Download as docx, pdf, or txt
Download as docx, pdf, or txt
You are on page 1of 10

[1]

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ


ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ
Οι Επιστήμες της Φύ σης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη

1 η Γραπτή Εργασία της Θ.Ε. ΕΠΟ 31


Ακαδημαϊκό Έτος 2017-2018

ΘΕΜΑ: «Είναι αλήθεια ότι η μεσαιωνική επιστήμη ήταν στάσιμη;


Δικαιολογήστε την απάντησή σας. ».

Διδάσκων:

Ονοματεπώνυμο Φοιτητή
Αριθμός Μητρώου

ΠΑΤΡΑ
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2017

1
[2]

Περιεχόμενα

Εισαγωγή σελίδα 3

1ο Κεφάλαιο: Από τον Αυγουστίνο στις μεταφράσεις σελίδα 4

2ο Κεφάλαιο: Από τις μεταφράσεις στη κρίση του 1277 σελίδα 5

3ο Κεφάλαιο: Ο δρόμος προς την νεότερη επιστήμη σελίδα 7

Επίλογος σελίδα 9

Βιβλιογραφία σελίδα 10

2
[3]

Εισαγωγή
Ο μεσαίωνας ήταν μια περίπλοκη περίοδο στην ιστορία της Δυτικής
Ευρώπης, που παρεμβάλετε μεταξύ της κατάρρευσης της Ελληνικής επιστήμης τον 5ο
αιώνα και της αναβίωσης των κλασσικών χρόνων τον 14ο και 15ο αιώνα.
Η εργασία αυτή θα προσπαθήσει να παρουσιάσει την πορεία της επιστήμης
στο διάστημα αυτό και πώς μέσα από τις δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες, που
επικρατούσαν στο μεσαίωνα, όχι μόνο κατάφερε να επιβιώσει αλλά και να
αναπτυχθεί. Θα δούμε πώς η χριστιανική θεολογία, προσπαθώντας να εξηγήσει τα
δικά της ζητήματα, χρησιμοποίησε την επιστήμη. Θα παρακολουθήσουμε την
προσπάθεια συμπόρευσης της χριστιανικής θεολογίας και της αριστοτελικής
φιλοσοφίας. Θα αναφερθούμε στη κομβική περίοδο των μεταφράσεων και των
αντιθέσεων, που αυτές δημιούργησαν αλλά και στο τεράστιο όφελος που είχαν.
Τέλος θα δούμε πώς μέσα από την διάσταση της θεολογίας με την
φιλοσοφία, η δεύτερη κατάφερε να βγει νικήτρια και να προετοιμάσει το έδαφος της
επιστήμης για την επιστημονική επανάσταση.

3
[4]

1ο Κεφάλαιο: Από τον Αυγουστίνο στις μεταφράσεις


Στο τέλος του 4ου αιώνα ο Χριστιανισμός ήταν η επίσημη κρατική θρησκεία
της Δυτικής Ευρώπης.1Η αναγκαία προϋπόθεση στοιχειώδους γνώσης για την
μετάδοση της Βίβλου και τον προσηλυτισμό, οδήγησε την εκκλησία, η οποία ήλεγχε
την εκπαίδευση, στη δημιουργία μοναστικών και επισκοπικών Σχολών.
Στους χώρους αυτούς συναντήθηκε η χριστιανική θεολογία με την Ελληνική
επιστήμη, την Ελληνική φιλοσοφία και το Ρωμαϊκό δίκαιο.2 Στις Σχολές αυτές, από
τις οποίες αργότερα προέκυψαν τα πανεπιστήμια, αναπτύχθηκε η διανόηση και η
προώθηση αναζήτησης, σε κλίμα ελευθερίας από το κεντρικό κράτος αλλά στο βαθμό
αρεστότητας από τους Πατέρες της Εκκλησίας.3
Από πολύ νωρίς η εκκλησία, στην προσπάθεια υπεράσπισης και προώθησης
της χριστιανικής πίστης και στην επεξεργασία του χριστιανικού δόγματος,
χρησιμοποίησε τα λογικά εργαλεία της Ελληνικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα όψεις του
Πλατωνισμού, που σχετίζονταν αρμονικά με την Χριστιανική διδασκαλία.4Το 386 μ.
χ. ο Αυγουστίνος πρότεινε με σθένος την αναγκαιότητα των ελευθέριων τεχνών της
κλασσικής Ελλάδας, που περιελάμβαναν τις επιστήμες της γεωμετρίας, αριθμητικής,
αστρονομίας και μουσικής.5
Τον 12ο και 13ο αιώνα σηματοδότησαν την μεσαιωνική επιστήμη δύο μεγάλα
γεγονότα. Το πρώτο ήταν η μετάφραση από τα Αραβικά στα Λατινικά, του συνόλου
σχεδόν της Ελληνικής και της Αραβικής επιστήμης. Παρόμοιου μεγέθους μεταφοράς
γνώσης είχε να συμβεί από τον 9ο αιώνα με την μετάφραση της Ελληνικής επιστήμης
στα Αραβικά, τη μελέτη και συμπλήρωσή της από τους Άραβες στα μεγάλα κέντρα
της Βαγδάτης και της κατεχόμενης Ισπανίας.6
Μέχρι τον 9ο αιώνα, η γνώση από την εκπαίδευση στη Δυτική Ευρώπη,
περιοριζόταν σε λίγα έργα του Πλάτωνα και μερικά Ρωμαϊκά εγχειρίδια. Η
μεταφραστική πλημμυρίδα απογείωσε, το μέχρι τότε χαμηλό, επίπεδο της επιστήμης.7

1
Lindberg D. C. (1997), Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η. Μαρκολέφας, Αθήνα:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π., σ. 212
2
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2008), Οι Επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου
στην Ευρώπη (Τόμος Α΄), ΕΑΠ, σελ. 33
3
Lindberg D. C. ό. π., σ. 212
4
Lindberg D. C. ό. π., σ. 213
5
Grant E. (1994), Οι φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, Ηράκλειο:
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης., σ. 7
6
Στο ίδιο, σ.25
7
Στο ίδιο, σ.16

4
[5]

Το δεύτερο μεγάλο γεγονός ήταν η ανάδυση και θεσμοθέτηση του


πανεπιστημίου ως ξεχωριστού πνευματικού κέντρου, διακριτού από τις μοναστικές
και επισκοπικές Σχολές.8
Η δημιουργία των πανεπιστημίων είχε αλματώδη ποσοτική και ποιοτική
αύξηση, μετά την περίοδο των μεταφράσεων. Τα μαθήματα που διδάσκονταν
κατευθύνθηκαν στη λογική και στη φυσική επιστήμη. Ο Αριστοτέλης, με τα λογικά,
επιστημονικά και φιλοσοφικά του έργα, βρισκόταν στο κέντρο του προγράμματος
σπουδών.9

2ο Κεφάλαιο: Από τις μεταφράσεις στη κρίση του 1277


Μέσα σ’ αυτό το εκπαιδευτικό πλαίσιο της Δύσης, ο αριστοτελισμός εισήλθε
στη χριστιανική Ευρώπη μέσα από τρία ιδεολογικά ρεύματα. Οι τάσεις αυτές
διαμορφώθηκαν από την στάση των θεολόγων στοχαστών και την θέση τους απέναντι
στα σημεία τριβής, θεολογίας και επιστήμης.10
Οι κύριες αντιθέσεις της θεολογικής αντίληψης με τον αριστοτελισμό
μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω κυρίως ζητήματα. Η αιωνιότητα του
σύμπαντος, η απόρριψη της αθανασίας της ψυχής και η αιτιοκρατία του σύμπαντος
του Αριστοτέλη ήταν σε ευθεία αντιπαράθεση με την δημιουργία από το μηδέν, την
αθανασία της ψυχής, την παντοδυναμία του θεού, την θεία πρόνοια και τα θαύματα
της χριστιανικής θεολογίας.11
Η θέση που μέχρι τότε επικρατούσε, ήταν αυτή του Αυγουστίνου, που ήθελε
την υπαγωγή του Λόγου στην πίστη και την επιστήμη υπηρέτρια της θεολογίας. Η
ιδεολογία αυτή υποστηρίχτηκε από τον Γκροσετέστ (που ήταν έντονα επηρεασμένος
από πλατωνικά και νεοπλατωνικά στοιχεία), τον Μπέικον (ο οποίος έκανε εκστρατεία
υπέρ της χρησιμότητας των αριστοτελικών γνώσεων) και τον Μποναβεντούρα ( στα
έργα του είχε πλούσια σύνθεση αριστοτελικών στοιχείων).12

8
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό. π., σ.102
9
Grant E. (1994)., ό. π., σ. 32
10
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό. π., σ. 127
11
Grant E. (1994)., ό. π., σ. 37
12
Lindberg D. C. ό. π., σ. 315-319

5
[6]

Μέσα από τα έργα και την πορεία των παραπάνω, φαίνεται η τάση που
επεκράτησε στις αρχές του 13ου αιώνα, η οποία είχε ως στοιχεία την αυξανόμενη
γνώση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, τον θαυμασμό αλλά και την καχυποψία.13Η
πρόταση της τάσης αυτής ήταν η άμβλυνση των σημείων τριβής και η οριοθέτηση,
έτσι ώστε η αριστοτελική φιλοσοφία να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την
χριστιανική θεολογία.14
Μετά τα μέσα του 13ου αιώνα, ο Αλβέρτος ο Μέγας και ο Θωμάς Ακινάτης,
συνέβαλαν στη μεγαλύτερη κατανόηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στη
μείωση της καχυποψίας απέναντί της, διαμορφώνοντας έτσι μια δεύτερη τάση, αυτή
του συγκερασμού πίστης και Λόγου.15
Ο Αλβέρτος ο Μέγας (1200-1280) παρέδωσε στην χριστιανική Δύση την
πληρέστερη και πρώτη συνολική επεξεργασία της αριστοτελικής φιλοσοφίας, χωρίς
αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούσε σε όλες τις αριστοτελικές θέσεις. Το μισό από το
τεράστιο έργο του ήταν έξω από θεολογικά ζητήματα και αφορούσε σχεδόν σε όλους
τους κλάδους των επιστημών αλλά και της προσωπικής του παρατήρησης στη
φύση.16
Το έργο του Αλβέρτου, που αφορούσε στην κατανόηση και στην διάδοση
της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ως χρήσιμο εργαλείο για τη θρησκεία και τη
θεολογία, συνεχίστηκε από τον μαθητή του Θωμά Ακινάτη. Ο Ακινάτης πίστευε ότι
αυτό που μας διδάσκει η πίστη δεν μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με αυτό που μας
δίνει η φύση, άρα ότι ήταν δυνατός ένας συμβιβασμός πίστης και λόγου, θεωρώντας
βέβαια τη σχέση θεολογίας και φιλοσοφίας ως τέλειο και ατελές αντίστοιχα.17
Μια τρίτη τάση διαμορφώθηκε μετά το μισό του 13ου αιώνα, από τους
ριζοσπαστικούς λόγιους της Σχολής των Τεχνών του Παρισιού Σίζερ και Βοήθιο της
Δακίας, οι οποίοι δίδασκαν τον αριστοτελισμό, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τον
εναρμονισμό του με τη χριστιανική θρησκεία.18
Η θέσεις του Σίζερ από το Μπράνμπαντ ήταν, ότι η δημιουργία εκ του
μηδενός ήταν φιλοσοφικά αδιανόητη και ότι όταν η φιλοσοφία εξασκηθεί με ορθό

13
Στο ίδιο, σ. 320
14
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό. π., σ. 129
15
Lindberg D. C. ό. π., σ. 320
16
Στο ίδιο, σ. 325
17
Στο ίδιο, σ. 326
18
Στο ίδιο, σ. 329

6
[7]

τρόπο, τότε τα συμπεράσματα ήταν ορθά και αναπόφευκτα. Κάτω από την
συγκρουσιακή πίεση της εποχής, φάνηκε να υποχωρεί στο ότι τα συμπεράσματα
μπορεί μεν να είναι ορθά, όχι όμως κατ’ ανάγκη και αληθινά.19
Κινούμενος στο ίδιο μήκος κύματος ο Βοήθιος της Δακίας, έκανε αυστηρό
διαχωρισμό φιλοσοφικού και θεολογικού επιχειρήματος, αποδεχόμενος όμως
ταυτόχρονα ως ανώτατη αυθεντία την θεολογία.20
Σε μια εκκλησιαστικοκρατούμενη Δυτική Ευρώπη τα παραπάνω και
ιδιαίτερα οι απόψεις της τρίτης τάσης, αποτέλεσαν ακραία θέση και προσλήφθηκαν
ως απειλή της χριστιανικής θεολογίας. Η μέχρι τότε θεραπαινίδα επιστήμη,
μετατράπηκε σε εχθρική δύναμη, προκαλώντας την αντίδραση των συντηρητικών
θεολόγων.21
Από το 1210 ως το1277 η αντίδραση αυτή γίνεται συγκεκριμένη μέσα από
μία σειρά απαγορεύσεων και προσπαθειών περιορισμού της αριστοτελικής
φιλοσοφίας, με αποκορύφωμα τη καταδίκη 219 προτάσεων το 1277.

3ο Κεφάλαιο: Ο δρόμος προς την νεότερη επιστήμη


Οι απαγορεύσεις άρχισαν το 1210 στο πανεπιστήμιο του Παρισιού και
ίσχυσαν για τα έργα της φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, που μόλις είχαν
μεταφραστεί στα Λατινικά. Η απαγόρευση ίσχυσε μέχρι το 1255 στο Παρίσι και δεν
συμπεριλάμβανε τα ηθικά και λογικά έργα του Αριστοτέλη.22
Το 1270 καταδικάστηκαν 13 φιλοσοφικές προτάσεις, οι οποίες διδάσκονταν
από τον Σίζερ και τους άλλους ριζοσπαστικούς φιλοσόφους της Σχολής των Τεχνών
του Παρισιού. Ο κατάλογος αυτός είχε την σύμφωνη γνώμη του Μποναβεντούρα και
του Θωμά του Ακινάτη, στοιχείο που δείχνει την αντίδραση του θεολογικού
κατεστημένου.23
Το 1277 καταδικάζεται, ξανά στο Παρίσι, ένας κατάλογος 219 προτάσεων,
στις οποίες συμπεριλαμβάνονται 15 έως 20 από την διδασκαλία του Θωμά του
Ακινάτη, αναδύονταν έτσι και η ύπαρξη προβλημάτων μεταξύ των θεολόγων. Ο
κατάλογος αυτός διευρύνθηκε, σε σχέση με τον προηγούμενο, γιατί θεωρήθηκε ότι
δεν είχε καλυφθεί η εξάλειψη του ακραίου αριστοτελισμού από τον προηγούμενο. Η

19
Στο ίδιο, σ. 330
20
Στο ίδιο, σ. 331
21
Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α., ό. π., σ. 128
22
Grant E. (1994)., ό. π., σ. 38
23
Lindberg D. C. ό. π., σ. 331

7
[8]

μη τήρηση του καταλόγου συνιστούσε λόγο αφορισμού, όπως και στους


προηγούμενους. Λίγες μέρες μετά εκδίδεται μια παρόμοια καταδίκη, από τον
αρχιεπίσκοπο του Κατέρμπουρι αυτή τη φορά, που ίσχυε για την Αγγλία.24
Οι καταδίκες του 1277, ενώ στρέφονταν εναντίων του αριστοτελισμού, δεν
είχαν σκοπό την εξάλειψή της, αλλά την τακτοποίηση της ιεραρχίας και των
διαφωνιών, μεταξύ άρχουσας θεολογίας και υπηρετικής επιστήμης. Ο μεγάλος
αριθμός των θεμάτων, που απαγορεύτηκαν μέσα από τις καταδίκες, φανερώνει και
την μεγάλη αφομοίωση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη το 13ο αιώνα. Δεν έπαυαν
όμως να είναι (οι καταδίκες) μια νίκη των συντηρητικών αντιλήψεων του θεολογικού
μεσαίωνα.25
Η δύναμη των απαγορεύσεων να κατευθύνουν την φιλοσοφική σκέψη, πολύ
νωρίς μετατράπηκε και έφθινε. Το 1325 αφαιρέθηκαν τα άρθρα του Ακινάτη, τα
οποία δύο χρόνια πριν, δεν εμπόδισαν τον πάπα να τον ανακηρύξει Άγιο. Τα
υπόλοιπα παρέμειναν σαν απειλή θεολογικής λογοκρισίας και τον 14ο αιώνα.26
Οι συνέπειες από τις καταδίκες ήταν άμεσες. Η κατάργηση ορισμένων
άρθρων, δημιούργησε την ανάγκη εξήγησης και αναδιατύπωσης πολλών ζητημάτων.
Η ανάγκη αφ’ ενός της εξήγησης των ερωτημάτων και αφ’ ετέρου η προσπάθεια της
υποβάθμισης των φιλοσόφων, οδήγησε τους θεολόγους στοχαστές να βρουν άλλους
τρόπους προσέγγισης των επίμαχων ζητημάτων, είτε να παρακάμπτουν με κάποιο
τρόπο την θεολογική λογοκρισία και κυρίως να βγουν και να παρατηρήσουν ποια
είναι αυτή η φύση που ο θεός δημιούργησε.
Έτσι ο Μπουριντάν, όταν σχολίαζε τις αριστοτελικές θέσεις για την κίνηση
των ουρανίων σφαιρών, κατέληγε ζητώντας δήθεν βοήθεια από τους θεολόγους και ο
Ορέμ, όταν υπερασπιζόταν την περιβολή του σύμπαντος από άπειρο κενό,
συμβούλευε, πως το αντίθετο αποτελεί ισοδυναμία καταδίκης.27
Η αμφισβήτηση της ικανότητας των αριστοτελικών προτύπων να
αντιμετωπίσουν ορισμένα θεολογικά ζητήματα, οδήγησαν τους Σκότους και Όκαμ
στον περιορισμό της επικάλυψης της θεολογίας από την φιλοσοφία.
Ο Όκαμ δεν δεχόταν αναγκαίες συνδέσεις σε ενδεχομενικές καταστάσεις,
οδηγούμενος έτσι σε μια κριτική των αιτιατών σχέσεων. Απέρριψε τον a priori

24
Στο ίδιο, σ. 337
25
Στο ίδιο, σ. 338
26
Στο ίδιο, σ. 338
27
Στο ίδιο, σ. 338

8
[9]

συλλογισμό και δέχτηκε την σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος μόνο μέσα από την
εμπειρία.28
Τον Όκαμ ακολούθησε ο Νικόλαος ντ’ Οτρεκούρ, με πιο ριζοσπαστικό
τρόπο, επιμένοντας στην μη διαβάθμιση της εμπειρικής βεβαιότητας.29
Θεολογικά ζητήματα, όπως αυτό της παντοδυναμίας του θεού και της
δημιουργίας όποιου κόσμου ήθελε, οδήγησε τους φυσικούς φιλοσόφους να
διαμορφώσουν την εμπειρική φιλοσοφία, η οποία οδήγησε στην νεώτερη επιστήμη.30

Επίλογος
Με όχημα την εκκλησία, η οποία ήταν κυρίαρχη δύναμη, η επιστήμη του
μεσαίωνα συνέδεσε τους κλασσικούς χρόνους με την αναγέννηση και αποτέλεσε το
εφαλτήριο για την επιστημονική επανάσταση.
Δεν μπορεί να παραβλεφθεί το γεγονός, ότι η θεολογία σε κάποιες στιγμές
αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την επιστήμη της φιλοσοφίας στο μεσαίωνα.
Ακόμα όμως και μέσα από την κορυφαία αντίδραση, τις καταδίκες, το αποτέλεσμα
ήταν η περαιτέρω ανάλυση και αναζήτηση μέσα από διαφορετικούς τρόπους και
μεθόδους. Οι λόγιοι του μεσαίωνα παρέδωσαν μια ευρεία πνευματική δημιουργία και
ένα τεράστιο μεταφραστικό έργο, που περιλάμβανε την Ελληνική και την Αραβική
φιλοσοφία.
Οι στοχαστές της περιόδου αυτής, δουλεύοντας πάνω σ’ αυτόν το τεράστιο
όγκο γνώσης, άλλοτε συνθέτοντας και άλλοτε διαφωνώντας, πάντα όμως με κριτική
διάθεση, δημιούργησαν μέχρι το τέλος του 14ου αιώνα έναν ανεπτυγμένο πολιτισμό.

28
Grant E. (1994)., ό. π., σ. 47
29
Στο ίδιο, σ. 50
30
Lindberg D. C. ό. π., σ. 340

9
[10]

Βιβλιογραφία
1. Lindberg D. C. (1997), Οι απαρχές της δυτικής επιστήμης, μτφρ. Η.
Μαρκολέφας, Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Ε.Μ.Π.
2. Grant E. (1994), Οι φυσικές Επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζ. Σαρίκας,
Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
3. Ασημακόπουλος Μ., Τσιαντούλας Α. (2008), Οι Επιστήμες της φύσης και
του ανθρώπου στην Ευρώπη (Τόμος Α΄), ΕΑΠ

10

You might also like