Download as doc, pdf, or txt
Download as doc, pdf, or txt
You are on page 1of 26

ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Με την ανάκαμψη της Βυζαντινής πολιτικής απέναντι στους Σλάβους, στην έκτη και
έβδομη δεκαετία του 9ου αιώνα δημιουργούνται προϋποθέσεις στενότερης επαφής Σλαβικών
λαών με το πολιτισμό του Βυζαντίου. Το ξεκίνημα της σερβικής λογοτεχνίας εντοπίζεται στα
χρόνια αυτά. Οι Σέρβοι εκχριστιανίσθηκαν μεταξύ του 867 και 874 (καμία δεκαριά χρόνια μετά
τους Βουλγάρους), πρώτα στις παράκτιες πόλεις της Αδριατικής υπό την Βυζαντινή κυριαρχία
όπου είχαν επαφή με τους κληρικούς της λατινικής Εκκλησίας και αργότερα χάρη στους Σλάβους
ιεραπόστολους από την Κάτω Παννονία, μαθητές του Κωνσταντίου και Μεθόδιου .1 Στα βιβλία
και θεία λειτουργία στην σλαβική γλώσσα θεμελιώνεται και η παλαιά σερβική λογοτεχνία.
Η κύρια κατεύθυνση της σλαβικής λογοτεχνίας, με την οποία και εισχώρησε στις
Σερβικές χώρες, δεν είναι το δυτικό παρακλάδι της Κυριλλο-Μεθοδιακής παράδοσης, αλλά το
σωστό, αληθινό ανατολικό παρακλάδι που ξεκίνησε από την Αχρίδα και διαδόθηκε μέσω
Κλεμεντιανής Σλάβο-Ελληνικής Εκκλησιαστικής οργάνωσης. Βέβαια δεν είναι δυνατόν να
παραβλέψουμε την άμεση σχέση του Πρέσλαβ με ομάδα που έμεινε στην πρωτεύουσα της
Βουλγαρίας και δημιουργούσε τον 10ο αιώνα συγγράφοντας σημαντικά έργα παλαιοβουλγαρικής
και παλαιοσλαβικής λογοτεχνίας, αλλά ρόλος της Αχρίδας όμως, με την ευρύτερη έννοια της
λέξεως, είναι σαφώς σημαντικότερος. Για την δημιουργία της Σερβικής λογοτεχνίας οριστικής
σημασίας είναι ο 10ος και 11ος αιώνας αν και από αυτήν την περίοδο δεν διασώθηκε σχεδόν
τίποτα.
Με ιεραποστολικό περιεχόμενο, η παλαιοσλαβική λογοτεχνία μπορούσε στους Σέρβους
να παίξει τον ρόλο της μόνο αν κατάφερνε να προσαρμοστεί στην γλώσσα του σερβικού λαού,
έτσι έγιναν γλωσσολογικές αλλαγές που την έκαναν πιο εύκολοδιάβαστη στους κατοίκους
σερβικών περιοχών τίνος η γλώσσα διέφερε αρκετά από αυτήν στις χώρες όπου η παλαιοσλαβική
λογοτεχνία πρωτοδημιουργήθηκε. Αν το αποτέλεσμα της παλαιοσερβικής λογοτεχνίας στην
τελική της ήταν η περιοχή της Αχρίδας με δέσμη σλαβικών χειρογράφων στην περιοχή του
σημερινού κράτους των Σκοπίων τότε ο δρόμος προς τις σερβικές χώρες οδηγούσε αποκλειστικά
και μόνο πάνω από την κάποιου είδους σερβοποίηση των παλαιοσλαβικών κειμένων. Ως εκ
τούτου αναπτύσσεται η σερβική σύνταξη της παλαιοσλαβικής γλώσσας που αργότερα θα παίξει
μεγάλο ρόλο στην εμφάνιση και ανάπτυξη της Σερβικής λογοτεχνίας. Η εμφάνιση της

1
G. Ostrogorski, Moravska misija i Vizantija, Άπαντα IV 59-78.
παλαιοσλαβικής λογοτεχνίας στους Σέρβους ακολουθεί φυσικές ροές που από την Αχρίδα
πηγαίνουν προς την πόλη των Σκοπίων και από ‘κει όπου έρχεται σε επαφή με δυτικούς και
ανατολικούς διαλέκτους νοτιοσλαβικών γλωσσών (Τέτοβο – Σκόπιε – Κράτοβο) συνεχίζει
βόρεια, βορειοδυτικά προς το Λιπλιαν και Ρας, Πρίζρεν και Σκάνταρ, Ντούκλια και Χούμ και
βορειοανατολικά πηγαίνει στο Νις. Αυτή η δέσμη παλαιών επικοινωνιών βόρεια του Σκόπιε
πηγαίνει μέσω εθνικής και γλωσσικής περιοχής που ήδη από τον 10 ο αιώνα θεωρείτο ως
σερβική.2 Με πυκνοκατοικημένες περιοχές πάνω σε αυτή γραμμή επικοινωνίας που
ανταποκρίνεται πλήρως στο δίκτυο της εκκλησιαστικής οργάνωσης (Σκόπιε, Πρίζρεν, Λίπλιαν,
Νις δηλ Ρας αποτελούν επισκοπικές έδρες της εκκλησίας της Αχρίδας το 1018 και 1020), που
ειδικά τον 11ο αιώνα ήταν πλούσια σε μοναστήρια, αυτή η περιοχή βόρεια του Σκόπιε και εκτός
συνόρων του Σερβικού κράτους, ήταν με όλη την σημασία της λέξεως ζώνη μετάδοσης ή ζώνη
επαφής, περιοχή μέσω της οποίας δημιουργούταν αυτή η συνεχή σχέση σερβικού λαού με
παλαιοσλαβικό βιβλίο που ήταν μοναδικό μέσον μετάδοσης, ως βαθμιαίας διαδικασίας βεβαία,
της παλαιοσλαβικής λογοτεχνικής κληρονομιάς.
Παλαιοσλαβική λογοτεχνία σερβοποιήθηκε, τοποθετώντας θεμέλιο για την μεσαιωνική
λογοτεχνία, ακριβώς στον δρόμο αυτό που οδηγούσε από την Αχρίδα, μέσω Σκοπίων και μεγάλης
περιοχής μετάδοσης, στις Δυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές. Ότι έφτασε στην Ντούκλια, Χούμ
και Βοσνία, όπως και όλα αυτά που υπήρχαν στην Ράσκα του 12 ου αιώνα έπρεπε να περάσουν
πάνω από σερβικές και ήδη στην πρώιμη της φάση περιοχές της Ράσκα. Αυτά του διασώθηκαν,
πρωτίστως από της περιοχή της Χούμ αλλά και της Ράσκα αποτελεί απλά δευτερεύων
απομεινάρι λογοτεχνικής δημιουργίας η αρχική πορεία της οποίας ακολουθούσε άλλες περιοχές,
και δυστυχώς δεν σώζεται στην χειρόγραφη κληρονομιά.
Πιστεύεται πως τα βιβλία στην γλαγολιτική και κυριλλική γραφή των κεντρικών
νοτιοσλαβικών περιοχών που γράφτηκαν τον 10ο, 11ο και 12ο αιώνα εξαφανίστηκαν στα τέλη της
Βυζαντινής κυριαρχίας στα Βαλκάνια, στις τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα, ως
προσχεδιασμένη και αυστηρή πράξη ελληνοποίησης της περιοχής που μεταξύ των άλλων έβαλε
στο μάτι και την σλαβική γραμματοσύνης.3 Το κενό στην νοτιοσλαβική χειρόγραφη κληρονομιά
εκείνης της περιόδου είναι αλήθεια φανερότατη. Γνωρίζουμε πολύ λίγα Μακεδονικά
παλαιοσλαβικά μνημεία στην γλαγολίτσα που να χρονολογούνται στα τα τέλη του 10 ου αιώνα ή

2
П. Ивић, Српски народ и његов језик, Београд 1971, 45-46; И. Грицкат, Студије из историје
српскохрватског језика, Београд, 1975, 27-39.
3
V. Muši, O periodizaciji, 58-59.
τον 12ο και να διασώζονται εκτός μακεδονικών περιοχών (Asemanovo, Zagrafsko, Marijinsko
jevandjelje, Sinajski psalter, Sinajski trebnik, Klocev zbornik) και ακόμα λιγότερα κυριλλικά
μνημεία ίδιας περιόδου αλλά από την Βουλγαρία (Suprasaljski kodeks, Savina knjiga) ή κάπως
νεότερα από το σημερινό κράτος των Σκοπίων (Dobromirovo jevandjelje που χρονολογείται στις
αρχές του 12ου αιώνα). Σε αυτά καλό θα ήταν να προσθέσουμε και μερικά σύντομα αποσπάσματα
στην γλαγολική και κυριλλική γραφή και στην ουσία έχουμε αναφέρει ότι διασώθηκε.4 Μόνο τα
τελευταία έτη του 12ου αιώνα από τις περιοχές ανεξάρτητών ή ημιανεξάρτητων σερβικών κρατών
σώζονται δυο σημαντικά κυριλλικά χειρόγραφα της σερβικής σύνταξης: το Ευαγγέλιο του
Μιροσλάβ (Miroslavljevo Jevandjelje) που γράφτηκε κατά το 11855 και Ευαγγέλιο του Βούκαν
(Vukanovo Jevandjelje) που γράφτηκε 1197-1199.6
Η απουσία μεγαλύτερου αριθμού νοτιοσλαβικών χειρόγραφων από τον 10 ο-12ο αιώνα
στις σήμερα γνωστές Συλλογές δεν σημαίνει πως σε εκείνη την περίοδο ή στα τέλη της ίδιας
έχουμε απότομη διακοπή στην χειρόγραφη παράδοση παλαιοσλαβικών κειμένων. Και αυτά τα
λίγα σωζόμενα μνημεία μαρτυρούν πως υπήρχε αδιάκοπη και αυτόχθονη νοτιοσλαβική
παράδοση κυριλλομεθοδιακών, επί τω πλείστων κειμένων από την Αχρίδα, και την ύπαρξη των
μήτρων από τις οποίες έγινε η αντιγραφή βιβλίων. Η αντιγραφή ξαναγεννημένη στις αρχές του
13ου αιώνα όπως στο σημερινό κράτος των Σκοπίων και την Βουλγαρία έτσι και στις σερβικές
χώρες, υπήρξες προφανώς συνέχεια της αρκετά πλούσιας κληρονομιάς. Οι βιβλιοθήκες του
Βουλγαρικού μοναστηρίου Ζωγράφου (ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα) και Ρωσικών μοναστηριών
Ξυλούργου (11ος αιώνας) και παλαιού Παντελεήμονα ή Ρουσίκ (ιδρύθηκε το 1169) φυλούσαν
τότε όλη την κληρονομία της σλαβικής λογοτεχνίας που μπορεί να θεωρηθεί ως θεμέλιο. Αυτό
φαίνεται ξεκάθαρα στην απογραφή του 1142 της Μονής Ξυλούργου όπου αναφέρονται περίπου
πενήντα βιβλία στην σλαβική γλώσσα, που αφορούν επί των πλείστων την θεία λειτουργία αλλά
και άλλα όπως: Ευαγγέλια, αποστολές, παροιμίες, παρακλητικά, οκτώηχι, ηρμολογία,
ειρμολόγια, συναξάρια (πρόλογοι), πατερικά, ηθηκολόγια, επίσημων μήναια, νομοκανόνες,

4
Исцрпан преглед старословенских споменика, са библиографијом, у новијим граматикама старословенског
језика: J. Kurz, Učebnice jazyka staroslovenského, Praha, 1969. Све старословенске ћириличке одломке издала је
А. Минчева, Старобъалгарски кирилски откаъслеци, Софиа, 1978.
5
О Мирослављевом јеванђељу постоји веома обимна литература. Главни радови: С. Куљбакин,
Палеографска и језичка испитивања о Мирослављевом јеванђељу, С. Карловци, 1925; Л. Мирковић,
Мирослављево јеванђеље, Београд, 1950; J. Vrana, L’ Evangéliaire de Miroslav, ’s-Gravenhage, 1961.
Фотолитографско издање приредио Љ. Стојановић, Беч, 1897.
6
Фототипско издање са расправом Ј. Врана, Вуканово јеванђеље, Београд, 1967. Уп. криитику О. Недељковић
Δίδαγμα του Εφραίμ Συρηνού και Βίο Πανκράτιου Ταυρομενικού που γράφτηκαν ως ξεχωριστό
βιβλίο. 7
Όπως και να έχει η υπαρκτή συνέχεια του σλαβικού κλήρου, μοναχών και της
λειτουργικής ζωής προϋποθέτει και την συνέχεια της σλαβικής εκκλησιαστικής λογοτεχνίας αν
μην τι άλλο ως επανεξέταση της κληρονομιάς που παρέλαβαν από τον χρυσό αιώνα της
αποστολής του Κλεμεντίου στην Μακεδονία και της Βουλγαρίας του Συμεών του 10ου αιώνα.
Την λειτουργική ζωή των Σέρβων από των 10ο μέχρι τον 13ο αιώνα δεν μπορεί να την
σκεφτεί κανείς χωρίς συγκεκριμένα βιβλία και λογοτεχνικά είδη. Πρόκειται για την Βυζαντινή
λογοτεχνία στην παλαιοσλαβική μετάφραση προσαρμοσμένη στην σερβική γλώσσα. Στις
μεταγενέστερες αντιγραφές (13ος-14ος αιώνας), όπως και στις παλαιοσλαβικές και ρώσικες
αντιγραφές από τον 10ο – 12ο αιώνα προσδιορίζεται εύκολα στοιχεία μεταφρασμένης ελληνικής
λογοτεχνίας όπως και ελληνικά στοιχεία στην πνευματική και λογοτεχνική ζωή του σερβικού
λαού. Μην ξεχνάμε πως η περιοχή από την Νέρετβα μέχρι το Νις υπήρξε πολιτισμικά
συνδεδεμένη με την προσλαβική και την παράδοση της Αχρίδας που εθνικά θα διαφοροποιηθεί
σε μικρότερο βαθμό με την δημιουργία ξεχωριστών συντακτικών ομάδων παλαιοσλαβικής
λογοτεχνικής γλώσσας και σε μεγαλύτερο με την δικό της έργο που στους Σέρβους αναπτύσσεται
μόλις των 13ο αιώνα. Το λογοτεχνικό έργο του 10ου και 11ου αιώνα, μεταφρασμένο ή ως πρότυπο,
ήτανε κοινό καλό όλων των Νότιων Σλάβων και ακριβώς για αυτό το λόγο περιλήφθηκε στην
γέννηση της κάθε εθνικής Νοτιοσλαβικής λογοτεχνίας ξεχωριστά.
Άρα την βάση της σερβικής λογοτεχνίας κάνει η παλαιοσλαβική μεταφρασμένη ή
πρότυπη λογοτεχνία κυρίως του 10ου και 11ου αιώνα. Αυτά, πριν από όλα, ήταν τα βιβλικά
κείμενα.: Ευαγγέλια - άπρακοσε (aprakosi) και τέτρα, αποστολές δηλ. πραξαποστολές, ψαλτήρια
και παροιμίες. Όλα τα σερβικά κείμενα βιβλικού περιεχομένου του 13 ου αιώνα έχουν στην
γενεαλογία τους παλαιοσλαβικές και της γλαγόλιτσα πρωτίστως της Αχρίδας και δυτικής
Μακεδονίας μήτρες και πρωτόγραφα παλαιότερων μεταφράσεων πρώτης και δεύτερης γενιάς.
Έτσι στα σερβικά πλήρη άπρακσα (επιλεγμένα ευαγγέλια όπου το κείμενο αποτυπώνεται με την
λειτουργική σειρά για όλες τις μέρες του χρόνου) εκπροσωπούνται και οι δυο κύριες συντάξεις
της παλαιάς μετάφρασης. Το ίδιο ισχύει και για το Απόστολο και τετραευαγγέλια. Από αυτή την
άποψη πολύ σημαντικά είναι τα σερβικά χειρόγραφα που σε συνδυασμό με το επιλεγμένο
Απόστολο και Ευαγγέλιο, διατήρησαν, όπως φαίνεται, την αρχαιότερη, κυριλλομεθοδική
7
Акты Русского на Святом Афоне монастыря сб. Пантелеймона, Киев 1873, 50-67; уп. В. Мошин, Русские
на Афоне и русско-византийские отношения в. XI-XII вв, БСИ. 11 (1950) 36.
μετάφραση «σύντομου απρακσα – εδάφιου» με την οποία ξεκίνησε δημιουργία σλαβικής
λογοτεχνίας το 863: ένα απόσπασμα της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Σερβίας από τα μέσα του 13 ου
αιώνα και Bjelopoljski apraks από τα τέλη του 13ου αιώνα βρίσκονται σήμερα στο Νόβι Σάντ.
Ομάδα σερβικών άπρακσα στην μονή Χιλανδαρίου από τον 13ο και 14ο αιώνα μαζί με Crkoleski
apraks από τα μέσα του 13ου αιώνα από τα μέσα του 13 ου αιώνα στο Ντέτσανι μαζί με το
Ευαγγέλιο του Βούκαν συνδέεται με την ρωσική παράδοση γεμάτη απρακσών, ενώ το ευαγγέλιο
του Μιροσλάβ (γύρω στις 1185) αποτελεί πλήρες άπρακσα άλλου πιθανότατα γλαγολικής της
Αχρίδας καταγωγής. Το παλαιότερο Τετραευαγγέλιο που μπορεί να θεωρηθεί σερβικό και όχι
μόνο παλαιοσλαβικό, στην γλαγολίτσα Ευαγγέλιο του Μίροσλαβ του 10ου – 11ου αιώνα έγινε,
χωρίς αμφιβολία, στην ζώνη μετάδοσης την βόρεια Μακεδονία ή την Νοτιοανατολική Σερβία.
Την παλαιογιουγκοσλαβική ή γλαγολική καταγωγή είναι κα τα υπόλοιπα σέρβικα, κυριλλικά
τετραευαγγέλια γραμμένα με την ορθογραφία του Ρας και χρονολογούνται στα μέσα του 13 ου
αιώνα (Hilandarsko και Mokropoljskojevandjelje).8 Maticin apostol, πλήρης Απόστολος από το
τρίτο τέταρτο του 12ου αιώνα, που σήμερα βρίσκεται στο Νόβι Σάντ, είναι υψίστης σημασίας για
την ανακατασκευή της παλαιοσλαβικής μετάφρασης Απόστολων όπως προήλθε από των
Κωνσταντίνο και Μεθόδιο και μαθητές τους, είναι παράδειγμα παλαιότερης μετάφρασης. Ένα
απόσπασμα στην γλαγόλιτσα από τον 12ο αιώνα, Grskovicev fragment apostola αντιγράφηκε από
το κείμενο που εισέρχεται σύμφωνα με την γλαγολική παράδοση της Μακεδονίας που
διατηρήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στα βοσνιακά και κροατικά χειρόγραφα στην γλαγόλιτσα.
Σύντομος επιλεγμένος Απόστολος του 13ου αιώνα στο Δουβλίνο φύλαξε την παράδοση της
παλαιότερας μετάφρασης στην πρώτη μορφή, της ίδιας περιόδου είναι και το κείμενο αρκετά
μεταγενέστερης αντιγραφής Sisatovacki apostol του 1324.9 Το αρχαιότερο σερβικό Ψαλτήρι,
κυριλλικό χειρόγραφο από τα μέσα του 13ου αιώνα βρέθηκε στο Σινά μαζί με το γλαγολικό
Ψαλτήρι του Σινά από τον 11ο αιώνα.10 Ειδικά τα σερβικά parimejnik (Beogradski parimejnik από
το πρώτο τέταρτο του 13ου αιώνα, και του Χιλανδαρίου από το πρώτο μισό του 13ου αιώνα κτλ)

8
О старословенским и међу њима српским јеванђељима: Л. П. Жзуковская, Текстология и язык древнейших
словянских памятников, Москва 1976.
9
Матичин апостол, изд. Д. Стефановић – Р. Ковачевић, Београд 1979; уп. V. Jagić, ZUM altkirchenslavischen
Apostolus I-III, Wien 1919-1920. Шишатовачки апостол, изд. F. Miklosich, Wien 1853. О старословенском
преводу апостола О. Nedeljković, Problem strukturnih redakcija staroslovenskog prijevoda Apostola, Slovo 22
(1972, обл. 1973) 27-40.
10
Фототипско изд. M. Altbauer, The Oldest Serbian Psalter (13th Century Sinaitic Slavic Ms. No 8), Jerusalem
1973.
εμφανίζονται ως σημαντικότατο κομμάτι στην ιστορία παλαιοσλαβικής πιθανόν μετάφρασης του
Μεθοδίου, λειτουργικών βιβλίων της παλαιάς Διαθήκης.11
Τα βιβλικά κείμενα ήταν καθοριστικής σημασίας όχι μόνο στον ευαγγελισμό του
σερβικού λαού και στην διαμόρφωση της αισθητικής, ποιητικής και πλήρης άποψης περί Τέχνης
στους Σέρβους. Μέσω κείμενων αυτών η σερβική λογοτεχνία παραλαμβάνει ως κληρονομιά την,
υπό την ακριβή σημασία της λέξεως, παγκόσμια λογοτεχνία. Με αυτά τα κείμενα οι πρώτοι και
οι μεταγενέστεροι Σέρβοι λογοτέχνες του Μεσαίωνα μαθαίνουν λογοτεχνικές εκφράσεις και
στυλ όπως και τον ποιητικό τρόπο σκέψεως. Το Ψαλτήρι είναι κομμάτι της Βίβλου που είχε την
μεγαλύτερη επιρροή στο στυλ Σέρβων, και υπόλοιπων Σλάβων, συγγραφέων. Βιβλίο βοήθημα
μοναχών και λαϊκών, που μαθαίνονταν από έξω, το Ψαλτήρι με τους στοίχους, φιγούρες και την
διάθεση του εισχώρησε στην σερβική λογοτεχνία ως μεταμόρφωση και αγαπημένο πρότυπο. Η
Σερβική λογοτεχνία του 13ου και 14ου αιώνα δεν δύναται να κατανοηθεί χωρίς την βιβλική
παλαιοσλαβική λογοτεχνία ειδικά τους ψαλμούς που υιοθετούνται ακριβώς αυτήν την περίοδο.12
Παράλληλα με την βιβλική, μεταφραζόταν και γρήγορα υιοθετήθηκε και υπόλοιπη
λειτουργική λογοτεχνία που στο Βυζάντιο του 9ου αιώνα έφτασε στο ζενίθ. Τρεις κύριες
ανατολικές λειτουργίες του Χρυσόστομου, Βασιλείου και Γρηγόριου Διάλογου αποτελούνται
από προσευχές και ποιήματα διαφορετικών ειδών και ενώθηκαν στα ειδικά βιβλία – Συνόψεις,
μεταφράστηκαν στην πρώτη φάση δημιουργίας της παλαιοσλαβικής γραμματοσύνης και
βρισκόντουσαν μεταξύ πρώτων που έφτασαν στην σερβική περιοχή. Από τα Σερβικά Συνόψεις
διασώζονται αυτά από τον 14ο αιώνα και ως βάση έχουν την παράδοση των παλαιοσλαβικών. Το
ίδιο ισχύει και για τα Ωρολόγια και πράξεις από κληρικής και μοναχικής πρακτικής. Το
παλαιότερο διασωζόμενο Σερβικό Ωρολόγιο ως χειρόγραφο από το τρίτο τέταρτο του 13 ου αιώνα
(Grujicev trebnik στο Βελιγραδι) έχει αρκετά αρχαϊκό περιεχόμενο. 13 Βέβαια δεν ήταν δυνατόν
να μην μεταφραστούν και άλλοι μεγάλοι κώδικες λειτουργικής ποίησης – οκτώηχι, μηναία,
τριόδια, στοιχάριο, ειρμολόγια, όπου ως στέγη τα καλύπτει η Βυζαντινή υμνογραφία – η
κορυφαία δημιουργήματα όπως ποιημάτων του Ιωάννη Δαμασκηνού, Ιωσήφ Υμνογράφου,
Θεοφάνη Γραπτού κτλ. Μέσω βιβλίων και κείμενων αυτών, που στην σερβική χειρόγραφη
κληρονομιά του 13ου αιώνα βασίζονται στα παραρτήματα που χρονολογούνται και από τον 11ο
αιώνα η Σερβική λογοτεχνία γνωρίζει και υιοθετεί όλα τα Βυζαντινά ποιητικά είδη (Τροπάριο,
11
Б. Јовановић, Значај српских паримејника за текстолошко разврставање словенских преписа и
реконструкцију првобитног чирило-методског оригинала, ЗИК 10 (1976) 1-20.
12
V. Mošin, O periodizaciji, 95-97.
13
П. Симић, Требник српске редакције XIII века, ЗИК 10 (1976) 53-87.
Κοντάκια, stihirir, Κανόνας, Λειτουργία κτλ) και χάρη σε αυτά αποκτά πλαίσιο δικής της
ανάπτυξης, σερβικά κείμενα του 13ου και 14ου αιώνα θα προσαρμοστούν στους κώδικες αυτούς
προσβλέποντας προς βυζαντινά κείμενα και προσπαθώντας να φτάσουν τα χαρακτηριστικά τους.
Τον ίδιο ρόλο έπαιξαν και οι παλαιοσλαβικές μεταφράσεις αγιογραφικής και πανηγυρικής
λογοτεχνίας. Για λειτουργική, ειδικά καλογερική πνευματική ζωή ήταν απαραίτητο να έχει κανείς
τους Βίους των Αγίων. Εκεί οφείλονται οι παλαιές μεταφράσεις Βυζαντινών Βίων των Αγίων –
στους πρόλογους, στα συναξάρια, homolijari, πατερικά. Σήμερα διασώζονται σερβικές
αντιγραφές του 13ου αιώνα. Μερικά από αυτά τα Συναξάρια με τους Βίους των Αγίων έχουν
πιθανόν μεταφραστεί στην Ρωσία (Πρόλογος του Κωνσταντίνου Μοκισκηνού)14, και κάποια από
αυτά είναι σίγουρα νοτιοσλαβικής αν όχι και Μεθοδιακής καταγωγής, το σλαβικό πατερικό για
παράδειγμα γράφτηκε στα τέλη του 9ου αιώνα ενώ νετοπίζεται στα σερβικά χειρόγραφα του 13ου
αιώνα: Pecki paternik που χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 13ου αιώνα είναι πατερικό
της σκήτης σε μετάφραση του Μεθόδιου Θεσσαλονικιού.15 Επίσης από πολύ νωρίς έχουν
μεταφραστεί έργα πολλών Πατέρων της Εκκλησίας – Ιωάννη Χρυσόστομου, Βασιλείου Μέγα
(Εξαήμερο), Αθανάσιου Αλεξανδρινού, Γρηγορίου Ευλογημένου (Γράμματα), Επιφάνειου
Κυπριακού – επί των πλείστων πρόκειται για τα εκκλησιαστικά κηρύγματα και αποστολές,
homilija από τα οποία οι σλάβοι συγγραφείς μάθαιναν όσο περί ρητορικής τόσο και περί
θεολογίας. Το Zlatostruj του Συμεών από τον 10ο αιώνα είναι γνωστός και στις μεταγενέστερες
σερβικές αντιγραφές (Χειρόγραφο του Χιλανδαρίου από τα τέλη του 13 ου αιώνα), αλλά είναι
σίγουρο πως παραλήφθηκε νωρίτερα..16 Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για άλλα κείμενα
Βυζνατινής θεολογικής και μυστικής πρόζας. Τα διδάγματα του Θεόδωρου Στουδίτη, γνωστού
ηγούμενου της Πόλης από τον 8 ο-9ο αιώνα βρίσκονται στο παλαιότερο σερβικό χειρόγραφο σε
χαρτί από το Χιλανδάριο και χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο ή τα μέσα του 13 ου αιώνα.17 Το
Lestvica του Jovan Lestvicnik πιθανόν μεταφράστηκε τον 10ο αιώνα στην Βουλγαρία ή
Μακεδονία, διαβαζόταν στο σερβικό παλάτι στις δεκαετίες του 79 και 80 του 12 ου αιώνα,
συγκεκριμένα την αναφέρει ο Στέφανος ο Πρώτος Εστεμμένος, ενώ στο έργο του Αγ. Σάββα

14
V. Mošin, Slovenska redakcija prologa Konstantina Mokisijskog u svjetlosti vizantijsko-slavenskih odnosa XII-XIII
vijeka, ZHI 2 (1959) 18-68.
15
Новији радови о словенским патерицима: Slovo 24 (1974, обј. 1975). Тамо и чланак Б. Стипичевић-
Јовановић, Пећки патерик, 139-188.
16
К. Иванова-Константинова, Неизвестна редакция на Златоструя в сръбски извод от XIII век, ЗИК 10
(1976) 89-107.
17
Хиландарски рукопис бр. 387; уп. Д. Богдановић, Каталог I 152.
παρατηρείται η βαθύτερη ιδεολογική και λογοτεχνική επίδραση του.18 Η δημιουργία των Βίων
των Αγίων ως είδους σερβικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας στις αρχές του 13 ου αιώνα και η
μεταγενέστερη ανάπτυξη της δεν μπορεί να μελετηθεί χωριστά από αυτή παλαιοσλαβική και
παλαιοσερβική βάση. Πάνω στο λογοτεχνικό κανόνα και τις ιδέες της χτίζεται όλη σερβική
αγιογραφικό-βιογραφική πρόζα του Μεσαίωνα.
Η Σερβική λογοτεχνία αυτής της περιόδου δέχτηκε σημαντικά πολεμικά κείμενα κατά
των Βογομίλων. Kozmina beseda γραμμένη στην Βουλγαρία του 10ου αιώνα, αναθεωρήθηκε
στην Σερβία στις αρχές του 13ου αιώνα 19, αν και αρκετά διαδομένα ήταν και τα απόκρυφα, μην
κανονικά και εξοστρακισμένα κείμενα διαφορετικών ειδών που επί τω πλείστον είχαν ως θέμα
ιστορίες της Βίβλου. Στο Zbornik popa Dragolja, χειρόγραφο στην περγαμηνή στα σέρβικα του
13ου αιώνα, που κατά πάσα πιθανότητα δημιουργήθηκε στην περιοχή της Ζέτα, αλλά σύμφωνα με
κάποιο βορειομακεδονικό πρόλογο, υπάρχουν και τέτοια απόκρυφα όπως και πολεμικά και κατά
αιρέσεων κείμενα.20 Μεταξύ μορφωμένων εκθέσεων παλαιοσλαβικής λογοτεχνίας των Σέρβων,
σύμφωνα με τις μεταγενέστερες αντιγραφές, πρέπει να υποθέσουμε πως ήδη των 11ο και 12ο
αιώνα υπήρχε το Εξαήμερο του Ιωάννη Εξάρχου (σερβική αντιγραφή του 1263)21 και ο Λόγος
του Κωνσταντίνου Πρεσβύτερου (σερβική αντιγραφή του 1286).22
Όλη αυτή μεταφρασμένη λογοτεχνία γενικού ιδρύματος του 9ου 10ου αιώνα καθόρισε τον
κύκλο και την κατεύθυνση λογοτεχνικού έργου των Σέρβων, που χωρίς σημαντικές αλλαγές θα
διατηρηθεί μέχρι το τέλος της Μεσαιωνικής εποχής και σε όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας
βασικά μέχρι την εμφάνιση εκκλησιαστικοσλαβικού και σλαβοσερβικού μπαρόκ. Η επιλογή δεν
είναι τυχαία. Στην διαλογή ορισμένου είδους και έργου Βυζαντινής λογοτεχνίας κρύβεται και η
επιλογή ιδεολογικής πρόσοψης ενός πολιτισμού, αυτό που είναι το πρότυπο και μακρινός σκοπός
τους.
Λόγω απουσίας πρότυπων μυθιστορημάτων και νουβελών – πιθανόν χαμένων στους
προηγούμενους άστατους αιώνες – σχεδόν ολόκληρη αφηγηματική Μεσαιωνική λογοτεχνία σε
μας αποτελείται από τις μεταφράσεις.
18
Д. Богдановић, Јован Лествичник у византијској и старој српској књижевности, Београд 1968.
19
Критичко изд. Козмине беседе са опширном студијом К. Богунов, Козма Пресвитер в славянских
литературах, София 1973. Српску редакцију издао Д. Богдановић, Српска прерада Козмине беседе у
Зборнику попа Драгоља, Balcanica 7 (1976) 61-90.
20
Потпуни приказ садржаја са издањем појединих текстова П. Срећковић, Зборник попа Драгоља, Споменик 5
(1890); V. Kačinovskij, Njekoliko spomenika za srbsku i bugarsku poviest, Starine 12 (1880) 230-259.
21
Критичко изд. R. Aitzetmüller, Das Hexaemeron des Exarchen Johannes, I-VI, Graz 1958-1971.
22
Izd. V. Jagić, Nedjeljna propovjedanja Konstantina Prezvitera bugarskog po starosrpskom rukopisu XIII vijeka,
Starine 5 (1873).
Η μεταφρασμένη αφηγηματική λογοτεχνίας των Σέρβων είναι πολύμορφη – πρόκειται για
μια ολόκληρη εγκυκλοπαίδεια φανταστικού και ποιητικού κόσμου. Περιλαμβάνει κοσμικά έργα
σχεδόν ειδωλολατρικά που αποκλειστικά ή έστω σε μεγάλο βαθμό είναι διασκεδαστικά.
Υπάρχουν βέβαια και βαθιά χριστιανικά που είναι ιδιαίτερα θρησκευτικά και ηθικά. Υπάρχουν
επίσης, και όχι σε μικρό αριθμό, φαντασιακά στα οποία οι ρεαλιστικές κατηγορίες έχουν
αντικατασταθεί από μυστικές. Στα αφηγηματικά κείμενα συναντάμε και θεϊκά και σατανικά
πρόσωπα, αμαρτωλούς και μάρτυρες, προφήτες και βασιλείς, πολέμιους και ερημίτες, άγιες
γυναίκες και πόρνες – σε ίδιο βαθμό συναντάμε εικόνες με ουρανό και κόλαση, περιγραφές
πουλιών και άγριων ζώων, πρόσωπα όλων τεράτων και φανταστικών όντων. Και η αφήγηση
είναι διαφορετική στα κείμενα αυτά, σε ορισμένα είναι γεμάτη ενθουσιασμό, στα άλλα είναι
μελοδραματικά ή με αξιοπρέπεια, ορισμένες φορές άμεση και ανοιχτόκαρδη, άλλες γεμάτη
σύμβολα και μύθους. Και η καταγωγή αφηγηματικών κειμένων ποικίλει αρκετά – ελληνική,
εβραϊκή, αραβική, ινδική, δυτικοευρωπαϊκή. Δεν υπάρχει κανένα μεταφρασμένο αφηγηματικό
κείμενο χωρίς την λογοτεχνική και ηθική αξία – σχεδόν όλα αποτελούν αληθινό έργο τέχνης και
γι’αυτό και υιοθετήθηκαν από τόσους λαούς. Έχοντας τα στο σπίτι ο αναγνώστης βρίσκεται στην
καλύτερη σκεπτόμενη παρέα του Μεσαίωνα.
Από τα κοσμικά αφηγηματικά κείμενα που απευθύνεται στους παλατινούς, άρχοντες και
πολίτες κανένα έργο δεν διαβάστηκε τόσο όσο το μυθιστόρημα για τον Μέγα Αλέξανδρο23.
Μεταφράστηκε από τα ελληνικά, πιθανόν τον 14ο αιώνα, αυτό το μυθιστόρημα του Ψευδό
Καλλισθένη Βυζαντινής σύνταξης, γράφτηκε ήδη από τον 3ο αι. στην Αλεξάνδρεια και σώζεται
σε μας σε περίπου 16 χειρόγραφα από τα οποία δυο ήταν σε μινιατούρα. Η υπόθεση του και ο
τρόπος συγγραφής του δεν έχουν καμία σχέση με την θρησκευτική διδασκαλία. Ούτε
θρησκευτικό ή διδακτικό, είναι πάνω από όλα διασκεδαστικό – δημιούργημα φαντασίας ξυπνά
την φαντασία των αναγνωστών του. Από αυτά που αναφέρει οι άνθρωποι του Μεσαίωνα σε κάτι
πίστεψαν, σε κάτι πάλι όχι, αλλά απέλαυναν αληθινά την ιστορία του: η εντυπωσιακή υπόθεση
ένωνε, με έναν γνώριμο και καλοσυνάτο τρόπο, την πραγματικότητα με παραμύθι.
Βάσει κειμένου, νουβέλα για την ζωή και έργα του Μέγα Αλέξανδρου έπρεπε να είναι
ελληνιστικό, αλλά στην πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπ’οψίν την φαντασία του συγγραφέα,
ιδέες, ευαισθησία, τον τρόπο αφήγησης το μυθιστόρημα είναι προ πάντων ανατολικό με αρκετή

23
Приповетка о Александру Великом у старој српској књижевности, критички спис и расправа од Ст.
Новаковића, ''Гласник'' СУД, IX, Београд, 1878; Александрида, превео П. Стевановић, Суботица, 1957; Р.
Маринковић, Српска Александрида, Београд, 1969.
δόση Χριστιανισμού και μόνο λίγη αρχαιότητα, περιπέτειες, λατρεία ιπποσύνης, θαυμασμός
πολεμικών κατορθωμάτων είναι χαρακτηριστικά Μεσαιωνικής κοινωνίας όπως οι εξωτικές
χώρες και φανταστικά όντα είναι προϊόν ανατολίτικης ατμόσφαιρας. Πλούτος και ζωηρές
περιγραφές της ζωής για την οποία μιλάνε στο μυθιστόρημα ανταποκρίνονται στον πλούτο και
την γραφικότητα συγγραφικής αφήγησης. Δεν μας εκπλήσσει που ήδη από τον Μεσαίωνα το
μυθιστόρημα αυτό είχε μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, ούτε που μέχρι πρόσφατα διαβαζόταν
σε μας, ο συγγραφέας του είναι οραματιστής και σπάνιος δεξιοτέχνης του λόγου. Στην
παγκόσμια λογοτεχνία λίγα είναι τα έργα που σε συνεπαίρνει με τα ειπωμένα λόγια και
επιδεξιότητα εικόνων.
Βέβαια, οι μεσαιωνικοί αναγνώστες θαύμαζαν τον Μέγα Αλέξανδρο, τα κατορθώματα
του και τον ηρωισμό του όπως και την ιπποσύνη στρατιωτών του. Αλλά αυτός δεν ήταν
μοναδικός ούτε κύριος λόγος δημοφιλότητας του μυθιστορήματος. Ο μυθιστόρημα διαβαζόταν
πολύ, το αντέγραφαν και απεικόνιζαν πρωτίστως λόγω την θαυμαστής εφευρετικότητας και
όμορφης αφήγησης. Στην βασίλισσα Καντικία ανήκε το τριγυρισμένο παλάτι, και στον λύκο
εκατό ελέφαντες, ο Μέγας Αλέξανδρος είχε δακτυλίδι χάρη στο οποίο ο άνθρωπος που το
φορούσε μες΄στην στιγμή γινόταν αόρατος. Προετοιμάζοντας την εκστρατεία ο Μέγας
Αλέξανδρος διέταξε κατασκευή δώδεκα χιλιάδων γαλερών και η κάθε μια να επανδρωθεί με
χίλια άτομα και χώρισε τις γαλέρες στα τέσσερα μέρη. Ταξίδεψε με αυτές μέχρι την Αίγυπτο
τριάντα νύχτες και τριάντα μέρες. Στον δρόμο προς την Ανατολή βρήκε σε ένα ψάρι μια πέτρα
και την φόρεσε μπροστά στους στρατιώτες αντί φλόγας. Πηγαίνοντας προς το τέλος του κόσμου
βρήκε ανθρώπους με πόδια χοίρων, φτερωτές γυναίκες με νύχια δυνατά σαν δρεπάνι, δικέρατο
κριό που τα κέρατα του έφταναν μέχρι τον ουρανό, το ποτάμι τόσο φαρδύ που χρειαζόταν μια
μέρα να το περάσει και τα σκυλιά με ανθρώπινο σώμα και σκυλίσια κεφάλια και δώρα των
λιονταριών που έπαιρνε ως νικητής! Όταν κατέκτησε το Βασίλειο του Δαρείου οι Βαβυλώνιοι
του έδωσαν χίλια άλογα, εκατό λιοντάρια, χίλια κυνηγητικά όπλα, δυο χιλιάδες χρυσά σκεύη,
δυο χιλιάδες χρυσαφένια ελεφαντοστά, χίλια ποτήρια φτιαγμένα με πολύτιμους λίθους και δέκα
χιλιάδες σέλες από δέρμα ψαριού… Και έτσι σαν στο όνειρο, από μια σελίδα στην άλλη, σε όλο
το μυθιστόρημα αποτυπώνονται φανταστικές εικόνες και περίεργα συμβάντα. Αναφέροντας τα, ο
συγγραφέας μεθά με οράματα και αριθμούς. Ο Μέγας Αλέξανδρος έχει έξι χιλιάδες ιππείς και
τετρακόσιες χιλιάδες πεζούς, ο βασιλιάς Δαρείος έχει ακόμα περισσότερους: χίλιες χιλιάδες
ιππείς και χίλιες χιλιάδες πεζούς, ο Ινδικός τσάρος Ποπ δεν διαθέτει τόσους, αυτός έχει μόνο
πενήντα χιλιάδες, αλλά για αυτό διαθέτει δέκα χιλιάδες εκπαιδευμένα λιοντάρια πάνω στα οποία
είναι ξύλινοι πύργοι και στο κάθε πύργο είκοσι ένοπλα άτομα.
Ο συγγραφέας του μυθιστορήματος για τον Μέγα Αλέξανδρο είναι ανεξάντλητος με
φανταστικές αναπαραστάσεις και άπιαστος στην σκηνοθεσία τους. Δύσκολα θα βρούμε πιο
θαυμαστή εικόνα από αυτήν της υποδοχής που ετοίμασαν στην Ρώμη για τον Μέγα Αλέξανδρο.
Το Αλέξανδρο υποδέχτηκαν τέσσερεις χιλιάδες ιππείς με λευκά άλογα, δυο χιλιάδες κοπέλες σε
λευκά άτια και κόκκινες γούνες με χρυσό κέντημα και άλλες τέσσερεις χιλιάδες άτομα όλοι τους
κρατώντας τα κλαδιά της δάφνης με χρυσό και δυο χιλιάδες ιερείς με κεριά στα χέρια.
Διαβάζοντας το ή ακούγοντας την ιστορία ποιος ηγεμόνας του Μεσαίωνα δεν θα ζήλευε τον
Μέγα Αλέξανδρο!
Το μυθιστόρημα είναι γεμάτο όχι μόνο με οπτικά αλλά και με ακουστικά μαγικά τα οποία
έκανα τον αναγνώστη να πιστε΄ψει πως ονειρεύεται: όταν ο Μέγας Αλέξανδρος πέρασε από μια
χώρα με στρατό «από την λίμνη, εκείνη την νύχτα, κάποιες γυναίκες αναδύθηκαν και
περπατώντας γύρω από το στρατό τραγούδησαν με όμορφα περίεργες φωνές όμορφα αλλά
λυπητερά τραγούδια». Και αυτά τα αισθήματα στο μυθιστόρημα δεν είναι διασπαρμένα και
έντονα, υπάρχουν και διακριτικά, ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος στρατηλάτης είναι χωρίς
ευαισθησίες «Συχνά στον ύπνο με κοιτάς και είσαι χαρούμενη μαζί μου, ευτυχισμένη» γράφει
αυτός στην μητέρα μου «και όταν ξυπνήσεις και προσέξεις την απατηλότητα του ονείρου, όχι
λίγο κατηγορείς» Και θυμωμένα προσθέτει «έτσι καταντάνε όσοι αγάπη στην καρδιά έχουν» για
να τελειώσει «Αυτή είναι η μοίρα όλων των μητέρων να πονάνε τους γιους τους» Ενώ δεν θα το
περιμέναμε αλλά αυτό το φανταστικό ιπποτικό μυθιστόρημα περιέχει φανταστικές νοητικές
ρήσεις – η μια που προέρχεται από την εμπειρία (Ο φθόνος και το μίσος συνοδεύουν τον κάθε
καλό και εξαίρετο) μέχρι την άλλη που εκφράζει την χριστιανική πίστη (Μην φοβηθείς την
ομορφιά της γυναίκας αλλουνού για να δεις την ομορφιά δικής σου) μέχρι την Τρίτη που ενώνει
την μεταφυσική και ηθική (Στην ανόητη καρδιά ο Θεός δεν μπαίνει και αν μπει γρήγορα θα
βγει). Διαβάζοντας το μυθιστόρημα για τον Μέγα Αλέξανδρο αναγνώστες όχι μόνο θαυμάζουν
λόγια αφήγηση και θαύματα αλλά και τις σκέψεις. Ομιλητικός και αναπαραστατικός ο
συγγραφέας ξέρει να είναι σύντομος όσο στις ρήτρες τόσο και στις απόψεις τους περί ατόμου.
Τον θάνατο του Μέγα Αλέξανδρου το σημειώνει ως εξής «Μόνος σαν τον Ήλιο με τον Ήλιο
έδυσε» παραδίδοντας ε μια και μοναδική πρόταση, πολύ σύντομη, την μοίρα του ήρωα.
Από πολλές αντιγραφές αυτού του μυθιστορήματος μεγαλύτερη αξία έχει αυτή που από
την Σκόδρα στο Βελιγράδι έφερε ο ζωγράφος Kosta Milicevic και το χάρισε στην Εθνική
Βιβλιοθήκη, η αντιγραφή αυτή δυστυχώς κάηκε στον προηγούμενο πόλεμο: γραμμένος το
τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα το χειρόγραφο αυτό ήταν διακοσμημένο με μινιατούρες. Στα
γραφικά πορτραίτα των βασιλιάδων και βασίλισσων ντυμένων σαν τους δυνάστες μας και οι
σύζυγοι τους την περίοδος όταν φτιάχτηκαν οι μινιατούρες αυτές στις απεικονίσεις πολιορκίας
της πόλης, μάχες, πολεμιστές στα άλογα και στα τείχη της πόλης, πανδαισίες ηγεμόνων με
ηθοποιούς και μουσικούς, σύγχρονοι αναγνώστες είχαν δει όχι μόνο στην εποχή του Αλέξανδρου
αλλά και στην δικιά τους.
Η Ιστορία της Τροίας24, μεταφράστηκε επίσης στα σερβικά περίπου στις αρχές του 14 ου
αιώνα, είναι πιο σύντομο έργο από το Μυθιστόρημα για τον Μέγα Αλέξανδρο – τουλάχιστον
στην παραλλαγή που εμφανίστηκε σε μας, η αξία της είναι επίσης μικρότερη από το δεύτερο
μυθιστόρημα. Η Ιστορία της Τροίας έχει αργή αρχή, είναι πολύ τραβηγμένη και με πολλές
λεπτομέρειες, μίξη γενεαλογίας και λαϊκής παράδοσης, στην αφήγηση της, αν και όσο προχωράει
το έργο γίνεται πιο εύκολη και γραφική, δεν περιέχει εξαιρετικές εικόνες και γραφικό στυλ. Αυτό
που κάνει την πρωτότυπη την ομορφιά της ιστορίας είναι η ζωηράδα των διαλόγων.
Αντίθετα από το Μυθιστόρημα για τον Μέγα Αλέξανδρο που είναι γεμάτο περιπέτειες και
φανταστικά όντα και καταστάσεις, αφηγούμενων με ενθουσιασμό και ευκολία, η Ιστορία της
Τροίας αποτελεί ήρεμη και κατανοητή αφήγηση για τους αρχαίους ήρωες με μεσαιωνικά
προτερήματα. Η Ιστορία δεν μιλάει μόνο για τα πολεμικά κατορθώματα, αλλά και την αγάπη.
Από τις πρώτες σελίδες ήδη ο Πάρις διατάζει Γούνινα, Παλλάδα και Αφροδίτη να γδυθούν για
να αποφασίσει πια είναι η ομορφότερη. Αν αυτό το μοτίβο είναι ειδωλολατρικό η σχέση του
Πάρις απέναντι στην Ελένη είναι τρουβαδουρική. Μήτε ο συγγραφέας της ιστορίας μήτε τα
πρόσωπα δεν έχουν χριστιανικά συναισθήματα ή μοναρχική πεποίθηση. Σε αυτήν και αυτό
γράφει «¨οσο μεγαλύτερος είναι ο βασιλιάς από τους ιππότες του τόσο μεγαλύτερη είναι η σοφία
από την ιπποσύνη» - σκέψη περισσότερο αστική παρά παλατιανή.
Επί τροχάδην φτιαγμένη και στεγνή στο σύνολο της η Ιστορία της Τροίας είναι
εξαιρετική στις λεπτομέρειες. Σκηνή όπου ο βασιλιάς Πρίαμος έρχεται στην σκηνή του Αχιλλέα
και τον ικετεύει να του δώσει την σωρό σκοτωμένου γιου του ¨Έκτορα, και μια άλλη όπου
αμέσως μετά σκοτώνεται ο Αχιλλέα αποτελούν κορυφές της αφηγηματικής ιστορίας. Η Ιστορία
24
A.Ringheim, Eine altserbische Trojasage. Prague-Upsal, 1952 (Publication de l'Institut Slave d'Upsal, IV); Р.
Маринковић, Јужнословенски роман о Троји, „Анали Филозофског факултета“, I, Београд, 1962, стр. 9-66.
περιλαμβάνει ιδιαίτερα σκεπτικές παρατηρήσεις, πως η στάχτη του Αχίλλεα χώρεσε σε μικρό
βάζο χωρίς να το γεμίσει, ενώ η φήμη του γεμίζει όλο τον κόσμο, και πως ο Αχιλλέας, όσο ήταν
εν ζωή ήταν μεγάλη περηφάνια του πατέρα του και τόσο μεγάλη λύπη όταν πέθανε. Στις
άπιαστες σελίδες περιγράφετε η διαμάχη του Οδυσσέα και Αίαντα για τα όπλα του Αχιλλέα,
διαμάχη περιγράφεται με χιούμορ και σοφία.
Η αρχική έκδοση της Ιστορίας της Τροίας, που διαβαζόταν στο παλάτι από τους
προύχοντες την εποχή του Νέμανιτσι δεν σώζεται σήμερα.Αυτή που σώζεται, στην Εθνική
Βιβλιοθήκη στην Σόφια, δημιουργήθηκε στα τέλη του 15 ου ή τις αρχές του 16ου αιώνα. Από τα
διαστρεβλωμένα ονόματα ηρώων φαίνεται πως η Ιστορία προέρχεται από την ιταλική λογοτεχνία
της ενετικής διαλέκτου ενώ από την ομιλούσα γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε για την συγγραφή
έργου φαίνεται πως η αναθεώρηση της έκδοσης έγινε στην δική μας παραθαλάσσια περιοχή. Το
έργο έπρεπε πιθανόν να είναι σαν το μυθιστόρημα του Μέγα Αλέξανδρου πλούσια διακοσμημένο
με τις μινιατούρες αλλά ο εικονογράφος κατάφερε να κάνει μόνο έξι εικόνες. Δημιουργήθηκε την
περίοδο που δεν υπήρχαν οι ηγεμόνες μας, άρχοντες μας και για αυτό η έκδοση αυτή μαρτυρά
πως κατόπιν απώλειας ανεξαρτησίας και καταστροφής του κράτους οι πολίτες προσπάθησαν να
συνεχίσουν την παράδοση μελέτης ενδιαφερόντων και ωραία φτιαγμένων βιβλίων.
Προφανώς, τις τελευταίες δεκαετίες του 14ου αιώνα δημιουργήθηκαν και οι εκδόσεις μας
της Ιστορίσας του Τρίστανου και Ιζόλδης και της Ιστορία του Μπώβ 25 που μας έφεραν
διαφορετικούς ανθρώπινους χαρακτήρες, διαφορετικά έθιμα και σκέψεις, στις ιστορίες αυτές
υπήρχε περισσότερη ελευθερία και ωμότητα όσο για τους συγγραφείς τόσο και για τους ήρωες.
Η Ιστορία του Τρίστανου και Ιζόλδης σώζεται σε μετάφραση που από τα σερβικά έγινε
στα λευκορωσικά τον 16ο αιώνα. Βλάσφημη ανακατασκευή ενός μεγάλου ποιητικού έργου, η
έκδοση μας έγινε βάσει κειμένου στην ενετική διάλεκτο στο οποίο τα ονόματα κύριων
προσώπων προφέρονται (για το αυτί μας παράλογο) Τρίσταν και Ιζοτα. Στην σύνταξη όχι καλού
μεταφραστή της αστικής τάξης η Ιστορία μόνο που και που δείχνει κάτι από τον μεγάλο έρωτα
και της ύψιστης ποίησης με την οποία ο έρωτας αυτός περιγράφτηκε στο πρωτότυπο γαλλικό
κείμενο. Η έκδοση μας είναι σπασμένη και γεμάτη με βίαιες σκηνές και υβριστικές εκφράσεις.
Αυτό βέβαια της δίνει ζωηράδα και κάποιου είδους ομορφιά χάρη στην γρήγορη εναλλαγή
συμβάντων και πλούτος διαλόγων. Ο αναγνώστης εκπλήσσεται ευχάριστα όταν μετά από
25
А.Н.Веселковскій, Изъ исторіи романа и повЪсти, II , Славянороманскій отдЪлъ, Петроград, 1988; Ђ. Сп.
Радојичић, Творци и дела старе српске књижевности, Титоград, 1963, стр. 343-347. – Повест о Триштану и
Ижоти у преводу Ирене Грицкат издала је Српска књижевна задруга у Београду, 1966; Повест о Бову досад
није преведена.
αμέτρητες αιματηρές μάχες και προδοσίες φτάσει στο σημείο όπου ο Τρίστανος, σοβαρά
τραυματισμένος, μπαίνει στο καράβι και με ούριο άνεμο φτάνει κοντά στην ακτή τον πύργο όπου
αρχίζει να παίζει ενώ ο βασιλιάς Λένβιζ βλέποντας όλα αυτά από το παλάτι πλησιάζει για να
ακούσει απορημένος πως κάποιος τόσο ωραία και θλιβερά παίζει ενώ έχει μεγάλης αξίας καράβι.
Ακριβώς έτσι και ο αναγνώστης μετά από τόσες κακιές μητριές και γυναίκες έτοιμες να
διαπράξουν έγκλημα διαβάζοντας τα εηξής για την Ιζόλδη νιώθει σαν να βρίσκεται στον άλλο
κόσμο: «Όλη της η σκέψη ήτανε με τον Τρίστανο, να μπορούσε μόνο χωρίς ντροπές να τον
φιλάει, και το μάτι της ποτέ δεν θα αποχώριζε τον Τρίστανο. Κοντά του ξέχασε όλους τους
άλλους και ο Τρίστανος ξέχασε την Ίζολδη, κοιτούσε ο ένας τον άλλο τόσο τρυφερά και ο ένας
ήξερε τι άλλος σκέφτεται.» Υπάρχουν αρκετοί λόγοι να πιστέψουμε πως υπήρχαν και καλύτερες
συντάξεις στην γλώσσα μας από αυτήν που σώζεται στην λευκορωσική μετάφραση, που πιθανόν
να μην είναι και απολύτως πιστή: το μυθιστόρημα σε μας ήταν πολύ δημοφιλές, στο Πέτς του
16ου αιώνα υπήρχαν δυο γυναίκες με όνομα Ιζόλδη.
Στα Σύμμεικτα του Poznanjskom, στα οποία διασώζεται στα λευκορωσικά από τα
σερβικά μεταφρασμένο έργο Τρίστανος και Ίζολδη βρίσκεται ακόμα ένα κείμενο μεταφρασμένο
από την γλώσσα μας, πρόκειται για την Ιστορία του Μπωβ από την Αντόνα, ιταλικής έκδοση σε
στοίχο γαλλικού μυθιστορήματος μεταφρασμένου στα σερβικά στα τέλη του 15 ου ή στις αρχές
του 16ου αιώνα. Και η κοινωνική ατμόσφαιρα όπως και η χρονική, βιαιότητα ιπποτών και
βασιλιάδων, έμποροι, ναυτικοί και ζητιάνοι, πόλεις, παλάτια και φυλακές, ντόκοι και ιστιοφόρα –
η ιστορία είναι εξίσου διασκεδαστική και ζωηρή σε μοτίβα και αφήγηση, γρήγορη εναλλαγή
συμβάντων και πολυμορφία εικόνων. Αυτό που δεν υπάρχει στην Ιστορία του Μπώβ του Αντόνα
είναι βαθιά συναισθήματα και ποιητικός λόγος.
Αφηγηματικά έργα ιδιαίτερα δυτικοευρωπαϊκού χαρακτήρα, Ιστορία του Τρίστανου και
Ιζόλδης και Ιστορία του Μπωβ του Αντόνα – στις εκδόσεις μας – διαφέρουν πολύ από
μυθιστορήματα και σύντομες νουβέλες ανατολικής και βυζαντινής προέλευσης. Μήτε στα στις
σκέψεις μήτε στα συναισθήματα άκαρδων ιπποτών και επιθετικών γυναικών υπάρχει τίποτα
θρησκευτικό, και πολύ σπάνια κάτι ευγενικό και σχεδόν ποτέ κάτι κομψό όπως και στην
αφήγηση δικών τους αφηγητών δεν υπάρχει τίποτα αξιοπρεπές. Φαίνονται σαν να χάσαν τον
δρόμο και μπήκαν στην σερβική λογοτεχνία αν και υπάρχει ενδεχόμενο να μην εμφανίστηκαν
ποτέ σε αυτήν στον Μεσαίωνα.
Στους παλατινούς κύκλους, προύχοντες και πολίτες δεν απευθυνόταν μόνο τα κοσμικά
μυθιστορήματα. Όχι, υπήρχαν και πολλές νουβέλες με απόκρυφα θρησκευτικά θέματα, που στην
βάση τους είναι βλάσφημου περιεχομένου. Ανάμεσα τους μια από τις ομορφότερες είναι και Η
Νουβέλα περί Ασενέτας, που διασώζεται στα Σύμμεικτα γραμμένα στις αρχές του 15 ου αιώνα στο
παλάτι του δεσπότη Στέφανου.26 Στην μεσαιωνική λογοτεχνία μας, που δεν χαρακτηρίζεται από
πολύ τρυφερότητα, επειδή σπάνια μιλάμε για την αγάπη και γυναίκες – η Νουβέλα περί
Ασενέτας διακρίνεται για την ποιητική της. Η νουβέλα μας εξιστορεί τον έρωτα της Ασενέτας,
κόρης ενός υπάλληλου στο παλάτι του Φαραώ, και όμορφου Ιωσήφ. Κρίνοντας από τα πρόσωπα
η ιστορία είναι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά λαμβάνοντας υπ΄οψίν το περιεχόμενο και την
ατμόσφαιρα θα πούμε η ιστορία ανήκει στο Μεσαίωνα.
Η Νουβέλα περί Ασενέτας είναι εξαίρετη ιστορία που όπως και οι περισσότερες έφτασε
σε μας από το Βυζάντιο. Σ΄αυτήν με πολύ ωραίο τρόπο απεικονίζεται ντελικάτο πρόσωπο μιας
νεαρής κοπέλας με τα κοσμήματα και ρούχα της όπως και ο χώρος στον οποίο διαμένει. Η ευχή
της να είναι ευλογημένες και οι φιλενάδες της που έχουν γεννήσει την ίδια νύχτα όπωε και αυτή,
η αντίδραση της στην οπτασία του Ιωσήφ συγκαταλέγονται στις πιο τρυφερές σελίδες
παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αλλά δεν πρόκειται μόνο για την ιστορία αγάπης αλλά και πολέμου.
Σκηνή στην οποία ο γιος του Φαραώ φεύγει με δυο χιλιάδες πολεμιστές να σκοτώσει τον πατέρα
του και αφού δεν το κατάφερε πηγαίνοντας να πάρει την Ανσέτα σκοτώνεται δεν ήταν
ακατανόητη ή ξένη στους σύγχρονους αναγνώστες: αυτοί γνώρισαν όμοιες σκηνές από το
παρελθόν της χώρας τους και από την ίδια τους την ζωή. Ούτε ο όμορφος Ιωσήφ που αδέλφια
πούλησαν στην Αίγυπτο, δεν ήταν άγνωστος στους Σέρβους. Αυτοί ήξεραν τον Ιωσήφ όχι μόνο
από την Βίβλο, αλλά και από τις εικόνες και τοιχογραφίες σερβικών εκκλησιών, τους ήταν
επίσης γνωστός και από τα κείμενα που τον συνέκριναν με τον Στέφαν Νέμανια.
Στους παλατινούς κύκλους πρωτίστως απευθυνόταν και η νουβέλα του Βαρλαάμ και
Ιωασάφ27 αν και μιλάει πως ο ερημίτης Βαρλαάμ εκχριστιάνισε τον Ιωασάφ. Ινδικής καταγωγής,
μεταφρασμένη από τα ελληνικά στις πολλές γλώσσε η ιστορία δεν γράφτηκε μόνο λόγο
θρησκευτικής αίσθησης και όμορφης αφήγησης. Στα παραδείγματα από την ζωή προειδοποιεί
τους ηγεμόνες και προύχοντες να αναρωτηθούν περί λαμπερής παλατιανής ζωής τους και της
φτώχιας και δυστυχίας που επικρατεί στον κόσμο. Για Σέρβο αναγνώστη είχε και άλλους

26
Ст. Новаковић, Српскословенски зборник из времена деспота Стефана, „Старине“, ЈАЗУ, IX, 1877.
27
Расправу и исписе дао Ст. Новаковић у „Гласнику“ СУД 50, Београд, 1881, и у својим Примерима
књижевности и језика старога и српско-словенскога, Београд, 1904, стр. 559-562.
υπαινιγμούς. Η νεαρή ηλικία του Ιωασάφ είναι σαν του γιου του Νέμανια τον Ράστκο που σαν
τον Ιωασάφ εγκατέλειψε το πατρικό παλάτι και απαρνούμενος την κοσμική ζωή δέχτηκε τον
μοναχισμό. Το παραλληλισμό αυτό γνώριζε και ο ίδιος ο Σάββα. Διακοσμώντας με εικόνες την
Εκκλησία της Παναγίας στην Στουντένιτσα, στην τιμητική θέση, έβαλε να απεικονιστούν ο
Βαρλαάμ και Ιωασάφ. Από τότε και στην διάρκεια όλου του Μεσαίωνα στις πολλές σερβικές
εκκλησίες, από την Μιλέσεβα μέχρι την Γρατσάνιτσα, και από τους Ντετσανι και Μάτεγιτσε,
Ραβάνιτσα και Κάλενιτς, απεικονίζονταν στις φρέσκες που είχαν όχι μόνο θρησκευτική αλλά και
εθνική σημασία ο Βαρλαάμ και Ιωασάφ.
Η συλλογή νουβελών Stefanit i Ihnilat28, που απευθύνεται πρωτίστως στους κυβερνώντες
έχει ακόμη πιο πολύ κοσμικό χαρακτήρα. Ινδικης καταγωγής είναι διαδεδομένος στους
ασιατικούς και ευρωπαϊκούς λαούς, μεταφράστηκε από τα περσικά στα ελληνικά, και από τα
ελληνικά στα σλαβικά, η συλλογή είναι διασκεδαστικής και διδακτική. Ένας βασιλιάς ρώτησε
έναν φιλόσοφο τι στάση να πάρει σε διάφορες καταστάσεις, και ο φιλόσοφος αντί άμεσης
απάντησης του μίλησε με αλληγορίες για πουλιά και άγρια ζώα που φέρονται ως άνθρωποι.
Γεμάτη σοφία που απέκτησαν όχι με θεωρητικό τρόπο σκέψης αλλά εμπειρικά και εκφρασμένη
όχι αφηρημένα με ορισμούς ή αντανακλαστικά, αλλά φτιαγμένη ως μύθος η νουβέλα όχι μόνο
είναι γεμάτη με πνεύμα, αλλά και, κάτι σπάνιο για τον Μεσαίωνα, χιούμορ.
Ανάμεσα στις αφηγηματικά κείμενα επί τω πλείστον ή αποκλειστικά κοσμικού
χαρακτήρα υπάρχουν αρκετά σύντομες ιστορίες που δεν έχουν πάνω από τρείς, τέσσερεις
σελίδες. Οι δυο ιστορίες ως εξαιρετικές ξεχωρίζουν: Η Βασίλισσα Θεοφανώ και Σολόμωντας 29-
η πρώτη από την ελληνική πηγή με κλασική αρχή αρχαίων λαϊκών ιστοριών (Κάποτε ζούσε ο
βασιλιάς Φουκάς που είχε οκτώ αδέλφια. Όλοι τους θαρραλέοι), η άλλη είναι ανατολικής
προέλευσης, και οι δυο έχουν θέματα βγαλμένα από την ζωή, που εξιστορήθηκαν με μεγάλη
ευκολία, συναρπαστικές και διασκεδαστικές αλλά και σοφές. Σύντομη και διδακτική είναι και η
νουβέλα Ο Μάγος30 επίσης με στοιχεία λαϊκής ιστορίας (Ζούσε άνθρωπος στην χώρα των
Εβούσοι και το όνομα του ήταν Νέβροντ). Πρόκειται για πανάρχαιες διεθνής μορφές σύντομων
ιστοριών, που στους αιώνες δημιουργήθηκαν, τέλειες σαν τα βότσαλα που ξέπλυνε και γυάλισε

28
Објавио га Ђ. Даничић у „Starinama“ JAZU II (1881) 260-310; Одломке доноси Ст. Новаковић у својим
Примерима, стр. 551-558.

29
М. Башић, Из старе српске књижевности, Београд, 1931, стр. 43-46 и 54-57.
30
Đ. Daničić, Tri stare priče, „Starine“ JAZU IV (1882) 64; Башић, н.д. стр. 57-61.
το ποτάμι. Λίγο μακρύτερη και διαφορετική είναι η ιστορία Βασιλιάς Σάκης 31, που αποτελείται
από δώδεκα όνειρα που ο βασιλιάς Σάκης είδε σ’ένα βράδυ και που του το διάβασε ο
Ονειροκρίτης Μάμερ. Πρόκειται για σκοτεινές ιστορίες ανθρώπινων καταχρήσεων και
εγκλημάτων που πρέπει να κάνουν άνθρωπο να σκεφτεί τον εαυτό του και την κοινωνία στην
οποία ζει. Ειδικά προκαλεί στον αναγνώστη ηθικές και πρακτικές αντανακλάσεις μύθων του
Αισώπου, στους οποίους ούτως ή άλλως περιγράφεται η εξυπνάδα και η ευστροφία.
испричан је колико живо толико једноставно, с пуно узбудљивих догађаја и с много
дијалога, с једним добрим описом буре и срећним завршетком. Исто тако је једноставно
испричан и Живот Алексија, човека божјег, познат свим хришћанским народима и на
истоку и на западу, по несравњивом самоодрицању и смјерности једног људског бића. Ни
једно светачко житије није тако дирљиво и човјечно као Живот Марије Египћанке32,
грешнице која се покајала и провела вијек у пустињи. Позната у нашем свијету и по
фрескама – у Хиландару, у Пећи, у Дечанима, у Леснову – та жена је, у књижевности, од
свих жена, и највише земаљска и најнесрећнија. Στους αναγνώστες ανώτερης και αστικής
τάσξης της κοινωνίας απευθύνονται οι Βίοι των Αγίων. Οι Βίοι των Αγίων χαρακτηρίζονται
πρωτίστως από μύθους και ορισμένη δόση μυστικισμού. Είναι άκρως ενδιαφέροντες και οι
συγγραφείς τους είναι μεγάλοι αφηγητές. Η Ζωή του Αγ. Ξενοφώντα, γυναίκας και των παιδιών
του33 εξιστορήθηκε όσο ζωηρά τόσο και απλά με πλήθος συναρπαστικών συμβάντων και
πολλούς διαλόγους, με μια πολύ καλή περιγραφή μπουρινιού και αίσιο τέλος. Με τον ίδιο τρόπο
εξιστορήθηκε και η Ζωή του Αλεξίου, Θεανθρώπου34
Хагиографски списи су у нас скоро сви апокрифни, што значи ванредно занимљиви
и добро писани. Чини се да је од њих највише био читан Живот св. Ђорђа35. То је и
природно кад се зна да је св. Ђорђе, у средњем вијеку, у свим хришћанским народима, био
заштитник ратника и витезова. По тврђењу краља стефана Првовјенчаног, св. Ђорђе је
помогао Стефану Немањи да побиједи у Битци код Пантина, и Немања му је, из
захвалности, саградио усред Раса на врху брда цркву, у којој је дао насликати у тимпану
њеног портала св. Ђорђа на коњу, а унутра у цркви на зидовима илустровао сцене из
његова живота. Захваљујући житију које је о њему написано и иконографији каоа је у

31
„Starine“ JAZU XXI; . Башић, н. д. стр. 62-65.
32
М. Башић, н.д. стр. 128-130-
33
Ст. Новаковић, Примери, стр. 452-463.
34
Исти, н.д. стр. 464-472; . Башић, н. д. стр. 123-127.
35
Интегрални текс издао Ст. Новаковић, „Starine“ JAZU VIII, 1876.
његову славу створена, св. Ђорђе је био познат и најширим масама. Свуд, на заставама, у
тимпану капије града чији је он био заштитник, на иконама, на фрескама, на минијатурама,
на рељефима, св. Ђорђе био је представљен с мачем у руци или на коњу с копљем.
Напоредо с тим, властела, монаси и грађани, с великим интересовањем су читали у
његовом житију о драматичним догађајима из његовог живота, о његовим чудима, о
његовом подвигу кад је ослободио цареву кћерку и убио неман, о његовом побједничком
уласку у град, о његовом мучеништву, и о смрти његовој. Машти и мислима свијета у
средњем вијеку св. Ђорђе био је близак као и живи људи.
Други популарни хагиографски спис био је Живот св. Петке.36 Он је мање
занимљив и мање добро писан, али то није сметало култу светитељке. У тешким
тренуцима своје земље – или баш стога што су били тешки – кнегиња Милица је дала
пренијети мошти те светитељке из Бугарске у Србију – у стварању култа св. Петке највише
су учествовале жене. Утицај жена у држави и у културном животу код нас одувијек је био
велик, али се можда највидније и најразноврсније обиљежио у активности кнегиње
Милице, монахиње Јефимије и кнегиње Јелене, жена које су живјеле на међи XIVи XV
вијека.
Књижевно посматрани, старозавјетни апокрифи су занимљивији од свих других.
Више фантастични него поучни и више привлачни поетичношћу него религиозношћу, они
иду у ремек-дјела књижевне фантастике. Међу њима, једно од првих мјеста припада причи
о пророку Јеремији и плијењењу Јерусалима. 37 Јеврејског поријекла, са хришћанским
додацима, она је и темом и говором у библијској атмосфери. На чудан начин, у тој причи,
Јеремија избавља Јевреје из ропства, долази са њима у Јерусалим, ту умире, па оживи и,
најзад, буде каменован. Вриједност приче није у садржају, већ како је казана. Кад је Бог
предао Јевреје у ропство Вавилоњанима, кажњавајући их за њихове гријехе – тако се у њој
казује – спасили су се само Варох, у рову градском, и Авимелех, који је, одаслан по смокве,
преспавао осамдесет шест година. Пробудивши се, Авимелех сазна да ће кроз петнаест
дана Бог ослободити Јевреје ропства, и Варох обавјештава о томе Јеремију. Писмо и
смокве – које су остале свјеже и послије осамдесет шест година – Варох привеже о врат
орлу кога је Бог послао да однесе Јеремији у Вавилон. „И срећан ти буди пут“, каже Варох

36
Објавио Ст. Новаковић, „Споменик“ САН 49; одломак превео М. Башић, н.д., стр. 135-137.
37
Први дио објавио Ст. Новаковић у својим Примерима, стр. 495-501; други дио изашао у „Starinama“ JAZU
VI, 1876; у преводу га дао Башић, н.д., стр. 87-91.
орлу. „И ако те нападну тице небесне, које хоће да се бију с тобом, бори се. Господ ће ти
дати снагу, и не уклањај се на десно ни на лево; већ као што стрела право лети, тако и ти
иди са силом Божјом. И биће слава Господња на сваком путу по коме ходиш“. Такве
странице иду у врхове свјетске прозе.
Изврстан апокрифни спис са старозавјетном темом је и Књига о Адаму38, која је
такође јеврејског поријекла, преведена у нас с грчког и са епизодама из латинског. У спису
је ријеч о рају, о коме прича Ева. Очувана је само друга половина тога сасвим малог списа,
али се и по њој може видјети његова изузетна вриједност. Тешко је замислити нешто
једноставније, љупкије, наивније од те приче, једне од најљепших које се могу читати на
нашем језику. Нису сви апокрифни списи настали ни у мистичној клими, ни у страху од
страшног суда.
Још више него судбина првих људи и јеврејских племена, средњовјековне читаоце
морао је занимати изглед небеског свијета. Вјерујући у загробни живот, људи су страсно
жељели да знају шта их чека кад умру. Из аутентичних богословских дјела они су се могли
врло мало обавијестити о рају и паклу. У апокрифним списима, ни о чему није било више
ријечи него о ономе што чека људе на оном свијету. Читаоце је сигурно овузимало велико
узбуђење кад су гледали у списима како пророци одлазе на небо и, вратив се на земљу,
говоре шта су видјели. Било је и таквих списа у којима се тврдило да се приближава конац
свијета и тачно наводила година кад ће тај конац доћи. Црква се залуд одрицала
апокрифних списа, - њихова привлачност и утисак на читаоца били су огромни. Колико год
фантастични – или баш стога – апокрифни списи били су људима интересантнији и ближи
од одмјерених и строгих доктрина црквених отаца.
Уз фантастичност, битна особина већине апокрифних списа је дубока мистичност. У
Књизи о Еноху39, читалац се налази међу анђелима, у небеској свјетлости, гдје слуша шта
Енох, попевши се на небо, говори с Богом; читалац је на небу, на не мање чудан начин, и у
Књизи о Варуху.40 У још више привлачној, чаролијској Књизи о Авраму41, гдје Аврам пита а
арханђел Михаило одговара зашто једне душе иду у рај а друге у пакао, облик дијалога
толико доприноси увјерљивости приче, да се читаоцу чини да се дијалог води ту пред њим.

38
Ст. Новаковић, Примери, стр. 489; М. Башић, н.д., 84-87.
39
„Starine“ JAZU XVI (1884) 67 и даље; одломак превео М. Башић, н. д., стр. 78-79.
40
„Starine“ JAZU XVIII (1886) 203 и даље; одломак превео М. Башић, н. д., стр. 80-82.
41
М. Башић, н. д., стр. 82-84.
Ни међу новозавјетним апокрифима није их мало који су привлачили читаоце
говором о другом свијету, будећи у њима колико радозналост, толико страхопоштовање. У
Виђењу пророка Исаије42 старозавјетни пророк, узнијевши се на небеса, види будуће
рођење и страдање Христово. У Виђењу св. Павла43, вођен арханђелом Михаилом кроз
пакао, св. Павле види све врсте грешника кажњене свим врстама казни, - једне објешене о
језик, друге у огњеној ријеци, треће са змијама на очима. И Богородица, у Хођењу по
мукама44 и у Виђењу Богородичину, посјећује пакао, гдје добија одговоре на питања због
којег се гријеха који грешник мучи и којом је казном кажњен. У Животу св. Василија
Новог45, спису неупоредиве фантастике и дубоке, тешке мистике, дата је визија другог
доласка Христовог и његовог суђења. Утисак од тих списа морао је бити утолико већи што
су сцене и личности о којима се ту говори читаоци виђали насликане по црквама – у
Студеници, у Милешеви, у Сопоћанима, у Грачаници, у Дечанима, у Маркову манастиру –
на огромним композицијама Страшног суда, које су покривале цијеле зидове
илустрацијама паклених мука које на оном свијету чекају грешнике. Страх од смрти и
Божије казне гонио је људе да размишљају исто толико о својој погибији колико о своме
животу и једва мање о другом свијету него о овом.
Сасвим друкчије изгледају међу новозавјетним апокрифима – по садржини, по
нарацији, по духовној атмосфери – апокрифна јеванђеља, која су била, исто тако, позната
код нас по списима и по фрескама. Насупрот апокалиптичким визијама страшног суда и
пакла, у Протојеванђељу Јаковљеву пред очима читаочевим стоји идилично дјетињство и
младост Богородичина46, слични дјетињству и младости других дјевојака, у Јеванђељу
Никодимову47 говори се с пуно човјечних осјећања, о Христову страдању и смрти, о
силаску у ад и о васкресењу мртвих, - изазивајући у читаоцу наду и радост, не бојазан и
тугу. У Делима апостолским48 излаже се историја апостола Томе, који је претрпио муке и
чинио чуда по Индији ширећи хришћанство, и апостола Андреје и Матеја, који су

42
Н. д., стр. 108-109.
43
Н. д., стр. 102-104.
44
Н. д., стр. 104-108.
45
Објавио Ст. Новаковић у „Споменику! САН XXIX (1895); одломак превео М. Башић, н. д., стр. 130-133.
46
А. П. Лавровъ, „Извъстія отдЪленія русскаго языка и словесности Императорской академіи наукъ“, VI,
Петроград, 1901; одломак превео М. Башић, н. д., стр. 91-93.
47
„Starine“ JAZU IV, 1872.
48
„Starine“ JAZU VIII(876) 55 и даље; М. Башић, н. д., стр. 101-102.
проповиједали у земљи људождера – нису апокрифи одводили читаоца само на небо, већ га
остављали и на земљи, дајући му примјере храбрости и пожртвовања.
Оригиналних теолошких и филозофских списа – као-год и оригиналних свјетовних
романа и епских спјевова – нема у српској средњовјековној књижевности. Има их
преведених, и не мало. Помоћу њих наши људи су се могли довољно упознати са
репрезентативним догматичким и моралистичким дјелима великих теолога и филозофа на
хришћанском истоку. Указујући на одсуство оригиналних наших списа у области
филозофије и теологије, преводи не мало свједоче о завидној висини богословске и
филозофске културе наших људи у средњем вијеку.
Од теоријских филозофа, рано и добро је морао бити познат репрезентантима
српске цркве Јован Дамаскин, систематски излагач хришћанских догми и најзначајнији
бранилац икона, чију је Догматику – трећи дио његовог Извора сазнања – превео на
словенски већ крајем IX вијека бугарски егзарх Јован49. Није познато кад је Јован Дамаскин
први пут и од кога код нас преписиван и читан; сигурно је да је св. Сава дао насликати
његов лик на фресци у Богородичиној цркви у Студеници и не изгледа вјероватним да
архиепископ једне аутокефалне православне цркве не би познавао списе у којима су
изложене основе православља. Већина српских рукописа Дамаскинових списа – међу њима
у манастирима Врднику и Грабовцу – пропала је; један писан у XIV вијеку, налази се у
мананстиру Крушедолу50, а у манастирској библиотеци у Хиландару чува се манускрипт
који је припадао патријарху српском Сави (1354-1375) 51. Има не један доказ не познавања,
него култа Јована Дамаскина у Србији средњег вијека; једна његова рука чувала се у цркви
св. Ђорђа у Расу52, а његов лик је, послије оног у Богородичиној цркви у Студеници,
насликан у неколиким нашим црквама: у Краљевој цркви, у Старом Нагоричину,
Грачаници, Матејчи, Леснову, Псачи53; на два мјеста, у Богородичиној цркви у Призрену и
у манастиру Раваници, он је централна личност на композицији Химне Јована
Дамаскина.Код српских учених теолога на великој цијени је био Дионисије Ареопагит,

49
Monumenta linguae slavicae dialecti skateris. V. Des hl. Johannes von Damascus „Hekthesis akrives tes
orthodoxu pisteos“, in der Übertragung von L. Sadnik, Висбаден, 1967.
50
С. Петковић, Опис рукописа манастира Крушедола, Сремски Карловци, 1914, стр. 63.
51
Sava Hilandarac, н. д., стр. 213.
52
В. Марковић, Православно монаштво и манастири у средњевековној Србији, Сремски Карловци, 1920, стр.
61; „Гласник Земаљског музеја“ XXI, Сарајево, 1909, стр. 55-56.
53
V. R. Petković, La peinture serbe du moyen-âge, II, Београд, 1934, стр. 9,22, 23, 32, 48, 53, 57. La Civilisation
byzantine, E. BRéèé
писац који је хришћанску догматику тумачио у духу неоплатонске филозофије, оснивач
спекулативног мистицизма, који је тежио да схвати божанство интелектуалним, духовним
путем, путем контемплације54. Веома цијењен и на западу, он је већ у IX вијеку преведен на
латински55, а Данте га је, у Божанственој комедији, ставио у рај, између дванаесторице
представника мудрости једног источнохришћанског мислиоца. Нашим ученим теолозима,
вјероватније, раније познат, Дионисије Ареопагит је преведен на српскословенски
релативно позно. Учинио је то, по жељи серског митрополита Теодосија, 1371,
светогорски старац Исаија, који је том приликом у дугој забиљешци на свом рукопису одао
велику хвалу грчкој филозофији и грчком језику 56. Постојао је и један краћи преведен спис
Дионисија Ареопагита унесен у зборник писан за деспота Стефана Лазаревића, гдје се
Дионисије Ареопагит назива великим57. Његова личност морала је бити далеко ближа
нашем средњовјековном свијету него што се чини по малом броју очуваних његових
написа: Дионисије је насликан у неколиким нашим црквама, готово у истим у којима и
Јован Дамаскин, - у Краљевој цркви у Студеници, у Старом Нагоричину, Грачаници,
Дечанима и Псачи58. Појава његовог лика на фрескама у другој деценијји XIV вијека даје
оправдања вјеровању да се за његове списе у нас знало најмање на пола вијека прије него
што их је старац Исаија превео.
Нема у старој српској књижевности оригиналних дјела ни о јересима, које се, иначе,
у разним списима врло често и с великом жестином нападају. Па и кад се помињу, не зна се
поуздано о којим јересима је ријеч. За јеретичаре у биографији Немањиној од Стефана
Првовенчаног мисли се да су богомили; мисли се то и о „бабунима“, који се наводе у
једном запису о ратовању краља Стефана Дечанског с Босанцима. И оскудна излагања
хезихастичке доктрине и спора око ње, као и полемике с Латинима, преводи су, не
оригинални написи. Ријеткост је један рукопис из XIV вијека у коме су Слова Григорија
Паламе59 и, у XVI вијеку, један зборник у који су унесена два Паламина списа 60.
Полемичких текстова о хезихастичким противницима и о Латинима највише има у
54
L. Bréhier, La Civilisation byzantine, Париз, 1950, стр. 423-424; E. Bréhier,Histoire de la philosophie, deuxième
fascisule supplémentaire, La philosophie byzantine, par Basile Tatakis, Париз, 1959, стр. 21, 25, 141.
55
K. Krumbacher, Geschichte derbyzantinischen Litteratur, Минхен, 1897, стр. 141, 148-149, 371.
56
Љ. Стојановић, Стари српски записи и натписи, III, стр. 41-44, бр. 4944.
57
Љ. Стојановић, Каталог Народне библиотеке у Београду, IV , Београд, 1903, стр. 322-329.
58
V. R. Petković, н. д., стр. 22, 27, 30, 46, 57.
59
М. Шакота, Инвентар рукописних књига дечанске библиотеке, „Саопштења Завода за заштиту и научно
истраживање културе Н. Р. Србије“, Београд, 1956, стр. 205.
60
Sava Hilandarec, н.д., стр.208.
зборнику који је, тек 1469. писао дијак Владислав за новобрдског грађанина Димитрија
Кантакузина, Грка по поријеклу.
Много више него теоријске доктрине и распре читане су код нас, у преводу, моралне
поуке и максиме практичне филозофије. Међу најраније преведене и, кроз цијели средњи
вијек, највише читане писце иде Јован Лествичник 61, за кога је знао већ св. Сава, помињући
га у свом Хиландарском типику и дајући га насликати на фресци у Богородичиној цркви у
Студеници, а читао га је и Стефан Првовенчани, који га се сјећа у животопису свога оца
Немање62. Говорећи у првом дијелу свога списа о пороцима, а у другом о моралним и
богословским врлинама које треба да има монах, Јован Лествичник у својој Лествици – по
којој је добио име и која је символ постепених напора човекових при унутрашњем
одвајању и повлачењу од свега – инспирисан је тумач љубави ка монашком животу и
тежње ка савршенству. Главни његов извор нису ранији писци – које је он добро знао –
него његово лично аскетско искуство, што даје оригиналан печат његовом размишљању.
Без теоријских развијања, његов спис је практична филозофија у којој доминирају
емпиризам и осјећајност63. Изражавање његово је једноставно и без реторског сјаја, у
његовом казивању има народног тона и доста пословица 64. Једна врста приручне књиге
сентенција и мисли, Лествица долази међу највише преписиване рукописе нашег средњег
вијека, за који су се интересовали не само црквени него и свјетовни људи, међу њима и
деспот Ђурађ Бранковић, његов ревносни читалац 65. У библиотеци манастира Дечана
очувана су четири рукописа Лествичникове Лествице66, колико их је било и у београдској
Народној библиотеци, док нису изгорјели 6. априла 1941; у библиотеци манастира
Крушедола има их два, у московској Синодалној библиотеци и у Музеју Румјанцова по
шест, у манастиру Хиландару пет67. Колико је моралистички филозоф Јован Лествичник
био поштован код нас види се и по томе што је, слично Јовану Дамаскину и Дионисију
Ареопагиту, насликан на наколиким фрескама – у Грачаници, Дечанима, Матејчи, Леснову,

61
Лествица Јована Лествичника, превео Д. Богдановић, Београд, 1963; Д. Богдановић, Јован Лествичник у
византијској и старој српској књижевности, Београд, 1968.
62
Списи светога Саве и Стевана Првовенчанога, превео Л. Мирковић, Београд, 1939, стр. 48 и 56.
63
L. Bréhier, н. д., стр. 424; Tetakis, н. д., стр. 53-55.
64
K. Krumbacher, н. д., стр. 143.
65
Љ. Стојановић, н. д., I, стр. 86, бр. 262.
66
М. Шакота, н. д., стр. 204.
67
С. Петковић, н. д., бр. 67-68, стр. 143, нап. 1. – Преглед свих ћирилских рукописа Лествице, до XVII вијека,
дао је Д. Богдановић у својој монографији о Јовану Лествичнику, стр. 205-208.
Новој Павлици68, гдје су га могли видјети и они који су његов спис добро знали и који су
само чули за њега.
Међу преведеним списима моралистичког карактера нарочито је велик број бесједа
намијењених темама за проповијед по црквама, али и читању. У Народној библиотеци у
Београду налазили су се главни списи готово свих најважнијих византијских бесједника и
тумача јеванђеља у рукописима српскословенске рецензије XIV и XV вијека, Јована
Златоустог и Григорија Богослова највише 69. Не зна се кад су се код нас појавили први
рукописи са написима те двојице црквених отаца; поуздано је да је наш архиепископ Јаков
дао писати, 1286, у Хиландару, поуке из јеванђеља од Јована Златоустог, и да су оне у истом
манастиру писане и 134470. У хиландарској библиотеци има и неколико рукописа са
бесједама Јована Залтоустог под општим именом Шестоднев; један од њих, писан
средином XV вијека од дијака Степана за Гргура, сина деспота Ђурђа Бранковића, садржи
36 бесједа Златоустових, а други, не мање опсежан и настао у исто вријеме, писан је за
другог сина деспотовог, Лазара71. Очевидно, Златоустове списе радо су читали не само
црквени људи, него и владари, и великаши. У манастирској библиотеци у Дечанима до
данас су очувана три рукописа бесједа Јована Златоустог 72. У средњовјековној Србији није
било ни једне цркве у чијем олтару, на композицији Поклоњење жртви, није био насликан
св. Јован Златоусти. Његова личност и његови списи морали су бити од великог утицаја на
интелектуално формирање наших људи, и црквених и свјетовних.
Интересовање за вјерске мисли и морално понашање није се ограничавало на
читање религиозних списа, него се проширивало и на њихова учена објашњења. За царицу
Јелену светогорски старац Јоаникије превео је тумачења јеванђеља која је био саставио
охридски архиепископ Теофилакт73; за деспота Стефана, хиландарски монах Гаврило
превео је тумачење књиге о Јову од Олимпијадора Александријског 74. У зборнику писаном
на двору деспота Стефана, поред деспотове Речи љубави и византијске приповијетке о
Асенети, има и чланчића под насловом Шта је мисао, Шта је разум, О филозофији 75. У
68
V. R. Petković, н. д., II, стр. 8, 31, 42, 48, 54, 62 и табл. III, IV, CXCVIII.
69
Љ. Стојановић, Каталог Народне библиотеке у Београду, IV, Београд, 1903, стр. 75-78, 139, 154-173, 191-
196, 233-236.
70
Љ. Стојановић, Стари српски записи и натписи, I, стр. 13-14, бр. 27 и 28 и стр. 33-34, бр. 78.
71
Н. д., I, стр. 90, бр. 285 и стр. 97, бр. 320.
72
М. Шакота, н. д., стр. 205.
73
Љ. Стојановић, н. д., III, стр. 40, бр. 4939.
74
Н. д., стр. 69, бр. 218.
75
Наведено напријед, стр. 38, нап. 14.
други један зборник, писан за деспотову сестру Јелену, унесени су чланци из космографије
и један путопис. У књизи Козме Индикоплова дата су објашњења из географије, зоологије,
ботанике.
Састављани су код нас у средњем вијеку и антологијски зборници мудрих изрека,
намијењени не само горњим, него и доњим слојевима друштва. У Зборнику попа Драгоља,
насталом на почетку XIV вијека, петнаест његових листова садрже близу четири стотине
сентенциозних стихова приписаних класичном пјеснику Менандру под насловом О разуму.
Стиховима Менандровим, који садрже сентенције, пословице и рефлексије узете од
Сократа, Диогена, Плутарха и других античких писаца, додани су и цитати из Светог
писма и из списа црквених отаца76. Мање је познат, али је много богатији и разноврснији
по темама и мислима моралистичког карактера други један зборник, који је писан у XV
вијеку, а очуван у библиотеци манастира Крушедола. Поред мудрих изрека о вјери, о
милостињи, доброчинству и чедности, он садржи нарочито много мисли о правди,
другарству и лихварству, о истини и лажи, о говору и ћутању, о молитви, о тјелесној
љепоти, о филозофима, о књижевном читању, о користи од читања књига, - затим гласе и
мудре ријечи из Светог писма и из списа светих отаца, као и Плутарха, Сократа и других
античких писаца77. Теме и рефлексије у тој антологији сасвим су у складу са јачањем
владарске мласти и веће улоге грађанског друштва у држави и књижевности XV вијека, - у
њима се појављују елементи свјетовног резоновања о животу и човјеку и радозналост за
античку културу.
Сасвим природно, научна радозналост и жеља за знањем простирала се и на
прошлост. У XIV вијеку преведен је и преписиван избор из хронике Јована Зонаре,
византијског писца XII вијека, и хроника Георгија Хамартола, другог византијског писца,
обадвије по жељи владара и великаша, - цара Душана, властелина Радована, Вука
Бранковића, деспота Стефана Лазаревића. Из тих хроника читаоци су сазнавали за догађаје
из свјетске историје, - јеврејске, грчке, римске. Кастелан града Сера Нестег, кога је цар
Душан слао папи у Авињон и који је послије цареве смрти био управник двора царице
Јелене, сам је саставио једну хронику од постанка свијета до његовог доба 78. Погледи

76
В. Јагић, Разум и философија из српских књижевних старина, „Споменик“ САН XII, Београд, 1892, стр. I-
XXXI и 1-103.
77
С. Петковић, н. д., бр. 62.
78
Ђ. Сп. Радојичић, Творци и дела, Титоград, 1964, стр. 129.
наших средњовјековних људи на народе и на земље нису били широки само географски
већ и временски.

You might also like