Professional Documents
Culture Documents
Πολίτευμα respublica
Πολίτευμα respublica
1. ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ
Πολίτευμα διακρίσεων
1
αριστοκρατίας, αποτελούμενης από την ενσωμάτωση των εύπορων
οικογενειών των πληβείων στην παλιά αριστοκρατία των πατρικίων. Η
κυβερνητική ελίτ, η nobilitas, απαρτιζόμενη από τις ισχυρότερες οικο-
γένειες πατρικίων και πληβείων που μετρούσαν μεταξύ των μελών τους
έναν τουλάχιστον υπατικό, ήταν η ολιγαρχία που άσκησε την εξουσία
κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της respublica. Το ρωμαϊκό πολίτευμα
δεν έγινε ποτέ δημοκρατικό.
2
ναρχικό και βασιλικό. αν πάλι κοιτούσαμε την εξουσία της συγκλήτου,
θα φαινόταν αριστοκρατικό. ακόμη, αν εξετάζαμε την εξουσία των
πολλών, θα φαινόταν σαφώς ότι είναι δημοκρατικό.
3
εκλογή θα παραμείνει κάτω από την καθοδήγηση και τον έλεγχο των εν
ενεργεία υπάτων, οι οποίοι έχουν την εξουσία να διαγράψουν από τον
κατάλογο τις υποψηφιότητες που απορρίπτουν. Επιπλέον, οι ύπατοι
διοργανώνουν και καθοδηγούν την ψηφοφορία στα comitia, την οποία
μπορούν να επαναλάβουν σε περίπτωση που θεωρούν ότι ο λαός δεν
ψήφισε σωστά, και αναγορεύουν τους εκλεγέντες (renuntiatio).
Να σημειωθεί, τέλος, ότι λόγω της έκτακτης φύσης τους, τρία αξιώ-
ματα ορίζονται κατ’ εξαίρεση χωρίς τη συμμετοχή της συνέλευσης του
ρωμαϊκού λαού: ο δικτάτορας ορίζεται από τη Σύγκλητο έπειτα από
εισήγηση των υπάτων, και στη συνέχεια ορίζει ο ίδιος τον ίππαρχό του,
ενώ οι μεσοβασιλείς επιλέγονται επίσης από τη Σύγκλητο.
4
Ιεραρχήσεις της εξουσίας: Imperium και Potestas
5
συνάθροιση (όχι επίσημη συνέλευση), να εκδίδουν υποχρεωτικά δια-
τάγματα (έδικτα) και να επιβάλουν ποινές.
Με βάση τα καθορισμένα από το νόμο δικαιώματα του κάθε αξιώ-
ματος και την διαφορετική έκταση της εξουσίας ανάλογα με την θέση
τους, οι άρχοντες διακρίνονται ακόμη σε ανώτερους (ύπατοι, πραίτορες
και τιμητές) και κατώτερους (αγορανόμοι και ταμίες). Αξίζει πάντως να
σημειωθεί η πολυπλοκότητα των ιεραρχήσεων των αξιωμάτων, καθώς
και το γεγονός ότι η κάθε κλιμάκωση δεν είναι μονοσήμαντη, αλλά
μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητή μόνο σε συνδυασμό με τις
υπόλοιπες. Το παράδειγμα των τιμητών είναι χαρακτηριστικό: μολονότι
πρόκειται για ανώτερους άρχοντες, δεν διαθέτουν imperium αλλά μόνο
potestas. Η έλλειψη του imperium πάντως δεν εμπόδισε τον αυξανόμενα
καθοριστικό ρόλο τους, αφού αυτοί ήταν οι αρμόδιοι να ορίζουν τα μέλη
της Συγκλήτου.
6
δεν υπερβαίνει τα τριάντα άτομα, η προϋπόθεση της άντλησης των
υποψηφίων από διατελέσαντες άρχοντες περιορίζει σε μεγάλο βαθμό
τον κύκλο των συμμετεχόντων στις αρχές. Ο κύκλος αυτός στενεύει
ακόμη περισσότερο σε συνάρτηση με την δυνατότητα εκλογής επ’
άπειρον. Οι προσωπικές σχέσεις μεταξύ των αρχόντων, οι συναλλαγές,
όπως και οι σχέσεις των αρχόντων με τη Σύγκλητο αποκτούν, όπως
είναι επόμενο, καθοριστική σημασία.
Στον αντίποδα του αθηναϊκού δημοκρατικού συστήματος, το οποίο
αντιμετώπιζε την πολιτική ως υποχρέωση και δικαίωμα όλων των
πολιτών και απέρριπτε την έννοια του ειδικού στην πολιτική, η ρωμαϊκή
ολιγαρχία με την παγίωση του cursus honorum θέτει τις βάσεις για την
δημιουργία των κατ’ επάγγελμα πολιτικών
Οι Ύπατοι (Consules)
7
ορίστηκε η λοχίτιδα συνέλευση του λαού. Διατήρησαν πάντως την
εξουσία καταναγκασμού (Coercitio), υποκείμενοι ωστόσο στην provocatio
ad populum. Με την ίδρυση της αρχής των πραιτόρων αφαιρέθηκε από
τους υπάτους η δικαστική αρμοδιότητα και το δικαίωμα της Iurisdictio
μεταβιβάσθηκε στους πραίτορες.
Ο Δικτάτωρ (dictator)
8
με την τελευταία lex Valeria, υπάγεται και η δική του εξουσία στην
δημαρχική αρνησικυρία.
Ο ορισμός δικτάτορα διενεργείται από τους υπάτους μετά από πρό-
ταση της Συγκλήτου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και η θητεία του δεν
μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από έξι μήνες. Με την ανάληψη των
καθηκόντων του, που γίνεται με την τυπική απόδοση του δικαιώματος
της οιωνοσκοπίας από την φρατρική εκκλησία, ορίζει βοηθό του έναν
ίππαρχο. Οι περιπτώσεις ορισμού δικτάτορα ήταν συχνές κατά τον 5 ο
και 4ο αιώνα, ακολούθως η αρχή ατόνησε για να ενεργοποιηθεί εκ νέου
κατά τον τελευταίο αιώνα της respublica, με τις δικατορίες του Σύλλα και
του Ιουλίου Καίσαρα. Το αξίωμα αυτό καταργήθηκε επίσημα το 44 μ.Χ.,
όταν πλέον είχε χάσει τη σημασία του μετά την αλλαγή του πολι-
τεύματος.
9
δεν ήταν εύκολο, την ώρα που η Ιταλία είχε καταληφθεί από τα
φοινικικά όπλα, να επικοινωνήσουν μαζί του με επιστολή, έκαναν
κάτι που δεν είχαν κάνει ποτέ μέχρι τότε: όρισαν δικτάτορα με
εκλογή στη συνέλευση
Επέλεξαν τον Κόιντο Φάβιο Μάξιμο, και ίππαρχο όρισαν το Μάρκο
Μινούκιο Ρούφο. Σε αυτούς τους δύο η Σύγκλητος εμπιστεύθηκε τα
τείχη και τα οχυρά της πόλεως, την άμυνά της με όποιο τρόπο εκείνοι
θεωρούσαν καλό, και την κατεδάφιση των γεφυρών στους
ποταμούς.
Οι Πραίτορες (praetores)
Το αξίωμα του πραίτορα δεν υπήρχε από την αρχή της respublica
αλλά δημιουργήθηκε πολύ αργότερα, το 367, όταν η δικαστική αρμοδιό-
τητα στο εσωτερικό της πόλεως αποσπάσθηκε από τους υπάτους, τόσο
επειδή απουσίαζαν συχνά σε εκστρατείες όσο και εξαιτίας του μεγάλου
φόρτου των καθηκόντων τους, και αποδόθηκαν σε έναν αστυδίκη
(Praetor Urbanus). Ακολούθως πέρασε περισσότερο από ένας αιώνας έως
το 242, οπότε δημιουργήθηκε και δεύτερη πραιτορική αρχή, ο πραίτωρ
επί των ξένων (Praetor Peregrinus). Ο άρχοντας αυτός ήταν αρμόδιος να
εκδικάζει υποθέσεις μεταξύ ξένων, καθώς τέτοιου είδους υποθέσεις είχαν
πληθύνει λόγω της επέκτασης της Ρώμης αλλά και της αύξησης των
εμπορικών συναλλαγών. Αργότερα προστέθηκαν άλλοι τέσσερις πραίτο-
ρες, οι οποίοι αρχικά ήταν διοικητές επαρχιών, και στη συνέχεια
απέκτησαν ποινικές δικαιοδοσίες εντός της πόλεως. Κατά συνέπεια,
μεταξύ των πραιτόρων υπάρχει διάκριση καθηκόντων. Μετά την δημι-
ουργία των τακτικών ποινικών δικαστηρίων, το πρώτο εκ των οποίων
εμφανίστηκε το 149, οι πραίτορες προεδρεύουν σε αυτά.
Οι πραίτορες εκλέγονται από τη λοχίτιδα συνέλευση και ανήκουν
στους άρχοντες με imperium, το οποίο διαθέτουν όμως μόνο στο εσωτε-
ρικό της πόλεως (domi), αφού τα καθήκοντά τους δεν τους οδηγούν
εκτός Ρώμης. Το γεγονός ότι ακολουθούνται από δύο μόνο ραβδούχους
υποδεικνύει ότι η εξουσία τους είναι πιο περιορισμένη από αυτή των
υπάτων. Πάντως το imperium που διαθέτουν τους δίνει το δικαίωμα της
σύμπραξης με τη σύγκλητο, όπως και το δικαίωμα σύγκλησης των συνε-
λεύσεων του ρωμαϊκού λαού. Πρόκειται για την φυλέτιδα συνέλευση, την
οποία συγκαλούν και προεδρεύουν στις εργασίες της.
Η κύρια αρμοδιότητα των πραιτόρων είναι η οργάνωση και η απο-
νομή της δικαιοσύνης. Κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους εκδί-
10
δουν Έδικτο (edictum), το οποίο περιλαμβάνει κατάλογο των δικαιωμά-
των που δεσμεύονται να προστατεύσουν, με την χορήγηση αγωγών ή
ένστάσεων, στη διάρκεια της θητείας τους. Οι πραίτορες διαδραμάτισαν
σημαντικότατο ρόλο στην διάπλαση του ρωμαϊκού ιδιωτικού δικαίου
(Ius praetorium) μέσω των δικαστικών αποφάσεων. Διευρύνοντας όλο
και περισσότερο τα ένδικα βοηθήματα που παρείχαν στους διαδίκους,
δημιούργησαν ένα νέο δικονομικό σύστημα, την per formulam
δικαιοδοσία, σε αντικατάσταση της παλαιότερης διαδικασίας των
αγωγών εκ του νόμου (legis actiones).
Οι Τιμητές (censores)
11
Μεταξύ 318 και 313, με το Οβίνιο πληβειακό ψήφισμα, απονεμήθηκε
στους τιμητές η πολύ σημαντική αρμοδιότητα να καθορίζουν την
σύνθεση της Συγκλήτου. Επιπλέον στα καθήκοντα των τιμητών ανήκει
και η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας, και ειδικότερα η κατασκευή
και συντήρηση δημόσιων κτηρίων, η διενέργεια πλειστηριασμών για την
εκμίσθωση των φόρων, η σύνταξη των βιβλίων δημοσίων εξόδων.
Οι Ταμίες (quaestores)
12
παρέχει προστασία (auxilium) στα μέλη της plebs απέναντι σε καταχρή-
σεις της εξουσίας των υπάτων. Η εξέλιξη του αξιώματος των δημάρχων
απεικονίζει παραστατικά το διαφορετικά δυσνόητο εύρος των εξουσιών
τους: Μολονότι δεν διαθέτουν την ανώτατη κρατική εξουσία (imperium),
η εξουσία τους είναι ανώτερη, ιερή και απαραβίαστη. Τα αυξημένα δικαι-
ώματά τους περιλαμβάνουν το δικαίωμα θανάτωσης χωρίς δίκη oποιου-
δήποτε προσβάλλει το αξίωμα, τον δήμαρχο ή την plebs, κηρύσσοντας
τον ένοχο sacer, δικαίωμα το οποίο από το έτος 449 ισχύει εναντίον
όλων. Ουσιώδες δικαίωμα των δημάρχων είναι η άσκηση αρνησικυρίας
(intercessio) στις αποφάσεις οποιουδήποτε άρχοντα, η οποία έχει ως
συνέπεια την ακύρωση (veto) των πράξεων όλων των αρχόντων (εκτός
του δικτάτορα). Η ισχύς του δημάρχου περιορίζεται μόνο από την inter-
cessio ενός άλλου δημάρχου
Ως άρχοντες των πληβείων και όχι ολόκληρου του ρωμαϊκού λαού,
οι δήμαρχοι δεν ανήκαν τυπικά στους ρωμαίους άρχοντες (magistratus),
αλλά από τον 4ο αιώνα το αξίωμα ενσωματώθηκε στην παραδοσιακή
πολιτική, ενώ από τον 3ο αιώνα απέκτησαν το δικαίωμα σύμπραξης με
τη Σύγκλητο.
Πολλαπλότητα συνελεύσεων
13
εξελίχθηκε σε κεντρική συνέλευση των ρωμαίων πολιτών. Μετά την
αλλαγή του πολιτεύματος το 509 οι απογοητευμένοι πληβείοι συγκε-
ντρώθηκαν και συγκρότησαν τη δική τους συνέλευση κατά φυλές, η
οποία παρέμεινε δραστήρια επί αιώνες και προμήθευσε το πρότυπο για
την οργάνωση της φυλέτιδας συνέλευσης του ρωμαϊκού λαού, η οποία
δημιουργήθηκε τελευταία.
Η λοχίτις συνέλευση
14
Η κατάταξη των λόχων:
15
Στη δεύτερη τάξη υπήχθηκαν όσοι είχαν περιουσία μεταξύ εκατό
χιλιάδων και εβδομήντα πέντε χιλιάδων, σε είκοσι λόχους ηλικιωμέ-
νων και είκοσι λόχους νέων. Τα απαιτούμενα όπλα γι’ αυτούς ήταν
μακρόστενη ασπίδα αντί της στρογγυλής και, εκτός από το θώρακα,
όλα τα άλλα όπως στην πρώτη τάξη. Για την τρίτη τάξη όρισε περι-
ουσία πενήντα χιλιάδων. Σχηματίστηκε ο ίδιος αριθμός λόχων και η
ίδια διάκριση των ηλικιών όπως στη δεύτερη τάξη, ενώ και τα όπλα
τους ήταν τα ίδια, εκτός από την απουσία περικνημίδων. Για την τέ-
ταρτη τάξη η τίμηση ήταν είκοσι πέντε χιλιάδες. Υπήρχε ο ίδιος αριθ-
μός λόχων αλλά ο εξοπλισμός τους ήταν διαφορετικός, καθώς αυτοί
είχαν μόνο δόρυ και ακόντιο. Η πέμπτη τάξη ήταν πιο πολυάριθμη
και απαρτιζόταν από τριάντα λόχους. Αυτοί έφεραν σφενδόνες και
πέτρες για βλήματα. Μαζί τους κατατάσσονταν και δύο λόχοι από
αυτούς που φυσούσαν τα κέρατα και τις σάλπιγγες. Η τίμηση γι’ αυ-
τή την τάξη ήταν ένδεκα χιλιάδες. Όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός, που
είχε ακόμη μικρότερη περιουσία, κατατάχθηκε σε ένα και μοναδικό
λόχο, που εξαιρούνταν από τη στρατιωτική υπηρεσία.
Αφού όρισε τον εξοπλισμό και τη διαίρεση του πεζικού, ο Σέρβιος
στρατολόγησε δώδεκα λόχους ιππέων από την αριστοκρατία. Πρό-
σθεσε άλλους έξι λόχους, αντί των τριών που είχε ιδρύσει ο Ρωμύλος,
που χρησιμοποιούσαν τα ίδια ονόματα που τους είχαν δοθεί με χρη-
σμούς. Για την αγορά των ίππων δόθηκαν δέκα χιλιάδες ασσάριοι
στον κάθε ένα από το δημόσιο ταμείο, και για τη συντήρηση των
αλόγων ορίστηκαν άγαμες γυναίκες που έπρεπε να πληρώνουν δύο
χιλιάδες η κάθε μία το χρόνο.
Όλα αυτά τα βάρη μετατοπίστηκαν από τους φτωχούς στους
πλούσιους. Σ’ αυτούς τους τελευταίους αποδόθηκαν ιδιαίτερα προνό-
μια: το δικαίωμα ψήφου, που υποδήλωνε την ισότητα δύναμης και
δικαιωμάτων, δεν δινόταν πλέον ατομικά στον κάθε ένα, όπως ήταν
η πρακτική από την εποχή του Ρωμύλου, που είχε διατηρηθεί και από
τους άλλους βασιλείς, αλλά δημιουργήθηκαν βαθμίδες, έτσι ώστε
φα-νερά μεν κανένας να μην αποκλείεται από την ψήφο, αλλά η
εξουσία να παραμένει στα χέρια των πρώτων από τους πολίτες. Διότι
οι ιππείς ψήφιζαν πρώτοι, κι έπειτα οι ογδόντα λόχοι της πρώτης
τάξης. Αν υπήρχε κάποια διαφωνία μεταξύ τους, πράγμα σπάνιο,
τότε κα-λούνταν οι λόχοι της δεύτερης τάξης να ψηφίσουν. Και
σχεδόν ποτέ δεν έφθαναν μέχρι τις χαμηλές τάξεις.
16
Εκλογικές συνελεύσεις
Νομοθετικές συνελεύσεις
17
forum επί είκοσι τέσσερις ημέρες Κατά το διάστημα αυτό, ο λαός συνερ-
χόταν σε ορισμένες άτυπες συνελεύσεις (contiones) στις οποίες ο
προτείνων άρχοντας εξέθετε και εξηγούσε το περιεχόμενο του
νομοσχεδίου. Ο ίδιος μπορούσε να δώσει τον λόγο και σε κάποιον άλλο
άρχοντα ή πολιτικό, αλλά ο λαός ήταν αποκλεισμένος από το βήμα. Εάν
μετά τη διεξαγωγή αυτών των συζητήσεων ο άρχοντας αποφάσιζε να
κάνει τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο, έπρεπε να επαναληφθεί η
διαδικασία της έγκρισης της Συγκλήτου και της προθεσμίας.
Η ψήφιση γινόταν επί όλου του σχεδίου, θετικά ή αρνητικά, χωρίς
δικαίωμα τροποποίησης. Την ορισμένη για την ψηφοφορία ημέρα, ο
λαός άκουγε την ανάγνωση του νομοσχεδίου και απαντούσε με την
ψήφο του, είτε αποδεχόμενος αυτούσιο το νομοσχέδιο όπως είχε
διαμορφωθεί από τον άρχοντα, είτε απορρίπτοντάς το στην ολότητά
του. Το ψηφισμένο νομοσχέδιο γινόταν νόμος του κράτους και λάμβανε
το όνομά του από τον άρχοντα που το είχε εκπονήσει (π.χ. Βαλέριος
νόμος).
Δικαστικές συνελεύσεις
18
του δημάρχου. Εάν ο δήμαρχος ασκούσε το δικαίωμα αρνησικυρίας
εναντίον της πράξης του υπάτου, ο δεύτερος υποχρεωνόταν να
παραπέμψει την υπόθεση στη λοχίτιδα συνέλευση ώστε να αποφασίσει
εάν θα επιβληθεί ή όχι η τιμωρία. Ακολούθως, ένας άλλος Βαλέριος
νόμος, του έτους 300, χορήγησε σε κάθε πολίτη το δικαίωμα
παραπομπής της επιβληθείσας από τον ύπατο θανατικής ποινής στη
λοχίτιδα συνέλευση, δίχως να χρειάζεται η μεσολάβηση του δημάρχου. Η
αναγνώριση σε όλους τους πολίτες του δικαιώματος να διαφεύγουν τη
θανατική ποινή, αναπέμποντας την υπόθεση στη δικαστική συνέλευση,
στην πράξη ισοδυναμεί με κατάργηση της εξουσίας καταναγκασμού του
υπάτου.
Η μέθοδος ψηφοφορίας
19
εκλογείς έριχναν την πινακίδα σε μια μεγάλη πέτρινη υδρία που
βρισκόταν σε υπερυψωμένο επίπεδο, προσβάσιμο μέσω μιας ξύλινης
γέφυρας.
Η εισαγωγή, πάντως, της γραπτής ψήφου, που εξασφάλιζε την
μυστικότητα, έγινε μόλις κατά τον τελευταίο αιώνα της res publica, με
τρεις διαδοχικούς εκλογικούς νόμους. Η lex Gabinia του 139 εισήγαγε τη
μέθοδο αυτή για τις εκλογές των αρχόντων, η lex Cassia του 137
καθιέρωσε τη γραπτή ψήφο στις περισσότερες υποθέσεις των
δικαστικών συνελεύσεων (πλην των σπάνιων πλέον υποθέσεων εσχάτης
προδοσίας (perduellio) που εκδικάζονταν από τα comitia centuriata, για
τις οποίες η γραπτή ψήφος καθιερώθηκε με την lex Coelia του 107) και
τέλος η lex Papiria του 130 επέκτεινε τη μέθοδο αυτή και στην
ψηφοφορία των νομοθετικών συνελεύσεων.
Η ομαδική ψήφος
20
πλειοψηφία άνω του 50% των ψηφοφόρων. Στις ρωμαϊκές συνελεύσεις
όμως θεωρητικά αρκούσε να συγκεντρωθεί τουλάχιστον το 25%. Το
γεγονός ότι ένα κλάσμα άνω του ενός τετάρτου των ψηφοφόρων ήταν
αρκετό για την εκλογική νίκη χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά κατά
τους τελευταίους αιώνες της Respublica, όταν η ψηφοθηρία είχε γίνει
οργανωμένη υπόθεση.
21
προστεθεί άλλωστε και το γεγονός ότι η σειρά με την οποία ψήφιζαν οι
λόχοι ήταν προκαθορισμένη και ακολουθούσε την προαναφερθείσα
σειρά των τάξεων. Κατά την παλαιότερη εποχή, πρώτοι ψήφιζαν οι
δεκαοκτώ λόχοι των ιππέων και ακολουθούσαν οι ογδόντα λόχοι της
πρώτης, ευπορότερη, τάξης, έπειτα οι είκοσι της δεύτερης, και οι άλλες
τάξεις κατά σειρά, ενώ τελευταίοι ψήφιζαν οι πέντε λόχοι των μη
μάχιμων.
Κατά τον 3ο αιώνα,, μεταξύ των ετών 241 και 220, η δομή της λοχί-
τιδας εκκλησίας άλλαξε, με κυριότερη συνέπεια την κατάταξη των πολι-
τών στους λόχους της πρώτης τάξης όχι τυχαία ή κατά τη διακριτική
ευχέρεια του κήνσορα, όπως γινόταν μέχρι τότε, αλλά με κριτήριο την
φυλή στην οποία ανήκε ο κάθε πολίτης. Καθώς ο αριθμός των φυλών
είχε διαμορφωθεί στις τριάντα πέντε, η τροποποίηση είχε ως αποτέλε-
σμα τη μείωση των λόχων της πρώτης τάξης σε εβδομήντα, και ειδικότε-
ρα σε τριάντα πέντε λόχους νεότερων πολιτών (iuniores) και ισάριθμους
λόχους πιο ηλικιωμένων (seniores). Με τη μεταρρύθμιση αυτή επήλθαν
μικρές αλλαγές στη σειρά με την οποία ψήφιζαν οι λόχοι της ανώτερης
τάξης, αλλά η σειρά των τάξεων παρέμενε αμετάβλητη. Πρώτος ψήφιζε
ένας λόχος από τους τριάντα πέντε λόχους των νεότερων της πρώτης
τάξης, ο οποίος οριζόταν με κλήρο (centuria prerogativa). Έπειτα προσέρ-
χονταν οι υπόλοιποι λόχοι της πρώτης τάξης μαζί με δώδεκα από τους
λόχους των ιππέων, και στη συνέχεια ψήφιζαν οι έξι πιο αριστοκρατικοί
λόχοι ιππέων. Επιπλέον, μόλις ολοκληρωνόταν η ψηφοφορία της κάθε
τάξης, το αποτέλεσμα ανακοινωνόταν πριν προσέλθει η επόμενη τάξη.
Όπως είναι ευνόητο, η ανακοίνωση του αποτελέσματος έπαιζε καθορι-
στικό ρόλο για την κατεύθυνση της ψηφοφορίας, επηρεάζοντας ιδίως
τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους.
Καθώς το επί μέρους εκλογικό αποτέλεσμα ανακοινωνόταν αμέσως
με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας των λόχων της κάθε τάξης, η δια-
δικασία τερματιζόταν μόλις επιτυγχανόταν η απόλυτη πλειοψηφία των
ενενήντα επτά λόχων, για την οποία αρκούσαν οι ψήφοι των λόχων της
πρώτης τάξης και των ιππέων, και, μετά τη μεταρρύθμιση του 3 ου αιώνα,
με την προσθήκη εννέα ακόμη λόχων. Ο τερματισμός της ψηφοφορίας
με την επίτευξη της απόλυτης πλειοψηφίας στερούσε από τις κατώτερες
τάξεις ακόμη και την ευκαιρία να ακουστούν και να γίνουν γνωστές οι
προτιμήσεις τους. Οι προσπάθειες που έγιναν δύο φορές για μια μεταρ-
ρύθμιση του τρόπου ψηφοφορίας προς το δημοκρατικότερο, και ιδίως η
πρόταση για εισαγωγή της κλήρωσης προκειμένου να καθορίζεται η
σειρά με την οποία ψήφιζαν οι λόχοι, απέτυχαν παταγωδώς.
22
Ο έλεγχος της ψηφοφορίας από την ελίτ. Τα λόγια του Κικέρωνα
αποτυπώνουν με ενάργεια το πολιτικό σύστημα της ρωμαϊκής πολιτείας
(Κικέρων, De re publica 2, 39-40):
Η φυλέτις συνέλευση
23
τον 2ο αιώνα ο πληθυσμός της υπαίθρου είχε μειωθεί αισθητά από τα
κύματα των μεταναστών στη Ρώμη. Αλλά οι μετανάστες εξακολουθού-
σαν να υπάγονται στις αρχικές αγροτικές τους φυλές, και στην πραγ-
ματικότητα ήταν αυτοί που μετείχαν ενεργά στη συνέλευση, ενώ οι κά-
τοικοι της υπαίθρου μόνο συγκυριακά θα έκαναν το μακρύ ταξίδι για να
βρεθούν στη Ρώμη. Τα συμφέροντα όμως των κατοίκων του άστεως
είχαν διαφοροποιηθεί από αυτά των αγροτών.
Κεντρικό ρόλο στον χειρισμό των εκλογικών ομάδων και στον
καθορισμό των συμμετεχόντων στην κάθε μιά είχαν οι τιμητές, οι άρχο-
ντες που ήταν αρμόδιοι για την κατάταξη των πολιτών σε τάξεις και
φυλές. Ο Τίτος Λίβιος αναφέρει ότι οι τιμητές του 179 άλλαξαν τη διευ-
θέτηση της ψηφοφορίας και κατέταξαν τους πολίτες σε φυλές με βάση
την κοινωνική τους τάξη, την καταγωγή και την πηγή των εισοδημάτων
τους, ένα μέτρο που καταργήθηκε μετά από δέκα χρόνια. Η κατάταξη σε
φυλές της κοινωνικής τάξης των απελευθέρων είναι ένα παράδειγμα
των χειρισμών που προκαλούνταν από ιδιοτελή κίνητρα. Η γενική τάση,
αν και με παρεκκλίσεις, ήταν ο περιορισμός των απελευθέρων σε μικρό
αριθμό φυλών. Το 220 οι κήνσορες κατέταξαν τους απελευθέρους απο-
κλειστικά στις τέσσερις αστικές φυλές, ενώ το 169 όλοι οι απελεύθεροι
υπήχθησαν σε μία και μοναδική αστική φυλή. Όι προσπάθειες που έγιναν
το 88 και ξανά το 67, ώστε να καταταγούν οι απελεύθεροι σε όποια
αγροτική φυλή επιθυμούσαν, απέτυχαν. Το διακύβευμα, αναφορικά με
την κατάταξη των απελευθέρων, αλλά και της μεγάλης μάζας των αγρο-
τών, σχετίζεται με τον θεσμό της πατρωνείας και με τη σχέση αμοιβαίων
υποχρεώσεων μεταξύ του πάτρωνα και των clientes, των πελατών του.
24
ους, γεγονός που τα εξίσωσε με τους νόμους που ψηφίζονταν στις συνε-
λεύσεις του ρωμαϊκού λαού (leges). Από τότε η πληβειακή συνέλευση
αποτέλεσε το κύριο όργανο άσκησης της νομοθετικής εξουσίας από το
λαό, εκδίδοντας μεγάλο αριθμό plebiscita και θέτοντας τη λοχίτιδα
συνέλευση σε δεύτερη μοίρα. Αυτό οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες: η
αρμοδιότητα των δημάρχων ήταν καθαρά αστική, καθώς δεν είχαν
στρατιωτικά καθήκοντα, γεγονός που τους επέτρεπε να ασχολούνται
απερίσπαστοι με τη νομοθεσία. Σε αυτό βοηθούσε και ο μεγάλος αριθμός
των δημάρχων (δέκα), το γεγονός ότι βρίσκονταν στην αρχή της
πολιτικής τους σταδιοδρομίας, καθώς και η απλούστερη διαδικασία της
ψηφοφορίας, που γινόταν κατά φυλές, όπως στη φυλέτιδα συνέλευση.
3. Η ΣΥΓΚΛΗΤΟΣ (SENATUS)
25
τουλάχιστον, η Σύγκλητος απαντούσε σε ερώτημα το οποίο έθετε ο
άρχοντας που την είχε συγκαλέσει.
Οι συνεδριάσεις διεξάγονταν δημόσια στην Curia, όπου ο άρχοντας,
συνήθως ύπατος, έθετε ένα ζήτημα προς συζήτηση και, αφού το εξέθετε,
ζητούσε τη γνώμη των συγκλητικών. Η σειρά με την οποία έπαιρναν το
λόγο τα μέλη της Συ-γκλήτου ήταν ιεραρχική και αυστηρά καθορισμένη.
Πρώτος διατύπωνε τη γνώμη του ο πρόεδρος (princeps), που έπρεπε να
είναι πατρίκιος πρώην τιμητής, και στη συνέχεια όσοι είχαν διατελέσει
άρχοντες κατά τη σειρά του cursus honorum, δηλαδή πρώτα οι πρώην
τιμητές, έπειτα οι πρώην ύπατοι και ούτω καθεξής. Η διατύπωση της
γνώμης από τους συγκλητικούς περιοριζόταν στα πιο εξέχοντα μέλη της,
τα οποία ανήκαν στη nobilitas. Στη συνέχεια, η διαμόρφωση της
γενικότερης τάσης της συγκλήτου αποτυπωνόταν με τη μετακίνηση των
υπόλοιπων συγκλητικών προς το μέρους εκείνου του μέλους που είχε
εκφράσει την κατά τη γνώμη τους ορθότερη άποψη. Ο άρχοντας
σχημάτιζε έτσι μια σαφέστερη εικόνα και ακολούθως έθετε τις κυρίαρχες
απόψεις σε ψηφοφορία. Η τελική απόφαση που ψηφιζόταν αποτελούσε
το συγκλητικό δόγμα (senatus consultum), το οποίο, δίχως να έχει την
ισχύ νόμου, επηρέαζε αποφασιστικά τα πολιτικά πράγματα, καθώς
έφερε το αυξημένο κύρος της Συγκλήτου.
26
επικύρωση (auctoritas), μέχρι το 339 μετά την ψήφιση του νόμου και
μετά το 339 (lex Publilia) εκ των προτέρων.
Όσον αφορά τον πόλεμο, η Σύγκλητος εξέδιδε στην αρχή κάθε
χρόνου ένα senatus consultum σχετικά με το στρατό, με το οποίο όριζε
τη δύναμη του στρατεύματος, το πεδίο επιχειρήσεων του κάθε υπάτου
και τον αριθμό των λεγεώνων που διοικεί ο κάθε ένας από αυτούς. Η
διεθνής διπλωματία είναι επίσης έργο της Συγκλήτου, καθώς δέχεται
τους ξένους πρεσβευτές. Προκειμένου για τις επαρχίες, διαμορφώνει τον
καταστατικό νόμο (lex provinciae) που διέπει την κάθε επαρχία και
επιβλέπει την διοίκησή τους από τους διοικητές (ανθυπάτους,
προπραίτορες) που διορίζει. Ακόμη, λειτουργεί ως διεθνές δικαστήριο για
τους κατοίκους των επαρχιών και διεξάγει ευρύτατη διεθνή διαιτησία,
μεταξύ ιταλικών πόλεων, μεταξύ ξένων πόλεων και ξένων λαών με τους
οποίους έχει συναφθεί συμμαχία.
Τέλος η σύγκλητος έχει την εποπτεία της λατρείας ελέγχοντας το
ιερατείο (ποντίφηκες) και διορίζει, υλοποιώντας σχετική απόφαση των
υπάτων, τον δικτάτορα, όποτε συντρέχουν οι συνθήκες.
27