Professional Documents
Culture Documents
W. K.C. Guthrie, Ο Σωκράτης, Μφτ. Τάσος Νικολαΐδης, σσ. 164 - 179.
W. K.C. Guthrie, Ο Σωκράτης, Μφτ. Τάσος Νικολαΐδης, σσ. 164 - 179.
W. K. C. GUTHRIE
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
1
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΤΑΣΟΣ ΝΙΚΟΛΑÏΔΗΣ
Γ’ ΕΚΔΟΣΗ
2
υπόψη τι έχουν ήδη γράψει άλλοι γι’ αυτό το θέμα, ό,τι ακολουθεί είναι μόνο
κάτι παραπάνω από μια ανακεφαλαίωση, και μια κάπως ευρύτερη χρήση
παραθεμάτων είναι ίσως συγχωρητέα.
ΠΕΙΣΤΙΚΟΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
3
la science il entendait promouvoir la vertu.»1 Από αυτό όμως δεν προκύπτει
ότι ήταν ένοχος για τη διάδοση πειστικών ορισμών. Ίσως βέβαια να είναι
αλήθεια, όπως έγραψε ο Stevenson, ότι «το να επιλέγεις μια σημασία [για τη
δικαιοσύνη] είναι σα να παίρνεις θέση σ’ ένα κοινωνικό αγώνα», και ότι όσες
φορές οι θεωρητικοί της Λογικής επιδίωξαν ν’ αποφύγουν το στοιχείο της
πειστικότητας, με το να προσδιορίζουν ακριβώς τη σημασία τη σημασία των
λέξεών τους, «αυτοί οι ίδιοι οι ορισμοί τους εμπεριείχαν, ειρωνικότατα, την ίδια
ακριβώς πειστικότητα, και μάλιστα με τρόπο που τη συγκάλυπτε και την
περιέπλεκε, εμφανίζοντάς την ως μια καθαρά θεωρητική ανάλυση» (ο.π. [σημ.
36] 344). Περιττό να ειπωθεί ότι ο Σωκράτης δεν είχε ιδέα για τη συγκινησιακή
θεωρία της γλώσσας της ηθικής, αν και, στην περίπτωση που κάποιος του τη
δίδασκε, θα την απέρριπτε, γιατί το να λες «αυτό είναι σωστό, σημαίνει μόνο,
αυτό το εγκρίνω, είναι σα να παίζεις το παιχνίδι του σοφιστικού σχετικισμού.
Ούτε θα μπορούσε να περάσει ποτέ από το μυαλό του ότι, προσπαθώντας ν’
ανακαλύψει και να προσδιορίσει ακριβώς το αγαθό για τον άνθρωπο, θα του
προσήπταν την κατηγορία με το περίεργο όνομα «φυσιολογική πλάνη»
(naturalistic fallacy), η οποία, σύμφωνα με τον G. E. Moore, εμπεριέχεται
αναγκαστικά σε κάθε ορισμό του «αγαθού». Με βάση τις τελευταίες προόδους
στην ηθική θεωρία, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το γενικό ζήτημα του κατά
πόσον μπορούμε να έχουμε και μη πειστικούς ορισμούς για ηθικούς όρους δεν
είναι πια συζητήσιμο, αλλά αν δεχτούμε ότι και η πρόθεση έχει κάποια σχέση
με όλα αυτά, υπάρχουν δύο τρία πράγματα που θα μπορούσε να προσθέσει
κανείς για τον Σωκράτη. Δεν ήταν δογματικός ηθικολόγος αλλά ερευνητής, ο
οποίος πίστευε ότι μια έντιμη αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με τις αρχές
που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν πολύ πιθανό να οδηγούσε,
μόνο και μόνο χάρη στην καλύτερη κατανόηση που θα εξασφάλιζε, σε μια
βελτίωση της ίδιας της συμπεριφοράς. Οι σοφιστές – και όχι ο Σωκράτης – ήταν
οι αρχιερείς της πειθούς και, συνεπώς, σ’ αυτούς πρέπει ν’ αναζητήσουμε τα
σαφέστερα παραδείγματα πειστικού ορισμού. «Δικαιοσύνη είναι η υπακοή
στους ισχύοντες νόμους.» «Δικαιοσύνη είναι η υπακοή στις επιταγές της φύσης,
οι οποίες συχνά είναι αντίθετες προς τους ισχύοντες νόμους.» «Δικαιοσύνη είναι
4
το δίκαιο του δίκιο του ισχυρότερου». «Δικαιοσύνη είναι μια επινόηση των
αδυνάτων για να εξουδετερώνουν τους ισχυρότερους». Οι ρητορικοί ισχυρισμοί
αυτού του είδους, πίστευε ο Σωκράτης, πρέπει ν’ αντικατασταθούν από
συμπέρασμα που προκύπτουν επαγωγικά, αν είναι να ελπίζουμε ότι θα βρούμε
τι είναι δικαιοσύνη η αρετή και το να ζει κανείς σύμφωνα με αυτές. Όσο η
ψυχή βρισκόταν στο έλεος σωματικών επιθυμιών και ηδονών (σύμφωνα μ’ έναν
Καλλικλή, η πιο ευχάριστη κατάσταση για τον άνθρωπο), είχε λίγες πιθανότητες
να βελτιωθεί. «Μόνον οι εγκρατείς έχουν τη δυνατότητα να εξετάσουν τα πιο
σπουδαία πράγματα και, ταξινομώντας τα κατά γένη τόσο στις συζητήσεις όσο
και στην πράξη, να επιλέξουν το καλό και ν’ απορρίψουν το κακό». Ο νους
πρέπει να είναι ακμαίος και οξύς, ακριβώς γιατί προϋπόθεση της σωστής
συμπεριφοράς είναι η αντικατάσταση της σοφιστικής πειθούς με την
κατανόηση της πραγματικότητας. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να βελτιώσει
την αποτίμηση του Barker για τον Σωκράτη στο σημείο αυτό (Pol, Thought of
P. and A. 47):
Διέφερε από τους σοφιστές επειδή δεν προσπαθούσε να διδάξει νέους κανόνες
συμπεριφοράς… Η προσπάθεια του ήταν να σχηματίσει μέσα από τη συνήθη συμπεριφορά των
ανθρώπων μια καθαρή εικόνα των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους ενεργούσαν. Επιδίωκε ν’
αναλύουν προσεκτικά οι άνθρωποι τα καθήκοντά τους στη ζωή και ν’ αποκτούν μια καθαρή
αντίληψη της σημασίας του: δεν ήθελε να δέχομαι μια νέα ιδέα, παρμένη από κάποιαν άλλη
πηγή, και ν’ αναμορφώνουν μέσω αυτής τη ζωή τους.
Αλλά η δίψα του για ορισμένους δεν απέβλεπε απλώς σε διανοητικούς σκοπούς: απέβλεπε
πάντοτε σ’ έναν ηθικό στόχο.
6
Πολλές από τις λιγότερο ικανοποιητικές χρήσεις της αναλογίας στην αρχαία ελληνική
σκέψη μας φαίνεται πως έχουν μια κίβδηλη οντολογική βάση – πιστή στην ύπαρξη φυσικών
ειδών είτε στο αισθητό είτε στο υπερβασιακό επίπεδο. Όταν ο Πλάτων, στο πρώτο βιβλίο της
Πολιτείας, βάζει τον Σωκράτη να ρωτάει τοιούτος άρα εστίν εκάτερος αυτών οίσπερ έοικεν;
[«είναι άρα ο καθένας τους τέτοιος σαν κι αυτούς με τους οποίους μοιάζει;»] (349d10), φαίνεται
να επικαλείται μια ευρέως διαδεδομένη άποψη, ότι μια ομοιότητα συνδέεται οντολογικά με
άλλες.
ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ
(ΙΙ) Ακόμη πιο χαρακτηριστική του ίδιου του Σωκράτη ήταν η τελεολογική
του αντίληψη, η πεποίθηση του ότι κατανόηση της φύσης οποιουδήποτε
πράγματος σήμαινε κατανόηση της λειτουργίας ή του σκοπού τον οποίο
επιδίωκε να υπηρετήσει. Ένας ορισμός πρέπει ν’ αναφερθεί όχι μόνο ό,τι θα
θεωρούσαμε ουσιώδη χαρακτηριστικά, αλλά επίσης, και πρωτίστως, το έργον,
7
τη δουλειά που έχει να κάνει το ζορισμένο αντικείμενο. Σχετικά εδώ δεν είναι
τόσο τα διδάγματα από τον φυσικό κόσμο (μολονότι πίστευε πως και αυτός είχε
φτιαχτεί με προνοητικότητα, Ξεν. Απομν. 1,4,4 κ.ε., 4,3,3 κ.ε.) όσο ο
προσφιλής του παραλληλισμός με τις τέχνες – οι παπουτσήδες, οι υφαντουργοί,
οι μάγειροι, οι χτίστες και οι σιδεράδες, στους οποίους παρέπεμπε με τόσο
επίμονο και εκνευριστικό τρόπο, προκειμένου να επεξηγήσει αυτά που
υποστήριζε (Γοργ. 491a, Ξεν. Απομν. 1,2,37). Είναι σωκρατικό στοιχείο αυτό
που τον βάζει ο Πλάτων να λέει στον Κρατύλο (389a – c), ότι δηλαδή, αν
κάποιος θέλει να φτιάξει μια σαΐτα αργαλειού, πρέπει να λάβει υπόψη του το
είδος των σαϊτών (ο σκοπός της γνώσης του είδους είναι πάντοτε πρακτικός), και
αυτό το είδος, το οποίο πρέπει να καταλάβει και να το έχει ως πρότυπό του,
δεν είναι απλώς το σχήμα, ή κάποια άλλα ορατά χαρακτηριστικά, μιας άλλης
σαΐτας· είναι κάτι που καθορίζεται από το ρόλο που έχει να παίξει η σαΐτα για
να υποβοηθήσει τη δουλειά της υφάντριας. Ο σωστός ορισμός του είδους της
σαΐτας δεν καθορίζει τη «μορφή» της όπως την έχουμε συνηθίσει (ότι είναι,
δηλαδή, ένα κομμάτι ξύλο με ορισμένο σχήμα και ορισμένες διαστάσεις), αλλά
περιγράφει πως σχεδιάζεται και κατασκευάζεται, ώστε να κάνει τη δουλειά της
κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
8
σκοπό, μας δείχνει έναν πολύ πιο θετικό Σωκράτη, τον παρουσιάζει πολύ
συχνότερα να μελετάει ή να εξετάζει (σκοπών) μαζί με τους φίλους του τη φύση
της μιας ή της άλλης αρετής, παρά να δηλώνει με κατηγορηματικότητα περί
τίνος πρόκειται. Μολονότι απέτρεπε τους άλλους από την οκνηρία και την
ανηθικότητα, εμπνέοντάς τους ζήλο για την αρετή, ο ίδιος ποτέ δεν ισχυρίστηκε
ότι τη διδάσκει, αλλ’ άκουσε την επιρροή του με το παράδειγμά του, κάνοντας
δηλαδή φανερή τη δική του αρετή τόσο με τις πράξεις όσο και με «τον έξοχο
τρόπο που συζητούσε για την αρετή και τις ανθρώπινες υποθέσεις γενικά»
(Απομν. 1,2,3,18). Ο Ξενοφών αναφέρει μια επίκριση της αποχής, ότι ο
Σωκράτης παρακινούσε μεν τους ανθρώπους προς την αρετή, αλλά ήταν
ανίκανος να τους δείξει και το δρόμο προς αυτή, μια επίκριση που
παρουσιάζεται ανάγλυφα στη διαμαρτυρία του Κλειτοφώντα στον ομώνυμο
πλατωνικό διάλογο, ότι ο Σωκράτης κηρύσσει συνεχώς τη δικαιοσύνη, σαν θεός
από τη σκηνή της τραγωδίας, αλλά ή δεν ξέρει ή αποφεύγει να αποκαλύψει τη
φύση αυτής της δικαιοσύνης, την οποία πάντοτε εξυμνεί μέχρι τους ουρανούς.
Για ν’ αντικρούσει αυτή την κριτική, ο Ξενοφών απλώς παραπέμπει, πρώτον,
στο ότι εξέταζε και κατατρόπωνε όσους νόμιζαν ότι τα ξέρουν όλα και, δεύτερον,
στις «καθημερινές συζητήσεις» του με τους φίλους του, ως αποδείξεις ότι
πράγματι έκανε τους ανθρώπους καλύτερους (ο.π. 1,4,1). Στον Ευδύδημο
μάλιστα (ο.π. 4,2,40), «εξήγησε πάρα πολύ απλά και καθαρά ποια γνώση
θεωρούσε περισσότερο αναγκαία και ποιες ήταν οι καλύτερες ασχολίες»· όμως,
συνεχίζει ο Ξενοφών, ο σκοπός του δεν ήταν να κάνει τους ανθρώπους πιο
έξυπνους, πιο αποτελεσματικούς ή πιο επιδέξιους στην ομιλία, αλλά να τους
εμφυσήσει σωφροσύνη.
Μερικές άλλες έρευνες της φύσης του ενός ή του άλλου πράγματος, όπως
τις καταγράφει ο Ξενοφών (π.χ. της ζωγραφικής στα Απομν. 3,10 και της
σχολής στο 3,9,9), έχουν τον προσωρινό και ανιχνεύσιμο χαρακτήρα που μας
είναι γνωστός από τον Πλάτωνα, και μπορούμε να του αντιπαραθέσουμε
κάλλιστα πολλά χωρία από το ίδιο του το έργο, καθώς και από άλλους
συγγραφείς, όταν ισχυρίζεται ότι δίνει (ή πιο ασυνήθιστη και σημαντικότερη
περίπτωση στα Απομν. 4, κεφ, 6) μια σειρά από παραδείγματα σωκρατικών
ορισμών για τέτοια πράγματα, όπως η ευσέβεια, η δικαιοσύνη, η αρετή, η
ομορφιά και η ανδρεία. Οι ορισμοί αυτοί δεν παραποιούν ουσιαστικά την
9
σωκρατική διδασκαλία, αλλά τα τυποποιημένα και περίτεχνα επιχειρήματα,
στα οποία είναι ενσωματωμένοι, χωρίς αμφιβολία παραποιούν τη σωκρατική
μέθοδο. Στη πραγματικότητα ο Ξενοφών δεν αναφέρει τη γνωστή ομολογία του
Σωκράτη ότι ο ίδιος δεν ξέρει τίποτε, αλλά τον παρουσιάζει ν’ αποποιείται το
ρόλο του δασκάλου και να προτιμάει να κάνει τους φίλους του συνεργάτες στις
έρευνές του, τονίζοντας τη σημασία που έχει η αυτογνωσία και το να μη νομίζει
κανείς ότι ξέρει πράγματα που δεν ξέρει (ο.π. 3,9,6). Ο Αριστοτέλης δηλώνει
γενικά ότι «ο Σωκράτης συνήθιζε να κάνει ερωτήσεις αλλά δεν έδινε απαντήσεις,
γιατί ομολογούσε πως δεν ήξερε» (Σοφ. Ελ. 183b6 – 8), ενώ ο Αισχίνης (σ. 109
παραπάνω) και ο Πλάτων μας προσφέρουν παραδείγματα από το ίδιο του,
υποτίθεται, το στόμα. Το πιο διαφωτιστικό είναι το παράδειγμα του Θεαίτητου,
οποίο συνδέεται μεταφορικά με τη μαιευτική.
Μοιάζω τόσο πού με τη μαμή, ώστε δεν μπορώ να γεννήσω σοφία· και σωστά με
κατηγόρησαν κιόλας πολλοί ότι, ενώ ερωτώ τους άλλους, ο ίδιος δεν εκφράζω τη γνώμη μου για
κανένα πράγμα, επειδή δεν έχω να πω τίποτε σοφό. Αιτία γι’ αυτό είναι η εξής: ο θεός με
αναγκάζει να ξεγεννώ, αλλά μ’ εμποδίζει να γεννώ. Δεν είμαι λοιπόν καθόλου σοφός ο ίδιος,
ούτε έχω κάνει καμία σοφή ανακάλυψη που να είναι γέννημα της δικής μου ψυχής. Όμως απ’
όσους με συναναστρέφονται, στην αρχή μερικοί από αυτούς φαίνονται εντελώς ανεπίδεκτοι,
αλλά όλοι όσους ευνοήσει ο θεός, καθώς προχωράει η συναναστροφή, κάνουν αξιοθαύμαστη,
όπως νομίζουν οι ίδιοι, αλλά και οι άλλοι, πρόοδο. Και είναι φανερό ότι από μένα δεν έμαθαν
ποτέ τίποτα, ενώ από μόνοι τους, μέσα από τον ίδιο τους τον εαυτό, ανακάλυψαν και έφεραν
στο φως πολλά και καλά.
10
ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΟ ΞΕΓΕΝΝΗΜΑ
11
Σωκράτη, να προσποιείται δηλαδή άγνοια και να προτιμά να κάνει οτιδήποτε
άλλο εκτός από το ν’ απαντάει σε ερωτήσεις», «το παλιό του τέχνασμα να μη
δίνει ποτέ μια συγκεκριμένη απάντηση ο ίδιος, αλλά να παίρνει τις απαντήσει
του καθενός και να τις ανασκευάζει». Αυτή είναι η ειρωνεία που εξαγριώνει τόσο
πολύ τον Θρασύμαχο (Πολιτεία 337a), ενώ η λέξη «ειρωνεία» όπως την
καταλαβαίνουμε σήμερα μετριάζει κατά πολύ την σημασία της. Τον πέμπτο
αιώνα ήταν μια υβριστική λέξη που σήμαινε ξεκάθαρα εξαπάτηση ή
καταδολίευση, όπως στους Σφήκες (174) και στις Νεφέλες του Αριστοφάνη,
όπου συμπεριλαμβάνεται (στ. 449) σ’ ένα κατάλογο φαύλων γνωρισμάτων μαζί
με την απατεωνιά και όλες τις παραλλαγές της αγύρτικης συμπεριφοράς. Στους
Νόμους (908e) του Πλάτωνα χρησιμοποιείται για τον χειρότερο τύπο άθεου
ανθρώπου, ο οποίος υποκριτικά κάνει πως θρησκεύεται. Στον Αριστοτέλη είναι
επιπλέον ένα είδος ανειλικρίνειας, και ως εκ τούτου κάτι το επιλήψιμο, που
αναφέρεται όμως ειδικά στην προσποιητή μετριοφροσύνη και θεωρείται
προτιμότερη από την αλαζονεία. Ως παράδειγμα φέρνει τον Σωκράτη, ενώ η
απάλυνση του νοήματος της λέξης μπορεί κάλλιστα να οφείλεται στην επίδραση
της σωκρατική φιλολογίας. Στον Πλάτωνα διατηρεί την κακή της σημασία στο
στόμα ενός σφοδρού αντιπάλου όπως ο Θρασύμαχος, ή κάποιου ο οποίος
προσποιείται πως θυμώνει με τον τρόπο που ο Σωκράτης ξεγελάει τους πάντες
ως προς τον πραγματικό του χαρακτήρα (π.χ. ο Αλκιβιάδης στο Συμπ. 216e,
218d). Δεν χρησιμοποιείται όμως για την ελαφρά ειρωνεία με την οποία
απευθύνεται στους νεαρούς φίλους του, όταν βάζοντας τον εαυτό του στο ίδιο
επίπεδο με το δικό τους λέει: «Εμπρός ας εξετάσουμε αυτό το πράγμα μαζί,
γιατί και εγώ δεν ξέρω τίποτε παραπάνω από σ’ ένα για αυτό».
Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ ΕΙΡΩΝΕΙΑ
12
τη γνώμη του για κάτι». Είναι αλήθεια ότι ο Σωκράτη προτιμούσε να κάνει
αυτός ερωτήσεις σε άλλους, αν και καμιά φορά σ’ ένα πλατωνικό διάλογο
αφήνει στον συνομιλητή του την εκλογή των ρόλων. Αλλά η κατηγορία της
ειρωνείας με όλη τη σημασία της λέξης, που περιλάμβανε και την σκόπιμη
εξαπάτηση, ελάχιστα μπορεί να σταθεί. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε την
ομολογία της άγνοιάς του εντελώς ανειλικρινή. Σκοπός του δεν ήταν να
μεταδώσει κάποια συγκεκριμένη κάποια συγκεκριμένη διδασκαλία, αλλά να
κάνει τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν την πνευματική τους ένδεια και,
στη συνέχεια, να τους καλέσει ν’ αναζητήσουν μαζί του την αλήθεια, μέσω της
διαλεκτικής μεθόδου των ερωτοαποκρίσεων. Υποστήριζε, για παράδειγμα, ότι η
γνώση που ήταν αναγκαία για την απόκτηση της αρετής πρέπει αν
περιλαμβάνει και την ανακάλυψη του σκοπού της ανθρώπινης ζωής αυτής
καθεαυτής. Από οποιονδήποτε άλλον δάσκαλο θα ήταν φυσικό να περιμένει
κανείς ότι ακολούθως θα εξέθετε ποιος ήταν αυτός ο υπέρτατος σκοπός ή
αντικειμενικός στόχος, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορούμε να ανακαλύψουμε
κάτι τέτοια σε οποιαδήποτε γνωστή διδασκαλία που μπορεί βάσιμα ν’ αποδοθεί
στον Σωκράτη, Το γεγονός αυτό, μπορούμε να υποθέσουμε, ήταν ένας από τους
κύριους λόγους που έκαναν τον θετικό Πλάτωνα να αισθανθεί ως χρέος του όχι
μόνο ν’ αναπαράγει όσα είπε ο Σωκράτης, αλλά, προχωρώντας να φανερώσει
ποιες νόμιζε πως ήταν οι επιπτώσεις του. Η ουσία της σωκρατικής μεθόδου, ο
έλεγχος, είναι να πειστεί ο συνομιλητής ότι, ενώ πίστευε πως ήξερε κάτι, στην
πραγματικότητα δεν το ξέρει. Ο Μένων παραπονιόταν πως το άμεσο
αποτέλεσμα της ήταν κάτι σαν ηλεκτροπληξία: ο νους μούδιαζε. Αυτή η
παρομοίωση με τη θαλασσινή μουδιάστρα, έλεγε ο Σωκράτης, θα ήταν σωστή
μόνο αν και το ίδιο το ψάρι ήταν μουδιασμένο τη στιγμή που χτυπάει· γιατί, αν
αυτός κάνει τους άλλους ν’ αμφιβάλουν, είναι μόνο επειδή αμφιβάλλει ο ίδιος,
και αυτό ακριβώς έχει ακούσει ο Μένων από άλλους (Μένων 79e – 80a). Όπως
φαίνεται, δεν κατηγορούσαν και όλοι τον Σωκράτη για ειρωνεία, επειδή έκανε
ερωτήσεις έκανε ερωτήσεις παρόλο που ήξερε πολύ καλά τις απαντήσεις.
Αναμφίβολα μια δόση ειρωνείας (με τη σημερινή έννοια) υπάρχει στα λόγια του
προς τον Μένωνα. Ήξερε ότι έβλεπε καθαρότερα από τον συνομιλητή του τι
χρειαζόταν. Αλλά δεν είχε να μεταβιβάσει κανένα έτοιμο και συγκεκριμένο
σύστημα γνώσης, ούτε πίστευε πως η γνώση που μεταβιβάζεται με αυτόν τον
13
τρόπο, ακόμη και αν τη κατείχε ώστε να μπορέσει να τη μεταδώσει, θα
ωφελούσε κανέναν. Στο ελεγχόμενο πείραμα με τον δούλο του Μένωνα, που
γίνεται για να πειστεί ο Μένων πόσο μεγάλη αξία έχει να υποχρεώνεται κανείς
να ομολογεί την άγνοιά του, ο Σωκράτης αποδεικνύει πως, ακόμη κι όταν ο
δάσκαλος ξέρει την απάντηση, η σωστή εκπαιδευτική μέθοδος δεν είναι να την
πει αμέσως στον μαθητή, αλλά να τον κατευθύνει ώστε να τη βρει σιγά σιγά
μόνος του, μέσω της διαδοχικής αναίρεσης απαντήσεων που φαίνονται σωστές
αλλά είναι εσφαλμένες.
Από τις πολλές προσπάθειες για συνόψιση των σκοπών και των
αποτελεσμάτων των σωκρατικών συζητήσεων, το σύντομο κείμενο του
Hackforth που ακολουθεί είναι μια από τις καλύτερες (Philosophy, 1933, σ.
265):
Σχετικά με αυτές τις συζητήσεις πρέπει να προσέξουμε δυο κυρίως πράγματα: πρώτο, ότι
παρόλο που ο πρωταρχικός σκοπός είναι να πείσει τον συνομιλητή του για την άγνοιά του,
όμως, εφόσον οι προτεινόμενοι από αυτόν ορισμοί συμφωνούν πάντοτε με τις απόψεις της
κοινής γνώμης, ή τουλάχιστον ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης, το αποτέλεσμα, ή ο
δευτερεύων σκοπός, είναι να δείξει την ανεπάρκεια των κοινών αντιλήψεων πάνω σε θέματα
συμπεριφοράς· δεύτερον, ότι, αφού πολλοί ορισμοί προκύπτουν από τις υποδείξεις του ίδιου
του Σωκράτη – σε μερικές περιπτώσεις διατυπώνονται στην κυριολεξία από αυτόν – και παρ’
όλα αυτά αποδεικνύονται το ίδιο αβάσιμοι με τους ορισμούς του συνομιλητή του, ο Σωκράτης
δεν έχει να διδάξει κανένα έτοιμο εκ των προτέρων σύστημα ηθικής. Αυτό, βέβαια, θα ‘πρεπε
να το περιμένουμε από τη στιγμή που ο ίδιος αρνείται ότι είναι δάσκαλος· είναι μόνο έναν συν-
ερευνητής. Εντούτοις θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι τα αποτελέσματα αυτών των
συζητήσεων είναι τελείως αρνητικά. Πρώτα απ’ όλα, η συζήτηση αποκαλύπτει συνήθως κάποιο
στοιχείο αλήθειας σε κάθε ορισμό· ύστερα, ο συνομιλητής ωφελείται από το μάθημα
διανοητικής εντιμότητας, έχει μπροστά του ένα ανεπίτευκτο γνωστικό ιδεώδες και μια μέθοδο
με την οποία μπορεί σταδιακά να το κατακτήσει, ή τουλάχιστο να το προσεγγίσει. Τρίτον, αυτό
που υπονοείται με τη φαινομενική αποτυχία των συζητήσεων είναι ότι το όλο πρόβλημα της
συμπεριφοράς μπορεί να λυθεί μόνο όταν το δούμε συνολικά: οι διάφορες «αρετές» δεν είναι
δυνατό να οριστούν ούτε να κατανοηθούν χωριστά η μια από την άλλη, γιατί όλες τους είναι
διαφορετικές εφαρμογές μιας και μοναδικής γνώσης – της γνώσης του καλού και του κακού.
14
«Όταν αντιδιαστέλλουμε τον Σωκράτη από τους σοφιστές», έγραφε ο Ernet
Barker (Pol. Thought of. P. and A. 46), «πρέπει να θυμόμαστε ότι από πολλές
απόψεις και ο Σωκράτης ήταν ένας από αυτούς». Από πολλές απόψεις, ναι,
αλλά με τις λέξεις «ένα ανεπίτευκτο γνωστικό ιδεώδες» ο Hackforth επισημαίνει
ορθώς μι από τις ουσιώδεις διαφορές ανάμεσά τους. Οι σύγχρονοί του ήταν
πράγματι δικαιολογημένοι που τον εταύτιζαν με τους σοφιστές. Οι σοφιστές
υποστήριζαν ότι η γνώση (σε αντίθεση με τη μεταβαλλόμενη γνώση) ήταν
αδύνατη, επειδή δεν υπήρχαν σταθερά και αδιαμφισβήτητα αντικείμενα
γνώσης. Ο Σωκράτης πάλι έκανε φανερό στον καθένα ότι αυτό που πίστευε πως
ήξερε δεν το ήξερε καθόλου. Αν και όμοιες επιφανειακά, οι δύο τοποθετήσεις
ήταν θεμελιωδώς διαφορετικές, γιατί ο Σωκράτης είχε την ακλόνητη πεποίθηση
ότι η γνώση ήταν καταρχήν εφικτή, αλλά για να μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα
την κατακτήσει, έπρεπε πρώτα ν’ απομακρυνθεί τελείως ο σωρός των
συγκεχυμένων και σφαλερών αντιλήψεων που γέμιζαν το νου των περισσότερων
ανθρώπων. Μόνο τότε μπορούσε ν’ αρχίσει η εποικοδομητική έρευνα για
γνώση. Από τη στιγμή που ο σύντροφός του καταλάβαινε ποιος ήταν ο σωστός
δρόμος που θα οδηγούσε στο στόχο (η μέθοδος στην αρχαιοελληνική σημασία),
ήταν έτοιμος να τον αναζητήσει μαζί του, και η φιλοσοφία συνοψιζόταν γι’
αυτόν σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα της «κοινής αναζήτησης», μια ιδέα για το
σκοπό της συζήτησης εντελώς αντίθετη από τη σοφιστική αντίληψη, που την
έβλεπε σαν έναν αγώνα ο οποίος σκοπό είχε τη συντριβή του αντιπάλου.
Κανένας δεν ήξερε ακόμη την αλήθεια, αλλά εάν πειθόταν και ο άλλος γι’ αυτό,
θα την προσεγγίσουν περισσότερο, μια και ο νους που είναι απαλλαγμένος από
σφαλερές ιδέες και κιόλας πιο κοντά στην αλήθεια. Το να είναι κάνεις
σωκρατικός δεν σημαίνει ότι ακολουθεί κάποιο σύστημα φιλοσοφικής
διδασκαλίας. Πάνω απ’ όλα σημαίνει μια πνευματική στάση, μια πνευματική
ταπεινότητα που εύκολα παρεξηγείται και εκλαμβάνεται όχι μόνο για τη δική
του άγνοια αλλά και για την άγνοια όλων των άλλων.
15