Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 5

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ Η ΠΤΩΣΗ 19

Σημειώστε εξάλλου πως, απ' τη στιγμή που ξανακέρδιζα


αυτή την αγάπη, αισθανόμουν το βάρος της. Τις
στιγμές
του εκνευρισμού μου έλεγα λοιπόν στον εαυτό μου
πως η
ιδανική λύση θα 'ταν ο θάνατος του προσώπου που μ'
εν-
διέφερε. Ο θάνατος αυτός από τη μια θα καθόριζε
οριστι-
κά το δεσμό μας κι απ' την άλλη θα του αφαιρούσε τον
κα-
ταναγκασμό. Δεν μπορείς όμως-να ευχηθείς το θάνατο
όλου του κόσμου ούτε, στην έσχατη περίπτωση, να
ερη-
μώσεις τον πλανήτη για να χαρείς μια ελευθερία
αφάντα-

στη διαφορετικά. Ήταν αντίθετο προς την ευαισθησία


μου χαι την αγάπη μου για τους ανθρώπους.
Το μόνο βαθύ συναίσθημα που συνέβη να νιώσω σ' αυ-
τές τις ερωτοδουλειές, ήταν η ευγνωμοσύνη όταν όλα
πή-
γαιναν ρολόι, και μου άφηναν μαζί με τη γαλήνη μου
και
την ευχέρεια να πηγαινοέρχομαι, ποτέ πιο ευγενικός
και
χαρούμενος με τη μια, παρ' όταν είχα μόλις αφήσει το
κρε-
βάτι της άλλης, σα να επεξέτεινα σ' όλες τις υπόλοιπες
γυ-
ναίκες το χρέος που είχα μόλις ανοίξει με μια τους.
Όποια
κι αν ήταν, εξάλλου, η φαινομενική σύγχυση των
συναι-
σθημάτων μου, το αποτέλεσμά μου ήταν σαφές: διατη-
ρούσα όλες μου τις σχέσεις γύρω μου για να τις
χρησιμο-
ποιώ όποτε ήθελα. Δεν μπορούσα, επομένως, να ζήσω
από την ομολογία μου και μόνο, παρά με τη μόνη
προϋπό-
θεση πως, σ' όλη τη γη, όλα τα πλάσματα, ή όσο γίνεται
περισσότερα, ήταν στραμμένα προς εμένα, διαθέσιμα
στον
αιώνα τον άπαντα, χωρίς ανεξάρτητη ζωή, έτοιμα ν'
αντα-
ποκριθούν οποιαδήποτε στιγμή στο κάλεσμά μου, αφιε-
ρωμένα εντέλει στη στειρότητα, ώς τη μέρα που θα
ευδο-
κούσα να τα ελεήσω με το φως μου. Με δυο λόγια, για
να
ζω ευτυχισμένος, έπρεπε να μη ζουν καθόλου τα
πλάσμα-
τα που επέλεγα. Δεν έπρεπε να παίρνουν ζωή παρά,
αραιά και πού, απ' τη δική μου καλή θέληση.
Α, δεν υπάρχει καμιά αυταρέσκεια, πιστέψτε το, στα
όσα σας διηγούμαι. Όταν συλλογιέμαι αυτή την
περίοδο
όπου ζητούσα τα πάντα, χωρίς εγώ να πληρώνω τίποτα,
όπου κινητοποιούσα τόσα πλάσματα για την
εξυπηρέτηση
μου, όπου τα έβαζα, κατά κάποιον τρόπο, στο ψυγείο
για
να τα 'χω μια μέρα στο χέρι, στις υπηρεσίες μου, δεν
ξέρω
πώς να ονομάσω το περίεργο συναίσθημα που με
κυριεύει.
Να 'ναι άραγε ντροπή; Η ντροπή, πείτε μου, αγαπητέ
συμ-
πατριώτη, δεν καίει λίγο; Ναι; Τότε μάλλον γι' αυτήν
πρόκειται, ή για κανένα από τα γελοία συναισθήματα
που
αφορούν την αξιοπρέπεια. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω
πως αυτό το συναίσθημα δε μ' έχει πια αφήσει μετά
από
κείνη την περιπέτεια που βρήκα στο κέντρο της
μνήμης
μου, και που δεν μπορώ να αναβάλω περισσότερο τη
διή-
γησή της, παρά τις παρεκβάσεις και τις προσπάθειες
για
κάποιο εύρημα, το οποίο, ελπίζω, θα δικαιώσετε.
Μπα, σταμάτησε η βροχή! Έχετε την καλοσύνη να με
συνοδεύσετε μέχρι το σπίτι μου; Νιώθω μια παράξενη
κούραση, όχι που μίλησα, αλλά στην ιδέα και μόνο
αυτού
που έχω ακόμη να πω. Εμπρός λοιπόν! Λίγες κουβέντες
φτάνουν να εξιστορήσουν την ουσιαστική μου
ανακάλυ-
ψη. Τι να τα κάνεις, άλλωστε, τα παραπάνω; Για να
μείνει
γυμνό το άγαλμα, πρέπει να πάρει ο αέρας τα ωραία
λό-
για. Να μαστέ λοιπόν. Τη νύχτα εκείνη, Νοέμβρης
ήτανε,
δυο τρία χρόνια πριν απ' το βράδυ που νόμισα πως
άκου-
σα να γελάνε πίσω από την πλάτη μου* γύριζα στην αρι-
στερή όχθη, στο σπίτι μου, απ' τη Βασιλική Γέφυρα. Ή-
ταν μία μετά τα μεσάνυχτα, έπεφτε ψιλή βροχή, μπα,
ψι-
χάλα ήτανε, που σκόρπιζε τους αραιούς διαβάτες. Είχα
μόλις αφήσει μια φίλη, που σίγουρα ήδη θα κοιμόταν.
Ή-
μουν ευτυχισμένος που περπατούσα, λίγο
μουδιασμένος,
με το κορμί γαληνεμένο και ποτισμένο από ένα γλυκό
αίμα
σαν τη βροχή που έπεφτε. Πάνω στη γέφυρα, πέρασα
πίσω
από μια σιλουέτα γερμένη στο παραπέτο, που 'μοιάζε ν'
ατενίζει τον ποταμό. Σαν πλησίασα, διέκρινα μια λεπτο-
καμωμένη νεαρή γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα.
Ανάμεσα
στα σκούρα μαλλιά και το λαιμό του παλτού, ίσα κι
έβλε-

πες έναν δροσερό και μουσκεμένο σβέρκο που με


συγκίνη-
σε. Δίστασα μια στιγμή, αλλά συνέχισα το δρόμο μου.
Με-
τά τη γέφυρα, πήρα τις αποβάθρες με κατεύθυνση
προς το
Σαιν-Μισέλ όπου έμενα. Είχε ήδη κάνει καμιά
πενηνταριά
μέτρα, όταν άκουσα το θόρυβο που, παρά την
απόσταση,
μου φάνηκε τρομαχτικός μες στη νυχτερινή σιωπή:
ενός
κορμιού που πέφτει στο νερό. Στάθηκα μονομιάς,
χωρίς
όμως να στραφώ προς τα πίσω. Σχεδόν ταυτόχρονα,
άκουσα μια πολλαπλά επαναλαμβανόμενη κραυγή, που
κατέβαινε κι αυτή τον ποταμό* έπειτα, έσβησε
απότομα. Η
σιωπή που ακολούθησε μέσα στην άξαφνα πετρωμένη
νύ-
χτα, μου φάνηκε ατέλειωτη. Θέλησα να τρέξω και δεν
κούνησα σταλιά. Έτρεμα, νομίζω, απ' το κρύο κι απ' το
ξαφνικό. Έλεγα μέσα μου πως πρέπει να κάνω
γρήγορα,
κι ένιωθα μιαν ακατανίκητη αδυναμία να κατακλύζει το
κορμί μου. Έχω ξεχάσει τι σκέφτηκα τότε. «Πολύ
αργά,
πολύ μακριά...» ή κάτι παρόμοιο. Αφουγκραζόμουν
διαρ-
κώς, ασάλευτος. Ύστερα, με μικρά βήματα,
απομακρύν-
θηκα μες στη βροχή. Δεν ειδοποίησα κανέναν.
Φτάσαμε όμως, να το σπίτι μου, το καταφύγιό μου! Αύ-
ριο; Ναι, όπως θέλετε. Χαρά μου να σας πάω στο νησί
Μάρκεν, θα δείτε το Ζουιντερζεε. Ραντεβού στις
έντεκα
στο ΜέξίκΟ'Σιη. Ορίστε; Εκείνη η γυναίκα; Α, δεν ξέρω,
ειλικρινά δεν ξέρω. Ούτε την επομένη ούτε τις άλλες
μέρες
διάβασα εφημερίδες.

You might also like