. ἔνδοξον BM M2 ὑπερήφανον, ἀλα-
ζόνα V.
αἰολόμητιν. πολύκλοπον τὰς φρένας B πανοῦργον V
τὸν ποικιλόβουλον νοῦν M2.
864

ἀλφηστῇσιν. ἐφευρέταις τὰς τέχνας V φρονίμοις M2.


πλαστήν. πεπλασμένην BM ἣν ὁ νοῦς ἀνεπλάσετο M2.
ὑπέδεκτο. ὑπεδέξατο V ἐδέξατο M2.
εἰς Ἔρεβος. εἰς σκότος M2.
ἀτασθαλίης. μωρίας BM μ. ἀλαζονείας M2.
ἠνορέης. ἀλαζονείας BM ἀνδρείας M2.
ὑπερόπλου

Σχόλια στον Όμηρο, Οδύσσεια. (5026: 007)“Scholia Graeca in Homeri


Odysseam, 2 vols.”, Ed. Dindorf, W.
Oxford: Oxford University Press, 1855, Repr. 1962.B. 1, hypothesis-
verse 349, line 1

Ἀχαιῶν ὑποστροφῆς καὶ τῆς τοῦ Ὀδυσσέως πλάνης. Ἀρίσταρχος


μὲν ... H. καθ' Ἑλλάδα] Ἑλλάδα τὴν Θεσσαλίαν φησί. Ἑλλὰς γὰρ
πόλις Θεσσαλίας· “φεῦγον ἔπειτ' ἀπάνευθε δι' Ἑλλάδα” (Il. ι,
478.). E.M. φθονέεις] τινὲς φρονέεις γράφουσιν ἀντὶ τοῦ φρονεῖς, δι-
δάσκεις. M. λαμβάνεται ἐπὶ τοῦ κωλύειν καὶ μέμφεσθαι. γράφε-
ται δὲ καὶ φρονέεις ἀντὶ τοῦ συνετίζεις. E.
ἐρίηρον ἀοιδὸν] τὸν ἄγαν ἁρμόζοντα τὴν φωνὴν αὐτοῦ πρὸς τὸ
μέλος τῆς κιθάρας. E. ἀλφηστῇσιν] ἐπινοητικοῖς, ἐφευρετικοῖς, ἀπὸ τοῦ
ἀλφῶ, τὸ εὑρίσκω, ἀφ' οὗ καὶ τὸ ἄλφα. .E.
νεωτάτη ἀμφιπέληται] περί τινων λέγεται συντελεσθῆναι. V.
ἐπιτολμάτω] ὑπομενέτω. διὰ τῆς τόλμης ὑποφαίνει τὸ τοῦ
πάθους μέγεθος. E. οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς] ὡς πεπαιδευμένος ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς
ἤδη
καὶ συμβουλεύει τῇ μητρὶ, οὐκ ἐξαίρετον λέγων δυστυχεῖν τὸν πα-
τέρα. τοιαῦτα δέ φησιν εἰς ῥαθυμίαν τοὺς μνηστῆρας προκαλούμενος,
ὥστε μένειν ἀπαραφυλάκτως τὸν Ὀδυσσέα. E.Q.

Σχόλια στον Όμηρο, Οδύσσεια. B. 13, hypothesis-verse 261, line 1

τοὐναντίον τοῦ ἀληθοῦς, ὅ ἐστιν, ἐκ δευτέρου δὲ τὸν λόγον ἀνελά-


βετο. V.
χρήμασι σὺν τοίσδεσσι] προπαροξυτονητέον τὸ τοίσδεσσι. H.
φεύγω] Ἰδομενεὺς παῖς μὲν ἦν Δευκαλίωνος τοῦ Μίνωος,
Κρὴς δὲ τὸ γένος, ἄριστος τὰ πολέμια. παρ' ἑκάστοις γοῦν ἀρι-
στείαις σεμνὸς φαινόμενος, μέχρι τῶν νόστων ἄρραιστος διεφυ-
λάχθη. οὗτος δὲ, ὡς λέγεται, γενομένου τοῦ κατ' Εὔβοιαν χειμῶνος
ὑπὸ τῆς Ἀθηνᾶς, ὤκειλε μετὰ τοῦ Κάλχαντος καὶ Σθενέλου εἰς Κο-
λοφῶνα, καὶ ἐνταῦθα τὸν βίον κατέστρεψε. ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Λυ-
865

κόφρονι. V.
ἀνέρας ἀλφηστὰς] ἐφευρετάς· γίνεται δὲ ἐκ τοῦ ἀλφῶ τὸ
ψηλαφῶ, ἀφ' οὗ καὶ τὸ ἄλφα. B.
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος] καὶ τοῦτο ἵνα δοκῇ τιμω-
ρεῖσθαι τοὺς ἀποστερεῖν αὐτὸν ἐπιχειροῦντας, ὅς γε μήτε βασιλέως
παιδὸς ἐφείσατο. Q.
οὐχ ᾧ πατρὶ θεράπευον] ἐπεὶ οὐκ ἤμην θεράπων τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ Ὀρσιλόχου. οὕτως Ἀριστοφάνης, οὐχ, ᾧ πατρὶ, τῷ ἐκείνου·
ὡς τὸ “αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον ᾧ ἐνὶ οἴκῳ” (Il. ζ, 500.). Q.
χαριζόμενος θεράπευον] τὰ κεχαρισμένα ποιῶν ὑπηρέτουν. B.Q.
ἄλλων ἦρχον ἑταίρων] ἀντὶ τοῦ βασιλεύων τῷ Ἰδομενεῖ. H.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα] σκήπτεται τὸν Ἰδομενέως υἱὸν ἀνῃρη

Σχόλια στον Όμηρο, Ιλιάδα (= D scholia) (5026: 017)“Homeri Ilias, 2


vols.”, Ed. Heyne, C.G.Oxford: Oxford University Press, 1834.B. of Iliad
21, verse 79, line of scholion 4

Ἀντί τοι εἶμ' ἱκέταο.Ἀντὶ ἱκέτου σοι εἰμί. Αἰδοίοιο.Αἰδοῦς καὶ ἐντροπῆς
ἀξίου. Πασάμην.Ἐγευσάμην. Δημήτερος ἀκτήν.Τὸν ἄρτον,
περιφρα-στικῶς.
Ἐπέρασσας.Πωλήσας.
Ἑκατόμβοιον.Τιμὴν ἑκατὸν βοῶν
ἀξίαν. οἱ παλαιοὶ πρὶν ἐπινοηθῇ τὰ νο-
μίσματα, τὰς συναλλαγὰς ἐποιοῦντο διὰ
τῶν τετραπόδων, ὅθεν ὕστερον ἐφευρεθέντων τῶν νομισμάτων, βοῦν ἐπ'
αὐτῶν ἐξετύπουν, ἐνδεικνύμενοι τὸ ἀρχαῖον ἔθος,
καὶ παροιμία, Βοῦς ἐπὶ γλώσσης, ὅ ἐστι
νόμισμα. ἁρμόζει δὲ ἡ παροιμία αὕτη
ἐπὶ τῶν ῥητόρων τῶν λαμβανόντων νο-
μίσματα ὑπὲρ τοῦ μὴ κατασυνηγορῆσαί
τινι, ἀλλὰ σιωπῆσαι. Ἦλφον.Εὗρον.
Λύμην.Λυτρωσοίμην.

Σχόλια στον Λυκόφρονα. (scholia vetera et recentiora partim Isaac et


Joannis Tzetzae) “Lycophronis Alexandra, vol. 2”, Ed. Scheer, E.Berlin:
Weidmann, 1958.Scholion 553, line 8

ραὶ γὰρ πόλις Μεσήνης ἤτοι Ἀρκαδίας, ἡ δὲ Ἀρκαδία Λα-


866

κώνων T. ὁ μὲν κρανείᾳ· ὁ μὲνἼδας κρανείῳδόρατι τὸ


κοῖλονστέλεχος τῆς δρυὸς οὐτάσαςτῶν διπτύχωνἤτοι
τῶν Διοσκούρων – δίδυμοι γὰρ ἐγένοντο – ἕνα φθερεῖ
καὶ ἀνέλῃ. λέγει δὲ τὸν Κάστορα ὃν καὶ ὀνομάζει λέοντα
ταῦρον δὲ τὸν Λιγγέα διὰ τὸ ὀξυδερκές. φασὶ γὰρ ὅτι καὶ
τὰ ὑπὸ γῆν ἔβλεπε. τοῦτο δὲ περὶ τοῦ Αἰγύπτου παιδὸς
Λιγγέως ἔφασαν εἶναι ὅτι καὶ τὰ ὑπὸ γῆν ἔβλεπε, διὰ τὸ
ἐφευρεῖν πολλὰ τῶν μετάλλων. ἄλλως . Πολυδεύκης καὶ
Κάστωρ ἐκρύβησαν ἐν κοιλώματι δρυός.

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) (5032: 002)“Scholia et paraphrases in Nicandrum et
Oppianum in Scholia in Theocritum (ed. F. Dübner)”, Ed. Bussemaker,
U.C.Paris: Didot, 1849.Hypothesis-B. 1, scholion 78, line 3

ἐκβάλλουσι τὴν αι δίφθογγον οἱ Δωριεῖς διὰ τὴν ἀνάγ-


κην πάλιν τοῦ μέτρου· τὸ γὰρ τιθέμεναι τιθέμεν λέγουσι,
καὶ ἔμμεναι ἔμμεν, καὶ τὸ τυφθήμεναι τυφθῆμεν, καὶ
τἄλλα πάντα ὁμοίως, ἐπεὶ τὰ τέλη τῶν ἀπαρεμφάτων
δύο εἰσὶν, ἢ τὸ ν, ὡς ἐν τῷ τύπτειν, ἢ τὸ αι δίφθογγος,
ὡς ἐν τῷ τετυφέναι. αἰνῆσαί τε· συναινέσαι, καὶ ἐπαι-
νῆσαι, κατευνᾶσαι. ἰθύνειας· κατ' εὐθεῖαν ἄξον, κατ'
εὐκόλους ποιήσειας, κατ' ὀρθὸν ἑρμηνεύσαις.
Πότνα θεά· Καλλιόπη, μοῦσα, ὦ σεβασμία
μοῦσα. Τὰ ὀνόματα τῶν ἐννέα Μουσῶν καὶ ποίης τέχ-
νης ἑκάστη ἐπιστατεῖ καὶ τίς ὁ ταύτης ἐν βίῳ ἐφευρέτης;
Κλειὼ δ' ἱστορίας Ἡρόδοτος, Θάλεια κωμῳδίας Μέν-
ανδρος, Μελπομένη τραγῳδίας Εὐριπίδης, Εὐτέρπη
αὐλῶν Στησίχορος, Τερψιχόρη λύρας Πίνδαρος, Ἐρατὼ
κυμβάλων Ἑρμῆς, Καλλιόπη ποιήσεως Ὅμηρος,
Οὐρανία ἀστρονομίας Ἄρατος, Πολυυμνία γεωμετρίας
Εὐκλείδης. ποτνία· σεβασμία παρὰ τὸ πέτω πετνῶ
καὶ ποτνῶ· οἱ γὰρ σεβόμενοι προσπίπτουσιν οἷς σέβον-
ται, ὅθεν ποτνιᾶσθαι τὸ προσπίπτειν τοῖς ποσὶν, κυρίως
δὲ τὸ ποτνιᾶσθαι ἐπὶ γυναικῶν. πότνα θεά· γράφεται
Καλλιόπη. πατέρι· Ἀντωνίνῳ. καὶ υἱέϊ· τῷ Ἀντωνίνῳ,

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) Hypothesis-B. 1, scholion 354, line 7
867

ἀθρόον· ὅλον, ὁμοῦ.


Κῦμα· τὸ κῦμα ἔσωθεν τοῦ ὀστράκου δέχεται.
βαρυνόμενος· ὑπὸ τοῦ ῥεύματος δηλονότι. καθέλκεται·
κάτω ἔρχεται, σύρεται, ὅπως.
Ὦ πόποι· φεῦ· θαυμαστικὸν, ἀποστροφὴ μετ'
ἐκπλήξεως· φεῦ θεοί· ἔποποι γὰρ οἱ θεοὶ, καὶ κατ'
ἀφαίρεσιν τοῦ ε πόποι. Ὦ πόποι· φεῦ τοῦ θαύματος,
ὦ θεοὶ, ὦ ἄνδρες ....ὴ ἐκπληκτικόν. ὅς· τίς. Ὦ πόποι ὅς·
ὅστις πρῶτον τὰ ὀχήματα τῆς θαλάσσης εὗρε, τουτέστι
τὰ πλοῖα· ἢ τίς τῶν ἀθανάτων θεῶν ὑπενόησε τὴν
τέχνην; ἢ Ἀθηνᾶ, ὅτι λέγουσι ταύτην εἶναι ἐφευρέτριαν
τῶν τεχνῶν· οὐκ οἶδα· εἰ δέ τις ἄνθρωπος (διὰ τὸν
Φέρεκλον λέγει), ὄντως ἀπ' αὐτοῦ τοῦ ἰχθύος εἶδε τὴν
τέχνην, καθὼς καὶ οὗτός φησι, τοῦτον ἰδόντες οἱ ναυ-
πηγοὶ κατεσκεύασαν νῆας. πρώτιστος· πρῶτος. ὄχους·
ἢ πλοῖα, ἅρματα· ὀχήματα τῆς θαλάσσης τὰ πλοῖα,
τὰ δὲ τῆς γῆς ἅρματα οἱ ἵπποι· ἔστι δὲ τὸ νῆας ἐφερ-
μηνευτικόν· τὰ ἱστία πετάσας, καὶ ἁπλώσας ταῖς πνοαῖς
τοῦ ἀνέμου ἐκ τῶν σχοινίων, τὰ δ' αὐχένια καὶ τοὺς
οἴακας ὄπισθεν.

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) Hypothesis-B. 1, scholion 593, line 6

ὁ σκορπίος τίκτει. ὠδίνῃσι· γένναις.


Πέντε δὲ κυπρίνοισι· ὁ σκορπίος τέταρτον τίκτει,
κυπρῖνος πέμπτον, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα, ὀνίσκου δὲ
γένναν οὐδεὶς ἐνόησεν διὰ τὴν συνέχειαν καὶ ὑπερβο-
λήν. κυπρίνοισι· ἀπὸ τοῦ κύειν πέντε.
Οἴου· μόνου. οἶον· μόνον· γράφεται οἴου· μόνου.
Μόνον τὸν ὀνίσκον (cod. ου) οὐκ ἴσασι, ποσάκις (cod.
πολλὰ) γεννᾷ διὰ τὴν ὑπερβολήν· οὐδεὶς εὗρεν ὀνίσκου
γένος ποτέ. γένος· τὴν γέννησιν. φράσασθαι· νοῆσαι, διὰ
τὸ τίκτειν πολλὰ, διὰ τὴν ὑπερβολὴν, ὁρᾷν ποσάκις γεν-
νᾷ· οὐδεὶς γὰρ ἐφεῦρεν ὀνίσκου τοκετόν. ὀνίσκου· βασι-
λίσκου.
Ἀλλ' ἔτι· ἀλλ' ἀκμὴν, καὶ ἀκμήν. ἀΐδηλον· ἀφα-
νὲς, ἄγνωστον. τέτυκται· ἐστὶν, ὑπάρχει. οὐδεὶς δ' εὗρεν
ὀνίσκου γόνον ποτὲ διὰ τὴν ὑπερβολήν.
Εἰαρινοῖο· κατὰ, κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ ἐν τῷ
ἔαρι γενομένου. περιπλήθωσι·
868

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) Hypothesis-B. 2, scholion 28, line 6

ραζόμενον πρᾶγμα, καὶ τὸ ὑπὲρ αὐτοῦ διδόμενον.


Ἀγορὰ σημαίνει δ' ὁ τόπος, εἰς ὃν ἄγουσιν οἱ ἄνθρωποι,
ἀγορὰ τὸ ἀγοραζόμενον, ἀγορὰ τὸ διδόμενον, καὶ ἀγορὰ
ἡ δημηγορία. ἀλκήεντας· ἰσχυροὺς, δυνατούς. ἀέθλους·
λογικοὺς, ἀγῶνας.
Ὤπασεν· παρέσχεν. ῥαιστήριος· χαλκευτικὸς,
ἀπὸ τοῦ ῥαιστῆρος καὶ τῆς σφύρας, ὁ ἀπὸ τῶν σφυρῶν
τοῖς χαλκεῦσι γινόμενος· ῥαιστὴρ ἡ σφῦρα, ὅθεν καὶ
ἱδρὼς ῥαιστήριος ἀπὸ τῶν σφυρῶν γινόμενος. ῥαιστήριος·
ὁ ἐπὶ τῆς σφύρας, φθαρτικός. ἱδρώς· τουτέστιν ὁ χαλ-
κευτικὸς κόπος· λέγουσι γὰρ τὸν Ἥφαιστον ἐφευρεῖν
τὸ πῦρ καὶ τὰ τῆς τέχνης τῆς χαλκευτικῆς, ἀλλ' οὐχὶ,
ἀλλ' ἀληθῶς χαλκεὺς ἦν Ἥφαιστος, ὡς καὶ ἡ ἐτυμο-
λογία ἀπὸ τοῦ ἅπτω τὸ καίω (διὸ καὶ δασύνεται) καὶ
τοῦ αἴθω τὸ αὐτὸ, μετέπλασαν δὲ τοῦτον οἱ Ἕλληνες,
καὶ λέγουσι τὸν Ἥφαιστον θεόν.
Νοήματα· ἐφεύρεμα, ἢ τὴν ἁλιευτικὴν ἐπίνοιαν.
τέλος ἄγρης· ἢ τὴν ἁλιευτικήν.

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


ecentiora) Hypothesis-B. 2, scholion 29, line 1

τοῖς χαλκεῦσι γινόμενος· ῥαιστὴρ ἡ σφῦρα, ὅθεν καὶ


ἱδρὼς ῥαιστήριος ἀπὸ τῶν σφυρῶν γινόμενος. ῥαιστήριος·
ὁ ἐπὶ τῆς σφύρας, φθαρτικός. ἱδρώς· τουτέστιν ὁ χαλ-
κευτικὸς κόπος· λέγουσι γὰρ τὸν Ἥφαιστον ἐφευρεῖν
τὸ πῦρ καὶ τὰ τῆς τέχνης τῆς χαλκευτικῆς, ἀλλ' οὐχὶ,
ἀλλ' ἀληθῶς χαλκεὺς ἦν Ἥφαιστος, ὡς καὶ ἡ ἐτυμο-
λογία ἀπὸ τοῦ ἅπτω τὸ καίω (διὸ καὶ δασύνεται) καὶ
τοῦ αἴθω τὸ αὐτὸ, μετέπλασαν δὲ τοῦτον οἱ Ἕλληνες,
καὶ λέγουσι τὸν Ἥφαιστον θεόν.
Νοήματα· ἐφεύρεμα, ἢ τὴν ἁλιευτικὴν ἐπίνοιαν.
τέλος ἄγρης· ἢ τὴν ἁλιευτικήν.
Ὑγροπόρων· ἰχθύων. ὤπασε· ἀνθρώποις. τε-
κμήρασθαι· νοῆσαι, μαθεῖν, καταμαθεῖν.
Πρῶτα· κατὰ τὴν ἀρχὴν, ἐξ ἀρχῆς. μεσοῤῥα-
γέας· τὰς μέσον ἐῤῥηγμένας, διεῤῥηγμένους μέσον,
869

μέσον ῥαγέντας, τοὺς διεσχισμένους εἰς τὸ μέσον, τοὺς


διασχιζομένους. κενεῶνας· κοιλώματα, λαγόνας, κοιλό-
τητας, τὰ βάθη καὶ τὰς καταδύσεις τῆς γῆς ἀνεπλή-
ρωσαν, τὸ κῦτος τῆς θαλάσσης.

Σχόλια στον Οππιανό. Scholia et glossae in halieutica (scholia vetera et


recentiora) Hypothesis-B. 4, scholion 25, line 1

σπλάγχνοις βαλεῖν. Φοινίξαι· βαλεῖν, βάψαι. παράτροπον· παρηλ-


λαγμένον, ἐξηλλαγμένον· ὠχριῶσιν οἱ ἐρῶντες παρατρε-
πόμενοι. ἀμέρσαι· ποιῆσαι, ἀφανίσαι.
Κοιλῆναι· κοιλᾶναι. ἀεῖραι· παρατρέψαι.
Μαινομένην· ἐρῶσαν. ἐξεκύλισας· ἐξέφυγες.
Ἀντεβόλησας· ἐξ ἐναντίας ἦλθες, ἔπνευσας.
Ἐν μακάρεσσι· τῶν μακάρων. γενέθλῃ· γενεᾷ.
Ἀμειδέος· ἀγελάστου διὰ τὸ σκότος, σκοτεινοῦ.
πυρσῷ· πυρὶ, ὥσπερ ἐκ τοῦ.
Λαμπόμενος· λάμπων. ἐξεύραο· ἐφεῦρες. ἐζεύξαο· ἐτύπωσας.
Ἀρότροις· τῇ συνουσίᾳ. ἐπεθήκαο· ἔθηκας. τέ-
κμωρ· τέλος, ὑπονόημα.
Πτερύγεσσιν· ἐν. ἀειρόμενον· πετώμενον.
Πάφου· Κύπρου, πόλις τις τῆς Κύπρου, ἐξ οὗ καὶ
Παφία ἡ Ἀφροδίτη. μεδέουσα· βασιλεύουσα. πολυφρά-
δμων· πολύβουλος.
Εὐμενέοις· εὐμενὴς γένοιο. ἱκάνοις· καταλάβοις,
καταλαμβάνοις.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pythia v–vii (scholia vetera et


recentiora Thomae Magistri et Triclinii) (e cod. Flor.) (5034: 003)
“Scholia Thomano–Tricliniana in Pindari Pythia v–xii ex cod. Florentino
edita”, Ed. Mommsen, T.Frankfurt am Main: Mahlau & Waldschmidt,
1867; Programm Gymnasium Frankfurt.Ode P 12, scholion pr 8, line 18

γαντα πόλιν. φησὶ γάρ· ὦ φιλόκαλε καὶ καλλίστη τῶν ἀνθρωπίνων


πόλεων πόλις,
ἕδος καὶ ἔδαφος τῆς περσεφόνης· ἀπὸ μέρους δὲ τὴν ὅλην σικελίαν
δηλοῖ, ἣν ἐδωρή-
σατο τῇ περσεφόνῃ ὁ ζεύς· ἥτις ναίεις καὶ οἰκεῖς ἐπὶ τοῦ μηλοβότου
ἀκράγαντος, τοῦ
ὁμωνύμου ποταμοῦ, εἰς τὴν εὔδμητον καὶ εὐκατασκεύαστον κολώνην·
λέγεται γὰρ ἐφ'
870

ὑψηλοῦ κεῖσθαι· τὸ δὲ ναίειςἀντὶ τοῦ ναίῃ,ὡς ὅμηρος ναιετάουσι πόληες


ἀντὶ τοῦ ναιετάονται·καὶ ὦ ἄνα καὶ ἄνασσα τῶν ἀθανάτων, ἤτοι τῶν
θεῶν, καὶ
τῶν ἀνθρώπων, ἵλαος καὶ ἡμερωτάτη δέξαι σὺν εὐμενείᾳ, ἤγουν εὐμενῶς
ὑπόδεξαι,
τόδε τὸ στεφάνωμα τοῦ ἐνδόξου μίδα τὸ ἐκ πυθῶνος, ἤτοι τὸν ὕμνον
τόνδε τὸν ἐπὶ
τῇ νίκῃ τῶν πυθίων γινόμενον αὐτῷ· δέξαι δὲ τόνδε, ἤγουν τὸν μίδαν,
νικήσαντα
ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ, ἤτοι τῇ αὐλητικῇ, νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα· ἥντινα
τέχνην ἐφεῦρεν ἡ ἀθηνᾶ ποτε διαπλέξασα καὶ κατασκευάσασα τὸν
ὀλέθριον θρῆνον τῶν θρασειῶν γοργόνων, ἤτοι μιμησαμένη πῶς
ἐθρήνουν ἐκεῖναι. τοιοῦτο γάρ τι μυθεύεται περὶ
τούτου, ὅτι, ὅτε ὁ περσεὺς ἐκαρατόμησε τὴν μέδουσαν, αἱ δύο ἀδελφαὶ
ἐθρήνουν αὐ-τὴν καὶ ἐκ τῆς κεφαλῆς αὐτῶν καὶ τῶν ὄφεων τῶν περὶ
αὐτὴν συριγμός τις ἀνεδίδοτο. τούτου τοῦ συριγμοῦ ἀκούσασα ἡ ἀθηνᾶ
τοῦ ἐκ τῶν ὄφεων πρὸς μίμησιν τῶν θρήνων καὶ τοῦ γινομένου συριγμοῦ
ἐκ τῶν ὄφεων ἐπενόησε τὴν αὐλητικήν, ἣν καὶ ὠνόμασε
πολυκέφαλον νόμον διατοῦτο, ἐπεὶ ἐκ τῶν πολλῶν κεφαλῶν τῶν ὄφεων
εἷς τις ἀνε-δίδοτο συριγμός: εὐμενίᾳ.ἤγουν εὐμενῶς. ἰωνικὴ συστολή.
[gl.] Τότε, φησίν, ἄϊε καὶ ἤκουσεν ἡ ἀθηνᾶ τὸν θρῆνον τοῦτον
λειβόμενον καὶ ἀποστάζοντα σὺν δυσπενθεῖ καμάτῳ, ἤγουν μετὰ
δακρύων γινομένων δυσπενθῶς·

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia


(scholia recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani)
(collecta a Triclinio) (5034: 004)“Scholia recentia in Pindari epinicia,
vol. 1”, Ed. Abel, E.Berlin: Calvary, 1891.Ode-treatise O 9, scholion-se.
1, line 1

ληκτον· ἐμοὶ δὲ τοῦτο ἀσυνάρτητον δοκεῖ, ἐξ ἰαμβικῆς συζυ-


γίας. Τὸ ηʹ περιοδικόν, διπλοῦς τροχαῖος καὶ διπλοῦς ἴαμβος,
ἤτοι δίμετρον ἀκατάληκτον. ἔχει δὲ ἀντὶ τροχαίων σπονδείους·
διὸ καὶ ἐπιλαμβάνονται τούτου ὡς σπονδεῖον ἔχοντος ἐν περιττῇ
συλλαβῇ· ἀνοίκειον γὰρ τοῦτο τῷ τροχαϊκῷ μέτρῳ. Τὸ θʹ Ἰω-
νικὸν δίμετρον βραχυκατάληκτον, ἤτοι ἡμιόλιον. ἔχει δὲ τὸν αʹ
πόδα παίωνα βʹ ἀντὶ Ἰωνικοῦ. Τὸ ιʹ ἀντισπαστικὸν δίμετρον
ὑπερκατάληκτον ἐννεασύλλαβον, ὃ καλεῖται Σαπφικὸν, ἐκ τρο-
χαίων ἀρχόμενον. πλεονάζει δὲ τοῦ Γλυκωνείου μιᾷ συλλαβῇ.
Ἐπὶ τῷ τέλει τὰ συνήθη σημεῖα.
Pal. Οὗτος ὁ Ἀρχίλοχος πρὸ τῶν λυρικῶν ἦν, ὃς ἐφεῦρε
τὸν Τήνελλα ὕμνον ᾄδεσθαι τοῖς νικηταῖς. οὗτινος ᾀσθέντος
871

καὶ ἐπὶ τῷ παρόντι νικητῇ, βούλεται τοῦτον ἐγκωμιάσαι καὶ


αὐτὸς ὁ ποιητής. διὸ λέγει· ἀρκετὸν μὲν ἐγένετο τῷ Ἐφαρ-
μόστῳ ὁ ὕμνος τοῦ Ἀρχιλόχου ᾀσθεὶς εἰς αὐτὸν πρὸ τοῦ φθά-
σαι ἡμᾶς· ὅμως βούλομαι καὶ αὐτὸς ἐγκωμιάσαι αὐτόν.
Th. Ἀρχίλοχος ἦν λυρικὸς ποιητής, ἐποίησε δὲ πρὸς τὸν
Ἡρακλέα ὕμνον λέγοντα Καλλίνικε χαῖρε καὶ ἕτερ' ἄττα. ἐπειδὴ
δὲ ἡ τῆς μουσικῆς φωνὴ ἄναρθρός ἐστιν, ἐμηχανήσατο αὐτὸς
ἀπήχημά τι ταύτης ἔναρθρον ποιῆσαι, ὅπερ ἐστὶ τὸ Τήνελλα

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia (scholia


recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (col
Ode-treatise O 9, scholion-se. 120g, line 1

... τῆς ἑαυτοῦ, τῆς δαμασιμβρότου, ἤγουν τῆς τοὺς ἄνδρας


κτεινούσης. Th. Εἴην Εὑρεσιεπής]ἤγουν εἴθε τοιαύτας ἱστο-
ρίας εὑρίσκοιμι, ἵνα ἐποχούμενος τῷ παρὰ τῶν Μουσῶν δοθέν-
τι μοι δίφρῳ, λέγω δὴ τῇ ποιητικῇ, ἁρμοδίως τῇ παρούσῃ ὑπο-
θέσει ποιῶμαι τοὺς λόγους. τοῦτο δὲ λέγει, ἐπειδὴ καὶ ὁ
Πάτροκλος Ὀπούντιος ἦν ὥσπερ καὶ Ἐφάρμοστος. τοῦ δὲ
ἐναγεῖσθαιτὸ ἐν πρὸς τὸ δίφρῳσυναπτέον, οὕτως· ἐν τῷ
δίφρῳ τῶν Μουσῶν ἡγεῖσθαι καὶ προέρχεσθαι.
Pal. Ὡς πρὸς τοὺς παρεστῶτας λέγει.
ἐφευρετικὸς τοιούτων ἱστοριῶν. – ἐποχεῖσθαι,
προέρχεσθαι εἰς τὸν τοῦ Ἐφαρμόστου ἔπαινον.
ἁρ-μόδιος τῇ παρούσῃ ὑποθέσει, ἤγουν τῇ ποιήσει. – ἅρματι.
ἤγουν πρόθυμος εἴην εἰς τὸ ὑμνεῖν καὶ λόγων εὔπορος.
ἐν φιλίᾳ αὐτοῦ τῇ πρὸς Ἐφάρμοστον νίκῃ. καί. – ὑμνητής· –
συνίζησις. – ταῖς ἐν Ἰσθμοῖ δοθεί-σαις αὐτῷ.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pindarum (scholia vetera et


recentiora partim Thomae Magistri et Alexandri Phortii) (e cod. Patm.)
(5034: 005)
“Πινδάρου σχόλια Πατμιακά”, Ed. Semitelos, D.
Athens: Hermes, 1875.Ode P 10, scholion 74, line 12

ὄφεσιν ἐπεφρίκει ἡ τῆς Γοργοῦς κεφαλή. Ὅθεν καὶ ἐν Ὀλυμ-


πιονίκαις τὴν Γοργὼ ὀφιώδη φησὶν ὁ αὐτὸς (Εἶδος ΙΓʹ, στ. 89.)
διὰ τὴν εἰρημένην αἰτίαν. Παραγέγονεν οὖν κομίζων τὴν πεποι-
κιλμένην τῆς Γοργοῦς κεφαλὴν ταῖς ἐκ δρακόντων θριξί, τὴν γε-
νομένην αἰτίαν τοῖς νησιώταις καὶ τοῖς Σεριφίοις τοῦ ἀπολι-
θοῦσθαι· δείξαντος γὰρ αὐτοῖς τοῦ Περσέως τὸ Γοργόνειον κάρα,
872

ἐξ ἀνθρώπων λίθοι ἐγένοντο οἱ Σερίφιοι καὶ αὐτὸς ὁ Πολυδέ-


κτης. Ὅτι δὲ ὄφεις εἶχον αἱ Γοργόνες περὶ τὴν κεφαλήν, ὁ αὐ-
τὸς ἐν τῷ ΙΒʹ Εἴδει τῶν Πυθίων (στ. 12 – 7.) φησί:
. τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε , θρασειᾶν Γοργόνων
Οὔλιον θρῆνον διαπλέξαισ', Ἀθάνα.
Τὸν παρθενίοις ὑπό τ' ἀ- πλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς
Ἄϊε λειβόμενον Σχάσον] Στῆσον.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Ajacem (5037: 001)“Τὰ


ἀρχαῖα σχόλια εἰς Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους”, Ed. Christodoulos,
G.A.Athens: University of Athens Press, 1977.
Hypothesis-scholion 867, line 1

νον,κοινῶς, οἷον κάματον. LΛFOVGm καὶ ἄλλως·οἱ ἀπὸ τοῦ χοροῦ


προσίασιν, ὥσπερ ἐκ διαφό-ρων τόπων κατ' ἄλλην καὶ ἄλλην εἴσοδον,
ζητοῦντες τὸν Αἴαντα καὶ
ἡ Τέκμησσα ἐξ ἄλλων, ἥτις καὶ πρώτη ἐπιτυγχάνει τῷ πτώματι. ὁ δὲ
νοῦς· ὁ πόνος ἐπὶ πόνῳ πόνον φέρει. ὡς καὶ Ὅμηρος (Π 111)·
πάντῃ δὲ κακὸν κακῷ ἐστήρικτο.
καὶ ἐν Τραχινίαις(29 – 30)·
νὺξ γὰρ εἰσάγει
καὶ νὺξ ἀπωθεῖ διαδεδεγμένη πόνον. LΛVGMRm
πόνῳ:λείπει ἡ πρός. HGsl
πᾶ πᾶ / πᾶ γὰρ οὐκ ἔβαν ἐγώ:διὰ τὸ μὴ ἐφευρεῖν
αὐτόν. Hsl
κοὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος:
οὐδεὶς οἶδέ με τόπος συμμαθεῖν. οἷον, μεμαθηκότα τὸ γεγονὸς οὐδείς
με οἶδε τόπος, ἀλλὰ μάτην περιῆλθον. ἢ συμμαθεῖν,ἀντὶ τοῦ δι-
δάξαι καὶεἰς μάθησιν ἀγαγεῖν με τοῦ ζητουμένου. LΛFONVGMRm
με συμμαθεῖν:εἰς αἴσθησιν ἀγαγεῖν ἐμὲ τὸν Αἴαντα. FOsl
διδάξαι καὶ εἰς μάθησιν ἀγαγεῖν τοῦ ζητουμένου. ὥσπερ λέγει
ὁ Πλάτων (cf. Phaedr. 230d4)· οὐ θέλει τὰ φυτά με διδάσκειν. Hsl
ὥστε διδάξαι ποῦ ἐστιν ὁ Αἴας.

Scholia et glossae in Sophoclis Ajacem (glossae et scholia recentiora)


(5037: 002)“Τὰ ἀρχαῖα σχόλια εἰς Αἴαντα τοῦ Σοφοκλέους”, Ed.
Christodoulos, G.A.Athens: University of Athens Press, 1977.Scholion
873a, line 1

...αὐτόν. λύπην.
873

πᾶ πᾶ / πᾶ:ποῦ ποῦ ποῦ.


κοὐδεὶς ..... τόπος:τὸ σχῆμα γλυκύτατον.
δοῦπον:κτύπον.
ἡμῶν .... ὁμιλίαν:οἱ τὸν δοῦπον ποιοῦντες ἡμεῖς ἐσμεν οἱ ὑμῶν
συνναῦται. τὴν κοινὴν εὐτυχίαν ἀκούσας.
κοινόπλουν:λείπει ἀκούεις.
τί οὖν δή:ἐφεῦρες αὐτόν. τί οὖν πεποίηκας.
ἐστίβηται:ἀνερεύνηται. διώδευται, ἀνεψηλαφήθη.
στιβῶ. πλευρὸν ἕσπερον:μέρος τὸ πρὸς τὴν δύσιν δυτικόν.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclem (5037: 004)“Scholia in


Sophoclis tragoedias vetera”, Ed. Papageorgius, P.N.
Leipzig: Teubner, 1888.Play OC, verse 504, line 1

οὐ βαδιστέα μοι οὐδὲ πρακτέον ταῦτα· λείπομαι γὰρ


τῆς πράξεως ὑπὸ δύο κακῶν, τῷ τε μὴ δύνασθαι καὶ
τῷ μὴ ὁρᾶν.
σφῷν δ' ἡ 'τέραεἰρήκεσαν γὰρ ὅτι καὶ
ἄλλῳ ἐξῆν ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν καθαρμὸν ποιήσασθαι.
ἐκτείνουσαντεταμένως καὶ συντόνως δρῶσαν
καὶ διακονοῦσαν.
οὐδ' ὑφηγητοῦ δ' ἄνευἄνευ χειραγωγοῦ·
ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ ἕρπειν, οὐκ ἰσχύω βαδίζειν.
χρἤσται μ' ἐφευρεῖν χρείη ἔσται κατὰ συν-
αλοιφὴν χρἤσται. ἀντὶ τοῦ χρείη ἔσται, δηλοῦται δὲ
ταὐτὸν τῷ δεήσει· καὶ ἐν Τριπτολέμῳ
χρἤσται δέ σ' ἐνθένδ' αὖτις
τοῦτο βούλομαι μαθεῖνἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστὶν ἡδέως
ἂν εἰδείην.
τοὐκεῖθεν ἄλσουςτὸ ἐκεῖθεν τοῦ ἄλσους
τούτου· ἐὰν δέ τι τούτων ἀγνοῇς παρά τινος τῶν
ἐπιχωρίων τοῦτο μαθήσῃ· σπάνιν γάρ φησιν ἀντὶ τοῦ
εἴ τι τῆς εἰδήσεως ἀγνοεῖς περὶ τὸν τόπον.
τοῖς τεκοῦσι γάρὅταν τις ὑπὲρ γονέων

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Oedipum tyrannum


(scholia recentiora) (5037: 005)“Scholia Byzantina in Sophoclis Oedipum
tyrannum”, Ed. Longo, O.Padua: Antenore, 1971.
Source of scholion sch mos, scholion 1213-14, line 1
874

τανῦν] κατὰ τὰ παρόντα. ἀκούειν] εἰς τὸ ἀκούειν.


τίς] ἄλλος δηλονότι. ἀθλιώτερος] ἐλεεινότερος.
τίς] ἄλλος δηλονότι ἐστίν. τίς] ἄλλος. ἀγρί-
αις] ἀκατασχέτοις· ἀκαταπονήτοις. ἀλλαγᾷ] ἀμοιβῇ.
περιφραστικῶς ἀντὶ τοῦ ὦ ἔνδοξε Οἰδίπους.
λιμὴν] ὑποδοχή· ἡ Ἰοκάστη. αὐτὸς] ὁ αὐτός.
θαλαμηπόλῳ] νυμφίῳ. πεσεῖν] ὡς ἀναπαύσασθαι.
πῶς] κατὰ τίνα τρόπον. ἄλοκες] αὔλακες.
φέρειν] βαστάζειν· ὑπομένειν. τάλας] ἄθλιε.
μετὰ σιγῆς ἐδυνήθησαν μέχρι τοσούτου.
ἐφεῦρε ] ἀντὶ τοῦ εὗρε. δικάζει] καταδικάζει.
ἄγαμον] κακόγαμον. πάλαι] ἐκ μακροῦ.
τεκνοῦντα ὅθεν ἐτεκνώθης.
Λαΐειον τέκνον] τέκνον τοῦ Λαΐου. ἰδόμαν]
ἀντὶ τοῦ εἶδον.
περίαλλα] ἤγουν ὑπερβολικῶς. ἰαχέων] φωνῶν.
τὸ δὲ σύντομον καὶ οὐ σκολιὸν εἰς τὸ εἰπεῖν,
ἀναψυχὴν ἔσχον ἐκ σοῦ. ἀναπνέωτὸν ἀέρα, καὶ
ἀπὸ τούτου ἀνέπνευσαἀμεταβάτως, ὅταν ἐν βίᾳ
τινὶ ἦν, εἶτα ἀπηλλάγην αὐτῆς.

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Oedipum tyrannum (scholia


recentiora) Source of scholion sch plan, scholion 1213, line 1

ἄλοκες] αὔλακες, ἤγουν ἡ γυνὴ ἔνθα ἔσπειρεν ὁ πα-


τήρ σε dXs. ἐφεῦρε ] περισσή dp.
τεκνοῦντα] παιδοποιοῦντα Xr. σοὶ δηλονότι dp.
ὡς] λίαν dp. περίαλλα] περισσοτέρως τῶν ἄλ-
λων dp. ἰαχέων] θρηνῶν dpXr. βοῶν dp. θλίψεων Xr.
ὀρθὸν] ἀληθές p. οἷ'] ὁποῖα p. μεγάλα Xr. εἰσόψεσθε] περισσή d.
ἀρεῖσθε] ἄρετε Xr. ἔτι] ἀκμήν dp.
ἐντρέπεσθε] ἐπιστροφὴν ἔχετε dXs. φροντίζετε pXr.
γενικῇ d. νίψαι καθαρμῷ]

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Oedipum tyrannum (scholia


recentiora) Source of scholion sch thom, scholion 1213, line 1

ἀλλαγᾷ] μεταβολῇ.
875

ᾧ τινι Οἰδίποδι μέγας λιμὴν ὁ αὐτὸς καὶ εἷς,


ἤγουν ἡ Ἰοκάστη, ἤρκεσε κ. ἀρκετὸς ἐφάνη παιδὶ καὶ θα-
λαμηπόλῳ κ. νυμφίῳ πατρί, ὥστε πεσεῖν τοῦτον τὸν Οἰ-
δίποδα ἐν αὐτῷ τῷ λιμένι. τουτέστιν ἡ Ἰοκάστη καὶ
παῖδα τὸν Οἰδίποδα ἔσχε καὶ πατέρα τῶν αὐτῆς τέκνων.
θαλαμηπόλῳ] συζύγῳ.
αἱ – ἄλοκες] ἤγουν ἡ πατρῴα κοίτη. ἄλοκες]
αὔλακες. φέρειν] ὑπομένειν.
ἐς τοσόνδε] εἰς τοσοῦτον χρόνον.
ἐφεῦρε ] ἐδήλωσε.
δικάζει κ. κρίνει καὶ ἐκφαίνει ὁ χρόνος τὸν πάλαι
κακόγαμον γάμον, τεκνοῦντα κ. γεννῶντα καὶ τεκνούμενον
κ. γεννώμενον. τουτέστι τὸν ἀνόμως ὑπάρξαντα γάμον τοῦ
Λαΐου δείκνυσιν ὁ χρόνος, καὶ τεκνοῦντα κ. τεκνοποιοῦντα
διὰ τὴν Οἰδίποδος πρὸς Ἰοκάστην μίξιν, καὶ τεκνούμενον
κ. γεννώμενον διὰ τὸ ἐξ αὐτῆς τοῦτον γεννηθῆναι. ἢ τὸ
ἄγαμον γάμονδιὰ τὸν Οἰδίπουν νοητέον· δικάζει
ὁ χρόνος τὸν ἄγαμον κ. ἄνομον γάμον τοῦ Οἰδίποδος πρὸς
Ἰοκάστην, τεκνοῦντα

Σχόλια στον Σοφοκλή. Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum


(5037: 006)“Scholia in Sophoclis Oedipum Coloneum”, Ed. de Marco,
V.Rome: Bretschneider, 1952.Hypothesis-scholion 504, line 1

δράσαντι] ὡς καθαρθέντι. L ἄλλως δέ] μὴ καθαρθέντι. L


οὐχ ὁδωτά] οὐκ ἐν ὁδῷ, οὐδὲ ἀνυστά. οἷον, οὐ βαδιστέα μοι, οὐδὲ πρα-
κτέον ταῦτα· λείπομαι γὰρ τῆς πράξεως ὑπὸ δύο κακῶν, τοῦ τε μὴ δύνας-
θαι καὶ τοῦ μὴ ὁρᾶν. L
σφῷν δ' ἡ 'τερα: εἰρήκεσαν γὰρ ὅτι καὶ ἄλλῳ ἐξῆν ὑπὲρ αὐτοῦ τὸν κα-
θαρμὸν ποιήσασθαι. LR
ἐκτείνουσαν] τεταμένως καὶ συντόνως δρῶσαν καὶ διακονοῦσαν. L
οὐδ' ὑφηγητοῦ δ' ἄνευ] ἄνευ χειραγωγοῦ. ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ ἕρπειν· οὐκ
ἰσχύω βαδίζειν. LR
χρἤσται μ' ἐφευρεῖν : χρείη ἔσται καὶ κατὰ συναλοιφὴν χρἤσται. ἀντὶ
τοῦ χρείη ἔσται, δηλοῦται δὲ ταὐτὸν τῷ δεήσει· καὶ ἐν Τριπτολέμῳ [fr.
542 N.2 = 599 Pear.]
χρἤσται δέ σ' ἐνθένδ' αὖτις οἷ. LRM
τοῦτο βούλομαι μαθεῖν] ἔνθα τὸ ὕδωρ ἐστίν, ἡδέως ἂν εἰδείην. L
τοὐκεῖθεν ἄλσους: τὸ ἐκεῖθεν τοῦ ἄλσους τούτου· ἐὰν δέ τι τούτων
ἀγνοῇς,
876

παρά τινος τῶν ἐπιχωρίων τοῦτο μαθήσῃ. σπάνιν γάρ φησιν ἀντὶ τοῦ
εἴ τι τῆς εἰδήσεως ἀγνοεῖς περὶ τὸν τόπον.

Anonymi In Aphthonium Rhet., Incerti auctoris prolegomena in


progymnasmata (olim sub auctore Joanne Doxapatre) (5045: 002)
“Prolegomenon sylloge”, Ed. Rabe, H.Leipzig: Teubner, 1931; Rhetores
Graeci 14.Vol. 14, page 163, line 2

μὲν ἀπὸ μυθικῆς ἱστορίας κατασκευάζουσιν, οἳ δὲ ἀπὸ


τῆς μαρτυρίας τῶν ποιητῶν. καὶ οἱ μὲν ἀπὸ μυθικῆς
ἱστορίας κατασκευάζοντες οὕτω φασίν, ὅτι βουληθεὶς ὁ
δημιουργὸς ἐξ ἀρχῆς τὸν κόσμον παραγαγεῖν πάσαις ταῖς
ὑπ' αὐτὸν προσέταξε δυνάμεσιν, ὃ ἂν ἑκάστη κάλλιστον
ἔχῃ συμβαλλόμενον εἰς τὴν τοῦ κόσμου σύστασιν ἀγα-
γεῖν. Ἀθηνᾶ μὲν οὖν ἐκόμισε τὴν ὑφαντικήν, Ποσειδῶν
δὲ τὸ σκάφος ἐπενοήσατο πρὸς ἐμπορίαν τὸν ἄνθρωπον
προτρεπόμενος, καὶ Ἥφαιστος τὰς βαναύσους τέχνας
[καὶ] ὅσαι διὰ πυρός, καὶ ἄλλος τῶν θεῶν ἄλλο τι
προσεπενοήσατο. Ἑρμῆς δὲ τὴν ῥητορικὴν ἐφεῦρε , τῷ
καλλίστῳ τῶν ζῴων τὴν καλλίονα τῶν τεχνῶν χαριζόμε-
νος, καὶ ἵνα μὲν τὰ ἀγαθὰ ἐπαινῶσιν οἱ ἄνθρωποι,
ψέγωσι δὲ τὰ φαῦλα, τὸ πανηγυρικὸν ἐδωρήσατο, ἵνα δὲ
πάλιν τοῖς μὲν λυσιτελοῦσι καὶ ὠφελίμοις προσέχωσι, τῶν
δὲ βλαβερῶν ἀποτρέχωσι, τὸ συμβουλευτικὸν παραδέδωκε,
καὶ ἵνα πάλιν τὰς πρὸς ἀλλήλους φιλονεικίας διαλύων-
ται, τὸ δικανικὸν ἐτεχνήσατο. Ταῦτα μὲν Ἕλληνες φλη-
ναφοῦσιν, ἐκ μυθικῆς ἱστορίας τὴν ῥητορικὴν τῶν ὄν-
των ἀποδεικνύοντες· ἀπὸ δὲ τῆς τῶν ποιητῶν μαρτυρίας,
ὅτι παράγουσι τοὺς θεοὺς αὐτῶν ποτὲ μὲν μαχομένους,

Anthologia Graeca, Anthologia Graeca (7000: 001)


“Anthologia Graeca, 4 vols., 2nd edn.”, Ed. Beckby, H.
Munich: Heimeran, 1–2:1965; 3–4:1968.B. 7, epigram 363, line 4

ΑΔΗΛΟΝ

Τετμενάνης ὅδε τύμβος ἐυγλύπτοιο μετάλλου


ἥρωος μεγάλου νέκυος κατὰ σῶμα καλύπτει,
Ζηνοδότου· ψυχὴ δὲ κατ' οὐρανόν, ᾗχί περ Ὀρφεύς,
ᾗχι Πλάτων, ἱερὸν θεοδέγμονα θῶκον ἐφεῦρεν.
ἱππεὺς μὲν γὰρ ἔην βασιλήιος ἄλκιμος οὗτος,
877

κύδιμος, ἀρτιεπής, θεοείκελος· ἐν δ' ἄρα μύθοις


Σωκράτεος μίμημα παρ' Αὐσονίοισιν ἐτύχθη.
παισὶ δὲ καλλείψας πατρώιον αἴσιον ὄλβον,
ὠμογέρων τέθνηκε, λιπὼν ἀπερείσιον ἄλγος
εὐγενέεσσι φίλοισι καὶ ἄστεϊ καὶ πολιήταις.

Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata dedicatoria (7052:


001)“Epigrammatum anthologia Palatina cum Planudeis et appendice
nova, vol. 3”, Ed. Cougny, E.Paris: Didot, 1890.
Epigram 226, line 2

ΑΛΛΟ.

Σωτῆρ' ἀνθρώπων Ἀς[κληπιὸν ἰητῆρα,


ὃς] φρενὸς ἐξ ἰδίης γράμ[ματ' ἐφεῦρε σοφά,
Πλειστάρχου Δοκιμεὺς Ἀσκληπιάδης ἀνέ[θηκε
πατρὶ τέκος, Παιὰν ὡς ἐκέλευσεν ἄναξ.
Ἱλήκοις, ὦ Φοῖβε, σὺν υἱεῖ τῷδ' Ὑγίειαν,
δοίη θ' ὑμετέρην ὑμνολογοῦντι χάριν.

Anthologiae Graecae Appendix, Epigrammata demonstrativa (7052:


003)“Epigrammatum anthologia Palatina cum Planudeis et appendice
nova, vol. 3”, Ed. Cougny, E.Paris: Didot, 1890.Epigram 244, line 7

Σούδα λεξικόν. Suidae lexicon, 4 vols.”, Ed. Adler, A.


Leipzig: Teubner, 1.1:1928; 1.2:1931; 1.3:1933; 1.4:1935, Repr.
1.1:1971; 1.2:1967; 1.3:1967; 1.4:1971; Lexicographi Graeci 1.1–1.4.
Alphabetic letter gamma, entry 346, line 1

.
Γνωμοδοτῶ:γνώμην δίδωμι.
Γνωμοτυπικῶς:γνωμολογικῶς.
Γνώμων:τὸ ἐν τοῖς ἡλιοτροπίοις πηγνύμενον. ὅπερ ἐφεῦρεν
Ἀναξίμανδρος καὶ ἔστησεν ἐπὶ τῶν σκιοθήρων.
Γνώμοναἔλεγον τὸν βαλλόμενον ὀδόντα τῷ ὄνῳ, δι' οὗ τὰς
ἡλικίας ἐξήταζον. τὸν δὲ αὐτὸν καὶ κατηρτυκότα ἔλεγον.
Γνωρίζω·δοτικῇ. αἰτιατικῇ δέ· ἵνα μή τι ἄλλο, ἐξ ὧν εὐεργετῇ γνω-
ρίσῃς θεόν.
Γνωρίζω:γινώσκω, ἱστορῶ. εἰ γὰρ ἐγώ σοι νῦν αὐτὸν γνω-
ρίζω, πέπονθα τὸ τῆς παροιμίας, τὸ σὸν ὄναρ σοι διηγούμενος.
878

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter epsilon, entry 3679, line 5

Εὑρεσιέπεια:εὑρεσιλογία.
Εὑρεσιλόγος:φλύαρος, ἑτοιμολόγος. Πολύβιος· ἔχων δὲ
καὶ πλείω λέγειν ἀγωνιῶ, μὴ δόξω τισὶν ὑμῶν οὐκ ἀναγκαίως εὑρε-
σιλογεῖν.
Εὑρεσιεπής:καινολόγος.
Εὑρετής·ἦν δὲ καὶ εὑρετὴς ἑτοιμότατος ὧν τε αὐτὸς ἠπόρει
πρὸς ἑτέρους καὶ ὧν ἕτεροι πρὸς αὐτόν, οὐ πολυμαθείᾳ καὶ ἀλλοτρίων
δοξασμάτων ἱστορίᾳ καταχωννὺς μὲν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀποκρύπτων,
ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας. Εὑρέτιςδὲ θηλυκόν, διὰ τοῦ ι,
ἡ ἐφευρετική.
Εὐρεῖα·Ὅμηρος· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών. οὐ καθολικὸν
ἐπίθετον ἡ εὐρεῖα, ἀλλ' ἐν ἴσῳ τῷ εὐρεῖα γενομένη· οἷον εὐρύ μοι
χάσμα γένοιτο.
Εὐρείτης:ἐπίθετον. ὁ καλῶς ῥέων ποταμός.
Εὕρημα:ἐπίτευγμα, βούλευμα. δῆλον δέ, ὡς τῷ πολλὰ
πεπαιδευμένῳ καὶ πολλὰ εἰδέναι γλιχομένῳ, καὶ ταῦτα εὕρημά ἐστι.
τουτέστι βούλευμα, ἐπιτήδευμα. καὶ Εὑρήματαὁμοίως, ἐπιτεύγ-
ματα, βουλεύματα. Ξενοφῶν· ἐπεὶ εἶδον ὑμᾶς εἰς πολλὰ κἀμήχανα
ἐμπεπτωκότας,

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter epsilon, entry 3881, line 1

δύναται εἰς ἄλλο δικαστήριον γενέσθαι, τουτέστιν ἔκκλητος.


Ἐφέται:ἄνδρες ὑπὲρ νʹ ἔτη γεγονότες καὶ ἄριστα βεβιωκέναι
ὑπόληψιν ἔχοντες· οἳ καὶ τὰς φονικὰς δίκας ἔκρινον. ἐκαλεῖτο δ'
αὐτῶν τὰ δικαστήρια ἐφετῶν.
Ἐφέται:οἱ δικάζοντες τὰς ἐφ' αἵματος κρίσεις ἐπὶ Παλλαδίῳ
καὶ ἐπὶ Πρυτανίῳ καὶ ἐπὶ Δελφινίῳ καὶ ἐν Φρέατι ἐφέται καλοῦνται.
καὶ Ἐφέτης,ὁ δικαστής.
Ἐφετικός:ἐπιθυμητικός.
Ἐφετόν·εἶδον ἐγὼ δικαστὴν ἐφετόν, μετροῦντα τοῖς ἀγορεύουσι
τὸν χρόνον.
Ἐφευρετὰς κακῶν:τοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς ἕτερα
καινοτομοῦντας κακά.
Ἐφείλιξαν·σχοινίον τε ἐφείλιξαν μίλτῳ. ἀντὶ τοῦ ἔφυραν
καὶ περιείλιξαν.
Ἐφειμένον:συγκεχωρημένον. ὡς δὲ ἐφειμένον αὐτῷ παρα-
γίνεσθαι, ἐς ὄψιν ἐλθὼν εἶπεν.
Ἐφεῖναι:συγχωρῆσαι, κελεῦσαι. ἡ δὲ οὐκ ἐπείσθη, πρὶν ἢ
τοὺς προσήκοντας ἐφεῖναι λαβεῖν.
879

Ἐφείσθω τούτοις ἐξονυχίζειν:ἀντὶ τοῦ συγκεχωρήσθω


ἀκριβολογεῖσθαι.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter eta, entry 241, line 2

δὲ δικαστήριον ἦν Ἡλιαία, ἀπὸ τῆς συναγωγῆς τῶν ἀνθρώπων. ὁ δὲ


ἥλιος ἀπὸ τοῦ ἀλεαίνειν, ὅ ἐστι θερμαίνειν καὶ διαχεῖν. τινὲς δὲ ἀπὸ
τῆς γινομένης διαπνεύσεως ἐκ τοῦ στόματος πρὸς τοὺς δακτύλους, ὃ
λέγεται αὔειν καὶ ἄξειν κατὰ μίμησιν τῆς φωνῆς τῆς θάλψεως τοῦ
στόματος. Ἐμπεδοκλῆς· ἁλεῖσθαι μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει.
Ἡλιοστερὴς κυνῆ:σκιαστική, πλατύπιλος κυνῆ, καλύπτουσα
καὶ ἀφαιρουμένη τὴν ἡλίωσιν. Θεσσαλὶς δέ, διότι περισσοὶ ἦσαν οἱ
Θεσσαλικοὶ πῖλοι.
Ἡλιοτρόπιον:ὡρολογεῖον. ὅτι γνώμων ἐστὶ τὸ ἐν τοῖς ἡλιο-
τροπίοις πηγνύμενον, ὅπερ ἐφεῦρεν Ἀναξίμανδρος καὶ ἔστησεν ἐπὶ τῶν
σκιοθήρων.
Ἡλιούπολιςκαὶ Ἡλιουπολίτης.
Ἦλις, Ἤλιδος:ὄνομα πόλεως.
Ἠλιοῦ:τοῦ προφήτου. γενικῆ.
Ἠλισγήθην:ἐταράχθην.
Ἠλισγημένος:μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἠρτυμένος.
Ἥλισεν:ἅλατι ἤλειψεν. Ἥλισεδὲ συνήθροισεν.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter kappa, entry 2166, line 5

μαθεῖν καὶ δεομένων τὴν αἰτίαν τοῦ κότου, ὀψέ ποτε χρῆσαι.
Κοτυάειον:μητρόπολις.
Κοτύλαι:τὰ ἐν ποσὶ κοιλώματα.
Κοτύλαιον:ὄρος τὸ ἐν Εὐβοίᾳ· ἀπὸ Κοτύλου καλουμένου
τοῦ κατασχόντος αὐτό.
Κοτύλη:ὃ νῦν καλοῦσιν ἡμίξεστον. παρὰ τὸ ἐκεῖ κεῖσθαι
τὴν ὕλην. εἶδος ποτηρίου ὁμωνύμου τῷ ἀγγείῳ τῷ ὑγρῷ, ὡς
χοῖνιξ. καὶ εἶδος μέτρου. καὶ τὸ κοῖλον τοῦ ὀστέου, ἔνθα ἡ κεφαλὴ
τοῦ μηροῦ ἐνστρέφεται. καὶ ἐφ' ἧς τὰ φορτία βαστάζουσιν, ἣν
πρῶτος ἐφεῦρε Πρωταγόρας· φορμοφόρος γὰρ ἦν.
Κοτυληδόν:ἐν ταῖς κοτύλαις. καὶ Κοτυληδονόφιν.
Κοτυληδόνες:αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι.
Κοτυλήρυτον:πολύ, ὥστε κοτύλῃ ἀρύεσθαι, ὅ ἐστι κοίλῳ τινί.
Κοτύωρα:πόλις Ἑλληνίς, Σινωπέων ἄποικοι. καὶ οἱ πολῖ-
ται Κοτυωρικοί. ἡ νῦν παρὰ πολλοῖς Κύτωρα λεγομένη.
Κότυς:δαίμων, παρὰ Κορινθίοις τιμώμενος, ἔφορος τῶν
880

αἰσχρῶν. ὅθεν οἱ Κλεισθέναι καὶ Τίμαρχοι καὶ πάντες οἱ πρὸς


ἀργύριον τὴν ὥραν διατιθέμενοι καὶ οἱ μὴ πρὸς ἀργύριον δέ, ἀλλὰ
πρὸς ἄλλο τι, καὶ οἱ μὴ πρὸς μηδὲν ὁτιοῦν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἐξάγιστον
ἡδονήν. καθάπαξ οἱ θηλυδρίαι τριχῶν πλάσται πάντες εἰσίν.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter mu, entry 230, line 2

βασιλεύσαντος, σύντροφος δὲ Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως. ἔγραψε Μα-


κεδονικὰ ἐν βιβλίοις δέκα· ἤρξατο δὲ ἀπὸ τοῦ πρώτου βασιλεύσαντος
Μακεδόνων, καὶ μέχρι τῆς Ἀλεξάνδρου τοῦ Φιλίππου ἐπὶ τὴν Συρίαν
ἐφόδου, μετὰ τὴν Ἀλεξανδρείας κτίσιν· Ἀττικὰ ἐν βιβλίοις ιβʹ· καὶ
αὐτοῦ Ἀλεξάνδρου ἀγωγήν.
Μαρσύας,Κριτοφήμου, Φιλιππεύς, ἱστορικός, ὁ νεώτερος.
Μαρσύας,Μάρσου, Ταβηνός, ἱστορικός. ἔγραψεν Ἀρχαιολογίαν
ἐν βιβλίοις ιβʹ, Μυθικὰ ἐν βιβλίοις ζʹ, καὶ ἕτερά τινα περὶ τῆς ἰδίας
πατρίδος.
Μαρσύας·ἐν τοῖς χρόνοις τῶν Ἰουδαίων Κριτῶν καὶ Μαρσύας
ἐγένετο σοφός, ὅστις ἐφεῦρε διὰ μουσικῆς αὐλοὺς ἀπὸ καλάμων καὶ
χαλκοῦ· ὃς παραφρονήσας ἔρριψεν εἰς ποταμὸν ἑαυτὸν καὶ ἀπώλετο·
καὶ ὠνομάσθη ὁ ποταμὸς Μαρσύας· περὶ οὗ μῦθος φέρεται, ὅτι ἑαυτὸν
ἀποθεώσας ἀπώλετο. κατὰ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους ἐγένετο καὶ τὰ
κατὰ Ἰάσονα καὶ τοὺς Ἀργοναύτας, ὡς Ἀπολλώνιος ὁ Ῥόδιός φησι.
λέγεται μῦθος, ὅτι ἐξεδάρη ὑπὸ Ἀπόλλωνος. καὶ φέρεται λόγος
περὶ Ὁρμίσδου τοῦ Πέρσου, ὃς ηὐτομόλησε πρὸς Κωνσταντῖνον τὸν
μέγαν. ἐξελθὼν γὰρ ἐπὶ θήραν οὗτος καὶ εἰς τὰ βασίλεια ὑποστρα-
φείς, τῶν κεκλημένων ἐπὶ τὸ δεῖπνον οὐκ ἐξαναστάντων κατὰ τὸ κα-
θῆκον, ἠπείλησε τὸν Μαρσύου θάνατον αὐτοῖς ἐπιθήσειν. τοῦτο παρά
τινος ἀκηκοότος ἀναμαθόντες οἱ τῶν Περσῶν μετὰ θάνατον τοῦ

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter mu, entry 692, line 1

Μεταγένης,Ἀθηναῖος, Δύλου παῖς, κωμικός. τῶν δὲ αὐτοῦ


δραμάτων ἐστὶ ταῦτα· Αὖραι, Μαμμάκυθος, Θουριοπέρσαι, Φιλοθύτης,
Ὅμηρος ἢ Ἀσκηταί.
Μεταγειτνιών:δεύτερος μὴν παρ' Ἀθηναίοις. ἐν δὲ τούτῳ
Ἀπόλλωνι Μεταγειτνίῳ θύουσι.
Μεταδιδάξαι:τὸ τὴν προτέραν ἀφεῖναι βουλὴν καὶ ἐλθεῖν
ἐπ' ἄλλην. καὶ οὔτε μεταδιδάσκοντος ἐπείθοντο τοῦ ἡγεμόνος οὔτε
ὀλοφυρομένου καὶ ἱκετεύοντος ἔπασχόν τι πρὸς τὰς δεήσεις.
Μεταδίδωμι·δοτικῇ. γενικῇ δέ· ὑμεῖς δέ, ὦ Ἀθηναῖοι, πάσης τῆς πόλεως
881

μεταδόντες αὐτῷ.
Μεταδιῶξαι:ἐπιζητῆσαι, ἐφευρεῖν . μετὰ τῶν ἐπιτηδείων ὑπεξελ-
θόντα ἑτέρων μεταδιῶξαι χώραν.
Μεταδόρπια:ἐπίδειπνα.
Μετάδος ἐνδεεῖ ἄρτων.
Μετακαλοῦντες:ἀναπείθοντες. τοὺς μὲν ἀπειλῇ ἀναστέλλοντες,
τοὺς δὲ καὶ βίᾳ μετακαλοῦντες.
Μετακλείδης·ζήτει ἐν τῷ Ἀθηναίας.
Μετακόσμιον:τοῦ κόσμου κρείττονα.
Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter mu, entry 704, line 3

σιτίοις καὶ κατεστάλησαν. ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι στασιάζοντες μετε-


πέμψαντο ἐκ Λέσβου τὸν μουσικὸν Τέρπανδρον, ὃς ἥρμοσεν αὐτῶν τὰς
ψυχὰς καὶ τὴν στάσιν ἔπαυσεν. εἴποτε οὖν μετὰ ταῦτα μουσικοῦ τινος
ἤκουον οἱ Λακεδαιμόνιοι, ἔλεγον μετὰ Λέσβιον ᾠδόν.
Μεταλλεύει:μεταφέρει. καὶ ἀντὶ τοῦ ἐρευνᾷς, πολυπραγ-
μονεῖς. ἐν Ἐπιγράμμασι· τῶν τί μεταλλεύεις τοῦτον μυχόν, ὦ φιλό-
λιχνε;
Μεταλλεία:ἡ ἔρευνα τοῦ χρυσοῦ.
Μεταλλεῖς:οἱ τὰ μέταλλα ἐργαζόμενοι οὕτως ὀνομάζονται.
ὅτι Φαῦνος υἱὸς Πίκου τοῦ καὶ Διός, ὃν Ἑρμῆν ἐκάλεσαν εἰς ὄνομα τοῦ
πλανή-
του ἀστέρος, μέταλλα ἐφεῦρε χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ σιδήρου καὶ τὴν
τούτων
ἐργασίαν παρέδωκε τοῖς δυτικοῖς, ὡς καὶ πλουτοδότην αὐτὸν ὑπὸ τῶν

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter nu, entry 444, line 1

τῆς χώρας τῶν Σκυθῶν θαμὰ νιφετῷ παλυνομένης, καὶ ἀδύνατον ὂν


αὐτοῖς ἄνευ κρυμώδους καταστήματος βιοτεύειν. καὶ αὖθις· ἐς δέ σ',
ἄνασσα, τοίην χὠ νιφόεις κρυμὸς ὀπωροφορεῖ.
Νίφει:χιονίζει. καὶ ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα. καὶ Νιφό-
μενος,χιονιζόμενος.
Νιφοστιβεῖς:δίυγροι. καὶ γὰρ τὰ δεινὰ καὶ τὰ καρτερώτατα
τιμαῖς ὑπείκει. τοῦτο μὲν νιφοστιβεῖς χειμῶνες ἐκχωροῦσιν εὐκάρπῳ
θέρει.
Νίψα:πόλις Θρᾴκης, παρὰ Ἡροδότῳ.
Νόαι:πόλις Σικελίας, ἧς ὁ πολίτης Νοαῖος.
Νόημα:ἐφεύρεμα. τὸ μὲν νόημα τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ' ἐμόν.
οὕτω γὰρ οἱ δημαγωγοὶ ἀστεϊζόμενοι ἔλεγον τὰς ἑαυτῶν ἐπινοίας τῆς
θεοῦ. ὅτι ἡ μὲν θεὸς ὑπέβαλεν, ἥρπασα δὲ ἐγώ.
Νοήμονος.
Νοητά:τὰ μὴ αἰσθητά, τὰ μὴ ὁρατά.
882

Νοθεύει:ἀπατᾷ, ἀπαλλοτριοῖ. ζήτει μαρτυρίαν ἀκριβεστάτην τῆς


νοθεύσεως τῶν θείων γραφῶν ἐν τῇ τοῦ μακαρίτου Λογοθέτου
μεταφράσει τῇ
εἰς τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Λουκιανοῦ·

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter omicron, entry 671, line 1

Ὀρφώς:ὁ ἰχθύς. οἱ δὲ διὰ τοῦ ο μικροῦ.


Ὀρχάδες:νῆσοι περὶ τὸν Ὠκεανόν.
Ὄρχαμος:ἡγεμών.
Ὀρχάτοιςκαὶ Ὄρχοις:στίχοις ἀμπέλων, ἢ ἑτέρων φυτῶν.
παρὰ τὸ ἔρχεσθαι δι' αὐτῶν τὰς τάξεις τῶν φυτῶν.
Ὄρχεις:πληθυντικόν. καὶ Ὀρχείδιον,ὑποκοριστικόν.
Ὀρχηδόν:ὡς ἡβηδόν. Ἡρόδοτος.
Ὄρχησις·δύο ὀρχήσεις οἶδεν ὁ Ὅμηρος, τὴν τῶν κυβιστητήρων
καὶ τὴν διὰ τῆς σφαίρας. τὴν δὲ σφαιριστικὴν ἔπαιξεν Ἀριστόνικος ὁ
Καρύστιος, Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως σφαιριστής.
Ὄρχησις παντόμιμος·ταύτην ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ ἐφεῦρε ,
Πυλάδου καὶ Βακχυλίδου πρώτων αὐτὴν μετελθόντων. καὶ Ἀνα-
γαλλὶς ἡ Κερκυραία, γραμματική, τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν Ναυσικάᾳ
τῇ Ἀλκινόου θυγατρὶ ἀνατίθησιν.
Ὀρχήστρα:ἡ παλαίστρα. καὶ Ὀρχήστριον.καὶ Ὀρχηστής.
Ὀρχιπέδων·σὺ μὲν οὐχ ἑλκύσεις τῶν ὀρχιπέδων, οὐδὲ ἐγὼ τῶν τριχῶν.
Ὀρχομενός:ναὸς τῶν εἰδώλων.
Ὅσα:τὸ μόριον τοῦτο ἀόριστον ὂν ἄπειρον πλῆθος δηλοῖ ἀριθ-
μοῦ. ὅσα δὴ δέδηγμαι τὴν καρδίαν.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter omega, entry 182, line 66

καὶ Θεοδοτίωνος καὶ Συμμάχου τῶν Ἐβιωναίων (αἵρεσις δέ ἐστιν


αὐτῶν ψιλὸν τὸν Χριστὸν ἄνθρωπον δοξαζόντων)· οἵ τινες τὸ κατὰ
Ματθαῖον εὐαγγέλιον ὑπεμνημάτισαν, δι' οὗ καὶ τὸ ἴδιον δόγμα βε-
βαιῶσαι σπεύδουσιν. ὁμοίως δὲ πέμπτην καὶ ἕκτην καὶ ἑβδόμην ἔκδο-
σιν. ἐκ τῶν Εὐσεβίου τοῦ Παμφίλου ἱστοριῶν περὶ Ὠριγένους. τος-
αύτη δὲ εἰσήγετο τῷ Ὠριγένει τῶν θείων λόγων ἀπηκριβωμένη ἡ
ἐξέτασις, ὡς μόνας πρωτοτύπους αὐτοῖς Ἑβραίων στοιχείοις γραφὰς
κτῆμα ἴδιον ποιήσασθαι ἀνιχνεῦσαί τε τὰς τῶν ἑτέρων παρὰ τοὺς οʹ
τὰς ἱερὰς γραφὰς ἑρμηνεύσαντα ἐκδόσεις καί τινας ἑτέρας παρὰ τὰς
κατημαξευμένας ἑρμηνείας ἐναλλαττούσας, τὴν Ἀκύλου καὶ Συμμάχου
καὶ Θεοδοτίωνος, ἐφευρεῖν , ἃς ἐξ ἀπορρήτων οὐκ οἶδ' ὁπόθεν τυχὸν
τῷ πάλαι λανθανούσας χρόνῳ εἰς φῶς ἀνιχνεύσας προήγαγεν. ἔν γε
μὴν τοῖς Ἑξαπλοῖς τῶν Ψαλμῶν μετὰ τὰς ἐπισήμους τέσσαρας ἐκδό-
883

σεις οὐ μόνον πέμπτην, ἀλλὰ καὶ ἕκτην καὶ ἑβδόμην παραθεὶς ἑρμη-
νείαν, ἐπὶ μιᾶς αὖθις σεσημείωται, ὡς ἐν Ἱεριχοῖ εὑρημένης ἐν πίθῳ.
ταύτας δὲ ἁπάσας εἰς ἓν συναγαγὼν διελθών τε πρὸς κῶλον καὶ
ἀντιπαραθεὶς ἀλλήλαις μετὰ καὶ αὐτῆς τῆς Ἑβραίων σημειώσεως, τὰ τῶν
λεγομένων Ἑξαπλῶν ἡμῖν ἀντίγραφα καταλέλοιπεν, ἰδίως δὲ τὴν Ἀκύ-
λου καὶ Συμμάχου καὶ Θεοδοτίωνος ἔκδοσιν ἅμα τῇ τῶν οʹ ἐν τοῖς
Τετραπλοῖς ἐπισκευάσας. καὶ ἁπλῶς πᾶσαν γραφὴν ὑποσημηνάμενος
ἐκκλησιαστικὴν πλεῖστα καὶ ἀναρίθμητα καταλέλοιπεν,

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter sigma, entry 73, line 2

πώγωνος. Ἀριστοφάνης.
Σάλπιγξ.σάλπιγξιν Ἰνδοὶ οὐ χρῶνται, ἀλλ' ἀντὶ σάλπιγγος
αὐτοῖς εἰσὶν αἱ μάστιγες, ἃς ἀποκτυποῦσιν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τύμπανα,
φρικώδη τινὰ βόμβον ἐξ ἑαυτῶν ἀνιέντα.
Σαμαρεύς:ὁ πολίτης. ἐντεῦθεν ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τῶν Ἰου-
δαίων οἱ Σαμαρεῖται. πολλαῖς δὲ ἐχρήσατο τύχαις ἡ Σαμάρεια.
Σαμαρείτης:ἀρσενικῶς. Σαμαρεῖτις δὲ ἡ γυνή.
Σάμβαλα:ὑποδήματα.
Σαμβαρής:ὄνομα κύριον.
Σαμβύκαι:ὄργανα μουσικὰ τρίγωνα, ἐν οἷς τοὺς ἰάμβους ᾖδον,
οἱ δὲ ἰαμβύκαι. ταύτην τὴν σαμβύκην πρῶτος Ἴβυκος ἐφεῦρεν. ἔστι
δὲ εἶδος κιθάρας τριγώνου. οἱ δὲ προσεβοήθουν ἐπὶ τὸ διατείχισμα
καὶ πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ λιμένος, ἀπὸ τῶν ὑπερειδόντων ἐπὶ τὸ τεῖχος
τὰς σαμβύκας.
Σάμβυκες:γένος μηχανήματος πολιορκητικοῦ, ὥς φησι Πολύβιος.
περὶ δὲ τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ γέγραπται ἐν τῷ Περὶ ἐκφράσεως.
Σάμη:εἶδος πάθους Σαμιακοῦ. περιέστιξαν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς
ἁλόντας Σαμίων, μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Σάμιοι τοὺς Ἀθηναίους.
Σαμίων ἄνθη:ἐπὶ τῶν ὑστάταις ἡδοναῖς χρωμένων.
Σαμίων ὁ δῆμος·Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις, ἐπισκώπτων τοὺς
ἐστιγμένους· οἱ γὰρ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων σπάνει

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter tau, entry 7, line 1

Σχοινοτενές:παρὰ Ἡροδότῳ ἀντὶ τοῦ μακρόν, ὀρθόν.


Τά:ταῦτα.
Τὰ ἀπὸ Ναννάκου:ἐπὶ τῶν ἐπὶ παλαιότητι θαυμαζομένων·
Νάννακος γὰρ Φρυγῶν βασιλεὺς πρὸ τῶν τοῦ Δευκαλίωνος χρόνων.
Ταβελλίων:ὁ τὰ τῆς πόλεως γράφων συμβόλαια, ὁ παρὰ τοῖς
πολλοῖς νομικὸς λεγόμενος. ἅπαντα ἐπιτελῶν τὰ τῶν πολιτῶν
γραμματεῖα, ἕκαστον αὐτῶν οἰκείοις ἐπισφραγίζων γράμμασι.
884

Ταβερνεῖα:καπηλεῖα, πανδοκεῖα.
Τάβεια:ὄνομα πόλεως καὶ τόπου.
Ταβηθά:ὄνομα κύριον.
Τάβλα:ὄνομα παιδιᾶς. ταύτην ἐφεῦρε Παλαμήδης εἰς διαγωγὴν
τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ σὺν φιλοσοφίᾳ πολλῇ· τάβλα γάρ ἐστιν ὁ
γήϊνος κόσμος, ιβʹ δὲ κάσοι ὁ ζωδιακὸς ἀριθμός, τὸ δὲ ψηφοβόλον
καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ζʹ κοκκία τὰ ζʹ ἄστρα τῶν πλανητῶν, ὁ δὲ πύργος
τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ· ἐξ οὗ ἀνταποδίδοται πᾶσι πολλὰ καὶ κακά.
ἄλλοι δὲ λέγουσι ....

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter tau, entry 485, line 1

λεμίους σὺν πυρὶ ἐξ ὑπερδεξίων ἐβάλλετο· τά τε ἄλλα καὶ τὴν σιδη-


ρῖτιν γῆν, ἣν πυρὶ πολλῷ διαφανῆ ἐργασάμενοι, κατὰ τῶν ὑπιόντων
τὸ τεῖχος ἔχειν ἔμελλον.
Τηλαυγές:λίαν λαμπρόν. πόρρωθεν φαῖνον.
Τηλαύγης,κλίνεται εἰς ους. Σάμιος, Πυθαγόρου τοῦ πάνυ υἱὸς
καὶ μαθητής, φιλόσοφος, διδάσκαλος Ἐμπεδοκλέους. ἔγραψε περὶ τῆς
τετρακτύος βιβλία δʹ.
Τηλαύγημα:ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῦ σώματος ἐπιφανείᾳ.
Τῆλεκαὶ Τηλοῦ:πόρρω.
Τηλεβόας:ἐθνικόν.
Τηλέγονος:ὄνομα κύριον. ὃς πρῶτος ἐφεῦρε τὴν οἰωνιστι-
κήν· ὅτι οἷον, εἰ ἐν τῇ στέγῃ ἐφάνη γαλῆ ἢ καὶ ὄφις, τόδε σημαίνει.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter upsilon, entry 204, line 1

Ὑπέμεινεν:ἔκρινεν, ἐλογίσατο. ὁ δὲ Τῖτος διαφυγόντα μὲν ἐκ


τῶν πολεμίων ἀνελεῖν οὐχ ὑπέμεινε, διεδέξατο δὲ τῆς στρατιᾶς.
καὶ αὖθις· ὁ δὲ Πρόκλος ἐκέλευσεν Ἰσίδωρον τριβωνοφορεῖν· ὁ δὲ οὐχ
ὑπέμεινε, καὶ ταῦτα Πρόκλον ἴσα καὶ θεῷ σεβόμενος.
Ὑπένερθεν:ὑποκάτωθεν.
Ὑπενήνεκται:ὑπεσύρη.
Ὑπενόθευσεν:ὑπέφθειρεν.
Ὑπενόμευεν:ὑπόνομον εἰργάζετο, ὑπώρυττεν. τῆς δὲ γῆς
ὑπαντώσης, ταύτην ὑπενόμευεν.
Ὑπενοστήσαμεν:ὑπεχωρήσαμεν, ἐπανήλθομεν.
Ὑπεξελεύσεις:τιμωρίας, βασάνους, ἐφευρέσεις. Πισίδης· ὁ δὲ
Χοσρόης ὑπεξελεύσεις ποικίλας ὑφίστατο ἐμπόνους.
Ὑπεξέπεμψεν:ὑπεξήγαγεν, ἀπέπεμψεν. Ἰάμβλιχος· ὄντας
ὡραίους καὶ καλοὺς τοὺς παῖδας ὁ πατὴρ ὑπεξέπεμψεν εἰς τοὺς ποιμένας,
φοβούμενος τύραννον ὑβριστήν.
Ὑπεξέσχεν:ἀφίκετο. ὅτι Κάμιλλος ὁ τῶν Ῥωμαίων στρατηγὸς
885

ἐπιφθονώτατος τοῖς πολίταις γενόμενος ἐγράφη ὑπὸ τῶν δημάρχων,


ὡς μηδὲν ἐκ τῆς λείας τῶν πολεμίων τὸ δημόσιον ὠφελήσας· καὶ
ἑκουσίως πρὸ τῆς δίκης ὑπεξέσχεν. οὕτω Δίων. καὶ Ἡρόδοτος·
ὁ δὲ δεῖμα ἔλαβε Σπαρτιητέων καὶ ὑπεξέσχεν ἐς Θεσσαλίην. ἐντεῦθεν
ἀφικόμενος ἐς τὴν Ἀρκαδίαν νεώτερα ἔπρησσε πρήγματα.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter phi, entry 148, line 3

τούτου. ὦ δαιμόνιε, τὰ θεῖα μὴ φαύλως φέρε. τουτέστι μὴ ἀηδίζου


ἐπὶ τοῖς χρησμοῖς. εἰπόντος γὰρ ὅτι χρησμολόγος εἰμί, ἔφη· οἴμωζε νῦν.
Φαύλως ἐρείδει:ἁπλῶς καὶ ἀπεριέργως μασᾶται. ἢ συντόμως
ἐσθίει. ἡ δὲ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἐρεττόντων καὶ ἐπερειδομένων ταῖς
κώπαις. ἐρείδειν δέ φασιν οἱ Ἀττικοὶ πᾶν ὁτιοῦν συντόνως γινό-
μενον.
Φαύλως πάνυ:ἀντὶ τοῦ εὐχερῶς. Ἀριστοφάνης· καὶ πρῶτα μὲν
λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ὑπὸ χειρός.
Φαῦνος,υἱὸς Πήκου τοῦ καὶ Διός· ὃν Ἑρμῆν ἐκάλεσαν εἰς
ὄνομα τοῦ πλανήτου ἀστέρος. ὃς ἦν ἀστρονόμος καὶ μέταλλα δὲ
ἐφεῦρε χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ σιδήρου καὶ τὴν τούτων ἐργασίαν
παρέδωκε τοῖς δυτικοῖς, ὡς καὶ πλουτοδότην αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἐγχω-
ρίων καλεῖσθαι. ἐπιβουλευόμενος δὲ ὑπὸ τῶν ἰδίων ἀδελφῶν φεύγει
εἰς Αἴγυπτον, εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Χάμ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Νῶε· καὶ ὑπο-
δεχθεὶς συνδιέτριβεν αὐτοῖς, χρυσῆν ἐνδεδυμένος στολὴν καὶ προφη-
τεύων καὶ ὡς θεὸς τιμώμενος, μεταδιδοὺς αὐτοῖς πλούτου.
Φαῦσις:φῶς, φέγγος.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter chi, entry 333, line 3

σιν οἱ ἄνθρωποι ἐξ οὐρανοῦ γίνεσθαι τὰς τοιαύτας βροντάς· ἢ τὰς


μέχρι τῆς γῆς ἀκουομένας, ἢ τὰς τὴν γῆν κινούσας. καὶ Χθόνιος
βροντή.καὶ Χθόνιος Ζεύς,ὁ καταχθόνιος.
Χθονίων:ἐπιγείων.
Χθονοπλάστου:ἀπὸ γῆς πλασθέντος.
Χθονοστιβῆ:τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια. ἄρρητά τ' οὐράνιά τε
καὶ χθονοστιβῆ.
Χθών:γῆ.
Χλαμύς·Νουμᾶς ὁ πρῶτος Ῥωμαίων βασιλεὺς πρεσβείαν Ἰσαύ-
ρων δεξάμενος καὶ τὸ σχῆμα τῆς φορεσίας αὐτῶν καταμαθών, ἐξ
αὐτῶν λαβὼν ἐφεῦρε τῆς χλαμύδος στολήν, ἑνώσας τὴν βασίλειον τῇ
συγκλήτῳ, οὐκ ἔξωθεν ἐπιθείς, ἀλλ' ἔσωθεν ἐμβαλὼν τὴν τῆς πορφύ-
ρας βαφήν· ὥστε ἐξ ἑκατέρου τούτων ἓν ἀποτελεσθῆναι σῶμα καὶ ἐν
τοῖς τῶν βουλευτῶν ὑποδήμασιν ἀποσημαίνεσθαι τὸ Ῥωμαϊκὸν κάππα.
καὶ παροιμία· ἡ Συλοσῶντος χλαμύς.ἐπὶ τῶν ἀλαζονευομένων
886

ἐπ' ἐσθῆτι· οὗτος γὰρ εἶχε πολυτελῆ ἐσθῆτα, ἣν ἐδωρήσατο Δαρείῳ


ἰδιωτεύοντι ἔτι· καὶ ἔτυχε μετὰ ταῦτα καθόδου, βασιλεύσαντος Δαρείου.
Χλανίς:ἱμάτιον στρατιωτικόν.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter chi, entry 455, line 3

Χωριτικός:ὁ χωρίτης, ὁ ἰδιώτης.


Χῶρος:τόπος.
Χωρῶ,χωρήσω· αἰτιατικῇ. Χωρίζωδὲ τὸ διαχωρίζω.
Χώσασθαι:λυπηθῆναι.
Χωστρίς:τόπος, ἐν ᾧ τι ἐχώννυον.
Χραίνειν·αἰτιατικῇ. μιαίνειν, μολύνειν, ῥυποῦν.
Χραίσμωσιν:ὠφελήσουσιν.
Χρεμέτης:ὄνομα ποταμοῦ.
Χρεμετίζει:ἦχον τῷ στόματι ἀποτελεῖ, πτάρνυται· καὶ χρέμ-
πτεται, ὁμοίως. τὴν ἀρχήν, ὁπόθεν εὑρέθη ὁ μῦθος καὶ ὅστις πρῶ-
τος ἐφεῦρεν, οὐ μᾶλλον εὕροι τις ἄν, ἢ εἴ τις ἐπιχειρήσειε τὸν πρῶ-
τον πταρέντα ἢ χρεμψάμενον ἀναζητεῖν.
Χρεμψιθέατρον:ἢ ὅτι εἰσιόντες εἰς τὸ θέατρον χρέμπτονται,
ἢ ὅτι χρεμπτόμενοι ἐκβάλλονται.
Χρεωκοπεῖται:ὑπὸ χρεῶν

Ignatius Biogr., Poeta, Vita Nicephori (9012: 002)


“Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica”, Ed. de
Boor, C.Leipzig: Teubner, 1880, Repr. 1975.Page 209, line 22

Ταῦτα ὁ διαγνωστικώτατος νοῦς τοῦ μεγάλου Νικηφόρου


διαγνούς, καὶ ὡς οὐ τῷ ὁλκῷ τοῦ ὄφεως συνενεκρώθη τὸ
τῆς αἱρέσεως οὐραῖον, σκαίρει δὲ καὶ νεκρὰν ὥσπερ τὴν ζωὴν
ὑποκρίνεται, τῇ τοῦ πνεύματος γραφίδι τὰ τῆς ὀρθοδοξίας
ἐνσημηνάμενος δόγματα πρὸς τὸν νεοστεφῆ βασιλέα στεῖλαι
προέθετο, ἐπ' ὀφθαλμοῖς ἄγων αὐτῷ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν σώ-
σαντα καὶ τὴν τοῦ τυράννου διακενῆς ἀνομήσαντος αἰσχύνην
τε καὶ καθαίρεσιν καὶ τὴν ἐν οἷς ἐξήμαρτε τόποις κατάλυσιν,
σκιαγραφῶν αὐτῷ τὴν ἀληθῆ καὶ πατροπαράδοτον τῶν ἱερῶν
μορφωμάτων ἐκτύπωσιν, ὡς οὐ χθιζῇ τινι καὶ νεωτέρᾳ ἐφευ-
ρέσει τὸ βέβαιον ἐπιφέρεται, ἐξ οὗ δὲ τὸ τοῦ κηρύγματος
μεγαλεῖον τῇ ἀποστολικῇ σάλπιγγι τὴν οἰκουμένην τρανῶς
περιήχησε, τῷ σεβασμίῳ τετίμηται.
Ὃν τῆς νουνεχείας θαυμάσας καὶ τῆς τῶν λόγων ἀκρι-
887

βείας ὑπεραγάμενος, εἰ καὶ τῶν ἀμυήτων περὶ τὰ τοιαῦτα


πρῶτος ἐτύγχανεν, ἀμαθίαν ἐκ πατρῴας ἀπαιδευσίας ὡς περι-
ουσίαν ἱκανὴν κληρωσάμενος, οὑτωσί πως πρὸς τοὺς τὸ
γράμμα διακομισαμένους λέγεται φάναι. “ὅσοι τῶν ἐκκλη-
σιαστικῶν πρὸ ἡμῶν ἐν ἐρεύνῃ δογμάτων γενόμενοι, αὐτοὶ
τὸν περὶ αὐτῶν λόγον παρὰ θεῷ εἰσπραχθήσονται, εἰ εὖ ἢ
καὶ ἑτέρως ἐθέσπισαν· ἡμεῖς δὲ ἐν ᾧ τὴν ἐκκλησίαν

Ιωάννης Τζέτζης. Prolegomena de comoedia Aristophanis (9022:


003)“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites,
Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma, 1975; Scholia in
Aristophanem 1.1A.Se. 2, line 50

κειμένου τῆς παλαιᾶς βίβλου τὸ ἀληθὲς ἀπηκρίβωσα, κατ' ἐκείνους


παραληρῶν
ἐφαινόμην· ἀλλ' ἅπαξ καὶ δὶς τοῦτο παθὼν τῷ νεάζοντι “τῷ πάθει μάθος
ἐθέμην”. καὶ τούτους μὲν ἥγημαι κομψοὺς αἰθερίους, αὐτὸς δ' ἐκ τῶν
κειμένων
ἀνθέων τῶν βίβλων ὥσπερ τις “μέλισσα φιλεργὸς” ὁποῖα δυναίμην
σιμβλοποιῶ,
οἶμαι δὲ καὶ τῷ μέλιτι πολλοὺς διεκτρέφω, κἂν μυῖαί τινες δυσγενεῖς, ὡς
οὐδὲ
τῷ ἀττικῷ οὐδὲ τούτῳ ἱζῆσαι δυνάμεναι, ὅμως λάθρᾳ σὺν ὁμοτρόποις
περιιπτά-
μεναι περιβομβοῦσιν ἀνήκουστά τε καὶ παράληρα – ἀλλά μοι τόσον
παρα-
τροχάσαντι ἀναληπτέον πάλιν τοῦ λόγου τὰ καίρια.
περὶ ποιητῶν πολλάκις ὑμῖν ἐδιδάξαμεν καὶ διαρκῶς ἕκαστα
ἐξεπίστασθε,
εἴδη τε τούτων καὶ τὰ γνωρίσματα, τῶν σκηνικῶν τε τοὺς χοροὺς ἐκ
πόσων
ἀνδρῶν καὶ τί ἑκάστῳ τὸ δῶρον καὶ πῶς ἐφευρέθησαν καὶ διὰ τί λέγονται
δράματα καὶ οὐ γράμματα· ἀλλὰ καὶ νῦν ἐπιδρομάδην τῶν σκηνικῶν
ποιη-
μάτων τὰ καίρια διδακτέον μοι, ἵνα καὶ ψώραν ἐξηγητῶν ταῖς διαφοραῖς
ἐκκαθάρωμεν καὶ τὸ Διονυσίου τε καὶ Εὐκλείδου καὶ Κράτητος σκολιῶς
καὶ
πεφυρμένως καὶ ἀπαρατηρήτως γραφὲν εἰς τὸ περὶ μερῶν κωμῳδίας καὶ
παραβάσεως εὐθυτάτως τε καὶ ἀφύρτως μετ' ἐπιστάσεως σαφῶς παρα-
στήσαιμεν κατά τε τὴν πρᾶξιν αὐτὴν καὶ τὸν νοῦν τῶν βιβλίων καὶ τὴν
ἀλήθειαν. καὶ δὴ πρῶτον ἀρκτέον μοι λέγειν τὰς διαφοράς.
888

ἡ κωμῳδία μεμιγμένον τοῖς σκώμμασιν εἶχε τὸν γέλωτα, ἡ τραγῳδία


πένθη καὶ συμφοράς·

Ιωάννης Τζέτζης. Versus de poematum generibus (9022:


004)“Prolegomena de comoedia. Scholia in Acharnenses, Equites,
Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma, 1975; Scholia in
Aristophanem 1.1A.Se. poem, line 25

εἶχον δὲ πεντήκοντα τοὺς χοροστάτας


καὶ βοῦς τὸ δῶρον κυκλικῶς ἑστηκότων,
ὅθενπερ αὐτούς τις καλεῖ ταυροσφάγους.
τοῦ λυρικοῦ κύκλου δὲ σύστημα τόδε·
Κόριννα, Σαπφώ, Πίνδαρος, Βακχυλίδης,
Ἀνακρέων, Ἴβυκος, Ἀλκμάν, Ἀλκαῖος,
Στησίχορός τε καὶ Σιμωνίδης ἅμα,
δεκὰς ἀρίστη παντελὴς πληρεστάτη.
τὴν τραγικὴν μάνθανε καὶ κωμῳδίαν.
ἄμφω πρὸς ὠφέλειαν εὕρηνται βίου·
τὴν δ' εὕρεσιν μάνθανε πῶς ἐφευρέθη.
πένητες ἄνδρες ἀττικοὶ γῆς ἐργάται
ἀδικίας πάσχοντες ἐν γεωργίαις,
ἐξ Ἀττικῶν μὲν εὐγενῶν δὲ τῷ γένει,
ἀντιλέγειν δὲ μὴ σθένοντες μηδ' ὅλως,
συνεργὸν ἐξεύραντο τὸν νυκτὸς χρόνον·
κώμαις γὰρ αὐτοί, ταῖς στενωποῖς τριόδοις,
κῶμα κατ' αὐτὸ καὶ γλυκὺν ὕπνου χρόνον
περιτρέχοντες καὶ λέγοντες τὰς βλάβας
θόρυβον εἰργάσαντο τοῖς πέριξ μέγαν,
ὡς ἡλίου τρέχοντος ἡμέρας δρόμον

Ιωάννης Τζέτζης. Versus de poematum generibus Se. poem, line 38

ἐξ Ἀττικῶν μὲν εὐγενῶν δὲ τῷ γένει,


ἀντιλέγειν δὲ μὴ σθένοντες μηδ' ὅλως,
συνεργὸν ἐξεύραντο τὸν νυκτὸς χρόνον·
κώμαις γὰρ αὐτοί, ταῖς στενωποῖς τριόδοις,
κῶμα κατ' αὐτὸ καὶ γλυκὺν ὕπνου χρόνον
περιτρέχοντες καὶ λέγοντες τὰς βλάβας
θόρυβον εἰργάσαντο τοῖς πέριξ μέγαν,
ὡς ἡλίου τρέχοντος ἡμέρας δρόμον
ζητεῖν, ἐρευνᾶν πανταχοῦ τοὺς αἰτίους
889

καὶ τοὺς γεωργοὺς τοὺς παθόντας τὰς βλάβας.


ἐπεὶ δ' ἐφευρέθησαν οἱ γῆς ἐργάται,
ᾔτησεν αὐτοὺς ἀττικὴ γερουσία
κώμοις παρ' αὐτοῖς καὶ πότοις Διονύσου
τελουμένοις κώμαις τε καὶ τοῖς χωρίοις
βλάβας κατειπεῖν, ἃς ἔλεξαν ἐννύχως·
οἱ δ' αὖ θέλοντες ἅμα καὶ δεδοικότες
τρυγὶ καταχρίσαντες αὐτῶν τὰς θέας
ἀγνωστοφανῶς εἶπον, ὡς πρίν, τὰς βλάβας.

Ιωάννης Τζέτζης. Versus de poematum generibus Se. poem, line 116

ἀνδρῶν, γυναικῶν ἐκμιμούμενοι θέας.


ταῦτα τὰ κοινὰ τῶνδε καὶ μεμιγμένα.
διαφορὰν μάνθανε τῆς κωμῳδίας,
ἧς εἰκοσιτέσσαρες οἱ χορεργάται,
ἑκκαίδεκα δὲ σατύρων, τραγῳδίας.
κωμῳδίας ἔφημεν εἶναι τὸν γέλων,
τραγῳδίας πάλιν δὲ τὴν θρηνῳδίαν,
τῶν σατύρων γέλων δὲ καὶ θρηνῳδίαν.
κλῆσιν δὲ νῦν μάνθανε τῆς κωμῳδίας·
κώμαις, στενωποῖς, κώματος πρὶν ἐν χρόνῳ
ἐφευρέθη μέν, ὡς ἔφην ἀνωτέρω,
ἀγρῶν δὲ κώμαις ἐκτελουμένη τότε,
κώμοις παρ' αὐτοῖς καὶ πότοις Διονύσου,
κωμῳδίας εὕρισκε κλῆσιν εὐλόγως.
τραγῳδία δὲ παρὰ τὴν οἴνου τρύγα,
ἐν ᾗπερ ἐξέχρισαν αὐτῶν τὰς θέας,
ἢ παρὰ τὴν τρύγα δὲ τὴν δωρουμένην
ἤτοι τὸν οἶνον ἀττικῷ πάντως λόγῳ,
ἢ τὸν τράγον δὲ καὶ τετράγωνον στάσιν,
ἢ τὴν τραχῳδίαν τε καὶ θρηνῳδίαν.

Ιωάννης Τζέτζης. Versus de poematum generibus


Se. trag, line 6

ΠΕΡΙ ΤΡΑΓΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ

ἄκουε λοιπὸν καὶ τὰ τῆς τραγῳδίας


πόνοις περισσοῖς πρὶν ἡμῖν συνηγμένα,
ἐξ ὧν ὁ Εὐκλείδης τε καὶ λοιποὶ πόσοι
890

ἔγραψαν ἄνδρες ἐν λόγοις διηρμένοι.


τραγῳδία τί ἐστι πρὶν μαθὼν ἔγνως
καὶ πῶς ἐφευρέθη δὲ καὶ διδασκάλων
κλῆσιν ὁμοῦ πράξεις τε, πῶς λύει βίον·
νόει διαιρέσεις δὲ νῦν τραγῳδίας.
κατὰ τύπον πρῶτον μὲν εἰς μέρη δύο,
εἰς σκηνικόν τε καὶ χοροῦ δὲ τὸν τρόπον.
ἕκαστον αὐτῶν αὖ διαιρεῖσθαι νόει
ᾠδὴν πρὸς αὐτήν, ἀλλὰ καὶ λέξιν λέγω·
ὑποκριτὴς ᾄδει γὰρ ἔν τινι χρόνῳ
χοροῦ λαλοῦντος, ἃ λαλεῖν θέλει τότε.
ἡ λέξις αὖ δίχασμα διπλοῦν λαμβάνει
ὡς πρὸς μέτρον τε καὶ σὺν αὐτῷ περίοδον·

Ευρεσιεπής

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon (3136: 001)“Iohannis Zonarae lexicon ex


tribus codicibus manuscriptis, 2 vols.”, Ed. Tittmann, J.A.H.
Leipzig: Crusius, 1808, Repr. 1967.Alphabetic letter epsilon, page 901,
line 26

Εὐπαλάμων ὕμνων. ἀντὶ τοῦ εὖ διακεχωρι-


σμένων, ἢ συντεταγμένων. τέκτονες εὐπαλάμων
ὕμνων.
Εὐπαράγωγος. εὐπειθής. Ἀριστοφάνης·
ἀλλ' εὐπαράγωγος εἶ θωπευόμενός τε χαί-
ρεις.
Εὐπάροιστοι. οἱ εὐπαράγωγοι.
Εὐπατρίδαι. εὐγενεῖς, ἢ ἀπὸ χώρας καλῆς.
Εὔπακτος. καλῶς πεπηγμένος.
Εὑρεσιεπής. καινολόγος.
Εὑρεσιλόγος. φλύαρος.
Εὔρινος. ὁ εὐόσφρητος. καὶ εὐρινώτατος.
Εὔριπος. πέλαγος στενόν. ἢ τὸ ὑδατῶδες καὶ με-
ταξὺ δύο γαιῶν.
Εὔριπος. ὁ μεταξὺ Βοιωτίας καὶ Ἀττικῆς. ἑπτά-
κις δὲ τῆς ἡμέρας τὸ ὕδωρ ἐκεῖσε τρέπεται.
Εὐρυκρείων. μεγάλως βασιλεύων.
[Εὐρύοπα. μεγαλόφωνον.]
Εὐρύωπα δὲ, μεγαλόφθαλμον, μέγα.
Εὐρυσθενοῦς. μεγαλοδυνάμου.
891

Ιωάννης Ζωναράς. ., Lexicon Alphabetic letter epsilon, page 911, line


11

Εὐρυπρωκτίαν. μαλακίαν. Ἀριστοφάνης·


τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι ἐναποψήσεται.
ὅ ἐστιν ἀπομάξει.
Εὐρυοδείας. μέγα τὸ εἶδος ἐχούσης, ὅ ἐστιν
ἕδρασμα. ἔστι δὲ, ὡς λέγει ὁ Ὦρος ὁ Μιλήσιος,
ἐπίθετον τῆς γῆς. [ἡ εὐθεῖα εὐρυοδεία, παρο-
ξυτόνως, ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα ἄμφοδος.
ὣς τῶν ὤρνυτο δοῦπος ἀπὸ χθονὸς εὐρυο-
δείης.
τινὲς εὐρυόδεια λέγουσι προπαροξυτόνως.]
Εὑρεσιεπίαις. λογοποιΐαις.
Εὐρώπη. χώρα, ἐξ ἧς καὶ ὁ Ὀδυσσεύς.
Εὐστάθεια. παγιότης.
Εὐσθενείας. δυνάμεως.
Εὐσέβεια. δικαιοσύνη περὶ τὸ θεῖον. ἀσέβεια δὲ
τὸ ἐναντίον.
Εὔσκαρθμοι νῆες. εὐκίνητοι, ταχεῖαι. ἢ ταχύ-
ποδες. σκαρθμὸς γὰρ ὁ ποῦς.
Εὐσέλμου. καλὰς καθέδρας ἐχούσης.

Φώτιος λεξικόν Lexicon (Ε – Ω) (4040: 030)“Φωτίου τοῦ πατριάρχου


λέξεων συναγωγή, pts. 1–2”, Ed. Porson, R.Cambridge: Cambridge
University Press, 1822.Alphabetic letter epsilon, Page 38, line 20

Εὔπρωρον: εὐπρόσωπον.
Εὔπρηστον: εὐφύσητον.
Εὔπτορθον: εὔκλαδον.
Εὐράχαντες: ἥκοντες· ῥαχίας γὰρ ἐκάλουν τοὺς
τραχεῖς καὶ παρήκοντας τόπους.
Εὕρασθαι: ἐκποιήσασθαι· περιποιήσασθαι.
Εὑρέσθαι: ἐκπορίσασθαι.
Εὑρήματα: βουλεύματα.
Εὑρήματα: οὐχὶ εὑρέματα.
Εὑρησιεπής: καινολόγος.
Εὑρεσιέπεια: εὑρεσιλογία.
Εὑρεσιλόγος: φλύαρος· ἑτοιμολόγος.
Εὑρήσεται: ἀντὶ τοῦ εὑρεθήσεται.
Εὔριζον: πλατὺ ὄν: ἢ καλὰς ῥίζας χαροποιοὺς
892

ἔχον.
Εὔωνον: εὐτελές.
Εὐώνυμον: λέγουσιν, οὐ μόνον ἀριστερόν· καὶ παρὰ
Θουκυδίδηι πλεῖστον.
Εὐωρεῖ: παίζει· μετεωρίζεται.
Εὐωρία: ὀλιγωρία· εἴληπται δὲ ἐκ τῶν ἐναντίων.
Εὐωρία: ψιλῶς τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν· ἀλλὰ ῥαθυ
Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,
vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966.
Alphabetic letter epsilon, entry 7103, line 1

εὔπυργον· εὖ τετειχισμένην (Η 71)


εὔπωλον· καλοὺς πώλους ἔχουσαν (Ε 551)
εὐράξ· ἐκ πλαγίου n (AS). ἐκ δεξιῶν (Λ 251)
εὐρεῖα· μεγάλη n. πλατεῖα (Δ 182) Avn
ἐυρεῖος· καλῶς ῥέοντος n, μεγάλως
ἐυρείταο· τοῦ καλῶς ῥέοντος (Ζ 34)
Εὑρεσιεπίαις· εὑρεσιλογίαις Avn (g). ἐτυμολογίαις
εὑρεσίλογος· φλύαρος r.
[εὐρέσφι· γυναιξίν]
εὕρημα· ἐπιτυχία. ἐπινόημα
εὑρήματα· βουλεύματα ASvg. ἢ τὰ ἐν τοῖς μετάλλοις εὑρισκό-
μενα
εὔρημον· καλλιεπές
εὑρήσει· λοιδορήσει
εὑρητοῖς· τοῖς ἀτιμασθεῖσιν
εὐρίζων· πλατύνων
εὐρίζων ἀγαλλιάματι·

Κύριλλος θεολόγος. Epistulae paschales sive Homiliae paschales


(epist. 1–30) (4090: 032); MPG 77.Vol. 77, page 873, line 37

«Δεῦτε,» φωνεῖν. Καλεῖ γὰρ ὥσπερ ἐγγὺς τοὺς


ἀφεστηκότας, καὶ οἷον ἀποφοιτῶντας Θεοῦ, κατά γε,
φημὶ, τοὺς τῆς διαθέσεως τρόπους, καθ' οὓς ἂν γέ-
νοιτο τῆς πρὸς Θεὸν οἰκειότητος ἀπονοσφίζεσθαί
τινας. Τίνες δὲ οὗτοι, πολυπραγμονεῖν ἀναγκαῖον.
Εἷς μὲν δὴ καὶ πρῶτος τὸ ἑλέσθαι τῇ κτίσει παρὰ
τὸν κτίσαντα προσκυνεῖν, καὶ τοῖς τοῦ κόσμου
στοιχείοις ἀνάπτειν τὸ σέβας. Ἀπιστία τε πρὸς
893

τούτῳ, καὶ μέν τοι κακοπιστία· ὧν τὴν μὲν, τοῖς


ἐξ αἴματος Ἰσραὴλ ἀναθείη τις ἄν· τήν γε μὴν
ἑτέραν ταῖς τῶν αἱρέσεων ἐξιτήλοις εὑρεσιεπείαις.
Προσεποίσομεν δὲ τούτοις τὸ κοινὸν ἀῤῥώστημα πάν-
των τῶν ἐπὶ τῆς γῆς, φημὶ δὴ τὴν ἁμαρτίαν. Οὐκοῦν
ἱερῷ καὶ διαπρυσίῳ κηρύγματι, τὰ αἰσχίω μεθέντας,
τοὺς ὠνομασμένους, μεταφοιτᾷν ἑλέσθαι πρὸς τὰ
ἀμείνω διακελεύεται, ὡς Ἑλλήνων μὲν παῖδες,
τὸν ἐκ διαβολικῆς σκαιότητος ταῖς αὐτῶν διανοίαις
εἰσοικισθέντα σκότον εὖ μάλα διαδιδράσκοντας, πρὸς
τὸ ἀκραιφνὲς τῆς ἀληθείας ἐπείγεσθαι φῶς, καὶ τὸν
ἀληθῶς καὶ φύσει τῶν ὅλων γενεσιουργὸν καὶ Κύριον
ὁμολογῆσαι Θεόν·

Κύριλλος θεολόγος. Κατά Ιουλιανού. (lib. 1–2) (4090: 176)


“Cyrille d'Alexandrie. Contre Julien, tome 1: livres 1 et 2”, Ed.
Burguière, P., Évieux, P.Paris: Cerf, 1985; Sources chrétiennes 322.
B. 2, se. 14, line 3

συγγραφῆς οὐ μετρίαν ποιεῖται τὴν κατάρρησιν. Φησὶ γὰρ τὸ


τῆς κοσμοποιίας συντιθέντα βιβλίον εἰπεῖν μὲν ὅλως τῶν
ἀληθῶν οὐδέν, ὕθλους δὲ ἁπλῶς συμφορῆσαι γεγηρακότας, καὶ
ἃ μὲν ἦν εἰκὸς τοῦ παντὸς ἀξιῶσαι λόγου, ταῦτα δὴ πάντα
ποιήσασθαι παρ' οὐδέν, εἰκῆ δὲ ἁπλῶς ἐρραψῳδηκότα δόξαι τι
λέγειν σοφόν τε καὶ ἀξιάκουστον. Τεθαύμακε δὲ τῶν παρ'
Ἕλλησι σοφῶν τὰς ἐπὶ τούτῳ δόξας, μάλιστα δὲ τῶν ἄλλων
εὐφημίαις καὶ κρότοις τὴν Πλάτωνος στεφανοῖ.
Ἐγὼ δέ, ὅτι μὲν οὐ μετρίως σοβαρεύεται, κἀν τούτῳ δὴ
πάλιν παρήσω λέγειν, ὅτι δὲ εἰκαίαν ἐπὶ ταῖς Ἑλλήνων
εὑρεσιεπείαις ἀνασπᾷ τὴν ὀφρύν, ὡς ἂν οἷός τε ὦ πειράσομαι
διειπεῖν.
Χρῆναι δὲ οἶμαι παραθεῖναι πάλιν ἐκ τῶν παρ' αὐτοῖς
βιβλίων ἀπολεξάμενον τὴν ἑκάστου δόξαν, ἣν ἔχειν ἠξίουν περὶ
τῆς τοῦ κόσμου κατασκευῆς, εἶτα τὴν Μωσέως κοσμογένειαν
ἀνθυπενεγκεῖν· ὀφθήσεται γὰρ οὕτω τοῖς ἐντευξομένοις καὶ
τῆς ἐκείνων στενολεσχίας ὁ λῆρος καὶ τῶν Μωσέως γραμ-
μάτων τὸ ἀκραιφνὲς εἰς ἀλήθειαν.

Κύριλλος θεολόγος. Κατά Ιουλιανού. (lib. 1-2) B. 2, se. 45, line 22

προελθόντας οἶδεν ὁ Πλάτων». Προσεπάγει δὲ ὅτι καὶ τῶν


894

ἐμφανῶν καὶ τῶν νοητῶν δημιουργός ἐστιν ὁ τῶν ὅλων Θεός, ὁ


γῆν καὶ οὐρανὸν τεχνησάμενος. Ὅτε τοίνυν, καθὰ καὶ αὐτὸς
διωμολόγηκεν ἐναργῶς, τούτων τε κἀκείνων γενεσιουργός
ἐστιν ὁ ἀγέννητος Θεός, πῶς ἐξ αὐτοῦ γεγενῆσθαί φησιν
αὐτούς, συνυπάρχειν τε καὶ ἐνυπάρχειν αὐτῷ; Πῶς, εἰπέ μοι,
τῷ ἀγεννήτῳ Θεῷ συνυπάρξει τὸ γεννητόν; Ἐνυπάρξει δὲ
κατὰ ποῖον τρόπον; Ἡμεῖς μὲν γὰρ ἀγέννητον ὄντα τὸν τοῦ
Θεοῦ Λόγον συνυπάρχειν ἀναγκαίως τῷ φύσαντι διϊσχυριζό-
μεθα καὶ ἐνυπάρχειν μὲν αὐτῷ, προελθεῖν δὲ γεννητῶς ἐξ
αὐτοῦ. Ὁ δέ γε τῆς Πλάτωνος εὑρεσιεπείας συνήγορος
ἀκριβὴς ἀγέννητον μὲν εἶναί φησι τὸν ἀνωτάτω Θεόν, ἐνυ-
πάρχειν δὲ καὶ ἐξ αὐτοῦ γεννηθῆναι καὶ προελθεῖν τοὺς παρ'
αὐτοῦ γεγονότας, τὰ πάντα κυκῶν καὶ συγχέων καὶ τὸ
ἀκραιφνὲς εἰς θεοπτίαν τοῦ μηδενὸς ἀξιώσας λόγου.
Φαίη δ' ἄν τις αὐτῷ τὸ ταῖς τῶν πολλῶν παρῳδούμενον
γλώσσαις. «Χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα.» Ἄπαγε
τῆς οὕτω ψυχρᾶς εἰκαιομυθίας, ἄνθρωπε· περὶ Θεοῦ σοι λόγος
τοῦ πάντων ἐπέκεινα, καὶ σμικρὰ κομιδῇ περὶ τῆς αὐτοῦ δόξης

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus


rhetoribus et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Coislin.
345) (4289: 005)“Anecdota Graeca, vol. 1”, Ed. Bachmann, L.
Leipzig: Hinrichs, 1828.Alphabetic entry epsilon, page 241, line 23

τοῦ δαίμονος· ὅ ἐστιν δωρησαμένου τὴν νίκην.


εὐπάρεδρον: καλῶς παραμένον, καὶ διηνεκῶς.
εὐπάρυφα: εὐκατέργαστα. ἢ πλούσια.
εὐπατρίδαι: εὐγενεῖς.
εὐπετής: εὐχερής.
εὐπερίστατον: μωρόν. ταχέως παρατρεπόμενον.
εὐπετῶς: ῥᾳδίως. εὐχερῶς. εὐκόλως. εὐσταλῶς.
εὐπλοκαμίδες: καλλιπλόκαμοι.
εὔπρηστον: εὐφύσητον.
εὔπτορθον: εὔκλαδον.
Εὑρεσιέπεια: εὑρεσιλογία.
εὑρεσιλόγος: φλύαρος. ἑτοιμολόγος.
Εὑρεσιεπής: καινολόγος.
εὑρήματα: βουλεύματα.
εὐρίζων: πλατύνων. ἢ καλὰς ῥίζας χαροποιοὺς ἔχων.
εὐροναΐτοις: καλῶς ῥέουσιν.
εὐρινότατος: καλόρινος. ἢ καλῶς ὀσφρόμενος.
895

εὔριπος: πέλαγος στενόν. ἢ τόπος ὑδατώδης μεταξὺ


δύο γαιῶν.

Lexica Segueriana, Collectio verborum utilium e differentibus rhetoribus


et sapientibus multis (Σb) (recensio aucta e cod. Co Alphabetic entry
epsilon, page 241, line 25

εὐπάρυφα: εὐκατέργαστα. ἢ πλούσια.


εὐπατρίδαι: εὐγενεῖς.
εὐπετής: εὐχερής.
εὐπερίστατον: μωρόν. ταχέως παρατρεπόμενον.
εὐπετῶς: ῥᾳδίως. εὐχερῶς. εὐκόλως. εὐσταλῶς.
εὐπλοκαμίδες: καλλιπλόκαμοι.
εὔπρηστον: εὐφύσητον.
εὔπτορθον: εὔκλαδον.
Εὑρεσιέπεια: εὑρεσιλογία.
εὑρεσιλόγος: φλύαρος. ἑτοιμολόγος.
Εὑρεσιεπής: καινολόγος.
εὑρήματα: βουλεύματα.
εὐρίζων: πλατύνων. ἢ καλὰς ῥίζας χαροποιοὺς ἔχων.
εὐροναΐτοις: καλῶς ῥέουσιν.
εὐρινότατος: καλόρινος. ἢ καλῶς ὀσφρόμενος.
εὔριπος: πέλαγος στενόν. ἢ τόπος ὑδατώδης μεταξὺ
δύο γαιῶν.
εὐρυάγυια: πλατυάμφοδος.
εὔρυθμον: εὖ τεταγμένον.
εὐρυκρείων: μεγάλως βασιλεύων.
εὐρύνεται: πλατύνεται.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Scholia in nubes (scholia anonyma


recentiora) (5014: 006)“Prolegomena de comoedia. Scholia in
Acharnenses, Equites, Nubes”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1974; Scholia in Aristophanem 1.3.2.Play sch recent nub, ver 447a, line 5

ψευδῶν συγκολλητής] ψεύστης Vat(m2) Par λόγων· ἤγουν πιθανολόγος


Par, πτωχὸς ἀναίσχυντος Cr, συμπλέκων τὰ ψεύδη l, συνάπτων καὶ
συγκολλῶν
καὶ λέγων τὰ ψεύδη Chalc, καλῶς δυνάμενος συναρμόζειν καὶ
συμβιβάζειν
896

τοὺς ψευδεῖς λόγους ἐν ταῖς ἀντιλογίαις HoHarl.5 (mrg.).


συγκολλητής] συρραφεύς ChisReg, ἐφευρετής ChisLb (= sch.vet.
446d), συναρμοστής ParHoHarl.5, συνθετής Cant.2.
εὑρησιεπής] εὑρεσιλόγος Vat(m2) Cr M9 (cf. Tz1 447a), εὑρεσιολόγος
VaHoHarl.5, ἐφευρετὴς λόγων ChisRegA(m3) ψευδῶν ChisReg (cf.
sch.vet.
447a), πολύλογος (hoc accent.) Par, ἑτοιμολόγος Cant.2, λόγους
ἐφευρίσκων
Lb εὑρίσκων Chalc καὶ ἀπολογίαν Chalc, καινοὺς λόγους εὑρίσκων
HoHarl.5
(Εὑρεσιεπής] lChalcHarl.5).
περίτριμμα] ἐντριβὴς ChisCrCant.2 (cf. sch.vet. 447b et Tz
439a, p. 489, l. 1; Tz1 447b), ἄκρον Cant.2, ἀφανισμός LbChalc,
ἀποκρυπτής
Chalc.
περίτριμμα δικῶν] κατατετριμμένος ἐν ταῖς δίκαις lHarl.5 (cf. Th2Tr1/2
447).
κύρβεις ἀρσενικῶς στῆλαί τινες, ἐν αἷς ἦσαν οἱ νόμοι γεγραμμένοι.
κύρβις] γνώστης νόμων Chis, μνήμων Cr, μνημονικός Vt(m2), νόμι-
μος, λάλημα Par (-βης]), νομομαθής lHarl.5, μηδαμῶς πίπτων ἐν τῷ
διαλέγεσθαι Lb (-βεις] Lb, -βης] Harl.5), λάλημα A (-βης]).
κρόταλον] εὔηχος Par, κωδώνιον A.

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Commentarium in nubes (scholia recentiora


Tzetzae) (5014: 017)“Jo. Tzetzae commentarii in Aristophanem”, Ed.
Holwerda, D.Groningen: Bouma, 1960; Scholia in Aristophanem 4.2.
Argumentum-dramatis personae-scholion sch nub, verse-col 636, li 10

κατάθου] θὲς τὸν ἀσκάντην.


ἄγε δή, τί βούλει:τοῦ κοριῶντος θρόνου τεθέντος ἐρωτᾷ τὸν Στρεψιά-
δην Σωκράτης, τί βούλεται μαθεῖν, περὶ μέτρων ἢ ἐπῶν ἢ ῥυθμῶν. βαττο-
λογοῦσιν ἐνταῦθα οἱ πρὸ ἡμῶν, ἡμῖν δὲ μάθε σαφῶς καὶ συντόμως
διδάσκουσιν.
μέτρα μὲν πάντα τὰ εἴδη καλεῖται τῶν στίχων, ἔπη δὲ τὰ ἡρωϊκά, ῥυθμὸς
δέ
ἐστιν ἡ εὐρυθμία καὶ τοῦ λόγου τὸ δίαρμα. διαβάλλει δέ, μᾶλλον δὲ
κωμῳδεῖ,
κἀνταῦθα τοὺς φιλοσόφους ὡς φθονεροὺς καὶ ὑπερθέτας καὶ μελλητάς,
ἔτι δὲ
καὶ ὑποσχομένους διδάσκειν ἅπερ οὐκ ἴσασιν. ποῦ γὰρ ὁ Σωκράτης ἢ
μετρικὸς
ἢ ἐποποιὸς ὑπῆρχεν ἢ πρὸς λύραν τινὰ μέτρα λέγειν εἰδώς; ἐγὼ δέ, εἰ μὴ
897

καὶ
Ἀριστοφάνης κατωτέρω ἐφαίνετο οὕτω ταῦτα νοῶν, ἠβουλόμην οὕτω
ἑρμηνεῦ-σαι αὐτά· περὶ μέτρων καὶ γεωμετρίας βούλει μαθεῖν ἢ περὶ
ἐπῶν, εὑρεσιεπείας ῥητορικῆς, ἢ ῥυθμικῆς καὶ μουσικῆς; ἀλλὰ τὰ
κατωτέρω κείμενα τῆς γραφῆς οὐκ ἐᾷ ταῦτα οὕτω νοεῖσθαι, ἀλλ',
ὡςπροεῖπον,εἶπον,ἔπη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμοὺς

Σχόλια στον Αριστοφάνη. Commentarium in ranas (scholia recentiora


Tzetzae) (cod. Ambrosianus gr. C 222 inf.) (5014: 023)“Jo. Tzetzae
commentarii in Aristophanem”, Ed. Koster, W.J.W.Groningen: Bouma,
1962; Scholia in Aristophanem 4.3.Dramatis personae-scholion sch ran,
verse 892, line 13

μεν τὸν ἀλιτήριον κωμικὸν ἐπεμβαί-


νειν τῷ ἀθλίῳ Εὐριπίδῃ καὶ θέλοντα
δεῖξαι τὸν ἄνθρωπον πάνυ ἰδιωτικώ-
τατα γράφοντα συνθεῖναι τὸ ἀσυμ-
βίβαστον τοῦτο μίγμα τοῦ λόγου,
τὸ “ὦ αἰθήρ, ἐμὸν βόσκημα” καὶ
τροφεῦ, ἐκ τοῦ “βοσκῶ” περισπω-
μένου ῥήματος, καὶ “στρόφιγξ” καὶ
συστροφὴ τῆς γλώττης ἤτοι εὑρεσιέπεια, καὶ φρόνησις, καὶ ῥὶν ὀσφραι-
νομένη – λείπει τὸ “ποιήσατε” –
ὀρθῶς μ' ἐλέγχειν, ὧν ἅπτομαι
λόγων.
ἐμμέλειαν:οἱ παλαιοὶ μὲν
“καταχρηστικῶς νῦν τὴν εὐρυθμίαν.
κυρίως δὲ ἡ μετὰ μέλους ὄρχησις
τραγική· οἱ δὲ ἡ πρὸς τὰς ῥήσεις
ὑπόρχησις”. κατάχρησιν μὲν τοῦτο
καλοῦσι καὶ τὰ τοιαῦτα τοιοῦτοι
πύρινοι ἄνδρες καὶ οἱ προγενέστεροι

Σχόλια στον Ησίοδο. Scholia in opera et dies (scholia vetera partim


Procli et recentiora partim Moschopuli, Tzetzae et Joannis Galeni) (5025:
002)“Poetae minores Graeci, vol. 2 [Scholia ad Hesiodum]”, Ed.
Gaisford, T.Leipzig: Kühn, 1823.Prolegomenon-scholion sch, page-verse
195, line 9

τὸ τρίτον τῶν δυϊκῶν, ἴτον, ἐνταῦθα ἐπὶ μέλλοντος ἀντὶ τοῦ


898

ἐλεύσονται. MOSCHOP.
ΠΡΟΣ ΟΛΥΜΠΟΝ. Ὄλυμπος, ὁ οὐρανὸς, καὶ
ἡ τοῦ παντὸς κόσμου ὅλη περιοχὴ, παρὰ τὸ ὁλολαμπὴς εἶναι.
Ψιλοῦται δὲ, ὅτι συνεκόπη Αἰολικῶς, ὁλόλαμπος. Καὶ
Ὄλυμπος· τρέπουσι γὰρ καὶ τὸαεἰςυ, τὰς σάρκας σύρκας
λέγοντες. Οὕτω τὸ Ὄλυμπος ψιλοῦται. Τῶν γὰρ τοιούτων
τὰ ἐντελῆ δασύνεται, τὰ δὲ συγκοπέντα ψιλοῦται. Ὡς τὸ
ὁλόλαμπος, ἁρμοζόμενος, ἁλλόμενος, ἄρμενος, ἄλμενος. Ψι-
λοῦται οὖν τὸ Ὄλυμπος. Εἰ δέ μοι δυσπιστεῖ τις ὡς εὑρεσιεπεῖ, ἀκουέτω
καὶ χρήσεων·
Ἥτε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει
– ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί. Ὄλυμπος οὕτω ψιλοῦται, καὶ οὕτω λέγεται
οὐρανός. Ὁμοίως δὲ τῷ οὐρανῷ καὶ ἡ σφαιροειδὴς ἡμῶν κεφαλὴ, ἐν ᾗ τὸ
ὁλο-λαμπὲς λογιστικὸν ἵδρυται, Ὄλυμπος λέγεται. Περὶ γὰρ
ὄρους Ὀλύμπου νῦν λέγειν, ψυχρολογία καὶ λῆρος ἐνταῦθα
ἔμελλεν εἶναι. TZETZES.ΛΕΥΚΟΙΣΙΝ ΦΑΡΕΕΣΣΙ. Τοῦτό φησι, ὅτι κἄν
τισι τῶν ἀνθρώπων, ἢ καὶ σχεδὸν πᾶσιν

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pindarum (5034: 001)


“Scholia vetera in Pindari carmina, 3 vols.”, Ed. Drachmann, A.B.
Leipzig: Teubner, 1:1903; 2:1910; 3:1927, Repr. 1:1969; 2:1967; 3:1966.
Ode O 9, scholion 119a, line 1

BCEQ Ὅμηρος (Π 89)· μὴ σύ γ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι


πολεμίζειν Τρωσὶ φιλοπτολέμοισιν· ἀτιμότερον δέ με θήσεις. 113Q
A ἢ οὕτως· ἐκ τῆς πρὸς τὸν Τήλεφον μάχης παρηγορεῖτο
κατὰ ψυχὴν καὶ τεθαρσήκει, ὅτι τὸν Πάτροκλον εἶχε δια-
παντὸς παραστάτην.
Bσφετέρας:ἀντὶ τοῦ τῆς ἑᾶς.
ABταξιοῦσθαι:παρατάττεσθαι.
A Ὅμηρος (Π 89)·
MH\ SÚ G' A)/NEUQEN E)MEÎO LILAÍESQAI POLEMÍZEIN.
Aεἴην Εὑρεσιεπής:τοῦτό φησιν ὅτι ἔπλασε τὰ
περὶ Πατρόκλου εἰρημένα εἰς ἔπαινον τοῦ Ἐφαρμόστου
Ὀπουντίου ὄντος.
γενοίμην, φησὶ, διαπαντὸς εὑρίσκειν
δυνάμενος τρόπους καὶ διηγεῖσθαι τὰς πράξεις τῶν ἀρχαίων.
BCDEQεἴην Εὑρεσιεπής:ὡς σεμνυνόμενος τοῖς διηγή-
μασί φησιν· εἴην δὲ λόγων καινοπρεπῶν εὑρετὴς ἐπὶ τῷ
διηγεῖσθαι καὶ πρόσφορος ποιητικῇ μούσῃ καὶ τρόπῳ Μου-
σῶν ἁρμόδιος.
ἄλλως· γενοίμην, φησὶ, διὰ παντὸς δυνά-
μενος εὑρίσκειν λόγους καὶ διηγεῖσθαι πράξεις. 122bB
899

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pindarum


Ode O 9, scholion 119c, line 1

παντὸς παραστάτην.
Bσφετέρας:ἀντὶ τοῦ τῆς ἑᾶς.
ABταξιοῦσθαι:παρατάττεσθαι.
A Ὅμηρος (Π 89)·
MH\ SÚ G' A)/NEUQEN E)MEÎO LILAÍESQAI POLEMÍZEIN.
Aεἴην Εὑρεσιεπής:τοῦτό φησιν ὅτι ἔπλασε τὰ
περὶ Πατρόκλου εἰρημένα εἰς ἔπαινον τοῦ Ἐφαρμόστου
Ὀπουντίου ὄντος.
γενοίμην, φησὶ, διαπαντὸς εὑρίσκειν
δυνάμενος τρόπους καὶ διηγεῖσθαι τὰς πράξεις τῶν ἀρχαίων.
BCDEQεἴην Εὑρεσιεπής:ὡς σεμνυνόμενος τοῖς διηγή-
μασί φησιν· εἴην δὲ λόγων καινοπρεπῶν εὑρετὴς ἐπὶ τῷ
διηγεῖσθαι καὶ πρόσφορος ποιητικῇ μούσῃ καὶ τρόπῳ Μου-
σῶν ἁρμόδιος.
ἄλλως· γενοίμην, φησὶ, διὰ παντὸς δυνά-
μενος εὑρίσκειν λόγους καὶ διηγεῖσθαι πράξεις. 122bB
ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸ πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρό-
κλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον
Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην. 122cB
BEQΕὑρεσιεπής:καινολόγος.
Bἀναγεῖσθαι:διηγεῖσθαι.

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia in Pindarum


Ode O 9, scholion 120a, line 1

δυνάμενος τρόπους καὶ διηγεῖσθαι τὰς πράξεις τῶν ἀρχαίων.


BCDEQεἴην Εὑρεσιεπής:ὡς σεμνυνόμενος τοῖς διηγή-
μασί φησιν· εἴην δὲ λόγων καινοπρεπῶν εὑρετὴς ἐπὶ τῷ
διηγεῖσθαι καὶ πρόσφορος ποιητικῇ μούσῃ καὶ τρόπῳ Μου-
σῶν ἁρμόδιος.
ἄλλως· γενοίμην, φησὶ, διὰ παντὸς δυνά-
μενος εὑρίσκειν λόγους καὶ διηγεῖσθαι πράξεις. 122bB
ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸ πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρό-
κλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον
Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην. 122cB
BEQΕὑρεσιεπής:καινολόγος.
900

Σχόλια στον Πίνδαρο. Scholia et glossae in Olympia et Pythia


(scholia recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani)
(collecta a Triclinio) (5034: 004)“Scholia recentia in Pindari epinicia,
vol. 1”, Ed. Abel, E.Berlin: Calvary, 1891.Ode-treatise O 9, sch-se. 119,
line 1

θαλασσίας, ἀντὶ τοῦ εἰς τὰς ναῦς τὰς ἐν τῇ θαλάσσῃ τὴν διατρι-
βὴν ποιουμένας· ὥστε (113) δεῖξαι αὐτὸς ὁ Πάτροκλος τῷ
φρονίμῳ μαθεῖν τὸν νοῦν τοῦ Πατρόκλου, ἀντὶ τοῦ τὸν ἑαυτοῦ,
τὸν βιατήν, ἤγουν τὸν γενναῖον, τὸν ἀνδρεῖον (ἀπὸ τοῦ βία, ἡ
ἰσχύς) ἀφ' οὗ χρόνου παρηγορεῖτο (117), ἀντὶ τοῦ παρῄνει,
ἔλεγεν αὐτῷ ὁ υἱὸς τῆς Θέτιδος ὁ Ἀχιλλεύς, μηδέποτε ταξιοῦ-
σθαι, τουτέστι παρατάττεσθαι αὐτὸν ἐν τῷ πολέμῳ τῷ ὀλε-
θρίῳ χωρὶς τῆς αἰχμῆς τῆς σφετέρας, ἀντὶ τοῦ τῆς ἑᾶς, τουτέ-
στι τῆς ἑαυτοῦ, τῆς δαμασιμβρότου, ἤγουν τῆς τοὺς ἄνδρας
κτεινούσης.
Εἴην Εὑρεσιεπής]ἤγουν εἴθε τοιαύτας ἱστο-
ρίας εὑρίσκοιμι, ἵνα ἐποχούμενος τῷ παρὰ τῶν Μουσῶν δοθέν-
τι μοι δίφρῳ, λέγω δὴ τῇ ποιητικῇ, ἁρμοδίως τῇ παρούσῃ ὑπο-
θέσει ποιῶμαι τοὺς λόγους. τοῦτο δὲ λέγει, ἐπειδὴ καὶ ὁ
Πάτροκλος Ὀπούντιος ἦν ὥσπερ καὶ Ἐφάρμοστος. τοῦ δὲ
ἐναγεῖσθαιτὸ ἐν πρὸς τὸδίφρῳσυναπτέον, οὕτως· ἐν τῷ
δίφρῳ τῶν Μουσῶν ἡγεῖσθαι καὶ προέρχεσθαι.
Pal. Ὡς πρὸς τοὺς παρεστῶτας λέγει.
ἐφευρετικὸς τοιούτων ἱστοριῶν. – ἐποχεῖσθαι,
προέρχεσθαι εἰς τὸν τοῦ Ἐφαρμόστου ἔπαινον.

Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter epsilon, entry 3678, line 1

Εὗρες·Ἀριστοφάνης· εἴθε φαύλως, ὥσπερ εὗρες, ἐκβάλοις τὴν


ἔνθεσιν. ἐπὶ τῶν παρὰ προσδοκίαν εὐδοκιμησάντων. τὸ δὲ εὗρες
δηλοῖ τὸ καμάτῳ καὶ πόνῳ περιγενέσθαι τινός· καὶ ἔστι τῆς τοῦ
κάμνοντος γνώμης καὶ προαιρέσεως ἔλεγχος. τὸ δὲ εὑρεῖν ἁπλῶς
τῆς παρασχούσης τύχης, καὶ οὐ τῆς τοῦ εὑρόντος γνώμης καὶ προ-
αιρέσεως.
Εὑρεσιέπεια:εὑρεσιλογία.
Εὑρεσιλόγος:φλύαρος, ἑτοιμολόγος. Πολύβιος· ἔχων δὲ
καὶ πλείω λέγειν ἀγωνιῶ, μὴ δόξω τισὶν ὑμῶν οὐκ ἀναγκαίως εὑρε-
σιλογεῖν.
Εὑρεσιεπής:καινολόγος.
Εὑρετής·ἦν δὲ καὶ εὑρετὴς ἑτοιμότατος ὧν τε αὐτὸς ἠπόρει
πρὸς ἑτέρους καὶ ὧν ἕτεροι πρὸς αὐτόν, οὐ πολυμαθείᾳ καὶ ἀλλοτρίων
δοξασμάτων ἱστορίᾳ καταχωννὺς μὲν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀποκρύπτων,
901

ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας.Εὑρέτις δὲ θηλυκόν, διὰ τοῦ ι,


ἡ ἐφευρετική.
Εὐρεῖα·Ὅμηρος· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών. οὐ καθολικὸν
ἐπίθετον ἡ εὐρεῖα, ἀλλ' ἐν ἴσῳ τῷ εὐρεῖα γενομένη· οἷον εὐρύ μοι
χάσμα γένοιτο.

ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ

Innovation, 32, 33 Εὑρέτις, 901


Schumpeter, 4 ἐφεῦρε, 429, 669, 670, 671, 672, 673, 674,
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ, 23 680, 681, 682, 683, 684, 685, 686, 687,
Άννα Κομνηνή, 70, 71 691, 692, 698, 700, 701, 703, 704, 707,
Άνταμ Σμιθ, 4 712, 713, 714, 715, 719, 721, 722, 724,
Αριστοτέλης, 9, 12, 37, 118, 119, 120, 121 725, 726, 735, 736, 737, 738, 739, 745,
Ἀριστοτέλους, 46, 118, 140, 171, 369, 748, 766, 767, 768, 771, 776, 779, 781,
372, 373, 512 783, 787, 788, 790,793, 801, 804, 805,
Αριστοφάνης, 34, 98, 99 811, 829, 830, 831, 833, 834, 836, 839,
αρχαία καινοτομία, 5 840, 841, 842, 850, 852, 861, 863, 870,
Αρχιμήδη, 13, 15 872, 874, 875, 876, 877, 879, 880, 881,
Αρχιμήδης, 8, 9, 15 882, 884, 885
αὐτοσχεδιάζοντά, 36, 103 ἐφευρεθέντων, 670, 677, 708, 776, 805,
αὐτοσχεδιάζω, 36, 103 823, 824, 825, 865
Βασίλειος Καισαρείας, 45, 46, 47 ἐφευρέθη, 704, 706, 777, 778, 796, 820,
Διόδωρος Σικελός, 107, 108, 109, 110, 821, 888, 889, 890
111, 112, 487, 488 ἐφευρεῖν, 668, 674, 675, 679, 681, 689,
ἐκαινοτόμει, 83, 96, 159, 318, 346 692, 693, 695, 696, 697, 699, 703, 718,
ἐκαινοτομεῖτο, 194, 195, 338 728, 734, 744, 745, 755, 760, 762, 768,
ἐκαινοτομήθησαν, 454 769, 774, 775, 783, 802, 809, 836, 837,
ἐκαινοτόμησαν, 91, 97, 153, 434 838, 848, 866, 868, 872, 875, 881, 882
ἐκαινοτόμησε, 194, 195, 196, 318, 342, ἐφεῦρεν, 672, 673, 674, 688, 694, 698,
429, 431, 440 701, 712, 718, 728, 730, 732, 734, 737,
ἐκαινοτόμησεν, 136, 185, 191, 244, 256, 742, 746, 751, 752, 755, 757, 758, 763,
257, 301, 339, 357, 370, 422 780, 786, 789, 798, 799, 801, 804, 818,
εκμετάλλευση, 5, 27 822, 828, 829, 835, 845, 854, 855, 856,
ἐνεωτέριζον, 467, 501, 567, 579, 665 858, 867, 870, 876, 877, 879, 883, 886
εξέλιξης, 18, 19 ἐφευρέσεις, 672, 694, 697, 752, 811, 847,
ἐπανάστασιν, 42, 146, 303, 307, 472, 566, 884
571 ἐφευρέσεως, 713, 715, 853, 854, 862
ἐπιστήμην, 76, 95, 252, 266 ἐφεύρεσιν, 747, 748, 859, 860, 861
Ερατοσθένη, 21, 22 Ἐφευρετὰς, 341, 451, 670, 672, 878
Εὑρεσιέπεια, 878, 891, 894, 895, 900 ἐφευρετική, 784, 785, 827, 878, 901
εὑρεσιεπείαις, 893 Ηρωδιανός, 90, 91, 92, 93, 94
Εὑρεσιεπής, 843, 846, 847, 871, 878, 890, Ηρων, 8
894, 895, 896, 898, 899, 900 Ησύχιος, 29, 404, 564, 565, 892
εὑρεσιλογία, 878, 891, 894, 895, 900 Θεοδώρετος, 62, 63
Εὑρεσιλόγος, 878, 890, 891, 900 Θουκυδίδης, 9, 85, 466, 467, 468, 469,
Εὑρετής, 799, 878, 900 579
902

Ιωάννης Δαμασκηνος, 65, 66 καινοτομήσας, 39, 47, 54, 63, 64, 65, 98,
Ιωάννης Χρυσόστομος, 51, 52, 53, 54, 192, 194, 202, 210, 244, 246, 291, 311,
55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 240, 241, 242 403, 412, 432, 433, 446
καινά δαιμόνια, 30 καινοτομήσει, 367, 368, 402
καινὰ πράττει, 565, 579, 652, 665 καινοτομήσειν, 143, 341, 443, 450
καινολόγος, 878, 890, 891, 894, 895, 899, καινοτομήσω, 39, 200, 417
900 καινοτομήσωμεν, 114
καινοτόμα, 444 καινοτομῆται, 90
καινοτομεῖ, 39, 41, 48, 50, 61, 63, 67, Καινοτομία, 4, 7, 8, 9, 10, 16, 18, 19, 20,
121, 129, 141, 167, 170, 185, 189, 196, 21, 27, 30, 31, 32, 33, 45, 48, 50, 51, 52,
201, 216, 235, 236, 238, 297, 367, 368, 53, 57, 58, 59, 65, 66, 70, 125, 212, 220,
383, 416, 431, 436, 437, 449, 519, 529 225, 227, 238, 253, 257, 268, 272, 280,
Καινοτομεῖ, 61, 67, 394, 452 284, 294, 296, 313, 330, 333, 338, 342,
Καινοτομεῖ τὴν φύσιν, 61 345, 389, 414, 452, 455, 456, 457, 458,
καινοτομεῖν, 34, 36, 37, 40, 41, 45, 46, 459, 460, 463, 464
47, 48, 53, 55, 57, 58, 61, 65, 68, 71, 80, καινοτομίᾳ, 40, 58, 62, 86, 87, 94, 208,
88, 92, 93, 96, 99, 100, 102, 104, 111, 211, 220, 248, 271, 274, 275, 297, 327,
112, 113, 117, 120, 133, 134, 137, 138, 340, 348, 361, 395, 410
139, 144, 145, 147, 149, 150, 151, 152, καινοτομίαις, 46, 57, 71, 80, 187, 277,
153, 154, 156, 157, 162, 172, 173, 175, 319, 330, 347, 352, 357, 358, 385, 420,
178, 180, 188, 189, 205, 212, 222, 223, 462
224, 234, 239, 247, 258, 259, 260, 263, καινοτομίαν, 39, 46, 51, 52, 54, 55, 56,
276, 293, 294, 298, 300, 302, 306, 307, 58, 60, 62, 65, 69, 70, 71, 75, 81, 86, 89,
320, 321, 344, 348, 353, 354, 358, 359, 91, 92, 101, 108, 109, 111, 112, 115,
365, 366, 370, 372, 374, 379, 380, 381, 124, 142, 144, 145, 155, 162, 168, 176,
395, 404, 405, 409, 412, 419, 420, 425, 181, 199, 200, 203, 213, 214, 219, 226,
427, 429, 432, 433, 436, 441, 442, 448, 228, 229, 230, 240, 241, 242, 258, 262,
452, 454 265, 267, 274, 275, 276,278, 281, 282,
Καινοτομεῖν, 66, 394 285, 288, 289, 295, 303, 304, 306, 308,
καινοτομεῖν κατὰ Φιλίππου, 153 309, 316, 319, 324, 326, 328, 334, 335,
καινοτομείς, 30 336, 337, 342, 343, 350, 351, 352, 355,
καινοτομεῖσθαι, 49, 69, 184, 188, 209, 363, 373, 384, 385, 386, 390, 391, 397,
262, 271, 322, 323, 334, 335, 344, 350, 419, 420, 426, 446, 447, 448, 451, 453,
366 455, 456, 461, 462, 463
καινοτομεῖται, 43, 61, 152, 160, 161, 190, καινοτομίαν ἰδόντες, 355
192 καινοτομίαν ποιήσουσι, 145
καινοτομείτω, 369 ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ, 20, 21
καινοτόμες, 5 καινοτομίας, 9, 16, 18, 19, 20, 21, 26, 27,
καινοτομῇ, 59, 60 31, 32, 36, 37, 38, 40, 41, 42, 43, 45, 46,
καινοτομηθεῖσαν, 38, 51, 181, 195, 369 47, 53, 55, 56, 57, 58, 59, 62, 63, 64, 66,
καινοτομηθείσας, 42, 62, 422 67, 73, 74, 75, 79, 83, 85, 88, 89, 105,
καινοτομηθείσης, 42, 199, 237 106, 110, 123, 130, 158, 177, 178, 182,
καινοτομηθὲν, 131, 273, 305, 364 193, 204, 208, 214, 223, 224, 236, 245,
καινοτομηθῇ, 47, 237 250, 256, 257,258, 259, 260, 269, 280,
καινοτομηθῆναι, 73, 78, 345 282, 286, 289, 298, 314, 325, 337, 375,
καινοτομηθήσονται, 66 382, 391, 405, 406, 407, 408, 424, 456,
καινοτομῆσαι, 52, 56, 63, 161, 169, 243, 458, 459, 460, 461, 462, 463, 464, 465,
299, 334, 396, 404, 413, 428, 435, 438, 523
443 καινοτομική, 20
καινοτομήσαντες, 332, 432, 433 καινοτομιών, 19, 30
καινοτομιῶν, 421
903

καινοτόμοι, 5, 54, 153 μεγάλας, 38, 74, 75, 79, 85, 174, 257, 460,
καινοτομοῖεν, 35 494, 546, 548
καινοτομοῖτο, 35, 101, 235, 236 μέγιστον, 73, 81, 114, 119, 215, 241, 248,
καινοτόμον, 19, 37, 119, 148, 325 254, 344, 345, 352, 361, 477, 493
καινοτόμος, 20, 27, 153, 171, 172, 179, μεταβολαῖς, 37, 108, 262, 352, 356
227 μεταβολῆς, 38, 67, 79, 197, 244, 345, 508,
Καινοτόμος, 331 514, 540
καινοτομοῦμεν, 34, 98, 175, 376, 377, μεταρρύθμισης, 19
378 μηχανές, 6, 7, 13, 21, 24
καινοτομούμενα, 37, 49, 77, 94, 105, 137, Μηχανισμός, 8, 21, 22, 23
206, 308, 339, 410 Μιχαήλ Ατταλιάτης, 69
καινοτομουμένη, 127, 207 Μιχαήλ Ψελλός, 67, 68
καινοτομούμενοι, 66, 336, 337 Ναζιανζηνός, 40, 41, 42, 43, 44
καινοτομουμένοις, 116 νεωτερίζει, 527, 537, 542, 545, 560, 565,
καινοτομούμενον, 70, 72, 184, 265, 267, 573
268, 301, 398 νεωτερίζειν, 45, 300, 343, 465, 466, 468,
καινοτομουμένου, 38, 78 469, 470, 471, 473, 474, 477, 478, 480,
καινοτομουμένων, 45, 73, 76, 82, 132, 482, 483, 484, 485, 487, 488, 489, 490,
202, 228, 315 491, 492, 493, 494, 495, 496, 498, 499,
καινοτομοῦν, 40 500, 502, 504, 506, 510, 515, 516, 517,
καινοτομούντα, 19 520, 521, 522, 523, 524, 526, 528, 530,
καινοτομοῦντα, 37, 54, 70, 105, 174, 233, 533, 535, 536, 537, 538, 539, 541, 543,
266, 392, 400, 415 544, 546, 549, 552, 555, 556, 557, 559,
Καινοτομοῦνται, 44, 293 564, 566, 569, 570, 571, 574, 576, 577,
καινοτομοῦντας, 58, 84, 141, 287, 341, 578, 582, 659
383, 451, 557 νεωτερίζεσθαι, 256, 533, 550, 551
καινοτομοῦντες, 50, 60, 64, 107, 147, νεωτερίζον, 39, 201, 519, 540, 553
209, 251, 342, 372, 440 νεωτερίζοντά, 344
καινοτομοῦντι, 35, 100 νεωτερίζοντας, 467, 469, 474, 479, 503,
καινοτομοῦντός, 3, 35, 102 505, 518, 534, 548, 575
καινοτομούντων, 41, 128, 146 νεωτεριζόντων, 471, 472, 477, 488, 508,
καινοτομούσης, 389 534, 540, 568, 579
καινοτομοῦσι, 95, 218, 362, 419, 429, 455 νεωτερίζουσα, 483, 511, 512, 572
καινοτομοῦσιν, 35, 37, 100, 120, 170, νεωτερίζουσιν, 473, 476, 494, 512, 513
249, 361, 411, 450 νεωτερίζω, 9, 29, 30, 465
καινοτομώ, 9, 28, 30 Νεωτερίζω, 9, 465
καινοτομῶ, 28, 36, 52, 103, 118, 122, 123 νεωτεροποιεῖν, 593, 594, 595, 600, 609,
καινοτομῶν, 40, 64, 69, 72, 129, 163, 616, 643
166, 182, 233, 251, 254, 255, 261, 269, νεωτεροποιίαν, 580, 582, 583, 589, 591,
310, 322, 323, 356, 371, 379, 432, 433, 598, 600, 604, 605, 608, 619
437, 444 νεωτεροποιίας, 588, 597, 598, 605, 606,
καινουργεῖ, 67, 394, 452 607, 611, 617, 618, 621, 639, 640
καινοῦσθαι, 444 νεωτεροποιὸν, 582, 586, 591, 610, 624,
κεκαινοτόμηται, 114, 126, 264, 277, 374, 627, 629, 631, 636, 651, 652, 656, 657,
379, 380, 404, 439, 442 658, 661, 662, 663
Κικέρων, 84, 502, 514 νεωτεροποιός, 137, 138, 306, 570
Κτησίβιος, 8 νεωτεροποιὸς, 425, 581, 585, 589, 606,
Κύριλλος Αλεξανδρινός, 63, 64 628, 643, 651, 656, 660
Κωνσταντίνος Μανασσής, 71 Νικηφόρος Γρηγοράς, 71, 72
Λυκούργου, 73, 74, 85 νόμοι, 66, 374, 391, 495
Μαρξ, 4, 5, 459
904

νόμος, 36, 52, 56, 65, 105, 129, 199, 224, πρῶτον, 37, 45, 59, 62, 73, 78, 81, 84, 85,
241, 269, 284, 286, 296, 328, 390, 412, 86, 87, 96, 106, 108, 111, 113, 119, 121,
432, 495, 527, 529, 562, 570 125, 132, 151, 152, 160, 171, 172, 173,
νόμους, 36, 60, 65, 73, 75, 85, 104, 119, 176, 203, 204, 206, 207, 211, 216, 218,
129, 132, 144, 173, 176, 214, 223, 224, 247, 254, 255, 265, 288, 291, 299, 314,
244, 268, 278, 291, 295, 304, 311, 326, 349, 354, 359, 360, 361, 375, 395, 396,
336, 337, 408, 414, 493, 515 408, 422, 430, 467, 468, 484, 487, 492,
νόμων, 37, 56, 84, 106, 123, 163, 203, 494, 496, 508, 516, 532, 533, 534, 537,
244, 250, 310, 351, 460, 485, 495, 534, 540, 556, 558, 575
546 Σούδα, 33, 448, 449, 451, 452, 453, 576,
Ξενοφάνης, 16 577, 578, 877, 878, 880, 881, 882, 883,
Ξενοφών, 34, 35, 100 884, 885, 900
Ξενοφώντας, 9 Σουμπέτερ, 4
παραγωγή, 5, 21, 27, 32 στασιάζειν, 164, 205, 539, 605, 610, 655
παράδοξα, 53, 70, 117 στασιάζω, 9
παράδοξος, 30, 112, 122, 123, 309 Σωκράτης, 30, 47, 48, 49, 50, 51, 121,
παραλλαγὰς, 85, 500 157, 373, 463, 493
παράτολμος, 86 Σωκράτους, 19, 37, 119, 157, 171
Πλάτων, 4, 35, 36, 37, 56, 74, 82, 83, 86, τέχνην, 70, 104, 136, 164, 187, 206, 264,
101, 102, 103, 105, 106, 119, 168, 172, 265, 266, 339, 376, 523, 688, 691, 701,
204, 248, 369, 373, 381, 434, 484, 485, 707, 718, 720, 722, 736, 788, 823, 824,
486 825, 827, 867, 870
Πλούταρχος, 38, 73, 74, 75, 76, 77, 78, τεχνολογία, 6, 9, 11, 12, 13, 22, 27
79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 89 Τζον Στιούαρτ Μιλ, 5
πονηρὸν γὰρ ἡ καινοτομία’, 152 Φώτιος, 383, 384, 385, 386, 388, 389,
προσδοκία της εξέλιξης, 18, 19 390, 391, 392, 393, 557, 558, 651, 652,
787, 891

You might also like