You are on page 1of 2

Η Πηνελόπη χωρίς μυθοπλασία.

Στην ίδια πόλη γνώρισε την γυναίκα που θα γινόταν η πρώτη του σχέση.

Αυτός 24 - 25 χρονών. Αυτή γύρω στα 35. Και απλά τον δέχτηκε, ποτέ δεν κατάλαβα
γιατί.

Αυτή ήταν πολύ εμφανίσιμη, με ωραίο σώμα, και έξυπνη, αλλά λίγο παλαβή.

Της είχε γράψει πολλά ερωτικά ποιήματα.

Ήταν η πρώτη γυναίκα με την οποία είχε ποτέ πραγματική σχέση.

Φαινόταν να είναι εντελώς μόνος του, εκτός από αυτήν τη γυναίκα που έμενε μαζί
του και μερικές φορές·

την αποκαλούσε, υποτιμητικά, με διάφορα επίθετα που χρησιμοποιούν οι άντρες για


τις γυναίκες.

Την είδα μια φορά και ταίριαζε με την περιγραφή του,

δηλαδή είχε «μεγάλο κώλο, ό,τι πρέπει για τον Χειμώνα».

Είχε υπέροχα πόδια. Φορούσε ψηλά τακούνια, ήξερε πως να σταυρώσει τα πόδια της,

και συγχρόνως έλεγε διάφορες παπαριές, ξέρεις.

Αν σου αρέσουν οι “γεμάτες”, ξέρεις... Δεν είχε την ομορφιά μιας σοφιστικέ ή
κομψής γυναίκας.

Όταν βλέπεις όμορφα πόδια, πάντα φαντασιώνεσαι,

ακόμα κι αν έχεις μπει εκεί μέσα 1-2 φορές.

Σκέφτεσαι ότι μπορεί να υπάρχει κάτι αληθινά υπέροχο αυτή τη φορά.

Κάτι σε κάνει να ονειρεύεσαι όταν κοιτάς τα πόδια.

Δεν λέω ότι έχει τίποτα κακό αλλά πάντα φαντάζεσαι μια έξτρα μαγεία

όταν βλέπεις το εξωτερικό περίβλημα ενός θηλυκού.

Τον παράταγε για ένα μήνα και εξαφανίζονταν.

Και μετά γύρναγε μόνο γιατί είχε εξαντλήσει όλες τις άλλες ευκαιρίες.

Ή αηδίαζε με ό,τι γίνεται εκεί έξω και γύρναγε πίσω σε αυτόν.


Δεν είχαν πραγματική οικογενειακή ζωή μαζί.

Συνέχεια πήγαινε σε μπαρ, έμπλεκε, την έδιωχναν από δωμάτια.

Είχε μια ένταση...

Βρίσκεις τη γυναίκα σου μεθυσμένη,

βρώμικα πιάτα στο νεροχύτη

ο σκύλος άπιστος,

τα λουλούδια απότιστα

το κρεβάτι άστρωτο,

τα τασάκια γεμάτα με γόπες πασαλειμμένες με κραγιόν.

Εκείνες οι μέρες είχαν τέτοια ένταση,

μεθυσμένοι συνέχεια, τους πετούσαν έξω,

Ήταν σαν να βρίσκεσαι σε πόλεμο που δεν τελείωσε ποτέ.

«Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα; Μαλακίζεσαι; Τι ξέρεις και εσύ βρωμοπουτάνα; Κάτσε
στον άχρηστο κώλο σου και ρούφα τη μπύρα σου.»

Αλλά υπήρχε μια ζωντάνια τότε, γιατί και οι δύο τους τα είχανε όλα γραμμένα.

«Ρε μαλάκα, πού στον πούτσο πας; Στο γαμημένο το μπαρ; Όχι χωρίς εμένα, μάγκα!»

Νόμιζε οτι είχε βρει επιτέλους κάτι. Και είχε βρει. Ένα μεγάλο μπελά.

Καθόντουσαν στο μπαρ, απέναντι απ’ τον μακρόστενο καθρέφτη,

παραγγέλνανε στον μπάρμαν μια Βότκα-7.

Φτάνουν τα ποτά μας, πίνανε την πρώτη γουλιά μέσα στο σκοτεινό μπαρ.

Και όλα άδειαζαν. Το μπαρ, το Ταχυδρομείο, ο Κόσμος, το παρελθόν, το μέλλον.

Κι η ζωή, δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.

You might also like