Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 12

ΕΠΟ 22, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΤΡΙΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Οι θέσεις περί ηθικής και ελευθερίας του Καντ και του Χέγκελ
στη Νεωτερική Ηθική Φιλοσοφία
Η μετάβαση από την υποκειμενική/ατομική ηθική/ηθικότητα
(Moralität) στην αντικειμενική ηθική/ηθικότητα (Sittlichkeit)

ΑΡΤΕΜΙΣ ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ

ΜΑΡΤΙΟΣ 2010
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 3
Η Ηθική Φιλοσοφία του Καντ 4

Το Καθήκον ως προαπαίτηση της Ελευθερίας του Ατόμου 5

Η Κατηγορική Προσταγή και το Βασίλειο των Τελών 5

Η Φιλοσοφία του Hegel 7


Η Ελευθερία ως τελικός σκοπός της διαμορφωτικής δράσης του Πνεύματος 7
Κοινωνική Ηθικότητα και Ατομική Ελευθερία 9

Συμπεράσματα 10

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 12

2
Εισαγωγή

Κατά τον αιώνα των Φώτων του οποίου χαρακτηριστικό αποτελεί η αυτοπαρατήρηση
και η αυτογνωσία, η ψυχολογία ενώνεται με τα θρησκευτικά κίνητρα που πηγάζουν
από τον ευσεβισμό και τη νέα λατρεία του συναισθήματος, 1 ενώ η φιλοσοφία
αναφέρεται στα κεκτημένα τη σκέψης του Διαφωτισμού. Ο Φιλόσοφος που
αναδείχθηκε σε διαμεσολαβητή ανάμεσα στη μηχανιστική σκέψη του 18 ου αιώνα και
του οργανισμικού ολισμού του 19ου ήταν ο γενάρχης του Γερμανικού Ιδεαλισμού,
Immanuel Kant.2 To 1781 με τη δημοσίευση του έργου του Κριτική του Καθαρού
Λόγου, η φιλοσοφία καθίσταται πραγματικά επιστημονική, μέσα από μια
επανάσταση, αντίστοιχη της Κοπερνίκειας. Κεντρική θέση στο εγχείρημά του κατέχει
η διάκριση μεταξύ της a priori και της a posteriori γνώσης όπου η a priori γνώση
καθίσταται ανεξάρτητη από την εμπειρία, δίνοντας έμφαση στην αναγκαιότητα και
την καθολικότητα.3
Παράλληλα, ο φιλόσοφος διανοίγει μια δίοδο προς τα νοούμενα, αυτή του ηθικού
στοχασμού, ο οποίος φανερώνει τον άνθρωπο ως αυτοκαθοριζόμενο υποκείμενο, το
οποίο θέτει το ίδιο τους κανόνες που διέπουν την ύπαρξή του αλλά και ως φορέα
θεμελιακής ελευθερίας ως προς την επιλογή τόσο των υπαρκτών στόχων όσο και ως
προς τις αξίες της ζωής.4 Στην κριτική του Καθαρού Λόγου έστω και σε προδρομική
μορφή αναπτύσσονται οι κεντρικές σκέψεις της καντιανής ηθικής, οι οποίες
εξειδικεύονται ως προς την εφαρμογή τους επί της φιλοσοφίας του δικαίου, στη
μεταγενέστερη Μεταφυσική των Ηθών. Η καντιανή ηθική αναμφιβόλως αποτέλεσε
μια από τις κυριότερες κλασικές θεωρίες της ηθικής με ιστορική και συστηματική
σημασία καθώς βρέθηκε στο κέντρο της σύγχρονης φιλοσοφικής έρευνας ως ισότιμη
εναλλακτική θεωρία αλλά και ως συστατικό μιας ενδεχόμενης ευρύτερης σύνθεσης.5
Στον ύστερο Διαφωτισμό τίθεται για πρώτη φορά του πρόβλημα της διαμεσολάβησης
του Λόγου με την ιστορία, δίνοντας έμφαση στη σχέση με την πραγματικότητα που
διεκδικεί η φιλοσοφία και ο στοχασμός ευρύτερα. 6 Το πρωτείο του πρακτικού λόγου
το οποίο εισηγήθηκε ο Καντ αποτέλεσε την πρόσκληση για να μετεξελιχθεί η
γνωσιολογική κατανόηση του ιδεαλισμού σε ηθικοπολιτική και να στραφεί στο
ενδιαφέρον των επιγόνων του προς την κατεύθυνση της ηθικής, πολιτικής και
κοινωνικής σκέψης.7 Από τις διάφορες ερμηνείες του καντιανισμού, προκλήθηκαν
κοσμογονικές αντιπαραθέσεις με τις οποίες ήρθε από πολύ νωρίς αντιμέτωπος ο
G.W.F. Hegel,8 αυτή η τιτάνια μορφή της φιλοσοφίας, του οποίου η σκέψη
κυριάρχησε το 19ο αιώνα,9 και του οποίου βασική μέριμνα ήταν η επανάκτηση μέσω
της φιλοσοφίας της γνωστικής, ηθικής και πολιτικής ακεραιότητας του ανθρώπου και
η ενότητά του με τον κόσμο.10
1
Ε. Κασσίρερ, Καντ – Η Ζωή και το Έργο του, εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2006, σ. 28-29
2
Π. Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη – Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά Ρεύματα (19ος-20ος
αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ. 31
3
K. Anthony, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μετ. Δ. Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2005, σ. 231-232
4
Π. Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη – Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά Ρεύματα (19ος-20ος
αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σ. 42
5
I. Kant, Κριτική του Πρακτικού Λόγου, μετάφραση Κ. Ανδρουλιδάκη, Αθήνα, εκδ. Εστία, 2009, σ. 245
6
T.S.Hoffman, Μορφές Παρουσίας της Θρησκείας στην Εγελιανή Φαινομενολογία του Πνεύματος, στο,
Κ. Καμβουλάκος (επιμ), Η Φαινομενολογία του Πνεύματος του Γκ.Β.Φ Χέγκελ εκδ. Αλεξάνδρεια,
Αθήνα 2009, σ. 363
7
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π., σ. 90
8
στο ίδιο, σ. 124
9
στο ίδιο, σ. 123
10
Β. Καραβάκου στο Β. Καλδής (επιμ.), Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, εκδ. ΕΑΠ,
Πάτρα 2008, σ. 168

3
Η Ηθική Φιλοσοφία του Καντ

Αν και στη γνωσιοθεωρία του Γερμανού Φιλοσόφου τίθεται έστω και ακροθιγώς το
θέμα της ηθικής, τα πρακτικά προβλήματα της Ηθικής Φιλοσοφίας του Καντ
αποτέλεσαν το θέμα τριών κυρίως έργων του: της Θεμελίωσης στη Μεταφυσική των
Ηθών (1785), εκλαϊκευμένο έργο το οποίο οδήγησε σε παρανοήσεις λόγω των
απλοποιήσεων του, της Κριτικής του Πρακτικού Λόγου (1788) και της Μεταφυσικής
των ηθών (1797),11 στο οποίο καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο ηθικός νόμος δεν αποτελεί
ένα σύνολο από αυστηρούς κανόνες, αλλά η ηθική αφορά στην προώθηση
συγκεκριμένων στόχων.12
Ο Καντ, διαχωρίζει την θέση του από τις κυρίαρχες ωφελιμιστικές τάσεις του
Διαφωτισμού, που ορίζει την ευδαιμονία στο επίπεδο πλήρωσης των θεμελιακών
βιοτικών αναγκών και αντιμετωπίζει την ηθικότητα ως επιδίωξη του δέοντος ως
αυτοσκοπού, φέροντάς το αντιμέτωπο με την έννοια του συμφέροντος, που κατά τον
Καντ είναι παραγωγός αδικίας και όχι δικαίου. 13 Μέλημα του εγχειρήματος του Καντ
το οποίο ξεκινά από μια αφηρημένη σύλληψη του έλλογου πράττειν είναι να δώσει
τις γενικές και τυπικές αρχές που ρυθμίζουν τη μορφή των σχέσεων ανάμεσα σε
έλλογους πράττοντες, παρέχοντας τα δομικά και τυπικά χαρακτηριστικά των ηθικών
σχέσεων μακριά από τη θεώρηση ενός πλήρως ανεπτυγμένου βίου και χωρίς να
βασίζεται σε μια ειδική τελεολογία της ανθρώπινης φύσης.14
Η καντιανή ηθική ανάγεται στο θεμελιώδη χαρακτήρα της ως ηθικής του Λόγου,
όπου οι ηθικές αρχές δεν είναι μερικές, ενδεχόμενες και υποκειμενικές, αλλά
καθολικές, αναγκαίες και αντικειμενικές. Μέσα από δύο καίριες διακρίσεις - αυτής
ανάμεσα στο Είναι και το Δέον και την διάκριση που αφορά τόσο στη γένεση των
ηθικών εννοιών, αντιλήψεων ή αξιολογήσεων όσο και στην εγκυρότητα και την ισχύ
των ηθικών κρίσεων οι οποίες βασίζονται αποκλειστικά στον ανθρώπινο καθαρό
Λόγο-15 απαλλάσσει την έννοια του ηθικώς ορθού από εμπειρικές καταβολές, ενώ
βασίζει την έννοια αυτή στη δυνατότητα του έλλογου υποκειμένου να αγνοήσει τις
επιταγές της σωματικότητας και να ενεργήσει σύμφωνα με τις επιταγές του
καθήκοντος.16
Οι στόχοι οι οποίοι αποτελούν καθήκον αναλύονται στη Μεταφυσική των Ηθών και
αφορούν στην ανάπτυξη των ικανοτήτων του ανθρώπου, ηθικών, διανοητικών ή
φυσικών, προς επίτευξη της δικής του τελειότητας, αλλά και την προώθηση των
αντικειμενικών στόχων των άλλων, την ικανοποίηση των επιθυμιών τους, ακόμη και
των ατομικών τους σχεδίων προκειμένου να ευτυχίσουν.17 Η ηθική συνείδηση για
τον Καντ, είναι έμφυτη σε κάθε έλλογο ον, έστω και σε λανθάνουσα ή υπνώτουσσα
μορφή, αποτελεί δε πρωταρχική προϋπόθεση για την αξιοπρέπεια και την
αυτοεκτίμηση του ατόμου το να ενεργεί σύμφωνα με την επιταγή του δέοντος, την
οποία επιβάλλει ο καθαρός εαυτός του. Αλλά και η ηθικότητα του πράττοντος είναι
σύμφωνη με την υποκειμενική του διάθεση να πράξει σύμφωνα με τις προδιαγραφές
του καθήκοντος. Η βούληση δε να πράττει κανείς το καθήκον, οδηγεί και στον

11
Ι. Κant, ό.π., σ. 250
12
R. Walker, Καντ, - Ο Καντ και ο Ηθικός Νόμος, Λ.Θεοδωρίδου (μτφρ.), εκδ.Ενάλιος, 2003, σ 14-15
13
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2004, ό.π. σ. 43-44
14
Β. Williams, Η Ηθική και τα όρια της Φιλοσοφίας, εκδ, Αρσενίδη, Αθήνα 2009, σ. 98
15
Ι. Kant, ό.π., σ. 256-257
16
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π., σ. 59
17
R. Walker, ό.π., σ. 17.

4
ορισμό του ηθικώς αγαθού,18 το οποίο είναι πρακτικώς δυνατό υπό την προϋπόθεση
της αθανασίας της ψυχής, καθώς η πλήρης συμφωνία θέλησης και ηθικού νόμου
οδηγεί στην αγιότητα.19 Η αθανασία της ψυχής και η ύπαρξη του θεού αποτελούν για
τον Καντ, τα έσχατα αιτήματα του πρακτικού λόγου καθώς εάν δεν υφίσταται θεία
πρόνοια και δικαιοσύνη η φιλοσοφική θεμελίωση της δικαιοσύνης διέπεται από μια
εγγενή αντιφατικότητα.20

Το Καθήκον ως προαπαίτηση της Ελευθερίας του Ατόμου

Κατά τον Καντ, η Ηθική αποτελεί την εισαγωγή σε μια επιστήμη που διδάσκει, όχι
το πώς μπορούμε να είμαστε ευτυχείς, αλλά πως πρέπει να γίνουμε άξιοι της
ευτυχίας. Στην τήρηση του καθήκοντος, δεν ζητείται η παραίτηση του ανθρώπου από
τον φυσικό σκοπό της ευτυχίας, το οποίο δεν είναι εφικτό από κανένα περατό έλλογο
ον, αλλά η αφαίρεση της πρόθεσης αυτής μπροστά στο παράγγελμα του καθήκοντος.
Για τον Καντ η έννοια του καθήκοντος συνεπάγεται την θέληση του ανθρώπου να
επιδιώκει με όλες του τις δυνάμεις την γενική ευτυχία στο σύνολο του κόσμου, η
οποία είναι συνδεδεμένη και σύμφωνη με την καθαρή ηθικότητα. Η παραδοχή του
υψίστου αγαθού κρίνεται αναγκαία στον κόσμο για τη δημιουργία του ηθικού τελικού
σκοπού αν και μόνο ο ανιδιοτελής σκοπός για τον Καντ είναι ο ηθικός. Η οφειλή
εκτέλεσης του καθήκοντος με πλήρη ανιδιοτέλεια και ο διαχωρισμός του από την
απαίτηση για ευτυχία, αποτελεί απαίτηση καθώς σε αυτή την καθαρότητα κατά τον
Καντ βρίσκεται η αληθινή αξία της ηθικότητας. Θάνατο δε της ηθικότητας αποτελεί η
πεποίθηση του ανθρώπου ότι, η ανθρώπινη φύση του δεν επιτρέπει τέτοιου βαθμού
καθαρότητα ώστε να αποβάλει τα αντιτιθέμενα κίνητρα στην ιδέα του καθήκοντος, το
οποίο μπορεί να το επιτύχει μέσα από τον επιμελή αυτοέλεγχο.21
Και σε αυτό συνίσταται η ελευθερία του ανθρώπου, στη δυνατότητα δηλαδή να
υπερβεί την πίεση των εξωτερικών συνθηκών και να πράξει σύμφωνα με την καθαρή
ιδέα του καθήκοντος. Αυτού του τύπου η ελευθερία αποτελεί και το πρώτο θεμέλιο
της ηθικότητας. Χωρίς την ύπαρξή της η ηθική πράξη θα ήταν αδύνατη και ο
άνθρωπος θα παρέμενε έρμαιο των εγωιστικών και ωφελιμιστικών ροπών της ψυχής
του.22

Η Κατηγορική Προσταγή και το Βασίλειο των Τελών

Προκειμένου να ανακαλυφθεί η αληθινή ηθική αρχή, ο Καντ προβαίνει στη διαίρεση


των πρακτικών αρχών, οι οποίες διατυπώνονται με τη μορφή προστατικών - καθώς η
ανθρώπινη θέληση καθορίζεται τόσο από το Λόγο όσο και από τις κλίσεις, τα
αισθήματα και τα πάθη - σε υποθετικές και κατηγορικές. Οι υποθετικές αρχές
επιτάσσουν την πράξη ως μέσον για την επίτευξη του σκοπού, ενώ οι κατηγορικές
την επιτάσσουν ως σκοπό ή ως αναγκαία καθ΄εαυτήν και ως εκ τούτου είναι και
ηθικές.23
Οι ουσιώδεις σκοποί της ηθικής πράξης συνοψίζονται κατά τον Καντ στην
κατηγορική προσταγή, η οποία καθορίζει τις συμπεριφορές οι οποίες είναι σύμφωνες
18
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π., σ. 61
19
I. Kant, ό.π., σ. 180
20
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π.,, σ. 68
21
Ι. Καντ, Δοκίμια, Ε. Π. Παπανούτσος (μτφρ), Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971, σ. 115-123
22
Π. Βαλλιάνος, εκδ 2000, ό.π., σ. 45
23
I. Kant, Κριτική του Πρακτικού Λόγου, ό.π., σ. 260-261

5
με τις προδιαγραφές του καθήκοντος και θέτει τους θεμελιακούς προσανατολισμούς
οι οποίοι δίνουν νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη.24 Καθώς λοιπόν ο άνθρωπος από τη
φύση του διακρίνεται ως καθ’ εαυτόν σκοπός, το οποίο δεν του επιτρέπει να
χρησιμοποιηθεί ως μέσο, ως ύψιστη κατηγορική προσταγή από την πλευρά της
ανθρώπινης βούλησης τίθεται η προσφορά υπηρεσιών στον καθολικό πρακτικό νόμο.
«πράττε έτσι, ώστε να χρησιμοποιείς στην ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο
και στο πρόσωπο κάθε άλλου, ανά πάσα στιγμή και ως σκοπό, ποτέ απλά ως μέσο».
Έτσι, η τάξη των σκοπών εξισώνεται με εκείνη των καθαρών δι΄εαυτούς
προσδιοριζόμενων «νοών» και ως εκ τούτου η θεώρηση κάθε έλλογου όντος του
εαυτού του - με γνώμονα τη βούλησή του - ως καθολικά νομοθετούν, οδηγεί σε μια
κοινότητα έλλογων όντων, εντός ενός «βασιλείου των σκοπών»,25 μια ιδεατή
κοινωνία τέλειας δικαιοσύνης, μια κοινότητα αυτοσυνείδητων όντων που
αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο ως ισότιμα ηθικά υποκείμενα. Η δυνητική
πραγμάτωση του «βασιλείου των τελών» θα αποφέρει και μια κατάσταση παγκόσμιας
ειρήνης, ενώ στο επίπεδο της διεθνούς κοινωνίας ο κανόνας της ηθικής αναγνώρισης
του άλλου θα καταστήσει δυνατή μια ομοσπονδία ίσων και ελεύθερων εθνών. 26
Στο ηθικό σύστημα του Καντ, στο βασίλειο των σκοπών, τα πάντα έχουν τιμή ή
αξιοπρέπεια. Στην έννοια της τιμής υπεισέρχεται η έννοια της ανταλλαξιμότητας, ενώ
η αξιοπρέπεια αντιμετωπίζεται ως κάτι μοναδικό που δεν ανταλλάσσεται, είναι πέρα
από κάθε τιμή. Κατά τον Καντ, υπάρχουν δύο είδη τιμής: η τιμή αγοράς, που
σχετίζεται με την ικανοποίηση της ανάγκης· και η τιμή προτίμησης, που σχετίζεται με
την ικανοποίηση του γούστου. Η Ηθική βρίσκεται πέρα και υπεράνω και από τα δύο
είδη τιμής. «Η Ηθική, και η ανθρωπότητα στον βαθμό που είναι ικανή για Ηθική, είναι
το μόνο πράγμα το οποίο έχει αξιοπρέπεια. Η δεξιοτεχνία και η εργατικότητα έχουν
τιμή αγοράς· το πνεύμα, η ζωηρή φαντασία και η αίσθηση του χιούμορ έχουν τιμή
προτίμησης· όμως η τήρηση των υποσχέσεων και η ευγένεια που βασίζονται σε αρχές
(όχι στο ένστικτο) έχουν εγγενή αξία».27
Η υπόσχεση είναι ένα άλλο σημείο το οποίο αποτυπώνει τις σταθερές της καντιανής
ηθικής σκέψης, αναφορικά με τη σύλληψη του αγαθού και του κακού στην
απολυτότητά τους. Η ψευδής υπόσχεση για τον Καντ αποτελεί το κύριο θεμέλιο του
κακού στον άνθρωπο, ενώ η τήρηση των υποσχέσεων αποτελεί εκείνο που μπορεί να
εξασφαλίσει τόσο την έννομη όσο και την ηθικά άξια συμπεριφορά του πράττοντος.
Η υπόσχεση αντανακλά, αν όχι αποκαλύπτει, την τελολογική διάσταση της καντιανής
φιλοσοφίας, είτε συνδυάζεται με την αντίστοιχη παραπομπή της Βίβλου στο πρώτο
ψεύδος των πρωτόπλαστων, είτε αφορά στην αντίληψη ότι στον πρακτικό λόγο
εμφωλεύει η «υπόσχεση – επαγγελία» για την πραγμάτωση του αγαθού στον
κόσμο».28

24
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2004, ό.π., σ. 48
25
Ε. Cassirer, ό.π., σ. 369
26
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π.,, Σ. 64
27
Κ. Anthony, ό.π., σ. 263-264
28
Π. Κοντός, Η καντιανή ηθική της υπόσχεσης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2005, σ. 13-14

6
Η Φιλοσοφία του Hegel

Ο γερμανός φιλόσοφος, οπαδός της διδασκαλίας του ιδεαλισμού και ειδικότερα του
απόλυτου ιδεαλισμού και θεμελιωτής της διαλεκτικής - τα πράγματα και οι ιδέες ή οι
έννοιες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται όχι στατικά, αλλά στη δυναμική τους πορεία η
οποία διαρθρώνεται σε τρεις φάσεις, τη θέση, την αντίθεση και τη σύνθεση-
θεωρείται ως ο κατ΄εξοχήν συστηματικός φιλόσοφος, ο φιλόσοφος που διατύπωσε το
πιο ολοκληρωμένο ίσως, από αρχιτεκτονική άποψη, σύστημα φιλοσοφίας, το οποίο
συνέταξε στο προαναφερθέν τριαδικό σχήμα και το οποίο διακρίνεται σε τρεις
βασικούς τομείς: τη λογική, τη φιλοσοφία της φύσης και τη φιλοσοφία του
πνεύματος. Κοινός παρανομαστής και συνδετικός κρίκος των τριών αυτών τομέων
της φιλοσοφίας είναι κατά το Hegel το πνεύμα, η ιδέα ή ο λόγος που αποτελεί την
κινητήρια δύναμη όχι μόνο του στοχασμού κατά τις διάφορες εκφάνσεις του αλλά και
ολόκληρης της ιστορίας γενικότερα.29
Στον πρόλογο του έργου του Φαινομενολογία του Πνεύματος, έργο χαώδες το οποίο
διαποτίζεται από έναν εκρηκτικό δυναμισμό δίνεται το σάλπισμα για το πέρασμα σε
μια νέα εποχή στην φιλοσοφία και τον πολιτισμό, μια εποχή που θα εκπληρώσει όλα
τα αιτήματα του Λόγου. Ειδικότερα όσον αφορά στο ανθρώπινο πνεύμα, είναι έτοιμο
να κατακτήσει την απόλυτη γνώση της πραγματικότητας μέσα από την εγκατάλειψη
των ψευδών κατανοήσεων του απόλυτου και των μεθόδων του σκέπτεσθαι από τις
οποίες επήγαζαν.30

Η Ελευθερία ως τελικός σκοπός της διαμορφωτικής δράσης του Πνεύματος

Η Φαινομενολογία του Πνεύματος, του Χέγκελ, συνίσταται στην περιγραφή των


διαφόρων φάσεων του πνεύματος κατά τα στάδια της ανάπτυξής του - από την
κατώτατη βαθμίδα του, όπου το πνεύμα έχοντας εκπέσει από την καθ΄εαυτότητά του
αντιπαρατίθεται στην ύλη, έως την ανώτατη βαθμίδα, την κατάσταση του απολύτου,
όπου το πνεύμα έχοντας ξεπεράσει όλες τις αντιθέσεις του επιστρέφει στον εαυτό
του, γίνεται αυτάρκες και κατ΄επέκταση, ως μη εξαρτώμενο από οτιδήποτε άλλο έξω
από τον εαυτό του, καθίσταται ελεύθερο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο τελικός
σκοπός της ιστορίας, ο οποίος έγκειται στην επίτευξη της απεριόριστης ελευθερία του
πνεύματος.31
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ελευθερία για τον Hegel δεν είναι το μέσο για την
επίτευξη κάποιου σκοπού αλλά αποτελεί καθ΄εαυτή τον τελικό σκοπό της
διαμορφωτικής δράσης του Πνεύματος σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.32
Ταυτόχρονα δε, η Φαινομενολογία καταπιάνεται και με την περιγραφή
χαρακτηριστικών γνωστικών και ηθικών στάσεων της ανθρώπινης συνείδησης
ενώπιον του κόσμου, μέσα από μια ανάβαση από την παθητική πρόσληψη
αισθητηριακών ερεθισμών μέχρι τη διασκεπτική διάνοια, την καντιανή δηλαδή
αντίληψη ότι ο νους κατασκευάζει την εμπειρία σύμφωνα με τις έμφυτες έννοιές του.
Σε αυτή τη διαδρομή ο σκεπτικισμός καθίσταται μια παροδική κατάσταση της
ορθολογικής σκέψης, ενώ η γνώση της πραγματικότητας καθ΄ εαυτή, αποδεικνύεται
από τα πρακτικά της αποτελέσματα. Η ηθική σταδιοδρομία της συνείδησης εξαρτάται
άμεσα από την αυτοσυνειδησία, ενώ θεμέλιο της ηθικότητας αποτελεί η αναγνώριση,

29
Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σ. 1296-1297
30
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π.,, σ. 126
31
Θ. Πελεγρίνης, ό.π., σ. 613-614
32
Β. Καραβάκου, ό.π., σ. 165

7
ιδέα που ανάγεται στη φιλοσοφία του Fichte αλλά σηματοδοτείται από την πάλη
ανάμεσα στο Εγώ και το μη Εγώ και την απόλυτη κυριαρχία επί του άλλου.
Η ίδια η ιστορία της συνείδησης και του πολιτισμού είναι μια σύγκρουση κυρίων και
δούλων, στην οποία εμπεριέχεται η συνειδητοποίηση ότι η εργασία των Δούλων
αποτελεί εφ΄ενός προϋπόθεση της κυριαρχίας των Κυρίων, αφ’ ετέρου δε, καθιστά
τους δούλους ηθικές οντότητες, καθώς αποκτούν συναίσθηση της αξίας τους.33
Στη φιλοσοφία του Hegel και κυρίως στην Εγκυκλοπαίδεια ή στις Βασικές Γραμμές
της Φιλοσοφίας του Δικαίου, το δίκαιο εξετάζεται ως εκδήλωση της αντικειμενικής
ελευθερίας, ακόμα και ως ενέργημα της αντικειμενικής βούλησης.
«Το έδαφος του δικαίου είναι εν γένει το πνευματικό και εγγύτερο σημείο και η
αφετηρία του η βούληση, η οποία είναι ελεύθερη, έτσι ώστε η ελευθερία να αποτελεί
την υπόσταση και τον προσδιορισμό του, το δε σύστημα δικαίου να είναι το βασίλειο
της πραγματωμένης ελευθερίας, ο κόσμος του πνεύματος που το ίδιο παρήγαγε ως μια
δεύτερη φύση».
Στο χωρίο αυτό των Βασικών Γραμμών της Φιλοσοφίας του Δικαίου, καθίσταται
σαφές ότι από τη σκοπιά του Hegel υφίσταται ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ
ελευθερίας, βούλησης και δικαίου και οι έννοιες αυτές αποκτούν πολύ συγκεκριμένο
περιεχόμενο στην φιλοσοφία του. Όπως και στην Θεωρία του Δικαίου του Καντ, έτσι
και στην πρακτική φιλοσοφία του Hegel υφίσταται ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα
στη βούληση και την προαίρεση, καθώς η προαίρεση δεν αποτελεί παρά μια στιγμή
έντασης και αντίθεσης της βούλησης ή οποία εννοείται απλώς ως ικανότητα του
έλλογου αυτοπροσδιορισμού. Απορρίπτοντας τον καντιανό ορισμό του δικαίου ως
περιορισμού της βούλησης του καθενός, σύμφωνα με το γενικό κανόνα, που
εκλαμβάνει ως θεμελιώδη αρχή του δικαίου τη μεμονωμένη προαίρεση στραμμένη σε
συμπτωματικούς σκοπούς και όχι στην έλλογη βούληση, τονίζει ότι η
αντικειμενικοποιημένη ελευθερία, μορφοποιημένη ως πραγματικότητα ενός κόσμου,
προσλαμβάνει τη μορφή της αναγκαιότητας. Ετσι, αφ΄ενός η ελευθερία δεν νοείται
ως κατηγόρημα μιας κλειστής στον εαυτό της υποκειμενικότητας, αλλά αποτελεί μια
διαδικασία, η οποία ενεργοποιεί ένα σύστημα αντικειμενικών θεσμικών
μορφωμάτων, αφ΄ ετέρου δε η αντικειμενική βούληση αποδίδει τις παραστάσεις που
συνεπάγεται ο εγελιανός ορισμός του δικαίου, ως ύπαρξης της ελεύθερης βούλησης.34
Η πραγμάτωση της αληθινής ελευθερίας σηματοδοτεί και το τέλος της ιστορίας χωρίς
αυτό να σημαίνει τη μετάβαση σε ένα υπεριστορικό άχρονο τόπο, αλλά την ίδρυση
των πολιτικών εκείνων θεσμών που θα επιτρέψουν στην ανθρωπότητα την συνέχιση
του πολιτιστικού της έργου υπό συνθήκες αδιατάρακτης ενότητας. Χωρίς σαφή
προσδιορισμό βέβαια της μορφής που θα ελάμβανε αυτή η κορύφωση, η έμφαση που
έδινε στο ιδεώδες της αρχαίας πόλεως και παρά την κριτική του στις επακόλουθες
ακρότητες της Γαλλικής Επανάστασης, άφηνε να εννοηθεί ένα πολιτικό σύστημα που
προσομοίαζε στο πρότυπο της res publica του Ρουσσώ και του Καντ, το οποίο όμως
αποτελούσε το πλαίσιο της κοινωνικής ηθικότητας (Sittlichkeit) που δίνει υπόσταση
στην έννοια της θετικής ελευθερίας.35

33
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π., σ. 127 -128
34
J. F. Kervegan, Μορφές του Δικαίου στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, στο Κ. Καμβουλάκος (επιμ)
Η Φαινομενολογία του Πνεύματος του Γκ.Β.Φ Χέγκελ, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009, σ. 291-293
35
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, ό.π., σ. 141

8
Κοινωνική Ηθικότητα και Ατομική Ελευθερία

Η εγελιανή ηθική είναι μια φιλοσοφία του δικαίου καθώς θεμελιώνεται στον έλλογο
χαρακτήρα των θεσμών και του δικαίου. Η Sittlichkeit ως «ήθος», υποδηλώνει την
ύπαρξη μιας κοινής προ-κατανόησης, η οποία χαράσσει τα όρια του πράττειν μας,
πραγματώνοντας την ελευθερία μας. Αφορά σε ένα περιβάλλον κοινών αντιλήψεων,
αξιών, επιθυμιών, προσδοκιών για την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, ως
αυτονόητη υπόσταση χωρίς να χρήζει αιτιακής περιγραφής της διαδικασίας
παραγωγής της.36
Η ηθικότητα ως σύστημα ηθών, παραδόσεων, έλλογων έξεων και συμπεριφορών, στη
εγελιανή φιλοσοφία ασχολείται με τους θεσμούς που εντάσσουν το υποκείμενο σε
οργανικές ολότητες. Ο Hegel, προσαρμόζοντας την αριστοτελική ιδέα στις επιταγές
και τις κοινωνικο-οικονομικές πραγματικότητες του σύγχρονου κόσμου εντάσσει την
κοινωνική ηθικότητα σε μια καθολική κοινωνία που αποτελείται από πολλές
μικρότερες, υποταγμένες στην ορθολογικότητα αυτής που βρίσκεται υπεράνω της.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο η οικογένεια, η αστική κοινωνία των οικονομικών ατόμων και
των ιδιωτών αλλά και το πολιτικό κράτος αποτελούν τις τρεις ιεραρχικά
διατεταγμένες συλλογικότητες που εντάσσουν το νεωτερικό άτομο στην ολότητα. Η
οικογένεια, η πρώτη οργανική ενότητα ζωής υποτάσσει το φυσικό εγώ σε ένα κοινό
Λόγο αποσκοπώντας στην διάπλαση των μελών της ώστε να αναλάβουν δράση ως
ανεξάρτητες ατομικές οντότητες μέσα στην αστική κοινωνία. Μέσα στην κοινωνία
των οικονομικών ατόμων αναπτύσσονται θεσμικά αντισταθμίσματα, όπως οι
συντεχνίες που εντάσσουν τον ατομικό εργάτη ή παραγωγό σε ένα πλαίσιο κοινών
συμφερόντων και που η εργασία αποτελεί συνεισφορά στην συλλογική ωφέλεια και
ηθικό καθήκον. Η πλήρης όμως συγκρότηση της ελεύθερης συλλογικότητας γίνεται
μόνο μέσω των θεσμών του κράτους, το οποίο αποτελεί την τέλεια πραγμάτωση της
έλλογης βούλησης. Μέσα από σαφείς κλασσικιστικές επιρροές, η αναγκαιότητα των
επιταγών του πολιτικού νόμου έχει κάτι το θείο, για τον Hegel, που τονίζει ότι μόνο
μέσα από την πολιτική συμμετοχή και την υπακοή στους νόμους το άτομο γίνεται
πολίτης υποτάσσοντας το ατομικό συμφέρον σε αυτό του συνόλου.37
Η εγελιανή ηθικότητα διαθέτει βέβαια δύο διακριτά χαρακτηριστικά: αφ΄ενός
αποτελεί την αντικειμενική τάξη της κοινωνικοπολιτικής συμβίωσης και θεσμικής
ζωής αφ’ ετέρου αναιρεί ή υπερβαίνει την έννοια του γενικού δικαίου και της
ατομικής ηθικής. Η ατομική ορθολογικότητα εκφράζεται τόσο μέσα από τις επιλογές
του ατόμου όσον αφορά στην εργασία, τον συνδικαλισμό και τις πολιτικές ενώσεις
όσο και από τη συμμετοχή του σε ένα εύρος κοινωνικών και πολιτικών πρακτικών.
Στη Φιλοσοφία του Δικαίου η σχέση υποκειμένου – ηθικότητας μπορεί να
παρουσιάζεται ως μια σχέση υπόστασης – συμβεβηκότων σε καμία περίπτωση όμως
αυτό δεν συνεπάγεται υποτίμηση της υποκειμενικότητας. Αντίθετα υφίσταται και
λειτουργεί μέσα από την ενσυνείδητη σκέψη, βούληση και δράση των ατομικών της
μελών, ενώ παράλληλα εξηγεί πως καθίσταται επιτεύξιμο το σχέδιο της ατομικής
αυτό-κατανόησης και αυτοπραγμάτωσης και κατ΄επέκταση της ατομικής
ελευθερίας.38

36
G.W.F. Hegel, Ο Λόγος στην ιστορία: Εισαγωγή στη φιλοσοφία της ιστορίας, μετάφραση Παν.
Θανασά, Εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2006, σ. 88
37
Π. Βαλλιάνος, εκδ. 2008, σ. 142.
38
Β. Καραβάκου, ό.π., σ. 173

9
Συμπεράσματα

O Hegel αποκατέστησε τις κριτικές του Καντ κατακρίνοντας το δυισμό μορφής και
περιεχομένου, συμπεριλαμβάνοντας τους άκαμπτους προσδιορισμούς της ετερότητας
χωρίς όμως να θυσιάσει το αδιάσπαστο των στιγμών σε μια άμεση και επίπεδη
ταυτότητα. Οι πόλοι που ο Καντ αντιπαρέθεσε, μορφή και περιεχόμενο, φύση και
πνεύμα, θεωρία και πράξη, ελευθερία και αναγκαιότητα, πράγμα καθ΄εαυτό και
φαινόμενο, όλοι διαπερνιούνται από τον στοχασμό με τέτοιο τρόπο ώστε κανένας από
αυτούς τους προσδιορισμούς να μην εννοείται ως κάτι το έσχατο.39
Ο Hegel υπήρξε αναμφισβήτητα ένας υπερβατολογικά αναλυτικός όπως και ο Kant, ο
οποίος ως κριτικός του προσπάθησε να δικαιώσει τις προθέσεις του πέρα από την
κριτική του καθαρού λόγου.40 Η φιλοσοφία του Καντ, την οποία ο Hegel την
προϋποθέτει, παρά την πολεμική του εναντίον της, προσπάθησε να αποκαλύψει όλες
τις μορφές του πνεύματος ως συστατικά στοιχεία της έγκυρης γνώσης. Προκειμένου
να άρει τον καντιανό διαχωρισμό μορφής και περιεχομένου ερμήνευσε το κάθε ον ως
κάτι το πάντα πνευματικό.41
Το πνεύμα το οποίο πραγματεύεται ως αντικειμενικό στην Εγκυκλοπαίδεια, όχι μόνο
για το αστικό, το ποινικό και το πολιτικό δίκαιο αλλά και για την υποκειμενική
ηθικότητα είναι η αυτοπραγμάτωση για τον Hegel, ενώ το ίδιο το δίκαιο, αντίθετα
από τον Καντ, καθίσταται μόνο μια στιγμή η οποία προηγείται της ηθικότητας.
Το ζεύγος των εννοιών τις οποίες ο Hegel διαχωρίζει, τη Moralitat - υποκειμενική
ηθικότητα που αντιστοιχεί στην καντιανή ηθική - και τη Sittilichkeit - αντικειμενική
ηθικότητα ή ηθικό κόσμο-42 περιγράφουν ένα πεδίο κανονιστικότητας το οποίο δεν
αποτελεί αντικείμενο νομικού εξαναγκασμού, αλλά εκπηγάζει από το εσωτερικό
φρόνημα του υποκειμένου, δηλώνοντας τρόπους συμπεριφοράς και βίου. Ο Καντ
βέβαια στην Μεταφυσική των Ηθών επεξεργάζεται ένα σύστημα έλλογων και
αναγκαίων a priori ισχυουσών αρχών που θεμελιώνονται στην καθαρή πρακτική
βούληση και καθιστούν την αυτονομία της βούλησης ως μοναδική αρχή όλων των
ηθικών νόμων και των συμφώνων με αυτούς καθηκόντων. Ταυτόχρονα η ηθικότητα
ανάγεται στην πρακτική αρχή του καθαρού Λόγου κατά την οποία μόνο μια καθολική
νομοθεσία συνιστά τον ανώτατο και άμεσο προσδιορισμό της θέλησης.
Κατά τον Hegel βέβαια η καντιανή Moralitat κρίνεται ανεπαρκής αφ΄ενός γιατί ως
απλή γνώση και βούληση του καθαρού καθήκοντος, στην καντιανή προσταγή, οδηγεί
στο φορμαλισμό, αδυνατώντας να παράγει ένα ηθικό περιεχόμενο. Η πλήρωση αυτού
του κενού αναζητείται στο ατομικό ηθικό συναίσθημα Έτσι ο Hegel αντιτάσσει την
αντικειμενική πληρότητα της Sittlichkeit, της οποίας το έλλογο περιεχόμενο
υφίσταται ως καθ΄ύλην προσδιορισμένη, εν τόπω και χρόνω διαμορφωμένη
πραγματικότητα. Για τον Hegel η υποκειμενική αυτοβουλία και οι ατομικές κρίσεις
ενός υποκειμένου δεν είναι αυτές που κατευθύνουν τις πράξεις του ατόμου αλλά η
ίδια η ηθική πραγματικότητα.43
Και ενώ η καντιανή ελευθερία παρέμεινε πάντα μια τυπική δυνατότητα, η εγελιανή
πραγματώθηκε σε συνθήκες κοινωνίας και κράτους. Η κοινωνικοπολιτική της
διάσταση τοποθέτησε τον άνθρωπο σε ένα κόσμο με ηθική και πολιτική σημασία, σε

39
Τ. Adorno, Τρεις Μελέτες για τον Hegel, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992, σ. 23-24
40
στο ίδιο, σ. 35-36
41
στο ίδιο, σ. 80
42
M.Regnier, “Hegel” στην Encyclopedie de la Pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας – Η Καντιανή
Επανάσταση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978, σελ.141
43
G.W.F. Hegel, ό.π., σ. 86

10
ένα περιβάλλον που υπό συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες του προσέφερε
κοινωνική επιβεβαίωση, θεσμική εγκυρότητα και ιστορική συνέχεια.44

44
Β. Καραβάκου, ό.π., σ. 171-172

11
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

 Π. Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη – Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά


Ρεύματα (19ος-20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008
 Π. Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη – Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά
Ρεύματα (19ος-20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2000
 Καραβάκου Β., στο Β. Καλδής (επιμ.), Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης
φιλοσοφίας, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008
 Κοντός Π., Η καντιανή ηθική της υπόσχεσης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2005
 Πελεγρίνης Θ., Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004

ΞΕΝΗ

 Adorno Τ., Τρεις Μελέτες για τον Hegel, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1992
 Anthony K., Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μετ. Δ. Ρισσάκη, εκδ. Νεφέλη,
Αθήνα 2005
 Cassirer Ε., Καντ – Η Ζωή και το Έργο του, εκδ. Ινδικτος, Αθήνα 2006
 Hoffman T.S., Μορφές Παρουσίας της Θρησκείας στην Εγελιανή
Φαινομενολογία του Πνεύματος, στο, Κ. Καμβουλάκος (επιμ), Η
Φαινομενολογία του Πνεύματος του Γκ.Β.Φ Χέγκελ εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2009
 Kant I., Κριτική του Πρακτικού Λόγου, μετάφραση Κ. Ανδρουλιδάκη, Αθήνα,
εκδ. Εστία, 2009
 Kervegan J. F., Μορφές του Δικαίου στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, στο
Κ. Καμβουλάκος (επιμ) Η Φαινομενολογία του Πνεύματος του Γκ.Β.Φ Χέγκελ,
εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2009
 Regnier M., “Hegel” στην Encyclopedie de la Pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας
– Η Καντιανή Επανάσταση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1978
 Walker R., Καντ, - Ο Καντ και ο Ηθικός Νόμος, Λ.Θεοδωρίδου (μτφρ.),
εκδ.Ενάλιος, Αθήνα 2003
 Williams Β., Η Ηθική και τα όρια της Φιλοσοφίας, εκδ, Αρσενίδη, Αθήνα 2009

12

You might also like