Professional Documents
Culture Documents
Μιχαήλ Μπαχτίν
Μιχαήλ Μπαχτίν
Επικρίνει τους Φορμαλιστές για την αναγωγή της γλώσσας σε έναν κώδικα
λησμονώντας ότι ο λόγος συνδέει δύο κοινωνικά καθορισμένα πρόσωπα και η
σκέψη είναι διυποκειμενική. Ο καθορισμός του ανθρώπινου όντος ως
αντικειμένου μετατρέπεται σε απόλυτη ελευθερία όταν το νόημα παράγεται, όχι
από την αναπαράσταση του φυσικού κόσμου, αλλά από τη συνάντηση με τον
118.
Άλλον, μία συνάντηση που ξαναρχίζει αιωνίως. Η άσκηση της ελευθερίας,
αφετέρου, συντελείται μέσω της ερμηνείας ως διαλόγου3. Σε αντίθεση με τον
Γιάκομπσον που κάνει λόγο για επαφή μεταξύ του πομπού και του δέκτη, ο
Μπαχτίν μιλά για διακείμενο, με την προϋπόθεση της ένταξης των κειμένων, ως
συνόλων ατομικών εκφωνημάτων, στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτισμικό τους
περιβάλλον. Η διακειμενικότητα συνιστά το σημείο αναφοράς ενός
μυθιστορήματος αφού ο λόγος του άλλου εντός του τελευταίου εξαρτάται από
την εποχή, την κοινωνική τάξη και την οικογένεια4.
Για τους Φορμαλιστές η λογοτεχνία δεν θα πρέπει να προσεγγίζεται σαν ένα είδος
μυθοπλαστικής ή φαντασιώδους γραφής, αλλά στον βαθμό που μετασχηματίζει
την καθημερινή γλώσσα, ενώ η κριτική οφείλει να στραφεί από τον χώρο του
μυστηριώδους προς τις μη αναγώγιμες δομές της γλώσσας. Το επιστημονικό
πνεύμα των Φορμαλιστών προάγει την υλικότητα των κειμένων και την
αυτονομία τους παρακάμπτοντας τους ψυχολογικούς, κοινωνικούς ή
θρησκευτικούς παράγοντες που υφέρπουν στην πρόθεση του συγγραφέα. Ο Τέρι
Ήγκλετον κάνει λόγο για φορμαλιστική «εφαρμογή της γλωσσολογίας στη
μελέτη της λογοτεχνίας» που περιορίζει τη λειτουργία του περιεχομένου σε
εργαλείο ανάλυσης της μορφής. Σύμφωνα με τον Ήγκλετον, οι Φορμαλιστές δεν
απέκλειαν την επιρροή που ασκούσε το κοινωνικό και ιστορικό περιβάλλον στη
διαμόρφωση των κανόνων λογοτεχνικότητας. Αυτό που αμφισβητούσαν ήταν ο
διαχρονικός χαρακτήρας του «ανοίκειου» γλωσσικού αποσπάσματος, καθώς το
ανοίκειο εξαρτάται από ένα «συγκεκριμένο κανονιστικό γλωσσικό φόντο» που
είναι υποκείμενο σε ενδεχόμενες μεταβολές. Η λογοτεχνικότητα, συνεπώς, δεν
αποδίδεται ως a priori ιδιότητα ενός κειμένου αλλά εμπεριέχεται χωροχρονικά
στο δίκτυο των σχέσεων διαφοράς μεταξύ δύο ειδών λόγου5.
3 Ό.π., σ. 133-141.
4 Jean-Yves Tadié, Η Κριτική της Λογοτεχνίας τον Εικοστό Αιώνα, μτφ. Ι. Ν. Βασιλαράκης, Αθήνα,
τυπωθήτω, 2001, σ. 374-375.
5 Τέρι Ήγκλετον, Εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1996, σ. 23-27.
η λογοτεχνία δεν ταυτίζονται αλλά επιδέχονται αδιάκοπα η μία την επίδραση της
άλλης. Η εξέταση της λογοτεχνίας, επομένως, δεν εξαντλείται στους δικούς της
όρους αλλά γίνεται αναπόφευκτα κατανοητή μόνο μέσα στη δυναμική σχέση του
πραγματικού με τον αναπαριστώμενο κόσμο6. Εντάσσει το λογοτεχνικό έργο στο
λογοτεχνικό περιβάλλον μιας δεδομένης εποχής και κοινωνικής ομάδας, ως
εξαρτημένο, άμεσα καθορισμένο και αναπόσπαστο τμήμα του. Τόσο το
μεμονωμένο έργο όσο και το λογοτεχνικό του περιβάλλον εξαρτώνται από ένα
ευρύτερο πεδίο που συγκροτεί το σύνολο των ιδεολογιών μιας συγκεκριμένης
εποχής και κοινωνικής ομάδας, ενώ το τελευταίο, με τη σειρά του, καθορίζεται
από κοινωνικούς και οικονομικούς νόμους. Η ιστορική μελέτη ενός λογοτεχνικού
έργου θα πρέπει αναπόφευκτα να θεμελιώνεται στην πλήρη αλληλεπίδρασή του
με τους υπόλοιπους τρεις αδιάσπαστους κρίκους-περιβάλλοντα του
πραγματικού κόσμου στην ολότητά τους7.
6 Jeremy Hawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο: Μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας,
Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1993, σ. 16-17.
7 K. M. Newton, Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα, ό.π., σ. 17-18.
8 Ό.π., σ. 19.
αντανακλά όχι μόνο την επενέργεια που επιτυγχάνεται ανάμεσα στα επιμέρους
κείμενα, αλλά και τις μεταξύ τους διαλεκτικές αντιθέσεις:
Η κοινή γλώσσα που ομιλείται συνήθως σε μία κοινωνία μεταχειρίζεται από τον
συγγραφέα σαν κοινή γνώμη που τη θεωρεί εξωτερικά, ενώ οι προθέσεις του
αλληλεπιδρούν γλωσσικά μαζί της. Η σχέση τους αυτή γίνεται αντιληπτή ως
«ρυθμική ταλάντευση», μία αδιάλειπτη κίνηση μεταβολής του βαθμού αποδοχής
ή απόρριψης της τωρινής γλώσσας από το συγγραφικό υποκείμενο10. Για τον
Μπαχτίν, τα μυθιστορήματα διέπονται αναπόδραστα από διακειμενικότητα,
συνεχώς αναφερόμενα σε άλλα λογοτεχνικά έργα έξω από αυτά και στον πυρήνα
της μορφής τους φέρουν το στίγμα της ετερότητας. Όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, η ατομικότητα συνειδητοποιεί τον εαυτό της μόνο μέσα στην
ετερότητα. Ο σχεσιακός εαυτός συγκροτείται στη διαλογικότητα –την αδιάκοπη
παραγωγή νοήματος– ενώ το σύμπαν γίνεται αντιληπτό ως μια ατελείωτη
σημείωση. Η διαλογικότητα έχει τη δική της λογική που πηγάζει από την a priori
διαπίστωση πως τίποτα δεν είναι μέσα στον εαυτό του, αλλά η ύπαρξη
προσδιορίζεται ως το γεγονός του συνείναι. Το χρέος του ιστορικού της
λογοτεχνίας είναι να επιτρέψει αυτή τη διαρκή κίνηση συνεπαφής των αμοιβαίων
διαφορών χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα κατάκτησης της απόλυτης γνώσης
από ένα μεμονωμένο άτομο11.
9 Ό.π.
10 Μιχαήλ Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα,
Πλέθρον, 1980, σ. 159.
11 Michael Holquist, Dialogism: Bakhtin and his world, Λονδίνο, Routledge, 1990, σ. 41.
12 K. M. Newton, Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα, ό.π., σ. 22-23.
στατικότητα των κειμένων και μέσω της διαλεκτικής μεθόδου επιχειρεί να
δημιουργήσει ένα φιλικό πεδίο ανασύνθεσης εντός της ιστορίας της λογοτεχνίας.
Κατά τούτο, η επιστημονική μελέτη της ιστορίας της λογοτεχνίας δεν μπορεί να
οικοδομηθεί σε αυτό που προέτασσε ο Χέγκελ ως «το τέλος της Ιστορίας».
Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η λογοτεχνία, μέσα στην ιστορικότητά της, δεν
διέπεται από κανένα τέλος, αλλά από έναν διάλογο που πραγματοποιείται στο
διηνεκές. Σε αντίθεση με τα διαλεκτικά συστήματα που αποσκοπούν σε κάποιο
τέλος μιας ανάλυσης ή σύνθεσης, η λειτουργία της διαλογικότητας στη
λογοτεχνία προϋποθέτει τη σκέψη μέσω μιας ριζικής ανομοιογένειας μιας φωνής
συγκριτικά με μια άλλη, συμπεριλαμβανομένου και του συγγραφέα. Ο τελευταίος
εξάλλου δεν βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους χαρακτήρες των
έργων του, όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι και
Μπαλζάκ, καθώς δεν αποκτούν ταυτότητα συγγραφική, αλλά η πραγματικότητά
τους είναι η ετερότητά τους13.
13 Mathew Roberts, «Dialogue and Dialogism» στο Gary Saul Morson and Caryl Emerson,
Rethinking Bakhtin: Extensions and Challenges, Έβανστον, Northwestern University Press, 1989,
σ. 109.
14 K. M. Newton, Η λογοτεχνική θεωρία του 20ού αιώνα, ό.π., σ. 20.
15 Ό.π., σ. 273.
εποχή που τα γέννησε και ανανεώνοντας τα με καινούργιες νοηματοδοτήσεις. Η
μπαχτινική διαλογικότητα, εντούτοις, δεν περιορίζεται στις λογοτεχνικές
πρακτικές, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο της πραγματικής ζωής. Κάθε τι που
βρίσκεται έξω από ένα υπο-κείμενο προσφέρεται για διάλογο. Από τα παραπάνω
απορρέει και το γεγονός ότι δεν πρόκειται για έναν μαρξιστή φιλόσοφο διότι στο
πεδίο της διαλογικότητας που προτείνει ο Μπαχτίν είναι εφικτή η συνύπαρξη
ακόμα και εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτισμικών θεωριών16.