Professional Documents
Culture Documents
Οδυσσέας Γκιλής. Καινοτομία-Νεωτερίζω-εφεύρεση Στα Αρχαία Κείμενα. 2019
Οδυσσέας Γκιλής. Καινοτομία-Νεωτερίζω-εφεύρεση Στα Αρχαία Κείμενα. 2019
Οδυσσέας Γκιλής. Καινοτομία-Νεωτερίζω-εφεύρεση Στα Αρχαία Κείμενα. 2019
Οδυσσέας Γκιλής
Επιμέλεια
ΕΦΕΥΡΕΣΙΣ
Κανοτομία,
Νεωτεροποιός,
νεωτεροποιία.
Νεωτερίζω
στα
αρχαία, Βυζαντινά και θεολογικά κείμενα
Θεσσαλονίκη 2019
2
3
Περιεχόμενα
Ενημερωτικό σημείωμα ........................................................................................................... 4
Καινοτομία Σουμπέτερ, Joseph Alois Schumpeter Βικιπαίδεια. ............................................... 4
Η αρχαία καινοτομία. Καρασαρίνης Μάρκος 19 Σεπτεμβρίου 2014, 09:30 Ενημερώθηκε: 22
Σεπτεμβρίου 2014, ΤΟ ΒΗΜΑ .................................................................................................. 5
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ 11.10.2015 Εκθεση με καινοτομίες των αρχαίων
Ελλήνων...ΣΑΝΤΡΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ ............................................................................................... 10
PRO NEWS. Οι τεχνολογικές καινοτομίες στην Αρχαία Ελλάδα............................................. 13
Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση. Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και
η Ακτινοβολία της ........................................................................................................... 16
2.2. Η Καινοτομία στην αρχαία ελληνική τέχνη και τα τοπικά εργαστήρια ....................... 16
Huffingtonpost. Ανδρέας Αττάλογλου Οικονομολόγος με εξειδίκευση σε θέματα
καινοτομίας, Στέλεχος ΕΣΠΑ Μεταρρύθμιση Δημοσίου Τομέα ............................................. 18
η καινοτομια απο την αρχαιοτητα μεχρι σημερα 26. ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ wikipedia ........... 20
Ορισμός καινοτομίας βικιπαίδεια.......................................................................................... 26
Πύλη για την Ελληνική γλώσσα ............................................................................................. 27
Λεξικό Δημητράκου. Τόμος Ζ................................................................................................ 28
Ησύχιος λεξικόν ..................................................................................................................... 29
Κούμα λεξικόν ....................................................................................................................... 29
Βικιπαίδεια. Σωκράτης ........................................................................................................... 30
Λεξικό Μπαμπινιώτη ............................................................................................................. 30
Λεξικό Βικιπαίδεια ................................................................................................................. 31
Τεχνολογική Καινοτομία προϊόντων και διαδικασιών....................................................... 32
Inovation Βικιπαίδεια ............................................................................................................. 33
Σούδα-λεξικόν-Suidae-Lexicon-Ex-Recogn-I-Bekkeri .............................................................. 33
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων, κατά συγγραφέα ................................................. 34
Αποσπάσματα 1108 από αρχαία κείμενα. Έγινε επιλογή. ...................................................... 73
Αποσπάσματα από βιβλία.................................................................................................... 455
Νεωτερίζω ........................................................................................................................... 465
Νεωτεροποιός, νεωτεροποιία ............................................................................................. 580
ΕΦΕΥΡΕΣΗ-ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ........................................................................................................ 667
Χρονολογική ταξινόμηση αποσπασμάτων. Εφεύρεση, εφευρέτης...................................... 667
Αποσπάσματα από αρχαία κείμενα ..................................................................................... 676
Ευρεσιεπής ........................................................................................................................... 890
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ ......................................................................................................................... 901
4
Ενημερωτικό σημείωμα
των συμμάχων της Σπάρτης πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού
Πολέμου. Το πρώτο πράγμα που επιλέγουν οι Κορίνθιοι να τονίσουν
προκειμένου να εξωθήσουν τους παραδοσιοκράτες Λακεδαιμονίους σε
σύγκρουση είναι η τάση των Αθηναίων στους νεωτερισμούς: στα αφτιά
των ηγετών μιας πόλης κατεξοχήν φοβικής ως προς τις εξωτερικές
επιδράσεις, κλειστής ως κοινωνίας και επιρρεπούς στις ξενηλασίες, οι
«νεωτεροποιοί και επινοήσαι οξείς» δεν ήταν επαινετικοί
χαρακτηρισμοί.
Ωστόσο, ο αρχαίος κόσμος κάθε άλλο παρά ομοιογενής ήταν – και η
Σπάρτη δεν αποτελούσε το κυρίαρχο πολιτισμικό μοντέλο της Ελλάδας.
Στην ασύγκριτα πιο ευρύχωρη διανοητικά Αθήνα περπάτησαν φιλόσοφοι
του μεγέθους του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, τραγικοί
του ύψους του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, αρχιτέκτονες
με τη ματιά του Ικτίνου και του Καλλικράτη. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα
του 5ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν μια εκκοσμικευμένη κοινωνία τού σήμερα.
Είχε το δωδεκάθεο, τα Ελευσίνια μυστήριά της, τις δίκες κατά του
Αναξαγόρα και του Σωκράτη με την κατηγορία της ασέβειας. Είχε μια
αγροτική, όχι μια κεφαλαιοκρατική οικονομία.
Είχε έναν στοχασμό θαυμαστό για τα μέτρα της εποχής, όχι όμως τη
συστηματικότητα και την πειραματική έρευνα της απογόνου της
νεωτερικής σκέψης. Ηταν ικανή, όπως και ο υπόλοιπος ελληνορωμαϊκός
κόσμος, να παράγει καινοτομίες, όχι Καινοτομία.Δημοσιεύθηκε στο
BHmagazino την Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014.
Ηρακλειδών) είναι ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του σε ένα
έργο το οποίο αναδεικνύει άγνωστες μέχρι σήμερα πτυχές του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού. Το νέο έχει μεταδοθεί και από τα τρία μουσεία
που διευθύνει τα τελευταία δέκα χρόνια ήρθε η ώρα οι εφευρέσεις των
αρχαίων Ελλήνων που μελέτησε και κατασκεύασε ο ίδιος ο Κώστας
Κοτσανάς να αρχίσουν να ταξιδεύουν και μάλιστα σε μια εποχή που μια
τέτοιου είδους προβολή της χώρας μας στο εξωτερικό είναι πολύτιμη.
Εντός της Ελλάδας αυτή την περίοδο παρουσιάζεται στα Τρίκαλα μια
επίσης πρωτότυπη έκθεση με θέμα το αυτοκίνητο στην αρχαία Ελλάδα.
«Η επιθυμία μου, μέσα από τα μουσεία και τις περιοδεύουσες εκθέσεις,
είναι να αναδειχθεί αυτή η σχετικά άγνωστη πτυχή του αρχαίου
ελληνικού πολιτισμού, απόδειξη ότι η τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων
λίγο πριν από το τέλος του αρχαίου ελληνικού κόσμου ήταν
συγκλονιστικά όμοια με τις απαρχές της σύγχρονης τεχνολογίας μας»
λέει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στην «Κ» ο Κώστας Κοτσανάς
και επισημαίνει πως «αν και αυτή η γνώση αρχικά ξαφνιάζει, όμως
εύκολα μπορεί κανείς να την επιβεβαιώσει παρατηρώντας για
παράδειγμα τη μηχανή του πιο σύγχρονου αυτοκινήτου η οποία ακόμη
και σήμερα αποτελείται από τμήματα και εργαλεία που είχαν εφεύρει οι
αρχαίοι Ελληνες».
12
«Αυτή η δουλειά είναι όλη μου η ζωή» μου εξηγεί, καθώς αρχίζει να
εξιστορεί πώς ξεκίνησε το «βαθύ και μαγευτικό ταξίδι στον κόσμο της
αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας» όταν φοιτητής ακόμα στο Πολυτεχνείο
της Πάτρας συνάντησε τον καθηγητή του σε μια βραδιά ποίησης και
συνομίλησαν για τους οδοντωτούς τροχούς του Αριστοτέλη. «Το πάθος
μου με οδήγησε στη μελέτη και εν τέλει στην κατασκευή των έργων. Ολα
τα στάδια ήταν πολύ δύσκολα γιατί προσπάθησα να χρησιμοποιήσω τα
υλικά και τις μεθόδους κατασκευής της αρχαιότητας». Αξίζει να ειπωθεί
ότι τα μουσεία που ίδρυσε ο Κώστας Κοτσανάς λειτουργούν με δωρεάν
είσοδο και ξενάγηση, ενώ για το έργο του δεν έχει λάβει ποτέ κάποια
κρατική η ιδιωτική επιχορήγηση.
Για όλα «φταίει» ο Αριστοτέλης
Για την εξέλιξη της τεχνολογίας ο Κώστας Κοτσανάς τονίζει κάτι
σημαντικό, όχι τόσο γνωστό. «Αυτό που έχουμε στο μυαλό μας για την
εξέλιξη της τεχνολογίας ότι δηλαδή είναι μια γραμμική αύξουσα
καμπύλη που μετά από μια στασιμότητα τον Μεσαίωνα συνέχισε να
εξελίσσεται, δεν είναι ακριβώς έτσι. Τώρα πλέον διαπιστώνουμε και
μάλιστα αυτό προσπαθούμε να δείξουμε ότι τον 3ο και τον 2ο αιώνα π.Χ.
υπήρχε αλματώδης ανάπτυξη και αμέσως μετά μια υποχώρηση αυτής της
τεχνολογίας για να αρχίσει να ξανανεβαίνει και να φτάνει στο ίδιο
επίπεδο το 1.500 μ.Χ. Θα αναρωτιόμαστε γιατί έγινε αυτή η αλματώδης
ανάπτυξη; Για όλα λοιπόν “φταίει” ο Αριστοτέλης ο οποίος εμπότισε τον
Αλέξανδρο με την τεχνολογία και οτιδήποτε αξιοπερίεργο. Ετσι στις
εκστρατείες του ο Μέγας Αλέξανδρος δεν είχε μόνο στρατιώτες αλλά και
μηχανικούς, επιστήμονες, γεωγράφους, αστρονόμους τους οποίους
χρησιμοποιούσε σαν πλεονέκτημά του αφού ήξερε ότι θα μπορούσε να
13
κερδίσει όχι απλά έχοντας ένα στρατό αλλά και επιστήμονες που θα
μπορούσαν να φτιάξουν τους κατάλληλους καταπέλτες, τις κατάλληλες
πολιορκητικές μηχανές. Η αγάπη αυτή για τη γνώση και τις καινοτομίες
μεταδόθηκε στους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου οι οποίοι προσπάθησαν
να αποκτήσουν όσο περισσότερους επιστήμονες μπορούσαν, π.χ. στην
Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων στρατολογήθηκε ένα πλήθος επιστημόνων
από όλο τον ελληνικό χώρο οι οποίοι ανέπτυσσαν οποιουδήποτε τύπου
καινοτομία. Γι’ αυτούς η γνώση ήταν θησαυρός».
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που ξεχωρίζει τους Έλληνες καλλιτέχνες από τους
συναδέλφους τους της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου, αυτό είναι η
έντονη διάθεσή τους να πειραματιστούν και να καινοτομήσουν. Ένα
ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχαίας ελληνικής τέχνης είναι ότι κανένας
από τους τύπους που χρησιμοποιεί δεν μένει σταθερός και αναλλοίωτος
για περισσότερο από μία γενιά, καθώς οι νέοι καλλιτέχνες προσπαθούν
συνεχώς να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους. Ξέρουμε ότι οι αρχαίοι
Έλληνες καλλιεργούσαν συνειδητά από πολύ νωρίς το πνεύμα της έρευνας
και της καινοτομίας σε όλες τους τις δραστηριότητες. Στο τέλος του 6ου
αιώνα π.Χ. ο φιλόσοφος και ποιητής Ξενοφάνης γράφει (απόσπ. 18 Diels-
Kranz):
«Δεν είναι αλήθεια ότι οι θεοί τα έδειξαν από την αρχή όλα στους
ανθρώπους· αντίθετα, αυτοί με το πέρασμα του χρόνου ψάχνοντας
βρίσκουν τι είναι καλύτερο.»
το κύριο αστικό κέντρο αυτού του κράτους και ονομαζόταν Άστυ. Κάθε
πόλις είχε τους δικούς της θεσμούς, τα δικά της ήθη και έθιμα, τη δική της
διάλεκτο και, σε αρκετές περιπτώσεις, τη δική της καλλιτεχνική
παράδοση. Οι αρχαίες πόλεις μπορούσαν να μοιράζονται κάποια
πολιτιστικά στοιχεία με τις γειτονικές τους, αν αποτελούσαν τμήμα μιας
μεγαλύτερης γεωγραφικής ενότητας (όπως οι πόλεις της Κρήτης ή της
Εύβοιας) ή αν οι κάτοικοί τους είχαν κοινή καταγωγή και γλώσσα. Έτσι οι
αρχαίοι Έλληνες καλλιτέχνες μεγάλωναν και εκπαιδεύονταν σε ένα
περιβάλλον με αυτόνομη πολιτική και πνευματική ζωή και καλλιεργούσαν
συνειδητά τη δική τους καλλιτεχνική παράδοση. Αυτό επιβεβαιώνεται από
τη διαπίστωση ότι έργα διαφορετικών κατηγοριών (πήλινα ειδώλια,
χάλκινα αγαλμάτια, μεγάλα λίθινα γλυπτά) που προέρχονται από την ίδια
γεωγραφική περιοχή έχουν συνήθως κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά.
Μπορούμε, επομένως, να μιλούμε, τουλάχιστον ως τα μέσα του 5ου αιώνα
π.Χ., για τοπικά εργαστήρια με αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.
«Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη είναι δύο. Τη
μια όποιος την ένιωσε την επαινεί, μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι
αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές. Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο
και τη φιλονικία, η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης,
με των αθανάτων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι
τιμούν. Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα τη γέννησε πρώτη, κι ο γιος του
Κρόνου, που έχει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί, στης γης
τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους. Αυτή και
τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά: ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον
άλλο που ᾽ναι πλούσιος, που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα και στο
φύτεμα και διαφεντεύει καλά το σπιτικό του. Ο γείτονας το γείτονα
ζηλεύει που πασχίζει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους
θνητούς. Ο κεραμοποιός τα βάζει με τον κεραμοποιό κι ο μαραγκός με το
18
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι την περίοδο του 5ου - 4ου
αιώνα π.Χ. συναντάμε μια πραγματική άνθιση καινοτομιών που
προσέφεραν στις αρχαίες ελληνικές πολιτείες τη δυνατότητα να
επιτύχουν μεγάλες τεχνικές εφευρέσεις αλλά και πρωτοφανείς επιτυχίες
στις θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι εφευρέσεις άλλοτε υπό την
πίεση του στρατιωτικού ανταγωνισμού και άλλοτε υπό την ανάγκη για
βελτίωση των όρων διαβίωσης και λειτουργίας (για παράδειγμα την
αξιοποίηση υδάτινων πόρων για την καλύτερη επεξεργασία του αργυρού)
δημιούργησαν μια αλληλουχία αλληλοτροφοδοτούμενων εξελίξεων που
βοήθησαν στην εν συνόλω ανάπτυξη των αρχαίων ελληνικών πόλεων (με
κύριο εκπρόσωπο την Αθήνα) και όχι μόνο στην ανάπτυξη ενός τομέα ή
μιας κοινωνικής τάξης.
Με τον όρο Καινοτομία εννοείται η νέα και πρωτοποριακή ιδέα για την
υλοποίηση κάποιου πράγματος ή η νέα διαδικασία αυτής της υλοποίησης,
καθώς επίσης και η εφαρμογή νέων εφευρέσεων ή ανακαλύψεων για την
πραγματοποίηση κάποιου αποτελέσματος. Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται
σε οικονομικό/επιχειρηματικό/εμπορικό πλαίσιο. Σύμφωνα με τον ορισμό
της καινοτομίας, που προτείνει ο ΟΟΣΑ στο «εγχειρίδιο Frascati»,
πρόκειται για την μετατροπή μιας ιδέας σε εμπορεύσιμο προϊόν ή
υπηρεσία, λειτουργική μέθοδο παραγωγής ή διανομής - νέα ή βελτιωμένη
- ή ακόμα σε νέα μέθοδο παροχής κοινωνικής υπηρεσίας. Με τον τρόπο
αυτόν ο όρος αναφέρεται στην διαδικασία. Από την άλλη μεριά, όταν με
τη λέξη «καινοτομία» υποδηλώνεται ένα νέο ή βελτιωμένο προϊόν,
εξοπλισμός, η υπηρεσία που διαχέεται επιτυχώς στην αγορά, η έμφαση
δίνεται στο αποτέλεσμα της διαδικασίας.
Ησύχιος λεξικόν
Κούμα λεξικόν
Βικιπαίδεια. Σωκράτης
Έπειτα από την κατηγορία των Άνυτου, Μέλητα και Λύκωνος εναντίον
του Σωκράτη, ο φιλόσοφος εκφώνησε ουσιαστικά τρεις λόγους,
προσπαθώντας τόσο να απολογηθεί όσο και να αναιρέσει τις κατηγορίες·
το τρίτο μέρος του λόγου του έχει άμεση σχέση με τη ψηφοφορία του
δικαστηρίου και την απόφασή του. Το πλατωνικό αυτό έργο αποτελεί μία
ελεύθερη απόδοση του δικανικού λόγου που εκφώνησε ο Σωκράτης το 399
π.Χ. στο δικαστήριο της Ηλιαίας,α[›] αντιμετωπίζοντας την κατηγορία ότι
δεν πίστευε στους θεούς της πόλης, αλλά εισήγαγε καινά δαιμόνια και
διέφθειρε με τις διδασκαλίες του τους νέους...
Λεξικό Μπαμπινιώτη
Λεξικό Βικιπαίδεια
Συνδέεται με την έρευνα και την ανάπτυξη, ειδικά στο χώρο των
επιχειρήσεων, με τα αντίστοιχα τμήματα (R&D, Research and
Development). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Καινοτομία είναι επιτεύξιμος
στόχος μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργασίας μεταξύ
32
Ένα σηµαντικό κριτήριο για όλα τα είδη καινοτομίας είναι ότι πρέπει να
περιέχουν µία σηµαντική αλλαγή / διαφοροποίηση στα υπάρχοντα
προϊόντα (αγαθά ή υπηρεσίες), τις διαδικασίες, τις µεθόδους εµπορίας ή
τις οργανωτικές δοµές και πρακτικές της επιχείρησης. ∆εν είναι λοιπόν
Καινοτομία αλλαγές, οι οποίες έχουν µικρή σηµασία ή εμβέλεια ή δεν
επιφέρουν ικανό βαθµό νεωτερισμού στην επιχείρηση, όπως διακοπή
χρήσης µίας διαδικασίας, µεθόδου εµπορίας ή εµπορικής εκμετάλλευσης
ενός προϊόντος, αλλαγές προερχόμενες αποκλειστικά από µεταβολές των
τιµών των παραγωγικών συντελεστών, απλή αντικατάσταση ή
αναβάθμιση ενός προϊόντος ή διαδικασίας ή συσκευασίας, παραγωγή επί
παραγγελία, εποχιακές και άλλες κυκλικές μεταβολές.
Inovation Βικιπαίδεια
Σούδα-λεξικόν-Suidae-Lexicon-Ex-Recogn-I-Bekkeri
34
δῆμον (20)
ἢ εἰς ἄλλην πολιτείαν. ἔτι δὲ κἂν τιμῶν μὴ μετέχωσιν,
διχοστασίαν (195)
ἐμποιοῦντας· ὧν ἡ διδασκαλία μία μὲν οὖσα πᾶν πλῆθος
βλασφημιῶν ὑπερ-
• ΚΥΡΙΛΛΟΣ.
ρυττον.
σκοντος, ὡς εἰ τὸ θεῖον εὔκολόν τις ἡγεῖται καὶ ἀμεμφὲς εἶναι τῶν ἀμε-
λειῶν, ἀλλὰ τῇ γε πόλει χαλεπὸν ἡ περὶ ταῦτα συγγνώμη καὶ παρόρασις·
οὐδεὶς γὰρ ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς μεγάλῳ παρανομήματι κινεῖ πολιτείαν, ἀλλὰ
καὶ τὴν τῶν μειζόνων φρουρὰν καταλύουσιν οἱ προϊέμενοι τὴν ἐν τοῖς
μικροῖς ἀκρίβειαν. ὅμοιον δὲ καὶ τῶν στρατιωτικῶν ἐθῶν τε καὶ πατρίων
ἐξεταστὴν καὶ φύλακα παρεῖχεν ἑαυτόν, οὐ δημαγωγῶν ἐν τῷ
τιμήν, τὴν ἄνευ τινὸς ἑτέρου δι' αὐτὸν μόνον γινομένην ὡς ἀναγκαῖον
καὶ καλόν, ἑτέραν δὲ τὴν τῶν θυόντων προηγουμένην ὠφέλειαν·
εἶναι πάντα φαῦλον, ὡς καὶ διὰ πολλῶν καὶ εἰκότων καὶ ἀληθῶν
ἐπιστωσάμεθα· οὑτοσὶ δ' ἐκείνου συγγενής, ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος
ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος, καθ' ὃν ἐπιδείξομεν, ὅτι πᾶς ὁ ἀστεῖος
ἐλεύθερος. τὸν μὲν οὖν τῶν Πυθαγορείων ἱερώτατον θίασον λόγος ἔχει
μετὰ πολλῶν καὶ ἄλλων καλῶν καὶ τοῦτ' ἀναδιδάσκειν, “ταῖς λεωφόροις
μὴ βαδίζειν ὁδοῖς”, οὐχ ἵνα κρημνοβατῶμεν – οὐ γὰρ ποσὶ κάματον
παρήγγελλεν – , ἀλλ' αἰνιττόμενος διὰ συμβόλου τὸ μήτε λόγοις μήτ'
ἔργοις δημώδεσι καὶ πεπατημένοις χρῆσθαι. ὅσοι δὲ φιλοσοφίαν
γνησίως
ἠσπάσαντο, καταπειθεῖς γενόμενοι τῷ προστάγματι νόμον αὐτὸ μᾶλλον
δὲ
θεσμὸν ἰσούμενον χρησμῷ ὑπετόπησαν, δόξας δ' ἀγελαίους
ὑπερκύψαντες
ἀτραπὸν ἄλλην ἐκαινοτόμησαν ἄβατον ἰδιώταις λόγων καὶ δογμάτων,
ἰδέας
ἀνατείλαντες ὧν οὐδενὶ μὴ καθαρῷ θέμις ψαύειν. λέγω δὲ μὴ καθαρούς,
ὅσοι ἢ παιδείας εἰς ἅπαν ἄγευστοι | διετέλεσαν ἢ πλαγίως ἀλλὰ μὴ ἐπ'
εὐθείας αὐτὴν ἐδέξαντο κάλλος τὸ σοφίας εἰς τὸ σοφιστείας αἶσχος
μεταχα-
ράξαντες. οὗτοι τὸ νοητὸν φῶς ἰδεῖν οὐ δυνάμενοι δι' ἀσθένειαν τοῦ
κατὰ ψυχὴν ὄμματος, ὃ ταῖς μαρμαρυγαῖς πέφυκεν ἐπισκιάζεσθαι,
καθάπερ ἐν νυκτὶ διάγοντες ἀπιστοῦσι τοῖς ἐν ἡμέρᾳ ζῶσι καὶ ὅσ' ἂν
αὐγαῖς ἀκράτοις τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων εἰλικρινέστατα περιαθρήσαντες
διη-
γῶνται τεράστια νομίζουσι φάσμασιν ἐοικότα, τῶν ἐν τοῖς θαύμασιν οὐ
δια-
φέροντα. πῶς γὰρ οὐκ ἐκτόπια καὶ θαύματ' ὄντως, φυγάδας μὲν καλεῖν
τοὺς
μὴ μόνον ἐν μέσῃ τῇ πόλει διατρίβοντας, ἀλλὰ καὶ βουλεύοντας καὶ
δικάζοντας
θεαταῖς.
{Πρ.} καὶ μὴν ὅτι μὲν χρηστὰ διδάξω πιστεύω· τοὺς δὲ θεατάς,
εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖς ἠθάσι λίαν
τοῖς τ' ἀρχαίοις ἐνδιατρίβειν, τοῦτ' ἔσθ' ὃ μάλιστα
δέδοικα.
{Βλ.} περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν μὴ δείσῃς· τοῦτο γὰρ
ἡμῖν
δρᾶν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστιν, τῶν δ' ἀρχαίων ἀμελῆσαι.
{Πρ.} μή νυν πρότερον μηδεὶς ὑμῶν ἀντείπῃ μηδ' ὑποκρούσῃ,
πρὶν ἐπίστασθαι τὴν ἐπίνοιαν καὶ τοῦ φράζοντος ἀκοῦσαι.
Πλάτων. Euthyphro
Stephanus p. 5, se. a, l. 8
Διόδωρος Σικελός. Ιστορική βιβλιοθήκη. (lib. 1-20) B. 18, Ch. 60, se.
1, l. 3
Ἐπιτομὴν τῆς Ἀντιμάχου Λύδης· καὶ πάλιν ἄλλην Ἐπιτομὴν τῶν συγγε-
γραφότων περὶ συναγωγῆς θαυμασίων ἀνέμων· Ἐκλογάς τε ἱστοριῶν
αὐτὸν συντάξαι· καὶ περὶ τῆς πρὸς φίλους ὁμιλίας.
(4) ἔστι δέ, ἐξ ὧν τὸν ἄνδρα τοὺς λόγους αὐτοῦ διελθόντες ἐπέγνωμεν,
μεγαλοπρεπής τε καὶ γνωμολογικός, καὶ τῶι μὲν τοῦ λόγου μεγέθει καὶ
ἀξιώματι τῶν ἄλλων μᾶλλον χαίρων, λέξεσι μέντοι λογάσιν οὐ πάνυ
προστεθειμένος, οὐδὲ διὰ τῶν ἐθίμων δὲ διὰ παντὸς πορευόμενος, γεννῶν
δὲ αὐτὸς οὐ λέξεις, ἀλλ' εἴ τις ἄλλος δημιουργὸς τῆς περὶ τὰς λέξεις
χρήσεως, καινήν τινα μὴ καιναῖς κεχρημένος λέξεσι φαντασίαν
πέμπουσαν
ἀποτελεῖ τὴν φράσιν· οὕτω δὲ προσφυῶς ὑποβάλλεται τὴν πρᾶξιν, ὡς
τήν τε καινοτομίαν μὴ δοκεῖν εἶναι καινοτομίαν, καὶ τὸ σαφὲς οὐκ
ἔλαττον
τῶν ἐξ ἔθους λέξεων παρέχειν. κέχρηται δὲ καὶ γνώμαις τὸ νουνεχὲς
καὶ δραστήριον ἐπιδηλούσαις. τροπὰς δὲ ὑπελθεῖν, εἴ τις ἄλλος, ἄριστα
116
τὸ μὲν
οὖν περιττὸν ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ
κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον καὶ τὸ ζητητικόν, καλῶς δὲ
πάντα ἴσως χαλεπόν, ἐπεὶ καὶ τὸ νῦν εἰρημένον πλῆθος δεῖ
μὴ λανθάνειν ὅτι χώρας δεήσει τοῖς τοσούτοις Βαβυλωνίας
ἤ τινος ἄλλης ἀπεράντου τὸ πλῆθος, ἐξ ἧς ἀργοὶ πεντακις-
χίλιοι θρέψονται, καὶ περὶ τούτους γυναικῶν καὶ θεραπόν-
των ἕτερος ὄχλος πολλαπλάσιος. δεῖ μὲν οὖν ὑποτίθεσθαι
κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον. λέγεται δ' ὡς δεῖ τὸν
νομοθέτην πρὸς δύο βλέποντα τιθέναι τοὺς νόμους, πρός τε
τὴν χώραν καὶ τοὺς ἀνθρώπους. ἔτι δὲ καλῶς ἔχει προσθεῖναι
καὶ πρὸς τοὺς γειτνιῶντας τόπους, πρῶτον μὲν εἰ δεῖ τὴν πόλιν
ζῆν βίον πολιτικόν, μὴ μονωτικόν (οὐ γὰρ μόνον ἀναγκαῖόν ἐστιν
ὁ Σωκράτης.
Σικυωνίων.
μός τις καὶ τάξις. ᾤοντο δὴ δεῖν ἕκαστον αὑτῷ συνειδότα τὴν τῆς φύσεως
ποικιλίαν μηδέποτε λήθην ἔχειν τῆς πρὸς τὸ θεῖον ὁσιότητός τε καὶ θερα-
πείας, ἀλλ' ἀεὶ τίθεσθαι πρὸ τῆς διανοίας ὡς ἐπιβλέποντός τε καὶ παραφυ-
λάττοντος τὴν ἀνθρωπίνην ἀγωγήν.
μετὰ δὲ τὸ θεῖόν τε καὶ τὸ δαιμόνιον πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον γονέων τε
καὶ νόμου, καὶ τούτων ὑπήκοον αὑτὸν κατασκευάζειν, μὴ πλαστῶς ἀλλὰ
πεπεισμένως. καθόλου δὲ ᾤοντο δεῖν ὑπολαμβάνειν μηδὲν εἶναι μεῖζον
κακὸν
ἀναρχίας. οὐ γὰρ πεφυκέναι τὸν ἄνθρωπον διασῴζεσθαι μηδενὸς ἐπιστα-
τοῦντος. τὸ μένειν ἐν τοῖς πατρίοις ἔθεσί τε καὶ νομίμοις ἐδοκίμαζον οἱ
ἄνδρες ἐκεῖνοι, κἂν ᾖ μακρῷ χείρω ἑτέρων. τὸ γὰρ ῥᾳδίως ἀποπηδᾶν ἀπὸ
τῶν ὑπαρχόντων νόμων καὶ οἰκείους εἶναι καινοτομίας οὐδαμῶς εἶναι
σύμφορον οὐδὲ σωτήριον.
Stobaeus Ecl. IV 25, 45: Ἐκ τῶν Ἀριστοξένου Πυθαγορικῶν
ἀποφάσεων. μετὰ τὸ θεῖον καὶ δαιμόνιον πλεῖστον ποιεῖσθαι λόγον
γονέων
τε καὶ νόμων, μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπιστευμένως ἑαυτὸν πρὸς ταῦτα
παρα-
σκευάζοντα. τὸ μένειν ἐν τοῖς πατρίοις ἔθεσί τε καὶ νόμοις ἐδοκίμαζον,
εἰ καὶ μακρῷ χείρω τῶν ἑτέρων εἴη.
ib. IV 1, 49: Ἐκ τῶν Ἀριστοξένου Πυθαγορικῶν ἀποφάσεων.
καθόλου δὲ ᾤοντο δεῖν ὑπολαμβάνειν μηδὲν εἶναι μεῖζον κακὸν
ἀναρχίας,
124
ΓΥΝΗ ΜΑΓΟΣ
νὰς εἶναί φασι· καὶ γὰρ Ἔφεσον καὶ Σμύρναν καὶ Κύ-
μην καὶ Μύριναν. ἡ δὲ Ἀλύβη ἢ ὥς τινες Ἀλόπη ἢ
Ἀλόβη πῶς ἂν ἐν τοῖς τόποις τούτοις ἐξητάζετο; πῶς
δὲ τηλόθεν; πῶς δ' ἡ τοῦ ἀργύρου γενέθλη;
Ταῦτα μὲν ἀπολύεται τῇ μεταγραφῇ· γράφει γὰρ
οὕτως “αὐτὰρ Ἀμαζώνων Ὀδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρ-
“χον, ἐλθόντ' ἐξ Ἀλόπης, ὅ θ' Ἀμαζονίδων γένος ἐστί.”
ταῦτα δ' ἀπολυσάμενος εἰς ἄλλο ἐμπέπτωκε πλάσμα·
οὐδαμοῦ γὰρ ἐνθάδε εὑρίσκεται Ἀλόπη· καὶ ἡ μετα-
γραφὴ δὲ παρὰ τὴν τῶν ἀντιγράφων τῶν ἀρχαίων πί-
στιν καινοτομουμένη ἐπὶ τοσοῦτον σχεδιασμῷ ἔοικεν.
ὁ δὲ Σκήψιος οὔτε τὴν τούτου δόξαν ἔοικεν ἀποδεξά-
μενος οὔτε τῶν περὶ τὴν Παλλήνην τοὺς Ἁλιζώνους
ὑπολαβόντων, ὧν ἐμνήσθημεν ἐν τοῖς Μακεδονικοῖς.
ὁμοίως διαπορεῖ καὶ πῶς ἐκ τῶν ὑπὲρ τὸν Βορυσθένην
νομάδων ἀφῖχθαι συμμαχίαν τοῖς Τρωσί τις νομίσειεν,
128
ἔχαιρον, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ πολλοὺς τῶν δραστηρίων τῶν τὰ τοῦ πλή-
θους πραττόντων ἐκ τρόπου δή τινος ἐπιτηδείου ἔφθειρον. κἀκ
τούτου στάσις οὐ σμικρά σφων συνηνέχθη. M. 42 (p. 153).
ὅτι πρὸς Φαλίσκους οἱ Ῥωμαῖοι πολλὰς μάχας μαχεσάμενοι
καὶ πολλὰ καὶ παθόντες καὶ δράσαντες τῶν μὲν πατρίων ἱερῶν
ὠλιγώρησαν, πρὸς δὲ τὰ ξενικὰ ὡς καὶ ἐπαρκέσοντά σφισιν ὥρ-
μησαν. φιλεῖ γάρ πως τὸ ἀνθρώπειον ἐν ταῖς συμφοραῖς τοῦ μὲν
συνήθους, κἂν θεῖον ᾖ, καταφρονεῖν, τὸ δὲ ἀπείρατον θαυμάζειν.
παρ' ἐκείνου μὲν γὰρ ἅτε μηδὲν ἐς τὸ παρὸν ὠφελεῖσθαι νομί-
ζοντες οὐδὲ ἐς τὸ ἔπειτα χρηστὸν οὐδὲν προσδέχονται, παρὰ δὲ
δὴ τοῦ ξένου πᾶν ὅσον ἂν ἐθελήσωσιν ὑπὸ τῆς καινοτομίας ἐλπί-
ζουσιν. M. 43 (p. 153).
ἐς γὰρ τοῦτο φιλοτιμίας κἀκ τούτου καὶ φιλονεικίας ἀλλήλοις
ἀφίκοντο, ὥστε μηκέτι καθ' ἓν πάντας, ὥσπερ εἰώθεσαν, ἀλλ' ἐκ
περιτροπῆς ἰδίᾳ ἕκαστον αὐτῶν ἄρχειν, ἀφ' οὗ οὐδὲν χρηστὸν
ἐγίγνετο· τό τε γὰρ οἰκεῖον, οὐ τὸ κοινὸν ἑκάστου αὐτῶν σκοποῦν-
131
ἐπ' ἐκείνοις ἐποίουν, τρίτη στάσις τοῦ τε Ἀντωνίου καὶ τῆς γερου-
σίας ἐγένετο· ἵνα γὰρ καὶ παρ' αὐτῆς τά τε ὅπλα καὶ τὴν ἐξουσίαν
τὴν ἀπ' αὐτῶν, ᾗ φθάσας ἐχρῆτο, προστεθεῖσθαι νομισθείη, στρα-
τιώτας τε ἐντὸς τοῦ τείχους τρέφειν καὶ τὴν πόλιν διὰ φυλακῆς
μετὰ τῶν ἄλλων δημάρχων ποιεῖσθαι ἔλαβε. κἀκ τούτου Ἀντώ-
νιος μὲν ἐν νόμῳ δή τινι πάνθ' ὅσα ἐπεθύμει ἔδρα, Δολοβέλλας
δὲ καὶ Τρεβέλλιος ὄνομα μὲν βιαίου πράξεως εἶχον, ἀντηγωνίζοντο
δὲ ὑπό τε τῆς θρασύτητος καὶ ὑπὸ τῆς παρασκευῆς καὶ ἀλλήλοις
καὶ ἐκείνῳ, ὥσπερ τινὰ καὶ αὐτοὶ ἡγεμονίαν παρὰ τῆς βουλῆς εἰ
τινὰ κτώμεθα. ἀφ' οὗπερ καὶ ἐγὼ τὸ μὲν ἤδη ἔχων τὸ δὲ ἕξειν
ἐλπίζων, ἀποδίδωμι ὑμῖν καὶ τὰ ὅπλα καὶ τὰ ἔθνη τάς τε προσό-
δους καὶ τοὺς νόμους, τοσοῦτον μόνον ὑπειπών, ἵνα μήτε τὸ μέγεθος
ἢ καὶ τὸ δυσμεταχείριστον τῶν πραγμάτων φοβηθέντες ἀθυμήσητε,
μήτ' αὖ καταφρονήσαντες αὐτῶν ὡς καὶ ῥᾳδίως διοικεῖσθαι δυνα-
μένων ἀμελήσητε.
καίτοι καὶ καθ' ἕκαστον τῶν μειζόνων οὐκ ἂν ὀκνήσαιμι ὑμῖν
ἐν κεφαλαίοις ὅσα χρὴ πράττειν ὑποθέσθαι. τίνα δὲ ταῦτά ἐστι;
πρῶτον μὲν τοὺς κειμένους νόμους ἰσχυρῶς φυλάττετε, καὶ μηδένα
αὐτῶν μεταβάλητε· τὰ γὰρ ἐν ταὐτῷ μένοντα, κἂν χείρω ᾖ, συμφο-
ρώτερα τῶν ἀεὶ καινοτομουμένων, κἂν βελτίω εἶναι δοκῇ, ἐστίν.
ἔπειτα δέ, ὅσα προστάττουσιν ὑμῖν οὗτοι ποιεῖν καὶ ὅσων ἀπαγο-
ρεύουσιν ἀπέχεσθαι, μὴ τῷ λόγῳ μόνον ἀλλὰ καὶ τῷ ἔργῳ, μηδ'
ἐν τῷ κοινῷ μόνον ἀλλὰ καὶ ἰδίᾳ ἀκριβῶς παρατηρεῖσθε, ὅπως μὴ
τιμωρίας ἀλλὰ τιμῶν τυγχάνητε. τάς τε ἀρχὰς καὶ τὰς εἰρηνικὰς
καὶ τὰς πολεμικὰς τοῖς ἀεὶ ἀρίστοις τε καὶ ἐμφρονεστάτοις ἐπι-
τρέπετε, μήτε φθονοῦντές τισι, μήθ' ὑπὲρ τοῦ τὸν δεῖνα ἢ τὸν
δεῖνα πλεονεκτῆσαί τι, ἀλλ' ὑπὲρ τοῦ τὴν πόλιν καὶ σώζεσθαι καὶ
εὐπραγεῖν φιλοτιμούμενοι. καὶ τοὺς μὲν τοιούτους τιμᾶτε, τοὺς
δ' ἄλλως πως πολιτευομένους κολάζετε. καὶ τὰ μὲν ἴδια κοινὰ τῇ
πόλει παρέχετε, τῶν δὲ δημοσίων ὡς ἀλλοτρίων ἀπέχεσθε.
ἀμάχου καὶ ὑπὸ δέους τὸ δὲ ἔπειτα ὑπό τε τοῦ χρόνου καὶ ὑπὸ
τοῦ ἔθους οὐδὲν νεοχμώσειν, καὶ τοὺς ἑτέρους, ἅτε μηδὲν ἀπολλύν-
τας αὐτούς, ἡσυχάσειν ἤλπισεν. τοῦτο δὲ εἰ μὲν ἀναχωρησάντων
τε αὐτῶν ἐς τὰ οἰκεῖα τείχη καὶ κατὰ τοῦτο διασπαρέντων ἐγεγό-
νει, ὀρθῶς ἂν ἐπέπρακτο. ἴσως μὲν γὰρ οὐδ' ἂν ἠγανάκτησάν τινες
αὐτῶν, πιστεύσαντες ὄντως μηδὲν αὐτοὶ ζημιωθήσεσθαι τῷ μὴ
παραχρῆμα αὐτὸ πεπονθέναι· εἰ δὲ δὴ καὶ ἐχαλέπηναν, ἀλλ' ὀλίγοι
πως ἕκαστοι ὄντες καὶ τοῖς ἐκ τῆς βουλῆς ἄρχουσιν ὑποτεταγμένοι
οὐδὲν ἂν μέγα κακὸν δρᾶσαι ἠδυνήθησαν. ἐν δὲ δὴ τῇ Συρίᾳ συν-
εστραμμένοι, καὶ τὸ μέν τι καὶ περὶ αὑτούς, εἰ σκεδασθεῖεν, ὑπο-
πτεύσαντες καινοτομηθήσεσθαι (τότε γὰρ διὰ τὴν τοῦ πολέμου χρείαν
κολακεύεσθαι ἐδόκουν), τὸ δὲ καὶ τῷ ...ἐκεῖ-
νοι μὲν 8γὰρ στρατιώτας 8τέ τινας ἀπέκτειναν καὶ τῆς Μεσοποταμίας
τινὰ ἐλυμήναντο, οὗτοι δὲ καὶ ἀλλήλων συχνοὺς κατέκοψαν καὶ τὸν
αὐτοκράτορά σφων κατέλυσαν, καὶ ὃ τούτου δεινότερόν ἐστιν, τοιοῦ-
τον ἕτερον ἐστήσαντο ὑφ' οὗ οὐδὲν ὅ τι οὐ κακὸν καὶ αἰσχρὸν ἐγένετο.
καί μοι δοκεῖ ἐναργέστατα καὶ τοῦτο, εἴπερ τι ἄλλο τῶν πώ-
ποτε, προδειχθῆναι· ἡλίου τε γὰρ ἔκλειψις περιφανεστάτη ὑπὸ
τὰς ἡμέρας ἐκείνας ἐγένετο, καὶ ὁ ἀστὴρ ὁ κομήτης ἐπὶ πλεῖον
ὤφθη, ἕτερόν τέ τι ἄστρον ἀπὸ δυσμῶν πρὸς ἀνατολὰς τὸ ἀκρο-
φύσιον ἐπὶ πολλὰς νύκτας ἀνατεῖνον
[Joann. Antioch.]
οῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσά-
μενος, κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς κρείττοσιν. Exc. de ins. n. 112
Muell. (p. 29 Cram.).
138
Ὅτι Ἀδριανὸς ἦν ἡδὺς μὲν ἐντυχεῖν, καὶ ἐπήνθει τις αὐτῷ χάρις,
τῇ τε Λατίνων καὶ Ἑλλήνων ἄριστα γλώττῃ χρώμενος· οὐ μὴν ἐπὶ
πρᾳότητι τρόπων ἐθαυμάζετο· περί τε τὴν τῶν δημοσίων χρημάτων
ἐσπουδακὼς ἄθροισιν. Exc. Val. 35 p. 818 (n. 113 M.), unde Suid. s. v.
Ἀδριανός 3.
Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια,
πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξά-
μενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔννοιαν.
αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί τε καὶ ἄλλως
νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς
ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ
ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινάς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα,
συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης
τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη
τῆς ἀληθείας, ἄκων τε πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι. τούτων
μὲν οὖν ἕνεκα ὁ Μάρκος τόν τε Κόμοδον ἐκ τῆς Ῥώμης διεπέμψατο,
πεσόντος εἰς τὴν νῦν χρείαν ἐνέμεινεν ἐκ τῆς μνήμης τῆς παλαιᾶς·
Ἀριστοτέλης δὲ ταὐτὸν λέγων ἐν Σικυωνίων πολιτείᾳ (fg 580) σμι-
κρόν τι καινοτομεῖ, ὀφελοὺς αὐτοὺς τέως ὠνομάσθαι λέγων, τοῦ
μὲν ὀφέλλειν δηλοῦντος τὸ αὔξειν, αὐτῶν δὲ διὰ τὸ εἰς μῆκος ηὐ-
ξῆσθαι ὧδε κληθέντων. ὅθεν καὶ τὸ ὀφείλειν ὠνομάσθαι φησὶν οὐκ
οἶδ' ὅπως· ἐπὶ μέντοι τῶν ὀβελῶν ὑπηλλάχθαι τὸ φ εἰς τὸ β κατὰ
συγγένειαν.
Βυζαντίων γε μὴν σιδήρῳ νομιζόντων ἦν οὕτω καλούμενος
σιδάρεος νόμισμά τι λεπτόν, ὥστε ἀντὶ τοῦ ‘πρίω μοι τριῶν χαλκῶν’
λέγειν ‘πρίω μοι τριῶν σιδαρέων·’ ὅθεν καὶ ἐν τοῖς Στράττιδος Μυρ-
μιδόσιν εἴρηται (I p 721. 36 Ko)
Περὶ ἀντιθέτου.
τοῦ Τιμοθέου
παρὰ τ[οῖ]ς Ἕλλη-
[σι]ν διὰ [τ]ὴν ἐ[ν]
[τ]ῆι μου[σι]κῆ[ι]
καινοτ̣[ο]μίαν καὶ κ[α]θ' ὑ-
περβολὴν ἀ-
θυμήσαντος
ὥστε κα[ὶ] τὰς
χεῖρας ἑαυτῶι
διεγνωκέναι
προσφέρειν,
sitatam, inauditum quoque ei rei nomen imponere, cur non liceat Catoni?
Cicero Tusc. disp. V 34. Zeno Citieus, advena quidam et
ignobilis verborum opifex, insinuasse se in antiquam philosophiam
videtur.
των.
Ἦν δὲ οὐ πολέμου καθαροῦ τὰ φαινόμενα σύμ-
βολα, ἀλλ' ἀναμέμικτο καὶ εὐωχίας οὐκ εὐτυχοῦς ἀλλ'
εἰς τοῦτο ληξάσης ἐλεεινὰ λείψανα, τράπεζαι τῶν ἐδες-
μάτων ἔτι πλήθουσαι καὶ ἄλλαι πρὸς τῇ γῇ τῶν κειμένων
ἐν χερσὶν ἀνθ' ὅπλων ἐνίοις παρὰ τὴν μάχην γεγενημέναι·
159
Celsus Phil., Ἀληθὴς λόγος (1248: 001)“Der Ἀληθὴς λόγος des Kelsos”,
Ed. Bader, R.Stuttgart: Kohlhammer, 1940; Tübinger Beiträge zur
Altertumswissenschaft 33.Ch. 3, se. 5, l. 7
τοῦ δι' αὐτὸν γιγνώσκειν καὶ νοητοῖς ἅπασι καὶ αὐτῇ ἀληθείᾳ καὶ
αὐτῇ οὐσίᾳ τοῦ εἶναι, πάντων ἐπέκεινα ὤν, ἀρρήτῳ τινὶ δυνάμει
νοητός. ταῦτ' εἴρηται μὲν ἀνθρώποις νοῦν ἔχουσιν· εἰ δέ τι αὐτῶν καὶ
ὑμεῖς συνίετε, εὖ ὑμῖν ἔχει. καὶ πνεῦμα εἴ τι οἴεσθε κατιὸν ἐκ θεοῦ
προαγγέλλειν τὰ θεῖα, τοῦτ' ἂν εἴη τὸ πνεῦμα τὸ ταῦτα κηρύττον, οὗ
δὴ πλησθέντες ἄνδρες παλαιοὶ πολλὰ κἀγαθὰ ἤγγειλαν· ὧν εἰ μὴ
δύνασθε ἐπαΐειν, σιωπᾶτε καὶ τὴν ἑαυτῶν ἀμαθίαν ἐγκαλύπτετε καὶ
μὴ λέγετε τυφλώττειν τοὺς βλέποντας καὶ χωλοὺς εἶναι τοὺς τρέχοντας
αὐτοὶ πάντῃ τὰς ψυχὰς ἀποκεχωλευμένοι καὶ ἠκρωτηριασμένοι καὶ τῷ
σώματι ζῶντες, τουτέστι τῷ νεκρῷ.
Πόσῳ δ' ἦν ὑμῖν ἄμεινον, ἐπειδή γε καινοτομῆσαί τι ἐπε-
θυμήσατε, περὶ ἄλλον τινὰ τῶν γενναίως ἀποθανόντων καὶ θεῖον
μῦθον δέξασθαι δυναμένων σπουδάσαι; φέρε, εἰ μὴ ἤρεσκεν Ἡρα-
κλῆς καὶ Ἀσκληπιὸς καὶ οἱ πάλαι δεδοξασμένοι, Ὀρφέα εἴχετε,
ἄνδρα ὁμολογουμένως ὁσίῳ χρησάμενον πνεύματι καὶ αὐτὸν βιαίως
ἀποθανόντα. ἀλλ' ἴσως ὑπ' ἄλλων προείληπτο. Ἀνάξαρχον γοῦν, ὃς
εἰς ὅλμον ἐμβληθεὶς καὶ παρανομώτατα συντριβόμενος εὖ μάλα κατε-
φρόνει τῆς κολάσεως λέγων· ‘πτίσσε, πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον,
αὐτὸν γὰρ οὐ πτίσσεις’· θείου τινὸς ὡς ἀληθῶς πνεύματος ἡ φωνή.
ἀλλὰ καὶ τούτῳ φθάσαντές τινες ἠκολούθησαν φυσικοί. οὐκοῦν
Numenius Phil., Frag. (1542: 001)“Numénius. Frag. s”, Ed. des Places,
É.Paris: Les Belles Lettres, 1974.Frag. 24, l. 31
ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ
vol. 2.2”, Ed. Lacombrade, C.Paris: Les Belles Lettres, 1964.Se. 26, l.
50
προθεσμία ἀπὸ τῆς μετὰ τὴν πέμπτην ἑσπέρας εἰς τὴν τοῦ
σαββάτου ἑσπέραν διαμετρουμένου τοῦ χρόνου τῆς ἐμβολίμου
νυκτός, καθὼς εἴρηται, τὴν παρασκευὴν εἰς ἡμέρας δύο καὶ
νύκτα μίαν κερματιζούσης. ἔδει γὰρ ἐπὶ τοῦ δεσπόζοντος
ἐν τῇ δυναστείᾳ αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος μὴ τοῖς τεταγμένοις τοῦ
χρόνου μέτροις τὰ ἔργα κατ' ἀνάγκην συμπαρατείνεσθαι,
ἀλλὰ πρὸς τὴν τῶν ἔργων χρείαν καινοτομεῖσθαι τοῦ χρόνου
τὰ μέτρα καὶ συντομώτερον τὴν τῶν ἀγαθῶν ἐνέργειαν τῆς
θείας δυνάμεως ἐπιτελούσης κολοβώτερα τοῦ χρόνου σχεδιας-
θῆναι τὰ μέτρα, ὡς μήτε ἐλάττονα τῶν τριῶν ἡμερῶν καὶ
τῶν τοσούτων νυκτῶν ἀριθμηθῆναι τὸν χρόνον, ἐπειδὴ τοῦτον
τὸν ἀριθμὸν ὁ μυστικός τε καὶ ἀπόρρητος ἐπιζητεῖ λόγος,
μήτε τὰ συνήθη τῶν ἡμερῶν τε καὶ νυκτῶν ἀναμένουσαν
διαστήματα πρὸς τὸ τάχος τῆς ἐνεργείας τὴν θείαν ἐμποδίζε-
σθαι δύναμιν· ὁ γὰρ ἐξουσίαν ἔχων καὶ θεῖναι ἀφ' ἑαυτοῦ τὴν
ψυχὴν καὶ ἀναλαβεῖν ὅτε ἐβούλετο ἐξουσίαν εἶχεν ὡς ποιητὴς
τῶν αἰώνων οὐχὶ δουλεῦσαι διὰ τῶν ἔργων τῷ χρόνῳ,
τὴν πρώτην οὐκ ἦν (οὐδεὶς γὰρ τῶν πρώτων μέχρι τοῦ νῦν
ἀνθρώπων πρὸ σοῦ τὸ τοιοῦτον ἐφθέγξατο), δῆλον ὅτι
νόθον τι καὶ παρευρημένον ἐκ τῆς ζιζανιώδους ἀνεφύη
σπορᾶς, οὐκ ἐκ τῶν καλῶν ἐκείνων σπερμάτων ἃ τῷ ἀγρῷ
191
καὶ ζημιωθῆναι τὴν ψυχὴν τὴν ἰδίαν. Ὁ μὲν γὰρ τὴν πατρῴαν
καταναλώσας οὐσίαν οὐκ ἀπελπίζει τυχὸν ἐπινοίαις τισὶ
πάλιν ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ἐπανελθεῖν εὐπορίαν, ἕως ἂν ἐν τοῖς
ζῶσιν ᾖ· ὁ δὲ τῆς ζωῆς ταύτης ἐκπεσὼν πᾶσαν ἐλπίδα
τῆς πρὸς τὸ κρεῖττον μεταβολῆς συναφῄρηται.
Οὐκοῦν ἐπειδὴ νέοι ἔτι καὶ ἀτελεῖς τὴν διάνοιαν οἱ
πολλοὶ τῆς παρθενίας ἀντιλαμβάνονται, τοῦτο πρὸ πάντων
αὐτοῖς ἐπιτηδευτέον ἂν εἴη, τὸ ζητῆσαι τῆς ὁδοῦ ταύτης
ἀγαθὸν καθηγεμόνα τε καὶ διδάσκαλον, μή που διὰ τὴν
ἄγνοιαν τὴν οὖσαν ἐν αὐτοῖς ἀνοδίας τινὰς καὶ πλάνας
ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς εὐθείας καινοτομήσωσιν. «Ἀγαθοὶ γὰρ
δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα», φησὶν ὁ ἐκκλησιαστής· εὐκαταγώνιστος
δὲ ὁ εἷς τῷ ἐχθρῷ τῷ κατὰ τὰς θείας ὁδοὺς ἐνεδρεύοντι
καὶ ὄντως «οὐαὶ τῷ ἑνὶ ὅταν πέσῃ», ὅτι οὐκ ἔχει τὸν ἀνορ-
θοῦντα. Ἤδη γάρ τινες ὁρμῇ μὲν δεξιᾷ πρὸς τὴν τοῦ σεμ-
νοῦ βίου ἐπιθυμίαν ἐχρήσαντο, ὡς δὲ ὁμοῦ τῷ προελέσθαι
καὶ τῆς τελειότητος ἐφαψάμενοι, ἑτέρῳ πτώματι διὰ
τοῦ τύφου ὑπεσκελίσθησαν, διά τινος φρενοβλαβείας ἑαυτοὺς
198
καιρὸς ἂν εἴη τὸ τρίτον ἐπὶ τοῦ παρόντος διελθεῖν. τοῦτο δέ ἐστι τὸ κατὰ
πόλεις καὶ χώρας συνεστώς, πολιτικὸν αὐτοῖς προσηγορευμένον· ὃ καὶ
μά-
λιστα πρὸς τῶν νόμων διεκδικεῖται, ὡς ἂν παλαιὸν ὁμοῦ καὶ πάτριον καὶ
τῆς τῶν θεολογουμένων δυνάμεως αὐτόθεν τὴν ἀρετὴν ὑποφαῖνον. δια-
τεθρύληται γοῦν αὐτοῖς μαντεῖα καὶ χρησμοὶ θεραπεῖαί τε καὶ ἀκέσεις
παντοίων παθῶν ἐπισκήψεις τε κατ' ἀσεβῶν· ὧν δὴ καὶ διὰ πείρας ἐλθεῖν
φά-
σκοντες εὖ μάλα πεπείκασιν ἑαυτοὺς τὰ θεῖα τιμῶντας δίκαια πράττειν,
ἡμᾶς δὲ τὰ μέγιστα ἀσεβεῖν, τὰς οὕτως ἐμφανεῖς καὶ εὐεργετικὰς
δυνάμεις
ἐν οὐδενὶ λόγῳ τιθεμένους, ἄντικρυς δὲ παρανομοῦντας, δέον σέβειν
204
ἕκαστον
τὰ πάτρια μηδὲ κινεῖν τὰ ἀκίνητα, στοιχεῖν δὲ καὶ ἐφέπεσθαι τῇ τῶν
προπατό-
ρων εὐσεβείᾳ μηδὲ πολυπραγμονεῖν ἔρωτι καινοτομίας. ταύτη γοῦν
φασιν
ἐπαξίως καὶ θάνατον ὑπὸ τῶν νόμων ὡρίσθαι τοῖς πλημμελοῦσι τὴν
ζημίαν.
τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἱστορικόν τε ὂν καὶ μυθικὸν τῆς θεολογίας εἶδος ὅπη
τις βούλεται ποιητῶν τιθέσθω, ὥσπερ οὖν καὶ φιλοσόφων τὸ δεύτερον,
διὰ τῆς
τῶν μύθων φυσικωτέρας ἀλληγορίας ἀπηγγελμένον· τὸ δὲ τρίτον, ὃ καὶ
πρὸς τῶν ἀρχόντων ὡς ἂν παλαιὸν ὁμοῦ καὶ πολιτικὸν τιμητέον τε καὶ
ἐλέγχου, οἱ
μέν τινες αὐτῶν ἐμμεμενηκότες ἔτι, οἱ δ' ἤδη μεταθέμενοι. εἴξασιν οὖν οἱ
πρῶτοι
ὀλιγαρχικωτέροις, οἳ δὴ διαστάντες ὑπῆρξαν εἰς τοὺς μετέπειτα πολλῆς
ἐλπίσιν «ὑπὸ χεῖρα κραταιὰν» τοῦ ἀγαθοῦ ποιμένος δι' ὑμῶν τῶν κα-
λῶν, τῶν μαθητῶν ἕκαστος βουκολεῖσθαι παραδίδωσιν ἑαυτόν· ἀφέξεται
γὰρ ἕκαστος πάντως τῆς πλάνης. καὶ πρὸ ὀφθαλμῶν παρατίθεσθε
τὴν ἀλήθειαν, εἴδωλα μὲν παραχαράττοντες καὶ ἀναφανδὸν τὴν περὶ
αὐτῶν πλάνην ἀνακηρύττοντες (οὔτε γὰρ νεκροὺς τούτους ἡγεῖσθε,
ἐπεὶ μήποτε ἔζησαν), κενὰ δὲ καὶ μάταια καὶ οὐκ ὄντα εἰκότως πάντας
πάντοτε διδάσκοντες. οὐ γὰρ ἦσάν ποτε, ἵνα τι ὦσιν ἐκεῖνοι· εἰσὶ
δὲ κακοδαίμονες, ἀνθρωπίνης διανοίας παράθεσις, ἡδονῶν ἀφορμὰς
ἐπιρρώσασα· καὶ ἔνθεν ὑπὸ ἑκάστου τὸ ἴδιον πάθος εἰς σέβασμα
κυρωθὲν τετόλμηται. πρῶτον γὰρ εὐθὺς ὅτε τοῦτο τοῖς ἀνθρώποις
ἐκαινοτόμητο διὰ δαιμόνων κακουργίας, «πρώτη» αὕτη «πορνεία»
ἀπεφθέγγετο καὶ σκιογραφίαις τὰ εἴδωλα προετυποῦτο. ἔπειτα
τέχνην τὴν ἰδίαν, ἣν μετὰ χεῖρας εἶχεν ἕκαστος, δι' ἧς τὴν εὐπορίαν
ἔσχεν, εἰς σέβασμα τοῖς ἰδίοις παρεδίδου τέκνοις καὶ διὰ τῆς ὕλης τῆς
ἰδίας τεχνουργίας θεοὺς ἀνεπλάσαντο, καὶ κεραμεὺς μὲν ἐκ πηλοῦ,
τέκτων ἐκ ξύλου, χρυσοχόος ἐκ χρυσίου καὶ ἀργυροκόπος ὡσαύτως.
ἔτι δὲ πάλιν ἕκαστος τὸ ἴδιον πάθος εἰς μορφοεμφερείας
πρὸ τῶν ἰδίων ὀφθαλμῶν διέγραφεν, ὁ μὲν αἱμοβόρος τις ἀνὴρ
207
ἀπάξει τῆς κοινότητος τῆς πρὸς τὰ ποιήματα [τοῖς] τὸν υἱόν, τοῦ
πατρὸς [καὶ] τὸν ἐξ αὐτοῦ γνήσιον καὶ ἰδίως γεγεννημένον υἱὸν διὰ
τοῦ κατὰ τὴν γαστέρα ὀνόματος παιδεύοντος· ὡς ὁμοίως καὶ ὁ υἱὸς
»κύριος ἔκτισέ με» εἰπών, ἵνα μὴ κοινοποιουμένην αὐτοῦ πρὸς τὰ
209
ἔχουσα τὸν αὐτῆς δεσπότην ἄχρονον. διὸ οὐδὲ αὐτὴ χρονικὴ ὑπάρχει,
ἀλλ' ἀεί ἐστι μετ' ἀγγέλων ἐμπολιτευομένη καὶ ἁγίους κατὰ γενεὰν
καὶ γενεὰν κοσμοῦσα. σὺ δὲ μᾶλλον χρονικὸς ὑπάρχεις, βουκοληθεὶς
ὑπὸ τῆς πλάνης καὶ ἐπαρθεὶς κατὰ τὴν διάνοιαν, καὶ τὸ σὸν βόσκημα
τῆς ἀγέλης χυδαίως εἰς νομὴν ἀκανθώδη παρεμπλέξας. οὐδεὶς γὰρ
210
ΤΩΙ ΑΥΤΩΙ
ἢ εἰς τὸν ἀέρα ἐχέθη καὶ διελύθη, ὡς φωνῆς φύσις καὶ ὀδμῆς ῥύσις
καὶ ἀστραπῆς δρόμος οὐχ ἱσταμένης.
Ποῦ δὲ καὶ τὸ ψηλαφη-θῆναι αὐτὸν μετὰ τὴν ἀνάστασιν ἢ
ὀφθήσεσθαί ποτε ὑπὸ τῶν ἐκκεντησάντων; Θεότης γὰρ καθ' ἑαυτὴν
ἀόρατος.
Ἀλλ' ἥξει μὲν μετὰ τοῦ σώματος, ὡς ὁ ἐμὸς λόγος,
τοιοῦτος δὲ οἷος ὤφθη τοῖς μαθηταῖς ἐν τῷ ὄρει ἢ παρε-
δείχθη, ὑπερνικώσης τὸ σαρκίον τῆς θεότητος. Ὥσπερ
δὲ ταῦτα λέγομεν ἀποσκευαζόμενοι τὴν ὑπόνοιαν, οὕτω
κἀκεῖνα γράφομεν διορθούμενοι τὴν καινοτομίαν.
Εἴ τις λέγοι τὴν σάρκα ἐξ οὐρανοῦ κατεληλυθέναι,
ἀλλὰ μὴ ἐντεῦθεν εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν, «ἀνάθεμα ἔστω».
Τὸ γὰρ «Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος ἐξ οὐρανοῦ», καὶ «Οἷος
ὁ ἐπουράνιος, τοιοῦτοι καὶ οἱ ἐπουράνιοι», καὶ «Οὐδεὶς
ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβὰς
ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου», καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον, νομιστέον
λέγεσθαι διὰ τὴν πρὸς τὸν οὐράνιον ἕνωσιν,
ἐκάκωσε τὴν ψυχὴν τῇ ἀηδίᾳ ταράξασα, καὶ τῶν ἀποκρύφων τὸν λόγον
ἐσίνωσεν
ὅλον παρασκευάσας σκοτοδινιᾶσαι τῇ συμφορᾷ τὸν ἄνθρωπον. οὐδὲ τῶν
ἀλόγων ἡ
φύσις, κἂν ἀπαραίτητον ἴδῃ λιμὸν καὶ ἀφόρητον, ὑπομενεῖ τοῦτό ποτε,
οὐδὲ κύων
κυνὸς οὐδὲ ἄλλο τι τῶν ὁμογενῶν γεύσεταί ποτε σαρκῶν. ἄλλοι πολλοὶ
τῶν
διδασκόντων καινοτομοῦσι ξένα· τούτου δὲ καινότερον οὐδεὶς τῶν
διδασκόντων
ἐξεῦρε τραγῴδημα, οὐχ ἱστοριογράφος, οὐ φιλόσοφος ἀνήρ, οὐ
βαρβάρων, οὐχ Ἑλλή-
νων τῶν ἄνω. βλέπετε γοῦν τί παθόντες συμπείθεσθαι τοὺς εὐχερεῖς
ἀλόγως προ-
τρέπεσθε, βλέπετε ποῖον οὐ μόνον ταῖς ἀγροικίαις, ἀλλὰ καὶ ταῖς πόλεσιν
ἐπικεκώ-
μακε κακόν! ὅθεν δοκεῖ μοι μήτε Μάρκον μήτε Λουκᾶν μήτ' αὐτὸν τοῦτο
γεγραφη-
κέναι Ματθαῖον, ἅτε δοκιμάσαντας οὐκ ἀστεῖον τὸ ῥῆμα, ἀλλὰ ξένον καὶ
ἀπᾷδον καὶ τῆς ἡμέρου ζωῆς μακρὰν ἀπῳκισμένον.
γὰρ οὐκ ἀφ' ἑαυτοῦ ἐλήλυθεν, ἀλλὰ κληθεὶς καὶ λαβὼν γράμματα παρ'
ἡμῶν, καθάπερ
καὶ ὑμῖν ἐγράψαμεν. καὶ ὅμως μετὰ τοσαῦτα ὑμεῖς ὡς «παρὰ κανόνας
ποιήσαντας»
ἡμᾶς ἐμέμψασθε. σκοπεῖτε τοίνυν, τίνες εἰσὶν οἱ παρὰ κανόνας
πράξαντες, ἡμεῖς οἱ μετὰ
τοσούτων ἀποδείξεων τὸν ἄνδρα δεξάμενοι ἢ οἱ ἀπὸ τριάκοντα καὶ ἓξ
μονῶν ἐν Ἀντιο-
χείᾳ ὀνομάσαντές τινα ὡς ἐπίσκοπον ξένον καὶ ἀποστείλαντες εἰς τὴν
Ἀλεξάνδρειαν
μετὰ στρατιωτικῆς ἐξουσίας; ὅπερ οὐ γέγονεν οὐδὲ εἰς Γαλλίας αὐτοῦ
ἀποσταλέντος·
ἐγεγόνει γὰρ ἂν καὶ τότε, εἰ ὄντως ἦν καταγνωσθείς. ἀμέλει ἐπανελθὼν
σχολάζουσαν
καὶ ἐκδεχομένην αὐτὸν τὴν ἐκκλησίαν εὗρεν.
Ἀλλὰ νῦν οὐκ οἶδα, ποίῳ τρόπῳ γέγονε τὰ γενόμενα. πρῶτον μὲν γάρ, εἰ
δεῖ
219
τάτου. καὶ ἡ μὲν τοιαύτη ἀκοὴ τοὺς πάντας ἐτάραξε· καινὸν γὰρ ἦν καὶ
ἄρτι πρώτως
ἀκουσθὲν τὸ τοιοῦτον· οἱ δὲ λαοὶ καὶ μᾶλλον εἰς τὰς ἐκκλησίας
συνήρχοντο, ὅτι μάλιστα
συνεώρων μήτε ἑαυτοὺς μήτε ἐπίσκοπον μήτε πρεσβύτερον μήτε ὅλως
τινὰς μεμψα-
μένους ἡμᾶς ποτε. μόνους δὲ Ἀρειανοὺς ἑώρων σὺν αὐτῷ καὶ Ἀρειανὸν
αὐτὸν ἐπεγί-
νωσκον ὑπὸ τῶν περὶ Εὐσέβιον τοῖς Ἀρειανοῖς ἀποσταλέντα. οἴδατε δέ,
ἀδελφοί,
ἀεὶ τοὺς περὶ Εὐσέβιον προστάτας καὶ κοινωνοὺς τῆς ἀσεβοῦς αἱρέσεως
τῶν Ἀρειο-
μανιτῶν γενομένους καὶ δι' αὐτῶν ἀεὶ ἡμῖν ἐπιβουλεύσαντας καὶ τῆς εἰς
τὰς Γαλλίας
ἀποδημίας αἰτίους ἡμῖν γενομένους. διὰ ταῦτα γὰρ εἰκότως καὶ οἱ λαοὶ
ἠγανάκτουν καὶ
κατεβόων μαρτυρόμενοι τοὺς ἄλλους δικαστὰς καὶ πᾶσαν τὴν πόλιν, ὅτι
220
μηδεμιᾶς μέμψεως
ὑπὸ τῶν ἐκκλησιαστικῶν γενομένης, ἀλλὰ τῶν αἱρετικῶν Ἀρειανῶν
μόνων αὐτὰ καθ'
ἡμῶν παιξάντων Καινοτομία τις καὶ παρανομία τοιαύτη κατὰ τῆς
ἐκκλησίας γεγένηται.
εἰ γὰρ καὶ ὅλως ἦν τις καθ' ἡμῶν μέμψις κρατήσασα, ἔδει μὴ Ἀρειανῶν
μηδὲ τῶν τὰ
Ἀρείου φρονούντων, κατὰ δὲ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας καὶ κατὰ τὸ
τοῦ Παύλου
ῥῆμα «συναχθέντων» τῶν λαῶν «καὶ τοῦ πνεύματος» τῶν καθιστανόντων
«σὺν τῇ
δυνάμει τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» πάντα κανονικῶς ἐξετασθῆναί
τε καὶ πραχ-
θῆναι παρόντων τῶν αἰτουμένων λαῶν καὶ κληρικῶν καὶ μὴ ἔξωθεν ὑπὸ
Ἀρειανῶν
θῆναι παρόντων τῶν αἰτουμένων λαῶν καὶ κληρικῶν καὶ μὴ ἔξωθεν ὑπὸ
Ἀρειανῶν
ὥσπερ ἐμπορευόμενον τὸ ὄνομα τοῦ ἐπισκόπου παρὰ τοὺς μὴ αἰτήσαντας
μηδὲ βουλο-
μένους μηδὲ ὅλως γινώσκοντας τὸ γεγονὸς μετὰ προστασίας καὶ βίας τῶν
ἔξωθεν δι-
καστῶν ἐπιρρῖψαι ἑαυτόν. τοῦτο δὲ τοὺς μὲν ἐκκλησιαστικοὺς κανόνας
παραλύει, τὰ
δὲ ἔθνη βλασφημεῖν ἀναγκάζει καὶ ὑπονοεῖν, ὅτι μὴ κατὰ θεῖον θεσμόν,
ἀλλ' ἐξ ἐμπορίας
καὶ προστασίας αἱ καταστάσεις γίνονται.
Ἡ μὲν οὖν κατάστασις ἡ θαυμαστὴ Γρηγορίου ὑπὸ Ἀρειανῶν γέγονε καὶ
τοιαύτην
ἔσχε τὴν ἀρχήν. ἡ δὲ εἴσοδος αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν οἷα παράνομα
κατειργάσατο
καὶ ἡλίκων κακῶν αἰτία γέγονεν, ἔξεστιν ὑμῖν ἐκ τῶν γραφομένων καὶ
παρὰ τῶν ἐπι-
δημούντων ἐπερωτῆσαι καὶ μαθεῖν. τῶν γὰρ λαῶν δυσανασχετούντων καὶ
διὰ τοῦτο
ἐν ταῖς ἐκκλησίαις συναχθέντων ἐπὶ τῇ τοιαύτῃ καινοτομίᾳ, ἵνα μὴ ἡ τῶν
Ἀρειανῶν
ἀσέβεια καταμιγῇ τῇ τῆς ἐκκλησίας πίστει, Φιλάγριος ὁ καὶ πάλαι τὴν
ἐκκλησίαν καὶ
τὰς ταύτης παρθένους ἀδικήσας καὶ νῦν ἔπαρχος Αἰγύπτου τυγχάνων,
221
παραβάτης
μὲν γενόμενος, πατριώτης δὲ ὢν τοῦ Γρηγορίου καὶ οὐ σεμνὸν ἔχων τὸν
τρόπον, ἀλλὰ
καὶ προστάτας ἔχων τοὺς περὶ Εὐσέβιον καὶ διὰ τοῦτο σπουδάζων κατὰ
τῆς ἐκκλη-
σίας πείθει τοὺς ἐθνικοὺς δήμους τούς τε Ἰουδαίους καὶ τοὺς ἀτάκτους
ἐπαγγελίαις, ἃς
καὶ ὕστερον ἐπεδίδου, καὶ παροξύνει καὶ ἀθρόως αὐτοὺς μετὰ ξιφῶν καὶ
ῥοπάλων ἀφίησι
κατὰ τῶν λαῶν εἰς τὰς ἐκκλησίας. καὶ τί γέγονεν ἐκ τούτων οὐκέτι λοιπὸν
ἁπλῶς
εἰπεῖν· οὔτε γὰρ ἀξίως σημᾶναι δυνατὸν οὔτε χωρὶς δακρύων καὶ θρήνων
σωσι γραφόντων ἡμῶν πάλιν κατ' αὐτῶν, διὰ τοῦτο τῇ ἔξωθεν βίᾳ καθ'
ἡμῶν ἐχρήσαντο,
ἵνα τῶν ἐκκλησιῶν περικρατήσαντες δόξωσιν ἐκφεύγειν τὴν τῶν
Ἀρειανῶν ὑπόνοιαν.
ἀλλ' ἐσφάλησαν καὶ ἐν τούτῳ· οὐδεὶς γὰρ τῶν τῆς ἐκκλησίας ἀνθρώπων
ἐστὶ μετ' αὐτῶν,
εἰ μὴ μόνοι οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ δι' αἰτίας ἐκβληθέντες καὶ ὅσοι διὰ τὴν
ἀνάγκην τοῦ ἡγεμόνος
ὑποκρίνονται. τοῦτο δὲ τῶν περὶ Εὐσέβιόν ἐστι τὸ δραματούργημα·
ταῦτα οἱ περὶ
Εὐσέβιον ἔκπαλαι μὲν ἐμελέτων καὶ συνετίθουν, νῦν δὲ καὶ ἴσχυσαν
πρᾶξαι διὰ τὰς δια-
βολάς, ἃς διέβαλλον ἡμᾶς βασιλεῖ. ἀμέλει οὐδὲ οὕτως ἡσυχάζουσιν, ἀλλὰ
καὶ οὕτως ἡμᾶς
ἀποκτεῖναι ζητοῦσι καὶ τοῖς γνωρίμοις ἡμῶν φοβεροὺς ἑαυτοὺς
δεικνύουσιν, ὡς πάντας φυ-
γαδεύεσθαι καὶ θάνατον παρ' αὐτῶν προσδοκᾶν. ἀλλ' οὐ διὰ ταῦτα καὶ
ὑμᾶς αὐτῶν
τὴν παρανομίαν καταπτῆξαι χρή, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ ἐκδικῆσαι καὶ
ἀγανακτῆσαι κατὰ
τῶν οὕτως καινοτομηθέντων καθ' ἡμῶν. εἰ γὰρ πάσχοντος μέλους ἑνὸς
«συμπάσχει πάντα
τὰ μέλη» καὶ κατὰ τὸν μακάριον ἀπόστολον «κλαίειν μετὰ κλαιόντων»
δεῖ, πασχούσης τῆς
τηλικαύτης ἐκκλησίας ἕκαστος ὡς αὐτὸς πάσχων ἐκδικείτω τὸ πρᾶγμα.
κοινὸς γάρ
ἐστιν ὁ σωτὴρ ὁ ὑπ' αὐτῶν βλασφημούμενος, καὶ πάντων εἰσὶν οἱ κανόνες
222
οἱ ὑπ' αὐτῶν
παραλυόμενοι. ἆρα γὰρ εἰ, καθεζομένων ὑμῶν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ
συναγομένων
τῶν λαῶν χωρίς τινος μέμψεως, εἴ τις ἐξαίφνης διὰ προστάγματος
διάδοχος ἐληλύθει
καθ' ἑνὸς ὑμῶν καὶ τοιαῦτα ἐγεγόνει καθ' ὑμῶν, οὐκ ἂν ἠγανακτήσατε;
οὐκ ἂν ἠξιώσατε
Τύρου
ἐπίσκοπον καὶ Πατρόφιλον τὸν Σκυθοπόλεως, ὧν τῇ γνώμῃ οἱ ἀνὰ τὴν
ἕω
ἱερεῖς εἵποντο, οἷά γε τὰ Ἀρείου φρονοῦντας ἀπεστρέφετο καὶ φανερῶς
διέβαλλε, πρόφασιν δέ, ὡς οὐχ ὁσίαις πράξεσι τὴν ἱερωσύνην αἰσχύνας
ἐφωράθη. μεγίστη δὲ διὰ τὴν αὐτοῦ καθαίρεσιν ἀνεκινήθη στάσις κατὰ
τὴν Ἀντιόχειαν, ὡς μικροῦ δεῖν ξιφῶν ἅψασθαι τὸ πλῆθος καὶ πᾶσαν κιν-
δυνεῦσαι τὴν πόλιν. ἔβλαψε δὲ αὐτὸ τοῦτο οὐ μετρίως αὐτὸν πρὸς
βασιλέα.
καὶ
Ἰσχυρίων, ἐπιτραπεὶς τὴν τοῦ Μαρεώτου ἐπισκοπὴν πρὸς τῶν Ἀθανασίῳ
ἀπεχθανομένων.
ζοντο, ἀλλ' ἀρκεῖσθαι τοῖς ἤδη δόξασι πρὸ αὐτῶν, συνεληλυθέναι δὲ νῦν
ἵνα, εἴ τι καινοτομοῖτο κατὰ τούτων, κωλύσωσιν· εἰ δὲ μηδὲν παρὰ ταῦτα
καινοτομεῖ τὰ ἀνεγνωσμένα, λέγειν ἐζήτουν τοὺς εἰσηγητὰς ταύτης τῆς
γρα-
φῆς καὶ φανερῶς ἀποκηρύττειν τὸ Ἀρείου δόγμα ὡς θορύβων αἴτιον
εἰσέτι
νῦν ἐξ ἐκείνου γενόμενον ταῖς πανταχῇ ἐκκλησίαις. ἀποφυγόντων δὲ τὴν
πρότασιν Οὐρσακίου καὶ Οὐάλεντος, Γερμηνίου τε καὶ Αὐξεντίου καὶ
Δημο-
φίλου καὶ Γαΐου ἐκέλευσεν ἡ σύνοδος ἀναγνωσθῆναι τὴν ἔκθεσιν τῶν
ἄλλων
αἱρέσεων καὶ τῶν ἐν Νικαίᾳ συνεληλυθότων, ὥστε τὰς μὲν ἄλλας ἀποκη-
ρύξαι αἱρέσεις, ἐπιψηφίσασθαι δὲ τοῖς ἐν Νικαίᾳ δεδογμένοις καὶ περὶ
ἐμοῦ λήψεται, καὶ διδάξει καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα.’ Τὸ δὲ ὄνομα τῆς
’οὐσίας,’ διὰ τὸ ἁπλούστερον ὑπὸ τῶν πατέρων τεθεῖσθαι, ἀγνοούμενον
δὲ ὑπὸ
τῶν λαῶν, σκάνδαλον φέρειν, διὰ τὸ μήτε τὰς γραφὰς τοῦτο περιέχειν,
ἤρεσε
τοῦτο περιαιρεθῆναι, καὶ παντελῶς μηδεμίαν μνήμην ‘οὐσίας’ ἐπὶ Θεοῦ
εἶναι
τοῦ λοιποῦ, διὰ τὸ τὰς θείας γραφὰς μηδαμοῦ περὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ
οὐσίας
μεμνῆσθαι. Ὅμοιον δὲ λέγομεν τὸν Υἱὸν τῷ Πατρὶ κατὰ πάντα, ὡς αἱ
ἅγιαι
γραφαὶ λέγουσίν τε καὶ διδάσκουσιν.
Τούτων ἀναγνωσθέντων, διαναστάντες οἷς ταῦτα οὐκ ἤρεσκεν
ἔφασαν, ‘Οὐ δεόμενοι πίστεως ἐνταῦθα συνεληλύθαμεν· ὑγιῆ γὰρ
φυλάττομεν, ἣν ἐξ ἀρχῆς παρειλήφαμεν· ἀλλ' ἵνα, εἴ τις περὶ
ταύτην Καινοτομία γένοιτο, ταύτην κωλύσωμεν. Εἰ οὖν τὰ ἀνα-
γνωσθέντα μηδὲν καινοτομεῖ, φανερῶς ἤδη τὴν Ἀρειανὴν αἵρεσιν
ἀναθεματίσατε, καθ' ὃν τρόπον καὶ τὰς ἄλλας αἱρέσεις ὁ παλαιὸς
κανὼν τῆς ἐκκλησίας ὡς βλασφήμους ἐξέβαλεν. Ὅτι γὰρ τὸ
βλάσφημον Ἀρείου δόγμα τοὺς θορύβους τῆς ἐκκλησίας καὶ τὰς
ἄχρι νῦν γινομένας, ἐκίνησε ταραχὰς, τοῦτο τῇ οἰκουμένῃ δῆλον
καθέστηκεν.’ Αὕτη ἡ πρότασις, ἡ ὑπὸ τῶν περὶ Οὐρσάκιον καὶ
Οὐάλεντα, Γερμάνιόν τε καὶ Αὐξέντιον καὶ Δημόφιλον καὶ Γάϊον μὴ
δεχθεῖσα, τελέως τὴν ἐκκλησίαν διέσπασεν. Οὗτοι μὲν γὰρ τοῖς
τότε κατὰ τὴν ἐν Ἀριμίνῳ ἀναγνωσθεῖσι προσέθεντο· οἱ δὲ τὴν ἐν
Νικαίᾳ πίστιν αὖθις ἐκύρωσαν, κατεγέλασαν δὲ καὶ τῆς προγραφῆς
Asterius Scr. Eccl., Homiliae 1-14 Homily 13, Ch. 12, se. 2, l. 7
240
λοντο ταῦτα καὶ ἐκήρυσσον, ἀλλὰ πρῶτον μὲν διὰ τοῦ λόγου ἐσοφί-
ζοντο ὀρθῶς, ἔπειτα δὲ δι' ὁραμάτων προεδιδάσκοντο τὰ μέλλοντα
καλῶς· καὶ εἶθ' οὕτως πεμπόμενοι ἔλεγον ταῦτα, ἅπερ αὐτοῖς μόνοις
ἦν ὑπὸ θεοῦ ἀποκεκαλυμμένα. ἐπεὶ κατὰ τίνα λόγον ὁ προφήτης
προφήτης λεχθήσεται, εἰ μὴ ὅτι πνεύματι προεώρα τὰ μέλλοντα; εἰ γὰρ
περὶ συμβεβηκότος τινὸς πράγματος ἔλεγέ τι ὁ προφήτης, οὐκ ἂν ἦν
προφήτης, ταῦτα λέγων ἅπερ πάντες ὑπ' ὀφθαλμὸν ἦσαν τεθεαμένοι,
ἀλλὰ τὰ μέλλοντα ἐκδιηγούμενος δικαίως προφήτης ἐκρίνετο. διὸ
καὶ εὐλόγως οἱ προφῆται ἀπ' ἀρχῆς “οἱ βλέποντες” ἐκαλοῦντο. ὅθεν
καὶ ἡμεῖς τὰ ὑπ' αὐτῶν προειρημένα ... καλῶς μαθητευθέντες, λέ-
γομεν οὐκ ἐξ ἰδίας ἡμῶν ἐπινοίας. οὐδὲν γὰρ καινοτομεῖν ἐπιχειροῦ-
μεν, ἀλλ' ἢ τὰ πάλαι προειρημένα ῥητά, ὧν τὰ ἔγγραφα ἐκτιθέντες
εἰς φῶς ἀνάγομεν τοῖς ὀρθῶς πιστεύειν δυναμένοις, ὅπως γένηται
ἀμφοτέροις κοινὴ ὠφέλεια, τῷ μὲν λέγοντι τὸ διὰ μνήμης κρατήσαντι
ὀρθῶς ἐκθέσθαι τὰ προκείμενα, τῷ δὲ ἀκούοντι τὸ ἐπιστῆσαι τὸν
νοῦν πρὸς τὰ λεγόμενα. ἐπεὶ οὖν κοινὸς ὁ κάματος ἀμφοτέροις πρό-
κειται, τῷ μὲν λέγοντι τὸ ἀκίνδυνον ἐξειπεῖν, τῷ δὲ ἀκούοντι τὸ
πιστῶς ἀκούσαντι καταδέξασθαι τὰ λεγόμενα, παρακαλῶ καὶ σέ, ὦ
Θεόφιλε, συναγωνίσασθαί μοι ἐν τῇ πρὸς τὸν θεὸν δεήσει,
Βασιλείῳ Λιβάνιος.
παρὰ τοῖς ἐπάρχοις, τάχα δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις τῶν ἀρχῶν, τοῖς
Ἰταλῶν ἐκφωνεῖσθαι ῥήμασιν. οὗ παραβαθέντος, ὡς εἴρηται,
οὐ γὰρ ἄλλως, τὰ τῆς ἐλαττώσεως προὔβαινεν. τὰ δὲ περὶ τὴν
Εὐρώπην πραττόμενα πάντα τὴν ἀρχαιότητα διεφύλαξεν ἐξ
ἀνάγκης διὰ τὸ τοὺς αὐτῆς οἰκήτορας, καίπερ Ἕλληνας ἐκ τοῦ
πλείονος ὄντας, τῇ τῶν Ἰταλῶν φθέγγεσθαι φωνῇ, καὶ μάλιστα
τοὺς δημοσιεύοντας. ταῦτα μετέβαλεν ὁ Καππαδόκης εἰς γραώδη
τινὰ καὶ χαμαίζηλον ἀπαγγελίαν, οὐχ ὡς σαφηνείας φροντίζων,
ἀλλ' ὅπως πρόχειρα ὄντα καὶ κοινὰ μηδεμίαν ἐμποιοῖ δυσχέρειαν
τοῖς κατὰ σκοπὸν αὐτοῦ πληροῦν τὰ μηδαμόθεν αὐτοῖς ἀνή-
κοντα τολμῶσιν. πράττων γὰρ καὶ γράφων καὶ καινοτομῶν καὶ
ἐκ παντὸς τρόπου σαλεύων τὴν ἀρχαιότητα, οὐ τοῖς ἁρμοδίοις
τῶν χωρῶν ἐπιστάταις, οὓς καλοῦσι τρακτευτάς, ἀντὶ τοῦ κλι-
ματάρχας, ἢ διαψηφισταῖς ἐδίδου κατὰ τὸ σύνηθες τὰ πραττόμενα
πρὸς πλήρωσιν, ὥστε μηδὲν παρὰ τὸν νόμον γίνεσθαι, ἀλλ' αὐτὸς
διὰ τῶν οἰκείων πληροῦσθαι τὰ σύμβολα ἐκέλευσεν, τῶν εἰωθό-
των παρέχεσθαι δαπανημάτων τοῖς ἁρμοδίοις πληρωταῖς αὐτὸς
γινόμενος κύριος. εἶτα ἐκ τῆς μὴ κατὰ τὸ προσῆκον τολμωμένης
τῶν χαρτῶν ἐκδόσεως μεγίστων ἀνισταμένων τοῖς ὑποτελέσι
252
πόλιν μὲν οἰκεῖ, μητρὸς ἐπ' αὐτῷ σαλευούσης, γῆρας ὁμοῦ θεραπεύων
καὶ
τὴν ἐντεῦθεν ἀσθένειαν, οὐδὲν δὲ ἧττον πολλῶν ἴσως ἐπ' ἐρημίας
οἰκούντων
ἐπ' εὐσεβείᾳ γνωρίζεται. οἰκίαν δὲ κεκτημένος τόπον ψιλὸν ἐχούσης τὸν
παρακείμενον, γείτονος ἀπέλαυσε πονηροῦ, ὃς θυρίδας κατὰ τοῦ μὴ
προς-
ήκοντος ψιλοῦ νεωτερίσας τινάς, πρὸς μὲν τὸ παρὸν ὡμολόγει μηδὲν
ἐμπο-
δὼν ἔσεσθαι ταύτας οἰκοδομεῖν βουλομένῳ. ὡς δὲ νῦν εἰς ἔργον ἦλθεν ὁ
λόγος, κώλυμα τὰς θυρίδας προβάλλεται, ὥσπερ δίκην ἀπαιτῶν ὅτι
παρεῖδε
καινοτομούμενος. ὁρῶν δὲ τοῖς δικαίοις πανταχόθεν ἑαυτὸν
ἐξωθούμενον,
παρείσδυσιν ἑαυτῷ δυναστείας ἐπινοεῖ καί, τὸ μέγιστον, ἀνδρὸς τοῖς
δικαίοις
χαίρειν ἐγνωκότος ἀεί. εἰς γὰρ τὸν πολὺν ἐκεῖνον ὠθεῖται Νεστόριον, τῷ
μὴ παρεῖναι τὸν ἄνδρα θαρρῶν. τοῖς γὰρ αὐτῷ προσήκουσιν εἰς συμμα-
χίαν χρησάμενος, ὠνὴν εἰς αὐτόν τινα πρὸς κακουργίαν ἐπλάσατο τὸ
δίκαιον
ὄνομα, καὶ πρὸς ἀδικίαν ὕλην λαβὼν καὶ τοὺς κατ' αὐτοῦ πανταχόθεν
ἐπαίνους διαβάλλειν πειρώμενος.
ἀλλὰ ταῦτα μαθὼν δι' ὑμῶν κωλύσει ταῖς ἀπειλαῖς τὸν ἀδικοῦντα δι'
ἀνδρὸς τιμῶντος τὰ δίκαια.
ἱεραῖς προσευχαῖς ὑμῶν), ἀλλὰ διὰ τὴν ἐν ἡμῖν ἀγάπην ἀρχαίαν καὶ
πνευματικὴν καὶ τὸ κοινῆ συμφέρον· εἰ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ, ὁ κύριος
καὶ δεσπότης ἁπάντων, ἑαυτὸν ἀνήνεγκεν ὑπὲρ πάντων τῷ θεῷ καὶ
πατρὶ θυσίαν, τί ὀφείλομεν ἡμεῖς καὶ πόσον οὐ χρεωστοῦμεν δι'
αὐτὸν παθεῖν καὶ ὑπομεῖναι, καί γε οἱ μονάζοντες καὶ τῇ ἀποταγῇ
σταυρωθέντες, οἵ γε ἀληθῶς καὶ οὐκ ἀνονήτως ἀποταξάμενοι; ἐπεὶ
271
ἐκβάσεις. καὶ μέντοι καὶ τοὺς ὑπὲρ τοῦ καλοῦ ἐνισταμένους καὶ
πολλοῖς χρόνοις τληπαθήσαντας ἐν ἐπαίνῳ καὶ ἀποδοχῆς λόγῳ ἔχω,
οὐ μὴν παντάπασιν, ὡς δηλώσων ἔρχομαι. καὶ τὸ κτήσασθαι ὁμογνώ-
μονας ἐφίεμαι (πῶς γὰρ οὔ;) τηλικούτους ἀνδρικοὺς ἐπ' εὐσεβείᾳ
δεδειγμένους, ἀλλὰ μετὰ τοῦ τῆς ἀληθείας λόγου καὶ τῆς ἐνδεχομένης
καὶ προσηκούσης δυνάμεως.
Τοιγαροῦν ὧδε φαίημι· τί τὸ τὴν διαφορὰν πρὸς Ταράσιον ποιοῦν
272
Πρωτοσπαθαρέᾳ
273
Θεοφάνει μονάζοντι
ὅσον οἷόν τε ὀρέξατε χεῖρα. ἴσμεν ὑμῶν τὴν ἐν πυρὶ τῶν πειρασμῶν
τοῦ ἔθνους ζωὴν καὶ μακαρίζομεν ὑμῶν τὴν ὁμολογητικὴν ὑπομονὴν
καὶ μάρτυρας ὑμᾶς Χριστοῦ οὐ διακρινόμεθα προσαγορεύειν· ἀλλ'
ὅμως καὶ τοῦ ἀναφθέντος ἐν ἡμῖν πυρὸς τῆς κακοδοξίας προθυμήθητε
σβεστῆρες γενέσθαι ὁσιώτατοι. ναί, δεόμεθα τὰ πατρικὰ ὑμῶν
274
Τοῦ Μακρεμβολίτου.
ποτε μήτε ἱερέων μήτε λαϊκῶν τινι τῆς τοῦ ἁγίου συμ-
βόλου θειοτάτης ἐκείνης νομοθεσίας ποιεῖσθαί τινα
παρέκβασιν· ἀναθεματίζεσθαι δὲ σὺν πάσαις ταῖς ἐν
Καλχηδόνι γεγενημέναις καινοτομίαις κατὰ τοῦ θείου
συμβόλου, καὶ τὴν αἵρεσιν τῶν μὴ ὁμολογούντων τὸν
υἱὸν τοῦ θεοῦ τὸν μονογενῆ ἐκ πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ
τῆς ἁγίας καὶ ἀεὶ παρθένου καὶ θεοτόκου Μαρίας κατὰ
ἀλήθειαν σαρκωθέντα καὶ ἐνανθρωπήσαντα, ἀλλ' ἢ ἐξ
οὐρανοῦ ἢ κατὰ φαντασίαν καὶ δόκησιν τερατευομένους,
πᾶσάν τε ἁπλῶς αἵρεσιν, καὶ εἴ τι ἕτερον ἐν οἵῳ δή ποτε
καιρῷ καὶ τρόπῳ καὶ τόπῳ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης κατὰ
διάνοιαν καὶ λέξιν ἐπὶ παραβάσει τοῦ θείου συμβόλου
κεκαινοτόμηται.
τος, εἰ δ' οὖν, ἀλλ' αὐτός τε μετὰ τῆς βελτίστης γενέσθαι κἀκείνηι
παρασχεῖν τὸ κράτος καὶ παρ'
αὐτῆς ἀντιλαβεῖν λίαν ὑψηλῶς τε καὶ μεγαλοπρεπῶς περὶ τῶν μεγίστων
διανοούμενος. ἔνθα
δὴ καὶ μάλιστα διεδείχθη τοῦ ἀνδρὸς ἡ καθαρότης καὶ τὸ στερέωμα τῆς
εἰς Χριστὸν πίστεως·
τῶν γὰρ ἄλλων ἁπάντων ὅσοι τοῦ καθ' ἡμᾶς λόγου, τριχῆι νενεμημένων
καὶ πολλῶν μὲν ὄντων
τῶν περὶ τὸν υἱὸν ἀρρωστούντων, πλειόνων δὲ τῶν περὶ τὸ πνεῦμα τὸ
ἅγιον, ἔνθα καὶ τὸ ἧττον
ἀσεβεῖν εὐσεβεῖν ἐνομίσθη, ὀλίγων δὲ τῶν κατ' ἀμφότερα ὑγιαινόντων
πρῶτος καὶ μόνος κομιδῆι
σὺν ὀλίγοις ἀποτολμᾶι τὴν ἀλήθειαν σαφῶς οὕτως καὶ διαρρήδην τὴν
μίαν θεότητα τῶν τριῶν
καὶ οὐσίαν ἐγγράφως ὁμολογήσας. καὶ ὃ τῶι πολλῶι τῶν πατέρων
ἀριθμῶι περὶ τὸν υἱὸν
ἐχαρίσθη πρότερον, τοῦτο περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος αὐτὸς ἐμπνευσθεὶς
ὕστερον καὶ δῶρον βασι-
λικὸν ὄντως καὶ μεγαλοπρεπὲς τῶι βασιλεῖ προσενεγκὼν ἔγγραφον τὴν
εὐσέβειαν κατὰ τῆς ἐγ-γράφου καινοτομίας, ἵνα βασιλεῖ μὲν βασιλεύς,
λόγωι δὲ λόγος, γράμματι δὲ γράμμα κατα-παλαίηται.
Προοίμιον. Ἐπειδὴ χρὴ τὰ τοῖς νόμοις καὶ τοῖς τύποις τῶν ἡμετέρων
θρόνων διατεταγμένα καλῶς, εἴπου δεήσειεν, τοῖς ὑποτελέσιν σαφέστερα
καθιστᾶν πρὸς τὸ μηδεμίαν αὐτοῖς ἐγείρεσθαι ζήτησιν ἔν τε τοῖς
μένοις καὶ τὴν εἴσπραξιν οὐκ ἐν τοῖς οἴκοις, ἀλλὰ δημοσίᾳ ποιουμένοις
μετὰ τῆς πρεπούσης
καθοσιώσεως. Καθόλου δὲ πᾶσι προαγορεύει ἡ διάταξις ἐπὶ προφάσεσιν
ἰδιωτικαῖς στρατιώταις μὴ κεχρῆσθαι ἢ
τὴν οἱανοῦν δι' αὐτῶν ἐπαγαγεῖν μεθοδείαν τισίν· εἰδότων τῶν τοιοῦτό τι
πράττειν ἐπιχει-
ρούντων, ὡς καὶ πάσης ἀγωγῆς, ἣν ἂν ὡς εἰκὸς ὁ νόμος αὐτοῖς ἐδίδου
κατὰ τῶν εὐθυνομένων,
ἐκπεσοῦνται δι' αὐτὴν καὶ μόνην τὴν ἐγχείρησιν. Τοὺς δὲ ἀφοριζομένους
στρατιώτας εἰς
ἐξάνυσιν δημοσίων παρακελεύεται πάσης σπορτούλων ἀπέχεσθαι
λήψεως καὶ μηδὲν καθόλου
παρά τινος λαμβάνειν, ἀλλὰ ταῖς οἰκείαις ἀρκεῖσθαι σιτήσεσιν. Τὴν δὲ
τῶν εἰρημένων πάν-
των παραφυλακὴν τοῖς κατὰ τόπον ἐπισκόποις τε καὶ ἄρχουσιν ἐπιτρέπει.
Πρὸς τούτοις ἀπαγορεύει τοῖς ἄρχουσι καὶ παντὶ ἑτέρῳ οἶκόν τινος μὴ
καταλύειν προφάσει τοῦ
ἀνανεῆσαι κατὰ τοῦ δεσπότου τοῦ οἴκου, δίχα μέντοι καινοτομίας καθ'
ἑτέρου γενομένης·
Röm 10,19 – 21
Schriften des Johannes von Damaskos, vol. 3”, Ed. Kotter, B.Berlin: De
Gruyter, 1975; Patristische Texte und Studien 17.
Se. 2,15, l. 23
ξένῳ τοῦ μυστηρίου ξένον τι γίνεται, ἀλλ' οὐδὲν τῆς τοῦ θεοῦ φύσεως
ἀληπτότερον ἢ ὑψηλότερον καὶ ὅμως τὸ μόνον ἄληπτον ἠνέσχετο πρὸς
ἡμῶν ὀνομάζεσθαι. Ἢ τοίνυν ὑψηλοτέραν καὶ κρείττονα τῆς θεότητος
τὴν πρὸς ὑμῶν σχεδιασθεῖσαν φύσιν εἴπατε, καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν, ἢ τὸ ταύτης
ὄνομα ἐμφανίσατε ἢ μετὰ τῶν κηρύκων τῆς ἀληθείας θεότητα καὶ ἀνθρω-
πότητα τὰς φύσεις Χριστοῦ εἴπατε καὶ οὐ τὴν φύσιν· θεότης γὰρ καὶ
ἀνθρωπότης μία φύσις οὐκ ἔστιν.
μιᾷ καὶ εἰκοστῇ βίβλῳ, καὶ ταύτης ἐπὶ τελευτῇ, λέγει κατὰ τὴν
τοῦ Τιμολέοντος παράκλησιν ταῦτα, διότι τῆς γῆς τῆς ὑπὸ τῷ
κόσμῳ κειμένης εἰς τρία μέρη διῃρημένης, καὶ τῆς μὲν Ἀσίας,
τῆς δὲ Λιβύης, τῆς δ' Εὐρώπης προσαγορευομένης. ταῦτα γὰρ
οὐχ οἷον Τίμαιον εἰρηκέναι τίς ἂν πιστεύσειεν, ἀλλ' οὐδὲ τὸν
λεγόμενον Μαργίτην ἐκεῖνον. τίς γὰρ οὕτως ἐστὶν ἀδαής, οὐ λέγω
τῶν πρὸς ὑπομνήμασι γεγονότων ΖΗΤΕΙ.
45. Ὅτι Αἰτωλοὶ διά τε τὴν συνέχειαν τῶν πολέμων καὶ διὰ
τὴν πολυτέλειαν τῶν βίων ἔλαθον οὐ μόνον ἄλλους, ἀλλὰ καὶ
σφᾶς αὐτοὺς κατάχρεοι γενηθέντες. διόπερ οἰκείως διακείμενοι
πρὸς καινοτομίαν τῆς οἰκείας πολιτείας εἵλοντο νομογράφους
Δωρίμαχον καὶ Σκόπαν, θεωροῦντες τούτους κατά τε τὰς προ-
αιρέσεις κινητικοὺς ὑπάρχοντας καὶ κατὰ τὰς οὐσίας ἐνδεδεμένους
εἰς πολλὰ τῶν βιωτικῶν συναλλαγμάτων. οἳ καὶ παραλαβόντες
τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἔγραψαν νόμους.
46. Ὅτι Σκόπας ὁ Αἰτωλῶν στρατηγὸς ἀποτυχὼν τῆς ἀρχῆς,
ἧς χάριν ἐτόλμα γράφειν τοὺς νόμους, μετέωρος ἦν εἰς τὴν Ἀλε-
ξάνδρειαν, ταῖς ἐκεῖθεν ἐλπίσι πεπεισμένος ἀναπληρώσειν τὰ
λείποντα τοῦ βίου καὶ τὴν τῆς ψυχῆς πρὸς τὸ πλεῖον ἐπιθυ-
305
των, ἀλλ' ἤτοι ὡς φίλων παρὰ φίλους ἰόντων ἢ καὶ ἐφ' ἑτέρους
τινὰς διὰ τῆς ἐκείνων στρατευόντων, οὔτε τι μετέβαλον τῶν κα-
θεστηκότων οὔθ' ὅλως ἐταράχθησαν, ἀλλὰ καὶ πάνυ πάντες ἐπί
τε ταῖς δημιουργίαις καὶ ἐπὶ τοῖς ἄλλοις ἔργοις ὡς καὶ ἐν εἰρήνῃ
κατὰ χώραν μείναντες εἴσω τε τὸν στρατὸν εἰσεδέξαντο καὶ ξένια
αὐτοῖς ἔδοσαν τά τε ἄλλα ὡς φίλους ἐτίμησαν. ἐξ οὗπερ καὶ οἱ
Ῥωμαῖοι οὐχ ὅτι κακὸν αὐτοὺς ἔδρασαν, ἀλλὰ καὶ ἐς τὴν πολι-
τείαν μετὰ ταῦτ' ἐσεγράψαντο.
17. Ὅτι Πούπλιος τῶν πολιτῶν Ῥωμαίων στασιαζόντων πρὸς
ἀλλήλους ὀλίγου τούτους συνήλλαξεν. Λικίννιον γὰρ Στόλωνα
προσείλετο ὄντα ἵππαρχον. ὅπερ καινοτομηθὲν τοὺς μὲν εὐπα-
τρίδας ἐλύπησεν, τοὺς δὲ ἄλλους οὕτως ὑπηγάγετο, ὥστε μηκέτι
τῆς ὑπατείας τῷ ἑτέρῳ ἔτει ἀντιποιήσασθαι, ἀλλ' ἐᾶσαι τοὺς
χιλιάρχους αἱρεθῆναι. ἐκ γὰρ τούτου καὶ ἐς τἆλλα ἀνθυπείξαντές
γέ τινα ἀλλήλοις ἴσως ἂν κατηλλάγησαν, εἰ μήπερ ὁ Στόλων ὁ
δήμαρχος τοιοῦτόν τι εἰπών, ὡς οὐκ ἀπίοιεν εἰ μὴ φάγοιεν,
ἀνέπεισεν αὐτοὺς μηδενὸς ἀφέσθαι, ἀλλ' ὡς καὶ ἀναγκαῖα πάντα
ὅσα ἐνεχειρίσαντο κατεργάσασθαι.
18. Ὅτι ὁ Τορκουᾶτος οὐ τὰ πάντα τραχὺς ἦν, οὐδ' οἷος ἐς
τὸν υἱὸν ἐγένετο καὶ ἐς τἆλλα ἦν, ἀλλὰ καὶ εὔβουλος καὶ εὐπόλε-
μος ὡμολόγητο εἶναι. ὥστε καὶ πρὸς τῶν πολιτῶν καὶ πρὸς
153. Ὅτι ποτὲ ὁ αὐτὸς τοῦτο εἶπεν ὅτι “οὐδὲν δέομαι ὀνο-
μάτων ἐκ πολέμου καὶ αἵματος· ἀρκεῖ γάρ μοι καὶ εὐσεβῆ καὶ εὐ-
τυχῆ παρ' ὑμῶν καλεῖσθαι.”
154. Ὅτι Ψευδαντωνῖνος ἐπαινούμενός ποτε παρὰ τῆς βουλῆς
εἶπεν ὅτι “ὑμεῖς μὲν ἀγαπᾶτέ με καὶ νὴ Δία καὶ ὁ δῆμος καὶ τὰ
ἔξω στρατόπεδα· τοῖς δὲ δορυφόροις οἷς ταῦτα δίδωμι οὐκ ἀρέσκω.”
155. Ὅτι τινῶν συνηγορούντων τῷ Ψευδαντωνίνῳ καὶ εἰπόν-
των ὡς εὐτυχὴς εἴη τῷ υἱῷ συνυπατεύων, ἔφη “εὐτυχέστερος ἔσο-
μαι κατὰ τὸν ἑξῆς ἐνιαυτὸν μετὰ γνησίου υἱοῦ μέλλων ὑπατεύειν.”
156. Κοῦφος μὲν γὰρ πᾶς ὄχλος πρὸς τὰ καινοτομούμενα· ὁ
δὲ δῆμος τῶν Ῥωμαίων διά τε τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν
συγκλύδων ἀνθρώπων τῶν εἰς αὐτὸν συνιόντων ῥᾷον τῶν ἄλλων
ἐπαίρεται καὶ μετὰ εὐχερείας πρὸς τὰ ἄτοπα τρέχει.
157. Ὅτι ὁ τῶν Περσῶν βασιλεὺς μετὰ Μαριάδνου πρὸ τῆς
πόλεως Ἀντιοχείας ὡς εἴκοσι σταδίους στρατοπεδεύεται· καὶ οἱ
μὲν φρόνιμοι ἔφυγον τῆς πόλεως, τὸ δὲ πολὺ πλῆθος ἔμεινεν,
τοῦτο μὲν φιλοῦντες τὸν Μαριάδνην, τοῦτο δὲ καὶ τοῖς καινισμοῖς
χαίροντες, ὅπερ ὑπὸ ἀνοίας πάσχειν εἰώθασι.
συμβεβηκότων, καὶ μετὰ τοῦτα, ὅσα ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς πολιτείᾳ, ἀλλὰ καὶ
ἐν πάσῃ τῇ Ῥωμαίων ἀρχῇ κατά τινας χρόνους ἐκαινοτομήθη. Ταῦτα
ἐσοφισάμην κατ' ἐμαυτόν, καὶ εἶπα γνωστά σοι ποιῆσαι, τῷ ἠγαπημένῳ
μου υἱῷ, ἵν' ἔχῃς εἰδέναι τὴν ἑκάστου τούτων διαφοράν, καὶ πῶς ἢ
μεταχειρίζεσθαι ταῦτα καὶ οἰκειοῦσθαι ἢ πολεμεῖν καὶ ἀντιτάσσεσθαι.
Πτοηθήσονται γάρ σε ὡς μεγαλοφυῆ, καὶ ὡς ἀπὸ πυρὸς φεύξονται ἀπὸ
σοῦ· φιμωθήσονται τὰ χείλη αὐτῶν, καὶ ὡς ὑπὸ βελῶν τοῖς σοῖς κατα-
τρωθήσονται ῥήμασιν. Ὀφθήσῃ αὐτοῖς φοβερός, καὶ ἀπὸ προσώπου
σου τρόμος λήψεται αὐτούς. Καί σου ὁ Παντοκράτωρ ὑπερασπιεῖ, καὶ
συνετιεῖ σε ὁ πλάσας σε· κατευθυνεῖ σου τὰ διαβήματα, καὶ ἑδράσει
σε ἐπὶ βάσιν ἀσάλευτον.
τινὰ τῶν βασιλικῶν συγγενίδων, τῶν πορρωτέρω τε καὶ ἐγγὺς τῆς βασι-
λείας εὐγενείας τυγχανουσῶν, καὶ διά τινα κοινωφελῆ δουλείαν, καὶ τοῦ
ἐσχάτου καὶ μηδὲν σχεδὸν ἐξουσιάζοντος. Ἐπεὶ ἔξω τοῦ κανόνος καὶ τῆς
ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ τῆς τοῦ μεγάλου καὶ ἁγίου βασιλέως,
Κωνσταντίνου διαταγῆς τε καὶ ἐντολῆς τοῦτο πεποίηκεν, πολλὰ καὶ
ζῶν ὠνειδίσθη ὁ προρρηθεὶς κύρις Ῥωμανός, καὶ διεβλήθη καὶ ἐμι-
σήθη παρά τε τῆς συγκλήτου βουλῆς καὶ τοῦ δήμου παντὸς καὶ τῆς
ἐκκλησίας αὐτῆς, ὡς καὶ τὸ μῖσος ἀπὸ τοῦ τέλους γενέσθαι καταφανές,
καὶ μετὰ θάνατον ὁμοίως ἐξουθενεῖται καὶ διαβάλλεται καὶ ὑπὸ κατα-
γνώμην τίθεται καὶ οὗτος, ἀνάξιον πρᾶγμα καὶ ἀπρεπὲς εἰς τὴν εὐγενῆ
πολιτείαν Ῥωμαίων καινοτομήσας.» Ἕκαστον γὰρ ἔθνος διάφορα ἔχον
ἔθη καὶ διαλλάττοντας νόμους τε καὶ θεσμοὺς ὀφείλει τὰ οἰκεῖα κρατύ-
νειν καὶ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους τὰς πρὸς ἀνάκρασιν βίου κοινωνίας ποιεῖ-
σθαι καὶ ἐνεργεῖν. Ὥσπερ γὰρ ἕκαστον ζῶον μετὰ τῶν ὁμογενῶν τὰς
μίξεις ἐργάζεται, οὕτω καὶ ἕκαστον ἔθνος οὐκ ἐξ ἀλλοφύλων καὶ ἀλλο-
γλώσσων, ἀλλ' ἐκ τῶν ὁμογενῶν τε καὶ ὁμοφώνων τὰ συνοικέσια τῶν
γάμων ποιεῖσθαι καθέστηκεν δίκαιον. Ἐντεῦθεν γὰρ καὶ ἡ πρὸς ἀλλή-
λους ὁμοφροσύνη καὶ συνομιλία καὶ προσφιλὴς συνδιατριβὴ καὶ
νεῖσθαι κατὰ τὴν ἀρχαίαν συνήθειαν (τὰ γὰρ ἐν ἑκάστῃ ἐκκλησίᾳ ἔθη
καὶ οἱ θεοφόροι ἡμῶν πατέρες παραφυλάττεσθαι διεγνώκασιν), τοῦ
τῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπισκόπου ὑποκειμένου τῷ προέδρῳ τῆς εἰρημέ-
νης Ἰουστινιανουπόλεως, μιμήσει τῶν λοιπῶν ἁπάντων ἐπισκόπων τῶν
ὑπὸ τὸν λεχθέντα θεοφιλέστατον πρόεδρον Ἰωάννην, ἀφ' οὗ, χρείας
καλούσης, καὶ ὁ τῆς αὐτῆς Κυζικηνῶν πόλεως ἐπίσκοπος χειροτονη-
θήσεται.
Ἐπεὶ δὲ καὶ τὰ περὶ ἐθνῶν οὕτως ἀκριβῶς σοι διετυπώσαμεν
καὶ προεξεθέμεθα, δίκαιον μὴ μόνον περὶ τῶν ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς πολιτείᾳ,
ἀλλὰ καὶ περὶ πάσης τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρχῆς κατά τινας χρόνους
καινοτομηθέντων σαφῆ κεκτῆσθαί σε τὴν εἴδησιν, ὡς ἂν ἡ περὶ τῶν
ἐγγυτέρω καὶ οἰκείων γνῶσις πλέον τῶν ἄλλων ἐν σοὶ διαμένουσα ποθει-
νότερον ἀναδείξῃ πρὸς τὸ ὑπήκοον.
Ἰστέον, ὅτι ἐπὶ Κωνσταντίνου, υἱοῦ Κωνσταντίνου, τοῦ καὶ
Πωγωνάτου καλουμένου, Καλλίνικός τις ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Ῥωμαίοις
προσφυγών, τὸ διὰ τῶν σιφώνων ἐκφερόμενον πῦρ ὑγρὸν κατεσκεύασεν,
δι' οὗ καὶ τὸν τῶν Σαρακηνῶν στόλον ἐν Κυζίκῳ Ῥωμαῖοι καταφλέξαν-
τες τὴν νίκην ἤραντο.
κρατεῖν μέχρι τῶν Ἡρακλείων στηλῶν, καὶ πάσης ὁμοῦ τῆς ὧδε
θαλάσσης.
με-
ταθήσεσθαι, πιστεύσας καὶ ἐλπίσας ἄνευ τινὸς περὶ τὸν λόγον λοιδορίας
τὸ πρᾶγμα εἰς δέον καταστήσασθαι ἀνεβάλλετο, παρακρουσθεὶς ὑπὸ τοῦ
καὶ τὸν θεὸν τὸν ἑαυτοῦ καὶ κύριον ἀρνουμένου καὶ τὴν πίστιν ἣν καὶ
αὐτὸς
λουσα πράξεις, καὶ ὅσας ἡ φορὰ τοῦ χρόνου καὶ τῶν πραγμά-
των κυλίνδειν εἴωθεν, ἡ προαίρεσις δὲ μάλιστα τῶν κεχρημένων
τοῖς πράγμασι, τὰς μὲν ἀσπάζεσθαι καὶ ζηλοῦν τοῖς ἀνθρώποις
νομοθετεῖ, τὰς δὲ ἀποδιοπομπεῖσθαι καὶ ἀποτρέπεσθαι· ὡς μὴ
λάθωσιν ἀβουλήτως τὰ μὲν ὀνησιφόρα καὶ λῴονα προηκάμενοι,
τοῖς δὲ ἀπευκταίοις καὶ βλαβεροῖς ἑαυτοὺς περιπείραντες. ἐπεὶ
οὖν λυσιτελὲς ἡ ἱστορία μετὰ τῶν ἄλλων βιωφελῶν χρῆμα τελεῖν
ὡμολόγηται, ἅτε τὰ θνητὰ ἀναβιώσκειν ἢ ἀνηβάσκειν παρεχο-
μένη, καὶ μὴ ἐῶσα τοῖς τῆς λήθης βυθοῖς παρασύρεσθαί τε καὶ
συγκαλύπτεσθαι· διὰ ταῦτα, πολλῶν ἐν τῷ κατ' ἐμὲ χρόνῳ πρα-
γμάτων ἐξαισίων καὶ ἀλλοκότων καινοτομηθέντων, καὶ φοβερῶν
κατ' οὐρανὸν δειμάτων ἐπιφανέντων, καὶ σεισμῶν ἀπίστων κινη-
θέντων, σκηπτῶν τε κατενεχθέντων, καὶ ὑετῶν λάβρων καταῤ-
ῥαγέντων, πολέμων τε συῤῥαγέντων, καὶ στρατευμάτων πολλα-
χοῦ τῆς οἰκουμένης ἐπιδραμόντων, καὶ πόλεων καὶ χώρων με-
ταναστάντων, ὡς πολλοῖς δοκεῖν, ἀλλοίωσιν ἄρτι τὸν βίον λα-
βεῖν, καὶ τὴν προσδοκωμένην δευτέραν κατάβασιν τοῦ Σωτῆρος
καὶ Θεοῦ ἐπὶ θύραις ἐγγίζειν
Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα εἴρηται, λέγομεν ἤδη καὶ τὰς αἰτίας δι' ἃς εἰς
τούτους τοὺς λόγους κατέστημεν. Ἡ τῶν Κυπρίων νῆσος, ὧ μεγαλο-
δοξότατε τῶν Σαρακηνῶν ἀρχηγέ, ἀφ' οὗ χρόνου σπονδῶν εἰρηνικῶν
πρὸς
332
σπονδῶν, ἀντὶ ὁρκίων, ξίφη καὶ πόλεμοι καὶ σφαγαὶ τοῖς ἀθλίοις ἐπέ-
θεντο Κυπρίοις, οὓς ἔπρεπεν, εἰ καὶ ἄλλος τις ταῦτα εἰς αὐτοὺς ἐξειργά-
ζετο, παρὰ τῶν Σαρακηνῶν βοηθείας τυχεῖν. Τοῦτο γὰρ κοινὸν δίκαιον
παρὰ πᾶσιν ὅσοι πόλεις ἢ ἔθνη κέκτηνται ὑποφόρους, τὸ πρὸς τοὺς κατ'
αὐτῶν ἐπιόντας καὶ πόλεμον συνιστῶντας αὐτοὺς ἀντεπιέναι καὶ ῥύε-
σθαι τῆς ἐπιθέσεως, ὡς ἑαυτῶν οἰκείους τοὺς ὑποτελεῖς καθεστηκότας.
Ἀλλὰ τοῦτο παρὰ πᾶσιν ἔθνεσι δίκαιον ὑπάρχον, καὶ τοῖς οὐκ
εἰδόσι νόμον, ἀντέστραπται παρὰ Σαρακηνοῖς τοῖς νόμῳ πολιτευομένοις,
καὶ νῆσος μικροῦ ἔτη τριακόσια ἐξ οὗ ὑπόφορος οὖσα ὑμῖν ἐγεγόνει, καὶ
κατὰ μηδὲν ὀφθεῖσα τῆς ὑπηκόου τάξεως μεταβαλομένη μηδὲ καινοτο-
μήσασά τι περὶ τοὺς φόρους μηδὲ περὶ τὴν ἄλλην δουλείαν ὅσην
Σαρακη-
νοῖς δουλεύειν ἐχρῆν, μηδ' ὅλως τι τῶν ἔγκλησιν ἐπαγόντων αἰτίαν
φέρουσα, ἐκ μόνης ἀπονοίας ἀνδρὸς καὶ τὴν τῶν Χριστιανῶν ἀπηρνη-
μένου πίστιν καὶ τὸ τῶν Σαρακηνῶν σέβας νοθεύοντος ἐξηρήμωται καὶ
ἀπόλωλεν· καὶ οἱ ταύτης οἰκήτορες οἱ μὲν μαχαίρας ἔργον, οἱ δὲ
ἀνάστατοι
γεγόνασι, τοῦτο μόνον ἔχοντες ἔγκλημα, ὅτι ἐπὶ μακροτάτοις οὕτω
χρόνοις ὑπέκειντο εὐγνωμόνως ὑμῖν καὶ οὐδὲν ὤφθησαν τῶν εἰς
ὑμετέραν
ἐλλείψαντες θεραπείαν, πολλάκις ὑμῶν βαρέως ἐπενεχθέντων αὐτοῖς
καὶ παρὰ τὸ προσῆκον καὶ τὰ κοινὰ δίκαια τῶν συμφώνων. Καίτοι γε
333
ἐστιν τοῦ μεγάλου ὀνόματος ἡ τῶν συμφώνων καὶ τῶν ὅρκων ἀθέτησις
καὶ τὸ βουληθῆναι ἁρπάσαι βασιλείαν τὴν κατὰ μηδὲν τῷ σῷ γένει
προσήκουσαν.
Ἐπὶ πᾶσι τοῖς εἰρημένοις καὶ ὡς πατὴρ κατὰ πνεῦμα, εἰ καὶ ἐλά-
χιστος, καὶ ὡς ἱερεὺς καὶ τοῦ ἁγίου θυσιαστηρίου παραστάτης, εἰ καὶ
ἀνάξιος, καὶ λαβὼν ἐξουσίαν παρὰ τοῦ παναγίου πνεύματος δεσμῷ
ὑποβαλεῖν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας, εἰ καὶ πάντων ἁμαρτωλῶν ἐγὼ πρῶτος,
δεσμῷ ὑποβάλλομέν σε ἐν πατρὶ καὶ υἱῷ καὶ ἁγίῳ πνεύματι, ἵνα, εἴ τι
τοιοῦτον βεβούλησαι, καὶ ὡς ἡ φήμη προέδραμεν, ἐπὶ τυραννίδι πρὸς
τὴν πόλιν διέγνως, καταργήσῃς τὸ ὅρμημα καὶ πρὸς τὴν οἰκείαν ἐξουσίαν
ὑποστρέψῃς καὶ τὴν ἐξ ἀρχῆς εἰρήνην στέρξῃς καὶ μηδὲν καινοτομῆσαι
τολμήσῃς· γινώσκων ὡς, εἰ τοῦτο πράξεις, ἀλύτοις δεσμοῖς τὸν πάντα
αἰῶνα τοῦ παναγίου πνεύματος ὑποβεβλημένος ἔσῃ καὶ τῶν ἱερῶν καὶ
ἀχράντων μυστηρίων ἀκοινώνητος. Καὶ τῷ αἰωνίῳ βήματι μετὰ σοῦ
παραστήσομαι, ἐξελέγχων σε ὅτι ὅσον τὸ ἐπ' ἐμοὶ οὐκ ἐσίγησα οὐδὲ πρὸς
τοιαύτην φερόμενον ἀτοπίαν παρεῖδον οὐδὲ τῆς σῆς ἠμέλησα σωτηρίας,
ἀλλὰ σπουδὴν ἐθέμην καὶ ἀνενεγκεῖν σε καὶ ἀποστρέψαι τοῦ
ἀντεῖπον οὐδ' ἐφιλονείκησαν πρὸς ἡμᾶς τοῦ ἄμυναν γενέσθαι πρὸς Βουλ-
γάρους τοὺς οὕτω κακώσαντας τὴν Ῥωμαϊκὴν ἐξουσίαν, ἀλλὰ πρὸς τὴν
ἐξ ἀρχῆς παρ' αὐτῶν ἐπιζητουμένην εἰρήνην ὅλην τὴν προαίρεσιν ὤφθη-
σαν ἐπικλίναντες, καὶ εἶπον τοιαῦτα πρὸς ἡμᾶς· «Ὦ πάτερ καὶ ποιμὴν
ἡμῶν τῆς τοῦ Χριστοῦ ποίμνης, οὐκ ἐξέστημεν τῆς οἰκείας γνώμης,
ὁπόσα δἂν τὸ Βουλγάρων γένος εἰργάσατο ἡμᾶς χαλεπά, οὐδὲ λογιζό-
μεθα τὰ κεχυμένα παρ' αὐτῶν αἵματα τοῦ ἡμετέρου λαοῦ καὶ τὴν ἄλλην
πανωλεθρίαν ὅσην τῷ πονηρῷ ἐνεργούμενοι δαίμονι κατὰ τῶν ἡμετέρων
εἰργάσαντο ὑπηκόων, οὐ μὴν ἀλλ' οὐδὲ τὴν καινοτομίαν ὅσην
ὑπέστημεν
ἐπὶ χρόνοις τοσούτοις εἰς τὴν τῶν νῦν ἀποκεκινημένων ἐθνῶν ἀποκίνησιν
οὐδ' ὅσα ἔτι μέλλομεν καινοτομεῖσθαι εἰς ἀριθμοῦ λόγον ποιούμεθα.
Ἀλλ' ἐπεὶ ταῦτα τὴν ἡμῶν διενοήθης παρακαλεῖν βασιλείαν, ἐκείνῳ εἰ
βούλει ἐπίστειλον, ἀντὶ τοῦ πολέμου καὶ τῶν σφαγῶν τὴν εἰρήνην ἐπιζη-
τῆσαι· καὶ εἴ γε λάβοις αὐτὸν τοῖς σοῖς πειθόμενον λόγοις, ἡμᾶς ἔχεις
τῇ σῇ παρακλήσει μὴ ἀντιλέγοντας.» Ταῦτα μὲν ἃ ἡ ἐκείνων χρηστότης
καὶ ἡ τοῦ καλοῦ πράγματος τῆς εἰρήνης ἔφεσις πρὸς τὴν ἡμετέραν ὑπε-
φθέγξατο δέησιν. Τὸ λοιπὸν ἐπὶ σέ, τέκνον ἡμῶν, προβάλλομαι τὴν
παράκλησιν, καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς, τοῦτο καὶ νῦν γράφω μετὰ θρήνων καὶ
ὀδυρμῶν· ἀπόβλεψον πρὸς τὸ τῆς εἰρήνης ἀγαθόν, ἀπόβλεψον πρὸς τὴν
τοῦ σοῦ γένου σωτηρίαν, μηδ' ἐπιμείνῃς ἔτι τῇ κακίστῃ φιλονεικίᾳ μηδὲ
προτιμήσῃς τὰς σφαγὰς καὶ τὰ αἵματα, τὰς χηρείας, τὰς ἀπαιδίας,
ὥσπερ φθονῶμεν αὐτῇ τῆς ἀναπαύσεως καὶ τῆς ἀλύπου διαγωγῆς καὶ
ἀπόνου, ἧς ἐκείνη τυχοῦσα οὐμενοῦν οὐκ ἀποδέχεται ὡς φιλοῦντας ἐὰν
ὁρᾷ λυπουμένους καὶ θρηνοῦντας, ἀλλὰ μᾶλλον ἀγανακτεῖ καὶ ἀποστρέ-
φεται ἐπὶ τοῖς καλοῖς ὧν αὐτῇ προσεγένετο ἀπολαύειν βασκαίνοντας.
Καὶ ἄλλως δέ, εἰ μέν τι ξένον ὑπέστη καὶ τῆς φύσεως ἀλλότριον
καὶ ὃ μὴ πάντως ᾔδειμεν αὐτὴν ὑποστήσεσθαι, εἰκότως ἀλγοῦμεν ἐπὶ τῷ
336
ἀποβάλλουσαν; Καὶ φυτὰ πάντα ἄρτι μὲν κομῶντα τοῖς φύλλοις καὶ τοῖς
καρποῖς, ἄρτι δὲ γυμνὰ τούτων καθορώμενα; Ναὶ δὴ καὶ ζῷα πάντα, ὅσα
χερσαῖα, ὅσα ἔνυδρα, ὅσα διανήχεται τὸν ἀέρα, καὶ ταῦτα τὸν
δεδομένον
καιρὸν διαμετροῦντα τῆς ζωῆς, ἔπειτα τὸν καιρὸν λύοντα; Τί οὖν
ἐπὶ τούτων πάντων σῳζομένην ὁρῶντες τὴν τάξιν τῆς φύσεως οὐδέν τι
πάσχομεν οὐδὲ καινοτομίαν τινὰ ἡγούμεθα τὸ γινόμενον, εἰς ἡμᾶς δὲ
μόνους ὁρῶντες ὡς καινοτομούμενοι πενθοῦμεν ὅτι κατὰ τοὺς κοινοὺς
νόμους οἰκονομούμεθα; Καὶ πῶς ἄξιον τοῦτο τῆς σῆς καὶ παιδεύσεως
καὶ συνέσεως καὶ τῶν θείων ἐλπίδων αἷς ἑαυτὸν ἐξανήρτησας;
Ἀλλ' ἐάσωμεν τὸ πένθος, τὰ δάκρυα, τὴν κατήφειαν. Γενώμεθα
ἡμῶν αὐτῶν καὶ παραχωρήσωμεν τοῖς κρίμασι τοῦ θεοῦ, ὃς παρέσχε καὶ
τὴν γένεσιν καθὼς αὐτὸς ἐδοκίμασεν καὶ συμβιοτεῦσαι ἡμῖν τὴν γλυκυ-
τάτην ἀδελφὴν ὅσον ἔκρινε συμφέρειν, καὶ προσελάβετο ταύτην κατὰ
μνήμην ἄγειν ἐκείνῳ κατὰ τὸ σύνηθες. Ἀνέρχονται τοίνυν εἰς τὴν τῶν
Σωσάνδρων μονήν, ὅπου καὶ ὁ νεκρὸς τοῦ βασιλέως ἐχόμενα τοῦ πατρὸς
τέθαπτο, τῶν ἱερωμένων ὅσοι παρῆσαν ἐκεῖσε· ἀνέρχονται δὲ καὶ οἱ ἐν
τέλει
πάντες, χωρὶς δ' ἐκείνων καὶ τῶν γυναικῶν αἱ προὔχουσαι καὶ ματρῶναι,
καὶ πᾶν ὅσον ἦν ὑπηρετικὸν τοῖς κρατοῦσι. Τὸ μέντοι γε στρατιωτικόν,
ἐκ
347
δέχεσθαι, ὥστε καὶ τοὺς μὲν λέγοντας ἐκ Πατρὸς Υἱοῦ τε, ὑμᾶς δὲ ἐκ
Πατρὸς δι' Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι, παραπληκτίζειν καὶ
ἄμφω, εἰς Θεοῦ μυστήρια παρακύπτοντας. Ἐκεῖνος μὲν οὖν ταῦτ' ἔλεγε,
συσκιάζων τὸ ἐπὶ τῷ συμβόλῳ τόλμημα, πρέσβις ὢν καὶ προὔργου
μᾶλλον
παντὸς τὸ πρεσβευόμενον θέλων ἀνύτειν.
Οἱ δὲ τῆς ἐκκλησίας καλὸν μὲν ἔλεγον τὴν εἰρήνην εἶναι – καὶ πῶς γὰρ
οὔ; – , καὶ μᾶλλον ἐκκλησίαις τοιαύταις, κεφαλῆς λόγον ἐχούσαις τοῖς
ὁπουδήποτε τοῦ εἰρηνάρχου Χριστοῦ μαθηταῖς, πλὴν μετ' ἀσφαλείας καὶ
οὐχ ὡς ἔτυχεν· εἶναι γὰρ τὸν κίνδυνον μέγαν τοῖς τοῦ ὀρθοῦ ὁπωσοῦν
ἁμαρτάνουσι. «Καὶ τοῦτο οὐχ ἡμῖν ἄρτι ξυνέβη πεπρᾶχθαι, ὡς καὶ αἰτίαν
ἔχειν τοῦ τε καινοτομεῖν ἃ οὐδεὶς πρότερον καὶ τοῦ μὴ θέλειν
μεταβάλλειν
πάλιν εἰς ὃ καὶ πρὶν ἦμεν· ἀλλ' ἄνδρες μεγάλοι τὴν ἀρετὴν καὶ σοφοὶ τὴν
γνῶσιν, περὶ τούτων λαλήσαντες, διηνέχθησαν καὶ δόξαν ἐκείνοις
διέστησαν.
ῥᾳδίως, καὶ μᾶλλον, πολλάκις αὐτοῖς τοῦ Βέκκου διαλεγομένου καὶ προ-
βαλλομένου τὰ τῶν ἁγίων ῥητά, μὴ πειθομένοις πάμπαν, ἀλλὰ δήλοις
οὖσι
μὴ καταδεξομένοις, εἰ προβαίη, τὴν πρᾶξιν. Ὅθεν καὶ αἰτίας σφίσιν ὁ
κρατῶν ἐπλάττετο, ὡς πρὸς τὴν πρὸς αὐτὸν δουλείαν ἀφηνιάζουσι καὶ ὡς
ὀνειδίζουσι μὲν ἀρχιερεῦσιν ὑποκλιθεῖσι, καταρωμένοις δὲ βασιλεῖ,
τοιαῦτ' ἀναγκάζοντι γίνεσθαι. Ἀμέλει τοι καὶ πρῶτον σφᾶς θωπείαις
ὑπελθεῖν ἔγνω καὶ προσεκαλεῖτο καὶ τιμητικῶς προσεφέρετο, κύκλῳ
καθίσας καὶ τὰ συνήθη προβαλλόμενος· μηδὲ γὰρ χάριν ἄλλου πραγμα-
τεύεσθαι τὴν εἰρήνην ἢ τοῦ δεινοὺς πολέμους ἀνακοπῆναι καὶ Ῥωμαίων
αἵματα περιποιηθῆναι, ἐκχυθήσεσθαι κινδυνεύοντα· μένειν δὲ καὶ πάλιν
τὴν
ἐκκλησίαν ἀκαινοτόμητον, μηδὲ τοῦ τυχόντος παροφθησομένου· τρισὶ δὲ
κεφαλαίοις καὶ μόνοις τὸ πρὸς τὴν τῶν Ῥωμαίων ἐκκλησίαν πραττόμενον
περιστήσεσθαι, πρωτείῳ, ἐκκλήτῳ καὶ μνημοσύνῳ, ὧν ἕκαστον, εἴ τις
ἀκριβῶς σκοποίη, κενὸν εἶναι ἀνάγκη. «Πότε γὰρ καὶ παρουσιάσας ὁ
πάπας προκαθίσει τῶν ἄλλων; Πότε δέ τισι καὶ ἐπέλθοι δίκην ἔχουσι
θάλασσαν τοσαύτην ταμέσθαι καὶ τόσον ἀναμετρῆσαι πέλαγος, ἐφ' ᾧ τῶν
νομιζομένων δικαίων τυχεῖν; Τὸ δ' ἐπὶ τῇ ἡμετέρᾳ καὶ μόνῃ ἐκκλησίᾳ
καὶ δευτέρᾳ τῇ καθ' ὑμᾶς καὶ μεγάλῃ τὸν πάπαν μνημονεύεσθαι, τοῦ
πατρι-άρχου λειτουργοῦντος, τί ἂν τῷ ὀρθῷ προσσταίη; Πόσαις
οἰκονομίαις οἱ πατέρες πρὸς ὅ τι γενέσθαι συμφέρον ἐχρήσαντο; Καὶ
αὐτὸ δὲ τὸ τὸν Θεὸν γενέσθαι ἄνθρωπον καὶ σταυρὸν ὑπομεῖναι καὶ
θάνατον καταδέξασθαι,
δὴ κἀν τῇ εἰς τὴν βασιλείαν παρόδῳ· σεισμοί τε γὰρ ἀήθεις καὶ ξένοι
γεγόνασι καὶ βρασμοὶ γῆς καὶ τὰ ἐξ οὐρανοῦ, βρονταί τε καὶ ἀστραπαὶ
σκληραὶ καὶ σκηπτοὶ καὶ πρηστῆρες φρικώδεις καὶ σέλας ὁρώμενον
καὶ οἷα πολλὰ πολλάκις προφοιβάζειν φιλεῖ τὸ θεῖον ἐπὶ ταῖς μεγίσταις
τῶν καθεστώτων καινοτομίαις τε καὶ μεταβολαῖς. οἵ τε μάντεις τε
καὶ θεοφορούμενοι καὶ δὴ καὶ χρησμολόγοι καὶ θεοπρόποι πολλὰ
ἐπεθείαζόν τε καὶ ᾖδον ἐπί τε τοῖς μέλλουσι γίνεσθαι καὶ ἅμα παρα-
δηλοῦντα τὴν τοῦ νέου βασιλέως ἐσομένην περὶ πάντα τύχην καὶ
ἀρετὴν καὶ ὡς μέγιστον ἐν πᾶσιν ἔσται τὸ κράτος αὐτῷ καὶ πάντας
ὑπερβαλεῖται τοὺς πρὸ αὐτοῦ βασιλέας πολλῷ τινι καὶ ἀπείρῳ τῷ μέσῳ
ἐπί τε δόξῃ καὶ πλούτῳ καὶ δυναστείᾳ καὶ κατορθώμασι.
καταστὰς δὲ κληρονόμος μεγάλης ἀρχῆς καὶ πολλῶν μὲν χρη-
μάτων, πολλῶν δὲ ὅπλων, πολλῶν δὲ στρατιωτῶν τε καὶ καταλόγων
γενόμενος κύριος καὶ τί γὰρ ἢ τὰ πλεῖστα καὶ κράτιστα τῆς Ἀσίας τε
καὶ Εὐρώπης ἔχων ὑφ' ἑαυτὸν οὐκ ἀποχρῆν ἐνόμισεν αὐτῷ ταῦτα οὐδὲ
τάζοντι δὲ πρὸς ἑαυτὸν τὸν λόγον, διὰ τὴν δοκοῦσαν ἀτοπίαν πα-
ρίστατο νοεῖν ὅπερ ἦν, ὡς οὐ σφετέρας ἕνεκα αὐτῶν τιμῆς ἠξίουν
τοιαῦτα, ἀλλ' ἵνα ὑπαντήσαντος, τῶν ἵππων ἀποβάντες αὐτοὶ
τιμὴν ἀποδῶσι τὴν μεγίστην. ὁ μὲν οὖν τοιαῦτα ἐννοήσας, ἔμεινεν
οἴκοι. τοῖς δ' ἐπεὶ οὐκ ἐξεγένετο τὴν ἐπίνοιαν εἰς ἔργον ἀγαγεῖν,
355
οἴκοι. τοῖς δ' ἐπεὶ οὐκ ἐξεγένετο τὴν ἐπίνοιαν εἰς ἔργον ἀγαγεῖν,
ὀλίγῳ ὕστερον καιρὸν ἐπιτηρήσαντες καὶ συντυχόντες ἐφίππῳ,
τῶν ἵππων ἀποβάντες προσεκύνουν. εἶτ' αὐτῷ οἴκοι συνελθόντες
οὐ κατὰ τὸ πρότερον ἔθος συνεισῄεσαν ἔφιπποι τὴν αὐλὴν, ἀλλ'
ἔξω καταλιπόντες, παρέθεον πεζῇ. ὁ δὲ ἠγανάκτησεν ἐφ' ἑκατέ-
ροις οὐ μετρίως. ἔπειθ' ἑαυτῷ περιστησάμενος, κατηγόρει τὴν
καινοτομίαν καὶ μὴ τοιαῦτα συνεβούλευε ποιεῖν, ἀλλὰ τοῖς
προτέροις ἔθεσιν ἐμμένειν. εἰ δὲ μὴ πείθοιντο, ἠπείλησεν
ἀπελάσειν πρὸς ὀργήν. δεῆσαν δὲ αὖθις ἵππῳ ἐπιβῆναι,
ἐκέλευε τῆς πύλης ἄγειν ἔξω· εἶτα παριὼν τὴν αὐλὴν πεζῇ
ἐπέβαινε πρὸς τῇ πύλῃ. ὅπερ οἱ τὴν καινοτομίαν ἰδόντες
εἰργασμένοι καὶ καταπτήξαντες τὴν ἀπειλὴν, ἐνέμενον τοῖς
προτέροις, μηδὲν καινὸν, μήτε διανοούμενοι, μήτε πράττειν
ὑπομένοντες, μήτ' ἐκεῖνοι, μήθ' ἕτεροί τινες.
ιβʹ. Ὑπὸ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον καὶ ὁ τῶν Τριβαλῶν ἄρ-
χων Στέφανος ὁ Κράλης τὰς πρὸς βασιλέα λύσας σπονδὰς,
ἐπεὶ ἐπύθετο ἀποθανόντα, τήν τε ἄλλην πᾶσαν κατέδραμε
Μακεδονίαν ληϊζόμενος, καὶ Θεσσαλονίκην παρελθὼν, ἄχρι
χωρίου ἦλθε τοῦ προσαγορευομένου τῶν Κρητῶν.
Ιωάννης 6ος Καντακουζηνός. Historiae Vol. 2, p. 118, l. 3
νον καὶ μετὰ Καρούλου τοῦ ῥηγὸς τῆς Ἰταλίας καὶ ἑτέρων αὐθεντῶν
ὁμονοήσαντα καὶ
συνθήκας ἄνα αὐτῶν ποιήσαντες, ἵνα κατὰ τῆς βασιλευούσης τῶν
πόλεων διὰ ξηρᾶς
καὶ θαλάσσης παρασκευάζωνται ἐλθεῖν, ἵνα πάλιν τὸν Βαλδουῖνον εἰς
τὴν ἀρχήν, ρν
ἀπώλεσεν, ἀποκαταστήσωσι, καὶ τὸ τῆς πόλεως ἀσθενὲς θεωρῶν καὶ οὐχ
ἕτερον ἔχων
τὶ πρᾶξαι, διαπρεσβεύεται πρὸς τὸν πάπαν περὶ τῆς τῶν ἐκκλησιῶν
ἑνώσεως, εἰ μὴ
μόνον ἐμποδίσῃ τὴν τοιαύτην ἐπιχείρισιν. Καὶ ὁ πάπας ἀσμένως τὴν
πρεσβείαν δέ-
χεται καὶ ὑπόσχεται ἐκτελέσαι ὁπόσα τῷ βασιλεῖ ἀρεστά. Καὶ ἡ ἕνωσις
ἐγεγόνει ἐφ'
ὅρων τριῶν κεφαλαίων· πρῶτον ἐν ταῖς ἱεραῖς ὑμνωδίαις τὸν πάπαν
μνημονεύεσθαι
μετὰ τῶν ἑτέρων τεσσάρων πατριάρχων, δεύτερον δὲ τῆς ἐκκλήτου, τὸν
βουλόμενον
ἐξιέναι καθάπερ ὡς μεῖζον ἀνατρέχῃ δικαστήριον, τρίτον τὸ πρωτεύειν ἐν
πᾶσι· περὶ
361
δὲ τῶν ὅσα αὐτοὶ καινοτομοῦσιν, οὐδὲν ἐῤῥέθη. Ἐπὶ τούτοις ὁ ἱερὸς τῆς
ἐκκλησίας
κατάλογος οὐκ ἠρέμησαν καὶ τὸν ὄχλον ἀνέσειον, ὡς μέγαν ἐντεῦθεν
ἐγείρεσθαι θό-
ρυβον καὶ ἐπὶ μέγιστον κορυφοῦσθαι τὰ πράγματα κλύδωνα. Καὶ ὁ
βασιλεὺς οἰκονο-
μίᾳ λέγων γενέσθαι τὸ πρᾶγμα, οὐχὶ καινοτομίᾳ, καὶ τοὺς μὴ
πειθομένους πολλοὺς
ἐμαστίγωσε καὶ ἐκάκωσε καὶ ἐξώρισε. Καὶ ταῦτα πάντα μεθοδεύοντος
τοῦ βασιλέως
οὐδὲ ὠφελήθη ᾒ ἐκατώρθωσεν, ἀλλὰ τοῦ Καρούλου καὶ Βαλδουίνου
μετὰ στρατοῦ
πολλοῦ κατὰ τῆς Ῥωμαίων ἀρχῆς ἐλθόντων καὶ πολέμου γεγονότος, ἡ
τελεῖς τῆς βασιλείας αὑτοῦ ἐποίησε καὶ ἐνέχυρον τοὺς αὐτῶν υἱοὺς τῷ
βασιλεῖ ἔδωσαν.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦδε τοῦ αὐτοκράτορος καὶ ἡ Νικομήδεια, τῶν
Βιθυνῶν
μητρόπολις, ἑάλω ὑπὸ τοῦ Ὀρχάνου, τῷ πολλῷ λιμῷ καταπονηθεῖσα.
Ὁ δὲ βασιλεὺς στρατεύει κατὰ τῶν Ἀκαρνῶν καὶ Αἰτωλῶν καὶ Ἠπειρίων
καὶ
Ἰλλυρίων καὶ αὐτοὺς ἐδούλωσε· καί τινα φρούρια, τὰ ὑπὸ τῶν
Βουλγάρων, ἔλαβεν.
Ἐν τούτῳ τῷ χρόνῳ ἐγεννήθη ἐν τῇ πόλει Κωνσταντίνου παιδίον
συμφυὲς μὲν
ἀπὸ ποδῶν ἄχρις ὀμφαλοῦ, τὰ δὲ ἑξῆς διαιρούμενον, ὤμους καὶ στέρνα
καὶ ῥάχιν, καὶ
δύο μὲν ἔχον κεφαλάς, χεῖρας δὲ τέσσαρας· καὶ μετ' ὀλίγας ἡμέρας
ἐξεπεπνεύκει.
Ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦλθε καὶ ἐκ τῆς Ἰταλίας εἰς Κωνσταντινούπολιν
μοναχός
τις Καλαβρός, τοὔνομα Βαρλαάμ, ὃς μέγας καὶ πολὺς ἐδόκει εἶναι αὐτὸν
ἐν τῷ λέ-γειν καὶ διαλέγεσθαι, περὶ ᾧν οἱ Λατῖνοι καινοτομοῦσι, καὶ τὸ
φῶς τὸ ἐν Θαβορίῳ λέ-γων εἶναι κτιστόν. Ὅθεν καὶ εἰς διάλεξίν τινα
ἐκάλει καὶ ὁ βασιλεὺς προστάξας τὸν
κὺρ Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, τὸν τότε τὸν τῆς Θεσσαλονίκης θρόνον
περιέποντα,
ἵνα μετὰ τοῦ Καλαβροῦ διαλεχθῇ. Καὶ πολλὰς διαλέξεις ἀναμέσον αὐτῶν
ποιήσαντες
363
Καὶ ἐκ τῆς ἀνάγκης τοῦ λόγου καὶ ἐκ τῆς τῶν ἄλλων φυσικῶν μαρ-
τυρίας τὸ ἓν εἰσαγαγών, ὅτι μηδὲ τοῦτο αὔταρκες καθ' ἑαυτό, δείκνυσι
λέ-
γων, ὅτι μηδὲ ἐκεῖνοι μόνον ἐτίθεντο τὸ ἓν ἀλλὰ σὺν αὐτῷ τὰ ἐναντία,
τὰς τρεῖς ἀρχὰς βουλόμενος καὶ κατ' ἐκείνους συστῆσαι. καὶ λέγει ὅτι καὶ
ἐκεῖνοι τὸ ἓν τοῖς ἐναντίοις σχηματίζουσι τὰς διαφορὰς τῶν γινομένων
κατὰ
τὰς τῶν ἐναντίων διαφορὰς ἀποδιδόντες, οἱ μὲν μανότητι καὶ πυκνότητι,
οἱ
δὲ τῷ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον. καὶ οἱ μανότητι καὶ πυκνότητι τὰ ἄλλα
γεννῶντες τῷ ἐπιτείνειν ἣν ἔχει ποιότητα ἢ ἀνιέναι ποιοῦσιν· ἡ μὲν γὰρ
μάνωσις ἄνεσις, ἡ δὲ πύκνωσις ἐπίτασις, ὧν ἡ μὲν ἐπίτασις ὑπὸ τὸ
μᾶλλον,
ἡ δὲ ἄνεσις ὑπὸ τὸ ἧττον, πάντα δὲ εἰς ὑπεροχὴν ἀνάγεται καὶ ἔλλειψιν.
καὶ ἔοικε, φησί, μὴ ὑφ' ἡμῶν καινοτομεῖσθαι τὸ τρεῖς εἶναι τὰς ἀρχάς,
ἀλλὰ
παλαιά τις εἶναι αὕτη ἡ δόξα, ὅτι τὸ ἓν καὶ ἡ ὑπεροχὴ καὶ ἔλλειψις
ἀρχαὶ τῶν ὄντων εἰσί. κἂν γὰρ μὴ πάντες τῷ αὐτῷ ὀνόματι ἐχρήσαντο
τῆς ὑπεροχῆς καὶ τῆς ἐλλείψεως, ἀλλ' οἱ μὲν σύγκρισιν καὶ διάκρισιν οἱ
δὲ
μάνωσιν καὶ πύκνωσιν ἢ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον ἢ τὸ μέγα καὶ μικρὸν ἐκά-
λουν, ἀλλὰ πάντα γε ταῦτα εἰς ὑπεροχὴν ἀνάγεται καὶ ἔλλειψιν. καὶ ταύτῃ
γε πάντες ἀλλήλοις συμφωνοῦσιν οἱ τρεῖς λέγοντες τὰς ἀρχάς.
διαφέρουσι
Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
αὐτῶν εὑρισκομένοις τιθέναι ὀνόματα πρὸς τὴν τούτων σημασίαν· οἷον ὁ
γεωμέτρης εὑρὼν ὅτι τῶν τριγώνων τὸ μέν ἐστιν ἔχον τὰς δύο πλευρὰς
Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
368
Ἵνα γὰρ μή τις εἴπῃ ‘τί οὖν; εἰ καινοτομεῖ τὰ ὀνόματα καὶ ἕκαστον
ὡς βούλεταί τις μετασκευάζει, οὔκουν οὕτως συμβήσεται πᾶσαν τὴν
συνή-
θειαν τῶν ὀνομάτων ἀφανισθῆναι, ἑκάστου καινοτομοῦντος ὡς βούλεται
τὰ
ὀνόματα, καὶ λοιπὸν δόξει ἕκαστος ἄσημα φθέγγεσθαι, ἀντὶ μὲν
ἀνθρώπου,
εἰ τύχοι, κεφαλωτὸν λέγων ἀντὶ δὲ πλοίου πηδαλιωτόν, ἢ ὁπωσοῦν ἄλλως
τις καινοτομήσει;’· λέγει οὖν πρὸς τοῦτο ὅτι οὐδὲν χαλεπὸν οἷς μὴ
ἐφρόν-
τισε θεῖναι ὀνόματα ἡ συνήθεια, ἐκείνοις ἡμᾶς αὐτοὺς ἐπινοεῖν· ἡ γὰρ
συνήθεια ἐκείνοις τίθησιν ὀνόματα οἷς γινώσκει, αἱ δὲ τέχναι ἅτε δὴ και-
νοτέρων πραγμάτων οὖσαι εὑρέτιδες ὀφείλουσι τοῖς πράγμασι τοῖς ὑπ'
αὐτῶν εὑρισκομένοις τιθέναι ὀνόματα πρὸς τὴν τούτων σημασίαν· οἷον ὁ
γεωμέτρης εὑρὼν ὅτι τῶν τριγώνων τὸ μέν ἐστιν ἔχον τὰς δύο πλευρὰς
ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἴσας τὸ δὲ τὰς τρεῖς ἀνίσους, ἐκάλεσε τὸ μὲν ἰσό-
πλευρον τὸ δὲ ἰσοσκελὲς τὸ δὲ σκαληνόν, καὶ ὁ μουσικὸς ὁμοίως τοῖς
μένης, καὶ ὅτι ἡ ὑπόληψις αὕτη καὶ τῶν προτέρων γέγονεν ἀνθρώπων,
αὐτό γε τοῦτο διὰ τῶν προκειμένων κατασκευάζειν ἐπιχειρεῖ διὰ τῆς
ἑτερότητος τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ πρὸς τὰ λοιπά. ἀποδέχεται δὲ καὶ Ἀνα-
369
σεως ἐπὶ ταύτης τῆς διακρίσεως, διὰ τοῦτο λέγει τι περὶ αἰσθήσεως ἤδη
εἰρημένον, ὅτι δυνάμει ἐστὶν ἡ αἴσθησις καθ' ἕξιν, καὶ οὐ κατ' ἐπιτηδειό-
τητα ὡς ἡ διάνοια, ὅτε οὐκ ἐνεργεῖ· ὁπηνίκα δὲ τὸ αἰσθητὸν παρῇ
καὶ ἐνεργήσῃ ἡ αἴσθησις, τότε ὑπὸ τῆς τοῦ αἰσθητοῦ παρουσίας ἄγεται
εἰς ἐνέργειαν. ἔρχεται δὲ εἰς τὸ ἐνεργείᾳ οὐ διὰ κινήσεως· οὐδὲν γὰρ
πάσχει οὔτε ἀλλοιοῦται ἡ αἴσθησις ἀγομένη ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει
εἰς
τὸ ἐνεργείᾳ. βούλεται γὰρ Ἀριστοτέλης τὸ ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει εἰς
τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ ἀγόμενον μὴ ἀλλοιοῦσθαι μηδὲ πάσχειν, ὅθεν ἢ
οὐκ
ἔστι κίνησις ἢ ἄλλο εἶδός ἐστι κινήσεως. εἰ γάρ τις κίνησιν ἐθέλοι ταύτην
λέγειν, λεγέτω ἄλλο κινήσεως εἶδος παρὰ τὰ ἐν τῇ Φυσικῇ λεχθέντα καὶ
καινοτομείτω τὴν φύσιν. εἶτα καὶ κατασκευάζει ὅτι οὐκ ἔστι κίνησις ἡ
ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει εἰς τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ πρόοδος. φησὶ γὰρ
ὅτι ἡ κίνησις τοῦ ἀτελοῦς ἐστιν ἐνέργεια (ἡ γὰρ κίνησις ἀπὸ ἀτελοῦς εἰς
τέλειον φέρεται, καὶ πάσχει καὶ ἀλλοιοῦται), τὸ δὲ δεύτερον δυνάμει
τέλειόν
ἐστι· τῶν δὲ τελείων ἡ ἐνέργεια οὐκ ἔστι κίνησις, ἀλλ' ἕτερόν τι παρὰ τὴν
κίνησιν. οὐκ ἄρα οὖν κίνησίς ἐστιν ἡ ἀπὸ τοῦ δευτέρου δυνάμει ἀγωγὴ
εἰς τὸ δεύτερον ἐνεργείᾳ, ἀλλὰ μεταβολή.
370
Ἁπλῶς μέν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἔξω τῶν σωμάτων ἀθρόον κενόν, ὥσπερ
ὑπελάμβανόν τινες τὸν ἀέρα μὴ εἶναι σῶμά τι ἀλλὰ κενόν, ἤγουν ὡς οἱ
Πυθαγόρειοι τὸ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' οὔτε ἐν τοῖς σώμασι κενά τινα
εἶναι μεγαλομερῆ, εἰς ἃ τὰ μόρια τοῦ μανοῦ σώματος συνιζάνοντα
πυκνό-
τερον ποιεῖ τὸ ὅλον. τὸ δὲ οὔτε δυνάμει ἀντὶ τοῦ ὡς ἐγκεκραμένον, ἢ
ὅτι οὐδὲ ὡς τόπου χρείαν πληροῦν, ὅπερ κενὸν μέν ἐστιν, οὐδέποτε δὲ
χωρὶς σώματος· περὶ τούτου γὰρ τελευταῖον διελέχθη, ἔνθα ἔλεγεν ὅτι
δειχθήσεται τὸ κενὸν “ὡς ἀληθῶς κενόν.”
τῆς ἀτόμου οὐσίας κατασκευάζει οὕτως· οὐκ ἔστι ζῷον ὃ οὐκ ἔστιν ἵππος
ἢ βοῦς ἢ ἄνθρωπος, οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἔστι Σωκράτης ἢ
Πλάτων
ἢ Ἀλκιβιάδης, οὐκ ἔστιν ἄρα ζῷον ὃ οὐκ ἔστιν ἐν Σωκράτει ἢ Πλάτωνι
ἢ Ἀλκιβιάδῃ. ὁμοίως καὶ ἐπὶ τῶν συμβεβηκότων οὐ δεικνύει ὅτι τόδε
τὸ λευκὸν δεῖται τῆς ἀτόμου οὐσίας, ἀλλ' ὅτι τὸ χρῶμα, λέγων οὕτως·
οὐκ ἔστι χρῶμα ὃ μή ἐστιν ἐν σώματι, οὐκ ἔστι δὲ σῶμα ὃ μή ἐστι
λευκὸν ἢ μέλαν ἢ πυρρόν, οὐκ ἔστιν ἄρα χρῶμα ὃ μή ἐστιν ἐν τῷδε τῷ
σώματι ἢ ἐν τῷδε. οὕτω τοῦ Ἀριστοτέλους δείξαντος ὅτι πᾶσι τοῖς παρ'
ἑαυτὴν χρείαν παρέχεται ἡ ἄτομος οὐσία καὶ ὅτι μὴ οὔσης ταύτης οὐδὲν
τῶν ἄλλων ὑφίσταται, ἐπιτείνων ὁ Ἀφροδισιεὺς Ἀλέξανδρος τὴν εἰς φιλο-
σοφίαν καινοτομίαν πειρᾶται κατασκευάζειν ὅτι καὶ φύσει προτέρα
ἐστὶν
ἡ ἄτομος οὐσία πάντων· ὅτι γὰρ συναναιρεῖ, ἔδειξεν αὐτὸς ὁ
Ἀριστοτέλης,
ὅτι δὲ οὐ συναναιρεῖται, παραδεικνύει αὐτὸς οὕτως· ἰδού, φησίν, ὁ
καθόλου
ἥλιος ἀναιρεθεὶς τὸν τινὰ ἥλιον οὐκ ἀνεῖλε. πρὸς ὅ φαμεν ὅτι τὸ καθόλου
διττόν, τὸ μὲν σχετικὸν ὡς πᾶς ἄνθρωπος (τὸ γὰρ πᾶς ἀεὶ σχετικόν), τὸ
δὲ ἑνιαῖον καὶ κατ' αὐτὴν τὴν φύσιν λεγόμενον, ὡς τὸ ἄνθρωπος οὑτωσὶ
ψιλὸν λεγόμενον. ὅλον οὖν τὸ καθόλου, οὐ τὸ σχετικὸν λέγω ἀλλὰ τὸ
ἕτερον, ἐχώρησεν ἐν τῷ ἡλίῳ· ἠδυνήθη γὰρ ὁ ἥλιος πάσας τὰς ἰδιότητας
δέξασθαι τοῦ καθόλου ἡλίου, ὅπερ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου ἀδύνατον· οὐδεὶς
πηδα-
λιωτόν, καὶ ἡ κεφαλὴ κεφαλωτοῦ κεφαλὴ καὶ τὸ κεφαλωτὸν κεφαλῇ
κεφα-
λωτόν, καὶ τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν.
ἀποροῦσιν ὅτι πῶς οὖν ὁ Ἀριστοτέλης ὀνοματοθετεῖ, πανταχοῦ παραινῶν
μὴ καινοτομεῖν τὰ κείμενα μηδὲ ξένοις χρῆσθαι ὀνόμασι διὰ τὸ μὴ ἀπο-
λέσθαι τὸ κοινωνικὸν ἡμῶν, καὶ ὅτι ἐν μὲν τῇ χρήσει τῶν ὀνομάτων δεῖ
τῇ συνηθείᾳ ἐξακολουθεῖν ἐν δὲ τῇ χρήσει τῶν σημαινομένων μόνοις τοῖς
ἐπιστήμοσι χρηστέον, οἷον ὑγιεινὸν μὲν δεῖ καλεῖν, ὡς οἱ πολλοὶ
νομίζουσι,
τὸ συμμέτρως ἔχον πρὸς ὑγίειαν, πῶς δὲ χρηστέον τῶν ὑγιῶς σημαινο-
μένων τῷ ἐπιστήμονι ἀκολουθητέον. αὕτη ἡ ἀπορία. λέγομεν δὲ τούτου
λύσεις πέντε· μίαν ὅτι οὐκ ὀνοματοποιεῖ ὁ Ἀριστοτέλης, ἀλλὰ διδάσκει
πῶς ὀνομασθήσονται, εἰ τεθείη αὐτοῖς ὀνόματα, δεύτερον ὅτι οὐδὲ ξένοις
ὀνόμασιν ἐχρήσατο ἀλλὰ τὰ ὄντα παράγει, τρίτον ὅτι οὐδὲ παραβαίνει
τὴν
συνήθειαν τὴν μὴ οὖσαν ὅλως (οὐδὲ γὰρ ἄτοπον ὀνοματοποιεῖν αὐτόν,
ἐκείνοις γε οὐ ταὐτὰ ἐδόκει. 10 καὶ γὰρ ἀμφὶ Νῖνον τὴν πόλιν καὶ ἀνὰ
τὴν Βαβυλωνίαν χώραν καὶ πρός γε ἐν τῇ Μηδικῇ τύμβοι τε καὶ θῆκαι
τῶν πάλαι τεθνεώτων ἵδρυντο, οὐκ ἄλλον τινὰ ἢ τὸν ἡμέτερον ἀποσώ-
ζουσαι τρόπον, καὶ εἴτε σώματα εἴτε κόνις ἦν τὸ κρυπτόμενον, ὡς δὴ
ἐκείνων κατὰ τὸν παρ' Ἕλλησι νόμον πυρποληθέντων, οὐδαμῶς ὅμοιά
γε ταῦτα τοῖς νῦν γιγνομένοις ἐτύγχανον ὄντα.
24. Οὔκουν ἐκεῖνοί γε ὧδε ἐγίγνωσκον οὔτε περὶ τὰς ταφάς, οὐ μὲν
οὖν ἀλλ' οὐδὲ ἐς τὴν τῆς εὐνῆς παρανομίαν ὁποῖα οἱ νῦν ἀκολασταίνου-
σιν, οὐ μόνον ἀδελφαῖς τε καὶ ἀδελφιδαῖς ἀνέδην μιγνύμενοι, ἀλλὰ
πατέρες
τε θυγατράσι καὶ τὸ δὴ πάντων ἀνοσιώτερον, ὦ νόμοι γε καὶ φύσις, υἱοὶ
ταῖς τεκούσαις. ὅτι γὰρ αὐτοῖς καὶ τοῦτο κεκαινοτόμηται, ἐκεῖθεν ἄν τις
σαφέστατα διαγνοίη. 2 λέγεται γάρ ποτε Σεμίραμιν τὴν πάνυ τὴν
Ἀσσυρίαν εἰς τοῦτο ἀκρασίας ἠγμένην, ὡς Νινύᾳ τῷ παιδὶ ἐθελῆσαι
ξυνελθεῖν ἐς ταὐτὸ καὶ ἤδη πειρᾶν τὸν νεανίαν. 3 τὸν δὲ ἀπανήνασθαι
καὶ χαλεπῆναι καὶ τελευτῶντα, ἐπειδὴ αὐτὴν ἑώρα σφαδάζουσαν καὶ
ἐγκειμένην, ἀποκτεῖναί τε τὴν μητέρα καὶ τόδε τὸ ἄγος ἀντ' ἐκείνου
ἑλέσθαι. καίτοι εἰ νόμῳ ταῦτα ἐφεῖτο, οὐκ ἄν, οἶμαι, ὁ Νινύας ἐς τόδε
ὠμότητος ᾔει. 4 καὶ τί δεῖ τὰ λίαν παλαίτατα λέγειν; ὀλίγῳ γὰρ ἔμ-
προσθεν τῶν Μακεδονικῶν καὶ τῆς τῶν Περσῶν καταλύσεως
375
ὥσπερ ἐπὶ τῶν προειρημένων ἀπὸ τοῦ πτεροῦ πτερωτὸν καὶ ἀπὸ τοῦ
πηδαλίου τὸ πηδαλιωτὸν καὶ τῆς κεφαλῆς τὸ κεφαλωτόν. δύο γὰρ οἱ
τρόποι τῆς ὀρθῆς ἀποδόσεως, τό τε πρὸς ὃ κατὰ φύσιν λέγεται
ἀποδίδοσθαι καὶ τὸ ἐξισάζειν.
ἰσότης δὲ γίνεται, ὅταν ἢ τὸ μεῖζον καθαιρῆται ἢ τὸ ἔλαττον αὔξηται. οὐ
καινοτομοῦμεν δέ, ἐν οἷς ἀνάγκη, ὀνοματοποιεῖν προστάττοντες,
ὁρῶντες ἑκάστην τέχνην αὐτὴν ἐφευρίσκουσαν οἷς πραγματεύεται τὰ
ὀνόματα. ἢ γὰρ τὸ ἀλλαχοῦ τῇ συνηθείᾳ κείμενον ἰδίᾳ οἱ τεχνῖται
ἀποτεμόμενοι ἔχουσιν, ὡς τὸ κέντρον ἐπὶ τῆς σφαίρας οἱ γεωμέτραι καὶ
τὸ χρῶμα ἐπὶ τῇ διαφορᾷ τῶν μελῶν οἱ
μουσικοί, ἢ καὶ παντάπασιν ἄγνωστα τῇ συνηθείᾳ λαμβάνοντες τῇ φύσει
τῶν
ὑποκειμένων προσήρμοσαν. ἃ δὲ παρ' ἡμῖν ἐνταῦθα προσείληπται, τῇ τε
φύσει
τῶν ὑποκειμένων κατάλληλα καὶ τῇ συνηθείᾳ καὶ τῇ κοινότητι γνώριμα.
Πάντα οὖν τὰ πρός τι, ἐάνπερ οἰκείως ἀποδιδῶται, πρὸς ἀντιστρέφοντα
λέγεται, ἐπεὶ ἐάν γε πρὸς τὸ τυχὸν ἀποδιδῶται καὶ μὴ πρὸς αὐτὰ ἃ
λέγεται,
οἷον ὁ δοῦλος ἐὰν μὴ δεσπότου ἀποδοθῇ δοῦλος ἀλλ' ἀνθρώπου ἢ
δίποδος ἢ
καὶ κούφων καὶ τοιούτων ἄλλων ἀντιλαμβάνεται, ἃ οὐχ ὑπ' ἄλληλά εἰσιν
οὐδὲ
πρὸς μίαν κοινήν τινα περικλείονται. ἀπορήσειεν ἄν τις, εἰ αἱ οὐσίαι τῶν
κατὰ συμβεβηκὸς αἰσθητῶν, ὡς ἄνωθεν εἴρηται (συλλογισμῷ γὰρ ληπταὶ
δι'
αἰσθήσεως, τοῦτο δὲ λόγος), πῶς ἔγνω κύων καὶ βοῦς τὸν κτησάμενον
καὶ
378
ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ. ἢ οὐχ ὡς οὐσιῶν αἴσθονται (οὐδὲν
γὰρ
ζῶον τῶν ἀλόγων αἴσθησιν ἔχει οὐσίας), ἀλλ' ὡς τοιῶνδε σχημάτων ἢ
χρωμάτων ἡδέων ἢ λυπηρῶν προσγεγονότων συνήθων τῇ αἰσθήσει
αὐτῶν.
Τούτων οὕτω συμπεπερασμένων βαδιούμεθα ἤδη πρὸς τὸν περὶ ἑκάστης
αἰσθήσεως λόγον, ὡς ἱκανῶς τὰ πρὸς τοῦτο προευκρινήσαντες. εἰ δ'
ὥσπερ
τιμιωτέραν τῶν ἄλλων καὶ πολυτελεστέραν καὶ τῇ τάξει κἀνταῦθα
πρώτην
τὴν ὅρασιν τάξαιμεν, οὐ καινοτομοῦμεν. ἐπεὶ οὖν διττὰ τὰ καθ' αὑτὰ
αἰσθητά,
τὰ ἴδια κυρίως εἰσὶν αἰσθητὰ καὶ πρὸς ἃ ἡ οὐσία πέφυκεν ἑκάστης αἰσθή-
σεως. ἔστι δὲ ὁρατὸν τοῦτο, οὗ ἡ ὄψις ἀντιλαμβάνεται· διττὸν δέ, τὸ μὲν
χρῶμα, τὸ δὲ ὃ λόγῳ μὲν ἔστιν εἰπεῖν, ἀνώνυμον δὲ τυγχάνει ὄν, οἷον τὰ
πυρώδη ὡς πυγολαμπίς, μύκης, κέρας· δῆλον δὲ ἔσται ὃ λέγομεν
προελθοῦσι
μάλιστα. νῦν δὲ τὸ ὁρατὸν κυρίως ἐστὶ χρῶμα. τοῦτο δὲ τὸ ἐγγινόμενον
ἐπὶ
τοῦ καθ' αὑτὸ ὁρατοῦ, λέγω δὴ τῆς ἐπιφανείας. πολλαχῶς δὲ τοῦ καθ'
αὑτὸ
λεγομένου (τά τε γὰρ ἐν τῷ ὁρισμῷ κείμενα καθ' αὑτὸ πρόσεστι τοῖς ὑπο-
κειμένοις, οἷον τὸ ζῶον τὸ λογικὸν τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ὧν ἐν τῷ ὁρισμῷ τὸ
ὑποκείμενον προσλαμβάνεται, οἷς ἐνυπόκεινται, ὡς τῷ ἀριθμῷ καθ' αὑτὰ
τὸ
περιττὸν καὶ τὸ ἄρτιον· τοῖς γὰρ ἀμφοτέρων λόγοις ὁ ἀριθμὸς προσλαμβά
Τὰς ἀποδείξεις λέγων δεικνύσας ὅτι ἐστί, κἀντεῦθεν τοῦτο τῶν ὁρισμῶν
ἀπαλλοτριῶν, διὰ τὸ μὴ ταὐτὸν εἶναι τὸ τῷ ὁρισμῷ καὶ τὸ τῇ ἀποδείξει
δεικνύμενον, τὰς ἐπιστήμας ἐκεῖσε παρέθετο ὡς τοῦ ὅτι ἐστὶ ποιουμένας
τὰς ἀποδείξεις· νῦν δὲ τὸ τί ἐστι λέγων ἄνευ τινὸς προσδηλώσεως τοῦ ὅτι
ἐστὶ παρὰ τοῦ ὁρισμοῦ δείκνυσθαι, τοὺς ὁρισμοὺς παρατίθεται, ἐκ τῆς
ἐπαγωγῆς δεικνὺς τὸ προκείμενον. καθὼς γὰρ νῦν ὁρίζονται οἱ
ὁριζόμενοι,
οὐ δεικνύουσι, φησί, τὸ ὅτι ἐστί. τὸ δὲ ‘νῦν ποιοῦσιν αἱ ἐπιστῆμαι’
379
πρότερον εἰπὼν καὶ αὖθις ‘τοὺς νῦν τρόπους τῶν ὅρων’ οὐχ ὡς ταῖς νῦν
οὔσαις ἐπιστήμαις ἢ τοῖς νῦν ὅροις ἐπιμεμφόμενος οὕτω φησίν, ἀλλ' ὡς
εἰπεῖν ἐπιεικευόμενος· αἱ γὰρ τέως, φησίν, ἄχρι καὶ νῦν ἐπιστῆμαι καὶ οἱ
ἄχρι νῦν ὅροι οὕτως ἔχουσιν ὡς ἡμεῖς λέγομεν, εἰ μή τις εἴη καινοτομῶν
τὰς ὁδοὺς καὶ ἄλλους τρόπους ἐπιτηδεύων ταῖς ἐπιστήμαις τε καὶ τοῖς
ὅροις.
ἀνδρεῖος ἢ θρασὺς ἦν· ἀλλ' οὐχ οὕτως ἔχει. μάλιστα γὰρ οἱ δειλοὶ ὀργίλοι
τῷ μικρόψυχοι εἶναι. ἄλλως τε καὶ εἰ θυμῷ ὁ ἀνδρεῖος ἀνδρεῖος, ὁ δὲ
θυμὸς ὄρεξις ἀντιλυπήσεως, οὐκέτι καθ' αὑτὴν ἡ ἀνδρία οὐδὲ δι' ἑαυτὴν
ἀρετὴ ἀλλὰ διά τι ἄλλο. τὸ μέσον πρᾷον λέγοντες· οὐχ ὡς αὐτοῦ τὸ
τῆς πραότητος ὄνομα καινοτομήσαντος τοῦτο εἶπεν. εὕρηται γὰρ καὶ
παρὰ
Πλάτωνι καὶ ἄλλοις παλαιοτέροις, ἀλλ' ἐφ' ἑτέρων κείμενον
σημαινομένων
αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἤνεγκε διαθέσεως. κεῖται γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ
ἡσύχου
καὶ ἀεὶ τῷ ἡσύχῳ ὁ πρᾷος παράκειται. ὡσαύτως καὶ ὁ ὀργίλος ἐπὶ τοῦ
φυσικοῦ κειμένου τοῦ ὀνόματος, αὐτὸς ἐπὶ τῆς ὑπερβολῆς τοῦτο τάξας
δοκεῖ καινοτομεῖν. τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ περὶ τῆς ἐλλείψεως τοῦ
ἀοργήτου φαμέν. μόνη δὲ ἡ ἀοργησία κεκαινοτόμηται Ἀριστοτέλει.
Vol. 2, p. 31, l. 22
Καθύπερθεν: ὑπεράνωθεν.
394
Καθυπέρτερον: μεῖζον.
Καθυφῆκεν: ἐκδέδωκεν· ὑπεκατέβη.
Καθωσιωμένος: ἀνακείμενος· ἐγγεγραμμένος.
Καὶ ἀπόδος· καὶ κατάστησον καὶ σπεῖρον.
Καὶ δή: ὡς δή.
Καικίας: ἄνεμος ἀπὸ Καΐκου τοῦ ἐν Μυσίαι ποτα-
μοῦ.
Καὶ μάλα: καὶ πάνυ μὲν οὖν.
Καινοτομεῖν: καινὴν λατομίαν τέμνειν κυρίως.
Καιρός: σειρά τις ἐν ἱστωῖ δι' ἧς οἱ στήμονες διεί-
ρονται.
Καιρός: καίριος τόπος καὶ συνήθως.
Καὶ τέως: καὶ πρότερον.
Καὶ τὸ ἤδη: ἀντὶ τοῦ ἤδειν· καὶ τὸ πεπόνθει ἀντὶ
τοῦ ἐπεπόνθει.
σὺν τοῖς τῆς ἀνατολῆς ἐπισκόποις τοῖς ἀναθέμασι τὸν ἀσεβῆ καθ-
υποβάλλει. τῇ δὲ ζʹ τοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς τῆς ιγʹ ἰνδικτιῶνος,
ἡμέρᾳ γʹ τῆς ἑβδομάδος, Λέων ὁ δυσσεβὴς σελέντιον κατὰ τῶν ἁγίων
καὶ σεπτῶν εἰκόνων ἐκρότησεν ἐν τῷ τριβουναλίῳ τῶν ιθʹ ἀκουβί-
των, προσκαλεσάμενος καὶ τὸν ἁγιώτατον πατριάρχην Γερμανόν,
οἰόμενος πείθειν αὐτὸν ὑπογράψαι κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων. ὁ δὲ
γενναῖος τοῦ Χριστοῦ δοῦλος μηδ' ὅλως πεισθεὶς τῇ μυσαρᾷ κακο-
δοξίᾳ αὐτοῦ, τὸν λόγον τῆς ἀληθείας ὀρθοτομήσας ἀπετάξατο τὴν
ἀρχιερωσύνην ἐπιδοὺς τὸ ὠμοφόριον καὶ εἰπὼν μετὰ πολλοὺς δι-
δασκαλικοὺς λόγους· “ἐὰν ἐγώ εἰμι Ἰωνᾶς, βάλετέ με εἰς τὴν θά-
λασσαν. χωρὶς γὰρ οἰκουμενικῆς συνόδου καινοτομῆσαι πίστιν ἀδύνα-
τόν μοι, ὦ βασιλεῦ.” καὶ ἀπελθὼν ἐν τῷ λεγομένῳ Πλατανίῳ εἰς
τὸν γονικὸν αὐτοῦ οἶκον ἡσύχασεν, ἀρχιερατεύσας ἔτη ιδʹ μῆνας εʹ
καὶ ἡμέρας ζʹ. τῇ δὲ κβʹ τοῦ αὐτοῦ Ἰαννουαρίου μηνὸς χειροτονοῦσιν
Ἀναστάσιον τὸν ψευδώνυμον μαθητὴν καὶ σύγκελλον τοῦ αὐτοῦ
μακαρίου Γερμανοῦ συνθέμενον τῇ Λέοντος δυσσεβείᾳ, διὰ φιλαρχίαν
κοσμικὴν προχειρισθεὶς Κωνσταντινουπόλεως ψευδεπίσκοπος. Γρη-
γόριος δέ, ὁ ἱερὸς πρόεδρος Ῥώμης, καθὼς καὶ προέφην, Ἀναστά-
σιον ἅμα τοῖς λιβέλλοις ἀπεκήρυξεν ἐλέγξας τὸν Λέοντα δι' ἐπιστολῶν
ὡς ἀσεβοῦντα, καὶ τὴν Ῥώμην σὺν πάσῃ τῇ Ἰταλίᾳ τῆς βασιλείας
αὐτοῦ ἀπέστησεν.
μέσα καὶ τελευταῖα. Τάχα μὲν οὖν, ὅπερ ἔφην, καὶ οὕτως ἄν τις
διατάξαιτο
τοιούτοις λογισμοῖς κεχρημένος.
Damascius Phil., Vita Isidori (ap. Photium, Bibl. codd. 181, 242) (4066:
007)“Damascii vitae Isidori reliquiae”, Ed. Zintzen, C.Hildesheim: Olms,
1967.Frag. 141, l. 6
1903.Se. 5, l. 26
ἐπὶ ἑτέρων μυρίων ὁμωνύμως γέγονε. καὶ τοῦτό ἐστιν, ὃ τὴν ἐν ὁμωνυμίᾳ
σύνοδον
ἢ σύγχυσιν ἤθροισεν. ὡς γάρ τις ξενίζων μὲν πλείστους, οἰκίας δὲ μὴ
τοσαύτας
ἔχων, ὑφ' ἑνὶ σταθμῷ πλείους καταλύειν ἀφίησιν, οὕτω καὶ περὶ
ὀνοματοθεσίαν
ἠσχολημένος τις πολλάκις ὀνόματι ἑνὶ πρωτοθέτῳ πολλὰ ὑπήγαγεν ἕτερα
λα-
λοῦντα καθ' ὁμωνυμίαν εἰς ἕν. ἡ τοιαύτη τῶν ὀνομάτων ἔνδεια καὶ τὰς
πλείους
τῶν ἀντωνυμιῶν ἐξεῦρε. πολλαχοῦ γὰρ τοῖς πάντῃ ἀγνώστοις αὐτὰς
ἐπιλέγομεν
ἀντὶ ὀνομάτων γνωστῶν ἀντονομασίαις ἀρκούμενοι. ἡ αὐτὴ στενοχωρία
400
καὶ
παραγωγὰς ὀνομάτων εἵλκυσε καὶ ἁπλότητας λέξεων εἰς συνθέσεις
ἐκίνησεν.
ἐντεῦθεν καὶ τὰ τροπικὰ περιείργασται μεταφέροντα ἐξ ἑτέρων εἰς ἕτερα
καὶ
τὴν πρώτην θέσιν τῶν ὀνομάτων καινοτομοῦντα πολυσχιδῶς. ὁ δ' αὐτὸς
λόγος
καὶ τὸ τῆς ὀνοματοποιΐας μιμηλὸν ἐτεχνάσατο. ἔνθα γὰρ οὐκ ἦν
οὐσιώδη
κλῆσιν εὑρέσθαι ἢ φθάσασαν τεθῆναι ἢ ῥᾷον δυναμένην ἄλλως γενέσθαι,
ὀνοματοποιΐα ἐν τούτοις ἐπαρρησιάζετο ἐκ τοῦ κατά τινα κίνησιν ποιοῦ
ἤχου
δηλοῦσα τὸ ὑποκείμενον. καὶ «πλείη μὲν πᾶσα γαῖα ταύτης, πλείη δὲ
θάλασσα»
καὶ οὐδὲ ἀὴρ αὐτῆς ἀπήλλακται. καὶ δηλοῦσιν αἱ βρονταί, αἱ βροχαί, αἱ
βοαί, οἱ
βόμβοι, οἱ φλοῖσβοι, οἱ ἦχοι, οἱ βρόμοι, τὰ λοιπά, ὅσα κατ' ἄμμον οὐδ'
αὐτὰ
ποσοῦνται. τοιούτου τρόπου ἐνταῦθα παρ' Ὁμήρῳ τὸ «ἔκλαγξαν ὀϊστοί».
ὀνοματοποιΐα γάρ ἐστι καὶ αὐτὸ καὶ ποιότης ἤχου, ὃν ἐν συντόνῳ κινήσει
ἀποτελοῦσιν ἔσω τῆς φαρέτρας οἱ ὀϊστοί. σημείωσαι δὲ ὅτι οἱ μὲν
παλαιοὶ οὐ
βούλονται, ὥσπερ τῶν ἄλλων ῥημάτων, οὕτω δὴ καὶ τὰς τῶν
ὀνοματοπεποιη
ἔθους· ἔθος δὲ ἐπὶ ἀλόγων οὐκ εἴωθε λέγεσθαι. (v. 463) Τὸ δὲ σμαραγεῖ
ὠνοματοπεποίηται πρὸς μίμησιν ἤχου, ὃν ἀποτελεῖ ὁ ὑγρὸς λειμὼν
καθιπτα-
μένων αὐτόθι ὀρνίθων. ἕτεροι δὲ τὴν λέξιν ἀντὶ τοῦ λάμπειν ἐνόησαν,
ὅθεν, φασί,
καὶ σμάραγδος λίθος. (v. 465) Πεδίον δὲ Σκαμάνδριον τὸ μεταξὺ τῶν δύο
ποταμῶν, τοῦ τε Σιμόεντος καὶ αὐτοῦ τοῦ Σκαμάνδρου, ἔνθα ἐγίνετο ἡ
μάχη,
ὅπερ καὶ λειμῶνα λέγει Σκαμάνδριον ἀνθεμόεντα, ὡς ῥηθήσεται. ὁ δὲ
Γεωγρά-
φος λέγει καί, ὅτι ἰδίως Τρωϊκὸν πεδίον τὸ Σιμοείσιον καὶ τὸ
Σκαμάνδριον,
ἔνθα οἱ πλεῖστοι ἀγῶνες· πλατύτερον γάρ. ἐνταῦθα δὲ ὁρᾶται καὶ τὰ ἐν
τοῖς ἑξῆς
μνημονευθησόμενα, ὁ ἐρινεός, ὁ τάφος τοῦ Αἰσυήτου, ἡ βάτεια καὶ τὸ
σῆμα
τοῦ Ἴλου. Σημείωσαι δὲ ὅτι ὁ Σκάμανδρος δυσχερῶς ἐν μέτρῳ ἔχων
παρεισρέειν
ἡρωϊκῷ ἐκαινοτομήθη ἐξ ἀνάγκης παρὰ τοῦ ποιητοῦ. ἐπεὶ γὰρ ἡ
402
ἄρχουσα
βραχεῖα οὖσα ἐκ δύο συμφώνων ἄρχεται καὶ ἐκτείνει τὸ πρὸ αὐτῆς
πῖπτον
βραχὺ καὶ διὰ τοῦτο οὐ χρησιμεύει ὅλως εἰς μέτρον δακτυλικόν,
λαμβάνει τὴν
ἄρχουσαν ὁ ποιητὴς ἀναγκαίως ἀεὶ ἀδυνατοῦσαν ἐκτείνειν τὰ πρὸ
αὐτῆς,
καθαπερεὶ καὶ ἦν μονογράμματος, οἷον λόγου χάριν Κάμανδρος, καὶ
οὕτω ποιεῖ
αὐτὴν ἐπιτηδείαν εἰς δακτύλου ἀπαρτισμόν. διὸ ἐν τῷ «ἐς πεδίον
προχέοντο
Σκαμάνδριον» τὸ προχέοντο βραχεῖαν ἔχει τὴν λήγουσαν, ἵνα ποιήσῃ
δάκτυλον.
ὡσαύτως καὶ ἐν τῷ «λειμῶνι Σκαμανδρίῳ» τὸ λειμῶνι ἐν συστολῇ ἔχει
τὴν
λήγουσαν καὶ οὕτως ὁ Σκάμανδρος ἔχει χώραν κεῖσθαι παρὰ τῷ ποιητῇ,
λεγόμενός ποτε καὶ Ξάνθος, ὡς φανήσεται. ὅμοιον δέ τι καὶ ἡ Ζέλεια
ἔπαθεν,
ἐπιρρήματα
τρίτην ἀπὸ τέλους ἔχουσι τὴν ὀξεῖαν, ἔραζε, Ἀθήναζε, θύραζε. τὸ δὲ
χαμᾶζε
ὡς ἀπὸ ἐπιρρήματος τοῦ χαμαί οὔτε συστέλλει τὸ α, ὥς φασιν οἱ παλαιοί,
κατ'
ἐκεῖνα, καὶ πρὸ μιᾶς δὲ ἔχει τόνον περισπώμενον, ὡς ἀπὸ τοῦ χαμαί
φύσει
μακροκαταλήκτου γενόμενον. φασὶ δὲ καὶ μέταζε εἶναι χρονικὸν
ἐπίρρημα ἀπὸ
τῆς μετα προθέσεως. Ἰστέον δέ, ὅτι ἐν τῷ Ἀθήναζε, Θήβαζε, χαμᾶζε καὶ
τοῖς
ὁμοίοις ἡ τελευταία συλλαβὴ τροπὴν ἔπαθε τοῦ δ εἰς ζ κατὰ συγγένειαν,
ὥς
που προγέγραπται. ὡς γὰρ οἴκαδε, οὕτως ἔοικε καὶ Ἀθήναδε εἶναι καὶ
Θήβαδε
καὶ χαμᾶδε, ἡ δὲ τροπὴ τὸ δ εἰς ζ μετήγαγεν. (v. 32) Ὅτι τὸ «ἂψ δ' εἰς
ἔθνος ἑτάρων ἐχάζετο» μικρὸν ὑποκαταβὰς παραφράζει ἐν τῷ «αὖθις» ἤ
«αὖτις καθ'
καινοτάφια· νεκροτάφια
καινοτομῆσαι· καινὸν ποιῆσαι
καινοτομεῖν· καινὴν λατομίαν τέμνειν (Xen. vect. 4,27)
καινουργηκότα· νέα πράγματα ἐργασάμενον (Hipp. vet.
med. 21?) AS
καί νύ κε· καὶ ἄν (Θ 131 ..) An
καί νύ κεν· καὶ δὴ ἄν (Γ 373) S
καίνυσθαι· νικᾶν. διαφέρεσθαι. σχοινεύεσθαι. μετρεῖν ἀγρόν
καινυμένα· διαφέρουσα
καίνυται· νικᾷ. προφέρει
καινύτω· νικάτω (Empedocl. fr. 23,9)
καιόντων· καιέτωσαν (Θ 521)
ψευδόμενοι γὰρ τῆς δόξης αὐτοῦ, καὶ κατὰ βραχὺ τοὺς ὄχλους
ἐξέλκοντες τῆς εἰς αὐτὸν ἀγάπης οἱ γραμματεῖς τε καὶ
Φαρισαῖοι, πεπορνεύκασι νοητῶς, ἀποστήσαντες αὐτοῦ τὴν
ἀγελαίαν πληθύν.
Ἤρξαντο ἄρχοντες θυμοῦσθαι ἐξ οἴνου, ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ
μετὰ λοιμῶν, διότι ἀνεκαύθησαν ὡς κλίβανον αἱ καρδίαι αὐτῶν.
Οἶνον, ὡς ἔοικεν, ἐνθάδε φησὶ τὸν ἐξ ἀμπέλου Σοδόμων,
τὸν καταμεθύσκοντα καρδίας, καὶ ἐπιθολοῦντα τὸν νοῦν καὶ
ἀχλύος αὐτὸν ἀναπιμπλάντα τῆς ὀλεθρίου καὶ βδελυρᾶς.
δεδυσφορηκότων δὴ οὖν ἐνίων ἐπί τε τῇ τῶν δαμάλεων
καινοτομίᾳ, καὶ μέν τοι τῶν ἑορτῶν, παρεθήγοντο πρὸς ὀργὰς
τῶν ἀρχόντων τινές. ἵνα δὲ μὴ ὁρῷτο τῶν σεσιγηκότων, καὶ
εὐφημεῖν οὐκ ἀνεχομένων ἡ σωφρονεστέρα πληθὺς, αὐτοὶ
τοῖς ὄχλοις τὰς χεῖρας συνεκτείνοντες, ἐπεφώνουν καὶ ἔτι
μειζόνως “Αὕτη ἡ ἡμέρα τοῦ βασιλέως,” καὶ τοὺς τῆς ἀνοσιό-
411
Λακωνικοῖς;
Καὶ πόσον, ὦ Σπαρτιᾶται, χρόνον ἀνάλωσεν ὑπὲρ
τῆς ἐργασίας; ἐγὼ μὲν ἡγούμην, ἵνα τῆς Ἀφροδίτης ἀξίαν
ἀπεργάσηται τὴν εἰκόνα, ὁ δὲ ἄρα τοῦτο πρὸς τὸν οἰκεῖον
ἐμηχανᾶτο σκοπὸν ἅμα μὲν τῇ Φρύνῃ χαριζόμενος καὶ
δεικνὺς πολλοῦ δεομένην πόνου τὴν μίμησιν ἐκ τῆς τοῦ
κάλλους ὑπερβολῆς, ἅμα δὲ μακροτέραν ἑαυτῷ κολακείαν
ἐκ τῆς ἐρωμένης θηρεύων ἐλπίδι τῆς δωρεᾶς. κολακεύειν
γὰρ ἅπαντες μᾶλλον εἰώθαμεν παρ' ὧν ἐλπίζομέν τι λαβεῖν
ἢ τοὺς ἤδη δωρησαμένους τὸ προσδοκώμενον.
Καὶ μήν, εἴπερ ὅλως ἐβούλου καινοτομῆσαι τῆς
Ἀφροδίτης τὴν θέαν, ἣν ἐν ἀγάλμασιν ἵδρυται κεκτημένη,
νεανικώτερον εἶδος ἐχρῆν διαπλάσαι, ἵνα μηδὲ τὴν Ἀφρο-
δίτην τῆς Σπάρτης ἄνανδρόν τις θεάσηται. σὺ δὲ μαλακω-
τέραν τοῦ δέοντος ἀπειργάσω καὶ οἷον ἀκκιζομένην καὶ
βλέπουσαν ἀσελγές τε καὶ ὕπουλον καί πως ὑποκρινομένην
ἐρᾶν, οἷα δὴ τῶν ἑταιρῶν τὰ σοφίσματα προσποιουμένων
ἐρᾶν, ἵνα πλέον τοὺς ἐραστὰς ἐπιφλέξωσι.
414
ἀφανίζεται δὲ, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον πρὸς τὴν ἑαυτῆς ἕξιν μεταποιεῖ
πάντα· τὸν αὐτὸν τρόπον, καὶ ἐπὶ τοῦ κηρύγματος τούτου συμ-
βήσεται· “τρία δὲ σάτα” εἰπὼν, τὰ πολλὰ εἴρηκεν· οἶδε γὰρ
τὸν ἀριθμὸν τούτων, ἐπὶ πλήθους λαμβάνειν· μηδεὶς δὲ θαυμαζέτω,
εἰ περὶ βασιλείας οὐρανῶν διαλεγόμενος, κόκκου σινάπεως καὶ
ζύμης ἐμνήσθη· ἀνθρώποις γὰρ διελέγετο ἀπείροις καὶ ἰδιώταις,
καὶ δεομένοις ἀπὸ τούτων ἐνάγεσθαι· οὕτω γὰρ ἦσαν ἀφελεῖς, ὡς
καὶ μετὰ ταῦτα δεηθῆναι ἑρμηνείας πολλῆς.
Διατί δὲ ὁ Εὐαγγελιστὴς τὸν προφήτην εἰσάγει προαναφω-
νοῦντα περὶ τῶν παραβολῶν καὶ λέγοντα· “ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς
“τὸ στόμα μου,” καὶ τὰ ἑξῆς; ἵνα δείξῃ μηδὲν καινοτομοῦντα
τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν· ἐλάλει δὲ ἐν παρα-
βολαῖς, εἰς ἐρώτησιν τοὺς ὄχλους προτρεπόμενος· ὅμως ἐπειδὴ
οὐδεὶς αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἠρώτησεν, ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπῆλθεν· “προς-
“ῆλθον δὲ αὐτῷ,” φησιν, “οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν,
“τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων.” τίνος ἕνεκεν νῦν μετὰ παρρησίας
οἱ Ἀπόστολοι προσέρχονται καὶ ἐρωτῶσιν; ἐπειδὴ ἔστιν ὅπου
βουλόμενοι μαθεῖν, ἐφοβοῦντο ἐρωτῆσαι· ἐρωτῶσι δὲ νῦν μετὰ
παρρησίας, διὰ τὸ ἤδη ἀκοῦσαι αὐτοὺς παρ' αὐτοῦ, ὅτι “ὑμῖν
“δέδοται γνῶναι τὸν μυστήρια.” κατ' ἰδίαν δὲ ἐρωτῶσιν· οὐ τῷ
πλήθει βασκαίνοντες, ἀλλὰ τὸν τοῦ δεσπότου τηροῦντες νόμον,
ἐστερήθην διὰ σὲ καὶ κτημάτων καὶ γένους. Σύ μοι δέδωκας υἱὸν οὐκ
ἐλπίσαντι·
σύ μοι πολλὰ ὑπ' αὐτῷ παρέχειν ἀγαθὰ καθυπέσχου.
Τοῦτό μοι οὖν τῶν ἐπαγγελθέντων τὸ πέρας; Ἔτι σου τῆς ὑποσχέσεως
κα-
τέχω τὰ γράμματα· ἐν Ἰσαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα. Ἐὰν οὗτος
417
ἀποθάνῃ, πῶς
ἔχει μοι τῆς ἐπαγγελίας ἡ ἀλήθεια ζῆσαι; Ἐὰν τὴν ἀρχὴν ἀνέλῃς, πῶς ἔχει
τὸ γέ-
νος δραμεῖν; Εἰ λαβεῖν ἐβούλου, τί καὶ τὴν ἀρχὴν ἐχαρίζου; Εἴθε μοι
στεῖρα διέ-
μεινεν ἡ γυνή· εἴθε τῆς Σάρρας τῆς ἀπαιδίας οὐκ ἐλύθη τὸ πάθος.
Ἐπέτυχον ἄν,
εἰ μὴ τῆς χάριτος ἔτυχον τότε. Πολλὴν εἶχε τὸ πρᾶγμα παραψυχήν, καὶ τὸ
μετ'
ἄλλων ἐστερῆσθαί με λογιζόμενος ἐκαρτέρουν.
Νῦν δὲ τὸν Ἀβραάμ τις ὀνομάζων καὶ τὸν παιδοφόνον προστίθησιν. Μὴ
μό-
νος τοιαῦτα καινοτομήσω τὸν βίον. Μὴ γένωμαι μῦθος τοῖς ἀνθρώποις
ἀνόσιος.
Αἰτήσαντί σοι δίδωμι τὰ σά· παρέχειν ὁμολογῶ· μόνον ἑτέρῳ τὸ σφάττειν
ἐπίτα-
ξον. Μὴ τὸν πατέρα τῆς τοῦ τέκνου θυσίας ἱερέα προβάλλου. Μὴ
γένωμαι φονεύς,
οὗπερ ἐγενόμην σπορεύς. Τίς γὰρ ἐλεήσει τὸν ὑφ' ἑαυτοῦ τοξευθέντα; Τίς
χειραγω-
γήσει τρέμουσαν δεξιὰν μὴ φεισαμένην υἱῷ; Τίς ὁρίσεται φίλον τὸν τοῖς
οἰκείοις
πολεμήσαντα σπλάγχνοις;
Ἀπελεύσομαι κἀγὼ τῷ παιδὶ συνθαπτόμενος. Λείψανον λειψάνῳ
περιπλοκὴ γένηταί μοι, περιχυθὲν αἷμα τοῦ παιδὸς εἰς ἕνα τάφον. Ὁμοῦ
πρὸς ᾅδην ὁδεύσομεν. Ζῶντος ἐχωρίσθην υἱοῦ; Συνοικήσω κἂν
τελευτήσαντι. Ἅμα δέξηται ὁ θάνατος πατέρα γέροντα καὶ νέον υἱὸν παρ'
αὐτοῦ σπαρέντα.
νους τῶν ἔξωθεν πολεμίων. ἦσαν γὰρ οὐκ ὀλίγοι καὶ τῶν ἐν τέ-
λει τῆς γνώμης τὰ δόγματα κατὰ τῶν βασιλικῶν προσταγμάτων
ὁπλίζοντες μάλα ἐθελονταί· ἐν στενῷ μέντοι κομιδῇ καταστὰς ὁ
βασιλεὺς οὑτωσὶ ἔγνω δυοῖν θάτερον εἶναι ἰτέον, τῆς τῶν πραγμά-
των βιαίας ἀνάγκης ἕτερον οὐκ ἐπιδεχομένης πέρας ἐν τῷ παρόν-
τι· ἢ γὰρ πάντας αὐτῷ συμφρονεῖν, ἢ πολεμίοις ἴσα τούτοις κε-
χρῆσθαι. (Γ.) Ταῦτ' ἄρα καὶ μειλιχίοις τὰ πρῶτα λόγοις καὶ
ἤθεσιν ἱλαροῖς καταδημαγωγεῖν καὶ ὑποποιεῖσθαι τὰς τῶν στασια-
ζόντων ἐπειρᾶτο γνώμας, οἰκονομίαν εἶναι λέγων τὸ πρᾶγμα καὶ
οὐ καινοτομίαν· φρονίμων δ' εἶναι, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ,
προνοεῖσθαι ὅπως μὴ γένηται· κἄν τι δέῃ καινοτομεῖν ὑπὲρ
τοῦ μὴ μείζοσι κινδύνοις περιπεσεῖν, μηδὲ τούτου φείδεσθαι.
ἐὰν γὰρ ἐπίωσιν οἱ πολέμιοι, πολλαχῇ τῆς Κωνσταντινουπό-
λεως ἔτι διεῤῥηγμένης καὶ ἄρτι ἀνοικιζομένης καὶ οἷον εἰπεῖν
ἀναβιωσκούσης ἐκ τῶν πρὸ βραχέος θανάτων, χείρονα τῶν
προτέρων ἔσται τὰ παρόντα δεινὰ, καὶ κύριοι καθεστήξουσιν
οἱ πολέμιοι οὐ μόνον τῶν ἱερῶν, ἀλλὰ καὶ πάντων ἅμα, παί-
δων καὶ γυναικῶν καὶ πραγμάτων· οἱ δὲ τούτων δεσπόται ἀνάρ-
παστοι καὶ δοῦλοι ἀντ' ἐλευθέρων οὐ μόνον τὰ σώματα, ὅτι
μὴ καὶ τὰς γνώμας αὐτὰς, ἀνάγκῃ βιαίᾳ πρὸς ἅπερ ἂν οἱ πο-
λέμιοι βούλοιντο, ἑπόμενοι. καὶ τότε λελείψεται,
ὅπερ τὰ ἐναντία
τοῖς αἱρετικοῖς τούτοις διδάσκει κεφαλαίοις. γινωσκέτω δέ σου ἡ ἁγιότης
ὡς οὐκ ἤρκεσε
Κυρίλλωι καὶ Μέμνονι τὸ τῆι ὀρθοδόξωι πίστει λυμήνασθαι, ἀλλὰ καὶ
πάντας τοὺς κανόνας
ἐπάτησαν. τοὺς γὰρ ὑπὸ διαφόρων διοικήσεων καὶ ἐπαρχιῶν γενομένους
ἀκοινωνήτους
εὐθὺς εἰς κοινωνίαν ἐδέξαντο, πρὸς τούτοις δὲ καὶ ἑτέρους ἐπὶ αἱρέσεσιν
ἐγκαλουμένους καὶ
τὰ αὐτὰ φρονοῦντας Κελεστίωι καὶ Πελαγίωι (Εὐχῖται γάρ εἰσιν εἴτ' οὖν
Ἐνθουσιασταί,
δι' ὃ καὶ ἀκοινώνητοι ἦσαν τῶι τε διοικητῆι καὶ τῶι μητροπολίτηι) τῆς
ἐκκλησιαστικῆς εὐτα-
ξίας καταφρονήσαντες εἰς κοινωνίαν ἐδέξαντο αὐτούς, τὸ πλῆθος ἑαυτοῖς
πανταχόθεν ἀθροί-
ζοντες καὶ τυραννικῶς μᾶλλον ἢ εὐσεβῶς δογματίζειν σπουδάζοντες.
ἐπειδὴ γὰρ τῆς
Οὐχ ὅτι αὐτὸς ἐφεῦρε τὸ ὄνομα τῆς πραότητος τοῦτο λέγει· κεῖται γὰρ
καὶ παρὰ Πλάτωνι καὶ ἑτέροις παλαιοτέροις τὸ τῆς πραότητος, ἀλλ' ὅτι
ἐφ' ἑτέρων κείμενον, αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἔλαττον τοῦτο διαφέρον· κεῖται
γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ ἡσύχου· ὡσαύτως καὶ τὸ ὀργίλος ἐφ' ἑτέρων
λαμβανόμενον, αὐτὸς ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν τοῦτο μετήνεγκε, τὴν δὲ
ἀοργησίαν μόνην ἐκαινοτόμησε. Ἡ ἐν προσποιήσει ἀληθείας
ψευδοσύνη· ἡ μὲν πρὸς ὑπερβολὴν ἀλαζονεία· λέγει γὰρ ὁ πρὸς
ὑπερβολὴν ψευδόμενος· καὶ τὰ μὴ προσόντα αὐτῷ καλὰ προσεῖ-
ναι· ἡ δὲ ἐπὶ τὸ ἔλαττον εἰρωνεία· ὁ γὰρ εἴρων καὶ τὰ προσόντα
αὐτῷ κρύπτει καὶ μειοῖ· τοιοῦτοι γὰρ οἱ εἴρωνες.
Δοκεῖ ταῦτα τὰ ἔπη ἡ Κίρκη
μᾶλλον παρὰ τῇ ποιητῇ, ἀλλ' οὐχ ἡ Καλυψὼ λέγειν. καπνῷ δὲ
καὶ κύματι ἀπείκασται τὸ τοιοῦτον ἄκρον, τὸ φευκτὸν αὐτοῦ δεικ-
νὺς ὁ φιλόσοφος· ἁμαρτωλότερον δέ φησι τὸ μᾶλλον ἐναντίον τῷ
μέσῳ καὶ ἀνομοιότερον.
430
καὶ πρὸς ἅπαντας ὅσοι τὴν αὐτὴν ἐκείνῳ πολιτείαν ἀνῄρηνται. εἶτα καὶ
τὴν αἰτίαν προστίθησι δι' ἣν ἐκεῖνοι μὲν τοῦτον τὸν τρόπον, αὐτὸς δὲ οὐ
τὸν
αὐτὸν πολιτεύεται. ταῦτα δὲ ἂν εἴη σύστασις ποιότητος, ἣ θεωρεῖται περὶ
τὸ δίκαιον. διὸ προσποιεῖται ταῦτα [καὶ] λέγειν χαλεπαίνων καὶ ἀχθόμε-
νος ὅτι νενίκηκεν ἀλυσιτελὴς Εὐβούλου γνώμη, διδοῦσα τὰ κοινὰ τῷ
δήμῳ
σχολάζοντι καὶ εἰς ῥαθυμίαν ἐκκαλουμένη μᾶλλον.
Ὅθεν καὶ ἡ ἀντεξέτασις ἑτέρα γίνεται τῆς τῶν προγόνων πολιτείας
(21 sqq.), ἣν διῴκουν ἄνδρες ἀγαθοὶ οἷος αὐτός, καὶ τῆς νυνὶ
καθεστηκυίας,
εἰς οἷα οἱ δημαγωγοῦντες ἐπὶ τοῦ παρόντος προήχασι τὴν πόλιν. εἰκότως
δὲ πλεῖστος ὁ περὶ τούτων λόγος· ἐπειδὴ γὰρ ὁρᾷ τὴν πολιτείαν
καινοτομουμένην, εἰκότως πλεῖστα περὶ τῆς πολιτείας διαλέγεται, τῇ μὲν
ἐπαινῶν τῇ δὲ μεμφόμενος, μονονουχὶ τὸν Περικλέα μιμούμενος. πρῶτος
γὰρ ἐκεῖνος ἔταξε μισθοφορὰν καὶ ἔδωκε τῷ δήμῳ στρατευομένῳ· καὶ
αὐτὸς δὲ βούλεται διδόναι καὶ προκαλεῖται πράττειν ἃ δεῖ. δύο τοίνυν
εἰσὶν ἐν τῇ παρεκβάσει μέγισται συγκρίσεις ἤτοι ἀντεξετάσεις, μία μὲν
τῆς ἑαυτοῦ πολιτείας πρὸς τὴν τῶν ἀντιπολιτευομένων, ἑτέρα δὲ τῆς ὅλης
πολιτείας τῆς νῦν πρὸς τὴν πάλαι. ταύτην δὲ δίχα διαιρεῖ, εἴς τε τὰς νῦν
καθεστη-κυίας τιμὰς τῶν στρατηγῶν καὶ εἰς τὰς τιμὰς τῶν προτέρων. καὶ
τὸ ἄλλο εἶδος τῆς πολιτείας ἅπαν [ὥσπερ] καὶ αὐτὸ εἰς τρία διῄρηκε, εἰς
τὸ κοινὸν τῆς πόλεως εἰς τὰ ἴδια αὐτῶν τῶν δημαγωγῶν. πᾶσαν τοίνυν,
ὡς ἔφαμεν, τὴν πολιτείαν ἀντεξετάζει τὴν τῶν προγόνων, καὶ πρῶτον μὲν
Σχόλια στον Δημοσθένη (fort. auctore Ulpiano) Oration 20, se. 21a, l. 6
οὐ γὰρ ἔστιν, οὐκ ἔστι] ἐπειδὴ γλίσχρως ἐδόκει ποιεῖν καὶ περὶ τῶν
δούλων ἀγωνιζόμενος, καθόλου τὸ τῆς ὕβρεως ηὔξησεν ὡς ἀφόρητον,
432
κἂν
εἰς δοῦλον γίγνηται.
οὐδὲν γὰρ οἷον ἀκούειν αὐτοῦ τοῦ νόμου] οὐδὲν γὰρ ἄλλο τοιοῦτον
ἡδὺ ὡς τὸ ἀκούειν τοῦ νόμου καὶ οὐδὲν τοιοῦτον εἰπεῖν ἡμεῖς ὃ αὐτὸς ὁ
νόμος βοᾷ τε καὶ δείκνυσιν.
εἰς τὴν ἡλιαίαν] εἰς τὸ δικαστήριον
ἀκούετε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι] ‘οὐκ ἠκούσατε, ἀλλὰ καὶ νῦν βοῶντος
ἀκούετε τοῦ νόμου, φησίν, οὐκ ἀνθρώπου τινός· οὐ γάρ ἐστιν ἡ τῶν δού-
λων πρὸς τοὺς ἐλευθέρους ἡ φύσις, ἀλλ' ἡ τύχη τὸ διαλλάττον.’
ἐκαινοτό-
μησεν. ὅσῳ δ' ἂν μᾶλλον ἐπαινέσῃ τὸν περὶ τῶν δούλων νόμον, τοσούτῳ
χαλεπώτερα δείξει τὰ Μειδίᾳ κατ' αὐτοῦ τολμηθέντα. VfTBcFj
τί οὖν πρὸς θεῶν] ἐπὶ γένος ἀνήμερον ἀνήνεγκε τὴν κρίσιν τοῦ νόμου.
εἰ γὰρ καὶ τῆς βαρβάρων ὠμότητος κρείττων ὁ νόμος, ὥστε κἀκείνους
ἐπαινέσαι τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ γράμματος, ποῖόν τινα χρὴ νομίζειν
κατάντει δὲ χωρίῳ (cf. 262) πρὸς τὸ συνεχὲς καὶ ταχὺ τοῦ ῥεύματος.
b(BCE3E4)T ex. ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ – καὶ τὸν ἄγοντα: τῇ
ἑρμηνείᾳ ἐνέθηκε γλαφυρὸν πλάσμα. Δοῦρις (FGrHist 76, 89) δ'
αἰτιᾶται τὴν εἰκόνα ὡς τοῦ ὀρυμαγδοῦ καὶ τῆς ἀπειλῆς ἐνδεεστέραν καί
φησι ταῦτα διὰ τὸ τὴν ἐν τοῖς κήποις ὑδραγωγίαν ἐκμιμεῖσθαι
λανθάνειν πως τοὺς ἀναγινώσκοντας ὥστε μηδεμίαν ἔννοιαν
λαμβάνειν πρὸς ὃ πεποίηκε. ἀλλὰ τοῦτο συνέθηκεν οὕτως, ἀγαθὸς
ὢν καινοτομῆσαι τὴν ἐν τοῖς ποιήμασι διάνοιαν. Ge
ex. ὀχετηγός: ὑδραγωγός· ὀχετοὶ γὰρ αἱ ἐπιρρύσεις. b(BE3
E4)T ex. ὕδατι ῥόον ἡγεμονεύει: ἡγεμονεύει ὁδηγῶν τὸν ῥόον
τοῦ ὕδατος. T ex.(?) χερσὶ μάκελλαν ἔχων: Ἡλιόδωρος γράφει·
...ἀγνοεῖ ὁ ποιητής· τεῦ γὰρ αὐτὸ λέγει καὶ τέο· ἄμεινον οὖν ἐκδέχεσθαι
τὸ τοῦ ἄρθρον.
[ὕπαιθα] ἀντὶ τοῦ ἔμπροσθεν.
φεῦγ' ὄπισθε ῥέων] Ζωΐλος αἰτιᾶται ὅτι ἀθανάτους ἵππους
ἔχων ἐν τῷ ἀντικειμένῳ καιρῷ οὐ χρᾶται.
ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ] τῇ ἑρμηνείᾳ ἐνέθηκε γλαφυρὸν πλάσμα. Δοῦ-
ρις δ' αἰτιᾶται τὴν εἰκόνα ὡς τοῦ ὀρυμαγδοῦ καὶ τῆς ἀπειλῆς ἐνδεεστέ-
ραν καί φησι· «ταῦτα διὰ τὸ τὴν ἐν τοῖς κήποις ὑδραγωγίαν ἐκμι-
μεῖσθαι λανθάνει πως τοὺς ἀναγιγνώσκοντας, ὥστε μηδεμίαν ἔννοιαν
λαμβάνειν πρὸς ὃ πεποίηκε». ἀλλὰ τοῦτο συνέθηκεν οὗτος ἀγαθὸς
ὢν καινοτομῆσαι τὴν ἐν τοῖς ποιήμασιν ἔννοιαν.
[χερσὶ μάκελλαν ἔχων] Ἡλιόδωρος γράφει· «χερσὶ δίκελλαν
ἔχων. [ἀμάρης] ἀμάρα τὸ ὑδραγώγημα διὰ τὸ μὴ μαραίνεσθαι τὰ παρα-
πεφυκότα. Παρμενίων ὁ Βυζάντιος· «Θεσσαλοὶ τὸν ὀχετὸν ἀμάρην,
Ἀμβρακιῶται δὲ καλαρύαν». ἐν τῷ πρὸς Δημήτριον· διὰ τοῦτ' ἔγρα-
ψα.
ἀρετὴν ὥστε καὶ τὴν Ἑλένην τὴν ἐκ Διὸς οὖσαν τῷ τῆς ἀρετῆς
ὑπερβάλλειν κάλλει. ἡ ἱστορία παρὰ Φιλοστεφάνῳ καὶ Φερεκύδῃ.
Q.V.
ὁ γὰρ περιβάλλει] ὅμοιον ἐστι τῷ “ἴστε γὰρ ὅσσον ἐμοὶ
ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι” (Il. ψ, 276.). Q.
ἐξώφελλεν ἔεδνα] ἐξόχως ηὔξησε τὰ διδόμενα ταῖς νύμφαις
δῶρα. B.Q.
ἀθετεῖ Ἀριστοφάνης ἐπὶ σμικρολογίᾳ παντελῶς. ὀρθοτονητέον
δὲ τὴν σεῦ καὶ τὴν ἐκ τῷ δόμων συναπτέον. H.
ἔνιοι τοὺς γʹ νοθεύουσιν, ὅτι μηδὲν τούτων ἐπανελθὼν ποιεῖ· εἰ μὴ
περισσὸν ἦν τὸ καινοτομεῖν, ἥκοντος τοῦ πατρός. H.
ἐπιτρέψειας] πίστευσον. εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ. B.H.
οὐ δύναται τὸ τοι ὀξύνεσθαι· ἴαμβος γάρ ἐστι τὸ δέ τοι. H.
ἐν πορθμῷ] πορθμὸς, στενὴ θάλασσα ὑπὸ γῆς περιεχομένη,
ἰσθμὸς δὲ γῆ στενὴ ὑπὸ θαλάσσης περιεχομένη. Q.V. ἡ στενὴ θά-
λασσα μεταξὺ Ἰθάκης. B.
Σάμοιο] τὴν Σάμην εἴρηκε Σάμον διὰ τὸ μέτρον, καὶ τὴν δείλην
δείελον (ρ, 606.) ἐν ἄλλοις. V.
ἀλλὰ τάγ' οὐκ ὀΐω] ἀντὶ τοῦ πέπεισμαι, ὡς τὸ “ἢ γὰρ ὀΐομαι
ἄνδρα χολωσέμεν” (Il. α, 78.). B.Q. ὑποπτεύει Διονύσιος, ἐπεὶ
τὸ μὲν δισταγμοῦ, τὸ δὲ ἀποφάσεως μετέχει.
“ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν, οὐδέ ποθ' ἡμετέρη ἀγορὴ
γένετ' οὐδὲ θόωκος”
[β 27 et 26], ὥστε πᾶς ἔλαβε τὸ μέγεθος τῆς τῶν μνηστήρων ἀδικίας. καὶ
δημηγορήσαντος
Τηλεμάχου τοσαύτη ἐπιστροφὴ γίνεται ὥστε ἐπειπεῖν ὡς “οἶκτος δ' ἕλε
λαὸν ἅπαντα” [β 81]
καὶ φοβηθέντας τοὺς μνηστῆρας λέγειν [β 85] “Τηλέμαχ' ὑψαγόρη, μένος
ἄσχετε, ποῖον ἔειπας
ἡμέας αἰσχύνων, ἐθέλεις δέ κε μῶμον ἀνάψαι”, καὶ ἄλλους δ' ἐπὶ τῆς
ἐκκλησίας φάναι [β 166]
“πολλοῖσι δὲ καὶ ἄλλοισι κακὸν ἔσται, οἳ νεμόμεσθ' Ἰθάκην εὐδείελον.
ἀλλὰ πολὺ πρὶν φραζώ-
μεσθ' ὥς κεν καταπαύσομεν· ἠδὲ καὶ αὐτοὶ παυέσθων· καὶ γάρ σφιν ἄφαρ
τόδε λώιόν ἐστιν”.
ἡ δὲ πρόφασις ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ῥηθεῖσα τῆς ἀποδημίας οὐδὲν καινοτομεῖ·
τί γάρ φησι; [β 210]
“ταῦτα μὲν οὐχ ὑμέας ἔτι λίσσομαι οὐδ' ἀγορεύω· ἤδη γὰρ τά γ' ἴσασι
θεοὶ καὶ πάντες Ἀχαιοί.
ἀλλ' ἄγε μοι δότε νῆα θοήν”· καὶ εἰπὼν τὴν αἰτίαν, δι' ἣν ἀποπλεῖν
μέλλει, ἐπάγει [β 218]
μωτάτου Πελίου, ὅς, ἐπεὶ τὸν ἐμὸν τῆς ἀρχῆς ἐξεῖλε πατέρα, οὐκ
ἤθελεν ἐξ αὐτοῦ γεννηθῆναί τινα, ἵνα μὴ τὴν ἀρχὴν ἀνακαλέσηται.
Δνοφερὸν]
ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
ΔΙΟΣΚΟΡΙΔΟΥ
τὴν θείαν. ταῦτα ὑποθέμενος διατείνεται μίαν εἶναι φύσιν τοῦ λόγου
καὶ τῆς σαρκὸς, ὡς ἅτε τῆς σαρκὸς ἀτελοῦς οὔσης εἰς τὸ εἶναι ἄν-
θρωπον, διὰ τοῦτο μὴ ἄξιον φύσιν ὀνομάζεσθαι. μεθ' ὃν ἀναφαίνεται
Θεόδωρος, ὁ Μοψουεστίας πρόεδρος τῆς Κιλικίας. ἐγένοντο δὲ
Ἀπολινάριοι δύο, πατὴρ καὶ υἱός. ὁ μὲν πατὴρ Ἀλεξανδρεύς· γήμας
δὲ εἰς Λαοδίκειαν τῆς Συρίας ἴσχει υἱὸν Ἀπολινάριον. ἄμφω δὲ συν-
ήκμαζον Ἐπιφανίῳ τῷ σοφιστῇ, ὃν ἀκμάζοντα τότε ἠσπάζοντο. Θεό-
δοτος δὲ, ὁ τῆς Λαοδικείας ἐπίσκοπος, μηδενὶ τρόπῳ ἀποσπάσαι αὐ-
τοὺς ἐξ αὐτοῦ δυνηθεὶς ἄμφω τῆς κοινωνίας ἐζημίωσεν. ὕβριν τε
ἡγεῖται ὁ παῖς Ἀπολινάριος τὰ γενόμενα καὶ τῇ ἐννοίᾳ τοῦ σοφιστι-
κοῦ θαρρῶν καινοτομεῖ καὶ αὐτὸς αἵρεσιν, ἣ νῦν ἐπιπολάζει, τὸ ὄνομα
τοῦ εὑρόντος ἔχουσα. οἱ δέ φασι διενεχθῆναι αὐτοὺς πρὸς Γεώργιον,
ἑώρων γὰρ αὐτὸν ἀλλόκοτα δογματίζοντα. οὗτος δὲ ὁ Ἀπολινά-
ριος βαθμοὺς ἐπὶ τῆς θείας φύσεως δοξάζειν ἐτόλμησε καὶ μύθους τι-
νὰς ταῖς θείαις ἐπαγγελίαις συνέζευξεν.
Ἀπολιταργιεῖς: ἀποδραμῇ, ἀποσκιρτήσειας ἀπὸ τῆς θύρας.
ἔνεστι δὲ ἐν τῇ λέξει τὸ ἀργὸν, ὅπερ ἐστὶ τὸ ταχὺ, καὶ τὸ λίαν. οὐ
ταχέως οὖν, φησὶν, ἀποδραμῇ; λιταργισμοὺς δὲ ἐκάλουν καὶ τὰ σκιρ-
τήματα. Ἀριστοφάνης Νεφέλαις· οὔκουν ἀνύσας τι θᾶττον ἀπολιταρ-
γιεῖς ἀπὸ τῆς θύρας; ἔστι καὶ Ἀπολιταργεῖν.
Ἐκδοχεῖον: τὸ ταμιεῖον.
Ἐκ δυεῖν τρία βλέπεις: ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἢ ἄλλο τι πάθος
οὐκ ὀξυδορκούντων οὐδὲ εἰλικρινεῖς ἐχόντων τὰς ὁράσεις.
Ἑκκαιδεκάδωρα: ἑκκαίδεκα παλαιστῶν. δῶρον γὰρ καλεῖται
ἡ παλαιστή. Ὅμηρος· τοῦ κέρα ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει.
Ἔκαινον: ἔκοπτον.
Ἐκκαίω· αἰτιατικῇ.
Ἐκκαίομαί σου δὲ γενικῇ. ἐρῶ σου.
Ἐκκέκοφθ' ἡ μουσική: φασὶν ὅτι τῶν παλαιῶν ἐν τοῖς
συμποσίοις φιλολόγῳ ζητήσει χρωμένων, οἱ ὕστερον τὰς μουσουργοὺς
καὶ κιθαριστρίας καὶ ὀρχηστρίας ἐπεισήγαγον. ὅθεν τὴν καινοτομίαν
τινὲς αἰτιώμενοι τῇ παροιμίᾳ ἐχρῶντο.
Ἐκεκράγεισαν: ἔκραζον.
κένωμα ἔπλησε, ταχυεργῶς λίαν ἀποκλείει τὰς ὄχθας δι' αὐτοῦ τοῦ
ποταμοῦ ἑκατέρωθεν σκευάσας δαρείους· ἐν οἷς βοήθειαν ἀποχρῶσαν
βαλὼν ἐστέρει τὴν πόλιν τῶν ἐκ τῆς θαλάττης ἀγωγίμων.
Καινός: ὁ νέος.
Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς νεωτέροις ἁρμόττει
πράγμασιν. οὕτως δὲ καὶ Ἔφορος.
Καινὸς γνώμην: ἀντὶ τοῦ νέαν γνώμην εἰσηγούμενος. καινὸς
γνώμην, καινῶν ἔργων ἐγχειρητής.
Κενοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ. ἤτοι
τὰ μὴ ἔχοντα ἔνδοθεν νεκρόν.
Καινοτομεῖ· αἰτιατικῇ. καινουργεῖ. ὅτι τὸ καινοτομεῖν ἐπὶ
τοῦ ἄρχειν. Ἀριστοφάνης· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστι.
Καινοτομία.
Καινοῦν: παρὰ Ἡροδότῳ τὸ λόγῳ τῷ καινῷ χρήσασθαι.
Καινουργησμός: ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος
ἀναμόρφωσις.
Καινός: ὁ νέος.
Καινός: Ἰσοκράτης ἀντὶ τοῦ ὃς τοῖς νεωτέροις ἁρμόττει
πράγμασιν. οὕτως δὲ καὶ Ἔφορος.
Καινὸς γνώμην: ἀντὶ τοῦ νέαν γνώμην εἰσηγούμενος. καινὸς
γνώμην, καινῶν ἔργων ἐγχειρητής.
Κενοτάφια: τινά εἰσιν ἑλισσόμενα ὡς τύπος νεκροῦ. ἤτοι
τὰ μὴ ἔχοντα ἔνδοθεν νεκρόν.
Καινοτομεῖ· αἰτιατικῇ. καινουργεῖ. ὅτι τὸ καινοτομεῖν ἐπὶ
τοῦ ἄρχειν. Ἀριστοφάνης· τοῦτο γὰρ ἡμῖν ἀντ' ἄλλης ἀρχῆς ἐστι.
Καινοτομία.
Καινοῦν: παρὰ Ἡροδότῳ τὸ λόγῳ τῷ καινῷ χρήσασθαι.
Καινουργησμός: ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος
ἀναμόρφωσις.
Καινόφιλον λέγουσι τὸν μὴ τοῖς αὐτοῖς φίλοις χρώμενον ἀεί.
Καινῶς: ἀντὶ τοῦ παραδόξως.
Καίνυτο: ἐνίκα.
Καιόμενος: ἀπὸ τοῦ καίω, τὸ φλέγω.
Καίω σε· αἰτιατικῇ.
453
αὐτάς. μετὰ ταῦτα ὁ Ἐλευθὴρ ἔλαβε χρησμὸν ἐπὶ παύσει τῆς μανίας
τιμῆσαι Μελαναιγίδα Διόνυσον.
Μελανείμονος: τοῦ μέλανα ἱμάτια φοροῦντος.
Μελανίωνος σωφρονέστερος· Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ·
οὗτος φεύγων γάμον ἀφίκετ' ἐς ἐρημίαν κἀν τοῖς ὄρεσιν ᾤκει, καὶ
κύνα τιν' εἶχε, κᾆτ' ἐλαγοθήρει, κοὐκ ἔτ' ἦλθεν οἴκαδ' ὑπὸ μίσους.
οὕτω τὰς γυναῖκας ἐβδελύχθη ἐκεῖνος· ἡμεῖς δ' οὐδὲν ἧττον τοῦ Με-
λανίωνος σωφρονέστεροι.
Μελανιππίδης, θυγατριδοῦς τοῦ πρεσβυτέρου, παῖς δὲ Κρίτωνος, λυρικοῦ
καὶ αὐτοῦ· ὃς ἐν τῇ τῶν διθυράμβων μελοποιΐᾳ ἐκαινοτόμησε πλεῖστα
καὶ διατρίψας παρὰ Περδίκκᾳ τῷ βασιλεῖ ἐκεῖ τὸν
βίον κατέστρεψεν. ἔγραψε καὶ αὐτὸς ᾄσματα λυρικὰ καὶ διθυράμβους.
Μελανιππίδης, Κρίτωνος, γεγονὼς κατὰ τὴν ξεʹ Ὀλυμπιάδα,
Μήλιος. ἔγραψε δὲ διθυράμβων βιβλία πλεῖστα καὶ ποιήματα ἐπικὰ
καὶ ἐπιγράμματα καὶ ἐλέγους καὶ ἄλλα πλεῖστα.
Μελανίππειον: Μελανίππου τοῦ Θησέως ἡρῷόν ἐστι.
Μελάνθιος καὶ Μόρσιμος· λέγει Ἀριστοφάνης περὶ αὐτῶν
οὕτως· ἄμφω Γοργόνες ὀψοφάγοι, βατιδοσκόποι, ἅρπυιαι, γραοσόβαι,
μιαροί, τραγομάσχαλοι, ἰχθυολῦμαι· ὧν καταχρεμψαμένη μέγα καὶ πλατὺ
μοῦσα καὶ θεὰ μετ' ἐμοῦ ξύμπαιζε τὴν ἑορτήν.
Petra skandalu: ētoi diasaphēsis tōn pente diaphorōn, tēs archēs kai ...Ēlias
Mēniatēs - 1760 - Και με ήτταπαν Καλεσίον Definatincefere, nouitas
νοτιfatem παυσαίθωή Καινοτομία μαύει την αρχαιότητα, η διά νά ειπώ
καλλίτερα με τα οφάτω Ιερεμία, όμιλών προς όλες τις ορθοδόξες δά κάθε
εκκλησιατική επίθεση, ο τάδι λέγει κύρος βετε και ...
Petra skandalu ... (Petra scandali sive expisitio causarum ...- Σελίδα 4 Elias
Miniatis - 1783 - δρος, έτ άλλος τις έπρεπε να κάμη την καινοτομίαν
ταύτην, να διατάξη δηλαδή αντί των Ενζύμων τα Α'- ζυμα, ετε μιάς ...
πσuitas vetuftatem ...παυσάοθω ή Καινοτομία μιαίνειν και, την αρχαιότητα
» ή διά να είπώ καλλίτερα με τον προφήτην ...
Προβλήματα της εικονογραφίας των ιερειών και των ιερέων στην αρχαία
...Αλέξανδρος Γ Μάντης - 1990 - - Η εκλογή ηλικιωμένων γυναικών για
το αξίωμα της Πυθίας είναι μεν φιλολογικά μαρτυρημένη, δεν είναι όμως
απόλυτα βέβαιο αν αυτή η Καινοτομία ανάγεται ήδη στην εποχή της
αισχύλειας τραγωδίας. Το επεισόδιο του Θεσσαλού Εχεκράτη, που ...
Το Ηράκλειο και η περιοχή του, διαδρομή στο χρόνο: - Σελίδα 324 Νίκος
Μ.. Γιγουρτάκης - 2004 - ... ανάπτυξη των αστικών κέντρων της Κρήτης
υπήρξε η πρωταρχικής σημασίας Καινοτομία τους και η οργάνωση
λιμένων και ... Είναι γεγονός ότι από την αρχαιότητα έως και το τέλος του
Μεσαίωνα οι τρόποι και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν ...
Paideia kai zōē- Τεύχη 13-24 - Σελίδα 342 1953 - - Η Καινοτομία είναι ή
έξής: Κατά την § 3 του άρθρου 3 «εις όσους εκ των μαθητών τών
Προγυνασίων δηλώσουν ότι δεν ... διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής
Γλώσσης (όχι όμως και της διδασκαλίας κειμένων Αρχαίων Ελλήνων
Συγγραφέων έν ...
Nea Hestia - Τόμος 110 - Σελίδα 1292 1981 - - Ή άρχαιότητα, λέει, είναι
γεμάτη άπό πράξεις πού τις εμπνέουν ή μεγαλοπρέπεια και ή αρετή». ...
του εύρύτητα, πού τον όδηγεϊ στήν καινοτομία, τρόμαξε τοΰς καθολικούς
γιατί στάθηκε κατά κάποιον τρόπο και ή άφετηρία της Μεταρρύθμιση: Κι
ό ...
Acta et Diplomata Graeca Medii Aevi Sacra et Profana- Σελίδα 296 Franz
Miklosich, Joseph Müller - 2012 - ... εἰ μὴ καὶ προς καθαίρεσιν μοίλιστα ὴ
Καινοτομία αύτη απέβη, δεῖν ἔδοξεν, ίνα το τού αρχιμανδριτοίτου αξίωμα
τῇ τού (Αγίου Παύλου σεβασμία μονῇ καὶ πάλιν αποδοδείη, ωστε καὶ
αρχαιότητι πολύ το διαφέρον προς αὐτο κεκτημένη κέικ ...
Peri tēs gnēsias prophoras tēs hellēnikēs glōssēs biblion- Σελίδα 673
Kōnstantinos Oikonomos - 1830 - - ... ώς λέγασιν, επενόησε και
μετέδωκεν εις τον περιώνυμον μαθητήν τα της περί την προφοράν
καινοτομίας τα σπέρματα. ... Αισκόβιος και ταύτης αναμφιβόλες
αποδείξεις εκφέρει από του πώς δύναται να ήναι η αυτή και των αρχαίων
ε 43 Τμήμ. γ.
Biblion tōn dēmiosiōn proseuchōn: ... kata to ethos tēs hēnōmenēs ...- 1820
- ... πρόοιντο (ούτω τους αρχαίοις αυτών έθνεσι προστετήκασιν), οι δε
ανάπαλιν επί τοσούτον της καινοτομίας εισιν έρασται, ώστε. τίτ,.
ευπριανοέλυσι,. και ούτω των αρχαίων καταφρονούσιν, ώστε μηδέν το
παράπαν αυτοίς ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ..
Leukes stigmes stēn poiēsē- Σελίδα 107 Μιχάλης Τσιανίκας - 1998 - Αυτό
ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα αρχαία πρόσωπα και πράγματα στον
Καβάφη συχνά δεν είναι διάσημα, ούτε καν ... η πραγματική Καινοτομία
του Καβάφη, ούτε το ότι ήρωές του γίνονται πια κάποια εφήμερα πρόσωπα
που βιώνουν και ...
τῶν τ ... 'Αλλ' ἐπὶ 'Λνδρονίκου τοῦ τῶν Παλαιολόγων δευτέρου σύνοδος
οίκουμενικἡ συστάσα κατά τῆς καινοτομίας ἡν ...
Peri ton LXX hermeneuton tes palaias theias graphes biblia IV. (De
...Konstantino Oikonomos - - ... σημασίας του Jovis (ώς έλεγε ο
Γενεβράρδος, βαρύς και σφοδρός κατά της τότε παρεισαχθείσης
καινοτομίας επιπεσών). Αλλοι δε πολλοί και εξ αυτών των νεωτέρων (βλ.
Gesenij Ιexic. Hebr. p. 408) θεωρούσιν ως γνησιώτερον το των αρχαίων ...
Νεωτερίζω
ἕπεται καὶ πρὸς τὰς ἰδίας ἐνεργείας ὑπανίσταται. τοὺς οὖν τοῖς
θρέμμασι τούτοις ἐπιτρέποντας ἀθρόων ὧν ὀρέγονται πάντων
ἐμφορεῖσθαι
κτηνοτρόφους λεκτέον, ποιμένας δ' ἔμπαλιν ὅσοι τά τε ἀναγκαῖα καὶ
477
ἄγοντες.
092)“Claudii Galeni opera omnia, vols. 17.2 and 18.1”, Ed. Kühn, C.G.
Leipzig: Knobloch, 1829, Repr. 1965.Vol. 17b, p. 617, l. 10
μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ.
Οὐκοῦν μεταλαμβάνει, ἦν δ' ἐγώ, ἀεί, καθ' ὅσον δύνανται
οἱ προεστῶτες, τοὺς ἔχοντας τὴν οὐσίαν ἀφαιρούμενοι,
διανέμοντες τῷ δήμῳ, τὸ πλεῖστον αὐτοὶ ἔχειν.
Μεταλαμβάνει γὰρ οὖν, ἦ δ' ὅς, οὕτως.
Ἀναγκάζονται δὴ οἶμαι ἀμύνεσθαι, λέγοντές τε ἐν τῷ δήμῳ
καὶ πράττοντες ὅπῃ δύνανται, οὗτοι ὧν ἀφαιροῦνται.
Πῶς γὰρ οὔ;
Αἰτίαν δὴ ἔσχον ὑπὸ τῶν ἑτέρων, κἂν μὴ ἐπιθυ-
μῶσι Νεωτερίζειν, ὡς ἐπιβουλεύουσι τῷ δήμῳ καί εἰσιν
ὀλιγαρχικοί.
Τί μήν;
Οὐκοῦν καὶ τελευτῶντες, ἐπειδὰν ὁρῶσι τὸν δῆμον, οὐχ
ἑκόντα ἀλλ' ἀγνοήσαντά τε καὶ ἐξαπατηθέντα ὑπὸ τῶν
διαβαλλόντων, ἐπιχειροῦντα σφᾶς ἀδικεῖν, τότ' ἤδη, εἴτε
βούλονται εἴτε μή, ὡς ἀληθῶς ὀλιγαρχικοὶ γίγνονται, οὐχ
ἑκόντες, ἀλλὰ καὶ τοῦτο τὸ κακὸν ἐκεῖνος ὁ κηφὴν ἐντίκτει
κεντῶν αὐτούς.
μηδένα ἔχειν μνείαν μηδὲ ἀκοὴν τοῦ ποτε ἄλλως αὐτὰ σχεῖν
ἢ καθάπερ νῦν ἔχει, σέβεται καὶ φοβεῖται πᾶσα ἡ ψυχὴ
τό τι κινεῖν τῶν τότε καθεστώτων. μηχανὴν δὴ δεῖ τὸν
νομοθέτην ἐννοεῖν ἁμόθεν γέ ποθεν ὅντινα τρόπον τοῦτ'
ἔσται τῇ πόλει. τῇδ' οὖν ἔγωγε εὑρίσκω. τὰς παιδιὰς
πάντες διανοοῦνται κινουμένας τῶν νέων, ὅπερ ἔμπροσθεν
ἐλέγομεν, παιδιὰς ὄντως εἶναι καὶ οὐ τὴν μεγίστην ἐξ αὐτῶν
σπουδὴν καὶ βλάβην συμβαίνειν, ὥστε οὐκ ἀποτρέπουσιν
ἀλλὰ συνέπονται ὑπείκοντες, καὶ οὐ λογίζονται τόδε, ὅτι
τούτους ἀνάγκη τοὺς παῖδας τοὺς ἐν ταῖς παιδιαῖς νεωτερί-
ζοντας ἑτέρους ἄνδρας τῶν ἔμπροσθεν γενέσθαι παίδων,
γενομένους δὲ ἄλλους, ἄλλον βίον ζητεῖν, ζητήσαντας δέ,
ἑτέρων ἐπιτηδευμάτων καὶ νόμων ἐπιθυμῆσαι, καὶ μετὰ τοῦτο
ὡς ἥξοντος τοῦ νυνδὴ λεγομένου μεγίστου κακοῦ πόλεσιν
οὐδεὶς αὐτῶν φοβεῖται. τὰ μὲν οὖν ἄλλα ἐλάττω μετα-
βαλλόμενα κακὰ διεξεργάζοιτ' ἄν, ὅσα περὶ σχήματα πάσχει
486
βουλος δέ, ὅτι βίᾳ καὶ ταύτην ἐξεῖλεν καὶ ὅτι πάντας
τοὺς καταληφθέντας ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε. Πτολεμαῖος
δὲ κατανεῖμαι λέγει αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους τῷ στρατιᾷ
καὶ δεδεμένους κελεῦσαι φυλάσσεσθαι ἔστ' ἂν ἐκ τῆς
χώρας ἀπαλλάττηται αὐτός, ὡς μηδένα ἀπολείπεσθαι
τῶν τὴν ἀπόστασιν πραξάντων.
Ἐν τούτῳ δὲ τῶν τε ἐκ τῆς Ἀσίας Σκυθῶν στρα-
τιὰ ἀφικνεῖται πρὸς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ τοῦ Τα-
νάϊδος, ἀκούσαντες οἱ πολλοὶ αὐτῶν, ὅτι ἔστιν οἳ καὶ
τῶν ἐπέκεινα τοῦ ποταμοῦ βαρβάρων ἀπ' Ἀλεξάνδρου
ἀφεστᾶσιν, ὡς, εἰ δή τι λόγου ὂν ἄξιον νεωτερίζοιτο,
καὶ αὐτοὶ ἐπιθησόμενοι τοῖς Μακεδόσι. καὶ οἱ ἀμφὶ
Σπιταμένην δὲ ἀπηγγέλθησαν ὅτι τοὺς ἐν Μαρακάν-
490
δ' ἤκουσεν Νεωτερίζειν τὸ ἔθνος κἀκ τοῦ πρὸς Ἡρώδην μίσους εὔνουν
Ἀντιγόνωι διαμένον, ἔγνω. τοῦτον ἐν Ἀντιοχείαι πελεκίσαι· σχεδὸν γὰρ
οὐδ' ἄλλως ἠρεμεῖν ἠδύναντο οἱ Ἰουδαῖοι. (9) μαρτυρεῖ δέ μου τῶι λόγωι
Στράβων ὁ Καππάδοξ λέγων οὕτως·«Ἀντώνιος δὲ Ἀντίγονον τὸν
Ἰουδαῖον ἀχθέντα εἰς Ἀντιόχειαν πελεκίζει. καὶ ἔδοξε
μὲν οὗτος πρῶτος Ῥωμαίων βασιλέα πελεκίσαι, οὐκ
οἰηθεὶς ἕτερον τρόπον μεταθεῖναι ἂν τὰς γνώμας τῶν
Ἰουδαίων, ὥστε δέξασθαι τὸν ἀντ' ἐκείνου καθεσταμένον
Ἡρώδην. οὐδὲ γὰρ βασανιζόμενοι βασιλέα ἀναγορεύειν
αὐτὸν ὑπέμειναν· οὕτως μέγα τι ἐφρόνουν περὶ τοῦ
πρώτου βασιλέως. (10) τὴν οὖν ἀτιμίαν ἐνόμισε μειώ
φερέσθω ἵππεια κρέα μηδὲ ἡμιόνεια μηδὲ ἀγρίων ὄνων καὶ ἡμέρων
παρδάλεών τε καὶ ἀλωπέκων καὶ λαγῶν καὶ καθόλου δὲ πάντων
τῶν ἀπηγορευμένων ζῴων τοῖς Ἰουδαίοις· μηδὲ τὰς δορὰς εἰσφέρειν
ἐξεῖναι, ἀλλὰ μηδὲ τρέφειν τι τούτων ἐν τῇ πόλει· μόνοις δὲ τοῖς
προγονικοῖς θύμασιν, ἀφ' ὧν καὶ τῷ θεῷ δεῖ καλλιερεῖν, ἐπιτετρά-
φθαι χρῆσθαι. ὁ δέ τι τούτων παραβὰς ἀποτινύτω τοῖς ἱερεῦσιν
ἀργυρίου δραχμὰς τρισχιλίας.”
Ἔγραψε δὲ μαρτυρῶν ἡμῖν εὐσέβειάν τε καὶ πίστιν, ἡνίκα
νεωτερίζοντα τὰ κατὰ τὴν Φρυγίαν ἐπύθετο καὶ Λυδίαν καθ'
ὃν ἦν καιρὸν ἐν ταῖς ἄνω σατραπείαις, κελεύων Ζεῦξιν τὸν
αὐτοῦ στρατηγὸν καὶ ἐν τοῖς μάλιστα φίλον πέμψαι τινὰς τῶν
ἡμετέρων ἐκ Βαβυλῶνος εἰς Φρυγίαν. γράφει δ' οὕτως· “βασι-
λεὺς Ἀντίοχος Ζεύξιδι τῷ πατρὶ χαίρειν. εἰ ἔρρωσαι, εὖ ἂν
ἔχοι, ὑγιαίνω δὲ καὶ αὐτός. πυνθανόμενος τοὺς ἐν Λυδίᾳ καὶ
Φρυγίᾳ νεωτερίζοντας μεγάλης ἐπιστροφῆς ἡγησάμην τοῦτό μοι
δεῖσθαι, καὶ βουλευσαμένῳ μοι μετὰ τῶν φίλων, τί δεῖ ποιεῖν,
ἔδοξεν εἰς τὰ φρούρια καὶ τοὺς ἀναγκαιοτάτους τόπους τῶν ἀπὸ
τῆς Μεσοποταμίας καὶ Βαβυλωνίας Ἰουδαίων οἴκους δισχιλίους
σὺν ἐπισκευῇ μεταγαγεῖν. πέπεισμαι γὰρ εὔνους αὐτοὺς ἔσεσθαι
ἰδίοις. ὅταν δ' αὐτοὺς ἀγάγῃς εἰς τοὺς προειρημένους τόπους, εἴς
τ' οἰκοδομίας οἰκιῶν αὐτοῖς δώσεις τόπον ἑκάστῳ καὶ χώραν
ἡμῶν ἀεὶ τὴν πόλιν.” αἱ μὲν οὖν παρὰ Ῥωμαίων καὶ τοῦ δήμου
τοῦ Ἀθηναίων τιμαὶ πρὸς Ὑρκανὸν τὸν ἀρχιερέα καὶ διὰ τούτων
ἡμῖν δεδήλωνται.
Καῖσαρ δὲ διοικήσας τὰ κατὰ τὴν Συρίαν ἀπέπλευσεν.
ὡς δὲ Καίσαρα προπέμψας ἐκ τῆς Συρίας Ἀντίπατρος εἰς τὴν
Ἰουδαίαν ὑπέστρεψεν, ἀνεγείρει μὲν εὐθὺς τὸ τεῖχος ὑπὸ Πομπη-
ίου καθῃρημένον καὶ τὸν κατὰ τὴν χώραν θόρυβον ἐπιὼν κατέ-
στελλεν, ἀπειλῶν τε ἅμα καὶ συμβουλεύων ἠρεμεῖν· τοὺς μὲν γὰρ
τὰ Ὑρκανοῦ φρονοῦντας ἐν εὑδίᾳ διάξειν καὶ βιώσεσθαι τῶν ἰδίων
ἀπολαύοντας κτημάτων ἀταράχως, προστιθεμένους δὲ ταῖς ἐκ τοῦ
Νεωτερίζειν ἐλπίσιν καὶ τοῖς ἀπ' αὐτῶν κέρδεσιν προσανέχοντας
αὐτὸν μὲν ἕξειν ἀντὶ προστάτου δεσπότην, Ὑρκανὸν δὲ ἀντὶ βασι-
λέως τύραννον, Ῥωμαίους δὲ καὶ Καίσαρα πικροὺς ἀνθ' ἡγεμόνων
πολεμίους· οὐ γὰρ ἀνέξεσθαι μετακινούμενον ὃν αὐτοὶ κατέστησαν.
ταῦτα λέγων καθίστα τὰ κατὰ τὴν χώραν.
Βραδὺν δ' ὁρῶν καὶ νωθῆ τὸν Ὑρκανὸν Φασάηλον μὲν τὸν
πρεσβύτατον τῶν παίδων Ἱεροσολύμων καὶ τῶν πέριξ στρατηγὸν
ἀποδείκνυσιν, τῷ δὲ μετ' αὐτὸν Ἡρώδῃ τὴν Γαλιλαίαν ἐπέτρεψεν
νέῳ παντάπασιν ὄντι· πεντεκαίδεκα γὰρ ἐγεγόνει μόνα ἔτη. βλάπ-
τει δὲ οὐδὲν αὐτὸν ἡ νεότης, ἀλλ' ὢν τὸ φρόνημα γενναῖος ὁ νε-
ανίας ἀφορμὴν εὑρίσκει παραχρῆμα εἰς ἐπίδειξιν τῆς ἀρετῆς.
nimis longe distantibus fuerunt aetatibus. (2) nam Hellanicus initio belli
Peloponnesiaci fuisse quinque et sexaginta annos natus videtur,
Herodotus tres et quinquaginta, Thucydides quadraginta.
scriptum est hoc in libro undecimo Pamphilae.
[LUKIAN] Macrob. 22: συγγραφέων δὲ .... Ἑλλάνικος ὁ Λέσβιος
ὀγδοήκοντα καὶ πέντε (scil. ἔζησεν ἔτη).
CLEM. ALEX. Strom. 6, 26, 8: Μελησαγόρου (330 T 4) γὰρ ἔκλεψεν
.... Ἑλλάνικος καὶ Ἑκαταῖος καὶ Ἀνδροτίων (324) καὶ Φιλόχορος (328)
....
THUKYD. 1, 97: τοσάδε ἐπῆλθον (scil. οἱ Ἀθηναῖοι) πολέμωι τε καὶ
διαχειρίσει πραγμάτων μεταξὺ τοῦδε τοῦ πολέμου καὶ τοῦ Μηδικοῦ, ἃ
ἐγένετο πρός τε τὸν βάρβαρον αὐτοῖς καὶ πρὸς τοὺς σφετέρους
505
ῥήματα ἀπ' αὐτῶν. πρᾶγμα δ' ἀπὸ τῶν πλείστων οὐκ ἔστιν,
ὅτι μὴ εὔνοια, δημοκρατία, πίστις, πόρος, πορισμός, προστασία·
ἀγωνισμὸς γὰρ καὶ φυλακὴ καὶ τήρησις λέγονται καὶ πρὸς ἕτερα.
ψόγος δέ· παράνομος, προδότης, ὀλιγαρχικός, πεπραμέ-
νος, δωροδόκος δεδωροδοκημένος, δεδεκασμένος, ἀδόκιμος,
κίβδηλος, παράσημος, αὐτόμολος, ἄπιστος, βλαβερός, ζημιώδης,
ἐπιζήμιος, νόμοις ἐχθρός, καταλύων τὴν δημοκρατίαν, συγ-
χέων τὰ καθεστηκότα, οὐκ ἀρεσκόμενος τοῖς καθεστηκόσιν, δυς-
χεραίνων, δυσμεναίνων, ἀνατρέπων τὴν πολιτείαν, λύων ἀνα-
λύων καταλύων, συνταράττων, μεθιστάς, παρακινῶν, μεταβάλλων,
μετατιθείς, παρατρέπων, νεωτερίζων, ἐκνεωτερίζων, παρανεωτερίζων,
νεωτεριστής νεωτεριστικός, μισόπολις, μισόδημος, ὀλι-
γαρχικός, πρὸς ἀργύριον ῥέπων, πρὸς ἀργύριον βλέπων, πα-
λίμπρατος, συκοφάντης, δικορράφος, φιλοπράγμων πολυπράγ-
μων, κακοπράγμων, ὡς Ὑπερείδης (frg 248 Bl) ἔφη, κατα-
πολιτευόμενος τὸν δῆμον, ὑποπολιτευόμενος τοῖς ἐχθροῖς, προτείνων
τὴν χεῖρα, λέγων ἐπὶ χρήμασι, παλιγκάπηλος, πεπρακὼς ἑαυτόν,
πρὸς ἀργύριον λέγων, μισθοῦ φθεγγόμενος, μηδ' ἂν ῥῆμα προῖκα
εἰπών, πρὸς λῆμμα βλέπων, πρὸς ἀργύριον κεχηνώς, μηδὲν μέρος
ἔχων ἄπρατον, εὔωνος, ῥᾴδιος, πρόσοδον τὴν πολιτείαν πε-
ποιημένος· ὕπουλος, δολερός, ἐπίβουλος, κακοήθης,
ΚΛΕΩΝΥΜΟΣ
χυλοῖς.
ἐντεῦθεν, κύριε, καὶ τοὺς οὐκ ἀξίους ἀναγ-
κάζομαι χωρεῖν· χωρῆσαι θέλω μεθ' ὧν φέρω πάντων καὶ
θεόν. χάρισαι τῇ γῇ, κἂν οὐ σεαυτόν, οὐ γὰρ σὲ χωρεῖν
ὑπομένω, σαυτοῦ τινα ἱερὰν ἀπόρροιαν. στοιχείων τιμιωτέ-
ραν τῶν ἄλλων τὴν γῆν μεταποίησον. μόνῃ γὰρ αὐχεῖν τῶν
ἀπὸ σοῦ πρέπει τὰ πάντα παρεχούσῃ».
τοσαῦτα μὲν τὰ στοιχεῖα εἶπεν· ὁ δὲ θεὸς ἱερᾶς ἐν
515
ἐκ δ' Ἑρμοῦ τὴν Ἶσιν, ἐκ δὲ τοῦ Κρόνου τὸν Τυφῶνα καὶ τὴν Νέφθυν,
διὸ καὶ τὴν
τρίτην τῶν ἐπαγομένων ἀποφράδα νομίζοντες οἱ βασιλεῖς οὐκ
ἐχρημάτιζον οὐδ' ἐθερά-
πευον αὑτοὺς μέχρι νυκτός. Γήμασθαι δὲ τῷ Τυφῶνι τὴν Νέφθυν, Ἶσιν δὲ
καὶ Ὄσιριν
ἐρῶντας ἀλλήλων καὶ πρὶν ἢ γενέσθαι κατὰ γαστρὸς ὑπὸ σκότῳ συνεῖναι.
(Ἔνιοι δέ
φασι καὶ τὸν Ἀρούηριν οὕτω γεγονέναι καὶ καλεῖσθαι πρεσβύτερον
Ὧρον ὑπ' Αἰ-
γυπτίων, Ἀπόλλωνα δ' ὑφ' Ἑλλήνων.)
13 Βασιλεύοντα δ' Ὄσιριν Αἰγυπτίους μὲν εὐθὺς ἀπόρου βίου καὶ
θηριώδους ἀπαλ-
λάξαι, καρπούς τε δείξαντα καὶ νόμους θέμενον αὐτοῖς καὶ θεοὺς
διδάξαντα τιμᾶν·
ὕστερον δὲ γῆν πᾶσαν ἡμερούμενον ἐπελθεῖν, ἐλάχιστα μὲν ὅπλων
δεηθέντα, πειθοῖ δὲ
τοὺς πλείστους καὶ λόγῳ μετ' ᾠδῆς πάσης καὶ μουσικῆς θελγομένους
προσαγόμενον·
ὅθεν Ἕλλησι δόξαι Διονύσῳ τὸν αὐτὸν εἶναι. Τυφῶνα δ' ἀπόντος μὲν
οὐδὲν Νεωτερίζειν,
διὰ τὸ τὴν Ἶσιν εὖ μάλα φυλάττεσθαι καὶ προσέχειν ἐγκρατῶς ἔχουσαν,
ἐπανελθόντι
δὲ δόλον μηχανᾶσθαι, συνωμότας ἄνδρας ἑβδομήκοντα καὶ δύο
πεποιημένον καὶ συνεργὸν
ἔχοντα βασίλισσαν ἐξ Αἰθιοπίας παροῦσαν, ἣν ὀνομάζουσιν Ἀσώ. Τοῦ δ'
516
Ὀσίριδος
ἐκμετρησάμενον λάθρα τὸ σῶμα καὶ κατασκευάσαντα πρὸς τὸ μέγεθος
λάρνακα καλὴν
καὶ κεκοσμημένην περιττῶς εἰσενεγκεῖν εἰς τὸ συμπόσιον. Ἡσθέντων δὲ
τῇ ὄψει καὶ
θαυμασάντων, ὑποσχέσθαι τὸν Τυφῶνα μετὰ παιδιᾶς, ὃς ἂν
ἐγκατακλεισθεὶς ἐξισωθῇ,
διδόναι δῶρον αὐτῷ τὴν λάρνακα. Πειρωμένων δὲ πάντων καθ' ἕκαστον,
ὡς οὐδεὶς
ἐνήρμοττεν, ἐμβάντα τὸν Ὄσιριν κατακλιθῆναι.
ἀπέλυσε τοῦ
χρέους, ὄντος πολλοῦ πλήθους ἀνθρώπων ἐν ταῖς φυλακαῖς. (3) τὴν δὲ
χώραν ἅπασαν εἰς
ἓξ καὶ τριάκοντα μέρη διελών, ἃ καλοῦσιν Αἰγύπτιοι νομούς, ἐπέστησεν
ἅπασι νομάρχας τοὺς
ἐπιμελησομένους τῶν τε προσόδων τῶν βασιλικῶν καὶ διοικήσοντας
ἅπαντα τὰ κατὰ τὰς
ἰδίας μερίδας. (4) ἐπελέξατο δὲ καὶ [τούτων] τῶν ἀνδρῶν τοὺς ταῖς ῥώμαις
διαφέροντας
καὶ συνεστήσατο στρατόπεδον ἄξιον τοῦ μεγέθους τῆς ἐπιβολῆς· κατέγραψε
ιαʹ. ΦΙΛΩΝΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΑΡΕΤΗΣ ΤΩΝ ΠΑΡ'
ΙΟΥΔΑΙΟΙΣ ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΝΤΩΝ
μεγά-
λους καὶ πολυανθρώπους ὁμίλους. ἔστι δ' αὐτοῖς ἡ προαίρεσις οὐ γένει
(γένος γὰρ ἐφ' ἑκουσίοις οὐ γράφεται), διὰ δὲ ζῆλον ἀρετῆς καὶ
φιλανθρωπίας
ἵμερον. Ἐσσαίων γοῦν κομιδῇ νήπιος οὐδεὶς ἀλλ' οὐδὲ πρωτογένειος
ἢ μειράκιον, ἐπεὶ τά γε τούτων ἀβέβαια ἤθη τῷ τῆς ἡλικίας ἀτελεῖ
συννεωτερί-
ζονται· τέλειοι δ' ἄνδρες καὶ πρὸς γῆρας ἀποκλίνοντες ἤδη, μηκέθ' ὑπὸ
τῆς
τοῦ σώματος ἐπιρροῆς κατακλυζόμενοι μηδ' ὑπὸ τῶν παθῶν ἀγόμενοι,
τὴν
ἀψευδῆ δὲ καὶ μόνην ὄντως ἐλευθερίαν καρπούμενοι. μάρτυς δὲ τῆς
ἐλευ-
θερίας αὐτῶν ὁ βίος. ἴδιον οὐδεὶς οὐδὲν ὑπομένει κτήσασθαι τὸ παράπαν,
οὐκ οἰ-
κίαν, οὐκ ἀνδράποδον, οὐ χωρίον, οὐ βοσκήματα, οὐχ ὅσα ἄλλα
παρασκευαὶ καὶ
χορηγίαι πλούτου· πάντα δ' εἰς μέσον ἀθρόα καταθέντες κοινὴν
καρποῦνται
τὴν ἁπάντων ὠφέλειαν. οἰκοῦσι δ' ἐν ταὐτῷ, κατὰ θιάσους ἑταιρίας καὶ
συσσίτια πεποιημένοι, καὶ πάνθ' ὑπὲρ τοῦ κοινωφελοῦς πραγματευόμενοι
δια-
τελοῦσιν. ἀλλ' ἑτέρων ἕτεραι πραγματεῖαι, αἷς ἐπαποδύντες ἀόκνως δι-
αθλοῦσιν, οὐ κρυμόν, οὐ θάλπος, οὐχ ὅσα ἀέρος νεωτερίσματα
προφασιζόμενοι·
θείαν
φιλανθρωπίαν ἐν τῇ πρὸς ἀλλήλους συγγνώμῃ ἀπαλειφθέντων τῶν κατ-
ηγορουμένων σπεισώμεθα καὶ τὰ περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν, οὗ
ἕνεκεν δεῦρο συνεληλύθαμεν.» ταῦτα εἰπὼν ὁ βασιλεὺς τὴν ἑκάστου
γραφὴν ἀργεῖν καὶ τὰ βιβλία καυθῆναι προσέταξε· καὶ ἡμέραν ὥρισε,
καθ'
ἣν ἐχρῆν λῦσαι τὰ ἀμφισβητούμενα.
Πρὸ δὲ τῆς προθεσμίας συνιόντες καθ' ἑαυτοὺς οἱ ἐπίσκοποι μετεκα-
λοῦντο τὸν Ἄρειον· καὶ προτιθεμένων εἰς τὸ κοινὸν ὧν ἐδόξαζον
διελέγοντο.
οἷα δὲ εἰκὸς εἰς διαφόρους ζητήσεις περιισταμένης τῆς διασκέψεως, οἱ
μὲν
μηδὲν Νεωτερίζειν περὶ τὴν ἀρχῆθεν παραδοθεῖσαν πίστιν
συνεβούλευον, καὶ
μάλιστα οἷς τὸ τῶν τρόπων ἁπλοῦν ἀπεριέργως εἰσηγεῖτο προσίεσθαι τὴν
εἰς τὸ θεῖον πίστιν· οἱ δὲ ἰσχυρίζοντο μὴ χρῆναι ἀβασανίστως ταῖς πα-
λαιοτέραις δόξαις ἕπεσθαι.
νεώτερος ἤμην μεταβαλὼν εἰς γῆρας ἦλθον βίον ἀκηλίδωτον καὶ πολιὰν
φρόνησιν κεκτημένος. ὅμως οὕτω προκόψας Οὐκ εἶδον δίκαιον
ἐγκαταλε-
λειμμένον. [τὰ δ' ἄλλα ὁμοίως τῷ πρώτῳ.]
Ps 36,25c.26
[ἐγκαταλελειμένον] τῷ τὸν θεὸν ἔχειν τρέφοντα καὶ ἄρτους θείους
παρέχοντα, ὡς μὴ ζητῆσαί ποτε ἄρτους τὸ τοῦ δικαίου σπέρμα τουτέστιν
τοὺς κατὰ διδασκαλίαν γεγενημένους. ὅλην γοῦν τὴν ζωὴν ἑαυτοῦ
κατάστασιν οὖσαν ἀκριβῆ τε καὶ δεδοκιμασμένην ἐγνωσμένην πᾶσιν
ἐργάζεται· καὶ οὕτως ὅλην τὴν ἡμέραν ἐλεεῖ κοινωνικὸς ὤν, καὶ δανείζει
ἤτοι μαθήματα θεῖα τοῖς ἀκροωμένοις ἢ θεῷ κατὰ τὸ Ἐλεῶν πτωχὸν θεῷ
δανείζει, ἐπὶ τῷ κερδῆσαι
ΣΚΥΘΙΚΑ.
Exc. De sentent.:
τύχας ἀνδρῶν καὶ καταστάσεις πόλεων
καὶ ἐθνῶν νεωτερίζουσαι ἐλάττους τε ὁμοίως καὶ δια-
φερόντως περὶ εἰρήνην πόλεμον συμβαίνουσιν ἄγοντος
τοῦ χρόνου μηδεμιᾶς· ἀλλὰ μετατρέποντος ἄλλῃ ἄλ-
λους πρός τε τὸ ἄμεινον· καὶ μὴν τὰ γιγνόμενα ἐν τοῖς
ἀνθρωπείοις ἄριστοι γνώμην οἱ μὴ χαλε-
ποὶ δέξασθαι τὰς ἐξαλλαγὰς τῶν ἡμερῶν καὶ χρόνων·
μηδὲ ἐτῶν τούτους ὅσοι πολέμου τε καὶ στρατοπέδων
ἐξηγοῦνται μνήμῃ προγενομένων ἔχειν ἐπὶ τὰ συμφο-
ρώτατα ἑκάστους καὶ τοῖς προσπίπτουσιν κακου..της
τῶν ἱστορηθέντων νεωτέρων τε καὶ παλαιοτέρων .. πρὸς
δὲ τοὺς κατα...
Priscus Hist., Rhet., Frag. (2946: 002)“Prisci Panitae Frag. a”, Ed.
Bornmann, F.Florence: Le Monnier, 1979.Frag. 1a, l. 6
διάβασις τοῦ βασιλέως εἰς τὴν Ἀσίαν καὶ διόρθωσις τῶν ἐκεῖ
φέροντες» ἀντὶ τοῦ χαριζόμενοι ἑαυτοῖς. Ὅτι δὲ ἦρα τὴν χάριν λέγει καὶ
τὸ
ἐραστὸν δέ, [καὶ ὅτι ἐκ τοῦ ἦρ ἡ χάρις ἡ τοιαύτη λέξις γίνεται, ἢ μᾶλλον
ἐκ
τοῦ ἐρῶ, τὸ ἐπιθυμῶ, ἵνα ὥσπερ ἐκ τοῦ κόπτω καὶ ξέω καὶ τρυπῶ κόπανα
καὶ ξόανα καὶ τρύπανα, οὕτω καὶ ἐρῶ ἤρανα καὶ κατὰ ἀποκοπὴν ἦρα],
προ-
δεδήλωται. ἐκ δὲ τοῦ θυμός καὶ τοῦ ἦρα ἔοικε συγκεῖσθαι τὸ θυμῆρες, ὡς
καὶ
ἀλλαχοῦ φαίνεται. Τοῦ δὲ «ἀφεστᾶσιν» ἑρμηνεία καὶ νῦν τὸ «οὐδὲ
μάχονται».
Σημείωσαι δὲ καὶ ὅτι τῶν βασιλέων ἐξελθόντων καὶ φανέντων γίνεταί τι
ἀγαθὸν καὶ ἀνδρίζονται οἱ τοῦ δευτέρου στίχου τῶν νεῶν καὶ ποιοῦσι τὰ
δηλωθη-
σόμενα μετὰ ταῦτα, θαρρήσαντες ἢ καὶ ὀτρυνθέντες τοῖς ἐκ τοῦ αἰγιαλοῦ
ἀνελθοῦσι στρατηγοῖς. (v. 135 s.) Διὸ κἀνταῦθα ὁ θαλάσσιος Ποσειδῶν
ἐπιφανῆναι λέγεται παλαιῷ φωτὶ ἐοικώς, ἐπεὶ μηδὲ νεωτερίζονται πρὸς
μάχην
οἱ βασιλεῖς, ἀλλὰ πρὸς φρόνησιν μόνην γηραιῷ πρέπουσαν ἀνδρὶ εὔθετοί
εἰσι.
καὶ τοιοῦτος ἐπιφανεὶς λέγει ἃ λέγει καὶ ποιεῖ ἃ ποιεῖ. Ἔτι πρὸς τοῖς εἰρη-
μένοις σημειωτέον καί, ὡς πάνυ εὐμεθόδως ὁ ποιητὴς τοὺς ῥηθέντας
τέσσαρας
βασιλεῖς εἰς μάχην ἐξήγαγε καὶ οὐ πλείονάς τινας, διὰ τὸ ἐξαρκεῖν μόνους
αὐτοὺς εἰς ὃ θέλει. Νέστωρ μὲν γὰρ προὐβάλλετο εὑρεῖν «εἴ τι νόος
ῥέξει»,
ὁ δὲ βασιλεὺς ἐπεχείρησεν εὑρεῖν τὸ προβληθέν, Ὀδυσσεὺς δὲ ἐξήλεγξεν
αὐτὸν
ὡς οὐ καλῶς εὑρηκότα, Διομήδης δὲ τελειοῖ τὴν εὕρεσιν καὶ λέγει τὸ
ποιητέον,
ἐκεῖ, ἀλλ' ἰδοὺ ἡ μήτηρ οὐκ ἀφίησιν ἀζημίους τοὺς δαπανῶντας τὸν
ἐκείνου βίον, ἀλλὰ παρέλκει ἐξ
αὐτῶν δεξιῶς, ὡς ὁ μὲν ἄν τις ἐρεῖ δῶρα προικῷα, εἰπεῖν δ' ἀληθῶς,
ἐπιθανατίους δωρεάς. μικρὸν
γὰρ ὅσον καὶ τεθνήξονται οἱ δόντες. (Vers. 281.) διὸ καὶ γήθησεν
ἐνταῦθα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, καθὰ καὶ αὐτὸς ἐν Φαίαξιν ἐποίει,
θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι.
(Vers. 283.) νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα. συνίησι γὰρ ὁ περίφρων τὰ τῆς
δαΐφρονος γυναικός. ὑπούλου
δὲ πάντως ἤθους καὶ τὸ διὰ δῶρα θέλγειν θυμὸν μειλιχίοις λόγοις, ἄλλα
δὲ νοεῖν. καί πως οὐ μακράν
ἐστι τοῦ εὖ μὲν βάζειν, κακῶς δ' ὄπιθε φρονεῖν, καὶ τοῦ ἐσθλὰ μὲν
ἀγορεύειν, κακὰ δὲ βυσσοδομεύειν.
εἰ καὶ ἁπαλώτερον τοῦτο ἤ περ ἐκεῖνα διὰ τὸ κερδαλέου ἤθους εἶναι, οὐ
μὴν φονικοῦ. (Vers. 275.)
Τὸ δὲ, οὐχ' ἥδε δίκη, ὅμοιον τῷ, οὐχ' ἥδε θέμις, οὐχ' ὅδε νόμος, οὐχ' ὅδε
τρόπος, καὶ τοῖς τοιούτοις.
Τὸ δὲ πάροιθεν ἐντρεπτικόν ἐστιν, ὡς τῶν μνηστήρων καινιζόντων καὶ
πρεσβεῖον ἀθετούντων δίκης,
ἣ τὸ πάροιθεν ἤγουν ἀνέκαθεν ἐκ παλαιτάτων χρόνων τέτυκτο.
νεωτερίζουσι δὲ πάντως οἱ οὕτω καινί-
ζοντες καὶ εἰσὶν αὐτόχρημα νεωτεροποιοί. (Vers. 276.) Τὸ δὲ, ἀγαθὴν
γυναῖκα, καὶ τὸ, ἀφνειοῦ
θύγατρα, καὶ τὸ, μνηστεύειν ἐθέλωσι, καὶ τὸ ἀλλήλοις ἐρίσωσι,
παρατετηρημένως κεῖνται. εἰκὸς γὰρ
δαπανᾶν τὰ γυναικὸς τοὺς μνηστῆρας καὶ μὴ ἐθέλειν διδόναι, εἴ περ μὴ
ἀγαθὴ ἐκείνη γυνὴ, μηδὲ ἐκ
πλουσίων, μηδὲ αὐτὴ ἀξιοῦται μνηστεύεσθαι, μηδὲ οἱ ἐρῶντες ἐρίζουσιν.
εἰ δὲ ἀγαθὴ ἡ γυνὴ, ἕδνα
πάντως καὶ ἐθέλει καὶ ἀξία ἐστὶ λαβεῖν. ὁμοίως καὶ ἐὰν θυγάτηρ ἀφνειοῦ
πατρός. οὐ γὰρ ἂν αἰσχυ-
νεῖ αὐτὸν πατρῷον ὄλβον. οὕτω δὲ καὶ ἐὰν ἐκεῖνοι μνηστεύειν ἐθέλωσιν.
οὐ γὰρ ἀνάεδνοι τεύξοιντ' ἂν
τοῦ θελητοῦ. (Vers. 277.) πολλῷ δὴ πλέον καὶ, εἴ περ ἀλλήλοις ἐρίζουσι.
τότε γὰρ, ὡς ἐν συναλλαγῇ,
χαρίσηται ἂν ἡ γυνὴ τῷ διδόντι πλείονα. (Vers. 278.) Τὸ δὲ, αὐτοὶ τοί γε
ἀπάγουσι βόας καὶ ἑξῆς,
ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, τίς ἡ δίκη τῶν μνηστήρων πάροιθεν ἦν, ἵνα σαφὲς
γένηται τὸ τῆς γυναικὸς βού-
λημα, καὶ μὴ προσποιήσαιντο ἀγνοεῖν αὐτὸ οἱ μνηστῆρες. Τὸ δὲ, αὐτοὶ
τοί γε, ὅμοιον τῷ αὐτοὶ αὐτοὶ,
563
ΟΙ ΛΥΔΟΙ.
Εφραίμ Σύρος θεολόγος. In illud: Attende tibi ipsi (capita xii) “Ὁσίου
Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔργα, vol. 2”, Ed. Phrantzoles, Konstantinos
G.Thessalonica: Το περιβόλι της Παναγίας, 1989.Ch. 8, l. 129
568
δι' ἕνα γε τοῦτον· τοῦτο μὲν καὶ διὰ τὴν τῆς βασιλείας μονιμω-
τέραν διαδοχὴν, τοῦτο δὲ καὶ διὰ τὴν εὐφυΐαν τῆς γνώμης, τοῦτο
δὲ καὶ διὰ τὸ τῆς ὄψεως κάλλος· ἴσως δὲ καὶ διὰ τὴν ὁμωνυμίαν·
ὥστε δι' αὐτά γε ταῦτα καὶ παρ' ἑαυτῷ τρέφειν ἔκρινε δεῖν ἐν
παιδείᾳ βασιλικῇ καὶ ἅμα τῇ νύκτωρ καὶ μεθ' ἡμέραν αὐτοῦ
διηνεκῶς θεωρίᾳ τρυφᾷν καὶ ἀγάλλεσθαι. (Β.) Ἐπεὶ δὲ καὶ ἐς
τὸν ἔφηβον ἧκεν ὁ νέος Ἀνδρόνικος, ἐν ᾧ τῆς ἡλικίας ἀκμαιότε-
ρον αἱ ἡδοναὶ κατὰ τῆς φύσεως ἐπανίστανται καὶ ζητοῦσιν ἐλευ-
θερίαν μηδὲν ἐπιφερομένην κεκολασμένον, καὶ μάλιστα ἐν ἀξίᾳ
βασιλικῇ καὶ ἀνθούσῃ νεότητι, τότε δὴ πολλὴ τοῖς ἡλικιώταις
ἦν ἐξουσία πάντα κατ' ἔφεσιν ὑφηγεῖσθαι, ὁπόσα νεωτερίζουσι
γνῶμαι τῇ βουλήσει πάντα παραμετρούμεναι καὶ ὅλους χαλινοὺς
αἰδοῦς ἀποπτύουσαι. καὶ πρῶτα μὲν ἤρξαντο παρεξάγειν αὐτὸν
ἐς περιπάτους καὶ θέατρα καὶ κυνηγέσια· ἔπειτα ἐς νυκτερινὰς
περιπλανήσεις οὐ πάνυ τοι βασιλεῦσιν ἁρμοττούσας. αὗται δὲ
πολλὴν ἀπαιτοῦσι χρημάτων δαπάνην· τὸ δ' οὐκ ἦν εὐπετὲς, τοῦ
βασιλέως καὶ πάππου σταθμοῖς καὶ μέτροις οὐ πολὺ τὸ μεγαλο-
πρεπές τε καὶ φιλότιμον ἐπισυρομένοις τὴν ἡμερησίαν αὐτῷ χορη-
γοῦντος τροφήν. ἐντεῦθεν φιλίαι πρὸς Λατίνων
νεύματα: βουλεύματα.
νέφος: πλῆθος.
νεφώσεως: συννεφείας.
νεωκόρος: ὁ τὸν ναὸν κοσμῶν καὶ εὐτρεπίζων.κο-
ρεῖνγὰρ τὸ σαίρειν καὶ κοσμεῖν ἔλεγον.
νεωλέα: νεῶν συναγωγή.
νεώς: Ἀττικῶς ὁ ναός.
νεώσατε: ἀροτριάσατε.
νέωτα: τὸ ἐπιὸν ἔτος. ἤτοι εἰς τὸ μέλλον.
νεωτεροποιός: ἀντάρτης. τύραννος. ἐπιθέτης.
Νεωτερίζειν: καινὰ πράττειν.
Νεωτερίζει ὁ δεῖνα ἀντὶ τοῦ “μωρά τινα ποιεῖ”, καὶ Νεωτερίζει ἀντὶ
τοῦ “καινά τινα ποιεῖ”.
χρωτίζεται] χρωματίζει ChisParlChalc (cf. Th1/2Tr1/2 516a), ὁμοίαν
ποιεῖ Par, δοκιμάζει Va, καλλωπίζεται A, μετασχηματίζει (Cang).
ἐπασκεῖ] ἐκπαιδεύεται ChisCr, παιδεύεται RegPar, μετέρχεται
Cant.2lChalcHoHarl.5.
καρδίᾳ καὶ ἰσχύϊ καὶ ψυχῇ αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον Μωσέως καὶ τὸ
πάσχα ἐποίησεν, οἷον οὐ γέγονεν ἀπὸ τῶν χρόνων Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ
καὶ Σαμουήλ. ἐν ᾧ βόας ἔθυσε χιλιάδας ιβʹ, πρόβατα χιλιάδας ληʹ.
καὶ κατωρθώθη τὰ ἔργα Ἰωσίου ἐνώπιον κυρίου ἐν καρδίᾳ πλήρει
εὐσεβείας. πλὴν οὐκ ἀπεστράφη κύριος ἀπὸ θυμοῦ τῆς ὀργῆς αὐτοῦ,
οὗ ἐθυμώθη ἐν τῷ Ἰούδᾳ ἐπὶ τοὺς παροργισμούς, οὓς παρώργισεν
αὐτὸν Μανασσῆς.
Ἰῶτα:τὸ στοιχεῖον, τὸ γράμμα.
Ἰωτάπατα:τόπος τις. καὶἸωταπατηνός.
Ἰωτόμης.ἐδεῖτο δὲ τὸ πλῆθος προσωτάτω Ἀρμενίας ἀπαλ-
λάξαι Ἰωτόμην, ὡς οὔποτ' ἂν ἀποσχόμενον τοῦ Νεωτερίζειν, εἰ τύχοι
ὢν ἔνδημος.
τύραννος τῶν ὑφ' ἑωυτῷ ὄντων πολιητέων τὰ τέκνα καὶ τὰς γυναῖκας
579
Νεωτεροποιός, νεωτεροποιία
πρὸ τῆς ἐχθὲς καὶ τρίτης, ἀφ' οὗ τὸν θεὸν ἄρξασθαι διαλέγεσθαι ὡς
θεράποντι αὐτῷ (Exod. 4, 10). τοῖς μὲν γὰρ εἰς τὸν τοῦ βίου σάλον
καὶ κλύδωνα παρεληλυθόσιν ἐπινηχομένοις ἀνάγκη φορεῖσθαι, μηδενὸς
ἐχυροῦ τῶν ἐπιστήμης ἐνειλημμένοις, εἰκότων δὲ καὶ πιθανῶν ἠρτη-
μένοις· τῷ δὲ θεοῦ θεραπευτῇ πρεπῶδες ἀληθείας περιέχεσθαι, τὴν τῶν
εὐλόγων εἰκαστικὴν καὶ ἀβέβαιον μυθοποιίαν χαίρειν ἐῶντι. τί οὖν
καὶ τὸ ἐν τούτοις ἀληθές; κακίαν ἀρετῆς χρόνῳ μὲν εἶναι πρεσβυτέραν,
δυνάμει δὲ καὶ ἀξιώματι νεωτέραν. ὅταν μὲν οὖν ἡ γένεσις ἀμφοῖν
εἰσάγηται, προεκτρεχέτω ὁ Κάιν· ὅταν δὲ ἐπιτηδεύσεων σύγκρισις
ἐξετάζηται, φθανέτω ὁ Ἄβελ. γενομένῳ γὰρ τῷ ζῴῳ συμβέβηκεν εὐθὺς
ἔτ' ἐκ σπαργάνων, ἄχρις ἂν ἡ νεωτεροποιὸς ἀκμῆς ἡλικία τὸν ζέοντα
φλογμὸν τῶν παθῶν σβέσῃ, συντρόφους ἔχειν ἀφροσύνην ἀκολασίαν
ἀδικίαν φόβον δειλίαν, τὰς ἄλλας συγγενεῖς κῆρας, ὧν ἑκάστην ἀνατρέ-
φουσι καὶ συναύξουσι τιτθαὶ καὶ παιδαγωγοὶ καὶ ἐθῶν καὶ νομίμων
εὐσέβειαν μὲν ἐλαυνόντων δεισιδαιμονίαν δὲ πρᾶγμα ἀδελφὸν ἀσεβείᾳ
κατασκευαζόντων εἰσηγήσεις καὶ θέσεις. ὅταν δὲ ἤδη παρηβήσῃ καὶ
ἡ τῶν παθῶν παλμώδης νόσος χαλάσῃ, καθάπερ νηνεμίας ἐπιγενομένης,
ἄρχεταί τις γαλήνην ἄγειν ὀψὲ καὶ μόλις βεβαιότητι ἀρετῆς ἱδρυθείς, ἣ
τὸν ἐπάλληλον καὶ συνεχῆ σεισμόν, βαρύτατον κακὸν ψυχῆς, ἐπράυνεν.
οὕτως μὲν δὴ τὰ χρόνου πρεσβεῖα οἴσεται κακία, τὰ δὲ ἀξιώματος καὶ
τιμῆς καὶ εὐκλείας ἡ ἀρετή.
παιδαρίου τινός, οὐχ ἑνός, ἀλλ' ὑπὸ παντὸς τοῦ Νεωτερίζειν καὶ τὰ καλὰ
χλευάζειν ἀκμὴν ἔχοντος· “ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ | τὸν οἶνόν
σου” (I Reg. 1, 14)· φιλεῖ γὰρ τοῖς θεοφορήτοις οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον
ἐγείρεσθαι καὶ ὥσπερ ἐξοιστρᾶν, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα ἐνερευθὲς εἶναι καὶ
πεπυρωμένον τῆς ἔνδον ἀναχεούσης καὶ χλιαινούσης χαρᾶς τὸ πάθος
εἰς τὸ ἔξω διαδιδούσης· ὑφ' οὗ πολλοὶ τῶν ἀφρόνων ἀπατηθέντες τοὺς
νήφοντας μεθύειν ὑπετόπασαν. καίτοι γε ἐκεῖνοι μὲν τρόπον τινὰ μεθύ-
ουσιν οἱ νήφοντες τὰ ἀγαθὰ ἀθρόα ἠκρατισμένοι καὶ τὰς προπόσεις
παρὰ τελείας ἀρετῆς δεξάμενοι, οἱ δὲ τὴν ἀπὸ οἴνου μεθύοντες μέθην
ἄγευστοι φρονήσεως διετέλεσαν νηστείαν συνεχῆ καὶ λιμὸν αὐτῆς
ἄγοντες.
εἰκότως οὖν ἀποκρίνεται πρὸς τὸν νεωτεροποιὸν καὶ γέλωτα τιθέμενον
τὸν σεμνὸν καὶ αὐστηρὸν αὐτῆς βίον· ὦ θαυμάσιε, “γυνὴ ἡ σκληρὰ
ἡμέρα ἐγώ εἰμι, καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα, καὶ ἐκχεῶ τὴν
ψυχήν μου ἐνώπιον κυρίου” (I Reg. 1, 15)· παμπόλλη γε παρρησία τῆς
ψυχῆς, ἣ τῶν χαρίτων τοῦ θεοῦ πεπλήρωται. πρῶτον μέν γε “σκληρὰν
ἡμέραν” εἶπεν ἑαυτὴν πρὸς τὸ χλευάζον ἀπιδοῦσα παιδάριον – τούτῳ
γὰρ καὶ παντὶ ἄφρονι τραχεῖα καὶ δύσβατος καὶ ἀργαλεωτάτη νενόμισται
ἡ ἐπ' ἀρετὴν ἄγουσα ὁδός, καθὰ καὶ τῶν παλαιῶν τις ἐμαρτύρησεν
εἰπών·
quae supersunt, vol. 2”, Ed. Wendland, P.Berlin: Reimer, 1897, Repr.
1962.Se. 6, l. 2
προβεβηκὼς καὶ κύριος εὐλόγησε τὸν Ἀβραὰμ κατὰ πάντα” (Gen. 24, 1).
τοῦτό μοι δοκεῖ τὸ προκείμενον αἰτίας ἀπόδοσις εἶναι, δι' ἣν πρεσβύ-
τερος ἐλέχθη ὁ σοφός· ἐπιφροσύνῃ γὰρ θεοῦ τὸ λογικὸν τῆς ψυχῆς
μέρος ὅταν εὖ διατεθῇ καὶ μὴ καθ' ἓν εἶδος ἀλλὰ κατὰ πάσας τὰς
αὐτοῦ υἱὸς” ἀρὰς χαλεπωτάτας τίθεται· τῷ γὰρ ὄντι ὅταν ὁ νοῦς νήψῃ,
κατὰ τὸ ἀκόλουθον εὐθὺς αἰσθάνεται ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία
πρότερον εἰργάζετο, ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε. τίνι
μέντοι καταρᾶται, σκεπτέον· ἓν γάρ τι καὶ τοῦτο τῶν ἐρεύνης ἀξίων
ἐστίν, ἐπειδήπερ οὐ τῷ δοκοῦντι ἡμαρτηκέναι παιδί, ἀλλὰ τῷ ἐκείνου
μὲν υἱῷ, ἑαυτοῦ δὲ υἱωνῷ, οὗ φανερὸν οὐδὲν εἴς γε τὸ παρὸν ἀδίκημα,
οὐ μικρὸν οὐ μέγα, δεδήλωκεν· ὁ μὲν γὰρ ἐκ περιεργίας ἰδεῖν τὸν πατέρα
γυμνὸν ἐθελήσας καὶ γελάσας ἃ εἶδε καὶ ἐκλαλήσας τὰ δεόντως ἡσυχα-
σθέντα ὁ υἱὸς ἦν τοῦ Νῶε Χάμ, ὁ δὲ ἐφ' οἷς ἕτερος ἠδίκησε τὰς
αἰτίας ἔχων καὶ τὰς ἀρὰς καρπούμενος Χαναάν ἐστι· λέγεται γὰρ “ἐπι-
κατάρατος Χαναάν· παῖς οἰκέτης [δοῦλος δούλων] ἔσται τοῖς ἀδελφοῖς
αὐτοῦ” (Gen. 9, 25). τί γὰρ ἡμάρτηκεν, ὡς ἔφην, οὗτος;
πώτατον δ' ἐπιθυμία· διὸ τῶν μὲν ἄλλων ἕκαστον θύραθεν ἐπεισιὸν
καὶ προσπῖπτον ἔξωθεν ἀκούσιον εἶναι δοκεῖ, μόνη δ' ἐπιθυμία τὴν
ἀρχὴν ἐξ ἡμῶν αὐτῶν λαμβάνει καὶ ἔστιν ἑκούσιος. τί δ' ἐστὶν ὃ
λέγω; τοῦ παρόντος καὶ νομισθέντος ἀγαθοῦ φαντασία διεγείρει καὶ
διανίστησι τὴν ψυχὴν ἠρεμοῦσαν καὶ σφόδρα μετέωρον ἐξαίρει καθάπερ
ὀφθαλμοὺς φῶς ἀναστράψαν· καλεῖται δὲ τουτὶ τὸ πάθος αὐτῆς ἡδονή.
τὸ δ' ἐναντίον ἀγαθῷ κακόν, ὅταν ἐκβιασάμενον πληγὴν ἐπενέγκῃ
καίριον, συννοίας καὶ κατηφείας εὐθὺς αὐτὴν ἀναπίμπλησιν ἄκουσαν·
σίζου νῦν ἄμητον, τὸν ἀπροφάσιστον οὐκ εἰς μακρὰν ἐνδεξόμενος αὐτὸς
τῇ κεφαλῇ· συγκομιδὴν αἰτιῶ καρπῶν καὶ τὰς εἰς τὴν ἡμετέραν ἄφιξιν
παρασκευάς· εἰ γὰρ ἀφορία παντελὴς ἐπέσχε τὴν Ἰουδαίαν, οὐκ ἦσαν
αἱ πλησιόχωροι τοσαῦται καὶ οὕτως εὐδαίμονες ἱκαναὶ χορηγεῖν τὰ ἐπι-
τήδεια καὶ τὴν μιᾶς ἔνδειαν ἀναπληρῶσαι; ἀλλὰ τί προανίσταμαι τῶν
χειρῶν; τί δέ μου τῆς γνώμης προαισθάνονταί τινες; ὁ μέλλων τὰ
ἐπίχειρα καρποῦσθαι γινωσκέτω πρῶτος ἐξ ὧν ἂν πάθῃ. παύομαι λέγων,
φρονῶν δὲ οὐ παύσομαι.” καὶ μικρὸν ὅσον ἐπισχών τινι τῶν πρὸς ταῖς
ἐπιστολαῖς ὑπέβαλε τὰς πρὸς Πετρώνιον ἀποκρίσεις, ἐπαινῶν αὐτὸν ὅσα
591
ἐκεῖνον ἀπέδειξαν. ταῦτα ἠνίασε μὲν τοὺς Ῥωμαίους, οὐ μὴν καὶ εἰς
πόλεμον ἐξηρέθισε.
Τὴν δὲ Μακεδονίαν Ἀνδρίσκος τις ἐξ Ἀτραμυττίου φύς, τῷ Περσεῖ
δ' ἐμφερὴς τὸ εἶδος γενόμενος καὶ παῖς εἶναι ἐκείνου πλαττόμενος καὶ
Φίλιππον ἑαυτὸν ὀνομάζων, ἐπὶ πλεῖστον ἀπέστησε. τὸ μὲν γὰρ πρῶτον
ἐς τὴν Μακεδονίαν ἐλθὼν ταράττειν αὐτὴν ἐπειρᾶτο, ὡς δὲ οὐδεὶς προς-
εῖχεν αὐτῷ, πρὸς τὸν Δημήτριον εἰς τὴν Συρίαν ἐτράπετο, ὡς ἐξ ἐκείνου
διὰ τὸ γένος βοηθείας τευξόμενος. συλληφθεὶς δὲ παρ' ἐκείνου καὶ εἰς
τὴν Ῥώμην πεμφθείς, ὅτι τε μὴ ὢν τοῦ Περσέως υἱὸς ἠλέγχθη καὶ ὅτι
οὐδέ τι ἕτερον εἶχεν ἄξιον λόγου, κατεφρονήθη. καὶ ἀφεθεὶς χεῖρά τε
συνήγαγεν ἀνθρώπων νεωτεροποιῶν καὶ πόλεις πολλὰς ἐπηγάγετο, καὶ
τέλος βασιλικὴν στολὴν περιθέμενος καὶ δύναμιν συγκροτήσας εἰς
Θρᾴκην ἀφίκετο, καὶ συχνοὺς μὲν τῶν αὐτονόμων, συχνοὺς δὲ καὶ τῶν
δυναστῶν τοῖς Ῥωμαίοις ἀχθομένους παραλαβὼν εἰς Μακεδονίαν
ἐνέβαλε καὶ αὐτὴν
[Joann. Antioch.]
λως δὲ ὢν νεωτεροποιός,
καινοτομεῖν ἐπήρθη πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γα-
μετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔν-
νοιαν. αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον
ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαι ἄλλως
τε καὶ νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα,
δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον
περιελθούσης τῆς ἡγεμονίας ἰδιω-
τεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος
καὶ ἄρχειν οὐκ ἐπιτηδείου ἔπεισε
οῦτο. διὸ δὴ ζῶν τε ὁμοίως ἔτι καὶ μετὰ τοῦτο τοῦ βίου παυσά-
μενος, κατ' ἴσον προσεκυνεῖτο τοῖς κρείττοσιν. Exc. de ins. n. 112
Muell. (p. 29 Cram.).
Ὅτι Ἀδριανὸς ἦν ἡδὺς μὲν ἐντυχεῖν, καὶ ἐπήνθει τις αὐτῷ χάρις,
τῇ τε Λατίνων καὶ Ἑλλήνων ἄριστα γλώττῃ χρώμενος· οὐ μὴν ἐπὶ
πρᾳότητι τρόπων ἐθαυμάζετο· περί τε τὴν τῶν δημοσίων χρημάτων
ἐσπουδακὼς ἄθροισιν. Exc. Val. 35 p. 818 (n. 113 M.), unde Suid. s. v.
Ἀδριανός 3.
Ὅτι Κάσσιος ὁ τῆς Συρίας ἡγούμενος, ἀνὴρ δεινὸς τὰ πολέμια,
πλεῖστά τε καὶ λόγου ἄξια κατὰ τὸν Παρθικὸν πόλεμον ἀποδειξά-
μενος, ἄλλως δὲ οὖν νεωτεροποιός, καινοτομεῖν ἐπήρθη, πρὸς τῆς
Φαυστίνης τῆς τοῦ Μάρκου γαμετῆς ἐς τήνδε προαχθεὶς τὴν ἔννοιαν.
αὐτὴ γὰρ τὸν Μάρκον ἀρρωστήσαντα τεθνήξεσθαί τε καὶ ἄλλως
νοσώδη ὄντα οἰηθεῖσα, δείσασά τε μὴ εἰς ἕτερον περιελθούσης τῆς
ἡγεμονίας ἰδιωτεύσῃ, τοῦ Κομόδου ἔτι νέου ὄντος καὶ ἄρχειν οὐκ
ἐπιτηδείου, ἔπεισε τὸν Κάσσιον, κρύφα πέμψασα τῶν αὐτῇ πιστῶν
τινάς, ἐπιθέσθαι τῇ βασιλείᾳ, ἢν αἴσθηται τὸν Μάρκον τεθνεῶτα,
συνοικήσειν τε αὐτῷ καὶ τἄλλα συμπράξειν ὑποσχομένη. ὅς, φήμης
τινὸς ψευδοῦς τεθνηκέναι οἱ δηλωσάσης τὸν βασιλέα, προεξανέστη
τῆς ἀληθείας, ἄκων τε πολέμιος ἀνεφάνη τῷ αὐτοκράτορι. τούτων
μὲν οὖν ἕνεκα ὁ Μάρκος τόν τε Κόμοδον ἐκ τῆς Ῥώμης διεπέμψατο,
εἴτε καὶ πάσῃ τῇ γενεᾷ διανεῖμαι τὴν ἀρχήν· ἐδόκει γὰρ ἐπικουρίας
τὸ πλῆθος τῶν προσώπων χρῄζειν.
Πρὶν δὲ ὁρίσαι τι περὶ τούτων Καίσαρα τελευτᾷ μὲν
ἡ Ἀρχελάου μήτηρ Μαλθακὴ νοσήσασα, παρὰ Οὐάρου δ' ἐκομί-
σθησαν ἐκ Συρίας ἐπιστολαὶ περὶ τῆς Ἰουδαίων ἀποστάσεως, ἣν
προϊδόμενος ὁ Οὔαρος, ἀνέβη γὰρ μετὰ τὸν Ἀρχελάου πλοῦν εἰς
Ἱεροσόλυμα τοὺς παρακινοῦντας καθέξων, ἐπειδὴ πρόδηλον ἦν τὸ
πλῆθος οὐκ ἠρεμῆσον, ἓν τῶν τριῶν ἀπὸ Συρίας ταγμάτων, ὅπερ
ἄγων ἧκεν, ἐν τῇ πόλει καταλείπει. καὶ αὐτὸς μὲν ὑπέστρεψεν
εἰς Ἀντιόχειαν, ἐπελθὼν δὲ ὁ Σαβῖνος ἀφορμὴν αὐτοῖς παρέσχεν
νεωτεροποιίας· τούς τε γὰρ φρουροὺς παραδιδόναι τὰς ἄκρας ἐβιά-
ζετο καὶ πικρῶς τὰ βασιλικὰ χρήματα διηρεύνα, πεποιθὼς οὐ μόνον
τοῖς ὑπὸ Οὐάρου καταλειφθεῖσι στρατιώταις, ἀλλὰ καὶ πλήθει δού-
λων ἰδίων, οὓς ἅπαντας ὁπλίσας ὑπηρέταις ἐχρῆτο τῆς πλεονεξίας.
ἐνστάσης δὲ τῆς πεντηκοστῆς, οὕτω καλοῦσίν τινα ἑορτὴν Ἰουδαῖοι
παρ' ἑπτὰ γινομένην ἑβδομάδας καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν προς-
ηγορίαν ἔχουσαν, οὐχ ἡ συνήθης θρησκεία συνήγαγεν τὸν δῆμον,
ἀλλ' ἡ ἀγανάκτησις. συνέδραμεν γοῦν πλῆθος ἄπειρον ἔκ τε τῆς
Γαλιλαίας καὶ ἐκ τῆς Ἰδουμαίας Ἱεριχοῦντός τε καὶ τῆς ὑπὲρ Ἰορ-
δάνην Περαίας, ὑπερεῖχεν δὲ πλήθει καὶ προθυμίαις ἀνδρῶν ὁ
607
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ϛʹ
αὐτῶν δεξιῶς, ὡς ὁ μὲν ἄν τις ἐρεῖ δῶρα προικῷα, εἰπεῖν δ' ἀληθῶς,
ἐπιθανατίους δωρεάς. μικρὸν
γὰρ ὅσον καὶ τεθνήξονται οἱ δόντες. (Vers. 281.) διὸ καὶ γήθησεν
ἐνταῦθα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς,
οὕνεκα τῶν μὲν δῶρα παρέλκετο, καθὰ καὶ αὐτὸς ἐν Φαίαξιν ἐποίει,
θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι.
(Vers. 283.) νόος δέ οἱ ἄλλα μενοίνα. συνίησι γὰρ ὁ περίφρων τὰ τῆς
δαΐφρονος γυναικός. ὑπούλου
δὲ πάντως ἤθους καὶ τὸ διὰ δῶρα θέλγειν θυμὸν μειλιχίοις λόγοις, ἄλλα
δὲ νοεῖν. καί πως οὐ μακράν
ἐστι τοῦ εὖ μὲν βάζειν, κακῶς δ' ὄπιθε φρονεῖν, καὶ τοῦ ἐσθλὰ μὲν
ἀγορεύειν, κακὰ δὲ βυσσοδομεύειν.
εἰ καὶ ἁπαλώτερον τοῦτο ἤ περ ἐκεῖνα διὰ τὸ κερδαλέου ἤθους εἶναι, οὐ
μὴν φονικοῦ. (Vers. 275.)
Τὸ δὲ, οὐχ' ἥδε δίκη, ὅμοιον τῷ, οὐχ' ἥδε θέμις, οὐχ' ὅδε νόμος, οὐχ' ὅδε
τρόπος, καὶ τοῖς τοιούτοις.
Τὸ δὲ πάροιθεν ἐντρεπτικόν ἐστιν, ὡς τῶν μνηστήρων καινιζόντων καὶ
πρεσβεῖον ἀθετούντων δίκης,
ἣ τὸ πάροιθεν ἤγουν ἀνέκαθεν ἐκ παλαιτάτων χρόνων τέτυκτο.
νεωτερίζουσι δὲ πάντως οἱ οὕτω καινί-
ζοντες καὶ εἰσὶν αὐτόχρημα νεωτεροποιοί. (Vers. 276.) Τὸ δὲ, ἀγαθὴν
γυναῖκα, καὶ τὸ, ἀφνειοῦ
θύγατρα, καὶ τὸ, μνηστεύειν ἐθέλωσι, καὶ τὸ ἀλλήλοις ἐρίσωσι,
παρατετηρημένως κεῖνται. εἰκὸς γὰρ
δαπανᾶν τὰ γυναικὸς τοὺς μνηστῆρας καὶ μὴ ἐθέλειν διδόναι, εἴ περ μὴ
ἀγαθὴ ἐκείνη γυνὴ, μηδὲ ἐκ
πλουσίων, μηδὲ αὐτὴ ἀξιοῦται μνηστεύεσθαι, μηδὲ οἱ ἐρῶντες ἐρίζουσιν.
εἰ δὲ ἀγαθὴ ἡ γυνὴ, ἕδνα
πάντως καὶ ἐθέλει καὶ ἀξία ἐστὶ λαβεῖν. ὁμοίως καὶ ἐὰν θυγάτηρ ἀφνειοῦ
πατρός. οὐ γὰρ ἂν αἰσχυ-
νεῖ αὐτὸν πατρῷον ὄλβον. οὕτω δὲ καὶ ἐὰν ἐκεῖνοι μνηστεύειν ἐθέλωσιν.
οὐ γὰρ ἀνάεδνοι τεύξοιντ' ἂν
τοῦ θελητοῦ. (Vers. 277.) πολλῷ δὴ πλέον καὶ, εἴ περ ἀλλήλοις ἐρίζουσι.
τότε γὰρ, ὡς ἐν συναλλαγῇ,
χαρίσηται ἂν ἡ γυνὴ τῷ διδόντι πλείονα. (Vers. 278.) Τὸ δὲ, αὐτοὶ τοί γε
ἀπάγουσι βόας καὶ ἑξῆς, ἑρμηνεία ἐστὶ τοῦ, τίς ἡ δίκη τῶν μνηστήρων
654
ὠνόμασε τὸν Φίλιππον· καὶ γὰρ τὸν Ὀδυσσέα διὰ τοῦτο σοφὸν
καλοῦμεν, ὅτι δόλοις καὶ πανουργίαις κέχρηται. σιωπήσας οὖν τὴν
σοφίαν ὅπερ ἦν ἔνδοξον, τὴν πανουργίαν εἶπεν ὅπερ ἐστὶν ἄδοξον. R
663
Νεωτερίζει:καινὰ πράττει.
Νεωτερίζειν.Θουκυδίδης· τῆς ἡμέρας τὸ πνῖγος ἐλύπει,
νύκτες δὲ μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον.
ὁ δὲ βάρβαρος οὐδὲ ἐπὶ τὴν νεωτερίζουσαν τὰ πράγματα τύχην ἔσχεν
ἀνενεγκεῖν τὴν αἰτίαν, ὡς ἂν ἔννομόν τινα καὶ ὕπαιθρον ἀγωνισάμενος
μάχην.
Νεωτερισμός.ἀνταρσία.
Νεώτερον:καινόν. ὁ δὲ ἔλεγε δεδιέναι ἂν ἀδόκητόν τι καὶ
νεώτερον κακὸν ἀπαντήσῃ.
Νεωτεροποιός:ἀντάρτης, τύραννος, ἐπιθέτης.
Νεώτερος:τὸ συγκριτικὸν ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ. ἀντὶ τοῦ νέος.
Νέπετος:πόλις Ἰταλίας. παρὰ Διονυσίῳ ἐν Ῥωμαϊκοῖς. τὸ ἐθνικὸν σεση-
μείωται· Νεπεσῖνος γάρ, τροπῇ τοῦ τ εἰς σ. Νέποδες:οἱ ἰχθύες. παρὰ τὸ
νε στερητικὸν καὶ τὸ ποῦς· ἄποδες γάρ εἰσιν. ἐν Ἐπιγράμμασι· πτηνὰ καὶ
ἀγροτέρων κέρδεα καὶ νεπόδων.
666
ΕΦΕΥΡΕΣΗ-ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ
• 67. Μιχαήλ Ψελλός De omnifaria doctrina (A.D. 11) Se. 130 line
9
• τὸ ὑπέκκαυμα καὶ τὸν περίγειον ἀέρα κἀντεῦθεν θερμότητος τοῖς
ὑποκειμένοις καθίσταται αἴτιος. τοῦ δὲ ὑπεκκαύματος καὶ τὴν
φύσιν καὶ τὸ ὄνομα αὐτὸς πρῶτος καὶ ἐφεῦρε καὶ ὠνόμασεν.
ὑπέκκαυμα οὖνλέγει τὴν ἀναπεμπομένην ἀπὸ τῆς γῆς ἀναθυμίασιν
θερμὴν καὶ ξηρὰν (10)καὶ οἶον καπνώδη. αὕτη οὖν ἡ καπνώδης
ἀναθυμίασις μέχρι τῆς σελήνης
• μασεν; ἐπεὶ καὶ τοῦτο πολυμερὲς, καὶ τὸ μὲν κρουνηδὸν ἀπὸ γλώτ-
της χεῖται, τὸ δ’ ἔνδον ἐν τῇ ψυχῇ κάθηται, περὶ ἄμφω κατὰ
τρόπον μερίζεται· καὶ διελὼν τὼ δύο, οὐκ ἐστὶν ἐφευρεῖν ὅτῳ
πλέον
προσέθετο, ἀλλ’ ᾧ τῶν μερῶν προσωμίλησε, τοῦτο τὸ πρωτεῖον
ἐδόκει ἔχειν κατὰ θατέρου· εἰ δέ τινά που εὗρε πηγὴν καὶ
κάτωθεν (15)
Σοφοκλής. Electra (0011: 005)“Sophocle, vol. 2”, Ed. Dain, A., Mazon,
P.Paris: Les Belles Lettres, 1958, Repr. 1968 (1st edn. rev.).
Line 1235
τὸ γὰρ ἥμερον καὶ πραῢ ἐκ τοῦ ἐπιλελῆσθαι τῶν εἰς αὐτὴν πεπλημμε-
λημένων ἐμφαίνεται. ὁ δὲ Πλάτων φησὶν ἐλεητώ· ἐλεήμων γὰρ ἡ θεὸς
καὶ πραεῖα καὶ πάντας ἐλεοῦσα. ὁ δὲ Ἀρίσταρχος παρὰ τὸ λῶ τὸ θέλω,
ἔνθεν τὸ λῇς ἀντὶ τοῦ θέλεις μετὰ τοῦ ιΕὐριπίδης καὶ τὸ λῇ τὸ θέλει
Δωρικῶς· ἐπειδὴ ὃ ἄν τις θέλῃ, παρ' αὐτῆς λαμβάνει. Λατώδ' ἐλέ-
γετο Καμάρα πόλις Κρήτης. πειθώ, φειδώ, χρειώ, βασιλώ. Κλειώ.
Καλυψώ. Δηώἡ Δημήτηρ· καὶ διφορεῖται· οἶδε γὰρ ἡ παράδοσις τὸ
ημετὰ τοῦ ικαὶ χωρίς. καὶ εἰ μὲν μὴ ἔχει τὸ ι, ἐστὶ παρὰ τὸ δήω
τὸ σημαῖνον τὸ εὑρίσκω· καὶ γὰρ ἡνίκα περιήρχετο εἰς ζήτησιν τῆς
θυγατρὸς αὐτῆς, κατ' εὐφημισμὸν ἔλεγον πάντες «δήεις» τουτέστιν εὑ-
ρήσεις· ἢ ἐπειδὴ αὕτη ἐφεῦρε τὸν σῖτον. εἰ δὲ ἔχει τὸ ι, γέγονε παρὰ
τὸ δαίω τὸ κόπτω κατὰ τροπὴν Ἰωνικὴν τοῦ αεἰς η· καὶ γὰρ ἡ Δη-
μήτηρ γῆ ἐστιν. ἡ δὲ γῆ διακόπτεται ἐν τῷ ἀποτριᾶσθαι. ἢ παρὰ τὸ
δαίω τὸ καίω, ὅτι μετὰ λαμπάδων ἐζήτει τὴν θυγατέρα. τινὲς δέ φα-
σιν, ὅτι ὑποκοριστικόν ἐστιν ἀπὸ τοῦ Δημήτηρ Δηώ ἀγνοοῦντες τὸν
σχηματισμὸν τῶν τοιούτων ὑποκοριστικῶν. τὰ γὰρ τοιαῦτα ὑποκορι-
στικὰ θέλει φυλάττειν τὸ σύμφωνον τῆς δευτέρας συλλαβῆς τῶν ἰδίων
πρωτοτύπων οἷον Ὑψιπύλη Ὑψώ, Εἰδοθέα Εἰδώπαρ' Αἰσχύλῳ· εἰ
οὖν Δημήτηρ, Δημώ ὤφειλεν εἶναι, ἀλλ' οὐκ ἔστιν ὑποκοριστικόν.
682
ὅλων τῶν τοῦ σώματος μορίων διὰ τῆς ἁφῆς αὐτῆς καὶ περι-
πλοκῆς καταπραΰνει· τοσαῦτα αὐτῇ προτερήματα, καὶ ἐνεργείας,
καὶ εὐστροφίας, πρὸς παραμυθίαν ἡμῶν καὶ ἑτέρων, ἡ τὰ σύμ-
παντα οἰκονομοῦσα πρόνοια ἐχαρίσατο, ὡς μηδὲ ῥάδιον ἐφευρεῖν ,
ἢ κατὰ μέρος ἐπεξελθεῖν.
τελευταίῳ τῆς ὅλης πραγματείας ὄντι, δείκνυσιν ὅτι οὐδ' ὡς ἀρχὰς τῶν
ὄντων
δυνατόν ἐστι λέγειν ἢ τοὺς εἰδητικοὺς ἀριθμοὺς ἢ τὰ μαθηματικά, ὡς οἱ
ταῦτα κομίσαντες βούλονται. καί φησι περὶ μὲν οὖν τῆς οὐσίαςτῆς
νοητῆς ὅσα τε ἡμεῖς ὡς οἰκεῖα εἰρήκαμεν, ὅσα τε οἱ Πυθαγόρειοι καὶ ὁ
Πλάτων, μέχρι τοσούτου εἰρήσθω. ἡμεῖς μὲν γὰρ ἐνέργειαν τὸν πρῶτον
νοῦν
πάντῃ πάντως ἀμοιροῦσαν τοῦ δυνάμει εἰρήκαμεν, εἶτα καὶ ἐκ τοῦ τῶν
σφαιρῶν πλήθους συνελογισάμεθα πόσοι οἱ δεύτεροι νοῖ τυγχάνουσιν
ὄντες.
ἡμεῖς μὲν οὖν τὴν νοητὴν οὐσίαν ταύτην εἶναι εἰρήκαμεν, τούτων δὲ ὁ
μὲν εἰδητικοὺς ἀριθμοὺς οἱ δὲ τὰ μαθηματικὰ τὴν οὐσίαν εἶναι λέγουσι
τὴν νοητήν. ὥστε περὶ μὲν τῆς τοιαύτης οὐσίας τοσαῦτα εἰρήσθω.
πάντες δὲ καὶ οἱ τῶν ἰδεῶν προστάται καὶ οἱ τῶν μαθηματικῶν ἐφευρεταὶ
ἀρχὰς τῶν εἰδῶν καὶ τῶν μαθηματικῶν (ταῦτα γὰρ εἴρηκεν ἀκινήτους
οὐσίας) τὰ ἐναντία τίθενται παραπλησίως τοῖς φυσικοῖς. δέδεικται γὰρ
ἐν τῷ Α τῆς Φυσικῆς ἀκροάσεως ὅτι τὰ ἐναντία ἥ τε στέρησις καὶ τὸ
εἶδός εἰσιν ἀρχαὶ τῶν φυσικῶν πάντων, ὑποκείμενον δὲ αὐτοῖς ἡ ὕλη.
[Περὶ Μηδείας.]
αὐτοῦ θεὸς τὴν ἡμέραν καὶ τὴν ὥραν ἐκείνην; πῶς δὲ οὐκ
ἐπίσταται τὸν τῶν συκῶν καιρόν, ὅτι κατὰ τὸ πάσχα οὐκ ἂν
ἐφευρεθείη τῷ δένδρῳ καρπὸς εἰς ἐδωδὴν ἐπιτήδειος; τίς ὁ
ἀγνοῶν, εἰπάτω; τίς ὁ λυπούμενος; τίς ὁ ἐν ἀμηχανίᾳ στενο-
χωρούμενος; τίς ὁ ἐγκαταλελεῖφθαι παρὰ τοῦ θεοῦ βοήσας,
εἰ μία θεότης πατρὸς καὶ υἱοῦ; καὶ παρὰ τίνος ἡ ἐγκατά-
λειψις γίνεται, ἣν ἐπὶ τῷ σταυρῷ ἐξεφώνησεν; εἰ γὰρ τὸ
πάσχον ἡ θεότης, μιᾶς δὲ εἶναι θεότητος τῷ πατρὶ τὸν υἱὸν
οἱ εὐσεβοῦντες συντίθενται – φησὶ δὲ ὁ πάσχων ὅτι Θεέ
μου, θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες; – , πῶς μία οὖσα ἡ
θεότης ἐν τῷ πάθει μερίζεται καὶ ἡ μὲν καταλείπει, ἡ δὲ
καταλείπεται· ἡ μὲν ἐν θανάτῳ γίνεται, ἡ δὲ ἐν τῇ ζωῇ
διαμένει· ἡ μὲν νεκροῦται, ἡ δὲ τὸ νεκρωθὲν διανίστησιν;
γ.Ἑλληνισμός.
Μεταξὺ γοῦν τοῦ Ἔβερ καὶ τοῦ Φαλὲκ καὶ τῆς πυργοποιίας καὶ
πρώτης πόλεως μετὰ τὸν κατακλυσμὸν κτισθείσης ἐπ' αὐτῇ τῇ οἰκο-
δομῇ ἀρχὴ λοιπὸν συμβουλίας ἀθροισμοῦ καὶ τυραννίδος γίνεται.
Νεβρὼδ γὰρ βασιλεύει υἱὸς τοῦ Χοὺς τοῦ Αἰθίοπος, ἐξ οὗ Ἀσοὺρ
γεγέννηται. τούτου ἡ βασιλεία ἐν Ὀρὲχ γεγένηται καὶ ἐν Ἀρφὰλ καὶ
Χαλάννῃ· κτίζει δὲ καὶ τὴν Θειρὰς καὶ τὴν Θοβὲλ καὶ Λόβον ἐν τῇ
Ἀσσυρίων χώρᾳ. τοῦτόν φασι παῖδες Ἑλλήνων εἶναι τὸν Ζωρο-
άστρην, ὃς πρόσω χωρήσας ἐπὶ τὰ ἀνατολικὰ μέρη οἰκιστὴς γίνεται
Βάκτρων. ἐντεῦθεν τὰ κατὰ τὴν γῆν παράνομα διανενέμηται·
ἐφευρετὴς γὰρ οὗτος γεγένηται κακῆς διδαχῆς, ἀστρολογίας καὶ μα-
γείας, ὥς τινές φασι περὶ τούτου τοῦ Ζωροάστρου· πλήν, ὡς ἡ
ἀκρίβεια περιέχει, τοῦ Νεβρὼδ τοῦ γίγαντος οὗτος ἦν ὁ χρόνος, πολὺ
δὲ ἀλλήλων τῷ χρόνῳ διεστήκασιν ἄμφω, ὅ τε Νεβρὼδ καὶ ὁ Ζωρο-
άστρης. Φαλὲκ δὲ γεννᾷ τὸν Ῥαγαῦ, Ῥαγαῦ τὸν Σεροὺχ τὸν ἑρμηνευ-
όμενον ἐρεθισμόν, ἀφ' οὗ ἤρξατο εἰς ἀνθρώπους ἡ εἰδωλολατρεία τε
καὶ ὁ Ἑλληνισμός, ὡς ἡ ἐλθοῦσα εἰς ἡμᾶς γνῶσις περιέχει. οὔπω δὲ
ἐν ξοάνοις καὶ ἐν τορείαις λίθων ἢ ξύλων ἢ ἀργυροτεύκτων ἢ ἐκ
χρυσοῦ ἢ ἄλλης τινὸς ὕλης πεποιημέναις, μόνον δὲ διὰ χρωμάτων
καὶ εἰκόνων ἡ τοῦ ἀνθρώπου διάνοια ἑαυτῇ ἐφηύρατο τὴν κακίαν
καὶ διὰ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ λογιότητος καὶ νοῦ ἀντὶ τῆς ἀγαθότητος
χεῖρα ἔτι πλέον, μὴ εὑρὼν τὴν ὁδόν, καὶ οὕτως τρέπηται ἐπὶ τὰ
πλείω, κάμνων δὲ οὕτω καὶ μὴ εὐπορῶν διὰ ποίας ἐπὶ τὴν ὁδοιπο-
ρίαν ἑαυτὸν ἀγάγοι, τάχα γε μήτε εὑρεῖν δυνηθείη, εἰ μή τι ἂν ἀνα-
κάμψῃ δι' ἧς καὶ εἰσῆλθεν, – οὕτω καὶ ἑκάστη αἵρεσις, ὡς συντο-
μίαν τινὰ ἐφευρεῖν διανοηθεῖσα, παρεξώκειλε μὲν διὰ τῆς μακροδίας,
ηὑρέθη δὲ αὐτῇ τεῖχος ἀρραγὲς ἡ τῆς ἀνοίας καὶ ἀγνωσίας παρεμ-
πλοκή· καὶ οὐκ ἂν εὕροι ἡ τοιαύτη ἐπὶ τὴν ἀληθινὴν ἥκειν ὁδόν, εἰ
μή τι ἂν ἑκάστη ἀνακάμψῃ εἰς τὸ ἀρχέτυπον τῆς ὁδοῦ, τουτέστιν
τὴν βασιλικήν· ὡς καὶ ὁ νόμος διαρρήδην ἐβόα, τοῦ ἁγίου Μωυ-
σέως λέγοντος τῷ βασιλεῖ Ἐδώμ, ὅτι «τάδε λέγει ὁ ἀδελφός σου
Ἰσραήλ· παρὰ τὰ ὅριά σου διελεύσομαι εἰς γῆν ἣν ὤμοσε κύριος τοῖς
πατράσιν ἡμῶν δοῦναι, γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι, τὴν γῆν τῶν
Ἀμορραίων καὶ Φερεζαίων καὶ Γεργεσαίων καὶ Ἰεβουσαίων καὶ Εὐ-
αίων καὶ Χαναναίων καὶ Χετταίων, [γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι].
οὐκ ἐκκλινοῦμεν δεξιὰ ἢ ἀριστερά, ὕδωρ ἐν ἀργυρίῳ πιόμεθα καὶ
τρόπον οὗτοι λογίζονται; κατὰ ὄγκον; ἀλλὰ κατὰ χρόνον; ἀλλὰ κατὰ
ὕψωμα; ἀλλὰ κατὰ ἡλικίαν; ἀλλὰ κατὰ ἀξίαν; τί τούτων ἐστὶν ἐν θεῷ,
ἵνα τοῦτο διανοηθῶσιν; οὔτε γὰρ χρόνῳ ὑποπίπτει τὸ θεῖον, ἵνα ὑπο-
δεέστερος νοηθῇ ὁἀχρόνως ἐκ πατρὸς γεγεννημένος· οὔτε προκοπῆς
ἔχεται τὸ θεῖον, ἵνα ὁ μὲν υἱὸς προκόψας μὴ φθάσῃ τὴν τοῦ πατρὸς μεγα-
λειότητα. εἰ γὰρ κατὰ προκοπὴν ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ υἱὸς θεοῦ καλεῖται,
ἄρα πολλοὶ ἦσαν ἴσοι αὐτῷ, καὶ τούτου ἕνεκεν αὐτὸς προέκοψε μείζων
μὲν τῷ ἀξιώματι κληθείς, ἐλάττων δὲ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἐν ἀξιώματι ὄντος.
ἀλλὰ φησὶν ἡ γραφή «τίς ὁμοιωθήσεται τῷ κυρίῳ ἐν υἱοῖς θεοῦ;» ὡς
τῶν πάντων καταχρηστικῶς λεγομένων, τούτου δὲ μόνου ὄντος υἱοῦ
κατὰ φύσιν, καὶ οὐ κατὰ χάριν, ἐπειδήπερ «ἐφεῦρε πᾶσαν ὁδὸν
ἐπιστήμης
καὶ οὐδεὶς αὐτῷ ἐξισωθήσεται». ἀλλὰ τί φασιν; ἐν ὑψώματι ὑπερέχει
ὁ πατὴρ τοῦ υἱοῦ. ἐν ποίῳ τοίνυν μέρει τάττεται τὸ θεῖον; ἢ τοπικῶς
περιορίζεται; ἵνα τῇ περιγραφῇ τὸ μεῖζον σημανθῇ. «πνεῦμα γὰρ ὁ
θεός». καὶ ἐκ πανταχόθεν διαπίπτει ἡ αὐτῶν ἐπινενοημένη ξενολογία.
καὶ τοῦτο δὲ παρελθόντες ἐπὶ τὰς ἑξῆς αὐτῶν λέξεις ἴωμεν, ὦ ἀγαπητοί.
54. Φασὶ γὰρ ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ ἀποστέλλων ὅμοιος τῷ ἀποστελλομένῳ,
ἀλλὰ ἄλλος ἐστὶν ὁ ἀποστέλλων τῇ δυνάμει καὶ ἄλλος ἐστὶν ὁ
θεοῦ, τὰ ἴσα σοι καὶ αὐτὸς προσφθέγξομαι, ὅτι μηδενὸς τῶν παλαιῶν ἔν
τε τῇ παλαιᾷ διαθήκῃ καὶ ἐν τῇ καινῇ ἁγίων ἀποστόλων ἢ προφητῶν
τοῦτο
πεφρονηκότος, ἀμείνονα σεαυτὸν καθιστᾷς καὶ αὐτοῦ τοῦ θεοῦ καὶ
ἀσφαλῆ.
ἀπὸ γὰρ σοῦ καὶ δεῦρο προσέλαβε τὸ θεῖον, ὡς κατὰ τὸν σὸν λόγον, εἰς
τὴν αὐτοῦ πίστιν τὴν συλλογιστικὴν ταύτην σου [τὴν] τεχνολογίαν, τὸ
περὶ ἀγεννήτου λέγειν στερήσεως καὶ τοῦ γεννητοῦ, καὶ παντελῶς ἀπο-
βολῆς ἕξεως καὶ μεταβολῆς, καὶ περὶ θεοῦ κατονομασίας ἐν τῇ κατὰ τὸν
θεὸν οὐσίας προσηγορίᾳ. οὔτε γὰρ διὰ τὸ τὸν θεὸν εἶναι πάντων κτίστην
τῶν μετὰ τὸν μονογενῆ αὐτοῦ καὶ τὸ ἅγιον αὐτοῦ πνεῦμα διὰ τῆς τῶν
κεκτισμένων συστάσεως τὸ στερητικὸν ἐφευρέθη τῶν οὐ προσόντων
θεῷ ἢ τὸ ὁμολογητικὸν τῶν ὄντων αὐτῷ προσείληπται, ἵνα τὸ μετέπειτα
κτισθὲν τὸ ἄμεινον θεῷ προσφέρῃ καὶ τὸἀκραιφνὲς διὰ τοῦ ἀπ' ἐκείνου
πρὸς ταῦτα στερητικοῦ τε καὶ ἀμεταβλήτου ἐπινοοῖτο· ἀλλ' [ὅτι] ἔστιν
ἀεὶ αὐτό, ὂν ὅλον δόξα καὶ ὅλον ἀπερίληπτον ὑπὸ πάντων τῶν ὑπ' αὐτοῦ
κεκτισμένων, κατὰ τὸ μέτρον τῶν πρὸς τὴν δοξολογίαν ἐπεκτεινομένων
δοξολογούμενον, παρ' ἀγγέλοις μὲν κατὰ τὴν ἀγγέλων γλῶσσαν,
οἰκουμένης ῥύμη τοῦ εὐαγγελίου τὴν πεῖραν ἔχει, καὶ τέρμονες ὅλοι καὶ
κόσμου
πέρατα τὸ εὐαγγέλιον ὅλα κατέχουσι, καὶ τὸτέλος οὐδαμοῦ οὐδ' ἥξει
ποτέ.
Makar. II, 12: Τοὺς εὐαγγελιστὰς ἐφευρετὰς οὐχ ἵστορας τῶν περὶ τὸν
Ἰησοῦν
γεγενῆσθαι πράξεων· ἕκαστος γὰρ αὐτῶν οὐ σύμφωνον ἀλλ' ἑτερόφωνον
μάλιστα τὸν
λόγον περὶ τοῦ πάθους ἔγραψεν· ὁ μὲν γὰρ ἱστορεῖ, ὡς σταυρωθέντι
σπόγγον τις
ὄξους πληρώσας προσήνεγκεν .... οὗτός ἐστι Μάρκος. ὁ δὲ ἑτέρως·
εἰς τὸν τόπον, φησίν, ἐλθόντες Γολγαθᾶ, ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν οἶνον μετὰ
χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἠθέλησε πιεῖν· καὶ μετ' ὀλίγα·
περὶ δὲ ἐνάτην ὥραν ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἐλωείμ,
ἐλωείμ, λεμὰ σαβαχθανεί, τουτέστιν· θεέ μου, θεέ μου, ἵνα τί με
ἐγκατέλιπες; οὗτος δ' ἐστὶ Ματθαῖος. ὁ δέ φησι· σκεῦος ἔκειτο ὄξους
μεστόν· σκεῦος οὖν μεστὸν τοῦ ὄξους σὺν ὑσσώπῳ προσδήσαντες
προσήνεγκαν αὐτοῦ τῷ στόματι· ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς εἶπε·
τούτων παῖδας εἰς θεοὺς ἀναθεῖναι, ἢ διὰ τιμὴν τῶν ἀρξάντων ἢ διὰ
φόβον τῆς αὐτῶν τυραννίδος· ὡς ὁ ἐν Κρήτῃ παρ' αὐτοῖς περιβόητος
Ζεύς, καὶ ἐν Ἀρκαδίᾳ Ἑρμῆς καὶ παρὰ μὲν Ἰνδοῖς Διόνυσος, παρὰ
δὲ Αἰγυπτίοις Ἶσις, καὶ Ὄσιρις, καὶ Ὧρος, καὶ ὁ νῦν Ἀδριανοῦ τοῦ
Ῥωμαίων βασιλέως παιδικὸς Ἀντίνοος, ὃν καίπερ εἰδότες ἄνθρωπον,
καὶ ἄνθρωπον οὐ σεμνόν, ἀλλ' ἀσελγείας ἔμπλεων, διὰ φόβον τοῦ
προστάξαντος σέβουσιν. ἐπιδημήσας γὰρ Ἀδριανὸς τῇ χώρᾳ τῶν
Αἰγυπτίων, τελευτήσαντα τὸν τῆς ἡδονῆς αὐτοῦ ὑπηρέτην Ἀντίνοον
ἐκέλευσε θρησκεύεσθαι, αὐτὸς μὲν καὶ μετὰ θάνατον ἐρῶν τοῦ παιδός,
ἔλεγχον δὲ ὅμως καθ' ἑαυτοῦ, καὶ γνώρισμα κατὰ πάσης εἰδωλο-
λατρείας παρέχων, ὅτι οὐκ ἄλλως ἐφευρέθη παρὰ τοῖς ἀνθρώποις
αὕτη ἢ δι' ἐπιθυμίαν τῶν πλασαμένων, καθὼς καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ
προμαρτύρεται λέγουσα· Ἀρχὴ πορνείας ἐπίνοια εἰδώλων.
Καὶ μήτοι θαυμάσῃς μηδὲ μακρὰν πίστεως νομίσῃς εἶναι τὸ
λεγόμενον, ὅπου γε καὶ οὐ πολλῷ πρότερον, ἢ τάχα καὶ μέχρι νῦν
ἡ Ῥωμαίων σύγκλητος τοὺς πώποτε αὐτῶν ἐξ ἀρχῆς ἄρξαντας
βασιλέας, ἢ πάντας, ἢ οὓς ἂν αὐτοὶ βούλωνται καὶ κρίνωσι, δογ-
ματίζουσιν ἐν θεοῖς εἶναι, καὶ θρησκεύεσθαι θεοὺς γράφουσιν. οἷς
μὲν γὰρ ἀπεχθάνονται, τούτους ὡς πολεμίους τὴν φύσιν ὁμολογοῦσι,
707
ψῆφον καὶ κρείττω τῆς τῶν ἄλλων δικαστῶν ὡσανεὶ παρὰ τοῦ βασιλέως
ἐξενεχθεῖσαν, εἰς ἔργον δὲ τὰ κρινόμενα ἄγειν τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς
δια-
κονουμένους αὐτοῖς στρατιώτας· ἀμετατρέπτους τε εἶναι τῶν συνόδων
τοὺς
ὅρους.
Εἰς τοῦτο δέ με προελθόντα γραφῆς ἄξιον μὴ παραλιπεῖν τὰ νενομοθε-
τημένα ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν ἐν ταῖς ἐκκλησίαις ἐλευθερουμένων. ὑπὸ γὰρ
ἀκρι-
βείας νόμων καὶ ἀκόντων τῶν κεκτημένων πολλῆς δυσχερείας οὔσης περὶ
τὴν κτῆσιν τῆς ἀμείνονος ἐλευθερίας, ἣν πολιτείαν Ῥωμαίων καλοῦσι,
τρεῖς
ἔθετο νόμους ψηφισάμενος πάντας τοὺς ἐν ταῖς ἐκκλησίαις
ἐλευθερουμένους
ὑπὸ μάρτυσι τοῖς ἱερεῦσι πολιτείας Ῥωμαϊκῆς ἀξιοῦσθαι. ταύτης τῆς
εὐσεβοῦς ἐφευρέσεως εἰσέτι νῦν ὁ χρόνος φέρει τὸν ἔλεγχον, ἔθους
κρατοῦντος
τοὺς περὶ τούτου νόμους προγράφεσθαι ἐν τοῖς γραμματείοις τῶν
ἐλευθεριῶν.
ὁ μὲν δὴ Κωνσταντῖνος τοιαῦτα ἐνομοθέτει καὶ διὰ πάντων ἐσπούδαζε
τὴν
714
θρησκείαν γεραίρειν· ἦν δὲ καὶ καθ' ἑαυτὴν εὐκλεὴς διὰ τὴν ἀρετὴν τῶν·
τότε μετιόντων αὐτήν.
οὔτε λόγῳ οὔτε νόμῳ προστακτικῷ γίνεται· εἰ γὰρ κατὰ νόμον καὶ λόγον
716
τάσεως τοῦ χρόνου ἐν τῇ κατασκευῇ τῆς κιβωτοῦ. τὸν Ἀβραὰμ διὰ τῆς
σφαγῆς
τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τὸν Λὼτ διὰ τῆς παροικίας τῶν Σοδομιτῶν, τὸν Ἰωσὴφ
διὰ
τῆς Αἰγυπτίας, τὸν λαὸν διὰ τῆς ἐρήμου, τὸν Μωϋσῆν διὰ τῆς ἀντιλογίας,
τὸν
Δαβὶδ διὰ τοῦ Σαοὺλ τοῖς δέουσι χρόνοις, τοῖς προσήκουσι πράγμασι.
πρὸς δὲ
τὰς εὐεργεσίας αὐτὸς συμμεταβαλλόμενος ἦν. οὕτω πρὸς τὰ νῦν, οὕτω
πρὸς
τὰ ἀπ' ἀρχῆς «κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως» – ἡ μετοχὴ τῆς χάριτος
καὶ
κατὰ τὴν μετοχὴν ἡ δοκιμασία. «γενηθήτω» γάρ «σοι ὡς ἐπίστευσας»
τῷ λόγῳ τοῦ θεοῦ. περί τινος; περὶ τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ὅτι αὐτός ἐστιν ἡ
ἄναρχος βουλὴ τοῦ πατρός, ἡ παντοδύναμος σοφία, θεὸς ἐκ θεοῦ,
ἄχραντος,
717
ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιάδε ὄρχησίς ἐστι, καὶ οὐκ ἀλήθεια. οὐδὲ γὰρ τὰ
ἄστρα ταῦτα δηλοῖ, ἀλλὰ ἰδίως οἱ ἄνθρωποι πρὸς ἐπισημείωσίν τινων
ἄστρων ὀνόματα αὐτοῖςοὕτως ἐπεκάλεσαν, ἵνα αὐτοῖς εὔσημα ᾖ. τί
γὰρ ἄρκτου ἢ λέοντος ἢ ἐρίφων ἢ ὑδροχόου ἢ Κηφέως ἢ Ἀνδρομέδας
ἢ τῶν ἐν Ἅιδου ὀνομαζομένων εἰδώλων ὅμοιον ἔχουσιν ἀστέρες
διεσπαρ-
μένοι κατὰ τὸν οὐρανόν – πολὺ μέντοιμετα(γε)νεστέρ(ων) γεγενημέ-
νων τούτων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ὀνομάτων ἢ τ(ῶ)ν ἄστρων συνές-
τηκε γένεσις – , ἵνα καὶ οἱ αἱρετικοὶ κ(α)ταπλαγέντες τὸ θαῦμα οὕτως
ἐξεργάσωνται, δι(ὰ) τῶντ(οι)ῶ(ν)δε λόγων τὰ ἴδια δόγματα συνιστᾶν
πειρώμενοι;
Ἀλλ' ἐπεὶ σχεδὸν πᾶσα αἵρεσις διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης ἐφεῦρεν
ἑβδομάδων μέτρα καὶ αἰώνων τινὰς προβολάς, ἄλλων ἄλλως τὴν τέχνην
διασπώντων καὶ τοῖς ὀνόμασι μόνον διαλλασσόντων – τούτων δὲ
αὐτοῖς διδάσκαλος γίνεται Πυθαγόρας, πρῶτος εἰς Ἕλληνας ἀπ' Αἰγύπ-
του τοὺς τοιούτους ἀριθμοὺς παραδούς – , δοκεῖ μηδὲ τοῦτο παραλιπεῖν,
ἀλλὰ διὰ συντόμου δείξαντας ἐπὶ τὴν τῶν ζητουμένων ἀπόδειξιν
χωρῆσαι. γεγόνασιν οὖνἀριθμητικοὶκαὶ γεωμέτραι – οἷς μάλιστα
τὰς ἀρχὰς παρεσχηκέναι δοκεῖ πρῶτος Πυθαγόρας – , καὶ οὗτοι τῶν
ἀριθμῶν εἰς ἄπειρον ἀεὶ προχωρεῖν δυναμένων τῷ πολυπλασιασμῷ καὶ
τοῖς σχήμασι τὰς πρώτας ἔλαβον ἀρχὰς οἱονεὶ θεωρητὰς μόνῳ τῷ
λόγῳ. γεωμετρίας γάρ, ὡς ἔστιν ἐνιδεῖν, σημεῖόν ἐστιν ἀρχή, ἀμερὲς
Περὶ τῶν συνθέτων ῥημάτων καὶ ἔτι περὶ μετοχῶν. Βιβλίον ιζʹ.
εἴη δεδειχὼς ὡς δοκεῖ ... λέγει δὲ ὧδε ἐν τῶι δευτέρωι βιβλίωι τῆς
Γεωμετρικῆς
ἱστορίας [fr. 92 Sp.]· ‘καὶ οἱ τῶν μηνίσκων δὲ τετραγωνισμοὶ δόξαντες
εἶναι τῶν
οὐκ ἐπιπολαίων διαγραμμάτων διὰ τὴν οἰκειότητα τὴν πρὸς τὸν κύκλον
ὑφ' Ἱππο-
κράτους ἐγράφησάν τε πρώτου καὶ κατὰ τρόπον ἔδοξαν ἀποδοθῆναι’.
λέγων καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα θέλων σημᾶναι τὸν ἐντὸς ἄνθρωπον καὶ τὸν
ἐκτὸς ἄνθρωπον ὀνομάζει· ὁ δὲ Ἰάκωβος τὴν
τοῦ πλείονος βλάβην, κακίανδὲ τὴν τοῦ κακῶσαι τὸν πέλας σπουδήν,
φθόνονδὲ τὴν ἐπὶ τοῖς τοῦ πλησίον καλοῖς βασκανίαν, φόνονδὲ
τὴν μέχρις ἀναιρέσεως κίνησιν, ἔρινδὲ τὴν ἐπίψογον φιλονεικίαν,
δόλονδὲ τὰς ἐπὶ λύμῃ τῶν ἀδελφῶν ἐπιβουλάς τε καὶ μηχανάς,
κακοήθειανδὲ τὴν κακοτροπίαν, ψιθυρισμὸνδὲ τὴν ὑπ' ὀδόντα
τῶν παρόντων κακολογίαν, καταλαλιὰνδὲ τὴν εἰς ἀπόντας ὑπό
τινων βλασφημίαν, θεοστυγεῖςδὲ οὐ τοὺς ὑπὸ θεοῦ στυγουμένους
– οὐ γὰρ αὐτῷ τοῦτο δεῖξαι πρόκειται νῦν – ἀλλὰ τοὺς μισοῦντας
θεόν, ὑβριστὰςδὲ τοὺς θρασεῖς καὶ λοιδόρους, ὑπερηφάνουςδὲ
τοὺς κατὰ τῶν οὐκ ἐχόντων ἐφ' οἷς ἔχουσιν φυσωμένους, ἀλαζόνας
δὲ τοὺς ἐφ' οἷς οὐκ ἔχουσιν αὐχοῦντας ὡς ἔχοντας, ἐφευρετὰς δὲ
κακῶντοὺς ἐπὶ τοῖς παλαιοῖς κακοῖς ἕτερα καινοτομοῦντας κακά,
γονεῦσιδὲ ἀπειθεῖςτοὺς καὶ μέχρι γονέων ἀγνώμονας, ἀσυνέ-
τουςδὲ τοὺς ἀσυνειδήτους – τῶν γὰρ τοιούτων οὐδὲν ἀφρονέστερον – ,
ἀσυνθέτουςδὲ τοὺς ταῖς συνθήκαις μὴ ἐμμένοντας ἃς ἂν πρός τινας
συνθῶνται, ἀστόργουςδὲ τοὺς ἀπηνεῖς καὶ ἀφίλους, ἀσπόν-
δουςδὲ τοὺς ἀδιαλλάκτους καὶ μνησικάκους, ἀνελεήμοναςδὲ τοὺς
ἀκαμπεῖς καὶ ἀνενδότους πρὸς ἔλεον.
σεῖαν· ἢ ὅτι πάλαι δίκην ἐχρεώστουν πονηροὶ ὄντες καὶ τρόπον τινὰ
ἀπέπτη αὐτῶν ἡ τιμωρία· ἢ ὅτι θανάτου ἐπιθυμοῦντες διὰ τὸ ἐνδεὲς
καὶ τὴν ἄκραν πενίαν οὐ τυγχάνουσιν.
30, 3 ἐν ἐνδείᾳ καὶ λιμῷ ἄγονος.
ἀλλὰ καὶ ἐνδεεῖς εἰσιν, καὶ λιμώττοντες τρόπον ἐφευρεῖν καὶ
γεννῆσαι ποριστικὸν οὐκ ἠδύναντο· τοῦτο γὰρ ἔοικε σημαίνειν τὸ
ἄγονος.ἢ καὶ τοῦτο λέγει, ὅτι οὐδὲ ὑπὸ τῆς ἐνδείας ἐσωφρονί-
σθησαν γεννητικοὶ γενέσθαι τοῦ καλοῦ, ἀλλ' ἔμειναν ἄγονοι, γεννῆ-
σαί τι ἀγαθὸν οὐ δυνάμενοι.
δύναται δὲ καὶ καθ' ἑαυτὸν ὁ στίχος νοούμενος {εἶναι} – πολλὰ
γὰρ τῶν στιχηρῶν καθ' αὑτὰ νοοῦνται – σημαίνειν τοὺς μὴ ἀπολαύ-
σαντας λόγου διδασκαλικοῦ τροφῆς καὶ διὰ τοῦτο μηδὲν δυνηθέντας
μαθεῖν ἀγαθόν.
τὸν δρόμον καὶ τὴν κίνησιν τῆς ἀστρονομίας τῶν ἑπτὰ ἀστέρων
τῆς μεγάλης ἄρκτου.
Ὁ δὲ Ῥῶμος βασιλεὺς πρὸς τιμὴν καὶ αὐτὸς τοῦ Ἡλίου καὶ
τῶν ὑπ' αὐτὸν τεσσάρων στοιχείων τὸν ἀγῶνα ἐν τῇ Ῥώμῃ
πρῶτος ἐφεῦρε , καὶ ἐπετέλεσεν ἐν τῇ χώρᾳ τῆς δύσεως, ἤτοι τῆς
Ἰταλίας, ἅρμασι τετραπώλοις, τοῦτ' ἐστὶ τῇ γῇ καὶ τῇ θαλάς-
σῃ καὶ τῷ πυρὶ καὶ τῷ ἀέρι. καὶ ἐπέθηκεν ὁ Ῥῶμος τοῖς αὐ-
τοῖς τέτρασι στοιχείοις τὰ ὀνόματα, τῇ γῇ τὸ Πράσινον μέρος,
ὅ ἐστι τὸ χλοῶδες, τῇ δὲ θαλάσσῃ, ὅ ἐστι τοῖς ὕδασιν, τὸ Βέ-
νετον μέρος, ὡς κυανόν, τῷ δὲ πυρὶ τὸ Ῥούσιον μέρος, ὡς ἐρυ-
θρόν, τῷ δὲ ἀέρι τὸ Ἄλβον μέρος, ὡς λευκόν· κἀκεῖθεν ἐπε-
νοήθη τὰ τέσσαρα μέρη ἐν Ῥώμῃ. ἐκάλεσε δὲ τὸ Πράσινον μέ-
ρος, ὅ ἐστι ῥωμαϊστὶ τὸ ἐμπαράμονον, πραισεντεύειν γὰρ λέγεται
τὸ παραμένειν, διότι ἡ χλοώδης γῆ διὰ παντὸς ἵσταται σὺν τοῖς
ἄλσεσι. τὸ δὲ Βένετον ἐκάλεσεν ἐκ τοῦ εἶναι ὑπὸ τὴν Ῥώμην
ἐπινοίας τῶν ματαίων ὑποβαλούσης, εἰ καὶ ὅτι, καθώς τις ἔφη σοφός,
εὐμήχανόν ἐστιν ἅπαν τὸ πιεζόμενον. οὐκ ἦν γὰρ ὅστις ἐν ἡμῖν βεβαίως
κατὰ τοῦ μέλλοντος σκέψεται ἢ
τῆς τῶν ἐλπιζομένων ἐκβάσεως.
Ὅμως ἐπειδὴ τοῦ στρατηγοῦ πληγέντος ἡ περὶ ἡμῶν ἅπασα
φροντὶς εἰς τὸν ῥηθέντα μετῄει Νικήταν, ἤρχετο καὶ αὐτὸς τὰ παρ'
ἑαυτοῦ τὸ κατὰ δύναμιν ἐπιδείκνυσθαι, ἔλεγε δὲ καὶ τῶν πλησιοχώρων
Σκλαβήνων, τῶν τε ὑφ' ἡμᾶς τελούντων καὶ τῶν ὑπὸ τὸν στρατηγὸν
Στρυμόνος, πλῆθος πολὺ προστετάχθαι συνελάσαι τῇ πόλει, τῆς τοξι-
κῆς ἐμπείρων, ὡς ἂν μηδ' ἡμεῖς τυχὸν εὑρεθῶμεν τῆς τῶν ἐναντίων ἐν-
δέοντες πανοπλίας, ἀλλ' ἔχωμεν οἷς τὴν πρώτην αὐτῶν
φῶν αὐτοῦ, ὡς εἴπομεν (περί που γὰρ τοὺς οʹ ὑπῆρχον ἀπὸ δια-
φόρων γυναικῶν γεννηθέντες τῷ Διί), ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον
πρὸς τὴν φυλὴν τοῦ Χὰμ υἱοῦ Νῶε, οἵτινες ἐδέξαντο αὐτὸν ἐν
τιμῇ· ὃς καὶ διέτριβεν ἐκεῖ ὑπερηφανῶν πάντας καὶ φορῶν χρυ-
σῆν στολήν. καὶ ἐφιλοσόφει παρὰ τοῖς Αἰγυπτίοις, λέγων αὐτοῖς
μαντείας· λογικὸς γὰρ ἦν φύσει. καὶ προσεκύνουν αὐτὸν Ἑρμῆν
ὡς λέγοντα τὰ μέλλοντα καὶ διακονοῦντα αὐτοῖς τὴν τῶν μελλόν-
των ἐκ τοῦ θεοῦ δῆθεν ἀπόκρισιν καὶ παρέχοντα αὐτοῖς χρήματα·
ὃν καὶ πλουτοδότην ἐκάλουν ὡς τοῦ χρυσοῦ θεὸν νομίζοντες.
Ἐν τοῖς μετὰ ταῦτα δὲ χρόνοις, ἐπὶ τῆς βασιλείας Φοίνι-
κος, ἦν Ἡρακλῆς ὁ φιλόσοφος ὁ λεγόμενος Τύριος, ὅστις ἐφεῦρε
τὴν κογχύλην. μετεωριζόμενος γὰρ εἰς τὸ παράλιον μέρος τῆς
Τύρου εἶδε ποιμενικὸν κύνα ἐσθίοντα τὴν λεγομένην κογχύλην, καὶ
ποιμένα νομίζοντα αἱμάσσειν τὸν κύνα, ἀπὸ τῶν προβάτων πόκον
ἐρέας λαβόντα καταμάσσειν τὰ καταφερόμενα ἐκ τοῦ στόματος τοῦ
κυνός. ὁ δὲ Ἡρακλῆς προσεσχηκὼς καὶ ἰδὼν αὐτὸ βάμμα τι
ἐξαίσιον ἐθαύμασε· καὶ γνοὺς ὅτι ἐκ τῆς κογχύλης ἐστίν, εἰληφὼς
τὸν πόκον ὡς μέγα δῶρον προσήνεγκε τῷ βασιλεῖ τῆς Τύρου Φοί-
νικι, ὃς καὶ ἐκπλαγεὶς ἐπὶ τῇ θεᾷ τοῦ βάμματος ἐκέλευσεν ἐξ αὐ-
τοῦ βαφῆναι ἐρέαν καὶ γενέσθαι αὐτῷ βασιλικὸν περιβόλαιον,
746
λαιὰν διαθήκην καὶ τὴν κτίσιν πᾶσαν καὶ τὴν τοῦ ἀνθρώπου
κατασκευὴν οὐκ ἀγαθοῦ τινος θεοῦ γεγονέναι βλασφημῶν, ὑπὸ
φθορὰν καὶ ἀλλοίωσιν οὖσαν, τὴν νέαν ὡς ἀγαθοῦ δῆθεν προσίε-
ται θεοῦ καὶ κατὰ φαντασίαν καὶ δόκησιν τὸν Χριστὸν πεφηνέναι
τερατεύεται. καὶ πρὸς τούτοις καταδύσεις τινὰς ἐναγεῖς καὶ νυκ-
τερινὰς καὶ παρανόμους ἐπιτηδεύσας μίξεις καὶ ἀρρητοποιΐας καὶ
εἱμαρμένην καὶ μετενσωματώσεις καὶ ἄλλα πλεῖστα φλυαρήσας
καὶ δράσας καὶ διδάξας τὰ τῶν Ἑλλήνων πονηρὰ καὶ μάταια δόγ-
ματα κρατύνειν ἐσπούδακεν ὁ θεομισὴς καὶ θεήλατος.
Περὶ οὗ καὶ Θεόδωρος ὁ τῆς Ῥαϊθοῦ πρεσβύτερός φησι
“Μάνης ὁ τοῦ ἀντιθέτου σκότους ἐφευρετής, μᾶλλον δὲ τῆς ἐξου-
σίας τοῦ σκότους ἀνάπλασμα, φαντασίᾳ ψιλῇ καὶ σχήματι διακένῳ
σώματος ἀνθρωπείου πεφανερῶσθαι τὸν Κύριον ἐφαντάσθη καὶ
ᾠνείρωξεν, ὥστε φησὶ πάσχειν μὲν δοκεῖν αὐτὸν καὶ πράττειν
ἅπερ ἔδρα καὶ πέπονθεν καθ' ἡμᾶς, μηδὲν δὲ τούτων ἀληθείᾳ
καὶ πράγματι ὑπάρξαι, ἀλλὰ δοκήσει μόνον καὶ ἀπάτῃ ἀποβου-
κολεῖν τοὺς ἀνθρώπους, οἷς καὶ συνανεστράφθαι νενόμισται.” διὰ
τοῦτο καὶ φύσεις δύο παραιτεῖται λέγειν ἐπὶ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ
μίαν τῆς θεότητος.
Καὶ ἔγνω Κάιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκε τὸν Ἐνώχ.
καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασε τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ
υἱοῦ
αὐτοῦ Ἐνώχ. ἐγεννήθη δὲ τῷ Ἐνὼχ Γαϊδάδ· καὶ Γαϊδὰδ ἐγέννησε τὸν
Μαλελεήλ· καὶ Μαλελεὴλ ἐγέννησε τὸν Μαθουσάλα· καὶ Μαθουσάλα
ἐγέννησε τὸν Λάμεχ. οὗτος ὁ Λάμεχ ἕκτος ὢν ἀπὸ Κάιν, ὃςπρῶτος ἐν
ἀνθρώποις φονεὺς ἐγένετο, ἔλαβε δύο γυναῖκας καὶ δεύτερον φόνον
ἐποίησε.
Κάιν οὖν πρῶτος φονεὺς Ἄβελ τοῦ δικαίου τύπον φέρει τοῦ διαβόλου, ὡς
ἐφευρετὴς τοῦ κακοῦ καὶ ἀμεταμέλητος ἐν ἀρχῇ τῆς κοσμογονίας
φανείς,
Λάμεχ δὲ τύπον φέρει τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κυριοκτόνου λαοῦ κατὰ τὸν ϛʹ
αἰῶνα
μεσοῦντα σταυρώσαντος τὸν σωτῆρα, οὗ καὶ πολλαπλασίως ἡ ἁμαρτία
καὶ
ἡ ἐκδίκησις. ἀλλὰ καὶ ὁ κύριος οζʹ ἀπὸ Ἀδάμ.
Τῷ ρϙϛʹ ἔτει ἐγεννήθη τῷ Κάιν ὁ Ἐνώχ. οὗτος πρῶτος ἄροτρον εὗρεν.
Τῷ ρϙζʹ ἔτει Κάιν ἔκτισε πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἐνώχ·
Ἄβελ δὲ δικαιοσύνης ἐφρόντιζεν. ὁ Κάιν μετὰ τὴν καταδίκην ἅρπαξ καὶ
πλεονέκτης μᾶλλον ἐγένετο μέτρα καὶ σταθμία καὶ ὅρους γῆς πρῶτος
ἐπινοήσας. τοὺς δὲ οἰκείους εἰς ἓν συναγαγὼν ἐν πολέμοις ἀσχολεῖσθαι
ἐδίδασκεν. οὗτος χθαμαλὸς ἦν ἀπὸ τῆς κατάρας τοῦ θεοῦ καὶ πάντες οἱ
ἐξ αὐτοῦ γεννώμενοι. ᾤκει δὲ τὴν γῆν ἥτις ἐστὶ τρέμουσα,
θείαις γραφαῖς, εἰ καί τινα περὶ κατακλυσμοῦ καὶ λάρνακος ἤτοι κιβωτοῦ
κλέψαντες ἐκ τῶν θεοπνεύστων γραφῶν ἰδιοποιήσαντο, δι' ὧν οἱ
ἁπλούστε-
ροι καὶ τοῖς λοιποῖς ληρήμασι προσέχοντες εὐχερῶς βλάπτονται, λέγω δὲ
περὶ μυριάδων ἐτῶν διὰ σάρων καὶ νήρων καὶ σώσσων καταλεγομένων.
ἐν οἷς καὶ περὶ ἀννιδοτίων φάσκουσι ζῴων τινῶν ἰχθυομόρφων ἐν μέρει
καὶ
ἀνθρωπομόρφων, ἡμέρας μὲν ἐν τῇ γῇ διαιτωμένων καὶ μηδεμίαν τροφὴν
προσφερομένων, νυκτὸς δὲ ἐν τῷ πελάγει καταδυνόντων, παραδιδόντων
τε τοῖς ἀνθρώποις γράμματα καὶ μαθημάτων καὶ τεχνῶν ἐμπειρίας καὶ
πόλεων συνοικισμοὺς καὶ ἱερῶν ἱδρύσεις καὶ νόμων εἰσηγήσεις
σπερμάτων
τε συναγωγάς· καὶ ἀπὸ τότε φασὶ χρόνους μηδὲν παρὰ ἀνθρώποις ἐφευ-
ρεθῆναι. ἅτινα πάντα καὶ ἄλλα πλεῖστα πολλῆς ἀδολεσχίας γέμοντα
ὁρῶν-
τες καὶ ταῖς θείαις ἡμῶν γραφαῖς ἀνακόλουθα οἱ τὰς Χριστιανικὰς ἱστο-
ρίας συγγράψαντες, θαυμάζω πῶς κατεδέξαντο ὅλως κανονικῇ
στοιχειώσει
ὑποβαλεῖν ἀνάξια πάσης ὄντα μνήμης, οὓς κατ' ὄνομα λέγειν περισσὸν
ἡγοῦμαι αἰδοῖ τῶν ἀνδρῶν, δι' οὓς ἀναγκάζομαι κἀγὼ τῇ αὐτῇ
στοιχειώσει
χρήσασθαι, ἵνα μὴ δόξῃ ἀτελὲς εἶναι τὸ πόνημα. τῆς οὖν Χαλδαϊκῆς
ἀρχῆς
ἀπὸ Νεβρὼδ ἀποδεδειγμένης συναποδέδεικται δηλονότι καὶ τὰ περὶ τῶν
Αἰγυπτιακῶν δυναστειῶν ὑπὸ Μανεθῶ τοῦ Σεβεννύτου πρὸς Πτολεμαῖον
τὸν Φιλάδελφον συγγεγραμμένα πλήρη ψεύδους καὶ κατὰ μίμησιν
Βηρώς-
σου πεπλασμένα κατὰ τοὺς αὐτοὺς σχεδόν που χρόνους ἢ μικρὸν
ὕστερον·
πλὴν καὶ αὐτὰ ἀνωφελῆ ὄντα στοιχειωθήσεται ἐκ τῶν παρὰ πολλοῖς
κερδίαν καὶ εἰδωλομανίαν, καὶ οὕτω τὸν Ἀβραὰμ ὁρῶντα αὐτοὺς τεθνη-
κότας κατὰ ψυχὴν καὶ μὴ βουλομένους συγκληρονομῆσαι αὐτῷ τὰς θείας
ἐπαγγελίας, ἀπιστοῦντας θεῷ μετοικισθῆναι ὑπὸ τοῦ θεοῦ μετὰ θάνατον
τοῦ
755
πατρός, τὸν ψυχικὸν δηλαδή, εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας. οὕτω γὰρ καὶ ὁ
κύριος ἡμῶν νεκροὺς οἶδε τοὺς μὴ πιστεύοντας αὐτῷ, κἂν ζῶσι τὴν
πρόσκαι-
ρον ζωήν, ὥς πού φησιν· ‘ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν
νεκρούς.’
Καὶ ταῦτα μὲν ἡμῖν κατὰ δύναμιν νενόηται πρὸς λύσιν τῆς προταθείσης
ἀπορίας, ὡς ἂν ἡ τῆς Γενέσεως καὶ τῶν πράξεων βίβλος σύμφωνος εἴη ἐκ
τοῦ αὐτοῦ θείου πνεύματος ὑπαγορευθεῖσαι ἑκάτεραι καὶ ἐν μηδενὶ τῆς
ἄλλης διαφέρουσα κατὰ τὴν ἀλήθειαν. εἰ δέ τινι φίλον ἄλλην τινὰ συμ-
φωνοτέραν ἔννοιαν ἐφευρεῖν πρὸς τὴν προκειμένην ἀπορίαν, ταύτῃ καὶ
ἡμεῖς πειθόμεθα χάριν τῆς ὀνήσεως ὁμολογήσοντες.
σθαι διὰ τὸ μήτε τὸν Νεῖλον τότε ἀνελθεῖν μήτε δρόσον ἄνω-
θεν κατελθεῖν. γεννᾷ δὲ Ἰωσὴφ καὶ δύο υἱούς, Μανασοῆν
καὶ Ἐφραΐμ. καὶ τὸ μὲν Μανασσῆς σημαίνει ἐπίληθον· εὐ-
δαιμονήσας γὰρ λήθην τῶν ἀτυχημάτων ἔλαβε. τὸ δὲ Ἐφραῒμ
ἀποδιδούς· αὐτὸς γὰρ τοῖς προγόνοις τὴν ἐλευθερίαν ἀπέδω-
κε. καὶ ταῦτα μὲν τοῦτον ἔχει τὸν τρόπον.
Οἱ δέ γε τοῦ Ἰακὼβ υἱοὶ ἀκούσαντες τὰ παρὰ Συχὲμ
τοῦ υἱοῦ Ἐμὼρ γεγενημένα ἐπὶ τῇ ἀδελφῇ αὐτῶν Δινᾷ κα-
τενύγησαν ἤγου νἐλυπήθησαν, ἀσχημοσύνην τὸ πρᾶγμα ἐλογί-
σαντο. ἐφ' ᾧ καὶ τοὺς ἐκεῖσε παροικοῦντας ἔργον φόνου πε
κιβώτια καὶ τοὺς ὁπλίτας ἔνδον εὑρὼν ἅπαντας ἄρδην ἀπέσφαξε σὺν
757
τοῖς ἱππεῦσι καὶ τοῖς καμηλοκόμοις. εἶτα πρὸς τὴν πόλιν ὑποστρέψας
τοὺς ἕνδεκα τῶν ἀρχόντων ἀπέκτεινεν, ἕνα δὲ τὸν κρείττονα ἄγγελον
τῶν γεγονότων ἐπ' οἴκου ἀπέστειλεν, ἀποτεμὼν χεῖρας αὐτοῦ καὶ ὦτα
καὶ ῥῖνα.
Τῷ δὲ ͵ϛφμζʹ ἔτει, ἰνδικτιῶνος ἑβδόμης, ἐπιτείνων τὸ πρὸς τὸν
Δαλασσηνὸν ἔχθος ὁ Ἰωάννης ὑπερορίζει καὶ Θεοφύλακτον πατρίκιον
τὸν αὐτοῦ ἀδελφόν, καὶ τὸν ἕτερον ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν πατρίκιον Ῥω-
μανόν, καὶ Ἀδριανὸν τὸν ἀνεψιὸν αὐτῶν καὶ τοὺς λοιποὺς τοὺς κατὰ
γένος αὐτῷ ἐγγίζοντας. ἔσπευδε γὰρ ἀφανίσαι τὸ γένος αὐτοῦ. ποριμώ-
τατος δὲ ὢν πρὸς ἣν ἄν τις εἴποι κακίαν, πᾶσαν ἐφεῦρεν ὁδὸν ἀδικίας,
προσθεὶς ἐπέκεινα τῶν δημοσίων τελεσμάτων διδόναι ἕκαστον τῶν χω-
ρίων ὑπὲρ ἀερικοῦ κατὰ τὴν ποιότητα καὶ ἰσχὺν αὐτῶν, τὸ μὲν νομί-
σματα τέσσαρα, τὸ δὲ ἕξ, καὶ ἄχρι τῶν εἴκοσι, καὶ ἄλλους πόρους
αἰσχροὺς
τοῦ κερδαλέου χάριν, οὓς καὶ λέγειν αἰσχύνη.
φασὶ δέ, ὅτι καὶ (τοῦ Μανιάκη eras.) τοῦ μανῆναι τὴν βασιλίδα ἐπὶ τῷ
αὐτοῦ ἀδελφῷ
αὐτὸς ἐγένετο αἴτιος. κατανοήσας γὰρ αὐτὴν παιδοποιῆσαι ὀρεγομένην,
γυναῖκάς
τινας παρεσκεύασε προσιούσας τῇ δεσποίνῃ καταβοᾶν αὐτῆς, ὡς ἂν
ἀναγκάσῃ αὐτὸν
διὰ προσταγμάτων τρέφειν, ἃ ἐξ αὐτοῦ ἔτεκον. ὅθεν ὑποτοπήσασα εἷπε·
βραχὺ γὰρ βέλος εἶχεν ἐν τῇ χειρί. Τὸν γοῦν πρώτως ἐπιόντα βάλλει
κατὰ τῶν στέρνων τῷ ὀϊστῷ καὶ εὐθὺς τοῦτον καταβάλλει τοῦ ἵππου.
δωρίας, ἀλλὰ καὶ πόλεις ἔστιν ὅτε ὅλας εὐηργέτει ταῖς τῶν φόρων
ἀνέσεσιν. ὡς δ' ἔπος εἰπεῖν, οὕτως ἔχαιρε τῷ ἐλέῳ καὶ πρὸς τὴν τῶν
ἀγειρομένων ἀπόκτησιν ἔρρωτο, ὡς ἀπαντλεῖν ἀμφοτέραις τὰ ἐπεισρέον-
τα· ὁπόθεν αὐτῷ ὑπεισέδυ καὶ ὑπούλως παρεισεφθάρη τὸ μὴ ἐκ πόρων
ἀεί ποτε δικαίων τὰ χρήματα συγκομίζεσθαι· τὰς γὰρ τῶν δαπανῶν
ὑπερόγκους τῇ ἀσωτίᾳ ἐγγιζούσας οἱ πλεῖστοι μὴ ὑφορώμενοι, εἰσπρά-
ξεων ἐφευρεταὶ καινῶν καθιστάμενοι ὡς γεωργίῳ ἡμέρῳ μελίνην ἢ ῥόδῳ
ἀνεμώνην τὰ μὴ καλῶς μηδ' ὁσίως συλλεγόμενα συμφύρουσι χρήματα
τοῖς δικαίοις.
Κατάφορος δ' ὢν εἰς θυμὸν οὐδὲ τοῦ συμπαθοῦς ἤθους ἀπῴκιστο,
ἀλλ' αὐτὸς ἑαυτὸν πρὸς εὐμένειαν ἐπανάγων σύνδρομον πολλάκις ἐπε-
ποίητο τῇ ὀργῇ τὴν συμπάθειαν καὶ ταῖς συμφοραῖς τῶν ἀνθρώπων
ἐπικλώμενος τὰ πρὸς ὑφαίρεσιν ἑκάστῳ ἐπεμέτρει τῶν ἀλγεινῶν.
Ταῦτα δὲ πράττων καὶ ἄλλ', ὁπόσα τὸ λέγειν παρέδραμεν, ᾤετο
τῇ βασιλείᾳ ἐνεστηρίχθαι ὡς οὐδ' ἐν οὐρανίῳ σφαιρώματι ἥλιος ἢ ὡς
στέλεχος φοίνικος ὑπὸ ὀσμῆς ἀναθηλούμενον ὕδατος καὶ κέδρος Λιβανί-
της ὑψίκομος ἐς κύκλους διατηρηθῆναι μακραιώνων ἐνιαυτῶν. τοῦτο δ'
Λαχάνων Πηγάνωνι
Ἧκέ μοι πρὸς τοὔλαιον αὔριον· ἐκδημήσαιμι γὰρ τοῦ ἄστεος καὶ
δαιτυμὼν ἔσομαι, φίλτατε. Νύμφαις γὰρ καὶ τῷ Πανὶ τοῦ ποιμνίου τὰς
ἀπαρχὰς ἀναθήσαιμι. εὐνοοῦσι γὰρ ἡμῖν ὀψέ ποτε οἱ θεοί· τὰ κισσύβια
πεπλήρωταί μοι τοῦ γάλακτος, αἱ ἄρνες εὐγόνως τετόκασι, περισκιρτῶσιν
αἱ αἶγες ἐπὶ ταῖς εὐτυχίαις ὥσπερ γηθόμεναι. πεπαύμεθα πενίᾳ μαχό-
μενοι, δυσνουθετήτῳ θηρίῳ καὶ δυσκόλῳ· δίκην ἕλκους τοῖς κεκτημένοις
ἐμπλέκεται καὶ φιλοσύνηθές ἐστι κακόν, ῥαθυμοποιόν, κατηφές, πρὸς
λύπην ἀπαρηγόρητον, πρὸς ἀνίαν ὀξύρροπον, ἄγρυπνον, φιλομέριμνον,
ἐπίμοχθον, κακῶν ἐφευρετικόν, ἄδοξον, εὐκαταφρόνητον, ἀνεπίφθονον.
οὐ γάρ τις ἐθέλει τηλικούτῳ κακῷ συναντᾶν, οὐδὲ εἰ τὴν Ὀρέστου μανίαν
κατακριθείη νοσεῖν. ῥίψαντες οὖν τὰ τῆς πενίας τῇ πενίᾳ ἐφ' ἑτέραν
μεταστησώμεθα λῆξιν, μετὰ τῆς τύχης ἀμείψαντες καὶ τὸ φρόνημα.
σίας τῆς πρὸς τὸν Ἑλλήσποντον κύριος ἐγένετο. Καὶ μετὰ τῆς γερουσίας
τῶν Ἑνε-
τῶν μάχην ποιήσας, ὁ οὖν τῶν Ἑνετῶν στόλος εἶχε ναυάρχον τὸν Πέτρον
Λαουρε-
δανόν· καὶ ἄμφω οἱ στόλοι συναντηθέντες, λέγω τῶν Ἑνετῶν καὶ τοῦ
ἀμηρᾶ, ἀναμέ-
σον Προικοννήσου καὶ Καλλιουπόλεως καὶ, ναυμαχίας γενομένης,
πολλαὶ τριήρεις
καὶ νῆες τῶν Τουρκῶν κατεποντίσθησαν· μετὰ δὲ ταῦτα ἀγάπην
ἐποίησαν. Ἠγάπᾳ δὲ
τὸν βασιλέα τὸν κὺρ Μανουὴλ οὗτος ὁ ἀμηρᾶς καὶ τοὺς ἑτέρους
αὐθέντας Χριστιανούς,
τοὺς ἐγγὺς τῶν ὁρίων αὑτοῦ, καὶ ἐν τῷ μέλλειν αὐτὸν τελευτᾶν, τῷ υἱῷ
Ἀμουράτῃ πα-
ραγγείλας, ἵνα ἔσηται φίλος καὶ βοηθὸς τῷ βασιλεῖ κὺρ Μανουήλ. Οὗτος
πρῶτος ἐν
τῇ Ἀνδριανουπόλει τὴν καθέδραν ἐποίησεν, ἣν οἱ πρὸ αὐτοῦ ἐν τῇ
Προύσῃ εἶχον.
Ὑπῆρχε δὲ λιὰν φιλόδωρος καὶ τοῖς φίλοις ἄριστος· ὁμοίως δὲ τοῖς
ἔχθροις ἕως τέ-
λους ζωῆς καμηλοειδῶς διέκειτο, καὶ πάντοτε νέα ἐφευρέματα καὶ
μηχανὰς γυρεύων,
ἵνα βλάβῃ καὶ ἀφανίζῃ τοὺς κακῶς διακειμένους μετ' αὐτοῦ· ἀποθανὼν
δὲ βασιλεύσας ἔτη δέκα καὶ ἑπτά.
δεσπότης ἀπέπεμψε πρὸς τὸν ἀμηρᾶν τὴν πρόσοδον, μὴ θέλων ἔτι ἔχειν
τὸ βάρος, ὃ εἶχεν εἰς τὸ στρατόπεδον, εἰπόντος αὐτοῦ· “Ἐγώ εἰμι γέρων
καὶ ἀσθενὴς καὶ ὁ ἐκπληρῶν τὴν δουλωσύνην ἀπέθανε· λοιπὸν ἡ πολλὴ
πρόσοδος δοθήτω, ὅπου δ' ἂν κελεύσῃς, ἐμοὶ δὲ δοθήτω μόνον τὸ ἀρκοῦν
πρὸς τὸ ζῆν με καθήμενον ἐνταῦθα μετά τινων ὀλίγων.” Ὁ οὖν ἀμηρᾶς
ἀπεκρίνατο· “καλῶς ἔχει· διαχωρισάτω ὁ δεσπότης, οὓς βούλεται.” Καὶ
χωρίσας, δέδωκε πρὸς αὐτὸν ἄσπρα πεντήκοντα χιλιάδας, ἵνα ἔχῃ αὐτὰ
ἐκ τοῦ κομερκίου τοῦ ἀλεύρου, τοὺς δὲ πλείονας τῶν ὑποχειρίων αὐτοῦ
περιορίσας ἀπῆρεν, ἵνα εὑρίσκωνται ἐν τῇ Κωνσταντινουπόλει.
13. Ἄλλοι δὲ εἶπον· ἄλλως γέγονεν,
ὅτι ὁ τῶν κακῶν ἁπάντων ἐφευρετὴς Ματθαῖος ὁ Ἀσάνης μετὰ τῶν
ἐχόντων τὴν τῆς Αἴνου ἁλικὴν κλέψας τινὰ χρήματα μὴ εἰδότος τοῦ
δεσπό-
του καὶ τοῦτο μαθὼν ὁ ἀμηρᾶς ἐβουλήθη πιάσαι τὸν εἰρημένον Ἀσάνην
καὶ
ἀνασκολοπίσαι αὐτόν, ὁ δὲ Ἀσάνης ἐκ τοῦ φόβου, ἔνθα ἦν, ἀπέψυξεν. Ὁ
δὲ
ἀμηρᾶς ὑποπτεύων μήτοι καὶ ὁ δεσπότης ἐν τῇ τοιαύτῃ συμβουλῇ ἦν καὶ
774
δρα-
πετεύσῃ, ἐξώρισεν ἐν τῷ Διδυμοτείχῳ καὶ ἦρεν αὐτοῦ πᾶν σιτηρέσιον·
καὶ οὕτω κα-
κῶς διέκειτο. Μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἐρχομένου τοῦ ἀμηρᾶ ἀπὸ τοῦ
κυνηγίου καὶ μέλ-
λοντος διελθεῖν, ὅθεν ὁ εἰρημένος δεσπότης ἦν, ἐξῆλθεν ὁ δεσπότης
πεζηπορῶν καὶ
συναντήσας προσεκύνησε τὸν ἀμηρᾶν τὸν καὶ γαμβρὸν αὑτοῦ.
γοῦντα τῶν ῥωμαϊκῶν δυνάμεων ἐπιμελῶς τοὺς γεωργούς, ἤτοι τοὺς τῶν
χωρίων
πολίτας, καὶ τὰ αὐτῶν ἅπαντα παρακελεύσασθαί τε καὶ
παρασκευάσασθαι ἐν κάστροις
καὶ ὀχυροῖς τόποις διασώσασθαι, τοὺς δὲ τῶν πολεμίων πρὸς λείαν
ἐξερχομένους,
ὡς νουνεχεῖς καὶ ἀγρύπνους συνεχῶς τραυματίζειν, ἵνα εἶεν δεδοικότες
πόρρω τοῦ
στρατεύματος αὐτῶν ἐξελαύνειν καὶ τροφὰς ἐπικομίζεσθαι· κἀντεῦθεν
στενοχωρίᾳ
τροφῶν συσχεθήσονται.
Πλήν, ὡς ἔφημεν, πλῆθος λαοῦ ἔχοντες, ἑτέραν ἴσως
μέθοδον μετελεύσονται. Διαχωρίζοντες ἐνίοτε τοὺς ἡμίσεις τοῦ λαοῦ
αὐτῶν ἢ καὶ
τὸ τριτημόριον, ἀποστελοῦσι πόρρω ἡμέρας ὁδοῦ διάστημα ἢ καὶ
ἐπέκεινα ἀπέ-
χοντας τοῦ φοσσάτου αὐτῶν ἐν χωρίοις τισίν, ἐν οἷς ἐλπίζουσι πλείονας
δαπάνας
ἐφευρεῖν . Καὶ ἀνάγκη τούτους ἐπὶ δυσὶν ἡμέραις ἢ καὶ τρισὶν ἔξω τοῦ
φοσσάτου
αὐτῶν διάγειν. Τοῦτο γοῦν πυθόμενος καὶ νοήσας, ὦ στρατηγέ, δέον κατ'
αὐτῶν
ἐνεδρεῦσαι μετὰ λελογισμένης διασκέψεως καὶ πλησίον αὐτῶν ἐν νυκτὶ
γενέσθαι
καὶ τόπον ἐπιτήδειον ἐφευρίσκων τὸ ἴδιον στράτευμα ἀποκρύψαι.
Ἐπεὶ οὖν οὐκ εἰς δύο καὶ τρία χωρία, ἀλλὰ καὶ εἰς πλείονα
ἐρευνήσοντες τροφὰς διασκορπί-ζονται, εἰκὸς δέ ἐστι καὶ τὸ λεγόμενον
φοῦλκον εἰς φυλακὴν αὐτῶν ἵστασθαι, δεῖ τὸ ὑπὸ σὲ στράτευμα διχῆ
διελεῖν, ἀσφάλειαν ποιούμενος μὴ φωραθῆναι ἢ διαγνωσθῆ-
ναί σε παρὰ τῶν ἀνερευνώντων πολεμίων τοὺς λόχους, ἵνα μὴ ὑπ' αὐτῶν
μᾶλλον ἐνεδρευθῇς· καρτερῆσαι δὲ ἐν τῷ ἐγκρύμματι ἄχρι ἑνδεκάτης
ὥρας τῆς ἡμέρας, ἤδη τοῦ ἡλίου πρὸς δύσιν ὄντος.
ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ.
ρου τοῦ ἔχειν. καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν οὐχ ἅμα πάντα πρὸ τῶν κατηγοριῶν
ἐδίδαξε; φαμὲν ὅτι τῶν φωνῶν τούτων αἱ μέν εἰσι πᾶσιν ἄγνωστοι, οἷον
τὸ ὁμώνυμον, τὸ συνώνυμον (οὐδεμίαν γὰρ τούτων ἔννοιαν ἔχει ὁ πολὺς
ἄνθρωπος), τὰ δὲ γνώριμα μὲν ἐκ τῆς συνηθείας, ἀλλ' ὅμως τινὸς δεόμενα
διαρθρώσεως, οἷον τὸ ἅμα καὶ τὸ πρότερον. τὰ οὖν παντάπασιν ἄγνωστα
πρὸ τῆς τῶν κατηγοριῶν διδασκαλίας ἀναγκαίως προέταξεν, ἐπειδὴ
ἐκείνων
ἀγνοουμένων ἐφιστάνειν οὐκ ἐμέλλομεν τοῖς λεγομένοις περὶ τῶν
κατηγο-
ριῶν (χρῆται γὰρ αὐτοῖς εἰς τὴν τῶν κατηγοριῶν διδασκαλίαν), τὰ δὲ
λοιπά, λέγω δὴ τὰ ἀδιαρθρώτως ἡμῖν ἐγνωσμένα, μετὰ τὰς κατηγορίας
διδάσκει, ἵνα μὴ μακρὸν ποιήσῃ τὸ προοίμιον καὶ τὸ πάρεργον τοῦ ἔργου
μακρότερον. ἐφευρέθη δὲ ἡ κατὰ τὰ μόρια διαίρεσις πρὸς σαφήνειαν τοῦ
συγγράμματος· μαθόντες γὰρ πόσα ἐστὶ τὰ τοῦ βιβλίου κεφάλαια καὶ περὶ
τίνων διαλέγεται, ῥᾷστα τοῖς λεγομένοις παρακολουθήσομεν,
ἐκλείπει ἢ βροντᾷ, οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν διαιρετικῶν ὅρων, ἤγουν τῶν
ὁρισμῶν τῶν ἀπὸ διαιρέσεως εὑρεθέντων. οἷον εἰ ἔστιν ὁρισμὸς τοῦ
ἀνθρώπου τὸ ζῷον θνητὸν ὑπόπουν δίπουν ἄπτερον, ἔξεστι τῷ
ἀκροατῇ ἐρωτᾶν παρ' ἑκάστην πρόσθεσιν, ἤγουν μέρος ἕκαστον τοῦ
ὁρισμοῦ, οἷον διὰ τί θνητὸν ἢ ὑπόπουν; ἐρεῖ γὰρὁ διαιρετικὸς καὶ δεί-
ξει ὡς οἴεται ὅτι πᾶν ζῷον ἢ θνητὸν ἢ ἀθάνατον, ὁ δὲ ἄνθρωπος
θνητός, οὐκ ἄρα ἀθάνατος. ἀλλ' ἐπεὶ ἀσυλλογίστως ταῦτα ἔλαβεν, ἐρω-
τήσει αὐτὸν διὰ τί θνητὸν ὁ ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἀθάνατον; ὁ δὲ τοιοῦτος
ἅπας λόγοςὁ ἐπισυναχθεὶς ἀπὸ τῆς διαιρέσεως ὁρισμὸς οὐκ ἔστιν· εἰ
γὰρ καὶ ἀπεδείκνυτο ἀπὸ τῆς διαιρέσεως, ἀλλ'οὖν ὁ ὁρισμὸς συλλογι-
σμὸς οὐ γίνεται, τουτέστιν οὐ διὰ συλλογισμοῦ ἐφευρέθη.
ζῴου, οὐκ ἐμπεσοῦνταιτὰ εἴδη πάντα τοῦ ζῴου εἰς ταύτας τὰς διαφοράς.
εἰ γὰρ διαιρεθῇ τὸ ζῷον εἰς τὸ ὁλόπτερονκαὶ εἰς τὸ σχιζόπτερον,
οὐ πᾶν εἶδος τοῦ ζῴου εἰς ταύτας ἐμπέσῃ· ὁ γὰρ ἄνθρωπος καὶ ὁ ἵππος
οὔτε ὁλόπτερά εἰσιν οὔτε σχιζόπτερα. καὶ δῆλον ὅτι τὸ ὁλόπτερον καὶ
σχιζόπτερον οὐκ εἰσὶ προσεχεῖς διαφοραὶ τοῦ ζῴου ἀλλὰ τοῦ πτηνοῦ.
ὁλό-
πτερα δὲ λέγεται ἢ τὰ ὑμενόπτερα, ὡς αἱ νυκτερίδες, ἢ τὰ κολεόπτερα, ὡς
οἱ τέττιγες καὶ αἱ μυῖαι.
Εἰς τὸ αὐτό. ὅταν γὰρ τὸ πρῶτον ληφθῇ γένος.ἐὰν μὲν ὁ
διαιρῶν λαμβάνῃ οὐ τὰς προσεχεῖς διαφορὰς τοῦ ζῴου ἀλλά τινας τῶν
διαιρέσεων τῶν κάτωθεν, ἤγουν τινὰς τῶν διαφορῶν τῶν ἐκ τῆς διαι-
ρέσεως ἐφευρεθεισῶν καὶ κάτωθεν οὐσῶν τῶν προσεχῶς διαφορῶν τοῦ
ζῴου,
οἷαί εἰσι τὸ ὁλόπτερονκαὶ σχιζόπτερον, οὐχ ἅπαν εἶδος τοῦ ζῴου
ἐμπεσεῖται εἰς ταῦτα, ἀλλὰ πάντα τὰ πτηνὰ ζῷα ἐμπίπτουσιν εἰς ταύτας
τὰς διαφοράς· τοῦ γὰρ πτηνοῦ ζῴου εἰσὶ διαφοραὶ αὗται, οὐ τοῦ ζῴου.
Πρώτη δὲκαὶ προσεχὴς διαφορά ἐστι τοῦ ζῴου εἰς ἣν ἐμπίπτει
πάντα τὰ εἴδη τοῦ ζῴου. σημειωτέον δὲ ὅτι ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ‘διαφοράς’
779
γραμματικόν’, ἐπλεόνασα
μὲν ταῖς λέξεσιν, ἔλειψα δὲ τοῖς πράγμασιν (οὐδὲ γὰρ πάντα ἄνθρωπον
ὡρι-
σάμην ἀλλὰ τὸν γραμματικὸν μόνον), ἡνίκα δὲ ἐλλείψῃ ταῖς λέξεσι,
πλεονάζει τοῖς πράγμασιν, οἷον ἐὰν εἴπω ‘ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν
θνη-
τόν’ ἐνέλιπον μὲν ταῖς λέξεσιν, ἐπλεόνασα δὲ τοῖς πράγμασιν· οὐ γὰρ
μόνον
τὸν ἄνθρωπον ὡρισάμην, ἀλλὰ καὶ τὰς μακραίωνας νύμφας· καὶ ταῦτα
γὰρ
ζῷά εἰσι καὶ λογικὰ καὶ θνητά. καὶ ὡς ἔλεγεν Ὀλυμπιόδωρος ὁ
φιλόσοφος,
“θαυμαστόν τι ἐφεῦρεν ἡ φύσις μηχάνημα, ἔνδειαν πλουτοῦσαν καὶ
πλοῦτον
ὑποκρινόμενον ἔνδειαν”. εἰ δέ τις ἀπορεῖ λέγων ὅτι ἐάν, ὡς εἰρήκαμεν,
ἡνίκα πλεονάσῃ ταῖς λέξεσιν, ἐλλείπῃ τοῖς πράγμασιν, πῶς ἐὰν εἴπω
‘ἄνθρω-
πός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν ἀποθνῆσκον καὶ τὰ ἑξῆς’ καὶ πλεονάσω
ταῖς
λέξεσιν ὁ ὅρος, οὐκ ἐλλείπει τοῖς πράγμασιν (πάντα γὰρ ἄνθρωπον συμ-
περιέλαβον), λέγομεν ὅτι ἡ προστεθεῖσα λέξις οὐδὲν πλέον σημαίνει τῆς
ὑποκειμένης· ταὐτὸν γάρ ἐστιν κατὰ τὴν σημασίαν τὸ θνητόν καὶ τὸ
ἀποθνῆσκον. ἐπειδὴ οὖν οὐδὲν πλέον σημαίνει ἡ προστεθεῖσα λέξις,
τούτου χάριν οὐκ ἐποίησεν ἔνδειαν πραγμάτων. ταῦτα μὲν καὶ τὸ τρίτον
κεφάλαιον.
μεν, ἡ δ' ἀκρασία κακία ἐστί, λοιπὸν ἀδύνατον τὸν αὐτὸν εἶναι καὶ φρόνι-
μον καὶ ἀκρατῆ. ἔτι ὁ φρόνιμος οὐ λέγεται φρόνιμος μόνον ἐν τῷ εἰδέναι
τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ συμφέροντα, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ εἶναι πρακτικός, ἤτοι ἐν
τῷ πράττειν τὰ ἀγαθά, ὁ δ' ἀκρατὴς οὐ πρακτικόςἐστι τῶν ἀγαθῶν,
ὧν πρακτικός ἐστιν ὁ φρόνιμος, ἀλλὰ τῶν κακῶν.
Τινὲς δὲ λέγουσι καὶ τὸν δεινὸν φρόνιμον. οὐδὲν οὖν κωλύει τὸν
δεινὸν ἀκρατῆ εἶναι. δοκοῦσι γὰρ δεινοί τινες φρόνιμοι εἶναι, ἀκρατεῖς δὲ
786
λέντες ἰδεῶν ἀπὸ μὲν τοῦ ἁδροῦ εἰς τὸ σκληρὸν καὶ ἐπηρ-
μένον ἐτράπησαν, ἀπὸ δὲ τοῦ ἰσχνοῦ εἰς τὸ ταπεινὸν,
ἀπὸ δὲ τοῦ μέσου εἰς τὸ ἀργὸν καὶ ἐκλελυμένον.
Διαλαμ-βάνει δὲ καὶ περὶ κρίσεως ποιήματος, ἐν ᾧ
παραδί-δωσι τίς ἤθους καὶ πάθους διαφορά. Καὶ ὅτι τῆς ποιη-
τικῆς τὸ μέν ἐστι διηγηματικόν, τὸ δὲ μιμητικόν. Καὶ τὸ
μὲν διηγηματικὸν ἐκφέρεται δι' ἔπους, ἰάμβου τε καὶ ἐλε-
γείας καὶ μέλους, τὸ δὲ μιμητικὸν διὰ τραγῳδίας, σατύρων
τε καὶ κωμῳδίας.
Καὶ ὅτι τὸ ἔπος πρῶτον μὲν ἐφεῦρε Φημονόη ἡ
Ἀπόλλωνος προφῆτις, ἑξαμέτροις χρησμοῖς χρησα-
μένη· καὶ ἐπειδὴ τοῖς χρησμοῖς τὰ πράγματα εἵπετο
καὶ σύμφωνα ἦν, ἔπος τὸ ἐκ τῶν μέτρων κληθῆναι.
Οἱ δέ φασιν ὅτι διὰ τὴν κατασκευὴν καὶ τὴν ἄγαν
ὑπεροχὴν τὴν ἐν τοῖς ἑξαμέτροις θεωρουμένην τὸ κοινὸν ὄνομα παντὸς
τοῦ λόγου τὸ ἑξάμετρον ἰδιώ-σατο καὶ ἐκλήθη ἔπος καθάπερ καὶ Ὅμηρος
τὸν ποιητὴν καὶ ὁ Δημοσθένης τὸν ῥήτορα ᾠκειώσατο, ἐπεὶ καὶ τὰ
τρίμετρα ἔπη προσηγόρευον.
Παραγραφή
«Δίδυμος ὁ ἐξ ὀμμάτων». ὁμοίως καί τινας ἀπὸ ἐπάρχων καὶ ἑτέρους ἀπὸ
βασιλέων καὶ ἄλλα τοιαῦτα πολλά. ἰστέον δὲ καὶ ὅτι ἐναντίον τῷ
ἀποθυμίῳ τὸ
καταθύμιον, ἐξ οὗ γυνή τις παρ' Ἡροδότῳ Καταθυμία κέκληται. (v. 564)
Τὸ δέ «ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι» ἠθικῶς εἶπεν, οἷον «ἐμοί, ὡς ἔοικε, φίλον
ἐστίν»
ἀντὶ τοῦ «οὕτω μοι ἀρέσκει, οὕτως ἐγὼ θέλω». (v. 565) Ὅτι τὸ «ἀλλ'
ἀκέουσα κάθησο» προστακτικὸν προπαροξύνεται. τὰ γὰρ σύνθετα
προστακτικὰ
βραχυκατάληκτα ὡς ἐπὶ πολὺ ἀναπέμπει τὸν τόνον, οἷον λέγε κατάλεγε,
σπεῖρε
κατάσπειρε· οὕτως οὖν καὶ ἧσο κάθησο. τὸ μέντοι «ἀκέουσα καθῆστο»,
ἀντὶ
τοῦ ἡσυχάζουσα ἐκάθητο, προπερισπᾶται, διότι τὰ τροχαϊκὰ
περισπώμενα
φυλάττει τὴν αὐτὴν ἐκφώνησιν ὡς ἐπὶ πλεῖστον καὶ μετὰ σύνθεσιν, οἷον
ἦγε
κατῆγεν, εὗρεν ἐφεῦρεν, εἶχε κατεῖχεν, εἶδε παρεῖδεν, εὗδε καθεῦδεν,
οἷον
»ἔνθα καθεῦδεν ἀναβάς». οὕτως οὖν καὶ ἧστο καθῆστο. ἐὰν μέντοι
μεταποιηθῇ
εἰς βραχὺ τοῦ τροχαίου ἡ ἄρχουσα, τότε δὴ καὶ ὁ τόνος ἐν τῇ συνθέσει
ἀναβιβάζε-
ται, ὡς δηλοῖ τὸ ἄναγεν, ἔτι δὲ καὶ τὸ κάτεσχεν, ὅσα τε ἄλλα τούτοις
ὅμοια. τὸ
δὲ ὡς ἐπὶ πλεῖστον πρόσκειται τῷ κανόνι διὰ τὸ οἶδα σύνοιδα, οἶσθα
κάτοισθα
καὶ εἴ τι τοιοῦτον. Οἱ δὲ παλαιοί φασι καὶ ὅτι τὸ καθῆστο προπερισπᾶται
ὡς
790
ἀπὸ τοῦ ἕζω ἧσμαι, ἀφ' οὗ τὸ ἥσμην, ἧσο, ἧστο καὶ καθῆστο. οἱ γὰρ
δισύλλαβοι
παρακείμενοι ἔχοντες δύο σύμφωνα φυλάττουσι καὶ ἐν τῇ συνθέσει τὸν
τόνον,
οἷον εἷργμαι καθεῖργμαι, ἦγμαι κατῆγμαι. οὕτως οὖν καὶ ἧσμαι καθῆσμαι,
ἥσμην καθήσμην, ἐξ οὗ τὸ καθῆστο. εἰ δὲ ἦν, φασίν, ἀπὸ τοῦ ἧμαι ἥμην,
ἀνεδίδου ἂν τὸν τόνον ὁμοίως τῷ κάθημαι κάθητο. (v. 565 – 7) [Ἰστέον
δὲ ὅτι τὸ
μνήμην τοῦ τότε συμβεβηκότος καὶ ἐκκεῖσθαι πᾶσιν εἰς θέαν καὶ λόγον
περιφέ-
ρεσθαι τοῦτον ἐκεῖνον εἶναι τὸν καταφαγόντα ποτὲ τοὺς στρουθοὺς καὶ
τὴν
μητέρα, οὗ δὴ καὶ τὸν Κάλχαντα πεποίηκε μεμνημένον ἐνταῦθα ὁ
ποιητὴς οἷα
τῇ παραδόσει τοῦ μύθου ἀκολουθῶν. [Καινὸν δὲ οὐδὲν καὶ τοιοῦτον
ἀνατεθεῖσθαι
λίθον ἐν τοῖς ἐκεῖ· Ἐπεί τοι καὶ Παλαμήδους ἐπινοησαμένου κυβείαν καὶ
πεττεί-
αν ἐν Ἰλίῳ εἰς παραμύθιον λιμοῦ κατασχόντος τὴν στρατιὰν λίθος ἐκεῖ
ἐδείκνυτο,
καθὰ Πολέμων ἱστορεῖ, ἐφ' οὗ ἐπέσσευον. τῆς δὲ τοιαύτης ἐπινοίας τοῦ
Παλαμήδους καὶ τῆς εὑρέσεως δὲ τοῦ χρόνου, ἣν καὶ αὐτὴν ἐκεῖνος
ἐσοφίσατο,
μάρτυρα παράγουσι Σοφοκλῆν, ὃς ἐν δράματι ὁμωνύμῳ τῷ εὑρετῇ
Παλαμήδῃ
φησίν· «οὐ λιμὸν οὗτος τόνδ' ἀπῶσε, σὺν θεῷ εἰπεῖν, χρόνου τε διατριβὰς
σοφωτάτας ἐφεῦρε φλοίσβου μετὰ κοπὴν καθημένοις, πεσσοὺς κύβους
τε τερπνὸν
ἀργίας ἄκος;» ἐμαρτύρουν δὲ καὶ Ἀργεῖοι, παρ' οἷς ἦν, φασίν, ὁ
λεγόμενος
Παλαμήδους πεσσός. Ὅτι δὲ τὴν αὐτῶν εὕρεσιν Αἰγυπτίοις ἀνατιθέασιν
ἕτεροι καὶ ὅτι οὐ παικτικὴ ἀλλὰ φιλόσοφος ἡ Αἰγυπτιακὴ πεττεία λέγεται,
ἐν
ἄλλοις δηλοῦται. καὶ οὕτω μὲν εἰρημένα ἔστω οὐκ ἀλυσιτελῶς καὶ
ταῦτα.]
Σημείωσαι δὲ ὅτι οὐδεμίαν πρέπουσαν τῷ πράγματι λέξιν ἀφῆκεν ὁ
ποιητής.
σῆμά τε γὰρ εἶπε τὸ κατὰ τὸν δράκοντα, οἷον· «ἔνθα ἐφάνη μέγα σῆμα,
δράκων
791
τούτων τῷ ποιητῇ λόγος τοιοῦτος «βὰν δ' ἴμεναι πόλεμόνδε θεοὶ δίχα
θυμὸν
792
ἔχοντες», ἤγουν διχονοοῦντες, Ἥρη μὲν μετ' ἀγῶνα νεῶν καὶ Παλλὰς
Ἀθήνη ἠδὲ Ποσειδαίων γαιήοχος ἠδ' ἐριούνης Ἑρμείας, ὃς ἐπὶ φρεσὶ
πευκαλίμῃσι», ταῖς πολλαχοῦ ῥηθείσαις, «κέκαστο. Ἥφαιστος δ' ἅμα
τοῖσι κίε
σθένεϊ βλεμεαίνων, χωλεύων, ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί», ἃ δὴ καὶ
προγέγραπται. «ἐς δὲ Τρῶας Ἄρης κορυθαιόλος· αὐτὰρ ἅμ' αὐτῷ Φοῖβος
ἀκερσεκόμης ἠδ' Ἄρτεμις ἰοχέαιρα Λητώ τε Ξάνθος τε φιλομειδής τ'
Ἀφροδίτη». καί εἰσιν οὕτως πέντε μὲν οἱ Ἀχαιϊκοί, ἓξ δὲ οἱ τῶν Τρώων.
(v. 33) Ἀγῶνα δὲ νεῶν καὶ ἐνταῦθα τὴν ἄθροισιν λέγει καί, ὡς οἱ μεθ'
Ὅμηρόν
φασι, συναγωγήν. (v. 34) Ἐριούνης δὲ Ἑρμῆς ἢ παρὰ τὸ ἐριἐπιτατικὸν
καὶ τὸ
ὀνῶ, ὁ ἄγαν ὀνῶν καὶ ὠφελῶν, ἢ ὁ ἐφευρετικὸς παρὰ τὸ εὑρεῖν, ἢ
χθόνιος κατὰ
τοὺς Τραγικοὺς παρὰ τὴν ἔραν. (v. 36 s.) Ἰστέον δὲ ὅτι ἀποσεμνύνων τὸν
Ἥφαιστον ὁ ποιητής, ἵνα μὴ δόξῃ ἀχρεῖον τοῦτον σύμμαχον διδόναι τοῖς
Ἕλλησιν, ἔφη τὸ «κίεν εἰς μάχην σθένεϊ βλεμεαίνων, χωλεύων», ὡς τοῦ
χωλεύειν μηδὲν ἐμποδὼν γινομένου τῇ κατ' ἐκεῖνον λοιπῇ εὐρωστίᾳ τοῦ
σώματος. τὰ γὰρ ἄνω βριαρὸς ἦν καί, ὡς ὁ ποιητής φησι, «πέλωρ
αἴητον». τὸ
γοῦν φυσικὸν ἐλάττωμα, τὸ χωλεύειν, ἀναπληροῖ βλεμεαίνων σθένεϊ.
τοιοῦτον
καὶ τὸ «ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί». ἐλάττωμα μὲν γὰρ τὸ ἀραιαί,
ἐπὶ Ἄτυος εὑρεθῆναι διὰ λιμὸν τὰς παιδιὰς, οὐκ ἐξ ἀνάγκης καὶ πεττοὶ
συννοοῦνται, οὓς ὁ Παλαμή-
δης εὗρε. καὶ ὅτι δοκεῖ τὸ κυβεύειν καὶ πεττεύειν, καὶ ἀστραγαλίζειν
λέγεσθαι. ὡς ὑπεμφαίνεται ἀπὸ
τοῦ, ἀστραγαλίζουσιν ἐν τῇ κατὰ τὴν Ὀδύσσειαν πολιτείᾳ καὶ ὀρχοῦνται
καὶ σφαιρίζουσι. καὶ ὅτι συν-
τελεῖ πρὸς τὸ ῥηθὲν, τὸ, ἀστράγαλος, τρία σημαίνει. τὸν ἐν σφυρῷ καὶ
τὸν σπόνδυλον ἁπλῶς. καὶ
τὸν παιστικὸν ἢ πεσσικὸν βόλον τὸ τοῦ Ἀπίωνος. Καὶ ὅτι κύβος, ὁ
κύκλωθεν βάσιν ἔχων. ἢ ὁ κατε-
στραμμένος. ἐκ τοῦ κυβῶ κυβήσω τὸ καταστρέφω. ὅθεν καὶ κύβιτον. τὸ
ὄγκωμα Ῥωμαϊστί. καὶ κυβι-
στᾶν, τὸ ἐπὶ κεφαλὴν πίπτειν. τῆς δὲ λέξεως τῶν πεσσῶν ἡ ἐν δυσὶ σίγμα
793
ἀοιδοὶ ᾄδουσι. καὶ ἔστιν ὅμοιον τούτῳ, καὶ τὸ Σοφόκλειον. τὸ, τὰ ἔργα
τοὺς λόγους εὑρίσκεται.
Ἰστέον δὲ ὅτι αἴτιον ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ, τὸ τὴν αἰτίαν τοῦ γινομένου ἔχον.
οἱ δὲ μεθ' Ὅμηρον καὶ ἐπὶ
ὑπευθύνων τὴν λέξιν τιθέασιν ὡς δηλοῖ ὁ γράψας τὸ, αἴτιος ὁ γράψας
αἴτια Καλλιμάχου, ἤγουν
ὑπεύθυνος καὶ κολάσεως ἄξιος. (Vers. 350.) Ὅτι ἁρμόσει ἐπὶ θεοῦ ἢ
βασιλέως εἰπεῖν τὸ, ὃς δίδωσιν
ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν ὅπως ἐθέλῃσιν ἑκάστῳ. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἐνταῦθα
τῷ τῶν ἀνδρῶν ὀνόματι, καὶ τὸ θῆλυ γένος συνυπακούεται. καὶ ὅτι
ἀλφησταὶ κοινῶς, οἱ ἄνθρωποι ὡς ἐφευρετικοὶ καὶ ἐπινοητικοὶ
τεχνῶν τε καὶ μηχανῶν καὶ βουλευμάτων καὶ ἑτέρων ὧν τοῖς ἀλόγοις οὐ
μέτεστιν. ἀλφῶ γὰρ τὸ εὑρίσκω.
ἐξ οὗ τὸ ἀλφαίνειν παράγωγον, καὶ τὸ τιμαλφεῖν. καὶ τὸ τιμαλφές. τούτου
ὁ μέλλων, οὐ μόνον
ἀλφήσω ἐξ οὗ ἀλφηστὴς, ἀλλὰ καὶ ἀλφέσω, ἐξ οὗ ἀλφεσίβοιαι. ὡς δὲ καὶ
ἰχθύων ὄνομα οἱ ἀλφησταὶ,
ἱστόρηται. διὸ πρὸς διαστολὴν ἴσως ἔγραψεν Ὅμηρος, τὸ ἀνδράσιν
ἀλφηστῇσιν. Ὅρα δὲ καὶ τὸ ἑκάστῳ
ὅπως ἐπιμεριστικόν ἐστι πλήθους καὶ διαιρετικὸν τοῦ καθόλου εἰς
μερικόν. εἰπὼν γὰρ ἀνδράσι πληθυν-
τικῶς, ἐπάγει. ἑκάστῳ. ἴδε δὲ καὶ τὴν τάξιν καινοτέραν οὖσαν. ἡ μὲν γὰρ
συνήθεια φησὶν ἀνδρῶν
ἑκάστῳ, οὗτος δὲ φησὶν ἀνδράσιν ἑκάστῳ. ὡς ταυτὸν ὂν ἀνδράσι
πληθυντικῶς καὶ ἑκάστῳ ἑνικῶς,
διὰ τὴν τοῦ πλήθους εἰς τὰς οἰκείας μονάδας ὅλας διαίρεσιν. (Vers. 351.)
γεῖται ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν τοῦ Μενελάου ἐρώτησιν, ὀλίγα μὲν τοῦ
ποιητοῦ ἐκ καινῆς εἰπόντος. τοὺς
πλείονας δὲ στίχους, παρελκύσαντος ἑτέρωθεν συνήθως ἐκ τῶν ἑαυτοῦ.
(Vers. 318.) Καὶ ἡ μὲν εἰς-
βολὴ τοῦ λόγου τῷ νεανίᾳ ῥήτορι, γοργὴ καὶ κομματικὴ, κατὰ σχῆμα
θυμικὸν ἐνδιάθετον. φησὶ γάρ.
ἐσθίεται μοὶ οἶκος. ὄλωλε δὲ πίονα ἔργα. δυσμενέων δ' ἀνδρῶν πλεῖος
δόμος. εἶτα ἐκτραγῳδεῖ ἐν ὀλίγῳ,
μήλων καὶ βοῶν εἰλιπόδων ἀπώλειαν. καὶ τοὺς μνηστῆρας ὑπέρβιον ἦτορ
ἔχειν φησί. καὶ ἱκάνεσθαι
τὰ βασιλικὰ γούνατα, οὐ περί τινος μεγάλου, ἀλλ' ἐφ' ᾧ εἰπεῖν τὸν τοῦ
πατρὸς ὄλεθρον, εἴπερ εἶδεν ἢ
ἤκουσε. καὶ μὴ διὰ αἰδῶ ἢ μείλιχον ἔλεον ἐπικρύψαι τὰ κατὰ τὸν πατέρα.
795
(Vers. 106.) τοῦτον οὖν τὸν Ἀμφιμέδοντα ἰδὼν ἐν Ἅιδου καταχθέντα νῦν
ὁ Ἀγαμέμνων ἐρωτᾷ πλα-
σματικῶς ὡς ἐν ἠθοποιΐᾳ καὶ τοῦτο· τί παθόντες ἐρέμνην γαῖαν ἔδυτε
πάντες κεκριμένοι καὶ ὁμήλικες;
οὐδ' ἂν ἄλλος κρινάμενος λέξαιτο κατὰ πτόλιν ἄνδρας ἀρίστους. ἔπαινος
δὲ ταῦτα ἐκκρίτων καὶ ἐπι-
λέκτων νέων. εἶτα ἐρωτήσας πέντε στίχους καθεξῆς (Vers. 109 – 113.)
ἀπαραποιήτως οὓς ἐν τῇ πρώτῃ
νεκυίᾳ τὸν Ὀδυσσέα ἠρώτησε περὶ τοῦ ἢ κατὰ τὴν θάλασσαν ἔπαθεν ἢ
περὶ χέρσον ληϊζόμενος.
(Vers. 115.) καὶ εἰπὼν, ἢ οὐ μέμνῃ ὅτε ἐκεῖσε, ἤγουν εἰς Ἰθάκην,
κατῆλθον, ὡς ἐῤῥέθη, καὶ ἀπαι-
τήσας ἀπόκρισιν ἀκούει ἐκ τοῦ Ἀμφιμέδοντος ἱστορικῶς, ὅτι τε (Vers.
122.) μέμνημαι τάδε πάντα,
συνταχθέντος νῦν ἀρχαϊκῶς τοῦ μέμνημαι μετὰ αἰτιατικῆς, καὶ μετὰ
τοῦτο ἀφήγησιν μανθάνει δηλοῦ-
σαν τί παθόντες οἱ τηλικοῦτοι ἦλθον πρὸ ὥρας ὑπὸ γῆν. (Vers. 128 –
148.) καὶ πρῶτος ἀφηγεῖ-
ται τὰ κατὰ τὸν ἱστὸν, καὶ ὡς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ ἡ Πηνελόπη καὶ
ἔπειθε τοὺς Ἀχαιούς· εἰς δὲ
τὸ ἑξῆς ἐφευρέθη τεχνωμένη δόλον. καὶ ὡς τὸ μὲν ἐξετέλεσεν ὑπ'
ἀνάγκης. ἐπεὶ δὲ φᾶρος ἔδειξεν ὑφῄ-
νασα μέγαν ἱστὸν πλύνασα, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ, (Vers. 149 sqq.)
καὶ τότε Ὀδυσῆα κακός
ποθεν ἤγαγε δαίμων ἀγροῦ ἐπ' ἐσχατιὴν, ὅθι δώματα ναῖε συβώτης. ἔνθα
ἦλθε φίλος υἱὸς Ὀδυσῆος
θείοιο ἐκ Πύλου διεκφυγὼν μνηστῆρας (Vers. 153.) θάνατον κακὸν
ἀρτύνοντας, τουτέστιν ἀρτύον-
797
ὅσον γὰρ τὸ κατ' αὐτὴν ἄδοξος ἐγένετο· ἔπεμψε γὰρ κατ' αὐτοῦ δύο
δράκοντας ἐν ὅσῳ ἐστὶ μικρός, ὀφείλοντας ἀνελεῖν αὐτόν· τὸ δὲ ατοῦ
ἀκλεής ἐστίν, οὐ τοῦ Ἥρα, διὸ καὶ οὐκ ἔστι φύσει μακρόν, ἀπεβλήθη
γὰρ τὸ ατοῦ Ἥρα, ὥσπερ καὶ ἐν τῷ Ἡραγόρας, ἀπὸ γὰρ τοῦ Ἥρα
καὶ τοῦ ἀγορά ἐγένετο φυλαχθέντος τοῦ ατοῦ ἀγορά καὶ ἀποβληθέν-
τος τοῦ ατοῦ Ἥρα. Ἔστι δὲ ἀντιθεῖναι πρὸς τούτους καὶ εἰπεῖν, ὅτι
εἰ ἐγένετο ἀπὸ τοῦ ἀκλεής ἡ σύνθεσις, διατί μὴ ὀξύνεται τὸ Ἡρακλέης
ἀλλὰ βαρύνεται· καὶ γὰρ εἰ ἦν τὸ Ἡρακλέης ἀπὸ τοῦ ἀκλεής ὤφειλεν
ὀξύνεσθαι, ἐπειδὴ κανών ἐστιν ὁ λέγων, ὅτι τὰ εἰς ηςλήγοντα ὑπὲρ
μίαν συλλαβὴν φυλάττουσιν ἐν τῇ συνθέσει τὴν τάσιν τοῦ ἁπλοῦ, οἷον
ἐρανιστής ἀρχερανιστής, δανειστής μισοδανειστής, Εὑρετής ἐφευρετής,
λῃστής ἀρχιλῃστής, Χρύσης φιλοχρύσης· τούτῳ οὖν τῷ λόγῳ καὶ τὸ
Ἡρακλέης ἀπὸ τοῦ ἀκλεής Ἡρακλεής ὤφειλεν εἶναι ὀξυτόνως. Δεῖ
προσθεῖναι ἐν τῷ κανόνι «χωρὶς τοῦ κριτής καὶ ἀληθής», ταῦτα γὰρ ἐν
τῇ συνθέσει βαρύνονται, οἷον δικαιοκρίτης ὀνειροκρίτης φιλαλήθης
μισαλήθης
800
τος ἀρχόμενος καὶ ἀπὸ φύσει μακρᾶς τὸν αὐτὸν τόνον φυλάττει ἐν
τῇ συνθέσει, χωρίς τοῦ εἶξενὑπόειξεν, οἷον ὡς παρὰ τῷ ποιητῇ ἐν
Ὀδυσσείᾳ π 42τῷ δ' ἕδρης ἐπιόντι πατὴρ ὑπόειξεν Ὀδυς-
σεύς, καὶ τοῦ εἶκον ὑπόεικον, ὡς τὸ Π 305νεῶν δ' ὑπόεικον
ἀνάγκῃ· ἔστωσαν δὲ παραδείγματα τοῦ κανόνος ταῦτα, εἶχον κατεῖχον,
εἶπον προσεῖπον, ἦλθον συνῆλθον, εὗρον ἐφεῦρον, ἧψα συνῆψα, εἶδον
συνεῖδον, ἷγμαι ἀφῖγμαι, εἶκον ὑπεῖκον, εἶξεν ὑπεῖξεν· οὕτως οὖν καὶ
οἶδα συνοῖδα ὤφειλεν εἶναι, ἀλλ', ὡς εἴρηται, αἰολικῶς ἀνεβίβασε τὸν
τόνον καὶ γέγονε σύνοιδα προπαροξυτόνως, ὥσπερ καὶ τὸ δεύτερον
τούτου πρόσωπον τὸ οἶσθα κάτοισθα. Πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι «ὁρι-
στικός» διὰ τὸ εἰπέ ἔξειπε, εὑρέ ἔφευρε· ταῦτα γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν
τόνον, ἀλλ' οὐκ εἰσὶν ὁριστικὰ ἀλλὰ προστακτικά· πρόσκειται δέ «ἀπὸ
φωνήεντος ἀρχόμενος» διὰ τὸ κεῖτο κατέκειτο, χεῦεν ἐπέχευεν· ταῦτα
γὰρ ἀνεβίβασαν τὸν τόνον, ἀλλ' οὐκ ἄρχονται ἀπὸ φωνήεντος ἀλλ'
ἀπὸ συμφώνου· «ἀπὸ φύσει» δὲ «μακρᾶς» πρόσκειται διὰ τὸ ἷζε ἔφιζε,
γ 411Νέστωρ αὖτις ἔφιζε· τοῦτο δὲ τὸ ἔφιζε κοινῶς μὲν φύσει
μακρὸν ἔχει τὸ ι, ἐξ οὗ τὸ ἐφῖζε προπερισπωμένως, ἰωνικῶς δὲ ἢ
ποιητικῶς συστέλλει αὐτό, τουτέστι θέσει μακρὸν αὐτὸ ἔχει, ἐξ οὗ τὸ
ἔφιζε προπαροξυτόνως· «παρῳχημένος» δὲ πρόσκειται διὰ τὸ ἧται [τὸ
σημαῖνον τὸ] κάθηται· τοῦτο γὰρ καὶ ἀπὸ φωνήεντος ἄρχεται καὶ ἀπὸ
φύσει μακρᾶς, καὶ ὅμως ἀνεβίβασε τὸν τόνον,
ὤν. ἔστι δὲ πεποιημένη ἡ λέξις AB, Sym. 54, EM 78. Orio 34, 23.
Βάτος· ἡ ἄκανθα· εἴρηται δὲ κατὰ ἀντίφρασιν, ὁ μὴ ὢν
βατός, καὶ ἔστιν ἐν τόνῳ παρώνυμον· γίνεται γὰρ τοιαῦτα πολλά,
ὡς παρὰ τὸ κυρτός κύρτος, ξανθός Ξάνθος, λευκός Λεῦκος (Δ 491)·
Λεῦκον δ' Ὀδυσσέως ἐσθλὸν ἑταῖρον·
οὕτως βατός βάτος. οὕτως Ἀπολλώνιος (fr. X p. 47) AB, Sym.
55, EM 77. Orio?
Βάτταλος(Aeschin. or. 2, 99)· ἐπώνυμον ἦν Δη-
μοσθένους. ἐκάλουν δὲ οἱ παλαιοὶ τὸν μαλακὸν καὶ βδελυρὸν καὶ
αἰσχρὸν οὕτως ἀπὸ Βαττάλου τινὸς αὐλητοῦ, ὃς μαλακὸς ὢν καὶ
αὐλήματα τοιαῦτα ἐφεῦρεν. οἱ δὲ βάτταλον ὀνομάζεσθαι παρὰ τοῖς
παλαιοῖς (Eupol. fr. 92) τῶν μαλακιζομένων τὸν πρωκτόν, ἀπὸ
τοῦ τύπτεσθαι ἐν τῷ ἔργῳ, καὶ βατταλίζεσθαι. οὕτως εὗρον εἰς τὸ
Ῥητορικὸν λεξικόν AB, Sym. 56, EM 73. Lex. rhet.
Βατταρίζειν(Hippon. fr. 140) καὶ βαττολογεῖν·
τὸ μόγις λαλεῖν. εἴρηται ἀπὸ τοῦ Βάτου τοῦ Θηρίου τοῦ εἰς τὴν
Κυρήνην τὴν ἀπὸ Θήρας ἀποικίαν ἀγαγόντος, ἰσχνοφώνου ὄντος· ὡς
γὰρ βάρβαρος βαρβαρίζειν, οὕτως Βάττος βατταρίζειν. οἱ δὲ κατὰ
μίμησιν φωνῆς, ὡς τὸ ποππύζειν, ὃ καὶ πιθανώτερον. καὶ γὰρ ὁ
Βάτος ἀπὸ τοῦ ἐπέχεσθαι τὴν φωνὴν ὠνόμασται τραυλίζων καὶ τὸν
τοιοῦτον ἦχον προφερόμενος AB, Sym. 57, EM 74. Lex. rhet.
Καὶ ἑξῆς,
Διαπορεύεται δὲ τά τε ἄλλως περὶ θεῶν τοῖς Ἕλλησι
μυθολογούμενα, καὶ εἴ που τι καὶ πρὸς ἱστορίαν ἐξαληθίζεται.
Περατοῦται δὲ ἐξ διαφόρων ποιητῶν συμπληρούμενος, μέχρι
Ὀδυσσέως· ὧν καὶ ὀνόματα καὶ πατρίδας φησὶν ὁ αὐτός.
Σπουδάζεσθαι δὲ τὰ ἐπικοῦ κύκλου τὰ ποιήματα, οὐχ οὕτω διὰ
τὴν ἀρετὴν, ὡς διὰ τὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐν αὐτῷ πραγμάτων.
Τὴν δὲ ἐλεγείαν συγκεῖσθαι μὲν ἐξ ἡρῴου καὶ πενταμέτρου στίχου·
ἁρμόζειν δὲ τοῖς κατοιχομένοις· καὶ εὐλογεῖσθαι μὲν ὑπ' αὐτοῦ
τούτους· οἱ μέντοι μεταγενέστεροι ἐπὶ διαφόροις ὑποθέσεσιν
αὐτῷ ἀπεχρήσαντο. Τὸ δὲ ἔπος πρῶτον μὲν ἐφεῦρε Φιμονόη
ἡ Ἀπόλλωνος προφῆτις ἑξαμέτροις χρησμοῖς [χρησαμένη.]
Οἷς ἐπεὶ τὰ πράγματα εἵπετο, ἔπος τὸ ἐκ μέτρων ἐκαλεῖτο· ἢ
διὰ τὴν κατασκευὴν, καὶ τὴν ἄγαι ὑπεροχὴν τὴν ἐν τοῖς ἑξα-
μέτροις θεωρουμένην, τὸ κοινὸν ὄνομα παντὸς λόγου τὸ ἑξά-
μετρον ἰδιώσατο· καθάπερ Ὅμηρον τὸν ποιητὴν, καὶ Δημο-
σθένην τὸν ῥήτορα· ἐπεὶ καὶ τὰ τρίμετρα ἔπη προσηγόρευσαν.
806
κῶν, ἀλλ' ἐπειδὴ ἐκείνοις μὲν δι' ἀλογίαν ἤρκησεν ἡ αἴσθησις, ἀνθρώποις
δὲ ὁ λόγος ἱκανὸς πρὸς φυλακὴν καὶ ἀνατροφὴν τοῦ τεχθέντος.
αὐτίκα τοῖς ἀλόγοις εἰς τὸ περισῴζεσθαι δέδωκε κατάδυσιν εἰς γῆν,
ἄντρον εἰς καταφυγήν, πτῆσιν εἰς ἀέρα, ὠκύτητα ποδῶν, αἴσθησιν
ὀξυτέραν, τροφὴν εὐ-
μαρεστέραν, τάχος πρὸς φυγήν· ἀνθρώποις δὲ ὡσανεὶ λογικοῖς σοφίαν
δεδώρηται
οἰκοδομεῖν οἰκίας, πόλεις συνιστᾶν, ὄχλους συγκροτεῖν, τροφὴν τὴν
ἥμερον πέτ-
τειν, τεταγμένως ἐσθίειν, νόμῳ τὰς μίξεις ποιεῖν, λόγῳ τὰς ἀνατροφὰς
παίδων,
καὶ πόνῳ πολλῷ ἀρούρας σπείρειν, φυτεύειν πλεῖν ἐμπορεύεσθαι, νόμους
συνιστᾶν,
ἱερεῖς χειροτονεῖν, βασιλεῖς ἐγείρειν, διδασκάλοις προσέχειν, τὴν
βραδυτῆτα ἵπποις παραμυθεῖσθαι, τὰς μετακομιδὰς ἀχθοφόροις καὶ
κάνθωσιν ἐπιπονεστάτοις, ἁμάξαις καὶ ὀχήμασιν ἐφευρεῖν . ναῦν
ἐτεκτήνατο, ἄροτρον ἔπηξεν, ὑφαντικὴν εὕρετο, χαλκείαν κατέδειξεν·
κρατεῖ λεόντων ἄρκτων παρδάλεων συῶν μὴ θυμούμενος,
κατάγει ὄρνεον ἐξ ἀέρος μὴ ἀνιπτάμενος, ἀνάγει ἰχθὺν ἐκ θαλάττης μὴ
καταδυό-
μενος. χρυσὸν καὶ ἄργυρον καὶ χαλκὸν καὶ σίδηρον μόλιβδον κασσίτερον
ἐκ τῶν
λαγόνων τῆς γῆς ἀνωρύξατο, λίθους Ἰνδικοὺς καὶ πέπλον τὸ ἐκ Σηρῶν
σκωλήκων ὂν
γένημα ἐξεῦρεν, καὶ τῆς θαλαττίας κόχλου τὸ αἷμα πολυπραγμονῶν
ἔσχεν τὸ εὐαν-
θὲς τῆς πορφύρας. οὐκ ἔλαθεν αὐτὸν πῖνα, οὐ κατεκρύβη αὐτὸν ὁ
βόμβυξ,
χρῆσιν
εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως τε καὶ οἱ ἄρρενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν
χρῆσιν τῆς
θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν
ἄρσεσι τὴν
ἀσχημοσύνην ἐπιδεικνύμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης
αὐτῶν ἐν
ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες. Καὶ καθὼς οὐκ ἐδοκίμασαν ἔχειν τὸν Θεὸν ἐν
ἐπι-
γνώσει, παρέδωκεν αὐτοὺς ὁ Θεὸς εἰς ἀδόκιμον νοῦν, ποιεῖν τὰ μὴ
καθήκοντα·
πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ, πορνείᾳ, πονηρίᾳ, κακίᾳ, πλεονεξίᾳ·
μεστοὺς
φθόνου, ἔριδος, δόλου, κακοηθείας· ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγεῖς,
ὑβρι-
στάς, ὑπερηφάνους, ἀλαζόνας, ἐφευρετὰς κακῶν, γονεῦσιν ἀπειθεῖς,
ἀσυνέτους,
ἀσυνθέτους, ἀστόργους, ἀνελεήμονας, οἵτινες τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ
ἐπιγνόν-
τες, ὅτι οἱ τὰ τοιαῦτα πράσσοντες ἄξιοι θανάτου εἰσίν, οὐ μόνον αὐτὰ
ποιοῦσιν, ἀλλὰ καὶ συνευδοκοῦσι τοῖς πράσσουσιν.
Ὁρᾷς ὅτι ὅσα λαλοῦσιν ἢ διαπράττονται ἀδόκιμα, ἔξω δοκίμου νοὸς
προ-βάλλονται; Μὴ οὖν προσχῶμεν τοῖς ἀπατηλοῖς αὐτῶν λόγοις, ἵνα μὴ
ἔλθῃ καὶ ἐφ' ἡμᾶς τὰ προλεχθέντα·
ἐπεκερτόμουν δὲ παῖδες
ἁπαλώτεροι Λυαίου,
δακέθυμά μοι λέγοντες
διὰ τὰς καλὰς ἐκείνας.
ἐθέλοντι δὲ φιλῆσαι
φύγον ἐξ ὕπνου μοι πάντες, μεμονωμένος δ' ὁ τλήμων
πάλιν ἤθελον καθεύδειν. Ἱλαροὶ πίωμεν οἶνον,
ἀναμέλψομεν δὲ Βάκχον, τὸν ἐφευρετὰν χορείας,
τὸν ὅλας ποθοῦντα μολπάς, τὸν ὁμότροπον Ἐρώτων,
τὸν ἐρώμενον Κυθήρης· δι' ὃν ἡ Μέθη λοχεύθη,
δι' ὃν ἡ Χάρις ἐτέχθη, δι' ὃν ἀμπαύεται Λύπα,
ἑξῆς· ὄνομα δέ, ὡς τὸ ἄλφα ἢ βῆτα καὶ τὰ λοιπά· δύναμις δέ, ὡς μα-
κρόν, βραχύ, δασύ, ψιλόν, φωνῆεν, σύμφωνον καὶ τὰ λοιπά· τάξις δέ,
ὡς τὰ μὲν προτακτικὰ τῶν φωνηέντων καὶ συμφώνων, τὰ δὲ ὑποτα-
κτικά. Καὶ τὴν μὲν οὖν ἐκφώνησιν τῶν στοιχείων ἡ φύσις τοῖς ἀνθρώ-
ποις ἐξ ἀρχῆς ἐδωρήσατο, ταῦτα δὲ τὰ τέσσαρα, ἃ προειρήκαμεν παρε-
πόμενα τῷ στοιχείῳ, ἀνθρώπων ἐστὶν ἐφεύρεσις· διὸ καὶ παρ' ἡμῖν μὲν
οἱ χαρακτῆρες τῶν στοιχείων τοιοῖδέ τινές εἰσιν, οὓς ἐδιδάχθημεν, παρὰ
δὲ Πέρσαις ἕτεροι, παρὰ Σύροις δὲ ἄλλοι, καὶ παρ' ἄλλοις ἔθνεσιν ἄλλοι.
Ἐφευρέθη οὖν ἑκάστῃ ἐκφωνήσει τοιάδε τις εἰκὼν ἤτοι χαρακτήρ· καὶ
μετὰ τοὺς χαρακτῆρας ἐφευρέθη καὶ ἐπετέθη αὐτοῖς τὰ ὀνόματα, ὥστε
τῶν στοιχείων τοιόνδε χαρακτῆρα τὸν ἔχοντα τοιάνδε τὴν ἐκφώνησιν
τοιῷδε τῷ ὀνόματι καλεῖσθαι. Διὸ καὶ κατανοήσαντί μοι τάς τε ἐκφω-
νήσεις αὐτῶν καὶ τὰ ὀνόματα παράδοξόν τι ἐφάνη παρηκολουθηκέναι
δύο γράμμασιν ἐκ πάντων, φημὶ δὲ τῷ υκαὶ τῷ ω, ἥ τε τοῦ ὀνόματος αὐ-
τῶν καὶ ἡ τῆς ἐκφωνήσεως συνέλευσις· τούτων γὰρ μόνων τὸ ὄνομα
ὁμοφώνως τῇ ἐκφωνήσει καὶ τὴν ἐκφώνησιν ὁμοφώνως τῷ ὀνόματι
φθεγγόμεθα· τὴν δὲ αἰτίαν τούτου φιλοσόφοις ἀνατίθεμαι. Μετὰ δὲ τὰ
ὀνόματα ἐνομοθετήθη παρὰ τῶν ἀρχαίων τινὰ μὲν εἶναι μακρὰ τινὰ δὲ
βραχέα, τινὰ δὲ φωνήεντα τινὰ δὲ σύμφωνα, καὶ τινὰ μὲν προτακτικὰ
τινὰ δὲ ὑποτακτικά· καὶ οὐκ ἀλόγως οὐδὲ ὡς ἔτυχεν ἐνομοθετήθη,
Ἑρμηνεία εἰς τὸ περὶ τέχνης. Νόμον ἴδιον ἐνόμισαν etc. = Proll. Voss.
4, 32 – 5, 17 (καλ.). Περὶ τέχνης. Ὅρος τέχνης.
Ἑρμηνεία εἰς τὸ περὶ τέχνης. Νόμον ἴδιον ἐνόμισαν etc. = Proll. Voss.
4, 32 – 5, 17 (καλ.). Περὶ τέχνης. Ὅρος τέχνης.
Ἐπεὶ δ' ἔστι τισὶ μᾶλλον πρὸ ἔργου. Δείξας ὅτι εἰσὶ σοφίσματα καὶ
παραλογισμοὶ γινόμενοι ἀπὸ ὁμω-νύμων καὶ ἄλλων τινῶν, καὶ ὡς πάντες
φαινόμενοί εἰσι συλλογι-σμοὶ καὶ φαινόμενοι ἔλεγχοι, εἰδὼς ὡς ἴσως ἄν
τις ἐνέστη πρὸς τὰ λεγόμενα καὶ εἶπεν ὡς ἐπειδὴ ψευδῆ ταῦτα πάντα εἰσί,
827
τίνος
χάριν περὶ αὐτὰ σπουδάζουσιν οἱ ἄνθρωποι; – πρὸς τὸν οὕτω γοῦν
ἐνιστάμενόν φησιν ὁ σοφός· Ἡ σοφία διττή ἐστιν· ἡ μὲν κυρίως,
ἣ καὶ ἐπιστημονεῖ τὴν ψυχὴν καὶ τέλειον τὸν ἄνθρωπον ἀπεργάζε-
ται, δυσπόριστος δέ ἐστι καὶ διὰ χρόνων πολλῶν καὶ ἱδρώτων
τοῖς πονοῦσιν ἐπιγίνεται· ἡ δέ ἐστι φαινομένη μὲν σοφία, οὐκ
οὖσα δὲ κυρίως, ἡ καὶ τῶν τοιούτων σοφισμάτων ἐφευρετική, ῥα-
δίως κτωμένη τοῖς ἀνθρώποις καὶ εὐκατόρθωτος. Λέγεται δὲ χρη-
ματιστική, καὶ οἱ περὶ ταύτην καταγινόμενοι σοφισταὶ χρηματι-
σταί, ὡς ὁ Ἱππίας καὶ Γοργίας καὶ Πρωταγόρας ἀπὸ τῆς φαινο-
μένης ταύτης σοφίας πολλὰ χρήματα ἐπορίσαντο. Διήρχοντο γὰρ
οὗτοι περὶ τὰς ἀγορὰς καὶ τὰς κώμας ἑαυτοὺς ἐπιδεικνύμενοι,
καὶ θαυμαστοὶ τάχα τινὲς ἐδόκουν τοῖς ἀκούουσιν· ὑπισχνοῦντο
δὲ καὶ τοὺς παῖδας αὐτῶν δι' ὀλίγου χρόνου τοιούτους ἀποτελέ-
σαι· ὅθεν καὶ μισθὸν οὐκ ὀλίγα χρήματα ἐλάμβανον. Καὶ ἐπεὶ εἰ-
σί τινες πρὸ ἔργου, ἤγουν περισπούδαστον ἔργον, ἔχοντες τὸ δο-
κεῖν σοφοὶ εἶναι καὶ ἔργον σοφοῦ ποιεῖν, οὐ μέντοι γε εἶναι
Supplementum (a)
.
μνήμην θ' ἁπάντων] ἐγὼ, φησὶ, καὶ μνήμην ἁπάντων λόγων
μητέρα τοὺς ἀνθρώπους ἐδίδαξα, καὶ ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖς βόας τε
καὶ ἡμιόνους καὶ ἕτερα ζῷα δουλεύοντα καὶ ἐν ζεύγλαις καὶ ἐν σώ-
μασιν, ὅπως τοῖς ἀνθρώποις κουφισταὶ τῶν πόνων τυγχάνωσι τῶν
πολλῶν· καὶ ὑφ' ἅρματα ἤγαγον τοὺς ἡνίαις ὑποτασσομένους ἵππους,
ὅπερ ἐστὶ καλλώπισμα τῆς ὑπερπλούτου τρυφῆς. καὶ τὰ ἐν τῇ θα-
λάσσῃ δὲ πλανώμενα καὶ πορευόμενα ὀχήματα τῶν ναυτίλων (ἤγουν
τὰς ναῦς) τὰ λινόπτερα, τὰ ἔχοντα τὰ ἄρμενα ὡς πτερὰ, οὐδεὶς
839
ἐπιχειρῶν, καὶ πόριμος αὐτοῖς. ψαύουσι γὰρ καὶ τῶν ἀψαύστων οἷς
λίχνοι οἱ ὀφθαλμοί. A. ἄπορος πρὸς ἀπορίαν, ὅ ἐστι πολλὴν ἔχων
ἀπορίαν· ὅτι ὁ πρὸς κρείσσονας πόλεμος ἀκαταμάχητος. P.
ἰσχυρὸς εἰς τὸ ποιεῖν τοὺς ἀνθρώπους ἀπόρους καὶ μὴ δυναμένους
εὑρεῖν τινα μηχανὴν εἰς ἀπαλλαγὴν τοῦ τῆς ἐρωτοληψίας κακοῦ.
O.P. Ἄλλως. πολυπόλεμος οὗτός ἐστιν ὁ ἔρως καὶ πόριμος ἀπό-
ρων, τουτέστι χαλεπῶν καὶ μεγάλων κακῶν, ἐν οἷς οὐκ ἔστι πόρον
εὑρεῖν. P.
ἀπόλεμος] ἀκαταμάχητος. O. ἄμαχος. B.
πόριμος] ὁ τῶν θεῶν. ἐφευρεταὶ μηχανῶν· ἔνθα γὰρ οὐ
δύναταί τις εὑρεῖν μηχανὴν, οἱ θεοὶ εὑρίσκουσιν ἐρῶντες· καὶ μαρτυ-
ρεῖ Ζεὺς χρυσὸς γενόμενος καὶ καταρρυεὶς ἀπὸ τοῦ τέγους πρὸς τὴν
Ἀκρισίου Δανάην ἐντὸς οὖσαν πύργου χαλκοῦ. ὁ γὰρ πατὴρ Ἀκρί-
840
ἀνδρῶν τῶν ἀλφηστῶν καὶ τῶν φρονίμων καὶ τῶν ἐφευρετῶν τῶν
ἀναγκαίων πραγμάτων (τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸν Οἰδίποδα) ἄγαν
παχυνθεὶς, ἤτοι πολὺς καὶ μέγας γενόμενος, ἐκφορεῖται καὶ ἐκβολὴν
πάσχει καὶ ὑπομένει. τοῦτο δὲ λέγει, ὅτι ἡ δόξα τοῦ Οἰδίποδος
πολλὴ γενομένη καὶ ἄμετρος νῦν ἀφανίζεται καὶ ἐκδιώκεται καὶ ἀπὸ
τῆς πόλεως ἐκβάλλεται. ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων,
δι' ὅλου, ἐσχάτως. οἱ γὰρ ἀνδρῶν εἰς ἄκρον τοῦ φρονεῖν ἀφ-
ιγμένοι αὐξηθέντες τῇ τύχῃ καὶ μέγιστοι πάντων γενόμενοι ἄθροον
ἀπέσβησαν, καὶ ἡ περὶ αὐτῶν τύχη εἰς οὐδὲν χωρεῖ, καὶ μάρτυς
Οἰδίπους πρόσθεν τοῖς κλεινοῖς αἰνίγμασιν ὥσπερ τις θεὸς θαυμαζό-
μενος, καὶ νῦν τὸν αἰῶνα διάγων ἀθλίως οἴμοι καὶ δυστυχῶς, ὑφ' ὅτου
τις ἂν εἴποι μισούμενος καὶ σκότον κατ' Εὐριπίδην ὁρῶν. τοῦτο δὲ
εἶπεν ἐκ μεταφορᾶς τῶν ἐμπόρων, οἵτινες πλοῦτον ἐξ ἐμπορίας πλεῖ-
στον συλλέξαντες, εἶτα ναυαγίᾳ χρησάμενοι πάντα τὸν φόρτοι ἀπώ-
λεσαν, οἷς κέρδος ἦν συγκαταδῦναι τοῖς κύμασιν. ἐκβολὰν φέρει]
ἔκπτωσιν ὑπομένει.
ἀλφηστῶν] ἐφευρετῶν, πλουσίων. O. ἐφευρετῶν, φρονίμων. B.
ὄλβος ἄγαν] εὐδαιμονία. παχυνθεὶς] αὐξηθεῖσα. B.
τίν' ἀνδρῶν γὰρ] τίνα γὰρ ἀπὸ τῶν ὅλων ἀνδρῶν, φησὶ,
τοσοῦτον ἐθαύμασαν καὶ οἱ θεοὶ καὶ οἱ κάτοικοι τῆς ἡμετέρας πό-
λεως, καὶ ἁπλῶς πάντες οἱ ἄνθρωποι (τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸ “πολύ-
“βοτος αἰὼν βροτῶν,”
εἶναι τοῦτον, ἐν τῷ λέγειν, ὅτι (3) ... ἂν οὖν ... (4) ψεῦδος περιφανῶς
τὸ εἰρημένον.
ἐνταῦθα ἡ κακοήθεια καὶ ὁ διαβολικὸς τρόπος ⌈τοῦ b Ἀριστοφάνους
⌈ἐμφαίνεται b κατὰ Σωκράτους ⌈δείκνυται l. ⌈οὔτε γὰρ Σωκράτης οὔτε
ἄλλος b
οὐδεὶς ⌈γὰρ l τῶν παλαιῶν ἐπὶ μισθῷ ἐδίδασκεν ⌈ἢ ἔγραφεν l. περὶ δὲ Σω-
κράτους φασίν, ὅτι σιτίων αὐτῷ καὶ ποτῶν φροντίζειν τοὺς μαθητὰς μὴ
ἐπιλείπειν παρακελεύεσθαι.
διδάσκουσ'] λέγουσι Lb, παιδεύουσιν ἢ ζητοῦσιν Chalc.
λέγοντα] δημηγοροῦντα CrCant.2, ῥητορεύοντα Cant.2b.
μεριμνοφροντισταὶ] ⌈οὕτως ἔλεγον [οὕτω] τοὺς φιλοσόφους ⌈ἐκά-
λουν Ho. Chis Ho (cf. sch.vet. 101), ἐφευρεταί εἰσι λεπτῶν νοημάτων
Cr, διδάσκαλοι Lv(m2), μελετηταί Cant.2, μερίμνων φροντίζοντες lChalc,
μεριμ-νοῦντες καὶ φροντίζοντες μεγάλα τινὰ εὑρίσκειν εἰσίν b, ὧν ὁ βίος
καὶ ἡ τριβὴ μέριμναικαλοῦνται καὶ φροντίδες (Cang).
ἴθ'] εἰπέ Cr, ἄγε Cant.2, ἐλθέ Cant.2b (cf. sch.vet 110a).
φίλτατ'] προσφιλέστατε Cant.2Ho, ἠγαπημένε lChalc.
διδάσκου] μάνθανε CrCant.2lChalcb.
σοι] παρέλκον ἀττικῶς Cr, ὥσπερ καὶ τὸ “ἐμοί,” καὶ τὸ “σοί”
ἀντὶ τοῦ ἕνεκα σοῦ Cr (cf. Tz1 111), χάριν σοῦ Cant.2PaA.
μαθήσομαι] διδαχθῶ Pa.
παρ' αὐτοῖς] ἐν τοῖς ἀνδράσι Cr, τοῖς διδασκάλοις Cant.2, τοῖς
σοφοῖς Chalc.
ψεύδεται ... ⌈κωμικὸς [Ἀριστοφάνης] λέγων παρὰ Σωκράτει εἶναι
τὸν ἄδικον λόγον. οὐ γὰρ Σωκράτης, ἀλλὰ Πρωταγόρας ὁ Αὐδηρίτης
⌈ἐφεῦρεν ἐπενόησεν] αὐτὸν καὶ ἐδίδασκεν ⌈ἐπὶ μισθῷ h.
τὸν κρείττον'] τὸν καλλίονα Lb, τὸν ἴσχυρον b.
ἐκ τοῦ εἰπεῖν “ὅστις ἐστί”δείκνυσιν, ὅτι οὐ ποιεῖται φροντίδα
τοῦ κρείττονος λόγου ἤγουν τοῦ δικαίου, ἀλλὰ τοῦ ἀδίκου.
τὸν ἕτερον] τὸν ἕνα CrCant.2lChalch.
τὸν ἥττονα] τὸν ἄδικον Cant.2lChalch, τὸν ψευδῆ Ho, λέγω A.
⌈τὸν ἕτερον τούτοιν τοῖν λόγοιν φασὶ Ba τὸν ἥττονα λέγοντα νικᾶν
τὸν κρείττονα ἤγουν τὸν δίκαιον b μεταχειριζόμενον τὰ ἀδικώτερα
sch.vet.
447a), πολύλογος (hoc accent.) Par, ἑτοιμολόγος Cant.2, λόγους
ἐφευρίσκων
Lb εὑρίσκων Chalc καὶ ἀπολογίαν Chalc, καινοὺς λόγους εὑρίσκων
HoHarl.5
(Εὑρεσιεπής] lChalcHarl.5).
περίτριμμα] ἐντριβὴς ChisCrCant.2 (cf. sch.vet. 447b et Tz
439a, p. 489, l. 1; Tz1 447b), ἄκρον Cant.2, ἀφανισμός LbChalc,
ἀποκρυπτής Chalc. περίτριμμα δικῶν] κατατετριμμένος ἐν ταῖς δίκαις
lHarl.5 (cf. Th2Tr1/2 447). κύρβεις ἀρσενικῶς στῆλαί τινες, ἐν αἷς ἦσαν οἱ
νόμοι γεγραμμένοι. κύρβις] γνώστης νόμων Chis, μνήμων Cr,
μνημονικός Vt(m2), νόμι
ἀλλ'] καί Cr. οὐδ' ἐρεβίνθου] τοῦ αἰδοίου φεισαίμεθα ἄν Reg (cf. 1395aβ,
l. 5). ἀλλ' ... ἐρεβίνθου] τοῦ αἰδοίου αὐτῶν τὸ Lb ἐρεβίνθου b δέρμα
ἐάσομεν Lbh αὐτοῖς h, τῶν αἰδοίων τὸ δέρμα καταλείψομεν αὐτοῖς Va.
σὸν ἔργον] ἀποστροφὴ ⌈τὸ σχῆμα Chis πρὸς τὸν Reg (om. Chis)
Φειδιππίδην ChisReg (1397a Tr2 + Tr1), χρεία σή lChalch.
καινῶν ἐπῶν] τῶν παραδόξων τούτων Cr(κ. λόγων]), νέων λόγων
Cant.2lChalch (Ho om. λόγων).
κινητὰ] ζητητά ChislChalc (cf. Tz 1397a, l. 3).
μοχλευτά] ἐφευρετά Cant.2, ζητητά LbChalch, μοχλοί, κλεῖθρα·
μοχλεύειν, κινεῖν Vict (compositum ex Hesch. Μ 1767 et 1766).
πειθώ] δύναμιν ῥητορικὴν καταπείθειν Par, πιθανότητα Cr, δύναμιν
καταπειστικήν Cant.2l συστατικήν h, ῥητορικήν Ho.
ὅπως] ὥστε Chis, ἵνα RegCant.2, πῶς LbChalc, τίνι τρόπῳ Va.
δόξεις] ὑπολάβῃς Cr(-ξῃς]), φανήσῃ LbChalch(-ξῃς] Ho).
δεξιοῖς] ἐπιτηδείοις lh, μεγάλοις Lb.
ὁμιλεῖν] συγγίνεσθαι Cr, συνεῖναι Vah, γυμνάζεσθαι Va.
καθεστώτων] ὑπαρχόντων LbChalch, γεγραμμένων καὶ ὄντων Va.
ἱππικῇ] τῇ λατρείᾳ τῶν ἵππων Cant.2. τρί'] πολλά Cr.
σει καὶ προσθέσει γίνεται τὸ μέσον· οὕτω δὲ ἔχει καὶ ἐπὶ τῶν
ἀρετῶν· ἐπὶ τὸ μέσον ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ, οὐκ ἐκ μίξεως ἀγαθοῦ
καὶ κακοῦ ἐστιν· ἀλλ' οὐδὲ ὁ ϛʹ ἀριθμὸς, ἐκ μίξεως τῶν ικαὶ τῶν
δύο γίνεται· ἀλλ' οὐδὲ ἐν τοῖς συνέχεσι σώμασι τὸ μέσον μίξει
τῶν ἄκρων ἐστὶ, ἀλλ' οὐδὲ τοῦ κύκλου τὸ κέντρον ἐκ μίξεως τῆς
περιφερείας ἐστίν. Τοῦτο λέγει, ὅτι ἡ σωφρο-σύνη οὐκ ἔστιν
ὑπερβάλλουσα καὶ ἐλλείπουσα· εἰ γὰρ δοθείη τοῦτο, ἔσται τὸ αὐτὸ ἀρετὴ
καὶ κακία· εἴγε ἡ μὲν ἀρετὴ μεσότης τίς ἐστιν· ἡ δὲ ὑπερβολὴ κακία.
Οὐχ ὅτι αὐτὸς ἐφεῦρε τὸ ὄνομα τῆς πραότητος τοῦτο λέγει· κεῖται γὰρ
καὶ παρὰ Πλάτωνι καὶ ἑτέροις παλαιοτέροις τὸ τῆς πραότητος, ἀλλ' ὅτι
ἐφ' ἑτέρων κείμενον, αὐτὸς ἐπὶ τῆς νῦν ἔλαττον τοῦτο διαφέρον· κεῖται
γὰρ ἡ πραότης ἐπὶ τοῦ ἡσύχου· ὡσαύτως καὶ τὸ ὀργίλος ἐφ' ἑτέρων
λαμβανόμενον, αὐτὸς ἐπὶ τὴν ὑπερβολὴν τοῦτο μετήνεγκε, τὴν δὲ
ἀοργησίαν μόνην ἐκαινοτόμησε.
κόφρονι. V.
ἀνέρας ἀλφηστὰς] ἐφευρετάς· γίνεται δὲ ἐκ τοῦ ἀλφῶ τὸ
ψηλαφῶ, ἀφ' οὗ καὶ τὸ ἄλφα. B.
οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληΐδος] καὶ τοῦτο ἵνα δοκῇ τιμω-
ρεῖσθαι τοὺς ἀποστερεῖν αὐτὸν ἐπιχειροῦντας, ὅς γε μήτε βασιλέως
παιδὸς ἐφείσατο. Q.
οὐχ ᾧ πατρὶ θεράπευον] ἐπεὶ οὐκ ἤμην θεράπων τοῦ πατρὸς
αὐτοῦ Ὀρσιλόχου. οὕτως Ἀριστοφάνης, οὐχ, ᾧ πατρὶ, τῷ ἐκείνου·
ὡς τὸ “αἱ μὲν ἔτι ζωὸν γόον ᾧ ἐνὶ οἴκῳ” (Il. ζ, 500.). Q.
χαριζόμενος θεράπευον] τὰ κεχαρισμένα ποιῶν ὑπηρέτουν. B.Q.
ἄλλων ἦρχον ἑταίρων] ἀντὶ τοῦ βασιλεύων τῷ Ἰδομενεῖ. H.
τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα] σκήπτεται τὸν Ἰδομενέως υἱὸν ἀνῃρη
Ἀντί τοι εἶμ' ἱκέταο.Ἀντὶ ἱκέτου σοι εἰμί. Αἰδοίοιο.Αἰδοῦς καὶ ἐντροπῆς
ἀξίου. Πασάμην.Ἐγευσάμην. Δημήτερος ἀκτήν.Τὸν ἄρτον,
περιφρα-στικῶς.
Ἐπέρασσας.Πωλήσας.
Ἑκατόμβοιον.Τιμὴν ἑκατὸν βοῶν
ἀξίαν. οἱ παλαιοὶ πρὶν ἐπινοηθῇ τὰ νο-
μίσματα, τὰς συναλλαγὰς ἐποιοῦντο διὰ
τῶν τετραπόδων, ὅθεν ὕστερον ἐφευρεθέντων τῶν νομισμάτων, βοῦν ἐπ'
αὐτῶν ἐξετύπουν, ἐνδεικνύμενοι τὸ ἀρχαῖον ἔθος,
καὶ παροιμία, Βοῦς ἐπὶ γλώσσης, ὅ ἐστι
νόμισμα. ἁρμόζει δὲ ἡ παροιμία αὕτη
ἐπὶ τῶν ῥητόρων τῶν λαμβανόντων νο-
μίσματα ὑπὲρ τοῦ μὴ κατασυνηγορῆσαί
τινι, ἀλλὰ σιωπῆσαι. Ἦλφον.Εὗρον.
Λύμην.Λυτρωσοίμην.
...αὐτόν. λύπην.
873
ἀλλαγᾷ] μεταβολῇ.
875
παρά τινος τῶν ἐπιχωρίων τοῦτο μαθήσῃ. σπάνιν γάρ φησιν ἀντὶ τοῦ
εἴ τι τῆς εἰδήσεως ἀγνοεῖς περὶ τὸν τόπον.
ΑΔΗΛΟΝ
ΑΛΛΟ.
.
Γνωμοδοτῶ:γνώμην δίδωμι.
Γνωμοτυπικῶς:γνωμολογικῶς.
Γνώμων:τὸ ἐν τοῖς ἡλιοτροπίοις πηγνύμενον. ὅπερ ἐφεῦρεν
Ἀναξίμανδρος καὶ ἔστησεν ἐπὶ τῶν σκιοθήρων.
Γνώμοναἔλεγον τὸν βαλλόμενον ὀδόντα τῷ ὄνῳ, δι' οὗ τὰς
ἡλικίας ἐξήταζον. τὸν δὲ αὐτὸν καὶ κατηρτυκότα ἔλεγον.
Γνωρίζω·δοτικῇ. αἰτιατικῇ δέ· ἵνα μή τι ἄλλο, ἐξ ὧν εὐεργετῇ γνω-
ρίσῃς θεόν.
Γνωρίζω:γινώσκω, ἱστορῶ. εἰ γὰρ ἐγώ σοι νῦν αὐτὸν γνω-
ρίζω, πέπονθα τὸ τῆς παροιμίας, τὸ σὸν ὄναρ σοι διηγούμενος.
878
Εὑρεσιέπεια:εὑρεσιλογία.
Εὑρεσιλόγος:φλύαρος, ἑτοιμολόγος. Πολύβιος· ἔχων δὲ
καὶ πλείω λέγειν ἀγωνιῶ, μὴ δόξω τισὶν ὑμῶν οὐκ ἀναγκαίως εὑρε-
σιλογεῖν.
Εὑρεσιεπής:καινολόγος.
Εὑρετής·ἦν δὲ καὶ εὑρετὴς ἑτοιμότατος ὧν τε αὐτὸς ἠπόρει
πρὸς ἑτέρους καὶ ὧν ἕτεροι πρὸς αὐτόν, οὐ πολυμαθείᾳ καὶ ἀλλοτρίων
δοξασμάτων ἱστορίᾳ καταχωννὺς μὲν τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀποκρύπτων,
ἐπιστομίζων δὲ τοὺς ἀποροῦντας. Εὑρέτιςδὲ θηλυκόν, διὰ τοῦ ι,
ἡ ἐφευρετική.
Εὐρεῖα·Ὅμηρος· τότε μοι χάνοι εὐρεῖα χθών. οὐ καθολικὸν
ἐπίθετον ἡ εὐρεῖα, ἀλλ' ἐν ἴσῳ τῷ εὐρεῖα γενομένη· οἷον εὐρύ μοι
χάσμα γένοιτο.
Εὐρείτης:ἐπίθετον. ὁ καλῶς ῥέων ποταμός.
Εὕρημα:ἐπίτευγμα, βούλευμα. δῆλον δέ, ὡς τῷ πολλὰ
πεπαιδευμένῳ καὶ πολλὰ εἰδέναι γλιχομένῳ, καὶ ταῦτα εὕρημά ἐστι.
τουτέστι βούλευμα, ἐπιτήδευμα. καὶ Εὑρήματαὁμοίως, ἐπιτεύγ-
ματα, βουλεύματα. Ξενοφῶν· ἐπεὶ εἶδον ὑμᾶς εἰς πολλὰ κἀμήχανα
ἐμπεπτωκότας,
μαθεῖν καὶ δεομένων τὴν αἰτίαν τοῦ κότου, ὀψέ ποτε χρῆσαι.
Κοτυάειον:μητρόπολις.
Κοτύλαι:τὰ ἐν ποσὶ κοιλώματα.
Κοτύλαιον:ὄρος τὸ ἐν Εὐβοίᾳ· ἀπὸ Κοτύλου καλουμένου
τοῦ κατασχόντος αὐτό.
Κοτύλη:ὃ νῦν καλοῦσιν ἡμίξεστον. παρὰ τὸ ἐκεῖ κεῖσθαι
τὴν ὕλην. εἶδος ποτηρίου ὁμωνύμου τῷ ἀγγείῳ τῷ ὑγρῷ, ὡς
χοῖνιξ. καὶ εἶδος μέτρου. καὶ τὸ κοῖλον τοῦ ὀστέου, ἔνθα ἡ κεφαλὴ
τοῦ μηροῦ ἐνστρέφεται. καὶ ἐφ' ἧς τὰ φορτία βαστάζουσιν, ἣν
πρῶτος ἐφεῦρε Πρωταγόρας· φορμοφόρος γὰρ ἦν.
Κοτυληδόν:ἐν ταῖς κοτύλαις. καὶ Κοτυληδονόφιν.
Κοτυληδόνες:αἱ τοῦ πολύποδος πλεκτάναι.
Κοτυλήρυτον:πολύ, ὥστε κοτύλῃ ἀρύεσθαι, ὅ ἐστι κοίλῳ τινί.
Κοτύωρα:πόλις Ἑλληνίς, Σινωπέων ἄποικοι. καὶ οἱ πολῖ-
ται Κοτυωρικοί. ἡ νῦν παρὰ πολλοῖς Κύτωρα λεγομένη.
Κότυς:δαίμων, παρὰ Κορινθίοις τιμώμενος, ἔφορος τῶν
880
μεταδόντες αὐτῷ.
Μεταδιῶξαι:ἐπιζητῆσαι, ἐφευρεῖν . μετὰ τῶν ἐπιτηδείων ὑπεξελ-
θόντα ἑτέρων μεταδιῶξαι χώραν.
Μεταδόρπια:ἐπίδειπνα.
Μετάδος ἐνδεεῖ ἄρτων.
Μετακαλοῦντες:ἀναπείθοντες. τοὺς μὲν ἀπειλῇ ἀναστέλλοντες,
τοὺς δὲ καὶ βίᾳ μετακαλοῦντες.
Μετακλείδης·ζήτει ἐν τῷ Ἀθηναίας.
Μετακόσμιον:τοῦ κόσμου κρείττονα.
Σούδα λεξικόν. Alphabetic letter mu, entry 704, line 3
σεις οὐ μόνον πέμπτην, ἀλλὰ καὶ ἕκτην καὶ ἑβδόμην παραθεὶς ἑρμη-
νείαν, ἐπὶ μιᾶς αὖθις σεσημείωται, ὡς ἐν Ἱεριχοῖ εὑρημένης ἐν πίθῳ.
ταύτας δὲ ἁπάσας εἰς ἓν συναγαγὼν διελθών τε πρὸς κῶλον καὶ
ἀντιπαραθεὶς ἀλλήλαις μετὰ καὶ αὐτῆς τῆς Ἑβραίων σημειώσεως, τὰ τῶν
λεγομένων Ἑξαπλῶν ἡμῖν ἀντίγραφα καταλέλοιπεν, ἰδίως δὲ τὴν Ἀκύ-
λου καὶ Συμμάχου καὶ Θεοδοτίωνος ἔκδοσιν ἅμα τῇ τῶν οʹ ἐν τοῖς
Τετραπλοῖς ἐπισκευάσας. καὶ ἁπλῶς πᾶσαν γραφὴν ὑποσημηνάμενος
ἐκκλησιαστικὴν πλεῖστα καὶ ἀναρίθμητα καταλέλοιπεν,
πώγωνος. Ἀριστοφάνης.
Σάλπιγξ.σάλπιγξιν Ἰνδοὶ οὐ χρῶνται, ἀλλ' ἀντὶ σάλπιγγος
αὐτοῖς εἰσὶν αἱ μάστιγες, ἃς ἀποκτυποῦσιν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ τύμπανα,
φρικώδη τινὰ βόμβον ἐξ ἑαυτῶν ἀνιέντα.
Σαμαρεύς:ὁ πολίτης. ἐντεῦθεν ἐχωρίσθησαν ἀπὸ τῶν Ἰου-
δαίων οἱ Σαμαρεῖται. πολλαῖς δὲ ἐχρήσατο τύχαις ἡ Σαμάρεια.
Σαμαρείτης:ἀρσενικῶς. Σαμαρεῖτις δὲ ἡ γυνή.
Σάμβαλα:ὑποδήματα.
Σαμβαρής:ὄνομα κύριον.
Σαμβύκαι:ὄργανα μουσικὰ τρίγωνα, ἐν οἷς τοὺς ἰάμβους ᾖδον,
οἱ δὲ ἰαμβύκαι. ταύτην τὴν σαμβύκην πρῶτος Ἴβυκος ἐφεῦρεν. ἔστι
δὲ εἶδος κιθάρας τριγώνου. οἱ δὲ προσεβοήθουν ἐπὶ τὸ διατείχισμα
καὶ πρὸς τοὺς ἀπὸ τοῦ λιμένος, ἀπὸ τῶν ὑπερειδόντων ἐπὶ τὸ τεῖχος
τὰς σαμβύκας.
Σάμβυκες:γένος μηχανήματος πολιορκητικοῦ, ὥς φησι Πολύβιος.
περὶ δὲ τῆς κατασκευῆς αὐτοῦ γέγραπται ἐν τῷ Περὶ ἐκφράσεως.
Σάμη:εἶδος πάθους Σαμιακοῦ. περιέστιξαν γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς
ἁλόντας Σαμίων, μετὰ δὲ ταῦτα οἱ Σάμιοι τοὺς Ἀθηναίους.
Σαμίων ἄνθη:ἐπὶ τῶν ὑστάταις ἡδοναῖς χρωμένων.
Σαμίων ὁ δῆμος·Ἀριστοφάνης Βαβυλωνίοις, ἐπισκώπτων τοὺς
ἐστιγμένους· οἱ γὰρ Σάμιοι καταπονηθέντες ὑπὸ τῶν τυράννων σπάνει
Ταβερνεῖα:καπηλεῖα, πανδοκεῖα.
Τάβεια:ὄνομα πόλεως καὶ τόπου.
Ταβηθά:ὄνομα κύριον.
Τάβλα:ὄνομα παιδιᾶς. ταύτην ἐφεῦρε Παλαμήδης εἰς διαγωγὴν
τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ σὺν φιλοσοφίᾳ πολλῇ· τάβλα γάρ ἐστιν ὁ
γήϊνος κόσμος, ιβʹ δὲ κάσοι ὁ ζωδιακὸς ἀριθμός, τὸ δὲ ψηφοβόλον
καὶ τὰ ἐν αὐτῷ ζʹ κοκκία τὰ ζʹ ἄστρα τῶν πλανητῶν, ὁ δὲ πύργος
τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ· ἐξ οὗ ἀνταποδίδοται πᾶσι πολλὰ καὶ κακά.
ἄλλοι δὲ λέγουσι ....
Ευρεσιεπής
Εὔπρωρον: εὐπρόσωπον.
Εὔπρηστον: εὐφύσητον.
Εὔπτορθον: εὔκλαδον.
Εὐράχαντες: ἥκοντες· ῥαχίας γὰρ ἐκάλουν τοὺς
τραχεῖς καὶ παρήκοντας τόπους.
Εὕρασθαι: ἐκποιήσασθαι· περιποιήσασθαι.
Εὑρέσθαι: ἐκπορίσασθαι.
Εὑρήματα: βουλεύματα.
Εὑρήματα: οὐχὶ εὑρέματα.
Εὑρησιεπής: καινολόγος.
Εὑρεσιέπεια: εὑρεσιλογία.
Εὑρεσιλόγος: φλύαρος· ἑτοιμολόγος.
Εὑρήσεται: ἀντὶ τοῦ εὑρεθήσεται.
Εὔριζον: πλατὺ ὄν: ἢ καλὰς ῥίζας χαροποιοὺς
892
ἔχον.
Εὔωνον: εὐτελές.
Εὐώνυμον: λέγουσιν, οὐ μόνον ἀριστερόν· καὶ παρὰ
Θουκυδίδηι πλεῖστον.
Εὐωρεῖ: παίζει· μετεωρίζεται.
Εὐωρία: ὀλιγωρία· εἴληπται δὲ ἐκ τῶν ἐναντίων.
Εὐωρία: ψιλῶς τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν· ἀλλὰ ῥαθυ
Ησύχιος λεξικόν. (Α – Ο) (4085: 002)“Hesychii Alexandrini lexicon,
vols. 1–2”, Ed. Latte, K.Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966.
Alphabetic letter epsilon, entry 7103, line 1
καὶ
Ἀριστοφάνης κατωτέρω ἐφαίνετο οὕτω ταῦτα νοῶν, ἠβουλόμην οὕτω
ἑρμηνεῦ-σαι αὐτά· περὶ μέτρων καὶ γεωμετρίας βούλει μαθεῖν ἢ περὶ
ἐπῶν, εὑρεσιεπείας ῥητορικῆς, ἢ ῥυθμικῆς καὶ μουσικῆς; ἀλλὰ τὰ
κατωτέρω κείμενα τῆς γραφῆς οὐκ ἐᾷ ταῦτα οὕτω νοεῖσθαι, ἀλλ',
ὡςπροεῖπον,εἶπον,ἔπη καὶ μέτρα καὶ ῥυθμοὺς
ἐλεύσονται. MOSCHOP.
ΠΡΟΣ ΟΛΥΜΠΟΝ. Ὄλυμπος, ὁ οὐρανὸς, καὶ
ἡ τοῦ παντὸς κόσμου ὅλη περιοχὴ, παρὰ τὸ ὁλολαμπὴς εἶναι.
Ψιλοῦται δὲ, ὅτι συνεκόπη Αἰολικῶς, ὁλόλαμπος. Καὶ
Ὄλυμπος· τρέπουσι γὰρ καὶ τὸαεἰςυ, τὰς σάρκας σύρκας
λέγοντες. Οὕτω τὸ Ὄλυμπος ψιλοῦται. Τῶν γὰρ τοιούτων
τὰ ἐντελῆ δασύνεται, τὰ δὲ συγκοπέντα ψιλοῦται. Ὡς τὸ
ὁλόλαμπος, ἁρμοζόμενος, ἁλλόμενος, ἄρμενος, ἄλμενος. Ψι-
λοῦται οὖν τὸ Ὄλυμπος. Εἰ δέ μοι δυσπιστεῖ τις ὡς εὑρεσιεπεῖ, ἀκουέτω
καὶ χρήσεων·
Ἥτε καθαλλομένη ἰοειδέα πόντον ὀρίνει
– ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί. Ὄλυμπος οὕτω ψιλοῦται, καὶ οὕτω λέγεται
οὐρανός. Ὁμοίως δὲ τῷ οὐρανῷ καὶ ἡ σφαιροειδὴς ἡμῶν κεφαλὴ, ἐν ᾗ τὸ
ὁλο-λαμπὲς λογιστικὸν ἵδρυται, Ὄλυμπος λέγεται. Περὶ γὰρ
ὄρους Ὀλύμπου νῦν λέγειν, ψυχρολογία καὶ λῆρος ἐνταῦθα
ἔμελλεν εἶναι. TZETZES.ΛΕΥΚΟΙΣΙΝ ΦΑΡΕΕΣΣΙ. Τοῦτό φησι, ὅτι κἄν
τισι τῶν ἀνθρώπων, ἢ καὶ σχεδὸν πᾶσιν
παντὸς παραστάτην.
Bσφετέρας:ἀντὶ τοῦ τῆς ἑᾶς.
ABταξιοῦσθαι:παρατάττεσθαι.
A Ὅμηρος (Π 89)·
MH\ SÚ G' A)/NEUQEN E)MEÎO LILAÍESQAI POLEMÍZEIN.
Aεἴην Εὑρεσιεπής:τοῦτό φησιν ὅτι ἔπλασε τὰ
περὶ Πατρόκλου εἰρημένα εἰς ἔπαινον τοῦ Ἐφαρμόστου
Ὀπουντίου ὄντος.
γενοίμην, φησὶ, διαπαντὸς εὑρίσκειν
δυνάμενος τρόπους καὶ διηγεῖσθαι τὰς πράξεις τῶν ἀρχαίων.
BCDEQεἴην Εὑρεσιεπής:ὡς σεμνυνόμενος τοῖς διηγή-
μασί φησιν· εἴην δὲ λόγων καινοπρεπῶν εὑρετὴς ἐπὶ τῷ
διηγεῖσθαι καὶ πρόσφορος ποιητικῇ μούσῃ καὶ τρόπῳ Μου-
σῶν ἁρμόδιος.
ἄλλως· γενοίμην, φησὶ, διὰ παντὸς δυνά-
μενος εὑρίσκειν λόγους καὶ διηγεῖσθαι πράξεις. 122bB
ταῦτα δὲ λέγει διὰ τὸ πλάσασθαι αὐτὸν τὸ ἐπὶ Πατρό-
κλου προειρημένον ἐπαινεῖν βουλόμενος τὸν Ἐφάρμοστον
Ὀπούντιον ὄντα Πατρόκλου πολίτην. 122cB
BEQΕὑρεσιεπής:καινολόγος.
Bἀναγεῖσθαι:διηγεῖσθαι.
θαλασσίας, ἀντὶ τοῦ εἰς τὰς ναῦς τὰς ἐν τῇ θαλάσσῃ τὴν διατρι-
βὴν ποιουμένας· ὥστε (113) δεῖξαι αὐτὸς ὁ Πάτροκλος τῷ
φρονίμῳ μαθεῖν τὸν νοῦν τοῦ Πατρόκλου, ἀντὶ τοῦ τὸν ἑαυτοῦ,
τὸν βιατήν, ἤγουν τὸν γενναῖον, τὸν ἀνδρεῖον (ἀπὸ τοῦ βία, ἡ
ἰσχύς) ἀφ' οὗ χρόνου παρηγορεῖτο (117), ἀντὶ τοῦ παρῄνει,
ἔλεγεν αὐτῷ ὁ υἱὸς τῆς Θέτιδος ὁ Ἀχιλλεύς, μηδέποτε ταξιοῦ-
σθαι, τουτέστι παρατάττεσθαι αὐτὸν ἐν τῷ πολέμῳ τῷ ὀλε-
θρίῳ χωρὶς τῆς αἰχμῆς τῆς σφετέρας, ἀντὶ τοῦ τῆς ἑᾶς, τουτέ-
στι τῆς ἑαυτοῦ, τῆς δαμασιμβρότου, ἤγουν τῆς τοὺς ἄνδρας
κτεινούσης.
Εἴην Εὑρεσιεπής]ἤγουν εἴθε τοιαύτας ἱστο-
ρίας εὑρίσκοιμι, ἵνα ἐποχούμενος τῷ παρὰ τῶν Μουσῶν δοθέν-
τι μοι δίφρῳ, λέγω δὴ τῇ ποιητικῇ, ἁρμοδίως τῇ παρούσῃ ὑπο-
θέσει ποιῶμαι τοὺς λόγους. τοῦτο δὲ λέγει, ἐπειδὴ καὶ ὁ
Πάτροκλος Ὀπούντιος ἦν ὥσπερ καὶ Ἐφάρμοστος. τοῦ δὲ
ἐναγεῖσθαιτὸ ἐν πρὸς τὸδίφρῳσυναπτέον, οὕτως· ἐν τῷ
δίφρῳ τῶν Μουσῶν ἡγεῖσθαι καὶ προέρχεσθαι.
Pal. Ὡς πρὸς τοὺς παρεστῶτας λέγει.
ἐφευρετικὸς τοιούτων ἱστοριῶν. – ἐποχεῖσθαι,
προέρχεσθαι εἰς τὸν τοῦ Ἐφαρμόστου ἔπαινον.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟΝ
Ιωάννης Δαμασκηνος, 65, 66 καινοτομήσας, 39, 47, 54, 63, 64, 65, 98,
Ιωάννης Χρυσόστομος, 51, 52, 53, 54, 192, 194, 202, 210, 244, 246, 291, 311,
55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 240, 241, 242 403, 412, 432, 433, 446
καινά δαιμόνια, 30 καινοτομήσει, 367, 368, 402
καινὰ πράττει, 565, 579, 652, 665 καινοτομήσειν, 143, 341, 443, 450
καινολόγος, 878, 890, 891, 894, 895, 899, καινοτομήσω, 39, 200, 417
900 καινοτομήσωμεν, 114
καινοτόμα, 444 καινοτομῆται, 90
καινοτομεῖ, 39, 41, 48, 50, 61, 63, 67, Καινοτομία, 4, 7, 8, 9, 10, 16, 18, 19, 20,
121, 129, 141, 167, 170, 185, 189, 196, 21, 27, 30, 31, 32, 33, 45, 48, 50, 51, 52,
201, 216, 235, 236, 238, 297, 367, 368, 53, 57, 58, 59, 65, 66, 70, 125, 212, 220,
383, 416, 431, 436, 437, 449, 519, 529 225, 227, 238, 253, 257, 268, 272, 280,
Καινοτομεῖ, 61, 67, 394, 452 284, 294, 296, 313, 330, 333, 338, 342,
Καινοτομεῖ τὴν φύσιν, 61 345, 389, 414, 452, 455, 456, 457, 458,
καινοτομεῖν, 34, 36, 37, 40, 41, 45, 46, 459, 460, 463, 464
47, 48, 53, 55, 57, 58, 61, 65, 68, 71, 80, καινοτομίᾳ, 40, 58, 62, 86, 87, 94, 208,
88, 92, 93, 96, 99, 100, 102, 104, 111, 211, 220, 248, 271, 274, 275, 297, 327,
112, 113, 117, 120, 133, 134, 137, 138, 340, 348, 361, 395, 410
139, 144, 145, 147, 149, 150, 151, 152, καινοτομίαις, 46, 57, 71, 80, 187, 277,
153, 154, 156, 157, 162, 172, 173, 175, 319, 330, 347, 352, 357, 358, 385, 420,
178, 180, 188, 189, 205, 212, 222, 223, 462
224, 234, 239, 247, 258, 259, 260, 263, καινοτομίαν, 39, 46, 51, 52, 54, 55, 56,
276, 293, 294, 298, 300, 302, 306, 307, 58, 60, 62, 65, 69, 70, 71, 75, 81, 86, 89,
320, 321, 344, 348, 353, 354, 358, 359, 91, 92, 101, 108, 109, 111, 112, 115,
365, 366, 370, 372, 374, 379, 380, 381, 124, 142, 144, 145, 155, 162, 168, 176,
395, 404, 405, 409, 412, 419, 420, 425, 181, 199, 200, 203, 213, 214, 219, 226,
427, 429, 432, 433, 436, 441, 442, 448, 228, 229, 230, 240, 241, 242, 258, 262,
452, 454 265, 267, 274, 275, 276,278, 281, 282,
Καινοτομεῖν, 66, 394 285, 288, 289, 295, 303, 304, 306, 308,
καινοτομεῖν κατὰ Φιλίππου, 153 309, 316, 319, 324, 326, 328, 334, 335,
καινοτομείς, 30 336, 337, 342, 343, 350, 351, 352, 355,
καινοτομεῖσθαι, 49, 69, 184, 188, 209, 363, 373, 384, 385, 386, 390, 391, 397,
262, 271, 322, 323, 334, 335, 344, 350, 419, 420, 426, 446, 447, 448, 451, 453,
366 455, 456, 461, 462, 463
καινοτομεῖται, 43, 61, 152, 160, 161, 190, καινοτομίαν ἰδόντες, 355
192 καινοτομίαν ποιήσουσι, 145
καινοτομείτω, 369 ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ, 20, 21
καινοτόμες, 5 καινοτομίας, 9, 16, 18, 19, 20, 21, 26, 27,
καινοτομῇ, 59, 60 31, 32, 36, 37, 38, 40, 41, 42, 43, 45, 46,
καινοτομηθεῖσαν, 38, 51, 181, 195, 369 47, 53, 55, 56, 57, 58, 59, 62, 63, 64, 66,
καινοτομηθείσας, 42, 62, 422 67, 73, 74, 75, 79, 83, 85, 88, 89, 105,
καινοτομηθείσης, 42, 199, 237 106, 110, 123, 130, 158, 177, 178, 182,
καινοτομηθὲν, 131, 273, 305, 364 193, 204, 208, 214, 223, 224, 236, 245,
καινοτομηθῇ, 47, 237 250, 256, 257,258, 259, 260, 269, 280,
καινοτομηθῆναι, 73, 78, 345 282, 286, 289, 298, 314, 325, 337, 375,
καινοτομηθήσονται, 66 382, 391, 405, 406, 407, 408, 424, 456,
καινοτομῆσαι, 52, 56, 63, 161, 169, 243, 458, 459, 460, 461, 462, 463, 464, 465,
299, 334, 396, 404, 413, 428, 435, 438, 523
443 καινοτομική, 20
καινοτομήσαντες, 332, 432, 433 καινοτομιών, 19, 30
καινοτομιῶν, 421
903
καινοτόμοι, 5, 54, 153 μεγάλας, 38, 74, 75, 79, 85, 174, 257, 460,
καινοτομοῖεν, 35 494, 546, 548
καινοτομοῖτο, 35, 101, 235, 236 μέγιστον, 73, 81, 114, 119, 215, 241, 248,
καινοτόμον, 19, 37, 119, 148, 325 254, 344, 345, 352, 361, 477, 493
καινοτόμος, 20, 27, 153, 171, 172, 179, μεταβολαῖς, 37, 108, 262, 352, 356
227 μεταβολῆς, 38, 67, 79, 197, 244, 345, 508,
Καινοτόμος, 331 514, 540
καινοτομοῦμεν, 34, 98, 175, 376, 377, μεταρρύθμισης, 19
378 μηχανές, 6, 7, 13, 21, 24
καινοτομούμενα, 37, 49, 77, 94, 105, 137, Μηχανισμός, 8, 21, 22, 23
206, 308, 339, 410 Μιχαήλ Ατταλιάτης, 69
καινοτομουμένη, 127, 207 Μιχαήλ Ψελλός, 67, 68
καινοτομούμενοι, 66, 336, 337 Ναζιανζηνός, 40, 41, 42, 43, 44
καινοτομουμένοις, 116 νεωτερίζει, 527, 537, 542, 545, 560, 565,
καινοτομούμενον, 70, 72, 184, 265, 267, 573
268, 301, 398 νεωτερίζειν, 45, 300, 343, 465, 466, 468,
καινοτομουμένου, 38, 78 469, 470, 471, 473, 474, 477, 478, 480,
καινοτομουμένων, 45, 73, 76, 82, 132, 482, 483, 484, 485, 487, 488, 489, 490,
202, 228, 315 491, 492, 493, 494, 495, 496, 498, 499,
καινοτομοῦν, 40 500, 502, 504, 506, 510, 515, 516, 517,
καινοτομούντα, 19 520, 521, 522, 523, 524, 526, 528, 530,
καινοτομοῦντα, 37, 54, 70, 105, 174, 233, 533, 535, 536, 537, 538, 539, 541, 543,
266, 392, 400, 415 544, 546, 549, 552, 555, 556, 557, 559,
Καινοτομοῦνται, 44, 293 564, 566, 569, 570, 571, 574, 576, 577,
καινοτομοῦντας, 58, 84, 141, 287, 341, 578, 582, 659
383, 451, 557 νεωτερίζεσθαι, 256, 533, 550, 551
καινοτομοῦντες, 50, 60, 64, 107, 147, νεωτερίζον, 39, 201, 519, 540, 553
209, 251, 342, 372, 440 νεωτερίζοντά, 344
καινοτομοῦντι, 35, 100 νεωτερίζοντας, 467, 469, 474, 479, 503,
καινοτομοῦντός, 3, 35, 102 505, 518, 534, 548, 575
καινοτομούντων, 41, 128, 146 νεωτεριζόντων, 471, 472, 477, 488, 508,
καινοτομούσης, 389 534, 540, 568, 579
καινοτομοῦσι, 95, 218, 362, 419, 429, 455 νεωτερίζουσα, 483, 511, 512, 572
καινοτομοῦσιν, 35, 37, 100, 120, 170, νεωτερίζουσιν, 473, 476, 494, 512, 513
249, 361, 411, 450 νεωτερίζω, 9, 29, 30, 465
καινοτομώ, 9, 28, 30 Νεωτερίζω, 9, 465
καινοτομῶ, 28, 36, 52, 103, 118, 122, 123 νεωτεροποιεῖν, 593, 594, 595, 600, 609,
καινοτομῶν, 40, 64, 69, 72, 129, 163, 616, 643
166, 182, 233, 251, 254, 255, 261, 269, νεωτεροποιίαν, 580, 582, 583, 589, 591,
310, 322, 323, 356, 371, 379, 432, 433, 598, 600, 604, 605, 608, 619
437, 444 νεωτεροποιίας, 588, 597, 598, 605, 606,
καινουργεῖ, 67, 394, 452 607, 611, 617, 618, 621, 639, 640
καινοῦσθαι, 444 νεωτεροποιὸν, 582, 586, 591, 610, 624,
κεκαινοτόμηται, 114, 126, 264, 277, 374, 627, 629, 631, 636, 651, 652, 656, 657,
379, 380, 404, 439, 442 658, 661, 662, 663
Κικέρων, 84, 502, 514 νεωτεροποιός, 137, 138, 306, 570
Κτησίβιος, 8 νεωτεροποιὸς, 425, 581, 585, 589, 606,
Κύριλλος Αλεξανδρινός, 63, 64 628, 643, 651, 656, 660
Κωνσταντίνος Μανασσής, 71 Νικηφόρος Γρηγοράς, 71, 72
Λυκούργου, 73, 74, 85 νόμοι, 66, 374, 391, 495
Μαρξ, 4, 5, 459
904
νόμος, 36, 52, 56, 65, 105, 129, 199, 224, πρῶτον, 37, 45, 59, 62, 73, 78, 81, 84, 85,
241, 269, 284, 286, 296, 328, 390, 412, 86, 87, 96, 106, 108, 111, 113, 119, 121,
432, 495, 527, 529, 562, 570 125, 132, 151, 152, 160, 171, 172, 173,
νόμους, 36, 60, 65, 73, 75, 85, 104, 119, 176, 203, 204, 206, 207, 211, 216, 218,
129, 132, 144, 173, 176, 214, 223, 224, 247, 254, 255, 265, 288, 291, 299, 314,
244, 268, 278, 291, 295, 304, 311, 326, 349, 354, 359, 360, 361, 375, 395, 396,
336, 337, 408, 414, 493, 515 408, 422, 430, 467, 468, 484, 487, 492,
νόμων, 37, 56, 84, 106, 123, 163, 203, 494, 496, 508, 516, 532, 533, 534, 537,
244, 250, 310, 351, 460, 485, 495, 534, 540, 556, 558, 575
546 Σούδα, 33, 448, 449, 451, 452, 453, 576,
Ξενοφάνης, 16 577, 578, 877, 878, 880, 881, 882, 883,
Ξενοφών, 34, 35, 100 884, 885, 900
Ξενοφώντας, 9 Σουμπέτερ, 4
παραγωγή, 5, 21, 27, 32 στασιάζειν, 164, 205, 539, 605, 610, 655
παράδοξα, 53, 70, 117 στασιάζω, 9
παράδοξος, 30, 112, 122, 123, 309 Σωκράτης, 30, 47, 48, 49, 50, 51, 121,
παραλλαγὰς, 85, 500 157, 373, 463, 493
παράτολμος, 86 Σωκράτους, 19, 37, 119, 157, 171
Πλάτων, 4, 35, 36, 37, 56, 74, 82, 83, 86, τέχνην, 70, 104, 136, 164, 187, 206, 264,
101, 102, 103, 105, 106, 119, 168, 172, 265, 266, 339, 376, 523, 688, 691, 701,
204, 248, 369, 373, 381, 434, 484, 485, 707, 718, 720, 722, 736, 788, 823, 824,
486 825, 827, 867, 870
Πλούταρχος, 38, 73, 74, 75, 76, 77, 78, τεχνολογία, 6, 9, 11, 12, 13, 22, 27
79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 89 Τζον Στιούαρτ Μιλ, 5
πονηρὸν γὰρ ἡ καινοτομία’, 152 Φώτιος, 383, 384, 385, 386, 388, 389,
προσδοκία της εξέλιξης, 18, 19 390, 391, 392, 393, 557, 558, 651, 652,
787, 891