ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΙΘΕΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ PDF

You might also like

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 133

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΟΜΕΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΔ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ

ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΙΘΕΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥ
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ

ΥΠΟΒΛΗΘΕΙΣΑ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ

ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Αρχιμ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΣΚΡΕΤΤΑΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2016
ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΑΙΘΕΡΙΑΣ
ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΟΥ
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

«Φωτίζου, φωτίζου,

Ἱερουσαλήμ,

ἥκει γάρ σου τὸ φῶς,

καὶ ἡ δόξα Κυρίου

ἐπὶ σὲ ἀνατέταλκεν».

(Ἡσ. ξ΄ 1).

1
Τούτο το ταπεινό πόνημα

αφιερώνεται ευλαβικώς

στον πνευματικό μου πατέρα,

τον μακαριστό π. Ευσέβιο Βίττη,

τον ταπεινό λειτουργό του Υψίστου

και αληθινό θεολόγο,

ο οποίος περιφρόνησε

το δοξάριον του κόσμου τούτου,

και ως πτηνό θείο

κατόρθωσε τους κόπους

της ασκητικής ζωής

και τις αναβάσεις

των θείων ερώτων…

2
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Επισκεπτόμενη μία έκθεση ενός μοναστηριού, τον περασμένο


Ιούλιο, σταμάτησε το βλέμμα μου σε ένα βιβλίο, το οποίο ουδέποτε
περίμενα να συναντήσω σε έναν τέτοιο χώρο: το Οδοιπορικό της
Αιθερίας. Δεν κρύβω την χαρά που ένιωσα εκείνη την στιγμή, επειδή
πάντοτε είχα την επιθυμία να το μελετήσω. Την επόμενη εβδομάδα,
είχα προγραμματίσει, από καιρό πριν, ένα προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα
και, χωρίς να το πολυσκεφτώ, το πήρα μαζί μου, ώστε να έχω την
δυνατότητα να συνδέσω το Οδοιπορικό και την λατρεία του δ΄ αιώνα με
τα αντίστοιχα του κα΄ αιώνα.

Όταν τελείωνε το γ΄ εξάμηνο και έπρεπε να βρώ ένα θέμα για την
διπλωματική μελέτη, είναι αλήθεια ότι προβληματίστηκα ουκ ολίγον.
Ώσπου, ξαφνικά, η σκέψη μου σταμάτησε σε αυτή τη σπουδαία
λειτουργική πηγή. Καθώς το μελετούσα ολοένα και περισσότερο,
δημιούργησε μέσα μου την επιθυμία να ολοκληρώσω την εικόνα της
λατρείας των Ιεροσολύμων, ιδιαίτερα κατά την Μεγάλη Εβδομάδα και
την Διακαινήσιμο. Χάρη στην Αιθερία, λοιπόν, είχα την ευλογία να
βρεθώ στους πραγματικά Αγίους Τόπους για άλλη μία φορά, και να
βιώσω το θαύμα του Αγίου Φωτός και όλες τις άλλες ευλογίες που μου
προσέφερε δαψιλώς η λατρεία των Ιεροσολύμων. Και μόνο για αυτό, η
μελέτη του θέματος με ευεργέτησε προσωπικά, εκτός από τις
επιστημονικές γνώσεις που μου παρέσχε.

Με ευγνωμοσύνη στρέφομαι προς τον Δωρεοδότη Τριαδικό Θεό,


που με ενδυνάμωσε να φτάσω με τις ταπεινές μου δυνάμεις στην
ολοκλήρωση της συγγραφής της διπλωματικής εργασίας.Θα ήθελα να
ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή μου, Πανοσιολογιώτατο
Αρχιμανδρίτη π. Νικόδημο Σκρέττα, για την πολύτιμη βοήθεια και
στήριξη που μου προσέφερε καθ’ όλη την διάρκεια των μεταπτυχιακών
μου σπουδών, καθώς και κατά την διάρκεια εκπόνησης της παρούσας
εργασίας. Βαθύ είναι το αίσθημα ευγνωμοσύνης προς αυτόν, τόσο για
την εποπτεία της εργασίας αυτής, όσο και την βοήθεια και τις

3
υποδείξεις του στο να διατυπώσω με τρόπο σαφή και κατανοητό την
ερευνητική μου κατάθεση. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω και όλους
τους διδάσκοντες στον τομέα Λατρείας, Αρχαιολογίας και Τέχνης και
ιδιαίτερα τον Αιδεσιμολογιώτατο Πρωτοπρεσβύτερο καθηγητή π.
Χρυσόστομο Νάσση και τον ελλογιμώτατο καθηγητή, κ. Τρύφωνα
Τσομπάνη, για τις πολύτιμες γνώσεις που μου μεταλαμπάδευσαν αυτά
τα δύο χρόνια.

Ευχαριστίες οφείλω, επίσης, στον Πανιερώτατο Αρχιεπίσκοπο


Κωνσταντίνης, Γέροντα Αρχιγραμματέα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων,
κ. Αρίσταρχο, τον Ηγούμενο της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος του
Πανιέρου Ναού της Αναστάσεως κ. Ισίδωρο και την Οσιολογιωτάτη
αδελφή Μαριάμ της ιεράς Μονής της Μεγάλης Παναγίας της Παλαιάς
Πόλεως των Ιεροσολύμων, για τις κατευθύνσεις που μου έδωσαν κατά
την διάρκεια του προσωπικού μου οδοιπορικού στους Αγίους Τόπους,
το Πάσχα του 2016, στην ολοκλήρωση του θέματος που σχετίζεται με
τον τόπο της διακονίας τους.

Θα ήθελα να εκφράσω ταπεινώς την ευγνωμοσύνη μου στον


μακαριστό πατέρα μου Οδυσσέα, τον αφανή διάκονο της ζωής μου και
την μακαριστή ολιγογράμματη μητέρα μου Ελένη που μου δίδαξε με
την ζωή της εμπράκτως ότι η λειτουργική επιστήμη δεν μαθαίνεται στα
έδρανα του Πανεπιστημίου μόνο, αλλά κυρίως και ουσιαστικώς
βιώνεται στο στασίδι της Εκκλησίας και τα γόνατα.

Τέλος θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω και όλους


εκείνους που με ενθάρρυναν στη συγγραφή αυτού του πονήματος, τον
πνευματικό μου πατέρα π. Σάββα, τον αδελφό μου Κλεάνθη, τους
πνευματικούς αδελφούς, τους συναδέλφους στα σχολεία, όπου
υπηρετώ, τους γνωστούς και φίλους.

Θεσσαλονίκη, 24 Ιουνίου 2016.

Μνήμη του Γενεσίου του τιμίου ενδόξου

Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου.

Α. Β.

4
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ 3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 5

ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ 9

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΙΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

1. Η καταγωγή και ο βίος της Αιθερίας. 14

2. Η προσκυνηματική της επίσκεψη στους Αγίους Τόπους. 20

3. Το «Οδοιπορικό» της. 32

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ

ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

1. Γενικές λειτουργικές μαρτυρίες του Οδοιπορικού. 37

2. Οι μαρτυρίες της Αιθερίας σε σχέση με τη γνωστή της λατρεία της


Ισπανίας και τη σύγχρονη του Οδοιπορικού Ιεροσολυμιτική λατρεία. 40

5
3. Τόποι λατρείας. 41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ


ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ΟΙ ΛΙΤΑΝΕΙΕΣ

1. Οι καθημερινές ακολουθίες. 51

2. Η ακολουθία της Κυριακής. 56

3. Οι Λιτανείες. 61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ. ΘΕΣΜΟΙ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

1. Μεγάλη Τεσσαρακοστή. 68

2. Θεσμοί Νηστειών. 72

3. Μεγάλη Εβδομάδα. 75

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ- ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ, ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ


ΑΓΙΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ

1. Πασχάλιος εορτασμός- Διακαινήσιμος εβδομάδα. 88

2. Ανάληψη. 92

6
3. Αγία Πεντηκοστή. 94

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Εορτή των Επιφανείων. 98

2. Εορτή της Υπαπαντής. 101

3. Εορτή των Εγκαινίων. 102

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

1. Προβαπτισματικές τελετές. 104

2. Το άγιο Βάπτισμα. 108

3. Η Θεία Λειτουργία και η Θεία Ευχαριστία. 111

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 115

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α΄ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΠΗΓΕΣ 121

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 123

7
Β΄ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

ΠΗΓΕΣ 126

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ 128

Γ΄ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ 131

8
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ

ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν


Συγγραφέων, ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι
1955-1964.

ΕΠΕ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Πατερικές ἐκδόσεις


«Γρηγόριος Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972 ἑξ.

ΘΗΕ Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἀθῆναι


1962 ἑξ.

LCC Library of Cristian Classics.

LThK Lexikon für Theologie und Kirche.

OCP Orientalia Cristiana Periodica, Ρώμη 1935 εξ.

PG J. P. MIGNE, Patrologiae cursus completus, series


Graeca, Paris -Montrouge 1857-1866 (τόμοι 161).

SC Sources Chrétiennes, sous la direction Η. DELUBAC, J.


DANIELOU, C. MODESERT, Paris 1942 ἑξ..

SJMS Speculum. A Journal of Mediaeval Studies.

SPCK Society for Promoting Christian Knowledge.

JEH The Journal of Ecclesiastical History.

JGRChJ Journal of Greco- Roman Cristianity and Judaism.

9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Τον δ΄ μ. Χ. αιώνα μία τολμηρή γυναίκα, η Αιθερία, ξεκίνησε ένα


οδοιπορικό με στόχο την υλοποίηση ενός ονείρου ζωής: την
πραγματοποίηση ενός ευλαβικού προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους.
Η καταγραφή του συγκεκριμένου Οδοιπορικού απετέλεσε μία πολύ
σημαντική πηγή στον λειτουργικό τομέα της θεολογικής επιστήμης,
διότι παρέχει πολυτιμότατες πληροφορίες για την λατρεία στα
Ιεροσόλυμα κατά την εποχή εκείνη.

Το κείμενο του Οδοιπορικού της Αιθερίας εκδόθηκε για πρώτη


φορά κατά το έτος 1887 στη Ρώμη 1. Έκτοτε αναδημοσιεύτηκε πολλές
φορές σε διάφορες γλώσσες. Το 1889 επανεκδόθηκε στην Αγία
Πετρούπολη συνοδευόμενο από μια μετάφρασή του στη ρωσική 2, και
το 1891 στο Λονδίνο μαζί με μια αγγλική μετάφρασή του3. Το 1898
δημοσιεύτηκε στη Βιέννη, μέσα στο περίφημο «Corpus Scriptorum
Ecclesiasticorum Latinorum» 4. Από τότε σημείωσε πολλές
επανεκδόσεις5, ενώ παράλληλα δημοσιεύτηκαν πολυάριθμες μελέτες

1
Πρβλ. G. F. GAMOURRINI, S. Hilarii, “Tractatus de mysteriis et hymni” et S. Silviae Aquitanae
“Peregrinatio ad loca sancta” quae inedicta ex codice Arretino deprompsit I. F. Gamourrini, Accedit
«Petri Diaconi “Liber de locis sanctis”», Roma 1887, (= Biblioteca dell’ Accademia storico- giuridica, 4).
Επανέκδοση στη σειρά Studi e documenti di storia e diritto, Roma Απρίλιος- Σεπτέμβριος 1888, χωρίς
το έργο του Πέτρου Διακόνου). B. KÖTTING, Aetheria (Egeria), στο LThK, τόμ. 1, Freiburg 1957, στ.
996-997.
2
Πρβλ. J. POMIALOVSKY, «Peregrinatio ad loca sancta saeculi iv exeuntis edita, rossice uersa, notis
illustrata», Petroburgi 1889, (= Scripta Societatis Rossicae Palestinensis 7, 2).
3
Πρβλ. J. H. BERNARD, «The Pilgrimage of Silvia of Aquitania to the Holy Places circa 385 A. D.,
translated with introduction and notes, with an Appendix by Colonel Sir C. W. Wilson», London 1891,
(= Palestine Pilgrim’s Text Society, 16).
4
Πρβλ. P. GEYER, «S. Silviae, quae fertur, Peregrinatio ad loca sancta», στο Itinera Hierosolymitana
saec IIII- VIII», Corpus Scriptorum ecclesissticorum latinorum, τόμ. 39, Vindobonae 1898, σσ. 35-101.
5
Πρβλ. Μερικές από τις βασικές εκδόσεις και μεταφράσεις του κειμένου αυτού:
-E. A. BECHTEL, S. Silviae Peregrinatio. The Text and a Study of the Latinity, Leipzig- Chicago 1902, και
Chicago 1907.
-W. HERAEUS, Silviae uel potius Aetheriae Peregrinatio ad loca sancta, Heidelberg 1908, 1921, 1929,
4
1939, (= Sammlung vulgärlateinischer Texte, Heft 1).
-E. FRANCESCHINI, Aetheriae Peregrinatio ad loca sancta, Padova 1940, (= Testi e documenti di storia
e di letteratura latina medioevale, fasc. 2).
-J. WILKINSON, Egeria’ s Travels, έκδ. Society for Promoting Cristian Knowledge, 1971.
-K. VRETSKA, Die Pilgerreise der Aetheria (Peregrinatio Aetheriae), Klosterneuburg 1958.
-A. E. FRANCESCHINI - R. WEBER, «Itenerarium Egeriae», στο Itineraria et alia geographica, Turnholti
1958, σσ. 29-103 (CCL 175).

10
πάνω σ’ αυτό. Γερμανική μετάφραση του κειμένου έχουμε στο
δημοσίευμα: H. DAUSEND, Pilgerbericht der Nonne Aetheria, Düsseldorf
1932. Παλαιότερη γερμανική μετάφραση έγινε από τον H. Richter
(1919). Το πρωτότυπο λατινικό κείμενο με γαλλική εισαγωγή και
μετάφραση παρουσιάστηκε στο έργο: H. PÉTRÉ, «Etherie. Journal de
voyage. Texte latin, introduction et traduction», Sources Chrétiennes 21,
Paris 1948.

Η πρώτη μετάφραση του «Ὁδοιπορικοῦ» στην ελληνική


πραγματοποιήθηκε από τον Μ. Αρχιδιάκονο Κλεόπα Μ. Κοικυλίδη και
δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων
«Νέα Σιών», (έτος ζ΄, 1907, σ. 109 εξ.) και αργότερα στον τόμο: «Ἀρχαῖα
λατινικά, ἑλληνικά, ρωσσικά και γαλλικά τινα Ὁδοιπορικά, ἢ
Προσκυνητάρια τῆς Ἁγίας Γῆς, συλλεγέντα καὶ μεταφρασθέντα ὑπὸ τοῦ
Κλεόπα Μ. Κοικυλίδου, Μ. Ἀρχιδιακόνου, καὶ Ἰωάννου Φωκυλίδου,
Καθηγητοῦ. Ἐν Ἱεροσολύμοις, τύποις Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου
Τάφου, 1912» 6.

Δεύτερη ελληνική μετάφραση ολόκληρων των σωζόμενων


τμημάτων του Οδοιπορικού της Αιθερίας δημοσίευσε, μετά από πολλά
χρόνια, ο ιερομόναχος Νικόδημος Μπαρούσης (Ὁδοιπορικόν τῆς
Αιθερίας, «Νέα Σιών», τεῦχος Α΄-ΙΒ΄, Ἰανουαρίου-Δεκεμβρίου, ἔτος π΄,
ἐν Ἱεροσολύμοις 1988, σσ. 206-248. Στη συνέχεια υπήρξε η νέα έκδοση
του Οδοιπορικού το 1989 με τον τίτλο: Αἰθερίας, “Ὁδοιπορικὸν τῶν
Ἀγίων Τόπων καὶ Σινᾶ” (μετάφρασις ἱερομονάχου Νικοδήμου
Μπαρούση)», από τις εκδόσεις «Τήνου», Αθήνα 1989 7.

Εκτενή αποσπάσματα από τα σωζόμενα τμήματα του


Οδοιπορικού της Αιθερίας έχουν δημοσιευτεί σε ευρύτερα έργα (των
Leonhard Fendt 8, Louis Duchesne 9, Κωνσταντίνου Καλοκύρη10,

-O. PRINZ, Itinerarium Egeriae (Peregrinatio Aetheriae), Heidelberg 1960, (= Sammlung


vulgärlateinischer Texte).
-P. MARAVAL,«Egerie, “Journal de voyage (Itinéraire)”», Paris 2002, (= Sources Chrétiennes 296).
6
Στις σελίδες 28-78, με τον τίτλο: «Ὁδοιπορικὸν τῆς ἁγίας Συλβίας τῆς Ἀκυτανίας εἰς τοὺς Ἁγίους
Τόπους (385-388 μ. Χ.)».
7
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 22-24
8
L. FENDT, Einführuhg in die Liturgiewissenschaft, Berlin 1958, σ. 72.
9 5
L. DUCHESNE, Les origins du culte chrétien, Paris 1925, σσ. 472-503.
10
Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα καὶ Μνημεῖα), Θεσσαλονίκη 1967, σσ.
446-463.

11
Ευαγγέλου Θεοδώρου 11), τα οποία παρουσιάζουν πηγαίο λειτουργικό
υλικό 12.

Η παρούσα μελέτη απαρτίζεται από επτά κεφάλαια. Στο πρώτο,


το οποίο διαιρείται σε τρεις υποενότητες, εν είδει εισαγωγής,
καταγράφονται βιογραφικά στοιχεία της Αιθερίας και συγκεκριμένα
αναφέρεται στην καταγωγή, τον βίο, την προσκυνηματική της επίσκεψη
στους Αγίους Τόπους και το «Οδοιπορικό» της.

Στο δεύτερο κεφάλαιο ανευρίσκονται γενικές λειτουργικές


μαρτυρίες του Οδοιπορικού, παρατίθενται οι μαρτυρίες της Αιθερίας σε
σχέση με τη γνωστή της λατρεία της Ισπανίας και τη σύγχρονη του
Οδοιπορικού Ιεροσολυμιτική λατρεία και τέλος γίνεται κάποια αναφορά
στους τόπους λατρείας.

Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφονται οι ακολουθίες του


νυχθημέρου, ο αναστάσιμος κύκλος της Κυριακής και οι πολλές
λιτανείες.

Το τέταρτο κεφάλαιο καλύπτει στοιχεία που αφορούν την


Μεγάλη Τεσσαρακοστή, την Μεγάλη Εβδομάδα και τους θεσμούς των
νηστειών.

Το πέμπτο κεφάλαιο αναλύει τον Πασχάλιο εορτασμό, την


Διακαινήσιμο εβδομάδα, την Ανάληψη καθώς και την Αγία Πεντηκοστή.

Στο έκτο κεφάλαιο γίνονται εορτολογικές αναφορές για την εορτή


των Επιφανείων, της Υπαπαντής και την εορτή των Εγκαινίων.

Το έβδομο και τελευταίο κεφάλαιο περιγράφει το μυστήριο του


αγίου βαπτίσματος με τις προβαπτισματικές τελετές καθώς και την Θεία
Λειτουργία και Θεία Ευχαριστία.

Η εργασία κατακλείεται παραθέτοντας τα αντίστοιχα


συμπεράσματα και πορίσματα, τα οποία αναδείχτηκαν μέσα από την
πορεία της, όσον αφορά την μελέτη της συγκεκριμένης λειτουργικής
πηγής.
11
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Μαθήματα Λειτουργικῆς, Τεῦχος Α΄, Αθήνα 1975, σσ. 231-251.
12
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ Ὁδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας εξ ἐπόψεως λειτουργικῆς» στο Θεολογία
τόμ. Ξ΄, τεύχ. 4 (1989) σ. 596.

12
Ολοκληρώνεται, στο τέλος, η μελέτη με τη διατύπωση της
σχετικής περί του θέματος βιβλιογραφίας.

13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Η ΑΙΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ

1. Η Καταγωγή και ο βίος της Αιθερίας.

«Οδοιπορικό της Αιθερίας» ονομάστηκε το λεπτομερές


ημερολόγιο ενός προσκυνηματικού ταξιδιού, που πραγματοποίησε το
δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνος μ.Χ. στους Αγίους Τόπους η Αιθερία 13.

Μετά την ανακάλυψη, το 1884, ενός χασματικού χειρογράφου, το


οποίο περιείχε ένα πολύτιμο και άγνωστο λατινικό κείμενο, το
«Οδοιπορικό της Αιθερίας» 14, η έρευνα στράφηκε στην προσπάθεια του
προσδιορισμού της ταυτότητας της συγγραφέως και του ακριβούς
τίτλου του Οδοιπορικού αυτού, το οποίο έχει την μορφή επιστολικού
ημερολογίου και περιγράφει τις εντυπώσεις από το προσκύνημα στα
μέρη της Ανατολής, τους Αγίους Τόπους, της- πιθανώς μοναχής-
συγγραφέως, τις οποίες αυτή θέλει να καταστήσει γνωστές σε όλες τις
εν Χριστώ αδελφές ή τις υπόλοιπες μοναχές της μονής, στην οποία αυτή
ανήκε ή από την οποία προερχόταν 15. Οι περισσότεροι ερευνητές τη
θεωρούν μοναχή ή ηγουμένη μονής, αλλά δεν αποκλείεται να ήταν
λαϊκή, αφιερωμένη γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής, «που την
συγκινούσε ιδιαίτερα η εκκλησιαστική ζωή, ο μοναχικός βίος και τα
ταξίδια» 16. Η συγγραφέας παράλληλα επιθυμεί να οικοδομήσει τις
«αδελφές» της, παρουσιάζοντας πλήθος αναφορών στην Αγία Γραφή,
την οποία αυτή γνωρίζει επαρκώς. Χρησιμοποιεί δαψιλώς το βιβλικό

13
Βλ. https://el.m.wikipedia.org/wiki.
14
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ (Αρχιμ.), Αἰθερίας Ὁδοιπορικόν εἰς τὸ Σινᾶ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους (εισ.–
μτφρ.–σχόλια), εκδ. «Τήνος», Αθήνα 2007, σ. 9.
15
Βλ. ΕΥΑΓΓ.ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ Ὁδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας εξ ἐπόψεως λειτουργικῆς» στο Θεολογία τόμ.
Ξ΄, τευχ. 4 (1989) σ. 596.
16
Βλ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Πατρολογία, τόμ. Β΄, Αθήνα 1990, σ.467.

14
κείμενο της Vetus Latina 17, ενώ παράλληλα δεν αγνοεί πολλές ελληνικές
λέξεις και εκφράσεις 18. Πρόκειται για επιστολή ή ανταπόκριση στις
αδελφές της στην Γαλλία ή Ισπανία, για όσα έβλεπε και άκουγε
ταξιδεύοντας από το 381 μέχρι το 384 στο Σινά, την Αίγυπτο, την
Παλαιστίνη και την Μεσοποταμία. Η τρίχρονη παραμονή της στις
περιοχές αυτές υποδηλώνει κάποια οικονομική άνεση 19.

Η συγγραφέας φαίνεται ότι προερχόταν μάλλον από ανώτερη και


διακεκριμένη κοινωνική τάξη, όπως θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς
από το γεγονός ότι αυτή, σύμφωνα με την γλαφυρή διήγησή της,
γινόταν συχνά δεκτή από τις κατά τόπους αρχές και ηγετικές
εκκλησιαστικές προσωπικότητες με πολλές τιμές και απολάμβανε την
προστασία και ποικίλες διευκολύνσεις από μέρους τους 20.

Η ταυτότητα της συγγραφέως της διηγήσεως αυτής είναι


αμφιλεγόμενη, καθώς το όνομά της δεν αναφέρεται πουθενά μέσα στο
κείμενο. Επιπλέον ήταν δύσκολο να χρονολογηθεί το ταξίδι της. Αλλά οι
συνθήκες, κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το προσκύνημα,
οδήγησαν τους ερευνητές αρχικά στην υπόθεση ότι επρόκειτο για την
Γάλλα Πλακιδία 21 (390-450 μ. Χ.), θυγατέρα του αυτοκράτορα
Θεοδοσίου του Μεγάλου (379-395 μ. Χ.), επειδή οι τότε κρατικοί
υπάλληλοι προσέφεραν στην συγγραφέα της περιηγήσεως πολλές
υπηρεσίες22.

Ο Gamourrini, που ανακάλυψε το κείμενο του Οδοιπορικού,


θεωρούσε ως συγγραφέα την Σύλβια (Silvia) ή Σιλβία ή Σαλβία ή
Σιλβανία ή Σιλβίνα, αδελφή του Ρουφίνου από την Ακουϊτανία, ο οποίος
ήταν παντοδύναμος υπουργός του Θεοδοσίου του Α΄ (δ΄αιώνας) 23. Αυτή
μνημονεύει ο Παλλάδιος στη Λαυσαϊκή Ιστορία 24 και με το όνομά της

17
Β. KÖTTING, «Aetheria (Egeria)» στο Lexikon fürTheologie und Kirche (=LThK) τόμ. 1, Freiburg 1957,
στ. 996-997.
18
ΕΥΑΓΓ.ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.
19
https://el.m.wikipedia.org/wiki.
20
Β. KÖTTING, όπ.π. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.
21
Η Γάλλα Πλακιδία ήταν κόρη του αυτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄, αδελφή του αυτοκράτορος
Ονωρίου (393-423), σύζυγος του αυτοκράτορος Κωνσταντίου Γ΄ (421) και επίτροπος του ανήλικου
υιού του Ουαλεντινιανού Γ΄ (425-455) στην αυτοκρατορία της Δύσεως.
22
Ὁδοιπορικόν ζ΄ 2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ (Αρχιμ.), όπ. π., σσ. 10, 83.
23
Βλ. ΕΥΑΓΓ.ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.
24
ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἡ πρὸς Λαῦσον Ἱστορία, κεφ. ΡΜΒ΄, PG. 34, στ. 1244.

15
δημοσιεύτηκε η διήγηση αυτή στις πρώτες εκδόσεις της 25. Αργότερα ο
M. Férotin 26 και άλλοι υποστήριξαν ότι συγγραφέας ήταν η Αιθερία, η
οποία μνημονεύεται σε μία επιστολή του Βαλερίου (Valerius),
ηγουμένου ισπανικού μοναστηριού, που την εγκωμιάζει. Εκεί («Εpistola
beat Egerie») 27 γίνεται εύφημος μνεία της αυταπαρνήσεως με την οποία
έζησε μία μοναχή, που με πολλούς κόπους και κινδύνους είχε
επισκεφθεί τους μοναχούς της Αιγύπτου και του Σινά, καθώς και όλους
τους Αγίους Τόπους, και συνέγραψε τις εντυπώσεις εκείνης της
ιεραποδημίας της28. Το κείμενο της επιστολής αυτής δημοσιεύτηκε με
εισαγωγή από τον Z. Garcia29. Μετά από αυτό, οι ερευνητές θεώρησαν
βέβαιο ότι ο Βαλέριος αναφέρεται στο ίδιο προσκύνημα, όπως δείχνει
και η απαρίθμηση των περιοχών που επισκέφτηκε, και ότι είχε υπόψη
του ένα πλήρες αντίγραφο του Οδοιπορικού, όπου και ανέγνωσε το
όνομα της προσκυνητρίας: «Αιθερία»30.

Μετά από όλα αυτά, επικράτησε γενικώς η άποψη ότι η


συγγραφέας του Οδοιπορικού ήταν κάποια μοναχή Αιθερία, αν και ως
προς την ορθογραφία και την προφορά του ονόματός της, υπάρχουν
μέχρι σήμερα κάποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις 31. Εκτός, όμως, του
ονόματος Αιθερία, το οποίο προτιμάται από τους Έλληνες επιστήμονες,
αναφέρονται και τα ονόματα Egeria (Εγερία) και Eucheria (Ευχερία) 32. Οι
A. Lambert 33, J. Wilkinson 34 και E. J. Yarnold 35 προτιμούν το όνομα
Εγερία, γιατί αυτό επικράτησε στη Δύση. Ο ισχυρισμός του A. Lambert

25
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 10-11.
26
M. FÉROTIN, «Le veritable auteur», στο Revue de questions historiques 74 (Paris 1903), σσ. 367-397.
27
https://el.m.wikipedia.org/wiki.
28
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 11.
29
Z. GARCIA, «La lettre de Valérius», στο Analecta Bollandiana 29 (Βρυξέλλες 1910), σσ. 377-399.
30
Το όνομα της προσκυνήτριας (Αιθερία) αναφέρεται μία φορά στον τίτλο και δύο φορές μέσα στο
κείμενο του Βαλερίου. Στην επιστολή αυτή αναφέρονται και άλλοι τόποι, οι οποίοι δεν
μνημονεύονται στο τμήμα του Οδοιπορικού που διασώθηκε, γιατί προφανώς θα περιγραφόταν στο
χαμένο σήμερα τμήμα του.
31
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 12.
32
Δ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ, Πατρολογία, Αθήνα 1930, σ. 491.
33
Α. LAMBERT, «Egeria» στο Revue Mabillon 26 (Ligugé 1936), σσ. 71-94.
34
J. WILKINSON, Egeria’s Travels, εκδ. Society for promoting Cristian Knowledge, 1971, σσ. 235-236.
35
E. J. YARNOLD, «Egeria’ s pilgrimage» στο CHESLYN JONES, GEOFFREY WAINWRIGHT AND EDUARD
YARNOLD, The Study of Liturgy, London 1978, σσ. 64-65.

16
ότι η Εγερία ήταν αδελφή της Galla, που μνημονεύεται από τον
Ιερώνυμο, είναι αστήρικτη 36.

Το όνομα Εγερία ή Ευχερία είναι ουσιαστικά παραλλαγές του


ονόματος Αιθερία, το δε όνομα Silvia, είτε χρησιμοποιήθηκε
εσφαλμένως, είτε ήταν το κοσμικό όνομα, το οποίο είχε η συγγραφέας
πριν την κουρά της ως μοναχή, είτε το όνομα το οποίο είχε μετά την
κουρά της 37.

Ποιά, λοιπόν, είναι η Αιθερία και ποιό το προσκυνηματικό ταξίδι


που αναλαμβάνει; Πώς μία γυναίκα του τετάρτου μ.Χ. αιώνα έχει το
θάρρος, το κουράγιο αλλά και τα μέσα να πραγματοποιήσει ένα τόσο
μεγάλο προσκυνηματικό ταξίδι; Και τι σημαίνει προσκύνημα την εποχή

36
A. VACCARI, «Itinerarium Egeriae» στο Biblica 24 (Ρώμη 1943), σσ. 388-397.
37
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 597.

17
αυτή; Η καταγωγή της Αιθερίας δεν έχει εξακριβωθεί. Σύμφωνα με
πληροφορίες που αντλούμε από τα χειρόγραφά της, καταγόταν από
κάποια πόλη κατά μήκος του ποταμού Ροδανού, κοντά στον Δυτικό
ωκεανό, από τις δυτικές επαρχίες της ύστερης Ρωμαϊκής
Αυτοκρατορίας: την Ισπανία, όπου έζησε ο Βαλέριος μετά από τρεις
αιώνες, τη Γαλατία, μάλιστα την περιοχή της Ακουϊτανίας, ή ακόμη και
την Ιταλία 38. Το ότι η συγγραφέας συγκρίνει τον ποταμό της νότιας
Γαλλίας Ροδανό με τον Ευφράτη 39 ποταμό της Συρίας και το ότι αυτή
γνωρίζει την περιοχή της βορειοδυτικής Ισπανίας40, κοντά στην μονή
Vierzo, καθιστά πιθανή την εκδοχή ότι αυτή προερχόταν από μία από
τις δυο αυτές περιοχές 41. Πιθανολογείται, δηλαδή, ως τόπος καταγωγής
της η Γαλλία ή η Γαλλικία (Ισπανία). Οι πόλεις που διεκδικούν την
καταγωγή της είναι: η Arles, η Τrier και η Narbonne– από τα
σημαντικότερα λιμάνια της Γαλατίας στη Μεσόγειο, και μεγάλο
εμπορικό κέντρο εισαγωγής μαρμάρου, κεραμικής και ειδών
πολυτελείας από την Ανατολή.

Ο Χριστιανισμός είχε διαδοθεί στην κοιλάδα της Rouen από τον


2ο αιώνα, και μία μεγάλη εκκλησία λειτουργούσε στην Arles από το
314. Μετά την εξάπλωση της χριστιανικής πίστης στη Δυτική Ευρώπη,
άνθρωποι όλων των κοινωνικών τάξεων, ιδίως πλούσιες γυναίκες της
αστικής τάξης, αλλά και γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής,
επιθυμούσαν να ταξιδέψουν πέρα από τα σύνορα της χώρας τους, για
να επισκεφθούν τα μέρη όπου έζησε, μαρτύρησε και αναστήθηκε ο
Κύριος.

«Το ερώτημα πώς και γιατί μία γυναίκα μόνη πραγματοποίησε


αυτό το οδοιπορικό στο τέλος του 4ου αιώνα, δεν μπορεί ν’ απαντηθεί
με βεβαιότητα. Σίγουρα επρόκειτο για εύπορη και μορφωμένη γυναίκα,
η οποία γνώριζε καλά –όχι, όμως, άριστα– τη λατινική γλώσσα. Το
κείμενό της είναι γραμμένο στη λατινική, χωρίς ακριβή τήρηση των
κανόνων της κλασικής γραμματικής και του συντακτικού. Κατά μία

38
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.
39
Ὁδοιπορικόν, ιη΄ 2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 13.
40
B. KÖTTING, όπ. π.
41
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.

18
άποψη, η εκπαίδευσή της δεν ήταν αυτή που διέθετε μία Ρωμαία
αριστοκράτισσα. Γνώριζε τη Βίβλο, ιδιαίτερα την Παλαιά Διαθήκη, και
ήταν άριστα προετοιμασμένη για μία τέτοια ιερή αποδημία. Η μοναδική
ελευθερία κινήσεων, που εμφανίζεται να έχει, αποκλείει την
υποχρέωση τήρησης συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος και
επιστροφής στη μοναστική αδελφότητα, όποια θέση και αν κατείχε εκεί.
Είναι απίθανο να ήταν η ίδια ηγουμένη, διότι, ως προεστώσα, δεν θα
ήταν δυνατό να απουσιάσει από τα καθήκοντά της επί μακρόν. Αλλά και
ως απλή μοναχή θα ήταν αδύνατο να αναλάβει το εγχείρημα με έξοδα
της μονής42.

Όσον αφορά την ηλικία της Αιθερίας, αυτή πρέπει να κυμαίνεται


μεταξύ των 40 και 50 ετών. Οδηγείται κανείς σε αυτό το συμπέρασμα,
από το γεγονός ότι η προσκυνήτρια θα έπρεπε να διαθέτει ικανές
σωματικές και ψυχικές δυνάμεις, για να πραγματοποιήσει ένα τόσο
κοπιαστικό και πολυχρόνιο ταξίδι, το οποίο περιελάμβανε ένα τόσο
μεγάλο αριθμό προσκυνημάτων και να έχει την τόλμη να υποστεί στους
αντίστοιχους κινδύνους και τις περιπέτειες της οδοιπορίας. Σύμφωνα με
τις αποφάσεις της συνόδου της Saragossa (380 μ.Χ.) 43 η κατώτερη
απαιτούμενη ηλικία για την χειροθεσία των αφιερωμένων παρθένων
ήταν η ηλικία των 40 ετών 44.

Δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές περιβάλλον» της


Αιθερίας. «Ήταν αριστοκράτισσα, προερχόταν από αστική, ή από
αγροτική κοινωνία; Για ένα είμαστε σίγουροι: Η ίδια διέθετε οικονομική
επιφάνεια και καταγόταν από πολύ εύπορη οικογένεια. Τον 4ο αιώνα, η
αγροτική κοινωνία θα ήταν δύσκολο να στηρίξει την ιδέα ενός
προσκυνήματος στους Αγίους Τόπους, και να συμφωνήσει με την
απόφαση μιας γυναίκας –όσο εύπορη και αν ήταν– να
πραγματοποιήσει ένα τέτοιο ταξίδι. Θεωρείται πιθανόν ότι» 45 η Αιθερία
«και ο κύκλος της δεν προέρχονταν από την ύπαιθρο, αλλά ανήκαν σε

42
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.
43
Πρβλ. La J. D. Mansi, Sanctorum Couciliorum nova et amplissima collection III, 633.
44
Πρβλ. MARIN BRANIS�TE (Preot.), «Insemnārile de Cālātorie ale Peregrinei Egeria sec IV» στο
Mitropolia Olteniei 4-6, (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 1982), Craiova 1982, σσ. 225-392.
45
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.

19
αστικό περιβάλλον, πιθανώς από κάποια περιοχή της Ισπανίας. Μετά
την εξάπλωση του Χριστιανισμού στην ύπαιθρο, δημιουργούνται, στις
πόλεις και τα αστικά κέντρα, κοινότητες πιστών γυναικών που έχουν ως
όνειρο να καταφέρουν να επισκεφθούν τον τόπο του μαρτυρίου του
Κυρίου. Το 380, όταν» 46 η Αιθερία «αποφάσισε να ξεκινήσει το
προσκύνημά της, ο Χριστιανισμός είχε σημειώσει σημαντική άνοδο στα
αστικά κέντρα, ενώ, σε σύγκριση με την ύπαιθρο, ο αγροτικός
πληθυσμός ήταν πιο συγκρατημένος. Η ιδέα του προσκυνήματος για
μία γυναίκα ήταν μεγάλη πρόκληση.

Είναι πιθανό ότι σκοπός της ήταν ν’ ακολουθήσει την τάση των
αριστοκρατικών κύκλων και ν’ απολαύσει τη μοναδική ελευθερία
κινήσεων σε χώρες άγνωστες, αποδεικνύοντας ότι όλες οι κοινωνικές
τάξεις έχουν τα ίδια δικαιώματα στον Χριστιανισμό και στην πίστη.
Δικαιολογώντας με αξιοπρέπεια το μεγάλο της ταξίδι, επικαλείται στις
επιστολές της τη Μελανία και τη Μαρκέλλα, αριστοκράτισσες, γυναίκες
μορφωμένες με κλασική παιδεία, που γνώριζαν την ελληνική γλώσσα. Η
ίδια διέθετε, πιθανώς, ελάχιστες γνώσεις ελληνικής. Η παιδεία των
γυναικών, γενικά, και ιδίως αυτών που γνώριζαν άριστα ανάγνωση και
γραφή, καθώς και λατινική και ελληνική, κατά τον 4ο αιώνα ήταν
εξαιρετικά περιορισμένη. Ο κύκλος των γυναικών στον οποίο
απευθύνονται οι επιστολές έχει έντονες πνευματικές αναζητήσεις.
Γνωρίζοντας τους αποδέκτες των επιστολών» 47 της Αιθερίας,
«μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα τον τρόπο λειτουργίας των
μοναστικών συγκροτημάτων στη Δύση του 4ου αιώνα, από την οπτική
των γυναικών, διότι οι γνώσεις μας για τον γαλατικό και τον ισπανικό
μοναχισμό είναι περιορισμένες. Η αλληλογραφία» 48 της Αιθερίας, «με
τις λεπτομέρειες που εξιστορεί, βοηθά στην προσαρμογή των
θρησκευτικών τελετών και των ιερών ακολουθιών της Ανατολής στις
Δυτικές ανάγκες» 49.

46
Όπ. π.
47
Όπ. π.
48
Όπ. π.
49
Όπ. π.

20
2. Η προσκυνηματική της επίσκεψη στους Αγίους Τόπους.

Μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους και


μετά την καταστολή της ιουδαϊκής εξεγέρσεως εναντίον τους από τον
Bar-Kochba 50 (ή Schimon ben Kos(e)ba, ή Ben Koseba) (132-135 μ. Χ.)51,
από τον Ιούλιο Σεβήρο κατά τους χρόνους του Αυτοκράτορα Αδριανού,
οι εξ εθνικών Χριστιανοί απέφευγαν τις προσκυνηματικές επισκέψεις
στους Αγίους Τόπους, οι οποίοι κατά το πλείστον είχαν καταστεί κέντρα
εθνικής λατρείας. Οι γνωστές επισκέψεις στην Παλαιστίνη λ.χ. του
Μελίτωνος Σάρδεων, του Κλήμη του Αλεξανδρέως, του Ωριγένη, του
Φιρμιλιανού Καισαρείας κ. ά. γινόταν μάλλον εξαιτίας θεολογικού
ενδιαφέροντος και λιγότερο εξαιτίας προσκυνηματικής ευλάβειας, η
οποία ασφαλώς δεν θα απουσίαζε, εφ’ όσον πρόκειται για περιοχές στις
οποίες έζησε, περπάτησε, κήρυξε και θαυματούργησε ο ίδιος ο
Κύριος52.

Από τον δ΄αιώνα, μετά την αναγνώριση της Εκκλησίας, ένα


μεγάλο κύμα χριστιανών της Δύσεως πραγματοποιούσε
προσκυνηματική ιεραποδημία στους Αγίους Τόπους της Παλαιστίνης,
«ἐν οἷς τὰ σύμβολα τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας τοῦ Κυρίου ὁρᾶται» 53.
Πολλές τελετές και ιερές ακολουθίες, καθιερωμένες στην Εκκλησία,
προέρχονται από τις ιερές τελετουργίες των Ιεροσολύμων, οι οποίες
μεταλαμπαδεύτηκαν από τους ευσεβείς προσκυνητές στις διάφορες
τοπικές Εκκλησίες. Ιδιαιτέρως μάλιστα από το 326 μ. Χ., όταν η Αγία
Ελένη βρήκε τον Τίμιο Σταυρό, πλήθη πιστών έφταναν στην Αγία Πόλη
ως προσκυνητές 54.

Μετά την κατάπαυση των διωγμών και την ανέγερση


μεγαλοπρεπών ναών στους Αγίους Τόπους από τον Μεγάλο
50
Ο όρος αυτός ήταν ένας Μεσσιανικός τίτλος, που προερχόταν από την προφητεία του Βαλαάμ
(Αριθμ., κδ΄ 17) και σημαίνει «Υιός αστέρος». Βλ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ, όπ. π., Δ, 6, 1-2. Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων
Πατέρων καὶ Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων» (=ΒΕΠΕΣ) 19, σσ. 18-21. Πρβλ. W. TELFER, Cyril of
Jerusalem and Nemesius of Emesa, LCCVol. IV, ISCM Press LTD, London 1955 και R. AYTOUN, City
Centres of Early Christianity, Hodder and Stoughton, London MCMXV, σσ. 7-8.
51
K. SCHUBERT, «BarKochba» στο LThK, τόμ. 1, Freiburg 1957, στ. 1245-1246.
52
ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 593.
53
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Ἐπιστολὴ Β΄ Περὶ ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα, ΕΠΕ 4, 350. ΒΕΠΕΣ 70, 19.
54
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 24.

21
Κωνσταντίνο, οι χριστιανοί ανέπτυξαν ζωηρό ενδιαφέρον για επίσκεψη
τόσο των ναών αυτών, όσο και των περιοχών, τις οποίες καθαγίασαν οι
πόδες του Κυρίου και στις οποίες γινόταν αισθητή η ιστορική μορφή
του Ιησού, όπως και η παρουσία των ιερών προσώπων της Καινής
Διαθήκης (της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου, των Αποστόλων, του
αγίου Στεφάνου κ.λπ.). Η προσκυνηματική ευλάβεια πυροδοτούνταν
επίσης και με την σύνδεση πολλών τόπων με τις ιερές διηγήσεις της
Παλαιάς Διαθήκης 55. Αυτό συνέβαινε, επειδή ακριβώς στους Αγίους
Τόπους δεν τιμώνταν μόνο «τὰ σύμβολα τῆς διὰ σαρκὸς ἐπιδημίας τοῦ
Κυρίου», αλλά και τα σύμβολα των θεοφανείων της ισότιμης προς την
Καινή Παλαιάς Διαθήκης, όπως βεβαιώνεται και από τον άγιο
Ιερώνυμο 56. Η ανάπτυξη προσκυνηματικού ενδιαφέροντος συνετέλεσε
ώστε, όπως μαρτυρεί ο Ευσέβιος, το όρος των ελαιών, κατά τους
χρόνους αυτού, να είναι «πεπληρωμένον τῶν εἰς Χριστόν
πεπιστευκότων ἁπάντων πανταχόθεν γῆς συντρεχόντων»57. Για χάρη
των προσκυνητών αυτών παρουσιάστηκαν με την πάροδο του χρόνου
είτε είδη γεωγραφικών βιβλικών λεξικών, όπως λ.χ. το «Ὀνομαστικὸν»
του Ευσεβίου Καισαρείας 58, είτε τοπογραφικοί οδηγοί ταξιδιών, για
τους οποίους ήταν υπόδειγμα το μη χριστιανικό Itinerarium Antonini
(γ΄αιώνας μ.Χ.), είτε περιγραφές προσκυνηματικής επισκέψεως στους
Αγίους Τόπους, όπως λ.χ. η περιγραφή ενός προσκυνηματικού ταξιδιού
από το Bordeaux της Γαλλίας, μέσω της Κωνσταντινούπολης στα
Ιεροσόλυμα και από εκεί μέσω της Ρώμης στα Μεδιόλανα, την οποία
περιγραφή παρέχει το Itinerarium Burdigalense (του έτους 333) 59, ή
όπως το Οδοιπορικό της Αιθερίας 60.

Οι προσκυνητές δεν ήταν κάποιοι ρομαντικοί νοσταλγοί του


παρελθόντος, που ριψοκινδύνευαν στην περιπέτεια τόσο μακρινών
ταξιδίων, επειδή δεν εύρισκαν νόημα στην ρεαλιστική αντιμετώπιση της
εποχής τους. Αντίθετα, η φήμη των συγχρόνων τους αγίων μοναχών, με
το πλήθος των αρετών και την θαυμαστή ζωή τους, καθιστούσε βεβαία
55
ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 593.
56
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 24.
57
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις ΣΤ΄, 8,ΒΕΠΕΣ, έκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Ἑλλάδος, τόμ. 27, Αθήνα 1961, σ.248.
58
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Περὶ τῶν τοπικῶν ὀνομάτων, ΒΕΠΕΣ. 24, Αθήνα 1940, σσ. 11-72.
59
H. LAHRKAMP, «Itinerarium», στο LThK, τόμ. 5, Freiburg 1960, στ.822-824.
60
ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σσ. 593-594.

22
την παρουσία του Θεού επί της γης και την ενέργεια των χαρισμάτων
του Αγίου Πνεύματος. Η βεβαιότητα αυτή της επίγειας παρουσίας του
Θεού τους οδηγούσε και στους Αγίους Τόπους, ως χώρους ιερούς,
στους οποίους εξακολουθεί να ενεργεί το μυστήριο της σωτηρίας.

Κατάνυξη, μεγάλη συγκίνηση και βαθύ αίσθημα ευσεβείας


δοκίμαζαν οι προσκυνητές, όταν έφταναν στους Αγίους Τόπους και
συμμετείχαν στις ακολουθίες της Εκκλησίας και ιδιαίτερα της Μεγάλης
εβδομάδος. Σ’ αυτή τους την ευσεβή διάθεση, θα πρέπει κανείς να
προσθέσει και κάποια περιέργεια, κυρίως μετά την ανοικοδόμηση των
μεγαλοπρεπών κτιρίων της Ιερουσαλήμ, τα οποία την παρουσίαζαν ως
το παγκόσμιο κέντρο του Χριστιανισμού. Χάρη στη μεγαλοδωρία της
Αγίας Ελένης, στον Πανάγιο Τάφο, το Όρος των Ελαιών, πάνω στο
σπήλαιο της Βηθλεέμ, στην Σιών και αλλού, κτίστηκαν περίφημες
βασιλικές.

Όλων, όμως, αυτών διακρινόταν για τη λαμπρότητά της, η μεγάλη


εκκλησία του Παναγίου Τάφου, το Μαρτύριο, που εγκαινιάστηκε το 335
μ. Χ. Ένα κτίσμα για το οποίο ιδιαιτέρως μερίμνησε ο Μέγας
Κωνσταντίνος. Στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου και
έπειτα, μετά τον Ιουλιανό τον Παραβάτη, το πλήθος των εκκλησιών και
των ευκτηρίων, που κτίστηκαν, κατέστησαν την Ιερουσαλήμ μοναδική
ανά τον κόσμο.

Η Αιθερία γράφει για την ωραιότητα και λαμπρότητα των ιερών


τελετών, την διακόσμηση των παναγίων προσκυνημάτων, τους
πολύτιμους λίθους, τους πολυελαίους και τις αναρίθμητες λυχνίες, που
ρίχνουν άφθονο και κατανυκτικό φως, τα θυμιατήρια, που γεμίζουν τον
αέρα με ευωδία, το ιερώτατο σπήλαιο και την βασιλική της
Αναστάσεως.

Καθένας που θα διάβαζε τις περιγραφές αυτές, ασφαλώς θα


ενθουσιαζόταν και θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει για μία τέτοια μεγάλη
ιεραποδημία, αν δεν τον συγκρατούσε ο φόβος των ποικίλων κινδύνων,

23
πνευματικών και υλικών, οι οποίοι ελλόχευαν κατά την πορεία του 61.
Διότι τα ταξίδια πάντοτε, ιδιαιτέρως όμως εκείνη την εποχή, ήταν πολύ
επικίνδυνα.

Ο προσκυνητής είχε πλήρως την συνείδηση ότι υπήρχαν πολλές


πιθανότητες να μην επιστρέψει ποτέ πλέον στον οίκο του. Τα
ατυχήματα, οι κακουχίες, οι ταλαιπωρίες, οι ληστείες, οι επιδημίες, οι
αιχμαλωσίες κ.λ.π. αποτελούσαν τόσο συχνά περιστατικά ενός
προσκυνήματος, ώστε καθιστούσαν αρκετά στενά τα περιθώρια της
επιστροφής. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και το γεγονός ότι και η οικιακή
οικονομία του προσκυνητή θα υφίστατο μεγάλη μείωση, εφόσον, για
ένα τουλάχιστον έτος, η γη του θα έμενε ακαλλιέργητη και τα ζώα του
θα έπρεπε να πουληθούν, γίνεται αντιληπτό ότι μία ιεραποδημία κατά
τον δ΄ αιώνα δεν έχει καμία σχέση με μία σύγχρονη προσκυνηματική
εκδρομή.

Τότε, η μετακίνηση των προσκυνητών γινόταν συνήθως με


υποζύγια, γι’ αυτό και οι υπάλληλοι των στρατιωτικών σταθμών
συνόδευαν τους ταξιδιώτες με έναν ή δύο οπλίτες, όταν η περιοχή ήταν
ιδιαίτερα επικίνδυνη. Σε κάποιες όμως εξαιρετικές περιπτώσεις, η
μετακίνηση πραγματοποιόταν «διὰ δημοσίου ὀχήματος»62, οπότε η
ασφάλεια ήταν μεγαλύτερη. Πάντως σε κάθε περἰπτωση, η
ιεραποδημία προϋπέθετε χριστιανούς με υψηλό αίσθημα αυτοθυσίας.
Παρ’ όλα αυτά οι οδοιπορίες αυτές ήταν εξαιρετικά κοπιαστικές και
επικίνδυνες. Αντιλαμβάνεται, λοιπόν, κανείς τις δυσχέρειες που
αντιμετώπιζαν οι οδοιπόροι, ιδιαίτερα μάλιστα αν αυτοί ήταν
μοναχοί 63.

61
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Περὶ τῶν ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα, όπ. π.,-(Πρβλ. το ίδιο έργο, με
εισαγωγή –μετάφραση-σχόλια από τον μακαριστό αρχιμ. Παγκράτιο Μπρούσαλη, εκδ. «Τέρτιος»,
Κατερίνη 1989).
62
Όπ. π., ΒΕΠΕΣ 70, 20.
63
Κατά τον άγιο ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ, όπ. π., 352, ΒΕΠΕΣ 70, 19: «ἡ σεμνὴ πολιτεία πᾶσι πρόκειται καὶ
ἀνδράσι καὶ γυναιξίν· ἲδιον δὲ τοῦ κατὰ φιλοσοφίαν βίου ἡ εὐσχημοσύνη, αὓτη δὲ ἐν τῷ ἀμίκτῳ καὶ
ἰδιάζοντι [βίῳ] τῆς ζωῆς κατορθοῦται, ὡς ἀνεπίμικτον καὶ ἀσύγχυτον εἶναι τὴν φύσιν, μήτε τῶν
γυναικῶν ἐν ἀνδράσι μήτε τῶν ἀνδρῶν ἐν γυναιξὶ πρὸς τὰ παρατετηρημένα τῆς ἀσχημοσύνης
ὁρμώντων. Ἀλλ’ ἡ τῆς ὁδοιπορίας ἀνάγκη ἀναιρεῖ τὴν ἐν τούτοις ἀκρίβειαν καὶ πρὸς ἀδιαφορίαν τῶν
παρατετηρημένων ἂγει». Στην παρεξήγηση, εκ μέρους κάποιων, του Αγίου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ως
προς την θέση του στο θέμα των ιεραποδημιών, απαντά ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνου στο έργο
του «Κατὰ ἁγιοκατηγόρων ἤτοι τῶν κωλυόντων τοὺς ἀπερχομένους εἰς προσκύνησιν τῶν σεβασμίων
καὶ ἱερῶν τόπων καὶ κατὰ τοῦ Φρά Μαρτὶ Λούτερη» και ο Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ’ Οικονόμων

24
Για να αντιμετωπίσει όλες αυτές τις θλιπτικές συνέπειες της
οδοιπορίας, «ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάζηται δαπανᾶν…ξένων ἐπιδημίαις,
ἀποδημούντων ταλαιπωρίαις…»64. Γι’ αυτό κτίζονται παράπλευρα από
τους ιερούς προσκυνηματικούς ναούς ξενώνες, οι οποίοι ονομαζόταν
συνήθως «ξενοδοχεῖα, ἢ ξενίαι, ἢ πανδοχεῖα, ἢ πραιτώρια», και ο
επίσκοπος «ἐπικουρεῖ…τοῖς παρεπιδήμοις οὖσι ξένοις» 65. Διότι, για
τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για τους μοναχούς, ήταν εξαιρετικά
δύσκολη η παραμονή στους δημόσιους κρατικούς ξενώνες, λόγω της
ηθικής ελευθεριότητας, η οποία συχνά επικρατούσε εκεί. Αντίθετα
στους εκκλησιαστικούς ξενώνες, στους οποίους πρόσφεραν τις
υπηρεσίες τους ηλικιωμένοι άνθρωποι εγνωσμένης αρετής, ευκοσμίας
και τιμιότητας, η παραμονή προσέφερε κατ’ αρχάς την εγγύηση μιάς
αξιοπρεπούς διαβιώσεως. Για να εξασφαλιστεί το σεμνό αυτό κλίμα, οι
επίσκοποι έκριναν σκόπιμο να εφοδιάζουν τους ξένους με ειδικά
συστατικά γράμματα.

Στην Παλαιστίνη, λόγω των πολλών ξένων και προσκυνητών των


Αγίων Τόπων, ιδρύθηκαν πολλοί ξενώνες. Οι διακονητές αυτών των
ξενώνων υποδεχόταν με αδελφική αγάπη τον κάθε προσκυνητή, ο
οποίος συνήθως ήταν κατάκοπος. Αμέσως του έπλεναν τα πόδια,
άσχετα με την κοινωνική ή εθνική του ταυτότητα, και του προσφέραν
κάθε δυνατή βοήθεια: στέγη, τροφή, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,
αλλά και πνευματική συζήτηση, προσευχή, εκκλησιαστικές ακολουθίες,
ιστορικές πληροφορίες για τον τόπο, χρήσιμες συμβουλές και αναγκαίες
πληροφορίες για την περαιτέρω πορεία του.

Η Αιθερία περιγράφει εναργώς τα φιλάδελφα αισθήματα των


αγίων κληρικών και των ταπεινών μοναχών, με τα οποία εκείνοι
υποδεχόταν τους προσκυνητές και τους οποίους φιλοδωρούσαν κατά
την αναχώρησή τους με μικρές προσφορές φρούτων ή καρπών, δηλαδή

στο «Σιωνίτης προσκυνητὴς, ἤτοι τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου ἐπισκόπου Νύσσης αἱ περὶ
τῶν Ἱεροσολύμων διαλαμβάνουσαι δύο ἐπιστολαὶ μετὰ σημειώσεων καὶ παραρτήματος, ἐν ᾧ
προσετέθη καὶ τὸ μέχρι νῦν ἀνέκδοτον “Κατὰ ἁγιοκατηγόρων” Παχωμίου μοναχοῦ τοῦ Ρουσάνου» το
1850, ο οποίος υπερασπίζεται την ωφέλεια των ιεραποδημιών και στηλιτεύει την αντίθετη άποψη ως
δυτική [Πρβλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΡΑΙΣΑΡΙΔΗ (πρωτ.), Λειτουργικές ὄψεις στο ἔργο τοῦ Παχωμίου
Ρουσάνου, Αθήνα 2013, σσ. 143-186].
64
ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους, Ὁμιλία κα΄, -PG 61, 180.
65
ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ, Ἀπολογία Α΄, ξζ΄-ΒΕΠΕΣ 3, 198.

25
με κάποιες «ευλογίες», όπως λεγόταν τότε και σήμερα στην μοναχική
ορολογία 66.

Σύμφωνα με το σωζόμενο χειρόγραφό της, η Αιθερία,


επικοινωνώντας με τις αδελφές στο μοναστήρι, που έμειναν πίσω στη
Δύση, εμφανίζεται ως μέλος μοναστικής κοινότητας˙ ίσως η ίδια να μην
ήταν μοναχή67, όπως προαναφέρθηκε παραπάνω. Το ταξίδι της
διήρκεσε τρία χρόνια: από το Πάσχα του 381 ως το 384, αλλά το κείμενο
που διασώθηκε καλύπτει μόνο την περίοδο από την 16η Δεκεμβρίου του
383 έως τον Ιούνιο του 384 68. «Αν και φαίνεται πως διέθετε συνοδεία,
δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε ολόκληρο το κείμενο σχετικά με το
μέγεθός της. Αυτό που δημιουργεί ερωτηματικά είναι πως επωμίστηκε
τις δαπάνες ενός τέτοιου προσκυνηματικού ταξιδιού.

Ένα μοναστήρι δεν ήταν δυνατό να καλύψει τα έξοδα μέλους του,


μιας μοναχής ή ακόμη και της ηγουμένης του, για την πραγματοποίηση
μακροχρόνιου, δαπανηρού και ανεπίσημου οδοιπορικού. Το
προσκύνημα της Αγίους Τόπους ήταν υπόθεση σοβαρή, που απαιτούσε
τόσο οικονομική όσο και πνευματική προετοιμασία. Φαίνεται λογικό να
υποθέσουμε ότι, κατά τον σχεδιασμό του ταξιδιού της,» 69 η Αιθερία
«μελέτησε πολύ την Αγία Γραφή, διότι γνώριζε επακριβώς τι
επιθυμούσε να δει, ποιους ιερούς τόπους να επισκεφθεί και ποιον να
συναντήσει. Όπως προκύπτει από της χειρόγραφες σωζόμενες
επιστολές της, στη διάρκεια του οδοιπορικού κινείται με ευκολία από
τόπο σε τόπο. Δεν πιέζεται ν’ αλλάξει το πρόγραμμά της, αλλά τηρεί το
αρχικό σχέδιο επισκεπτόμενη τόπους ιερούς, και παραμένοντας σ’
αυτό, χωρίς να δείχνει προβληματισμένη για τα χρήματα ή για τον
χρόνο που απαιτεί η μετακίνηση. Μόνο αφού τελικά έφθασε στην
Κωνσταντινούπολη, μετά από τρία χρόνια απουσίας, αποφάσισε να
επισπεύσει την επιστροφή της στην πατρίδα.

66
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 24-35.
67
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.
68
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 36.
69
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.

26
Οι σωζόμενες σελίδες του εν λόγω προσκυνηματικού ταξιδιού,
επομένως, σχετίζονταν με ευσεβή νεαρή γυναίκα που αφηγείτο σε
κοινότητα μοναχών στη Δύση το προσκυνηματικό της ταξίδι στους
Αγίους Τόπους, στο μοναστήρι του όρους Σινά, καθώς και σε βιβλικά
μέρη. Περιέγραφε τις συναντήσεις της με μοναχούς και επισκόπους, και
αναφερόταν με ακρίβεια στις ιερές ακολουθίες που παρακολούθησε
στα Ιεροσόλυμα.

Στις επιστολές της, δίνει πληροφορίες για το ταξίδι της στην


Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Δείχνει στους αναγνώστες, με τρόπο
αφηγηματικό, βήμα προς βήμα, τους ιερούς τόπους που επισκέφθηκε.
Περιγράφει στην αδελφότητα της μονής ιερές θέσεις, όπως αυτές
αναφέρονται στην Αγία Γραφή, βιβλικούς τόπους έντονης θεϊκής
παρουσίας, και τις λεπτομέρειες των λειτουργικών πρακτικών της
εκκλησίας στην Ιερουσαλήμ. Αναφέρεται στο προσκύνημά της σε
μαρτύρια αγίων, όπως το μαρτύριο του αγίου Αποστόλου Θωμά στην
Έδεσσα, του αγίου Ελπιδίου στη Χαρράν, της αγίας Θέκλας στη
Σελεύκεια, της αγίας Ευφημίας στη Χαλκηδόνα, του Ευαγγελιστή Ιωάννη
στην Έφεσο και μαρτύρια αγίων στην Κωνσταντινούπολη.

Από το τριετές προσκυνηματικό ταξίδι, το σωζόμενο τμήμα του


χειρογράφου της καλύπτει περίπου τέσσερις μήνες. Το υπόλοιπο ταξίδι
το γνωρίζουμε από τα κείμενα ενός Ισπανού μοναχού, του Βαλέριου, o
οποίος –σε χειρόγραφό του–, στα τέλη του 7ου αιώνα, περιγράφει
στους αδελφούς του μοναχούς το προσκυνηματικό οδοιπορικό μιας
αριστοκράτισσας, της Εγερίας ή Αιθερίας, που έλαβε χώρα στα τέλη του
4ου αιώνα.

Σύμφωνα με τον Βαλέριο, πρώτος σταθμός της ήταν η


Κωνσταντινούπολη. Ακολουθώντας τη Ρωμαϊκή οδό, μέσω της
Χαλκηδόνας, της Βιθυνίας, της Γαλατίας, της οροσειράς του Ταύρου, της
Κιλικίας και της Ταρσού, έφθασε στη Μεγάλη Αντιόχεια. Από εκεί, πήγε
στα Ιεροσόλυμα, για να γιορτάσει το Πάσχα του έτους 381. Μετά από
μεγάλη παραμονή στην ιερή πόλη, επισκέφθηκε περιοχές της
Παλαιστίνης, την Αραβία και την Αίγυπτο. Σημαντική ήταν η επίσκεψή
της στο μοναστήρι του όρους Σινά. Το κείμενό του καταλήγει με

27
επαίνους»70 προς την Αιθερία, «τονίζοντας τόσο την αφοσίωση και την
ευσέβεια όσο και το θάρρος της, ως παράδειγμα για μίμηση από τους
μοναχούς. Τη συνδέει, επίσης, με την άφιξη του Χριστιανισμού στη
Γαλλικία. Αν και το όνομα της γυναίκας εμφανίζεται σε διάφορες
εκδοχές στο χειρόγραφο του Βαλέριου, οι μελετητές θεωρούν βέβαιο
ότι αυτό είναι το περιεχόμενο των τμημάτων του χειρογράφου που έχει
χαθεί, και συντάκτης του σωζόμενου λατινικού κειμένου»71 είναι η
Αιθερία.

«Το σωζόμενο τμήμα του χειρογράφου αρχίζει με την επίσκεψή


της στο θεοβάδιστο όρος Σινά. Περιγράφει, με τρόπο εξαιρετικό, τη
μεγάλη κοιλάδα, το σύνολο των απόκρημνων βουνών, μιλά για τη
φιλοξενία των μοναχών στο μοναστήρι στους πρόποδες του βουνού, και
το προσκύνημά της σε βιβλικούς τόπους. Αναφέρεται στην Παλαιά
Διαθήκη, στην ανάβασή της στην κορυφή στο σπήλαιο του Μωυσή.
Απεικονίζει τη δύσκολη ανάβαση στο όρος Χωρήβ –το καταφύγιο του
Προφήτη Ηλία–, τη φλεγόμενη και μη καιόμενη βάτο. Η μετάβασή της
στη Φαράν, στο Κλύσμα (μια μικρή πόλη στον μυχό του κόλπου του
Σουέζ), στην Ερυθρά θάλασσα, στην Ηρώ και στην Αραβία, διαμέσου
της Ραμεσσή, αποκαλύπτει τη διάδοση του Χριστιανισμού και την
ύπαρξη εκκλησιών και μοναχών. Περιγράφοντας τις πόλεις που
συναντά, αναφέρεται με ακρίβεια στις αποστάσεις και τους σταθμούς
από τους οποίους διέρχεται» 72. Η Αιθερία «ακούει και μεταφέρει
ιστορίες τοπικών οδηγών. Επισκέπτεται την περιοχή στη Νεκρά
Θάλασσα, την πόλη του Λωτ, και σχολιάζει τη στήλη άλατος της
ανυπάκουης γυναίκας του. Στο δρόμο της συναντά πολλούς μοναχούς
και φιλοξενείται σε μοναστήρια. Αρκετές φορές συσχετίζει τη μοναστική
ζωή Ανατολής και Δύσης, ενώ δίνει πληροφορίες για τη μοναστική
γραμματεία, όπως για τον βίο του αγίου Αντωνίου από τον άγιο
Αθανάσιο.

Ενημερώνει την κοινότητα στη Δύση για ένα πολύ σημαντικό


απόκτημα: αντίγραφο της διάσημης αλληλογραφίας μεταξύ του Ιησού
Χριστού και του Αυγάρου, που κατόρθωσε να λάβει όταν επισκέφθηκε
70
Όπ. π.
71
Όπ. π.
72
Όπ. π.

28
την Έδεσσα, την πόλη του Αυγάρου. Κατά την επίσκεψή της εκεί,
σημειώνει: “Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ὀλίγον καιρόν ἀργότερα, ἐφ’ ὅσον
τώρα πλέον ἦσαν τρία ὁλόκληρα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθα εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα, ἔχοντας ἰδεῖ ὅλους τοὺς Ἅγιους Τόπους, εἰς τοὺς ὁποίους
ἐπῆγα γιὰ νὰ προσευχηθῶ, καὶ ἔχοντας, κατὰ συνέπειαν, τὴν πρόθεσι
νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὴν πατρίδα μου, ἠθέλησα κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ
ἐπισκεφθῶ καὶ τὴν Μεσοποταμία τῆς Συρίας γιὰ νὰ ἰδῶ ἅγιους
μοναχούς. Ἔλεγαν πώς εἶναι πάρα πολλοί εἰς τὴν περιοχήν αὐτήν καὶ ὅτι
διάγουν μία θαυμαστή ζωή, πού ὑπερβαίνει κάθε δυνατότητα
περιγραφῆς. Ἐπῆγα ἐκεῖ γιὰ νὰ προσευχηθῶ εἰς τὸ μαρτύριον τοῦ ἁγίου
ἀποστόλου Θωμά, τοῦ ὁποίου τὸ σῶμα ὁλόκληρο εἶχεν ἐναποτεθῆ εἰς
τὴν Ἔδεσσα. Λέγεται ὅτι ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ Ἰησοῦς, μετά τὴν Ἀνάληψί Του,
ἔπεμψε ἐκεῖ τὸν Ἅγιον, ὅπως εἶχε ὑποσχεθεῖ εἰς τὸν Αὔγαρο, διά τῆς
ἐπιστολῆς πού τοῦ ἔστειλε μὲ τὸν ταχυδρόμο Ἀνανία, καὶ ἡ ὁποία εἶχε
φυλαχθεῖ μὲ μεγάλη εὐλάβεια εἰς τὴν πόλι τῆς Ἐδέσσης, ὅπου εἶναι καὶ
τὸ μαρτύριόν του. Θέλω νὰ μὲ πιστεύση ἡ ἀγάπη σας, πώς δὲν ὑπάρχει
χριστιανός, ἀπό αὐτούς ποὺ ἔχουν ἔλθει εἰς τοὺς Ἅγιους Τόπους, εἰς τὴν
Ἱερουσαλήμ, ποὺ νὰ μὴν ὑπάγη νὰ προσευχηθῆ ἐκεῖ, ἀπό τὴν
Ἱερουσαλήμ ἀπέχει εἴκοσι πέντε σταθμούς. Καὶ ἐπειδή ἀπό τὴν
Ἀντιόχεια εἶναι πλησιέστερα ἡ Μεσοποταμία, μου ἦταν εὐκολώτερο,
κατά τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐπιστρέφοντας εἰς τὴν Κωνσταντινούπολη
καὶ ἐπειδή ὁ δρόμος περνᾶ ἐμπρός ἀπό τὴν Ἀντιόχεια, νὰ ὑπάγω ἀπὸ
ἐκεῖ εἰς τὴν Μεσοποταμίαν, ὅπως καὶ ἔγινε σύν Θεῷ” 73.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η περιγραφή των θρησκευτικών


τελετουργιών στην Ιερουσαλήμ μέρα με τη μέρα, ιδίως κατά την
περίοδο της Μεγάλης Εβδομάδας. Ανεκτίμητες ιστορικές μαρτυρίες
περιλαμβάνονται για την τέλεση της θείας λειτουργίας στα τέλη του 4ου
αιώνα, και τη διαδικασία των λειτουργικών πρακτικών που λαμβάνουν
χώρα στην Ιερουσαλήμ.

Αρχικά αισθάνεται την ανάγκη να ενημερώσει κατά το δυνατόν


ακριβέστερα τις αναγνώστριες των επιστολών της, τον κύκλο των
αδελφών της μοναχών, για τη διαδικασία των λειτουργικών πρακτικών
που ακολουθούνταν στην Ιερουσαλήμ, τονίζοντας: “ἀδελφές μου, μὴ
73
Ὁδοιπορικόν, ιζ΄ 1-3. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 110-112.

29
θεωρήσετε ὡς ἀνάξιον λόγου αὐτό ποὺ ἐνόμισα ὅτι ἔπρεπε νὰ σᾶς
γράψω” 74. Παράλληλα, τις ενημερώνει για την τήρηση των νηστειών
πριν από το Πάσχα: “ἐδῶ νηστεύουν ὀκτώ ἑβδομάδες πρὸ τοῦ
Πάσχα” 75. Κάνει γνωστό στη Δύση ότι η τελευταία εβδομάδα πριν από
το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ» 76 ονομάζεται “Μεγάλη Ἑβδομάδα” 77.

Η Αιθερία «δίνει μεγαλύτερη έμφαση στο μυστήριο της Βάπτισης


και της Κατήχησης, άγνωστα ως τότε στη Δύση. Περιγράφει “πῶς
καταρτίζουν αὐτούς ποὺ βαφτίστηκαν τὸ Πάσχα” 78. Αναφέρει ότι το
όνομα το δίδει ο ανάδοχος, ενώ οι “Κατηχήσεις τῶν φωτιζομένων”
γίνονται από τον επίσκοπο. Έχει έντονη την επιθυμία να μεταφέρει
Ανατολικές πρακτικές στη Δύση. Γράφοντας στις αδελφές, κάνει
αναφορά στη μακροχρόνια απουσία της, έτσι αποκλείει την παραμονή
της σε κάποιο μοναστικό ίδρυμα της Ανατολής.

Αναφέρεται, επίσης, στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στους


Αγίους Τόπους για την τέλεση των ακολουθιών, γράφοντας: “εἰς αὐτήν
τὴν χώραν, ἔνα μέρος τοῦ πληθυσμοῦ γνωρίζει μόνον τὴν ἑλληνική, καὶ
ἔνα ἄλλο μόνον τὴν συριακή, ὁ ἐπίσκοπος, ἂν καὶ γνωρίζει καλῶς τὴν
συριακήν, ὅμως ὁμιλεῖ πάντοτε ἑλληνικὰ καὶ οὑδέποτε συριακά. Γι’
αὐτὸν τὸν λόγο ὑπάρχει πάντοτε ἔνας ἱερεὺς ὁ ὁποῖος, ὅσον ὁμιλεῖ
ἑλληνικὰ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖνος μεταφράζει εἰς τὴν συριακήν, ὥστε ὅλοι
νὰ ἀκούουν τὶς ἐξηγήσεις πού δίδονται. Τὸ ἴδιον ἰσχύει καὶ διὰ τὶς
ἀναγνώσεις, ποὺ γίνονται εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἐπειδή πρέπει νὰ
διαβάζωνται εἰς τὴν ἑλληνικήν, ὑπάρχει πάντοτε κάποιος ὁ ὁποῖος
μεταφράζει εἰς τὰ συριακά, χάριν τοῦ λαοῦ, ὥστε νὰ ἠμποροῦν πάντοτε
νὰ διδάσκωνται. Ὅσο γιὰ τοὺς Λατίνους ποὺ εἶναι ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν
γνωρίζουν οὔτε συριακά, οὔτε ἑλληνικά, γιὰ νὰ μὴ μένουν χωρίς νὰ
παρακολουθοῦν, δίδουν καὶ εἰς αὐτούς ἐξηγήσεις, διότι ὑπάρχουν
ἄλλοι, ἀδελφοί καὶ ἀδελφές, ποὺ γνωρίζουν καὶ τὴν ἑλληνική καὶ τὴν
λατινικήν, οἱ ὁποῖοι δίδουν ἐξηγήσεις λατινιστί. Ἀλλὰ αὐτό, τὸ ὁποῖον
ἐδῶ εἶναι τὸ πλέον εὐχάριστον ὅλων καὶ ἀληθῶς θαυμάσιον, εἶναι ὅτι
74
Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 218.
75
Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 171.
76
Βλ. http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.
77
Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 5. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 221.
78
Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ.215.

30
πάντοτε τόσον οἱ ὕμνοι καὶ τὰ ἀντίφωνα καὶ τὰ ἀναγνώσματα, ὅσο καὶ
οἱ δεήσεις τοῦ ἐπισκόπου εἶναι ἐκφραστικές τοῦ τόπου καὶ τοῦ
περιεχομένου τῆς ἑορτῆς ποὺ πανηγυρίζεται· ὅλα εἶναι ἐπιλεγμένα καὶ
προσηρμοσμένα”79.

Τα προσκυνηματικά ταξίδια αρχίζουν το πρώτο μισό του 4ου


αιώνα. Προορισμό αποτελούν οι Άγιοι Τόποι, η Παλαιστίνη, η Συρία, η
Αίγυπτος και, γενικά, πόλεις όπου εδραιώθηκε ο Χριστιανισμός. Τότε
ξεκινά η αναζήτηση και η τιμή τιμίων λειψάνων και των αντικειμένων
που συνδέονται με τον Χριστό, όπως ο τίμιος σταυρός, τα καρφιά, το
ακάνθινο στεφάνι, ο σπόγγος, η λόγχη, τα οποία βρέθηκαν και τέθηκαν
σε προσκύνημα. Η ιδέα του θρησκευτικού προσκυνήματος ξεκινἀ από
μεγάλα αστικά κέντρα. Ο πρώτος Δυτικός προσκυνητής στους Αγίους
Τόπους ξεκινά από το Bordeaux το 333 μ.Χ.

Οι προσκυνητές, άνδρες και γυναίκες, άνθρωποι των πόλεων και


της υπαίθρου (πλούσιες Ρωμαίες, ανώτεροι αξιωματούχοι, μοναχοί,
μοναχές, αριστοκράτες), αναλαμβάνουν μακρινά και μακροχρόνια
ταξίδια, προσδοκώντας σωτηρία, μετάνοια ή θεραπεία από ασθένειες.
Στους ιερούς τόπους που επισκέπτονται προσφέρουν πολύτιμα
αντικείμενα, χρήματα, ενώ, συχνά, διαθέτουν την περιουσία τους, για ν’
αναστηλώσουν και να διακοσμήσουν ιερά κτίρια στους Αγίους Τόπους.
Επιστρέφοντας στον τόπο τους, φέρουν μαζί τους ασημένια, πήλινα ή
μολύβδινα κοτρούβια (φυλακτά), που περιέχουν λάδι, αγίασμα,
κόκκους χώματος από τόπους μαρτυρίων, πέτρες, σταυρούς και
ομοιώματα ιερών τάφων και ναών. Ευρέως διαδεδομένα είναι τα
αγγεία με ονόματα αγίων και ανάγλυφες παραστάσεις του μαρτυρίου
τους, τα οποία θεωρούνται ισχυρά για θεραπεία και προστασία.

Τα ταξίδια κατά τον τέταρτο αιώνα εκτός από δύσκολα ήταν και
επικίνδυνα, ενώ, συνήθως, τους ταξιδιώτες συνόδευαν οι στρατιωτικοί
δημόσιοι υπάλληλοι των σταθμών. Δίπλα στα ιερά προσκυνήματα
υπήρχαν ξενώνες, υπεύθυνος για τους οποίους ήταν ο επίσκοπος της
περιοχής. Διακονητές μοναχοί φρόντιζαν για την καλή διαμονή των
κατάκοπων προσκυνητών, στους οποίους προσέφεραν στέγη, τροφή,

79
Ὁδοιπορικόν, μζ΄ 3. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 224.

31
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πληροφορίες, συμβουλές, αλλά και
προσευχή και εκκλησιαστικές ακολουθίες» 80. Η Αιθερία «κάνει συχνές
αναφορές σε αγίους κληρικούς και ταπεινούς μοναχούς που
υποδέχονταν τους προσκυνητές.

Το οικονομικό, κοινωνικοπολιτικό και ιδεολογικό όφελος των


περιοχών τις οποίες επισκέπτονταν ταξιδιώτες –προσκυνητές ήταν
μεγάλο. Χαράχθηκαν νέοι δρόμοι, δημιουργήθηκαν νέοι τόποι
διαμονής, κτίστηκαν νοσοκομεία και μαγειρεία. Έτσι, διευκολύνθηκε η
επίσκεψη στους τόπους όπου υπήρχαν ιερά προσκυνήματα. Η
μεταφορά αγίων λειψάνων, τεμαχίων Τιμίου Ξύλου από τον Σταυρό του
Ιησού και αγίων αντικειμένων, από τόπο σε τόπο, διαμόρφωσε περιοχές
που φιλοξενούσαν νέα ιερά προσκυνήματα.

Σύμφωνα με έγγραφα της εποχής, οι προσκυνητές ακολουθούσαν


εμπορικούς δρόμους, οι περισσότεροι από τους οποίους περνούσαν
από μοναστήρια και προσκυνηματικά κέντρα. Για τους πτωχούς
επισκέπτες δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες. Αντίθετα, οι εύποροι
κρατούσαν ημερολόγιο και αλληλογραφούσαν με δικούς τους
ανθρώπους στη Δύση. Ακόμη και ηγέτες, για να εδραιώσουν το πολιτικό
τους κύρος, οργάνωναν προσκυνήματα στους ιερούς τόπους.

Η ανάλυση του ταξιδιού» 81 της Αιθερίας «μας επιτρέπει να


αντιληφθούμε μία μορφή Δυτικής επαρχιακής ευσέβειας
ανεξερεύνητης ως τότε, όπως αυτή εκφράζεται από γυναίκα που
αναλαμβάνει μία ιερή αποδημία. Η καταγραφή των αντιδράσεων και
των εμπειριών συνδέει Ανατολή και Δύση, καθιστώντας τους
αναγνώστες θεατές και κοινωνούς του προσκυνήματος. Τα σημαντικά
αυτά κείμενα της Αιθερίας, ή Εγερίας –Ηγερίας, όποιο και αν ήταν το
όνομά της, θεωρούνται, ακόμη και σήμερα, ως ένας τουριστικός οδηγός
της εποχής εκείνης, για μελλοντικούς πιστούς προσκυνητές των Αγίων–
Ιερών Τόπων»82.

80
http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-
sofiadou-proskinimatiko-odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.
81
Όπ. π.
82
Όπ. π.

32
3. Το «Οδοιπορικό» της.

Το 1884 ο αρχαιολόγος Gamurrini βρήκε ακέφαλο και κολοβό


κείμενο Peregrinatio ad loca sancta στην βιβλιοθήκη της «Ἀδελφότητος
τῆς Ἁγίας Μαρίας», μιας λαϊκής αδελφότητας της Μονής της μικρής
πόλης Arezzo (της Τοσκάνης Ιταλίας). Είναι ο περγαμηνός κώδικας
«Aretinus VI, 3» του ια΄ αιώνος. Ήταν ένα χειρόγραφο από 74 φύλλα με
λατινικό κείμενο σε μεγάλο βαθμό κατεστραμμένο. Μέσα στο έργο του
Αγίου Ιλαρίου του Πουατιέ «Περί των Μυστηρίων και των Ύμνων» (φ. 1-
15) υπήρχαν τα αποσπάσματα ενός αγνώστου έργου (φ. 16-37). Ο
κώδικας, όπως μαρτυρεί και η γραφή του, προέρχεται μάλλον από το
βιβλιογραφικό εργαστήριο (θ΄-ιβ΄ αιώνες) της περίφημης μονής του
όρους Κασσίνο, την οποία είχε ιδρύσει ο Άγιος Βενέδικτος της
Νουρσίας, κατά τον στ΄ αιώνα. Στην συνέχεια διεπίστωσαν πως το
κείμενο αυτό είχε χρησιμοποιηθεί από τον Πέτρο, διάκονο αυτού του
Μοναστηριού, για το έργο του «Οδοιπορικό των Αγίων Τόπων», που
συνέταξε το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνος. Επίσης αναγράφεται και
στον κατάλογο της βιβλιοθήκης της μεγάλης αυτής μονής, του έτους
1532. Πιθανόν από εκεί, κατά τις αρχές του ιζ΄ αιώνος, να μεταφέρθηκε
στο μοναστήρι των αγίων Φλώρας και Λουκίλλης, κοντά στην πόλη
Αρέτζο, το οποίο ήταν εξαρτηματικό του όρους Κασσίνο, όταν ένας
προηγούμενος της μονής εκείνης αποσύρθηκε, το 1610, στο μετόχι
αυτό. Τέλος, μετά το 1810, όταν οι Γάλλοι κατακτητές διέλυσαν το μικρό
αυτό μοναστικό καθίδρυμα και η βιβλιοθήκη του διασκορπίστηκε, το
χειρόγραφο περιήλθε στην «Ἀδελφότητα τῆς Ἁγίας Μαρίας», όπου και
ανακαλύφθηκε το έτος 1884.

Παρόλο που σήμερα είναι γνωστό ως μοναδικό το χειρόγραφο


αυτό, εν τούτοις υπάρχουν κάποιες έμμεσες αναφορές γι αυτό και σε
άλλους κώδικες. Ένας από αυτούς είναι ένα χειρόγραφο του θ΄ αιώνος
στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Μαδρίτης, του οποίου κάποια σπαράγματα
παρέχουν τοπογραφικές σημειώσεις που αντλούνται από το
Οδοιπορικό. Μάλιστα δύο από τις σημειώσεις αυτές αντιστοιχούν στα
χαμένα σήμερα τμήματά του· η πρώτη είναι μάλλον ένα απόσπασμα
της περιγραφής της Φαράν, από την Αιθερία, κατά την πορεία της προς
33
το Σινά, ενώ η δεύτερη δίνει μία πληροφορία για τον τάφο του Ιώβ, που
αντιστοιχεί μάλλον στο κενό των μέσων του ιστ΄ κεφαλαίου. Μία άλλη
σύντομη αναφορά του περιέχεται, επίσης, σε ένα απάνθισμα του θ΄
αιώνος 83.

To κείμενο είναι Itinerarium ή Peregrinatio δηλαδή Οδοιπορικό


στους Αγίους Τόπους. Το κείμενο του Οδοιπορικού της Αιθερίας, το
οποίο γράφηκε στη λατινική γλώσσα, δεν σώζεται, όπως αναφέρθηκε,
ολόκληρο. Από το αρχικό κείμενο σώζεται η περιγραφή των ταξιδιών
μόνο για το έτος 384. Για τα προηγούμενα πληροφορούμαστε από το
έργο του Βαλέριου του Vierzo (πεθαίνει περί το 691), ΄΄Εpistola beat
Egerie΄΄ 84. Το πολυτιμότατο περιεχόμενο των τμημάτων του
Οδοιπορικού, που ανακαλύφτηκαν, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το
1887 85 στη Ρώμη. Από τότε αναδημοσιεύτηκε πολλές φορές σε
διάφορες γλώσσες. Στην παρούσα κατάστασή του, το χειρόγραφο του
Οδοιπορικού είναι ακέφαλο και ατελές και αποτελείται από τρία
«τετράδια» (τμήματα οχτώ διπλωμένων φύλλων, που δημιουργούν
δεκαέξι σελίδες), ενώ το μεσαίο έχει χάσει τα εξωτερικά του φύλλα και
περιλαμβάνει έτσι μόνο έξι φύλλα (ή δώδεκα σελίδες). Τα χαμένα
φύλλα αντιστοιχούν στα κενά του ιστ΄ και του κε΄ κεφαλαίου του
Οδοιπορικού86.

Το διασωθέν κείμενο διαιρείται σε δύο σχεδόν ίσα μέρη, το


πρώτο των οποίων περιγράφει τις περιοδείες της και το δεύτερο τις
ακολουθίες του λειτουργικού έτους στην Ιερουσαλήμ. Η Αιθερία, όπως
μαρτυρεί η ίδια, συνέταξε μάλλον το πρώτο τμήμα του Οδοιπορικού της
στην Κωνσταντινούπολη, βοηθούμενη πιθανώς από σημειώσεις, που
είχε κρατήσει κατά την διάρκεια του προσκυνήματός της. Η
ιεραποδημία της είχε διάρκεια περίπου τρία χρόνια, ενώ στο κείμενό
της, όπως σώζεται σήμερα, υπάρχει πλήρης περιγραφή μόνο του
τελευταίου έτους, καθώς και το σημαντικότατο τμήμα για τη
λειτουργική ζωή στα Ιεροσόλυμα. Τα χαμένα φύλλα πιθανώς
83
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 19-21.
84
Βλ. https://el.m.wikipedia.org/wiki.
85
Η δημοσίευση του χειρογράφου του Οδοιπορικού της Αιθερίας έγινε στην Biblioteca dell’
Academia storico giuridica, τόμ. IV, Ρώμη, 1887. Η δημοσίευση επαναλήφθηκε και στη σειρά Studi e
documenti di storia e diritto, Απρίλιος- Σεπτέμβριος 1888.
86
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 19-20.

34
αφορούσαν την περίοδο μετά την πρώτη παραμονή της στα
Ιεροσόλυμα, όπου τοποθετούνται μία πρώτη επίσκεψή της στην
Αίγυπτο, οι περιηγήσεις της στην Ιουδαία, την Γαλιλαία και την
Σαμάρεια, καθώς και η αρχή του προσκυνήματός της στο Σινά 87.

Τα σωζόμενα τμήματα του Οδοιπορικού της Αιθερίας


παρουσιάζουν στην αρχή την άνοδό της στο όρος Σινά, αλλά οι
αναδρομές στο κείμενο και οι σχετικοί υπαινιγμοί επιτρέπουν να
γνωρίσουμε την όλη πορεία του προσκυνηματικού ταξιδιού της: η
Αιθερία μετέβη μέσω της Κωνσταντινουπόλεως στους Αγίους Τόπους.
Διέμενε στα Ιεροσόλυμα, τα οποία ήταν γι’ αυτήν ορμητήριο για
περιηγήσεις στην Παλαιστίνη, στην Αίγυπτο, τη Θηβαῒδα και την
Αλεξάνδρεια. Κατά την επιστροφή στα Ιεροσόλυμα έγινε η άνοδος στο
όρος Σινά, για την οποία γίνεται λόγος στην αρχή των αποσπασμάτων
του Οδοιπορικού που σώζονται. Μετά την επάνοδο στα Ιεροσόλυμα η
Αιθερία προχώρησε στην ανατολική χώρα του Ιορδάνη προς το όρος
Ναβαύ και προς τον τάφο του Ιώβ. Από την Αντιόχεια κατευθύνθηκε
προς την Μεσοποταμία και την Έδεσσα, από την Ταρσό προς την
Σελεύκεια και το ναό της αγίας Θέκλας και τέλος από την
Κωνσταντινούπολη προς την Έφεσο και τον τάφο του Αποστόλου
Ιωάννη. Από το Βυζάντιο έστειλε στις «αδελφές» της το επιστολικό
ημερολόγιο του Οδοιπορικού της, το οποίο αποτελεί πηγή
πληροφοριών για τη λαϊκή ευσέβεια και την πνευματική ζωή των
χριστιανών της εποχής εκείνης, για τη ζωή των μοναχών και για την
πράξη της προσκύνησης των Αγίων Τόπων, η οποία συνδυαζόταν με
ανάγνωση των σχετικών μ’ αυτούς περικοπών της Παλαιάς και της
Καινής Διαθήκης και διηγήσεων, που αναφέρονται στη ζωή των αγίων 88.

Το Οδοιπορικό της Αιθερίας έχει ιδιαίτερη σημασία από το


γεγονός ότι αυτή πρόσθεσε σ’ αυτό λεπτομερή περιγραφή της
λειτουργικής πράξεως στην Ιεροσολυμιτική Εκκλησία (κεφ. 24-49). Η
περιγραφή αυτή, η οποία συνετέλεσε στο να μεταδοθούν στη Δύση
πολλά λατρευτικά έθιμα των Ιεροσολύμων 89, είναι πολυτιμότατη πηγή
της Λειτουργικής επιστήμης, ιδίως όσον αφορά στην μελέτη των
87
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 21-22.
88
B. KÖTTING, όπ. π.
89 5
A. BAUMSTARK, Vom geschichtlichen Werden der Liturgie, Freiburg im Breisgau 1923, σσ. 42-43.

35
προβαπτισματικών τελετών μυήσεως των κατηχουμένων, της
τελεσιουργίας του βαπτίσματος, των εορτών του εκκλησιαστικού έτους,
της συνδέσεώς τους με τους αγίους Τόπους, των ακολουθιών του
εικοσιτετραώρου και πολλών άλλων επιμέρους πτυχών της χριστιανικής
λατρείας στα Ιεροσόλυμα κατά το τέλος του δ΄ αιώνα 90.

Όσον αφορά το θέμα της χρονολόγησης της πραγματοποίησης


της ιεραποδημίας της Αιθερίας, έχουν διεξαχθεί μεταξύ των ειδικών
πολλές συζητήσεις και κατά καιρούς προτάθηκαν διάφορες χρονολογίες
μεταξύ του δ΄ και στ΄ αιώνος.

Βάσει των εσωτερικών μαρτυριών του ίδιου του κειμένου,


ιδιαιτέρως καθοριστική θεωρείται η πληροφορία ότι η περιοχή από την
Χαρράν έως την Νίσιβιν και από εκεί έως την Ούρ βρίσκεται κάτω από
περσική κατοχή, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το έτος 363 μ.Χ., όταν
οι Πέρσες κατέλαβαν την πόλη της Νισίβεως. Κατά συνέπεια, η
επίσκεψη της Αιθερίας στην περιοχή εκείνη έγινε μετά την χρονολογία
αυτή, εφόσον η μετάβασή της στη Νίσιβη ήταν ανέφικτη, καθώς η πόλη
δεν ήταν πλέον ρωμαϊκή επαρχία.

Είναι, επίσης, βέβαιο ότι η επίσκεψή της στο Σινά προηγήθηκε της
βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565 μ. Χ.), ο οποίος μεταξύ των ετών
527 και 557 έκτισε την εκκλησία και το μοναστήρι της Αγίας
Αικατερίνης, επειδή η περιγραφή της δεν μνημονεύει την ύπαρξη των
οικοδομημάτων αυτών. Επιπλέον, η διαμονή της στην Αντιόχεια για μία
εβδομάδα προϋποθέτει την άφιξή της εκεί πριν από την καταστροφή
της πόλης από τον βασιλιά των Περσών, Χοσρόη, κατά την άνοιξη του
540 μ. Χ. Παράλληλα, στη Σελεύκεια συναντήθηκε με τη διακόνισσα
Μαρθάνα, η οποία αναφέρεται και στο βιβλίο των «Θαυμάτων τῆς
ἁγίας Θέκλης», το οποίο χρονολογείται στα μέσα του ε΄ αιώνος.

Τέλος προς επιβεβαίωση των χρονολογιών συντείνουν και πολλές


ενδείξεις χρονολογικές, τοπογραφικές, λειτουργικές ή γλωσσολογικές
που υπάρχουν μέσα στο κείμενο, όπως λ. χ.:

90
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 599.

36
α) Η διοικητική διαίρεση και ονομασία των περιοχών, που
επισκέφθηκε η Αιθερία, αντιστοιχούν πλήρως στα δεδομένα των τελών
του δ΄ αιώνος, καθώς επίσης και το ιδίωμα της λατινικής γλώσσας της,

β) Η χρήση μιάς λατινικής μεταφράσεως της Αγίας Γραφής από το


ελληνικό κείμενο των Εβδομήκοντα (Ο΄), της λεγομένης «Itala»
(Ιταλικής) ή «Vetus Latina» (Παλαιάς Λατινικής), καθώς δεν υπήρχε
ακόμη η «Βουλγάτα», δηλαδή η λατινική μετάφραση από το εβραϊκό
κείμενο, την οποία εκπόνησε ο άγιος Ιερώνυμος κατά τα έτη 391-406 μ.
Χ.,

γ) Η μη μνημόνευση της εορτής των Χριστουγέννων, επειδή αυτή


μέχρι τότε συνεορταζόταν μαζί με τα Θεοφάνεια, κατά την στ΄
Ιανουαρίου, ως εορτή των «Ἐπιφανείων»,

δ) Η μη αναφορά στον άγιο Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ο οποίος


άρχισε να τιμάται επίσημα μετά το έτος 415 μ.Χ., αφότου δηλαδή
βρέθηκαν τα λείψανά του και κτίστηκε μία βασιλική προς τιμήν του στα
Ιεροσόλυμα και

ε) Η μη χρήση του «Περὶ τῶν τοπικῶν ὀνομάτων (ἢ


Ὀνομαστικόν)» έργου του Ευσεβίου Καισαρείας, το οποίο
μεταφράστηκε από τον Ιερώνυμο στη λατινική γύρω στο έτος 390 μ.Χ. 91.

91
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 13-19.

37
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ


ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΠΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

1. Γενικές λειτουργικές μαρτυρίες του Οδοιπορικού.

Κατά την διάρκεια της καταγραφής του προσκυνηματικού


οδοιπορικού της Αιθερίας, δηλαδή «στο δεύτερο μισό του τέταρτου
αιώνα, στα Ιεροσόλυμα σημειώθηκε εντυπωσιακή λειτουργική
ανάπτυξη92, με αποτέλεσμα η “αγία” πόλη να υψωθεί στην πρώτη θέση
των λειτουργικών κέντρων 93 σ’ ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο. Την
ανάπτυξη αυτή υποβοήθησε τόσο το ότι οι ιεροί τόποι είχαν
καλλωπιστεί με μεγαλοπρεπείς ναούς, όσο και η τεράστια ανάπτυξη του
ρεύματος των προσκυνητών 94 από τα διάφορα μέρη του κόσμου.

Την περίοδο αυτή των μεγάλων αλλαγών διαμορφώνεται το


Ιεροσολυμιτικό τυπικό 95, δηλαδή ένας ετήσιος επαναλαμβανόμενος
κύκλος εορτών, που σταδιακά αποκρυσταλλώθηκε σε μόνιμες μορφές,
για να αποτελέσει το γνωστό εκκλησιαστικό έτος. Ο ιδιαίτερος
χαρακτήρας του ήταν η αναπαράσταση της ιστορίας του ευαγγελίου σε
λειτουργική μορφή96. Το τυπικό αυτό αντιπροσώπευε, κατά τον Dix 97,
92
Βλ. J. WILKINSON, Egeria’s Travels to the Holy Land, εκδ. Society for promoting Cristian Knowledge,
1971, σ. 279.J. STRAWLEY, Early History of the Liturgy, Cambridge 1957, σ. Χ.
93
Βλ. M. BLACK, «The Festival of Encaenia Ecclesiae in the Ancient Church with Special Reference to
Palestine and Syria»,στο JEH 5 (1954), σ. 79.
94 th
Βλ. G. HELLEMO, Adventus Domini. Eschatological thought in 4 -century apses and catechese, μτφρ.
by ELINOR RUTH WALER, Leiden/ New York 1989, σ. 148.
95
Τρεις είναι οι κύριες πηγές από τις οποίες αντλούμε πληροφορίες για το περιεχόμενο του τυπικού
της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Πρώτον, οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου, και μάλιστα οι
Μυσταγωγικές· δεύτερον, το Οδοιπορικό της Αιθερίας· και τρίτον, το παλαιό Αρμενικό Λειτουργικό
Βιβλίο Αναγνωσμάτων (The Old Armenian Lectionary), το οποίο περιγράφει τις ιεροτελεστίες στις
αρχές του πέμπτου αιώνα. Γι’ αυτόβλ. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 253-261 και F. BURKITT, «The Old
Lectionary of Jerusalem»,στο JThS 24 (1923), σσ. 415-424.
96
Έτσι π. χ. η τελετή της πομπής την Κυριακή των Βαΐων, για τον εορτασμό της εισόδου του Κυρίου
στην αγία πόλη, οργανώθηκε για πρώτη φορά στα Ιεροσόλυμα (βλ. F. BURKITT, όπ. π., σ. 417).
Περιγραφή της τελετής αυτής βλ. Ὁδοιπορικόν λα΄. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 132-133.
97
G. DIX, The Shape of Liturgy, Dacre Press, ADAM AND CHARLES BLACK, London 1937.

38
τον «ορθό» εκκλησιαστικό τρόπο, γεγονός που αποδεικνύεται από την
επίδραση την οποία είχε στις άλλες, εκτός των ορίων της Παλαιστίνης,
Εκκλησίες, όπου λειτούργησε ως μοντέλο για τη λειτουργική οργάνωση
και ανάπτυξη της κάθε χριστιανικής κοινότητας.

Υπάρχουν ορισμένα γενικά χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν


τη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και αιτιολογούν
την ηγετική λειτουργική της θέση κατά τον τέταρτο αιώνα.

Το πρώτο και σημαντικότερο, το οποίο προκάλεσε στην Αιθερία


ιδιαίτερο θαυμασμό, ήταν ο τρόπος με τον οποίο διευθετήθηκαν οι
ακολουθίες των εορτών του ετήσιου κύκλου, ώστε να ταιριάζουν στον
πραγματικό τόπο και χρόνο των προσώπων ή γεγονότων στα οποία
αναφέρονται 98.

Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό ήταν η για πρώτη φορά καθιέρωση


εορτών και λειτουργικών περιόδων, που επιβλήθηκαν και έτυχαν
γενικής αναγνώρισης. Η καθιέρωση π.χ. της Μεγάλης Εβδομάδας και
του Πάσχα οφείλεται στην πρωτοβουλία της Ιεροσολυμιτικής
Εκκλησίας 99, ενώ η περίοδος της Πεντηκοστής ήταν μία λειτουργική
περίοδος, χωρίς καμιά ιστορική καταγραφή πριν από τον τέταρτο
αιώνα 100.

Η λαμπρότητα, τέλος, που περιέβαλε τις θρησκευτικές τελετές,


καθώς και η αθρόα συμμετοχή του λαού 101 σ’ αυτές, αποτελούν ένα
τρίτο γενικό χαρακτηριστικό της λειτουργικής πράξης στα Ιεροσόλυμα.

Έτσι ο τέταρτος αιώνας, με επίκεντρο την Ιεροσολυμιτική


Εκκλησία, αποτέλεσε, σε μεγάλο βαθμό, την περίοδο διαμόρφωσης των
θεμελίων της χριστιανικής λατρείας.

98
Ὁδοιπορικόν, λα΄ 3. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 133- Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 2. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 135-
Ὁδοιπορικόν, λη΄ 2. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 139- Ὁδοιπορικόν, μγ΄1-3. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 141-
Ὁδοιπορικόν, μζ΄ 5. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 146- Ὁδοιπορικόν, κε΄ 5. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 126-
Ὁδοιπορικόν, λα΄ 1. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 132-133.
99
Βλ. G. DIX, όπ. π., σ. 353.
100
Βλ. E. HUNT, Holy Land Pilgrimage in the later Roman Empire AD 312- 460, Charendon Press,
Oxford 1984, σ. 113. Λεπτομερή περιγραφή της εορτής της Πεντηκοστής στα Ιεροσόλυμα μας
προσφέρει η Αιθερία, Οδοιπορικό, μγ΄. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 141.
101
«Όταν φτάνουν εκεί, έχουν συγκεντρωθεί τόσοι πολλοί άνθρωποι, ώστε αυτοί δε γεμίζουν μόνο
το Λαζάριον, αλλά και ολόκληρη τη γύρω περιοχή» (Ὁδοιπορικόν, κθ΄ 5. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 131.

39
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στη διαμόρφωση του εκκλησιαστικού
έτους στα Ιεροσόλυμα σημαντικές υπήρξαν οι επιδράσεις της ιουδαϊκής
λατρείας. Οι επιδράσεις αυτές διαφαίνονται στην λειτουργική ζωή της
πόλης, όπως μας την περιγράφει η Αιθερία, ενώ η ομιλία του Ευσεβίου
κατά τα εγκαίνια του ναού στην Τύρο αποκαλύπτει την πεποίθηση, που
υπήρχε, ότι η χριστιανική λατρεία αποτελεί τη νόμιμη διάδοχο της
Ιουδαϊκής λατρείας 102.

Οι ακολουθίες που υπάρχουν στο Ιεροσολυμιτικό τυπικό


εμπεριέχουν αρκετά στοιχεία, που προέρχονται από τη Συναγωγή, η
οποία, μετά την καταστροφή του Ναού, ως άμεση διάδοχός του, έγινε ο
κύριος χώρος της Ιουδαϊκής λατρείας.

Μία χειροπιαστή απόδειξη του επηρεασμού αυτού αποτελούν οι


αντιστοιχίες σε δύο κύριες οκταήμερες εορτές, που υπήρχαν και στο
ιουδαϊκό και στο χριστιανικό λειτουργικό έτος. Πρόκειται για τις εορτές
του Πάσχα και των Εγκαινίων 103.

Όμως, πέρα και πάνω από κάθε είδους επίδραση, η πρωτοφανής


λειτουργική ανάπτυξη, που σημειώθηκε στα Ιεροσόλυμα τον τέταρτο
αιώνα, οφείλεται κατά κύριο λόγο στο ηγετικό και οργανωτικό χάρισμα
του επισκόπου Κυρίλλου.

Απτή απόδειξη της άριστης λειτουργικής οργάνωσης της


Εκκλησίας των Ιεροσολύμων αποτελεί ο θαυμασμός με τον οποίο
περιγράφει την εκεί κατάσταση η προσκυνήτρια Αιθερία»104.

102
Βλ. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Ι΄, 4, 3-36- 45-46. ΒΕΠΕΣ 20, σ. 84, στ. 33-36-σ. 91, στ. 9-14- σ. 92, στ.
29-34.
103
Ειδικά για την εορτή των Εγκαινίων και το συσχετισμό της με την αντίστοιχη ιουδαϊκή, βλ. M.
BLACK, όπ. π., σσ. 78-86.
104
Βλ. ΧΡ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψυχοπαιδαγωγική
2
προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 1998, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, σσ. 89-93.

40
2. Οι μαρτυρίες της Αιθερίας σε σχέση με τη γνωστή της λατρεία της
Ισπανίας και τη σύγχρονη του Οδοιπορικού Ιεροσολυμιτική λατρεία.

Η Αιθερία, η οποία κατά τον δ΄ αιώνα επισκέφτηκε τους Αγίους


Τόπους και παρέμεινε εκεί παρακολουθώντας τη λατρεία για μακρύ
χρονικό διάστημα (περίπου τρία έτη), στο Οδοιπορικό της, εκτός από
όσες τελετές και λιτανείες σημειώνει επακριβώς, επειδή προσιδιάζουν
στα Ιεροσόλυμα και τους υπόλοιπους ιερούς τόπους της Παλαιστίνης,
καμία άλλη σοβαρή διαφορά του τελετουργικού τυπικού της Εκκλησίας
των Ιεροσολύμων δεν παρατήρησε σε σύγκριση προς το τελετουργικό
των εκκλησιών της πατρίδας της 105, γεγονός που μαρτυρεί την ενότητα
της λατρείας ανά την οικουμένη, κατά την εποχή της.

Όπως παρατηρεί ο Raes106, τα Ιεροσόλυμα ως κέντρο ευλαβούς


επισκέψεως πολυάριθμων προσκυνητών, αλλά και ως τόπος μοναχικής
ασκήσεως με τα καθιδρυμένα μοναστήρια στους ιερούς τόπους της
Παλαιστίνης, απέβησαν εστία η οποία επέδρασε ισχυρώς και στη
διαμόρφωση της λατρείας των εγκαθιδρυμένων εκκλησιών στις
διάφορες χώρες. Όσοι επιχειρούσαν ευλαβείς οδοιπορίες από γειτονικά
ή μακρινά μέρη της οικουμένης, για να προσκυνήσουν τους αγίους
τόπους, όπως η Αιθερία, παρακολουθώντας τις ιερές ακολουθίες και
τελετές στην ιερή αυτή πόλη, όταν επανέρχονταν στις πατρίδες τους,
έκαναν λόγο για το τυπικό των εορτών και γενικά της λατρείας, όπως
αυτά διεξάγονταν στη Μητέρα των εκκλησιών 107. Οι αφηγήσεις αυτών
ασκούσαν μια ζωηρή έλξη στο ενδιαφέρον των ακροατών, κληρικών και
λαϊκών, και τους παρακινούσαν σε μίμηση και σε εμπλουτισμό της
επικρατούσας σ’ αυτούς λατρείας με στοιχεία και έθιμα της
Ιεροσολυμιτικής.

Έτσι ο κύκλος των δεσποτικών εορτών του λειτουργικού έτους


κατά τα κύριά του σημεία έχει καθιερωθεί πιθανότατα πριν από τον
105
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ο
3
Σωτήρ», Ἀθῆναι 1998, σσ. 160-161.
106
Α. RAES, Introductio in Liturgiam Orientalem, Romae 1947, σ. 24.
107
Πρβλ. Παρακλητική, ήχ. πλ. δ΄. Εσπερινός Κυριακής.Στιχηρό αναστάσιμο γ΄: «Χαῖρε Σιὼν ἁγία,
μήτηρ τῶν Ἐκκλησιῶν».

41
Κύριλλο Ιεροσολύμων στην εκκλησία της Σιών και όπως περιγράφονται
αυτές λεπτομερώς στο Οδοιπορικό της Αιθερίας τα Επιφάνεια ή
Θεοφάνεια, από τα οποία δεν είχε ακόμη αποσπαστεί η εορτή των
Χριστουγέννων, η εορτή της προσαγωγής του Ιησού στο ναό (η
Υπαπαντή), η Τεσσαρακοστή, η μεγάλη Εβδομάδα, το Πάσχα και η
έβδομη από αυτό ημέρα (Αντίπασχα), καθώς και όλη η περίοδος μέχρι
την Πεντηκοστή, όπως και η εορτή των Εγκαινίων, διεξάγονταν με βάση
το Τυπικό που είχε καθιερωθεί και από εκεί παραλαμβάνονταν,
διαμορφώνονταν και συμπληρώνονταν από τις κατά τόπους εκκλησίες
στον κόσμο108.

3. Τόποι λατρείας.

Για να κατανοηθούν οι λειτουργικές περιγραφές της Αιθερίας


πρέπει, αρχικά, κάποιος να έχει υπόψη του τους υπάρχοντες τόπους
λατρείας στα Ιεροσόλυμα και τα περίχωρά τους, στους οποίους
αναφέρονται οι περιγραφές αυτές 109.

Η Αιθερία γράφει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «Ἀνάστασιν»,


τον «Σταυρὸν» και το «Μαρτύριον», δηλαδή ένα οικοδομικό σύμπλεγμα
ναών, κτισμένων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο «ἀφθόνοις καὶ δαψιλέσι
χορηγίαις» 110, όταν επίσκοπος των Ιεροσολύμων ήταν ο «ἄξιος τῆς
ἐπικλήσεως ἀνὴρ καὶ πᾶσιν ἀβρυνόμενος ἀγαθοῖς» άγιος Μακάριος
(314-333 μ. Χ.), και έπαρχος ο Δρακιλιανός 111.

Στα Ιεροσόλυμα υπήρχε ο ιερός ναός της Αναστάσεως, δηλαδή το


κυκλικό μνημείο του Παναγίου Τάφου του Κυρίου, η πεντάκλιτος
βασιλική, η οποία ονομαζόταν «μείζων ἐκκλησία» ή «Μαρτύριον» και
το μεταξύ Αναστάσεως και Μαρτυρίου εσωτερικό αίθριο μαζί με το
βράχο του Γολγοθά και το Σταυρό (ad Crucem) 112

108
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
3
Σωτήρ», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 2008, σσ. 8-9.
109
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 120.
110
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, κθ΄. ΒΕΠΕΣ 24, 157.
111
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, λα΄.ΒΕΠΕΣ 24, 158. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ. όπ.π., σ. 37.
112
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.

42
Η Ανάστασις, κατά την εποχή αυτή, ήταν μία ροτόντα, στο μέσο
της οποίας βρισκόταν το σπήλαιο, δηλαδή «τὸ ἱερὸν ἄντρον», κατά τον
Ευσέβιο 113, «τὸ μνῆμα τῆς ἁγιότητος», κατά τον άγιο Κύριλλο
Ιεροσολύμων 114. Πάνω από τον Πανάγιο Τάφο κατασκευάστηκε, από
τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, θόλος που στηριζόταν πάνω σε δώδεκα
κίονες, μεταξύ των οποίων υπήρχαν κιγκλίδες και ορθομαρμαρώσεις,
ώστε να σχηματίζεται ιδιαίτερος θάλαμος. Στον προθάλαμο του
ζωοδόχου Τάφου υπήρχε ο λίθος, που έκλεινε την είσοδο του
μνημείου115, «ὁ λίθος ὁ μέχρι σήμερον κείμενος», κατά την μαρτυρία
του αγίου Κυρίλλου116. Στον προθάλαμο αυτό στεκόταν ο επίσκοπος,
κατά την διάρκεια των ιερών ακολουθιών, που τελούνταν «εἰς τὴν
Ἀνάστασιν», όπως αναφέρει το «Ὁδοιπορικόν»117.

113
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, μγ΄. ΒΕΠΕΣ 24, 158, 160.
114
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Ι΄, φωτιζομένων, ιθ΄. ΒΕΠΕΣ 39, 126.
115
Πρβλ. Μτθ. κζ΄ 60. Μρκ.ιε΄ 46.
116
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Ι΄, φωτιζομένων, ιθ΄,- ΒΕΠΕΣ 39, 126.
117
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 37-38.

43
Εξερχόμενος κανείς από την Ανάσταση, μέσω μιας πύλης,
οδηγούνταν σε μία εσωτερική αυλή, σε ένα αίθριο «πολὺ μεγάλο καὶ
πολὺ ὡραῖο»118. Ο τελευταίος αυτός χώρος ήταν διπλός,
περιλαμβάνοντας αφ’ ενός το μέρος, το οποίο αναφέρεται από την
Αιθερία ως ante Crucem, δηλαδή μεγάλη αυλή που περιστοιχιζόταν από
στοές, και αφ’ ετέρου ένα στεγασμένο οικοδόμημα μικρότερων
αναλογιών, που προσδιορίζεται με την έκφραση post Crucem119.

Η Αιθερία την περίστυλο αυλή, «αφού την χαρακτηρίζει ως ένα


είδος πολύ μεγάλου και ωραίου υπαίθριου προαυλίου, την ορίζει όχι
μεταξύ της Ανάστασης και της μεγάλης Βασιλικής, αλλά μεταξύ της
Ανάστασης και του Σταυρού 120.

Εδώ, με τον όρο Σταυρός αποδίδεται το κομμάτι του βράχου που


βρισκόταν πίσω από το Μαρτύριο, στο νότιο άκρο του ανατολικού
περιστύλου, που στις μέρες της αποτελούσε τη βάση ενός μνημειώδους
σταυρού 121 και που κατέληξε να ονομάζεται Γολγοθάς 122. Ο επισκέπτης
για να πάει από την Ανάσταση στο Μαρτύριο, διέσχιζε το προαύλιο

118
Ὁδοιπορικόν, λζ΄.
119
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π.
120
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λζ΄ 4. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 137.
121
Βλ. CH. COUASNON, The Church of the Holy Sepulchre in Jerusalem, Trans from the Original French
by J. –P. B. and CLAUDE ROSS, Oxford University Press, London 1974, σ. 39.
122
Βλ. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 43.

44
προς τον Σταυρό και περνούσε δίπλα από αυτόν μέσα στο παρεκκλήσιο,
το οποίο η Αιθερία ονομάζει «πίσω από τον Σταυρό»123. Μέσα στον
χώρο αυτό φυλασσόταν το άγιο ξύλο του Σταυρού, που ιδιαίτερα το
τιμούσαν τη Μεγάλη Παρασκευή 124. Από εκεί διά μέσου μιας άλλης
πόρτας, ο επισκέπτης βρισκόταν μέσα στη μεγαλοπρεπή βασιλική του
Κωνσταντίνου»125.

Κατά την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου, η Σιών διατηρούσε την


φήμη της ως το παραδοσιακό χριστιανικό κέντρο, οπότε η Αγία Ελένη
ανακαίνισε το ναό αυτό. Όμως, ο πρώτος αυτός χριστιανός
αυτοκράτορας επέλεξε τον λόφο του Γολγοθά απέναντι από τον τόπο
όπου άλλοτε δέσποζε ο Ιουδαϊκός Ναός, για να γίνει το λατρευτικό
κέντρο της Νέας Ιερουσαλήμ. Εκεί έδωσε εντολή να ανεγερθεί ένα
επιβλητικό σύμπλεγμα κτιρίων, το οποίο θα υπερέβαινε σε λαμπρότητα
κάθε προηγούμενο ή σύγχρονο κτίσμα.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος το 325 μ.Χ., κατά την διάρκεια της


Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας, στην παράκληση του επισκόπου
Ιεροσολύμων Μακαρίου να φέρει στην επιφάνεια τον Τάφο του Κυρίου,
που βρισκόταν κάτω από το ναό της Αφροδίτης, τον οποίο έκτισε ο

123
Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 7. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 124. Στο παρεκκλήσιο αυτό τη Μεγάλη Πέμπτη
τελούσαν τη λειτουργία. Βλ. Ὁδοιπορικόν, λζ΄ 3. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 137.
124
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λζ΄ 1-3. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 136-137. Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ,
Κατήχησις I, 19. ΒΕΠΕΣ 39, σ. 126, στ. 18-21.
125
Βλ. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 43. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σσ. 81-82.

45
Αδριανός το 135 μ.Χ., ανταποκρίθηκε θετικά. Η πρώτη εντολή που
έδωσε ήταν η κατεδάφιση του ειδωλολατρικού ναού και η αφαίρεση
του αναχώματος, προκειμένου να αναφανεί «τὸ σεμνὸν καὶ πανάγιον
τῆς σωτηρίου ἀναστάσεως μαρτύριον»126. Όταν το 335 μ.Χ.
εγκαινιάστηκε ο μεγάλος ναός του Μαρτυρίου, ο ναός της Ανάστασης,
που περιέβαλε τον Πανάγιο Τάφο, ήταν στα αρχικά του στάδια. Γι’ αυτό
ούτε ο προσκυνητής από το Bordeaux127, αλλά ούτε και ο Ευσέβιος τον
μνημονεύουν.

Πάντως μέχρι το 340, που πέθανε ο Ευσέβιος, το σπήλαιο της


Ανάστασης είχε τεχνικά αποκοπεί από τον παρακείμενο λόφο, τμήμα
του οποίου αποτελούσε, με την αφαίρεση τεράστιων όγκων βραχώδους
υλικού. Έτσι διαμορφώθηκε ένας ελεύθερος περιβάλλων χώρος, στο
μέσο του οποίου υπήρχε απομονωμένος πλέον και ελεύθερος σε
πρόσβαση των πιστών ο βραχώδης τάφος του Κυρίου με πρόσοψη προς
την ανατολή128. Το μνημείο αυτό, που καταλάμβανε το δυτικό άκρο της
περιοχής, η οποία οριζόταν μεταξύ αυτού και της κυρίας από βορρά
προς νότο λεωφόρου της Αιλίας, η φιλοτιμία του Κωνσταντίνου, κατά
τον Ευσέβιο, «ὡσανεί τοῦ παντὸς κεφαλὴν ἐξαιρέτοις κίοσι κόσμῳ τε
πλείστῳ κατεποίκιλεν…παντοίοις καλωπίσμασι τὸ σεμνὸν ἄντρον
φαιδρύνουσα»129. Αργότερα, και πιθανόν όταν ο Κύριλλος Ιεροσολύμων
εκφωνούσε τις Κατηχήσεις του 130, υπεράνω του διακοσμημένου πλέον
αγίου αυτού «άντρου», ολοκληρώθηκε η γνωστή Ροτόντα της
Αναστάσεως κι έτσι υλοποιήθηκε πλήρως το αρχικό Κωνσταντίνειο
σχέδιο του συμπλέγματος των κτιρίων, στο κέντρο της νέας Χριστιανικής
Ιερουσαλήμ.

126
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σσ. 76-77. ΕΥΣΕΒΙΟΥ, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως Γ΄, 28.
ΒΕΠΕΣ 24, σ. 156, στ. 40.
127
Αυτός, ενώ μνημονεύει τη μεγάλη Βασιλική, για τον τάφο του Χριστού αναφέρει μόνο ότι «λίγα
βήματα πιο πέρα είναι μία κρύπτη μέσα στην οποία τέθηκε το σώμα του Κυρίου, και αυτός
αναστήθηκε την τρίτη ημέρα». WILKINSON, όπ. π., σ. 158.
128
Βλ. K. CONANT, «The Original Buildings at the Holy Sepulchre in Jerusalem», στο SJMS 31 (1956), σ.
3.
129
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, όπ. π., 34. ΒΕΠΕΣ 24, σ. 158, στ. 36-38.
130
Αν και ο Κύριλλος πουθενά δε μνημονεύει σαφώς την ύπαρξη του ναού της Αναστάσεως,
εντούτοις υποδηλώνει την ύπαρξη ενός επιπροσθέτου κτιρίου, μέσα στο οποίο προαναγγέλλει ότι θα
εκφωνήσει τις Μυσταγωγικές του Κατηχήσεις. (ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις ΙΗ΄, 33. ΒΕΠΕΣ
39, σ. 245, στ.7-10). Πρβλ. και J. WILKINSON, όπ. π., σ. 302.

46
Σύμφωνα με την περιγραφή του Ευσεβίου, μπροστά από τον
Τάφο και ανατολικά απλωνόταν μια «παμμεγέθης» ανοιχτή αυλή, η
οποία κατέληγε στο πίσω μέρος της κόγχης της μεγάλης Βασιλικής του
Μαρτυρίου.

Στο ύψος σχεδόν της Ροτόντα, νοτιοδυτικώς της αναστάσεως,


ίσως εκεί που είναι σήμερα το κωδωνοστάσιο, στο πίσω μέρος του
δυτικού περιστύλου, υπήρχε ένα ξεχωριστό οικοδόμημα, το
Βαπτιστήριο. Η αρχαιότερη μαρτυρία για τη θέση αυτή του
Βαπτιστηρίου προέρχεται από τον προσκυνητή του Bordeaux, από τον
οποίο πληροφορούμαστε ότι «στο πίσω μέρος της Βασιλικής υπήρχαν
δεξαμενές αξιοθαύμαστης ωραιότητας και πίσω από αυτές ένα λουτρό,
όπου βαπτίζονταν τα παιδιά» 131. Από αυτό συνάγεται ότι, πριν ακόμα
ολοκληρωθεί ο ναός της Αναστάσεως, το Βαπτιστήριο βρισκόταν σε
χρήση.

Ως προς την εσωτερική διαρρύθμιση του κτίσματος, το οποίο


ασφαλώς είχε τότε ολοκληρωθεί, καθώς και ως προς τη λειτουργία των
επί μέρους χώρων του, σημαντικές πληροφορίες έχουμε και από τις
τρεις πρώτες Μυσταγωγικές Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων.

Συγκεκριμένα, το πιθανότερο είναι στο Βαπτιστήριο να υπήρχαν


τρεις χώροι, με ένα διάδρομο που τους ένωνε. Προφανώς, οι
υποψήφιοι για βάπτισμα συγκεντρώνονταν στο νότιο πρόστυλο της
μεγάλης αυλής και διά μέσου ενός περάσματος έμπαιναν «εἰς τὸν
προαύλιον τοῦ βαπτίσματος οἶκον»132 ή με άλλα λόγια «ἐν τῷ ἐξωτέρῳ
οἲκῳ» 133, δηλαδή στον πρώτο χώρο του Βαπτιστηρίου, όπου λάβαινε
χώρα η πράξη της απόταξης του Σατανά. Κατόπιν, μετά την αποβολή
των ρούχων και την επάλειψη με επορκιστό λάδι, χειραγωγούνταν στον
δεύτερο κεντρικό χώρο, όπου υπήρχε η βαπτισματική δεξαμενή και
λάβαινε χώρα η κύρια τελετή της τριπλής κατάδυσης και ανάδυσης 134.
Στη συνέχεια οι νεοβαπτισμένοι πήγαιναν σ’ ένα τρίτο χώρο όπου

131
J. WILKINSON, όπ. π., σ. 158.
132
ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Μ. Κατήχησις Α΄, 2. SC 126, σ. 84, στ. 1-2.
133
ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Μ. Κατήχησις Α΄, 11. SC 126, σ. 102, στ. 1.
134
Βλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Μ. Κατήχησις Β΄, 4. SC 126, σ. 110, στ. 1-7.

47
φορούσαν λευκό χιτώνα 135 και χρίονταν από τον επίσκοπο 136, μαζί με
τον οποίο, τέλος, οδηγούνταν στο ναό της Αναστάσεως 137.

Οι αρχιτέκτονες της Βασιλικής που έμεινε, γνωστή ως


Μαρτύριο138, ανταποκρινόμενοι στην επιθυμία του αυτοκράτορα να
είναι η συγκεκριμένη εκκλησία «τῶν ἁπανταχοῦ βελτίων» 139,
προσπάθησαν και το πέτυχαν, σύμφωνα με την περιγραφή του
Ευσεβίου, να την καταστήσουν, μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο,
μνημειώδη στο μέγεθος, ανυπέρβλητη στα υλικά και επιβλητικά
εντυπωσιακή.

Είναι προφανές ότι ο Κωνσταντίνος δαπάνησε τεράστια ποσά ,


προκειμένου να φέρει σε πέρας το εντυπωσιακό αυτό έργο. Η ενέργεια
αυτή μπορεί να δικαιολογηθεί, αν λάβουμε υπόψη μας έναν βασικό
λόγο, ο οποίος πιθανότατα κυριάρχησε στη σκέψη του και αναφέρεται
στο γεγονός ότι η περιοχή του Παναγίου Τάφου κατανοήθηκε ως το
κέντρο της Νέας Ιερουσαλήμ και ολοκλήρου του κόσμου και ως ο
κατεξοχήν τόπος λατρείας, αφού στον συγκεκριμένο αυτό χώρο
συντελέστηκε η αποφασιστική και σωτήρια νίκη του Χριστού κατά του
θανάτου 140.

Με τον ίδιο τρόπο οι περιγραφές της Αιθερίας προϋποθέτουν τον


ιερό ναό των Αγίων Αποστόλων που βρισκόταν στη Σιών, ο οποίος είχε
ανεγερθεί κατά παράδοση στον τόπο, όπου οι Απόστολοι ανέμειναν την
επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος 141. Εκεί συναζόταν η Εκκλησία των
Ιεροσολύμων πολλές φορές τον χρόνο 142. Ο ναός αυτός βρισκόταν στον
τόπο, όπου τελέστηκε ο Μυστικός Δείπνος (Μρκ. ιδ΄ 15), έγινε η

135
Βλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ, Μ. Κατήχησις Δ΄, 8. SC 126, σ. 142, στ. 12-15. Βλ. CH. COUASNON, The Church of the
Holy Sepulchre in Jerusalem, Trans from the Original French by J. –P. B. and CLAUDE ROSS, Oxford
University Press, London 1974, σ. 49.
136
Βλ. K. CONANT, όπ. π., σ. 12.
137
Ὁδοιπορικόν, λη΄ 1. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 138-139.
138
Κατά την Αιθερία η Μεγάλη Εκκλησία είναι γνωστή ως το Μαρτύριο, διότι βρίσκεται στον
Γολγοθά, πίσω από τον Σταυρό, όπου ο Κύριος θανατώθηκε (Ὁδοιπορικόν, λ΄ 1. J. WILKINSON, όπ. π.,
σ. 132). Ο K. CONANT υποστήριξε ότι η ονομασία «Μαρτύριον» της Κωνσταντίνειας Βασιλικής
σημαίνει «εκκλησία της μαρτυρίας του Σωτήρα στον κόσμο με την Σταύρωση και την Ανάστασή Του»
(όπ. π., σ. 7).
139
ΕΥΣΕΒΙΟΥ, όπ. π., 31. ΒΕΠΕΣ 24, σ. 157, στ. 42.
140
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σσ. 78-83.
141
ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 120.
142
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λθ΄, μ΄, μγ΄.

48
ψηλάφιση του Θωμά (Ιωάν. η΄ 27), και η κάθοδος, όπως αναφέρθηκε
παραπάνω, του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής
(Πρξ. β΄ 1), κατά την αρχαία μαρτυρία του «Ἱεροσολυμιτικοῦ
Ἀναγνωσματαρίου» (439 μ. Χ.) και Πέτρου τοῦ Διακόνου (ιβ΄ αιώνας). Ο
άγιος Κύριλλος την χαρακτηρίζει ως «τὴν ἀνωτέραν τῶν Ἀποστόλων
ἐκκλησίαν» 143. Το οικοδόμημα της Σιών, το οποίο επισκέφτηκε η
Αιθερία, πρέπει να κτίστηκε μεταξύ των ετών 340-350 μ. Χ. Ασφαλώς
δεν ήταν η μεγάλη πεντάκλιτος βασιλική μαζί με το παρακείμενο
επισκοπείο, το οποίο κτίστηκε στις αρχές του ε΄ αιώνος, αλλά ήδη
φυλασσόταν εκεί η κολόνα της φραγγελώσεως 144.

Στο όρος των ελαιών, η Αιθερία επισκέφτηκε μία «πολὺ ὡραία


ἐκκλησία» 145, όπου τελούνταν πολλές ιερές ακολουθίες 146. Στην
εκκλησία αυτή υπήρχε το σπήλαιο, όπου διέμεινε ο Κύριος με τους
Αποστόλους κατά το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης 147. Η εκκλησία αυτή,
μία από τις τέσσερις βασιλικές που έκτισε ο Μ. Κωνσταντίνος στην
Παλαιστίνη, ήταν τρίκλιτη και στην κρύπτη της υπήρχε το ιερό σπήλαιο.

Κοντά στην εκκλησία του ελαιώνος, πάνω στην κορυφή αυτού του
όρους, ήταν και το Εμβώμιον, «δηλαδὴ ὁ τόπος ἀπὸ τὸν ὁποῖον
ἀνελήφθη ὁ Κύριος εἰς τοὺς οὐρανούς»148. Την εποχή της Αιθερίας, εκεί
δεν υπήρχε εκκλησία, διότι αυτή κτίστηκε μετά το 392 μ. Χ., σε σχήμα
ροτόντας και ονομάστηκε «Ἁγία Ἀνάληψις».

Μεταξύ του Εμβωμίου και της Γεθσημανή, «ἡ ὁποία εἶναι εἰς τὸ


ἄκρον τῆς κοιλάδος τοῦ Ἰωσαφάτ», κατά την εύστοχη παρατήρηση του
Πέτρου του Διακόνου 149, η Αιθερία αναφέρει ότι υπήρχε μια «κομψὴ
ἐκκλησία, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐπροσευχήθη ὁ Κύριος»150, λίγο πριν
παραδοθεί στους Ιουδαίους.

143
Κατήχησις ΙΣΤ΄, φωτιζομένων, δ΄. ΒΕΠΕΣ 39, 202.
144
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λζ΄.
145
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄.
146
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄, λα΄, λγ΄, λθ΄, μ΄, μγ΄, μθ΄.
147
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λε΄.
148
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λα΄.
149
Πιθανόν οι πληροφορίες του να αντλούνται από το χαμένο τμήμα του Οδοιπορικού.
150
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λστ΄.

49
Στη Βηθλεέμ, η οποία «τρία μίλια ἀπέχει ἀπό Ἱερουσαλὴμ κατὰ
νότον»151, υπήρχε η βασιλική της Γεννήσεως, την οποία επισκέφτηκε η
Αιθερία επανειλημμένως 152. Η οικοδομή αυτή ήταν, επίσης, έργο του
Μεγάλου Κωνσταντίνου και, κατά την μαρτυρία του Πέτρου του
Διακόνου, μέσα σ’ αυτή είχαν αποθησαυριστεί πολλά λείψανα των
αθώων Νηπίων, που είχαν σφαγεί από τον Ηρώδη, η μνήμη των οποίων
τότε τελούνταν κατά την 18η Μαΐου. Η βασιλική αυτή του Μ.
Κωνσταντίνου υπέστη πολλές ζημίες το 529 από τους Σαμαρείτες, αλλά
σύντομα ανακαινίστηκε από τον Ιουστινιανό και με τη μορφή αυτή
παραμένει μέχρι σήμερα 153.

Στο Λαζάριον, δηλαδή στην εκκλησία που ήταν στον τάφο του
Αγίου Λαζάρου στη Βηθανία, μετέβαιναν συχνά «ἐν λιτανείᾳ», αν και η
απόσταση από την Αγία Πόλη έφτανε τα δύο μίλια. Ιδιαιτέρως, όμως,
συγκεντρωνόταν εκεί κατά το Σάββατο του Λαζάρου.Μάλιστα υπάρχει η
άποψη ότι οι τελετές αυτές, κατά την εποχή της Αιθερίας, τελούνταν
στο ύπαιθρο στον τάφο του Λαζάρου, διότι δεν είχε κτιστεί ακόμη η
εκκλησία αυτή.

151
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Ἐπιστολὴ πρὸς Ἰούλιον πάπαν Ῥώμης, -ΒΕΠΕΣ 39, σ. 282.
152
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄, μβ΄.
153
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 44-49.

50
Η αγιότητα του τόπου είναι μία έννοια στενά συνδεδεμένη με τα
Ιεροσόλυμα, η οποία, στη χριστιανική της διάσταση 154, καλλιεργήθηκε
ιδιαίτερα κατά τον δ΄ αιώνα, τόσο στο θεωρητικό, όσο και το πρακτικό
επίπεδο. Αποτελεί τον αντίποδα της τάσης εκείνης η οποία προβάλλει
την σπουδαιότητα της χριστιανικής ζωής και ηθικής των πιστών, παρά
τον τόπο διαμονής ή τα προσκυνηματικά οδοιπορικά τους155.

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, στα περίτεχνα


οικοδομήματα των ναών των Ιεροσολύμων, η χριστιανική πίστη βρήκε,
κατά τον λαμπρότερο τρόπο, τη λειτουργική της έκφραση και εκεί οι
κατηχούμενοι και οι πιστοί διδάσκονταν, όχι μόνο από τον Επίσκοπό
τους, αλλά και από τον ίδιο τον ιερότατο τόπο156.

154
Τα Ιεροσόλυμα, πριν προβληθούν ως ο κατεξοχήν ιερός τόπος για τους χριστιανούς,
λειτουργούσαν ανέκαθεν ως το ιερό κέντρο για τους Ιουδαίους (Βλ. F. CARDMAN, «Fourth- Century
Jerusalem: Religious Geography and Cristian Tradition», στο P. HENRY (ED.), Schools of Thought in the
Cristian Tradition, Philadelphia 1984, σσ. 53-54.
155
Κύριος εκφραστής της τάσης αυτής κατά τον δ΄ αιώνα ήταν ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ. Αντιδρώντας
στην αντίληψη ότι ο Θεός είναι περισσότερο παρών και ενεργών στα Ιεροσόλυμα παρά οπουδήποτε
αλλού, διερωτάται: «τί δὲ καὶ πλέον ἕξει ὁ ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις γενόμενος, ὡς μέχρι τοῦ νῦν
σωματικῶς τοῦ Κυρίου ἐν ἐκείνοις τοῖς τόποις διάγοντος, ἡμῶν δὲ ἀποφοιτῶντος·ἢ ὡς τοῦ ἁγίου
Πνεύματος παρὰ τοῖς Ἱεροσολυμίταις πλεονάζοντος, πρὸς δὲ ἡμᾶς διαβῆναι άδυνατοῦντος;»
(Ἐπιστολή Β΄, Περὶ ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα, ΕΠΕ 4, 352-354. PG 46, 1012CD).
156
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σ. 86.

51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΟΙ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΤΟΥ ΝΥΧΘΗΜΕΡΟΥ ΚΑΙ Ο


ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

1. Οι καθημερινές ακολουθίες.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες που παρέχει η


Αιθερία για τους καιρούς της προσευχής και τις καθημερινές
ακολουθίες του Εικοσιτετραώρου 157.

Δύο ήταν οι κύριες καθημερινές ακολουθίες· οι Εωθινοί Ύμνοι και


το Λυχνικόν 158 (licinicon), το οποίο στη Δύση ονόμαζαν
«lucernarium» 159, ο γνωστός μας δηλαδή Εσπερινός. Και οι δύο
ακολουθίες λάμβαναν χώρα στο ναό της Αναστάσεως και τις έξι ημέρες
της εβδομάδας και περιλάμβαναν ύμνους, προσευχές και ψαλμούς, όχι
όμως και αναγνώσματα. Επικεφαλής ήταν ο Επίσκοπος, ο οποίος
ευλογούσε τους πιστούς και τους κατηχουμένους χωριστά και στο τέλος
έκανε την απόλυση160.

«Καθημερινῶς, πρὶν τὴν ἀλεκτοροφωνίαν, ἀνοίγουν ὅλες τὶς


θύρες τῆς Ἀναστάσεως καὶ κατεβαίνουν ὅλοι, μονάζοντες καὶ παρθένοι,
ὅπως λέγονται ἐδῶ, καὶ ὄχι μόνο αὐτοί, ἀλλὰ καὶ λαϊκοί, ἄνδρες καὶ
γυναῖκες, ὅσοι θέλουν νὰ λάβουν μέρος εἰς αὐτὴν τὴν ἑωθινὴ
ἀγρυπνία»161.

Η λατρεία στον χώρο των Ιεροσολύμων δεν περιορίζεται χρονικά


μόνο στον εορτασμό των σημαντικών σταθμών της επίγειας ζωής και
παρουσίας του Σωτήρος, αλλά επεκτείνεται και στην καθ’ ημέρα
157
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς», στο Θεολογία,
τόμ. ΞΑ΄ (1990), σ. 125.
158
Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 1-7. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 123-124.
159
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
3
Σωτήρ», Ἀθῆναι 1998, σ. 61.
160
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σσ. 93-94.
161
Ὁδοιπορικόν, κδ ΄1.

52
λατρεία και έκχυση της καρδιάς όλων των μελών του Σώματος του
Χριστού και των μοναχών και των λαϊκών, αρμονικά συνταιριασμένων
μεταξύ τους.

«Ἀπὸ τὴν ὣρα αὐτὴν ἔως τὴν αὐγή, ψάλλουν ἀντιφωνικῶς


ὕμνους καὶ τὰ ἐφύμνια τῶν ψαλμῶν 162. Μετὰ ἀπὸ κάθε ὕμνον
ἀπαγγέλλεται μία προσευχή» 163.

Ενδιάμεσα από κάθε ύμνο ή αντίφωνο δύο ή τρεις ιερείς και


διάκονοι καθημερινά εκ περιτροπής απαγγέλλουν τις δεήσεις, οι οποίες
αντιστοιχούν με τις σημερινές μικρές συναπτές. Παρατηρεί κανείς την
ενότητα κλήρου και λαού στην κοινή λατρεία της Εκκλησίας. Στη
συνέχεια μόλις αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της η αυγή, με το πρώτο
φώς, αρχίζει και ο λαός να ψάλλει τους εωθινούς ύμνους 164, οι οποίοι

162
Πρβλ. τους εναλλασσόμενους ψαλμούς των 68 αντιφώνων μαζί με τα εφύμνιά τους, στο έργο του
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἐκλογή Ἑλληνικῆς Ὀρθοδόξου Ὑμνογραφίας, έκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι
1949, σσ. 39-40. Επίσης πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν βίον τῆς Ὁσίας Μακρίνης, ΕΠΕ 9, 348-350
ΒΕΠΕΣ 69, 107: «Μόνη ἡ τῶν θείων μελέτη καὶ τὸ τῆς προσευχῆς ἀδιάλειπτον καὶ ἡ ἄπαυστος
ὑμνῳδία, κατὰ τὸ ἵσον παντὶ συμπαρατεινομένη τῷ χρόνῳ διὰ νυκτὸς καὶ ἡμέρας πάσης, ὥστε
αὐταῖς καὶ ἔργον εἶναι τοῦτον καὶ ἔργου ἀνάπαυσιν».
163
Ὁδοιπορικόν, όπ. π.
164
Πρβλ. Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 128.:«Κατῆρχον δὲ τῆς
ψαλμωδίας “oἱ κανονικοὶ ψάλται, οἱ ἐπὶ τοῦ ἄμβωνος ἀναβαίνοντες”, κατὰ τὸν ΙΕ΄ κανόνα τῆς ἐν
ου
Λαοδικείᾳ, “καὶ ἀπὸ διφθέρας ψάλλοντες”, ἀπαγορευμένου ὑπὸ τοῦ 59 κανόνος τῆς αὐτῆς
συνόδου, “ἰδιωτικοὺς ψαλμοὺς λέγεσθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ”. Οὕτω τοῦ ψάλτου “κατάρχοντος τοῦ
μέλους, οἱ λοιποὶ ὑπηχοῦσι”, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ Μ. Βασιλείου».

53
αντιστοιχούν με τους σημερινούς Αίνους 165. Τότε έρχεται στο ναό ο
επίσκοπος166 μαζί με τον κλήρο, ο οποίος εισέρχεται στο σπήλαιο και
πίσω από το κιγκλίδωμα 167, λέει μία δέηση υπέρ όλου του λαού και στη
συνέχεια γίνεται η μνημόνευση των ονομάτων με την ανάγνωση των
διπτύχων, η ευλογία των κατηχουμένων, την οποία ακολουθεί μία
ακόμη δέηση 168, και η ευλογία των πιστών 169.Μετά την ευλογία των
πιστών από τον επίσκοπο, αυτοί τον πλησιάζουν, για να ασπαστούν το
χέρι του 170 και γίνεται απόλυση171, όταν πλέον έχει ξημερώσει.

Το Οδοιπορικό κάνει λόγο για την έκτη172 και ενάτη ώρα 173. Κατά
την διάρκειά τους προπορεύεται πάλι ο λαός στην Ανάσταση, όπου
λέγουν ψαλμούς και αντίφωνα μέχρι να ειδοποιηθεί ο επίσκοπος.
Αυτός εισέρχεται κατευθείαν πίσω από τις κιγκλίδες, μέσα στο σπήλαιο
της Αναστάσεως και κάνει μία δέηση. Επακολουθεί η ευλογία των
πιστών, την οποία συνοδεύει ο ασπασμός της χειρός του174.

165
Η ίδια έκφραση συναντάται και στον ΕΠΙΦΑΝΙΟ, Σύντομος ἀληθής Λόγος περί πίστεως καθολικῆς
καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας ΧΧΙΙ, PG 42, ΚΓ΄, 829Α: «ἑωθινοὶ ὕμνοι καὶ προσευχαὶ ἑωθιναί». Π.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 301.
166
Κατά την άποψη του αρχ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ πρόκειται για τον άγιο Κύριλλο, Πατριάρχη
Ιεροσολύμων (350-386 μ. Χ.), του συγγραφέως των γνωστών «Κατηχήσεων».
167
Ίσως πρόκειται για δεύτερο κιγκλίδωμα. Ήδη, όμως, υπάρχει μία σαφής διάκριση μεταξύ κλήρου
και λαού και της θέσης τους μέσα στο ναό.
168
Αντιστοιχεί προς την ευχή της κεφαλοκλισίας του Όρθρου, του ισχύοντος Τυπικού. (Πρβλ. Π.
ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρὸν Εὐχολόγιον, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1955, σ. 235).
169
L. DUCHESNE, Les origins du culte chrétien, Paris 1925, σ. 474. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι
Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, σσ. 300-301.
170
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 6. Πρβλ. τον ΙΘ΄ Κανόνα της εν Λαοδικείᾳ Συνόδου: «μετὰ τὰς ὁμιλίας τῶν
ἐπισκόπων καὶ τῶν κατηχουμένων εὐχὴν ἐπιτελεῖσθαι καὶ μετὰ τὸ ἐξελθεῖν τοὺς κατηχουμένους τῶν
ἐν μετανοίᾳ τὴν εὐχὴν, γίνεσθαι καὶ τούτων προσελθόντων ὑπὸ χεῖρα…». Αυτή η ευλογία από το
επισκοπικό χέρι απευθύνεται μόνο στους πιστούς και μετανοούντες, οι οποίοι ήταν βαπτισμένοι, και
όχι στους κατηχουμένους. Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σσ. 133-134.
171
Το Οδοιπορικό δεν φαίνεται να προϋποθέτει καθημερινή τέλεση της Θείας Λειτουργίας. (Πρβλ.
ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, έκδ. «Ἀστέρος», Αθήνα 1976, σ. 425: «ἐπειδὴ καθ’ ἑκάστην δὲν
έγίνετο λειτουργία».
172 η
12 μεσημβρινή ώρα.
173
3 μ. μ. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 474-475.
174
Όπως η ακολουθία του Όρθρου και του Εσπερινού, τις οποίες περιγράφει η Αιθερία, έτσι και οι
ακολουθίες του Μεσονυκτικού και των Ωρών είναι του «Ασματικού Τυπικού». Στο Τυπικό αυτό οι
Ώρες δεν ήταν τρίψαλμοι, αλλά είχαν τρία αντίφωνα, συνοδευόμενα το καθένα από τη μικρή
συναπτή του διακόνου, την ευχή του ιερέως, κατά την διάρκεια που ο διάκονος ανάπεμπε τις
αιτήσεις, και την εκφώνηση του ιερέως. Στο τέλος κάθε Ώρας υπήρχε η ευχή της κεφαλοκλισίας και η
ευχή της απόλυσης. Αργότερα προστέθηκε στο ημερήσιο πρόγραμμα των ακολουθιών και η Πρώτη
Ώρα. Δύο έκτακτες ακολουθίες προστέθηκαν αργότερα: η Παννυχίδα και η Τριθέκτη της Αγίας
Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες αυτές έχουν την δομή των τριών αντιφώνων και των πέντε ιερατικών
ευχών. Στην Τριθέκτη προστέθηκαν και ειδικές ευχές, εφόσον ήταν μία ακολουθία, η οποία
προϋπέθετε την ανάγνωση βιβλικών περικοπών. [Πρβλ. M. ARRANZ, «Les priéres presbytérales des

54
Ο Εσπερινός, ή Λυχνικόν 175 (όπως ονομάζεται στα Ιεροσόλυμα
τον δ΄ αιώνα) είναι ακολουθία η οποία τελούνταν κατά την δεκάτη ώρα
(4 μ. μ.). Οι μονάζοντες και οι παρθένοι συναθροιζόταν κατά την
ακολουθία αυτή, καθώς και σε άλλες ώρες στη βασιλική της
Αναστάσεως. Το πρωί, όμως και την εσπέρα μετείχε των ακολουθιών
αυτών και ο λαός176. Όλο το πλήθος συναγόταν στο ναό της
Αναστάσεως και άναβαν όλες τις κανδήλες και τις λαμπάδες, για να
γίνει απεριόριστο φως. Το φως αυτό δεν προερχόταν από έξω, αλλά
λαμβανόταν από το εσωτερικό του σπηλαίου, όπου νύχτα και ημέρα
έκαιγε λυχνία 177 πίσω από τις κιγκλίδες.

Έψαλλαν εν τω μεταξύ λυχνικούς ψαλμούς και αντίφωνα για


πολλή ώρα, και στη συνέχεια κατέβαινε ο επίσκοπος και οι πρεσβύτεροι
και καθόταν στις καθέδρες τους178. Όταν η ψαλμωδία λάμβανε τέλος, ο
επίσκοπος προχωρούσε προς το σπήλαιο 179 και στεκόταν όρθιος

Petites Heures dans l’ ancient Euchologe byzantin», OCP (=Orientalia Cristiana Periodica) 39 (1973),
σσ. 29-82].
175
«Λυχνικόν» ονομάζεται η εσπερινή ακολουθία, που τελείται κάθε μέρα γύρω στη δύση του ηλίου,
κάτω από το φώς των λύχνων ή και λαμπάδων που ανάβονταν τότε, και σήμερα είναι περισσότερο
γνωστή με το όνομα «εσπερινός». Πρβλ. «Εὐχὰς ἐπιτελεῖτε…ἑσπέρᾳ, εὐχαριστοῦντες ὅτι ὑμῖν
ἀνάπαυσιν ἔδωκε τῶν μεθημερινῶν κόπων τὴν νύκτα». Διαταγαὶ τῶν Ἀποστόλων, Η΄. ΒΕΠΕΣ, 2, 192.
176
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, όπ. π., σ. 61. ÉTHÉRIE,“Journal
de voyaye”, texte latin, introduction et traduction de HÈLÈNE PÉTRÉ. Paris 1948, σ. 190.
177
Στις περιγραφές των προσκυνητών του Παναγίου Τάφου και στις απεικονίσεις του, γίνεται
αναφορά στην κανδήλα ή τις τρεις κανδήλες, που έφεγγαν εκεί ακοίμητα. Πολλοί έπαιρναν, ως
ευλογία, έλαιο από αυτές τις κανδήλες, και το μετέφεραν στα σπίτια τους
178
Πρβλ. τον ΝΣΤ΄ (56) κανόνα της εν Λαοδικεία Συνόδου: «Οὐ δεῖ Πρεσβυτέρους πρὸ τῆς εἰσόδου
τοῦ ἐπισκόπου εἰσιέναι καὶ καθέζεσθαι ἐν τῷ βήματι, ἀλλὰ μετὰ τοῦ ἐπισκόπου εἰσιέναι, πλὴν εἰ μὴ
ἀνωμαλοίη ἤ ἀποδημεῖ ὁ ἐπίσκοπος». Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, όπ. π., σ. 440.
179
Στέκεται μπροστά στο σπήλαιο, ώστε να είναι στραμμένος προς την Ανατολή. Διότι, εκ «τῶν ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων…τὰ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν

55
μπροστά στις κιγκλίδες. Τότε ένας από τους διακόνους ανήγγελλε τα
μνημονευόμενα ονόματα των κατηχουμένων και των πιστών. Σε κάθε
όνομα, που μνημονεύει ο διάκονος, ένας μεγάλος αριθμός παιδιών 180,
τα οποία στέκονται εκεί όρθια, απαντούν: «Κύριε, ἐλέησον», όπως οι
μεγαλύτεροι σε ηλικία λένε: «Κύριε, οἰκτίρησον ἡμᾶς». Είναι
αξιοσημείωτη και η διάταξη της Λειτουργίας των Αποστολικών
Διαταγών, κατά την οποία: «ἐφ’ ἑκάστῳ τούτων, ὧν ὁ διάκονος
προσφωνεῖ, ὡς προείπομεν, λεγέτω ὁ λαός· Κύριε, ἐλέησον, καὶ πρὸ
πάντων τὰ παιδία» 181.

Επαναλαμβάνονται μετά, όπως και το πρωί, οι κεφαλοκλισίες -


μετά το διακονικό κέλευσμα- και οι ευχές του επισκόπου υπέρ των
κατηχουμένων αρχικά και των πιστών μετέπειτα, η απόλυση και ο
ασπασμός της χειρός του επισκόπου. Ακολούθως, ο λαός οδηγεί τον
επίσκοπο από την Ανάσταση στον Σταυρό 182 με ύμνους. Στη συνέχεια

μυστηρίῳ», είναι και «τὸ πρὸς ἀνατολὰς ἐπὶ τῶν προσευχῶν· ὀλίγοι δὲ ἴσμεν ὅτι τὴν ἀρχαίαν
ἐπιζητοῦμεν πατρίδα, τὸν παράδεισον, ὃν ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς ἐν Ἐδὲμ κατ’ Ἀνατολὰς». Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κζ΄. ΒΕΠΕΣ 52, 286-288.
180
Την παρεμβολή των παιδιών στις λειτουργικές δεήσεις εξηγεί ο άγιος ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ,
ότι την προκάλεσε η Εκκλησία, επειδή αυτή «τὰ παιδία τὰ ἄμωμα τοῦ δήμου προβάλλεται, τὸν Θεὸν
ἐπὶ ἔλεον παρακαλοῦντα. Ἐπειδὴ γὰρ αὐτοὶ κατεγνώκαμεν ἑαυτῶν ἁμαρτήματα, ὑπὲρ μὲν τῶν πολλὰ
ἡμαρτηκότων καὶ ἐγκληθῆναι ὀφειλόντων αὐτοὶ οὐ βοῶμεν, ὑπὲρ δὲ ἡμῶν αὐτῶν οἱ παῖδες, ὧν τῆς
ἁπλότητος τοὺς ζηλωτὰς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μένει. Ὁ γὰρ τύπος οὗτος τοῦτο ἐνδείκνυται, ὅτι οἱ
κατ’ ἐκείνους τοὺς παῖδας ταπεινοὶ καὶ ἄπλαστοι οὗτοι μάλιστα δύνανται ἐξαιτεῖσθαι τοὺς
ὑπευθύνους». Εἰς τὸν Ματθαῖον Ὁμιλία ΟΑ΄, 4) (Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ
Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 134).
181
Βλ. Βιβλίον Η΄, 6, 9.
182
Δηλαδή τον Γολγοθά, ο οποίος βρισκόταν στο αίθριο ή την αυλή που χώριζε το ναό της
Αναστάσεως από το ναό του Μαρτυρίου.

56
ακολουθείται η ίδια διαδικασία και πίσω από τον Σταυρό (post crucem)
και μπροστά από το Σταυρό (ante crucem).

Διασώζεται, στο τέλος, η μαρτυρία για άπλετη φωτοχυσία


μπροστά και πίσω από τον Σταυρό και μπροστά στην Ανάσταση που
αναδινόταν από τις μεγάλες γυάλινες λυχνίες και τα πολυάριθμα κεριά
που κατάκλυζαν τον αντίστοιχο χώρο183.

Αυτό που συνιστά κάτι το τελείως ιδιαίτερο είναι ότι κάθε ημέρα
λέγονται ειδικοί ψαλμοί και αντίφωνα 184· άλλοι λέγονται τη νύχτα και
άλλοι το πρωί, άλλοι την έκτη ώρα, την ενάτη ή τον εσπερινό. Όλα αυτά
είναι ειδικώς επιλεγμένα, με κάποια λογική, έτσι ώστε να
ανταποκρίνονται στο θέμα της ακολουθίας.

2. Η ακολουθία της Κυριακής.

Την Κυριακή το τυπικό που ακολουθούσαν σε ορισμένα σημεία


ήταν διαφορετικό. Η ακολουθία άρχιζε με την πρώτη αλεκτοροφωνία
στη βασιλική της Αναστάσεως και περιελάμβανε ψαλμούς, προσευχές

183
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 7.
184
Σε κάθε ασματική ακολουθία υπήρχαν αντίφωνα μόνιμα και αντίφωνα μεταβαλλόμενα ανάλογα
με την περίσταση, όπως αυτή οριζόταν από το Τυπικό. (Βλ. Archim. JOB GETCHA, La réforme
liturgique du Métropolite Cyprien de Kiev, Institut de Théologie Orthodoxe Saint- Serge, Paris 2003, σ.
146).Την ίδια ακολουθία περιγράφει και ο άγιος Κασσιανός, ο οποίος ορίζει ότι οι ψαλμοί αυτοί είναι
δώδεκα. (ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ, Συνομιλίες: Συνομιλίες μὲ τοὺς Πατέρες τῆς ἐρήμου, τ. Α΄-Β΄, ἐκδ.
«Ἐτοιμασία», Καρέας 2004-2006, σσ. 59, 109. Πρβλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Βίβλος Βαρσανουφίου
καὶ Ἰωάννου, έκδ. «Σχοινᾶ», Βόλος 1960, σ. 69).

57
και Ευαγγελικό ανάγνωσμα 185. Έτσι, τα πλήθη των πιστών
συγκεντρωνόταν στον χώρο της βασιλικής που βρίσκεται μπροστά στο
ναό της Αναστάσεως, που ονομάζεται Μαρτύριο, «ὅπου φῶτα ἀρκετὰ
ἐκρέμαντο». Συναθροιζόταν με προθυμία πριν την καθορισμένη ώρα,
για να βρίσκονται εγκαίρως εκεί κατά την αλεκτοροφωνία, πράγμα που
μαρτυρεί τον πνευματικό ζήλο και την τήρηση της ακρίβειας από
μέρους των συμμετεχόντων στις λατρευτικές ευκαιρίες της Εκκλησίας.
Εωσότου, λοιπόν, ανοίξουν οι θύρες ψαλλόταν ύμνοι 186 και αντίφωνα,
ενώ ανεπέμποντο ευχές μετά από κάθε ύμνο ή αντίφωνο. Οι ιερείς και
διάκονοι ήταν πάντοτε έτοιμοι να τελέσουν την αγρυπνία 187,
διακονώντας το συγκεντρωμένο πλήθος.

Ευθύς αμέσως, μετά την πρώτη αλεκτοροφωνία 188 κατερχόταν189


και ο επίσκοπος και εισερχόταν στο σπήλαιο και στη συνέχεια άνοιγαν
όλες οι πύλες κι έτσι ακολουθούσε και όλος ο λαός στην Ανάσταση, η
οποία έλαμπε από αμέτρητα φώτα. Όταν εισερχόταν στο ναό,
ψαλλόταν από έναν ιερέα ένας ψαλμός και όλος ο λαός αποκρινόταν σ’
αυτόν με την υπακοή και στη συνέχεια γινόταν δέηση. Μετά από αυτή
ένας από τους διακόνους έψαλλε άλλο ψαλμό και, μετά την

185
Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σ. 94.
186
Πιθανώς οι ύμνοι αυτοί να είναι πρόδρομοι των κοντακίων. Πρβλ. Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, Βυζαντινὴ
Ὑμνογραφία, έκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 1986, σ.45.
187
Ο αρχ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΠΑΡΟΥΣΗΣ διευκρινίζει ότι τελούσαν την ώρα αυτή το σήμερα ονομαζόμενο
«Μεσονυκτικό», το οποίο αναγινώσκεται στο νάρθηκα, κατά τη ώρα που οι πύλες του κυρίως ναού
είναι κλειστές. Όμως, επειδή η αγρυπνία αυτή είναι η του Σαββάτου προς Κυριακή, δεν υπάρχει
διακεκριμένη ακολουθία του Μεσονυκτικού, όπως ισχύει και στο σημερινό βυζαντινό Τυπικό (πρβλ.
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Μικρὸν Εὐχολόγιον, τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1955, σ. 237 και Γ. ΡΗΓΑ, Τυπικόν έκδ.
Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών [Λειτουργικά Βλατάδων, 1], Θεσσαλονίκη 1994, σ. 172
εξ., ὅπου διὰ τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου πρός Κυριακή προβλέπεται ἡ τέλεσις ἀγρυπνίας).
Η ακολουθία, την οποία η Αιθερία ονομάζει «ἀγρυπνία», ταυτίζεται με εκείνη που
ονομάζεται «παννυχὶς τοῦ ᾀσματικοῦ τυπικοῦ, κατὰ τὴν τάξιν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας».(Archim.JOB
GETCHA, όπ. π., σ. 166, υποσ. 444). Η «παννυχὶς» αυτή ήταν μία έκτακτη νυκτερινή ακολουθία, που
τελούνταν τις μέρες των εορτών ή νηστειών, μεταξύ του εσπερινού και του μεσονυκτικού.
Απαρτιζόταν επίσης από τρία αντίφωνα, τρεις μικρές συναπτές και τρεις ιερατικές ευχές. Η είσοδος
γινόταν μετά το τρίτο αντίφωνο. Ακολουθούσε ο Ν΄ (50) Ψαλμός και η ανάγνωση του Ευαγγελίου
από τον άμβωνα, η ευχή της απολύσεως και η λιτή. (Πρβλ. Archim. JOB GETCHA, όπ. π., σ. 149).
188
Στις 3 π. μ.
189
Πρβλ. Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, όπ. π., σσ. 45-47: «Ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ…ἦταν σκαμμένος πιθανότατα εἰς
ἀρχαῖο λατομεῖο…Τὸ λατομεῖο αὐτὸ, ἀφοῦ ἐπιχωματώθηκε στὰ χαμηλότερα μέρη του,
διαμορφώθηκε σὲ κῆπο, ἐνῶ ψηλὰ ἔμεινε νὰ ἐξέχῃ ὁ Γολγοθᾶς ὡς βράχος…Ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ, ὡς
ὄρυγμα πρὸς τὰ κάτω, εἶχε κάποια σπηλαιώδη μορφή, γι’ αὐτὸ…καὶ ἡ Αἰθερία ἀναφέρει “κάθοδον
εἰς τὸ σπήλαιον”».

58
συναπτόμενη δέηση που ακολουθεί, ψαλλόταν και τρίτος ψαλμός190
από κάποιον κληρικό που συνοδεύεται από μια τρίτη δέηση, κατά την
οποία μνημονεύονται τα ονόματα όλων. Τότε προσκομίζονται
θυμιατήρια 191 στο σπήλαιο της Αναστάσεως, ώστε ολόκληρη η Βασιλική
πλημμύριζε από το θυμίαμα 192. Ο Lietzmann παρατηρεί ότι κατά την
διάρκεια του δ΄ αιώνος εισήχθη και η χρήση του θυμιάματος ως
τέταρτο στοιχείο θυσίας. Αυτό μνημονεύει και η Αιθερία, η οποία
πολλές φορές είδε κατά τις ακολουθίες στο ναό της Αναστάσεως να
χρησιμοποιείται το θυμίαμα, όπως και ο τέταρτος αποστολικός κανόνας
της ίδιας εποχής που μιλάει για θυμίαμα «τῷ καιρῷ τῆς ἁγίας
προσφορᾶς»193.

Κατά την μαρτυρία της Αιθερίας 194, το εωθινό ευαγγέλιο της


Κυριακής αναγινωσκόταν 195 στα Ιεροσόλυμα πίσω από τις κιγκλίδες και
190
Υποστηρίζεται ότι οι τρεις αυτοί ψαλμοί είναι η πρώτη μορφή του Πολυελέου. «Ὁ Πολυέλεος
ἀνῆκε ἀρχικῶς εἰς τὴν παλαιὰν τάξι τῆς ἀγρυπνίας τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπως τὴν
παρουσιάζει ἡ Αἰθερία. Οἱ τρεῖς Ψαλμοί, ποὺ προηγοῦνται τῆς θυμιάσεως καὶ τῆς ἀναγνώσεως εἰς
ος ος ος
τὴν Αἰθερία, εἶναι ἡ πρώτη μορφή τῶν Ψαλμῶν τοῦ Πολυελέου-134 , 135 και 136 Ψαλμός» (J.
MATEOS, «Lavigile cathedrale chez Égérie»OCP 27 (1961), σ. 281-312).
191
Πρβλ. «…Ὁ μὲν ἱεράρχης, εύχὴν ἱερὰν ἐπὶ τοῦ θείου θυσιαστηρίου τελέσας, ἐξ αὐτοῦ τοῦ θυμιᾶν
ἀρξάμενος ἐπὶ πᾶσαν ἔρχεται τὴν τοῦ ἱεροῦ χώρου περιοχὴν· ἀναλύσας δὲ πάλιν ἐπὶ τὸ θεῖον
θυσιαστήριον, ἀπάρχεται τῆς ἱερᾶς τῶν ψαλμῶν μελῳδίας, συνᾳδούσης αὐτῷ τὴν ψαλμικὴν
ἱερολογίαν ἁπάσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακοσμήσεως». ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ
ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ΕΠΕ 3, 368.
192
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 127.
193
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 161.
194
Βλ. Ὁδοιπορικόν κδ΄ 10.
195
Ο Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑΣ παρατηρεί ότι δεν αναγινωσκόταν κατά τον συνηθισμένο τρόπο αναγνώσεως,
αλλά ψαλλόταν σε απλό μέλος, ώστε η ανάγνωση να είναι κάπως εμμελής, και αυτό, όπως
παρατηρεί ο DIX και δέχεται ο STEWART, γινόταν κατά την πράξη των Συναγωγών και αποσκοπούσε

59
κοντά στη θύρα του ναού της Αναστάσεως από τον ίδιο 196 τον
επίσκοπο 197 εν μέσω γενικής κατανύξεως από το εκκλησιαστικό
πλήρωμα. Αυτή η κατάνυξη εκδηλωνόταν με πολλά δάκρυα για όσα ο
Κύριος έπαθε για το σώμα Του, την Εκκλησία, το οποίο ακριβώς
αποδεικνύει ότι το ευαγγέλιο της Αναστάσεως παρουσίαζε και τα πάθη
του Κυρίου, κατά την παρατήρηση του Baumstark198. Μετά από αυτή
την ανάγνωση του ευαγγελίου 199, επακολουθούσε λιτανεία με ύμνους
προς τον Γολγοθά, προπορευομένου του επισκόπου και ακολουθούντος
ολοκλήρου του λαού. Μετά από την ψαλμωδία και δέηση και την
επισκοπική ευλογία, γινόταν απόλυση. Ο επίσκοπος αναχωρούσε, για
να αποσυρθεί στο κατάλυμά του, αφού πρώτα όλοι ασπαζόταν την
χείρα του 200.

Ενώ οι περισσότεροι λαϊκοί επέστρεφαν στα σπίτια τους, οι


μοναχοί 201 και όσοι επιθυμούσαν από τους λαϊκούς επανερχόταν στο
ναό της Αναστάσεως, όπου λεγόταν ψαλμοί και αντίφωνα202 και ευχές
μέχρι το πρωΐ. Κάθε ημέρα, εκ περιτροπής, οι ιερείς και οι διάκονοι με
το λαό τελούν τις αγρυπνίες στην Ανάσταση 203.

Όταν ξημέρωνε, με την ανατολή του ηλίου, όλο το εκκλησίασμα


πήγαινε με λιτανεία στο Μαρτύριο, δηλαδή στη μεγάλη βασιλική, που
ανεγέρθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο και περιελάμβανε τον τόπο, όπου

στο να ακούγονται οι λέξεις ευκολότερα και να προσδίδεται μεγαλύτερη επισημότητα και


επιβλητικότητα στην ανάγνωση. Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 127.
196
Και σήμερα, κατά το ισχύον Τυπικό, το Ευαγγέλιο του Όρθρου αναγινώσκεται πάντοτε από τον
ιερέα, και ουδέποτε από τον διάκονο. Βλ. Γ. ΡΗΓΑ, όπ. π., σ. 82. Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Εὐχολόγιον, σ.
245, και Archim. JOB GETCHA, όπ. π., σ. 231.
197
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 127. L. DUCHESNE, όπ. π.,
σ. 476. Πρβλ. J. MATEOS, όπ. π., σ. 291.
198
Βλ. A. BAUMSTARK, όπ. π., σ. 44, υποσ. 1. Η περικοπή αυτή πρέπει να περιείχε εκτός της
αφηγήσεως της Αναστάσεως και τμήμα της εξιστορήσεως του πάθους, διότι αλλιώς δεν εξηγείται,
πώς, κατά την διήγηση της Αιθερίας, όταν άρχιζε η ανάγνωση λυγμοί και κλαυθμοί ακουγόταν από
τους ακροατές.
199
Κατά το Ασματικό Τυπικό, μετά την δοξολογία γινόταν είσοδος και αναγινωσκόταν η ευαγγελική
περικοπή. Πρβλ. Archim. JOB GETCHA, όπ. π., σσ. 148, 152 και Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Εὐχολόγιον, όπ. π., σ.
246. Αυτό εξακολουθεί σήμερα να γίνεται στον όρθρο του Μ. Σαββάτου. Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π.,
σσ. 233-235.
200
Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 11.
201
Οι μοναχοί αυτοί ήταν οι «σπουδαίοι», οι μοναχοί του Παναγίου Τάφου, που κατοικούσαν
πλησίον της Αναστάσεως και οι οποίοι αναφέρονται επίσης από το Ιεροσολυμιτικό Τυπικό του έτους
1122 μ. Χ. Βλ. Archim. JOB GETCHA, όπ. π., σ. 408.
202
Κατά τον βίο της οσίας Μελάνης: «πρὸς τοῖς ὀρθρινοῖς ἀντίφωνα δεκαπέντε…». Δ. ΤΣΑΜΗ,
Μητερικόν, εκδ. Πουρναρά τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 276. Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 243.
203
Ὁδοιπορικόν κδ΄ 12.

60
βρέθηκε ο τίμιος Σταυρός και περιέχει το αίθριο με τον Γολγοθά 204. Εκεί
τελούνταν η Θεία Ευχαριστία, η οποία παρατεινόταν μέχρι την τέταρτη
και πέμπτη ώρα (δηλαδή μεταξύ της 10ης και 11ης προμεσημβρινής) 205.
Η όλη ακολουθία τελείωνε με λιτανεία και επιστροφή με ύμνους στο
ναό της Αναστάσεως, όπου την κεφαλοκλισία μπροστά στον πανάγιο
τάφο συνόδευε μια ευχαριστήριος προσευχή και ευλογία από τον
Επίσκοπο206 και η απόλυση207, η οποία παρατείνεται μέχρι την
πέμπτη208 ή την έκτη209 ώρα. Το αξιοσημείωτο είναι ότι στο ναό από το
σημείο αυτό και έπειτα εισέρχονται μόνο οι πιστοί, όχι όμως και οι
κατηχούμενοι, και στο τέλος ακολουθεί ο επίσκοπος210.

Εκείνο που χαρακτήριζε την κυριακάτικη ακολουθία ήταν τα


βιβλικά αναγνώσματα, κατάλληλα επιλεγμένα 211 από την Παλαιά και
Καινή Διαθήκη, καθώς και τα επεξηγηματικά κηρύγματα, που
ακολουθούσαν, από όλους τους πρεσβυτέρους που επιθυμούσαν να
κηρύξουν και τον Επίσκοπο, τα οποία είχαν ως στόχο «να διασφαλίζεται
ότι ο λαός θα μαθαίνει συνεχώς για τη Βίβλο και την αγάπη του
Θεού» 212.

Στον εσπερινό της Κυριακής τελείται, όπως συνήθως, το


καθημερινό τυπικό. Αυτό τηρείται όλες τις ημέρες του χρόνου, εκτός
των εορταστικών ημερών.

Ολόκληρο το έτος, την Κυριακή πηγαίνουν πάντοτε στη μεγάλη


εκκλησία που είναι στον Γολγοθά, πίσω από το Σταυρό, αυτή που έκτισε
ο Μ. Κωνσταντίνος, εκτός από την Κυριακή της Πεντηκοστής, που
πηγαίνουν στη Σιών 213.

204
Από εκεί και η ονομασία Post crucem.
205
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 1.
206
J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 124-126.
207
LOUIS DUCHESNE, όπ. π., σσ. 476-478. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σσ. 302-303.
208
11 π. μ.
209
12 μβρ.
210
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 2-4. Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σσ. 127-128.
211
Βλ. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 58 και 253-261. Τις αρχές με τις οποίες επιλέγονταν τα κυριακάτικα
βιβλικά αναγνώσματα μπορεί κανείς να πληροφορηθεί από το Παλαιό Αρμενικό Λειτουργικό Βιβλίο
Αναγνωσμάτων, αγγλική μετάφραση, το οποίο δημοσίευσε ο F. C. CONYBEARE, στο Rituale
Armenorum, Oxford 1905, σσ. 507-527, και το οποίο αντανακλά τη λειτουργική ζωή των
Ιεροσολύμων.
212
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, όπ. π., σ. 94.
213
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 6.

61
3. Λιτανείες.

Η λέξη λιτανεία παράγεται από το ρήμα λιτανεύω, το οποίο


σημαίνει παρακαλώ, δέομαι ικετευτικά με μεγάλη δύναμη και δηλώνει
ικεσία θερμή. Στην εκκλησιαστική γλώσσα λιτανεία είναι η θρησκευτική
τελετή με ευχές και ύμνους και με τη συμμετοχή κλήρου και λαού σε
πομπή ιερής πορείας, από ιερό τόπο, κυρίως από κάποιο ναό, σε άλλο
τόπο, προς επίκληση της βοήθειας του Θεού ή προς απόδοση τιμής σε
κάποιο Άγιο 214.

Στο Οδοιπορικό της Αιθερίας είναι δυνατόν να ανιχνευτεί ένας


μεγάλος αριθμός λιτανειών που πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια
του λειτουργικού έτους. Πρωτίστως, ανευρίσκεται η λιτανεία κατά την
διάρκεια του λυχνικού, με την οποία μετέβαινε καθημερινά ο λαός με
ύμνους, συνοδεύοντας τον επίσκοπο από την Ανάσταση στον Σταυρό 215.
Αυτή η λιτανεία είναι ο πρόδρομος της λιτής του σημερινού βυζαντινού
τυπικού 216.

Άλλη μία λιτανεία πραγματοποιόταν στον εβδομαδιαίο κύκλο


κατά την ημέρα της Κυριακής. Με την ανατολή του ηλίου, όλο το
214
ΘΗΕ, τόμ. 8, Ἀθῆναι 1966, σ. 310.
215
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 7.
216
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 153, υποσ. 9. Η λιτανεία αυτή διατηρήθηκε στην
Παλαιστίνη και μάλιστα στη Λαύρα του Αγίου Σάββα, όπου μεταβαίνουν σε διάφορες εκκλησίες της
Λαύρας και καταλήγουν στον τάφο του κτίτορα. Archim. JOB GETSA, όπ. π., σσ. 222, 232.

62
εκκλησίασμα πήγαινε με λιτανεία στο Μαρτύριο, όπου τελούνταν η
Θεία Ευχαριστία, η οποία παρατεινόταν μέχρι την τέταρτη και πέμπτη
ώρα. Η όλη ακολουθία τελείωνε με άλλη μία λιτανεία και επιστροφή με
ύμνους στο ναό της Αναστάσεως 217.

Την ενάτη ώρα της Παρασκευής κατά την Τεσσαρακοστή


τελούσαν στη Σιών την συνήθη ακολουθία εκτός από τη θεία
Λειτουργία. Μετά την απόλυση, συνόδευαν τον επίσκοπο με ύμνους
στην Ανάσταση. Η παρούσα λιτανεία ολοκληρωνόταν με την άφιξη στο
ναό της Αναστάσεως την ώρα του εσπερινού, όπου έλεγαν ύμνους και
αντίφωνα μέχρι την απόλυσή του. Στο τέλος των έξι εβδομάδων της Μ.
Τεσσαρακοστής, οι αγρυπνίες τελούνταν στην Ανάσταση από τον
εσπερινό της Παρασκευής, την ώρα που επέστρεφαν από την Σιών
ψάλλοντας ύμνους, έως το πρωί του Σαββάτου, που τελούσαν την θεία
Λειτουργία στην Ανάσταση. Τα ίδια επαναλαμβάνονταν όλες τις
εβδομάδες των νηστειών 218.

Στον κύκλο των κινητών εορτών και ιδιαίτερα το Πάσχα,


εμφανίζονται αρκετές λιτανείες από τον λαό του Θεού και τον ιερό
κλήρο. Κατά την διάρκεια του Σαββάτου προ της Μεγάλης Εβδομάδας,
στο ναό του Λαζάρου, στη Βηθανία, μεγάλο πλήθος συνόδευε τον
επίσκοπο με λιτανευτική πομπή. Ψαλλόταν ύμνοι και επίκαιρα
αντίφωνα και ακουγόταν αναγνώσματα που σχετιζόταν με την εορτή.
Μετά από αυτά, επέστρεφαν όλοι στην πόλη, όπου τελούνταν στο ναό
της Αναστάσεως το Λυχνικόν 219.

Την Κυριακή των Βαΐων, το πρωί, πήγαιναν στο Μαρτύριο και


μετά την απόλυση της ακολουθίας, συνόδευαν με ύμνους τον επίσκοπο
στην Ανάσταση, όπου τελούνταν το σύνηθες τυπικό της Κυριακής. Γύρω
στην ενάτη ώρα μετέβαιναν με ύμνους στο Εμβώμιο. Την ενδεκάτη ώρα
κατέρχονταν από την κορυφή του όρους των ελαιών μέχρι την πόλη και
έως την Ανάσταση. Ήδη κατά τον δ΄ αιώνα είχε καθιερωθεί στα
Ιεροσόλυμα η λιτανεία της συγκεκριμένης Κυριακής, κατά την οποία τα
πλήθη των πιστών, ξεκινώντας από το όρος των ελαιών, μετά την

217
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 11.
218
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 6.
219
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κθ΄ 4- 5.

63
ακολουθία που γινόταν εκεί και έχοντας επικεφαλής τον επίσκοπο,
διέτρεχαν όλη την πόλη ψάλλοντας ύμνους με την επαναλαμβανόμενη
επωδό: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὁνόματι Κυρίου» 220.

Κατά την Μεγάλη Δευτέρα, την ενάτη ώρα ο λαός συναθροιζόταν


στο Μαρτύριο και όχι στην Σιών, όπως το διάστημα που προηγήθηκε,
ενώ μετά την απόλυση του εσπερινού στην Σιών, μετέβαιναν στην
Ανάσταση221.

Κατά την Μεγάλη Τρίτη, μετά την ακολουθία στο ναό του
Μαρτυρίου, γινόταν αργά τη νύχτα μετάβαση και σύναξη στο όρος των
Ελαιών 222 και την Μεγάλη Τετάρτη ο επίσκοπος προπεμπόταν με
ύμνους από το Μαρτύριο προς την Ανάσταση 223.

Την Μεγάλη Πέμπτη, την 8η ώρα, γινόταν λατρευτική σύναξη στο


Μαρτύριο και μετά την απόλυση έρχονταν πίσω από το Σταυρό, όπου ο
επίσκοπος προσέφερε την Θεία Ευχαριστία. Κατά την πρώτη εσπερινή
ώρα γινόταν σύναξη στο ναό του του Ελαιώνος έως την έκτη ώρα, οπότε
ανέρχονταν με ύμνους στο Εμβώμιο, όπου συνέχιζαν με αναγνώσματα
ύμνους και αντίφωνα 224.

Την Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, κατέρχονταν από το Εμβώμιο


και προχωρούσαν μέχρι τον τόπο, όπου ο Κύριος προσευχήθηκε και στη
συνέχεια κατέρχονταν με τον επίσκοπο στην Γεθσημανή. Όλοι
επέστρεφαν στην πόλη με τα πόδια, ψάλλοντας ύμνους και συνόδευαν
τον επίσκοπο μέχρι την πύλη και από εκεί διαβαίνοντας όλη την πόλη
μέχρι τον Σταυρό. Από την έκτη ώρα μέχρι την ενάτη γινόταν στο
Σταυρό αγιογραφικές αναγνώσεις. Αμέσως μετά όλοι μετέβαιναν στο
Μαρτύριο, όπου τελούσαν ό,τι προέβλεπε το τυπικό και συνέχιζαν στην
Ανάσταση την τεταγμένη ακολουθία 225.

Στην πασχάλια αγρυπνία οι νεοφώτιστοι, αφού εξέρχονταν από


την κολυμβήθρα, οδηγούνταν μαζί με τον επίσκοπο στην Ανάσταση και

220
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 176. Βλ. Ὁδοιπορικόν, λα΄ 1-4.
221
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λβ΄ 1- 2.
222
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λγ΄ 1.
223
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λδ΄ 1.
224
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λε΄ 2- 4.
225
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 2- 4.

64
ακολούθως έρχονταν στο Μαρτύριο, όπου όλος ο λαός αγρυπνούσε.
Μετά το πέρας της θείας λειτουργίας και την απόλυση, με ψαλμούς και
ύμνους επέστρεφαν πίσω στην Ανάσταση226.

Την Κυριακή του Πάσχα, τελούνταν λιτανεία στο Μαρτύριο, όπως


και την Τρίτη και την Τετάρτη. Μετά την απόλυση στο Μαρτύριο,
ερχόταν στην Ανάσταση. Την Τετάρτη μετέβαιναν με λιτανεία στο όρος
των Ελαιών, την Πέμπτη στην Ανάσταση, την Παρασκευή στην Σιών, το
Σάββατο μπροστά στο Σταυρό, και την Κυριακή του Θωμά στο
Μαρτύριο227.

Όλες τις ημέρες της Διακαινησίμου εβδομάδας, ανέβαιναν στο


όρος των Ελαιών και στο Εμβώμιο και μετά κατέβαιναν ψάλλοντας
ύμνους στην Ανάσταση την ώρα του λυχνικού. Την Κυριακή του Πάσχα,
μετά την απόλυση του εσπερινού, στην Ανάσταση, όλος ο λαός
οδηγούσε τον επίσκοπο στην Σιών, όπου τελούσαν την καθορισμένη
ακολουθία 228.

Την Κυριακή του Θωμά, αμέσως μετά την έκτη ώρα, όλος ο λαός
ανέβαινε στο όρος των Ελαιών και έπειτα, ψάλλοντας ύμνους,
ανέβαιναν στο Εμβώμιο και από εκεί μετέβαιναν στην Ανάσταση, όπου
τελούσαν τον εσπερινό, όπως και στον Σταυρό και έπειτα επέστρεφαν
στην Σιών 229.

Τις Κυριακές του Πεντηκοσταρίου πήγαιναν πάντοτε στο


Μαρτύριο, και από εκεί, ψάλλοντας ύμνους, μετέβαιναν στην
Ανάσταση. Την Πεντηκοστή η ακολουθία πραγματοποιούνταν στην
Ανάσταση και με το ξημέρωμα, πορεύονταν όλος ο λαός με λιτανευτική
πομπή στο Μαρτύριο, όπου τελούσαν το μυστήριο της Θείας
Ευχαριστίας. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, όλοι ψάλλοντας
ύμνους συνόδευαν τον επίσκοπο στην Σιών. Την έκτη ώρα στο Εμβώμιο
συνέχιζαν με τις κατάλληλες αναγνώσεις μέχρι την ενάτη, οπότε
κατέρχονταν με πομπή ψάλλοντας ύμνους, ώστε μετά την δεκάτη ώρα
να φτάσουν στο ναό του όρους των Ελαιών για να τελέσουν το λυχνικό

226
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λη΄ 1- 2.
227
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λθ΄ 2.
228
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λθ΄ 2- 3.
229
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μ΄ 1- 2.

65
και να πραγματοποιήσουν μία νέα λιτανεία μέχρι το Μαρτύριο και μετά
στην Ανάσταση και τον Σταυρό, με κατάληξη την Σιών 230.

Κατά την εορτή των Επιφανείων, γινόταν αγρυπνία στη Βασιλική


της Βηθλεέμ, και μετά το πέρας αυτής, με λιτανευτική πομπή
κατευθύνονταν κλήρος και λαός με τα πόδια στα Ιεροσόλυμα, στην
Ανάσταση, συνοδεύοντας τον επίσκοπον και ψάλλοντας: «Εὐλογημένος
ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» 231. Την τεσσαρακοστή από την ημέρα
των Επιφανείων διεξαγόταν με λιτανευτική πομπή προς την Ανάσταση,
όπως κατά το Πάσχα, η εορτή της παραστάσεως του Κυρίου στο ναό, η
Υπαπαντή 232.

Όλες οι λιτανείες χαρακτηρίζονται από μία ιεροπρέπεια. Οι


συμμετέχοντες σε αυτές είναι κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες,
νέοι, ηλικιωμένοι, αλλά και βρέφη στην αγκαλιά της μητέρας τους και
αθώα νήπια, εύρωστοι, αλλά και ασθενείς. Ιδιαίτερα στη λιτανεία της
Κυριακής των Βαΐων τα βρέφη και παιδιά έχουν την τιμητική τους. Όπως
και κατά την πορεία του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, τα νήπια που έφεραν
μαζί τους οι γονείς στην αγκαλιά, κρατούσαν κλαδιά φοινίκων ή ελαιών
και όλοι μικροί και μεγάλοι έψαλλαν: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὁνόματι Κυρίου» 233.

Όλοι συνόδευαν τον επίσκοπο στις λιτανείες με μια καρδιά και


μία ψυχή και έψαλλαν τους τεταγμένους ύμνους βαδίζοντας πεζοί. Η
πεζοπορία γινόταν με αργό ρυθμό και χωρίς βιασύνη, για να μην
κουραστεί ο λαός, ο οποίος ήταν καταπονημένος και εξαντλημένος από
τις αγρυπνίες και τις καθημερινές νηστείες, ιδιαίτερα σε περιόδους
νηστειών.

Η λιτανεία δηλώνει μία κίνηση και ζωή στη λατρεία, μία


συμπόρευση και συμμετοχή του λαού του Θεού στα γεγονότα της
επίγειας ζωής του Κυρίου. Προσδίδει έναν πανηγυρικό τόνο σε κάθε
εκδήλωση αναβίωσής τους.

230
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μγ΄ 1- 9.
231
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 6.
232
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κστ΄.
233
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λα΄ 2.

66
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ.


ΘΕΣΜΟΙ ΝΗΣΤΕΙΩΝ.

«Το αποκορύφωμα όμως του χριστιανικού έτους ήταν ο


πασχάλιος κύκλος234, ο οποίος περιελάμβανε τη Μ. Τεσσαρακοστή και
επίσης πιθανώς την περίοδο της Πεντηκοστής 235.

Κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, που διαρκούσε οκτώ


εβδομάδες 236, είχαμε πρόσθετες καθημερινές ακολουθίες και αύξηση
του κηρύγματος 237. Κατά τη διάρκεια δε της Μεγάλης Εβδομάδας, οι
πρόσθετες ακολουθίες ήταν τόσες πολλές, ώστε ήταν εκ των
πραγμάτων αδύνατη η συνέχιση των προβαπτισματικών Κατηχήσεων 238.

Ως προς τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, είναι ενδεικτικό


να αναφερθεί ότι τη Μεγάλη Πέμπτη, εκτός από τις συνήθεις πρωϊνές
ακολουθίες, στις δύο μετά το μεσημέρι άρχιζε ένας συνεχής κύκλος
ιεροτελεστιών, που διαρκούσε μέχρι τα χαράματα της άλλης ημέρας, με
ένα μικρό διάλειμμα για το βραδινό φαγητό 239. Παρά όμως την αύξηση
των ακολουθιών και τη φυσική κόπωση, που αυτές προκαλούσαν, η
συμμετοχή του λαού ήταν μαζική και έντονη 240. Σ’ αυτό βοηθούσε
σημαντικά και το ότι οι επιμέρους ακολουθίες του Πάθους και της

234
Βλ. G. DIX, The Shape of Liturgy, Dacre Press, Adam and Charles Black, London 1937, σ. 350.
235
Βλ. J. WILKINSON, Egeria’ s Travels to the Holy Land, σ. 71, υποσ. 2.
236
Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 1. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 128. Όπως δηλαδή μας πληροφορεί η Αιθερία, το ότι η
Μ. Τεσσαρακοστή διαρκούσε οκτώ εβδομάδες οφειλόταν στο ότι τότε δε νήστευαν τα Σάββατα και
τις Κυριακές, εκτός μόνο από το Μ. Σάββατο. Ας σημειωθεί εδώ ότι η έκταση τήρησης της νηστείας
αυτής εξαρτιόταν από τις δυνατότητες του καθενός. Βλ. Ὁδοιπορικόν, κη΄. J. WILKINSON, όπ. π., σ.
130.
237
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 6. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 129.
238
Βλ. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 72. Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 4. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 145.
239
Βλ. Ὁδοιπορικόν, λε΄ 1-λστ΄ 4. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 134-136.
240
Ενδεικτικό του γεγονότος αυτού είναι η αντίδραση του λαού στη Γεθσημανή κατά την ανάγνωση
της σχετικής ευαγγελικής περικοπής, που αναφέρεται στη σύλληψη του Κυρίου. Κατά τη διάρκεια
της ανάγνωσης όλος ο λαός κραύγαζε και αναστέναζε και έκλαιγε τόσο δυνατά, που οι άνθρωποι οι
οποίοι βρίσκονταν στην πόλη πιθανόν να άκουγαν αυτά. Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 3. J. WILKINSON, όπ. π.,
σ. 136.

67
Αναστάσεως γίνονταν στους πραγματικούς τόπους που μνημονεύονται
στην ευαγγελική διήγηση. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι τα
αναγνώσματα και οι ύμνοι των ακολουθιών ταίριαζαν με τον τόπο και
την ημέρα241, υποβοηθούσαν σημαντικά, ως ζωντανή εποπτεία, στην
απόκτηση από μέρους του λαού μοναδικών λατρευτικών εμπειριών.

Η έντονη αυτή και άριστα οργανωμένη λατρευτική


δραστηριότητα, η συστηματική και δημοφιλής βαπτισματική κατήχηση,
η κατακόρυφη αύξηση των προσκυνητών, καθώς και η πεποίθηση ότι η
Ιεροσολυμιτική Εκκλησία, και στην εποχή της Αιθερίας, στηριζόταν
επάνω σε μια ισχυρή και αδιάκοπη δογματικολειτουργική παράδοση
της Εκκλησίας της Αιλίας-Ιεροσολύμων 242, αποτέλεσαν τις βασικές
συνιστώσες που προσδιόριζαν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της τοπικής
Εκκλησίας κατά τον τέταρτο αιώνα.

Όταν κανείς διαβάζει το Οδοιπορικό της Αιθερίας, του


δημιουργείται η εντύπωση ότι το καθημερινό πρόγραμμα του κάθε
μέλους της εκεί χριστιανικής κοινότητας, αλλά και το όλο σκηνικό της
πόλης, προσδιοριζόταν όχι από το επάγγελμα του καθενός, ούτε από
κοινωνικές δραστηριότητες, αλλά από πολύπλοκες και συνεχείς
λατρευτικές τελετές, που μάλιστα περιβάλλονταν από ιδιαίτερη
λαμπρότητα243.

Υποστηρίχτηκε244 ότι στη θρησκευτική ζωή της Εκκλησίας των


Ιεροσολύμων κατά τον τέταρτο αιώνα επικράτησαν ημι-ασκητικές
τάσεις, όπως καθαρά φαίνεται από τη συμμετοχή του λαού στις
λειτουργικές συνάξεις ή και από το ειδικότερο θέμα της νηστείας 245.
Προς την κατεύθυνση αυτή αναμφίβολα συνέβαλε σημαντικά και η
μεγάλη αύξηση των μοναχών, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν

241
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 2. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 131.
242
Για μία τεκμηριωμένη ανάλυση του θέματος αυτού βλ. W. TELFER, Cyril of Jerusalem and
Nemesius of Emesa, LCC (Library of Cristian Classics) Press LTD, London 1955, σσ. 54-63.
243
Ενδεικτικό παράδειγμα της λαμπρότητας αυτής αποτελούν τα όσα αναφέρει η Αιθερία στο
Ὁδοιπορικόν κε΄ 8-9. J. WILKINSON, όπ. π., σ. 127.
244
Βλ. G. DIX, όπ. π., σ. 352. Επίσης πρβλ. G. HELLEMO, όπ. π., σ. 149.
245
Για το θέμα της νηστείας, βλ. Ὁδοιπορικόν, κη΄.

68
από τους προσκυνητές, οι οποίοι δεν επέστρεφαν στα σπίτια
τους 246» 247.

1. Μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή το Οδοιπορικό της Αιθερίας


μαρτυρεί ότι αυτή περιελάμβανε οκτώ εβδομάδες, διότι κατά τα
Σάββατα και τις Κυριακές, εκτός από το Μεγάλο Σάββατο 248,
καταλυόταν η νηστεία, έτσι ώστε κατά τις πενηνταέξι ημέρες των οκτώ
εβδομάδων 249, όταν αφαιρούνταν οι οκτώ Κυριακές και τα επτά
Σάββατα, οι ημέρες της πραγματικής νηστείας να ήταν σαρανταμία 250.

246
Βλ. P. WALKER, όπ. π., σ. 18.
247
Βλ. Χ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση,
2
εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 94-96.
248
Πρβλ. ΒΕΠΕΣ 2, 124: «Τὸ Σἀββατον μέντοι καὶ τὴν Κυριακὴν ἑορτάζετε, ὅτι τὸ μὲν δημιουργίας
ἐστὶν ὑπόμνημα, τὸ δὲ ἀναστάσεως. Ἓν δὲ μόνον Σάββατον ὑμῖν φυλακτέον ἐν ὅλῳ ἐνιαυτῷ, τὸ τῆς
τοῦ Κυρίου ταφῆς, ὅπερ νηστεύειν προσῆκεν».
«Ἀρχικῶς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, κρατοῦσαν νηστεία ἕξι ἑβδομάδων, ὁποὺ ἰσοδυναμεῖ πρὸς
τεσσαράκοντα ἡμέρας πρὸ τοῦ Πάσχα. Ἀργότερα οἱ ἐβδομάδες ἔγιναν ὀκτώ, ἀλλὰ ἐνήστευαν μόνο
τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἐπειδὴ κατὰ τὸν ΞΒ΄ (64) Ἀποστολικὸν Κανόνα (πρβλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Πηδάλιον, σ. 82), δὲν ἐπιτρέπεται ἡ νηστεὶα τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου καὶ τῆς
Κυριακῆς». Archim. JOB GETSA, La réforme liturgique du Métropolite Cyprien de Kiev, Institut de
Théologie Orthodoxe Saint- Serge, Paris 2003, σσ. 283-284. Η νεώτερη αυτή τάξη της νηστείας
καταγράφηκε από την Αιθερία στο Οδοιπορικό της.
249
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
3
Σωτήρ», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 2008, σ. 366: Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής εκτεινόταν και στην
Κωνσταντινούπολη, τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τη Συρία, με εξαίρεση την Παλαιστίνη, σε επτά
εβδομάδες, ενώ σε όλα τα άλλα μέρη η διάρκεια αυτής ήταν έξι εβδομάδες. Την ασυμφωνία αυτή
μαρτυρούν και οι ιστορικοί Σωκράτης και Σωζομενός. Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΟΣ ομιλεί για τη νηστεία
της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ως αποδεκατώσεως, κατά τον Μωσαϊκό Νόμο (Έξ. κβ΄ 29), όλου του
έτους: «Ἡ δεκάτη ὅλου τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἡμερῶν, ὁποὺ περιλαμβάνονται εἰς ἓν ἔτος, εἶναι ὁ ἀριθμὸς
τριάκοντα ἓξ καὶ ἥμισυ. Ἐὰν, λοιπόν, ἀπὸ τὰς ἑπτὰ ἑβδομάδας ἐξαιρέσετε τὰς Κυριακὰς καὶ τὰ
Σάββατα, μένουν τριάκοντα πέντε ἡμέραι διὰ τὴν νηστείαν. Προσθέσατε εἰς αὐτὲς τὴν μεγάλην
αγρυπνίαν τοῦ Σαββάτου, ὁποὺ ἐξακολουθοῦμε νὰ νηστεύωμε ἕως τῆς ἀλεκτοροφωνίας, εἰς τὶς
πρῶτες ὧρες τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀναστάσεως, καὶ θὰ ἔχετε μόνον τριάκοντα ἕξ ἡμέρας. Ὅμως,
συνυπολογίζοντες τὴν δεκάτην διὰ τὸν χρόνον τῆς νυκτὸς, τῶν πέντε ὑπολοίπων ἡμερῶν,
ἐπιτυγχάνετε ἕνα πλῆρες σύνολον» (Conférences, XXV (25), -SC 64, 100).
Το κείμενο αυτό οδηγεί στην υπόθεση ότι κατά τον ε΄ αιώνα θα διαδόθηκε, από την
Παλαιστίνη, μία νηστεία επτά εβδομάδων, αντί των οκτώ που είχε γνωρίσει η Αιθερία στα
Ιεροσόλυμα τον προηγούμενο αιώνα. Όμως τον στ΄ αιώνα, ο ΔΩΡΟΘΕΟΣ ΓΑΖΗΣ επαναλαμβάνει τον
υπολογισμό του Αγίου Ιωάννου Κασσιανού, περί αποδεκατώσεως των ημερών του έτους, και λέει ότι
αυτό είναι θεσμός αποστολικός, εξηγώντας όμως ότι οι Πατέρες προσέθεσαν, αργότερα, μία όγδοη
εβδομάδα συμπληρωματική. Βλ. Oeuvres spirituelles, 159. SC 92, 446-448.
250
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κζ΄. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 481. Κατά την παρατήρηση του A. BAUMSTARK (όπ.
π., σ. 209), το ίδιο σύστημα υπολογισμού των τεσσαράκοντα ημερών μαρτυρείται για την Κύπρο από
τον ΕΠΙΦΑΝΙΟ (Περὶ πίστεως ΧΧΙΙ, PG 42, 828), ο οποίος δεν εξαιρεί το Σάββατο, αλλά μόνο την

69
Η μορφή των ακολουθιών κατά την περίοδο της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής ήταν όμοια με την μορφή των ακολουθιών ολόκληρου
του έτους. Αξίζει ιδιαίτερα να μνημονευτεί το γεγονός ότι κατά την
Τετάρτη κάθε εβδομάδας της Τεσσαρακοστής συναθροιζόταν στην Σιών
και τελούσαν ό,τι συνηθιζόταν την ενάτη ώρα κατά την διάρκεια
ολόκληρου του έτους, εκτός από την προσφορά, για να διδάσκεται ο
λαός πάντοτε το νόμο, ενώ ο επίσκοπος και οι πρεσβύτεροι δίδασκαν
τον λόγο251. Από αυτό «συνήχθη, ὅτι κατὰ τὰς Τετάρτας καὶ τὰς
Παρασκευὰς τοῦ ἔτους πλὴν τῆς περιόδου τῆς Τεσσαρακοστῆς ἐτελεῖτο
περὶ τὸ ἑσπέρας λειτουργία, μεθ’ ἣν ἐλύετο ἡ νηστεία. Κατὰ τὴν
περίοδον ὅμως τῆς Τεσσαρακοστῆς λειτουργία ἐγίνετο μόνον κατὰ τὰ
Σάββατα καὶ τὰς Κυριακὰς, οὐχὶ δὲ κατὰ τὰς δύο μνημονευθείσας
ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος» 252. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ημέρες των
νηστειών της Μ. Τεσσαρακοστής ονομάζονται «ἑορταί»253.

Το ημερήσιο πρόγραμμα αυτών των εβδομάδων έχει ως εξής: Την


Κυριακή ακολουθείται το ίδιο τυπικό , όπως και τις υπόλοιπες ημέρες
του εκκλησιαστικού έτους, με εξαίρεση την ενάτη ώρα254, η οποία δεν
τελείται κατά την περίοδο της Αγίας Τεσσαρακοστής αυτήν την ημέρα.

Κυριακή, και αυτό ίσχυε και στην Αντιόχεια, όταν ο Χρυσόστομος, το 387 μ. Χ., κήρυττε εκεί τους Εἰς
τούς Ἀνδριάντας λόγους του και κατά τη μαρτυρία του Σεβήρου διατηρούνταν ακόμη και μέχρι τον
έκτο αιώνα (Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περὶ τῶν ἁγίων νηστειῶν ἐπιστολὴ πρὸς Κομητᾶν, PG
95, 77). Στο τέλος όμως επιβλήθηκε και στην Παλαιστίνη ο υπολογισμός της Τεσσαρακοστής κατά την
Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον οποίο, συμπεριλαμβανομένων και των Σαββάτων και
Κυριακών στις τεσσαράκοντα ημέρες, έληγε η Τεσσαρακοστή την Παρασκευή της εβδομάδας του
Λαζάρου, στην οποία δόθηκε το όνομα «Παρασκευὴ τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν» ή «Παρασκευὴ τῆς
νηστείας τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν». Από εκεί και το πρώτο ιδιόμελο του εσπερινού της
Παρασκευής αυτής αρχίζει με τη φράση: «Τὴν ψυχοφελῆ πληρώσαντες Τεσσαρακοστὴν καὶ τὴν
ἁγίαν ἑβδομάδα τοῦ Πάθους σου αἰτοῦμεν κατιδεῖν»: Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ. όπ. π., σσ. 306-307, όπου
προστίθεται η εξής υποσημ. 21: «Εἶναι ἐν τούτοις ἀξιοσημείωτον, ὅτι αἱ Ἀποστολικαὶ Διαταγαὶ
ποιοῦνται λόγον περὶ νηστείας τοῦ Πάσχα ἀρχομένης “ἀπὸ Δευτέρας μέχρι τῆς Παρασκευῆς καὶ
Σαββάτου, ἓξ ἡμέρας, μόνῳ ἄρτῳ καὶ ἀλὶ καὶ λαχάνοις καὶ ποτῷ ὕδατι περιοριζομένων τῶν
Χριστιανῶν, οἴνου δὲ καὶ κρεῶν ἀπεχομένων”. “Τὴν μέντοι Παρασκευὴν καὶ τὸ Σάββατον ὁλόκληρον”
οἱ δυνάμενοι ἔδει νὰ νηστεύουν “μηδενὸς γευόμενοι μέχρις ἀλέκτορος φωνῆς νυκτὸς· εἰ δὲ τις
ἀδυνατεῖ τὰς δύο συνάπτειν ὁμοῦ φυλασσέσθω κἄν τὸ Σάββατον”. “Ἐν δὲ ταῖς λοιπαῖς ταῖς πρὸ τῆς
Παρασκευῆς ἐνάτην ὤραν ἢ ἑσπέραν ἕκαστος ἐσθιέτω”».Βιβλ. Ε΄, 18, ΒΕΠΕΣ 2, 89.
251
L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 482.
252
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 307. Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ
ἐπόψεως Λειτουργικῆς», στο Θεολογία, τόμ. ΞΑ΄ (1990), σσ. 129-131.
253
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Αἰθερίας: Ὁδοιπορικόν εἰς τὸ Σινᾶ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους, εκδ.
2
«Τήνος», Αθῆναι 2007, σ. 173, υποσ. 2.
254
Πρβλ. το πολύ μεταγενέστερο του Οδοιπορικού στουδιτικό Τυπικό του Αλεξίου του Στουδίτου
(ΙΑ΄αιώνας). (Πρβλ. Archim. JOB GETSA, όπ. π., σ. 169).

70
Τη Δευτέρα, την Τρίτη και την Πέμπτη της Τεσσαρακοστής
εξακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα, όπως συνήθως. Είναι αξιοσημείωτο
ότι, τις ημέρες των νηστειών, επισυνάπτουν την ακολουθία της έκτης
ώρας με αυτήν της τρίτης ώρας στις 9 π. μ., ενώ οι άλλες ακολουθούν
την προβλεπόμενη τάξη για όλους τους Αγίους Τόπους.

Την ενάτη ώρα της Τετάρτης και της Παρασκευής πηγαίνουν στη
Σιών, επειδή σε αυτούς τους τόπους αυτές τις ημέρες νηστεύουν
πάντοτε Τετάρτη και Παρασκευή, ακόμη και οι κατηχούμενοι, εκτός αν
αυτές τις ημέρες συμπέσει εορτή μάρτυρος255. Εδώ φαίνεται ότι η ζωή
και η μνήμη ενός δοξασμένου μέλους του Σώματος του Κυρίου παρέχει
δαψιλώς την ευλογία και στα μέλη της Στρατευομένης Εκκλησίας, λόγω
της οργανικής ενότητας που συγκροτεί το ένα και το αυτό Σώμα. Γι’
αυτόν τον λόγο καταλύεται η νηστεία, που έχει την έννοια του πένθους
και της έμπονης αγωνιστικής διάθεσης του πιστού. Αυτή διακόπτεται
παροδικά από το πανηγυρικό- δοξαστικό κλίμα που βιώνει το πλήρωμα
της Εκκλησίας με τη μνήμη ενός μάρτυρος, ακόμη και μέσα στην
πένθιμη περίοδο της Τεσσαρακοστής, όπου κυριαρχεί η χαρμολύπη.

Την ενάτη ώρα της Παρασκευής κατά την Τεσσαρακοστή τελούν


στη Σιών ό,τι προβλέπεται εκτός από τη θεία Λειτουργία256. Η διακονία
του Λόγου εξακολουθεί και υπηρετείται από τον επίσκοπο, ο οποίος
είναι και ο κατεξοχήν υπεύθυνος γι’ αυτό το έργο, και από έναν ιερέα,
προκειμένου όλος ο λαός να γνωρίζει το νόμο του Θεού. Υπερτονίζεται,
για άλλη μία φορά, ο ρόλος και η σπουδαιότητα του Ασάρκου Λόγου
του Θεού, ο οποίος εντάσσεται αρμονικά μέσα στη λατρευτική σύναξη
του λαού, ως αναπόσπαστο κομμάτι της προσευχητικής αναφοράς
αυτού. Η γνώση καθίσταται το απαραίτητο σκαλοπάτι που θα οδηγήσει
το ποίμνιο στην αληθή λατρεία και δεν αυτονομείται από αυτή, αλλά
αποτελεί αναγκαία προϋπόθεσή της. «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ
ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» 257. Δεν αποτελεί, επομένως μία στείρα
γνώση, αλλά είναι μία δίοδος προς την Αυτοαλήθεια, τον ίδιο τον

255
Το «Ἱεροσολυμιτικὸν Ἀναγνωσματάριον», στο σημείο αυτό, παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες και
καθορίζει επακριβέστερα τις μνήμες των αγίων, που υπονοεί η Αιθερία εδώ.
256
Είναι σημαντική η πληροφορία της Αιθερίας, ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής δεν τελούνταν θεία Λειτουργία.
257
Ιω. η΄ 32.

71
Χριστό. Στόχος της είναι να οδηγηθούν οι πιστοί στην επίγνωση, που
σημαίνει γνώση σε συνδυασμό με την εμπειρία, την οποία θα βιώσουν
στην συνέχεια με την λατρευτική ένωσή τους μαζί Του κατά τη διάρκεια
των ακολουθιών και κυρίως της Θείας Ευχαριστίας.

Μετά την απόλυση, συνοδεύουν τον επίσκοπο με ύμνους στην


Ανάσταση. Η παρούσα λιτανεία ολοκληρώνεται με την άφιξη στο ναό
της Αναστάσεως την ώρα του εσπερινού, όπου λέγουν ύμνους και
αντίφωνα 258 μέχρι την απόλυσή του. Η απόλυση του εσπερινού, τις
μέρες αυτές της Τεσσαρακοστής, γίνεται πάντοτε αργότερα, απ’ ό,τι όλο
τον άλλο χρόνο. Η διάρκεια των ιερών ακολουθιών είναι πιο
μακροσκελής αυτήν την περίοδο, για να δηλωθεί η προσευχητική
αναμονή της επερχόμενης βασιλείας, η οποία θα κορυφωθεί στο
γεγονός της συναναστάσεως του λαού με τον Κύριο την λαμπροφόρο
ημέρα της Αναστάσεως, της καινής κτίσεως.

Την Παρασκευή, μία πρόσθετη ακολουθία ήταν η αγρυπνία, που


άρχιζε την ώρα του Λυχνικού και διαρκούσε μέχρι την τέλεση της Θείας
Λειτουργίας του Σαββάτου, της οποίας η απόλυση γινόταν πριν την
ανατολή του ηλίου259, ώστε, την ώρα που αρχίζει να φαίνεται η τροχιά
του ηλίου, να έχει γίνει η απόλυση. Όλη τη νύχτα έλεγαν αντιφωνικώς
ψαλμούς με εφύμνια, αντίφωνα και διάφορα αναγνώσματα 260, και όλα
αυτά παρατείνονταν μέχρι το πρωί261.

258
Η παρουσία του εφυμνίου (που ονομάστηκε και αντίφωνο, πρβλ. Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἐκλογή ἑλληνικῆς
ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας, έκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι 1949, σ. 17), στο τέλος κάθε
στροφής, αποτελεί ένδειξη ότι ο ύμνος ψαλλόταν αντιφωνικά…Ότι οι πρώτοι χριστιανοί
χρησιμοποιούσαν το αντιφωνικό μέλος, το μαθαίνουμε από την «Ἐπιστολὴ» του Πλινίου του
νεωτέρου στον αυτοκράτορα Τραϊανό (97-117 μ.Χ.). Στην επιστολή αυτή, που χρονολογείται στο 112
μ. Χ., αναφέρει ο Πλίνιος, ως ανθύπατος Βιθυνίας, ότι οι χριστιανοί της επαρχίας του
συγκεντρώνονταν με το χάραμα της νέας ημέρας κι έψαλλαν αντιφωνικά ύμνους στον Χριστό…Κατά
μαρτυρία του ιστορικού Σωκράτη (380-439), η εισαγωγή του αντιφωνικού μέλους ή απλά του
αντιφώνου στην Εκκλησία..έγινε από τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, που πάλι μας οδηγεί στην εποχή
του Τραϊανού και του Πλινίου. «Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας τῆς Συρίας…ὀπτασίαν εἶδεν ἀγγέλων διὰ τῶν
ἀντιφώνων ὕμνων τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὑμνούντων, καὶ τὸν τρόπον τοῦ ὁράματος τῇ ἐν Ἀντιοχείᾳ
Ἐκκλησίᾳ παρέδωκεν. Ὅθεν καὶ ἐν πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις αὕτη ἡ παράδοσις διεδόθη»…Το
αντίφωνο...είναι ευρύτατα διαδεδομένο κατά τον δ΄ αιώνα…Η Αιθερία λ.χ. …αναφέρει ότι κατά την
Μ. Εβδομάδα στην Ιερουσαλήμ…«λέγονταν ὕμνοι καὶ ἀντίφωνα». Βλ. Κ. ΜΗΤΣΑΚΗ, όπ. π., σσ. 53-54.
259
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 7. J. WILKINSON, όπ. π., σσ. 129-130.
260
Οι αγιογραφικές αναγνώσεις της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ήταν συνεχείς, δηλαδή, την μία ημέρα
η ανάγνωση ήταν συνεχώς από την Έξοδο, την άλλη από το Δευτερονόμιον, κ. τ. λ.
261
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 171-177. Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 8.

72
Στο τέλος των έξι εβδομάδων της Μ. Τεσσαρακοστής, οι
αγρυπνίες τελούνταν στην Ανάσταση από τον εσπερινό της
Παρασκευής, την ώρα που επέστρεφαν από την Σιών ψάλλοντας
ύμνους, έως το πρωί του Σαββάτου, που τελούσαν την θεία Λειτουργία
στην Ανάσταση. Τα ίδια επαναλαμβάνονταν όλες τις εβδομάδες των
νηστειών. Η Αιθερία ονομάζει τις εβδομάδες της Μ. Τεσσαρακοστής ως
εβδομάδες των νηστειών, όπως και σήμερα.

Όταν φτάσει η έβδομη εβδομάδα, δηλαδή όταν υπολείπονται


μόνο δύο μέχρι το Πάσχα, ακολουθείται το ίδιο τυπικό, όπως και τις
προηγούμενες. Μόνο οι αγρυπνίες, οι οποίες κατά τις έξι πρώτες
εβδομάδες τελούνταν στην Ανάσταση, την Παρασκευή της έβδομης
επιτελούνταν στην Σιών με το ίδιο πάλι τυπικό, όπως και στην
Ανάσταση. Σε όλες τις αγρυπνίες λέγονταν ψαλμοί και αντίφωνα,
κατάλληλα επιλεγμένα για τον τόπο και την ημέρα.

2. Θεσμοί Νηστειών.

Το Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, η θεία Λειτουργία


τελούνταν πολύ νωρίς, πριν την ανατολή του ηλίου, για να δοθεί η
ευκαιρία σ’ αυτούς, που λέγονταν εβδομαδάριοι 262, να καταλύσουν
νωρίτερα. Οι εβδομαδάριοι, δηλαδή αυτοί που νήστευαν ολόκληρη την
εβδομάδα, έτρωγαν την Κυριακή μετά την θεία Λειτουργία κατά την
πέμπτη263 ώρα και δεν έτρωγαν πλέον παρά το επόμενο Σάββατο το
πρωί, αφού κοινωνούσαν στην Ανάσταση. Χάρη σ’ αυτούς η θεία
Λειτουργία τελούνταν το πρωί, όμως αυτό δε σημαίνει ότι αυτοί ήταν οι
μόνοι που θα κοινωνούσαν, αλλά όλοι όσοι ήθελαν να κοινωνήσουν
αυτήν την ημέρα μεταλάμβαναν στην Ανάσταση 264. Διακρίνεται η
οικονομία του χριστεπωνύμου πληρώματος της Εκκλησίας, η οποία
επεμβαίνει φιλάδελφα και στο τυπικό της λατρείας, με σκοπό την

262
Πρβλ. «Ἐνήστευεν (ἡ ὁσία Μελάνη) τὰς ἑβδομάδας. Καθ’ ἑσπέραν δὲ μετὰ τὸ κλεισθῆναι τὴν
ἁγίαν Ἀνάστασιν παρέμενεν τῷ Σταυρῷ, μέχρις ὅτε εἰσήρχοντο οἱ ψάλλοντες». Δ. ΤΣΑΜΗ,
Μητερικόν, εκδ. Πουρναρά τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 260.
263
11 π. μ.
264
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κζ΄ 9.

73
ελάφρυνση του βάρους της εγκρατείας από τους ώμους των φιλότιμων
τέκνων της. Έτσι, παρέχεται μία αναψυχή με την επίσπευση της τέλεσης
της θείας Λειτουργίας και της ταχύτερης απόλυσής της.

Στο Οδοιπορικό γίνεται λόγος για τον θεσμό των αποτακτιτών σε


σχέση με τις καθιερωμένες νηστείες. Έτσι, οι αποτακτίτες, αφού
κατέλυαν την Κυριακή, μετά την θεία Λειτουργία, την πέμπτη 265 ή την
έκτη 266 ώρα, δεν έτρωγαν πλέον ολόκληρη την εβδομάδα, αλλά μόνο το
επόμενο Σάββατο, μετά την απόλυση στην Ανάσταση. Αυτοί νήστευαν
ολόκληρες εβδομάδες. Αλλά το Σάββατο, αφού κατέλυαν το πρωί, δεν
ἐτρωγαν πλέον το βράδυ, παρά μόνο την επομένη, που ήταν Κυριακή,
μετά την απόλυση της εκκλησίας, κατά την πέμπτη ώρα ή αργότερα, και
έπειτα δεν έτρωγαν πάλι, αλλά μόνο το επόμενο Σάββατο. Αυτή την
τάξη τηρούσαν οι αποτακτίτες, άνδρες και γυναίκες, που νήστευαν όχι
μόνο τις ημέρες της Τεσσαρακοστής, αλλά ολόκληρο τον χρόνο· όταν
κατέλυαν, έτρωγαν μόνο ένα γεύμα την ημέρα. Όταν κάποιοι
αποτακτίτες δεν μπορούσαν να νηστεύσουν όλη την εβδομάδα,
ολόκληρη την περίοδο της Τεσσαρακοστής, κατέλυαν την μέση της
εβδομάδας, την Πέμπτη, ενώ όσοι αδυνατούσαν να εφαρμόσουν και
αυτό, κατέλυαν κάθε βράδυ. Βλέπει κανείς τους άνδρες και τις γυναίκες
να συναγωνίζονται στο ίδιο στάδιο και να πυκτεύουν με τον ίδιο ζήλο
στο αγώνισμα της νηστείας και της εγκρατείας με την ίδια
αποτελεσματικότητα.

Κανείς δεν τους επέβαλε τι να κάνουν, αλλά ο καθένας από


αυτούς έκανε ό,τι μπορούσε. Δεν θεωρούσαν υποχρεωτικό να μπορεί
κανείς πολλά, και δεν κατακρινόταν, όταν κάποιος μπορούσε να κάνει
λίγα 267.

Εδώ αναδεικνύεται η φιλάνθρωπη ποιμαντική της Εκκλησίας,


όπου συμπορεύονται η ακρίβεια με την οικονομία. Αυτές
τοποθετούνται πάνω στη στέρεη βάση της αληθινής και ανόθευτης
αγάπης στον αδελφό και την ταπείνωση που απορρέει από αυτήν, η
οποία δηλώνεται με το ακατάκριτο. Η ελευθερία στην άσκηση

265
11 π. μ.
266 η
12 μεσημβρινή.
267
Βλ. Ὁδοιπορικόν κη΄ 4.

74
φανερώνει το εκούσιο της συσταύρωσης με τον Εσταυρωμένο και,
όπως η δική Του εκούσια θυσία οδήγησε τους αδελφούς Του στη
λύτρωση, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται και η συνακολουθία στο πάθος,
αλλά και την Ανάσταση. Οι δυνατοί βαστάζουν τα ασθενήματα των
αδυνάτων με την εκούσια δική τους άσκηση, ώστε να συμπορεύονται
παράλληλα στον δρόμο για τη σωτηρία, αποφεύγοντας τις συγκρίσεις
και τις διχόνοιες.

Όσο για την τροφή τους, τις μέρες της Τεσσαρακοστής, δεν
έτρωγαν ψωμί, ούτε το ελάχιστο κομμάτι, δεν έτρωγαν λάδι, ούτε ό,τι
προερχόταν από δέντρα, αλλά μόνο νερό και λίγο χυλό από αλεύρι. Η
λιτή τους τροφή ήταν άκρως ασκητική. Είναι φανερό ότι η Εκκλησία των
Ιεροσολύμων τον δ΄ αιώνα χαρακτηριζόταν από έμπονη άσκηση των
μελών της κατά την κατανυκτική αυτή περίοδο. Έτσι διερχόταν την
Τεσσαρακοστή.

Σύμφωνα με άλλη πληροφορία που μας διασώζει η Αιθερία,από


το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή κανείς απολύτως δεν νήστευε, ούτε κάν
οι αποτακτίτες 268. Όμως, από την επομένη ημέρα της Πεντηκοστής,
άρχιζε η νηστεία, η γνωστή από την Αιγυπτιακή πράξη. Η πληροφορία
αυτή, κατά τον Π. Τρεμπέλα, δεν είναι ολοκληρωτικά ακριβής. Διότι
όπως κατά τις εορτές των Επιφανείων και του Πάσχα επακολουθούσε
ολόκληρη μεθεορταστική εβδομάδα, έτσι ήταν φυσικό και οι επτά
ημέρες που ακολουθούσαν μετά την Πεντηκοστή να φέρουν χαρακτήρα
εκδήλως πανηγυρικό 269.

268
Πρβλ. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περὶ πίστεως λόγος, ΒΕΠΕΣ 33, 262: «Καὶ δι’ ὅλου μὲν τοῦ ἔτους ἡ νηστεία
φυλάττεται ἐν τῇ αὐτῇ τῇ ἁγίᾳ καὶ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, φημὶ τετράδι καὶ προσαββάτῳ ἕως ὥρας
ἐνάτης, δίχα μόνης τῆς Πεντηκοστῆς ὅλης τῶν πεντήκοντα ἡμερῶν, ἐν αἷς οὔτε γονυκλισίαι γίνονται,
οὔτε νηστεία προστέτακται· ἀντὶ δὲ τῶν πρὸς τὴν ἐνάτην συνάξεων τετράδων καὶ προσαββάτων ὡς
ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ κατὰ τὰς πρωϊνὰς αἱ συνάξεις ἐπιτελοῦνται. Ἔτι δὲ καὶ ἐν ταῖς πεντήκοντα ἡμέραις,
αἷς προεῖπον τῆς Πεντηκοστῆς, οὐκ εἰσὶν οὔτε νηστεῖαι, οὔτε γονυκλισίαι…».
269
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
3
Σωτήρ», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 2008, σ. 316. Και αλλιώς έχουμε ρητή γι’αυτό εντολή των Αποστολικών
Διαταγών (Βιβλ. Ε΄ κεφ. κ΄, 14, 18), κατά την οποία «μετὰ τὸ ἑορτάσαι ὑμᾶς τὴν Πεντηκοστὴν
ἑορτάσατε μίαν ἑβδομάδα, καὶ μετ’ ἐκείνην νηστεύσατε μίαν· δίκαιον γὰρ καὶ εὐφρανθῆναι ἐπὶ τῇ ἐκ
Θεοῦ δωρεᾷ καὶ νηστεῦσαι μετὰ τὴν αἴνεσιν». «Μετὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς νηστείας πᾶσαν Τετράδα
καὶ πᾶσαν Παρασκευὴν προστάσσομεν ὑμῖν νηστεύειν». Έτσι έχουμε από τις Αποστολικές Διαταγές
και την πληροφορία ότι η έκταση της μετά την Πεντηκοστή νηστείας ήταν εβδομαδιαία, σύμφωνα με
τον Τρεμπέλα.

75
3. Μεγάλη Εβδομάδα.

Οι αγρυπνίες, οι οποίες κατά τις έξι εβδομάδες της


Τεσσαρακοστής τελούνταν στο ναό της Αναστάσεως, την Παρασκευή
της έβδομης εβδομάδας επιτελούνταν στην Σιών, ακολουθώντας το ίδιο
τυπικό της αγρυπνίας, που γινόταν στην Ανάσταση την περίοδο των έξι
εβδομάδων με τους αντίστοιχους ψαλμούς και αντίφωνα 270. Κατά το
Σάββατο του Λαζάρου το πρωί, τελούνταν η Θεία Λειτουργία από τον
επίσκοπο στο Ναό των Αποστόλων στη Σιών και μετά το τέλος της ο
αρχιδιάκονος καλούσε τον λαό να συναχθεί την εβδόμη ώρα (1 μ.μ.) in
Lazario, δηλαδή στο ναό του Λαζάρου στη Βηθανία271. Το Λαζάριο
απέχει από την πόλη των Ιεροσολύμων περίπου δύο μίλια. Όταν
πηγαίνει κανείς από την Ιερουσαλήμ στο Λαζάριο, περί τα πεντακόσια
βήματα από τον τόπο αυτό, υπάρχει στο δρόμο μία εκκλησία, στο
σημείο που συνάντησε τον Κύριο η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου.
Μόλις έφτανε ο επίσκοπος σ’ αυτόν τον τόπο, ερχόταν να τον
συναντήσουν όλοι οι μοναχοί, αποδίδοντας την πρέπουσα τιμή και τον
σεβασμό στον προεστώτα της λατρευτικής συνάξεως της Εκκλησίας του
Χριστού. Ψαλλόταν ύμνοι και επίκαιρα αντίφωνα και αναγινωσκόταν το
ευαγγελικό ανάγνωσμα 272 που σχετιζόταν με την εορτή, γινόταν μία
δέηση και, αφού ελάμβαναν την ευλογία του επισκόπου, ξεκινούσε η
λιτανεία μέχρι το Λαζάριο ψάλλοντας ύμνους273. Πράγματι, μετέβαινε
στο ναό μεγάλο πλήθος που συνόδευε τον επίσκοπο με λιτανευτική
πομπή, το οποίο γέμιζε το ναό του Λαζάρου και όλα τα γύρω χωράφια.
Μόλις έφταναν εκεί συνέχιζαν με το ίδιο τυπικό 274. Την ώρα της
απολύσεως προανήγγελαν το Πάσχα, δηλαδή ένας ιερέας ανέβαινε σε
κάποιο υπερυψωμένο τόπο και διάβαζε το αντίστοιχο ευαγγελικό

270
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 2.
271
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 3.
272
Ἱωάν. ια΄ 29.
273
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 4.
274
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 5. Στο Λαζάριο οι αναγνώσεις είναι: Ψαλμ. κθ΄ με εφύμνιο τον 4ο στίχο
αυτού, Α΄ Θεσσαλ. δ΄ 13-18, Αλληλούϊα μετά στίχου από τον Ψαλμ. λθ΄, Ἱωάν. ια΄ 55- ιβ΄ 11.

76
ανάγνωσμα 275.Μετά από αυτά, αφού επέστρεφαν όλοι στην πόλη,
τελούνταν στο ναό της Αναστάσεως το Λυχνικόν, όπως συνήθως 276.

Η Κυριακή των Βαΐων σήμαινε, κατά την μαρτυρία της Αιθερίας,


την εισαγωγή στην Πασχάλια ή Μεγάλη Εβδομάδα. Από την ώρα της
πρώτης αλεκτοροφωνίας 277 έως το πρωί τελούνταν η συνήθης
ακολουθία στον Σταυρό και την Ανάσταση. Αλλά την συγκεκριμένη
Κυριακή, το πρωί, πήγαιναν στο Μαρτύριο, την μεγάλη εκκλησία, που
βρισκόταν στο Γολγοθά, δηλαδή πίσω από τον Σταυρό, όπου ο Κύριος
υπέφερε το πάθος Του. Μετά την απόλυση συνόδευαν με ύμνους τον
επίσκοπο στην Ανάσταση, όπου τελούνταν το σύνηθες τυπικό της
Κυριακής. Όταν τελείωνε η ακολουθία, ο καθένας, επιστρέφοντας στο
κατάλυμά του, έσπευδε να φάει κάτι, ώστε την καθορισμένη ώρα να
είναι όλοι στην εκκλησία του Ελαιώνος, όπου είναι το σπήλαιο, στο
οποίο δίδασκε ο Κύριος 278.

275
Ἱωάν. ιβ΄ 1.
276
Βλ. Ὁδοιπορικόν κθ΄ 6. L. DUCHESNE, Les origins du culte chrétien, Paris 1925, σ. 485.
277
3 π. μ.
278
Βλ. Ὁδοιπορικόν λ΄ 1-3.

77
Το απόγευμα της ημέρας αυτής, περίπου στην έβδομη 279 ώρα –
μετά από πρόσκληση του αρχιδιακόνου, η οποία γίνεται με το πέρας της
Θείας Λειτουργίας που τελέστηκε στη μεγάλη βασιλική (Μαρτύριο) –«ὁ
λαὸς ἀνέρχεται εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, εἰς τὸν ναὸν, καὶ ὁ ἐπίσκοπος
ἐπίσης. Λέγονται ὕμνοι καὶ ἀντίφωνα προσηρμοσμένα εἰς τὴν ἡμέραν
καὶ τὸν τόπον, ὁμοίως δὲ ἀναγνώσματα» 280.

Γύρω στην ενάτη ώρα μεταβαίνουν «μεθ΄ ὕμνων εἰς τὸ Ἐμβώμιο,


εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ἐξ οὗ ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς».
Όλος ο λαός, «παρόντος πάντοτε τοῦ ἐπισκόπου, δέχεται τὴν
προτροπὴν νὰ καθήσῃ», ενώ στέκονται όρθιοι μόνο οι διάκονοι. «Καὶ
ἐκεῖ λέγονται ὕμνοι καὶ ἀντίφωνα, προσηρμοσμένα εἰς τὸν τόπον ἤ εἰς
τὴν ἡμέραν, ὁμοίως καὶ παρεμβαλλόμενα ἀναγνώσματα καὶ εὐχαὶ. Καὶ
μετ’ ὀλίγον, ἀρχομένης τῆς ἐνδεκάτης ὥρας281, ἀναγινώσκεται ἐκείνη ἡ
περικοπὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἐν τῇ ὁποίᾳ οἱ παῖδες μετὰ κλάδων καὶ
φοινίκων ὑπήντων τῷ Κυρίῳ λέγοντες “Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν
ὀνόματι Κυρίου” 282. Και αμέσως ο επίσκοπος και όλος ο λαός
κατέρχονται από την κορυφή του όρους των ελαιών. Έτσι ολόκληρος ο
λαός πορεύεται μπροστά από τον επίσκοπο με ύμνους και αντίφωνα
επαναλαμβάνοντας πάντοτε το· «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι
Κυρίου!». Τα παιδιά και τα νήπια 283, που φέρουν μαζί τους οι γονείς
στην αγκαλιά, κρατούν κλαδιά φοινίκων ή ελαιών. «Καὶ οὕτως ὁ
ἐπίσκοπος προπέμπεται ἐν συνοδείᾳ κατὰ τὸν αὐτὸν τύπον, καθ΄ ὅν
τότε προεπέμφθη ὁ Κύριος» 284.

Η ενεργός συμμετοχή των νηπίων και βρεφών στη λιτανεία είναι


δείγμα μιας ζώσας λατρείας, που αναδεικνύει την αξία αφενός στην
οποία ανύψωσε ο Κύριος την παιδική ηλικία, την οποία
παραθεωρούσαν οι προγενέστεροί Του, και αφετέρου την
σπουδαιότητα που έχει η ενεργός συμμετοχή τους στη λατρεία της
Εκκλησίας. Αξίζει να αναφερθεί, σε αυτό το σημείο, το περιστατικό που

279
1 μ.μ.
280
Βλ. Ὁδοιπορικόν λα΄ 1. Οι αναγνώσεις της Κυριακής των Βαΐων είναι: Ψαλμ. Ϟζ΄ με εφύμνιο τον 8ο
και 9ο στίχο αυτού, Ἐφεσ. α΄ 3-10, Αλληλούϊα με στίχο από τον Ψαλμ. Ϟζ΄, Μτθ. κ΄ 29- κα΄ 17.
281
5 μ.μ.
282
Μτθ. κα΄ 8-9.
283
Πρβλ. Ψαλμ. η΄ 3: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον».
284
Ὁδοιπορικόν λα΄ 1-4.

78
περιγράφεται στο βιβλίο του προφήτου Ιωνά, όπου γίνεται μνεία της
πάνδημης μετάνοιας και ένδυσης σάκκων «ἀπὸ μεγάλου αὐτῶν ἕως
μικροῦ αὐτῶν» 285, αλλά και της πατρικής στοργής και «μετάνοιας» του
Θεού να καταστρέψει την Νινευή και των οικτιρμών αυτού, εξαιτίας των
μικρών παιδιών, τα οποία «οὐκ ἔγνωσαν δεξιὰν αὐτῶν ἢ ἀριστερὰν
αὐτῶν» 286.

Αφού γίνει πλήρης αναπαράσταση της θριαμβευτικής, αλλά και


τελευταίας εισόδου του Κυρίου στα Ιεροσόλυμα, από την κορυφή του
όρους των ελαιών μέχρι την πόλη και έως την Ανάσταση, όλοι, ακόμα
και γυναίκες και άρχοντες, προπέμπουν με συνοδεία τον επίσκοπο,
ψάλλοντας την επωδό 287 και έτσι αργά και όχι με βιασύνη, για να μην
καταπονηθεί ο λαός, φτάνουν γύρω στο απόγευμα στην Ανάσταση,
όπου τελείται το Λυχνικόν και γίνεται ευχή στο Σταυρό και απόλυση 288.

Όσον αφορά στην Μεγάλη Δευτέρα 289, Μεγάλη Τρίτη290 και


Μεγάλη Τετάρτη 291, το Οδοιπορικό της Αιθερίας πληροφορεί ότι οι

285
Ἰων. γ΄ 5.
286
Ἰων. δ΄ 11.
287
Την Κυριακή των Βαΐων, μεταβαίνοντας από τον Ελαιώνα στην Ανάσταση, έψαλλαν τον Ψαλμ.
ριζ΄.
288
Βλ. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 484-487. Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα
καὶ Μνημεῖα), Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 446- 449. Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σσ. 307-309.
289
Οι αναγνώσεις της Μ. Δευτέρας είναι: Γέν. α΄ 1- γ΄ 24, Παροιμ. α΄ 2-9, Ἡσ. μ΄ 1-8, Ψαλμ. ξδ΄ με
ο
εφύμνιο τον 6 στίχο αυτού, Μτθ. κ΄ 17-28.

79
ακολουθίες διεξάγονταν κατά την συνηθισμένη τάξη της Μεγάλης
Τεσσαρακοστής. Εξαίρεση αποτελεί η Μεγάλη Δευτέρα, κατά την
οποία, την ενάτη ώρα ο λαός συναθροιζόταν στο Μαρτύριο και όχι στην
Σιών, όπως το διάστημα που προηγήθηκε, και μετά την απόλυση του
εσπερινού μετέβαιναν στην Ανάσταση.

Κατά την Μεγάλη Τρίτη, μετά την ακολουθία στο ναό του
Μαρτυρίου, γινόταν αργά τη νύχτα μετάβαση και σύναξη στο όρος των
Ελαιών. Εκεί «εἰσέρχεται ὁ ἐπίσκοπος εἰς τὸ σπήλαιον, ἐν τῷ ὁποίῳ ὁ
Κύριος συνήθιζε νὰ διδάσκῃ τοὺς μαθητάς, λαμβάνει τὸν κώδικα τοῦ
Ευαγγελίου καὶ ἱστάμενος ὄρθιος άναγινώσκει τοὺς (εσχατολογικούς)
λόγους τοῦ Κυρίου, οἵτινες εἶναι γεγραμμένοι εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον
Εὐαγγέλιον 292: “Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ”. Ἀκολούθως λέγεται
εὐχή καὶ εὐλογοῦνται οἱ κατηχούμενοι καὶ ἐν συνεχείᾳ οἱ πιστοί. Μετὰ
τὴν ἐπακολουθοῦσαν ἀπόλυσιν ἐπιστρέφει ἕκαστος εἰς τὸν οἶκόν του
εἰς προκεχωρημένην ὥραν τῆς νυκτός»293.

Εξ άλλου την Μεγάλη Τετάρτη, όταν «ὁ ἐπίσκοπος προπέμπηται


μεθ’ ὕμνων ἐκ τοῦ Μαρτυρίου πρὸς τὴν Ἀνάστασιν, μόλις οὗτος εἰσέλθῃ
εἰς τὸ εὑρισκόμενον εἰς τὴν Ἀνάστασιν σπήλαιον»294 και σταθεί όρθιος
πίσω από τις κιγκλίδες, ένας από τους πρεσβυτέρους, που είναι όρθιος
μπροστά από τις κιγκλίδες, λαμβάνει το Ευαγγέλιο και διαβάζει εκείνη
την περικοπή που αναφέρεται στη συμφωνία του Ιούδα του Ισκαριώτη
με τους Ιουδαίους για το τίμημα της προδοσίας 295. Η ανάγνωση της
περικοπής αυτής προκαλούσε στον παριστάμενο λαό θρήνους και
αναστεναγμούς, ώστε δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην κλάψει εκείνη
την στιγμή 296. Η ανάγνωση του θεόπνευστου Λόγου του Θεού
δημιουργούσε στην ύπαρξή τους βαθειά κατάνυξη και συντριβή
πάνδημη. Στη συνέχεια γινόταν δέηση, ευλογία του λαού και απόλυση.

290
Οι αναγνώσεις της Μ. Τρίτης είναι: Γέν. στ΄ 9- θ΄ 17, Παροιμ. θ΄ 1-11, Ἡσ. μ΄ 9-17, Ψαλμ. κδ΄ με
ο ο
εφύμνιο τον 1 και 2 στίχο αυτού, Μτθ. κδ΄ 1- κστ΄ 2.
291
Οι αναγνώσεις της Μ. Τετάρτης είναι: Γέν. ιη΄ 1- ιθ΄ 30, Παροιμ. α΄ 10-19, Ζαχαρ. ια΄ 11-14, Ψαλμ.
ο
μ΄ με εφύμνιο τον 5 στίχο αυτού, Μτθ. κστ΄ 3- 16.
292
Μτθ. κδ΄ 4 ἑξ.
293
Ὁδοιπορικόν λγ΄ 2.
294
Ὁδοιπορικόν λδ΄.
295
Μτθ. κστ΄, 14.
296
Βλ. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 487-488.

80
Κατά την Μεγάλη Πέμπτη 297, εκτός των άλλων καθημερινών
ακολουθιών 298, που τελούνταν στην Ανάσταση, γινόταν σύναξη στο
Μαρτύριο, για να τελεστεί η προσφορά («oblation») «κατὰ τὸ εἰωθός»,
αλλά νωρίτερα από τις άλλες ημέρες, δηλαδή την 8η ώρα299, επειδή η
απόλυση δεν πρέπει να αργήσει πολύ, για να μείνει χρόνος για τις
επόμενες λατρευτικές συνάξεις. Η απόλυση γινόταν περί την 10η
ώρα 300. Αλλά πριν την απόλυση ο αρχιδιάκονος ύψωνε την φωνή
λέγοντας: «Τὴν πρώτην301 ὥραν τῆς νυκτὸς συναθροιζόμεθα πάντες εἰς
τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Ἐλαιῶνος, ἐπειδὴ μέγας κόπος ἀναμένει ἡμᾶς τὴν
νύκτα ταύτην» 302. Και μετά την απόλυση στο Μαρτύριο, έρχονταν πίσω
από το Σταυρό και εκεί λεγόταν ένας ύμνος και μία δέηση. «Ἐν συνεχείᾳ
ὁ ἐπίσκοπος προσφέρει τὴν Θεία Εὐχαριστία 303 καὶ κοινωνοῦν πάντες.
Ἐξαιρουμένης δὲ τῆς ἡμέρας ταύτης οὐδέποτε καθ’ ὅλον τὸ ἔτος
προσφέρεται (η αναίμακτος θυσία) ὄπισθεν τοῦ Σταυροῦ (ἐπί τοῦ
Γολγοθᾶ). Μόνον τὴν ἡμέραν ταύτην»304.

Η περιγραφή αυτή έδωσε αφορμή να παρατηρηθεί, ότι «κατὰ τὸ


ἀπόγευμα τῆς Μ. Πέμπτης ἐγίνοντο δύο λειτουργίαι, μία εἰς τὸ
Μαρτύριον καὶ ἑτέρα εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Γολγοθᾶ, κατὰ τὴν
δευτέραν δὲ ταύτην λειτουργίαν, τελουμένην ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου,
ἐκοινώνουν πάντες. Ἐφ’ ὅσον ἡ δευτέρα αὕτη λειτουργία, καὶ λόγῳ τοῦ
πρὸς τὴν ἑσπέραν ἐγγίζοντος χρόνου τῆς τελέσεως αὐτῆς, ἀλλά καὶ
λόγῳ τοῦ ὅτι κατ’ αὐτὴν ἐκοινώνουν πάντες, ἀπετέλει τὴν κυρίως καὶ
καθ’ αὐτὸ άνάμνησιν τοῦ τελευταίου δείπνου καὶ τῆς παραδόσεως τοῦ
μυστηρίου, θα ἀνέμενέ τις νὰ τελῆται ἐν Σιών, ἐν τῷ ὑπερώῳ, ὅπου
κατὰ τὴν κρατοῦσαν τότε παράδοσιν ἐτέλεσεν ὁ Κύριος τὸ καινὸν
Πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, συστήσας καὶ παραδοὺς τὸ

297
Οι αναγνώσεις της Μ. Πέμπτης είναι: Γέν. κβ΄ 1- 18, Παροιμ. α΄ 10-19, Ἡσ. ξα΄ 1- 6, Πρξ. α΄ 15- 26,
ο
Ψαλμ. νδ΄ με εφύμνιο τον 22 στίχο αυτού, Α΄ Κορ. ια΄ 23- 32, Μτθ. κστ΄ 17- 30.
298
Κατά την πρώτη αλεκτοροφωνία (3 π. μ.), την τρίτη (9 π. μ.) και την έκτη (12 μβρ.) ώρα.
299
2 μ. μ
300
4 μ. μ.
301
7 μ. μ.
302
Ὁδοιπορικόν, λε΄ 1.
303
Δεν είναι παράδοξο ότι την Μεγάλη Πέμπτη τελούνταν δύο θείες Λειτουργίες. Διότι αυτό γινόταν
σε δύο ξεχωριστές εκκλησίες- η μία στο Μαρτύριο, κατά την ογδόη ώρα (2 μ. μ.), και η άλλη στο
παρεκκλήσιο του Γολγοθά, κατά την δεκάτη ώρα (4 μ. μ.)- και από ξεχωριστό λειτουργό, εφόσον
καθορίζεται ότι: «τελοῦν τὴν θεία Λειτουργίαν εἰς τὸ Μαρτύριο» (δηλαδή οι ιερείς), ενώ «ὀπίσω ἀπὸ
τὸν Σταυρόν… ὁ ἐπίσκοπος τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία…».
304
. Ὁδοιπορικόν, λε΄ 2.

81
μυστήριον» 305. Καθώς όμως παρατήρησε ο J. B. Thibaut 306, για λόγους
δογματικούς η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ τελούσε κατά την Μ. Πέμπτη
την ανάμνηση του Δείπνου του Κυρίου στον Γολγοθά, για να φανεί η
ενότητα της ευχαριστιακής θυσίας και της θυσίας του Σταυρού 307.

Χαρακτηριστικά η Αιθερία περιγράφει την- κατά την πρώτη 308


εσπερινή ώρα- σύναξη στο ναό του σπηλαίου του Ελαιώνος. Μετά την
απόλυση της Θείας Λειτουργίας, η οποία τελείται στο παρεκκλήσιο του
Γολγοθά, «ἕκαστος σπεύδει εἰς τὸν οἶκόν του, ἵνα φάγῃ, διότι εὐθὺς ὡς
φάγουν, μεταβαίνουν πάντες εἰς τὸν Ἐλαιώνα, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ἔνθα
τὸ σπήλαιον, ἐν τῷ ὁποίῳ τὴν ἡμέραν ταύτην ὁ Κύριος εὑρίσκετο μετὰ
τῶν Ἀποστόλων. Καὶ ἐκεῖ σχεδὸν μέχρι τῆς 5ης 309 ὥρας τῆς νυκτὸς
305
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σσ. 309- 310.
306
Βλ. J. THIBAUT, Ordre des offices de la semaine sainte à Jérusalem du IVe au Xe siècle, Paris 1926,
σσ. 27 και 49-50.
307
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 310.
308
7 μ. μ.
309
11 μ. μ.

82
λέγονται συνεχῶς ὕμνοι καὶ ἀντίφωνα, προσηρμοσμένα εἰς τὴν ἡμέραν
καὶ εἰς τὸν τόπον, ὁμοίως καὶ ἀναγνώσματα 310, παρεμβάλλονται δὲ καὶ
εὐχαὶ, ἀναγινώσκονται δὲ προσέτι ἐκεῖναι αἱ περικοπαὶ τοῦ Εὐαγγελίου,
ἐν ταῖς ὁποίαις ὁ Κύριος προέτρεπε (καὶ παρεμυθεῖτο) τοὺς μαθητάς
του τὴν αὐτὴν ἡμέραν καθήμενος ἐν τῷ αὐτῷ σπηλαίῳ, τὸ ὁποῖον εἷναι
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ταύτῃ. Ἐντεῦθεν περὶ τὴν 6ην ὥραν τῆς νυκτὸς311
ἀνέρχονται ὑμνοῦντες ὑψηλότερον εἰς τὸ Ἐμβώμιον, εἰς τὸν τόπον
ἐκεῖνον, ἐξ οὗ ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τοὺς οὐρανούς. Καὶ ἐκ νέου ἐκεῖ
λέγονται ὁμοίως ἀναγνώσματα καὶ ὕμνοι καὶ ἀντίφωνα,
προσηρμοσμένα εἰς τὴν ἡμέραν, προσέτι δὲ καὶ αἱ εὐχαὶ ἐκεῖναι, τὰς
ὁποίας λέγει ὁ ἐπίσκοπος προσηρμοσμένας πάντοτε εἰς τὴν ἡμέραν καὶ
εἰς τὸν τόπον»312.

Την Μεγάλη Παρασκευή, λοιπόν, «ὅταν ἀρχίζουν αἱ


ἀλεκτοροφωνίαι, κατέρχονται ἐκ τοῦ Ἐμβωμίου μεθ’ ὕμνων καὶ
προχωροῦν μέχρι τοῦ τόπου, ἔνθα ὁ Κύριος προσηυχήθη, ὡς εἶναι
γεγραμμένον εἰς τὸ Εὐαγγέλιον: “Καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ’ αὐτῶν ὡσεὶ
λίθου βολὴν καὶ προσηύχετο…” 313. Ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ ὑπάρχει κομψὴ
ἐκκλησία. Ἐκεῖ λέγονται ἐπίκαιροι ὕμνοι, ἀντίφωνα, εὐχαὶ καὶ
ἀναγνώσματα» 314. Στη συνέχεια «ὑμνοῦντες πάντες μέχρι τοῦ
μικροτέρου παιδίου, κατέρχονται πεζῇ μετὰ τοῦ ἐπισκόπου εἰς τὴν
Γεθσημανῆ»315. Η κάθοδος γίνεται αργά και χωρίς βιασύνη για χάρη
εκείνων, οι οποίοι είναι καταπονημένοι και εξαντλημένοι από τις
αγρυπνίες και τις καθημερινές νηστείες 316. «Ὑπερδιακόσιαι

310 ο
Τα αναγνώσματα της Μεγάλης Πέμπτης, στον Ελαιώνα, είναι: Ψαλμ. ρη΄ με εφύμνιο τον 4 στίχο
αυτού, Λκ. κβ΄ 1-65, Μρκ. ιδ΄ 27-72.
311
Μεσονύκτιο.
312
Ὁδοιπορικόν λε΄ 2- 4.
313
Λκ. κβ΄, 41.
314
Μρκ. ιδ΄, 38: «Γρηγορεῖτε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν».
315
Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 2.
316
Πρβλ. ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Ε΄, ΒΕΠΕΣ 2, 89-90: «Ἐν ταῖς ἡμέραις οὖν τοῦ Πάσχα νηστεύετε,
ἀρχόμενοι ἀπὸ Δευτέρας μέχρι Παρασκευῆς καὶ Σαββάτου, ἓξ ἡμέρας, μόνῳ χρώμενοι ἄρτῳ καὶ ἁλὶ
καὶ λαχάνοις καὶ ποτῷ ὕδατι, οἴνου δὲ καὶ κρεῶν ἀπέχεσθε ἐν ταύταις· ἡμέραι γὰρ εἰσὶ πένθους. ἀλλ’
οὐχ ἑορτῆς. Τὴν μέντοι Παρασκευὴν καὶ τὸ Σάββατον ὁλόκληρον νηστεύσατε, οἷς δύναμις πρόσεστι
τοιαύτη, μηδενὸς γευόμενοι μέχρις ἀλεκτοροφωνίας νυκτός· εἰ δέ τις ἀδυνατεῖ τὰς δύο συνάπτειν
ὁμοῦ, φυλασσέσθω κἄν τὸ Σάββατον. Λέγει γὰρ αὐτὸς ὁ Κύριος περὶ ἑαυτοῦ φάσκων·“ Ὅταν ἀπαρθῇ
ἀπ’ αὐτῶν ὁ Νυμφίος, νηστεύσουσι ἐν ἐκεῖναις ταῖς ἡμέραις”…».

83
ἐκκλησιαστικαὶ λαμπάδες ἔχουν ἑτοιμασθῆ ἐνταῦθα, ἵνα φωτίζουν ὅλον
τὸν λαὸν» 317.

Όταν φτάσουν στη Γεθσημανή, δηλαδή στον τόπο όπου


συνελήφθη ο Κύριος, ακούγονται ύμνοι, ευχές και η περικοπή του
Ευαγγελίου 318 για την σύλληψη του Κυρίου. Κατά την ανάγνωση της
περικοπής αυτής τόσες είναι οι κραυγές και οι θρήνοι από ολόκληρο τον
λαό, οι οποίες αναμιγνύονται με τα δάκρυα, ώστε οι θρήνοι όλου του
πλήθους γίνονται ακουστοί σχεδόν μέχρι την πόλη319. Μετά από αυτά
όλοι επιστρέφουν στην πόλη με τα πόδια, ψάλλοντας ύμνους και
«φθάνουν εἰς τὴν πύλην τὴν ὥραν ἐκείνην, καθ’ ἣν μόλις ἀρχίζει νὰ
διακρίνῃ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἄνθρωπον. Ἀκολούθως εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς
πόλεως, πάντες μέχρις ἑνὸς, μεγαλύτεροι καὶ μικρότεροι, πλούσιοι,
πτωχοί, πάντες ἐκεῖ εἶναι προητοιμασμένοι· εἰδικῶς τὴν ἡμέραν ταύτην
οὐδεὶς παραμένει εἰς ἀγρυπνίαν μέχρι πρωίας. Τοιουτοτρόπως
συνοδεύεται ὁ ἐπίσκοπος ἐκ τῆς Γεθσημανῆ μέχρι τῆς πύλης καὶ ἐκεῖθεν
δι’ ὅλης τῆς πόλεως μέχρι τοῦ Σταυροῦ (Γολγοθᾶς) 320. Ὅταν δὲ ἔχουν
φθάσει πρὸ τοῦ Σταυροῦ, ἀρχίζει τὸ φῶς τῆς ἡμέρας νὰ γίνεται σχεδὸν

317
Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 2.
318
Στη Γεθσημανή η ανάγνωση είναι: Μτθ. κστ΄ 31-56.
319
Βλ. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 489.
320 ο
Καθώς μετέβαιναν στην πόλη έψαλλαν τον Ψαλμ. ριζ΄ με εφύμνιο τον 1 στίχο αυτού. Μόλις
έφταναν στην πύλη της πόλεως έψαλλαν τον Ψαλμ. οη΄.

84
λαμπρὸν. Ἐκεῖ ἀναγινώσκεται ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ321, καθ’ ἣν ὁ
Κύριος ὁδηγεῖται εἰς τὸν Πιλᾶτον»322. Έπειτα ο επίσκοπος μιλά
παρηγορώντας και ενθαρρύνοντας τον λαό, επειδή όλη την ημέρα
καταπονήθηκε. Χαρακτηριστική είναι, στη συνέχεια, η προτροπή του
επισκόπου: «Πηγαίνετε ἐν τῷ μεταξὺ τώρα ἕκαστος εἰς τὰς οἰκίας σας,
ἀναπαυθῆτε ἐπ’ ὀλίγον καὶ περὶ τὴν δευτέραν 323 ὥραν τῆς ἡμέρας νὰ
εἶσθε ἕτοιμοι ἐνταῦθα, ἵνα ἀπὸ τῆς ὥρας ταύτης μέχρι τῆς ἕκτης 324
δυνηθῆτε νὰ ἴδητε τὸ Ἅγιον Ξύλον τοῦ Σταυροῦ, πιστεύοντες, εἷς
ἕκαστος, ὅτι τοῦτο θὰ εἶναι λυσιτελὲς διὰ τὴν σωτηρίαν του. Διότι ἀπὸ
τῆς ἔκτης ὥρας πρέπει ἐκ νέου πάντες νὰ συνέλθωμεν εἰς τὸν τόπον
τοῦτον, δηλαδὴ πρὸ τοῦ Σταυροῦ (ante Crucem), ἵνα ἐπιδοθῶμεν μέχρι
τῆς νυκτὸς εἰς ἀναγνώσματα καὶ δεήσεις» 325. Μετά από αυτά, όταν
γινόταν η απόλυση στον τόπο του Σταυρού, δηλαδή πριν την ανατολή
του ηλίου, ολοπρόθυμοι όλοι οι πιστοί μετέβαιναν στην Σιών, για να
προσευχηθούν μπροστά στον κίονα, όπου φραγγελώθηκε ο Κύριος. Από
εκεί επιστρέφουν στους οίκους τους, για να αναπαυθούν λίγο, ώστε
νωρίς το πρωί να είναι πάλι έτοιμοι για τις ακολουθίες της Μεγάλης
Παρασκευής 326.

Όσον αφορά στην κατά την Μεγάλη Παρασκευή λειτουργική


πράξη της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, το Οδοιπορικό της Αιθερίας
πληροφορεί ότι την δευτέρα 327 πρωϊνή ώρα παρευρισκόταν όλοι στον
Γολγοθά, πίσω από τον Σταυρό (post Crucem), όπου τοποθετούνταν η
καθέδρα του επισκόπου. Μπροστά του έβαζαν ένα τραπέζι σκεπασμένο
με κάλυμμα, γύρω από το οποίο στέκονταν οι διάκονοι, όπου
ακουμπούσαν το τίμιο ξύλο του Σταυρού μέσα σε μία επίχρυση αργυρή
λειψανοθήκη328 και την επιγραφή.

321
Μτθ. κζ΄ 2.
322
Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 3-4. Φτάνοντας στον Γολγοθά αναγινώσκεται το Ἰωάν. η΄ 2-27 και τελειώνει η
ο
ακολουθία με τον Ψαλμ. ρη΄ με εφύμνιο τον 4 στίχο, και Ἰωάν. ιη΄ 28- ιθ΄ 16, Μτθ. κζ΄ 1-56, Μρκ. ιε΄
1-41, Λκ. κβ΄ 66- κγ΄ 49, Ἰωάν. ιθ΄ 16-37.
323
8 π. μ.
324
12 μβρ.
325
Ὁδοιπορικόν, λστ΄ 5.
326
Βλ. Ὁδοιπορικόν λζ΄ 1. Βλ. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 488-490. Κ. ΚΑΛΟΚΥΡΗ, όπ. π., σσ. 451-455.
327
8 π. μ.
328
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 312: Κάτι παρόμοιο
αναφέρεται και σε ένα Τυπικό της Ιερουσαλήμ του δεκάτου αιώνος που περιέχει την τάξη των
ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδος. Κατά κάποια διάταξή του, δηλαδή, ο Πατριάρχης φέρει στους

85
Ακολουθούσε η προσκύνηση του τίμιου Σταυρού από τον πιστό
λαό του Θεού, ενώ επαγρυπνούσαν οι διάκονοι να μην κλέψει κανείς
κάποιο τεμάχιό Του, όπως συνέβη κάποια χρονική στιγμή στο
παρελθόν. Η όλη διαδικασία περιελάμβανε το γονάτισμα, και το
άγγιγμα του Σταυρού και της επιγραφής με το μέτωπο, τα μάτια και τον
ασπασμό, χωρίς να τα ακουμπήσει κανείς με τα χέρια, προς αποφυγή
τυχόν αταξίας. Στη σειρά στεκόταν ένας διάκονος που κρατούσε το

ώμους του προσδεμένο το τεμάχιο του αληθινού τίμιου ξύλου από το παρεκκλήσι, όπου είναι
πάντοτε αποτεθειμένο, μέχρι του μέρους του καλουμένου «ἁγία φυλακή» …

86
δακτυλίδι του Σολομώντος, στο οποίο υποκλίνονταν, και το κέρας με το
οποίο χρίονταν οι βασιλείς, το οποίο ασπαζόταν ο λαός329.

Όταν ερχόταν η έκτη 330 ώρα, συγκεντρωνόταν όλο το πλήθος


μπροστά στον Σταυρό, ώστε γινόταν το αδιαχώρητο. Εκεί τοποθετούσαν
θρόνο για τον επίσκοπο και έως την ενάτη ώρα γινόταν η ανάγνωση
κατά την τάξη. Στην αρχή διάβαζαν από τους ψαλμούς, τα συγγράμματα
των αποστόλων (Επιστολές και Πράξεις), και τις Ευαγγελικές περικοπές,
όλα τα χωρία, που αναφέρονται στο Πάθος του Κυρίου και συνέχιζαν με
δεήσεις και την ψαλμωδία ύμνων. Τις τρεις αυτές ώρες, όλος ο λαός,
μικροί και μεγάλοι, άκουγαν με βαθειά συγκίνηση, θρήνους και
βαθύτατους αναστεναγμούς την εκπλήρωση των προφητειών στο
πρόσωπο του πάσχοντος Κυρίου. Στο τέλος της τελετής αυτής, την ενάτη
ώρα γινόταν ανάγνωση στην περικοπή του κατά Ἱωάννη ιθ΄ 30, όπου
αναφέρεται ότι ο Κύριος παρέδωκε το πνεύμα, στη συνέχεια
αναπεμπόταν μία δέηση, την οποία επισφράγιζε η απόλυση 331.
Παρατηρεί κανείς την συναισθηματικά φορτισμένη συμμετοχή του
λαού στα γεγονότα του μαρτυρίου του Κυρίου.

Αμέσως μετά όλοι μετέβαιναν στο Μαρτύριο, όπου τελούσαν ό,τι


προέβλεπε το τυπικό και συνέχιζαν στην Ανάσταση με την ανάγνωση
της ευαγγελικής περικοπής332, που αναφέρεται στην αίτηση του Ιωσήφ
προς τον Πιλάτο, για να λάβει το σώμα του Κυρίου και να το καταθέσει
στο καινό μνημείο 333. Έπειτα ακολουθούσε δέηση, ευλογία των
κατηχουμένων, των πιστών και απόλυση. Η αγρυπνία συνεχιζόταν
άτυπα μέχρι το πρωί, από όσους ήταν νέοι και είχαν την σωματική
αντοχή μετά από τον κόπο της ημέρας, χωρίς προηγούμενη αναγγελία
από τον αρχιδιάκονο, όπως σε άλλες περιπτώσεις. Η μητέρα Εκκλησία
δεν ήθελε να προσκρούσει στο φιλότιμο των παιδιών της, γνωρίζοντας
την δεδομένη φιλοπονία τους, γι’ αυτό δεν δίνει εντολές σε όλους
ανεξαιρέτως, που πιθανόν να υπερβαίνουν τις δυνάμεις τους, όχι όμως
και το φιλότιμό τους. Η διάκριση αποδεικνύεται ως μητέρα όλων των

329
Ὁδοιπορικόν λζ΄ 2-3.
330
12 μβρ.
331
Ὁδοιπορικόν λζ 5-7.
332
Ἱωάνν. ιθ΄ 38-42.
333
Στην Ανάσταση η ανάγνωση είναι: Μτθ. κζ΄ 57-61.

87
αρετών. Στην ολονύκτια αγρυπνία ένα απέραντο πλήθος αγρυπνούσε,
ψάλλοντας ύμνους και τροπάρια, άλλοι από το βράδυ και άλλοι από το
μεσονύκτιο, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του 334.

Κατά το Μεγάλο Σάββατο τελούνταν οι συνήθεις ακολουθίες της


τρίτης και έκτης ώρας, αλλά παρελείπετο η ενάτη και προετοιμαζόταν
για την αγρυπνία του Πάσχα στο Μαρτύριο, στην οποία συμμετείχαν
και οι βαπτιζόμενοι335. Κατά την νύχτα του Μ. Σαββάτου γινόταν δύο
λειτουργίες, όπως κατ’ ουσίαν και σήμερα 336.

334
Βλ. Ὁδοιπορικόν λζ΄ 8-9.
335
Βλ. Ὁδοιπορικόν λη΄ 1.
336
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
3
Σωτήρ», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 2008 σ. 313. Στην περιγραφή αυτή της Αιθερίας αναφερόμενος ο Κ.
ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ σημειώνει: «Κατὰ τὰ ἀνωτέρω δύο Λειτουργίαι ἐτελοῦντο κατὰ τὴν νύκτα τοῦ Μ.
Σαββάτου. Μία εἰς τὸ Μαρτύριον (παρόντων τῶν νεοφωτίστων) καὶ ἑτέρα, σύντομος εἰς τὸν
Πανάγιον Τάφον (Ἀνάστασις). Ἡ παράδοσις τῶν Λειτουργιῶν αὐτῶν ὑπάρχει μέχρι σήμερον, ἐφ’
ὅσον τελοῦμεν Λειτουργίαν κατὰ τὸν ἑσπερινὸν τοῦ Μ. Σαββάτου (ὅστις, σημειωτέον, ἄλλοτε
ἐτελεῖτο τὰς πρώτας ὥρας τῆς νυκτὸς τοῦ Σαββάτου) καὶ κατόπιν, εὐθὺς μετὰ τὸ μεσονύκτιον, τὴν
Λειτουργίαν τοῦ Πάσχα» (Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα καὶ Μνημεῖα), Θεσσαλονίκη
1967, σ. 461, υποσημ. 1).

88
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ, ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ


ΕΒΔΟΜΑΔΑ,ΑΝΑΛΗΨΗ ΚΑΙ ΑΓΙΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ.

1. Πασχάλιος εορτασμός-Διακαινήσιμος εβδομάδα.

Την αγρυπνία του Πάσχα τελούσαν όπως και στην Δύση με την
διαφορά ότι στα Ιεροσόλυμα υπήρχε έντονη η παρουσία των
νεοφωτίστων. Αυτοί, επειδή είχαν βαπτισθεί και ενδυθεί στα λευκά,
αφού εξέρχονταν από το βαπτιστήριο, οδηγούνταν, αρχικά, μαζί με τον
επίσκοπο στην Ανάσταση 337. Ο επίσκοπος εισερχόταν πίσω από το
κιγκλίδωμα της Αναστάσεως και στη συνέχεια έψαλλαν έναν ύμνο,
γινόταν μία δέηση από εκείνον υπέρ αυτών και ακολούθως ερχόταν στο
Μαρτύριο, όπου όλος ο λαός αγρυπνούσε. Μετά το πέρας της θείας
λειτουργίας και την απόλυση, με ψαλμούς και ύμνους ερχόταν στην
Ανάσταση, όπου γινόταν πάλι ανάγνωση στην ευαγγελική περικοπή της
Αναστάσεως, δέηση και επιτέλεση της Λειτουργίας εκ νέου στον τόπο
αυτό. Όμως, όλα γινόταν σύντομα, χάριν του λαού, για να μην
αργοπορήσουν πολύ. Η απόλυση της αγρυπνίας γινόταν την ίδια ώρα
που γινόταν και στην Δύση 338.

Ο εορτασμός του Πάσχα γινόταν αργά το βράδυ και οι


ακολουθίες τελούνταν κατά την τάξη, όλες τις ημέρες του Πάσχα, όπως
σε όλα τα μέρη 339, από την πρώτη ημέρα έως την ογδόη 340. Η
337
Βλ. Ὁδοιπορικόν λη΄ 1.
338
Βλ. Ὁδοιπορικόν λη΄2.
339
Από το Οδοιπορικό της Αιθερίας φαίνεται ότι δεν υπήρχαν διαφορές που να μπορούν να πέσουν
στην αντίληψη της προσκυνήτριας αυτής, μεταξύ της λειτουργικής πράξεως των Ιεροσολύμων και της
ιδιαίτερής της πατρίδας, εκτός από ορισμένες τοπικές τελετουργίες και λιτανείες που προσιδιάζουν
στους Αγίους Τόπους. Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι τῆς Δύσεως, όπ. π., σ. 244.
340
«Ἡμέρα γὰρ Κυρίου, φησί, μεγάλη καὶ ἐπιφανὴς (Ἰωὴλ β΄ 11)…Ἐπεὶ ἀνέσπερον καὶ ἀδιάδοχον καὶ
ἀτελεύτητον τὴν ἡμέραν ἐκείνην οἶδεν ὁ λόγος, ἣν καὶ ὀγδόην ὁ ψαλμῳδὸς προσηγόρευσε, διὰ τὸ
ἔξω κεῖσθαι τοῦ ἑβδοματικοῦ τούτου χρόνου. Ὥστε κἂν ἡμέραν εἴπῃς, κἂν αἰώνα, τὴν αὐτὴν ἐρεῖς
ἔννοιαν…εἴτε αἰὼν προσαγορεύοιτο, μοναχὸς ἂν εἴη καὶ οὐ πολλοστός…». Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τὴν
Ἑξαήμερον, Β΄, η΄, ΒΕΠΕΣ 51, 204.

89
διακόσμηση και ο στολισμός ήταν ο ίδιος, για όλο το οκταήμερο του
Πάσχα, όπως και κατά τα Επιφάνεια, σε όλους τους ναούς και σε όλους
τους τόπους, όπως στην μεγάλη εκκλησία 341, στην Ανάσταση, στον
Σταυρό, στο όρος των Ελαιών, στην Βηθλεέμ και στον τάφο του
Λαζάρου, για τον πανηγυρικό εορτασμό του Πάσχα 342.

Την πρώτη ημέρα, την Κυριακή, τελούνταν λιτανεία στο


Μαρτύριο, όπως και την Τρίτη και την Τετάρτη. Πάντοτε, όμως, μετά την
απόλυση στο Μαρτύριο, ερχόταν στην Ανάσταση ψάλλοντας ύμνους και
συνέχιζαν με μία δέηση και ευλογία των πιστών. Την Τετάρτη
«Με τον τρόπο αυτό η ογδόη ημέρα “ορίζεται σε αντίθεση προς την εβδομάδα”, γράφει ο
DANIÉLOU. “Η εβδομάδα σχετίζεται με τον χρόνο. Η ογδόη ημέρα είναι έξω από τον χρόνο. Η
εβδομάδα βρίσκεται στο μέσον της αλληλουχίας των ημερών, η ογδόη ημέρα δεν έχει τίποτε να την
ακολουθεί· είναι η εσχάτη. Η εβδομάδα συνεπάγεται την πολλαπλότητα· η ογδόη ημέρα είναι
μία”…».Βλ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ (πρεσβ.), Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, έκδ. Ἀκρίτας, Αθήνα 1991,
σ. 92.
Πρβλ. σχετικώς ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΚΡΕΤΤΑ (Αρχιμ.), Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ προνόμια τῆς Κυριακῆς
κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 417-462. Γ. ΦΙΛΙΑ,Η
έννοια της «ογδόης ημέρας» στην λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2001.
341
Η οποία, δηλαδή, αστράπτει από τα αναρίθμητα φώτα των λυχνιών (Ὁδοιπορικόν, κδ΄ 9). Διότι,
κατά τον ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΝΥΣΣΗΣ, «ὅπερ τοίνυν τῷ αἰσθητῷ φωτὶ κατὰ τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην
συμβαίνει, τὸ διὰ πάσης νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἀπαράδεκτον εἶναι τῆς ἐπιμιξίας τοῦ σκότους, τοῦτο
βούλεται ὁ πνευματικὸς νόμος σύμβολον γενέσθαι τοῖς πνευματικῶς ἑορτάζουσιν, ὥστε διὰ πάσης
τῆς κατὰ τὴν ζωὴν ἑβδομάδος ἓν Πάσχα φωτεινὸν καὶ ἀσκότιστον ὅλον τὸν χρόνον αὐτοὺς τῆς ζωῆς
ἀπεργάσασθαι». Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς Ἀναστάσεως, ΕΠΕ 10, 476.ΒΕΠΕΣ 69, 243-244.
342
Η πρώτη πασχάλιος ομιλία του ΗΣΥΧΙΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ερμηνεύει πλήρως το λειτουργικό πνεύμα
του εορτασμού του Πάσχα στα Ιεροσόλυμα, την εποχή της Αιθερίας. Πρβλ. Archim. JOB GETSA, Les
grandes fêtes dans l’ Institut de Jérusalem entre 381-431, mémoire de mâtrise dactylographié soutenu
à l’ Institut de Théologie Orthodoxe Saint- Serge, Paris 1998, σ. 40 εξ.

90
μετέβαιναν με λιτανεία στο όρος των Ελαιών, την Πέμπτη στην
Ανάσταση, την Παρασκευή στην Σιών, το Σάββατο μπροστά στο Σταυρό,
και την Κυριακή του Θωμά, που είναι η ογδόη 343 ημέρα, στο Μαρτύριο.
Όλες τις ημέρες της Διακαινησίμου εβδομάδας, σύσσωμη η Εκκλησία, ο
επίσκοπος μαζί με όλον τον κλήρο, όλοι οι νεοφώτιστοι, οι αποτακτίτες,
άνδρες και γυναίκες και όσοι από τους υπόλοιπους πιστούς
επιθυμούσαν, ανέβαιναν στο όρος των Ελαιών. Εκεί ακολουθείται το
σύνηθες τυπικό με τους ύμνους και τις δεήσεις στην εκκλησία του
Ελαιώνος, όπου δίδασκε ο Κύριος και στο Εμβώμιο, όπου ανελήφθη
στους ουρανούς. Μετά το πέρας αυτών κατεβαίνουν εκ νέου
ψάλλοντας ύμνους στην Ανάσταση την ώρα του λυχνικού. Αυτή η τάξη
τελείται ολόκληρη την εβδομάδα. Αλλά την Κυριακή του Πάσχα, μετά
την απόλυση του εσπερινού, στην Ανάσταση, όλος ο λαός οδηγούσε τον
επίσκοπο στην Σιών ψάλλοντας ύμνους. Με την άφιξή τους εκεί
λέγονται επίκαιρα αντίφωνα και ευχές, που αντιστοιχούσαν στον
συγκεκριμένο τόπο, και αναγινώσκεται η ευαγγελική περικοπή, που
αναφέρεται στον Θωμά 344. Στη συνέχεια γίνεται πάλι μία δέηση και ο
καθένας επιστρέφει στην οικία του αργά, κατά την δευτέρα ώρα της
νυκτός345.

343
Το διάστημα των οκτώ ημερών, από το Πάσχα έως την Κυριακή του Θωμά, αποτελούσε την
γνωστή ως εβδομάδα “in albis”, δηλαδή την λευχειμονούσα εβδομάδα (πρβλ. ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ,
Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ΒΕΠΕΣ 23, 297), κατά την οποία οι νεοφώτιστοι διατηρούσαν τους
λευκούς χιτώνες του Βαπτίσματός τους, και παρακολουθούσαν τις μυσταγωγικές κατηχήσεις.
Ολόκληρη η εβδομάδα θεωρούνταν ως το «Πασχαλινό οκταήμερο». Πρόκειται για την χρονική
περίοδο, κατά την οποία κυριαρχούσαν δύο θέματα: η καινούργια βαπτισματική πραγματικότητα
στην ζωή των νεοφωτίστων- από το οποίο και ο όρος «Διακαινήσιμος» για την εν λόγω εβδομάδα-
και η ελπίδα της μέλλουσας ζωής, η οποία ελπίδα πήγαζε από το γεγονός της ογδοατικής
Αναστάσεως και την «πασχάλιο ογδοάδα»…Κατά το διάστημα των οκτώ ημερών τελούνταν
καθημερινές ακολουθίες. Η μαρτυρία της Αιθερίας, για τις ακολουθίες του πασχαλινού οκταημέρου
στα Ιεροσόλυμα, πιστοποιεί ότι παρόμοιες ακολουθίες τελούνταν τόσο στην χώρα της, την σημερινή
Ισπανία), όσο και σε όλες τις χριστιανικές κοινότητες του τότε γνωστού κόσμου. Το οκταήμερο των
λευχειμονούντων νεοφωτίστων κατέληγε στην Κυριακή, κατά την οποία απέθεταν τα λευκά εμφώτια
ενδύματα, την επιλεγομένη “die Dominico post albas” (Κυριακή μετά τα λευκά), την οποία, τόσο το
ου
«Γελασιανό Ευχολόγιο», όσο και το «Γελασιανό Ευαγγελιστάριο» (και τα δύο του 7 αιώνα),
αποκαλούν ως “octava” (ογδόη). Η Κυριακή του Θωμά, επομένως, δεν αποτελεί μόνο την κατακλείδα
του πασχαλινού οκταημέρου, αλλά συνιστά την ογδόη από του Πάσχα ημέρα, γεγονός το οποίο της
προσδίδει όλα τα θεολογικά εκείνα στοιχεία περί της συγκεκριμένης ημέρας. Βλ. Γ. ΦΙΛΙΑ, όπ. π., σσ.
236-237.
344
Ἰωάν. 19-29.
345
8 μ. μ.

91
Την ογδόη346 ημέρα του Πάσχα, την Κυριακή του Θωμά, όπως
λέγεται σήμερα, αμέσως μετά την έκτη ώρα, όλος ο λαός ανέβαινε στο
όρος των Ελαιών 347. Αρχικά, στάθμευαν για λίγο στην εκκλησία, η οποία
βρισκόταν εκεί, έλεγαν ύμνους, αντίφωνα και δεήσεις κατάλληλες για
την ημέρα και τον τόπο. Έπειτα, ψάλλοντας ύμνους, ανέβαιναν στο
Εμβώμιο, όπου επαναλάμβαναν το ίδιο τυπικό. Όταν έφτανε η ώρα
σύσσωμος ο λαός με τους αποτακτίτες συνόδευαν τον επίσκοπο στην
Ανάσταση, όπου τελούσαν τον εσπερινό, όπως και στον Σταυρό, και
έπειτα επέστρεφαν στην Σιών348. Εκεί συνέχιζαν με ύμνους και την
ανάγνωση της ευαγγελικής περικοπής, που αναφέρεται στην εμφάνιση
του αναστημένου Κυρίου στους μαθητές μαζί με τον Θωμά 349, οπότε ο
Κύριος εισήλθε στον τόπο, όπου ήταν συνηγμένοι,και έλεγξε τον Θωμά
για την απιστία του, την ογδόη ημέρα του Πάσχα. Μετά από άλλη μία

346
Πρβλ. Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸς τὸν ἐν ἁγίοις Ἀμφιλόχιον ἐπίσκοπον Ἰκονίου,
ΒΕΠΕΣ 52, 288: «μίαν τοίνυν ἡ αὐτὴ καὶ ὀγδόη τὴν μίαν ὄντως ἐκείνην καὶ ἀληθινὴν ὀγδόην, ἧς καὶ ὁ
ψαλμῳδὸς ἔν τισιν ἐπιγραφαῖς τῶν ψαλμῶν ἐπεμνήσθη…Καὶ πᾶσα δὲ ἡ πεντηκοστὴ τῆς ἐν τῷ αἰῶνι
προσδοκωμένης ἀναστάσεώς ἐστιν ὑπόμνημα. Ἡ γὰρ μία ἐκείνη καὶ πρώτη ἡμέρα, ἑπτάκις
ἑπταπλασιασθεῖσα, τὰς ἑπτὰ τῆς ἱερᾶς πεντηκοστῆς ἑβδομάδας ἀποτελεῖ. Ἐκ πρώτης γὰρ ἀρχομένη,
εἰς τὴν αὐτὴν καταλήγει, δι’ ὁμοίων τῶν ἐν τῷ μέσῳ ἐξελιττομένη πεντηκοντάκις. Διὸ καὶ μιμεῖται τῇ
ὁμοιότητι, ὥσπερ ἐν κυκλικῇ κινήσει ἀπὸ τῶν αὐτῶν ἀρχομένη σημείων καὶ εἰς τὰ αὐτὰ
καταλήγουσα…».
347
Πρβλ. ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΒΕΠΕΣ 2, 91: «Μετὰ δὲ ὀκτὼ ἡμέρας (ἀπὸ τοῦ Πάσχα) ἔστω
ὑμῖν πάλιν ἑορτὴ τιμία αὐτὴ ἡ ὀγδόη, ἐν ᾗ δυσπιστοῦντα ἐμὲ Θωμᾶν ἐπὶ τῇ ἀναστάσει
ἐπληροφόρησεν, δείξας μοι τοὺς τύπους τῶν ἥλων καὶ τῆς λόγχης ἐν τῇ πλευρᾷ τὴν τρῶσιν…».
ο
Της Κυριακής του Θωμά οι αναγνώσεις είναι: Ψαλμ. ξδ΄ με εφύμνιο τον 2 στίχο αυτού, Πρξ. ε΄ 34-
στ΄ 7, Ιακώβου γ΄ 1-13, Αλληλούια με στίχο από τον Ψαλμ. ρμζ΄, Ιωάν. κ΄ 26-31.
348 ο
Οδηγούσαν τον επίσκοπο στον Ελαιώνα ψάλλοντας τον Ψαλμ. ρμθ΄ με εφύμνιο τον 1 στίχο
αυτού, και γινόταν εκεί ανάγνωση στο Ιωάν. κ΄ 26-31.
349
Ιωάν. κ΄ 26-29.

92
δέηση, ο επίσκοπος ευλογούσε τους κατηχουμένους και τους πιστούς
και, με εφόδιο αυτή την επισκοπική ευλογία, επέστρεφε καθένας στο
κατάλυμα περί την δευτέρα ώρα της νυκτός 350, όπως και κατά την
Κυριακή του Πάσχα.

Από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, όπως και όλο τον χρόνο,
στην Ανάσταση, από την πρώτη αλεκτοροφωνία μέχρι το πρωί,
τελούσαν τις συνηθισμένες ακολουθίες, όπως και κατά την έκτη ώρα
και τον εσπερινό. Τις Κυριακές του Πεντηκοσταρίου πήγαιναν πάντοτε
στο Μαρτύριο, και από εκεί, ψάλλοντας ύμνους, μετέβαιναν στην
Ανάσταση. Την Τετάρτη και την Παρασκευή, επειδή εκεί κανείς
απολύτως δε νήστευε αυτές τις ημέρες, μετέβαιναν στην Σιών, αλλά το
πρωί η ακολουθία τελούνταν κατά την καθορισμένη τάξη 351.

2. Ανάληψη.

Την τεσσαρακοστή ημέρα μετά το Πάσχα, δηλαδή την Πέμπτη352,


κατά την παραμονή, μετά την έκτη ώρα, επομένως την Τετάρτη, όλος ο
λαός μετέβαινε στη Βηθλεέμ, στο ναό, στον οποίο βρίσκεται το
σπήλαιο, όπου γεννήθηκε ο Κύριος, για να τελέσουν εκεί την αγρυπνία.
Την επομένη, δηλαδή την Πέμπτη, σαράντα μέρες μετά το Πάσχα,
τελούνταν η Λειτουργία κατά την τάξιν 353, οπότε οι πρεσβύτεροι και ο
επίσκοπος κήρυτταν με θέμα ειδικό για την ημέρα και τον τόπο 354,
επομένως θα γινόταν οπωσδήποτε μνεία και του γεγονότος της
Αναλήψεως. Μετά από όλα αυτά, κατά το βράδυ επέστρεφαν στα
Ιεροσόλυμα.

350
8 μ. μ.
351
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μα΄.
352
Πρβλ. ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΒΕΠΕΣ 2, 91: «…Καὶ πάλιν ἀπὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς
ἀριθμήσαντες τεσσαράκοντα ἡμέρας, ἀπὸ Κυριακῆς μέχρι Πέμπτης ἑορτάσατε τὴν ἑορτὴν τῆς
ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, καθ’ ἣν πληρώσας πᾶσαν οἰκονομίαν καὶ διάταξιν ἀνῆλθεν πρὸς τὸν
ἀποστείλαντα αὐτὸν Θεὸν καὶ Πατέρα…».
353 ο
Οι αναγνώσεις της εορτής της Αναλήψεως είναι: Ψαλμ. μστ΄ με εφύμνιο τον 6 στίχο αυτού, Πρξ.
α΄ 1-14, ἀλληλούϊα με στίχο από τον Ψαλμ. κγ΄, Λκ. κδ΄ 41-53.
354
L. DUCHESNE, Les origins du culte chrétien, Paris 1925, σ. 495.

93
Διάφορες προσπάθειες έγιναν κατά καιρούς, για να εξιχνιασθεί
το παράδοξο του εορτασμού της τεσσαρακοστής από την Ανάσταση
ημέρας, της Αναλήψεως, στην Βηθλεέμ 355. Διότι, «θὰ ἀνέμενέ τις ἡ
ἑορτὴ τῆς Τεσσαρακοστῆς ἀπὸ τῆς Ἀναστάσεως ἡμέρας νὰ εἶναι
ἀφιερωμένη εἰς τὴν ἀπὸ τῆς γῆς ἔνδοξον τοῦ Κυρίου Ἀνάληψιν. Ἐν
τούτοις ἡ ἡμέρα αὕτη ἑορτάζεται εἰς τὴν Βηθλεέμ. Ἐκ πολλῶν
ὑποθέσεων, αἵτινες προεβλήθησαν εἰς ἐξήγησιν τῆς ἀνωμαλίας ταύτης,
πιθανωτέρα παρουσιάζεται ἡ συσχετίζουσα τὰ δύο γεγονότα τῆς ζωῆς
τοῦ Κυρίου, τὴν Γέννησιν δηλαδὴ καὶ τὴν Ἀνάληψιν αὐτοῦ, τὴν κατὰ τὴν
ἐνανθρώπησιν κάθοδον τοῦ Κυρίου ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ τὴν ἐκ τῆς γῆς
ἔξοδον καὶ ἐπάνοδον αὐτοῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς. Ἐὰν εἰς τὴν Βηθλεέμ,
λέγει ὁ Κύριλλος356, κατῆλθεν ὁ Κύριος ἐκ τῶν οὐρανῶν, εἰς τὸ ὄρος τῶν
Ἐλαιῶν ἐπανέκτησεν αὐτοὺς» 357.

Όμως, όπως φαίνεται, εκείνο ειδικά το έτος υπήρχε και


συγκεκριμένος λόγος, που εορτάστηκε η Ανάληψη του Κυρίου στη

355
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις ΙΔ΄, κγ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 181: «Εἰς μὲν Βηθλεέμ ἐξ οὐρανῶν
κατελήλυθεν, ἐκ δὲ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν εἰς οὐρανούς ἀνελήλυθεν, ἐκεῖθεν μὲν εἰς ἀνθρώπους τῶν
ἀγώνων ἀρξάμενος, ἐνταῦθα δὲ ἐπὶ τοῖς ἀγῶσι στεφανούμενος».
356
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις XIV, 23, PG 38, 856.
357
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου, όπ. π., σ. 314.

94
Βηθλεέμ. Σύμφωνα με το «Ἱεροσολυμιτικὸν Ἀναγνωσματάριον»358 στην
Βηθλεέμ τελούνταν η μνήμη των Αγίων Νηπίων, «τῶν ὑπὸ Ἡρώδου
ἀναιρεθέντων», κατά την 18η Μαΐου. Κατά την διάρκεια του
προσκυνήματος της Αιθερίας, το μόνο έτος, που η εορτή των Αγίων
Νηπίων, η οποία έπρεπε να τελεστεί κυρίως στον τόπο του μαρτυρίου
τους, στην Βηθλεέμ, συνέπεσε με την εορτή της Αναλήψεως, είναι το
383 μ. Χ.

3. Αγία Πεντηκοστή.

Η Ανάληψη μνημονεύεται μαζί με την Πεντηκοστή 359. Την


πεντηκοστή ημέρα, μετά το Πάσχα 360, ημέρα Κυριακή, που ήταν μία

358
Ο π. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΜΠΑΡΟΥΣΗΣ μας πληροφορεί ότι το «Ἱεροσολυμιτικὸν Ἀναγνωσματάριον» (439
μ. Χ.) καταγράφει τις περικοπές της Αγίας Γραφής, που αναγινώσκονται στις εκκλησίες κατά τις
μεγάλες εορτές του έτους. Αν και συνεγράφη πρωτοτύπως στην ελληνική, σώζεται σήμερα μόνο στην
αρμενική του μετάφραση. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Αιθερίας, Ὁδοιπορικόν, σ. 17.
359
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοί Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σσ. 315-316:
«Ἐκπλήττεταί τις πληροφορούμενος, ὅτι πρὸς τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς συνεδυάζετο ἐν
Ἱεροσολύμοις καὶ ὁ ἑορτασμὸς τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναλήψεως, δέκα ὅλας ἡμέρας προηγηθέντος τῶν
κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν συμβαινόντων. Ἀλλὰ… ἡ Πεντηκοστὴ ἦτο ἑορτὴ οὐ μόνον ἱστορική, ἀλλὰ καὶ
ἰδεολογική. Ἑωρτάζετο κατ’ αὐτὴν οὐ μόνον τὸ γεγονὸς τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλὰ καὶ
ἡ τελείωσις πάσης τῆς σωτηριώδους οἰκονομίας διὰ τῶν δύο γεγονότων τῆς Ἀναλήψεως καὶ τῆς
Πεντηκοστῆς, ἅτινα εἶναι ἀχώριστα καὶ συνδέονται ἀδιασπάστως. Διότι ἐὰν ὁ Κύριος δὲν
ἀνελαμβάνετο εἰς τοὺς οὐρανοὺς, δὲν θα ἐπληροῦτο ἡ περὶ ἀποστολῆς τοῦ Πνεύματος εἰς τοὺς
μαθητὰς ἐπαγγελία».
360
ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΒΕΠΕΣ 2, 91: «Μετὰ δέκα ἡμέρας τῆς Ἀναλήψεως, ἥτις ἀπὸ τῆς
πρώτης Κυριακῆς πεντηκοστὴ γίνεται, ἑορτὴ μεγάλη ὑμῖν ἔστω· ἐν αὐτῇ γὰρ ὥρᾳ τρίτῃ ἀπέστειλεν
εἰς ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἐπλήσθημεν αὐτοῦ τῆς ἐνεργείας καὶ
γλώσσαις καιναῖς ἐλαλήσαμεν…».
J. DANIÉLOU, Αγία Γραφή και Λειτουργία, έκδ. Κέντρου Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα
1981, σσ. 333-334, 340: «Η γιορτή του Πάσχα, αρχικά, συμπεριελάμβανε ολόκληρο τον πασχάλιο
χρόνο, θεωρούμενο στην ολότητά του σαν μία μονάχα εορταστική ημέρα…Από τον δ΄ όμως αιώνα κι
έπειτα, η μία γιορτή του ενός μυστηρίου τείνει να διασπαστεί σε πολλές γιορτές συνδεόμενες με
επιμέρους γεγονότα…Η εξέλιξη αυτή φαίνεται πως, κατά ένα μεγάλο μέρος, συντελέστηκε υπό την
επίδραση των προσκυνητών της Ιερουσαλήμ, όπου είχε διαμορφωθεί η συνήθεια, όπως μαρτυρεί το
Οδοιπορικό της Αιθερίας, να τελούνται τα επεισόδια της ιστορικής ζωής του Ιησού στον τόπο και τον
χρόνο, που είχαν πραγματοποιηθεί. Σε αυτό πρέπει να προσθέσουμε και την κατ’ εκείνους τους
χρόνους αναγκαιότητα να πολλαπλασιασθούν οι χριστιανικές γιορτές, για να αντικαταστήσουν τις
ειδωλολατρικές, αλλά και να επισημοποιήσουν τα δόγματα που είχαν καθορίσει οι Σύνοδοι ενάντια
στους αιρετικούς. Όλα αυτά διεδραμάτισαν ιδιαίτερο ρόλο και όσον αφορά την Πεντηκοστή…Για τον
αρχαιότερο χριστιανισμό, η Πεντηκοστή σημαίνει τις επτά εβδομάδες, που ακολουθούν μετά το
Πάσχα, και για το περιεχόμενό της έχει το πασχάλιο μυστήριο στο σύνολό του μέσα στην προοπτική
της ιουδαϊκής γιορτής του θερισμού (πρβλ. Λευϊτ. κγ΄ 1-14)…Από τον δ΄ αιώνα όμως κι έπειτα, τείνει
να σημαίνει κυρίως την τελευταία ημέρα, και για περιεχόμενό της έχει την κάθοδο του Αγίου

95
πολύ κοπιαστική ημέρα για τον λαό, όλα τελούνταν κατά την τάξιν ήδη
από την ώρα της πρώτης αλεκτοροφωνίας 361. Η τέλεση της αγρυπνίας
πραγματοποιούνταν στην Ανάσταση, όπου ο επίσκοπος αναγίνωσκε την
συνήθη κυριακάτικη εωθινή ευαγγελική περικοπή, που αναφέρεται
στην Ανάσταση του Κυρίου, και συνεχίζαν με τις συνήθεις για όλο το
έτος ακολουθίες. Με το ξημέρωμα, πορευόταν όλος ο λαός με
λιτανευτική πομπή στο Μαρτύριο, όπου τελούσαν ό,τι προέβλεπε η
τάξη 362, δηλαδή το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, όπως κάθε
Κυριακή, το οποίο φρόντιζαν ώστε να ολοκληρώνεται πριν την τρίτη363
ώρα. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, κατά την οποία γινόταν
κατάλληλο κήρυγμα από τον επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους, όλοι
ψάλλοντας ύμνους συνόδευαν τον επίσκοπο στην Σιών.Εκεί έφταναν
ακριβώς την τρίτη ώρα το πρωί, κατά την οποία έγινε η κάθοδος του
Αγίου Πνεύματος364, όπως αναφέρεται στην περικοπή των Πράξεων 365,
την οποία αναγινώσκει, ώστε οι άνθρωποι όλων των γλωσσών να
κατανοήσουν το νόημα του γεγονότος.

Πνεύματος…Έτσι ακριβώς την βρίσκουμε στις «Πασχάλιες Επιστολές» του Αγίου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (PG
26)».
361
3 π. μ.
362 ο
Οι αναγνώσεις της Πεντηκοστής είναι: Ψαλμ. ρμβ΄ με εφύμνιο τον 2 στίχο αυτού, Πρξ. β΄ 1-21,
Αλληλούϊα με στίχο από τον Ψαλμ. κγ΄, Ιωάν. ιδ΄ 15-24.
363
9 π. μ.
364
Πρβλ. τροπάριο ακολουθίας της γ΄ ώρας: «Κύριε, ὁ τὸ Πανάγιόν Σου Πνεῦμα ἐν τῇ τρίτῃ ὥρᾳ τοῖς
Ἀποστόλοις Σου καταπέμψας…».
365
Πρξ. β΄ 1-12.

96
Στη Σιών, όπου συνέβη η επιφοίτηση του Παρακλήτου, είχε
χτιστεί ναός, στον οποίο προσφερόταν η θεία Ευχαριστία και την στιγμή
της απολύσεως ο αρχιδιάκονος προανάγγελε την επόμενη λατρευτική
σύναξη, η οποία θα πραγματοποιούνταν στο όρος των Ελαιών, στην
εκκλησία του Εμβωμίου κατά την έκτη366 ώρα. Μετά την απόλυση, δεν
υπήρχε πολύς χρόνος για λήψη τροφής και ανάπαυση, όπως
καταλαβαίνει κανείς, επειδή δεν υπήρχε μακρύ μεσοδιάστημα, λόγω
της σύντομης επιστροφής, σύσσωμου του λαού στον οίκο του Θεού, για
την επόμενη σύναξη367.

Όταν έφταναν στο όρος των Ελαιών, μετέβαιναν στο Εμβώμιο,


δηλαδή στον τόπο από όπου, κατά την παράδοση, αναλήφθηκε ο
Κύριος στους ουρανούς. Εκεί κάθονταν όλοι και γινόταν αναγνώσεις,
στις οποίες παρεμβάλλονταν ύμνοι, αντίφωνα επίκαιρα, καθώς και
ευαγγελικές περικοπές 368 που αναφέρονται στην Ανάληψη του Κυρίου,
όπως επίσης και περικοπές από τις Πράξεις των Αποστόλων 369, με το
ίδιο περιεχόμενο. Όταν ολοκληρωνόταν όλα αυτά, μετά από την
ευλογία των κατηχουμένων και έπειτα των πιστών περί την ενάτη370
ώρα, κατέρχονταν με πομπή ψάλλοντας ύμνους, ώστε μετά την
δεκάτη 371 ώρα να φτάσουν στο ναό του όρους των Ελαιών, όπου
βρισκόταν το σπήλαιο, στο οποίο κάθισε ο Κύριος για να διδάξει τους
Αποστόλους Του. Εκεί τελούσαν το λυχνικό, έλεγαν μία δέηση και
ακολουθούσε η ευλογία των κατηχουμένων και των πιστών 372.

Μετά το πέρας του εσπερινού, ξεκινούσαν μία νέα λιτανεία,


προχωρώντας με βραδύ και ήσυχο ρυθμό μέχρι το Μαρτύριο, λέγοντας
ύμνους και επίκαιρα αντίφωνα. Όταν έφταναν στην είσοδο της πόλεως,
είχε ήδη νυχτώσει, γι’αυτό έφεραν από την εκκλησία τουλάχιστον
διακόσιες λυχνίες, λόγω του πλήθους των ανθρώπων. Από την πύλη
μέχρι το Μαρτύριο, επειδή η απόσταση είναι αρκετά μακρυνή, έφταναν

366
12 μβ.
367
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μγ΄ 1- 3.
368
Μρκ. ιστ΄ 19, Λκ δ΄ 50-52.
369
Πρξ. α΄ 4-13.
370
3 μ. μ.
371
4 μ. μ.
372
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μγ΄ 6.

97
περί την δευτέρα373 ώρα της νυκτός, διότι προχωρούσαν πάντοτε αργά,
για να μην κουραστεί ο λαός. Παρατηρεί, εδώ, κανείς την φιλόστοργη
τακτική της μητέρας Εκκλησίας, που λαμβάνει υπόψη της, όχι μόνο την
διαδικασία της ακολουθίας, αλλά προνοεί με συγκατάβαση
οικονομώντας και την ανθρώπινη αδυναμία των μελών του Σώματός
Της. Στις λιτανείες συμμετείχαν όχι μόνο εύρρωστοι ενήλικες, αλλά και
ασθενείς και ηλικιωμένοι, καθώς και μικρά παιδιά. Όλοι αυτοί θα
έπρεπε να οικονομηθούν κατάλληλα, ώστε κανείς να μην αγανακτήσει ή
εγκαταλείψει την ιερή πορεία στου δρόμου τα μισά…

Άνοιγαν, λοιπόν, τις μεγάλες πύλες, που οδηγούσαν στην αγορά,


και ο επίσκοπος με την συνοδεία όλου του λαού εισόδευαν στο
Μαρτύριο ψάλλοντας ύμνους, τους οποίους συνέχιζαν εκεί και μετά
από μία δέηση, ακολουθούσε η ευλογία των κατηχουμένων και των
πιστών. Η λιτανεία εξακολουθούσε με το ίδιο τυπικό και στην Ανάσταση
και τον Σταυρό, με κατάληξη την Σιών, όπου επιπροσθέτως γίνονταν και
αναγνώσεις σε επιλεγμένες περικοπές. Μετά την απόλυση, όλοι
πλησίαζαν για να ασπαστούν το χέρι του επισκόπου, και ακολούθως ο
καθένας επέστρεφε στο κατάλυμά του, περί το μεσονύκτιο. Έτσι λοιπόν,
αυτήν την ημέρα είχαν να υπομείνουν καρτερικά όλο τον κόπο από τις
μακροχρόνιες τελετές, οι οποίες εκτείνονταν σε όλη την διάρκειά της,
από την πρώτη αλεκτοροφωνία μέχρι το μεσονύκτιο374.

Πραγματικά, είναι να θαυμάζει κανείς το φιλακόλουθον, το


ασκητικό ήθος και τον πνευματικό ζήλο του πληρώματος της Εκκλησίας,
γεγονός που με δυσκολία θα μπορούσε, ίσως, κάποιος να βρεί σήμερα,
ακόμη και στον χώρο των ασκητών, μία συνεχόμενη, δηλαδή, σχεδόν
24ωρη λατρεία. Αυτό αποδείκνυε την εσωτερική τους έφεση προς την
λατρεία και την προσωπική βίωση του γεγονότος της καθόδου του
Παρακλήτου στην Εκκλησία ως Σώμα, αλλά και στην ζωή του κάθε
μέλους της ξεχωριστά. Την γνησιότητα των βιωμάτων των πιστών
αναδεικνύει η άρση του προσωπικού σταυρού της κόπωσης και της
φυσικής ανθρώπινης αδυναμίας και όχι τα ωραία λόγια τους.

373
8 μ. μ.
374
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μγ΄ 9.

98
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

1. Εορτή των Επιφανείων.

Για τις μεγάλες εορτές της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, η Αιθερία


μας παρέχει πολυτιμότατες πληροφορίες. Εν πρώτοις μνημονεύει την
εορτή των Επιφανείων 375. Η αρχαιότατη αυτή εορτή ονομαζόταν
Επιφάνεια ή Επιφάνια, Θεοφάνεια ή Θεοφάνια και υποδήλωνε όχι μόνο
την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου, αλλά και την θεία φανέρωσή Του
στον Ιορδάνη. Γι’ αυτό το λόγο συνεορταζόταν οι δύο αυτές εορτές, των
Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, και μόλις από το τέλος του δ΄
αιώνα επήλθε ο χωρισμός των δύο εορτών. Στα Ιεροσόλυμα
επιβραδύνθηκε ο χωρισμός αυτός, καθώς συνεορταζόταν τα
Χριστούγεννα με τα Επιφάνεια την 6η Ιανουαρίου376.

375
Ένα τμήμα του κειμένου του Οδοιπορικού χάθηκε και γι’ αυτό η περιγραφή αρχίζει από την άφιξη
της λιτανείας στα Ιεροσόλυμα. Το απωλεσθέν φύλλο ίσως να περιέγραφε το πρώτο μέρος της εορτής
των Επιφανείων. Από το «Ἱεροσολυμιτικὸν Ἀναγνωσματάριον», που καταγράφει τα καθημερινώς
εναλλασσόμενα αναγνώσματα και κάποιες «διατάξεις» των ιερών ακολουθιών, πληροφορούμαστε
για όσα τελέστηκαν την παραμονή. L. FENDT, Einführuhg in die Liturgie wissenschaft, Berlin 1958, σ.
74.
376
Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ (Αρχιεπισκ. Αθηνών), Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν
Ἱεροσολύμων, Ἀθῆναι 2010, σ. 134.

99
Κατά την διάρκειά της, εορταζόταν η Γέννηση του Χριστού με
διπλή ευχαριστιακή σύναξη. «Ἡ μία λειτουργία ἐγίνετο κατὰ τὴν
διάρκειαν τῆς νυκτὸς καθ’ ὁμοίωσιν τῆς ἀγρυπνίας τοῦ Πάσχα ἐν τῇ
Βασιλικῇ τῆς Βηθλεέμ, τῇ ὑπὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἀνεγερθείσῃ, μετὰ
τὸ πέρας δ’ αὐτῆς ἐν πομπῇ λιτανευτικῇ κατηυθύνοντο πεζῇ εἰς τὰ
Ἱεροσόλυμα συνοδεύοντες τὸν ἐπίσκοπον, κλῆρος, μοναχοὶ καὶ λαὸς
ψάλλοντες: “Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου” 377 κ.λπ.
Καταφθανούσης δὲ τῆς συνοδείας ταύτης εἰς Ἱεροσόλυμα ἅμα τῇ πρωΐᾳ
εἰσήρχοντο πάντες οἱ ἀποτελοῦντες αὐτὴν πρῶτον εἰς τὴν Ἀνάστασιν,
ὅπου μετὰ ψαλμὸν καὶ εὐχήν τινα ηὐλογοῦντο ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ
ἀπεχώρουν πρὸς βραχεῖαν ἀνάπαυσιν, ἵνα ἐπανέλθουν καὶ πάλιν περὶ
τὴν ὀγδόην πρωϊνὴν εἰς τὴν μείζονα βασιλικήν, τὴν καλουμένην
Μαρτύριον, ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐτέλει καὶ τὴν δευτέραν λειτουργίαν» 378.

377
Μτθ. κα΄ 9.
378
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοί Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 305, υποσ. 21: Ο
BAUMSTARK με βάση την περιγραφή αυτή της Αιθερίας σε συνδυασμό και με ενδείξεις του
Αρμενικού αναγνωστικού ή συναξαρίου (Lectionarium) και του Γεωργιανού Κανοναρίου, καταλήγει
στο συμπέρασμα ότι ο διπλός αυτός με τη λειτουργία εορτασμός των Επιφανείων σε Ιεροσόλυμα και
Βηθλεέμ χρησίμευσε ως πρότυπο για τη διαμόρφωση του εορτασμού των Χριστουγέννων στη Ρώμη
με τις τρεις λειτουργίες κατά την ίδια ημέρα. Ιδιαίτερα η επωδός που ψαλλόταν κατά την διάρκεια
όλης της διαδρομής από τη Βηθλεέμ στα Ιεροσόλυμα «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος» αποτελεί το
graduale της δεύτερης λειτουργίας των Χριστουγέννων, την οποία ο πάππας τελούσε καθ’ οδόν
βαδίζοντας από το ναό της Αγίας Μαρίας Magiore προς τον τάφο του Αγίου Πέτρου. Επί πλέον το
αποστολικό ανάγνωσμα κατά την λειτουργία αυτή ήταν το Τίτ. β΄ 11-15, το οποίο αναγινωσκόταν σ’
η
ολόκληρη την Ανατολή την 6 Ιανουαρίου κατά την εορτή των Επιφανείων. Πώς να εξηγήσουμε την

100
Η άφιξη της λιτανείας στα Ιεροσόλυμα γινόταν πριν ακόμη
φωτίσει η ημέρα, την αυγή. Όταν εισερχόταν ο επίσκοπος στην
Ανάσταση, η φωτοχυσία, εξαιτίας των πολλών λυχνιών, ήταν
εντυπωσιακή. Ενώ ο λαός με τον επίσκοπο αναχωρούσαν μετά τη
συνήθη ακολουθία, οι μοναχοί παρέμεναν προσκαρτερώντας στην
προσευχή με την ανάγνωση των ψαλμών, που είναι μια μορφή
αδιάλειπτης ευχής και προσκαρτέρησης του θείου ελέους.

Είναι αξιοσημείωτος ο στολισμός των ναών αυτήν την ημέρα,


στην Ανάσταση, τον Σταυρό και τη Βηθλεέμ με χρυσό, πολύτιμους
λίθους και μετάξι 379, γεγονός που φανερώνει ότι ήδη από τον δ΄ αιώνα
έχουμε συμβολική κατανόηση της λατρείας 380. Η ευπρέπεια του
επιγείου θυσιαστηρίου φανερώνει την λαμπρότητα του άνω
στερεώματος.

Το κήρυγμα, οι αναγνώσεις και οι ύμνοι που λέγονταν, είναι


ειδικά για αυτή την ημέρα 381. Στη συνέχεια, μετά την απόλυση,
πήγαιναν στην Ανάσταση ψάλλοντας ύμνους, όπως συνήθιζαν πάντοτε,
γι’ αυτό και η απόλυση γινόταν περί την έκτη ώρα (12η μεσημβρινή).
Στον εσπερινό της ίδιας ημέρας επαναλάμβαναν τα ίδια, κατά την
καθημερινή συνήθεια 382.

Και ενώ παρατεινόταν ο εορτασμός των Επιφανείων, κατά την


μαρτυρία της Αιθερίας ολόκληρη την εβδομάδα, επί 8 ημέρες, ο
επίσκοπος τελούσε την Θεία Ευχαριστία κατά τις δύο επόμενες ημέρες,
δηλαδή την δεύτερη και την τρίτη, στην ίδια μεγάλη Βασιλική, που ήταν
στον Γολγοθά, την τέταρτη δε ημέρα στο ναό του όρους των Ελαιών και

σύμπτωση αυτή, αν δεν υποθέσουμε ότι είναι συνέπεια της μηχανικής μεταφοράς στη Ρώμη κάποιας
τελετουργικής λεπτομέρειας από την Εκκλησία, όπου η εορτή των Χριστουγέννων δεν έχει ακόμη
χωριστεί από την αρχαία πανήγυρη των Επιφανείων; A. BAUMSTARK, Liturgie Comparée. Principes et
méthods pour l’ étude historique des liturgies chrétiennes, 3e éd.revue par Dom BERNARD BOTTE,
Chevetogne 1953, σ. 166 εξ. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 478-479). Σημειωτέον ότι οι Αρμένιοι
διατήρησαν μέχρι και σήμερα τη σύνδεση των Χριστουγέννων με τη γιορτή των Επιφανείων. Την
ης ης
εσπέρα της 5 Ιανουαρίου τελούν τη λειτουργία των Χριστουγέννων και το πρωί της 6 Ιανουαρίου
τη λειτουργία των Επιφανείων και τον αγιασμό. Βλ. Β. ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Αθήνα
1948, σ. 288.
379
Βλ. Δ. ΜΩΡΑΙΤΟΥ, Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας, Αθήνα 1964, σ. 147.
380
Πρβλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ (πρωτ.), Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, έκδ.
Ἁρμός, Αθήνα 1995, σ. 72.
381
Όπως προκύπτει από τις Ομιλίες του ΗΣΥΧΙΟΥ, η εορτή των Επιφανείων διακρινόταν για τον
αντιαιρετικό της χαρακτήρα.
382
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 10.

101
την πέμπτη στην εκκλησία η οποία είχε ανεγερθεί στο όνομα του
Λαζάρου, σε απόσταση χιλίων πεντακοσίων βημάτων μακριά από τα
Ιεροσόλυμα, στην Βηθανία, την έκτη στην Σιών, την έβδομη στην
Ανάσταση και την όγδοη στον Σταυρό 383. Κατά τις οκτώ αυτές ημέρες
εορταζόταν η εορτή και στη Βηθλεέμ με τον ίδιο πανηγυρικό τρόπο,
αλλά μόνο από τους πρεσβυτέρους, τον κλήρο και τους μοναχούς του
τόπου αυτού, ενώ ο επίσκοπος βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα. Όταν τη
νύχτα όλοι επέστρεφαν στα Ιεροσόλυμα, οι μοναχοί αυτού του τόπου,
συνέχιζαν την αγρυπνία μέσα στην εκκλησία της Βηθλεέμ, λέγοντας
ύμνους και αντίφωνα μέχρι το πρωί, αποδεικνύοντας έμπρακτα τον
πνευματικό τους ζήλο. Η κοσμοσυρροή ήταν μεγάλη λόγω του
πανηγυρισμού και της ιερής πομπής αυτής της τόσο σημαντικής ημέρας
για την Εκκλησία του Χριστού 384.

2. Εορτή της Υπαπαντής.

Την τεσσαρακοστή από την ημέρα των Επιφανείων διεξαγόταν με


μεγάλη επισημότητα 385 και με λιτανευτική πομπή προς την Ανάσταση,
όπως κατά το Πάσχα, η εορτή της παραστάσεως του Κυρίου στο ναό, η
οποία κατόπιν ονομάστηκε Υπαπαντή. Κατά την εορτή αυτή κήρυτταν
όλοι οι πρεσβύτεροι και ο επίσκοπος, διεξερχόμενοι το ίδιο χωρίο του
Ευαγγελίου, το οποίο εξιστορεί όσα αναφέρονται στην Υπαπαντή 386,
δηλαδή την προσαγωγή του Ιησού στο ναό την τεσσαρακοστή ημέρα,
«ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον
Μωϋσέως» 387. Μετά από αυτά, όταν πλέον τελειώσουν κανονικά όλες
οι ακολουθίες, τελούσαν τη Θεία Λειτουργία και γινόταν απόλυση 388. Η

383
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 11.
384
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄ 12.
385
Η αναφορά αυτή είναι η αρχαιότερη μαρτυρία για την εορτή της Υπαπαντής. Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ,
Λειτουργικοὶ Τύποι τῆς Δύσεως καὶ Διαμαρτυρομένων, έκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ»,
Ἀθῆναι 1966, σ. 125.
386
Κατά τον ΗΣΥΧΙΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, η εορτή της Υπαπαντής έχει τον χαρακτήρα της φανερώσεως
του Χριστού, γι’ αυτό και συνδυάζεται με την εορτή των Επιφανείων ως κατακλείδα αυτής. Πρβλ.
Archim. JOB GETSA, όπ.π., σσ. 33-34.
387
Λκ. β΄ 22.
388
Βλ. Ὁδοιπορικόν, κστ΄.

102
εορτή της Υπαπαντής, για την οποία μαρτυρεί η Αιθερία, διαδόθηκε
από την Παλαιστίνη σε όλο τον χριστιανικό κόσμο 389.

3. Εορτή των Εγκαινίων.

Η Αιθερία μνημονεύει και μια ακόμη εορτή που διεξαγόταν με


μεγάλη επισημότητα. Αυτή ήταν η εορτή των Εγκαινίων. Κατά την
διάρκειά της για οκτώ ολόκληρες ημέρες διεξαγόταν μεγαλοπρεπής
εορτή στην επέτειο των εγκαινίων των ναών του Μαρτυρίου και της
Αναστάσεως και συνέρρεαν σ’ αυτήν όχι μόνο λαϊκοί, άνδρες και
γυναίκες, αλλά και πλήθη μοναχών από τη Μεσοποταμία, τη Συρία, την
Αίγυπτο ή τη Θηβαΐδα «καὶ ἐκ πάντων τῶν τόπων καὶ πασῶν τῶν
ἐπαρχιῶν» 390. Και όσον αφορά στους συνερχομένους επισκόπους στα
Ιεροσόλυμα κατά την εορτή αυτή, στον αριθμό αυτοί υπερέβαιναν τους
σαράντα ή πενήντα και ακολουθούνταν από μεγάλο αριθμό «τῶν σύν
αὐτοῖς» κληρικών. Πίστευαν ότι θα είχαν μεγάλη αμαρτία, αν αυτή την
ημέρα δεν μετέβαιναν, για να συμμετάσχουν σε ένα τόσο μεγάλο

389
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σσ. 128-129. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 305-306. A. BAUMSTARK, όπ.
π., σ. 160.
390
L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 502.

103
πανηγυρισμό, εφόσον δεν είχαν κάποιο σοβαρό κώλυμα 391. Η εορτή
αυτή, συμπίπτοντας, κατά τον Π. Τρεμπέλα, προς την 14η Σεπτεμβρίου
εορτή της υψώσεως του Σταυρού, ταυτιζόταν, κατά την Αιθερία, με την
ημερομηνία κατά την οποία ανευρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός392, γι’ αυτό
και καθορίστηκε, ώστε και τα εγκαίνια των δύο ναών να συμπίπτουν με
αυτή 393. Κατά τις εορτές των Εγκαινίων, ο στολισμός όλων των
εκκλησιών είναι, όπως κατά το Πάσχα και τα Επιφάνεια, λαμπρότατος.
Καθημερινά μεταβαίνουν με λιτανεία σε διάφορους Αγίους Τόπους,
όπως και στις προαναφερθείσες εορτές. Δυστυχώς το κείμενο είναι σε
αυτό το σημείο κολοβό και δε μας επιτρέπει να πληροφορηθούμε
διεξοδικά για όλες τις ημέρες του εορτασμού.

391
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μθ΄ 2.
392
Κατά τον BAUMSTARK, «ο μέγας Κωνσταντίνος όρισε την ημέρα αυτή ως ημέρα των εγκαινίων,
διότι κατ’ αυτήν την ημερομηνία είχαν γίνει άλλοτε και στη Ρώμη τα εγκαίνια του παλαιού ναού του
αφιερωμένου στον Καπιτώλιο Δία, κατά την πολιτική της συνδιαλλαγής του εθνικού με τον
χριστιανικό κόσμο, την οποία ακολουθούσε ο αυτοκράτορας εκείνος. Η εορτή αυτή των Εγκαινίων,
η η
μαρτυρείται από άλλα κείμενα ως διεξαγομένη την 12 Σεπτεμβρίου και από άλλα την 14 και την
η
15 , ενώ προσέλαβε μετέπειτα ακόμη περισσότερη λαμπρότητα, όταν στο έτος 614 συλήθηκε από
τον βασιλιά των Περσών ο Τίμιος Σταυρός, ανακτήθηκε από τον Ηράκλειο και επέστρεψε στα
Ιεροσόλυμα το 630». Από τότε η εορτή αυτή κατέστη γιορτή όλου του χριστιανικού κόσμου ως εορτή
της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και καθιερώθηκε όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση».
Παραπέμπει ο BAUMSTARK στο Die älteste Gestalt, σ. 158, όπου στην υποσ. 4 βρίσκει κανείς τις
παλιές μαρτυρίες για την εθνική εορτή. Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, όπ. π., σ. 141.
393
Ὁδοιπορικόν, μη΄-μθ΄. Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοί Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σσ.
316-317.

104
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ


ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ

1. Προβαπτισματικές τελετές.

Η Αιθερία έγραψε τόσο για τις Κατηχήσεις προς τους


Κατηχουμένους και το Βάπτισμα, όσο και για τις Μυσταγωγικές
Κατηχήσεις394.

Όσον αφορά στην ονοματογραφία395 των Κατηχουμένων, το


Οδοιπορικό της Αιθερίας πληροφορεί ότι ο υποψήφιος, προκειμένου να
λάβει την δωρεά του μυστηρίου του βαπτίσματος, έδινε το όνομά του
την παραμονή της Τεσσαρακοστής 396. Κάποιος πρεσβύτερος σημείωνε
όλα τα ονόματα 397. Την επόμενη, πρώτη της Τεσσαρακοστής ημέρα,
κατά την οποία άρχιζαν οι οκτώ εβδομάδες (όσο διαρκούσε στα
Ιεροσόλυμα η Τεσσαρακοστή), τοποθετούνταν «καθέδρα» για τον

394
Ὁδοιπορικόν, με΄-μζ΄.
395
Γ. ΦΙΛΙΑ, Η έννοια της «ογδόης ημέρας» στην λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έκδ. «Γρηγόρη»,
Αθήνα 2001, σσ. 69-70: «Η τελετουργική αυτή πρακτική της ονοματοδοσίας τοποθετείτο πριν από
την έναρξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής- την πασχάλιο νύκτα ετελείτο το Βάπτισμα-, όπως μαρτυρεί
το Οδοιπορικό της Αιθερίας, στο οποίο συνδέεται το γεγονός της χορηγήσεως του ονόματος με την
έναρξη της περιόδου των οκτώ εβδομάδων της Τεσσαρακοστής. Η λεπτομέρεια της μαρτυρίας αυτής
υποδηλώνει τον σύνδεσμο της ονοματοδοσίας με τον αριθμό οκτώ, σ’ ένα περιβάλλον (το
ιεροσολυμιτικό), στο οποίο διεσώζετο εντόνως η παράδοση της κατά την ογδόη ημέρα
ονοματοδοσίας του Κυρίου»
396
J. DANIÉLOU, Αγία Γραφή και Λειτουργία, έκδ. Κέντρου Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα
1981, σ. 26: «Το τελετουργικό της προπαρασκευής για το βάπτισμα, που περιγράφει η Αιθερία, είναι
αυτό της Ιερουσαλήμ, και είναι ανάλογο προς το της Αντιοχείας».
397
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρὸς τοὺς βραδύνοντας τὸ βάπτισμα, ΕΠΕ 10, 302, ΒΕΠΕΣ 68, 447:
«Ἔλθετε οὖν, οἱ κεκακωμένοι, πρὸς τὴν ἑαυτῶν ἐπιμέλειαν καὶ μὴ ρᾳθυμίᾳ δότε τὸ πρᾶγμα…Δότε
μοι τὰ ὀνόματα, ἵνα ἐγὼ μὲν αὐτὰ ταῖς αἰσθηταῖς ἐγχαράξω βίβλοις, καὶ γράψω τῷ μέλανι. Θεὸς δὲ
ταῖς ἀφθάρτοις πλαξὶν ἐνσημήνηται, δακτύλῳ γράψας ἰδίῳ, ὥς ποτε τοῖς Ἑβραίοις τὸν νόμον…».
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Αἰθερίας Ὁδοιπορικόν, σ. 216, υποσ. 1: «Ὁ ἄνθρωπος διὰ τοῦ
βαπτίσματος καθίσταται στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ· ἡ ἀναγραφή του αυτὴ εἰς τοὺς καταλόγους
ἀντιστοιχεῖ πλήρως πρὸς τὴν ἀναγραφὴ εἰς τοὺς στρατιωτικοὺς καταλόγους».
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, όπ. π., ΕΠΕ 10, 320 ΒΕΠΕΣ 68, 453-4: «Ὁ λαβὼν τὸ τῆς παλιγγενεσίας
λουτρόν, ὅμοιος στρατιώτῃ νέῳ ὑπόγυιον ἐναριθμηθέντι τοῖς ὁπλιτικοῖς καταλόγοις…».

105
επίσκοπο στο μέσο της μεγαλύτερης Εκκλησίας (δηλαδή στο Μαρτύριο).
Δεξιά και αριστερά καθόταν οι πρεσβύτεροι σε καθέδρες, ενώ οι
υπόλοιποι κληρικοί στέκονταν όρθιοι. Τότε προσέρχονταν ανά ένας οι
υποψήφιοι, αν είναι άνδρες, ερχόταν με τους αναδόχους τους και αν
είναι γυναίκες με τις δικές τους αναδόχους. Ο επίσκοπος ρωτούσε
όσους ήταν κοντά στον υποψήφιο που είχε πλησιάσει, αν αυτός διήγε
βίο έντιμο, αν σεβόταν τους γονείς του, αν κυριευόταν από την μέθη και
το ψεύδος398 κ.λπ. Στον καθένα απηύθυνε το ίδιο ερωτηματολόγιο για
όλα τα σοβαρά αμαρτήματα 399. Αν ο υποψήφιος αναγνωριζόταν
άμεμπτος σε όσα εξετάστηκε με την παρουσία των μαρτύρων, ο
επίσκοπος, με το ίδιο του το χέρι, σημείωνε το όνομα εκείνου. Αλλά αν
ο υποψήφιος κατηγορούνταν για κάποιο ελάττωμα, ο επίσκοπος τον
απομάκρυνε λέγοντας: «Νὰ διορθωθῇς, καὶ ὅταν θὰ ἔχῃς γίνει
καλύτερος, τότε θὰ προχωρήσῃς εἰς τὸ βάπτισμα» 400. Πρώτα στους
άνδρες και έπειτα στις γυναίκες έθετε το ίδιο ερωτηματολόγιο. Οι ξένοι
δεν γίνονταν τόσο εύκολα δεκτοί στο βάπτισμα, εκτός αν είχαν
μάρτυρες που να τους γνώριζαν 401.

398
Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρὸς τοὺς βραδύνοντας τὸ βάπτισμα, ΕΠΕ 10, 308, ΒΕΠΕΣ 68, 449:
«Ἀπόλυσον… τοῦ βίου σου τὸν γαστρίμαργον κόρακα· δὸς τῇ περιστερᾷ καιρὸν ἐπιπτῆναί σοι…καὶ
πολλὰ τίκτει καὶ εὐχαρῆ τὰ ἑαυτῆς τέκνα. Ταῦτα δέ εἰσιν ἀγαθαὶ πράξεις καὶ λόγοι σεμνοί, πίστις
εὐσέβεια, δικαιοσύνῃ, σωφροσύνῃ, ἁγνεία, καθαρότης… Μὴ ἀεὶ μετὰ τῶν παίδων ψελλίζου· μὴ
νηπιώδης τὴν φρένα…».
399
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Προκατήχησις, ια΄-ΒΕΠΕΣ 39, 44-45: «τὰ λεγόμενα μάνθανε, καὶ τήρει
εἰς τὸν αἰῶνα. Μὴ νομίσῃς τὰς συνήθεις εἶναι προσομιλίας· κἀκεῖναι μὲν ἀγαθαί, καὶ πίστεως ἅξιαι·
ἀλλ’ ἐὰν σήμερον ἀμελήσωμεν, αὔριον μανθάνομεν· τὰ δὲ περὶ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας κατ’
ἀκολουθίαν διαδιδόμενα διδάγματα ἐὰν σήμερον ἀμεληθῇ, πότε κατορθωθήσεται; Νόμισόν μοι
φυτείας εἶναι δένδρων καιρὸν· ἐὰν μὴ σκάψωμεν καὶ βαθύνωμεν, πότε δύναται ἄλλοτε καλῶς
φυτευθῆναι τὸ ἅπαξ κακῶς φυτευθέν; Νόμισόν μοι οἰκοδομὴν εἶναι τὴν κατήχησιν· ἐὰν μὴ
βαθύνωμεν, καὶ θεμέλιον θῶμεν…οὐδὲν ὄφελος οὐδὲ τοῦ προτέρου κόπου…Δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ
Θεοῦ ζῶντος· δεῖ ἀκούειν τὰ περὶ κρίσεως…καὶ πολλὰ ἐστιν ἀκολούθως λεγόμενα, νῦν μὲν σποράδην
εἰρημένα, τότε δὲ καθ’ ἁρμονίαν προσφερόμενα».
400
Ὁδοιπορικόν με΄ 4. Πρβλ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρὸς τοὺς βραδύνοντας τὸ βάπτισμα, ΕΠΕ 10, 308-
310, ΒΕΠΕΣ 68, 449-450: «Ἐρυθριῶ ὑπὲρ σοῦ, ὅτι γηράσας λοιπὸν μετὰ τῶν κατηχουμένων ἐκβάλλῃ,
ὡς παιδάριον ἄνουν καὶ οὐκ ἐχέμυθον, μέλλοντος μυστηρίου λαλεῖσθαι… Μὴ παροξύνῃς τὸν
βαπτιστὴν βραδύνων, μηδὲ παροργίσῃς αὐτὸν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ἀναβαλλόμενος καὶ δαπανῶν ἐν
ὑποσχέσεσι τὸν ρέοντα χρόνον, μήποτέ σου ταῖς ὁμοίαις φωναῖς Ἰωάννου καθίκηται, γεννημά σε
ὀνομάζων ἐχίδνης…Αἱρετώτερον ἐν κακῶν ἐκλογῇ ἀξιωθέντα τινὰ τοῦ σωτηρίου λουτροῦ, γενέσθαι
πάλιν ἐν ἁμαρτήματι, ἢ τῆς χάριτος ἀμέτοχον τελευτῆσαι τὸν βίον. Τὸ μὲν γὰρ πλημμέλημα τυχὸν καὶ
συγγνώμης… ἀξιωθήσεται… τὸ δὲ παντάπασιν ἀπηγορευμένην ἔχειν τὴν σωτηρίαν ἐξ ἀποφάσεως
ὡρισμένης…».
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Προκατήχησις, στ΄-ζ΄. ΒΕΠΕΣ 39, 43: «Εἰσῆλθες εἰς ἀγῶνα, κάμε τὸν
δρόμον· ἄλλον καιρὸν τοιοῦτον οὐκ ἔχεις… Ἄργησον ἀπὸ τῆς σήμερον ἀπὸ παντὸς φαύλου
πράγματος· μὴ σου τὸ βλέμμα ἁμαρτανέτω, μηδέ ρεμβέσθω τὰ μὴ χρήσιμα…».
401
Ὁδοιπορικόν. με΄. Βλ. L. DUCHESNE, Les origins du culte chrétien, Paris 1925, σσ. 498-499.

106
Όλο το διάστημα της Τεσσαρακοστής, γινόταν από τους
κληρικούς οι εξορκισμοί 402 το πρωί, μετά τη απόλυση στην Ανάσταση,
σε όσους έμελλαν να λάβουν το άγιο βάπτισμα, ενώ οι κατηχήσεις
γινόταν από τον ίδιο τον επίσκοπο στον κυρίως ναό, το Μαρτύριο.
Τοποθετούνταν θρόνος για τον επίσκοπο και γύρω του κάθονταν όσοι
είχαν εγγραφεί, για να λάβουν προσεχώς το βάπτισμα, άνδρες και
γυναίκες 403, μαζί με τους αναδόχους τους που τους συνόδευαν και
όσους πιστούς404 είχαν την επιθυμία να μαθητεύσουν «παρά τους
πόδας» του διδασκάλου. Το προφητικό χάρισμα του επισκόπου, το
οποίο αντλείται από το αντίστοιχο του Χριστού, του προσδίδει την
ιδιότητα του κατεξοχήν κατηχητού της Εκκλησίας. Η μυσταγωγία του
Λόγου είναι προετοιμαστική για το επικείμενο μυστήριο, την υποδοχή
των νεόφυτων μελών και την πνευματική κατάρτιση των ήδη
ενταγμένων στο μυστηριακό Σώμα αυτής.

Οι «κατηχούμενοι δὲν εἰσήρχοντο405 καθ’ ὃν χρόνον ὁ ἐπίσκοπος


ἐδίδασκε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν τοὺς εἰς τὸ
βάπτισμα εὐτρεπιζομένους», καθιστώντας σ’ αυτούς γνωστό «τὸν

402
Βλ. Ὁδοιπορικόν μστ΄ 1.
403
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Προκατήχησις, ιδ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 45-46: «…Καὶ ὅταν ἐπορκισμὸς
γένηται, ἕως ὅτου οἱ ἄλλοι ἐπορκιζόμενοι παραγένωνται, ἄνδρες μετ’ ἀνδρῶν, καὶ γυναῖκες μετὰ
γυναικῶν…Εἰ γὰρ καὶ μία ἦν ἡ κιβωτός, καὶ κεκλεισμένη ἦν ἡ θύρα· ἀλλὰ ἐσχημάτιστο τὰ πράγματα.
Εἰ καὶ κέκλεισται ἡ Ἐκκλησία, καὶ πάντες ὑμεῖς ἔνδον· ἀλλὰ διεστάλθω τὰ πράγματα, ἄνδρες μετ’
ἄνδρων, καὶ γυναῖκες μετὰ γυναικῶν· ἵνα μὴ γένηται ἡ ὑπόθεσις τῆς σωτηρίας, πρόφασις ἀπωλείας·
κἄν ἡ ὑπόθεσις καλὴ, πλησίον ἀλλήλων καθέζεσθαι, ἀλλὰ μακρὰν ἔστω τὰ πάθη. Εἶτα οἱ ἄνδρες
καθεζόμενοι καὶ ἐχέτωσαν βιβλίον χρήσιμον· καὶ ὁ μέν τις ἀναγινωσκέτω, ὁ δέ τις ἀκουέτω… Γυναικὶ
γὰρ λαλεῖν ἐν ἐκκλησίᾳ οὐκ ἐπιτρέπω…».
404
Για να ακούσουν τις «Κατηχήσεις τῶν Φωτιζομένων» του ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ. (Πρβλ. ΒΕΠΕΣ
39, 45-46). ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Μυσταγωγικές Κατηχήσεις, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας,
[Ἐπὶ τὰς πηγὰς, 5], Ἀθῆναι 1982, σσ. 26-27: «Ο άγιος ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ συνέγραψε 24
περίφημες “Kατηχήσεις”, που εκφωνούσε την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και την εβδομάδα του
Πάσχα, προς τους φωτιζομένους και τους νεοφώτιστους της Εκκλησίας…Το κύριο αυτό έργο
αποτελείται από α) την πρώτη εισαγωγική κατήχηση, την “Προκατήχηση”, β) τις 18 κύριες
“Κατηχήσεις” προς τους φωτιζομένους, δηλαδή προς τους κατηχουμένους εκείνους που
ετοιμάζονταν για το θείο βάπτισμα κατά το Πάσχα, που ήδη προσέγγιζε, και οι οποίες
περιλαμβάνουν τα βασικότερα στοιχεία της χριστιανικής πίστεως, και γ) τις 5 τελευταίες, τις
ονομαζόμενες “Μυσταγωγικές Κατηχήσεις”…». Πρβλ. ΑΓΙΟΥ ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις,
ἐκδ. Ἑτοιμασία, Ι. Μ. Τ. Προδρόμου, Καρέας 1991. Αρχιμ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΣΚΡΕΤΤΑ, Τὸ βάπτισμα κατὰ
τὶς βαπτισματικὲς καὶ μυσταγωγικὲς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων. Ανάτυπο από την
Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ποιμαντικής, Νέα Σειρά, τόμ. 1,
Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 359- 382. Ι. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων
περὶ βαπτίσματος», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ΞΕ΄ (1982) 115-128.
405
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Προκατήχησις, ιβ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 45: «…Ὅτε τοίνυν ἡ κατήχησις
λέγηται, ἐάν σε κατηχούμενος ἐξετάσῃ, τὶ εἰρήκασιν οἱ διδάσκοντες, μηδὲν λέγε τῷ ἔξω…».

107
νόμον»406. Αρχίζοντας από το βιβλίο της Γενέσεως κατά τις
τεσσαράκοντα εκείνες ημέρες διέτρεχε όλες τις Γραφές εκθέτοντας
πρώτα κατά γράμμα, κάνοντας, δηλαδή, φιλολογική ερμηνεία, και
εξάγοντας έπειτα το πνευματικό νόημα. Με τον ίδιο τρόπο τους δίδασκε
για την ανάσταση και για όλη την πίστη 407. Αυτή η διδασκαλία
ονομάζεται «κατήχησις» 408.

Η παράδοση του Συμβόλου της πίστεως γινόταν μετά την


συμπλήρωση της πέμπτης εβδομάδας. Η διδασκαλία του Συμβόλου409
και η ερμηνεία της πραγματοποιόταν φράση προς φράση, αρχικά
φιλολογικά και έπειτα πνευματικά, όπως γινόταν και για όλες τις
Γραφές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όλοι οι πιστοί να παρακολουθούν τις
Γραφές, όταν αναγινωσκόταν στην Εκκλησία, διότι όλοι είχαν διατελέσει
κατηχούμενοι όλες αυτές τις τεσσαράκοντα ημέρες, από την πρώτη410
μέχρι την τρίτη 411 ώρα. Η κατήχηση, επομένως, είχε διάρκεια τριών
ωρών, χρονικό διάστημα ικανό, ώστε να αναπτυχθεί πλήρως μία
ολοκληρωμένη πραγμάτευση ενός επιμέρους θέματος και παράλληλα
όχι πολύ εκτενής, ώστε να εξαντλεί το ακροατήριο. Η Αιθερία εκφράζει
τον θαυμασμό της για τον σεβασμό που διέκρινε στα πρόσωπα των
πιστών ακροατών των κατηχήσεων, όταν αναφέρονται σε ό,τι είχε πει
και εξηγήσει ο επίσκοπος κατά την διάρκεια αυτών των κατηχήσεων, οι
οποίες υπερέβαιναν χρονικά όλα τα άλλα κηρύγματα που έκανε άλλοτε,
καθήμενος στο μέσον της εκκλησίας. Μετά το τέλος της κατηχήσεως,
την τρίτη ώρα, ψάλλοντας ύμνους συνόδευαν πάλι τον επίσκοπο στην
Ανάσταση, όπου γινόταν απόλυση. Το ίδιο τυπικό ακολουθείται κατά το
διάστημα επτά εβδομάδων 412.

406
Ὁδοιπορικόν μστ΄ 2.
407
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ
Σωτήρ», τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1961, σ. 261. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 499.
408
Πρβλ. ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΒΕΠΕΣ 2, 133-134: «…Ὁ μέλλων τοίνυν κατηχεῖσθαι τὸν
λόγον τῆς εὐσεβείας παιδευέσθω, πρὸ τοῦ βαπτίσματος, τὴν περὶ Θεοῦ τοῦ ἀγεννήτου γνῶσιν, τὴν
περὶ υἱοῦ μονογενοῦς ἐπίγνωσιν, τὴν περὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος πληροφορίαν· μανθανέτω
δημιουργίας διαφόρου τάξιν, προνοίας εἱρμόν, νομοθεσίας διαφόρου δικαιωτήρια· παιδευέσθω, διὰ
τί ὁ κόσμος γέγονεν καὶ δι’ ὃ κοσμοπολίτης ὁ ἄνθρωπος κατέστη…ἵνα ζήσῃ τῷ Θεῷ κατά τε νοῦν καὶ
λόγον καὶ πρᾶξιν…».
409
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατηχήσεις Φωτιζομένων, ΒΕΠΕΣ 39, 86-246: «Το Σύμβολο της
Πίστεως διδασκόταν στις Κατηχήσεις ΣΤ΄ έως ΙΗ΄».
410
7 π. μ.
411
9 π. μ.
412
Βλ. Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 3-4.

108
Κατά την όγδοη εβδομάδα, δηλαδή την Πασχάλια ή Μεγάλη
Εβδομάδα, «ὁ ἐπίσκοπος ἔρχεται τὴν πρωΐαν εἰς τὴν μείζονα ἐκκλησίαν,
εἰς τὸ Μαρτύριον. Εἰς τὸ βάθος τῆς ἁψίδος, ὄπισθεν τοῦ θυσιαστηρίου,
τοποθετεῖται θρόνος δι’ αὐτὸν καὶ ἐκεῖ ἔρχονται ἀνά εἷς [οι άνδρες με
τον (πνευματικό) πατέρα τους και οι γυναίκες με την (πνευματική)
μητέρα τους] καὶ ἀποκρίνονται τὸ Σύμβολον 413 εἰς τὸν ἐπίσκοπον. Ἐν
συνεχείᾳ ὁ ἐπίσκοπος λέγει πρὸς αὐτοὺς: “Κατὰ τὰς ἑπτὰ ταύτας
ἑβδομάδας ἐδιδάχθητε πάντα τὸν νόμον, τὸν περιεχόμενον εἰς τὰς
Γραφάς, καὶ ἠκούσατε τὰ περὶ τῆς πίστεως. Ἠκούσατε καὶ περὶ τῆς
ἀναστάσεως τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ περὶ πάσης τῆς διδασκαλίας τοῦ
συμβόλου, καθ’ ὅσον ἦτο δυνατὸν εἰς σᾶς, ὄντας εἰσέτι κατηχουμένους.
Ἀλλὰ τοὺς λόγους, οἵτινες ἀναφέρονται εἰς τὸ ὑψηλότερον μυστήριον
τοῦ βαπτίσματος, δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ἀκούσητε, ἐπειδὴ εἶσθε ἀκόμη
κατηχούμενοι. Ὅταν ὅμως βαπτισθῆτε εἰς τὸ ὅνομα τοῦ Θεοῦ414, κατὰ
τὴν διάρκεια τῶν ὀκτὼ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, θὰ ἀκούσητε τούτους 415, καὶ
τότε θὰ ἀντιληφθῆτε, ὅτι οὐχὶ ἄνευ λόγου ἐγένετο τοῦτο. Ἐφ’ ὅσον
εἶσθε κατηχούμενοι ἀκόμη, τὰ μυστικώτερα θεῖα μυστήρια δὲν εἶναι
δυνατὸν νὰ ἀποκαλυφθοῦν εἰς ὑμᾶς”» 416.

2. Το άγιο Βάπτισμα.

Η τελεσιουργία του βαπτίσματος γίνεται κατά τις πασχαλινές


παννυχίδες, όπως συνάγεται από το Οδοιπορικό της Αιθερίας, η οποία

413
J. DANIÉLOU, Αγία Γραφή και Λειτουργία, ἐκδ. Κέντρου Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα
1981, σ. 32: «…Οι κατηχήσεις τελείωναν την Κυριακή πριν από το Πάσχα με την παράδοση του
Συμβόλου…».
414 ο
J. DANIÉLOU, όπ. π., σσ. 25, 44: Είναι γνωστό, ότι τον 4 αιώνα το μυστήριο του βαπτίσματος
ετελείτο γενικά κατά την διάρκεια της νύκτας του Σαββάτου προς την Κυριακή του Πάσχα…Το σχήμα
των βαπτιστηρίων είναι συχνά οκταγωνικό…Ο αριθμός οκτώ είναι, για τον αρχαίο χριστιανισμό,
σύμβολο της αναστάσεως και προφητεία του κόσμου, που έρχεται. Πράγματι σ’ αυτή την ογδόη
ημέρα, που εγκαινίασε ο Χριστός, είναι που εισέρχεται ο χριστιανός με το βάπτισμά του…».
415
Η τάξη αυτή επιβεβαιώνεται και από τον άγιο ΚΥΡΙΛΛΟ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις Φωτιζομένων,
ΙΗ΄, λγ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 245: «…Μετὰ δὲ τὴν ἁγίαν καὶ σωτήριον τοῦ Πάσχα ἡμέραν, ἀπὸ τῆς δευτέρας
τῶν Σαββάτων εὐθὺς, καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐν ταῖς ἑξῆς τῆς ἑβδομάδος ἡμέραις μετὰ τὴν σύναξιν εἰς
τὸν ἅγιον τῆς ἀναστάσεως τόπον εἰσερχόμενοι, κατηχήσεων ἄλλων ἀκούσεσθε Θεοῦ θέλοντος…».
416
Ὁδοιπορικόν, μστ΄ 5-6. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 500. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, όπ. π., σ. 268. Βλ. Ε.
ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς (Α´)», στο Θεολογία, τόμ. 61
(1989), σσ. 122-123.

109
σημειώνει: «Αἱ δὲ πασχαλιναὶ παννυχίδες τελοῦνται καθ’ ὃν τρόπον
τελοῦνται καὶ παρ΄ ἡμῖν» 417.

Το μυστήριο του ιερού βαπτίσματος ετελείτο με κάθε


ιεροπρέπεια σε συνδυασμό με το χαρμόσυνο γεγονός της Αναστάσεως.
Όπως ο Κύριος παρεδόθη στον θάνατο εκουσίως και τριήμερος ανέστη,
έτσι και ο πιστός, με την βάπτισή του, συνθάπτεται και συνανίσταται
μέσα στο ύδωρ της κολυμβήθρας μαζί Του, αναγεννώμενος σε μία
καινή εν Χριστώ βιοτή. Οι νεοφώτιστοι, φέροντας τα λευκά ενδύματα,
έχοντας καταυγαστεί από το φώς της Αναστάσεως και το μυστήριο της
προσωπικής τους Πεντηκοστής και γέννησης εν Χριστώ, οδηγούνταν
από τον πνευματικό τους Πατέρα, τον επίσκοπο, αρχικά στην
Ανάσταση418, όπου μετά από έναν ύμνο, τους αναγίνωσκε την ευχή του
χρίσματος419 και, αφού πλέον τους οχύρωνε πνευματικά με την δωρεά
του Παρακλήτου, τους οδηγούσε στο Μαρτύριο, όπου τα υπόλοιπα
μέλη της Εκκλησίας αγρυπνούσαν, και γινόταν η προσφορά της Θείας
Ευχαριστίας 420. Με το τρισσόν μυστήριο της μυήσεως: βάπτιση, χρίσμα
και θεία ευχαριστία (γέννηση, ενεργοποίηση των χαρισμάτων και
θρέψη του νεογέννητου), ολοκληρωνόταν η δωρεά του Θεού στον

417
Ὁδοιπορικόν λη΄ 1.
418
Βλ. Ὁδοιπορικόν λη΄ 1.
419
Πρβλ. Ε. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς (Α´)», όπ. π., σ. 124.
420
Βλ. και υποσημ. 249.

110
πεπτωκότα άνθρωπο και η συναρίθμηση του νεοφύτου στη στρατεία
και το μυστηριακό σώμα του Χριστού. Η πανυχίδα ολοκληρωνόταν με
μία δεύτερη σύντομη Λειτουργία στο ναό της Αναστάσεως, η απόλυση
της οποίας γινόταν την ίδια ώρα όπως και στην Δύση 421.

Η Αιθερία καταγράφει πληροφορίες και για τις Μυσταγωγικές


Κατηχήσεις 422, οι οποίες είναι ανάλογες με αυτές που αποδίδονται στον
Κύριλλο Ιεροσολύμων (ή τον διάδοχό του Ιωάννη) 423. Οι Κατηχήσεις
αυτές κατά την Διακαινίσημο εβδομάδα εκφωνούνταν από τον
επίσκοπο όχι στους κατηχουμένους, αλλά στους νεοβαπτισθέντες ή
«νεοφωτίστους» ή «νεοφύτους» και στους πιστούς, οι οποίοι ήθελαν να
διαφωτιστούν πάνω στα μυστήρια και να τα κατανοήσουν. Για να
αποκλειστούν οι αμύητοι κατηχούμενοι «κλείονται αἱ θύραι» 424. Όσο
χρόνο ο επίσκοπος συζητούσε και ερμήνευε τις ερωτήσεις που του
υπέβαλλαν, οι κραυγές επιδοκιμασίας ήταν τόσο ισχυρές, ώστε
ακούγονταν και εκτός εκκλησίας. Διότι, πραγματικά, ερμήνευε με τόσο
αποκαλυπτικό τρόπο όλα τα μυστήρια, ώστε κανείς δεν μπορούσε να
παραμείνει αδιάφορος σε όσα άκουγε να εξηγούνται έτσι. Η Αιθερία
ήταν αυτήκοος μάρτυς των πέντε Μυσταγωγικών Κατηχήσεων του
Κυρίλλου Ιεροσολύμων, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την
Διακαινίσημο εβδομάδα, η οποία ακολουθούσε χρονικά τα βαπτίσματα
των κατηχουμένων (και πλέον νεοφωτίστων) αδελφών που τελέστηκαν
το Μέγα Σάββατο 425.

421
Βλ. Ὁδοιπορικόν λη΄2. L. FENDT, Einführuhg in die Liturgiewissenschaft, Berlin 1958, σ. 73.
422
Πρβλ. ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Μυσταγωγικαὶ Κατηχήσεις, ΒΕΠΕΣ 39, 247-262. Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ
2
ΜΠΑΡΟΥΣΗ, Αἰθερίας: Ὁδοιπορικόν εἰς τὸ Σινᾶ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους, εκδ. «Τήνος», Αθῆναι 2007,
σσ. 223- 224, υποσ. 3: «Αυτές οι πέντε Μυσταγωγικές Κατηχήσεις απευθύνονται κυρίως στους ήδη
βαπτισμένους, τους νεοφώτιστους της Εκκλησίας, και λέγονταν κατά την εβδομάδα του Πάσχα,
αμέσως μετά το βάπτισμα, με σκοπό την συμπλήρωση της χριστιανικής διδασκαλίας, που είχαν
λάβει στο προηγούμενο στάδιο. Αλλά και η μύηση των νέων πιστών στα βασικά μυστήρια της
Εκκλησίας, όπως του Βαπτίσματος, του Χρίσματος και της Θείας Ευχαριστίας, ήταν στους
πρωταρχικούς στόχους των Μυσταγωγικών Κατηχήσεων».
423
ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Μυσταγ. Κατηχήσεις 5, 1. PG 33, 1109:«Τῇ τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπίᾳ ἐν
ταῖς προλαβούσαις συνάξεσιν ἀρκούντως ἀκηκόατε περί τε βαπτίσματος καὶ χρίσματος καὶ
μεταλήψεως σώματος καὶ αἵματος Χριστοῦ». Σύμφωνα με τον Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, η παραπάνω φράση
υπενθυμίζει την πληροφορία που παρέχει η Αιθερία για την Ευχαριστία, η οποία τελούνταν στον
τόπο της Αναστάσεως μετά την αποχώρηση των κατηχουμένων. Βλ. και υποσ. 409.
424
L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 501.
425
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς (Α´)», όπ. π., σ.
124.

111
3. Η Θεία Λειτουργία και η Θεία Ευχαριστία.

Η Αιθερία, ακολουθώντας την παράδοση της Εκκλησίας περί της


αδημοσιεύτου διδασκαλίας αυτής («disciplina arcana»), «τῆς
ἀδημοσιεύτου ταύτης (περὶ “τὰ τῆς ἐπικλήσεως ρήματα ἐπὶ τῇ
ἀναδείξει τοῦ ἄρτου τῆς εὐχαριστίας καὶ τοῦ ποτηρίου τῆς εὐλογίας”)
καὶ ἀπορρήτου διδασκαλίας, ἣν ἐν ἀπολυπραγμονήτῳ σιγῇ οἱ πατέρες
ἡμῶν ἐφύλαξαν, καλῶς ἐκεῖνο δεδιδαγμένοι, τῶν μυστηρίων τὸ σεμνὸν
σιωπῇ διασῴζεσθαι» 426, ουδέποτε αναφέρεται σε περιστατικά της
τελεσιουργίας της Θείας Ευχαριστίας, αλλά περιορίζεται πάντοτε σε μία
τόσο λιτή πληροφορία: «τελοῦν τὴν θεία Λειτουργία». Κατά συνέπεια,
κάθε προσπάθεια σύνταξης διαγράμματος της θείας Λειτουργίας, βάσει
του Οδοιπορικού της Αιθερίας, είναι πλήρως ακατόρθωτη 427.

Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επισήμανση από την Αιθερία των


στοιχείων του πρώτου τμήματος της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή της
Λειτουργίας των Κατηχουμένων, για την οποία δεν γίνεται λόγος από
τον Κύριλλο Ιεροσολύμων. Η Αιθερία επισημαίνει μόνο ό,τι παρουσίαζε
ιδιαίτερο γι’ αυτήν ενδιαφέρον. Για τα υπόλοιπα περιορίζεται να λέει
«ὡς παρ’ ἡμῖν», δηλαδή όπως στη Νότια Γαλλία ή Βορειοδυτική
Ισπανία. Επομένως η Αιθερία δεν παρέχει πλήρη περιγραφή, αλλά
παρουσιάζει σημειώσεις.

Ιδιαίτερη εντύπωση της έκανε το –ασφαλώς άγνωστο στην


πατρίδα της- γεγονός ότι, ανάλογα με τον τόπο της λατρείας και το
εορτολογικό περιεχόμενο της ημέρας, προσαρμοζόταν τα
αναγνώσματα, οι ύμνοι, τα αντίφωνα και οι προσευχές 428. Το γεγονός
αυτό είναι, κατά την Αιθερία, «σφόδρα εὐάρεστον καὶ σφόδρα
θαυμαστὸν (άξιον μνείας)» 429. Έτσι, το Οδοιπορικό της Αιθερίας
μαρτυρεί την έναρξη της αναγνώσεως ορισμένων περικοπών. Αυτό ήταν
ευκολώτερο να συμβεί στα Ιεροσόλυμα, όπου οι εκδηλώσεις της

426
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κεφ. κζ΄. ΒΕΠΕΣ 52, 287.
427
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σσ. 177-178, υποσ. 4.
428
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λε΄ 3 και μγ΄ 5, 6. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 496-497.
429
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, λζ΄ 5. L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 501.

112
λατρείας γινόταν σ’ αυτούς τους τόπους της Ιερής Ιστορίας 430. Τα
αναγνώσματα διαβάζονταν στα ελληνικά και μεταφράζονταν στη
συριακή γλώσσα. Με τον ίδιο τρόπο έλληνες και λατίνοι αδελφοί και
αδελφές τα μετέφραζαν στη λατινική γλώσσα προς χάριν εκείνων που
καταλάβαιναν μόνο αυτήν 431.

Το κήρυγμα γινόταν πάντοτε στα ελληνικά, ακόμη και όταν ο


επίσκοπος μπορούσε να μιλάει την συριακή γλώσσα. Πάντως και το
κήρυγμα μεταφραζόταν στη συριακή γλώσσα 432. Τόσο λοιπόν για το
κήρυγμα που επακολουθούσε στα αναγνώσματα, όσο και γι’ αυτά τα
ίδια τα αναγνώσματα ήταν πάντοτε παρών και κάποιος διερμηνέας, ο
οποίος μετέφραζε από την ελληνική γλώσσα στη συριακή και τα δύο 433.
Κατά την Κυριακή κήρυτταν όσοι ήθελαν από τους πρεσβυτέρους και
μετά από αυτούς ο επίσκοπος434. Συνήθως το κήρυγμα στηριζόταν στο
περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής της ημέρας 435.

Για άλλη μία φορά είναι εμφανής η φιλάνθρωπη τακτική που


ακολουθούσε η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, ώστε να οικονομεί με
συγκατάβαση την αδυναμία κάποιων μελών της να κατανοήσουν την
γλώσσα, την οποία χρησιμοποιούσαν επίσημα στη λατρεία. Γι’ αυτόν
τον λόγο, γινόταν ταυτόχρονη προσαρμογή των αναγνωσμάτων και του
κηρύγματος στην καθομιλουμένη γλώσσα των μετεχόντων σε αυτή, με
την αντίστοιχη μετάφραση στη συριακή ή λατινική από κατάλληλα
πρόσωπα, επιφορτισμένα με αυτήν την διακονία.

Η Αιθερία, περιγράφοντας την συμμετοχή της στη Θεία


Λειτουργία, η οποία τελέστηκε στο όρος Σινά, γράφει: «Ἐτελέσθη ἡ Θεία
Ευχαριστία συμφώνως πρὸς τὸ Τυπικὸν 436 καὶ ἐκοινωνήσαμεν. Μόλις

430
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κστ΄, κθ΄, λα΄-λθ΄, μγ΄. L. FENDT, όπ. π., σ. 73.
431
L. DUCHESNE, όπ. π., σ. 501.
432
Βλ. ΕΥΑΓΓ. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως Λειτουργικῆς (Α´)», όπ. π., σσ.
120-121.
433
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 129.
434
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κε΄, κζ΄και μγ΄. L. FENDT, όπ. π., σ. 73. L. DUCHESNE, όπ. π., σσ. 477-478.
435
Πρβλ. Ὁδοιπορικόν, κστ΄. L. FENDT, όπ. π., σ. 73.
436
Πρβλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, τόμ. Α΄, ἐκδ. Ἀδελφότητος
3
Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1998, σσ. 196, 203, 208: Η Αιθερία, για να δηλώσει την τέλεση της
Θείας Λειτουργίας, χρησιμοποιεί την έκφραση «facere oblationem- ποιεῖν προσφοράν». Πρβλ. Δ.
ΜΩΡΑΙΤΟΥ, Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας, Αθήνα 1964, σ. 128: Ο όρος «oblatio»
χρησιμοποιόταν από τον Τερτυλλιανό και τον άγιο Κυπριανό (β΄ αιώνα). Ο όρος χρησιμοποιόταν και

113
ἐξήλθομεν ἐκ τοῦ ναοῦ, οἱ ἱερεῖς τῆς περιοχῆς ἒδωκαν εἰς ἡμᾶς ὡς
εὐλογίαν φροῦτα»437. Μετά την κατάβαση από την αγία κορυφή, η
Αιθερία, μαζί με τους προσκυνητές που την συνόδευαν, μετέβησαν στο
όρος Χωρήβ, στο οποίο κατέφυγε ο προφήτης Ηλίας, για να γλιτώσει
από τη μανία του βασιλέως Αχαάβ. Εκεί ετέλεσαν εκ νέου την θεία
Λειτουργία 438.

από τον Ιππόλυτο στην «Ἀποστολικὴ Παράδοση», για να δηλώσει την τελουμένη από τον επίσκοπο
και τους πρεσβυτέρους Θεία Λειτουργία.
Η Αιθερία χρησιμοποιεί τον όρο με αυτήν ακριβώς την έννοια, για να δηλώσει την τέλεση της θείας
Λειτουργίας: ο λαός έχει συγκεντρωθεί με επικεφαλής τους ιερείς, γίνεται ανάγνωση των Γραφών,
αναπέμπονται δεήσεις, ακολουθεί η προσφορά της αναιμάκτου θυσίας από τους ιερείς, και τέλος
κοινωνούν των αχράντων Μυστηρίων.
Είναι ιδιαιτέρως σημαντικό ότι το κείμενο χρησιμοποιεί την φράση: «ἐτελέσθη ἡ θεία Λειτουργία,
κατά τὴν τάξιν», που αντιστοιχεί προς το χωρίο της προς Κορινθίους Α΄ επιστολής (170 μ. Χ.) του
αγίου ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, PG 1, 288Α-289Α, ΒΕΠΕΣ 1, 29 XL: «Πάντα τάξει ποιεῖν ὀφείλομεν, ὅσα ὁ
δεσπότης ἐπιτελεῖν ἐκέλευσεν κατὰ καιροὺς τεταγμένους· τάς τε προσφορὰς καὶ λειτουργίας
ἐπιτελεῖσθαι, καὶ οὐκ εἰκῇ ἢ ἀτάκτως ἐκέλευσεν γίνεσθαι, ἀλλ’ ὡρισμένοις καιροῖς καὶ ὥραις. Ποῦ
καὶ διὰ τίνων ἐπιτελεῖσθαι θέλει, αὐτὸς ὥρισεν τῇ ὑπερτάτῳ αὐτοῦ βουλήσει, ἵν’ ὁσίως πάντα
γινόμενα ἐν εὐδοκήσει εὐπρόσδεκτα εἴη τῷ θελήματι αὐτοῦ. Οἱ οὖν τοῖς προστεταγμένοις καιροῖς
ποιοῦντες τὰς προσφορὰς αὐτῶν εὐπρόσδεκτοί τε καὶ μακάριοι· τοῖς γὰρ νομίμοις τοῦ δεσπότου
ἀκολουθοῦντες οὐ διαμαρτάνουσιν…».
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ, όπ. π., σ. 134: Στην αρχαία Εκκλησία γινόταν λόγος περί του
«τελεῖν τὴν Εὐχαριστίαν», ή «μυστήρια τελεῖν», ή «ποιεῖν σύναξιν», ή «ἄγειν σύναξιν», ἠ
«προσφορὰν ποιεῖν», ή «ἀναφορὰν τελεῖν». Οι όροι που επικράτησαν στην Δύση «λέγειν τὴν
λειτουργίαν» ή «ἀκούειν τὴν λειτουργίαν» ή «παρίστασθαι εἰς τὴν ἀκολουθίαν», είναι
μεταγενέστεροι και παρεισέδυσαν στην Δύση κατά τον Μεσαίωνα, ενώ η Ανατολή ποτέ δεν δέχθηκε
αυτήν την μεταβολή. Κατ’ αυτήν ο λαός μεταπίπτει στη λατρεία σε κατάσταση παθητική, ενώ οι
αρχαίοι χρησιμοποιούσαν όρους με έννοια ενεργητική, αδιαφόρως περί του λειτουργού και του
λαού λέγοντες το «τελεῖν» και το «ποιεῖν». Το αναντικατάστατο έργο του λειτουργού, η ιδιάζουσα σε
αυτόν λειτουργία, ήταν το «ποιεῖν τὴν εὐχὴν» ή «τὴν προσφοράν», όπως και το αναντικατάστατο
έργο του διακόνου ή του λαού ήταν να κάνει κάτι άλλο, το οποίο δεν έκανε ο λειτουργός.
437
Ὁδοιπορικόν, γ΄ 6.
438
Βλ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΜΠΑΡΟΥΣΗ, όπ. π., σ. 73, υποσ. 3: Οι προσκυνητές, ως εμπερίστατοι,
παρίστανται κατά την ιδίαν ημέραν στην τέλεση και άλλης θείας Λειτουργίας, μετά από εκείνη που
τελέστηκε το πρωί στην αγία Κορυφή· όμως δεν κοινώνησαν για δεύτερη φορά.

114
Κατά την έναρξη της Θείας Λειτουργίας, η είσοδος του
επισκόπου, μαζί με τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους στο βήμα,
πραγματοποιόταν με πομπή. Κατά τον δ΄ αιώνα, όμως, όπως παρατηρεί
ο Dix, δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι στην Ανατολή η είσοδος των
κληρικών στο ιερό βήμα, η οποία ταυτίζεται με την μετέπειτα γνωστή
«Μικρή Είσοδο», συνοδευόταν και από ύμνο ή κάποιον εισοδικό
ψαλμό. Η Αιθερία αναφέρει υμνωδία, η οποία ψαλλόταν κατά την
διάρκεια της μετάβασης του επισκόπου από το ναό του Μαρτυρίου
στην Ανάσταση, ώστε καθώς εισερχόταν σ’ αυτή να συνεχίσει την
Ευχαριστία, αλλά αυτή γινόταν μετά το κήρυγμα και την αποχώρηση
των Κατηχουμένων 439. Επίσης, κατά την άποψη του Dix 440, οι ύμνοι που
ψάλλονταν στα Ιεροσόλυμα κατά την λιτανεία του επισκόπου μεταξύ
των δύο ναών, είναι πιθανό να συνεχίζονταν και όταν ο επίσκοπος
μετέβαινε στη βασιλική της Αναστάσεως διασχίζοντας τον λαό 441.

Η Αιθερία δεν κάνει πουθενά λόγο για προσκομιδή. Ο Dix


εκφράζει για τον λόγο αυτό την υπόνοια ότι στα Ιεροσόλυμα, ήδη από
των χρόνων του Κυρίλλου, τα τίμια δώρα τοποθετούνταν από την αρχή
της συνάξεως στο θυσιαστήριο και αποκαλύπτονταν μόνο κατά την ώρα
της αναφοράς442.

439
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 125.
440
Πρβλ. DIX, The Shape of Liturgy, 1947, σ. 449.
441
Βλ. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας, όπ. π., σ. 37.
442
Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς, όπ. π., σ. 153.

115
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

1. «Οδοιπορικό της Αιθερίας» ονομάστηκε το λεπτομερές


ημερολόγιο ενός προσκυνηματικού ταξιδιού, που πραγματοποίησε το
δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνος μ.Χ. στους Αγίους Τόπους η Αιθερία. Οι
περισσότεροι ερευνητές τη θεωρούν Ισπανίδα μοναχή, η οποία
καταγόταν από ανώτερη και διακεκριμένη κοινωνική τάξη.

2. Κατά την διάρκεια της καταγραφής του προσκυνηματικού


οδοιπορικού, στα Ιεροσόλυμα σημειώθηκε εντυπωσιακή λειτουργική
ανάπτυξη. Την περίοδο αυτή των μεγάλων αλλαγών διαμορφώνεται το
Ιεροσολυμιτικό τυπικό, δηλαδή ένας ετήσιος επαναλαμβανόμενος
κύκλος εορτών, κινητός ή ακίνητος, που σταδιακά αποκρυσταλλώθηκε
σε μόνιμες μορφές, για να αποτελέσει το γνωστό εκκλησιαστικό έτος.

3. Η Αιθερία γράφει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την


«Ἀνάστασιν», τον «Σταυρὸν» και το «Μαρτύριον», δηλαδή ένα
οικοδομικό σύμπλεγμα ναών, κτισμένων από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο
Νοτιοδυτικώς της αναστάσεως υπήρχε ένα ξεχωριστό οικοδόμημα, το
Βαπτιστήριο. Ο ιερός ναός των Αγίων Αποστόλων βρισκόταν στη Σιών. Η
Αιθερία επισκέφτηκε την εκκλησία στο όρος των ελαιών, πάνω στην
κορυφή του οποίου ήταν και το Εμβώμιον, ο τόπος από τον οποίο
αναλήφθηκε ο Κύριος. Την εποχή της Αιθερίας, εκεί δεν υπήρχε
εκκλησία. Μεταξύ του Εμβωμίου και της Γεθσημανή, υπήρχε μία
«κομψὴ ἐκκλησία». Στη Βηθλεέμ, υπήρχε η βασιλική της Γεννήσεως και
στο Λαζάριο, η εκκλησία που ήταν στον τάφο του Αγίου Λαζάρου στη
Βηθανία.

4. Σύμφωνα με την Αιθερία, δύο κύριες ακολουθίες


διακοσμούσαν το νυχθήμερο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, η εωθινή
αγρυπνία και το λυχνικό, οι οποίες νοηματοδοτούσαν ολόκληρη την
ημέρα κλήρου και λαού με επικεφαλής τον επίσκοπο. Αυτό που συνιστά
κάτι το τελείως ιδιαίτερο είναι ότι κάθε ημέρα λέγονταν ειδικοί ψαλμοί
και αντίφωνα· άλλοι τη νύχτα και άλλοι το πρωί, άλλοι την έκτη ώρα,

116
την ενάτη ή τον εσπερινό. Όλα αυτά ήταν ειδικώς επιλεγμένα, με
κάποια λογική, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στο θέμα της ακολουθίας.
Παράλληλα, γινόταν μνημόνευση ονομάτων με την ανάγνωση των
διπτύχων, η ευλογία των κατηχουμένων και των πιστών από τον
επίσκοπο και ακολουθούσε ο ασπασμός της χειρός του. Χαρακτηριστική
ήταν η συμμετοχή παιδιών με το «Κύριε, ἐλέησον» στην καθ’ ημέραν
λατρεία.

5. Κατά την μαρτυρία της Αιθερίας, το εωθινό ευαγγέλιο της


Κυριακής αναγινωσκόταν στα Ιεροσόλυμα πίσω από τις κιγκλίδες και
κοντά στη θύρα του ναού της Αναστάσεως από τον επίσκοπο εν μέσω
γενικής κατανύξεως από το εκκλησιαστικό πλήρωμα, η οποία
εκδηλωνόταν με πολλά δάκρυα. Εκείνο που χαρακτήριζε την
κυριακάτικη ακολουθία ήταν τα βιβλικά αναγνώσματα, κατάλληλα
επιλεγμένα από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, καθώς και τα
επεξηγηματικά κηρύγματα, που ακολουθούσαν, από τους
πρεσβυτέρους και τον Επίσκοπο.

6. Στο Οδοιπορικό είναι δυνατόν να ανιχνευτεί ένας μεγάλος


αριθμός λιτανειών, που πραγματοποιούνταν κατά την διάρκεια του
νυχθημέρου, αλλά και ολόκληρου του λειτουργικού έτους. Όλες οι
λιτανείες χαρακτηρίζονται από μία ιεροπρέπεια και από την πάνδημη
συμμετοχή του πληρώματος της Εκκλησίας. Η λιτανεία δηλώνει μία
κίνηση και ζωή στη λατρεία, μία συμπόρευση και συμμετοχή του λαού
του Θεού στα γεγονότα της επίγειας ζωής του Κυρίου. Προσδίδει έναν
πανηγυρικό τόνο σε κάθε εκδήλωση ανάμνησης και αναβίωσής τους.

7. Κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, που διαρκούσε οκτώ


εβδομάδες, είχαμε πρόσθετες καθημερινές ακολουθίες και αύξηση του
κηρύγματος. Κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, οι πρόσθετες
ακολουθίες ήταν ακόμη περισσότερες. Παρά την αύξηση, όμως, των
ακολουθιών και τη φυσική κόπωση, που αυτές προκαλούσαν, η
συμμετοχή του λαού ήταν μαζική και έντονη. Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή
περιελάμβανε οκτώ εβδομάδες, διότι κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές,
εκτός από το Μεγάλο Σάββατο , καταλυόταν η νηστεία, έτσι ώστε κατά
τις πενηνταέξι ημέρες των οκτώ εβδομάδων, όταν αφαιρούνταν οι οκτώ
Κυριακές και τα επτά Σάββατα, οι ημέρες της πραγματικής νηστείας να
117
ήταν σαρανταμία. Κατά την περίοδο αυτή, λειτουργία γινόταν μόνον
κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές. Την Κυριακή ακολουθείται το ίδιο
τυπικό, όπως και τις υπόλοιπες ημέρες του εκκλησιαστικού έτους, με
εξαίρεση την ενάτη ώρα, η οποία δεν τελείται αυτήν την ημέρα, ενώ την
ενάτη ώρα της Παρασκευής τελούσαν στη Σιών ό,τι προβλέπεται εκτός
από τη θεία Λειτουργία. Την Παρασκευή, μία πρόσθετη ακολουθία ήταν
η αγρυπνία, που άρχιζε την ώρα του Λυχνικού και διαρκούσε μέχρι την
τέλεση της Θείας Λειτουργίας του Σαββάτου.

8. Οι εβδομαδάριοι, δηλαδή αυτοί που νήστευαν ολόκληρη την


εβδομάδα, έτρωγαν την Κυριακή μετά την θεία Λειτουργία κατά την
πέμπτη ώρα και δεν έτρωγαν πλέον παρά το επόμενο Σάββατο το πρωί,
αφού κοινωνούσαν στην Ανάσταση. Στο Οδοιπορικό γίνεται λόγος για
τον θεσμό των αποτακτιτών σε σχέση με τις καθιερωμένες νηστείες. Σε
αυτούς, κανείς δεν επέβαλε τι να κάνουν, αλλά ο καθένας έκανε ό,τι
μπορούσε. Δεν θεωρούσαν υποχρεωτικό να μπορεί κανείς πολλά και
δεν κατακρινόταν, όταν κάποιος μπορούσε να κάνει λίγα.

9. Σύμφωνα με άλλη πληροφορία που μας διασώζει η Αιθερία,


από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή κανείς απολύτως δεν νήστευε,
ούτε κάν οι αποτακτίτες. Όμως, από την επομένη ημέρα της
Πεντηκοστής, άρχιζε η νηστεία. Όσο για την τροφή τους, τις μέρες της
Τεσσαρακοστής, δεν έτρωγαν ψωμί, ούτε λάδι, ούτε ό,τι προερχόταν
από δέντρα, αλλά μόνο νερό και λίγο χυλό από αλεύρι.

10. Οι αγρυπνίες, οι οποίες κατά τις έξι εβδομάδες της


Τεσσαρακοστής τελούνταν στο ναό της Αναστάσεως, την Παρασκευή
της έβδομης εβδομάδας επιτελούνταν στην Σιών, ακολουθώντας το ίδιο
τυπικό. Το Σάββατο του Λαζάρου το πρωί, τελούνταν η Θεία Λειτουργία
στη Σιών και μετά συνέχιζαν με ακολουθία στο ναό του Λαζάρου στη
Βηθανία. Η Κυριακή των Βαΐων σήμαινε την εισαγωγή στην Πασχάλια ή
Μεγάλη Εβδομάδα. Τον δ΄ αιώνα είχε καθιερωθεί στα Ιεροσόλυμα η
λιτανεία της συγκεκριμένης Κυριακής, κατά την οποία διέτρεχαν όλη την
πόλη με τα νήπια στην αγκαλιά ψάλλοντας ύμνους με την
επαναλαμβανόμενη επωδό: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὁνόματι
Κυρίου».

118
11. Οι ακολουθίες την Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη
διεξάγονταν κατά την συνηθισμένη τάξη της Μεγάλης Τεσσαρακοστής,
με μικρές διαφορές. Την Μεγάλη Πέμπτη γινόταν σύναξη στο
Μαρτύριο, για να τελεστεί η προσφορά. Η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ
τελούσε, εκείνη την ημέρα, την ανάμνηση του Δείπνου του Κυρίου στον
Γολγοθά, για να φανεί η ενότητα της ευχαριστιακής θυσίας και της
θυσίας του Σταυρού. Την Μεγάλη Παρασκευή πραγματοποιόταν η
προσκύνηση του τίμιου Σταυρού από τον πιστό λαό του Θεού. Κατά το
Μεγάλο Σάββατο τελούνταν οι συνήθεις ακολουθίες και
προετοιμαζόταν για την αγρυπνία του Πάσχα στο Μαρτύριο, στην οποία
συμμετείχαν και οι βαπτιζόμενοι.

12. Ο εορτασμός του Πάσχα γινόταν αργά το βράδυ και οι


ακολουθίες τελούνταν κατά την τάξη, όλες τις ημέρες του Πάσχα από
την πρώτη ημέρα έως την ογδόη. Όλες τις ημέρες της Διακαινησίμου
εβδομάδας, σύσσωμη η Εκκλησία ανέβαιναν στο όρος των Ελαιών,
όπου ακολουθείται το σύνηθες τυπικό.

13. Ο εορτασμός της τεσσαρακοστής από την Ανάσταση ημέρας,


της Αναλήψεως, γινόταν στην Βηθλεέμ. Κατά την διάρκεια του
προσκυνήματος της Αιθερίας, το μόνο έτος, που η εορτή των Αγίων
Νηπίων, η οποία έπρεπε να τελεστεί κυρίως στον τόπο του μαρτυρίου
τους, στην Βηθλεέμ, συνέπεσε με την εορτή της Αναλήψεως, είναι το
383 μ. Χ. Η Ανάληψη μνημονεύεται μαζί με την Πεντηκοστή.

14. Κατά την εορτή των Επιφανείων συνεορταζόταν οι εορτές των


Χριστουγέννων και των Θεοφανείων με διπλή ευχαριστιακή σύναξη στη
Βηθλεέμ και τα Ιεροσόλυμα. Την τεσσαρακοστή από την ημέρα των
Επιφανείων διεξαγόταν με μεγάλη επισημότητα και με λιτανευτική
πομπή προς την Ανάσταση, η εορτή της Υπαπαντής.

15. Η εορτή των Εγκαινίων, συμπίπτοντας προς την 14η


Σεπτεμβρίου εορτή της υψώσεως του Σταυρού, ταυτιζόταν, κατά την
Αιθερία, με την ημερομηνία κατά την οποία ανευρέθηκε ο Τίμιος
Σταυρός, γι’ αυτό και καθορίστηκε, ώστε και τα εγκαίνια των δύο ναών,
του Μαρτυρίου και της Αναστάσεως, να συμπίπτουν με αυτή.

119
16. Το διάστημα της Τεσσαρακοστής, γινόταν από τους κληρικούς
οι εξορκισμοί, ενώ οι κατηχήσεις γινόταν από τον ίδιο τον επίσκοπο στο
Μαρτύριο. Η παράδοση του Συμβόλου της πίστεως γινόταν μετά την
πέμπτη εβδομάδα και η ερμηνεία του πραγματοποιόταν αρχικά
φιλολογικά και έπειτα πνευματικά. Η καθημερινή κατήχηση είχε
διάρκεια τριών ωρών. Η τελεσιουργία του βαπτίσματος γινόταν κατά τις
πασχαλινές παννυχίδες. Οι νεοφώτιστοι με λευκά ενδύματα,
οδηγούνταν από τον επίσκοπο στην Ανάσταση, όπου τους εσφράγιζε με
το μυστήριο του χρίσματος και στη συνέχεια στο Μαρτύριο για την
πρώτη συμμετοχή τους στη Θεία Ευχαριστία. Κατά την Διακαινίσημο
εβδομάδα εκφωνούνταν οι Μυσταγωγικές Κατηχήσεις από τον
επίσκοπο στους νεοφωτίστους και στους πιστούς.

17. Η Αιθερία, σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας περί της


αδημοσιεύτου διδασκαλίας αυτής, δεν αναφέρεται σε περιστατικά της
τελεσιουργίας της Θείας Ευχαριστίας. Κατά συνέπεια, κάθε προσπάθεια
σύνταξης διαγράμματος της θείας Λειτουργίας, βάσει του Οδοιπορικού,
είναι πλήρως ακατόρθωτη. Γίνεται μόνο επισήμανση των στοιχείων του
πρώτου τμήματος της Θείας Λειτουργίας, δηλαδή της Λειτουργίας του
λόγου ή, όπως επεκράτησε να λέγεται, των Κατηχουμένων. Το κήρυγμα
γινόταν πάντοτε στα ελληνικά, ενώ κάποιος διερμηνέας, μετέφραζε από
την ελληνική γλώσσα στη συριακή ή λατινική τα αναγνώσματα και το
κήρυγμα.

18. Είναι αξιοσημείωτος ο αρμονικός συνδυασμός των


λατρευτικών στοιχείων με τον χωροχρόνο, στον οποίο
διαδραματίστηκαν τα σωτήρια γεγονότα της ζωής του Θεανθρώπου για
την ανύψωση της πεσούσας εικόνας του Αδάμ. Αυτό το στοιχείο
επισημαίνεται από την προσκυνήτρια Αιθερία, καθώς παρατηρεί
πολλαπλώς ότι σε όλες τις αγρυπνίες λέγονταν ψαλμοί και αντίφωνα,
κατάλληλα επιλεγμένα για τον τόπο και την ημέρα και ότι ψάλλονταν
ύμνοι και επίκαιρα αντίφωνα και ακούγονταν αναγνώσματα που
σχετίζονταν με την αντίστοιχη εορτή.

19. Από όλες τις πληροφορίες που μνημονεύτηκαν για τη


λατρευτική ζωή, οι οποίες περιέχονται στο Οδοιπορικό της Αιθερίας,
καθίσταται φανερή η σπουδαιότητά του ως πηγή για ιστορικογενετική
120
και συγκριτική μελέτη πολλών πτυχών της Χριστιανικής Λατρείας, όπως
αυτές ήταν διαμορφωμένες και χρησιμοποιούνταν στην Ανατολή και
ιδίως στα Ιεροσόλυμα στο τέλος του δ΄ αιώνα.

20. Μεγάλη σπουδαιότητα έχουν οι παρεχόμενες από την Αιθερία


επιμέρους πληροφορίες για την Ιεροσολυμιτική λειτουργική πράξη. Η
περιγραφή αυτή έχει όλα τα γνωρίσματα της αυτοψίας και της
αυτηκοΐας, της αμεσότητας και της βιωματικής εμπειρίας και μας
μεταδίδει όλο τον παλμό και την συγκίνηση των πιστών, οι οποίοι
συμμετείχαν στις λατρευτικές συνάξεις της Μητέρας Εκκλησίας. Η αξία
του Οδοιπορικού της Αιθερίας εξ επόψεως λειτουργικής, όταν αυτό
μελετάται με κριτικό μάτι, είναι ανάλογη με την αξία σπουδαιότατων
λειτουργικών πηγών του β΄ ημίσεως του δ΄ αιώνος, όπως οι
Αποστολικές Διαταγές και οι εικοσιτέσσερις Κατηχήσεις του Κυρίλλου
Ιεροσολύμων και ιδίως οι τελευταίες πέντε, οι επονομαζόμενες
«μυσταγωγικές».

121
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α΄ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΠΗΓΕΣ

• ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸν βίον τῆς Ὁσίας Μακρίνης, ΒΕΠΕΣ 69,
101-123, ΕΠΕ 9, 334-390.

Περὶ τῆς τριημέρου προθεσμίας τῆς


Ἀναστάσεως, ΒΕΠΕΣ 69, 232-247, ΕΠΕ 10, 444-
486.

o Πρὸς τοὺς βραδύνοντας τὸ βάπτισμα,


ΒΕΠΕΣ 68, 446-454, PG 46, 415A-432A, ΕΠΕ
10, 300-322.

o Ἐπιστολὴ β΄ Περὶ ἀπιόντων εἰς Ἱεροσόλυμα,


Κηνσίτορι, ΒΕΠΕΣ 70, 18-21, PG 46, 1010 B-
1015A, ΕΠΕ 4, 350-358.

• ΔΙΑΤΑΓΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, Βιβλίον Η΄, XXIV, Περί εὐχῶν, ΒΕΠΕΣ


2, 192-193.

• ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ΕΠΕ 3,


336-472.

• ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Σύντομος ἀληθής Λόγος περί πίστεως


καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς ἐκκλησίας ΧΧΙΙ, PG 42, 773A-832D.

• ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ, Εἰς τὸν βίον Κωνσταντίνου, Γ΄, ΒΕΠΕΣ 24,


143-173.

122
o Εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ΒΕΠΕΣ 23,
257-298.

o Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Δ΄, ΒΕΠΕΣ 19, 282-


310.

o Εὐαγγελικὴ Ἀπόδειξις ΣΤ΄, ΒΕΠΕΣ 27, 225-


263.

o Περὶ τῶν τοπικῶν ὀνομάτων, ΒΕΠΕΣ 24, 11-


72.

• ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ, Ἀπολογία Α΄, ξζ΄, ΒΕΠΕΣ 3, 162-199.


• ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν ἐπιστολὴ πρὸς
Κομητᾶν, PG 95, 64Α-77B.

• ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τὴν Α΄ πρὸς Κορινθίους, Ὁμιλία κα΄,


PG 61, 169α-180ζ.

• ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, JEAN CASSIEN, Institutions cénobitiques


(Θεσμοί κοινοβιακοί), S C 109, 34-501, Paris 1965.

o Conférences, Conlatio abbatis Theonae


prima, XXV (25), SC 64, 73-113.

• ΚΛΗΜΗΣ ΡΩΜΗΣ, Πρὸς Κορινθίους Α΄, ΒΕΠΕΣ 1, 13-39, PG 1, 199-


328C.

• ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Κατήχησις φωτιζομένων ΣΤ΄, ΒΕΠΕΣ


39, 86-101.

o Κατήχησις φωτιζομένων Ζ΄, ΒΕΠΕΣ 39,


101-107.

o Κατήχησις φωτιζομένων Ι΄, ΒΕΠΕΣ 39,


117-127.

o Κατήχησις ΙΗ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 232-246.

123
o Μυσταγ.Κατήχησις A΄, ΒΕΠΕΣ 39, 247-
250.

o Μυσταγ.Κατήχησις Β΄, ΒΕΠΕΣ 39, 250-


252.

o Μυσταγ.Κατήχησις Δ΄, ΒΕΠΕΣ 39, 255-


257.

o Προκατήχησις, ΒΕΠΕΣ 39, 41-47, ΕΠΕ 1,


12-34.

• Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περὶ πίστεως λόγος ὁ μείζων, ΒΕΠΕΣ 33, 248-


262, PG 26, 1264-1296.

• Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κζ΄-ΒΕΠΕΣ 52, 286-288.


• ΜΠΑΡΟΥΣΗ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ (Αρχιμ.), Αἰθερίας: Ὁδοιπορικόν εἰς τὸ
Σινᾶ καὶ τοὺς Ἁγίους Τόπους, εκδ. «Τήνος», Αθῆναι 22007, σσ. 9-228.

• ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Βίβλος Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου,


εκδ. «Σχοινᾶ», Βόλος 1960.

o Πηδάλιον εκδ. «Ἀστέρος», Αθήνα 1976.

• ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ ΕΛΕΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, Ἡ πρὸς Λαῦσον Ἱστορία, κεφ. ΡΜΒ΄


Περί Σαλβίας, PG. 34, 1244A.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

• ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Ι., «Ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἱεροσολύμων


περὶ βαπτίσματος», Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ΞΕ΄ (1982) 115-128.

• ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Χ., Οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων.


Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, εκδ. Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη
2
1998.
124
• ΓΑΛΑΒΑΡΗ Γ., Προσκυνήματα και «παλαιστινιακή» εικονογραφία.
Ανασκόπηση της έρευνας, Αθήνα 2002.

• ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥ., «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως


Λειτουργικῆς», στο Θεολογία, τόμ. Ξ΄, τεύχ. 4 (1989), σσ. 593-599.

o «Τὸ ὀδοιπορικὸν τῆς Αἰθερίας ἐξ ἐπόψεως


Λειτουργικῆς», στο Θεολογία, τόμ. ΞΑ΄, τεύχ.
1-2 (1990), σσ. 120-143.

• ΚΑΛΟΚΥΡΗ Κ., Πηγαὶ τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας (Κείμενα καὶ


Μνημεῖα), Θεσσαλονίκη 1967.

• ΚΑΡΑΙΣΑΡΙΔΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (πρωτ.), Λειτουργικές ὄψεις στο


ἔργο τοῦ Παχωμίου Ρουσάνου, Αθήνα 2013.

• ΛΗ Α. ΝΤ., Παγανιστές και χριστιανοί στην ύστερη αρχαιότητα.


Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, εκδ. «Ενάλιος»,
Αθήνα 2009.

• ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ. (πρωτ.), Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τῆς


ἐκκλησιαστικῆς λατρείας, εκδ. Ἁρμός, Αθήνα 1995.

• ΜΗΤΣΑΚΗ Κ., Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, έκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα


1986.

• ΜΠΑΛΑΝΟΥ Δ., Πατρολογία, Αθήνα 1930.


• ΜΩΡΑΪΤΟΥ Δ., Ἱστορία τῆς Χριστιανικῆς Λατρείας, Αθήνα 1964.
• DANIÉLOU JEAN, Αγία Γραφή και Λειτουργία, έκδ. Κέντρου
Βιβλικών Μελετών «Άρτος Ζωής», Αθήνα 1981.

• ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤ., Πατρολογία, τόμ. Β΄, Αθήνα 1990.

125
• ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ (Αρχιεπισκ. Αθηνών) Ἱστορία
τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, Ἀθῆναι 2010.

• ΡΗΓΑ Γ., Τυπικόν, εκδ. Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών


Μελετών, [Λειτουργικά Βλατάδων, 1], Θεσσαλονίκη 1994.

• ΣΚΡΕΤΤΑ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ (Αρχιμ.), Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ τὰ


προνόμια τῆς Κυριακῆς κατὰ τὴ διδασκαλία τῶν Κολλυβάδων, εκδ.
Μυγδονία, [Κανονικά και Λειτουργικά 7], Θεσσαλονίκη 2008.

o Τὸ βάπτισμα κατὰ τὶς βαπτισματικὲς καὶ


μυσταγωγικὲς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου
Ἱεροσολύμων. Ανάτυπο από την Επιστημονική
Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης,
Τμήμα Ποιμαντικής, Νέα Σειρά, τόμ. 1,
Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 359- 382.

• ΣΜΕΜΑΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (πρεσβ.), Ἡ Ἐκκλησία προσευχομένη, ἐκδ.


Ἀκρίτα, Αθήνα 1991.

• ΣΤΕΦΑΝΙΔΟΥ Β., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, Ἀθῆναι 1948.


• ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π., Ἀρχαὶ καὶ χαρακτὴρ τῆς χριστιανικῆς λατρείας,
τόμ. Α΄, ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 31998.

o Ἐκλογή ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου ὑμνογραφίας,


ἐκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας», Ἀθῆναι 1949.

o Λειτουργικοὶ Τύποι Αἰγύπτου καὶ Ἀνατολῆς


ἐκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», τόμ.
Β΄, Ἀθῆναι 32008.

o Λειτουργικοὶ Τύποι τῆς Δύσεως καὶ


Διαμαρτυρομένων, ἐκδ. Ἀδελφότητος
Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1966.

126
o Μικρὸν Εὐχολόγιον (Ἀκολουθίαι καὶ τάξεις
ἁγιασμοῦ ὑδάτων, ἐγκαινίων, ὄρθρου, καὶ
ἑσπερινοῦ), τόμ. Β΄, Ἀθῆναι 1955.

• ΤΣΑΜΗ Δ., Μητερικόν, Διηγήσεις, Ἀποφθέγματα καὶ Βίοι τῶν


ἁγίων Μητέρων τῆς ἐρήμου, Ἀσκητριῶν καὶ Ὁσίων γυναικῶν τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εκδ. Π. Πουρναρά, τόμ. ΣΤ΄, Θεσσαλονίκη 1996.

• ΤΣΟΥΛΚΑΝΑΚΗ Δ., «Χριστιανοὶ τῆς Δύσης στοὺς Ἁγίους Τόπους:


Προσκυνηματικὰ θαλάσσια ταξίδια κατὰ τὴν Ὕστερη Ἀρχαιότητα» στο
Θεολογία, τόμ. 83, τεύχ. 3 (2012), σσ. 301- 320.

• ΦΙΛΙΑ Γ., Η έννοια της «ογδόης ημέρας» στην λατρεία της


Ορθόδοξης Εκκλησίας, εκδ. «Γρηγόρη», Αθήνα 2001.

Β΄ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

ΠΗΓΕΣ

• BERNARD J. H., The Pilgrimage of Silvia of Aquitania to the Holy


Places circa 385 A. D., translated with introduction and notes, with an
Appendix by Colonel Sir C. W. Wilson, London 1891, (= Palestine Pilgrim’s
Text Society, 16).

• BECHTEL E. A., S. Silviae Peregrinatio. The Text and a Study of the


Latinity, Leipzig- Chicago 1902, και Chicago 1907.

• FRANCESCHINI A. E.- WEBER R., «Itinerarium Egeriae», στο


Itineraria et alia geographica, Turnholti 1958, σσ. 29-103.

127
• FRANCESCHINI E., Aetheriae Peregrinatio ad loca sancta, Padova
1940, (= Testi e documenti di storia e di letteratura latina medioevale,
fasc. 2).

• GAMOURRINI G. F., «S. Hilarii, “Tractatus de mysteriis et hymni”


et S. Silviae Aquitanae “Peregrinatio ad loca sancta” quae inedicta ex
codice Arretino deprompsit I. F. Gamourrini, Accedit Petri Diaconi “Liber
de locis sanctis”», Roma 1887, (= Biblioteca dell’ Accademia storico-
giuridica, 4). Επανέκδοση στη Roma 1888, χωρίς το έργο του Πέτρου
Διακόνου).

• GARCIA M., «La lettre de Valérius», στο Analecta Bollandiana 29


(Βρυξέλλες 1910).

• GEYER P., «S. Silviae, quae fertur, Peregrinatio ad loca sancta», in


Itinera Hierosolymitana saec IIII- VIII, Vindobonae 1898, σσ. 35-101.

• HERAEUS W., Silviae uel potius Aetheriae Peregrinatio ad loca


sancta, Heidelberg 1908, 1921, 1929, 1939, (= Sammlung
vulgärlateinischer Texte, Heft 1).

• MARAVAL P., Egerie, “Journal de voyage (Itinéraire)”, Paris 2002,


(= Sources Chrétiennes 296).

• PÉTRÉ H., Etherie. Journal de voyage. Texte latin, introduction et


traduction, Paris 1948, (= Sources Chrétiennes 21).

• POMIALOVSKY J., Peregrinatio ad loca sancta saeculi iv exeuntis


edita, rossice uersa, notis illustrata, Petroburgi 1889, (= Scripta Societatis
Rossicae Palestinensis 7, 2).

• PRINZ O., Itinerarium Egeriae (Peregrinatio Aetheriae), Heidelberg


1960, (= Sammlung vulgärlateinischer Texte).

128
• VRETSKA K., Die Pilgerreise der Aetheria (Peregrinatio Aetheriae),
Klosterneuburg 1958.

ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

• ALTANER B., Patrologie: Leben, Schriften und Lehre der


Kirchenvӓter, Freiburg 51958.

• AYTOUN R., City Centres of Early Christianity, εκδ. Hodder and


Stoughton, London MCMXV.

• ARRANZ M., «Les priéres presbytérales des Petites Heures dans l’


ancient Euchologe byzantin», OCR 39 (1973).

• BAUMSTARK A., Liturgie Comparée. Principes et méthods pour l’


étude historique des liturgies chrétiennes, 3e éd.revue par Dom Bernard
Botte, Chevetogne 1953.

o Vom geschichtlichen Werden der Liturgie,


Freiburg im Breisgau 51923.

• BLACK M., «The Festival of Encaenia Ecclesiae in the Ancient


Church with Special Reference to Palestine ahn Syria» στο JEH 5 (1954).

• BRANIS�TE MARIN (Preot.), «Insemnārile de Cālātorie ale


Peregrinei Egeria sec IV» στο Mitropolia Olteniei 4-6, (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος
1982), Craiova 1982, σσ. 225-392.

• BURKITT F., «The Old Lectionary of Jerusalem» στο JThS 24


(1923), σσ. 415-424.

• CARDMAN F., «Fourth- Century Jerusalem: Religious Geography


and Cristian Tradition» στο P. Henry (Ed.), Schools of Thought in the
Cristian Tradition, Philadelphia 1984.
129
• COUASNON CH., The Church of the Holy Sepulchre in Jerusalem,
Trans from the Original French, by J. –P. B. and Claude Ross, Oxford
University Press, London 1974.

• CONANT K., «The Original Buildings at the Holy Sepulchre in


Jerusalem», στο SJMS 31 (1956), σσ. 1-48.

• CONYBEARE F, «Παλαιό Αρμενικό Λειτουργικό Βιβλίο


Αναγνωσμάτων» στο Rituale Armenorum, Oxford 1905.

• DAUSEND H., Pilgerbericht der Nonne Aetheria, Düsseldorf 1932.


• DIX G., The Shape of Liturgy, Dacre Press, Adam and Charles
Black, London 1937.

• DUCHESNE L., Les origins du culte chrétien, Paris 1925.


• FENDT L., Einführuhg in die Liturgiewissenschaft, Berlin 1958.
• FÉROTIN M., «Le veritable auteur…», στο Revue de questions
historiques 74 (Paris 1903).

• GETCHA JOB (Archim.), La réforme liturgique du Métropolite


Cyprien de Kiev, Institut de Théologie Orthodoxe Saint- Serge, Paris 2003.

o Les grandes fêtes dans l’ Institut de Jérusalem


entre 381-431, mémoire de mâtrise
dactylographié soutenu à l’ Institut de
Théologie Orthodoxe Saint- Serge, Paris 1998.

• HAGITH S., «Holy Land Pilgrimage and Western Audiences: Some


Reflections on Egeria and Her Circle», Τhe Classical Quarterly (New
Series) 38, (1988).

130
• HELLEMO G., Adventus Domini. Eschatological thought in 4th-
century apses and catechese, Trans. by Elinor Ruth Waler, Leiden/ New
York 1989.

• HUNT E., Holy Land Pilgrimage in the later Roman Empire AD 312-
460, Charendon Press, Oxford 1984.

• KÖTTING Β.,«Aetheria (Egeria)» στο LThK τόμ. 1, Freiburg 1957.


• LAHRKAMP H., «Itinerarium», στο LThK, τόμ. 5, Freiburg 1960.
• LAMBERT Α., «Egeria» στο Revue Mabillon 26, Ligugé 1936.
• MATEOS J., «La vigile cathedrale chez Égérie», OCR 27 (1961).
• RAES Α., Introductio in Liturgiam Orientalem, Romae 1947.
• SCHUBERT K., «Bar Kochba»στο Lexikon für Theologie und Kirche
(=LThK), τόμ. 1, Freiburg 1957.

• SMITH JULIE ANN, «“What now lies before their eyes” The
foundations of early pilgrim visuality in the holy land», στο JGRChJ
(=Journal of Greco- Roman Cristianity and Judaism) 4 (2007), σσ. 135-
157.

• STOPFORD J., «Some approaches to the archaeology of Christian


Pilgrimage», World Archaeology 26, 1994.

• STRAWLEY J., Early History of the Liturgy, Cambridge 1957.


• TELFER W., Cyril of Jerusalem and Nemesius of Emesa, Vol. IV,
ISCM Press LTD, London 1955.

• THIBAUT J., Ordre des offices de la semaine sainte à Jérusalem du


IVe au Xe siècle, Paris 1926.

131
• VACCARI A., «Itinerarium Egeriae», στο Biblica 24, Ρώμη 1943.
• WILKINSON J., Egeria’s Travels to the Holy Land, εκδ. Society for
promoting Cristian Knowledge, 1971.

o «Jewish Influences on the Early Christian Rite of


Jerusalem», στο Museon 92 (1976).

• YARNOLD Ε., «Egeria’ s pilgrimage», στο Cheslyn Jones, Geoffrey


Wainwright and Eduard Yarnold, The Study of Liturgy, SPCK, London
1978.

Γ΄ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΙ ΤΟΠΟΙ

• https://el.wikipedia.org/wiki/Οδοιπορικό της Αιθερίας.

• http://www.postaugustum.gr/index.php/news/14-hiere-
apodemia-sten-ystere-arhaioteta-lila-sofiadou-proskinimatiko-
odoiporiko-odiporiko-e-egeria-se-hierous-topous.

132

You might also like