You are on page 1of 170

Στέλιος Παπαγρηγορίου

Οι Μελανές Εκτάσεις

μυθιστόρημα
Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική Χρήση – Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 (CC BY-NC-ND)
Η πρόκληση στο retail είναι η ίδια η ανθρωπινή κατάσταση.

Howard Schultz
Η καταγραφή είναι φαινομενικά αθόρυβη και συντελείται ασταμάτητα, ακόμα και στο
κλείσιμο της ημέρας, αλλά τα μόρια του αέρα μέσα στο κύκλωμα αφήνουν στο πέρασμα
τους, αναμεσίς απ’ τις συστάδες των εκατοντάδων τρανζίστορ, μία πολύ ισχνή,
χαρακτηριστική μελωδία που μόνο εκείνος είναι ικανός να εκλάβει σαν υπαρκτή συχνότητα.
Ένας συριγμός ενός αιώνα σκλαβιάς που δεν άλλαξε τίποτα διασχίζει τα μάτια του
και μετατρέπει τα απενεργοποιημένα οπτικά νεύρα σε τάφους ευλάβειας της ιστορίας.
Έχει ξαναγίνει φυσικά όπως όλοι ξέρουμε, αλλά αυτή τη φορά είναι πολύ πιο
πολιτισμένο και ύπουλο. Δεν πρόκειται να δεις πουθενά διαμελισμένα μοβ ίχνη ή
τεράστια κομμάτια από σκυρόδερμα να κρέμονται από συρμάτινους σκελετούς, ούτε
πριγκίπισσες που γκρεμίζονται ούτε Ρηγάδες να αγκαλιάζουν τα λάφυρα τους. Τα
μαύρα νεφελώματα είναι μονίμως μαζεμένα πάνω από αυτόν εδώ τον ουρανό της
καταπίεσης και της πλασματικής συμπόνιας και κουβαλάνε μαζί τους μία αβάσταχτη
λησμονιά μεταλλαγμένη σ’ ένα αέριο ευγενές που χαμηλής τήξεως πρόσωπα τον
μεταφέρουν σ’ ολόκληρη την επιφάνεια της εσοχής αυτού εδώ του σπηλαίου.
Εδώ επικρατεί ο νόμος της ακινησίας. Η μουσική είναι κονσερβοποιημένη, την
ακούς παντού, η παρουσία της είναι ολοκληρωτική – και δεν μιλάμε για κάποιου
είδους πολυμορφικού ασανσέρ. Τα στοιβαγμένα σε κούτες παιχνίδια είναι γεμάτα με
τρίχες· κολλημένες με λευκή ουσία, συνθετικές τρίχες απ' τη μητέρα τους, το
εργοστάσιο. Το πλήθος με τα πολυμερικά, βαριά σκάνερ παρελαύνει σε ουρά
μπροστά και δίπλα των ταμείων· τα βήματα του ηχούν βαριά γιατί είναι κουρασμένο
και βαριεστημένο - κυρίως βαριεστημένο. Οι εικόνες που βλέπει το μάτι, πάνω στις
χαρτονένιες, βαμμένες με ανεξίτηλη μελάνη, συσκευασίες, είναι εύκολα βρώσιμες
απ’ το δεξί ημισφαίριο του μαλακού μέρους του άνω, ωοειδούς οστού των
περαστικών. Αυτό που μας ενδιαφέρει σ’ αυτό το τμήμα του οικοδομήματος, είναι η
διασπορά της ηλικίας που πιάνει τους βαθμούς τέσσερα έως και δέκα. Δεν μας
νοιάζει τίποτε άλλο σαν παρουσίες εδώ μέσα, στο τμήμα των Παιγνίων – μία τυχαία
κατανομή της καταγραφής και αυτό είναι μία προσάρτηση από ψηλά του κτίσματος
που διοικεί το σπήλαιο, κτίσμα που δεν θα το δεις ποτέ να παίρνει σάρκα και οστά
μπροστά το μάτι σου – διάφανο, ανύπαρκτο κι όμως τόσο παρών σε όλα όσα κάνεις
και πιστεύεις. Αυτό είναι μία εντολή από την πιο υψηλή βαθμίδα της πυραμίδας και
πρέπει όλοι να την ακολουθούν και να την σέβονται.
Τα σκονισμένα, ζαρωμένα παιχνίδια είναι σε μορφή κατοικίδιων, τ' οποία μέσα
τους φέρουν έναν φτηνό αισθητήρα που κατασκευάζεται μαζικά κάπου στην περιοχή
της Τσενγκχάι του Σεντού της Κίνας κι είναι ικανά να ανιχνεύουν την κίνηση των
περαστικών – πελατών αλλά και υπαλλήλων ταυτόχρονα – δεν κάνουν διακρίσεις,
είναι φανερό πλέον, και παρελαύνουν παράλληλα σε μία κωμικοτραγική διάταξη που
μιμείται την πραγματική ουρά του πλήθους πιο πέρα. Στη συνέχεια βγάζουν έναν
ανατριχιαστικό ήχο, μία απομίμηση των πραγματικών τους, δήθεν, αντιδράσεων, μία
οιμωγή κυνός κι ένα γουργούρισμα αίλουρου, μετά, ο εξίσου φτηνιάρικος
μηχανισμός κίνησης που διαθέτουν, τα κάνει να χοροπηδάνε χαρούμενα μέσα στα
χάρτινα κουτιά τους, με αποτέλεσμα να πέφτουν στο πάτωμα και κάποιος υπάλληλος
να σκύβει και να τα μαζεύει, βρίζοντας σιγανά από αγανάκτηση.
Ο χορός του όχλου των πέρα δώθε κινήσεων, η ασταμάτητη πλάνη πως κάποιος
βρίσκεται ακριβώς πίσω απ’ τον αριστερό του ώμο, παραμονεύοντας, αναδεύει τις
προπατορικές του έλξεις προς το κοφτερό, καμπυλωτό αξεσουάρ του θανάτου. Μία
μαύρη σκιά μέσα σ’ ένα σπήλαιο, η ισόγεια εσοχή της, μία ρωγμή στο χρόνο που
μπορεί να είναι και η τελευταία του, όσο κι αν όλο αυτό διαφαίνεται καθημερινό,
εφήμερο και απλό, φωτισμένο με άπλετο νέον δοξασμό, διαμορφωμένο σε ευθείες
γραμμές που τέμνονται με τις κενώσεις του πολυουρεθανικού αφρού, πάνω, όχι και
πολύ ψηλά – ίσως κάποιος πολύ εκπαιδευμένος να τις έφτανε μετά από ένα σωστό
σάλτο. Είναι κοντά ο ουρανός και αυτό είναι από τα πρώτα δεδομένα που
αντιλαμβάνεται το μάτι μόλις εισχωρεί στο σπήλαιο.
Τώρα όμως είναι ξανά ησυχία μέσα στο κιτρινωπό, φθοριούχο μέρος. Συντελείται
μία πράξη ανακατανομής των αριθμών, των ορέξεων, των υγρών του βολβού όλων
των συνόλων του πόνου που κατασπαράζονται μεταξύ τους, ανάμεσα από σιδερένια,
λευκά σινικά τείχη, βουνά από σκοτωμένα κουνούπια, παγίδες από ματωμένα
μαντήλια και πολυμερή ενδοσκοπικά καντράν ετικετών που σου τρώνε, σαν
φαντασματάκι του πλακέ ψυχομαχήματος, τις ικανότητες σου να βλέπεις και να
καθορίζεις το μέλλον, ένα μέλλον που θυμίζει κύκλο σαν κίτρινο κέικ-καρτούν που
λείπει ένα κομμάτι του, τριγωνικό, και ανοιγοκλείνει σαν στόμα και αφομοιώνει,
σκίζει και καταβροχθίζει τα πάντα στο πέρασμα του – τη μνήμη σου, τις αξίες και τις
υπομνήσεις του παρελθόντος τοπίου.
Είναι άραγε αυτή η σωστή πορεία; Κεφάλια γυρνάνε προς τις τζαμαρίες, αλλά δεν
υπάρχει άνθρωπος που να θέλει να ψελλίσει κάτι, τουλάχιστον όχι κάτι σημαντικό.
Πέφτει ανακοίνωση από το κεντρικό ηχοσύστημα. Όχι, αυτό δεν είναι απογραφή,
αλλά ένα υπόγειο γκάστρωμα – εισέρχονται στις στοές από πλαστικό, σε κρυφές
αποθήκες από φαγωμένο σοβά που θύμιζαν, μόνο, έδρανα προώθησης...κάποιοι
σταθμοί από πορτοκαλί ξύλο έχουν πέσει κάτω, κι έχουν πάρει χαμπάρι τις οσμές από
την κόλλα των διαφημιστικών επιθεμάτων από γιορτές βαθιά χωμένες στο παρελθόν,
μυρωδιές Χριστουγέννων γεμάτων με τρήμα χαρτόκουτας ανάμεσα από τα νύχια σου,
από Κυριακές που δεν καθόταν κανένας υπάλληλος στο σπίτι του, από την σαν
πορτοκάλι και παράξενη ιονική διασπορά, από γωνίες χωρίς προϊόντα και από
μελαγχολικά λοφάκια σιλικόνης που απλώνονται σε κοφτερές επιφάνειες, μία ζοφερή
μυρωδιά αποτυχίας του μηνιαίου ή του ημερήσιου στόχου, σίδερο που παλιώνει και
εξαπλώνεται στις αργίες εκείνες τις καμένες, απαστράπτουσα και μακρινή, κυρίως το
απόγευμα, με λευκές σκιές να προκαθορίζουν την κίνηση της, εκλιπαρώντας να
τυποποιήσουν τα γεγονότα.
Είναι όλο και πιο πεπερασμένα όσο πηγαίνουν προς τα μέσα. Εγκαταλειμμένες
κρυφές παροικίες εμπορευμάτων, σημεία με ετικέτες και κωδικούς που ποτέ του δεν
έχει ξαναδεί...τα ντουβάρια χαμηλώνουν, οι κορυφές των διαφημιστικών βουνών
λιγοστεύουν, το ίδιο και οι ελπίδες για λίγο καθαρό αέρα ή έστω για μία ορθή
ανάμνηση του. Η ουρά του πλήθους, που θα έπρεπε να οδηγεί στο κεντρικό σημείο
ενδιαφέροντος, έχει ξεκινήσει αντίθετα να γίνεται ανώμαλη, να μικραίνει, να περνάει
από όλο και πιο άδεια μέρη με μη-γωνίες, ώσπου χωρίς προειδοποίηση, πολύ
σύντομα, βρίσκονται όλοι κάτω από την κεντρική, παλιά πινακίδα, οι σόλες των
παπουτσιών σκληρίζουν και τα πορτοκαλί ανθρωπάκια αναπηδούν επικίνδυνα σαν
παραστρατημένα εσπεριδοειδή.
Είναι ένα γκάστρωμα χωρίς την δυνατότητα προφύλαξης. Η ομάδα απογραφής έχει
σταματήσει. Είναι προφανώς η αρχή της ψευδοροφής. Οι υπάλληλοι παίρνουν την
εντολή να ξεκινήσουν το σκανάρισμα. Περπατάνε πολύ αργά, χωρίς απαιτήσεις.
Εκείνοι που τους τακτοποιούν στα ράφια φορούν τα κανονικά τους ρούχα – πάντα
όμως στο λαιμό εκείνο το πορτοκαλί κορδόνι του προϊσταμένου, και δεν μιλούν.
Είναι κάποιο γιγαντιαίο, παλιό και σκοτεινό τμήμα της αποθήκης, μία τσιμεντένια
προέκταση της κανονικής ύπαρξης του πολυκαταστήματος από την οποία κι έφτασαν
εδώ...Τετράγωνες λάμπες, βαμμένες πορτοκαλί, κρέμονται από πρόχειρα φτιαγμένες
εσοχές από αλουμίνιο, σβηστές εδώ και κάτι χρόνια...το πλήθος περπατάει χωρίς
ομιλίες ούτε γελάκια σε διαδρόμους στραβούς και μη λειτουργικούς που θυμίζουν
ένα ακυρωμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, μία ρέπλικα αποτυχημένη, του κεντρικού
χώρου του πολυκαταστήματος...ολό-μαύρες σχεδίες από ξύλινες παλέτες περικλείουν
τα πηδήματα τους: η μυρωδιά είναι από ποντικοκούραδα, υγρασία, κούτες που έχουν
πιάσει να σαπίζουν, απομακρυσμένες αίθουσες άδειες όλο εκείνο τον καιρό του
δρεπανιού που μόλις άνοιξαν πάλι για να υποδεχτούν το ποτάμι των ιδιωτικών
υπαλλήλων με τα λιγδωμένα σκανεράκια στα χέρια, από κρεμάμενους σοβάδες όπου
μέσα τους φωλιάζουν όλες οι κατσαρίδες και οι αράχνες, μόνο οι σκιές τους, ακίνητες
σαν αρχαία τέχνη των Μινωικών χρόνων, στραβά και σκληρά, αντανακλούν στους
τοίχους...οι απογραφόμενοι χωρίζονται κατά ομάδες, με το παλιό ασανσέρ – μία
σιδερένια μάζα ανοιχτή από παντού, που ανεβαίνει με λαδωμένες αλυσίδες από
ατσάλι σε σχήμα (). σε κάθε πορτοκαλί όροφο, διακομιζόμενοι εισέρχονται και
εξέρχονται...δεκάδες τέτοια σκοτεινά μέρη...πλήθος από όλα τα υποκαταστήματα,
φάτσες που κάπου τις ξέρεις αλλά δεν θυμάσαι ακριβώς...Είναι μερικοί που
περιμένουν μόνοι τους. Ανυπόμονοι συλλέκτες αναβολής. Κάποιοι μοιράζονται τα
ράφια τους με άλλους πιο άπειρους. Ράφια, ναι. Τι νόημα έχουν τα ράφια εδώ μέσα,
σε αυτό το στάδιο του πολιτισμού, σε αυτό το μέρος;
Οι υπάλληλοι φοράνε ακόμη τα πορτοκαλί τους, ξεθωριασμένα από τα πολλά και
απανωτά πλυσίματα ενδύματα – η εταιρία δεν δίνει εύκολα στολές στους παλιούς
αλλά και οι παλιοί δεν ζητάνε τίποτα από τη Διοίκηση γιατί όπως είπαμε…το πλήθος
βαριέται πάνω απ’ όλα - άλλοι γιατί σκυλοβαριούνται ελεεινά να κάνουν τον κόπο να
τα βγάλουν και να τα παραχώσουν στον γκρι φοριαμό, άλλοι γιατί ήδη τα έχουν
λεκιάσει με τρόπο ύποπτο, πλάγιο, ανορθόδοξο, σπασμωδικό, πλουραλιστικό και
γλοιώδες, κυρίως – ζουμιά από ένα και μοναδικό κακοδιπλωμένο χαρτάκι του
οβελιστήριου Ο Γύρος Της Ζωής (στον οποίο όλοι οι υπάλληλοι της εταιρίας έχουν
τριάντα τα εκατό έκπτωση από το Σεπτέμβρη που μας πέρασε) που δεν πρόσεξες πως
έσταζε τόση ώρα στο τζιν σου το λίπος που σε κάνει τόσο χαρούμενο και δυνατό,
γιατί το μυαλό σου ήταν μουδιασμένο από τις ακτίνες του ζεστού κύκλου που είχες
να δεις και να ακουμπήσει το δέρμα σου το ικτερικό τόσην ώρα, δίπλα στο πράσινο
γρασίδι, στο παρτέρι του Δήμου Αθηναίων, ακριβώς πίσω από τις γιγαντιαίες
πηγάδες της ανακύκλωσης που δεν ανοίγουν ποτέ να υποδεχτούν τα ύστερα
γεννήματα της πλατείας Συντάγματος, στρόγγυλα σημάδια από το σιχαμερό αλάτι της
εφίδρωσης καθώς πάλευες να φτάσεις εκείνο τον σπάνιο κωδικό Πλέιμομπιλ με τα
βασανιστήρια των αποικιοκρατών στην Ινδία πίσω από μία αυτοκρατορία πολτού,
σταγόνων από την σπασμένη και κολλημένη με κρεμ σελοτέιπ υδρορροή, χλωμά
τρίγωνα ακεραίων χιονοστιβάδων πιτυρίδας που πέφτει από την οροφή (ή μήπως
είναι το κεφάλι σου αυτό που φωσφορίζει δίπλα από τις σκιές;) και τρίχες άρρωστου
Ιρλανδικού Λυκοθύρα δεμένου στο παρκινγκ σκύλων δίπλα από τα νέα ηλεκτρονικά
πιστολάκια μαλλιών που στεγνώνουν με αναρρόφηση, κόκκινο κραγιόν που
πασαλείφθηκε στο ιμάτιο γιατί είχες το μυαλό σου το πώς και δεν σε πήρε κανείς να
πάτε για Ουγγρικό Χορτομπάγκι στο Μεταξουργείο χτες τη νύχτα τελικά γιατί όλοι
σου οι φίλοι είναι φυλακισμένοι ή πεθαμένοι, πράσινες μύξες που από την πίεση
εκτοξεύτηκαν στον ζαρωμένο, βρώμικο γιακά, δάκρυα λύπης ή δάκρυα χαράς –
ανάλογα την περίσταση και τη μέρα - σάλια καθώς αντιμετώπιζες έναν αγενέστατο
πελάτη μεθυσμένο από κριθάρι που ήθελε να του βρεις το καινούριο πολτοειδές
στέρεο ξεφύλλισμα του Πάολο ή του Μπράουν ή της Βικτόριας, μέσα σε τρία
δεύτερα του χρόνου μίας ζωής χαμένης από την αρχή της, καφέ, ανετάριστους
λεκέδες από σοκολάτα, φραπέ, λιωμένη στάχτη από κατοστάρι Γουίνστον της ΑΣΟΕ,
αίμα από ένα κόψιμο πάνω σε καλοτυπωμένη μάζα, λεπτή…τόσο λεπτή και γρήγορη
σαν λεπίδα…χλατςςς…άουτς!
Φτάνει πια, λέει από μέσα του ο δύσμοιρος λαός, φτάνει πια η εκμετάλλευση του
Πασλιτισμού που μας έχει όλους πάνω, καρφωμένους σε μία σανίδα σωτηρίας, που
κάπως βέβαια μοιάζει με σταυρό και σάτυρο μαζί, πως όμως είναι δυνατόν, να
βγούμε από εδώ, από αυτή την απογραφή που βαστάει χρόνια ολόκληρα, μέσα στη
βροχή που πέφτει από την ιωδιωμένη οροφή και είναι πάντα μέσα σε κακό τόπο,
δίπλα από την κολώνα με τα πλαστικά δισκάκια της μουσικής, που δεν φτάνει μέχρι
εκεί το μάτι, μέσα σε δωμάτια σκούρα και χωρίς έπιπλα, πάνω σε μπαλκόνια
στερεωμένα με πηλό σκασμένο από τον ήλιο, καταραμένοι από μία μοίρα που
υποτίθεται θα βάσταγε μόνο μία δεκαετία; Κάτι γνώριζαν όλοι εκείνοι που χάνονταν
μέσα στην κάτω πύλη του φρεατίου που ξεκινούσε από την Σουτουά 14 της
Θεοφιλάτου, μία αψίδα που έμοιαζε με το αγγλικό γράμμα C, ένα σχήμα δοσμένο
από το μάτι που κοιτάει κάτω της στοάς αλλά με ψευδοαρχαιοελληνικό τρόπο – όπως
όταν χαράζαμε τα πράσινα θρανία μας με το κλειδί της πάπιας το καινούριο όνομα
της μπάντας που μας είχε ξετρελάνει, δύο ευθείες πλάγιες που ενώνονται και
σχηματίζουν αυτό:

Τα βήματα του όχλου αρχίζουν και πάλι να σχίζουν τα μόρια του αέρα μέσα στο
χώρο του βαλτώδους ίχνους, χώρος που είναι πλημμυρισμένος με νέον επιθέσεις
φωτός, που όπως είπαμε, έρχονται απ' την οροφή, οροφή που είναι γεμάτη με λεπτές
και μακρουλές – σαν ασθενικά δάχτυλα ενός πέτρινου γίγαντα, καθισμένου ανάποδα
και με το κεφάλι έξω απ' το κτίριο και πάνω στην ταράτσα, πιο πάνω ακόμα απ' την
εταιρία με τις ασφάλειες Αλιάνζ, πιο πάνω από γραφεία, καφετέριες, τηλεοράσεις,
ντουλάπες με φακέλους ατυχημάτων, πυρκαγιών και θανάτων, καρέκλες και
καναπέδες στο χρώμα της πορφύρας – σωληνώσεις, καλώδια που καταλήγουν σε
βύσματα εξαρτημάτων και ματιών του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, περνάνε
μέσα από τετράγωνα κουτιά κλιματισμού, και καταλήγουν, στο πουθενά, κάπου μέσα
στον πίνακα του ρεύματος ή μπορεί και πιο κάτω, στο παρκινγκ, δίπλα απ' την
Αποθήκη 2· είναι μυστήριες κείνες οι σωληνώσεις, μπαμπέσικες και σχεδόν
ψυχαδελικές – μπορεί να κάθεται και να τις χαζεύει για ώρες...αλλά όχι, υπερβάλει,
όχι για ώρες, δεν είναι σε θέση, δεν έχει την πολυτέλεια αυτή, δηλαδή να τις χαζεύει
για ώρες γιατί σίγουρα κάποιος τυχαίος υπό-προϊστάμενος θα του κάνει παρατήρηση
και μετά θα τον πιάσει σίγουρα δύσπνοια, απ' το άγχος. Ναι, είναι τραγικό σχεδόν, να
φοβάται να χάσει μία τέτοια, σχεδόν αισχρή απασχόληση, μία τόσο κοινή και ανόητη
δουλειά, τόσο αδιάφορη και βαρετή που σου σηκώνεται η τρίχα, αλήθεια. Ο τίτλος
που φέρει στο πορτοκαλί στέρνο, μέσα στο πολυμερές παραλληλόγραμμο επίθεμα
που είναι εμπλουτισμένο με ξεραμένο πολτό, χαραγμένο με μελάνι: Σύμβουλος
Πωλήσεων Βιβλιοπωλείου. Αλλά αν καμία δουλειά δεν είναι ντροπή, εκείνος γιατί
αισθάνεται τόσο σκατά;
Υπάρχουν όμως κι άλλα λευκά, παστέλ, ροζ και μπεζ ταμπελάκια, τόσα πολλά που
βαριέσαι να τα διαβάζεις, με πληροφορία που δεν χάνεται σε καμία σχισμή - να μας
αφήσει σε θέση πλεονεκτική να δούμε από ψηλά τα γεγονότα σαν μία ευθεία γραμμή
ορίζοντα, σε μία θέα ανεπανάληπτη – μόνο η σήψη των γωνιών είναι εδώ ορατή,
γωνίες που δεν είναι ακριβώς γωνίες, είναι κάτι σαν τετράγωνες γωνίες οι οποίες
όμως μοιάζουν περισσότερο με πολύγωνα ή πολυεδρικά σκαθάρια ή φωλεούς οπών
και χαρακτήρων από καιρό σκοτωμένων ή χαμένων ή…ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να
φαντασιωθεί το μάτι; Οι δίπλες του σκυροδερμικού διαδρόμου είναι τόσες που η
κόρη αναδιπλώνει τον εαυτό της με μία και μόνο ιδεοληψία στροφής και τελικά τα
γυαλιά ή οι φακοί πέφτουν στο μελανό πλακάκι, ποδοπατούνται από το πλήθος που
αλαλάζει, αγανακτισμένο να τελειώσει και αυτή η εργάσιμη μέρα στη μπαταρισμένη
γαλέρα της Παλιάς Ελλάδας που έγινε Νέα και...φτου κι απ’ την αρχή…
Ο προϊστάμενος λέγεται Κουρήτης Πατζαράκης και μπορεί να πετάξει με το αυτί
του από το ένα τμήμα του πολυκαταστήματος στο άλλο - σαν Ντάμπο το Ελεφαντάκι
αλλά με αθλητικές αερόσολες - να περάσει από σιδερένια ράφια, να υπερπηδήσει
πολυμερικά εμπόδια και πολυουρεθανικά Αλπικά ύψη με μία και μοναδική, κίνηση
σατιριστή, καλούπι αμοιβάδας η οποία αποκαλείται, μεταξύ των πολύ μυημένων, η
Κίνηση Του Χοχλιού. Αυτό σημαίνει πως ακούει τα πάντα και στο σπίτι του ίσως να
έχει εντολές να κοιτάει το μόνιτορ ακόμα κι όταν κοιμάται, ίσως και να κοιμάται με
το ένα μάτι ανοιχτό σαν τον Λάκι Λουκ, ποιος ξέρει; Ίσως και όχι όμως. Αλλά γιατί
σήμερα είχαν διαλέξει εκείνον να απογράψει τους απογραφόμενους και να
συντελέσει το έργο της κατανομής των απωλειών μέσα σε μία συννεφιασμένη από
κάπνα, μασχαλίλα, φαγητίλα κουζίνα των υπαλλήλων; Εκείνον τον περίμενε η γλυκιά
του σοκολατίνα στο σπίτι, η γυναίκα του, η Εύα Αγιούτου, το σιταράκι του, λίγο πιο
παχουλή από πέρσι που το έκαναν μόνο δύο φορές, δηλαδή πιο λίγο από πρόπερσι
που το έκαναν τρεις φορές την εβδομάδα και τώρα τι θα τον περίμενε, εδώ, εκεί, στο
σπίτι, μέσα στον πεινασμένο πύργο της θαλπωρής του, μόνος, με τις αναμνήσεις του
πατικωμένες ανάμεσα σε αναφορές πωλήσεων του I.T., των γραμμών που δεν έγιναν
ποτέ, το άγχος του για μία απορρόφηση τζίρου μέσα σε βροχερό καιρό από την
Βραζιλία;
Είχε όμως το χάρισμα αυτό, μπορούσε να ακούσει τους ήχους που οι άλλοι δεν
άκουγαν. Έβλεπε εξίσου καλά αλλά μπορούσε να πιάσει τα πάντα με το αυτί, τα
μυρμήγκια που ξύνανε τα νύχια τους στον πάτο του ηφαιστείου, σε άκουγε, αν ήσουν
σωστός, καλός, έκανες όλες τις κινήσεις σου ορθά ή αν όχι, σύμφωνα πάντα με το
καταστατικό, το σημείωνε πάραυτα μέσα στο δαιδαλώδες σύστημα παρατηρήσεων
που έκρυβε κάτω από το κόντρα πλακέ γραφειάκι του, δίπλα από το φωτοτυπικό,
μέσα στη Σουτουά 69 – την πιο μπαμπέσα Σουτουά της απομιμήσεως της πόλης.
Αλλά δεν ήταν καλά όταν δραπέτευε από το μαγαζί – είχε την ευχέρεια να πάει όπου
θέλει, να κάνει ότι θέλει και να δει όποιον επιθυμεί ανά πάσα στιγμή μιας και όλοι
του είχαν απεριόριστη εμπιστοσύνη, πράγμα σπάνιο για τα σημερινά δεδομένα
λειτουργίας του πολυκαταστήματος, που δεν σημαίνει και τίποτα τώρα αυτό αλλά
κουβέντα να γίνεται…
Η Εύα κρατούσε πάντα τα ηνία του σπιτιού τους - τον μάλωνε βέβαια για τα πολλά
και «βρώμικα» τατουάζ που του άρεσε να κάνει ανά δύο μήνες στου Τζίμη Φλωράκη
Ζαχαριάδη, ενός πρώτου ξαδέρφου του από την Βόνιτσα Αιτωλοακαρνανίας που είχε
έρθει στην πρωτεύουσα για να μάθει την τέχνη του μελανιού και του δέρματος και
δεν τον χρέωνε τίποτα, κι εκείνη δεν έριχνε ποτέ βουρδουλιές πάνω στα δύσμοιρα
πλευρά του σπιτικού τους το οποίο και το οραματιζόταν, τα μαλακά, δυσθεώρητα
απογεύματα του Δεκεμβρίου, σαν άτι λευκό που σχίζει τους τσιμεντένιους αγρούς,
βγάζει φτερά και κόβει τους μπαρουτοκαπνισμένους αιθέρες σαν ξυράφι, με πάντα
καβαλάρη τον Κουρήτη της, με τα χυτά, γυαλιστερά και γυμνασμένα του μπούτια να
τρέχουν νερό κάτω από το τριχωτό μέρος της εστίας της, να αγκαλιάζει τη μοίρα
τους, να προετοιμάζει το μελλοντικό τους χαλί υποδοχής του μονάκριβου τους
διαδόχου. Μέσα στην κοιλιά της έκρυβε μία εμμονή με το θαρραλέο παρελθόν της
σαν γόνος αριστοκρατικής οικογενείας από την Κέρκυρα που την ήθελε καλή και
υπάκουη Άρτεμη Τοξοκρατούσα, δεν μπορούσε όμως να μην τον αφήνει να βιώνει κι
εκείνος τις δικές του ατασθαλίες και να κατακλύζει με το σώμα του κάποιες,
επιλεγμένες, λερωμένες γωνίες – άλλωστε εκείνος δεν ήταν το αφεντικό στην
Τεχνολογία, εκείνος δεν ήταν που τις πρόσφερε την ευκαιρία να χτυπάει τα
λατρεμένα πλήκτρα του ταμείου της, εκείνος δεν ήταν που την είχε κάτω από την
προστασία της απαλής και τεράστιας φτερούγας του; Όχι.
Ο Παναγιώτης Γκόμεζ όμως τώρα ήταν έτοιμος να σκύψει για να σκανάρει ένα
κομμάτι πολυμερικού προϊόντος, σε φέτες – τόσες πολλές φέτες που σε έπιανε
ζαλάδα – και να που δεν ήταν ικανός ούτε την βροντερή πορδή του να κρατήσει σε
συνδυασμό με την ανεπανάληπτη ινσέρτ κόιν σχισμή του που ξεπρόβαλε ντροπαλή
στην αρχή αλλά αεράτη στη συνέχεια, από το κοτλέ, καφέ παντελόνι – ίσως η πιο
τρομερή και βαθιά, τριχωτή και άρρωστα μεγάλη – σχισμή των συναδέλφων. Κάποιοι
άρχισαν να σφυρίζουν και άλλοι πετούσαν πληκτρολόγια στον αέρα, μερικοί έφτυναν
τα ρούχα τους και χτυπούσαν ξύλινες επιφάνειες για να μην καταντήσουν σαν τον
χοντρό, οι υπο-προϊστάμενοι κοιτούσαν τους προϊσταμένους στα μάτια για τυχόν
τυποποιημένες αντιδράσεις, οι γυναίκες υπάλληλοι χαχάνιζαν κι έβγαζαν με τα
κινητά τους φωτογραφίες την γιγαντιαία Γκομεζική χαράδρα που έχασκε κι έμοιαζε
να θέλει να μαγνητίσει το κέντρο της γης και τα κέρματα του ταμείου. Το πράσινο
σκαμνάκι που ερχόταν μέσα σε τριζάτα, τοξωτά άκρα, από τον Πολιτισμό στην
Τεχνολογία, κάθε ίδια μέρα του μήνα που κανείς δεν ήξερε πότε ακριβώς ήταν, είχε
κάμψει τις αντιστάσεις του, σχημάτιζε ανάποδο κύκλο, και τελικά διαλυόταν κάτω
από το βάρος του σώματος. Ήταν αυστηρώς προσχεδιασμένο να κρατάει μόνο
παιδικά βάρη, αλλά η μέση του Γκόμεζ έμοιαζε με ναρκοπέδιο, σε κάθε του κίνηση
του έπεφταν οι βλεφαρίδες από τον πόνο, σε κάθε του σκέψη ο κεραυνός
μεταφερόταν μυτερός στα νεφρά του με αποτέλεσμα όλος αυτός ο αναθεματισμένος
μηρυκασμός να του προκαλεί αέρια.
Οι ήχοι από τα σκανεράκια που ο όχλος κρατάει στα χέρια του είναι απανωτοί και
δημιουργούν μία κλίμακα η οποία μόνο κατεβαίνει. Τον πιάνει να χορέψει για να
σπάσει λίγο τον ύπνο που κατακάθεται σαν μέγαιρα πεθερά στα βλέφαρα του, οι
κύκλοι κάτω από τα μάτια είναι κόκκινοι σχεδόν – έχουν ξεπεράσει πλέον το στάδιο
της ηπατοπάθειας κι έχουν προστρίβει σε ένα νέο επίπεδο γεγονότων και αιτιών.
Τα χερούλια από τα ντουλάπια της κινητής τηλεφωνίας παίζουν και γυρνάνε στα
τρελά, οι βίδες από πίσω είναι λασκαρισμένες με αποτέλεσμα να μην μπορεί κάποιος
να σταθεροποιήσει το χέρι του από το διαρκές τρέμουλο της κούρασης. Τα προϊόντα
είναι χιλιάδες και δεν είναι δυνατόν να φτάσει ο χρόνος που τους δίνουν την
υπερωρία. Δύο ώρες δεν είναι αρκετές, τα λάθη αυξάνονται γεωμετρικά αλλά κανείς
δεν μιλάει – αν κάποιος τολμήσει να πει για λάθος χτύπημα κωδικού τότε αυτό θα
σημαίνει πως τα πράγματα δεν έχουν ακόμη εξελιχθεί, η λίστα δεν τελειώνει, οι
τομείς είναι τόσοι πολλοί που το μάτι δακρύζει και σταλάζει τροπικό νερό,
αναγκάζοντας το φτηνό μαύρο στίγμα να απλωθεί στη σελίδα της απογραφής. Τη
σελίδα πάντα την κρατάει ο απεσταλμένος από τη Μαγούλα – το Δάχτυλο - και
κανείς άλλος, αυτό είναι νόμος, κι αν κάποιος, ίσως ένας τυχαίος υπο-προϊστάμενος
την ακουμπήσει κατά λάθος, πρέπει η διαδικασία να περασθεί από έλεγχο σιδερένιας
ρίγας. Ένας ένας οι τομείς σκανάρονται και ο όχλος φωνάζει το όνομα του και τα
τελευταία τέσσερα νούμερα του ραφιού του.
Ποιος είναι ο άτυχος που θα βιώσει το πέρασμα των λεπτών της αιωνιότητας μέσα
από το ντιν ντιν ντιν του σκάνερ καθώς χτυπάει τα εκθεσιακά, τα άδεια κουτιά με τις
ασφάλειες κλοπής και φθοράς, τις θήκες, τα συρτάρια με τα δεκάδες μοντέλα, τα
βιντεοπαιχνίδια που πρέπει όλα να περαστούν χεράτα;
Όταν όμως η αντίδραση του υπολογιστή απογραφής αρχίσει να εκπέμπει το σήμα
της προς τα ηχεία του καταστήματος, τότε όλοι σκύβουν το κεφάλι, προσποιούνται
πως είναι κουφοί μέσα σε μία λιμνάζων λασπουριά βδέλλας, ξέρουν πως την επομένη
ο ένας θα κοιτάει τον άλλο ύποπτα, πως ίσως ο ίδιος ο εαυτός τους να είναι ο
μπαμπέσης, ο σκερβελές, ο κατσαπλιάς και ο φταίχτης που δεν σκάναρε σωστά –
γιατί είναι μεγάλο μανίκι να κάθεσαι να μετράς ξανά με τη ρίγα έναν έναν τους
κωδικούς το επόμενο πρωί στις εφτά. Τα μάτια σου χαλάνε και το κεφάλι σου σκάει
από τον πόνο του μεσημεριανού απόηχου του κλιματιστικού που ίσως και να σου
παγώνει το σβέρκο αλλά ίσως και όχι. Ακόμα και τα νύχια σου πονάνε, ακόμα και τα
μαλλιά. Τι θα έλεγαν γι’ αυτό όμως οι καθηγητές των Αγγλικών του όχλου αυτού;
Ιμπόσιμπλ! Ντρέντφουλ! Όλοι εκείνοι που τώρα πεθαίνουν από αργό θάνατο, από
σκλήρυνση της μήτρας της πλάκας; Που είναι πλέον όλα εκείνα τα πακέτα με
Ροθμανς μπλε βαρύ; Έχουν απάντηση σε όλα όμως αλλά αυτό δεν τους κάνει
ευγενικούς.
Ποιος όμως είναι ικανός να διακρίνει μέσα στα μάτια του πελάτη έναν επικείμενο
Μυστήριο ή έναν τροφαντό Κλέφτη; Από τη μία σου βάζουν το μυστικό μίας
αποτυχίας και το θελκτικό γεγονός του στόχου – μπορεί να είσαι εσύ ο τυχερός που
θα ικανοποιήσει τον Μυστήριο Πελάτη ή μήπως είναι καλύτερα να τον πούμε
Μυστικό; Αλλά αν σου έρθει ο Κλέφτης και τον δεις τότε μπορείς να φωνάξεις με
τόσο πάθος και περηφάνια το όνομα του Διευθυντή Δουρή μέσα στο μικρόφωνο του
γουόκι τόκι σου. Τότε θα είναι αναγκασμένος να κατέβει από το γραφείο - ντουλάπα
της μαϊμούς - του παταριού και να σε χτυπήσει στον ώμο συναδελφικά: «Μπράβο
αγόρι μου! Είσαι και ο πρώτος! Κάτσε τώρα εδώ να τον προσέχεις να μην σουφρώσει
και τίποτε άλλο ε; Έχω να στείλω κάτι νούμερα και να προσποιηθώ πως μιλάω λίγο
ακόμη στο τηλέφωνο ενώ σας παρακολουθώ προσεχτικά από την κάμερα τι κάνετε
και σε ποιον μιλάτε…χεχε!».
Τελικά όμως τι είναι εκείνο που ρουφάει μέσα του όλα τα χαμένα προϊόντα της
Απογραφής; Είναι μία κουκίδα μέσα στο χρόνο που ταλαντεύει την γραμμή του
πύρινου κόσμου, είναι μία αόρατη μάζα που κανείς δεν υποψιάζεται πως ίσως να
βρίσκεται δίπλα του ή από κάτω του ή από πάνω ή…θεός φυλάξει…μέσα του;
Έχουν ήδη μαυρίσει τα πόδια τους από την βραδινή βάρδια και άλλες τόσες
παρελθοντικές βάρδιες, πανομοιότυπες, επαναλαμβανόμενες, ίδιες κι απαράληπτες,
κανείς όμως δεν μπορεί να κάτσει γιατί δεν γίνεται να χτυπάς με το μαραφέτι τα
μπαρκόντ αν είσαι ξάπλα σαν απόπλυμα κατακαθιού στο πάτωμα - το παντελόνι
μπαίνει μέσα σε απαγορευμένα σημεία, οι γυναίκες σκούζουν αλλά χαμογελάνε με το
απαλό τους μέικ απ να αντιφεγγίζει τα πρόσωπα τους και να τα αναδημιουργεί σαν
απομιμήσεις του Κρόνου. Κοράκια. Αυτό είναι όλοι εκεί μέσα. Πορτοκαλί πτηνά του
θανάτου και της υπομονής. Κι αν αύριο δεν υπάρχει τίποτα παρά μόνο στάχτη και
καπνός που δραπετεύει προς τον ουρανό; Αν αύριο είσαι εσύ ο άτυχος που θα πρέπει
να ψάχνει για νέα δουλειά; Μπορεί όχι άτυχος αλλά είναι γρουσουζιά να σκέφτεσαι
έτσι και πρέπει μετά να φτύσεις τον κόρφο σου ξανά - κόρφου που του έχεις αλλάξει
τα φώτα στο φτύσιμο.
Ο Γκόμεζ δεν μπορεί να φανταστεί πλέον το χέρι του να εισχωρεί μέσα στο
λεκιασμένο του σώβρακο που τον στενεύει και να χτυπάει με το άλλο την διεύθυνση
της ιστοσελίδας για να μπορέσει να ξαλαφρώσει λίγο μιας και η γυναίκα του λείπει
από το σπίτι κι έχει πάρει και τα τρία τους κουτσούβελα μαζί – πήγαν για να δουν
τους παππούδες και τα δώρα, τα παπαγαλάκια και το σκύλο Ρόζα που είναι ράτσας
κανίς αλλά πάσχει από δεμοδήκωση. Δεν μπορεί να αυνανιστεί πλέον γιατί θεωρεί
πως αυτό θα είναι ένα πολύ κακό σημάδι της επικείμενης αντιστοίχισης των
νούμερων του Τζόκερ που είχε ονειρευτεί πριν από τρία χρόνια και ποντάρει
καθημερινά στο πρακτορείου του ΟΠΑΠ του Κωλιαούρα δίπλα από το
στεγνοκαθαριστήριο της Τούφας. Δεν τον παίζει γιατί φοβάται πως ίσως αυτό
γρουσουζέψει την ακολουθία των αριθμών του. Όλο ξεχνάει πως δεν έχει κερδίσει
ποτέ τίποτα με αυτούς τους αριθμούς οπότε δεν έγκειται καμία «γρουσουζιά»
πουθενά. Αυτός όμως συνεχίζει να το πιστεύει, όπως πιστεύει πως αναπόδραστα οι
Πακιστανοί βρωμάνε και το ρύζι είναι ζυμαρικό και δεν φυτρώνει πουθενά, πόσο
μάλλον σε πολυμερικά βοηθήματα πολυκαταστημάτων ή σε όνειρα ξερής πόσθης που
χρειάζεται μία επιπλέον δύναμη της φυσικής ακόμη για να ανανήψει.
Η αγωνία όμως είναι πασίδηλη μέσα στο τετραγωνισμένο παραλληλόγραμμο που
περισσότερο μοιάζει με πολυεδρικό – χώρος ο οποίος είναι μελετημένος έτσι ώστε το
υποκείμενο της κατανάλωσης, δηλαδή ο πελάτης, αλλά και ο εργαζόμενος την ίδια
στιγμή – άλλωστε κι εκείνος είναι ένας επίδοξος και μελλοντικός πελάτης - να μην
αντιλαμβάνεται το πέρασμα, το κατέβασμα ή το ανέβασμα των λεπτών δεικτών του
χρόνου, μία υποψία τυχοδιωκτικής, ρομαντικής αποφοράς κρέμεται στα χείλη αυτής
της σκευωρίας που θέλει τους πάντες και τα πάντα, όλα τα σύνολα της εσωτερικής,
απομυζητικής πορτοκαλί οικουμένης, να μην έχουν καμία ανάγκη να σύρουν τους
οφθαλμικούς τους οδηγούς προς τον καρπό ή την φωτεινή επιφάνεια που κρύβουν
επιμελώς μέσα σε συρτάρια, τσέπες και ντουλάπια.
Διατηρείται μία ομοβροντία κυμάτων που εκπέμπουν τα σκάνερ στα χέρια, ίσως
ακόμα και αφημένα πάνω σε συσκευασίες εκτυπωτών ή ακριβών φωτογραφικών
συσκευών – διαθέτουν θαρρείς μία δική τους θέληση, μία δική τους νοημοσύνη – τα
απογραφικά γεγονότα μπουσουλάνε τώρα πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι δύο ώρες
πρωτύτερα όταν το κατάστημα ήταν ακόμη εν λειτουργία και φιλοξενούσε τους πιο
εκνευριστικούς και καθυστερημένους περαστικούς αργόσχολους ματάκηδες νέων
παραλαβών ή παλαιών, στιγματισμένων κωδικών που είχαν από πολύ καιρό τώρα
θελήσει αλλά δεν διέθεταν το απαραίτητο ποσό πολτού για να τα αδράξουν· κανείς
δεν επιθυμεί να καταβαραθρώνεται πάνω στο μελανό πάτωμα, να ιδρώνει έναν
αρρωστημένο χτύπο καρδιάς που τον αναλύει σε δεκάδες ημιτόνια μελαγχολίας και
απογοήτευσης λόγω μίας ανυπαρξίας ανέλιξης προς τα πάνω ή έστω προς τα πλάγια
(ποτέ, προς θεού, προς τα κάτω, δεν πάει άλλωστε άλλο προς τα εκεί έτσι δεν είναι;)
– όλοι ξέρουν πως και αύριο θα βρίσκονται κάπου εδώ κοντά, όχι σε κάποιο εξωτικό
παραβάν καλειδοσκοπικών παραστάσεων, ούτε σε ένα δροσερό απάγκιο στον
αστερισμό της ξεκούρασης και των θεόρατων φοινίκων, της στάσης των ενενήντα
μοιρών πάνω σε μαλακά επιθέματα χαράς κι ενός μισογεμάτου, κολωνάτου ντάκιρι –
φρικτά μισοφέγγαρα υποψίας που σαλπάρουν ελαφριά πάνω στις αφρώδεις, σαν
σφουγγάρια, καρίνες τους, διασχίζοντας έναν ωκεανό σκοταδιού, εμπαιγμού,
κατάποσης καλά κρυμμένων νεύρων, που φωτίζεται μονάχα από τις γραμμές που
τέμνονται πιο ψηλά, ηλεκτροδοτούμενες και στίλβες σαν κονιορτοποιημένα άκρα
αστερισμών ή αλλοπρόσαλλων αγαλμάτων.
Τα σύνολα πόνου που έχουν εγκαθιδρυθεί στο συγκεκριμένο κατάστημα του
Συντάγματος είναι όλα ένα βήμα πριν από την τελειωτική τους εκτόξευση προς τον
γαλαξία της Μαγούλας: όλοι θέλουν να απλώσουν τον όγκο του κορμιού τους μέσα
σ’ ένα γραφείο των Κεντρικών, να τεντώσουν απολαυστικά τα πόδια τους πάνω σε
κόντρα πλακέ, φτηνά έπιπλα που οι άκρες τους ξεφλουδίζουν και μαδάνε σαν σοβάς,
ειρηνικά, ήρεμα, με μία ελάσσων αγχωτική ακολουθία που τους συνυποβάλουν τα
πινάκια του εξέλ· περιμένουν μπροστά από οθόνες και μέσα σε ηλεκτρονικά
ταχυδρομεία που ακόμη κανείς δεν διάβασε προσεχτικά, αναμένουν δύο κλικ
ευτυχίας, ένα μικρό τασάκι που το πήρες από το παζάρι στην Ερμού την Κυριακή που
ευτυχώς δεν ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά, το κουτί με τις μαστίχες Χίου για το στομάχι,
τα λεκιασμένα υπομνήματα του ελεγκτή υλικών σέρβις, άδεια κουτιά από
αναψυκτικά και χάμπουργκερ...σε παρατηρούν όμως όλα, κρύβουν μέσα τους μάτια
που δεν έχει δει ποτέ κανείς άνθρωπος, συνδέονται με το δεξί σου πλευρό, πίσω από
το οστέινο κλουβί, μία ένδειξη τεντώματος δίνει ένα έντρομο ενδοιασμό που
ανυψώνεται με τη μορφή στεναγμών, ονειρεύονται για σένα τα αντικείμενα που ήδη
έχουν πάψει να είναι χρήσιμα, βλέπουν τα δικά σου ατοπήματα και τις λύσεις που δεν
σου μαρτυρούν τις αποθηκεύουν μέσα στις πολυμερικές τους καρδιές, άψυχες πλέον,
άρρυθμες, θα τις κουβαλήσουν ευλαβικά μαζί τους στην χωματερή, καθώς εσύ θα
είσαι πλέον πολύ μακριά για να τις δεις, να τις κλάψεις – όλες εκείνες οι συσκευασίες
που κάποτε τις αγκάλιαζες και τις δεχόσουν σαν την κορυφή του νέου πολιτισμού,
την αληθινή παντιέρα της Γενιάς Υ. Αμφιβάλεις όμως αν ανήκεις ακόμα κι εκεί –
ίσως με μερικές αποκρύψεις ετών… αλλά δεν θα το καταλάβαινες ούτε κι εσύ ο ίδιος
πως ήσουν πλέον πεπερασμένος σαν αυτές…
Πάρε για παράδειγμα εκείνον εκεί τον διάβολο της έξυπνης και φλεγματικής
στρατηγικής του πυραμιδικού συστήματος, τον Γεώργιο Κόρα, ο οποίος τώρα είναι
άξιος Διευθυντής υποκαταστήματος κάπου στην τουριστική, μακρινή, φλεγματική,
αιώνια Ρόδο. Από αυτό το ίδιο κατάστημα είχε εκτοξευτεί κι εκείνος, είχε διαπρέψει
στο χώρο του Ι.Τ., είχε κάνει το σκατό του παξιμάδι και η Χόντα του δεν έβλεπε τις
ακτές του Πειραιά παρά μόνο τη νύχτα, αργά, όταν η υγρασία μπηγόταν στον νωτιαίο
μυελό του σαν βέλος Ινδιάνου από βασάλτη. Δεν έβλεπε το σπίτι του, τη γυναίκα του,
παρά μόνο στο σκοτάδι, πολύ μετά…και πάντα μα πάντα ξεχνούσε τα μισά του
πράγματα στο μαγαζί - τουλάχιστον οι κρεμάστρες ήταν κάτι που χρειαζόταν αν όχι
και τα σαπούνια για τη μασχάλη. Τα είχε αφιερώσει όλα στην εργασία του, στα
νούμερα, στην υπευθυνότητα, στον καταναγκασμό του ριφίλ των ραφιών – ακόμα κι
αν είχαν όλοι σχολάσει και τα κορίτσια του ταμείου σημείωναν την τελευταία τους
απόδειξη - στο πως θα καταφέρει να ανελιχθεί την κλίμακα της ολισθηρής πυραμίδας,
αργά αλλά και γρήγορα ταυτόχρονα, σαν Ισπανός κατακτητής που εκμεταλλεύεται
τους ιθαγενείς αυτόχθονες υπαλλήλους του τμήματος του, τους διαχειρίζεται για τα
δικά του, προσωπικά συμφέροντα δράσης, ανέλπιστα, χωρίς ντροπή, χωρίς τύψεις.
Δεν χωρούσαν εκείνα τα κατώτερα συναισθήματα μέσα στην ψυχή ενός νέου,
σύγχρονου ανθρώπου που πίστευε στην σταθερή επιτυχία και στον εναγκαλισμό των
άπειρων επιλογών και της κοινωνικής, ενδοκαταστηματικής αναγνώρισης.
Αυτό είναι ένα σημείο του υπαλληλικού χρόνου όμως που τώρα ο Κουρήτης
αμφιβάλει αν είναι όντως υπαρκτό· βρίσκεται στην κρίσιμη καμπή της προσωπικής
του ιστορίας, μιλάει στο ακουστικό πολύ περισσότερο απ’ ότι επιτρέπει το
καταστατικό – φτάνει σχεδόν σε συχνότητα τις ώρες ομιλίας του Διευθυντή Δουρή,
παραπονιέται μέσα σε κλειστούς φωριαμούς, χωμένος μέχρι το λαιμό σε άδεια τάπερ
που δεν έχουν πλυθεί από τα υπολείμματα κιμά, πορτοκαλί ιμάτια που μυρίζουν
ψαρίλα και είναι αφημένα εκεί από το καλοκαίρι που μας πέρασε (δεν είναι δικά του
προς θεού, οι προϊστάμενοι δεν φοράνε πλέον εκείνα τα βδελύγματα της
συναδελφικής μόδας), αποσμητικά μασχάλης, φορτιστές κινητών που έχουν χαλάσει,
σκισμένες συσκευασίες θηκών τηλεφώνων, ζαρωμένες, ροζ κλήσεις της τροχαίας από
ένα παλιό αλκοτέστ που είχε πάει στραβά, λίστες με επιστροφές προϊόντων, αναφορές
προφίλ συμπεριφορών από τον δικό του προϊστάμενο και το Δάχτυλο του
προηγούμενου εξαμήνου, χαρτάκια στριψίματος από τον καιρό που δεν το είχε ακόμη
κόψει καθόλου, αλοιφή για την καράφλα του που ξεφλουδίζει από το άγχος, κρέμα
για τα καινούρια του αλλά και τα παλιά του τατουάζ, ένα χαλασμένο mp3 player –
πως είναι δυνατόν να συγχρωτίζεται μέσα σε αυτήν την βρωμερή κουζίνα με όλους
αυτούς τους κοινούς υπαλλήλους; Γιατί δεν του έχουν παραχωρήσει ακόμη έναν
φωριαμό στο πατάρι; Πόσες ώρες από τη ζωή του πρέπει να φάει εδώ μέσα για να του
αναγνωριστεί το παραμικρό κάτι; Ακόμη και ο φύλακας έχει ντουλάπι στο πατάρι, κι
ας θεωρείται άσχετος με την δική τους ιεραρχία, ένας ξένος στα μάτια των
ενδοκαταστηματικών. Τον ζηλεύει αλλά προσπαθεί να μην το σκέφτεται γιατί
υπάρχουν χιλιάδες εκκρεμότητες που πρέπει να διευθετηθούν απόψε, από το σπίτι,
μετά την Απογραφή, η οποία δεν φαίνεται να τελειώνει πριν από την αυγή – σκατά!
Πάλι δεν θα προλάβει να μιλήσει με την Εύα, να κυλιστεί στο βούρκο των πορνό
αναμνήσεων που του έρχονται στο μυαλό όταν είναι από πάνω της και κουνιέται
μανιασμένος κι εξοργισμένος με τα γεγονότα της ημέρας στο κατάστημα, πάλι δεν θα
έχει χρόνο να ξυριστεί σωστά μέσα σε μία δόξα από ατμό και μυρωδιά Ολντ Σπάις,
πάλι δεν θα καταφέρει να παρακολουθήσει την αγαπημένη του αμερικάνικη
τηλεοπτική σειρά με τον Μπιλ Κρόσμπι στον υπολογιστή, πάλι όλες του οι
προσπάθειες για μία συμπύκνωση του χρόνου του θα αποβεί λανθασμένη, άκυρη και
γελοία σαν τους απόηχους από τις ζάρες του δέρματος ενός διασκεδαστή γύρω από το
στόμα που μουδιάζει.
Η Ανώνυμη Συντροφιά τον έχει καλά κουρδισμένο όμως ώστε να μην ξεπέφτει
μέσα σε τάφους ξένους, έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα έτσι που όλα πλέον να φαίνονται
απομακρυσμένα από την καρδιά του, είναι καλά μαθημένος να ξεχνάει ολότελα πως
κάποτε είχε έναν μυ που χτυπούσε δυνατά πίσω από το κλουβί του κέντρου του. Αν
δεν αποδεχτεί τη μοίρα του σαν προϊστάμενος δεν είναι δυνατόν να τα καταφέρει στο
Πεδίο των Πωλήσεων – να βγει ζωντανός και να εισχωρήσει επιτέλους στα
μετόπισθεν - δεν θα σηκώσει το ανάστημα του όπως εκείνος ο τρομερός Κόρας που
έβρισκε ακόμα και το κουράγιο να πάει να παίξει μπάσκετ με τους μισητούς του
συναδέλφους, στο ρεπό του παρακαλώ, βάζοντας στην άκρη την ειρωνεία που του
κατέτρωγε τις άκρες των χειλιών του όταν χάζευε τις αδέξιες κινήσεις τους μέσα στο
κατεστραμμένο γήπεδο ή το βλέμμα της ίδιας του της συζύγου Μαρίας Καλιμεντίνης
από το Άργος όταν έβγαινε από την εξώπορτα της πολυκατοικίας του πατέρα της στα
Καμίνια – μπροστά από τα δυσδιάκριτα σκαλοπάτια του τούβλινου, μυτερού
οικοδομήματος που υψωνόταν μέσα στα όνειρα του εν ώρα αιχμής.
Στέκει τώρα μπροστά από το σαν πειρατικό, διαστημικό καράβι του Κάπτεν
Χάρλοκ, έπιπλο των ταμπλετών, καρφώνεται με πολύ μεγάλη προσοχή στον σβέρκο
του Γκόμεζ ο οποίος στέλνει με το δάχτυλο του κάποιο ηλεκτρονικό μήνυμα με το
τεράστιο, μαύρο του τηλέφωνο, έχει παρατήσει το σκανεράκι στο πάτωμα και δεν
δίνει δυάρα που φαίνεται σταθερά σε κάθε του κίνηση εκείνη η αηδιαστική σχισμή
του πισινού του – είναι σαν να ρουφάει τα πάντα μέσα της, το νέον φως της οροφής,
το αίμα του Κουρήτη, τις βρωμιές και τις ακαθαρσίες από τις χαρτόκουτες που έχουν
παρελάσει το πρωί από το ασανσέρ της παραλαβής, στα ράφια και στον τελικό τους
προορισμό, τον μπλε κάδο της ανακύκλωσης έξω από το κατάστημα, εκεί που οι σαν
έντομα πάνω σε κάτι γλυκό συμμορίες των Πακιστανών με τα άσχημα τρίκυκλα
συνωστίζονται και μαχαιρώνονται δεξιοτεχνικά σαν επίσημοι, όρθιοι ταβλαδόροι για
το ποιος θα προλάβει να κόψει και να διπλώσει τους περισσότερους καφέ πολτούς, να
τους φορτώσει με αγάπη και σύνεση στην μικρή καρότσα, να κοιτάξει με υγρά μάτια
κάποιον περαστικό για να ζητιανέψει ένα συμπαθητικό βλέμμα κατανόησης – γιατί
είναι ο πιο παλιός υπάλληλος εκεί μέσα και αυτό τους αξίζει, πρέπει να την βλέπουν,
αν όχι καθημερινά, τουλάχιστον σε στιγμές Απογραφής, σε λεπτά αγωνίας και
άγχους, σε στροβίλους της νύχτας που πέφτει στα κούτελα τους σαν υπαλληλική
πλερέζα, έτσι ώστε όλοι, ακόμα και ο Διευθυντής που σήμερα είναι απών λόγω
εξαγωγής των φρονιμιτών του, να νοήσουν τι σημαίνει να είσαι ένας ισχαιμικός
παλαίουρας, ένας στριφνός και δύσκολος άνθρωπος του εμπορίου που δεν υποθάλπει
καμία αξιοπρέπεια ή την ένδειξη της παραμικρής κατακράτησης κουράγιου.
Το λεπτό χέρι του Κουρήτη – το είχε παρατηρήσει πρώτος ο Μουκοβίνας και το
είχε αναφέρει στον Ροδόλφο ένα μεσημέρι που είχε το πιο φοβερό χανγκόβερ της
χιλιετίας – προσγειώνεται σαν μαστίγιο πάνω στον αυγουλάτο σβέρκο του Γκόμεζ,
αφήνοντας μία δριμύτητα από δύο κωμικοτραγικά, θαυμαστά ΦΛΑΠ! Λέμε δύο γιατί
όταν κανείς ακουμπάει τον λιπαρό Γκομεζικό σβέρκο – πράγμα σπάνιο κι αδιανόητο
για τον καθένα εκτός από την γυναίκα του – είναι σαν η πράξη να επαναλαμβάνεται
απευθείας λόγω του διπλού προγουλιού που κρέμεται ακριβώς από κάτω της πρώτης
επιφάνειας του κανονικού σβέρκου. Η μάζα αυτή κρύβει μέσα της έναν αντίλαλο, μία
αόρατη χαράδρα (ωχ! Επανάληψη…), όπως την κάτω πισινή, μέσα στο παντελόνι,
μία ανάκλαση λόγω φανερών εμποδίων, που κάνει όλα τα αγγίγματα και τα ωστικά
κύματα που ξεκινούν από εκεί, κατά λάθος ή επίτηδες, να φτιάχνουν έναν αυτόματο
κλώνο τους και να τον γυρνάνε πίσω. Ο σβέρκος του είναι μία αυτόνομη μορφή που
υπάρχει από μόνη της και θα συνεχίζει να υπάρχει ακόμη κι όταν ο ίδιος ο Γκόμεζ
εξαλείψει από προσώπου γης. Είναι ένα τέρας γεμάτο με αναδιπλώσεις, πόρους,
ρουφήγματα, ένας σούπερ, άσχημος ήρωας που μπορεί ανά πάσα στιγμή να
πολεμήσει το έγκλημα της πόλης αλλά το αναβάλει λόγω…Απογραφής γαμώτο…για
τι άλλο…
Το λεπτό άκρο του Κουρήτη μπιστάει σαν δερμάτινη μπάλα σε ταρτάν απάνω στο
σαν χλαπάτσα υπέρ-σβέρκο του Παναγιώταρου – εκείνος δεν αισθάνθηκε παρά μόνο
μία ανεπαίσθητη μυγούλα να του γαργαλάει το πίσω μέρος του κρανίου – και σκάει
σαν σάρκινη τούρτα στο δικό του προϊσταμενικό πρόσωπο, συντελώντας,
αναπαριστώντας και πραγματοποιώντας τον ενδοκαταστηματικό μύθο που ήθελε τον
Ροδόλφο να έχει σπάσει τη λεπτεπίλεπτη, γαλλική του μυτούλα, με το ίδιο του το
χέρι, όταν ένα πρωί είχε τολμήσει να φαπώσει τον Γκόμεζ επειδή δεν είχε ακόμη
κάνει τις αλλαγές τιμών που προέβλεπε το πολύ επίπονο πρόγραμμα της βάρδιας του
γερμανικού εφτά τρεις.
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν διεθνή κολοσσό στον τομέα των πολυκλαδικών
ετικετών. Βαστάει τα μπόσικα με αλυσίδες που αποφαίνονται σαν γυαλιστερά σημεία
αγκυλών ατσαλιού από την μέσα μεριά ενός λευκού χωραφιού που το μάτι κρύβεται
πίσω από σκιές βελανιδιών και το τράνταγμα πάνω στο χαλίκι είναι εκκωφαντικό –
το σύρσιμο της αλυσίδας που στο τέλος της κρατάει σφιχτά μία σιδερένια μπάλα.
Στην συνάντηση που έγινε με την Γενική Γραμματέα των Πωλήσεων, Τριγώνα
Πανοραματοπούλου, στο ίδιο εκείνο κτίριο-λαβύρινθο όπου τώρα συντελείται η
φημισμένη μας, μηνιαία, φασματική Απογραφή, είχε πρωτίστως επισημανθεί – πριν
τις διαδικασίες του Δαχτύλου – πως η Ανώνυμη Συντροφιά κατείχε το 59 τα εκατό
άλλων δέκα εντελώς διαφορετικών ετικετών προϊόντων, υπηρεσιών και πρώτων
υλών, σε χώρες εκτός της Ελλάδας. Ο αριθμός δέκα ήρθε και χτύπησε κατάμουτρα
τον αγουροξυπνημένο Κουρήτη - επίσημος αντιπρόσωπος πλέον για το μάτι μίας
επανάληψης του Ισραηλινού αρχαίου μύθου με τις δέκα πλάκες πάνω σε εκείνο το
φημισμένο, τροπικό βουνό - ο οποίος είχε καλομάθει με τα φρέσκα κρουασανάκια
των συναντήσεων και που σήμερα του κακοφαινόταν πως το ψωμάκι ήταν σκληρό
και δεν κατέβαινε – και που το βάζεις το γεγονός πως δεν είχε με σοκολάτα; Αυτό
ήταν αισχρό και κάπως ύποπτο. Τι να γινόταν άραγε πίσω από τα παραπετάσματα
των χαμόγελων των απεσταλμένων της Μαγούλας που να κρατούσε πίσω μία
ολόκληρη παράδοση φρέσκων πρωινών εδεσμάτων; Μπορεί κάποιο σκαλί της
Κλίμακας να είχε πλέον καταρρεύσει, σκέφτηκε ο Πατζαράκης, ίσως να είχαν
εκδιώξει νύχτα κάποιο σημαντικό στέλεχος του Λογιστηρίου το οποίο διαχειριζόταν
το μοίρασμα των κρουασάν σε όλες τις επικείμενες εκπαιδεύσεις και συγκεντρώσεις
υψηλόβαθμων και μη. Άλλωστε όλοι τα ίδια κρουασανάκια δάγκωναν, αυτό ήταν
επιβεβαιωμένο απ’ όλους.
Δεν είχε χρόνο όμως να πάει ούτε για κατούρημα όταν η διαδικασία της
Απογραφής συντελούνταν τις νύχτες. Έβλεπε μπροστά του όμως ένα μείζων εμπόδιο,
μία κηλίδα σχεδόν ελλειπτική αλλά που δεν μπορούσες να την αγνοήσεις και που
μόνο μία χαρτογράφηση επιδερμίδας και μελλοντικών σχεδίων θα μπορούσε να
αποκαλύψει τις αιχμές του στρες που του προκαλούσε το επικείμενο ριμόντελινγκ του
Συντάγματος. Μετά από εκατό επισκέψεις του Τραμουντάνας επί τρεις εβδομάδες
του Μάιου, αποφασίστηκε πως πρέπει να γίνει ανακατανομή των επίπλων και των
τμημάτων. Κανείς όμως δεν γνώριζε αν αυτό προϋποθέτει μία μετά του σχολάσματος
αγγαρεία με ισχνές αποδοχές υπερωρίας ή αν η όλη διαδικασία θα έπαιρνε μέρος
κατά τη διάρκεια της αιχμής στο Πεδίο. Σίγουρα η Τεχνολογία θα την έπινε
πανηγυρικά μιας και οι βαριές εργασίες που προϋποθέτουν ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
και σύρσιμο βαριών ξύλων, δεν ήταν δυνατόν να γίνει όταν το κατάστημα
λειτουργούσε. Αυτό το καταλάβαινε ακόμη κι αν δεν του άρεσε η ιδέα να μείνει μετά
το σχόλασμα για άλλες τόσες ώρες, όρθιος, να παλεύει με τη σκόνη, την απελπισία,
τη ζοφερή παντοδυναμία της πυραμίδας πάνω στην γυμνή του, άνω, οστική
επιδερμίδα και την μιζέρια του κουβαλήματος και του ξεφορτώματος.
Αλλά ναι, ακούμε πάλι τα βήματα του όχλου που κουνιέται και περιμένει,
λουφάρει ή σκανάρει – και τα βλέπουμε, μιας και το σύστημα παρακολούθησης εδώ
είναι απ' τα πιο προηγμένα, μάλιστα ο ίδιος ο υπάλληλος, που είναι τόσο παλιός στο
κατάστημα, γνωρίζει προσωπικά τον ίδιο τον άλλο υπάλληλο, της εταιρίας ασφαλείας
που είχε πάρει την εργολαβία για την εγκατάσταση της CCTV – είναι παχουλός,
Παναθηναϊκάκιας, φιλότεχνος, παίζει βόλεϊ κι αρέσκεται να συλλέγει έντομα, όταν
έχει ελεύθερο χρόνο, κάπου στην Ελευσίνα. Είναι σχεδόν, σαν ο όχλος του
πολυκαταστήματος, αυτός δηλαδή που πριν από λίγο, πάλι, τα βήματα του άρχισαν
να ηχούν βαριεστημένα ξανά, να 'χει κάποια άμεση, εξ αίματος σχέση, συγγενική
δηλαδή σχέση, με το ίδιο το σύστημα ασφαλείας που είναι εγκατεστημένο σε κάθε
μη-γωνία και σε κάθε χέρι Άτλαντα – και πίστεψε με, είναι πολλά τα χέρια του
Άτλαντα – ένα χταποδερό Άτλαντάκι - και οι μη-γωνίες εδώ μέσα, τόσες πολλές που
δεν έχει προφτάσει να τις μετρήσει ποτέ όλες, δεν προλαβαίνει άλλωστε, μιας και
πάντα κάποιος πελάτης θα τον διακόψει ή απλά θα προτιμήσει ν' αφήσει κάποιο αέριο
απ' το σώμα του να δραπετεύσει προς τα έξω, λόγω του παράξενου κι ευαίσθητου
εντέρου του – πράγμα σιχαμερό κι άκρως ζοφερό για όλους μας – εκτός φυσικά για
τον ίδιο τον όχλο.
Η μουσική που πλέον έχει σταματήσει να έρχεται απ' το ταβάνι, δηλαδή απ' τα
ηχεία της οροφής, είναι άκρως ενοχλητική για τ' αυτιά του ακόμα και τώρα που δεν
αντηχεί, είναι επίπεδη και δυνατή, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε δημοφιλής,
τόσο δημοφιλής όμως που καταντάει αηδιαστική, δηλαδή δημοφιλής, όχι με την καλή
έννοια της, αλλά με την πολύ, πολύ, πολύ...κουραδέ-έννοια της, αλλά έτσι όμως, θα
έλεγε κάποιος πιο σκεπτικιστής, ίσως και να προσβάλουμε τα ίδια τα περιττώματα, τη
φύση τους και το σκοπό τους, αλλά...
Ήταν άθλιος αυτός ο όχλος αλλά δεν το γνώριζε ο ίδιος, δεν υπήρχε υπόνοια
περί τούτου, ήταν σίγουρα κι απροσπέλαστα Α.Θ.Λ.Ι.Ο.Σ. Ένας Αθλητής Θαλερών
Λοξοτήτων Ιοβόλου Ορθοστασίας Σουρσίματος. Πέρα δώθε στον μελανό διάδρομο
για δέκα και δώδεκα ώρες. Ένας ακατάλληλος όχλος υπαλλήλων κι ένας ακόμα πιο
ακατάλληλος όχλος ανθρώπων – φυσικά δεν τον απασχολούσαν εκείνοι οι τίτλοι που
του εναπόθετε ύπουλα το συλλογικό μυαλό του για να πιστέψει (αλλά τώρα που τα
συζητάμε ποτέ δεν είχε συλλογικό μυαλό αυτό το Πράγμα), δηλαδή η ίδια του η
οχλική συνείδηση. Την έκανε πέρα πολύ εύκολα αυτή την αηδία – δεν σου ήταν
καθόλου χρήσιμη εκεί μέσα. Δεν χρειαζόταν να έχεις κανενός είδους συνείδηση απ'
τη στιγμή που βρισκόσουν, επί πέντε, έξι, τέσσερα, τρία, δέκα, δύο, μισό, ένα, εφτά
συναπτά έτη, στην δούλεψη της Ανώνυμης Συντροφιάς, δηλαδή...δηλαδή αυτής της
συγκεκριμένης βούλησης των τυχαίων εταίρων. Βέβαια αυτό εδώ δεν είναι βόλτα,
δεν είναι παιχνίδι, είναι η εργασία του όχλου, πρέπει να την παίρνει πολύ στα
σοβαρά, σκέφτεται ο όχλος με ομοβροντία, μπορεί τα βήματα του να 'ναι άκρως
βαριεστημένα, και είναι σίγουρα, αλλά δεν είναι σε θέση να κάνει τέτοιες ακροβασίες
– δεν μπορεί να το ρισκάρει έτσι – να κρίνει αυτό που δεν είναι δυνατόν να κριθεί
τόσο απερίσκεπτα, τόσο γρήγορα κι αιφνιδίως, γιατί ο όχλος είναι ακριβώς όπως την
Ανώνυμη Συντροφιά, μόνο όχι τόσο οργανωμένος και κρυμμένος πίσω από οράματα
ευτυχίας και μακροημέρευσης: αποσκοπεί μόνο στην μεγιστοποίηση του κέρδους
του.
Ξέρει όμως πως είναι πολύ πιο ψηλά από τους άλλους, νοητικά αλλά και
σωματικά, γνωρίζει πως μπορεί να ξεπεράσει τον οποιονδήποτε αν το επιθυμήσει
σοβαρά, καθισμένος μέσα σε ένα κύκλο από ψυχαναγκασμούς που η δεύτερυ
επίγνωση του τους βαφτίζει Εντολές, Μακροοικονομικές Υποχρεώσεις που πρέπει να
γίνουν, τα γόνατα του μαραίνονται από τον πόνο, οι αναστεναγμοί που εξαπολύονται
από τα ρουθούνια του έχουν το χρώμα της πορφύρας, οδηγούμενα από το
τραυματισμένο του ψυχικό απόθεμα…πρέπει, πρέπει, πρέπει να τους ξεπεράσει όλους
όμως – όλους εκείνους του καμπούρηδες, τους αποτυχημένους, τους μπεκρήδες, που
δεν καταφέρνουν να τον φτάσουν σε πονηριά και ικανότητα να διοικεί αλλά και να
υπακούει όταν χρειαστεί με σκυφτό το κεφάλι, να δέχεται τις βουρδουλιές του
Αφέντη Δουρή πάνω στο πληγιασμένο του σπόνδυλο που είναι πρησμένος και
μαυρισμένος από την Πίστη του προς την Ανώνυμη Συντροφιά, που δεν έχει δει
ακόμη ημέρα ανάπαυσης και καταπράυνσης του πόνου που του προκαλεί το εμπόριο.
Ο Κουρήτης είναι γεννημένος ηγέτης, του το είχε πατήσει σαν καυτή σφραγίδα ο
πατέρας του ο Διονύσης μία νύχτα που είχαν όλοι μαζευτεί στο τζάκι, πίσω στο
πατρικό του στη Λάρισα, με μία ματιά που τον έκοβε στα δύο καθώς έριχνε τα ξύλα
μέσα στην εσοχή που πλέον δεν κατέβαινε κανένας Άη Βασίλης για να οτυ φέρει τα
δώρα του – αυτά είχαν πλέον πεθάνει προ πολλού, είχε πια μεγαλώσει, ήξερε πως τα
παιδιά έπρεπε να σταματήσουν να γελάνε τα δειλινά και πως μόνο όποιος εργάζεται
μπορεί να προοδέψει. Η μάνα ετοίμαζε ψητές πατάτες μέσα στο αλουμινόχαρτο και ο
πατέρας γύριζε το κρέας πάνω σε μία μαυρισμένη σχάρα που την είχε κληρονομήσει
από τον παππού Κουρήτη – εκείνον τον αριστερό αντάρτη, εκείνον τον επαναστάτη
της οικογενείας που οι Δεξιοί τον έσφαξαν, του έκοψαν το κεφάλι και το σώμα του το
πέταξαν μέσα σε μία τρύπα με δεκάδες άλλους. Δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει
εκείνον τον φανταστικό, επαναστατικό άντρα, δεν είχε την ευκαιρία να γευτεί το αψύ
του χτύπου των ποδιών του πάνω στο χωμάτινο έδαφος της κουζίνας, δεν είχε
προλάβει να πάρει από εκείνον ότι ήθελε – και τώρα κατέληξε να είναι ένας
υπόδουλος ενός και μοναδικού ανθρώπου, ενός κατεστημένου, ενός γλαφυρού όγκου
μίας πρόσοψης της ανύπαρκτης κοινωνίας.
Αυτά όμως δεν τολμούσε να τα ξεστομίσει ούτε στην Εύα γιατί αισθανόταν πως
εκείνη δεν κουβαλούσε το αριστερό παρελθόν μίας οικογενείας, δεν διέθετε εμπειρία
σε τέτοιου είδους καταβολές, δεν ήξερε τι να νιώσει σε λόγια τόσο φλογισμένα, σε
αναθυμιάσεις πολέμου που εκείνος κουβαλούσε μέσα στα αδυνατισμένα του πλέον
χρωμοσώματα. Όλο του το μένος για το δεξιό της παρελθόν, τα αριστοκρατικά της
σπίτια στην Κέρκυρα, δίπλα από τον Άγιο Σπυρίδωνα - που τώρα τα ενοικίαζαν σε
εύπορους Άγγλους παραθεριστές και μπορούσαν να ζουν αξιοπρεπώς - τα γκρέμιζε
ανά τρεις μέρες διαμέσου του μουνιού της το οποίο και τρυπούσε με το όργανο του ή
έτσι τουλάχιστον νόμιζε εκείνος πως έκανε - μέσα στην λανθάνων σκέψη του για τη
σάρκα.
Δεν γνώριζε τίποτα για την ίδια του τη γυναίκα ενώ εκείνη ακτινογραφούσε τα
πάντα πάνω του, ήταν βέβαιη πως μέσα του ο Κουρήτης της, έκρυβε μένος και
φλόγα, τσεκούρι και φωτιά…κυρίως για τον ίδιο του τον εαυτό. Γι’ αυτό τον ποθούσε
και γι’ αυτό τον είχε παντρευτεί αν μη τι άλλο – την ερέθιζε η έντονη αίσθηση της
αποτυχίας που κουβαλούσε στα μάτια. Πραγματικά απορούσε πως είχε καταφέρει να
ανελιχθεί μέχρι εκεί που ήταν σήμερα. Χαχα. Αυτό την διασκέδαζε καθημερινά και
μεγάλωνε τον έρωτα της γι’ αυτόν, τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα του που έμοιαζαν με
πιανίστα, τα σαν ψάρι καβλί του, τα δεκαεφτά τριχάκια του που τα πρόσεχε σαν κόρη
οφθαλμού στο κέντρο της κεφαλής του, το άθλιο γούστο του στη μουσική και στο
ντύσιμο.
Η Εύα Αγιούτου ήταν μία έξυπνη και τσαχπίνα νοικοκυρά από εκείνες που
αφήνουν πάντα τον άντρα τους να τις κακομεταχειρίζεται αλλά ξέρει πως αυτή και
μόνο αυτή έχει το πάνω χέρι και πως με μία και μόνο της κουβέντα το αρσενικό θα
σκάσει και θα λουφάξει πίσω στο φωλεό του, σαν αγρίμι που το φοβερίζει η
βουκέντρα του θηρευτή. Άλλωστε ποια άλλη γυναίκα μπορεί να ικανοποιήσει έτσι
τον σύζυγο της; Με τον τρόπο που εκείνη τον αφήνει να την γαμάει μέσα στο μπάνιο
όποτε εκείνος έχει όρεξη, όρθια, ενώ αυτή βάφει τα νύχια της ή ξεφυλλίζει ένα
τυχαίο, νέο της περιοδικό για τη μόδα; Και ποιος μπορεί να την αποκαλέσει μέγαιρα
ή ψυχρή από τη στιγμή που αυτή και μόνο αυτή κάνει κουμάντο στα οικονομικά τους,
στην πορεία τους μέσα στη νύχτα του κόσμου; Τι μπορεί να κάνει μία τόσο
κακοπληρωμένη δουλειά όπως του Κουρήτη; Να τους θρέψει; Να τους εγκλωβίσει σε
μία κυκλική πορεία αποτυχίας και παραπόνων;
Εκείνη δούλευε για το χόμπι της, για να τον έχει δέσμιο του ματιού της – δεν είχε
ανάγκη από τις Ανώνυμες Συντροφιές τους. Εκείνη είχε προίκα τόσο μεγάλη που
οποιαδήποτε στιγμή τους πουλούσε και τους αγόραζε όλους εκεί μέσα. Ήταν μόνο η
ανιδιοτελής της αγάπη για τον Καράφλα που την έκανε να προσποιείται την ταμεία
και να αντέχει τις προσβολές της κάθε καριόλας προϊσταμένης.
Τι κι αν ο Πατζαράκης προήλθε από φτωχή οικογένεια αγροτών, τι κι αν κανείς
από το γενεαλογικό του δέντρο δεν έκανε κάτι μεγαλειώδες ή δεν απέκτησε πολλά
χρήματα. Τώρα που το σκεφτόταν ήταν ο πρώτος στην οικογένεια που θα γινόταν
Διευθυντής Καταστήματος, Διευθυντής Κάποιου Πράγματος. Αυτό του έφερνε
δάκρυα στα μάτια, σαν μία ξώφαλτση βολή από το όπλο που κρατάει η θλίψη,
κρυμμένη πίσω από τα σάπια έπιπλα της πρώτης του γκαρσονιέρας στο Παγκράτι
στην οδό Κορδελιού, μόνος του, χωρίς κανένα μέλλον, να πηγαίνει κάθε μέρα με το
σάπιο λεωφορείο στο Εμπορικό Κέντρο στο Μαρούσι, να τρώει τα πόδια του όρθιος
μέσα στο δεύτερο μεγαλύτερο υποκατάστημα της Ελλάδας.
Το σώμα του όμως ήταν λεπτεπίλεπτο και λυγερό, φορούσε πάντα στενά τζιν
παντελόνια για να αναδεικνύει τα πολύ όμορφα πόδια του, μπλούζες από τα
αγαπημένα του χάρντ ροκ συγκροτήματα – περπατούσε πολύ κι έτρεχε όταν είχε
χρόνο, έκανε κάμψεις και βάρη, μονόζυγο και ότι άλλο μπορείς να φανταστεί για να
κρατιέται στην αιχμή του δόρατος. Ο μεγάλος του προβληματισμός ήταν πάντα τα
λιγοστά του μαλλιά που δεν ήθελε όμως να μπει στον κόπο να τα καλύψει με κάποιο
αχρείο καπέλο που θα τον έκανε να μοιάζει γέρος. Τα άφηνε έτσι - δεν τον ένοιαζε
και μάλιστα είχε πολλές επιτυχίες με το άλλο φύλλο, πέραν της Εύας. Αμέ!
Και τώρα ερχόταν το αποτέλεσμα, αθόρυβο, ύπουλο, σαν σερνόμενη οχιά μέσα
στα ξερά, αλαφιασμένα χόρτα που περιμένει ολόκληρες μέρες, νηστική, για τη τροφή
της, τυλιγμένη ανάμεσα σε βρασμένες από τον ήλιο πέτρες. Ο υπολογιστής άρχισε να
κολλάει γιατί τα νούμερα της απογραφής είχαν ήδη ξεπεράσει το αναμενόμενο λάθος,
οι αποχρώσεις πάνω στην φωτεινή επιφάνεια ήταν κόκκινες που αυτό σήμαινε πως
τίποτα πια δεν μπορούσε να διορθωθεί, όλα ήταν μάταια. Εκείνο το Απόλυτο Πράγμα
είχε ξανά χτυπήσει - και δεν μιλάμε για κάτι το χειροπιαστό αλλά για κάτι που ήταν
διάφανο, αόρατο, ανύπαρκτο σχεδόν…σχεδόν. Ο υπολογιστής ξεκίνησε το ουρλιαχτό
του – είχε κολλήσει ο επεξεργαστής και τώρα ο ήχος έμοιαζε πλέον συνεχόμενος, το
πρόγραμμα μέτρησης των εμπορευμάτων είχε κολλήσει για τα καλά στα Τάρταρα της
Επανάληψης. Ο απεσταλμένος της Τραμουντάνας από τη Μαγούλα είχε γίνει κίτρινος
σαν λεμόνι, το πρόσωπο του έλιωνε κάτω από την αγωνία που ξεκινούσε σαν
παλιρροϊκό κύμα από τα κολλημένα νεφρά και το πληγιασμένο στομάχι του. Το
Απόλυτο Ρούφηγμα είχε ήδη ξεκινήσει αλλά κανείς δεν ήταν ικανός να προσδιορίσει
την πηγή του. Στην αρχή ήταν μία μηδαμινή απώλεια του ύψους των δέκα χιλιάδων
ευρώ, μετά διογκωνόταν στα τριάντα και μετά εκτοξευόταν σε ύψη άνω των
διακοσίων χιλιάδων – απώλεια που κατέστρεφε μονομιάς το κατάστημα απ’ όλες τις
απόψεις.
Το προσωπικό και η διοίκηση είχε συνηθίσει τα χαμένα προϊόντα τα τελευταία τρία
χρόνια που ο ανταγωνισμός με το Πλαίσιο είχε γιγαντωθεί σε πολύ επικίνδυνα
επίπεδα (πράγμα αδικαιολόγητο βέβαια στο μυαλό ενός λογικούς ανθρώπου) – ήταν
κάτι αναμενόμενο η αποστολή σαμποτάζ των κόκκινων και γκρίζων εχθρών της
δεύτερης μεγαλύτερης δύναμης πολυκαταστημάτων στην Ελλάδα. Το Πλαίσιο
φορούσε τα χρώματα του με περηφάνια και δεν άφηνε κανέναν υποψήφιο πελάτη-
καταναλωτή χωρίς να του αδειάσει τις τσέπες με τις καλύτερες τιμές του και τα
εξαιρετικά του διοικητικά μέλη που με τον βούρδουλα να σκάει πάνω στις πλάτες
των υπαλλήλων, κινούσαν τη γαλέρα του κέρδους μπροστά για νέες αριθμητικές
κατακτήσεις. Όλοι εκείνοι οι ανίκανοι του Μούλτιτσάμπα δεν μπορούσαν να
αντισταθούν στην σθεναρή επίθεση τους – η πορτοκαλί λαίλαπα είχε χάσει σε κάθε
επίπεδο των Αγορών. Δεν υπήρχε καμία διοίκηση ή θέληση, οι μισθοί ήταν κάτι
παραπάνω από χαμηλοί και οι υπάλληλοι γινόντουσαν απευθείας προδότες του
Πλαισίου με τους θελκτικούς μισθούς ή απλά έχαναν το ενδιαφέρον τους για
αναρρίχηση στην πυραμίδα της Ανώνυμης Συντροφιάς.
Μέχρι πριν από τρία χρόνια, εν έτη 2010, που το Μούλτιτσάμπα είχε κάνει την
εκκαθάριση στο εσωτερικό του – κάτι που έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό πριν - και
οι επενδυτές είχαν αυξήσει το κεφάλαιο, πεπεισμένοι πως τα πράγματα θα
καλυτέρευαν, είχε κάνει την εμφάνιση του εκείνος ο πρωτοποριακός Κλέφτης το
Κουνταμπάφερ και είχε φέρει τα πάντα ανάποδα. Κανείς δεν είχε ξαναδεί κάτι τέτοιο.
Μιλάμε για επίπεδα χασούρας πάνω των διακοσίων χιλιάδων ανά χτύπημα – χτύπημα
οργανωμένο, άπιαστο, διαβολικό, αόρατο – σαν φάντασμα μέσα στο σκοτάδι, σαν
σκιά μέσα στο μεσημέρι, σε κάποια πολυσύχναστη πλατεία γεμάτη με κόσμο και
φωνές, πανικό και αγοραφοβία.
Κάτω από τα αθλητικά τους παπούτσια μουγκρίζει το πιο έμπειρο τρήμα του
πολυκαταστήματος, οι τελευταίες εξελίξεις του σταφυλόκοκκου, της
γαστρεντερίτιδας, όλων όσων αυτό το πολυκατάστημα έχει απαρνηθεί για τα παιδιά
του στους πάνω ορόφους. Όλοι ακούνε συνεχώς την ανακοίνωση στ' αυτιά τους,
νομίζουν πως η Φωνή μιλάει μόνο σ' αυτούς, να λέει: «Πίστευες στ' αλήθεια πως
ήσουν κάτι ξεχωριστό. Έλα τώρα, όλοι ξέρουμε ποιος είσαι. Κανείς ποτέ δεν θα σου
έδινε προαγωγή, κανείς ποτέ δεν θα σε σκεφτόταν όταν ερχόταν η ώρα
εκείνη...κανείς δεν γλιτώνει την Απογραφή φιλαράκι».
Είναι αδιέξοδο. Μην κινείσαι, κάνε υπομονή. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο και η
εξυπηρέτηση είναι το παν. Όταν πρέπει να γίνει η Απόλυτη Κλεψιά, θα έρθει τη
στιγμή που είσαι ανυποψίαστος. Άραγε θα γίνεις ποτέ Προφήτης του Καταστήματος;
Θα βγάλεις το δικό σου, προσωπικό φωτοστέφανο; Η αυτογνωσία θα έρθει πριν ή
μετά; Αλλά ήδη είναι κοντά στη νιρβάνα. Πόση ώρα τώρα είναι που έχει νυχτώσει; Τα
πάντα προσπαθούν να βουτήξουν μέσα στο λιγοστό φως που έχει αρχίσει να μπαίνει
από τους φανοστάτες, μαζί με τον κρύο αέρα που του θερίζει τις ιδρωμένες του
ρώγες: η αποκάλυψη έχει ξεκινήσει, ένα μπερδεμένο κουβάρι από μαστουρωμένους
προικοθήρες, άλλοι με τη στολή και άλλοι με τα πολιτικά τους ρούχα, που κρατάνε
σοκολάτες ή μπουκάλια με energy drinks, καθισμένους σε σκαμπό, στοιβαγμένους
γύρω από το μηχάνημα του κλιματισμού ή ξαπλωμένους κάτω από στοίβες θήκες
κινητών τηλεφώνων, άσπρο τσιμέντο που έχει να δει το χάδι κάποιας βρώμικης
σκούπας πολύ καιρό, φουσκωτά στρώματα θαλάσσης που έχουν γίνει ένα με τον
πολτό της κούτας που κάνει μόνιμο ντουζ κάτω από τις σταγόνες κάποιας άγνωστης
διαρροής η οποία είναι πιο παλιά από τους ίδιους μέσα στο πολυκατάστημα. Άλλοι
ροχαλίζουν και ξεφυσούν σε ρυθμούς πολιορκίας, ένα αδιάκοπα περιπλεχθησόμενο
κουτσό από αριθμούς και χτυπήματα του σκάνερ, καθώς το Αττικό φως, χειμωνιάτικο
κι αδύναμο, κάνει την εμφάνιση του μέσα από τρύπες στους τσιμεντόλιθους,
προβάλει ανάμεσα από τους ατμούς του χθεσινού στιφάδου της άγνωστης
γειτόνισσας που ακόμη κρέμονται, αργοπεθαίνοντας, από τους σωλήνες της οροφής.
Όλοι αυτοί οι ξαπλωμένοι στη σκόνη, αυτοί οι συνάδελφοι στην απογραφή, μοιάζουν
φλόγινοι σαν σύναξη οπαδών της Εθνικής Δανίας που ονειρεύονται την απόκοσμη
αποφορά της δόξας τους μέσα στα επόμενα λεπτά.
Ο Κουρήτης είναι τώρα σκεπασμένος με μία πορτοκαλί κάπα, με πέλος σε
σύμπλεγμα του...γκριζουλί…από τα πλυσίματα μαζί με μαύρα, χρώμα της σκουριάς.
Το οστό του κεφαλιού του το αισθάνεται ξύλινο. Ακριβώς από πάνω του, τέσσερα
ράφια πιο ψηλά, ο Ριφ Ραφ είναι έτοιμος να αναρριχηθεί από το τμήμα των καρτών
μονάδων, έχοντας διαλέξει να φτάσει εκεί που, πριν από μήνες, κάποιος στα πρόθυρα
νευρικής κρίσης είχε σχεδόν σπάσει με τα χέρια του ένα από τα δύο μαύρα κάγκελα
του προστατευτικού σύρματος.
Τι φρίκη. Γαμώτο...τι φρίκη...από πάνω του, ακούει σίδερο που λυγίζει και ύφασμα
που σκίζεται. Η Τριγώνα Πανοραματοπούλου τον έχει κάνει ξεφτέρι σε γρήγορες
τούμπες. Πηδάει από το ράφι του, με το σκανεράκι πάντα στο χέρι, κλωτσάει ένα
πακέτο με σανίδες του σερφ, κι εκείνο κυλάει πάνω στο σελοφάν του προς την
κατεύθυνση του Ριφ Ραφ. Ο Ριφ Ραφ σωριάζεται σαν σακί και συγκρούεται με τα
πλευρά πάνω σε κάτι κουτιά ασφαλείας γεμάτα με προϊόντα της Apple. «Την έχεις
πουτσίσει τελείως» λέει ο Κουρήτης. Ο Ριφ Ραφ προσπαθεί να χαμογελάσει, κοιτάει
το σκανεράκι του και μετά από λίγο αποκοιμιέται ξανά, κουρνιάζοντας κάτω από το
πλαστικό, πράσινο σκαμπό του Κουρήτη. Ο Ριφ Ραφ είναι ένας από τους
συναδέλφους σ' αυτό το μέρος, μία αποθήκη που έχτισε κοντά στο ανάχωμα της
Βουλής, την προηγούμενη δεκαετία ο εργολάβος Γεώργιος Πίσσας, ένας κοινός
γνωστός της οικογένειας Λάτση που φορούσε μόνο πουκάμισα Ραλφ Λόρεν και του
άρεσε ν' ακονίζει τη μύτη του με λευκή σκόνη από τα βουνά της Βολιβίας πάνω στην
ταράτσα του σπιτιού του στη Φιλοθέη (μία τρομερή παράδοση που πρόσφατα
αναβίωσε εκείνος ο νεαρός Παναής Γκόμεζ), μερικά από εκείνα τα περιστατικά τον
έκαναν να κάνει εμετό πάνω σε γλάστρες με φίκους οι οποίοι άντεχαν χιονοθύελλες
και καύσωνες και δημιουργούσε ένα μείγμα που πάντα επέστρεφε στη γη της
αποθήκης με τη μορφή υπολειμμάτων κάτω από τις σόλες του, με κοπριά που έμενε
για πάντα πάνω σε κούτες από ξεπερασμένα άι ποντ, τα οποία και καταπατήθηκαν
εκεί μέσα από μεταγενέστερους διευθυντές, και με το παράξενο μείγμα να μένει εκεί
για πάντα, μέχρι σήμερα – και όλα αυτά μπερδεύτηκαν από το αλέτρι του χρόνου
σχηματίζοντας ένα στρώμα πάχους τουλάχιστον δύο μέτρων από εβένινο χώμα στο
οποίο και ήταν ικανό να φυτρώσουν τα περισσότερα μεταλλαγμένα κηπευτικά ή άλλα
πλάσματα, μέχρι και ραδιενεργοί χοχλιοί – δηλαδή κάτι σαλιγκάρια πράσινα και
τεράστια.
Οι τιμές έπεσαν αμέσως, χωρίς όμως να ανέβουν οι μισθοί. Αυτό συνέβη γιατί
κάποιος είχε την διαβολική ιδέα να διώξουν όλους του «υψηλόμισθους» (μιλάμε για
μισθούς του εύρους των εφτακοσίων ευρώ!), να κάνουν πλασματικές προαγωγές σε
άτομα που έπαιρναν πριν πεντακόσια ευρώ και βίωναν μία αδικία στο κορμί τους
καθώς η έντονη ματαιοδοξία τους αυξανόταν, τους έδωσαν πενήντα ευρώ παραπάνω
κι έτσι η Ανώνυμη Συντροφιά κέρδισε εκατομμύρια σε μισθούς τα οποία και τα
προώθησε σε στρατηγική επίθεσης κατά του Πλαισίου. Τώρα και το Μούλτιτσάμπα
διέθετε μία δικιά της μάρκα από πολύ φτηνά προϊόντα που ξεκινούσαν από στυλό και
χαρτικά και τελείωναν σε εμπορεύματα υψηλής τεχνολογίας, όπως κινητά και
υπολογιστές.
Τους τελευταίους μήνες όμως το Πλαίσιο - σύμφωνα με τις απόρρητες
πληροφορίες του ΠΑ.Σ.Λ.Ι. (Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Λαϊκού Ινστιτούτου),
αυτού του γιγαντιαίου οργανισμού που ικανοποιούσε πλάγιους σκοπούς στις Αγορές,
έλεγχο και προπαγάνδα, ο οποίος άνηκε αποκλειστικά στον Όμιλο Επιχειρήσεων
Γερμανού - είχε εξαπολύσει στα επίσημα καταστήματα του Μούλτιτσάμπα έναν
στρατό από μυστικούς «πελάτες» οι οποίοι είχαν μοναδικό σκοπό το σαμποτάζ και το
«σήκωμα» ακριβών και μη προϊόντων: το σαμποτάζ ξεκίνησε στην αρχή από τα πιο
μικρά και φτηνά εμπορεύματα, όπως βιβλία, cd και θήκες κινητών αλλά τους
τελευταίους μήνες είχε εξαπλωθεί σε κινητά, drones και φορητούς υπολογιστές. Αυτό
ήταν κάτι το τρομακτικό για νούμερα του τζίρου. Αυτός ήταν ο Πόλεμος και το
Θέατρο του, ένας σύγχρονος θεός της Καταστροφής που λειτουργούσε χωρίς βόμβες
και αεροπλάνα, σφαίρες και λεπίδες. Κανείς δεν περίμενε πως θα έπαιρνε τέτοιες
διαστάσεις – εδώ μιλάμε για σπάσιμο του ίδιου του νόμου!
Οι Πλαισιομαίοι – όπως ήταν το κωδικό τους όνομα, λόγω του ότι δεν
φαινόντουσαν ποτέ και πουθενά, σε καμία κάμερα παρακολούθησης, ήταν κάτι το
υπαρκτό. Ο Πλαισιομαίος διέθετε αυτό που λέμε λέιζερ τύφλωσης – ένα απλό
μαραφέτι που μπορείς να βρεις παντού, ακόμα και στα περίπτερα. Τύφλωνε με την
ακτίνα το μάτι του κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης και ο συνεργάτης-συνάδελφος
έκανε την δουλειά του ανενόχλητος. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπήρχαν
ταυτόχρονα στο ίδιο κατάστημα πάνω από τρεις Πλαισιομαίοι. Οι Πλαισιομαίοι είχαν
πάρει το όνομα τους από τον εμπνευστή τους, τον αρχηγό και ίνδαλμα τους, τον
Αφέντη τους, εκείνον που πραγματικά ήταν Πυγμαίος, στο χρώμα και στην
καρδιά…αλλά και στο ύψος.
Η καταιγίδα που έφερνε με ένα και μόνο του τίναγμα της Κόκκινης Βέργας έφερνε
διακυμάνσεις στην οικονομία, στις τιμές και στις διαθέσεις όλων των υπαλλήλων του
Πλαισίου, κανείς όμως από τους κοινούς θνητούς δεν τον είχε δει ποτέ, ούτε σε
φωτογραφία, σε κανένα επίσημο βίντεο ή κείμενο της εταιρίας δεν υπήρχε κάποιο
στοιχείο για εκείνον.
Ο Κουρήτης αυτό το ασπαζόταν σαν την υπέρτατη δύναμη που μπορεί να
αποκτήσεις μέσα σε μία Ανώνυμη Συντροφιά – τον σεβόταν και προσπαθούσε πάντα
να διακρίνει κάποιο κωδικό σημείο σε κάποιο σημαντικό ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
που ερχόταν πάντα μετά τα μεσάνυχτα, τρομάζοντας την ειρήνη της κρεβατοκάμαρας
τους. Είναι σε θέση να αναγνωρίσει το θείο κενό μέσα στο έβδομο πάτωμα του
Σεφιρώθ, το μάτι ανακλάει το φως μέσα στο τρανζίστορ και η σκληρός δίσκος
καταγράφει τα φωτεινά συμβάντα – χωρίς φως δεν υπάρχει γεγονός, δεν υπάρχει
τίποτα παρά μόνο το κενό, η απόλυτη δικαιοσύνη, εκεί που κανείς δεν είναι ένοχος
για το οτιδήποτε. Κατεβαίνει τις σκάλες που οδηγούν στο πλήθος των απογραφόντων,
ο φάσμα που φτιάχνει η οροσειρά των πορτοκαλί τους εκλάμψεων ζωηρεύει και
ταπεινώνει το σωματικό υγρό του βολβού, το κέντρο του είναι παγωμένο σαν τον πιο
δύσκολο καιρό – μία περίοδος που ποτέ δεν τελειώνει και μόνο το επόμενο επίχρισμα
ωστικού κύματος του υπολογιστή που ξεχωρίζει την απώλεια του Κουνταμπάφερ
μπορεί να τους επαναφέρει σε μία ορθή γωνία πίσω από ζαρωμένες πολυεδρικές
φενάκες, αποδεικνύει από την αρχή της καταγραφής πως η κίνηση είναι ένας κύκλος,
μία επανάληψη όλων όσων έχουν μέχρι στιγμής απογραφεί. Από το μηδέν γυρνάμε
πάλι πίσω στο μηδέν. Οι επτά χιτώνες είναι όλοι στέρεοι σαν πέτρες πίσω από τα
φαινομενικά εμπορεύματα που κυριαρχούν. Ποιος όμως ανεβαίνει την κλίμακα για να
έχει μία ευρύτερη άποψη της θέας της καταγραφής; Γιατί όλοι παραπονιούνται για τα
πόδια τους και τη μέση τους από τη στιγμή που αυτό δεν είναι τίποτα, μηδέν μπροστά
στην κίνηση του βολβού;
Ο μικρόκοσμος του καταστήματος έχει εφτά διαφορετικά επίπεδα που όλα
εξηγούνται με το μάτι αλλά δεν έχει ακόμη εξηγηθεί κανένα από αυτά. Ο Κουρήτης
ίσως να βρίσκεται τώρα στο δεύτερο επίπεδο αλλά το Κουνταμπάφερ έχει ήδη φτέσει
στο έκτο από τη στιγμή που ο συναγερμός ηχεί σαν πολεμική σειρήνα μέσα στους
ψεύτικους τοίχους και τα χωρίσματα από γύψο. Μόνο ο Αφέντης έχει φτάσει στο
έβδομο επίπεδο και αυτός και μόνο αυτός ξέρει γιατί όλα πρέπει να συμβούν όπως
συμβαίνουν: ο Τσίλικος Ντεποζίτο, αυτός ο αυτοκράτορας των Κουνταμπάφερ και
ύστερος προδότης των Πλαισιομαίων που έχουν ήδη αρχίσει να αυτομολούν, ξέρει να
διαβάζει το μέλλον στις ζάρες των λεπτών αποδείξεων, στα νερά του δέντρου, φοράει
το στέμμα του κενού μέσα στο Πεδίο, χωρίς να βλέπουμε τίποτα εμείς από το δικό
μας οπτικό σχήμα, το τυφλό σημείο είναι το σημείο που όλα σχηματίζονται και
σπρώχνουν προς τα έξω τα γεγονότα, το Θείο Κενό μέσα σε όλα τα πράγματα – αυτός
είναι που το διαφεντεύει τώρα, αυτήν εδώ την ταραγμένη εποχή του Πολέμου των
Πολυκαταστημάτων. Δεν θα δεις βόμβες, δεν θα δεις αίμα…το αίμα στεγνώνει και
μετατρέπεται σε Θάνατο μέσα στο σώμα, από μόνο του, με το πέρασμα των δεικτών
του πολυμερικού λευκού κύκλου. Δεν υπάρχουν πλέον ανάγκες για κατακτήσεις και
μπαρούτι: τα πάντα έχουν ήδη κατακτηθεί, τα πάντα είναι διαμοιρασμένα και μία
υπόγεια πόλη έχει δημιουργηθεί κάτω από αυτό που βλέπει το μάτι ή οποία δεν ξέρει
ακόμα να διοικεί τους από πάνω αλλά πρόκειται πολύ σύντομα να μάθει. Πολύ
σύντομα…αδέρφια μου!
Τώρα είναι όλοι μαζεμένοι μπροστά από το συντρίμμι που δείχνει η φωτεινή
επιφάνεια, το πρόγραμμα έχει κρασάρει, δεν αντέχει άλλο τόση απώλεια, τα σκυλιά
της επανεκκίνησης προσπαθούν να το τραβήξουν μέσα από τα άδυτα του κενού που
του προσφέρει άπλετα το αθόρυβο κλέψιμο του Κουνταμπάφερ, κλέψιμο που – κατά
προσέγγιση πάντα – έχει συμβεί πριν από δύο ημέρες. Οι λίστες εγγραφών υλικών
δείχνουν πως τα περισσότερα προϊόντα βρίσκονται ακόμη στο κατάστημα – όλα
καινούριες παραλαβές από δυνατούς φορητούς υπολογιστές της Χιούλετ Πάκαρντ –
όλα εξαφανισμένα από προσώπου…αποθήκης.
Ο Κουρήτης μπαίνει τρεμάμενος μέσα στην Αγία των Φωριαμών – εκείνο το μικρό,
λιγδερό κουζινάκι των υπαλλήλων, βγάζει το μεγάλο μπλέντερ του που το έχει πάντα
φυλαγμένο μέσα στο έπιπλο με τα εκατοντάχρονα Λέγκο που κάποιος είχε παρατήσει
εκεί πριν από τρία χρόνια και το έχει φάει η σκόνη και η αποσύνθεση (σκηνικό που
αυτομάτως το μετατρέπει σε έπιπλο αποθήκευσης για-ότι-μπορεί-να-φανταστείς),
βγάζει την σακούλα με τους μπουμπουριστούς χοχλιούς της γιαγιάς Ριάνας, από τη
μεριά της μάνας του που κατάγεται από τον Μάραθο Ηρακλείου Κρήτης – το
γαμημένο είναι άδειο και αυτό σημαίνει πως πρέπει να επισκεφτεί το θερμοκήπιο
στην αποθήκη, βγάζει το γουόκι τόκι και καλεί τον Γκόμεζ – σαν γνήσιο δεκανέα του
καταστήματος - να έρθει μαζί με δέκα άλλους στην Αγία για να προετοιμάσουν την
προετοιμασία για το Βραδινό Δυναμωτικό Ρόφημα Καθυστέρησης Απογραφής
(ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.Κ.Α).
Η πόρτα ανοίγει διάπλατα και μέσα μπουκάρει ο Γκόμεζ πάνω στο
ηλεκτροκινούμενο πατίνι που κάνει γύρω στα τετρακόσια ευρώ και το έχουν για
επίδειξη στους πελάτες. Από πίσω του χύνονται δέκα μαντράχαλοι από την
Τεχνολογία και τον Πολιτισμό που είναι πεινασμένοι και αδημονούν να δοκιμάσουν
λίγο από το ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.Κ.Α. του Κουρήτη.
Ο Κουρήτης, όντας απελπισμένος από την έλλειψη ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.Κ.Α. την
περίοδο του πολέμου των πολυκαταστημάτων – του δικού του Μούλτιτσάμπα και
των άλλων του Πλαισίου – αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο καλαμένιο κηπάκι στο
τελευταίο διάζωμα της αποθήκης, κι έπεισε έναν φίλο του που έκανε προώθηση
προϊόντων της Πάκαρντ στο Ηράκλειο Κρήτης, με αντάλλαγμα μία aging
βιντεοκάμερα, να του κρατάει μία καλή γενιά από χοχλιούς, καλοταϊσμένους και
παχουλούς. Ο Κουρήτης έχει πλέον γίνει διάσημος για τα ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.Κ.Α. του. Οι
συνάδελφοι του κάνουν ουρά εδώ από την Γλυφάδα, τη Νέα Ερυθραία και τον
Πειραιά, ακόμα κι εκείνοι που κάνουν εμετό και μόνο στη θέα ενός σώματος χοχλιού
στην άκρη του πιρουνιού, μόνο και μόνο για να γίνουν μάρτυρες – του χόμπι των
σερνάμενων πλασμάτων με το καβούκι, το μπλέξιμο του μαύρου χώματος με τα
σκορπισμένα τρανζίστορ της Απλ, σειρές από μικρόβια που μόνο ο Χριστούλης θα
ήταν ικανός να ξεκαθαρίσει, κι έχουν δει τα πράσινα εκείνα πλάσματα να φτάνουν σε
βάρος τα τρία κιλά, ναι τρομερό κι όμως...καθόλου ψέμα.
Ο Κουρήτης στέκει τώρα στην τουαλέτα του κυρίως καταστήματος και κατουράει,
χωρίς να σκέφτεται σχεδόν τίποτα.. Μετά βάζει το σώμα του μέσα σε μία πορτοκαλί
στολή (η οποία είναι ειδικά ραμμένη σε στυλ ποδιάς νοικοκυράς με το ίδιο το
ύφασμα του Μούλτιτσάμπα) που την φοράει ανάποδα για γούρι, όχι πως έχει και
κανένα νόημα, και περνώντας δίπλα από τα ζεστά και μυρωδάτα, ωστικά σώματα των
οραμάτων του ουρλιαχτού του κεντρικού απογραφικού υπολογιστή, γλιστρά μέσα
στο τμήμα της Τεχνολογίας.
Κρύο μπαίνει από την κύρια είσοδο και τα δόντια του κροταλίζουν με αποτέλεσμα
να μετακινούνται λίγο ακόμη τα σφραγίσματα του, ανεβαίνει πάνω στον σταθμό
πληροφοριών του, στέκει εκεί για λίγο, κοιτάει το ποτάμι με το ηλεκτρονικό
ταχυδρομείο στην οθόνη. Το φεγγάρι είναι ακόμη χαμηλά. Η νύχτα θα είναι γεμάτη
με βροχή αλλά για την ώρα ο ουρανός είναι ακόμη καθαρός. Η λεωφόρος Σταδίου
βρίσκεται στη θέση της, όπως κι εκείνο το μυστικό παράρτημα με το φωτοτυπικό
στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μέσα στη Σουτουά 69.
Αυτοκίνητα παρκάρουν απέναντι από την κεντρική τζαμαρία, Πακιστανοί
σταματάνε δίπλα από τα σκουπίδια και διπλώνουν χαρτόκουτες, γυναίκες βγάζουν
βόλτα τα σκυλιά τους, γέροι βρίζουν και προχωράνε σαν μεθυσμένοι...«Μάνα μου
κρύο!», ο Κουρήτης σκύβει και μπαίνει στην μυστική καταπακτή που οδηγεί στην
υπόγεια, κρύα αποθήκη και κατευθείαν στο θερμοκήπιο με τους χοχλιούς του.
«Χριστέ μου πάγος!». Ο δρόμος τρίζει πάνω από το κεφάλι του. Τα γιγάντια
σαλιγκάρια στριμώχνονται σε τσαμπιά πάνω στο χώμα, στους πρόποδες του τοίχου,
πάνω σε κούτες, λαμπερά γλοιώδη και σκούρα πράσινα με ραβδώσεις. Οι συνάδελφοι
του από πάνω ξεροσταλιάζουν για ένα παραδοσιακό, Κρητικό δείπνο. Αυτή η
παγωμένη απογραφή δεν θα πρέπει να είναι πιο σκατά από την προηγούμενη - Είναι
όμως έτσι; Κάπου εκεί, ανατολικά του πολυκαταστήματος, κοντά στις τηλεοράσεις,
δίπλα από το ροζ γλυπτό του Πολ Πουστόνεο που απεικονίζει έναν ορίζοντα του
Λονδίνου, κάτι έχει μόλις λάμψει, πολύ φωτεινά. Σαν ένα νέον φωτοστέφανο, σαν
μία οπή πάνω από το κεφάλι του, ένα αστέρι, τόσο έντονο. Εκείνος ο άντρας του είναι
άγνωστος, κι όμως φοράει εκείνο το βλάσφημο καπέλο (τραγιάσκα), εκείνο με το
μαγικό ύφασμα. Το φωτεινό σημείο πάνω από το κεφάλι του έχει γίνει μία ευθεία
γραμμή, σαν κλειτορίδα – αλλά αυτό δεν το βλέπεις παρά μόνο μετά που θα το έχει
καταγράψει το μάτι..
Θα πρέπει να είναι τώρα δίπλα από τις φωτογραφικές μηχανές...τουλάχιστον τόσο
μακριά...από δίπλα των στερεοφωνικών και να και τα σκονισμένα
πληκτρολόγια...Ποιος να είναι; Τίποτα σαν αυτό δεν συμβαίνει ποτέ. Αλλά ο
Κουρήτης το ξέρει, τελικά. Το έχει δει σε κάποια συγκεντρωτική μηνιαία αναφορά,
μόλις πριν από δέκα μέρες...είναι ένα ίχνος Απόλυτης Κλεψιάς που έχει κάνει την
εμφάνιση του ακόμα και τώρα που το κατάστημα είναι κλειστό και γλύφει τις πληγές
του…ακόμα και τώρα ρε πούστηδες. Είναι ήδη διακόσιες χιλιάδες ευρώ μείον. Αλλά
δεν είναι κανένας τυχαίος ηδονοβλεψίας βιτρινών. Οι Υ.Β. δεν κάνουν τόσο
παράξενες εμφανίσεις εν καιρώ απογραφής.
Αυτός είναι ο νέος και άκρως μυστικός Κλεφταράς κι Αρματολός του Πλαισίου –
ένα Κουνταμπάφερ με τραγιάσκα που γυαλίζει με το μαγικό του δέρμα πάνω στο
κεφάλι, έτσι ώστε όταν το βλέπεις στην κάμερα να μην διακρίνεις κανένα κεφάλι
παρά μόνο ένα αστέρι, μία λάμψη, μία ρωγμή, ένα λαμπερό αιδοίο.
«Την γαμήσαμε». Αυτό το είπε σχεδόν ψιθυριστά, ή μήπως απλώς το σκέφτηκε;
Σφίγγει το κουρελιασμένο κορδελάκι του προϊσταμένου, το καρτελάκι με το όνομα
του τρίζει και πέφτει στο μαύρο πλακάκι με κρότο. Κοίτα, η ακτίνα εκείνων των
πραγμάτων είναι τρομερή, πάνω από 200 μέτρα. Δεν μπορεί όμως να γίνει ίχνος
Απόλυτης Κλεψιάς σε πάνω από 200 μέτρα, έτσι δεν είναι; Αχα! Α, μα πως; Πέρα
από την ευθεία της Καραγεώργη Σερβίας, μέσα στο σκότος της νύχτας, πιο βόρεια, το
φεγγάρι εκεί πέρα, που μόλις έχει σηκωθεί πάνω από την Τουρκία, χτυπά το πρόσωπο
του Κουνταμπάφερ, την ολοκαίνουρια κορδέλα και το ταμπελάκι, τα κάνει να
λαμπυρίζουν δοξασμένα πέρα από τον Κόκκινο Πύργο, μέχρι την ναυαρχίδα του
Συντάγματος. Η Απόλυτη Κλεψιά έχει σταματήσει τώρα την πορεία της προς το μάτι.
Αυτό θα πρέπει να είναι η αντιστροφή της πώλησης, τέλος της έρευνας του πλαγίου
ματιού, πως είναι η δική τους φράση; Ανασυρτάριασμα και στόχος, παρακολούθηση κι
επανάληψη. Εμείς δεν έχουμε τέτοια φράση. Η φράση είναι απόλυτα απόρρητη και
δίνει δύναμη στους κόκκινους δαίμονες του Πλαισίου. Η βάση της κλειτορίδας, το
αρχικό αστέρι, έχει ήδη αρχίσει να σβήνει μέσα στο νέον χάραμα του Μούλτιτσάμπα.
Αλλά η Απόλυτη Παρακολούθηση θα έχει ήδη ολοκληρωθεί προτού ο Κουρήτης δει
τον ήλιο να σηκώνεται για τα καλά. Ο ατμός, χλωμός, διασπασμένος σε πολλές
κατευθύνσεις, δίπλα από τα Μόλσκιν, στέκει ακόμα μπροστά από τις τηλεοράσεις.
Ήδη το Κουνταμπάφερ έχει αρχίσει να κάνει αρνητικό Marketing, λόγω της
αρνητικής ψυχολογίας. Αλλά αόρατο πια. Θα κλέψει και θα σουφρώσει ότι βρει
μπροστά του αν το άφηνες – αυτό σου λέει η παρουσία του έξω από τη βιτρίνα και
μέσα στις σκιές, κολλημένο με την βαριά του καμπαρντίνα πάνω στο λευκό μάρμαρο.
Μέσα στις ειδικές, απύθμενες τσέπες του, στο σαν νιτσεράδα, παλτό του. Μπορεί να
πρέπει να κάνει κάτι...να επικοινωνήσει με τη Μαγούλα, με κάποια τυχαία αίθουσα
ελέγχου, εκείνοι ήδη θα πρέπει να το έχουν εντοπίσει στην CCTV – όχι: δεν υπάρχει
χρόνος, δεν είναι ούτε πέντε λεπτά από τις τηλεοράσεις ως εδώ στην αποθήκη (όσο
θέλεις να σουλατσάρεις μέχρι τη Βουλή και να πάρεις καφέ με γλίτσα μαρμελάδας,
όσο κάνει ο ήλιος να καλύψει μία μυρμηγκοφωλιά...καθόλου χρόνος).
Να τρέξει με τα πόδια; Να ειδοποιήσει τους άλλους με το μαραφέτι; Το γουόκι
τόκι που στο διάολο το άφησε πάλι; Αυτό θα κάνει, θα μαζέψει χοχλιούς. Περπατάει
τώρα βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο σκατόχωμα της αποθήκης. Είναι έτοιμος να
χεστεί. Το Κουνταμπάφερ, σε υποθετικό ύψος αρνητικών πωλήσεων που φτάνουν το
πεντακοσάρικο, θα πρέπει να έχει φτάσει στην κορυφή του αρνητικού του ψυχο-
πολέμου τώρα...αρχίζει να πέφτει κι άλλο...τώρα...οι τσέπες του είναι πλέον γεμάτες
με ότι μπορείς να φανταστείς. Το αστείο είναι πως η ιδέα να συνδέσουν τον κεντρικό
υπολογιστή της απογραφής με τα ηχεία της οροφής ήταν δική του. Γαμώτο! Τώρα τα
αυτιά του πονάνε από τα ουρλιαχτά του προγράμματος που συνεχώς κρασάρει.
Κανένα σύστημα ασφαλείας δεν μπορεί να την πιάσει αυτή την τραγιάσκα. Το
πορτοκαλί νέον φως διαπερνά τους σκελετωμένους γέρους υπαλλήλους, τα
γαλακτώδη πρόσωπα των μοδάτων νοικοκυρών του ταμείου, που θέλουν να
περνιούνται για κουλτουριάρες κοιτώντας περιλήψεις γυαλιστερών εξώφυλλων,
αντανακλούν τα πάντα με καλοκάγαθο τρόπο. Πως είναι δυνατόν να υπάρξει ένας
τόσο δύσκολος καιρός – ας πούμε αυτός εδώ – τόσο σάπιος και μαύρος που να
μπορεί να διαβρώσει ετούτα εδώ τα πλαστικά βουνά των προϊόντων που τραγουδούν
μέσα στον αγέρα του κλιματισμού, ή να γκριζάρει αυτά εδώ τα τεράστια παράθυρα
από γυαλί, που οδηγούν σε μία άλλη δεκαετία, όσο βρώμικα κι αν είναι;
Ο Κουρήτης κοιτάζει το χοντρό του ρολόι που πιάνει όλο του τον καρπό. Τίποτε
δεν έχει κλαπεί ακόμη – απλά τα φαντάζεται, φοβάται και τρέμει, η κύστη του τον
πονάει όπως και το έντερο του. Οι πόροι στην βάση του κώλου του τον τσιμπάνε.
Χωρίς να σκέφτεται τίποτα – κόλπο των Κομάντο των Προϊσταμένων – εισέρχεται
μέσα στην υγρή ωοθήκη του κήπου του, κι αρχίζει να μαζεύει τα πιο χοντρά και τα
πιο ώριμα σαλιγκάρια. Έχει κάνει τη στολή του ποδιά με το μαγικό ψαλίδι της Εύας
του και τα ρίχνει μέσα. Έπρεπε να είχε πάρει μία πορτοκαλί τσάντα, τώρα θα γίνει
χάλια πάλι. Επιτρέπει στο μυαλό του να μετράει μόνο χοχλιούς, περνώντας με την
αερόσολα του ανάμεσα από χοντρά τσαμπιά, ανάμεσα από εκείνους τους χοντρούς
πράσινους βολβούς από σάρκα, κέλυφος και μύξα, μέσα σ' αυτό το υπόγειο
λυκόφως...Πάλι πάνω στον πολυκαταστηματικό βρωμόκαιρο. Να είναι καλά η γιαγιά
Ριάνα που του είχε δώσει τους αρχικούς χοχλιούς και τώρα είχε φτιάξει έναν ολόδικο
του στρατό από τέρατα με καβούκια.
Η τραγιάσκα έχει εξαφανιστεί εντελώς από το τμήμα των τηλεοράσεων που
καθρεπτιζόταν τόση ώρα. Ο ιδρώτας του Κουρήτη κάθεται στο δέρμα του παγωμένος
και γεμάτος σκόνη. Ανάβει τσιγάρο (έχει πάντα ένα πακέτο καβάτζα μέσα στο
θερμοκήπιο για τέτοιες ώρες…μάλλον πως δεν πρόκειται να το κόψει ποτέ πριν αυτό
τον κόψει για πάντα) χωρίς να δίνει σημασία στους αισθητήρες του ταβανιού. Το
κρύβει μέσα στην παλάμη του. Δεν πρόκειται να το δεις να περνάει την έξοδο.
Εργάζεται πιο γρήγορα από την ταχύτητα του ματιού. Το πρώτο που καταλαβαίνεις
είναι το Φως στο Κεφάλι. Έπειτα, αν είσαι ακόμη υπάλληλος ή άνθρωπος ή κάτι
ανάλογο, ακούς τον ήχο που κάνει καθώς έχει πιάσει το Απόλυτο Μείον, την
Απόλυτη Κλεψιά ή μάλλον την Απόλυτη Σαπίλα. Και αν το Κουνταμπάφερ σερνόταν
ακριβώς μέσα σου – ωχ Παναγία μου, όχι – για μερικά δευτερόλεπτα θα αισθανόσουν
την φρεσκάδα της καμπαρντίνας του, τη μυρωδιά του μαλακτικού, την σκληρή του
ματιά, με την φοβερή του σπιρτάδα, να σε χτυπά στην κορυφή του κρανίου...στην
νοημοσύνη σου. Ο Κουρήτης σκύβει σαν Κουασιμόδος καθώς ανεβαίνει την γυριστή
σκάλα της αποθήκης...

Ήταν μάλλον Τετάρτη όταν τα άγρια, πεινασμένα περιστέρια είχαν μπει από τα
μισάνοιχτα παράθυρα της Σουτουάς 20, στο μικρό, στενό χώρο του φωτοτυπικού,
έσκισαν με τα ράμφη τους όλα τα χαρτιά και τις συσκευασίες μέσα στον κάδο δίπλα
από το γραφείο, οι σίτες στα παράθυρα είχαν πέσει από τα έντονα φτερουγίσματα, με
τα μάτια τους, που γυρνούσαν σαν μπίλιες που κάποιος τις έχει περάσει με λάδι,
απαλά με το δάχτυλο και προσεχτικά για να μην τα πληγώσει, μέσα στις εσοχές των
ισχνών τους κεφαλιών· ράγισαν ξαφνικά την επιφάνεια της ακινησίας εκεί μέσα, τα
ξημερώματα, όταν η πόλη σηκωνόταν αργά από έναν ύπνο που κρατούσε δεκαετίες,
με έναν ζεστό, σιγανό μεταμερισμό των αναγκών της, των οποίων η αύρα στάλαζε
γύρω της μία πάχνη κάποιου σπουδαίου αλλά νεκρού γεγονότος, του οποίου τη
μνήμη όλοι είχαν λησμονήσει πια. Τότε ήταν η στιγμή που είχε τολμήσει να
εισχωρήσει μέσα στα συμβάντα του κλουβιού του στέρνου, όπως ήθελε η μειωμένη
του τόλμη, μέσα σε γκρεμισμένα πέτρινα χτίσματα, στερεωμένα με ξερή λάσπη,
χωρίς όμως να καταφέρει να διαρρήξει με τον πολιορκητικό κριό της πρωινής
θέλησης, την μυστική είσοδο, όπως είχε προηγουμένως προτείνει στον εαυτό του,
γιατί ήξερε πως ήταν αρκετή μία ανάσα από το πληγιασμένο του στόμα για να
πέσουν, να υποχωρήσουν μέσα στα χάρτινα κασελίκια τους, οι φαινομενικά δυνατές
πόρτες από σίδερο που στα εφηβικά του χρόνια είχαν σταθεί σε καταιγίδες κι
επιθέσεις του θανάτου και της θλίψης και να φανερωθεί το χάος των συνδέσεων της
καρδιάς του ή ίσως το κενό – κρύο, παγωμένο, και γλιστερό.
Ήταν λες κι έμπαινε τώρα σε μία άλλη εποχή, γιατί ο άνεμος που ερχόταν από το
κλιματιστικό ήταν αραιός όπως μέσα σε πηγάδι γεμάτο με συντρίμμια από το περσινό
πέρασμα του πόνου και η σιγαλιά του πρωινού ήταν ακόμα πιο αρχαία έτσι που όλα
τα αντικείμενα μέσα στο μικροσκοπικό γραφείο να μοιάζουν εξασθενημένα σαν
πλάσματα ενός άλλου πλανήτη. Σε όλο το μήκος του πολύ στενού γραφείου-
φωτοτυπικού, που οι ψεύτικοι τοίχοι είχαν σχεδόν πέσει από την πίεση που ασκούσε
η ξεχαρβαλωμένη ξύλινη οροφή του παταριού, βλέπουμε τον φύλακα αυτής εδώ της
περιοχής, τον καταληψία του μέρους – ένα μάτσο με κλειδιά παρατημένα πάνω στο
πλαστικό επίθεμα του μεγάλου μηχανήματος φωτοαντιγράφων, τα ντουλάπια να
ξεχειλίζουν από παντός είδους κιτρινισμένων φακέλων, ο πάγκος που έχει μετατραπεί
σε γραφείο με χοντροκομμένα κομμάτια ξύλου καρφωμένα πρόχειρα μεταξύ τους,
πιάτα γεμάτα με ξεραμένα φαγητά αφημένα πάνω σε κηροπήγια, σκοτεινά σημεία
που ενώνουν με το πατάρι όπου στεγαζόταν η Εθνική Υπηρεσία Διανομής
Τουριστικού Καταλόγου, δύο αφίσες του ΕΟΤ πίσω από το πιο βρώμικο και
τελευταίο έτος της δεκαετίας του ογδόντα, που είχαν ξεμείνει εκεί τόσα χρόνια,
ανάμεσα από υπομνήματα και χορτιαριασμένα από τα ακάρεα πρες παπιέ που η
συνηθισμένη τους χρήση ήταν για την απειλή κάποιου ενοχλητικού παιδιού ζητιάνου,
αργό και βαρύ σαν την πιο αργόσχολη ζωή του κόσμου. Στη μέση ακριβώς υπάρχει
ένας τσίγκινος κουβάς που κολλάει από τη βρώμα, όπου περισσότερες από πέντε
γενιές στελεχών του Χ.Ρ.Ι.Σ.Τ.Ο.Υ.Λ.Η. είχαν μετατραπεί σε γενναίες νοικοκυρές
που έβγαζαν πολεμικές ιαχές, πιο μέσα βλέπουμε τον «καλόγερο» των παλτών που
δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα χαρτόκουτο που ρίχνουν μέσα όλοι τα πανωφόρια
τους, μεταμορφωμένο σε θυσιαστήριο, ανάμεσα από τα μαραμένα φύλλα των
χρυσάνθεμων μέσα στο θολό νερό του γυάλινου βάζου που έχει πιάσει να γεννάει
πεταλούδες, τις σπασμένες κόρνες από τα ρώσικα ποδήλατα που μάζευε ο
προηγούμενος ενοικιαστής αλλά που κανείς δεν είχε βαλθεί να πετάξει στα σκουπίδια
ποτέ – ευρήματα από την εποχή του ήρωα, το μπαούλο της χολέρας, το καροτσάκι
από τη χρονιά του Ουρανού, τις στάχτες των νεκρών από τον καιρό της Χρυσής
Εποχής, το αυτοκίνητο του χασάπη από τον τελευταίο αναστεναγμό του πολέμου,
όλα σε πολύ καλή κατάσταση κάτω από πεθαμένα έντομα και περασμένα ένα βερνίκι
αυτοκρατορικής λήθης.
Πιο μέσα – αλλά πόσο πιο μέσα να πάει κανείς σ’ αυτήν εδώ την ντουλάπα της
μαϊμούς – πίσω από σιδερένιες σφραγίδες, στέκονται τα πολυμερικά άνθη,
πυρακτωμένα από την κιτρινισμένη πιτυρίδα των επισκεπτών, που στη σκούρα τους
αντανάκλαση ροχάλιζαν την παλιά δόξα των πολυκαταστημάτων οι σάπιοι κάπελες,
κι είχαν αυγατίσει τόσο πολύ από την ουραιμία, την αμνησία και το παραστράτημα,
που μόλις ήταν δυνατόν να διακρίνεις μία σπιθαμή χωρίς μικρόβια μέσα σε εκείνον
τον αποχρωματισμένο αέρα, μπερδεμένο με την δυσοσμία που κατάφθανε από κάτω
του τραπεζιού με τις γεμάτες σοβάδες γλάστρες, την αηδία από το σαν χοιροστάσιο
τραπέζι των αρχιτεκτονικών σχεδίων και το ξεροστάλιασμα των ούρων που ερχόταν
από την είσοδο της στοάς. Υπάλληλοι και πελάτες – εδώ έχουμε ένα παρανοϊκό,
αρχαίο παράρτημα του καταστήματος του Συντάγματος που απλά εξυπηρετούσε
όσους ήθελαν να φωτοτυπήσουν κάτι στα γρήγορα – χαζεύουν την αποικιακού
ρυθμού αρτοκλασία που έφτιαχνε το μωσαϊκό, που πλέον περισσότερο έμοιαζε με
καταστροφή μετά από εγκέλαδο.
Καθώς προχωράς μέσα στην οργιαστική βλάστηση του σοβά, βλέπεις την σαν
αψίδα αφίσα των παλαιών οχημάτων του ΚΤΕΛ Αττικής, με τις γιγαντιαίες γαλαρίες
και τα στρογγυλά φανάρια, από πίσω τους ακριβώς ίσα που ξεχωρίζεις τις παράγκες
των γυναικών του δρόμου, τα πολλά και διαφορετικά απομεινάρια των σπιτιών της
εποχής του ’91, καταλαβαίνεις τον ρυθμό που δούλευαν οι γραφομηχανές - και να
σκεφτείς πως εκεί μέσα έχουν πεθάνει πάνω από διακόσοι νοματαίοι από όλες τις
μεριές της χώρας μας - ένα τσούρμο από καθυστερημένα κουνάβια έχουν γεννηθεί
δίπλα από τις ρόδες, βλέπεις την αταραξία της ειρήνης που είναι πιο κοφτερή από την
αταξία του ύπνου, αντικρίζεις αυτοσχέδιες κουζίνες και πλυσταριά, κοτέτσια,
παραχωμένες αποθήκες που καίγονται μέσα στο φως της αυγής, σκισμένα ιμάτια που
έχουν γίνει ξεσκονόπανα και σαπίζουν παραχωμένα σε τασάκια και κουβάδες
ξεραμένης μπογιάς, αφημένα σε γούρνες από αίμα, την προοπτική του απόπατου
απέναντι, που είναι ίδιος για τις εκδιδόμενες αλλά και για τους υπαλλήλους, και στο
πιο μέσα μέρος ξεκαθαρίζεις τα εκ Μεσοποταμίας δέντρα από χαλκό που είναι
φυτεμένα μέσα σε κήπους τριχών, με το ίδιο τους το γενετικό υλικό θαμμένο, τα υγρά
και τις απαλές βροχές που πέρασαν πάνω από το χερούλι της πόρτας του οδηγού, και
πέρα από τα δέντρα εκείνα βλέπεις το Δημαρχείο του Εγκλεισμού, τεράστιο και
λυπημένο, από τα θρυμματισμένα δόντια ραφιών που ανάμεσα τους μπαινοβγαίνουν
ακόμη τα σκουλήκια και οι μουσούδες των νυχτοβίων.
Δεν χρειάζεται όμως να σπάσουμε τη πόρτα, όπως στην αρχή μπορεί να είχε
κάποιος πονηρός σκεφτεί, γιατί το γραφείο είναι φανερά βιτρίνα κάποιου άλλου,
πολύ πιο κρυμμένου πράγματος - ρουφάει τις φωνές των μυρμηγκιών, έτσι που όταν
ανεβαίνει κανείς στο στενό πατάρι μέσω της σιδερένιας σκάλας, το κόκκινο έχει
πλέον ξεθωριάσει από τις σόλες και το τρίψιμο των χεριών – που ξεκινάει από την
είσοδο μέχρι και την τελική γωνία της ψευδοροφής, ξεκαθαρίζεις ρημαγμένα βιβλία
απουσιών γυμνασίου, μηχανήματα κάρτας εργασίας, εργαλεία ευθυγράμμισης άξονα,
από όπου είχαν περάσει, πάνω τους, ξεδιάντροποι βιαστικοί συμβολαιογράφοι και
δικηγόροι, κραδαίνοντας λαδωμένες τυρόπιτες, λεκιάζοντας τις βαριές βελούδινες
κουρτίνες που είχαν ξεμείνει εκεί από τον καιρό του Τρικούπη και χαρχαλεύοντας
τους ανομοιόμορφα σφραγισμένους τραπεζίτες μέσα στο σάρκινο σπήλαιο με
σακατεμένα δάχτυλα, να περιμένουν τη σειρά τους για την φωτοτυπία κάποιου
επείγοντος εγγράφου.
Η στοά Πεσμαζόγλου, αν την έβλεπες από ψηλά και είχες καταναλώσει μερικά
αξιοπρεπή ψυχαδελικά προϊόντα, σχημάτιζε ένα εννέα που στο κεφάλι του ξάπλωνε
ένα Γ. Το μάτι μπορούσε να το δει αυτό από ψηλά και το ερμήνευε αμέσως σαν το
γράμμα Ρ του ελληνικού αλφαβήτου που αντιπροσώπευε την επίσημη, δεύτερη
είσοδο εκείνων των υπόγειων πλασμάτων που όλοι έκαναν πως δεν γνώριζαν για την
ύπαρξη τους:

Το γραφείο διανομής καταλόγου βρισκόταν ακριβώς στην απόληξη του ανάποδου


έξι, στην άκρη του «κώλου» της στοάς – ανάλογα από πού το κοιτάς μπορεί να είναι
και το στόμα της. Τα γκρίζα, σκοροφαγωμένα προφίλ των καταλόγων του ΟΤΕ
σχημάτιζαν περιγράμματα από φανταστικούς πίνακες διάσημων μαχών - αγίων και
στρατηγών πρόσωπα - ανάμεσα από ημιδιάφανα έπιπλα και φρέσκες κουράδες
φερμένες από το πεζοδρόμιο, μισή τραπεζαρία αφημένη δίπλα σε μία απομίμηση
αγελάδας από κερί, ένα μουσικό κουτί σε σχήμα καρδιάς, ένα φιλντισένιο αυγό, ένα
μίνι τραπέζι του μπιλιάρδου που πάνω του κάποιος έχει ρίξει ένα βουναλάκι από
ξηρά τροφή για τις γάτες της στοάς. Σε μία γωνία που δεν είναι ακριβώς γωνία,
κάθεται ένας ανεμιστήρας, από εκείνους που χρειάζονται τρία βαριά βιβλία πάνω
στην οροφή τους για να σταθεροποιηθούν σε ένα σημείο και να μην χορεύουν, σαν
ένδειξη ή σαν προειδοποίηση, έτσι ώστε να αντέχουν οι άνθρωποι που δουλεύουν
εδώ, δηλαδή οι δύο άνθρωποι που είναι υπεύθυνοι για την ορθή λειτουργία του, την
μπόχα του μη συντηρημένου για χρόνια κλιματιστικού, μία νοσταλγία χαμένη μέσα
σε θάλασσες ιδρώτα, κλουβιά αναποδογυρισμένα χωρίς ζώσα ψυχή μέσα τους,
σκεπασμένα ακόμα με καραβόπανο από κάποια νύχτα της προηγούμενης δεκαετίας,
αμέτρητα σπασμένα γυαλιά ποτηριών, ένα τεράστιο βαλσαμωμένο ελάφι αφημένο
μέσα σε μία κοιλιά χαλασμένης τηλεόρασης, έναν χάρτη της πόλης που δεν
φανταζόταν την εξέλιξη εκείνης της μάλλον Τετάρτης που μόλις είχε αρχίσει να
δημιουργείται μέσα στη μνήμη της, πέρα από τα τείχη της, μέσα στην ευθεία του
ορίζοντα. Παντού σβησμένες λακκούβες από στάχτη στην ατελείωτη χέρσα περιοχή
της εισόδου λίγο πριν από τον ωκεανό του αλλαγμένου μοτίβου του εδάφους.
Μέσα σε εκείνον τον χώρο που μόνο οι πολύ δοσμένοι στη δουλειά τους και
τυχεράκηδες του κόσμου, είχαν την δυνατότητα να αναπνέουν και να διεισδύσουν,
αισθάνθηκαν για πρώτη φορά την μυρωδιά του φρέσκου αίματος που έπεφτε πηχτό
από το στόμα των περιστεριών, αφουγκραστήκανε το αιωνόβιο άσθμα τους, τους
συναγερμούς των κουρνιαχτών τους και, παίρνοντας στο κατόπι τον άνεμο της
σαπίλας του κλιματιστικού και των φτερών τους, βρήκαν στα συρτάρια αναφορές και
κομμάτια από ανθρώπινα οστά, που τα μοτίβα τους επαναλαμβάνονταν αμέτρητες
φορές μέσα στους καθρέπτες του αλουμινίου του εσωτερικού τους.
Αυτός εδώ ήταν και ο μόνος που μπορούσε να χειριστεί το τερατώδες, παλιό
φωτοτυπικό και να αντέξει όλη αυτή την πληροφορία ενός τόσο μικροσκοπικού
χώρου εργασίας – ο Πρακτικάριος Πίτσας ήταν μόνο για το θεαθήναι εδώ, να του
φέρνει κανένα καφέ, εφημερίδα, κουλούρι με σουσάμι συν τσιγάρα συν κόκα κόλα ή
να γεμίζει τα σωθικά του φωτοτυπικού με χαρτιά Α4 όταν χρειαζόταν. Ο
τετραγωνισμένος πολτός έχει πάνω του μία κάθετη συνοχή μελανής γραμμικής
οπτικής ακολουθίας, τα κάτω άκρα του είναι σε ευθυγράμμιση με το ξύλινο, μαύρο
επίπεδο, ακριβώς απέναντι του πορτοκαλί σε απόχρωση όρθιου πύργου που είναι
φτιαγμένος από σκληρό, ινώδη, δομικό ιστό. Το άνω του άκρο είναι τυλιγμένο και
ξεραμένο, τετράγωνο και πολτοειδές. Πίσω του κρύβει επιμελώς ένα σύνολο πενήντα
φετών ενός γαλανού γραμμικού πλέγματος. Το σπήλαιο που είναι υπερυψωμένο,
δηλαδή το πατάρι, κατακλύζεται - κεύθει εντός του - πολυμερικά τετράγωνα που
εσωκλείουν δισκία τα οποία χρησιμοποιούνται για την εκδίωξη του πτηνού
Κολούμπια Λίβια. Τα άνω άκρα του ανασκαλεύουν τον τετράγωνο πολτό που στην
πρόσοψη του βρίσκει κανείς μία αποτύπωση δημοφιλούς απεικόνισης μελωδικού
κύματος. Το κρατάει ανάποδα ο ηλίθιος ο Πίτσας – είναι το οπισθόφυλλο ενός δίσκου
των Κουίν – που δεν μπαίνει καν στον κόπο να διαβάσει τον τίτλο. Εδώ μέσα μπορείς
να βρεις και τα ίδια τα σφραγισμένα δόντια του Φρέντι, λέει από μέσα του και
βρίσκει αυτομάτως το σχόλιο του ανεπίκαιρο και υπερβολικό. Το άνω μαλακό
σύμπλεγμα του Πίτσα ηλεκτρίζεται και αποκληρώνει δεδομένα μη γραμμικής
φύσεως. Διενεργείται μία επιτυχής εύρεση ελάσσονος τετράγωνου πολτού. Μπράβο
αγόρι μου! Του ρίχνει μία ελαφριά φαπίτσα. Ο χώρος του άνω σπηλαίου είναι
απόλυτα κατειλημμένος με σύνολα πόνου που εξασφαλίζουν την ομαλή ροή της
ψυχαγωγικής τους ηλεκτρόλυσης του μαλακού στοιχείου του άνω οστού. Εκείνος
εκτελεί μία εντολή ενός θηλυκού συνόλου πόνου πάνω στην φωτεινή επιφάνεια και
ρίχνει μία ανεπαίσθητη ροχαλίτσα στο πάτωμα, χωρίς όμως να τον δει κανείς.
«Γαμώ τα γαμωπερίστερα!» μουρμουρίζει ο Πρακτικάριος Πίτσας καθώς
προσπαθεί να τα διώξει με τη σκούπα που στην άκρη της δεν έχει μείνει σχεδόν καμία
τριχούλα από πλαστικό. Ξεδοντιάρες. Μέσα στο γραφείο, πίσω από την καρέκλα,
πάνω στο πατάρι, είχε κρεμασμένη την πορτοκαλί στολή του καταστήματος από του
οποίου στην ουσία ήταν εξορισμένος – σε αυτή την καταραμένη ντουλάπα-αποθήκη-
φωτοτυπείο. Κανονικά θα έπρεπε να είναι προϊστάμενος Πολιτισμού τώρα, μετά από
τόσα χρόνια, στον τέταρτο, πολυτελέστατο όροφο του Μουλτιτσάμπα του
Συντάγματος. Το πτυχίο του δασκάλου ήταν ακόμα μέσα στο φάκελο, άχρηστο και
παράταιρο με το παρόν. Τον είχαν όμως κολλημένο εδώ, να ρίχνει φάπες στις μύγες
και στους πρακτικάριους και να νταντεύει τον Πίτσα. Το τελευταίο υπόμνημα έλεγε
πως έπρεπε να παραμείνει στη θέση του μέχρι νεωτέρας. Δεν ήταν εύκολο να
ανακαλύψεις εκείνο το τομάρι όταν ήσουν καρφωμένος εδώ, εκείνον εκεί που είχε
σαν όνειρο να δει κάποτε όλη την Αθήνα με χρυσά ντεπόζιτα να λάμπουν στον
Αττικό ήλιο μεγαλοπρεπώς σαν τον χειρότερο, νυχτερινό εφιάλτη του Σαρλ-Εντουάρ
Ζανρέ-Γκρι .
Το γραφείο ήταν χωνευτό μέσα στην ψευδοροφή κι εκεί τον έβλεπες με το λινό του
πουκάμισο μέσα στο καταχείμωνο, χωρίς διακριτικά του καταστήματος, με το
κορδονάκι παρατημένο δίπλα από μία ρέπλικα ενός τροχού Φέρις, το ταμπελάκι με το
όνομα του μέσα στο γεμάτο με ξεραμένο αναψυκτικό τασάκι έγραφε: Δημήτρης
Χορνιόπουλος, Σύμβουλος Πωλήσεων Βιβλιοπωλείου. Όμως όλοι τον ήξεραν
«Χόρνι» – ακόμα και η συχωρεμένη του γιαγιά έτσι τον φώναζε. Τα παπούτσια από
δέρμα μαύρου κροκόδειλου που του είχε κάνει δώρο ο θείος του ο οποίος τα φορούσε
την περίοδο ’89-’91 στο χωριό, στο καφενείο της Ροδούλας κάθε Σάββατο βράδυ
πριν καβαλήσει το καλολαδωμένο Ντι-Τι, και τύχαινε να φοράνε το ίδιο νούμερο, το
χρυσό σταυρουδάκι στο λαιμό από τη βάπτιση του (ναι υπάρχει ακόμη ελπίδα Ιωσήφ
Τσεπέτο), πιο παλιός από όλους τους παλιούς υπαλλήλους των πεντακοσίων ευρώ, σε
ξηρά και θάλασσα, Δύση και Ανατολή, Βορρά και Νότο, ξαπλωμένος σχεδόν στο
πάτωμα του παταριού, μπρούμυτα, με το δεξί του χέρι κάτω από το κεφάλι του για
μαξιλάρι, να τον έχει σχεδόν πάρει ο ύπνος, όπως πάντα έκανε ετούτη την δύσκολη
ώρα του ανοίγματος, για να μπορέσει να ξυπνήσει καλύτερα. Ένας ύπνος ήταν πάντα
αποτελεσματικότερος και από τον πιο δυνατό καφέ, συνήθιζε να λέει στους
πρακτικάριους που τους ανάγκαζε να φυλάνε τσίλιες τα πρωινά στην είσοδο του
φωτοτυπείου, αλλά και πάλι δεν μπορούσε να αποφύγει την κατσάδα από τον
Διευθυντή Θαντέρα που τον έβλεπε να κοιμάται από τις κάμερες. Τελικά εκείνη η
ικανότητα του στην Παντοφλολογία δεν του είχε χαρίσει κανένα δωρεάν εισιτήριο
στην λούφα.
Ο πιο σωστός τρόπος να τους τρομπάρουν το στρες της βρωμερής παντόφλας
είναι να βάλουν κάποιον ειδικό να αναλάβει γι' αυτούς το βάρος των εξαντλητικών
μυκητιάσεων τους...να καταρρέει γι' αυτούς μέσα σε άγριες, τροπικές καταιγίδες
αναδουλειάς, στις παραισθήσεις τους μέσα από ατσάλι, να χλαπακιάζει τα
απομεινάρια των κλαμπ σάντουιτς τους, να κατουράει στις εισόδους των
πολυκατοικιών τους, να έχει τις ανικανότητες στύσης τους, να αγκαλιάζει τις σκέψεις
εκείνες που οι γιατροί της Ανώνυμης Συντροφιάς βρίσκουν ακατάλληλες....να τρέμει
όλα εκείνα που αυτοί δεν έχουν καμία διάθεση να τρέμουν γι’ αυτά...σκεφτείτε τα
λόγια του τρομερού Ιπτάμενου Μοναχού Πάσσαρη:
«Δεν είναι δυνατόν να κουμαντάρεις ένα ολόκληρο πολυκατάστημα με βάση μόνο
τη μυρουδιά απ' τις παντούφλες σου».
Απλώς σιγομουρμούρισε τον εθνικό ύμνο του τμήματος σου και προσπάθησε να
μην λιποθυμήσεις. Μετά θα είναι έτοιμος να κάνει βαρελάκια σ' όλο το κατάστημα,
με τα πόδια ψηλά, και θα κραδαίνει ένα καρπούζι από αφρό, τη χοντρή μύτη και τη
γραβάτα του Μητσοτάκη, σίγουρα με Μαξ Σρεκ ύφος, ενώ η χορωδία θα γκαρίζει
άλλο ένα κουπλέ από...καμιά αυτοσχέδια βλακεία. Για σάλτσα, θα υπάρχει και μία
οπτασία οράματος, φαινομενικά πραγματική κάπως, που θα μπουσουλάει προς την
οθόνη πάνω απ' το τμήμα της Μουσικής, δίπλα απ' τα κρανία των πελατών, πάνω στις
ράγες μίας κομψής απομίμησης του ΟΑΣΑ που θα θυμίζει πολύ το ανφάς ενός
σκουληκιού απ' τα Γουόρμς αλλά καθόλου με κιτς ανομοιότητα δοσμένο – και μετά
θα τρέχει πάλι προς το τμήμα με τα ακουστικά του ιντερνέτ, μέσα και πάλι έξω, οι
οπτασίες θα αλλάζουν χρώματα πολύ γρήγορα, τόσο άξαφνα, που το σιέλ σου χρώμα
της πατούσας που έχει μείνει καιρό μέσα στο παπούτσι, θα έχει μία τάση να
πρασινίζει λίγο απ' την σήψη, όπως λένε.
Οι εικόνες αυτές είναι παραπήγματα απ' τη ζωή του Χόρνι ως επίτιμου
Παντοφλολόγου, και η βάση τους είναι από τότε που αναλωνόταν μέσα στα Κέντρα
Νεότητας κάποιας βλεννώδους επαρχίας κι είχε ήδη μετουσιωθεί σε ένα βδελυρό
εξόγκωμα στην άκρη της πλάτης του. Ήξερε από καιρό πως πολλές απ' τις
εναλλασσόμενες παντοφλομυρουδιές που μύριζε δεν υπήρχε περίπτωση να 'ταν δικές
του. Αυτό δεν το γνώριζε απλά έτσι, το είχε πάρει πρέφα από τότε που καθάριζε
οικόπεδα με τη βοήθεια μίας συμπαντικής σκούπας. Κάποτε όμως, ήρθε η μέρα ή
μάλλον η νύχτα, που γνώρισε επιτέλους εκείνον τον πραγματικό κάτοχο της
Παντόφλας του, που ο ίδιος, ο Χόρνι, είχε οσμιστεί πρόσφατα: βρισκόταν δίπλα από
μία σειρά μαρκαδόρους στον τελευταίο όροφο του πολυκαταστήματος του Πλαισίου
στο Σύνταγμα – στον τρομερό Κόκκινο Πύργο - ένα πρωί που φαινόταν σαν να είναι
βράδυ για κάποιο οφθαλμικό, δικό του λόγο, μία αίσθηση αλατιού στην ατμόσφαιρα
και ίσως λίγο θειάφι, μέσα απ' το ράφι με τα είδη χαρτιού που τόσο ήθελε να είναι
δικό του, το πλακάκι θύμιζε χαλίκι, τόσο μαλακό που μπορούσες να τριφτείς πάνω
του, και να που ένας βρωμερός, σαλιάρης, με ξεκούμπωτο φερμουάρ υπάλληλος του
Πλαισίου, από εκείνους που φοβάσαι μη σου τύχουν και σ’ αρχίσει στα ατελείωτα
παρακαλώ τι θα θέλατε και στα πως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε, που σταμάτησε
και κοίταξε, έντονα, τους πισινούς δύο πανέμορφων νεανίδων που χάζευαν κάτι
εξαίσιες συσκευασίες με αυγοτέμπερες. Έσκυβαν, μη παρατηρώντας, τα γλυκά μου
κορίτσια, τις κόκκινες λωρίδες απ' το βαμβακερό τους βρακάκι που έβγαινε σε κοινή
θέα, με τις θεσπέσιες τσουλήθρες και τις θαυματουργές ανηφοριές που σχημάτιζαν τα
ποπουδάκια τους από γνήσιο ΒΠ λίπος, να αποτελούν χτύπημα για τις συνάψεις του
ήδη ταλαιπωρημένου του εγκεφάλου, όσο μεθυσμένος από φτηνό πορτό και να ήταν.
Ο μεθυσμένος Πλαισιομαίος πόρδισε και μετά έδειξε με την πρησμένη του μύτη,
κοίταξε τον Χόρνι που κρυβόταν πίσω από μία πλαστική φοινικιά με διαφημιστικά
μηνύματα της Κοσμοτέ στα φύλλα της, λέγοντας του κάτι το εκπληκτικό:
«Αχά! Αυτές οι λουλούδες θα 'ναι ο ήχος που θα κάνει ο Θάνατος σου...ε;».
κοιτάζοντας με μαργωμένο βλέμμα τον Χόρνι, τέρμα τα αστεία...Ε, λοιπόν, ο Χόρνι
είχε πιάσει με τη Παντόφλα του όλα εκείνα τα λόγια, προχτές τη νύχτα, πριν ξυπνήσει
για να πάει για ύπνο ξανά, ήταν μέρος της παραδοσιακής λίστας βραβείων σε έναν
διαγωνισμό που είχε γίνει πλέον κλισέ και βαρετός, από κάποια εσωστρεφής
ειδίκευση λεκιασμένων δρόμων από χυμό νεραντζιού...δεν ήταν ικανός να θυμηθεί
επακριβώς...μανιακός πλέον απ' τον τρόμο του, απάντησε:
«Ουστ από δω...κοπρόσκυλο...θα φωνάξω τη Δημοτική αστυνομία». Αυτό φυσικά
κι έλυσε το άμεσο του πρόβλημα αν και στην ουσία ήθελε να πει Απογραφική
Υπηρεσία πριν μπερδευτεί. Με το έναν ή με τον άλλο τρόπο, όμως, θα έφτανε εκείνη
η στιγμή που κάποιος άλλος άγνωστος υπάλληλος θα ανακάλυπτε το χάρισμα του,
κάποιος που είχε το χρόνο να δώσει την πρέπουσα σημασία –μία ολόδικια του μόνιμη
Μυρουδιά, κάτι σαν κομεντί του Άλτμαν, όπου μία μυστική οργάνωση Κινέζων
ραφτών τον απήγαγε και τον χρησιμοποιούσε σαν ανθρώπινο καπέλο για τηγανιτά
κοτοπουλάκια μέσα σε αποπνικτικά δωμάτια γεμισμένα με φαρίνα Γιώτης και λιβάνι.
Το 2009 είχε το πρώτο συμβάν έξω από κάθε γνωστή κατάσταση παντοφλολογιακής
ενόρασης – ήταν κατά την περίοδο Μαρκ Ε. Σμιθ του: δημόσιοι υπάλληλοι απ' το
Αφγανιστάν μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μυωπικό του μάτι, γαστρεντερίτιδα
από τροπικά καρυδότσουφλα και Ινδικά βουνά από πύον που έκαναν θραύση στους
απεσταλμένους του Συνεδρίου Πωλήσεων, καθόλου παγωμένη σουμάδα για ένα
ολόκληρο ΣΚ, το κινητό του να μην πιάνει ούτε Γιου Έιτς Εφ, και πολλά παράσιτα
από άλλα πολυκαταστήματα που ήθελαν να είναι οι κύριοι όλων εκείνων των
αποκρουστικών Αράβων που μύριζαν, ένα θεός ξέρει γιατί και πως με αυτά που
χλαπάκιαζαν, κι όλη η υπαλληλική, συνεδριακή παράδοση να πηγαίνει στράφι, δεν
έχει Τζένη Καρέζη να σαλιαρίζει μέσα κι έξω βάζοντας συνδετήρες κάτω από
μαγνητικούς κουβάδες με μπίρα εκεί πάνω...ούτε καν Αράπη Με Μεγάλη και
Λιγδερή Οργανική Κελεμπία για να περάσεις την ώρα σου, όπως σε εκείνο το
μελοδραματικό άσμα που έχει ακούσει ο κάθε Έλληνας Υπάλληλος
Πολυκαταστήματος...που είναι…όποιο σε βολέυει…δεν είναι δα και έκπληξη που
κάπου στις τρεις το μεσημέρι, με μάτια σαν πιάτα και σφίγγες να κουτουλάνε
παράθυρα, στη μυρωδιά κοπριάς από καμήλα που σαπίζει, μετά από τρία
εκατομμύρια φορές που είχανε ακούσει τη Γέφυρα του Θανάτου μέσα στο σαλέ, τι
άλλο θα συνέβαινε στον Χόρνι παρά ένα Ραμπικό σχεδόν συμβάν Ανατολίτικης
Περιπέτειας: κάνεις ένα αλογίσιο πήδημα πίσω απ' τα σταντ με τα κινητά και
τρυπώνεις μέσα στο τμήμα με τις ηλεκτρονικές Μπούρκες που είναι και τηλεοράσεις.
Εκεί πέφτεις πάνω σ' έναν ξυλοδαρμό που διοργανώνει κάποιος που μοιάζει πολύ με
τον Νίκλας Κέιβ (επιτέλους θα μου πει κάποιος τι συμβαίνει με το πρόσωπο του;)
αλλά εκατό κιλά πιο χοντρός, που κανείς δεν το έχει παρατηρήσει ακόμα, και ξέρεις,
καθώς τα μάτια σας διασταυρώνονται όπως τα ξίφη του Γουίλιαμ Σ., πως εσύ είσαι ο
Όλιβερ Ριντ του, ο Μπρους Γουίλις του απ' το Περιστέρι, ότι εσύ είσαι που πρέπει να
τον πείσεις για την Απόκοσμη Φύση του, το ταλέντο του, να το ανακοινώσεις σε
όλους, να τον αγαπήσεις σαρκικά και πνευματικά, και να κάνεις κάποια θυσία στο
όνομα Του...και όλο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι η Παντόφλα παρά μόνο του Α.Χ.
Ζυγομαλά. Υπάρχει τουλάχιστον ένας Ζυγομαλάς σε κάθε τμήμα, ο Ζυγομαλάς είναι
εκείνος που όλη την ώρα ξεχνάει πως οι φανατικοί της Μουσουλμανικής πίστης δεν
ενθουσιάζονται όταν τους δείχνεις το γυμνό σου πιπί εν ώρα αιχμής...ο Ζυγομαλάς
είναι εκείνος που θα σκουπιστεί πάνω στη στολή σου, θα σου κάνει τράκα το
τελευταίο σου τσιγάρο, βρίσκει το εναπομείναν μπάφο μέσα στο σακάκι σου και τον
καπνίζει στην τουαλέτα μόνος του, μετά από λίγο χασκογελάει σαν ηλίθιος δίπλα από
μία ψησταριά με γδαρμένους σκύλους και φωνάζει τον διευθυντή της αποστολής με
το παρατσούκλι του. Έτσι, είναι φυσικό, όταν ο Χόρνι κάνει το μεγάλο σφάλμα να
εξακριβώσει την Μυρουδιά μιλώντας με τον ίδιο τον Ζυγομαλά, δεν περνάει και
πολύς χρόνος μέχρι να γίνει βούκινο μέχρι τα κεντρικά της Μαγούλας – ο λόγος που
σήμερα βρίσκεται σφηνωμένος ανάμεσα σε δέκα χιλιάδες πρακτικάριους και μία
κέρινη αγελάδα. Χακάρει το βιογραφικό του, και σε κάποια φάση οι υπεύθυνοι της
Ανώνυμης Συντροφιάς, στην αδιάκοπη και ακούραστη τους έρευνα για πωλήσεις και
ικανότητες πωλήσεων, θα του στείλουν ένα μέμε μέσω ενός μυστικού καναλιού του
Φορ Τσαν, για να τον ξεκοκαλίσουν και να τον δουν ζωντανά να εκστασιάζεται μέσα
από προσομοιώσεις απογευμάτων Παρασκευής παραμονής Χριστουγέννων, με τα
μάτια γυρισμένα μέσα στο κρανίο, να απαγγέλουν παλιά ηλεκτρονικά ταχυδρομεία
από δοξασμένες εποχές του Μολ και να τις αποτυπώνουν μέσα στις εσοχές του
εντέρου του που μοιάζει με δεύτερο μυαλό, το άτιμο... Στην αρχή δεν γινόταν τίποτα.
Οι Παντόφλες ήταν φυσιολογικές, αλλά δεν άνηκαν σε κανέναν περιφερειάρχη. Η
Ανώνυμη Συντροφιά όμως είναι γνωστή για την υπομονή της, και οι Σύντροφοι είναι
κολλημένοι στο πολύ βάθος χρόνου. Τελικά, ένα Αττικό δειλινό σε Τσιτσανοειδής
κλίμακα, ο Χόρνι αισθάνθηκε την καθαρή μυρωδιά της βενζίνης, χωρίςςςςς ντροπή,
αναζητούσε, κάτω από μία καμένη λάμπα του δρόμου, και μέσα από ένα σύννεφο
καυσαερίου, υλοποιήθηκε μπροστά του εκείνος ο πραγματικά Τεράστιος Κορίτσαρος
που άφηνε πίσω του ολόκληρα βουνά από άμμο, μία θηλυκή, εντελώς οργανική
μορφή-γίγαντας, με κοτσίδες από περιεχόμενα χιλιάδων ηλεκτρικών σκουπών και
πρόσωπο σαν χυμένη πίσσα. Εκείνο το πράμα άρχισε να γλιστράει προς το μέρος του,
πάνω στο πλακόστρωτο της Πλάκας, σαν γυμνοσάλιαγκας βαρέων βαρών. Ο Χόρνι
άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα σαν καμία φοβισμένη παιδούλα. Φυσικά αυτό το
πράγμα ήταν ένα τεράστιο Ανόργανο Ον Μοδάτη Νοικοκυρά. Τουλάχιστον σαν την
Μητρόπολη, και μεγάλωνε λεπτό προς λεπτό. Η Αθήνα και ίσως ολόκληρη η Ελλάδα
ήταν σε κίνδυνο! Όλο εκείνο το βδέλυγμα είχε κάποτε κάτσει στο λαιμό του Λόρδου
Λεβαντόφσκι, που εκείνη την περίοδο είχε την Τουαλέτα της Αθήνας στο
Πεντάγωνο, μία εντελώς ασήμαντη τρύπα για της περασμένης δεκαετίας Ανατολικό
και Κυπριακό Ζήτημα, μιας και από εκείνο το κράτος κρεμόταν τότε ολόκληρη η
πολυκαταστηματική Ευρώπη. Ολόκληρα καραβάνια από κορίτσια της παντρειάς
τσαχπίνικα εξοπλισμένα με παπουτσάκια γουνάκι και ζαρτιέρες χορεύουν κάπου εδώ
γύρω για λίγο, ενώ σε κάποιο άλλο τμήμα του πολυκαταστήματος ο Λόρδος
Λεβαντόφσκι αρχίζει να καταναλώνεται απ' το ίδιο του το Ανόργανο Ον, κάποια
τρομερή μετάλλαξη μοριακού πλάσματος, χωρίς εξήγηση απ' την δυτική
Ιατρική...μετά από λίγο, νικελωμένα τσαρούχια τάματα πεταμένα στην μέση της
απομίμησης της πλατείας Εξαρχείων μέσα στο πολυκατάστημα, φτιαγμένο από
τριαντάφυλλα, σκουπιδοσακούλες, περιτυλίγματα από σουβλάκια και φελιζόλ, φτηνό
πατσουλί πλανιέται στα τμήματα των παπουτσιών καθώς εκείνο το Ανόργανο Ον
συνεχίζει την τρελαμένη του πορεία, πλέον ανεβασμένο ως την Αγία Παρασκευή,
έχει σίγουρα κάποιο σχέδιο, επιλέγει μόνο συγκεκριμένα πολυκαταστήματα και
διευθυντές που του είναι χρήσιμοι – είναι σαν να υπάρχει τώρα ένας ξεκάθαρος
κοινωνικός διαχωρισμός στην Ελλάδα, ανάμεσα σε υπαλλήλους και διευθυντές, που
ρίχνει το Υπουργείο Οικονομικών σε επιληπτικές και επίμονες κρίσεις
αδιαφορίας...δεν υπάρχει κανείς που να ξέρει πως πρέπει ν' αντιδράσει...γίνεται μία
εντελώς βαριεστημένη προσπάθεια να εκκενωθεί το Λεκανοπέδιο, ιδρωμένα κρανία
συνωστίζονται για λίγο πάνω, στο τμήμα των αυτοκινήτων (κανείς δεν ξέρει γιατί το
έβαλαν εκεί πάνω αυτό), μαζικά σαν σκαθάρια σε παρέλαση πάνω από κυλιόμενες
σκάλες γεμάτες με ροχάλες, όλα τα μάτια του κλειστού κυκλώματος επικεντρώνονται
παντού.
«Το είδα κάπου πίσω απ' τα κατηργημένα παιχνίδια της Νιτέντο, απλά έχει αράξει
εκεί και...αναπνέει, σαν...παφ πουφ...φουσκώνει και ξεφουσκώνει...».
«Ακούσαμε τίποτα;»
«Ναι, είναι αηδιαστικό...σαν μία τεράστια, σταθερή χλέπα είναι...ρουφάει τα πάντα
μέσα του».
«Για σουτ...ωχ...αρχίζει...ρουφάει, θεέ μου, δεν υπάρχουν λόγια...είναι τόσο
φρικτό…» η σύνδεση σταματάει, οι οθόνες νεκρώνουν, οι κάμερες λιώνουν απ' τη
θερμότητα του. Ολόκληρες ομάδες υπαλλήλων κατεβαίνουν στο τμήμα του
Καλλωπισμού με πυροσβεστήρες, καταφθάνει η πυροσβεστική, η αστυνομία, ο
στρατός με δύο τανκς και πλήρη εξοπλισμό μάχης αλλά κάποιος τους κάνει πλάκα
και δεν έφεραν μαζί τους πραγματικές σφαίρες – το Ανόργανο Ον δέχεται βλήματα
από Αγιασμό, όλοι κάνουν το σταυρό τους, άλλοι πέφτουν στα τέσσερα και κλαίνε,
άλλοι τρώνε Γκούντις και άλλοι καπνίζουν κρακ ή πίνουν φραπέ, έχει έρθει κλιμάκιο
απ' το Πανεπιστήμιο Αθηνών και ρίχνει βολές ηλεκτροσόκ, κίτρινα και ροζ λιπίδια
πετάγονται σ' όλο το πολυκατάστημα...φωτίζονται απ' τα φλας των δημοσιογράφων,
ένα απαίσιο ροζ αμοιβαδοειδές σέρνεται προς τους Ψυχιάτρους με τα φορητά
μηχανήματα του ηλεκτροσόκ και ξαφνικά πριιιιιιιιιτςςςςςς! Κλάνει και καλύπτει ένα
ολόκληρο λόχο από ψυχίατρους μέσα σ' ένα αηδιαστικό σπήλαιο από κίτρινη μάζα
και βλέννα που αρχίζει τώρα να κουνιέται γιατί μάλλον χωνεύει τους δύστυχους
επιστήμονες – που δεν προλαβαίνουν καν να ουρλιάξουν.
Ο σκοπός του Χόρνι/Λεβαντόφσκι είναι να έρθουν κοντά στο Ανόργανο Ον και να
του τάξουν λαγούς με πετραχήλια έτσι ώστε να μάθουν κάτι απ' αυτό που μπορεί να
τους φανεί χρήσιμο σε μελλοντικές πωλήσεις, που τώρα έχει πάρει να μοιάζει λίγο με
το τούτο του Κοσκωτά. Η φάση του είναι πολύ σταθερή τώρα, ευτυχώς, το Ανόργανο
Ον Νοικοκυρά Κοσκωτάς έχει πλέον καταλάβει όλο το τμήμα του Βιβλίου, τα
ιστορικά μυθιστορήματα δεν υπάρχουν πλέον, η μεταφρασμένη λογοτεχνία έχει ήδη
χωνευτεί, όλα είναι τόσο συγκεχυμένα που η επικοινωνία τους με τα άλλα τμήματα
μέσα στο πολυκατάστημα γίνεται με κουβέρτες και σήματα καπνού από υπαλλήλους
που τολμάνε να ανέβουν πάνω στο τραπέζι ανάγνωσης των πελατών...όλα είναι πολύ
επισφαλή – οι πελάτες απάγονται, ενώ χαζεύουν λίγο Επιστημονική Φαντασία ή
σουλατσάρουν δίπλα απ' τα Χόμπι, απ' τα πράσινα, γλοιώδη του μέλη που μοιάζουν
με κεραίες. Κάθε πρωί, ο Λόρδος Λεβαντόφσκι πηγαίνει για προσκύνημα μπροστά
απ' τον πίσω σταθμό εργασίας, δίπλα απ' το παιδικό τμήμα βιβλίου. Αυτό τον κρατάει
τόσο απασχολημένο που τα κεντρικά στη Μαγούλα ανησυχούν για την Περιφέρεια
του. Το 2009 όλοι ακόμη έπασχαν από Πολυκαταστημίτιδα, κατάσκοποι με ψεύτικα
φρύδια κρυβόντουσαν πίσω από ανανάδες με το σήμα της Τουρκίας, κωδικοποιημένα
μέμε με τη μορφή Ζεβεδαίων εξαφανίζονταν μέσα σε μία κλιματιστική ομίχλη,
μικροσκοπικά τσιπάκια χώνονταν μέσα σε σκληρούς ποπούς απεσταλμένων της
Ανώνυμης Συντροφιάς...ήταν όλα τόσο καλοσχηματισμένα και πάντοτε γνωρίζονταν
μεταξύ τους. Η Τουαλέτα της Αθήνας ήταν ένα πολύ μυστικιστικό μέρος της
Ευρώπης και τελικά το Υπουργείο Οικονομικών πήρε την απόφαση να ζητήσει
βοήθεια από τη Μαγούλα. Η Ανώνυμη Συντροφιά ήξερε τον κατάλληλο άνθρωπο.
Κάθε μέρα, για τρία χρόνια, ο Χόρνι πήγαινε να καλημερίσει εκείνο το
μπλαστρωμένο Ανόργανο Ον Νοικοκυρά Κοσκωτά της Σουτουάς 20 που κρυβόταν
τόσο καιρό στο τμήμα του βίντεο γκέιμ και προσφάτως είχε μετακομίσει στη στοά
Πεσμαζόγλου. Σχεδόν έχασε τα λογικά του. Αν και παραλίγο να καταφέρει να
μιλήσει την γλώσσα του, ο Χόρνι δεν διέθετε την κατάλληλη μύτη για να μιμηθεί
εκείνους τους λαρυγγισμούς του φωτοτυπικού, κι έτσι το όλο πράγμα κατέληξε μία
φαρσοκωμωδία – χωρίς όμως να μπορέσει να επιστρέψει στο πόστο του ποτέ. Καθώς
και οι δύο επικοινωνούσαν με κλανιές, ρεψίματα, ρουφήγματα, γαργάρες και ότι άλλο
θες, ψυχίατροι, κρυφοί θαυμαστές του Ρ.Ν. Λέινγκ, μετρούσαν συμπεριφορές και,
ανεβασμένοι πάνω σε κάτι ξύλινες σκάλες καρμανιόλες, έξυναν με σπάτουλες
εκείνον τον ανεβαστικό, κρυστάλλινο ιδρώτα του Ανόργανου Όντος Νοικοκυράς
Κοσκωτά Φωτοτυπικού – το λεγόμενο καθαρό Εμ Ντι Εμ Έι – γέμιζαν ολόκληρα
φορτηγά με εκείνη την κρυσταλλική ουσία, χέρι με χέρι σαν πυροσβέστες της
κάβλας, το έδιναν στη έξοδο, διαμέσου ενός καλοστημένου υπόγειου δικτύου
Πυγμαίων με αρχηγό του καρτέλ μία τυχαία Ουκρανέζα Χιονάτη που έμοιαζε πολύ
με τη Δήμητρα Μαργέτη και ξεκινούσε από τη στοά με σχήμα Υ, δηλαδή τη στοά Φιξ
και Τρίτη είσοδο για τα φρεάτια. Η κάτοψη παρουσίαζε εξαιρετικό ενδιαφέρον κι
έμοιαζε με το κόκαλο του κοτόπουλου που έπαιζες εκείνο το παιχνίδι:
Φυσικά, ποιος χέστηκε για τα συναισθήματα του Κοσκωτά; Κανείς...Τελικά,
ευτυχώς, ο Λόρδος Λεβαντόφσκι κατάφερε να επιστρέψει ψυχή και σώματι πίσω στο
γραφείο της Αθήνας. Στις αρχές του 2010, τον ανακάλυψαν πεθαμένο μέσα σε μία
γούρνα από Ρεντ Μπουλ, δίπλα απ' το τμήμα των ηλεκτρολογικών υλικών, στο
κατάστημα του Συντάγματος, δίπλα απ' το σταντ της Σάμσουνγκ. Κάποιοι είδαν
ευθέως το χέρι της Ανώνυμης Συντροφιάς στα γεγονότα. Ο Χόρνι είχε επισήμως
σώσει το τομάρι της Ευρώπης από εκείνο το Βαλκανικό Βδέλυγμα που είχαν
κατασκευάσει εκείνοι οι ξεδιάντροποι γέροι στις τουαλέτες τους αλλά είχε θυσιάσει
την θεσούλα του στον Πολιτισμό, ξεμυαλισμένος απ' τα κεμπάπ και τα κοκορέτσια
του Έλβις. Το Βαλκανικό Βδέλυγμα τρύπωσε φοβισμένο για πάντα μέσα στο
φωτοτυπικό κι είναι εκεί μέχρι σήμερα που μιλάμε. Μέχρι τότε όμως, η Ανώνυμη
Συντροφιά, άφηνε στον Χόρνι μόνο σταγόνες από εξωσωματική ειρήνη και ηρεμία,
τόση έτσι ώστε να διατηρήσει τα λογικά του ανέπαφα, αλλά όχι και τόση ώστε να τον
αφοπλίσει. Το παντελόνι του τώρα είχε πιάσει να βρωμοκοπάει σοβαρά κι
αμετάκλητα κάτουρο. Είχε στεγνώσει για τα καλά πάνω του. Είχε κατουρηθεί μέσα
στον ύπνο του που έβλεπε να οδηγάει την άσπρη βέσπα του Βέγγου και να περνάει
μέσα από τους πολύχρωμους καταρράκτες του ουράνιου τόξου του ίδιου του βάρους
του, αγκαλιά με τον Τίνμαν που είχε τώρα το κεφάλι του Τσίλικου Ντεποζίτο κι
έμοιαζε υπερβολικά πολύ στον Ανδρέα τον πατέρα του.
Ο Πρακτικάριος Πίτσας εναποθέτει την ικτερική λωρίδα των κολλητικών
ενδείξεων των παραγγελιών του διάφανου δικτύου στον Χόρνι.
«Κάτι μυρίζει εδώ πάνω» λέει ο Πίτσας.
«Μόλις ξύπνησα» λέει ο Χόρνι καθώς ανασηκώνεται από το πάτωμα, παράξενα
σχέδια είναι τυπωμένα στο δεξί του μάγουλου που θυμίζουν τις πτυχώσεις του
χαλιού.
«Πουτσίλα και…κεφάλι…σαν το μέσα μέρος του καπέλου».
«Μη μιλάς τόσο δυνατά…μπορεί κάποιος να μας ακούσει».
Ο Χορνιόπουλος δεν μπορεί να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς την πορτοκαλί δύση
των ονείρων του, χρώμα που αναδύεται από πολυμερικές εκλάμψεις της κόλασης του
ταβανιού. Μπερδεύεται καθώς θυμάται τον καιρό που είχε ανακαλύψει πως ο
πατέρας του ήταν ο εφευρέτης του γνωστού εκείνου ραντάρ που χρησιμοποίησαν οι
Αμερικάνοι στον Πόλεμο του Κόλπου το ’91. Το πλοίο όντως έμοιαζε πολύ με το ίδιο
το πολυκατάστημα, εκείνο εκεί απέναντι το πορτοκαλί ανάθεμα της κοινότητας του
Κέντρου, από το οποίο πλέον είχε εκδιωχθεί μετά από την περιέργως επιτυχημένη
αποστολή Παντόφλα. Πως γινόταν να ήταν επιτυχημένος αλλά και εξόριστος την ίδια
στιγμή; Τι δεν έκανε σωστά; Αναζητούσε το είδος των μαλλιών του μέσα σε
εξώφυλλα Βρετανικών συγκροτημάτων, κυκλοφοριών που ξάπλωναν πάνω σε
τεράστια σιδερένια λευκά ράφια ντροπής και τα οποία ποτέ δεν έβγαζαν τον
παραμικρό σάρκινο ήχο.
Ο Ιωάννης Δάνβαρ Χρονιόπουλος ήταν γεννημένος μέσα σ’ ένα φωλεό ερπετών,
βουτούσε τις κενές ώρες του – τότε που το κατάστρωμα ήταν γεμάτο με τα σιωπηλά
Μπρόνκο και τα καπνισμένα Γουάηλντ Γουίζελ, ήρεμα κι ακίνητα σαν κοιμισμένα
άλογα – παρατηρώντας τις διακοσάχρονες χελώνες Καρέτα Καρέτα που έφεραν
κολλημένα από φουρτούνες και ήλιους αναποδογυρισμένους, πάνω στο καβούκι τους,
πεταλίδες και όστρακα ανυπέρβλητης ομορφιάς. Οι γωνίες του προσώπου του πατέρα
έσχιζαν τα μαύρα νερά της Ας Σαλιμίγια, δίπλα από την πόλη του Κουβέιτ. Η
καθημερινή αγγαρεία ήταν κάτι το τρομακτικό, κάτι που δεν σταματούσε ποτέ κατά
τη διάρκεια της ημέρας. Τα πληγιασμένα και πρησμένα τους μάτια έκλειναν ελάχιστα
και μόνο κατά τη διάρκεια της επέλασης του λυκόφωτος, μιας και οι επιδρομές των
αεροσκαφών γινόντουσαν τη νύχτα. Κάποτε έμοιαζε πολύ μικρότερος από την ηλικία
του αλλά το Σύνδρομο του Κόλπου τον είχε γεράσει, τον είχε καταπιεί σχεδόν, τον
είχε παγιδεύσει σε μία εξουθενωτική πορεία απάθειας και φαρμακευτικών δοκιμών.
Αισθανόταν τότε όμως την συντροφικότητα του προσωπικού, με ένα νεύμα του
Σαρακατσάνου, του νέου πυροβολητή από την Αλεξανδρούπολη που είχε έρθει στη
φρεγάτα «Λήμνος» προ δύο μηνών με αποστολή επάνδρωσης από το Τιράν.
Άβγαλτος και μαυριδερός σαν αυτούς της ερήμου, οι μασχάλες του μύριζαν από δέκα
χιλιόμετρα και μέσα στην κουκέτα δεν τον πλησίαζε κανείς ή μόνο εκείνοι που
ήθελαν επιτέλους να κάνουν εμετό από την υποπίπτουσα τους ναυτία. Του είχαν
κλέψει, του πατέρα, μέσα σε λαμαρίνες ερυθρές από την λάβρα, τη ζωή του αλλά έτσι
δεν έκλεβαν και τη ζωή του υιού μέσα σε δωμάτια τόσο στενά όσο το πέρασμα μίας
κεφαλής βελόνας; Εκείνοι όμως το κάνουν πιο ανεπαίσθητα και δεξιοτεχνικά, όχι
τόσο χοντροκομμένα πλέον, πιο πολιτισμένα, με κτίσματα μυτερά που πρέπει να τα
κοιτάει με μάτια μυωπικά και να φτιάχνει ρυτίδες στις άκρες των ματιών, κάτω από
φεγγάρια αριθμών που αρρωσταίνουν τα νεφρά του, με αιώνες ορθοστασίας, μισθούς
που περισσότερο θύμιζαν τελικές ταχύτητες αγωνιστικών μηχανών παρά αξιοπρεπές
εισόδημα δυτικής κοινωνίας, όλα δοσμένα με αντάλλαγμα το τίποτα, την
περιφρόνηση και πολλά κόντρα πλακέ επιθέματα απομιμήσεων σκιών και βραβείων.
Ο Χόρνι γνώριζε την περίπτωση Μουκοβίνα, ήξερε από τις υπομνήσεις και τις
σιγανές ανταλλαγές πληροφοριών και ηλεκτρονικών ταχυδρομείων πως ήταν ένας
ποταπός εσωτερικός του Πλαισίου, του τρίτου παραρτήματος του Κόκκινου Πύργου.
Σίγουρα είχε βαλθεί να μας καταστρέψει όλους εκείνος ο σκερβελές. Το κατάστημα
του Συντάγματος, η Ναυαρχίδα του Μούλτιτσάμπα, πήγαινε κατά διαόλου μετά τις
απανωτές, νέες επιθέσεις των Κλεφτών Κουνταμπάφερ – εκείνες εκεί οι
αναθεματισμένες τραγιάσκες δεν είχαν σταματημό και δεν μπορούσαν να συγκριθούν
σε τίποτα με τους προκατόχους του τους Πλαισιομαίους, οι οποίοι μπροστά στα
Κουνταμπάφερ θύμιζαν κλέφτες ζαχαροπλαστείων. Αλλά ο Μουκοβίνας δεν ήταν
παρά η μυτούλα του παγόβουνου. Υπήρχαν δεκάδες εσωτερικοί του Πλαισίου που
δούλευαν στο Μούλτιτσάμπα και αυτό ήταν κάτι που δεν τον τρόμαζε καν. Εκείνο
που είχε σημασία όμως ήταν η φήμη που είχε ακουστεί για το υπόγειο δίκτυο
μεταφορών προϊόντων και υπηρεσιών. Του φαινόταν αδιανόητο κάτι τέτοιο. Άραγε
υπήρχε αέρας εκεί κάτω; Και αν υπήρχε αρκετός αέρας τότε τα παιδιά τους τι χρώμα
θα έβγαιναν, με τι ασθένειες και με ποιο τρόπο θα κατακτούσαν τους πάνω; Δεν
υπήρχε κανένα μυστήριο εδώ, όλοι γνώριζαν τα πάντα αλλά ο πόλεμος των
πολυκαταστημάτων δεν ήταν στην ουσία δικός τους, ήταν μία μάχη των τάξεων και
των μισθών, του νόμιμου κλεψίματος εναντίον του πατροπαράδοτου. Κανείς δεν
μπορούσε να αδράξει τα γεγονότα πέρα από την σκουροφιγούρα που χανόταν πίσω
από τα ξεφτισμένα χέρια του Άτλαντα.
Δεν ήταν η φτώχεια που οδηγούσε τον Μουκοβίνα να κλέψει αλλά η λύσσα του να
ανέβει στάθμη μέσα στον απόπατο, να περιχαρακωθεί πίσω από μία ανώτερη βαθμίδα
εντολών και διαταγών. Το ίδιο κριτήριο όμως δεν οδηγούσε και την πορεία της ζωής
του Χόρνι; Ας μη γελιόμαστε. Χαχα. Το ίδιο ναι. Ήταν φανερό πως ο Μουκοβίνας
έβρισκε θύματα υπαλλήλους – φιλότιμα παιδιά κάτω των είκοσι πέντε – και τα
μπουρδούκλωνε, τους έριχνε μελάνι στα μάτια, σαν σουπιά που ελίσσεται μέσα στο
βυθό με τις μαγευτικές της κινήσεις, τα μετέτρεπε σε δούλους του, σε πάροικους της
σπιρτάδας του, θαυμαστές των ατοπημάτων του χαρακτήρα που προωθούσε – γιατί
μέσα του ήταν κενός, ένα κουφάρι αναμνήσεων και μιμήσεων. Τους σύλλεγε, τους
ρουφούσε το εμπορικό τους αίμα και μετά τους πετούσε στην ένδεια της
παρακολούθησης ενός απομακρυσμένου υπαλληλικού καθήκοντος, στην απώλεια
του, στην νοσταλγική του ανάμνηση. Την λήθη κάθε σωστού αλλά κουρασμένου
υπαλλήλου.
Ο όγκος όμως των πληροφοριών ερχόταν κυρίως από την σγουρομάλλα τσαχπίνα
του τμήματος των διαδικτυακών παραγγελιών του τμήματος Πολιτισμού: η Αφροδίτη
Χουσεΐν ήταν το πιο ψηλό κορίτσι της τάξης της στο Αρσάκειο, μία κοκκινομάλλα
αμαζόνα, Βιράγκο του ορόφου – όλοι οι λάρυγγες και τα μήλα του Αδάμ των
αρσενικών (ακόμα και κάποιων θηλυκών) γυρνούσαν μέχρι το όριο τους στο
πέρασμα της, βαριανασαίνοντας και ιδρώνοντας μυστική ηδονή για το κορμί της, την
καρδιά της αλλά και το αστρικό της σώμα ακόμη.
Ήταν σίγουρος για το ύποπτο παρελθόν του Μουκοβίνα. Είχε κρυφακούσει τις
συνομιλίες και είχε υποκλέψει τα μνημειώδη ηλεκτρονικά ταχυδρομεία του 2009 που
τον ήθελαν στέλεχος του Κινήματος των Πουρμπουάρ. Ήταν εκείνος ο Μουκοβίνας
κι ένας ακόμα συνάδελφος από την Καλλιθέα, ο επονομαζόμενος και Αγγλικό
Σαπούνι, σεσημασμένος παλιός υπάλληλος με παρελθόν στα συνδικαλιστικά με το
Π.Α.ΜΕ., τύπος που αποδείχτηκε πως είχε διαπράξει μέχρι και ένοπλη ληστεία με
άδειο νεροπίστολο στο Μπράιτον το 2001 αλλά χωρίς ποτέ να κατηγορηθεί ή να
εκδικαστεί η περίπτωση του λόγω του ότι είχε ισχυρές διασυνδέσεις με τον
εκπαιδευτή των γλυκύτατων Γουέστι της γυναίκας του κουμπάρου του μπατζανάκη
ενός ξαδέρφου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το Κίνημα των Πουρμπουάρ ήταν μία
κίνηση του ίδιου του Μουκοβίνα, σχεδόν τρομοκρατική, που απαιτούσε από τους
πελάτες του Μούλτιτσάμπα, και κυρίως του τμήματος του βιβλίου και της μουσικής,
να δίνουν λίγο πάνω από δύο και μισό ευρώ (δηλαδή το ισότιμο του ωρομισθίου του)
φιλοδώρημα στον υπάλληλο που, παρότι την ψυχολογική και σωματική του
αποσύνθεση, έψαχνε, εντόπιζε και παρέδιδε στα χέρια του αυτάρκους πελάτη το
βιβλίο ή μουσικό δισκάκι ή παιχνίδι που επιθυμούσε με τόση λύσσα, βιασύνη και
αναίδεια. Σε περίπτωση άρνησης, τότε η τρομοκρατική ομάδα του Πουρμπουάρ
εντόπιζε και έκαιγε το αυτοκίνητο ή μηχανάκι ή ποδήλατο ή πατίνι του πελάτη. Σε
περίπτωση που δεν είχε τίποτα από τα τέσσερα, του έκαιγε τα μαλλιά. Σε περίπτωση
που δεν είχε μαλλιά του έκαιγε τα μαλλιά του στήθους και σε εξαιρετική περίπτωση
που ήταν σπανός τότε του έκαιγε τα φρύδια αλλά αν δεν είχε ούτε φρύδια τότε του
έκαιγε τις κωλότριχες. Αν δεν είχε ούτε κωλότριχες ε τότε πια τι να πω…εδώ έχουμε
να κάνουμε με εξαίρεση της εξαίρεσης...της εξαίρεσης…της εξαίρεσης…της εξέρ…
Μέσα στο ασθενικό φως του κουβούκλιου η αποφορά της λαμαρίνας δικαίωνε τα
όνειρα του μοναχικού ναύτη που έμοιαζε στο πρόσωπο τρομαχτικά με τον Κοσκωτά.
Όχι όμως μόνο στο πρόσωπο, το σουλούπι του σαν σύνολο πόνου, το κορμί του που
θύμιζε μονοκόμματο μπακλαβά, σαν λαχταριστή τουλούμπα στον πάγκο του
εικοσιτετράωρου σούπερ μάρκετ, ένα αντίγραφο του πραγματικού γλυκού της
απάτης, ήταν σαν να είχε δραπετεύσει από το Σάλεμ και να έκανε τις διακοπές του
στον Κόλπο. Ο πατέρας του είχε εξιστορήσει τα διαδικαστικά των μελαμψών
ονειρώξεων του Κοσκωτά. Πίστευε πραγματικά πως ήταν αυτός! Ο Χόρνι γελούσε
αλλά με λίγο πίκρα στη χροιά του γέλιου γιατί διαφαινόταν καθαρά πως ο πατέρας το
είχε χάσει. Τρόμαζε στην ιδέα πως ίσως ο πατέρας να ήταν για δέσιμο – να φταίγανε
οι ενέσεις που τους είχε κάνει ο Αμερικάνικος Στρατός; Ιπτάμενοι Κοσκωτάδες
παντού – αυτή ήταν η έμμονη ιδέα του πατέρα. Το μάτι έβλεπε μέσα από τον
πύραυλο Σκουντ και τώρα στην πράσινη οθόνη εμφανιζόταν το κεφάλι του Άραβα
που έτρεχε να ξεφύγει από την πατούσα του γίγαντα, να γλιτώσει από τη λεπίδα του
τεχνοκράτη που χωνόταν μέσα στη γέφυρα της πόλης του. Το Σύνδρομο του Κόλπου,
ήλπιζε, να μην ήταν μυστηριωδώς μεταδοτικό, μπορεί κι εκείνος να άρχιζε να το
χάνει και να βλέπει υπόγεια δίκτυα οργανώσεων και πόλεων κάτω από την κανονική
πόλη, δίπλα από την Αρχαία Αθήνα, κάτω από τη γενέτειρα του που ήξερε και
αγαπούσε. Η ψυχική του υγεία θρυμματιζόταν σθεναρά τώρα κι έτσι στούμπωνε τις
ταχυκαρδίες του με Στολίσναγια και ταμπάκο, ο πατέρας μπροστά από την όαση της
ερήμου της Ας Σαλιμίγια, το καταπράσινο χορτάρι απλωνόταν κάτω από τις
διακυμάνσεις του φωτός που τρυπούσε τα χοντρά τόξα των φοινίκων, φρέσκοι και
ψηλοί, παλιοί σαν πύργοι πτηνών αρχόντων, μπαλώματα και φυλλώματα υπεριωδών
ακτινών που σερνόντουσαν με το πέρασμα των λευκών δαχτύλων προς την
προκυμαία. Τις πολύ παγωμένες νύχτες του Κόλπου το προσωπικού του «Λήμνος»
ξεπόρτιζε με εφηβικές στριγκλιές πίσω από θεόρατες, σιδερένιες πόρτες στην
απόχρωση του μόλυβδου, βαμμένοι με το φούμο των Καταδρομών, τα πρόσωπα τους
να γυαλίζουν σαν να είναι χωρίς μακιγιάζ ή το λάθος επίθεμα επιδερμίδας μπροστά ή
πίσω από το λάγνο μάτι του Καλωδιακού Ενημερωτικού Δικτύου των Η.Π.Α., να
καθρεπτίζονται στο λιμνάζων απόκομμα του φεγγαριού του Φεβρουαρίου που ήταν
σαν πατημένο εισιτήριο για φτηνή, μαζική προβολή πορνό, με τις σαν σάρκινες
αυτόματες καραμπίνες που είχαν όλες στραβή κάννη από την ακινησία και την
υγρασία μέσα στο πλοίο, να ξαπλώνουν σαν εραστές της αιχμηρής απόστασης του
κενού πάνω στο κρυσταλλιασμένο ταρτάν του μπαλκονιού, δίπλα από τις αχνισμένες
ρόδες ενός Γουίζελ και τα πλευρά ενός Σκουντ που έγραφε με χοντρά λευκά
γράμματα μπογιάς από το χέρι ενός λοχία που καταγόταν από το Ο’ Φάλλον του
Μιζούρι: ΣΑΝΤΑΜ ΑΝ ΔΕΝ ΣΕ ΠΕΤΥΧΩ ΕΓΩ ΘΑ ΣΕ ΒΡΕΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ
– ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΜΑΚΟΥΤΛΙ, από κάτω το πηχτό μαύρο της θάλασσας
βογκούσε σαν ετοιμοθάνατο τέρας μέσα σε σπηλιά καθώς το νερό έσκαγε με δύναμη
πάω στα πλευρά του ατσάλινου όγκου, είκοσι μέτρα πιο κάτω, έκλεινε μέσα στην
αγκαλιά του το ρούφηγμα και το τράβηγμα της, τους χτύπους και το τράνταγμα των
φλεβών τους, σημαδεύοντας και με τα δύο μάτια ανοιχτά τις μικροσκοπικές
κουκκίδες – βάρκες που είχαν ξεχαστεί εκεί από τους τοπικούς ψαράδες – που
ελάχιστα χορεύανε μέσα στο αχνό φως, σαν κομμάτια ζαχαρωτών πάνω σε
τσαχπίνικο φρουί ζελέ από έβενο και λάσπη. Ο Κοσκωτάς ήταν ο καλύτερος στο
σημάδι από την μουτζουρωμένη παρέα - μάλιστα είχε δείξει στον πατέρα πώς να
κρατάει την αναπνοή του για να μην επηρεάζει την πορεία του βλήματος. Τα
φοινικόδεντρα έφτιαχναν λαβύρινθους πίσω από την τσιμεντένια αποβάθρα που την
κατεύθυνε το στόμα του ανέμου, την λάξευε, την αποδυνάμωνε κάθε νύχτα πιο πολύ,
την κάλυπτε με χιλιάδες βελόνες από κόκκους άμμου που έφερνε από την έρημο.
Όταν ηχούσε το κουδούνι της επιδρομής, όλοι έτρεχαν με τα ιδρωμένα του σκέλια
και τα παγωμένα του δάχτυλα να τρίβουν τα πρόσωπα τους για να φύγει το μαύρο,
ξανά πίσω βαλμένοι σε υπηρεσίες και οθόνες – η χαρά τους όμως ήταν ανείπωτη
γιατί το έκαναν αυτό για πρώτη φορά και από απόσταση, δεν μύριζαν το αίμα και ο
τρόμος από τον ήχο που κάνει το σπασμένο κόκαλο δεν τους άρπαζε το στομάχι –
πηδούσαν τώρα σαν νεογέννητα κατσίκια πάνω στο σίδερο του κουβουκλίου καθώς
επευφημούσαν για τον Άραβα που έτρεχε πάνω στην οθόνη με τον πράσινο σταυρό,
σχεδόν είχε φτάσει την άκρη της γέφυρας και την γλίτωνε ο μπαγάσας, οι αποχρώσεις
του σμαραγδιού που θαμπώνει από το νερό, το ξύλο και το ατσάλι που καταρρέουν
στη λάσπη της όασης όταν η μύτη του Σκουντ καρφώνεται στο πρώτο μόριο της
κατασκευής – και να που ο μικρός Άραβας τρέχει τώρα με τα πνευμόνια του να μην
χωράνε άλλο μπαρούτι και άλλο αέρα, να προλαβαίνει τη συνέχεια της ζωούλας του
από την άλλη πλευρά του πολέμου, από την αθέατη, ετοιμόρροπη σκηνή του
Θεάτρου που ακόμη εμπεριέχει λίγη ακόμη ζωή, κι εκείνοι να τρελαίνονται από μία
ανόητη χαρά – σαν να βλέπουν αγώνα ράγκμπι – να χειροκροτούν και να ουρλιάζουν
σαν λύκοι, λύκοι χορτάτοι που δεν τους νοιάζει η πείνα γιατί ποτέ δεν την έχουν
νιώσει στο πετσί τους ακόμη, μέσα στο σμαραγδένιο τετράγωνο κουτί της οθόνης –
την γλίτωσε ο μπαγάσας, δεν διαμελίστηκε, θα ζήσει να το πει στην οικογένεια του
και να προσευχηθεί πέντε φορές και να φάει τα ρύζια του για άλλη μία μέρα, να
ταΐσει τις καμήλες του, αν έχει, να καπνίσει το ιερό του χόρτο και να κάνει έρωτα
ξανά με τις πολλές του γυναίκες.
Το βλέμμα μέσα στις φωτογραφίες με γερμένο το κεφάλι ήταν φοβισμένο, σαν τον
αμνό στα μπλε της στολής με τις ρίγες στο γιακά που έφτανε μέχρι πίσω, όλοι της
δικής του σειράς ιδιοφυίες στον τεχνολογικό πόλεμο, οι περισσότεροι γυαλάκιες που
κολλούσαν τα ίδια τους τα μάτια με λευκή ή μαύρη ή καφέ μονωτική ταινία γιατί δεν
υπήρχε χρόνος να φτιάξουν καινούρια μέσα στο πλοίο, στη φωτογραφία του 1991
μοιάζει πολύ μικρότερος από την ηλικία του όντως, είναι ένα πολύ ήρεμο και πράο
αγόρι που όμως έχει πλέον φτάσει τα τριάντα πέντε του χρόνια, η φωνή του είναι
αργόσυρτη και χαμηλή σε ένταση, οι κινήσεις του είναι συγκροτημένες, μαλακές κι
εμπνέουν εμπιστοσύνη στους ανωτέρους του. Χαμογελάει με ένα γνήσιο
Αμερικάνικο χαμόγελο, λεπτό και συγκαταβατικό – ένδειξη πως είχε λείψει πολλά
χρόνια από τη χώρα, χαμένος μέσα σε βάσεις από σκουριά και νεκρό δέρμα, κοντάρια
που έφταναν στον ουρανό των προπόδων της Σάντα Άννα, τεντωμένος σε σημείο που
δεν πήγαινε άλλο, εκπαιδευμένος να αντιδράει πιο γρήγορα απ’ ότι θα μπορούσε να
του είχε ποτέ ζητηθεί, να λύνει εξισώσεις που τις διέκρινε το κοφτερό του μάτι μέσα
σε σύννεφα από την τσαγιέρα δίπλα από το ξύλινο παράθυρο της κοινής κουζίνας
στην βάση του Λος Αλαμίτος που εκεί έβλεπες τα πιο μακρόσυρτα σύννεφα του
κόσμου, σαν ουρές από προϊστορικά, ιπτάμενα αιθέρια πλάσματα.
Η ιστορία του πατέρα ξεκινάει το ’86 όταν η Ελλάδα είχε γίνει πλήρες πλέον μέλος
του ΝΑΤΟ, κάποιος του είχε αναφέρει πως σαν διπλός υπήκοος μπορούσε να κάνει
τη στρατιωτική του θητεία στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ταυτόχρονα θα μπορούσε
να κάνει σπουδές στο στρατιωτικό πανεπιστήμιο δωρεάν. Η μεγάλη του λατρεία από
πάντα ήταν η θάλασσα, εκείνη η μητέρα όλων των αιώνων και των πλασμάτων που
ξεκίνησαν σαν ασήμαντες αμοιβάδες και έβγαλαν τελικά φτερά και διαφέντεψαν τον
παλιό κόσμο. Το δεύτερο αγαπημένο του πράγμα ήταν τα αεροπλάνα οπότε το να
καταταγεί στο Αμερικάνικο Πολεμικό Ναυτικό ήταν μία θαυμάσια ιδέα με πολλές
προοπτικές. Είναι η εποχή που ο ψυχρός πόλεμος ακόμη δεν έχει τελειώσει και τα
πλοκάμια του έχουν αρπάξει την μαζική στρατικοποίηση του Αμερικάνικου Ονείρου
που παραπαίει μέσα στα φλογερά μάτια του Ρίγκαν και των απόνερων του σκανδάλου
Γουότεργκέιτ, μία πληγή γεμάτη βαθύ συντηρητισμό αλλά ταυτόχρονα η κυβέρνηση
αρχίζει να μειώνει τους φόρους και τις κρατικές δαπάνες, οι πλούσιοι γίνονται αισχρά
πλούσιοι και οι φτωχοί ψοφάνε στην άκρη του σπασμένου πεζοδρομίου κάτω από την
ζοφερή κουβέρτα του χιονιού, τα Ριγκανόμικς αποδείχθηκαν Νέμεσις για την
εργατική τάξη, και ξεκίνησε η χειρότερη στασιμότητα στην οικονομία μετά από δύο
δεκαετίες ανάπτυξης. Οι μισθοί είχαν θαφτεί και η φτώχεια είχε αυξηθεί κατά είκοσι
τα εκατό. Βγήκε στην επιφάνεια το σκάνδαλο με τη Νικαράγουα και το Ιράν που
χρηματοδοτούσε κρυφά τους Κόντρας…αλλά να που οι όμηροι στην Τεχεράνη να
πρέπει να ανταλλαχθούν με όπλα. Η Σοβιετική Ένωση είχε αρχίσει να αναπνέει βαριά
και μετά την εισβολή της στο Αφγανιστάν όλα είχαν τελειώσει για το μεγάλο
Κόκκινο Τέρας που είχε τρομάξει δέκα γενιές αφράτων Αμερικανών που τώρα όμως
πέθαιναν στους δρόμους και κάτω από υγρά δέντρα με σκουλήκια μέσα στα μήλα και
στα πνευμόνια τους. Ο Πόλεμος Των Άστρων είχε πάρει να θεριεύει μέσα στα
διογκωμένα Αρειανά κεφάλια των παρακρατικών του Λευκού Σπιτιού που έπιναν το
αίμα του χώματος το οποίο έσταζε από φλέβες ανοιχτές σε όλες τις μεριές του
ορίζοντα. Ο Γκορμπατσόφ δέχτηκε να ξεκινήσει τα εντατικά μαθήματα μπέιζμπολ
που του αναλογούσαν για να μπορέσει να υπογράψει την σύμβαση για τον έλεγχο των
όπλων της ετοιμοθάνατης χώρας του, και η Θάτσερ ξεσκόνιζε τα καλά της ποτηράκια
του τσαγιού για να υποδεχτεί τον αγαπημένο της Πρόεδρο Ρίγκαν ένα θολό και
μελαγχολικό απόγευμα στο καρυδένιο γραφείο της στην Ντάουνινγκ Στριτ για να
μιλήσουν για τις πολύ συγγενικές τους απόψεις για τον κόσμο. Η Αυτοκρατορία του
Καλού έπρεπε να προστατευτεί πάση θυσία με πύραυλους από το διάστημα έστω κι
αν αυτές οι εικόνες που χρειαζόταν για την προπαγάνδα του να προέρχονταν από
κάποια ταινία του Σπίλμπεργκ η του Λούκας. Η Αυτοκρατορία του Κακού, όποια κι
αν ήταν αυτή, έπρεπε να καταστραφεί ακόμα κι αν αυτό έπρεπε να γίνει μέσα από το
φτηνό σελιλόιντ.
Ο πατέρας όμως ποτέ δεν περίμενε πως θα γίνει πραγματικός πόλεμος. Μετά από
δύο χρόνια εκπαίδευσης στο Λος Αλαμίτος πήρε μετάθεση στην Ελληνική Δύναμη
σαν ταγματάρχης κι εκπαιδευτής προσωπικού του Ελληνικού Ναυτικού το οποίο
ήταν κάτω από την φτερούγα του Αμερικάνικου Στόλου της Μεσογείου. Από το
καινούριο αεροπλανοφόρο «Ρούσβελτ» πήρε μετάθεση στη φρεγάτα «Λήμνος» η
οποία είχε σαν αποστολή την υποστήριξη της Αμερικάνικης Αποστολής στο Κουβέιτ
με βοηθητικά πυρά εκ θαλάσσης. Μετά την ειδικότητα του σαν εκπαιδευτής
νεοσυλλέκτων χειριστών Σκουντ αναβαθμίστηκε σε ταγματάρχης ηλεκτρονικών
συστημάτων αεροναυπηγικής. Στην αρχή ήταν πολύ χαλαρά, με τις πρώτες
αποστολές για δοκιμαστικές βολές στην Νορβηγία, μέσα στο μπλε του πάγου του
αρκτικού κύκλου - ένα μυστικό τυλιγμένο μέσα σε μία περγαμηνή από φως που δεν
ήταν ικανός να αποκρυπτογραφήσει τα παλμικά της μηνύματα. Το ’89 σαν μέλος του
έκτου στόλου ήταν η σειρά τους να κάνουν την περιοδεία τους στην Μεσόγειο πάνω
από έναν ήλιο Θεό που τους είχε βοηθήσει όλους στα αυχενικά τους, στους
παράξενους πόνους στη μέση και στα κόκαλα από την υγρασία ίσως, στους
κοφτερούς πονοκεφάλους μετά από ώρες και ώρες προσήλωσης πάνω στα μόνιτορ
και κάτω από τις λαδωμένες κοιλιές των αεροπλάνων.
Ποιος όμως μπορούσε τώρα να αναγνωρίσει τον πατέρα; Μόνο όταν γύρισε από τη
Μεσόγειο ο Χόρνι κατάλαβε πως ίσως ο γέρος να ήταν ένας γνήσιος ήρωας,
τρελαμένος από το αλάτι και τα ηλεκτρονικά όρνια της οθόνης, κανένας τους δεν τον
είχε δει πραγματικά μετά από αυτό το ταξίδι μολονότι το πρόσωπο του βρισκόταν σε
όλα τα νομίσματα των δραστηριοτήτων της οικογενείας, πίσω από κίτρινα και
πολυκαιρισμένα σουπλάν, πάνω στις ετικέτες των απορρυπαντικών που
χρησιμοποιούσε η μητέρα, σε επιδέσμους και τσάπες πίσω από τον πέτρινο φούρνο
στον κήπο που ήταν χτισμένος με βαριές, αρχαίες πέτρες της Φαιστού, κλεμμένες από
τον ίδιο από εκείνο το περιφραγμένο μέρος πριν από τη Μητρόπολη Μεσαράς στην
Κρήτη, μολονότι η προσωπογραφία του με τη στολή και τη σημαία της Ελλάδας
κάτω από εκείνη της Αμερικής, με το λιοντάρι και τον δράκο, τις γαλανές ρίγες που
του έφερναν αναγούλα όταν τις κοιτούσε, περισσότερο κι από το κούνημα των
πλοίων, ήταν όλα εκτεθειμένα για όλους, όλες τις ώρες, παντού, ήξερε πως ήταν όλα
κάλπικα από εικόνες της τηλεόρασης που είχε παρακολουθήσει μικρός πάνω στον
καφέ σαν άλογο καναπέ της οδού Κορδελιού, από φωτογραφίες που είχαν έρθει από
την εποχή του Ουρανού και του Διαστήματος, όταν όλοι οι πατεράδες ήξεραν πως ο
δικός του πατέρας ήταν αυτός που ήταν και ποτέ δεν θα γύριζε πίσω στο γλυκό αγόρι
που χαιρετούσαν οι κυρίες στο φούρνο, είχε αισθανθεί τους φίλους του να το λένε,
όπως κι εκείνοι με τη σειρά τους το είχαν ακούσει κάπου, σε κάποια μελλοντική
παρέλαση σκιών μέσα στα δικά τους μίζερα, σκοτεινά δωμάτια κάπου στο Βύρωνα.
Από παιδί τον είχαν μάθει να πιστεύει πως ο πατέρας ζούσε μέσα σε ένα παλάτι
δύναμης γιατί κάποιος τον είχε τσακώσει να βάζει φωτιά μέσα σε εσοχές μία νύχτα
του Πάσχα, ένας άλλος εξιστορούσε πως είχε δει τα λυπημένα του μάτια, τα
ανύπαρκτα χείλη του, το τρεμάμενο του χέρι που άδραχνε το κενό κάτω από μία
μουριά που δεν είχε ποτέ κλαδευτεί, μέσα από το αμάξωμα ενός δημοτικού οχήματος
καθαριότητος στολισμένο με ιερατικά άμφια της Προεδρικής Φρουράς, γιατί μία
Τετάρτη σαν αυτή εδώ, πριν από πολλά χρόνια, του είχαν υποδείξει τον κουτσό γύφτο
που ήξερε απέξω όλα τα ποιήματα του Νερούδα και του Βαγιέχο και στα έλεγε
υπομονετικά μόνο για ένα χιλιάρικο, τότε, κι εκείνος είχε κάνει νόημα να ανοίξει το
βέβηλο του στεγνό στόμα, με το χέρι μέσα στην τσέπη, έτοιμο να τον χαστουκίσει ή
να τον πληρώσει, κι αυτός είχε σχεδόν ξεχάσει την αναπηρία του και είχε τρέξει μέσα
στο χωμάτινο δειλινό που γέμιζε τα μάτια με σκόνη, με μία χούφτα κέρματα, μία
δίκαιη ανταλλαγή αγαθών για το γύφτικο του, αυτοσχέδιο θίασο που είχε δώσει μόνο
για τον πατέρα, αν και ποτέ δεν τον είχε δει να φανερώνεται μέσα από την πυκνή
μουριά, όχι επειδή δεν ήθελε αλλά γιατί κανένας ζωντανός άνθρωπος δεν τον είχε
πραγματικά «δει» μετά την εποχή του ίνφραρεντ εμετού πάνω στο σμαραγδένιο
μόνιτορ με τον λευκό σταυρό που μπορούσες να κοιτάξεις μέσα στην χαράδρα της
νύχτας και να πετάς πολύ χαμηλά σε κάθε καιρό σαν τον διάβολο, αλλά γνώριζε πως
ένα κομμάτι του πατέρα βρισκόταν ακόμη εδώ, το ήξερε γιατί ο κόσμος δεν ήταν
επίπεδος, η ζωή προχωρούσε αγκαλιά με το μαύρο κουφάρι του θανάτου, τα
ηλεκτρονικά ταχυδρομεία είχαν ξεκινήσει να βράζουν μέσα σε λευκά κουτιά από
σιλικόνη στην ίδια την πεδιάδα που ήταν φτιαγμένη από το ίδιο υλικό, η μπάντα της
Φιλαρμονικής Αθηνών είχε όλη συνταξιοδοτηθεί πλέον και τα σαχλά της ταγκό και οι
βαρετές της πόλκες είχαν πάψει να ηχούν έξω από τα ανοιχτά παράθυρα τις Κυριακές
κάτω από τις σκονισμένες νεραντζιές και τα χλωμά φανάρια της πλατείας
Προσκόπων κι άλλοι απελπισμένοι πρώην ψάλτες ή παρατρεχάμενοι, ηλικιωμένοι
μουσικάντηδες έπαιρναν τη θέση των ήδη πεθαμένων προκατόχων τους μόνο και
μόνο από ανάγκη για συνέχεια.
Μετά από την εξαντλητική περιοδεία στη Μεσόγειο ο πατέρας είχε επισήμως
αναλάβει το εργαστήριο του τμήματος του, με πέντε άτομα προσωπικό που κανείς
δεν ήταν μόνιμος (μία μοίρα που θα την ενστερνιζόταν και ο γιος του με την κατάρα
των Πρακτικάριων) αλλά έδιναν το βοηθητικό τους παρών όταν υπήρχαν κονδύλια
για καύσιμα και κενές θέσεις μέσα στα αεροπλάνα. Ο πατέρας ήταν υπεύθυνος για τις
επιδιορθώσεις μέσα στο τμήμα. Γυρίσανε πάλι πίσω στην Αμερική για τις πιο
σοβαρές επισκευές σε μία ευθυγράμμιση της καθημερινότητας των χιλιάδων
στρατιωτών της ναυτικής βάσης της Νέας Ορλεάνης στη Λουιζιάνα. Όταν το πλοίο
βρισκόταν αραγμένο εκείνος επιτέλους αισθανόταν πως είχε μία φυσιολογική δουλειά
σαν δημόσιος υπάλληλος κάποιου σιδερένιου κράτους που πλέει γαλήνιο πάνω στο
νερό, πληρωνόταν έναν καλό μισθό, είχε αυτοκίνητο και διαμέρισμα, πράγματα απλά
και αναγκαία για να ζήσει κανείς αξιοπρεπώς. Το ωράριο ήταν κανονικό, πήγαινε
στις οχτώ κι έφευγε στις τέσσερις. Μετά το Ιράκ εισέβαλε στο Κουβέιτ κι όλα
γαμήθηκαν.
Τον Αύγουστο του ’90, τέσσερις μέρες μετά την εισβολή ο ΟΗΕ εξέδωσε ένα
σκληρό ανακοινωθέν λέγοντας πως απαιτούσε την άμεση και άνευ όρων αποχώρηση
των Ιρακινών στρατευμάτων από τα κατεχόμενα εδάφη. Και τότε ήταν πάλι που ο
πατέρας, όπως τα τελευταία χρόνια, όταν από μέσα σου είχαν σταματήσει να
ακούγονται ανθρώπινοι θόρυβοι, αλλά ούτε και αιθέριες φωνές από πουλιά, και οι
πύλες από ατσάλι και κάρβουνο είχαν σφαλίσει μια για πάντα, ήξερε πως κάποιος
βρισκόταν μέσα στο δακρυσμένο κτίριο του σώματος του πατέρα, γιατί τη νύχτα
φαινόντουσαν τα φώτα μέσα στα μάτια του που έμοιαζαν με φώτα καραβιών όταν
βρισκόταν το κεφάλι του μπροστά από μία εικόνα της θάλασσας, κι όσοι τόλμησαν
να πάνε κοντά στο πρόσωπο εκείνο, ίσως μόνο η μητέρα που ήταν η πιο γενναία,
αφουγκραζόντουσαν έναν ορυμαγδό από πυραύλους και φυσήματα σκάρτου
καυσίμου πίσω από τεράστιους και ψηλούς τοίχους από σάρκα κι ένα μεσημέρι του
Μαρτίου είχε δει ένα σκυλί να κοιτάει τον λευκό ουρανό από το μπαλκόνι του
πατέρα, και σκέψου, ένας αδέσποτο σκυλί στο μπαλκόνι του με μπαταρισμένο δέρμα,
πόσο γελοίο και ντροπιαστικό, τι άθλια χώρα να ζεις, αλλά έγιναν τόσες προβλέψεις
για το πώς βρέθηκε εκεί το σκυλί, αφού όλος ο κόσμος γνώριζε πως τα κουτσά
σκυλιά δεν μπορούσαν να πηδήξουν δέκα μέτρα και να αράξουν σε μπαλκόνια σαν
πρίγκιπες του σκότους, κι ακόμα πιο πολύ εκείνα τα πιο απομακρυσμένα θεάματα
πίσω από το φως που τον θάμπωνε, που στο τέλος δεν ήξερε αν τελικά είχε δει το
σκύλο στ’ αλήθεια ή απλώς το είχε ονειρευτεί σαν την ψυχή του ίδιου του πατέρα.
Πλέον κανείς δεν είχε φανεί κοντά σ’ εκείνο το μέρος της απώλειας, ούτε θα
ξαναφαινόταν μέχρι το χάραμα του περασμένου Δεκέμβρη, τότε που άρχισαν να
φτάνουν πάλι τα πρώτα αρπακτικά της θύμησης, πάνω από την μαρκίζα του
πολυκαταστήματος, όπου φώλιαζαν από πάντοτε, έφτασαν αμέσως κι άλλα από μέσα
όμως αυτή τη φορά, πάνω στο κεφάλι του Χόρνι, σαν πονοκέφαλος, σαν μάτι. Ήρθαν
σε στάδια, σαν κύματα από τη γραμμή μίας σειράς από διασπάσεις άλφα, μία
θάλασσα από ρινίσματα υαλομορφών, εκεί που κάποτε ήταν το έδαφος, το πλακάκι,
πετούσαν κάθε μέρα πολύ βαριεστημένα, σε κύκλους που δημιουργεί το μάτι, ο
οφθαλμός που είναι η εικόνα του κόσμου του καταστήματος και όλες οι αποχρώσεις
μέσα του είναι χωρισμένες σε ομόκεντρους κύκλους, ο αισθητήρας αντιστοιχεί στο
δάσος που περιβάλλει το εσωτερικό του από παντού· μία άλλη απόχρωση είναι η
ενδοχώρα που περιβάλλεται από τους φτωχούς ή που βρίσκεται ανάμεσα από το
κύκλωμα και τον καθρέπτη του αισθητήρα· μία τρίτη βρίσκεται στη μεσαία περιοχή:
είναι η Ιερουσαλήμ του εμπορίου, το κέντρο και η ψυχή του. Αλλά υπάρχει και μία
τέταρτη απόχρωση, η κίνηση του οφθαλμού που είναι ο ίδιος ο Θεός – το κέντρο
όλων των πραγμάτων, και διαμέσου αυτής είναι δυνατή η όψη ολόκληρου του
κόσμου.
Είχε ήδη ξεκινήσει το εμπορικό εμπάργκο στο Ιράκ και μία συσσωρευμένη κίνηση
στρατιωτικών δυνάμεων μαζευόταν στη Μέση Ανατολή η οποία θα διαρκούσε έξι
αργόσυρτους μήνες. Στην αρχή ο πατέρας δεν είχε αναλογισθεί πως κάτι τέτοιο θα
μπορούσε να έχει άμεση σχέση με αυτούς, αλλά καθώς η όλη επιχείρηση
γιγαντωνόταν διαφαινόταν πως κάτι θα συνέβαινε και μάλιστα σύντομα. Αυτό όμως
δεν τους είχε εξοστρακίσει από την ρουτίνα τους – η επόμενη περιπολία θα ξεκινούσε
τον Γενάρη του ’91. Εκείνη τη φορά θα έκαναν πρωτοχρονιά στο πλοίο σαν
θαλασσινά παιδιά που περίμεναν έναν μπασταρδεμένο, κόκκινο Ποσειδώνα της κόκα
κόλα – η τρίαινα είχε χαθεί από τα χέρια του πια και δεν έμοιαζε καθόλου οργισμένος
με εκείνα τα παιδιά που είχαν στο βλέμμα τους την απάθεια και καμία αδημονία για
μία δική τους Ιθάκη - να τους φέρει τα αλμυρά του, πικρόγλυκα δώρα.
Πάνω από το κτίσμα της αόρατης εξουσίας, ένα πριγκιπικό φτέρωμα από νέφη και
μία αιματοβαμμένη ραχοκοκαλιά έδινε σιωπηλά τη διαταγή να αρχίσει το
κομμάτιασμα των παραθύρων, εκείνος ο αέρας των αποθανόντων ελπίδων για κάτι το
στιβαρό ή σταθερό, το πισωγύρισμα των όρνιων από εκείνα τα τζάμια, που μόνο σε
κτίσμα στοιχειωμένο από φαντάσματα του πολέμου θα μπορούσε να βρει κανείς.
Κάτω στην ξηρά, όταν πλέον όλοι είχαν προσευχηθεί για την ομαλότητα των
επιχειρήσεων, το πεζικό μέσα στο καυτό τηγάνι της ερήμου, μέσα στα άδυτα ενός
περασμένου βασιλείου, έψαχναν για το πτώμα που το είχαν στιγματίσει οι μύγες, το
ίσιο χέρι της γυναίκας που βαστούσε το σκήπτρο, χόρτα και ζιζάνια φύτρωναν εκεί,
μέσα στον βυθό από άμμο, κυρίως μέσα στις εσοχές ανάμεσα των γλουτών, και το
μουνί της ήταν υποβασταζόμενο από επιδέσμους που συνωστίζονταν τα παράσιτα του
Ιρακινού στρατού, ένα πρησμένο μέλος που ήταν το μόνο που είχε μείνει όρθιο,
προτού καν ξεκινήσουν οι βομβαρδισμοί, παρόλο που ήταν μεγάλο σαν πλευρό
βοδιού, αλλά ούτε και τότε είχε τολμήσει ο πατέρας να πιστέψει τον θάνατο της, γιατί
ήταν η δεύτερη φορά που την έβρισκαν νεκρή, μέσα στην έρημο, μονάχη και ντυμένη
μόνο τον άνεμο.
Καθώς το «Λήμνος» ταξίδευε προς τον Περσικό Κόλπο - οι μάντισσες το είχαν
προείπει μέσα στις προφητικές τους λίμνες πως θα έγκειτο μία καταστροφή - οι
διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Ιράκ και τον υπόλοιπο κόσμο ναυαγούσαν
πανηγυρικά. Ο πατέρας αισθανόταν την παγωνιά μέσα στις καμπίνες που έσταζαν
τρόμο για κάτι το επικείμενο, επικρατούσε μία τρανταχτή αλλά ταυτόχρονα σιωπηλή
περισυλλογή μέσα σε όλα τα πράγματα και τα καρκινογόνα βάμματα των λαμαρινών,
όλο το προσωπικό ήταν ολιγομίλητο και υποψιασμένο από ψιθύρους και χτύπους
βημάτων. Υπήρχαν ακόμα και στις τάξεις των τεχνικά καταρτισμένων τα πιο ακραία
στοιχεία που σιγοτραγουδούσαν από πριν την μελωδία του πολέμου, προβάριζαν τις
πιέσεις των δαχτύλων τους πάνω στις σκανδάλες, συλλάβιζαν απαγορευμένες λέξεις
που μόνο στο άκουσμα τους ντρεπόσουν που είχες γεννηθεί άνθρωπος. Ευτυχώς
όμως μιλάμε για ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληρώματος. Ο πατέρας ήθελε να
βλέπει τον εαυτό του και τους συναδέλφους του σαν επαγγελματίες, σαν εκείνους που
κυκλοφορούν σε μία πολυάσχολη πόλη μία ηλιόλουστη Δευτέρα και αδημονούσαν
για κάτι το πολύ απλό όπως ένα τσιγάρο ή ένα πιάτο με ζεστό φαγητό ή λίγο
κλεμμένο ύπνο του μεσημεριού. Ήταν όλοι τους υδραυλικοί, μηχανικοί, δικηγόροι,
χασάπηδες, ηλεκτρολόγοι, συμβολαιογράφοι, ταξιτζήδες. Κανείς δεν είχε σκοτώσει
ποτέ, δεν είχαν καν εκπαιδευτεί να αφαιρούν ζωές, εκείνοι δεν ήταν όπως τις Ειδικές
Δυνάμεις που μαθαίνουν πώς να πυροβολούν ή να μαχαιρώνουν ένα κορμί μέχρι
θανάτου.
Την πρώτη φορά που βρήκε ξανά μπροστά του τη μορφή του πατέρα του, στην
αρχή της θητείας του σαν υπάλληλος του Μούλτιτσάμπα, η Διοίκηση ήταν ακόμη
πολύ ζωηρή σε θέματα προώθησης και υγιούς ανταγωνισμού, ώστε εκείνος να
αισθάνεται την απειλή μέσα στα κόκαλα του ακόμα και την μοναξιά του σταθμού
εργασίας του και, παρ’ όλα αυτά, εργαζόταν και απέδιδε λες κι επρόκειτο να μην
γεράσει ποτέ, να μην πονέσουν ποτέ οι σύνδεσμοι των κλειδώσεων του, αν και το
πρώτο του κατάστημα δεν έμοιαζε καθόλου με κτίσμα εξουσίας των φτωχών, αλλά
μία εμποροπανήγυρη που έπρεπε κανείς να ανοίγει το δρόμο του μέσα από μοδάτες
νοικοκυρές, βλαμμένους παρατρεχάμενους έφηβους καριερίστες ετικετών
υπολογιστών, χαζεμένους πελάτες που δεν αγόραζαν ποτέ τίποτα, ξυπόλητες
θεότητες της μικρότητας που ξεφόρτωναν τα ειδεχθή τους φορτία στους διαδρόμους
που εκείνος πατούσε με τα ευλογημένα του, διανοούμενα πόδια, περνώντας ανάμεσα
από κυράτσες με πεινασμένα για ξύλο ανίψια που γλυκοκοιτάζανε τις συσκευασίες
των Λέγκο περιμένοντας το θαύμα της δωροεπιταγής που ποτέ δεν ερχόταν, ήταν
αναγκασμένος να πηδάει πάνω από ποταμάκια εταιρικού εμετού και ευσπλαχνίας του
ενός λεπτού από τις βρωμόστομες πυραμιδικές παλλακίδες με τα φορητά έντομα πίσω
στις πλάτες τους, να ουρλιάζουν λέξεις που σχημάτιζαν νούμερα πάνω στα ράφια κι
άλλαζαν τις διακοσμήσεις των προϊόντων κάθε δύο ημέρες κι έφερναν φρέσκιες
συντεταγμένες προώθησης και τραγουδούσαν άσματα για απατηλά κέρδη με το
ρυθμό που βαρούσαν τα μυαλά τους πάνω στα ξερά κάγκελα των ψευδοροφών μέσα
στην φασαρία των κουρασμένων πελατών που έβρισκαν κότες με χρυσά αυγά μέσα
σε πλαστικές πλέξεις και πόρνες να ανταλλάσουν γνώμες με φαντάρους μέσα στις
τουαλέτες και την Αγία των Φωριαμών και φωνές από πλαστικά πουλιά και καβγάδες
παρκαδόρων, γιατί κανείς δεν ήξερε ποτέ ποιος ήταν ποιος και εκ μέρους ποιου σε
εκείνο το μέρος της όρθιας μιζέριας, όπου βασίλευε το παράδοξο κενό του χρήματος
ώστε ήταν δυνατόν να καταστραφεί ακόμα και με το φύσημα ενός
καλοσχηματισμένου στόματος.
Και να που το πιάτο με το κρύο, χθεσινό ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.ΚΑ.Α του Κουρήτη
έρχεται μέσα στα ασθενικά χέρια του Πρακτικάριου Πίτσα και να που του θυμίζει την
παλιά, καλή διαδικασία της προετοιμασία του διάσημου ροφήματος που έχει μείνει
στην ιστορία του άντεργκράουντ σαν κάτι το πολύ ασήμαντο-σημαντικό,
θαυματουργό και υπερβολικά ιδεώδες.
Μέσα από μία ξύλινη πόρτα βαμμένη πορτοκαλί, από τη μυστική καταπακτή,
σκάει η ανάμνηση, όταν ήταν ακόμα στο κεντρικό κατάστημα και όχι μέσα σε εκείνο
το φωτοτυπείο της στοάς. Η ρουτίνα: βάζεις στην πρίζα την καφετιέρα που την είχε
αγοράσει η administrator από τον Κωτσόβολο το περασμένο καλοκαίρι που όλοι οι
εθισμένοι είχαν βάλει ο καθένας 5 ευρώ αλλά όχι όλοι...δεν θυμάσαι τώρα ακριβώς
ποιος και τι...Βράζεις τους χοχλιούς μέσα στην καφετιέρα, βγάζεις την ψίχα μέσα από
το καβούκι προσεχτικά με το στραβό, ειδικό πιρούνι, φτιάχνεις φρέσκια
πορτοκαλάδα. Παίρνεις αλεύρι από το ντουλάπι με τα σουίφερ, κάνεις ένα μίγμα με
αυγό, χοχλιό, γάλα και το πετάς όπως είναι μέσα στην καφετιέρα ξανά. Φυσάς τις
μύξες σου σε μία χαρτόκουτα, αρκετά λεπτή έτσι ώστε να μην ερεθιστούν τα ήδη
κόκκινα, συγκαμένα ρουθούνια σου που είναι ήδη γεμάτα με ευρυαγγεία. Τέλεια.
Κάπως έτσι θα ίσιωνα όλα εκείνα τα πληγιασμένα από το άγχος έντερα της
Αθήνας...Λίγο βιτάμ, βγάζεις κι άλλους χοχλιούς (να επιτέλους που χρησιμεύει το
μακρύ νυχάκι στο μικρό δάχτυλο του χεριού – εκτός από το να ξύνεις το αυτί σου),
τους κόβεις στη μέση. Όταν το βιτάμ μέσα στην καφετιέρα αρχίσει να βγάζει
φουσκάλες, ρίχνεις μέσα τα κομμάτια των σαλιγκαριών. Ανάβεις στο τέρμα την
καφετιέρα, μπαμ, θα μας τινάξει όλους καμιά μέρα αυτός εδώ ο σκερβελές, χε, χε,
μάλιστα. Πετάς, πάνω στο ειδικά μεταμοσχευμένο μάτι που πλέον αντιπροσωπεύει
κάτι σαν ψησταριά, ολόκληρα σώματα χοχλιών. Βρίσκεις τη σαντιγί...Μπουκάρει
μέσα στην κουζίνα ο Πίτσας με την πορτοκαλί του κάπα που από πίσω έχει φυσικά το
σήμα του Μούλτιτσάμπα που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν άνθρωπο που
τεντώνεται για να πιάσει κάτι από ένα ράφι, γλιστράει πάνω σ' ένα γλοιώδες καβούκι
στο πάτωμα και σωριάζεται με τον κώλο στο γεμάτο με μυξόχαρτα πάτωμα.
«Είμαι όρκα» μουρμουρίζει. «Εκείνοι στο Πλαίσιο μπορούν να πουλήσουν ακόμη
και...φάλαινα. Τι είδα σήμερα το πρωί;».
«Εκείνο το Κουνταμπάφερ;».
«Ναι...εκείνο το υποκείμενο...εκείνο το γεροντίστικο καπέλο».
«Το είδα από το μόνιτορ της κάμερας της αποθήκης. Πριν από δέκα λεπτάκια. Μου
φάνηκε κάπως περίεργος. Δεν είδα τίποτα να σουφρώνει. Μάλλον θα έγινε κάποιο
σφάλμα και η αρνητική πώληση κάπου θα κόλλησε...έμεινε στο αρχείο...η απλά το
έχουν βελτιώσει ακόμη πιο πολύ».
«Χμμμ...δέκα;». Κοιτάει το χοντρό του ρολόι.
«Περίπου». Ο Πίτσας σωριάζεται στον καναπέ, και προσπαθεί να τινάξει από το
παντελόνι του ένα καβούκι που έχει λιώσει κι έχει κολλήσει εκεί. Ο Χόρνι πηγαίνει
μέχρι τον υπολογιστή και προσπαθεί να συντάξει ένα ηλεκτρονικό ταχυδρομείο προς
τη Μαγούλα. Πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο ώρες μέχρι να του απαντήσει
κάποιος, αλλά ξέρει πως δεν θα πάψει να πιστεύει στην παρολίγον Απόλυτη Κλεψιά
που μόλις έγινε μάρτυρας. Ο ίδιος ο Χριστούλης το σταμάτησε, σαν χοχλιός που
λιώνει κάτω από το τακούνι του. Το μήνυμα που έρχεται γράφει: ναι το είδαμε κι
εμείς, χμ, χμ, χμ. Αυτό τώρα μπορεί και να του χαλάσει την όρεξη για πωλήσεις.
«Το έχασαν μετά από την αρνητική πώληση. Το αποκαλούν πρόωρη Κλεψιά.
Αφήνει πίσω τα προϊόντα. Δεν ολοκληρώνει. Δεν βγαίνει από την Έξοδο».
«Καλά μη σκας βρε όρκα μου», λέει ο Πίτσας, που πάλι σέρνει το κουφάρι του
προς τον διαλυμένο ψύκτη που έχει πιάσει γκαζόν από τη βρώμα.
«Θα στείλουν κι άλλους». Σωστός ο Πίτσας. Πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από
τους άλλους πρακτικάριους. Ο Χόρνι, για μερικά λεπτά, περιμένοντας να στείλει
πίσω στη Μαγούλα, σκεφτόταν ο Κλέφτης πέρασε, το ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.ΚΑ.Α. σώθηκε,
αλλά φυσικά αυτό δεν είναι μόνιμο. Σωστά; Όντως θα στείλουν κι άλλους και ο
καθένας έχει τις ίδιες πιθανότητες να σου χαλάσει τις ημερήσιες πωλήσεις και...μη
χειρότερα...να αρχίσει να κλέβει τους ίδιους του πελάτες ή τους ίδιους τους πωλητές
μας. Κανείς όμως, και στα δύο μέρη του «μετώπου», δεν γνωρίζει πόσους ακόμα θα
στείλουν. Τι θα πρέπει να γίνει λοιπόν; Να σταματήσουμε να πουλάμε προϊόντα και
τα υποπροϊόντα τους; Να παραιτηθούμε; Να χάσουμε τις δουλειές μας; Ο Γκόμεζ
στέκει στον σταθμό εργασίας του, κρατώντας έναν από τους μεγαλύτερους χοχλιούς
του Κουρήτη έτσι που είναι σαν να κρέμεται από το ιδρωμένο του τζιν παντελόνι –
και, τρίβοντας με το άλλο του χέρι το καμπυλωτό του, πράσινο καβούκι,
σιγομουρμουρίζει και υποδέχεται αυτό το πρωινό μ' ένα παλιό τραγουδάκι με τον
ευφάνταστο τίτλο Ο Σκουπιδάρης από Χόρνιπς (μπουμ μπουμ μπουμ...δεν είναι
δυνατόν να χάσω με το σταφ που παίρνω!). Πριν προφτάσει να τραγουδήσει και τη
πρώτη στροφή – μιας και ξεκίνησε απ' τη δεύτερη - ο χαρούμενος Νόντας δέχεται ένα
ξεγυρισμένο ΝΤΟΥ από κλωτσιές και φάπες, ακόμη και με το ίδιο του το τεράστιο
καβούκι, από τον Ντελούξ Μανιόρο, τον Μαρούλη και τον Μοζ τον Χοντρό, μεταξύ
πολλών άλλων. Στην κουζίνα των υπαλλήλων, απαγορευμένα σακουλάκια με σούπερ
απαγορευμένα πικάντικα συστατικά σιροπιού κατηφορίζουν δήθεν αδιάφορα μέσα
στο σκεύος της καφετιέρας του Κουρήτη, και σύντομα αρχίζουν να σιγοβράζουν. Ο
καφές με τη μαρμελάδα μόλις έφτασε από τα Σταρ Μπακς. Πάνω σ' ένα σταντ με
παιδικά καπελάκια για το καλοκαίρι που ο Ντελούξ Μανιόρο έσπασε με τόλμη σε μία
απογευματινή επίθεση μυστικών υπαλλήλων του Πλαισίου, και που πάνω της υπάρχει
ακόμα η στάμπα με το αίμα του και που εντελώς τυχαία έχει σχηματίσει τη γελαστή
φατσούλα της κονκάρδας του Κομίντιαν, ο Ριφ Ραφ ψιλοκόβει γυμνά σώματα
χοχλιών με τον ελβετικό του σουγιά, από δίπλα του ο νευρικός Κουρήτης ανακατεύει
το μίγμα και το κάνει ζύμη για κρέπα, τόσο αφράτη λόγω της παιδικής, μη τοξικής
πλαστελίνης (το μυστικό συστατικό που κανείς δεν ξέρει), ουσία που τελευταία είναι
τρομερά δυσεύρετη, την οποία ο Γκόμεζ αντάλλαξε μ' ένα ίσο αριθμό από πακέτα
σπάνιων Πανίνι από έναν προδότη του Κωτσόβολου, και με το άλλο χέρι ανακατεύει
τη σοκολάτα, όχι με ιδιαίτερη σπιρτάδα θα έλεγε κανείς, ενώ ο κατσουφιασμένος
Νόντας, πίνοντας συνέχεια γερές δόσεις από ένα μπουκάλι Ρεντ Μπουλ
μπασταρδεμένο με καφέ, βότκα και κάτι άλλο απροσδιόριστο, προσέχει να μην καούν
οι χοχλιοί στο τιγκαρισμένο με λάδι τηγάνι-καφετέρια. Κοντά στην τουαλέτα των
ανδρών, ο Μαρούλης και ο Καλατράβας Τζέι Αρ στέκονται σιμά σ' ένα
πολυουραιθανιακό ομοίωμα-έκτρωμα της Πάρνηθας, που κάποιος φανατικός
υπάλληλος-σκιέρ εργάστηκε πολύ καιρό για να το κατασκευάσει, μετρώντας και
κόβοντας ξεραμένο αφρό, πριν πάρει χαμπάρι πως ήταν αδύνατον να το μεταφέρει
στο πολυκατάστημα, έτσι το έκοψε και το ξανακόλλησε με τσίχλες Μπιγκ Μπάμπολ,
και χτυπάνε τα πλευρά του περίφημου βουνού, με κάτι γρανιτοθερμούς γεμάτους με
πάγο από κόλλα Ούχου και πιπέρι, με σκοπό να φτιάξουν παγάκια από πικάντικο
Ούχουπέπερ για τα διάσημα εσπρέσο χοχλιού του Κουρήτη. Αχτένιστοι, αξύριστοι, με
αρχιδοσακούλες κάτω από τα μάτια και ανάσες που μαρτυρούν χαλασμένα δόντια και
στομάχια, ο Μαρούλης και ο Καλατράβας Τζέι Αρ είναι οι ανθρώπινες ρόδες που
κινούν εκείνο το σαχλό βουνό. Αλλού μέσα στο πολυκατάστημα, άλλοι συνάδελφοι
στη βαρεμάρα ξεσκεπάζονται από πορτοκαλί κάπες (κάποιος προσπαθεί να
σκουπιστεί με τη δική του νομίζοντας πως κανείς δεν τον βλέπει), κατουράνε σε
γωνίες γεμάτες με φελιζόλ και πορτοκαλί παλέτες, κοιτάζονται με απαξίωση μέσα σε
οθόνες κινητών, ρίχνουν πράσινο τσάι, καφέ και νερό πάνω σε καράφλες, βάζουν με
κόπο τα εταιρικά τους κορδόνια (ο ζυγός που κανείς δεν γλιτώνει), αλείφουν
μουστάκια με λιποζάν, με χέρια που έχουν ήδη μάθει τη διαδικασία αυτόματα,
τραγουδάνε μελωδίες από ποπ, εφήμερα άσματα που τους στίχους δεν ξέρουν
ακριβώς, κουρνιάζουν κάτω από κλιματιστικά με την ψευδαίσθηση πως θα
ζεσταθούν, αρχίζουν σιγά, σιγά να μιλάνε για τις διαδικτυακές παραγγελίες που
πρέπει να βρουν σε λιγότερο από μία ώρα, σαπουνίζουν μασχάλες, χασμουριούνται,
σκαλίζουν αυτιά και μύτες, ψάχνουν φωριαμούς για κάποιο στοιχείο του περάσματος
της Μαϊμού του Λέινγκ, κάποιου, ίσως, μη εξαρτημένου ψυχωτικού συμβάντος, το
οποίο τους κόστισε μία πληγή στο δάχτυλο. Τώρα, ανάμεσα σ' όλα τα τμήματα,
παίρνοντας τη θέση του φρεσκοσφουγγαρισμένου πατώματος με το προπέρσινο νερό
της σφουγγαρίστρας των υπαλλήλων καθαριότητος, της ιδρωτίλας και της αποφοράς
της κακής ψυχολογίας ενός ακόμα δεκαώρου, αναπτύσσεται η αρχέγονη μυρουδιά
του ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.ΚΑ.Α.: περίπλοκη, ντροπαλή, μυτερή, εκφυλιστική, δημοφιλής,
τέλεια και συγκλονιστική, πιο πολύ κι απ' το πολυπόθητο ηλιόφως, μετουσιώνει τα
πάντα, κατακλύζει όλες τις πλευρές, όχι τόσο λόγω κάποιας έντονης προσωπικότητας
ή ξεδιαντροπιάς, όσο λόγω της θαυμάσια παραποιημένης χημικής της δομής, και
ασπάζεται με όλους το μυστικό του αλχημιστή, σύμφωνα με το οποίο – αν και δεν
είναι τόσο συχνό φαινόμενο να λέει κανείς στην Βαρεμάρα και στον Φόβο του
Κουνταμπάφερ να πάει να...μουμιοποιηθεί και να φάει γυφτάκια – οι μεταλλαγμένες
μοριακές συνδέσεις αποκαλύπτονται αρκετά λαβυρινθικές ώστε να μη διατηρούν
καμία ανθρώπινη όψη για τριάντα γενεές...έτσι η ίδια η επίταξη μέσω της διασποράς
επιτρέπει στο λεπτό άρωμα του χοχλιού αυτό το πρωινό του Πολέμου των
Πολυκαταστημάτων να σέρνεται σαν ερπετό, να στριφογυρνάει και τελικά να
βασιλεύει. Υπάρχει άραγε κάποια δικαιολογία στο να μην ανοίξεις όλα τα
κλιματιστικά στο τέρμα και ν' αφήσεις εκείνη την οσμή να μεθύσει όλους τους
οδηγούς πάνω στη Σταδίου; Έτσι, σαν γητειά, ενάντια στους τέλειους πωλητές που
κλέβουν...σαν τα Σκάνερ του Κ...αλλά χωρίς να κάνουν...εμ...ΜΠΟΥΜ! Απλά
κλέβουν, σουφρώνουν, γεμίζουν απύθμενες τσέπες...γαμάνε τον τζίρο! Μ' ένα
τρεμούλιασμα από ξεβιδωμένα σκαμπό, γυρισμένες κούτες γεμάτες με βιβλία, κούτες
από γκρίζο πλαστικό, ο όχλος του Κουρήτη μαζεύεται στην αμμουδιά από
μυξομάντιλα του μεγάλου, μαύρου τραπεζιού της κουζίνας, το οποίο θυμίζει
ηφαιστειογενές τοπίο, μία ή δύο ηπείρους μακριά απ' τις τροπικές ονειρώξεις του
Γεωργίου Πίσσα, γεμισμένο μέχρι πάνω στις ρουφήχτρες των υποχθόνιων εβένινων
νερών του από κόντρα πλακέ ψευδαίσθηση του ΙΚΕΑ με στραπατσάδα χοχλιού,
πίτσα χοχλιού, χοχλιούς στιφάδο, πουρέ χοχλιού μέσα σε φόρμα κέικ με το σήμα της
Ελληνικής Σημαίας του 1821, χτυπημένος μαζί με ζύμη και αυγό για να γίνουν
κρέπα, διοχετευμένες μέσα από σωλήνες κατά μήκος των λαχταριστών κορφών φρουί
ζελέ έτσι που σχηματίζουν τη φράση Τέλεις Τούμπλιτ Τέλεις Μούλτιτσάμπα, που ο
Κουρήτης πλέον έχει ενστερνιστεί σαν το κυρίως απόφθεγμα του...μεγάλα δοχεία
θερμός με σιρόπι χοχλιού που θα χυθεί μέσα σε καφέδες για έξτρα απαλότητα, ένα
τεράστιο πιάτο με κομμένα σχήματα σάρκας χοχλιού τα οποία ωριμάζουν εκεί από
πέρσι το καλοκαίρι μαζί με ταχίνι, βερύκοκα, μανιτάρια, από τα οποία, αυτό το κρύο
βράδυ, κάποιος σκάβει με την κούπα του που έχει πάνω τη φάτσα του Γουίνι,
αφρώδες πικλόμελο από χοχλιό...τοστ χοχλιού και κεμπάπ χοχλιού για τους πιο
μερακλήδες, δημητριακά χοχλιού, χοχλιδόψωμο, κρεμ μπρουλέ χοχλιού ανακατεμένο
με κονιάκ Μεταξάς τριών αστέρων, το οποίο ο Χόρνι το βρήκε πίσω από κάτι κούτες
με απαρχαιωμένα ανεμιστηράκια μασχάλης στην αποθήκη...Ο ήχος που κάνει ο
υπολογιστής όταν δέχεται το νέο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο διασχίζει πολύ γρήγορα
το δωμάτιο, τα πρησμένα μηνίγγια απ' το χθεσινοβραδυνό πιόμα, την αηδία, τον
θόρυβο των πιρουνιών, τις ασήμαντες κουβέντες, τα χαζούλικα αστειάκια, σαν
ξεκουρδισμένη μεταλλική πατημασιά, και ο Χόρνι ξέρει πως πρέπει να είναι γι'
αυτόν. Ο Ριφ Ραφ, σαν ο πιο κοντινός, κοιτάει την οθόνη, ενώ κάνει μία κωλοτούμπα
πάνω από κάτι χολχιούς τιραμισού. Ο Κουρήτης σερβίρεται μία τελευταία κούπα από
μπύρα χοχλιού, το αισθάνεται να κυλάει στο λαιμό του σαν να ήταν θεϊκή αποκάλυψη
μέσα σε θερινή μεταμόσχευση, καταπίνει.
«Η όρκα το αφεντικό σου».
«Αχ...αυτό είναι ξεδιάντροπο», μουρμουρίζει ο Κουρήτης, «ακόμα δεν έχω κάνει
την πρωινή μου διατασούλα».
Η γραμματοσειρά, την οποία κι έχει ξαναδεί μόνο μία φορά – πέρσι σε μία
εκπαίδευση, με κόκκινα χέρια και πρόσωπο, άγνωστος μεταξύ άλλων είκοσι υπο-
προϊσταμένων – υποδεικνύει τώρα στον Κουρήτη πως υπάρχει ένα μυστικό μέμε γι'
αυτόν και τον περιμένει στο συγκεκριμένο λινκ που επισυνάπτεται...
«Χμμμ...κατέφθασε με πολύ μαγικό...ύπουλο...ύπουλο» λέει η Γραμματοσειρά,
νευριασμένη και θυμωμένη, «κανένας απ' τους δικούς μου μπαφούνους δεν είναι
τόσο ξύπνιος. Τα δικά μας μέμε έρχονται με κωδικό...πρέπει να το ανοίξεις
σήμερα...είναι ήδη σκαναρισμένο για ιούς».
Το μήνυμα τελειώνει και τώρα ο Κουρήτης γνωρίζει που έκλεψε εκείνο το
Κουνταμπάφερ. Πάντως το μήνυμα ήρθε. Γυρίζει το κεφάλι του μέσα στο χλωμό
πορτοκαλί φως, προς το τραπέζι και τους υπόλοιπους ηλίθιους, που κάνουν
βαρελάκια μέσα σε βουνά από χοχλιούς, ηδονισμένοι, σχεδόν εκστασιασμένοι αλλά
και βαριεστημένοι την ίδια στιγμή, με τα απαγορευμένα φωνήεντα του βραδυνού
τους πονόκοιλου χαμένα ανάμεσα σ' εκείνον και το ντέξιον με τα υλικά καθαρισμού
και τα χαλασμένα σκανεράκια. Ξαφνικά η απόσταση που τους χωρίζει είναι πάνω
από διακόσια χιλιόμετρα. Η μελαγχολία, ακόμα και στη μέση αυτού του παράδοξου
πολέμου, μπορεί όταν το θέλει να τον αρπάζει με τα μακριά της νύχια από το
κωλάντερο και να τον φτύσει με το οξύ της, όπως τώρα, ανελέητα. Ο Χόρνι έχει βγει
από το σώμα του και τώρα παρακολουθεί ένα πλήθος αγνώστων να τρώνε φαγητό
μέσα από έναν καθρέπτη που αντανακλά μέσα από έναν άλλο καθρέπτη κι εκείνος με
τη σειρά μέσα από έναν άλλο καθρέπτη...Βγαίνει έξω, και πάει ανατολικά, προς την
γέφυρα από γυψοσανίδα, δίπλα από το τμήμα των Εσωρούχων, μέσα σε μία ρέπλικα
του λούνα παρκ που θυμίζει κάπως συγκρουόμενο (είναι τα οχήματα με τα οποία
κυκλοφορούν οι υπάλληλοι του Μούλτιτσάμπα πάνω στις σιδερένιες ράγες που
απλώνονται σε όλο το μήκος και πλάτος του γιγαντιαίου εκείνου μέρους), μία
απομίμηση ενός Γκαζ Μι 20 με οδηγό τον βοηθό του, κάποιον υπεύθυνο του
τμήματος IT με το όνομα Πύθωνας. Το βραδυνό έχει αρχίσει να γίνεται πολύ κρύο
εκεί μέσα. Τελικά αρχίζει να μαζεύεται ατμός από τις ανάσες των πελατών. Ένα
συνεργείο promoter της Χιούλεντ Πάκαρντ ξεχύνεται δίπλα από τα μελάνια των
εκτυπωτών, πηγαίνουν να τακτοποιήσουν τα συντρίμμια που έχουν αφήσει κάτι
ξεμωραμένοι πελάτες. Όλοι μαζί τραγουδούν τον εθνικό ύμνο τους που δεν είναι
άλλος απ' το Γιου Τερν Μι Ον Ντεντ Μαν από Μπιτ Χάπενινγκ. Όχι. Προσποιούνται
πως είναι όλοι προϊσταμένοι απ' τα ΕφΣνακ, άντρες και γυναίκες του Μούλτιτσάμπα,
δικοί του, άντρες και γυναίκες της Αγοράς, εκείνοι δουλεύουν γι' αυτόν – έχουν
δώσει ακόμα και όρκο! Προσπαθούν να τον μιμηθούν, προωθητές του Κέντρου,
ξέρουν μαγικά κόλπα, τις νύχτες κάνουν βουντού...Έτσι που λες, λοιπόν η κατάσταση
του Χόρνι τον καταλαμβάνει ξανά, όπως συνηθίζεται εκεί που δεν το περιμένει – θα
ήταν δυνατόν να πούμε πως ένα μεγάλο μέρος από εκείνο που αποκαλείται
Περίπτωση Χόρνι είναι ένα πολύ παράξενο βίτσιο ή ικανότητα να μπαίνει μέσα στις
παντόφλες των άλλων: να μπορεί με λίγα λόγια να χειρίζεται και να τις αλλάζει
σχήμα, να αναλαμβάνει τη βαρύγδουπη σημασία τους και να κάνει επικόλληση μέσα
τους κάποια ξένη μυρουδιά, ας πούμε, κάποιου ρατσιστή Διευθυντή Πωλήσεων, που
ίσως του φανούν χρήσιμες σε κάποια περίπτωση Απογραφής στο μέλλον. Είναι
εκείνο το χάρισμα που η Ανώνυμη Συντροφιά βρίσκει τρομερά χρήσιμο: αυτή τη
στιγμή σταθερά ψυχικά διευθυντές πολυκαταστημάτων κι άλλα ιστορικά κενά
μνήμης είναι απαραίτητα…αλλά έτσι την πάτησε και τώρα να που είναι σφηνωμένος
εδώ στη στοά αναγκασμένος να βγάζει φωτοτυπίες για τρελαμένους περαστικούς και
θολές σκιές αλλά πάλι καλά και του αρέσει γιατί κάτι άκουσε πως ίσως να τον
στείλουν έξω να ψάχνει για εκείνον τον αναρχικό τον Τσίλικο Ντεποζίτο που αφήνει
τα ίχνη του σε σχήμα παντόφλας και αλφαδιού…και να πάλι που εκείνο το χάρισμα
του στην Παντοφλολογία να γίνεται βραχνάς και να τον βάζει σε καινούριους
μπελάδες.

Έπινε νερουλό καφέ πριν από μισή ώρα από την κανάτα της κουζίνας στην Αγία
των Φωριαμών προτού αναρωτηθεί πως είχε φτάσει μέχρι εδώ τόσο γελοία ντυμένος.
Ο Αρχιτέκτων Τσίλικος βρίσκει ένα πολύ καλό σημείο για να καθίσει μιας και
περπατούσε τουλάχιστον για δύο ώρες – τώρα αναζητάει απεγνωσμένα λίγη
ξεκούραση. Σε κανονικές συνθήκες δεν υπήρχε περίπτωση να έκοβε βόλτες μπροστά
από το Μούλτιτσάμπα του Συντάγματος, αλλά το πεζούλι που χωρίζει τον χώρο όπου
οι πρωινοί αλκοολικοί ρουφάνε αργά τις μπύρες τους του φαίνεται αρκετά ψηλό για
να κάτσει και, πρόσφατα βαμμένο καθώς είναι, το κόκκινο χρώμα φαίνεται φρέσκο,
δείχνει πολύ καθαρό – είναι σε αποστολή στρατολόγησης στο ίδιο το Πεδίο των
Πωλήσεων, εκεί που τα μικρά Κλεφτρόνια πάντα «χτυπάνε» στην είσοδο και οι
φύλακες τους μπαγλαρώνουν – αυτός είναι εκεί, ντυμένος, μασκαρεμένος και τους
διπλαρώνει μετά, τους έχει ακτινογραφήσει τι είναι και τι θέλουν να κάνουν στη ζωή
τους. Βρίσκει τον εαυτό του ξανά μέσα στον πίνακα του Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου,
παγιδευμένο και βαρύ πάνω στο κρύο τσιμέντο, να αγκαλιάζει τα γόνατα του, να
τρυπώνει το κεφάλι του στο άλλοτε στεγνό άλλοτε ιδρωμένο καταφύγιο της ρηχής
σπηλιάς που σχηματίζουν τα μπράτσα του, τα μάτια του παρακολουθούν την πορεία
του φωτός που επαναλαμβάνει τους κύκλους του μέσα στον αέρα, που ξεγλιστράει
ανάμεσα από τα αυτιά των περαστικών μεθυσμένων της χθεσινής νύχτας και των
αγουροξυπνημένων, κοντόχοντρων νοικοκυρών που έχουν σηκωθεί με σκοπό να
τελειώσουν τα ψώνια τους νωρίς, η μαύρη επένδυση του δερμάτινου παντελονιού του
ξεπροβάλει δυσοίωνη μέσα από το σκίσιμο που του προκάλεσε η πτώση. Θα ήθελε να
μπορούσε να δέσει τον διάβολο στο μαξιλάρι του και με το πείσμα του να
υπερνικήσει τα πάντα, αλλά αυτό είναι απλά μία Ολλανδική παροιμία μόνο, έτσι δεν
είναι, και να που τινάζει ξανά προς τα πίσω το κεφάλι του σαν νευρικό άλογο των
Αγαρηνών και τα ολόξανθα μαλλιά του λικνίζονται στους ώμους του, παρασυρμένα
από την μικρή σπείρα που προκαλεί το σκονισμένο και καπνισμένο λεωφορείο που
περνάει, μαγκωμένο σε ένα παράθυρο βρίσκει το προφίλ ενός επιβάτη που αρχίζει να
στρέφεται προς το μέρος του και μετά χάνεται σε ένα σύννεφο μαύρου
αντιπερισπασμού που βγαίνει από την καυτή εξάτμιση. Τώρα όμως αισθάνεται σαν
εκείνον εκεί που δαγκώνει την ξύλινη κολώνα, ένας υποκριτής, ένας ανόητος, μέσα
στο γαλάζιο του μανδύα, με τα λευκά του δόντια να βυθίζονται κατευθείαν στο σάπιο
ξύλο, με το τόξο που δημιουργούν τα φρύδια του – το τόξο της απελπισίας – να
γιγαντώνεται με κάθε κλείσιμο της σιαγόνας, στο στόμα του τώρα τινάζεται η
αποφορά της αποσύνθεσης, σκλήθρες κάθονται στα ούλα του, αίμα τρέχει από την
άκρη του στόματος του, πάνω στην θαμπή γυαλάδα των χειλιών του στα οποία πολύ
πρόσφατα έχει απλώσει μία στρώση από κόκκινο κραγιόν, διακρίνεται μία
αντανάκλαση της ελαιογραφίας που έχει κυριέψει το νου του, ένας φως που πηγάζει
μέσα από τη γη και καρφώνεται με όλη του τη δύναμη στο απέναντι μικροσκοπικό
μοδιστράδικο ή στο μαγαζί με τις τυρόπιτες ή στο καπνισμένο Υπουργείο
Οικονομικών, αλλά αυτό το ζεστό φως παραείναι ξένο για να το αποδεχτεί σαν δικό
του ή να αφεθεί μέσα του και να αγαλλιάσει.
Ο Τσίλικος χαμηλώνει με σεμνότητα το κεφάλι του, γέρνοντας προς τα πίσω για να
μπορέσει να στηριχτεί στους αγκώνες του, το μαύρο σκίσιμο ανοίγει κι άλλο και
αφήνει εκτεθειμένο το εσώρουχο του κάτω από την μαύρη επένδυση, δεν κάνει όμως
καμία κίνηση να καλύψει τίποτα, γυρίζει το κεφάλι του, τα πράσινα μάτια του,
κολλημένα με παχιές βλεφαρίδες – βαριές από τη μάσκαρα – σαρώνουν την οδό
Καραγεώργη Σερβίας από τη μία άκρη στην άλλη. Το ξέρει πως δεν πρέπει να το
ρισκάρει έτσι αλλά με την αμφίεση του είναι δύσκολο να τον αναγνωρίσουν τα
λαγωνικά του Μούλτιτσάμπα – έχει έρθει εκεί για να περισυλλέξει κάποιον επίδοξο
νεαρό που μπορεί να θέλει να μπει στην τάξη των Τραγιασκιοφόρων για μερικά ευρώ
παραπάνω. Με τους νεαρούς όμως δεν έχει σχεδόν ποτέ τύχη, τα καλύτερα
Κλεφτρόνια είναι πάνω των σαράντα ετών, φτωχοί και παραιτημένοι από κάθε είδους
αξία ή ηθική, τρομοκρατημένοι μπροστά στο Βουνό της Πείνας τους. Ο μισθός δεν
είναι άσχημος σε σχέση με τα ψίχουλα που πληρώνει ο ιδιωτικός τομέας για τα
δεδομένα της εποχής – χίλια ευρώ καθαρά και στο χέρι, φυσικά μαύρα όμως. Το
τίμημα που πρέπει να πληρώσει όμως ο Τσίλικος είναι το εγκεφαλικό του
προπατορικό αμάρτημα: πρέπει να κάνει έρωτα μαζί τους, να βιάσει το νοητικό τους
κέντρο, να τους πείσει, να γίνουν ένα με εκείνον και με την Εταιρία, ξέρει όμως πως
δεν πρέπει να πιστεύει κάποιον που φέρει νερό στο ένα χέρι και φωτιά στο άλλο, το
Κλεφτρόνι πρέπει να είναι απόλυτα απελπισμένο, παρανοημένο, τρελαμένο από την
φτώχεια και την ένδεια, απελπισμένο, πρέπει να είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται να
μαρτυρήσει τίποτα σε κανέναν - φυσικά η Εταιρία έχει προνοήσει και γι’ αυτό μιας
και ο Τσίλικος πρέπει πρώτα να τους κάνει σωματικό έλεγχο για τυχόν μικρόφωνα ή
κάμερες ή κινητά τηλέφωνα. Δεν πρέπει να υπάρξει κάποιο διπρόσωπο Κλεφτρόνι
που να υποθάλπει ταραχές μέσα του, να υποδαυλίσει την όλη Κατάσταση,
Ταρατατα τατα τατα! Τα χείλη του μειδιάζουν πάνω σε ένα άγουρο, αυτοσχέδιο
σκοπό, συραμμένο με επιπολαιότητα από στάχτες άλλων γνωστών μελωδιών που έχει
πάρει το αυτί του σε καπνισμένες, σκοτεινές και υγρές αίθουσες μουσικής και
ψυχαγωγίας. Από το στόμα του μόλις που ακούγεται ο ήχος αλλά ο σκοπός είναι λες
και διαφεντεύει όλη την κίνηση του δρόμου που ξαφνικά μεταμορφώνεται σε μία
ξύλινη, μπαρόκ αίθουσα όπου κάποιο κουαρτέτο προβάρει μία φάλτση εκδοχή του
Θανάτου της Παρθένου του Σούμπερτ η οποία και συγχρονίζεται τέλεια με τις
σπείρες που δημιουργούνται μέσα στη σκέψη του. Στην άλλη άκρη του πεζοδρομίου
– χωρίς να χαίρεται ή να λυπάται για κάτι – μία συνομοταξία από αστυνομικούς έχει
αράξει δίπλα από μία σκουριασμένη σκαλωσιά που στηρίζει γεροντικά θεμέλια και
μπαλκόνια σιωπηλά και αυτάρεσκα, βυθισμένη σε μία κυβερνητική σιωπή εξουσίας.
Η συνομοταξία αυτή είναι ντυμένη με μία κουβέρτα σμαραγδένια, πριν ο ήλιος να
πέσει ξανά – είναι λες και έχουν περάσει ώρες μέσα σε αυτό το καταραμένο κοστούμι
– δεν θα ξέρει άλλωστε από πού προήλθε η μοίρα του, θα της χαρίσει το πλεονέκτημα
της αποτυχίας ή της αδιαφορίας, θα την αφήσει να εκμαυλίσει παρέες από νεαρά
αγόρια που μιλάνε δυνατά κι πετάνε κουτάκια με αναψυκτικά στις πόρτες. Τα χέρια
του Τσίλικου είναι αδύναμα και τρέμουν, αλλά η πίεση του αίματος του είναι υψηλή,
ακουμπάει το ένα χείλος με το άλλο και το στόμα σφραγίζει, περιμένει το επίδοξο,
μοναχικό, μοναδικό, ταλαντούχο, νέο του Κουνταμπάφερ.
Ο κρύος αέρας μαστιγώνει την αόρατη μάζα της ψυχής του, ο Τσίλικος κοιτάει
τους μικρούς στροβίλους από σκουπίδια και σκόνη να αιωρούνται και να
προσγειώνονται ξανά στις κούφιες, μαυρισμένες από τη βρώμα, πλάκες του
πεζοδρομίου, όλα χορεύουν μέσα στον Βόρειο άνεμο που κατεβαίνει από τη Βουλή
και έρχεται από τον σκοτεινό, δυσοίωνο όγκο του Υμηττού. Στο μυαλό του
βρίσκεται, εκτός από τον αγαπημένο του πίνακα - εκείνες οι Ολλανδικές Παροιμίες
του Μπρίγκελ που τον έχουν συνεπάρει εδώ και πολύ καιρό - η Τιμωρία του Μαρσύα
του Τιτιανού. Το δέρμα και τα συστατικά του είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στο
επάγγελμα του σαν ρακοσυλλέκτης Κουνταμπάφερ και η τελευταία του ιδέα, την
οποία και δουλεύει μόνο εκείνος και η Περσεφόνη στο εργαστήριο της οδού
Ακομινάτου, έχει την εντύπωση πως θα εντυπωσιάσει το Διοικητικό Συμβούλιο των
Ελεγκτών την ερχόμενη Δευτέρα. Τέλος πάντων. Χτυπάει όμως το κεφάλι του πάνω
σε αόρατους τοίχους, μετανιώνει, το ένα πόδι γυμνό, το άλλο με παπούτσι, η
ισορροπία είναι ζωτικής σημασίας, η γουρούνα τραβάει το πώμα και η τιμωρία είναι
η ανταμοιβή της αμέλειας, θα βάλει ένα κουδούνι στη γάτα και το σχέδιο του ίσως να
είναι ανάρμοστο, πως είναι δυνατόν όμως να βάλει τα λεντ επιθέματα του πάνω σε
όλη την επιφάνεια του δέρματος; Έτσι όμως ο Κλέφτης θα είναι τελειοποιημένος και
απόλυτα κρυμμένος από το Μάτι. Γνωρίζει καλά πως η Επανάληψη είναι το νόημα
της εργασίας του, της ζωής του και της πνοής του. Βρίσκει μέσα στο τσαντάκι του
ένα υγρό μαντιλάκι, που έχει σωθεί από το χάος που επικρατεί εκεί από κάποια
επίσκεψη του στο αεροδρόμιο μία νύχτα που έβρεχε τόσο που είχε τυφλωθεί και
περίμενε σαν να ήταν χρόνια οι εβδομάδες, το ανοίγει και ξεκινάει να περνάει με
πολύ απαλές κινήσεις τα δάχτυλα του με αυτό – νύχια περασμένα με κόκκινο μανό -
πιο πέρα διακρίνεται πολύ αμυδρά μία εσοχής ενός ξενοδοχείου ή πανσιόν ή κάποιου
υπερτιμημένου τουριστικού μέρους που αλλάζει απόχρωση σύμφωνα με την αλλαγή
της νέον πινακίδας. Κόκκινο-μπλε-κόκκινο-μπλε. Είναι τρομερά προσεχτικός στο
περιβάλλον αυτό, ένας μεθύστακας που τρεκλίζει πηγαίνει προς τα πάνω, σωριάζεται
ξαφνικά μπροστά του, μένει ακίνητος και ο Τσίλικος αναστατωμένος του λέει:
«Είσαι καλά άνθρωπε μου;»
Ο μεθυσμένος δεν λέει κουβέντα και ο Τσίλικος καταλαβαίνει πως μάλλον έχει
χάσει τις αισθήσεις του και πως ο ίδιος πρέπει να την κοπανήσει πριν οι αστυφύλακες
από το απέναντι πεζοδρόμιο πλακώσουν και αρχίσουν τις ερωτήσεις. Προσπαθεί
όμως πάλι να του μιλήσει:
«Φιλαράκο πρέπει να σηκωθείς γιατί θα πλακώσει η μπατσαρία…θες ένα χεράκι;».
Εκείνος κάτι μουρμουρίζει από μέσα του και αρχίζει να σηκώνεται με τα χίλια ζόρια,
αισθανόμενος ντροπή για τον τύπο, ο Τσίλικος αρχίζει να κοιτάει αλλού, και όταν
ξανακοιτάει ο μεθύστακας έχει γίνει άφαντος. Οπλισμένος μέχρι τα δόντια, φοράει
την πανοπλία του, είναι πάνοπλος, ένας κουρεύει πρόβατα και ο άλλος γουρούνια,
κάποιος έχει όλα τα πλεονεκτήματα και κάποιος άλλος κανένα, ο μεθυσμένος είχε
αφήσει την οινοπνευματώδη του αύρα και είχε συνεχίσει τον δρόμο του, σε απόλυτη
γαλήνη με το τυχαίο της συνάντησης τους που σίγουρα θα επηρεάσει τον ένα από
τους δύο, στο νεφελώδες, κρυστάλλινο κύκλο του άντρα υπάρχει ένα φέρετρο που
κάπου τον περιμένει, ο Τσίλικος είναι ένα μάτι που επαναλαμβάνει την αψίδα του
προς το φως του δρόμου, τριάντα περιστροφές μαζί με τη γη.
Κάποτε ήταν απλά ένα μικρό αγόρι από το Νότο· τώρα βρίσκεται καρφωμένος
εδώ, πέρασε κάμποσο καιρό στην Οξφόρδη, αλλά αυτό που ξέρει είναι πως εδώ
δουλεύει καλά, καλύτερα από οπουδήποτε αλλού, και θέλει να μείνει στην Αθήνα
αλλά όχι πλέον πάνω της αλλά από κάτω της, να ξεκινήσει από κάτω και να φθάσει
πάνω θριαμβευτής, στο πιο ψηλό σημείο του Ιερού Βράχου, εκεί όπου έφτασε τόσο
καιρό πριν, ώστε πλέον το κάτω να το αποκαλεί σπίτι του όταν πιάνει τον εαυτό του
να παραμιλάει, είναι οι στιγμές της παρά-τετάρτου-άνοιας του, η διορατικότητα του
πάντα ανέπαφη όσα κι αν έχει περάσει το ταλαιπωρημένο του σώμα, δυναμωμένος
από τις κακοτοπιές, έφτασε μέχρι αυτό το σημείο σκόπιμα, με πολλές στερήσεις κι
έστησε μια μυστική ζωή με τους δικούς του όρους, απόλυτα ταιριασμένος με τον
νεοφερμένο κλεφτοπόλεμο των πολυκαταστημάτων που υπηρετεί, έχει αφήσει πλέον
πίσω του την οκνηρή ζωή του αυστηρού κατασκόπου πωλήσεων – αν ποτέ υπήρξε
κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα όλα είναι μία επανάληψη, τίποτα δεν είναι
καινούριο και τίποτα δεν θέλει να είναι καινούριο, η λέσχη της πονηριάς από την
οποία αποφοίτησε πρόσφατα αποδείχτηκε τελικά όχι και τόσο κλειστή, σε κάθε
αναλογία της, είναι ικανός να τα βγάζει όλα στη φόρα, στους εταίρους κι εκείνοι να
τον χειροκροτούν με κάθε του εξωφρενική ιδέα για νέες κατακτήσεις στην λιανική, οι
εταίροι οι οποίοι θα είναι πάντοτε ένα σύνολο από σκοτεινές σκιές γύρω από
μικροσκοπικά και όχι στρογγυλά μεγάλα τραπέζια όπως νομίζαμε, φτιαγμένα από
πολύ, πολύ φτηνό ξύλο, αλλά η ζωή του πλέον είναι υπόγεια, όπως ακριβώς πρέπει να
είναι πριν αναστηθεί ξανά μέσα στη λεντ δόξα της.
Το παρατσούκλι του Αρχιτέκτων δεν είναι καθόλου αστείο και καθόλου τυχαίο.
Μπορεί να συναρμολογεί τους άντρες που στρατολογεί, αυτό είναι το πιο δύσκολο
κομμάτι αλλά και το πιο ενδιαφέρον, το πιο «ανεβαστικό» στη δουλειά του, εκείνοι
δεν έχουν καμία υποψία, περιμένουν σαν αμνοί τη στιγμή του μαχαιριού, έτοιμοι να
εκσπερματώσουν από την καλή προσφορά που τους έχει γίνει αλλά δεν ξέρουν πως
στην ουσία πουλάνε την ψυχή τους στον ίδιο τον θεό της Ληστείας, είναι ο Ερμής
τους αυτός εδώ ο άντρας που μοιάζει απόψε με γυναίκα, τα χάνουν και σπάνια
καταλαβαίνουν ότι κάποιο ίχνος αδικίας έχει τελεστεί στα οστά τους, έχει χαραχθεί,
ένα κομμάτι από την ταυτότητα τους έχει πλέον χαθεί το οποίο και αντικαθιστάται
από την ίδια την Τραγιάσκα, εκείνος απέχει πολύ από τους κοινούς και περήφανους
κανονισμούς του αποτελέσματος: βλέπει μέσα τους την ώρα που τους γαμάει με το
ίδιο του το μυαλό το οποίο έχει μετουσιωθεί σε σκληρό πέος, μερικές φορές ίσως να
τους μιλάει, μερικές φορές τους τρέχουν τα σάλια για περισσότερη πληροφορία και
δράση και αυτό είναι καλό, μανιασμένοι από την αποτυχία τους στα πάντα. Και σιγά,
το είχαν κάνει θέμα – μία φορά είχαν χτυπήσει τα πρώτα τρία Κουνταμπάφερ στο
Μούλτιτσάμπα του Συντάγματος και είχε σηκώσει διακόσιες χιλιάδες ευρώ πράγματα
– εντάξει ήταν μεγάλο το ποσό και η χασούρα τους – αλλά το ζήτημα είχε τραβήξει
πολύ κι έτσι ο Τσίλικος είχε ορκιστεί να τους ακολουθήσει στην υπερβολή, αυτό ήταν
το παιχνίδι του. Εκείνοι είχαν αμολήσει τα σκυλιά ξωπίσω του αλλά κι αυτός είχε
οργανώσει την υπόγεια στρατιά του από αντάρτες Πλαισιομαίους, ανθρώπους
απολυμένους ή παραιτημένους από την υπαλληλική γαλέρα, που ζούσαν στα φρεάτια
σαν ποντίκια και περίμεναν, έκαναν υπομονή. Μπορεί ποτέ να μην είχε καταφέρει να
κάνει το πραγματικό του όνειρο αληθινό – να δει τον Παρθενώνα μέσα στο χρυσάφι
του αλουμινίου, να απολαύσει τη δόξα της λάμψης των ηλιακών θερμοσιφώνων πάνω
στην πιο διάσημη μεζονέτα της Αθήνας και του κόσμου όλου. Μπορεί οι άλλοι να τον
έλεγαν τρελό, όλοι του οι συμφοιτητές, πρώτα στην Αρχιτεκτονική και μετά στο
Οικονομικό αλλά εκείνος δεν έδινε σημασία σε κακολογίες και μικρότητες – ήξερε
πως το να έχεις ένα τέτοιο τρελό όραμα έφτανε και περίσσευε για δέκα ζωές. Κάποτε
θα έκανε τον Παρθενώνα το σπίτι του, αν όχι εκεί που είναι τώρα…κάπου
αλλού…κάπου αλλού, με τα ίδια θεμέλια και τα ίδια υλικά, να λάμπει μέσα στη δόξα
του Αττικού μεσημεριού και όλοι άναυδοι να απορούν και να τον λατρεύουν σαν τον
θεό Κλέφτη, τον Ερμή τους.
Σηκώνεται τώρα και προχωράει σ’ ένα κάδο σκουπιδιών με το χρησιμοποιημένο
μαντιλάκι στο ένα χέρι, σταματάει και πιάνει από κάτω ένα μικρό, σπασμένο παιχνίδι
που μοιάζει με χελώνα, το αφήνει πάλι κάτω, αλλά και αυτός είναι από τους
καλύτερους της γενιάς του, είναι ο καλύτερος σε αυτό που κάνει, πάντοτε υπάρχουν
Κλεφτρόνια που θέλουν την συμβουλή του, τον χρησιμοποιούν, το ξέρει αλλά το
απολαμβάνει, εκείνοι τον προτιμούν γιατί εκπέμπει εκείνη τη λάμψη της ειρωνείας
και του απύθμενου χάους, μία ελκυστική αποστασιοποίηση της στιγμής που το χέρι
σουφρώνει κάτι που δεν του ανήκει, τους τραβάει η ικανοποίηση της διδασκαλίας,
αυτού που μπορούν να μάθουν από εκείνον, χωρίς υπερβολές, κρύβει μία χώρα
επαγγελίας μέσα στο βλέμμα του, απεριόριστες δυνατότητες συντελούνται στα
δάχτυλα του, όταν τους δείχνει πώς να το κάνουν, διεκδικούν κι εκείνοι την
ικανότητα να μην σφάλουν ποτέ, όσο καιρός και να έχει περάσει από την τελευταία
φορά που έκλεψαν, είναι πάντοτε εφοδιασμένοι με ένα οπλοστάσιο λαχτάρας, εκείνος
είναι πάντα έτοιμος, σε οποιαδήποτε στιγμή, να πάρει το πάνω χέρι, και να κάνει δικό
του το νέο Κλεφτρόνι, αλλά χωρίς ποτέ να χάνει την αυτοσυγκέντρωση του στον
γενικό σκοπό, τα Κλεφτρόνια συμφωνούν ήρεμα, με ένα νεύμα του κεφαλιού που
πλέον φοράει το μαγικό καπέλο, ανακουφισμένοι πλέον από την δυσφορία της
φτώχειας, ανανεωμένοι από το γλυκό μέλι της εκδίκησης ενός αόριστου εχθρού που
στα μάτια τους είναι η ίδια η κοινωνία που τους έφερε μέχρι εδώ, αλλά ξέρουν πως
όλα αυτά δεν είναι παρά δικαιολογίες γιατί τους αρέσει, τους αρέσει να κλέβουν
περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και η φτώχεια δεν είναι παρά η άμοιρη μάνα τους
που τους φωνάζει μάταια να σταματήσουν αυτό το παιχνίδι της παρανομίας και του
ζόφου. Αυτό η Εταιρία το εκμεταλλεύεται στο έπακρον και ξέρει τα συναισθήματα
τους, ο Τσίλικος είναι η προέκταση τους, το χέρι τους, η βούληση τους, τους
κατευθύνει εκεί όπου αυτοί θέλουν. Οι όροι τους τηρούνται στο ακέραιο και ο
Τσίλικος είναι ο πιστός και ρηξικέλευθος εκτελεστής τους. Μπορεί το όλο πράγμα με
τα Κουνταμπάφερ να είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο και πιθανώς να είναι
ελαφρώς ανόητο όλο αυτό - όχι για σοβαρούς ανθρώπους του εμπορίου ας πούμε -
αλλά η πρώτη φορά που χτύπησαν στο Σύνταγμα ήταν μέσα σε μία ανεπανάληπτη
δόξα. Ίσως η μεγαλύτερη Ληστεία της Γενιάς Υ. από την ίδια τη γενιά Υ. ή ίσως και
λίγο πιο πριν, ίσως και λίγο πιο μετά, ίσως και λίγο περισσότερο.
Κυρίως πλησιάζει άντρες οι οποίοι διαφέρουν πολύ μεταξύ τους αλλά έχουν κοινά
χαρακτηριστικά. Όλοι είναι ικανοί να προσδιορίσουν την ανάγκη τους για κλεψιά και
στη συνέχεια είναι πρόθυμοι να την ικανοποιήσουν στο έπακρον. Δεν χάνουν το
δρόμο τους σε περιττές τύψεις ή κρίσεις χριστιανικής αβρότητας, δεν αυτό-
αμφισβητούνται, γιατί πλέον είτε έχουν συμφιλιωθεί με τη φύση τους είτε
απλούστατα βάζουν την Ανάγκη τους πιο πάνω από την Ηθική τους και τελικά
πετυχαίνουν την παράλογη σύνδεση ανάμεσα στη φτώχεια τους και την κάβλα τους.
Είναι πάντοτε έτοιμοι να παρερμηνεύσουν τα διακόσια ευρώ προϊόντος σε μία άμεση,
ενστικτώδη τους ανάγκη να τα ξαφρίσουν, χωρίς να τα θέλουν πραγματικά όμως και
αντιλαμβάνονται ακριβώς αυτή την παρερμήνευση μέσα στο πραγματικό της
περιεχόμενο: είναι ένα επάγγελμα που έχει ημερομηνία λήξης, όπως όλα τα υπόλοιπα,
χωρίς καμία βαθυστόχαστη αρλούμπα ηθικολογίας. Άλλοι κλέβουν νόμιμα και άλλοι
όχι – αλλά αυτό δεν μπορεί πλέον κανείς να το κρίνει, πέρα από την σιδερένια λαβή
του Νόμου που είναι άψυχη και μελανιασμένη από τα νεκρά κύτταρα του
περάσματος του χρόνου. Τα περισσότερα υποκείμενα της κλεψιάς – όπως ο ίδιος ο
Τσίλικος χρησιμοποιεί τον όρο με απέραντη όμως αγάπη και σεβασμό προς το
χαραγμένο πρόσωπο του άγνωστου Κλέφτη του κόσμου - αναζητούν ένα καύσιμο
για αυτοϊκανοποίηση, μία κορώνα πάνω στο κεφάλι της Βασιλεύσας ψυχής τους, ένα
τέλμα στον αέναο κύκλο, την απτή εμπειρία που μπορεί να δώσει ένα στιγμιαίο
όραμα προσαρτημένο πάνω στο αρχικό σχέδιο της φαντασίας τους. Μόνο που
υπάρχουμε, λέει ο παρανοημένος Τσίλικος, είναι μία προσβολή προς το οξυγόνο, μία
απατεωνιά της φύσης, γιατί τίποτα δεν είναι φυσιολογικό και τίποτα δεν είναι σωστό
ή λάθος. Αλλά ξέρει όμως τώρα πως κι εκείνος πέφτει σε αντίστροφα ηθικολογήματα
και αυτό τον κάνει να φτύνει τα παπούτσια του ή μάλλον, για σήμερα, τις γόβες τους
που τον κόβουν λίγο στη φτέρνα.
Πολλοί είναι εκείνοι που ψάχνουν την πραγματική εμπειρία της ληστείας και
προσκαλούν να σχετιστούν με μία οργανωμένη Κατάσταση, με απόλυτη εχεμύθεια,
αφήνουν πίσω τους τα πιθανά μειονεκτήματα μίας παράνομης πράξης που φυσικά θα
ευθύνονται οι ίδιοι για ότι κακό τους συμβεί και βρίσκουν τους εαυτούς τους σε ένα
αδαμάντινο περιβάλλον που δεν χρειάζεται να ζητήσεις τίποτα γιατί πολύ απλά το
παίρνεις, χωρίς όμως να θέτεις σε κίνδυνο την προσωπική σου ηθική γιατί ξέρεις πως
εκτελείς εντολές εν καιρώ πολέμου, ενός πραγματικού εμφυλίου της λιανικής, αυτό
τους συντηρεί, τους εξυψώνει, φέρνουν σε μακροοικονομικό επίπεδο την
οποιαδήποτε απόλαυση τους και ικανοποιούν άμεσα την ανάγκη τους για μία
συνέχεια, έχουν όλοι διαφορετικούς αλλά και παρόμοιους λόγους για να ενδώσουν σε
Αυτόν, ο Τσίλικος κάνει μεταβολή και περπατάει πάνω στο πεζοδρόμιο που είναι
γεμάτο με κόσμο που κάνει τα ψώνια του τώρα, ο συναγερμός της πίσω εισόδου του
Μούλτιτσάμπα χτυπάει, οι φύλακες κάνουν έλεγχο στο Κλεφτρόνι, εκείνο προσπαθεί
να μην χάσει την ψυχραιμία του, γίνεται η γνωστή διαδικασία, του λένε να πάει στο
ταμείο να πληρώσει, το Κλεφτρόνι προσποιείται πως κατευθύνεται προς τα εκεί,
αφήνει τα κλοπιμαία σε κάποια τυχαία προθήκη με άσχετα προϊόντα και βγαίνει από
την κεντρική είσοδο αυτή τη φορά χωρίς την παραμικρή τσαχπινιά ή τεχνική και με
μία γκριμάτσα ευγνωμοσύνης στο στόμα - ευγνωμοσύνη γιατί κανείς δεν κάλεσε την
αστυνομία - αλλά ο Τσίλι είναι εκεί, στο πόστο του και περιμένει το Κλεφτρόνι να
βγει έξω, υπομένει ακόμα και να ανάψει τσιγάρο για να ανακουφίσει λίγο την
ανεβασμένη του αδρεναλίνη, πριν από το αρχικό πλησίασμα του.
Παρατηρεί το βλέμμα του να κατεβαίνει καθώς η φλόγα από τον αναπτήρα σβήνει
και αφήνει μόνο μία πορτοκαλί καυτή κουκίδα να αιωρείται θαρρείς στον αέρα και
βγαίνει από το στόμα του, ο Τσίλικος προωθείται, δεν τον πλησιάζει απειλητικά
όμως, προσέχει να είναι απαλός στις κινήσεις του - πως στον διάολο όμως θα τον
πείσει μεταμφιεσμένος έτσι μου λες; - αλλά δεν είναι δυνατόν η στρατολόγηση να
γίνει αλλιώς, όλα παίζονται στο ίδιο Πεδίο όπου γίνονται οι πωλήσεις, δεν θα
μπορούσε να είχε βάλει αγγελία ας πούμε, αυτό θα ήταν κάτι παραπάνω από γελοίο,
αισθάνεται εκείνο το συνηθισμένο μούδιασμα στο στομάχι, ένα μετρημένο χαμόγελο
συγκατάβασης, και μετά η Φωνή και η Καταβολή της:
«Γεια χαρά!». Το Κλεφτρόνι είναι κοντά στα πενήντα, φαίνεται αρκετά φτωχός -
μία αντανάκλαση του παλιού του εαυτού και αυτό είναι μόνο καλό να ξέρεις, αυτό
ψάχνουμε, αυτό θέλαμε από την αρχή - αρκετά νευρικός ακόμα από το ξεσκέπασμα
του στην πίσω έξοδο από τους πονηρούς φύλακες, οι συναγερμοί τον είχαν
συνταράξει, μοιάζει με κανονικό τουρίστα όμως, μάλλον άσχημος αλλά με υγρά
μάτια που δείχνουν εμπειρία και δύναμη αλλά όχι σωστά διοχετευμένη, το μάτι του
θολό και μουντό τώρα, τον επεξεργάζεται, κάτι δεν πάει καλά γιατί καταλαβαίνει πως
δεν είναι γυναίκα αυτό εδώ το πράγμα, είναι κάτι άλλο, σαν μαύρο βότσαλο σε μία
γαλάζια λίμνη και το οπτικό του νεύρο συσπάται, σαν μύγα μέσα στο γάλα σου,
υμνείται από τον Νεύτωνα, χτίζει πέτρινα οχυρά ενάντια στη μανιασμένη θάλασσα
των ανθρώπων που κινιούνται με τις αγορές στις φλέβες τους, μία οπτική δοκιμή του
καθαρού Καλβινισμού, λέει ο Τσίλικος από μέσα του αλλά τώρα είναι σχεδόν δίπλα
του, παράλληλα με αυτόν, προσπαθεί να εγγράψει την θέληση του πάνω στο κοσμικό
αυγό του Κλεφτρονιού, μία δίοδος για τους αιθέριους ουρανούς, η τροχιά των
επιθυμιών του είναι τώρα σχεδόν ορατή, και σχηματίζει ένα ωοειδές, και να που του
φέρνει στο μυαλό τον Κοπέρνικο που πίστευε πως οι τροχιές των πλανητών ήταν
κυκλικές, ο ουρανός του, το μέτωπο του που είναι γεμάτο με μικροσκοπικές σταγόνες
ντροπαλού ιδρώτα, ακόμα και μέσα σε αυτή την παγωνιά, αυτό ναι αυτό, είναι ένα
κέλυφος που χωρίζει τον κόσμο που βλέπουμε από την ίδια τη θέληση του Θεού,
καθώς το κέλυφος και ο πυρήνας είναι στην κατώτερη πλευρά ενώ το λευκό των
ματιών του βρίσκεται στην ανώτερη.
Γέρνει το κεφάλι του πάλι, σε εκείνη την κλασική του κίνηση γοητείας, χαζεύει για
μια και μόνο στιγμή την αντανάκλαση που δημιουργείται πάνω στη λιμνούλα της
βροχής του πρωινού που πέρασε πια, πάει αχού, τα φώτα της πινακίδας του
Μούλτιτσάμπα να σχηματίζουν λεπτές ανταύγειες από έναν πορτοκαλί καταρράκτη
που χάνεται μέσα σε μία χαράδρα από σκυρόδερμα, και συνεχίζει να μαγνητίζεται
από την αποτυχία του Κλεφτρονιού, που ακόμα και τώρα δεν ξέρει τι του συμβαίνει
και πως είναι δυνατόν να τον έπιασαν εκείνοι οι ιδιωτικοί μπάτσοι, αυτόν, που είναι
πάντα ένας τόσο καλός και προσεχτικός κλέφτης βιβλίων, δεν μπορεί να το πιστέψει,
πραγματικά δεν μπορεί, ο Τσίλικος αφήνει να του ξεφύγει ένα παιδικό χάχανο και του
λέει ξανά:
«Θα αποτυγχάνεις πάντα από δω και μπρος, μόνο αν με ακούσεις μπορεί κάτι να
σώσεις από το ταλέντο σου μιας και δεν πρόκειται να σουφρώσεις από δω ποτέ
ξανά…αμίγκο…φιλαράκι». Το Κλεφτρόνι έχει μείνει με λίγο ανοιχτό το στόμα να τον
κοιτάει, αυτό το μίασμα ανθρώπου, αυτό το πουτανοτράβελο, αυτό το αίσχος, πως
τολμάει, και που ξέρει πως…και να που τώρα προσπαθεί να χαμογελάσει αν και
σίγουρα δεν ήταν αυτή η επιθυμητή του αντίδραση μάλλον, υποθέτει, τα έχει κάπως
χαμένα, θα έλεγε κάποιος τρίτος παρατηρητής.
«Τι προτείνεις δηλαδή;» απαντάει αρκετά γρήγορα ο πενηντάρης επίδοξος
Κουνταμπάφερ. Σουφρώνει τα χείλη του, μορφάζει και το χαμόγελο πλαταίνει
φανερώνοντας μία σειρά από κατρουλιάρικα οστά σε σχήμα τετράγωνης τσίχλας,
προσπαθεί να παίξει το παιχνίδι του/της ή ότι είναι αυτό τέλος πάντων, ο Τσίλικος
αποφασίζει να σταματήσει τις εξυπνάδες προτού πραγματικά του χρειαστούν, γυρίζει
τα μάτια του μέσα στα σπήλαια τους που είναι βαριά μακιγιαρισμένα και κάπως από
μία ταινία τρόμου β’ διαλογής της Χάμερ, γιατί τώρα έχει πάρει να τρέχει η μάσκαρα
από τον ιδρώτα και την υγρασία που στάζει από τα λούκια της υπαίθριας καφετέριας
του καταστήματος όπου δεν υπάρχει όμως κανείς στα τραπέζια και το όλο μέρος είναι
σελοφαναρισμένο με ένα παχύ στρώμα νάιλον – το καλοκαίρι είναι ακόμα πολύ
μακριά και η μάσκαρα που του δώσανε στα Χόντος ήταν πραγματικά η πιο
φτηνή...αλλά ο προϋπολογισμός είναι αρκετά στενός και τα έξοδα πολλά…πάρα
πολλά για δικαιολογήσει μία καλή μάρκα που δεν τρέχει με την παραμικρή υγρασία.
«Μπορείς και καλύτερα και μάλιστα επί πληρωμή συν μπόνους και ασφάλιση αν
είσαι καλός».
Εκείνος του προτείνει να πάνε κάπου πιο ήσυχα να μιλήσουν, κάπως σιωπηλά,
ίσως να μην το άκουσε, το Κλεφτρόνι αυτό είναι πραγματικά απελπισμένο και μόνο,
δεν έχει κάπου να πάει και κανείς δεν τον περιμένει στο σπίτι για ψητό χοιρινό στο
φούρνο με πατάτες, τα ψωμιά του είναι λίγα και τα πάντα του φαίνονται σαν
πρόκληση αλλά και σαν απειλή, τώρα τα μάτια του κρύβουν μία υποχθόνια λάμψη
που την παρατηρεί πρώτη φορά ο Τσίλικος, αν και θα μπορούσε να βρει εκατό σαν
αυτόν λίγο πιο κάτω, εκείνος ξεροβήχει και πετάει κάτω το τσιγάρο του, μέσα στην
λακκούβα που μόλις είχε χαλάσει το πορτοκαλί απόκοσμο χτένισμα της και τώρα ο
κόσμος της χαλούσε από ένα σωρό κραδασμούς των περαστικών, κάπως αμήχανος
τώρα και όχι σίγουρος, ίσως να έκανε μαλακία, και ρωτάει:
«Δηλαδή; Τι έχουμε εδώ;».
«Ένας εργοδότης και συνάδελφος στην φιλεσπλαχνία…δεν ψάχνεις για δουλειά;».
Συνειδητοποιώντας πως έχει σπαταλήσει πολύ ώρα εκεί και ίσως κάποιο ξέμπαρκο
λαγωνικό να τον έχει ήδη μυριστεί, το Μάτι του κλειστού κυκλώματος είναι ακριβώς
δίπλα τους, πάνω τους, κοιτάει γύρω του και του λέει πάλι σιγανά:
«Καλύτερα όντως να πάμε κάπου πιο ήσυχα…ίσως…δεν είναι πολύ καλά να
στεκόμαστε εδώ μπροστά». Κοιτάει ξανά γύρω του.
«Πόσα;» λέει το Κλεφτρόνι χωρίς να ξέρει αν τελικά θα δώσει λεφτά ή θα πάρει.
Δεν έχει τίποτα πλέον να χάσει, το μόνο που του μένει είναι να ψάχνει στα σκουπίδια
για φαγητό ή να συρθεί μέχρι το συσσίτιο του ΚΥΑΔΑ, σήμερα δεν θα πουλούσε
τίποτα στου Παγωτατζή στην Ερμού - αληθινός επαγγελματίας ακόμα και σε ακραίες
συνθήκες όπως αυτήν εδώ, απόψε.
Έχει αρχίσει να τον συμπαθεί σχεδόν, θα γίνει ένας καλός μαθητής, κούρεψε το
αλλά μην το γδάρεις, δεν πρέπει να γίνεις φορτικός ούτε και υπερβολικός σε καμία
περίπτωση, το ψάρι δεν είναι σωστό να τηγανιστεί σε αυτό το σημείο των εξελίξεων,
αλλά να πάει σύμφωνα με το σχέδιο, ξεκινάνε να περπατάνε προς Μοναστηράκι και
προλαβαίνουν να μιλήσουν για σούφρωμα σούπερ μάρκετ, για τους αστυφύλακες, για
την χαμένη του δουλειά, λίγο πιο κάτω, κοντά στην Καπνικαρέα, είναι παρκαρισμένη
δίπλα από το πεζοδρόμιο μία παλαιού τύπου γερμανική λιμουζίνα στο χρώμα του
ωκεανού που αποπνέει μιζέρια και θλίψη η οποία διαγράφεται πάνω στα χρωμιούχα
της σπορ εξαρτήματα, κάποιος έχει ήδη βαρεθεί το Κέντρο και θέλει να επιστρέψει
στο Μπουρνάζι αλλά δεν έχει αρκετή βενζίνη στο ντεπόζιτο, ένας πλανόδιος νάνος
πίσω από τον σιδερένιο του πάγκο με τη λάμπα ψήνει καλαμπόκια και κάστανα στο
πετρογκάζ, μία παρέα από Αφρικανούς χτυπάνε το τύμπανο τους ακριβώς στη μέση
της πλατείας, στο σταθμό του μετρό, άλλοι ζητιανεύουν και άλλοι χορεύουν έναν
άρρωστο χορό μετανοίας που όμως κανείς δεν τον εκλαμβάνει έτσι, η κίτρινη ουρά
από χλωμά ταξί φτάνει μέχρι το πλακόστρωτο στο Θησείο δημιουργώντας μία
ικτερική ακμή πάνω στο πρόσωπο του μαύρου οδοστρώματος που είναι διάστικτο με
στάμπες από μηχανόλαδο, τσίχλες, αποτσίγαρα, συσκευασίες φαγητών, στην σκιά
ενός λαμπτήρα του Δήμου ένα ζευγάρι Ρωοσοπόντιων τσακώνεται για κάτι ασήμαντο
αλλά οι φωνές τους ακούγονται από την απέναντι πλευρά της οδού Αθηνάς, ένας
άντρας με ωχρή, σκούρα επιδερμίδα φυλάει τσίλιες μπροστά από ένα περίπτερο και
το πρόσωπο του αποπνέει μία απερίγραπτη μοναξιά.
Στο ξενοδοχείο Αθηναϊκόν, αφού επιβιώσανε από ένα υγρό ξεστράτισμα μέσα στα
στενά του Ψυρρή, κατέληξαν σε ένα λάθος ασανσέρ, κατευθυνόμενοι από μία άλλη
κατεύθυνση, ο Τσίλικος αράζει σε μία οραματική φούσκα αισιοδοξίας στην μικρή
καφετέρια πίσω από τον πάγκο υποδοχής που στην ουσία είναι ένας άλλος πάγκος
που σχηματίζει ένα Γ κολλημένος στον τοίχο που έχει πάρει να πέφτει ο σοβάς, με
ψηλά πλαστικά καθίσματα που σε κάθε τους κίνηση είναι έτοιμα να σπάσουν και να
σωριαστούν με τα βαριά τους σώματα στο βρώμικο, γκρι μωσαϊκό, ο Τσίλικος
αισθάνεται τη γνώριμη τριβή μέσα στον εγκέφαλο του, αναπολεί το αραχνιασμένο
ταβάνι, ο χώρος μυρίζει έντονα χλωρίνη και κάτουρο, του εξηγεί πως έχει η
Κατάσταση και τι προσφέρει η εταιρία, έχει βάλει πλέον την γνωστή κασέτα, κοιτάει
αλλού μιας και αδυνατεί τώρα να κοιτάξει τον άγνωστο στα μάτια, αυτόν εδώ τον
μεσήλικα που κοπανιέται πάνω από την συνείδηση του, αλλά ξέρει πως είναι από
εκείνους που δεν θα πρόσεχαν κάτι τέτοιο τόσο λεπτό, σε μερικά λεπτά ίσως να τον
έχει πείσει και θα είναι πλέον έτοιμος να φύγει μέσα από τη νύχτα του, με άλλο ένα
πιθανό όνομα στο βιβλίο των μελών, τέτοια Κλεφτρόνια, απόλυτα πρακτικά και
δεκτικά, τους έχει πλέον για ψωμοτύρι, αλλά παρ’ όλα αυτά όταν ο μεσήλικας του
είπε πως φαινόταν αρκετά επαγγελματίας ο Τσίλικος σχεδόν κοκκίνισε από
περηφάνια.
Καθώς ο γεμάτος με σπυριά καρπός του αδράχνει το φλιτζάνι με τον ελληνικό
καφέ και τα κιτρινισμένα του δάχτυλα αρπάζουν το φίλτρο του τσιγάρου από το
τασάκι και το ζουλάνε, εκείνος σκέφτεται έναν άλλο υποψήφιο που είχε δει πριν από
μέρες στην γωνία Ασκληπιού και Ακαδημίας, ένας πράος και ευγενικός νεαρός που
προσπαθούσε να ξαφρίσει το βιβλιοπωλείο Πολιτεία με λάθος τρόπο και τον
μπαγλαρώσανε πάραυτα στην πόρτα δύο υπάλληλοι, τον περίμενε να φτάσει στο
μηχανάκι του, κι έπειτα τον πήγε σε μία καφετέρια με την ονομασία Παζολίνι εκεί
κοντά, στην οποία είχε άμεση πρόσβαση σε ανάλογες περιστάσεις, μπαίνοντας στην
μέσα πλευρά του πίσω δωματίου που δεν είχε πρόσβαση στο δρόμο, του είπε να
αφήσει τον οβολό του στην γνωστή χοντρή κυρία πίσω από το παραβάν στις
τουαλέτες η οποία έβλεπε Κωνσταντίνου και Ελένης καθισμένη σε έναν μικρό
καναπέ, ο νεαρός το έκανε και μετά η κυρία του έδειξε μία πόρτα στα δεξιά, δίπλα σε
ένα χαλασμένο μηχάνημα καφέ, ο Τσίλικος οδήγησε τον άντρα στο διαθέσιμο
μυστικό δωμάτιο προσέχοντας να μην πατήσουν τα δεκάδες νεκρά μηχανήματα
εσπρέσο στο διάβα τους τα οποία απλώνονταν σε όλο το μέρος σαν νεκρά μωρά
κάποιου σιδερένιου, μηχανικού Κύκλωπα, απλωμένα πάνω σε μία λωρίδα βρώμικου
χαλιού, στο δωμάτιο υπήρχε επίσης μία ντουλάπα – ένα από τα πολλά «γραφεία» του
Τσίλικου στο κέντρο της πόλης τα οποία μεταφερόντουσαν και άλλαζαν ανά τακτά
χρονικά διαστήματα μετά από την λεγόμενη Διαδικασία του Δακτύλου της Εταιρίας ο
οποίος και κανόνιζε τις τοποθεσίες να αλλάζουν συχνά για λόγους ασφαλείας – αφού
ο άντρας είχε αρπάξει το δόλωμα, είχε αρχίσει να ακούει τον Τσίλικο να του λέει για
τον μισθό του και για το τι έπρεπε να κάνει, και αφού είχε χαλαρώσει τον είχε αφήσει
να εισβάλει μέσα στο μυαλό του ανενόχλητος, είκοσι λεπτά πιο μετά, η πόρτα
χτύπησε, πράγμα που σήμαινε πως η ώρα τους είχε τελειώσει αλλά ο νεαρός είχε
ακόμη αμφιβολίες, είχε αισθανθεί ένοχος και ανίκανος γι’ αυτό και προσφέρθηκε να
του δώσει ένα τέταρτο ακόμη αλλά ο νεαρός του είπε πως ίσως μία άλλη φορά
ξανασυναντηθούν, όταν οι περιστάσεις θα είναι καλύτερες γι’ αυτόν, και καθώς
μάζευε τα πράγματα του από το πλαστικό τραπέζι, ο Τσίλικος τον είχε αφήσει να δει
για πολύ λίγο μέσα στο απύθμενο βάθος του κεφαλιού του, κάτω από φρεάτια και
εισόδους με κοντές σκάλες, του έδωσε το όνομα του και γύρισε πίσω στο μηχανάκι,
και σε τελική ανάλυση είχε χαρεί που είχε γράψει άλλο ένα όνομα στο Τεφτέρι με τα
Ονόματα και που ίσως η φάρα τους να μην ήταν και τόσο απρόσωπη τελικά αλλά μία
μικρομέγαλη αόρατη οικογένεια που είχε πάντα το μάτι της ανοιχτό σε νέα μέλη,
παραστρατημένα, ίσως αυτό που έκανε να μην ήταν εντελώς λάθος, και τότε ήταν η
πρώτη φορά που είχε δει μπροστά του εκείνο το κοσμικό αυγό με τις τέσσερις
τεμνόμενες σαύρες που πάνω τους επιγραφόντουσαν όλα τα ονόματα των μελών τα
οποία και επισήμως στην Εταιρία αποκαλούνταν Ζόας, που συμβόλιζαν τις
στοιχειώδεις δυνάμεις του λιανικού σύμπαντος, Ουρθόνας/Λος είναι η μήτρα που
είναι η φαντασία, Λούβαχ το πάθος για νέες κατακτήσεις και νούμερα, Ούριζεν η
λογική του Κλέφτη που δεν είναι λογική αλλά μπορεί να προσαρτηθεί πάνω της σαν
βδέλλα και Θάρμας το σώμα του Κουνταμπάφερ, ένα κόσμος ωοειδής, ένας κόσμος
του Λος που ανεβαίνει από το στριφογυριστό σαν φίδι κέντρο του κενού,
ανασχηματίζει τον μη υπαρκτό χώρο που ορίζεται από τα απατηλά σύνολα πόνου, της
διαφάνειας (Διάβολος) και της συγκέντρωσης των αντικειμένων (Πρώτος Πατέρας,
Αδάμ) και όλα αυτά είναι τα παραπετάσματα που εμποδίζουν τον κοινό άνθρωπο να
δει τον Κλέφτη, να τον δει όπως είναι πραγματικά, τερατώδη και με δέρμα μιάσματος
που γυαλίζει πάνω στην αντανάκλαση και την επανάληψη του τρανζίστορ, δηλαδή
αιώνια και άπειρα.
Ο μεσήλικας είναι έτοιμος πλέον για το μεγάλο του βήμα, έχει πειστεί, οι συνάψεις
του Τσίλικου έχουν ήδη μολύνει τις δικές του, τα μαλακά του μόρια ενδίδουν στην
πίεση, και χωρίς να το καταλάβει έχει ήδη γραπώσει την άκρη του ξύλινου πάγκου με
τη μία λευκή του γροθιά και με την άλλη έχει ήδη σφίξει το χέρι του Διαβόλου που
κάθεται απέναντι του, κυλάει δίπλα του και ξαπλώνει πάνω στην καρέκλα ακίνητος,
περιμένοντας να καταλαγιάσει η αποφορά της απουσίας της ψυχής του, η οποία μόλις
πουλήθηκε, λίγα χρόνια πριν, μαντεύει ο Τσίλικος, αυτές οι στιγμές αρχίζουν να
γίνονται ένα βάρος στο στήθος και στον αυχένα του, το δέρμα του μαλακώνει και να
που τώρα εκείνος είναι πιο ώριμος λίγο ακόμη, πιο κουρασμένος από τότε που
περνοδιάβαινε αυτά τα σοκάκια πριν από αιώνες που το χώμα ακόμη αιωρούνταν τα
μεσημέρια, ζώντας μέσα σε μία χρονική περίοδο ενός κόσμου άφθαρτου ακόμα από
θανατηφόρες ασθένειες, επιμένει μόνο για λίγο στις προφυλάξεις του νου,
βασισμένος στην εμπειρία του και στις προειδοποιήσεις του ενστίκτου του, αρπάζει
μία χαρτοπετσέτα και σκουπίζει τα χέρια του που έχουν ιδρώσει από την υποδοχή της
ξένης μάζας και λέει μία δικαιολογία για να πάει στην τουαλέτα, πλένει το πρόσωπο
του από τη μάσκαρα, κοιτάζεται στον μικροσκοπικό καθρέπτη που είναι στην άκρη
σπασμένος: μία τεράστια κουράδα πλέει μέσα στην λεκάνη αλλά είναι λες ακόμη και
η κουράδα αυτή να μην έχει πλέον υλική υπόσταση, σαν η ψυχή της να έχει από πολύ
καιρό χαθεί κάπου μέσα σε κάποιο φρεάτιο αλλά το κουφάρι της ακόμη να κολυμπάει
στον υπαρκτό κόσμο, γυρνάει, του λέει που να πάει την επόμενη μέρα και χάνεται
από μπροστά του σαν αχός. Δεν θα τον ξαναδεί πλέον, είχε κάνει όμως τη δουλειά
του σωστά. Άλλο ένα Κουνταμπάφερ θα στρατολογούνταν αύριο κάπου, σε κάποια
άγνωστη αποθήκη στην Πατησίων που η τοποθεσία της θα άλλαζε κυκλικά ανά τρεις
μέρες, θα περνούσε την βασική εκπαίδευση και στο τέλος θα του έδιναν την
Τραγιάσκα και μία μακριά και γκρίζα μεταχειρισμένη καπαρντίνα ή μπορεί και
κάποιο κακόγουστο, φτηνό αδιάβροχο ή νιτσεράδα που θα τον έκανε σχεδόν
αόρατο…σχεδόν. Τουλάχιστον ο άνθρωπος είχε πλέον μία δουλειά, έναν μισθό…
Το σοκάκι της αθλιότητας, όπου γυναίκες από την Αφρική έβγαιναν στους δρόμους
χωρίς τους άντρες τους, σχεδόν τσίτσιδες από το απόγευμα, αγόραζαν κόκκινες
κορδέλες, φρούτα, εξαρτήματα κινητών τηλεφώνων, ρούχα από τις μπουτίκ με τα
μεταχειρισμένα, έτοιμες να αρπαχτούν με τους μαγαζάτορες μέχρι την ώρα που η
πίσσα στέγνωνε κάτω στο οδόστρωμα, τα σκαλιστά, πέτρινα μπαλκόνια τις
αγνάντευαν από πάνω, σε μία κάτοψη δροσιάς, ένιωθε τώρα τον αέρα παγωμένο πάλι
και γεμάτο με σάπια πλάσματα της θάλασσας, το υποβαθμισμένο φως των περιοχών
των Αχαρνών μόλις έστριψε από την άκρη του αυτιού, την αταραξία των χρωμάτων,
την μονοτονία των χάρτινων καλυβών κάτω από τις εισόδους των πολυκατοικιών, το
παλιό λημέρι των αποστρατευμένων στρατιωτικών, πιο πλατύ και βαρύ από την ίδια
την αλήθεια, η στιβαρή Ουκρανέζα που μόλις πρόλαβε να γλιτώσει το σώμα της από
το χτύπημα ενός τρίκυκλου γεμάτου με κούτες κι αισθάνθηκε για λίγο το χάδι του
Θανάτου στην ραχοκοκαλιά της βλέποντας τον κουτσό άστεγο που ατενίζει το
τσιμέντο με το πιο ρηχό βλέμμα πελεκάνου, αυτός είναι ίσως, ούρλιαξε τρομαγμένη,
ζήτω το χρήμα, φώναξε, ζήτω, φώναξαν άντρες, παιδιά και σκυλιά και γυναίκες που
έτρεχαν πίσω από αυτοκίνητα και ρίχνανε πέτρες στα μηχανάκια, μέσα από καντίνες
που ράντιζαν με τηγανίλα τις κολώνες και τα στραβά, μαρμάρινα παγκάκια που ήταν
θρυμματισμένα και πολιορκούσαν τις γάτες για να μπορέσουν να σφίξουν το χέρι της
πείνας τους, μία κίνηση τόσο επιδέξια και φινετσάτη σαν μπαλαρίνας, απροσδόκητη
ώστε εκείνος μόλις που πρόφτασε να κατεβάσει το χέρι με το σπασμένο νύχι που
μάλωνε τα σκυλιά και τους αρουραίους που τους έβλεπαν όλοι σαν γλυκούλικα
σκιουράκια, μην κάνεις αηδίες Τσίλι, άφησε τους να σε λατρεύουν, τόσο ταραγμένος
με εκείνη την ξαφνική αγάπη και με άλλες παρόμοιες που έβγαιναν μέσα από
σωλήνες και φωτεινές επιφάνειες, δεμένες με καροτσάκια και τρυπημένες μέχρι το
μεδούλι με σκούρο σκιαγράφημα τρυπανιού, έτσι ώστε το Δάχτυλο, τι επόμενες
μέρες, κουράστηκε τόσο πολύ να του κόψει εκείνη τη συνήθεια να περιφέρεται με το
μηχανάκι γιατί όλοι φοβόντουσαν να μην τον δουν, να μην τον ανακαλύψουν, μέσα
σε όλη του την νομοτελειακή μεγαλοπρέπεια, οι πιστοί των πωλήσεων,
αναρωτιόντουσαν τι διάολο, μιας κι εκείνος ποτέ δεν υποπτεύθηκε πως η περσινή
έφοδος του πλήθους στους υπονόμους θα ήταν σχεδόν αυθόρμητη, αλλά είχαν
οργανωθεί μετά από λίγο, από τις μυστικές συναντήσεις του ΣΥ.Χ.Β.Α. και του
Π.Α.ΜΕ, ήθελαν να ευχαριστήσουν τον μυστικό τους ηγέτη, δεν ήθελαν όμως να
κινδυνέψει, τόσο γλυκαμένος από το εταιρικό αεράκι, από την πολιτική της σκληρής
ανάσας της πυραμίδας, παραμονές του θανάτου του, που είχε τολμήσει να εισχωρήσει
ξανά μέσα στους υπονόμους μετά από τόσες και τόσες επιτυχίες στον πάνω κόσμο,
έριξε ξανά καύσιμο στο παλιό μηχανικό θηρίο βαμμένο με τα μαύρα της σημαίας
τους, που έμοιαζε τώρα να σούρνεται μέχρι τις άκρες του Δημαρχείου, ένα απέραντο
θλιβερό, υπόγειο βασίλειο, ανοίγοντας μονοπάτια μέσα από ορχιδέες
συρματοπλέγματα, πάνω από τα πατικωμένα χόρτα του πεζοδρομίου, στην Ηρώων
Πολυτεχνείου, ανάβοντας φωτιές σε εκπαιδευμένες μαϊμούδες, παραδεισένια πουλιά,
αίλουρους από καιρό υπνωτισμένους πάνω σε κλαδιά από πηγμένο σάλιο, μέχρι τα
ερειπωμένα χωριά της Αγίας Παρασκευής, του Ψυχικού και του Χαλανδρίου, εκεί
που κάποτε ο άλλος του εαυτός είχε γεννηθεί, στις εσοχές των οποίων τον ανάμεναν
έγχορδα με Αιγυπτιακούς σκοπούς, πένθιμες καμπάνες συντονίζονταν με το χιόνι
πάνω στο χρώμιο, του έδειχναν γραφές για τον άγνωστο προπάτορα που ήταν
κουλουριασμένος στα αριστερά της Αγίας Τράπεζας, στρατολογούσαν τσιγγάνους
ξεσηκωμένους μέσα από την καταχνιά του Ζεφυρίου που κατέβαιναν για να πάρουν
μία γεύση από την μυστική δύναμη μέσα στο άπατο σκοτάδι του Γενικού Γραμματέα
της Αντίστασης – ακόμα και οι Εξωσχολικοί, ακόμα και οι Κρόκοι τον
προσκυνούσαν, πέρα από τους Πλαισιωμένους του - και όσοι μπόρεσαν να
πλησιάσουν δεν διέκριναν τίποτε άλλο από μάτια βουλιαγμένα και μαύρα πίσω από
κάγκελα, σιδερένια επιθέματα κάλυψης, γυαλιά σπασμένα, έβλεπαν τα ανύπαρκτα
χείλη, την ζαρωμένη παλάμη που δεν είχε μέσα του κανένα μέλλον και μηδαμινό
παρελθόν που χαιρετούσε το μελανό κενό του φρεατίου κάτω από το Πεδίον του
Άρεως, ενώ ήταν πολλοί εκείνοι που ήθελαν να δουν για μία και μοναδική φορά το
πραγματικό του πρόσωπο, προσέχετε αγαπητέ Γενικέ Γραμματέα Ντεποζίτο, όλα
είχαν έρθει σε πιο επίσημα στάδια πλέον, γι’ αυτόν που ποτέ δεν είχε τίποτα, αν
εξαιρέσεις τις υποτροφίες και τις επιτυχίες στα στενά της Οξφόρδης, η πατρίδα όμως
τον χρειαζόταν, αλλά πάντα απαντούσε σαν κοιμισμένος, σαν υπνοβάτης, μη σε
νοιάζει, αυτός ο όχλος με λατρεύει, κι όπως με το μηχανικό θηρίο των αυτόματων
πωλήσεων είχε φτιάξει το όνομα του, τώρα ήταν η σειρά του καπέλου, του δέρματος,
η σειρά του να μπει στην παρανομία, άφηνε το χνάρι του πίσω από τις
καλογυαλισμένες βιτρίνες υπό τα βαλς των αυτόματων θηρών, ανάμεσα σε χημικά
κατεργασμένες ευωδίες μπισκότου ανά πέντε λεπτά, φσιιιιτ, μέσα από την
υπομονετική παρατήρηση του ματιού, ακόμα και ο ίδιος κατέβαινε καμιά φορά στο
Πεδίο και παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των πελατών αλλά και των άλλων, των
κατατρεγμένων δούλων, που ξάπλωναν μέσα σε ποταμάκια από σάπιες σαλαμάνδρες
για να βρουν θαμμένα προϊόντα και να κολλήσουν πάνω στην πίσω πλευρά του το
ταμπελάκι με το όνομα του πελάτη και το νούμερο του υποκαταστήματος,
αποφεύγοντας τους προϊστορικούς κουρσάρους, γιατί τα πάντα εξαρτιόντουσαν από
την ταχύτητα, το σκοτάδι ήταν σε στιγμές αφανές αλλά πάντα παρών, το
αισθανόντουσαν και οι υπνωτισμένοι πελάτες, σε στιγμές πάντα έτσι, μην
τρελαθούμε, με τα ζόμπι, αλλά και οι εισβολείς, μπορούσαν μόνο να υποθέσουν τι
βρισκόταν πέρα από την εκτίναξη του ημερήσιου τζίρου ή την καταβαράθρωση του,
άκουγαν φήμες μόνο για τις πολλές επιθέσεις, δεν ήταν ικανοί να δουν πέρα από το
φως που σκόρπιζαν οι αδύναμοι δαυλοί τους, δεν γνώριζαν πως όλα ίσως να ήταν
οργανωμένα.
Κάθε φορά που οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καταργούνταν η όλη Εταιρική
συμπεριφορά έπεφτε σαν χλιμπάτσι, αλλά με τρόπο που ο υπάλληλος να μην το
διαισθάνεται σαν άμεση βιαιότητα, είχαν επιλέξει σωστά όλους τους προϊσταμένους
τους με κριτήριο την απόλυτη ευγένεια – σε σκοτώνανε διαμέσου της άμετρης
ανεκτικότητας και μέσω μίας παραπλανητικής παράκαμψης της λογικής σου η οποία
μεταμφιεζόταν σε Σταυρό για τον ίδιο τον δούλο της πυραμίδας – αλλά μέσα στην
αδυναμία της να ξεφύγει υπέκυψε στα θέλγητρα της εξουσίας του Αρχιτέκτονα
Τσίλικου, το κορμί της είχε πληγιάσει από το αόρατο μαστίγιο, είχαν αποφασίσει να
βάλουν μηχανήματα ταμείων σε όλους τους ορόφους, η αδυναμία της την έκανε
ωχρή, κατάφθαναν οράματα μέσα στα πλέγματα των βολβών της, αλλά ήταν τόσο
δυνατά σε κάθε κορύφωση της αδικίας και του πόνου. Στην κορυφή του
Οικοδομήματος της Ανώνυμης Συντροφιάς, χαμένο μέσα στο βαλτώδες του υγρό,
καθόταν το Μάτι, η απαστράπτουσα πόλη, με σκιές από μακριά ιμάτια στο χρώμα
του ατόφιου πολυμερούς, μία σκοτεινή φιγούρα που ανάμενε στην άκρη του
πεζοδρομίου κολλημένη με μία σκούρα πλαστική νιτσεράδα, το σκεπασμένο
πρόσωπο της παραλυμένης Ελλάδας που γέρνει πάνω στους φωριαμούς σαν
απελπισμένη, γριά αλλά μετανιωμένη πόρνη των αποδυτηρίων, γέλια ακούγονται από
τα φρεάτια που τώρα έτσι όπως έχει γίνει το πάνω μοιάζουν παραδείσια, τα κομμάτια
από κάφτρες που σκορπίζονται μέσα στη νύχτα, καλάρουντην θερμότητα τους πάνω
στο ατσάλι και σβήνουν μέσα σε λίμνες από αλάβαστρο, η Μπέλα Μπούλα ντυμένη
Βιεννέζα σερβιτόρα με τα πατικωμένα της νερουλά βυζιά να χαϊδεύει την άκρη ενός
σκάνερ του ταμείου.
Δίπλα από μία συστοιχία νεοφερμένων τραγιασκών που ξαπλώνονται πάνω στον
κυπαρισσί πάγκο με τις εσωτερικές αποχρώσεις των νερών του μαρμάρου να
πλησιάζουν το σάπιο μήλο, μέσα στο δάσος από υφάσματα, ο Χάρουν και η
Εσμεράλδα είχαν ανακαλύψει μία υπερμεγέθης αποθήκη στα κάτω διαζώματα της
Μαγούλας όπου κανείς πλέον δεν θυμόταν πως υπάρχει εκεί, σκεπασμένη από μία
στρώση στεγνωμένης μονωτικής ταινίας, ολόκληρα κομμάτια από σπασμένες τάβλες
εξείχαν σαν αιχμηρά δόντια εδώ κι εκεί ανάμεσα από τα σκόρπια καλώδια που
έπεφταν από την οροφή - ήταν φανερό πως αν ακολουθούσαν εκείνο το μυστικό
μονοπάτι θα έφταναν σε κάποια άλλη αποθήκη ή σταθμό παραλαβής προϊόντων -
κανείς όμως δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει το τι θα έβρισκαν εκεί και ότι κι αν ήταν
αυτό σίγουρα θα είχε αφεθεί στη μοίρα του εδώ και πολύ καιρό, και να που τώρα
κρατιούνται χέρι με χέρι, ο Χάρουν φορούσε ένα παλιό μαύρο πουκάμισο από τον
καιρό που το Σταρ Τσάνελ είχε πρωτοβάλει τα Φιλαράκια και θύμιζε πολύ εκείνο τον
ηθοποιό που σκοτώσανε μία νύχτα, εκείνον που έπαιζε τον γιο της Ντένης,
καστόρινο, με τρύπες στους αγκώνες από το τρίψιμο πάνω στους πάγκους
κατασκευής, η Εσμεράλδα ήταν τυλιγμένη το μαντώ της από δέρμα μαύρου
κροκόδειλου που της είχε δωρίσει κάποτε ο πατέρας της, κι ένα βεραμάν μαντήλι από
μετάξι στο κεφάλι. Σε μερικές εσοχές, το μονοπάτι μέσα στα μπάζα ήταν γεμάτο με
σαλιγκάρια που έμοιαζαν υπερτροφικά και το σύρσιμο τους ακουγόταν σαν βήματα
ανθρώπων, φτάνοντας σε μία κατηφορική κλήση, όπου πριν από χρόνια είχε σχεδόν
καταρρεύσει η οροφή, το χαλίκι είχε πέσει από τον ουρανό σαν αλοιφή πάνω στα
βράχια, προς μία ηλεκτρική πηγή ή ποτάμι που δεν μπορούσαν να διακρίνουν. Μία
αρχαία τηλεόραση Πανασόνικ ήταν παρατημένη στη μέση της αίθουσας με την οθόνη
προς το πάτωμα και τα γυαλιά τριγύρω σκορπισμένα. Το καφέ κουφάρι που κάποτε
ήταν μαύρο αλλά από την πολυκαιρία είχε αλλάξει απόχρωση είχε απογυμνωθεί
εντελώς σαν σκελετός νεκρού ζώου. Κάπου μέσα στον ουρανό της ραγισμένης
οροφής ίσως να κρυβόταν το πνεύμα που είχε εκτελέσει την αποσύνθεση της.
Άφησαν πίσω τους την τηλεόραση, καθώς ήταν φοβισμένοι πως κάποια ύπουλη
κλιματογραφία ακτίνας θα τους παρέσυρε σε τυφλά σημεία μέσα στους τοίχους με
την σκληρή επιφάνεια τους να βαθουλώνει και να σχηματίζει καθίσματα μέσα στο
τσιμέντο και στο τούβλο.
Κατά καιρούς έβλεπαν απομεινάρια φωλεών πουλιών μέσα στα δοκάρια της
οροφής. Το φως τώρα είχε αδυνατίσει κι άλλο, παρ’ όλο που δεν ήταν καν απόγευμα
και ο λαβύρινθος από καλώδια δεν γινόταν πιο πυκνός. Στη μέση της επόμενης
αίθουσας, έκαναν την εμφάνιση τους εκείνα τα τεράστια βουνά σκατού, άλλα ήταν
φρέσκα, σε σχήματα στριφογυριστών λοφίσκων, πυραμίδων, σαν ομοιώματα
άγνωστων αμοιβάδων ή τυλιγμένα γλυκίσματα από σφολιάτα – εβένινα, ζεστά και
γεμάτα με τρύπες που ανοιγόκλειναν σαν μικροσκοπικά στοματάκια από την συστολή
του αέρα. Τι ζώο θα μπορούσε να είχε περάσει από δω πρόσφατα, στη μέση της
Κηφισιάς που να αφήνει τέτοια ίχνη;
Εκείνη τη στιγμή, ο Χάρουν και η Εσμεράλδα συνειδητοποίησαν πως θα πρέπει
τόσην ώρα να περιδιαβαίνουν τα ερείπια μίας μεγάλης έπαυλης αλλά όχι πολύ
παλιάς, μίας εξοχικής κατοικίας που θα πρέπει να κατοικούνταν πριν από μερικά
χρόνια. Μπροστά στα μάτια τους, το μονοπάτι με το χαλίκι έπεφτε μέσα σε μία
διεκπεραίωση δομής από ξύλο. Αλλά κάτι υπήρχε ανάμεσα στα στήθη τους που είχαν
τεντωθεί για να πιάσουν τους παλμούς εκείνου του μέρους και σε ότι ήταν αυτό που
βρισκόταν μετά την κλίση των ντουβαριών: διάφανο, χωρίς υλική υπόσταση, κάτι
που βρισκόταν εκεί για να τους υπενθυμίσει πως ήταν ξένοι και να που ξαφνικά αυτό
ανασκίρτησε και τους είπε: «Μην μπαίνετε άλλο μέσα, δεν υπάρχει λόγος, γυρίστε
πίσω σας παρακαλώ».
Δεν υπήρχε άλλο κουράγιο μέσα τους. Και οι δύο είχαν σχεδόν χεστεί. Έκαναν
μεταβολή και γύρισαν πίσω με την παγωμένη ανάσα εκείνου του πράγματος ανάμεσα
από τις ωμοπλάτες τους, τρέχοντας.
Όταν επέστρεψαν στο Δωμάτιο της Διόδου Εκπομπής Φωτός, βρήκαν τον Τσίλικο
στα τελευταία στάδια της παράνοιας. Οι κολώνες στο μικρό και κρύο δωμάτιο δεν
είχαν πια σοβά, και το κορμί τους καθρεπτιζόταν ανάγλυφο πάνω στις μη
επεξεργασμένες ράχες των τραγιασκών που δεν είχαν περαστεί με το επαναληπτικό
ύφασμα, κάνοντας τις λεντ επιχρυσώσεις τους να διαστέλλονται μέσα στο σύννεφο
του συνόλου της απουσίας των συσσωμάτων της σκόνης.
«Ήταν έτοιμος να μας καταραστεί. Ο Τσίλικος είναι ένας πανελλαδικός θρύλος.
Δεν είχε ανάγκη ποτέ κανενός είδους επίσημης επιβεβαίωσης. Αλλά όμως ήθελε να
μείνουμε μαζί του. Μας παρείχε τα καλύτερα εξαρτήματα, στέγαση, τροφή, ντραγκς,
ποτό. Σίγουρα υπήρχε ένα πλάνο, κάτι που είχε άμεση σχέση με εκείνη την κοπέλα
την Περσεφόνη, κάτι τόσο φανερό όσο η μυρωδιά του σκατού, που ήταν το μοναδικό
αισθητηριακό γεγονός που καταλάβαινες εκείνα τα συννεφιασμένα απογεύματα.
Αλλά ο Τσίλικος δεν έλεγε ποτέ τίποτα.
»Εισχωρήσαμε μέσα στο μεγάλο οίκημα. Βρήκαμε μία λεκιασμένη πεδιάδα από
σπασμένο πλακάκι λουτρών. Όλα εκείνα τα διαφημιστικά των Μούλτιτσάμπα
πετούσαν πάνω από το κεφάλι μας σαν δαίμονες, σε επαναληπτικούς συνδυασμούς
και μας κυνηγούσαν. Ο Τσίλικος είχε πλέον μετατραπεί σε ένα νέο είδος πολεμιστή,
σε έναν ανθρωποφάγο, με καμία εναπομείναν ανθρωπιά στα χαρακτηριστικά του,
αυτό είχε πλέον χαθεί, η ανθρώπινη μορφή του, κάθε νύχτα που περνούσε μπροστά
από την φωτεινή επιφάνεια που πάνω της έπεφταν οι αριθμοί, είχε μεταλλαχτεί από
τις ρυτίδες στην απόχρωση της σόλας, νεκρά αγγεία πάνω από τα μάτια που δεν
φούσκωναν ανθρώπινα. Τσιμεντόλιθοι: Σπασμένοι τσιμεντόλιθοι μέσα σε ζουμί
ανθρακικού. Ήταν φορές που ακόμα και τα τεμνόμενα σκιαγραφικά σχέδια των
αντίπαλων καταστημάτων ενώνονταν σε ένα κοινό σημείο με τα δικά μας. «Είναι το
αντίγραφό που δείχνει την Παλιά μου Μητέρα», αναρωτηθείτε αν υπάρχει ένας πόνος
τόσο υποχθόνιος και λανθάνων που είναι σχεδόν μη πόνος, «το Φέουδο του Πρίγκιπα
Τσίλικου. Μία χώρα κάτω από τη Χώρα». Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα:
κοιτούσε την γη σαν αστρονομικές εκλάμψεις: η καθεμιά είχε το δικό της κύκλωμα,
πραγματικά νησιά από τρανζίστορ, αισθητήρες κίνησης και φωτός, σώματα, μαύρες
τρύπες, στέρεους πυρήνες, ατμόσφαιρες, στρώματα. Δεν ήταν η Ελλάδα η πατρίδα
που ζούσε. Ήταν μόνο το δικό του μυαλό, ο δικός του Ελαιώνας. Αλλά είχε αρχίσει
να μας παρασέρνει κι εμάς μαζί του! Η κωλοτρυπίδα μου άνοιγε από την αγωνία,
στην φονική στατιστική που μας ήθελε να απολυόμαστε κάθε πρωινό, αλλά δεν το
καταλάβαινε, ο γλυκούλης μου, πότε θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης και
αγορών, πότε θα εκμηδενιζόταν, γιατί απλούστατα όλη η αστρική περιοχή των
πωλήσεων και τα σώματα μας ανήκαν στον Τσίλικο. Εκείνος δεν έκανε τον χορό του
λεμούριου απλά, δεν κρυβόταν μόνο πίσω από πολλαπλές μεταμφιέσεις αρρώστων
ειδών του άστεως, δεν κινιόταν μόνο μέσω του υπολογιστή του. Είχαμε ανακηρύξει
το στρώμα κύλισης μας σε μία τάξη αποσύνθεσης, από κατάστημα σε κατάστημα.
Κάθε σημείο χτυπήματος Κουνταμπάφερ θα ήταν για εμάς ένα νέο κατάστημα, ένα
νέο σημείο εκκίνησης της νέας ζωής, θα πλέαμε μέσα σε μία κόκκινη θάλασσα από
ανατιναγμένα νούμερα. Κάθε κατάστημα θα είχε το κέντρο του στο κεφάλι της
πυραμίδας, η θέση της τραγιάσκας; Η στιγμή του θαμπώματος και της λάμψης; Ήταν
μία νέα Αθηναϊκή εκδοχή του Φάουστ. Ποιο κατάστημα θα ήταν όμως το στερνό; Το
δικό μας; Η ίδια η Ελλάδα; Ο Παρθενώνας; Τα αρχίδια μου;
»Ξεχνάω συνέχεια να ρωτήσω τον Χάρουν τι απέγινε η Περσεφόνη. Στον Χάρουν
του επιτράπηκε η παραμονή στο κατάστημα όπου και είχε καταξιωθεί, στο Χαλάνδρι,
εμένα όμως με έδιωξαν πολύ μακριά, μέσα σε μία Βιεννέζα σερβιτόρα μαζί με τον
ίδιο τον Τσίλικο, ανάμεσα από καταιγίδες του Νοεμβρίου, σε ένα εξοχικό κτίσμα
στην Δροσιά που μήνες ήταν ο άρχοντας των τριγωνικών ονείρων μας, μία σειρά από
κρυσταλλωμένα κλαδιά, πευκοβελόνες, και σκαμπανεβάσματα σήματος του Ανέμου,
μία σιγανή φωτιά που πάντα βλέπαμε στην απέναντι τζαμαρία. Ήταν το Λημέρι. Ο
Τσίλικος κοίταζε, χωρίς να θέλει να ανοίξει ποτέ ξανά το στόμα του, κι εγώ
αποκρίθηκα αντί για εκείνον: ΄Ο Ξένος’. Το χαμόγελο του κατάπιε ολόκληρο το
στόμα μου, πολύ γρήγορα, αλλά χωρίς την παραμικρή ψυχή: τα ζαρωμένα του
μάγουλα είχαν ρουφηχτεί από την πείνα, δεν έτρωγε πια, πέρα από εκείνες τις
τηλεπαθητικές εμπνεύσεις του, είχαν όλα συρρικνωθεί μέσα στον ενστικτώδη του
χώρο, στο αλκαλικό του Παλάτι, σε μία διάβαση στην άκρη της λήθης του που δεν
είμαι εδώ πλέον για να καταπιέσω, σαν τον πούτσο του, θερμά μόρια με την πιο
μικροσκοπική δίοδο εκπομπής φωτός μέσα τους, που τραγανίζουν μόνο γυαλί, ίσως
κάτι περισσότερο από αυτό. Με φώναζε Αφροδίτη. ΄Θα καταλάβεις πως οι τσαχπινιές
σου δεν πρόκειται να ισχύσουν εδώ. Όχι πλέον, Αφροδίτη’. Αλλά δεν είχα καμία
ένσταση χαράς μέσα μου, κανένα τρόμο. Ήταν απλά μία ανοησία του εμπορίου που
ήμουν ικανή να κατανοήσω, να δεχθώ ή σαν τις παθήσεις των μελλοθανάτων,
καίριες. Το κόκκινο τετράγωνο στεκόταν στιβαρό μέσα στη νύχτα μέσα στην άγνοια
μας, με το κεφάλι σπασμένο και τα πόδια κομματιασμένα, με το Μούλτιτσαμπικό
νούμερο από πίσω του να τον καταδιώκει σαν πορτοκαλί οχιά: κάτω από τις θαμπές
ζάρες του δημιουργήθηκαν λευκοί παπαγάλοι από αμαξάδες και προϊσταμένους στον
διάδρομο που οι υπάλληλοι πουλούσαν τα πάντα. Είδα ένα μικρό αγόρι, γύρω στα
είκοσι, βύσμα από τα Κεντρικά, στην άκρη της μύξας ενός λάπτοπ, κουβαλημένος ο
ίδιος από το ίδιο του το δερμάτινο μπάκπακ. Τα πρόσωπα όλων ήταν λίγο πολύ
οικεία. Τους γνώριζες από διαφημίσεις, ηλεκτρονικά ταχυδρομεία, την τηλεόραση, το
ιντερνέτ, τα ενδοκαταστηματικά νέα, καταλάβαινες τη δύναμη τους – ήταν σημαντικά
πρόσωπα, αλλά αναγνώρισα μόνο έναν: τον Διευθυντή Διασποράς και Υλικού
Σμαραγδένιο από το κατάστημα της Γλυφάδας. Ήταν ένα παλιό στέλεχος, γνωστός
για τις μαντικές του ικανότητες στο Πεδίο, πριν από τον Εμφύλιο, και, απ’ ότι μας
είπαν, ακόμη και τώρα. ΄Ράλδα’ μου είπε με πονηρό χαμόγελο, καθώς έψαχνε τα
μάτια μου. ΄Τι όμορφα που είμαστε όλοι μας πάλι μαζί’. Αλλά κανείς δεν ήταν σαν
αυτόν. Όλοι είχαν έρθει για να δουν τον Αρχιτέκτονα Τσίλικο. Θα λάμβανε μέρος η
μεγάλη συνάντηση στο Λημέρι του Ξένου. Άραξαν στο καθιστικό. Εγώ έμεινα να
κρυφακούω μαζί με έναν υπό-προϊστάμενο που τον έλεγαν Θολούρα, με καράφλα και
κοτσίδα, που συνεχώς ξερόβηχε τελειωμένες Χολς. Είχε δει όλα μου τα κατορθώματα
στις εφημερίδες και στα νέα του ιντερνέτ. Όλες μου τις απαστράπτουσες στιγμές.
Τελειώσαμε και κατευθυνθήκαμε προς το εργοστάσιο. Μέσα από την κλειδαρότρυπα
τους είχα δει κάτι να κοιτάνε πάνω στο μεγάλο τραπέζι. Ήταν ένα πράγμα σαν δίχτυ
που φοράνε οι γριές όταν κοιμούνται και δεν θέλουν να χαλάσουν τα μαλλιά τους,
σαν πλαστικό πλέγμα, γυαλιστερό όμως. ΄Τι είναι;’ ρώτησα τον Θολούρα. Με πήγε
λίγο πιο πίσω από την πόρτα για να μην ακουστούμε. ‘Θαρρώ πως είναι το Led Net’,
είπε σιγανά.
«Τι μαλακία είναι αυτή;» λέει ο Χόρνι, «Led Net, είσαι σίγουρη;»
«Ναι, ήταν κάτι με…νετ».
«Μήπως κάτι που είχε σχέση με το ιντερνέτ;».
«Δεν ξέρω. Μπορεί να άκουσα λάθος, είναι σαν παλιμπαιδισμός, με όλες αυτές τις
εταιρικές βλακείες που ακούμε πια. Ήταν σαν έντομο, σαν κάτι το τρομακτικό – κάτι
που είχαν με το ζόρι ξεκολλήσει από κάποια απύθμενη κόλαση με την εταιρική τους
σπάτουλα, αλλά όλοι μαζί, με τα χέρια τους πάνω στην λαβή της, για να πάρει τελικά
υπόσταση πάνω σε εκείνο το παλιό τραπέζι. Τα στόματα τους ήταν ξερά. Σαν μόλις
να είχαν τραβήξει το βρακί του Θανάτου. Ήταν λες και όλοι πρωταγωνιστούσαν σε
κάποιο βιντεάκι που ήσουν έτοιμος ανά πάση στιγμή να κατουρηθείς από τα γέλια.
Και τότε είχα νιώσει πως ο Τσίλικος με είχε περάσει με ένα διάφανο, άοσμο βερνίκι.
Με είχε συμπιέσει μέσα στο δικό του κενό κόσμο με μία πατρική στοργή
επικαλούμενη έναν πλαστικό έρωτα. Ήμουν πλέον μόνη. Υπάλληλοι περίμεναν πίσω
μου στο καθιστικό, και έφραζαν τις διόδους διαφυγής. Τα δάχτυλα του Θολούρα
πασπάτευαν κάτι πάνω στον πήχη μου. Ήταν ένας ειδικός στις Διόδους Εκπομπής
Φωτός, έριξε τη βαριά του γλώσσα πάνω σε μία χάρτινη, με κολλημένες τρίχες,
κάσκα, και κούνησε το δεξί του ρουθούνι, έριξε φως με το κινητό του πάνω στη
κάσκα αλλά δεν έγινε τίποτα, μετά έπιασε την δοκιμαστική τραγιάσκα και την
κούνησε στο φως του κινητού, ξαφνικά άστραψε ένα εκτυφλωτικό φως πάνω στην
επιφάνεια του καπέλου που μας τύφλωσε στην κυριολεξία - ΄Το βλέπεις; Είναι η
πραγματική όψη του Θεού’ και σχεδόν λιποθύμησε από λύπη εξιστορώντας μία
κατάσταση υπνωτισμού του Ματιού, αντιγραφή του Ιερού Ώρου. Άναψε το μόνιτορ
που ήταν συνδεδεμένο με τον κεντρικό διαμοιραστή του Μούλτιτσάμπα και με
ρώτησε σε πιο κατάστημα θα ήθελα να ρίξω μία ματιά και ποιος υπάλληλος ίσως να
με ενδιέφερε να δω αν κλέβει ή αν λουφάρει ή αν σκαλίζει τη μύτη του, τώρα, αυτή
τη στιγμή. Ψιθύρισα το όνομα Μουκοβίνας».
Κάποιος είχε αρχίσει ήδη να ουρλιάζει τ' όνομα του, έξω απ' την Αγία των
Φοριαμών, έξω δηλαδή απ' την κουζίνα των υπαλλήλων – είχε λείψει πάνω από μισή
ώρα και μία απουσία πάνω από μισή ώρα απ' το Πεδίο των Πωλήσεων ισοδυναμούσε
μ' αμάρτημα άξιο θανάτου, εκεί μέσα – αστείο ακουγόταν, ίσως η σωστή έκφραση να
'ταν άξιο απόλυσης. Η μουσική συνεχιζόταν ν' ακούγεται, εντελώς ενοχλητική και
γελοία, μέσα στο κατάστημα, τον τρέλαινε σχεδόν, δεν είχε όμως το χρόνο ν' ανέβει,
ν' ανακαλύψει ποιος απ' τους διακόπτες, μέσα στο γραφείο του διευθυντή, ήταν ο
σωστός, εκείνος δηλαδή που ρύθμιζε την ένταση. «Πόσο είναι η έκπτωση;» είπε η
πελάτισσα με τον Λεβί στο βλέμμα, η οποία βρισκόταν ακόμα μέσα στο κατάστημα,
στο τμήμα των βιβλίων – δεν έφευγε με τίποτα το ζωντόβολο ετούτο – η συνάδελφος
Νέλι τον αγριοκοίταξε (εκείνη ήταν που ούρλιαζε τ' όνομα του πιο πριν), ήξερε που
ήταν και τι έκανε – το συνήθιζε άλλωστε να μπαίνει στην τουαλέτα και να μιλάει
μόνος του ή να κάνει εκείνη την περίεργη άσκηση με τα πόδια· οι συνήθειες των
υπαλλήλων, μετά από λίγο καιρό, άρχιζαν να μαθαίνονται απ' όλους τους
συναδέλφους – όλοι ήξεραν τι έκανε ο άλλος και πως λούφαρε, με ποιο τρόπο
δούλευε και τι είδους υπάλληλος ήταν. «Δέκα τις εκατό» είπε ο Μουκοβίνας. «Με
την κάρτα μέλους». «Καλησπέρα...γεια σας» είπε ο φύλακας της εισόδου σε κάποιον
τυχαίο εισερχόμενο πελάτη.
Χτύπησε το τηλέφωνο του μπροστινού σταθμού εργασίας – δεν το σήκωνε αμέσως
όμως, καμιά φορά δεν το σήκωνε ποτέ – ανάλογα τα κέφια. Ο φύλακας τον κοίταξε
με χαμόγελο – είχε ακούσει κι εκείνος το τηλέφωνο κι ήξερε πως ο Μουκοβίνας ποτέ
δεν έμπαινε στον κόπο ν' απαντήσει. «Για μία παραγγελία» είπε με πολύ παιδική
φωνή μία κοπέλα που μόλις είχε μπει στο κατάστημα. «Δεν σας πήραμε τηλέφωνο ή
κάτι τέτοιο;» είπε ο Μουκοβίνας. «Χτες νομίζω» είπε εκείνη ντροπαλά. «Σε τι όνομα
είναι;» ρώτησε ο Μουκοβίνας. «Πολύζου» είπε το κορίτσι. «Πολύζου;» ρώτησε ο
Μουκοβίνας. «Ναι» είπε εκείνη. «Τι βιβλίο είναι;». Εκείνη τον κοίταξε για λίγο.
«Νομίζω Κέμπριτζ κάτι» είπε μετά από τρία δευτερόλεπτα. Το γνωστό και σιχαμερό
διαφημιστικό του καταστήματος έπαιζε σε τέρμα ένταση απ' τα ηχεία της οροφής, ο
Μουκοβίνας έκανε μεταβολή, πάνω στα καφέ του, θεσπέσια παπούτσια·
κατευθύνθηκε προς το συρτάρι με τις κρατήσεις, κάτω ακριβώς απ' τα παιδικά dvd,
δίπλα απ' τη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι, το άνοιξε με δυσκολία γιατί είχε
χαλάσει τώρα και καιρό κι οι ρόδες δεν κυλούσαν σωστά πάνω στις στραβές ράγες,
αναποδογύρισε μερικά βιβλία, διάβασε κίτρινες ετικέτες από ποστ ιτ, έβηξε μία φορά,
δεν βρήκε τίποτα εκεί μέσα, έκλεισε το συρτάρι, έκανε πάλι μεταβολή, πήγε στον
σταθμό εργασίας Α - δηλαδή στον μπροστινό σταθμό εργασίας - έπιασε να ξεφυλλίζει
το μπλε τετράδιο με τις παραγγελίες των ξενόγλωσσων βιβλίων – τετράδιο τ' οποίο
ήταν εντελώς και άκρως ταλαιπωρημένο απ' την καθημερινή χρήση, γκαγκανιασμένο
και βρώμικο, σαν χρησιμοποιημένο τραπουλόχαρτο – προσπαθώντας να βρει τ' όνομα
Πολύζου κάπου εκεί μέσα.
Η κοπέλα είχε έρθει στο κατάστημα με τον πατέρα της ή έτσι τουλάχιστον υπέθετε
ο Μουκοβίνας - ίσως να μην ήταν πατέρας της - σκέφτηκε. Μπορεί να 'ταν θείος της
ή ακόμα κι εραστής της, πράγμα παράξενο βέβαια, λόγω της διαφοράς ηλικίας. Ο
συγκεκριμένος κύριος διέθετε, επίσης, δύο στίγματα πάνω στη λαδωμένη του μύτη.
Μαύρα και τεράστια – ήταν μάλλον η μέρα των Δύο Μαύρων Στιγμάτων, σκέφτηκε.
Ο Μουκοβίνας μία κοιτούσε το τετράδιο και μία τα στίγματα. Δεν μπορούσε να μην
σκέφτεται εκείνα τα στίγματα. Δεν ήταν πως τον αηδίαζαν όμως, απλά ήταν δύο πολύ
έντονα στίγματα, σαν σημάδια μέσα στο κενό σύμπαν, σαν φάροι μέσα στη νύχτα,
σαν...Ήξερε πως δεν επρόκειτο να βρει την παραγγελία. Η περιγραφή της κοπέλας
ήταν εντελώς ελλιπής. Υπήρχαν άπειρα ανάλογα βιβλία στην αγορά κι εκείνος το
γνώριζε αυτό το γεγονός πολύ καλά. Η περιγραφή της ήταν μία ηλιθιότητα και μόνο.
Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν της έριχνε μία μπουνιά στο πρόσωπο – εκεί, μέσα στη
μέση του καταστήματος. Τι θα γινόταν άραγε; Τι έκφραση θα έπαιρνε το πρόσωπο
του πατέρα της ή θείου της ή εραστή της; Θ' άλλαζαν άραγε χρώμα τα δύο τρομερά
του στίγματα; Θ' αναβόσβηναν μήπως; Θα έβγαζαν κάποιο τσιριχτό ήχο; Ποιος ξέρει;
Η μουσική τώρα είχα γίνει άκρως χορευτική – ήταν λες και είχαμε ξαφνικά
μεταφερθεί σε κάποιο νυχτερινό κλαμπ – ντουμ, ντουμ, ντουμ, αυτό δεν ήταν
βιβλιοπωλείο φυσικά, ήταν ένα βρωμερό σούπερ μάρκετ· ο ήχος από τις σχεδόν
πλαστικές σελίδες του τετραδίου των παραγγελιών μπερδευόταν με την άθλια
μουσική υπόκρουση που ερχόταν απ' την οροφή. Ο Μουκοβίνας σχεδόν έβλεπε το
σάλιο του να πέφτει πάνω σε κάποια σελίδα και να αλλοιώνει το μπλε μελάνι,
παρατηρούσε, μ' ευχαρίστησή πάντα, τα βλέμματα αηδίας που του έριχναν οι δύο
πελάτες – πατέρας και κόρη ή θείος και κόρη ή ότι ήταν τέλος πάντων αυτά τα δυο
στίγματα μέσα στο χρόνο του. «Είναι Πολύζου τ΄ όνομα;» είπε ξαφνικά ο
Μουκοβίνας, υπνωτισμένος απ' το γύρισμα των σελίδων – δεν κοιτούσε στην ουσία
τίποτα μέσα στο τετράδιο, βαριόταν να εστιάσει. «Ήρθαμε για να πάρουμε ένα
βιβλίο» πετάχτηκε μία άλλη γυναίκα, πίσω απ' το ζεύγος της συμφοράς, ο
Μουκοβίνας δεν την άκουσε καν και συνέχισε να γυρνάει τις σελίδες του τετραδίου
των παραγγελιών. «Μήπως...δεν υπάρχει περίπτωση να είχατε δώσει κάποιο άλλο
όνομα;» είπε μετά από λίγο, κοιτώντας με αδιάφορο βλέμμα το ζεύγος μπροστά του,
άφησε ταυτόχρονα μία τρομερά βρωμερή κλανιά, λόγω εντέρου πάντα – σε λίγο θα
μύριζε άσχημα όλος ο χώρος μπροστά στον σταθμό εργασίας Α. Φωνές μικρών
παιδιών που έκλαιγαν ερχόντουσαν απ' το βάθος του τμήματος των παιχνιδιών, οι
απανωτές καλησπέρες του φύλακα πασπάλιζαν με παράνοια τα πάντα.
Ο ήχος απ' τις σελίδες του τετραδίου είχε εξελιχθεί σε βόμβο μέσα στ' αυτιά του
τώρα, ένα κύμα που τον κατέκλυζε, τον έπνιγε, τον στριφογύρναγε, τον σκότωνε,
έμπηγε το κεφάλι του μέσα στην θανατερή άμμο της σιωπής της αναμονής του
ζεύγους, οι οποίοι τώρα τον παρατηρούσαν με μάτια φλογερά, ανυπόμονοι,
ανήμποροι, υποκείμενα των ανώμαλων ορέξεων του συγκεκριμένου και
προφανέστατα, αδιάφορου, υπαλλήλου, Μουκοβίνα. «Δεν έχει έρθει κάτι...εκτός
εάν...», μία μηχανή μεγάλου κυβισμού που πέρασε μπροστά απ' την Μεσογείων
κάλυψε το τελευταίο μέρος της πρότασης του, το ζεύγος τον κοίταξε μ' απογοήτευση,
φυσικά κι εκείνος το ευχαριστιόταν όλο αυτό, επιθυμούσε όμως, κιόλας, να φύγουν,
να χαθούν απ' τα μάτια του, μιας κι η μύξα είχε ήδη κατέβει στο ρουθούνι του, το
αισθανόταν έντονα, μόνο κάτι τριχούλες εμπόδιζαν την κατάβαση τους στο χείλος
του – είχε τρομερό συνάχι κείνη την ημέρα, έπιασε την κωλότσεπη του αλλά εκεί δεν
υπήρχε κανένα χαρτομάντιλο, καμία χάρτινη, απαλή ασφάλεια – έπρεπε να τρέξει
στην κουζίνα των υπαλλήλων γρήγορα, στην Αγία των Φωριαμών ή να κρυφτεί πίσω
από κάποιο σκοτεινό ράφι και να φυσήξει στο πάτωμα όλη εκείνη τη μάζα μύξας και
ροχάλας. Μπλιάξ! «Μπορείτε να επικοινωνήσετε με την κυρία...να δούμε τι έχει
γίνει...αν της ήρθε κάποιο μήνυμα...» είπε ο Μουκοβίνας και αμέσως ρούφηξε δυνατά
τη μύτη του με αποτέλεσμα όλη εκείνη η μύξα να κατέβει στον οισοφάγο του, ένα
ποτάμι από βλέννα, το ζεύγος ένευσε μαζί, σαν σιαμαία τέρατα. «Έχει διαφορά από
το αν σας πήραμε τηλέφωνο» συνέχισε. Το ζεύγος φαινόταν να καταλαβαίνει αλλά
επίσης διαισθανόταν την εξαπάτηση του υπαλλήλου, ο οποίος βαριόταν αφόρητα όλο
αυτό το σκηνικό κι όλη κείνη την ταλαιπωρία.
Το ζεύγος έκανε μεταβολή, σαν δίδυμες προπέλες πλοίου, και χάθηκε μέσα στο
χάος του καταστήματος – ένας άλλος πελάτης όμως, χοντρός και κοντός σαν
πυγμαίος πετάχτηκε απ' το πουθενά τώρα: «Έχετε το Μύθο του Σίσυφου;» είπε. «Ο
Μύθος του Σίσυφου...» επανέλαβε ηλιθιωδώς ο Μουκοβίνας. «Καμί» είπε ο πελάτης
με στόμφο παγωνιού. Ο Μουκοβίνας στραβομουτσούνιασε αμέσως, έκανε στροφή
και πήγε στο ράφι με τη Φιλοσοφία – το ράφι ήταν εντελώς πουταναριό, πεταμένα
βιβλία παντού, ανακατεμένα και βρώμικα – άρπαξε ένα αντίγραφο και το έβαλε στο
χέρι του πυγμαίου. Ο νάνος πελάτης είπε ένα ξεψυχισμένο ευχαριστώ, ο Μουκοβίνας
τον προσπέρασε με μία ντρίπλα – σχεδόν τον έσπρωξε με αναίδεια - άρχισε να
τρέχει, χώθηκε πίσω απ' την Λογοτεχνία του Φανταστικού, έσκυψε, και φύσηξε με
δύναμη τη μύτη του στο μαύρο πάτωμα. Ένας τεράστιος όγκος ξεπετάχτηκε,
πράσινος κι αηδιαστικός, στην συνέχεια τον πασάλειψε με το καφέ παπούτσι του,
αφήνοντας ένα υγρό σημάδι. Σκούπισε τη μύτη του με την ανάποδη του χεριού του
και σηκώθηκε ξανά. Ξαφνικά αναρωτήθηκε τι να κάνει εκείνος το σχεδιαστής των
εξωφύλλων του Καστανιώτη, σκέψη εντελώς τυχαία και άκυρη. Έκλασε πάλι.
Τώρα αισθανόταν πολύ καλύτερα, μπορούσε άνετα να κακοποιήσει κι άλλους
πελάτες. Ήταν και πάλι άνθρωπος, λίγο. «Έχω κάνει μία παραγγελία...αλλά δεν
μπορώ να περιμένω, είδα πως έχετε διαθέσιμο το βιβλίο που θέλω εδώ στο
κατάστημα...» κάποιος μουρμούρισε από πίσω του, «...αλλά θέλω την τιμή του
ιντερνέτ». Ο Μουκοβίνας γύρισε και τον κοίταξε, πρόσωπο αδιάφορο εντελώς αλλά
κάτι του θύμιζε...α ναι...ήταν ο πυγμαίος με τον Καμί, «Ναι, βέβαια, θα σας κάνουμε
την καλή τιμή» είπε κι άρπαξε πάλι με αναίδεια το βιβλίο απ' το μικρό του χέρι, πήγε
στον σταθμό Α, σκάναρε με το πιστόλι το barcode του βιβλίου, έβαλε την τιμή
ιντερνέτ και πάτησε εκτύπωση, πήγε στον άλλο σταθμό απέναντι, δηλαδή στο σταθμό
εργασίας Γ, δίπλα απ' την είσοδο, άρπαξε το χαρτί απ' τον εκτυπωτή – παρατήρησε
πως κι εκεί υπήρχε άλλο ένα υγρό σημάδι στο πάτωμα, δεν ήταν ο μόνος, τελικά, που
έφτυνε ροχάλες στα πατώματα – και το έβαλε, πάλι, μαζί με το βιβλίο, στο μικρό χέρι
του νάνου. Δεν είχε τίποτα με τους νάνους, κι εκείνοι ήταν το ίδιο ακριβώς ηλίθιοι
όπως όλοι οι υπόλοιποι, σκέφτηκε. «Ν' ακυρώσουμε και την παραγγελία ήηηηη....»
είπε ο νάνος. «Ναι, μόλις πάτε στο ταμείο, θα τους δώσετε τον αριθμό παραγγελίας
σας να την ακυρώσουν» είπε ο Μουκοβίνας κι έκλασε λίγο πάλι, τώρα λόγω
εκνευρισμού και ανυπομονησίας. Ήθελε να χτυπήσει το νάνο με το πιστόλι του
σκαναρίσματος – αναρωτιόταν αν έβγαζε ήχο το κεφάλι του και τι ήχο θα έβγαζε.
«Είναι ακύρωση ή ούτως ή άλλως από εσάς θα ερχόταν σε μένα...» είπε ο νάνος με
αγωνία σχεδόν, γιατί είχε ήδη ψυχανεμισθεί την δυσαρέσκεια του υπαλλήλου δίπλα
του. Ο Μουκοβίνας δεν ήθελε να καταλάβει τι του έλεγε ο κοντός μαλάκας, δεν
ήθελε καν ν' ακούει αυτόν εδώ τον βρωμερό νάνο, με τις σαχλές του ερωτήσεις, τις
άσκοπες παρατηρήσεις του. Θα έβγαζε το παπούτσι του να τον χτυπήσει στο
πρόσωπο με δύναμη, θα του άρπαζε το μικρό του κεφάλι και θα το χτυπούσε με μίσος
πάνω στις συσκευές της Απλ, πίσω του ακριβώς, μέχρι να πέσει λιπόθυμος. Ίσως ο
κόσμος μετά να ήταν καλύτερος – μείον ένας πούστης. «Οπότε στην ουσία...η
διαπεραίωση της παραγγελίας είναι...» συνέχιζε να μουρμουρίζει ο νάνος, «Όχι, όχι,
όχι...κανονικά πρέπει να περιμένετε...αυτό τώρα που κάνω...υποτίθεται είναι
παρατυπία...αλλά» είπε ο Μουκοβίνας και κοίταξε βλοσυρά το νάνο. Η μουσική
έμπαινε μέσα στ' αυτιά του και τον σκότωνε, του προκαλούσε καρκίνο. «Το κάνουμε
για να εξυπηρετηθείτε». «Ναι...» είπε ο νάνος. «Δεν αλλάζει κάτι...» είπε ο
Μουκοβίνας. Ο νάνος δεν έφευγε με τίποτα. «Ναι...κι εγώ το σκέφτηκα...μήπως...την
εκτελέσατε την παραγγελία σε χρόνο...πραγματικό χρόνο...δηλαδή...». «Όχι.
Όχι...κανονικά πρέπει να περιμένετε...να σας έρθει ένα μήνυμα που να σας λέει ότι
το...είναι στο κατάστημα». «Ναι». «Ναι». «Δεν φαίνεται καλά ο αριθμός όμως» είπε
ο νάνος και του έδειξε το εκτυπωμένο χαρτί. «Μια χαρά φαίνεται. Θα το σκανάρουν
στο ταμείο, μην ανησυχείτε...κύριε». Ο νάνος μουρμούρισε ένα ευχαριστώ και ο
Μουκοβίνας του έκανε ένα κρυφό κωλοδάχτυλο μέσα απ' την τσέπη του κοτλέ του
παντελονιού, έβηξε μία φορά, μετά έβηξε άλλη μία, άρχισε πάλι να σέρνει τα πόδια
του πάνω στο πλακάκι, ο φύλακας τον κοιτούσε και χαμογελούσε σαν ζόμπι – ο
φύλακας ήταν σχεδόν πάντα χαμογελαστός, τόσο που τον ανατρίχιαζε – έφτασε μέχρι
το σταθμό Α, έκανε μία πιρουέτα, μία φωνή όμως ακούστηκε από πίσω του, «Να
ρωτήσουμε κάτι...Καστοριάδη έχετε;» είπε μία ηλικιωμένη γυναίκα με αθλητική
φόρμα και μεγάλα, χρυσά σκουλαρίκια. Εκείνος την κοίταξε αδιάφορα, με σιχαμάρα,
«έχει κάπου βιβλία...εεε...είχε γράψει ένα πριν...εεε...», δεν είπε τίποτα, έκανε άλλη
μία πιρουέτα, πήγε πάλι προς το άθλιο ράφι της φιλοσοφίας, της έδειξε με το
δάχτυλο, χωρίς να κάνει τον κόπο να το βγάλει, το ένα και μοναδικό του βιβλίο.
«Καστοριάδη έχουμε δω» είπε μ' απίστευτη απάθεια. Σίγουρα θα υπήρχαν κι άλλα
βιβλία του από πίσω αλλά δεν έμπαινε καν στη διαδικασία να σκύψει γιατί πονούσε η
μέση του. «Αυτά τα βιβλία είναι...» πήγε να πει η γριά με τα σκουλαρίκια αλλά
εκείνος είχε ήδη κάνει μεταβολή, μετά μία ντρίμπλα και βρισκόταν πάλι στο
διάδρομο.
Η κύρια διαφήμιση του καταστήματος – εκείνη που έπαιζε και στην τηλεόραση –
άρχισε πάλι να παίζει σε πολύ μεγάλη ένταση. Ο Μουκοβίνας έτρεξε πάλι προς την
Αγία των Φοριαμών· μέσα, εκείνη τη στιγμή, βρισκόταν ο Αρχιταμείας Κουρήτης
Πατζαράκης μαζί με τον προϊστάμενο των υπολογιστών Ριφ Ραφ, κάτι έλεγαν, κάτι
που στ' αυτιά του Μουκοβίνα φάνηκε εντελώς ακαταλαβίστικο. «Η Παναγιά μαζί
σου...» είπε ο Ριφ Ραφ. Ο Κουρήτης χαμογέλασε και βγήκε απ' την πόρτα της
κουζίνας. Δεν έδωσε σημασία στον Μουκοβίνα. «Ο Θεός μαζί μας» είπε πάλι ο Ριφ
Ραφ και μετά βγήκε κι εκείνος έξω, χωρίς καν να κοιτάξει τον Μουκοβίνα. Ο
Μουκοβίνας έκανε το σημάδι του μαλάκα με το χέρι του, άρπαξε ένα πλαστικό
ποτηράκι και το γέμισε νερό Κρήτης απ' τον ψύκτη, έριξε μερικά «πω ρε πούστη
μου» και μερικά «άντε γαμήσου», ήπιε νερό, φύσηξε πάλι τη μύτη του σε χαρτί
κουζίνας – η μύτη του πλέον είχε μετατραπεί σε μία κόκκινη μάζα πρησμένου
δέρματος από πετσάκι πούτσας νεκρού ελέφαντα. Βγήκε έξω στο πεδίο πωλήσεων.
Τώρα η μουσική υπόκρουση, ευτυχώς δηλαδή, είχε χαλαρώσει κάπως, το ντουπ ντουπ
ντουπ είχε σταματήσει – άκουγες τώρα μία χαλαρή ηχητική ομελέτα από μαύρες
φωνές και ηλεκτρονικά ντραμς και φαντασιωνόσουν μαύρα οπίσθια να κουνιούνται
μέσα στο σκοτάδι, γυαλιστερά και λαδωμένα – ο Μουκοβίνας έβηξε άλλη μία φορά,
ένας βήχας ξερός και σπαστικός (ο πατέρας του συνήθιζε να του κάνει παρατήρηση
κάθε φορά που έβηχε έτσι, πίσω στις αθώες μέρες του νησιού – τον αποκαλούσε
κακοπροβάτα, γιατί έμοιαζε, έλεγε ο πατέρας του, με τον ήχο που έβγαζε το γέρικο
πρόβατο), δεν πρόλαβε να βγει και μονομιάς ξαναμπήκε μέσα στην Αγία των
Φωριαμών για να προστατευτεί από ένα πλασματικό κύμα τρόμου που τον κατέκλυσε
ξαφνικά.

Ο Ριφ Ραφ είναι τώρα στην ώρα του μεσημεριανού, αλλά το μεσημεριανό σήμερα
θα είναι, ίου, μία παπαριασμένη κρέπα με χοχλιούς τυλιγμένη σε ασημόχαρτο, που το
έχει στριμώξει με σελοτέιπ πίσω απ' την τσέπη της πορτοκαλί του κάπας που είναι
φτιαγμένη από μουσαμά, προσπαθεί να φτιάξει τα πράγματα μέσα στην τσέπη του –
μικροσκοπικό στικάκι usb, καραμέλες για το λαιμό Χολς, ένα κουτί με ζελέ για τα
μαλλιά, δύο πιπεριές κι ένα κολοκύθι για σαλάτα, γυαλιά ηλεκτροκόλλησης, μία
λιγδωμένη τσατσάρα που πάνω της υπάρχουν τουλάχιστον δύο ψείρες περιστεριών. Ο
υποχθόνιος σκοπός του αυτό το κρύο, χειμωνιάτικο μεσημέρι είναι εκείνο το
παράταιρο τμήμα της Τεχνολογίας του Πλαισίου που εδρεύει στα Κεντρικά, ούτε
αρκετά μεγάλο ούτε και αρκετά γνωστό στο κοινό ώστε να έχει πολύ πελατεία,
χτισμένο ακριβώς πίσω από ένα τεράστιο πέτρινο σπίτι κάπου στη Κηφισιά, κάπως
απόμερα απ' τις εμπορικές ακτές της Μεσογείων. Όταν τα βογκητά σταματούν και
δεν υπάρχουν στον χώρο ραντάρ των Μούλτιτσάμπα σταθμών εργασίας, και η
κυκλοφορία των συγκρουόμενων απομιμήσεων οχημάτων δεν είναι πολύ πολύ πυκνή
στην κεντρική λεωφόρο του πολυκαταστήματος, μπορείς να αφουγκραστείς τα
πουλιά να κελαηδάνε έξω, μαζεμένες στις τεχνητές τους φωλιές που έχουν φτιάξει οι
άνθρωποι του Δήμου Αμαρουσίου. Τα πεζοδρόμια είναι πολύ γλιστερά απ' την
υγρασία. Είναι εκείνο το πολύ άκαρδο, χαρμανιασμένο, αντιπαθέστατο, στριφνό
μεσημέρι, ένα δισεκατομμύριο τρωκτικά, υποθάλπουν με πολύ προσοχή την
βαρεμάρα τους και κάποιοι από εκείνους το ξέρουν, είναι πλήθος εκείνοι που
βρίσκονται ήδη στο τρίτο κουτάκι Ρεντ Μπουλ με βότκα ή Μάνστερ με καφέ,
γεγονός που δημιουργεί μία κάποια ατμόσφαιρα αηδίας. Αλλά ο Ριφ Ραφ, μπαίνοντας
μέσα απ' την καλά φυλαγμένη είσοδο (ολόκληρες ακατανόητες κατασκευές από
πρόβιο μαλλί έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάζουν γόνους ημίθεων παιδιών), δεν
είναι ικανός να αισθανθεί τίποτα απ' όλα αυτά: παλεύει να ανασυντάξει τις σκέψεις
του και να βρει καλά ψέματα για την περίπτωση που θα τον πάρουν χαμπάρι, όχι πως
φοβάται απλά...Η Τζενούλα στον πάγκο της υποδοχής, που της τρέχει λίγο ροζ υγρό
από την άκρη του στόματος της – πιθανότατα ταμπάκο με γεύση Μπιγκ Μπαμπλ –
φοράει γυαλιά μυωπίας, υπάλληλος της Ανασύνταξης Μελών Της Αντίστασης Του
Υπηρεσιακού Καθήκοντος, του κάνει νόημα να ανέβει τις σκάλες. Ιδρωμένοι
υπεύθυνοι τμημάτων έχουν μπει στην πορεία τους για έκτακτες συναντήσεις
προσωπικού, χέστρες, κανένα ποταπό μισάωρο διάλειμμα κατάποσης καφέ,
χαιρετούν με το κεφάλι, χωρίς όμως στην πραγματικότητα να ξέρουν ακριβώς ποιος
είναι, είναι γνωστή μούρη, φίλος με τον Τάδε, φιλαράκια απ' την ΑΣΟΕ μάλλον,
εκείνου του υπο-προϊστάμενου του τμήματος που εργάζεται στο τέλος του διαδρόμου
της ΣΕΡΑΦΙΝΟ...Το παλιό υποκατάστημα έχει σμικρυνθεί απ' τους καπήλους του
πολέμου. ΣΕΡΑΦΙΝΟ σημαίνει Σέκτα Ραντάρ Φίλων Νομίσματος. Είναι μία
σφηκοφωλιά από χαρτί, πλαστικό και άδειων συσκευασιών αναψυκτικών, προς το
παρόν σχεδόν υπό διάλυση, με τα μαύρα του λάπτοπ χοντρά σαν σοκολάτες
Τομπλερόνε. Το πάτωμα είναι ένα τσιμεντένιο πράγμα, βαμμένο μαύρο, πουθενά δεν
υπάρχουν παράθυρα: το φως είναι κάτι ξεχαρβαλωμένες λάμπες νέον που κρέμονται
πολύ κοντά στο κεφάλι σου, ένας φως χωρίς έλεος. Ο Ριφ Ραφ κοιτάει το γραφείο που
έχει δοθεί στον παλιό του φίλο απ' το Ντιρί, τον υπο-προϊστάμενο Πατ Ολέσκο. Δεν
είναι κανείς εκεί. Ο Ολέσκο και ο Αλβάνας έχουν ξεπορτίσει για το μεσημεριανό
τους. Τέλεια. Βγάλε λοιπόν παιδί μου το μικρό σου στικάκι που είναι μία πλαστική
ρέπλικα του σώματος της Μπρίτνεϊ Σπίαρς, χώσε το μέσα στη θύρα, βρες το φάκελο,
μπράβο...εύγε...Θα πρέπει να υπάρχουν τέτοια αχούρια σ' όλο το Αττικό Θέατρο
Γεγονότων: μόνο οι τρεις τοίχοι από ψευδοροφή, λεκιασμένοι και φαγωμένοι στις
γωνίες, χωρίς όμως ταβάνι. Ο Ολέσκο το μοιράζεται μ' έναν Αλβανό συνάδελφο, τον
Υπο-προϊστάμενο Βότκα. Τα γραφεία τους είναι σαν δύο αδέρφια από άλλη μάνα.
Εκείνο του Ολέσκο είναι τακτοποιημένο σε σημείο γυαλάδας, ενώ εκείνο του Βότκα
είναι ένα μαύρο χάλι. Η κάποτε κόντρα πλακέ επιφάνεια του έχει να τακτοποιηθεί
από το 2008. Εκατοντάδες πράγματα έχουν κατακάτσει σε στρώματα, πάνω σ' ένα
θεμέλιο ύπουλης σάλτσας που έχει κολλήσει από κάτω, φτιαγμένη από χιλιάδες
ξύσματα σιλικόνης, φλούδες από μπανάνες, ξεραμένους ποταμούς από σιρόπι, ίχνη
σπέρματος, βουνά από στάχτη τσιγάρων, περιτυλίγματα από συσκευασίες μελανιών
εκτυπωτή, βενζινόκολλα ανακατεμένη με χάπια Ζάναξ, ζιπέλαιο και τρίμμα από
γλειφιτζούρι Τσούπα Τσουπ. Από πάνω υπάρχει ένα πασπαλισμένο στρώμα από
πινέζες, στυλό που δεν γράφουν πια, κουτιά από σπίρτα, άδεια πακέτα τσιγάρα,
τρίχες, κλωστές, αναπτήρες, χαρτάκια ποστ, γόπες, μολύβια, ένα σπασμένο ψαλίδι,
κουταλάκια του γλυκού, καραμέλες που του είχε στείλει μία θεία του Βότκα, η Τόνι
Τονέλα από τα Τίρανα, κομμάτια μονωτικής ταινίας, κιμωλίες...αποδείξεις,
εκτυπωμένα ηλεκτρονικά κουράδια απ' το 2009, διαφημιστικά σούπερ μάρκετ, φύλλα
καρμπόν...πάνω από αυτά υπάρχουν σελίδες από τραγούδια για άρπα, ανάμεσα σ'
αυτά βρίσκει περίοπτη θέση ο Μενούσης, ένα άδειο μπουκάλι NyQuil, ένα
μπουκαλάκι πόπερς οχτώ μηνών, κομμάτια από τρισδιάστατο παζλ που απεικονίζει
την Ακρόπολη κάπως αποτυχημένα, κομμάτια από ύφασμα ρόμπας, λουλούδια μέσα
σ' ένα γαλάζιο φόντο, σύννεφα, δόρατα, εκρήξεις (μπορεί και να ήταν φουσκάλες),
πλαστικά πιν απ...ένα κομμάτι μπούτι κοτόπουλου, μερικές σελίδες από μία
προπέρσινη απογραφή του υποκαταστήματος στου Ζωγράφου, μία σπασμένη χορδή
μπαγλαμά, χαρτάκια με ποδοσφαιριστές Πανίνι πίσω από το 1993, κομμάτια ενός
σπασμένου μεγεθυντικού φακού, το καπάκι από βαφή για παπούτσια Κάμελ, μέσα
στο οποίο ο Βότκα κοιτάει που και που το χτένισμα του, τετράδια με
καταγεγραμμένες παραγγελίες πελατών, αναφορές της ΣΕΡΑΦΙΝΟ – ένα εγχειρίδιο
πωλήσεων του Πλαισίου, ένα ειδικό βιβλίο με συντεταγμένες αποθήκης – και
συνήθως, εκτός κι αν κάποιος το κάνει χαρτοπόλεμο ή χαρτοπετσέτα, έναν
Οικονομολόγο – ο Βότκα είναι φανατικός συνδρομητής της αγγλικής έκδοσης.
Κρεμασμένος στον τοίχο δίπλα απ' το γραφείο του Βότκα υπάρχει ένας χάρτης της
Αθήνας, που τώρα ο Ριφ Ραφ αντιγράφει απ' τον υπολογιστή του, στην ηλεκτρονική
του μορφή. Η κάπα του έχει κάπως κατσαρώσει απ' τη ζέστη εκεί μέσα, και το μικρό
δωμάτιο έχει γεμίσει απ' τη μυρωδιά του ψητού χοχλιού. Τι να κάνει; Μήπως να
ρουφήξει λίγο ακόμα απ' το βιξ που κουβαλάει πάντα μαζί του για να καλύψει τη
μυρωδιά; Δεν μπαίνει πολύς αέρας εδώ μέσα, σίγουρα κάποιος θα καταλάβει κάτι.
Περιμένει ακόμα την μεταφορά του αρχείου – αν κάποιος μπουκάρει, αρπάζεις το
ποντίκι του υπολογιστή, και κάνεις πως σερφάρεις στο ιντερνέτ ενώ χαζεύεις τον
τοξικό ουρανό του ταβανιού σφυρίζοντας αδιάφορα σαν λάτρης του ρυζιού από
ανάγκη. Είναι βλακεία που όποιος μπήκε χορηγός σε όλο αυτό δεν έδωσε κάτι
παραπάνω για ένα λίγο πιο καλό και γρήγορο στικάκι. Ο Ριφ Ραφ αναρωτιέται αν
όντως θα είχε καμία διαφορά στην ταχύτητα της μεταφοράς των δεδομένων, επίσης
δεν ξέρει κανέναν που να μπορεί να του απαντήσει. Όλα εκείνα τα κολλημένα
σταυρουδάκια στον χάρτη του Βότκα καλύπτουν όλες τις επιφάνειες και τα υφάσματα
των Σουτουών, ξεκινώντας απ' την προβιά προβάτου (με την επιγραφή «Μίμης»), που
σχηματίζουν το σήμα της Ορθοδοξίας σε συνδυασμό με τον Πέτρο, μαλλί γίδας, και
Λούλης, συνθετικό, και καθώς το βλέμμα ξαπλώνει στο Παύλος, Σέργιος, Βάκχος,
δύο Κατερίνες – όλη αυτή η περιοχή κυρίως από βαμβάκι – ένας λαβύρινθος κοντά
στο Σύνταγμα, μία πολυεστερική παράνοια δίπλα απ' το Σταθμό Λαρίσης, ένα
σύννεφο που πιάνει μέχρι την Καλλιθέα, το Φάληρο, και πέρα ως τη Γλυφάδα και τη
Βούλα – προς όλες τις κατευθύνσεις πάει αυτό το γλυπτό από κλωστή, ραμμένο,
κολλημένο και διασπασμένο το σύμπαν από Μαρίες, Κωστήδες, Μαρίνες,
Δημήτρηδες, Μπαρμπαρέλες, στοές, σχήματα και πάλι στοές αλλά και κάτι άλλα
σήματα που μοιάζουν με εισόδους υπονόμων. Ίσως τα υφάσματα και οι υφές τους να
είναι απλώς τυχαία, όχι σχεδιασμένα προσεχτικά. Ίσως οι άνθρωποι που
αντιπροσωπεύουν, τα πρόσωπα, να μην είναι καν υπαρχτά. Απ' τον Ολέσκο, μετά από
μήνες δήθεν τυχαίων ερωτήσεων (γνωρίζουμε πως ήταν φίλος σου, αλλά είναι πολύ
επικίνδυνο να τον ρωτήσεις ευθέως παίρνοντας βλέμμα κουταβιού), ο Ριφ Ραφ ξέρει
μόνο πως ο Βότκα άρχισε να εργάζεται πάνω σ' αυτόν το χάρτη πριν από ένα χρόνο,
περίπου τότε που ξεκίνησε να παρευρίσκεται (κατόπιν εορτής φυσικά) σ' όλες τις
ξαφνικές επιθέσεις από Κουνταμπάφερ για την ΣΕΡΑΦΙΝΟ – προφανώς
ανακαλύπτοντας, στα ταξίδια του ανάμεσα σε μέρη βαρεμάρας, Απόλυτου
Κλεψίματος και φόβου, χρόνο για να κυνηγήσει έρωτες και των δύο φίλων μιας και
ως γνωστόν ο Βότκα ήταν διάσημος αμφισεξουάλας των ΒΠ. Αν υπάρχει κάποιος
λόγος που κρεμάει σταυρουδάκια από ύφασμα κάθε λίγες μέρες, ο φίλος δεν το έχει
εξηγήσει – δεν φαίνεται να είναι για «ορθόδοξη μούρη», ο Ολέσκο είναι ο μόνος που
ρίχνει κανένα βλέφαρο στο χάρτη, κι αυτό με το ύφος ενός ερασιτέχνη ψυχαναλυτή -
«Άλλο ένα αθώο, Αλβανικό νάζι» λέει στον φίλο του τον Ριφ Ραφ. «Μπορεί να το
κάνει για να μην ξεχνάει. Η σεξουαλικότητα του είναι κάπως ασταθής», και κάπου
εδώ αρχίζει να λέει την ιστορία του Λαέρτη και της Ελένης, του Πίπη του
ομοφυλόφιλου περιπτερά και του ντιβανιού με τον κρυμμένο θησαυρό της
Βαρβακείου, ή εκείνη την αλλόκοτη περίπτωση φαντασμαγορίας με την Νάνσι που
ήταν να μείνει στο ράφι αλλά δεν την άφηνε η κόκα να σκαρφαλώσει οριστικά και
αμετάκλητα εκεί πάνω, ένα Στοίχημα που πήγε στον κουβά μεταξύ ΑΕΚ και ΟΦΗ,
μία πονηρή ταινία-διασκευή της Σταχτοπούτας της Ντίσνεϊ στο Πόρνχαμπ και μία
ξακουστή βροχή του Ρίο Ντε Τζανέιρο ιδωμένη μέσα απ' το τρίκυκλο ταξί του
Πακιστανού Ραμουάλντο. Καμία όμως από εκείνες τις μισοτελειωμένες ιστορίες, για
τους σκοπούς εκείνων στους οποίους ο Ριφ Ραφ δίνει λογαριασμό, δεν ήταν και πολύ
χρήσιμη...Θεσπέσια. Μόλις τελείωσε η μεταφορά των αρχείων. Η κάπα τυλιγμένη
καλά, φώτα κλειστά και υπολογιστής σε αναμονή, όπως τον βρήκε. Ίσως και να
προλαβαίνει τον Ολέσκο στο Μπόιλ για ένα χαλαρό, παγωμένο ποτήρι ρακί.
Εξέρχεται από το χάος των χωρισμάτων, κάτω από το ικτερικό νέον φως, ενώ
εισέρχεται ένα αίσχος από κορίτσια με κατσαρωτές γαλότσες και ομπρέλες με στρας,
αλλά ο τρελαμένος Ριφ Ραφ, μένει να κρατάει χαρακτήρα, τώρα βλέπεις δεν έχει ώρα
για φιλάκια και τσιμπήματα σε ποπουδάκια, έχει να δώσει αναφορά...

Το ανάστημα της είναι λυγερό σαν φρέσκια, πράσινη καλαμιά, ένας φραγμίτης της
ευτυχίας, την ταρακουνάει το ανύπαρκτο, φανταστικό αεράκι. Εδώ μέσα βέβαια δεν
φυσάει καθόλου στην πραγματικότητα, ο παραμικρός άνεμος είναι ένα θαύμα και για
τους δύο. Καθαρίζει το λαιμό της, γκουχ, γκουχ, είναι καθισμένη στο ψηλό, ξύλινο
σκαμνί και συναρμολογεί κάτι με τα χέρια της, τα λεπτά της κοφτερά δάχτυλα
αδράχνουν το φίνο ύφασμα του καπέλου, τα παπούτσια της είναι μίας ζωηρής
απόχρωσης του αίματος και διαθέτουν πολύ χοντρό τακούνι, μοιάζουν…ναι…με
γόβες. Πως μπορεί όμως να δουλεύει με αυτά τα λέπια πάνω στα πλευρά της αγωνίας;
Ανοίγει η λευκή, σιδερένια πόρτα της αίθουσας, εκείνη στριφογυρνάει σαν
χορτασμένο ζώο γύρω από τον επίσης λευκό πάγκο που πάνω του απλώνονται
κομμάτια από ιμάτια διαφορετικών σχημάτων – είναι η ώρα που γυρίζει από το
κεντρικό Ραφείο και τα τακούνια της αντηχούν σε όλο το βάθος του κόσμου του. Απ’
έξω εισβάλουν σαν θυμωμένες φωνές μηχανικών παιδιών οι θόρυβοι της πόλης, του
κέντρου της Αθήνας: κόρνες, φωνές αγνώστων της ψυχραιμίας, μουσική από
πλανόδιους φοιτητές που στήνονται κάτω από την είσοδο του παλιού συμπλέγματος
γραφείων, έξι ορόφους πιο ψηλά από τη γη. Εκείνος τυχαίνει να είναι άρρωστος
εκείνη τη μέρα που το δίδυμο γένος του νοσοκομειακού καλοκαιριού είναι εδώ και
κράζει την πραμάτεια του με ισχνή θέλξη, έξω επικρατεί μία στρώση από καυτό
σίδερο που δεν έχει επαναληφθεί προσφάτως, για κάποιους βέβαια δεν υπάρχει
μεγαλύτερη ευτυχία από αυτή του: να είσαι ετοιμοθάνατος το καλοκαίρι - εκείνος
σίγουρα το απολαμβάνει όπως το απολάμβανε και το χειμών – φυσικά επικρατεί μέσα
του, ανάμεσα από την ενδοχώρα των φλεγματικών ιστών του, μία νηνεμία
κατασκευασμένη από παυσίπονα και ανασταλτικότητα, ένας σπονδυλωτός φόβος
απομάκρυνσης από το οξυγόνο, τα πάντα γι’ αυτόν είναι αυτομάτως εντονότερα,
όπως όταν έχεις καταναλώσει ναρκωτικά. Το επαναλαμβανόμενο αραβικό μοτίβο της
κίνησης της τον υπνωτίζει – εκείνο το τακ τακ των ποδιών της πάνω στο λιγδωμένο
μωσαϊκό είναι που λατρεύει σήμερα σαν θεότητα του ήχου. Εργάζεται πάνω από τον
πάγκο της καθώς ταυτόχρονα παίζει, ανάμεσα των δαχτύλων, με το κινητό της
τηλέφωνο, βήχει, ανοίγει με το χυτό, σιταρένιο της πόδι τον κάδο των αχρήστων
υλικών που περισσεύουν από τα πατρόν, δίπλα από το παράθυρο που είναι σπασμένο
το τζάμι του εδώ και πολύ καιρό, υποθέτει, χωρίς να ρωτάει τίποτα εκείνος, μόνο
μπαίνει μεταβολισμένος μέσα στον καταρράκτη των μαλλιών της που είναι πυρωμένα
και αγκαλιασμένα από το δυνατό φως του Αττικού ήλιου. Κανονικά αν τη ρωτήσεις
εκείνη θα σου πει πως είναι άσχημη και πως τα μαλλιά της είναι σκατά…και που το
βλέπεις το κόκκινο και το καστανό βρε τύφλακα, μαύρα είναι παιδάκι μου. Έχει
διπλώσει, έχει σταυρώσει καλύτερα, τα μπούτια της, η γάμπα της φουσκώνει από την
πίεση, η φράντζα στο γυαλιστερό της κούτελο κρύβει τα έντονα φρύδια της, την
περικυκλώνει μία χροιά χολής, ένα διάφραγμα σκοταδιού, βγαλμένη από μία πιο
μυστική περίοδο αναπνοών και κόπων του κόσμου της πόλης, της περιοχής – μπορείς
να την πεις γειτονιά αλλά κανείς δεν μιλάει με τον διπλανό του εδώ, κανείς δεν
γνωρίζει τον άλλο – αλλά να που το μυαλό του ταξιδεύει σε κακοτράχαλα σημεία με
στροφές κι επικίνδυνες κλίσεις, σοκάκια που είναι επιστρωμένα με λιβάνι και
κάρβουνο, περάσματα ανικανοποίητης ορμής, φυσικών δυνάμεων τόσο δυνατών που
τα βλέφαρα σου εξαφανίζονται μέσα τους, τόσο συχνά που τον τρομάζει η ιδέα και
μόνο της ημερήσιας ονειρικής διαδικασίας. Ονειρεύεται πλέον μόνο με ανοιχτά τα
μάτια, πιο συχνά απ’ ότι έκανε παλιότερα σαν παιδί στην πατρίδα του, μόνο τότε
καταφέρνει να υλοποιήσει την απώθηση των κακών οιωνών, όταν κοιμάται, όταν
καταφέρνει μία σεβαστή ποσότητα ηρεμίας στο σώμα, μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες,
το μόνο που αντικρίζει μέσα στο φαινομενικά άπειρο εμβαδόν του ονειρικού του
τερέν είναι μία ακολουθία από πανομοιότυπα τοπία θανάτου.
Σήμερα τον έχει καλέσει στο ρεπό του και μετά από την ειδική άδεια που πήρε από
τον προϊστάμενο εργοταξίου Ζίνζεντορφ, στο εργαστήριο της επίστρωσης εκείνης της
νέας ιδέας που είχαν από τα Κεντρικά, να γίνει μάρτυρας της παραγωγής των
φημισμένων καπέλων της μαγικής ράφτρας, μία από τις εξαιρετικές μοδίστρες τους –
είχε γλιτώσει από το Πεδίο των Πωλήσεων αλλά είχε κατακάτσει μέσα σε κάτι πολύ
χειρότερο, μπροστά από σειρές με ελάσσων κομμάτια ξύλου ενωμένα έτσι ώστε να
θυμίζουν βάσεις ραπτομηχανών αλλά και σταυρών ταυτόχρονα και αναρωτιόταν αν
ποτέ θα χρησίμευαν σε οτιδήποτε όλα εκείνα τα πράγματα και οι φτηνές κατασκευές
τους, γιατί το όλο σχέδιο παρέμενε ακόμη σε πειραματικό στάδιο και κανείς από την
Διοίκηση δεν τολμούσε να το προχωρήσει περαιτέρω σε μία πιο μαζική κλίμακα
επιχειρήσεων, γιατί εδώ μιλάμε για μία Κατάσταση η οποία κρατούσε χρόνια
ολόκληρα, φυλαγμένη μέσα σε αρχεία, μία Κατάσταση που υπερπηδούσε το Νόμο
του Εμπορίου: Κανένας ανταγωνισμός δεν επιτρεπόταν να εισχωρήσει στην
παρανομία, καμία πράξη αντιποίνων δεν ήταν θεμιτή – όχι τουλάχιστον στα φανερά.
Όλα έπρεπε να γίνονται σύμφωνα με το γράμμα του Νόμου, αλλά αυτό εδώ ήταν κάτι
άλλο…εκείνος όμως της κάνει πραγματική συντροφιά, για εκείνον είναι τόσο
θεσπέσιο όσο η λαχτάρα του φτωχού για πλούτη, εκείνον τον πεινασμένο για ψωμί
πλάσμα, ένα μικρό κομμάτι δώσε μου, λίγο μπαγιάτικη στοργή από τα χρυσά της
χέρια, αιφνιδίως καταλαγιασμένος σε μία αγκαλιά από διαμάντι και ζέστη, επιθυμεί
να είναι παρών στην παρουσία της, συνεχώς κοντά της αλλά ποτέ δεν τόλμησε να το
δείξει γιατί δεν ήθελε να την τρομοκρατήσει με την απόλυτη συναισθηματική ένδεια
του που διαφαινόταν μέσα από την αηδιαστική βιτρίνα του γυάλινου στήθους του. Τα
κομμάτια του πατρόν που εναποθέτει πάνω στον λευκό πάγκο ηχούν σαν να είναι
φτιαγμένα από μολύβι, βαριά και ξένα, υπολείμματα πολέμου, εκείνη σκουπίζει
επιμελώς με την προσοχή μίας νέας μητέρας τα σκουπίδια που αφήνει πίσω της η
λεπίδα του ψαλιδιού της, των ίδιων της των δαχτύλων που είναι καμπυλωτά σαν τόξα
ηδονής, κάθεται στη μηχανή που είναι το εξημερωμένο μαϊμουδάκι της με την άσπρη,
πορσελάνινη επιδερμίδα, ξαπλωμένο με την κοιλιά πάνω στο στραβό τραπεζάκι που
της έκανε δώρο εκείνος ο βρωμερός παριστάμενος πατέρας, ο απαλός θόρυβος στην
αρχή γιγαντώνεται, μετά ο ήχος του εξαερισμού γεμίζει τ’ αυτιά του - είναι σίγουρα
στιγμές που δεν θέλει να φαντασιωθεί τη σκηνή της ζωής του χωρίς αυτή, κι αν το
κάνει είναι αμέσως εξακοντισμένος, καταβαραθρωμένος σ’ έναν απύθμενο μελανό
κόσμο πόνου, έγνοιας και μόχθου - κοπιάζει κουβαλώντας το σώμα του από το ένα
σημείο της ανθρώπινης επικράτειας στο άλλο, η καρδιά του είναι κατασκευασμένη με
τέτοιο τρόπο ώστε να ερωτεύεται ισοβίως το κάθε πλάσμα που συναντάει στο δρόμο,
μία καλή της κουβέντα είναι για εκείνον ένα λαγούμι από δροσερό χώμα μπερδεμένο
με άρρωστο υπατικό υγρό, μονίμως ανοιγμένος από αόρατα νυστέρια…και να που
ακόμη χάσκουν οι πληγές του στο κέντρο του στήθους που από θαύμα δεν έχει
θρυμματιστεί ακόμη - ένα χρόνιο νόσημα που δεν αναζητά πλέον θεραπεία και καμία
μα καμία αίσθηση θορύβου ή ανυπαρξίας δεν τον στήνει στα τρεμάμενα πόδια του.
Εκείνη έχει φορέσει την ικτερική της μάσκα από στριφωμένα σύρματα καινούριων
μορφασμών, πάνω στο αξιαγάπητο της πρόσωπο, γιατί η ραπτομηχανή κλωτσάει και
ρίχνει σκόνη πάνω στη μυτούλα της, κομμάτια από κλωστές πετάνε και στολίζουν τα
παχιά, μαύρα φρύδια της - μυδράλια που σχηματίζουν δάση από μαύρο χαλκό που
ιωδιώνει τη βρωμιά του χώρου, - ένας βλεννογόνος αλχημιστής που μετουσιώνει το
θόρυβο σε πολυμερικά κομμάτια φτερών, ροδαλών κύκλων μέσα σε άλλες τροχιές
σκαλισμένων σωμάτων αχλαδιών που σχηματίζει το φως κάτω από τα βλέφαρα της, η
μέση της τον καλεί με όλους τους Αγγέλους της Αποκάλυψης που λικνίζονται μαζί
της, να την αγκαλιάσει….αλλά μη…γιατί είναι σαν μα μην έχει ζωή το κεντρικό
νευρικό σύστημα του, δεν μπορεί να κουνηθεί από το ξύλινο επίπεδο τραπέζι που
χάσκει πάνω του στο στόμα με τα κάκοσμα δόντια. Τα χέρια του πονάνε από την
κάψα της επιθυμίας να την αρπάξουν, ανάμεσα στα πόδια του το παντελόνι είναι
ζεστό σαν ξεφουρνισμένο πρέτσελ, ο λοφίσκος ποτίζει από την αδημονία και τη
βροχή που βγαίνει από το μάτι του μονάκριβου μέλους που επιμελώς κρύβει.
Στέκεται τώρα ίσιος πάνω στη σκιά της που είναι καφέ σαν την καρέκλα που
κάθεται, το ριγωτό της πανωφόρι εξυμνεί μελωδικά τα σφριγηλά της μπράτσα, το
αριστερό της αυτί ξεπροβάλλει από τον ποταμό που πέφτει από το κρανίο της, όλα
του τα δάκρυα χύνονται πάνω από το κέντρο του καλοσχηματισμένου της κεφαλιού.
Το παράθυρο πίσω της είναι όπως είπαμε σπασμένο, το τζάμι, εδώ και τόσο καιρό
που δεν θυμάται τι είχε συμβεί - ίσως κάποια κουκουβάγια ή μία απρόσεχτη κίνηση
των αγκώνων της - είναι καλυμμένο με μία πράσινη πλαστική σακούλα σκουπιδιών
που ο αέρας καμιά φορά την φουσκώνει σαν πανί πλοίου, την ταρακουνάει με βία, κι
απλώνεται το σκαρί του πλαισίου μέσα σε αγνώστου εθνικότητος βάλτους, είναι
όμως τώρα η στιγμή που χάνει από το οπτικό του πεδίο την σκιαγράφηση της γιατί
εκείνη έχει μεταφερθεί πίσω απ’ τον διάδρομο της εισόδου, αθόρυβα σαν αιγυπτιακή
θεότητα, πίσω από ασημένια μηχανήματα που κανείς δεν γνωρίζει ποιος τα έφερε
εκεί και τι ακριβώς εκτελούν, το μάτι του την χάνει, η καρδιά του σταματάει για έναν
και μόνο χτύπο, δεν αναλύει τη ακτινογράφηση του τοπίου της σιλουέτας της, τη
στάση που το σώμα της υιοθετεί - μία απώλεια ενός και μόνο λεπτού που για εκείνον
είναι ένα χρονικό χάος.
Γίνεται σχεδόν ένα με τις γκραβούρες που σχηματίζουν οι ξεφτισμένοι τοίχοι που
είναι γκρίζοι αλλά το φως που μπαίνει από τα τρία μεγάλα παράθυρα είναι αρκετό για
να τον κάνει να κλείνει τα μάτια, - είναι συνηθισμένος βλέπεις σε κατώτερα μέρη της
πόλης - εκατοντάδες μικρά και μεγάλα στοιχεία είναι αφημένα πάνω στο τραπέζι που
έχει παρκάρει το σώμα του με τρόπο ανορθόδοξο, σαν στραβό κουβάρι από σάρκα, η
παρατήρηση τον εξαντλεί και είναι φορές που αναστενάζει καταπίνοντας μεγάλες
ποσότητες οργισμένης φλόγας σαν ζογκλέρ ή σαν θηριοδαμαστής του αόρατου
κόσμου, παρακαλάει για μία συνέχεια χωρίς καμία έκπληξη ή κίνδυνο, ανάβει
ολόκληρες συστοιχίες από κεριά, μία επίκληση στην μελλοντική παρουσία της λήθης
μέσα στα οστά του. Τώρα όμως είναι η ώρα που τον πλησιάζει με τα θορυβώδη της
άκρα, μία πορφυρή παρέλαση που συντελείται πάνω σε μυριάδες καφέ και κίτρινους
πατικωμένους στρατιώτες, μία παρέλαση μόνο για τα δικά του τριγωνικά ατοπήματα,
με τα γυαλισμένα δάχτυλα της να συσπά το αριστερό του μηρό και να σχεδιάζει
αδιάκοπα πάνω του ένα πρόσωπο από ιδρώτα, ένα βέλος από ζαχαρώδης ορμόνες που
έχουν καρβουνιάσει από τη θερμότητα του καιρού αυτού - δεν την ρωτάει απολύτως
τίποτα, εκείνος μονάχα κοιτάει μέσα της, αυτός είναι ο σκοπός της ζωής του - από το
συναρμολογημένο σύνολο λευκότητας, ακριβώς απέναντι των σωμάτων τους, πέφτει
ο μετρητής της φόδρας, εκείνη γελάει γιατί ο κρότος την τρομάζει και στα μάτια του
αμέσως ανθίζουν χρυσάνθεμα του Απρίλη αποκρύβοντας φωλιές πετροχελίδονων,
ακούνε μόνο τις λεπτές τους φωνούλες μέσα από τα διάφανα πέταλα και τα ραβδωτά
αχαίνια, υπάρχουν ακόμη και μαργαρίτες εδώ, και άλλα που δεν ξέρει να τα ονομάσει
σωστά - είχε τόσα χρόνια να μυρίσει ένα λουλούδι και τώρα του φαίνεται κάπως
ανόητο αλλά αναγκαίο να το κάνει - ξεροβήχει και η καμπύλη του στήθους της
τραντάζεται, και ξέρει τώρα πως ο πρώτος και μοναδικός του χαμός ίσως να τελεστεί
ετούτη τη νύχτα που θα έρθει άδοξη με τα σχισμένα της μανίκια να τρίβονται στο ένα
και μοναδικό, υπηρεσιακό, κουρασμένο άλογο του Άδη, που στη ράχη του
κατακάθεται ένα στρώμα ομίχλης και βλασταριών από σαπισμένα βάκτρια, αλλά δεν
είναι δυνατόν να βιάζεται γιατί ακόμα ο ήλιος είναι πολύ ψηλά στο μπλε
πλαστικοποιημένο, ιδωμένο γυάλινα, στερέωμα του αισθητήρα.
Δύο καθρέπτες που βρίσκονται εγκάρσια των φρυδιών του, πανομοιότυποι θύλακες
παιδικότητας και ξεγνοιασιάς, παγιδεύουν στην επιφάνεια τους το γύρισμα του
λαιμού του, το διαφορετικό τους μέγεθος τρομάζει τα περιστέρια που έχουν
επισκεφτεί το πολύ στενό πέτρινο μπαλκόνι, και να που διστάζει να αντικρύσει τα
βουλιαγμένα του μάγουλα που κουβαλάνε μία χλωρίδα από καφέ τρίχες, μία
μουτζούρα στο πηγούνι του, τα μπερδεμένα σχοινιά που κρέμονται ακατάστατα πάνω
από το μέτωπο, μόνο και μόνο γιατί δεν επιθυμεί να αναρωτηθεί, δεν θέλει να
ερωτηθεί από τον ίδιο του τον φαντασμαγορικό περίγυρο από κόλακες, πως είναι και
πάλι αλήθεια ότι αυτή η γυναίκα τον θέλει δίπλα της, να τον χαϊδεύει σαν να ήταν
μωρουδίστικο κουκλάκι ή ένα κομμάτι από μυρωδάτο πανί που βάζουν τα παιδιά στο
στόμα για να κοιμηθούν…δεν θέλει, όχι δεν θέλει να κοιτάξει.
Τοποθετεί τα έτοιμα καπέλα που μόλις ξεσκόνισε για να απομακρύνει τις κλωστές
και τα υπολείμματα ραφών, μέσα σε λευκά κουτιά από σκληρό χαρτόνι, πιο πριν
όμως είχε δεχθεί μέσα της την επιμήκη γωνιώδης προεξοχή του θυρεοειδούς χόνδρου
του, τον φίλησε στοργικά, σκούπισε με το μάγουλο της τις μύξες του που είχαν
κολλήσει στο πάνω του χείλος και τα μεταξένια της μαλλάκια μάζεψαν τα δάκρυα
του που στάλαζαν πάνω σε ένα ανοιχτό τετράδιο με υπερωρίες και ημερομηνίες
βαθιά περασμένες και στεγνές.
Δεν βρίσκει πουθενά πάνω στα ρούχα της την ουσία της ύπαρξης του, τα τινάζει
για να φύγει η σκόνη της δουλειάς κι εκείνος παίρνει βαθιές ανάσες μέσα στο
σύννεφο για να αποθηκεύσει στα πνευμόνια του μία μεγάλη ποσότητα της, συνεχίζει
όμως να μην συνδέεται με την ψυχή του πάνω στον αέρα που εκείνη αναπνέει, και
ποια είναι η σχέση του με το πέρασμα της πορφυρής νύχτας του περσινού χρόνου,
τότε που όλα τα καταστήματα καιγόντουσαν από τις εκλείψεις των υπαλλήλων; Α
όχι, εκείνοι τις ονόμαζαν λευκές νύχτες, νύχτες χωρίς να σταματάνε ποτέ να βάζουν
πράγματα στα ράφια κάτω από τα υπεριώδη βλέμματα των ιδιωτικών φυλάκων, αλλά
εκείνον δεν τον πείραζε όλο αυτό, όλη εκείνη η αισχρή εκμετάλλευση του όχλου,
γιατί πίσω από τα νύχια του έκρυβε λεπίδες σαν ένας άλλος, αδύναμος Λόγκαν, πίσω
από τοίχους και εμπόδια αλμάτων, γκρεμισμένα από ενιαίους ορυμαγδούς
μυοκαρδίων, από την ξεραμένη κόλλα που άφησε πίσω του ο Κλέφτης και τώρα είναι
λιμνασμένη πάνω στο τετράδιο του ημερολογίου πωλήσεων - την έξυνε με το μαχαίρι
που είχε βρει μέσα στο σιφόνι, σκουριασμένο και με ταλαιπωρημένη λαβή,
δαγκωμένη από δόντια που δεν άντεχαν άλλο την κούραση, την πείνα, την φτώχεια,
την αδικία, - και όλον εκείνον τον σκισμένο πολτό των αχρηστεμένων προϊόντων που
θα τον αποθήκευσαν τελικά; Στον κώλο του; Στον κώλο της; Που; Δεν ήξερε πώς να
αντιμετωπίσει όλη αυτή την πυραμιδική παράνοια της αδιαφορίας, του τέλματος και
του αρτηριακού ξεσκίσματος πάνω σε εργατικά χέρια.
Η ανάσα της συνεχίζει να ουρλιάζει στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, οι τρίχες
τεντώνονται και τα πλευρά συσπώνται ευχάριστα, οι μύες του στέρνου χαλαρώνουν
και ο θόρυβος της ραπτομηχανής ξεκινάει και πάλι, αντηχεί σε όλη την αίθουσα και
βεβηλώνει τα εμβρυακά αιμολυτικά του κύτταρα, τα τοιχώματα των σαν καρότων
αμφιβληστροειδών του που είναι διοφθαλμικοί νάνοι και στιγματίζουν με σφυριά την
ημερήσια ονειροπόληση του, καταμεσής μίας πλατείας φτιαγμένης από χλωμά
κόπρανα ουραγών της ανάγκης του.
Είναι τώρα κρεμασμένος μόνος στην άκρη της οικουμένης, σε μία κλίση που
θυμίζει αρκετά γκρεμό, εκεί που το μόνο πουλί που σε επισκέπτεται είναι ο γύπας, τα
παστέλ, πολύ ζεστά μεσημέρια, μία σταγόνα σπέρμα έχει ξεθαρρέψει και
τραμπαλίζεται με την χαριτωμένη της βαρύτητα στην άκρη της βαλάνου, αυτό όμως
παραμένει απόκρυφο σαν απαγορευμένος στίχος από κάποιο ξεχασμένο του συναξάρι
των πιο μελωδικών ψαλμών του Σικελιανού, το βουλοκέρι του αγγίγματος της
αρπάζει τη βελόνα και διαπερνάει τα σκληρά μέρη του εσωτερικού μέρους του
καπέλου, διορθώνει ατέλειες που η μηχανή δεν μπορεί να τις πιάσει, εκείνος έχει
σηκωθεί και περιδιαβαίνει αμέριμνος τους στολισμένους με στυφά κεντήματα
δίποδους καθρέπτες που είναι απλωμένοι σε όλο το μήκος της εισόδου,
στεφανωμένοι θαρρείς το τρίμα από τα οστά ενός μπαγιάτικου, γιγάντιου μπισκότου
της Μάγισσας που δόθηκε στα δύο νεαρά ελάφια που είχαν παραπλανηθεί μέσα στο
δάσος από σκυρόδερμα, όλοι οι νεκροί που μέχρι εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκαν
στον κόσμο, όλοι οι πεπερασμένοι του πρόγονοι, υμνούν ετούτη τη στιγμή της
ελευθερίας του μέσω των ειδώλων του. Ακουμπάει τα σκληρά τους άνω οστά με το
σπασμένο του νύχι, το σέρνει πάνω στο μέτωπο τους που είναι σαν ασπόνδυλο
κολλαγόνο όταν το ακουμπάς, - μία εξέλιξη της αφής που δεν τον ξάφνιασε - και από
κάτω ξεπροβάλουν στρώσεις από χρυσό, ασήμι και αλπακά, καθώς το χώμα ανάμεσα
απ’ τους αρμούς αυτού του μέρους μπαίνει στη μύτη και κατακάθεται στο λαιμό του
σαν ζυμάρι.
Η Οργόνη θέλει να βγει έξω στη σκόνη του δρόμου, εκεί που καυτά
κονσερβοκούτια που ταξιδεύουν μέχρι τον Πειραιά διαμέσου ενός σωλήνα πηχτού
ζελέ από ανάσα μεθυσμένων, τρίζουν, συμμορίες πιτσιρικάδων που δεν φοράνε
μπλούζες και ο ένας ρίχνει χτυπήματα με την ανάποδη του χεριού του στον άλλο
γελώντας, πρέπει να παραβρεθεί στο κεντρικό Ραφείο που είναι δίπλα από την
Καντίνα, απέναντι από το ξενοδοχείο που δεν ανέχονται τη μουσική και κοιτάνε τον
Κώστα, τον θυρωρό, μέσα από παράθυρα με μάτια γεμάτα με αίμα και τώρα ο Στόλης
ο σύζυγος της ιδιοκτήτριας της Καντίνας έχει τοποθετήσει πλαστικές συρόμενες
πόρτες για μόνωση και οι πελάτες σκάνε σαν τζιτζίκια πάνω στα σκαμπό από κέβλαρ,
πρέπει να παραβρεθεί, πρέπει να είναι παρών, στα χέρια της κρατάει τα δύο
καινούρια πατρόν που μόλις είχε συρράψει με μεγάλες σιδερένιες πρόκες, δίπλα της,
στο τρένο, ένας Άραβας μιλάει στο κινητό και βήχει σαν να είναι έτοιμος να φτύσει
το μισό του πνευμόνι πάνω στο σιδερένιο πάτωμα, το μουρμουρητό του είναι τόσο
εκνευριστικό που θέλει να του πει να σκάσει αλλά προσπαθεί να μην του δίνει
σημασία, εκείνος ρουφάει ένα παγωμένο ζουμί που μοιάζει με καφέ και μιλάει στο
ακουστικό του μεγάλου μαύρου κινητού σε μία γλώσσα που είναι κάτι ανάμεσα σε
ελληνικά, αλαμπουρνέζικα και αραβικά, η πλάτη της είναι γεμάτη με μικροσκοπικές
σταγόνες ευωδίας, το κερί μέσα στ’ αυτιά του έχει μία απόχρωση πορτοκαλί που της
προκαλεί αηδία, όχι γιατί σιχαίνεται αλλά γιατί της θυμίζει τα χρώματα του
Μούλτιτσάμπα, εκείνου του καταστήματος που πρόδωσε και προδίδει κάθε μέρα για
χάρη του έρωτα της, τα υπέροχα μεγάλα της μάτια που στάζουν ένα μελί ρετσίνι
πάνω σε ότι πέφτουν, είναι καλυμμένα με χοντρά γυαλιά ηλίου σε σχήμα ενός
κεφαλιού αιλουροειδούς, η πόρτα πίσω της κλείνει με θόρυβο και είναι λες και δεν
έφυγε ποτέ από την αίθουσα που βρισκόταν στην αγκαλιά του πριν από λίγο, ας
έκανε και θανατερή ζέστη, ας τρέχανε οι μύξες του ποτάμι στο στέρνο της, στο
διάδρομο οι τοίχοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι, χάρτινοι κι ο βήχας της είχε ακουστεί
πολύ δυνατά μαζί με τον γδούπο που κάνει η μικρή καφέ πόρτα του ασανσέρ, τον είχε
ήδη ασπαστεί στον σβέρκο δύο φορές απανωτές, τα χείλη της δροσερά, και του είπε
με σιγανή φωνή πως θα πρέπει να κάνει υπομονή, να γυρίσει, πρέπει να την
περιμένει, να μην φύγει, ποτέ να μην φύγει...
Οι αποθήκες εμπορευμάτων των γκρεμισμένων ακτών της γραμμής του τρένου
μετά τη στάση του Μοσχάτου, όπως προχωράει ο σιδηρόδρομος, ξεπροβάλουν σαν
εκθέματα φωλεών ή σπηλαίων από καιρό εγκαταλελειμμένων, κι εκείνη αναρωτιέται
ποιοι είναι εκείνοι οι ατρόμητοι οδηγοί με τους χοντρούς, τριχωτούς πήχεις που οι
παλάμες τους ιδρώνουν πάνω στα μεγάλα τιμόνια των φορτηγών, τις ντάνες με τα
πορνό περιοδικά (ακόμα υπάρχουν αυτά Χριστέ μου;) και τις εφημερίδες που
στοιβάζονται μπροστά στην βιτρίνα ενός ψιλικατζίδικου στη γωνία της οδού
Κλεφτών και Αρματολών στο Λυκαβηττό, πίσω από τον πάγκο καθόταν μία και
μοναδική κυρία Μαρία που είχε πεταχτεί μέσα στο λιοπύρι απέναντι στο σπίτι της κι
εκείνη περίμενε πάνω στο καυτό δέρμα του ποπού της, δίπλα από ένα πύργο από
σκουπίδια, για να παραδώσει μία αρμαθιά από κλειδιά και πατρόν που θα περνούσαν
το σκανάρισμα του Συμβουλίου την επόμενη Τετάρτη και αυτό σήμαινε πως ίσως να
πήγαινε επιτέλους στο σούπερ μάρκετ με εκείνα τα κουπόνια του Βασιλόπουλου που
τους έδιναν σαν σταγόνες μέσα στην Καλαχάρι των Αθηνών, σταγόνα τη σταγόνα,
πλιτς, πλιτς – δεύτερη φορά να επισκεφτεί το δολερό και σατανικό σούπερ μάρκετ θα
ήταν μία επιτυχία, ένα τρομερό επίτευγμα για το είδος της – αλλά όχι τώρα είχε πλέον
ανέβει, τώρα που είχε διπλό ρόλο στις αγορές, τώρα που το Πλαίσιο την είχε κάτω
από τη φτερούγα του και που οι πληροφορίες που έδινε για το εσωτερικό
Μούλτιτσάμπα ήταν τόσο πολύτιμες για όλους τους – ο μισθός της είχε ανέβει και
τώρα αισθανόταν ασφαλής και δυνατή ξανά μετά από πολλά, πολλά χρόνια – θα την
κρατούσαν άραγε όταν το Σχέδιο Κουνταμπάφερ θα φαλήριζε; Θα την απέλυαν όπως
και πολλούς άλλους εσωτερικούς; Ήθελε να δει μέσα στη γυάλινη μπάλα της
Μάγισσας αλλά αυτό τώρα δεν είναι εντελώς γελοίο;
Η οροσειρά από σκουπίδια είναι πιο έντονη τώρα που πλησιάζει τον Πειραιά, τα
υψώματα αυξάνονται, η απεργία εδώ κάτω είναι εντονότερη αλλά κανείς δεν
νοιάζεται, όλοι φτύνουν έξω από το γήπεδο, όταν οι πόρτες ανοίγουν και τα φώτα του
τρένου τρεμοπαίζουν, η μηχανή σβήνει στα Πετράλωνα και ο οδηγός αλλάζει, εκείνη
φαντασιώνεται να σκάει μέσα σε μία πράσινη φλόγα του ISIS που ίσως να χτυπήσει
εδώ μέσα, μία τόσο ασήμαντη ημέρα της ανθρωπότητας, αλλά εκείνη δεν νοιώθει
καθόλου ασήμαντη, ξέρει πως το πείραμα με τα Κουνταμπάφερ θα αποτύχει αλλά δεν
τη πειράζει, ίσως να τον ακολουθήσει στον γκρεμό ίσως και όχι, αλλά τώρα έχει
δοθεί στον άλλον γιατί τον έχει ανάγκη, όλοι τον έχουν ανάγκη τον Κουρήτη της, και
δεν τη απασχολεί που είναι παντρεμένος γιατί εν καιρώ πολέμου τίποτα δεν έχει
ηθικό βάρος, έτσι της είχε πει η μητέρα της κάποτε, πράγμα εντελώς ηλίθιο σαν τα
κλαμπ σάντουιτς στα πλοία και τα πλαστικά υποστηρίγματα για να τυλίγεις τα
καλώδια των φορτιστών, πρέπει όμως να έχει τον έλεγχο, να ξέρει που βαδίζει,
γνωρίζει από τι πάστα είναι φτιαγμένη, βλέπει πως το να στέλνει απανωτά
βιογραφικά σε άλλες, πιο σοβαρές και τίμιες εταιρίες είναι κάτι καλό, μα είναι
δυνατόν να τους αναγκάζουν να παρανομούν; Είναι δυνατόν; Κι εκείνη να το δέχεται
σαν βιασμό; Για τα χρήματα; Ίσως να έπρεπε να είχε γίνει μία κοινή πουτάνα, να
τελειώνει, αλλά αυτό θα ήταν πολύ σκληρό για την απαλή της, ολόλευκη επιδερμίδα,
δεν θα το άντεχε, εδώ τουλάχιστον τους γαμάνε μόνο τον εγκέφαλο, άλλοι δεν το
αντέχουν αλλά εκείνη το αντέχει για μερικά χρήματα παραπάνω. Παρατηρεί τους
επιβάτες που είναι όλοι σαν μεγάλα, γαστρονομικά εξελιγμένα μωρά που κουνιούνται
σαν σε μία τεράστια, γιγάντια, μακρόστενη, ατσάλινη κούνια, εκείνη η γυναίκα με
την αλογοουρά που λικνίζεται πίσω από το κάθισμα με τα κόκκινα μπράτσα, δίπλα
από το παράθυρο, ο Πακιστανός που κάτι ρωτάει αλλά κανείς δεν ξέρει τι να του
απαντήσει και το πρόσωπο του αλλάζει ύφος αμέσως και σκουπίζει το μέτωπο του με
ένα βρώμικο μαντήλι που βγάζει από την κωλότσεπη, κατεβαίνει από το βαγόνι και
αμέσως την πλακώνει ο χαρακτηριστικός ήχος του σκουπιδιάρικου του Δήμου
Πειραιά, κάποιος της μιλάει πρόστυχα μέσα από μία άγνωστη στοά (πρέπει να
ρωτήσει τον Μουκοβίνα για να δει αν έχει διαβάσει το μάθημα του και αν την
γνωρίζει), τσεκάρει τα ηλεκτρονικά της μηνύματα και βλέπει τις καινούριες, ημι-
μυστικές συναντήσεις του Συλλόγου των Υπαλλήλων του Μούλτιτσάμπα και του
ΣΥΧΒΑ, η στοά έχει δέκα υπαίθρια καταστήματα με προϊόντα μαϊμούδες που τα
πουλάνε Πακιστανοί - στα διαλείμματα όταν ο ένας δεν βρίζει τον άλλο - απλωμένα
στο πάτωμα, πάνω σε λευκά σεντόνια, ένα παλιό καφενείο που η επιγραφή του
γράφει ΙΜΑΜΗΣ και που οι συγκεντρωμένοι και μπλαστρωμένοι γέροι τσακώνονται
γύρω από πράσινα τραπέζια της πρέφας, πετάνε σάλια στις γωνίες των στομάτων
τους, πάνω στη διαφωνία τους για τον τελευταίο γύρο και τώρα θα κριθούν όλα, στο
στερνό τράβηγμα της σκούρας, γεμάτης κάπνας, μοβ κουρτίνας, δύο θα πιάσουν τα
μαγκανισμένα στην τσέπη του υφασμάτινου παντελονιού τους πορτοφόλια, χοντρά
και λαδωμένα σαν τηγανισμένα σκαθάρια και θα κάνουν νόημα στη γκαρσόνα που
κατάγεται από το Σαντγούλι της Γεωργίας να τους φέρει τέσσερις παγωμένες
λεμονάδες, τα καπίκια είναι σημειωμένα με μπλε μελάνι στο κομμένο κομμάτι από
μία κούτα τσιγάρων Ρόθμανς, το μέρος μυρίζει φτηνό άρωμα που σε λιγώνει κσι που
το βρίσκει κανείς στο περίπτερο, ιδρώτα, ελληνικό καφέ και άφθονο, μπλε καπνό, η
τηλεόραση δείχνει ένα μεγάλο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αλλά η ένταση είναι
χαμηλωμένη μιας και κανείς δεν δίνει σημασία στην οθόνη.
Μέσα στο Ραφείο ο χειριστής είναι σκεπασμένος με ένα στρώμα από χιλιάδες
στραβές κλωστούλες που δεν μπορεί πλέον να τις δει, μετά από τόσα χρόνια φθοράς
και χρήσης των ματιών του, πλανάται μία μυρωδιά από βασάλτη, τα γεμάτα φλέβες
χέρια του ισιώνουν το όργανο του ανά δύο λεπτά – εκείνο το σώβρακο που είχε
φορέσει το πρωί δεν τον βόλευε αλλά παρ’ όλα αυτά το έβαλε – είναι εξήντα πέντε
χρονών και ακόμα κάνει το ίδιο λάθος όταν ανοίγει το βαθύ συρτάρι που του
τακτοποιεί η γυναίκα του η Ευθαλία, πιστεύει πως ο κόσμος είναι ένας κόσμος που
κυριαρχείται από τον Άντρα και μόνο από τον Άντρα, έχει να τραβήξει μαλακία δέκα
χρόνια και τα ρουθούνια του είναι πιο τριχωτά από τις γάμπες του, την ξέρει τώρα και
πολύ καιρό αλλά δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει σε ποιον κόβει τα τιμολόγια,
φαντασιώνεται να την αγγίζει με τα ακροδάχτυλα του όταν εκείνη κοιτάει αλλού,
ξέρει πως σαν ράφτης έχει το πιο απαλό άγγιγμα και είναι περήφανος γι’ αυτό, τα
πάει εκεί γιατί πρέπει να περαστούν τα τελευταία νήματα στη φόδρα για να κρατηθεί
το σαν ιστός πλέγμα του λεντ, δουλειά που πάντα την θεωρούσε ανόητη – ποιος
μαλάκας βάζει ένα λεντ πλέγμα στα καπέλα του και ποιος τα αγοράζει; Αυτές οι
αηδίες θα πρέπει να ανάβουν σαν φανάρια, σαν φακοί, είναι δυνατόν να τα φοράει
κάποιος αυτά τα εκτρώματα; Δεν μιλούσε όμως, έκανε τη δουλειά του, τα χρήματα
ερχόντουσαν οπότε δεν είχε λόγω για ερωτήσεις, χαμογελούσε και έπαιρνε το
μετρητό που του έδινε η κοπέλα, ο Κουρήτης όμως, μέσα από την αίθουσα μπορεί να
δει το μέλλον, μπορεί να εισχωρήσει μέσα στο κλειστό κύκλωμα του Ματιού, μέσα
στο οποίο είναι ο Άρχοντας, μπορεί να την εντοπίσει, και αυτό τον σκοτώνει γιατί
βλέπει τα σάλια του γέρου που τρέχουν στο στέρνο του όταν την κοιτάει, είναι ένα
μέντιουμ των αισθητήρων, μπορεί αν θέλει να εισχωρήσει στο τρένο και να την
ακολουθήσει αλλά δεν το κάνει, παραμένει αξιοπρεπής, χαμογελάει πικρά πίσω από
το μόνιτορ του Μάγου, τον κρατάει στη θέση του το κύρος που έχει στην Εταιρία –
μα όλοι τέλος πάντων δουλεύουν για όλους; Ίσως να είναι όλα ένα μέρος μίας
ευρύτερης συνομωσίας, ίσως το Μούλτιτσάμπα να είναι το ίδιο με το Πλαίσιο και
όλο το Θέατρο των Επιχειρήσεων να είναι …ένα Θέατρο του παραλόγου. Πόσο θα
τον βόλευε κάτι τέτοιο…αλλά όχι, όχι, είναι καταδικασμένος να υπακούει και να
λουφάζει.
Έχει μάθει να αλλάζει ώμο όταν κουβαλάει το Σταυρό του, τον έχει συνηθίσει
πλέον, οι πληγές του δεν τον πονάνε πια, το δέρμα έχει φτιάξει φουσκάλες που έχουν
σκάσει κι έχουν βγάλει καινούριο πιο σκληρό δέρμα, δεν αισθάνεται καν τα καρφιά
του, το αίμα του ανανεώνεται αμέσως, εκείνο που πέφτει με δύναμη στην άμμο, πάνω
στο στιγματισμένο πάτωμα του εργαστηρίου της, που μοιάζει με πλοίο σε φουρτούνα
και να που οι δύο άγνωστοι άντρες λένε μεταξύ τους για μία ανταλλαγή
εμπορευμάτων, το επάγγελμα τους θέλει πάντα πίσω από το τιμόνι για Ρώμη, και οι
δύο είναι χοντροί αλλά δεν θεωρούν τους εαυτούς τους χοντρούς, το μεγάφωνο μιλάει
στα αγγλικά και λέει κάτι για λάιφτζάκετ κι εκείνος σκέφτεται τη μάνα του και την
πατρίδα του και τον πούτσο του που έχει πατικωθεί μέσα στο παντελόνι, ο ένας είναι
καραφλός και φοράει λευκό πουκάμισο, ο άλλος είναι μελαχρινός και φοράει μία
απομίμηση Ραλφ Λόρεν με τεράστιες στάμπες, δίπλα του τρεις γυναίκες μιλάνε σε
Κρητική διάλεκτο και λένε κάτι για χαρτιά και καμπίνα και να περάσει η ώρα, αλλά η
ώρα δεν περνάει μέσα στο πλοίο, η καρδιά του είναι πίσω, στην παγωμένη σπηλιά της
μαζί με τα ζώα που τακτοποιεί και σκουπίζει τις ακαθαρσίες τους, οι άντρες
εξαφανίζονται μετά την ανακοίνωση, άκουσαν τους αριθμούς των φορτηγών τους, ο
σερβιτόρος με το ριγωτό λευκό και γαλανό γιλέκο μαζεύει τα πλαστικά ποτήρια με
τους καφέδες, το πάτωμα τρίζει, κάποια κυρία ουρλιάζει κάτι σε μία φιλενάδα της,
ένας Άραβας μιλάει στο τηλέφωνο πολύ γρήγορα σαν πολυβόλο, δύο κοπέλες
τσακώνονται για το αν θα παίξουν Θανάση ή Ξερή στα χαρτιά, αναρωτιέται αν ποτέ
καταφέρει να παντρευτεί μία γυναίκα και να κάνει παιδιά, τον πιάνει ζαλάδα στη
σκέψη πως μπορεί κάποτε όλοι του οι φίλοι και οι γνωστοί να πεθάνουν αλλά δεν
σκέφτεται τον δικό του θάνατο, το πέντε είναι μπαλαντέρ χριστιανή μου, λέει η μία
κοπέλα στην άλλη και η μάνα τους – είναι προφανώς αδερφές – παρεμβαίνει στο
παιχνίδι τους και τους λέει να μην φωνάζουν, η γιαγιά κάθεται μόνη της σαν
χρησιμοποιημένο σφουγγάρι, δίπλα τους, με τα μικρά, χρυσά της σκουλαρικάκια στα
μεγάλα της τριχωτά αυτιά, έχεις φτιάξει τις τριάδες, γιατί δεν παίζουμε ξερή; Εγώ δεν
ξέρω τα περίπλοκα, σκασμένη, αν κάτσεις θα μάθεις, ο καμαρότος περνοδιαβαίνει
από το σαλόνι με το μπλε του σακάκι που είναι τουλάχιστον δύο νούμερα πιο μεγάλο,
και όλα αυτά είναι κάπου καταγεγραμμένα, σε κάποιο σκληρό δίσκο, σε κάποιο
δροσερό δωμάτιο καταμερισμού, τα πιάτα και τα ποτήρια συγκρούονται μεταξύ τους
μέσα από το μπαρ, είναι ευλογία που καθόμαστε στον κλιματισμό λέει ένας γέρος,
κάποιος φταρνίζεται, μία πόρτα κλείνει με δύναμη, πρέπει όμως να κάνει τον κουτό,
το κουταβάκι, για να μπορέσει να μείνει στην Εταιρία και να μεγαλουργήσει, κάποτε
όλα του τα βάσανα θα αναγνωριστούν, είναι σίγουρος, και δεν έχει σημασία πόσα
λεφτά σου δίνουν γιατί ο πόνος θα είναι πάντα πόνος και η σκιά σου κάποτε θα
αφανιστεί από προσώπου γης και να που τώρα η ιστορία επαναλαμβάνεται και
βρίσκεται πάλι μέσα στο σπήλαιο μαζί της: 1/4/10, H παρουσία που καταγράφει το
μάτι βρίσκεται δίπλα ακριβώς του γούνινου συνόλου, μέσα στο σπήλαιο. Ετοιμάζεται
έδεσμα νυχτερινό από άκρα λεπτά, τοξοειδή, μελανά στην από πάνω μεριά. Σύρσιμο
ακούγεται, ένα χτύπημα, εκεί που πράσινα σπυριά αχνοφέγγουν κάτω ακριβώς απ’ το
ξύλινο επίπεδο, επίπεδο το οποίο υφίσταται βάρος μεγάλο από διάφορα αντικείμενα.
Το σώμα του είναι ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο στρώμα, που είναι διπλό, όχι σε
πλάτος αλλά σε ύψος. Η λάμπα κοντά στο στρώμα αντανακλά ένα κύμα κιτρινωπό –
ίσως κάποιος να το παρομοίαζε με το χρώμα που συνήθως εκπέμπουν τα πρωινά
ούρα. Η συσκευή της λάμπας - το κυρίως σώμα της δηλαδή - θυμίζει βάζο στο
σχήμα. Το ξύλινο, αυτή τη φορά δίπλα του στρώματος, μικρό επίπεδο, στηρίζεται σε
τρία κάθετα, στρογγυλεμένα πόδια, στην κορυφή τους, εκεί που εφάπτονται με το
κυρίως σώμα του επιπέδου και είναι πλαισιωμένα – σαν κάποιος να τους έχει
εναποθέσει ένα βαρύ, σιδερένιο στέμμα – με τρία, αντίστοιχα μεταλλικά καπάκια,
που στη μέση τους είναι βιδωμένα με μία ωοειδής σπείρα. Το βουλοκέρι της κίνησης
των λευκών, πολυμερικών δαχτύλων έχει χαράξει την πορεία της σήψης απάνω τους.
Το ένα πέμπτο του άκρου εισχωρεί μέσα στο οσφρητικό του αντέρεισμα. Η παρουσία
επιστρέφει με παφλασμούς συνθετικού πάνω στο γούνινο σύνολο. Στη συνέχεια,
περνώντας στον πορφυρό μάλλινο χώρο, διασχίζοντας το δίφυλλο πέρασμα που είναι
ενισχυμένο με υλικό συντήρησης παραγώγου σκλήθρας, εναποθέτει τα δύο δοχεία
της τροφής στα άκρα του. Η λάμψη που εισέρχεται απ’ το ξύλινο πλαίσιο, πλαίσιο
που είναι διπλό και οδηγεί στο αίθριο του σπηλαίου, είναι φορτωμένη, αγκαρεμένη
θα έλεγε κανείς, μία μυρουδιά η οποία είναι αναπόφευκτο να του ανασύρει μία
συγκεκριμένη νευρική ηλεκτροπληξία του άνω λοβού του μείζονος οστού, ήταν
ανεβασμένος στο αλαβάστρινο τράχωμα του, σε μία πολλάκις κεντρική αρτηρία του
φωλεού, όταν του ενεμφανίσθην με την μορφή της οσμής πάντα, η ουσία του
Περάσματος μίας συγκεκριμένης αρωγής. Η γκρίζα πέτρα πήδηξε πάνω στο ξύλινο,
μείζον επίπεδο, κύλισε με τα στηρίγματα της προς το στήθος του, ανάδεψε το άνω
οστό της, οστό που περισσότερο θύμιζε αρχαία κάρα αγάλματος ή κορυφή
βραχώδους οροσειράς. Η παρουσία ανασκαλεύει την δερμάτινη εσοχή της, τα
αντικείμενα κουδουνίζουν με σειρά βαθμού ευαισθησίας, το ένα μετά το άλλο. Τα
άκρα της βοηθούν τον αλπακά να σταθεί, να τοποθετηθεί σταθερά πάνω στο
ακουστικό της όργανο. Αποφασίζει, αφού εξέρχεται του σπηλαίου προς το αίθριο, να
εναποθέσει στο σύνολο πόνου της ένα διαφορετικού συνδυασμού πλέγματος ιματίων.
Ο κορμός της σωλήνωσης της κατάποσης συσπάται, πάλλεται και δονείται. Απ’ το
στόμιο της, το άνω, εξέρχεται μία μελωδία κυματισμού που μονάχα εκείνη γνωρίζει
τη μήτρα της. Ο Κουρήτης της αναφέρει μία πληροφορία - μία καταδίκη του - η
οποία περιέχει εικόνες από έντομα, κυρίως αραχνοειδή που αναμειγνύονται με
πρωτεύοντα• της επισημαίνει την πληροφορία πάνω στην φωτεινή επιφάνεια. Το φως
και η διάθλαση του, ανοίγονται πίσω απ’ τ’ άφαντα πετρώδη εξογκώματα, εκεί που
πίπτουν μέσα στο μαρμάρινο, ρηχό δοχείο, οι δύο διαφορετικού μετρήματος
βάμβακες, τέμνονται, ξετσιλακωμένοι. Ο ένας είναι εσπεριδοειδούς απόχρωσης,
σχηματιζόμενος σε καμπύλη πνευστού η οποία καταλήγει σ’ ένα εβένινο στόμιο,
στόμιο που είναι αεροστεγώς φραγμένο. Ο δεύτερος, πιο λεπτός βάμβακας, έχει
τυχαίως εναποτεθεί στην γωνία που φτιάχνει το λευκό σώμα του πρώτου βάμβακα –
ένα εναγκαλιζόμενο ζεύγος που κείτεται κατάχαμα. Δίπλα του μαρμάρινου δοχείου
βρίσκουμε πάμπολλα ενδιαφέρον ευρήματα: μία πορσελάνινη αποθήκη υγρών
στοιχείων, επιχρυσωμένη με μία αλυσιδωτή τεχνοτροπία έντρομου υλισμού, η οποία
συναντάται συνήθως σε χώρους αφόδευσης. Η πορσελάνινη αποθήκη είναι
τοποθετημένη εκ δεξιών του μαρμάρινου δοχείου. Εξ αριστερών του, βρίσκουμε δύο
πανομοιότυπες συσκευές ομιλίας, η μία ανάσκελα πάνω στην άλλη. Ο Κουρήτης
είναι προσγειωμένος με τα κάτω άκρα του ανοιγμένα σε περίπου ενενήντα μοίρες:
αναμεσίς στα σκέλια του είναι μπηγμένο στο πορφυρό μάλλινο σύμπλεγμα, το ένα
από τα τρία άκρα ενός δεύτερου ξύλινου επιπέδου, πανομοιότυπου μ’ εκείνου που
υπάρχει εκ δεξιών του στρώματος. Ακριβώς στην γωνία του ξύλινου επιπέδου,
σχεδόν κρέμονται δύο μεταλλικοί κρίκοι που φιλοξενούν δέκα, διαφορετικών οπών,
κλιμάκια και τρία διακοσμητικού ενδιαφέροντος ευρήματα, τα διακοσμητικά
ευρήματα αναπαριστούν τρία αγγειόσπερμα, δικότυλα, της οικογενείας των
Ροδοειδών (Rosaceae). Τα αγγειόσπερμα περιτριγυρίζονται από μία ευρηματική
αίγλη οιμωγής κυνός και ένα καπέλο που μοιάζει με τραγιάσκα και γυαλίζει όταν
πέσει πάνω του το Μάτι, ένας φως που σε τυφλώνει μέχρι τα βάθη του οπτικού σου
νεύρου.

Σήμερα σκάσανε στο βιβλιοπωλείο τα μεγάλα αφεντικά. Η Τούλα του είπε να μην
πάει ούτε στην τουαλέτα, ούτε να πιει νερό – γενικώς να μην εξαφανιστεί απ' το πεδίο
των πωλήσεων για κανέναν λόγο.
«Ακόμα κι αν χέζομαι πάνω μου;» ρώτησε ο Μουκοβίνας.
«Άσε τις αηδίες τώρα» του είπε εκνευρισμένη.
Ο πιο υψηλά ιστάμενος ήταν ένας πολύ ψηλός, καραφλός τύπος που έμοιαζε με
παλαιστή. Φορούσε κουστούμι κι εκείνο το γελοίο πορτοκαλί κορδόνι στο λαιμό –
σημάδι πως ήταν της εταιρίας. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι υπάλληλοι τον ήξεραν. Ο
διευθυντής πωλήσεων Πολρούθ ήταν στη μέση. Από αριστερά βρισκόταν ο Δουρής
(Το Μάτι της Θαντέρα) και από δεξιά ο περιφερειάρχης Σβαντζ – και οι δύο πολύ
κοντοί μπροστά στον Πολρούθ. Στο κατάστημα επικρατούσε ένας υπόγειος τρόμος,
ποτέ δεν ήξερες αν ο Πολρούθ θα σε ρωτούσε κάτι. Τα πόδια του Μουκοβίνα
έτρεμαν σχεδόν. Είχε κρυφτεί πίσω απ' το παιδικό τμήμα, συνεχώς προσποιούνταν
πως εξυπηρετούσε κάποιο πελάτη αλλά στην ουσία είχε το βλέμμα του καρφωμένο
προς τα κεφάλια των ανωτέρων του, τα οποία έκαναν επιθεώρηση στο τμήμα της
τεχνολογίας.
Προηγουμένως ο Μουκοβίνας είχε παρατηρήσει πως η Τούλα είχε φτιάξει
ολόκληρες σημειώσεις για το τι θα πει αν τι ρωτούσε ο Πολρούθ κάτι σχετικό με τον
τζίρο της σημερινής μέρας.
«Σήμερα το κατάστημα είναι στο +1» είπε ο Κουρήτης στην Τούλα.
«Τι σημαίνει αυτό;» είπε η Τούλα.
«Δεν σου λέω άλλα» είπε ο Κουρήτης κι άρχισε να χασκογελάει σαν δαίμονας.
Έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς το τμήμα της τεχνολογίας. Η Τούλα ήταν
έτοιμη σχεδόν να βάλει τα κλάματα.
Ο Μουκοβίνας είχε πλέον σταματήσει να ηχογραφεί με την κάμερα του. Το δικό
του κινητό, μιας και το σπασμένο το είχε απενεργοποιημένο στο συρτάρι στο σπίτι
του. Δεν τολμούσε να το ανοίξει. Είχε ήδη τηλεφωνήσει στον πατέρα του, ο οποίος
και είχε πάρε δώσε με κάποιον Βούλγαρο με το παρατσούκλι «Ο Τραπεζίτης», ο
οποίος και μπορούσε να το «ξανακολλήσει», έτσι ώστε να μπορέσει να το
χρησιμοποιήσει επιτέλους. Δεν ήθελε να το πουλήσει γιατί σίγουρα θα τον έκλεβαν.
Είχε κουραστεί να ηχογραφεί, όπως επίσης είχε κουραστεί να πληρώνεται τόσα λίγα
χρήματα. Έπρεπε κάτι να κάνει. Είχε φτάσει στο σημείο να σκέφτεται να ξεθάψει το
βιογραφικό του ξανά. Ή αυτό ή να γίνει ξανά ένας αλήτης του δρόμου – να κοιμάται
σε παγκάκια κτλπ. Το είχε ξανακάνει αλλά πλέον φοβόταν το κρύο. Έτρεμε το κρύο.
Φαντασιώθηκε πως ήταν στο σπίτι του τώρα και όχι μέσα στο παιδικό τμήμα,
περιτριγυρισμένος από κούτες με γαμημένα Λέγκο, ιδρωτίλα και λαμπάδες – είχε
έρθει πάλι το Πάσχα.
Εκείνη την ημέρα θ αέπρεπε να λείπει η Τούλα η Σκατούλα, η προϊσταμένη του,
πράγμα θεσπέσιο για την ψυχοσύνθεση του αλλά είχε έρθει εκτάκτως λόγω της
Επίσκεψης. Η Τούλα του έσπαγε τ' αρχίδια, σοβαρά κι αμετάκλητα. Άρχισε να
κοιτάει το κινητό του, πήρε τη μάνα του τηλέφωνο κι άρχισε να μιλάει, είχε ήδη
ανέβει στο πατάρι, είχε χωθεί πίσω απ' το ράφι με τα blu ray, νόμιζε πως εκεί κανείς
δεν τον έβλεπε, πέρασε όμως, ξαφνικά κι απροειδοποίητα, ο Διευθυντής, ο κύριος
Δουρής-Μάτι (ήταν συνομήλικοι με τον Μουκοβίνα) – παρατσούκλι που του έμεινε
λόγω του πονηρού και αεικίνητου ματιού του – έβλεπε τα πάντα που συνέβαιναν
μέσα στο κατάστημα, σχεδόν έφτανε σ' αποτελεσματικότητα το σύστημα
παρακολούθησης που προαναφέραμε. Είχε ανέβει τις σκάλες αθόρυβα, ο μπαμπέσης
– αλλά είχε τόσο θόρυβο εκεί μέσα, ήταν λογικό να μην τον ακούσει.
«Μουκοβίνα...πέτα το κινητό σου. Θα 'ταν καλύτερα να πετάξεις το κινητό
σου...Θεού έργο!» του 'πε μ' ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο στο στόμα, άνοιξε την
πόρτα και μπήκε μέσα στο γραφείο σαν σίφουνας – πάντα, με το δικό του κινητό στο
αυτί – εκείνος ο άνθρωπος μιλούσε στο τηλέφωνο έξι ώρες την ημέρα. Η πόρτα ήταν
ξεφλουδισμένη – η ταπετσαρία της ήταν εμπλουτισμένη με εικόνες από γνωστές
κινηματογραφικές ταινίες, εντελώς αηδιαστικές για τα γούστα του. Σιχαινόταν τον
κινηματογράφο.
Ο Μουκοβίνας έκλεισε το κινητό – είπε πριν όμως στη μάνα του πως δεν είχε βρει
άλλη δουλειά και πως αν είχε βρει θα της το 'χε σίγουρα αναφέρει, οπότε δεν
χρειαζόταν να του το υπενθυμίζει συνεχώς και καλά θα έκανε να επικεντρωνόταν στο
πένθος της για τον Θείο, τον αδερφό της γιαγιάς που πέθανε προσφάτως και δεν
ήξερε κανείς πως πέθανε μιας και δεν είχε γίνει νεκροψία λόγω του ότι η γυναίκα του
η Λένα, δεν το 'χε επιτρέψει στις αρχές να γίνει νεκροψία κι απλά είχε πει πως πέθανε
από καρδιακή ανακοπή την ώρα που χλαπάκιαζε κείνα τ' αγαπημένα του κεφτεδάκια
– κι έσυρε τα πόδια του μέχρι το ισόγειο ξανά, για να εισχωρήσει στην συνέχεια στ'
άδυτα του βιβλιοπωλείου, αριστερά κι άκρως βόρεια του πολυκαταστήματος. «Α
ναι...δεκάξι και δεκαοχτώ...εδώ το λέει» είπε η πελάτισσα με τον Λεβί στα χέρια –
δεν ήξερε που αναγραφόταν η τιμή του βιβλίου ή δεν έβλεπε καλά γιατί ήταν
τσιγκούνα κάπως ή απλά στραβή – μπορεί αυτό να 'ταν υπαινιγμός για να της κάνει
έκπτωση ο υπάλληλος – στο διαδίκτυο ήταν όλα πιο φτηνά – όλοι πλέον το γνώριζαν
αυτό, ακόμα κι οι πιο ηλίθιοι πελάτες. Ο Μουκοβίνας απλά την κοίταξε και δεν είπε
τίποτα. Ήθελε να την φτύσει στο κεφάλι, μέσα στα μαλλιά, να τη χαστουκίσει και να
την πατήσει στην κοιλιά. Έκανε μεταβολή πάραυτα όμως. Μπήκε μέσα στην
τουαλέτα κι άρχισε να κοιτάει το μόνιτορ για να δει αν τον είχε καταγράψει να κλέβει
το πορτοφόλι της χοντρής. Είχε αναγκαστεί, απ' την ηλίθια ιδιοσυγκρασία του, να
κλέψει ένα πορτοφόλι μόνο και μόνο για να τρελαθεί απ’ το άγχος; Η ελευθερία της
αποτυχίας ήταν κάτι που ο Μουκοβίνας, όχι απλά κατανοούσε, αλλά ασπαζόταν σαν
θρησκεία του. Αυτό όμως, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, δεν ήταν απλά αποτυχία,
ήταν παράνοια.
Η Νέλι το Κουνέλι, η συνάδελφος, όμως είχε αρχίσει και πάλι τα ουρλιαχτά τώρα.
Ο Μουκοβίνας σταμάτησε να τινάζει το πουλί του πάνω από τη λεκάνη, έβγαλε το
σύρτη, έπλυνε τα χέρια του ή μπορεί και τ' ανάποδο, έβαλε το κινητό στην τσέπη,
τσέκαρε όμως πρώτα αν είχε αποθηκευτεί το αρχείο με την κινητικότητα της
Σουτουάς 69 και βγήκε έξω – έξω απ' την Αγία των Φωριαμών και μέσα στο
βρωμερό πεδίο των πωλήσεων. Είχε πλακώσει κόσμος στο μαγαζί, γαμώ το θεό μου.
Ωχ. Είχε ήδη επηρεαστεί απ' την ίδια του την αργή κινητικότητα τώρα. Την είχε
όντως πουτσίσει, μεταμορφωνόταν σε σαλιγκάρι. Η μουσική είχε πάλι αλλάξει, τώρα
άκουγες ένα πράγμα σαν ποπ μοιρολόι από μία έκφυλη, κάπως, παιδική φωνούλα,
εντελώς κακόγουστο και χάλια,
«Είναι χαλασμένα και τα δύο» είπε ένα παιδί λίγο πιο πίσω του, πραγματικό παιδί
αυτή τη φορά κι όχι μέσα απ' το ηχείο
«Τι θα κάνουμε τώρα;» συνέχισε η παιδική φωνή,
«Θέλετε βοήθεια;» είπε ο Μουκοβίνας σε κάποιον πελάτη, δεν μπορούσε όμως να
ξεχωρίσει αν ήταν άντρας ή γυναίκα, δηλαδή, θηλυκός ή αρσενικός πελάτης, έβηξε
δύο φορές σαν κακοπροβάτα, τράβηξε λίγο μύξα απ' τη, σαν μελιτζάνα, μύτη του, μ'
έναν αποκρουστικό ήχο, έσκυψε λίγο στο ράφι με την ποίηση, άνοιξε ένα βιβλίο του
Ρίτσου – νομίζω πως ήταν το Υπερώον ή κάπως έτσι τέλος πάντων – κι έριξε άλλη
μία ροχάλα πάνω στις σελίδες του, φυσικά αυτό δεν σήμαινε τίποτα, δεν υπήρχε
καμία συμβολική κίνηση πίσω απ΄ αυτό το βέλος βλέννας, απλά έτυχε.
«Να ρωτήσω μήπως γνωρίζετε...» είπε από πάνω του μία γυναίκα πελάτης,
κρατούσε στα χέρια της ένα βιβλίο κάποιου Λεονάρδου.
«...αν είναι καλό αυτό; Αυτό; ΑΥΤΟ:»,
«Δεν το γνωρίζω...δεν το 'χω διαβάσει» είπε ο Μουκοβίνας και τρίξανε τα γόνατα
του στην προσπάθεια του να σηκωθεί, έκλεισε το βιβλίο με τη ροχάλα και το βαλε
στη θέση του, το βαλε όμως λάθος τελικά, όχι δηλαδή στο Ρ αλλά κάπου αλλού, δεν
τον ένοιαξε, το άφησε εκεί, σηκώθηκε,
«Τι θέλετε...ιστορικό μυθιστόρημα;»,
«Εντάξει...μπλα μπλα μπλα..» είπε κάτι ακατάληπτο η γυναίκα, ήταν όντως
καλοντυμένη, άλλη μία μοδάτη νοικοκυρά των ΒΠ, καλή γυναίκα σίγουρα και καλή
σύζυγος αδιαμφισβήτητα.
«...απλά...αυτός είναι ο ίδιος που έχει γράψει και το Τελευταίο Κρασί;» είπε πάλι,
«Ναι...αυτός είναι...» είπε ο Μουκοβίνας κι έξυσε ασυναίσθητα τον κώλο του,
ψέματα, δεν ήξερε αν ήταν όντως αυτός, δεν ήξερε τι έλεγε.
«Ναι αυτός είναι...το τελευταίο κρασί το γνωρίζετε;» ρώτησε η γυναίκα.
«Το 'χω ακουστά μόνο...δεν το έχω διαβάσει όμως...δεν ξέρω...ίσως να το έχω
πιεί...χεχε...».
«ΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!!...ευχαριστώ...» είπε εκείνη, γύρισε.
«Σας βοήθησα πολύ...χιε χιε» είπε ο Μουκοβίνας σαν ένας άλλος Πιγκ Μποντίν,
την είχε συμπαθήσει κάπως αυτήν εδώ, είχε νόστιμα βυζιά, κάπως πεταχτούλικα,
«ΧΑΧΑΧΑ!!!!...χιε χιε...εντάξει δεν πειράζει...που να ξέρετε...που να τα ξέρετε κι
εσείς όλα...ε...χιε χιε...ΧΑΧΑΧΑ!!!» είπε η μοδάτη νοικοκυρά, η γυναίκα ήταν
τελείως βούρλο, σκέφτηκε ο Μουκοβίνας.
«Που είναι το ταμείο;» ρώτησε ένας τυχαίος, περαστικός πελάτης που κρατούσε
μία τεράστια βαλίτσα στο χέρι ή μάλλον, καλύτερα, την έσερνε.
«Εκεί...στον πορτοκαλί τοίχο» είπε ο Μουκοβίνας κι έδειξε προς το βάθος.
«Θα σας εξυπηρετήσω, αμέσως, ελάτε λίγο μαζί μου να...» είπε ο Διευθυντής
Θαντέρα, έτρεχε μπροστά από μία αδύνατη γυναίκα, το πρόσωπο της ήταν γεμάτα με
σημάδια της ασθένειας λεύκη – άσπροι λεκέδες στο δέρμα – η διαφήμιση άρχισε να
παίζει πάλι μέσα απ' τα ηχεία.
«Γεια χαρά» είπε ο Μουκοβίνας σ' έναν γνωστό του, συχνό, κάπως ενοχλητικό,
πελάτη, που μόλις μπήκε, τα βήματα του είχαν αρχίσει ήδη ν' αντηχούν πάλι
βαριεστημένα – ενώ πριν, κάθε φορά δηλαδή που πήγαινε μέσα στην τουαλέτα, τα
βήματα του ήταν ελαφριά και χαρούμενα, σχεδόν – προσπάθησε ν' ανέβει τη σκάλα
για το πατάρι, μία κυρία γύρω στα σαράντα τον ρώτησε κάτι, εκείνος δεν άκουσε
καλά τι του είπε.
«Θα 'ρθείτε πάνω;» ρώτησε ζαλισμένος ο Μουκοβίνας, η μουσική ήδη είχε αρχίσει
πάλι να τον τρελαίνει, δεν μπορούσε να εστιάσει,
«Ναι, ναι» είπε η γυναίκα - κρατούσε στα χέρια της ένα παιδί γύρω στα έξι -
εκείνος έβηξε μία φορά – πρέπει να είχε κρυολογήσει πάλι – ξερά και σαν πρόβατο,
έφτασε στο πατάρι, έκανε ένα γύρο τα ράφια με τα CD, κι άρχισε πάλι να κατεβαίνει
προς τα κάτω, ρούφηξε λίγο τη βλέννα που του είχε κάτσει στο λαιμό, έβηξε πάλι,
ξαναέβηξε, μία γυναίκα, μία άλλη γυναίκα, αυτή τη φορά χωρίς κανένα παιδί δίπλα
της, τον πλησίασε ύπουλα.
«Είναι ένα βιβλίο που είναι πάρα πολύ ωραίο κι είναι ξένος...ξένος ο...», ο
Μουκοβίνας έκανε πως δεν την άκουσε, προσπέρασε γρήγορα προς το τμήμα των
παιχνιδιών, αίφνης η στοίβα με τα μηχανικά γατάκια και σκυλάκια άρχισε να
κουνιέται και να γκαρίζει – νιάου, νιάου, γαβ, γαβ, γαμώχριστα! – εξήντα ευρώ έκανε
αυτή η αηδία που βλέπεις, έβηξε ξανά, μία κούτα μ' ένα γατάκι έσκασε στο πάτωμα,
εκείνος έκανε ξανά πως δεν είδε τίποτα – δεν σήκωνε ποτέ πράγματα ή βιβλία που
έβλεπε στο πάτωμα γιατί το θεωρούσε τρομερή γρουσουζιά – ο συναγερμός από
κάποιο εκθεσιακό κομμάτι τεχνολογίας άρχισε να βαράει, ο φύλακας αμέσως έτρεξε,
απ' την είσοδο που στεκόταν σαν ξύλο και καλησπέριζε τους πάντες, προς το μέρος
όπου ακουγόταν ο συναγερμός, ο Μουκοβίνας ήξερε τι συνέβαινε όμως, μόλις είχε
χτυπήσει εκείνο το καινούριο εφεύρημα του Πλαισίου, το Κουνταμπάφερ, αλλά
κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι, κοίταξε το μόνιτορ στο κινητό του το οποίο ήταν
συνδεμένο με τον διαμοιραστή του καταστήματος, έβλεπε τώρα τα πάντα, σχεδόν,
εκεί που ήταν το Κουνταμπάφερ έβλεπες τώρα μόνο μία λάμψη που σχημάτιζε μία
σχισμή από έντονο φως που οφειλόταν σ’ εκείνο το αναθεματισμένο καπέλο με την
καινούρια Led Net επίστρωση. Ναι ήταν το Κουνταμπάφερ, δεν χωρούσε αμφιβολία,
εκείνος ο τραγιασκιοφόρος, λαμπερός εισβολέας που είχε μόλις μπουκάρει στην
αποθήκη και ξάφριζε τα λάπτοπ και τη ντουλάπα με τα κινητά – χανόντουσαν μέσα
στην σχεδόν απύθμενη, απίθανη, μαγική νιτσεράδα του, κατέβηκε ανενόχλητος τιη
σκάλα, πέρασε δίπλα από τον Μουκοβίνα και καθώς του έκλεινε το μάτι,
εξαφανίστηκε από την έξοδο του καταστήματος – ο φύλακας ακόμη πάλευε με τον
ενεργοποιημένο συναγερμό που μόλις είχε πειράζει σε σωστό χρόνο, απόλυτα τη
στιγμή που έπρεπε, ο σημερινός Πλασιομαίος που ήταν από το Ζεφύρι, γύφτος από
κούνια, συγνώμη, τσιγγάνος...που έψαχνε κάτι καλύτερο από…
Η φωνή ενός αγανακτισμένου πατέρα ακούστηκε απ' το βάθος, κάπου ανάμεσα σε
παιδικά dvd και τμήμα χαρτικών,
«Έλα τώρα, πάρε αυτό, δεν έχω άλλα...» είπε, ο υπάλληλος έβηξε, τα βήματα του
σούπερ βαριεστημένα ακόμα και μετά την Μετά-Κουνταμπάφερ περίοδο του χρόνου
του, η μουσική ήταν τώρα ένα κολασμένο μίγμα κακής ποπ και ρέγκε, τα σκυλάκια
ουρλιάζανε πιο δυνατά απ' ότι τα γατάκια, έβηξε πάλι, μα πως ήταν δυνατόν να μην
του 'χει μιλήσει ακόμη κάποιος ενοχλητικός πούστης, αλλά μόλις τελείωσε κείνη η
σκέψη του, κάποιος πετάχτηκε, σαν κόμπρα, απ' το πουθενά, πίσω του.
«Τις εκδόσεις Πόλις τις έχετε κάπου μαζεμένες ή...», ο Μουκοβίνας έκανε νόημα
με το χέρι του – δεν μπήκε στον κόπο να χαλάσει σάλιο για τούτον εδώ τον πίθηκο –
πως οι εκδόσεις Πόλις είναι σκορπισμένες παντού, αυτομάτως, σαν οχιά, μία άλλη
κυρία, ετούτη τη φορά άσχημη με κόκκινα φουντωτά μαλλιά και μύτη γερακίσια,
φάνηκε πίσω απ' τον μπαμπουίνο με τις εκδόσεις Πόλις.
«Έχετε καθόλου Έκο;».
«Ναι» είπε ο Μουκοβίνας και αμέσως πήγε προς το ράφι της μεταφρασμένης και
συγκεκριμένα στο γράμμα Ε, στάθηκε εκεί, έσκυψε, έκλασε αμέριμνος σαν παιδούλα
και περίμενε το κοκκινομάλλικο βούρλο να φανεί από πίσω του, όταν τελικά φάνηκε,
εκείνος είπε, τουρλώνοντας τα, ομολογουμένως, καλογυμνασμένα και στητά του,
κωλομέρια:
«Ποιο θέλουμε;», το βούρλο κοντοστάθηκε, σκέφτηκε με το μηδαμινό του,
κουτορνήθικο μυαλό κι ύστερα είπε με στόμφο, κότας λυράτης:
«Το Κοιμητήριο της Πάργας παρακαλώ», ο Μουκοβίνας τράβηξε ένα τέτοιο
χάχανο που τον άκουσαν μέχρι την άλλη άκρη της Τεχνολογίας, το κοκκινομάλλικο
βούρλο δεν πολυκατάλαβε τι έγινε και γιατί χασκογέλασε έτσι ετούτος εδώ ο
υπάλληλος (με τον εξαίσιο κωλαρίκο του), πήρε στα χέρια της το χοντρό βιβλίο κι
έκανε απορημένη μεταβολή – μέχρι να φτάσει όμως στο ταμείο, να γυρίσει το
εξώφυλλο του βιβλίου προς τη μουτσούνα της και να διαβάσει τον τίτλο με τα
πεταχτά της, εξωφθαλμικά μάτια, είχε ήδη καταλάβει πόσο βούρλο, όντως, ήταν. Ο
Μουκοβίνας, αφού έβηξε καμιά δεκαριά φορές, και έφτυσε τον κόρφο του άλλες
τόσες, έβαλε να τρέχει πάλι προς την Αγία των Φωριαμών, έριξε μερικά ερωτικά
βλέμματα στην Εύα Αγιούτου απ' το ταμείο, εκείνο το χοντρό, ξανθό χαζογκομενάκι,
σύζυγο του Κουρήτη, έσπρωξε τη πόρτα και μπήκε στην τουαλέτα, έβγαλε το πέος
του απ' το βρώμικο παντελόνι του, το οποίο, όπως προείπαμε, έζεχνε τα πάντα, κι
έκανε να το κοιτάει σαν το νεογέννητο παιδί του, μία, άλλη, αυτή τη φορά, σάρκινη
αφήγηση του – τούτη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά...ίσως και να
έχανε τη δουλειά του (αμήν και πότε, σκέφτηκε), με τέτοιο Κουνταμπάφερ, η
επόμενη απογραφή θα ήταν τρομερή εμπειρία αλλά τώρα που το θυμήθηκε…θα
έπρεπε κάποιος να προμηθευτεί πρώτες ύλες για κείνο το φημισμένο
ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.ΚΑ.Α. του Κουρήτη που τους κρατούσε σε φόρμα υπερωρίας για πολύ
καιρό μετά την κατάποση του.

Ήταν ακόμα στον αέρα η καταχνιά από τα κάρα που περνούσαν από τα Βούρλα
που τώρα είχαν μετατραπεί σε φυλακές και πάνω στην σιδερένια ταμπέλα διάβαζε
Δικαστικές Φυλακές Πειραιώς, κανείς δεν θυμόταν όμως πότε είχε γίνει εκείνη η
μετατροπή στο κτίριο, είχε γίνει από τους Γερμανούς την περίοδο της κατοχής ίσως,
αλλά και ο Μεταξάς το ’37 ίσως να το είχε διατάξει, δεν υπήρχαν μνήμες που να
σηκώνουν εκείνο το φορτίο της μετατροπής της στοάς, γιατί κάτω από τις φυλακές
ήταν η Σουτουά 67, από πάνω έβρισκες σίδερα, κάγκελα που τα είχε αγκαλιάσει το
χάδι της σκουριάς, τα δάχτυλα των ποινικών αγκάλιαζαν τα λεπτά σίδερα, με τους
ρόζους και τους κόμπους εμφανείς, η πρώτη και η δεύτερη πτέρυγα που έκανε τυο
περισσότερο κρύο ενώ η Τρίτη που μέσα της έκλεινε τους πολιτικούς είχε μερικές
σόμπες για τον δύσκολο χειμώνα που περνούσε πάνω από τα κόκαλα τους, η Σουτουά
67 όμως ήταν από πάντα εκεί, πριν ακόμα γίνουν φυλακές, σιωπηλή και σκοτεινή,
παγωμένη χειμώνα καλοκαίρι.
Κάθε πτέρυγα είχε τα πιο βρώμικα και τα πιο καθαρά κελιά της, 24 κελιά των
πέντε ατόμων και στη μέση υπήρχαν οι τουαλέτες και τα λουτρά, πάνω στη πέτρα
ήταν χαραγμένα διάφορα ιερογλυφικά του τύπου ΓΟΥΑΙΤ ΕΣ ΚΟΚ ή
ΕΣΠΑΡΑΛΝΤΑ ΜΟΥΝΑΡΑ ή ΨΩΜΙ ΣΤΗ ΨΩΛΗ ΜΟΥ - ΘΡΑΣΥΒΟΥΣ ή
ΚΟΝΚΛΑΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΔΡΙΓΑΛΙ ΑΠΟ ΑΤΣΑΛΙ. Εκείνες οι κρύες τρύπες που
μέσα τους αρρώσταιναν οι κρατούμενοι είχαν διατηρηθεί και μετά τον πόλεμο.
Τότε ήταν της μόδας να συλλαμβάνονται όλα τα μέλη του Κουμμουνιστικού
Κόμματος, πράξη η οποία στηριζόταν στον Νόμο του Μεταξά υπ’ αριθμόν 375, που
τους θεωρούσε κατάσκοπους των Ρώσων, σαν μία φτερούγα του νόμου περί
εκτάκτων μέτρων που αποτελούσε μία πλαστικοποιημένη δικαιολογία για να
παρατείνουν λίγο ακόμη τον Εμφύλιο στα κύτταρα τους, ποιοι, δεν τους ήξερε κανείς,
αλλά μόνο κάτι γριές που ήταν σκυφτές και φτύνανε στο χαλίκι ταμπάκο, κάτι μπορεί
να θυμόντουσαν, αλλά κι αυτές τις είχαν πυροβολήσει κάτω από τις μηλιές και τους
λέγανε κι ευχαριστώ. Τα Κόκκινα Αδέρφια θεωρούνταν εγκληματίες και οι
περισσότερες φυλακές είχαν πολιτικές πτέρυγες τιγκαρισμένες με κολόνια και
σουσάμι, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου και πέντε μετά του Εμφυλίου, η
κυβέρνηση κάβλωνε με την αόρατη κοπρολαγνεία της, πολιτικοί κρατούμενοι που
ήταν πάνω από 2.500 χιλιάδες είχαν μπουντρουμιαστεί στην Αίγινα, στου Αβέρωφ,
στην Κέρκυρα, στα Βούρλα καλή ώρα στον Πειραιά. Η Σουτουά 67 από κάτω
ανάπνεε σαν τραυματισμένη αράχνη, έβηχε την υγρασία που έσταζε από τα κρεβάτια
των κελιών, στις 4 του Σεπτέμβρη του ’54 ο Παπάγος χαρακτήρισε τα
κουμούνια/σαπούνια ως κατάσκοπους και πράκτορες τουριστικών πρακτορείων από
τη Ρωσία, αλλά βαριόντουσαν να βγάλουν τίποτα το πιο επίσημο όπως ένα δικαστικό
πόρισμα ας πούμε, οι συγγενείς τους είχαν χεστεί και ήταν σίγουροι πως είχαν χάσει
για πάντα τα σαπούνια τους. Η Σουτουά 67 από κάτω γελούσε κι έδινε σήμα με
ηλεκτροφόρα χέλια που κυκλοφορούσαν τότε στο νερό της, προς την Σουτουά 69, να
πάρει κι εκείνη λίγο μάτι το τι συνέβαινε μέσα στα κελιά, οπότε είπαν τα παιδιά μέσα
στα Βούρλα, παιδιά την έχουμε πουτσίσει οπότε δεν το σκάμε; Δεν υπήρχε άλλη
λύση βλέπεις τότε μιας και τα μουστάκια ήταν πολύ λιγδωμένα και τσιγκελωμένα για
να αλλάξουν άποψη για το οτιδήποτε, αλλά πως τώρα θα το σκάγανε; Δεν ήξερε
κανείς. Απλά το λέγανε ρε παιδί μου, να έχουν μία ελπίδα κι αυτοί. Ο Πίπερμαν έλεγε
να ανοίξουν τρύπα με τα κουτάλια στο μαντρότοιχο, ο Φλιτζάν Ποπό Ποπάι έλεγε να
βρουν αντικλείδια, οι συνελεύσεις είχαν κρατήσει σχεδόν τρεις μήνες, τελικά
αποφασίστηκε να ανοιχτεί μία υπόγεια στοά – κάτω της ήδη υπάρχουσας Σουτουάς
67 που δεν ήξερε κανείς πως βρισκόταν ήδη εκεί και γελούσε – από το κελί 13, να
περάσουν κάτω της οδού Δογάνης, να μπουν στο απέναντι εργοστάσιο, ένα γκρίζο
και καφέ οικοδόμημα που κατασκεύαζε λουλάδες, ε και μετά ο καθένας το δρόμο
του, αν την έβγαζαν καθαρή και δεν τους πυροβολούσαν στο σβέρκο οι
μουστακαλήδες αστυφυλακαίοι.
O φόβος και η αβεβαιότητα αυξανόντουσαν μέρα με τη μέρα, οι νύχτες ήταν
βαριές σαν πέπλο θανάτου, τα πέντε μέλη της επιτροπής απόδρασης (Πόπο,
Πίπερμαν, Τζιακομέτι, Ανέστογλου, Πόρδος), μετά που κάπνισαν εκατό τσιγάρα στο
κελί 15 αποφάσισαν να σκάψουν. Αλλά που θα βρίσκανε κουτάλια; Που θα βάζανε
τα μπάζα; Ποιος θα τραγουδούσε για να καλύψει το θόρυβο της πέτρας που πέφτει
στο πάτωμα; Κανείς δεν είχε καλή φωνή ρε πούστη μου. Αλλά ήταν όλοι σαπούνια
νοικοκυραίοι και τα βάλανε κάτω με λογική και σύνεση που ερχόταν πίσω από τον
καιρό του πρώτου Πορθητή, τα κρεβάτια ήταν ψηλά και ξύλινα, υπερυψωμένα για να
μπορούν να βάζουν από κάτω ρούχα οι κρατούμενοι, αποφασίσανε πως κάτω από το
κρεβάτι του Πόρδου θα ανοιγόταν η σωτήρια τρύπα, με τη βοήθεια της Πετρούσκας,
της γκόμενας του Τζιακομέτι – εκείνου του Ιταλού κατακτητή Δον Ζουάν που είχε
ξεμείνει εκεί μετά από κάτι διακοπές που έκανε σαν απολυμένος από το στρατό – η
οποία και τους έφερνε απόξω ότι πληροφορία χρειαζόντουσαν, πόσο είχε πάει το κιλό
η φέτα και πόσο βάθος είχε ο δρόμος της Δογάνη και κάτι τέτοια, αφού βέβαια
βοηθούσε με το χέρι της τον Τζιακομέτι πίσω από το παραβάν, δώδεκα μέτρα το
πλάτος και άλλα τέσσερα το πεζοδρόμιο, ο Πόπο που ήταν παίχτης του βόλεϊ πήγαινε
συνεχώς στην ταράτσα για να μετράει με το μάτι το ύψος μιας και η μπάλα πήγαινε
πάντα εκεί πάνω «κατά λάθος», από εκεί έριχνε το σπάγκο και μέτραγε το βάθος της
τρύπας που θα έπρεπε να σκάψουν, αλλά ο Πόπο είχε υψοφοβία και όλο μετρούσε
λάθος μιας και ποτέ δεν πλησίαζε πολύ κοντά στο χείλος της ταράτσας γιατί
ζαλιζόταν, άσε που έπρεπε να μετράει και πιο λοξά κάτι μοίρες για να βρεθούν στο
εργοστάσιο με τους λουλάδες, αλλά έλα όμως που δεν είχαν υπολογίσει τη Σουτουά
67 από κάτω.
Στις 5 του Μάρτη, το απόγευμα άρχισαν τα κουτάλια, ο Ντρόγκι, ο Σπάτσος, ο
Μητρούσης, ο Παπιές, ο Φλανδρής και ο Τσαφλής θα σκάβανε, ο Πίπερμαν έδινε
κατευθύνσεις, στα λουτρά προσπαθούσαν να βγάλουν μία πλάκα η οποία θα κάλυπτε
την τρύπα που θα άνοιγαν για να μη φαίνεται, στην αυλή όλοι έπαιζαν βόλεϊ η τον
έπαιζαν, κάποιος άλλος έφτιαχνε τενεκέδες για γλάστρες, κάποιος έφτιαχνε χάρτινα
καραβάκια με κούτες από τσιγάρα, κάποιος άλλος τραγουδούσε μία άρια του
Βάγκνερ καθώς τα έκανε στο λουτρό, μετά από τρεις ώρες είχαν ανοίξει μόνο μία
μικρή κωλοτρυπίδα στον τοίχο. Μετά ο Ντρόγκι βρήκε ένα εργαλείο σαν τσάπα και
μέχρι το βράδυ είχαν ανοίξει τρύπα 15 εκατοστά.
Η Πετρούσκα και η Κατερινιώ, οι γκόμενες των παιδιών, μετρούσαν και
ξαναμετρούσαν, παρατηρούσαν το φουγάρο του εργοστασίου που παρέμενε σβηστό,
ο Τσαφλής έκανε πως έβαζε χώμα στις γλάστρες για να αδειάζει τα μπάζα, μετά από
τρεις μέρες σκαψίματος η τρύπα είναι έτοιμη, η πλάκα είναι εξήντα κιλά και
εφαρμόζει ακριβώς στη τρύπα, πίσω από την πτέρυγα των ποινικών υπάρχει ο
μεγάλος λάκκος που εκεί πετάνε τα σκουπίδια και τον είχαν φτιάξει οι Γερμανοί,
άρχισαν να πετάνε εκεί μέσα τα μπάζα, οι συγγενείς τρέχουν να μαζέψουν υπογραφές
για την σκευωρία του κράτους, ο Πόπο έλαβε γράμμα από τη γυναίκα του πως την
απέλυσαν από τη δουλειά γιατί ο Διευθυντής Δουρής Γ. πήγε στην Ασφάλεια
παραπονούμενος πως είχε στη δούλεψη του μία πουτάνα των Ρώσων, και τώρα με τι
χρήματα θα τάιζαν το μικρό τους παιδί, εκείνη τον αποχαιρέτησε ρίχνοντας του ένα
λυπημένο βλέμμα που έλεγε πως δεν θα την ξαναέβλεπε ποτέ, ούτε εκείνη αλλά ούτε
το παιδί, ο Πόπο έκλαψε για τρία μερόνυχτα ασταμάτητα μέχρι που έπαθε
αφυδάτωση, το σκάψιμο προχωρεί οι μετρήσεις συνεχίζουν να μετριούνται λάθος, το
υποτιθέμενο δάπεδο είναι μισό μέτρο πιο κάτω από το κελί 13, σύμφωνα με το σχέδιο
ο δρόμος είναι δύο μέτρα πιο κάτω περίπου, τα υλικά πετιούνται στη χωματερή των
Γερμανών, κάθε βράδυ βάζουν τη πλάκα και τη σοβαντίζουν με ασβέστη και
σφουγγάρι, το επισκεπτήριο διαρκεί μόνο 15 λεπτά, τι να προλάβει κανείς να πει, όλη
μέρα εκείνο τον καιρό κάθε βράδυ παίζουν τραγούδια από τα μεγάφωνα της φυλακής,
«Εθνική Διαφώτιση», αλλά οι ώρες της δουλειάς δεν αρκούν και πρέπει να σκάβουν
και τη νύχτα, κάθε βράδυ στις εννιά ο φύλακας κάνει έφοδο και μετράει κεφάλια, το
χώμα τώρα μπαίνει σε μαξιλαροθήκες, οι πέτρες στον πάτο του σκουπιδοτενεκέ και
από πάνω τα σκουπίδια, τα χώματα μεταφέρονται μέσα σε τσέπες και κάλτσες, ο
Μπάρμπα Γιώργος ο Τραμπανίκολας που ξέρει από τέτοια και είχε ανοίξει ένα
παράνομο, αυτοσχέδιο τυπογραφείο του Ριζοσπάστη στο υπόγειο του σπιτιού του,
ένας ψηλός και αστείος γέροντας, είναι ανάμεσα στους «ειδικούς επιστήμονες της
τρύπας», το χώμα το λένε Ζάχο και τις πέτρες Πατσά για να καταλαβαίνονται, βάζουν
όμως κι άλλες πλάκες πάνω από την αρχική για να αποτρέψουν το χτύπημα από το
δάχτυλο του φύλακα και την αποκάλυψη του κούφιου σημείου του ήχου, αλλά ο
Τζακοδίδης, ο πιο πονηρός από τους φύλακες τους μυρίζεται και τους ακολουθεί στα
σκουπίδια για να δουν τι κάνουν, εκείνη τη στιγμή όμως ο Πόπο σκληρίζει και
φωνάζει πως πάλι ξέχασε να βάλει κωλόχαρτο στην τουαλέτα κι έτσι ο Τζακοδίδης
που φοβάται τον Διευθυντή Δουρή Γ. τρέχει να βρει ρολό, άσπρη σκόνη όμως έμενε
στο πάτωμα του κελιού από το λιώσιμο της λευκής πέτρας κι έτσι ρίξανε λάδι και το
καλύψανε, ήρθε η επέτειος του ’21 η μεγαλύτερη γιορτή των πολιτικών, τα Βούρλα
πεντακάθαρα και σημαιοστολισμένα, με αφίσες κολλημένες των ηρώων της
Επανάστασης, θεατράκι στήνεται από τους κρατούμενους το μεσημέρι, σύσκεψη
Παπαφλέσσα με προεστούς, μετά ήρθαν οι άρρωστοι από την Αίγινα, φυματιώσεις,
γαστρορραγίες, καρδιοπάθειες από τα κακά μέτρα υγείας, έφτιαχναν συστήματα
συναγερμού με σπάγκο δεμένο στο πόδι του σκαπανέα, κουβέρτες για τη δημιουργία
ψεύτικου ανδρείκελου που κοιμάται, τα υδραυλικά χαλάσανε από μία μαλακία που
έκανε ο Τζιακομέτι, έγινε έλεγχος, το καλύψανε, ο Διευθυντής Δουρής Γ. είπε πάλι
καλά που έχουμε φοβερούς κρατούμενους και χάρηκε που γλίτωσε τα εργασιακά, το
σκάψιμο συνεχιζόταν, βρήκαν στο δρόμο τους κι άλλους σωλήνες, η λάμπα ήταν σαν
καλοριφέρ και λιποθυμούσαν μέσα στη τρύπα που δεν είχε αέρα, παραπλανούσαν ον
φύλακα κάθε νύχτα, ήρθε η ώρα, μπουκάρανε όλοι στη τρύπα για να βγουν στο
εργοτάξιο και να τώρα που το πάτωμα της Σουτουάς 67 κατέρρευσε και όλοι έπεσαν
στο κενό και έσπασαν τους λαιμούς τους μια για πάντα, εκτός από το χοντρό τον
Πόπο που σφήνωσε στην τρύπα και τη γλίτωσε.
Τα φαντάσματα τους ακόμα εκεί βρίσκονται και τριγυρνάνε, τώρα όμως την έχει
πάει εκεί ο Κουρήτης την Οργόνη του, να της δείξει τη φημισμένη Στοά 67, από εκεί
που είχαν όλα ξεκινήσει, το Υπόγειο Πράγμα, το συνδικαλιστικό κίνημα που είχε
γιγαντωθεί τώρα και ήταν έτοιμο να βγει έξω, πάνω, αλλά να κάνει τι; Με ένα μάτσο
φαντάσματα με σπασμένους λαιμούς δεν μπορείς να αγωνιστείς ενάντια στην
Πυραμίδα. Το σώμα του είναι έρμαιο πλέον της βαρύτητας μέσα στη Σουτουά 67,
στάζει πάνω στο πάτωμα που κάποτε εδώ είχαν τσακίσει εκείνοι οι 17 λαιμοί, ποιος
είδε όμως τον θάνατο μορφοποιημένο σε μωσαϊκό και δεν τρόμαξε λίγο; Τα κόκαλα
που είχαν πάει; Είχαν άραγε γίνει ένα με το πάτωμα; Ποιος βίωσε τη στεγανότητα της
αρρώστιας και δεν τρομοκρατήθηκε; Ένα κλάμα μωρού φτάνει μέχρι το υπόγειο της
στοάς, εισχωρεί στις ρίζες των μαλλιών του και του στερεί την αργή αναπνοή,
προσπαθεί να δει από το μόνιτορ του κινητού, διαμέσου του ματιού του Ενιαίου
Κλειστού Κυκλώματος Αττικής έξω, προς το κέντρο, στην οδό Νικίου και καρτερεί
για το θαύμα να συντελεστεί μέρα μεσημέρι, δίπλα από μία γκρεμισμένη στέγη ενός
πανάρχαιου σπιτιού που από μέσα του μεγαλώνει μία βελανιδιά, ένα νυχτερινό ον,
μία διάστικτη κουκουβάγια, τον κοιτάει κατευθείαν από την οθόνη με τα δικά της
κίτρινα και μεγάλα φονικά μάτια που ανοιγοκλείνουν κυκλικά, το κεφάλι της γέρνει
και είναι έτοιμη να ορμήξει στην κάμερα, για μία στιγμή είναι έτοιμος να πετάξει το
τηλέφωνο στο πάτωμα, να δραπετεύσει από το κλουβί της στοάς αλλά μετά θυμάται
πως είναι ακόμη μεσημέρι και οι κουκουβάγιες κυκλοφορούν μόνο τη νύχτα, πιο
βόρεια από εκεί που ο αισθητήρας έχει κυριαρχική εμβέλεια, μόνο τη νύχτα – αλλά
τότε τι ήταν αυτό που είδε στην οθόνη;
Το σώμα της λικνίζεται μέσα στην πηχτή λάβρα του πεζοδρομίου, οι μαγαζάτορες,
λιγδιάρηδες και χορτασμένοι, ξεπορτίζουν από τις μικροσκοπικές τους επαύλεις που
εμπορεύονται ότι μπορείς να φανταστείς: από υφάσματα, αρωματικά, παιχνίδια,
μαλλί, ρούχα, κατσαρολικά, άλλοι ξεπροβάλουν μέσα από ζεστά ημιφωτισμένα
γραφεία ενοικιάσεων εξοπλισμών ξενοδοχείων, καφενεία, υπαίθριες καντίνες που
απλώνουν τη τσίκνα τους πάνω στα λουλούδια που καταφέρνουν να φυτρώσουν από
τις ρωγμές των πεζοδρομίων, κάποιοι βιάζονται να επισκεφτούν την ερωμένη τους σε
κάποιο δωμάτιο που ζέχνει άρωμα αγορασμένο από τα Χόντος σε προσφορά, πάνω
στα κεφάλια των περαστικών κατακάθεται ένα σύννεφο ψαρίλας, το οποίο μένει πίσω
για τον επόμενο, βιάζονται να παραβρεθούν σε ουρές στην Εφορία, το δωμάτιο
σίγουρα βρωμάει ποτό και τσιγάρο, καβουρντισμένο κάτουρο και σούπα από χτες, τα
κόκκινα γοβάκια της μπορεί να σκαλώσουν καμιά φορά μέσα στον αρμό των πλακών
του δρόμου και προς στιγμήν να χάσει την ισορροπία της που την συνοδεύει μία
γκριμάτσα απογοήτευσης ή ένας αναστεναγμός. Τα κύματα που καταφθάνουν από το
ξύλινο σκάφος του χειροποίητου μπουζουκιού του πλανόδιου μουσικού στη γωνία
της Νικίου και Αιόλου φτάνουν στ’ αυτιά του πολύ γρήγορα αλλά ταυτόχρονα
ανεπαίσθητα, από τα μικρά ηχεία του κινητού, εκείνοι πάντα βρίσκονται κάπου στον
Πειραιά και επιθεωρούν την στοά, σαν άγγιγμα καυτής σταγόνας δηλητηρίου, όλο
αυτό το πράγμα, όλη αυτή η αμεσότητα και οι άπειρες επιλογές των περιορίζουν
τελικά. Η Οργόνη του εκμυστηρεύτηκε πως δεν μπορεί να τους ακούει, όταν είναι
στο εργαστήριο, γιατί πρέπει να τους ακούει και τώρα, από το κινητό του, εκείνος
είπε πως είναι θέμα υπηρεσιακό, θέμα του Ματιού, πρέπει κάποια στιγμή να
ανακαλύψουν που βρίσκεται και που κινείται εκείνος ο Ντεποζίτο οπότε το επιβάλει
η εταιρία όλο αυτό, είναι βέβαια αναγκασμένη να τους υποφέρει καθημερινά, τις
μισές μέρες που είναι εκεί, γιατί τις άλλες μισές είναι στο Σύνταγμα στο
Μούλτιτσάμπα, έχει διχοτομηθεί, αυτό δεν βοηθάει για την ψυχική της υγεία, πάνω
από έξι ορόφους ακούγεται η αηδία, καθημερινά σχεδόν όπως είπαμε, είναι στιγμές
που το κορμάκι της ταλαντεύεται στη μικρή, κοινή τουαλέτα του ορόφου κάνοντας
επιμελώς εμετό μέσα στη μαυρισμένη λεκάνη, ο πονοκέφαλος του επισημαίνει πως
δεν πρόκειται ποτέ θα φάει πάλι κεράσια (αυτό τώρα πως προέκυψε μου λες;), τα
κεράσια του εξασφαλίζουν σίγουρο πονοκέφαλο, δεν μπορεί να εργαστεί σωστά λέει
τώρα, στο Ραφείο οι θόρυβοι ήταν τρομακτικοί, όλα χάνονταν κάτω από τα πόδια της,
ευχόταν να του είχε αναφέρει να την ακολουθήσει με το Μάτι, ίσως να έβλεπε κάτω
από τη φούστα της – δεν ήξερε αν αυτό γινόταν στην πράξη, σίγουρα μπορούσε να
δει μέσα σε κάποιο μπούστο όμως – έξω οι στέγες αχνίζουν από την άνοδο της
θερμοκρασίας κι ένας άγνωστος άντρας έχει ξεπροβάλει ημίγυμνος από τη μέση και
πάνω, σαν πραγματικός άντρας που λέει και ο Στέφανος, στο μπαλκονάκι του και
τηγανίζει στο πετρογκάζ κάτι που θυμίζει χέρι ανθρώπου αλλά σίγουρα δεν είναι κάτι
τέτοιο, απλά είναι η ψυχολογία του που έχει πέσει μάλλον, έχει κουραστεί από την
αρρώστια, οι κινήσεις του άντρα είναι ανεπαίσθητες και γρήγορες την ίδια στιγμή,
όταν το τηγάνισμα λαμβάνει τέλος εκείνος χάνεται μέσα στο σκότος της μικρής του
κάμαρης, χωρίς όμως να κλείσει πίσω του το τζάμι. Οι φωνές του ράφτη
γιγαντώνονται ξαφνικά, εκείνη λέει ψέματα για τα κιλά που ζυγίζει στην γραμματέα
της εισόδου, κάνει παρατηρήσεις στον παραγιό του για κάποιο σοβαρό λάθος σε μία
παραγγελία, οι φωνές του ράφτη μπερδεύονται μα τους ταυτόχρονους αλαλαγμούς
των πλανόδιων μουσικών που ακούγονται από το κινητό ταυτόχρονα με τη σκηνή
που παίζεται σε επανάληψη, τη σκηνή στον Πειραιά, στο κεντρικό Ραφείο, αλλά κι
εκείνοι ακόμα στον Πειραιά είναι, μέσα στη Σουτουά 67, τα μαύρα της χέρια που
χάσανε το χρώμα τους από την έλλειψη φωτός προτείνουν στον ηλικιωμένο κύριο
χειριστή του Ραφείου τα καπέλα, η γραμματέας πίσω από το κουβούκλιο που είναι
κατασκευασμένο από κόντρα πλακέ, έχει ιδρώσει και μυρίζει όλος ο χώρος, εκείνη
από ευγένεια δεν κλείνει τη μύτη της, κάτι κάνει πίσω από το σαν χωματερή γραφείο
της, παρατηρεί από πάνω μέχρι κάτω την σιλουέτα της Οργόνης, την ζηλεύει
θανάσιμα, γιατί εκείνη να είναι ντρέλω; Η γραμματέας χαμογελάει και βγάζει τα
μισοφέγγαρα γυαλιά της, αποφασίζει πως δεν θα ξαναφάει σοκολάτα Τομπλερόνε για
πολύ καιρό, πράγμα που τη νύχτα που θα έρθει δεν θα ακολουθήσει και θα πέσει πάλι
στον πειρασμό της – για την ακρίβεια θα χλαπακιάσει δύο ολόκληρες τομπλερόνε
μετά τις δύο τη νύχτα, αφού θα σηκωθεί από το κρεβάτι που είναι λεκιασμένο με
ζουμί καρπουζιού και χύσια, τα δικά της χύσια – τα δόντια της θα κολλάνε πολύ
εκείνη τη νύχτα η αλήθεια είναι, το μάτι που σχηματίζεται πίσω από την σκονισμένη,
βαριά καρό κουρτίνα, απέναντι του εργαστηρίου, τον κάνει να νιώθει πως είναι
ακόμη εκεί, και προσπαθεί να του σηκωθεί από την καρέκλα και να πλησιάζει το
μεσαίο παράθυρο, αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο σαν σκαντζόχοιρος που είναι
βουτηγμένος στην τσέτσα, κάποιος κρύβεται πίσω από την κουρτίνα, φοβούμενος πως
ίσως να τον ανακαλύψουν τώρα, την παρουσία του, ανάβει τσιγάρο μέσα από το
λευκό πακέτο που βρίσκει στο γραφείο κάτω από τον καθρέπτη με τη φωτογραφία
της και παραδίπλα από την ταμειακή μηχανή, φρεναρίσματα και ομιλίες
παρεμβάλλονται συνεχώς, εξατμίσεις μουγκρίζουν, οι κεραίες διπλώνουν σαν
Χάριμπο, κάποιος γελάει και ο θόρυβος σταματάει, οι φάλτσοι πλανόδιοι δεν
σταματάνε με τίποτα, ίσως να τους πετούσε ένα κουβά νερό αλλά δεν είναι όμως εκεί
οπότε αυτό είναι χαζό, αυτό που σκέφτηκε, ποιος να φοβάται άραγε να τον
αντικρύσει στα μάτια; Σε ποιον ανήκε εκείνο το στιγμιαίο, πλατύ σαν φυλακή
βλέφαρο; Στέκει υπομονετικά μπροστά από την οθόνη και περιμένει καπνίζοντας
μέσα στη στοά, δεν του αρέσει να είναι άμεσα διαθέσιμος σε κανένα κατάστημα παρά
μόνο κατόπιν παραγγελίας να δίνει τις συμβουλές του και θα έπρεπε φυσικά να του
δίνουν γερό φιλοδώρημα – είχε δίκιο ο Μουκοβίνας – οι λάμπες στη σκάλα του
υπογείου κοιμούνται τώρα γιατί πριν μασούσαν κάτι που έμοιαζε με σύρμα, το λευκό
δάχτυλο γίνεται στάχτη με την ώρα και την ανάσα, είναι ο φάρος της φωτιάς που τον
οδηγεί όταν οι λάμπες σβήνουν ολοκληρωτικά. Ξανά πίσω στην καρέκλα του, φυσάει
μέσα σε γωνίες που δεν είναι γωνίες και δεν πετάγεται το παραμικρό ίχνος σκόνης,
αυτό είναι περίεργο τώρα, γιατί εκείνη δεν είναι η καλύτερη νοικοκυρά που υπάρχει
έτσι, κοιτάει τα κίτρινα νύχια του Σκελετού που έχουν για μοντέλο καπέλων, τα δικά
του νύχια πότε τα είχε λιμάρει τελευταία φορά και που; Ίσως κάποια εργασία να μην
είχε γίνει σωστά, η Οργόνη σκύβει πάνω από τον λευκό πάγκο και μία φάλτση νότα
σαξόφωνου εκπνέει, δεν μοιάζει όχι, με τίποτα που να έχει ξαναδεί, αναζητάει μέσα
σε κουτιά τα κενά ανάμεσα από την Κένυα που είχε κενώσει ο Κένωπας, ανάμεσα
του μαλακού λοβού της, αριστερά στο κρανίο, ένας κώνωπας τον ρουφάει, ένας
Κεώνοπας, Κεόνωπας, μεταλλικοί ήχοι ειρήνης θερίζουν το μυαλό του, σμίγουν τα
κενά μέσα στον λαβύρινθο.
«Είναι όντως πολύ φάλτσοι γαμώτο» λέει ο Κουρήτης λυπημένος σχεδόν και
γελάει μετά και συνεχίζει να κοιτάει μέσα στο μόνιτορ. Συνειδητοποιεί πως θα
πεθάνει μόνος του μέσα σε κάποιο φέρετρο από βιτρό που τα έφτιαχνε ένας θείος του
από την Μακρυνάλη, αναρωτιέται τι απόχρωση θα έχει ο πούτσος του όταν ψοφήσει,
θα μοιάζει άραγε με Φοφίκο; ΧΧΑΧΑΧΑΧΧΑ!!! Αποκλείεται, που τέτοια
κωλοφαρδία ε;
«Λυσσάξατε!» λέει η Οργόνη με την γλυκιά της φωνούλα, στέκεται μπροστά από
τη τρυπάνι του αρχαιολογικού χώρου της στοάς, δεν ξέρει πως ήταν δυνατόν να
σηκώσουν τόσο βάρος τα τριχωτά χέρια με τους πήχεις που μοιάζουν με κουπιά που
τα έχουν τσιμπήσει οχιές και έχουν πρηστεί, η μόνιμη της φαντασίωση, ο αέρας
κατεβαίνει από το ταβάνι σαν φαρίνα, κάνει έναν αστείο ήχο με το στοματάκι της,
τλοπ τλοπ, η απόχρωση του αυτιού του θυμίζει τον Γκούφυ, αυτός ο ήχος θυμίζει
έντονα κλακέτα σκηνοθέτη ή κλακέτες, του θυμίζει μία μαλακία που την ξέχασε
κιόλας, αδερφές, Μαρξ, το κερένιο του κορμί είναι πλαδαρό σαν σάκος με τάκος, θα
παραβρεθεί σε κάποιο γάμο με άμμο, θα κοσκινίζει ένα ξύλο με στύλο, ανάμεσα από
μαρμάρινα σύνολα, αλάργα, κάπου στη Τανάγρα, θα πάθει σκορβούτο παίζοντας
Κλουέντο με ένα φυσητό, γυάλινο προσούτο, είναι έτοιμος να περπατήσει ανάμεσα
από μαρμάρινους τάφους με γκρίζους κροτάφους, σταυροί, Άγγελοι, Εξάγγελοι,
Πίστες και βίτσες, όλα από πέτρα στα δικά του μέτρα, ανοίγει το στόμιο του
οξυγόνου με μία δόση παραπόνου, που κάνει τη διαρροή αερίου μία σκιά του
μυστηρίου, ακούγεται το κλακ του ελατηρίου, του αναπτήρα. Αλλά δεν το κάνει, είναι
μόνο στα ψέματα τα αίματα, είναι μόνο τσέτσα, ποτέ δεν μπόρεσε να ευχαριστηθεί
τίποτα, γιατί η ζωούλα του ήταν πολύ μεγάλη σαν κουτάλι, διαδρομή κενότητος και
στενότητος, συναισθηματικής και σωματικής και οικονομικής, το διασκεδάζει όμως,
σαν γερμανός Αφρικανοκομμάντος, η ζωούλα του η πονεμένη που’ χει ένα χέρι σαν
τσεκούρι, και είναι μόνο εφτά ακόμα η ώρα, ενός ασήμαντου προσώπου η καλύτερη
δόση είναι η πιο μικρή, που αλλάζει χέρια και πρόσωπο, χωρίς μεταβολές ή μείζον
δωμάτια, μόνος του, το ντουλάπι στο οποίο τώρα διαμένει, στο σταθμό των τρένων
είναι ακριβέστατο στην ώρα του Κούκου, εκείνος είναι ο Κούκος, και τον βρίσκεις
και που τον χάνεις, μέσα σε καμία στοά θα γυροφέρνει τίποτα φαντάσματα.
Ήταν δεν ήταν τέλη του Απρίλη, οι πιο πολλές αυτι-στικές μουστάκες ήταν αραιές
κι αφράτες σαν βούρτσα μικρών παιδιών, οι παρευρισκόμενοι ήταν και
διαγωνιζόμενοι, κάθονταν ολόγυρα στο καφενείο «Η Σάλπιγγα» και ατένιζαν ο ένας
τα πορτοκαλί βυζιά του άλλου μέσα σε ένα ομιχλώδες τοπίο από ξερή κρούστα
Σπράιτ και μυγοχέσματος, οι διάκοσμοι ήταν όλοι διαφορετικοί από μέσα, ο Ζίνζι-
ντορφ ήταν πρώτος, αλλά και πάλι αυτός θα νικούσε, όλοι το ήξεραν αυτό αλλά
συνέχιζαν όμως να παίζουν, το κατάστημα δεν είχε καθόλου κόσμο και είπαν να
πεταχτούν μέχρι το καφενείο, ο Γκόμεζ τον είχε περάσει για λίγο, περίπου δέκα
εκατοστά, την Πανοραματοπούλου την έβαζαν να μετράει τις τρίχες στα αυτιά κάθε
φορά με την μικροσκοπική της μεζούρα, ειδική παραγγελία από τον Άγιο Δομίνικο,
την οποία της την είχε δωρίσει ο κολλητός της εχθρός στις πωλήσεις, Κρίνος
Ακρόπολις, εκείνος την είδε να μετράει λάθος και τότε της έμαθε πώς να το κάνει με
το μετράει με το μάτι τις ρουθουνότριχες των πελατών, κάποια στιγμή, το περασμένο
καλοκαιράκι, του είχε έρθει νταμπλάς με την Τριγώνα, και είχε αρχίσει να της κάνει
δώρα που μεταξύ των υπαλλήλων δεν ήταν και πολύ πρέπον τώρα, αλλά θεωρούνταν
όμως πολύ ανώτερα από λέλουδα, cocκάκια και αρκουδάκια που βρωμάνε: μία
χρησιμοποιημένη παντόφλα που κάποιος πελάτης είχε αφήσει πάνω στη βιασύνη του
να ανέβει τις σκάλες για να πάρει το καινούριο ποδοσφαιράκι στο Πλέιστέσιο, ένα
ξεραμένο χαρτομάντιλο με αίμα που κάποιος πελάτης είχε πετάξει πάνω στο ράφι με
τα παζλ, ο Ζίνζεντορφ ήξερε πως θα τον ερωτευόταν στα σίγουρα, οι περισσότεροι
όμως τον φώναζαν ΜΑΛΑΚΑ, αυτό ήταν άσχετο όμως, μία σκισμένη και άδεια
συσκευασία από κάποιο κλεμμένο αξεσουάρ κινητού, όπως κι εκείνη την μικρούλα,
Κινέζικη κινεζιά που μέτραγε τις ώτο-τρίχες, ήταν σίγουρα, ο Ζίνζι, ο Μάστερ της
Άλεϊ-Τυ, όχι, μπορεί και να μην ήταν, έπινε λίγο μωρέ ντάξει, αλλά ο έρωτας άρχισε
να ξεβάφει στις πρώτες βροχές, όταν η Τριγώνα ερωτεύτηκε έναν ψαρά από το
Πασαλιμάνι που έμοιαζε με τον τραγουδιστή των CAN, ο οποίος είχε εφεύρει το
αυτόματο ξεφλουδιστήρι φιστικιών Αιγίνης προσφάτως αλλά δεν είχε ακόμα γίνει
ζάπλουτος, έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος κι αυτός, καλά, φορούσε πάντα μία κολώνια
που την λέγανε Μέμφις Φάιτερ και την ψώνιζε από έναν αράπη σουβλατζή στην οδό
Ακομινάτου, θέμα που ήταν το αγαπημένο για τα νέα τους κουτσομπολιά. Η Τριγώνα
έλεγε πως ο γκόμενος της μέχρι τα σαράντα θα είχε γίνει πολυεκατομμυριούχος.
Αλλά τα χρόνια πέρασαν και ο ψαράς παρέμεινε στη βάρκα του, και από τότε όλη
μέρα την έβγαζε στις « 7 Σάλπιγγες», μπας και φανεί κανένας με καμία λευκή βέσπα
που να θυμίζει λίγο το Βέγγο έστω και τον Άρη, αλλά οι από πάνω τον είχαν βάλει
στο μάτι γιατί είχε μακριά μαλλιά που τα έπιανε κοτσίδα γιατί του θύμιζε τα χρόνια
των Εξωσχολικών – προσφάτως άκουσε πως είχαν ξαναμαζευτεί στη Στουτουά 12
και το ζούσαν και πάλι στα στενά – βέβαια κι όλοι είχαν βάλει στο μυαλό του να τον
απολύσουν τον σκερβελέ, γιατί ήταν αναρχοκομμουνίδι και δεν ήξερε την αλήθεια
για τις Αγορές, αλλά και η Τριγώνα Πανοραματοπούλου πάντα πρόσεχε να μην τους
πάρει κανένα μάτι πως άραζαν εκεί με τις ώρες, εντελώς ηλίθιοι, έτοιμοι να
τουμπαριστούν από την ίδια τους την εξουσία που τους έβαζε τρικλοποδιά, και όταν
κάποιος σαν τον Δουρή έσκαγε να δει αν ήταν εκεί, κάποιος φώναζε
«ΠΟΥΤΑΝΑΡΙΝΑ!!!» και όλοι κρυβόντουσαν κάτω από τα μπιλιάρδα και τα
φλιπεράκια.
Ο πιο καλός φίλος του Ζίνζι ήταν κι εκείνος μπακούρι – ο Σκίτσο Μπάνγκαλόουζ,
λίγο πιο κάτω στην ιεραρχία στον τομέα της Τεχνολογίας, ένα ψηλός, ξανθός
χοντροκέφαλος βάρβαρος που συνέχεια κουτουλούσε πάνω στο κασελίκι της Αγίας
των Φωριαμών – ήταν υπεύθυνος για τις συνδέσεις της Γουίντ αλλά κανείς δεν τον
εμπιστευόταν γιατί ο εγκέφαλος του πρέπει να είχε μέγεθος φιστικιού, εκείνος όμως
επέμενε πως όλα αυτά είναι μόνο κλισέ χαρακτηρισμοί, έπαιζε πιάνο τις νύχτες πάνω
από δίσκους των Σοπέν, έκλαιγε μέσα στα σκεπάσματα του κρεβατιού της μάνας του,
«Πορτοκάλια!« ούρλιαζε σαν σύνθημα αν έβλεπαν κάποιον μη ορκισμένο συνάδελφο
να πλησιάζει από την τζαμαρία, οι δύο φίλοι μεθούσανε μαζί εν ώρα υπηρεσίας στο
Πεδίο Πωλήσεων, κλάνανε μαζί και τρώγανε μαζί σούπα από κοτόγυρο, κι όλο
έλεγαν να φτιάξουν μία δική τους εταιρία με ταξί, γιατί και οι δύο πίστευαν πως το να
πέφτεις συνεχώς θύμα των αλκοτέστ δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μία συνομωσία
των Κρόκων, των ταριφών που συνεργάζονταν με την αστυνομία και χαιρόντουσαν
τα κέρδη τους από τα αλκοτέστ – ένα πράγμα σαν τους μηχανικούς και τις
λακκούβες.

Το Κουνέλι η Νέλι πάτησε πάλι τα ουρλιαχτά της, γαμώ την Παναγία μου, πάνω
στο καλύτερο, σκέφτηκε ο Μουκοβίνας, έριξε το σύρτη και βγήκε έξω στο πεδίο,
καθώς ταυτόχρονα τσέκαρε το κινητό του – να δει αν είχε γραφτεί εκείνο το έκτρωμα
της Σουτουάς 67. Όλα πάλι έγιναν πορτοκαλί απ' τα φώτα στο ταβάνι. Έτρεξε σχεδόν
προς τον σταθμό Α, σήκωσε τα παντελόνια του γιατί είχαν ψιλοπέσει και φαινόταν ο
κώλος του, άραξε στην καρέκλα του σταθμού, μία στριφογυριστή, φτηνή αηδία,
πληκτρολόγησε διάφορες πληροφορίες στο ίντερνετ, έβαλε παραγγελίες που δεν θα
έπρεπε να είχε βάλει – ήταν όλες παραγγελίες του φίλου Τούτου Μάκη – η Νέλι το
Κουνέλι πλησίασε, αθόρυβη και ντρέλω από πίσω του, «τι κάνεις εκεί;», «βάζω web
παραγγελία για έναν πελάτη» είπε ο Μουκοβίνας ψέματα, το Κουνέλι δεν είπε τίποτα,
άνοιξε το συρτάρι του σταθμού Α και έβαλε στη χούφτα της πολλά Maltesers
σοκολατάκια, σοκολατάκια που ήταν σίγουρα κλεμμένα από το ράφι του ταμείου –
όλοι έκλεβαν σοκολάτες από κει, τα βιβλία που παράγγειλε ήταν όλα του Φουίλιαμς
Μάρλον Φουίλιαμς, στ' αγγλικά, παραγγελία, όπως είπαμε, του φίλου Τούτου Μάκη,
βιβλία που όταν τελικά ερχόντουσαν, θα τα έφτυνε στη μεσαία σελίδα και θα του τα
έκανε δώρο. Χτύπησε ο συναγερμός της εισόδου, ο φύλακας δεν έδωσε καμία
σημασία – οι ταμίες, όπως ήθελε η παράδοση του καταστήματος, δεν απομαγνήτιζαν
σωστά τα προϊόντα.
«Έχω μία παραγγελία...» είπε ένας τυχαίος πελάτης,
«Θα πάτε στο ταμείο κατευθείαν» είπε ο Μουκοβίνας κι έδειξε γι' άλλη μια φορά
τον πορτοκαλί τοίχο στο βάθος,
«Α...στο ταμείο; Το αλλάξατε;» είπε ο τυχαίος πελάτης χωρίς να περιμένει
απάντηση. Ο Μουκοβίνας συνέχισε να πληκτρολογεί την web παραγγελία στον
σταθμό εργασίας Α. Απ' τα ηχεία ακουγόταν Πaft Ντunk. Ο Μουκοβίνας ήθελε να
κάνει εμετό πάνω στο πληκτρολόγιο, ο φύλακας συνεχώς του έριχνε πλάγιες ματιές –
δεν ήξερε γιατί ο φύλακας το έκανε αυτό, πραγματικά του φαινόταν εντελώς ηλίθιο,
ίσως να ήταν κάτι σαν τικ ή σαν κουσούρι. Ακούστηκε μία φωνή μωρού, φυσικά ο
συνεχόμενος βόμβος απ' την λεωφόρο Μεσογείων κάλυπτε τα πάντα, ακούστηκε ο
ήχος που κάνει ο συναγερμός του αυτοκινήτου όταν κλειδώνει, δηλαδή το αυτόματο
κλείδωμα – η πόρτα του πολυκαταστήματος έβλεπε στην λεωφόρο Μεσογείων και
δεν έκλεινε ποτέ, ακόμα κι όταν έξω χιόνιζε. Τώρα η μουσική μεταμορφώθηκε από
χαζή αναβίωση της ντίσκο σε μία αηδιαστική ραπ από γυναίκες, κυρίως νέγρες, που
κουνάνε τις κωλάρες τους πέρα δώθε. Το μωρό, που ακούστηκε πριν να μιλάει, τώρα
άρχιζε να ουρλιάζει και ακούστηκε μέχρι τη Σουτουά 67 που εκεί στεκόταν ο
Κουρήτης κίτρινος σαν λεμόνι, ο Μουκοβίνας έβηξε δύο φορές.
«Γεια σας...μας φέρανε αυτό το δώρο...θα θέλαμε να το αλλάξουμε...» είπε ένας
τυχαίος πελάτης που εμφανίστηκε πάλι απ' το πουθενά
«Έχουν κάρτα αλλαγής;» είπε ο Μουκοβίνας, καθισμένος στο σταθμό Α,
ενοχλημένος που δεν τον άφηναν να τελειώσει την παραγγελία του, έπιασε στα χέρια
του τις πορτοκαλί σακούλες με το σήμα του πολυκαταστήματος.
«Ε, όχι...γιατί μας τα φέρανε δώρο» είπε ο τυχαίος πελάτης.
«Χωρίς κάρτα αλλαγής ή απόδειξη δεν μπορώ να το αλλάξω» είπε με ρομποτική
φωνή ο Μουκοβίνας.
«Ναι αλλά...μας το κάνανε δώρο» είπε ο πελάτης.
«Δεν με αφήνει το Σύστημα» είπε ο Μουκοβίνας.
«Ναι αλλά επειδή...»
«Αν βρούμε μία καρτούλα αλλαγής ή μία απόδειξη θα τ' αλλάξουμε» είπε πάλι ο
Μουκοβίνας.
«Κι αν δεν βρούμε...το πετάμε;» είπε ο πελάτης εκνευρισμένος τώρα.
«Δεν μπορώ να σας τ' αλλάξω...δεν μου το περνάει...» είπε ο Μουκοβίνας
ατάραχος σαν φίδι που ήταν έτοιμο να χτυπήσει.
«Μπλα, μπλα, μπλα, ναι αλλά...» έκανε ο πελάτης.
«Ναι, ναι το ξέρω...αλλά δεν γίνεται» είπε ο Μουκοβίνας – είχε ρητές εντολές να
μην αλλάζει τίποτα χωρίς κάρτα αλλαγής ή απόδειξη – άλλωστε ήταν ευχαρίστηση
του να μην αλλάζει τις αηδίες που του έφερναν οι πελάτες, οτιδήποτε είχε να κάνει με
την απογοήτευση των πελατών το λάτρευε, το εξυμνούσε σχεδόν.
«Αν βρείτε τον αριθμό της κάρτας αλλαγής...» είπε ο Μουκοβίνας για να σπάσει
λίγο ακόμη τα νεύρα του πελάτη.
«Έγινε...ευχαριστώ» είπε ο πελάτης και την έκανε. Ευτυχώς είχε πέσει σε καλό
άτομο, αν ήταν άλλος σίγουρα θα ήθελε να δει κάποιον προϊστάμενο. Έβηξε πάλι.
Τελείωσε με την παραγγελία, σηκώθηκε απ' τον σταθμό Α, με ταχύ βήμα
κατευθύνθηκε προς την Αγία των Φωριαμών, έσπρωξε την πόρτα, άνοιξε το φως της
κουζίνας, αμέσως η συσκευή του εξαερισμού άρχισε να μουγκρίζει – είχε χαλάσει
τώρα και πολύ καιρό, κάποιος έπρεπε να την ξεβουλώσει με το χέρι, όπως είχε κάνει
το ’08 ο Μπαρδούκλης που τώρα είχε μεταφερθεί στο Μολ – πήρε ένα πλαστικό
ποτηράκι απ' το μεγάλο τραπέζι των υπαλλήλων, έβαλε νερό απ' τον ψύκτη, ήπιε,
πέταξε το ποτηράκι στο ήδη ξέχειλο κουβά με τα σκουπίδια, το ποτηράκι έπεσε κάτω
μ' έναν πλαστικό ήχο, δεν το σήκωσε από κάτω, έκοψε λίγο χαρτί υγείας και φύσηξε
δυνατά τη μύτη του, έβγαλε μερικούς ήχους ικανοποίησης, μερικά κωλόχαρτα έπεσαν
από τον ξέχειλο κουβά ακολουθώντας το ποτηράκι, μπήκε μέσα στην τουαλέτα των
υπαλλήλων κι έβαλε το σύρτη πίσω του.
Ο Μουκοβίνας ἀνεσηκώθη απ' το ενύπνιο του κι ἐλάλησε: Χέω στους ἄνυδρους
σου οφθαλμούς και τι μου προκαλεῖ ἐτούτη η μηχανὴν; Μου προκαλεῖ: η ἀνοιχτῇ
θύρᾳ το σκότος που συνάδῃ με τη χάση, εἰσχωρῶ στ' αφτί της – γεγονότα αιφνίδια
και ἀπροσδόκητα. Με ἐρυθρά θαλφθῇ, πομπῷ, βουτᾷ στην παράλογήν, ἀπών μαζί με
το φίλῳ της, μέσῃ, τρόπῳ, ἐπινόησε, τέχνασε, δόλῳ. Ο καβαλλάρης μετά από καιρῷ
δείχνῃ με τον λιχανό, που 'ναι γεμάτος υγρό, οι Καμπανῖται, την ξεχορταριαστῇ κόμῃ
της πεδιάδος, μηχανάς προσφέρειν. Το ἐργαλείῳ πέφτῃ απ' τη ποδιά του αδικημένου,
εὑρίσκειν φωλεᾷ μέσα στο ζέον. Ξύπνησε μέσα σε χώρο μοντέρνο, αστικό,
αναστημένος, λίγο πριν απ' τις καλοκαιρινές του διακοπές, συνέχισε την ομιλία του,
περιγραφόμενος το ενύπνιο του: Ένα ζεστό μέρος μέσα στο σπίτι, πιο ζεστό απ' την
αγκάλη της, να κουλουριαστείς, να σβήσεις για λίγο, να ταρακουνηθεί το στήθος σου
σε τρίχινο ρυθμό. Τραβάει τη υφασμάτινη πανδαισία που είναι μοβ γιατί κρυώνει η
ράχη του, ρίχνει νερό πάνω της. Είσαι πιο όμορφος όταν είσαι κάπως σαν ποπός –
έτσι μου φαίνεται – τα δέρματα σου σε περιμένουν να τα φορέσεις μέσα σ' ένα
σπήλαιο κίτρινο, πίσω απ' το τραπέζι της εστίας. Αρχιμανδρίτες μέσα στο χάχανο
σου. Τυλιγμένος το μανδύα του σερνάμενου ερπετού! Ανασαίνεις την ανάσα του Ιώβ.
Κάποιος απέναντι ριγάει. Λες κάτι. Τα μυρωδάτα σύνολα φτιάχνουν ένα βουνό. Το
εβένινο χώμα είναι σκιά. Λαλάει κάποιος ένα σκυλί με το επώνυμο του. Ένα φτερωτό
σύνολο κρέμεται απ' το κλαδί και μετά ορυμαγδός. Είσαι μέσα στο μηχανικό φτερωτό
σύνολο για την αιώνια πόλη. Η κάρα φτιάχνει άλλη μία σκιά πιο μεγάλη απ' την ίδια
αλλά δεν φαίνεται γιατί εδώ είναι ο Ισημερινός. Απανωτός ο καπνός ανάμεσα απ' τα
δάχτυλα. Χαϊδεύεις τη περασμένη τροφή. Το ατσάλινο ποτάμι μιλάει. Τα πόδια σου
μέσα στο στόμα του. Μία ολόκληρη ικεσία. Ένα τροφαντό αμάγαλμα δέρματος. Αίμα
και σπόρος στο πάνω χείλος. Δε σε βλέπω καθόλου. Σε ποδοπατεί καθώς έρχεται
προς το μέρος σου και κοίτα που τα φώτα δεν λάμπουν. Η ανάσα ζεσταίνει, το
σπέρμα, λίγο πριν την έξοδο, λιμνάζει. Ξύπνησες μέσα. Στη μέση ένα μηχανικό
σύνολο, βροχή, ελάσσων άγγιγμα χειλιών. Το πρόσωπο του κοριτσιού πάνω στο
εβένινο πλακάκι, το στόμα της ρουφάει, χαμογελάει – δεν είναι ποπός αυτό όμως. Το
παιδί του ανελκυστήρα, είναι σαν βρεγμένο χαρτί το πρόσωπο του, πατάει το
πολυμερές κουλουράκι νούμερο 4, φέγγει διαγωνίως στο καπάκι της καθίστρας. Η
μπίλια πάνω στο ασημένιο χερούλι της θύρας, είναι σαν κάτι το εξωγήινο, σαν
μαγνήτης. Χάχανα. Περιφρόνηση του γρυλίσματος. Ένα δάχτυλο στο κουμπί – ένας
λαρυγγισμός. Μία μάχη από αφρό, ένα γεμισμένο κενό από κρέμα οστών που πονάει
λίγο, ένα ξύσιμο στο πίσω μέρος του στέρνου, μία σκιά μέσα στην ηλεκτρονική
παρακολούθηση που περνάει γοργά, ένα κροτάλισμα από κλειδαριά, ένα υπόκωφο
ουρλιαχτό του πρωινού, μία μυρωδιά φιάλης και πεύκο, δύο κύριοι που ταλανίζονται
στην άκρη της νύχτας και ομιλούν με τέκνα χωρίς μπροστινά οστά, μία συνεχόμενη
κατολίσθηση από αίλουρους και άμμο, φάβα υγρή και κομμάτια από κομήτες μέσα
της. Σιδερένιος τροχός, χέρια που γυρνάνε, ο Κάλβιν που έχει μανία με τα κουτιά,
βαμμένα χείλη χωρίς να βλέπεις, ένας έφηβος άνθρωπος των σπηλαίων, ένα ροζ
παντελόνι, ένα ξεκουρδισμένο κομμάτι βάρκας που πλέει μέσα σε αναψυκτικό, μία
προσπάθεια που δεν σταματάει μέχρι να σταματήσει - έκλαιγες μόνος σου μέσα σε
μία πορσελάνινη τρύπα από ροζ στίγματα αιθανόλης, προχθές κιόλας σε είδε ο
οφθαλμός μέσα απ' την εσοχή της βιτρίνας – ναι είναι αλήθεια. Μερικές γύρες από
μικροκύματα, ένα καλώδιο κρεμασμένο δίπλα από πατάτες, μία επιφάνεια που
στέκεται όρθια από μόνη της, τρεις εβδομάδες συμπυκνωμένες μέσα σε μία τετράωρη
ανυπομονησία, μία ακινησία του μήλου πάνω σε ροδάκινα εχθρούς, ένα ανάποδο
συνθετικό πασπαλισμένο με αλισίβα, η όχθη του ποταμού με τη γυναίκα ν' αφήνει να
φανούν οι αστράγαλοι της, το πιπί σου που έχει την δική του φωλιά μέσα στην
περισκελίδα. Σε περπάτησα μέχρι το σπίτι σου κι έφαγα με την οικογένεια σου, αυτός
είναι και ο λόγος που τρέχω τώρα, δέκα λευκά ιμάτια αγορασμένα απ' την Κίνα της
Αγίας, πήγαμε στην εστία και ήπιαμε τσάι, δεν πίνω ποτέ μόνος μου να ξέρεις – ούτε
νερό δεν πίνω μόνος μου, κι εσύ όλο θέλεις να 'χεις δίπλα σου τηγανισμένες
μπανάνες. Το σέβομαι αυτό. Ήμασταν σε μία παραλιακή ταβέρνα, η άμμος ήταν γκρι,
επικρατούσε η νύχτα αλλά τα πάντα τα έβλεπες, πίσω απ' το στρογγυλό βράχο είχαμε
μπερδέψει τα πόδια μας, κάτι ψάρια που έμοιαζαν με πετρούλες έτρεχαν προς τη
θάλασσα, έβγαζαν ένα τσιριχτό ήχο και νόμιζες πως θα σου δαγκώσουν τα πόδια.
Μετά μπήκαμε μέσα να φάμε με τους φίλους μας κι εγώ φοβόμουν και σου είπα πως
ήθελα να φύγουμε, πιάστηκα απ' τη θύρα και σήκωσα τα πόδια μου κι από κάτω
περνούσε ένα εβένινο πράγμα που έμοιαζε με σκορπιό και τρόμαξα. Όταν ξύπνησα
υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα ξαναδεί κανένα όνειρο και δεν ξαναείδα ποτέ
όνειρο μέχρι που λιποθύμησα μέσα του. Μας περιμένει μία δύσκολη εβδομάδα αλλά
πρέπει να σηκωθώ να βγάλω τα καναρίνια απ' τον ποπό μου. Δέκα ώρες μέσα στο
φωτεινό σύνολο. Ένας μπόγος από χαρτί πάνω στο γραφείο που ζει δέκα χρόνια. Ένα
κομμάτι ξεραμένο γάλα, μία ρώσικη ανακατωσούρα, ένα απορρυπαντικό πηλού – όλα
μέσα στην χακί σάκα που σου είχε δώσει στην αρχή. Στην κλίνη ένας άντρας που
γίνεται γυναίκα και μία γυναίκα που έχει στα άκρα της φράουλες. Ένα δάχτυλο πάνω
σ' ένα πινάκιο πράσινο από σίδερο που πλέει σε σιτάρι, ένα στραβοπάτημα δίπλα απ'
τις σκάλες που δεν ξέρεις που τραγουδούν, η εκκλησία στην κορυφή του λόφου
καταπίνει τον ήχο των μήλων που φουσκώνουν και πρήζονται, κόλλα στα δάχτυλα
μαζί με τρίχες, το ιδρωμένο στέρνο του αιλουροειδούς, το εβένινο στυλό του μέσα
στον πρωκτό της, ένα μικροσκοπικό χαλί για τρωκτικά, άκρα που διατηρούνται μέσα
σε στοιβάδες από πίκλες, ένα χάρτινο ομοίωμα μηχανικού φτερωτού συνόλου,
κολλημένα δέρματα που την χτυπάνε στο μικρό δαχτυλάκι, περπάτημα όλη μέρα
χωρίς αγκάθια στο πρόσωπο, άδειο σακούλι με υγρό που σπάει ή σκάει, κάρα χωρίς
κάρζα, την πρώτη φορά που αισθάνθηκες την βελόνα, τι λέει μέσα της η ψηλή
κλίμακα μαρμάρου, τραβάει το σχοινί. Πηγαίνει στο μεγάλο κενό μπροστά απ' το
κέντημα, θέλουμε...θέλουμε ένα κομμάτι πολυμερούς αστεριού, κάτι, ένα αυτί, ένα
λαγόνι, μία αδύναμη προσέγγιση, ένα μικρό στραγγάλισμα αχλαδιού, ένα στύψιμο
και μία κατάρρευση. Καλοκαιρινές μέρες που καταφθάνουν πάνω σε σύννεφα
αιθανόλης με μαλθακό βίδωμα, ένας μετρητής κουταλιού που μοιάζει με γαρύφαλλο
πάνω στο χείλος – ασθενική μυγοπαγίδα κι ένα γαργιασμένο στρίφωμα που χαιρετάει
την πολυμερή σάκα με τα σκουπίδια που είναι βαμμένη ασημί. Ο Τούτος Μάκης
κάθεται στο κάθισμα μπροστά απ' το σύνολο ηλεκτρονικής όρασης και κουνιέται
ελαφριά φορώντας το ροζ κοντομάνικο ιμάτιο, η Πρωθιέρεια κάτι λαλάει για τους
υποχθόνιους, η θεία Ευθαλία λαλάει με το κύριο Κανγκαρού, η Οργόνη χαχανίζει, η
Αγιούτου κι ο Ζίνζεντορφ κουνιούνται, ο Νίκολας καταριέται τον Μάκη και
στηρίζεται στην μουσική ντουλάπα, εγώ μηρυκάζω σαν μικρή κυρία πάνω στο
σκαμπό και πιπιλάω ένα λευκό δάχτυλο, η θεία Ευθαλία κρατάει τον δίσκο, ο Άριελ
Φον Πινκ κάθεται στο αναπαυτικό σύνολο, μια άγνωστη γυναίκα μειδιάζει στο βάθος
μπροστά απ' τα κάγκελα – δεν την γνωρίζω. Βρέχει και η βροχή εισχωρεί μέσα στα
παπούτσια μου, το σιδερένιο άτι τρέχει, ο φούρνος γυρνάει τα πράσινα δάχτυλα, το
χέρι μου τρώει σαν ανάπηρο - πιάνω το πιρούνι λες και είναι κάποιο είδος
μικροσκοπικού φτυαριού, τα αιλουροειδή κλαίνε κάτω απ' την μπλε κλίμακα, βρέχει,
βρέχει, βρέχει – κι όμως αυτός ο χειμώνας του '10 δεν ήταν καθόλου βαρύς ή
δύσκολος. Τα ιμάτια αφημένα σαν δέρματα πάνω στις καρέκλες της κουζίνας. Το
νερό στάζει σαν ρολόι, το πιστόλι των τριχών στο πάτωμα, η πολυμερής κυρία
φωτίζεται μέσα απ' τα σωθικά της, το πρόσωπο της ένα εβένινο μαντήλι, κατέβασμα,
ένα διπλωμένο πρόγραμμα, μία ξεχασμένη εταιρία, ένα σπυράκι που μοιάζει με
σύνολο λαδιού, ένα ξύσιμο στην πρόσοψη της κάρας, μία φωτεινή τραγιάσκα!
Ήταν πολλά τα απογεύματα που περνούσαν στο σπίτι του Ζίνζι, στο σαλόνι που
ήταν και η κουζίνα, όπως επίσης ήταν και τα Κεντρικά των Εξωσχολικών, ο Ζίνζι να
ρουφάει βενζίνη που είχε πριν στάξει πάνω σε ένα μαντήλι, το σπίτι έμοιαζε με μία
απομίμηση του λυόμενου χώρου διδασκαλίας που είχαν στο λύκειο την χρονιά του
1993, ο Σκίτσο Μπάνγκαλόουζ έστριβε πρόχειρους μπάφους, έγραφε με μαρκαδόρο
πάνω στους τοίχους του Ζίνζι, αλλά ανάμεσα τους υπήρχε άλλο ένα στοιχείο που
τους συνέδεε: και οι δύο είχαν τελέσει σαν Εξωσχολικοί στο ίδιο λύκειο πριν από
είκοσι χρόνια, οι αρχηγοί τους τότε ήταν ο Δήμος Πλανιέρης που μπήκε στη φυλακή
το ’01 για ψευδορκία και ο Τζί Τζι Μαρούδας που ήταν επίσης στη φυλακή από το
’98 για ένοπλη ληστεία σε κατάστημα με τομάρια λύκων. Ήθελαν όμως τόσο πολύ να
αναβιώσουν εκείνη την εποχή που είχε περάσει πια, αλλά και ο πατέρας του Σκίτσο,
συγγραφέας άρλεκιν, είχε πέσει θύμα ενός ζηλιάρη περιπτερά που νόμιζε πως η
γυναίκα του τον απατάει με τον διάσημο συγγραφέα Γιάννη Μπάνγκαλόουζ, Τις πιο
πολλές ιδέες του, ο Μπάνγκαλόουζ ο πρεσβύτερος, τις αντλούσε από γυναίκες που
κάθονταν στα σοκάκια της Αναλήψεως στα Πετράλωνα και πλέκανε τα καλοκαίρια,
τελικά ο καχύποπτος περιπτεράς του την άναψε ένα μεσημέρι που ο Γιάννης είχε
επισκεφτεί τη γυναίκα του για συμβουλές ιστοριών.
Οι δύο στενοί συνάδελφοι από τα Μούλτιτσάμπα βοηθούσαν ο ένας τον άλλον
όποτε αυτό ήταν εφικτό, όπως τότε που ο Σκίτσο είχε υποσχεθεί σε ένα πελάτη πως
θα του κρατούσε ένα συγκεκριμένο μοντέλο τηλεφώνου για να περάσει να το πάρει
αλλά ο ηλίθιος το ξέχασε πάνω στο σταθμό εργασίας και κάποιο ξέμπαρκο
Κουνταμπάφερ ή κάποιος εντελώς ξεδιάντροπος Πλαισιομαίος το είχε βουτήξει,
οπότε και ο Ζίνζι τον είχε καλύψει με το να ανοίξει την πυρασφάλεια του
καταστήματος και να τα κάνει όλα μούσκεμα. Αυτό φυσικά είχε μείνει μεταξύ τους,
ένα μυστικό που κρατούσε για πάντα. Εκείνο το απόγευμα του Απριλίου ο Ζίνζι, μαζί
με την Τριγώνα και τον χοντρό τον Νόντα, ο μόνος που επιτρεπόταν από τους νέους
υπαλλήλους να παρευρίσκεται στο καφενείο «7 Σάλπιγγες» λόγω του γεγονότος πως
ήταν αδερφός του Παναγιώτη Γκόμεζ, είχε καταφθάσει σκασμένος από τον πυρετό
των πωλήσεων, προσφάτως τους είχε τσακίσει η εποχή των εκπτώσεων και όλοι οι
πελάτες ήταν μανιασμένοι γιατί πολύ απλά δεν έβρισκαν καμία έκπτωση πουθενά
μέσα στο κατάστημα παρά μόνο στις διαφημίσεις, ο αέρας είχε σηκώσει την
αλκαλική λάσπη από τον πάτο των άδειων πορτοφολιών που πέταγαν σαν πουλιά από
τα ανατολικά προάστια κι έτσι είχε μπαϊλντήσει και τώρα το λαρίγγι του ήταν πιο
στεγνό κι από την Γκόμπι.
Στον καθρέπτη του καφενείου, ο Ζίνζι, χάζευε την συμπαθέστατη γενειάδα που
είχε αφήσει στο αυτί του αλλά το θέαμα είχε αρχίσει πλέον να τον κουράζει, είχε
φουντώσει και τώρα το αυτί σχεδόν δεν φαινόταν καθόλου, έφτιαχνε ακόμη και
κάποιες πολύ χαριτωμένες μπουκλίτσες, πράγμα που πάντα μπέρδευε την Τριγώνα
στο μέτρημα. Ήταν σίγουρος όμως πως θα κέρδιζε.
«Πιάσε άλλη μία παγωμένη» είπε στην Τριγώνα η οποία δεν κουνήθηκε από τη
θέση της.
«Πιάστη μόνος σου».
Εκείνος ονειρευόταν μία σκηνή φαρ ουέστ, με το χέρι της να του γλιστράει τη
μπύρα πάνω στον σκονισμένο πάγκο, σηκώθηκε και πήγε μέχρι το ψυγείο, άρπαξε
μία μπύρα αλλά πριν κατεβάσει την πρώτη γουλιά ένας τύπος, γύρω στα εξήντα, είχε
σκάσει από το πουθενά μέσα στο καφενείο και κόζαρε, στο κεφάλι του φορούσε ένα
πλατύγυρο καπέλο, ήταν πολύ χοντρός και στη φάτσα έμοιαζε πολύ με…τον
Κοσκωτά! Γύρω από τα αυτιά του φορούσε δύο τεράστια ακουστικά τα οποία και
συνδέονταν με κάποια συσκευή αναπαραγωγής μουσικής στην τσέπη του, όταν όμως
τα έβγαλε με μία κίνηση των χεριών, ο Ζίνζι έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Μέσα από
τα στρογγυλά ακουστικά πετάχτηκαν οι μεγαλύτεροι θάμνοι από ώτο-τρίχες που είχε
δει ποτέ αυτός ο κόσμος! Οι τρίχες έφταναν μέχρι το σαγόνι σχεδόν, και δεν ήταν
καθόλου κατσαρές αλλά ίσιες σαν κανονικότατα μαλλάκια αλλά εκείνο που ήταν το
τρομερά περίεργο είναι πως το χρώμα τους ήταν ξανθό, που έμοιαζε θαρρείς να
φωτίζεται από κάποια αθέατη λάμπα. Εκείνα τα δύο ξανθά δάση από ίσιες τρίχες που
έτρεχαν σαν χαίτες από τα αυτιά του σχημάτιζαν δύο εξωπραγματικές, λαμπερές
φαβορίτες, ξαφνικά ο Ζίνζι διαπίστωσε πως αυτό το πράγμα που είχε μπροστά του
ήταν η απόλυτη ώτο-τρίχα.
Ο ξένος, χωρίς να σκαλώνει στην έκπληκτη φάτσα της Τριγώνας, ζήτησε έναν
μέτριο προς πικρό, αλλά πριν δοκιμάσει τον καφέ του, έβγαλε μία μικρή βούρτσα και
άρχισε να χτενίζει με πολύ προσεχτικές κινήσεις τα μαλλιά των αυτιών του. Η
Τριγώνα ένευσε με επιδοκιμασία, καθώς μέχρι τότε της είχε ζητηθεί αμέτρητες φορές
να μετρήσει αχτένιστες αυτό-τρίχες, ή αυτό-τρίχες στις οποίες είχε κολλήσει παλιό
κερί, υπολείμματα πιτυρίδας και μπερδεμένα φύλλα από δέντρα. Να λοιπόν ένας
άνθρωπος που ήξερε πραγματικά να περιποιείται τις αυτό-τρίχες του. Η κιτρινωπή
τους λάμψη, η έκδηλη αφρατάδα τους, και το διακριτικό άρωμα ούζο που ανέδιδαν
ήταν τα προσόντα ενός πραγματικού «μετρ της ώτο-τριχοφυΐας», όπως θα τον
χαρακτήριζε και ο Πάνος Σόμπολος.
Ο Ζίνζεντορφ ήθελε να εξακριβώσει όμως αν ο τύπος όντως ήταν ο Γιώργος
Κοσκωτάς και βγήκε έξω, ξαναμπήκε μέσα – δεν ήξερε γιατί το έκανε αυτό, ήταν
συγχυσμένος – από την Αγία Παρασκευή μέχρι και τα βαθιά Μεσόγεια έβρισκες ένα
σωρό ημιπαράφρονες, αλλά εκείνος ήξερε πως ο Κ. έμενε στη Γλυφάδα, περιοχή με
έμφαση στους καλοντυμένους κυριλέδες – εξαιρούμενους τους εκκολαπτόμενους
σκεϊτάδες μπρο. Στο Σύνταγμα ο τύπος θα ήταν ένας κινούμενος πύραυλος μιας και
θα μπορούσε να κάνει μία θαυμάσια ατραξιόν στους τουρίστες και να βγάλει καλό
μεροκάματο με τόση αυτό-τρίχα, μπορούσε να στερεώσει εκεί πάνω από μπάφο μέχρι
ελληνικό παράσημο της Αλβανίας, τελικά, μετά που τον ρώτησε, ο άνθρωπος δεν είπε
τίποτα, τον κοίταξε με βαθιά λυπημένα μάτια, τελείωσε τον καφέ του, πλήρωσε κι
έφυγε. Τώρα ένιωθε τα’ αυτιά του να καίνε, είπε αντίο στην Τριγώνα κι έφυγε κι
εκείνος από τις «7 Σάλπιγγες». Την ώρα που έβγαινε συνάντησε τον Σκίτσο με
μπλαβισμένο το κούτελο από μία χτεσινή φασαρία στο παρκινγκ του Βασιλόπουλου –
του Σκίτσο του άρεσε να παίζει ξύλο. Ο Ζίννζι του έκανε νόημα με το σαγόνι.
«Αν θες να ξενερώσεις πήγαινε δες εκείνο το γέρο εκεί» και του έδειξε τον Κ. με
το πλατύγυρο καπέλο και το ξανθό μαλλί στα αυτιά ο οποίος ανηφόριζε τη
Μεσογείων μέσα σε μία λαμπρότητα απογευματινή και μέσα σε μία σχεδόν
Καρτεσιανή αμφιβολία.
«Χριστέ μου!»
Και τότε ήταν που ο διαγωνισμός είχε πάψει πλέον να έχει νόημα. Αυτό όμως το
ήξερε και ο Κουρήτης γιατί τον τριχωτό Κοσκωτά τον είχε ξαναδεί σε κάποιο
ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο από τη Μαγούλα. Είχε κάποια σχέση με τον
Χορνιόπουλο που ήταν χωμένος μέσα στο φωτοτυπικό της Σουτουάς Τάδε κι έκανε
τον πράκτορα για τα συμφέροντα του Μούλτιτσάμπα. Η κούραση όμως που φέρνει η
μέρα η νύχτα τη μουδιάζει, τη διπλώνει μέσα στην απαλή της αγκαλιά που μοιάζει με
φωλιά μεγάλου αρπακτικού πτηνού που λυμαίνεται στα βουνά. Είναι στο σπίτι της
τώρα, ξαπλωμένος πάνω στο διπλό στρώμα που πριν από λίγο καιρό ξάπλωνε πάνω
του ο πρώην άντρας της, ο γνωστός παρουσιαστής της τηλεόρασης Εξκαλιμπέρτης.
Το σώμα του είναι βαρύ από τον μόχθο στο Πεδίο των Πωλήσεων, από την κούραση
της μέρας και του τζίρου, από το ισχαιμικό μεσημέρι. Η επίσκεψη του στο
εργαστήριο όπου εργαζόταν η Οργόνη τον εξάντλησε κι εκείνο το ενοχλητικό
πρήξιμο στο νεφρό τον έχει κάνει να μην έχει καμία γεύση πάνω στο πέρασμα του
χρόνου, δίπλα των τοιχίων του παρελθόντος του. Ο Εξκαλιμπέρτης είναι ένας
μάστορας στην εξαγγελία του καιρού, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια της
Κέρκυρας – ακριβώς όπως τη γυναίκα του την Εϋα Αγιούτου, κάτι το οποίο τον κάνει
να χαμογελάει από αηδία – η δεύτερη γιαγιά του Εξκαλιμπέρτη, δηλαδή η προγιαγιά
του, είχε στις φλέβες της αίμα από τους Ρομανόφ και ήταν η εφευρέτης της
Θεοσοφίας, Πέτροβνα Μπλαβάτσκυ, η οποία συνήθιζε να κολυμπάει γυμνή δίπλα
από κοπάδια Μπελούγκας στο Δελφινάριο του Ουτρίς. Η Οργόνη κάθεται στο
γραφείο της και πληκτρολογεί μανιασμένα κάποιες συντεταγμένες, κάποια παράξενα
νούμερα ραφών για τα καπέλα. Τα μάτια του ξεκουράζονται πάνω στο ημίγυμνο
κορμί της, οι καμπύλες των μηρών της είναι για τον βολβό της κούρασης του ένας
σβώλος όπιο, μία ουσία που αναμοχλεύει τις πύλες που οδηγούν στον απόκοσμο
χώρο της ερωτικής του Ψίνθου. Το σαλόνι είναι σκοτεινό και το οπτικό του πεδίο
βρίσκεται η κρεμ πολυθρόνα που η μητέρα της είχε φτιάξει με ύφασμα Σαμαρκάνδης,
με τα ίδια της τα χέρια, οι δύο γάτες του σπιτιού περιφέρονται βαριεστημένες σαν να
μην ξέρουν που πάνε ή σαν να είναι μεθυσμένες από την υπερβολική τους ηρεμία,
σπάνια περνάνε αυτοκίνητα από τον μικρό δρόμο που βρίσκεται το σπίτι της
Οργόνης, πίσω ακριβώς από την αυλή της βλέπει κανείς το αστυνομικό τμήμα, του
έχει αναφέρει πως δεν γίνονται ποτέ διαρρήξεις στη γειτονιά γι’ αυτόν το λόγο, στο
κέντρο του στήθους του βασιλεύει το ασκούμενο κενό που μόνο εκείνη είναι σε θέση
να γεμίσει με σάλιο και ιδρώτα, είναι αλήθεια πως φοβάται να παραμείνει άτεκνος
αλλά στη σκέψη του να κάνει παιδιά τρομάζει τόσο που τον πιάνει ζαλάδα, το ξέρει
πως ο εγωισμός του του συνυποβάλει να γίνει ένας καλός πατέρας ενός εμβρύου-
τροπαίου που θα μπορεί να δείχνει στη μητέρα του και στον πατέρα του, να κάνει
ζήλιες σε όλους όσους δεν έχουν τέτοιο μαγικό κατοικίδιο, το παλιό πατρικό στέκει
ξεφλουδισμένο από αναμνήσεις που πέφτουν σαν Βρετανικά αστέρια από τα
ντουβάρια του Παραδείσου του, ποιος ξέρει να του επιβεβαιώσει πως το τελείωμα της
έκρηξης είναι ένας συγκεντρωτικός τόνος που εξαπολύει η μνήμη, δεν είναι θάνατος
της ζώνης ή της σαρκός του; Πως είναι δυνατόν να λησμονήσει το χώμα που αφήνει
πίσω της η λάμψη καθώς από μέσα σ’ εκείνη τη λάμψη μεγάλωσαν οι πατούσες του;
Ψάχνει για το μεγάλο Κεφάλι, το μουσικό ξυράφι για τον Κύριο Δουρή, ένα κουτί της
Επανάστασης.
«Κλέφτη πουκαμίσων» του λέει περιπαιχτικά η Οργόνη από το γραφείο της και
χαμογελάει χωρίς να τον κοιτάζει στα μάτια.
Το απόγευμα είχαν επισκεφτεί ένα κατάστημα με μεταχειρισμένα ρούχα στην
Ομόνοια για να σκοτώσουν λίγο την ώρα τους, αλλά ο Κουρήτης είχε ξυπνήσει το
κλεπτομανιακό του ένστικτο που κοιμόταν μέσα στο αυτί του για καιρό τώρα, ο
τοίχος που μετράει 1,2 και 3, κανένας ιεραρχικός παράγοντας δεν είναι σε θέση να
του υποβάλει το γρατζούνισμα της ιεροτελεστίας που τον ανεβάζει, δεν υπάρχουν
Γιορτές ή Χριστούγεννα για τους ρακοσυλλέκτες των βιτρινών, οι τοίχοι χτυπιούνται
με το σίδερο, μέσα στην χακί του τσάντα πους σέρνει πάντα πίσω του σαν βαρετό
μούγκρισμα, φτύνει στον ουρανό και πέφτει μέσα στο μάτι του, μιλάει για κάποιο
όνομα, ενός φίλου του που δεν μπορεί να παραδεχτεί πως η κοιλιά του είναι πέτρινη
και κάθε φορά που συναντιούνται αλληλοπροσβάλονται άσχημα, ριγέ πουκάμισο
μέσα στο καραβόπανο, εσύ, εγώ, τα Χριστούγεννα με τις υπερωρίες που
παλιμπαιδίζεις και αρρωσταίνεις από το χαλασμένο σου δόντι που τώρα βρίσκεται
μέσα στην τρύπα ή κάτω από το μαξιλάρι και δεν μπορεί κανένας να του
τηλεφωνήσει μπάι, μπάι, 1, 2 και 2, κανένα Χριστούγεννο για κανέναν φουμαρισμένο
ογκόλιθο, δεν είναι πως είναι δα και καμία σπουδαία συνταγή, πάνω κάτω είναι σαν,
μπάι, μπάι, σπάσιμο, μητέρα, αδερφή, γιατί έβαλες εκεί το κεφάλι σου, τον πιάνει η
κλεπτομανία του και χορδίζει το ξίφος του, όχι το τόξο του, δεν του είναι δυνατόν να
μην κλέψει, ακόμα και το πιο ταπεινό πραγματάκι, είναι τώρα το σημείο που πρέπει
να υπερπηδήσει, για να προχωρήσει στον επόμενο σταθμό του πολτού, θεωρεί
τρομερή γρουσουζιά να μην κλέψει όταν επισκεφτεί ένα κατάστημα, τα πλαστικά
κομβία βογκάνε ευχάριστα κάτω από τα λερωμένα της με κάρβουνο και κλωστές
νύχια, στημένα από το τρίψιμο πάνω στο βαμμένο ύφασμα, βιομηχανοποιημένη ζύμη
που δεν φεύγει από πουθενά, μιλάει με τη γλυκιά της χροιά στην θηλυκή της
αντανάκλαση, εκείνος της χαϊδεύει τη κοιλιά, επιτίθεται με τα νύχια της, γελάνε και
οι δύο για την εξέλιξη των πραγμάτων μέσα στο σπήλαιο, εκείνη τρέχει στο μπάνιο
σαν αγωνιστής του αλουμινίου, δύο πακέτα με καραμέλες, καπνός μέσα στο κύμα,
κάθε φορά που ακούει ένα κλάμα, κλείνει τον εαυτό του μέσα σε ένα ποτήρι στο
έδαφος, βρήκε όμως έναν λόγο να μην πεθάνει, πάνω στο κομοδίνο κάνουν παρέα,
μία φωνή ψυχοσωματική που συνεχώς γυρνάει πίσω καθώς συγκρούεται με τον
τοίχο, ένα γυάλινο μπουκάλι που έχει γίνει η τουαλέτα της, παρμένα μακριά από
εκείνη, από την ιδέα της για το υπέροχο, για το θαυματουργό, ένα κομμάτι από
πορτοκαλί ζύμη που της λείπει η στέγη, όλοι όμως τον συμπαθούν και ξέρει πολύ
καλά πώς να κινεί τα νήματα μέσα στο κατάστημα αλλά και στο καφενείο, όλα είναι
δικά του και ήταν τότε που είχε βρει εκείνη τη γυναίκα νεκρή πάνω στη λεκάνη, είχε
πάθει μεγάλο κακό στο κεφάλι, νέα γυναίκα, γύρω στα σαράντα, αλλά δεν μπορεί να
το εξομολογηθεί σε κανέναν, χρειάζεται ζεστό νερό για τα μάτια του, η Οργόνη πίνει
το αναψυκτικό της από το μπουκάλι και τρίβει την πάνω πλευρά του χεριού της,
αναρωτιέται πως μπορεί κάποιος να μην λατρεύει αυτό εδώ το υπέροχο πλάσμα, που
φτιάχνει φωτιές με τις αρρώστιες των γειτόνων της, πως μπορεί να βάζει στην άκρη
τα προσωπικά του ατοπήματα και τα ακατανόητα έλκη και να αγναντεύει το γυμνό
της κορμί κάθε νύχτα που περνάει, δίπλα του κείτεται μαλακό σαν τον απαγορευμένο
καρπό, πάντα ένα βήμα μετά από αυτόν, ακόμα πιστεύει στην Πρωταρχική Κραυγή,
καμία συμπάθεια για τους σπαστικούς, μοναχικοί κεφαλάδες, ήμασταν άρρωστοι
αλλά ζωντανοί στις Δίκες των Αποδείξεων, της λέει πως είναι κάπως αστείο να
κάθεται δίπλα από το παράθυρο με αυτό το φως να τη λούζει και είναι επίσης αστείο
που είναι πράσινη σαν μπάμια, εκείνη του επισημαίνει πως δεν πρέπει να της
μετακινεί τα έπιπλα του σπιτιού όταν εκείνη λείπει γιατί αυτό τρομάζει τις γάτες,
ανασηκώνει το βαρύ μπουκάλι με τα ούρα της, το πιάνει από το λεπτό του λαιμό και
φαντασιώνεται πως θρυμματίζεται μέσα στον κίτρινο ωκεανό του, σπάει το γυαλί και
τραυματίζεται και δεν βλέπει τα αστέρια της ελευθερίας που περνάνε από μπροστά
του με τη μορφή τριχών και σκόνης, απανωτά χτυπήματα από το χέρι της στα
κωλομέρια του, είναι όμως καλό παιδί αυτή η χαζή σκύλα και είναι φτιαγμένοι ο ένας
για τον άλλο και η αυγή είναι η ηλιθιότητα του πηγαδιού, όλες οι γυναίκες είναι τα
ρούχα του και δεν είναι ποτέ δυνατός σαν τάβλα, αίμα σταλάζει από το ρούχο που
του είχε δώσει να φορέσει μέσα στο παγωμένο της σπίτι, το αίμα ποτίζει το εσώρουχο
του και μετά το στρώμα, του βάζει ξηρούς καρπούς, κυρίως φιστίκια Αιγίνης, στα
μαλλιά, και είναι μέρος μίας πολύ μεγάλης σκηνής που δεν φαίνεται πουθενά με
γυμνό μάτι, είναι σίγουρα φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλο, θέλει όμως στα σίγουρα να
αλλάξει το πρόσωπο του σαν εκείνη την ταινία με τον Νίκλας Κέιβ και τον
Τραβόλτα, να γίνει ο άλλος, να γίνει κάποιος άλλος, ίσως να γίνει εκείνη η ίδια ή
κάποιος που δουλεύει για χρόνια στον ΟΑΕΔ, είναι μέρος της σκηνής σου λέει, έτσι
ξαφνικά περιμένει, ίσως πρέπει να απευθυνθεί σε κάποιο γιατρό πολύ σύντομα, να
λούσει το πρόσωπο της με μέλι ανακατεμένο με σπέρμα, το μάτι έχει κουραστεί να
αντικρίζει το ίδιο οροπέδιο εκφράσεων, γελοιωδώς μεγάλο όλο αυτό το ιδρωμένο
εσώρουχο, γερνάει και δεν έχει καμία μα καμία σχέση με εκείνο το οροπέδιο που
ήταν όταν ήταν νέος σαν πουλάκι.
«Τι θα κάνουμε;» τον ρωτάει η Οργόνη. Δεν απαντάει όμως εκείνος παρά ρουφάει
τη μύτη του με τόση δύναμη που εκείνη τρομάζει πως ίσως να χτύπησε το κουδούνι
και να είναι η κυρία από πάνω που την κυνηγάει τώρα και δύο μήνες για να της
πληρώσει τα χρωστούμενα κοινόχρηστα, ανάβει το τσιγάρο της που του δεν μπορεί
εκείνος να γευτεί τον καπνό, της λέει πως δεν μπορεί να την μυρίσει και αυτό ίσως να
είναι ένας ακόμη λόγος που έχει για να κοιμηθεί δυστυχισμένος, της λέει πως δεν
είναι ικανός να γευτεί καμία αλμύρα των γενναίων προγόνων του, το σπίτι των
γενναίων είχε καεί, δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα, κι αυτό τον σκοτώνει και τον κάνει
σκορπιό, το κεφάλι της φωτίζεται από ένα ρομαντικό φως και η καρδιά του σκιρτάει
από πόνο γι’ αυτήν αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζει την μεγάλη του ντροπιαστική ουρά
που περιτριγυρίζεται από φωτοστέφανα, τα μακρουλά της δάχτυλα που είναι
φτιαγμένα από δέρμα πλατάνου, σχηματίζουν τόξα που θέλουν μέσα τους να
κλείσουν κύκλους γύρω από το πέος του, και δεν έχει αισθανθεί ποτέ καλύτερα σε
ολόκληρη τη ζωούλα του, τον πλησιάζει λίγο ακόμη και του σημειώνει στο δέρμα με
μαύρο μελάνι την κοιλιά, σαν να είναι έτοιμη να τον εγχειρίσει, του σηκώνει το
σώβρακο και του κάνει σχηματάκια πάνω στις τρίχες με τον μαρκαδόρο, μετά
σηκώνεται και κάνει σπαγγάτο μπροστά από τους καθρέπτες, πίσω από το
οικοδόμημα με τα παπούτσια της, γελάει κι εκείνος επικεντρώνεται στην αηδία που
εξαπολύεται από τα νύχια του σαν δέσμη φωτός, η λάμψη των ματιών της όταν το
μουνί της ανοίγει και την χαλαρώνει, είναι αδύναμος, είναι κόκαλο, τα λευκά της
γόνατα, λίγο στραβά, τα δόντια της που είναι σαν τουριστικά φυλλάδια από την χώρα
του Τσουμπάκα, λίγο ίσια και λίγο κίτρινα, σερνόμενη πάνω στο κρύο μάρμαρο,
ανακοινώνει φεύγοντας χοροπηδηχτή πω δεν έχει ξαναδεί πιο ηλίθιο άνθρωπο από
εκείνον, θυμάται τώρα το πρόσωπο μία άλλης γυναίκας που ήταν ξαπλωμένη σε ένα
χάρτινο πιάτο και τον κοιτούσε έντονα δίπλα από την εκκλησία – εκείνος
σκαρφαλωμένος πάνω στην καμπάνα ή σε μία μεγάλη κοτρώνα από Πλέιμομπίλ, να
την αναλύει, να την εκτιμά, μία άγνωστη, αλλά δεν ήταν σε θέση να ανταποδώσει το
παραμικρό σκίρτημα, είχαν όλα παγώσει, μέρα μεσημέρι στη θέση του, καταμεσής
της πλατείας Αγίας Ειρήνης, πλήθος κόσμου να τον ζυγίζει με κόκκινα, διαβολικά
φρύδια, ασπράδια χωρίς κόρες, η άγνωστη γυναίκα να του γυρνάει επιδεικτικά τη
γλώσσα, να απομακρύνεται από παντού, με το ένα της τακούνι στη γραμμή του τραμ,
η οιμωγή του θηλυκού μοβ που στέκει μπροστά από την ξύλινη δίφυλλη πόρτα τον
τρομάζει, χικ, χικ, αλλά τον επαναφέρει στο σπίτι της, το ζώο τον κοιτάει
απαθέστατο.
«Δεν ξέρω» λέει εκείνος και αναρωτιέται πως ήταν εκείνο το μάτι που τον
παρακαλούσε το μεσημέρι στο εργαστήριο να το κοιτάξει, αλλά είχε όμως κρυφτεί
πριν το κάνει, πίσω από την βαριά κουρτίνα, ίσως να ήταν απλά ένα χαζό παιχνίδι της
τύχης, τι άλλο θα μπορούσε να ήταν άλλωστε; Όλοι οι καλοί άνθρωποι ξέρουν πως
κανείς δεν τον γνώριζε στη γειτονιά και η μοναδική φορά που είχε επισκεφτεί ξανά το
εργαστήριο ήταν πριν από τρεις μήνες, είχαν κάνει σαλαμάκια ο ένας στον κώλο του
άλλου μπροστά από το τρίτο παράθυρο, κάτω από ένα κριολό φεγγάρι, γεμάτο και
λευκό σαν κεφαλοτύρι, από τότε είχε να πάει στο μέρος που οι τραγιάσκες
φτιάχνονταν, εκείνα τα αποκρουστικά, ανόητα πράγματα. Είναι πολλές οι φορές που
κοντεύει να συγκρουστεί με κάποιον περαστικό καθώς ονειροπολεί μέρα μεσημέρι
μία υποτιθέμενη ζωή που θα ήθελε να ζήσει, ο μαυρισμένος τσιγγάνος που βρωμάει
και που κρατούσε ένα ψεύτικο μωρό στην αγκαλιά του, μέσα στην εσοχή της
πολυκατοικίας, εξηγούσε στους χωροφύλακες πως δεν σκόπευε να κλέψει την
καρέκλα του μαγαζάτορα από δίπλα, εκείνη την καρέκλα που την καθάριζε με
οινόπνευμα κάθε μέρα, την κίτρινη, σιδερένια καρέκλα του, καρέκλα του μαγαζάτορα
με τα είδη σπιτιού και τα μαξιλάρια στη βιτρίνα, ίσως όμως και να ήταν ο ίδιος ο
μαγαζάτορας, πιο πριν, εκείνος όμως ήταν δεκτικός και τον δικαιολόγησε που
βρωμούσε και του είχε λερώσει το κάθισμα με λίγδα, ο τσιγγάνος υποστήριξε πως
ήθελε μόνο να ξεκουραστεί για λίγο γιατί ζαλιζόταν, οι αστυφύλακες ιδρωμένοι και
βαριεστημένοι τον άφησαν να φύγει μέσα στον αχό του ήλιου, χάνοντας τον ένστικτο
του κυνηγού μονομιάς, μετά που διαπίστωσαν πως ο μαγαζάτορας δεν ήθελε να τον
κατηγορήσει άλλο. Οι πύλες της βαρεμάρας είναι απόλυτα αόρατες και όλοι οι
κάτοικοι και οι διαβάτες του Κέντρου τις περνοδιαβαίνουν καθημερινά εν αγνοία
τους. Η μελωδία από το ακορντεόν του ζητιάνου καταφθάνει μεγαλοπρεπώς πάνω
στο διάφραγμα του και το τραντάζει, γύρω από το αίθριο με τις μουριές, δίπλα από το
σπίτι της, χτες την παρατηρούσε που λίκνιζε το φίλντισι του κορμιού της μέσα στο
καφενείο, ήταν πασίχαρης και δοτική, τα δόντια της έλαμπαν σαν μεγάλες αμάσητες
τσίχλες μέσα στο μαύρο παραλληλόγραμμο του καφενείου, εκείνος στεκόταν σαν
λαμπάδα και ήταν υγρός από τα ποτά που είχε λουστεί και ιδρωμένος θαρρείς από
ένα μυστήριο στρώμα από ξένο μούσι, εξακοντισμένος από τον εαυτό του λόγω του
υπερβολικού μόχθου των γκαρσονιών που πηγαινοέρχονταν σαν γιογιό της Αγγλικής
υπαίθρου, στην προσπάθεια τους να εξυπηρετήσουν ακόμα και τις κατσαρίδες εκεί
μέσα. Η Οργόνη φορούσε ένα κίτρινο φόρεμα που άφηνε τα πόδια της λεπτά μέσα
στη σκιά της λάμπας, σμαραγδένιες βέργες που λιώνουν σε κάθε βήμα, ο ήχος των
τακουνιών υπνώτιζε τις κρυφές κουκουβάγιες των δέντρων, τώρα όμως έχει ξυπνήσει
μόνος, νωρίς το πρωί οι πόνοι που έχει μέσα στο σώμα γιγαντώνονται σε ισόποσες
μερίδες, περίπου πέντε κυβικά πόνου, δεν βρίσκει ποτέ μία ολοκληρωτική όαση να
ξεκουράσει τις μασχάλες τους και τα πλευρά του κι έτσι το σώμα παραπαίει πονεμένο
για πάντα, αλλά πρέπει να σηκώσει τους ώμους πάνω στο σταυρό της φτώχειας του,
ένας υπάλληλος είναι κι αυτός άλλωστε, δεν φταίει σε τίποτα, χαμηλότερης στάθμης
ίσως μητέρα, αλλά όχι τόσο χαμηλής όσο άλλοι, δεν είναι δυνατόν να μην αντηχεί τις
βουρδουλιές της κοινωνίας, δεν πρέπει να κλάψει αλλά κλαίει σαν πριόνι, στο
βιβλιοπωλείο, στο Τμήμα του Πολιτισμού, επιστήμη του ξύλου, οι μισθοί είναι πολύ
μικροί, ισχνοί, όσο τα νύχια των νεογέννητων μπάσταρδων, οι φωνές της παχουλής
σπιτονοικοκυράς της Οργόνης αντηχούν στο μακρόστενο διάδρομο της
διπλοκατοικίας, δώσε της τον μόλυβδο που της αξίζει, βάζει μέσα του μία ταμπλέτα
λανσοπραζόλης για να μειωθεί η μάζα των μακαρονιών και οι τυχαίες κράμπες του
πάρτι από χθες, χτες μπήκε μέσα της και ήταν τόσο ζεστά σαν κάλτσα και
προσπαθούσε να σκέπτεται μυτερά νυστέρια μέσα στον αφαλό του, για να μην
τελειώσει γρήγορα, το κορμί της σιωπηλό και έτοιμο να διαλυθεί σε κομμάτια που το
καθένα από μόνο του ταίριαζε πάνω στο λαβύρινθο του αυτιού του, έσπρωχνε τα
λαγόνια της, πόσα φυσήματα του ντελικάτου τάματος δεν είχε κρεμάσει στο
παράθυρο της, εξογκώματα πυράς πρέπει να υποστεί ο φτωχός άνθρωπος, πόσες
στερήσεις και προσβολές πρέπει να αντέξει το πρόσωπο του προτού αναστηθεί;
Αυτή τη φορά βγήκε μόνος του απ' την τουαλέτα, είχαν πονέσει τα πόδια του –
κάθε φορά που αφηγούνταν κάτι στο μικρόφωνο, προσπαθούσε ταυτόχρονα να κάνει
κι εκείνη την άσκηση που του' χε δείξει ο Μιχάλης ο Λοβός, καθόσουν με την πλάτη
στον τοίχο και ήταν σαν να ήσουν πάνω σε καρέκλα αλλά δεν υπήρχε καρέκλα
πουθενά κι έτσι γύμναζες τους τετρακέφαλους. Ήταν εντελώς παρανοϊκό αυτό που
έκανε, το ήξερε. Ο κύριος λόγος που το έκανε ήταν η βαρεμάρα, υπέθετε. Η ώρα δεν
περνούσε με τίποτα στο βιβλιοπωλείο. Άνοιξε την πόρτα της Αγίας των Φοριαμών
και μονομιάς, σαν υγρό, καυτό μολύβι μέσα σε καλούπι, μπήκαν στ' αυτιά του οι ήχοι
του πεδίου των πωλήσεων, φωνές μικρών παιδιών, άθλια μουσική, μηχανές
απόδειξης, μηχανισμοί ασανσέρ, διαφημίσεις. Περπάτησε χωρίς προορισμό τώρα,
πέρασε απ' τη σκάλα που οδηγεί στο πατάρι, του ήρθε μία ιδέα, έκανε στροφή και
πήγε στην τεχνολογία, άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στους διαδρόμους του τμήματος
των HI FI και των Mp3 players, τον είδε ο Γκόμεζ με την άκρη του ματιού του,
πλησίασε, «ρε συ που είναι τα μίνι hi fi» είπε ο Μουκοβίνας, «τι θέλεις...για το
δωμάτιο σου;» είπε ο Γκόμεζ, «όχι μωρέ...απλά μου' χει χαλάσει το πικ απ...το...εεε..ο
ενισχυτής του πικ απ κι...κι έλεγα μήπως έπαιρνα ένα τέτοιο και να συνδέσω το πικ
απ εκεί...», «δύσκολο ρε φίλε γιατί...», «rca παίρνουν αυτά;», «πρέπει να
παίρνουνε...», «για να δω...ωχ...», «θα μπορούσες ρε φίλε...θα μπορούσες να...», «ή
σαν αυτά ή λίγο πιο μικρά», ο Γκόμεζ του έδειξε κάτι πλαστικούρες που έμοιαζαν με
μίνι καφετιέρες, «μα θέλω ρε συ ενισχυτή...δεν έχω», «δεν χρειάζεται ενισχυτή
αυτό...», «κατευθείαν στο πικ απ θα τα κάτσω;», «ναι..», «σίγουρος;», «έχει audio
in», «ναι;», «ναι», «όχι...εσύ θες οut», «έχει κάτι άλλο το πικ απ;», «έχει και rca»,
«έχει rca αυτό; και πόσο;», «αυτό άστο πάει διακοσάρι...χέστο», «έχω κι ένα πιο
φτηνό...», «το πικ απ σου έχει audio out;», «ρε συ εγώ θέλω κάτι που να μην
αναγκαστώ ν' αγοράσω...», «τα καλωδιάκια είναι σκέτα;», «μπορώ μετά να τα φτιάξω
να τα κάνω rca», «να κουμπώσεις αυτά πάνω σε τι;», «πάνω σε...», «όπα...»,
«κάτι...πάνω σε μίνι hifi...στην καλύτερη...», «να παίζει και cd...», «κάτσε να
ρωτήσουμε και τον Πασπαλίδη...αν θυμάται τίποτα...ο χοντρέλας», «δεν βιάζομαι
τώρα...ντάξει άστο...», «μην αγχώνεσαι...θα πάρεις κανά τέτοιο...», «μπορείς να
πάρεις αυτό...αλλά φοβάμαι πως θα πάρεις το rca και θα βάζεις το κινητό σου για
παράδειγμα...δεν θα το σηκώνει...», «ναι ρε συ...άστο...», «ντάξει δεν πειράζει...»,
«φοβάμαι να μην είναι in...», «ρε συ...έχω ένα πορτοφολάκι Moleskine...σκέφτομαι
να το πάρω...όχι δεν είναι Moleskine...κάτσε να στο δείξω...», «θα μας εξυπηρετήσει
κάποιος;» είπε η γυναίκα από ένα τυχαίο ζευγάρι πελατών που πετάχτηκαν σαν
ελατήρια μέσα από μία στοίβα φωτογραφικές μηχανές, ο Γκόμεζ τους έκανε νόημα
με το κεφάλι, πήγε προς τον σταθμό εργασίας Ρ, άνοιξε το συρτάρι κι έβγαλε από
μέσα ένα μικρό συσκευασμένο πορτοφολάκι από χαρτί, μία μαλακία και μισή που
έκανε 16,99, «για να δω...» είπε ο Μουκοβίνας, «τι είπατε;» είπε ο Γκόμεζ στους
πελάτες που κάτι μουρμουρίζανε, «εγώ έχω ναι...μπλα μπλα μπλα» είπε ο πελάτης, ο
Μουκοβίνας έβηξε, «σφουγγαράκι; τώρα θα σας φέρω» είπε ο Γκόμεζ στους πελάτες,
«όχι μη το πάρεις...» είπε ο Μουκοβίνας, «χιε χιε...», «πανάκριβη η μαλακία...», «χιε,
χιε...», «πως;», «τρία ευρώ;», έβηξε πάλι, γύρισε πίσω στο βιβλιοπωλείο, πλαφ, πλαφ,
τα βήματα του υγρά σχεδόν, χτύπησε τα χέρια του διαδοχικά, πρώτα το αριστερό και
μετά το άλλο, χτύπησε ένας τυχαίος συναγερμός από κάποιο εκθεσιακό προϊόν (ίσως,
ίσως να ήταν Πλαισιομαίος, ίσως και όχι, θα βλέπαμε στην πορεία), ένα μωρό
ακούστηκε, φτερνίστηκε, αψού, του έφυγε μία μεγάλη και μακρουλί, σαν μακαρόνι,
μύξα, έβηξε, σκούπισε τη μύξα με την ανάποδη του χεριού του, έπαιξε λίγο ντραμς
πάνω σε τυχαία εξώφυλλα βιβλίων, στον πάγκο με τις καινούριες κυκλοφορίες, το
μωρό άρχισε πάλι να ουρλιάζει, χτύπησε ένας άλλος συναγερμός, ο φύλακας έτρεξε
να τον απενεργοποιήσει – σίγουρα κάτι δεν πήγαινε καλά, κοίταξε το μόνιτορ στο
κινητό του και είδε την φωτεινή τραγιάσκα να μπαίνει πάλι στην αποθήκη - η
διαφήμιση του πολυκαταστήματος έπεσε πάλι απ' τα ηχεία της οροφής, κάτι για την
προσφορά με τη Γουίντ, μία βλακεία, κάποιος γλίστρησε κι έπεσε δίπλα απ' τα
εκθεσιακά κινητά, κάποιος αυτό το είδε απ' τον κλειστό κύκλωμα στο γραφείο του
Διευθυντή Δουρή και γέλασε, αλλά δεν ήταν ο ίδιος ο Διευθυντής Δουρής, έβηξε,
έβηξε πάλι, έτρεξε σχεδόν προς την Αγία των Φοριαμών, άνοιξε την πόρτα της
τουαλέτας των υπαλλήλων, κατέβασε το σύρτη, άναψε τα φώτα, όχι, το ανάποδο
έκανε, έβαλε εκατό κιλά χαρτί στη λεκάνη, κατέβασε το παντελόνι του, όχι, πρώτα
έφτυσε το καπάκι της λεκάνης, νομίζοντας πως έτσι θα το απολυμάνει, έβαλε μετά
εκατό κιλά χαρτί, έκατσε, έριξε ένα πολύ ζόρικο χέσιμο, σκουπίστηκε, έπιασε το
βουρτσάκι, το οποίο έζεχνε απ' τη βρώμα και τα ζουμιά του στάζανε, με τα χαρτιά
που 'χε βάλει πάνω στο καπάκι της λεκάνης, καθάρισε το σκατό μέσα στη λεκάνη,
έβαλε το βουρτσάκι στη θέση του, σήκωσε τα παντελόνια του, όχι αυτό έγινε πριν,
άνοιξε την πρώτη πόρτα της τουαλέτας, έπλυνε τα χέρια του, έβγαλε το σύρτη, βγήκε
έξω πάλι στο πεδίο των πωλήσεων, «να ζητήσουμε μία βοήθεια...» ακούστηκε πίσω
του μία γυναικεία φωνή πελάτη, εντελώς πουτσιστάν, εκείνος δεν έδωσε σημασία,
προχώρησε, ανασήκωσε το παντελόνι του, έβηξε, έβηξε πάλι, είχε αρχίσει να ιδρώνει
ο κώλος του άσχημα, δεν ήξερε γιατί, η ώρα περνούσε ακατάστατα κάπως, έβηξε,
«γεια σας...για ένα αγόρι οχτώ χρονών...εφτά χρονών...θέλω κάτι με ερωτήσεις κι
απαντήσεις...», «ναι...», «αλλά όχι με χίλιες εκατό...δεν πρόκειται να το διαβάσει
ποτέ...» είπε η πελάτισσα που κρατούσε ένα χοντρό παιδικό βιβλίο, εγκυκλοπαιδικό,
στο εξώφυλλο έγραφε 1.100 με κόκκινα χοντρά γράμματα, «γιατί; είναι πολύ
εύκολο...είναι πολύ ωραίο» είπε ο Μουκοβίνας που απλά ήθελε να την ξεφορτωθεί
απ' την πλάτη του, «...κι εγώ το είχα...σ' άλλη έκδοση βέβαια...», είπε πάλι ψέματα,
«έχουμε ένα...του Πατάκη...ρωτάω κι απαντάω...ρωτάω και μαθαίνω...», «πόσο
είναι...εφτά;», «ναι», «δεν θα βρούμε καλύτερο απ' αυτό...δηλαδή...όχι...όχι», «αυτό
που λέω...», «να το δούμε λίγο...ελάτε λίγο μαζί μου...», έκανε στροφή, προχώρησε,
μπροστά του κάποιος του έκλεισε το δρόμο, έμοιαζε με Πάκι, «έχομε κάνι ένα
παραγγελία...» είπε το Πάκι, «στο ταμείο θα το παραλάβετε...», προχώρησε, μετά από
μία ντρίμπλα στον Πάκι, πήγε στο σταθμό των Πελατών, άρχισε να ψάχνει στο
ίντερνετ τη μαλακία που ήθελε εκείνη η μοδάτη νοικοκυρά με τον Πατάκη, «ρωτάω
και μαθαίνω;», «ναι είναι σειρά ρωτάω και μαθαίνω...», τακ τακ τακ, τακ τακ τακ,
έβηξε, τακ τακ τακ, το πληκτρολόγιο είχε χαλάσει λίγο, «δεν βλέπω κάτι...μήπως
είναι κάπως αλλιώς...», «η σειρά είναι ρωτάω και μαθαίνω, είναι, έχει, έχει το
ανθρώπινο σώμα», έψαξε στη σελίδα του Πατάκη, τίποτα, τζίφος, έβηξε, «δεν
βλέπω κάτι...», «απίστευτα κι όμως συμβαίνουν...τι άλλο πήραμε...και...το
διάστημα...», «α...», «είναι Πατάκης έτσι;», «ναι...το διάστημα...», τακ τακ τακ,
φωνές μωρών, έβηξε, «μήπως είναι Σύμπαν; δεν είναι αυτό ας πούμε;», «όχι»,
«αυτό;», «όχι», «βασικά...στην Πολιτεία τ' αγόρασα...και τα τρία αυτά...», «ναι»,
«...και τώρα...δεν ήθελα να κατέβω...ήθελα να πάρω κάτι...για να πάω ένα δώρο...γι'
αυτό...», «μα δεν μπορώ να βρω αυτή τη σειρά γι' αυτό σας ρωτάω...», «μήπως
βρούμε τους τίτλους...», «θυμάστε καθόλου τίτλο μήπως;», «τώρα...φαντάζομαι το
ανθρώπινο σώμα θα είναι κοινό...», «ναι...τι;», τακ τακ τακ, «αυτό;», «νάιν», «μήπως
είναι άλλες εκδόσεις και δεν είναι Πατάκης;», «Σαββάλας...ωωω...χίλια συγνώμη,
χίλια συγνώμη...το μυαλό μου...», «ναι...», «ωραία...μισό λεπτό...», «αυτό!», «αυτό
ε;», «ναι μόνο...», έβηξε δύο φορές, άρχισε να ψάχνει στο SAP, όχι, τζίφος, θα
έπαιρνε πούλο, «δηλαδή ας πούμε και κάτι τέτοιο...», «μισό λεπτό...», «ναι...ελάτε...»,
«αυτή η σειρά...όχι», έσκυψε και του έφυγε μία κλανιά, ευτυχώς αθόρυβη, «όχι...»,
«για δείτε αυτό...», «όχι...», η διαφήμιση έπεσε, «α...αυτό;», έβηξε, μερικές φορές
έβηχε επίτηδες, «κι αυτό;», «ναι σε τέτοιο...ακριβώς», «αυτό;», έβηξε, «αυτές τις
συλλογές...τα αεροπλάνα...», ο πάγκος με τις παιδικές προσφορές είχε πολύ σαβούρα,
βρωμούσε ψαρίλα, «αυτό;», «μπα...», «να το κοιτάξω εγώ να μην σας...», «ε δεν έχει
και πολλά ακόμα...», «κι αυτό....κι αυτό...με τη ζούγκλα...ε αυτά δεν έχει άλλα...»,
έβηξε, τα γόνατα τρίξανε, «συγνώμη...», σηκώθηκε, «συγνώμη...», «θέλετε
βοήθεια;», «ααα...να' σαι καλά...πια από τ' άλλα του ΄χετε;», «πια; του Φάρου;»,
«ναι», της έδειξε κάπου δέκα βιβλία λίγο πιο πέρα απ' το ράφι που κοίταζε το βούρλο,
«α εκεί τα' χετε...ωωω», μοδάτη νοικοκυρά σίγουρα, «αυτά είναι...», «νόμιζα...μπλα
μπλα μπλα», χοντρό βούρλο, «σιγά ντάξει...δεν πειράζει...», «ντάξει να' σαι καλά»
είπε το μοδάτο, θεοσεβούμενο βούρλο, έκλασε λίγο, έβηξε, μετά πάλι έκλασε και
παραλίγο να του φύγει μία πραγματική κουραδίτσα, του είχε μείνει απ' το χέσιμο
πριν, από τη βιασύνη του να γυρίσει πίσω στο πεδίο, πήγε αμέσως στην Αγία των
Φοριαμών, μπήκε στην τουαλέτα, έκλεισε τη πόρτα, έκοψε κωλόχαρτο, κατέβασε
κοτλέ παντελονάκι, σκούπισε κώλο – είχε πολύ πράμα εκεί μέσα – σκούπισε ξανά με
το διπλωμένο κωλόχαρτο, μια χαρά αισθανόταν τώρα, ανέβασε παντελονάκι κοτλέ,
βγήκε πάλι στο πεδίο της μάχης, όλοι είχαν κάτι μούρες κιτρινισμένες λες κι είχαν
κάνει μπάνιο με κάτουρο και κουρκουμά, ικτερικές φάτσες παντού, η ουρά είχε
φτάσει μέχρι τους εκτυπωτές, κάποιος τον έπαιζε στο ταμείο, «δεν γίνεται
αυτό...ναι...όχι...δεν γίνεται», ανέβηκε στο πατάρι για λίγο, ήθελε να χαζέψει τους
ηλίθιους που περίμεναν για να φτιάξουν κάτι που χάλασε, ένα τηλέφωνο, μία
ταμπλέτα, μία μαλακία, κάτι, έβηξε, γιατί το έκανε αυτό στον εαυτό του, δεν ήξερε,
κάποιος γέλασε, μία γυναίκα, ακούστηκε ο ήχος του σκάνερ που βαράει την τιμή και
την παίρνει το σύστημα, ήχος σακούλας, έπεσε πάλι η διαφήμιση, «μπορώ να έχω την
έκπτωση;», «είναι σε δύο εκδόσεις...», πήγε στον σταθμό Α, πληκτρολόγησε κάτι
κωδικούς, έδωσε εκτύπωση, έβηξε, «να' σαι καλά...» ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ
ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ BLU RAY – φωνή απ' το ηχείο, διαφήμιση ημέρας, ΔΩΡΟ ΜΙΑ
ΠΛΑΣΤΙΚΗ ΜΑΥΡΗ ΨΩΛΗ ΜΕ ΚΑΡΟΥΜΠΑΛΑ, όχι, άλλο είπε, «Ανάργυρε!»
ακούστηκε η φωνή του Κουνελιού, «ναι...», «είδες το mail;», «όχι...», «έχουν έρθει
στίκερ και πρέπει να τα κολλήσουμε...», έβηξε, «ναι...», «δες το mail...», «ναι...»,
έβηξε, η μουσική είχε μεταλλαχτεί σε άθλια τσόντα, ήθελε να κάνει εμετό, δεν έκανε
όμως, έτρεξε στην τουαλέτα, άνοιξε την πόρτα, έκανε τις διαδικασίες που ξέρουμε,
άρχισε να μιλάει στο διάολο, στο κινητό, τώρα με προφορά ξενική, αλβανική, ήθελε
να γελάσει, μιλούσε σαν Αλβανός τώρα, αλλά δεν ήταν εκείνος που μιλούσε στο
κινητό, δεν είχε καν κινητό πάνω του, ήταν εκείνο το καπέλο που του μιλούσε, εκείνη
η τραγιάσκα που είχε κρυμμένη μέσα στον φωριαμό του και τώρα την άκουγε μέσα
στο μυαλό του να του μιλάει μιας και την είχε φορέσει στο κεφάλι τώρα και όταν την
φορούσε η τριαγιάσκα του έλεγε τι να κάνει. «Μπορείτε να με βοηθήσετε μ' ένα
βιβλίο;» ρώτησε μία αρκετά γαμήσιμη μοδάτη νοικοκυρά, ο Ανάργυρος τώρα
καθόταν στον σταθμό Α, πονούσαν φρικτά τα γόνατα του και είχε βγάλει το καπέλο,
«ναι...», «της Δημουλίδου...», «δεν ξέρω...», «είν' εκεί στο νούμερο ένα...» είπε με
ξερή φωνή ρομπότ ο Μουκοβίνας, η μοδάτη νοικοκυρά κοιτάει, πλησιάζει το chart,
το παίρνει, το βάζει παραμάσχαλα, «τέλεια...ευχαριστώ...», ξεκουμπίζεται, ξέρει που
είναι το ταμείο, χτυπάει ο συναγερμός της εξόδου, ο φύλακας δεν νοιάζεται καν,
προσπαθεί να εκτυπώσει εκείνη κει τη μαλακία με την προσφορά και τα στίκερ,
«Νέλι...δεν έχει μελάνι ο εκτυπωτής» της λέει, της δείχνει το μισοεκτυπωμένο χαρτί,
εκείνη κάνει μια γκριμάτσα, γυρνάει χωρίς να πει τίποτα, εκείνος της ρίχνει μία
μούτζα, πέφτει η διαφήμιση, βήχει, ρίχνει μπουνιές στα χέρια του, παίζει ντραμς
πάνω σε ράφια, φωνές μωρών απ' το παιδικό τμήμα που το αποφεύγει σαν τον
διάολο, βήχει, πέφτει κι άλλη διαφήμιση, κάτι με Γουίντ, μπαίνει στη τουαλέτα,
«Γκομεζάκι...» λέει με αστεία φωνή, «τι ώρα έχει πάει ρε μαλάκα;» λέει ο Γκόμεζ
που έχει αράξει πίσω απ' τον ψύκτη, «και μισή», «άου», βήχει, βγαίνει απ' την Αγία,
πέφτει διαφήμιση, η φωνή μιλάει για δώρα, «να ρωτήσω κάτι...ένα βιβλίο...μπλα μπλα
μπλα...τώρα δεν ξέρω...πως λέγεται στ' αγγλικά...», εκείνος της το δίνει με μία
κίνηση, «παρακαλώ...», «Ανάργυρε! Ξέρεις...έχει ένα άδειο...crate...στο ασανσέρ...»,
«να το φέρω;», ακούγεται ο ήχος από το σκανεράκι στο ταμείο, ντινκ, ντινκ, πιάνει το
πλαστικό κουτί, βήχει, «αύριο έχει μπιφτέκια...», «χαχα», γελάει ο φύλακας, ο
Διευθυντής Δουρής λέει να φέρουν τα Moleskine και να τα βάλουν στην πυραμίδα,
«εδώ;», «αυτό είναι...», κουβαλάει στοίβες με Moleskine τώρα, είναι βαριά, όχι πολύ,
τα πετάει πάνω στην ξύλινη, πορτοκαλί πυραμίδα, «κινητά;» ρωτάει ένας χοντρός,
«στο βάθος» λέει ο φορτωμένος Μουκοβίνας, «δέκα και πέντε χρόνια μαλάκας...»
λέει ο φύλακας, γελάει, εκείνος κουβαλάει, πόρτες τρίζουν για πολλή ώρα, πλένει
χέρια, είναι καθαρό αγόρι, κλάνει λίγο, κοιτάει τη μούρη του στον καθρέπτη της
τουαλέτας, άψογος, σαν μαλάκας είσαι αγόρι μου, φτου σου, βήχει, τρίβει λίγο τον
πούτσο του, «παρακαλώ...πείτε μου...» λέει με φωνή Μπακιρτζή, «ένα βιβλίο
θέλω...αλλά...να μην είναι πολύ ακριβό...για να το συνδυάσω μ' αυτό εδώ...για δώρο»
λέει μία ξανθιά, ψηλή μοδάτη νοικοκυρά, σίγουρα τέρας μπέικον, «απλά βλέπω πως
είναι όλα πάνω από δώδεκα ευρώ...», στέκεται μπροστά από το γράμμα R στην
ξενόγλωσση λογοτεχνία, αγγλική δηλαδή είναι, είναι ψηλή και καβλιάρα λίγο αλλά
εντελώς μοδάτη νοικοκυρά, του πέφτει, αλλά σάμπως και του 'χε σηκωθεί ποτέ, χεχε,
«δείτε αυτό...» λέει ο Μουκοβίνας και πιάνει εντελώς τυχαία ένα βιβλίο απ' την
προθήκη των προβολών, της το δίνει, εκείνη το παίρνει στα χέρια της, κλάνει, βήχει,
χαμογελάει ψεύτικα, χαμογελάει ψεύτικα κι εκείνη, θέλει να τη χαστουκίσει,
«καινούριο είναι...», είχε δει τον κωδικό πιο πριν, σίγουρα καινούριο, «ο.κ. το
κρατώ...πιστεύω πως θα της άρεσε κάτι λίγο πιο ψυχολογικό...λίγο πιο...λίγο
πιο...έτσι λίγο να...», «ρίξτε μία ματιά εδώ κάτω...» της λέει και της δείχνει το ράφι με
την ξενόγλωσση ψυχολογία, εκατό μέτρα πιο μακριά, με το δάχτυλο, το ράφι εντελώς
μπουρδέλο, το ξέρει, η μάπα της απογοητεύεται μονομιάς, η εξυπηρέτηση είναι για
τον πούτσο εδώ μέσα, σκέφτεται σίγουρα, στρίβει, τρίβει τον πούτσο του, φεύγει,
ακούγονται γαβγίσματα, κάποιος έχει παρκάρει το σκύλο του απέξω, κοπρόσκυλο,
όμορφο είναι, ακούγεται η φωνή της Δούραινας, εκείνος κοιτάει γύρω να τον
εντοπίσει, τίποτα, άφαντος ο πούστης, βήχει, «δεν είναι κάτι...να ρωτήσω
κάτι...γραφική ύλη;», «πίσω είναι...», βήχει, πέφτει διαφήμιση, βήχει, η ώρα κοντεύει,
κοντεύει η πουτάνα η ώρα να πάει εννιά, η μουσική συνεχίζει να 'ναι άθλια σαν
σκατά, βρωμάει σχεδόν, στάζει το ηχείο σκατό, μέσα στο τύμπανο του, τα γόνατα του
πονάνε φρικτά, θέλει να ψοφήσει, βήχει, «συγνώμη να ρωτήσω κάτι...μου' χει έρθει
ένα μήνυμα για ένα CD που περιμένω...», «στο ταμείο θα πάτε...», όλα τα σκατά εκεί
καταλήγουν, σαν αποχέτευση, στο ταμείο, βήχει, γιατί είναι εδώ, δεν ξέρει,
προσπαθεί να το ξεχάσει, βήχει, πολύ μοντερνισμός στην διακόσμηση, μπούρδες,
κλάνει τώρα, σχεδόν πάλι χέζεται, πλιτς πλιτς, η κωλοσχισμή του γεμίζει με ιδρώτα
και ζύμη, βήχει, είναι όμορφος όμως, το βλέπει, αντανακλά το είδωλο του στην
τζαμαρία, βήχει, είναι άρρωστος μάλλον, σκέφτεται όλους εκείνους τους
επιτυχημένους του συμμαθητές, δεν ξέρει και κανέναν, όλοι αποτυχημένοι είναι,
βήχει, διαβάζει λίγο πίσω από το ράφι που έχει για να διαβάζει και να μην τον βλέπει
ο Διευθυντής, Σελίν, μία μαλακία, αηδία είναι, θέλει να ξαπλώσει πάνω σ' ένα μουνί,
λες να του στείλει μήνυμα; Σκάει το Κουρήτης απ' το ταμείο, «....μπλα μπλα
μπλα...έχει γίνει μία παραγγελία...εδώ πέρα...», εκείνος σηκώνεται από το ράφι – ναι
είχε κάτσει πάνω στο ράφι ο μαλάκας – πηγαίνει στο συρτάρι, ξέρει, ο Κουρήτης
είναι εντελώς ηλίθιος, έχει μπράτσα σχεδόν, ίσως να κάνει γυμναστική, ίσως να
παίρνει αναβολικά, δεν ξέρει, δεν ξέρω, δεν ξέρει, «τ' όνομα...CE...ένα βιβλιαράκι...»,
αρπάζει το βιβλίο, είναι μπλε, σκατό, κλάνει, το πάει στο ταμείο, ναι, είναι καλός
υπάλληλος, δεν πειράζει που κλέβει καμιά φορά, όλοι το κάνουν, όχι, δεν ξέρει,
χέστηκε, όχι κανονικά, τρίβεται το κοτλέ, ζέχνει, πέφτει διαφήμιση, ΠΟΙΚΙΛΙΑ,
ΕΥΚΟΛΙΑ, ΜΑΛΑΚΙΑ, ΔΙΑΡΡΟΙΑ, γυρίζει στο Σελίν, μαλάκας, δειλός, μαλάκας,
καλό είναι, καλές εκδόσεις, η μετάφραση μαλακία είναι, καλή όμως, καλή μαλακία,
αναρωτιέται ποιος θα συνεχίσει μετά απ' αυτό, μακελειό με όπλα, μακελειό με τέρατα
μπέικον, «ο Παναγιώτης, Κώστα...» λέει ο Ριφ Ραφ, σχεδόν ουρλιάζει απ' το πατάρι ο
χοντρός, όλοι είναι χοντροί, αυτός είναι λεπτός κι όμορφος, μαλάκες, είναι αγώνας
δρόμου, τίποτε άλλο δεν είναι, πρέπει να κάνεις υπομονή, «αυτό είναι...ΧΑΧΑΧΑ!»,
η μουσική κλείνει, η ώρα πλησιάζει, η ώρα του κλεισίματος, η Νέλι μιλάει μ' έναν
χοντρό, βήχει, διαβάζει για τον Πρώτο Παγκόσμιο, την κότα τον Λινσέ, «Ναι;»,
κάποιος ουρλιάζει, η Νέλι, «τι έγινε;», «του Κερ» λέει ο μαλάκας, «δεν σας ήρθε
μήνυμα;», «όχι», «δεν το έχουμε στο κατάστημα» λέει η Νέλι, «Παιδιά, μου είπατε
πως θα ενημερωθώ...μην αγχώνεστε μου είπατε...», «σας ήρθε μήνυμα;», «όχι», «ναι,
αλλά δεν το έχουμε στο κατάστημα», «ούτε μήνυμα ήρθε, ούτε email έχει έρθει...»,
«δεν ήρθε;», «όχι...», «ε ναι...αν δεν είχατε δώσει το email δεν θα σας έχει έρθει...»,
«εκείνη την ώρα όχι...κι έχω κάνει ηλεκτρονικές παραγγελίες με email, άλλο βιβλίο,
που...έχω παραγγείλει...», «αυτό ισχύει...email...όταν...εμείς εδώ ένα όνομα κι ένα
τηλέφωνο ζητάμε...πείτε μου το τηλέφωνο», «6944887522», η Νέλι το χτυπάει στο
Ιntranet, τίποτα, τζίφος, «δεν στην έβγαλε Νέλι;», «πως;», «επειδή έχω
τιμολόγιο...δεν έχω εταιρικό», «βρήκες άλλο;», «το ψάχνω με το τηλέφωνο...», βήχει,
βήχει ξανά, «αυτό είναι τελείως ντολμάς...», «χαχαχα» ακούγεται ο Πασπαλίδης που
γελάει σαν ηλίθιος, νέκρα ο υπολογιστής, «τι έγινε;», «δεν βγάζει την παραγγελία...»,
«εγώ την έκανα πάντως σίγουρα...» λέει ψέματα ο Μουκοβίνας, «βάλτο...από
βδομάδα θα έρθει σίγουρα...», «νταξει πήγαινε...», «κάτσε ρε...», «μήπως να πάτε σε
άλλο κατάστημα;», «δεν έχει σημασία...έχω παραγγείλει και κάτι άλλα...», ακούγεται
ο ήχος απ' το σκάνερ, κάποιος κάνει όπισθεν έξω στη Μεσογείων, «υπάρχει στο
Χαλάνδρι...», «τα έχει τα βιβλία όμως εκεί;», «μπορούμε ν' αλλάξουμε το ένα...»,
«λοιπόν παραγγείλτε το...», «μα την είχα βάλει την παραγγελία ρε γαμώτο», «μήπως
ήταν τότε που είχε χαλάσει το...η σελίδα;», «Παπαδόπουλος είπατε;»,
«Παπαδόπουλος ναι...». Ο Μουκοβίνας αρχίζει να τρέχει προς την Αγία τον
Φοριαμών για να σχολάσει. Για τον πούτσο. Δεν ήθελε να προσπαθεί πολύ και
παραιτούνταν εύκολα, ίσως να έφταιγε που είχε κερατώκονο από την θερμοκοιτίδα.

Ο Ανάργυρος Μουκοβίνας έβγαλε το πουκάμισο και το πουλόβερ του, τα βαλε


μέσα στο φοριαμό, δίπλα από την τραγιάσκα, αφού βέβαια πρώτα έκλεισε το
μικρόφωνο του κινητού τηλεφώνου, βεβαιώθηκε πως η εγγραφή είχε ολοκληρωθεί με
επιτυχία, τοποθέτησε το τηλέφωνο στην τσέπη του – σήμερα ήταν μία καινούρια
μέρα στο βιβλιοπωλείο, μέρα βροχερή, είχε μάλιστα φορέσει κι ένα καθαρό
παντελόνι. Δεν ήταν εύκολο να απομαγνητοφωνεί όλα εκείνα τα φαντασιακά του
δεδομένα, όλες εκείνες τις 'β διαλογής αφηγήσεις του – στο σπίτι, αυτή ήταν η
εργασία του, να απομαγνητοφωνεί και να τα γράφει, στο αρχείο του υπολογιστή,
εργασία πολύ επίπονη μιας κι έπρεπε να φοράει ακουστικά για να μην ενοχλεί τους
Λοβούς. Φόρεσε το τσαλακωμένο πορτοκαλί του πουκάμισο – τη στολή δηλαδή του
βιβλιοπωλείου – μπήκε στην τουαλέτα και κοίταξε το πρόσωπο του στον καθρέπτη•
δεν υπήρχε τίποτα εκεί πάνω, πάνω στην επιφάνεια των ματιών του. Γνώριζε πως όλα
τα συναισθήματα του είχαν δύο πλευρές κι αυτό απ' τη μία τον αποδιοργάνωνε, απ'
την άλλη όμως τον έκανε να αισθάνεται ασφάλεια, μία αρρωστημένη θαλπωρή, μία
βεβαιότητα πως ότι και να συνέβαινε δεν σήμαινε απολύτως τίποτα, ούτε γι' αυτόν
τον ίδιο αλλά ούτε και για τον οποιονδήποτε. Την προηγούμενη νύχτα είχε δει στον
ύπνο του εκείνον τον ανόητο, Αμερικάνο ηθοποιό, τον λεγόμενο Μπραντ Πιτ. Ο
Μπραντ Πίτουλας – όπως τον έλεγε από μέσα του ηλιθιωδώς - έμενε, λέει, σ' ένα
τροχόσπιτο κι είχε μόλις έρθει στην Ελλάδα, μαζί με τις δύο εξημερωμένες αρκούδες
του, τις οποίες ο Μουκοβίνας, καθώς ήταν καθισμένος στο υπερπολυτελές σαλόνι του
τροχόσπιτου του Μπραντ Πίτουλα, το οποίο ήταν διακοσμημένο με πολύ παλιά
έπιπλα αντίκες (μιλάμε για ένα αμερικάνικο τροχόσπιτο τέρας), χάιδευε με περίσσια
αγάπη. Υπέθετε πως έπρεπε να σταματήσει να κοιμάται γιατί αλλιώς δεν υπήρχε
περίπτωση να πάψει να βλέπει τέτοια ξεράσματα στον ύπνο του. Βγήκε στο πεδίο των
πωλήσεων, σχεδόν κοιμισμένος ακόμη, αν κι η ώρα ήταν περασμένες πέντε το
απόγευμα. «Χρειάζεστε βοήθεια;» είπε σ' ένα τυχαίο τέρας μπέικον. Είχε όρεξη
σήμερα. «Για πέντε-έξι χρονών...ένα βιβλιαράκι...», ο Μουκοβίνας δεν είπε τίποτα
παρά μόνο έσκυψε το κεφάλι κι έβαλε πλώρη, καμπουριασμένος και επιθετικός σαν
ψωριάρης ταύρος, για το παιδικό τμήμα• η επαφή του μικροφώνου πάνω στο ύφασμα
δημιουργούσε απερίγραπτο θόρυβο στην εγγραφή (αλλά αυτό θα το διαπίστωνε
φυσικά πολύ αργότερα), ξαφνικά σταμάτησε και το τέρας μπέικον, δηλαδή η
πελάτισσα, παραλίγο να πέσει πάνω του. «Πόσο είναι είπαμε το παιδί;», «πέντε-
έξι...το γράφει...εγκυκλό παύλα παιδεία...έτσι το γράφει...», η μουσική είχε αρχίσει
πάλι να γίνεται ντουμ ντουμ ντουμ ντουμ, ένα συνεχόμενο πράγμα, «θυμάστε
εκδόσεις;», το τέρας μπέικον μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο, «η πρώτη μου εγκυκλο-
παιδεία;», είχαν ήδη μεταφερθεί στον σταθμό εργασίας Δ, πίσω στο παιδικό τμήμα,
εκείνος έψαχνε στο ίντερνετ για κάποιο εξώφυλλο ή για κάποιο υποτυπώδες isbn,
«μπορεί ναι...αν δω και την...», «για δείτε λίγο τις εικόνες...», η φωνή του Διευθυντή
Ντουρήζ αντηχούσε σ' όλο το πολυκατάστημα, έπεσε διαφήμιση για το καινούριο
iPhone, εκείνος πληκτρολογούσε, το ίντερνετ άρχισε να κολλάει, έπρεπε να
περιμένει, αναγκαστικά άρχισε να σκέφτεται αρνητικά, κοιτούσε γύρω του σαν
καθυστερημένος, «θέλει παραγγελία...», «να το παραγγείλουμε...», ένα άλλο, κάπως
γέρικο, τέρας μπέικον πετάχτηκε απ' το ράφι της ποίησης και κάτι ρώτησε, «βιβλία
για παιδιά σε ξένη γλώσσα...», «θέλουν παραγγελία τα βιβλία αυτά...έχουμε μόνο
κάποια στο ράφι με την ξενόγλωσση εφηβική...δεν ξέρω αν βρείτε κάτι που να σας
ενδιαφέρει...», το γέρικο τέρας μπέικον έκανε απογοητευμένο μεταβολή και χάθηκε
μέσα στις σειρές με τα ράφια, «επώνυμο;», «α...επώνυμο...ναι...Γρηγορίου...»,
«τηλέφωνο...», «6983452774», «ωραία θα σας έρθει μήνυμα στο κινητό...»,
«εντάξει...δεν ξέρουμε πόσο...», «σε δύο με τρεις εργάσιμες...», «ωραία...δεν ξέρετε
που να κοιτάξω...για τέτοιου είδους...για παιδάκια...», «τωράαααα...ρίξτε μία ματιά
από δω λίγο...σ' αυτό το ράφι...εεε...σ' αυτό το έπιπλο...», «ωραία...ευχαριστώ...».
Έκανε μεταβολή και γύρισε στον κύριο διάδρομο. Έπεσε διαφήμιση για
πληκτρολόγια. ΕΥΚΟΛΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ ΕΥΚΟΛΙΑ. Το ντουμ ντουμ ντουμ
σταμάτησε, τώρα ακουγόταν ένα σαχλό χαζοτράγουδο, ήχοι από μεταλλικά ράφια
δίπλα απ' τα μελάνια των εκτυπωτών του έπαιρναν τ' αυτιά, το τμήμα με τα χαρτικά
θα μεγάλωνε, είχε πει η Θαντέρα – είχε έρθει mail απ' τη Μαγούλα πριν από δύο
μέρες, έτσι έπρεπε όλα τα μελάνια να πάνε ένα ράφι πίσω, πράγμα που σήμαινε
δουλειά τριών ημερών απ' τους υπαλλήλους. «να με βοηθήσετε λίγο...να
παραγγείλω...έναν ταξιδιωτικό οδηγό...για το Λονδίνο...» είπε μία άλλη ηλικιωμένη
μοδάτη νοικοκυρά, «στα ελληνικά;», «ναι στα ελληνικά», εκείνος πήγε αμέσως στον
σταθμό των Πελατών, πληκτρολόγησε κάτι αηδίες στο ίντερνετ, ΛΟΝΔΙΝΟ, δεν
έβγαζε τίποτα η μαλακία, η γριά ήθελε explorer, εξαντλημένος σίγουρα απ' τον
εκδότη, σκέφτηκε εκείνος, έκανε πως έψαχνε, τακ τακ τακ, «είναι εξαντλημένο...»,
«εξαντλημένο;», «ναι...απ' τον εκδότη...δεν μπορώ να το παραγγείλω...δυστυχώς...»,
«παναγία μου...τι θα κάνω τώρα;», «είναι εξαντλημένο απ' τον εκδότη...», «κανένα
άλλο σχετικό;», «μπορούμε να βρούμε κάτι άλλο...σχετικό;», «μπορούμε να βρούμε
κάτι άλλο σχετικό...ίσως...», τακ τακ τακ, «κάτι σε μικρότερο μέγεθος όμως...», «σε
μικρότερο μέγεθος...μα δεν βλέπω...» είπε η γριά, «δεν βλέπω καλά να τα
διαβάζω...», τακ τακ τακ τακ, «το' χω αυτό...όχι...είναι μικρό...τα γράμματα είναι
μικρά...», «μάλιστα...μετά θα πάμε σ' αυτό που κι αυτό όμως είναι μικρό...δεν
υπάρχει κάτι άλλο...μετά είναι αυτό που είναι...», «όχι, όχι, όχι...τα γράμματα είναι
μικρά...δεν βλέπω καλά...το' χω κι αυτό...τα' χω όλα αυτά...», «έχει διαστάσεις;», είχε
διαστάσεις αλλά ο Μουκοβίνας βαριόταν να το ψάξει, είχε ήδη κουραστεί, «όχι δεν
έχει...είναι μικρό...πολύ μικρό...είναι εξαντλημένο ΚΑΙ αυτό...», «μπλα μπλα
μπλα...ευχαριστώ πολύ...». Ξεκίνησε πάλι το σουλάτσο του στον κεντρικό διάδρομο,
έπεσε διαφήμιση, κάτι για τη σχολική χρονιά, σχολικό βοήθημα, μία αηδία, φωνές
από κορίτσια γυμνασίου ακουγόντουσαν, ένα κορίτσι γυμνασίου έπεσε πάνω στην
συνάδελφο Ρένια, εκείνη την αγριοκοίταξε, «που 'σαι Ανάργυρε; Πρωί ήσουνα;» είπε
ο φύλακας, «όχι, είχα άδεια...χρωστούμενη...τρεις μέρες...», «άδεια;», «ναι...άδεια...»,
«πόσο μία βδομάδα;», «τρεις μέρες...», «α...τρεις μέρες...», «ναι...τρεις μέρες...»,
έπαιξε λίγο ντραμς στα βιβλία του κεντρικού πάγκου με τις καινούριες κυκλοφορίες,
«είχε κόσμο;», «αρχίδια», «κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο...», «χιε χιε»,
«αρχίδια...μαλακίες...τι κάνουν πάλι οι μαλάκες με τα μελάνια...παρασκευιάτικα...τι
μαλακίες...», «χιε χιε», σουλάτσο ξανά προς το βάθος με τα παιδικά, «τι;», «είπες
κάτι;», «άντε μωρέ...λέω κι εγώ...», ο φύλακας έδειχνε τη Ρένια, εκείνη ερχόταν από
το παιδικό τμήμα, η Τούλα, η προϊσταμένη, έλειπε κι αυτό ήταν θεού έργο, από τότε
που είχαν διώξει τον Ζίζεντορφ όλα είχαν γαμηθεί, «δεν νομίζω να υπάρξει κάποιο
πρόβλημα...» ακούστηκε η αγριοφωνάρα του Δουρή, μιλούσε στο κινητό και έτρεχε
ανάμεσα απ' τους διαδρόμους, μεταλλικοί ήχοι από ράφια, ο συναγερμός της εισόδου
χτύπησε, ο φύλακας δεν σταμάτησε κανέναν, έβρισε από μέσα του τα παιδιά στο
ταμείο που δεν απομαγνήτιζαν σωστά τα προϊόντα, «δεκαοχτώ και πενήντα επτά...»,
η μουσική είχε γίνει πάλι ντουμ ντουμ ντουμ, οι σόλες των παπουτσιών του (εδικά
του δεξιού) είχαν λιώσει απ' το σουλάτσο στον κεντρικό διάδρομο τώρα και πέντε
χρόνια, το τηλέφωνο χτυπούσε στο σταθμό Α, εκείνος δεν έκανε κίνηση να το
σηκώσει, έπεσε διαφήμιση για DVD BLU RAY ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΕ ΕΙΣΤΕ
ΜΑΛΑΚΕΣ, ήχοι από μεταλλικά ράφια, σιχαμερή μουσική που ακούς στο
ραδιόφωνο, φωνές από κορίτσια του γυμνασίου, «δεν μ' αρέσει...μπλα μπλα μπλα...»,
ήχος από κλείδωμα πόρτας αυτοκινήτου, άγριο σουλάτσο, «Ρένια...εξυπηρετείς;», ο
καινούριος ο Τούτσι Σπορτ ήταν λιγάκι αδερφή, έτσι πίστευε και η Ρένια, φυσικά
Τούτσι Σπορτ ήταν το παρατσούκλι του, το όνομα του κανείς δεν το θυμόταν πλέον
κι ήταν μόνο δύο μέρες στο κατάστημα, τοκ τοκ τοκ, χτύπησε τη πόρτα στην Αγία
των Φωριαμών, «ναι;», κατουριόταν πολύ, είχε να κατουρήσει απ' το πρωί, έκατσε
στο τραπέζι να περιμένει, έβγαλε το κινητό, το πλησίασε στο στόμα του, έκανε
ΧΑΑΑ, και μετά δοκίμασε λίγο τη τραγιάσκα αλλά δε την άφησε να του μιλήσει, την
έβγαλε αμέσως.
Το παντελόνι του είχε γίνει χάλια. Σε λίγο θα έπιανε να μυρίζει άσχημα. Την είχε
πουτσίσει, πως θα έβγαζε τη βάρδια; Έπλυνε όπως, όπως το παντελόνι του. Άρχισε,
όμως, ν' ανησυχεί για την υγεία του – πως ήταν δυνατόν να κατουρηθεί; Μήπως είχε
κάποια εγκεφαλική βλάβη; Βγήκε πάλι στο πεδίο των πωλήσεων, άρχισε να
περπατάει στους διαδρόμους σαν χαμένος, η μουσική ήταν χάλια όπως συνήθως.
«Ανάργυρε!» είπε ο Τούτσι Σπορτ με χαρά. «Έλα ρε τι λέει;». Η φωνή του
Περιφεριάρχη Σβατζ ακουγόταν στο μπροστινό μέρος του πολυκαταστήματος. «Τι
μέρα είναι σήμερα;» είπε ο Μουκοβίνας, «Παρασκευή» είπε η Ρένια, «Ω μάνα μου
μάνα μου!», «Γνώρισα έναν...», «άντε ρε...καλός;», «αυτόν τον ήξερα από
παλιά...ήταν γνωστός γνωστού...είχε και μακριά μαλλιά...», «έλα ρε», «τον είδα το
Σάββατο σ' ένα μαγαζί...», «ναι...», «είχε τη γιορτή του αυτός...και το είχε
συνδυάσει...», «ναι...και για πες...τι έγινε», «τη Κυριακή του στέλνω και του
λέω...ορίστε...», σκάει η Ζουζού με καινούριο παπούτσι, έτοιμη να σχολάσει, τίγκα
στο μέικ απ, «πήρες παπουτσάκι..με γειά...» λέει η Ρένια, «ω ρε μάνα μου...με γειες»
λέει ο Μουκοβίνας, ακόμα δεν είχε αρχίσει να μυρίζει το κατουρημένο του
παντελόνι, ευτυχώς ήταν μαύρο και δεν φαινόταν πολύ η στάμπα, «πάρα πολύ
ωραία...», «εεεε...ότι θέλετε...τηλέφωνο...τα γνωστά ξέρεις» λέει η Ζουζού, «έχει
web...τα έχει δει ο Τούτσι...ναι...», «ήρθε μουσική καθόλου...ξέρεις;», «ήρθε
καινούριο Μετάλικα...νομίζω σήμερα...», «τα βάλατε δηλαδή;», «είναι προϊστάμενος
ορόφου τώρα ο χοντρός ο Ντελούξ...χαχα», «αυτός είναι προϊστάμενος στον κώλο
μου», «αυτό...», «ντάξει...τα λέμε λουλού...», φεύγει η Ζουζού, «και του λέω...είδες
έχω κι όνομα...τη Τρίτη του λέω πως θα γίνει να βγούμε;», «για πες...έτσι
στεγνά...στεγνά», «και τι απαντάει ρε...», «τι;», «για πες...», «όχι;», «όχι», «ναι;»,
«όχι! Χαχα...», «τι;», «μου στέλνει φωτογραφία απ' τα Φιλαράκια...και λέει από
κάτω...στη φωτογραφία ο Ρος...με έκφραση γάμησε τα...και λέει από κάτω...όταν σου
λένε να βγείτε κι έχει μπαλ μπλα μπλα...», «πλάκα κάνεις τώρα...τι σαπίλα...», «κι
εκείνη την ώρα...μένω κόκαλο...του στέλνω μία φατσούλα με κλαματάκι απ' τα
γέλια...», «ναι, ναι», «καιιιι...ξέρω γω μου λέει...ντάξει μου λέει...σήμερα δεν μπορώ
μου λέει..αύριο...είναι σεφ στο Μοναστηράκι...μου λέει αύριο τι κάνεις...του λέω
δουλεύω μία εννιά, και μου αλλάζει θέμα και μου λέει κάτι άσχετο...την επόμενη
μέρα...Τετάρτη βράδυ...όχι...Πέμπτη...πότε ήτανε...», «ναι...», «εεε...κανονίζει ένας
φίλος μου...που κάνουμε όλοι μαζί παρέα...και μ' αυτόν...», «ναι...», «να βγούμε όλοι
μαζί...κι εγώ...ρε μαλάκα του λέω...που θα πάω δηλαδή...αφού μου ριξε άκυρο...δεν
ξέρω...θα κουβαλιέμαι του λέω...να νομίζει πως γουστάρουμε κιόλας...όχι, όχι μου
λέει...», «ναι...», «τέλος πάντων...βγαίνουμε όλοι μαζί...καιιιι μου λέει αυτός...ρε
μαλάκα...σχεδόν είχε καθίσει και πλάτη μου...», «ντρεπότανε ήηηη...», «δεν
ξέρω...λογικά ντρεπότανε απ' την εξέλιξη...της ιστορίας...», «ναι...και πως τον
κόβ...ψήνεται ας πούμε ήηηηη....», «εν τέλη ψήνεται...», «α...οκ», «και δεν μου
μίλαγε καθόλου και κάποια στιγμή είναι να πάμε...», «χαχα...στο ψαχνό
μαλάκα...εκεί...», «ναι...χαχα...χωρίς ντροπή...», «ναι για λέγε...», «...εεε από κοντά
μετά...πάμε σ' άλλο μαγαζί...κι εγώ μετά δεν ψήνομαι...γιατί είχα φάει και το άκυρο
μου ντάξει κομπλέ, είχα χορτάσει...», «χαχα...», «παιδιάαααα...τι φάση....έλα μου λέει
θα έρθεις...», «αααα...και ψήθηκε...», «και ψήθηκε...και πάμε αλλού και βρίσκουμε
κάτι γκόμενες, Οργόνη, Εύα, Αφροδίτη κτλπ, και πάει και μιλάει στις γκόμενες...»,
«μα τι μαλάκας είν' αυτός...», «απίστευτος ναι...», «τελικά τι...», «και άκου να δεις
τώρα τι παίζει...», «ναι...», «χτες...έστειλε μήνυμα...εγώ ήμουνα σίγουρη
ότι...άκυρο...χτες έστειλε αυτός μήνυμα...ο Τεό...στο φίλου μου που σκάμε συνέχεια
και μαζί και λέει τι παίζει με τη Ρένια...τα 'χετε...», πετάγεται ο Τούτσι απ' το παιδικό
και λέει: «έχουμε Σέρλοκ για μικρά;», «τι έχουμε;» λέει η Ρένια, «Σέρλοκ...», «...για
μικρά παιδιά;», «Σέρλοκ Χολμς...ναι είναι...Αγκάθα και....α», «Σέρλοκ Χολμς για
μικρά παιδιά και Σέρλοκ Χολμς για εφήβους...», «Τούτσι λέγε ρε μαλάκα...τη
παλεύεις ή...έκλεισες βδομάδα ή ακόμα;» είπε ο Μουκοβίνας, «ναι ρε ναι...τη
παλεύω...εσύ τι έκανες...είχες άδεια...άραξες;», «άραξολ», «άραξες ε;», «άραξα»,
«εσείς εδώ την παλέψατε χωρίς εμένα ή;», «ναι ντάξει...τη παλέψαμε...», γυρνάει η
Ρένια απ' το παιδικό και λέει: «στέλνει ο φίλος μου...τι γίνεται...τα' χετε ξέρω γω...»,
«ψψψψ...», «γιατί νομίζανε ότι τα' χουμε επειδή μας είδαν μαζί...και μόλις του λέω
όχι...μπαίνει ο τύπος στο Instagram και πατάει πέντε δέκα Like εκεί πέρα...και του
στέλνω στο Instagram…», «επί τόπου;», «ναι...καιιιι», «ναι;», κάτι λέει ο Τούτσι από
μακριά, «web;», «αυτό δεν υπάρχει...αυτό είπε η Τούλα...εεε...η Ζουζού...ότι είναι
λάθος...ε λογικά αυτό είναι κάτω...και το βαλιτσάκι πάνω...», «τι; μόνο αυτά είναι;»,
«πέντε μαλακίες ίσα ίσα ν' ασχοληθούμε...ντάξει...», «λοιπόν αυτά...και τα βάζω στο
ντουλάπι μέσα...», «ποια;», «ότι βρίσκω...», «στο ταμείο...», «μμμ...», «στο ταμείο
από πίσω...», «σ' αυτό που είναι πιο κοντά στη πόρτα...ντάξει;», «ναι...», «στο πάνω
πάνω τέρμα αριστερά...», «ναι...i know...», «οκ;», «θα δεις και το...ένα αυτοκινητάκι
εκεί πέρα...», «μάλιστα...ωραία», «άντε στο καλό, στο καλό...», «τα λέμε ρε...άντε
καλή ξεκούραση...», «...καιιι με κάνει add κλπ...και του λέω Θεόδωρε να πάμε όλοι
μαζί Πλυντήριο...», «Πλυντήριο όλοι μαζί...», «ναι στο Γκάζι...Πλυντήριο...το
ξεφτιλάδικο...», «κάπου το' χω ακούσει...», «εγώ είμαι Πλυντήριο ξέρω γω...»,
«ξεφτιλάδικο είναι;», «ναι κάτι τέτοιο...», «χουχουχουχ...για πες για πες...», «κι
εγώ...κι εγώ δεν ψηνόμουνα ρε...ήθελα να κάτσω σπίτι να παίξω LoL χτες το
βράδυ...», «LoL ρε μαλάκα παίζεις...μωρή καφρούμπα...», «ναι ρε...χουχουχουχ...ναι
ρε φουλ...», «πλάκα κάνεις...», «καίγομαι όχι μαλακίες...ναι ρε...πριν έρθω...»,
«ΧΑΧΑΧΑΧ!», «πριν έρθω στη δουλειά και τέτοια... », «ντάξει αυτό δεν το
περίμενα...», «χιε χιε χιε...», «σ' όλη την ιστορία αυτό ήταν το πιο φοβερό...», «χιε χιε
χιε χιε...», «για πες...», «και...μου στέλνει μήνυμα στο Instagram ο τύπος και μου λέει
έμαθα...μπλα μπλα...του λέω λάθος έμαθες...«, «χαχα...», «του
λέω...επειδή...απαράδεχτη που δεν έρχεσαι και...μπλα μπλα...κλπ», «μάλιστα...», «και
μου λέει..α...και μου λέει...αύριο τι κάνεις...του λέω δουλεύω μέχρι τις εννιά...για
σήμερα...μου λέει α καλά κι αυτά...», «ψήθηκε δηλαδή...», «ναι ψήθηκε...», «σε
κυνηγάει...», «α...ωραία...», «και του λέω...γιατί μου λέει από κοντά...που δε μου
μίλαγε...μου λέει είσαι καλό παιδί μου λέει να σε βάλουμε στο crew, κάπως έτσι...»,
«ψψψψψψ...», «και λέω ντάξει με βλέπει φιλικά ξέρω γω έτσι; Και μου το λέει
χύμα...», «τελικά σε βλέπει φιλικά ή όχι;», «δεν με βλέπει φιλικά...αλλά...και του
στέλνω και του λέω καλά του λέω άσε δεν ξαναπροτείνω τίποτα για θα φάω...άκυρο
του λέω...και μου λέει γιατί είναι άκυρο είναι πλάκα αυτό που σου στειλα...τη
φωτογραφία με το τάδε...», «ναι, ναι...», «του λέω ντάξει ναι οκ...μου λέει...», «α
είναι πλακατζής...», «ναι είναι βλάκας...», «χιε χιε χιε...», «χουχουχουχ», «θες να
βγούμε μου λέει...του λέω ναι...του λέω τι εννοείς...όχι του λέω άμα είναι του λέω
ψηθείτε αύριο να πάμε σ' ένα τσιπουράδικο σήμερα ή να πάμε για ταινία...και μου
λέει οι δυο μας και του λέω ντάξει του λέω δεν ξέρω οι δυο μας γιατί μήπως θες να'
ναι και το crew μαζί...», «χοθχοθχ...έτσι έτσι καλά του' πες του μαλάκα...», «και μου
λέει...», «για πες...καλά του πες καλά του πες...», «όχι μου λέει...οι δυο μας...αλλά
άμα θες και το crew μου λέει δεν πειράζει...», «χιε χιε χιε...», «όχι του λέω οι δυο
μας...αυτό...», «ωραία...», «και θα βγούμε αύριο...», «και σ' αρέσει πολύ ήηηηη...έτσι
κι έτσι», «μ' αρέσει πολύ...», «ωραία...», «ωραία...», «και...για να δούμε...για να
δούμε...», «εσύ; με την άλλη;», «ε με την άλλη...είμαστε...καλά είμαστε...ζεύγος...»,
«αααα...τι ωραία...όχι...τι ωραία...», «όχι δηλαδή ζεύγος...δεν βρισκόμαστε και κάθε
μέρα, μόνο…ξέρεις…κάτω…στη στοά», «ωραία...», «μέρα παρά μέρα..ξέρω γω...»,
«ωραία...», «αυτά...καλά πάει...ξέρω γω...», «ντάξει...όλα καλά...», «ωραία
περνάω...», «ωραία...μπράβο Ανάργυρε...», «να με φτύξω...», «να με φτύξεις...»,
«φτου!», «φτου!».
Τα βήματα του άρχισαν πάλι αντηχούν στο διάδρομο του βιβλιοπωλείου, κούφια
και βαρεμένα, απ' τη σκάλα κατέβαινε ο Ροδόλφος – σίγουρα έντρομος από κάποιο
επιθετικό κουνάβι-πελάτη, «ωωω...καλώς τονε...που' σαι ρε μαλάκα;» είπε ο
Μουκοβίνας με φωνή πουτσιστάν καρτούν, «που' σαι ρε μαλάκα...» είπε ο Ροδόλφος
με φωνή επίσης καρτούν πουτσιστάν, «πως πάει...καλά' σαι...», «καλά...συ...», «καλά
εδώ πέρα...θα πάρεις το λάσο τι λέει;», «αλλάααα...», «εδώ γκιέμς;». Ο Μουκοβίνας
ανέβηκε στην αποθήκη για να δει αν είχε παραλαβή cd-dvd, άνοιξε τη πόρτα,
«εδώ...μολύβια...παπάρια...σκατάρια...», βγήκε απ' την αποθήκη ευχαριστημένος που
δεν είχε παραλαβή, «παρακαλώ...», «εεεε...παλιά ελληνικά τραγούδια...παλιά ποπ
ελληνικά...που θα βρω...» του 'πε ένας τρόμπας δίπλα απ΄ το ράφι με το Ελληνικό
Ρεπερτόριο. «Του Γιάννη Πάριου...μπλα μπλα μπλα...», «ε τώρα αυτά είναι
λίγο...εδώ...εδώ θα ψάξετε...είναι οι συλλογές...εδώ...αν βρείτε δηλαδή σε
κάτι...εδώ...είναι οι συλλογές...μετά θα πρέπει να πάμε...ξεχωριστά...», «κάπου...»,
«ναι...ρίξτε μία ματιά εδώ στις συλλογές...», «έχετε...», «αυτά τα τρία ράφια
είναι...ρίξτε μία ματιά κι αν δεν...», «έχετε...», «δεν τα έχουμε...δυστυχώς όχι...».
Ένας γέρος έριχνε χριστοπαναγίες στο πάγκο του service. «και δεν μου λες ρε
Ροδόλφο...αυτό το Nintendo είναι καλό ρε μαλάκα ή μαλακία;» είπε ο Μουκοβίνας
με φωνή πουτσιστάν, είχε ήδη φτάσει στα games. «πόσο;», «τρία σαράντα...», «τι λε
ρε...», «είναι πολύ ωραίο...», «όντως είναι πολύ ωραίο...», «είναι πολύ καλό...», «το
παιξες;», «έχω δει και μου' χουν πει και φίλοι που το πήρανε...», «μαλάκα
πανάκριβο...γιατί έτσι;», «γιατί είναιιιι...μπαίνει στην τηλόραση και βγάζεις αυτά τα
παπάρια δω το χειριστήριο, το κουμπώνεις στο τάμπλετ, βγάζεις οθόνη και συνεχίζεις
και παίζεις έξω...έξω απ' το σπίτι ξέρω γω...», «α το παίρνεις και καλά μαζί σου...»,
«ναι ρε ναι...», «παίζει και στην τηλόραση όμως...», «ναι...είναι ωραία φάση...»,
«άντε ρε μαλάκα...», «ναι ρε ναι...», σκάει διαφήμιση, «και πως
συνδέεται...δηλαδή...πως...», «είναι η κονσόλα στην ουσία...η οποία κουμπώνει σ' ένα
ντοκ...κι όταν το παίρνεις είναι πάλι κονσόλα ρε...», «το 'χεις παίξει καθόλου;», «όχι
αλλά μου' χουν πει φίλοι ότι είναι πολύ καλό... αλλά δεν έχει βγει ακόμη ρε είναι από
το μέλλον αυτό που λέμε τώρα…χαχαχα», «μάλιστα...», «απίστευτη
δουλειά...απίστευτη δουλειά όμως...» λέει ο Καλατράβας Τζέι Αρ απ' το τεχνικό
τμήμα, (φορανε τώρα όλοι τραγιάσκες και μπορούν όντως να δουν το ΜΕΛΟΝ ΡΕ
ΠΟΥΣΤΗ) «γιατί το λες...» λέει ο Μουκοβίνας, «καταρχήν είναι μείον τρία συν
ένα...», «τι εννοείς;», «είναι τάμπλετ, κονσόλα και...», «α είναι και τάμπλετ...», «στην
ουσία...χειριστήριο ένα χειριστήριο δύο...», «ναι...», «σου δίνει στην ουσία...είναι
ωραία ιδέα...», «πάρα πολύ καλή...αυτό εδώ όταν βγαίνει το τάμπλετ...μπαίνουν
αυτά...δεξιά αριστερά...», «ναι το ξέρω...ναι...», «γίνεται σαν PSP...», «ναι...»,
«λοιπόν...αυτό εδώ...είναι...υπάρχει ένα διπλό παιχνίδι που κολλάνε εδώ και πιάνω
εγώ το ένα εσύ το άλλο και το χουμε κει και παίζουμε...», «κατάλαβα...», «έτσι...»,
«κατάλαβα...», «μάλιστα...», «έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά...», «ναι αλλά δεν
έχουνε βγει ακόμα παιχνίδια ρε πούστη...», «ναι, ναι, δεν έχουν βγει ακόμα παιχνίδια
ρε πούστη...μόνο το Ζέλντα...», «μόνο το Ζέλντα φτάνει να παίξεις...», «το πρώτο
παιχνίδι που πήρε 98 τις εκατό στο Metacritic...», «άντε ρε τόσο καλό;», «ενενήντα
οχτώ...», «μόνο γι' αυτό;», «ναι...», «άντε ρε...», «το Ζέλντα δεν παίζεται...και το
Σούπερ Μάριο γαμάει...», «πρέπει να' ναι η καλύτερη δουλειά που έχει γίνει ποτέ σε
παιχνίδι...», «σώπα ρε...», «τώρα...», «θα πέσει promotion τρελό ε;», «και το Σούπερ
Μάριο γαμάει...», «το δες; το βιντεάκι; το βαλα γω στο τοίχο μου...», «Σούπερ Μάριο
Odyssey...είναι απίστευτο...», «Γκομεζάκιιιι...», «ωχ κομμάτια είσαι ε;». Κατέβηκε
τις σκάλες, αμέσως του μούνταρε μία τυχαία μοδάτη νοικοκυρά, απ' το πουθενά λέμε
τώρα. «Για ταξιδιωτικούς οδηγούς;», «εδώ από πίσω θα πάτε...», «που;», «εδώ από
πίσω...», «εδώ από πίσω...», «εδώ από πίσω...ναι...». «Ανάργυρε; Τι κάνεις; Μπορείς
να δεις αν έχουμε το χάρτη Υμηττού της Τερέν; Α και να μαζέψεις το χάλι στην
τουαλέτα...έχει ολόκληρα κομμάτια από καβούκια εκεί μέσα...αυτό είναι
ανεπίτρεπτο! Νομίζω είναι η σειρά σας...σωστός νομίζω...» είπε ο Περιφεριάρχης
Σβαντζ και χτύπησε φιλικά τη πλάτη του Μουκοβίνα. «Εδώ για τον κύριο είναι...αν
τον έχουμε...αλλιώς παραγγελία...» είπε πάλι ο Διευθυντής, «για σας είναι; τον θέλετε
της Τερέν;», «ναι ναι μόνο της Τερέν...», άρχισαν να ψάχνουν στον υπολογιστή του
σταθμού των Πελατών, «αυτός δεν είναι;», «ναι», «γιατί έχω έναν...», άρχισαν να
ψάχνουν στο ράφι με τους χάρτες, «θα το βρω...όχι όχι δεν χρειάζεται θα το βρω...»,
άρχισε να ψάχνει και ο πελάτης, χρατς χρατς χρατς...μία άλλη πελάτισσα πετάχτηκε
απ' το ράφι με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς, κάτι είπε αλλά ο Μουκοβίνας έκανε πως
δεν άκουσε, «Σαντορίνη, Πάρος, Σέριφος, μπλα μπλα μπλα», «τα έχω ψάξει τα
υπόλοιπα...να μην μπερδευτούμε...καλά ναι μπορεί...να το...» «τον βρήκα...», «ταμείο
ναι; ευχαριστώ πολύ...», «ναι...» είπε ο Μουκοβίνας και του τον έδωσε. Ο
Μουκοβίνας έτρεξε σχεδόν μέχρι την Αγία των Φοριαμών, άνοιξε την πόρτα και
μπήκε ευθύς αμέσως στην τουαλέτα και ξέρασε.

Έγινε φοβερό φονικό εκείνο το μεσημέρι από καθαρή αστοχία. Είδανε τη γυναίκα
με τις μαύρες δαντέλες που είχε πάρει την κόρη της από το χέρι μέσα στο στενό να
πέφτει κάτω από ένα μεγάλο κομμάτι μπαλκονιού και να λιώνει και το μικρό παιδί.
Μεγάλου Αλεξάνδρου 32. Δεν είχε προλάβει να χωνέψει τη φασολάδα της. Η μικρή
είχε φάει ρέγγα. Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία είναι εντελώς μύωψ. Αφήσανε τις
βόμβες όπου βρήκανε. Τα Άφρικα Κορπς ακόμα δεν είχανε φτιαχτεί. Ο Ιάκωβος
Ντεποζίτο ήτανε κουκουλωμένος με την φοβερή του καρώ τραγιάσκα και κοιτούσε
τον ουρανό να μην του πέσει τίποτα στο κεφάλι. Λάμβανε δονήσεις από τη γη αλλά
δεν ήταν από τον βομβαρδισμό. Απόλυτα απαθής, άναψε ένα Μπελομορκανάλ – είχε
απόθεμα μέχρι να τελειώσει όλο το 1944 χάρις την φίλη του την Σβετλάνα Μαλιπέτα
– πήρε βαθιά ανάσα και προχώρησε πάνω στις οξυδωμένες γραμμές του χώματος.
Ποιος μπορούσε να τον αμφισβητήσει τώρα; Ο χάρτης του ήταν φτιαγμένος από
γυναικεία ονόματα, γεμάτος αστέρια, κωδικοποιημένους χαρακτήρες, οι γωνίες ήταν
καμμένες από τα τσιγάρα του, οι κάλτσες του ήταν ιδρωμένες μέσα από τις
δερμάτινες μπότες. Ο άνεμος φυσούσε δυτικός και ο χοντρός της Αρσακείου ο κ.
Κοφίνας του είπε πως σήμερα θα βομβαρδίζανε τον Πειραιά οι Άγγλοι. Έξυσε λίγο τ'
αχαμνά του γιατί το μάλλινο παντελόνι της ΕΕΑ τον τρέλαινε. Άραγε όντως είχε
ξαπλώσει με όλες αυτές τις τσούπρες; Ποιο ήταν το μυστικό του; Κανείς δεν μπορεί
να πει σ' αυτή τη φάση του βομβαρδισμού. Όλοι είναι απασχολημένοι να σκύβουν, να
παρατάνε πιάτα με φακές και να χαζεύουν αποχαυνωμένοι τα δοκάρια να
γκρεμίζονται δίπλα τους. Είχε ταλέντο στο να προβλέπει. Μπορούσε να προβλέψει
ότι ήθελες – εκτός από αγώνες κυνοδρομιών – γι' αυτό τον είχανε στα όπα, όπα.
Αυτός ο υπολοχαγός Ιάκωβος Ντεποζίτο ήταν το κάτι άλλο. Δεν ήξερε το δρόμο
φυσικά και πήγαινε μόνο με το ένστικτο. Η μούρη του θύμιζε κοπρόσκυλο που
ψάχνει το κόκαλο κάτω απο ένα βουνό με χαλίκι. Έπρεπε να βρει τον κ. Αντωνίου για
να του πει πως είχε δει εκείνον τον Ζαγρέα τον Στοατζή στην Καλοσκοπή Φωκίδας.
Πράγμα εντελώς άχρηστο γιατί του το είχε πει ήδη στο τηλέφωνο 5 φορές. Οι
διαταγές όμως ήταν διαταγές. Έκλασε λίγο γιατί πονούσε η κοιλιά αυτό το μεσημέρι.
Το φως ήταν σαν φολίδες από την πλάτη οχιάς, η μεγάλη του ουρά του έβαζε
τρικλοποδιές και του έριχνε φάπες στον καλοκουρεμένο του σβέρκο. Τι δουλειά είχε
αυτός τώρα με το νέο τμήμα του Σεισμολογικού Ινστιτούτου; το Σ.Ι. ήταν πολύ νέο,
πιο νέο απ' όλα τα νέα υπηρεσιακά όργανα της Κυβέρνησης. Τα γραφεία του ήταν
από μάρμαρο και έβενο. Ο θυρωρός δεν ήταν ικανός να του χαμογελάσει όταν τον
έβλεπε. Πάντα είχε μία στάμπα στο καβάλο. Ίσως να τον έπαιζε κρυφά κάτω από το
γραφειάκι του. Ίσως να κατουριόταν απλά πάνω του ή πάντα όταν τον έβλεπε να
συγχυζόταν τόσο πολύ που να έχυνε το νερό του. Ο Δίας Ζαγρέας έπρεπε να βρεθεί
πάση θυσία. Αυτό ήταν μέσα στο χάλκινο υπόμνημα του. Έκλασε πάλι και του ήρθε
να τραγουδήσει κάτι από μία όπερα του Ροσίνι. Δεν λυπήθηκε τίποτα. Του έδωσε και
κατάλαβε ο αχρείος. Ήταν αδύνατος σαν μπάρα καρύδας.
Το πολεμικό υλικό των Γερμανών έπρεπε να καταστραφεί αλλά εκείνος τι έφταιγε;
Εκείνος είχε δύο αποστολές: η πρώτη ήταν να βρει τον Ζαγρέα που είχε φτιάξει τη
Σουτουά 69 και η δεύτερη και η πιο πολύπλοκη, ήταν να ανιχνεύσει τις δονήσεις και
τον προορισμό τους. Τα φώτα πάνω στον ουρανό φυσικά και τον βοηθούσαν αλλά
αυτό δεν το είχε αναφέρει ακόμα στην διεύθυνση του Σ.Ι. Τους είχε στο χέρι.
Κάποιος αρχίδας είχε καταχωνιάσει όλα τα αρχεία της σημερινής μέρας στο συρτάρι
της Ανδρορουφήχτρας. Κανείς δεν πλησίαζε το γραφείο της για κανένα λόγο.
Μπορούσε να σου ρουφήξει το σπέρμα από τους όρχεις μόνο με ένα της κοίταγμα –
σαν την Μέδουσα κάτι. Οι μαρτυρικές στιγμές που ζούσε ο πολύπαθος Ελληνικός
λαός δεν ενδιέφεραν και πολύ τον Ντέπο. Εκείνος είχε έναν χάρτη να συμπληρώσει
εδώ, είχε σοβαρές δουλειές να κάνει. Επίσης είχε να καπνίσει φούντα πολύ ώρα.
Άραξε λίγο στο χώμα, κάτω από ένα υπόστεγο που φαινόταν να είναι κάτω από ένα
άλλο υπόστεγο – σκέφτηκε πως αν πέσει το πρώτο από καμία μπόμπα, ίσως να το
κρατήσει το δεύτερο κι έτσι να μην πέσει στο κεφάλι του – άρχισε να στρίβει τώρα
ένα ωραιότατο τρίφυλλο, το άναψε και περίμενε να δει τα βεγγαλικά. Ο Απόστολος
Χαμηλός του είπε πως έπρεπε να παραδώσει την επιστολή αλλά εκείνος είχε το
μυαλό του μόνο στο μουνί της Εύας. Τα μπράτσα της που γυαλίζανε σαν λευκά κεριά
μέσα στο πρωινό φως του γραφείου κάτω στην Ιπποκράτους, ο συμπαγές της κώλος
που ασφυκτιούσε μέσα στην τουίντ της φούστα, τα στήθη της που ήταν τόσο στητά
σαν πεπονάκια μέσα σε μάλλινο θερμοκήπιο ονείρων.
Ο Βιρβίλης του είχε υποσχεθεί πως αν του τα έφτιαχνε με την Εύα θα του χάριζε
ολόκληρη τη σειρά γραμματοσήμων του. Η αλήθεια ήταν βέβαια πως η Εύα ήταν
τρομερή γκόμενα αλλά αυτή η εγκληματική ενέργεια των Συμμάχων ενάντια στον
Πειραιά ήταν ειδεχθής. Δεν είχαν βρει καλύτερο τρόπο να πιάσουν τα ποντίκια τους
Γερμανούς στη φάκα. Ο Ιάκωβος Ντεποζίτο έσβησε το γάρο του και άρχισε να
μετράει πτώματα. Μερικά ακρωτηριασμένα παιδιά έσκυβαν πάνω από μανάδες που
δεν ανέπνεαν πλέον, βουτηγμένες στο αίμα. Το είχε συνηθίσει ο μπαγάσας. Δεν έκανε
πλέον εμετό στη θέα τους. Είχε μάθει. Η SOE είχε ειδικό μάθημα εξαμήνου για την
συγκράτηση του εμετού με απανωτές καμπυλώσεις του λαιμού. Αλλά εκείνος ο
Ζαγρέας του είχε κάτσει στο λαρύγγι. Κανείς δεν τον είχε συναντήσει από κοντά –
τουλάχιστον όχι κάποιος που ήξερε ο Ιάκωβος Ντεποζίτο μέσα από την υπηρεσία.
Μόλις είδε τον μεγαλύτερο λάκκο και μέσα ένα αυτοκίνητο κομμένο στα δύο, τι είναι
αυτό...Σιτροέν; Δεν είναι ικανός να το αναγνωρίσει τόσο χάλια που είναι. Ο Ιάκωβος
Ντεποζίτο μπορεί να υπολογίσει που θα πέσει η επόμενη βόμβα. Σου θυμίζει κάτι
αυτό έτσι; Ναι, μπορεί. Είναι τόσο ικανός υπολοχαγός – γι' αυτό άλλωστε τον
κρατάνε ακόμα...ο πόλεμος τελειώνει και όλοι έχουν αρχίσει να κόβουν από παντού.
Ο Παπανδρέου είναι πλέον ο μεγάλος ηγέτης στα σαλόνια των Αμερικάνων. Τον
αγαπάμε το γέρο. Εν ώρα αιχμής, σφυροκόπημα για τρεις ώρες τα αεροπλανάκια.
Μέχρι τώρα έχουν πεθάνει γύρω στους 4.600 Έλληνες. Η πόλη βρωμάει αίμα και
σκατά. Νομίζει μόνο 5 Γερμανοί στρατιώτες με πολιτικά έχουν σκοτωθεί κι αυτό από
κάτι δοκάρια ξεγυρισμένα από κάτι ξεχαρβαλωμένες στέγες. Στο τέλος της ημέρας θα
είναι κι άλλοι. Είναι κι αυτό μία επιτυχία. Είναι σαν...πως το λένε εκείνο το καινούριο
που βρήκαν οι γιατροί του Τσώρτσιλ μωρέ...χημειοθεραπεία. Μαζί με τα υγιή
πεθαίνουν πεθαίνουν και τα άρρωστα. Προχωράει σ' ένα πρώην σχολείο και μετράει
περίπου 80 μαθήτριες με τα φουστανάκια τους σηκωμένα και τα στήθη έξω, νεκρές
όλες, πλακωμένες, σφηνωμένες σε περίεργες στάσεις, τα πόδια σαν να χορεύουν
μπαλέτο, σκονισμένα μέτωπα, μάτια βγαλμένα, πρώτες φάλλαγες του χεριού δίπλα
από πέτρες σαν αρχαιολογικά ευρήματα. Οι δασκάλες όμως της Δημοτικής
Οικοκυρικής και Επαγγελματικής σχολής Πειραιά είναι ακόμα πιο όμορφες έτσι που
είναι ξαπλωμένες σε περίεργες στάσεις στο έδαφος. Τα μαλλιά τους είναι φτιαγμένα
σε τέλειες μπούκλες που πέφτουν στους εξαρθρωμένους τους ώμους – τις προτιμάει
από τις μαθήτριες. Σιχαίνεται όμως τον εαυτό του που κάνει τέτοιες σκέψεις μία
τέτοια ώρα. Είναι η ώρα του Θανάτου. Περνάει την Ηλεκτρική Εταιρία γιατί βρωμάει
εκεί πέρα. Πιφ.
Στο εστιατόριου του Βίρβου, γωνία Ρέπουλη και Β. Κωσταντίνου, κτίριο
Ταβλαδωράκη, στο Κοντινένταλ και όπου άλλου θες, γίνεται της πουτάνας.
Εβδομήντα νοματαίοι πλακώνονται εκεί μέσα. Για το ξενοδοχείο άστα μη τα ρωτάς.
Πάει. Εξαφανίστηκε. Το έψαχνε ο Ιάκωβος Ντεποζίτο αλλά δεν το έβρισκε. Μέσα
στα θεμέλια βράζουν ακόμα οι κόκκινες αρχαιότητες που είναι εκεί βαλμένες και
ξεχασμένες από χέρια που από αιώνες έχουν γίνει φως στον ουρανό. Κανείς όμως δεν
παρατηρεί τώρα αυτά τα εξογκώματα Ιστορίας. Όλοι έχουν το μυαλό τους στο
τρέξιμο και στο κρύψιμο. Οι βόμβες ακόμα πέφτουν. Ο Ηλεκτρικός Σιδηρόδρομος
έγινε στάχτη. Πολλοί από τους νεκρούς δεν έχουν ταφεί γιατί οι συγγενείς ήθελαν να
κρατήσουν τα δελτία τροφίμων έτσι ώστε να παίρνουν την έξτρα μερίδα συσσιτίου
του νεκρού και τα 30 δράμια ψωμί. Πάνω στο Δημοτικό Νεκροταφείο Ανάστασης
κάποιος φωνάζει 492 ονόματα νεκρών αλλά κανείς δεν σηκώνει το βλέμμα από το
χώμα. Ο Αλέξανδρος Βλάγκαλης έβαλε λυτούς και δεμένους να επισκευάσουν τις
γραμμές του Σιδηροδρόμου – μέσα σε μία εβδομάδα ήταν πάλι σε λειτουργία...αλλά
κοίτα να δεις που οι γερμανικές εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου δεν έπαθαν τίποτα,
γρατζουνιά. Το αεροδρόμιο ανέπαφο – τι στραβομάρα κι αυτή – τα ναυπηγεία του
Περάματος...τίποτα...όρθια. Με το πουλί σημαδεύουν εκείνοι οι Εγγλέζοι μου
φαίνεται. Νύχτα το πήρανε το δίπλωμα ρε γαμώτο. Ο Ιάκωβος Ντεποζίτο κλάνει
ξανά...πρέπει να την έχει αρπάξει καλά. Οι κωλόφαρδοι εθνικοί αγωνιστές στη
φυλακή της Κάστορος δεν έπαθαν τίποτα μιας και η βόμβα πέρασε ξυστά από τον
κώλο του κτιρίου. Ο διευθυντής χέστηκε τόσο πολύ από το φόβο του μη μπα και
σκοτωθούνε όλοι εκεί μέσα που έδωσε διαταγή ν' ανοίξουν τα κελιά και όλοι
δρόμοσαν έξω σβουρηχτοί.
Αλλά τι να πεις για τον Μαρκαντώνη; Μέσα στο εστιατόριο του Βίρβου να τρώνε
ξεγυρισμένες μακαρονάδες και να σου ξαφνικά να πέφτουν τα δοκάρια και να
μπαίνουν μέσα σε κεφάλια και σε σαλάτες. Εκείνος ο άσχημος εφημεριδοπώλης ήταν
τυχερός – θάφτηκε ζωντανός εκεί μέσα αλλά την έβγαλε ο πούστης. 27 χρονών και
ακόμα ντρεπότανε να τρώει στης πεθεράς του. Τοίχοι και ταβάνια να πέφτουν σαν
χαρτί. Δίπλα του βογκητά πόνου και μουρμουρητά βοήθειας. Ο κώλος είχε πέσει με
τη μούρη πάνω στον εξαερισμό του υπογείου κι έτσι την έβγαλε. Το βράδυ τον
βγάλανε και ήτανε ο μοναδικός επιζών.
Τρομερή αστοχία όμως, λέει ο Πανάγος. Ολόκληρα τετράγωνα κατεστραμμένα.
Ένα ολόκληρο κατάστημα, το κατάστημα μας, εξατμίζεται με μία βόμβα. Μένει μόνο
ένας αχνισμένος λάκκος – εκεί που τώρα στέκει το Μούλτιτσάμπα Πειραιά. Το
εργαστήριο με το μετάξι δεν έπαθε τίποτα. Απέναντι στου Βίρβου έτρωγε κι εκείνος.
Ήτανε αδιάθετος και δεν είχε όρεξη για μάσες. Ο Πανάγος πήρε το τρένο – το
τελευταίο και πήγε Καλλιθέα πριν αρχίσει ο βομβαρδισμός.
Το θέαμα είναι ένα μείγμα από χώμα που αιωρείται στην ατμόσφαιρα, αίμα που
κυλάει μέσα στους υπονόμους, χόνδροι και κομμάτια σάρκας, λευκά κόκκαλα μέσα
σε μαυρισμένα σχήματα αφημένα στο δρόμο. Τα δύο αδέρφια που είναι από τα πιο
ψηλά άτομα σε όλο τον Πειραιά, ανακαλύπτονται από το συνεργείο διάσωσης και
κάποιος λέει πως είναι κοντύτερα τώρα, έχουν «μπει» κατά το ένα τρίτο και οι
γιατροί είπαν πως αυτό συνέβη από την ασφυξία κάτω από τα ερείπια. Ο Ιάκωβος
Ντεποζίτο προσπαθεί ν' ανέβει πάνω σε μία ταράτσα ενός σπιτιού στην οδό
Σωκράτους-Πολυτεχνείου. Όλα τα γύρω οικήματα έχουν πέσει, αυτός όμως λαμβάνει
σήματα εδώ γύρω, οι δονήσεις είναι πολύ έντονες και η νευροπλαστικότητα του
εγκεφάλου του αρχίζει να διεγείρεται. Οι κότες που έχει ο ιδιοκτήτης πάνω στην
ταράτσα είναι όλες μαζεμένες σε μία γωνία, από την άλλη πλευρά είναι το κομμένο
κεφάλι μίας γυναίκας και λίγο πιο πέρα ένας σωρός από ρούχα και σάρκα.
Πιθανότατα περαστική, σκέφτεται ο Ιάκωβος Ντεποζίτο που ανάβει άλλο ένα
Μπελομορκανάλ. Οι ανεπαίσθητες δονήσεις προέρχονται από το Ρήγμα του
Ειρηνικού. Αυτό λέει το Κουνταμπάφερ του και το Κουνταμπάφερ δεν κάνει ποτέ
λάθος. Τα φώτα είναι το σημάδι – εκείνη η σειρά από χλωμάδα στον ουρανό προς τη
Δύση. Πρέπει τώρα να βρει ένα τηλεφωνικό θάλαμο για να ενημερώσει τον
Λαζόγλου κι εκείνος με τη σειρά του...ναι...να στείλει το σήμα στο Κάιρο.
Ο Δημήτριος Κουμπής ήταν θρήσκος και σκέφτηκε να πεταχτεί μέσα στον
ορυμαγδό μέχρι την Αγία Ειρήνη μπας και τον προστατέψει η Αγία. Εκείνος έγινε
κομμάτια από ένα σιδερένιο θραύσμα αλλά το κουρείο του στην οδό Καραϊσκάκη
έμεινε ανέπαφο. 23 χρονών τότε. Ο Γιάννης Ζωγραφάκης όμως σε επιστολή του
γράφει πως η αδερφή του και ο κουνιάδος του Κουμπής βρήκαν τραγικό θάνατο από
το ωστικό κύμα το οποίο και τους επέταξε έξω από το κουρείο σαν μαριονέτες. Αυτό
το σημάδι – το κεφάλι της γυναίκας και ο σωρός με τα ρούχα – ήταν η αιτία να μην
τηλεφωνήσει στον κ. Αντωνίου για την υπόθεση Ζαγρέα. Η Διεύθυνση Ειδικής
Ασφάλειας του Κράτους τον είχε κάνει εντεταλμένο της επειδή γνώριζε πως τον είχαν
προτείνει από την SOE οι αξιωματικοί Λαζόγλου και Αντωνίου οι οποίοι με τη σειρά
τους ήταν εντεταλμένοι από τους Πλέγουντ και Τίμινσον της Βρετανικής
Αντικατασκοπείας οι οποίοι με τη σειρά τους ενεργούσαν για την νεοσύστατη CIA. Η
κατάσταση ήταν κάπως μπλεγμένη αλλά ο Ζαγρέας ξέφευγε από τις δαγκάνες του
Δικτύου. Ο πιο επικίνδυνος από τους εντεταλμένους του Κρεμλίνου στην Αθήνα είχε
εξαφανιστεί δια παντός και τώρα ο Ιάκωβος Ντεποζίτο έπρεπε να βγάλει το φίδι από
την τρύπα. Περπατάει έξω από το σπίτι της οικογένειας Μπερτζελέτου. Η μυρωδιά
είναι μόνο καμένη σάρκα και η συνηθισμένη σκόνη που του σπάει τα ρουθούνια και
τον κάνει να φτερνίζεται συνεχόμενα. Κάνει εκείνες τις ασκήσεις με τον λάρυγγα για
να μην ξεράσει. Είχε φάει μία ένα πιάτο με κοκκινιστούς χοχλιούς το πρωί – τους είχε
στείλει η μάνα του με το αεροπλάνο της Υπηρεσίας, λίγο παξιμάδι, ένα ποτήρι
φασκόμηλο και δέκα τσιγάρα. Είχε να δει το Αβδού πολύ, πολύ καιρό. Του λείπανε
τα ηλιόλουστα πρωινά και η γλυκειά οσμή του βασιλικού στις γλάστρες της μάνας
του. Ήξερε πως ακόμα δεν επρόκειτο να γίνει κάτι από τον ΕΛΑΣ και πως η
κατάσταση κρατιόταν πίσω – το Λιτόχωρο ακόμα έπρεπε να περιμένει μιας και δεν
είχαν βρει ακόμα εκείνους που έπρεπε να θυσιαστούν – χωρίς οι ίδιοι βέβαια να το
ξέρουν. Ο Ζαγρέας είχε στην κατοχή του το έγγραφο για την επίθεση στο Λιτόχωρο
με αναλυτική λίστα ονομάτων. Αυτό ήταν το ένα. Η Σ.Ι. όμως τον πίεζε για τα φώτα
– έπρεπε να παρατηρηθεί το φαινόμενο στον ουρανό πάση θυσία και να ξέρουν που
επρόκειτο να χτυπήσει ο επόμενος σεισμός. Οι δονήσεις έλεγαν κάπου στην απέναντι
πλευρά και το Κουνταμπάφερ δεν έκανε ποτέ λάθος. Εκείνο το μαραφέτι που του
είχαν βάλει στην κωλοτρυπίδα οι γιατροί του Σ.Ι. Τον έτρωγε τα πρωινά. Τρελή
φαγούρα. Σαν μικρό τσουτσούνι, από τη μέσα μεριά του δέρματος. Δεν το
παρατηρούσες εύκολα αλλά η Γκραίτα το είχε δει. Ήταν πονηρούλα. Όλο τον
κερνούσε τοστ και του έπαιρνε ευχαρίστως πίπα κάθε πρωί. Ένα ευχάριστο ξύπνημα
κι ένα φιλί στο μέτωπο για καλή τύχη, του θύμιζε την Μαρία από τις Γωνιές, είχε
εκείνη την εδώδιμη ποιότητα της αριστοκρατίας της Βαϊμάρης. Εκείνος έμοιαζε
περισσότερο με Πυγμαίο Κρητικό παρά με οτιδήποτε άλλο. Εντάξει ήταν λίγο κοντός
αλλά αυτό δεν του έκοβε σε γενναιότητα. Τηλέφωνα είχαν πέσει από την
Ουάσιγκτον. Περίμεναν να μάθουν νέα του αλλά εκείνος ακόμα δεν είχε τίποτα
χειροπιαστό όπως συντεταγμένες.
Όλα τα μέλη της οικογενείας Μπερτζελέτου σκοτωμένα – μάλιστα, άλλη μία
τραγωδία, μόνο ένας σώθηκε κι αυτός είχε πάει να βρει ένα φίλο του στο Παγκράτι.
Το ένστικτο μίας μαθήτριας οδήγησε όλα τα κορίτσια στο καταφύγιο της Ηλεκτρικής
που έγινε σούπα. Εκείνο της Περαϊκού δεν έπαθε τίποτα κι ας ήταν πιο κακή
κατασκευή. Τα ίδια και με τους εργάτες του Παπουτσάνη.
Πειραματόζωο από πολύ μικρός ο Ιάκωβος Ντεποζίτο – εντελώς συμπτωματικά
τον είχαν παρατηρήσει οι γιατροί στον στρατό και τον είχαν στείλει στο Τρίτο
Επιτελικό για περαιτέρω εκπαίδευση. Τα αντανακλαστικά του ήταν εξαίρετα και η
νευροπλαστικότητα του εγκεφάλου του ιδανική για την SOE.

Το κλιματιστικό έχει σηκώσει έναν βορειοδυτικό άνεμο και η θερμοκρασία


ανεβαίνει. Το απόγευμα είναι το ίδιο με το βράδυ, κάτω από το συσσωρευμένο νέον
φως. Ο Δημήτρης Χορνιόπουλος θα πέσει κι αυτός στην πολυκαταστηματική μπόρα.
Η μέρα ήταν ένα μεγάλο, χαζό κρυφτούλι στο αρνητικό φάσμα, με το σύνηθες
αρνητικό, πονεμένο αποτέλεσμα. Αυτή τη φορά ήταν μία τζούφια Απόλυτη Σούφρα,
προϊόντα να λείπουν από παντού, μόνο ένα αρχείο στο ραντάρ, κι εκείνο καλά
τριγυρισμένο, όταν έφτασε ο Χόρνι, από την περισσότερο βαρετή και λιγότερο
καλαίσθητη ομάδα ασφαλείας που είχε δει ποτέ. Μαλακά, ξεθωριασμένα πορτοκαλί
πουλοβεράκια με το σήμα του Μούλτιτσάμπα, με φόντο σταχτιά ράφια, πολυβόλα
Nerf τρίτου τύπου, μούσια που κάλυπταν όλο το πρόσωπο και λίγο το καρύδι του
λαιμού, πελώρια χείλη, καμία αίσθηση του αστείου ή του ειρωνικού – σε καμία
περίπτωση δεν θα άφηναν έναν φωτοτυπά υπο-προϊστάμενο να ρίξει μία ματιά
σήμερα.
Η ΣΕΡΑΦΙΝΟ είναι το FBI των φτωχών. Τουλάχιστον, σήμερα ο Χόρνι δεν είναι
μόνη σαν το λεμόνι, είχε την κάπως κουτσή θαλπωρή να δει τον αντίστοιχο
απεσταλμένο της Υπηρεσίας Πωλήσεων, και μετά από λίγη ώρα ακόμα και τον
διευθυντή του τμήματος, να μπουκάρουν λυσσασμένοι στο σκηνικό με μία
απομίμηση συγκρουόμενων μίας Spider Alfa Romeo του '75 και τελικά καταφέρνουν
να τους εξοστρακίσουν κι αυτούς. Χεχέ! Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να χαιρετίσει
πίσω τον Χόρνι. Ντροπή ρε παιδιά. Αλλά ο πονηρός Δημήτρης κάνει μία πιρουέτα
και αρχίζει να μοιράζει παστίλιες Μεζ και τσιγάρα Άσσος άφιλτρο, όση ώρα
χρειάζεται για να μάθει τουλάχιστον τι τρέχει με αυτή την τρύπα που αχνίζει στο
τμήμα της Τηλεφωνίας λόγω της ξώφαλτσης επίσκεψης του Κουνταμπάφερ. Πήρε
πολλλλλλααααααά κινητά – ακριβάαααααααα.
Πρόκειται για μία διάσπαση του ημερησίου τζίρου, με εύρος περίπου 10.000 ευρώ
και χασούρα περίπου 7.000, λίγδα από δάχτυλα παιδιών τσιγγάνων πάνω στις οθόνες
των κινητών, ότι απέμεινε από την επιδρομή του Κουνταμπάφερ. Προφανώς αυτό
ήθελαν οι εμπνευστές του. Φαίνεται πως έχουν βάλει μυστικά μηνύματα εκεί μέσα,
κάτω από τον καταρράκτη των αριθμών που τώρα αναλύει το πρόγραμμα. Ο
υπεύθυνος πόρτας σχεδόν τυφλώθηκε όταν αντίκρισε την πρώτη σελίδα του μάτριξ
από τα νούμερα και ακούστηκε να φωνάζει σκατά, προκαλώντας γέλια στους
υπαλλήλους που σκούπιζαν τα απομεινάρια της οργής του πελάτη του οποίου και είχε
σχεδόν εκραγεί το κρανίο από την…βαρεμάρα. Όλοι περιμένουντον υπο-
προϊστάμενο Κουρήτη Πατζαράκη από την Π.Α.Φ. (αυτοί οι σκερβελέδες τα κάνουν
όλα πολύ αργααααά), ο οποίος και εμφανίζεται άξαφνα. Ο Χόρνι προλαβαίνει να του
ρίξει μία πεταχτή ματιά μετά από πολύ καιρό που είχ εφάει το τελευταίο του
ΒΡΑ.ΔΥ.ΡΟΦ.ΚΑ. – φάτσα σαν τριχωτή μασχάλη, μάτια σαν μικρές μπαλίτσες,
χοντρούλης, βαμμένος με το πορτοκαλί αίμα του πολυκαταστήματος, φανατικός,
έμπειρος, πολεμοχαρής πωλητής. Ο Κουρήτησ παίρνει τα αποτελέσματα του αρχείου
του ραντάρ και του κλειστού κυκλώματος (αλλά θα πάρει τα αρχίδια του γιατί η
τραγιάσκα γυαλίζει δαιμονισμένα και δεν βλέπεις τίποτα στο μόνιτορ), μπαίνει στο
δικό του συγκρουόμενο που πρέπει να προσομοιώνει ένα σπάνιο Peel P50 του '63, κι
αυτό ήταν, την έκανε.
Και τώρα, όπως υπολογίζει ο Χόρνι, η ΣΕΡΑΦΙΝΟ μπορεί, κάπως με το στανιό, να
υποβάλει μία σκατίλα στην Π.Α.Φ., ζητώντας ευγενικά μία μηδαμινή αναφορά
σχετικά με το περιεχόμενο του αρχείου, και, όπως πάντα, να μην απαντηθεί ποτέ γιατί
είναι σκατόπαιδα. Καλά, προσπαθεί να μην είναι απαισιόδοξος. Η Π.Α.Φ. δεν δίνει
σημασία σε κανέναν, και όλοι αγνοούν την ΣΕΡΑΦΙΝΟ. Α-αλλά δεν έχει καμία
σημασία...έτσι δεν είναι; Αυτό είναι το τελευταίο του Κουνταμπάφερ για την ώρα.
Οριστικά, αν όλα πάνε κατ' ευχήν.
Αυτό το πρωινό, στο inbox του, υπήρχαν εντολές που τον έστελναν επειγόντως με
απόσπαση σε κάποιο άλλο μυστικό φωτοτυπικό χώρο στην Σουτουά 10. Καμία
εξήγηση πέρα από ένα επισυναπτόμενο αρχείο μίας αναφοράς προς την ΣΕΡΑΦΙΝΟ
που του ζητούσε ανάθεση καινούριων καθηκόντων «σαν μέρος του Πειραματικού
Προγράμματος για Π.Δ.Π.». Πειραματικού; Π.Δ.Π. σημαίνει Πολιτικός Διευθυντής
Πολέμου, του έριξε άλλη μία θολή ματιά. Άλλη μία μαλακία από την Πολυκλαδική
του Ελμπασάν, σίγουρα πράγματα. Αλλά θα ήταν ίσως μία ευχάριστη αλλαγή
παραστάσεων από αυτήν τη ρουτίνα κρυφτούλι των Κουνταμπάφερ, που αρχίζει
πλέον να γίνεται ανιαρή.
Κάποτε, όταν ο Χόρνι ήταν ένας έντιμος υπάλληλος, του άρεσε η δουλειά του.
Αλήθεια. Ή τουλάχιστον έτσι θυμάται. Πολλά πράγματα πριν το 2008 είναι πλέον
παραμορφωμένα. Θυμάται την πρώτη επίθεση κατασκόπων του Πλαισίου σαν μία
μακρά περίοδο πίσσας. Ένα μίνι καλοκαίρι Αγάπης. Τίποτα από όλους αυτούς που
έστελνε η Πλαισιομαιική ή αλλιώς Κόκκινη Καταιγίδα. Αλλά το τελευταίο καλοκαίρι
αρχίσανε οι τραγιάσκες, εκείνα τα ελεεινά Τηλεκατευθυνόμενα, γυαλιστερά
κλεφτρόνια. Περπατούσες μέχρι το ταμείο, ή έριχνες τον υπνάκο σου στο κρυμμένο
σου ράντζο δίπλα από τα βινύλια, και ξαφνικά έφτανε στ' αυτιά σου ένας ήχος
πρωινής κλανίτσας κάτω από το τμήμα Βιβλίων – ο συναγερμός – αν απλώς
επιμείνει, κορυφώνεται και προσπερνάει ε, τότε είναι ΟΚ, είναι πρόβλημα κάποιου
άλλου...αλλά αν το κύκλωμα του σβήσει, έχε το νου σου αδερφέ – έχει αρχίσει την
ανάλυση, μετρώντας προϊόντα, διαθέσεις, βλέμματα, η λάμψη σαν φωτοστέφανο, σαν
κουκκίδα, πάνω από τα Μάτια, μία κλειτορίδα φωτός, έχεις περίπου δέκα δεύτερα να
συνειδητοποιήσεις πως σε κλέβουν. Ε, εντάξει, δεν ήταν δα και τόσο τραγικά. Μετά
από λίγο το συνήθιζες, είχε πλέον ψηφιστεί και Νόμος περί Shoplifting και Κινδύνων
στη Βουλή, έπαιρνες το ρίσκο σου σαν πελάτης, κατέληγες να παίζεις στοιχήματα με
τους άλλους καταδικασμένους – ένα δύο ευρώ στην αρχή, με τον Πατ Ολέσκο στο
διπλανό γραφείο, για το που θα χτυπούσε το επόμενο Τραγιασκιακό Πράγμα...
Τα Κουνταμπάφερ. Τα γαμημένα τα Κουνταμπάφερ – εκτός του ότι έκλεβαν τα
πάντα σε χρόνο μηδέν, είχαν την ικανότητα να σκάνε τους πελάτες μεταδίδοντας τους
την ίδια τους την εταιρική βαρεμάρα...αχ. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα συνηθίσεις
αυτά τα πράγματα του διαβόλου. Σε καμία περίπτωση. Για πρώτη φορά κατάλαβε
πως έτρεμε. Άρχισε να ανακατεύει τους χυμούς, να έχει καμπούρα, να καπνίζει το ένα
δάχτυλο μετά το άλλο, να αισθάνεται πως κάποιος του κάνει χοντρή πλάκα. Για
όνομα της Παναγίας, δεν πίστευε πως η ζωή του μπορούσε να εξελιχθεί έτσι...
«Ρε Χόρνι, πίνεις χυμό με καφέ και Red Bull...και τι είναι αυτό...ρακή;».
«Άγχος», ο Χόρνι βάζει και λίγο ούζο στο μίγμα.
«Καλά...το συκώτι δικό σου είναι» απολογείται ο Ολέσκο.
«Πρέπει να τα κουνάς μετά...βλέπεις;» κάνοντας την χειρονομία του μαλάκα με το
ποτήρι-σέικερ του φραπέ. «Έτσι δεν ανακατεύονται μέσα στο στομάχι σου». Οι υπο-
προϊστάμενοι κοιτάζονται μέσα από τα σύννεφα του καπνού, ενώ το κλίμα μέσα στο
πολυκατάστημα σκουραίνει και από τις ψηλές τζαμαρίες μπαίνει ελάχιστο φως, και ο
Ολέσκο είναι έτοιμος να κλάψει ή να τρίψει τα μάτια του, Χριστέ μου, μένουν άλλες
τόσες ώρες μέχρι το σχόλασμα, από την άλλη άκρη του εβένινου τραπεζιού της
κουζίνας.
Υπήρξαν πολλές ακτές και αποστάσεις αυτά τα δύο χρόνια, πολλές φορές πιο
δύσβατες από αυτές που πέρασε ο Έντι, ο πρώτος γνήσιος Χόρνι, πολλές γενεές πριν.
Αχυρένιο ντύσιμο και μύξες, απότομη συμπεριφορά – μία νύχτα τρόμου, ο
μεθυσμένος Χόρνι, στην Καντίνα, ήταν ο υπαίτιος να τους βγάλουν έξω όταν άρχισε
να κοπανάει τον Μαρούλη με έναν αγκυλωτό σταυρό-καρδούλα από πλαστικό, στο
κρανίο, ενώ ο Μαρούλης, παστωμένος ανάμεσα από ένα ξύλινο, επιτραπέζιο
ποδοσφαιράκι, προσπαθούσε να πετύχει τον Χόρνι με μία άσπρη μπάλα στο κεφάλι.
Αυτά τα γεγονότα συμβαίνουν περιέργως πολύ συχνά, αλλά η αηδία και η σαπίλα
είναι δυνατά χαρτιά σε αυτά τα μέρη, με τον Ολέσκο πάντα παρών, ιδρωμένο ή
αφυδατωμένο, και τον Χόρνι μαστουρωμένο σε σημείο αηδίας αλλά χωρίς την
έλλειψη έκπληξης για τον φίλο του τον Πατ που θα τον εγκατέλλειπε για το
οτιδήποτε.
Γνωρίζει πως μπορεί να κάνει τα πάντα με το μυαλό του. Δεν είναι πως έχει σχέση
με τις χτεσινές σαδομαζοχιστικές αναφορές για την Οργόνη (ξυρισμένα πόδια μέσα
σε διάφανο νάιλον εντοιχισμένα με δέρμα κροκόδειλου και μπουκαλάκια poppers),
τον Εδουάρδο (ψηλός, κομψός, Άγγλος από το Σάουθ-κάτι) και τα σκοτεινά γεγονότα
του περασμένου ΣΚ στου Ζουκά στο Μοναστηράκι, ένα εκκεντρικό στέκι με
κινούμενα φυτά-δολοφόνους σε διάφορες αποχρώσεις του σκατουλί με σημάνσεις
του τύπου ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΑΣΕΛΙΚΙΑ και
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΛΥΣΙΜΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ,
κρεμασμένες μετά από προειδοποίηση της Δημοτικής Αστυνομίας, ότι κι αν σημαίνει
πλέον αυτό το «Δημοτικής», που σκάνε για να πάρουν μάτι που και που, και όπου,
άτυχος μέσα στην ατυχία του, ο Χόρνι, που ήταν να βρεθεί με την Οργόνη,
μπουκάρει μέσα και βλέπει και τον Εδουάρδο δίπλα της, το πλάνο επιλεγμένο
προσεχτικά στο μοντάζ έτσι ώστε να προκαλεί φρίκη, πάνω από τον μεταξένιο ώμο
μίας φτέρης, κάτω από τον πουπουλένιο μίσχο ενός αυτιού, το χρώμα του στην
απόχρωση της αποχαυνωμένης σιέλ τοιχογραφίας ενός γκαράζ που έγινε γκαλερί
στους Αμπελόκηπους, και τότε, με την σχιζοφρένεια να τον γαργαλάει στη βάση της
μύτης, τα δύο επίμαχα πρόσωπα αρχίζουν να παίζουν πέτρα, μολύβι, ψαλίδι, χαρτί
και να του χαμογελάνε...
Και οι δύο τυχαίνουν να είναι μάλλινα τραγιασκάκια στο χάρτη του Βότκα. Θα
έπρεπε να ίδρωνε σαν να ήταν τυλιγμένος καμία προβιά Νέας Ζηλανδίας κάθε φορά –
εκρήξεις, φτερουγίσματα. Τα τραγιασκάκια είναι κομμένα έτσι ώστε να ταιριάζουν με
την διάθεση του της ημέρας, από άγαρμπα μέχρι ακριβείς. Ποτέ όμως για να
ανεβάσει κάποιον ή κάποια πάνω από κάποιον ή κάποια άλλη – πως θα ήταν δυνατόν;
Κανείς δεν έχει παρατηρήσει το χάρτη εκτός από τον Ολέσκο, και μα τον Αλλάχ,
είναι όλα πολύ καλοφτιαγμένα τραγιασκάκια...με πλαίσια και καρυκεύματα μέσα
στην τσιμεντένια, κρύα τρύπα του, σε καφενεία, στις τράπεζες, με κολλητά τζιν και
σκουλαρίκια χρυσά, τυλιγμένα με όμορφα παλτά, να βογκάνε, να βήχουν, πατούσες
με ριγέ κάλτσες στο πεζοδρόμιο, να κάνουν οχταράκια, να σερφάρουν στο ίντερνετ ή
να χαζεύουν από μικροσκοπικά παράθυρα φωταγωγών, τα βρίσκει – αγόρια,
γυναίκες, κορίτσια με ή χωρίς σουτιέν – ναι είναι ίσως λίγο παλιομοδίτικο
αλλά...«Όλη μέρα να δουλεύεις μόνο μ' ένα ποτήρι ρούμι» έλεγε ο Χάρι
Μπελαφόντε, «όλη μέρα να στοιβάζεις τραγιάσκες, και να θες να πας σπίτι». Και πως
μεγαλώνει ο χάρτης του Βότκα! Είναι γεμάτος από γαρύφαλλα, τσουκνίδες, ντομάτες,
αγγούρια και καρπούζια με το μαχαίρι.
Του αρέσει να τους μιλάει για το στομάχι του. Οι Ελληνίδες δεν ξέρουν τι θα πει π-
α-λ-ι-ν-δ-ρ-ό-μ-η-σ-η, και αυτό είναι το μόνο πράγμα που ξέρει στα σίγουρα ο Χόρνι
για τις Ελληνίδες.
Ο χάρτης όμως προβληματίζει τον Ολέσκο. Δυστυχώς δεν μπορεί να βρεθεί κάτι
μεμπτό στην παραγκωνισμένη του, Αλβανική τσαχπινιά, παρά μόνο σαν αντίδραση
ενός ετοιμοθάνατου μπροστά στην απειλή της κρεμάλας, στην αντίληψη ενός
σχιζοφρενούς για τον «κανονικό» κόσμο, μία διάθεση που ο Βότκα δεν μπορεί να
κατευνάσει, καθώς είναι δεμένος σε κάποια άγνωστη κλινική, μέσα σ' ένα λαβύρινθο
από διαδρόμους και αίθουσες, πολύ αργότερα, από τότε που ο φόβος και η υποψία
της ψύχωσης μετακόμισε ξανά μέσα του μαζί με τους συναδέλφους του στα Κεντρικά
της Μαγούλας, και στις μεγάλες τους πιθανότητες να γλιτώσουν τον εξευτελισμό από
κάποιο ξέμπαρκο Κουνταμπάφερ – πλέον είχαν γλιτώσει από το μέτωπο της πρώτης
γραμμής των πολυκαταστημάτων. Ο Βότκα δεν θέλει να μιλάει για τα τραγιασκάκια
του: ο Ολέσκο πρέπει να του τη φέρει με ύπουλο τρόπο, ακόμα και τώρα. Στην αρχή
ο Βότκα, με επαρχιώτικο παλιμπαιδισμό, δεν έβγαζε άχνα, μέχρι που ο ίδιος
κατάλαβε πόσο ντροπιάρης ήταν ο Ολέσκο. Τότε ήταν που πήρε πρέφα πως ο
Ολέσκο είχε να πάει με γκόμενα ή με γκόμενο περίπου τέσσερα χρόνια. Έψαχνε. Την
ίδια στιγμή όμως ο Ολέσκο έβλεπε την ψυχωτική τάση του Βότκα για μία πλήρης
απομόνωση. Φαίνεται πως ήταν κάπως ολομόναχος στην Αθήνα, πέρα από μία
ποικιλία εραστών που έβλεπε κατά καιρούς αλλά μόνο μία φορά, για να ζητήσει
κάποια βοήθεια.
Χωρίς όμως σταματημό, ο Βότκα, κάνει update στο χάρτη του κάθε μέρα, σαν
κανένας ευσυνείδητος ηλίθιος καλλιτέχνης. Στην πιο αναλυμένη του ερμηνεία, ο
χάρτης είναι το άσμα ενός ποταμού, ένας δρόμος από τον οποίο – ανάμεσα από
μαζικά shoplifting λόγω υπερβολικού μάρκετινγκ και σε παράλογες αποστολές που
προσπαθούν να πιάσουν νύχτες αγνώστων σκοπών που του είναι απλά αδιάφοροι –
είναι ικανός να κρατήσει μία σκηνή από το σκορποχώρι του μυαλού του, τις νύχτες
που γίνονται πιο υποχθόνιες, την παγωνιά του κρεβατιού το πρωί, την αίσθηση του
στήθους της Εύας Αγιούτου μέσα στο συνθετικό ύφασμα της μπλούζας που έμεινε
για να κουρνιάσει λίγο σ' ένα δωμάτιο γεμάτο με στάμπες από αναψυκτικά και
ατμούς από ηλεκτρονικά τσιγάρα που ποτέ δεν πρόκειται να μάθει πόσο αδιάφορο
είναι την ημέρα...τρεις εισπνοές βουδεσονίδης-φορμοτερόλης που γαργαλάει τον
ουρανίσκο του καθώς ο Δημήτρης, γυμνός όπως κι αυτός μέσα σε μία δέσμη
πλαστικού φωτός βαστάει ψηλά πολύτιμα μπουκαλάκια poppers για να βρει ένα που
να μην είναι τόσο ληγμένο, το κάθε ένα γυαλίζει μέσα στο φως που βγαίνει από το
ατσάλινο κουτί της λάμπας...μαλακές φωνούλες από Αλβανιδούλες που τραγουδούν
κάποιο γνωστό τραγούδι του ραδιοφώνου της μητέρας της Τόνι Τονέλα...σκύβει και
ακουμπάει τα πόδια του για να ζεσταθεί, παντζούρια πέφτουν μπροστά από παράθυρα
σκοτεινά, καμία ένδειξη φωτός παρά μόνο η κάφτρα του τσιγάρου, μία φωνή ενός
ανοιξιάτικου εμβρύου γρύλου που εκείνος κάνει να ηχεί σαν σάλπιγγα της
Αποκάλυψης, χοροπηδά πάνω σε εξογκωμένα χαλιά, φουσκώματα που δεν μπορεί να
καταλάβει τι είναι...
«Τελικά;». Καμία απάντηση από τον Χόρνι. «Εκείνες οι δύο τραβεστί που μου
έλεγες...όταν σε στάμπαραν...» τότε βλέπει πως ο Χόρνι, αντί να συνεχίσει, έχει
αρχίσει να βγάζει αφρούς από το στόμα. Έτρεμε για πολλή ώρα. Κάνει παγωνιὰ μέσα
στο γραφείο αλλά όχι τόσο...ατμόσφαιρα «Χόρνι». Αυτός ο γαμημένος ο
Πρακτικάριος που σκατά είναι τόση ώρα;
«Δεν έχω ιδέα...μα τη Παναγία». Είναι όμως αστείο. Ένα πολύ μυστήριο αίσθημα
ανημποριάς. Δεν μπορεί να το κόψει. Σηκώνει το γιακά από την πορτοκαλί του
μπλούζα, χώνει τα χέρια του μέσα στις ποπότσεπες, και αράζει έτσι για λίγη ώρα.
Περνάει κάμποση ώρα, μετά από μία εσωτερική παύση, με το άφιλτρο στο χέρι,
λέει «δεν μπορείς να τους σταματήσεις όταν έχουν ξεκινήσει να λάμπουν...εκείνη η
παρόρμηση...εκείνο το πράγμα που μοιάζει με...μουνί; ή κουκκίδα που μοιάζει με
μουνί;». Δύο φορές μουνί!
Ο Ολέσκο ξέρει για ποιους λέει. Τα μάτια του αισθάνονται το πάτωμα. Πέφτει
σιωπή στο γραφείο.
«Εμ...πως...αφού είναι πιο γρήγορα από το φως...έχουν την ταχύτητα της σκέψης».
«Χεχε...μα δεν λέω αυτό βρε...», οι κουβέντες εξακοντίζονται σαν λάσπη από τις
παλμικές κινήσεις του σώματος που τρέμει - «εκείνοι οι κατάσκοποι...οι απλοί
πωλητές, μπορούσες να τους προλάβεις, να τους αναγνωρίσεις, να δεις τι είχαν σκοπό
να κάνουν...καμία σπασμένη τηλεόραση, λίγο λάδι στο πάτωμα για να πέσεις...είχες
όμως μία ευκαιρία να γλιτώσεις. Αλλά αυτά τα πράγματα...τα καινούρια...πρώτα
λάμπουν...αλλά μέχρι τότε έχει γίνει η ζημιά...μετά βλέπεις τα προϊόντα να κάνουν
φτερά, μέσα σε εξελιγμένες, αόρατες τσέπες και τσάντες από...από...και τα βλάχικα
κεφάλια...αχ θεέ μου...οι κακόμοιροι οι πελάτες μας».
«Έτσι είναι και στο Σύνταγμα...πρώτα βλέπεις τις λάμψεις από τους εκατοντάδες
μυστικούς Πλαισιομαίους...και μετά αναρωτιέσαι τι σε χτύπησε».
«Ναι...αλλά...αυτοί δεν τα ξαφρίζουν ΟΛΑ, δεν σκάνε πελάτες σαν να ήταν άλογα
επείδή πλέον δεν έχουμε τίποτα να πουλήσουμε...απλά κάνουν ζημιά στο τζίρο».
«Σκέψου το όλο πράγμα σαν πόλεμο Χόρνι...δεν γίνεται αλλιώς...έχει ήδη ψηφιστεί
νόμος που θα το καθιστά απόλυτα νόμιμο...παίρνεις τα ρίσκα
σου...φαντάσου...νόμιμο να κλέβεις...σκέψου το σαν μέρος του ανταγωνισμού...και
αυτό που λες με τα κεφάλια...σοβαρέψου...απλά έτυχε να έχεις πάρει εκείνο το
αναθεματισμένο τριπάκι τη λάθος στιγμή...την ώρα που χτύπησε το
Κουνταμπάφερ...δεν σκάνε πελάτες-άλογα Δημήτρη μου…Δημήτρη
μου...ηρέμησε...ιδέα σου είναι...κομμάτια από κινητά τηλέφωνα ήταν...δεν ήταν
κομμάτια κρανίου βρε...χαχα...χαζούλη...η τεχνολογία δεν έχει προχωρήσει
τόσοοοο...».
«Χριστέ μου...δηλαδή ούτε για ψώνια πια δεν μπορείς να βγεις...μόλις μυριστείς
πως η προσφορά που σου κάνουν είναι τόσο καλή...τρέξε να σωθείς; Σε κλέβουνε».
«Αν δεις τη λάμψη και το μουνί...είναι αργά».
Ο Ολέσκο, κάνοντας επίκυψη μέσα στην κουζίνα πάνω από την μυρωδιά του
βουλωμένου εξαερισμού, πιο νευρικός τώρα για τα τρέμουλα του Χόρνι παρά για
οποιονδήποτε άλλο δικό του φόβο, δεν γνωρίζει παρά τα φανερά δίκτυα που έχει
μάθει να ρίχνει μέσα οτιδήποτε δυσάρεστο. «Και γιατί να μην πάμε σε κάποιο
υποκατάστημα που ξέρουμε πως πρόσφατα το επισκέφτηκε ένα Κουνταμπάφερ;».
«Δεν νομίζω πως υπάρχει νόημα σ' αυτό...έλα τώρα Ολέσκο...αφού ξέρεις πως
μετά αυτοκαταστρέφονται...ακόμη κι αν δεν καταφέρουν να χτυπήσουν σθεναρά τον
τζίρο».
«Ναι...ποιος ξέρει...Αμφιβάλω αν θα ξέρουν ακόμα κι αυτοί του Πλαισίου. Είναι
όμως τρομερή ευκαιρία να φανούμε πολύ πιο οργανωτικοί από εκείνων εκεί στην
Υπηρεσία Πωλήσεων. Δίκιο δεν έχω;».
Και κάπως έτσι ο Χόρνι άρχισε να ερευνά περιστατικά με Κουνταμπάφερ -
Απόλυτους Shoplifters με Τραγιάσκα. Υπήρχε όμως...κάτι σαν αντίτιμο. Κάθε μέρα –
στην αρχή – κάποιος από την Διεύθυνση Μετώπου έστελνε στην ΣΕΡΑΦΙΝΟ ένα
email με όλα τα γνωστά χτυπήματα. Στον Χόρνι τελικά έφτανε κατόπιν εορτής γιατί
μέσα στο φωτοτυπάδικο στη στοά το ιντερνέτ αργούσε, εκείνος έσβηνε όλους τους
επισυναπτόμενους, καβαλούσε από το γκαράζ των απομιμήσεων οχημάτων το ίδιο
ξεχαρβαλωμένο Jaguar XK150 SE του '58 κι έκανε τα σουλάτσα του στα
υποκαταστήματα, ένας Άγιος που είναι πάντα καθυστερημένος, έβγαινε να μυρίσει τα
απομεινάρια από τα κάτουρα του Σατανά, κομμάτια από φορητούς υπολογιστές και
παιχνίδια, σελίδες από καινούρια βιβλία, σκισμένα και καμμένα, έγραφε μισές
αναφορές στον υπολογιστή του – δουλειά να έχουμε. Καθώς οι πληροφορίες προς την
ΣΕΡΑΦΙΝΟ αυξανόντουσαν, πολλές φορές έφτανε στα σημεία αρκετά γρήγορα έτσι
ώστε να βοηθάει τις ομάδες περισυλλογής – παίρνοντας από πίσω τους
ξεδιάντροπους ψυχιάτρους της LAING μέσα στην αποφορά του καμμένου
πλαστικού, τις πρωινές κλανίτσες, τα αχρηστευμένα smartphones και τα ραγισμένα
laptop, τις πεσμένες οροσειρές από σιλικόνη και αφρό, σκόνη ήδη σε όλα τα
σκαλοπάτια, το περασμένο αμάλγαμα με το έμπειρο χέρι του Χρόνου πάνω από σταντ
με καπότες και υποστρώματα και ομπρέλες, σε πυραμίδες γεμάτες με
Λέγκο...ανάμεσα στις ανακοινώσεις για παράνομο πάρκινγκ, πηγαίνοντας εκεί που
κάποιο χέρι γεμάτο με κάρτες αλλαγής τους περίμενε, ζωντανός ή μελλοθάνατος.
Όταν δεν ήταν ικανός να βοηθήσει παρέμενε στη σκιά, στην αρχή έκανε προσωπικά
τάματα σε συμβατικές θεότητες του εμπορίου, στον Άγιο Φανούριο, τάγματα από
Φανουρόπιτες, για πρώτη φορά μετά την πρώτη επίθεση, να μείνει τουλάχιστον όρθιο
το τμήμα του. Όμως πολλοί ήταν εκείνοι που παραιτήθηκαν – και το να παραιτηθείς
ήταν σαν να πεθαίνεις σε αυτά τα μέρη, και μετά από λίγες μέρες, χωρίς να υπάρχει
νόημα στον ορίζοντα, σταμάτησε.
Χτες η μέρα του τζίρου ήταν καλή. Βρήκαν ένα μικρό παιδί στο τμήμα του
Gaming, ζωντανό αν και ανάπηρο από τη μέση και κάτω, ένα μικρό αγοράκι,
καλυμμένο από συμπιεσμένο χαρτόνι με διαφημιστικό της Blizzard. Καθώς
περιμένανε το ασθενοφόρο, ο Χόρνι κρατούσε το μικρό του χέρι, που είχε γίνει
μαύρο από τη βρώμα. Πελάτες ούρλιαζαν, όχι από φρίκη, αλλά από παράλογες
απαιτήσεις, άσχετες με το συμβάν του extreme shoplifting (είχαν πλέον αρχίσει, όχι
μόνο να κλέβουν αλλά και να καταστρέφουν) – ποτέ δεν σταματούσαν. Όταν άνοιξε
τα ματάκια του το πρώτο πράγμα που είπε ήταν: «Που είναι οι κάρτες για το
Warcraft;». Μελανιασμένο από την επίθεση του Απόλυτου Κλεφταρά για περίπου
τρεις μέρες μετά, χωρίς χρόνο για να παίξει στο ιντερνέτ – το μόνο που είχε να του
δώσει ήταν μία κάρτα ανανέωσης χρόνου της Γουίντ. Εκείνο την κοίταξε και την
πέταξε. Του έριξε μία ροχάλα στο πρόσωπο. Τα μάγουλα του παγωμένα μέσα στο
ομιχλώδες φως του ορόφου, το πολυκατάστημα γύρω τους μία έρημος από πάγο, με
οσμές σιλικόνης και χωρίς πλέον εκπλήξεις κάποιας νέας παραλαβής. Σε εκείνο το
σημείο το αγόρι έκανε εμετό και κατάλαβε πως αυτό ήταν που περίμενε, ένας εμετός
αλά Χάρμονι Κορίν, λες και αυτό από μόνο του θα έσβηνε όλα όσα είχαν συμβεί. Τι
βλακεία! Ταλαντευόμενος στο χείλος του σκουπιδότοπου της προσωπικής του
πατρίδας, 1000 χρόνια Αρβανιτών των βουνών, και το μόνο που μπορεί να δει να
έρχεται είναι μία ανακωχή της πυρακτωμένης τους προσωπικότητας. Μία trêve. Κάθε
ένα από τα έρμαια που πηγαίνει να δει κάθε μέρα είναι μία απόδειξη του Ματιού, μία
ένδειξη της επανάληψης. Το γεγονός ότι δεν βρίσκει καμία απόδειξη από κάποιο
κομμάτι του Κουνταμπάφερ, μία πορεία του μέσα στα αρχεία, έστω ένα ίχνος από τις
πατημασιές του, φανερώνει πόσο συμπαγής και αστραπιαία είναι η πράξη της
Απόλυτης Σούφρας που μετουσιώνεται σε Απόλυτη Βαρεμάρα...Η Συμπαγής
βλακεία του Χόρνι: η Αθήνα, η αρχαία πόλη τον οδηγεί: τραβάει χειρόφρενα σε κάθε
γωνία, και αμέσως είναι έτοιμος να βουτήξει μέσα σε μία Προσωπική Παρομοίωση
της Κόλασης, να πέσει πάνω σε κάποιο μπερδεμένο επεισόδιο της Αποκάλυψης.
Τον έχει στοιχειώσει η ιδέα πως πάνω στην τραγιάσκα κάποιου Απόλυτου Κλέφτη
είναι γραμμένο το δικό του όνομα – αν κάποιοι είναι αποφασισμένοι να τον
ξεφορτωθούν μια και καλή (το κάποιοι περιλαμβάνει πιθανότητες πολύ μακρύτερα
από την Αυτοκρατορία του Πλαισίου), αυτός ίσως να είναι και ο πιο σίγουρος
δρόμος, και στην τελική δεν τους είναι και τίποτα να εκτυπώσουν πάνω στο γείσο της
τραγιάσκας των Κουνταμπάφερ το όνομα του, καλά δεν τα λέω;
«Ίσως αυτό να το χρησιμοποιήσουμε» είπε ο Ολέσκο που τον κοίταξε μ' ένα
παραξενεμένο ύφος. «Ιδιαίτερα εν ώρα αιχμής...Σάββατο μεσημέρι ας πούμε...δεν
ξέρω τι είναι...μπορείς να το πεις υπαλληλική σχιζοφρένεια...ναι αλλά...εγώ νομίζω
πως παρανοείς...ο πελάτης να φεύγει...τι βλακεία...κι αν είναι η σειρά σου λες...Κι αν
αυτό το αναθεματισμένο πράγμα ψάχνει εσένα; Ας γελάσω...τι; Να κλέψει την ψυχή
σου;»
«Ποιος είναι ο παρανοϊκός εδώ τώρα;» λέει ανάβοντας ένα τσιγάρο και μαζεύοντας
τα μπουκλάκια του μέσα σε μία δίνη καπνού, «σκατά Ολέσκο, άκου, δεν είναι πως
θέλω να σε τρελάνω...απλά...δηλαδή...η φάση είναι πως θα έπρεπε να έχεις κάνει κάτι
τα τελευταία τέσσαρα χρονάκια, μπορεί να το κανονίσει για σένα κάποια
Τραγιάσκα..εμμμ..συγνώμη…Κουνταμπάφερ. Τι μαλακία όρος κι αυτός. Δεν
μπορούσαν να τα πουν κάπως αλλιώς;». Και να που τώρα ήξερε πως όταν τα έβαζες
αυτά τα μαραφέτια στο κεφάλι σου σου μιλούσαν και έμοιαζε κάπως έτσι η φωνή που
ακουγόταν:
Poutsistan - Τin eho poutsisi. tin eho poutsisi genikotera alla tora poy lalao akoma
kai aytes tis vlakioules poy vlepo ston ipno moy epidi dn kano pote kalo ipno mpori
na tin eho poutsisi akoma perissotero alla den ine kai sigouro omos kai auto dn mpori
na ine sigouro dioti pleon tipota dn ine sigouro. pos mporis omos na ise sigouros gia
to otidipote otan tin ehis poutsisi toso poli sti zoi sou kai den milao gia mena milao
genika gia olous opos as poume na tora da pou apofasisa na lalao touti do ti blakia se
gleekish albanika kai ayto akoma lathos to ipe alla dn me pirazei dn me piraei tpt
diladi tpt dn me pirazi stin ousia, kai an akoma prospatho na rntiposiaso dn ine pos to
kano epitides to kano kata lathos kai sigoura tin eho poputsisi sigoura giati as poume
dn ine fisiologiko na ise diladi na ime ego na ime eikosi xrono oxi ti ikosi arhidia
ikosi ime trianta kai vale ime trianta kai tessera xrono alla opos ipa dn ine dinato na
ise toso oso ipa diladi trianta kai bale kai na asholise akoma me poutsistan pragmata
opos ine as poume i logotexnia kai i mousiki kaito flitzani kai oi kartes taro kai i
magia diladi ohi i magia i mageia na nomizis pos ine magos alla arhidia magos ise kai
na douleuis se bibliopolio kai na klevis oti klevo ego alla ego klevo kathimerina ta
panta mporo na se klepso akoma kai sena mporo na klepso ti kori sou mporo na
klepso ena autokinito akoma kai otan ise mesa diladi to diko sou to aytokinito mporo
na klepso akoma kai na ise mesa esi kai i skila sou diladi oxi i gineka sou alla i skila
sou to zoo ayto tora dn ine katholou astio to xero alla skepsou tora ego pou simiono ta
oneira mou apo ton flevari toy 20017 opa oxi tou 2017 kai theoro ton eayto mou
fobero diaxtilografista kai pos dn kano lathi taha moy arkidia dn kano lathi alla
prospatho epanilimena na min ta diortho no giati etsi ine pio orea mou areskete i fash
ayti na mou aresi kai na mou areskete kai an dn sou aresi mporis na kanis kati allo
opos na tin poutsisi grigora grigora alla gia na mpounme amesos sto zouni tisolis
ipothesis kai na mhn makrigoroumene tha osu po pos pme lene me lene Anargiro
Moukovina ne anargiro opos anargisros anargiros kai douleuo se ena vivliopolio sthn
athina kai sigekrimena sto psihiko oxi sigekrimena sto psihiko nai kai edo kai pente
xronia ime viuvliopoleas kai plironome skata lefta giro sta 240 euroulakia kai mou ine
arketa ne mou ine arketa kai dn sou kano plaka mou ine arketa giati me boithanene kai
oi goneoi mou kai tous xezoumizo kai ime kai apo ola kai ego kei facebook kai twitter
kai ola kai kinito alla klevo klevo poli oli tin ora klevo kai dn me niazi klevo ta panta
mporo na klepso mora mporo na klepso gates mpor;o na klepso kounavia kai den
koitao pote to xrono otan lalao giati etsi ine kalitero kai an dn sou aresei tote tin ehis
poutsisi giati ayt;i ine i...alla maw kai ayto ine to zouni stin oli fash kai den kleo pos
ime kai poli kala sta myala mou alla I glosa mou ine tromera grigora kai konteyo na
patho epilipsia apo to poso grigora lalao. kai na tora da mpou milame eho bali akoma
kai akoustika giati oi apopano kapoios tous pethane i kiria Pitsa nomizo pethane giati
tin eihane mesa se ena idrima gia alzaeimer kai tora ayt;i perthamen kai ta pedia
zemplejane apo to i gria pou tin ihe dei moro kai olo epeze me koukles alla ayto tore
den perpepe na na to po mallon alla dn pirazei etsi ine i fash tstin ellada kai oi ellines
ine mai xara otan prokite na pioume tot kamia koka kami mpafara kamia portokalada
alla otan prokite na klasoyn mia megali klania dn mporoun kai to theoroyun toso
proslitiko kai siga dilakdi to prosvlitiko edo ego prospatho tora na sou doso na
katalabis pos to na ise ellins den ine kai pos inse kai kamia banana oi kamia psoli i
kamia skatoula ise anthropos alla ise super skatoula to ise ellinas kai albanos i
senegalezoso alla tora ayto isos na theorithi souper blakia kai na lene oloi na o
malakas o anargiros o moukovinas ine ratsistsi kai tetia v;akies omos oloi xeroume
pos ime anoitos kai oloi xeroume pos tha diskoleuto poli otan oi goneoi pethanoyne
giati akoma oi goneoi me zoune kai pos preno ekino to penixro isosdima apo to
vivliopolio toy thanatou pou ine gia na poume ton alithia tou germanou ne tou
germanou ine ekeinou tou efoplisti kai pos emeis edo oi vivliopoles kai oi alloi sta
alla tmimata pou poulame tin psihi mas ke tous prostates mas gia merika eyro ine ola
entazei tora ayto dn ine entazei alla leme pos ine entaei gia na min kleme kai tora ayto
to pragma ti skata ine as poume ine adikia ine eysinidiasia ti ine dn xero ti ine alla na
pou ime efdo kai ergzome sta vivlia kai prospatho na vrisko vivlia mesa apo skones
kai rafia ke roxales kai skonakia ke apo karkinous ne erhonte ena zeygrai zeygari
akarkinopathon karkinopathonton geron tous leme to zeygrai tis agias paraskeyis kai
oloi tous koroideyoumne alla ego tous thaymazo giati ine oi monoi poy bazoyne piso
ta viuvlia me tis iggiinies torfes piso sto rafi kai dn tous vrizo tous vrizo vevea giati
vromane gerontila alla prospatho na min to thimame giati xero pos ki ego kapote etsi
tha vromaro an prolabi na ftaso se ekinine tin ilikia. kai na tora pou girisa to flitzani
kai pos prepi na lalao poio siga na katalabeinis ki esi akroati mou tpt, kai na pou tora
girisa to flitzani kai vlepo mono ta zounimia ta zoumia ta anapodorgirismena kai ine
san psihedelika poutsistan shimata imaste oloi poutsistan ayto lei to flitzani na sou po
tin alithia tora alla an ayto ego tora leo stous pelates moy ti skata lefta tha mou
dinoyne pmoy les afou thelo na gino kaftzou kafetzou ayto thelo na gino stin ousia
mou kai oxi tipota alla oxi tpt vibliopolis kai mpourdes na bgao thelo polla eyroulakia
kai na ta troo se poutanes kai se narkotika ti allo na kano diladi na kano ton polixero
kai na kribome alla na kribome ime kakos ime misitos misao olo to kosmo sinehia se
xalia se patomata se stomata mesa se kolous mesa xino ppano se matia xeramena
kakada xino kai prospatho na ime kalos alla mono apexo apo mesa ime sapios kai poli
kakos kai prpsospatho na gino magos magistros kai na leo ston kafe ton kafe na leo
kai na perno ta eyroulakia kai na eho kai mayres potrtes apoxo apo to spiti mou me
pentalfes kai oti thes me kokina grammata kai na akougonte koynavia na ourliaoyme
kai na bogoume sinehis kai na milao me tous filous mou sto faceboiki kai sto tiwit3 na
ime gamatos kei poutsistas. kai olo ayto toa ine ne to xero pos auto ine malakis alla ti
na kano mou les ti na kano poy ti na kano prospatho na to sintaxo alla tipota arhidia ta
aytia mou ehoyn bgalo floges apo ta akoustika pou foarao giati oi apopamno ehoyne
lei penthos kqi pethane leei i kiria Pitsa kai tora xemplexane ta pedia tis o kirios
Mitsos kai o kirios Vaggelks kai otpora ine poulakia pou petane apo ti xara tous pou
pethane oi gria kai pai maas afise stin isihia mas kai tora omos ayto dn ine poutsistan
pmou les tora pos dn ine kai pos ine fisioogiko alla mono oi esimoioi ine fisiologikoi
kai oi xoriates kai kala tora malakies loloi ine poutsistan kanoniko mallon. kai vlepo
tora me sa sto flitzani kati grammes kai kati kampiles les na ine kamia kenouria
gnorimia pou tha kamo sto vivliopolio i mpas kai ine i mariatzela giati i mariatzela ine
i kenouria mou gomena kai mporo na tis kamono oti thelo moro na tin katourao ama
thelo alla simera pronai o prostatis mou kai sfigo ti poutsa mou sinehia gia na min
ponao kai na ime tromeros psolaras kai oreos kai tromeros sfaxtis kai troemros apo
ola kai oli ti mera akouo mia mousiki punk kai xtipieme kai akouo trita moss kai rita
mosss kai akouo kai kati alla varia pramata kai mou aresi kai nomizo pos ime
kanenans psaras apo tin magxi kai pos lei ego tora xero na leo to flitzani kai pos
bgazo lefta alla to flitzani mou poy to ekana gia dokimastiko na do an mporo na po to
flitzani ime ine gemato kme kati gonies kai kati kampiles kai kati alla pramata pou dn
xero sti poytsistan ine tora olo ayto kai xero pos i sinadelgos i sinadelfos mou i Eleni
ine poutsistan kai pos spai game boy kai playstation me tin kolara tis mpou ine gemati
me kitaritida alla dn prepi na milao etsi asgia tin sinadelfisa alla xestika afoun ine
piutsistan kanonik;o i tipta kai dn dn meniazi kai mporo na stilo oti goustaro sto
facebouik kai dn me niazi na sou po kai xestika kai tin alli mera mou ine pie i Ntimis
na pame leei na doume ti VIssi tin AAnnna ka tou leo ti les re mlk afou ego ime
punks kai dn goustaro na akouuo ellinikes aidies kai xerasmata kai mou lei siga more
malaka siga m i klasis kai toy leo poutsistan kai leo pos ego ta leo ayta giati o Ntimis
ine kalo pedi ke dn mou lei tetoies mpourdes apla ego ime kakos kai ta vgazo apo to
mialo mou kai grafo pou les kai ta oneira mou kai ta simiono se ena klemmeno
simiomaterio poy eklepsa apo to biblbiopoli o kai ine moleskin kai ine poli akribo kai
xerome pou to eklepsa kai leo apo mesa mou pos na pou to eklepsa kai ti egine pou to
;eklepsa siga ta ayga ayti ine megali eteria kai xestima pou to eklepsa kai ti egine
ehoune aitoi polla moleskinia na poulane kai ine plousioi alla leo ki wego thelo na ine
ploisios alla meta leo siga na mi thelo na eho tosa poutsistan pragmatasto mialo moy
sinehai dn sfaxane na pane na pooureyonte oi plousioi efoplistes kai vlepo sto flitzani
ekei sto pato ena drako i skilo ti skata ine ayto to poutsistan tora dn xero kai vlepo kai
ena makrinari sa poutsa kai leo pos ayto tora ine poutsa i ine tpt allo kai ata aytia mou
ehoune vrasi apo to poli akoustiko pou forao kai akouo ayto ti mousiki pou ine esxhri
alla maresi giati ki ego ime esxros kai mareso kai spao pragmata me tin kolara mou
pou ine sfixti kai pefto pano se gates kai ekines meta vgazoune ftera kai petane kai
pefto...
Δεν είναι κάτι που να μπορεί να αδράξει ή να σχεδιάσει με το νου του – ξαφνικές
πρωινές κλανίτσες, μία μυρωδιά από χρυσάνθεμο, και μετά κανένα ίχνος...μία
Σβουριχτή Πομπή από Ουρλιαχτά, ειπωμένα χωρίς έλεος για τον πονοκέφαλο του
χθεσινοβραδινού μεθυσιού, μέσα στο μάτι σου, κι έπειτα η σιωπή των απολεσθέντων
προϊόντων για πάντα – μπορεί όμως εκείνος να είσαι εσύ; Αυτό δεν το σκέφτηκε, έτσι
δεν είναι; Πέρα από την διαφάνεια του, πέρα από την υποτιθέμενη διάσπαση του
πελατικού δυναμικού και την ανείπωτη καταστροφή στα λογιστικά βιβλία που
επιφέρει, εδώ είναι ο πραγματικός, φρικτός φόβος, που γελάει, του υπόσχεται ξεφτίλα
με ακρίβεια Πλαισίου (αυτή είναι σοβαρή εταιρία) και εμπεριστατωμένη βαρεμάρα
αιώνων, πιτσιλάει τηλεοράσεις κοροϊδεύοντας όλους τους πολύ σοφιστικέ τρόπους
του Ολέσκο...όχι, όχι, δεν είναι ρομπότ με μυαλό, ούτε κούκλα με φωτεινό πιπί, δικέ
μου...ούτε ο Θεός, είναι η οριστικότητα της Ήττας, η συμπαγής μάζα της Ανίας που
υπερνικάει τη Ζωή μια για πάντα ενάντια σε όλο το Αυτοβελτιωτικό Τμήμα που είναι
απλά μία κουράδα πολτού κολλημένη πάνω σε πρόσωπα τεράτων μπέικον και
μοδάτων νοικοκυρών...χωρίς πλάκα...αλλά στο τέλος αυτοί έχουν δίκιο κι εσύ άδικο,
έτσι δεν είναι;
Ήταν Σάββατο βράδυ, τον περασμένο Οκτώβρη, μόλις μετά που είχε κλείσει το
ημερήσιο ταμείο, και κατευθυνόταν προς την Αγία των Φωριαμών πίσω από το
Τμήμα των Παιχνιδιών, οι σκέψεις του στους δύο νέους εραστές που είχαν μπει στο
προσκήνιο της ζωής του, εκείνη την Νάνσυ κι εκείνον τον Σίμο, που πρέπει να
σταματήσει τη μία να μάθει για τον άλλο, και καθώς έχωνε ένα δάχτυλο στον ποπό
του, ξαφνικά, στο τμήμα του ρουχισμού, ολόκληρα χιλιόμετρα πίσω του, προς την
άνοδο του τεχνητού ποταμού, θυμήσου πως πρέπει να πεθάνεις, μία λάμψη κι ένα
σχηματικό πράγμα πάνω από μία σειρά από πλαστικούς φίκους, αντηχούσε μέσα στα
μάτια του, σχεδόν σαν αστραπή. Άλλα όχι πάλι. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα,
αυτή τη φορά ακριβώς μπροστά του, συνέβη πάλι το ίδιο: με μία κρυστάλλινη
αποκρουστικότητα, σε όλο το πολυκατάστημα. Κι εκείνος ήταν εκεί, ξύπνιος,
μάρτυρας, παρόλο που...δεν ήταν κάποιος κλέφτης του Πλαισίου, ούτε η
Μπαφεροκαταιγίδα. «Ούτε καν αστραπή» είπε στον εαυτό του.
«Κανένα φουσκωτό θα έσκασε από την αλλαγή θερμοκρασίας» είπε μία πελάτισσα
που κρατούσε την πορτοκαλί της τσάντα, με πρησμένα μάτια από την αϋπνία
σκουντουφλώντας πάνω του καθώς περνούσε ανάμεσα από μία νέα σειρά
κουρευτικών μηχανών γκαζόν.
«Όχι παιδί μου...εκείνα τα φασισταριά είναι...οι Πλαισιομαίοι, εκείνοι που μένουν
κάτω από τη γη πλέον…με εκείνον εκεί το πούστη…τον τρομοκράτη τον Τσίλικο»
μουρμουρίζει η φιλενάδα της από δίπλα, πάνω στο γερασμένο της πρόσωπο έπεφταν
κάτι κόκκινες, λιγδωμένες ανταύγειες που ξεπεταγόντουσαν μέσα από ένα μαύρο
μαντήλι και κάνει κάποιο φρικιαστικό τερτίπι εδώ μέσα, σηκώνει τα μάτια της προς
τον Χόρνι, «ήρθαν να κατασπαράξουν αυτόν εδώ τον μπούλη, λυσσάνε για
παχουλούς, Αλβανούς-» και άξαφνα πετάει το χέρι της με τις μπλε φλεβίτσες και τα
καφετί στίγματα, του αρπάζει το κωλομέρι και το κουνάει πέρα δώθε ρυθμικά
χαμογελώντας με την μασελιακή της Δόξα.
«Καλέ! Καλέ μη! Χαχαχα...!! Μα δεν είμαι Αλβανός…» είπε ο Χόρνι. Την έλεγαν
Ευανθία. Κατάφερε να αποθηκεύσει το νούμερο της πριν εκείνη γυρίσει και
αποσπαστεί από εκείνα τα νέα καλαθάκια από αλουμίνιο που παρέσυραν το πλήθος
σε αλαλαγμούς και ποδοβολητά.
Ήταν ένα από εκείνα τα ατσάλινα βράδια στην Αθήνα: τα λευκά φώτα
μισοκρύβονται πίσω από την κάπνα του τμήματος των ηλεκτρονικών τσιγάρων που
εκπνέουν ασταμάτητα τον αδιάφορο καπνό τους. Εκείνος ο ατμός είναι κάτι
παραπάνω από την κάλπική παρουσία των πάντων, κάτι παραπάνω από την υπέρτατη
προσωποποίηση της βαρεμάρας – είναι μία επεκτατική δύναμη που αναπνέει και
κινείται μέσα στις ψυχές των πελατών. Πελάτες διέσχιζαν τις πλατείες του
πολυκαταστήματος, τα παράξενα δρομάκια του με τις κατασκευές από γύψο και
σιλικόνη, πηγαίνοντας στο πουθενά. Τα μικρά λεωφορεία που σε ταξίδευαν μέσα στο
χαώδες κατασκεύασμα έφευγαν τρίζοντας πάνω στις εσωτερικές ράγες, κατά δεκάδες,
μέσα από πλαστικές οδογέφυρες λεκιασμένες από την σκόνη και το πέρασμα του
χρόνου, την έλλειψη σπιρτάδας και τσιμέντου ετών, προς το ανοιχτό σιέλ, μαύρο της
πουτίγκας, κόκκινο του κόκορα, και ένα αχνό πλαστικί, ανάμεσα σε σωρούς
εμπορευμάτων που ανέβαιναν σαν ουρανοξύστες, σε ανάποδες στροφές που οδηγούν
σε τμήματα παραφορτωμένα από προσωρινούς, δοκιμαστικούς υπαλλήλους, άλλα
οχήματα εσωτερικού χώρου και διπλά λεωφορεία, ο καθένας εδώ με διαφορετικό
καταναλωτικό παροξυσμό, όλα κυλάνε, το χρήμα, σε όλες τις μορφές του, διαχύνεται
από τις τσέπες και τα πορτοφόλια, κολλημένα καμιά φορά από τον ιδρώτα, και πάνω
απ' όλα εκείνο το ερείπιο της οροφής με τα χιλιάδες καλώδια του φωτισμού, ένας
κάλπικος, διακεκομμένος ήλιος ανάμεσα σε στήλες από πιτυρίδα και σιρόπι, ραντάρ
Πλαισιομαίων, σωλήνες αποχέτευσης και αφρό βαμμένο πορτοκαλί, τα πάντα
αλλάζουν απόχρωση, πλησιάζοντας την απουσία χρώματος για μία και μοναδική
στιγμή ενός βλεφαρίσματος – ίσως η πραγματική κατάνυξη όλων εδώ μέσα – που για
σένα είναι γλυκιά αμβροσία, νέκταρ και παρηγοριά.
Η ώρα ήταν...κάτι...σαν πρωί: το ταβάνι, χλωμό σαν το καπάκι ενός φέρετρου,
ακόμα λάμπει, και το καβλί του Χόρνι – πως; Βεβαίως, κοίτα μέσα στο πορτοκαλί
του βρακί και θα δεις μία φίφα να σαλεύει, έτοιμη για πράξεις ανύποπτες – θεούλη
μου γιατί είναι τόσο μικρό;
Υπάρχει μέσα στην ψυχοσύνθεση του κάτι που ερεθίζεται όταν σκέφτεται κλεψιές
και βαθιές τσέπες (ναι αλλά πότε θα μεγαλώσει;).
Πάνω σε κάποιο καπάκι ενός παλιού ψυγείου με παγωτά ΕΒΓΑ πίσω στην
πατρίδα, στο Πούκε της Αλβανίας, το πόδι ενός Αγγέλου ξεπροβάλει μέσα από ένα
σύννεφο μαριχουάνας, οι άκρες της εικόνας φαγωμένες και κάπως σέπια, οι χειμώνες
και τα καλοκαίρια είχαν κάνει τη δουλειά τους μια χαρά πάνω της, και πάνω κάποιο
πιτσιρίκι έχει γράψει με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο ΕΔΩ ΨΟΦΗΣΕ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ
ΒΟΤΚΑ Ο ΑΝΤΟΥΑΝ.
Ο Αντουάν ξεκαθάριζε, και όχι μόνο με τα νεφρά του, εκείνο το λαχταριστό πόδι
που έβγαινε μέσα από τα σύννεφα, δείχνοντας προς το μέρος του, με τη σκιά του να
χάνεται μέσα σε μία ανεπανάληπτη γαλήνη, πάνω από το γουργουρητό της
αποχέτευσης και τις πλαγιές των βουνών όπως ακριβώς θα έκανε και η κόρη του, η
Ποπέτα Βότκα, και βασικά όλοι οι Βότκες το ίδιο θα έκαναν, οι είκοσι γενιές
απλώνονται σαν μαύρη πανούκλα με πολλές αρτηριακές διακλαδώσεις παντού: χωρίς
καμία εξαίρεση, εκτός από τον Ζαζού, τον πρώτο, κάτω από μία βουνοπλαγιά από
κοπριά μουλαριών, ρίγανη και κάτι άλλο, μεγάλες σκιές που ρίχνουν συκιές γεμάτες
με φίδια πάνω στο βαλτώδες έδαφος του ψιλικατζίδικου, σε μία πολύ κατηφορική
κλίση αφαλάτωσης, αποστροφής, ρουφήγματος από το κενό, με τις κοτρόνες να
σχηματίζουν δαίμονες με τετράγωνα σαγόνια και πόδια καμπαρετζούδων, οστά από
δεινοσαύρους και σκύλους, φασιστικά σύμβολα, καλοσκαλισμένες καμινάδες, ελιές,
στραβοχυμένα τοιχία από ασβέστη, φεγγάρια που γεμίζουν ή αδειάζουν με αυτιά που
ακούνε σε στυλ καλικάντζαρου, και λόγια από δημοτικά Αλβανικά άσματα που
προσβάλουν παρά τιμούν τους πρωταγωνιστές τους, όπως την Μαρίνα Βότκα και
Γεώργιο Βότκα τον υπολοχαγό του Ιππικού. Μέχρι και τον παππού του δικού μας
Βότκα, τον Φρίξο που συνήθιζε να αντιγράφει γνωστά λογοτεχνικά έργα με δόλο και
πονηριά, όπως εκείνο εκεί ενός Γάλλου, πως-τον-λένε-. Η ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ
ΗΤΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΧΟΝΤΡΗ έγραψε πάνω στην ταφόπλακα του.
Ο καθένας πλήρωνε το χρέος του στο Θάνατο και άφηνε υπόλοιπο στον επόμενο.
Είχαν αρχίσει σαν έμποροι μαριχουάνας, προστάτες, κλεπταποδόχοι, κυνηγοί
επικηρυγμένων, συνέχισαν σαν κληρικοί, έγιναν διπλωμάτες, εργολάβοι, διευθυντές
εικοσιτετράωρων ψιλικατζίδικων. Η γη γύρω τους για χιλιόμετρα μία πεθαμένη
έκταση από τις καμένες φυτείες κάνναβης, ο καπνός που ήταν η αναπνοή, οι αόρατες
οπτασίες, όλων εκείνων των δυτικοευρωπαϊκών απομιμήσεων αγαλμάτων που
ξεπεταγόντουσαν σε ολόκληρη την επικράτεια της Demokraci. Πάντα κάτι άλλο. Το
ρευστό να χύνεται μέσα από ραμμένα τσουβάλια αγροτικών εργασιών πιο
περίπλοκων από κάθε άλλη γενιά: όσοι παρέμεναν πίσω στο Πούκε βάλθηκαν να
καταπιάνονται με τους ξυλοδαρμούς που η επιφάνεια των σωμάτων μετατρέπονταν
με μεγάλη ταχύτητα σε αποσβολωμένους δούλους – δουλοπάροικους, καθαρίστριες,
μπογιατζήδες, τρόφιμους ψυχιατρείων – ένα μέσο ή βάση για την αποτυχία, την
λατρεία του χρήματος και την Εξαφάνιση του είδους. Το μόνο τους πιστεύω ήταν τα
ΣΚΑΤΑ. Δεν ήταν ποτέ επίτιμοι κάποιου πράγματος, δεν πίστευαν ποτέ σε κάποιο
Θεό. Το ότι στα χαρτιά θεωρούνταν Μουσουλμάνοι δεν τους επηρέαζε. Ήταν
άνθρωποι πρακτικοί. Κανένας Βότκα ποτέ δεν μπήκε στη λίστα με τους Επίτιμους ή
στη λίστα με τους Διαθέσιμους. Το μόνο χαρτί που προσκυνούσαν ήταν το χαρτί
υγείας. Συνέχιζαν τις σκοτεινές επιχειρηματικές τους δραστηριότητες χωρίς
φωταψίες, ρουφηγμένοι από τη καθημερινότητα μέσα σε μία διαλεκτική της
τουαλέτας, όπως εκείνο το κατηφορικό δρομάκι μπροστά από το ψυγείο της ΕΒΓΑ –
ο πραγματικός τους ιερός βωμός. Τα Σκατά, το Χρήμα και ο Φόβος της Αποτυχίας.
Αυτό ήταν το τρίπτυχο της Αλβανικής κινητικότητας, υποστήριζαν οι Βότκες.
Αλλά τίποτα δεν τους πήγε σωστά...σχεδόν πάντα το μόνο που έφερναν σε πέρας
ήταν να μένουν ζωντανοί – αν και όλα άρχισαν να παίρνουν την κατηφόρα ξανά
περίπου όταν ο Μαραντόνα είπε την γνωστή φράση του: ΕΙΜΑΙ ΕΙΤΕ ΜΑΥΡΟΣ
ΕΙΤΕ ΑΣΠΡΟΣ, ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΩ ΓΚΡΙ.
Παρ' όλα αυτά δεν το έβαλαν κάτω. Το κάλεσμα της πατρίδας ήταν δυνατό. Όλοι
το βίωναν – δούλεψε τα, βόλεψε τα, πάρε όσα μπορείς μέχρι να μην υπάρχει άλλο και
μετά συνέχισε για πιο ψηλά, υπάρχει κι άλλο. Όμως, λόγω κάποιας εξοστρακισμένης
εντιμότητας, οι Βότκες έμειναν στα ανατολικά προάστια του Πούκε, χοντροκέφαλοι –
κοντά στα κουρασμένα χώματα και στις καραφλές πλαγιές των βουνών που είχαν
ξεγράψει όλοι και τις είχαν οικειοποιηθεί μετά από προφορικές μεταγγίσεις σε όλη
εκείνη την γριέτζω, καντέμω χώρα. Το ρευστό μειωνόταν, τα μέλη διαρκώς
αυξάνονταν σαν μία απαστράπτουσα Μέδουσα. Έκαναν την εμφάνιση τους τα χρέη
από διάφορες «καλλιέργειες», γύρω από την Ιταλία, κάθε τρίτη ή τέταρτη γενιά, με
πολύ αργό σκέρτσο, σε μπερδεμένη σειρά ρεγάλων, που σχεδόν διάφανα, κάθε φορά,
χάνονταν...μα ποτέ εντελώς για να πιάσει την Επανάληψη.
Η Μεγάλη Οικονομική Σαρανταποδαρούσα, όταν κατέφθασε, καπάκωσε εκείνο
που ήδη είχαν αρχίσει άλλοι. Ο Βότκα ενηλικιώθηκε πάνω σ' ένα βουνό από κοπριά,
σε ένα πλάνο επιχειρήσεων που έστεκαν με τα καλαμάκια, ολόγυρα δέντρα με
παπάδες χοντρούς και κολλώδης που δεν τους άνηκαν, σχεδόν μυθικές μυρωδιές από
την Νάπολι που τώρα πάλι γίνονταν σβουνιές και κάρβουνο ή ηλεκτρονικός θάνατος,
όλα τα πέτρινα παράθυρα γκρεμισμένα, οι Τσιφσέδες και οι Μπολενάκι έχουν ήδη
τσουλήσει μέ βαρελάκια στην Ελλάδα, το χώμα είχε αρρωστήσει από το Αροξόλ και
οι χειμώνες δεν ήταν πλέον η εποχή για χιονοδρομικά κέντρα εκεί μακριά, με σαλέ
και ζεστές κίτρινες λάμπες, παρά μόνο μία ερημιά πουλιών, φρούτα σκουλικιασμένα
χωρίς γλυκό φυτοφάρμακο, πρώιμη άνοιξη που σκοτώνει τα σπουργίτια, βόρειος
άνεμος, βροχή από τοξικά, η αβεβαιότητα της ιντερνετικής παρουσίας που γεννιόταν.
Το 2001 είναι η χρονιά που πήραν φωτιά τα Βαλκάνια, ο νεαρός Βότκα είχε πάει
για μία επίσκεψη στους παππούδες του στα Τίρανα. Ήταν Μάης, αλλά για κάποιο
λόγο, καθώς έβαζε στη θέση τους τα κόκαλα του το πρωί και μέσα στον ορυμαγδό
που έκαναν μικρά και μεγάλα μέλη της οικογενείας κατεβαίνοντας την αρχαία ξύλινη
κλίμακα, είχε μία μυρωδιά χειμώνα στη μύτη, γιατί συνέχεια τον ξυπνούσαν έτσι, την
ώρα του πιο γλυκού ονείρου, ο Πατέρας ή ο Λάλο, και μαζεύονταν έξω με ιγμόρεια
ξέχειλα και σακούλες στα μάτια προσπαθώντας μέσα από ένα στρώμα υγρασίας να
δουν εκείνο το περίφημο μυτάκι των Άλπεων.
Τον έκαναν να κατουράει τα παντελόνια του από το φόβο. Έφταιγαν άραγε οι
γρίλιες που είχαν να λαδωθούν αιώνες; Τι ήταν εκείνο που ήθελαν να του
επισημάνουν τα Τελώνια της οδού Βίσσης με τα κουρελιασμένα τους στόμια;
Ετούτη εδώ η νύχτα όμως ήταν καλοκαιρινή, και το στερέωμα είχε γίνει ροζ, θερμό
κίτρινο, τα ουρλιαχτά ερχόντουσαν από το Πούκε, το Σαραντέ και το Κορσέ – οι
φίλοι τους στέκονταν σαν σκοποί στα μπαλκόνια τους για να δουν τη βροχή από
λάβα που έπεφτε στο βουνό...«Σαν βροχή από Θάνατο», έλεγαν, «σαν κομμάτια
σάρκας των Αγγέλων του Βελιγραδίου...» ήταν το '99 με τον ιό Y2K και τα τελευταία
ρέιβ στο Πλας Σόντα, και αυτές ήταν οι μεταφορές. Οι σαΐτες από στάχτη συνεχώς
μπερδευόντουσαν με τα μαλλιά τους, τα παιδιά τριβόντουσαν με τα αρκουδάκια τους
ενώ οι μεγάλοι έπιναν ρακί κι έλεγαν ιστορίες με ληστείες και κτηνοβασία από
περασμένες χρονιές.
Αλλά τι ήταν εκείνες οι Λάμψεις; Τι τελώνια με τα καπέλα τις διαφέντευαν; Και
σκέψου, το επόμενο λεπτό, όλο εκείνο, ολόκληρο το πρωινό, να εκτροχιαζόταν
αληθινά εκτός πορείας και τα παντζούρια να άνοιγαν για να μας δείξουν μία Άνοιξη
που κανείς δεν είχε φανταστεί...
06:06:07 ΜΠΡΤ – είναι η φάση που στο ταβάνι είναι έτοιμη να επαναληφθεί η ίδια
ιστορία, το καπέλο που γυαλίζει στο φως, όλα είναι έτοιμα να εξατμιστούν κι εκείνος
να το χάσει, όπως η πατρίδα που πάντα νοσταλγούσε...σίδερα που βλέπεις μέσα τους
τα κύματα της πίστης κάνουν αθλητικές ασκήσεις πάνω σε φθινοπωρινές κορφές, σαν
ακονισμένα Κουνταμπάφερ που είναι έτοιμα να δράσουν, μερικά λεπτά αγωνίας πίσω
από Μαγική Άμμο (μεγάλη συσκευασία 19.99 ευρώ), τζαμαρίες βιτρό που
απεικονίζουν το παλάτι της Σταχτοπούτας με κάτι φαλλικά λάθος στον αριστερό
πύργο, που ανεβάζουν και περνάνε από φίλτρα χλωρίνης πάνω από τα παρεκκλήσια
και τις Αγίες Τράπεζες που προσδιορίζουν την Ορθοδοξία του Εμπορίου, που
κυρτώνουν και λένε πως έτσι γίνεται – αμέ το μεγάλο φωτεινό παραπέτασμα που
ξεπροβάλει μαζί με το πόδι του Αγγέλου μέσα από το σύννεφο μας...

Και ο Χόρνι συνέχισε να λέει στον Πρακτικάριο Πίτσα το δικό του κεφάλαιο από
μία αντιγραφή της Ιστορίας του δικού του προσωπικού Βεελζεβούλ σαν να ήταν ο
ίδιος του ο υποτιθέμενος εγγονός – δεν είχαν σήμερα πολλούς πελάτες που να θέλουν
ένα φωτοαντίγραφο: Κατά την Πέμπτη επίσκεψη του στο κατάστημα του Πλαισίου
στο Σύνταγμα, κατά την τελευταία του παραμονή στην επιφάνεια του πλανήτη
Γεράρδος, αποφάσισε να μεταλλαχθεί στους επαγγελματίες πωλητές τους, και
πράγματι έγινε τέτοιος, όχι όμως σαν τους περισσότερους από αυτούς, εκείνος είχε
προτιμήσει να γίνει πωλητής Υπνωτισμού που λέμε ή Υπνωτοπώλης. Αποφάσισε να
γίνει ένας τέτοιος επαγγελματίας πωλητής, πρώτ’ απ’ όλα επειδή, τους τελευταίους
χρόνους, εκείνοι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να πλησιάσουν όλες τις τάξεις ή
κάστες των πελατών, κι έπειτα, καθώς από μόνοι τους εμπνέουν εμπιστοσύνη και
μεγάλο σεβασμό μέσα στο κατάστημα, οι κοινοί πωλητές τους αντιμετωπίζουν με
τέτοια ευθύτητα που τους επιτρέπει να εισχωρήσουν μέσα στον «εσωτερικό» κόσμο
τους, όπως το λένε εκεί στον Κόκκινο Πύργο.
Ήταν ένας τρόπος να πραγματοποιήσει τον σκοπό του αλλά και να προσφέρει
πραγματική βοήθεια στις πωλήσεις τους μιας και είχε αρχίσει να τους συμπαθεί
κάπως, τόσο δυστυχισμένοι που ήταν όλοι εκεί μέσα. Πράγματι, η ανάγκη τους για
τέτοιους πωλητές υπνωτιστές έχει αρχίσει να διογκώνεται τα τελευταία χρόνια και
αυτό ισχύει σε όλα τα υποκαταστήματα, σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο στην Αθήνα,
άσχετα με την τάξη ή την κάστα στην οποία μπορεί να ανήκουν.
Πρέπει να πει, δεν μπορεί να το κρατήσει αν και δεν θέλει να περιαυτολογεί ποτέ,
πως είχε αποκτήσει μεγάλη πείρα σε αυτή την ειδικότητα, αφού πολλές φορές είχε
χρειαστεί να καταφύγει στις μεθόδους των πωλητών τους, τότε που διερευνούσε
ορισμένα λεπτά σημεία του ψυχισμού των Πλαισιομαίων σαν το βασικό πρόγραμμα
της ΣΕΡΑΦΙΝΟ. Παλιότερα η πελατεία όπως όλα τα εκτελεστικά όργανα της
Οικουμένης, δεν διέθεταν εκείνη την ιδιαίτερη ικανότητα που τους επέτρεπε να
πέφτουν σε ύπνωση, όπως η Διοίκηση την ονομάζει. Αυτή η ιδιότητα τους έγινε
έμφυτη λόγω ορισμένων παροξυσμών που γιγαντώθηκαν στον ψυχισμό τους και οι
οποίοι προερχόταν από την συνολική δυσαρμονία ενός κρυφού συνόλου οργάνωσης
κάτω από τα ίδια τα παπούτσια τους. Η παράδοξη ψυχική τους υποψία εμφανίστηκε
λίγο μετά την εξαφάνιση του πρώτου Μινιόν και του πρώτου Κατράντζου από την
αόρατη Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης ’80 που ήταν παρακλάδι του Ε.Λ.Α.,
και παγιώθηκε οριστικά στην παρουσία όλων τους από τη στιγμή που ο Σκορπιός
τους, δηλαδή η λειτουργία της καταναλωτικής τους συνδεσιμότητας, διαιρέθηκε, για
να σχηματίσει προοδευτικά δύο εντελώς ξεχωριστές εμπορικές συνδεσιμότητες οι
οποίες δεν έχουν μεταξύ τους κανένα κοινό σημείο, και τις οποίες μετά τις ονόμασαν:
την πρώτη απλά «Αστερισμός του ΠΑΣΟΚ» και τη δεύτερη, όταν επιτέλους
πρόσεξαν την ύπαρξη της, «υποσυνείδητο του Ανφέρ».
Αν προσπαθούσε κανείς να σχηματίσει μία σαφή εικόνα και να μετουσιώσει στα
αντίστοιχα μέρη της συνολικής του αηδίας όλα όσα πρόκειται να του εξηγήσει, θα
μπορούσε ίσως να καταλάβει τις μισές περίπου από τις αιτίες για τις οποίες ο
ψυχισμός των καταναλωτών μας, των Τριφασικών όντων που κατοικούν στον
πλανήτη Ελλάδα, έγινε κάτι το τόσο σπάνιο και μουναδικό.
Η ψυχική τους ιδιαιτερότητα που τους επιτρέπει να πέφτουν σε «κατάσταση
ύπνωσης» είναι, όπως του είπε, έμφυτη μόνο στα Τριφασικά όντα του πλανήτη
Ελλάδα· επομένως μπορεί κανείς να πει, ότι αν δεν υπήρχαν τα όντα αυτά, πουθενά
μέσα στο Μεγάλο Ασχημομούρικο Βαλκανικό Βδέλυγμα γεγονότων, δεν θα υπήρχε
ούτε η παραμικρή ιοντική έννοια του τι είναι «Υπνωπωλιτισμός».
Πριν όμως συνεχίσει τις εξηγήσεις του στον μικρούλη Πρακτικάριο Πίτσα, πρέπει
να τονίσει ότι παρόλο που, κατά τους τελευταίους είκοσι χρόνους, ολόκληρη σχεδόν
η διαδικασία της συνηθισμένης τους ξυπνητής ύπαρξης, στα περισσότερα από τα
Τριφασικά όντα, και κυρίως στα σημερινά, συμβαίνει υπό την επίδραση αυτής της
ιδιότητας, εκείνα ονομάζουν «κατάσταση καταναλωτικού ύπνου» μόνο εκείνη την
κατάσταση κατά τη διάρκεια της οποίας η διαδικασία που οφείλεται στην
συγκεκριμένη ιδιότητα πραγματώνεται με ταχύτερο τρόπο και δίνει συμπυκνωμένα
αποτελέσματα μέσα στη λεκάνη.
Τα ασυνάρτητα αποτελέσματα που προκαλεί στη συνηθισμένη διαδικασία της
ύπαρξης τους αυτή η πρόσφατα παγιωμένη δραστηριότητα δεν τα προσέχουν ή, όπως
θα έλεγαν και τα ίδια, δεν «τους αγγίζουν στην τσέπη», αφενός επειδή, λόγω της μη
φιλοσοφικότητας και τελείωσης του εαυτού τους, δεν έχουν αυτό που λένε «ευρείς
πολιτικούς ορίζοντες και, αφετέρου, επειδή είναι όντα που εκκολάπτονται και δεν
γεννιούνται και υπάρχουν σύμφωνα με την Αρχή του Κοσκωτά, τους έγινε έμφυτο να
«ξεχνούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα οτιδήποτε αντιλαμβάνονται που δεν τους
συμφέρει». Όταν όμως τα αποτελέσματα αυτής της ιδιαιτερότητας τους
επιτυγχάνονται με «συμπυκνωμένη ουσία Φραπέ», κάθε ασυνάρτητη εκδήλωση
βαθιάς Πράσινης Λαίλαπας, δική τους ή των άλλων, γίνεται σε τέτοιο βαθμό
πραγματική, ώστε να είναι ολοφάνερη, και επομένως αναπόφευκτα αντιληπτή, ακόμα
και από τον κολοβό τους μυελό του Κοτόγυρου.
Όπως όμως είχε προβλέψει η Πρωθιέρεια, η σύσταση της τραγιάσκας τους
διέφευγε συνεχώς, όσο παρέμενε στη στοά, μέσα στο φωτοτυπικό. Κάθε μέρα έκανε
προσπάθειες, μικρά παράνομα σχέδια, πονηρές σκέψεις, τολμηρές δοκιμές αλλά δεν
έβγαζε δουλειά εκτός από φήμες, άσχημες, δύσκολες, τολμηρές, από το ίδιο του το
έργο που δεν ήταν άλλο από το να ανακαλύψει, πρώτον, που κρυβόταν ο Τσίλικος
Ντεποζίτο και δεύτερον, από τι ήταν φτιαγμένη εκείνη η στρώση πάνω από το
ύφασμα της τραγιάσκας του Κουνταμπάφερ, εκείνο το υποτιθέμενο Led Net. Τίποτα
όμως δεν εξαρθρωνόταν ελεύθερο από τους συνδέσμους του μέσα στις Σουτουές, η
δική του αυθεντία ήταν αποκληρωμένη από το σύνολο της κοινωνικής κάλυψης, δεν
μπορούσε να προσφέρει στο θήραμα του το στοιχείο της έκπληξης, κάτι που θα
αποτελούσε εγγύηση της επιτυχίας να τον/το ανακαλύψει. Κάθε μέρα, αφού πάντα
σταματούσε κάθε προσπάθεια να μεταφράσει κάποια πράξη του Τσίλικου και να την
στοιχίσει με κάποιες από τις παροιμίες του Μπρίγκελ, αφοσιωνόταν σε πιο δύσκολα,
πλησιέστερα στην βαρεμάρα του, καθήκοντα, όπως το να εμπλουτίζει τις
στοιχειοθετήσεις των αρχείων του για το μυστικό συστατικό του καπέλου, να
ξαναγράφει τις σβησμένες με διορθωτικό σελίδες των αναφορών του για τις
τοποθεσίες θέασης του Τσίλικου, να σχεδιάζει γραμμές πάνω στους χάρτες του
Βότκα που μύριζαν αποσμητικό μασχάλης, ιδρωμένη μπράσκα και βανίλια
Μαδαγασκάρης, να επεξεργαστεί τις εξισώσεις των ελασσόνων συγχορδιών των
ιχνών που άφηναν οι πελάτες που χαρακτήριζαν τις ημέρες αλλά και τελικά τις νύχτες
του. Τρεις συναντήσεις με το Δάχτυλο, την Τραμουντάνα και τον Σβαντζ αντίστοιχα,
μέσα στη βδομάδα, δεν του είχαν επιτρέψει να αναχωρήσει για την Διεθνή Έκθεση
Θεσσαλονίκης, είχε πει, πριν από τρεις μήνες, πως θα παραβρεθεί στο δείπνο που
διοργανωνόταν από έναν σημαντικό φορέα των πληροφοριών του, εν είδη χάρης προς
τον Περιφερειάρχη Σβαντζ, είχε συμφωνήσει να παρακολουθήσει μία πεντάωρη
ομιλία, και είχε επιτρέψει στον εαυτό του να πειστεί και να γίνει ελεγκτής στον
διαγωνισμό για τον καλύτερο Υπό-Προϊστάμενο του Έτους, τέλος θα έπρεπε να
καθυστερήσει ακόμα μία μέρα γιατί ο κ. Κανγκαρού του είχε ζητήσει να
συναντηθούν απρόοπτα.
Εκείνο τον καιρό όταν ο Χόρνι δεν έβγαζε μανιωδώς αναφορές προς την Διοίκηση
της Μαγούλα, μελετούσε τα σχεδιαγράμματα του, περνούσε με υγρό κερί τα
μποτάκια που είχε κρατήσει από το στρατό και επιθεωρούσε τον εξοπλισμό του στο
Σουμπούτεο τον οποίο και είχε ασφαλισμένο μέσα στο χρηματοκιβώτιο μαζί με τα
σπάνια χαρτάκια Πανίνι με τους ποδοσφαιριστές, τα γκαζάκια του, τις
μπουγελόφατσες και κάτι σπάνιες φιγούρες Χί Μαν που του είχε κάνει δώρο ο
πατέρας του όταν είχε εγχειριστεί για κοίλη σε ηλικία 10 χρονών. Ήταν κάτι πολύ
σημαντικό να μελετάς τα σχεδιαγράμματα σου όταν ετοιμάζεσαι για εξόρμηση μέσα
στο φρεάτιο. Θα ήταν δυνατόν να μην παραβρεθεί σε καμία από εκείνες τις
αποστολές με πρόσχημα την άδεια που προσφέρει εκείνη η δυσμενής μετάθεση του
στο φωτοτυπικό της στοάς, αλλά απεχθανόταν μία τέτοιου είδους αντιστροφή
υποχρεώσεων. Δεν θα τους τη χάριζε. Θα τον ξετρύπωνε το πούστη!
Είχε ορισμένους συνδέσμους που έριχναν τα χαρτιά της μεγαλοφυΐας όποτε τους
άρεσε, επικεντρώνονταν στην εκπλήρωση της απουσίας τους στη μία ή την άλλη
συνέλευση των Διωκτικών του Τσίλικου και διατηρώντας την φήμη ότι η τοπική,
ενδοκαταστηματική αναστάτωση που προκαλούσε η μη παρουσία τους άλλο δεν
έκανε απ’ το να επιτείνει το σεβασμό για την αλόγιστη χρήση και την ακαταμάχητη
φύση της μυστικής τους τέχνης. Εκείνοι οι άνθρωποι – ξεπερνούσαν κατά πολύ τις
παγιωμένες θέσεις του Ματιού της κάμερας – κατάφερναν να πείσουν ένα τσουβάλι
από προϊσταμένους και διοικητικούς ότι, όχι μόνον οι ώρες που εργάζονταν εκτός του
Πεδίου των Πωλήσεων αλλά και κάθε μικρός περίπατος εκτός των Σουτουών, κάθε
κρίση μουγκαμάρας, σιωπής ή αδιαθεσίας έφερε το μεταφυσικό βούλευμα του
Υψηλού Σκοπού. Αυτό ήταν το προσωπείο τους για την ασημαντότητα, αυτό πίστευε
ο Χόρνι. Δεν είχε καμία αμφιβολία πως το ταλέντο ήταν έμφυτο και η κλίση όντως
σημαντική, αλλά η αδιάφορη στάση δεν αποτελούσε στοιχείο της. Ίσως σε κάθε
αιώνα να παρουσιάζονταν μία δύο εξαιρέσεις στον κανόνα: η Μάτα Χάρι και ο
Τζέιμς Μποντ…αλλά όχι, οπωσδήποτε όχι…
Δεν είχε αναφέρει σε κανέναν πως υπήρχε σοβαρό πρόβλημα με την αποστολή του.
Κάθε άλλο, είπε πως θα έλειπε για μία πολύ σύντομη ανάπαυλα στον αέρα της
υπαίθρου. Μάλιστα δεν θεωρούσε τον εαυτό του σε καμία περίπτωση παγιδευμένο σε
έναν φαύλο, υπόγειο κύκλο. Κάποιες στιγμές, το καθήκον ήταν δύσκολο και ήσουν
υποχρεωμένος να πράξεις εκείνο που η μοίρα σου είχε φέρει στα πόδια σου σαν δώρο
- αρνητικών ή θετικών αποχρώσεων του φάσματος - ότι ήταν το πιο αποτελεσματικό.
Κι έτσι, έμεινε στην Αθήνα, πήγε στο δείπνο, έκανε τον διαιτητή για τους
προϊσταμένους του έτους 2010, έκρινε τους πάντες και, για πρώτη φορά στη ζωούλα
του, είχε μία τρομερή διαφωνία με τον Σβαντζ. Δεν ήταν παρά την πρώτη μέρα του
Μαΐου που έφτασε στο σταθμό του ΟΣΕ και βρήκε ένα κουπέ πολυτελείας σε ένα
τρένο με προορισμό τη Θεσσαλονίκη.
Του άρεσαν τα πιο κοντινά ταξίδια με το τρένο για τον χαλαρωτικό ρυθμό που
χάριζαν στην διαδικασία του συλλογισμού του – ακριβώς ότι είχε ανάγκη μετά τον
τσακωμό του με τον Περιφερειάρχη Σ. Αλλά το να κάτσει σαν γαλοπούλα στο κουπέ
δεν ήταν όσο εύκολο ακουγόταν ή όσο θα έπρεπε να είναι τέλος πάντων. Όταν είχε
πλέον φτάσει στο σταθμό και πατούσε την αποβάθρα αναχώρησης, με καταθλιπτική
διάθεση μίας ισορροπίας που κατέρρεε σε κάθε του βήμα, λες και το κάθε του πόδι
επικοινωνούσε με διαφορετικό εγκέφαλο. Μόλις βρήκε τον αριθμό του, έβγαλε την
κάλτσα του και ανακάλυψε μέσα της ένα λιγδωμένο πεντάευρο βαθιά μπηγμένο στην
λακκούβα που σχημάτιζε η πατούσα του. Με τα ρουθούνια του ανοιγμένα από την
έκπληξη, δεν έπαυε να το ξεδιπλώνει και να το ισιώνει και να το επεξεργάζεται σαν
κάποιο μαγικό έντομο από πολτό ενώ το τρένο άρχισε να μπουσουλάει πάνω στην
καυτή ράγα του μεσημεριού. Κάτω από τις ζάρες του χαρτιού, το χαρτονόμισμα ήταν
ελαφρώς ροζ, σαν κωλαράκι μωρού, και η μυρωδιά της κάλτσας ήταν αμυδρή αλλά
διακριτή. Τι απαίσιο και υπέροχο εύρημα ταυτόχρονα, αυτή η άμεση επαφή με το
περιεχόμενο του τυχαίου, αυτή η απύθμενη νευροπλαστικότητα του σύμπαντος που
έμοιαζε με τσίχλα κολλημένη στο πλακάκι που αντιπροσώπευε τις παράλληλες
κατόψεις της αφής του και την μετουσίωνε σε ένα πεντάευρο που έμοιαζε με…τσίχλα
αλλά από την μέσα μεριά της κάλτσας, σαν να είχε με κάποιο ταχυδακτυλουργικό
τρόπο διαπεράσει τη σόλα του παπουτσιού του, σαν το πόδι του να ήταν η αφετηρία
μίας κατά λάθους κλεπτομανιακής, μαγνητικής απορρόφησης του χαρτονομίσματος
ενός ξένου. Επιστρέφοντας από την μικροσκοπική τουαλέτα, πέρασε μερικά λεπτά
ψάχνοντας απεγνωσμένα τα φιλτράκια του πριν τα ανακαλύψει στο κάθισμα δίπλα
του, και μετά συνειδητοποίησε πως δεν είχε φέρει μαζί του καπνό αλλά ούτε και
χαρτάκια ή αναπτήρα. Άρχισε να υποψιάζεται πως ίσως και να είναι, αυτή τη στιγμή
που συμβαίνουν όλα αυτά, πρωταγωνιστής σε κάποιο πολύ παλιό πλέον ανέκδοτο
πίσω από το εξωσχολικό, φαντασιακό του ‘93 όπου κάποιος βρίσκεται στον
Παράδεισο του χασικλή, περιτριγυρισμένος από φρέσκια και κολλώδης μάζα από
«παπάδες» αλλά δεν υπάρχει κανένα ίχνος φωτιάς πουθενά και προς όλες τις
κατευθύνσεις του Άπειρου χώρου και χρόνου. Όταν επιτέλους συγκέντρωσε την
ασθενική του προσοχή προς το παράθυρο του κουπέ, ένας πολύ γνωστός του
θεανθρωπισμός είχε απλωθεί πάνω του και δεν είδε τίποτα από το αισχρό τοπίο των
φαγωμένων τούβλων που περνούσε από αριστερά του, ένα τοπίο ασχήμιας και
υπερβολικής ·

ισότητας, εγκατάλειψης και συμπυκνωμένης σοσιαλιστικής αποδόμησης.


Αν ακόμα κάποιοι από τους πελάτες-καταναλωτές παρατηρήσει κατά τύχη στις
δικές τους εξαρτημένες αντιδράσεις ή και των άλλων, κάτι το παράλογο, τότε, καθώς
αγνοούν το «νόμο των βιαστικών τύπων», το αποδίδουν στις ιδιαιτερότητες του
άγχους του κάθε καταναλωτή.
Οι πρώτοι που διαπίστωσαν αυτή την ανιαρότητα του ψυχισμού τους ήταν οι σοφοί
εκείνοι υπάλληλοι του πολυκαταστήματος Μινιόν το 1969. Έφτιαξαν μάλιστα κι έναν
επίσημο κλάδο πολύ σημαντικό και μοναδικό, ακριβή και επιστημονικά
εμπεριστατωμένο, ο οποίος είχε την επιτυχία διαδοθεί μέσα ενός υπόγειου δικτύου
συνδέσμων, σε ολόκληρη την Ευρώπη της εποχής με την ονομασία «Επιστήμη των
Ανεγκέφαλων Εκδηλώσεων της Εξουσίας», εμπνευστής του φέρεται να είναι ο
Χρήστος Στοστοδής (ιδιότητα Τρομοκράτης και όχι Υπνωπωλητής, ’52-’85), μέλος
του Εμπρηστικού Λαϊκού Αγώνα και χρόνια υπάλληλος του Μινιόν.
Αλλά αργότερα, μόλις άρχισαν ξανά οι «κλασικές ατάκες της προ-εκπτωτικής
Μοίρας» τους, αυτός ο βασικός τομέας της Πολιτικής των Υπνωτοπωλήσεων, η
οποία είναι ακόμη σχετικά ομαλή, σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκε, όπως άλλωστε γίνεται
και με όλα τα γνωστά τους επιτεύγματα, και στο τέλος, αφανίστηκε κι αυτή
ολοκληρωτικά, μόνο μετά από πολλά χρόνια πωλήσεων και ποικιλίας προϊόντων
έδειξε η επιστήμη αυτή κάποια σημεία αναγέννησης.
Δυστυχώς τα περισσότερα Τριφασικά όντα εκείνης της εποχής είχαν γίνει σοφοί
της «Νέας Εποχής», και περιφρόνησαν σε τέτοιο βαθμό αυτή την αναγέννηση, ώστε
η κακομοίρα, πριν καλά, καλά προλάβει να ξυπνήσει από το λήθαργο της, πετάχτηκε
σ’ αυτό που λέμε Εμπορική Χωματερή. Τα πράγματα έγιναν με τον ακόλουθο τρόπο:
Κάποιος πολύ φτωχός και ταπεινός Σύμβουλος Πωλήσεων Βιβλιοπωλείου, που
λεγόταν Φραντς Άντον Κερατώκονος, γέννημα θρέμμα της επαρχίας που ονομάζεται
Περιφέρεια Κρήτης, και το οποίο δεν έμοιαζε καθόλου με τους σύγχρονους του,
παρατήρησε τυχαία, κατά τη διάρκεια ενός επί τούτου πειράματος του στο Πεδίο των
Πωλήσεων του υποκαταστήματος του Μούλτιτσάμπα στο Ηράκλειο, την εμφανή
τριαδικότητα των Τριφασικών καταναλωτών.
Αυτό τον είχε ενθουσιάσει τόσο πολύ, εκείνον αλλά ταυτόχρονα και τη Διοίκηση
της Ανώνυμης Συντροφιάς, που τον αφιέρωσαν αποκλειστικά σ’ αυτή την έρευνα για
λόγους καθαρά κερδοσκοπικούς, βεβαίως.
Καθώς συνέχιζε τις παρατηρήσεις του, κατόρθωσε σχεδόν να το λύσει. Όταν όμως
μπήκε στο εταιρικό εργαστήριο για να κάνει τα επί τούτου πειράματα του για
διευκρινίσει τις λεπτομέρειες που έπρεπε, είδε αμέσως να ορθώνεται μπροστά του
ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των όντων της «Νέας Εποχής».
Εκείνο το γνώρισμα των Τριφασικών καταναλωτών ονομάστηκε «Πρήξιμο μέχρι
ευρυαγγείας στον Εγκέφαλο».
Και καθώς ο Κερατόκωνος από το Ηράκλειο έκανε τις πειραματικές του έρευνες
με τρόπο εναλλακτικό από εκείνον με τον οποίο είχαν αυτοματοποιηθεί να τις
εκτελούν όλοι οι αντίστοιχοι του της «Νέας Εποχής» της Πολυκαταστηματικής Γης,
οι άλλοι άρχισαν να τον «πρήζουν» συστηματικά και ιδιαίτερα οι κατάσκοποι του
Πλαισίου.
Για παράδειγμα, σε όλα τα Εταιρικά εγχειρίδια που υπάρχουν για τον
Υπνοπωλητισμό – και τέτοια είναι δεκάδες – στην αρχή τονίζεται πάντοτε πως ο
Κερατόκωνος ήταν λίγο ή πολύ ένα σκέτο κάθαρμα, ένας σκερβελές, ένας
τσαρλατάνος πρώτου βεληνεκούς και πως οι «τίμιοι» και «σπουδαίοι» πωλητές τον
ξεσκέπασαν ευτυχώς γρήγορα και δεν τον άφησαν να κάνει τόσο μεγάλο κακό στις
πωλήσεις.
Και όμως εκείνος ο τίμιος και σεμνός πωλητής Κερατόκωνος, τον οποίο
κατακρίνουν μ’ αυτό τον τρόπο, θα μπορούσε να αναβιω΄σει τη μοναδική επιστήμη
που τους είναι απαραίτητη και η μόνη που θα μπορούσε ίσως να τους γλιτώσει από
τις συνέπειες της Τραγιάσκας.
Στη γωνιά του στην Κεντρική Αθήνα και μέσα στον συγκεντρωμένο στις δικές του
ασχολίες ημερήσιο κύκλο του, ήταν εύκολο για τον Χόρνι να σκέφτεται τον
Υπνοπωλητισμό ως το άθροισμα όλων των τεχνών, συμπεριλαμβανομένης της
αρχιτεκτονικής, της καλής μουσικής, του εκλεκτού φαγητού και των συναφών. Αλλά
τώρα του φαινόταν ως αυτό που πράγματι ήταν – τετραγωνικά μίλια από αισχρά
οικήματα που κυριότερος σκοπός τους ήταν να υποβαστάζουν τις αμέτρητες
πλανητικές ασυναρτησίες που σαν σύνολα μέσα σε ανθρώπινα σώματα παρήγαγαν
άχρηστο σκουπιδαριό προορισμένο να διαφημιστεί στις τηλεοράσεις και, σε
καταθλιπτικές ποσότητες, αντιστροφές από πράσινα φύκια που έκαναν ουρές για να
το διανείμουν, και παντού, δρόμοι και τυραννία της απελπιστικής κατανάλωσης. Είχε
άραγε ποτέ υπάρξει τίποτα; Η πληροφορία είχε εκκολαφτεί μέσα από τα ειρηνικά
κόκαλα της φάλαινας που ξεψυχούσε μέσα στην καστόρινη παραλία της
εκμετάλλευσης αλλά εκείνος δεν έδινε δυάρα για αυτή τη γλώσσα και ήταν περίπου
είκοσι εφτά όταν πραγματικά πέθανε αλλά δεν είχε την ευτυχία να μπει στο χώμα
αλλά συνέχισε να σουλατσάρει ελεύθερος, σαν νεκροφιλητής του τσιμέντου, σαν
τίμιος πλαστικός, φαντασιακός κάτοικος της Χονολουλού του, κουρασμένος να
σημειώνει επίθετα μέσα σε αναφορές, να παρακολουθεί ειδήσεις με το ένα μάτι, αλλά
και οι αστερισμοί ήταν εντελώς γελοίοι, μέσα του, ξεκινούσε από την εποχή που το
ζευγάρι είχε χωρίσει, το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό, το απόλυτο
σημείο της Παρακμής, ο πατέρας σταμάτησε να μένει στο πατρικό το καλοκαίρι,
έφευγε μέσα σε τετράγωνα από σίδερο προς το θέρετρο της Χερσονήσου, ο λαιμός
του κόκκινος και σαν λειρί κόκορα, ο άνεμος να μην σταματάει καθόλου τον Ιούλιο,
τα νεύρα του αυχένα να είναι μονίμως σφιχτά, ο Αλβανός μασέρ κλεισμένος μέσα
στο κουβούκλιο του επί ώρες να καταστρέφει τους καρπούς του, στην αρχή δεν ήταν
κάτι το σοβαρό γιατί ο Χόρνι ήταν καθισμένος πάνω στο συμπαντικό κενό του
κύκλου του ο οποίος ακόμη ήταν δυνατός, αλλά μετά ήρθε η πτώση μαζί με την
άμπωτη, κανένας διαγωνισμός, καμία παύση ή έλεος, ο πόνος ξεκινούσε από το δεξί
πλευρό και κατέληγε τον αυχένα, κόβοντας τις μπουκιές του, και δεν είχε κανένα
πρόβλημα με τον κόσμο που περιδιάβαινε τα φρεάτια, μπορούσαν να κάνουν ότι
ήθελαν, στη χειρότερη περίπτωση θα πήγαινε μαζί τους, αλλά εκείνος μόνο τη
δουλειά του έκανε, πληρωνόταν πολύ λίγο γι’ αυτό αλλά τα βιογραφικά δεν
απαντήθηκαν ποτέ, οπότε περίμενε μαζί με την υποτιθέμενη πεθερά του η οποία
ακόμη δεν είχε όνομα και έμοιαζε με ναυαγοσώστη που σφυρίζει στους σέρφερς του
Πέτιμπον να σταματήσουν να του ταλανίζουν το μυαλό, να τον κάνουν να κλέβει,
γιατί, το παραδέχεται, κι εκείνος έκλεβε. Το Κουνταμπάφερ και το όλο κλίμα της
εποχής του Εμφυλίου των Πολυκαταστημάτων τους είχε επηρεάσει όλους. Αυτό είναι
αλήθεια. Έκλεβε σαν εκδίκηση προς το Πυραμιδικό Καθεστώς, δεν έκλεβε για να
ζήσει – αν και κανονικά θα έπρεπε να κλέβει μόνο σούπερ μάρκετ με το μισθό που
έπαιρνε.
Τι θα έλεγε όμως ο πατέρας για όλο αυτό αν το μάθαινε; Πως ο γιος του είναι ένας
ποταπός κλέφτης της λιανικής; Οι τεχνικοί του «Λήμνος» όχι μόνο έπαιρναν μέρος
στις αποστολές του πεζικού μέσα στην έρημο, αλλά κάποιοι από αυτούς, όπως και ο
Ιωάννης Δάνβαρ Χρονιόπουλος κατείχαν διοικητικές και οργανωτικές θέσεις μιας και
υπήρχε μεγάλη έλλειψη προσωπικού τους μήνες του Μαρτίου και του Απριλίου του
’91 στις τάξεις του συμμαχικού πεζικού. Μόλις τα χλωμά φώτα των νυχτερινών
επιδρομών άναβαν, πριν ακόμη οι σφυροκέφαλοι ξυπνήσουν πάνω στα
φοινικόδεντρα με τα καφετί τους επιμήκη ράμφη και τα κατάμαυρα μάτια που
θυμίζουν λίμνες από αιματίτη, το εγερτήριο από τις ερπύστριες των υλών των
τεθωρακισμένων ανάγγελλε την νέα ημέρα της πάλης στους κοντινούς καταυλισμούς
της Ας Σαλιμίγια κι εκεί το σήμα και η μανιασμένη από την άμμο της αυγής μελωδία
του ατσαλιού που τρίβεται και στηρίζεται πάνω σε τεράστιους όγκους
συσσωρευμάτων ορυκτών και διαλυμένων πετρωμάτων που μεταφερόταν σαν φλόγα
ή σαν καπνός στα επόμενα στρατόπεδα, έξι διαδοχικά λαλήματα της σειρήνας που
πρώτα ξυπνούσαν τις κοντινές κωμοπόλεις και ύστερα ολόκληρη την επικράτεια του
Κουβέιτ, ενώ ο πατέρας συλλογιζόταν οκλαδόν – στάση που δεν έπαιρνε ποτέ στο
σπίτι τους – σαν σεΐχης βεντουζαρισμένος πάνω στην τρύπα του απόπατου,
προσπαθώντας να κλείσει τ’ αυτιά του με τα λερωμένα χέρια, ένας φόβος που του
είχε απομείνει από τον θόρυβο των μηχανών των μαχητικών αεροπλάνων, κοιτώντας
από το στρογγυλό παραπέτασμα της σκηνής προς τα φώτα των πλοίων που έπλεαν
στην καφέ θάλασσα που εκείνα τα χρόνια πλημμύριζαν από τις διαρροές του μελανού
υγρού. Είχε αφεθεί στο γεγονός πως θα έπρεπε να βιώνει τη μάχη σώμα με σώμα με
μία χαλαρή δεκτικότητα και γνώριζε καλά την προπαγάνδα με τον «πελαργό» που
ήταν λουσμένος με πετρέλαιο. Από τη στιγμή που είχε δεχθεί τις αποστολές στην
έρημο σαν αντικαταστάτης Συνταγματάρχης ύλης, αφήνοντας πίσω την αρρωστημένη
κλεισούρα του κουβούκλιου του μόνιτορ, επέβλεπε καθημερινά ο ίδιος (σαν να ήταν
ΕΠΟΠ Λοχίας) τον καθαρισμό των όπλων, το λάδωμα, την σπιρτάδα των οπλιτών
του, για να μπορεί να διαλέγει τους καλούς από τους σκάρτους καρπούς του πολέμου,
εκείνους που θα έπρεπε να εμπιστευτεί για εκείνο το βράδυ, εκείνους που θα έπαιρνε
μαζί του κι απόψε, για μερικές στιγμές όντως τους αγαπούσε σαν παιδιά του ίσως και
λίγο παραπάνω, κάτι που δεν είχε νιώσει τόσο έντονα με τον Χόρνι πίσω στην
πατρίδα, σαν τεχνικός των αρμάτων Άμπραμς, αντικαταστάτης πάνω στην ανάγκη
του συνόλου του πολέμου που τον ήθελε εκεί, πίνοντας μέσα στις υφασμάτινες
κουζίνες μεγάλες, σχεδόν απειλητικές σαν άγνωστα έντομα, κούπες με δυνατό καφέ
και πάντα ένα πακέτο με στρατιωτικά μπισκότα εκστρατείας που δεν είχαν γεύση,
χωρίς να βλέπει το μέλλον μέσα στις δίνες της μέρας και που θα τον οδηγούσε η
σκληρή του μοίρα, που εκείνος την είχε επιλέξει πολύ προσεκτικά, πάντα φειδωλός
στα λόγια του μπροστά στους φαντάρους, αφού εκείνοι ήταν που τελικά τον
κατανοούσαν σιωπηρά πίσω από κινήσεις συγκατάβασης δίπλα από τα στεγνά
πηγάδια των οάσεων, περισσότερο από τους φρεσκοπλυμένους και
καλοξημερωμένους καραβανάδες των Βάσεων, γνώριζε τι κρύβουν μέσα στους
καρπούς των μυών τους και λίγο πριν από τις δέκα τη νύχτα διατελούσε το
καθιερωμένο του μπάνιο με το πάσο του, με παγωμένο νερό για να κρατιέται σε
φόρμα, ίσως και λίγο από το γάλα της μεγάλης καμήλας του Μαλίκ, μέσα στο ρηχό,
αυτοσχέδιο λάκκο που είχαν φτιάξει οι σκαπανείς ειδικά γι’ αυτόν, τον αγαπημένο
τους Ξένο από το λιμάνι, σαν μία γούρνα από ακατέργαστο μάρμαρο, βαλμένη κάτω
από την σκιά των κεφαλιών των σφυροκέφαλων που άραζαν πάνω στα κλαδιά των
φοινίκων, στα σπλάχνα της κατασκευής έβρισκες εκείνη την πορφυρή δύναμη που
είχε φέρει από τη Νάξο ένας τεχνίτης του κορουνδίου και την είχε εναποθέσει στο
κέντρο της γούρνας, γύρω της τσουβάλια άμμου και μόνο μετά τις δώδεκα
κατόρθωνε να δαμάσει την ανησυχία της υγρής απεραντοσύνης που αιωρούνταν
πάνω από το κεφάλι του κι ερχόταν αντιμέτωπος με τις επικινδυνότητες μίας
νυχτερινής επιδρομής. Παλιότερα, την εποχή των εκπαιδεύσεων, κλειδαμπαρωνόταν
στα λουτρά μαζί με τον εκπαιδευτή Τιφέσκουλι - τον λοχία Τιφέσκουλι - και
αποφασίζανε για την τύχη των προσπαθειών τους, έπαιρναν όρκους με αίμα που
έσταζε από τον κομμένο αντίχειρα τους, τους είχαν ενωμένους όπως τα καβλιά τους,
αφού τότε ήταν ακόμη ερωτικά αγράμματοι στον ομοφυλοφιλικό έρωτα αλλά και
πάλι του είχε απομείνει ο εαυτός του μέσα στην στρατιωτική του εξουσία στην
έρημο, δεν άφηνε την αποχαύνωση των εντολών των νεοφερμένων ηλεκτρονικών
ταχυδρομείων να δηλητηριάσουν την ψυχή του τάγματος, αλλά διοικούσε με
στεντόρεια φωνή κι επέβαλε παντού την απάνθρωπη ψυχαναγκαστική επιρροή του,
αλλά με μία ασύλληπτη ένταση για τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη,
περικυκλωμένος από την κάψα των νεκρών, ανάπηρων και ψυχικά άρρωστων
οπλιτών που αποζητούσαν την αγκαλιά του, να κλέψουν από τα χέρια του το νόημα
του πόνου κι από ανώτερο κι ατάραχο γελωτοποιό της δύναμης να μεταμορφωθεί σε
ανορθωτή του ηθικού τους, εξυμνούσαν το σώμα του σαν τον κύριο βεβηλωτή των
Αράβων, των παιδιών, των γυναικών, δηλαδή των πηγών της χαράς κι άλλων
ζωτικών σημείων του εχθρού, σέρνοντας τα πληγιασμένα του δάχτυλα παντού μέσα
στα επιφάνια του θολού στρατώνα, ακόμη πιο ζεστός και πηγή λεπρών
συναισθημάτων απ’ ότι το πλοίο, μία καμήλα χωρίς μέλλον που κουβαλάει την
μυτερή άμμο στα γέρικα μάτια της, ενώ έχυνε φως πάνω σε σκοτεινά τεχνικά
προβλήματα που αγκάλιαζαν τις ερπύστριες, με αυτοσχέδιες πατέντες που δεν τις
έβρισκες σε κανένα κατασκευαστικό εγχειρίδιο συντήρησης, με τον ίδιο αφοπλιστικό
τρόπο που κατουρούσε την σημαία στα όνειρα του, τον υπάκουαν τυφλά, ήταν
σίγουρα ο αγαπημένος τους μονάρχης, πως όμως θα κατάφερνε να σταματήσει τις
κινήσεις του λευκού δαχτύλου, να κάνει τη ζωή και το θάνατο τους το ίδιο, ένα και το
αυτό; Οι διαταγές εκτελούνταν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, χωρίς πάθος, εκτός
από την στρεβλή ώρα του μεσημεριού, που έπεφτε στον λαβύρινθο των αγοριών που
του έφερναν από τις κοντινές κωμοπόλεις, οι ίδιοι οι γονείς τους, με αντάλλαγμα λίγα
κιβώτια με τροφή ή νερό ή ένα πέρασμα προς τη Δύση, διάλεγε ένα με τη μύτη, σαν
ύαινα, με το άγγιγμα της επιδερμίδας του, χωρίς καν να το γδύσει, χωρίς να σφαλίσει
τις πόρτες και μετά σε όλο τον καταυλισμό ακουγόταν η βαριά ανάσα του
παγιδευμένου ζώου που τρέμει, η καμπανιστή λαχτάρα της αγκράφας που βυθίζεται
στο κρέας που μυρίζει, το σιγανό του κλαψούρισμα της ηδονής, το ξάφνιασμα του
παιδιού που προσπαθούσε θα αποσώσει ότι μπορούσε από το άμοιρο του σώμα, οι
φωνές που καλούσαν σε βοήθεια τους γονείς του – την πρωινή ώρα, την πιο δύσκολη
ώρα – τότε που ο άγγελος του πετούσε πάνω από την ορχήστρα της αποσύνθεσης,
διέσχιζε τον ουρανό της πατρίδας που χανόταν και σμιλευόταν σαν βράχος, οι φωνές
σταματούσαν, η ζωή συνεχιζόταν ακόμη και μέσα στον πόλεμο αυτό, μία άρτια
εκμετάλλευση των ανθρώπινων τεχνολογιών και δυνατοτήτων των μέσων, όταν όλος
ο πλανήτης πέτρωνε με το χέρι στο στόμα, δαγκωμένο, χωρίς χτύπο, μην μιλάτε, ο
συνταγματάρχης πηδάει, αλλά αυτά που ήταν πιο κοντά του δεν ήθελαν να ξέρουν
πως θα ερχόταν η σειρά τους όταν ο γδούπος θα έπαυε, δεν ήθελαν να γνωρίζουν την
παύση της στιγμής εκείνης, της ιερής, γιατί πάντα ο ίδιος έμοιαζε να βρίσκεται
ταυτόχρονα σε δύο σημεία στο χρόνο αλλά και στο χώρο, τον είχαν δει να βάζει
φωτιά με μόνο δύο πέτρες σε ολόκληρα χωριά για να φέρει πιο κοντά τον εχθρό, -
τους ακροβολιστές τους αγνοούσε επιδεικτικά - ούτε κανείς είχε ψευδαισθήσεις πριν
να σβήσουν τα φώτα του στρατώνα και να ακουστεί ο κρότος των Σκουντ, οι
πράσινες γραμμές πάνω στον μαύρο ουρανό, να αντηχήσουν οι εκρήξεις πέρα
μακριά, τα σκιρτήματα των κουρασμένων σωμάτων που έπεφταν στα σαν κουτάλια
στρώματα και η αναπνοή του σχεδόν πεθαμένου μωρού που γιγαντωνόταν
αντίστροφα, όλο και πιο αδρή η όψη του, καθώς οι βόμβες ξάπλωναν πάνω στις
σκοτεινές σκούνες των κτιρίων που έμοιαζαν με αντερείσματα πάνω στον θρόνο του
Θεού - θρόνος που είχε προσφάτως εγκαταλειφθεί, - αναδημιουργούσαν τις κραυγές
των πουλιών μέσα στα τύμπανα του για να πάψουν – πράγμα που τον έκανε να
χαμογελάει – το πλατύ κύμα της σκόνης που σηκωνόταν αμέριμνο και βραχύ και
σάρωνε τα πάντα, μέσα στην γερασμένη υποδερμική δικτύωση της πόλης των
Βασιλιάδων του Μετεωρίτη Θανάτου και των αδύνατων τρομοκρατών της και χάραζε
τα παράθυρα μέσα στο Δημαρχείο, όπως εκείνο το προφητικό Σάββατο του Αγίου
Ονούφριου που με το μακρύ του μούσι που θύμιζε ξίφος κι έκρυβε τα απόκρυφα
σημεία του, έκανε τα πλευρά των φιδιών να φαίνονται σαν τα δικά του, σκελετωμένα
και βαλμένα σε ένα φόντο κόκκινο του ξεραμένου αίματος, με κύκλο πάνω από το
στενό κρανίο - αμέτρητα οστά πλευρών που σε έκαναν να ανατριχιάζεις μέσα στην
μικρή κάμαρη σου που το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με ένα λευκό σεντόνι για τη
σκόνη και το σπέρμα - και ίσως αυτό να ήταν ο λόγος να ξεχειλίσουν με γάλα οι
καθρέπτες, γάλα όμως όχι φρέσκο αλλά αποθηκευμένο σε λάθος σημείο για καιρό,
και κάπου εκεί, σε εκείνη τη σεκάνς, δεν ήταν που έφυγε ο πατέρας από την αίθουσα
των επιχειρήσεων, αφήνοντας τους στο έλεος της ξεροκεφαλιάς τους, στο λάθος
αντέλασμα των στρατηγών του φθίνοντος καλοκαιριού, και αναδύθηκε σαν προφήτης
από τον βυθό της προϊστορίας των επιδρομών τους, πιο ψηλά όμως από τα ορθόδοξα
τείχη και όρη του Σινά και φούσκωσε και πρήστηκε το πρόσωπο της οικουμένης και
ο κενός χώρος έσκασε, ο κενός χώρος του υποτιθέμενου διαστήματος που τους είχαν
μάθει από την τηλεόραση με την σημαία που καρφώνεται αργά στην εκμαθούσα
επιδερμίδα της Σελήνης κι έμεινε μονάχος ξανά να κολυμπάει ανάσκελα στα
λιμνάζοντα αρχειακά υγρά των εφιαλτών των άλλων διοικούντων, μόνος και χαμένος
πάλι, με την παλαιική στολή της Καταιγίδας της Ερήμου, τις χοντροκομμένες παστέλ
αρβύλες, το βρώμικο πηλήκιο, με το χέρι του κάτω από το κεφάλι σαν μαξιλάρι, να
δαμάζει άλλον έναν αιώνιο πονοκέφαλο με τις άκρες των δακτύλων που περπατάνε
με πίεση πάνω στο μέτωπο. Θυμόταν όμως το γιο του που πάντα τα καλοκαίρια με
την πετσέτα τυλιγμένη στη μέση του προσπαθούσε να πιάσει κουβέντα με τη μητέρα,
καλυμμένος πίσω από την σπασμένη σήτα και με τα δύο λευκά σκυλιά που έμοιαζαν
με καφέ καπουτσίνο, να μιλάνε για τα λίγα χρήματα που του είχε δώσει ο παππούς
Δημήτρης και πως κανείς πλέον δεν είχε χρήματα και πίσω του η κοπέλα να κάθεται
στον καναπέ που κάποτε ο πατέρας καθόταν, πιο ευτυχισμένος τότε, αυτές ήταν οι
μόνες τους σοβαρές συζητήσεις, πίσω από μισάνοικτες πόρτες, ο πατέρας να έχει το
σβέρκο του πάντα κόκκινο, αλλά εκείνη η τρανταχτή του απουσία από όλα τα μέρη
της ζωής κατά τη διάρκεια του πολέμου πριν από τον δεύτερο του θάνατο, εκείνο το
ημιτελές του ανάστημα που έμοιαζε με ανάστημα ζητιάνου των βλεννογόνων, στην
ουσία έπεφτε, εκείνος ο σεληνιασμός μπροστά από τις φωτογραφίες της πολαρόιντ
που τώρα πλέον κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν, σε πιο ντουλάπι, τα στιγμιότυπα της
θάλασσας, ενώ αγωνιούσε να μαζέψει τα χρήματα για πληρώσει τις επιταγές,
αδημονούσε τους παράνομους εραστές του, δεν ήταν στοιχείο της πραγματικής ζωής,
όπως του είχαν επισημάνει οι φαντάροι του, ούτε όμως μαζική αυτοκτονία όπως του
έλεγαν οι ανώτεροι του, ήταν η ικανότητα του εαυτού του να μεταλλάσσεται και να
βασίζεται στις υπηρεσίες του επαγγελματικού θανάτου. Ο γιος Χόρνι ήταν ένας
σχεδόν τέλειος σωσίας του πατέρα που είχε βρεθεί χωρίς κανείς να αναρωτηθεί πως
μία μάζα που προσποιούνταν τον υπάλληλο βιβλιοπωλείου τριγυρνούσε μέσα στις
στοές του κέντρου της Αθήνας, χορτασμένος με ψίχουλα που έπεφταν από το
εταιρικό τραπέζι, τον είχαν παρατηρήσει ζαρωμένα και σκυθρωπά μάτια μέσα στο
πεθαμένο φως, πως τον είχαν εντοπίσει τα ανύπαρκτα χείλη, λευκά και παγωμένα, το
χέρι μίας παιδούλας με το απαλό άγγιγμα, να σκορπάει χώμα στους πελάτες που
γονατιστοί τον παρακαλούσαν και του χάριζαν νομίσματα για την πνευματική υγεία
που τους πρόσφερε απλόχερα – φαντάσου πατέρα μου – τι ιεροσυλία, αλλά ο πατέρας
ποτέ δεν καταδίκασε τον γιο, μόνο τις πλάγιες εκβολές του φωτός κατέκρινε, μέσα
στις νύχτες που τον συναντούσε στο Δημαρχείο της ντροπής και του χαλασμού, το
χάλαβρο της μυδρίασης του προσώπου, με μία σακούλα σκουπιδιών στο κεφάλι για
να μην τους μπερδέψει κανείς άγνωστος με την οικογένεια, γαμώτο, αυτός είμαι εσύ,
είπε ο πατέρας και στάλαξε ο ιδρώτας του στο μέτωπο κάτω από το φεγγαρόφωτο,
και είδε τον ίδιο του τον καρπό στο πρόσωπο του γιου και του εαυτού του,
μπερδεύτηκε, γιατί έτσι πραγματικά ήταν, σαν δύο σταγόνες νερό, και τότε ήταν που
είχε βρει το χειρόγραφο εκείνου του ερημίτη και το είχε μεταφράσει και το είχε
αποθηκεύσει μέσα στον φάκελο με τις ακαταστασίες της ερήμου του ’91. Το
χειρόγραφο έφερε το τίτλο «Λεχωίδες» και ο συγγραφέας του δεν ήταν άλλος από τον
ίδιο τον πατέρα του Χόρνι – το είχε ανακαλύψει μέσα στο συρτάρι του ψωμιού στην
κουζίνα στο πατρικό σπίτι της Πλατείας Αμερικής, το οποίο είχε πλέον κάπως
εγκαταλειφθεί από τη μητέρα και χρησιμοποιούνταν σαν αποθηκευτικός χώρος για
βελόνες, κλωστές, μονωτικές ταινίες, σπιρτόκουτα και αναπτήρες, άσχετα με τα
ψέματα που ο ίδιος ο πατέρας έλεγε σε όλους, πως τάχα μου το βρήκε στην έρημο
από έναν ερημίτη Άραβα και στη συνέχεια το μετάφρασε με δικά του έξοδα στη
Βαγδάτη. Το χειρόγραφο ξεκινούσε έτσι (η ημερομηνία ίσως να αναφέρεται στην
γιορτή της ημέρας του ψεύδους, την Πρωταπριλιά, αλλά η χρονολογία είναι πολύ
μελλοντική, χρονολογία που αφήνει υπόνοιες πως το έργο του πατέρα είχε εκφάνσεις
επιστημονικής φαντασίας) που να μην καταλαβαίνει ο αναγνώστης περί τίνος
ακριβώς πρόκειται, αν είναι ιστορία ή αν είναι απλά μία περιγραφή των αντικειμένων
μέσα στο χώρο όπου οι υποτιθέμενοι πρωταγωνιστές κατοικούν, ένα σπήλαιο στο
πουθενά:

1/4/17

H παρουσία που καταγράφει το μάτι βρίσκεται δίπλα ακριβώς του γούνινου συνόλου, μέσα στο
σπήλαιο. Ετοιμάζεται έδεσμα νυχτερινό από άκρα λεπτά, τοξοειδή, μελανά στην από πάνω μεριά.
Σύρσιμο ακούγεται, ένα χτύπημα, εκεί που πράσινα σπυριά αχνοφέγγουν κάτω ακριβώς απ’ το ξύλινο
επίπεδο• επίπεδο το οποίο υφίσταται βάρος μεγάλο από διάφορα αντικείμενα. Το σώμα του είναι
ξαπλωμένο μπρούμυτα πάνω στο στρώμα, που είναι διπλό, όχι σε πλάτος αλλά σε ύψος. Η λάμπα
κοντά στο στρώμα αντανακλά ένα κύμα κιτρινωπό – ίσως κάποιος να το παρομοίαζε με το χρώμα που
συνήθως εκπέμπουν τα πρωινά ούρα. Η συσκευή της λάμπας - το κυρίως σώμα της δηλαδή - θυμίζει
βάζο στο σχήμα.

Κάπου εδώ αρχίζει να αντικαθιστά τις λέξεις με άλλες λέξεις οι οποίες έχουν
διφορούμενο νόημα, δεν σημαίνουν τίποτα αλλά μπορεί και να έχουν δυαδική
σημασία στην ιστορία που διηγείται ο πατέρας, ο οποίος υπογράφει σαν «Ιωάννης
Δάνβαρ». Το ύφος συνεχίζει να είναι επίπεδο και ξερό αλλά με μία υπόσχεση
επιφάνιας, είναι φανερό μέσα στις προτάσεις πως ο πατέρας ήταν παγιδευμένος σε
ένα δικό του φαντασιακό σπήλαιο ή ίσως να θέλει να εξιστορήσει με υποτιθέμενη
λογοτεχνική μεταφορά την παραμονή του σε κάποια φυλακή του εχθρού – γεγονός
που δεν έχει ποτέ επιβεβαιωθεί από τον ίδιο μέχρι σήμερα:
Το ξύλινο, αυτή τη φορά δίπλα του στρώματος, μικρό επίπεδο, στηρίζεται σε τρία κάθετα,
στρογγυλεμένα πόδια• στην κορυφή τους, εκεί που εφάπτονται με το κυρίως σώμα του επιπέδου και
είναι πλαισιωμένα – σαν κάποιος να τους έχει εναποθέσει ένα βαρύ, σιδερένιο στέμμα – με τρία,
αντίστοιχα μεταλλικά καπάκια, που στη μέση τους είναι βιδωμένα με μία ωοειδής σπείρα. Το
βουλοκέρι της κίνησης των λευκών, πολυμερικών δαχτύλων έχει χαράξει την πορεία της σήψης απάνω
τους. Το ένα πέμπτο του άκρου εισχωρεί μέσα στο οσφρητικό του αντέρεισμα. Η παρουσία επιστρέφει
με παφλασμούς συνθετικού πάνω στο γούνινο σύνολο. Στη συνέχεια, περνώντας στον πορφυρό
μάλλινο χώρο, διασχίζοντας το δίφυλλο πέρασμα που είναι ενισχυμένο με υλικό συντήρησης
παραγώγου σκλήθρας, εναποθέτει τα δύο δοχεία της τροφής στα άκρα του. Η λάμψη που εισέρχεται
απ’ το ξύλινο πλαίσιο, πλαίσιο που είναι διπλό και οδηγεί στο αίθριο του σπηλαίου, είναι φορτωμένη,
αγκαρεμένη θα έλεγε κανείς, μία μυρουδιά η οποία είναι αναπόφευκτο να του ανασύρει μία
συγκεκριμένη νευρική ηλεκτροπληξία του άνω λοβού του μείζονος οστού• ήτο ανεβασμένος στο
αλαβάστρινο τράχωμα του, σε μία πολλάκις κεντρική αρτηρία του φωλεού, όταν του ενεμφανίσθην με
την μορφή της οσμής πάντα, η ουσία του Περάσματος μίας συγκεκριμένης αρωγής. Η γκρίζα πέτρα
πήδηξε πάνω στο ξύλινο, μείζον επίπεδο, κύλισε με τα στηρίγματα της προς το στήθος του, ανάδεψε το
άνω οστό της, οστό που περισσότερο θύμιζε αρχαία κάρα αγάλματος ή κορυφή βραχώδους οροσειράς.
Η παρουσία ανασκαλεύει την δερμάτινη εσοχή της, τα αντικείμενα κουδουνίζουν με σειρά βαθμού
ευαισθησίας, το ένα μετά το άλλο. Τα άκρα της βοηθούν τον αλπακά να σταθεί, να τοποθετηθεί
σταθερά πάνω στο ακουστικό της όργανο. Αποφασίζει, αφού εξέρχεται του σπηλαίου προς το αίθριο,
να εναποθέσει στο σύνολο πόνου της ένα διαφορετικού συνδυασμού πλέγματος ιματίων. Ο κορμός της
σωλήνωσης της κατάποσης συσπάται, πάλλεται και δονείται. Απ’ το στόμιο της, το άνω, εξέρχεται μία
μελωδία κυματισμού που μονάχα εκείνη γνωρίζει τη μήτρα της. Ο άνδρας της αναφέρει μία
πληροφορία - μία καταδίκη του - η οποία περιέχει εικόνες από έντομα, κυρίως αραχνοειδή που
αναμειγνύονται με πρωτεύοντα• της επισημαίνει την πληροφορία πάνω στην φωτεινή επιφάνεια. Το
φως και η διάθλαση του, ανοίγονται πίσω απ’ τ’ άφαντα πετρώδη εξογκώματα, εκεί που πίπτουν μέσα
στο μαρμάρινο, ρηχό δοχείο, οι δύο διαφορετικού μετρήματος βάμβακες• τέμνονται, ξετσιλακωμένοι.
Ο ένας είναι εσπεριδοειδούς απόχρωσης, σχηματιζόμενος σε καμπύλη πνευστού η οποία καταλήγει σ’
ένα εβένινο στόμιο, στόμιο που είναι αεροστεγώς φραγμένο. Ο δεύτερος, πιο λεπτός βάμβακας, έχει
τυχαίως εναποτεθεί στην γωνία που φτιάχνει το λευκό σώμα του πρώτου βάμβακα – ένα
εναγκαλιζόμενο ζεύγος που κείτεται κατάχαμα. Δίπλα του μαρμάρινου δοχείου βρίσκουμε πάμπολλα
ενδιαφέρον ευρήματα: μία πορσελάνινη αποθήκη υγρών στοιχείων, επιχρυσωμένη με μία αλυσιδωτή
τεχνοτροπία έντρομου υλισμού, η οποία συναντάται συνήθως σε χώρους αφόδευσης. Η πορσελάνινη
αποθήκη είναι τοποθετημένη εκ δεξιών του μαρμάρινου δοχείου. Εξ αριστερών του, βρίσκουμε δύο
πανομοιότυπες συσκευές ομιλίας, η μία ανάσκελα πάνω στην άλλη. Ο άνδρας είναι προσγειωμένος με
τα κάτω άκρα του ανοιγμένα σε περίπου ενενήντα μοίρες: αναμεσίς στα σκέλια του είναι μπηγμένο εις
στο πορφυρό μάλλινο σύμπλεγμα, το ένα από τα τρία άκρα ενός δεύτερου ξύλινου επιπέδου,
πανομοιότυπου μ’ εκείνου που υπάρχει εκ δεξιών του στρώματος. Ακριβώς στην γωνία του ξύλινου
επιπέδου, σχεδόν κρέμονται δύο μεταλλικοί κρίκοι που φιλοξενούν δέκα, διαφορετικών οπών,
κλιμάκια και τρία διακοσμητικού ενδιαφέροντος ευρήματα• τα διακοσμητικά ευρήματα αναπαριστούν
τρία αγγειόσπερμα, δικότυλα, της οικογενείας των Ροδοειδών (Rosaceae). Τα αγγειόσπερμα
περιτριγυρίζονται από μία ευρηματική αίγλη οιμωγής κυνός.

Η γυναίκα που εμφανίζεται δεν μας περιγράφεται με καμία λεπτομέρεια, είναι απλά
μία γυναίκα που φαίνεται να συγκατοικεί με τον άγνωστο άνδρα μέσα στο σπήλαιο,
ίσως να είναι ζευγάρι ή απλά συνεργάτες σε μία απροσδιόριστη εργασία ή
διαδικασία, σπήλαιο όμως που πιθανότατα αναφέρεται σαν λογοτεχνική μεταφορά
για κάποιο μεγάλο σπίτι ή διαμέρισμα. Οι αναφορές σε διάφορα αντικείμενα, κυρίως
πλαστικά ή μεταλλικά, αφήνουν να εννοηθεί πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μία
περιγραφή μίας τεχνικής, πιθανότατα όπως εκείνη του κοσμηματοποιού. Το κείμενο
βρίθει από άγνωστες λέξεις οι οποίες είναι μάλλον κατασκευασμένες ή παρμένες από
κάποια νησιώτικη διάλεκτο την οποία ο συγγραφέας-πατέρας Δάνβαρ δεν επεξηγεί με
κάποια υποσημείωση. Οι λέξεις συνεχίζουν να αντιπαραβάλουν καθημερινές κινήσεις
και πράξεις των κατοίκων εκείνου του διαμερίσματος/σπηλαίου/σπιτιού, όπως είναι
οι απλές κινήσεις ενός στριψίματος τσιγάρου ή το τρίψιμο του μετάλλου με υγρά
στοιχεία, ο χρόνος και το πέρασμα του αναφέρεται σχεδόν πάντα με την εμφάνιση
των «λευκών δαχτύλων» που δεν είναι κάτι άλλο εκτός από τους δείκτες ενός
φαντασιακού ρολογιού:

Η γυναίκα υγροποιεί το δροσερό φύλλο εις αριστερήν μπρούτζινη όλπη, φιάλη που προηγουμένως
έπασχε από αχό χλωρινέας. Το τραγανό περίβλημα του διάφανου σβόλου αφαιρείται σταδιακά πάνω
στον κόντρα πλακέ διάδρομο. Ελάχιστο κιτρινωπό παχύρευστο ύδωρ εκχύνεται στο ημισφαιρικό
δοχείο που έχει από πριν σταθεροποιηθεί στην κεραμική εστίαση, σημείο που φέρει θερμότητα και
παρουσιάζει μία στίξη ερυθρίασης λίαν συντόμως. Η κάρα του ανδρός συστρέφεται προς το ξύλινο
επίπεδο, δίπλα του χώρου αναψυχής του σπηλαίου, πάνω στο λευκοπράσινο, μάλλινο τετράγωνο του
εδάφους. Προσγειωμένος σταθερά απάνω στα οπίσθια του, παρατηρεί το πλήθος από στοιβαγμένα
μεταλλοειδή σύνολα. Ο βολβός ξεκινάει την μόχλευση του απ’ τ’ αριστερά: ένας λαβύρινθος από
μπρούτζινα τρίγωνα, όπου το ένα εισέρχεται μέσα στο άλλο συμμετρικά και που στο τέλος της ένωσης
δημιουργείται ένα κομμάτι απομίμησης τριχός πτηνού κοινού. Όπως προχωρεί ο χόνδρος του φακού
του ανδρός, αντανακλά το φως που είναι κατευθυνόμενο πάνω ακριβώς απ’ τις ερυθριάσεις
θερμότητας της εστίασης. Αναδιπλώνει ο μυς του ανδρός το σχήμα των πέντε στρογγυλών
διακοσμημάτων: εκ δεξιών των τριγώνων, τέσσερις απ’ τους πέντε κύκλους, θέτουν ο ένας απάνω στον
άλλο αλλά ο πέμπτος θέτει μόνος του στο κέντρο του συνόλου. Η γυάλινη φιάλη φιλοξενεί στο ένα
τέταρτο του όγκου της, σκούρο ζαχαρώδες υγρό. Ο πολυμερικός, ερυθρός ήλος που στρέφεται προς το
ταβάνι του σπηλαίου, θα χρησιμοποιηθεί για ν’ ανάψει το πολτοποιημένο ξύλο που περιτυλίγεται γύρω
από ψίχα μονοετούς, ποώδους είδους της Νικοτιανής (Nicotiana). Η γυναίκα δρασκελίζει γοργά το
πάτωμα που είναι χαλίκι συγκεντρωμένο κι ενωμένο με ρετσίνι ταχείας πήξεως. Η κάρα του ανδρός
την ακολουθεί μέχρι ενός σημείου, σημείο που φτάνει μέχρι το κάσωμα του σπηλαίου, μέσα στο οποίο
κείτεται το διπλό στρώμα. Στο λευκό, τετραγωνισμένο ξύλινο επίπεδο, κάτω από εκείνο των
μεταλλικών διακοσμημάτων, οριστικοποιούνται ακίνητα ελλιπή τετράγωνα από χαλκό, αλπακά,
μπρούτζο και ασήμι. Ένα ελάσσων ταντάλιο διογκώνεται και στρέφει την ανυψωμένη του οσφρητική
άκρη προς το νότιο μέρος του χώρου ψυχαγωγίας του σπηλαίου. Η γυναίκα επιστρέφει δρασκελισμένη
απ’ την εσοχή του στρώματος. Αναφωνεί το όνομα του ανδρός καθώς ταυτοχρόνως περιστρέφει το
πολυμερικό πώμα ενός υαλικού ελάσσων κουβά. Ο ελάσσων κουβάς εναποθέτει μέσα του το
χλωριούχο νάτριο, το οποίο στοιχείο προέρχεται από μία παράκτια επιφάνεια, κάτω από σύνολα
βράχων, δυτικά του σπηλαίου. Η μεταλλική αντανάκλαση της ορμής του υλικού του τεχνητού άκρου
φτάνει έντονη στα ώτα του ανδρός, ο οποίος είναι ακόμη προσγειωμένος απάνω στα τροφαντά και
σκληρά του πίσω λοφώδη μέρη. Η γυναίκα ποδοπατεί τη συσκευή ομιλίας, τοποθετεί το ένα της κάτω
άκρο απάνω στο χυμένο καφετί ποταμάκι που σχηματίζεται δίπλα απ’ τον ηλεκτρικό αφαλό του
ξύλινου επιπέδου. Η κάρα της γυναικός περιστρέφεται προς το δεύτερο αέτωμα του σχεδίου της
αναδομής του αίθριου, αίθριο που θα διακοσμηθεί από μία άλλη παρουσία εντός τριών ημερών από
εκείνη τη δεδομένη στίξη των λευκών δαχτύλων.
Το μεγαφωνικό κυβοειδές επίθεμα που βρίσκεται υπό της μαρμάρινης, φρυγικής μορφής, αναλύεται
κατακερματισμένο• φέρει ρίγες γαλανές που τελειώνουν σε οδοντωτά έλκη ενός σαγαρίου το οποίο
είναι ορθό πάνω στο συγκεντρωμένο χαλίκι. Στην θέση αυτή δημιουργείται εκ του φυσικού μία πάγη,
ευθεία, την οποία οι κάτοικοι ετούτου του σπηλαίου αποφεύγουν να καταπατήσουν εσκεμμένως. Η
γυναίκα ραπίζει τα σημαδεμένα μυδράλια με τα άκρα των άνω απολήξεων, ανεβοκατεβάζει τις
σιαγόνες, παγιδεύοντας και πολτοποιώντας το στέρεο, αποξηραμένο μυ. Ο άνδρας σπρώχνει τους
άχρηστους βάμβακες μέσα στο μαρμάρινο δοχείο μ’ έναν άλλο πυρακτωμένο βάμβακα.
Η γυναίκα αναμοχλεύει τη σίμη της επαφής των καλυμμάτων του ανδρός. Η γούβα της μεσαίας
περιοχής αναδεύεται. Μεταφέρεται η ερυθρά παρουσία στο παράλληλο ενυδρείο βόρεια της κουζίνας
του σπηλαίου• κατέρχεται στολισμένη και αποκρυμμένη, με τα βασαλτικά της άκρα, εκχωρούμενα στο
πρανές του τριβείου. Το τριβείο παρέχει ένα ισχνό κύμα φωτός δεξιά του κινούμενου βασάλτη.
Το ριγωτό ιμάτιο της γυναικός ανοδιώνεται απάνω αλλά και μέσα του σπηλαίου του στρώματος,
διενεργείται όμως ταυτόχρονα μία απόνοια που ίσως να επηρεάσει το σφρίγος του ανδρός. Αναμεσίς
των κάτω της άκρων, παίρνει θέση μιάσματος ένα μείζον ύφασμα συγκράτησης υγρών που κεύθει μία
πορφυρή κηλίδα, σχεδόν συμμετρική. Αυτό δεν αποτρέπει τον μαικήνα της να στείλει την αιμάτωση
στο χονδρό του όργανο.
Το γούνινο έμπλαστρο είναι ανεβασμένο στο στρώμα του σπηλαίου, αναδιπλώνοντας τα
σφουγγάρια που φιλοξενεί στο άνω μέρος του κλουβιού του. Είναι πασίχαρο που αραρίσκει, για
πολλούς γύρους των πολυμερικών λευκών δαχτύλων, τις κινήσεις του ανδρός κάτω απ’ το
φαλαινοειδές επίστρωμα. Τα υφάσματα γεμίζουν το βορινό κομμάτι του σπηλαίου, κρεμάμενα.
Ο υαλοπίνακας του σπηλαίου του στρώματος αντανακλά το φως στη μάλλινη στρώση του
υφάσματος που φέρει η γυναίκα, η οποία εμβατεύει με το άκρο της την φωτεινή πινακίδα απάνω στο
ξύλινο επίπεδο απέναντι του στρώματος. Ο άνδρας εκτελεί μία χημική ένωση μέσα στο οστέινο
σύνολο των ώμων η οποία εμπεριέχει μία πράξη δυσάρεστων αλυσιδωτών αντιδράσεων του εντέρου.
Είχε απολέσει αντικείμενα που δεν του ανήκαν. Αυτό το συλλογίζεται καθώς είναι προσγειωμένος
απάνω στο κρύο πριν, αλλά ζεστό τώρα, κάθισμα του αφοδευτήρα. Εμβοές ακούγονται μέσα στον
πορσελάνινο λάκκο. Ο άνδρας καμμύει, καθώς μιαίνει την ελάσσων, κιτρινωπή λιμνούλα.
Η γυναίκα κόβει την ερυθρά μαλακή μάζα μέσα του πολυμερικού κύβου, απάνω στην ξύλινη
επιφάνεια της κουζίνας. Από τον λάρυγγα της εξέρχεται ένας βαθύς αναστεναγμός. Διαφωνούν με τον
άνδρα σε κάτι όχι και τόσο σημαντικό. «Μπορεί να ήταν προτιμότερο να πάψει» είπε η γυναίκα. «Ίσως
όμως και να γινόταν καλύτερο» είπε ο άνδρας. «Ίσως και όχι» είπε η γυναίκα. Εκείνη είχε στα
τελειώματα, δίπλα της κάρας της, αφημένη μία μάλλινη επιφάνεια με ρομβοειδές σχηματισμό, στα
κάτω άκρα ή μάλλον τα κάτω άκρα της είναι εξ ολοκλήρου καλυμμένα μ’ ένα γκρίζο, σκληρό ύφασμα.
Τα πόδια της βρίσκονται, δηλαδή οι πατούσες της, μέσα σε δύο καφέ πατούμενα βάζα, ανοιξιάτικα, με
ψηλή, ξύλινη φλάπα. Πάνω του στρώματος του σπηλαίου βρίσκουμε μία ελάσσων εικόνα του Άγιου
Ονούφριου – το μακρύ του γένι καλύπτει εξ ολοκλήρου την περιοχή της λεκάνης, σημείο που είναι
ενδεδυμένο με δέρμα στρουθοκαμήλου• στο άνω οστό του είναι ζωγραφισμένο ένα λεπτό, πορφυρό
στεφάνι. Ιδιαίτερη εντύπωση δημιουργούν τα πολλάκις πλευρικά οστά της σκουροφιγούρας του Αγίου.
Ο ήχος που εκπέμπει το πολυμερικό τσουβάλι με το ξερό, εφτάζυμο ψωμί, εισέρχεται στ’ αυτιά του
ανδρός, ο οποίος κάθεται, με τα σκληρά του οπίσθια, σε μία τετράποδη κατασκευή που στο κέντρο της
βρίσκουμε ένα καφέ σύνολο γεμισμένο με φτερά όρνιθας.
Ο τρυπητός λέβης ελευθερώνει ένα αόρατο μόρφωμα με το σχήμα κυματοειδούς εναλλαγής. Η
πολιτική του ανδρός προσπαθεί να μην περιχαρακώνεται πίσω απ’ το απασχολούμενο μάλλινο
καπάκωμα. Το έμβολο του τραμπαλίζεται στο κενό που δημιουργείται μπροστά απ’ την περιοχή των
μεσαίων σωληνώσεων και αναμεσίς των κάτω του άκρων.
Τα χρυσώματα που κείτονται στο ξύλινο επίπεδο της κουζίνας αναπλάθουν το κυρίως φως του
συγκεκριμένου άξονα, άξονα που ο άνδρας ενστερνίζεται καθήμενος λοξά στην ευθεία του κέντρου
του ξύλινου επιπέδου. Έξι στον αριθμό βλεφαροειδή ασημένια και καβουρντισμένα διακοσμητικά
ωτός, που στο πίσω κέντρο τους είναι οξυγονοκολλημένα με μία βελόνα δύο εκατοστών, έχουν αφεθεί
πίσω απ’ τον γυάλινο λέβη. Ο γυάλινος λέβης περιέχει το πρώτο συστατικό της αλισίβας και στην
τρίτη του έπαλξη φιλοξενεί ένα σύνολο βάμβακα, πολτού επεξεργασμένου και στερεοποιημένου, όπως
επίσης μία μάζα από καφέ τριχώματα του φυτού της τάξεως των στριχνωδών (Magnoliophyta), της
οικογενείας Solanaceae, του γένους της Νικοτιανής. Το φυτό είναι μονοετές και ποώδες. Ο άνδρας το
χρησιμοποιεί συχνά για ψυχαγωγικούς λόγους κυρίως, στο δώμα της κουζίνας, τα πρωινά, με την
παρουσία της γυναικός σιμά του.
Ανατολικά του δώματος της κουζίνας, απάνω ακριβώς απ’ το λευκό κυβοειδές, συντηρητή, που
κάτω του ξαπλώνει ο θερμαστής σπόρων, δίπλα απ’ την ηλεκτρική σιαγόνα, βρίσκει κανείς μία ξύλινη,
κρεμαστή κατασκευή που προσαρτεί τέσσερις απομιμήσεις παλαιού τύπου εργαλείων καθαρισμού,
δεμένες με πολυμερικό κορδόνι, κατασκευασμένο από αποξηραμένα άκανθα. Στο κέντρο της ξύλινης
κατασκευής βρίσκουμε ένα επίσης ξύλινο ομοίωμα καθήμενου πτηνού.

Εδώ έχουμε την πρώτη αποκάλυψη του ονόματος του άνδρα κατοίκου του
σπηλαίου το οποίου είναι μία, μάλλον, ειρωνική αναφορά στον γνωστό Αγιογράφο με
το προσωνύμιο Θεοφάνης ο Κρης. Ωστόσο δεν μας γίνεται ξεκάθαρο αν ο άνδρας
είναι αγιογράφος ή απλά συλλέκτης χριστιανικών εικόνων. Η εικόνα του Άγιου
Ονούφριου είναι μία παιδική ανάμνηση του πατέρα, ο οποίος έζησε το μεγαλύτερο
μέρος της παιδικής ηλικίας του στην Άρτα. Το ύφος αλλάζει προς στιγμήν και βάση
κάποιων παράδοξων στοιχείων στην εμφάνιση του αγίου αλλά και στον τρόπο με τον
οποίο περιγράφει το θαύμα, μετατρέπεται από επίπεδο και εντελώς περιγραφικό σε
κωμικό αλλά ταυτόχρονα «θεοκρατικό»:

Ο βίος του Αγίου Ονούφριου είναι ελάχιστα γνωστός στον Θεοφάνη Μπαθά Στρελίτζα του
Νεότερου, κάτοικο του σπηλαίου τούτου. Εδώ είναι γνωστός με το προσωνύμιο Δεληγιάννης ή
Δεληγιάννης ο Ζωγραφίτης. Αναμορφώνει την πολυμερική θήκη του καπνού, εναποθέτει τριχώδες
υλικό μέσα στον ξεραμένο πολτό που είναι λεπτός και με τη γλώσσα του αφήνει πάνω του ένα ίχνος
σίελου, με το ελάσσων συσκεύασμα αερίου εναποθέτει φλόγα στην άκρη της κατασκευής, καθώς
κρατάει την εικόνα του Αγίου μπροστά του. Οι κάτοικοι της Κορωνησίας τοποθετούσαν τον Όσιο
Ονούφριο στο ιστορικό πλαίσιο σαν «θεοσέβαστο» και «ταπεινό», μόνασε στο μοναστήρι του
Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), η αγιότητα του ήταν τέτοιας φύσεως, φτωχικής, που δυστυχώς οι
άλλοι μοναχοί τον περιγελούσαν, μετά όμως από την πρώτη επιφάνια του, άλλαξαν τη στάση τους.
Επιστρεφόμενος από τη νήσο Βουβάλα, οι συμμοναχοί του τον είδαν, μετά από προσευχή, να διασχίζει
τα αλμυρά νερά πάνω στο ράσο του από γούνα στρουθοκαμήλου, χρησιμοποιούμενο σαν βάρκα. Εκεί
στη Βουβάλα τον είχαν αφήσει, σαν αστείο, οι συμμοναχοί του, ένα σημείο που συνήθιζαν να
μαζεύουν ξυλεία για τον χειμώνα. Κατά τη δεύτερη επιφάνια η γενειάδα του Αγίου Ονούφριου έφτασε
μέχρι τα σκελετωμένα του πόδια, παρότι σπανός εκ γενετής, εντός τριών ημερών.

Φοβάται πως θα πεθάνει ένα σκόρπιο μεσημέρι στη μέση μίας μαύρης επιφάνειας,
εβένινο το πλακάκι που περιδιαβαίνουν οι φτωχοί διάβολοι, οι δούλοι, οι είλωτες του
retail. Είναι όλοι κρατούμενοι του κράτους και της λίγδας των χρημάτων – αλλά αυτό
τώρα δεν ακούγεται κάπως υπερβολικό;
Αντικρίζει τα πρόσωπα των καταναλωτών και οι μασέλες του σχεδόν
εξαρθρώνονται από το τρέμουλο, τα μάτια του βγάζουν μικρές ροζ φουσκάλες στο
ασπράδι τους από την υπερβολική ποσότητα των όξινων δακρύων – σύνολα
ερμητικά, έτοιμα να ρουφήξουν το μεδούλι, τα θέλω τους και οι ζοχαδιασμένες του
επιθυμίες είναι οι διαταγές του λευκού υπηρέτη.
Η μόνη ανακούφιση του είναι τα πυκνά της φρύδια, τα στρογγυλά της, τα
σπινθηροβόλα της μάτια, το εξαϋλωμένο ποτάμι των μαλλιών της, τα ουράνια
σώματα των άκρων της, η θαλπωρή της κοιλιάς της, τα στήθη της που φιλοξενούν
όλα τα αρώματα της οικουμένης, οι σπηλιές των οπισθίων της, οι εσοχές που μέσα
τους σκόρπισε τον καρπό των αδένων του άσκοπα και αδιάκοπα, χωρίς σταματημό.
Στέκει τώρα μόνος στη μέση του καφενείου και μία απόκοσμη λάμψη μίας
αφομοιωμένης από την καθημερινή τριβή κόλασης του παταριού ρίχνει το φέγγος της
πάνω του. Βλέπει τα χορτασμένα πρόσωπα των καπελάδων, των πλούσιων
διασκεδαστών, την αδικία του κόσμου σε σμίκρυνση.
Θέλει να αδράξει το μαχαίρι και να αυτομολήσει από την ανθρώπινη μορφή του,
να μεταμορφωθεί σε δράκο, να μασήσει τις λιπαρές καρδιές των ευνοημένων, να
ποτίσει τα σπασμένα του νύχια μέσα σε βρώμικες επιδερμίδες που έχουν
καλοπεράσει κι έχουν ξεγνοιάσει, να αποκεφαλίσει τους καρπούς των αηδιαστικών
του εμπειριών, να σβήσει από προσώπου γης και Θεού, τις βαρετές τους αναμνήσεις,
να βυθίσει σε βιτριόλι τις τύχες τους.
Την γνώριζε από τότε που εκείνη είχε για πρώτη φορά φορέσει το πορτοκαλί της
πουκάμισο κι έσκυβε για να βάλει στη θέση του ένα βιβλίο αυτοβελτίωσης. Του είχε
φανεί τόσο διάφανη σαν το κορμί της να είχε κληθεί για κλοπή από κάποιον
πανούργο Θεό και τώρα είχε αντικατασταθεί από αυτό εδώ το σώμα μίας Μέδουσας
που πλέει αμέριμνη και ειρηνική μέσα στον πολυκαταστηματικό, πορτοκαλί ωκεανό.
Ήταν νέα στο κατάστημα, στο τμήμα Πολιτισμού του τρίτου ορόφου και είχε
κληθεί να αντικαταστήσει τον Θανάση Ρωχαμλή τον οποίο τον είχαν απειλήσει πως
έπρεπε να παραιτηθεί μιας και τον είχαν προσφάτως ανακαλύψει μέσω μυστικών
συζητήσεων συναδέλφων (Ροδόλφος) και στην συνέχεια είχε σχεδόν
«αυτοκαρφωθεί» στην διεύθυνση του κυρίου Δουρή. Ο Ρωχαμλής έκλεβε
ολοκαίνουρια blu ray και βίντεο παιχνίδια. Είχαν μάλιστα ανακαλύψει – κι αυτό ήταν
η χαριστική βολή που έστειλε αδιάβαστο τον απρόσεχτο κλέφτη – μέσα του κλειστού
κυκλώματος τηλεόρασης πως είχε απολέσει ένα ολόκληρο φορητό υπολογιστή από
την αποθήκη 2.
Ήταν αδιανόητη η λάμψη των ξανθών της μαλλιών που έφταναν μέχρι τη μέση της
και κάτω από τον δυνατό κλιματισμό, μπροστά από το εικονικό θυσιαστήριο του
Ρωχαμλή, το σιδερένιο ράφι των blu ray, εκεί που ο κλιματισμός έσκαγε σαν βόρειος,
μεταμφιεσμένος άνεμος, κυμάτιζαν σαν ακτίνες ενός πανέμορφου, πύρινου ήλιου και
τα μάτια του Κουρήτη δεν πρόφταιναν να αναλύσουν και να κλέψουν την νεαρή
λαμπρότητα της ομορφιάς που εξέπεμπε.
Ήταν Μάιος και τους δρόμους του κέντρου κατέκλυζαν διαδηλώσεις που ήθελαν
τον κόσμο να λαμβάνει ένα πιο αξιοπρεπές εισόδημα για να ζήσει, ένα κομμάτι ψωμί
για τον κακόμοιρο τον ιδιωτικό υπάλληλο, άλλες φορές ο όχλος διαδήλωνε δυνατά
μπροστά από τη Βουλή των Ελλήνων για την απαίτηση της εξαφάνισης και
παραίτησης της Κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου.
Εκείνη στεκόταν μπροστά από την μεγάλη τζαμαρία του τέταρτου (δεν θυμόταν
πως είχε βρεθεί σε λάθος όροφο) του βιβλιοπωλείου, όταν ο φόρτος εργασίας είχε
λίγο καταλαγιάσει πίσω από καθισμένους βιβλιοφάγους στο τραπέζι της ανάγνωσης,
κι άπλωνε το βλέμμα της να ξεκουραστεί στον ανοιξιάτικο απογευματινό αέρα της
πλατείας ο οποίος κινούνταν αόρατος πάνω στο άρμα του από αιθανόλη, πιέσεις
ελαστικών στο σκυρόδερμα, χιλιάδες επαφές μαλακών και σκληρών τακουνιών και
σόλων που διέσχιζαν την ακροβυστία της Σταδίου για να περάσει απέναντι στην
Καραγεώργη Σερβίας, λαχανιασμένοι και μπουχτισμένοι περαστικοί από μία στρώση
απαιτήσεων και αδημονίας που καθόταν στα στήθη σαν υγρό υλικό δόμησης,
Κρατούσε στα χέρια του την Βρετανική Βογκ του μήνα Ιουνίου τώρα και δεν
γινόταν να μην σκεφτεί την γυναίκα του που με τόσο κόπο και θέληση μέσα στο
εργαστήριο της οδού Φειδίου εισέπνεε τις αναθυμιάσεις των χημικών, της σκόνης
από το τριβείο, τον τρόπο με τον οποίο ανεχόταν την βρώμα πάνω στο πρόσωπο της –
ακόμα κι όταν όλο αυτό το βαρύ αμάλγαμα από υποχρεώσεις δεν ήταν
καν…υποχρεωτικό. Η Εύα Αγιούτου ήταν σίγουρα αυτό που λέμε «εργασιομανής»,
πάνω απ’ όλα, ήθελε να μην τους λείψει τίποτα – είχε πάρει απ’ τον πατέρα της,
Ευστάθιο Αγιούτο, που από τότε που ήξερε τον χρόνο, το χώμα και το χρώμα του
ουρανού της, δούλευε σε τρεις δουλειές και γύριζε στο σπίτι του τη νύχτα. Αυτό το
σπίτι που τώρα το χαίρονται οι Βρετανοί ευκατάστατοι πιτσιρικάδες με τα ξυρισμένα
κεφάλια και τις έντονες εμφανίσεις των ποδοσφαιρικών σωματείων του Λονδίνου και
όχι μόνο, πράγμα που έκανε και η Εύα: Ταμίας στο Μούλτιτσάμπα του Συντάγματος,
αλλά και δικό της εργαστήριο παρασκευής κοσμημάτων και…οικιακά! Αυτό σήμαινε
να είσαι ζωντανή και όχι τεμπέλα, έλεγα από μέσα της η Εύα καθώς σκούπιζε το
μαυρισμένο της πρόσωπο από τη σκόνη και την ομίχλη του μπρούτζου, του ασημιού,
του βασάλτη, του χαλκού. Δεν την απασχολούσαν τα ατοπήματα του Καράφλα γιατί
γνώριζε πως ο άντρας έπρεπε να ξεθυμαίνει – άλλωστε εκείνη δεν ήταν που είχε τις
πρόσφατες περιπετειούλες της μ’ εκείνον τον ευπατρίδη Ιάσωνα Μπανανολύτη –
παλιό της γνώριμο που προσφάτως είχε γυρίσει από τις αποτυχημένες του σπουδές
στην Σκοτία;
Το σώμα του Ιάσωνα ήταν πολύ πιο αφράτο από εκείνο του Κουρήτη της και όταν
την πλάκωνε πάνω στο λεπτό στρώμα του παιδικού του δωματίου (διέμενε ακόμη με
τους γονείς του, πράγμα που την άναβε παρά την ξενέρωνε – της άρεσε να
συγχρωτίζεται με τις δριμείς αποτυχίες των άλλων) αισθανόταν μία διαφορετικού
είδους ηδονή, πολύ διαφορετικής απόχρωσης από εκείνη που της προσέφερε ο άντρας
της. Ακόμα και το σπέρμα του Ιάσωνα είχε διαφορετικό χρώμα και γεύση – αλλά
αυτά τα πράγματα ήταν ευρέως γνωστά πλέον σε όλες στο ταμείο, ακόμη κι αν τα
μαρτυρούσαν μόνο με τα μάτια τους.
Η Εύα όμως θέλει να βγει και να επισκεφτεί, όπως τον πληροφορεί, το χυτήριο που
είναι κάπου απέναντι. Κρατάει στα χέρια της δύο καλούπια από κερί στο χρώμα των
πορτοκαλιών, στα υπέροχα, μεγάλα της μάτια (που καμιά φορά τα μπερδεύει με
εκείνα της Οργόνης και αυτό τον φρικάρει) φοράει γυαλιά, σκούρα γυαλιά φοράει,
στο σχήμα ενός αιλουροειδούς και αυτό κάτι του θυμίζει τώρα…γαμώτο…δεν είναι
δίκαιο να έχει μόνο ένα μυαλό.
Το να πάει όμως με έναν άλλο άντρα, λέει από μέσα της η Εύα, χωρίς όμως να το
μάθει ο αγαπημένος σου ή ο περίγυρος του, δεν θα ήταν δα και κανένα έγκλημα άξιο
τιμωρίας, έτσι δεν είναι; Ο Χριστούλης είχε κάνει ένα λάθος εκεί ή μάλλον ο
πατερούλης του: η μοιχεία ήταν ένα φυσικό συντηρητικό του γάμου, όπως ήταν το
Ε211 για τα αναψυκτικά. Ποιος καθόταν τώρα να σκεφτεί τις μακροχρόνιες συνέπειες
όταν η απόλαυση ήταν τόσο κοντινή; Στο μυαλό της δεν είχε καμία εικόνα Νέμεσις
του γάμου της. Η Εύα Αγιούτου ήταν σίγουρα μία πολύ μοντέρνα γυναίκα και
σκόπευε να φτάσει στην κορυφή του κόσμου της…και όλα αυτά με την αξία της.
Ο Ιάσωνας Μπανανολύτης της είχε μιλήσει κάποτε, εντελώς τυχαία, για τον
Τσίλικο Ντεποζίτο – ο Μπανανολύτης τον είχε γνωρίσει στο πανεπιστήμιο της
Οξφόρδης το 2006, μέσα σε μία συνάντηση των μελών του κλειστού συλλόγου των
Αναψυκτικών. Ήταν από τους πιο κοντούς-ψηλούς ανθρώπους που είχε συναντήσει
ποτέ του. Ήταν τόσο αστείο να βλέπεις έναν τόσο κοντό μαύρο Έλληνα να μιλάει για
το όραμα του με τα Χρυσά Ντεπόζιτα των Ηλιακών, σε κάθε ταράτσα της Αθήνας,
για την εμμονή του με την αναγκαστική ανακατασκευή του Παρθενώνα (εκείνος θα
τον ονόμαζε, κάπως άξεστα, «Ντεποζιτώνα») – ήθελε να αντικρύσει εκεί το κέντρο
του παγκόσμιου εμπορίου, μέσα στον ιερό ναό της Αθηνάς να απλώνονται τα πιο
γλυκά και διάσημα τετραγωνικά του μεγαλύτερου και πιο όμορφου
πολυκαταστήματος του κόσμου. «Ο τύπος ήταν ο πιο αγαπητός κοντός που
ξέρω…μετά τον Ρίζο» της είχε αναφέρει ένα απόγευμα που ήταν γυμνοί και
ιδρωμένοι στο παιδικό του κρεβάτι. Οι επαφές του με τον ίδιο τον Γεράρδο – από την
εποχή της Οξφόρδης – τον είχαν εκτοξεύσει σε δημοτικότητα μέσα στον Σύλλογο
των Αναψυκτικών, μία φωλιά από μελλοντικά στελέχη του Πλαισίου και όχι μόνο.
«Εσύ πως και τη γλίτωσες;» ρωτούσε τώρα η Εύα, γυμνή ξανά στο μικρό
παλιοκρέβατο που μύριζε μπισκότα και χαλασμένη κάλτσα, δίπλα της ακόμη να
λαχανιάζει βαριά, με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει επικίνδυνα σαν σε κρίση
πανικού.
«Ποτέ δεν ήμουν άνθρωπος των πωλήσεων».
Και τώρα κλεισμένοι στο γεμάτο με κόκκινους υδρατμούς δωμάτιο του φτηνού
ξενοδοχείου Όλυμπος κάπου στην Πατησίων, μέσα στα ασθενικά στενά του θανάτου,
στο ύψος, ίσως, της πλατείας Βικτωρίας, το τεύχος της βρετανικής Βογκ που του είχε
δώσει η Εύα για να ρίξει μία ματιά στα κοσμήματα της τα οποία και το περιοδικό
διαφήμιζε στο συγκεκριμένο τεύχος, σελίδα 145, στο τμήμα των Νέων Κοσμημάτων,
χρησίμευε τώρα σαν την εικόνα της Παναγίας πάνω στις αμαρτωλές του πράξεις,
ενεργούσε, από το βάθος του σκονισμένου κομοδίνου, δίπλα από το κουτί με τα
προφυλακτικά που είχε λίγο τσαλακωθεί στην κάτω άκρη, δεξιά, και πάνω από τα
τσιγάρα της Οργόνης, σαν γκιλοτίνα για τον μαλακό λαιμό του. Ερεθιζόταν όμως και
μόνο στην σκέψη μίας κατήχησης του αμαρτήματος του, ενός ινστιτούτου δώδεκα
ιντσών, πως με τον τρόπο αυτό, με το να χώνει το πουλί του μέσα στην Οργόνη,
κυρίως με αυτό το καβλί, κατέστρεφε αλλά και κατέγραφε όλη εκείνη την αρχειακή,
αηδιαστική, οικογενειακή τους γαλήνη, έχυνε πάνω στα μάτια του αυταρχικού γέρου
Αγιούτου που τον περιφρονούσε σαν να ήταν φτιαγμένος από χλαπάτσα, τον
κορόιδευε σιωπηλά για την «αστεία» του δουλειά στο Μούλτιτσάμπα, τις ανύπαρκτες
σπουδές του (ακόμα κι όταν ο ίδιος ο γέρος ήταν από πάντα αγράμματος και αχρείος
– ένας τυχερός της ζωής που είχε απλά κληρονομήσει λεφτά και ακίνητα), βίτσιζε με
τα λεπτά του χέρια τα μυρωδάτα κωλομάγουλα της Οργόνης και ήταν σαν να
χαστούκιζε το γέρικο πρόσωπο του πεθερού του ή τον ίδιο τον Γερμανό και την
«εσπεριδοειδή» του Αυτοκρατορία από κενότητα, πολυμερές υλικό και πολτό. Αλλά
και πάλι αυτό δεν ήταν μία υπερβολική δήλωση;
Δεν ήταν πως μισούσε κάποιον τόσο πολύ. Δεν μισούσε κανέναν. Όλα απλά του
φαίνονταν κάπως αδιάφορα κι εμετικά, αυτό ήταν όλο. Σίγα τα λάχανα.
Η Οργόνη μπορούσε να εκλάβει κάποια βασικά θέματα αξιοπρέπειας, κάνοντας
όμως πέρα την ανάγκη της για γέννηση παραπόνων, τραγωδιών ή τύψεων
οποιασδήποτε απόχρωσης. Θα έβγαζε βόλτα οποιουδήποτε το σκυλάκι αρκεί να της
άρεσε. Αυτό ήταν χαζό αλλά ήταν η αλήθεια. Δεν αγαπούσε αυτόν εδώ τον άντρα,
αυτόν εδώ τον συνάδελφο στην συμφορά της αμαρτίας, περνούσε μόνο χρόνο μαζί
του, τον υποστήριζε στις επιλογές του, με τον τρόπο της όμως και όχι φανερά, μέσα
στο Πεδίο των Πωλήσεων, πάνω στο στρώμα, ήταν έτοιμη να εισχωρήσει για τα καλά
μέσα στα άδυτα του ΠΑ.ΣΛΙ.
Παραδεχόταν πως το Μούλτιτσάμπα έκανε τη ζωή της ευκολότερη, σαν μέρος του
προσωπικού του πλέον, με το να μην ρίχνει τόσο δυνατές βουρδουλιές στους
υπαλλήλους του όσο το Πλαίσιο. Ο Τροχός του Μαστιγίου γυρνούσε και
επαναλάμβανε την τροχιά του μία φορά κάθε μήνα στο Μούλτιτσάμπα – στο Πλαίσιο
η τροχιά ήταν πολύ πιο μικρή…εδώ μιλάμε για καθημερινό λεκτικό και ψυχολογικό
ξυλοφόρτωμα, κι εκεί ήτα που έβρισκε κανείς μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στις
δύο Πυραμίδες: το Πλαίσιο ήταν μία σοβαρή και άξια Ανώνυμη Συντροφιά ενώ το
Μούλτιτσάμπα ήταν ένα…πορτοκαλί αστείο…χαχα. Στην ουσία όμως μιλάμε για τον
ίδιο Οργανισμό Οργάνωσης και Διαμοίρασης του Κέρδους, πίσω από το σκοτεινό
παραβάν βρισκόταν το ένα και μοναδικό Γραφείο με τον Άνθρωπο πίσω από το
Τηλέφωνο ή πίσω από την Οθόνη. Ένας άνεμος δεν βρισκόταν να φυσήξει εκεί μέσα,
τίποτα δεν άλλαζε και ο χρόνος δεν υφίστατο μέσα στο Γραφείο, από πίσω του
καθόταν το ίδιο πρόσωπο, με τις ίδιες εκφράσεις και τις μαύρες τρύπες των πέντε
διαφορετικών σημείων και στίξεων του ορίζοντα. Το πέμπτο στοιχείο/σημείο στίξης
ήταν εκείνο που έμπαινε προς τα μέσα, εκείνο που όλα μέσα του κατέληγαν,
προσωποποιημένο και δοσμένο ανάμεσα από τα πόδια της Πρωθιέρειας. Μία
τροφαντή και «μπουκλωτή» κουράδα που αχνίζει; Μπορεί και όχι…κανείς δεν
μπορούσε να πλησιάσει τόσο κοντά ώστε να το διαπιστώσει…αλλά η μυρωδιά τι μας
έλεγε;
Η Οργόνη είχε ακούσει για την στενή σχέση του Τσίλικου με το Πενταμελές –
πράγμα που προσωπικά την άφηνε αδιάφορη εντελώς. Στην ουσία ο Τσίλικος ήταν το
υποχείριο τους – είχε διαλεχτεί ανάμεσα από τους διαλεγμένους, για λόγους που ένα
απλό σύμβολο ή μία λυγερή επιτροπή δεν ήταν ικανά να προσδιορίσουν. Οι επιρροές
που ασκούνταν ήταν ερχόμενες σαν κύματα από πολύ ψηλά στην κορυφή του
οικοδομήματος, μπορούσε όμως να τις μετρήσει και να μην βγάλει σπυράκια, καθώς
το κρύο και η κρυστάλλωση της καρδιάς έμπαινε κι έβγαινε μέσα από τα πόδια της ή
ίσως να ήταν που είχαν ξεχάσει ανοιχτό το παράθυρο, ποια οδός ήταν αυτή, από την
άκρη του Πύργου – θα πρέπει να ήταν πολύ πιο άγριοι, ανυπάκουοι, ατίθασοι και
επικίνδυνοι αν ο καιρός δεν τους είχε δαμάσει – αυτός ήταν ο Τσίλικος…ήταν Όλοι
τους μαζί ενωμένοι σε ένα σώμα και μία θέληση...
Αλλά να τώρα που η Οργονίτσα είχε αναρριχηθεί ακόμη πιο ψηλά στο
οικοδόμημα, ερχόμενη από δίπλα, καταχωνιασμένη μέσα στην ντροπή της για τον
Πύργο, αρνούμενη τους φόβους της να μην την ανακαλύψουν, έτοιμη να ρίξει τον
τζίρο του πορτοκαλί τσιμπουριού, εξ αρχής αποφασισμένη να ξεφύγει του
Πλαισιακού Μαστιγίου, της ορθοστασίας που κατέστρεφε πλέον τις ήδη χοντρές της
γάμπες ή τη μέση της που κομματιαζόταν από τις ώρες ακαμψίας και κουβαλήματος
όγκων πολτού από το ασανσέρ στον πάτο του Πύργου. Οι κόκκινοι πύργοι του
Συντάγματος έπεφταν βαρείς πλέον για τα πεπερασμένα της άκρα και τις λιγοστές της
αντοχές στο Πεδίο. Είχε δεχθεί τη θέση του «κατασκόπου» με μία σχεδόν ευλάβεια κι
ένα χαμόγελο στα χείλη – ήταν μία πραγματική Αλίκη στο Ναυτικό που μέσα στην
υπευθυνότητα του να καταστρέψει μία αυτοκρατορία αυστηρότητας, μπορούσε να
αποδεχτεί τα πάντα – δεν δίσταζε να ξεγελάσει τον αγαπημένο της μυωπικό Πατέρα
για να καταφέρει να κατανοήσει τον έρωτα της για το Μούλτιτσαμπικό τέρας, να
φέρει σε πέρας μία εισχώρηση στο ίδιο του το κορμί και να το φωτογραφήσει εν ώρα
υπηρεσίας.
Η μονάδα της είχε σκοπό και στόχο, εκτός τις εκτενείς και βαρετές αναφορές των
προϊσταμενικών κινήσεων και χειρισμών, την βοήθεια των απεσταλμένων
(νεοεισαχθέντων τότε στο σύστημα) Πλαισιομαιών στα επικείμενα καταστήματα.
Όταν οι πελάτες με τις γυαλιστερές νιτσεράδες έμπαιναν ανενόχλητοι στο κατάστημα
του Συντάγματος, τότε εκείνη έπρεπε να δράσει, να τρέξει για να απενεργοποιήσει τις
κάμερες με τον τρόπο που τις είχαν μάθει στην εκπαίδευση του Αμβούργου. Με το να
κατεβάσει τις ασφάλειες στον πίνακα, μέσα στην Αγία των Φωριαμών – αν η
επιδρομή είχε προλάβει να φτάσει εγκαίρως στ’ αυτιά της – έβαζε το λιθαράκι της
στην πτώση του τζίρου. Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται εντελώς εξωπραγματικά
τώρα, αλλά είχαν συμβεί – τα ονόματα δεν θυμάται αν είναι βγαλμένα από την
φαντασία της ή όχι. Κάπου πρέπει να έχει φυλαγμένες κάποιες αναφορές που
γράφουν…δεν είναι και πάλι όμως σίγουρη, ίσως εκείνη να τα είχε παραποιήσει για
να νομίζει πως ζει σε κάποιο λογοτεχνικό έκτρωμα, για να δικαιολογεί τη φρίκη που
ζούσε. Άραγε οι συνάδελφοι της δεν την ένιωθαν εκείνη την αηδία; Εκείνη σίγουρα
όμως αισθανόταν μία άλλου είδους αηδία. Καταρχάς δεν ήταν ικανή να βρει ένα δικό
της διαμέρισμα. Ο μισθός της δεν την έφτανε κι έτσι αναγκαζόταν να μένει με άλλα
τέσσερα άτομα στο ίδιο σπίτι – ακόμα και αυτό το ύφος της φωνής της την αηδίαζε
όταν εξιστορούσε τα γεγονότα – αναγκαζόταν όμως, κι αυτό την αηδίαζε επίσης.
Το κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης των καταστημάτων δεν υποστήριζε νυχτερινή
λήψη, οπότε το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να ρίξει τον γενικό διακόπτη στον
πίνακα – άλλη μία απόδειξη για το πόσο φτηνιάρικη εταιρία ήταν το Μούλτιτσάμπα.
Πόσο φτηνιάρικη ήταν η ίδια η Ανώνυμη Συντροφιά. Οι κάμερες του Πλαισίου ήταν
δέκα φορές πιο αναβαθμισμένες και «πλαισιώνονταν» από ενσωματωμένα
μικρόφωνα.
Η Σ.Ε.Ρ.Α.Φ.Ι.ΝΟ. έριχνε πολύ χρήμα στην σωστή κατάρτιση των επίλεκτων.
Υπήρχε όμως μία φασματική περιοχή ανάμεσα των διοικούντων και της βούλησης
του Πενταμελούς. Τα κονδύλια πλέον δεν έρεαν όπως τρία χρόνια πριν, όταν το
Μούλτιτσάμπα όμως έριξε στο παιχνίδι την Χ.Ρ.Ι.Σ.Τ.Ο.Υ.Λ.Η., ανέκαμψαν στον
«κατασκοπευτικό» πόλεμο.
Ποιος όμως θα το έλεγε αυτό για την Οργόνη: δεν την έφτανε ο μισθός της για να
ζήσει και τώρα έπρεπε να κάνει όλα αυτά τα πράγματα. Να εργάζεται για δύο
Ανώνυμες Συντροφιές. Να πληρώνεται από δύο εταιρίες. Το Πλαίσιο είχε αναγκαστεί
να την πληρώνει «μαύρα» για να μην φαίνεται στο ΙΚΑ το μητρώο της έτσι ώστε να
την προσλάβει το Μούλτιτσάμπα. Κι εκείνο το ωραίο σπίτι στο Λυκαβηττό, ενός
φίλου του ζωγράφου που ήθελε να το νοικιάσει αλλά ο πατέρας του δεν ήθελε να
πετάξει τίποτα από τα πράγματα της νεκρής θείας; Τι να έλεγε γι’ αυτό; Τέτοια
ευκαιρία χαμένη γιατί δεν ήθελε να κοιμάται ανάμεσα από αρχαία σκρίνια και
ντουλάπες γεμισμένες με σκοροφαγωμένα ρούχα, οριζόντιες πόρτες στους
διαδρόμους που έπαιζαν τον ρόλο των υποστηριγμάτων σκεπασμένων στρωμάτων
που κανείς δεν ξάπλωνε πάνω τους.
Στον τοίχο από ψευδοροφή, καρφωμένο από μία τεχνικά δύσκολη εγκατάσταση
από χαλκό, καίει μία φιάλη με κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη και Red Bull –
πασπαλισμένο με αυτό που όλοι οι πωλητές και οι ψυχολόγοι του προηγούμενου
αιώνα αποκαλούν «άριστο μίγμα»: λεπτό στο κέντρο του, καθώς βράζει μέσα στο
σιδερένιο της σκεύος, που γίνεται λίγο πιο μπλε πάνω από την βάση του, ένας μικρός
ενιαίος κρύσταλλος που γυαλίζει και μπορεί σχεδόν να σου μιλήσει, ν' αρχίσει να
χορεύει στο κέντρο του δωματίου. Καταγράφει τους πελάτες καθώς μπαίνουν και
βγαίνουν από το πολυκατάστημα, ο καθένας παράξενος και χαμογελαστός,
αηδιαστικός και καθαρός με τον δικό του τρόπο, λες και το μυστικό στρογγυλό
τραπέζι ήταν εκεί έτοιμο για μία παρτίδα πρέφας. Ο κύκλος από τις καρέκλες δεν
διασπάται. Εδώ δεν θα βρεις γυαλιστερές πανοπλίες και τριαντάφυλλα, ούτε μυρωδιά
από κοπριά και ζύθο.
Τσολιάδες με πορτοκαλί στολές, τσαρούχια με χρυσοποίκιλτα σιρίτια μπαίνουν
μέσα στο δωμάτιο της συνεδρίασης και μιλάνε με στελέχη και
προϊσταμένους...υπάρχουν παπάδες και δεσποτάδες, εργολάβοι, μυστικοί
αστυνομικοί, δημοτικοί σύμβουλοι με συνθετικά πουλόβερ που κουβαλάνε μία βαριά
οσμή μανταρινιού, όλοι είναι άυπνοι και αυτό φαίνεται στα ζαρωμένα τους
μέτωπα...απαρχαιωμένες κυρίες με γαλάζια Volkswagen και τριάντα δύο πλαστικές
επεμβάσεις προσώπου, αντιπρόσωποι από την Ινδία που υφαίνουν με πολύ απαλό
λόγο Γερμανικά σύμφωνα που είναι ενωμένα με Βρετανικές σιδεριές...Η πλειοψηφία
κυλάει αμέσως με βαρελάκια προς τον Άγιο Κύκλο, κάποιοι μένουν πίσω, άλλοι
τρέχουν με μανία σε άλλα δωμάτια, όλοι όμως χωρίς να απασχολούν ούτε στο
ελάχιστο την Πρωθιέρεια που είναι καθισμένη κοντά στην Καστάλια Πηγή με την
πλάτη της ακουμπισμένη σε ένα μάτσο από φύλλα δάφνης, μαύρες μπούκλες που
γυρνάνε πάνω από τους χοντρούς της ώμους σαν φίδια, μεγάλο πρόσωπο, στρογγυλό,
χλωμά χείλη βαμμένα έντονα με λεπτό κόκκινο που τώρα κινούνται με λαγνεία:
«Τώρα που η Αυτοκρατορία του Μονάρχη Πολρούθ έπεσε, ο Νίκολας κατάλαβε
πως όλοι ήταν πλέον από την άλλη πλευρά...Οι λάμψεις που είχε παρατηρήσει τόσο
καλά όσο κι εσείς, συντεταγμένες και σημεία έναρξης, τώρα όλα βρίσκονται από την
άλλη όχθη, όλα σ' ένα σύνολο κίνησης που μιμείται την κίνηση. Δεν είναι όμως από
τις πλέον συνηθισμένες πράξεις του Πολρούθ, όχι, είναι κάτι εντελώς
καινούριο...κάτι άγνωστο...Και ο Νίκολας αμέσως το αισθάνθηκε, την καύση του,
όπως εκείνη η Ουτοπία του που ακόμη την περιμένει. Τον έπιασε απροετοίμαστο,
χαρούμενο σχεδόν, έτσι ώστε η επιρροή άρχισε να αλλάζει πορεία. Ο κόσμος ήταν
εναντίον, όλο εκείνο τον καιρό, αλλά ο Νίκολας δεν έδινε σημασία στα σημάδια.
Όμως, Οργόνη, τα σημάδια...τα σημάδια είναι παντού...».
Εδώ κάπου η Πρωθιέρεια κάνει μία παύση, μένει για λίγο σιωπηλή...μία μικρή
πρωινή κλανίτσα...μία απρόσμενη, ανεμοδαρμένη, προσωπική στιγμή. «Οργόνη,
Οργόνη...είσαι λοιπόν μακρυά;».
«Όχι...όχι τρυφερέ μου Ιππότη», το πρόσωπο της κόκκινο από το κλάμα, «Ακούω
τη φωνή σου».
«Είναι το Πενταμελές. Όλα αυτά τα γεγονότα ξεκινούν από το Πενταμελές. Για
πρώτη φορά ήταν ενωμένο, με πιάνεις; Το Πενταμελές λειτουργεί πάντα από μέσα.
Δεν είναι ανάγκη να σκοτώνεσαι κάτω από τις δυνάμεις του Κακού – να μην αλλάζεις
πορεία σύμφωνα με τον άνεμο...Είναι σαν...οι Αγορές δεν είναι ανάγκη πια να
χειραγωγούνται από ένα Διάφανο Νήμα, μπορεί πλέον να ανασυντάξουν το σώμα
τους – τη δική τους λογική, επιμονή από μία απομακρυσμένη Κουκίδα. Βάζοντας
μέσα στην Κουκκίδα το Πενταμελές, σφραγίζεις κάτι που μπορεί να είχε ήδη γίνει –
πως είχες αφήσει στην άκρη τον Διάβολο. Είχες όμως παραδοθεί σε μία πιο
επικίνδυνη λογική αλληλουχία. Την αλληλουχία του Πενταμελούς. Πως το σημείο 1
μπορούσε να μιμηθεί το σημείο 2. Αλλά αυτό φυσικά δεν γινόταν στην πράξη. Κανείς
δεν ήταν ικανός να το κάνει. Η Οικονομία απλώς συμβαίνει, τα σημεία 1 και 2 ήταν
πλασματικά, είναι μόνο ονόματα σε μέρη που στην ουσία τους είναι ενωμένα με
γη...».
«Όχι άλλες Γκουρτζιεφανικές αρλούμπες» μουρμουρίζει μία γυναίκα καθώς
έπαιρνε μάτι έναν υπάλληλο του τμήματος τηλεοράσεων να πειράζει το πιπί του μέσα
από την μικρή, προσωπική της οθόνη της CCTV. Μυρωδιές από σιλικόνη και
βενζινόκολλα UHU, μπερδεύονται πίσω τους. Η Οργόνη Χιονολεύκα, ένα λευκό
κορίτσι, μία administrator με την στολή των Υπηρεσιών Πωλήσεων, οσφραινόμενη
το άρωμα του πολυκαταστήματος, καρφώνεται, μμμ, το φουστάνι το φαντάζεται
γύρω στα πενήντα ευρώ και ποιος ξέρει πόσα παρακάλια, μάλλον από το Zara πάνω
μου θα ταίριαζε καλύτερα πιστεύω, είναι τόσο βέβαιη. Η γυναίκα, καθώς έριχνε μία
ξαφνική ματιά πίσω της, στραβομουτσουνιάζει, αχ, λες; Παναγίτσα μου, λες να το
άκουσε; Εδώ μέσα σίγουρα.
Η Οργόνη στέκει μοναχή κοντά στο τραπέζι της σκηνής με μία παλάμη γεμάτη με
βελόνες που έχει πολύ αργά αποσπάσει από μία κούκλα βουντού κρεμασμένη από τον
ψεύτικο τοίχο – είναι η ώρα να γίνει από την αρχή η μαγεία, το όμορφο κρανίο της
γέρνει κάπως, ο μακρύς της λαιμός και το τελευταίο κόκαλο της σπονδυλικής της
στήλης διαφαίνεται από τον πορτοκαλί βαμβακερό γιακά και μέσα από τα μαλλιά της,
που χύνονται ίσια και στα δύο της ρόδινα μάγουλα. Χάλκινοι σωλήνες και αδένες,
στήθια και λαγόνια αυξάνουν την θερμοκρασία τους από το αίμα της, τρέμουν μέσα
στα λευκά της χέρια. Εκείνη, καθώς χαϊδεύει το σήμα του Μούλττσάμπα στο στήθος
της με τις άκρες των δαχτύλων της, μοιάζει να έχει βυθιστεί μέσα σε μία απύθμενη
νιρβάνα.
Έξω, δηλαδή μέσα στο πολυκατάστημα, κάπου από τα ανατολικά των τμημάτων
του Πολιτισμού, φτάνει ο μουντός απόηχος ενός ακόμη Κουνταμπάφερ. Οι
συναγερμοί βαράνε, το πρόγραμμα τρίζει. Τα προϊόντα χάνονται με ταχύτητα του
φωτός μέσα σε αόρατες τσάντες και τσέπες, κάνοντας τα μέλη γύρω από το τραπέζι
να σκοτεινιάζουν και να μετακινούνται σε άλλα δωμάτια – μετά το κλέψιμο
αναπηδάει, οι σκιές αναμορφώνονται, κάπου στο ένα μέτρο, μετά χάνονται εντελώς.
Η πικροδάφνη, το κρακ και οι λοιπές άλλες ουσίες καίνε ακόμη μέσα στην αίθουσα.
Ο Σεβαστιανός Μπικ, πρώτος στην τάξη του στην ΑΣΟΕ πριν από δέκα χρόνια
περίπου, αφήνει τη στάμπα του από αίμα και σηκώνεται να ανοίξει κανένα παράθυρο.
Τώρα φαίνεται πως είναι η πιο καλή στιγμή για την Οργόνη να καρφώσει μία
βελόνα πάνω στην κούκλα: μόνο μία βελόνα. Με μαλλιά που κουνιούνται σαν
ερπετά, με στήθη που φουσκώνουν θαυμάσια κάτω από το μάλλινο πορτοκαλί
πουλόβερ. Ένας ήχος από μαλλί που τρυπιέται, ένας συριγμός από πίεση: μέσα στις
υγρές ίνες, ακριβώς στην καρδιά. Ο Σεβαστιανός Μπικ, ανοιγοκλείνει τα μάτια. Το
μυαλό του, που πάντα λειτουργεί αναλογικά, πιστεύει πως ήδη έχει βρει μία νέα
μούσα...
Η Πρωθιέρεια έχει πλέον αρχίσει να εξέρχεται της μαστούρας της, νευρική σαν
κόμπρα. Το τι είδε από την άλλη όχθη μόνο να το φανταστούν μπορούν. Αυτό εδώ το
Συμβούλιο, όπως όλα τα προηγούμενα, δεν έχει ανάγκη μόνο τον εγκόσμιο χώρο του,
αλλά και μία θεσμική, θεμελιακή συνεργασία, της οποίας καμία ένωση δεν πρέπει ν'
ανοίξει η να χαλαρώσει: Νίκολας Βον Ζίζεντορφ (προϊστάμενος Αλιείας), Κάπτεν
Σπιτ (προϊστάμενος Τεχνολογίας – Το γαμημένο το Πενταμελές), Μάιτι Μολντ (η
Πρωθιέρεια), Οργόνη (Νύφη του Ιππότη). Κάπου, μέσα από την εξάντληση, τις
αλλαγές στη διάθεση, τις αναπνοές των πελατών και του λευκού θορύβου των
απαιτήσεων, αυτή η σύνθεση έχει πλέον αρχίσει να καταρρέει. Ιδρώτας, χέρια
αφημένα πίσω από καρέκλες, πρωινές κλανίτσες που έχουν καθυστερήσει να
εξέλθουν, ρεψίματα και χασμουρητά...ο Σεβαστιανός Μπικ παίζει με το στυλό του, το
σπάει απότομα με τα δάχτυλα του που γεμίζουν μονομιάς με μπλε μελάνι.
Μετά από λίγα λεπτά, η Οργόνη πλησιάζει δίπλα τους. Ο Νίκολας είναι άφαντος,
δεν ξέρει αν θέλει να τον γυρέψει, και ο Μπικ, αν και πολύ ντοπιάρης, δεν είναι τόσο
βαρετός όσο τους άλλους συναδέλφους του Νίκολας...
«Ο Νίκολας λέει πως τώρα θα μετρήσεις όλες τις αντιδράσεις που παρατήρησες
και θα τις κάνεις εξίσωση, ή κάτι παρόμοιο», λέει χαρωπά για να μην παρεξηγηθεί
από το επεισόδιο με την κούκλα βουντού, που θα ήθελε να αποφύγει. «Το κάνεις
μόνο για την σκηνή;».
«Αυτόματες διαθέσεις», ο πολύ ντροπαλός με τις κοπέλες Μπικ συνοφρυώνει το
πρόσωπο και λέει ναι με το κεφάλι, «μία ή δύο εξισώσεις στο διάγραμμα Φάινμαν,
ναι, ναι, είναι σε εξέλιξη το πείραμα του ισοσκελούς τριγώνου – ένα ειδικό λεξιλόγιο,
μερικές υποτροπές, κάποια ιδιότροπα τερτίπια συχνών πελατών- ».
«Δεν ξέρω αν...».
«Δεν πειράζει...σκέψου μόνο το RMS, εκείνο το Σύνδρομο της Καταπιεσμένης
Μνήμης του Πόουπ: αν υπολογίσουμε μία σειρά από μνήμες που θέλουμε να
ξεχάσουμε έναντι της διαταραχής πολλαπλών πωλήσεων», μουρμουρίζει πάνω από
την δική της παύση, ακόμα και η ντροπή της είναι τόσο γλυκιά και χαριτωμένη,
«βεβαίως θα ήταν ορθό να αναλογιστούμε την αντίθετη άποψη που λέει πως δεν
υπάρχουν καταπιεσμένες μνήμες και πως αυτό είναι απλά ένα σύμπτωμα της
σύγχρονης κουλτούρας...όμως έχουμε στοιχεία που μας οδηγούν ξεκάθαρα στην
ύπαρξη τους – στοιχεία, εμ, στ' αλήθεια είναι κάτι άλλο – οι ασθενείς πωλητές με
σύνδρομο πολλαπλών προσωπικοτήτων, για παράδειγμα, τείνουν να μην μπορούν να
ξεχωρίσουν τις ψεύτικες μνήμες από τις αληθινές, διαγράφουν το διάγραμμα της
DSM-IV λίγο πιο ψηλά από το συνηθισμένο – κάτι σαν κάρτα Rorschach...σαν τοξικό
διάλυμα-κηλίδα πάνω στο στερέωμα...έχω την εντύπωση πως στην συγκεκριμένη
περίπτωση, του Νίκολας, έχουμε μία κλασική διασπαστική διαταραχή ταυτότητας-».
«Αμ μπράβο!» αυτό κάπου το έχει ξανακούσει. «Είχα την εντύπωση πως ήσουν
κεφάτος, όταν είπε αποπειράθηκε ν' αυτοκτονήσει λίγο».
«Ναι, είναι εκπληκτικό το πόσο αναβλητικός μπορεί να γίνει».
«Και ποια είναι η πιο συχνή κατάσταση;» ρωτάει η Οργόνη. «Το νούμερο ένα από
το Τοπ Πέντε».
«Η ίδια που είναι πάντοτε σε αυτές τις φάσεις διαταραχής» απαντά ο
οικονομοτεχνικός, λες και το ήξεραν όλοι από πάντα: « η βαρεμάρα».
Ένας μεγάλος σε ηλικία υπάλληλος των Υπηρεσιών Πωλήσεων, σιδερωμένος στην
πένα και αλαφροπάτης σαν αιλουροειδές, στέκει πάνω στο μικρό σκαμπό και είναι
έτοιμος ν' ανάψει πάλι εκείνο το μίγμα.
«Χμμμμ...δεν μου λες...μιας και το έφερε η κουβέντα...που είναι ο αγαπητός φίλος
σου;»
«Ο Νίκολας είναι με τον προϊστάμενο Πατζαράκη». Κουνάει το λαιμό αόριστα. «Η
βαρετή ιστορία με το γεμάτο καμπύλες usb stick». Η οποία και διεξάγεται σε κάποια
αίθουσα, σε ένα ματς όπου η αναλογία δεν έχει καμία πιθανότητα, κύματα από
αναθυμιάσεις Red Bull, ο Γιάννης Βογιατζής και Ένας Ουρανός Μ' Αστέρια απαλά
στο Δεύτερο Πρόγραμμα, χοντρά ποτήρια με Βιξ, κοντά ποτήρια με ρακή, λοξή
βροχή στις τζαμαρίες του πρώτου ορόφου. Καιρός για δύο, σόμπα, τσιγάρο, μάλλινα
σώβρακα ενάντια στην κρύα ατμόσφαιρα, μέσα στη ζέστη με την καινούρια σου
φιλενάδα ή την σύζυγο ή, όπως εδώ στα Στάρμπακς, με καλή συντροφιά. Εδώ είναι
απάγκιο. - ίσως ένας γνήσιος σύνδεσμος ειρήνης μεταξύ άλλων μέσα σε αυτή την
τραβηγμένη από τα μαλλιά περίοδο πολυκαταστηματικού πολέμου, όπου αράζουν για
σκοπούς όχι ανταγωνιστικούς.
Ο Κουρήτης Πατζαράκης αισθάνεται λίγο έτσι, κάπως πιο πλαγίως, μάλλον σαν
μία έκφανση κάποιας απομονωμένης μνήμης, το στόμα του είναι λίγο ανοιχτό μέσα
στο πλήθος που θυμίζει σαρανταποδαρούσα. Το έχει συνηθίσει από το βίντεο κλαμπ
– είναι ακριβώς εκείνη η έκφραση που φοράει ο υπάλληλος κάθε φορά που έξω από
τον πάγκο κάποιος πελάτης του ζητάει περιπέτεια με αράπηδες και φυλακές.
Αυτή η έκφραση του είναι τόσο χρήσιμη όσο είναι ο ίδιος για την Ανώνυμη
Συντροφιά – η οποία, είναι γνωστό σε όλους, έχει προσλάβει τους πάντες, ανίκανους,
εγκληματίες, δοσίλογους, παιδεραστές, επιδειξίες, αράπηδες, και κυρίως κορίτσια που
έχουν σπουδάσει στα ΤΕΙ της επαρχίας, για να καταφέρει τον σκοπό της. Μπορεί
βέβαια οι Σύντροφοι να μην ήταν και πολύ σίγουροι για τον Πατζαράκη (στην αρχή),
αλλά πιο μετά, όπως έγιναν τα πράγματα, θα χαμογελούσαν μέσα στο σκοτάδι από
αγαλλίαση.
«Κύριε Περιφερειάρχη, δεν είναι δυνατόν να δώσουμε άλλο budget γι' αυτό το
πράγμα».
«Τον έχουμε στις οθόνες μας όλη μέρα. Είναι σίγουρο πως δεν μπορεί να κάνει
κάτι καλύτερο, όπως το να πάει στους απέναντι».
«Τότε δεν εξηγείται αλλιώς...η δουλειά είναι από μέσα...Κάπως – ηρεμιστικά,
κρακ, Lsd, κάτι, ύπνωση ίσως, δεν ξέρω – έχουν μπει μέσα του και του λένε τι να
κάνει καθώς του πετάνε Xanax στο στόμα. Σε λίγο θα τον δούμε να παρακολουθεί
Μενεγάκη...για όνομα της Παναγίας».
«Ίσως το κάνει ο Γεράρδος λοιπόν».
«Ο Γεράρδος είναι έξυπνος άνθρωπος. Εγώ κι εσύ δεν είμαστε τίποτα...απλοί
υπάλληλοι...μην ξεχνιέσαι».
Μόλις αυτή η πρώτη καταιγίδα ενδιαφέροντος κόπασε, ο αριθμός των
περιπτώσεων που έδιναν στον Κουρήτη μειώθηκε αισθητά. Τώρα του έχει μείνει
πλέον αυτό που λέμε σαν βαρίδιο εγκύου ή κατάθλιψη. Δεν είναι όμως το ζητούμενο
του αυτό. Όλοι αυτοί οι μπεμπέδες της Π.Α.Φ. δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν,
μμμ, βέβαια, πολύ σωστά, Προϊστάμενε, λένε καθώς χτυπάνε απαλά τα πλήκτρα του
υπολογιστή τους, σέρνοντας πάνινα παπούτσια, αντίλαλος κάτω από μυωπικά γυαλιά,
μμμμ, μπράβο, πολύ καλά και γιατί να μην το προσημειώσεις και κάτω στην
Αλεξάνδρας...
Αλλά ο Κουρήτης έχει ανάγκη την δύναμη Τους, την σπαραχτική Τους
ανυπομονησία που μυρίζει λεβάντα, εσπρέσο φρέντο, καλό κρασί, μωρομάντιλο και
μαύρη μπύρα. Χρειάζεται να τον καταλαβαίνουν οι δικοί του συνάδελφοι, όχι αυτοί
οι καταναγκαστικοί ηλίθιοι κι εκείνοι οι τετράγωνοι παρανοϊκοί εδώ στα
παραπήγματα του εσωτερικού Στάρμπακς, τους τόσο δοσμένους στις πωλήσεις, τόσο
τρομερά πανάρχαιους που αυτός (γεγονός που τον κάνει να κλαίει γοερά τις νύχτες)
ίσως να είναι ο μόνος τόπος σε ολόκληρο το Βασίλειο του πολυκαταστηματικού
Πολέμου όπου δεν αισθάνεται τόσο μόνος...
«Δεν καταλαβαίνω τίποτα», λέει εδώ και πολύ ώρα ο Νίκολας Βον Ζίνζεντορφ, «τι
σχεδιάζουν, καθόλου, ο Νόμος περί Πωλήσεων έχει ισχύ πάνω από 5 χρόνια, είναι
ένας λίθος μίας περασμένης εποχής, ενός διαφορετικού τρόπου πράττειν. Και να που
εν έτη 2011 έχουμε δικαστήρια δεξιά και αριστερά. Η κ. Μάιτι Μολντ εδώ», λέει και
απλώνει το δάχτυλο του προς την Πρωθιέρεια που έχει κάτσει στην άλλη άκρη της
αίθουσας και μιλάει μ' εκείνον τον νεαρό Τούτσι Σπορτ, «μπορεί να της την πέσουν
ανά πάσα στιγμή – να σπάσουν τις τζαμαρίες, να της ξεσκίσουν τα ρούχα και να την
σύρουν στη φυλακή με την κατηγορία της παράνομης άσκησης ή χρήσης ενός είδους
πωλήσεων με σκοπό να κάνει όλα εκείνα τα φαντάσματα των νεκρών υπερπωλητών
όντως κινούμενα στο μέρος όπου καθόταν και πως αυτά τα ίδια τα φαντάσματα
επικοινωνούσαν με σπαμάρισμα ανελέητο εκεί και τότε – Χριστέ μου, τι αηδιαστικές,
βλακώδης, φασιστικές, κουράδες...»
«Το νου σου Ζίνζεντορφ, σου στρίβει πάλι και αρχίζεις να χάνεις την καλή σου
ισορροπία – ένας οικονομολόγος δεν θα έπρεπε να θέλει να το κάνει αυτό. Δεν είναι
ιδιαίτερα οικονομοτεχνικό, έτσι;».
«Βλακέντιε...είσαι φανερά βαθιά νυχτωμένος. Δεν το αισθάνθηκες απόψε; Είναι
ένα μεγάλο κύμα σχιζοφρένειας».
«Βεβαίως. Άλλωστε αυτό είναι...η ειδικότητα μου», καθώς ανοιγοκλείνει το στόμα
του ο Κουρήτης γνωρίζει πως το έχει παρατραβήξει, και τώρα παλεύει να ηρεμήσει
την ομήγυρη λέγοντας: «Δεν ξέρω αν μου είναι εύκολο να φέρω σε πέρας...το
πολυεδρικό…οι τραγιάσκες είναι ανυπόφορες πλέον».
«Αχ...Πατζαράκη». Κανένα σημάδι που να τον βγάζει εκτός. Υπομονή. Αχ.
«Ίσως θα ήταν πρέπον να επισκεφτείς τον δικό μας τον Δρ. Τρίτση να το τσεκάρει
στο γράφημα του».
«Θα δούμε, αν είμαι εντός», λέει χωρίς να συγκεντρώνει πουθενά το βλέμμα του.
Σίγουρα υπάρχει τρύπα ασφαλείας. Τα πάντα κρατάνε μικρόφωνο, δεν μπορεί να
είναι βέβαιος, ούτε καν για τον Ζίνζεντορφ. Υπάρχουν πολλές κλίκες σε αυτή τη
φάση των πραγμάτων. Κλίκες από διαφορετικά υλικά. Οι λίστες αρχίζουν και
μικραίνουν κι εμείς κινούμαστε προς το εξωτερικό του χαρτιού. Εντολές Θανάτου
που σταδιακά αγκαλιάζουν όλα τα περιττά κεφάλια, ανοησίες, ή η έλλειψη θέλησης.
Υποθέτει πως ο Ζίνζεντορφ μόνο για λίγο ακολουθεί την τελευταία μόδα της
Ανώνυμης Συντροφιάς, με τρόπο μαθηματικό – λύνοντας ας πούμε, τύπους και
γνωματεύσεις για το ηθικό των άλλων – αλλά κάπου στο χάος του
πολυκαταστήματος, με μανία ακριβώς σαν και του Κουρήτη, ενεργεί σαν δόλωμα για
τον Ζίνζεντορφ και τον φιλαράκο του τον Ριφ Ραφ.
Γνωρίζει πως ο Ριφ Ραφ πηγαίνει κάπου και μαζεύει αρχεία μέσα από υπολογιστές,
έπειτα τα προωθεί, μέσω του Κουρήτη, στον νεαρούλη Ζίνζεντορφ. Και κάπου εκεί,
λέει τώρα, κάτω στην «Καφέ Κουρτίνα», η οποία στεγάζει ένα κλιμάκιο ειδικών
αποστολών γνωστή σαν Χ.Ρ.Ι.Σ.Τ.Ο.Υ.Λ.Η.Σ. - Χρεωμένα Ράφια Ινστιτούτων
Συνδεδεμένων Τροποποιητικών Ορόφων Υλικών Λημμάτων Ημεδαπών Σταθμών.
Ποιων σταθμών, κανείς δεν ξέρει.
Ο Κουρήτης υποψιάζεται αν ο Ζίνζεντορφ ασχολείται με κάποιο από τα
εκατοντάδες τσαμπουκαλίδικα ενδο-καταστηματικά προγράμματα κατασκοπείας που
προέκυψαν στην Αθήνα από τότε που ήρθαν οι Κινέζοι και οι Ινδοί επενδυτές, μαζί
με μία εξάδα από απαγορευμένες σέκτες μεταμφιεσμένες σε κυβερνήσεις. Όπου η
Πλαισιακή, κατά τρόπο πολύ ύποπτο, μοιάζει να μην ασχολείται καν. Όλοι
προσπαθούν να πιάσουν τοίχο. Ελεύθεροι Κωτσοβολιστές, σχεδιάζουν εκδίκηση για
τους προδότες των Euronics, αρπακολίστες της Ηλεκτρονικής Αθηνών έχουν στο
στόχαστρο τους χλωμούς Media Markt διευθυντάδες, επαναστάτες της Λιντλ Ελλάς
καταδιώκουν τους φιλοβασιλικούς του Βερόπουλου, χωρίς πατρίδα, ουτοπιστές όλων
των εποχών που εκλιπαρούν με σθένος κροκόδειλου, κλωτσιές, παρακάλια να έρθουν
ξανά στην εξουσία οι πραγματικοί ΠΑΣΟΚΙΚΟΙ κατσαπλιάδες, μοναρχίες,
δημοκρατίες, περίοδοι εκπτώσεων, μαυραγορίτες, κλεπταποδόχοι, καλοκαιρινές
προσφορές που εξαφανίστηκαν πριν αποδώσουν τις πρώτες πωλήσεις...κάποιοι
απαγχονίζονται λυπηρά, κάτω από κενά ράφια που δημιούργησαν τα πρώτα
Κουνταμπάφερ του Συντάγματος, δεν πρόκειται να θαφτούν πριν το φθινόπωρο,
άλλοι καταντούν πότες ή τοξικομανείς στην Ομόνοια για να αντέξουν με τις αϋπνίες,
οι περισσότεροι ξεπουλάνε, ξεπουλάνε όλη τους την καρδιά, χάνουν την
φερεγγυότητα τους στις αγορές, ανεβασμένοι από την ατελείωτη πάρλα του
εμπορικού πολέμου, την καθημερινή παράνοια, την ιδιοτροπία του για πλήρη
έλεγχο...και ποιος ακριβώς είναι εκείνος ο άγνωστος που γυρεύει ο Κουρήτης, αν όχι
αυτός ο ξεριζωμένος μεροκαματιάρης μέσα στην σβηστή οθόνη του smartphone του,
αυτός ο ατυχέστερος των κρατουμένων...
Εντάξει: φαντάζεται πως οι Σύντροφοι έχουν ξεγελάσει τον Ζίνζεντορφ σε μία
Αργοναυτική Άσκηση, μάλλον σχετική με τους Κινέζους. Ίσως τους Ρώσους. Η
«Καφέ Κουρτίνα», ειδική στον ψυχοτροπικό πόλεμο, διαθέτει στον κόλπο της
ελάχιστους από την κάθε μεριά, έναν Φροϋδικό εδώ, έναν Λέινγκανικό εκεί. Δεν
είναι στην δικαιοδοσία του Κουρήτη. Βλέπει όμως πως με κάθε παράδοση usb stick,
ο Ζίνζεντορφ παραληρεί. Ανωμαλίες, ανωμαλίες: υποψιάζεται πως είναι αυτόπτης
μάρτυρας ενός έρωτα. Ξέρει πως ο φίλος του, ο γλυκός, χαρακωματικός φίλος του,
οδηγείται και χρησιμοποιείται για κάτι όχι και τόσο νόμιμο.
Αλλά πως μπορεί να το αλλάξει; Αν ο Ζίνζεντορφ επιθυμούσε να το μοιραστεί με
κάποιον, θα ήταν βέβαιο πως θα έβρισκε μία δίοδο, παρά την παράνοια. Η βαρεμάρα
του δεν είναι η βαρεμάρα του Κουρήτη σχετικά με το καταστατικό της Κατάστασης
Μαύρη Κουκκίδα. Θυμίζει μάλλον ξεφτίλα. Δεν ήταν το πρόσωπο του Ζίνζεντορφ
απόψε, καθώς έπιανε τα έγγραφα, σκονισμένα και ιδρωμένα, με κόρες να
ανεβοκατεβαίνουν στις άκρες της αίθουσας με μεγάλη ταχύτητα, αντίδραση
κλεπτομανή σούπερ μάρκετ...μμμ. Ξέροντας τον Ριφ Ραφ, ίσως να είναι το ίδιο, μία
νεαρή κοπέλα που ευχαριστεί έναν χοντρό άντρα, σε διάφορες στάσεις – ότι πιο καλό
έχει βρει μέσα σε κάποιο αδιάφορο, εταιρικό σκληρό δίσκο...τουλάχιστον είναι λίγο
σαν σεξ...
Να ο κορίτσαρος του Ζίνζεντορφ, μόλις που μπαίνει στην αίθουσα. Την βλέπει
αμέσως, την λεύκανση γύρω της, την απουσία σκόνης και φασαρίας...άρχισε να
βλέπει και οράματα τώρα; Εκείνη κοιτάει τον Νίκολας και γελάει, τα βλέφαρα της
τρεμοπαίζουν...με μάτια μεγάλα σαν φιστίκια, χωρίς κραγιόν, τα μαλλιά της είναι
γυρισμένα σε μπούκλες και πέφτουν πάνω στους ώμους της – τι σκατά γυρεύει μία
τέτοια γυναίκα μέσα σε μία σφηκοφωλιά από λιγδερούς προϊσταμένους; Θα έπρεπε
ίσως να είναι σε κάποιο πόντιουμ καλλιστείων και να κάνει μακροβούτια μέσα σε
ανθοδέσμες και κορδέλες. Υπερβάλει. Ξαφνικά, τον πιάνει ένας πόνος στο στομάχι,
μία μπερδεμένη αγάπη που δεν αποζητά τίποτε περισσότερο από ένα σπίτι και μία
ευτυχία κι ένα καταπράσινο γκαζόν, και αυτό πάντα το λέει σαν αστείο αλλά το
εννοεί – κάτι σαν «φιλία», κατάλαβες, «φιλαράκια»...
Το 2010, ο Κουρήτης («ένας Ιούνιος του Ελύτη» έλεγε αυτή, αν και ήταν μία πιο
δοξασμένη εποχή) ήταν τσιμπημένος με το κορίτσι ενός ανώτερου στελέχους. Ήταν
μία κοπέλα λεπτή και γρήγορη σαν δροσερό φύλλο με το όνομα Μοργκάνα
Σουμπότνικ. Ο άντρας της ο Κωστής ήταν ειδικός στις εναέριες πωλήσεις με
εισαγώμενα drones, και εργαζόταν στο υποκατάστημα της Συγγρού. Ο Κουρήτης,
εκείνος ο υπάλληλος της καλής μοίρας, είχε μία αμνησία, ένα γλέντι του μυαλού εκεί
έξω για ένα δύο-χρόνια σαν άνεργος.
Είχε εκείνο το προαίσθημα, τοποθετημένος ανατολικά των τμημάτων της
Τεχνολογίας στην Αγία Παρασκευή, καθώς έπινε το τρίτο του Red Bull που ήταν
γεμάτο με υγρό από το κλιματιστικό που έσταζε ακριβώς μέσα, μέσα στην ατελείωτη
μυρωδιά ιδρώτα του καλοκαιριού και της πίσσας από την Μεσογείων, περιορισμένος
μέσα στον φωριαμό του καθώς ο ήλιος έπεφτε – ποσοστό αϋπνίας 91% έτσι κι αλλιώς
– μία αργοπορημένη, εντομολογική ομάδα υπαλλήλων που αγωνίζονταν για τον
Δήμαρχο Αγίας Παρασκευής, καυλωμένοι, παρανοημένοι από τα κουνούπια, το
σκόρο και τη ζέστη (η μαλακία δεν επιτρεπόταν στις τουαλέτες πλέον δια νόμου),
καταπονημένοι από το αλκοόλ και τους καφέδες – ακόμη και τότε είχε έρθει στ' αυτιά
του Κουρήτη η χλωμή υποψία πως η ζωή τον είχε χεσμένο.
Η τρομερή, ολόλευκη Μοργκάνα έβγαλε αληθινές εκείνες τις Κουρητικές οπτασίες
σχετικά με την σκατολογική Ελληνική πραγματικότητα με τις αθλητικές φόρμες από
τις οποίες είχε αισθανθεί τόσο μακριά. Συναντήθηκαν όταν ο Κωστής έλειπε σε ένα
συνέδριο για μία Νέα Κινητή Τηλεφωνία στο Λίβανο. Αυτή η εξισορρόπηση
βοήθησε τον Κουρήτη να ηρεμήσει λίγο. Παρευρίσκονταν σε άγνωστα μέρη με
πολλούς ανθρώπους, αν κι εκείνη ποτέ δεν ήταν έτοιμη να τον αντικρίσει στα μάτια
(προσπαθώντας να προσαρμοστεί λες και δεν ήταν κάποια νέα administrator). Τον
έβρισκε χαριτωμένο μέσα στην ανοησία του για τα πάντα – παραγγελίες πίτσας,
οδούς, προφυλακτικά – αισθανόταν μία απύθμενη για εκείνη τη στιγμή
παλιμπαιδισμού ανάμεσα στην κονσερβοποιημένη και σχεδόν βασιλική του
συμπεριφορά του (ήταν 43 ετών), η μετά-Κρίσης φάση του, μέσα στην οποία η
Μοργκάνα έμοιαζε να αντιπροσωπεύει την τελευταία του Έξοδο, την στερνή του
Δόξα – αν και ήταν πολύ μικρή ακόμα για να ξέρει κάτι τέτοιο, για να γνωρίζει, όπως
ο Κουρήτης, τι σήμαιναν πραγματικά οι στίχοι του «Abba Zaba».
Θα είναι όμως πολύ προσεχτικός γιατί δεν θέλει να το μάθει ποτέ εκείνη. Είναι
όμως μέρες που βασανίζεται τόσο πολύ όταν δεν είναι ικανός να πέσει στα γόνατα,
ξέροντας πως εκείνη δεν πρόκειται ποτέ να χωρίσει τον Κωστή, ουρλιάζοντας είσαι
ότι καλύτερο μου έχει συμβεί...αν δεν μπορούμε να είμαστε μαζί τότε όλα θα
καταστραφούν...Ξέρει την υπόνοια που από μέσα της μπορείς να δεις την πορεία
ολόκληρου του Δυτικού πολιτισμού...αλλά δεν μπορεί να είναι κανονικός
άνθρωπος...δεν ξέρει από που να το πιάσει, στα 43 του...«Ναι, αυτό είναι», θα
ψιθύριζε τρέμοντας, όχι τόσο πειραγμένη (θα έλεγε κλαίγοντας) όσο απορημένη από
την πλαστικοποίηση της υπόθεσης – μπουχτισμένη κι εκείνη από την σχιζοφρενής
πλευρά του, πάντα σε διχασμό, τόσο νοητικός, κολλημένος πίσω της, (περισσότερο
δεμένος από κάποιο αόρατο σχοινί τότε που αυνανιζόταν πάνω σε μία λερωμένη
κάλτσα στην τουαλέτα του υποκαταστήματος του Ζωγράφου, τώρα πάνω της, στον
κώλο της), ένα προαίσθημα αδημονίας, έτσι ώστε να μην μπορεί να καταλάβει την
μανιοκατάθλιψη του, αλλά πολύ πιο τρελό από τα δικά της συμβάντα για να θεωρηθεί
μοιχεία κατά του Κωστή...
Πολύ καλό, για εκείνη, σίγουρα. Ο Νίκολας Ζίνζεντορφ περνάει πάνω κάτω την
ίδια κατάσταση με την Οργόνη, σ' αυτή τη περίπτωση ο Άλλος λέγεται Μπρέινιακ. Ο
Κουρήτης τα ξέρει αλλά δεν έχει πει κουβέντα στον Ζίνζεντορφ. Ναι, είναι
διαολεμένα περίεργος να διαπιστώσει αν το όλο πράγμα τελειώσει όπως τελείωσε και
για τον ίδιο, ένα κομμάτι του, πάντα χαρωπό όταν αντικρίζει την μιζέρια των άλλων,
επευφημεί υπέρ του Μπρέινιακ και πως αυτός, όπως ο Κωστής, είναι ο εκπρόσωπος
όλων όσων μισεί. Ένα άλλο κομμάτι του όμως – ένα ονειρικό σώμα ίσως; - που δεν
θέλει να κρίνει και να χαρακτηρίζει και δεν επιθυμεί να αποκαλεί «σωστό» - φαίνεται
να θέλει για τον Νίκολας ότι και ο ίδιος ο Κουρήτης είχε χάσει για πάντα...
«Είσαι όντως γίγαντας», είχε μουρμουρίσει την στερνή τους ώρα – κανείς από τους
δύο δεν γνωρίζει πως ήταν η τελευταία τους μέρα μαζί - «ήρθες και με πήρες μέσα
στα τεράστια, τριχωτά σου χέρια. Κορίτσι από καλή οικογένεια, με τα συνηθισμένα
κόμπλεξ. Με γάμησες με το έτσι θέλω. Κι εγώ πλέον είμαι η Κυρά του Μεγάλου σου
Σπαθιού...». Πανέμορφη εικόνα. Ο Κουρήτης ευχόταν να την είχε στην καρδιά του
κλειδωμένη από πιο πριν. Καθώς ξεσκιζόντουσαν μέσα στο φως της τελευταίας (της
στερνής) μέρας που χανόταν, από το μεσημέρι μέχρι το άλλο πρωί, ώρες ολόκληρες
έρωτα, πολύ ιδρωμένοι και απασχολημένοι με τα σώματα τους για να μπορέσουν να
σταματήσουν, πρόσεξαν πως η τουαλέτα του πολυκαταστήματος έλαμψε ξαφνικά, το
ταβάνι έφτιαχνε σκιές μέχρι και τριάντα πόντους, οι λάμπες αναβόσβηναν, ένα
κομμάτι από την κεντρική ράγα κυκλοφορίας δίπλα από τον πλαστικό Αχελώο του
μαγαζιού έφερνε χλωριούχες φωνές πάνω από το βρώμικο νερό, και συναγερμούς
από απολεσθέντα προϊόντα...
Όμως, πάνω από την θάλασσα του νέον, εταιρικά λαγωνικά είχαν ξεκινήσει το
κυνήγι – έρχονται πιο κοντά, μέσα σε αμαξίδια, τα μικρά οχήματα και οι γλοιώδεις
εκπρόσωποι του Πολυκαταστηματικού Νόμου, κατάσκοποι που, παλιές σειρούλες
καθώς είναι, θα ικανοποιηθούν στην ασφάλεια, πίσω στο γραφείο του ορόφου, δεν θα
κάνουν λόγω για κάποια παραπομπή ή απόλυση του. Η σκέψη τους είναι τρομερά
στιβαρή: σημείωσε το όνομα του, στείλε ένα email στα κεντρικά και θα συνέλθει, θα
επιστρέψει στους τρόπους αυτού του δυσκοίλιου σαλιγκαριού που λένε κοινωνία και
στα προγράμματα, διαγράφοντας τη νύχτα για να κυριαρχήσει το δύσμοιρο πρωινό.
Την άφησε στο τμήμα των Κέρινων Ομοιωμάτων. Ένα θλιβερό πλήθος είχε
μαζευτεί εκεί για να αποδώσει φόρο τιμής στον Πινόκιο και στους Γκρινιάρηδες
Νάνους του Ντίσνεϊ που έφευγαν με ένα πειρατικό, πλαστικό πράγμα για το
υποκατάστημα της Νέας Ερυθραίας, εγκαινιάζοντας την εσωτερική σήραγγα
διασύνδεσης. Νάνοι με χρωματιστά ρούχα γεμάτα με λεκέδες από τρούφες,
φορεματάκια και τριχωτά ποδαράκια, έτρεχαν παντού μέσα στο πολυκατάστημα,
καταπίνοντας με λαιμαργία τα τελευταία τους γλυκίσματα, και στεκόντουσαν σε
ουρές για να φωτογραφηθούν μαζί τους τα παιδιά-πελάτες. Το ολόλευκο πρόσωπο
της Μοργκάνα – κάποιος της είχε πασπαλίσει άχνη ζάχαρη στο κεφάλι – πίσω από το
τελευταίο βαγόνι, απέναντι από την τελευταία πλαστική γέφυρα, ήταν ένα τρύπημα
στην καρδιά του. Ένα κύμα από θαυμαστές κλανιές και γέλια σηκώθηκε από το
πλήθος των Γκρινιάριδων. Σαν να μου φαίνεται, σκέφτηκε ο Κουρήτης, πως θα
γυρίσω πάλι πίσω στις πωλήσεις...γιατί το μυαλό μου φαντάζεται πράγματα που δεν
έχουν ακόμη καν συμβεί!

Μέσα στους αποστειρωμένους διαδρόμους του Συντάγματος, το πολυκατάστημα


έκλεινε μέσα του τα κενά αέρος, το οξυγόνο που εισχωρούσε διαμέσου μίας όξινης
πράσινης ομίχλης, η οποία λόγω του πορτοκαλί χρώματος των τοίχων σε συνδυασμό
με το γκρίζο πάνω από το τμήμα της τεχνολογίας στην είσοδο, έφτιαχνε τον κυρίως
σκελετό του που ο επισκέπτης βίωνε άμεσα, όχι σαν απτή εικονική παρουσία αλλά
σαν μυρωδιά που αναμειγνύονταν με τον ψεκασμό του σπρέι μπισκότου ανά μισή
ώρα, σε μία απόχρωση που μόνο μία σπάνια οφθαλμική ασθένεια θα ήταν δυνατόν να
δημιουργήσει στο μάτι.
Ο προϊστάμενος των τηλεοράσεων Ζίνζεντορφ ή Ζίνζι όπως ήταν το χαϊδευτικό
του (για τους πολύ, πολύ μυημένους στην απογευματινή βάρδια), καθόταν με το μισό
του κωλομέρι στον αέρα, πάνω σε μία ξεφλουδισμένη από την χρήση, γυριστή
καρέκλα με ροδάκια, προσπαθώντας να συντάξει σε έναν πίνακα του Excel το
καινούριο, εβδομαδιαίο πρόγραμμα του τμήματος του. Ήταν πολύ οδυνηρό να
καταφέρεις να ικανοποιήσεις δέκα άτομα – κανείς δεν ήθελε να κάνει υπερωρίες,
όλοι ήθελαν ρεπό το Σάββατο και την Παρασκευή να είναι πρωί. Μετά την πρόσφατη
εκκαθάριση από τα κεντρικά – είχαν διώξει δια παντός από την Ανώνυμη Συντροφιά
είκοσι υψηλόμισθα (μέγιστος μισθός 1.500 ευρώ) άτομα – το να φτιάξεις το
πρόγραμμα φίλε μου ήταν σαν να έχεις ένα πολύ κακό, κόκκινο, γεμάτο με πύον,
σπυρί, λίγο πιο δίπλα από την κωλοτρυπίδα σου.
Ποιος όμως μπορεί να συναγωνιστεί την αυθάδεια αυτού του πυραμιδικού
μορφώματος; Πίτα χορτάτη, σκύλος ολάκερος; Τον είχαν κλεισμένο εκεί, βαθιά στον
λαβύρινθο από ψευδοροφή και πολυμερές, για δώδεκα ώρες κάθε μέρα, να συντάσσει
αδιάκοπα αναφορές πωλήσεων και συνδέσεων, να πηγαίνει πέρα δώθε στους
διαδρόμους με το φτηνό, πορτοκαλί σημειωματάριο που τους έκανε κάθε χρόνο δώρο
η εταιρία, μετά την κοπή της πίτας στην ψησταριά του Νόντα του Παριζιάνου,
αναφορές πακέτων safety, να παρευρίσκεται σε ανιαρές μεσημεριανές συνάξεις
εκπαιδεύσεων μέσω Skype (κόντευε πάντα στο τσακ να τον πάρει ο ύπνος πάνω στα
χέρια του, κάτω από το ντέξιον με τα βιβλία του Deree, πάνω στο κόντρα πλακέ
γραφειάκι, μπροστά από το γραφείο του Θαντέρα) με κίνδυνο να τον επιπλήξει ο
Δουρής ανά πάσα στιγμή, κανείς μα κανείς δεν τον συμπονούσε, και στις βόλτες του
στο κέντρο για να μοιράζει τα αιώνια, κιτρινισμένα, βιογραφικά του στους
ορκισμένους αντιπάλους, - δεν έβρισκε κουράγιο να αντικρούσει τα λόγια των
φλογισμένων του HR των Άλλων που του έλεγαν να παραμείνει εκεί που βρίσκεται
γιατί δεν επρόκειτο ποτέ να βρει κάτι καλύτερο πουθενά και πως παντού τα πράγματα
είναι τα ίδια - τα μαλλιά του να πέφτουν, να μαδάνε από την στεναχώρια αλλά και
από τα αναθεματισμένα γονίδια της μάνας του – ο παππούς καραφλοχαίτας από τα
είκοσι του – δεν ήξερε τι να τους απαντήσει, χαμογελούσε αμήχανα αλλά από μέσα
του ήδη είχε πεταχτεί σαν κόμπρα στο δρόμο κι έβριζε θεούς και δαίμονες, στον
σκονισμένο σοκάκι της μοίρας του καθώς άγνωστα εχθρικά μάτια τον
παρακολουθούσαν επίμονα να διασχίζει εκστασιασμένος μέσα στην αποτυχία του να
αναρριχηθεί κι άλλο στα γλιστερά γρανάζια της μηχανής της άγνωστης πυραμίδας και
με την φράση «κάτι καλύτερο» να στριφογυρνάει σαν δίκοπο μαχαίρι ανάμεσα από
τα πλευρά του.
Τα ανασκαλευμένα μέρη του φωτός, τα κύματα του που εμείς μπορούσαμε να
δούμε μόνο σε χρυσά χωράφια ονείρων, ήταν τώρα τοποθετημένα ατάραχα πάνω στις
λευκές αποδείξεις με τα μαύρα στίγματα της μηχανής, τόσο ομαλά κυλούσαν οι ροές
των πελατών που οι ουρές των ταμείων συντελούνταν και αναδημιουργούνταν
ακατάπαυστα, υπήρχε μία γενικευμένη προσπάθεια συνεργασίας από αόρατες
δυνάμεις του εμπορίου, πειθήνιες και υποταγμένες στον ρυθμό της τύπωσης των
αποδείξεων, αφιερωμένες στα όρη των ημερήσιων τζίρων, από τη μία μεριά το βάρος
των πελατειακών αναγκών που γύριζαν τον τροχό της πυραμίδας και της ρευστότητας
και από την άλλη μεριά η ανταγωνιστικότητα που ανέβαζε τους χτύπους της
απόδοσης της καρδιάς μέσα σε ένα διάφανο κουκούλι πίεσης και σχεδόν
μαζοχιστικού τραμπαλισμού που θέριζε τα όρθια μέλη των πελατειακών σχέσεων. Η
έλξη του πολυκαταστηματικού σύμπαντος που εκδηλωνόταν με την
ανταγωνιστικότητα και η βαρύτητα της ποικιλίας των προϊόντων που προσφέρονταν,
διαφαινόταν με την απώλεια των καταναλωτών, λες και όλοι είχαν συνευρεθεί και
συνεννοηθεί να βρίσκονται ταυτόχρονα κάπου αλλού έτσι ώστε κανείς να μην
πληρώσει τον μισθό του Ζίνζι και την συνδρομή του στο Netflix. Η αλληλεπίδραση
τους παρουσιαζόταν διαρκώς σαν αδιάκοπη βροχή από σκουριασμένες πινέζες, οι
αρνητικές αυτές δυνάμεις μετουσιώνονταν σε θετικές θεότητες, κάτω από την
υπαλληλική πίεση μίας μυστηριακής προϊσταμενικής ψυχής ενός πλαστικού δάσους,
εκπαιδευμένης και άρρωστης από τον φόβο του πληγώματος, ανεπαίσθητα
πλεονασμένη σε σύγκριση με το κατάστημα του Πλαισίου, ανάμεσα στον «καλό»
Μουλτιτσαμπαίο και τον «κακό» και «σατανικό» Πλαισιομαίο, ένας πεθαμένος
άνθρωπος της πόλης που δεν έχει όμως στην ουσία κανένα πρόβλημα με τον
αντίπαλο του που είναι ντυμένος στα πορτοκαλί – τότε γιατί το αναφέρουμε εδώ;
Είναι μήπως άλλη μία υπερβολή της Ιστορίας; Δεν βλέπω τίποτα. Βλέπω μόνο το
χρυσό μέρος του να γίνεται ένα πράσινο φως, το οπισθοδρομικό λείψανο του γέρου
πολέμου, η μορφή του πανταχού παρόντος εχθρού. Το πλησίασμα γινόταν ύπουλα
σαν αγκαλιά φιδιού πάνω σε αυγό, ενόσω ο προϊστάμενος, ο άμοιρος αυτός τύπος,
που παρακολουθούσε τα νούμερα με την προσήλωση του Άγνωστου Αγίου, έμπαινε
σε μία αμπούλα τρόμου, συνεπαρμένος από τη σκιά που δεν μπορούσε όμως να
συντάξει με την όραση ακριβώς, τα στοιχεία του μαγαζιού είχαν πάρει τη διαταγή και
την εκτελούσαν πάνω του τώρα, πιστά: κάντε οτιδήποτε για να πουλήσετε
τηλεοράσεις με safety καθίκια!
Την ίδια όμως στιγμή, όταν το ρεύμα των αφιονισμένων απογευματινών
καταναλωτών έπαψε ν’ ανεβαίνει, οι γδούποι των τυμπάνων της γαλέρας σταμάτησαν
να ηχούν μέσα στα μηνίγγια των υπαλλήλων, μονομιάς το μαστίγιο χαλάρωσε, ο
τροχός, δηλαδή αυτή η ριμάδα η αόρατη μηχανή, είχε μπλοκάρει, κάποιος είχε ρίξει
ζάχαρη μέσα στα σωθικά της, γιατί, γιατί, Χριστέ μου, βρέθηκε τώρα να κολλάει τα
δάχτυλα του πάνω στα σημειωματάρια της εταιρίας, να εισπνέει την δυνατή μυρωδιά
της UHU για να την ακούσει έστω και λίγο ακόμη, αφού έτσι κι αλλιώς όλα ήταν
πλέον χαμένα, βρέθηκε να στέκει, ψηλή και ακλόνητη, η πλάκα του δαπέδου, τόσο
μαύρη και σκονισμένη από τις βρώμικες σόλες, μέσα στο τμήμα των τηλεοράσεων,
στηριζότανε γερά στις τέσσερις γωνίες της, μπροστά στο πρόσωπο του, σαν να είχε
πέσει ο ίδιος πάνω της. Τώρα είχε χαθεί όντως, κοίταζε ολόγυρα σαν ηλίθιος, σαν να
μην γνώριζε, σαν να μην ήξερε προς στιγμήν που βρισκόταν, τίποτα όμως που να
θυμίζει τη χώρα που τον είχε ξεράσει, να μην αισθάνεται καλά ποτέ, δεν είχε
προλάβει καμία αποτυχία να τον αποτελειώσει αυτόν εδώ τον κακόμοιρο
προϊστάμενο, άρχισε μόνο να πέφτει σαν μόλυβδος στο κενό των εντέρων του, έπεφτε
από την καρέκλα, αργά, σαν χοχλιός με σπασμένο καβούκι που πονάει, λιγάκι, από
την απέραντη βαρεμάρα, όλα του τα μέλη ατονούσαν σταδιακά, ένας
ημιπαραπληγικός ηλεκτρισμός στα δόντια, μπροστά στον θρίαμβο της ανίας,
κυριεύτηκε από μανία, από ένα ανεπανάληπτο τρέμουλο, αυτός που μέχρι σήμερα δεν
τον είχε τρομάξει τίποτα, ατρόμητος κουρσάρος της λιανικής, ούτε καν εκείνα τα
ανόητα Κουνταμπάφερ τους, να πάνε να γαμηθούν κι αυτά, ή τα γυφτάκια με τα
λιγδιασμένα χέρια, με τα λασπωμένα από την απλυσιά δάχτυλα τους πάνω στις
οθόνες των iPad. Ωχ Παναγία μου!
Έριξε μία πεταχτή ματιά στα ράφια με τις τηλεοράσεις κάτω από τις λάμπες
φθορίου που έφτιαχναν το φαινόμενο του Λευκού Κουτιού όπου το φως διαχεόταν
ανελέητο και θελκτικό, ήταν λες και δεν μπορούσε να πιστέψει στην θρησκεία της
Ανώνυμης Συντροφιάς, πως όλα ήταν κάλπικά σκηνικά φτιαγμένα για τον πιο
αριστοτεχνικό θίασο, ήταν σαν ο ίδιος να μην υπήρξε ποτέ σε καμία δεκαετία της
ζωής του, σαν άνθρωπος, σαν υπάλληλος, σαν απόκρυψη από σύννεφα μέσα στο
αίθριο, σαν υπάλληλος, με τα ίδια του τα χέρια είχε δημιουργήσει ένα θαύμα θανάτου
που λειτουργούσε στον αυτόματο πλέον, κι αυτός όμως ήταν άλλος ένας
επισυναπτόμενος πόνος πάνω στο άρμα της αυτοματοποίησης του εαυτού του, των
εργασιών μέσα στο πολυκατάστημα - και να σου που τώρα εκείνο το θαύμα στεκόταν
ασάλευτο (ή μάλλον τον καλούσε προς τα κάτω) και το παρατηρούσε με ανοιχτό το
στόμα και τη γλώσσα κρεμάμενη σαν σκύλος.
Αλλά η στιγμή εκείνη κράτησε πολύ λίγο, έκανε μία απότομη κίνηση και βρέθηκε
ξανά όρθιος να ρυθμίζει την θερμοκρασία του σώματος του από το δέρμα τώρα και
όχι με τη γλώσσα, λες και μόλις είχε ξυπνήσει από έναν μυστικό του υπνωτισμό
τύπου Μπλαβάτσκυ, άδραξε το πληκτρολόγιο του σταθμού εργασίας κι άρχισε να το
ξεσκονίζει με το στόμα του, φυσώντας δυνατά, μετά πήρε το Swiffer και ξεκίνησε να
το περνάει πάνω από τα ράφια με αγάπη, πάνω από τις επιφάνειες των οθονών, είχε
βρεθεί όμως πάλι, πίσω στην θέση του κοινού πωλητή, εξαιτίας της ανύψωσης του
άγχους του, καμία δεκαριά μονάδες πίσω από το αντίστοιχο σε μέγεθος κατάστημα
του Πλαισίου – είμαστε - άρπαξε ένα ρολό με αλλαγές τιμών, το ξεδίπλωσε σαν ουρά
νυφικού, το ξαναδίπλωσε, το έβαλε στο συρτάρι, το έβγαλε ξανά, το κοίταξε με
αγωνία, το άφησε δίπλα από το πληκτρολόγιο, έκατσε πάλι στην καρέκλα με τον
κλασικό, παράδοξο τρόπο του (μισό κωλαράκι στον αέρα, λες και είχε ενοχές που
καθόταν), χάζεψε το ρολόι του υπολογιστή και για ένα λεπτό άφησε το κουρασμένο
του βλέμμα να πλανηθεί έξω προς την πλατεία Συντάγματος – όσο μπορούσε να δει
ανάμεσα από τα φασματικά χαλάσματα των κινούμενων ανθρώπων και του
περιπτέρου – η οποία και απόψε ήταν γεμάτη με τουρίστες και ταξί. Είχε ανεμιστεί
πως η μηχανή της αυτοματοποίησης είχε ήδη μέσα της πολύ σαβούρα, ακριβώς μέχρι
την πιο υψηλή στάθμη του καυσίμου της, εκεί όπου ξεκινούσαν οι βαθμοί των
προϊσταμενικών σκιάχτρων, ως την ίσαλη γραμμή της εξουσίας. Η μηχανή του
πολυκαταστήματος, αν και βαριά, ήταν ωστόσο λιγότερο ασήκωτη από εκείνον τον
πολυμερικό σωρό που ξάπλωνε στις επιφάνειες των ραφιών – αλλά όλα είχαν
τελειώσει σχεδόν αδερφέ μου – δεν έμενε παρά μόνο να κλείσει το ταμείο στη ώρα
του. Αρχίδια μέντολες μάλλον.
Ήξερε πως τίποτα όμως δεν είχε στ’ αλήθεια τελειώσει. Δεν ήταν καθόλου
δύσκολο να στήσει σκοπιά και να περιμένει το Κουνταμπάφερ – εξοικειωμένος με
την υπομονή από τότε που του είχε υποδείξει πώς να επιδιορθώνει τις μηχανές των
σκαφών ο θείος του ο Τιμολέων που ήταν ναυτικός χρόνια στη γραμμή Ηράκλειο –
Πειραιάς. Άνοιγε το στόμιο που ήταν κλεισμένο από την ξύλινη μεριά του σκαριού
της πελάγιας, το σκάφος του Τιμολέων έπρεπε να γλιστρήσει, το σκαρί από το
σκόπελο να γλιστρήσει...ναι. Στη θάλασσα δεν επιτρέπεται να είσαι απρόσεχτος και
δεν πρέπει να χάνεις λεπτό, έτσι έπρεπε να είσαι και στο τμήμα σου, έτοιμος για κάθε
παράξενη κίνηση πελατών, έτοιμος για την παραμικρή πιθανή αηδιαστική πώληση.
Κοίτα όμως το μελανό πλακάκι τώρα πως μετουσιώνεται σαν το πέλαγος, φυσάει το
κλιματιστικό αεράκι και το νερό ρυτιδώνεται, άλλο ένα όμορφο εμπορικό απόβραδο
που προμηνούσε μία θεσπέσια νύχτα τζίρου, ανυπέρβλητη - το πάτωμα, είχε πλέον
μεταμορφωθεί σε θάλασσα στα υγρά του μάτια, ακινητούσε, μα η παλίρροια γινόταν
αισθητή - μία μοναδική ευκαιρία για να σαλπάρει πάνω στη σκόνη των εκθεσιακών,
σαν σέρφερ του Πέτιμπον, ο Ζίνζι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει την αφλογιστία
της πελατείας, μία άλλη φυρονεριά, για να βγει από τον κόλπο τη μη αποδοτικότητας
του απογεύματος τούτου και την επόμενη μέρα, την επόμενη φουσκονεριά, για να
ζυγώσει τις πωλήσεις του Πλαισίου. Ίσως ακόμα και να ξεπερνούσε…μωρέ λες;
Μπορεί η μηχανή να ήταν πλέον αναπόσπαστο μέρος της δουλειάς του αλλά μέσα
της έκλεινε πολλά «σκουπίδια», ένα από αυτά ήταν εκείνος ο βλαμμένος ο Χόρνι, τον
αναθυμόταν κατά καιρούς στην εξορία του στο φωτοτυπικό της Στοάς, με απέραντη
περιφρόνηση, με τον μορφασμό του περάσματος του κουναβιού μπροστά από την
ύαινα, ο Χόρνι είχε καταφέρει να εξοριστεί από τον Πορτοκαλί Πύργο, ενώ εκείνος
είχε παραμείνει στη θέση του. Εντάξει. Το ήξερε πως τα πόστα τους ήταν εντελώς
διαφορετικά μεταξύ τους αλλά βαθιά μέσα στην ουσία του «υπαλληλισμού» τους
ήταν όλοι το ίδιο. Πιόνια που σκυλοβαριόντουσαν και καθάριζαν τ’ αυτιά τους με το
μικρό τους νυχάκι όταν κανείς δεν κοιτούσε. Το Μάτι όμως στην κορυφή της
Πυραμίδας δεν είχε βλέφαρο και ποτέ δεν κουραζόταν, ποτέ δεν ξεραινόταν ο
αμφιβληστροειδής του, ποτέ δεν σταματούσε να καταγράφει τις «δραστηριότητες»
της ενδοκαταστηματικής τους ζωής και ίσως όχι μόνο. Χαχα. Υπερβολές
τώρα...σταμάτα.
Μήπως όμως το φαινόμενο του Ματιού οφειλόταν σ’ εκείνο το υπόγειο ή
υποθαλάσσιο – θα έλεγε ο Ζίνζι αναθυμούμενος τις παιδεραστικές εξορμήσεις του με
τον θείο Τιμολέων στο Σούνιο – βαθούλωμα που κάθε κατάστημα διέθετε; Μήπως;
Μήπως οφειλόταν στο σκοτεινό πλακάκι που έτρεμε μέσα στην νοητή σπηλιά;
Μήπως οι είσοδοι και οι έξοδοι ήταν κατασκευασμένες από νέφη που συγκρατούνταν
μεταξύ τους με σιλικόνη έτσι ώστε να δίνουν την εντύπωση πως σχηματίζουν
διαδρόμους και ράφια; Άραγε σε ποια πλάκα από έβενο αντανακλούσε κυρίως το
κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης και αυτό θύμιζε καθόλου τις φωτεινές τραγιάσκες; Λες
το υποστύλωμα αυτό να αναδυθεί σαν μυθικό τέρας και να μεταμορφωθεί σε στάχτη;
Τι να ήταν άραγε τελικά όλα εκείνα τα μυριόχρωμα πλαστικά αγαθά; Χρησίμευαν σε
κάτι; Γιατί δεν άφηναν την προσοχή τους σε ησυχία; Ακόμη και τη δική σου
ταλαιπωρούσαν. Πόσο μακριά βρισκόταν από την ζωή, την καλοσύνη, τους
πραγματικούς ανθρώπους, την ευτυχία; Τι ήταν εκείνο το ξόρκι που ξεχυνόταν μέσα
από το σκοτάδι του νέον; Καμία έκφραση στο πρόσωπο (ουδέτερη έκφραση
προσώπου ίσως;), σχεδόν έκφραση επανάστασης, εξέγερσης, εφηβικής ορμής, σχεδόν
έκφραση καλόγριας μέσα σε αυτοκίνητο που δεν θέλει να φωτογραφηθεί,
συνδυασμένη με την δειλή ανυπομονησία των χάρτινων συσκευασιών στο βυθό του
πορτοκαλί κόσμου τους. Στην άκρη του τετράγωνου σπηλαίου του ισογείου, που ήταν
μακρόστενο κάτω από μία κυκλώπεια, γκρίζα αψίδα με λευκά γράμματα προώθησης
μηνυμάτων, στοιχισμένη κάπως στραβά, μέσα σε μία ανεπαίσθητη εσοχή του
ψεύτικου τοίχου από γύψο που ξεδιπλωνόταν σαν φωλιά στο εσωτερικό μίας άλλης
φωλιάς και σαν θύλακας στο στομάχι ενός αρχαίου μαντείου, πίσω από ένα αχνό
παραπέτασμα από ασθενικό, πορφυρό φως που γιγαντωνόταν ώρα με την ώρα,
σταδιακά, σαν διάφραγμα κορυφής ενός ερημικού φάρου…ε…εκεί ξέκρινες πάνω
από εκείνα τα νεφελώματα μία τριγωνική στοά από πολυουρεθάνη η οποία εμπόδιζε
τα πουλιά, τα περιστέρια, να εισέλθουν στο θυσιαστήριο. Σιγά τ’ αβγά! Αυτό το
θέαμα είναι συνηθισμένο σε τέτοια μέρη
Η στοά περιβαλλόταν από μαύρες πλάκες αλουμινίου – νόμιζες πως σίγουρα μία
θεότητα του πολέμου κατοικούσε εδώ και ήταν έτοιμη να περπατήσει πάνω στα
πτώματα που εκείνη έσπειρε μόλις – χωρίς να το επιδιώκεις, διέκρινες, ναι Ζίνζι, με
την οργιαστική σου φαντασία να σφαδάζει και να μπαίνει σαν αγγούρι μέσα της,
μέσα σε αυτή την τεχνητή κρύπτη, πάνω σε αυτό το λανθάνων θυσιαστήριο των
ψυχών, δίπλα στα αποπλύματα του αγνώστου Πολέμου του εμπορίου, μία γυμνή
Μόριγκαν που είναι έτοιμη διαρκώς για την εκτέλεση εντολών βίας.
Του είναι αδιανόητο να πιστέψει πως σ’ αυτό το βωμό δεν κατοικούσε μόνιμα ένα
nosferatu. Η μορφή αυτή, δημιούργημα του παράδοξου λογισμού του ίσως, ήταν
απόλυτα ζωντανή και ζεστή, διέθετε ένα χυτό, αμυδρό φωτισμό αγγελικής αύρας,
στους απαλούς της ώμους ζευγάρωνε η σκιά με τον αέρα, όρθιες, γυμνές ρώγες που
κοιτούσαν το ταβάνι του καταστήματος, αμάλαγα χέρια, μαλλιά μπερδεμένα, σαν μία
ανταριασμένη αυγή του χειμώνα, εξαίσια κάτω άκρα, τυποποιημένα θαρρείς
προσεκτικά με την ζωοδόχο πνοή ενός ουράνιου σμιλεύματος, καμπύλες που
ερχόντουσαν από μία χαμένη γενιά Βιράγκο, κι εκείνο το βλέμμα που ερχόταν σε
αντίθεση με όλα τα προηγούμενα στοιχεία και ικανότητες: ένα βλέμμα αθώο, ένα
βλέμμα παιδιού. Αυτή ίσως να ήταν μία συνοδοιπόρος των Φιάννα, των Ιρλανδών
πολεμιστών Κερν, που αναδύεται διαρκώς και αιώνια από τις εσοχές που δημιουργεί
η πέτρα, το μαύρο αίμα και ο άνθρακας, κάτω από τους πορτοκαλεώνες αυτού του
μέρους, μία αντίστροφη Δήμητρα που έχει πάψει ν’ αναζητεί την χαμένη της κόρη
εδώ και πολύ καιρό, αναδημιουργημένη από το μπρούτζινο χέρι του παγωμένου Άδη,
καθόλου όμως απογοητευμένη, μία οπτασία που προβαίνει από το χάος που τώρα
μοιάζει με…τι είν’ τούτο πάλι; Σκάλα;
Ζίνζεντορφ, αυτό το όραμα το ασπάζεσαι και το ασπαζόσουν χωρίς τη θέληση σου,
ήσουν βέβαιος πως στο συγκεκριμένο χρονικό επίστρωμα υπήρχε πάντα κατιτίς
κρυμμένο, ελεύθερο, κάποιο φάντασμα που διψούσε για υπαλληλική ζωτική ουσία
που σταλάζει στους αρμούς του εβένου. Πίσω και πάνω απ’ αυτόν το βωμό
βρισκόταν όλος ο κόσμος με όλες του τις ακατάπαυστες, άπειρες εκφάνσεις και
ιδιότητες, λουσμένος μία ανείπωτη ηδονή, έβλεπες την γκρίζα, δομική παρουσία –
διαφυγές πυρκαγιάς…μέσα τους μένουν ακόμη ξένοι τουρίστες που έχουν χαθεί από
την κοινωνία της άνοιξης – αιμορροούσα και με το στήθος της ορθωμένο, πετρωμένο
πίσω από το μέτρημα των κερασιών και της ασίγαστης φωνής…σκέφτηκες ποτέ τον
πόνο της; Αναρωτήθηκες ποτέ πως είναι να μην υπάρχεις πλέον σαν μικρόβιο πάνω
στο φτυάρι του Χρόνου; Ούτε καν αυτό; Στην κοιλιά της θεϊκής εκείνης νέφωσης,
πάνω από την καμπύλη της σπηλιάς, το μυαλό σου εργαζόταν την αλήθεια, για τον
εαυτό του και μόνο, ναι, μάζευες κεράσια μέσα από μία καθαρή καρδιά, με
στεντόρεια κραυγή, να παραμένει καθαρό με ξεχωριστές ιδιότητες, το μυαλό αυτό, το
δικό σου, δημιούργησε μία δαιμονική χορδή που κόβει στη μέση τα πλάσματα του
λαιμού σου, μία γυναίκα που ίσως ήδη να είχε προφτάσει να σ’ ερωτευτεί άγαρμπα
και παράφορα, εσένα, αυτό το απόβγαλμα που ήταν και είναι φιλοτεχνημένο με
διόδους φωτός, που εξερευνούσε τις σκοτεινές πεδιάδες χωρίς να πισωγυρίζει δειλά
από καθαρό τρόμο γιατί ήταν γενναίο αλλά και μίζερο σαν σκοροφαγωμένο κουπί.
Όταν σηκωνόσουν από το ζεστό στρώμα σου αναθυμούμενος μία φράση του
συναδέλφου Βαγγέλη Καπούτ, ο οποίος είχε ορθώς παρατηρήσει τη συνήθεια σου να
ξυρίζεσαι κάθε μέρα – κάθε εργάσιμη μέρα μόνο – αλλά δεν τα κατάφερνες να
κρύψεις τα μάτια σου με το παραπέτασμα της λεπίδας, τα τόσο θλιμμένα,
στοιχειωμένα σου μάτια που πλέον είχαν αφομοιώσει το φάντασμα και τις φωνές του
– όπως το χώμα δέχεται από ανάγκη το νερό που πέφτει από τον ουρανό – τις
υποχθόνιες συντάξεις του από νότες άγριων τόπων κόκκινου θανάτου και ανίας,
εκείνες που έκρυβες ανάμεσα από τα ματωμένα σου, πρησμένα ούλα σαν προσευχές
πεινασμένων και ακρωτηριασμένων παιδιών του άγχους, σαν άσχημους κρότους από
εκρήξεις κάτω από το έδαφος, μίας πόλης ξεχασμένης και πνιγμένης μέσα στους
λεμονανθούς της που έφτιαχναν βουνά δίπλα από τα πεζοδρόμια της. Ήταν εκείνη η
μελλοντική σου ανακάλυψη που κάπου είχες διαβάσει γι’ αυτήν, σε μέρος άσχετο με
τον χαρακτήρα ή το κοινωνικό σου status, πως κάποτε η επιστήμη θα καταφέρει να
σβήσει και να απολέσει τις μαύρες μνήμες σου, κατ’ επιλογήν…ήταν όλα
μεταμφιεσμένα, ο τρόπος που χτυπούσες την κούπα με τον πρωινό σου καφέ που είχε
μόλις κρυώσει αλλά ξανά πάλι τον τοποθετούσες στο μικρό φούρνο και τον άφηνες
να πέσει με δύναμη μέσα στον ξερό σου λάρυγγα, έτριβες τα χέρια σου σαν cicadidae
για να τραβήξεις την προσοχή της μορφής, γεννιόσουν σαν σίχαμα μέσα από το παλιό
σου δέρμα και κουβαλούσες υγρά, πράσινα, αραχνοΰφαντα φτερά πάνω στον πολτό
όπου η κάμερα εστίαζε το μάτι της. Το nosferatu ήταν δίπλα σου και το
αφουγκραζόσουν να εκτελεί τα τριξίματα του από κινήσεις σπασμωδικές, πίσω από
τα πατζούρια του σπιτιού σου τώρα, του σπιτιού της, συγνώμη, την καρέκλα που
γύριζε, την «μηχανή» που δεν υπήρχε ποτέ λόγος να σταματήσει, όπως ένας
πραγματικός πόλεμος (είχε καιρό να συμβεί αυτός), να ξεχνάς την καυτή της αναπνοή
στο σβέρκο σου, πίσω από την οικουμένη των συναισθημάτων σου. Το αέναα
βρώμικο χαλί της εισόδου που τόσος κόσμος το είχε πατήσει – γόπες και λαρυγγισμοί
από ουίσκι τις Γιορτές των Χριστουγέννων - κλεινόταν μέσα στο κεφάλι σου, οι
σβούρες των ατοπημάτων των πωλητών που είχες κάτω από την δικαιοδοσία σου,
ένας κόσμος από χαρτί και πλαστικό, τα λάθη τους που δεν διορθώνονταν παρά
μεταλλάσσονταν μόνο σε λάθη χειρότερα, τα κρυφά μόρια που σκύβανε πίσω από τα
έπιπλα του Πολιτισμού, του σταλαγμούς της αγάπης σου για έναν Σεπτέμβρη
γραμμικό, χωρίς εκπλήξεις ή εξάψεις φωτός και ομιλιών, τα παράλληλα ταξίδια σου
τα Κυριακάτικά απομεσήμερα, προτού η φωτεινή επιφάνεια πέσει στο πρόσωπο σου
– εκείνη την Θάλασσα των Όμβρων – τις αισχρές αναλογίες των τρανζίστορ και των
φωτεινών διόδων που ενεργοποιημένες από τον αρχέγονο ηλεκτρισμό φτιάχνουν τον
μοναδικό σου, νοητό πλανήτη, μέρος που έχει κατασκευαστεί από μοναδικές
ασθένειες, πρωτότυπα τριξίματα του εγκεφάλου, μίση, έρωτες, τεχνοδομές,
αντιπαραβαλλόμενες με την πραγματικότητα που ίσως να συμβαίνουν κάπου, ίσως
κάπου στον Καναδά, ίσως κάπου αλλού, ίσως και όχι…ίσως όλα αυτά να είναι
δυνατόν να συνυπάρχουν με την ανάσα του nosferatu σου. Και αυτό σε κάνει να
καβλώνεις και να λερώνεις το εσώρουχο σου που ζέχνει.
Πόσο πολύ δεν είχες επιθυμήσει να αναπαραστήσεις τις εικόνες του Κρόνου που
έβλεπες στην φωτεινή επιφάνεια, να ξαναζήσεις τις ζωές των πρωταγωνιστών και
χειριστών τόσων και τόσων αγαπημένων σου λογαριασμών, ακουμπούσες καρδιές
και βέλη που σχημάτιζαν κύκλους αδιαίρετους, καθώς οι καμπάνες της ενορίας δίπλα
από το σπίτι της ηχούσαν με μεγαλοπρέπεια μέσα στην συνοικιακή τους λάμψη
αντανακλώντας μορφές του θεού που είχες υποψιαστεί πως υπήρχαν σε κάποιο ξερό
κρανίο. Δεν ήσουν σε θέση να ικανοποιήσεις τη θέληση του nosferatu, η
ραχοκοκαλιά του δεν σου αποκαλυπτόταν, δεν σου γινόταν ξεκάθαρη όπως, ας
πούμε, η στριγκή φωνή της νευριασμένης γυναίκας του διπλανού σπηλαίου στην οδό
Περτσεμλή, το βουητό από το στόμα του μωρού που διάβαζε τον αέρα κι έτρεμε το
γάβγισμα του λυσσασμένου σκύλου, το άνοιγμα της σιαγόνας του αιλουροειδούς, το
κλείσιμο της τροφής, τα πέντε τσιγάρα που είχαν απομείνει στο πράσινο, μαρμάρινο
σταχτοδοχείο. Κι άλλες καμπάνες ηχούσαν τώρα – άκουσε τις προσεχτικά, διέκρινε
τον παλμό του κρουστήρα που εξάγει έναν άλλο ήχο, πιο επίπεδο – πιο μακριά, η
Αθήνα ήταν γεμισμένη με εκκλησίες και ενορίες, μία μελωδία χαρμόσυνη ή
λυπητερή, δεν μπορούσες να διακρίνεις πλέον – ίσως κάποιος γάμος ή μία κηδεία
φανταστική, ενός θρησκευτικού ήρωα – τα αυχενικά σου οστά έπηζαν κι έσφιγγαν
σαν μέγγενη πίσω στο σβέρκο, η καθησυχαστική κραυγή της ηλικιωμένης κυρίας που
ταχταρίζει το σίδερο της αυλόπορτας, τα άτσαλα κλεισίματα των πορτών των
αυτοκινήτων, ο θόρυβος της μίζας. Τίποτα απ’ όλα αυτά τα ισχνά ίχνη πως ήσουν
ζωντανός δεν ήταν δυνατόν να σε αποτρέψουν από την απορρόφηση σου μέσα στη
δίνη της απογευματινής βάρδιας, κέντρο της οποίας ήταν το φάντασμα που είχες
αντικρύσει. Τίποτα πλέον δεν σε βάσταγε κάτω στη γη, ούτε καν ο κελαηδισμός των
άγνωστων πουλιών του εξωτικού Βύρωνα. Είχες ολότελα παραδοθεί στην εκλιπούσα
μοίρα του προϊσταμένου. Το όνομα σου το ήξερες – ήταν το μόνο που θυμόσουν να
προφέρεις – δεν αγαπούσες τον εαυτό σου, δεν επιθυμούσες την ανύψωση,
αναζητούσες μοναχά το σβήσιμο της προσωπικής σου ιστορίας, του χρόνου που
ήσουν απών από την πατρίδα του μετωπιαίου σου λοβού, αποτίναζες διαρκώς πλέον
τα μυδράλια αισιοδοξίας που περιτριγύριζαν τα πρωινά σου, ήσουν ένα πέτρωμα
φτιαγμένο από «προϊσταμενική» ηφαιστειακή μάζα. Και αυτό σε έκανε να θέλεις να
τηλεφωνήσει στη μητέρα σου. Να ακούσεις εκείνη που πραγματικά θυμόταν ποιος
ήσουν. Ένας απαίσιος μαλάκας. Μη λες τέτοια λόγια, σε παρακαλώ!

Προχωράνε ανατολικά του καταστήματος τώρα, ο Νίκολας κοιτάει πάνω από το


τιμόνι, τυλιγμένος την πορτοκαλί του κάπα σαν κάποιο τέρας από χλαπάτσα, η
Οργόνη με χιλιάδες γυαλιστερές φακίδες καθισμένες πάνω στους ώμους της και τα
μανίκια της από συνθετικό. Επιθυμούν να είναι μαζί, στον καναπέ, να ξεκουράζονται,
καβάλα ο ένας στον άλλο, και αντί αυτού απόψε πορεύονται ανατολικά και λίγο νότια
του τεχνητού Αχελώου για κάποιο έκτακτο ραντεβού με έναν κουστουμαρισμένο
ψυχοτόμο πριν το μεγάλο ρολόι της κεντρικής αίθουσας της Τεχνολογίας χτυπήσει
μία. Κι αν οι κατάξανθες κατσαρίδες τρέχουν φοβισμένες, ποιος το γνωρίζει, μπορεί
αυτή τη φορά να μην επιστρέψουν ποτέ.
Το πρόσωπο της έχει μετατραπεί σε μία αόρατη ιδιοτέλεια, άλλη μία
φαντασμαγορία του κρύου. Πίσω τους, η λευκή θλάση του νέον της οροφής. «Γιατί
πρέπει να βγαίνει έξω από το γραφείο και να τσιμπάει όλα του τα σαλιγκάρια; Είναι
από τα κεντρικά έτσι δεν είναι; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν προσλαμβάνουν
κάποιο παιδί ή κάποιον άνεργο τέλος πάντων, τόση ζήτηση για εργασία υπάρχει...».
«Τους αποκαλούμε υπηρεσιακό προσωπικό», λέει ο Νίκολας, «και δεν έχω ιδέα
γιατί ο Κανγκαρού κάνει αυτά που κάνει, είναι οπαδός του Κάντελ, τσαχπίνα μου.
Είναι μέλος της Στοάς των Μασόνων. Δεν ξέρω τίποτα γι' αυτούς τους σκερβελέδες.
Είναι τόσο δύσκολοι να τους ψυχολογήσεις όπως εκείνους εκεί τους πελάτες του
εσωτερικού Στάρμπακς – να ξέρεις δεν έχουν καμία σχέση μ’ εμάς στις 7 Σάλπιγγες.
Και οι δύο κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα απόψε, λεπτοί σαν στρώματα ζάχαρης
πάνω σε αλουμίνιο, άσχημα απλωμένα, έτοιμα να λιώσουν με την παραμικρή άνοδο
της θερμοκρασίας σε μία μεγαλειώδη μάζα ανίας.
«Ο κακομοίρης ο Νίκολας, το παιδί μου, δεν περνάει καλά στη δουλειά».
«Ωραία λοιπόν», ο λαιμός του τρέμει, ένα αηδιαστικό μμρδδδ ή πεεερρρτ που
αρνείται να βγει, «αχά, το παίζεις ψαγμένη, ε;» ο Νίκολας παίρνει φουρκισμένος τα
χέρια του από τον λεβιέ, για να βοηθήσει την ομιλία του, ενώ η βροχή από την οροφή
πέφτει στα κεφάλια τους, «έχετε καταφέρει να ανιχνεύεται που και που κανέναν
Υπέρ-Κλέφτη, εσύ κι εκείνος ο φιλαράκος σου ο Μπρί-ντιακ - ».
«Μπρέινιακ».
«Ναι, αυτός, κι όλο αυτό το υπέροχο ημίφως που σας έχει ανεβάσει στα ύψη της
δημοτικότητας, αλλά δεν έχετε πιάσει και πολλούς Υπέρ – Κλέφτες τελευταία, έτσι,
χαχα!» βάζοντας το πιο λιγδερό του χαμόγελο στο πρόσωπο, με χείλη έτοιμα για
μπουνιά κάτω από μαυρισμένα μάτια αϋπνίας και κραιπάλης, «ας είναι, δεν είναι να
μιλάμε για περισσότερους από εμένα, ούτε και περισσότερους από τον Κανγκαρού,
τελικά ποιος από εμάς είναι ο πιο γαμάτος αυτές τις μέρες, ε, τσαχπίνα;» ουρλιάζει
σχεδόν βολεύοντας τον κώλο του στο πλαστικό κάθισμα.
Το χέρι της τεντώνεται και προσπαθεί να τον ακουμπήσει. Πιάνει το πρόσωπο της,
με τα μαλλιά της να τρέχουν στους ώμους της, με μισόκλειστα μάτια, τον παρατηρεί.
Δεν είναι ικανή να τσακωθεί μαζί του σαν άνθρωπος. Το προσπαθεί όμως. Εκείνη
μεταχειρίζεται τις παύσεις τους σαν δέρμα που χαϊδεύει και τον αποσπά, λειαίνει τις
αιχμηρές άκρες των δωματίων, τα λευκά σεντόνια, τα σεμεδάκια – σε τυχαίες
συσκευές...Ακόμα κι εκείνη την ταινία που παρακολουθούσαν στο YouTube, εκείνο
το φρικτό What Is It?, τη νύχτα που βρέθηκαν, εκείνος είχε καρφωθεί στο λευκό
δέρμα των μηρών της, αισθανόταν στα κόκαλα του κάθε πόρο ευτυχίας που άνοιγαν
τα βλέφαρα της μέσα του. Έχει χαλάσει γαλόνια κεριού που βάζει στα μαλλιά του, να
κρύψει την μικρή του καραφλίτσα, η αρρενωπότητα που χάνεται μπροστά στον
μινιμαλισμό, έχει γίνει σαν μικρή αθερίνα, η γαλάζια λάμψη φεγγοβολάει στις άκρες
μέσα στο σκοτάδι, στις πολλές υφές της ατμόσφαιρας, μόνο και μόνο για να δει πως
μοιάζει το προφίλ της. Καινούρια λάμψη, καινούριο πρόσωπο.
Και υπήρχαν λεπτά, και μάλιστα αυξάνονταν τελευταία – λεπτά που μάγουλο με
μάγουλο δεν μπορούσε κανείς να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ποιος. Και οι δύο έμπαιναν
στην ίδια παραίσθηση...κάτι σαν να καθρεπτίζονται ξαφνικά σε μία βιτρίνα
αλλά...ακόμη πιο πολύ, το αίσθημα πως είναι ένα...όταν ύστερα από – ποιος γνωρίζει:
δύο δευτερόλεπτα, μία ημέρα, μισή εβδομάδα; αρχίζουν να καταλαβαίνουν, ξανά
χώρια, τι είχε γίνει, πως ο Νίκολας και η Οργόνη είχαν ενωθεί σ' ένα και μόνο Ον που
δεν είχε επαφή με τον εσωτερικό του εαυτό...αλλά κοίτα να δεις τώρα το μόνο που
κάνει αυτό το Ον είναι να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο κάτι που ίσως κάποιος να το
παρομοίαζε με ύφος Πορνόγερου του Βιβλιοπωλείου: «Αν νομίζεις πως είναι εύκολο
να δουλεύεις σε βιβλιοπωλείο γελιέσαι οικτρά. Το βιβλιοπωλείο είναι σκέτη κόλαση
σου λέω. Δεν υπάρχει καμία ελπίδα εδώ μέσα για κανέναν, ούτε για του υπαλλήλους
αλλά ούτε και για τους πελάτες. Εγώ το Ον (δηλαδή η Οργόνη και ο Ζίνζεντορφ όταν
είναι ενωμένοι και κάνουν ότι κάνουν) έπιασα δουλειά από καθαρή ατυχία. Ήτανε
Ιούνιος του ’07 όταν πήγα στη συνέντευξη, είχε βγει βρώμα πως στο Ηράκλειο θα
ανοίξει η συγκεκριμένη αλυσίδα βιβλιοπωλείων και όλοι οι λυσσασμένοι άνεργοι είχαν
αναθαρρήσει. Έστειλα ένα βιογραφικό που είχα μόλις φτιάξει ειδικά για την περίσταση
και περίμενα να δω τι θα γίνει. Δεν είχα στον ήλιο μοίρα σου λέω. Δουλειά δεν υπήρχε
ούτε για δείγμα και ήμουν κι εγώ τεμπέλης από κούνια. Η πρώτη δουλειά που έπιασα
σαν Ον ήταν να φτιάχνω κορνίζες σε έναν τύπο που με πλήρωνε είκοσι ευρώ τη μέρα
και τότε να φανταστείς εγώ ήμουν είκοσι έξι και δεν είχα πάει μήτε φαντάρος. Στο ΤΕΙ
σπούδασα μηχανολόγος αλλά ούτε κι εγώ ξέρω πως τα κατάφερα να το τελειώσω το
ρημάδι, το μόνο που με ένοιαζε ήταν να πίνω καφέδες και μπύρες το βράδυ, να κάνω
καμία εκπομπή στο Στούντιο FM1, τον ραδιοφωνικό σταθμό του ΤΕΙ. Με πήρανε
τηλέφωνο για συνέντευξη την ώρα που ήμουν στην παραλία με κάτι φίλους και πίναμε
μπύρες. Πολύ το χάρηκα τότε θυμάμαι αλλά δεν ήξερα ο άμοιρος τι με περίμενε. Στη
συνέντευξη τους φάνηκα τρομερό κελεπούρι οπότε μετά από μία μέρα με πήρανε και
μου είπαν πως προσλαμβάνομαι. Τη πρώτη μέρα στη δουλειά τύχαινε να είναι και τα
εγκαίνια του βιβλιοπωλείου. Στεκόμουν δώδεκα ώρες σαν μαλάκας κι έβαζα σε σειρά
τα παιδάκια για να κάτσουν στα πόδια του Τριβιζά που τον είχαν καλέσει σαν επίτιμο
καλεσμένο. Ο τύπος έμοιαζε με βαμπίρ, δεν τον συμπάθησα και πολύ αλλά οκ. Στο
Ηράκλειο έμεινα για δύο χρόνια και μετά πήρα μεταγραφή στην Αθήνα, στην Αγία
Παρασκευή, στο υποκατάστημα που είχαν εκεί. Σαν υπάλληλος δεν ήμουν ποτέ καλός,
στην αρχή μόνο έκανα ένα πατ κιουτ αλλά μετά βαριόμουν και δεν είχα όρεξη. Δεν
έκανα τίποτα σωστά γενικά, ήμουν 1 αγενές και βιαστικό Ον, έλεγα ψέματα πως δεν
είχαμε διάφορα βιβλία μιας κι έπρεπε να κάθεσαι να τα ψάχνεις στην αποθήκη και να
σκύβεις και να πονάνε τα γόνατα σου. Βαρετή φάση γενικά. Η παραλαβή ήταν πολύ και
καθημερινή, κάτι κούτες μέχρι το ταβάνι που έπρεπε να τις σηκώνεις και να τις
αδειάζεις, να κουβαλάς τα βιβλία με τα χέρια μέχρι τα ράφια, και να πάλι να σκύβεις
και να πονάνε τα γόνατα. Ο προϊστάμενος ήταν ένας τύπος οικογενειάρχης
σπασαρχίδας που έπρεπε να μας ελέγχει διαρκώς ακόμα κι όταν ξύναμε τον κώλο μας.
Οι πελάτες ήταν οι περισσότεροι για τον πούτσο, βιαστικοί, ανίδεοι και βαρετοί. Δεν
ξέρω γιατί μου είχα φανεί καλή φάση να δουλέψω εκεί. Τα λεφτά ήταν τα βασικά
σκατά. 590 το μήνα, 40 ώρες τη βδομάδα. Όλη μέρα εκεί δηλαδή, όρθιος, να πονάει η
μέση και να μην σε αφήνουν να κάτσεις να ξεκουραστεί λίγο το κοκαλάκι σου. Όλα
γινόντουσαν για τον τζίρο, οτιδήποτε κι αν γινόταν θα γινόταν μόνο για το κέρδος της
εταιρίας. Εγώ δεν έδινα και πολύ σημασία βέβαια στα νούμερα, το μόνο που ήθελα
ήταν να περάσει η ώρα να πάω στο σπίτι να κοιμηθώ ή να μεθύσω. Έπρεπε συνεχώς να
κυνηγάς τους πελάτες με το τουφέκι και να τους ρωτάς αν θέλουν να τους σκουπίσεις
τον κώλο. Έχουν τώρα περάσει τέσσερα χρόνια κι ακόμα εδώ δουλεύω, σε αυτό το
κολαστήριο. Δεν μπορώ να βρω άλλη δουλειά κι έτσι αναγκάζομαι να μείνω για να
μπορώ να αγοράζω μπύρες και ψωμί και τσιγάρα. Ζω σε ένα κοινόβιο στην οδό
Μπενάκη με άλλα πέντε Όντα, δίνω εκατό ευρώ ενοίκιο το μήνα και το σπίτι είναι
παμπάλαιο και πάντα γεμάτο με κόσμο. Η αγαπημένη μου φάση είναι όταν κάθομαι με
το Σταύρο και καπνίζουμε μπάφο στην τουαλέτα τα Σάββατα τα απογεύματα που δεν
έχει κόσμο το μαγαζί. Συνήθως με βάζει βράδια ο προϊστάμενος γιατί τα πρωινά δεν
μπορώ να ξυπνήσω με τίποτα και πάντα αργώ. Προτιμώ τα βράδια όμως. Καμιά φορά
όταν λείπουν οι διευθυντές και οι προϊστάμενοι ρίχνω κανέναν ύπνο στην κουζίνα που
μας έχουν για να τρώμε, αυτό όμως μου βγαίνει ξινό γιατί οι κάμερες καταγράφουν και
ο Διευθυντής Δουρής μας βλέπει από το κινητό του στο σπίτι. Έχουν πάει πολλές φορές
να με απειλήσουν αλλά ακόμα δεν με έχουν διώξει γιατί βγάζω πολύ δουλειά εκεί μέσα.
Κανείς δεν κουβαλάει τις κούτες όπως εγώ και κανείς δεν ξέρει που είναι
καταχωνιασμένα τα βιβλία τόσο καλά όσο εγώ. Οι συνάδελφοι μου είναι όλοι
πιτσιρικάδες οι περισσότεροι και είναι όλοι γεμάτοι με όρεξη για εργασία, εγώ τους
βλέπω και τους λυπάμαι γιατί ξέρω τι τους περιμένει στο μέλλον. Αλλά για ποιο μέλλον
μιλάμε; Δεν υπάρχει κανένα μέλλον εδώ μέσα για κανέναν. Μπορεί να σε διώξουν ανά
πάσα στιγμή».
Σε μία συνέχεια εικόνων που είχε καταραστεί, ξανά και ξανά, για την εξάρτηση
που έχει κι αγκαλιάζει τόσο σφιχτά, προσαρτημένη στην ευαισθησία του, αυτή είναι
η παρθενική, η απόλυτα αθώα, η πραγματική άσκηση βουντού: γεγονότα και
συναισθήματα που δεν μπορεί να τους κρυφτεί.
Ήταν εκείνο που η Ελληνική Τηλεόραση αποκαλεί υποχθονίως «ρομαντική
συνεύρεση», έξω από το Friday's του πολυκαταστήματος που είναι επενδυμένο με
ρουστίκ αντίκες του 19ου αιώνα, ο Νίκολας οδηγεί την παλιά απομίμηση Lada και
κατευθύνεται προς το κεντρικό τμήμα του Πολιτισμού, η Οργόνη στην άκρη της
ράγας να παλεύει με μία στοίβα από υπερμεγέθη κούκλες Lalaloupsy, λερωμένη
πορτοκαλί μπλούζα πιασμένη στα γαντζάκια των ραφιών, χρυσά σκουλαρίκια που
σίγουρα αποτελούν παράβαση του Κανονισμού Ρουχισμού και γυαλιστεροί καρποί
πάνω από θεσπέσιους πήχεις, ε…
«Εδώ λατρεία», της λέει και τραβάει χειρόφρενα με φοβερό καπνό, «δεν είναι εδώ
το backstage του παλιού Ρόδον, ξέρεις».
Γνώριζε, «Μμμμ», μία τούφα από τα μαλλιά της είχε αρχίσει να της τσιγκλάει τη
μυτούλα και αναφέρει με λίγη παραπάνω φλεγματικότητα απ΄ ότι συνηθίζει στις
απαντήσεις της, «αφήνουν μικρά και αθώα στελέχη να μπουν σ' αυτά τα πονηρά
μέρη; Πρώτη φορά το βλέπω αυτό...μέσα στις Σουτουές; Φοβερό!».
«Και ούτε έστειλαν κάποιο email», λέει, καθώς έχει πλέον μάθει να ελίσσεσαι
γύρω από τις ξαφνικές του εμφανίσεις, «πως θα αντικρίσω νεούδια στο πιτ των
πωλήσεων».
«Είμαι πέντε χρόνια στην εταιρία».
«Ζήτω! Αυτό σου δίνει το αυτόματο δικαίωμα να καβαλήσεις αυτό εδώ το
αριστούργημα μέχρι την Είσοδο».
«Ναι, αλλά εγώ πάω από την άλλη πλευρά, εκεί που μία παλέτα με φακούς
διαβάσματος και σημειωματάρια με περιμένει».
«Εμ...θα κάνουμε μία παράκαμψη βεβαίως...».
Γέρνει τον λαιμό της και τα μαλλιά της φεύγουν από το κούτελο της.
«Το ξέρει ο προϊστάμενος σου πως είσαι εδώ;».
«Το αφεντικό μου είναι οι Πωλήσεις», δηλώνει ο Νίκολας Βον Ζίνζεντορφ, καθώς
τεντώνεται για να της ανοίξει την πόρτα.
«Πλάκα έχεις», λέει μ' ένα ζευγάρι λεκιασμένα πάνινα παπούτσια να
σκαρφαλώνουν το πλαίσιο της πόρτας του μικρού οχήματος.
«Βιάσου λατρεία, κωλυσιεργείς την πορεία, άσε τις κουκλίτσες σου εδώ που είναι,
πρόσεχε τη στολή σου καθώς μπαίνεις, το ταμπελάκι σου θέλει ίσιωμα, δεν θα ήθελα
να είμαι υπεύθυνος για την εμφάνιση σου όταν κάποιος ακατανόμαστος
Προϊστάμενος Παιχνιδιών σε δει μαζί μου εδώ έξω στην άκρη του Πολιτισμού - »
Οπότε και σκάει άλλο ένα Κουνταμπάφερ. Καλό, πολύ δυνατό. Μία λάμψη με
τραγιάσκα, ένα σπάσιμο καρπού, μία κούφια αντήχηση σαν πρωινή κλανίτσα.
Αρκετά μακριά από την μεριά της Τεχνολογίας για να είναι σε κίνδυνο το Βιβλίο
αλλά αρκετά κοντά έτσι ώστε ο φόβος να την κάνει να θερμανθεί και να λιώσει το
τοίχος από πάγο που τους χωρίζει: κοφτά, σαν κίνηση καρατερίστα, ο φοβερός,
στρογγυλός της κώλος ακουμπάει στο κάθισμα του συνοδηγού, τα μαλλιά της για
λίγο φουσκώνουν, το χέρι της ισιώνει το υφασμάτινο παντελόνι της με χάρη
χελιδονιού, όλα αυτά με την λάμψη και τη μυρωδιά του extreme shoplifting να
κυκλοφορούν ακόμα στον πολυκαταστηματικό αέρα. Αυτοί οι μπάσταρδοι του
Πλαισίου! Και να φανταστείς πως δεν έχουν καν Πολιτισμό!
Θαρρεί πως κοιτάει ένα μακρουλό, στραβό πράγμα, πιο σκοτεινό και επιβλητικό
από σύννεφο καταιγίδας, να υψώνεται προς το βόρειο τμήμα του μαγαζιού. Θα χωθεί
τώρα με αργές κινήσεις στην αγκαλιά του, θα του ζητήσει να την κρύψει; Έλεγε μέσα
του πως εκείνη δεν επρόκειτο να μπει καν μέσα στο όχημα απομίμηση, με
Κουνταμπάφερ ή όχι, κι έτσι κατά λάθος βάζει την όπισθεν στο Lada του Κανγκαρού,
ναι αμέ, κάνει πίσω και χτυπάει το ράφι με τις Lalaloupsy, και τις μετατρέπει σ' ένα
γόρδιο δεσμό από πλαστικά συντρίμμια και τρίχες.
«Είμαι στο έλεος σου πούστη», φωνάζει. «Τελείως».
«Μμμμ», ο Νίκολας τελικά βάζει την σωστή ταχύτητα, παλεύοντας με τα πεντάλ,
κρρρρρ, κρρρρρακ, εμπρός για το κεντρικό Τμήμα Πολιτισμού και την Είσοδο. Αλλά
η Οργόνη δεν είναι δική του. Σκατά.
Κι αυτός ο εμφύλιος των πολυκαταστημάτων, μμμ, είναι μάλλον ο πιο κοντινός
καρκίνος του Νίκολας, έχει περάσει με μαύρη ακρυλική μπογιά όλα εκείνα τα
ευαίσθητα μέρη διαμοιρασμένης συγκίνησης και πάθους, κάτω από την εκτυφλωτική
ακινησία, διαμέσου του σπηλαίου, σαν κρησφύγετο, ψυχή του Νίκολας, τα έχει
ξεθωριάσει όλα ασθμαίνοντας με την σκονισμένη του, λασπωμένη άμπωτη. Πέντε
χρόνια τώρα, πάντα τον παρατηρεί, πάντα τον έχει κλεισμένο κάπου που να μπορεί να
τον βλέπει, να τον ελέγχει. Φυσικά κι έχει ξεχάσει την πρώτη του πώληση, ή πότε
είδε για πρώτη φορά υπέρ-shoplifting. Δεν ξέρει πόσο καιρό συμβαίνει όλο αυτό.
Πιθανότατα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Το μέρος που επισκέπτεται τώρα, η
Είσοδος του πολυκαταστήματος, είναι η πατρίδα του Θεού Τζίρου και η Πύλη της
Βαρεμάρας: εκεί που όλα αρχίζουν και τελειώνουν την ίδια στιγμή, οι συμφωνίες
νοτισμένες και μετρημένες, τα λεπτά ποτισμένα με αίμα. Με τίποτα δεν θυμίζει την
αυτοκρατορική, γεμάτη περιβόλια, περιπετειώδη σκούνα που είχε σαν πρώτο
κατάστημα. Και αυτός είναι πια ο παράξενος νεαρός της «Καφέ Κουρτίνας», το
σαλιγκάρι που αφήνει τον λαβύρινθο του σάλιου στο έδαφος με τον αργό ξεπεσμό
των αριθμών του. Είναι πλέον πολύ γνωστό σε όλους πως δεν τα πάει καλά με
κανέναν από το τμήμα του. Πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν; Όλοι τους είναι τρομεροί
πωλητές και οικονομοτεχνικοί – τρελοί, παράφρονες μάγοι, τηλεπαθητικοί,
σεξομανείς, γιόγκι, κωλομπαράδες. Ο Νίκολας είναι απλά άλλος ένας απόφοιτος της
ΑΣΟΕ. Ποτέ του δεν είδε την αλήθεια μέσα από το φενγκ σούι των ραφιών και των
πυραμίδων, ποτέ του δεν είδε κάποιο προφητικό όνειρο τζίρου, ποτέ του δεν έστειλε
είτε έλαβε κάποιο διαστρικό μήνυμα εμπορευμάτων, ποτέ δεν ήρθε σε επαφή με τον
κόσμο του Διαβόλου της Πυραμίδας ή με κάποιο τέρας της Σεούλ. Τίποτα δεν
υπάρχει εκεί, αυτό φυσικά θα φανεί στα αποτελέσματα του μήνα, στις στήλες...αλλά
δεν θα φτάσει ποτέ πιο πέρα από την μικρή του αλήθεια. Είναι λες περίεργο που είναι
κάπως στρυφνός με το Τμήμα της Οικονομοτεχνικής; Με όλους εκείνους που τρώει
στη μάπα μέσα στους διαδρόμους του Πρώτου; Για όνομα του Χριστού, ποιος δεν θα
ήταν;
Εκείνη η μοναδική τους έξη, τόσο εμφανής, τον μουρλαίνει...Είναι και δική του
εξάρτηση το ξέρει, εντάξει. Αλλά πως είναι δυνατόν να τοποθετείς οτιδήποτε
«οικονομικό» σε παραψυχολογική βάση με την επιπολαιότητα σου διαρκώς να σε
τρυπάει, μόλις λίγο πιο μπερδεμένο από τους υπολογισμούς της αστάθειας του Led
Net, ανάμεσα από τα χαρτιά της τράπουλας της Κατίνας και στις παύσεις των
χοντρών, λασπωμένων λέξεων της Πρωθιέρειας; Στις πιο παραγκωνισμένες του
στιγμές, σκέφτεται πως το να συνεχίζει να κοπιάζει τον μεταμορφώνει σε γενναίο
ήρωα. Την περισσότερη μέρα όμως σκυλοβρίζει τους πάντες και μαζί τον εαυτό του
που δεν έστειλε κάποιο βιογραφικό στην λαχαναγορά του Ρέντη, ή κατασκευάζοντας
κοσμήματα με κάποια Σουηδέζα σε κάποιο προάστιο της Κοπεγχάγης, κρυμμένος
από τις απογευματινές, Σαββατιάτικες βάρδιες της Βαρεμάρας και του Θανάτου,
γλυτώνοντας όλα εκείνα τα πυώδη σπυράκια στους αγκώνες του από το τρίψιμο του
ξύλου του σταθμού εργασίας στο δέρμα...οτιδήποτε διαφορετικό εκτός από αυτή την
αχανής παράσταση σκιών στα καμένα χωράφια του Αιώνιου Νικητή...
Πλησιάζουν τη λάμψη μπροστά από την Πύλη της Εισόδου. Οι υπάλληλοι της
ενδοκαταστηματικής ασφάλειας ουρλιάζουν δίπλα τους, τρέχοντας προς την ίδια
μεριά. Είναι μία υποχθόνια περιοχή, με ψευτοπλίνθινους διαδρόμους και τοίχους
φτιαγμένους από μουσική εμετού.
Ο Νίκολας τραβάει ξανά χειρόφρενα μπροστά από μία μάζα από πωλητές και
πορτιέρηδες, σεκιούριτι και προϊσταμένους, πελάτες με σκούρα αδιάβροχα πάνω από
πιτζάμες, ηλικιωμένες γυναίκες που έχουν μέσα στο απογευματινό τους μυαλό μία
ευχάριστη σκέψη για τους ιδρωμένους πωλητές που καθαρίζουν τα συντρίμμια μα
εννοείται κύριε πως δεν πρόκειται να ενοχληθώ από την τεράστια σας σκούπα...δεν
με ακουμπάει καθόλου...αχ όχι...δεν θα βγάλετε τουλάχιστον αυτές τις φρικτές
πορτοκαλί μπλούζες...ναι ναι ακριβώς εκεί -
Πωλητές στέκονται κάθε μερικά μέτρα, ένας ήρεμος σύνδεσμος, σαν αγάλματα,
κάπως ψεύτικοι. Η Μάχη του Συντάγματος δεν ήταν τόσο αηδιαστική. Αλλά αυτά τα
αυτόματα Κουνταμπάφερ σέρνουν μαζί τους δυνατότητες ιδιωτικής φρίκης που
κανένας δεν είχε αναφέρει στα μάνιουαλ. Η Οργόνη παρατηρεί εκείνη την
γυαλιστερή απομίμηση Άλφα Ρομέο, δίπλα από την πυραμίδα των Lego, γεμάτη με
Κεντρικούς που φοράνε κουστούμια. Οι μαύρες τους γραβάτες δείχνουν
ατσαλάκωτες μέσα στο υποτροπιάζων μισοσκόταδο του νέον.
«Ποιοι είναι αυτοί πάλι;».
Κάνει νόημα με το κεφάλι πως δεν έχει ιδέα: το «αυτοί» είναι αρκετό. «Όχι και
πολύ ομιλητικά άτομα».
«Ναι...μιλάς κι εσύ τώρα». Αλλά η έκφραση τους είναι αρχαία, από βαρεμάρα.
Κάποτε η θέση του κόντευε να την πεθάνει: χαριτωμένα μικρά χαρτάκια με νούμερα
και μυστικά δημοσιεύματα σχετικά με τα Κουνταμπάφερ του Πλαισίου, πόσο
δουλεμένο...Και ο αποχαυνωμένος του ιδρώτας: Οργόνη, μη με αναγκάζεις να
φαντάζω σαν κανένας παγωμένος τρομοκράτης της θρησκείας...
Ο κλιματισμός χτυπάει τα κρανία τους χωρίς έλεος, το νέφος σχεδόν μωβ, τα μάτια
δακρύζουν και μετά ξεραίνονται σαν σύκα, καθώς οι ποταμοί πέφτουν στη λάβα. Μία
κυλιόμενη σκάλα καρφωμένη πάνω σε μία ραφιέρα στην άκρη του Τμήματος
Ηλεκτρικών Συσκευών κάνει τραμπάλα μέσα στα δυνατά μελτέμια. Εκεί πάνω, με
φόντο τις σωληνώσεις, φιγούρες drone μαζεύονται, κουνάνε τους έλικες τους σαν
έντομα, πλησιάζουν και ανταλλάσουν πληροφορίες σχετικά με το συμβάν. Μισό
τετραγωνικό πιο κάτω, προβολείς και σκάνερ περνάνε πάνω από το συνεργείο
διάσωσης στο καρβουνιασμένο, υγρό ράφι με τα κινητά τηλέφωνα. Από μονάδες
απογραφής, υπολογιστές, τάμπλετ, ανιχνευτές υγρών μπαταρίας, βιαστικά φορεμένες
στολές περισυλλογής γυαλίζουν σαν άστρα από ψυχρά υλικά, φωτοβολούν κίτρινα
όταν περνάει η ακτίνα του σκάνερ. Από ένα γουόκι τόκι ακούγεται η στριγκή φωνή
μίας κοπέλας, ένα λιγνό κορίτσι από το Χαλάνδρι, που στέλνει άλλες μονάδες
παράλληλης ανίχνευσης σε άλλα υποκαταστήματα για ασφάλεια. Κάποιος μαλάκας
έβαλε κατά λάθος φωτιά στο τμήμα της τηλεφωνίας. Δεν μας έφτανε το
Κουνταμπάφερ που μόλις είχε χτυπήσει ξανά…
Ίσως κάποτε να μπορούσαν να σταματήσουν. Αλλά ήταν και οι δύο παλαίμαχοι της
Μάχης του Συντάγματος, και οι δύο έλαβαν δράση μέσα στα σκοτεινά πρωινά και
στα ουρλιαχτά παραπόνων, στην βουβή μοίρα των χαλασμένων προϊόντων και
κλειδώσεων, στην ανελέητη έλλειψη ορθής σκέψης εκείνων των ημερών...Τη στιγμή
που έχεις καθαρίσει και το τελευταίο σου κομμάτι από σελοφάν ή χάρτινη
συσκευασία πάνω από τον νιοστό σωρό από αλουμινένια ράφια, της ανάφερε κάποτε,
νευριασμένος, κουρασμένος, δεν είναι πλέον καθόλου διασκεδαστικό...το μέγεθος
του αριθμού μπορεί να διαφέρει για όλους, αλλά να με συμπαθάς: κάποια στιγμή...
Και, μετά την κούραση, είναι εκείνο. Αν δεν έχουν ήδη ψοφήσει από τον ζόφο της
φτώχειας τουλάχιστον έχουν ανακαλύψει τους κανόνες της συνταξιοδότησης σε
παστέλ τόνους...δεν υπήρξε ποτέ ο καιρός να το συζητήσουν, και μπορεί ούτε και η
θέληση – αλλά και οι δύο γνωρίζουν, εμπεριστατωμένα, πως είναι καλύτερα χώρια
αλλά αγκαλιασμένοι, παρά εκεί έξω στα βουνά από πλαστικό, τα ανοιγμένα προϊόντα,
το πορτοκαλί συνθετικό, το σίδερο του πολυκαταστήματος. Πως, στ' αλήθεια, ο
πόλεμος του εμπορίου είναι κάτι το φαντασιακό, σαν παραμύθι, γραμμένο, όχι και
πολύ καλά, να τους ενώσει, να τους υφάνει τον έρωτα προς όφελος της σχέσης τους,
του μέλλοντος τους, της πρόσθεσης, του ημιτελούς γκαζόν, του πικρού, ξεχασμένου
νεανία.
Έχουν βρει και νοικιάζουν δύο δωμάτια στο ξενοδοχείο Λα Μιράζ, στο
«απαγορευμένο» κομμάτι του status τους, εκεί που όλα τα σεξ αξεσουάρ και τα
βίντεο κλαμπ με παράνομες ταινίες ανθίζουν, μακριά από τα αντι-Πλαισιομαίικα
ραντάρ νότια της Εισόδου. Το πολυκατάστημα, που εκκενώθηκε το 2008, είναι
ακόμα «υπό επιτήρηση» - ακόμα στη λίστα του Υπουργείου Εμπορίου. Ο Νίκολας
και η Οργόνη έχουν να πληρώσουν το ενοίκιο τώρα και μερικούς μήνες στον Ιάπωνα
ιδιοκτήτη Σεριγκάμι Οτόμι, μία απροκάλυπτη ασέβεια που δεν μπορούν να
καταλάβουν, παρά μόνο αν κάποιος τους καταδώσει στην Διεύθυνση του Εμπορικού
Κέντρου Συντάγματος. Η Οργόνη έχει φέρει ένα παλιό λούτρινο από την ταινία
Μαδαγασκάρη (την καμηλοπάρδαλη), μερικά τσιμπιδάκια, και το σάκο της θείας της
που είναι γεμάτος με κιλότες από βισκόζ και κραγιόν. Ο Νίκολας κατάφερε να
φρικάρει μερικά μηχανικά μαϊμουδάκια και να τα κάνει να τους κρατάνε παρέα έξω
από το δωμάτιο. Όποτε βρίσκονται εκεί, ο ένας από τους δύο πάντα θυμάται να
κλέψει μερικά κουτιά με τσίχλες από το ταμείο. Οι νύχτες είναι γεμάτες με επιθέσεις
ανήλικων εγκληματιών και οχήματα του καθαρισμού του Δήμου Αθηναίων, και αέρα
του κλιματιστικού που τους φέρνει πάνω από τον πλαστικό λόφο μία τελευταία
μυρωδιά ασφάλτου της Σταδίου. Η μέρα πάντα ξεκινάει με ένα ζεστό φλιτζάνι Red
Bull και τσιγάρο σ' ένα ακουμπιστήρι με ελαττωματικό έλασμα που υποτίθεται πως ο
Νίκολας έχει φτιάξει εκατό φορές, πάντα προσωρινά, με σπάγκο από περιτυλίγματα
γλυκών. Δεν συζητάνε πολύ, μόνο την ακουμπάει και τον ακουμπάει, ματιές,
χαμόγελα, Χριστοπαναγίες όταν τσακώνονται. Είναι ακραίο, ξερό, παγωμένο – τις
πιο πολλές στιγμές μοιάζει να αγγίζουν τα χερούλια της σχιζοφρένειας τόσο που τα
χέρια τους καίνε – αλλά είναι κάτι που θέλουν να θυμούνται, τόσο δυνατά, που για να
το κρατήσουν ζωντανό είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν πολλά περισσότερα απ' όσα
τους έχει ζητηθεί ποτέ από την Ανώνυμη Συντροφιά και την κουφή της προπαγάνδα.
Γάμα τις πωλήσεις, γάμα και τα απολεσθέντα προϊόντα. Στ’ αρχίδια τους ο τζίρος.
Είναι ερωτευμένοι!
Ο Ζίνζεντορφ δεν ένιωθε άνετα παρά μόνο όταν φορούσε το πορτοκαλί
«περιδέραιο» στο λαιμό του και προπαντός όταν υιοθετούσε το αυστηρό βλέμμα του
προϊσταμένου τηλεοράσεων. Η γυναίκα του, Σουζάνα Μπρα, τον έβλεπε και τον
καμάρωνε, οι γκριμάτσες της είναι εκείνες οι αμίμητες γκριμάτσες της γυναίκας που
είναι περήφανη για τον σύζυγο της - τον κοίταζε και γελούσε: «Πουφ! Καλέ βρωμάς
εξουσία εσύ!». Μετά του έδινε μία με το λεπτό της χεράκι στον γυμνασμένο του ώμο.
Μία συζυγική ένδειξη κατανόησης. Ο καλόκαρδος τούτος προϊστάμενος είχε από τα
χρόνια του στη δουλειά μαζέψει απίθανες βαρύτονες ιστορίες. Το Πάσχα του 2008
είδε με τα μάτια του έναν ξέμπαρκο πελάτη ντυμένο σαν εκείνο τον τύπο από το
Brazil - με τις φτερούγες του μπορούσε να κρύψει ένα ολόκληρο αυτοκίνητο (δεν
ήταν καν Απόκριες να φανταστείς) - τα Χριστούγεννα του 2007 είδε – αυτή τη φορά
μέσω της CCTV της πίσω εισόδου – να φυτρώνουν κάτι πελώριες ξινήθρες ανάμεσα
από τα ραγίσματα του πεζοδρομίου της Καραγεώργη Σερβίας που έφταναν τα εννιά
μέτρα ύψος, στις εκπτώσεις του καλοκαιριού εν έτη 2009 αντίκρισε ολόκληρα
κοπάδια από Ρώσους τουρίστες που έμοιαζαν με λευκούς, μεθυσμένους γορίλες, να
τα καθοδηγεί ένας Γερμανός ξεναγός που έμοιαζε υπερβολικά πολύ με το πουλί που
το λένε «αγανί». Είδε νεκρούς να περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους του gaming με
σουβλάκια στα χέρια και make up στα μάτια, είδε ανθρώπους με δόντια λιονταριών
να έχουν ύψος εφτά μέτρα αλλά να μην κουτουλάνε ποτέ πάνω στις σωληνώσεις της
οροφής. Είχε μάθει όλα τα χούγια τους, όλων των τύπων των πελατών. Από τον άγριο
γατοπίθηκο που τον λένε Ταμτάκιους Μπράβο ως τη στρίγκλα μοδάτη νοικοκυρά που
τη λένε Κυρία Μπραβάδο, είδε μαϊμούδες να ικετεύουν θηρευτές προσφορών
δείχνοντας τα πεινασμένα και ψειριασμένα τους τέκνα που έγλυφαν με μανία τις
οθόνες των εκθεσιακών κινητών συσκευών, είδε κούφιους κορμούς που μιλούσαν και
που μέσα στα σωθικά τους (που δεν υπήρχαν) ούρλιαζαν εκατό ενήλικοι ιπποπόταμοι
αλλά κανείς δεν άκουγε τον παραμικρό αντίλαλο. Είδε μαύρους να χτυπάνε αλύπητα
μαύρους με ρόπαλα από καρφιά, οι πρώτοι ήταν «Κελμπ» και οι δεύτεροι «Κχαμσί»,
είδε ανήλικους πειρατές των προαστίων να κομματιάζουν ιδιωτικούς φύλακες
μπροστά στην Είσοδο για ένα και μοναδικό λανθασμένο απομαγνητισμό προϊόντος (ή
μήπως γινόταν το αντίστροφο;), είδε προελάσεις σαυρών-αρχόντων-τυφεκιοφόρων
του εχθρού, είδε τίγρεις ακουαρέλας να κατασπαράζουν γριούλες από κάρβουνο, είδε
γυναίκες με «βαγαλούμα» στα μαλλιά - μύγες που εκπέμπουν ένα γαλανό φως – είδε
φωλιές εντόμων πιο μεγάλων από αρουραίο πίσω από αρχαία, γιγάντια πολύπριζα,
είδε αράχνες να πετάνε από οθόνη σε οθόνη – είχαν όλες τεράστια κεφάλια
ποδοσφαιριστών της Β’ Εθνικής Παραγουάης (αυτό το επιβεβαίωσε και ο Νόντας
Γκόμεζ, αδερφός του Παναγιώταρου, που ήταν έμπειρος στο ποδοσφαιρικό
στοίχημα) – είδε ανθρώπους του φρεατίου, τους «ανθρώπους του σκοταδιού», που
έχουν άσπρα μαλλιά και κόκκινα μάτια, τους «μουρκιλάγος» που κατοικούν κάτω
από τις στοές, που κοιμούνται τη μέρα και τη νύχτα απογράφουν (πολλοί τους
μπερδεύουν λανθασμένα με τους Πλαισιομαίους αλλά ο Ζίνζι δεν πιστεύει σε τέτοιου
είδους δεισιδαιμονίες) τα κλοπιμαία τους.
Όλες αυτές οι ιστορίες αρέσουνε πολύ στη Σουζάνα. Εκείνος ξεγελιόταν μπροστά
της, κοίταζε και ξανακοίταζε την κακομούτσουνη φιγούρα της, την παρατηρούσε με
θαυμασμό βιολόγου, αφοπλιζόταν μπροστά στην ασχήμια της. Κάπως έτσι γίνεται
όταν η αλήθεια ταυτίζεται με το Διάβολο και το ψέμα με τον Θεό.
Αλλά το κενό και το χάος δεν οφειλόταν σ’ αυτόν, αλλά κι έτσι να ήταν τα
πράγματα δεν ήταν δυνατόν να το μετουσιώσουν σε κάτι παραγωγικό, ο λάκκος των
προϊόντων ήταν ο ίδιος με τον λάκκο των λεόντων. Πιο ανεξερεύνητος από το ίδιο το
σπήλαιο, πόσα κουφάρια ανταριασμένων ψυχών δεν υπάρχουν κάτω από αυτές τις
μαύρες πλάκες, κάτω από αυτές τις τρίσβαθες πτυχώσεις των πολυμερών
λαβυρίνθων! Τα ανεμοδαρμένα από το κλιματιστικό προϊόντα σπρώχνουν αμείλικτα
προς την 002 την κουβαρίστρα όπου όλα τα ελαττωματικά παιχνίδια, ηλεκτρονικά kai
βιβλία καταλήγουν, αν δεν αγοραστούν μέσα σε διάστημα τριών ετών, από μία μάζα
ενός μολυσμένου, λασπωμένου υγρού – εμείς πάντοτε τα αφουγκραζόμαστε, τα
προϊόντα…αλλά και τους πελάτες μας (άλλωστε όλα για κάποιο λόγο γίνονται μέσα
σ’ αυτό το πορτοκαλί σπήλαιο) - μία πικρή κατάσταση εκνευρισμού, εκείνοι όμως
δεν ακούνε εσάς τους υπαλλήλους, νευριάζουν, απαιτούν, μοιάζουν φονικοί,
αναμοχλεύουν απαγορευμένους κι εξαντλημένους κωδικούς, εξαπολύουν
λυσσασμένα λευκά σάλια προς όλες τις κατευθύνσεις, πάνω στους αδύναμους
υπαλλήλους του Πεδίου των Πωλήσεων, πόση απάνθρωπη αγριότητα και
ανυπομονησία σταλάζει στα ναυαγισμένα υπαλληλικά μυαλά, πόση περιφρόνηση
προς το λειτούργημα των υπηρεσιών μας υπάρχει εδώ μέσα, είναι λες και αψηφούν
εσκεμμένα τον ίδιο τον Δημιουργό της λιανικής! Ποιος να ‘ναι άραγε Εκείνος; Αυτοί
όμως σίγουρα είναι οι τύραννοι των άγνωστων τόπων του πολυκαταστήματος, Luoghi
Spaventosi, μουρμουρίζουν οι υπάλληλοι του Πολιτισμού, τρέμοντας και
δαγκώνοντας τα ήδη ματωμένα τους δάχτυλα.

Καθώς κατεβαίνει τις σκάλες, κοιτάει το είδωλο του σε μία φωτεινή επιφάνεια από
καλοδιατηρημένο επιχρυσωμένο σίδερο, μέχρι που φτάνει στην μόνιμη παραφωνία
του καφενείου. Ο θόρυβος εκεί μέσα έχει μία γοητεία, και ο Τσίλικος ακόμη δεν έχει
χορτάσει να τον ακούει. Ο ίδιος δεν μπορεί να κρυφτεί από τις ιδιότητες του σαν
υπάλληλος· δεν ξέρει τι να σχολιάσει πάνω σ’ αυτή τη σκέψη, τα αληθινά
αμαρτήματα πάντα γίνονται μέσα σε μικρά δωμάτια σαν αυτό. Εκείνη ακριβώς τη
στιγμή μία γυναίκα με πολύ περιποιημένα νύχια και μία αριστοκρατική κορμοστασιά
του κλείνει το δρόμο με τον καμπυλωμένο της όγκο, κρατώντας ψηλά έναν
σκοροφαγωμένο δίσκο με ποτήρια. Είναι η απογευματινή προσφορά του Θεού του
Ποτού και την σηκώνει μέχρι το ύψος των ματιών της με πάθος αθλητή. Χωρίς να
δίνει καμία σημασία στους θαμώνες, χαμηλώνει αργά αργά το ελεύθερο χέρι της και
το πιέζει πάνω στον καβάλο του Τσίλικου. Ποια είναι αυτή η γυναίκα; Μοιάζει
σίγουρα να είναι η σερβιτόρα αλλά...μ’ ένα μαγκωμένο χαμόγελο, εκείνος ακολουθεί
με το μάτι του το χέρι της και δεν σταματάει στιγμή να το κοιτάει, μέχρι που η στιγμή
είχε τραβήξει πολύ και ξαφνικά αισθάνεται αβοήθητος.
«Που πήγες;» λέει η γυναίκα, κατεβάζοντας το χέρι της. «Δεν έχεις όρεξη;» Τα
λόγια της τον διασκεδάζουν κι απομακρύνεται γελώντας, σαν να θέλει να αποδείξει
στους γέρους θαμώνες πως δεν του έκανε καμία εντύπωση το όλο γεγονός.
(Δεν ήταν σε θέση να πει το οτιδήποτε, τον είχε κεράσει δέκα μπύρες, κι εκείνος
είχε κέφι να πιεί περισσότερο απ’ όσο χωρούσε το στομάχι του. Αυτό όμως δεν τον
βοήθησε γιατί όταν ήρθε η στιγμή να τον ακουμπήσει ξανά εκεί, εκείνος την
κατούρησε από το τρακ. Αυτή στην ουσία έγινε έξαλλη και για μία στιγμή ο Τσίλικος
φοβήθηκε πως θα του φέρει το δίσκο με τα ποτήρια στο κεφάλι, αλλά τελικά δεν
έγινε τίποτα.
Τότε ήταν που γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους εκεί μέσα· όλοι γελούσαν μαζί
της, ειδικότερα οι γνωστοί του συνταξιούχοι – έκανε παρέα μόνο με ηλικιωμένους –
έτσι έβγαλε το χέρι της από τον πούτσο του και γύρισε περπατώντας πίσω από το
σιδερένιο μπαρ-ψυγείο που στην βιτρίνα του ξεροσταλιάζανε κάτι σοκολατίνες
γκαγκανιασμένες και κάτι χταποδάκια ξυδάτα που είχαν σχεδόν ζωντανέψει και
χορεύανε ένα αργόσυρτο, θανατερό τσάμικο-σαλμονέλα. Ο Τσίλικος στεναχωρήθηκε
που τα είχε κάνει σκατά, κι ακόμη περισσότερο τον στεναχώρησε η όψη της καθώς
γύριζε την πλάτης της να φύγει· ήταν λες και κάποιος της είχε πετάξει μία τούρτα στο
πρόσωπο ή είχε μόλις φάει μία αδέξια μπαλιά στο κεφάλι από ένα ξώφαλτσο σουτ
στο πάρκο).
«Μα τι ωραίος κώλος!», λέει με χαρούμενο και λάγνο ύφος ένας πρώην ταρίφας
κωλομπαράς στον Τσίλικο καθώς εκείνος βουλιάζει στον παλιό καναπέ δίπλα από τα
κρεμασμένα παλτό. Του πιάνει την κουβέντα· του λέει για την ζωή του στο σπίτι μετά
τη σύνταξη κι εκείνος δεν λέει τίποτα παρά μόνο χαμογελάει και συμφωνεί με το
κεφάλι.
Ο Τσίλικος, χαρούμενος μετά από μία επιτυχημένη νύχτα στρατολόγησης
Κουνταμπάφερ, ανταποκρίνεται τελικά στην κουβέντα. Είναι μία συζήτηση αδιάφορη
σαν όλες του είδους, ξέχειλη από χαζές λεπτομέρειες του να υπάρχεις, να παρατηρείς
και να κρίνεις. Αυτό είναι κάτι που πάντοτε θα το κάνει – κι εκείνος και όλοι. Του
Τσίλικου όμως δεν του έλειπε τίποτα, τα είχε όλα μέσα στην δική του φωλιά από
αριστοκρατική «ύπαρξη».
Κι εκεί επιστρέφει όταν ήδη έχει περπατήσει μέχρι το Μεταξουργείο και βλέπει
εκείνη την κυπαρισσί Τζάγκουαρ παρκαρισμένη στην οδό Φαβιέρου που είχε
νωρίτερα, από το μεσημέρι, προσέξει να βράζει στον ήλιο. Το αυτοκίνητο ξαφνικά
ανάβει τις μηχανές του, βάζει την όπισθεν κι εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα σαν σκιά,
αφήνοντας πίσω του μία διάστικτη γεύση από εξάτμιση κι ένα κλαψιάρικο
στρίγκλισμα μέσα σε μία στροβιλοειδής κίνηση.
Αυτό ίσως να μην είναι και τόσο καλό τώρα. Όλη αυτή η σκηνή. Γνώριζε πως το
Δάχτυλο είχε την τάση να παρακολουθεί κάτι τέτοιες ώρες ανθρώπους σαν κι
εκείνον· ένα γνήσιο μέλος του παρελθόντος του, και τώρα – καθώς εκείνος το ελπίζει
- παραμονεύει κάπου πιο μακριά. Είναι μόνο ένας ακόμα συνάδελφος που δεν
βρισκόταν εδώ πιο νωρίς, ούτε και τώρα όμως φαίνεται να δείχνει ιδιαίτερη προσοχή
στα συμβάντα. Δεν ήταν τυχαίο που το αυτοκίνητο εξαφανίστηκε μόλις εκείνος έκανε
την εμφάνιση του στο πεδίο των προβολέων του.
Κοιτάζει το κενό δίπλα από την χρυσή πρόσοψη της πολυκατοικίας, κι
εξοστρακίζει το προηγούμενο λεπτό στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, σαν να ήταν
μπίλια του φλίπερ. Μετά θυμάται την γραφειοκρατία που τον περιμένει πάνω. Και
στην τελική αυτή η Τζάγκουαρ δεν είναι και τίποτα το πολύ σπάνιο, τόσα και τόσα
ακριβά αυτοκίνητα κυκλοφορούν στην Αθήνα. Δεν είναι σπάνιο να πέσεις σε
ματάκηδες αυτή την ώρα. Κυπαρισσί όμως; Γαμώτο…
(«Ναι…αυτό είσαι Τσίλι! Αυτό είσαι!»
Ένα λεπτό, σχεδόν το επιζητούσε, να αισθανθεί την άκρη της αιχμηρής κόψης του
χαρτιού αποζημίωσης, το ποσό να χώνεται στη σάρκα του κι έπειτα να γίνεται ένα με
την ψυχή του. Το επιθυμούσε, ίσως επειδή η εμπειρία του τον είχε διδάξει πως τίποτα
δεν κρατάει για πολύ. Γυρισμένος, με την πλάτη στο στοκ με τα βιβλία, δάγκωνε τη
γλώσσα του μέσα από το κλειστό του στόμα. Και τότε ήταν που το όραμα τον είχε
επισκεφτεί ξανά. Εκατοντάδες άνθρωποι χωρίς πρόσωπο, κάτω από το δρόμο, μέσα
στους υπονόμους, να απογράφουν τους νεκρούς τους φίλους και συγγενείς. Τα
πτώματα να είναι χωμένα μέχρι τη μέση μέσα στα σκατόνερα που λιμνάζουν. Τα
σκανεράκια να μην σταματούν τον απόκοσμο ήχο τους ο οποίος αντηχούσε μέσα στα
φρεάτια. Οι ζωντανοί ν’ απογράφουν τους νεκρούς. Ήταν σίγουρα έτσι;
«Τσίλι!» ούρλιαζε το Δάχτυλο. Τώρα εκείνος έκλαιγε. Υπήρχαν παντού δάκρυα.
Προτίμησε όμως να συγκεντρωθεί στο καυτό σπέρμα που κυλούσε στο μηρό του.
Ήταν μάλλον τον πιο παχύρευστο υγρό από τα δύο).
Ο δρόμος ανεβάζει παλμούς, γεμίζει από ήχους καθώς οι Πακιστανοί εγκαινιάζουν
τις καινούριες τους μηχανές των τρικύκλων για μία μεταμεσονύχτια επιδρομή στους
κάδους για δίπλωμα κούτας. Ο Τσίλικος δεν έχει καμία ανάγκη να είναι εδώ, παρών,
αυτή την ώρα της νύχτας, καθώς απόψε είχε ήδη βγάλει ένα γερό bonus από το νέο
του ταλέντο, αλλά το να ελπίζει ακόμα σε κάτι καλύτερο του είχε πλέον γίνει μανία,
και στο κάτω κάτω δεν αισθάνεται καθόλου ο εαυτός του όταν γυρίζει στο σπίτι πριν
από τις τρεις τα ξημερώματα. Είναι όμως η στιγμή που από την βραδινή του αναφορά
τον χωρίζει ένας ακόμα υποψήφιος κλεφτάκος και να που τρεις φοιτήτριες έρχονται
προς το μέρος του από απέναντι, κρατώντας στα χέρια τους τις πανταχού παρούσες
δακρυσμένες Άλφα ή Βεργίνα. Δεν προλαβαίνει όμως να κρατηθεί από εκείνο το
υπέροχο θέαμα και πέφτει σε άλλη μία κρίση επιληψίας που τον συνδέει με το Όραμα
μέσα στο Φρεάτιο:
Ύστερο Άστυ, 30 Ιουνίου, ίδρυση μίας κάλπικης Άνοιξης, πρωθυπουργός
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, 10 Οκτωβρίου, εκλογές, Ανδρέας Παπανδρέου,
ομφάλιοι λώροι που εισέρχονται μέσα σε σωρούς από σκουπίδια, ύστερο άστυ, 1
Νοεμβρίου, ίδρυση Χρυσής Αυγής, 4 Δεκεμβρίου, Star Channel, τηλεκάρτες,
αποκατάσταση με τη χρήση αυτοσχέδιου μηχανισμού μετακίνησης του αδιατάρακτου
τμήματος του 5ου κίονα ανατολικά της νότιας κιονοστοιχίας (1992-1993), Γιάννης
Χρυσομάλλης, (Yanni), συναυλία στο Ηρώδειο, φινάλε, 25 Σεπτεμβρίου, the kids are
alright – The Who, ντερβισόπαιδα, ελληνική ταινία, Βέγγος, Μαλέλης.
Πολυκατοικία, Σορίν Ματέι, σύστημα CCTV Παρθενώνος, πόλεμος Κόλπου,
παρακολούθηση από τον καναπέ, πρώτος τηλεοπτικά καλυμμένος πόλεμος,
πολυκατάστημα κάτω από την Ακρόπολη, μέσα στις πέτρες, σούπερ μάρκετ, Υπέρ
Μαρινόπουλος, πιλοτικό πρόγραμμα με βιβλία, εργαστήρια, πώληση, CCTV ξανά. Ο
Χόρνι κυνηγάει να με βρει, εγώ είμαι συνεργάτης του Κοσκωτά, ο Χόρνι έχει μαζί
του τον κάμεραμαν και αναμεταδίδεται LIVE η όλη έρευνα, ο Χόρνι είναι ανακριτής
της ΣΔΟΕ, αποκαλύπτει τα πάντα LIVE σ’ ένα άλλο, αμερικάνικο κανάλι που
αναμεταδίδεται στην Ελλάδα από τον ΣΚΑΙ, ο εφευρέτης του ίντερνετ, Τιμ Μπέρνερ
Λι, μπαίνει στην ιστορία γιατί έχει στα χέρια του το δίκτυο τεχνολογίας το οποίο
μέσα του μπορεί κανείς να αναμεταδίδει χωρίς τη χρήση συνεργείου, βλακεία, θα
υπάρχει ξεχωριστός χαρακτήρας που θα χειρίζεται το ίντερνετ του Λι, το «Λίντερνετ»
δηλαδή και ο Λι θα αναφέρεται μόνο σαν εφευρέτης, το λίντερνετ θα χρησιμοποιείται
σαν ΑΡΠΑΝΕΤ μεταξύ εμού και των Αμερικάνων που με υποστηρίζουν, θέμα: η
σταδιακή ζήτηση του κοινού για περισσότερα, η σταδιακή παρακμή του ανθρώπου
προς τον θάνατο, η αιώνια αναμέτρηση του θανάτου με το ζωντανό, μία
υποβόσκουσα παράνοια που μας κάνει να μειώνουμε τα πάντα σε βαθμό επιβίωσης,
κλίμακα σταδιακής παρακμής, το πώς η τυχαιότητα ανατρέπει τα πάντα, το ίντερνετ
το 1991, ΑΡΠΑΝΕΤ (ARPANET), wide area information server (WAIS), Archie,
Gopher, ISP, CIX, Internet Service Providers, Commercial Internet Exchange, IETF,
TCP/IP, κυνήγι Κοσκωτά, μάτι κάμερας, ΗΠΑ, αιδοίο που τα ρουφάει όλα μέσα του,
κώλος, κεφάλαια, δομή, έξω τα χείλη; Όχι. Πιο μακριά από το μάτι, το μεγάλο
ευχέλαιο, κοντά στο πρόσωπο, άπειρα είδωλα, διακλαδωτής, πιο μακριά από το μάτι,
το φως μπαίνει/εισέρχεται μέσα από τη ρωγμή του γυάλινου, στρόγγυλου επιθέματος,
είναι κάτι που γίνεται αυτόματα, κανείς δεν μπορεί να το ελέγξει. Τα πάντα
καταγράφονται μέσα στον σκληρό δίσκο, πιο μέσα ακόμη από το πολυμερικό πλαίσιο
της συσκευής. Το δωμάτιο ζέχνει μπαγιάτικο γαλακτικό προϊόν, δεν είναι όμως κάτι
που χάλασε, δεν είναι μία ανέλπιστη προσπάθεια να τραβήξει την προσοχή του
ματιού της συσκευής, η συσκευή δεν εντοπίζει οσμές, τα μακρουλά επιθέματα του
είναι αναλωμένα πάνω στο λευκό, ξύλινο τραπεζάκι, πάνω τους υπάρχουν ακόμη τα
εβένινα σκουφάκια που καλύπτουν τα δέκα του δάχτυλα. Ποιος είναι όμως εκείνος ο
άρχοντας των συνόλων που εφάπτονται εδώ μέσα, εκείνος που θα οικειοποιηθεί την
παγωνιά του Αττικού χειμώνα; Δεν είναι ικανός να ομολογήσει τις διαφορές της
κλαγγής του μετάλλου, του ξύλου, των ιματίων των συναδέλφων του. Αυτή εδώ η
φωλιά δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία νεανική αδιαθεσία, ένα μακρύ όνειρο μέσα
στην νύχτα του επερχόμενου συναγερμού. Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει τα
πράσινα ή μαύρα στίγματα, τον σταυρό, τα φορέματα που αφήνουν πίσω τους, στον
ουρανό του μόνιτορ, οι πύραυλοι Σκουντ. Είναι πρωί του Ιανουαρίου του 1991 και η
εστία έχει πάνω στους τοίχους απλωμένη μία κουβέρτα ύπνου που προέρχεται από τις
πονεμένες ανάσες των συνόλων που κείτονται πάνω και μέσα σε πολυκαιρισμένα
λευκά ή λουλουδάτα σεντόνια, μάλλινες κουβέρτες που έχουν έρθει μέσα σε κούτες
τυλιγμένες με πολυμερικό υλικό από το χωριό ή από κάποια περιφερειακά προάστια
των Αθηνών. Ο Βάγγος Βρωμόστομος παίζει πλακέ ποδοσφαιράκι στο αίθριο του
κυλικείου της σχολής Επιστήμης Υπολογιστών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, αίθριο
το οποίο έχει καλυφθεί εξ ολοκλήρου με ελενίτ για να μην μπάζει κρύο και βροχή,
σαν μία προσπάθεια να επεκταθούν τα οικονομικά συμφέροντα του κυλικείου, οι
ποικιλίες της τυρόπιτας και της πίτσας, όλα υπέρ του φετινού οργανισμού κέτερινγκ
του Μετσόβιου. Ο Βρωμόστομος, παρόλο που έχει ήδη χώσει δέκα γκολάκια στη
Γερμανία – από τα πλάγια φυσικά – τανύζεται, μέσα στο ήδη ταλαιπωρημένο του
σύνολο από νευρικές συνάψεις, από την αναπόφευκτη κατιούσα κλίση της μοίρας του
που τον θέλει καρφωμένο μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό από ξεραμένες λιμνούλες
νεσκαφέ, χαρτάκια στριψίματος ρίζλα, χλέπες, κύβους από κόκαλο, πούλια
διαφορετικών αποχρώσεων και πάχους (αυτό τον ενοχλεί αφάνταστα), άδεια πακέτα
με τσίχλες, συσκευασίες από γαριδάκια, μπλε τσαλακωμένα τετράδια και σπασμένα
μπαλάκια του πινγκ πονγκ. Και πάλι πίσω στο πολυκατάστημα, μακριά από το
παρελθόν και βαθιά στο παρόν.
Οι μελανές εκτάσεις βογκάνε και τρίζουν, ριγούνε και μαλακώνουν σαν κινούμενη
άμμος, κάτω από την άγρια φωνή τους που απαιτεί απερίγραπτα πολύ, είναι εκείνα
που διαδραματίζονται στις πολυκαταστηματικές ερημιές, κάποιος αγχωμένος
καβαλάρης που θέλει να καταναλώσει ότι βρει μπροστά του, καλπάζει μέσα στο
σκότος του νέον φωτός, ο κλιματιστικός άνεμος δονείται όπως μέσα στα φαράγγια,
δεν μπορείς να διακρίνεις τον ορίζοντα του τοίχου, ακούς όμως τα πόδια τους που
ποδοπατούν την όραση σου, είναι ακόμη μεσημέρι έξω αλλά μέσα μοιάζει να έχει
κιόλας νυχτώσει για τα καλά, περνάει ένας ανεμοστρόβιλος από παντελόνια και
οσμές, είναι σχεδόν μεσάνυχτα γλυκέ μου πρίγκιπα, και να που ξημερώνει, κι εσύ
έχεις ξεμείνει εδώ μέσα, μόνος σου, να αποδέχεσαι το φως που μοιάζει πολικό. Οι
άνεμοι από το κλιματιστικό περιδινούνται. Ο ένας πάνω στη φορά του άλλου γύρω
από τα μαγνητικά πεδία των βιβλίων και των παιχνιδιών και μόνο εκείνος πρέπει και
μπορεί να τους διακρίνει, σαν ένας χορός από μάρμαρα γυναικωνίτη που έχουν
σηκωθεί και αναστημένα ροβολάνε μέσα στο ιερό, σαν να μαστιγώνουν με μίσος το
έδαφος που είναι τώρα λες από σιλικόνη. Ένα βαρύ σύννεφο σκόνης κατακάθεται
πάνω στο ντέξιον των τηλεοράσεων – οι οποίες είναι γιγαντιαία έντομα φτιαγμένα
από μαύρο καθρέπτη – και πέφτει κομματιασμένο και υγροποιημένο πάνω στη
θάλασσα από το τρίμμα χαρτόκουτας της προχθεσινής παραλαβής. Είναι εκεί κοντά
και κάτι άλλα παράξενα και μακάβρια σύννεφα σκόνης, ολοκόκκινα, που
λαμπυρίζουν και μουγκρίζουν, μετά μαυρίζουν λίγο ακόμη σαν πένθιμες γόνδολες
ενός διάφανου ποταμού από ακάρεα και πολυμερικά, αόρατα μόρια. Όταν τελικά ένα
από εκείνα τα σύννεφα ξεφορτωθούν τα έγκλειστα στοιχεία τους, αλλάζει χρώμα το
όλο σύμπλεγμα που κατακάθεται λίγο πιο κάτω από την οροφή, γίνεται σαν πετσί
ενός δηλητηριώδους βατράχου, οι ασκοί της βρώμικης ομίχλης διαλύονται και τελικά
κατακάθονται πάνω στις χάρτινες συσκευασίες των προϊόντων. Εδώ παρατηρείς, ένα
μαζικό κάψιμο ενός νάιλον κύματος που σκάει και αναδίδει φλόγες, όταν η σκόνη
πέφτει σιωπηλή, η θάλασσα των αγαθών ασπρογαλιάζει απίθανα, ως πέρα μακριά
προς τις εξόδους κινδύνου. Βλέπεις να πλανιούνται στον αέρα κάτι διάφανες κορφές
μορφών, αλλόκοσμες και αχνές, δημιουργούν σπείρες τερατώδης και ανακατεύουνε
τα νέφη της ίδιας εκείνης σκόνης. Οι γραμμές που φτιάχνει το πελατειακό δάχτυλο
κλωθογυρίζουν, τα στρώματα του λίπους σβουρίζουν, οι νεράιδες του ταμείου – που
με το ένα χέρι κοιτάνε το κινητό τους και με το άλλο χτυπάνε τα σκάνερ πάνω στις
τιμές – μεθυσμένες παρακινιούνται σαν αποσβολωμένες μπάλες από υγρά καλάμια
μέσα σε μία πορτοκαλί μήτρα από σακούλες, παιχνίδια, τηλεοράσεις και βιβλία.
Μέχρι εκεί που φτάνει ο οφθαλμός σου, οι σειρές των ραφιών, σαν ένας εύπλαστος
όγκος σαλεύει, χωρίς όμως να μετακινείται. Τα γύρω είναι μαύρα, από το θαμπόφωτο
αυτό, ξεπηδούν κλανιές και απελπισμένες κραυγές ανυπομονησίας.
Στον πάτο του κεραυνοβόλου πορτοκαλί όγκου που ορθώνεται βασιλικά πάνω από
την οροσειρά των ραφιών, αργοσαλεύουν πελώριες σκιές, καμιά φορά τις αγκαλιάζει
ένας γνήσιος παιδικός παροξυσμός, αθόρυβος από τις υγρές πατημασιές των
πελατών, μετακινείται και αναδημιουργείται σε κάτι που περισσότερο θυμίζει
χλαπαταγή, ενώ οι ακτίνες από τις μακρουλές λάμπες της οροφής γίνονται πλάστες
των νέων υδάτινων λάκκων πάνω στους γυάλινους κύκλους των περίεργων
άφραγκων, ο ορίζοντας όπου οι αντανακλάσεις χοροπηδάνε όλο και πιο ζωηρά,
τρεμοπαίζει αδιάκοπα στα μάτια του, κάθε τόσο κάτι ορμητικοί πίδακες ανθρώπινων
σωμάτων ξεσπούν αδιάκοπα κι αυτοί, παράδοξα ακόμη, λες και υδρόβια πλάσματα
κουνάνε τα πλοκάμια τους πάνω από την οδό Σταδίου και τα μπήγουν μέσα στην
είσοδο του πολυκαταστήματος.

You might also like