Download as odt, pdf, or txt
Download as odt, pdf, or txt
You are on page 1of 27

7

ΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΤΗΣ RES PUBLICA

1. ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ

Η κυριαρχία της αριστοκρατίας

Το πολίτευμα που διαμορφώθηκε στη Ρώμη με το πέρασμα στην res


publica έδινε την ανώτατη εξουσία στους δύο υπάτους και κεντρικό
συμβουλευτικό ρόλο στην Σύγκλητο (Senatus), η οποία αποτελείται από
τους Patres. Η φύση του πολιτεύματος είναι αριστοκρατική, καθώς
πρόσβαση στην εξουσία έχουν μόνον οι ευγενείς (patricii). Οι πολίτες
κατατάσσονται σε πέντε τιμοκρατικές τάξεις, με κριτήριο την περιουσία
τους, και η τάξη στην οποία ανήκουν καθορίζει και τη συμμετοχή τους
στα αξιώματα. Πρόσβαση στο υπατικό αξίωμα έχουν μόνο τα μέλη της
πρώτης τάξης, ενώ οι υπόλοιποι δικαιούνται μόνο να συμμετέχουν στις
συνελεύσεις του ρωμαϊκού λαού.

Πολίτευμα διακρίσεων

Μετά την εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος, η διχοτόμηση των


πολιτών σε πατρικίους και πληβείους, η οποία μέχρι τότε είχε κοινωνικό
χαρακτήρα, απέκτησε νομική διάσταση και καθιερώθηκε ως βασικός
κανόνας του ρωμαϊκού δικαίου. Η περίοδος των πρώτων τριών αιώνων
της res publica χαρακτηρίζεται από την διαπάλη μεταξύ των τάξεων των
πατρικίων και των πληβείων. Με την κατάργηση και των τελευταίων
νομικών διακρίσεων εις βάρος των πληβείων και την τελική εξίσωση των
δύο τάξεων δημιουργήθηκε μια νέα διάκριση, με την ανάδυση της νέας

1
αριστοκρατίας, αποτελούμενης από την ενσωμάτωση των εύπορων
οικογενειών των πληβείων στην παλιά αριστοκρατία των πατρικίων. Η
κυβερνητική ελίτ, η nobilitas, απαρτιζόμενη από τις ισχυρότερες οικο-
γένειες πατρικίων και πληβείων που μετρούσαν μεταξύ των μελών τους
έναν τουλάχιστον υπατικό, ήταν η ολιγαρχία που άσκησε την εξουσία
κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της respublica. Το ρωμαϊκό πολίτευμα
δεν έγινε ποτέ δημοκρατικό.

Τα όργανα της διακυβέρνησης

Τα κυβερνητικά όργανα του ρωμαϊκού πολιτεύματος μπορούν κατ’


αρχήν να υπαχθούν σε τριμερές σχήμα παρόμοιο με αυτό των ελληνι-
κών πόλεων: αρχοντικά αξιώματα (magistrati), πολυμελές συμβουλευτικό
σώμα (Σύγκλητος, senatus) και συνέλευση του ρωμαϊκού λαού (comitia).
Και στη Ρώμη ωστόσο, όπως και στις κατ’ ιδίαν ελληνικές πόλεις, η
ιστορική εξέλιξη του πολιτεύματος έχει αφήσει έντονη τη σφραγίδα της
στη διαμόρφωση των κυβερνητικών οργάνων. Από αυτήν απορρέουν
και οι ιδιαιτερότητες των οργάνων του ρωμαϊκού πολιτεύματος, με τη
μορφή που προσλαμβάνουν μετά την πλήρη εξέλιξή τους, κατά τον 3 ο
αιώνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός ότι στη Ρώμη η
συνέλευση του λαού συνέρχεται και ψηφίζει με δύο διαφορετικούς
τρόπους οργάνωσης, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις αποτελείται
ουσιαστικά από τα ίδια πρόσωπα. Οι ιδιαιτερότητες αυτές αφορούν όχι
μόνο τις συνελεύσεις, αλλά και τα αρχοντικά αξιώματα, τα οποία
εντάχθηκαν σε μια ιεραρχία, καθώς και τον ρόλο της Συγκλήτου, που,
εκφεύγοντας από τον θεσμικό της ρόλο, λειτουργούσε πολλές φορές
εξωθεσμικά.

Τα όργανα του ρωμαϊκού πολιτεύματος (Πολύβιος, Ιστορίες 6, 11, 11-


12). Ο Πολύβιος δίνει μια εξιδανικευμένη εκδοχή του ρωμαϊκού
πολιτεύματος.

Τρία ήταν λοιπόν τα μέρη που κυριαρχούσαν στο πολίτευμα, όλα


αυτά που προανέφερα. Όλα αυτά είχαν συνταχθεί και διοικούνταν
ξεχωριστά με ίσο και κατάλληλο τρόπο, έτσι ώστε κανείς, ούτε και
κάποιος από τους εντόπιους, να μη μπορεί να πει με βεβαιότητα εάν
συνολικά το πολίτευμα αυτό ήταν αριστοκρατικό, δημοκρατικό ή
μοναρχικό. Και ήταν εύλογο να συμβαίνει αυτό, διότι, αν παρατηρού-
σαμε την εξουσία των υπάτων, θα φαινόταν ότι είναι τελείως μο-

2
ναρχικό και βασιλικό. αν πάλι κοιτούσαμε την εξουσία της συγκλήτου,
θα φαινόταν αριστοκρατικό. ακόμη, αν εξετάζαμε την εξουσία των
πολλών, θα φαινόταν σαφώς ότι είναι δημοκρατικό.

2. ΟΙ ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΤΗΣ RES PUBLICA

Εκλογή των αρχόντων

Όταν η αριστοκρατία των πατρικίων εξεδίωξε τον βασιλέα Ταρκύνιο,


κύριο μέλημα αυτής της ελίτ που θα κυριαρχούσε εφεξής στα πολιτικά
πράγματα της Ρώμης ήταν η κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διαφορο-
ποίηση των χαρακτηριστικών της νέας εξουσίας από την βασιλική
εξουσία. Οι πατρίκιοι θέλησαν να δημιουργήσουν και συμβολικά τη ρήξη
με το προηγούμενο καθεστώς, ώστε να σηματοδοτήσουν τη μετάβαση
σε μια νέα εποχή, «την εποχή της ελευθερίας», όπως σημειώνει ο Τίτος
Λίβιος, αν και η ελευθερία αυτή εν τέλει απείχε πολύ από το να αφορά
ολόκληρο τον ρωμαϊκό λαό. Το πρώτο αρχοντικό αξίωμα, δημιούργημα
της respublica και προσβάσιμο αποκλειστικά σε μέλη των ισχυρότερων
οικογενειών των πατρικίων, ήταν η υπατεία, που αμέσως προσέλαβε τα
θεμελιώδη στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν όλα τα αξιώματα στη συνέ-
χεια: θητεία ενιαύσια, άμισθη και τιμητική, έλλειψη λογοδοσίας τόσο
κατά τη διάρκεια όσο και μετά το τέλος της θητείας.
Έπειτα από το πρώτο διάστημα, κατά το οποίο οι ύπατοι επιλέγο-
νταν και ορίζονταν από τους εν ενεργεία υπάτους με τη συναίνεση των
patres, περί τα μέσα του 5ου αιώνα καθιερώθηκε η συμμετοχή της
συνέλευσης του ρωμαϊκού λαού στην εκλογή των αρχόντων. Όμως το
δικαίωμα που παραχωρήθηκε στη λοχίτιδα συνέλευση ήταν πολύ
περιορισμένο και η εκλογή των αρχόντων εξακολούθησε να βρίσκεται
στην απόλυτη δικαιοδοσία των δύο εν ενεργεία υπάτων, με μοναδικούς
περιορισμούς την αρνησικυρία του συνυπάτου, το veto του δημάρχου
και την έγκριση της Συγκλήτου.
Πράγματι, μόνον οι ύπατοι είχαν το δικαίωμα να ορίσουν τους δια-
δόχους τους, προτείνοντας στην συνέλευση του λαού ο κάθε ένας από
δύο ονόματα. Ο λαός δεν είχε άλλο δικαίωμα από το να επιλέξει τον ένα
από τους δύο υποψηφίους για την κάθε θέση. Όταν αργότερα θα δοθεί
η δυνατότητα να δηλώνουν και οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι την υποψη-
φιότητά τους και θα διευρυνθεί έτσι ο κατάλογος των υποψηφίων, η

3
εκλογή θα παραμείνει κάτω από την καθοδήγηση και τον έλεγχο των εν
ενεργεία υπάτων, οι οποίοι έχουν την εξουσία να διαγράψουν από τον
κατάλογο τις υποψηφιότητες που απορρίπτουν. Επιπλέον, οι ύπατοι
διοργανώνουν και καθοδηγούν την ψηφοφορία στα comitia, την οποία
μπορούν να επαναλάβουν σε περίπτωση που θεωρούν ότι ο λαός δεν
ψήφισε σωστά, και αναγορεύουν τους εκλεγέντες (renuntiatio).
Να σημειωθεί, τέλος, ότι λόγω της έκτακτης φύσης τους, τρία αξιώ-
ματα ορίζονται κατ’ εξαίρεση χωρίς τη συμμετοχή της συνέλευσης του
ρωμαϊκού λαού: ο δικτάτορας ορίζεται από τη Σύγκλητο έπειτα από
εισήγηση των υπάτων, και στη συνέχεια ορίζει ο ίδιος τον ίππαρχό του,
ενώ οι μεσοβασιλείς επιλέγονται επίσης από τη Σύγκλητο.

Ενιαύσιο και συλλογικότητα

Σε αντίθεση με την ισοβιότητα των βασιλέων, για τα αρχοντικά αξιώ-


ματα της res publica θεσπίσθηκε η ετήσια θητεία. Ο κανόνας του ενιαύ-
σιου ισχύει τόσο για τους υπάτους, το πρώτο αξίωμα που δημιουργή-
θηκε με την ίδρυση της res publica, όσο και για τα υπόλοιπα αξιώματα
που εμφανίσθηκαν στη συνέχεια. Εξαιρέσεις από τον κανόνα αποτελούν
το αξίωμα των τιμητών, που έχει δεκαοκτάμηνη θητεία, και το έκτακτο
αξίωμα του δικτάτορα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες.
Ωστόσο η αρχή της εναλλαγής στην εξουσία δεν εφαρμόζεται αλώβητη,
αφού η επανεκλογή του ίδιου προσώπου στο ίδιο ή σε άλλο αξίωμα όχι
μόνο δεν απαγορευόταν, αλλά αποτελούσε συνηθισμένη πρακτική.
Μία ακόμη αρχή που προσιδιάζει στη ρωμαϊκή αντίληψη είναι η συλ-
λογικότητα των αξιωμάτων, που καθιερώθηκε περί τα μέσα του 5 ου
αιώνα. Η συλλογικότητα συνίσταται στην προϋπόθεση ότι οι αποφάσεις
των δύο συναρχόντων είναι ομόφωνες. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι για
κάθε ενέργεια οι συνάρχοντες έπρεπε να συσκέπτονται, αντίθετα ο κάθε
ένας είχε τη δυνατότητα να πράττει αυτοδύναμα, αλλά στην κάθε ενέρ-
γειά του τεκμαιρόταν η σύμφωνη γνώμη του ετέρου (ή των λοιπών,
προκειμένου για σώματα αρχόντων που αποτελούνταν από περισσότε-
ρους των δύο, όπως αργότερα οι πραίτορες). Το τεκμήριο της σιωπηρής
συναίνεσης ανατρέπεται από την αρνησικυρία, το δικαίωμα που έχει ο
κάθε άρχοντας να ανατρέψει ή να σταματήσει μια οποιαδήποτε ενέργεια
του ομόβαθμού του. Η αρνησικυρία μπορεί να εκδηλωθεί είτε εκ των
προτέρων, ως απαγόρευση μιας συγκεκριμένης ενέργειας (prohibitio),
είτε εκ των υστέρων, ως ακύρωση την πράξης ή απόφασης του άλλου
(intercessio).

4
Ιεραρχήσεις της εξουσίας: Imperium και Potestas

Ουσιώδες συστατικό της παλαιάς βασιλικής εξουσίας ήταν, όπως


προαναφέρθηκε, το imperium, η πλήρης και υπέρτατη πολιτειακή εξου-
σία που απορρέει από το δικαίωμα στη λήψη των οιωνών. Η μετάβαση
στην Respublica και η ίδρυση της υπατείας δεν αποστασιοποιήθηκε από
την έννοια του imperium, αλλά την ενσωμάτωσε κερματίζοντάς την στα
δύο και απονέμοντάς την ισότιμα στους δύο υπάτους. Η συμβολική έκ-
φραση αυτής της διαίρεσης του imperium βρίσκεται στα σύμβολα που
συνδέονται με το υπατικό αξίωμα. Ο κάθε ύπατος συνοδεύεται από δώ-
δεκα ραβδούχους, οι οποίοι φέρουν τη δέσμη των ράβδων και το τσε-
κούρι.
Η απόδοση του imperium εν συνεχεία επεκτάθηκε στα αξιώματα που
κατάγονται από το υπατικό, δηλαδή στην έκτακτη αρχή του δικτάτορα,
καθώς και στους πραίτορες. Οι άρχοντες αυτοί, που δημιουργήθηκαν
για πρώτη φορά το 367, απέκτησαν την δικαιοδοτική εξουσία που είχαν
οι ύπατοι, απόσπαση αναγκαία μετά τον επιγενόμενο πολλαπλασιασμό
των δικαστικών τους καθηκόντων.
Η κατοχή του imperium προσδίδει στον άρχοντα μια καθολικότητα
εξουσιών, συνιστάμενη τόσο σε εκτελεστική, όσο και σε νομοθετική και
δικαστική. Βασικές εκφάνσεις της εξουσίας τους είναι το δικαίωμα να
συγκαλούν τις επίσημες συνελεύσεις του ρωμαϊκού λαού, να προε-
δρεύουν σε αυτές, να εισάγουν νομοσχέδια προς ψήφιση, να δικάζουν
και να επιβάλλουν κάθε είδους ποινές, να εξαναγκάζουν τους πολίτες σε
συμμόρφωση προς τις αποφάσεις τους.
Από τυπική άποψη, η απόδοση του imperium γίνεται με δόγμα της
φρατρικής συνέλευσης (φρατρικός νόμος, lex curiata de imperio). Με
αυτή την τυπική πράξη αποδίδεται στον άρχοντα η εξουσία να λαμβάνει
τους οιωνούς (auspicia). Πρόκειται ουσιαστικά για την παραχώρηση του
δικαιώματος να ασκεί ορθά την εξουσία μέσω της επικοινωνίας με τον
Δία, δυνατότητα που εξασφαλίζεται από την εξέταση των οιωνών. Όπως
παλαιότερα το βασιλικό αξίωμα, έτσι και το υπατικό συνδέεται με την
εύνοια των θεών και με την απαραίτητη συναίνεσή τους στις πράξεις
του, συναίνεση που εξασφαλίζεται με την οιωνοσκοπία.
Πλην των υπάτων, των πραιτόρων και του δικτάτορα, οι υπόλοιπες
αρχές (οι τιμητές, οι αγορανόμοι και οι ταμίες) δεν διέθεταν imperium,
αλλά η εξουσία που ασκούσαν στα πλαίσια των καθηκόντων τους
προσδιοριζόταν ως potestas. Από την potestas απορρέουν τα δικαι-
ώματα των αρχόντων αυτών να συγκαλούν τους πολίτες σε άτυπη

5
συνάθροιση (όχι επίσημη συνέλευση), να εκδίδουν υποχρεωτικά δια-
τάγματα (έδικτα) και να επιβάλουν ποινές.
Με βάση τα καθορισμένα από το νόμο δικαιώματα του κάθε αξιώ-
ματος και την διαφορετική έκταση της εξουσίας ανάλογα με την θέση
τους, οι άρχοντες διακρίνονται ακόμη σε ανώτερους (ύπατοι, πραίτορες
και τιμητές) και κατώτερους (αγορανόμοι και ταμίες). Αξίζει πάντως να
σημειωθεί η πολυπλοκότητα των ιεραρχήσεων των αξιωμάτων, καθώς
και το γεγονός ότι η κάθε κλιμάκωση δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά
μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μόνο σε συνδυασμό με τις
υπόλοιπες. Το παράδειγμα των τιμητών είναι χαρακτηριστικό: μολονότι
πρόκειται για ανώτερους άρχοντες, δεν διαθέτουν imperium αλλά μόνο
potestas. Η έλλειψη του imperium πάντως δεν εμπόδισε τον αυξανόμενα
καθοριστικό ρόλο τους, αφού αυτοί ήταν οι αρμόδιοι να ορίζουν τα μέλη
της Συγκλήτου.

Η ιεραρχία των αξιωμάτων (cursus honorum)

Όπως υπαγόρευε το πνεύμα της ιεραρχίας που διέπει τη ρωμαϊκή


αντίληψη για τα αξιώματα, η δημιουργία μιας νέας αρχής είχε ως
συνέπεια και τη δημιουργία της αντίστοιχης κλίμακας, στην οποία
εντασσόταν το συγκεκριμένο αξίωμα, ανάλογα με την έκταση των δικαι-
οδοσιών του και την σπουδαιότητά του στο πλαίσιο του πολιτεύματος.
Μέσα από την μακρά πρακτική που ακολουθούσαν οι γόνοι των οικο-
γενειών της ελίτ ως προς την ανάληψη των αξιωμάτων δημιουργήθηκε
έτσι μια ιδανική σταδιοδρομία των πολιτικών ανδρών, η οποία
συνίστατο στην διαδοχική επιδίωξη των διάφορων αρχών με τη σειρά
της σημασίας τους και της απαιτούμενης πείρας.
Η πρακτική αυτή απέκτησε κανονιστική ισχύ με ένα νόμο του 180
(lex Villia Annalis), με τον οποίο παγιώθηκε τόσο η σειρά των αξιωμάτων
όσο και τα ηλικιακά όρια για την κατάληψή τους (cursus honorum).
Χαμηλότερα στην κλίμακα βρίσκεται το αξίωμα του δημάρχου, αφότου
είχε ενσωματωθεί στα αξιώματα του ρωμαϊκού λαού, με απαιτούμενη
την ηλικία των 27 ετών. Ακολούθως ο ενδιαφερόμενος θα έπρεπε να
επιδιώξει το αξίωμα του ταμία στα 30 του, του αγορανόμου στα 36, του
πραίτορα στα 40, του υπάτου στα 42, και τέλος του τιμητή μετά τα 44
έτη της ηλικίας του.
Η παγίωση της σειράς των αξιωμάτων που πρέπει να διέλθει υπο-
χρεωτικά κάθε ενδιαφερόμενος προκειμένου να φθάσει στο ανώτατο
αξίωμα του υπάτου είχε σημαντικές συνέπειες που δεν είναι διακριτές εκ
πρώτης όψεως. Καθώς το σύνολο των εκλεγόμενων κατ’ έτος αρχόντων

6
δεν υπερβαίνει τα τριάντα άτομα, η προϋπόθεση της άντλησης των
υποψηφίων από διατελέσαντες άρχοντες περιορίζει σε μεγάλο βαθμό
τον κύκλο των συμμετεχόντων στις αρχές. Ο κύκλος αυτός στενεύει
ακόμη περισσότερο σε συνάρτηση με την δυνατότητα εκλογής επ’
άπειρον. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των αρχόντων, οι συναλλαγές,
όπως και οι σχέσεις των αρχόντων με τη Σύγκλητο αποκτούν, όπως
είναι επόμενο, καθοριστική σημασία.
Στον αντίποδα του αθηναϊκού δημοκρατικού συστήματος, το οποίο
αντιμετώπιζε την πολιτική ως υποχρέωση και δικαίωμα όλων των
πολιτών και απέρριπτε την έννοια του ειδικού στην πολιτική, η ρωμαϊκή
ολιγαρχία με την παγίωση του cursus honorum θέτει τις βάσεις για την
δημιουργία των κατ’ επάγγελμα πολιτικών

Οι Ύπατοι (Consules)

Οι δύο ύπατοι είναι οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού λαού. Από


το 443, όπως είδαμε, η εκλογή τους γίνεται στην λοχίτιδα συνέλευση από
τους υποψηφίους που προτείνονται από τους εν ενεργεία υπάτους, ενώ
η τυπική εκχώρηση του imperium, μέσω του δικαιώματος της οιωνο-
σκοπίας (auspicium) τους προσδίδεται με πανηγυρική πράξη των
αντιπροσώπων της φρατρικής συνέλευσης. Καθώς στην απόδοση της
εξουσίας των υπάτων ο λαός δεν συμμετέχει, για τον λόγο αυτό δεν
μπορεί να τους παύσει από τα καθήκοντά τους.
Οι ύπατοι κατέχουν την ανώτατη εξουσία και με τις δύο εκφάνσεις
της, την πολιτική και τη στρατιωτική. Έτσι και η υπατική εξουσία διακρί-
νεται σε Imperium domi, δηλαδή πολιτική εξουσία διακυβέρνησης στο
εσωτερικό της πόλης, και Imperium militiae, που συνίσταται στην αρ-
χηγία του στρατού. Στο πλαίσιο της πολιτικής εξουσίας τους, οι ύπατοι
συμπράττουν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκαλούν, χαράσσουν την
κυβερνητική πολιτική σε συνεργασία με αυτήν και διαβουλεύονται
σχετικά με τα προτεινόμενα νομοσχέδια. Συγκαλούν επίσης τη λοχίτιδα
συνέλευση, όπου προεδρεύουν και καθοδηγούν ολόκληρη τη διαδικασία
τόσο κατά την εισαγωγή και ψήφιση των νόμων όσο και κατά την
εκλογή των αρχόντων. Περαιτέρω οι ύπατοι έχουν την αστική δικαιοδο-
σία απονομής χάριτος. Δύο μόνον περιορισμούς γνωρίζει το υπατικό
αξίωμα: το veto του συνάρχοντά του, σύμφωνα με την αρχή της συλλο-
γικότητας, και την intercessio ενός δημάρχου.
Το δικαίωμα των υπάτων να επιβάλλουν ποινές, αρχικά απεριόριστο,
άρχισε να περιορίζεται από το 450, οπότε τους αφαιρέθηκε το δικαίωμα
επιβολής θανατικής ποινής, για την οποία μόνη αρμόδια να αποφασίζει

7
ορίστηκε η λοχίτιδα συνέλευση του λαού. Διατήρησαν πάντως την
εξουσία καταναγκασμού (Coercitio), υποκείμενοι ωστόσο στην provocatio
ad populum. Με την ίδρυση της αρχής των πραιτόρων αφαιρέθηκε από
τους υπάτους η δικαστική αρμοδιότητα και το δικαίωμα της Iurisdictio
μεταβιβάσθηκε στους πραίτορες.

Οι εξουσίες των υπάτων (Πολύβιος, Ιστορίες 6, 12):

Οι ύπατοι λοιπόν, όταν δεν ηγούνται του στρατού στο εξωτερικό


και βρίσκονται στη Ρώμη, έχουν εξουσία σε όλες τις δημόσιες
υποθέσεις. Διότι και όλοι οι άλλοι άρχοντες, με εξαίρεση τους δημάρ-
χους, υποτάσσονται και πειθαρχούν σε αυτούς, και αυτοί οδηγούν
στη σύγκλητο τις πρεσβείες των ξένων χωρών. Εκτός των παρα-
πάνω, αυτοί συγκαλούν τα έκτακτα συμβούλια και διαχειρίζονται
συνολικά τις αποφάσεις. Ακόμη, όσες από τις δημόσιες υποθέσεις
πρέπει να διεκπεραιωθούν μέσω του λαού, αυτοί έχουν το καθήκον
να τις φροντίζουν και να συγκαλούν τις συνελεύσεις του λαού, να
εισάγουν τα νομοσχέδια, να βραβεύουν όσα αποφάσισε η πλειοψη-
φία. Ακόμη, έχουν σχεδόν απόλυτη εξουσία για την προετοιμασία του
πολέμου και γενικά για τη ρύθμιση θεματων της υπαίθρου. Διότι
έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν στους συμμάχους τις αποφά-
σεις τους, να εγκαθιστούν χιλιάχους, να καταγράφουν στρατιώτες
και να επιλέγουν τους κατάλληλους. Επιπλέον, έχουν την εξουσία να
τιμωρούν όποιον θελήσουν από τους υπηκόους τους στην ύπαιθρο.
Έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν από τα δημόσια χρήματα όσα
θέλουν, καθώς τους ακολουθεί ταμίας και εκτελεί αμέσως ό,τι
προστάζουν. Έτσι εύλογα θα μπορούσε κανείς να πει, όταν στρέψει
το βλέμμα σε αυτό το μέρος της πολιτείας, ότι το πολίτευμα είναι
απλώς μοναρχικό και βασιλικό.

Ο Δικτάτωρ (dictator)

Η δικτατορία αποτελεί μια έκτακτη και για περιορισμένο χρονικό


διάστημα αναβίωση της βασιλικής εξουσίας. Όταν ορίζεται, ο δικτάτωρ
είναι η ανώτερη όλων των άλλων αρχή, γι’ αυτό και συνοδεύεται από 24
ραβδούχους, συνένωση των ραβδούχων των δύο υπάτων, συνεπώς και
συνένωση των εξουσιών τους. Διαθέτει imperium ανώτερο από αυτό
όλων των άλλων τακτικών αρχών, οι οποίες δεν καταργούνται στο διά-
στημα αυτό, αλλά οφείλουν να τον υπακούουν. Επειδή έχει απεριόριστη
εξουσία, ο δικτάτωρ κατά τους πρώτους αιώνες δεν υπόκειται ούτε στη
δημαρχική εξουσία ούτε στην provocatio ad populum, αλλά το έτος 300,

8
με την τελευταία lex Valeria, υπάγεται και η δική του εξουσία στην
δημαρχική αρνησικυρία.
Ο ορισμός δικτάτορα διενεργείται από τους υπάτους μετά από πρό-
ταση της Συγκλήτου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και η θητεία του δεν
μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από έξι μήνες. Με την ανάληψη των
καθηκόντων του, που γίνεται με την τυπική απόδοση του δικαιώματος
της οιωνοσκοπίας από την φρατρική εκκλησία, ορίζει βοηθό του έναν
ίππαρχο. Οι περιπτώσεις ορισμού δικτάτορα ήταν συχνές κατά τον 5 ο
και 4ο αιώνα, ακολούθως η αρχή ατόνησε για να ενεργοποιηθεί εκ νέου
κατά τον τελευταίο αιώνα της respublica, με τις δικατορίες του Σύλλα και
του Ιουλίου Καίσαρα. Το αξίωμα αυτό καταργήθηκε επίσημα το 44 μ.Χ.,
όταν πλέον είχε χάσει τη σημασία του μετά την αλλαγή του πολι-
τεύματος.

Ο ορισμός του Κόιντου ως δικτάτορα το 217 στη διάρκεια των Καρχη-


δονικών πολέμων.
Πολύβιος, Ιστορίες 3, 87, 7-9:

Οι Ρωμαίοι τότε όρισαν δικτάτορα τον Κόιντο Φάβιο, άνδρα που


διακρινόταν τόσο για τη φρόνηση όσο και για την ευγενή καταγωγή
του. Ακόμη και στις μέρες μας οι απόγονοι αυτής της οικογένειας
αποκαλούνται Μάξιμοι, δηλαδή «Μέγιστοι», προς τιμήν των επιτυ-
χιών και των σπουδαίων πράξεων εκείνου.
Ο δικτάτωρ λοιπόν έχει την εξής διαφορά από τους υπάτους: Ο
κάθε ένας από τους υπάτους ακολουθείται από δώδεκα πελεκυφό-
ρους άνδρες, ενώ ο δικτάτωρ από είκοσι τέσσερις. Ακόμη, οι ύπατοι
σε πολλές περιπτώσεις χρειάζονται την έγκριση της Συγκλήτου για να
επιτύχουν το σκοπό τους, ενώ ο δικτάτωρ είναι στρατηγός με
απόλυτη εξουσία, και όταν οριστεί, αναστέλλεται αμέσως η εξουσία
όλων των άλλων αρχών της Ρώμης, με εξαίρεση τους δημάρχους. [...]
Μαζί με τον δικτάτορα όρισαν ίππαρχο τον Μάρκο Μινούκιο.
Αυτός ο άρχοντας υπόκειται στον δικτάτορα, και τον αντικαθιστά
όποτε εκείνος βρίσκεται αλλού.

Τίτος Λίβιος, 22, 8, 5-7:

Έτσι ο λαός προσέφυγε σε ένα μέσον που για μεγάλο χρονικό


διάστημα δεν είχε χρησιμοποιηθεί, ούτε είχε χρειασθεί, δηλαδή στον
ορισμό δικτάτορα. Επειδή όμως οι ύπατοι, οι μόνοι που είχαν την
εξουσία να ορίσουν δικτάτορα, απουσίαζαν εκτός πόλεως, και επειδή

9
δεν ήταν εύκολο, την ώρα που η Ιταλία είχε καταληφθεί από τα
φοινικικά όπλα, να επικοινωνήσουν μαζί του με επιστολή, έκαναν
κάτι που δεν είχαν κάνει ποτέ μέχρι τότε: όρισαν δικτάτορα με
εκλογή στη συνέλευση
Επέλεξαν τον Κόιντο Φάβιο Μάξιμο, και ίππαρχο όρισαν το Μάρκο
Μινούκιο Ρούφο. Σε αυτούς τους δύο η Σύγκλητος εμπιστεύθηκε τα
τείχη και τα οχυρά της πόλεως, την άμυνά της με όποιο τρόπο εκείνοι
θεωρούσαν καλό, και την κατεδάφιση των γεφυρών στους
ποταμούς.

Οι Πραίτορες (praetores)

Το αξίωμα του πραίτορα δεν υπήρχε από την αρχή της respublica
αλλά δημιουργήθηκε πολύ αργότερα, το 367, όταν η δικαστική αρμοδιό-
τητα στο εσωτερικό της πόλεως αποσπάσθηκε από τους υπάτους, τόσο
επειδή απουσίαζαν συχνά σε εκστρατείες όσο και εξαιτίας του μεγάλου
φόρτου των καθηκόντων τους, και αποδόθηκαν σε έναν αστυδίκη
(Praetor Urbanus). Ακολούθως πέρασε περισσότερο από ένας αιώνας έως
το 242, οπότε δημιουργήθηκε και δεύτερη πραιτορική αρχή, ο πραίτωρ
επί των ξένων (Praetor Peregrinus). Ο άρχοντας αυτός ήταν αρμόδιος να
εκδικάζει υποθέσεις μεταξύ ξένων, καθώς τέτοιου είδους υποθέσεις είχαν
πληθύνει λόγω της επέκτασης της Ρώμης αλλά και της αύξησης των
εμπορικών συναλλαγών. Αργότερα προστέθηκαν άλλοι τέσσερις πραίτο-
ρες, οι οποίοι αρχικά ήταν διοικητές επαρχιών, και στη συνέχεια
απέκτησαν ποινικές δικαιοδοσίες εντός της πόλεως. Κατά συνέπεια,
μεταξύ των πραιτόρων υπάρχει διάκριση καθηκόντων. Μετά την δημι-
ουργία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, το πρώτο εκ των οποίων
εμφανίστηκε το 149, οι πραίτορες προεδρεύουν σε αυτά.
Οι πραίτορες εκλέγονται από τη λοχίτιδα συνέλευση και ανήκουν
στους άρχοντες με imperium, το οποίο διαθέτουν όμως μόνο στο εσωτε-
ρικό της πόλεως (domi), αφού τα καθήκοντά τους δεν τους οδηγούν
εκτός Ρώμης. Το γεγονός ότι ακολουθούνται από δύο μόνο ραβδούχους
υποδεικνύει ότι η εξουσία τους είναι πιο περιορισμένη από αυτή των
υπάτων. Πάντως το imperium που διαθέτουν τους δίνει το δικαίωμα της
σύμπραξης με τη σύγκλητο, όπως και το δικαίωμα σύγκλησης των συνε-
λεύσεων του ρωμαϊκού λαού. Πρόκειται για την φυλέτιδα συνέλευση, την
οποία συγκαλούν και προεδρεύουν στις εργασίες της.
Η κύρια αρμοδιότητα των πραιτόρων είναι η οργάνωση και η απο-
νομή της δικαιοσύνης. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους εκδί-

10
δουν Έδικτο (edictum), το οποίο περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμά-
των που δεσμεύονται να προστατεύσουν, με την χορήγηση αγωγών ή
ένστάσεων, στη διάρκεια της θητείας τους. Οι πραίτορες διαδραμάτισαν
σημαντικότατο ρόλο στην διάπλαση του ρωμαϊκού ιδιωτικού δικαίου
(Ius praetorium) μέσω των δικαστικών αποφάσεων. Διευρύνοντας όλο
και περισσότερο τα ένδικα βοηθήματα που παρείχαν στους διαδίκους,
δημιούργησαν ένα νέο δικονομικό σύστημα, την per formulam
δικαιοδοσία, σε αντικατάσταση της παλαιότερης διαδικασίας των
αγωγών εκ του νόμου (legis actiones).

Οι Τιμητές (censores)

Δημιουργημένη από το 443, η αρχή των κηνσόρων αποτελείται από


δύο τιμητές οι οποίοι εκλέγονται κάθε πέντε χρόνια από τη λοχίτιδα
συνέλευση. Κατά παρέκκλιση του ενιαύσιου, η διάρκεια της θητείας τους
είναι δεκαοκτάμηνη, διάρτημα που κρίνεται απαραίτητο προκειμένου να
ολοκληρώσουν το έργο τους. Η αρχή της συλλογικότητας ισχύει σε
τέτοιο βαθμό, ώστε σε περίπτωση θανάτου του ενός τιμητή, ο άλλος
είναι υποχρεωμένος να παραιτηθεί και να διενεργηθούν νέες εκλογές.
Ιδιόρρυθμη και εξαιρετικά εκτεταμένη είναι και η εξουσία των κηνσόρων,
καθώς, μολονότι δεν διαθέτουν imperium, η ισχύς τους (potestas) είναι
ανώτερη και δεν υπόκεινται ούτε στο δημαρχικό veto ούτε στην
intercessio άλλου άρχοντα. Από τον 3 ο αιώνα και έπειτα θεσπίζεται η
απαγόρευση επανάληψης της θητείας των τιμητών.
Η ουσιαστικότερη αρμοδιότητα των τιμητών είναι κατ’ απόλυτη και
ανεφέσιμη εξουσία διαχείριση του καταλόγου των πολιτών και η υπαγω-
γή κάθε ενήλικου Ρωμαίου σε τάξεις ανάλογα με την περιουσία του
(census). Στην αρχή κάθε πενταετίας (lustrum), ο κατάλογος αναθεωρεί-
ται και κάθε πολίτης κατατάσσεται σε μία τάξη, με την κατανομή των
στρατιωτικών και φορολογικών βαρών, και κατ’ αντιστοιχία με αυτά της
θέσης του στην λοχίτιδα και την φυλέτιδα συνέλευση. Στο πλαίσιο της εν
γένει αποτίμησης, οι τιμητές έχουν ακόμη την δυνατότητα του ελέγχου
των ηθών (cura morum), κατά τον οποίο δύνανται να τιμωρούν με
πρόστιμο ή υποβιβασμό σε κατώτερη τάξη, λ.χ. αποκλεισμό από την
σύγκλητο, αφαίρεση του ίππου από έναν ιππέα, ή ακόμη και την
αποπομπή ενός πολίτη από όλες τις φυλές, τιμωρία που ισοδυναμεί με
αναστολή των πολιτικών του δικαιωμάτων. Μόλις ολοκληρωθεί η
διαδικασία της τίμησης, η έναρξη της πενταετίας του lustrum σηματο-
δοτείται με την διενέργεια μιας επίσημης τελετής αποκαθαρμού της
πόλης.

11
Μεταξύ 318 και 313, με το Οβίνιο πληβειακό ψήφισμα, απονεμήθηκε
στους τιμητές η πολύ σημαντική αρμοδιότητα να καθορίζουν την
σύνθεση της Συγκλήτου. Επιπλέον στα καθήκοντα των τιμητών ανήκει
και η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, και ειδικότερα η κατασκευή
και συντήρηση δημόσιων κτηρίων, η διενέργεια πλειστηριασμών για την
εκμίσθωση των φόρων, η σύνταξη των βιβλίων δημοσίων εξόδων.

Οι Αγορανόμοι (aediles curules)

Η αρχή των αγορανόμων προέρχεται από ένα πληβειακό αξίωμα,


τους αγορανόμους των πληβείων, που δημιουργήθηκε το 493 με
καθήκοντα την τήρηση των αρχείων της plebs. Όταν, το 266, ιδρύθηκε
το διακριτό αξίωμα των αγορανόμων, οι εξουσίες τους συγχωνεύθηκαν
αμέσως, με αποτέλεσμα οι δύο αγορανόμοι του ρωμαϊκού λαού και οι
δύο αγορανόμοι των πληβείων να αποτελέσεουν συναρχία. Οι πρώτοι
εκλέγονταν από την φυλέτιδα συνέλευση, προεδρευόμενη από ύπατο ή
πραίτορα, ενώ οι δεύτεροι από την σύνοδο των πληβείων, προεδρευ-
όμενη από δήμαρχο.
Οι αγορανόμοι διαθέτουν μόνο potestas, στο πλαίσιο της οποίας
έχουν αστική δικαστική δικαιοδοσία για διαφορές στην αγορά, την ευθύ-
νη της διατήρησης της δημόσιας τάξης και του επισιτισμού της πόλης.
Κατά την έναρξη της ετήσιας θητείας τους οι αγορανόμοι εκδίδουν
έδικτο με το οποίο προσδιορίζουν τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης
στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους.

Οι Ταμίες (quaestores)

Ένα σώμα τεσσάρων αρχόντων με την ονομασία quaestores συνα-


ντάται από τις απαρχές της respublica, με ανακριτικά καθήκοντα στις
ποινικές υποθέσεις. Με την πάρδοδο του χρόνου οι ταμίες αυξήθηκαν σε
έξι, και στις αρμοδιότητές τους προστέθηκαν και τα δημοσιονομικά, στα
οποία δημιουργήθηκαν διακριτές δικαιοδοσίες. Έτσι, οι ταμίες της πόλε-
ως έχουν τη διαχείριση του δημόσιου θησαυροφυλακίου (aerarium), ενώ
οι στρατιωτικοί ταμίες επιμελούνται τα στρατιωτικά οικονομικά και οι
ταμίες των επαρχιών έχουν αντίστοιχη δικαιοδοσία στο επαρχιακό
ταμείο.

Οι Δήμαρχοι (tribuni plebis

Η αρχή των δημάρχων δημιουργήθηκε, όπως είδαμε, από την αρχή


της res publica ως αποκλειστικό αξίωμα των πληβείων, με το καθήκον να

12
παρέχει προστασία (auxilium) στα μέλη της plebs απέναντι σε καταχρή-
σεις της εξουσίας των υπάτων. Η εξέλιξη του αξιώματος των δημάρχων
απεικονίζει παραστατικά το διαφορετικά δυσνόητο εύρος των εξουσιών
τους: Μολονότι δεν διαθέτουν την ανώτατη κρατική εξουσία (imperium),
η εξουσία τους είναι ανώτερη, ιερή και απαραβίαστη. Τα αυξημένα δικαι-
ώματά τους περιλαμβάνουν το δικαίωμα θανάτωσης χωρίς δίκη oποιου-
δήποτε προσβάλλει το αξίωμα, τον δήμαρχο ή την plebs, κηρύσσοντας
τον ένοχο sacer, δικαίωμα το οποίο από το έτος 449 ισχύει εναντίον
όλων. Ουσιώδες δικαίωμα των δημάρχων είναι η άσκηση αρνησικυρίας
(intercessio) στις αποφάσεις οποιουδήποτε άρχοντα, η οποία έχει ως
συνέπεια την ακύρωση (veto) των πράξεων όλων των αρχόντων (εκτός
του δικτάτορα). Η ισχύς του δημάρχου περιορίζεται μόνο από την inter-
cessio ενός άλλου δημάρχου
Ως άρχοντες των πληβείων και όχι ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού,
οι δήμαρχοι δεν ανήκαν τυπικά στους ρωμαίους άρχοντες (magistratus),
αλλά από τον 4ο αιώνα το αξίωμα ενσωματώθηκε στην παραδοσιακή
πολιτική, ενώ από τον 3ο αιώνα απέκτησαν το δικαίωμα σύμπραξης με
τη Σύγκλητο.

3. ΟΙ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΛΑΟΥ

Πολλαπλότητα συνελεύσεων

Ενώ οι ελληνικές πόλεις διέθεταν μία κεντρική συνέλευση όλων των


πολιτών, στη Ρώμη υπήρχαν δύο διαφορετικές συνελεύσεις, η λοχίτις
(comitia centuriata) και η φυλέτις (comitia tributa). Μία τρίτη συνέλευση
(concilium plebis) συγκέντρωνε στους κόλπους της αποκλειστικά τους
Ρωμαίους που ανήκαν στην τάξη των πληβείων, με τον αποκλεισμό
όσων ανήκαν στην τάξη των πατρικίων. Τέλος η φρατρική εκκλησία
(comitia curiata), επιβίωση από την προγενέστερη περίοδο της βασιλείας,
απαρτιζόταν από τριάντα εκπροσώπους των φρατρών.
Η εξήγηση για την πολλαπλότητα αυτή των συνελεύσεων είναι ιστο-
ρική. Η αρχαιότερη συνέλευση είναι η φρατρική, που επί βασιλείας απο-
τελούσε την πρωτόλεια συνάθροιση των πολιτών κατά φράτρες, έχο-
ντας υποτυπώδη ρόλο και στη συνέχεια διατηρήθηκε μόνο για να δίνει
την τυπική έγκριση της εκλογής των αρχόντων (lex curiata de imperio)
μέσω των εκπροσώπων των φρατρών. Ήδη από την περίοδο της βασι-
λείας είχε συσταθεί η συνέλευση των στρατιωτών κατά λόχους, η οποία

13
εξελίχθηκε σε κεντρική συνέλευση των ρωμαίων πολιτών. Μετά την
αλλαγή του πολιτεύματος το 509 οι απογοητευμένοι πληβείοι συγκε-
ντρώθηκαν και συγκρότησαν τη δική τους συνέλευση κατά φυλές, η
οποία παρέμεινε δραστήρια επί αιώνες και προμήθευσε το πρότυπο για
την οργάνωση της φυλέτιδας συνέλευσης του ρωμαϊκού λαού, η οποία
δημιουργήθηκε τελευταία.

Η λοχίτις συνέλευση

Η σημαντικότερη από τις συνελεύσεις του ρωμαϊκού λαού, η λοχίτις


εκκλησία (comitia centuriata) προέρχεται από την στρατιωτική οργάνω-
ση των Ρωμαίων, η οποία είχε συγκροτηθεί από τον βασιλιά Σέρβιο Τύλ-
λιο στα μέσα του 6ου αιώνα. Έπειτα από μια μεταρρύθμιση στα μέσα του
5ου αιώνα, ο στρατός αναδιοργανώθηκε με τιμοκρατικό κριτήριο σε
πέντε τάξεις, αποτελούμενες συνολικά από εκατόν ενενήντα τρεις λό-
χους (centuriae) των εκατό ανδρών. Από αυτούς, οι δεκαοκτώ ήταν λό-
χοι ιππέων, εκείνων δηλαδή που ανήκαν στην αριστοκρατική ελίτ, οι
πέντε ήταν λόχοι βοηθητικών μη μάχιμων, ενώ οι υπόλοιποι εκατόν
εβδομήντα λόχοι απάρτιζαν το πεζικό. Η ανώτερη περιουσιακά τάξη πε-
ριλάμβανε ογδόντα λόχους, η δεύτερη τάξη είκοσι, όπως και η τρίτη και
η τέταρτη, ενώ η πέμπτη τάξη αποτελείτο από τριάντα λόχους. Οι λόχοι
της κάθε τάξης ήταν περαιτέρω διαιρεμένοι σε ισάριθμους λόχους νεό-
τερων, ηλικίας από δεκαοκτώ έως σαράντα έξι ετών (iuniores), και ηλικι-
ωμένων άνω των σαράντα έξι ετών (seniores) . οι λόχοι της δεύτερης
κατηγορίας χρησιμοποιούντο ως φρουρά της πόλης σε περίπτωση
απειλής.
Η λοχίτις συνέλευση του ρωμαϊκού λαού ήταν διαρθρωμένη με τον
ίδιο τρόπο σε εκατόν ενενήντα τρεις λόχους. Επειδή ήταν συνέλευση των
ένοπλων πολιτών, και η οπλοφορία κατά την παράδοση απαγορευόταν
εντός των τειχών της Ρώμης, η λοχίτις συνέλευση αρχικά συγκαλείτο έξω
από τα τείχη, στο Πεδίο του Άρεως, ενώ αργότερα συνεδρίαζε στην
Αγορά ή σε διάφορους άλλους ανοιχτούς χώρους μέσα στην πόλη. Συ-
γκαλείτο από τους υπάτους και η κυριότερη αρμοδιότητά της ήταν να
εκλέγει όλους τους ανώτερους άρχοντες, είχε όμως και συμμετοχή στη
νομοθετική εξουσία, ενώ δίκαζε επίσης ποινικές υποθέσεις, τόσο αυτές
που εισάγονταν ενώπιόν της από τους δημάρχους των πληβείων, όσο
και εκείνες που επέσυραν την εσχάτη των ποινών, μετά από έφεση που
ασκείτο σε καταδικαστική απόφαση κάποιου άρχοντα.

14
Η κατάταξη των λόχων:

1η τάξη (περιουσιακό όριο 100.000 ασσάρια): 98 λόχοι (18 λόχοι


ιππέων + 80 λόχοι πεζικού)
2η τάξη (75.000 ασσάρια): 20 λόχοι
3η τάξη (50.000 ασσάρια): 20 λόχοι
4η τάξη (25.000 ασσάρια): 20 λόχοι
5η τάξη (11.000 ασσάρια): 30 λόχοι
Εκτός τάξης: 5 λόχοι

Η διαίρεση των πολιτών σε πέντε τάξεις και η δημιουργία της λοχίτι-


δας συνέλευσης. Ο Λίβιος αποδίδει αναχρονιστικά στο Σέρβιο Τύλλιο
τη δομή που είχε προσλάβει η συνέλευση μετά το 440 (Τίτος Λίβιος 1,
42, 4 – 43, 11):

Έπειτα καταπιάστηκε με το έργο που ήταν το πιο σημαντικό από


όλα τα άλλα σε καιρό ειρήνης. Όπως ο Νουμάς ήταν ο ιδρυτής των
θρησκευτικών νόμων και θεσμών, έτσι και ο Σέρβιος θέλησε να δοξά-
ζεται από τις επερχόμενες γενιές ως ο θεμελιωτής εκείνων των διαι-
ρέσεων των πολιτών σε τάξεις, οι οποίες δημιουργούν μια σαφή διά-
κριση μεταξύ των διαφόρων βαθμίδων κύρους και περιουσίας. Εγκα-
θίδρυσε λοιπόν την τίμηση, θεσμό εξαιρετικά ευεργετικό για ένα
πολί-τευμα που προοριζόταν να γίνει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία,
καθώς επιμέριζε τα πολιτικά και στρατιωτικά βάρη όχι σε όλους
αδιακρίτως, όπως μέχρι τότε, αλλά ανάλογα με την περιουσία του
κάθε ενός. Έπειτα κατένειμε το λαό σε τάξεις και λόχους με την
ακόλουθη κλίμα-κα, η οποία βασιζόταν στην τίμηση και ήταν
κατάλληλη τόσο για την ειρήνη όσο και για τον πόλεμο.
Όσοι είχαν περιουσία εκατό χιλιάδων ασσαρίων ή περισσότερο
κατατάχθηκαν σε ογδόντα λόχους, σαράντα από ηλικιωμένους και
σαράντα από νέους άνδρες: αυτοί αποτελούσαν την πρώτη τάξη. Οι
ηλικιωμένοι ήταν επιφορτισμένοι με την φρούρηση της πόλης, ενώ οι
νέοι με τους εξωτερικούς πολέμους. Ο οπλισμός που όφειλαν αυτοί
να παρέχουν ήταν περικεφαλαία, στρογγυλή ασπίδα, περικνημίδες
και θώρακας, όλα από ορείχαλκο, για να προστατεύουν το σώμα
τους. Τα επιθετικά τους όπλα ήταν δόρυ και ξίφος. Σε αυτήν την τάξη
προστέ-θηκαν δύο λόχοι μηχανικών, που δε έφεραν όπλα και ήταν
επιφορτι-σμένοι με την κατασκευή πολιορκητικών μηχανών στον
πόλεμο.

15
Στη δεύτερη τάξη υπήχθηκαν όσοι είχαν περιουσία μεταξύ εκατό
χιλιάδων και εβδομήντα πέντε χιλιάδων, σε είκοσι λόχους ηλικιωμέ-
νων και είκοσι λόχους νέων. Τα απαιτούμενα όπλα γι’ αυτούς ήταν
μακρόστενη ασπίδα αντί της στρογγυλής και, εκτός από το θώρακα,
όλα τα άλλα όπως στην πρώτη τάξη. Για την τρίτη τάξη όρισε περι-
ουσία πενήντα χιλιάδων. Σχηματίστηκε ο ίδιος αριθμός λόχων και η
ίδια διάκριση των ηλικιών όπως στη δεύτερη τάξη, ενώ και τα όπλα
τους ήταν τα ίδια, εκτός από την απουσία περικνημίδων. Για την τέ-
ταρτη τάξη η τίμηση ήταν είκοσι πέντε χιλιάδες. Υπήρχε ο ίδιος αριθ-
μός λόχων αλλά ο εξοπλισμός τους ήταν διαφορετικός, καθώς αυτοί
είχαν μόνο δόρυ και ακόντιο. Η πέμπτη τάξη ήταν πιο πολυάριθμη
και απαρτιζόταν από τριάντα λόχους. Αυτοί έφεραν σφενδόνες και
πέτρες για βλήματα. Μαζί τους κατατάσσονταν και δύο λόχοι από
αυτούς που φυσούσαν τα κέρατα και τις σάλπιγγες. Η τίμηση γι’ αυ-
τή την τάξη ήταν ένδεκα χιλιάδες. Όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός, που
είχε ακόμη μικρότερη περιουσία, κατατάχθηκε σε ένα και μοναδικό
λόχο, που εξαιρούνταν από τη στρατιωτική υπηρεσία.
Αφού όρισε τον εξοπλισμό και τη διαίρεση του πεζικού, ο Σέρβιος
στρατολόγησε δώδεκα λόχους ιππέων από την αριστοκρατία. Πρό-
σθεσε άλλους έξι λόχους, αντί των τριών που είχε ιδρύσει ο Ρωμύλος,
που χρησιμοποιούσαν τα ίδια ονόματα που τους είχαν δοθεί με χρη-
σμούς. Για την αγορά των ίππων δόθηκαν δέκα χιλιάδες ασσάριοι
στον κάθε ένα από το δημόσιο ταμείο, και για τη συντήρηση των
αλόγων ορίστηκαν άγαμες γυναίκες που έπρεπε να πληρώνουν δύο
χιλιάδες η κάθε μία το χρόνο.
Όλα αυτά τα βάρη μετατοπίστηκαν από τους φτωχούς στους
πλούσιους. Σ’ αυτούς τους τελευταίους αποδόθηκαν ιδιαίτερα προνό-
μια: το δικαίωμα ψήφου, που υποδήλωνε την ισότητα δύναμης και
δικαιωμάτων, δεν δινόταν πλέον ατομικά στον κάθε ένα, όπως ήταν
η πρακτική από την εποχή του Ρωμύλου, που είχε διατηρηθεί και από
τους άλλους βασιλείς, αλλά δημιουργήθηκαν βαθμίδες, έτσι ώστε
φα-νερά μεν κανένας να μην αποκλείεται από την ψήφο, αλλά η
εξουσία να παραμένει στα χέρια των πρώτων από τους πολίτες. Διότι
οι ιππείς ψήφιζαν πρώτοι, κι έπειτα οι ογδόντα λόχοι της πρώτης
τάξης. Αν υπήρχε κάποια διαφωνία μεταξύ τους, πράγμα σπάνιο,
τότε κα-λούνταν οι λόχοι της δεύτερης τάξης να ψηφίσουν. Και
σχεδόν ποτέ δεν έφθαναν μέχρι τις χαμηλές τάξεις.

16
Εκλογικές συνελεύσεις

Η εκλογή των αρχόντων ήταν από τις κυριότερες αρμοδιότητες της


λοχίτιδας συνέλευσης, η οποία συγκαλείτο προς τούτο μία φορά το
χρόνο. Κατά τις εκλογές των αρχόντων οι υποψήφιοι αρχικά επιλέγο-
νταν από τον προηγούμενο άρχοντα και ήταν ισάριθμοι με τις θέσεις.
Έτσι, η συνέλευση ουσιαστικά απαντούσε με ένα ναι ή ένα όχι στην
πρόταση του προεδρεύοντα. Εάν η απάντηση της συνέλευσης ήταν
απορριπτική για τους υποψηφίους, ακολουθούσε ο ορισμός για
διάστημα πέντε ημερών ενός μεσοβασιλέα, άρχοντα που είχε ως απο-
κλειστικό καθήκον την επανάληψη της διενέργειας εκλογών, προτείνο-
ντας δύο άλλους υποψηφίους, με τον ίδιο τρόπο όπως προηγουμένως.
Αυτή η παραδοσιακή διαδικασία μεταβλήθηκε όταν ο άρχοντας δέχθηκε
να προτείνει περισσότερους από έναν υποψηφίους για την κάθε θέση.
Αργότερα ακόμη εισήχθη η προσωπική εκδήλωση ενδιαφέροντος από
τον ενδιαφερόμενο, η λεγόμενη professio. Ωστόσο ο προεδρεύων της
συνέλευσης άρχοντας διατηρούσε το δικαίωμα να προτείνει επιπρόσθε-
τα υποψηφίους της επιλογής του.
Οι αυστηροί κανόνες που διείπαν τη διεξαγωγή των εκλογών είχαν
ως πρωταρχικό στόχο την προστασία της κυβερνώσας ελίτ. Η απόπει-
ρα ορισμένων υποψηφίων, όπως ο Σπούριος Κάσσιος ή ο Μάρκος Μάν-
λιος, να απευθυνθούν απευθείας στο σύνολο των πολιτών για να υπο-
στηρίξουν την υποψηφιότητά τους θεωρήθηκε επικίνδυνη και αντιμετω-
πίστηκε νομοθετικά.
Έχει σημασία το γεγονός ότι οι δύο πρώτοι νόμοι που ρύθμιζαν
εκλογικά θέματα περιόριζαν την υπερβολική δημόσια έκθεση κατά την
προεκλογική εκστρατεία: ο ένας απαγόρευσε στους υποψηφίους να εμ-
φανίζονται δημοσίως με την λευκή τήβεννο του υποψηφίου και ο δεύτε-
ρος απαγόρευσε τις περιοδίες και δημόσιες ομιλίες στις τοπικές αγο-
ρές.Έτσι, η εκλογική επιτυχία δεν αντανακλούσε τόσο την προσωπική
ακτινοβολία ή την δημοτικότητα της πολιτικής του υποψηφίου, όσο την
έκταση της επιρροής του ως πάτρωνα και το μέγεθος της πελατείας του.

Νομοθετικές συνελεύσεις

Μετέχοντας σε περιορισμένο βαθμό στη νομοθετική εξουσία, η λοχί-


τις συνέλευση ψήφιζε τα προτεινόμενα από τους άρχοντες νομοσχέδια
(leges). Το νομοσχέδιο προτεινόταν από τους αρμόδιους άρχοντες (κατά
κανόνα υπάτους), με την έγκριση της Συγκλήτου, και αναρτάτο στο

17
forum επί είκοσι τέσσερις ημέρες Κατά το διάστημα αυτό, ο λαός συνερ-
χόταν σε ορισμένες άτυπες συνελεύσεις (contiones) στις οποίες ο
προτείνων άρχοντας εξέθετε και εξηγούσε το περιεχόμενο του
νομοσχεδίου. Ο ίδιος μπορούσε να δώσει τον λόγο και σε κάποιον άλλο
άρχοντα ή πολιτικό, αλλά ο λαός ήταν αποκλεισμένος από το βήμα. Εάν
μετά τη διεξαγωγή αυτών των συζητήσεων ο άρχοντας αποφάσιζε να
κάνει τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο, έπρεπε να επαναληφθεί η
διαδικασία της έγκρισης της Συγκλήτου και της προθεσμίας.
Η ψήφιση γινόταν επί όλου του σχεδίου, θετικά ή αρνητικά, χωρίς
δικαίωμα τροποποίησης. Την ορισμένη για την ψηφοφορία ημέρα, ο
λαός άκουγε την ανάγνωση του νομοσχεδίου και απαντούσε με την
ψήφο του, είτε αποδεχόμενος αυτούσιο το νομοσχέδιο όπως είχε
διαμορφωθεί από τον άρχοντα, είτε απορρίπτοντάς το στην ολότητά
του. Το ψηφισμένο νομοσχέδιο γινόταν νόμος του κράτους και λάμβανε
το όνομά του από τον άρχοντα που το είχε εκπονήσει (π.χ. Βαλέριος
νόμος).

Δικαστικές συνελεύσεις

Η λοχίτιδα συνέλευση είχε επίσης δικαστική αρμοδιότητα, την οποία


ασκούσε με δύο τρόπους, είτε δικάζοντας πρωτόδικα τις ποινικές υποθέ-
σεις που επέσυραν θανατική ποινή είτε εκδικάζοντας τις προσφυγές
κατά των κεφαλικών ποινών που είχαν επιβληθεί από τους άρχοντες.
Η ποινική αρμοδιότητα όσον αφορά τα εγκλήματα του κοινού
ποινικού δικαίου, καθώς και τα πολιτικά, μεταφέρθηκε από τους
υπάτους στις συνελεύσεις του ρωμαϊκού λαού με τον Δωδεκάδελτο νόμο.
Την προανάκριση διενεργούσαν οι ταμίες (quaestores) δημόσια, κατά τη
διάρκεια τριών άτυπων συναθροίσεων του λαού. Στη συνέχεια, μετά την
παρέλευση προθεσμίας είκοσι τεσσάρων ημερών, οι ταμίες συγκαλούσαν
τη λοχίτιδα συνέλευση και απήγγειλλαν την κατηγορία. Ο λαός καλείτο
να αποφασίσει με την ψήφο του είτε υπέρ της επιβολής της θανατικής
ποινής είτε υπέρ της απαλλαγής του κατηγορουμένου. Από τον 3 ο αιώνα
και έπειτα, οι δίκες για πολιτικά εγκλήματα περιήλθαν στην αρμοδιότητα
των δημάρχων, οι οποίοι διενεργούσαν το προκαταρκτικό στάδιο με την
ίδια διαδικασία όπως οι ταμίες και εισήγαν την πρόταση στη λοχίτιδα
συνέλευση.
Όσον αφορά την προσφυγή στο λαό κατά των αποφάσεων των
αρχόντων οι οποίες είχαν επιβληθεί στο πλαίσιο της εξουσίας
καταναγκασμού (provocatio ad populum), αυτή κατέστη δυνατή μετά τον
Βαλέριο νόμο του 449 και ήταν σε άμεση συνάρτηση με την επέμβαση

18
του δημάρχου. Εάν ο δήμαρχος ασκούσε το δικαίωμα αρνησικυρίας
εναντίον της πράξης του υπάτου, ο δεύτερος υποχρεωνόταν να
παραπέμψει την υπόθεση στη λοχίτιδα συνέλευση ώστε να αποφασίσει
εάν θα επιβληθεί ή όχι η τιμωρία. Ακολούθως, ένας άλλος Βαλέριος
νόμος, του έτους 300, χορήγησε σε κάθε πολίτη το δικαίωμα
παραπομπής της επιβληθείσας από τον ύπατο θανατικής ποινής στη
λοχίτιδα συνέλευση, δίχως να χρειάζεται η μεσολάβηση του δημάρχου. Η
αναγνώριση σε όλους τους πολίτες του δικαιώματος να διαφεύγουν τη
θανατική ποινή, αναπέμποντας την υπόθεση στη δικαστική συνέλευση,
στην πράξη ισοδυναμεί με κατάργηση της εξουσίας καταναγκασμού του
υπάτου.

Η μέθοδος ψηφοφορίας

Η ψηφοφορία στις ρωμαϊκές συνελεύσεις αρχικά διεξαγόταν δια


βοής, όπως συνέβαινε στις αρχαϊκές συνελεύσεις των φρατρών για να
εκφράσει την συναίνεση των πολιτών στην αναγόρευση του βασιλιά,
καθώς και στις αρχαίες συνελεύσεις των λόχων του ρωμαϊκού στρατού
για να εκφράσει την έγκριση του αρχηγού. Πιθανότατα δια βοής γινόταν
και η αποδοχή των ενεργειών του δημάρχου στις συνελεύσεις των
πληβείων κατά τον 5ο αιώνα. Η δια βοής ψήφος αντικαταστάθηκε από
την προφορική ψήφο στο πρώτο ήμισυ του 5 ου αιώνα. Η διαδικασία της
προφορικής ψήφου ήταν απλή: ο κάθε εκλογέας προσερχόταν στον
άρχοντα που είχε ορισθεί από τον προεδρεύοντα για τη διεξαγωγή της
διαδικασίας (rogator), και του ανακοίνωνε την προτίμησή του, την οποία
αυτός κατέγραφε με ένα σημάδι σε μια επικερωμένη ξύλινη πινακίδα.
Η νέα μέθοδος αποτύπωνε ευκρινέστερα τη βούληση των εκλογέων,
ωστόσο παρέμενε και αυτή πρόσφορη τόσο σε εκβιασμούς όσο και σε
λαθροχειρίες. Έτσι, κατά τα τέλη του 2 ου αιώνα αντικαταστάθηκε από
την γραπτή ψήφο, με τη μορφή μικρών ξύλινων πινακίδων καλυμμένων
με κερί, οι οποίες, ανάλογα με το είδος της διαδικασίας, έφεραν συγκε-
κριμένα γράμματα ή ήταν κενές. Στις δικαστικές συνελεύσεις οι πινακίδες
ήταν χαραγμένες με τα γράμματα L (libero) για την απαλλαγή του
κατηγορουμένου και D (damno) για την καταδίκη του, και ο ένορκος
διέγραφε το γράμμα που δεν εξέφραζε την ετυμηγορία του. Αντίστοιχα,
στις νομοθετικές συνελεύσεις οι πινακίδες περιείχαν τα γράμματα U (uti
rogas) για την υπερψήφιση και A (antiquo) για την καταψήφιση του
προτεινόμενου νομοσχεδίου, ενώ στις εκλογικές συνελεύσεις οι πινακίδες
ήταν κενές για να συμπληρωθούν από τον εκλογέα τα ονόματα (ή τα
αρχικά των ονομάτων) των υποψηφίων αρχόντων της επιλογής του. Οι

19
εκλογείς έριχναν την πινακίδα σε μια μεγάλη πέτρινη υδρία που
βρισκόταν σε υπερυψωμένο επίπεδο, προσβάσιμο μέσω μιας ξύλινης
γέφυρας.
Η εισαγωγή, πάντως, της γραπτής ψήφου, που εξασφάλιζε την
μυστικότητα, έγινε μόλις κατά τον τελευταίο αιώνα της res publica, με
τρεις διαδοχικούς εκλογικούς νόμους. Η lex Gabinia του 139 εισήγαγε τη
μέθοδο αυτή για τις εκλογές των αρχόντων, η lex Cassia του 137
καθιέρωσε τη γραπτή ψήφο στις περισσότερες υποθέσεις των
δικαστικών συνελεύσεων (πλην των σπάνιων πλέον υποθέσεων εσχάτης
προδοσίας (perduellio) που εκδικάζονταν από τα comitia centuriata, για
τις οποίες η γραπτή ψήφος καθιερώθηκε με την lex Coelia του 107) και
τέλος η lex Papiria του 130 επέκτεινε τη μέθοδο αυτή και στην
ψηφοφορία των νομοθετικών συνελεύσεων.

Η ομαδική ψήφος

Ιδιάζον χαρακτηριστικό των ρωμαϊκών συνελεύσεων είναι η ομαδική


ψήφος. Σε αντίθεση με τις συνελεύσεις των ελληνικών πόλεων, όπου
στον κάθε πολίτη αντιστοιχούσε μία ψήφος, εκδηλωνόμενη είτε με
ανάταση του χεριού, είτε με μυστική ψηφοφορία σε κάλπη ή ακόμη και
δια βοής, στις συνελεύσεις του ρωμαϊκού λαού κάθε μία ψήφος δεν
αντιστοιχούσε σε έναν πολίτη αλλά σε μια ομάδα πολιτών, σε μια τεχνη-
τή κοινωνική ενότητα. Στην λοχίτιδα εκκλησία η βασική ενότητα ήταν ο
λόχος, ενώ στη φυλέτιδα εκκλησία και στη συνέλευση των πληβείων
βασική ενότητα αποτελούσε η φυλή. Κατά την ψηφοφορία, κάθε πολίτης
ψήφιζε στην ομάδα (λόχο ή φυλή) στην οποία υπαγόταν, και η απόλυτη
πλειοψηφία στο εσωτερικό της ομάδας καθόριζε την ψήφο της συγκε-
κριμένης ομάδας. Η κυριότερη συνέπεια της ομαδικής ψηφοφορίας είναι
ότι για ποικίλους λόγους η επιρροή των ψηφοφόρων στο εκλογικό απο-
τέλεσμα δεν ήταν ισότιμη, αλλά εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από την
ομάδα εντός της οποίας ψήφιζαν.
Ανεξάρτητα από την ιστορική καταγωγή της, η ψηφοφορία κατά
ομάδες διατηρήθηκε στη Ρώμη συνειδητά, επειδή μπορούσε να προσαρ-
μοστεί πολύ πιο εύκολα από την ατομική ψηφοφορία στην εξυπηρέτηση
των συμφερόντων της ανώτερης τάξης. Αρκούσε να σχηματισθούν με
τέτοιο τρόπο οι ομάδες των ψηφοφόρων, ώστε οι ευπορότεροι πολίτες
να έχουν το μεγαλύτερο αριθμό ομάδων, οι ομάδες αυτές να είναι πιο
ολιγάριθμες από τις υπόλοιπες, και να προηγούνται στην ψηφοφορία. Σε
συνελεύσεις πολιτών όπου η ψηφοφορία είναι ατομική, προκειμένου να
εκλεγεί ένας υποψήφιος ή να γίνει δεκτό ένα νομοσχέδιο, χρειάζεται

20
πλειοψηφία άνω του 50% των ψηφοφόρων. Στις ρωμαϊκές συνελεύσεις
όμως θεωρητικά αρκούσε να συγκεντρωθεί τουλάχιστον το 25%. Το
γεγονός ότι ένα κλάσμα άνω του ενός τετάρτου των ψηφοφόρων ήταν
αρκετό για την εκλογική νίκη χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά κατά
τους τελευταίους αιώνες της Respublica, όταν η ψηφοθηρία είχε γίνει
οργανωμένη υπόθεση.

Η ψηφοφορία στη λοχίτιδα συνέλευση

Από τους προαναφερθέντες αριθμούς των λόχων κάθε τάξης καθί-


σταται προφανές ότι η οικονομική ελίτ της Ρώμης είχε στη λοχίτιδα συ-
νέλευση την πλειονότητα των ψήφων. Πράγματι, οι δεκαοκτώ λόχοι των
ιππέων προστιθέμενοι στους ογδόντα λόχους της πρώτης εισοδηματικής
τάξης δίνουν ενενήντα οκτώ ψήφους, και κατά συνέπεια περισσότερο
από το 51% των εκατόν ενενήντα τριών λόχων/ψήφων. Η επικράτηση
των ευπόρων έχει ιστορική εξήγηση, καθώς στον πόλεμο το ιππικό και
το βαριά οπλισμένο πεζικό έφεραν το μεγαλύτερο βάρος, επομένως
αποτελούσε εύλογη επιβράβευση η ισχυρότερη φωνή στην ψηφοφορία,
η οποία οπωσδήποτε διεξαγόταν εκείνη την εποχή δια βοής. Καθώς οι
Ρωμαίοι υιοθέτησαν την τιμοκρατική αρχή και ως πολιτικό ιδεώδες, από
την αρχή και για όλη τη διάρκεια της Respublica, η επικράτηση της ανώ-
τερης τάξης μεταφέρθηκε και στις πολιτικές αποφάσεις.
Το γεγονός που επιτείνει τη ανισότητα των κοινωνικών τάξεων στην
ψηφοφορία είναι ότι, σε αντίθεση με τους στρατιωτικούς λόχους που
αποτελούνταν από εκατό άνδρες, στη συνέλευση των πολιτών ο αριθμός
των μελών του κάθε λόχου ήταν άνισος. Ήδη κατά τον 5 ο αιώνα, τα μέλη
ενός λόχου της πέμπτης τάξης, η οποία περιλάμβανε τους πολίτες με τα
χαμηλότερα εισοδήματα, ήταν πολλαπλάσια των μελών της πρώτης ει-
σοδηματικής τάξης, αργότερα όμως, με την τεράστια αύξηση του πληθυ-
σμού που ανήκε στα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα, η διαφορά του
αριθμού των μελών των λόχων μεταξύ των τάξεων αυξήθηκε ιλιγγιω-
δώς. Ο Κικέρων αναφέρει ότι στην εποχή του υπήρχαν περισσότεροι
πολίτες στον ένα και μοναδικό λόχο των proletarii, εκείνων δηλαδή που
δεν είχαν καθόλου περιουσία, από το σύνολο των πολιτών που ανήκαν
στους ογδόντα λόχους της πρώτης εισοδηματικής τάξης. Επειδή όμως το
σύστημα της ψηφοφορίας δεν λάμβανε υπ’ όψιν τον πληθυσμό του κάθε
λόχου, οι πολυπληθείς proletarii είχαν μόνο μία ψήφο στη συνέλευση,
ενώ οι ολιγομελείς λόχοι της πρώτης τάξης είχαν ογδόντα ψήφους.
Στα μέχρι τώρα εμφανή πλεονεκτήματα της ανώτερης τάξης, όσον
αφορά τον καθορισμό του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, πρέπει να

21
προστεθεί άλλωστε και το γεγονός ότι η σειρά με την οποία ψήφιζαν οι
λόχοι ήταν προκαθορισμένη και ακολουθούσε την προαναφερθείσα
σειρά των τάξεων. Κατά την παλαιότερη εποχή, πρώτοι ψήφιζαν οι
δεκαοκτώ λόχοι των ιππέων και ακολουθούσαν οι ογδόντα λόχοι της
πρώτης, ευπορότερη, τάξης, έπειτα οι είκοσι της δεύτερης, και οι άλλες
τάξεις κατά σειρά, ενώ τελευταίοι ψήφιζαν οι πέντε λόχοι των μη
μάχιμων.
Κατά τον 3ο αιώνα,, μεταξύ των ετών 241 και 220, η δομή της λοχί-
τιδας εκκλησίας άλλαξε, με κυριότερη συνέπεια την κατάταξη των πολι-
τών στους λόχους της πρώτης τάξης όχι τυχαία ή κατά τη διακριτική
ευχέρεια του κήνσορα, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά με κριτήριο την
φυλή στην οποία ανήκε ο κάθε πολίτης. Καθώς ο αριθμός των φυλών
είχε διαμορφωθεί στις τριάντα πέντε, η τροποποίηση είχε ως αποτέλε-
σμα τη μείωση των λόχων της πρώτης τάξης σε εβδομήντα, και ειδικότε-
ρα σε τριάντα πέντε λόχους νεότερων πολιτών (iuniores) και ισάριθμους
λόχους πιο ηλικιωμένων (seniores). Με τη μεταρρύθμιση αυτή επήλθαν
μικρές αλλαγές στη σειρά με την οποία ψήφιζαν οι λόχοι της ανώτερης
τάξης, αλλά η σειρά των τάξεων παρέμενε αμετάβλητη. Πρώτος ψήφιζε
ένας λόχος από τους τριάντα πέντε λόχους των νεότερων της πρώτης
τάξης, ο οποίος οριζόταν με κλήρο (centuria prerogativa). Έπειτα προσέρ-
χονταν οι υπόλοιποι λόχοι της πρώτης τάξης μαζί με δώδεκα από τους
λόχους των ιππέων, και στη συνέχεια ψήφιζαν οι έξι πιο αριστοκρατικοί
λόχοι ιππέων. Επιπλέον, μόλις ολοκληρωνόταν η ψηφοφορία της κάθε
τάξης, το αποτέλεσμα ανακοινωνόταν πριν προσέλθει η επόμενη τάξη.
Όπως είναι ευνόητο, η ανακοίνωση του αποτελέσματος έπαιζε καθορι-
στικό ρόλο για την κατεύθυνση της ψηφοφορίας, επηρεάζοντας ιδίως
τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Καθώς το επί μέρους εκλογικό αποτέλεσμα ανακοινωνόταν αμέσως
με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας των λόχων της κάθε τάξης, η δια-
δικασία τερματιζόταν μόλις επιτυγχανόταν η απόλυτη πλειοψηφία των
ενενήντα επτά λόχων, για την οποία αρκούσαν οι ψήφοι των λόχων της
πρώτης τάξης και των ιππέων, και, μετά τη μεταρρύθμιση του 3 ου αιώνα,
με την προσθήκη εννέα ακόμη λόχων. Ο τερματισμός της ψηφοφορίας
με την επίτευξη της απόλυτης πλειοψηφίας στερούσε από τις κατώτερες
τάξεις ακόμη και την ευκαιρία να ακουστούν και να γίνουν γνωστές οι
προτιμήσεις τους. Οι προσπάθειες που έγιναν δύο φορές για μια μεταρ-
ρύθμιση του τρόπου ψηφοφορίας προς το δημοκρατικότερο, και ιδίως η
πρόταση για εισαγωγή της κλήρωσης προκειμένου να καθορίζεται η
σειρά με την οποία ψήφιζαν οι λόχοι, απέτυχαν παταγωδώς.

22
Ο έλεγχος της ψηφοφορίας από την ελίτ. Τα λόγια του Κικέρωνα
αποτυπώνουν με ενάργεια το πολιτικό σύστημα της ρωμαϊκής πολιτείας
(Κικέρων, De re publica 2, 39-40):

Ο Σέρβιος κατέταξε με τέτοιον τρόπο τους λόχους σε τάξεις,


ώστε η ψήφος να είναι υπό τον έλεγχο των πλουσίων και όχι των
μαζών. Αποδέχθηκε την αρχή, στην οποία το πολίτευμά μας
πρέπει για πάντα να μείνει πιστό, ότι η πλειοψηφία δεν πρέπει να
έχει την ισχυρότερη φωνή... Κανείς δεν στερήθηκε το δικαίωμα
της ψήφου, αλλά όποιος είχε να κερδίσει περισσότερα από την
ευημερία της πολιτείας, μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη φωνή
του πιο αποτελεσματικά.

Η φυλέτις συνέλευση

Η φυλέτις συνέλευση (comitia tributa) αποτελείται και αυτή από το


σύνολο των ρωμαίων πολιτών, αλλά ταξινομημένο σε διαφορετικές
ομάδες. Η συνέλευση αυτή δημιουργήθηκε αργότερα από τη λοχίτιδα,
περί το 350, στα πρότυπα της συνέλευσης των πληβείων, η οποία συγκα-
λείτο κατά φυλές. Οι φυλές αποτελούν εδαφικές υποδιαιρέσεις, και οι πο-
λίτες υπάγονται στις αντίστοιχες φυλές ανάλογα με τον τόπο κατοικίας
τους. Αρχικά οι φυλές ήταν είκοσι μία, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν
αστικές και οι υπόλοιπες αγροτικές, ενώ τελικά αυξήθηκαν σε τριάντα
πέντε. Αυτός ήταν και ο συνολικός αριθμός των ψήφων, επομένως εδώ
η ψηφοφορία ήταν ευκολότερη και λιγότερο χρονοβόρα σε σχέση με τις
193 ψήφους της λοχίτιδας.
Οι αρμοδιότητες της φυλέτιδας συνέλευσης ήταν αντίστοιχες με
αυτές της λοχίτιδας: εξέλεγε και αυτή άρχοντες, τους κατώτερους (αγο-
ρανόμους και ταμίες), δίκαζε ποινικές υποθέσεις όταν η προβλεπόμενη
από το νόμο ποινή ήταν χρηματική, και συμμετείχε στη νομοθεσία. Κύρια
αρμοδιότητά της ήταν η απονομή ποινικής δικαιοσύνης, επιβάλλοντας
υψηλά πρόστιμα. Η φυλέτις εκκλησία συγκαλείτο από έναν άρχοντα με
imperium, συνήθως πραίτορα.
Με την τεράστια εδαφική επέκταση της Ρώμης, όταν η το έδαφός
της διαιρέθηκε σε τριάντα πέντε φυλές, η φυλέτιδα συνέλευση φαίνεται
εκ πρώτης όψεως δημοκρατικότερη από την λοχίτιδα, αφού η αντιπρο-
σώπευση όλων των περιοχών είναι θεωρητικά ισότιμη. Ωστόσο πολλοί
παράγοντες περιόρισαν αυτό της τον χαρακτήρα. Για παράδειγμα, κατά

23
τον 2ο αιώνα ο πληθυσμός της υπαίθρου είχε μειωθεί αισθητά από τα
κύματα των μεταναστών στη Ρώμη. Αλλά οι μετανάστες εξακολουθού-
σαν να υπάγονται στις αρχικές αγροτικές τους φυλές, και στην πραγ-
ματικότητα ήταν αυτοί που μετείχαν ενεργά στη συνέλευση, ενώ οι κά-
τοικοι της υπαίθρου μόνο συγκυριακά θα έκαναν το μακρύ ταξίδι για να
βρεθούν στη Ρώμη. Τα συμφέροντα όμως των κατοίκων του άστεως
είχαν διαφοροποιηθεί από αυτά των αγροτών.
Κεντρικό ρόλο στον χειρισμό των εκλογικών ομάδων και στον
καθορισμό των συμμετεχόντων στην κάθε μιά είχαν οι τιμητές, οι άρχο-
ντες που ήταν αρμόδιοι για την κατάταξη των πολιτών σε τάξεις και
φυλές. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι οι τιμητές του 179 άλλαξαν τη διευ-
θέτηση της ψηφοφορίας και κατέταξαν τους πολίτες σε φυλές με βάση
την κοινωνική τους τάξη, την καταγωγή και την πηγή των εισοδημάτων
τους, ένα μέτρο που καταργήθηκε μετά από δέκα χρόνια. Η κατάταξη σε
φυλές της κοινωνικής τάξης των απελευθέρων είναι ένα παράδειγμα
των χειρισμών που προκαλούνταν από ιδιοτελή κίνητρα. Η γενική τάση,
αν και με παρεκκλίσεις, ήταν ο περιορισμός των απελευθέρων σε μικρό
αριθμό φυλών. Το 220 οι κήνσορες κατέταξαν τους απελευθέρους απο-
κλειστικά στις τέσσερις αστικές φυλές, ενώ το 169 όλοι οι απελεύθεροι
υπήχθησαν σε μία και μοναδική αστική φυλή. Όι προσπάθειες που έγιναν
το 88 και ξανά το 67, ώστε να καταταγούν οι απελεύθεροι σε όποια
αγροτική φυλή επιθυμούσαν, απέτυχαν. Το διακύβευμα, αναφορικά με
την κατάταξη των απελευθέρων, αλλά και της μεγάλης μάζας των αγρο-
τών, σχετίζεται με τον θεσμό της πατρωνείας και με τη σχέση αμοιβαίων
υποχρεώσεων μεταξύ του πάτρωνα και των clientes, των πελατών του.

Η συνέλευση των πληβείων (Concilia plebis)

Η συνέλευση των πληβείων έχει την ίδια διάρθρωση κατά τριάντα


πέντε φυλές όπως η φυλέτις συνέλευση, της οποίας υπήρξε το πρότυπο,
με τη διαφορά ότι συμμετέχουν μόνον οι πληβείοι. Συγκαλείτο από τους
δημάρχους και αρμοδιότητά της ήταν να εκλέγει τους δημάρχους και
τους πληβειακούς αγορανόμους (aediles plebis), ενώ εξέδιδε αποφάσεις,
ονομαζόμενες plebiscita, οι οποίες αρχικά ήταν άτυπες. Το 449 οι αποφά-
σεις της πληβειακής συνέλευσης αναγνωρίστηκαν επίσημα, αλλά η δε-
σμευτικότητά τους περιοριζόταν στους πληβείους, αποτελώντας ουσια-
στικά ένα μέσο πίεσης προς τη Σύγκλητο, ώστε να εκδώσει συγκλητικό
δόγμα με ανάλογο περιεχόμενο.
Από το 286, με την lex Hortensia, η ισχύς των plebiscita επεκτάθηκε
υποχρεωτικά σε όλους τους ρωμαίους πολίτες, πατρικίους και πληβεί-

24
ους, γεγονός που τα εξίσωσε με τους νόμους που ψηφίζονταν στις συνε-
λεύσεις του ρωμαϊκού λαού (leges). Από τότε η πληβειακή συνέλευση
αποτέλεσε το κύριο όργανο άσκησης της νομοθετικής εξουσίας από το
λαό, εκδίδοντας μεγάλο αριθμό plebiscita και θέτοντας τη λοχίτιδα
συνέλευση σε δεύτερη μοίρα. Αυτό οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες: η
αρμοδιότητα των δημάρχων ήταν καθαρά αστική, καθώς δεν είχαν
στρατιωτικά καθήκοντα, γεγονός που τους επέτρεπε να ασχολούνται
απερίσπαστοι με τη νομοθεσία. Σε αυτό βοηθούσε και ο μεγάλος αριθμός
των δημάρχων (δέκα), το γεγονός ότι βρίσκονταν στην αρχή της
πολιτικής τους σταδιοδρομίας, καθώς και η απλούστερη διαδικασία της
ψηφοφορίας, που γινόταν κατά φυλές, όπως στη φυλέτιδα συνέλευση.

3. Η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ (SENATUS)

Σύνθεση της Συγκλήτου

Καταγόμενη από το συμβούλιο των γερόντων της εποχής της


βασιλείας, η σύγκλητος καθιερώθηκε ως πολιτειακό όργανο κατά την
Respublica, παραμένοντας σε όλο το διάστημα ένα ολιγαρχικό
κυβερνητικό συμβούλιο. Απαρτιζόταν από τριακόσια μέλη, προερχόμενα
από την πρώτη τιμοκρατική τάξη, η οποία είχε κατώτατο περιουσιακό
όριο τις 400.000 σηστερσίους. Απαραίτητη προϋπόθεση εισόδου στη
Σύγκλητο ήταν να έχει διατελέσει ο υποψήφιος ανώτερος άρχοντας. Ο
Σύλλας αύξησε τον αριθμό των συγκλητικών σε εξακόσιους.
Μέχρι το 318/3 η θητεία των μελών της Συγκλήτου ήταν ισόβια,
έκτοτε όμως η lex Ovinia κατάργησε την ισοβιότητα και ανέθεσε την
επιλογή και τον ορισμό των μελών της Συγκλήτου στους τιμητές (lectio
senatus). Οι άρχοντες αυτοί, εκλεγόμενοι ανά πενταετία, αναθεωρούσαν
τον κατάλογο των συγκλητικών, έχοντας θεωρητικά την εξουσία να
μεταβάλουν τη σύνθεση του οργάνου, στην πράξη όμως οι μεταβολές
ήταν πολύ λίγες.

Συνεδριάσεις της Συγκλήτου

Η Σύγκλητος δεν είχε τη δυνατότητα να συγκαλείται από τον πρόε-


δρό της, αλλά χρειαζόταν πάντοτε την πρωτοβουλία ενός άρχοντα με
imperium, αφού συστατικό στοιχείο του imperium ήταν το δικαίωμα
σύγκλησης της Συγκλήτου (ius agenda cum senatu). Έτσι, τυπικά

25
τουλάχιστον, η Σύγκλητος απαντούσε σε ερώτημα το οποίο έθετε ο
άρχοντας που την είχε συγκαλέσει.
Οι συνεδριάσεις διεξάγονταν δημόσια στην Curia, όπου ο άρχοντας,
συνήθως ύπατος, έθετε ένα ζήτημα προς συζήτηση και, αφού το εξέθετε,
ζητούσε τη γνώμη των συγκλητικών. Η σειρά με την οποία έπαιρναν το
λόγο τα μέλη της Συ-γκλήτου ήταν ιεραρχική και αυστηρά καθορισμένη.
Πρώτος διατύπωνε τη γνώμη του ο πρόεδρος (princeps), που έπρεπε να
είναι πατρίκιος πρώην τιμητής, και στη συνέχεια όσοι είχαν διατελέσει
άρχοντες κατά τη σειρά του cursus honorum, δηλαδή πρώτα οι πρώην
τιμητές, έπειτα οι πρώην ύπατοι και ούτω καθεξής. Η διατύπωση της
γνώμης από τους συγκλητικούς περιοριζόταν στα πιο εξέχοντα μέλη της,
τα οποία ανήκαν στη nobilitas. Στη συνέχεια, η διαμόρφωση της
γενικότερης τάσης της συγκλήτου αποτυπωνόταν με τη μετακίνηση των
υπόλοιπων συγκλητικών προς το μέρους εκείνου του μέλους που είχε
εκφράσει την κατά τη γνώμη τους ορθότερη άποψη. Ο άρχοντας
σχημάτιζε έτσι μια σαφέστερη εικόνα και ακολούθως έθετε τις κυρίαρχες
απόψεις σε ψηφοφορία. Η τελική απόφαση που ψηφιζόταν αποτελούσε
το συγκλητικό δόγμα (senatus consultum), το οποίο, δίχως να έχει την
ισχύ νόμου, επηρέαζε αποφασιστικά τα πολιτικά πράγματα, καθώς
έφερε το αυξημένο κύρος της Συγκλήτου.

Αρμοδιότητες της Συγκλήτου

Η Σύγκλητος είναι κεντρικής σημασίας όργανο του ρωμαϊκού πολι-


τεύματος και, σε συνεργασία με τους υπάτους, έχει την ευθύνη της
διακυβέρνησης. Με τις πολεμικές κατακτήσεις της Ρώμης και την τερά-
στια επέκταση των εδαφών της αυτοκρατορίας ο ρόλος της Συγκλήτου
διαρκώς αναβαθμιζόταν και οι εξουσίες της, όχι μόνον στον οικονομικό,
το νομοθετικό, το στρατιωτικό και τον διπλωματικό τομέα, επεκτάθηκαν
και στη διοίκηση των επαρχιών του ρωμαϊκού κράτους.
Η ευθύνη της δημοσιονομικής πολιτικής ανήκει αποκλειστικά στη
Σύγκλητο, η οποία διαχειρίζεται τα οικονομικά του κράτους στο σύνολό
τους, επιβάλλει τους τακτικούς και έκτακτους φόρους και εκμισθώνει την
είσπραξή τους, διενεργεί τους μειοδοτικούς διαγωνισμούς για την
εκτέλεση των δημοσίων έργων και καθορίζει το ύψος των χρηματικών
ποσών που χορηγούνται κάθε χρόνο στους άρχοντες. Στη νομοθετική
διαδικασία των συνελεύσεων του ρωμαϊκού λαού, όπως και της
πληβειακής συνέλευσης μετά το 286, η Σύγκλητος συνεργάζεται με τους
υπάτους και τους δημάρχους αντίστοιχα για την κατάρτιση των
νομοσχεδίων, ενώ παρέχει και την αναγκαία για την ισχύ του νόμου

26
επικύρωση (auctoritas), μέχρι το 339 μετά την ψήφιση του νόμου και
μετά το 339 (lex Publilia) εκ των προτέρων.
Όσον αφορά τον πόλεμο, η Σύγκλητος εξέδιδε στην αρχή κάθε
χρόνου ένα senatus consultum σχετικά με το στρατό, με το οποίο όριζε
τη δύναμη του στρατεύματος, το πεδίο επιχειρήσεων του κάθε υπάτου
και τον αριθμό των λεγεώνων που διοικεί ο κάθε ένας από αυτούς. Η
διεθνής διπλωματία είναι επίσης έργο της Συγκλήτου, καθώς δέχεται
τους ξένους πρεσβευτές. Προκειμένου για τις επαρχίες, διαμορφώνει τον
καταστατικό νόμο (lex provinciae) που διέπει την κάθε επαρχία και
επιβλέπει την διοίκησή τους από τους διοικητές (ανθυπάτους,
προπραίτορες) που διορίζει. Ακόμη, λειτουργεί ως διεθνές δικαστήριο για
τους κατοίκους των επαρχιών και διεξάγει ευρύτατη διεθνή διαιτησία,
μεταξύ ιταλικών πόλεων, μεταξύ ξένων πόλεων και ξένων λαών με τους
οποίους έχει συναφθεί συμμαχία.
Τέλος η σύγκλητος έχει την εποπτεία της λατρείας ελέγχοντας το
ιερατείο (ποντίφηκες) και διορίζει, υλοποιώντας σχετική απόφαση των
υπάτων, τον δικτάτορα, όποτε συντρέχουν οι συνθήκες.

27

You might also like