Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 35

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

ΑΝΤΙΛΕΞΙΚΟ

Α αδέρφια δίδυµα· διπλάρια. ακονίζω· ακουνίζου, ακουνάου,


αδερφός· γκαρντά(η)σς, δερφή, ακόντζµα.
αβγοκόβω· ξιστύνου. διρφή, καρντά(η)σς, ακουµπώ· ακουµπάου.
αβοήθητος· αβόθστους. µηλαδέρφια, µουνουµνίτ(ι)κα ακούω· ακούου.
άβολα· ανάβουλα. αδέρφια, µουνουφιγγαρίτ(ι)κα άκρη· άκρια.
αγανάκτηση· αγαναχτίδα, αδέρφια. ακριβώς· ταµάµ, τάσταµαµ,
γανάδα. αδερφ. του συζ. · αντράδιρφους. τζιούστα, ώδι.
αγανακτώ· σιντζµένους, αδέσποτο σκυλί· γιαπαντζίθκου. ακρίδα· στρίκλιους, στρίκλα,
σιντίζου. αδιαθεσία· αχαµνουσύν(η), στρικλιάζου, στρικλιάρς.
αγαπηµένοι· αγαπµέν(οι). άδικα· ασικιρέ. ακτίνα τροχού· παρµάκ(ι).
αγάπη µου· σέβντι µ’, σέβντου αδικώ· αδικώ, αδικεύου, αλάτι· άλας, αλατιέρα, αλατιρό,
µ’. αδούλευτος· αδούλιφτους. αλατζµένους.
αγγελοθωρώ· αγγιλουστέκουµι. αδράχτι· αδράχτ(ι). αλείφω· αλείβου.
αγελάδα· αγιλάδ(ι), αδυνατίζω· γιαβασλαντώ, αλεπού· αλ(ι)πού.
αγιλαδάρ(η)ς, αγιλαδνός, µαυρουγανιάζου, άλεσµα· άλισµα, νικάτουµα.
αγιλαδαρνός, γιλάδ(ι), µαυρουκουκαλιάζου, αλέτρι· αλέτρ(ι), αλιτριά,
γιλαδαρνός, µαυρουχαχαλιάζου, ρέω, αλιτρόχειρ(η), κουντούρα,
γιλαδνός,γιλαδάρς. ρέβω, έριψα, τσιρούτσα. µπρουµύτ(ι), προυµύτς,
αγενής· άπραγους, ανίγρικους. αδύνατος· ζαΐφς, σηµείου, φράγκου 2.
άγια· άια. σηµειουµένους, τσακνιάρς, αλεύρι· αλιβρούδ(ι).
αγίνωτος· αγέντους. τζίρλιαβους, τσιρούτκους, αλήθεια· αλήθειου.
Άγιοι Ανάργυροι· Άγι(οι) τσιρούτς, χάµκους, αλητεύω· σουρτουκεύου,
Ανάργιαν(οι). ψειριάρκους. σουλταρεύου, σουλταρής,
άγιος· άγ(ι), άι, άγ(ι), αγίοι. αεράκι· αϊρούδας. σουρτούκ(ι), σουρτουκλιµές,
Άγιος Αθανάσιος· αγιου- αέρας ελαφρώς κρύος· απόϊ. σουρτούκου.
Θανά(η)σς. αερίζοµαι· ξιχτυπάου. άλικος· άλ(ι)κους, άλκους.
αγκίδα· αγκίθα. αζάλιστος· αζάλτστους. αλισβερίσι· αλισβιρίσ(ι).
αγκώνας· ανιγκώνας. άζευτος· άζιφτους. αλισίβα· πουρτιό.
αγναντεύω· αγναδεύου. αζόριστος· αζόρστους. αλλά· αµ, αµά.
αγνάντι· αγνάδια. αζύγιαστος· άζ(υ)γιαστους. αλλάζω άποψη· ξιλέου.
αγορά· τσιαρσί. αθέριστος· αθέρτστους. αλλάζω ξανά· µαταλλάζου.
αγοράζω· ξιαγουρασµός. αιδοίον· µνι, πτσι. αλληλοβοηθιέµαι· βουθιούµι.
αγοραστής· µουστιρής. Αίγυπτος· Μισίρι. αλλοίθωρος· αλιµπικιό(η)ζς,
αγοροκόριτσο· αντρίκιους. αίµα της παρθενίας· σ(η)µάδια. γκαβουσιαπέρας.
άγουρος· άγρους. αιµοβόρος· µουβόρους, άλλος· γιάλλους, άλνοι, αλνού.
αγουρωπός· ξιάγρους. µουβόρκους. άλλο τίποτε· άλλου τι.
αγριεύω· αγρεύου, αγριµένους. αιµορροΐδες· ζουχάδις. αλλού· αλλιού.
αγριόβικος· γκριάφους. αισχρολογίες· µασκαράθκα. αλλούθε· αλλούθι.
αγριογούρουνο· αγρόγρουνου, ακακία· σαλκ(ι’)µ(ι). άλογο· άλαγου, άλουγου, άτ(ι),
γρούν(ι). ακατακάθιστος· µπινέκ(ι), αλουγουνουρά,
αγριόπαπιες· µπιρίκια. ακατακάτστους. άτ(ι)-παζάρ(ι), γκαβαλουγάς.
αγριόχηνα· χνάρ(ι). ακατασίγητος· αλογόµυγα· αλουγόµγα,
αγρόκτηµα· παρτεσί, παρτσιάς. ακατασύχαστους. λαγόµδα.
αγροφύλακας· ντραγάτς. ακαταστασία· ταφάν(ι), αλοιφή· αλφή.
αγώγι· αγώ(ι). µπασί-µπουζούκ(ι). αλύγιστος· ακαβράντστους.
αγώνας δρόµου· κουσί, ακµή· όρτσα, αλώνι· αλών(ι), αλουνιά,
παρακόσιµα, παρακουσεύου. ακέραιος· ακέργιους. αλουνίζου, αλώντζµα, λάσινα
αδερφή µεγάλη· κάκου. ακόµα· κόµ’, κόµα. αλώνια.

409
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

αµάδα· µάδα. αναρρώνω· ξιαρρουσταίνου, συγκουλεύουµι.


αµάζευτος· άµαστους. ξιαρρουστώ, τζιαµπαλαντάου. αντιλέγω· απαντώ.
άµαθος· άπραγους. αναρχίνιστος· αρχίντστους. αντιρρησίας· λουγάθκους,
αµανάτι· αµανέτ(ι). ανάσα· ανέση, αντίχειρας· µπάσ(ι)-παρµάκ(ι),
αµάν πια· έβα! ανάσα γρήγορη· κουντανάσα. χουντρό δάχλου.
άµαξας είδος· παϊτόν(ι). ανασκουµπώνοµαι· άντρας· ανδρονίτσι, άντρας,
αµαρτάνω· κουλάζουµι. ανισκουµπώνουµι, αντράκλας, άντρι, άντρ(οι),
αµέσως· τσιουπ. νισκουµπώνουµι, µιγαλουπαίδ(ι).
αµίλητο νερό· βουβό νιρό. ανισκούµπουµα, αντρόγυνο· αντρόυνου.
άµµος· αµµούδα, άµµους, νισκούµπουµα. ανυπότακτος· τσιαού(η)σς.
τζιρλάµµους. ανασταίνοµαι· ανισταίνουµι. ανυπόφορος· ανιπούφιρτους.
αµόνι· αµόν(ι). αναστάτωση· αλάν(ι) ταφάν(ι), ανώγι· ανώ(ι).
αµοιβή ετήσια· κουντότα. αλάν(ι) τουφάν(ι), αλών(ι) άνω κάτω· µαντάρα,
αµπάλωτος· ξιµπάλουτους. τουφάν(ι). ντάρµανταν.
αµπαρόριζα· αϊτίρ(ι). ανασύρω κεραµ. · µατασέρνου. αξεβοτάνιστος·
αµπαρώνω· πιρατώνου. ανατριχιάζω· ανιτριχιάζου, αξιβουτάντστους,
αµπέλι· αµπέλ(ι), φυτειά, ανιτριχίλα, µπιµπικιάζου, ξιβουτάντστους.
µπραντί, µπριαντί. νέρτσιους, νιρτσιώνου, άξεστος· γιουρούκ(η)ς,
αµύγδαλο· µύδγαλου, µυδγαλιά. νιτριχιάζου, νιτριχίλα. µαµούτια.
αµυλάλευρο· νισιστές. αναφορά· τζιάπ(ι). αξίνα· σκιπαρνιά.
αµφιταλαντεύοµαι· θαµαίνουµι. ανεβαίνω· ανιβαίνου. αξίνιστος· αξίνστους.
αναβλύζω· ανιβράου. ανεµοδαρµένο µέρος· αξιόλογη πράξη· αξίουµα.
αναβολέας· ζιγκί, ζιγκιά, πεντανέµ(ι), πιντανέµ(ι). άξιος· παντάξιους.
ζιντολογάου. ανεµοδούρα· νιµουδούρα, αόργωτος· αζιουβγάρστους.
ανάγκη· ατζιλές. ανιµουδούρας. απάθεια· φαρδουβουζία,
αναγούλα· αγούλιαβους, ανεµοσούρι· ανιµουσούρσµα. φαρδυβουζία.
ανιγούλα, ανιγουλιάζου, άνεµος παροδικός βίαιος· απάνεµο µέρος· ζιάβιντκου,
νιγούλιαβους, νιγουλιάζου. σπιλιά, σουπέρ(ι).
αναγυρίζω· ανιγυρίζου. ανεµοστρόβιλος· απαντώ· απλουγιέµι,
αναζητώ· γυρεύου. ανιµουστρόφους. απλουγιούµι, απλουιέµι,
αναζωπύρωση· ζουπύρουµα. ανεπρόκοπος· χαϊρσί(η)ζς, απλουιούµι, πηλουγιέµι.
ανάθεµα·ανάθιµα, αναθιµατίζου, χάιτας, χιρχιλές. απανωγόµαρο· πανουγόµ(ι).
αναθιµάτζµα, ανεύθυνος· χόζ(ι)κους. απερίσκεπτα· κουτουρού,
αναθιµατζµένους, αναθιµατώ. ανήλιος· ανήλιακου, ανήλιους. κουτουρατζής,
ανακατεύω· ανικατεύου, ανήµπορος· ανήµπουρους. κουτουρατζίθκους.
αχταρµάς, νικατεύου, ανήσυχος· ανησύχαστους. άπιαστος· ασκάλουτους.
νικάτουµα, νικατώνου, άνθρωποι· ανθρουπιές, απίδι· απίδ(ι), αµπδιά, απδιά,
ντουλαµάς, ταχταρµάς. ανθρώπ(οι). αµπδούδ(ι).
ανακινώ υγρό· κλουκουτίζου, ανίκανος· ακανής, αχρηστία. απίδι άγριο· γκουρνίτσ(ι),
κλουκουνάου, κλουκουτάου. ανόητος· κακαβάν(η)ς, ξικλιµές. γκουρνιτσιά.
ανακούκουρδα· νικούκουρδα. ανοίγω· ανοίγου. άπλα· απλουταριά.
ανακτώ αισθήσεις· νιώνου. ανόρεκτος· ανόριχτους. απληροφόρητος· ανήξιρους.
ανακτώ φρεσκάδα· ανταλλαγή· τράµπα. απληστία· ταµάχ(ι), ταµαχιάρς,
ξιτρυφιραίνου. ανταποδίνω· έπαντο, ταµαχιαρλίκ(ι).
ανάλλαγος· ξιανάλλαγους. ξιαπουβγάζου, ξιπουβγάζου, από· απού, ’π’, ’πό, ’πού, που-, -
αναλογίζοµαι· αναλουγιέµι. ξιπούβγασµα. που-.
αναµασώ· µαρτιούµι, µαρκιούµι. αντάρτης· αντάρτδις, αποβάλλω έµβρυο· απουρίχνου.
ανάµνηση κακή· ανάµ, κατσιαπλιάκς. αποβραδίς· απουβραδί
αναµοχλεύω φωτιά· άντε· α, άι, άιντι, άιντιστι, άιτ, απογαλακτίζω· απουκόβου,
ξινισκιρίζου, ξινισκίρσµα. άντι, άντια, άντιστι, αραλάν, απόκουµµα.
αναπαυµένος· αναπαµένους. ντε 2, όιντε!. απόγευµα· απόιµα, γιόµα.
αναπηρία· κατµέρ(ι). αντέχω· βαστάου. απογίνοµαι· απουγίνουµι.
αναπτήρας· τσιακµάκ(ι), αντί· αντί, αντίς. απόδειξη· πουσούλα.
τσιακµακάου, τσιακµακίζου. αντιγραφή· αντιπατάρα. από εκείθε· απουκείθι.
ανάρµεχτη· άρµιχτ(η). αντιλαµβάνοµαι· νιώθου, από έξω· απόξου.

410
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

αποθάρρυνση· απουθαρρός. αργώ· αργάου. ασοβάτιστος· ασουβάτστους.


αποθήκη· αµπάρ(ι), τραγιασξάς, αρέσσω· αρέζου, κατααρέζου. άσος· άσους.
µαγαζάς. αριστερός· ζιρβός, ζιρβάκ(η)ς. ας όψεται· ας όψιτι.
αποθήκη σιτηρών· κουτσιρός. αρκετά· µπαϊά, µπόλ(ι)κα. άσπαστος· ατσάκστους.
αποκάθοµαι· απουκάθουµι. αρκετός· κάµπουσους, ασπράδα ούζου· λιβάδα.
αποκαλύπτω· ξιαπουχώνου µπόλ(ι)κους. άσπρη γίδα· φλώρα γίδα.
από κάτω· απουκάτ. αρκούδα· αρκουδαροί, ασπριδερός· ξιάσπρους.
αποκοιµίζω· απουκµίζου, αρκουδίζου, αρκουδούδ(ι), ασπροµάλλης· βαµπακίτς.
απουκµάου, απουκµούµι. µέτσκα. άσπρος· άσπρους,
απόλαυση· απόλαψ(η). αρκουδοπούρναρο· ασπρουκέντ(ι).
απολύω· απουλνάου, απουλτός. αρκουδουπόρναρου. αστεία· σιακάδις.
αποµένω· απουµνήσκου. αρµαθιά· µπουρλιά. αστείος· σιακατζής, κασ(ι)µέρς,
αποµεσήµερο· ικιντιντέ. αρµαθιάζω· µπουρλιάζου, κασ(ι)µιρλής.
αποπαίρνω· πουπαίρνου. πιρνώ, βέργα, µπούρλιασµα, αστόλιστος· αστούλτστους.
αποπατώ· ινιργιούµι, µαγαρίζου, µπουρλιαστάς, µπουρλίδα. αστοχία· λιούφκα.
µαγάρα, µαγαρτζµένους, κο Αρµένης· Αρµένους. αστράγαλος· κότσ(ι) 1.
κουράδα, κουραδάς αρµεξιά· αρµιξιά. αστράγγιστος· αστράγγστους.
απόπυρος· πόπυρους. αρµολογώ· αρµουλουγάου. αστράφτω· αστράφτου,
απορία· θαµασιά, ταµασιά. αρµυρή γεύση· αρµύρα, λύσσα, στράφτου, στραπουκόπµα,
απόστηµα µικρό· τσούρλους. τσιτσιέλ(ι). στραφτουκουπάου.
από την αρχή· ξαρχής, αρναούτης· αρναούτς. ασυλλόγιστος· ασ(υ)λλό(ι)
πουξαρχής, προυταρχής. αρπάζω· αρπάχνου, στους, ξισυλλόιαστους.
απότιστος· απότστους. αρπαχτιάρ(η)ς, ζαπώνου, ασυµµάζευτος·
απότοµος· αψύς. βουτ-βουτ. ασ(υ)µµάζιφτους,
αποτυχία· τούτκουµπουρι. αρραβωνιαστικός· ασ(υ)µµάζουχτους, µπαχούµς.
απόφαση· µουκαϊτιά, µουκαέτς. αρραβουνιασκός, ασυµπάθιστος· ασυµπάθστους.
αποχρωστική ύλη· ξιβαφή. αρραβουνιάρς, ασυναρτησίες· άρτζι-µπούρτζι.
αποχτώ· απουχτάου. ραβουνιασ(ι)κός. ασυνδαύλιστος·
αποχωρητήριο· αναγκαίους, αρρωσταίνω· ανηµπόρσα, ασυνταύλιστους.
απόπουτας, χαλές, χρεία. αρρουστάου, αρρουστιά, άσχηµος· χούρµπους.
αποχωρίζοµαι· απουκόβου καρφώνου. ασφάλιστος· ασφάλτστους.
απόψε· απόψι, πόψι, αρρωστιάρης· βιριάνς, ατακτοποίητος· παρτσακλός.
απουψ(ι)νός. φιλάρρουστους. ατέλειωτος· αµπίτστους,
Απρίλιος· Απρίλτς. αρταίνοµαι· αρτύνουµι. άσουτους.
απρόφταστος· απρόφταστους. αρύς· ακριάρκου, αρύς, αριά. ατµός· αχνός.
απρόσεχτος· απρίσπαστους. αρχή· αρχινίτσ(ι), σιφτές. άτοµα· νουµατοί/-αίοι.
άραγε· άτζ(ι)µπα. αρχινώ· αρχινάου, αρχεύου, ατονία· κουµµάρα.
αραιά· αργιά, αριά. αρχινίζου, αρχίντζµα. χιρνώ. ατού· κόζ(ι).
αραιά και που· ανάργια. άρχοντας νέος· αρχουνιός. ατυχία· µπόσ(ι).
αραιόµετρο· γράδους. άσαρκος· ζιλιάµς, ζιλιάµκoυς, Αύγουστος· Αυγουστιάτς,
αραιώνω· αρεύου, άριµα 1. ίσκνα, στιγνάδ(ι), τσίρους, Παναγιάτς.
αράντιστος· αράντστους. τσιλιβήθρας, τσέγκλιαβους, αυλάκι· γκιρίζ(ι), καρίκ(ι),
αραπίνα· αράπ’σσα, αράψα. τσίγκλιαβους, τσιουφνιάρς, νιρούγια, σιαρλάκ(ι),
αράχνη· πάλιαγγας, παλιαντζίδα, τσίρλιαβους. σαρλιάκ(ι), σιαρλάκ(ι).
παλιαντζίνα. ασβεστοκονίαµα· χάρσ(ι). αυλόγυρος· αυλόυρους.
αρβανίτικος· αρβανίτκους. ασβεστώνω· χράου, χρίζου, αύριο· ταχιά, τάχυ.
αργαλειός· αργαλειός, χρίσ(ι)µου. αυτός· αυτήν, αφνοί, αφτνοί, όδι,
αργαλίσιους, αντιριά. ασβός· µπουρσούκ(ι). ταύτου, τιαυνοί, τιαυτός,
αργοπορία· άργητα. ασετιλίνη· ασιτιλίν(η). τιαφνοί, τιαφτός, τις, του, τουν,
αργός· µόλιαβους, µουζµουλάου, ασήµαντος· µειούµς, µιούµς, τους, φνοι, φτα, φτην, φτο,
µουζµουλεύου, µουζµούλ(η)ς, µούτσιους. φτος.
µούχλα. ασηµένιος· ασ(η)µένιους. αυχένας· κούτ(ι)κας.
αργόσχολος· αλιάκς, άσκοπα· τσιρί-µπιρί. αφάγωτος· αφάουτους.
κουκουντιάκας. ασκούπιστος· αφουκάλτστους, αφαλός· αφαλούδ(ι), νιφαλός.
αργότερα· παραπίς. αλέστα. αφανίζω· αφανίζου.

411
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

άφαντος· άφανους. βαµβάκι αφράτο· καµπουρµάς. βλάχικος· βλαχάθκους.


αφελής· αγαθούτσ(ι)κους, βαραίνω· βαραίνου. βλέφαρα· γκλέφαρα.
γιουβάν(η)ς, µπλάναβους, βαρβάτος· αµπούρτστους. βογγώ· ουγγώ.
µπουνταλάς, βαρελάς· βαγιουνάς. βόδι· βόδ(ι), βόδαρους,
µπουνταλέτσ(ι)κους, βαρελοσανίδα· βαριλοσάνδου. βουδαριάκους, µπίκας,
χατζηγιουβάν(η)ς, χαχάµ(η)ς, βαρεµάρα· µπιζέρια, βαριέµι, µπουγάς, παλιόβουδου,
χαχαρίκους, χάχας, χνίκας. βασγκιντώ, κνεύου, κνια, παλιουβουδάς, παλιουγέλαδου.
αφεντικό γυναίκα· αφιντικίνα. µπιζιρνάου, µπιζιρντάου. βοηθός παπά· αναγνώστ(η)ς.
αφηγούµαι· αφχιέµι. βαρελάς· βαγιόνια, βοηθώ· βουθάου, βόθµα,
αφήνω· αφήνου, ’φήκα, βαρένω· βαράου. γιαρντίµ(ι), σταυρώνου,
αφµένους. βαρήκοος· βαρακούου. σταύρουµα.
αφόρετος· αφόριτους. βαρύδιο κανταριού· γκουκντάς. βοϊδάµαξα· αραµπάς.
αφότου· αφόντας, ’φόντ’ς. βαρυστοµάχιασµα· όγκουµα. βολεύω· βουλεύου, απουχέρ(ι),
αφουγκράζοµαι· αφκριούµι. βασανισµός· βασάντζµα. βουλάει, βουλεί, βουλή,
αφρός· αθέρας, αφραίνου, βάσανο· ντέρτ(ι), ντερτιαλής, βουλ(ι)κός, γυρνιούµι.
αφριά, σκάµµα. ντερτλής, ντράβαλου, βόλτα· λόγκα.
άφτερος νεοσσός· γκουλιάρ(ι). σταλαχίδα. βόµβος έντοµο· µπούµπουρας.
αφτί· αφτί, αφτίκας, φτι, φτίγκας, βασιλικός φ.· βασ(ι)λικός. βοσκή ελεύθερη· σαλµάς.
φτίκα, φτίκας. βασκαίνω· αβασκαίνου. βοσκώ· βουσκάου, κ(ι’)ρ,
άφτιαστος· άφκιαστους. βατόµουρο· βάτσ(ι)νου, σκάρος.
αχ· άι. βατσ(ι)νιά. βότριδα· βότρα, µόλτσα.
αχαΐρευτος· αχαΐριφτους, βάτραχος· βάθρακας, ζιάµπα, βουβάλι· βουβαλάρ(η)ς,
κάλ(η)ς. τζιάµπλιακους. βουβαλίτκους, βουβαλνός.
άχαρος· κακουπέχαλους, βαφτίζω· λαδώνου, βάφτζµα, βουίζω· βουίζου.
µπατάλ(η)ς, µπαταλιάζου, λάδουµα. βούλα· βουλιάζου, µπένκα,
ξυλέστρατους, χουχόλ(ι). βγάζω· βγάζου. πένκα.
αχερώνας· αχιρώνα. βγάζω παρακλάδι· αδιρφώνου. βουλιάζω· µπαντακώνου,
Αχινιώτισσα· Γιαννιώτισσα, βγάζω τα έντερα· ξιαντιρίζου. µπατακώνου.
Χιανιώτισσα, βγάζω φούσκες· ξιφουσκώνου. βουνιά· βνια, βνιούµι.
αχλάδι· αχλαδιά, αχλαµπδιά, βγάζω φτερά· ξιπιταρίζου. βουνό· µπαΐρ(ι), µπαΐρίσιους,
αχλάµπδου. βγαίνω από σειρά· κλαδί.
αχόρταγος· ανιχόρταβους, ξιαραδιάζουµι. βράγχια· σβάραχνα, σµπάραχνα.
νιχόρταβους, νιχόρταγους. βδέλλα· αβδέλλα. βραδάκι· ανάβραδα.
αχρείος· άχρειους, βέβαια· για. βραδυκίνητος· αχµάκ(η)ς.
αχρειόστουµους βελόνα· καρφουβέλουνου, βρακί· βρακιά, βράκατζης,
αχτένιστος· αχτέντστους. κουτσουβέλουνου. βρακουζούνα, σουβρακάκ(ι).
αχυρώνας· αχυρώνα. βεντάλια· φυσιρό. βράσιµο· βράσ(η), χούχλα.
αχώριστος· αχώρστους. βεντούζα· βιντούζα, πουτήρ(ι), βραχιόλι· µπιλιτζιούκ(ι),
αψίδες· αψίδις. ρουγουβύζ(ι). µιλτούια.
αψιχάλιστος· αψιχάλτστους. βέργα· βίτσα, βιργιά. βραχνός· ζβραχνιάζου,
βέρες· σ(η)µάδια. ζβραχνός, ζβραχνουκούκους,
βερνίκι διαφανές· ζιλιά. σβραχνιάζου, σβραχνός,
βερύκοκο· τζιόρτζιλου, καΐσ(ι), σβραχνουκούκους.
Β καϊσιά, τζίρτζιλου, βρε· αµπέ, αµπρέ, αρέ, κισύ, µπε,
βάγια· βάια. τζιουρτζιλιά. µπρε, ουλάν.
βάζο του γλυκού· γκουγκάς, βήχω· βηχάου. βρεγµατοκροταφική ραφή·
βάζω µέσα· ρουκώνου. βιάζοµαι· αγουνιέµι, απαλό.
βαθαίνω· βαθαίνου. αγουντσ(ι)κός, πιάνου. βρέφος νεογέννητο· λιχούδ(ι).
βαθούλωµα· αφαλός, βάθουµα, βιδολόγος· βιδουλόους. βρέφος 40 ηµ.· σαραντούδ(ι).
γιατακλίθκους. βιολέτα· σιµπουιά. βρέχω· βρέχου, βριµένους,
Βαΐων, των· Βαϊός. βιολιά· αβιουλιά. ξιβρέχ(ει).
βαλανιδιά· µισιές. βλάκας· ντίλαλας, ντόγανους, βρίσιµο· βρισίδ(ι).
βάλανος· παπάλ(ι). ντουγάν(ι), ντούγκας. βρίσκω· βρίσκου.
βαλές· φαντς. βλαστηµώ· βλαστ(η)µώ. βροµώ· βρουµάου, αχιλουνάρς,
βάλτος· βάλτα. βλαστοί νέοι· φυλλίζια. βρόµνιους, βρουµιάρς,

412
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

βρουµουσκουτάου, γάτα· κάτα, µαρµιάου, µάτσα, γίνοµαι καλός· καλουσυνεύου.


βρουµουσκούτς, γλιτζιάρ(η)ς, µατσαρόκους, ψουρουγάτ(ι). γίνοµαι λεπτός· ξιψιλαίνου.
καθαρούλα, λιγδιάρς, γειτονιά· παραγειτουνιά, ξίψιλους, ψιλαίνου.
µουρντάρ(η)ς, µουρνταριά, παραµαχαλιού. γίνοµαι πολύ...· καταγίνουµι...
µουρνταρεύου, µουρνταρλίκ(ι). γειτόνισσα· γειτόντσα, γίνοµαι σαν πανί· πανιάζου.
βροντώ· βρουντάου, γειτοτνισσούλα. γίνοµαι Τούρκος· τουρκεύου.
βρουντουκουπώ, γεµάτα· τίγκα, φίσκα. γίνοµαι τραχύς· τραχαίνου.
µπουµπουνίζου. γεµίζω· γιόµους, γιόµουσµα, γιορτή ασήµαντη·
βροχή δυνατή· βρουχάρα, γιουµάτους, γιουµίζου, αλαφρουγιουρτή, γιουρτούδα.
καθώρ(η), καθόρ(ι). γιουµόζου. γιορτινός· γιουρτιρός.
βροχή και αέρας· τουφάν(ι). γενιά· αντρουγινιά, τζάντζα. γινατσής· χιναέτς.
βρυκόλακας· βρουκόλακας. γεννώ· γιννώ, λιφτιρώνουµι, γίνοµαι καλά· νιγυρίζου,
βρύο· µαχός, µαχουµένους. γιννηµένους, γιννητούρια, νιγυρνώ.
βρύση· βρύσ(η), µουσλούκ(ι), ξιπιδιάζου, στοιβάζου. γκαρίζω· αγκαρίζου, αγκάρσµα.
σιουλνιάρ(ι), τσιουσµές. γεράκι· ακµατζιάς, ατµατζιάς, γκαστρώνω· αγκαστρώνου,
βυζαίνω· βζάνου, βζάξ(ι)µου, καρταλάς, καρτάλ(ι). αγκάστρουµα.
βζαχταρούδ(ι), βυζαχτάρ(ι). γέρνω· γέρνου. γκιώνης· γκιών(η)ς.
βυζί· βζι, βζου, λειρά, λιρά. γερνώ· γηράζου, γηρατεία, γκλίτσα· γκλίτσα.
βωβός· βουβός, βούβλιακας. γιράζου, γιρνώ. γκρεµίζω· γκριµίζου, γκρηµνούς,
βώλος αλεύρι· ζγκρουβάλ(ι). γέροντας· γιρουντάδις, γκριµνώ.
βώλος µικρός· µπόντσα, γηρουκουµώ, γιρουµπαµπαλής, γκρεµός· γκριµός, µπραγκός.
µπουντσούδα. γιρουντάθκους, γιρουξούρας, γκρίνια· γκ(ι΄)ρτ-µ(ι΄)ρτ, µίρλα,
γιρουξούκς, γερ-ουντάς, µιρλιάζου, µιρλιάρς, ραγάνα,
παπλιούκς. ραγανίζουµι.
γερός· βαρβάτους, γλαρώνω· γκλαρώνου.
Γ θιραπαµένους. γλείφω· αγλείφτου, αγλείφουµι,
γαβγίζω· γκαβγκίζου, γερτός· γιρτός. ξηραγλείφουµι.
γκάβγκσµα, κλαφνίζου. γεύοµαι· αρµυρίζου, γεύου, γλιστρώ· γαδρουγκλίστρα,
γαϊδούρι· γάδαρους, γαδούρ(ι), γεύτου, γέψ(ι)µου. γκλιστράου, γκλισταριά,
γαδαριάκους, γαδράγκαθου, γέφυρα· γιουφύρ(ι), γκλίστρα.
γαδράθκους, γαδράς, αϊρουπλάνου, γκιφύρ(ι). γλιτώνω· γλιτώνου, ξιγλιτώνου.
γαδρέλ(ι), γαδρίκας, γεωργός· τσιφτσής. γλυκάνισος· γλυκάντσους.
γαδρίτκους, γαδρούδ(ι), για· για. γλυκό βανίλιας· υπουβρύχιου.
γαδρουκατούρµα, γκατζιόλ(ι), γιαγιά· µάγια, µάια, µάµου, γλύφω· γλύφου.
κουτσουγάδρου, µαµούκου, νινέ. γλώσσα φωτιάς· λόχ(η).
παλιουγάδρου, ρηµουγάδρου. γιακάς· τραχλιά. γνήσιος· καθολικά, χάσ(ι)κους.
γάλα· γάλα µαλακό, µανόγαλου. γιαούρτι· γάλα ξινό, γιαουρτσής, γνωστικός· γνουσ(ι)κός,
γαλάζιος· γαλάζιους, γαλαζάρα, ξινόγαλου. γνουσκεύου.
γιράνιου, καταγάλαζους. γιατρειά· γιατριά, γιανίσκου, γονατίζω· γουνατίζου,
γαλανοµάτα· γαλανούδα. γιρεύου, ντιρµάν(ι). γουνάτζµα, κατσάρουµα,
γαλαξίας· άχυρου τ’ νούνου. γιατρός γυναίκα· γιατρέσσα. κατσαρώνου.
γαλοπούλα· µισίρκους. γι’ αυτό· γιαταύτου, γονέας· γουνιός.
γαλότσες· γαλότσις. πουγιαταύτου. γονυκλισία· µιτάνοια.
γάµος· γαµνιώτκους. γιλέκο· γιλέκ(ι), βέστα. γούβα· γκούβα.
γάµπα· χαβιάρ(ι). γίνοµαι· γίνουµι, γένουµι, γουδί· γκδι, γκρουθέρ(ι),
γαµπρός· γαµπριάκους, γινιµένους. γκουρθέρ(ι), χαβάν(ι),
γάµπρισµα, νυφουδιαλέγου, γίνοµαι άρχοντας· χαβανόχειρου, κούτλους.
νυφουπάζαρου. αρχουνταίνου. γουλιά· καταπιά.
γάντζος· γάντζους. γίνοµαι άφθονος· µπλουνταίνου, γούρι· ούρ(ι), ουρλής.
γάντια· χειρότις. µπλουντιάρκους. γουργουρίζω· γκουργκουρίζου,
γανώνω· γανώνου, γανουτσής. γίνοµαι γνωστός· µαθεύουµι. γκουργκούρσµα.
γαργαλώ· γκαργκαλώ. γίνοµαι δαδί· δαδώνου. γουρλώνω· γκουρλώνου,
γαρύφαλλο µπαχαρικό· γίνοµαι διαφανής· φαγγρίζου. γκούρλουµα, γκουρλουµάτς.
καρουφύλλ(ι). γίνοµαι καλά· ξιγυρίζου, γουρούνι· γρούν(ι), γρούνα 1,
γάστρα· σάτσ(ι). ξιγυρνάου. γρουνίτκους, γρουνάρ(η)ς,

413
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

γρουνούδια. παπούδα. δεσµά· µπριάγκα.


γουστόζικος· γουστό(η)ζς. γύψος· ύψους. ∆ευτέρα· ∆ιφτέρα, ∆ιφτιρίτσα.
γοφός· γκόφους. γωνία· κιουσές, κιουσιλίθκους. δεύτερη φορά· διφτιρίζου,
γραµµατέας κοινότητας· γωνία απάνεµη· κουιτή, κουχτή. διφτιρουκάτσ(ι)µου,
γραµµατ(ι)κός. διφτιρουλαλώ.
γραµµή διαγραφής· δέχοµαι· δέχουµι.
αραµπούσ(ι). δηλητήριο· φόλα.
γρατσουνώ· γκρατζουνάου, ∆ δηµοσιοποίηση· ταχτά παζάρ(ι).
γκρουτζανάου, γκρουτζαµατιά, δαγκάνω· δαγκάνου, διαβάτης· στρατχιώτης.
παρτσιαδιάζου, δαγκαµασιά. διαβολέας· νικατουσούρς.
παρτσιάδιαζµα, πατσιαδιά, δαγκάνω κρυφά· διαβολή· διαβάλµατα,
πατσιαδιάζου, πατσιάδιασµα, κρυφουδαγκάνου, µαζαράτ(ι), µουζαβιρεύου.
τζουγκρανάου. κρυφουδαγκάντς. διάβολος· δαίµουνας,
γράφω παραπάνω· δαιµόνισσα· διρµόνισσα, αγύρστους, διαβουλκός,
πανουγράφου. διρµόνιασα. διαβουλτζµένους, διαβόλ’,
γρήγορα· µάνι-µάνι, ταπατάπ, δάκρυ· δάκρου. διµουντζµένους, τριβόλ(οι).
τσάκα-τσάκα, φουκ-τακ, δάκτυλο· δάχλου, δαχλιά, διάζοµαι· ιδιάζουµι, ίδιασµα,
χέρ(ι)-χέρ(ι). δαχλήτρα, παρµάκ(ι). ιδιάστρα, σταύρουσ(η).
γρήγορος· αγλήγουρους, δαµαλίδα· δαµάλ(ι). διάθεση· ζαχαρένια.
γληγουρνός, τζιράς, τζιρούτ(ι), δαµάσκηνο· δαµάσκνου, δίαιτα· δίατα.
φουρτσάτους. δαµασκνιά, πουρδαµάσκνου, διακόσιοι· διακόσνοι.
γριά· γρέντζου, γρια, µανιά. πουρδουδαµάσκνου, διαλέγω· διαλέγου, διαλιχτός.
γροθιά· γκρόθους, γκρουθιά, πουρδούδ(ι), διαλύω· διαλάου.
µπουνιά. πουρνουδαµασκνιά, διαρρέω· τρέχου, τρέξ(ι)µου.
γρουσούζης· γρουσού(η)ζς, πουρνουδαµάσκνου, διάρροια· βγάλσ(ι)µου,
ουρσουζιά, ουρσού(η)ζς. προυδαµάσκνου. πιρουνίκους, σουσούρα, τσίλα,
γυαλιά ηλίου, ...· µατουγυάλια. δανείζω· δανείζου, δανκός. τσαρλιακός, τσιαρλιακός,
γυαλίζω· γυαλίζου, δάσος καµµένο· καψάλ(ι). τσιλιάρς, τσίρλα, τσιρλιακός.
γυαλουκουπάου. δάσος πυκνό· ζίγρα, ουρµάν(ι), διάστρεµµα· ζουρλαµάς,
γυµνός· γκον γκουλιάρ(ι), πυκνό, ρουµανίσιους. λάγγαµα.
γκουλόµπαρους, δαχτυλίδ(ι)· δαχλίδ(ι), διασχίζω· διασίζου.
γκουλουµπαρίζουµι, δαχτλίδ(ι), χαλκάς. διαχείριση· κουµάντα.
τσίτσιδους. δειλινό· δειλνό, δειλνίζου. δίδυµα αδέρφια· διδυµούδια.
γυναίκα· γναίκα, αγναίκια, δειλός· κιουτής, κιουτεύου, δι’ ευχών· διιφχών.
αγναίκιους, γνικάς, γνικαριό, κιουτιούκς, κιουτλής, χέζιους, διηγούµαι· αφηλουγηθώ.
γνικίτκους, γνικουτός, χιζιάρς. δίκοπο µαχαίρι· δίκουπ(η),
γνικουφέρνου, ντουντού. δεκαπεντίζω· δικαπιντίζου. δίκουπου.
γυναίκα δύστροπη· τσιάπου, δεκαριά· δικαριά. δικός· θκος, θκια, θκο, εµά.
τσάπω, τσίνα, τσινούδα, δεκάτη· δικάτ(η). δικράνι· δουκράν(ι),
τσιόνα. ∆εκέµβριος· τ’ Χριστού. ντουκράν(ι).
γυναίκα εύσωµη· νταϊλιάνα, δεκοχτούρα· γκουγκουχτούρα. δίνω· δίνου.
νταρντάνα. δεµάτι· αρκάς, διµάτ(ι), δίνω λόγο· λουγουδιάστηκα,
γυναίκα φόβητρο· διάβα. διµατ(ι)κό, διρµάτ(ι). λουγουδίνου, λουγόδουσµα,
γυναίκα χοντρή· γκουντρουκλιά. δεµένος· διτός. λουγουδένουµι.
γύρα· βόλτα, λόγκα. δέντρο· δέντρους, δέντρουσις, διοικητής στην τουρκοκρατία·
γυρίζω· γύρζµα, γυρίζου, διντρούδ(ι). µιγγιούρς, µιντιούρ(η)ς.
γυρνάου, λουγυρίζου, δεντρογαλιά· διντρουγαλιά. διόροφο σπίτι· ντιµάν(ι).
λουγυρνάου. δέντρο καµµένο· καψάλ(ι). δίπλες· κάτια.
γύρος· γύρους. δένω· δένου. διπλοαποστάζω· µαταβράζου.
γύφτος· γιούφτους, -φτσα, δεξαµενή νερού· κουρίτα, διπλός· δίπλα, διπλός, διπλιά,
γιουφτέλ(ι), γιουφίτκους, κουρίτους, χαβούζα. διπλό.
γιούφτκους, γιουφτόκαρφα, δεξιός· διξής. δίπορτο· δίπουρτου.
τσιαντιρλήδις, τσιαντιρόγιου- δέρµα· πιτσί, πιτσένιους. δισέγγονο· σίγγουνου.
φτ(οι), τσιγγινές. δέρνω· ξυλιάζου. δίσκος γραµµοφώνου· πλάκα.
γυφτοφάσουλα· λιανουφάσλα, δέσιµο· δισιά. δίσκος µικροπωλητή· ταµπλάς.

414
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

δίσολο· δίσιουλου. δωρίζω στο γάµο· κουσκνάδια, κεικάτ.


δίτροχο κάρο· δίτρουχου. νταρί, νταρίζου, νταρίσµατα, εκείνος· κειν, κείνια, κείνουια,
διχάλα· βασταγαριά, σουχιά, νταρό, νταρός, ντάρσµα. κείνους, τικείνους.
τσιατάλ(ι), τσιατάλα, δώρο· µπέχου, ντισλίµ(ι), εκκλησία· βακούφ(ι).
τσιαταλώνου. χάρσµα. εκλεκτό· ικλικτό.
διψώ· µαλλιάζου, γανιάζου, δώσε µου· δο µ’. εκλεκτό πράγµα· τιφαρίκ(ι).
νιρουκαίουµι. εκσκαφέας· φαγάνα.
διώξιµο· πασαπόρτ(ι). εκταφή· ξινέχουµα.
διώχνω ζώα· ξινουµάου, εκτός εαυτού· παρατουνού.
ξινόµσµα. Ε έλα· ηρθούς.
δοκάρι οικοδοµής· πρέκ(ι). εβδοµάδα· βδόµαδους. ελάττωµα· κουσούρ(ι),
δοντάγρα· δουντάγρα. Εβραίος· Ουβραίους. κουσουρλής, κουσουρλίθκους.
δοντάς· δόντιους, δουντιάρ(η)ς, έγκαυµα ελαφρύ· καψιµατιά. ελαφρόµυαλος· αλαφρίζου,
δουντού. έγκυος· έγκυα. αλαφρούτσ(ι)κους,
δόντι· κρούνα. έγκυος ανύπαντρη· αλαφρουκάνταρου, αραρής,
δονώ· τραντάζου, τραντάνα, αποβαριµέν(η). ξίκ(η)ς, ξίξα, ξικς, ξίτκους,
τραντανιούµι. έγνοια· γκαϊλές. σιαπατίγκας, σιρσιρής,
δοξολογία· δουξουλουγία. εγώ είµαι· γώ(ει)µι. ταραράς, ταραριάς, φισφιλές,
δόσιµο· δόσ(ι)µου, εδώ ...· δουκάτ, δουπάν, φισφισές.
δουλειά· δλεια, δλεύου, δουπέρα, δω, δώθι, δώιας, ελαφρός· αλαφρύς, αλαφρά,
κουλουβαρένου. δώιασα. αλαφραίνου 1, γιαβάσ(ι)κους.
δοχείο γλυκού· λίµπα. εδώ είµαι· δώ(ει)µι. ελάχιστη ποσότητα· µια ιδέα.
δρασκελιά· δασκιλιά, δασκέλ(ι), έθιµο· αντέτ(ι), ιθίµατα. ελεήµονας· πουνιτκός.
ντρασκιλιά, ντρασκιλώνουµι. ειδεµή· ειδιµίς. έλεος· νισάφ(ι).
δραχµή· φράγκου 1. ειδικός· ιξπέρ. ελευθερώνω· ξιαπουλνώ.
δρεπάνι· διρπάν(ι), δρέπανους. ειδοποιώ· ειδουποιάου, έλικας· έλιγκας.
δριµύς· αψύς. ιντοποιώ, παπέλ(ι). έλλειψη τάξης· άρτζι-µπούρτζι.
δροµολόγιο· δρόµους, στράτα. είδος· τσιασίτ(ι). Έλληνας· Έλλην(οι), Γκραίκους,
δρόµος· σουκάκ(ι), στράτα, εικόνες· εικουνίσµατα, Γραίκους, γκρικεύου.
στρατούδα. σουκακτσής, κουνουστάσ(ι). Ρούµελοι, ρουµουγύρισµα.
σουκακτσίθκους. εικοσάρικο· κουσάρκου. ελληνικό κράτος·
δροσίζω· δρουσίζου, εικοσαριά· κουσαριά. ελληνουκρατία, ιλληνικό.
καλουδρουσίζου, καταψίζ(ει), εικοσάφυλλο· κουσόφλου. ελληνικούρες· ιλληνικούρις.
κατάψιους, καταψιρός, εικοσιένα...· κουσιένα, ελπίδα· ντιλιµάν(ι), ουµούτ(ι).
ξιανάβου. κουσιδυό, κλπ. εµ· ’µ.
δρύινος· κλαδίσιους. Εικοσιφοίνισσα· Κουσίντσα. εµβόλιο· αµπόλ(ι), αµπουλιάζου.
δύναµη· κουβέτ(ι), πριάστα. είµαι· είµι. εµένα· τιµένα, τιµάς.
δύναµη στη βολή· µάχνα, είµαι αρµυρός· αρµυρίζου. εµετός· γκούρλισµα, γκουρλίζου,
µαχνίζου, χ(ι΄)ζ(ι). είµαι δυνατός· νταβραντάου, µιτός.
δυναµώνω φωτιά· ζουπυρώνου. νταβραντίζου. εµπειρογνώµων·
δυνατός· αδρύς, θιραπαµένους. είµαι ζεστός· ζιστουκουπάου. απεικουσιάνους.
δυο· δυου, δυούρ(ι), ιδυό. είµαι κόκκινος· εµπιστεύοµαι· γκιουβιντίζουµι,
δυόσµος· γιόσµους. κουκκινουµαχάου. ξιµπιστεύουµι.
δυο φορές· δεύτιρου. είµαι πιο πολύ· καταείµι. έµπλαστρο· µπλάστρα.
δύσβατος· ανάπουδους. είµαι πράσινος· εµπόδιο· αµπόδιου, αµπουδάου,
δύστροπος· ανάπουδους, πρασ(ι)νουµαχάου. µπόδιου, σκόβου, σκόφτου.
τζιαναµπέτς, ζαναέτς, είναι· ’ν’, ’νι. εµπρός· µπρουστά.
κακουρίζικους, κιαρατάς. εις· σ’. εµφανίζοµαι· κουµπαριάζουµι.
δυστυχής· δύστχους, δόλιους, εισέρχοµαι· σιβαίνου. ένα· κανά, κανέ.
έρµους. εις πολλά έτη· σπουλαέτ(η). ενάµισο· ανάµσ(ι).
δυστυχία· ταξαράτ(ι). έκανα· εποίκα. ένας· κανές.
δυτικός άνεµος· γκαγκανέλ(η)ς. εκατό· κατό, κατούτσ(ι)κα. ένας δυο· κανιδυό.
δωδεκαήµερο· δουδικάµιρου. εκατόφυλλο· κατόφλου. ενδιαφέροµαι· ινδιαφέρουµι.
δωµάτιο· κάµαρ(η), ουντάς. εκεί· κει, κεία, κειαπάν, ένεση· ένισ(η).
δώρα µικρά· καλούδια. κειαπέρα, κείασα, κείθι, ενθουσιώδεις· ακουλντανέδις.

415
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

εννιακόσιοι· ιννιακόσνοι. τασλαντάου, τασλαµάκ(ι), έτσι· έτσιαια, απουταύτου,


ενόσω· ινόσουν. τασλάτζµα. γιαταύτου, πουγιαταύτου.
εντάξει· παρατάξ(ει). επιδειξίας· τσικµιντάνους. ετσιθελισµός· ζουρµπαλίκ(ι).
ένταση µεγάλη· κιαµέτ(ι). επιδίκαση· ιπιδίκασ(η). έτσι κι έτσι· τσιατ-πατ, σιουιλέ-
έντεκα· εντικούλια. επιθυµώ· πιθυµώ, απουθµώ, µπουιλέ.
έντερο· άντιρου. αραθµκό, αραθυµιά, αραθυµώ, Ευαγγελισµός· Bαγγιλισµός.
εντόπιος· ιντόπιους. ξηραγλείφουµι. εύγε· ασκουλσούν, αφιρίµ,
έντερο παχύ· µπουµπάρ(ι). επιλεκτικός· ντιλικάτους. γιασιά, µασιαλά.
εντόσθια· τζιάλιακα, επιµένω· ιπιµένου, ιπιµνήσκου. ευέξαπτος· αψύς.
τζιαλιακώνου, επιπλέον· πιριπλέουν. ευθυµώ· ιφθυµώ.
τζιαλιακουµένους. επίπληξη· ζαπάρτα, µάχνα. ευκαιρώ· αδειάζου, ξιαδειάζου.
ενωρίς· νουρίς. έπιπλο· µόµιλου. ευκολία· ιφκουλία, βουλή,
εξαγριώνοµαι· γκουντουρντίζου, επιπόλαιος· ξιφσούρ(η)ς, ιφκουλύνου, κουλάι.
κουντουρντίζου. σιαµαντούρας, φισφιλές, ευλογηµένος· βλουηµένους.
εξάδερφος· αξάδιρφους, φισφισές. ευλογητός· βλου(η)τός.
ξάδιρφους. επισκευάζω βαρέλια· ευλογιάρης· βλουγιάρς.
εξαιρώ· ιξιρώ. φουντώνου 2, φούντουµα. ευνουχίζω· µπουρντίζου,
εξαιρετικό πράγµα· µπιλιούρ(ι). επίσκεψη· βίζιτα, γειτουνεύου, µπούρτζµα, µπουρτζµένους,
εξακόσιοι· ιξακόσνοι. γειτόνιµα. χαντούµς.
εξαντλούµαι από την κούραση· επίσκοπος· δισπότς, δισπουτκό. εύπορος· βασταγµένους.
κουλουκόβουµι. επιστόµιο ζουρνά· σιψί. ευτυχώς· κάτ(ι) καλά.
εξαρχής· ξιπαρχής. επιστρώνω· καπλαντίζου. ευφραίνοµαι· ιφραίνουµι,
εξατµίζοµαι· ξιατµίζουµι. επίτηδες· ξιπίτιδις, απουταύτου, φραίνουµι.
εξαφανίζοµαι· αρατίζουµι. ιπιταυτού, µαξούς. ευχαριστιέµαι· ιφχαριστιούµι,
εξαφάνιση· ντεφ. επιτρέπεται· κάµ(ει). καταϊφχαριστιούµι.
έξαψη· αναµούρα. επίτροπος της εκκλησίας· ευχαριστώ· φχαριστώ.
εξέταση· ιξέτασ(η). ιπίτρουπους. ευχή· ιφκή, ιφχή, ιφκιούµι,
εξηγώ· ιξηγάου, -ώ, ξηγάου. επιτυχαίνω· πιτυχαίνου. ιφχιούµι.
εξηνταβελόνης· ξηνταβιλόντς. επιτυχηµένος· τανιλίθκους. ευωδιάζω· ιβουδιάζου,
εξιστορώ· ξιστουράου. επόµενη µέρα· τ’ν άλλ(η). βουδιάζου.
εξοικονοµώ· ξικουνουµώ. επτά· ιφτά, ιφτακόσνοι. εφηµερίδα· φηµιρίδα, θηµιρίδα.
εξόν· ιξόν. επώνυµο· παρόνουµα. εφόσον· αφόσουν.
εξοπλισµός· ζάκατα, ντιουζένια. εργάτες· ιργάτδις. έχθρα· αµάχ(η), αµαχηµένους.
εξορκίζω· νουµατίζου, εργένης· ιργέντς. εχθρός· ουχτρός, ντουσµάνους.
νουµάτζµα. εργοδότης· αφιντικό, έχω· έχου, έχια, έχσ(ι)µου.
εξοφλώ· ξουφλάου. αφιντικίνα. έχω οργασµό· µαρκαλιούµι,
εξυπηρέτηση· χουσµέτ(ι), ερεθίζω· καλαθώνου. σέρνου.
χουσµικιάρς. ερηµιά· τζιαµ-τζιουµ. έχω πυρετό· θιρµαίνουµι.
έξυπνος· καταλαβασιάς, έρχοµαι· έρχουµι, αρθώ, αρτώ, εψές· ιψέ, ιψές, ταψές, ψε.
κουρνάζους. ρτω, ρθω.
έξω· όξου. έρωτας· αγαπητλίκια, αζγκίνς,
εξωκλήσι· ξουκλήσ(ι), αζγκινεύου, νταλκαδιάζουµι,
πανικλήσ(ι), παρακκλήσ(ι). νταλκάς. Ζ
εξώπορτα· ξώπουρτα. ερωτική επιθυµία· γκάβλα, ζαβολιάρης· ζαβούδ(ι),
εξώφυλλο· ιξώφλου. γκαβλιάρς. χιλιντζές.
επάγγελµα· τέχν(η), ζαναϊάτ(ι), ερωτική πράξη· λαγγεύου, ζακέτα· χ(ι’)ρκα.
ζαναϊτσής, τιχνίτς. λάγγιµα. ζακέτα γούνινη· κουντουγούν(ι).
έπαθες· παθές. εσάρπα· σάλπα. ζαλίζω· ζαλίζου, ζάλτζµα,
επαινώ· πινώ, πινεύου, πινισιά, εσένα· τασένα, τισένα, τισάς. νταµπλάς, νταµπλαντίζουµι,
πινισιάρς. εσπερινός· ισπιρνός. ντραλίζουµι, ντράλτζµα.
επάνω απά, απάν, απάνου. έστω· ουλσούν. ζάρα· ζαρώνου, σούφρα.
επάρκεια· ινταρές. εσώρουχα· αλλαξιά. ζάχαρη· ζάχαρ(η)ς.
έπιασε· πήρουσι. ετήσια· χρουνκίς. ζαχαροπλάστης· σικιρτζής.
επιδεικνύοµαι· ασλαντώ, ετοιµάζω· τοιµάζου, τοιµασία. ζαχαρωτό· ζαχαράτου, µέντα.
ασλάτζµα, σαλτανάτ(ι), έτοιµος· χαζίρκους. ζεµατίζω· ζ(ι)µατίζου,

416
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

ζ(ι)µατάου, -ώ, ζ(ι)µάτζµα, ηλιοβασίλεµα· µανίζου, µπουριάζου,


ζ(ι)µάτµα, ζ(ι)µατουκουπάου, ήλιουµα-βασίλιµα, βασλεύου. µπουριασµένους.
ζ(ι)µατστός. ηµέρα επίσηµη· επίσια µέρα,
ζέστη δυνατή· ζιστιάκα, κάµα. ηµερεύω· ηµιρεύου.
ζεύγος· ζιβγάρ(ι). ηµερών· µιριού/µιριώ/µιριών.
ζευζέκης· ζιβζέκς. ηµέρωµα· ζάπ(ι). Ι
ζεύω· ζεύγα, ζεύου, ζεύλα. ήρα φ.· νουρούδα, Ιανουάριος· Γινάρς.
ζηλεύω· ζουλεύου, ζούλια, σιδηρόχουρτου, σταχούδ(ι). ιδιοκτήτης κοπαδιού· κιχαϊάς.
ζουλιάρκους, ζουλιάρς, ηχώ· βάζου 1, πρακανίζου, ίδιος· όδι, παραΐδιους.
ζουλιµέν(η). πρατσιανίζου, σβάζου, ιδιοσυγκρασία· κράσ(η).
ζήλος· γκαϊρέτ(ι). σβάξ(ι)µου. ιδιότροπος· διότρουπους,
ζηµιά· τζιριµές, τζιριµιτάου, ταϊµπετλής.
χατάς. ιδρώτας· ίδρους, ιδρουκουπώ,
ζήση· ζήσ(ι)µου. ιδρουτήρια, ιδρουτίλα.
ζητιάνος· ζήτλας, ψουµουζήτλας. Θ ιεχωβάδες· γιχουβάδις.
ζητώ· γυρεύου, χαλεύου. θα· θαλά, θανά, δα. ικανός είµαι· ικανάου.
ζιπουνάκι· ζαπουνάκ(ι). θα δω· διω, θα. Ιούλιος· Αλουνάρς, Αλουντής.
ζόρι· ζόρ(ι), ζόρ(ι)-ζουρνά, θάµνοι πυκνοί· γκιουρλούκ(ι). Ιούνιος· Θιρστής.
ζόρκους, ζόρσµα, ζουρίζου. θανατικό· στρόφους, ίσια· ίσια, ίσχια. ντιούζγκα.
ζόρικος· καµπόσους. κακάρουµα. ίσιος· ίσιους, ισιάζου,
ζουλώ· ζλάου, ζλίξ(ι)µου, θάνατος· ιλιάµ(ι), ιντζέλ(ι). ντιούζγκους, σιάζου.
ζλιούµι, ζούλτζµα, ζουπώ. Θεέ µου· θε µ’. ίσιωµα· ισιάδ(ι).
ζουµί· ζµι. θεία· θειτσίτκους, τέτα. ίσκα· ίσκνα.
ζοχοί· τζόχια. θειάφι· τειάφ(ι), τειαφίζου. ισορροπία· ντέγκι.
ζυγίζω· ζ(υ)γιάζου, θείος· λάλας, παραθειός. ισοφάριση· πάτσ(ι) κι πόστα.
ζ(υ)γιασµένους, ζυγιστάδις, θέλω· θέλου, θιλέσ(ει). ιστορίες· µασάλ(ι), µουχαµπέτια,
ζύ(ι). θέλω να κατουρήσω· µπέντ(ι).
ζυγός· ζ(υ)γός. ξικατρουγιούµι. ισχυρογνώµων· ντικινέ,
ζυγούρι· ζγούρ(ι), ζ(υ)γούρ(ι). θέλω να µεγαλοδείχνω· ντικινές.
ζυγώνω· ζ(υ)γώνου, κουντεύου, τρανεύουµι. ίσως· µπέλκιµ.
κουντουζ(υ)γώνου. Θεός· Θιός, γιαραµπής, ιτιά· ουτιά.
ζυµάρι· ζ(υ)µάρ(ι), ζ(υ)µώνου, παραθιός. ίχνος καθησιάς· κουλουκαθιά.
ζ(υ)µώτρα. θεοσεβούµενος· θιουτκός.
ζω· ζάου. θεριακλής· θιριακλής.
ζωγραφιστό· γραµµένου. θερίζω· θέρους, θιρστής,
ζωέµπορος· τζιαµπάζους. θιρίζου. Κ
ζωηρό· τσιαµούσκου. θερµάστρα· µασίνα. καβάλα· καβάλα, καβαλίκα,
ζω καλά· καλουζώ. Θεσσαλονίκη· Σαλουνίκ(η), καβαλκεύου, καβαλνώ,
ζωνάρι· ζνάρ(ι), ζναρούδια. Σαλουνκιός. καλβακεύου.
λουρί, σιλάχ(ι). θηλιά· θηλιά, θλύκ(ι), τσιλές. καβγάς· καβγατζώνουµι,
ζωντάνια· τσιά(ι). θηλή στήθους· ρώγα. µαλουσίτ(ι), πλακουσίτ(ι),
ζώο· ζούδιου, ζλάπ(ι), πράµατα, θηλυπρεπής· αγναίκιους, πλακουτούρα.
χαϊβάν(ι), χαϊµανάς. γνικουτός, γνικουφέρνου. καβγατζής· τσιουκαντάρ(η)ς.
ζωοτροφής είδος· χασίλ(ι). θηµωνιά· θηµουνιά. καβγατζού· γκίτσα.
ζωύφια· µαµούδια, ζούδιου. θρηνώ· θρηνήθκαν, θρηνιάσ(ει), καβουρντίζω· γιαχνίζου.
θρηνίζου. κάδος· κάδ(η), καδί, κάδους.
θρονιάζοµαι· θρουνιάζουµι. καηµένος· κουρµάδους,
θρύψαλο· τρύψαλου. κουρµένους.
Η θυµάµαι· δουκιούµι, θ(υ)µούµι, καηµός· γκάµ(ι), ζέσ(η), καµός,
ή· γιά, ιά. θµούµι, θυµητκό. σιβντάς.
ηγούµενος· γούµινους. θυµιάζω· θυµνιάζου, θυµνιάµα, Καθαρά ∆ευτέρα·
ηθική γυναίκα· ηθικιά. θυµνιάτζµα, θυµνιατήρ(ι), καθαρουδιφτέρα.
ηλεκτρικό ρεύµα· ηλικτρικό. θυµνιατίζου, θυµνιατός. καθαρίζω· καθαρνώ,
ηλίανθος· ήλιους, ήλιου του θυµώνω· αµαχηµένους, παστρεύου.
µάτ(ι), τ'. αργάζου, άργαζµα, θ(υ)µώνου, καθαρίζω στρερεά· ξιγλάου.

417
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

κάθαρµα· ακάθαρµα. καλοκαιρινός· καλουκιρνός. καπίστρι· καπίστρ(ι).


καθαρός· γιαλαµάς, καθάριους, καλοµαθηµένος· ουσµάν(η)ς. καπνοµεσίτης· µισίτς.
καθαρούλα, λαµπίκους, καλός· καλό(ει)νι, καλούδα. καπνοπαραγωγός· καπνάς.
λαγάρσµα, λαγαρίζου, καλόψυχος· καλόψ(υ)χους. καπνός· κάπνι, καπνιού.
λάγαρους, παστρικός. καλπασµός· αραβάν(ι), καπνός πυκνός· ντουµάν(ι),
κάθε· κάθι. αραβάν(ι)κου, γκλαγκάνα, στα ντουµανιάζου, ντουµανλαντώ.
κάθετα· µπίτκα. τέσσιρα. καπνός φυτό· καπνό.
καθίκι· αγγειό. κάλπης· κάλπ(η)ς, καλπίνα, καπνός ψιλοκοµµένος·
καθοδηγώ· πράττου, κάλπκους. τουµπικί.
πραγµένους, πράξ(ι)µου. κάλτσα µάλλινη· τσιουράπ(ι). καπνού σκόνη· ταµπάκους.
κάθοµαι· αραλίκ(ι), καθόντας, καλύβα πρόχειρη· τσιαρντάκ(ι). καπνού φύτεµα· καπνουφυτεία.
κάθουµι, καθούµινους, κατσιά, καλύτερα· καλλιά. κάποιος· κανέ, κάποιανοι.
κάτσ(ι)µου, κατσιό. καλωσoρίζω· καρσ(ι)λαντίζου, κάποτε κάποτε· κάν(ει)-κάν(ει).
καθορισµένο· διαταµένου. καρσ(ι)λαντώ. καπούλι· κάπλα, καπούλ(ι).
καθρέφτης· γυαλί. καλύτερα· κάλλιου. καπρίτσιο· κόνξα.
και· κια. καλωσορίζω· καρσλαντίζου, καρακάξα· κακαράξα.
και αυτός· κιαυτός. καρσλαντώ, καλουσουρίστι. καραµέλα· µέντα, µιντούδα.
καίγω· καίου. καµαρώνω· καµαρουµένους, καράφα µικρή· γαραφάκ(ι).
καιρός· κιρός. καµαρώνου. καρβέλι χωριάτικο· πλαστό.
καίω µε κεραυνό· καµβάς· κανναβάς. κάρβουνα· καλέµ(ι), κάρνα.
στραπουκαίου, καµήλα· καµήλα, καµπλάρ(η)ς, κάρβουνο αναµµένο· ζιαρί,
στραπουκαµένους. καµπλίσιους, καµπλίτκους. ζιαρός.
κάκαδο· κάπαρου. καµία· καµνιά. κάργια· γκαΐλα.
κακαρίζω· κουκουντανίζου, καµινέτο· σπιρτουλόους. καρδάρα· καρδάρ(ι).
κουκουντιάκας. καµίνι· καµίν(ι). καρδαρόµπα· καρδουρόµπα.
κακεντρεχής· φαρµάκας, κάµποτ· κάµπουτ(ι). καρδούλα· καρδούδα.
φαρµακουµένους, καµπούρης· καµπούρ(η)ς, κάρο· κάρου, πατράκα.
φαρµακουσώνς. καµπουρούδα ζ(ι΄)τς. καρότσα κάρου· κάσα.
κακοζώ· ζένουµι. καµωµατάς· καµουµατάς. καροτσάκι· καρουτσούδ(ι).
κακοντυµένη· τσιουράπου. κάνει κρύο· κρυγιαδιάζ(ει). καρούλι· καρούλ(ι).
κακοπληρωτής· µπανταξής, κάνθαρος· βάµπλας. καρούµπαλο· σιούµπα.
µπαταξής. κανοναρχώ· καλαναρχάου. καρπός βαλανιδιάς· βαλάν(ι),
κακός· αχαµνός. κανονίζω· κανουνίζου, βαλανίδ(ι).
κακότροπος· κινέφ(ι). κανόντζµα. καρπούζι· καρπούζ(ι),
καλά· κουλάινι. κάνουλα· µπουρµάς. καρπουζάδα, ασαµόραστου,
καλάµι· καλάµ(ι), καλέµ(ι). καντάρι· καντάρ(ι), γκιουλές, ξυλάγγουρου,
καλαµπόκι· µισίρ(ι), κανταρόξυλου, κανταρτζής, σπαγκουραµµένου.
µισιρίτκους, τζίµισιρ(ι). ψευτς. καρύδι· καρύδ(ι), καρδένιους,
καλαµωτή· καλαµουτή. καντηλανάφτης· καντηλανάφτς. καρδίτσ(ι), τσιπουκάρδου.
καλαπόδι· καλουπόδ(ι). καντήλι· καντήλα, καντλούδ(ι), καρυδάτος· καρδάτους.
καλέ µου· τζιάνουµ. καντλούδα. καρφί· πρόκα, σιάικα,
καλή η ώρα· καληώρα. κάνω· κάµνου, κάµου, καµώθκα, καρφώνου.
καληµερίζω· καληµιρνάου καµώνου, καµώνουµι, κάνες, κάσα πόρτας· τσιρτσιβές.
καλή ποιότητα· αλµπινί. κάνου. κασετίνα· κασατίνα.
καλή τύχη· καλότχια. κάνω δεµάτια· διµατιάζου. κασίδα· κασιάρα, κασίδας.
καλιάνδρα· γαλιάντρα. κάνω κάτι πλάκα· πλακιάζου. καστανιέτες· ζίλια.
καλικάντζαροι· καρκαντζαλοί, κάνω πρόχειρα· παταβώνου. κατά· κα.
καρκαντζαροί, κάνω το σταυρό µου· καταβολάδα· ικµάς.
καρκαντζαραίοι. σταυρίζουµι. καταγής· καταή.
καλλυντικό· φκιασίδ(ι), καούρα· φλόγα. κατάδοση· µαρτύρµα.
φκιασιδουµέν(η). καπάκωµα· καφάσουµα. κατακάθι· καταπάτ(ι), λούνα.
καλόγερος· καλόγιρους, κάπα µικρή· καπίτσα. κατάκοιτος· κατακτάµινους
καλουγιρίτκους, καλόιρους. καπέλο· κασκέτου, µπαναµάς, καταλαβαίνω· καταλαβαίνου,
καλοθρεµµένος· µπαλαµάς. αγροικάου, παρλαντίζουµι.
κριθαρουµένους καπηλειά· τζιαρτιά. κατάλληλη στιγµή· ραστ,

418
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

κατάµαυρος· αράπ(η) τιντζιρί. σγκαρλίδ(ι). γκιουλ µπαξές.


καταµεσής· καταµισιού, µέσ(η)- κατσιάζω· κατσιάζου, κηπουρός· µπαξιβάνους,
µέσ(η). κάτσαρους. µπαξιβαντζής, µπαχτσιβάνους.
καταπακτή· γκλαβανή. κατσίκα· γίδα, γίδια, γίδις, κήρυκας· ντιλάλ(η)ς, τσιλιάρς 2.
καταπατώ· καταπατάου. γιδάρς. κιβώτιο ξύλινο· καφάσ(ι).
καταπίνω· καταπίνου, κατάπµα, κατσίκι· βιτούλ(ι), κατσίκ(ι), κιµάς· κιιµάς.
στραβουκαταπίνου. κατσ(ι)κίτκους, κατσ(ι)κούδ(ι), κινούµαι χωρίς να φαίνοµαι
κατάπληκτος· σύξυλους. κατσ(ι)κάς, καλά· διαλλάζου.
καταπόδι· καταπόδ(ι), κατσ(ι)κόδρουµους. κινώ· κνάου, κνω 1.
καταπόδιασµα, κάτω· κατ. κιρσοί· χρούµπαλα.
καταπουδιάζου, κατώγι· κατώ(ι), παλιουνουντάς. κίτρινος· κιτιρνάδα, κίτιρνους.
καταπουδιαστός, καταπουδνός. κατώτερος· απουκατνός. κλαδευτήρι· κλαδιφτήρ(ι).
καταπραΰνω· καταπραΰνου. κατώφλι· κατώφλιους, κλαδί· ντάλ(ι), τσάκνου.
κατάρα· άρα, καταριούµι, παραστατός, παραστρατός. κλαίω· κλαίου, κλάψα, φλάσκας.
πικροκαταρούσα. Καυκάσιος· Καυκασιάγκαρους, κλέβω· σουφρώνου, κλεφτς,
καταραµένος· αφουρισµένους. Καυκάσιους. κλιφτίνα, κλιφτούδ(ι). κουµήτς.
κατασταλλάζω· καυτό νερό· θιρµός. κλειδαριά· κλειδαριά,
κατασταλααίνου. καφτάνι· καφτάν(ι), καφτάνου. κλειδαρούδα, κλειτς.
κατάστιχο· κιτάπ(ι). κάψιµο· κάψ(ι)µου. κλείνω· κλάου, κλείνου,
καταστροφή· πατατράκ, κελάηδηµα· κιλάηδµα. σφαλίζου, σφαλνάου,
χαραµπάτ(ι). κεντρί· τζουνί, τζουνάου, σφαλτζµένους, σφαλτστός,
κατάσχω· κατασχώ, κατασχέτου. τζνιούµι. χλουπώνου.
κατατάσσω· κατατάζου. κεντρί µέλισσας· κιντρίδ(ι). κλειστός τύπος· µουντός.
καταφέρνω· καταφέρνου, κεντρική πηγή· µάνα. κλήµα· κλήµα, κληµατσίδα,
κατάφιρµα, µαγκουστάρου. κεντώ· κιντώ, κιντίδια. κούρβλου, κούρλου.
καταφθάνω· κουβαλνιούµι. κενώνω· κινώνου. κληµαταριά άγρια· αγραδιά,
καταχωνιάζω· καταχουνιάζου. κεραµοποιός· κιραµδάρ(η)ς, χρώµα,
κατεβαίνω· κατιβαίνου, κιραµδαριό. κλήρος· τσιόπ(ι).
κατιβασιά. κερδίζω· καζάν(ι) 2, καζαντάου, κληρώνω· µοιράζου.
κατέρρευσα· τσιόκσα, τσιοκς. -ώ, καζάντζµα, καζάντ(ι), κλοτσώ· κλουτσάου.
κατήφορος απότοµος· καζαντίζου, κουνουµάου, κλώθω· κλώθου,
ντιούµντιουκ(ι). ξιφουλιάζου, ξιφούλ(ι), κλουθουγυρίζου,
κάτι τι· ένα τι. όµπεσ(ι). κλουθουγυρνάου, κλώσ(ι)µου.
κατοικώ· κάθουµι, µένου, κερδίζω παιχνίδι· βγαίνου. κλωνάρι· κουλνάρ(ι),
µνήσκου. κέρµα δραχµής· µουνόδραχµου. χρυσουκόλναρου.
κατοσταράκι· κατουσταρούδ(ι). κέρµα δύο δρχµών· δίφραγκου. κλωνάρι κοµµένο· πατσιάδ(ι).
κατουρώ· κατρώ, κατούρµα, κέρµα µισής δραχµ.· µισούδ(ι). κλωσώ· κλουσάου, κλουσαριά,
κατρίµατα, κατρουγιέµι, κερνώ· κιρνώ, κιρασιά 1. κλώσ(η)µα.
κατρουγιούµι, κατρουλιάς, κερασιά δ.· κιρασιά 2. κνήµες· κανιά.
κατρουλιό, κατρουµένους κεφάλαιο αρχικό· σιρµαϊά, κόβω· κόβου, κόφτου,
ξικατούρµα, ξικατρίµατα, µαϊά. παρακόφτου.
σιούρλου. κεφάλας· κιφαλάς, κιφάλου, κόγχη· κόχ(η).
κατρακυλώ· γκουντρουκλάου, κρατσνάς, τσικίτ κιφαλής. κοιλιά· βούζα, βουζαράς,
γκουντρουκύλ(ι)µα, κεφάλι· γκλάβα, δoξαπατρί, βουζού, βουζαρίκα.
κουντρουκλάου, καράπα, καραπατσίνα, κοιλιά άδεια· λαγκούτα.
κουρντουκλάου, καφάσ(ι), κιφάλ(ι), πατσί, κοιλόπονος· δάγκαµα.
ντρουκουλάου, πατσιάς, πατσιαρίκα. κοίλωµα εδάφους· µπαντίνα,
ντρουκουλνάου. κεφάλι µικρό· σκουρδουπάτσ(ι). µπαντνιά.
κατράµι· κατράν(η). κεφαλοµάντηλο· κριπάκ(ι), κοίλωµα κοίτης· βίρακας,
κατσάδα· γκιούζ(ι), µπαράζ(ι), σιαµί, σιαµούδ(ι), τσιµπέρ(ι). κάδ(η).
πόστα, τιµπίχ(ι). κέφι· γκάµ(ι). κοιµούµαι· κοιµούµι, γέρνου,
κατσαρίδα· βρουµόβαµπλας. κεφτές· κιουφτές, κιφτές. κµούµι, λαγουκοιµούµι,
κατσαρό µαλλί· µαλλιά κεχρί· κιχρί, τιχρί. ξιρουκοιµούµι,
σκαλιστά, πουρπούλ(ι), κηλίδα· µπένκα, πένκα, σακάρς. ψιφτουκοιµούµι.
πουρπούλ(η)ς, πουρπουλιάζου, κήπος µε τριανταφυλλιές· κοιτάζω· κτάζου, χτάζου, διε,

419
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

διες, κοιτάζουµι, χτάξ(ι)µου. κουντουπέπιρδας, κόσκινο· κόσκνου, κουσκνίζου,


κόκαλο· κουκάλα, κουκαλάκια. κουντουρούδα, κουντουστούπς, κουσκνάδια, ντριµόν(ι),
κοκίτης· κουκίτς, κουκύτς. µαρµάρας, µίγκους, ντριµουνιάζου, ντριµόνιαζµα,
κοκκάρι· κουκκάρ(ι). µπαρντακουβούλουµα, σήτα.
κοκκινίζω· κουκκνίζου, πέπιρδας, τουµπάι. κόσµος· κουσµάκους, κουσµάκς,
κουκκνάδα, κουκκνάδ(ι), κοντόφθαλµος· κιότκους. κουσµού, κουσµούρα,
τσιτσίνα, τσιτσινιάζου. κοντόχοντρος· κουλουστούπς, ντουνιάς.
κοκκινόχωµα· κουκκνόχουµα, µπαµπριάσκου, κότα· αρνίθα, αρνίθ(ι),
πατόχουµα, τσιγκούρα. µπαµπριασκούδ(ι), αρνιθώνας, αρνιθίτκους.
κοκκινόχρωµος· τουρκίτκους. µπαντνιάρ(η)ς, σβώλακας, κοτέτσι· κουτέτσ(ι),
κοκόνα· κουκόνα. στιόκ(ι). καθίστρα.
κόκορας· κουκουρίκους. κοντσίνα· κουλτσίνα. κότσαλο· κότσαλου.
κολαντρίζω· κουλαντρίζου, κοντύλι· κουντύλ(ι). κοτσάνι· κουτσιάν(ι),
κουλανταρτζής, κόπανος· κουπανάρια, κότσιανους, κουτσιανίζου.
κουλανταρτζίκους, κουπανούδ(ι), κουπάντζµα. κότσυφας· κουτσίφ(ι).
κουλανταρτζίκια. κόπος· κόπους, κουπιάζου. κουβαλώ· κουβανάου,
κόλλυβα· κόλλ(υ)βα, κόπρανο ανθρώπου· σκατό, κουβαλνάου, κουβαλνιούµι.
µπουµπόλια. απόσκατα, σκατασί, σκατίδα, κουβάρι· γκβάρ(ι), κβάρ(ι).
κολλώ· ακουλνάου, ακόλα, σκατίνα, τσιλαρίκα. κουβεντιάζω· ζµπουρίζου,
ακόλλ(η)µα. κοπριά· κουπριά, σµπουρίζου.
κολοκύθα· κουλόκθα, κουκουράντζ(ι), κουπρίτς, κουβεντολόι· σόµπουρους.
κολοκυθιά, κουλουκθιά, κουπρόσκλου, κουδούνι· γκδούν(ι).
κουλουκθούδ(ι), κουπρουσκλιάζου. κουδουνίζω πόρτες·
κουλουκθόσπουρους, κοπριά αλόγου· γκαβαλίνα, κουλιντίζου.
κουλουκθόπτα, κουλουκυθιά, καβαλίνα. κουζίνα· µαγειρειό.
σπόρια. κόπωση· απουσταµάρα. κούκος· κούκους.
κολόνα ξύλινη· ντιρέκ(ι). κορδώνοµαι· καµπαρντίζου, κουκουβάγια· κουκουβάια,
κολοφώνιο· τσιάµτσιακιζ(ι). καµπάρντζµα. κουκλουβάια, χουχλουβάια.
κολυµπώ· κουλυµπάου, κοριτσάκι φλύαρο· φιρβιδόνα. κουκούλα· χουχούλα.
κουλιουµπάου, κουλιούµπµα, κορίτσι· κουράσ(ι), κουρή, κουκούλι· κουκούλ(ι).
κουλύµπµα, πλέκου 2, κουρί, κουρίτσ(ι), κουρλίδ(ι), κουκούτσι· κουκούτσ(ι).
πλέξ(ι)µου 2, σκλίτκου κουρτσαδέλ(ι), κουρτσάρα, κουλός· κλος, κλαίνουµι,
πλέξ(ι)µου. κουρτσαρέλ(ι), κουρτσαρίνα, κλόχειρους.
κοµµάτι κρέας· µοίρα, κουρτσεύουµι, κουρτσίνα, κουλουριασµένος· τόρτοπ(ι).
κιµπάπ(ι). κουρτσούδ(ι), κουρτσουµάνα, κουµάρι· κουµάρ(ι).
κοµµάτι πανιού· κούρπα. τσαπιρδόνα, τσιούπρα. κουµάσι· κµάσ(ι).
κόµµωσης τρόπος· καρούλια. κορίτσι δύστροπο· τσινούδ(ι). κούµπωµα· φλύκουµα,
κοµπόδεµα· κουµπόδιµα. κορίτσι ζωηρό· γκουντρίνου. φλυκώνου.
κόµπος· κόµπους. κορµοράνος· καραµπατάκ(ι). κουνάβι· κνάβ(ι),
κοµπόστα· κουσιάφ(ι), κορνίζα· κουρνίζα, βρουµουκούναβου, σαµσάρ(ι).
χουσιάφ(ι). καδρουθήκ(η). κουνέλι αρσενικό· κούνιλους.
κοµπρέσα· ξιδουπάν(ι). κορνιαχτός· κουρνιαχτίζου, κουνιάδος· κουινιάδους,
κοµψευόµενος· τσούτσους. κουρνιαχτός, µπαλντίζια
κοµψός· ζαρίφς. κουρνιαχτισµένους. κουνούπι· κνούπ(ι).
κονδυλοφόρος· πινόξυλου. κορόµηλο· κουρόµπλου, κούντηµα· κούντµα.
κονίαµα µε άµµο· κουρασάν(ι). κουρουµπλιά. κούντουρος· κουντουνούρ(ι),
κονταίνω· κουνταίνου, κορυφαίος· µπάσ(ι). κουντούρς, κουντούρκους.
κουντεύου. κορυφή· κουρφή, αθέρας, κουνώ· κνω 2, κουνάου, κνιούµι.
κοντάκι· κουντάκ(ι). κουρφάδια, κουρφουλό(η)µα. κουράγιο· κουρά(ι).
κοντολαίµης· κουντουζνίχς, κορυφή βουνού· παπάλα, κουράζοµαι· απουκάνου,
κουντουλαίµς. τσιούγκα, τσιουγκάρ(ι). νταγιαντάου, νταϊαντάου,
κοντός· κουντός, γκντια, κορυφή κεφαλιού· ίλιγγους. κουψουµισιάζουµι,
γκουντουβάς, καψούδ(ι), κόρφος· κόρφους. σιακαντίζουµι, µπαϊλντάου,
κουβάς, κουντακνός, κουντνός, κορώνω· κουρώνου. µπαΐλντζµα, µπουλαντάου,
κουντουµαζουµένους, κόσα· κουσά, κουσίζου. µπουλαντίζου.

420
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

κουρδίζω· κουρντίζου, κρασί· κράσους, κρασουπαπάρα, κύπελο νερού· µαστραπάς.


παρακουρντίζου. νιρουκράσ(ι), πατατράβα. κώλος· κουλί, κουλόπανου,
κουρείο· µπαρµπέρκου. κρατώ· κρατάου, βαστάζου, κουλούδ(ι), κουλουπάν(ι),
κουρελής· ρέντας. βαστάου, κρατιέµι, κρατιούµι. κουλώνου, κώλους.
κουρέλι· παρτάλ(ι), γιουµίδ(ι), κρέας· κρες, λιάκατα. κωλοσέρνοµαι·
µάντζαλα παρταλάς, κρέας ή ψάρι ψιλοκοµµένο· κουλουσέρνουµι.
παρταλιάζου, ράντζαλου, τιφτίκ(ι). κωλοσφούγγι· κουλουσφούγγ(ι).
τζάντζαλου, τσάντζαλου. κρεβάτι· καριόλα. κωλοτσέπη· κουλουτζέπς.
κούρεµα του κοπαδιού· κρεµαστάρια· κληµαστάρια. κωφός· κουφός, κούφακας,
κούρους. κρεµάστρα· κουντουρίσα, κουφανάκους, κουφιά,
κουρεµένος πολύ· κριµαστάρ(ι). κφάδ(ι), κφος, κφια, κφο,
ξουρουµπίκ(ι). κρεµµύδι· κρουµµύδ(ι). κφόγρουνου.
κουρεύω· µπαρµπιρίζου, κρεµµυδοφάγος ζ.·
µπαρµπιρζµένους. κρουµδουφάγους.
κουρκούτι· κουλκούτ(ι), κρεµώ· κριµώ, κριµνώ.
κουλκουτιάζου. κρεολίνη· κούρσουι. Λ
κουρµπέτης· κουρµπέτς, κρεοπώλης· κασάπς, κασαπιό, λαβή· παρτσιά.
κουρµπιτλής. κασάπκου. λαβή από γιακά· γιακά παρτσιά.
κουρούνα· γκουρατζάνους. κριθαρίσιος· κριθαρίτκους. λαβωµατιά· λαβουµατιά.
κουρτίνα· µπιρντές. κρίκος· καρκέλα, καρκελίζου, λάγνα· µύχλα.
κουτάβι· κτάβ(ι). κρικελίζου, κρικιλίζου. λαγόνι· λαγκόν(ι).
κουτάλι· χλιάρ(ι), χλιάρα, κρίµα· γιαζίκ, τιου γιαζίκ, τσιου λαγός· λαγαρίκους.
χλιαριά, χλιαρίζου, χλιάρσµα. γιαζίκ. λαγούµι· λαγ(ι΄)µ(ι).
κούτελο· κούτιλου, κούτρα, κροκάλες· κρόκαλα. λαγωνίκα· λαγουνίκα.
κουτράου, κουτριά, κουτρίζου. κρόταφος· µηλίγγια, παραφτίδα. λάδι· λάδ(ι), λαδκό, λαθκό.
κουτοπόνηρος· κροτώ· βάχνου, βάξ(ι)µου. λαδωτήρι· γκαζιρό.
ζαβουλανάτσιους. κρούω· κρούου. λαζάνια· γιουφκάδια, λιφκάδια,
κουτός· γκόγκανους, κρύβω· κρύβου, κρυψάνα. µακαρόνια, φύλλα.
κ(ι΄)ρτζιους, κ(ι΄)ρτσιους, κρυολογώ· καρφώνου, λαθεύω· λαθεύου, κατσιρµάς,
κόγκανους, κουτούφ(ι). ντουρντουχώνουµι, λάθια, λαθώνου.
κουτουλώ· κουτλάου. ντουρντούχ(ι). λάκκος· λάκκους.
κουτσά στραβά· άχλι βάχλι, κρύος· κρυγιός, κρύγιουµα, λακκούβα µε νερό· γκιόλα,
ζάτλι κούτλι, κούτσα-κούτσα. κρύγιους, κρυγιούτσ(ι)κους, λούστρις, µπάρα, µπαριάκα,
κουτσό· ακτσάκ(ι). κρυγιάδα, κρυγιώνου, µπαρούδα.
κουτσοµπόλης· τιστές. κρυώτας, µπόζας, µπουζάτους, λαλαγγίτα· αλαγγίτα, λαγγίτα.
κουτσοµπολιό· τισκιρές. µπούζ(ι), µπούζ(ι) γκεµπί, λαλώ· λαλάου.
κουτσός· κτσος, κτσια, κτσο, µπουζιάζου, ξυλιάζου. λάµια· λάµια, ντιντέϊκους.
κουτσαίνου, κούτσακας, κρύσταλλα πάγου· κρούσταλλα. λάµπα· λαµπούδα, γκαζόλαµπα.
κουτσουβός, κτσαίνου. κρυφοκλάνης· κρυφουκλάντς. λαµπογυάλι· λαµπουγυάλ(ι),
κουτσουλιά· κουτσίλα, κυδώνι· γκδών(ι), κυδουνιά. γιαµπουγυάλ(ι), γυαλί.
κουτσιλιά, κουτσιλώ, κουτσλιά, κυκλοφορώ· κυκλουφουράου. λανάρα· λανάρα, λαναρίζου,
κουτσούλα. κυλώ· γκλω, γαδρουγκύλτζµα, νταράκ(ι), νταράκιασµα,
κούτσουρο· κούτσουρου, γκλιούµι, γκλίσ(ι)µου, νταρακιάζου.
κουτσούρα. γκλισταριά, γκύλ(η)µα, λάπαθο· λάπατου.
κουφαίνω· κφαίνου. γκύλτζµα. λαπάς· µπουλαµάτσ(ι).
κούφιος· µπούχαβους. κυνήγι· άβ(ι), αβτζής, λάρυγγας· γκ(ι’)ργκλας,
κουφόβραση· κουφόβρασ(η). σιοργκούν(ι), σουρέκ(ι), γκιργκλιάνους, ζουρνάς.
κουφοξυλιά· βούζ(ι). σουρικτσής. λάσπη· λασπούρα, γλίντζα,
κοφίνι· κουφίνα, κουφνίδα. κύπελο· τάσ(ι), κατσαρόλα, γλιντζιάζου.
κοψαχείλης· κουψαχείλας, κατσαρόλ(ι), γιαµάκ(ι). λασπότοπος· αζµάκ(ι), ασµάκ(ι).
κόµψας. κύπερη· σµουλέτσους. λάστιχο ποδήλατου· ιξουτιρικό.
κόψιµο· κόψ(ι)µου. κυπρίνος· γκριβάδ(ι). λατοµικός· νταµαρίσιους.
κράµπα· ντράγκουµα, κυρία· κυρά, κυρατσούδα. λαχανιάζω· φουσκώνου.
ντραγκώνουµι. Κυριακή του Θωµά· λαχανικά· ζαρζαβάτ(ι).
κρανιά· κρανιά, κρανίτκους. Αγιου-Θουµάς. λαχανόκηπος· µπαξές,

421
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

µπαχτσές. λογοµαχώ· λουγουµαχώ, µαϊντανός· µακιδουνήσ(ι).


λαχταρίζω· λαχταρίζου, λουγουφέρνου. Μάιος· Μά(η)ς.
λαχταράου, λαχταρνάου, λόγος· λόους. µακάρι· µπουλάκιµ.
λαχτέντους. λόξυγκας· λότσκας, γκλώξα, µακάριος δείπνος· µακάριους.
λεβέντης· ντιµπιντέρ(η)ς, γλότσκας, γλώτσκα. µακριά· µακριά, σ(ι)µά κουντά,
γιαγιάδες. λοστός· λουστάρ(ι). τζαντέµ(ι).
λέβητας· καζάν(ι). λούζω· λούζου, λούσ(ι)µου. µακρύς· µακρύς.
λεγένι· λιγέν(ι). λουκάνικο· σιουτζιούκ(ι). µαλακό στρώµα· µαλακούρα.
λέγω· απείπα, κοντολογίζου, λουλάκι· γαλαζάρα. µαλλί· µαλλί, µαλλάκ(ι),
λέγουνταν, λέου. λουρίδα· λουρδούδα. µαλλίσιους, µαλλίτκους,
λεηλασία· γιάµα, γιάµατζης. λουτρό· λουτρός, χαµάµ(ι). πλάσις.
λειαίνω· αγλύφου, γλύφου. λούτρο· λούτρου. µαλλί β΄ ποιότητας· γιούν(ι).
λείξουρος· λείξας, λείξα, λόφος µικρός· ντούµπα. µαλώνω· απουπαίρνου.
λειξουρόκουλους, λειξούρς, λοχίες· λουχίοι. µαµή· µπάµπου, µανάκα.
λουξούρς, µάτσας. λυγαριά φ.· λυγαριά. µάνα· µάµα, µαµάκα, λιλέκα,
λειψά· ξίκ(ι). λυγίζω· λυγίζου, λυγάου, µάνι, µανίτσα, µανούδα.
λεκιάζω· γιώνου, γιώµα, λυγιούµι, λύγµα. µάνα κακή· παλιόµανα.
γιώσ(ι)µου. λύκος· λύκους, λυκούδια. µανάρι· µανάρ(ι).
λεµόνι· λιµόν(ι). λύνω· λύνου. µανάρι µου· κουζούµ.
λεπτός· αφίθκους, λιανός, λυπάµαι· αλ(υ)πούµι, αλύπµα, µάνδαλος· µάνταλους, τρακάζ(ι).
λιανεύου, λιανούρι, λύπµα. µανίκι· µανίκ(ι).
λιαντζούρ(ι), λιανίζου, φτινός. λυσσασµένος· λυσσιάρκους. µανικετόκουµπο·
λέρα· λιάρα, λαµώνου, λωλαµάρα· λουλαµάρα. ξινουκούµπ(ι).
λιαρώνου. µανιτάρι· µαµτάρ(ι), µαντάρ(ι).
λέρα λιπαρή· γλίντζα, µάνλιχερ· µάνιχερ.
γλιντζιάζου. µανουάλι· µανάλ(ι).
λέρα µαλλιού· σούκου. Μ µαντζουράνα· σάψυχους.
λέτσος· λέτσιους. µάγγανο· µάγγανους. µαντίλα· µπόλ(ι).
λευκαίνω· λιφκαίνου. µαγειρύω· µαγειρεύου. µαξιλάρι· προυσκέφαλου,
λεύκη· καβάκ(ι). µαγεριά· µαγειρσιά. κλούφ(ι), µαξιλάρια τ’ς
λεφτόκαρο· λιφτόκαρου, µαγιά· µαϊά, µαϊλαντίζου, φιγούρας, µαξιλάρις, πιέτα.
λιφτουκαριά. µαϊλάτζµα. µάραθο· µάλαθρου.
λεχώνα· λιχούσα, λιχουνιά, µάγια· καµώµατα, κάµουµα. µαραίνω· ζουριάζου, ζούριασµα,
λιχώνιψα. µαγιάτικος· µαϊάτκους, ζούρσι, µαραίνου, µαραγκούτα.
λέω ανοησίες· µπαµπαλίζου. µαΐσιους. µαργαρίτα άγρια· καλόγιρους,
λέω πολλά· παραλέου. µαγικό· µαϊκό. αρµένκου.
ληµέρι· γιάφκα. µάγουλα· µούτσουνα, µούτσνα. µάρµαρο· ξιµαρµαρώνου.
λησµονώ· λησµουνάου. µαδάω· µαδάου, µάδµα, µαρτιάτικος· µαρτιάτκους.
λιάζω· λιάζου, ήλιασµα. µαδµένους. µαρτυριάρικο· προυδότ(ι)κου,
λίγος· λίγνοι, λιγούτσ(ι)κους, µαδέρια· µαντέρια. προυδουτούδ(ι).
καµπόσους. µαζεύω· µαζεύου, µαζαίνου, µασιά· τσιουµπίδ(ι).
λιθοβολία· πέτρα. µάζουµα, µαζούπα, µαζουχτά, µασκαράς· µασκαράθκα.
λίµα· ντιρπί, ράσπα. µαζώνου, πάρσ(ι)µου, µασουλίζω· µατσιαλάου,
λιµπίζοµαι· αλιµπίζουµι, συνάζου, ζούρσι. µάτσιαλα, µατσιούλας.
λουξουρεύουµι. µαζεύω στην άκρη· ξιακρίζου. µαστίγιο· γκριµπάτσ(ι),
λίπος χοιρινό· λίγδα. µαζί µε όλα· σύµπιτσα. µατσούκ(ι), καµτσίκ(ι),
λισγάρι· λισγκάρ(ι). µαθαίνω· µαθαίνου, µαθέ, καµτσικώνου.
λιχνίζω· λιχνίζου, λιχνιτήρ(ι). µαθές, µαθµένους, µαστίχα· µουστίχα.
λιώνω· ανιλώ, ξιπανιλώ. παραµαθαίνου. µάστορας· µάστουρας,
λοβοί· λουβιά. µαθητές ∆.Σχ.· δασκαλούδια. ιρµπάπ(η)ς, ιρµπαπλίκ(ι),
λογαριάζω· παρώνου. µαϊµού· µαϊµούν(ι), µαστουρίκους, µαστουρκός.
λόγια· λόια. µαϊµουνίτκους, µαστός· µαστάρ(ι).
λόγια ανόητα· παπαρδέλις. µαϊµουνόσουπα, µασχάλη· αµπασκάλ(η).
λογικά· λουικά. µαϊµουντζιλίκια, µάτι· µάτ(ι).
λογιός· λουγιός, λιγιός, λουγιών. µαµουντζιλίκια. µαυρόκοτα· µαυρόκουτα.

422
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

µαυροµάτα· µαυρουµατούσα. µεταλαβαίνω· µιταλαβαίνου, µσουµοιράζου,


µαχαίρι· κλειδουµάχιρου, µιταλαβιά. σκατουµοιρασιά.
λιµπίδα, µαχιριά, σατίρ(ι), µετανιώνω· πισµανεύου, ξείπα, µόλις πρν λίγο· ένους, όνους.
σκλιβουµάχιρου, τσικούδ(ι). πισµανιώνου, πισµάνιµα, µολόχα· µουλόχα.
µε ...· µι 2, µι τιαυτά, µι πισµανλίκ(ι), πισµάνς. µολύνω· µουλύνου, µουλεύου,
τικείνουν, µι τιµένα, µι τισένα. µεταξοσκώληκας· µόλιµα.
Μεγάλη Πέµπτη· µιταξουπούλ(ι). µοµφή· ντανκάς.
µιγαλουπιφτιάκους. µεταποιώ· µιταποιώ. µοναστήρι· µαναστήρ(ι).
µεγαλόσωµος· γκουτζιά, µετρώ· µιτρώ. µοναχή· καλουγριά.
γκουτζιάµ, γκουτζιαµάν, µέτωπο· γκλέφαρου, κίτσα, µοναχικό άτοµο· κόρµακους,
γκραγκαθάς, κουτζιά, τότσκα. µαγκούφς.
κουτζιάµ, κουτζιαµάν, µηδενικό· κουλούρ(ι). µοναχός· µουναχούτσ(ι)κους.
ντέλαλας, ρούµκους. µήκος· µάκρους. µόνο· µο, µον, µόνουν.
µεγαλώνω· ξιτνιάζου, µηλιά· µπλια, µηλούδα, µόνο για· έλια.
ξιτίνιαγµα. µπλούδ(ι). µονόρχιδος· µουνόρχιδους.
µεδούλι· µυαλός. µηχανή βαµπακιού· µάκινα. µόνος· µουνάλλαγους.
µεζές· µιζές, µιζικλίκ(ι). µία· µια, µία. µονοχέρης· µουνόχειρους,
µεθώ· µιθώ, µεθύζου, µιθύζου, µία φορά· µιάφρα, µνιάφρα. τσιουλάκς.
µέτζµα, µιθουκουπάου, µίζερος· µίζιρους. µοντέρνος· ιξιλιγµένους,
µιτζµένους, σκνίπα, µικρή ηλικία· µικράτα. ξιπασµένους.
τσιακνισµένους. µικρή ποσότητα· σταλούδα, µορφασµός· µουσούνγκα.
µείγµα· χαµούρ(ι), χαρµάν(ι). τσίµπα, τσιµπούδα, µορφή· σλούπ(ι), σουλούπ(ι).
µελάνη· µιλάν(ι), µιλανί. τσιουµπούδα. µοσχάρι· ντανάκ(ι).
µελάτος· µιλάτους, µιλώνου. µικροαντικείµενα· τσιάγκαλα, µοσχοβολώ· µουσκουβουλάου,
µελαχρινή· αράψα. τσιµπράγκαλα, µάγκαλα. µουσκουβουλιά.
µέλει· µέλ(ει). µικροαπατεώνας· καλπουζάνς. µοσχοϊτιά· µουσχουτιά.
µελετώ· µιλιτάου. µικροεπισκευή· µιριµέτ(ι), µοσχοπούληµα·
µελίγκρα· µιλούρα. µιριµιτεύου. µουσκουπούλ(η)µα.
µελιόγαυρος· ουστριά. µικροεργαλείο· µαντζαφλάρ(ι), µοσχοστάφυλο·
µέλισσα· µέλτσα, µιλίσσ(ι), µαραφέτ(ι). µουσχουστάφλου.
µιλσάς, µιλισσουκόφνου. µικροκαµωµένος· µσουριξιά. µοτέρ· µουτόρ(ι).
µελισσοφάγος· µιλισσουφάγους. µικροκλέφτης· ντουλαπτσής. µου, µε· µ’, µι 1.
µελιτζάνα· µιλτζιάνα, µικρό παιδί· µπαρµπαδούδ(ι). µουδιάζω· µαργώνου,
πατλιτζιάνα. µικροπράγµατα· χαβαρκά. µαργουµένους, ξυλιάζου.
µελλόνυµφη· µιλλόνυφ(η). µικρός· κούτσ(ι)κους, µουλάρι· µούλα, µούλους,
µένω ακίνητος· ντιρικώνουµι. µούτσιανους. µπλαράς, µπλάρ(ι),
µε ποιον· µι τιποιόν. µιλώ µε διακοπές· κουµπιάζου. µπλαρίσιους.
µέρα· µιριάκα, µιρίτσα. µιντέρι· µιντέρ(ι). µουντζούρης· µουντζούρς.
µεράκι· ιστιάχ(ι), µιρακλής, µισή δραχ.· µισούδ(ι), µσούδ(ι). µούργος· µούργκους, µούργκας.
µιρακλαντώ, µιρακλώνου, µισθός µήνα· µηναίου. µουρµουρίζω· µουρµουρίζου.
τερτιπλής. µισογεµάτος· µισόγιουµους, µούρο· γκάσα, γκασιά,
µέρη· µέρια. ξιάδειους. σ(υ)καµνιά, σκαµνιά,
µερίδιο· µιράδ(ι), µοιράδ(ι). µισόλογα· χ(ι΄)κ-µ(ι΄)κ. σκαµνόβιργα, σκαρµιά.
µέρος ανοιχτό· µιιντάν(ι). µισός· µισός, µισάδ(ι), µσάδ(ι), µουρουνέλαιο· µουρνόλαδου.
µέσα· µε, µες. µσος, µσια, µσο. µουσίτσα· µουσιώ.
µεσαίος· µισιός, µισαριά. µισοχορταίνω· µσουχουρταίνου. µούσκεµα· λούτσα, µπιρµπάτ(ι),
µεσάλι· µισάλ(ι). µισοωριµάζω· φουσκώνου, παπίτσα, πιπίτσα.
µέση· κέπτσιους, µισίτσ(ι). φούσκουµα. µουσούδα· µούτσκα.
µεσιακός· µισιάρκους, µισιάρς. µισοώριµος· τσιακίρκους. µουσταλευριά· µασταγούλα.
µεσολαβώ· µισουλαβώ. µιτάρι· µιτάρ(ι), µιταρόβιργις. µούχλα· σάχλα, σαχλιάζου.
µεσοχείµωνο· µισουχείµουνου. µνηµονεύω· αναφέρνου, µπαγαπόντης· µπαγαπόντς,
µεταγγίζω· µαταγγίζου, ανιφέρνου. µπαγαµπουντιά.
µατάγγσµα. µνηµόσυνο 9 ηµερών· νιάµιρα. µπαγιάτικος· µπαϊάτκους.
µετακινώ· µιτακινώ, ζµπαράζου, µνηµόσυνο 9 µηνών· νιάµηνα. µπαϊράµι· µπαριάµ(ι).
σµπαράζου. µοιράζω· µοίρασµα, µπαλώνω· καρικώνου,

423
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

µπόντλαβους. µυαλό· νινιό, νιουνιό, νουή. νεφρό· νιφρός.


µπάµπαλο· µπάµπαλου, µύγα· µύγα, γαδρόµγα, νήµα στάθµης· σαούλ(ι),
µπαµπαλίδ(ι), µυγαρούδ(ι), µυγόφτζµα, σαουλιάζου.
κουτσουµπαµπαλούδ(ι). µυγόχισµα, σκατόµγα, νηµάτινος· νηµατένιους.
µπάντζο· πάντσιο. χρυσόµγα. νήπιο µικρό· νηπιούδ(ι),
µπαούλο· κιβούρ(ι), σιντούκ(ι). µυγοσκοτώστρα· νηστικός· νησ(ι)κός, λίµας,
µπάρµπας· µπάρµπας. µυγουσκουτών(η)ς, νησκάδ(ι), νησκόψειρα,
µπατζανάκης· µπατζιανάκς. µύξα ξερή· καρκάδ(ι). ψουµουλίµας.
µπεζεβέγκης· µπιζαβέγκ(η)ς. µυξιάρης· µυξιάρς, µύξιους 1. νηφάλιος· αΐκς.
µπέης· µπέ(η)ς, µπέικους, µυξοµάντιλο· µυξουµάντλου. νίβω· νίβου, νίψ(ι)µου.
µπιιλίκ(ι). µύρισµα· µύρζµα. νικώ· ανικάου.
µπεκιάρης· µπικιάρς. µυρµήγκι· µυρµήγκ(ι), νιφτήρας· νιφτήρα.
µπελάς· µπιλιάς, µπιλιαλής, µυρµηγκουµάνα, µυρµηγκάς, νιώθω στέρηση· χαρµανιάζου.
µπιλιαλίθκους. τουρκαλάς. Νοέµβριος· Αντριάς, Σπαρτής.
µπερδεύω· µπιρδεύου. µυρωδιά βασιλικού· νοιάζοµαι έντονα· κόφτουµι.
µπήγω· µπλόχνου, βασ(ι)λικιές. νοικοκυρεύοµαι· κουρνιάζου.
µπλουχµένους, µπλόχνου, µυρωδιά καµένου· καµιές, νοικοκύρης· νοικουκύρς,
µπουλούκουνα, µπούλουγµα, καµίλα, τσίκνα. νοικουκυρίσιους.
µπουλουγµένους, µυρωδιά χώµατος· χουµατίλα. νοικοκυριό ολόκληρο·
µπουλουκουµένους. µυρωδικό· µυρουθκό. συµπερίλογο.
µπίλια· µπίλα, κουρσιούµ(ι), µυστρί πλατύ· µαλάς. νοµίζω· νουµίζου, θαρρεύου,
τζιτζιλόνα. µυτζήθρα· ούρδα. θαρρώ, νόµζµα.
µπιµπίλα· πιµπίλα, πιµπιλώνου. µύτη· µύτ(η), µυτούδα, µύτους. νόµισµα τουρκικό· µετζάρες,
µπλαστρώνω· µπλαστρώνου. µιταλλίκ(ι), µιτζίτ(ι).
µπλιγούρι· µπλουγκούρ(ι), νόµισµα χάλκινο· µπαγκίρα.
σιτόριζο. νονά, νονός· νούνα, νούνους,
µπογιά· µπουιά, βάµµα. Ν κουµπαριό, παρακουµπαραίοι,
µπόγος· µπουξιάς, µπουχτσιάς, να· α, για, ια. παρανουναίοι.
µπουχτσιατζής. να δω· να διω. νοσοκοµείο· σπιτάλ(ι).
µποµπότα· µπουµπότα. να εδώ· δώια. νοστιµίζω· νουστιµίζου,
µπόρα· µπουνάτσα, νάζια· καµώµατα, καµουµατού, νουστιµαίνου, νουστιµεύου.
µπουριασµένους, µπουριάζου. κόνξα. νταµιτζάνα· ντραµουτζάνα.
µπορώ· µπουρώ, ακανάου, ναζιάρα· κουνίστρα. νταούλι· νταούλ(ι),
δύνουµι, παραµπουρώ. ναι· αά, αχά. νταουλούδ(ι), τουµπανάκους.
µπόσικος· µπόσ(ι)κους, νανουρίζω· νανουρίζου, ντέφι· νταϊρές, νταγρές, ντέφ(ι).
ξιµπουσ(ι)κάρου. νανούρτζµα. ντου· ντιου.
µποστάνι· µπουστάν(ι). νάρθηκας· άρτηκας, νάρτηκας. ντουλάπα· αρίλα,
µπουγάζι· µπουγάζ(ι), νάρκη, (όπλο)· νάρκα. γκαρντουρόµπα, µισάντρα.
µπουγαζάρα, µπουγαζάρ(ι). νάτος· άτους, γιάτους. ντούρο· ντουρουτό.
µπουκάλα· µπουτέλα. νάτος έρχεται· όντουκουζ. ντροπή· αντρουπή, αντρέπουµι,
µπουκάλι 25 δράµ.· ναύλα· αναύλα. αντρουπιάζου,
κουσ(ι)πιντάρ(ι). νεαρός· νιούτσ(ι)κους. αντρουπιάρκους, αντρουπιάρς,
µπουκιά· µπουκουσιά, χαψιά. νεκροταφεία· µουρµόρια. αντρουπιαστά, αντρουπίτσα.
µπουλούκι· µπιλιούκ(ι). νεογιλός· γαλατόδουντου. ντυµένος βαριά·
µπουντρούµ(ι)· µπουντρούµι. νεόνυµφη· νιόνυφ(η). µπαµπαλουµένους.
µπούφος· µπούφους. νέος· άγορος/άγουρους. ντυµένος ελαφρά· λιβέντρους.
µπουχτίζω· µπουχτίζου, νεόφερτος· νιόφιρτους. ντύνω· αλλάζου, άλλαµα.
µπούχτζµα. νερό· νιρό. νυστάζω· κάµσα, καµσιουρίζου,
µπρίκι· καφιλίκ(ι). νεροκολοκύθα· κρατούνα, καµσιούρς, καντηλιάζου, µάρα,
µπροστινός· µπρουστνός. κρατνιά. ξιρουνυστάζου.
µπρούµυτα· αµπρούµπτα, νερουλός· ουρλός. νυσταλέος· κοιµή(η)σς,
µπρούµπτα, µπρουµπτάου, νεροχύτης· νιρουχύτς. µαχµούρς, µαχµουρλής,
µπρουµτίζου, µπρουµύτζµα. νευριάζω· νιβριάζου, νιβρικός, µαχµουρλίθκους,
µπρούντζος· τούντζ(ι). νεύρου, νιβρόσπαστου, µαχµουρλoύκ(ι).
µπρούσκο· µπρούσ(ι)κου. τσιατίζου, τσιατλαντίζου. νύφη· νύφ(η), µπόζα, µπόζια,

424
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

νυφούδα, νυφουπούλα, ξεκούµπωτος· ξιπουζώσταρους. ξισκουντστήρ(ι).


νυφιάτκου. ξεκουνώ· ξικνάου 2. ξεσποριάζω· ξισπουριάζου.
νυφική ποµπή· ψίκ(ι), τσιούπ(ι). ξεκουρδίζω· ξικουρντίζου. ξεστρώνω· ξιστρώνου.
νυχτέρι· νυχτέρ(ι), παρακαµνιό. ξεκούτης· ξικούτς, ξικουτιάζου. ξεφεύγω· ξιφεύγου,
νωµίτης· νουµίτς. ξεκωλώνω· ξικουλώνου, κατσιρντάου, ξέφιβγµα,
ξικώλουµα. ξιγκλιστράου, ξικατσιρντάου.
ξεµαλλιάζω· ξιµαλλιάζου. ξεφουρνίζω· ξιφουρνίζου.
ξεµάτιασµα· ξιµάτιασµα, ξεφτέρι· ξιφτέρ(ι).
Ξ φτύσ(ι)µου. ξεφτίζω· ξιφτάου, ξιφτίζου.
ξακουστός· ξιακουστός. ξεµέθυστος· ξιµέτστους. ξεφτιλίζω· ξιφτιλίζου.
ξαλαφρώνω· ξιαλαφρώνου. ξεµένω· ξιαπουµνήσκου. ξεφυσώ· ξιφσάου, -ώ.
ξαλλάζω· ξιαλλάζου. ξεµυαλίζω· ξιµυαλίζου. ξεφυτρώνω· ξιφυτρώνου,
ξανακατώνω· ξινικατώνου, ξενητιά· κουρµπέτ(ι). ξιφυτρίδια.
ξινικάτουµα. ξενογεννώ· ξινουγιννάου. ξέφωτο· γιαµπουλντάκ(ι).
ξαναλέω· κι λέου. ξενοδουλεύω· ξινουδλεύου. ξεχνώ· αστουχάου,
ξαναπηδώ· ξαναµπδάου. ξενοιάζω· ξιθαρνάου, αλά κάπα, αστουχµένους, αστουχνάου,
ξαναπιάνω· µαταπιάνου. αναπαµένους, θιραπαµένους, αφιριούµι, ξιαστουχάου,
ξανασαίνω· ξιανασαίνου. ξιθαρρεύου, ξιθάρριτους. ξιαστουχνάου, ξιαστουχιάρς,
ξανασπρώχνω έπαντο. ξενοστιµίζω· ξανουσταίνου, ξιαστουχµένους.
ξανθοµάλλης· µαλλιάν(η)ς. ξινουστιµίζου, ξινουστιµαίνου, ξεχωριστά· ξιχουριστά.
ξανθός· τσιαπάρς. ξινουστιµεύου. ξεψειριάζω· ξιψειρίζου,
ξανοίγω· ξιανοίγου. ξεπαστρεύω· ξιπαστρεύου. ξιψείρζµα.
ξαπλώνω· ξαπλαρώνου, ξεπεζεύω· ξιπιζεύου. ξηλώνω· ξηλώνου.
ξαπλάρουµα, ουζαντάου, ξεπερνώ· απιρνάου, ξιπιρνώ, ξηρασία· ξέρα.
ουζαντίζου, τέντα. ξιαπιρνώ. ξινό, (ουσία)· λιµόντουζου.
ξαποσταίνω· ξιαπουσταίνου. ξεπλέκω· ξιπλέκου, ξέπλικους, ξινόµηλο· ξινόµπλου.
ξαποστέλλω· ξιαπουστέλνου. ξηλώνου. ξινός· ξινός, ξινάδα, ξινιές,
ξαρµυρίζω· ξιαρµυρίζου, ξεπλένω· ξιπλένου, ξιπλύνου, ξινίζου, ξινούτσ(ι)κους,
ξιαρµυραίνου. νιρουβγάζου, ξιβγάζου, ξίντζµα, στραπή.
ξασπρισµένος· ξέξασπρους, ξίβγασµα. ξανθή γυναίκα· ρούσα.
ξιξασπρότιρους. ξεποδαριάζω· ξιπουδαριάζου. ξιπάζω· ξιπάζου, ξίπαστρου.
ξαστεριά· ξιαστιριά, ξιστιριά, ξεπουλώ· ξιπλάου. ξοδεύω· ξουδιάζου,
ξιστιριώµατα, ξιστέρ(ι), ξεπρήζοµαι· ξιθυµώνου. καταξουδιάζουµι.
τζιάτζιους. ξεπροβοδίζω· ξιπρουβουδίζου, ξοπίσω· ξουπίς, ταξουπίς.
ξαφνικά· άξαφνα, άπανσις. ξιπρουβουδάου, ξύγκι· αξούγκ(ι), αξουγκιά,
ξεβασκαίνω· νουµατίζου, ξιπρουβόδσµα. ξούγκ(ι).
νουµάτζµα. ξεραίνω· ξιραίνου. ξύλινο στήριγµα·
ξεβοτανίζω· ξιβουτανίζου, ξερό· ξιράδ(ι). ξυλουγαδούρα.
ξιβουτάντζµα. ξεροκαταπίνω· κουµπιάζουµι, ξυλοδαρµός· ξύλου, δικανίκ(ι),
ξεγαριάζω· ξιγαριάζου. ξιρουκαταπίνου, ζουµπανίκα, µπιρντάχ(ι),
ξεγελώ· ξιγιλώ, ξιγιλνώ. ξιρουκατάπµα. νταϊάκ(ι), ξυλαρίκους,
ξεγεννώ· ξιγιννώ. ξεροκέφαλος· καπράµ κιφαλής, πιστρέφ(ι), σουλτάν-µιριµέτ(ι),
ξεδιαλέγω· ξιδιαλέγου, καµπράν(η)ς, κιουτιούκς, ταχτιριβάν(ι).
ξιδιάλιγµα. κρατσνάς, κρατσνουκέφαλους. ξυλόκαρφο· τσιβί, τσιουβί.
ξεδιψώ· ξιµαλλιάζου. ξεροπαγωνιά· ξιρουπαγουνιά, ξυλοπέδιλο· πατίκ(ι).
ξεζεύω· ξιζεύου. ξιρουπαγώνου. ξύλο πεύκου· τσιάµ(ι).
ξεθάβω· ξινιχώνου, ξερό πολύ· τάρταρου. ξυλοπόδαρα· ξυλουπόδαρα.
ξισταυρώνου, ξισταύρουµα. ξεροσταλιάζω· ξιρουσταλιάζου. ξυλοφάγος· ξυλουφαγάς.
ξεθυµώνω· ξιθυµώνου, ξέρω· ξέρου. ξύνω· ξύνου, ξάου, ξυέµι,
ξιµανίζου. ξεσηκώνω· ξισ(η)κώνου, ξυούµι.
ξεκινώ· ξικνάου 1. ξισ(η)κουµένους. ξυπνώ· νιώνου.
ξεκόβω· ξικόβου. ξεσκίζω· ξιασκώ, ξισκάου, ξυπόλητος· ξυπόλτους,
ξεκολλώ· ξιακουλνώ. ξισκίζου, ξισκώ, καταξύπουλτους, ξυπουλταρία,
ξεκουµπώνω· ξιφλυκώνου, χραπατσώνου. ξυπουλτώνουµι.
ξιφλύκουµα. ξεσκονίζω· ξισκουνίζου, ξύσιµο· ντιράκι.

425
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

ξυστήρι· ξυστρί, ξυστρίδ(ι), όπου· οπ’, ’που. Π


ξυστρίζου. οπωρώνας· µπαξιλίκ(ι),
παγίδες· παΐδις.
ξύστρα µολυβιών· µηχανούδα. µπαχτσιλίκ(ι).
παγκάρι· παγκάλ(ι).
όπως· όπους.
πάγκος· µπάγκους.
όργανα µουσικά· βιουλιά,
πάγκος αγοράς· σιργκί.
τεµπερλέκ(ι)/τουµπερλέκ(ι),
Ο πάγος· παγούδια, παγουνιάρς.
τουµπερλέκ(ι).
παζάρι· παζάρ(ι), παζαρίτκους,
οικογένεια· ταϊφάς, φάρα. οργασµός θηλυκού· σύρσ(ι)µου,
παζαρτζής.
οικονοµική άνεση· καταντιά. σέρνου.
παθαίνω· παθαίνου.
οικον. δυσπραγία· κατάντια. οργιά· ουργιά.
παιδεραστής· κουλουµπαράς.
οινόπνευµα· σπίρτου. οργίζοµαι· ουργίζουµι,
παιδεύω· πιδεύου, πιδιµός.
οκά· ουκά, ουκάρκους, ουκά αζγκινεύου, ουργή,
παιδί· πιδί, ασλάν(ι), ζιζάνιου,
τριακόσια. ουργισµένους.
ζουρζουβούλ(ι), ζούπυρου,
οκτώ· οχτούλια, ουχτούρ(ι). οργώνω· ζιουβγαρίζου,
κουπέλ(ι), νηνί, παιδιάδες,
Οκτώβριος· Oυκτουβριάτς, αϊ- ζιουβγάρ(ι).
πιδαράς, πιδαρέλ(ι),
∆ηµητριάτς. ορεκτικός· ουριξιάτκους.
πίτσ(ι)κου, πιτσιρίκ(ι), τζίν(ι),
όλα καλά· ουλούρµου. ορεξάτος· ουριξάτους,
τζιουτζιούκ(ι),
όλη τη µέρα· όλ(η) µέρα. ουριξεύουµι.
τζιουτζιουκλάρ(ι), τριντσιόν(ι),
ολόγυρα· λόγυρα, λουγύρου, ορθάνοιχτος· ουρτάνοιχτους.
τσιαµαρνιάου, τσιουτσέκ(ι),
λουγυρστός, λόυρα. όρθιος· αλόρτους, τσιόκους.
τσιτάκ(ι), τσιτσέκ(ι), υγιός.
ολοένα· ούλου. ορθός· ουρτιός.
παίξιµο καλό· πιξ(ι)µάδα.
όλοι· όλνοι. ορίζω· ουρίζου.
παίρνω· παίρνου, λαβαίνου,
ολόιδιος· ξίφλουδους, ορίστε· ουρίστι.
παίρς, παρθήτα, παρθίτι,
ξιφλουδίζου, ταπκ(ι΄). όρµηµα· όρµηγµα.
πάρθκα, παρθούς.
οµάδα· ταρίφα, τσέτα. ορµήνια· ουρµήνιµα.
παιχνίδι· πιγνίδ(ι).
οµιλώ· ουµιλάου, κρένου, ορµώ· ουρµάου, γιούρουµ,
παλαβός· παλαβός,
λέισ(ι)µου, µιλάου, µλάου, γιούρουν, γιουρουντάου,
παλαβόσουου, παλάβρας,
µλω, µπλάου, ξαναλέισ(ι)µου, γιρουντάου, ντάλντζµα,
παλαβουαέρας, τζιορς.
ξιλέισ(ι)µου, ουµίλ(η)µα, νταλντώ, ντίλµι, σιαλντάου.
παλάµη· απαλάµ(η).
ουµπλάου. όροφος σπιτιού· παρτιµάν.
παλαµίδας είδος· τουρούκ(ι).
οµίχλη· αντάρα, ανταρίτσα. ορτύκια· βουρτίκια.
παλεύω· παλεύου, γκιουρέσ(ι),
οµοιάζω· µνοιάζου. όρχεις· αχαµνά, λιµπά, λυµπά,
γκιρέσ(ι), πάλιµα, πιλιβάντς.
οµολογώ· µουλουγάου, µπουµπρέκια, τασιάκια.
παληκαράς· νταής, καπάνταης,
µουλόηµα. όσοι· όσνοι.
νταηλίκ(ι).
όµορος· ακουλτός, αναύλακα. οστεοφυλάκιο· κοιµητήρ(ι).
παλιά· αναντάν µπαµπαντάν,
όµορφος· έµουρφους, όταν· όντα, όντας.
µπαµπαντάν.
γκιουζιλίµκους, κάλλια, ό,τι να ’ναι· ό,τι κατιότ(ι).
πάλι καλά· µπιρικιάτ(ι).
µουρφουνιά, µουρφουνιός. ούγια· ούια.
παλιοελλαδίτης· παλιουλλαδίτς,
οµοφυλόφιλος παθητικός· ουδέποτε· καµνιάφρα.
παλιουλλαδίτ(ι)κους.
ντιγκιντάγκας, πουστλούκια. ουρά· νουρά, νουρούδα.
παλιοκρέατα· λιάκατα.
οµπρέλα· παρασόλ(ι). ουρά αλεπούς· αλιπουνουρά.
παλιόπαιδο· κουπιλάρ(ι).
οµφάλιος λώρος· λούρους. ουράνιο τόξο· δόξα, Θιού του
παλιός· παλιούκας, παλιούρ(ι) 1,
ονειρεύοµαι· νειρεύουµι, ζνάρ(ι).
παλιουρούτ(ι), παλιατζίθκους,
νειρουπαρµένους. ουρανός κακός· κουτσουρανός.
παλιαντζούρα, παλιουπάν(ι).
ονείρωξη· ρεύσ(η). ούρλιασµα· ούρλιαγµα.
παλιότερα· κανέγκιρο.
ονοµατίζω· νουµατίζου. ούρο· κατρουλιό, νιρό.
παλίουρος φ.· παλιούρ(ι) 2,
οξυά· ουξιά. ούτε· νε, νιε, ούδι.
παλιουριά.
οξύθυµος· απόπυρους, σερτς, ούτε ένας· κανκανένας.
πάλι τα ίδια· ξανά-µανά.
βιρνίκ(ι). οχιά· όχιντρα, ουχιντρούδα.
παµπάλαιος· µπαµπάλιους,
οπισθοδροµικός· όχι σαν και σένα· όχ(ι), συ!
κανέ-γκιρίσιους,
πισουδρουµικός. οχτακόσιοι· ουχτακόσνοι.
κανιγκιρίσιους,
οπισθοχώρηση· όψιµος· όψ(ι)µους, ουψ(ι)µάδ(ι),
παλιουγκιρίσιους.
πιστουχώρησ(η). όψ(ι)µα, ουψιµεύου,
Παναγία· Παναΐα.
όποιος· όποιους, όποιανοι. σουγκάρ(ι).
πανηγύρι· παναΐρ(ι),
όποτε· όπουτι.

426
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

πανηγυρτζήδις. παραπάνω· παραπάν. κουρντιστήρ(ι).


παντελόνι φαρδύ· πουτούρ(ι), παραπέφτω· παραπέφτου. πείσµα· γινάτ(ι), γινατσής,
πουτουρτζήδις. παραπόρτι· καπιτζίκ(ι). γινατσίθκους.
παντοίος· πάντοιους. παραστρατήµατα· τζιουλβέρδις. πελαργός· γκλάρους, λέλικας.
παντοπώλης· µπακάλτς, παράταιρα· παραταίρ(ι), πελεκώ· πιλικάου, πιλέκα,
µπακάλ(ι)κου. παράτιρους. πιλέκµα, πιλικούδα.
παντούφλες· κουντούρα, παρατσούκλι· παρασούµ(ι). πέλµα· πατούνα.
πασουµάκ(ι), συρτές. παρατώ· απαρατάου. πελότα· πιλότα.
παντρεµένη· παναντριµέν(η). παραφυάδα· κουλουρίζ(ι). Πέµπτη· Πέφτ(η).
παντοπωλείο· µπακάλ(ι)κου. παραφυλάω· παραφλάου, πεντακόσιοι· πιντακόσνοι,
παντούφλες· κουντούρα, παραµουνεύου, παραµόνιµα. πιντακουσιάρα.
πασουµάκ(ι), συρτές. παρδαλός· παρδαλός, αλαντιτό, πεντάξενος· παντάξινους.
παντρολογήµατα· παρδάλ(η)ς, παρδαλίζου, πεντόλιρο· πιντόλιρου.
παντρουλόγια. σιάργκους. πέος· γκαβλί, πούτσους,
πάνω· απά, πα, παν 1, πάν(ι). πάρε δώσε· χόσ(ι)-µπέσ(ι). τσιουτσέκ(ι), πουτσαράς,
πάνω-πάνω· όφλα-όφλα. παριστάνω· παρασταίνου. πουτσαρίκους, τσιτσιού.
πανωφόρι· ταµπάρου. παροµοιάζω· σουτιµνοιάζου. πεπόνι· καούν(ι), ξυλάγγουρου.
παξιµάδι· παξιµάδ(ι). παροτρύνω· ανιγκάζου. πεπρωµένο· γραµµένου.
παπαρούνα· µπούλους. παρωπίδες· παρουπίδις. πέρασµα· πιρασιά.
παπάς· παπαδιάγκαρους, παρωτίτιδα· αγιασµάδες, περδικόπουλο· πιρδέκ(ι).
πάπαρους, παπαρόκους. γιασµάδις, θύµατα. περιγελώ· παραγιλώ,
πάπιες· πάπχις, πάπρας, πάσαλος· παλούκ(ι), παραγέλασµα, παραγέλιου,
παπούδ(ι). παλουκώνου. παραγιλαστάς, ντουνουλές.
παπουτσής· παπτσής. πασπαλίζω· πασπαλίζου. περιδέραιο· γιουρτάν(ι),
παπούτσια· κουντούρια, πασπατεύω· πασπατεύου. γιορτανούσα.
παλιουπάπτσου, λάστιχα, παστό κρέας· παστός, σλανίνα. περίεργο· τουάφκου, τσιόκσεϊ.
συρτά, συρτουπάπτσου, παστώνω· αλατίζου. περικοκλάδα· πιρικουκλάδα.
χανούτις. Πάσχα· Πάσκα. περιλαβαίνω· πιριλαβαίνου.
παππούς· πάππους. πατάτες· πατάτις. περιµένω· καρτιρώ.
παρά· πέρι, πέριξ. πατέρας· µπαµπατζίκους, τάτας. περίοδος χρονική· φουρά.
παραβγαίνω· παραβγαίνου, πατερίτσα· πατιρίκα. περιορισµός· χιτζιά.
παραβγάζου, παράβγασµα. πάτερο· πατιρά, πατόξυλου. περιοχή· γιακάς.
παραγεµίζω· παραγιουµόζου, πατηµασιά· ντίρα, ντιριά, περίπατος· σιργιάν(ι),
τσιβικώνου, τσιβώνου. ξιντίρζµα, ξιντιρίζου. σιργιανάου, σιργιανίζου.
παραγίνοµαι· καταγίνουµι. πατριώτης· πατριώτς. περίσσευµα φαγητού· µαρµίτα.
παραγωγή µεγάλη· γουνιό. πατσαβούρα· πατσιαβούρα, περισσεύω· αρτιρνάου,
παραδείγµατος χάρη· πατσιαβουρτζής. αρτιρµάς.
παραδείγµατι. πάτσι· πάτσ(ι). περισσότερο· γιον, λιον,
παραθέριση· αλλαγή. πατώ· πατάου, πάτ(η)µα, πατνιά, πλιότιρου.
παράθυρο· παραθρούδ(ι). πατµένους. περιστέρι· πιριστέρ(ι),
παραθυρόφυλλο· κανάτ(ι), πατωσιά· πατουσιά. πιριστιράς, γκούργκουρας.
κιουπέγκ(ι). παθήσεις· πάθια, παθήτς, περιστροφή· ντιβιρλίγκα,
παραιτούµαι· παρατιούµι. παθήτσα. φούρλα.
παρακαλώ· παρακαλάου, παχνί· γιάδλα, γιάσλα. περίστροφο· ρουβέλ(ι).
παρακάλιου, περικαλώ. πάχος· παχάδια, πάχητα, περιφρονώ· πιριφρουνώ.
παρακάνω· παρακάµνου. χόντρους. περιχύνω· πιριχύνου, πιριχάου.
παρακάτω· παρακάτ, πεζοί· πιζούρα. περνώ· πιρνάου.
παρακατνός. πεθαίνω· πιθαίνου, περνώ συχνά· πυκνουπιρνώ.
παρακούω· παρακούου. ξιαραδιάζουµι, πιθνήσκου. περνώ φτωχικά· πουρεύου,
παραλαµβάνω· παραλαβαίνου, πειθαρχία· τιουρµπές, τιρµπές. πόριµα.
πιριλαβαίνου. πεινάω· πνάου, λίµα 1, περπατώ· πιρπατάου, αράδζµα,
παραµαζεύω· παραµαζεύου, λιµάζου, λιµασµένους, λιόρδα, αραδίζου, πιρπατάρκους,
παραµαζώνου, παραµάζουµα. νησκούρα. πιρπατσιά.
παραµάνα καρφίτ.· ασφάλεια. πειναλέος· πείνας. περτσίνι· πιρτσίν(ι),
παρανυφάκια· παρανυφούδια. πειράζω· κουρντίζου, πιρτσίνουµα, πιρτσινώνου.

427
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

πέρυσι· ιπέρσ(ι), ιπιρσ(ι)νός. πήχυς· πήχ(η). πλεξίδα µαλλιών· βουρλίδα.


πέσιµο· πέσ(ι)µου, πιάνω· πιάνου, καβραντίζου, πλέον· οπλιά, πλια.
κουλουτούµπα, πισµένους, πιασούµινους, πιριλαβαίνου, πλευρό· µιριά, πλιβρό, πλιβρίτς,
πισµάδα. σκαλώνου. πλιβριτώνου.
πετάλι ποδήλατου· πηδάλιου. πιάνω θέση· γιατακλαντώ. πληγή· γιαράς, βάριµα.
πέταλο· αλτσιάς, πλάκα. πιατέλα· λιγγέρι,-ρα, πιατάντζα. πληγή µε κάκαδο· κουκούδ(ι).
πεταλώνω· καλιβώνου, πιάτο· πιάτου. πλήθος· µαµλιακέτ(ι),
καλιγώνου, ναλµπάντς, πιέζω· συµπιλιντίζου, καµπάρ(ι), µιλικιέτ(ι), µπιλιούκ(ι),
πιταλουτής. συµπιλιντώ. καλαµπαλίκ(ι), µιµπλικιέτ(ι),
πετεινός· πέτνιους, πιθαµή· πθαµή. τσιουκλούκ(ι).
κουκουρίκους, κουτσόπιτνους, πιθάρι· πθάρ(ι), βυτίνα, πληρώνω· πλιαρώνου.
πιτεινίκου, πιτίγκους, βυτνούδα, καβανούζα, πλιάτσικο· πλιάτσ(ι)κου.
πιτνιάρ(ι), πιτνιαροί, τσιουκάλ(ι). πλούσιος· άβαρους,
πιτνιαρούδ(ι), πιτνιούδ(ι), πικρό· πικραλίδα. τσιουρµπατζής.
πιτνός. πικροδάφνη· ζουκούµ(ι). πλούτος· µπιρικιέτ(ι),
πετιµέζι· πικµέζ(ι). πιλατεύω· µπιλιατσέβου. µπιρικιτλής, µπιρικιτλίθκους.
πέτο· πέτου 2. πιλάφι· πιλιάφ(ι), πνευµόνι· πλιµόν(ι), άσπρου
πέτρα· πέτρα, αγρόπιτρα, σιχτίρ-πιλιάφ(ι). σ(υ)κώτ(ι).
πιτρακάλα, πιτριά, πιτρένιους, πινακωτή· πνακουτή. πνίγω· πνίγου.
πίτρουντα, πιτρουσκίσµατα. πίνω· πίνου, ξαναπίνου, πχι, ποδαρικό· πουδαρκό.
πετραχήλι· πατραχήλ(ι), πιοτάς, πιουτό. ποδήλατου είδος· συµπαγή.
πιτραχήλ(ι). πιπέρι· πιπέρ(ι), γλυκό πιπέρ(ι), πόδι· αρίδα, πουδάρ(ι),
πετρέλαιο φωτιστικό· γκάζ(ι). καυτιρό πιπέρ(ι), µαύρου πουδαράδα, πουδαριά,
πετσέτα ψωµιού· µισαλούδα. πιπέρ(ι), µαυρουπίπιρου. πουδάρσα.
πετσέτες προσώπου· µαντίλια. πιπεριά καυτερή· τσιούσκα. ποδιά· πουδιά.
πετσικάρω· πιτσ(ι)κάρου, πιρούνι· πιρόν(ι). ποδόγυρος· γύρους, τριγύρους.
πιτσ(ι)καρισµένους, πίστη· µπίστ(η). ποδονάρι· µπατζιάκ(ι),
πέτσ(ι)κους. πίστωση· βιρισέ. πουδουνάρ(ι).
πετυχαίνω· µπασιαρντώ. πίσω· απίς, πις. ποδοπατώ· καταπατάου,
πετώ (ίπταµαι)· πιτάου, πίτουρο· πίτυρου, γιουρµίκια. τσαλαπατάου, τσαλαπίτα,
πιτίγκους. πλαγιά· πλαϊά, γιάρ(ι), τσιάτσιαλα.
πετώ (ρίχνω)· πιτάζου, κρέµασµα. ποικιλία καλή· χασλαµάς.
µαγγανίζου, πιτάχνου, πλαγιάζω· πλαϊάζου. ποιοι· ποιανοί.
σφουλνταρίζου, φόγγα, πλαγιά µε θάµνους· βάστακας. πολλοί· πουλνοί.
φούγγα, φουγγανίζου, πλάθω· πλάθου. πολυλογάς· λουγάθκους.
φουλνταρίζου. πλαίσιο πόρτας· πιρβάζ(ι). πολύς· τζόγκους.
πέφτω· πέφτου, µπλασταρώνου, πλακώνω· πλακώνου, ποµπή· πουµπή, πόµπιµα,
µπλασταριά, µπλαστάρουµα, πλακουτιά. πουµπεύου.
’πεσι. πλανίζω· πλανίζου, πλάντζµα. πόνεσα· τσάτσανα.
πηγάδι· µπγάδ(ι), µπγαδάς, πλαντάζω· πλαντάζου, πονηρός· πουνηρίκας, πουνήρου.
µπγαδίτκους. πλάνταµα. πόνος διαρκής· πουνίδ(ι).
πηγαιµός· πάιµα. πλαστήρι· πλαστς. ποντικοκούραδο·
πήγαινε-έλα· συρικέλα. πλατεία· πλατέα. πουντικουκούραδου.
πηγαίνω· πααίνου, πα, πάεις, πλάτη· ράχ(η). Πόντιος· αούτους, αούτσα.
πάι, πάου, πάισ(ι)µου, τζιοµ. πλατσαρίζω· πλατσιανίζου, πονώ· πουνιούµι.
πηγή νερού· βρύσ(η), καϊνιάρα, πλιατσιανίζου. πορδή· πόρδους, πουρδιάς.
καϊνιαντίζου. πλατσοµύτης· πλατσιάρς, πορδή άηχη· πούφνα, πούφνους,
πηγούνι· τσινέκ(ι), τσινές. πλατσουµύτς. πουφνιάρς, πουφνίζου,
πηδώ· αµπδάου, αµπδήµατα, πλατσουκωτός· πλακουτσουτός, τζούφνα, τζουφνίζου,
αµπήδµα, αµπήδµα τ’ς ιτρεις, πλατειά, πλατσιάρκους. τσιούφνα, τσιουφνιάρς,
αµπήδµα τ’ς ιτρεις στ’ πλατύποδος· πατέλ(η)ς. τσιουφνίζου.
ακτσάκ(ι), αµπήδµα τ’ς ιτρεις πλέκω· πλέκου 1, πλέξ(ι)µου 1, πορνείο· κιρχανάς.
τ’ αράπκου, αράπκου, µπδάου, πιρουνουτό. πόρνη· καλή, παστρικιά.
µπήδµα, χουρουµπήδµα. πλένω· πλένου, πλύνου, πόρπη µικρή· τουκάδα.
πηλός· πλος, ασπρόγα. πλύσ(ι)µου, πλυσ(ι)κός. πόρτα αυλής· καρόπουρτα,

428
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

λισσά, πουρειά. προγόνι· προυγόν(ι). προτού· προυτού, προυµή.


πόρτα ενδιάµεση· µισόπουρτα. προγούλι· πριµαγούλα. προφταίνω· προυφταίνου,
πορτοφόλι δερµ.· κιουµέρ(ι). προδοσία· προυδουσιά. προυφτασ(ι)κός,
πόσοι· πόσνοι. πρόεδρος· γκουτζιάµπασης, προυφταστήρα, πρόφτασ(η).
ποσότητα µεγάλη· κατανάς. κουτζαµάν(η)ς, προφυλακτικό· καπότα.
ποτάµι· πουταµός 1. κουτζιάµπασης. προχθές· ιπρουχτές, προυχτές,
ποτέ· αϊ-κούκ. προζύµι· προυζύµ(ι). ταπρουχτές, προυχτισ(ι)νός.
ποτήρι· καφκί, τσιφνάκ(ι). προηγουµένως· µπρουστίτιρα. προψές· αντιεψές, αντιπρουψές,
ποτήρι 25 δράµ· πρόθυµος· πρόθυµους. προυψές, ταπρουψές,
κουσ(ι)πινταρούδ(ι). προίκα σε χρήµα· τράχουµα. προυψισ(ι)νός.
πότης· σαρκουσλαµάς. προικώος· προικιάτκους. πρωκτός· τζούφνα, τζούφνους.
ποτίζω· πουτίζου, πότζµα. προκοπή· χαΐρ(ι), χαϊρλίθκους. πρωτάκια· προυτούδια.
που· απού, π’, µπ’, πο. προλαβαίνω· προυλαβαίνου, πρώτα-πρώτα· ταπρώτα.
πούδρα· µπούντρα. προυκάνου. πρωτάρα· προυτάρα,
που είναι· πού ’ν’, πού ’νι, πρόλοβος πουλιών· γκάζγκα. προυταρούδα, προυτόγινν(η),
πούντους. πρόναος· νάρτηκας, άρτηκας. προυτάρς, προυτάρκου.
πού είσαι, εδώ είσαι· πού ’σι προξενεύω· προυξινεύου, πρώτη ποιότητα· έξτρα πρίµα.
για ’σι. προυξινίτς, προυξινίτσα. πρωτιά· µπρουστέλα.
που έχει· µπό ’χει. προπάππος· παραπάππους. πρώτος στις τιµές·
πουκάµισο· πουκαµίσα. πρόπερσι· ιπρόπιρσ(ι). πρωτουτίµητος.
πουλάδα· πλάδα. προς· πρους. πτηνό· πιτούµινου.
πουλάρι· πλάρ(ι), πλαρούδ(ι), προσβάλλω· προυσβέλνου. πτήση· πέταµα.
τά(ι), ταούδ(ι). προσηκώνοµαι· πτυχές· δίπλις.
πουλί· πλι. προυσ(η)κώνουµι. πτώµα· τιλέφ(ι).
πούλιες· πούλις. προσήλιος· προυσήλιους, πυγολαµπίδα· κουλουφιγγίτς.
πουλί µικρό· τσιρουπούλ(ι). προυσλιακός. πυκνό δάσος· ουρµάν(ι).
πουλόβερ· ζιλέ, κουλόβιου. προσκαλώ· ακαλνώ, ακάλισµα, πύον· όµπυου, όρκους.
πουλώ· πλάου. προυσκαλνώ. πυρετός· θέρµ(η).
πούπουλο· πούπλου. προσκλήσεις· καλέσµατα. πυρκαγιά· γιαγκίν(ι).
πουρνάρι· πουρνάρ(ι), πρόσκληση γάµου· µπουλιέτου. πυροµάχος· πυρουµάχους.
πουρναρίτκους. πρόσκληση φαγητού· πυροστιά· πυρουστιά.
πράγµα· σέ(ι). µπούιρουν. πύρωµα του ήλιου·
πράγµατα άχρηστα· προσκυνώ· προυσκνάου. ηλιουπύρουµα.
µπουκλούκια. προς τα ...· σιαδώ, σιαδώθι, πυρώνω· πυρώνου, πύρα,
πράγµατα µικρά· ψιλουλόι. σιακεί, σιακείθι, σιακάτ, πύρουµα.
πραµάτεια· πραµατιά, πραµάτια, σιακατίσιους, σιαµέσα, σιαπάν, πώληση· πούλ(η)µα, πούλησ(η).
πραµατιφτάδις. σιαπέρα, σιαπού, στα πως· µπ’.
πρανές µικρό· γιαµάκ(ι), µπρουστά.
τράφους, τραφάδια, τραφώνου. πρόστυχη γυναίκα· γκιβιντζές,
πρασινίζω· πρασ(ι)νίζου, γκιουλµές, γκουλιούρου.
πρασ(ι)νάδα, πρασ(ι)νίλα. πρόστυχος· σικλιµές. Ρ
πρέπον· το πρέπου. προσφάγι· προυσφά(ι). ραβανί· ριβανί.
πρέπω· πρέπου, πριπούµινα. πρόσφορο· λειτουργιά. ραβδί· δικανίκ(ι), δικανκιά,
πρήζοµαι· θ(υ)µώνου. πρόσφυγες· προυσφυγάδις, καπρούλ(ι), κάτσιανους,
πρήζω· πρήζου, πρήσκας, προυσφυγίνα, τσιουµάκ(ι), τσιουµακιά.
τούµπανους. προυσφυγίτ(ι)κους. ράβω ποδόγυρο· ριµπατεύου.
πριν· απουτώρα, υπουτώρα, πρόσφυγας 22· ανταλλάξιµους. ραγίζω· ραΐζου, τρασκάζουµι.
ταπουτώρας. προσφώλι· προυσφώλ(ι). ρακή· ρακί, πουριάκ(ι),
πριν προχθές· αντιπρουχτές. πρόσχαρος· σύχαρους. ρακουκάζανου, ρακουπαπάρα,
πριόνι· πριγιόν(ι), πριγιουνίζου. πρόσωπο· µούτρου, σπίρτου, τσίπρου.
πρόβατα· γαλάρια, µπλιόρα, προυσώπατα, τσιγρές, τζιχρές. ραντίζω µε αγιασµό· φουτίζου,
κιουσέµ(ι), προυβατίτκους. πρόσωπο µικρό· µπουντσούδα. φώτζµα.
προβοδίζω· προυβουδάου. προτέρηµα· χάρισµα. ράτσα αναπαραγωγής·
προγεύοµαι· προυιφτούµι. προτεστάντης· µπαµπιστάνους, ντουµουζλούκ(ι).
προγιαγιά· παραγιαγιά. µπαµπιστάνκους. ράφτης· φραγκουράφτς.

429
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

ράφι στον τοίχο· πουλίτσα. Σ Σταυριάτς.


ράχη βουνού· κουρφουλόγια, σερβιέτες· µουνόπανα.
Σάββατο· Σαββάτου.
ραχών(ι). σερµπέζης· σιουρµπέ(η)ζς,
σαγιάκι· σιαϊάκ(ι).
ρεβίθι· ρουβίθ(ι). σιρµπέ(η)ζς, σιουρµπιζίνα.
σαΐνι· σιαΐν(ι).
ρεζίλεµα· µύθους, νάµνια, σερµπέτι· σιουρµπέτ(ι).
σακάτης· µισιρός,
ξιακούουµι. σιαρταχού(η)σς, σέρνοµαι· σέρνουµι.
µσουκούτιλους.
σιργκιούνι, τζιούντα, τσιούντα. σέρνω· ξισέρνου.
σακί· µπούρντα, τσιουβάλ(ι),
ρεµπούµπλικα· Σέρρες· Σέρρας, Σιρριώτς,
τσιουβαλιάζου, χαρέλ(ι).
αραµπούµπλιακου. σιρριώτκους.
σακί γεµάτο· ντέγκ(ι).
ρεπάνι· ριπάν(ι). σέρτης· σέρτς, σέρτκους.
σακοράφα· σακουράφα.
ρευµατισµοί· ριµατικά. σηκώνω· σ(η)κώνου.
σακούλα· σακούλα, σακλούδα.
ρεύοµαι· ρεύουµι, αρεύουµι, σηµάδι· σ(η)µάδ(ι), βούλα,
σαλεύω· σαλεύου.
άριµα 2, ρέψ(ι)µου. σ(η)µαδεύου, σ(η)µαδιακός.
σάλι· σιάλ(ι).
ρέω· τρέχου, ξιτρέχου, σήµαντρο· σήµαντρους.
σαλιγκάρι· σιάλιαγκας,
τριχούµινους. σήµερα· σήµιρας.
σιαλιάγκ(ι).
ρίνη· λίµα 2. σιγά· παγάλια, πουγάλια, σιακά.
σαλόνι· υπουδουχή.
ρίχνω· ρίχνου, απουδέρνου, σιγά-σιγά· γιαβάσ(ι)-γιαβάσ(ι),
σαλταδόρος· σαλταδόρους.
γκιουρλουντάου, κλω-κλω.
σαµάρι· σαµάρ(ι), σαµαράθκου,
µπλασταρώνου, ρίνου, ριξιά. σιγοτραγουδώ· ψιλουτραγδώ.
σαµαριάρκου, σαµαρούδ(ι),
ρόβη· ρόβ(η). σίγουρα· σάνβαρ, τρεις-τριώτα,
µπρουστάρ(ι), παγίδις,
ροδάκινο· δουράκνου, τρεις-τρεις.
πιστάρ(ι), στρώσ(η), χαζνάς.
δουρακνιά. σιδερώνω· σιδηρώνου,
σαµατάς· σιαµατάς,
ρόδα µικρή· ντρουκουλιάκ(ι), σιδέρουµα.
σιαµατατζής, σιαµατατζίθκους.
τρουχούλ(ι). σίκαλη· σίκαλ(η), σικαλιά.
σαµιαµίδι· σιαµιαµίδ(ι),
ροδάνι· ρουδάν(ι). σιµά· σ(ι)µά, σ(ι)µώνου.
σκουρπίδ(ι).
ρόδι· καλίνα, καλνιά. σιµίτι· σιµίτ(ι).
σάµπως· σάµατις.
ροδίζω· ρουδίζου, ρόδσµα. σινάπι· σ(ι)νάπ(ι).
σαν· γιρινέ, µπιτσιµί.
ρόδινη· ρόιδινη. σινδόνι· σέτ(ι), σιντόνιασµα,
σαράβαλο· σαβουρούδ(ι).
ρόζος· ρόζους, ρουζιάρκους. τσιαρτσιάφ(ι),
σαράντα· σαράντα,
ροή λεπτόρρευστων υγρών· τσιαρτσιαφώνου.
σαραντούδ(ι).
σουσιουρλιάγκα, σουσούρα. σιντριβάνι· σιαντριβάν(ι).
σαράτσικο· σαράτσ(ι)κου.
ρόκα· σφιντίλ(ι). σιταρήθρα· στιαρήθρα.
σαρκωµένος· καµπάθκους,
ροκάνα· κρακάνα. σιτάρι· γέννηµα, γιννήµατα,
κρέθκους.
ροκάνι· ρουκάν(ι), ρουκανίζου. στιάρ(ι), στιαράς, στιαρίσιους.
σάστισµα· σιασιρµάδα,
ρόπαλο· τουπούζα. σιχαίνοµαι· ασκαίνουµι,
σιασιρµάς, σιασιρντάου,
ρουθούνια· αρθούνια. απουσείσκα, ασχαίνουµι,
σιασιρτζµένους, σιαχτίζου.
ροχαλίζω· ρουχαλίζου, ρουχάλα σ(ι)χαµάδ(ι).
σαύρα· γκουστιρίκα,
2, ρουχάλτζµα, χουρχουρίζου, σιωπή· βούβα, µούκου,
µπουστιρίκα, µπόστρικας.
χαρχάρα. µουλώνου, µπλώνου,
σαχλαµάρας· σαχλαµπούχλας.
ρυάκι· τσιά(ι). µουλουχτός, σουπάζου,
σαψάλης· σιαψιάλς,
ρυθµιστής φλόγας· τσιάρκ(ι), σουπαίνου, σουπώ.
σιαψιαλίζου, σιαψιαλίκια.
τσιαρτσιάκ(ι). σκάγι· σκά(ι).
σβελτάδα· σβιλτάδα.
ρυµός βοϊδάµαξας· αρίσ(ι). σκάζω· σγκάζου, ζγκάζου,
σβήνω· σβήνου, σβάου, -ω,
ρυπαίνω ρούχα· γαριάζου. κατασκάζου, κουστώνου,
ζβάου, -ω, ζίφσα.
ρυτιδωµένος πρόωρα· πατλαντάου, πατλαντίζου,
σβώλος· σβώλα.
προύφλιους, προυφλιάζου. πλαντάζου, σκασµένους.
σγουρός· ζγκαρλίδ(ι).
ρωµαλέος· µπαµπαήτς, σκάλα· σκαλίνα.
σε, σου· σι 1.
µπαµπάτσ(ι)κους, σπαγάνης, σκαλίζω· σκαλίζου, ξισκαλίζου,
σεβασµός· σέβας, σέβασ(η).
σπαγάν(ι). ξισκαλνώ, ξισκάλτζµα,
σεγκούνι· σιγκούν(ι).
ρωτώ· ρουτάου. σκαλστήρ(ι), σκάλτζµα.
σείοµαι· σειούµι, σειέµι.
ρωτώ αδιάκριτα· ξιτάζου, σκαντζόχοιρος· σκαντζόχοιρους.
σειρά· αράδα.
πουλυξιτάζου. σκαρφαλώνω· τρασκαλώνου.
σελέµης· σιλέµς, χ(ι')ρτας.
σκάφη· κουπάνα.
σεληνιάζοµαι· ουρατίζουµι.
σκελίδα σκόρδου· σκέλδα.
Σεπτέµβριος· Σιπτιµβριάτς,
σκέλος· ασκέλ(ι).

430
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

σκεπάζω· σκιπάζου. σκουπίδι· φουκαλίδ(ι), κάνις. σπλήνα· νταλάκα.


σκεπάρνι· σκιπάρ(ι), σκιπαριά. σκουπίζω· σκουπίζου, σπόρος καθαρός·
σκέπη· σκέπ(η). σκουπιέµαι. καθαρουσπόρ(ι).
σκεπή· σκιπή, κουρφιάτ(η)ς. σκουριά· ζγκούρα, ζγκουριάζου, σπόρων εσοδεία· σπυρί.
σκέτος· σαντέθκους. ζγκουριάρκα, ζγκουριάρκους, σπουδαγµένος· γραµµατζµένους.
σκέφτοµαι· κρυφουσυλλογιέµαι ζγκουριάρς, σκουριάρκα. σπουργίτι· σπουρτούδ(ι),
/-γιούµι, σκέβουµι, σκέφτουµι. σκουριά χάλκινων· γανάδα. σπουρτιγκάς, σπουρτιγκίνα,
σκήτη· ασκήτ(ι). σκύβω· σκύφτου, παρασκύβου, πιτακανάς, πιτακανούδ(ι).
σκιά· ίσκιους, ισκιάδ(ι), παράσκυµµα, παρασκύφτου. σταθµά· δράµια, ζύγια.
ισκιώνου. σκύλος· σκλι, µαντρόσκλου, στάλα· σταλιά, σταλάζου,
σκιάχτρο· κουρκουλούκ(ι). σκλίτκους, σκλόδουντα, σταλαξιά, στάµα, σταξιά.
σκίζω· σκίζου, σκάου, σκίζα, σκλόµουτρου, σκλούδ(ι), σταλίζω· σταλίζου, στάλ(ι)σµα,
σκω. σκλουκαβγάς, σκλόψουµου, στάλτζµα.
σκίουρος· βιρβιρίτσα. τσιουµπανόσκλου. σταµατώ· σταµατάου,
σκίσιµο δέρµατος· σκαριά. σκώρος· βότρα, µόλτσα. νταλώνου, κουντουστέκουµι,
σκίτσο· παλιατσιούδ(ι). σοβάς· σουβάς. ξισταµάτα.
σκληρό πράγµα· καµπράν(ι). σοκολάτα· τσικουλάτου, στάµνα· λαήνα, µπαρντάκ(ι),
σκληρός· τσιλίκ(ι). τσικουλατένιους. στάµνα.
σκληρός και κοντός· κουτούκς. σόλα· σιόλα, καττύµατα, στάνη· µαντρί.
σκοινί· σκνι, λινάρ(ι), σιτζίµ(ι), µιντσισιόλις. στάξιµο· στάλαµα.
σπαρτίνα, φόρτουµα. σου· σι 2. στάσιµος· στικούµινους.
σκολόπεντρα· σκλόπιντρα. σούβλα· σούγλα, σουγλάου, σταύλος· αχούρ(ι).
σκονίζω· σκουνίζου. σουγλί, σουγλιά. σταυροδρόµι· τσιατίµ(ι).
σκοπεύω· ζαµώνου. σουγιάς· µαχιρούδ(ι), σταύρωση· σταύρουσ(η).
σκοπιά· καραούλ(ι). κουλουκουτρώντς. σταφιδοστράγαλα· γιουµίσια,
σκοπός τραγουδιού· χαβάς, σουµπλιµέ· σουλιµέ. γκιµίσια, γκιουµίσια, µπιµπλιά,
νουµπέτ(ι), νταµπαχανιώτκους, σούπα· τσιουρµπάς. χασµίσ(ι).
σαβαΐ, σαµπαΐ, χαβασί. σουπιέρα· σουπιέρα, σταφύλι· σταφύλ(ι),
σκορδίλα· σκουρδιάς, σουπχιρούδα. σταφλούδ(ι), αϊτουνύχ(ι),
σκουρδιές. σούρουπο· σµούχρια, γειτόνκου, ιντόπιου, καρδάτα,
σκόρδο· σκόρδου, σκουρδαλιά, σµούχρουµα, σµουχρών(ει). κόϊνιαρους, κουϊνιάρια,
σκουρδουσκουτώντς, σουσάµι· σάµ(ι), σαµιά, κουκκινέλια, κουκκνούδια,
σκουρδουστούπι. σαµότσακνου. κρασουστάφλου, λιµνιώνας,
σκόρπιος· σκρόπιους, σουτζούκι· σιουτζιούκ(ι). µουσχάθκα, µπατίκια,
σκουρπάου, σκουρπίζου, σπαγκοραµµένος· γιρουλαδάς, ξινουστάφλου, παµίτις,
σκουρπουχώρ(ι), σκρουπίζου, τσιφούτς. πανουσταάφλου, σιδηρίτς,
σκρουπώ. σπάγκος· κνάπ(ι). σουχνά.
σκορποχώρι· τικέρ µικέρ. σπάζω· σπάζου. στάχυα· µπασιάκια.
σκοτάδι· σκουτίδα, άραχνους, σπάζω αθέλητα· παντρεύου. στέγαστρο· πουιάτα.
γκρόζους, γκρουζεύου, σπαργώ· σπαργώνου, στέγη· µπινάς.
σκουτιδιάζου, σκουτίνα, σπάργουµα. στεγνός· αµούσκιφτους,
σκουτνιάζου, σκουτνός. σπαταλώ· σκουµούν. στιγνώνου, στιγνουστήρ(ι).
σκοτίζω· σκουτίζου. σπέρµα· µαρκάδ(ι). στειλιάρι· στειλιάρ(ι).
σκοτώνω· σκουτώνου. σπέρνω· σπέρνου, σπάρσ(ι)µου, στείρος· κ(ι΄)σίρς.
σκουλαρίκι· τσιουράκ(ι), σπουρκό. στέκοµαι· στέκουµι , στέκου,
τσουράκ(ι). σπηλιά· ίζµπα. παρασταλιάζου.
σκουλήκι· σκλήκ(ι), τρηδόνα, σπίθα· σκαντζαλήθρα. στέλνω· στέλνου.
τρηδουνιάρκους, τριδόνα. σπίνος· σκαθάρ(ι), τσιντσιόν(ι), στέλνω µήνυµα· µηνώ.
σκουντώ· σκουντάου, κουντάου, τρυπουσάκς. στεναχώρια· σικλέτ(ι),
κούντµα, ξισκουντώ, σπίτι· σπίτ(ι), σπιτάρκους, σικλιντίζου, σκανιάζου.
σκούντ(η)µα. σπιταρόνα, σπιτάρς. στενός· στινός, στινεύου,
σκούπα· φουκάλ(ι), φουκαλάου, σπλήνα· νταλάκα 2, στινουσιά, στινάδ(ι).
φουκαλίζου, ασπρουφόκαλου, νταλακιάρ(η)ς, σπληνιάρς. στενοχωρώ· στιναχουράου,
µαυρουφόκαλου, σπονδυλική στήλη· κατίνα, βαθαίνου, στινάχουρους.
σταυρουφόκαλου. ραχουκόκαλ(η). στεριώνω· στιργιώνου,

431
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

στιργιουµέν(οι), στέργιουµα. φαρδουπρόσουπους. συνάφι· ισνάφ(ι).


στέργω· στρέχου, στρέξ(ι)µου. στρόγγυλος· στρόγγυλους. συνάχι· σ(υ)νάχ(ι),
στερεύω· στιρεύου. στροφέας· µιντισές, ριζέδις. σ(υ)ναχώνουµι.
στερνά· υστιρνά. στροφή· γύρα, φούρλα. συνδαυλίζω· συνταυλίζου,
στερούµαι· στερεύουµι, στρόφιγγα· πίρους. συνταυλάου, συντραυλίζου,
στιρεύουµι. Στρυµόνας· Καράσου. συντραύλιστου.
στεφάνι· στέφανου, στιφάν(ι), στρώµα· στρώσ(η), συνερίζοµαι· ξισ(υ)νουρίζου,
στιφανουθήκ(η), στιφανώµατα, στρουσούδια. ασ(υ)νόρστους,
στιφανώνου. στρώσεις· κάτια. ξισ(υ)νόρστους, σ(υ)νουρίζου,
στήθος· νταλάκα, νταλακτσής. στύβω· στύβου. σ(υ)νόριου, σ(υ)νόρσµα.
στηµόνι· στ(η)µόν(ι), ξέφτια. στυλώνω· στυλώνου. συννέφιασε· καπάντσι.
στήνω· στήνου, στήσ(ι)µου. στύση πέους· σ(η)κουµάρα. συνέχεια· αράδα, ντιφά.
στητός· ντουράτους, συγγενείς· σιµσιλές. συνήθεια· συνήθιου.
τζιργουµένους. συγγενής θείου· παραθειός. συνηθίζω· συνηθάου, συνηθίζου.
στοιβάζω· στοιβάζου, συγγνώµη· συµπάθιου. συνοικία· µαχαλάς.
στοιβιάζου, στοιβαδόρους. συγκαίγοµαι· συγκαίουµι. σύνοψη ιερά· σύναψ(η).
στοίχηµα· στοίχµα, γιάντισ(ι). συγκεντρώνοµαι· συνυφάδα· σιουνφάδα.
στολίδι· τζιβαΐρι. συγκιντρώνουµι. σύρµα· τέλ(ι), τέλια.
στολίζω· στουλίζου, στόλτζµα, συγκρατιέµαι· συγκρατιούµι. σύρµα δικτυωτό· γρίπους.
στoύλτζµα. συγυρίζω· γιαρµίζου, γύρα, συρµάτινος· συρµαταρένιους.
στόµα· στόµα, στουµατούδ(ι). διαρµίζου, πουδάρσα, συρταριέρα· µπουρός.
στοµάχι· σκιµπές. συγύρσµα. σύρτης· συρτς, σύρσ(ι)µου,
στοµάχι κότας· βαλανίδ(ι). συγχίζοµαι· ανιγρώνου, συρτάρ(ι).
στοµίδι· στουµίδ(ι). ταραχίζουµι. συστάδα θάµνων· γκιουµές.
στουµπίζω· στουµπίζου. συγχωρώ· σ(υ)χουρνάου, συστέλλοµαι· συστένουµι,
στούµπος· σκουρδουσκουτώντς, πέρασ(η), σ(υ)χουρητίκια, αντρέπουµι.
σκουρδουστούπι. σ(υ)χώριου, σχουρνάου. συχαρίκια· σ(υ)χαρίκια.
στουπέτσι· στουµπέτσ(ι). συζήτηση· µουχαµπέτ(ι), συχνά· ντάιµα.
στουπώνω· στουπώνου, µουχαµπιτεύου, σφάχτης· σφαχτς.
στούπουµα. µουχαµπιτίγκους, σφαχτό· κουρµπάν(ι).
στουρνάρι· στουρναρόπιτρα, µουχαµπιτίζου, µουχαµπιτσής. σφενδάµι· σφιντάν(ι).
στουρνάρ(ι), στούρνους. σύζυγος, o· αυτός, αφιντικό. σφεντόνα· σφιντόνα, µπριάστα,
στραβός· στραβός, στραβάδ(ι), συκιά· σ(υ)κιά, σ(υ)κόφλα. σπρέγκλα.
γκαβουµάρα. συκοφάγος· σ(υ)κουφαγάς. σφήκας είδος· µυλουνάς.
στραγγαλίζω· ξιρουπνίγου, συκώτι· σ(υ)κώτ(ι), τζγιέρ(ι). σφηνώνω· σκλιβώνου, καζίκ(ι).
καρυδώνου. συλλαµβάνω· γραπώνου, σφιγκτήρας· γιαβασιά,
στραγγίζω· στραγγίζου, ζαβουρντάου, τσακώνου. διαβασιά.
στραγγστήρ(ι). συλλογιέµαι· συλλουιούµι, -ιέµι, σφίξη· σφίξα.
στραµπουλίζω· ζουρλατίζου, συλλουή, σφόνδυλος· σφιντίλ(ι).
ζουρλαµάς, λαγγάζου, συµβουλεύω· προυµηθεύου. σφουγγίζω· σφουγγίζου,
στραµπουλίζου, σύµβουλος· αζάς, κουλαούζους. σφουγγάου, σφούγγσµα.
στραµπουλνάου, συµµαζεύω· σ(υ)µµαζεύου, σφριγηλός· ντίντσ(ι)κους,
στραµπούλτζµα. ζαρών(ου), σ(υ)µµαζουχτά, ντιντσ(ι)λάδα.
στραµώνιον φ.· τάτλας. σ(υ)µµαζουχτάς, σφυρί· τσιουκάν(ι), βαριά,
στρατιώτης· φανταρίτ(ι)κους. σ(υ)µµαζώνου. τουκµάκ(ι), τσικίτσ(ι),
στρέµµα· δικαδικό, στρέµµα. συµπέθερος· συµπέθιρους. τσιόκους, τσιουκανάου,
στρεψόδικος· µουζαβίρ(η)ς, συµπιέζω· στρουµώχνου, τσιουκανίζου, τσιουκάντζµα.
µουζαβιρεύου, µουζαβιριά. στρουµπώνου, στρουµπώχνου. σφυρίζω· σφυρίζου, σφύρζµα,
στρίβω· στρίβου, στρίφτου, συµφωνία· συµφουνή. σφύρκα, σφυρκούδα.
στριψιά, στρίψ(ι)µου. συµφωνώ· καντίζου, σχεδία· σάλ(ι).
στριµµένη γριά· κάκου. συγκατέβασαν. σχισµή· σκισ(ι)µάδα.
στριµµένος· στριµάδ(ι). συναναστροφή·κουνουσλούκ(ι). σχολαστικός· ντεϊµπιτλής,
στρογγυλοκάθισµα· συνάντηση φίλων· µπιζ-µπιζέ. ταϊµπιτλής, ψυλλουσκουτώντς.
κατακάτσ(ι)µου. συναντώ· σταυρώνου, σχολάω· σκουλνάου,
στρογγυλοπρόσωπος· σταύρουµα. απουλνάου.

432
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

σχολείο· σκουλειό. τζάιτζα, ουκνιάρς, χαϊνεύου, τούβλο· µαντάλ(ι), πλιθί.


σώβρακο· συντρόφ(ι). χαΐν(η)ς, χαϊνιά, χαϊνταµάκς, τουλάχιστο· µπάριµ.
σώγαµπρος· σπιτόγαµπρους. χαρσί(η)ζς. τούµπα· τσιαµπαρλάκ(ι),
σώζω· σώνου, σώσ(ι)µου. τενεκές· τινικές, τινέκ(ι), τουµπέρνου.
σωλήνας· κιούγκ(ι), τιούνγκ(ι), τινικιτζής, τινικιτζίθκου, Τούρκοι· Κουινιάρ(οι),
τιουνγκούδ(ι), τούµπου. τινικούδ(ι). Κουινιαρούδια, Τουρκαλάς.
σωλήνας βρύσης· τσιούρνα. τένοντας· ζίλα. τουρκικός· τουρκαλίθκους.
σωµατώδης· γκούλιους, τεντώνω· τιντώνου, τιζάρου, τουρλώνω· τουρλώνου.
γκουλιώ. τσιτουµένους, τσίτουµα, τουφέκι· τφέκ(ι), τφικάου,
σωρός· κούπους. τσιτώνου. τφικιά, τφικίζου, τφικούδ(ι).
σωρός άχυρου· τσέτ(ι). τεράστιος· ώχα-ράστους τούφες· πλάσις, τλούπα.
σωρός σταριού στο αλώνι· τερλίκι· τιρλίκ(ι), σκουφούνια. τραβώ· τραβάου, τραβίζου,
τσέτ(ι). Τερπνή· Τσερπίστα, τραβιούµι, ανέσπα.
σωστός· σαλάµκους. Τσιαρπισνός, Τσιαρπίστα. τραγιάσκα· τραϊάσκα.
τερτίπι· τιρτίπ(ι), τιρτιπλής. τράγος· κότσ(ι) 2, πουρτσιάδ(ι),
τέσσερεις· τέσσιρνοι. πόρτσιαδους, πόρτσιους,
τεταρταίος· τιταρταίους. πουρτσιαδίλα, πούρτσιους,
Τ Τετάρτη· Τέτραδους, Τιτράδ(η). τραΐ, τραΐλα, τράιος.
ταβέρνα µικρή· ντικές. τέτοιος· τέτοιους. τραγουδώ· τραγδώ, γιαρές,
ταγγίζω· ταγγιάζου, τάγγα, τετράγωνο· ντερµί, ντιρµί. γκαζέλ(ι), γκαϊτές, νεβά, νιβά,
τάγγζµα, ταγγιάρς. τετρακόσιοι· τιτρακόσνοι. τραγδστά.
τάδε(ς)· τάδις. τεφτέρι· τιφτέρ(ι), φατούρα. τρακαδόρος· αµάκατζης.
τάζω· τάζου. τέχνασµα· ζαναέτ(ι). τρανός· τρανός, τρανά,
ταΐζω· ταΐζου. τέχνασµα στην πάλη· τρανεύου, τράνους, τρανό
τακτοποιώ· νισκιρίζου, ουινιάκ(ι). δάχλου, τρανός αέρας, τρανός
νισκίρσµα. τεχνίτρα· µαστόρσα. µήνας, τρανό στρέµµα.
ταλαιπωρώ· ταλιπουριούµι, τζάκι· ουτζιάκ(ι), µπουχάρ(ι), τραπεζίτες δοντ.· δουδουκάρια.
κατσιγαρίζου, τραδέρνου. στια. τραπεζοµάντηλο· µισάλα,
ταλάντευση· ντακλάκ(ι), τζάµι· τζιάµ(ι). τάβλα, ταβλούδα.
τακλάκια. τζάµπα· τζιάµπα, τζιαµπαντάν, τραπουλόχαρτα· χαρτάκια.
τανίζω· τανίζου, τανιούµι, -ιέµι, τζιαµπαντανούδ(ι), τράτο· τράτου.
τάντζµα. τζιαµπατζίγκους. τραυλίζω· τσιβδίζου, κικές,
ταράτσα· δώµα. τζίτζικας· τζιτζίκ(ι), τζίτζιρας. πιλτέκς.
ταύρος νεαρός· ταυρί. τζίφος· τζίφους. τραυµατίζω επιφ.· ξιπιτσώνου.
τακτοποίηση· τιµάρ(ι), τζοβαΐρι· τζιοβαΐρ(ι). τραχανάς· τραχανά.
τιµαρεύου, τιµάριµα. τηγάνι· λαµαρίνα, τράχηλος· ζνίχ(ι).
τάχα· τάχατι, ντιµέκ. µαυρουτήγανου, τηγαντστός. τρεις· ιτρείς.
τελειώνω· απουσώνου, µπιτάου, τι;· α; τρεκλίζω· κουντλάου.
µπίτζµα, µπιτίζου, µπιτίτσ(ι), τίµιο ξύλο· τιµιόξυλου. τρελαίνοµαι· αλαφραίνου 2,
σώνου. τιµώ· στιµάρου. αλανιάζου, ζουρλαίνου,
τελειώνω γρήγορα· ξιπιτάζου, τιµωρία µαθητών· νηστεία. γκουντουρντίζου,
ξιπιτώ, φαϊρόπ(ι). τινάζω· τνιάζου, τίνιαγµα, ξιζουρλαίνου.
τελειώνω σπορά· ξισπέρνου. τνάζου. τρελοκόριτσο· σαντούρ(ι).
τέλµα· µπαντάκ(ι), µπαντακίλα, τίνος· τινς, τιντς. τρελοπαντέρω· τριλοπαντέρου.
µπατάκ(ι), µπατακίλα, τίποτα· τίπουτα, ντιπ, τι. τρελός· βουρλίδ(ι), µουρλός,
µπατακώνου. τοίχος· ντουβάρ(ι), ντβάρ(ι). ντιλής, τούρλα, τουρλιάκς,
τέλος· τέλια, ντάλια. τοκετός· λιφτιριά. τουρλίγκ(ι).
τεµενάς· τιµινάς. τολµώ· κουτάου. τρέµω· τρέµνου, τουρτούρα,
τεµπέλης· τιµπέλτς, αραλίκ(ι), τοπικό· τουπκό. τουρτουρίζου, τρέµπλιασµα,
κουλουµπαράς, κουµµατάς, τοποθετώ· βάζου 2, βάλις. τριµάµινους, τριµουλουγώ,
κουπούκ(ι), κουράδας, τόπος µε αλάτι· αρµύρα. τριµπλιάζου, τριµπλιάρς.
κουραδίκας, λότσιους, τορβάς· τρουβάς, τρουβαδιάζου, τρέφω· θρέφου, τρέφου.
λουγκούρς, λουγκουρεύου, τρουβάδιασµα, τρουβούδ(ι). τρέχω· κουσεύου, γιουρούκ(ι),
λόψιους, µούχτιρου, τόσος· τόσνοι, τόσ(η)ια, τόσουια. κόσιµα, κουσί, κουσιαµάκ(ι),
τιµπιλχανάς, τιµπιλχανείου, τότε· τότις, τότι. κουσιατζής 1, κουσιτζής,

433
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

κουσιατζίθκους, τριξούδ(ι). τσιαλαµανίζου, φαγανός, τσιούγκα, τσιουγκρίζου.


τρέχω γρήγορα· πλαλάου, φαγουµένους, φαγώνου, τσουκάλι· σκάλ(ι).
πλάλ(η)µα. χλαπανίζου, χλαπακιάζου, τσουκνίδα· τζουκνίδα.
τρία και µισό· τρεισήµσ(ι). ψιφτουτρώου. τσόφλι· τσέφλ(ι), τσιόφλ(ι).
τριακόσιοι· τριακόσνιοι, τσαγκάρης· τσαγκρατσούδης, τυλίγω· τλίγου, σαρµακλίκ(ι),
τριακουσιάρ(ι). τσαγκαράθκου. τλιγάδ(ι), τλιγαδιάζου,
τριαντάφυλλο· τραντάφλου, τσάι· τσιάι, τσιαϊρό. τλιχτάρ(ι), τλιχτός.
τρανταφλιά, γκιουλιµέν(η). τσακάλι· τσιακάλ(ι). τύµπανου είδος· τουµπιρλέκ(ι).
τριβελίζω· τριβιλίζου. τσακίζω· τσακίζου, τσάκισµα, τυραννώ· τυραννάου, τυράννια,
τρίβω· τρίβου, τρίψ(ι)µου. τσάκσµα. τυραννίζου.
τριγύρισµα· γκιζγκίν(ι), τσαλαπετεινός· παντακούκους. τυρόγαλο· τζίρους.
γκιζγκιντζής, γκιζέρ(ι), τσαλίµι· τσιαλίµ(ι). τυφλοπόντικας· σφάλακας,
γκιζιράου, γκιζιρνάου, τσάµπουρο· τσάµπρου. σφαλακιά.
γκιζιρτζής, κατσιάκς, τσανάκι· τσιανάκ(ι), τσιανακάς. τυφλώνω· γκαβώνου, γκαβάδ(ι),
κατσιάκου. τσαντίρι· τσιαντίρ(ι), γκαβαλουγάς, γκαβέλου,
τριγύρω· τριγύρου, λουγιρστός. τσιαντιρόξυλου. γκαβός, γκαβουµάρα, κιόρ(η)ς,
τρίζω· τρίζου, τριζουκουπάου, τσαντίλα· τζατζίλα, τζαντίλα. κιόρκους.
τριζουτός. τσαρούχι· τσιαρβούλ(ι), τυχαίνω· λαχαίνου, τυχαίνου,
τρικλοποδιά· πιρδουκλιά, τσιαρβουλάς. ντύ(ει)ς, έντσι, τέχινι.
καπαλαντίζου, πιρδουκλώνου, τσεβρές· τσιβρές. τύχη· φιλέκ(ι).
πιρδούκλουµα. τσεκούρι· τσ(ι)κούρα. των Βαΐων· Βαϊός.
τρίµµατα καπνού· κότρα. τσέπη· τζέπ(ι), τζιπώνου. τώρα δα· τώραϊα.
τριµµένο (ύφασµα)· λιανουφαϊ- τσερκέζος· τσιρκέζους,
σµένου, λιανουφάισα. τσιρκέζ(ι)κους.
τρισάγιο· τρισά(ι), τρισαΐζου. τσιγαρίζω· τσιγαρίζου,
τρίφτης· ριντές. τσιγαρίδις. Υ
τριφύλλι· γιουντζές. τσιγγάνοι· κατσιβέλ(οι), υγεία· γεία.
τρίχα µικρή· σακαλµάς. µιγγινές. υγρασία· νότ(η), νουτίζου,
τρίχες ανασηκωµένες· τσιγκέλι· τσιγκέλ(ι), νότχιους.
ανάτριχα. τσιγκιλάκ(ι). υγρασία χωραφιού· τάβ(ι),
τριχοφάγος· τριχουφάους. τσίγκος· τσίγκους. τάφ(ι).
τροµάζω· αγριεύου, τσιγκούνης· σπαγκουραµµένους. υδράργυρος· διάδιαρους,
ξιτρουµαρεύου, ταταριάζουµι, τσίκνα· τσίκνα, τσικνίλα, διάργυρους.
τατάριασµα, τρουµαρεύου. τσικνώνου. υδροδοχείο ξύλινο· µπούκλα,
τροφή γουρουνιών· τάραµα, τσίµπλα· τσιούµπλα, µπούκλους.
τάρµα. τσιµπλιάρς, τσιουµπλιάρς. υδρορρόη· λούκ(ι), ουλούκ(ι).
τροφή υποζυγίων· ταή. τσιµπούκι· τσιουµπούκ(ι). υλικό ανθεκτικό· τσιλίκ(ι) 2.
τρόφιµα· τρουφίµατα. τσιµπούρι· τσιµούρ(ι), τσιβίκ(ι). υλοτόµος· ξυλάς, ουτουντζής.
τροχάδην· τρουχαδόν. τσιµπώ· τσιουµπάου, τσιγκλάου, υνί· γνι, γυνί.
τρυγόνα· τουρτούρα. τσιούµπµα, τσιουµπτιά. υπάλληλος· δούλους, µισταργός.
τρυγώ· τρυγάου, τρύγ(η)µα. τσινώ· τζινάου, τζιαµούζ(ι)κους, Υπαπαντή· Παπαντή.
τρύπα· τρύπαρους. τζινιάρκους. υπερηµερία· πιρηµιρία.
τρυπάνι· αρίδα. τσίπουρο· τσίπρου, τσίπρα. υπάρχοντα· βιο.
τρύπηµα µπάλας· φουίτ. τσιρίζω· τσιρίζου, τσίρζµα, υπερηφανεύοµαι·
τρυπώ· τζουπώ, ζουπώ. τσιρουκουπάου, τσιρουµαχάου. πιρηφανεύουµι.
τρυφερός· λουχιρός, τσιτσιρίζω· τσιρτσιρίζου. υπερµεγέθης· κέµκους,
καµπάθκους, τρουφαντός. τσογλάνι· τσιουγλάν(ι). ώχα-ράστους.
τρώγω· τρώου, γλουσσιάζου, τσόκαρο· γαλέτσ(ι). υπερωριµάζω· παραγένουµι,
κριτσιανάου, κριτσιανίζου, τσοµπάνης· τσιουµπάν(η)ς, παραφτάνου.
λαµανίζου, µπαµπαρώνου, τσιουµπανού, τσιόµπανους, υπηρετώ· πηριτώ, δουλεύτρια,
µουσχουτρώου, µουτσκώνου, τσιουµπανίτκους. πηριτάδις.
νταρλακώθκα, ντιρλίκ(ι), τσόντα· φόλα. υπνολαλιά· παραµίλ(η)µα.
ντιρλικιό, ντιρλικώνου, τσουγκράνα· τζουγκράνα, ύπνος· υπναρίκους, νουµπέτ(ι),
ντουρλίκ(ι), ξιτρώου, πιλικάου, τζουγκραµατιά, τζουγκρανάου. προυτουύπν(ι), σουλούφ(ι),
ταεί, ταρατσώνου, τσουγκρίζω· τσιγκρίζου, υπνιάρ(η)ς.

434
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

υπνωτικό· µάκους. φέγγω· φέγγου, ξιφέγγ(ει), φοβητσιάρης· φουβσιάρς,


υπόκλιση· σκύµµα. φιγγίζ(ει), φιγγουλουγάου. αλτσιάκς, φουφσιάρς,
υποκριτής· µαυράγιους. φερετζές· φιριτζιές. φουβσιάρκους, φόβσιους.
υποµένω· υπουµένου, πουµουνή, φερµουάρ· φιρµάρ(ι). φόβος έντονος· τζαρτζαρία.
πουµουνιτκός. φέρνω· φέρνου, φιρσίµατα. φόδρα· αστάρ(ι).
υπόξινος· µαχόζ(ι)κους. φέρνω πολύ· παραφέρνου. φοινίκι· φοινίκ(ι).
υποσχέσεις· ταξίµατα. φέτα· φιλί 1, φιλέτα, φιτούδα. φορά· φόρα 1, νουµπέτ(ι), χέρ(ι),
ύπουλος· καντζίκς. φέτος· φέτους, φιτνός. χόβ(ι).
υποφέρω· υπουφέρνου. φεύγω· φεύγου, ξιστρίβου, φοράδα· φουραδούδα.
ύστερα· ύστρα, ύστρας. σκαπιτίζου, φιβγάτους, φίβγα, φορτώνοµαι κάτι· ντύνου.
υστερόβουλος· ντιντί(η)ζς. φιβγιό, φιβγάτζµα, φιβγατίζου. φορτώνω· φουρτώνου,
ύστερον· ύστιρου. φθάνω· φτάνου. φόρτουµα.
υφάδι· υφάδ(ι). φθηνός· φτηνός. φορώ· φουράου, φουρισιά.
υφαίνω· φαίνου, φάνσ(ι)µου. φθινόπωρο· προυχείµ(ι), φορώ παπούτσια· πουδίνουµι.
ύφασµα µε κουρέλια· κουριλού. φθινόπουρους φουκαράς· φουκαρατζιάς,
ύφασµα χοντρό· χόντρα. φθονερός· φθουνιάρκους, φουκαρατζίκους.
ύψος· ψήλους. απουµνήσκου. φουντούκι· φουντούκ(ι).
ύψωµα· ύψουµα. φίδι· φίδ(ι), νιρουφίδα, φουντώνω· φουντώνου 1,
φιδούδ(ι), φιδαρίκους, φλουµώνου, φούντουσ(η).
φιδίτ(ι)κους. φούρνος· φούρνους,
φιδοζώνοµαι· φιδουκόφτουµι φουρνούδ(ι).
Φ φιλενάδα στενή· παραδιρφή, φουσκάλα δέρµατος·
φαγητό· φαΐ, λαµάνα, φά(ι), συντρόφσα. νιρουσταλίδα.
φαούδ(ι). φιλεύω· φλεύου, φίλιµα. φουσκώνω· ουγκώνουµι.
φαγητό νερουλό· φιλοδώρηµα· µπαξίσ(ι), φραντζόλα ψωµί· µπαστούν(ι).
νιρουµπλιάκ(ι), ουρλός. µπαχτσίσ(ι), πισκέσ(ι), φράουλα άγρια· πλανίτσα.
φαγοπότι· κουτλουµούσ(ι), πισκιώνου. φράχτης· πλουκός, πλόκια.
τζαµάλα, τσιµπούσ(ι). φιλοκατήγορος· στουµατάς, φρέσκος· ταζέθκους.
φαγούρα· φαγουρίζου. στουµατάθκους, κατηγόριου. φρίκη· φρίξ(η), φρίττω.
φαίνοµαι· απουφαίνουµι, φίλος· γιαρέντης, καριοφίλοι, φρονιµίτης· γνουσ(ι)κόδουντου.
φαίνουµι. µπράτιµους. φρόνιµος· φακ(ι’)ρς.
φακίδες· τσέπρις, τσιπριάρς. φιλώ· φλάου 2, φλιούµι, φταίω· φταίου.
φακίρης· φακ(ι’)ρς. φίλ(η)µα, φιλί 2. φτελιά· καραγάτσ(ι), µπραστό,
φανάρι· φανάρ(ι). φίµωτρο των ζώων· µπραστούδια.
φανέλα· φανέλου. ζαµπλαγκούδ(ι). φτέρες· φτέρια.
φανερό· µπιιλί. φιόγκος· φλιόγκους, φιόγκους. φτερνίζοµαι· φτιρνίζουµι,
φάντασµα· ίσκιουµα, στχειο. φιτίλι· φιτιλάκ(ι). φτέρντζµα.
φάρδος· φάρδους, φαρδαίνου, φλαµουριά· φιλουριά. φτερούγα· φτιρούγγα.
φαρδουπατάου. φλέγµα· ρέχα, ριχάλα, ρουχάλα φτιάνω· φκιάνου.
φαρµάκι· φαρµάκ(ι). 1, φλέµα. φτουρώ· φτουράου.
φάρµακο· ιλιάτσ(ι). φλιτζάνι· σιόλα 2, σιόλ(ι), φτυάρι· φκυάρ(ι), πατόφκυαρου,
φαρµακοποιός· σπιτσιέρης, φιλτζιάνα, φιλτζιάν(ι), σκατόφκυαρου, φκυαρούδ(ι),
φαρµακουποιέσσα. φλιτζιάνα, φλιτζιάν(ι). φκυαρίζου, φουρνόφκυαρου,
φασαρία· ταπαρτί, νταβατούρ(ι), φλόγα µε καπνό· λαµνός, φτυάρ(ι).
πατιρντί, σαλαβάτ(ι), λαµνίζου. φτύνω· φτύνου, φτάου,
φασαρτζής. φλόγες· γλώσσις. φτύσ(ι)µου.
φασόλι· φασούλ(ι), φασλιά. φλοµώνω· φλουµώνου. φτωχός· τσιουπλάκ(η)ς.
φάτνη· παχνί. φλούδα· φλέτσ(ι), φλούδ(ι). φύγε· αρκανί.
φαφλατάς· φαφλατάθκους. φλούδα σε διάφορα· κόρα. φυλάγω· φλάου 1.
φαφούτης· φαφούτς, φλυαρώ· νταρνταρίζου, φύλακας· µπαζβάνς, καβάσδις.
φαφατιάζου, φαφουτιάζου. φιρφιρούδα. φυλακίζω· φυλακώνου, σκιντζά.
Φεβρουάριος· Φλιβάρς, φλώρος πουλί· φλώρους. φυλαχτό· χαϊµαλί.
κουτσουφλέβαρους, µικρός φοβερίζω· φουβιρίζου, φυλή· µιλιέτ(ι).
µήνας. µπούµπους, φουβέρτζµα, φυλλάδα· φλαδούδα.
φεγγοβολώ· φιγγουβουλάου. φόβιους. φύλλο αλουµινίου·

435
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

χρυσόχαρτου. χαλαρώνω· ξιµπουσιαντάου. χειλάς· µπαρτζαχείλας.


φυµατικός· φισικός, χαλί· κιλίµ(ι), ταπί. χειµώνας· χ(ει)µώνας, χµώνας,
τικνιφέζ(ι)κους, τικνιφέ(η)ζς, χάλια· ντάµπιτερ. χειµουνιάτκους, χειµουνκός.
χτικιάρς. χαλινός· χαλινό, γκέµ(ι), χειραψία· απουχέρ(ι), πουχειριά,
φυραίνω· φυραίνου, φυράδα, ψέλλιου. πουχέρ(ι).
φυράθκους, φυρός. Χαλκιδικιώτες· βαλανάδις, χειρόµυλος· χειρόµπλα.
φυσεκλίκια· φυσικλίκια, µαντιλνίδις. χέλι· αχέλ(ι).
τσιαπράζια. χαλκοµανία· χαλκουµανία. χελιδόνι· χιλιδόνα.
φυσίγγιο· φυσέκ(ι). χαλώ· χαλνώ. χελώνα· αχιλώνα, αχιλουνάρς,
φυστίκια ψηµένα· κικιρίκια. χαµηλός· χαµλός, χαλίπουµα, αχιλουνίτκους.
φυσώ· φσάου, φσυξιά. χαλιπώνου, χαµλώνου, χεριά· πλόχειρου, πλουχειριά.
φύτεµα καπνού· φυτεία. χαµπλός, χαµπλούτσ(ι)κους, χερικό· χειρκό.
φυτεύω· σπέρνου, φυτιφτήρα. χαµπλώνου. χέρι µεγάλο· χειρούκλα.
φυτό νεαρό· φιντάν(ι). χαµηλοφορτώνω· χθες· ιχτέ, ιχτές, ιχτισ(ι)νός,
φυτώριο· φυτώριου. χαµηλου/χαµπλουφουρτώνου. χτισ(ι)νός.
φυτώριο καπνού· ταχτάς. χαµοµήλι· χαµουµήλ(ι), χίλιοι· χίλνοι, µίλ(οι), µίλις,
φωλιά· φουλιά, γιατάκ(ι). χαµόµπλου. µίλνοι.
φωλιά περιστεριών· πιριστιριά. χαµπάρι· χαµπάρ(ι), χιονιού νιφάδες· πλάσις.
φωνάζω· φουνάζου, κράζου, χαµπαρίζου, χαµπαρίκους. χιονίστρες· χιουνίστρις.
κράξ(ι)µου. χάντρα· χάντρου. χιονόµπαλα· µάπα.
φωνάζω αργά-αργά· χάνω· χάνου, χάσι χάσι, χλεµπονιάρης· χλιµπουνιάρς.
αργουλαλώ, αργολάβησε. χάσ(ι)µου. χλιαρό· χλιο, χλιώνου.
φωνάζω τσιριχτά· τσιανίζου. χάνω τα λογικά· τσιαρπίζου. χλιµιντρίζω· χλιµιντρίζου,
φωνή· µπουγάζ(ι). χάνω τα υγρά µου· χλιµιντράου, χλιµίντρσµα.
φωτιά· φουτιά, µπουµπουτάου, καζαγκλαντώ. χόβολη· χόβουλ(η), χουβόλ(η).
µπουµπουρούτα, χαράδρα δασωµένη· κούζ(ι). χολοσκάω· χουλουσκάου.
µπουµπουτούρα. χαραµίζω· χαραµίζου, χαράµ(ι), χοντρόκωλος· κουλάθρας,
φωτίζοµαι· φιγγουλουγώ, χαραµουφά(η)ς, χαράµσµα, χουντρουκώλου.
φιγγουλόηµα. χαραµτζής. χοντροπρόσωπος· πλαστάς.
φωτοβόληµα· φουτουβόλ(η)µα. χαραυγή· χαραή. χοντρός· χουντρός, γκουµπίλου,
φωτοστέφανο· δόξα. χάρη· χάρ(η), ζαριφιά. µπαµπαλάρ(ι), µπαµπαλής,
χαρίζω· χαρώ. µπούκου, µπουρντουσίνα,
χαρταετός· παµπόρ(ι), πανπόρι. µπουρντούχας, µπουτέλου,
Χ χαρτί· ακόλα. µπουντούλ(ι)κους, µπουχόρου,
χαγιάτι· χαϊάτ(ι). χαρτόνι· πνάκ(ι). ντουµού(η)ζς, πλιούστας,
χαζός· χαζός, αµπντάλ(η)ς, χαρτοπαίγνια· τζιάνταρους, τουσούν(ι), χούµπας,
γκαγκάφου, γκακγαβού(η)ζς, φυλλουσιά, χαρτάκια. χουντραίνου, χουντρέλου,
µπαλάσο, ντούτσας, χαρτοπαίκτης· κουµαρτζής. χόντρης, χουντρουπαλάς.
ξισασαλώνουµι, ξιχάνου, χασές· χασιές. χόνδρος· κριτσ(ι)νάρι,
ξιχασµένους, ξουφρουνά, χάση· χάσ(η). κριτσιάν(ι).
ξουφρουνός, παρµένα, σαλά, χασµουριέµαι· ξιρουχαµνιούµι, χοντρός και πλαδαρός·
σαλός, σαλουπαρµένους, ξιρουχάµνισµα, χασµούρσµα. χούχλιου-µπούχλιους.
σιόσιους, σιρσέµς, χασοµερώ· χασουµιρώ, χορευταράς· ντάνκους,
σουρλουλού, σουφρουνιά, χασουµέρ(ι), χασουµέρς, ταµτιριρίκους.
τραλαλάς, χαβανάς, χαζεύου, χασουµιρτζίθκους, χοροεσπερίδα· χουρουσπιρίδα.
χάζ(ι), χαϊβανάς, χαϊβάν(ι). χασουµιρτζής. χορταίνω· σαρκώνου,
χαϊδέµατα· χαβάδια. χαστούκι· παταριά, πάταρους, χόρτασ(η), χουρταίνου,
χαιρετίσµατα· δέουντα, παταρίζου, σιαλτάκ(ι), χουρτασ(ι)κός, χουρτασίλα.
χιριτίµατα. σιαλτακίζου, σιαλτακώ, χορτάρι· χουρτάρ(ι).
Χαιρετισµών ακολουθία· σιαλταρίζου, σιαρτάκ(ι). χορτολίβαδο· τσιαΐρ(ι).
Χιρουνύφια. χάφτω· χάφτου, χάβου, χάφτας. χότζας· χότζιας.
χαιρετώ· χιριτάου, χαχανίζω· χαχανίζου. χούι· χού(ι), χουιλής.
καλουσκαµνίζου, χιρέτµα. χέζω δύσκολα· πισκάου. χουνέρι· χνέρ(ι).
χαλάζι· νιρό κακό, χαλαζώνει. χείλος· αχείλ(ι), αχείλας, αχλάρς, χούφτα· χειριά.
χαλάλι· τισλίµ(ι). αχλάς. χούφταλο· χούφταλου,

436
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

κούφταλου. απουλιάνα. ψωµάκι µικρό· κλικούδ(ι),


χουχούλα· κατσιούλα. χώρια· αχώρια. κουλικούδι.
χουχουλίζω· χουχτίζου, χωριάτης· χουριάτς, ψωµί· ψουµί, ψουµάς.
χούχτζµα, χουχτζµένους. χουριάταρους, χουριάτκους. ψωµί στο νερό· µαµαλίγκα.
χοχλάζω· χουχλακάου. χωρίζω· χουρίζου, χουρσιά, ψωνίζω· ψουνίζου, ψούντζµα.
χρέη· χρέα, δόσ(ι)µου. χώρσµα. ψωριάρης· ψουριάρς,
χρειάζοµαι· χρειάζουµι, χωρίς αγκάθια· αγκάθουτους. ψουραβιάρς, ψώραβους.
χρειαζούµινα. χωρίς επιλογή· ξισυρτούρα.
χρέος απλήρωτο· τόγκα. χωρίς µανίκια· ξουµάνικους.
χρεώνω· χριώνου, χωρίς καπίστρι·
χρουστούµινα. ακαπίστρουτους. Ω
χρήµα· παράς, αέρα παρασί, χώρος για άρµεγµα· βουρός. ώµος· νώµους.
παραδιού, παράδις, παρασί. χωρώ· χουράου. ωµός· ουµάδ(ι).
χρηµατίζω· χρηµατίζου. ωοειδής· σουρλουµπτός,
Χριστός Ανέστη· καλός λόους. σουσουλουµτός,
χρόνια· νάτια. τσουµτσουλουτός,
χρονιά ανάποδη· καψουχρουνιά. Ψ τσουτσουλουµτός,
χρονίζω· χρουνίζου. ψάθα· ψάθα. τσουτσουρουµπτός.
χρονική περίοδος· κιρός, ψαλίδι· ψαλίδ(ι), ψαλδουτός. ωραία πύλη· αγιόθυρα.
γιάµ(ι), ζαµάν(ι), χρουνκίς. ψαλιδιά λάθος· σιαµπάκ(ι). ωριµάζω· φτάνου, γίνουµι,
χρόνων· χρουνού, χρουνούν. ψάλλω· ψάλλου, ψάλτας, γινιµένους, φτάσ(ι)µου,
χρυσάνθεµο· παπαδιά. ψέλνου. φτασµένους.
χρυσάφια· ξάφια. ψαρόνι· µαυρουπούλ(ι).
χρυσή· χρυσιά. ψάχνω· ψάχνου,
χρώµα ασηµί· σίλβο. γκουζγκουνεύου,
χρώµα κίτρινο· ώχρα. γκουζγκούν(η)ς, σέντιµα, ΟΜΑ∆ΕΣ
χτένα· χτέν(ι), τσαρτσάρα. σιντεύου, σίντιµα, σιουντεύου.
ασθένειες, φάρµακα
χτενίζω· χτινίζου, χτέντζµα, ψείρας αβγά· κουνίδια.
αδραχτίτσ(ι), αρµένιασµα,
ντουµάτα. ψες· ιψές, ιψέ, ιψισνός, ψε,
αρµινιάζου, Άρµινους,
χτικιάζω· ουχτικιάζου, ψισ(ι)νός.
βουρτσίδια, αρρουστκό,
ουχτικιάρς. ψεύτης· ψευτς, χατζηψιφτίνας,
γκαγκάτσια, γκριλίτσα,
χτίστης· µάστουρας. ψεύτκους, ψιµατάρα,
γρούµπαλα, καθάρσιου,
χτυπώ· βαράου, βαρένου, ψιµατάρς, ψιµατούρς, ψιµατώ,
κακούδια, καλαγκάθ(ι),
βαριµένους, καρλάτσα, ψιφταράς, ψιφτιά, ψιφτίνας,
καντουριά, καρακούσ(ι),
κουπανάου, κουπανιά, ψιφτρίνα.
καρδόπουνους, καρδουπουνώ,
κουπανίζου, σβουρίζου, ψευτίζω· ψιφτίζου.
κίλκας, κιούφ(ι), κιτιρνάδα,
τζιουπκανιά, τσιρώνου, ψεύτικος κόσµος· γιαλάν
κιτρινάδα, κλαπάτσα, κλάψα,
τσιρουτός, φουκώνου, ντουνιάς.
κλειδουστουµνιάζου,
χαντακώνου. ψευτοθυµώνω· µουρτσινιάζου.
κλουτσιάζου, κουκούδ(ι),
χυλός· αγούλα. ψευτοκλαίω· µουρτσουκλαίου.
κουκούλ(ι), κουλιάντσα,
χυλώνω· χυλώνου. ψηλός· ψηλέας, αλτί παρµάκ(ι),
κριθαρίτσ(ι), κύλκας, λουχιές,
χυµώ· χµω. γκουργκά(η)ζς, γκριάντας,
µπαµπούδα, µαστάρουµα,
χύνω· χύνου, ξιστραγγίζου. κριµανταλάς, λαρίας, µπόγιας,
µηλιγγίτς, µιλούρα,
χύτρα· µπακράτσ(ι), ταβάς, νταγκλαράς, ντιντέικους,
µπαζντραβίκα, µπλάστρα,
κάκαβους, τιντζιρές, τζέντζιρς, τόφαρους, ψηλνοί.
νιρόπιασµα, νταλάκ(ι),
τζιντζιρές, χαρανί, χρανί. ψηλώνω· µπουίζου.
νυφίτσα, ξιραχήνα, ξυλουχήνα,
χώµα· χουµά. ψήστης· ψητάς.
ουρθόκουλους, πανάδα,
χώµα από τσίπουρα· ψήφος· ψήφους.
παραδάγκαλα, πιριπλιµουνία,
τσιπρόχουµα. ψίδι· ψίδ(ι).
πουλίδρουµα, πουλύδρουµα,
χώµα άσπρο· ψίχα· ψίχα.
ρηµάτζµα, ρηµάτσα, ρούπιλ(η),
ασηµόχωµα/ασηµόχουµα, ψιχαλίζω· ψιχαλίζου.
σακαή, σακαλµάς,
ασπρόχουµα, ’σηµόχουµα. ψοφώ· ψουφάου, λιέσ(ι).
σακ(ι΄)ρµάς, σβιρκόπιασµα,
χωνί· χουνί. ψυγείο πάγου· παγουνιέρα.
σταµατόπιτρα, σταύρουµα,
χωρατό· κουραχάν(ι). ψυχή· ψ(υ)χή, ψυχ(ι)κό,
σταυρώνου, τιλιµπιτλιάρς,
χωράφι ακαλλιέργητο· ψυχουχάρτ(ι).

437
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

τραντάνα, φαφίλα, φαφλιάρς, ουκνά, ουρτά, παράς, πάρσα 2, πανάκια, πανί, πανουτζµένους,
φουλτακίδα, φρίξ(η), χτικιό, Πάσκα, πέντι άρτους, πες, πανουτιάζου, πανουτισµένους,
χούχλους, ψουρούκια. πουδιακός, σαράντζµα, πανουτό, πανώτζµα,
σαραντίζου, σαρµάς, πατσιαλίκια, πινιβρέκ(ι),
βρισιές σιούµπουρ(ι), σκουριάρκα, πιρούκα, πλανιά, πόλα,
αβές, αβραντίνα, αβραντινί, σούρµπα, τζαµάλα, τζίρκου του πουδουπάν(ι), ρετσίνα,
ασπρουσ(υ)κιά, κλίκ(ι), τρανό, τριήµιρου, ριµπούµπλιακου, ρούχο,
γαλαζουβράκδις, γκιντί, γκιντί τρίµιρου, τσουτσουρίκα, σαββατιανό, σαµαρουσκούτ(ι),
χαλανάδις, καβαλίκου, ύψουµα, υψώνου, σαρίκ(ι) 2, σιαλβάρα,
καλτάκου, κιαρατάς, χειρουφιλήµατα, χλιάρα, χόι- σιαλβάρ(ι), σιάπκα, σιάρινου,
κιαρατένιους, κιαρχανατζής, χόι, Χριστούιννα. σιόλα 1, σιρβέτα, σιρβιτούδα,
κιουπέκ(ι), κιρχανατζής, σκάρ(ι), σκέπ(η), σκούτα,
κουπατσίνα, λουλούδου, ενδυµασία, υφαντά, κεντήµατα σουµακί, σουρφιλές, σουτάς,
µπαµπόγρια, αδίµτου, αλατζιάς, αµπάς, σπάλα, στόµα, στου κουφό,
µπουρτζόβλαχους, ντεφ αµπατζής, αντιρί, αραδουτό, στράτα, ταγκά, τζαβέλα,
ουλσούν, ντούσινα, αρτουµάντιλου, αστάρ(ι), τζιάκα, τζιαµπαντανούδ(ι),
ξανθόψειρα, ξιγαδαρίζου, αστράκ(ι), βαµπακουτό, τζίλις µιτζίλις, τουζλούκ(ι),
ξικουλιάρς, ξυλάγγουρου, βάρδαλου, βαρύ, βέλου, τουλούµπα, τουπάτσ(ι),
πλαρίνα, σικιµέ, σικτιµινί, βρακουµένους, γιουρτανού, τσιαµασίδια, τσιάµκα,
σιχτίρ, σκλάδις, σκατασί, γιουρτανούσα, γιράνιου, τσιούλ(ι), τσιπκέν(ι), τσίτ(ι),
ταούκ, τζιαντόγρια, τραλαλού, γκαντιφάκ(ι), γκαντιφές, φέσ(ι), φισούδ(ι), φιτίλ(ι),
τσιρουνάδις, φασλάδις, γκερτανούσα, γκιµινιά, φλουριά, φούντα, φούστα,
φιλέκ(ι), χαϊµανάς, χαλανάι γκιουρτάν(ι), γκιουρτανού, φουστάν(ι), φουστανού,
γκιντί, ψαθάδις, ψουρούκου. διαβουλουπάν(ι), διφτιραίου, χαβλένιους, χαβλί, χουχούλ(ι),
ζαρµπουκατέ, ζιάκα, ζ(ι΄)βρα, χρυσαλφές.
έθιµα, γιορτές ζνάρ(ι), ζώνουµι, ζώντσα,
άγ(ι) Απόστουλους, άγιους θηλουτό, ιβρουπαϊκά, ιράντιο, επιφωνήµατα
Θόδουρους, αγιου-Θουµάς, καβάλο, καγκέλ(ι), καληµέρα, άι, άι κα, άιντα! άιτ, άι χα,
ακαλιαστάδις, απουγύρζµα, καλλιγραφένιους, καµιζόλα, άλατης, αµά, αµάν, αρά, βάι,
απουγυρίζου, αρρουστκό, κάµσου, καναβάς, κανόν(ι), ε! έι! επ! ερ, έρε, έρα, για!
αφώτστους, γιουφτουλάζαρους, κάπα, καπάκ(ι), καραµιλουτές γιαζίκ, γιάλα! γιούργια, γιούχα,
γουνάτζµα, δείπνους, κουβέρτες, καταγέρανου, γκέλ(ι) αµάν, ι! ια! ιου! ιχί!
γυφτουλάζαρς, καταµάλλινου, καταµέταξου, λε, λι, µαρ’, µαρή, µάρ(η),
διφτιρανάστασ(η), κατιφάκ(ι), κατιφές, µπα! µπα; µπρέβα! µπρια! όι!
εικουνίσµατα, ζγκουριάρκα, κατιφούδ(ι), κιβελέδες, κιλότα, όιντι! όιντα! όλαλα, όλιλε, οπ!
θυµνιάτζµα, ιξιτάσεις, κινεδάκ(ι), κιουσιλέδις, όπα! όπαλα! οπαλάκια,
καλιστάδις, καµήλα, κανίσια, κισιλέδις, κ(ι΄)στί, κιτσές, όπατα, όπατης, όρσι, ου! 1,
καπλάρ(η)ς, καπλαριό, κιφαλάρ(ι), κλάκα, ου! 2, ούµπα! ούµπρε!
κιλαρτζής, κιουσπέτ(ι), κουκουλέτου, κουκουρίκου, ούµπρια! ουχού! οχού! ρα,
κιουτσούκ ουρτά, κιρκάπ, κουλάκ(ι), κουλιέδις, ταµτιριρί, ψ(ι΄)τ, ώλελε!, ωχ!
κισπέτ(ι), κλαριντζής, κουλούρα, κουντόσ(ι), ωχού! ωχωχόµ.
κλήδουνας, κληδώνου, κλίκ(ι), κριβατόγυρους, λιµπαντές,
κνα, κνες, κναλί, κόλιντα, µαγαζιά, µακάτ(ι), µαλλιά εργαλεία, εξαρτήµατα, σκεύη
κουνιστάδις, κουλίκ(ι), σκαλιστά, µάλτα, µαρουκέν, αγγειά, αλουνόπιτρα, ανέµ(η),
κουλούρα, κουµασλίκ(ι), µαρτένιου, µασούρια, ανιβατόρ(ι), αντί, αντρί,
κραταπόκρια, λαζαράς, µισουµάλλινου, µιτζίκια, απλώστρα, αυλακτσής,
λαζαριανός, λαζαρίνα, µπαµπαλιάζου, µπινιβρέκ(ι), βαγόνια, βιργούδις, γιαβασιά,
λαζαρίνις, λαζαρίτκους, µπιρσίµ(ι), µπλίζνα, µπόι, γκαβόλαµπα, γκαγκαριάρκους,
λαζαρνίτκους, λαζαρνούδα, µπρισίµ(ι), νιζιούσκα, γκαζ(ι)κό, γκαζιρό, γκιούµ(ι),
µάρτα, µαρτυριά, νιρβίρ(ι), νουρά, γκλίτσα, γκούκδας,
Μιγαλουπιφτιάτκους, µιτάνοια, νταµασένιους, νταµασές, γκουγκντάς, διαβασιά, δικέλ(ι),
µπάσ(ι), µπασµάς 1, µπουιές, ντουβιτίνα, ντουλαµάς, δίχτυα, δουκάν(η), δουξάρ(ι),
µπουιούκ ουρτά, νταουλτζής, ντούµπλα, ντρόκνα, ντυµασιά, ζ(υ)γουλόρ(ι), ζυµουτκή, ίγγλα,
ντουβάκ(ι), ντουντουλές, ξαλφιά, ξιψαλδίζου, ξούµζµα, καλαένιους, καλάµ(ι), καλαµί-
ξισπουρίτσα, οκνές, όργανα, ξουµίζου, παλιουπάν(ι), δ(ι), καλέµ(ι), καληµέρα,

438
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

καµπράν(ι), καρότσα, κάσα, τµήµατα του κάρου µπασκιτζής, µπασκώνου,


κιµέρ(ι), κιουστέκια, κλάπα, αξόνια, αψίδις, αρτσιάκ(ι), µπαστούν(ι), µπατίκ(ι),
κλίκ(ι) 2, κλούτσα, κόλια, γάντζους, γιαστίκια, καβραµάς, µπαχτσιβαντζής, µπαχτσιλίκ(ι),
κόπανους, κόρδα, κουβαλίκ(ι), κάσα, κασουνόβιδις, µπιρλάντ(ι), µπιρντάχ(ι),
κουλάν(ι), κουλτούκια, κιφαλάρ(ι), κιψέδις, µπουκαγιά, µύλους, νιάµα,
κουπανλίκ(ι), κουτσάκια, κουντάκ(ι), µπαρτζίκ(ι), νιαµατίζου, ντεγκτσιδάκι,
κατούνια, κατσιανουσίδηρου, µύλους, νουρά, ουρτά τσιβί, ντιγκιάζου, ντιγκτσάκια,
κιρίσµατα, κόκα, κουλουχέρς, ουρτά τσιβί µικρό, παξιµάδ(ι), ντιγκτσής, ντίπ(ι), ντιτσάκια,
κουσόπιτρα, κριβάτ(ι), κρίνα, πουρειά, πυρουστιά, ρόδα, ντουκανίζου, ντουλµάς,
λαµπίκους, λιάστρα, λιλέκ(ι), ρουδόβιδις, σίνα, σουβένια, ντουλµώνου, ντρουβανίζου,
λιµατίδ(ι), λιµατήρ(ι), λότρα, τάσ(ι), τασλίκια, τιµόνια, ντρουβάντζµα, ξέπυρους,
λουξ, λύκους, µαγγάνα, τσαµπαράς, τσιατµάς, χαλκάς, ξηρουζύµουµα,
µασίστρα, µιτρίδ(ι), µουχάν(ι), ψαλίδ(ι). ξηρουνιαµατίζου,
µπακίρ(ι), µπασκί, ξιαµπασκαλίζου,
µπουρούν(ι), µπρακάτσ(ι), εργασία, ορολογία, προϊόντα ξιαµπασκάλτζµα, ξιαρίζου,
µπριάγκα, µπρουσνέλα, αγγαριά, αΐδρουτους, ξικουλώνου, ξικώλουµα,
µπρουστάρ(ι), µυταριά, νήµα, αλαµπούρα, αλαταριά, ξιµπουρλιάζου, ξιντιπιάζου,
νιµατήρ(ι), νισαντίρ(ι), αµπασκαλίδια, απόπυρους, ξιντίπιασµα, ξιπυρίζου,
ντιζγκιρές, ντουκάν(η), απουγύρζµα, απουγυρίζου, ξισανταλιάζου, ξισπύρζµα,
ντουκανόπιτρα, ντουλαντζιάς, απουθιρµίζου, απουλιχνίζου, ξισπυριάζου, ξισπυρίζου,
ντουλάπ(ι), ντρουβάνα, απουλίχνισµα, αρδίν(ι), ξισταλααίνου, ξιφουντιάζου,
ντρουβάν(ι), ντρουβανόξυλου, αρδινιά, αυλακιάζου, ξουχώραφα, όρτουµα,
ντρουµαντήρα, ξυλόχτινα, αυλακτσής, αχέρστου, άχνα, ουρτώνου, ουτζιάκ(ι), ούτσ(ι),
παγίδις, παλαµαριά, άχυρο. βαρύ, βλαστουλουγώ, ούτσ(ι) αλτιά, ουτσιούδια,
παλιουρουκόπους βρουµούσα, γιαλντίζ(ι), πανίζου, πάντζµα, πανώµατα,
παλιουρουκουσά, πάνα, γιαρµάς, γιουµίδ(ι), γιουµόζου, παπαδεύου, παπάδιµα,
πανουπίστια, πατήθρα, γκιούζια, γκιουµπέκι, γύρους, παστάλ(ι), παστάλιασµα,
πατητήρ(ι), πατήτρα, πατόζα, διφτιρουπλάσ(ι)µου, πασταλιάζου, πασταλτζής,
πέδιλου, πθάρ(ι) µουλυβένιου, δουλέµατα, δραµινός, δρουµί, πάτ(η)µα, πάτουµα,
πίκιντρα, πιρπατάρκ(η) ζιψιά, ζλόσταχτ(η), πατουµένους, πατόφλου,
λαµπούδα, πισνέλα, πιστάρ(ι), ζ(υ)µουτκό, θηλειά, πατώνου, πικράδα, πιντιρµές,
πιστιά, πουτσνιάρ(ι), θλόσταχτ(η), θουλόστα-χτ(η), πιρβόλ(ι), πιριβόλ(ι),
πριγιουνούδ(ι), πυκνάδα, ρινί, ιξουχώραφα, ιστίφ(ι), πιριστιράς, πιρνάου,
ρουδάν(ι), σαΐτα, σαρίκ(ι), ιστιφιάζου, καβαλάρ(η)ς, πιρπατάου, πισώκουλα,
σατιάν(ι), σαχάν(ι), σβάρνα, καζανιά, καϊνιάκ(ι), καλαµιά, πιτρουτούρ(ι), πλάσις,
σβαρνούδα, σιδηρούδ(ι), καλαµίζου, καλάµσµα, κάλφας, πλιξούδα, προυιµαλών(ι),
σιδηρώστρα, σινί, σιντζµένους, καµένου φύλλου, καµπάθκους, ραχιά, ρουφούζ(ι), σάλµa
σιντούκα, σκάλα, σκαλίνα, καµπάκουλακ, καπνατζής, σαλµαταριά,
σκαλουσιά, σούγλα, σουφράς, καριάκι, κιζλάτσ(ι), σαµουλαδόµυλους, σανίδ(ι),
σταχτόπανου, στέγκις, κ(ι΄)ραντίδια, κ(ι΄)ρ(ι), κιρµάς, σαντάλ(ι), σανταλιάζου,
στριφτάρ(ι), σφίχτρα, κόβου, κόσισµα, κουί, σαράπα, σαρά παστάλ(ι),
ταµπάν(ι), ταράκ(ι), τάσ(ι), κουκουλιός, κουµάσ(ι), σαρικιάζου, σάχλα, σβαρνίζου,
ταψί, τέµπλα, τζουγκράνα , κουµούλα, κουµπόδιµα, σειρά παστάλ(ι), σιδηρώνου,
τιλάρου, τραβηχτάρ(ι), κουµπουδένου, κουραντίδια, σιδέρουµα, σιταράι,
τριόρ(ι), τριχόστα, τριώρ(ι), κουσιατζής 2, κουσιτζής, σκαµαγγάς, σκαµάγγ(ι),
τρουβούδ(ι), τσιαταλουτός, κουσούρ(ι), κούσπους, σούσαλα, σπάζου, σπάσ(ι)µου,
τσίγκλα, τσικµές, τσικρίκ(ι), κουτάρ(ι), κουφτάς, σπουριά, στάβα, σταβάρ(ι),
τσιότρα, τσιουλτάρ(ι), λαγουγαµίστρα, λέρα, σταβιάζου, σταµνόχουµα,
τσιουρνούδ(ι), τσίτα, φλαστιρό, λιουκιούν(ι), λουγκόφ(ι), στάσ(η), σταύρουµα,
φλιτ, φούντα, φυτιφτήρα, µακιδουνικό, µακρυναρίκ(ι), συγκέντρουσ(η), ταϊστής,
χαβάν(ι), χαµούτ(ι), χαχαλάς, µαναστάσια, µαξούλ(ι), ταράσ(ι), τιντέδις, τόγκα,
χλιµπούρ(ι), χουρµπούλ(ι), µάστουρας, µισιάρς, µοιράζου, τραφώνου, τριουρίζου,
χρουµπούλ(ι), χτέν(ι). µοιραστάς, µουργαρώ, τσακίλ(ι), τσάκσµα, τσιακίλ(ι),
µουρουγαρίζου, µουρουγαρώ, τσιαρπλίκ(ι), τσικαντιά, τσικί,
µπακιράδα, µπακίρκους, τσιλές, τσιλιούδ(ι),

439
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

τσιουλιάζου, τσιουµπουλόι, ήχοι, φωνές, µόρια µπέτσι, µισίτσ(ι), µπιτίτσ(ι),


τσιουτσιούλα, τσιουτσιουλίγκα, αγγού, αδάµ, αµ, α ρα, βάκα- µπου, µπουµ, µπουµπό, ντα,
τσιουτσιουλώνου, βούκα, βαχ, β(ι΄)ζ, βουρ, βουτ- νταντά, ντα, παπά, πάσ(ι),
τσουµπουρλόι, φουρτιό, βουτ, γιου! γ(ι΄)του, γκα, πάτα, πίτσι-πίτσι,
χασ(η)λαντίζου, χασ(η)λάτζµα, γκάπα-γκούπα, γκ(ι΄)κ, γκίλι- πλιουµ-πλιουµ, τζα, τζίσ(ι),
χασλαµάς, χασµούν(ι), χέρ(ι), γκίλι, γκ(ι΄)ρ-γκ(ι΄)ρ, γκλακ, τιούσ(ι), τζιτζί, τσιουµ, τσίσ(ι),
ψουφάκια. γκλικ-γκλικ, γλουκ-γλουκ, τσιτσί, τσουτσούνα.
γκούλιου-γκούλιου, γκουχ-
ζώα γκουχ, εµ, έου, ζ(ι΄)τς, ιστ! οικοδοµικά
αγρόγατα, αγρουκάτσ(ι)κα, κικιρίκου, κλαφ-κλουφ, αστριχιά, αυλάκ(ι), αυλίζουµι,
αγρουµέλτσα, αλαφιάτς, κλ(ι΄)τς, κλουκ-κλουκ, γκιρίζ(ι), γκριντιά, γουνιά,
αµπιλουργός, αρρώστια, κουκλουβάου, κούκου, διπλάρια, ζώµατα, καβαλάρ(ι),
αρτιρµάς, ασπρόκουλους, κουκουντάκ, κουκουρίκου, καλκάν(ι), καµάρα, µαχιές,
ασπρουκουλίτς, βάµπλας, κούτσ(ι), κριτς, λέξου-λέξου, µόλια, µούτλα, µπάσ(ι) ουντάς,
βίθρα, βρουµούσα, λιακ, λο λο λο, µα, µπάγκα- µπουτρέλια, νιρουχύτς,
γαδρότσιχλα, γαδρουκέφαλου, µπούγκα, µπάρα-µπούρα, µπικ- νταούλ(ι), όκνα, παπάς,
γκαβόψαρου, γκάλιος, γκιόσα, µπικ, µπίσ(ι), µπλιακ, µπου! παρµάκ(ι), πουταµός 2,
γκιόσου, γκόστρικας, µπουµ, µπουρ-µπουρ, σαχνισί, σουφακλίκ(ι), σουφάς,
γκουλιάρα, γκουτζιάρ(ι), µπουρτσιούγξ(ι), νιάου, τσιατµάς, φουρούζια,
γριβάς, γκριβατσέλ(ι), ντάγκα, νταχντιρντί, ντε 1, ντε ψαλίδ(ι).
δαµαλίδ(ι), διαβουλούδ(ι), 2, ντοζ, ντόι, ντουκ-ντουκ,
ζµέτια, Θιού του βουβαλούδ(ι), ντράγκα-ντρούγκα, ξι-ξι, ξιτ- παιχνίδια, ονόµατα
θιρµασιά, καλέσ(ι)κου, ξιτ, ξου-ξου, όου! όου σι! αγάλµατα, αετός, αϊρουπλάνου,
καληµάνα, καραγκιόζ(ι)κους, ότσ(ι)! ου! 2, ούγξ(ι), ουστ, αϊρουπλανούδ(ι), ακουµπητό,
καραµάν(η)ς, παπ, πάτα-κιούτα, πατ-κιουτ, αλατιέρα, αλάτ(ι) ψιλό αλάτ(ι)
καραµπάσ(ι)κους, καρατζιάς, πικ! πιφ, π(ι΄)φ, πλιάκ, που, χουντρό, άλουγου, αµπάρ(ι),
κιρκινέζ(ι), κουκκίνου, πούλ(ι)-πούλ(ι), πουφ, ανάσα, απλό-ακίνητο,
κουκκινουλαίµς, κούρτης, πράκα-πράκα, πρέι, προύσ(ι), αραµπούδ(ι), αργαλειός,
κριάρ(ι), κρυσκάρ(ι), λάγιου, προυτσιούγξ(ι), σιαρτ, αρµυρή πλατάνα, ασιτιλίν(η),
λάι πέρδικα, λαφιάς, λιπαριά, σιαρτ-σιουρτ, σιουµ-ντουµ- άστρου, αφτί, βαρέλ(ι), βάρκα,
λιπαρούδα, µαλτέζ(ι)κους, ντουµ, σλιαµ-σλιουµ, σου, σου βούζ(ι), βρουµούσα, γαργάρα,
µαρούδα, µαυρουγλίν(ι), µπρια! σουτ, σ’-σ’, τακα- τάκ, γιογιό, γκέο-παγκέο, γκέο γκέο
µπάλιου, µπάλτζο, µπάλτζα, τακ-τουκ, τάπαρ-τούπαρ, Φράγκισσα Βαγγέλω, γκλάρου
µπάρτζου, µπιρµπιδουνάκ(ι), ταραράµ, τζαρ-τζαρ, τζιάγκαρ- σκουρδαλιά, γκλίστρα, γκούβα,
µπιρµπιλαηδονάκι, µπριάνα, τζιούγκαρ, τζ(ι΄)ρ-τζ(ι΄)ρ, γκούµακας, γκουντρουκλί,
µυτιληνά,ντρουκουλιάνους, τότσ(ι), τς, τσιάγκαρ- γκριντιά, γραµµή, γρούνα 2,
νυφίτσα, ξυλουφαγάς, τσιούγκαρ, τσιαγκ-τσιουγκ, γρουνούδια, γυαλούδια, γύρου
παπαδούδα, παπίτκους, τσιακ, τσιαρ, τσιαρ-τσιουρ, γύρου όλις, δάχλου, δέλτα,
πασχαλούδα, πλατάνα, τσιούγξ(ι), τσιρ, τσιρ- τσιρ, δικαϊξάρα, δο µ’ κυρά µ’
πρασιάνα, πρασ(ι)νουκέφα- φ(ι΄)στ, φλιακ, φρ(ι΄)κ, φτου, φουτιά, δουδικάρα, δυάρα,
λους, πρικί, σαρανταπόδαρους, χάχα-µπούχα, χλουπ, χου, δύναµ(η), ένα λεπτό κρεµµύδι,
σαρής, σαριµπάσ(ι)κου, χρατς, χράτσα-χρούτσα, χριτς, ένα λευκό κρεµµύδι, έχασι
σαρπουβνόψαρα, σίβους, ψιτ, ψι-ψι. µπάµπου τα κλειδιά, έχου δυο
σιούτους, σκατόβαµπλας, πουλάκια, ζυγαριά, θηλιά,
τζίρκους, τό(ι), τούρνα, κουδούνια θηλιά στου δάχλου,
τρηδόνα, τσιάι µπαϊλί, γαλαροκούδουνο, καµπανούδα, ικκλησούδα, ιννιάπιτρου,
τσιλέγκου, τσιούπα, καρουτσούδα, λιάγκα, ιννιάρα, ιξάρα, ιξουρία, κάηκι
τσιουπρουβύζου, τσιούστρα, µπατάλ(ι), τακαρντάκ(ι), τ’ παπά αχυρώνα, καλάµ(ι),
τσιουτσιουλιάνους, τσίπου, τούντζ(ι), τράκα, καλαµούδ(ι), καλουγιρούδ(ι),
τσιπτσικούδ(ι), τσίρκα, τρουκάν(ι). καλουγριά, καλουρού, καµάρα,
τσιρόν(ι), τυφλίτς, φέρµα, καµήλα, καρύδια, καρύδις,
φιρτζιακανάς, φρισκάρ(ι), νηπιακή γλώσσα καρφί, κ(ι΄)ρι κ(ι΄)ρι πλάκα,
χρυσκάρ(ι), ψαλίκουρας, αρχινίτσ(ι), κότσ(ι)-κότσ(ι), κλειδί, κλείνους, κλέφτδις,
ψυλλουπόντικας. κούτσιου, λιλί, λιούλιου, µα, κλέφτις, κοιτάζου ουρανό,
µαµ, µαµά, µάτσ(ι), µιάου, κόρµακους κι κουρµακίνα,

440
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

κότσ(ι) 1, κότσια, κουιά, σκοινάκ(ι), σκυλάκια, µε κατασκευές από τσικούτια,


κουκαλάκ(ι), κουκαλάκια, σπιτάκια, σπρέγκλα, σταυρός, 7. το σκαρφάλωµα πάνω στα
κούκλις, κουκλούδις, στιφάν(ι), στόµα, στριφτό, δέντρα, 8. παιχνίδια λογικής-
κουκουβάια, κουκουνάρια, στρίψ(ι)µου δυο-δυο, σφαίρις, αινίγµατα κ.ά
κουκούτσια, κουλουκυθιά, σφίγγους, σφιντόνα, σφύρκα, παιχνίδια, ορολογία κ.ά.
κουµπί, κουµπιά (1,2), κούνις, τα ένα µας τα δυο µας, άλτσιους, βασιλιάς, βίκο, βουτ-
κουρόιδου, κουρόνα γράµµα, ταµπάκους, τζιαµί, τζίζ(ι), βουτ, γαδρίτσ(ι), γαζιές, γένεια,
κουρόνα γράµµατα, κουτσό, τζίµ(ι), τζιντζιλουφίτς, γιάντισ(ι), γκαζιές, γκλος,
κουτσουλόν(ι), κρακανούδα, τηλέφουνου, τινικούδ(ι), γκλουγκούδ(ι), γκντίνα,
κρες µι πατάτις, κυνηγητό, τινικούδια, τόξου, τόπ(ι), γκουγκούδ(ι), γράµµα, γύρους,
κυνηγητό µι µπίλις, λαγός, τόπκα, τούλα-λασίτι, τρεις δάχλου, δίπουρτου, ζαµπούνα,
λάστιχα, λιµουνίτσ(ι), πους κι λακκούτσ(ι), τριάρα, ζντρουπίδ(ι), ζύγια, ζ(υ)µαράς,
λιµουνόκουπις, λιµουνόπιτσα, τρίσπους, τριώτα, τρύπα, ιξουρία, ιξουτιρικό, καβάλα,
λιπαρούδα, λύκους, λύκους κι τρυπούδ(ι), τσαταλίνα καζάν(ι), καίου, καµήλα,
τ’ αρνί, µαγκακατσέλια, µαταλίνα, τσιανάκις, καντήλις, καπότα, κάψ(ι)µου,
µαγκατσέλια, µάδα, τσιαφλιάκ(ι), τσίβους, τσίκα, κιραµίδα, κιραµδούδα,
µαµαγκατσέλια, µαντήλ(ι), τσικρίκ(ι), τσιλικάκια, κιφάλ(ι), κλείδουµα,
µαρµαρουτό, µατάκ(ι), τσιλίκ(ι)-τσιουµάκ(ι), κλείδουσ(η), κλειδώνου,
µατσούκ(ι), µες στου µπαµπά τσιντσιλουφίτς, τσιόβους, κλειδώσεις, κλειτσινάρια,
µου την αυλή, µια παπαδιά, τσιουβαλουδρουµία, τσιουµ κλούτσα, κόκα, κοκράνι,
µουλύβ(ι), µουνά ζυγά, τσιουµ του λιφτό, κότσ(ι), κούκλα, κούκους,
µουντζούρς, µπακλαβάς, τσιουτσιούλα, ’τ’ς τρεις πέτρα, κουµπακόξυλου,
µπαξίσ(ι), µπαχτσίσ(ι), τύφλα βουβάλα, τφικούδ(ι), κουµπανιάντις, κουνιστάδις,
µπγάδ(ι), µπίλις, φανάρια, φαναρούδια, κουρόνα, κουρσιούµ(ι), κουτί,
µπλουµατούδια, µπόντσα, φιδούδ(ι), φίτσιους, φλα φλου, λαστιχιά, λαχνίσµατα, λιούφκα,
µπουλουκουµένου, µπριάστα, φλουγέρα, φουρνούδια, µάνα, µάπα, µέτρηµα, µισό
µύτ(η), να ρτει του κόκκινου, φουρφούρ(ι), φούσκα, φουτιές, πουδάρ(ι), µίτζιρας, µιτρώ,
νταλκάδις, ντάµα, ντιρπί, φουτουγράφους, φτι, µοιράζου, µοίρασµα,
ντρίτσα, ντρουκουλιάκ(ι), φτύσ(ι)µου, φυσιρό, χαλκάς, µουλυβόπιτρα, µπγαδάς, µπίλα,
νύχ(ι), ξυλουγαδούρα , χαρτς, χάσκα, χιλιδόνα, µπινάλτ, µπουγάσαντα,
ξυλουπόδαρα, ξύλου στα χέρια, χιλιδόν(ι), χιουνουπόλιµους, µπουρµπουτσόλ(ι), µπουτ-
ξιχουριστά, παγίδις, πάλιµα, χόρτασι λάκκους, χουνάκ(ι), µπουτ, ντακλάκ(ι), ντάλια,
παµπόρ(ι), πανάκια, πάν(ι) χρυσιά βέργα, ψαλίδ(ι), νταλκάς, ντάµα, ντιρέκ(ι),
πάν(ι) κουλουπάν(ι), ψαλίδα, ψαρούδ(ι). ντουράς, ξέρα ή βρουχή,
πανπόρ(ι), πάντα, παπά ξιγλίτουµα, ξιγλιτώνου,
αχυρώνα, παπάς, παράβγασµα παιχίδια µε κοινά ονόµατα ξιµπδάου, ξιµπήδµα,
µι κουτσό, πατιρίκις, δεν περνάς κυρά Μαρία, η µικρή ξιπουβγάζου, όµπεσ(ι), παγκέο,
πατλάκ(ι), πατλάκ(ι) µι χαρτί, Ελένη, κολοκυθιά, µια ωραία παµπουράς, παµπουρούδ(ι),
πατράκα, πέτασι πέτασι πεταλούδα, µονοκοντυλιές, παρακόσιµα, παραλίτσα,
γκλάρους, πέτρα, πέτρις, µπάλα, πινακωτή πινακωτή, πιάνουµι, πιάσ(ι)µου, πιπιλιάς,
πθαµές, πθαµή, πιρνά πιρνά η πλάθω κουλουράκια, πούντο πιτρούδα, πολυψηφία,
µέλισσα, πιστουλούδ(ι), πιτάει- πούντο το δαχτυλίδι, πως πουδάρ(ι), πρόφτασ(η),
πιτάει γκλάρους, πιταλούδα, στουµπίζουν το πιπέρι, πυρουστιά, σηκουβάρα,
πιτρόβουλα, πιτρουπόλιµους, σφυρίζει το βαπόρι, τελείες, σ(η)µάδ(ι), σβούρα,
πλακουτό, πλιούκ(ι), πόρτα, τραµπάλα, φυσοκάλαµο. σιρριώτκου, σιτζίµ(ι),
πουρτουφόλ(ι), πουταµός 1, σκουλαρίκ(ι), στρίβου,
πριγιόν(ι), πυρουστιά, ραµόνα, παιχνίδια ανώνυµα στριψιά, στρίψ(ι)µου,
ρόµι µπουγάσαντα, σαΐτα, 1. για µαντέµατα µε δίπλωµα στρώνου, στρώσ(ι)µου, τάπ(ι),
σαµάρ(ι), σαµόπτα, χαρτιού, 2. για µαντέµατα µε τάπις, τζιρούτ(ι), τζιτζιλόνα,
σαµουλαδίκα, σαραγλί, στάχυα, 3. για ήχους µε τζιτζιλουνάς, τουπούζα,
σαταλίνα µαταλίνα, σβούρα, σκάσιµο ροδοπέταλου, 4. για τριάρα, τριώτια, τσιαφλιάκ(ι),
σέρλα, σ(ι) αγαπώ σ(ι) αγαπώ, ήχους µε σκάσιµο τσιβί, τσίκα, τσιλίκ(ι), τσιόπ(ι),
σκαλάκια, σκαλιστά, σκαµνάκι, χαρτοσακούλας, 5. µε την τσιόρτσιοπ(ι), τσιουµάκ(ι),
σκαµνάκια, σκαµνούδια, ισορροπία µιας βέργας πάνω τσιουµ τσιουµ του λιφτό,
σκατέλια, σκλαβάκια, στην άκρη ενός δάχτυλου, 6. τσιούπ(ι), τσιουράκια,

441
Νίκος Λ. Πασχαλούδης

φαρµάκ(ι), φλαµπαράδις, πλακουτό, πλατιά, πλιατλί, ζαµπάκι, ζαµπίλι, ζαµπούνα,


φλαµπαράκια, φουρφουράκια, πουνηρό, πουράκ(ι), ζιλινίκα, ζµουλέτσους,
φράξε φραξέο, φτύσ(ι)µου, πουρλιάκ(ι), πουρλιόκ(ι), καβακούδ(ι), καβαλαριά,
χάπ(ι), χάσι χάσι, χιλιντζέδια, πρασόπτα, πρασούδια, καζάλια, καλαµάγρα,
χιλιντζές, ψαράκ(ι), ψουµάς. πρασουζούµ(ι), καλουγρίτσα, καντουριά,
πρασουκότσιανους, καρουφύλλ(ι), καφκίτσα,
τοπωνύµια πρασουπαπάρα, κιρατσούδα, κλαδί, κλήδουνας,
Άγιους-Μανδήλιους, Αλαφίνα, προυφταστήρα, ρίµπα κόγκαλ(η), κόινιαρους,
Βαρόσ(ι), Γκουβιντάρ(ι), τσιόρµπα, ριτσέλια, ρουγούδις, κουκκνόστιαρου, κουκκνούδια,
Γκουλιουµαρυάκα, ρυζόπτα, σαµόπτα, σαραγλί, κουλτσίδα, κουµπάκα,
Κουσίγιουλου, Λαγάτρης, σαρµάς, σκαλουµάχιρου, κουµπακόξυλου,
Λουγγάρ(ι), Μαϊµούν(ι)-ντιρέ, σκέτου, σουλήνις, σουζµάς, κουµπακόφλα, κουµπούδ(ι),
Μιράς, Μπισίκια, Μπλος, σούφρα, σπανακόπτα, κουντουρούδα, κρισταβίτσα,
Παλιόκαστρου, Πλατανούδια, σπρίντσιου, σταφλαρµιά, λαγόµπλα/-µλα, λαγού τα µήλα,
Τζιαµί. σύβρασ(η), πιρπατούρα, πίτα, λαίµαργα, λαµπουντιά,
πίτα γλυκιά, ταΐν(ι), λαχανήτρα, λήµνους,
φαγητά, ποτά τακ(ι΄)µ(ι), ταντούρα, λιβαντίν(η), λιµνιώνας,
αβγά µάτια, αβγουζούµ(ι), ταρατόρ(ι), τζγιρουσαρµάς, λιόδρουµους, λουλούδ(ι),
αραρούτ(ι), αριάν(η), αρµιά, τουρλιού, τούρτα, τραχανόπτα, λουµπουντιά, λούνα, λύκους,
αρµουζούµ(ι), βαρβάρα, τριφτούδια, τριχούν(ι), µαλλιά τ’ς κουµπάκας,
βιβάδα, βρακουζούνα, βρασιά, τριψάνα, τρουχούν(ι), τυρόπτα, µαµτσάγκ(ι), µανάρ(ι),
γαλατόπτα, γιουβάρλις, φαναρόπτα, φανιρόπτα, µατσιάτκα, µιλιάδ(ι), µιντάνα,
γκανταΐφ(ι), γκιουζλιµές, φλιουγκούδια, φλόκις, µιρχιά, µουσχάθκα,
γκουλιάρα, γκουλουµπαρίνα, φουρνόπτα, φταζµίτ(ι)κου, µουσχουκλάδ(ι), µουχρίτσα,
γλυκάδια, γλυκαρίδα, γλυκιά χλιαρούδα ξίδ(ι), φλαχτό, µπαϊρακούδ(ι), µπαµπουρόκα,
πίτα, γουνιάδ(ι), ζγκρουβάλ(ι), χαλβάς σιµιγδαλιένιους, µπαρντάκια, µπασµάς 2,
θρψίν(η), ιµάµ µπαϊλντί, χρυσαφένιου, ψουρούκια. µπασµασίρντιλι, µπατίκια,
καβουρµάς, καλουφάγουτους, µπλαντίκα, µπόρµπουλου,
καπαµάς, κατίκ(ι), φυτά µπουντράκ(ι), µπουρµπόλ(ι),
κατσιαµάκ(ι), κόλλυβους, αγριά, αγρίδα, αγρόξυλου, µπουρµπουλιά,
κουικµάτσ(ι), κουκουρέτσια, αγρουβαµπακιά, µπουρµπουτσόλ(ι),
κουλλυβόζµους, αγρουβρώµ(η), µπουρµπουτσουλιά,
κουρικλίθκους, κουσκούσ(ι), αγρουδαµασκνιά, µπουτράκ(ι), µπρούσλιαβου,
κουτσιανούδια, κριατόπτα, αγρουδυόσµους, νιρουαγριά, νιρουπλάτανους,
κριτσ(ι)µάς, κυδουνάτου, αγρουκρίθαρου, ντουµάτα, ξινίθρα,
λουγκουρζούµ(ι), µαρινάτους, αγρουκρόµδου, ξινόχουρτου, ξυλουκρανιά,
µατάν(η), µείξιους, µέλουρα, αγρουµέλιαδου, αγρουµπλιά, πικραγγουρούδα, πίληνος,
µιζέ, µόσκους, µόσχους, αγρουντουµατιά, αγρουπιπιριά, πισ(ι)µάδ(ι), πιταλούδα,
µουστόπτα, µούτσκουµα, αγρουσπαράγγ(ι), αγρουχασίς, πιτκάλ(οι), πουρνιά, πούρνου,
µπλάνκα, µπλιάνκα, αλαΐ/αλί µπαρνταΐ, πούρπουλα, ριπανίθρα,
µπουγάτσια, µπουµπόλια, αλιπουνουρά, ανιµουχόρταρου, ρουγκόζ(ι), σάζ(ι), σάλµα 1,
µπουµπουλάτα φασούλια, αντρουπή, αρµένκου, σαπουνιές, σαραντούδα,
µπουρανί, µπρουστόπτα, ασπράγκαθου, ασπρουσ(υ)κιά, σιάβαρους, σιδηρουχόρταρου,
µύξιους 2, νιανιά, ασπρουχόρταρου, βάια, σιδηρόχουρτου, σιούµ(ι),
νιρουζούµ(ι), νιρουπαπάρα, βασ(ι)λικός, βατά, βατσ(ι)νιά, σκουλαρικιά, σκυλάκια,
νιρουσκουρδάλ(ι), ντουλµάς, βουδόγλουσου, βούζ(ι), σµουλέτσους, σουϊτιά,
ξινάδια, ξιρουφά(ι), βούζια, βουτάν(ι), σουσούρα, σουτιά,
ξιρουψώµ(ι), παληγουριά, γαλατουβότανου, γαλατσίδα, σπαγκουραµµένου,
παπαλιούφκις, παπάλις, γαύρου, γειτόνκου, γιούφτσας σπαθόχουρτου, σταυρούδια,
παπάρα, παπαρούσκις, τα βζια, γκάγκαρου, γκιολ σταυρουφόκαλου, σταυρώνου,
παρηγουριά, πασπάλα, καρπούζια, γκλάρου τα στείρους, στράφλου,
πατλάκις, πατσιάς, πιρόνια, γκλάρου τα στρουβάδ(ι), τέλ(ι), τζαγκάνα,
πατσιαλίκ(ι), πίτα µι σταφύλια,γκουµουτούρνα, τζιντζιόβα, τράβλα,
µατσιάτκα, πίτα µι σ(υ)κώτια, γκραµπανιά, γρούνα, τραπιζώνου, τριβόλ(ι),
πιτνιαρούδ(ι), πιτρώνου, δρουλιβανιά, δρουλίβανου, τριβουλιά, τρυπουσάκς,

442
ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Αντιλεξικό

τσιάπλιακους, τσικούτια, φαλιόρα, φρ(ι΄)κνα, Ψαρουχώρ(ι).


τσίντσ(ι)φα, τσιντσ(ι)φιά, φρικνιάρ(η)ς, χάµουτζης,
φακίτσα, φιδίσια κουµπάκα, χαρταπιάνς, χατζηπισµάνς, διάφορα
φιδολάπατο, φιδόχουρτου, χικµιτζής, ψουρούκου. αγειτόνιφτους, ακαµπέτ(ι), αµάν-
φουνιάς, φραγκουπλάτανους, αµάν, άξινους, απουλές,
χαµουκέρασου, χαµουκιρασιά, χοροί απούξινους, γαµσιάτκα,
χόινα, χουινίσιους, χουνάκια, καρά ισούφ, καρσ(ι)λαµάς, κασα- γράµµατα, δηµόσιους,
ψουµάκια. πιά, κατσιά, µαντλούδ(ι), µπα- δουξουλουγία, δυο σι δυο,
ντούσκα, πατινάδα, σιργιάν(ι). έτσ(ι)-έτσ(ι), ζαµάκουµα,
χαρακτηρισµοί, προσωνύµια ζαµακώνου, ζαµάν,
αγκάβγκιστους, αλόγου, αλόγα, χωριά-κάτοικοι καλουσκάµτι, κανουλιά,
αµπλαούµπλας, ασάιστους, Αβδαµάλ, Αβδαµαλνός, καντέµ, καπαλιός, κιαπουλές,
βιλίκς, βρακούσις, γλυκατζής, Αηδουνουχουρίτς, κιαπουσλές, κίστα, κοιλό,
γρίτκους, ζαβουντρίκους, Αηδουνουχώρ(ι), Αλίτζα, κοκράνι, κουβλάντιασα,
ζουρνάς πανηγυριώτκους, Αµούρµπικ, Αχιανού, Αχινιώτς, κούκου, κουµπανιάντις,
καζάνας, κακαβράκς, Αχινού, Βιρτζιανοί, κούντσιου, κράζου, λαµπή,
καλουφάγουτους, καπούδις, Γκουβιζνότης, Γκούντιλι, λότους, λούµπουρ, µάλια,
καραγκιόζ(ι)κους, Γκουντιλνός, ∆ηµητρίτσ(ι), µάλιαγκας, µάλι-βράσ(ι),
καραγκιό(η)ζς, καραµπά(η)σς, ∆ηµητριτσ(ι)νός, ’Εζ(ι)βα, µαλλιουφατούρα, µανέ,
καραµπάσ(ι)κους, ’Εζιοβα, Καλλιθιώτς, µαρµάγκα, µασόν(ι), µα τι,
καραµπουζουκλής, καρούλου, Καρατζιάκιοϊ, Κιζιλί, µερ, µικάµ(ι), Μισίρ(ι),
καρπουζάν(η)ς, Κουπάτσ(ι), Κουπατσ(ι)νός, µόισουν, µόκους, µόλσιουν,
καταχρουνιάρκους, καψίδ(ι), Κούτσιους, Κουτσιώτς, µόσουν, µόστα, µουνόκιρα,
καψιδιάρς, κουντουθόδουρους, Κρούσουβου, Λίτζα, Λούτζια, µπακαλούµ, µπερ, µπιτέρ,
κουρνάζους, κουρντούσινα, Λουτρά, Μακιέσ(ι), µπιτσίµ, µπουφ,
κουφίνου, κουφουντάουλου, Μασλάρ(ι), Μαχµουτλί, µπρακατσίγκαλα, ντάντσιου,
κρακανoύδα, κρουµδάδις, Μέριαν(η), Μιλινικιώτς, ντίλµι, ντού(η)σς, ξέρα ή
κυπραί(ου)κους, µάγκους, Μουνούχ(ι), Μουρµπικιώτς, βρουχή, ξέρου γω, ξιµέτρηµα,
µακρουζνίχ(η)ς, µαλιόρα, Μπαριαχτάρ(ι), ξιµιτρώ, ξιµπδάου, όισουν,
µαλλιαριά, µανάκα/-κου, Μπαριαχταρνός, Μπέρβα, όκους, όλσιουν, όξινους,
µανίκου, µούγκαβους, Μπιρουβνός, Νιγκουσλάβ(η), όσουν, όψοµαι, πανόραµα,
µπαµπαράς, Νιγκουσλαβνός, Νισβά, πάντοιους, παπαρόσουν,
µπαµπαρώτσ(ι)κους, Νταρνάκας, πήρουσι, πιπιλιάς, πιπιλιός,
µπαµπόγιρους, µπουκλού, Νταρνακουχουρίτς, πόκους, πουλές, πούξινους,
µπουρνουσού(η)ζς, Νταρνακουχώρια, Ντουβισνός, πρακανίζου, πρατσιανίζου,
ντιουλµπέρδις, Ντουβίστα, Ξυλότρους, πυκνουαραδίζου,
ντουρντουβάκ(ι), Ξυλουτουρνός, ΄Ορλιακλης, πυργουθιµιλιώνου, ράνου,
ντουσ(η)µπαντνιά, ΄Ορλιακου, Παλιότρους, ράντιους, ρόκους, σάλια µάλια,
παστρουθουδώρα, πλανιαστή, Παλιουτουρνός, Σαϊτά, σαντζάκ(ι), σόλσιουν, τζάρους,
πουρλιόκ(ι), Ράγκινα, ράγκους, Σάιταλης, Σαϊτιώτες, τζίνανα, τζ(ι΄)νανα, τζίρτζιλας,
ριάγκους, ριµπουµπλιακάς, Σαϊτιώτισσες, Σακάφτσα, τζιτζιµιτζιχότζιρα,
ρίντσαλης, σβαρνιάρς, Σαρµουσακλί, Σαρπουβνός, τζιτζιµιτζιχότζιρας,
σέρλιαβους, σιαλβαρτζήδις, Σιακάφτσα, Σούρπα, τζιτζιµιτζιχουτζιριά, τίξινους,
σιαµαντούρας, σουιλής, Σουχαλής, Σουχνός, Σόχαλης, τιτοιώνου, τσιακ µαρή µαρή,
σουισού(η)ζς, σουχαλίθκους, Τζίντζιους, Τζιτζνός, τσιαφλιακώνου, τσιαφλιάκ(ι),
τζιούκας, τιτί(η)ζς, Φιρτζιανοί, Φιτόκ(ι), τσίντσ(ι)φους, τσιπιριάκους,
τσιακίρ(η)ς, τσιαµτζιαλήδις, Φιτουκνός, Χιανιώτισσα, ’φου, φρεζ, χείµαζι, χλούβαρς.
τσικιντάνκους, τσιούλας, Xουµκιώτς, Χούµκους,

443

You might also like