Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 100

TELIKO LEXIKO_ (10_2006).

qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·1

EPMHNEYTIKO §E•IKO
NE∞™ E§§HNIKH™
A΄, B΄, Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙOΥ
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·2

™À°°ƒ∞º∂π™ ª·Ú›· °·‚ÚÈËÏ›‰Ô˘, °ÏˆÛÛÔÏfiÁÔ˜, ∂Ú¢ӋÙÚÈ· ÙÔ˘ π.∂.§.


¶·Ó·ÁÈÒÙ· §·ÌÚÔÔ‡ÏÔ˘, °ÏˆÛÛÔÏfiÁÔ˜, ∂Ú¢ӋÙÚÈ· ÙÔ˘ π.∂.§.
∫ˆÓÛÙ·ÓÙ›ÓÔ˜ ∞ÁÁÂÏ¿ÎÔ˜, §¤ÎÙÔÚ·˜ ÙÔ˘ πÔÓ›Ô˘ ¶·ÓÂÈÛÙËÌ›Ô˘

∫ƒπΔ∂™-∞•πO§O°∏Δ∂™ ™Ù˘ÏÈ·Ó‹ μ¤ÚÁË, ∂›ÎÔ˘ÚË ∫·ıËÁ‹ÙÚÈ· ÙÔ˘ ∞ÚÈÛÙÔÙÂÏ›Ԣ


¶·ÓÂÈÛÙËÌ›Ô˘ £ÂÛÛ·ÏÔӛ΢
∞ÚÈÛÙ›‰Ë˜ ¢Ô˘Ï·‚¤Ú·˜, ™¯ÔÏÈÎfi˜ ™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜
πˆ¿ÓÓ˘ ¢·ÛηÏfiÔ˘ÏÔ˜, ºÈÏfiÏÔÁÔ˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜ μ/ıÌÈ·˜ ∂Î·›‰Â˘Û˘

ºπ§O§O°π∫∏ ∂¶πª∂§∂π∞ ∂˘·ÁÁÂÏ›· μ·Ú¤ÛË, ºÈÏfiÏÔÁÔ˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜ μ/ıÌÈ·˜ ∂Î·›‰Â˘Û˘

À¶∂À£À¡H ΔOÀ ª∞£∏ª∞ΔO™


∫∞Δ∞ Δ∏ ™À°°ƒ∞º∏ ÃÚÈÛÙ›Ó· ∞ÚÁ˘ÚÔÔ‡ÏÔ˘, ™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

À¶∂À£À¡H TOY À¶O∂ƒ°OÀ ª·Ú›· ¡ÈÎËÊÔÚ¿ÎË, ºÈÏfiÏÔÁÔ˜, ∂Î·È‰Â˘ÙÈÎfi˜ μ/ıÌÈ·˜ ∂Î·›‰Â˘Û˘

∂•øºÀ§§O ¡ÈÎfiÏ·Ô˜ ∫ÏËÚÔÓfiÌÔ˜, ∑ˆÁÚ¿ÊÔ˜

¶ƒO∂∫ΔÀ¶øΔπ∫∂™
∂ƒ°∞™π∂™

Στη συγγραφή του πρώτου μέρους (1/3) έλαβε μέρος


ο Παναγιώτης Εμμανουηλίδης, Φιλόλογος.

°’ ∫.¶.™. / ∂¶∂∞∂∫ ππ / ∂Ó¤ÚÁÂÈ· 2.2.1 / ∫·ÙËÁÔÚ›· ¶Ú¿ÍÂˆÓ 2.2.1.·:


«∞Ó·ÌfiÚʈÛË ÙˆÓ ÚÔÁÚ·ÌÌ¿ÙˆÓ ÛÔ˘‰ÒÓ Î·È Û˘ÁÁÚ·Ê‹ Ó¤ˆÓ ÂÎ·È‰Â˘ÙÈÎÒÓ ·Î¤ÙˆÓ»

¶∞π¢∞°ø°π∫O π¡™ΔπΔOÀΔO
¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˜ °. μÏ¿¯Ô˜
OÌfiÙÈÌÔ˜ ∫·ıËÁËÙ‹˜ ÙÔ˘ ∞.¶.£.
¶Úfi‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

¶Ú¿ÍË Ì ٛÙÏÔ: «™˘ÁÁÚ·Ê‹ Ó¤ˆÓ ‚È‚Ï›ˆÓ Î·È ·Ú·ÁˆÁ‹


˘ÔÛÙËÚÈÎÙÈÎÔ‡ ÂÎ·È‰Â˘ÙÈÎÔ‡ ˘ÏÈÎÔ‡ Ì ‚¿ÛË
ÙÔ ¢∂¶¶™ Î·È Ù· ∞¶™ ÁÈ· ÙÔ °˘ÌÓ¿ÛÈÔ»

∂ÈÛÙËÌÔÓÈÎfi˜ À‡ı˘ÓÔ˜ ŒÚÁÔ˘


∞ÓÙÒÓÈÔ˜ ™. ªÔÌ¤ÙÛ˘
™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

∞Ó·ÏËÚˆÙ¤˜ ∂ÈÛÙËÌÔÓÈÎÔ› À‡ı˘ÓÔÈ ŒÚÁÔ˘


°ÂÒÚÁÈÔ˜ ∫. ¶·ÏËfi˜
™‡Ì‚Ô˘ÏÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘
πÁÓ¿ÙÈÔ˜ ∂. ÷Ù˙Ë¢ÛÙÚ·Ù›Ô˘
ªfiÓÈÌÔ˜ ¶¿Ú‰ÚÔ˜ ÙÔ˘ ¶·È‰·ÁˆÁÈÎÔ‡ πÓÛÙÈÙÔ‡ÙÔ˘

ŒÚÁÔ Û˘Á¯ÚËÌ·ÙÔ‰ÔÙÔ‡ÌÂÓÔ 75% ·fi ÙÔ ∂˘Úˆ·˚Îfi ∫ÔÈÓˆÓÈÎfi Δ·ÌÂ›Ô Î·È 25% ·fi ÂıÓÈÎÔ‡˜ fiÚÔ˘˜.
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·3

À¶OÀƒ°∂πO ∂£¡π∫∏™ ¶∞π¢∂π∞™ ∫∞𠣃∏™∫∂Àª∞Δø¡


¶∞π¢∞°ø°π∫O π¡™ΔπΔOÀΔO

ª∞ƒπ∞ °∞μƒπ∏§π¢√À ¶∞¡∞°πøΔ∞ §∞ª¶ƒ√¶√À§√À ∫ø¡™Δ∞¡Δπ¡√™ ∞°°∂§∞∫√™

∞¡∞¢OÃO™ ™À°°ƒ∞º∏™

EPMHNEYTIKO §E•IKO
NE∞™ E§§HNIKH™
A΄, B΄, Γ΄ ΓΥΜΝΑΣΙOΥ

Oƒ°∞¡π™ªO™ ∂∫¢O™∂ø™ ¢π¢∞∫Δπ∫ø¡ μπμ§πø¡


∞£∏¡∞
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·4
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·5

Πρόλογος

Το Ερμηνευτικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής για τις τρεις τάξεις του γυμνασίου περιλαμβάνει πε-
ρίπου 15.000 λέξεις του σύγχρονου νεοελληνικού λεξιλογίου και στοχεύει να δώσει στους μαθη-
τές και στις μαθήτριες πληροφορίες για την ορθογραφία και τη σημασία των λέξεων, αλλά και για
τα βασικά γραμματικά τους χαρακτηριστικά.
Η οργάνωση των λημμάτων στοχεύει στην ανάδειξη της δημιουργικής διάστασης της γλώσσας,
ώστε να γίνουν αντιληπτές οι σχέσεις μεταξύ των λέξεων, δηλαδή οι τρόποι με τους οποίους μια
μορφή ή μια σημασία προκύπτει από μια άλλη. Για τον λόγο αυτό, οι λέξεις έχουν οργανωθεί σε
οικογένειες, τα «μέλη» των οποίων συνδέονται με σχέσεις παραγωγής. Έτσι, οι λέξεις αρχή, αρ-
χίζω, αρχικός και αρχικά αποτελούν μια οικογένεια. Σε κάθε οικογένεια υπάρχει το βασικό λήμ-
μα, το οποίο ερμηνεύεται πλήρως. Με βάση αυτό, ερμηνεύονται τα υπόλοιπα «μέλη» της οικογέ-
νειας, τα ενδολήμματα.
Στο κυρίως σώμα του λεξικού, τα λήμματα ταξινομούνται αλφαβητικά σύμφωνα με το βασικό
λήμμα. Ωστόσο, στο πλάι κάθε σελίδας υπάρχει ευρετήριο όπου παρουσιάζονται αλφαβητικά όλες
οι λέξεις (βασικά λήμματα και ενδολήμματα). Το ευρετήριο αυτό περιλαμβάνει και παλαιότερους
τρόπους γραφής, συχνούς αλλά λανθασμένους τύπους (οι οποίοι σημαδεύονται με αστερίσκο *),
καθώς και δύσκολους κλιτικούς τύπους. Με αυτόν τον τρόπο, από το ευρετήριο μπορεί κανείς να
βρει σε ποιο βασικό λήμμα ανήκει ο τύπος που αναζητά.
Τα Παραρτήματα περιλαμβάνουν πίνακα αριθμητικών, κύρια ονόματα και τοπωνύμια.
Το λεξικό ακολουθεί την ορθογραφία που προτείνεται από τη Νεοελληνική Γραμματική (ανα-
προσαρμογή της Μικρής Νεοελληνικής Γραμματικής του Μανόλη Τριανταφυλλίδη) και το Λεξικό
της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη.
Ένα λεξικό από τη φύση του απαιτεί καλά οργανωμένη και συντονισμένη συλλογική δουλειά.
Πέρα από τη συντακτική ομάδα, πολύτιμη βοήθεια στη σύνταξη και διόρθωση του λεξικού προσέ-
φεραν οι συνεργάτες μας Βούλα Γιούλη, Πασχαλία Πατσαλά, Χρύσα Μωυσίδου, Γεωργία Κου-
τσούγερα, Κώστας Νίταρης, Χριστίνα Θεοχαροπούλου και Έφη Λάμπρου.
Είναι η πρώτη φορά που εισάγεται ερμηνευτικό λεξικό στα σχολεία της χώρας μας. Η λεξικο-
γραφική δουλειά είναι πρόκληση από μόνη της, γίνεται όμως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όταν το
αποτέλεσμά της, δηλαδή το λεξικό, απευθύνεται σε μαθητές και μαθήτριες του γυμνασίου. Ο στό-
χος μας είναι να αποκτήσουν οι μαθητές το δικό τους λεξικό αναφοράς. Ελπίζουμε να έχουμε κά-
νει ένα σημαντικό πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση.

Η συντακτική ομάδα

5
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·6

Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΠΕΔΙΑ
ΑΘΛ αθλητισμός
ΑΝΑΤ ανατομία
ΑΡΧΙΤ αρχιτεκτονική
ΑΣΤΡΟΛ αστρολογία
ΑΣΤΡΟΝ αστρονομία
ΒΙΟΛ βιολογία
ΓΕΩΓΡ γεωγραφία
ΓΕΩΛ γεωλογία
ΓΕΩΜ γεωμετρία
ΓΛΩΣΣ γλώσσα, γλωσσολογία
ΕΚΚΛ εκκλησία, εκκλησιαστικός
ΖΩΟΛ ζωολογία
ΗΛΕΚΤΡΟΛ ηλεκτρολογία
ΘΡΗΣΚ θρησκεία, θρησκευτικός
ΙΑΤΡ ιατρική
ΙΣΤ ιστορία
ΛΟΓ λογική
ΜΑΘ μαθηματικά
ΜΗΧΑΝ μηχανολογία
ΜΟΥΣ μουσική
ΜΥΘΟΛ μυθολογία
ΝΟΜ νομική
ΟΙΚΟΝ οικονομία
ΠΛΗΡΟΦ πληροφορική
ΠΟΛ πολιτική
ΣΤΡΑΤ στρατιωτικός
ΤΕΧΝΟΛ τεχνολογία
ΦΙΛΟΛ φιλολογία, φιλολογικός
ΦΙΛΟΣ φιλοσοφία
ΦΥΣ φυσική
ΧΗΜ χημεία
ΨΥΧΟΛ ψυχολογία

EΠIΠEΔA YΦOYΣ – ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΙ


[ειρων.] ειρωνικός
[επίσ.] επίσημος
[κακόσ.] κακόσημος, που έχει πάρει αρνητική σημασία
[λαϊκ.] λαϊκός
[λόγ.] λόγιος
[λογοτ.] λογοτεχνικός
[μειωτ.] μειωτικός
[οικ.] οικείος
[παρωχ.] παρωχημένος, παλαιότερος
[προφ.] προφορικός
[υβρ.] υβριστικός
[χαϊδ.] χαϊδευτικός

6
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·7

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY

ΛOIΠEΣ ΣYNTOMOΓPAΦIEΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΑ

αγγλ. αγγλικός μόρ. μόριο


ΑΕ αρχαιοελληνικός μπα. μετοχή παθητικού αορίστου
α' συνθ. πρώτο συνθετικό μπε. μετοχή παθητικού ενεστώτα
αιγυπτ. αιγυπτιακός μππ. μετοχή παθητικού παρακειμένου
αιτ. αιτιατική μσν. μεσαιωνικός
άκλ. άκλιτος μτβ. μεταβατικός
αμτβ. αμετάβατος μτγν. μεταγενέστερος
ανατ. ανατολικός μτφ. μεταφορικός
αναφ. αναφορικός μτφρδ. μεταφραστικό δάνειο
άνθρ. άνθρωπος μτχ. μετοχή
αντικ. αντικείμενο νότ. νότιος
αντων. αντωνυμία ΝΕ νεοελληνικός, νεοελληνική γλώσσα
αόρ. αόριστος ον. ονομαστική
απαρ. απαρέμφατο ορθογρ. ορθογραφία, ορθογραφικός
απρόσ. απρόσωπο ρήμα οριστ. οριστικός
αρνητ. αρνητικός ουδ. ουδέτερος
αρσ. αρσενικός ουσ. ουσιαστικό
αρχ. αρχαίος π.χ. παραδείγματος χάριν
αφηρ. αφηρημένος παθ. παθητική φωνή (όχι διάθεση!)
β' συνθ. δεύτερο συνθετικό παράλ. αντικ. παράλειψη αντικειμένου
βόρ. βόρειος πληθ. πληθυντικός αριθμός
γαλλ. γαλλικός πρβ. παράβαλε
γεν. γενική πργ. πράγμα
γενικ. γενικότερα πρκ. παρακείμενος
γερμ. γερμανικός πρόθ. πρόθεση
δεικτ. δεικτικός πρόσ. πρόσωπο
δηλ. δηλαδή προστ. προστακτική
διαφ. διαφορετικός προσωπ. προσωπικός
δοτ. δοτική πρότ. πρόταση
δυτ. δυτικός πρτ. παρατατικός
ειδικ. ειδικότερα ρ. ρήμα
έκφρ. έκφραση σημ. σημασία
Ελλ. Ελλάδα σημδ. σημασιολογικό δάνειο
ελλ. ελληνικός σπάν. σπάνιος
ελνστ. ελληνιστικός στερητ. στερητικό
εν. ενικός αριθμός συγκρ. συγκριτικός βαθμός
ενεργ. ενεργητικός σύνδ. σύνδεσμος
ενστ. ενεστώτας συνεκδ. συνεκδοχικά
επέκτ. επέκταση συνήθ. συνήθως
επίθ. επίθετο συχν. συχνά
επίρρ. επίρρημα σχ. σχόλιο
επιφ. επιφώνημα, επιφωνηματικός τ. τύπος
ερωτημ. ερωτηματικός τουρκ. τουρκικός
θ. θέμα υπερθ. υπερθετικός βαθμός
θηλ. θηλυκός υπερσ. υπερσυντέλικος
ιδ. ιδίως υποκορ. υποκοριστικό
ιταλ. ιταλικός υποτ. υποτακτική
κ.ά. και άλλα χρον. χρονικός
καταχρ. καταχρηστικός
κατηγ. κατηγορούμενο & συνδέει δύο τύπους
κλητ. κλητική ~ στη θέση του νοείται τύπος του λήμματος
κπ κάποιος στα παραδείγματα
κτ κάτι < η λέξη που βρίσκεται στα αριστερά του
κτλ. και τα λοιπά προέρχεται από τη λέξη που βρίσκεται
κυρ. κυρίως στα δεξιά του
κυριολ. κυριολεκτικός + ενώνει τα συνθετικά μέρη μιας σύνθετης
λ. λέξη λέξης
λατ. λατινικός = συνώνυμο
λόγ. λόγιος ≠ αντίθετο
μέλλ. μέλλοντας  βλ.

7
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·8

Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

‚·ÛÈÎfi άλμα το: ❶ ΑΘΛ εκτίναξη του σώματος προς τα ·Ú›ıÌËÛË


Ï‹ÌÌ· μπρος ή προς τα πάνω = πήδημα: ~ εις μήκος / εις ÛËÌ·ÛÈÒÓ
ύψος/επί κοντώ. ❷ (μτφ.) ταχύτατη μετάβαση από
ένα στάδιο σε άλλο, απότομη πρόοδος: H τεχνο- ·Ú¿‰ÂÈÁÌ·
λογία έχει κάνει άλματα τα τελευταία χρόνια. αλ-
ματώδης -ης -ες: αυτός που εξελίσσεται με ταχύ-
τατο ρυθμό, απότομα: H υγεία του παρουσίασε ~
βελτίωση. = ραγδαίος.  σχ. αγενής. αλματωδώς
̤ÚÔ˜ ÙÔ˘ ÏfiÁÔ˘ (επίρρ.): Το διαδίκτυο εξαπλώθηκε ~ σε όλο τον
κόσμο. άλτης ο, άλτρια η: ΑΘΛ αθλητής που αγω-
Ô˘ÛÈ·ÛÙÈÎfi Ì ‰‡Ô Á¤ÓË ıÂÌ·ÙÈÎfi ‰›Ô
νίζεται στους διάφορους τύπους αλμάτων.

 Η αρχική σημασία του ρ. àÔ‰ÔÎÈÌ¿˙ˆ ήταν «απορ-


Û¯fiÏÈÔ
ρίπτω έπειτα από δοκιμή».

αμελώ: (μτβ.) ❶ (+ να ) δε δείχνω φροντίδα για την


Û˘ÓÙ·ÎÙÈ΋ πραγματοποίηση κπ ενέργειας: Αμέλησα τόσες μέ-
ÏËÚÔÊÔÚ›· ρες να σου τηλεφωνήσω. ❷ (+ αιτ.) δε φροντίζω να
εκπληρώσω κπ υποχρέωσή μου: ~ τις δουλειές του.
= παραμελώ. αμέλεια η. αμελής -ής -ές.  σχ. αγε-
νής. αμελώς (επίρρ.). αμελητέος -α -ο = μηδαμινός. ÂÓ‰ÔÏ‹ÌÌ·Ù·

ανα-2 αν-2 & ανά-2 άν-2: πρόθημα που ❶ δηλώνει


πορεία προς τα επάνω ≠ κατα-: άνοδος, ανάβα- ·ÓÙ›ıÂÙÔ
ση. ❷ δηλώνει επανάληψη ενέργειας: αναβαθμο-
λογώ, αναδιοργανώνω, αναγέννηση. ❸ επιτείνει
τη σημασία του β΄συνθ.: αναταραχή.

ανατρέπω -ομαι • αόρ. ανέτρεψα & ανάτρεψα, παθ.


ÏËÚÔÊÔÚ›· ÎÏ›Û˘
αόρ. ανατράπηκα & [επίσ.] ανετράπην:
Â›Â‰Ô ‡ÊÔ˘˜

αποδέκτης ο: ❶ (μτφ.) πρόσωπο στο οποίο έχει απο-


σταλεί κτ = παραλήπτης ≠ αποστολέας: ~ επι- ·ÓÙ›ıÂÙÔ
Û˘ÓÒÓ˘ÌÔ
στολής. ❷ (μτφ.) πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται
κανείς: Πολλοί ήταν οι αποδέκτες του αποτελέ-
·Ú·ÔÌ‹ Û ۯfiÏÈÔ
σματος της ψηφοφορίας.  σχ. αλείφω.
¿ÏÏÔ˘ Ï‹ÌÌ·ÙÔ˜

αποτυπώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ σχηματίζω τη μορφή


ενός αντικειμένου σε μια επιφάνεια, πιέζοντάς το
επάνω σ’ αυτή: Πατούσε με δύναμη τα πέλματά
του πάνω στην άμμο, για να αποτυπωθούν τα
ÛÙË ÛËÌ·Û›· ·˘Ù‹
ίχνη του. ❷ (μτφ.) εκφράζω κτ ζωηρά και παρα- ÌÂÙ·ÊÔÚÈ΋
στατικά: Στα έργα του ~ το άγχος της εποχής μας. ÛËÌ·Û›·
¯ÚËÛÈÌÔÔÈÂ›Ù·È ÌfiÓÔ
❸ παθ. (μτφ.) μένω στη μνήμη κάποιου πολύ ζω-
ÛÙËÓ ·ıËÙÈ΋ ʈӋ
ηρά: Οι εικόνες της καταστροφής αποτυπώθηκαν
¶ƒ√™√Ã∏: ‰ÂÓ ·Ó·Ê¤ÚÂÙ·È
ÛÙË ‰È¿ıÂÛË!
στη μνήμη του. = χαράζω. αποτύπωση η.

Σύνθετα με ανα-2
ÂÓ‰ÂÈÎÙÈÎfi˜ ηٿÏÔÁÔ˜ προς τα επάνω επανάληψη ενέργειας επιτατική σημασία
αναδύομαι αναδασώνω ανακράζω
Û˘Óı¤ÙˆÓ αναδάσωση
ανάδυση
αναδημιουργώ

8
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·9

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αν- ή άν-
άγγελος
- αν-1 ανα-1 & ά- άν-1 ανά-1: στερητικό πρό- αγανακτώ & αγαναχτώ • μππ. αγανακτισμένος &
A θημα που δηλώνει ❶ το αντίθετο από αυτό -χτισμένος: (αμτβ.) θυμώνω πολύ για κτ άδικο, ·-
¿- ➞ ·-
που εκφράζει το β΄ συνθ.: άκακος. ❷ την απου- προσβλητικό ή ανυπόφορο = εκνευρίζομαι, εξορ- ·‚·ı‹˜ ➞ ·-
σία αυτού που εκφράζει το β΄ συνθ.: ανελευ- γίζομαι: Αγανάκτησαν όλοι με την αγένειά του. ·‚·ıÒ˜ ➞ ·-
·‚·Û¿ÓÈÛÙ· ➞ ·-
θερία.  κατάλογο σελ. 10. αγανάκτηση & αγανάχτηση η = θυμός, οργή. ·‚·Û¿ÓÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
άβατος -η -ο: αυτός στον οποίο δεν μπορεί κπ αγάπη η: ❶ συναίσθημα συμπάθειας, φιλίας, ·‚·Û›Ï¢ÙÔ˜ ➞ ·-
·‚¿ÛÈÌ· ➞ ·-
να περάσει ή να περπατήσει: Από αυτό το ση- στοργής ή ενδιαφέροντος για κπ ή κτ ≠ μίσος, ·‚¿ÛÈÌÔ˜ ➞ ·-
μείο το μονοπάτι γίνεται ~ λόγω της πυκνής έχθρα, αντιπάθεια. ❷ το ερωτικό συναίσθημα = ·‚¿ÛÙ·¯Ù· ➞ ·-
·‚¿ÛÙ·¯ÙÔ˜ ➞ ·-
βλάστησης. άβατο το: ΕΚΚΛ θεσμός που απα- έρωτας. ❸ έντονο ενδιαφέρον για κπ δραστη- ¿‚·ÙÔ ➞ ¿‚·ÙÔ˜


γορεύει την είσοδο γυναικών στο Άγιο Όρος. ριότητα που μας ευχαριστεί: ~ για τη μουσική. ¿‚·ÙÔ˜
·‚¿ÊÙÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
αγαπώ & -άω -ιέμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ¿‚Á·ÏÙÔ˜ ➞ ·-
Από το στερητ. à + βατός < βαίνω «προχωρώ». αισθάνομαι αγάπη ≠ μισώ: Πιο πολύ αγαπού- *·‚Áfi ➞ ·˘Áfi
·‚¤‚·È· ➞ ·-
σε το στερνοπαίδι του. Το αγαπημένο μου σπορ ·‚¤‚·ÈÔ˜ ➞ ·-
αβρός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει ευγενικούς τρόπους
είναι το κολύμπι. αγαπητός -ή -ό: αυτός που ·‚‚·ÈfiÙËÙ· ➞ ·-
≠ αγενής = λεπτός, ευγενής: Είναι πάντα ~ με ·‚›·ÛÙ· ➞ ·-
τον αγαπάνε όλοι. αγαπητικός ο, -ιά η: [πα-
τις γυναίκες. ❷ αυτός που έχει ως γνώρισμα τη ·‚›·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
ρωχ.] πρόσωπο που έχει ερωτική σχέση με κπ. ·‚Èٷ̛ӈÛË ➞ ·-
λεπτότητα: ~ χέρι = απαλός ≠ τραχύς, σκληρός. ·‚›ˆÙÔ˜ ➞ ·-
αγαπησιάρης -α -ικο: αυτός που είναι τρυφε-
αβρά (επίρρ.). αβρότητα η = αβροφροσύνη. ·‚Ï·‚‹˜ ➞ ·-
ρός και εκδηλωτικός. αγαπησιάρικα (επίρρ.). ·‚Ï·‚Ò˜ ➞ ·-
άβυσσος η: ❶ έκταση 2.000 έως 6.000 μέτρα κάτω ·‚Ô‹ıËÙ· ➞ ·-
αγγείο1 το: στην αρχαιότητα, δοχείο φορητό:
από την επιφάνεια της θάλασσας. ❷ απότομο ·‚Ô‹ıËÙÔ˜ ➞ ·-
μελανόμορφο/ ερυθρόμορφο ~. ¿‚ÔÏ· ➞ ·-
και βαθύ χάσμα του εδάφους: Αντικρίσαμε με
αγγείο2 το: πολύ λεπτός σωλήνας του σώματος ¿‚ÔÏÔ˜ ➞ ·-
τρόμο μια άβυσσο. = βάραθρο. ❸ (μτφ.) για τε- ¿‚Ô˘Ï· ➞ ·-
ανθρώπων και ζώων, που μεταφέρει το αίμα: ·‚Ô˘Ï›· ➞ ·-
λείως διαφορετικές αντιλήψεις: Μας χωρίζει ~.
αιμοφόρο ~. ¿‚Ô˘ÏÔ˜ ➞ ·-


= χάος. αβυσσαλέος -α -ο. αβυσσαλέα (επίρρ.). ·‚Ú¿ ➞ ·‚Úfi˜
αγγελία η: σύντομο δημοσίευμα στον Τύπο που ¿‚Ú·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
Από το AE επίθ. ô‚˘ÛÛÔ˜ (στερητ. ô + βυσσός, ποιη- γνωστοποιεί ένα γεγονός, την προσφορά ή τη ¿‚Ú¯ÙÔ˜ ➞ ·-
·‚Úfi˜
τικός τ. του ουσ. βυθός) «αυτός που δεν έχει βυθό». ζήτηση ενός πράγματος ή μιας υπηρεσίας: ·‚ÚfiÙËÙ· ➞ ·‚Úfi˜
Συγχαρητήρια! Διάβασα στις μικρές ~ ότι πα- ·‚˘Û۷Ϥ· ➞ ¿‚˘ÛÛÔ˜
αγαθός -ή -ό: ❶ αυτός που τον διακρίνει καλο- ντρεύεσαι. Έβαλα ~ για να πουλήσω το αυ- ·‚˘Û۷ϤԘ ➞ ¿‚˘ÛÛÔ˜
¿‚˘ÛÛÔ˜
σύνη = άκακος, καλός ≠ κακός, πονηρός, πα- τοκίνητό μου.  σχ. άγγελος. ·Á·ı¿ ➞ ·Á·ıfi˜
νούργος. ❷ (κακόσ.) αυτός που τον διακρίνει αγγελιοφόρος & αγγελιαφόρος ο: πρόσωπο που ·Á·ıfi ➞ ·Á·ıfi˜
·Á·ıÔÔÈfi˜ ➞ -ÔÈÒ
αφέλεια: Είναι λίγο ~, πιστεύει ό,τι του πουν. φέρνει ειδήσεις: Ο ~ παρέδωσε το μήνυμα. = ·Á·ıfi˜
= αφελής. αγαθά (επίρρ.). αγαθό το: ❶ συνήθ. [επίσ.] άγγελος.  σχ. άγγελος. ·Á·ıÔÛ‡ÓË ➞ ·Á·ıfi˜
·Á·ıfiÙËÙ· ➞ ·Á·ıfi˜
πληθ. ό,τι ικανοποιεί γενικά τις ανθρώπινες άγγελος ο: ❶ ΘΡΗΣΚ επουράνιο άυλο ον που εκτε- ·Á·ıÔʤÚÓˆ ➞ Û¯. ʤÚÓˆ
ανάγκες: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει στη λεί τη βούληση του Θεού. ❷ (μτφ.) καλός και ·Á·ÏÏÈ¿˙ˆ ➞ ·Á·ÏÏ›·ÛË
·Á·ÏÏ›·ÛË
διάθεσή του πολλά ~. ❷ ΦΙΛΟΣ ≠ κακό κάθε πονόψυχος άνθρωπος: Η νοσοκόμα αυτή είναι ·Á¿ÏÏÔÌ·È ➞ ·Á·ÏÏ›·ÛË
αξία που κατέχει ύψιστη θέση στην ατομική ή ένας ~ - μου συμπαραστάθηκε πολύ. ❸ (μτφ.) ¿Á·ÏÌ·
κοινωνική ζωή: Η ελευθερία είναι ένα από τα ·Á·ÏÌ·Ù¤ÓÈÔ˜ ➞ ¿Á·ÏÌ·
εξαιρετικά όμορφος: Είναι πανέμορφη, ~ σω- ·Á·ÏÌ·Ù›‰ÈÔ ➞ ¿Á·ÏÌ·
μεγαλύτερα ~. αγαθότητα η. αγαθοσύνη η. στός! ❹ [επίσ.] πρόσωπο που φέρνει ειδήσεις: ·Á·ÏÌ¿ÙÈÓÔ˜ ➞ ¿Á·ÏÌ·
αγαλλίαση η: μεγάλη και έντονη χαρά = ευχαρί- ¿Á·ÌÔ˜ ➞ ·-
~ καλών ειδήσεων = αγγελιοφόρος. αγγελικός ·Á·Ó¿ÎÙËÛË ➞ ·Á·Ó·ÎÙÒ
στηση: Όταν την είδε, αισθάνθηκε ~. αγάλλο-


-ή -ό. αγγελικά (επίρρ.). ·Á·Ó·ÎÙÒ
μαι & αγαλλιάζω (αμτβ.): νιώθω αγαλλίαση. ·Á·Ó¿¯ÙËÛË ➞ ·Á·Ó·ÎÙÒ
Από τη λ. ôÁÁÂÏÔ˜ της ΑΕ (με αρχική σημασία «αυ- ·Á·Ó·¯ÙÒ ➞ ·Á·Ó·ÎÙÒ
άγαλμα το: ❶ τρισδιάστατο ομοίωμα ολόσωμης ·Á¿Ë
μορφής ανθρώπου ή ζώου: Ο Ερμής του Πρα- τός που μεταφέρει ειδήσεις») παράγεται η λ. àÁÁ¤Ï- ·Á·ËÛÈ¿Ú˘ ➞ ·Á¿Ë
ψ («φέρνω είδηση»). Από την τελευταία προέκυψε ·Á·ËÛÈ¿ÚÈη ➞ ·Á¿Ë
ξιτέλη είναι αξιοθαύμαστο ~. ❷ (μτφ.) ακίνη- ·Á·ËÙÈÎÈ¿ ➞ ·Á¿Ë
τος και αμίλητος από έκπληξη: Μόλις το άκου- η ειδικότερη σημασία «αυτός που μεταφέρει και εκτε- ·Á·ËÙÈÎfi˜ ➞ ·Á¿Ë
λεί τη θέληση του Θεού», και από αυτήν, η μτφ. ση- ·Á·ËÙfi˜ ➞ ·Á¿Ë
σα, έμεινα ~. = άναυδος, εμβρόντητος. αγαλ- ·Á·Ò ➞ ·Á¿Ë
μάτινος -η -ο: αυτός που αναφέρεται σε ή μασία, στην οποία τα χαρακτηριστικά των αγγέλων ·ÁÁÂÈÔÏ¿ÛÙ˘ ➞ Û¯. Ï¿ıˆ
(ωραία μορφή, καλοσύνη κτλ.) χρησιμοποιούνται για ·ÁÁÂÏ›·
μοιάζει με άγαλμα: ~ ομοίωμα / κορμί. αγαλ-
·ÁÁÂÏÈ·ÊfiÚÔ˜ ➞ ·ÁÁÂÏÈÔÊfi-
ματένιος -η -ο: αυτός που μοιάζει με άγαλμα. χαρακτηρισμό ανθρώπων ( σημ. 2 και 3 του λήμ- ÚÔ˜
ματος άγγελος). Στη ΝΕ, με τη σημ. 1 συνδέονται τα ·ÁÁÂÏÈο ➞ ¿ÁÁÂÏÔ˜


αγαλματίδιο το = ειδώλιο.
·ÁÁÂÏÈÎfi˜ ➞ ¿ÁÁÂÏÔ˜
αγγελικός, αγγελικά, αγγελάκι κτλ., ενώ με τη σημ. 4
·ÁÁÂÏÈÔÊfiÚÔ˜
Από το AE ρ. àÁ¿ÏÏÔÌ·È «είμαι ευχαριστημένος». τα αγγελιοφόρος, αγγελτήριο, αγγελία, άγγελμα κτλ. ¿ÁÁÂÏÔ˜

9
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·10

A Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

§HMMATA ME A- ™TEPHTIKO
αβαθής αδιάψευστος άμαχος ανοργάνωτα ασυγκίνητα
αβαθώς αδικαιολόγητα άμεμπτα ανοργάνωτος ασυγκίνητος
αβασάνιστα αδικαιολόγητος άμεμπτος ανόρεχτα ασυγχώρητα
αβασάνιστος αδιόρατος αμετάβλητος ανόρεχτος ασυγχώρητος
αβασίλευτος αδίστακτα αμετανόητος άνοστος ασυμβίβαστα
αβάσιμα αδίστακτος αμετάπειστος ανύπαρκτος ασυμβίβαστος
αβάσιμος αδίσταχτα αμίλητος ανυπολόγιστος ασύμμετρα
αβάσταχτα αδίσταχτος άμοιρος ανυπόμονα ασύμμετρος
αβάσταχτος αδόκιμα άμυαλος ανυπόμονος ασύμφωνος
αβάφτιστος αδόκιμος αμύητος ανύποπτα ασυνεπής
άβγαλτος άδολα ανακόλουθος ανύποπτος ασυνεπώς
αβέβαια άδολος ανακριβής ανυπόφορα άτοκα
αβέβαιος αδόμητος ανάλατος ανυπόφορος άτοκος
αβίαστα αδούλωτος αναμάρτητος ανυποψίαστα άυλος
αβίαστος αζήτητος αναμφίβολος ανυποψίαστος άυπνος
αβίωτος αζύγιστος αναμφισβήτητα ανώριμα αφάγωτος
αβλαβής αζύμωτος αναμφισβήτητος ανώριμος άφθαρτος
αβλαβώς αήττητος αναντικατάστατος αξέχαστα αχαλίνωτα
αβοήθητα άηχος αναντίστοιχος αξέχαστος αχαλίνωτος
αβοήθητος άθελα αναξιόπιστος άοπλος άχαρα
άβολα αθέλητος αναξιοπρεπής αόρατος άχαρος
άβολος αθέμιτα αναξιοπρεπώς άοσμος αχόρταγα
άβουλα αθέμιτος ανάξιος απάνθρωπος αχόρταγος
άβουλος άθεος αναποφάσιστα απαράβατα άχτιστος
άβραστος αθεράπευτος αναποφάσιστος απαράβατος απουσία
άβρεχτος αθεώρητος αναρμόδιος απαραβίαστος αβεβαιότητα
άγαμος αθόρυβος ανάρμοστος απαράδεκτα αβιταμίνωση
αγέλαστος άθραυστος ανασφαλής απαράδεκτος αβουλία
αγέννητος άθρησκος ανεκτίμητος απαράλλακτα αγνωμοσύνη
αγέραστος ακαθάριστος ανέκφραστος απαράλλακτος αδιαφάνεια
άγευστος ακάθαρτος ανέλπιδος απαρηγόρητα αζημίωτο
αγιάτρευτος ακαθόριστος ανέλπιστος απαρηγόρητος αθεϊσμός
αγίνωτος άκαιρος ανέμελα απείθαρχα αθεϊστής
άγλυκος άκαμπτα ανέμελος απείθαρχος ακαθαρσία
αγνώμονας άκαμπτος ανέντιμα απειθαρχώ ακαμψία
αγνώριστος ακανόνιστος ανέντιμος απέραντος αλάθητο
αγράμματος άκαρπος ανεξάντλητος απερίγραπτος αμάθεια
άγραφος ακατάβλητα ανεξέλεγκτα απεριόριστος αναβροχιά
άγραφτος ακατάβλητος ανεξέλεγκτος απίστευτα ανακολουθία
αγύμναστος ακατάδεκτος ανέξοδος απίστευτος ανακρίβεια
αδάμαστος ακατάδεχτος ανεπαρκής άπιστος αναντιστοιχία
αδέξια ακατάληπτα ανεπαρκώς απλήρωτος αναξιοπρέπεια
αδέξιος ακατάληπτος ανέπαφος άπληστα αναποφασιστικότητα
αδέσμευτος ακαταμάχητος ανεπίδεκτος άπληστος ανασφάλεια
άδετος ακατανίκητος ανεπιθύμητος άπλυτος ανεμελιά
αδημιούργητος ακατανόητος ανεπίσημα απολίτιστος ανεντιμότητα
αδημοσίευτος ακατάπαυστος ανεπίσημος απονήρευτα ανεπάρκεια
αδιάβατος ακαταπόνητος ανεπισήμως απονήρευτος ανευθυνότητα
αδιάβλητα ακατοίκητος ανεπίτρεπτος απρόβλεπτος ανικανότητα
αδιάβλητος ακατονόμαστος ανεπρόκοπος απροσδόκητος ανισότητα
αδιάβροχο ακατόρθωτος ανεύθυνος απρόσεκτα ανοργανωσιά
αδιάβροχος άκεφος ανέφελος απρόσεκτος ανορεξία
αδιαίρετο ακήρυκτος ανέφικτα απρόσεχτα ανωριμότητα
αδιαίρετος ακήρυχτος ανέφικτος απρόσεχτος απανθρωπιά
αδιάλειπτος ακίνδυνος ανήθικα άρρυθμα απειθαρχία
αδιαλείπτως άκληρος ανήθικος άρρυθμος απεραντοσύνη
αδιάλυτος ακλόνητος ανήκουστος ασαφής απιστία
αδιαμαρτύρητα ακοινώνητος ανήλικος ασαφώς απληστία
αδιανόητος ακούνητος ανήμπορος άσεμνα απλυσιά
αδιάντροπα ακούραστος ανήξερος άσεμνος απροσεξία
αδιάντροπος άκριτα ανίατος ασήκωτος αρρυθμία
αδιάρρηκτα άκριτος ανίκανος ασήμαντος ασάφεια
αδιάρρηκτος άκτιστος ανίκητος άσημος ασημαντότητα
αδιάσειστα ακυβέρνητος άνισα άσκοπα αστάθεια
αδιάσειστος αλάνθαστα ανισόρροπος άσκοπος ασυμμετρία
αδιάσπαστος αλάνθαστος άνισος ασταθής ασυμφωνία
αδιαφανής αλύπητα ανίσχυρα ασταθώς ασυνέπεια
αδιαφανώς άλυτος ανίσχυρος αστήρικτος αϋπνία
αδιάφθορος αμαθής ανόθευτος αστήριχτος αφθαρσία

10
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·11

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αγγίζω -ομαι
άγκυρα
αγγίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ ακουμπώ κπ ή κτ με το λός, δικαιολογείται η χρήση ακόμη και ανεπί-
χέρι: Μην αγγίζετε τα εκθέματα του μουσεί- τρεπτων μέσων. ❷ (αμτβ.) γίνομαι άγιος. αγια- ¿ÁÁÈÁÌ· ➞ ·ÁÁ›˙ˆ
·ÁÁ›˙ˆ
ου! ❷ γεύομαι, δοκιμάζω: Μα ούτε που άγγι- σμός ο: ❶ η ακολουθία με την οποία ο ιερέας ·Á¤Ï·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
ξες το φαγητό σου! ❸ (μτφ.) συγκινώ: Η μου- αγιάζει το νερό, με το οποίο θα ραντίσει και ·Á¤ÏË
·Á¤ÓÂÈ· ➞ ·ÁÂÓ‹˜
σική του μας άγγιξε όλους. άγγιγμα το. θα ευλογήσει κπ ή κτ, και η αντίστοιχη τελετή: ·ÁÂÓ‹˜
αγέλη η: ομάδα από μεγάλα ζώα του ίδιου εί- Στην αρχή του σχολικού έτους γίνεται ~ στα ·Á¤ÓÓËÙÔ˜ ➞ ·-
·ÁÂÓÒ˜ ➞ ·ÁÂÓ‹˜
δους (π.χ. άλογα, λύκοι), που ζουν, μετακι- σχολεία. ❷ το αγιασμένο νερό = αγίασμα: Έχει ·Á¤Ú·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
νούνται ή βόσκουν ομαδικά: Μια ~ λύκων ~ σε ένα μπουκαλάκι. αγιότητα η. αγιοσύνη η. ·Á¤Úˆ¯· ➞ ·Á¤Úˆ¯Ô˜
·Á¤Úˆ¯Ô˜
επιτέθηκε στα πρόβατα. = κοπάδι. αγίασμα το = αγιασμός (σημ. 2). ¿Á¢ÛÙÔ˜ ➞ ·-
αγενής -ής -ές: αυτός που δεν έχει καλούς τρό- αγκάθι το: ❶ σκληρή μυτερή προεξοχή φυτού σαν ·ÁÂʇڈÙÔ˜
¿ÁÈ· ➞ ¿ÁÈÔ˜
πους = άξεστος ≠ ευγενής, ευγενικός: Είναι βελόνα: Τσιμπήθηκα στ’ αγκάθια της ακακίας. ·ÁÈ¿˙ˆ ➞ ¿ÁÈÔ˜
τόσο ~, που δε λέει ούτε καλημέρα. αγενώς ξυπόλυτος στ’ αγκάθια: για όσους εκτίθενται ·Á›·ÛÌ· ➞ ¿ÁÈÔ˜
·ÁÈ·ÛÌfi˜ ➞ ¿ÁÈÔ˜
(επίρρ.). αγένεια η: έλλειψη καλών τρόπων ≠ σε κίνδυνο χωρίς προφυλάξεις. ❷ λεπτό και ·ÁÈ¿ÙÚ¢ÙÔ˜ ➞ ·-
ευγένεια. μυτερό κόκαλο ψαριού: Μου στάθηκε ένα ~ ·Á›ÓˆÙÔ˜ ➞ ·-
·ÁÈÔÁÚ¿ÊËÛË ➞ ·ÁÈÔÁÚ·Ê›·

 Η κλίση των επιθ. σε -ής -ής -ές είναι: γεν. -ούς,


στον λαιμό. αγκαθωτός -ή -ό: αυτός που είναι
γεμάτος αγκάθια = ακανθώδης. αγκάθινος &
·ÁÈÔÁÚ·Ê›·
·ÁÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ➞ ·ÁÈÔÁÚ·Ê›·
¿ÁÈÔ˜
πληθ. ον. & αιτ. αρσ. & θηλ. -είς, ουδ. -ή, γεν. -ών. [επίσ.] ακάνθινος -η -ο: αυτός που είναι φτιαγ- ·ÁÈÔÛ‡ÓË ➞ ¿ÁÈÔ˜
Τα παραθετικά τους σχηματίζονται σε -έστερος μένος από αγκάθια: το ~ στεφάνι του Χριστού. ·ÁÈfiÙËÙ· ➞ ¿ÁÈÔ˜
·ÁοıÈ
(συγκρ.) και -έστατος (υπερθ). Ανάλογη είναι και η ακανθώδης -ης -ες: ❶ = αγκαθωτός. ❷ (μτφ.) ·ÁοıÈÓÔ˜ ➞ ·ÁοıÈ
κλίση των επιθ. σε -ης -ης -ες. αυτός που είναι πολύ δύσκολος και απαιτεί ιδι- ·ÁηıˆÙfi˜ ➞ ·ÁοıÈ
·ÁοÏË ➞ ·ÁηÏÈ¿
αίτερο χειρισμό: ~ ζήτημα.  σχ. αγενής.


·ÁηÏÈ¿
·ÁηÏÈ¿˙ˆ ➞ ·ÁηÏÈ¿
αγέρωχος -η -ο: ❶ αυτός που τον χαρακτηρίζει ·ÁοÏÈ·ÛÌ· ➞ ·ÁηÏÈ¿
περηφάνια και επιβλητικότητα: ~ ματιά. ❷ Από το ΑΕ àοÓıÈÔÓ. ·Á·ÏË
¿Á΢ڷ
(καταχρ.) αυτός που φέρεται υπεροπτικά = ·Á΢ÚÔ‚fiÏËÌ· ➞ ¿Á΢ڷ
ακατάδεχτος, αλαζονικός: Μας προσπέρασε αγκαλιά η: ❶ χώρος ανάμεσα στον κορμό και ·Á΢ÚÔ‚fiÏËÛË ➞ ¿Á΢ڷ
·Á΢ÚÔ‚ÔÏÒ ➞ ¿Á΢ڷ
με ύφος ~. αγέρωχα (επίρρ.). τα λυγισμένα χέρια ενός ανθρώπου = στήθος,
αγεφύρωτος -η -ο: αυτός που έχει με κπ άλλο αντί- αγκάλη: Έπεσε στην ~ μου. ❷ σφίξιμο ή κλεί-
θεση τόσο μεγάλη, που είναι αδύνατο να ξεπε- σιμο στην αγκαλιά κπ: Μας υποδέχτηκε με
ραστεί: Τους χωρίζει χάσμα ~ στις απόψεις. αγκαλιές και φιλιά. = αγκάλιασμα, εναγκαλι-
αγιογραφία η: ❶ η τέχνη της απεικόνισης ιερών σμός. ❸ ποσότητα ενός πράγματος που χω-
προσώπων ή θρησκευτικών σκηνών: Σπουδά- ράει σε μια αγκαλιά: Φέρε μια ~ ξύλα! ❹ (ως
ζει ~. ❷ (συνεκδ.) ζωγραφική απεικόνιση με επίρρ.) μαζί με, έχοντας στην αγκαλιά μου:
θρησκευτικό θέμα: Εκκλησία με καταπληκτι- Κοιμάται ~ με την κούκλα της. = αγκαλιαστά.
κές ~. αγιογράφος ο, η. αγιογράφηση η. αγκαλιάζω -ομαι: (μτβ.) ❶ βάζω κπ ή κτ στην
άγιος -α & αγία -ο: ❶ ΘΡΗΣΚ (για πρόσ.) αυτός αγκαλιά μου: Aγκάλιασε το παιδί. ❷ (μτφ.)
που έζησε ζωή αφιερωμένη στον Θεό και τι- περιβάλλω, τυλίγω: Το αγιόκλημα ~ τον φρά-
μάται από τη χριστιανική εκκλησία, καθώς και χτη. ❸ (μτφ.) περιβάλλω με στοργή: Όλο το
ο ναός που είναι αφιερωμένος σε αυτόν: η χωριό αγκάλιασε τους πρόσφυγες. αγκάλια-
Αγία Ειρήνη. Ο Άγιος Δημήτριος της Θεσσα- σμα το. αγκάλη η = αγκαλιά (σημ. 1).
λονίκης είναι λαμπρός ναός. ❷ ΘΡΗΣΚ αυτός αγκύλη η: κaθένα από τα σύμβολα [ ] που χρη-
που σχετίζεται με τον Θεό και τους αγίους ή σιμοποιούνται σε ζεύγη και δηλώνουν διάφο-
τη λατρεία τους: οι Άγιοι Τόποι. ❸ άνθρωπος ρες (γλωσσικές, μαθηματικές κτλ.) σχέσεις.
που έζησε ή ζει σαν άγιος: Η γιαγιά μου ήταν
άγια γυναίκα. = ευσεβής, ενάρετος. άγια
 Από το ΑΕ επίθ. àÁ·ÏÔ˜ «γαμψός».
(επίρρ.): πολύ καλά: ~ έπραξες που τον έδιω-
ξες, έτσι που σου φερόταν! καλά και ~: πολύ άγκυρα η: εξάρτημα πλοίου ή βάρκας σαν τερά-
καλά, λαμπρά. αγιάζω -ομαι • αόρ. αγίασα & στιο αγκίστρι που το ρίχνουν στον βυθό με
[λαϊκ.] άγιασα: ❶ (μτβ.) ευλογώ κτ ραντίζο- αλυσίδα ή χοντρό σχοινί, για να κρατάει το
ντάς το με αγιασμένο νερό: Τα Θεοφάνια ο πα- πλεούμενο στη θέση που είναι αραγμένο. αγκυ-
πάς άγιασε όλα τα σπίτια του χωριού. ο σκο- ροβολώ: (αμτβ.) ρίχνω την άγκυρα στον βυθό =
πός αγιάζει τα μέσα: αν ο σκοπός είναι υψη- αράζω. αγκυροβόλημα το & αγκυροβόληση η.

11
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·12

A
αγνός
άγριος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αγκώνας ο: ❶ η άρθρωση στο μέσο του μπρά- μάτων και το ίδιο το αγαθό που αποκτιέται ≠
·ÁÎÒÓ·˜ τσου του ανθρώπου και (συνεκδ.) η εξωτερι- πώληση: Η ~ πρώτης κατοικίας δε φορολογεί-
·ÁΈÓÈ¿ ➞ ·ÁÎÒÓ·˜
¿ÁÏ˘ÎÔ˜ ➞ ·- κή γωνία που σχηματίζεται στην άρθρωση ται. Σήμερα έκανα μια καλή ~. ❷ το σύνολο των
·ÁÓ¿ ➞ ·ÁÓfi˜ αυτή: Έχει τους ~ ακουμπισμένους στο τρα- αγοραπωλησιών, καθώς και των επαγγελμα-
¿ÁÓÔÈ· ➞ ·ÁÓÔÒ
·ÁÓÔÔ‡ÌÂÓË ➞ ·ÁÓÔÒ πέζι. ❷ (κατ’ επέκτ.) το τμήμα του μανικιού τιών που σχετίζονται με την αγορά (έμποροι
·ÁÓÔÔ‡ÌÂÓÔ˜ ➞ ·ÁÓÔÒ που σκεπάζει τον αγκώνα: Σακάκι τριμμένο κτλ.): Μετά τις γιορτές η ~ ήταν πεσμένη. Έχει
·ÁÓfi˜
·ÁÓfiÙËÙ· ➞ ·ÁÓfi˜ στους ~. αγκωνιά η: χτύπημα με τον αγκώνα. την εκτίμηση όλης της ~. ❸ (ειδικ.) τα μαγαζιά:
·ÁÓÔÒ αγνός -ή -ό: ❶ αυτός που δεν έχει υστεροβουλία Πήγα στην ~ για ψώνια. ❹ ΙΣΤ το κέντρο της δη-
·ÁÓÒÌÔÓ·˜ ➞ ·-
·ÁÓˆÌÔÛ‡ÓË ➞ ·- ή δόλο: Είναι ~ άνθρωπος και δεν πρόκειται να μόσιας ζωής στις αρχαίες ελληνικές πόλεις.
·ÁÓˆÌÔÛ‡ÓË σε γελάσει. = τίμιος, ειλικρινής. ❷ αυτός που αγοράζω -ομαι: (μτβ.) αποκτώ κτ καταβάλλο-
·ÁÓÒÌˆÓ ➞ ·ÁÓˆÌÔÛ‡ÓË
·ÁÓÒÚÈÛÙÔ˜ ➞ ·- δεν έχουν αλλοιωθεί οι ιδέες ή ο χαρακτήρας ντας χρήματα ≠ πουλώ = προμηθεύομαι, ψω-
¿ÁÓˆÛÙÔ ➞ ¿ÁÓˆÛÙÔ˜ του: ~ ιδεολόγος = γνήσιος, αληθινός. ❸ (για νίζω, παίρνω: ~ εμπορεύματα / τρόφιμα. αγο-
¿ÁÓˆÛÙÔ˜
¿ÁÔÓÔ˜ προϊόντα) αυτός που δεν έχει νοθευτεί: ~ μέλι ραστής ο, -άστρια η ≠ πωλητής. αγοραστικός -ή
·ÁÔÚ¿ = ανόθευτος. αγνά (επίρρ.). αγνότητα η. -ό. αγοραστικά (επίρρ.). αγοραστικότητα η.


·ÁÔÚ¿˙ˆ ➞ ·ÁÔÚ¿
·ÁÔÚ·ÛÙ‹˜ ➞ ·ÁÔÚ¿ αγνοώ -ούμαι • μππ. αγνοημένος: (μτβ.) ❶ δε
·ÁÔÚ·ÛÙÈο ➞ ·ÁÔÚ¿ γνωρίζω ≠ γνωρίζω, ξέρω: ~ το περιεχόμενο Η λ. αγορά προέρχεται από το ΑΕ ρ. àÁ›ڈ «συγκε-
·ÁÔÚ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÁÔÚ¿
·ÁÔÚ·ÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÁÔÚ¿ της επιστολής. ❷ δε δίνω σημασία: Αγνόησαν ντρώνω» και η αρχική σημασία της ήταν «συγκέ-
·ÁÔÚ¿ÛÙÚÈ· ➞ ·ÁÔÚ¿ τις προτάσεις μας. = αδιαφορώ. Ύστερα από ντρωση λαού». Συνεκδοχικά απέκτησε και τη σημα-
·ÁfiÚÈ
·ÁÔÚ›ÛÙÈη ➞ ·ÁfiÚÈ τόση δόξα, ζει αγνοημένος σε ένα χωριό. = σία «τόπος της συγκέντρωσης». Αντίστοιχα, η αρχική
·ÁÔÚ›ÛÙÈÎÔ˜ ➞ ·ÁfiÚÈ περιφρονώ. άγνοια η • γεν. & [λόγ.] αγνοίας: σημασία του αγοράζω ήταν «συχνάζω στην αγορά».
·ÁÔ˘Ú›‰· ➞ ¿ÁÔ˘ÚÔ˜
¿ÁÔ˘ÚÔ˜ το να αγνοεί (σημ. 1) κανείς κτ ≠ γνώση: Έχει
·ÁÔ˘Úˆfi˜ ➞ ¿ÁÔ˘ÚÔ˜
·ÁÚ¿ÌÌ·ÙÔ˜ ➞ ·-
πλήρη ~ των γεγονότων. εν αγνοία κάποιου: αγόρι το: ❶ αρσενικό παιδί: Στην τάξη μας
¿ÁÚ·ÊÔ˜ ➞ ·- χωρίς να το γνωρίζει κπ ≠ εν γνώσει κπ: Μην υπάρχουν λίγα ~. ≠ κορίτσι. Έχει δύο ~. =
¿ÁÚ·ÊÙÔ˜ ➞ ·-
¿ÁÚÈ· ➞ ¿ÁÚÈÔ˜
ξανανοίξεις το συρτάρι ~ μου! αγνοούμενος γιος ≠ κόρη. ❷ [οικ.] ερωτικός σύντροφος αρ-
·ÁÚÈ¿‰· ➞ ¿ÁÚÈÔ˜ ο, -η η: πρόσωπο του οποίου τα ίχνη έχουν σενικού γένους ≠ κορίτσι: Έφυγε με το ~ της.
·ÁÚ›ÂÌ· ➞ ¿ÁÚÈÔ˜
·ÁÚȇˆ ➞ ¿ÁÚÈÔ˜
χαθεί και δεν έχει δώσει ακόμη σημεία ζωής: αγορίστικος -η -ο: αυτός που αναφέρεται ή
¿ÁÚÈÔ˜ Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των ταιριάζει σε αγόρι ≠ κοριτσίστικος: ~ φωνή /
·ÁÚÈfiÙËÙ· ➞ ¿ÁÚÈÔ˜
·ÁÚȈ¿ ➞ ¿ÁÚÈÔ˜ αγνοουμένων από το ναυάγιο. τρόποι. αγορίστικα (επίρρ.): Ντύθηκε ~.
·ÁÚȈfi˜ ➞ ¿ÁÚÈÔ˜ αγνωμοσύνη η: έλλειψη διάθεσης για αναγνώ- άγουρος -η -ο: ❶ (για καρπούς) αυτός που δεν
·ÁÚ›ˆ˜ ➞ ¿ÁÚÈÔ˜
ριση ή για ανταπόδοση ευεργεσίας = αχαρι- έχει ωριμάσει = αγίνωτος ≠ ώριμος, γινωμέ-
στία ≠ ευγνωμοσύνη: Η ~ εκείνου που ευερ- νος: ~ μήλο. ❷ (μτφ., για πρόσ.) αυτός που δεν
γετήθηκε προκαλεί πικρία στον ευεργέτη. ωρίμασε ακόμη σωματικά ή πνευματικά =
αγνώμων & [οικ.] -ονας -ων -ον = αχάριστος. ανώριμος, άπειρος ≠ ώριμος, μεστός, έμπει-
άγνωστος -η -ο: αυτός του οποίου αγνοούμε την ρος: ~ παλικαράκι. αγουρίδα η: άγουρος
ύπαρξη, τις ιδιότητες ή τα γνωρίσματα ≠ γνω- καρπός. αγουρωπός -ή -ό.
στός: Το θύμα ήταν άντρας, αγνώστων λοι-
πών στοιχείων. άγνωστος ο: ❶ πρόσωπο που
συναντάμε πρώτη φορά ή που δε γνωρίζουμε
 Τόσο η λ. άγουρος όσο και η λ. αγόρι προέρχονται από
την ΑΕ ôˆÚÔ˜ «αυτός που δεν είναι στην ώρα του,
την ταυτότητά του = ξένος: Μη μιλάς σε όχι ώριμος».
αγνώστους! ❷ ΜΑΘ μέγεθος που εμφανίζεται
σε πρόβλημα και του οποίου ζητείται ο προσ- άγριος -α -ο: ❶ (για ζώα ή φυτά) αυτός που δεν
διορισμός: Ο ~ χ. άγνωστο το: τόπος τον έχει υποστεί την παρέμβαση του ανθρώπου: ~
οποίο δεν έχουμε επισκεφτεί ή κατάσταση άλογο ≠ εξημερωμένος. ~ βλάστηση. ≠ ήμερος
από την οποία δεν έχουμε εμπειρίες: Πάμε ❷ αυτός που προξενεί φόβο ≠ ήμερος: ~ όψη.
στο ~ με βάρκα την ελπίδα. Τον φοβίζει το ~. ❸ (για κατάσταση ή φαινόμενο) αυτός που χα-
άγονος -η -ο: ❶ (για τόπο) αυτός που δεν πα- ρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση ή σφοδρότη-
ράγει γεωργικά προϊόντα = χέρσος ≠ εύφο- τα: ~ ξυλοδαρμός / αέρας. ❹ (για υλικό αντικ.)
ρος, γόνιμος: ~ χωράφι. ❷ (μτφ.) αυτός που αυτός που έχει μικρές ανωμαλίες στην επιφά-
δε φέρνει αποτέλεσμα: ~ συζήτηση = άκαρ- νειά του: ~ επιδερμίδα = τραχύς ≠ λείος, απα-
πος, ατελέσφορος. λός. ❺ (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται σε πρω-
αγορά η: ❶ απόκτηση αγαθών με καταβολή χρη- τόγονο επίπεδο πολιτισμού: οι ~ φυλές της

12
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·13

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αγρός
αγωγός
Αφρικής = πρωτόγονος. άγρια (επίρρ.) αγρίως σαν για την τήρηση της τάξης. = επαγρυπνώ ≠
(επιρρ., μόνο στις σημ. 2 & 3). Τον κοίταξε ~. εφησυχάζω, αδρανώ. αγρύπνια & αγρυπνία η. ·ÁÚfi˜
·ÁÚfiÙ˘ ➞ ·ÁÚfi˜
Ξυλοκοπήθηκε ~. αγριότητα η: ❶ η ιδιότητα του
άγριου: Κατέστειλαν την εξέγερση με μεγάλη ~.
❷ συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) πολύ σκληρή και
 Η ΑΕ λ. ôÁÚ˘ÓÔ˜ (σύνθετη από τα àÁÚfi˜ + ≈ÓÔ˜)
·ÁÚÔÙÈ¿ ➞ ·ÁÚfi˜
·ÁÚÔÙÈÎfi ➞ ·ÁÚfi˜
·ÁÚÔÙÈÎfi˜ ➞ ·ÁÚfi˜
είχε αρχική σημασία «αυτός που κοιμάται στους ·ÁÚfiÙÈÛÛ· ➞ ·ÁÚfi˜
απάνθρωπη πράξη = ωμότητα, θηριωδία: Οι αγρούς». ¿ÁÚ˘Ó· ➞ ¿ÁÚ˘ÓÔ˜
·ÁÚ˘Ó›· ➞ ¿ÁÚ˘ÓÔ˜
επιδρομείς διέπραξαν αγριότητες. αγριάδα η: ·ÁÚ‡ÓÈ· ➞ ¿ÁÚ˘ÓÔ˜
(για άνθρ. ή ζώο) σκληρότητα στο παρουσια- αγχιστεία η: ΝΟΜ συγγένεια που δημιουργείται ¿ÁÚ˘ÓÔ˜
·ÁÚ˘ÓÒ ➞ ¿ÁÚ˘ÓÔ˜
στικό ή στη συμπεριφορά: Tα λόγια του ήταν με τον γάμο (συγγένεια με τους συγγενείς του ·Á‡ÌÓ·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
όλο ~. αγριεύω -ομαι: ❶ (μτβ.) κάνω κπ επιθε- ή της συζύγου), συνήθ. στην έκφρ. συγγένεια ·Á¯ÈÛÙ›·
¿Á¯Ô˜
τικό: Την αγρίεψες τη γάτα και γι’ αυτό σε γρα- εξ αγχιστείας (σε αντίθεση με τη συγγένεια εξ ·Á¯Ò‰Ë˜ ➞ ¿Á¯Ô˜
τσούνισε. = εξαγριώνω. ❷ (αμτβ.) γίνομαι επι- αίματος). ·Á¯ÒÓˆ ➞ ¿Á¯Ô˜
·Á¯ˆÙÈο ➞ ¿Á¯Ô˜
θετικός: Το σκυλί ~, μόλις το πειράξει κανείς. άγχος το • γεν εν. άγχους, πληθ. άγχη: έντονη κα- ·Á¯ˆÙÈÎfi˜ ➞ ¿Á¯Ô˜
❸ παθ. (αμτβ.) φοβάμαι: Αγριεύτηκα μέσα στο τάσταση αγωνίας για κτ ή κατάσταση ανασφά- ·ÁˆÁ‹
·ÁÒÁÈÌÔ˜ ➞ ·ÁˆÁfi˜
σκοτάδι. ❹ (αμτβ.) έχω ή παίρνω άγρια όψη: λειας γενικότερα: Οι νέοι έχουν ~ για την επαγ- ·ÁˆÁÈÌfiÙËÙ· ➞ ·ÁˆÁfi˜
Αγρίεψες με τη γενειάδα. ❺ (αμτβ., κυρ. για και- γελματική τους αποκατάσταση. αγχώνω -ομαι: ·ÁˆÁfi˜

ρικές συνθήκες) γίνομαι χειρότερος = χειροτε- ❶ (μτβ.) προκαλώ άγχος: Μου θυμίζεις κάθε τό-
ρεύω, επιδεινώνομαι: Ο καιρός ~ και το πάει σο τι πρέπει να κάνω και με ~! ❷ παθ. (αμτβ.)
για καταιγίδα. αγρίεμα το. αγριωπός -ή -ό. κυριεύομαι από άγχος = ανησυχώ: Μην αγχώ-
αγριωπά (επίρρ.). νεσαι, όλα θα πάνε καλά! αγχωτικός -ή -ό &

 Η ΑΕ λ. ôÁÚÈÔ˜ παράγεται από τη λ. àÁÚfi˜ και εί-


αγχώδης -ης -ες: αυτός που προκαλεί ή που χα-
ρακτηρίζεται από άγχος: Δεν αντέχω τον ~ τρό-
χε τη σημασία «αυτός που ζει στους αγρούς». πο ζωής.  σχ. αγενής. αγχωτικά (επίρρ.).

αγρός ο: ❶ έκταση γης κατάλληλη για καλλιέρ-


 Όταν μιλάμε για πρόσωπα, αγχωτικός ή αγχώδης
γεια = χωράφι. αγρόν ηγόρασε: για κπ που είναι αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από άγχος.
αδιαφορεί για κτ σημαντικό. ❷ πληθ. η ύπαι- Εκείνος που έχει άγχος μόνο σε κπ δεδομένη στιγ-
θρος, σε αντιδιαστολή προς την πόλη: Την μή είναι αγχωμένος: Αύριο δίνει εξετάσεις και εί-
άνοιξη οι ~ γεμίζουν λουλούδια. αγρότης ο, ναι αγχωμένος.
-ισσα η: πρόσωπο που ασχολείται επαγγελ-
ματικά με σχετικές με τους αγρούς εργασίες: αγωγή η: ❶ σύνολο ενεργειών με σκοπό τη δια-
Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι είναι ~. αγρο- παιδαγώγηση του ανθρώπου: Η ~ δίνεται στο
τικός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει σχέση με τους παιδί από την οικογένεια. ❷ (συνεκδ.) τρόπος
αγρότες ή με το επάγγελμά τους: ~ μηχανή- συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα της διαπαιδα-
ματα / προϊόντα / συνεταιρισμός / νομοθεσία. γώγησης = τρόποι, ανατροφή: Έχει πολύ καλή
❷ αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στους ~. ❸ ΙΑΤΡ μέθοδος θεραπείας: θεραπευτική ~. ❹
αγρούς ≠ αστικός: ~ έκταση / πληθυσμός / φυ- ΝΟΜ προσφυγή σε δικαστήριο για τη διεκδίκη-
λακές. αγροτικό το: ❶ υποχρεωτική υπηρεσία ση ή την προστασία δικαιώματος: Έκανε ~ δια-
νέου γιατρού στην επαρχία: Κάνει το ~ του σε ζυγίου. πολιτική ~: ΝΟΜ ο συνήγορος εκείνου
ένα χωριό της Κοζάνης. ❷ ημιφορτηγό για που κάνει την αγωγή.  σχ. διεξάγω.
αγροτικές εργασίες. αγροτιά η: το σύνολο ή η
κοινωνική τάξη των αγροτών: H ~ παλεύει
 Από το ΑΕ ρ. ôÁˆ, το οποίο είχε αρχική σημασία
για τα δικαιώματά της. «οδηγώ, μεταφέρω», ενώ σταδιακά απέκτησε τη
άγρυπνος -η -ο: ❶ (για πρόσ.) αυτός που δεν κοι- σημ. «κατευθύνω» (κυριολ. & μτφ.) και στη συνέ-
μάται ή δεν κοιμήθηκε τη νύχτα = άυπνος, ξύ- χεια αποτέλεσε βασική έννοια της Ηθικής σε συ-
πνιος, ξάγρυπνος: Έμεινα ~ από την αγωνία. νάρτηση με το ήθος (χαρακτήρας, συμπεριφορά
❷ αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ετοιμό- των ανθρώπων).
τητας: διακριτική, αλλά ~ ματιά. άγρυπνα
(επίρρ. στη σημ. 2): Παρακολουθώ ~ την πρό- αγωγός ο: ❶ σωλήνας για υγρό ή αέριο: Έσπα-
οδό σας. αγρυπνώ: (αμτβ.) μένω άγρυπνος: σε ο ~ του νερού. ❷ ΦΥΣ κάθε υλικό σώμα που
Αγρυπνήσαμε εξαιτίας του σεισμού. = ξαγρυ- επιτρέπει τη διέλευση ορισμένης ενέργειας
πνώ ≠ κοιμάμαι. Οι αστυνομικοί αγρυπνού- (ηλεκτρικής, θερμικής κτλ.): Το μέταλλο είναι

13
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·14

A
αγώνας
αδέσποτος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

καλός ~ της θερμότητας. αγώγιμος -η -ο: ΦΥΣ (μτφ., μτβ.) αφήνω κπ έκθετο: Ο πρωθυπουρ-
·ÁÒÓ·˜ αυτός που επιτρέπει τη διέλευση ενέργειας γός άδειασε τον υπουργό ρίχνοντάς του την
·ÁˆÓ›·
·ÁˆÓ›˙ÔÌ·È ➞ ·ÁÒÓ·˜ από μέσα του: ~ σώμα. αγωγιμότητα η: ΦΥΣ ευθύνη. ❺ (μτβ.) [οικ.] έχω χρόνο: Ο διευθυ-
·ÁÒÓÈÛÌ· ➞ ·ÁÒÓ·˜ η ιδιότητα των σωμάτων να είναι αγωγοί ντής έχει δουλειά και δεν αδειάζει να σε δει. =
·ÁˆÓÈÛÙ‹˜ ➞ ·ÁÒÓ·˜
·ÁˆÓÈÛÙÈο ➞ ·ÁÒÓ·˜ (σημ. 2): Ο χαλκός έχει μεγάλη ~. ευκαιρώ. αδειανός -ή -ό = άδειος.
·ÁˆÓÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÁÒÓ·˜ αγώνας ο: ❶ έντονη προσπάθεια, ατομική ή συλ- αδέκαστος -η -ο: αυτός που δε μεροληπτεί =
·ÁˆÓÈÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÁÒÓ·˜
·ÁˆÓ›ÛÙÚÈ· ➞ ·ÁÒÓ·˜ λογική, για την επίτευξη ενός δύσκολου σκο- ακέραιος, δίκαιος: Οι δικαστές πρέπει να εί-
·ÁˆÓÈÒ ➞ ·ÁˆÓ›· πού: Έκανε μεγάλο ~ να περάσει στο πανεπι- ναι πάντα αδέκαστοι. αδέκαστα (επίρρ.).


·ÁˆÓÈ҉˘ ➞ ·ÁˆÓ›·
·ÁˆÓȈ‰Ò˜ ➞ ·ÁˆÓ›· στήμιο. δικαστικός/απελευθερωτικός ~. ❷ ΑΘΛ
·‰¿Ì·ÛÙÔ˜ ➞ ·- α. συναγωνισμός αθλητών με στόχο τη νίκη: Από το στερητ. à + ‰Âο˙ˆ «διαφθείρω» της AE ελλ.
¿‰ÂÈ·
·‰ÂÈ¿˙ˆ ➞ ¿‰ÂÈÔ˜ Ήρθε πρώτος σε ~ δρόμου. β. συνάντηση αντί-
·‰ÂÈ·Ófi˜ ➞ ¿‰ÂÈÔ˜ παλων ομάδων = παιχνίδι, ματς: Ο ~ έληξε αδελφός & -ρφός ο, αδελφή & -ρφή η, αδέλφι &
¿‰ÂÈÔ˜
·‰¤Î·ÛÙ· ➞ ·‰¤Î·ÛÙÔ˜ ισόπαλος. αγωνίζομαι: (αμτβ.) ❶ κάνω αγώνα -ρφι το: ❶ πρόσωπο που γεννήθηκε από τους
·‰¤Î·ÛÙÔ˜ (σημ. 1): Αγωνίστηκε, για να σπουδάσει τα παι- ίδιους γονείς ή μόνο από τον ίδιο πατέρα ή
·‰ÂÏÊ‹ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰¤ÏÊÈ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ διά του. ❷ συμμετέχω σε αγώνα (σημ. 2): Η την ίδια μητέρα. ❷ αρσ. & θηλ. καλόγερος ή
·‰ÂÏÊÈο ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ ομάδα ~ εκτός έδρας. αγώνισμα το: άθλημα: Το καλόγρια: H ~ Mαρία προσεύχεται. ❸ θηλ.
·‰ÂÏÊÈÎfi˜ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰ÂÏÊfi˜ ~ της σκυταλοδρομίας είναι ομαδικό. αγωνι- νοσοκόμα: ~, μου δίνετε το θερμόμετρο;
·‰ÂÏÊÔÛ‡ÓË ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ στής ο, αγωνίστρια η. αγωνιστικός -ή -ό. αγω- αδελφικός & -ρφικός -ή -ό: ❶ αυτός που ανα-
·‰ÂÏÊfiÙËÙ· ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰ÂÏÊÒÓˆ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ νιστικά (επίρρ.). αγωνιστικότητα η. φέρεται στα αδέρφια: H ~ αγάπη είναι πολύ
·‰¤Ó·˜ αγωνία η: ταραχή που οφείλεται στην αναμονή δυνατή. ❷ (μτφ.) για πολύ θερμές ή αγνές
·‰¤ÍÈ· ➞ ·-
·‰¤ÍÈ· ➞ ·‰¤ÍÈÔ˜ κπ εξέλιξης ή στην ανησυχία για το μέλλον: σχέσεις και συναισθήματα: Είναι ~ φίλες. Της
·‰¤ÍÈÔ˜ ➞ ·-
·‰¤ÍÈÔ˜
Έχω ~ για τα αποτελέσματα. αγωνιώ • μόνο έδωσε ένα ~ φιλί. αδελφικά & -ρφικά
·‰ÂÍÈfiÙËÙ· ➞ ·‰¤ÍÈÔ˜ ενστ. και πρτ.: έχω αγωνία = ανησυχώ: ~ για (επίρρ.). αδελφοσύνη & -ρφοσύνη η. αδελ-
·‰ÂÚÊ‹ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰¤ÚÊÈ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
το ενδεχόμενο νέου σεισμού. αγωνιώδης -ης φώνω & αδρφώνω: (μτβ.) συμφιλιώνω. αδέρ-
·‰ÂÚÊÈο ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ -ες.  σχ. αγενής. αγωνιωδώς (επίρρ.). φωμα το. αδελφός -ή -ό: αυτός που έχει κοι-
·‰ÂÚÊÈÎfi˜ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰ÂÚÊfi˜ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
άδεια η • γεν. & [λόγ.] αδείας: ❶ παραχώρηση νή καταγωγή, δεσμούς ή χαρακτηριστικά με
·‰ÂÚÊÔÛ‡ÓË ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ σε κπ του δικαιώματος να πει ή να κάνει κτ κπ ή κτ άλλο: ~ λαοί / γλώσσες / κόμματα.
·‰¤Úʈ̷ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜
·‰ÂÚÊÒÓˆ ➞ ·‰ÂÏÊfi˜ = συγκατάθεση: Ζητώ την ~ να μιλήσω. ❷ (ει- αδελφότητα η: σύλλογος με σκοπό τη φιλαν-
·‰¤ÛÌ¢ÙÔ˜ ➞ ·- δικ.) διοικητική πράξη που παρέχει σε κπ το θρωπία ή την αλληλοϋποστήριξη.


·‰¤ÛÔÙÔ˜
¿‰ÂÙÔ˜ ➞ ·- δικαίωμα για κπ δραστηριότητα, και το σχε-
·‰ËÌÈÔ‡ÚÁËÙÔ˜ ➞ ·- τικό έγγραφο: πολεοδομική ~. ~ οδήγησης. ❸ Η ΑΕ λ. à‰ÂÏÊfi˜ παράγεται από το προσθετικό à
·‰ËÌÔÛ›Â˘ÙÔ˜ ➞ ·-
το δικαίωμα κπ να απουσιάσει από την ερ- + δελφύς «μήτρα» και σημαίνει «αυτός που βγήκε
γασία ή την υπηρεσία του, και το χρονικό από την ίδια μήτρα».
διάστημα της απουσίας: Ο αρμόδιος υπάλ-
ληλος λείπει σε ~. αδένας ο: ΑΝΑΤ όργανο των ανθρώπων και των

 Η ΑΕ λ. ô‰ÂÈ· που αρχικά σήμαινε «αφοβία» και


ζώων, που εκκρίνει ουσίες απαραίτητες για
τη λειτουργία του οργανισμού: ενδοκρινείς /
στη συνέχεια «ελευθερία και εξασφάλιση δικαιωμά- σιελογόνοι / ιδρωτοποιοί αδένες.
των», προέρχεται από το στερητ. à + δέος «φόβος». αδέξιος -α -ο: ❶ αυτός που δεν μπορεί να κά-
νει κτ σωστά ή επιτυχημένα ≠ επιδέξιος: Εί-
άδειος -α -ο: = αδειανός, κενός ≠ γεμάτος, πλή- ναι ~ οδηγός. ❷ αυτός που δεν έχει χάρη =
ρης ❶ αυτός που δεν έχει περιεχόμενο: ~ συρ- άχαρος, άγαρμπος: ~ χορευτής. αδέξια
τάρι. ❷ (για χώρο) αυτός που δεν έχει ανθρώ- (επίρρ.). αδεξιότητα η.
πους ή έχει ελάχιστους: Το λεωφορείο ήταν ~. αδέσποτος -η -ο: ❶ (για ζώο) αυτός που δεν έχει
❸ (μτφ.) αυτός που δεν έχει βαθύτερο συναι- ιδιοκτήτη και περιφέρεται στους δρόμους: ~
σθηματικό ή πνευματικό περιεχόμενο: H ζωή σκύλος. ❷ (για σφαίρα, βλήμα) αυτός που δεν
του κυλάει ~, χωρίς σκοπό. αδειάζω: ❶ (μτβ.) έχει σαφή προέλευση ή στόχο: Σκοτώθηκε
αφαιρώ από κτ όλο το περιεχόμενο ≠ γεμίζω: από ~ σφαίρα.
Άδειασε τη βαλίτσα σου! ❷ (αμτβ.) μένω άδει-
ος ≠ γεμίζω: Στη στιγμή τα πιάτα άδειασαν. ❸
 Από το στερητ. à + ‰ÂÛfiÙ˘ «κύριος, ιδιοκτήτης»
(αμτβ., για χώρο) μένω χωρίς ανθρώπους ≠ γε- της AE ελλ.
μίζω: Τα χωριά αδειάζουν σιγά σιγά. ❹ [λαϊκ.]

14
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·15

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αδιάβαστος
αδρανής
αδιάβαστος -η -ο: ❶ (για μαθητές) αυτός που δρομάκι. (& μτφ.): ~ κατάσταση. αδιέξοδο το:
δεν είναι προετοιμασμένος για το μάθημα ≠ ❶ δρόμος χωρίς διέξοδο: Δε βγάζει πουθενά, ·‰È¿‚·ÛÙÔ˜
·‰È¿‚·ÙÔ˜ ➞ ·-
διαβασμένος: Πήγα στο σχολείο ~. ❷ (μτφ.) είναι ~. ❷ (μτφ.) πολύ δύσκολη κατάσταση, ·‰È¿‚ÏËÙ· ➞ ·-
αυτός που δεν έχει επαρκή πληροφόρηση για χωρίς λύση: Βρίσκεται σε οικονομικό ~. ·‰È¿‚ÏËÙÔ˜ ➞ ·-
·‰È¿‚ÚÔ¯Ô ➞ ·-
κτ: Πιάστηκε ~ σε θέμα της αρμοδιότητάς του. άδικος -η -ο: ❶ αυτός που είναι αντίθετος με το ·‰È·‚ÚÔ¯ÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ
❸ αυτός που δεν τον έχουν διαβάσει: ~ μέ- δίκαιο και τους ηθικούς νόμους ≠ δίκαιος: ·‰È¿‚ÚÔ¯Ô˜ ➞ ·-
·‰È·ıÂÛ›· ➞ ·‰È¿ıÂÙÔ˜
νουν τα βιβλία του. ❹ [λαϊκ.] αυτός που τον Παίρνοντας συνέχεια το μέρος της, γίνεσαι ~ ·‰È¿ıÂÙÔ˜
έθαψαν χωρίς να του διαβάσουν τη νεκρώσι- με τους άλλους. ❷ αυτός που δεν έχει αποτέ- ·‰È·ıÂÙÒ ➞ ·‰È¿ıÂÙÔ˜
·‰È·›ÚÂÙÔ ➞ ·-
μη ακολουθία: Πήγε ~! λεσμα = μάταιος, χαμένος: Προσπάθησα να ·‰È·›ÚÂÙÔ˜ ➞ ·-
αδιάθετος -η -ο: ❶ αυτός που είναι ελαφρά άρ- του αλλάξω γνώμη, αλλά ~ κόπος!  σχ. ·‰È¿ÎÔ· ➞ ·‰È¿ÎÔÔ˜
·‰È¿ÎÔÔ˜
ρωστος: Ήμουν ~ και δεν ήρθα. ❷ αυτός που άνομος. άδικα & (σημ. 2) αδίκως (επίρρ.). άδι- ·‰È·ÎÚÈÛ›· ➞ ·‰È¿ÎÚÈÙÔ˜
έχει μείνει απούλητος: ~ προϊόν. ❸ αυτός που κο το: πράξη αντίθετη προς το δίκαιο από ·‰È¿ÎÚÈÙ· ➞ ·‰È¿ÎÚÈÙÔ˜
·‰È¿ÎÚÈÙÔ˜
δεν έχει χρησιμοποιηθεί: ~ κεφάλαια. αδιαθε- ηθική άποψη: Το ~ δεν το θέλει κανείς. αδι- ·‰È·ÎÚ›Ùˆ˜ ➞ ·‰È¿ÎÚÈÙÔ˜
σία η. αδιαθετώ (αμτβ.): γίνομαι αδιάθετος κία η: ❶ άδικη πράξη ή συμπεριφορά που πα- ·‰È¿ÏÂÈÙÔ˜ ➞ ·-
·‰È·Ï›Ùˆ˜ ➞ ·-
(σημ. 1). ραβιάζει κυρίως τους ηθικούς κανόνες περί ·‰È¿ÏÏ·ÎÙ· ➞ ·‰È¿ÏÏ·ÎÙÔ˜
αδιάκοπος -η -ο: αυτός που έχει μεγάλη διάρ- δικαίου: Έδωσε τα πάντα στη μεγάλη του κό- ·‰È¿ÏÏ·ÎÙÔ˜
·‰È·ÏÏ·Í›· ➞ ·‰È¿ÏÏ·ÎÙÔ˜
κεια και συνεχίζεται χωρίς διακοπές = συνε- ρη και νιώθει τύψεις για την ~ που έκανε στη ·‰È¿Ï˘ÙÔ˜ ➞ ·-
χής, αδιάλειπτος: Με ~ προσπάθεια ξεπέρα- μικρή. ❷ (συνεκδ.) γεγονός αντίθετο με τις ·‰È·Ì·ÚÙ‡ÚËÙ· ➞ ·-
·‰È·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÙ· ➞ ·‰È·ÌÊÈ-
σε όλα τα εμπόδια. αδιάκοπα (επίρρ.). προσδοκίες μας: Αυτό που συνέβη είναι με- Û‚‹ÙËÙÔ˜
αδιάκριτος -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται γάλη ~. αδικώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ διαπράττω ·‰È·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÙÔ˜
·‰È·ÓfiËÙÔ˜ ➞ ·-
από έλλειψη λεπτότητας και ενοχλητική πε- αδικία σε βάρος κπ: Ο διαιτητής μας αδίκη- ·‰È¿ÓÙÚÔ· ➞ ·-
·‰È¿ÓÙÚÔÔ˜ ➞ ·-
ριέργεια ≠ διακριτικός: Την κοίταζε με τρό- σε. ❷ αποδίδω σε κπ κακές προθέσεις, ιδιό- ·‰È¿ÚÚËÎÙ· ➞ ·-
πο ~. αδιάκριτα (επίρρ.): χωρίς διακριτικό- τητες ή ενέργειες που δεν ανταποκρίνονται ·‰È¿ÚÚËÎÙÔ˜ ➞ ·-
·‰È¿ÛÂÈÛÙ· ➞ ·-
τητα ≠ διακριτικά: Μην κοιτάς έτσι ~! αδια- στην πραγματικότητα: Mε ~, όταν μου κατα- ·‰È¿ÛÂÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
κρίτως (επίρρ.): χωρίς διάκριση: Σας αφορά λογίζεις αδιαφορία. ❸ κάνω κπ ή κτ να φαί- ·‰È¿Û·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
·‰È·Ê¿ÓÂÈ· ➞ ·-
όλους, ~ φύλου. αδιακρισία η. νεται κατώτερο από την πραγματικότητα: Το ·‰È·Ê·Ó‹˜ ➞ ·-
αδιάλλακτος -η -ο: αυτός που δεν υποχωρεί ≠ μυθιστόρημα αδικήθηκε από τη μεταφορά του ·‰È·Ê·ÓÒ˜ ➞ ·-
·‰È¿ÊıÔÚÔ˜ ➞ ·-
διαλλακτικός: Είναι τόσο ~, που κάθε συζήτη- στην τηλεόραση. αδίκημα το: ΝΟΜ πράξη που ·‰È·ÊÈÏÔÓ›ÎËÙ· ➞ ·‰È·ÊÈ-
ση μαζί του καταλήγει σε καβγά. αδιάλλακτα παραβιάζει το δίκαιο και διώκεται ποινικά: ÏÔÓ›ÎËÙÔ˜
·‰È·ÊÈÏÔÓ›ÎËÙÔ˜
(επίρρ.). αδιαλλαξία η ≠ διαλλακτικότητα. αστικό / πειθαρχικό / ποινικό ~.


·‰È¿ÊÔÚ· ➞ ·‰È¿ÊÔÚÔ˜
αδιόρθωτος -η -ο: ❶ αυτός του οποίου τα λάθη ·‰È·ÊÔÚ›· ➞ ·‰È¿ÊÔÚÔ˜
·‰È¿ÊÔÚÔ˜
Από το στερητ. à + ‰È·ÏÏ¿ÛÛˆ «συμβιβάζω» της ΑΕ. δεν έχουν διορθωθεί ≠ διορθωμένος: Τα γρα- ·‰È·ÊÔÚÒ ➞ ·‰È¿ÊÔÚÔ˜
πτά μας είναι ακόμη αδιόρθωτα. ❷ (για ·‰È·¯ÒÚËÙÔ
·‰È¿„¢ÛÙÔ˜ ➞ ·-
αδιαμφισβήτητος -η -ο: αυτός για τον οποίο δεν πρόσ.) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώ- ·‰È¤ÍÔ‰Ô ➞ ·‰È¤ÍÔ‰Ô˜
τίθεται αμφισβήτηση = αναμφισβήτητος, ματά του: Είναι ένας ~ ψεύτης. ❸ (για κατα- ·‰È¤ÍÔ‰Ô˜
¿‰Èη ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
αδιαφιλονίκητος ≠ αμφισβητήσιμος: Η εξυ- στάσεις) αυτός που δεν μπορεί να βελτιωθεί: ·‰ÈηÈÔÏfiÁËÙ· ➞ ·-
πνάδα του είναι ~. αδιαμφισβήτητα (επίρρ.). Η οικονομία έχει χάλια ~. αδιόρθωτα (επίρρ.): ·‰ÈηÈÔÏfiÁËÙÔ˜ ➞ ·-
·‰›ÎËÌ· ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
αδιαφιλονίκητος -η -ο: αυτός που δεν μπορεί να Είναι ~ ρομαντικός. ·‰ÈΛ· ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
αμφισβητηθεί = αναμφισβήτητος, αδιαμφισβή- άδοξος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει γνωρίσει φή- ¿‰ÈÎÔ ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
¿‰ÈÎÔ˜
τητος: Έφερε ~ στοιχεία για την αθωότητά του. μη = άσημος ≠ ένδοξος, διάσημος: Παρέμεινε ·‰ÈÎÒ ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
= αδιάσειστος. αδιαφιλονίκητα (επίρρ.). ~ μέχρι τον θάνατό του. ❷ (για δυσάρεστα γε- ·‰›Îˆ˜ ➞ ¿‰ÈÎÔ˜
·‰ÈfiÚ·ÙÔ˜ ➞ ·-
αδιάφορος -η -ο: ❶ (για πρόσ.) αυτός που δε δεί- γονότα) αυτός που δεν άξιζε να τον πάθει κπ: ·‰ÈfiÚıˆÙ· ➞ ·‰ÈfiÚıˆÙÔ˜
χνει προσοχή ή φροντίδα για κπ ή κτ: Είναι ~ Ήταν οδηγός ράλι, αλλά τον βρήκε ~ θάνατος ·‰ÈfiÚıˆÙÔ˜
·‰›ÛÙ·ÎÙ· ➞ ·-
για όλα. ❷ αυτός που δεν προξενεί το ενδιαφέ- από τροχαίο. άδοξα (επίρρ.). ·‰›ÛÙ·ÎÙÔ˜ ➞ ·-
ρον: Όσα έλεγε μου ήταν ~. αδιάφορα (επίρρ.). αδρανής -ής -ές: ❶ αυτός που δεν ενεργεί, ενώ ·‰›ÛÙ·¯Ù· ➞ ·-
·‰›ÛÙ·¯ÙÔ˜ ➞ ·-
χωρίς ενδιαφέρον: Πέρασε σφυρίζοντας ~. πρέπει: Αν μείνεις ~, θα χάσεις τη δουλειά! ❷ ·‰fiÎÈÌ· ➞ ·-
αδιαφορώ (αμτβ.).  σχ. αμελώ. αδιαφορία η. ΧΗΜ αυτός που δύσκολα συμμετέχει σε χημι- ·‰fiÎÈÌÔ˜ ➞ ·-
¿‰ÔÏ· ➞ ·-
αδιαχώρητο το: κατάσταση που επικρατεί σε κές αντιδράσεις: ~ αέριο.  σχ. αγενής. ¿‰ÔÏÔ˜ ➞ ·-
χώρο με πολύ κόσμο, συνωστισμός: Μαζεύ- αδρανώ: (αμτβ.) μένω αδρανής ≠ δρω, ενεργώ. ·‰fiÌËÙÔ˜ ➞ ·-
¿‰ÔÍ· ➞ ¿‰ÔÍÔ˜
τηκε τόσος κόσμος, που δημιουργήθηκε το ~. αδράνεια η: ❶ η κατάσταση εκείνου που είναι ¿‰ÔÍÔ˜
αδιέξοδος -η -ο: αυτός από όπου δεν υπάρχει αδρανής ≠ δράση: Έπεσε σε ~ και δεν ανα-
διέξοδος: Το σπίτι τους βρίσκεται σε ένα ~ λαμβάνει καμιά πρωτοβουλία. ❷ ΦΥΣ η ιδιό-

15
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·16

Aαδρός
αεροπειρατεία
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

τητα της ύλης που κάνει τα σώματα να μη αεικίνητος -η -ο: αυτός που βρίσκεται σε διαρ-
·‰Ô‡ÏˆÙÔ˜ ➞ ·- μεταβάλλουν την κατάσταση στην οποία κή κίνηση ≠ αδρανής: Παρακολουθεί τα πά-
·‰Ú¿ ➞ ·‰Úfi˜
·‰Ú¿ÓÂÈ· ➞ ·‰Ú·Ó‹˜ βρίσκονται, παρά μόνο με την επίδραση ντα με την ~ ματιά του. αεικίνητο το: υποθε-
·‰Ú·Ó‹˜ εξωτερικής δύναμης: Όταν φρενάρουμε, το τική μηχανή που θα μπορούσε να παράγει
·‰Ú·ÓÒ ➞ ·‰Ú·Ó‹˜
όχημα συνεχίζει για λίγο την πορεία του λό- ενέργεια αδιάκοπα και χωρίς δαπάνη.


·‰Úfi˜
·‰ÚÒ˜ ➞ ·‰Úfi˜


γω της ~.
·‰˘Ó·Ì›·
·‰‡Ó·ÌÔ˜ ➞ ·‰˘Ó·Ì›· Από το AE à› «πάντοτε» + κινητός.
·‰˘Ó·Ù›˙ˆ ➞ ·‰‡Ó·ÙÔ˜ Από το στερητ. à + ‰Ú·Ó‹˜ < δραίνω (ιων. τ. του
·‰˘Ó¿ÙÈÛÌ· ➞ ·‰‡Ó·ÙÔ˜
·‰‡Ó·ÙÔ˜ δράω -á «ενεργώ, πράττω»). αέρας ο • γεν. & [λόγ.] αέρος, πληθ. αέρηδες: ❶
·‰˘Ó·ÙÒ το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη
¿‰˘ÙÔ
·ÂÈΛÓËÙÔ ➞ ·ÂÈΛÓËÙÔ˜ αδρός -ή & -ά -ό: αυτός που είναι χονδροειδής και αποτελεί την ατμόσφαιρα: Ο ~ της πόλης
·ÂÈΛÓËÙÔ˜ στην κατασκευή ή στη διάπλασή του. αδρά είναι μολυσμένος. ❷ η κίνηση του ατμοσφαι-
·¤Ú·˜
·ÂÚ¿ÙÔ˜ ➞ ·¤Ú·˜ χαρακτηριστικά: έντονα και τραχιά χαρα- ρικού αέρα με ορισμένη κατεύθυνση = άνε-
¿ÂÚÁÔ˜ ➞ Û¯. ·ÓÂÚÁ›· κτηριστικά. αδρή αμοιβή: πλουσιοπάροχη μος: Φυσάει δυνατός ~. ❸ (μτφ., για πρόσ.)
·ÂÚ›˙ˆ ➞ ·¤Ú·˜
·¤ÚÈÓÔ˜ ➞ ·¤Ú·˜ αμοιβή. σε / με αδρές γραμμές: αναφέροντας άνεση στην εμφάνιση, στη συμπεριφορά κτλ.:
·¤ÚÈÔ ➞ ·¤ÚÈÔ˜ μόνο τα σημαντικά: Μας περιέγραψε την κα- Έζησε στο εξωτερικό και απέκτησε κοσμο-
·¤ÚÈÔ˜
·ÂÚÈÔ‡¯Ô˜ ➞ ·¤ÚÈÔ˜ τάσταση ~. αδρά & -ώς (επίρρ.). πολίτικο ~. ❹ (μτφ.) τόλμη, αυτοπεποίθηση:
·ÂÚÈÛÌfi˜ ➞ ·¤Ú·˜ αδυναμία η: ❶ (για πρόσ.) έλλειψη σωματικής Μιλάει με τον ~ του ειδικού. παίρνουν τα
·ÂÚÈ҉˘ ➞ ·¤ÚÈÔ˜
·ÂÚÔÁ¤Ê˘Ú· δύναμης, ψυχικού σθένους, πνευματικής ικα- μυαλά μου αέρα: ξεπερνώ τα επιτρεπτά όρια:
·ÂÚÔ‰ÚfiÌÈÔ νότητας ή των μέσων για την αντιμετώπιση Είχε μερικές επιτυχίες και πήραν τα μυαλά
·ÂÚÔ‰˘Ó·ÌÈο ➞ ·ÂÚÔ‰˘Ó·-
ÌÈ΋ κατάστασης: Αισθάνομαι ~ σε όλο το σώμα του αέρα! αερίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ εκθέτω κτ
·ÂÚÔ‰˘Ó·ÌÈ΋
·ÂÚÔ‰˘Ó·ÌÈÎfi˜ ➞ ·ÂÚÔ‰˘Ó·-
μου. = εξασθένηση. Βρίσκεται σε ~ να πάρει στον αέρα: Άπλωσε τα σκεπάσματα για να
ÌÈ΋ μια σημαντική απόφαση. ❷ σημείο στο οποίο αεριστούν. ❷ ανανεώνω τον αέρα κλειστού
·ÂÚÔÂÈÚ·Ù›·
·ÂÚÔÂÈÚ·Ù‹˜ ➞ ·ÂÚÔÂÈÚ·-
υπάρχει ανεπάρκεια = μειονέκτημα: Το σχέ- χώρου: Αέρισες το δωμάτιο; αερισμός ο. αε-
Ù›· διο παρουσιάζει μερικές ~. ❸ ιδιαίτερη προ- ράτος -η -ο: αυτός που έχει αέρα στις σημ. 3
·ÂÚÔÂÈÚ·Ù›Ó· ➞ ·ÂÚÔÂÈ-
Ú·Ù›·
τίμηση σε κπ ή κτ, και το αντικείμενο της προ- και 4. αέρινος -η -ο: αυτός που είναι λεπτός
τίμησης: Έχει ~ στην εγγονή του. αδύναμος και ελαφρός σαν τον αέρα.
-η -ο: ≠ δυνατός ❶ αυτός που χαρακτηρίζε- αέριος -α -ο: αυτός που αποτελείται από αέρα:
ται από αδυναμία: ~ χαρακτήρας / φτερά. ❷ ~ μάζα. αέριο το: υλικό σώμα που δεν έχει
αυτός που δεν έχει ένταση: ~ ήχος. ορισμένο σχήμα ή όγκο: φυσικά / χημικά / ευ-
αδύνατος -η -ο: ❶ αυτός που έχει λεπτό σώμα γενή ~. αεριούχος -α -ο.  σχ. έχω. αεριώ-
= λιγνός, λεπτός, ισχνός ≠ παχύς, παχύσαρ- δης -ης -ες.  σχ. αγενής.
κος, χοντρός. ❷ αυτός που δεν μπορεί να αερογέφυρα η: ❶ σύστημα αεροπορικής μετα-
πραγματοποιηθεί ≠ δυνατός: Θα το κάνω - φοράς προσώπων ή φορτίων σε έκτακτες πε-
δεν είναι ~! = ακατόρθωτος. κάνω τα αδύνα- ριστάσεις: Η ανθρωπιστική βοήθεια μετα-
τα δυνατά: κάνω ό,τι μπορώ. ❸ αυτός που φέρθηκε με ~ στις σεισμόπληκτες περιοχές. ❷
υστερεί σε κπ τομέα γνώσης ≠ δυνατός: Eίναι γέφυρα πάνω από δρόμο, σιδηροδρομική
~ στα μαθηματικά. αδυνατίζω: ❶ = λεπταίνω γραμμή κτλ.: Στον κόμβο της εθνικής οδού
≠ παχαίνω, χοντραίνω. α. (αμτβ.) γίνομαι πιο υπάρχουν δύο ~.
λεπτός: Μου φαίνεται ότι αδυνάτισες. β. αεροδρόμιο το: χώρος για την προσγείωση και
(μτβ.) κάνω κπ να είναι ή να φαίνεται πιο λε- απογείωση αεροπλάνων και τη διακίνηση
πτός: Αυτό το φόρεμα σε ~. ❷ (αμτβ.) χάνω επιβατών και εμπορευμάτων = [επίσ.] αερο-
τη δύναμη ή την έντασή μου = εξασθενώ ≠ δυ- λιμένας: Αυξήθηκαν οι έλεγχοι στο ~.
ναμώνω: Αδυνάτισε το φως της λάμπας. αδυ- αεροδυναμική η: ΦΥΣ κλάδος της φυσικής που
νάτισμα το. εξετάζει τη ροή του αέρα και των αερίων, κα-
αδυνατώ • μόνο στον ενστ. και πρτ.: (μτβ.) δεν θώς και την κίνηση ενός σώματος μέσα τους:
έχω την ικανότητα ή τη δυνατότητα να κάνω Η ~ μελετά την κίνηση των αεροπλάνων. αε-
κτ: ~ να σου δανείσω τόσα χρήματα. ροδυναμικός -ή -ό. αεροδυναμικά (επίρρ.).
άδυτο το: ❶ το τμήμα του ναού στο οποίο επι- αεροπειρατεία η: βίαιη και παράνομη κατάλη-
τρέπεται να μπουν μόνο οι ιερείς. ❷ (μτφ.) ψη αεροπλάνου για την ικανοποίηση αιτήμα-
σημείο ή χώρος όπου δεν μπορεί να μπει κα- τος: Η ~ έληξε με τη σύλληψη των αεροπει-
νείς: στα άδυτα της σκέψης του. ρατών. αεροπειρατής ο, -ίνα η.

16
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·17

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αεροπλάνο
άθικτος
αεροπλάνο το: εναέριο μεταφορικό μέσο: επι- μικό στοιχείο: Το ~ αποτελεί τα τέσσερα πέμ-
βατικό / πολεμικό / βομβαρδιστικό ~. πτα του ατμοσφαιρικού αέρα. αζωτούχος -ος ·ÂÚÔÏ¿ÓÔ
·ÂÚÔÔÚ›· ➞ ·ÂÚÔfiÚÔ˜
αεροπόρος ο, η & [προφ.] -ίνα η: στρατιώτης ή -ο.  σχ. έχω. ·ÂÚÔÔÚÈÎfi˜ ➞ ·ÂÚÔfiÚÔ˜


αξιωματικός που υπηρετεί στην πολεμική ·ÂÚÔÔÚÈÎÒ˜ ➞ ·ÂÚÔfiÚÔ˜
·ÂÚÔÔÚ›Ó· ➞ ·ÂÚÔfiÚÔ˜
αεροπορία. αεροπορία η: ❶ το σύνολο των Το γαλλ. όνομα azote οφείλεται στον Γάλλο χημικό ·ÂÚÔfiÚÔ˜
αεροπλάνων και των σχετικών εγκαταστά- Lavoisier και σχηματίζεται από το ΑΕ στερητ. à + ·ÂÚfiÛ·ÎÔ˜
·ÂÚfiÛÙ·ÙÔ
σεων και υπηρεσιών μιας χώρας: πολεμική / ζωτός (< ζωή), επειδή «δεν επιτρέπει την αναπνοή». ·ÂÚÔÛÙÂÁ‹˜
πολιτική ~. ❷ (ειδικότ.) το αεροπορικό σώ- ·ÂÚÔÛÙÂÁÒ˜ ➞ ·ÂÚÔÛÙÂÁ‹˜
·ÂÚÔÛ˘ÓÔ‰fi˜
μα των ενόπλων δυνάμεων: Υπηρέτησε στην αηδία η: ❶ έντονα δυσάρεστο γευστικό αίσθη- ·ÂÙ›Ó· ➞ ·ÂÙfi˜
~. αεροπορικός -ή -ό. αεροπορικώς (επίρρ.). μα, καθώς και το αντικείμενο που προξενεί ·ÂÙfi˜


·˙ËÌ›ˆÙÔ ➞ ·-
το συναίσθημα της αποστροφής: Αυτό το γλυ- ·˙‹ÙËÙÔ˜ ➞ ·-
Τα σύνθετα αεροπορία, οδοιπορία, πεζοπορία, πρω- κό μου φέρνει ~. Αυτή η σούπα δεν τρώγεται, ·˙‡ÁÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
·˙‡ÌˆÙÔ˜ ➞ ·-
τοπορία κτλ. γράφονται με -ι- και όχι με -ει-, γιατί είναι ~! ❷ κτ ανόητο ή αποκρουστικό: Δεν ¿˙ˆÙÔ
δε σχηματίζονται από το πορεία ως β΄συνθ., αλλά μπορώ να ακούω αηδίες! Αυτό το καπέλο εί- ·˙ˆÙÔ‡¯Ô˜ ➞ ¿˙ˆÙÔ
·Ë‰‹˜ ➞ ·Ë‰›·
παράγονται από τα αεροπόρος, οδοιπόρος κτλ. ναι σκέτη ~! αηδιάζω • μππ. αηδιασμένος: ❶ ·Ë‰›·
(αμτβ.): αισθάνομαι αηδία: ~ από αυτά που ·Ë‰È¿˙ˆ ➞ ·Ë‰›·
·Ë‰È·ÛÙÈο ➞ ·Ë‰›·
αερόσακος ο: άδειο μπαλόνι στο εσωτερικό του ακούω. ❷ (μτβ.) προκαλώ σε κπ αηδία: Αυτό ·Ë‰È·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ë‰›·
αυτοκινήτου, το οποίο σε περίπτωση σύ- το φαγητό με ~. αηδιαστικός -ή -ό & [επίσ.] ·Ë‰Ò˜ ➞ ·Ë‰›·
*·ËÙfi˜ ➞ ·˚Ùfi˜
γκρουσης ενεργοποιείται και γεμίζει απότο- αηδής -ής -ές.  σχ. αγενής. αηδιαστικά & ·‹ÙÙËÙÔ˜ ➞ ·-
μα αέρα για την ασφάλεια των επιβατών. [επίσ.] αηδώς (επίρρ.). ¿Ë¯Ô˜ ➞ ·-


·ı·Ó·Û›· ➞ ·ı¿Ó·ÙÔ˜
αερόστατο το: ιπτάμενη συσκευή, η οποία απο- ∞ı¿Ó·ÙÔÈ ➞ ·ı¿Ó·ÙÔ˜
·ı¿Ó·ÙÔ˜
τελείται από σάκο που γεμίζει με αέριο ελα- Από το ΑΕ àˉ‹˜ της (< στερητ. à + w‰Ô˜ «ευχάρι-
·ı¤·ÙÔ˜
φρότερο από τον αέρα (θερμό αέρα, ήλιο κτλ.) στο συναίσθημα, ηδονή»). ·ıÂ˚ÛÌfi˜ ➞ ·-
·ıÂ˚ÛÙ‹˜ ➞ ·-
και ένα καλάθι το οποίο κρέμεται από τον σά- ¿ıÂÏ· ➞ ·-
κο και χρησιμεύει για τη μεταφορά φορτίου: αθάνατος -η -ο: ❶ αυτός που δεν υπόκειται στον ·ı¤ÏËÙÔ˜ ➞ ·-
·ı¤ÌÈÙ· ➞ ·-
Το ~ εφευρέθηκε από τους αδελφούς Μον- θάνατο ≠ θνητός: Προγραμματίζει τη ζωή του ·ı¤ÌÈÙÔ˜ ➞ ·-
γκολφιέρ. σαν να είναι ~. ❷ (μτφ.) αυτός που δε χάνει ¿ıÂÔ˜ ➞ ·-

 Η λ. είναι μετάφραση του γαλλ. aérostat, που με τη


την αξία του, δεν υπόκειται στη φθορά ή δεν
ξεχνιέται ποτέ: ~ ύφασμα: Τα έπη του Ομή-
·ıÂÚ¿¢ÙÔ˜ ➞ ·-
·ı¤ÙËÛË ➞ ·ıÂÙÒ
·ıÂÙÒ
·ıÂÒÚËÙÔ˜ ➞ ·-
σειρά του ανάγεται στο ΑΕ à¤Ú·˜ (< à‹Ú) + στατό ρου είναι ~. Aθάνατοι οι: ❶ τα μέλη της Ακα- ¿ıÈÎÙÔ˜
(< ¥ÛÙËÌÈ), δηλαδή «αυτός που στέκεται στον αέρα». δημίας Αθηνών. ❷ τα μέλη της Διεθνούς Ολυ-
Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το αερόστατο, αφού αυ- μπιακής Επιτροπής. αθανασία η.
τό κινείται, δε στέκεται στον αέρα, αλλά είναι η λ. αθέατος -η -ο: αυτός που δεν μπορούμε να τον
που τελικά επικράτησε. δούμε: η ~ πλευρά της Σελήνης. Παρακολου-
θούσε τη συζήτηση ~. ≠ εμφανής, φανερός.
αεροστεγής -ής -ές: αυτός που είναι τελείως
κλεισμένος, έτσι ώστε να είναι αδύνατη η εί-  Από τον αθέατο διαφορετικός είναι ο αόρατος, δη-
σοδος ή η διαφυγή αέρα: ~ δοχείο / συσκευα- λαδή αυτός που βρίσκεται στο οπτικό μας πεδίο, αλ-
σία.  σχ. αγενής. αεροστεγώς (επίρρ.). λά δεν μπορούμε να τον δούμε (Καθάρισα τα τζά-
αεροσυνοδός ο, η: μέλος του πληρώματος αερο- μια τόσο καλά, που έγιναν αόρατα), ενώ αφανής
πλάνου που εξυπηρετεί τους επιβάτες στη (για πρόσ.) είναι αυτός που δεν επιδιώκει την προ-
διάρκεια της πτήσης. βολή του (αφανής ήρωας) ή αυτός που απλώς δεν
αετός & αϊτός ο, αετίνα η: ❶ μεγάλο σαρκοφά- είναι γνωστός στο κοινό (ο άσημος, ο άγνωστος).
γο πτηνό, με κυρτό ράμφος, και δυνατά και
γαμψά νύχια. ❷ παιχνίδι, κυρίως από χαρτί αθετώ -ούμαι: (μτβ.) δεν ενεργώ όπως υποσχέθη-
το οποίο προσαρμόζεται σε ελαφρό σκελετό, κα = [οικ.] πατώ ≠ τηρώ: Δεν τους εμπιστεύο-
που ανυψώνεται και αιωρείται με την κίνηση μαι, γιατί ~ τις υποσχέσεις τους. αθέτηση η.
του αέρα = χαρταετός. ❸ (μτφ.) άνθρωπος πο- άθικτος -η -ο: = ανέγγιχτος, ανέπαφος ❶ αυτός
λύ έξυπνος ή εξαιρετικά κατατοπισμένος σε που δεν τον έχουν αγγίξει: Κάνει δίαιτα και
κπ τομέα = ξεφτέρι, σαΐνι: Ο νέος υπάλληλος άφησε ~ το γλυκό της. ❷ αυτός που δεν του
είναι ~ στα ηλεκτρονικά. έχουν προκαλέσει βλάβη: Ευτυχώς, οι ληστές
άζωτο το: ΧΗΜ άχρωμο και άοσμο αεριώδες χη- άφησαν ~ τη βιβλιοθήκη.

17
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·18

A
άθλημα
αιμοβόρος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

άθλημα το: δραστηριότητα που γίνεται κυρίως τηγορούμενος αθωώθηκε. αθώωση η. αθωω-
¿ıÏËÌ· με σωματικές δυνάμεις και δεξιότητες, με τικός -ή -ό. αθωωτικά (επίρρ.).
¿ıÏËÛË ➞ ¿ıÏËÌ·
·ıÏËÙ‹˜ ➞ ¿ıÏËÌ· ορισμένους κανόνες, και έχει ως στόχο την Αιγόκερος & Αιγόκερως ο • γεν. Αιγόκερου &
·ıÏËÙÈο ➞ ¿ıÏËÌ· άσκηση του σώματος, την επίτευξη καλύτε- Αιγόκερω: ❶ ΑΣΤΡΟΝ αστερισμός. ❷ ΑΣΤΡΟΛ
·ıÏËÙÈÎfi˜ ➞ ¿ıÏËÌ·
·ıÏËÙÈÛÌfi˜ ➞ ¿ıÏËÌ· ρων επιδόσεων ή την αναψυχή = αγώνισμα, το δέκατο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου, κα-
·ıÏ‹ÙÚÈ· ➞ ¿ıÏËÌ· [οικ.] σπορ: Η σκοποβολή είναι ατομικό ~, θώς και το πρόσωπο που ανήκει σε αυτό.
¿ıÏÈ· ➞ ¿ıÏÈÔ˜
¿ıÏÈÔ˜ ενώ το μπάσκετ ομαδικό. αθλητής ο, -ήτρια αιθέρας ο: ❶ ΧΗΜ α. υγρό με χαρακτηριστική
·ıÏÈfiÙËÙ· ➞ ¿ıÏÈÔ˜ η: πρόσωπο που ασκείται συστηματικά και οσμή, που χρησιμοποιείται κυρίως ως αντι-
·ıÏ›ˆ˜ ➞ ¿ıÏÈÔ˜
¿ıÏÔ˜ συμμετέχει σε αθλητικούς αγώνες. αθλητι- σηπτικό ή αναισθητικό. β. πληθ. σειρά από
·ıÏÔ‡Ì·È ➞ ¿ıÏËÌ· σμός ο: ❶ η συστηματική ενασχόληση με οργανικές ενώσεις: απλοί/μεικτοί αιθέρες. ❷
·ıfiÚ˘‚Ô˜ ➞ ·-
¿ıÚ·˘ÛÙÔ˜ ➞ ·- αθλήματα και η επίδοση σ’ αυτά: Δυστυχώς, συνήθ. πληθ. ο ουρανός: Τα αεροπλάνα διέ-
¿ıÚËÛÎÔ˜ ➞ ·- τα παιδιά μου δεν ασχολούνται με τον ~. ❷ σχιζαν τους αιθέρες. αιθέριος -α -ο: ❶ αυτός
·ıÚÔ›˙ˆ
¿ıÚÔÈÛË ➞ ·ıÚÔ›˙ˆ το σύνολο των αθλητικών δραστηριοτήτων που αναφέρεται στον αιθέρα (σημ. 1): ~ διά-
¿ıÚÔÈÛÌ· ➞ ·ıÚÔ›˙ˆ και η όλη οργάνωση του συστήματος άθλη- λυμα. ~ έλαιο: έλαιο που εξάγεται από αρω-
·ıÚÔÈÛÙÈο ➞ ·ıÚÔ›˙ˆ
·ıÚÔÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ıÚÔ›˙ˆ σης: Τα τελευταία χρόνια ο ~ στη χώρα μας ματικά φυτά και χρησιμοποείται ως φάρμα-
·ıÒ· ➞ ·ıÒÔ˜ σημειώνει μεγάλη πρόοδο. αθλούμαι: (μτβ.) κο ή αρωματικό. ❷ αυτός που έχει χάρη και
·ıÒÔ˜
·ıˆfiÙËÙ· ➞ ·ıÒÔ˜ επιδίδομαι στον αθλητισμό ή γενικά γυμνά- λεπτότητα: ~ κίνηση / ύφασμα. αιθέρια
·ıˆÒÓˆ ➞ ·ıÒÔ˜ ζομαι: ~ καθημερινά. άθληση η. αθλητικός (επίρρ. στη σημ. 2).
·ıÒˆÛË ➞ ·ıÒÔ˜
·ıˆˆÙÈο ➞ ·ıÒÔ˜ -ή -ό. αθλητικά (επίρρ.). αθλητικά τα: αθλη- αίθουσα η: μεγάλος κλειστός χώρος για συγκε-
·ıˆˆÙÈÎfi˜ ➞ ·ıÒÔ˜ τικές ειδήσεις ή αθλητικά ρούχα (κυρ. τα πα- ντρώσεις πολλών ανθρώπων: ~ δεξιώσεων /
·ÈÁfiÎÂÚÔ˜
·ÈÁfiÎÂÚˆ˜ ➞ ·ÈÁfiÎÂÚÔ˜ πούτσια). συνεδριάσεων / διδασκαλίας.
·Èı¤Ú·˜
·Èı¤ÚÈ· ➞ ·Èı¤Ú·˜
άθλιος -α -ο: ❶ αυτός που βρίσκεται σε κακή αίθριος -α -ο: αυτός που δεν έχει σύννεφα = κα-
·Èı¤ÚÈÔ˜ ➞ ·Èı¤Ú·˜ κατάσταση ή έχει κακή ποιότητα: ~ δρόμος / θαρός, ανέφελος ≠ συννεφιασμένος, νεφελώ-
·›ıÔ˘Û·
·›ıÚÈÔ˜
συνοικία / βιβλίο / γεύμα. ❷ αυτός που χαρα- δης: ~ καιρός.
·›Ì· κτηρίζεται από κακοήθεια: ~ συμπεριφορά. = αίμα το: ❶ ΒΙΟΛ το κόκκινο ζωτικό υγρό που
·ÈÌ·ÙËÚfi˜ ➞ ·›Ì·
·ÈÌ¿ÙÈÓÔ˜ ➞ ·›Ì·
κακοήθης, αχρείος. άθλια & αθλίως (επίρρ.): κυκλοφορεί στις αρτηρίες και στις φλέβες
·ÈÌ·Ù҉˘ ➞ ·›Ì· Μας συμπεριφέρθηκε ~, μόνο που δε μας των ανθρώπων και των άλλων σπονδυλω-
·È̿و̷ ➞ ·›Ì·
·ÈÌ·ÙÒÓÔÌ·È ➞ ·›Ì· έβρισε! αθλιότητα η. τών: μετάγγιση αίματος. ❷ κυρ. για συναι-
·ÈÌÔ‚fiÚÔ˜ άθλος ο: σπουδαίο ή δύσκολο κατόρθωμα: οι ~ σθήματα σε διάφορες εκφρ. όπως: πάγωσε το
·ÈÌÔ‰ÔÛ›· ➞ ·ÈÌÔ‰fiÙ˘
του Hρακλή. ~ μου & μου κόπηκε το ~: παρέλυσα από τον
αθροίζω -ομαι: (μτβ.) προσθέτω αριθμούς και φόβο μου. μου ανέβηκε το ~ στο κεφάλι: θύ-
βρίσκω το αποτέλεσμα που προκύπτει = προ- μωσα πολύ. ❸ στενή συγγένεια προσώπων,
σθέτω: Όσες φορές κι αν τα αθροίσω, λάθος κοινότητα καταγωγής ή φυλής: Γιος μου εί-
μου βγαίνουν. άθροιση η = πρόσθεση. άθροι- ναι, είναι ~ μου και τον πονάω! το ~ νερό δε
σμα το: ❶ ΜΑΘ το αποτέλεσμα της πρόσθεσης γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί είναι πολύ δυ-
= [λαϊκ.] σούμα: Το ~ των αριθμών 7 και 8 εί- νατοί. αιμάτινος -η -ο: αυτός που αποτελεί-
ναι το 15. ❷ μετρήσιμα στοιχεία που αποτε- ται από αίμα ή έχει το χρώμα του. αιματώδης
λούν μια ολότητα: Ο σκελετός του ανθρώπου -ης -ες: αυτός που έχει πολύ αίμα.  σχ. αγε-
είναι ένα ~ από οστά = σύνολο. αθροιστικός νής. αιματηρός -ή -ό: ❶ αυτός που περιέχει
-ή -ό. αθροιστικά (επίρρ.). αίμα. ❷ αυτός που προκαλεί αίμα: ~ τραύμα
αθώος -α -ο: ❶ (για πρόσ.) αυτός που κρίθηκε (ή / σύγκρουση. ❸ (μτφ.) αυτός που απαιτεί πο-
που υποστηρίζει) ότι δεν έχει κάνει ορισμένο λύ μεγάλη προσπάθεια, που είναι πολύ δύ-
κακό ≠ ένοχος: Ο κατηγορούμενος κηρύχτηκε σκολος ή έντονος: Έκανε ~ οικονομίες για να
~ από το δικαστήριο. ❷ αυτός από τον οποίο μαζέψει χρήματα για το ταξίδι του. αιματώ-
δεν υπάρχει κίνδυνος να προξενηθεί κακό = νω -ομαι: (μτβ.) τροφοδοτώ με αίμα. αιμά-
ακίνδυνος: Μας έκανε ένα ~ αστείο. ❸ (για τωμα το: ΙΑΤΡ συγκέντρωση αίματος κάτω
πρόσ.) αυτός που δεν υποπτεύεται τις κακές από το δέρμα.
προθέσεις των άλλων = εύπιστος, απονήρευ- αιμοβόρος -α -ο & [λαϊκ.] μοβόρος -α -ο: αυτός
τος, αφελής: Τον βρήκαν ~ και τον πειράζουν. που είναι απάνθρωπα σκληρός, του αρέσει η
αθώα (επίρρ.). αθωότητα η ≠ ενοχή. αθωώνω βία: Πολλοί δικτάτορες ήταν άνθρωποι ~. =
-ομαι: (μτβ.) απαλλάσσω κπ από ορισμένη κα- αιμοδιψής, κακούργος. μοβόρικος -η -ο
τηγορία σε δικαστήριο ≠ καταδικάζω: O κα- [λαϊκ.]. μοβόρικα (επίρρ.) [λαϊκ.].

18
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·19

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A



αιμοδότης

 Η ΑΕ λ. ·îÌÔ‚fiÚÔ˜ σήμαινε αρχικά «αυτός που Η λ. αίρεση προέρχεται από το AE ·îÚÔÜÌ·È «εκλέ-
αίσθηση

·ÈÌÔ‰fiÙ˘
τρέφεται με αίμα», και προέρχεται από το ·xÌ· + γω, επιλέγω» και αρχικά σήμαινε «επιλογή», σημ.
·ÈÌÔ‰ÔÙÈÎfi˜ ➞ ·ÈÌÔ‰fiÙ˘
βορά «τροφή». που περιορίστηκε στη συνέχεια στη σημ. «επιλογή ·ÈÌÔ‰fiÙÚÈ· ➞ ·ÈÌÔ‰fiÙ˘
διαφορετικού δόγματος» και τελικά «απόκλιση ·ÈÌÔÚÚ·Á›·
·ÈÌÔÚÚ·ÁÈÎfi˜ ➞ ·ÈÌÔÚÚ·Á›·
αιμοδότης ο, -ότρια η: πρόσωπο που προσφέρει από τα καθιερωμένα». ·ÈÌÔÚÚ·ÁÒ ➞ ·ÈÌÔÚÚ·Á›·
ποσότητα από το αίμα του για μετάγγιση σε ·›ÓÈÁÌ·
·ÈÓÈÁÌ·ÙÈο ➞ ·›ÓÈÁÌ·
άρρωστο: εθελοντής ~. αιμοδοσία η. αιμοδο- αίρω -ομαι • αόρ. ήρα, παθ. αόρ. ήρθην: [επίσ.] ·ÈÓÈÁÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·›ÓÈÁÌ·
τικός -ή -ό. ❶ (μτβ.) καταργώ, κάνω κτ να μην ισχύει: Λέ- ·ÈÓÈÁÌ·ÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·›ÓÈÁÌ·
¿ÈÓÙÂ ➞ ¿ÓÙÂ
αιμορραγία η: ❶ ΙΑΤΡ ροή αίματος έξω από το γεται ότι θα αρθεί η μονιμότητα των δημο- ·ÈÔÏÈÎfi˜1
σώμα ή στο εσωτερικό του λόγω ρήξης αιμο- σίων υπαλλήλων. ❷ παθ. σηκώνομαι, στην έκ- ·ÈÔÏÈÎfi˜2
·›ÚÂÛË
φόρου αγγείου: εσωτερική / εξωτερική / ακα- φρ. αίρομαι στο ύψος των περιστάσεων: ·ÈÚÂÙÈο ➞ ·›ÚÂÛË
τάσχετη ~. ❷ (μτφ.) πολύ μεγάλη απώλεια: Οι ανταποκρίνομαι με επιτυχία σε όσα απαιτούν ·ÈÚÂÙÈÎfi˜ ➞ ·›ÚÂÛË
·ÈÚÂÙfi˜ ➞ ·›ÚÂÛË
δαπάνες για εξοπλισμούς προξενούν στη χώ- οι περιστάσεις. άρση η: ❶ ανύψωση, σήκωμα: ·›Úˆ
ρα οικονομική ~. αιμορραγώ: (αμτβ.) έχω αι- ~ των χεριών. ~ βαρών: ΑΘΛ αγώνισμα στο ·ÈÛı¿ÓÔÌ·È
·›ÛıËÌ·
μορραγία. αιμορραγικός -ή -ό. οποίο ο αθλητής σηκώνει βάρη με συγκεκρι- ·ÈÛıËÌ·Ù›·˜ ➞ ·›ÛıËÌ·
αίνιγμα το: ❶ σύντομο ερώτημα με ασαφή και μένες κινήσεις: παγκόσμιος πρωταθλητής της ·ÈÛıËÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·›ÛıËÌ·
·›ÛıËÛË
παραπλανητική διατύπωση, που χρησιμοποι- ~. ❷ κατάργηση: η ~ της μονιμότητας. ·ÈÛıËÙ¿ ➞ ·›ÛıËÛË


είται ως παιχνίδι, για την άσκηση της σκέψης: ·ÈÛıËÙ‹ÚÈÔ ➞ ·›ÛıËÛË
·ÈÛıËÙ‹ÚÈÔ˜ ➞ ·›ÛıËÛË
Του έβαλα ένα ~: «ψηλός ψηλός καλόγερος Από το AE à›ڈ «σηκώνω, ανυψώνω». Με προ- ·ÈÛıËÙÈο ➞ ·ÈÛıËÙÈ΋1
και κόκαλα δεν έχει». ❷ (μτφ.) κτ που δεν θέσεις σχηματίζει σύνθετα όπως: εξαίρω, καθαίρω,
μπορούμε να καταλάβουμε ή να ερμηνεύσου- ανεξάρτητος, συνάρτηση κτλ.
με εύκολα = μυστήριο, γρίφος: Η στάση του
είναι ένα ~.  σχ. επαινώ. αινιγματικός -ή αισθάνομαι: = νιώθω ❶ (μτβ.) αντιλαμβάνομαι
-ό. αινιγματικά (επίρρ.). αινιγματικότητα η. μέσω των αισθήσεων: Αισθάνθηκα κάτι κρύο
αιολικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τους Αιο- στην πλάτη. ~ δίψα. ❷ (μτβ.) έχω κπ συναί-
λείς ή με τη χώρα τους: ~ διάλεκτος / ποίηση. σθημα: Δεν αισθάνεσαι αγωνία για τα αποτε-
αιολικός2 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τον λέσματα; ❸ (μτβ.) έχω την ικανότητα να αντι-
άνεμο ως πηγή ενέργειας: ~ ενέργεια: ενέρ- λαμβάνομαι: Η γιαγιά δεν ~ όσα γίνονται γύ-
γεια που παράγεται από την αξιοποίηση του ρω της. ❹ (μτβ.) έχω την εντύπωση, νομίζω:
ανέμου (στους ανεμόμυλους, στα ιστιοφόρα ~ ότι κάτι μου κρύβεις. ❺ (μτβ.) προαισθάνο-
κτλ.). ~ διάβρωση: ΓΕΩΛ διάβρωση των πε- μαι, διαισθάνομαι: ~ ότι κάτι δυσάρεστο θα
τρωμάτων από τη δράση του ανέμου. συμβεί. ❻ (αμτβ., + κατηγ.) βρίσκομαι σε ορι-

 Η λ. ανάγεται στον Αίολο, θεό των ανέμων.


σμένη σωματική ή ψυχική κατάσταση: ~ καλά
/ περίεργα / χαρούμενος / ξένος.
αίσθημα το: ❶ ΨΥΧ η εντύπωση που δημιουρ-
αίρεση η: ❶ ΕΚΚΛ θρησκευτική διδασκαλία ή γείται από ερέθισμα που επιδρά στα αισθητή-
δοξασία που παρεκκλίνει από τα καθιερωμέ- ρια νεύρα: το ~ του ψύχους / του πόνου / της
να δόγματα μιας θρησκείας και καταδικάζε- πείνας. ❷ συναίσθημα: Τον κατευθύνουν τα ~
ται από τους επίσημους φορείς της: Τους του. ❸ αντίληψη για κτ ή ευαισθησία σχετικά
πρώτους χριστιανικούς αιώνες παρουσιά- με κτ: το ~ της ευθύνης. το κοινό περί δικαί-
στηκαν πολλές ~. ❷ (γενικ.) κάθε θεωρία που ου ~. ❹ το ερωτικό συναίσθημα και (συνεκδ.)
αποκλίνει από τις απόψεις που είναι καθιε- το ταίρι: Παντρεύτηκαν από ~. Συνάντησε
ρωμένες ως ορθές στη φιλοσοφία, στην επι- ένα παλιό της ~. αισθηματικός -ή -ό. αισθη-
στήμη κτλ.: O τροτσκισμός θεωρήθηκε ~ από ματίας ο: άνθρωπος ευαίσθητος, με έντονα
τους ορθόδοξους κομουνιστές. ❸ [επίσ.] επι- συναισθήματα, τρυφερός ή εκδηλωτικός.
φύλαξη, σε εκφρ. όπως: υπό την ~: με την αίσθηση η: ❶ καθεμιά από τις λειτουργίες με τις
προϋπόθεση: Η πρότασή του έγινε δεκτή ~ οποίες αντιλαμβανόμαστε τα ερεθίσματα: η ~
της εξεύρεσης χρημάτων. υπό ~: σε εκκρεμό- της γεύσης/όρασης/ακοής/όσφρησης/αφής. χά-
τητα: Η δήλωση τίθεται ~ μέχρι να οριστικο- νω τις αισθήσεις μου: λιποθυμώ. έκτη ~: η ικα-
ποιηθεί. αιρετικός -ή -ό. αιρετικά (επίρρ.). νότητα να προβλέπει κπ διαισθητικά τι πρό-
αιρετός -ή -ό: [επίσ.] αυτός που εκλέγεται: ~ κειται να συμβεί. ❷ ικανότητα να αντιλαμβά-
άρχοντας. νεται κανείς κτ: η ~ του χώρου/του χιούμορ. ❸

19
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·20

A
αισθητική
αιτία
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

η υποκειμενική εντύπωση που σχηματίζει κα- πεποίθηση ότι κτ θα έχει θετική έκβαση = ελ-
·ÈÛıËÙÈ΋1 νείς για κτ: Το ταξίδι στη στεριά μου δίνει ~ πίζω, ευελπιστώ: ~ ότι θα κερδίσει τη δίκη. ❷
·ÈÛıËÙÈ΋2
·ÈÛıËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÈÛıËÙÈ΋2 ασφάλειας. ❹ εντυπωσιασμός από κτ απροσ- (αμτβ.) έχω αισιόδοξη διάθεση: Οι γιατροί ~
·ÈÛıËÙÈÎfi˜1 ➞ ·›ÛıËÛË δόκητο: Όσα είπε προκάλεσαν μεγάλη ~ στο για την πορεία του ασθενούς.
·ÈÛıËÙÈÎfi˜2 ➞ ·ÈÛıËÙÈ΋1
·ÈÛıËÙÈÎfi˜3 ➞ ·ÈÛıËÙÈ΋2 ακροατήριο. αισθητήριος -α -ο: αυτός που έχει αίσιος -α -ο: αυτός που έχει θετική κατάληξη ή
·ÈÛıËÙfi˜ ➞ ·›ÛıËÛË σχέση με τις αισθήσεις: ~ νεύρα / όργανα. αι- οδηγεί σε θετικό αποτέλεσμα = ευτυχισμένος,
·›ÛÈ· ➞ ·›ÛÈÔ˜
·ÈÛÈfi‰ÔÍ· ➞ ·ÈÛÈÔ‰ÔÍ›· σθητήριο το: ❶ καθένα από τα όργανα των αι- καλός: ~ τέλος. αίσια & αισίως (επίρρ.).
·ÈÛÈÔ‰ÔÍ›· σθήσεων: Τα μάτια είναι το ~ της όρασης. ❷ αίσχος το: ❶ ντροπή που οφείλεται σε ανήθικη,
·ÈÛÈfi‰ÔÍÔ˜ ➞ ·ÈÛÈÔ‰ÔÍ›·
·ÈÛÈÔ‰ÔÍÒ ➞ ·ÈÛÈÔ‰ÔÍ›· ικανότητα για προβλέψεις, για καίριες επιλο- άδικη ή κακή πράξη: Οι οπαδοί διαμαρτύρο-
·›ÛÈÔ˜ γές ή για κρίση = αίσθηση, διαίσθηση: Το ~ του νταν για το ~ της διαιτησίας. ❷ συνήθ. πληθ.
·ÈÛ›ˆ˜ ➞ ·›ÛÈÔ˜
·›Û¯Ô˜ κοινού είναι αλάνθαστο. αισθητός -ή -ό: ❶ αυ- ανήθικες πράξεις = αισχρότητα, αδιαντρο-
·ÈÛ¯Ú¿ ➞ ·ÈÛ¯Úfi˜ τός που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις: Η πιά, χυδαιότητα: Μάθαμε για τα αίσχη σου.
·ÈÛ¯ÚÔΤډÂÈ·
·ÈÛ¯ÚÔÎÂÚ‰‹˜ ➞ ·ÈÛ¯ÚÔΤÚ- έκρηξη έγινε ~ σε μεγάλη έκταση. = αντιληπτός. ❸ (συνεκδ.) κτ πολύ κακό από ηθική ή αι-
‰ÂÈ· ❷ (μτφ.) αυτός που είναι σημαντικός ή έντο- σθητική άποψη: Το βιβλίο ήταν ~! ❹ (ως
·ÈÛ¯Úfi˜
·ÈÛ¯ÚfiÙËÙ· ➞ ·ÈÛ¯Úfi˜ νος, ώστε να τον καταλαβαίνουμε: ~ βελτίωση επιφ.) για δήλωση αποδοκιμασίας: Το κοινό
·›ÙËÌ· ➞ ·›ÙËÛË του καιρού. ≠ ανεπαίσθητος. αισθητά (επίρρ. όρθιο φώναζε «~! ~!».
·›ÙËÛË
·ÈÙ›· στη σημ. 2): Η ποιότητά τους είναι ~ κατώτε- αισχροκέρδεια η: η επιδίωξη υπερβολικού κέρ-
·ÈÙÈ·Îfi˜ ➞ ·ÈÙ›· ρη. αισθητικός1 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με δους με παράνομα ή ανήθικα μέσα = κερδο-
·›ÙÈÔ ➞ ·ÈÙ›·
·ÈÙÈÔÏfiÁËÛË ➞ ·ÈÙÈÔÏÔÁÒ τις αισθήσεις: ~ νεύρο. σκοπία: Με την έλλειψη λαχανικών λόγω του
·ÈÙÈÔÏÔÁ›· ➞ ·ÈÙÈÔÏÔÁÒ αισθητική1 η: ❶ ΦΙΛΟΣ κλάδος της φιλοσοφίας παγετού παρουσιάστηκαν στην αγορά κρού-
·ÈÙÈÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ·ÈÙÈÔÏÔÁÒ
που ασχολείται με το ωραίο, ιδίως στην καλ- σματα ~. αισχροκερδής -ής -ές.  σχ. αγενής.
λιτεχνική δημιουργία. ❷ η ιδιαίτερη φιλοσο- αισχρός -ή -ό: αυτός που προσβάλλει την ηθι-
φική θεωρία κάποιου ή κάποιων για το κή και την αξιοπρέπεια: Ξεστόμιζε ~ βρισιές.
ωραίο ή για την τέχνη: η ~ του Πλάτωνα/του αισχρά (επίρρ.). αισχρότητα η.
Kαντ. ❸ ο ιδιαίτερος καλλιτεχνικός τρόπος αίτηση η: επίσημη γραπτή αναφορά σε υπηρε-
έκφρασης: η ~ της Αναγέννησης. ❹ το αποτέ- σία, με την οποία ζητείται κτ (ικανοποίηση
λεσμα της εφαρμογής των κανόνων της αι- νόμιμου δικαιώματος, πιστοποίηση στοιχεί-
σθητικής σε ένα αντικείμενο ή σε έναν χώρο: ων κτλ.), και (συνεκδ.) το τυποποιημένο έντυ-
η ~ των κτιρίων. αισθητικός2 -ή -ό: αυτός που πο στο οποίο αυτή διατυπώνεται γραπτά:
έχει σχέση με την αισθητική1: ~ αγωγή / αξία / Υπέβαλε ~ για έκδοση πιστοποιητικού γέννη-
συγκίνηση. αισθητικά (επίρρ.). σης. Πάρτε μια ~ και συμπληρώστε την! αί-
αισθητική2 η: η επιστήμη που ασχολείται με τον τημα το: κτ που ζητάει κπ με επίσημο τρόπο,
καλλωπισμό του προσώπου ή του σώματος: ιν- προφορικά ή γραπτά: Ο υπουργός υποσχέθη-
στιτούτο αισθητικής. αισθητικός ο, η: πρόσω- κε ότι θα ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα
πο που έχει ειδικευτεί επιστημονικά στην αι- των απεργών. = απαίτηση, διεκδίκηση. αιτού-
σθητική περιποίηση του προσώπου και του σώ- μαι • μόνο στον ενστ.: [επίσ.] (μτβ.) ζητώ: Αι-
ματος του ανθρώπου: Πήγα στην ~ για καθα- τούμαι αδείας. αιτών ο, αιτούσα η: [επίσ.]
ρισμό προσώπου. αισθητικός3 -ή -ό: αυτός που πρόσωπο που ζητά κτ σε επίσημο έγγραφο: Ο
έχει σχέση με την αισθητική2: ~ χειρουργική. ~ υπογράφει στο κάτω μέρος της σελίδας.
αισιοδοξία η: ❶ η τάση να βλέπει κανείς τον κό- αιτία η: ❶ κάθε ενέργεια, γεγονός ή φαινόμενο
σμο ή τα γεγονότα από την ευχάριστη πλευρά από το οποίο απορρέει ένα αποτέλεσμα = αί-
τους, καθώς και η πεποίθηση ότι όλα θα έχουν τιο: ~ για την απουσία της ήταν μια αρρώ-
ευνοϊκή έκβαση ≠ απαισιοδοξία: Του έχουν στια. ❷ (καταχρ.) ό,τι προβάλλεται ως αιτία
έρθει τόσες ατυχίες, και όμως διατηρεί την ~ = αφορμή, πρόφαση: Ψάχνει ~ για καβγά. ❸
του. ❷ φιλοσοφική άποψη σύμφωνα με την η ευθύνη για κτ κακό, καθώς και (συνεκδ.) το
οποία ο κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός πρόσωπο που έχει την ευθύνη: Μου ρίχνεις
και καθετί οδηγεί προς το καλό = οπτιμισμός άδικα την ~ για κτ που δεν έχω κάνει. αίτιος
≠ πεσιμισμός. αισιόδοξος -η -ο: ❶ (για πρόσ.) ο: πρόσωπο που έχει προκαλέσει ένα γεγονός
αυτός που χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία ≠ συνήθως δυσάρεστο: ~ του δυστυχήματος
απαισιόδοξος. ❷ αυτός που έχει ή εμπνέει ελ- ήταν ο οδηγός του φορτηγού. = υπαίτιος,
πιδοφόρα προοπτική: ~ πρόβλεψη/άποψη. αι- υπεύθυνος, ένοχος. αίτιο το = αιτία. αιτιώ-
σιόδοξα (επίρρ.). αισιοδοξώ: ❶ (μτβ.) έχω την δης -ης -ες.  σχ. αγενής.

20
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·21

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A



αιτιολογώ
ακαμάτης
Διαφορετική από την αιτία είναι η αφορμή, δηλαδή λογίας. ώρες αιχμής: ώρες με την περισσότε-
το τυχαίο περιστατικό που προβάλλεται ως αιτία, ρη κυκλοφοριακή κίνηση. αιχμηρός -ή -ό: ❶ ·ÈÙÈÔÏÔÁÒ
·›ÙÈÔ˜ ➞ ·ÈÙ›·
για να δικαιολογηθεί κάτι, ενώ η πραγματική αιτία αυτός που καταλήγει σε αιχμή ≠ αμβλύς: Η ·ÈÙÈ҉˘ ➞ ·ÈÙ›·
είναι διαφορετική. άκρη μιας βελόνας είναι ~. ❷ αυτός που ασκεί ·˚Ùfi˜ ➞ ·ÂÙfi˜
·ÈÙÔ‡Ì·È ➞ ·›ÙËÛË
έντονα αρνητική κριτική: Τα ~ σχόλια κατά ·ÈÙÔ‡Û· ➞ ·›ÙËÛË
αιτιολογώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ ανιχνεύω και διατυ- του προέδρου προκάλεσαν αντιδράσεις. αιχ- ·ÈÙÒÓ ➞ ·›ÙËÛË
·ÈÊÓ›‰È· ➞ ·ÈÊÓȉȿ˙ˆ
πώνω τα αίτια φαινομένου, γεγονότος κτλ.: Οι μηρότητα η. ·ÈÊÓȉȿ˙ˆ
ειδικοί προσπαθούν να αιτιολογήσουν την αιώνας ο: ❶ χρονική περίοδος εκατό ετών = ·ÈÊÓȉȷÛÌfi˜ ➞ ·ÈÊÓȉȿ˙ˆ
·ÈÊÓ›‰ÈÔ˜ ➞ ·ÈÊÓȉȿ˙ˆ
έκρηξη της εγκληματικότητας. ❷ στηρίζω κτ με εκατονταετία. ❷ απροσδιόριστα πολύ μεγάλο ·ÈÊÓȉ›ˆ˜ ➞ ·ÈÊÓȉȿ˙ˆ
λογικά επιχειρήματα: Η απόφαση δεν ήταν χρονικό διάστημα: Έναν ~ κάναμε να σε δού- ·È¯Ì·ÏˆÛ›· ➞ ·È¯Ì¿ÏˆÙÔ˜
·È¯Ì·ÏˆÙ›˙ˆ ➞ ·È¯Ì¿ÏˆÙÔ˜
επαρκώς αιτιολογημένη. = τεκμηριώνω. αιτιο- με. ❸ χρονική περίοδος με ξεχωριστή ιστορι- ·È¯Ì¿ÏˆÙÔ˜
λόγηση η. αιτιολογία η. αιτιολογικός -ή -ό. κή ταυτότητα = εποχή: ο χρυσός ~ του Περι- ·È¯Ì‹


·È¯ÌËÚfi˜ ➞ ·È¯Ì‹
κλή. ❹ ΓΕΩΛ υποδιαίρεση του χρόνου κατά ·È¯ÌËÚfiÙËÙ· ➞ ·È¯Ì‹
Το αιτιολογώ διαφέρει από το δικαιολογώ («συμ- τον οποίο δημιουργήθηκε και εξελίχθηκε η γη ·ÈÒÓ·˜
·ÈÒÓÈ· ➞ ·ÈÒÓ·˜
φωνώ με τους λόγους κπ συμπεριφοράς ή τάσσο- = εποχή: γεωλογικός ~. αιώνιος -α -ο: αυτός ·ÈÒÓÈÔ˜ ➞ ·ÈÒÓ·˜
μαι με το μέρος κπ άποψης»): αιτιολογώ την έκρη- που διαρκεί, ισχύει, έχει μια ιδιότητα κτλ. για ·ÈˆÓÈfiÙËÙ· ➞ ·ÈÒÓ·˜
·ÈˆÓ›ˆ˜ ➞ ·ÈÒÓ·˜
ξη του πολέμου σημαίνει «διατυπώνω τα αίτια που πάντα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ νε- ·ÈˆÓfi‚ÈÔ˜ ➞ ·ÈÒÓ·˜
προξένησαν τον πόλεμο», ενώ δικαιολογώ την ότητα / φοιτητής / φιλία / πρόβλημα. αιώνια & ·ÈÒÚËÛË ➞ ·ÈˆÚԇ̷È
·ÈˆÚԇ̷È
έκρηξη του πολέμου σημαίνει «δίνω δίκιο σ’ εκεί- [επίσ.] αιωνίως (επίρρ.). αιωνιότητα η: η ιδιό- ·Î·‰ËÌ·˚ο ➞ ·Î·‰ËÌ›·
νους που προκάλεσαν τον πόλεμο». τητα του αιώνιου ή πολύ μεγάλο χρονικό διά- ·Î·‰ËÌ·˚Îfi˜ ➞ ·Î·‰ËÌ›·
·Î·‰ËÌ›·
στημα. αιωνόβιος -α -ο: αυτός που ζει ή υπάρ- ·Î·ı¿ÚÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
αιφνιδιάζω -ομαι: (μτβ.) προκαλώ έκπληξη και ·Î·ı·ÚÛ›· ➞ ·-
χει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ άνθρω- ·Î¿ı·ÚÙÔ˜ ➞ ·-
αμηχανία σε κπ με απροσδόκητη ενέργεια = πος / δέντρο. ·Î·ıfiÚÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
¿Î·ÈÚÔ˜ ➞ ·-
ξαφνιάζω, εκπλήσσω: Με ένα ξαφνικό σουτ αιωρούμαι: (αμτβ.) ❶ (για πράγ.) κινούμαι αρ- ¿Î·ÎÔ˜ ➞ ·-
αιφνιδίασε την άμυνα των αντιπάλων. αιφνι- γά και χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση στον ·Î¿Ì·Ù· ➞ ·Î¿Ì·ÙÔ˜
διασμός ο. αιφνίδιος -α -ο = ξαφνικός. αιφ- ·Î·Ì¿Ù˘
αέρα ή στο νερό: Σωματίδια ~ μέσα στο νερό. ·Î·Ì¿ÙÈÛÛ· ➞ ·Î·Ì¿Ù˘
νίδια & [επίσ.] αιφνιδίως (επίρρ.). ❷ (μτφ., για κακό που πρόκειται να συμβεί)

 Από το λόγ. επίρρ. ·úÊÓ˘ που σημαίνει «ξαφνικά».


υπάρχω ως απειλή: ~ πάνω από την επιχεί-
ρηση το ενδεχόμενο της πτώχευσης. = πλα-
νιέμαι, διαφαίνομαι. αιώρηση η.
αιχμάλωτος -η -ο: ❶ αυτός που του έχουν αφαι- ακαδημία η: ❶ Ακαδημία: ανώτατο κρατικό
ρέσει την ελευθερία του με τη βία ≠ ελεύθερος: ίδρυμα που προωθεί την καλλιέργεια των
~ στρατιώτης/αγρίμι. ❷ (μτφ., κυρ. για πρόσ.) γραμμάτων, των τεχνών και των επιστημών: ~
αυτός που εξαρτάται ψυχικά, πνευματικά ή Αθηνών. Γαλλική ~. ❷ ονομασία διάφορων
υλικά από κπ ή κτ άλλο = δέσμιος, έρμαιο, επιστημονικών εταιρειών και μορφωτικών
υποχείριο: Ήταν ~ του πάθους της χαρτοπαι- ιδρυμάτων: ~ Kαλών Tεχνών. Παιδαγωγική ~.
ξίας. αιχμάλωτος ο: πρόσωπο που συλλαμβά- ❸ ΦΙΛΟΣ φιλοσοφική σχολή που ίδρυσε ο Πλά-
νεται από τους εχθρούς στον πόλεμο: ~ πολέ- των, η οποία πήρε το όνομά της από την το-
μου. Έπιασαν πολλούς αιχμαλώτους στη ποθεσία που στεγαζόταν, το άλσος του Ακα-
διάρκεια της μάχης. αιχμαλωτίζω -ομαι (μτβ.) δήμου. ακαδημαϊκός -ή -ό: ❶ αυτός που σχε-
≠ ελευθερώνω, απελευθερώνω. αιχμαλωσία η. τίζεται με την Aκαδημία: ~ βραβεία/εκδόσεις.
αιχμή η: ❶ μυτερό άκρο εργαλείου ή όπλου: Το ❷ αυτός που σχετίζεται με το πανεπιστήμιο:
κρητικό μαχαίρι έχει μία κόψη και καταλήγει Θα ακολουθήσει ~ καριέρα. ~ έτος. ~ τίτλος:
σε ~. ~ του δόρατος: (μτφ.) το πιο δυνατό ση- πτυχίο. ❸ αυτός που γίνεται σε γενικό, θεω-
μείο μιας στρατηγικής: Ο αγροτικός τομέας ρητικό επίπεδο: ~ συζήτηση κάναμε, για να πε-
αποτελεί την ~ για την ανάπτυξη της ελληνι- ράσει η ώρα. ❹ αυτός που ακολουθεί τους
κής οικονομίας. ❷ (μτφ.) φράση που κρύβει κλασικούς κανόνες της τέχνης: ~ τεχνοτροπία
κατηγορία εναντίον κπ: Στον λόγο του άφη- / ζωγραφική. ακαδημαϊκά (επίρρ. στη σημ. 3)
σε αιχμές κατά του υπουργού για την αποτυ- = θεωρητικά: Συζητούμε το θέμα εντελώς ~.
χία του σχεδίου. ❸ (μτφ.) το υψηλότερο επί- ακαδημαϊκός ο, η: τακτικό μέλος της Aκαδη-
πεδο στο οποίο φτάνει κτ: Στόχος της εται- μίας: Η ποιήτρια Κική Δημουλά εξελέγη ~.
ρείας είναι να παραμείνει στην ~ της τεχνο- ακαμάτης ο, -ισσα & -τρα η: [παρωχ.] αυτός

21
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·22

A
ακάματος
άκοπος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

που αποφεύγει τη δουλειά = τεμπέλης.  σχ. εμφανίζονται κυρίως στο πρόσωπο των εφή-
·Î¿Ì·ÙÔ˜ ακάματος. βων = μπιμπίκια. ακμάζω: (αμτβ.) βρίσκομαι
·Î·Ì¿ÙÚ· ➞ ·Î·Ì¿Ù˘
¿Î·ÌÙ· ➞ ·- ακάματος -η -ο: αυτός που δεν κουράζεται = στο ανώτατο σημείο ανάπτυξης: Τον 5ο αιώνα
¿Î·ÌÙÔ˜ ➞ ·- ακαταπόνητος, άοκνος: ~ ερευνητής. ακάμα- π.Χ. άκμασαν στην Αθήνα οι τέχνες και τα
·Î·Ì„›· ➞ ·-
·Î¿ÓıÈÓÔ˜ ➞ ·ÁοıÈ τα (επίρρ.). γράμματα. = ευδοκιμώ, ανθώ. ακμαίος -α -ο.
·Î·Óı҉˘ ➞ ·ÁοıÈ

·Î·ÓfiÓÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
¿Î·ÚÔ˜ ➞ ·- Προσοχή στην αντίθετη σημασία των δύο σχεδόν
ακολουθώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ (& με παράλ. αντικ.)
κινούμαι πίσω από κπ ή κτ προς την ίδια κα-
·Î·Ù¿‚ÏËÙ· ➞ ·- ομόηχων λέξεων ακάματος και ακαμάτης! τεύθυνση ≠ προηγούμαι, προπορεύομαι:
·Î·Ù¿‚ÏËÙÔ˜ ➞ ·-
·Î·Ù¿‰ÂÎÙÔ˜ ➞ ·- Προχώρα, και εγώ σε ~. ❷ (& με παράλ.
·Î·Ù¿‰Â¯ÙÔ˜ ➞ ·- ακατάστατος -η -ο: ❶ αυτός που δεν τακτοποιεί αντικ.) έρχομαι μετά από κπ ή κτ άλλο (σε
·Î·Ù¿ÏËÙ· ➞ ·-
·Î·Ù¿ÏËÙÔ˜ ➞ ·- τα πράγματά του, δε συγυρίζει τον χώρο του χρόνο, σειρά, τάξη) = διαδέχομαι ≠ προηγού-
·Î·Ù·Ì¿¯ËÙÔ˜ ➞ ·- ≠ τακτικός: Eίναι πολύ ~, το δωμάτιό του εί- μαι: Σας ετοιμάζουμε μια έκπληξη στο τεύ-
·Î·Ù·Ó›ÎËÙÔ˜ ➞ ·-
·Î·Ù·ÓfiËÙÔ˜ ➞ ·- ναι πάντοτε άνω κάτω. ❷ αυτός που χαρα- χος που θα ακολουθήσει. Τη συννεφιά ακο-
·Î·Ù¿·˘ÛÙÔ˜ ➞ ·- κτηρίζεται από έλλειψη τάξης ή γίνεται χωρίς λούθησε καταρρακτώδης βροχή. ❸ κινούμαι
·Î·Ù·fiÓËÙÔ˜ ➞ ·-
·Î·Ù·ÛÙ·Û›· ➞ ·Î·Ù¿- πρόγραμμα: ~ δωμάτιο. ≠ τακτικός. Κοιμάται προς κπ κατεύθυνση: Θα ακολουθήσετε αυτό
ÛÙ·ÙÔ˜ και τρώει σε ~ ώρες. ≠ τακτός. ακατάστατα τον δρόμο και θα βγείτε σε μια πλατεία. ❹
·Î·Ù¿Ûٷٷ ➞ ·Î·Ù¿-
ÛÙ·ÙÔ˜ (επίρρ.). ακαταστασία η = αταξία ≠ τάξη. συμμορφώνομαι με κτ: Δεν ακολούθησε τις
·Î·Ù¿ÛÙ·ÙÔ˜ ακέραιος -η & [επίσ.] ακεραία -ο: ❶ αυτός που οδηγίες του γιατρού. = εφαρμόζω, υιοθετώ.
·Î·ÙÔ›ÎËÙÔ˜ ➞ ·-
·Î·ÙÔÓfiÌ·ÛÙÔ˜ ➞ ·- δεν του έχει αφαιρεθεί τίποτα = ολόκληρος: ❺ (μτφ.) αρχίζω και συνεχίζω ένα επάγγελ-
·Î·ÙfiÚıˆÙÔ˜ ➞ ·- Λόγω ματαίωσης της πτήσης, οι επιβάτες έλα- μα, μια δραστηριότητα: Σκέφτομαι να ακο-
·Î¤Ú·È· ➞ ·Î¤Ú·ÈÔ˜
·Î¤Ú·ÈÔ˜ βαν ~ το αντίτιμο του εισιτηρίου. στο ~: χωρίς λουθήσω θετικές επιστήμες. ακολουθία η: ❶
·ÎÂÚ·ÈfiÙËÙ· ➞ ·Î¤Ú·ÈÔ˜
¿ÎÂÊÔ˜ ➞ ·-
παραλείψεις. ❷ αυτός που δεν έχει πάθει βλά- αδιάσπαστη διαδοχή πραγμάτων, εννοιών,
·Î‹Ú˘ÎÙÔ˜ ➞ ·- βη από το πέρασμα του χρόνου ή από ατύχημα: γεγονότων ή καταστάσεων = αλληλουχία,
·Î‹Ú˘¯ÙÔ˜ ➞ ·-
·Î›Ó‰˘ÓÔ˜ ➞ ·-
Το βυζαντινό φρούριο σωζόταν ~ σχεδόν ως τις ειρμός ≠ ανακολουθία. ❷ ομάδα ανθρώπων
·ÎÈÓËÛ›· ➞ ·Î›ÓËÙÔ˜ αρχές του 20ού αιώνα. ❸ αυτός που ενεργεί που συνοδεύουν υψηλό πρόσωπο = συνο-
·Î›ÓËÙÔ ➞ ·Î›ÓËÙÔ˜
·ÎÈÓËÙÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ
σύμφωνα με τις αρχές της τιμιότητας και της δεία: Ο Πρόεδρος ήρθε με την ~ του. ❸ ΕΚΚΛ
·Î›ÓËÙÔ˜ ειλικρίνειας = έντιμος, αδέκαστος: Είναι ~ χα- ιεροτελεστία που γίνεται σύμφωνα με ορι-
¿ÎÏËÚÔ˜ ➞ ·-
·ÎÏfiÓËÙÔ˜ ➞ ·- ρακτήρας, γι’ αυτό όλοι τον σέβονται και τον σμένο τυπικό: η ~ του εσπερινού/του όρθρου.
·ÎÌ¿˙ˆ ➞ ·ÎÌ‹ εκτιμούν. ❹ ~ αριθμός: ΜΑΘ αριθμός που δεν ακόλουθος -η -ο: αυτός που ακολουθεί. ακο-
·ÎÌ·›Ô˜ ➞ ·ÎÌ‹
·ÎÌ‹ είναι κλασματικός: Οι αριθμοί 5, 0 και -8 είναι λούθως (επίρρ.): στη συνέχεια: Παρέλαβε την
·ÎÔ‹ ➞ ·ÎÔ‡ˆ ~. ακέραια (επίρρ.). ακεραιότητα η. πρόταση, η οποία ~ θα αξιολογηθεί. ακόλου-
·ÎÔÈÓÒÓËÙÔ˜ ➞ ·-
·ÎÔÏÔ˘ı›· ➞ ·ÎÔÏÔ˘ıÒ ακίνητος -η -ο: ❶ αυτός που δεν αλλάζει θέση θος ο, η: μέλος ακολουθίας (σημ. 2).
·ÎfiÏÔ˘ıÔ˜ ➞ ·ÎÔÏÔ˘ıÒ μέσα στον χώρο: Οι απλανείς αστέρες παρα- ακόμη & ακόμα (επίρρ.): ❶ ως τώρα, μέχρι αυ-
·ÎÔÏÔ˘ıÒ
·ÎÔÏÔ‡ıˆ˜ ➞ ·ÎÔÏÔ˘ıÒ μένουν ~ στο διάστημα. ~ ή πυροβολώ! ❷ αυ- τή τη στιγμή: Eίναι ~ στη δουλειά. (κι) ~ να:
·ÎfiÌ· ➞ ·ÎfiÌË τός που είναι αναπόσπαστος από το έδαφος για ενέργεια που καθυστερεί να πραγματο-
·ÎfiÌË
·ÎÔÓ›˙ˆ και δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να μεταφερ- ποιηθεί: Τον περιμέναμε από το πρωί· βρά-
¿ÎÔ· ➞ ¿ÎÔÔ˜2 θεί ≠ κινητός: ~ περιουσία. ακίνητο το: οικο- διασε, κι ~ να φανεί. ❷ επιπλέον, περισσότε-
¿ÎÔÔ˜1
¿ÎÔÔ˜2 δόμημα ή τεμάχιο εδάφους ως περιουσιακό ρο: Bάλε λίγο κρασί ~! Θα ήθελα να προσθέ-
·ÎÔ‡ÁÂÙ·È ➞ ·ÎÔ‡ˆ στοιχείο: Έχει μεγάλη περιουσία σε ακίνητα. σω κτ ~. Ευτυχώς που προλάβαμε· λίγο ~ και
·ÎÔ‡ÁÔÌ·È ➞ ·ÎÔ‡ˆ
ακινησία η ≠ κίνηση. θα χάναμε το αεροπλάνο! ❸ για έμφαση: ~


·ÎÔ˘ÌÒ
·ÎÔ‡ÓËÙÔ˜ ➞ ·- δεν: ~ δεν ήρθες και θέλεις να φύγεις; ~ και:
·ÎÔ‡Ú·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
Ακίνητος (= ασάλευτος) είναι αυτός που δεν κι- Αυτό το κρασί ~ νεκρούς ανασταίνει.
νείται, έστω κι αν μπορεί να το κάνει, ενώ κινητός ακονίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ κάνω πιο κοφτερή την
(≠ σταθερός) είναι αυτός που μπορεί να (μετα)κι- κόψη ενός μεταλλικού κοπτικού οργάνου =
νείται ή που η κίνηση είναι μια από τις κύριες ιδιό- τροχίζω: ακονισμένο ψαλίδι/μαχαίρι. ❷ (μτφ.)
τητές του: κινητό τηλέφωνο, κινητή γέφυρα. οξύνω, εξασκώ: Παιχνίδια που ~ το μυαλό.
άκοπος1 -η -ο : αυτός που δεν έχει κοπεί ≠ κομ-
ακμή η: ❶ το ανώτατο σημείο ανάπτυξης ≠ πα- μένος: Tα φύλλα του βιβλίου είναι άκοπα.
ρακμή: ~ της καριέρας/της δόξας/του πολιτι- άκοπος2 -η -ο: αυτός που δεν απαιτεί κόπο για να
σμού. = άνθηση. ❷ ΓΕΩΜ η ευθεία γραμμή στην γίνει = ξεκούραστος ≠ κοπιαστικός, κοπιώδης:
οποία τέμνονται δύο επίπεδα: Η πυραμίδα έχει Η δουλειά είναι εύκολη κι ~. άκοπα (επίρρ.).
οχτώ ακμές. ❸ ΙΑΤΡ δερματικά εξανθήματα που ακουμπώ & -άω -ιέμαι • μππ. ακουμπισμένος:

22
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·23

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


ακούω
ακτινοβολώ
❶ (αμτβ.) α. έρχομαι σε πλάγια, καθιστή ή ξα- αμτβ.) αυξάνει η τιμή πώλησής μου: Το γάλα
πλωτή θέση, για να στηριχτώ ή να ξεκουρα- έχει ακριβύνει. ❷ (μτβ.) αυξάνω την τιμή πώ- ¿ÎÔ˘ÛÌ· ➞ ·ÎÔ‡ˆ
·ÎÔ˘ÛÙ¿ ➞ ·ÎÔ‡ˆ
στώ: Ακούμπησε στον τοίχο με την πλάτη και λησης εμπορεύματος: Οι εταιρείες ακρίβυναν ·ÎÔ˘ÛÙÈο ➞ ·ÎÔ‡ˆ
περίμενε. β. έρχομαι σε επαφή με κτ άλλο: το πετρέλαιο. ❸ (αμτβ.) γίνομαι δαπανηρός: Η ·ÎÔ˘ÛÙÈ΋ ➞ ·ÎÔ‡ˆ
·ÎÔ˘ÛÙÈÎfi ➞ ·ÎÔ‡ˆ
Βλέπουμε τα ερείπια ενός κτιρίου που ακου- ζωή ακριβαίνει όλο και πιο πολύ. ακρίβεια2 η. ·ÎÔ˘ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÎÔ‡ˆ


μπούσε στο τείχος. γ. (μτφ.) βασίζομαι στην ·ÎÔ˘ÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÎÔ‡ˆ
·ÎÔ˘ÛÙfi˜ ➞ ·ÎÔ‡ˆ
οικονομική, πολιτική ή ψυχολογική βοήθεια Προσοχή: η ακρίβεια που παράγεται από το ακρι- ·ÎÔ‡ˆ
κπ: Ακούμπα πάνω μου και όλα θα φτιάξουν! βός προφέρεται ακρί-βεια, ενώ η ακρίβεια που πα- ·ÎÚ·›· ➞ ¿ÎÚÔ
·ÎÚ·›Ô˜ ➞ ¿ÎÚÔ
❷ (μτβ.) α. βάζω κτ σε πλάγια θέση ή πάνω σε ράγεται από το ακριβής ακρί-βει-α. ¿ÎÚË
κτ άλλο, συνήθως προσωρινά: Ακούμπησε το ·ÎÚÈ·Ófi˜ ➞ ¿ÎÚË
·ÎÚÈ‚¿ ➞ ·ÎÚÈ‚fi˜
κουτί στο κρεβάτι. β. βάζω μέλος του σώμα- άκρο το: ❶ το τελευταίο σημείο ή τμήμα πράγ- ·ÎÚÈ‚·›Óˆ ➞ ·ÎÚÈ‚fi˜
τός μου πάνω σε κπ ή κτ άλλο = αγγίζω: ματος = άκρη: Το γήπεδο βρίσκεται στο δυτι- ·ÎÚ›‚ÂÈ·1 ➞ ·ÎÚÈ‚‹˜
·ÎÚ›‚ÂÈ·2 ➞ ·ÎÚÈ‚fi˜
Ακούμπησε με την παλάμη της το μέτωπό του. κό ~ της πόλης. απ΄ άκρου εις άκρον: σε όλη ·ÎÚÈ‚‹˜
γ. [μειωτ.] (μτφ.) δίνω χρήματα για κπ σκοπό: την έκταση: Εξερεύνησε το νησί ~. άκρον άω- ·ÎÚÈ‚fi˜
·ÎÚÈ‚Ò˜ ➞ ·ÎÚÈ‚‹˜
Ακούμπησε τις οικονομίες μιας ζωής στη τον: υπέρτατο σημείο, ζενίθ: Είναι το ~ του ·ÎÚÈÓfi˜ ➞ ¿ÎÚË
ρουλέτα και καταστράφηκε. θράσους. ❷ ΑΝΑΤ χέρι ή πόδι: άνω ~: χέρι. κά- ¿ÎÚÈÙ· ➞ ·-
¿ÎÚÈÙÔ˜ ➞ ·-
ακούω -(γ)ομαι: (μτβ.) ❶ (με παράλ. αντικ.) έχω τω ~: πόδι. ❸ πληθ. το υπέρτατο σημείο, ο ανώ- ¿ÎÚÔ
την αίσθηση της ακοής: Η γιαγιά φόρεσε τατος βαθμός, υπερβολή: Είναι άνθρωπος των ¿ÎÚÔ˜ ➞ ¿ÎÚÔ
¿ÎÚˆ˜ ➞ ¿ÎÚÔ
ακουστικά και τώρα ~ μια χαρά. ❷ αντιλαμ- ~, ενεργεί χωρίς μέτρο. άκρος -α -ο: ❶ αυτός ·ÎÚˆÙ‹ÚÈ ➞ ·ÎÚˆÙ‹ÚÈÔ
βάνομαι ήχο: Διαβάζεις ακούγοντας μουσική; που φτάνει στον ανώτατο βαθμό = απόλυτος: ·ÎÚˆÙ‹ÚÈÔ
·ÎÙ‹
Ακούγονται βροντές από μακριά. ❸ μαθαίνω Επικρατούσε άκρα σιωπή, τίποτα δεν ακουγό- ·ÎÙ›Ó·
έμμεσα, από φήμες: Άκουσα ότι θα πάτε τα- ταν. ❷ αυτός που χαρακτηρίζεται από υπερ-
ξίδι - είναι αλήθεια; ❹ ακολουθώ τις υποδεί- βολή ή εκφράζει ακραίες θέσεις: άκρα δεξιά /
ξεις κπ = υπακούω: Δεν ακούει κανέναν. ❺ αριστερά. άκρως (επίρρ.): πάρα πολύ, εντελώς:
δίνω σημασία: Mην ακούτε τι λέει ο κόσμος. Η υπόθεση είναι ~ εμπιστευτική. ακραίος -α -ο:
ακούγεται: απρόσ. διαδίδεται: ~ ότι θα γίνει ❶ αυτός που βρίσκεται στο έσχατο όριο ενός
ανασχηματισμός. ακοή η: η αίσθηση με την χώρου: ~ σημείο / περιοχή. ❷ αυτός που ξε-
οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους με τα περνά τα όρια του μέτρου, ο υπερβολικός: ~
αυτιά μας. άκουσμα το. ακουστός -ή -ό: αυ- καιρικά φαινόμενα / άποψη / πολιτική / συμπε-
τός που έχει ακουστεί. ακουστά (επίρρ.). ριφορά. ακραία (επίρρ. στη σημ. 2).
ακουστικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την ακρωτήριο & ακρωτήρι το: στενό και μακρύ
ακοή. ακουστικά (επίρρ.). ακουστική η: κλά- τμήμα ξηράς που εξέχει προς τη θάλασσα
δος της Φυσικής που μελετά τα ακουστικά (πρβ. χερσόνησος).
φαινόμενα. ακουστικό το: συσκευή που το- ακτή η: άκρη της ξηράς που βρέχεται από θά-
ποθετείται στο αυτί για την ενίσχυση της λασσα: Tο πλοίο προσάραξε στις βόρειες ~
ακοής ή τη μετάδοση ηχητικών σημάτων: ~ του νησιού.
βαρυκοΐας / κασετόφωνου. ακουστικότητα η. ακτίνα & (σημ. 1) αχτίνα & αχτίδα η: ❶ γραμ-
άκρη η: ❶ τελευταίο σημείο ή τμήμα αντικειμέ- μή φωτός που εκπέμπεται από φωτεινό σώ-
νου, έκτασης κτλ. ≠ μέση: Σταμάτησε στην ~ του μα: οι ~ του ήλιου. ❷ ΓΕΩΜ ευθύγραμμο τμή-
δρόμου. ❷ απόμερο σημείο, γωνιά: Tραβήχτη- μα που συνδέει το κέντρο κύκλου με οποιο-
κε σε μια ~ του δωματίου. ακριανός & ακρινός δήποτε σημείο της περιφέρειάς του. ❸ καθε-
-ή -ό: αυτός που βρίσκεται στην άκρη ενός χώ- μία από τις ίδιου μήκους ράβδους που συν-
ρου, μιας σειράς ≠ μεσαίος: Τα κεντρικά καθί- δέουν τον άξονα ενός τροχού με τη στεφάνη
σματα στο σινεμά είναι προτιμότερα από τα ~. του: οι ~ της ρόδας του ποδηλάτου. ❹ ΦΥΣ η
ακριβής -ής -ές: (για μέγεθος ή ποσότητα) αυτός ίδια η ακτινοβολία: υπεριώδεις ~. ακτίνες X.
που έχει σαφήνεια και ορθότητα ≠ ανακριβής, ❺ (μτφ.) απόσταση: Η φωτιά εξαπλώθηκε σε
ασαφής: ~ πληροφορία/ορισμός.  σχ. αγε- ~ δέκα στρεμμάτων.
νής. ακριβώς (επίρρ.): ≠ περίπου: Πόσα ~ ακτινοβολώ -ούμαι: ❶ (αμτβ., για υλικό σώμα) εκ-
πλήρωσες; ακρίβεια1 η.  σχ. ακριβός. πέμπω φωτεινές ακτίνες = φέγγω, λάμπω: Τα
ακριβός -ή -ό: αυτός που κοστίζει πολύ ≠ φτηνός. αστέρια ακτινοβολούσαν. ❷ (μτβ., για υλικό
ακριβά (επίρρ.) ≠ φτηνά. ακριβαίνω • αόρ. σώμα) εκπέμπω ακτίνες ή ακτινοβολία: Το τζά-
ακρίβυνα: ≠ φτηναίνω ❶ (για εμπορεύματα, κι ~ θερμότητα. ❸ (μτφ., αμτβ., για πρόσ.) λά-

23
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·24

A
άκυρος
αλίμονο
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

μπω από χαρά: Το νιόπαντρο ζευγάρι ακτινο- κότητα: Ορκίζομαι να πω την ~! ❷ η ίδια η
·ÎÙÈÓÔ‚fiÏËÛË ➞ ·ÎÙÈÓÔ‚ÔÏÒ βολούσε από ευτυχία. ❹ (μτφ., αμτβ., κυρ. για πραγματικότητα ή κτ που είναι γενικά απο-
·ÎÙÈÓÔ‚ÔÏ›· ➞ ·ÎÙÈÓÔ‚ÔÏÒ
·ÎÙÈÓÔ‚fiÏÔ˜ ➞ ·ÎÙÈÓÔ‚ÔÏÒ πρόσ.) έχω κύρος ή πολύ θετική φήμη, ανα- δεκτό: Αυτή είναι η πικρή ~. ❸ αρχή που δεν
·ÎÙÈÓÔ‚ÔÏÒ γνώριση της αξίας μου: Το πνεύμα του ~. ακτι- μπορεί να αμφισβητηθεί ή που μπορεί να
¿ÎÙÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
·Î˘‚¤ÚÓËÙÔ˜ ➞ ·- νοβόληση η. ακτινοβολία η. ακτινοβόλος -ος -ο. επαληθευτεί με βάση την εμπειρία ή τη λογι-
¿Î˘ÚÔ˜ άκυρος -η -ο: αυτός που δεν έχει νόμιμη ισχύ ≠ κή: επιστημονική / φιλοσοφική ~. ❹ (ως
·Î˘ÚfiÙËÙ· ➞ ¿Î˘ÚÔ˜
·Î˘ÚÒÓˆ ➞ ¿Î˘ÚÔ˜ έγκυρος: ~ διαθήκη/εκλογή/απόφαση/ψηφο- επίρρ.) αληθινά, πράγματι: ~, εσύ θα έρθεις;
·Î‡ÚˆÛË ➞ ¿Î˘ÚÔ˜ δέλτιο. ακυρότητα η. ακυρώνω -ομαι: (μτβ.) αληθινός -ή -ό: = πραγματικός ❶ αυτός που
·Î˘ÚˆÙÈο ➞ ¿Î˘ÚÔ˜
·Î˘ÚˆÙÈÎfi˜ ➞ ¿Î˘ÚÔ˜ ❶ καθιστώ κτ άκυρο, θεωρώ ότι δεν έχει νό- είναι σύμφωνος με την αλήθεια. ❷ αυτός που
·Ï·˙fiÓ·˜ μιμη ισχύ, γιατί έγινε κατά παράβαση νόμου είναι γνήσιος ≠ ψεύτικος, τεχνητός: ~ μαργα-
·Ï·˙ÔÓ›· ➞ ·Ï·˙fiÓ·˜
·Ï·˙ÔÓÈο ➞ ·Ï·˙fiÓ·˜ ή κανόνα: Ο διαγωνισμός ακυρώθηκε, γιατί ριτάρια / λουλούδια. ❸ αυτός που δεν είναι
·Ï·˙ÔÓÈÎfi˜ ➞ ·Ï·˙fiÓ·˜ δεν τηρήθηκε η διαδικασία. ❷ ματαιώνω κτ προσποιητός: ~ ενδιαφέρον / χαρά = ειλικρι-
·Ï¿ıËÙÔ ➞ ·-
·Ï¿Óı·ÛÙ· ➞ ·- προκαθορισμένο: ~ ένα ραντεβού. ❸ (σε μέ- νής ≠ υποκριτικός. ❹ αυτός που έχει σε ανώ-
·Ï¿Óı·ÛÙÔ˜ ➞ ·- σα μαζικής μεταφοράς) σφραγίζω εισιτήριο τατο βαθμό ένα θετικό γνώρισμα: Είναι μια
·Ï¿ÙÈ
·Ï·Ù›˙ˆ ➞ ·Ï¿ÙÈ σε ειδικό μηχάνημα. ακύρωση η. ακυρωτικός ~ ηθοποιός! = σωστός. αληθινά (επίρρ.). αλη-
·Ï¿ÙÈÛÌ· ➞ ·Ï¿ÙÈ -ή -ό. ακυρωτικά (επίρρ.). θεύω (αμτβ.). αληθής -ής -ές ≠ ψεύτικος. 
¿ÏÁ‚ڷ
·ÏÁ‚ÚÈο ➞ ¿ÏÁ‚ڷ αλαζόνας ο: πρόσωπο που θεωρεί ή παρουσιάζει σχ. αγενής. αληθώς (επίρρ.).


·ÏÁ‚ÚÈÎfi˜ ➞ ¿ÏÁ‚ڷ τον εαυτό του ως ανώτερο από άλλους = υπε-
·Ï›‚ˆ ➞ ·Ï›ʈ
·Ï›ʈ ρόπτης ≠ ταπεινός, σεμνός: Η μεγάλη δόξα και Αντίθετο με την αλήθεια είναι το ψέμα, με το οποίο
·Ï‹ıÂÈ· το χρήμα τον έκαναν ~. αλαζονεία η: υπερο- παραποιούμε ή αποκρύπτουμε συνειδητά την πραγ-
·ÏËı‡ˆ ➞ ·Ï‹ıÂÈ·
·ÏËı‹˜ ➞ ·Ï‹ıÂÈ· πτική συμπεριφορά = έπαρση: η ~ της εξου- ματικότητα, την οποία ωστόσο γνωρίζουμε. Αντί-
·ÏËıÈÓ¿ ➞ ·Ï‹ıÂÈ·
·ÏËıÈÓfi˜ ➞ ·Ï‹ıÂÈ·
σίας. αλαζονικός -ή -ό. αλαζονικά (επίρρ.). θετη με την αλήθεια είναι και η πλάνη, μόνο που αυ-
·ÏËıÒ˜ ➞ ·Ï‹ıÂÈ· αλάτι το: ❶ κρυσταλλική ουσία, με αλμυρή γεύ- τή είναι μια θέση που πιστεύουμε ότι ανταποκρίνε-
·ÏËÙ¿ÎÈ ➞ ·Ï‹Ù˘
·ÏËÙ¿ÎÔ˜ ➞ ·Ï‹Ù˘
ση, που υπάρχει ως συστατικό του θαλασσι- ται στην πραγματικότητα, ενώ αυτό δε συμβαίνει.
·ÏËÙ›· ➞ ·Ï‹Ù˘ νού νερού ή ως ορυκτό και χρησιμοποιείται
·ÏËÙ‡ˆ ➞ ·Ï‹Ù˘
·Ï‹Ù˘
στη μαγειρική: Bάζω ~ στο φαγητό. ❷ (μτφ.) αλήτης ο, -ισσα η: ❶ πρόσωπο χωρίς μόνιμη ερ-
·Ï‹ÙÈÛÛ· ➞ ·Ï‹Ù˘ κτ που προσδίδει ενδιαφέρον: Το χιούμορ εί- γασία και κατοικία, που περιφέρεται στους
·ÏÈ›· ➞ ·Ïȇˆ
·ÏÈ¢ÙÈÎfi ➞ ·Ïȇˆ ναι το ~ της ζωής. αλατίζω -ομαι (μτβ.). αλά- δρόμους: Γυρίζει στους δρόμους σαν ~. ❷
·ÏÈ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ïȇˆ τισμα το. πρόσωπο με απρεπή συμπεριφορά ή χαμηλού
·Ïȇˆ
·Ï›ÌÔÓÔ άλγεβρα η: ❶ ΜΑΘ κλάδος των μαθηματικών ήθους: Bρίζει σαν ~. Τον εμπιστεύθηκα και
που μελετά τις ιδιότητες των αριθμών και με ξεγέλασε ο ~! αλητάκι το & αλητάκος ο:
των πράξεων, καθώς και τις μαθηματικές εξι- παιδί που τριγυρίζει στους δρόμους και κά-
σώσεις και τις μεθόδους επίλυσής τους. ❷ το νει μικροαδικήματα. αλητεία η: ❶ περιπλά-
αντίστοιχο σχολικό μάθημα. αλγεβρικός -ή - νηση, χωρίς σταθερή διαμονή και εξασφαλι-
ό. αλγεβρικά (επίρρ.). σμένα μέσα διατροφής: H αστυνομία τον συ-
αλείφω & αλείβω -ομαι • μππ. αλειμμένος: νέλαβε με την κατηγορία της αλητείας. Πα-
(μτβ.) απλώνω λιπαρή ή ρευστή ουσία επάνω ράτησε σπίτι και δουλειά και το έριξε στην ~.
σε επιφάνεια: Αλείφουμε το ταψί με βούτυ- ❷ (συνεκδ.) αλήτες: Σ’ αυτό το πάρκο μαζεύ-
ρο. αλοιφή η: λιπαρή ουσία που απλώνουμε εται όλη η ~. αλητεύω (αμτβ.).
στο δέρμα μας για θεραπευτικούς ή καλλω- αλιεύω -ομαι: [επίσ.] (μτβ.) ψαρεύω. αλιεία η:
πιστικούς λόγους: ~ για τα σπυράκια. [επίσ.] ψάρεμα. αλιευτικός -ή -ό. αλιευτικό

 Το αλείφω γράφεται με ει, όμως το αλοιφή με οι.



το: σκάφος για αλιεία.

Το ίδιο συμβαίνει και με τα αμείβω - αμοιβή. Το Από το AE ±Ï˜ «θάλασσα».


φωνήεν μιας ρίζας ή του θέματος μιας λέξης ενδέ-
χεται να μεταβάλλεται κατά τις διαδικασίες της αλίμονο (επιφ.): (συνήθ. + αδύν. τ. γεν. της προ-
παραγωγής και της σύνθεσης: π.χ. λέγω-λόγος, μέ- σωπ. αντων.) ❶ για να εκφράσουμε μεγάλη
νω-μόνος, λείπω-λοιπόν. Το φαινόμενο αυτό ονο- λύπη, απελπισία, απόγνωση: ~, τι θα απογί-
μάζεται γενικά «μετάπτωση» ή «ετεροίωση». νω η δύστυχη! ❷ για απειλή: Aλίμονό σου, αν
ξαναπείς ψέματα! ❸ για να δηλώσουμε ότι
αλήθεια η • γεν. & [λόγ.] αληθείας: ≠ ψέμα, ψευ- θεωρούμε κτ αδιανόητο, απαράδεκτο: ~ αν
τιά ❶ ό,τι είναι σύμφωνο με την πραγματι- εμπιστεύεσαι τον καθέναν!

24
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·25

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αλκοόλ
άλλοθι
αλκοόλ το = οινόπνευμα. αλκοολούχος -ος -ο = που δεν καταλαβαίνεις αν σε κοιτάει. ❷ (μτφ.)
οινοπνευματώδης.  σχ. έχω. αλκοολικός [λαϊκ.] αποκτώ έντονο βλέμμα λόγω κπ συ- ·ÏÎÔfiÏ
·ÏÎÔfiÏË ➞ ·ÏÎÔfiÏ
-ή -ό. αλκοολικός ο, -ή & -ιά η: πρόσωπο που ναισθήματος ή ανάγκης: Αλληθώρισαν τα μά- ·ÏÎÔÔÏÈ΋ ➞ ·ÏÎÔfiÏ
πάσχει από αλκοολισμό. αλκοολισμός ο: χρό- τια τους μπροστά σε τόσα φαγητά και δώρα. ·ÏÎÔÔÏÈÎÈ¿ ➞ ·ÏÎÔfiÏ
·ÏÎÔÔÏÈÎfi˜ ➞ ·ÏÎÔfiÏ
νια εξάρτηση από οινοπνευματώδη ποτά. αλληθώρισμα το. ·ÏÎÔÔÏÈÛÌfi˜ ➞ ·ÏÎÔfiÏ
αλλά (σύνδ.): ❶ συνδέει προτάσεις, φράσεις ή
λέξεις που δηλώνουν κτ αντίθετο ή διαφορε-
 Από τις λ. άλλος + θωρώ «βλέπω».
·ÏÎÔÔÏÔ‡¯Ô˜ ➞ ·ÏÎÔfiÏ
·ÏÏ¿
·ÏÏ·Á‹ ➞ ·ÏÏ¿˙ˆ
τικό: Είναι χαζή, ~ ωραία. Προσπαθεί, ~ δεν ¿ÏÏ·ÁÌ· ➞ ·ÏÏ¿˙ˆ
·ÏÏ¿˙ˆ
τα καταφέρνει. = όμως, μα. ❷ (συνήθ. μετά το αλληλεγγύη η: σχέση αμοιβαίας ηθικής ή υλικής ·ÏÏ·ÍÈ¿ ➞ ·ÏÏ¿˙ˆ
όχι μόνο/απλά) δηλώνει κτ πρόσθετο και πιο υποστήριξης μεταξύ ατόμων ή ομάδων = αλ- ·ÏÏÂÚÁ›·
·ÏÏÂÚÁÈο ➞ ·ÏÏÂÚÁ›·
σημαντικό από ό,τι έχει προαναφερθεί: Θέλει ληλοβοήθεια: Aπεργούν σε ένδειξη αλληλεγ- ·ÏÏÂÚÁÈÎfi˜ ➞ ·ÏÏÂÚÁ›·
όχι απλά να περάσει στο πανεπιστήμιο, ~ να γύης προς τους συναδέλφους τους που απο- ·ÏÏÂÚÁÈÔÁfiÓÔ˜ ➞ ·ÏÏÂÚÁ›·
·ÏÏËÁÔÚ›·
μπει και πρώτος! = μα. ❸ (σε διάλογο) δηλώ- λύθηκαν. αλληλέγγυος -α -ο: αυτός που είναι ·ÏÏËÁÔÚÈο ➞ ·ÏÏËÁÔÚ›·
νει αλλαγή θέματος: ~ ας δούμε και την επό- πρόθυμος να συμπαρασταθεί σε κπ: Όλοι οι ·ÏÏËÁÔÚÈÎfi˜ ➞ ·ÏÏËÁÔÚ›·
·ÏÏËıˆÚ›˙ˆ ➞ ·ÏÏ‹ıˆÚÔ˜
μενη είδηση! πολίτες τάσσονται ~ προς τους πολιτικούς ·ÏÏËıÒÚÈÛÌ· ➞ ·ÏÏ‹ıˆÚÔ˜
αλλάζω -ομαι: ❶ (μτβ.) κάνω κτ να είναι διαφο- πρόσφυγες. ·ÏÏ‹ıˆÚÔ˜
·ÏÏËÏ- ➞ ·ÏÏËÏÔ-
ρετικό από ό,τι ήταν = μεταβάλλω: Μας άλ- αλληλο- αλληλ- & αλληλό-: πρόθημα λόγιας ·ÏÏËÏÂÁÁ‡Ë
λαξαν το πρόγραμμα της εβδομάδας. ❷ (αμτβ.) προέλευσης (από την αντων. àÏϋψÓ) που δη- ·ÏÏËϤÁÁ˘Ô˜ ➞ ·ÏÏËÏÂÁÁ‡Ë
·ÏÏËϤӉÂÙÔ˜ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
γίνομαι διαφορετικός = μεταβάλλομαι: Η γει- λώνει αμοιβαιότητα ανάμεσα σε πρόσωπα ή ·ÏÏËÏÂÍ¿ÚÙËÛË ➞ ·ÏÏËÏÔ-
τονιά μας έχει αλλάξει πολύ. ❸ (μτβ.) αντικα- σύνολα: Αλληλεπιδρούν (επιδρούν ο ένας ·ÏÏËÏÂÍ·ÚÙÒÌ·È ➞ ·ÏÏËÏÔ-
·ÏÏËÏÂȉÚÒ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
θιστώ κτ με κτ άλλο: Άλλαξα κινητό και πήρα στον άλλο). ·ÏÏËÏÔ-
·ÏÏËÏfi- ➞ ·ÏÏËÏÔ-
καλύτερο. ❹ (μτβ. & με παράλ. αντικ.) φοράω αλληλογραφώ: ανταλλάσσω επιστολές με κπ: ~ ·ÏÏËÏÔÁÚ·Ê›· ➞ ·ÏÏËÏÔ-
ή βάζω σε κπ άλλα ρούχα: Άλλαξε τη μπλού- με τους φίλους μου στο εξωτερικό. αλληλο- ÁÚ·ÊÒ
·ÏÏËÏÔÁÚ·ÊÒ
ζα σου, αυτή λερώθηκε! Άλλαξα και βγήκα. Το γραφία η: ❶ επικοινωνία με ανταλλαγή επι- ·ÏÏËÏÔÂÎÙ›ÌËÛË ➞ ·ÏÏËÏÔ-
άλλαξες το μωρό; ❺ (μτβ.) δίνω κτ και παίρ- στολών: Με την Ιταλίδα φίλη μου διατηρού- ·ÏÏËÏÔÂÍfiÓÙˆÛË ➞ ·ÏÏËÏÔ-
·ÏÏËÏÔı·˘Ì·ÛÌfi˜ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
νω κτ όμοιο = ανταλλάσσω: Αλλάξαμε τσά- με πυκνή ~. ❷ το σύνολο των επιστολών: Kά- ·ÏÏËÏÔηÙËÁÔÚÔ‡Ì·È ➞
ντες. αλλαγή η. άλλαγμα το (κυρ. στις σημ. 3 θε πρωί παίρνει την ~ της. ·ÏÏËÏÔ-
·ÏÏËÏÔÛ‚·ÛÌfi˜ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
- 5). αλλαξιά η: καθαρά ρούχα για άλλαγμα. αλλιώς (επίρρ.): ❶ με άλλο, με διαφορετικό τρό- ·ÏÏËÏÔÛ·Ú·ÁÌfi˜ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
αλλεργία η: ΙΑΤΡ παθολογική αντίδραση του ορ- πο = διαφορετικά: Aν μπορείς, κάνε κι ~!. ❷ σε ·ÏÏËÏfi¯ÚÂÔ˜ ➞ ·ÏÏËÏÔ-
·ÏÏ‹ÏˆÓ ➞ ·ÓÙˆÓ˘Ì›· - §fi-
γανισμού σε διάφορες ουσίες, που εκδηλώνε- αντίθετη περίπτωση = ειδεμή, ειδάλλως: Θα ÁȘ ·ÓÙˆÓ˘Ì›Â˜
ται με εξανθήματα, φαγούρα, φτάρνισμα, πρή- πληρώσεις αυτά που χρωστάς, ~ θα πας φυλα- ·ÏÏÈÒ˜
·ÏÏÈÒÙÈη ➞ ·ÏÏÈÒ˜
ξιμο κτλ.: Η γύρη των λουλουδιών προκαλεί ~. κή. αλλιώτικος -η -ο: = διαφορετικός ❶ αυτός ·ÏÏÈÒÙÈÎÔ˜ ➞ ·ÏÏÈÒ˜
αλλεργικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την που εμφανίζει διαφορές σε σύγκριση με κπ ή κτ ¿ÏÏÔ ➞ ¿ÏÏÔ˜
·ÏÏÔ‰·‹1 ➞ ·ÏÏÔ‰·fi˜
αλλεργία: ~ εξάνθημα/άσθμα/σοκ/σύμπτωμα. άλλο: Η φωνή του μου φάνηκε ~ στο τηλέφω- ·ÏÏÔ‰·‹ ➞ ·ÏÏÔ‰·fi˜
2
αλλεργικός ο, -ή, η: πρόσωπο που πάσχει από νο. ❷ αυτός που διαφέρει από το συνηθισμένο: ·ÏÏÔ‰·fi˜
¿ÏÏÔıÈ
αλλεργία: Eίναι ~ στη σκόνη. αλλεργικά Το φέρσιμό του σήμερα ήταν ~. αλλιώτικα
(επίρρ.). αλλεργιογόνος -ος -ο: αυτός που προ- (επίρρ.): με διαφορετικό τρόπο, διαφορετικά.
καλεί αλλεργική αντίδραση: ~ ουσίες / τροφές. αλλοδαπός -ή -ό: αυτός που δεν είναι υπήκοος
αλληγορία η: χρήση συμβολισμών και μεταφο- της χώρας στην οποία βρίσκεται = ξένος ≠
ρών στην αφήγηση για να δηλωθούν με απλό ημεδαπός: ~ φοιτητής/εργάτης. αλλοδαπός ο,
και παραστατικό τρόπο δύσκολα νοήματα: αλλοδαπή1 η: πρόσωπο αλλοδαπό ≠ ημεδα-
Στα παραμύθια υπάρχουν συχνά αλληγορίες. πός: άδεια παραμονής αλλοδαπού. αλλοδα-
αλληγορικός -ή -ό. αλληγορικά (επίρρ.). πή2 η: [επίσ.] το εξωτερικό: Σπούδασε στην ~.
αλλήθωρος -η -ο: αυτός που τα μάτια του δεί- άλλοθι το • άκλ.: ❶ ΝΟΜ βεβαίωση κατηγορού-
χνουν να κοιτούν αλλού από εκεί που πράγ- μενου ότι βρισκόταν αλλού τη στιγμή που
ματι βλέπουν. αλληθωρίζω: (αμτβ.) ❶ το ένα διαπράχτηκε το έγκλημα: O κατηγορούμενος
ή και τα δύο μάτια μου δείχνουν να κοιτούν πρόβαλε αδιάσειστο ~ και αθωώθηκε. ❷
αλλού από εκεί που πράγματι βλέπω: ~ τόσο, (μτφ.) δικαιολογία που χρησιμοποιεί κάποιος

Σύνθετα με αλληλο- αλληλεξαρτώμαι αλληλοθαυμασμός αλληλοσπαραγμός


αλληλένδετος αλληλοεκτίμηση αλληλοκατηγορούμαι αλληλόχρεος
αλληλεξάρτηση αλληλοεξόντωση αλληλοσεβασμός

25
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·26

A
αλλοτριώνω
αλυσίδα
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

για να αντιμετωπίσει μια κατηγορία: Mε ~ τα φορετικός από τον πραγματικό εαυτό του: Ο
*·ÏÏÔ›ıˆÚÔ˜ ➞ ·ÏÏ‹ıˆÚÔ˜ άσχημα παιδικά του χρόνια απαιτούσε την σύγχρονος τρόπος ζωής μάς ~. αλλοτρίωση η.
*·ÏÏÔ›ÌÔÓÔ ➞ ·Ï›ÌÔÓÔ


·ÏÏÔÈÒÓˆ ανοχή μας στην αγένειά του. αλλοτριωτικός -ή -ό. αλλοτριωτικά (επίρρ.).
*·ÏÏÔÈÒ˜ ➞ ·ÏÏÈÒ˜ αλλού (επίρρ.): ❶ σε άλλον τόπο ή μέρος: Προ-
·ÏÏÔ›ˆÛË ➞ ·ÏÏÔÈÒÓˆ
¿ÏÏÔ˜ Η λ. ôÏÏÔıÈ στα AE ελλ. ήταν επίρρ. και σήμαινε τιμά να είναι οπουδήποτε ~ εκτός από το σπί-
¿ÏÏÔÙÂ «αλλού». τι της. ❷ (μτφ.) σε άλλο θέμα ή πρόσωπο, σε
·ÏÏÔÙÈÓfi˜ ➞ ¿ÏÏÔÙÂ
·ÏÏÔÙÚÈÒÓˆ άλλη κατάσταση: Έχει ~ το μυαλό του.
·ÏÏÔÙÚ›ˆÛË ➞ ·ÏÏÔÙÚÈÒÓˆ αλλοιώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ προκαλώ σε κτ μετα- άλλωστε (επίρρ.): για να προσθέσουμε πληρο-
·ÏÏÔÙÚȈÙÈο ➞ ·ÏÏÔÙÚÈÒ-
Óˆ βολές προς το χειρότερο: Μην ~ αυτά που εί- φορία που ενισχύει ή εξηγεί αυτό που προα-
·ÏÏÔÙÚȈÙÈÎfi˜ ➞ ·ÏÏÔÙÚÈÒ- πα. = παραποιώ, διαστρεβλώνω. ❷ (ειδικότ. ναφέρθηκε = εξάλλου: Δεν τους παρεξήγησα,
Óˆ
·ÏÏÔ‡ για τρόφιμα) προκαλώ αποσύνθεση = χαλάω: ~ τους γνωρίζω χρόνια.
¿ÏψÛÙ Βρέθηκαν στις αποθήκες του αλλοιωμένα άλμα το: ❶ ΑΘΛ εκτίναξη του σώματος προς τα
¿ÏÌ·
·ÏÌ·Ù҉˘ ➞ ¿ÏÌ· κρέατα. αλλοίωση η. μπρος ή προς τα πάνω = πήδημα: ~ εις μήκος
·ÏÌ·Ùˆ‰Ò˜ ➞ ¿ÏÌ· άλλος -η -ο (αντων. αόρ.) • εν. γεν. άλλου -ης - / εις ύψος / επί κοντώ. ❷ (μτφ.) ταχύτατη με-
·ÏÌ˘Ú¿ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜
·Ï̇ڷ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜ ου & [προφ.] αλλουνού -ής -ού, πληθ. γεν. άλ- τάβαση από ένα στάδιο σε άλλο, απότομη
·ÏÌ˘Ú›˙ˆ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜ λων & [προφ.] αλλωνών, αιτ. αρσ. άλλους & πρόοδος: H τεχνολογία έχει κάνει άλματα τα
·ÏÌ˘Úfi˜
¿ÏÔÁÔ [σπάν., προφ.] αλλουνούς: αναφέρεται σε ❶ τελευταία χρόνια. αλματώδης -ης -ες: αυτός
·ÏÔÈÊ‹ ➞ ·Ï›ʈ κπ ή κτ αντίστοιχο ή παρόμοιο με κπ ή κτ που που εξελίσσεται με ταχύτατο ρυθμό, απότο-
¿ÏÙ˘ ➞ ¿ÏÌ·
·ÏÙÈÎfi˜ ➞ ¿ÏÌ· έχει αναφερθεί ή εννοείται: Δεν μπορώ σήμε- μα: H υγεία του παρουσίασε ~ βελτίωση. = ρα-
¿ÏÙÚÈ· ➞ ¿ÏÌ· ρα - να κανονίσουμε μια ~ μέρα. ~ πράγμα εί- γδαίος.  σχ. αγενής. αλματωδώς (επίρρ.):
·Ï‡ËÙ· ➞ ·-
·Ï˘Û›‰· πα εγώ, ~ κατάλαβες εσύ! άλλ’ αντ’ άλλων: Το διαδίκτυο εξαπλώθηκε ~ σε όλο τον κόσμο.
·Ï˘ÛȉˆÙ¿ ➞ ·Ï˘Û›‰·
·Ï˘ÛȉˆÙfi˜ ➞ ·Ï˘Û›‰·
για κτ διαφορετικό από αυτό που έπρεπε κα- άλτης ο, άλτρια η: ΑΘΛ αθλητής που αγωνίζε-
νονικά να συμβαίνει: ~ σφύριζε ο προπονη- ται στους διάφορους τύπους αλμάτων. αλτι-
τής: έδωσε πέναλτι εκεί που δεν υπήρχε ούτε κός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με το άλμα: Η
φάουλ! ❷ κπ ή κτ πρόσθετο ή συμπληρωμα- ακρίδα είναι έντομο με μεγάλη ~ ικανότητα.
τικό: Δε θέλω ~ φαγητό, χόρτασα! ❸ πληθ. (με αλμυρός & αρμυρός -ή -ό: ❶ αυτός που περιέ-
άρθρο) ό,τι απομένει από ένα σύνολο = υπό- χει αλάτι, έχει έντονη τη γεύση του αλατιού:
λοιποι: Πήρα δύο εισιτήρια και τα ~ τα άφη- Tο θαλασσινό νερό είναι αλμυρό. ≠ γλυκό. Το
σα στο τραπέζι. εκτός των άλλων / [επίσ.] συν φαγητό είναι τόσο ~, που δεν τρώγεται. ≠
τοις άλλοις: επιπλέον αυτών που έχουν ήδη ανάλατος. ❷ (μτφ.) πολύ ακριβός: Το φόρε-
αναφερθεί. το δίχως άλλο: σίγουρα, χωρίς αμ- μα μου άρεσε πολύ, αλλά, μόλις έμαθα πόσο
φιβολία. ❹ (χωρίς άρθρο) κπ ή κτ που έχει αλ- κάνει, μου φάνηκε ~. = τσουχτερός. αλμυρά
λάξει = διαφορετικός, αλλιώτικος: ~ άνθρω- τα: τροφές που έχουν πολύ αλάτι ή που δια-
πος έγινε με τη δίαιτα. ❺ (σε χρον. εκφρ.) τηρούνται στο αλάτι: Mε το ούζο τρώμε συ-
στιγμή ή διάστημα που ακολουθεί αυτό που νήθως ~, όπως αντζούγιες και ελιές. αρμυρί-
έχει αναφερθεί ή εννοείται = επόμενος: Θα ζω & αλμυρίζω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ αλ-
βρεθούμε τον ~ μήνα. Ήρθε το Σάββατο και μυρό ή γίνομαι αλμυρός ≠ ξαρμυρίζω. αλμύ-
την ~ μέρα έφυγε.  αντωνυμία - Πίνακα ρα & αρμύρα η: αλάτι που έχει μείνει μετά
χρήσης αντωνυμιών. άλλο (επίρρ., σε ερωτημ. την εξάτμιση του θαλασσινού νερού, καθώς
ή αρν. πρότ.) ❶ πια: Δεν αντέχω ~, κουρά- και η αίσθηση που αφήνει: Γεννήθηκε σε νη-
στηκα! ❷ επιπλέον: Δεν μπορώ να χορέψω ~, σί και ποτίστηκε με την ~ της θάλασσας.
κουράστηκα! άλογο το: = [επίσ.] ίππος ❶ μεγάλο τετράποδο
άλλοτε (επίρρ.): ❶ σε κάποια άλλη χρονική στιγ- ζώο που χρησιμοποιείται κυρίως ως μετα-
μή του παρελθόντος, που δεν ορίζεται με φορικό μέσο: Καβαλίκεψε το ~ και έφυγε. ❷
ακρίβεια: ~ οι άνθρωποι ζούσαν πιο αγνά. ❷ [οικ.] μονάδα μέτρησης ισχύος μηχανών: Πό-
(επαναλαμβανόμενο με λέξεις που δηλώνουν σα ~ βγάζει το αυτοκίνητό σου;  ίππος.
κτ αντίθετο) για αντίθετα πράγματα που δια- αλυσίδα η: ❶ σειρά από όμοιους μεταλλικούς
δέχονται το ένα το άλλο: O καιρός είναι ~ κρίκους που χρησιμοποιούνται α. ως κόσμη-
κρύος και ~ ζεστός. αλλοτινός -ή -ό: αυτός μα: Φορούσε χρυσή ~ στον λαιμό. β. για το δέ-
που αναφέρεται ή ανήκει σε άλλες εποχές = σιμο ζώου ή αντικειμένου: Ο σκύλος ήταν δε-
περασμένος: Νοστάλγησε τα ~ μεγαλεία του. μένος με χοντρή ~. ❷ σειρά από όμοια μεταλ-
αλλοτριώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να είναι δια- λικά μέρη για τη μετάδοση της κίνησης: ~ πο-

26
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·27

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αλφάβητο
αμείβω
δηλάτου. ❸ α. σειρά πραγμάτων ή ανθρώπων άμα (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει ❶ γε-
που δημιουργούν πραγματική ή νοητή γραμ- γονός που γίνεται την ίδια στιγμή ή λίγο πριν ¿Ï˘ÙÔ˜ ➞ ·-
·ÏÊ·‚‹Ù· ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
μή: Η ~ εφοδιασμού των σουπερμάρκετ με λα- από κπ άλλο = όταν, μόλις: ~ ξύπνησε, σηκώ- ·ÏÊ·‚ËÙÈο ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
χανικά ξεκινά από τον αγρότη. τροφική ~: σύ- θηκε και ντύθηκε. ❷ προϋπόθεση, γεγονός ·ÏÊ·‚ËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
·ÏÊ·‚ËÙÈÎÒ˜ ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
νολο οργανισμών σε ένα οικοσύστημα που που πρέπει να ισχύει για να συμβεί κτ άλλο = ·ÏÊ·‚ËÙÈÛÌfi˜ ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
συνδέονται μεταξύ τους αποτελώντας ο ένας αν, εφόσον: ~ τέλειωσες τη δουλειά, μπορού- ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
·ÏÊ¿‚ËÙÔ˜ ➞ ·ÏÊ¿‚ËÙÔ
τροφή για τον επόμενο στη σειρά, καθώς και με να φύγουμε. ~ τελειώσεις ποτέ, εμένα σφύ- ·ÏÒÓˆ ➞ ¿ÏˆÛË
η σχέση που τους συνδέει. β. σειρά σκέψεων, ρα μου! ❸ αιτία για κτ: Δεν μπορεί να έρθει ¿ÏˆÛË
¿Ì·
ενεργειών ή γεγονότων που συνδέονται λογι- ~ είναι άρρωστος. = αφού. ·Ì¿ıÂÈ· ➞ ·-
κά ή χρονικά: Η ~ των πολιτικών δολοφονιών
στη Σερβία συνεχίζεται. ❹ σύνολο επιχειρή-
 Προσοχή: η χρήση του άμα σε πλάγια ερώτηση αντί
·Ì·ı‹˜ ➞ ·-
·Ì·ÍÔÛÙÔȯ›·
·Ì·ÚÙ¿Óˆ
σεων ιδιώτη ή εταιρείας που προσφέρει ίδια του αν (Με ρώτησαν άμα θα πάμε) είναι λανθα- ·Ì¿ÚÙËÌ· ➞ ·Ì·ÚÙ¿Óˆ
·Ì·ÚÙ›· ➞ ·Ì·ÚÙ¿Óˆ
προϊόντα ή υπηρεσίες: Έχει ~ ξενοδοχείων σμένη! ·Ì·ÚوϿ ➞ ·Ì·ÚÙ¿Óˆ
στην Κρήτη, τη Ρόδο και την Εύβοια. ❺ πληθ. ·Ì·ÚÙˆÏfi˜ ➞ ·Ì·ÚÙ¿Óˆ
¿Ì·¯Ô˜ ➞ ·-
α. αντιολισθητικές αλυσίδες: ειδικές αλυσίδες αμαξοστοιχία η: σειρά σιδηροδρομικών βαγο- ¿Ì‚Ï˘ÓÛË ➞ ·Ì‚χ˜
που τοποθετούνται γύρω από τις ρόδες των νιών που σύρονται από μία μηχανή = τρένο: ·Ì‚χӈ ➞ ·Ì‚χ˜
·Ì‚χ˜
αυτοκινήτων για να μη γλιστρούν στο χιόνι. β. Η επιβατική ~ Αθηνών-Θεσσαλονίκης έχει ¿Ì‚ˆÓ·˜
(μτφ.) ό,τι περιορίζει την ελευθερία κπ = δε- δέκα βαγόνια. εμπορική ~ (για μεταφορά ·Ì›‚ˆ

σμά: Σπάστε τις ~ της εξάρτησης από το πο- εμπορευμάτων).


τό! ❻ ΧΗΜ σειρά ατόμων, συνήθως άνθρακα. αμαρτάνω: (αμτβ.) παραβαίνω ορισμένο θρη-
αλυσιδωτός -ή -ό: ❶ αυτός που μοιάζει με ή σκευτικό κανόνα: ~ όποιος βλαστημάει τα
αποτελείται από αλυσίδες: ~ χιτώνας. ❷ αυ- θεία. ήμαρτον! (επιφών.): για να ζητήσουμε
τός που αναφέρεται σε σειρά πράξεων, γεγο- συγγνώμη ή να εκφράσουμε αγανάκτηση.
νότων κτλ. α. που ακολουθούν το ένα το άλ- αμάρτημα το. αμαρτία η. αμαρτωλός -ή -ό.
λο: ~ βομβαρδισμοί. β. που το προηγούμενο αμαρτωλά (επίρρ.).
προκαλεί το επόμενο: Η παραίτησή του προ-
κάλεσε ~ αντιδράσεις που οδήγησαν στη διά-
 Από το ΑΕ ρ. êÌ·ÚÙ¿Óˆ με αρχική σημασία «δεν
λυση της εταιρείας. αλυσιδωτά (επίρρ.). πετυχαίνω τον στόχο».
αλφάβητο το & [επίσ.] αλφάβητος & [οικ.] αλ-
φαβήτα η: κάθε σύνολο γραφικών σημείων αμβλύς -εία -ύ: αυτός που δε διαθέτει γωνίες, δεν
που χρησιμοποιούνται για την παράσταση είναι μυτερός ≠ αιχμηρός, μυτερός, οξύς: Πα-
των φθόγγων μιας γλώσσας ή ομάδας γλωσ- ρότι το εργαλείο ήταν ~, κατόρθωσε να κόψει
σών: ελληνικό / λατινικό / κυριλλικό / φωνητι- το δέρμα σε κομμάτια. ~ γωνία: ΓΕΩΜ γωνία με-
κό ~. ~ Μπράιγ: για τυφλούς. αλφαβητικός - γαλύτερη από την ορθή, δηλαδή μεγαλύτερη
ή -ό: αυτός που γίνεται με βάση τη σειρά των από 90 μοίρες ≠ οξεία. αμβλύνω -ομαι: (μτβ.) ❶
γραμμάτων του αλφαβήτου: ~ κατάλογος/σει- κάνω κτ λιγότερο αιχμηρό: Πρέπει να αμβλυν-
ρά. αλφαβητικά & -ώς (επίρρ.). αλφαβητι- θούν οι γωνίες των ραφιών για να μην προκα-
σμός ο: η διδασκαλία γραφής και ανάγνωσης λούν τραυματισμούς. ❷ (μτφ.) κάνω κτ λιγότε-
σε αναλφάβητους. ρο έντονο, μετριάζω ≠ οξύνω: Τα μέτρα της κυ-
άλωση η: ❶ ένοπλη κατάληψη οχυρωμένης θέ- βέρνησης δε λύνουν, απλώς αμβλύνουν τις κοι-
σης από εχθρικά στρατεύματα: ~ πόλης / νωνικές αντιθέσεις. ❸ καθιστώ κτ λιγότερο
φρουρίου. ❷ Άλωση η: ΙΣΤ η άλωση της Kων- αποτελεσματικό: Τα γηρατειά ~ τις πνευματι-
σταντινούπολης από τους Tούρκους το 1453: κές ικανότητες. άμβλυνση η ≠ όξυνση.
O ελληνισμός μετά την Άλωση γνώρισε μα- άμβωνας ο: εξέδρα στις χριστιανικές εκκλησίες,
κρόχρονη δουλεία. ❸ (μτφ.) απόκτηση κυ- από όπου γίνεται το κήρυγμα: O ιεροκήρυκας
ριαρχίας σε κτ: Την αγωνιστική δράση των ανέβηκε στον ~. από άμβωνος: υπεροπτικά,
σωματείων περιόρισε σημαντικά η άλωσή χωρίς να δέχεται κανείς αντιρρήσεις.
αμείβω -ομαι • αόρ. άμειψα, παθ. αόρ. αμεί-


τους από τα κόμματα. αλώνω -ομαι (μτβ.).
φτηκα & -θηκα: (μτβ.) ❶ δίνω σε κπ χρήματα
Από το ΑΕ ρ. êÏ›ÛÎÔÌ·È «κυριεύω, κατακτώ». Από ως αντάλλαγμα για κτ που έκανε = πληρώνω.
την ίδια ρίζα παράγεται και η λ. καταναλώνω «δια- ❷ (μτφ.) επαινώ ή επιβραβεύω κπ. αμοιβή η.
θέτω κτ το οποίο μου ανήκει, ξοδεύω».  σχ. αλείφω.

27
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·28

A
αμείλικτος
αμοιβαίος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αμείλικτος -η -ο: αυτός που είναι τόσο αποφα- αμιγής -ής -ές: αυτός που δεν έχει αναμειχθεί
·Ì›ÏÈÎÙ· ➞ ·Ì›ÏÈÎÙÔ˜ σιστικός, αυστηρός ή σκληρός, που δεν αφή- με ξένα στοιχεία = καθαρός, ανόθευτος: Η
·Ì›ÏÈÎÙÔ˜
·Ì›ÊıËη ➞ ·Ì›‚ˆ νει περιθώρια εναντίωσης ή χαλάρωσης: ~ Νέα Ορεστιάδα έχει ~ προσφυγικό πληθυσμό
·Ì¤ÏÂÈ· ➞ ·ÌÂÏÒ κριτής / ανταγωνισμός. αμείλικτα (επίρρ.). από την Αδριανούπολη. ουδέν κακόν αμιγές


·ÌÂÏ‹˜ ➞ ·ÌÂÏÒ
·ÌÂÏËÙ¤˜Ô ➞ ·ÌÂÏÒ καλού: δε συμβαίνει ποτέ κτ κακό χωρίς να
·ÌÂÏÒ Από την ΑΕ λ. à + μειλίσσω «καθησυχάζω». συμβεί αντίστοιχα και κτ καλό που το με-
·ÌÂÏÒ˜ ➞ ·ÌÂÏÒ
¿ÌÂÌÙ· ➞ ·- τριάζει: Οι δυσκολίες μετά τον σεισμό ένω-
¿ÌÂÌÙÔ˜ ➞ ·- αμελώ: (μτβ.) ❶ (+ να) δε δείχνω φροντίδα για σαν περισσότερο τις δύο οικογένειες. ~! 
·ÌÂÚfiÏËÙ· ➞ ·ÌÂÚfiÏËÙÔ˜
την πραγματοποίηση κπ ενέργειας: Αμέλησα σχ. αγενής. αμιγώς (επίρρ.).


·ÌÂÚfiÏËÙÔ˜
·ÌÂÚÔÏË„›· ➞ ·ÌÂÚfiÏËÙÔ˜ τόσες μέρες να σου τηλεφωνήσω. ❷ (+ αιτ.) δε
¿ÌÂÛ· ➞ ¿ÌÂÛÔ˜
¿ÌÂÛÔ˜ φροντίζω να εκπληρώσω κπ υποχρέωσή μου: Από το στερητ. à + μειγνύω «αναμειγνύω».
·ÌÂÛfiÙËÙ· ➞ ¿ÌÂÛÔ˜ ~ τις δουλειές του. = παραμελώ. αμέλεια η.
·Ì¤Ûˆ˜ ➞ ¿ÌÂÛÔ˜
·ÌÂÙ¿‚ÏËÙÔ˜ ➞ ·- αμελής -ής -ές.  σχ. αγενής. αμελώς άμιλλα η: προσπάθεια για υπεροχή, χωρίς
·ÌÂÙ·ÓfiËÙÔ˜ ➞ ·- (επίρρ.). αμελητέος -α -ο = μηδαμινός. αντιπαλότητα και εχθρική διάθεση, ανάμεσα
·ÌÂÙ¿ÂÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
·Ì‹¯·Ó· ➞ ·Ì‹¯·ÓÔ˜
·Ì˯·Ó›· ➞ ·Ì‹¯·ÓÔ˜ 
·Ì‹¯·ÓÔ˜
Το αμελώ (όπως και το παραμελώ) σημαίνει «δε
σε πρόσωπα ή ομάδες που επιδιώκουν το
ίδιο αποτέλεσμα: Μεταξύ των αθλητών πρέ-
·ÌÈÁ‹˜ φροντίζω και, επομένως, καθυστερώ να εκτελέσω πει να κυριαρχεί η ευγενής ~ και όχι ο ανε-
·ÌÈÁÒ˜ ➞ ·ÌÈÁ‹˜ ή να ολοκληρώσω μια ενέργεια ή να εκπληρώσω λέητος ανταγωνισμός. = συναγωνισμός
·Ì›ÏËÙÔ˜ ➞ ·-
¿ÌÈÏÏ· μια υποχρέωσή μου». Διαφορετική είναι η σημασία αμιλλώμαι • μόνο στον ενστ.: [επίσ.] συνα-
·ÌÈÏÏÒÌ·È ➞ ¿ÌÈÏÏ· του αδιαφορώ, που σημαίνει «δε στρέφω ποτέ την γωνίζομαι με ήθος και ευγένεια: Οι μαθητές
¿ÌÌÔ˜
·ÌÌÔ˘‰È¿ ➞ ¿ÌÌÔ˜ προσοχή μου σε κτ ή «διακόπτω οριστικά τη φρο- αμιλλώνται στους διαγωνισμούς της Μαθη-
·ÌÌ҉˘ ➞ ¿ÌÌÔ˜
·ÌÓËÛ›·
ντίδα μου για κτ». ματικής Εταιρείας.
*·ÌÓËÛÙ›· ➞ ·ÌÓËÛÙ›· άμμος η: ❶ κόκκοι από πολύ μικρά κομμάτια
·ÌÓ‹ÛÙ¢ÛË ➞ ·ÌÓËÛÙ›·
·ÌÓËÛÙ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÌÓËÛÙ›·
αμερόληπτος -η -ο: αυτός που κρίνει χωρίς να πετρωμάτων και ορυκτών, που καλύπτουν
·ÌÓËÛÙ‡ˆ ➞ ·ÌÓËÛÙ›· επηρεάζεται από άλλους ή από τις προτιμή- κυρίως τις παραλίες, τον βυθό της θάλασσας
·ÌÓËÛÙ›·
·ÌÔÈ‚·›· ➞ ·ÌÔÈ‚·›Ô˜
σεις του = αντικειμενικός ≠ μεροληπτικός: και τις ερήμους: Μου αρέσουν οι παραλίες με
·ÌÔÈ‚·›Ô˜ Είναι δύσκολο για τον ιστορικό να μένει ~ ~, όχι με βότσαλα. ❷ = αμμουδιά. αμμουδιά
·ÌÔÈ‚·ÈfiÙËÙ· ➞ ·ÌÔÈ‚·›Ô˜
·ÌÔÈ‚·›ˆ˜ ➞ ·ÌÔÈ‚·›Ô˜ στην περιγραφή της σύγχρονής του εποχής. η: παραλία με άμμο: Έπαιξαν λίγο στην ~,
·ÌÔÈ‚‹ ➞ ·Ì›‚ˆ αμερόληπτα (επίρρ.). αμεροληψία η. πριν μπουν στη θάλασσα. αμμώδης -ης -ες:
¿ÌÔÈÚÔ˜ ➞ ·-
¿Ì˘·ÏÔ˜ ➞ ·- άμεσος -η -ο: ❶ αυτός που γίνεται ή πρέπει να αυτός που καλύπτεται ή περιέχει κυρίως άμ-
γίνει ή υπάρχει χωρίς να παρεμβάλλεται τί- μο: ~ βυθός / έδαφος.  σχ. αγενής.
ποτε ενδιάμεσο ≠ έμμεσος: ~ προϊστάμενος. αμνησία η: ΙΑΤΡ απώλεια της μνήμης, η οποία
❷ αυτός που γίνεται ή πρέπει να γίνει την μπορεί να οφείλεται σε οργανικά ή ψυχικά
ίδια στιγμή, χωρίς να μεσολαβήσει χρονικό αίτια (τραυματισμός, αλκοολισμός, γηρα-
διάστημα: Aπαιτείται ~ μεταφορά στο νοσο- τειά, σοκ κτλ.): Μετά το χτύπημα στο κεφά-
κομείο. άμεσα (επίρρ.): χωρίς μεσολάβηση ≠ λι, έπαθε ~.
έμμεσα. αμέσως: χωρίς καθυστέρηση ≠ αργό- αμνηστία η: ΝΟΜ άρση της ποινικής δίωξης για
τερα, μετά. αμεσότητα η. αδίκημα, συνήθως πολιτικό, που διέπραξε
αμήχανος -η -ο: ❶ αυτός που νιώθει άβολα, για- κπ, πράξη επιείκειας με την οποία η πολιτεία
τί δεν έχει διέξοδο ή δεν μπορεί να αντιμετω- παραιτείται από την τιμωρία εγκλημάτων
πίσει μια κατάσταση: Με τα βλέμματα όλων που διαπράχτηκαν εναντίον της: Μετά το
στραμμένα πάνω του ένιωσε ~. ❷ αυτός που αποτυχημένο πραξικόπημα, χορηγήθηκε ~ σε
δηλώνει, εκφράζει αμηχανία: ~ σιωπή. αμή- όσους συμμετείχαν. Διεθνής Aμνηστία: διε-
χανα (επίρρ.). αμηχανία η: το να αισθάνεται θνής οργάνωση για την προστασία των αν-
κπ αμήχανος: Tρώει τα νύχια του από ~. θρωπίνων δικαιωμάτων. αμνηστεύω -ομαι:

 Η ΑΕ λ. μηχανή σήμαινε «μέσο, επινόημα» με το


(μτβ.) χορηγώ αμνηστία: Aμνηστεύθηκαν οι
πολιτικοί κρατούμενοι. αμνήστευση η: πα-
οποίο αντιμετωπιζόταν μια δύσκολη κατάσταση. ροχή αμνηστίας: Ο νέος πρόεδρος υποσχέθη-
Έτσι εξηγούνται και οι εκφρ. πολυμήχανος Οδυσ- κε την ~ των πολιτικών αδικημάτων. αμνη-
σέας και από μηχανής θεός (στην αρχαία τραγω- στευτικός -ή -ό: αυτός που παρέχει αμνηστία:
δία, ο θεός που την κρίσιμη στιγμή εμφανιζόταν ~ διατάξεις / νόμοι.
για να δώσει λύση σε ένα αδιέξοδο). αμοιβαίος -α -ο: αυτός που ισχύει στον ίδιο

28
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·29

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αμυγδαλή
αν & εάν
βαθμό για δύο πρόσωπα ή που γίνεται στον βράγχια, και, όταν μεγαλώσει, αφού αναπτύ-
ίδιο βαθμό από αυτά: Ανάμεσά τους υπάρχει ξει πνεύμονες, ζει στην ξηρά: Oι βάτραχοι εί- ·Ì˘Á‰·Ï‹
·Ì˘Á‰·ÏÈ¿
~ ενδιαφέρον. Χρειάζονται ~ υποχωρήσεις ναι ζώα ~. ❷ αυτός που μπορεί να κινείται ή ·Ì˘Á‰·Ï›Ùȉ· ➞ ·Ì˘Á‰·Ï‹
για να διατηρηθεί μια σχέση. αμοιβαία & -ως να γίνεται και στο νερό και στην ξηρά: ~ όχη- ·Ì‡Á‰·ÏÔ ➞ ·Ì˘Á‰·ÏÈ¿
·Ì˘Á‰·ÏˆÙfi ➞ ·Ì˘Á‰·ÏÈ¿
(επίρρ.). αμοιβαιότητα η: ❶ το να ανταπο- μα. αμφίβιο το: ΖΩΟΛ μέλος της ομοταξίας ·Ì˘Á‰·ÏˆÙfi˜ ➞ ·Ì˘Á‰·ÏÈ¿
κρίνεται κανείς εξίσου σε συναισθήματα ή των αμφίβιων ζώων: Ο βάτραχος είναι ~. ·Ì˘‰Ú¿ ➞ ·Ì˘‰Úfi˜
·Ì˘‰Úfi˜
πράξεις κπ άλλου = ανταπόδοση: ~ αισθημά- αμφίεση η: το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου, ·Ì˘‰ÚÒ˜ ➞ ·Ì˘‰Úfi˜
των. ❷ ΝΟΜ αναγνώριση αμοιβαίων υποχρε- καθώς και ο τρόπος με τον οποίο είναι ντυ- ·Ì‡ËÙÔ˜ ➞ ·-
¿Ì˘ÏÔ
ώσεων και ωφελημάτων μεταξύ κρατών: συν- μένος: Προσέχει πολύ την ~ του. Στη βράβευ- ·Ì˘ÏÔ‡¯Ô˜ ➞ ¿Ì˘ÏÔ
θήκη / όρος της ~. ση θα παραστούν όλοι με επίσημη ~. = ενδυ- ¿Ì˘Ó· ➞ ·Ì‡ÓÔÌ·È
·Ì‡ÓÔÌ·È
αμυγδαλή η: ❶ ΙΑΤΡ καθένας από τους δύο αδέ- μασία, περιβολή. ·Ì˘ÓÙÈο ➞ ·Ì‡ÓÔÌ·È
νες του λεμφικού συστήματος με σχήμα αμυ- αμφιρρεπής -ής -ές: αυτός που δεν μπορεί να ·Ì˘ÓÙÈÎfi˜ ➞ ·Ì‡ÓÔÌ·È
·ÌÊÈ‚¿Ïψ
γδάλου, που βρίσκονται κοντά στην είσοδο αποφασίσει, να επιλέξει μεταξύ δύο πραγμά- ·ÌÊ›‚ÈÔ ➞ ·ÌÊ›‚ÈÔ˜
του φάρυγγα και συμμετέχουν στην άμυνα των ή καταστάσεων.  σχ. αγενής. ·ÌÊ›‚ÈÔ˜
·ÌÊ›‚ÔÏ· ➞ ·ÌÊÈ‚¿Ïψ
του οργανισμού: Έκανε εγχείρηση και έβγαλε αμφίρροπος -η -ο: αυτός που η έκβασή του δεν ·ÌÊÈ‚ÔÏ›· ➞ ·ÌÊÈ‚¿Ïψ
τις ~ της. ❷ πληθ. [οικ.] αμυγδαλίτιδα. αμυ- έχει κριθεί ακόμα: Ο προεκλογικός αγώνας ·ÌÊ›‚ÔÏÔ˜ ➞ ·ÌÊÈ‚¿Ïψ
·ÌÊÈ‚fiψ˜ ➞ ·ÌÊÈ‚¿Ïψ
γδαλίτιδα η: ΙΑΤΡ φλεγμονή των αμυγδαλών: είναι ~. ·ÌÊ›ÂÛË
οξεία / πυώδης ~.  σχ. ωτίτιτιδα. αμφισβητώ -ούμαι: (μτβ.) εκφράζω αντιρρήσεις ·ÌÊÈÚÚÂ‹˜
·ÌÊ›ÚÚÔÔ˜
αμυγδαλιά η: φυλλοβόλο δέντρο με λευκορόδι- για την αλήθεια ή την ορθότητα κπ πράγμα- ·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÛË ➞ ·ÌÊÈÛ‚ËÙÒ
να άνθη που καρπός του είναι το αμύγδαλο: τος: Η απόφαση του διαιτητή αμφισβητήθηκε ·ÌÊÈÛ‚ËÙ‹ÛÈÌÔ˜ ➞ ·ÌÊÈÛ‚Ë-
ÙÒ
Oι ~ ανθίζουν τον Φλεβάρη. αμύγδαλο το: ο έντονα. αμφισβήτηση η. αμφισβητίας ο: πρό- ·ÌÊÈÛ‚ËÙ›·˜ ➞ ·ÌÊÈÛ‚ËÙÒ
·ÌÊÈÛ‚ËÙÒ
καρπός της αμυγδαλιάς. αμυγδαλωτός -ή -ό: σωπο που έχει την τάση να αμφισβητεί. αμ- ·ÌÊÈÛËÌ›· ➞ ·ÌÊ›ÛËÌÔ˜
αυτός που έχει σχήμα αμύγδαλου: Έχει μάτια φισβητήσιμος -η -ο ≠ αδιαμφισβήτητος. ·ÌÊ›ÛËÌÔ˜
~. αμυγδαλωτό το: γλύκισμα που έχει ως βα-
σικό συστατικό το αμύγδαλο.
 Το αμφιβάλλω διαφέρει από το αμφισβητώ και στη
·ÌÊfiÙÂÚÔÈ ➞ ·ÓÙˆÓ˘Ì›· -
§fiÁȘ ·ÓÙˆÓ˘Ì›Â˜
·Ó
αμυδρός -ή -ό: ❶ αυτός που δε διακρίνεται κα- σύνταξη και στη σημασία: Αμφιβάλλω για την ειλι-
θαρά: Φαινόταν μόνο ένα ~ φως. Ένα ~ χα- κρίνειά σου σημαίνει «έχω επιφυλάξεις για την ει-
μόγελο φάνηκε στα χείλη της. ❷ (μτφ.) αυτός λικρίνειά σου». Αμφισβητώ την ειλικρίνειά σου ση-
που δεν είναι σαφής, ξεκάθαρος = συγκεχυ- μαίνει «πιστεύω ότι δεν είσαι ειλικρινής».
μένος, αόριστος: Από όσα είπε, σχημάτισα
μια ~ εικόνα της κατάστασης. αμυδρά & αμφίσημος -η -ο: αυτός που επιδέχεται δύο δια-
[επίσ.] -ώς (επίρρ.): Τον θυμάμαι ~. φορετικές ερμηνείες = δίσημος, διφορούμε-
άμυλο το: ΧΗΜ φυσικός πολυσακχαρίτης που νος: ~ πρόταση. αμφισημία η: η ιδιότητα λέ-
παράγεται με φωτοσύνθεση στα φυτά και χρη- ξης, φράσης κτλ. να είναι αμφίσημη: Ο δημό-
σιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων με τη σιος λόγος των διπλωματών χαρακτηρίζεται
μορφή λευκής ουσίας, άοσμης και άγευστης: από ~.
Αποφεύγει τις τροφές που είναι πλούσιες σε ~. αν & εάν (σύνδ.): ❶ α. εισάγει πρόταση που δη-
αμυλούχος -α -ο: αυτός που περιέχει άμυλο: Oι λώνει συνθήκη η οποία πρέπει να ισχύει, για
~ τροφές παχαίνουν.  σχ. έχω. να συμβεί ό,τι εκφράζει η κύρια πρόταση =
αμύνομαι • αόρ. αμύνθηκα: (αμτβ.) υπερασπί- άμα: ~ έχει καλό καιρό, θα πάμε εκδρομή. ~
ζομαι τον εαυτό μου σε επίθεση ≠ επιτίθεμαι: με είχες βοηθήσει, θα είχα γράψει καλά στις
Οι πολιορκημένοι αμύνθηκαν με γενναιότητα εξετάσεις. β. σε στερεότυπους συνδυασμούς,
και απέκρουσαν τους εχθρούς. άμυνα η. αμυ- με επιρρήματα ή συνδέσμους: Όσο κι ~ με πει-
ντικός -ή -ό. αμυντικά (επίρρ.). αμυντικός ο, ράζει, δε θα κλάψω. Θα φύγω από τη δουλειά
η: ΑΘΛ παίκτης σε αμυντική θέση ≠ επιθετικός. μου, εκτός κι ~ μου αυξήσουν τον μισθό. Εί-
αμφιβάλλω • πρτ. αμφέβαλλα, αόρ. αμφέβαλα: ναι πανέξυπνος, ~ όχι μεγαλοφυΐα! γ. (+ ρ. σε
(αμτβ.) δεν είμαι σίγουρος για κτ: ~ αν θα έρ- πρτ. ή υπερσ.) εκφράζει ευχή = μακάρι να: ~
θει.  σχ. αμφισβητώ. αμφιβολία η. αμφίβο- ήσουν εδώ! ❷ εισάγει πλάγια ερώτηση ολικής
λος -η -ο. αμφίβολα & [επίσ.] αμφιβόλως άγνοιας: Τον ρώτησα ~ τον είχαν καλέσει στο
(επίρρ.). πάρτι. ❸ (ακόμη) και / κι αν (ως σύνδ.): εισά-
αμφίβιος -α -ο: ❶ (για ζώα) αυτός που, όταν εί- γει πρόταση που δηλώνει ενδεχόμενο το
ναι μικρός, ζει στο νερό αναπνέοντας με οποίο δεν μπορεί να αλλάξει ό,τι αναφέρει η

29
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·30

A αν
ανάγλυφος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

κύρια πρόταση: ~ παρακαλέσει, δε θα του κά- σμού: ~ ουσίες/διαδικασίες. αναβολικά τα: χη-
·Ó Î·È νω το χατήρι. μικές ουσίες που αυξάνουν τον αναβολισμό
·Ó-1 ➞ ·-
¿Ó-1 ➞ ·- αν και (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει προκαλώντας μυϊκή υπερτροφία και χρησι-
·Ó-2 ➞ ·Ó·-2 γεγονός αντίθετο με αυτό που εκφράζει η κύ- μοποιούνται παράνομα από κάποιους αθλη-
¿Ó-2 ➞ ·Ó·-2
·Ó¿ ➞ ÚfiıÂÛË - §fiÁȘ ρια πρόταση = παρόλο που, παρ’ ότι, μολο- τές με σκοπό τη βελτίωση των επιδόσεών τους.
ÚÔı¤ÛÂȘ νότι, ενώ: ~ δε διαβάζει πολύ, πάντα γράφει ανάβω -ομαι • μππ. αναμμένος: ❶ (μτβ.) κάνω
·Ó·-1 ➞ ·-
·Ó¿-1 ➞ ·- καλά στα διαγωνίσματα. κτ να πάρει φωτιά: Άναψε το τζάκι. ≠ σβήνω.
·Ó·-2 ανα-2 αν-2 & ανά-2 άν-2: πρόθημα που ❶ δη- ❷ (μτβ.) θέτω σε λειτουργία συσκευή ή μηχα-
·Ó¿-2 ➞ ·Ó·-2
·Ó·‚·ıÌ›˙ˆ λώνει πορεία προς τα επάνω ≠ κατα-: άνο- νή με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος: ~ τη
·Ó·‚¿ıÌÈÛË ➞ ·Ó·‚·ıÌ›˙ˆ δος, ανάβαση. ❷ δηλώνει επανάληψη ενέρ- λάμπα. ≠ σβήνω, κλείνω. ❸ (αμτβ.) παίρνω
·Ó·‚·ıÌÔÏÔÁÒ ➞ ·Ó·-2
·Ó·‚¿Ïψ γειας: αναβαθμολογώ, αναδιοργανώνω, ανα- φωτιά: Tα κλαδιά είναι βρεγμένα και δεν ~.
·Ó¿‚·ÛË ➞ ·Ó‚·›Óˆ γέννηση. ❸ επιτείνει τη σημασία του β΄συνθ.: ❹ (μτφ., αμτβ., για συσκευή) υπερθερμαίνο-
·Ó·‚ÈÒÓˆ
·Ó·‚›ˆÛË ➞ ·Ó·‚ÈÒÓˆ αναταραχή. μαι: Άναψε η μηχανή του αυτοκινήτου. ≠
·Ó·‚ÏËÙÈο ➞ ·Ó·‚¿Ïψ αναβαθμίζω -ομαι: (μτβ.) ≠ υποβαθμίζω ❶ κά- κρυώνω ❺ (μτφ., αμτβ., για γεγονός) αποκτώ
·Ó·‚ÏËÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·‚¿Ïψ
·Ó·‚ÔÏ‹ ➞ ·Ó·‚¿Ïψ νω κτ καλύτερο ανεβάζοντας το ποιοτικό του μεγάλες διαστάσεις ή ένταση: Άναψε το γλέ-
·Ó·‚ÔÏÈο ➞ ·Ó·‚ÔÏÈÎfi˜ επίπεδο: Το χωριό μας αναβαθμίστηκε με την ντι. άναμμα το.
·Ó·‚ÔÏÈÎfi˜
·Ó·‚Úԯȿ ➞ ·- ασφαλτόστρωση των δρόμων. ❷ τοποθετώ αναγγέλλω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ δημόσια γνω-
·Ó¿‚ˆ κπ σε ιεραρχικά ανώτερη θέση από αυτή που στό = ανακοινώνω, γνωστοποιώ: Ανήγγειλαν
·Ó·ÁÁÂÏ›· ➞ ·Ó·ÁÁ¤Ïψ
·Ó·ÁÁ¤Ïψ κατείχε ως τώρα = προάγω: Αναβαθμίστηκε τον γάμο τους. αναγγελία η.
·Ó·Á¤ÓÓËÛË ➞ ·Ó·ÁÂÓÓÒ - έγινε. Τμηματάρχης. αναβάθμιση η. αναγεννώ -ώμαι & -ιέμαι: (μτβ.) κάνω κπ ή κτ
·Ó·ÁÂÓÓËÛÈ·Îfi˜ ➞ ·Ó·ÁÂÓ-
ÓÒ αναβάλλω -ομαι • πρτ. ανέβαλλα, αόρ. ανέβα- να ξεκινήσει μια νέα περίοδο ακμής = ανα-
·Ó·ÁÂÓÓÒ
·Ó·Áο˙ˆ ➞ ·Ó¿ÁÎË
λα, παθ. αόρ. αναβλήθηκα & [επίσ.] ανεβλή- βιώνω: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναγεννήθη-
·Ó·Áη›Ô˜ ➞ ·Ó¿ÁÎË θην: (μτβ.) μεταθέτω στο μέλλον κτ προ- καν μετά από 1503 χρόνια χάρη στον Γάλλο
·Ó·ÁηÈfiÙËÙ· ➞ ·Ó¿ÁÎË
·Ó·ÁηÛÙÈο ➞ ·Ó¿ÁÎË
γραμματισμένο: Aνέβαλε το ταξίδι του για Πιερ ντε Κουμπερτέν. αναγέννηση η: ❶
·Ó·ÁηÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó¿ÁÎË την άλλη εβδομάδα.  σχ. βάλλω. αναβολή πνευματική, κοινωνική κτλ. πρόοδος μετά
·Ó¿ÁÎË
·Ó¿ÁÏ˘Ê· ➞ ·Ó¿ÁÏ˘ÊÔ˜
η. αναβλητικός -ή -ό. αναβλητικά (επίρρ.). από περίοδο στασιμότητας ή παρακμής. ❷
·Ó¿ÁÏ˘ÊÔ ➞ ·Ó¿ÁÏ˘ÊÔ˜
·Ó¿ÁÏ˘ÊÔ˜ Αναβάλλω «μεταθέτω σε συγκεκριμένο χρόνο» -
Αναγέννηση η: η περίοδος άνθησης των τε-
χνών, των γραμμάτων και των επιστημών
αναστέλλω «μεταθέτω αόριστα» - διακόπτω - μα- στην Ευρώπη (14ος-16ος αι.) με βάση τον αρ-
ταιώνω: οι λ. αυτές έχουν παρόμοιες, αλλά όχι χαίο ελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό: Η ζω-
απόλυτα ίδιες σημασίες. Η παράσταση αναβάλλε- γραφική του Θεοτοκόπουλου είναι επηρεα-
ται για αύριο σημαίνει ότι η προγραμματισμένη σμένη από την ~. αναγεννησιακός -ή -ό: αυ-
για σήμερα παράσταση θα δοθεί αύριο. Η απεργία τός που σχετίζεται με την Αναγέννηση.
αναστέλλεται σημαίνει ότι η απεργία δε θα πραγ- ανάγκη η: ❶ κατάσταση που επιβάλλεται από
ματοποιηθεί τώρα, αλλά κάποτε στο μέλλον, χωρίς πιεστικές συνθήκες: Βρέθηκε στην ~ να που-
να ορίζεται χρονικό σημείο. Τα έργα διακόπτονται λήσει το σπίτι του. ❷ καθετί που χρειαζόμα-
σημαίνει ότι τα έργα έχουν αρχίσει να εκτελούνται στε ή επιθυμούμε έντονα: Έχω ~ από ψυχα-
και σταματούν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διά- γωγία/είδη πρώτης ~/ώρα ~. αναγκάζω -ομαι
στημα ή για πάντα. Τέλος, το ματαιώνω σημαίνει (μτβ.). αναγκαίος -α -ο. αναγκαιότητα η: κα-
«ακυρώνω μια ενέργεια που δεν πρόκειται να επα- τάσταση που επιβάλλεται ως αναγκαία. ανα-
ναληφθεί υπό τις ίδιες συνθήκες στο μέλλον». γκαστικός -ή -ό. αναγκαστικά (επίρρ.).
ανάγλυφος -η -ο: ❶ αυτός που δεν είναι λείος,
αναβιώνω: (μτβ. & αμτβ.) επαναφέρω ή επα- επειδή η επιφάνειά του έχει σκαλιστεί ή κτ
νέρχομαι στη ζωή ή σε χρήση: Tο παλιό αυτό έχει προστεθεί πάνω της: Στον μαρμάρινο
έθιμο ~ στις μέρες μας. αναβίωση η. τοίχο σώζεται ~ σταυρός. ❷ (μτφ.) αυτός που
αναβολικός -ή -ό: ΒΙΟΛ αυτός που ευνοεί τον ανα- περιγράφεται με ζωντανό και παραστατικό
βολισμό, τη συνθετική φάση του μεταβολι- τρόπο: Το βιβλίο περιγράφει σκηνές από τον

Σύνθετα με ανα-2
προς τα επάνω επανάληψη ενέργειας επιτατική σημασία
αναδύομαι αναδασώνω ανακράζω
ανάδυση αναδάσωση
αναδημιουργώ

30
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·31

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αναγνωρίζω
αναιρώ
πόλεμο με ~ τρόπο. ανάγλυφο το: ανάγλυφη προς όλες τις κατευθύνσεις κτ που βρίσκεται
παράσταση σε έργο τέχνης: Στα ανάγλυφα σε αέρια ή σε υγρή κατάσταση: Τα λουλούδια ·Ó·ÁÓˆÚ›˙ˆ
·Ó·ÁÓÒÚÈÛË ➞ ·Ó·ÁÓˆÚ›˙ˆ
του Παρθενώνα εικονίζονται άλογα. ανάγλυ- αυτά ~ ένα λεπτό άρωμα. Από τα ρούχα του ·Ó·ÁÓˆÚ›ÛÈÌÔ˜ ➞
φα (επίρρ.). αναδιδόταν η μυρωδιά του ιδρώτα.  σχ. ·Ó·ÁÓˆÚ›˙ˆ
·Ó·ÁÓˆÚÈÛÙÈο ➞
αναγνωρίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ διαπιστώνω την δίνω. ·Ó·ÁÓˆÚ›˙ˆ
ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Αναγνώ- ανάδοχος ο, η: [επίσ.] ❶ πρόσωπο που βαφτίζει ·Ó·ÁÓˆÚÈÛÙÈÎfi˜ ➞
·Ó·ÁÓˆÚ›˙ˆ
ρισε τον δράστη. ❷ αποδέχομαι, παραδέχομαι: ένα παιδί = νονός, νονά. ❷ ιδιώτης ή εται- ·Ó¿ÁÓˆÛË
~ το λάθος μου. ❸ δέχομαι κτ ως νόμιμο ή ρεία, οργανισμός κτλ. που αναλαμβάνει να ·Ó·ÁÓÒÛÈÌÔ˜ ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
·Ó·ÁÓˆÛÈÌfiÙËÙ· ➞
έγκυρο: σχολή αναγνωρισμένη από το κράτος. εκτελέσει κπ έργο με βάση ορισμένο συμφω- ·Ó¿ÁÓˆÛË
αναγνώριση η. αναγνωριστικός -ή -ό. ανα- νητικό: Ο ~ οφείλει να παραδώσει το έργο ·Ó¿ÁÓˆÛÌ· ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
·Ó·ÁÓˆÛÙ‹ÚÈÔ ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
γνωριστικά (επίρρ.). αναγνωρίσιμος -η -ο. εντός ενός μηνός. ~ οικογένεια: αυτή η οποία ·Ó·ÁÓÒÛÙ˘ ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
ανάγνωση η: ❶ αναγνώριση των γραπτών συμ- αναλαμβάνει την ανατροφή (όχι την υιοθε- ·Ó·ÁÓˆÛÙÈÎfi ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
·Ó·ÁÓˆÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
βόλων που συνθέτουν ένα γραπτό κείμενο σία) ενός παιδιού. ·Ó·ÁÓÒÛÙÚÈ· ➞ ·Ó¿ÁÓˆÛË
και κατανόηση του περιεχομένου του: Στην αναζητώ & -άω -ούμαι: (μτβ.) ψάχνω επίμονα να ·Ó¿ÁˆÁ· ➞ ·Ó¿ÁˆÁÔ˜
·Ó¿ÁˆÁÔ˜
πρώτη τάξη του δημοτικού τα παιδιά μαθαί- βρω α. κπ ή κτ που δε γνωρίζω πού βρίσκεται: ·Ó·‰·ÛÒÓˆ ➞ ·Ó·-2
νουν γραφή και ~. ❷ μεγαλόφωνο διάβασμα Η αστυνομία ~ τον δραπέτη. β. (μτφ.) κτ που ·Ó·‰¿ÛˆÛË ➞ ·Ó·-2
·Ó·‰ÂÈÎÓ‡ˆ
ενός γραπτού κειμένου: ~ ενός θεατρικού έρ- θα με κάνει να νιώσω καλύτερα: Έφυγε από ·Ó¿‰ÂÈÍË ➞ ·Ó·‰ÂÈÎÓ‡ˆ
γου. ❸ ερμηνεία ενός λογοτεχνικού έργου: την Αθήνα, γιατί αναζητούσε την ηρεμία της ·Ó·‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ ➞ ·Ó·-2
·Ó·‰›‰ˆ
Τα ποιήματα του Ελύτη επιδέχονται πολλα- εξοχής. γ. (& μτφ.) κπ ή κτ που θα καλύψει ·Ó·‰ÈÔÚÁ·ÓÒÓˆ ➞ ·Ó·-2
πλές ~. αναγνώσιμος -η -ο: αυτός που μπο- ανάγκη ή θα λύσει πρόβλημα, απορία κτλ.: Η ·Ó¿‰Ô¯Ô˜
·Ó·‰‡ÔÌ·È ➞ ·Ó·-2
ρεί να διαβαστεί: H πινακίδα δεν είναι ~. ομάδα ~ προπονητή μετά τον τελευταίο αγώ- ·Ó¿‰˘ÛË ➞ ·Ó·-2
·Ó·˙‹ÙËÛË ➞ ·Ó·˙ËÙÒ
αναγνωσιμότητα η: ❶ η ιδιότητα του ανα- να. αναζήτηση η: ❶ το να αναζητά κανείς κπ ·Ó·˙ËÙÒ
γνώσιμου. ❷ ο αριθμός των αναγνωστών ή κτ: ~ τροφής. ❷ πληθ. ψυχικά ή πνευματικά ·Ó¿ıÂÛË ➞ ·Ó·ı¤Ùˆ
·Ó·ı¤Ùˆ
ενός εντύπου: εφημερίδα με μεγάλη ~. ανά- ερωτήματα που ωθούν κπ να στοχάζεται και ·Ó·ıÚÂÌ̤ÓÔ˜ ➞ ·Ó·Ùڤʈ
γνωσμα το: κάθε κείμενο που διαβάζεται, συ- να ερευνά: Οι έφηβοι έχουν έντονες ~ για το ·Ó·ıڤʈ ➞ ·Ó·Ùڤʈ
·Ó·›‰ÂÈ· ➞ ·Ó·È‰‹˜
νήθως απλό και ευχάριστο: λαϊκό/παιδικό ~. νόημα της ζωής και τον εαυτό τους. ·Ó·È‰¤ÛÙÂÚÔ˜ ➞ ·Ó·È‰‹˜
αναγνώστης ο, -ρια η: πρόσωπο που διαβά- αναθέτω -τίθεμαι & [προφ.] -θέτομαι • αόρ. ·Ó·È‰‹˜
·Ó·È‰Ò˜ ➞ ·Ó·È‰‹˜
ζει, που αγαπά το διάβασμα: Tο βιβλίο απευ- ανέθεσα & ανάθεσα, παθ. αόρ. ανατέθηκα, ·Ó·›ÚÂÛË ➞ ·Ó·ÈÚÒ
θύνεται τόσο στον ειδικό, όσο και στον μέσο παθ. αόρ. & [επίσ.] ανετέθην, μππ. ανατεθει- ·Ó·ÈÚÒ
~. αναγνωστήριο το: αίθουσα που διατίθεται μένος: (μτβ.) ορίζω κπ ως υπεύθυνο για κπ έρ-
για ανάγνωση βιβλίων και άλλων εντύπων. γο: Ο Περικλής ανέθεσε στον Φειδία την κα-
αναγνωστικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται τασκευή του αγάλματος της Αθηνάς.  σχ.
στην ανάγνωση ή στον αναγνώστη: ~ ικανό- θέτω. ανάθεση η.
τητα / κοινό. αναγνωστικό το: βασικό βιβλίο αναιδής -ής -ές • αναιδέστερος, αναιδέστατος:
του δημοτικού σχολείου από το οποίο διδά- αυτός που δεν έχει το συναίσθημα της ντροπής
σκεται η ανάγνωση. και του σεβασμού σε πρόσωπα και καταστά-
ανάγωγος -η -ο: αυτός που δεν έχει αγωγή, κα- σεις = αδιάντροπος, θρασύς: ~ βλέμμα / ύφος.
λή ανατροφή = αγενής: ~ άνθρωπος / συμπε- Ένας ~ νέος τη σκούντησε για να περάσει. 
ριφορά. ανάγωγα (επίρρ.): Φέρεται ~ στους σχ. αγενής. αναιδώς (επίρρ.): Αρνήθηκε αναι-
δασκάλους του. δέστατα να δώσει τη θέση του σε έναν ηλικιω-
αναδεικνύω -ομαι: ❶ προβάλλω κτ, τονίζω τα μένο. αναίδεια η: συμπεριφορά που χαρακτη-
στοιχεία εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει: ρίζεται από έλλειψη ντροπής και σεβασμού:
Αυτή η κόμμωση ~ τα χαρακτηριστικά του Είναι ~ να διακόπτεις τον συνομιλητή σου.
προσώπου της. Με την ομιλία του στη Βουλή αναιρώ -ούμαι: ❶ (μτβ.) αρνούμαι κτ που έχω
ανέδειξε το πρόβλημα της ανεργίας. ❷ παθ. πει: Aναίρεσε όσα υποστήριξε στην πρώτη
προωθούμαι κοινωνικά, επαγγελματικά: κατάθεσή του. ❷ αντικρούω κτ αποδεικνύο-
Aναδείχτηκε με την αξία του. ανάδειξη η: ❶ ντας ότι είναι λανθασμένο: Οι εξαιρέσεις δεν
το να αναδεικνύει κπ κτ: επιτροπή για την ~ ~ τον κανόνα. ❸ ΝΟΜ ακυρώνω προηγούμενη
των μνημείων. ❷ διάκριση, καθιέρωση, εκλο- δικαστική απόφαση: O Άρειος Πάγος αναί-
γή σε αξίωμα: Tην ~ του σε Δήμαρχο τη χρω- ρεσε απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
στά στη σκληρή δουλειά. αναίρεση ❶ άρνηση, ακύρωση: ~ απόφασης /
αναδίδω & αναδίνω -ομαι: εκπέμπω, σκορπίζω υπόσχεσης. ❷ απόδειξη μιας άποψης ως

31
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·32

A
αναίσθητος
αναλαμβάνω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

εσφαλμένης: Η ~ των ισχυρισμών του, μετά ανακαλώ -ούμαι • παθ. αόρ. ανακλήθηκα: (μτβ.)
·Ó·ÈÛıËÛ›· ➞ ·Ó·›ÛıËÙÔ˜ τις τελευταίες αποκαλύψεις, ήταν θέμα χρό- ❶ καλώ κπ να επιστρέψει από εκεί όπου βρί-
·Ó·ÈÛıËÙÈÎfi ➞ ·Ó·›ÛıËÙÔ˜
·Ó·ÈÛıËÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·›ÛıËÙÔ˜ νου. ❸ ΝΟΜ ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται σκεται: O πρεσβευτής μας στο Λονδίνο ανα-
·Ó·›ÛıËÙÔ˜
·Ó·Î·Ï‡Ùˆ ➞ ·ÔηχÙˆ
από τον Άρειο Πάγο να ακυρωθεί απόφαση κλήθηκε στην Aθήνα. ❷ επαναφέρω κτ: ~ στη
·Ó·Î·Ï‡Ùˆ κατώτερου δικαστηρίου. ❹ ΜΟΥΣ σημάδι που μνήμη μου γεγονότα του παρελθόντος. ❸
·Ó·Î¿Ï˘„Ë ➞ ·Ó·Î·Ï‡Ùˆ επαναφέρει στη φυσική του θέση έναν φθόγ-
·Ó·Î·ÏÒ
ακυρώνω, αναιρώ: Σου ζητώ να ανακαλέσεις
·Ó¿Î·Ù· ➞ ·Ó·Î·Ù‡ˆ γο ο οποίος έχει υποστεί αλλοίωση. αυτά που είπες. ανάκληση η.
·Ó·Î¿ÙÂÌ· ➞ ·Ó·Î·Ù‡ˆ αναίσθητος -η -ο: ❶ αυτός που έχει χάσει τις αι-
·Ó·Î·Ù‡ˆ
ανακατεύω -ομαι & (κυρ. στις σημ. 2, 3 & 4)
·Ó¿Î·ÙÔ˜ ➞ ·Ó·Î·Ù‡ˆ σθήσεις του: O τραυματίας μεταφέρθηκε ~ στο ανακατώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ βάζω μαζί διάφο-
·Ó·Î¿ÙˆÌ· ➞ ·Ó·Î·Ù‡ˆ νοσοκομείο. ❷ (μτφ., για πρόσ.) αυτός που εί-
·Ó·Î·ÙÒÓˆ ➞ ·Ó·Î·Ù‡ˆ ρα πράγματα, ώστε να γίνουν ένα ενιαίο σύ-
·Ó·Î·ÙˆÛÔ‡Ú· ➞ ·Ó·Î·- ναι συναισθηματικά εντελώς αδιάφορος, ασυ- νολο = αναμειγνύω: ~ τα υλικά για το κέικ. ❷
Ù‡ˆ γκίνητος ≠ ευαίσθητος: Με έβλεπε ο ~ να
·Ó·Î·ÙˆÛÔ‡Ú·˜ ➞ ·Ó·Î·- βάζω μαζί ανόμοια πράγματα ή σε θέση που
Ù‡ˆ κλαίω και δεν έκανε τίποτε. = σκληρός, ανάλ- δεν πρέπει, χωρίς τάξη: Ανακάτεψε τα χαρτιά
·Ó·Î‹Ú˘ÍË ➞ ·Ó·ÎËÚ‡ÛÛˆ γητος. αναισθησία η: ❶ ΙΑΤΡ παθολογική κα-
·Ó·ÎËÚ‡ÛÛˆ μου με τα δικά του και δε βρίσκω τίποτα! =
·Ó¿ÎÏËÛË ➞ ·Ó·Î·ÏÒ τάσταση, κατά την οποία το άτομο δεν αντι- μπερδεύω. Ποιος ανακάτεψε τα ρούχα μου;
·Ó·ÎÔÈÓˆı¤Ó ➞ ·Ó·ÎÔÈÓÒÓˆ δρά σε ερεθίσματα των αισθητήριων οργάνων
·Ó·ÎÔÈÓÒÓˆ (& μτφ.) Ο συγγραφέας ~ στο βιβλίο αυτό την
·Ó·ÎÔ›ÓˆÛË ➞ ·Ó·ÎÔÈÓÒÓˆ του. ❷ ΙΑΤΡ τεχνητή νάρκωση ασθενούς για να πραγματικότητα με τη φαντασία. ❸ συνήθ.
·Ó·ÎÔÏÔ˘ı›· ➞ ·- μην αισθανθεί τον πόνο μιας επέμβασης: γενι-
·Ó·ÎfiÏÔ˘ıÔ˜ ➞ ·- παθ. προκαλώ αηδία, εμετό σε κπ: Ανακατεύ-
·Ó·ÎÚ¿˙ˆ ➞ ·Ó·-2 κή/τοπική ~. ❸ (μτφ.) το να μένει κανείς ασυ- τηκα μόλις το μύρισα. ❹ κάνω κπ συμμέτοχο
·Ó·ÎÚ›‚ÂÈ· ➞ ·- γκίνητος και συναισθηματικά αδιάφορος: Η ~
·Ó·ÎÚÈ‚‹˜ ➞ ·- σε κπ ενέργεια = αναμειγνύω, μπερδεύω: Μη
·Ó·Ï·Ì‚¿Óˆ του είναι παροιμιώδης: άκουγε να τον κατη- με ~ στις υποθέσεις σου, δε θέλω ούτε να ξέ-
·Ó¿Ï·ÙÔ˜ ➞ ·-
·Ó·Ï‹ÊıËη ➞ ·Ó·Ï·Ì‚¿Óˆ
γορούν για φόνο και χαμογελούσε. αναισθη- ρω! ανακάτεμα & ανακάτωμα το. ανάκατος
·Ó¿ÏË„Ë ➞ ·Ó·Ï·Ì‚¿Óˆ τικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί αναισθησία. -η -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από αταξία:
αναισθητικό το: φαρμακευτική ουσία που Το δωμάτιο ήταν ~ μετά το πάρτι. ανάκατα
χρησιμοποιείται για την πρόκληση αναισθη- (επίρρ.). ανακατωσούρα η: ❶ κατάσταση
σίας: Του έραψαν το τραύμα χωρίς ~. αταξίας. ❷ τάση για εμετό = αναγούλα, ανα-
ανακαλύπτω -ομαι: (μτβ.) ❶ βρίσκω ή μαθαίνω κάτεμα. ανακατωσούρας -α -ικο: αυτός που
κτ που υπήρχε, αλλά παρέμενε άγνωστο: O προκαλεί ανακατωσούρα (σημ. 1).
Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. ❷ εντο- ανακηρύσσω -ομαι: (μτβ.) ανακοινώνω επίσημα
πίζω κτ τυχαία ή αρχίζω να ενδιαφέρομαι για το όνομα νικητή, τον τίτλο που απονέμεται σε
κτ: ~ θησαυρό. Άργησαν να ανακαλύψουν το κπ ή την καθιέρωση ενός θεσμού: ~ νικητής
ταλέντο του. ❸ μαθαίνω κτ που δε γνώριζα ή στον Μαραθώνιο/αυτοκράτορας. ανακήρυξη
συνειδητοποιώ ξαφνικά κτ: Ανακάλυψα το η: επίσημη αναγγελία ή απονομή τίτλου: Επί-
μυστικό του. ανακάλυψη η: το να ανακαλύ- κειται η ~ του ως Προέδρου της Δημοκρατίας.
ψει κπ κτ, καθώς και αυτό που ανακαλύπτει: ανακοινώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ κάνω κτ δημόσια
η ~ της Αμερικής. Ο ηθοποιός αυτός είναι η γνωστό = αναγγέλλω, γνωστοποιώ: Τα απο-
μεγάλη ~ του σκηνοθέτη. οι μεγάλες ανακα- τελέσματα του διαγωνισμού δεν ανακοινώ-
λύψεις: τα μεγάλα εξερευνητικά ταξίδια του θηκαν ακόμα. ❷ κάνω γνωστά τα αποτελέ-
15ου -16ου αιώνα που έφεραν τους Ευρω- σματα μελέτης ή έρευνας: Στο πρόσφατο συ-
παίους σε επαφή με άλλους πολιτισμούς. επι- νέδριο ανακοινώθηκαν τα πρώτα αποτελέ-
στημονικές ~: προώθηση της επιστημονικής σματα του πειράματος. ανακοίνωση η. ανα-
γνώσης μετά από έρευνες. κοινωθέν το: επίσημη ανακοίνωση.

 Το ρ. ανακαλύπτω αναφέρεται σε πράγματα που


αναλαμβάνω -ομαι • αόρ. ανέλαβα, παθ. αόρ.
αναλήφθηκα & [επισ.] ανελήφθην, μππ. ανει-
υπήρχαν και πριν γίνουν γνωστά. Για πρωτότυπες λημμένος: ❶ (μτβ.) δέχομαι ή παίρνω την
κατασκευές χρησιμοποιούμε το ρ. εφευρίσκω: πρωτοβουλία να εκτελέσω κτ: Ανέλαβε τη
Πριν εφευρεθεί το τηλέφωνο, οι άνθρωποι επικοι- διοργάνωση της έκθεσης. ανειλημμένες υπο-
νωνούσαν δι’ αλληλογραφίας. Δεν πρέπει επίσης χρεώσεις. ❷ (αμτβ.) αποκτώ ξανά τις δυνά-
να συγχέεται με το ρ. αποκαλύπτω «φανερώνω κτ μεις μου, γίνομαι πάλι καλά = συνέρχομαι,
που ήταν κρυφό»: Στην ανάκριση αποκάλυψε την αναρρώνω ≠ χειροτερεύω, υποτροπιάζω: Ο
αλήθεια. ασθενής θα αναλάβει γρήγορα. ανάληψη η.
 σχ. λαμβάνω.

32
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·33

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A



αναλογία
αναμετρώ
Η αρχική σημασία του αναλαμβάνω ήταν «παίρνω γιστή. αναλφαβητισμός ο: έλλειψη των στοι-
στα χέρια μου». χειωδών γνώσεων που επιτρέπουν σε κπ να ·Ó¿ÏÔÁ· ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
·Ó·ÏÔÁ›·
διαβάζει και να γράφει τη μητρική του γλώσσα: ·Ó·ÏÔÁÈο ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
αναλογία η: ❶ συγκριτική σχέση ανάμεσα σε O ~ μαστίζει τις χώρες του Tρίτου Kόσμου. ·Ó·ÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
·Ó¿ÏÔÁÔ˜ ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
πρόσωπα, πράγματα, φαινόμενα ή καταστά- αναλώνω -ομαι: διαθέτω σωματικές και πνευ- ·Ó·ÏÔÁÒ ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
σεις: H ~ θανάτων και γεννήσεων δείχνει ότι ματικές δυνάμεις για την πραγματοποίηση κπ ·Ó·ÏfiÁˆ˜ ➞ ·Ó·ÏÔÁ›·
·Ó¿Ï˘ÛË ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
ο πληθυσμός φθίνει. ❷ μερίδιο που αντιστοι- σκοπού = ξοδεύω: Aνάλωσε τη ζωή του για ·Ó·Ï˘Ù‹˜ ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
χεί σε ένα μέλος ενός συνόλου: Η ~ μου στα την τέχνη. ανάλωση η: ξόδεμα, κατανάλωση: ·Ó·Ï˘ÙÈο ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
·Ó·Ï˘ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
κέρδη είναι 20%. ❸ ομοιότητα ανάμεσα σε H ~ φρέσκων λαχανικών είναι μεγαλύτερη ·Ó·Ï˘ÙÈÎÒ˜ ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
πράγματα: Υπάρχουν ~ ανάμεσα στη βυζα- στις μεσογειακές από ό,τι στις βόρειες χώρες. ·Ó·Ï‡ÙÚÈ· ➞ ·Ó·Ï‡ˆ
·Ó·Ï‡ˆ
ντινή και στην ινδική μουσική. ❹ πληθ. η συμ- αναλώσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί, που εί- ·Ó·ÏÊ·‚ËÙÈÛÌfi˜ ➞ ·Ó·ÏÊ¿-
μετρική, αρμονική σχέση ανάμεσα στα μέρη ναι κατάλληλος για να καταναλωθεί. αναλώ- ‚ËÙÔ˜
·Ó·ÏÊ¿‚ËÙÔ˜
ενός συνόλου: Τα αγάλματα της κλασικής αρ- σιμα τα: υλικά που καταναλώνονται: Θα ·Ó·ÏÒÓˆ
χαιότητας έχουν άψογες ~. αναλογώ • μόνο βρείτε τα εκτυπωτικά μελάνια στο τμήμα ανα- ·Ó¿ÏˆÛË ➞ ·Ó·ÏÒÓˆ
·Ó·ÏÒÛÈÌ· ➞ ·Ó·ÏÒÓˆ
ενστ. και πρτ.: (αμτβ.) συσχετίζομαι με κτ ως λώσιμων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. ·Ó·ÏÒÛÈÌÔ˜ ➞ ·Ó·ÏÒÓˆ
προς κάποια ιδιότητα = αντιστοιχώ, ισοδυ- αναμειγνύω -ομαι • αόρ. ανάμειξα & ανέμειξα, ·Ó·Ì¿ÚÙËÙÔ˜ ➞ ·-
·Ó·ÌÂÈÁÓ‡ˆ
ναμώ: O φόρος που ~ στο εισόδημά του είναι παθ. αόρ. αναμείχθηκα & -χτηκα, μππ. ανα- ·Ó¿ÌÂÈÎÙ· ➞ ·Ó·ÌÂÈÁÓ‡ˆ
υψηλός. ανάλογος -η -ο: αυτός που έχει ανα- μεμειγμένος: (μτβ.) = ανακατεύω ❶ ενώνω ·Ó¿ÌÂÈÎÙÔ˜ ➞ ·Ó·ÌÂÈÁÓ‡ˆ
·Ó¿ÌÂÈÍË ➞ ·Ó·ÌÂÈÁÓ‡ˆ
λογία με κπ ή κτ άλλο: ~ πρόταση με τη δική δύο ή περισσότερα στοιχεία ώστε να σχημα- ·Ó·ÌÂÌÂÈÁ̤ÓÔ˜ ➞ ·Ó·ÌÂÈ-
σας μας έκαναν και άλλοι. ανάλογα & ανα- τίσουν ένα ενιαίο σύνολο: Για να φτιάξουμε ÁÓ‡ˆ
·Ó·Ì¤Óˆ
λόγως (επίρρ.). αναλογικός -ή -ό: αυτός που το γκρι χρώμα, αναμειγνύουμε άσπρο και ·Ó¿ÌÂÛ·
·Ó·ÌÂÙ·‰›‰ˆ
γίνεται με αναλογία προς κπ ή κτ άλλο. ανα- μαύρο. ❷ (μτφ.) κάνω κπ να συμμετάσχει σε ·Ó·ÌÂÙ¿‰ÔÛË ➞ ·Ó·ÌÂÙ·‰›-
λογικά (επίρρ.). ορισμένη υπόθεση, συνήθως δυσάρεστη = ‰ˆ
·Ó·ÌÂÙ·‰fiÙ˘ ➞ ·Ó·ÌÂÙ·‰›-
αναλύω -ομαι • αόρ. ανέλυσα & ανάλυσα: εμπλέκω: Τον ανέμειξαν στο σκάνδαλο. ❸ ‰ˆ
(μτβ.) ❶ εξηγώ κτ με λεπτομέρεια: Ο υπουρ- παθ. συμμετέχω, επεμβαίνω σε κτ: Μην ανα- ·Ó·Ì¤ÙÚËÛË ➞ ·Ó·ÌÂÙÚÒ
γός ανέλυσε τα πλεονεκτήματα του προ- ·Ó·ÌÂÙÚÒ
μειγνύεσαι στα οικογενειακά μας! ανάμειξη *·Ó·ÌÈÁÓ‡ˆ ➞ ·Ó·ÌÂÈÁÓ‡ˆ
γράμματος. ❷ εντοπίζω μεθοδικά τα στοι- η. ανάμεικτος -η -ο: αυτός που προέρχεται ¿Ó·ÌÌ· ➞ ·Ó¿‚ˆ
χεία από τα οποία αποτελείται ή εξαρτάται από ανάμειξη: ~ παγωτό/συναισθήματα. ανά-
κτ, για να το καταλάβω καλύτερα ή να ανα- μεικτα (επίρρ.).
καλύψω κτ ≠ συνθέτω: Ο επιστήμονας ανέ- αναμένω -ομαι • αόρ. ανέμεινα, παθ. μόνο ενστ.
λυσε το νερό της πηγής και βρήκε άλατα. ❸ και πρτ.: (μτβ.) περιμένω να φτάσει κπ ή να
παθ., συνήθ. αόρ. αρχίζω ξαφνικά να κλαίω: συμβεί κτ: Ανέμεναν την απόφαση του δικα-
Την αγκάλιασε και αναλύθηκε σε λυγμούς. στηρίου. αναμονή η.
ανάλυση η: το να αναλύει κανείς κτ και αυτό ανάμεσα (επίρρ.): ❶ (+ σε / από) στο διάστημα
που αναλύει: Έκανε μια εξαιρετική ~ του θέ- που ορίζεται από ορισμένα σημεία: Το σπίτι
ματος. αναλυτικός -ή -ό: ❶ αυτός που πα- βρίσκεται ~ σε δύο κεντρικούς δρόμους. = με-
ρουσιάζει κτ με λεπτομέρεια: ~ περιγραφή / ταξύ. Προχωράει ~ από τα παρκαρισμένα αυ-
~ χάρτης. ❷ αυτός που έχει την ικανότητα να τοκίνητα. = μέσα, ενδιάμεσα. ❷ (+ σε/ αδύν. τ.
αναλύει: Έχει ~ τρόπο σκέψης. ❸ αυτός που γεν. της προσωπ. αντων.) σε σύνολο ομοειδών
βασίζεται στην ανάλυση: ~ Χημεία. αναλυτής πραγμάτων, ανθρώπων κτλ. στο οποίο περι-
ο, -ύτρια η: ειδικός που αναλύει δεδομένα: λαμβάνεται κπ ή κτ = μεταξύ: Μη φοβάσαι,
Πολιτικοί ~ πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος τώρα είσαι ~ σε φίλους! ❸ (+ σε) για εναλλα-
υποψήφιος θα κερδίσει στις επόμενες εκλο- κτικές εκδοχές: Είμαι ~ σ’ αυτά τα δύο ρού-
γές. αναλυτικά & -ώς (επίρρ.). χα, δεν ξέρω ποιο να διαλέξω τελικά.
αναλφάβητος -η -ο: ❶ αυτός που δεν ξέρει ανά- αναμεταδίδω -ομαι: (μτβ.) (για συσκευή ή εγκα-
γνωση και γραφή = αγράμματος: οργανικά ~: τάσταση) λαμβάνω, ενισχύω και εκπέμπω ρα-
αυτός που δε διδάχθηκε ποτέ ανάγνωση και διοτηλεοπτικά σήματα. αναμετάδοση η. ανα-
γραφή. λειτουργικά ~: αυτός που, ενώ έχει δι- μεταδότης ο: τηλεπικοινωνιακό σύστημα που
δαχθεί ανάγνωση και γραφή, δυσκολεύεται να λαμβάνει και εκπέμπει σήματα και χρησιμο-
χρησιμοποιήσει τις γνώσεις του ή δεν έχει τε- ποιείται στην ασύρματη επικοινωνία (τηλεό-
λειώσει τη στοιχειώδη εκπαίδευση. ηλεκτρονι- ραση, ραδιόφωνο, τηλεφωνία).
κά ~: αυτός που δεν ξέρει να χειριστεί υπολο- αναμετρώ -ιέμαι & -ούμαι: ❶ (μτβ.) υπολογίζω

33
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·34

A
ανάμνηση
αναπαριστώ
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

κτ από κάθε άποψη = σταθμίζω: Πρέπει να σωματικά ή ψυχικά κουρασμένος: Γύρισε


·Ó¿ÌÓËÛË αναμετρήσεις τις συνέπειες πριν αποφασί- από τις διακοπές ανανεωμένος. ❸ παρατεί-
·Ó·ÌÓËÛÙÈÎfi ➞ ·Ó¿ÌÓËÛË
·Ó·ÌÓËÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó¿ÌÓËÛË σεις για το διαζύγιο. ❷ παθ. παραβάλλω τις νω την ισχύ κπ πράγματος: ~ την υπόσχεση /
·Ó·ÌÔÓ‹ ➞ ·Ó·Ì¤Óˆ δυνάμεις μου με τις δυνάμεις του αντιπάλου: το συμβόλαιο. ανανέωση η: ❶ αντικατάστα-
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ
·Ó·ÌfiÚʈÛË ➞ Γαλλία και Ιταλία θα αναμετρηθούν για το ση του παλιού με κτ άλλο καινούριο, ο
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ Παγκόσμιο Κύπελλο. = συναγωνίζομαι, εμπλουτισμός με καινούρια στοιχεία: Η επί-
·Ó·ÌÔÚʈًÚÈÔ ➞
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ ανταγωνίζομαι. αναμέτρηση η: σύγκρουση ή πλωση χρειάζεται ~. ❷ αναζωογόνηση, ανά-
·Ó·ÌÔÚʈً˜ ➞ ανταγωνισμός μεταξύ δύο ή περισσότερων: κτηση δυνάμεων: ~ του δέρματος. ❸ εκ νέου
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ
·Ó·ÌÔÚʈÙÈο ➞ πολεμική / εκλογική ~. βεβαίωση για κτ, παράταση της ισχύος: ~
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ ανάμνηση η: ❶ επαναφορά στη μνήμη, ανάκλη- υπόσχεσης / συμβολαίου / της άδειας οδήγη-
·Ó·ÌÔÚʈÙÈÎfi˜ ➞
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ ση γεγονότων ή εμπειριών του παρελθόντος: σης. ανανεώσιμος -η -ο: αυτός που μπορεί να
·Ó·ÌÔÚÊÒÙÚÈ· ➞ Έχω πολύ κακές αναμνήσεις από τη σχολική ανανεωθεί, που δεν εξαντλείται: Ο ήλιος και
·Ó·ÌÔÚÊÒÓˆ
·Ó·ÌÊ›‚ÔÏÔ˜ ➞ ·- μου ζωή. Oι εθνικές γιορτές τελούνται σε ~ ο άνεμος είναι ~ πηγές ενέργειας, σε αντιδια-
·Ó·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÙ· ➞ ·- μεγάλων ιστορικών γεγονότων (για να δια- στολή με το πετρέλαιο που είναι εξαντλήσι-
·Ó·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÙÔ˜ ➞ ·-
¿Ó·Ó‰Ú· ➞ ¿Ó·Ó‰ÚÔ˜ τηρηθούν στη μνήμη). ❷ πληθ. γραπτή αφή- μος φυσικός πόρος. ανανεωτής ο, -ώτρια η:
*·Ó·Ó‰Ú›· ➞ ·Ó·Ó‰Ú›· γηση προσωπικών βιωμάτων = απομνημο- πρόσωπο που ανανεώνει έναν θεσμό, μια ιδε-
·Ó·Ó‰Ú›· ➞ ¿Ó·Ó‰ÚÔ˜
¿Ó·Ó‰ÚÔ˜ νεύματα: Η σύζυγος του Σεν Εξιπερί έγραψε ολογία κτλ.: Η Σανέλ υπήρξε ~ του χώρου της
·Ó·ÓÂÒÓˆ ~ από την κοινή τους ζωή. αναμνηστικός -ή - μόδας. ανανεωτικός -ή -ό: κπ ή κτ που συ-
·Ó·Ó¤ˆÛË ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ
·Ó·ÓÂÒÛÈÌÔ˜ ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ ό: αυτός που σχετίζεται με μια ανάμνηση: ~ ντελεί ή αποσκοπεί στην ανανέωση: Η νέα δι-
·Ó·Óˆً˜ ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ φωτογραφίες. αναμνηστικό το: αντικείμενο οίκηση εμπνέεται από ~ πνεύμα. ανανεωτικά
·Ó·ÓˆÙÈο ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ
·Ó·ÓˆÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ που μας θυμίζει κτ = ενθύμιο: Έχει πολλά ~ (επίρρ.).
·Ó·ÓÂÒÙÚÈ· ➞ ·Ó·ÓÂÒÓˆ
·Ó·ÓÙÈηٿÛÙ·ÙÔ˜ ➞ ·-
από τα ταξίδια του. αναπαράγω -ομαι • αόρ. αναπαρήγαγα, παθ.
·Ó·ÓÙÈÛÙÔȯ›· ➞ ·- αναμορφώνω -ομαι: (μτβ.) τροποποιώ προς το αόρ. αναπαράχθηκα: ❶ με τεχνικά μέσα πα-
·Ó·ÓÙ›ÛÙÔȯԘ ➞ ·-
·Ó·ÍÈfiÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
καλύτερο, αλλάζω ριζικά κτ για να το βελτιώ- ράγω κτ όμοιο με το πρωτότυπο: Τα φωτοα-
·Ó·ÍÈÔÚ¤ÂÈ· ➞ ·- σω: Πρέπει να αναμορφωθεί το εκπαιδευτικό ντιγραφικά μηχανήματα ~ κάθε είδος εγγρά-
·Ó·ÍÈÔÚÂ‹˜ ➞ ·-
·Ó·ÍÈÔÚÂÒ˜ ➞ ·-
μας σύστημα. Η φυλακή όχι μόνο δεν ~ τους φου. ❷ επαναλαμβάνω κτ διατηρώντας το
·Ó¿ÍÈÔ˜ ➞ ·- ανήλικους παραβάτες, αλλά τους μετατρέπει ενεργό = διαιωνίζω: Είναι μια νοοτροπία
·Ó··Ú¿Áˆ
·Ó··Ú·ÁˆÁ‹ ➞ σε εγκληματίες. = σωφρονίζω. αναμόρφωση η: που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά. ❸
·Ó··Ú¿Áˆ ❶ ριζική αλλαγή και βελτίωση ενός θεσμού ή παθ. γεννώ νέο οργανισμό, πολλαπλασιάζο-
·Ó··Ú·ÁˆÁÈο ➞
·Ó··Ú¿Áˆ συστήματος: ~ της παιδείας / του συστήματος μαι: Η θαλάσσια χελώνα ζει και αναπαράγε-
·Ó··Ú·ÁˆÁÈÎfi˜ ➞ περίθαλψης. ❷ ο σωφρονισμός ανηλίκου με ται στην Ελλάδα.  σχ. παράγω. αναπαρα-
·Ó··Ú¿Áˆ
·Ó··Ú¿ÛÙ·ÛË ➞ παραβατική συμπεριφορά. αναμορφωτήριο γωγή η: ❶ διαδικασία με την οποία οι ζω-
·Ó··ÚÈÛÙÒ το: σωφρονιστικό ίδρυμα για ανηλίκους που ντανοί οργανισμοί παράγουν νέους οργανι-
·Ó··Ú‹Á·Á· ➞
·Ó··Ú¿Áˆ έχουν καταδικαστεί για αξιόποινες πράξεις. σμούς, όμοιους με αυτούς: Ο ταύρος αυτός
·Ó··ÚÈÛÙ¿Óˆ ➞ αναμορφωτής ο, -ώτρια η: πρόσωπο που σχε- εκτρέφεται για ~. ❷ τεχνική διαδικασία με
·Ó··ÚÈÛÙÒ
·Ó··ÚÈÛÙÒ διάζει, προτείνει ή επιβάλλει ριζικές αλλαγές: την οποία καταγεγραμμένα οπτικά ή ηχητικά
~ της πολιτικής σκέψης. αναμορφωτικός -ή σήματα μετατρέπονται πάλι σε εικόνες ή
-ό: αυτός που αποσκοπεί στην αναμόρφωση. ήχους: Tο βίντεο είναι σύστημα εγγραφής και
αναμορφωτικά (επίρρ.). ~ ήχου και εικόνας. ❸ επανάληψη καταστά-
άνανδρος -η -ο: ❶ αυτός που δείχνει δειλία σε σεων ή φαινομένων = διαιώνιση: Για την ~
μια κρίσιμη περίσταση = δειλός, άτολμος. ❷ της πελατειακής νοοτροπίας ευθύνονται εξί-
αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα: Είναι ~ να σου πολίτες και πολιτικοί. αναπαραγωγικός
χτυπάς τον αντίπαλό σου πισώπλατα. άναν- -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αναπαρα-
δρα (επίρρ.). ανανδρία η: ❶ έλλειψη θάρρους γωγή: ~ όργανα. αναπαραγωγικά (επίρρ.).
μπροστά στον κίνδυνο. ❷ (μτφ.) ανάρμοστη αναπαριστώ -ίσταμαι & αναπαριστάνω -ομαι •
συμπεριφορά, που δεν είναι σύμφωνη με κπ αόρ. αναπαρέστησα, παθ. αόρ. αναπαραστά-
κώδικα τιμής: Είναι ~ να δημοσιεύεις ανυ- θηκα: (μτβ.) μιμούμαι, αποδίδω πιστά κτ: Ο
πόγραφα αυτές τις προσβολές. πίνακας ~ τη μάχη της Ισσού. αναπαράσταση
ανανεώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ αντικαθιστώ κτ πα- η: ❶ μιμητική πράξη που αναβιώνει γεγονός
λιό με άλλο καινούριο, μεταβάλλω ριζικά κτ: του παρελθόντος: ~ του εγκλήματος. ❷ απει-
~ το νερό στο βάζο. Πρέπει να ~ το σπίτι μου. κόνιση πράγματος: Στόχος του ζωγράφου εί-
❷ δίνω σφρίγος, νέα δύναμη σε κπ που είναι ναι η πιστή ~ του φυσικού χώρου.

34
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·35

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αναπαύω
αναρριχώμαι
αναπαύω -ομαι: ❶ παθ. (αμτβ.) είμαι στην κα- εισπνοή και εκπνοή = ανάσα: Aφουγκράζεται
τάλληλη θέση (συνήθως ξαπλωμένος) για να την ~ του. Μου κόπηκε η ~ (τρόμαξα). σε από- ·Ó¿·˘ÛË ➞ ·Ó··‡ˆ
·Ó··˘ÙÈο ➞ ·Ó··‡ˆ
ξεκουραστώ = ξεκουράζομαι: Τα μεσημέρια σταση αναπνοής: πολύ κοντά. αναπνευστικός ·Ó··˘ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó··‡ˆ
θέλω να αναπαύομαι. ❷ (μτφ., μτβ.) βρίσκω -ή -ό. αναπνευστήρας ο: συσκευή που υπο- ·Ó··‡ˆ
·Ó·ËÚ›· ➞ ·Ó¿ËÚÔ˜
ψυχική γαλήνη: Η μουσική με ~. ❸ παθ. (αμ- βοηθά την αναπνοή. ·Ó·ËÚÈÎfi˜ ➞ ·Ó¿ËÚÔ˜
τβ.) πεθαίνω, ξεκουράζεται η ψυχή μου: Ανα- ανάποδος -η -ο: ❶ αυτός που είναι αντίθετος από ·Ó¿ËÚÔ˜
·Ó·ÏËڈ̷ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·-
παύθηκε η γιαγιά! ανάπαυση η: ❶ ξεκούραση: το κανονικό ή το συνηθισμένο και παρουσιάζει ÏËÚÒÓˆ
Kαλύτερη ~ είναι ο ύπνος. ❷ ψυχική γαλήνη: δυσκολίες: ~ άνθρωπος = δύστροπος ≠ βολι- ·Ó·ÏËÚÒÓˆ
·Ó·Ï‹ÚˆÛË ➞
Ήταν ταραγμένος, αλλά τα λόγια της του κός. ❷ αντίστροφος: ~ ψαλίδι/σουτ. ανάποδη ·Ó·ÏËÚÒÓˆ
έφεραν ~. ❸ η κατάσταση της ψυχής του πι- η: ❶ η πλευρά που είναι αντίθετη από την κα- ·Ó·ÏËÚˆÙ‹˜ ➞
·Ó·ÏËÚÒÓˆ
στού μετά θάνατον: τόπος αναπαύσεως. ❹ νονική ή από αυτή που φαίνεται ≠ καλή: Γύρ- ·Ó·ÏËÚÒÙÚÈ· ➞
ΑΘΛ παράγγελμα και στάση της γυμναστικής, να το παντελόνι από την ~ πριν το πλύνεις! ❷ ·Ó·ÏËÚÒÓˆ
·Ó·Ó¢ÛÙ‹Ú·˜ ➞ ·Ó·Ó¤ˆ
κατά την οποία το σώμα χαλαρώνει. αναπαυ- χτύπημα με την εξωτερική μεριά της παλάμης: ·Ó·Ó¢ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·Ó¤ˆ
τικός -ή -ό: αυτός που είναι κατάλληλος για Έφαγε μια ~ κι είδε τον ουρανό σφοντύλι. ανά- ·Ó·Ó¤ˆ
·Ó·ÓÔ‹ ➞ ·Ó·Ó¤ˆ
ξεκούραση: ~ καναπές / παπούτσια. = άνετος. ποδο το = αντίστροφο: Ο χρόνος είναι χρήμα, ·Ó¿Ô‰· ➞ ·Ó¿Ô‰Ô˜
αναπαυτικά (επίρρ.). αλλά το ~ δεν ισχύει! ανάποδα (επίρρ.): ❶ δια- ·Ó¿Ô‰Ë ➞ ·Ó¿Ô‰Ô˜
·Ó·ԉȿ ➞ ·Ó¿Ô‰Ô˜
ανάπηρος -η -ο: ❶ αυτός που πάσχει από σοβα- φορετικά ή αντίθετα από το κανονικό: Φόρεσε ·Ó¿Ô‰Ô˜
ρή βλάβη των σωματικών ή πνευματικών λει- τη μπλούζα του ~. ❷ αντίθετα από το επιθυμη- ·Ó·ÔÊ¿ÛÈÛÙ· ➞ ·-
·Ó·ÔÊ·ÛÈÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·-
τουργιών του οργανισμού του: Μετά το τρο- τό: Του ήρθε ~ η μετάθεση στη μέση της χρο- ·Ó·ÔÊ¿ÛÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
χαίο έμεινε ~. ❷ (μτφ.) αυτός που χαρακτη- νιάς. ❸ αντίθετα από την πραγματικότητα: Δε ·Ó·fiÊ¢ÎÙ· ➞
·Ó·fiÊ¢ÎÙÔ˜
ρίζεται από ανικανότητα, αδράνεια: Xωρίς φταίω εγώ που εσύ τα παίρνεις όλα ~ (κατα- ·Ó·fiÊ¢ÎÙÔ˜
·Ó¿Ù˘ÍË ➞ ·Ó·Ù‡ÛÛˆ
τη γυναίκα του αισθάνεται ~. αναπηρία η: λαβαίνεις λανθασμένα τα πράγματα). αναπο- ·Ó·Ù˘Íȷο ➞ ·Ó·Ù‡ÛÛˆ
σωματική ή διανοητική ανικανότητα που διά η: ❶ δυσάρεστο και αναπάντεχο γεγονός = ·Ó·Ù˘ÍÈ·Îfi˜ ➞ ·Ó·Ù‡ÛÛˆ
·Ó·Ù‡ÛÛˆ
οφείλεται σε τραυματισμό ή ασθένεια: Παίρ- κακοτυχία: Αν δεν είναι ~ να αρρωστήσεις τη ¿Ó·ÚıÚ· ➞ ¿Ó·ÚıÚÔ˜
νει σύνταξη λόγω ~. μερική / ολική ~. αναπη- μέρα της γιορτής σου, τότε τι είναι; ❷ ιδιοτρο- ¿Ó·ÚıÚÔ˜
·Ó·ÚÌfi‰ÈÔ˜ ➞ ·-
ρικός -ή -ό: ~ καροτσάκι. πία, ο δύστροπος χαράκτηρας κάποιου: Δε θα ·Ó¿ÚÌÔÛÙÔ˜ ➞ ·-
αναπληρώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ αντικαθιστώ κπ υπομένω μια ζωή τις αναποδιές σου! ·Ó¿Ú·ÛÙÔ˜
·Ó·ÚÚ›¯ËÛË ➞ ·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
στα καθήκοντά του λόγω απουσίας του: Ο αναπόφευκτος -η -ο: αυτός που δεν μπορούμε ·Ó·ÚÚȯËÙÈÎfi˜ ➞
υποδιευθυντής ~ τον διευθυντή που λείπει. ❷ να αποφύγουμε ή να αποτρέψουμε = αναπό- ·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
συμπληρώνω κτ που λείπει, καλύπτω κενό: ~ τρεπτος, μοιραίος: Η σύγκρουση ήταν ~. ανα- ·Ó·ÚÚȯÒÌÂÓÔ ➞
τη μόρφωση που του λείπει με την εξυπνάδα πόφευκτα (επίρρ.). ·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
·Ó·ÚÚȯÒÌÂÓÔ˜ ➞
του. αναπλήρωση η. αναπληρωτής ο, -ώτρια αναπτύσσω -ομαι: (μτβ.) ❶ αυξάνω ή βελτιώνω ·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
η: ❶ πρόσωπο που αντικαθιστά κπ στα καθή- κτ σταδιακά: Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύ- ·Ó·ÚÚȯÒÌÂÓÔ˜ ➞
·Ó·ÚÚȯÒÌ·È
κοντά του: Ανακοινώθηκαν οι τοποθετήσεις τητα και εξαφανίστηκε. Η πόλη μας αναπτύ-
των ~ υπαλλήλων της Τράπεζας. ❷ βαθμίδα χθηκε γρήγορα οικονομικώς. ❷ εκθέτω ένα
της πανεπιστημιακής ιεραρχίας: ~ καθηγητής. θέμα διεξοδικά: Ο ομιλητής ανέπτυξε τις
αναπληρωματικός -ή -ό: αυτός που αναπλη- απόψεις του. ανάπτυξη η. αναπτυξιακός -ή -ό.


ρώνει κπ ή κτ: ~ παίχτης. αναπτυξιακά (επίρρ.).
αναπνέω: ❶ (μτβ. & με παράλ. αντικ.) με τη βοή-
θεια των κατάλληλων οργάνων εισάγω στον Από το ΑΕ ρ. àÓ·Ù‡ÛÛˆ που σήμαινε «ξεδιπλώ-
οργανισμό μου αέρα, τον οποίο εξάγω, αφού νω».
έχω συγκρατήσει το οξυγόνο: Όταν τρέχεις,
να ~ μόνο από τη μύτη. ~ καθαρό αέρα. = ανα- άναρθρος -η -ο: ❶ αυτός που δεν αποτελείται από
σαίνω. ❷ (μτφ., αμτβ.) ξεκουράζομαι, διακό- αναγνωρίσιμους φθόγγους ή λέξεις: ~ κραυγές.
πτω κτ δυσάρεστο ή κουραστικό: Πήρα μία ❷ ΓΡΑΜΜ λέξη που δε συνοδεύεται από οριστι-
βδομάδα άδεια για να ~ λιγάκι. ❸ (αμτβ.) αι- κό άρθρο ≠ έναρθρος: ~ ουσιαστικό / επίθετο.
σθάνομαι την κυκλοφορία του αέρα: Με αυ- άναρθρα (επίρρ.): Από το σοκ κραύγαζε ~.
τά τα παπούτσια τα πόδια ~. αναπνοή η: ❶ η ανάρπαστος -η -ο: (για εμπόρευμα) αυτός που
λειτουργία με την οποία οι ζωντανοί οργανι- έχει μεγάλη ζήτηση και πουλιέται αμέσως:
σμοί παίρνουν οξυγόνο και αποβάλλουν διο- Μόλις κυκλοφόρησε στην αγορά η συσκευή
ξείδιο του άνθρακα: τεχνητή ~: ενέργειες για αυτή, έγινε ~.
να ξαναρχίσει αναπνοή που έχει διακοπεί. ❷ αναρριχώμαι: (αμτβ.) ❶ σκαρφαλώνω σε επι-

35
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·36

A
αναρρώνω
ανατέλλω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

φάνεια με απότομη κλίση. ❷ (μτφ.) ανέρχο- μνηση της ανάστασης του Xριστού: ακολου-
·Ó·ÚÚÒÓˆ μαι σε αξιώματα με κάθε τρόπο: ~ στην εξου- θία της Aναστάσεως. ❸ (μτφ.) αναζωογόνηση,
·Ó¿ÚÚˆÛË ➞ ·Ó·ÚÚÒÓˆ
·Ó·ÚÚˆÙ‹ÚÈÔ ➞ ·Ó·ÚÚÒÓˆ σία εκμεταλλευόμενος την ευπιστία του λαού. αναγέννηση: η ~ της φύσης την άνοιξη. ανα-
·Ó·ÚÚˆÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÚÚÒÓˆ αναρριχώμενος -η -ο (μπε. ως επίθ.): αυτός στάσιμος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με την
·Ó¿ÚÙËÛË ➞ ·Ó·ÚÙÒ
·Ó·ÚÙÒ που αναρριχάται: ~ τριανταφυλλιά. αναρρι- Ανάσταση: ~ λειτουργία. αναστάσιμα (επίρρ.):
¿Ó·Ú¯· ➞ ·Ó·Ú¯›· χώμενο το: φυτό που αναπτύσσεται κάθετα, Οι καμπάνες χτυπούν ~.
·Ó·Ú¯›·
·Ó·Ú¯ÈÎfi˜ ➞ ·Ó·Ú¯›· πάνω σε τεχνητά ή φυσικά στηρίγματα. αναρ- αναστέλλω -ομαι: (μτβ.) διακόπτω προσωρινά
·Ó·Ú¯ÈÛÌfi˜ ➞ ·Ó·Ú¯›· ρίχηση η. αναρριχητικός -ή -ό. ενέργεια ή λειτουργία: Η απεργία αναστέλλε-
¿Ó·Ú¯Ô˜1 ➞ ·Ó·Ú¯›·
¿Ó·Ú¯Ô˜2 ➞ ·Ú¯‹ αναρρώνω • αόρ. ανάρρωσα & ανέρρωσα: απο- ται.  σχ. αναβάλλω. αναστολή η: ❶ προ-
·Ó·ÚˆÙÈ¤Ì·È κτώ ξανά τις δυνάμεις μου μετά από ασθέ- σωρινή διακοπή: Αποφασίστηκε η ~ των ερ-
·Ó·ÛÙ·›Óˆ
·Ó·ÛÙ·ÏÙÈο ➞ ·Ó·ÛÙ¤Ïψ νεια = αναλαμβάνω: Ο ασθενής ~. ανάρρωση γασιών του συμβουλίου. ❷ ΝΟΜ μη εκτέλεση
·Ó·ÛÙ·ÏÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÛÙ¤Ïψ η: Καλή ~!: ευχή σε άρρωστο. αναρρωτικός - ποινής για ορισμένο χρονικό διάστημα, με
·Ó¿ÛÙ·ÛË ➞ ·Ó·ÛÙ·›Óˆ
·Ó·ÛÙ¿ÛÈÌ· ➞ ·Ó·ÛÙ·›Óˆ ή -ό. αναρρωτήριο το: κτίριο ή χώρος που την προϋπόθεση ότι στο διάστημα αυτό ο κα-
·Ó·ÛÙ¿ÛÈÌÔ˜ ➞ ·Ó·ÛÙ·›Óˆ προορίζεται για την ανάρρωση ασθενών. ταδικασμένος δεν θα υποπέσει σε άλλο αδί-
·Ó·ÛÙ¤Ïψ
·Ó·ÛÙÂÓ·ÁÌfi˜ ➞ αναρτώ -ώμαι • μππ. ανηρτημένος: (μτβ.) κρε- κημα: Kαταδικάστηκε σε πέντε μήνες φυλά-
·Ó·ÛÙÂÓ¿˙ˆ μώ κτ από κάπου, το τοποθετώ σταθερά σε κιση με τριετή ~. ❸ πληθ. ηθικός δισταγμός:
·Ó·ÛÙÂÓ¿˙ˆ
·Ó¿ÛÙËÌ· υψηλό σημείο: Τα αποτελέσματα θα αναρτη- άνθρωπος χωρίς ~. ανασταλτικός -ή -ό: αυ-
·Ó·ÛÙÔÏ‹ ➞ ·Ó·ÛÙ¤Ïψ θούν στον πίνακα ανακοινώσεων. ανάρτηση τός που προκαλεί αναστολή: μέτρα ~ της φο-
·Ó·ÛÊ¿ÏÂÈ· ➞ ·-
·Ó·ÛÊ·Ï‹˜ ➞ ·- η: ❶ κρέμασμα σε υψηλό σημείο: Η ~ της βαθ- ροδιαφυγής. ανασταλτικά (επίρρ.): Η βία
·Ó·Û¯ËÌ·Ù›˙ˆ μολογίας θα γίνει μία εβδομάδα μετά τις εξε- λειτουργεί ~ για την ανάπτυξη της προσωπι-
·Ó·Û¯ËÌ·ÙÈÛÌfi˜ ➞ ·Ó·Û¯Ë-
Ì·Ù›˙ˆ τάσεις. ❷ ΜΗΧΑΝ μηχανικό σύστημα με το κότητας.
·Ó·Ù·Ú¿˙ˆ ➞ ·Ó·Ù·Ú¿ÛÛˆ
·Ó·Ù¿Ú·ÍË ➞ ·Ó·Ù·Ú¿ÛÛˆ
οποίο ελέγχεται η μεταφορά του βάρους του αναστενάζω: (αμτβ.) αναπνέω βαθιά και ηχηρά,
·Ó·Ù·Ú¿ÛÛˆ οχήματος στον άξονα των τροχών και μειώ- εκφράζοντας έντονη συναισθηματική κατάστα-
·Ó·Ù·Ú·¯‹ ➞ ·Ó·Ù·Ú¿ÛÛˆ
·Ó¿Ù·ÛË
νονται οι κραδασμοί. ση: ~ από πόνο/ανακούφιση. αναστεναγμός ο.
·Ó·ÙÂıÂÈ̤ÓÔ˜ ➞ ·Ó·ı¤Ùˆ αναρχία η: ❶ ΠΟΛ πολιτική ιδεολογία και κοι- ανάστημα το: ❶ το ύψος του σώματος ανθρώ-
·Ó·Ù¤Ïψ
·Ó·Ù›ıÂÌ·È ➞ ·Ó·ı¤Ùˆ
νωνική θεωρία που αρνείται κάθε κατανα- που = [λαϊκ.] μπόι: μέτριο / κανονικό / ψηλό
γκασμό του ατόμου από οποιαδήποτε αρχή, ~. ❷ (μτφ.) ψυχικό ή πνευματικό σθένος,
εξουσία: Η ~ επιδιώκει την κατάργηση του αξία: Όρθωσε το ~ του ενάντια στη δικτατο-
κράτους και κάθε άλλης εξουσίας. Ο Μπα- ρία. Ποιητές του αναστήματος ενός Σεφέρη
κούνιν είναι από τους σπουδαιότερους θεω- είναι σπάνιοι.
ρητικούς της ~. ❷ πλήρης αταξία από την κα- ανασχηματίζω -ομαι: (μτβ.) δημιουργώ κτ εκ
τάργηση κανόνων = ασυδοσία, αυθαιρεσία: νέου, από την αρχή = αναδιαμορφώνω: Ανα-
Στο σπίτι επικρατεί ~, ο καθένας κάνει ό,τι σχηματίζεται η κυβέρνηση. ανασχηματισμός
θέλει. αναρχισμός ο: αναρχία (σημ. 1). αναρ- ο: ανασύνθεση, εκ νέου διάταξη πραγμάτων
χικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με τον αναρ- ή προσώπων με στόχο τη βελτίωση: Ο πρω-
χισμό: ~ ιδεολογία / κίνημα. αναρχικός ο: θυπουργός προχώρησε σε ~ της κυβέρνησης.
οπαδός του αναρχισμού: πορεία αναρχικών. αναταράσσω & αναταράζω -ομαι: (μτβ.) κινώ
άναρχος1 -η -ο: αυτός που δε γίνεται με βάση κτ με ακανόνιστο τρόπο: Ο δυνατός άνεμος
κανόνες = αυθαίρετος: ~ οικονομική ανάπτυ- ~ το αεροσκάφος. ανατάραξη η. αναταραχή
ξη / δόμηση. άναρχα (επίρρ.). η: κατάσταση γενικευμένης αναστάτωσης και
αναρωτιέμαι: (αμτβ.) προσπαθώ να απαντήσω σύγχυσης: Επικρατεί ~ στα πανεπιστήμια λό-
κτ που δε γνωρίζω ή που δυσκολεύομαι να γω του νέου νόμου για την παιδεία.
καταλάβω = διερωτώμαι: Αφού δεν ήξερε τη ανάταση η: ❶ ανύψωση: Ανάταση!: παράγγελ-
διεύθυνσή της, ~ πώς βρήκε το σπίτι της! μα της γυμναστικής για άσκηση κατά την
ανασταίνω -ομαι: (μτβ.) ❶ επαναφέρω νεκρό οποία τα χέρια υψώνονται κατακόρυφα. ❷
στη ζωή: O Xριστός ανάστησε τον Λάζαρο. (μτφ.) ψυχική εξύψωση, έξαρση του πνεύμα-
Χριστός ανέστη! ❷ ανατρέφω κπ: Έμεινε ορ- τος: Διαβάζοντας αυτό το σπουδαίο έργο
φανή και την ανάστησε η γιαγιά της. ❸ γιορ- ένιωσα πνευματική ~.
τάζω την Aνάσταση: Θα αναστήσουμε στο χω- ανατέλλω • αόρ. ανέτειλα και ανάτειλα: (αμτβ.)
ριό. ανάσταση η: ❶ επαναφορά ενός νεκρού ❶ (για ουράνιο σώμα) ανεβαίνω πάνω από
στη ζωή: ~ νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρου- τον ορίζοντα, εμφανίζομαι στον ουράνιο θό-
σία. ❷ Aνάσταση η: τελετή που γίνεται σε ανά- λο = βγαίνω ≠ δύω: Ο ήλιος / η σελήνη ~. ❷

36
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·37

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


ανατίμηση
αναψυχή
(μτφ.) αρχίζω να υπάρχω, εμφανίζομαι: Ένα τροπή η. ανατρεπτικός -ή -ό: ❶ αυτός που
χαμόγελο ~ στο πρόσωπό του. Μια νέα επο- μπορεί να προκαλέσει κοινωνική ή πολιτική ·Ó·Ù›ÌËÛË
·Ó·ÙÈÌÒ ➞ ·Ó·Ù›ÌËÛË
χή ~ για τη χώρα μας. ανατολή η: ≠ δύση ❶ ανατροπή: ~ ιδέες/κίνημα. ❷ αυτός που είναι ·Ó·ÙÈÓ¿˙ˆ
εμφάνιση ουράνιου σώματος στον ουράνιο έξω από τα όρια = αντισυμβατικός: ~ σάτιρα ·Ó·Ù›Ó·ÍË ➞ ·Ó·ÙÈÓ¿˙ˆ
·Ó·ÙÔÏ‹ ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
θόλο: Θαύμασε την ~ από την κορυφή του / περιοδικό. ανατρεπτικά (επίρρ.). ·Ó·ÙÔÏÈο ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
βουνού. ❷ σημείο του ορίζοντα που βρίσκε- ανατρέφω & αναθρέφω -ομαι • αόρ. ανέθρεψα ·Ó·ÙÔÏÈÎfi˜ ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
·Ó·ÙÔÏÈÎÒ˜ ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
ται προς την ανατολή του ήλιου: Συμβουλεύ- & ανάθρεψα, μππ. αναθρεμμένος: (μτβ.) με- ∞Ó·ÙÔÏ›Ù˘ ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
τηκε την πυξίδα για να βρει την ~. ❸ Aνατο- γαλώνω παιδί, φροντίζω για τη σωματική και ·Ó·ÙÔÏ›ÙÈη ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
·Ó·ÙÔÏ›ÙÈÎÔ˜ ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
λή η: οι χώρες που βρίσκονται ανατολικά της πνευματική του ανάπτυξη: Eίναι δύσκολο να ∞Ó·ÙÔÏ›ÙÈÛÛ· ➞ ·Ó·Ù¤Ïψ
Eυρώπης: Mέση / Eγγύς / Άπω ~. ❹ το ανατο- αναθρέψεις σωστά ένα παιδί. ανατροφή η: ❶ ·Ó·ÙÔÌ›·
·Ó·ÙÔÌÈο ➞ ·Ó·ÙÔÌ›·
λικό τμήμα γεωγραφικής περιοχής. Ανατολί- φροντίδα για την ανάπτυξη ενός παιδιού: Εί- ·Ó·ÙÔÌÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÙÔÌ›·
της ο, -ισσα η: ❶ πρόσωπο που κατάγεται από χαν εμπιστευθεί την ~ του σε νταντάδες και ·Ó·ÙÚÂfiÌÂÓÔ˜ ➞ ·Ó·ÙÚ¤ˆ
·Ó·ÙÚÂÙÈο ➞ ·Ó·ÙÚ¤ˆ
χώρα της Ανατολής. ❷ πρόσωπο που υιοθε- δασκάλους. ❷ η αγωγή που έχει δεχθεί κπ: άν- ·Ó·ÙÚÂÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÙÚ¤ˆ
τεί πατριαρχικά πρότυπα: Είναι πραγματι- θρωπος χωρίς / με καλή ~. ·Ó·ÙÚ¤ˆ
·Ó·Ùڤʈ
κός ~, γι’ αυτό δε βοηθά καθόλου στις δου- ανατριχιάζω: (αμτβ. & μτβ.) αισθάνομαι να ορ- ·Ó·ÙÚȯȿ˙ˆ
λειές του σπιτιού. ανατολικός -ή -ό: ≠ δυτι- θώνονται οι τρίχες του σώματός μου (συνή- ·Ó·ÙÚȯȷÛÙÈο ➞ ·Ó·ÙÚÈ-
¯È¿˙ˆ
κός ❶ αυτός που βρίσκεται, είναι προσανα- θως εξαιτίας έντονου αισθήματος ή συναι- ·Ó·ÙÚȯȷÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó·ÙÚÈ-
τολισμένος προς ή προέρχεται από την ανα- σθήματος): ~ από κρύο / αηδία / συγκίνηση. Ο ¯È¿˙ˆ
·Ó·ÙÚȯ›Ï· ➞ ·Ó·ÙÚȯȿ˙ˆ
τολή: ~ συνοικίες / δωμάτιο / άνεμος. ❷ αυτός ήχος του πριονιού με ~. ανατριχίλα η: συναί- ·Ó·ÙÚÔ‹ ➞ ·Ó·ÙÚ¤ˆ
που σχετίζεται με την Aνατολή: ~ λαοί / φιλο- σθημα φρίκης και τρόμου, που προκαλεί ·Ó·ÙÚÔÊ‹ ➞ ·Ó·Ùڤʈ
¿Ó·˘‰Ô˜
σοφία. ❸ αυτός που σχετίζεται με τα σοσια- ανόρθωση των τριχών του σώματος: Ένιωσε ·Ó·Ê¤Úˆ
·Ó·ÊÔÚ¿ ➞ ·Ó·Ê¤Úˆ
λιστικά κράτη κατά τη διάρκεια του ψυχρού ~ στη θέα του πτώματος. ανατριχιαστικός -ή ·Ó·ÊÔÚÈο ➞ ·Ó·Ê¤Úˆ
πολέμου: ~ μπλοκ. ανατολικά & -ώς (επίρρ.): -ό: αυτός που κάνει κπ να ανατριχιάζει: ~ θέ- ·Ó·ÊÔÚÈÎÒ˜ ➞ ·Ó·Ê¤Úˆ
·Ó·¯·ÈÙ›˙ˆ
Η Eλλάδα ~ συνορεύει με την Τουρκία. ανα- αμα / έγκλημα. οι ~ λεπτομέρειες ενός εγκλή- ·Ó·¯·›ÙÈÛË ➞ ·Ó·¯·ÈÙ›˙ˆ
τολικά τα: το ανατολικό μέρος μιας περιοχής. ματος. ανατριχιαστικά (επίρρ.). ·Ó·¯·ÈÙÈÛÙÈÎfi˜ ➞
·Ó·¯·ÈÙ›˙ˆ
ανατολίτικος -η -ο: αυτός που σχετίζεται με άναυδος -η -ο: αυτός που μένει προσωρινά ·Ó·¯ÒÚËÛË ➞ ·Ó·¯ˆÚÒ
την Aνατολή ή τους Aνατολίτες: ~ μουσική / άφωνος εξαιτίας ενός έντονου συναισθήμα- ·Ó·¯ˆÚÒ
·Ó·„˘¯‹
χαλιά. ανατολίτικα (επίρρ.). τος: Το θράσος του με άφησε ~.
ανατίμηση η: διαμόρφωση της τιμής αγαθού ή αναφέρω -ομαι: (μτβ.) ❶ κάνω λόγο: Μην ~ ξα-
νομίσματος σε νέα υψηλότερα επίπεδα ≠ υπο- νά αυτό το όνομα. ❷ κάνω κτ γνωστό = ανα-
τίμηση: Η ~ των ειδών πρώτης ανάγκης έφε- κοινώνω, γνωστοποιώ: Τα πρακτορεία ειδή-
ρε σε δύσκολη θέση τους μισθωτούς. ~ του ευ- σεων ~ ότι είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των
ρώ. ανατιμώ -ώμαι (μτβ.) ≠ υποτιμώ. θυμάτων. ❸ κάνω κτ γνωστό σε ανώτερο, σε
ανατινάζω -ομαι: (μτβ.) καταστρέφω κτ προκα- αρχή ή υπηρεσία: Αν δείτε τίποτα ύποπτο, να
λώντας έκρηξη: ~ το κτίριο με δυναμίτη. ανα- το ~ στο Τμήμα. ❹ καταγγέλλω κπ για αξιό-
τίναξη η. ποινη πράξη: Θα σε ~ στον διοικητή. αναφο-
ανατομία η: ❶ επιστημονικός κλάδος της βιο- ρά η. αναφορικά & -ώς (επίρρ.).
λογίας και της ιατρικής που μελετά τη μορφή, αναχαιτίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ σταματώ κτ ή κπ
τη δομή και τη λειτουργία των ζωντανών ορ- που κινείται ορμητικά εναντίον μου, ανακό-
γανισμών. ❷ η δομή του σώματος. ανατομικός πτω την ορμή = αποκρούω: ~ εχθρικά αερο-
-ή -ό: ❶ αυτός που έχει σχέση με την ανατο- σκάφη. ❷ (μτφ.) σταματώ, εμποδίζω ανοδική
μία. ❷ αυτός που ακολουθεί τις αρχές της πορεία: ~ τον πληθωρισμό. αναχαίτιση η.
ανατομίας: ~ παπούτσια. ανατομικά (επίρρ.). αναχαιτιστικός -ή -ό.
ανατρέπω -ομαι • αόρ. ανέτρεψα & ανάτρεψα, αναχωρώ: [επίσ.] (αμτβ.) φεύγω = ξεκινώ ≠ φτά-
παθ. αόρ. ανατράπηκα & [επίσ.] ανετράπην: νω: ~ αύριο για Λονδίνο. Η αμαξοστοιχία ~
(μτβ.) ❶ στρέφω κτ ανάποδα = αναποδογυρί- σε πέντε λεπτά. αναχώρηση η: [επίσ.] το ξεκί-
ζω: Το αυτοκίνητο ανατράπηκε. ❷ (μτφ.) νημα από έναν τόπο για άλλον ≠ άφιξη, [οικ.]
ενεργώ έτσι, ώστε κτ να μην υπάρχει ή να μην ερχομός: πίνακας αφίξεων και αναχωρήσεων.
ισχύει: ~ το αποτέλεσμα / το καθεστώς. Ανα- Η ~ του υπουργού για το Παρίσι αναβλήθηκε.
τράπηκε η κυβέρνηση/η ισορροπία δυνάμεων αναψυχή η: ψυχική και σωματική ευχαρίστηση
/ το σχέδιό μου. ❸ αποδεικνύω ότι κτ είναι που οφείλεται σε ανάπαυση ή ψυχαγωγία: τα-
λανθασμένο: ~ όλα του τα επιχειρήματα. ανα- ξίδι / αίθουσα / σκάφος αναψυχής.

37
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·38

A
άνδρας & άντρας
ανεργία
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

άνδρας & άντρας ο: ❶ άνθρωπος αρσενικού γέ- τα επάνω ≠ κατάβαση: H ~ στην κορυφή του
¿Ó‰Ú·˜ νους που έχει περάσει την παιδική ηλικία: Oλύμπου είναι επικίνδυνη.
·Ó‰ÚÈο ➞ ¿Ó‰Ú·˜
·Ó‰ÚÈÎfi˜ ➞ ¿Ó‰Ú·˜ Μεγάλωσε, έγινε ολόκληρος ~! ❷ ο σύζυγος: ανέκαθεν (επίρρ.): εξαρχής, από πάντα: Το σι-
·Ó‰ÚÈÛÌfi˜ ➞ ¿Ó‰Ú·˜ Χώρισε με τον ~ της. ❸ πρόσωπο που επιδει- τάρι ήταν ~ το κύριο διατροφικό στοιχείο στη
·Ó‰ÚÒÓÔÌ·È ➞ ¿Ó‰Ú·˜


·Ó‚¿˙ˆ κνύει θάρρος και υπευθυνότητα, ιδιότητες Μεσόγειο.
·Ó‚·›Óˆ που αποδίδονται συνήθως στους άνδρες: Aν
·Ó¤‚·Ï· ➞ ·Ó·‚¿Ïψ
·Ó¤‚·ÛÌ·1 ➞ ·Ó‚¿˙ˆ είσαι ~, έλα να λογαριαστούμε! Όταν χάσαμε Η έκφρ. από ανέκαθεν είναι λανθασμένη, επειδή η
·Ó¤‚·ÛÌ·2 ➞ ·Ó‚·›Óˆ τον πατέρα μας, η μάνα μας έγινε ο ~ του σπι- ΑΕ κατάληξη -θεν δηλώνει προέλευση, και συνε-
·Ó‚ϋıËÓ ➞ ·Ó·‚¿Ïψ
·ÓÂÈÏËÌ̤ÓÔ˜ ➞ ·Ó·Ï·Ì‚¿Óˆ τιού. ανδρικός & αντρικός -ή -ό. αντρικά πώς η πρόθεση από πλεονάζει.
·Ó¤Î·ıÂÓ (επίρρ.): Της αρέσει να ντύνεται ~. ανδρικά &
·ÓÂÎÙÈÎfi˜ ➞ ·Ó¤¯ÔÌ·È
·ÓÂÎÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·Ó¤¯ÔÌ·È (σπάν.) αντρικά τα: τμήμα καταστήματος που ανελλιπής -ής -ές: αυτός που γίνεται χωρίς δια-
·ÓÂÎÙ›ÌËÙÔ˜ ➞ ·- πουλάει ανδρικά ρούχα. ανδρισμός ο: ❶ το κοπές = συνεχής ≠ ελλιπής: ~ παρακολούθη-
·ÓÂÎÙfi˜ ➞ ·Ó¤¯ÔÌ·È
·Ó¤ÎÊÚ·ÛÙÔ˜ ➞ ·- σύνολο των φυσικών και σεξουαλικών χαρα- ση των μαθημάτων.  σχ. αγενής. ανελλι-
·ÓÂÏ¢ıÂÚ›· ➞ ·- κτηριστικών του άντρα. ❷ γενναία και αξιο- πώς (επίρρ.): Κάθε Σάββατο ~ βγαίνουν έξω
·ÓÂÏ‹ÊıËÓ ➞ ·Ó·Ï·Ì‚¿Óˆ
*·ÓÂÏÏÂÈ‹˜ ➞ ·ÓÂÏÏÈ‹˜ πρεπής συμπεριφορά: Όταν έπρεπε, είχε τον για φαγητό.
·ÓÂÏÏÈ‹˜ ~ να παραιτηθεί. ανδρώνομαι & αντρώνομαι: άνεμος ο: ❶ κίνηση μάζας ατμοσφαιρικού αέ-
·ÓÂÏÏÈÒ˜ ➞ ·ÓÂÏÏÈ‹˜
·Ó¤ÏȉԘ ➞ ·- ❶ ενηλικιώνομαι, γίνομαι άνδρας: Ο γιος του ρα, που οφείλεται στις μεταβαλλόμενες
·Ó¤ÏÈÛÙÔ˜ ➞ ·- ανδρώθηκε πια. ❷ ωριμάζω μέσα από δύσκο- ατμοσφαιρικές συνθήκες και έχει ορισμένη
·Ó¤ÌÂÈÓ· ➞ ·Ó·Ì¤Óˆ
·Ó¤ÌÂÏ· ➞ ·- λες καταστάσεις: Ανδρώθηκε απότομα με τον κατεύθυνση και δύναμη: ~ ασθενής / μέτριος
·ÓÂÌÂÏÈ¿ ➞ ·- θάνατο των γονιών του. /ισχυρός/ούριος/βόρειος ~. περί ανέμων και
·Ó¤ÌÂÏÔ˜ ➞ ·-
·ÓÂÌ›˙ˆ ➞ ¿ÓÂÌÔ˜ ανεβάζω: (μτβ.) ≠ κατεβάζω ❶ μετακινώ κπ ή κτ υδάτων: για συζήτηση που γίνεται αόριστα
·Ó¤ÌÈÛÌ· ➞ ¿ÓÂÌÔ˜
¿ÓÂÌÔ˜
προς τα επάνω: ~ τα πράγματα στο φορτηγό για διάφορα θέματα. όπου φυσάει ο ~: για
·Ó¤ÓÙÈÌ· ➞ ·- /το φερμουάρ. ❷ μεταφέρω κπ ή κτ από τα νό- άνθρωπο που αλλάζει στάση και άποψη,
·Ó¤ÓÙÈÌÔ˜ ➞ ·-
·ÓÂÓÙÈÌfiÙËÙ· ➞ ·-
τια προς τα βόρεια: Θα σε ανεβάσω από την ανάλογα με ό,τι επικρατεί κάθε φορά. στους
·ÓÂÍ¿ÓÙÏËÙÔ˜ ➞ ·- Aθήνα στη Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο. ❸ πέντε ~: εδώ κι εκεί: Σκόρπισε την πατρική
·ÓÂÍ·ÚÙËÛ›· ➞ ·ÓÂÍ¿ÚÙËÙÔ˜
·ÓÂÍ¿ÚÙËÙ· ➞ ·ÓÂÍ¿ÚÙËÙÔ˜
αυξάνω κτ: ~ τις τιμές / τους μισθούς / την κληρονομιά ~. ❷ (μτφ.) έντονη τάση: Πνέει ~
·ÓÂÍ·ÚÙËÙÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ ένταση της μουσικής/τον τόνο της φωνής μου. αισιοδοξίας. ανεμίζω: ❶ (μτβ.) κουνώ κτ
·ÓÂÍ¿ÚÙËÙÔ˜
·ÓÂÍ·Úًو˜ ➞ ·ÓÂÍ¿ÚÙËÙÔ˜ ❹ παρουσιάζω ένα θεατρικό έργο στη σκηνή: στον αέρα: Mε χαιρετούσε ανεμίζοντας το
·ÓÂͤÏÂÁÎÙ· ➞ ·- Ο θίασος θα ~ Άμλετ. ❺ προκαλώ ευδιαθεσία: μαντίλι της. ❷ (αμτβ.) κινούμαι από τον άνε-
·ÓÂͤÏÂÁÎÙÔ˜ ➞ ·-
·ÓÂÍ›ÙËÏ· ➞ ·ÓÂÍ›ÙËÏÔ˜ Ένα κοπλιμέντο με ~. ❻ αποκαλώ κπ με αρ- μο: Tα μαλλιά της ανέμιζαν στον άνεμο. ανέ-
·ÓÂÍ›ÙËÏÔ˜ νητικούς χαρακτηρισμούς: Ηλίθιο τον ανέβα- μισμα το.
·Ó¤ÍÔ‰Ô˜ ➞ ·-
·ÓÂ¿ÚÎÂÈ· ➞ ·- ζε, ηλίθιο τον κατέβαζε. ανέβασμα1 το. ανεξάρτητος -η -ο: ❶ (για πρόσ.) αυτός που δεν
·ÓÂ·Ú΋˜ ➞ ·- ανεβαίνω • αόρ. ανέβηκα, προστ. ανέβα: (μτβ. επηρεάζεται ούτε καθορίζεται από εξωτερι-
·ÓÂ·ÚÎÒ˜ ➞ ·-
·Ó¤·ÊÔ˜ ➞ ·- & αμτβ.) ❶ κινούμαι από ένα χαμηλότερο κούς παράγοντες ≠ εξαρτημένος: Είναι ~ γυ-
·ÓÂ›‰ÂÎÙÔ˜ ➞ ·- προς ένα υψηλότερο σημείο: ~ στην κορυφή ναίκα και κάνει ό,τι θέλει. ❷ αυτός που λει-
·ÓÂÈı‡ÌËÙÔ˜ ➞ ·-
·ÓÂ›ÛËÌ· ➞ ·- του βουνού / τον ανήφορο / στα δέντρα. ~ τα τουργεί χωρίς να υπακούει σε εξωτερικές πα-
·ÓÂ›ÛËÌÔ˜ ➞ ·- σκαλιά / με το ασανσέρ. Ο θόρυβος του δρό- ρεμβάσεις: Η Δικαιοσύνη είναι ~. ❸ αυτός
·ÓÂÈۋ̈˜ ➞ ·-
·ÓÂ›ÙÚÂÙÔ˜ ➞ ·- μου ~ στον τρίτο όροφο. ❷ επιβιβάζομαι σε που δε σχετίζεται με κτ άλλο: Απουσίαζα για
·ÓÂÚfiÎÔÔ˜ ➞ ·- μεταφορικό μέσο: ~ στο ποδήλατο/τρένο/αε- λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή μου. 
·ÓÂÚÁ›·
¿ÓÂÚÁÔ˜ ➞ ·ÓÂÚÁ›· ροπλάνο. ❸ πηγαίνω από τα νότια προς τα σχ. αίρω. ανεξάρτητα & [επίσ., μόνο στη σημ.
βόρεια: ~ συχνά από την Aθήνα στη Θεσσα- 3] ανεξαρτήτως (επίρρ.). ανεξαρτησία η.
λονίκη. ❹ αποκτώ υψηλότερο βαθμό, αξίω- ανεξίτηλος -η -ο: ❶ αυτός που δεν ξεβάφει, δεν
μα, κύρος: Kουράστηκε πολύ στη ζωή του για ξεθωριάζει το χρώμα του: ~ μελάνι / ύφασμα.
ν΄ ανέβει. ❺ γίνομαι ευδιάθετος, αποκτώ αυ- ❷ (μτφ.) αυτός που η ζωηρότητα της ανά-
τοπεποίθηση: Έχει ανέβει ψυχολογικά από μνησής του δεν εξασθενίζει με το πέρασμα
τότε που απέκτησε δεσμό. ❻ αυξάνομαι σε τι- του χρόνου: Άφησε ~ τη σφραγίδα της στην
μή, ποσότητα ή ένταση: ~ η θερμοκρασία / ο πολιτική ζωή του τόπου. ανεξίτηλα (επίρρ.).
πυρετός / η πίεση. Με τη βροχή η στάθμη του ανεργία η: αδυναμία επαγγελματικής απασχό-
ποταμού ανέβηκε επικίνδυνα. ❼ (για θεατρι- λησης κπ: H κυβέρνηση πήρε μέτρα για την
κό έργο) παρουσιάζομαι στη σκηνή ≠ κατε- καταπολέμηση της ανεργίας. ταμείο/επίδομα
βαίνω: Aύριο ~ μια κωμωδία του Αριστοφά- ~. άνεργος -η -ο: αυτός που δεν έχει εργα-
νη. ανέβασμα2 το. ανάβαση η: πορεία προς σιακή απασχόληση: Είναι δύο χρόνια ~ και

38
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·39

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


άνεση
ανηφόρα
ψάχνει μια οποιαδήποτε δουλειά. άνεργος ο: ρία: Μεγάλο μέρος του πληθυσμού στις χώ-
¿ÓÂÛË


άνεργο άτομο. ρες της Αφρικής βασανίζεται από ~.
¿ÓÂÙ· ➞ ¿ÓÂÛË
ανέχομαι: (μτβ.) ❶ δεν αντιδρώ σε κπ ή σε κτ που ·ÓÂÙ¤ıËÓ ➞ ·Ó·ı¤Ùˆ
Άνεργος είναι αυτός που δεν εργάζεται, επειδή δεν μου προκαλεί ενόχληση = υπομένω: Δεν ~ να ¿ÓÂÙÔ˜ ➞ ¿ÓÂÛË
·ÓÂÙÚ¿ËÓ ➞ ·Ó·ÙÚ¤ˆ
μπορεί να βρει δουλειά, ενώ άεργος είναι αυτός την προσβάλλουν. ❷ παραβλέπω ηθελημένα ·Ó¤Ùˆ˜ ➞ ¿ÓÂÛË
που δε θέλει να εργαστεί. κτ, δέχομαι κτ όπως είναι: Aνέχτηκα για πο- ¿Ó¢ ➞ ÚfiıÂÛË - §fiÁȘ
ÚÔı¤ÛÂȘ
λύ καιρό τα σφάλματά του. ανοχή η. ανεκτός ·Ó‡ı˘Ó· ➞ ·Ó‡ı˘ÓÔ˜
άνεση η: ❶ έλλειψη περιορισμών στη χρήση του -ή -ό: αυτός που μπορεί κπ να τον ανεχτεί, να ·Ó‡ı˘ÓÔ˜ ➞ ·-
·Ó‡ı˘ÓÔ˜
χώρου ή του χρόνου: H ~ χώρου επιτρέπει τον υπομείνει = υποφερτός: ~ πόνος / ζέστη. ·Ó¢ı˘ÓfiÙËÙ· ➞ ·-
ελευθερία κινήσεων. ❷ εξοικείωση με κτ, δε- ανεκτικός -ή -ό: αυτός που δείχνει μεγάλη ·Ó¢ı˘ÓfiÙËÙ· ➞ ·Ó‡ı˘ÓÔ˜
·Ó¤ÊÂÏÔ˜ ➞ ·-
ξιότητα που δίνει την αίσθηση ότι κτ γίνεται ανοχή, υπομονή: Η κοινωνία μας δεν είναι ~ ·Ó¤ÊÈÎÙ· ➞ ·-
εύκολα = ευκολία: Έχει μεγάλη ~ στο γράψι- με τους μετανάστες. ανεκτικότητα η. ·Ó¤ÊÈÎÙÔ˜ ➞ ·-
·Ó¤ÊÈÎÙÔ˜
μο. Κινείται με ~ στους διπλωματικούς κύ- ανήκω: (μτβ.) ❶ είμαι κτήμα κάποιου: Αυτή η ·ÓÂÊԉȿ˙ˆ
κλους. ❸ οικονομική δυνατότητα: Έχει οικο- έκταση ~ στον Δήμο. ❷ αποτελώ τμήμα, μέ- ·ÓÂÊԉȷÛÌfi˜ ➞ ·ÓÂÊԉȿ-
˙ˆ
νομική ~. ❹ ελευθερία στη συμπεριφορά, φυ- ρος ή μέλος ευρύτερου συνόλου: Η Ρόδος ~ ·Ó¤¯ÂÈ·
σικότητα: Μίλα με ~, μη διστάζεις! ❺ πληθ. τα στα Δωδεκάνησα. = υπάγομαι. ❸ αρμόζω, ·Ó¤¯ÔÌ·È
·Ó„ȿ ➞ ·ÓÈ„Èfi˜
τεχνικά μέσα που εξασφαλίζουν εύκολη δια- ταιριάζω: Σας ~ ένα μεγάλο μπράβο / ένα με- ·Ó„Èfi˜ ➞ ·ÓÈ„Èfi˜
βίωση: Στο σπίτι μου έχω όλες τις ~. άνετος -η ρίδιο της επιτυχίας. ·Ó‹ıÈη ➞ ·-
·Ó‹ıÈÎÔ˜ ➞ ·-
-ο: ❶ αυτός που προσφέρει άνεση, ελευθερία ανησυχώ: ❶ (αμτβ.) είμαι αναστατωμένος, αγω- ·Ó‹ÎÔ˘ÛÙÔ˜ ➞ ·-
κινήσεων: ~ σπίτι/ρούχο. ❷ αυτός που γίνεται νιώ: ~ για την υγεία της συζύγου μου. ❷ (μτβ.) ·Ó‹Îˆ
·Ó‹ÏÈÎÔ˜ ➞ ·-
με άνεση, με ευκολία: ~ δουλειά / νίκη / ζωή. ❸ προκαλώ αναστάτωση ή ενόχληση: Παρακα- ·Ó‹ÌÔÚÔ˜ ➞ ·-
·Ó‹ÍÂÚÔ˜ ➞ ·-
αυτός που συμπεριφέρεται με φυσικότητα ≠ λώ, μη με ανησυχήσεις για τίποτε και για κα- ·ÓËÚÙË̤ÓÔ˜ ➞ ·Ó·ÚÙÒ
σφιγμένος: Eίναι ~ τύπος. άνετα & (σημ. 1) νέναν! ανησυχία η: ❶ κατάσταση στην οποία ·Ó‹Û˘¯· ➞ ·ÓËÛ˘¯Ò
·ÓËÛ˘¯ËÙÈο ➞ ·ÓËÛ˘¯Ò
ανέτως (επίρρ.): ❶ με εύκολο τρόπο: Η ομάδα κπ είναι αναστατωμένος ή προβληματισμένος ·ÓËÛ˘¯ËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓËÛ˘¯Ò
μας κέρδισε ~. ❷ χωρίς περιορισμούς ή κατα- εξαιτίας προβλήματος ή απειλής: Η υγεία του ·ÓËÛ˘¯›· ➞ ·ÓËÛ˘¯Ò
·Ó‹Û˘¯Ô˜ ➞ ·ÓËÛ˘¯Ò
πόνηση: Κάθησε ~ για να δει τηλεόραση. δεν εμπνέει ~. H κυβέρνηση έχει εκφράσει την ·ÓËÛ˘¯Ò
ανεύθυνος -η -ο: ❶ αυτός που ενεργεί και συ- ~ της για τις τουρκικές προκλήσεις στο Aι- ·ÓËÊfiÚ·
·ÓËÊÔÚÈ¿ ➞ ·ÓËÊfiÚ·
μπεριφέρεται επιπόλαια, χωρίς να ενδιαφέ- γαίο. ❷ πληθ. έντονο ενδιαφέρον, τάση για ·ÓËÊÔÚ›˙ˆ ➞ ·ÓËÊfiÚ·
ρεται για τις συνέπειες των πράξεών του ≠ αναζητήσεις: Έχει καλλιτεχνικές ~. ανήσυχος ·ÓËÊÔÚÈο ➞ ·ÓËÊfiÚ·
·ÓËÊÔÚÈÎfi˜ ➞ ·ÓËÊfiÚ·
υπεύθυνος: Μόνο ένας ~ θα μπορούσε να φύ- -η -ο: ❶ αυτός που είναι ταραγμένος, ανα- ·ÓËÊfiÚÈÛÌ· ➞ ·ÓËÊfiÚ·
γει έτσι, χωρίς να ειδοποιήσει! ❷ αυτός που στατωμένος: Είναι ~ για την υγεία του. ❷ αυ- ·Ó‹ÊÔÚÔ˜ ➞ ·ÓËÊfiÚ·
*·ÓË„Èfi˜ ➞ ·ÓÈ„Èfi˜
δεν έχει ευθύνη ή δεν μπορεί να του αποδώ- τός που δεν επαναπαύεται: ~ πνεύμα. ❸ αυ-
σει κανείς ευθύνη για κτ: Τελικά αποδείχτηκε τός που δε γίνεται με ησυχία: ~ ύπνος. ανή-
ότι ο μηχανικός ήταν ~ για την κατάρρευση συχα (επίρρ.). ανησυχητικός -ή -ό: αυτός που
του κτιρίου. ανεύθυνα (επίρρ.): χωρίς αίσθη- προκαλεί ανησυχία: H κατάσταση της υγείας
ση ευθύνης: Eνεργεί ~ και χωρίς σοβαρότητα. του είναι ~. ανησυχητικά (επίρρ.): Ο καιρός
= επιπόλαια, απερίσκεπτα. ανευθυνότητα η: επιδεινώνεται ~.
το να ενεργεί κπ επιπόλαια, χωρίς αίσθηση ανηφόρα & ανηφοριά η: δρόμος με κλίση προς
ευθύνης: Ήταν ~ εκ μέρους σου να διαδώσεις τα πάνω ≠ κατηφόρα. ανήφορος ο: ≠ κατήφο-
τις φήμες πριν τις επιβεβαιώσεις. ρος ❶ δρόμος ή έδαφος με κλίση προς τα πά-
ανέφικτος -η -ο: αυτός που δεν μπορεί να πραγ- νω: Kουράζομαι στον ~. ❷ (μτφ.) δύσκολη πε-
ματοποιηθεί = ακατόρθωτος ≠ εφικτός: ~ στό- ρίσταση στη ζωή: Την κούρασε ο ~ της ζωής.
χοι. Τα ταξίδια στον χρόνο είναι για το άμε- ανηφορικός -ή -ό: αυτός που έχει κλίση προς
σο μέλλον ~. τα πάνω ≠ κατηφορικός: ~ δρόμος. ανηφορι-
ανεφοδιάζω -ομαι: (μτβ.) προμηθεύω κπ εκ νέ- κά (επίρρ.) ≠ κατηφορικά. ανηφορίζω: ≠ κα-
ου με τα απαραίτητα: Το αεροπλάνο ανεφο- τηφορίζω ❶ (αμτβ. & μτβ.) προχωρώ σε ανή-
διάστηκε με καύσιμα και συνέχισε την πτήση φορο ή μετακινούμαι από ένα χαμηλότερο
του. ανεφοδιασμός ο: η εκ νέου προμήθεια με προς ένα υψηλότερο σημείο: ~ προς την κο-
απαραίτητα αγαθά: ~ του στρατού. ρυφή του βουνού. ~ το μονοπάτι για το σπί-
ανέχεια η: έλλειψη των απαραίτητων πόρων για τι. ❷ (αμτβ., για δρόμο) γίνομαι ανηφορικός:
να μπορεί κανείς να ζήσει, στέρηση των ανα- Aπό δω και πέρα το μονοπάτι ~. ανηφόρισμα
γκαίων = ένδεια, φτώχεια ≠ ευμάρεια, ευπο- το ≠ κατηφόρισμα.

39
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·40

A
ανθός
ανιχνεύω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

ανθός ο: ❶ το σύνολο των ανθέων ενός φυτού: στάση, τη λογική και τον έναρθρο λόγο. ❷ κά-
·Óı’ ➞ ·ÓÙ› Tο κρύο πάγωσε τους ανθούς της λεμονιάς. θε άνθρωπος ως εκπρόσωπος του ανθρώπι-
·Óı- ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓıÂÎÙÈο ➞ ·ÓÙ¤¯ˆ ❷ το εκλεκτότερο μέρος κπ πράγματος: Δια- νου γένους: Οι ~ είναι θνητοί. ❸ κάθε άτομο
·ÓıÂÎÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ¤¯ˆ λέγει πάντα τον ~. του είδους, με ιδιαίτερες σωματικές και πνευ-
·ÓıÂÎÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÓÙ¤¯ˆ
·Óı¤ÏÏËÓ·˜ ➞ ·ÓÙÈ- άνθος το • γεν. πληθ. ανθέων: ❶ [επίσ.] το μέ- ματικές ιδιότητες: κοντός / έξυπνος / ευαίσθη-
·ÓıÂÏÏËÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- ρος του φυτού που περιέχει τα όργανα ανα- τος ~. ❹ ο άνθρωπος ως απόλυτη ηθική αξία:
¿ÓıËÛË ➞ ¿ÓıÔ˜
·Óı›˙ˆ ➞ ¿ÓıÔ˜ παραγωγής και στο οποίο αναπτύσσεται ο Δεν αρκεί να είσαι καλός επιστήμονας, πρέπει
·Óıfi˜ καρπός = [οικ.] λουλούδι: ~ αμυγδαλιάς. να είσαι και ~. ❺ ο άνθρωπος ως ατελές ον, με
¿ÓıÔ˜
¿Óıڷη˜ πλαστικά ~. ❷ (μτφ.) το εκλεκτότερο μέρος αδυναμίες: ~ είμαστε, λάθη κάνουμε. ανθρώ-
·ÓıÚ·ÎÈÎfi ➞ ¿Óıڷη˜ ενός πράγματος ή συνόλου: ~ ορύζης / αρα- πινος -η -ο: ❶ αυτός που σχετίζεται με τον άν-
·ÓıÚ·ÎÈÎfi˜ ➞ ¿Óıڷη˜
·ÓıÚ·ÎÔ‡¯Ô˜ ➞ ¿Óıڷη˜ βοσίτου. το ~ της νεολαίας. Βρίσκεται στο ~ θρωπο (κατ’ αντιδιαστολή προς τα ζώα ή τις
·ÓıÚˆÈ¿ ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜ της ηλικίας της (στη νεότητα). ανθίζω: (αμτβ.) μηχανές): ~ σώμα / αξιοπρέπεια / δικαιώματα.
·ÓıÚˆÈÓ¿ ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜
·ÓıÚÒÈÓ· ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜ γεμίζω λουλούδια: Άνθισε η κερασιά. ανθώ: ❷ αυτός που έχει τις αδυναμίες και τις ατέ-
·ÓıÚˆÈÓfi˜ ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜ (αμτβ.) ακμάζω: Τα οικονομικά του/τα γράμ- λειες που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: Tα
·ÓıÚÒÈÓÔ˜ ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜
·ÓıÚˆ›Óˆ˜ ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜ ματα / οι επιστήμες ~. άνθηση η. λάθη είναι ~. ❸ αυτός που είναι ευαίσθητος,
·ÓıÚˆÈÛÌfi˜ άνθρακας ο: ❶ ΧΗΜ αμέταλλο χημικό στοιχείο ευγενής: Προσεγγίζει τους άλλους με έναν πο-
·ÓıÚˆÈÛÙ‹˜ ➞ ·ÓıÚˆÈ-
ÛÌfi˜ που βρίσκεται στη φύση σε μορφές ενώσεων λύ ~ τρόπο, προσπαθώντας να τους καταλά-
·ÓıÚˆÈÛÙÈο ➞ ·ÓıÚˆÈ- (γραφίτης, διαμάντι) και αποτελεί θεμελιώδες βει και να τους στηρίξει. ❹ αυτός που αρμό-
ÛÌfi˜
·ÓıÚˆÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓıÚˆÈ- συστατικό της ζωικής ύλης: διοξείδιο του ~. ζει στον άνθρωπο ή ικανοποιεί τις ανάγκες
ÛÌfi˜ ενώσεις / ισότοπα του ~. ❷ στερεό καύσιμο του: Θέλω να βρω μια πιο ~ δουλειά. ανθρώ-
·ÓıÚˆ›ÛÙÚÈ· ➞ ·ÓıÚˆÈ-
ÛÌfi˜ που περιέχει άνθρακα σε μεγάλη ποσότητα = πινα (επίρρ. στη σημ. 3): Μου συμπεριφέρθη-
¿ÓıÚˆÔ˜
·ÓıÚˆfiÙËÙ· ➞ ¿ÓıÚˆÔ˜
κάρβουνο: O ~ ήταν για αιώνες η καύσιμη ύλη κε ~. ανθρωπίνως (επίρρ.): [επίσ.] με βάση τα
·Óı˘ÁÈÂÈÓfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- της βιομηχανίας. άνθρακες ο θησαυρός: για ανθρώπινα μέτρα και τις φυσικές δυνατότη-
·Óı˘·ÛÈÛÙ‹˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·Óı˘·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜ ➞ ·ÓÙÈ-
ασήμαντο αποτέλεσμα μετά από πολλές προ- τες του ανθρώπου: Είναι ~ αδύνατο να προ-
·ÓıÒ ➞ ¿ÓıÔ˜ σπάθειες ή ελπίδες. ανθρακικός -ή -ό: αυτός λάβουμε να τελειώσουμε τόσο σύντομα. αν-
·Ó›·
·ÓÈ·Ú¿ ➞ ·Ó›·
που περιέχει άνθρακα: ~ ασβέστιο/νάτριο. αν- θρωπινός -ή -ό: ❶ ανθρώπινος (σημ. 4): Δεν εί-
·ÓÈ·Úfi˜ ➞ ·Ó›· θρακικό το: ανθρακικό οξύ: αναψυκτικό με ~. ναι ζωή ~ αυτή που ζουν οι έγκλειστοι στα
·Ó›·ÙÔ˜ ➞ ·-
·Ó›Î·ÓÔ˜ ➞ ·- ανθρωπισμός ο: ❶ πνευματικό κίνημα της Aνα- στρατόπεδα! ανθρωπινά (επίρρ.). ανθρωπιά η:
·ÓÈηÓfiÙËÙ· ➞ ·- γέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη του αρ- η θεωρούμενη ιδανικά ως κατεξοχήν ανθρώ-
·Ó›ÎËÙÔ˜ ➞ ·-
¿ÓÈÛ· ➞ ·- χαίου ελληνικού και λατινικού πολιτισμού, πινη ιδιότητα, η αλληλεγγύη και η συμπάθεια
·ÓÈÛfiÚÚÔÔ˜ ➞ ·- της λογοτεχνίας και της τέχνης = ουμανι- απέναντι στον συνάνθρωπο ≠ απανθρωπιά:
¿ÓÈÛÔ˜ ➞ ·-
·ÓÈÛfiÙËÙ· ➞ ·- σμός. ❷ φιλοσοφική θεωρία ή πνευματική Δείξε λίγη ~, μην είσαι τόσο σκληρός! ανθρω-
·Ó›Û¯˘Ú· ➞ ·- στάση που εμπνέεται από σεβασμό και αγά- πότητα η: το σύνολο των ανθρώπων επάνω
·Ó›Û¯˘ÚÔ˜ ➞ ·-
·ÓȯÓ‡ÛÈÌÔ˜ ➞ ·ÓȯÓ‡ˆ πη για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ζωή: στη γη: H ~ κινδυνεύει να αφανιστεί από έναν
·ÓȯÓÂ˘Ù‹˜ ➞ ·ÓȯÓ‡ˆ Λόγοι ~ επιβάλλουν την υποστήριξη των πυρηνικό πόλεμο. εγκλήματα κατά της ~.
·ÓȯÓ¢ÙÈο ➞ ·ÓȯÓ‡ˆ
·ÓȯÓ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓȯÓ‡ˆ αδυνάτων. ανθρωπιστής ο, -ίστρια η: ❶ λό- ανία η: δυσάρεστο συναίσθημα που δημιουρ-
·ÓȯÓ‡ˆ γιος της Aναγέννησης, υποστηρικτής του αν- γείται από την έλλειψη ενδιαφέροντος για
θρωπισμού = ουμανιστής: O Έρασμος υπήρ- ό,τι συμβαίνει = πλήξη, βαρεμάρα: Η γραφει-
ξε ~. ❷ κάθε γνώστης των κλασικών γραμ- οκρατική δουλειά τής προκαλεί ~. ανιαρός
μάτων που πιστεύει στην παιδευτική τους -ή -ό: αυτός που προξενεί ανία = βαρετός,
αξία. ❸ πρόσωπο που δείχνει έμπρακτη αγά- πληκτικός: ~ συζήτηση / μυθιστόρημα / μάθη-
πη και ευαισθησία για τον συνάνθρωπό του: μα. ανιαρά (επίρρ.).
O Σβάιτσερ ήταν ένας μεγάλος ~. ανθρωπι- ανιχνεύω -ομαι: (μτβ.) ❶ αναζητώ κπ ή κτ ερευ-
στικός -ή -ό: ❶ αυτός που σχετίζεται με τον νώντας συστηματικά οποιοδήποτε σχετικό
αναγεννησιακό ανθρωπισμό και το μορφωτι- ίχνος και στοιχείο: ~ τοξικές ουσίες σε συ-
κό ιδεώδες που θέτει την κλασική παιδεία στο σκευασμένα τρόφιμα. ❷ (μτφ.) προσπαθώ να
επίκεντρο: ~ επιστήμες (φιλολογία, ιστορία, εξακριβώσω κτ χρησιμοποιώντας τη λογική ή
ψυχολογία κτλ.). ❷ αυτός που συμπαρίστα- το συναίσθημα: Προσπάθησε να ανιχνεύσεις
ται στον συνάνθρωπο: ~ οργάνωση / βοήθεια. τις προθέσεις του. ανιχνεύσιμος -η -ο: αυτός
ανθρωπιστικά (επίρρ. στη σημ. 2). που μπορεί να ανιχνευθεί: Τα αναβολικά είναι
άνθρωπος ο: ❶ ον που ανήκει στα θηλαστικά και ~ στο αίμα. ανιχνευτής ο: ❶ αυτός που έχει εκ-
που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την όρθια παιδευτεί να ανιχνεύει μια εδαφική περιοχή:

40
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·41

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


άνοδος
ανταλλάσσω
Μια διμοιρία ανιχνευτών προηγούνταν του ≠ κλείνω: Άνοιξε την τηλεόραση. ❾ κάνω
στρατεύματος. ❷ συσκευή με την οποία γίνε- διάρρηξη: Άνοιξαν το διπλανό σπίτι. ❿ Σε ·Ó›„È ➞ ·ÓÈ„Èfi˜
·ÓÈ„È¿ ➞ ·ÓÈ„Èfi˜
ται ανίχνευση: ~ ραδιενέργειας/μετάλλων. ανι- πολλές από τις παραπάνω σημ. το ρ. χρησι- ·ÓÈ„Èfi˜
χνευτικός -ή -ό. ανιχνευτικά (επίρρ.). μοποιείται και ως αμτβ.: Η πόρτα ανοίγει δύ- ·ÓÔ‰Èο ➞ ¿ÓÔ‰Ô˜
·ÓÔ‰ÈÎfi˜ ➞ ¿ÓÔ‰Ô˜
ανιψιός & ανεψιός ο, ανιψιά & ανεψιά η, ανί- σκολα. Πώς ανοίγει το βίντεο; άνοιγμα το. ¿ÓÔ‰Ô˜
ψι το: ❶ το παιδί του αδερφού / της αδερφής ανοιχτήρι το. ανοιχτός -ή -ό. ανοιχτά (επίρρ.). ·ÓÔËÛ›· ➞ ·ÓfiËÙÔ˜
·ÓfiËÙ· ➞ ·ÓfiËÙÔ˜
κπ ή του / της συζύγου. ❷ το παιδί του / της άνοιξη η: ❶ μία από τις τέσσερις εποχές του ·ÓfiËÙÔ˜
εξαδέλφου κπ ή του / της συζύγου. έτους, μετά τον χειμώνα και πριν από το κα- ·Ófiı¢ÙÔ˜ ➞ ·-
¿ÓÔÈÁÌ· ➞ ·ÓÔ›Áˆ
άνοδος η: ❶ κίνηση από χαμηλότερο σε υψηλό- λοκαίρι, που χαρακτηρίζεται από άνοδο της ·ÓÔ›Áˆ
τερο επίπεδο, από τα νότια προς τα βόρεια ή θερμοκρασίας και άνθηση των φυτών. ❷ (μτφ.) ¿ÓÔÈÍË
·ÓÔÈÍÈ¿ÙÈη ➞ ¿ÓÔÈÍË
από τα παράλια προς τα μεσόγεια ≠ κάθοδος: περίοδος ακμής: Η γενιά αυτή έφερε την ~ στα ·ÓÔÈÍÈ¿ÙÈÎÔ˜ ➞ ¿ÓÔÈÍË
Η ~ στην κορυφή γίνεται με δυσκολία. ❷ αύ- ελληνικά γράμματα. ανοιξιάτικος -η -ο = εα- ·ÓÔȯٿ ➞ ·ÓÔ›Áˆ
·ÓÔȯًÚÈ ➞ ·ÓÔ›Áˆ
ξηση σε κλίμακα ≠ πτώση: ~ της θερμοκρα- ρινός. ανοιξιάτικα (επίρρ.): κατά τη διάρκεια ·ÓÔȯÙfi˜ ➞ ·ÓÔ›Áˆ
σίας/των τιμών/της στάθμης του ποταμού. ❸ της άνοιξης: Πώς σου ’ρθε να βάλεις παλτό ~; ¿ÓÔÌ· ➞ ¿ÓÔÌÔ˜
·ÓÔÌ›· ➞ ¿ÓÔÌÔ˜
δρόμος με ανηφορική κλίση ή που οδηγεί άνομος -η -ο: αυτός που παραβιάζει τους ηθικούς ¿ÓÔÌÔ˜
προς τα βόρεια: H συγκεκριμένη οδός είναι η νόμους: Διέπραξε πολλές ~ πράξεις. άνομα ·ÓÔÚÁ·ÓˆÛÈ¿ ➞ ·-
·ÓÔÚÁ¿ÓˆÙ· ➞ ·-
μόνη ~ για την Ακρόπολη. ❹ (μτφ.) πρόοδος, (επίρρ.). ανομία η: παράνομη και ανήθικη πρά- ·ÓÔÚÁ¿ÓˆÙÔ˜ ➞ ·-
κατάκτηση ενός αξιώματος: ~ ενός κόμματος ξη: O Θεός τον τιμώρησε για τις ~ του. ·ÓÔÚÂÍ›· ➞ ·-


·ÓfiÚ¯ٷ ➞ ·-
στην εξουσία. = ανάρρηση ≠ πτώση. ❺ ΦΥΣ ο ·ÓfiÚ¯ÙÔ˜ ➞ ·-
θετικός πόλος πηγής ηλεκτρικού ρεύματος Το επίθ. άνομος δεν ταυτίζεται σημασιολογικά με ·ÓÔÛ›·
¿ÓÔÛÔ˜ ➞ ·ÓÔÛ›·
και το αντίστοιχο ηλεκτρόδιο ≠ κάθοδος. το επίθ. άδικος: με το πρώτο τονίζεται η σοβαρό- ¿ÓÔÛÙÔ˜ ➞ ·-
·ÓÔ¯‹ ➞ ·Ó¤¯ÔÌ·È
ανοδικός -ή -ό: αυτός που παρουσιάζει άνο- τητα της παράβασης ηθικών νόμων και η αδιαφο-
·ÓÙ’ ➞ ·ÓÙ›
δο, αύξηση: Τα ποσοστά του κόμματός μας ρία για αυτούς, ενώ με το δεύτερο δηλώνεται η πα- ·ÓÙ- ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙ·ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
κινούνται σε ~ πορεία. ανοδικά (επίρρ.): ~ κι- ράβαση κανόνων δικαίου και η απόκλιση από το αί-
·ÓÙ·ÁˆÓÈÛÌfi˜ ➞
νήθηκαν οι τιμές των μετοχών στη σημερινή σθημα περί δικαίου. ·ÓÙ·ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
·ÓÙ·ÁˆÓÈÛÙ‹˜ ➞ ·ÓÙ·-
συνεδρίαση του Χρηματιστηρίου. ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
ανόητος -η -ο: αυτός που δείχνει έλλειψη σκέ- ανοσία η: ❶ ΙΑΤΡ φυσική ή επίκτητη ιδιότητα ενός ·ÓÙ·ÁˆÓÈÛÙÈο ➞ ·ÓÙ·-
ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
ψης ή νοημοσύνης = βλάκας, ηλίθιος, χαζός: οργανισμού να μην προσβάλλεται από ορι- ·ÓÙ·ÁˆÓÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ·Áˆ-
~ άνθρωπος / πράξη / απόφαση. ανόητα σμένες ασθένειες: Με το εμβόλιο απέκτησε ~ Ó›˙ÔÌ·È
·ÓÙ·ÁˆÓ›ÛÙÚÈ· ➞ ·ÓÙ·-
(επίρρ.). ανοησία η: ❶ η ιδιότητα του ανόη- στην ασθένεια αυτή. ❷ (μτφ.) ιδιότητα αυτού ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
του = βλακεία: Eίναι μεγάλη ~ να μη θέλεις το που δεν αντιδρά σε μια δυσάρεστη κατάσταση, ·ÓÙ·ÏÏ·Á‹ ➞ ·ÓÙ·ÏÏ¿ÛÛˆ
·ÓÙ·ÏÏ·ÎÙÈÎfi ➞ ·ÓÙ·Ï-
συμφέρον σου. ❷ συνήθ. πληθ. (συνεκδ.) λό- επειδή την έχει συνηθίσει: Μετά τους συνεχείς Ï¿ÛÛˆ
γος ή πράξη που φανερώνει ανοησία: Πάψε καβγάδες έπαθα ~ στις φωνές. άνοσος -η -ο. ·ÓÙ·ÏÏ·ÎÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ·Ï-
Ï¿ÛÛˆ
να λες / να κάνεις ~. ανταγωνίζομαι: (μτβ.) ❶ αγωνίζομαι να ξεπερά- ·ÓÙ·ÏÏ¿ÛÛˆ
ανοίγω -ομαι • αόρ. άνοιξα, παθ. αόρ. ανοίχτη- σω κπ, να επικρατήσω σε μια αναμέτρηση: ~
κα, μππ. ανοιγμένος: (μτβ. & αμτβ.) ❶ αφαι- τρεις άλλους υποψηφίους για τη διευθυντική
ρώ, σηκώνω κτλ. ό,τι κρατάει κλειστό έναν θέση. ❷ προσπαθώ να ξεπεράσω κτ ή κπ, να
χώρο, ώστε να επιτρέψω την πρόσβαση σε αυ- φανώ ισοδύναμος, ισάξιος: Tα ελληνικά ρού-
τόν ≠ κλείνω: Μόλις ανοίξεις το συρτάρι, θα χα ~ τα ευρωπαϊκά. ανταγωνισμός ο: σκληρός
το δεις. ❷ αφαιρώ το σκέπασμα, το πώμα κτλ. /οικονομικός/πολιτικός/αθέμιτος ~. ανταγω-
ενός πράγματος ≠ κλείνω: Άνοιξαν δύο μπου- νιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ανταγωνί-
κάλια κρασί. Άνοιξε το δώρο σου! ❸ κάνω ζεται κπ: Tον συκοφαντούν οι ~ του. ανταγω-
ρούχο φαρδύτερο ή αποκαλυπτικότερο: Nα νιστικός -ή -ό. ανταγωνιστικά (επίρρ.).
ανοίξετε λίγο τα μανίκια, γιατί μου είναι στε- ανταλλάσσω -ομαι: (μτβ.) ❶ δίνω κτ και παίρνω
νά. ❹ ξεκουμπώνω ή κατεβάζω το φερμουάρ κτ άλλο αντ’ αυτού: Aνταλλάσσουμε γραμμα-
≠ κλείνω: Άνοιξε το πουκάμισο! ❺ [προφ.] τόσημα / επιστολές / δώρα. ❷ (μτφ.) λέω σε κπ
χτυπώ και τραυματίζω, προκαλώντας αιμορ- κτ και αυτός μου λέει κτ ανάλογο: ~ απόψεις/
ραγία: Tου άνοιξε τη μύτη με μια γροθιά. ❻ βαριές κουβέντες. ανταλλαγή η: Με τη Συνθή-
(μτφ.) εγκαινιάζω, ξεκινώ κτ ≠ κλείνω: Άνοι- κη της Λοζάνης (1923) αποφασίστηκε η ~ πλη-
ξε καινούριο μαγαζί. ❼ απλώνω κτ σε μεγα- θυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. ~ από-
λύτερη έκταση, όγκο κτλ. ≠ κλείνω: Άνοιξε την ψεων/ύβρεων. ανταλλακτικός -ή -ό: αυτός που
ομπρέλα σου! ➑ θέτω σε λειτουργία συσκευή σχετίζεται με την ανταλλαγή: ~ εμπόριο: αυτό

41
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·42

A
ανταμείβω
αντέχω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

που γίνεται με ανταλλαγή προϊόντων, όχι με ανταρσία η: εξέγερση μιας ομάδας και άρνηση
·ÓÙ·Ì›‚ˆ χρήματα. ανταλλακτικό το: εξάρτημα μηχανής να υπακούσει σε ανώτερη αρχή: ~ πληρώμα-
·ÓÙ·ÌÔÈ‚‹ ➞ ·ÓÙ·Ì›‚ˆ
·ÓÙ·Ó¿ÎÏ·ÛË που προορίζεται να αντικαταστήσει άλλο σε τος πλοίου/στρατεύματος. αντάρτης ο, -ισσα
·ÓÙ·Ó·ÎÏ·ÛÙÈο ➞ ·ÓÙ·- περίπτωση φθοράς: ~ αυτοκινήτων. η: ❶ εθελοντής πολεμιστής που δεν ανήκει σε
Ó¿ÎÏ·ÛË
·ÓÙ·Ó·ÎÏ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ·- ανταμείβω -ομαι: (μτβ.) προσφέρω σε κπ κτ τακτικό στρατό και πολεμά για κπ ιδέα, ιδε-
Ó¿ÎÏ·ÛË ανάλογο με το καλό που έκανε: O Θεός να σ΄ ολογία κτλ.: ~ πόλεων. ❷ (μτφ.) ατίθασος,
·ÓÙ·Ó·ÎÏÒ ➞ ·ÓÙ·Ó¿-
ÎÏ·ÛË ανταμείψει για τις ευεργεσίες σου! ανταμοι- απείθαρχος: Αδύνατο να του επιβληθείς: εί-
·ÓÙ·Ô‰›‰ˆ βή η: ό,τι προσφέρεται ή γίνεται για να αντα- ναι ~! αντάρτικος -η -ο: αυτός που σχετίζε-
·ÓÙ·fi‰ÔÛË ➞ ·ÓÙ·Ô‰›‰ˆ
·ÓÙ·fi‰ÔÛË ➞ ·ÓÙÈ- μειφθεί κπ για τις πράξεις του: δίκαιη / ηθική ται με τους αντάρτες: ~ κινήματα / σώματα.
·ÓÙ·Ô‰ÔÙÈο ➞ ·ÓÙ·- / υλική ~.  σχ. αλείφω. αντάρτικο το: ένοπλη εξέγερση ατάκτων πο-
Ô‰›‰ˆ
·ÓÙ·Ô‰ÔÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ·Ô- αντανάκλαση η: ❶ αλλαγή της πορείας φωτεινών, λεμιστών: Βγήκε στο ~.
‰›‰ˆ ηχητικών κτλ. κυμάτων που προσκρούουν σε άντε & άιντε (επιφ.): εκφράζει ❶ παρακίνηση ή
·ÓÙ·ÔÎÚ›ÓÔÌ·È
·ÓÙ·fiÎÚÈÛË ➞ ·ÓÙ·ÔÎÚ›- μια επιφάνεια: ~ του φωτός / του ήχου. ❷ (μτφ.) αγανάκτηση ανάλογα με τα συμφραζόμενα: ~
ÓÔÌ·È έμμεση επίδραση ή απήχηση: Η τέχνη του απο- στο καλό! ~ χάσου! ~ από δω! ❷ έκπληξη ή
·ÓÙ·ÔÎÚÈÙ‹˜ ➞ ·ÓÙ·Ô-
ÎÚ›ÓÔÌ·È τελεί ~ της εποχής του. αντανακλώ -ώμαι: ❶ δυσπιστία: Τα ’μαθες; Χώρισα! ~! ❸ (επανα-
·ÓÙ·ÔÎÚ›ÙÚÈ· ➞ ·ÓÙ·Ô- (μτβ., για επιφάνεια) προκαλώ αντανάκλαση: λαμβανόμενο) έντονη αντίθεση: ~-~, ό,τι θέ-
ÎÚ›ÓÔÌ·È
·ÓÙ·ÚÛ›· Το κάτοπτρο ~ το φως. ❷ (μτφ., αμτβ.) έχω λεις λες! ❹ συγκατάθεση, παραχώρηση: Κά-
·ÓÙ¿ÚÙ˘ ➞ ·ÓÙ·ÚÛ›· έμμεση επίδραση, απηχώ: H συμπεριφορά νει εκατό ευρώ! ~, για σένα ογδόντα! ❺ ανώ-
·ÓÙ¿ÚÙÈÎÔ ➞ ·ÓÙ·ÚÛ›·
·ÓÙ¿ÚÙÈÎÔ˜ ➞ ·ÓÙ·ÚÛ›· του ~ σ’ όλη την οικογένειά του. αντανακλα- τατο όριο: Θα ήταν πενήντα, ~ εξήντα άν-
·ÓÙ¿ÚÙÈÛÛ· ➞ ·ÓÙ·ÚÛ›· στικός -ή -ό. αντανακλαστικά (επίρρ.). θρωποι, όχι παραπάνω!
¿ÓÙÂ
·ÓÙ›· ➞ ·ÓÙÈϤÁˆ ανταποδίδω: (μτβ.) κάνω σε κπ κτ αντίστοιχο αντεπεξέρχομαι • αόρ. αντεπεξήλθα: (αμτβ.)
·ÓÙÂÏ‹ÊıËÓ ➞ ·ÓÙÈÏ·Ì‚¿-
ÓÔÌ·È
με ό,τι μου έκανε: ~ τις φιλοφρονήσεις / την αντιμετωπίζω κτ με επιτυχία: Προσπαθεί να
·ÓÙÂÂͤگÔÌ·È επίσκεψη / τον χαιρετισμό. ~ τα ίσα: κάνω σε αντεπεξέλθει στην κρίσιμη περίσταση.  σχ.
·ÓÙÂÂÍ‹Ïı· ➞ ·ÓÙÂÂͤÚ-


¯ÔÌ·È
κπ το ίδιο κακό με αυτό που μου έκανε. αντα- έρχομαι.
·ÓÙÂ›ıÂÛË ➞ ·ÓÙÂÈ- πόδοση η: ενέργεια ή πράξη που προκαλείται
Ù›ıÂÌ·È
·ÓÙÂÈÙ›ıÂÌ·È
από αντίστοιχη προηγούμενη: ~ φιλοφρονή- Προσοχή: ο τ. ανταπεξέρχομαι είναι λανθασμένος,
·ÓÙÂÙÈı¤ÌËÓ ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È σεων. ανταποδοτικός -ή -ό: αυτός που αντα- καθώς το ρ. είναι σύνθετο από τις προθέσεις αντί
·ÓÙ¤¯ˆ
ποδίδει κτ: ~ τέλη: αυτά που πληρώνονται + επί + εξ και το ρ. έρχομαι.
από τον πολίτη σε ανταπόδοση κρατικών πα-
ροχών. ανταποδοτικά (επίρρ.). αντεπιτίθεμαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) επιτί-
ανταποκρίνομαι: (αμτβ. + σε) ❶ βρίσκομαι σε θεμαι σε κπ ως αντίδραση στην επίθεσή του:
αντιστοιχία με κτ: H περιγραφή δεν ~ στην Ο στρατός αντεπιτέθηκε στην πρώτη επίθεση
πραγματικότητα. ❷ αποδεικνύομαι αντά- του εχθρού. Μου αντεπιτέθηκε με νέα επιχει-
ξιος, ικανοποιητικός: Εάν δεν μπορείς να ρήματα. αντεπίθεση η.
ανταποκριθείς στα καθήκοντά σου, πρέπει αντέχω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ❶ έχω
να παραιτηθείς. ❸ αντιδρώ θετικά σε μια τις απαραίτητες για κτ σωματικές δυνάμεις:
ενέργεια άλλου: Δεν ~ στα αισθήματά του. Δεν αντέχω να ανέβω τόσες σκάλες. ❷ μπο-
ανταπόκριση η: ❶ θετική αντίδραση σε ενέρ- ρώ να αντιμετωπίσω κπ ή κτ δυσάρεστο =
γεια άλλου: Oι εκκλήσεις για βοήθεια έμει- υπομένω: Δεν αντέχω τη φλυαρία του! Είσαι
ναν χωρίς ~. ❷ το ειδησεογραφικό κείμενο φίλη μου, αλλά ώρες ώρες δεν αντέχεσαι! ❸
που στέλνει ο απεσταλμένος ενός μέσου μα- καταφέρνω να επιβιώσω ή να διατηρηθώ, δε
ζικής ενημέρωσης: ~ από τη Γαλλία. ❸ προ- φθείρομαι: Πώς άντεξαν τρεις μέρες χωρίς
γραμματισμένη συνάντηση δύο συγκοινω- νερό; Τα μεγάλα έργα τέχνης ~ στον χρόνο.
νιακών μέσων σε ενδιάμεσο σταθμό για τη αντοχή η: ❶ το να αντέχει κπ κτ: σωματική /
μετεπιβίβαση ταξιδιωτών: Αν καθυστερήσει ψυχική ~. Έχω ~ στις στερήσεις / στην πείνα /
το τοπικό τρένο, θα χάσει την ~ με την τα- στο κρύο. ❷ (για υλικά σώματα) αντίσταση
χεία. ανταποκριτής ο, -ίτρια η: δημοσιογρά- στη φθορά, αλλοίωση: ~ στη διάβρωση / στη
φος που έχει αποσταλεί σε τόπο απομακρυ- θερμότητα. ανθεκτικός -ή -ό: ❶ αυτός που
σμένο από την έδρα της εργασίας του, προ- δεν παθαίνει εύκολα κτ από το πέρασμα του
κειμένου να στέλνει ειδήσεις: πολεμικός ~: χρόνου: Η τέντα είναι φτιαγμένη από ~ ύφα-
δημοσιογράφος που στέλνεται στο μέτωπο σμα. ❷ αυτός που δε χάνει εύκολα τη σωμα-
του πολέμου. τική ή ψυχική του δύναμη: Άλλος θα τα είχε

42
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·43

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αντηχώ
αντικείμενο
παρατήσει, αλλά αυτός ήταν ~ στις δυσκο- που δηλώνουν μαζί το β΄ και γ΄ συνθ.: αντι-
λίες. ανθεκτικά (επίρρ.). ανθεκτικότητα η. προχθές, αντιμεθαύριο. ·ÓÙ‹¯ËÛË ➞ ·ÓÙ˯Ò
·ÓÙ˯Ò
αντηχώ: (αμτβ.) ❶ παράγω δυνατό και παρατε- αντιβίωση η: ΙΑΤΡ θεραπευτική αγωγή που βασί- ·ÓÙ›
ταμένο ήχο: Οι καμπάνες αντήχησαν σε όλο το ζεται στη χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων. αντι- ·ÓÙÈ-
·ÓÙ›- ➞ ·ÓÙÈ-
χωριό. ❷ (για κλειστό χώρο) δονούμαι από δυ- βιοτικό το: φάρμακο που εξουδετερώνει τα μι- ·ÓÙÈ·ÂÚÔÔÚÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
νατούς ήχους, φωνές κτλ.: Το θέατρο αντήχη- κρόβια ή εμποδίζει την ανάπτυξή τους: Η πε- ·ÓÙÈ·ıÏËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈ·ÈÛıËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
σε από θερμά χειροκροτήματα και επευφημίες. νικιλίνη ήταν το πρώτο ~. αντιβιοτικός -ή -ό. ·ÓÙÈ·ÏÏÂÚÁÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
αντήχηση η: ΦΥΣ φαινόμενο κατά το οποίο ένας αντιγράφω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ❶ ·ÓÙÈ·ÌÂÚÈηÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈ·ÌÂÚÈηÓÈÛÌfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
ήχος μπορεί να ενισχυθεί ή να παραταθεί όταν ξαναγράφω με ακρίβεια το περιεχόμενο ενός ·ÓÙȂ˯ÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
προσκρούει σε κπ κοντινό εμπόδιο. κειμένου: Δώσ’ μου τις σημειώσεις σου να τις ·ÓÙÈ‚ÈÔÙÈÎfi ➞ ·ÓÙÈ‚›ˆÛË
·ÓÙÈ‚ÈÔÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ‚›ˆÛË
αντί & [λογοτ., λαϊκ.] αντίς & (πριν από φωνή- αντιγράψω στο τετράδιό μου! Μηδενίστηκε ·ÓÙÈ‚›ˆÛË
εν) αντ’ & ανθ’ (πρόθ.): (+ γεν. / αιτ. / για / να) το γραπτό του, γιατί ο καθηγητής τον έπιασε ·ÓÙÈÁÚ·Ê‹ ➞ ·ÓÙÈÁڿʈ
·ÓÙ›ÁÚ·ÊÔ ➞ ·ÓÙÈÁڿʈ
δηλώνει αντικατάσταση πράγματος, προσώ- να αντιγράφει. ❷ (κυρ. για έργα τέχνης) δη- ·ÓÙÈÁڿʈ
που, ενέργειας κτλ. από κπ ή κτ άλλο: ~ να ζη- μιουργώ κτ που αποτελεί απομίμηση του ·ÓÙÈÁÚÈÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙȉȷ‰‹ÏˆÛË ➞ ·ÓÙÈ-
τήσει συγγνώμη, έβαλε και τις φωνές! Τους πρωτότυπου. ❸ μιμούμαι κπ ή κτ: Τον θαυ- ·ÓÙ›‰Ú·ÛË
έδωσε παξιμάδι ~ (για) ψωμί. ~ του Γιάννη μάζει τόσο πολύ, που έχει αντιγράψει το στιλ ·ÓÙȉڷÛÙ‹Ú·˜ ➞ ·ÓÙ›-
‰Ú·ÛË
ήρθε ο αδερφός του. του. αντιγραφή η. αντίγραφο το: ❶ έγγραφο, ·ÓÙȉڷÛÙÈο ➞ ·ÓÙ›‰Ú·ÛË

 Η λ. αντί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε ελλει-


κείμενο κτλ. που προέρχεται από αντιγραφή
≠ πρωτότυπο: Η αίτηση θα πρέπει να συνο-
·ÓÙȉڷÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙ›-
‰Ú·ÛË
·ÓÙȉÚÒ ➞ ·ÓÙ›‰Ú·ÛË
πτικό λόγο, ακολουθούμενη και από άλλα συμπλη- δεύεται από επικυρωμένο ~ πτυχίου. ❷ απο- ·ÓÙÈÂÍÔ˘ÛÈ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÂ·Ó·ÛÙ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
ρώματα, π.χ. προθετική φράση: Ήρθε από εδώ ~ μίμηση ενός πρωτότυπου: ρωμαϊκά ~. ·ÓÙÈÂÈÛÙËÌÔÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÂ˘Úˆ·˚Îfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
(να έρθει) από εκεί. ~ (να είμαι) πλούσιος, προτι- αντίδραση η: ❶ ενέργεια που προκαλείται από ·ÓÙÈ‹Úˆ·˜ ➞ ·ÓÙÈ-
μώ να είμαι ευτυχής. άλλη ενέργεια ή κατάσταση: Έντονη ήταν η ~ ·ÓÙ›ıÂÛË ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
·ÓÙ›ıÂÙ· ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
στα οικονομικά μέτρα. ❷ ΦΥΣ η ίση και αντίρ- ·ÓÙÈıÂÙÈο ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
αντι- αντ- ανθ- & αντί-: α΄ συνθ. που δηλώνει ❶ ροπη δύναμη που κάθε σώμα αναπτύσσει όταν ·ÓÙÈıÂÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
·ÓÙ›ıÂÙÔ˜ ➞ ·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
το αντίθετο από αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.: δέχεται την επίδραση μιας άλλης δύναμης. ❸ ·ÓÙÈηıÂÛÙˆÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
ανθυγιεινός, αντιεπιστημονικός. ❷ εναντίωση ΧΗΜ χημική ~: η αλληλεπίδραση μεταξύ χημι- ·ÓÙÈηıÈÛÙÒ
·ÓÙÈηÓÔÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
σε αυτό που σημαίνει το β΄ συνθ.: αντιαγροτι- κών στοιχείων ή ενώσεων, που έχει ως αποτέ- ·ÓÙÈηٿÛÙ·ÛË ➞ ·ÓÙÈ-
κός, αντιδημοκρατικός. ❸ ενέργεια ή πράξη λεσμα τη δημιουργία άλλης χημικής ένωσης. ηıÈÛÙÒ
·ÓÙÈηٷÛÙ¿Ù˘ ➞ ·ÓÙÈη-
που έρχεται ως απάντηση ή αντίδραση στην  σχ. δράμα. αντιδρώ (αμτβ.). αντιδραστήρας ıÈÛÙÒ
πράξη που σημαίνει το β΄ συνθ.: αντιπροτεί- ο. αντιδραστικός -ή -ό. αντιδραστικά (επίρρ.). ·ÓÙÈηٷÛÙ¿ÙÚÈ· ➞ ·ÓÙÈ-
ηıÈÛÙÒ
νω. ❹ τίτλο α. το πρόσωπο που ασκεί την εξου- αντικαθιστώ -ίσταμαι: (μτβ.) τοποθετώ προσω- ·ÓÙÈÎÂÈÌÂÓÈο ➞ ·ÓÙÈΛ-
σία αντί του νομίμου: αντιβασιλέας. β. πρόσω- ρινά ή μόνιμα κπ ή κτ στη θέση άλλου = αλ- ÌÂÓÔ
·ÓÙÈÎÂÈÌÂÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
πο (ή ομάδα προσώπων) που είναι δεύτερο σε λάζω: Τα παλιά έπιπλα του σαλονιού αντι- ΛÌÂÓÔ
κπ ιεραρχία: αντιδήμαρχος, αντιεισαγγελέας. καταστάθηκαν με καινούρια. αντικατάσταση ·ÓÙÈÎÂÈÌÂÓÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÓÙÈ-
ΛÌÂÓÔ
❺ αντικείμενο που χρησιμοποιείται αντί του η. αντικαταστάτης ο, -άτρια η. ·ÓÙÈΛÌÂÓÔ
κανονικού: αντικλείδι. ❻ (σε πολυσύνθετα) αντικείμενο το: ❶ καθετί που υπάρχει και γίνε-
χρονική στιγμή που προηγείται ή έπεται αυτής ται αντιληπτό με τις αισθήσεις = πράγμα: Δε

Σύνθετα με αντι- αντιαεροπορικός αντιπυρετικός πρόσωπο που έρχεται


αντίθεση αντιαθλητικός αντιρυτιδικός δεύτερο σε ιεραρχία
ανθυγιεινός αντιαλλεργικός αντισεισμικός ανθυπασπιστής
αντιαισθητικός αντιαμερικανικός αντιτρομοκρατικός ανθυπαστυνόμος
αντιεπιστημονικός αντιαμερικανισμός αντιπολίτευση
αντιήρωας αντιβηχικός ενέργεια ή πράξη που αντιπολιτευτικός
αντικανονικός αντιγριπικός έρχεται σε απάντηση αντιπρόεδρος
αντικίνητρο αντιεξουσιαστικός ή αντίδραση σε άλλη αντιπρύτανης
αντικοινωνικός αντιεπαναστατικός ανταπόδοση αντιπτέραρχος
αντιοικονομικός αντιευρωπαϊκός αντιδιαδήλωση αντισυνταγματάρχης
αντιπαιδαγωγικός αντικαθεστωτικός αντικίνημα
αντισυνταγματικός αντικυβερνητικός αντιπαροχή προηγούμενη ή επόμενη
αντιλέγω αντιπροσφορά χρονική στιγμή
εναντίωση αντιλαϊκός αντιπρόταση αντιπρόπερσι
ανθέλληνας αντιπλημμυρικός
ανθελληνικός αντιπολεμικός

43
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·44

A
αντίκρυ
αντιστέκομαι
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

θέλω να μου πειράζει κανένας τα προσωπικά ναι απόλυτα τεκμηριωμένη. αντίλογος ο: το


·ÓÙÈΛÓËÌ· ➞ ·ÓÙÈ- μου ~. ❷ (+ γεν. ουσ. που παράγεται από ρ.) να αντιλέγει κπ: πολιτικός/τεκμηριωμένος ~.
·ÓÙÈΛÓËÙÚÔ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÎÔÈÓˆÓÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- σχηματίζει εκφράσεις που παίρνουν τη σημα- Οι δύο πλευρές γρήγορα κατέληξαν σε συμ-
·ÓÙÈÎÚ›˙ˆ ➞ ·ÓÙ›ÎÚ˘ σία τους από το ουσ.: ~ συζήτησης (συζητεί- φωνία, καθώς δεν υπήρχε ουσιαστικός ~.
·ÓÙÈÎÚÈÛÙ¿ ➞ ·ÓÙ›ÎÚ˘
·ÓÙÈÎÚÈÛÙfi˜ ➞ ·ÓÙ›ÎÚ˘ ται). ~ έρευνας (ερευνάται). ~ πόθου (ποθεί- αντιμετωπίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ βρίσκομαι μπρο-
·ÓÙ›ÎÚ˘ ται). ❹ ΓΛΩΣΣ λέξη ή φράση της πρότασης που στά σε μια δύσκολη κατάσταση και προσπα-
*·ÓÙÈÎÚ‡˙ˆ ➞ ·ÓÙÈÎÚ›˙ˆ
·ÓÙÈ΢‚ÂÚÓËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- δέχεται την ενέργεια του υποκειμένου: άμεσο θώ να την ξεπεράσω: Αντιμετωπίζουν πολ-
·ÓÙÈÏ·˚Îfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- /έμμεσο ~. αντικειμενικός -ή -ό: ❶ αυτός που λές δυσκολίες. ❷ συμπεριφέρομαι σε κπ ή σε
·ÓÙÈÏ·Ì‚¿ÓÔÌ·È
·ÓÙÈϤÁˆ βασίζεται στην πραγματικότητα και δεν επη- κτ σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του ή με
·ÓÙÈϤÁˆ ➞ ·ÓÙÈ- ρεάζεται από προσωπικά συμφέροντα ή προ- ορισμένο τρόπο = μεταχειρίζομαι: Μας αντι-
·ÓÙÈÏËÙÈο ➞ ·ÓÙÈÏ·Ì‚¿-
ÓÔÌ·È τιμήσεις = αμερόληπτος ≠ υποκειμενικός, με- μετώπιζε ως ίσους. αντιμετώπιση η.
·ÓÙÈÏËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈÏ·Ì‚¿- ροληπτικός: ~ κριτής / διαιτητής / απόφαση / αντίξοος -η -ο: αυτός που δημιουργεί προβλή-
ÓÔÌ·È
·ÓÙÈÏËÙfi˜ ➞ ·ÓÙÈÏ·Ì‚¿- αξία. Ο καθηγητής πρέπει να είναι πάντα ~, ματα, που δεν είναι ευνοϊκός: Εργάζεται σε
ÓÔÌ·È όταν βαθμολογεί τους μαθητές του. ❷ αυτός εξαιρετικά ~ συνθήκες. αντιξοότητα η.
·ÓÙ›ÏË„Ë ➞ ·ÓÙÈÏ·Ì‚¿-
ÓÔÌ·È που είναι ο πιο σημαντικός = κύριος, βασι- αντιπαθώ: (μτβ.) έχω αρνητικά συναισθήματα ή
·ÓÙ›ÏÔÁÔ˜ ➞ ·ÓÙÈϤÁˆ κός, τελικός: Ο ~ στόχος μας είναι η εταιρεία διάθεση για κπ ή κτ ≠ συμπαθώ: Τον αντιπά-
·ÓÙÈÌÂÙˆ›˙ˆ
·ÓÙÈÌÂÙÒÈÛË ➞ ·ÓÙÈÌÂ- να μπει στο χρηματιστήριο. αντικειμενικά θησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε.
Ùˆ›˙ˆ (επίρρ.). αντικειμενικότητα η: η ιδιότητα του αντιπαθής -ής -ές: αυτός που προκαλεί σε κπ
·ÓÙ›ÍÔÔ˜
·ÓÙÈÍÔfiÙËÙ· ➞ ·ÓÙ›ÍÔÔ˜ αντικειμενικού ≠ υποκειμενικότητα. αντιπάθεια = αντιπαθητικός ≠ συμπαθής, συ-
·ÓÙÈÔÈÎÔÓÔÌÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- αντίκρυ (επίρρ.): απέναντι = αντικριστά: Στά- μπαθητικός: Με τους άκομψους τρόπους του
·ÓÙÈ¿ıÂÈ· ➞ ·ÓÙÈ·ıÒ
·ÓÙÈ·ı‹˜ ➞ ·ÓÙÈ·ıÒ θηκε ~ του και του ζήτησε να φύγει. αντικρί- γίνεται αντιπαθής στην παρέα.  σχ. αγε-
·ÓÙÈ·ıËÙÈο ➞ ·ÓÙÈ·ıÒ
·ÓÙÈ·ıËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ·ıÒ
ζω: (μτβ.) ❶ βλέπω κπ ή κτ που βρίσκεται νής. αντιπαθητικός -ή -ό. αντιπαθητικά
·ÓÙÈ·ıÒ απέναντί μου: Το θέαμα που αντίκρισε ήταν (επίρρ.). αντιπάθεια η.
·ÓÙÈ·È‰·ÁˆÁÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙ›·ÏÔ˜
αποκρουστικό. ❷ (μτφ.) αντιμετωπίζω κπ ή αντίπαλος -η -ο: αυτός που έρχεται αντιμέτωπος
·ÓÙÈ·ÏfiÙËÙ· ➞ ·ÓÙ›·ÏÔ˜ κτ: ~ το μέλλον με αισιοδοξία. αντικριστός με κπ ή κτ με στόχο να το(ν) νικήσει: Οι ~ ομά-
·ÓÙÈ·ÚÔ¯‹ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÏËÌÌ˘ÚÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
-ή -ό. αντικριστά (επίρρ.). δες μπήκαν στο γήπεδο. αντίπαλος ο: Έχουμε
·ÓÙÈÔÏÂÌÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- αντιλαμβάνομαι • αόρ. αντιλήφθηκα & [επίσ.] επικίνδυνους αντιπάλους. αντιπαλότητα η.
·ÓÙÈÔϛ٢ÛË ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÔÏÈÙ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- αντελήφθην: (μτβ.) ❶ καταλαβαίνω κτ μέσω αντιστέκομαι: (αμτβ. + σε) ❶ αγωνίζομαι για
·ÓÙÈÚfi‰ÚÔ˜ ➞ ·ÓÙÈ- των αισθήσεών μου: Ο κλέφτης μπήκε στο την εξουδετέρωση εχθρικής ενέργειας, απει-
·ÓÙÈÚfiÂÚÛÈ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÚÔÛÊÔÚ¿ ➞ ·ÓÙÈ- διαμέρισμα χωρίς να τον αντιληφθούμε. ❷ λής, κινδύνου κτλ.: Ο λαός αντιστάθηκε σθε-
·ÓÙÈÚfiÙ·ÛË ➞ ·ÓÙÈ- καταλαβαίνω, κατανοώ κτ με τον νου, με τη ναρά στον ξένο κατακτητή. ❷ εκδηλώνω την
·ÓÙÈÚ‡Ù·Ó˘ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÙ¤Ú·Ú¯Ô˜ ➞ ·ÓÙÈ- λογική: Προσπαθώ να αντιληφθώ τα σχέδιά εναντίωσή μου σε κπ ή κτ: Οι εργαζόμενοι θα
·ÓÙÈ˘ÚÂÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- της, αλλά δεν το έχω καταφέρει ακόμα. αντί- αντισταθούν στο νέο νομοσχέδιο με απερ-
·ÓÙÈÚ˘ÙȉÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙ›˜ ➞ ·ÓÙ› ληψη η: ❶ α. ΨΥΧΟΛ νοητική λειτουργία με γιακές κινητοποιήσεις. αντίσταση η: ❶ το να
·ÓÙÈÛÂÈÛÌÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ- την οποία ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται. β. η αντιστέκεται κανείς σε κτ ή κπ: ηρωική / ένο-
·ÓÙ›ÛÙ·ÛË ➞ ·ÓÙÈÛÙ¤ÎÔÌ·È
·ÓÙÈÛÙ·Ûȷ΋ ➞ ·ÓÙÈ- ικανότητα του ανθρώπου να μαθαίνει εύκο- πλη ~. (Εθνική) Αντίσταση: ΙΣΤ ο αγώνας των
ÛÙ¤ÎÔÌ·È λα, να καταλαβαίνει = νοημοσύνη, ευφυΐα: Ελλήνων εναντίον των κατοχικών δυνάμεων
·ÓÙÈÛÙ·ÛÈ·Îfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
ÛÙ¤ÎÔÌ·È οξεία / μειωμένη ~. ❷ α. η γνώμη που έχει κπ κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο: Έλαβε ενερ-
·ÓÙÈÛÙ¤ÎÔÌ·È για ένα ζήτημα = πεποίθηση, άποψη: Έχω την γό δράση στην ~. ❷ ΦΥΣ α. δύναμη που ανα-
·ÓÙ›ÛÙÔȯ· ➞ ·ÓÙÈÛÙÔȯ›·
~ ότι τα πράγματα δεν έγιναν έτσι όπως τα πτύσσει κπ σώμα ενάντια σε κπ άλλη που
λες. β. πληθ. οι πεποιθήσεις που διακρίνουν ασκείται πάνω του: η ~ του αέρα. β. η τάση
ένα άτομο ή μια ομάδα = νοοτροπία: προο- ενός αντικειμένου να εμποδίζει τη διέλευση
δευτικές / συντηρητικές / θρησκευτικές / πολι- ηλεκτρικού ρεύματος από μέσα του, καθώς
τικές ~. αντιληπτός -ή -ό: αυτός που (μπορεί και (συνεκδ.) ο αγωγός που παρέχει τη συ-
να) τον αντιλαμβάνεται κανείς: Ο κλέφτης γκεκριμένη αντίσταση: Η μονάδα μέτρησης
έγινε ~. Το μήνυμα που έστειλε ο πρωθυ- της ~ είναι το Ωμ. Όταν έπεσε το ρεύμα, κάη-
πουργός δεν έγινε ~ από όλους τους υπουρ- κε η ~. αντιστασιακός -ή -ό: αυτός που είναι
γούς του. αντιληπτικός -ή -ό: αυτός που έχει σχετικός με την αντίσταση ενάντια σε ξένο
σχέση με τις λειτουργίες της αντίληψης: ~ κατακτητή ή δικτάτορα: ~ οργανώσεις / αγώ-
ικανότητα. αντιληπτικά (επίρρ.). νας / τραγούδια. αντιστασιακός ο, -ή η: πρό-
αντιλέγω • αόρ. αντείπα: (αμτβ.) εκφράζω αντί- σωπο που παίρνει ή πήρε μέρος στην Αντί-
θετη άποψη, διαφωνώ: Δεν ~, η άποψή σου εί- σταση.

44
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·45

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αντιστοιχία
αντωνυμία
αντιστοιχία η: σχέση αναλογίας, ομοιότητας ή ρά: Το λεωφορείο μπήκε στο ~ ρεύμα κυκλο-
συμφωνίας: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στα λό- φορίας και συγκρούστηκε με Ι.Χ. αντίθετα ·ÓÙÈÛÙÔȯ›·
·ÓÙÈÛÙÔȯ›˙ˆ ➞ ·ÓÙÈÛÙÔÈ-
για και στα έργα του. αντιστοιχώ: (αμτβ.) βρί- (επίρρ.). αντίθετο το: ΓΛΩΣΣ λέξη με αντίθετη ση- ¯›·
σκομαι σε αντιστοιχία: Δε μου δίνεις αυτά μασία από κπ άλλη = αντώνυμο ≠ συνώνυμο: ·ÓÙÈÛÙÔ›¯ÈÛË ➞ ·ÓÙÈÛÙÔÈ-
¯›·
που ~ στη δουλειά μου. αντίστοιχος -η -ο. Το «κακός» είναι το ~ του «καλός». αντιθετικός ·ÓÙ›ÛÙÔȯԘ ➞ ·ÓÙÈÛÙÔȯ›·
αντίστοιχα & αντιστοίχως (επίρρ.). αντι- -ή -ό: αυτός που φανερώνει αντίθεση: ~ σύνδε- ·ÓÙÈÛÙÔÈ¯Ò ➞ ·ÓÙÈÛÙÔȯ›·
·ÓÙÈÛÙÔ›¯ˆ˜ ➞ ·ÓÙÈÛÙÔȯ›·
στοιχίζω. αντιστοίχιση η. σμος: ΓΛΩΣΣ σύνδεσμος που συνδέει προτάσεις, ·ÓÙÈÛ˘ÓÙ·Á̷ٿگ˘ ➞

 Η σημ. του ΑΕ àÓÙ›ÛÙÔȯԘ ήταν «αυτός που στέ-


φράσεις ή λέξεις που βρίσκονται σε σχέση αντί-
θεσης. αντιθετικά (επίρρ.).
·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÛ˘ÓÙ·ÁÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÈÙ›ıÂÌ·È
κεται ακριβώς απέναντι σε κπ.» αντωνυμία η: ❶ ΓΛΩΣΣ κλιτή λέξη που χρησιμο- ·ÓÙÈÙÚÔÌÔÎÚ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÓÙÈ-
·ÓÙÔ¯‹ ➞ ·ÓÙ¤¯ˆ
Ενώ το αντιστοιχώ (αόρ. αντιστοίχησα) είναι αμτβ., ποιούμε στη θέση ονομάτων ουσιαστικών ή ¿ÓÙÚ·˜ ➞ ¿Ó‰Ú·˜
το αντιστοιχίζω (αόρ. αντιστοίχισα) είναι μτβ. και επιθέτων.  Πίνακα χρήσης αντωνυμιών. ❷ ·ÓÙÚÈο ➞ ¿Ó‰Ú·˜
·ÓÙÚÈÎfi˜ ➞ ¿Ó‰Ú·˜
σημαίνει «θέτω κτ σε αντιστοιχία με κτ άλλο». Το ΓΛΩΣΣ σημασιολογική σχέση που συνδέει λέ- ·ÓÙÚÒÓÔÌ·È ➞ ¿Ó‰Ú·˜
ουσιαστικό που παράγεται από το αντιστοιχίζω εί- ξεις με αντίθετη σημασία: Οι λέξεις «καλός»
·ÓÙˆÓ˘Ì›·
ναι το αντιστοίχιση. και «κακός» έχουν σχέση αντωνυμίας. αντώ- ·ÓÙÒÓ˘ÌÔ ➞ ·ÓÙˆÓ˘Ì›·
·Ó‡·ÚÎÙÔ˜ ➞ ·-


νυμο το: ΓΛΩΣΣ = αντίθετο ≠ συνώνυμο.
·Ó˘ÔÏfiÁÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
αντιτίθεμαι • πρτ. αντετιθέμην: [επίσ.] (αμτβ.) έχω ·Ó˘fiÌÔÓ· ➞ ·-
αντίρρηση για κτ, διαφωνώ με κτ = αντιτάσσο- Λόγιες (ή απαρχαιωμένες) αντωνυμίες ·Ó˘fiÌÔÓÔ˜ ➞ ·-
·Ó‡ÔÙ· ➞ ·-
μαι: Η αντιπολίτευση αντιτίθεται στην ψήφιση Χρησιμοποιούνται ακόμα, κυρ. σε στερεότυπες ·Ó‡ÔÙÔ˜ ➞ ·-
του νομοσχεδίου.  σχ. θέτω. αντίθεση η: ❶ εκφρ. ή σε επίσημο λόγο, ορισμένες αντωνυμίες ·Ó˘fiÊÔÚ· ➞ ·-
από την αρχαία και λόγια παράδοση: ·Ó˘fiÊÔÚÔ˜ ➞ ·-
το να έχει κπ ή κτ τη μεγαλύτερη δυνατή δια- ·Ó˘Ô„›·ÛÙ· ➞ ·-
αλλήλων • μόνο γεν. & αιτ. -ους: ο ένας τον άλλο: ·Ó˘Ô„›·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
φορά ή απόκλιση με κπ ή κτ άλλο: Τα λόγια του Αγαπάτε αλλήλους.
έρχονται σε ~ με τις πράξεις του. ❷ το να υπάρ- αμφότεροι -ες -α: και οι δύο: ~ υποστήριξαν την
χει έντονη σύγκρουση, διαφωνία ανάμεσα σε άποψή μου.
πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις = ασυμφω- έκαστος -η -ο: καθένας: Πήραν από τριάντα ευρώ ~.
νία: ριζικές/κοινωνικές/ιδεολογικές ~. Στο εσω- έτερος -έρα -ο: άλλος: Αφίχθη ο ~ προσκεκλημένος.
τερικό του κόμματος αυξήθηκαν οι πολιτικές ~. το έτερον ήμισυ: ο ένας από τους δύο συζύγους.
ουδείς ουδεμία ουδέν: κανένας: ~ σχόλιο. ~ αμφι-
αντίθετος -η -ο: ❶ αυτός που αντιτίθεται σε κτ
βολία.
ή κπ, που βρίσκεται σε αντίθεση με κτ ή κπ άλ-
πας πάσα παν: ❶ όλος ή ολόκληρος: Διαμαρτυρήθη-
λο: Οι γονείς της ήταν ~ στην απόφασή της να καν οι πάντες. ❷ κάθε: πάσα προσφορά δεκτή. κα-
παντρευτεί. ❷ αυτός που έχει διαφορετική φο- τά πάσα πιθανότητα: για κτ που είναι πολύ πιθανό.

Πίνακας χρήσης των αντωνυμιών


∞ÓÙˆÓ˘Ì›· Û ı¤ÛË Û ı¤ÛË ∞ÓÙˆÓ˘Ì›· Û ı¤ÛË Û ı¤ÛË
Ô˘ÛÈ·ÛÙÈÎÔ‡ ÂÈı¤ÙÔ˘ Ô˘ÛÈ·ÛÙÈÎÔ‡ ÂÈı¤ÙÔ˘
¿ÏÏÔ˜ ✓ ✓ ÌÂÚÈÎÔ› ✓ ✓
·˘Ùfi˜ (ÚÔÛˆ.) ✓ ÌÔÓ¿¯Ô˜ ✓
·˘Ùfi˜ (‰ÂÈÎÙ.) ✓ ✓ ÌfiÓÔ˜ ✓
·˘Ùfi˜ (ÔÚÈÛÙ.) ✓ ✓ fi,ÙÈ ✓
‰Â›Ó· ✓ ✓ fiÔÈÔ˜ ✓
‰ÈÎfi˜ ✓ ✓ ÔÔ›Ô˜ ✓
·˘Ùfi˜ ✓ ÔÔÈÔÛ‰‹ÔÙ ✓ ✓
ÂÁÒ ✓ fiÛÔ˜ ✓ ✓
ÂΛÓÔ˜ ✓ ✓ ÔÛÔÛ‰‹ÔÙ ✓ ✓
¤Ó·˜ ✓ ÔÙȉ‹ÔÙ ✓ ✓
ÂÛ‡ ✓ ÔÈÔ˜ ✓ ✓
›‰ÈÔ˜ ✓ ✓ fiÛÔ˜ ✓ ✓
οı ✓ ✓ Ô˘ ✓
ηı¤Ó·˜ ✓ ✓ Ù¿‰Â ✓ ✓
ηıÂÙ› ✓ Ù¤ÙÔÈÔ˜ ✓ ✓
οÌÔÛÔ˜ ✓ ✓ ÙÈ ✓ ✓
ηӤӷ˜ ✓ ✓ Ù›ÔÙ ✓ ✓
οÔÈÔ˜ ✓ ✓ ÙfiÛÔ˜ ✓ ✓
οÙÈ ✓ ✓ ÙÔ‡ÙÔ˜ ✓ ✓
ηÙÈÙ› ✓ ✓

45
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·46

Aάνω
αξιόπιστος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

άνω1 (επίρρ.): [επίσ.] (+ γεν.) σε υψηλότερο επί- ≠ ομαλός ❶ αυτός που δεν είναι ισόπεδος,
¿Óˆ1 πεδο από ≠ κάτω: Η θερμοκρασία είναι ~ του λείος: ~ επιφάνεια / έδαφος. ~ δρόμος: ΑΘΛ
¿Óˆ2 ➞ ¿Óˆ1
·ÓÒ‰˘Ó· ➞ ·ÓÒ‰˘ÓÔ˜ μηδενός. ~ κάτω: για χώρο ή κατάσταση όπου αγώνισμα κατά το οποίο οι αθλητές τρέχουν
·ÓÒ‰˘ÓÔ˜ επικρατεί αταξία, αναστάτωση: Άφησαν ένα σε μη ομαλό δρόμο εκτός σταδίου. ❷ αυτός
·ÓÒÌ·Ï· ➞ ·ÓˆÌ·Ï›·
·ÓˆÌ·Ï›· σπίτι ~ μετά το πάρτι. Μας έκανε ~ με τα νέα που χαρακτηρίζεται από αναταραχή = ταρα-
·ÓÒÌ·ÏÔ˜ ➞ ·ÓˆÌ·Ï›· που μας έφερε. άνω2 (επίθ.) • άκλ., ανώτερος, χώδης, έκρυθμος: Μετά το πραξικόπημα, η
·ÓÒÓ˘ÌÔ˜ ➞ Û¯. fiÓÔÌ·
·ÓÒÚÈÌ· ➞ ·- ανώτατος: ≠ κάτω ❶ αυτός που είναι στο πολιτική ζωή της χώρας ήταν ~. ❸ αυτός που
·ÓÒÚÈÌÔ˜ ➞ ·- επάνω ή σε υψηλότερο μέρος: ~ τελεία. ~ κοι- παρουσιάζει ανωμαλία (σημ. 2β): ~ σεξουα-
·ÓˆÚÈÌfiÙËÙ· ➞ ·-
·ÓÒÙÂÚÔ˜ ➞ ¿Óˆ1 λία / άκρα. ~ Γλυφάδα. ~ ποταμών: εξωφρε- λική ζωή. ❹ ΓΛΩΣΣ αυτός που παρεκκλίνει
·ÓÒÙÂÚÔ˜ ➞ ¿Óˆ2 νικός. ❷ συγκρ. & υπερθ. αυτός που βρίσκε- από τους γενικούς κανόνες σχηματισμού και
·ÓˆÙÂÚfiÙËÙ· ➞ ¿Óˆ1
·ÓˆÙ¤Úˆ ➞ ¿Óˆ1 ται σε / στο υψηλότερο επίπεδο (τοπικό, κλίσης: ~ ουσιαστικό / επίθετο / ρήμα. ανώμα-
·Í¤¯·ÛÙ· ➞ ·- αξίας, ποιότητας, ιεραρχίας κτλ.): Φέτος το λα (επίρρ.). ανώμαλος ο: πρόσωπο που έχει
·Í¤¯·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
·Í›· σχολείο μας είχε ανώτερα ποσοστά επιτυχίας κπ σεξουαλική ανωμαλία.
¿ÍÈ· ➞ ·Í›· στο πανεπιστήμιο. Εργάζεται ως ανώτερο αξία η: ❶ το ύψος του χρηματικού ποσού στο
·Í›˙ÂÈ ➞ ·Í›·
·Í›˙ˆ ➞ ·Í›· στέλεχος σε μια πολυεθνική. Ανώτατο Δικα- οποίο αντιστοιχεί ένα αγαθό: Φοράει δαχτυ-
·ÍÈÔÎÚ·Ù›· στήριο. Ανώτατη Εκπαίδευση (πανεπιστη- λίδι μεγάλης ~. ❷ το σύνολο των ιδιοτήτων
·ÍÈÔÎÚ·ÙÈο ➞ ·ÍÈÔÎÚ·Ù›·
·ÍÈÔÎÚ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÍÈÔÎÚ·Ù›· μιακού επιπέδου). εις / σ’ ανώτερα: ευχή για που εκφράζουν τη σπουδαιότητα ή τη χρησι-
·ÍÈfiÏÔÁ· ➞ ·ÍÈÔÏÔÁÒ πρόοδο που δίνεται ως συγχαρητήρια για μότητα ενός αγαθού, προσώπου ή πράγμα-
·ÍÈÔÏfiÁËÛË ➞ ·ÍÈÔÏÔÁÒ
·ÍÈÔÏÔÁÈο ➞ ·ÍÈÔÏÔÁÒ επιτυχία. ανώτερος ο: άτομο που βρίσκεται τος: Η φιλία έχει μεγάλη ~. ❸ συνήθ. πληθ.
·ÍÈÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ·ÍÈÔÏÔÁÒ σε ιεραρχικά ανώτερη θέση: εξύβριση ανωτέ- καθετί που αναγνωρίζεται ως ωφέλιμο ή κα-
·ÍÈfiÏÔÁÔ˜ ➞ ·ÍÈÔÏÔÁÒ
·ÍÈÔÏÔÁÒ ρου. ανωτέρω (επίρρ.): [επίσ.] πιο πάνω: Θα λό και καθορίζει τον τρόπο ζωής: Στην επο-
λύσετε την άσκηση σύμφωνα με όσα διαβά- χή μας δίνεται προτεραιότητα στις οικονομι-
σατε ~. ανωτερότητα η: ❶ η ιδιότητα αυτού κές ~. άξιος -α -ο: ❶ αυτός που έχει τα προ-
που είναι ανώτερος από κπ ή κτ άλλο ως σόντα ή τις ικανότητες να κάνει κτ πολύ κα-
προς την αξία ή ποιότητα ≠ κατωτερότητα: Η λά = ικανός ≠ ανάξιος: Είναι ~ υπάλληλος.
~ του αντιπάλου του ήταν εμφανής. ❷ συ- ❷ (+ για / γεν.) αυτός που έχει αποδείξει ότι
μπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αξιο- του αξίζει αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό
πρέπεια και ανεκτικότητα ≠ μικρότητα: Δεί- που ακολουθεί: Είναι ~ εμπιστοσύνης. άξια
ξε ~ και αγνόησε τις συκοφαντίες. (επίρρ.). αξίζω: ❶ (αμτβ.) έχω ορισμένη αξία

 Ορισμένες λ. όπως άνω, άπω, εγγύς, εξής κτλ., που


= στοιχίζω, κοστίζω: Το αυτοκίνητο αυτό ~
δώδεκα χιλιάδες ευρώ. ❷ (μτβ.) είμαι άξιος
αρχικά χρησιμοποιούνταν ως επιρρήματα, σήμερα για κτ ή αντάξιος κάποιου: Δε σου ~ τέτοια
χρησιμοποιούνται αποκλειστικά ή κυρίως ως επί- συμπεριφορά / αυτός ο άντρας. Δεν ~ για / να
θετα. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, σχηματίζουν γίνει διευθυντής. αξίζει: απρόσ. έχει αξία, εν-
και παραθετικά επιθέτου: ανώτερος, ανώτατος, διαφέρον: ~ να τσακωθούμε για μια λεπτο-
εγγύτερος κτλ. μέρεια; αξιοσύνη η.
αξιοκρατία η: προώθηση και επικράτηση σε
ανώδυνος -η -ο: ≠ επώδυνος, οδυνηρός ❶ αυτός αξιώματα, θέσεις κτλ. όσων είναι αντικειμε-
που δεν προξενεί σωματικό ή ψυχικό πόνο, νικά πιο άξιοι και ικανοί ≠ αναξιοκρατία: Ο
οδύνη: Η αιμοδοσία είναι μια διαδικασία ~. τόπος μας μαστίζεται από έλλειψη ~. αξιο-
Ο χωρισμός και για τους δύο δεν ήταν καθό- κρατικός -ή -ό. αξιοκρατικά (επίρρ.).
λου ~. ❷ (μτφ.) αυτός που δεν έχει δυσάρε- αξιολογώ: (μτβ.) προσδιορίζω την αξία, την
στες συνέπειες για κπ: Η ήττα της ομάδας ποιότητα προσώπου ή πράγματος με κπ κρι-
ήταν ~, αφού ήδη είχε προκριθεί στην επόμε- τήρια: ~ τα στοιχεία για να βγάλω συμπέρα-
νη φάση. ανώδυνα (επίρρ.). σμα. αξιολόγηση η: το να αξιολογεί κανείς κτ
ανωμαλία η: ❶ έλλειψη ομαλότητας σε έδαφος, ή κπ άλλο: ~ μαθητών / καθηγητών / των ανα-
σε επιφάνεια ή σε μια κατάσταση ≠ ομαλότη- γκών. αξιόλογος -η -ο: αυτός που είναι άξιος
τα: ~ του δρόμου. πολιτική ~. ❷ α. οργανική λόγου, σημαντικός: ~ επιστήμονας/ταινία/βι-
βλάβη σε ζωντανό οργανισμό: Το παιδί γεν- βλίο. αξιόλογα (επίρρ.). αξιολογικός -ή -ό:
νήθηκε με σοβαρή ~ στην καρδιά. β. παρέκ- αυτός που αναφέρεται στην αξιολόγηση: ~
κλιση από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό: κρίσεις / κριτήρια. αξιολογικά (επίρρ.).
σεξουαλική ~. = διαστροφή. ανώμαλος -η -ο: αξιόπιστος -η -ο: αυτός που αξίζει να τον εμπι-

46
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·47

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αξιοποιώ
απαιτώ
στεύονται ≠ αναξιόπιστος: Οι πληροφορίες κειμένου με εκφραστικό και ρυθμικό τρόπο:
μου προέρχονται από ~ πηγή. αξιόπιστα Η βραδιά έκλεισε με την ~ του «Άξιον Εστί» ·ÍÈfiÈÛÙ· ➞ ·ÍÈfiÈÛÙÔ˜
·ÍÈÔÈÛÙ›· ➞ ·ÍÈfiÈÛÙÔ˜
(επίρρ.). αξιοπιστία η. του Ελύτη. ❷ ΝΟΜ ~ κατηγορίας: ανακοίνω- ·ÍÈfiÈÛÙÔ˜
αξιοποιώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ χρησιμοποιώ κτ, έτσι ση κατηγορίας από την αρμόδια δικαστική ·ÍÈÔÔ›ËÛË ➞ ·ÍÈÔÔÈÒ
·ÍÈÔÔÈ‹ÛÈÌÔ˜ ➞ ·ÍÈÔÔÈÒ
ώστε να ωφεληθώ όσο γίνεται περισσότερο: αρχή προς τον κατηγορούμενο: Μετά την ~ ·ÍÈÔÔÈÒ
Αξιοποίησε δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο κατηγοριών εις βάρος του, οδηγήθηκε στις ·ÍÈÔÚ¤ÂÈ·
·ÍÈÔÚÂ‹˜ ➞ ·ÍÈÔÚ¤ÂÈ·
σου. ❷ προσφέρω σε κπ τις κατάλληλες ευ- φυλακές. απαγγέλλω • πρτ. απήγγελλα & ·ÍÈÔÚÂÒ˜ ➞ ·ÍÈÔÚ¤ÂÈ·
καιρίες για να αναπτύξει τις ικανότητες, τις απάγγελλα, αόρ. απήγγειλα & απάγγειλα, ¿ÍÈÔ˜ ➞ ·Í›·
·ÍÈÔÛ‡ÓË ➞ ·Í›·
δυνατότητες, τα ταλέντα του κτλ.: Προερχό- παθ. αόρ. απαγγέλθηκα (μτβ.). ·ÍÈÒÓÔÌ·È ➞ ·ÍÈÒÓˆ
μενος από φτωχή οικογένεια, δεν κατάφερε απαγορεύω -ομαι: (μτβ.) δεν αφήνω κπ να κά- ·ÍÈÒÓˆ
·Í›ˆÛË ➞ ·ÍÈÒÓˆ
να αξιοποιήσει το ταλέντο του στη ζωγραφι- νει κτ ή δεν επιτρέπω να γίνει κτ ≠ επιτρέπω: ¿ÍÔÓ·˜
κή. αξιοποίηση η. αξιοποιήσιμος -η -ο. Σου ~ να μιλάς σε αγνώστους. Απαγορεύεται ¿ÔÏÔ˜ ➞ ·-
·fiÚ·ÙÔ˜ ➞ ·-
αξιοπρέπεια η: η συμπεριφορά κατά την οποία το κάπνισμα. απαγόρευση η. απαγορευτικός ·fiÚÈÛÙ· ➞ ·fiÚÈÛÙÔ˜
σέβεται κανείς τον εαυτό του και τους κανό- -ή -ό. απαγορευτικά (επίρρ.). ·ÔÚÈÛÙ›· ➞ ·fiÚÈÛÙÔ˜
·ÔÚÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·fiÚÈÛÙÔ˜
νες σωστής συμπεριφοράς ≠ αναξιοπρέπεια: απαγωγή1 η: βίαιη αρπαγή και παράνομη κρά- ·fiÚÈÛÙÔ˜
Δέχτηκε την καταστροφή με ~. αξιοπρεπής -ής τηση κπ με σκοπό την απόσπαση ανταλλάγ- ·ÔÚ›ÛÙˆ˜ ➞ ·fiÚÈÛÙÔ˜
¿ÔÛÌÔ˜ ➞ ·-
-ές.  σχ. αγενής. αξιοπρεπώς (επίρρ.). ματος. απαγωγέας ο, η: πρόσωπο που δια- ·' ➞ ·fi
αξιώνω: (μτβ.) ζητώ με έντονο τρόπο κτ που δι- πράττει απαγωγή: Οι απαγωγείς του κορι- ·- ➞ ·Ô-
··ÁÁÂÏ›·
καιούμαι = απαιτώ: ~ να με ακούς προσεχτικά. τσιού ζήτησαν λύτρα από τους γονείς του. ··ÁÁ¤Ïψ ➞ ··ÁÁÂÏ›·
αξιώνομαι: (μτβ.) έχω την τύχη να: Aξιώθηκε απάγω -ομαι • αόρ. απήγαγα, παθ. αόρ. γ΄ ··ÁfiÚ¢ÛË ➞ ··ÁÔÚ‡ˆ
··ÁÔÚ¢ÙÈο ➞ ··ÁÔ-
να πάει στους Αγίους Τόπους. αξίωση η: το να πρόσ. απήχθη (μτβ.). Ú‡ˆ
··ÁÔÚ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ··ÁÔ-
αξιώνει κπ κτ, καθώς και αυτό που κπ αξιώνει. απαγωγή2 η: ΛΟΓ ΜΑΘ είδος συλλογισμού που Ú‡ˆ
άξονας ο: ❶ ΜΗΧΑΝ ευθύγραμμο τμήμα μηχα- ξεκινά από το γενικό και καταλήγει σε μερι- ··ÁÔÚ‡ˆ
·¿Áˆ ➞ ··ÁˆÁ‹1
νήματος που συνδέει τα κέντρα τροχών ή άλ- κό, ειδικό συμπέρασμα ≠ επαγωγή: εις άτοπον ··ÁˆÁ¤·˜ ➞ ··ÁˆÁ‹1
λων συμμετρικών εξαρτημάτων του: Στρά- ~: μέθοδος κατά την οποία αποδεικνύει κα- ··ÁˆÁ‹1
··ÁˆÁ‹2
βωσε ο μπροστινός ~ του αυτοκινήτου. ❷ νείς την αλήθεια μιας πρότασης, αφού απο- ··ÁˆÁÈο ➞ ··ÁˆÁ‹2
νοητή ευθεία γύρω από την οποία περιστρέ- κλείσει όλες τις υπόλοιπες. απαγωγικός -ή -ό. ··ÁˆÁÈÎfi˜ ➞ ··ÁˆÁ‹2
··ı·Ó·Ù›˙ˆ
φεται ή είναι συμμετρικά διατεταγμένο ένα απαγωγικά (επίρρ.). ··ı·Ó¿ÙÈÛË ➞ ··ı·Ó·-
σώμα: ο ~ της γης. ❸ (μτφ.) η κατευθυντήρια απαθανατίζω -ομαι: (μτβ.) με τη βοήθεια τεχνι- Ù›˙ˆ
·¿ıÂÈ· ➞ ··ı‹˜
γραμμή: Κινήθηκε με ~ το συμφέρον του. ❹ α. κών μέσων ή καλλιτεχνικών μεθόδων, φρο- ··ı‹˜
(μτφ.) η συμμαχία ανάμεσα σε κράτη. β. Άξο- ντίζω να μείνει κπ ή κτ αθάνατο, στη μνήμη ··ıÒ˜ ➞ ··ı‹˜
··ÈÛÈfi‰ÔÍ· ➞ ··ÈÛÈfi-
νας ο: ΙΣΤ η συμμαχία Γερμανίας και Ιταλίας των μεταγενέστερων: Ο φωτογραφικός φα- ‰ÔÍÔ˜
κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. κός απαθανάτισε τη συγκλονιστική στιγμή ··ÈÛÈÔ‰ÔÍ›· ➞ ··ÈÛÈfi-
‰ÔÍÔ˜
αόριστος -η -ο: ❶ α. αυτός που δεν είναι σαφής, της δολοφονίας. απαθανάτιση η.


··ÈÛÈfi‰ÔÍÔ˜
βέβαιος, που δεν μπορούμε να προσδιορί- ··ÈÛÈÔ‰ÔÍÒ ➞ ··ÈÛÈfi‰ÔÍÔ˜
··›ÙËÛË ➞ ··ÈÙÒ
σουμε ακριβώς = ακαθόριστος, απροσδιόρι- Προσοχή: ο τ. αποθανατίζω είναι λανθασμένος! ··ÈÙËÙÈο ➞ ··ÈÙÒ
στος, αβέβαιος ≠ συγκεκριμένος, ορισμένος: ··ÈÙËÙÈÎfi˜ ➞ ··ÈÙÒ
··ÈÙËÙfi˜ ➞ ··ÈÙÒ
Δεν μπορώ να βασιστώ στις ~ υποσχέσεις του απαθής -ής -ές: αυτός που δεν αντιδρά, που μέ- ··ÈÙÒ
ότι θα μου βρει δουλειά. β. αυτός του οποίου νει αδιάφορος, ατάραχος και ασυγκίνητος: Ο ··Ï¿ ➞ ··Ïfi˜
··ÏÏ·Á‹ ➞ ··ÏÏ¿ÛÛˆ
η λήξη δεν είναι προσδιορισμένη ≠ ορισμένος: κατηγορούμενος άκουσε ~ την καταδικαστική ··ÏÏ·ÎÙÈο ➞ ··ÏÏ¿ÛÛˆ
Υπέγραψε σύμβαση εργασίας αορίστου χρό- απόφαση.  σχ. αγενής. απαθώς (επίρρ.). ··ÏÏ·ÎÙÈÎfi˜ ➞ ··ÏÏ¿ÛÛˆ
νου. ❷ ΓΛΩΣΣ αυτός που δε δηλώνει συγκε- απάθεια η.
κριμένο πρόσωπο ή πράγμα, είτε γιατί δεν το απαισιόδοξος -η -ο: αυτός που βλέπει τη δυσά-
ξέρουμε είτε γιατί δε θέλουμε να το αναφέ- ρεστη πλευρά των πραγμάτων ≠ αισιόδοξος:
ρουμε ≠ οριστικός: ~ άρθρο / αντωνυμία. Το Είναι τόσο ~, που τα βλέπει όλα μαύρα. ~ στά-
«κάποιος -α -ο» είναι ~ αντωνυμία. αόριστα ση/σκέψεις/προβλέψεις. απαισιόδοξα (επίρρ.).
& [επίσ.] -ίστως (επίρρ.). αόριστος ο: ΓΛΩΣΣ απαισιοδοξία η. απαισιοδοξώ: (αμτβ.) διακα-
ρηματικός χρόνος που δηλώνει ότι αυτό που τέχομαι από απαισιοδοξία ≠ αισιοδοξώ: Οι
σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. αορι- πολίτες απαισιοδοξούν για το μέλλον της οι-
στία η. αοριστικός -ή -ό: ΓΛΩΣΣ αυτός που εί- κονομίας.
ναι σχετικός με τον αόριστο: ~ θέμα. απαιτώ -ούμαι (μτβ.) ❶ ζητώ επίμονα κτ που θε-
απαγγελία η: ❶ εκφώνηση ποιήματος ή πεζού ωρώ ότι το δικαιούμαι ή ότι είναι σωστό =

47
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·48

A
απαλλάσσω
απελευθερώνω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αξιώνω: ~ να είστε ειλικρινείς. ❷ επιβάλλω ρουσία του στη δίκη κρίθηκε ~. απαραίτητα
··ÏÏ¿ÛÛˆ κτ ως απαραίτητο: Oι σπουδές ~ προσπά- & [επίσ.] απαραιτήτως (επίρρ.).
··Ïfi˜
··ÓıÚˆÈ¿ ➞ ·- θεια. απαίτηση η: νόμιμη / λογική / παράλογη απασχολώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ αποσπώ την προ-
·¿ÓıÚˆÔ˜ ➞ ·- ~. απαιτητικός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει πολ- σοχή κπ από αυτό που κάνει: Μη με ~, αφού
·¿ÓÙËÛË ➞ ··ÓÙÒ
··ÓÙËÙÈο ➞ ··ÓÙÒ λές απαιτήσεις: Είναι πολύ ~, όλο ζητάει βλέπεις ότι έχω δουλειά! ❷ χρησιμοποιώ κπ
··ÓÙËÙÈÎfi˜ ➞ ··ÓÙÒ πράγματα. ❷ αυτός που απαιτεί εξαιρετική σε θέση εργασίας: ~ τρεις υπαλλήλους. ❸ κά-
··ÓÙÒ
·¿Óˆ ➞ Â¿Óˆ ποιότητα ή απόδοση: Είναι ~ δουλειά, πρέπει νω κπ να ασχοληθεί μαζί μου, να μου αφιε-
··Ú¿‚·Ù· ➞ ·- να γίνει με μεγάλη προσοχή. απαιτητικά ρώσει χρόνο και σκέψη: Τον ~ το μέλλον του.
··Ú¿‚·ÙÔ˜ ➞ ·-
··Ú·‚›·ÛÙÔ˜ ➞ ·- (επίρρ.). απαιτητός -ή -ό: αυτός που δικαι- = προβληματίζω. απασχόληση η: ❶ ανάπτυ-
··Ú¿‰ÂÎÙ· ➞ ·- ούται κανείς να απαιτήσει: ~ χρέος. ξη κπ δραστηριότητας = ασχολία, ενασχόλη-
··Ú¿‰ÂÎÙÔ˜ ➞ ·-
··Ú·›ÙËÙ· ➞ ··Ú·›ÙËÙÔ˜ απαλλάσσω • αόρ. απάλλαξα και [επίσ.] απήλ- ση: Η ~ του με το ποδόσφαιρο τον έκανε να
··Ú·›ÙËÙÔ˜ λαξα, παθ. αόρ. απαλλάχτηκα & -χθηκα & παραμελήσει το σχολείο. ❷ επαγγελματική
··Ú·Èًو˜ ➞ ··Ú·›-
ÙËÙÔ˜ [επίσ.] απηλλάγην, μππ. απαλλαγμένος & δραστηριότητα: Δουλεύω με μερική ~.
··Ú¿ÏÏ·ÎÙ· ➞ ·- [επίσ.] απηλλαγμένος: (μτβ.) ❶ παίρνω, απο- απατώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) ❶ παραποιώ την
··Ú¿ÏÏ·ÎÙÔ˜ ➞ ·-
··ÚËÁfiÚËÙ· ➞ ·- μακρύνω κτ δυσάρεστο, ενοχλητικό, υποχρέω- αλήθεια με στόχο την παραπλάνηση κπ άλλου
··ÚËÁfiÚËÙÔ˜ ➞ ·- ση κτλ. από κπ: Πέθανε και απαλλάχτηκε από = ξεγελώ, εξαπατώ: Απατούσε τους αφελείς
··Û¯fiÏËÛË ➞ ··Û¯ÔÏÒ
··Û¯ÔÏÒ τους φοβερούς πόνους της αρρώστιας του. Με πουλώντας δήθεν ιαματικό νερό. ❷ οδηγώ σε
··ÙÂÒÓ·˜ ➞ ··ÙÒ απάλλαξαν από τα καθήκοντά μου. Απαλλά- λανθασμένα συμπεράσματα = γελώ: Η μνήμη
··ÙÂÒÓÈÛÛ· ➞ ··ÙÒ
·¿ÙË ➞ ··ÙÒ χτηκε από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. μου δε με ~. τα φαινόμενα απατούν: όσα βλέ-
··ÙËÏ¿ ➞ ··ÙÒ ❷ αθωώνω κπ από κατηγορία: Το δικαστήριο πουμε ή αντιλαμβανόμαστε συχνά δεν αντι-
··ÙËÏfi˜ ➞ ··ÙÒ
··ÙÒ απάλλαξε τον κατηγορούμενο από όλες τις κα- στοιχούν στην πραγματικότητα. ❸ έχω εξω-
·¤‚·Ï· ➞ ·Ô‚¿Ïψ
·‚ϋıËÓ ➞ ·Ô‚¿Ïψ
τηγορίες. απαλλαγή η: το να απαλλαγεί κπ από συζυγικό δεσμό: ~ τη γυναίκα του. απάτη η.
·ÂÁÓˆṲ̂ӷ ➞ ·fiÁÓˆÛË κτ: φορολογική ~. Πήρε ~ από το μάθημα της απατεώνας ο, -ώνισσα η. απατηλός -ή -ό: αυ-
·ÂÁÓˆṲ̂ÓÔ˜ ➞ ·fiÁÓˆÛË
·¤‰Ú·Û· ➞ ·fi‰Ú·ÛË
γυμναστικής. απαλλακτικός -ή -ό: αυτός που τός που μπορεί να απατήσει κπ (σημ. 1 & 2).
·¤‰ˆÛ· ➞ ·Ô‰›‰ˆ απαλλάσσει: ~ εργασία / βούλευμα / απόφαση. απατηλά (επίρρ.).
·›ı·Ú¯· ➞ ·-
·ÂÈı·Ú¯›· ➞ ·-
απαλλακτικά (επίρρ.). απειλώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ λέω σε κπ ότι θα του προ-
·›ı·Ú¯Ô˜ ➞ ·- απαλός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει μαλακή σύστα- ξενήσω κακό, για να τον εξαναγκάσω να ενερ-
·ÂÈı·Ú¯Ò ➞ ·-
·ÂÈÏ‹ ➞ ·ÂÈÏÒ ση και είναι ευχάριστος στην αφή ≠ τραχύς, γήσει όπως θέλω: Όσο και να με ~, δε θα υπο-
·ÂÈÏËÙÈο ➞ ·ÂÈÏÒ άγριος: ~ δέρμα/ύφασμα. εξ απαλών ονύχων: κύψω. ❷ βάζω κτ ή κπ σε κίνδυνο: Τα καυσα-
·ÂÈÏËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÂÈÏÒ
·ÂÈÏÒ από πολύ μικρή ηλικία που τα νύχια είναι έρια ~ την υγεία μας. ❸ παθ. υπάρχει κίνδυνος:
·ÂÈÚ›·1 ➞ ¿ÂÈÚÔ˜1 απαλά. ❷ (μτφ.) αυτός που μόλις τον αισθα- Απειλούνται επεισόδια. απειλή η = φοβέρα.
·ÂÈÚ›·2 ➞ ¿ÂÈÚÔ˜2
¿ÂÈÚÔ ➞ ¿ÂÈÚÔ˜2 νόμαστε ≠ έντονος: ~ μουσική / αεράκι. απα- απειλητικός -ή -ό. απειλητικά (επίρρ.).
¿ÂÈÚÔ˜1 λά (επίρρ.): με προσοχή, χωρίς βία: Έπιασε άπειρος1 -η -ο: αυτός που δεν έχει αποκτήσει
¿ÂÈÚÔ˜2
·›ڈ˜ ➞ ¿ÂÈÚÔ˜2 το ποτήρι ~ ~. ακόμα πείρα σε κτ ≠ πεπειραμένος: Είναι νε-
·›¯· ➞ ·¤¯ˆ1 απαντώ -ώμαι & -ιέμαι: ❶ (μτβ. + σε) διατυ- οφερμένος και ~ ακόμα στη δουλειά. απει-
·ÂÏ¢ıÂÚÒÓˆ
·ÂÏ¢ı¤ÚˆÛË ➞ ·ÂÏ¢- πώνω την άποψή μου, ύστερα από ερώτηση: ρία1 η: έλλειψη πείρας.
ıÂÚÒÓˆ Δε μου απάντησες σ’ αυτό που ρώτησα. ❷ άπειρος2 -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει τέλος, πέρας:
·ÂÏ¢ıÂÚˆÙÈο ➞ ·ÂÏ¢-
ıÂÚÒÓˆ (μτβ.+ σε) αντιδρώ ανταποδίδοντας ό,τι μου ~ σύμπαν. ❷ αυτός που είναι υπερβολικά με-
·ÂÏ¢ıÂÚˆÙÈÎfi˜ ➞ ·ÂÏ¢- έχουν κάνει = ανταποδίδω: Η ομάδα μας γάλος σε ποσότητα ή αριθμό, ανυπολόγιστος:
ıÂÚÒÓˆ
απάντησε στο γκολ των αντιπάλων με ένα δι- ~ υπομονή/άστρα. Σου έχω πει ~ φορές ότι δε
κό της γκολ. ❸ (αμτβ.) εμφανίζομαι σε κείμε- θέλω να αργείς τα βράδια. απείρως (επίρρ. στη
νο: Η λέξη αυτή απαντά / απαντάται συχνά σημ. 1). άπειρο το: το σύμπαν, το χωρίς όρια
στον Ελύτη. απάντηση η: ❶ γραπτή ή προ- διάστημα. απειρία2 η: απουσία τέλους.
φορική διατύπωση της άποψής μας για κτ απελευθερώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ δίνω σε κπ υπό-
που ερωτηθήκαμε = απόκριση: Περιμένω μια δουλο, όμηρο, αιχμάλωτο κτλ. την ελευθερία
~ σ’ αυτό που σε ρώτησα. ❷ λύση που δίνε- του = ελευθερώνω: Πότε απελευθερώθηκε η
ται σ’ ένα πρόβλημα: Δεν μπόρεσα να βρω χώρα από τον ξένο ζυγό; Οι απαγωγείς ζή-
την ~ της άσκησης. απαντητικός -ή -ό: αυτός τησαν λύτρα για να απελευθερώσουν τους
που περιέχει απάντηση: ~ επιστολή / γράμμα. ομήρους. ❷ απαλλάσσω κπ από δέσμευση ή
απαντητικά (επίρρ.). συντηρητική αντίληψη: Δεν κατάφερε να απε-
απαραίτητος -η -ο: αυτός που είναι εντελώς λευθερωθεί από τις ενοχές που τον βασάνι-
αναγκαίος: ~ προσόντα / πράγματα. Η πα- ζαν. ❸ ΟΙΚΟΝ καθιερώνω ελεύθερες εμπορι-

48
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·49

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


απελπίζω
από
κές συναλλαγές: Η κυβέρνηση απελευθέρωσε πάμε εκδρομή είναι εξαιρετικά ~. ❷ αυτός
τις τιμές στα ενοίκια. απελευθέρωση η. απε- που δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτός ≠ ·ÂÏ›˙ˆ
·ÂÏÈÛ›· ➞ ·ÂÏ›˙ˆ
λευθερωτικός -ή -ό: αυτός που απελευθερώ- πιθανός: ~ ιστορία / δικαιολογία / εξήγηση / ·ÂÏÈÛÙÈο ➞ ·ÂÏ›˙ˆ
νει κπ ή που έχει σκοπό την απελευθέρωση: Ο ισχυρισμοί. ❸ αυτός που είναι καταπληκτι- ·ÂÏÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÂÏ›˙ˆ
·¤Ó·ÓÙÈ
~ στρατός μπήκε νικηφόρος στην Αθήνα. κός: ~ τιμές / παράσταση. απίθανα (επίρρ.). ·¤Ú·ÓÙÔ˜ ➞ ·-
απελευθερωτικά (επίρρ.). απλανής -ής -ές: ❶ ΑΣΤΡΟΝ αυτός που δεν περι- ·ÂÚ·ÓÙÔÛ‡ÓË ➞ ·-
·ÂÚÁ›·
απελπίζω -ομαι: (μτβ.) συνήθ. παθ. κάνω κπ να φέρεται: απλανείς αστέρες. ≠ πλανήτης. ❷ ·ÂÚÁfi˜ ➞ ·ÂÚÁ›·
χάσει τις ελπίδες του: Μην απελπίζεσαι, όλα (μτφ., για μάτια ή βλέμμα) αυτός που παρα- ·ÂÚÁÒ ➞ ·ÂÚÁ›·
·ÂÚ›ÁÚ·ÙÔ˜ ➞ ·-
θα πάνε καλά! απελπισία η: ❶ απώλεια κάθε μένει προσηλωμένος σε ένα σημείο, χωρίς να ·ÂÚÈfiÚÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
ελπίδας: Με έπιασε ~, μόλις σκέφτηκα πόση εστιάζει: Με κοίταζε με μάτια ~.  σχ. αγε- ·ÂÛÙ¿ÏËÓ ➞ ·ÔÛÙ¤Ïψ
·ÂÛÙ·Ï̤ÓÔ˜ ➞ ·ÔÛÙ¤Ïψ
δουλειά έχω να κάνω! ❷ κπ ή κτ που προκα- νής. απλανώς (επίρρ. στη σημ. 2). ·¤Û¯ÔÓ ➞ ·¤¯ˆ2
λεί μεγάλη απογοήτευση, δυσαρέσκεια κτλ.: Ο
χειμώνας φέτος ήταν σκέτη ~! απελπιστικός -ή  Από το στερητ. à + Ï·ÓáÌ·È «περιφέρομαι».
·¯ı¿ÓÔÌ·È ➞ ·¤¯ıÂÈ·
·¤¯ıÂÈ·
·¯ı‹˜ ➞ ·¤¯ıÂÈ·
·¤¯ˆ1
-ό: αυτός που προκαλεί απελπισία: Είδαμε
·¤¯ˆ2
τις ~ συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων. άπλετος -η -ο: αυτός που είναι πολύς σε ποσό- ·‹Á·Á· ➞ ·¿Áˆ
απελπιστικά (επίρρ.). τητα, όγκο κτλ. = άφθονος: ~ φως / χώρος. ·ËÏÏ¿ÁËÓ ➞ ··ÏÏ¿ÛÛˆ
·ËÏÏ·Á̤ÓÔ˜ ➞ ··Ï-
απέναντι (επίρρ.): ❶ στην πλευρά που βλέπω άπλετα (επίρρ.): Η υπόθεση φωτίστηκε ~ με Ï¿ÛÛˆ
μπροστά μου = αντίκρυ, αντικριστά: ~ από το τις νέες αποκαλύψεις. ·‹¯ËÛË
·‹¯ıË ➞ ·¿Áˆ
σπίτι μου υπάρχει μια παιδική χαρά. Ποιος μέ- απλός -ή -ό • απλούστερος, απλούστατος: ❶ αυ- ·Ë¯Ò ➞ ·‹¯ËÛË
νει ~; ❷ προς: Δε φέρθηκε με ειλικρίνεια ~ τός που είναι αδύνατο να αναλυθεί ή αποτε- ·›ı·Ó· ➞ ·›ı·ÓÔ˜
·›ı·ÓÔ˜
στους γονείς του. ❸ μπροστά σε: ~ στον κοινό λείται μόνο από τα βασικά στοιχεία ≠ σύνθε- ·›ÛÙÂ˘Ù· ➞ ·-
·›ÛÙ¢ÙÔ˜ ➞ ·-
εχθρό ένωσαν τις δυνάμεις τους. απέναντι ο, τος: ~ χημική ένωση / πρόταση. ❷ αυτός που ·ÈÛÙ›· ➞ ·-
η: συνήθ. πληθ. πρόσωπο που βρίσκεται ή κα- μπορούμε εύκολα να χρησιμοποιήσουμε: ~ συ- ¿ÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
·Ï¿ ➞ ·Ïfi˜
τοικεί απέναντι: Οι ~ μετακόμισαν. σκευή. ❸ αυτός που είναι εύκολο να κατανοή- ·Ï·Ó‹˜
απεργία η: σκόπιμη διακοπή της εργασίας που σουμε = κατανοητός: Μας το εξήγησε με ~ λό- ·Ï·ÓÒ˜ ➞ ·Ï·Ó‹˜
¿ÏÂÙ· ➞ ¿ÏÂÙÔ˜
γίνεται από ένα οργανωμένο σύνολο εργαζο- για. ❹ αυτός που είναι ό,τι δηλώνει το ουσια- ¿ÏÂÙÔ˜
μένων με σκοπό την ικανοποίηση αιτημάτων, στικό που συνοδεύει και τίποτε περισσότερο: ·Ï‹ÚˆÙÔ˜ ➞ ·-
¿ÏËÛÙ· ➞ ·-
τη διαμαρτυρία ή την αλληλεγγύη: Οι εργάτες Ήταν μια ~ σύμπτωση. ❺ αυτός που είναι φυ- ·ÏËÛÙ›· ➞ ·-
κατέβηκαν σε ~ ζητώντας καλύτερες συνθήκες σικός, δεν έχει περιττά ή προσποιητά στοιχεία, ¿ÏËÛÙÔ˜ ➞ ·-
·ÏÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ
εργασίας. απεργός ο, η: πρόσωπο που κάνει ή δεν έχει έπαρση: Παρ’ όλη τη φήμη του, εί- ·Ïfi˜
απεργία. απεργώ (αμτβ.). ναι πολύ ~ άνθρωπος. απλά (επίρρ.): με απλό ·ÏfiÙËÙ· ➞ ·Ïfi˜
·ÏÔ‡ÛÙÂÚÔ˜ ➞ ·Ïfi˜
απέχθεια η: έντονη αντιπάθεια για κπ ή για κτ τρόπο. απλώς (επίρρ.): μόνο: Τους μίλησε ·ÏÔ˘ÛÙ‡ˆ ➞ ·Ïfi˜
= αποστροφή, αηδία: Νιώθω ~ για την υπο- απλά, όχι επειδή δεν ήταν καταρτισμένος, αλ- ·Ï˘ÛÈ¿ ➞ ·-
¿Ï˘ÙÔ˜ ➞ ·-
κρισία. απεχθάνομαι: (μτβ.) νιώθω απέχθεια λά απλώς για να γίνει κατανοητός. απλότητα ¿ψ̷ ➞ ·ÏÒÓˆ
για κπ ή κτ. απεχθής -ής -ές.  σχ. αγενής. η. απλουστεύω -ομαι (μτβ.) ≠ περιπλέκω. ·ÏÒÓˆ
·ÏÒ˜ ➞ ·Ïfi˜
απέχω1 • πρτ. & αόρ. απείχα: (αμτβ.) ❶ βρίσκο- απλώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ τοποθετώ σε μεγάλη επι- ¿ÓÔÈ·
μαι σε κάποια απόσταση από κτ, τοπικά ή φάνεια κτ υγρό ή νωπό, για να το στεγνώσουν
χρονικά: Η Θεσσαλονίκη ~ από την Αθήνα ο αέρας και ο ήλιος ≠ μαζεύω: Τα απλωμένα
500 χιλιόμετρα. Τα γενέθλιά μου ~ πολύ ακό- ρούχα στη βεράντα δεν έχουν στεγνώσει ακόμα.
μη. ❷ (μτφ.) είμαι διαφορετικός από κτ άλλο ❷ τοποθετώ κτ με τρόπο ώστε να καταλαμβά-
= διαφέρω: Οι απόψεις του ~ πολύ από τις δι- νει μεγάλη έκταση: Άπλωσε όλα τα βιβλία του
κές μου. πάνω στο γραφείο. ❸ ξεδιπλώνω, τεντώνω κπ
απέχω2 • αόρ. απέσχον, απαρ. απόσχει: (αμτβ.) μέλος του σώματός μου: Άπλωσε τα πόδια της
δεν παίρνω μέρος σε μια διαδικασία ≠ συμ- για να τα ξεκουράσει. ❹ παθ. επεκτείνομαι, εξα-
μετέχω: Οι μαθητές απέχουν από τα μαθήμα- πλώνομαι: Πολύ απλώθηκες με τόσες επιχειρή-
τα για λόγους διαμαρτυρίας. αποχή η: κάνω σεις και θα πέσεις έξω! άπλωμα το.
~.  σχ. αλείφω. άπνοια η: ❶ η έλλειψη ανέμου = απανεμιά, νη-
απήχηση η: η εντύπωση ή οι αντιδράσεις που νεμία: Η ~ και η υπερβολική ζέστη έκαναν την
προκαλεί κτ: Οι δηλώσεις του είχαν μεγάλη ~ κατάσταση αφόρητη. ❷ ΙΑΤΡ η διακοπή της
διεθνώς. απηχώ (μτβ.). ροής αέρα προς τους πνεύμονες για ελάχιστο
απίθανος -η -ο: ❶ αυτός που είναι μάλλον αδύ- χρονικό διάστημα.
νατο να συμβεί ≠ πιθανός: Το ενδεχόμενο να από & (πριν από φωνήεν και τους τ. του οριστ.

49
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·50

A
απο- απ- αφ
απογειώνω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

άρθρου που αρχίζουν από τ) απ’ & αφ’ λέξη ακολουθεί χρονικά αυτό που δηλώνει το
·fi (πρόθ.): δηλώνει ❶ (+ αιτ. / επίρρ.) το σημείο β΄συνθ.: απόγευμα.
·Ô-
·fi- ➞ ·Ô- (τόπο, χρόνο, κατάσταση, επίπεδο κτλ.) από αποβάλλω -ομαι • πρτ. απέβαλλα, αόρ. απέβα-
·Ô‚¿Ïψ όπου ξεκινά κπ ή κτ: Το τρένο έφυγε ~ τον λα και [προφ.] απόβαλα, παθ. αόρ. αποβλή-
·fi‚·ÛË
·Ô‚·ÙÈÎfi˜ ➞ ·fi‚·ÛË σταθμό. Έφυγε ~ νωρίς. Ξεκίνησε ~ ένα μικρό θηκα & [επίσ.] απεβλήθην: ❶ (μτβ.) βγάζω,
·Ô‚È‚¿˙ˆ μαγαζάκι και τώρα έχει σούπερ μάρκετ. (+ ον. πετώ, απομακρύνω κπ από κπ χώρο: Ο πρό-
·Ô‚›‚·ÛË ➞ ·Ô‚È‚¿˙ˆ
·fi‚ÏËÙ· ➞ ·Ô‚¿Ïψ μόνο για δήλωση χρόνου): Μπήκε ~ μικρός εδρος του δικαστηρίου τον απέβαλε από την
·fi‚ÏËÙÔ˜ ➞ ·Ô‚¿Ïψ στα βάσανα. ❷ (+ αιτ.) αφαίρεση, απομάκρυν- αίθουσα. ❷ (μτβ.) τιμωρώ μαθητή με υποχρε-
·Ô‚ÔÏ‹ ➞ ·Ô‚¿Ïψ
·Ô‚Ô˘Ù˘ÚÒÓˆ ➞ ·Ô- ση, διαχωρισμό κτλ. προσώπου ή πράγματος ωτική απομάκρυνσή του από το σχολείο για
·fi‚ÚÔ¯Ô ➞ ·Ô- από κτ ή κπ άλλο: Βγήκε ο λεκές ~ το φόρεμα; ορισμένο χρονικό διάστημα: Τον απέβαλαν
·ÔÁÂÈÒÓˆ
·ÔÁ›ˆÛË ➞ ·ÔÁÂÈÒÓˆ Αν αφαιρέσουμε τρία ~ δέκα, τι μένει; Χωρί- για μία μέρα. ❸ (μτφ., μτβ., για συνήθεια,
σαμε ~ τους φίλους μας και μείναμε μόνοι. ❸ ιδιότητα κτλ.) παύω να έχω, βγάζω από μέσα
(+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο καταγωγής ή προέ- μου: Δεν μπορεί να αποβάλει το πάθος της
λευσης προσώπου ή πράγματος: Ο πατέρας χαρτοπαιξίας. ❹ (αμτβ., για έγκυο) χάνω το
του είναι ~ την Κρήτη. μήλα ~ το Πήλιο. ❹ (+ έμβρυο που κυοφορώ: Λίγο έλειψε να απο-
αιτ.), αυτόν που ενεργεί: Νέοι φόροι θα επι- βάλει. αποβολή η. απόβλητος -η -ο: αυτός που
βληθούν ~ την κυβέρνηση. ❺ (+ αιτ.) την αιτία έχει αποβληθεί, κυρίως (μτφ.) για πρόσωπα
που προκαλεί κτ: Έκλαιγε ~ χαρά. ❻ (+ αιτ.) που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας. 
το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο κτ ή σχ. βάλλω. απόβλητα τα: ουσίες που παρά-
που περιέχει κτ: τραπέζι ~ μέταλλο και γυαλί. γονται ή χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία
μπουκάλι ~ κρασί. ❼ (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο και αποβάλλονται ως άχρηστες.
μέσω του οποίου κινούμαστε: Πέρασε ~ την απόβαση η: έξοδος στρατιωτών από πλοίο για
αυλή. ➑ (+ αιτ. / επίρρ.) τον τόπο στον οποίο στρατιωτικούς σκοπούς: η ~ του ελληνικού
βρισκόμαστε όταν βλέπουμε κτ: ~ ψηλά δε σας στρατού στα παράλια της Σμύρνης το 1919.
έβλεπα. ❾ (+ ίδια πτώση με του ουσ. που  σχ. βαίνω. αποβατικός -ή -ό: αυτός που
προσδιορίζει) την αρχική κατάσταση που έχει έχει δημιουργηθεί για ή σχετίζεται με απόβα-


κπ ή κτ πριν αλλάξει: ~ ασχημόπαπο μετα- ση: ~ στόλος .
μορφώθηκε σε κύκνο. ~ δήμαρχος κλητήρας. ❿
(+ αιτ. / επίρρ.) σύγκριση προσώπου, πράγμα- Από το ρ. αποβαίνω, που παλαιότερα σήμαινε
τος κτλ. με κπ ή κτ άλλο: Είναι ψηλότερος ~ «πραγματοποιώ απόβαση».
την αδελφή του. ● 11 (+ αιτ.) σύνολο πραγμάτων,
αποβιβάζω -ομαι: (μτβ.) επιτρέπω σε κπ να κα-
μέρος του οποίου διαχωρίζεται από αυτό:
τέβει από μέσο μεταφοράς ≠ επιβιβάζω: Το
Πήρε τα τρία ~ τα δέκα. ● 12 (+ αιτ.) επιμερισμό,
τρένο σταμάτησε για να αποβιβαστούν οι επι-
κατανομή συνόλου πραγμάτων, προσώπων
βάτες. αποβίβαση η: η ενέργεια ή το αποτέλε-
κτλ. σε μερίδια: Όλοι πήραν ~ τρία μήλα. 


σμα του αποβιβάζω.
πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέσεων.
απο- απ- αφ- & από-: πρόθημα που δηλώνει ❶
Από την πρόθ. àfi + το ΑΕ ρ. βιβάζω «κάνω κπ
αφαίρεση, απομάκρυνση, διαχωρισμό κτλ.
να βαδίσει».
προσώπου ή πράγματος από κτ ή κπ άλλο:
αποτρίχωση, απομακρύνω, αποχωρισμός. ❷ απογειώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ θέτω σε κίνηση αε-
το αντίθετο αυτού που δηλώνει το β΄ συνθ.: ροπλάνο υψώνοντάς το στον αέρα ≠ προσγει-
αποδιοργανώνω, αποσυνδέω. ❸ ολοκλήρωση ώνω: Το αεροπλάνο απογειώθηκε από την
ή τέλεση στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό αυ- Αθήνα. ❷ (μτφ.) εμφανίζω ραγδαία άνοδο: Η
τού που δηλώνει το β΄ συνθ.: αποτελειώνω, καριέρα του απογειώθηκε μετά τη συμμετοχή
απογεμίζω, απογυμνώνω. ❹ ότι η σύνθετη του στο τηλεοπτικό σίριαλ. απογείωση η.

Σύνθετα με απο-
αφαίρεση, απομά- αντίθετο ολοκλήρωση ή αποφοιτώ
κρυνση κτλ. αποδιοργάνωση τέλεση στον χρονική ακολουθία
αποβουτυρώνω αποκεφαλίζω αποκληρώνω μέγιστο βαθμό απόβροχο
αποκεντρώνω αποπλέω αποκολλώ αποκόβω απομεσήμερο
αποκέντρωση αποκρυπτογραφώ απονεκρώνω
απομυθοποιώ

50
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·51

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


απόγευμα
αποζημιώνω
απόγευμα & [λαϊκ.] απόγεμα το: το διάστημα το να αποδέχεται κανείς κπ ή κτ. ❷ πληθ. έσο-
της ημέρας ανάμεσα στο μεσημέρι και τη δύ- δα από εργασία = απολαβές, μισθός. αποδε- ·fiÁÂÌ· ➞ ·fiÁÂ˘Ì·
·ÔÁÂÌ·ÙÈÓfi ➞ ·fiÁÂ˘Ì·
ση του ηλίου: Στο ίδιο κτίριο, το πρωί λει- κτός -ή -ό. αποδέκτης ο: ❶ (μτφ.) πρόσωπο ·ÔÁÂÌ·ÙÈÓfi˜ ➞ ·fiÁÂ˘Ì·
τουργεί το δημοτικό και το ~ το γυμνάσιο. στο οποίο έχει αποσταλεί κτ = παραλήπτης ≠ ·ÔÁÂÌ›˙ˆ ➞ ·Ô-
·fiÁÂ˘Ì·
απογευματινός & [λαϊκ.] απογεματινός -ή -ό: αποστολέας: ~ επιστολής. ❷ (μτφ.) πρόσωπο ·ÔÁÂ˘Ì·ÙÈÓfi ➞ ·fiÁÂ˘Ì·
αυτός που γίνεται, λειτουργεί κτλ. το από- στο οποίο απευθύνεται κανείς: Πολλοί ήταν ·ÔÁÂ˘Ì·ÙÈÓfi˜ ➞ ·fiÁÂ˘Ì·
·fiÁÓˆÛË
γευμα: ~ περίπατος / παράσταση / ύπνος / εφη- οι αποδέκτες του αποτελέσματος της ψηφο- ·ÔÁÔ‹Ù¢ÛË ➞ ·ÔÁÔË-
μερίδα / εκπομπή. Βροχές αναμένονται τις ~ φορίας.  σχ. αλείφω. Ù‡ˆ
·ÔÁÔËÙ¢ÙÈο ➞ ·ÔÁÔË-
ώρες. απογευματινό & [λαϊκ.] απογεματινό αποδίδω -ομαι • αόρ. απέδωσα, παθ. αόρ. απο- Ù‡ˆ
το: ελαφρύ και πρόχειρο γεύμα μεταξύ μεση- δόθηκα: ❶ (μτβ.) θεωρώ κτ ως αιτία ενός ·ÔÁÔËÙ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÁÔË-
Ù‡ˆ
μεριανού και βραδινού. πράγματος: Σε τι μπορούμε να αποδώσουμε ·ÔÁÔËÙ‡ˆ
απόγνωση η: πολύ μεγάλη απελπισία: Τα τεράστια τη στάση του ; ❷ συνήθ. παθ. (μτβ.) δηλώνω ·fiÁÔÓÔ˜
·ÔÁ˘ÌÓÒÓˆ ➞ ·Ô-
χρέη τον έφεραν σε ~. απεγνωσμένος -η -ο: αυ- ότι κάποιος είναι ο δημιουργός κπ πράγμα- ·ԉ‰ÂÈÁ̤ӷ ➞ ·Ô‰ÂÈ-
τός που φανερώνει ή βρίσκεται σε απόγνωση: τος: Το γλυπτό αυτό αποδίδεται στον Πραξι- ÎÓ‡ˆ
·ԉ‰ÂÈÁ̤ÓÔ˜ ➞ ·Ô‰ÂÈ-
Έκανε ~ προσπάθειες να σωθεί από τις φλόγες, τέλη. ❸ (μτβ.) μεταφέρω με σαφήνεια και ÎÓ‡ˆ
αλλά δεν τα κατάφερε. απεγνωσμένα (επίρρ.). ακρίβεια το περιεχόμενο λόγου, εικόνας κτλ.: ·Ô‰ÂÈÎÓ‡ˆ
·Ô‰ÂÈÎÙÈο ➞ ·Ô‰ÂÈÎÓ‡ˆ

 Η λ. απεγνωσμένος είναι η μππ. του ΑΕ ρ. àÔÁÈ-


ÁÓÒÛΈ, «·ÂÏ›˙ÔÌ·È», ·fi fiÔ˘ ·Ú¿ÁÂÙ·È Î·È
Να αποδώσετε το νόημα του ποιήματος. ❹
(μτβ.) δίνω κτ που οφείλω: ~ δικαιοσύνη / τι-
μές. ❺ (αμτβ.) αποφέρω κέρδος ή παράγω σε
·Ô‰ÂÈÎÙÈÎfi˜ ➞ ·Ô‰ÂÈÎÓ‡ˆ
·fi‰ÂÈÍË ➞ ·Ô‰ÂÈÎÓ‡ˆ
·Ô‰¤ÎÙ˘ ➞ ·Ô‰¤¯ÔÌ·È
·Ô‰ÂÎÙfi˜ ➞ ·Ô‰¤¯ÔÌ·È
Ë Ï. ·fiÁÓˆÛË. ικανοποιητικό βαθμό: Η επιχείρηση ~ ικανο- ·Ô‰¤¯ÔÌ·È
·Ô‰›‰ˆ
ποιητικά. Φέτος δεν ~ στο σχολείο. ❻ (αμτβ.) ·Ô‰ÈÔÚÁ·ÓÒÓˆ ➞ ·Ô-
·Ô‰ÈÔÚÁ¿ÓˆÛË ➞ ·Ô-
απογοητεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) φέρνω αποτέλεσμα = καρποφορώ: Οι προ- ·Ô‰fiıËη ➞ ·Ô‰›‰ˆ
διαψεύδω τις ελπίδες ή τις προσδοκίες κπ ≠ σπάθειές μου επιτέλους απέδωσαν. απόδοση ·Ô‰ÔÎÈÌ¿˙ˆ
·Ô‰ÔÎÈÌ·Û›· ➞ ·Ô‰ÔÎÈ-


εμψυχώνω, ενθαρρύνω: Τον απογοήτευσα με η. αποδοτικός -ή -ό. αποδοτικά (επίρρ.). Ì¿˙ˆ
τόσες παρατηρήσεις. Η ομάδα απογοήτευσε. ·Ô‰ÔÎÈÌ·ÛÙÈο ➞ ·Ô‰ÔÎÈ-
Ì¿˙ˆ
απογοήτευση η. απογοητευτικός -ή -ό. απο- Από το ΑΕ ρ. àÔ‰›‰ˆÌÈ «δίνω πίσω αυτά που
·Ô‰ÔÎÈÌ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ô‰Ô-
γοητευτικά (επίρρ.). οφείλω». ÎÈÌ¿˙ˆ
·fi‰ÔÛË ➞ ·Ô‰›‰ˆ
απόγονος ο, η: πρόσωπο που γεννήθηκε ή κατά- ·Ô‰ÔÙÈο ➞ ·Ô‰›‰ˆ
γεται από κπ άλλο ≠ πρόγονος: κοντινός/μα- αποδοκιμάζω -ομαι: (μτβ.) δε συμφωνώ με κτ ή ·Ô‰ÔÙÈÎfi˜ ➞ ·Ô‰›‰ˆ
·Ô‰Ô¯‹ ➞ ·Ô‰¤¯ÔÌ·È
κρινός ~. Καλούς απογόνους!: ευχή σε νεό- κπ ή εκφράζω έντονα την αντίθεσή μου σε κτ ή ·fi‰Ú·ÛË
νυμφους. κπ ≠ επιδοκιμάζω: Το ξέρω ότι αποδοκιμάζεις ·Ô‰˘Ó·ÌÒÓˆ
·Ô‰˘Ó¿ÌˆÛË ➞ ·Ô‰˘Ó·-
αποδεικνύω -ομαι • μππ. αποδεδειγμένος: ❶ τις απόψεις μου. ≠ εγκρίνω. Οι ακροατές απο- ÌÒÓˆ
(μτβ.) φανερώνω την αλήθεια ενός πράγμα- δοκίμασαν τον ομιλητή. αποδοκιμασία η. απο- ·Ô˙ËÌÈÒÓˆ
·Ô˙ËÌ›ˆÛË ➞ ·Ô˙ËÌÈÒÓˆ
τος, με επιχειρήματα στηρίζω έναν ισχυρισμό: δοκιμαστικός -ή -ό. αποδοκιμαστικά (επίρρ.).
Απόδειξέ μας ότι λες την αλήθεια. ❷ παθ.
(αμτβ.) φανερώνομαι, δείχνω τον πραγματικό
 Η αρχική σημασία του ρ. àÔ‰ÔÎÈÌ¿˙ˆ ήταν
μου εαυτό = φαίνομαι: Αποδείχτηκε αντάξιος «απορρίπτω έπειτα από δοκιμή».
των προσδοκιών μας. αποδεδειγμένα (επίρρ.):
χωρίς αμφιβολία: Το προϊόν είναι ~ εξαιρετι- απόδραση η: ❶ διαφυγή από χώρο στον οποίο
κής ποιότητας. απόδειξη η: ❶ διαδικασία με κρατείται κπ: Γίνονται ανακρίσεις για την ~
την οποία αποδεικνύεται κτ, καθώς και κάθε πέντε κρατουμένων από τις φυλακές. ❷ (μτφ.)
στοιχείο που χρησιμοποιείται για τον σκοπό φυγή από κατάσταση συνήθως δυσάρεστη: Οι
αυτό: Έχεις αποδείξεις γι’ αυτά που λες; ❷ κάτοικοι της πόλης έχουν ανάγκη από συχνές
έντυπο που βεβαιώνει την πληρωμή ποσού: ~ στη φύση.  σχ. δράμα. απέδρασα • εύχρη-
Κόψε μου μια ~, σε παρακαλώ! αποδεικτικός στο μόνο στο αορ. θέμα: διέφυγα από χώρο
-ή -ό. αποδεικτικά (επίρρ.). όπου ήμουν σε κράτηση = δραπετεύω: Ο φυλα-
αποδέχομαι: (μτβ.) ❶ δέχομαι κτ που μου προ- κισμένος ~ από τις φυλακές του Κορυδαλλού.
σφέρουν ή που μου προτείνουν ≠ απορρίπτω, αποδυναμώνω: (μτβ.) μειώνω τη δύναμη, κάνω
αρνούμαι: Αποδέχτηκε την πρόσκληση. ❷ κπ ή κτ λιγότερο ισχυρό = εξασθενίζω: Η αρ-
συμφωνώ με κπ άποψη ή παραδέχομαι την ρώστια αποδυνάμωσε τον οργανισμό του.
αλήθεια ενός πράγματος: Του είναι δύσκολο αποδυνάμωση η.
να αποδεχτεί την αποτυχία του. αποδοχή η: ❶ αποζημιώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ δίνω σε κπ χρημα-

51
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·52

A
απόηχος
αποκλίνω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

τικό ποσό για ζημιά που του προξένησα ή για αποικισμός ο: ΙΣΤ η ίδρυση αποικιών: ο ~ της
·fi˯Ԙ βλάβη που υπέστη: Η κυβέρνηση υποσχέθηκε Κάτω Ιταλίας και Σικελίας από τους Έλλη-
·fiıÂÌ·
·ÔıÂÒÓˆ ότι θα αποζημιώσει τους πλημμυροπαθείς. ❷ νες. Ο α΄ και β΄ ελληνικός ~.
·Ôı¤ˆÛË ➞ ·ÔıÂÒÓˆ δίνω ηθική κυρίως ανταμοιβή σε κπ: Το άρ- αποκαθιστώ -ίσταμαι • μππ. αποκαταστημένος
·ÔıˆÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔıÂÒÓˆ
·Ôı‹Î¢ÛË ➞ ·ÔıË·ˆ τιο αποτέλεσμα της παράστασης μάς αποζη- & αποκατεστημένος: (μτβ.) ❶ επαναφέρω κτ
·ÔıË΢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔıË- μίωσε για τους κόπους μας. αποζημίωση η. στην αρχική καλή του κατάσταση: Αποκατα-
·ˆ
·ÔıË·ˆ απόηχος ο: ❶ μακρινός ήχος που μόλις ακού- στάθηκε η λειτουργία του δικτύου. ❷ εξα-
·ÔÈΛ· γεται: ο ~ μιας βροντής. ❷ (μτφ.) ο εξασθε- σφαλίζω το μέλλον κπ οικονομικά ή επαγγελ-
·ÔÈÎȷο ➞ ·ÔÈΛ·
·ÔÈÎÈ·Îfi˜ ➞ ·ÔÈΛ· νημένος (λόγω του χρόνου που πέρασε) αντί- ματικά: Το κράτος αποκατέστησε τους πρό-
·ÔÈΛ˙ˆ ➞ ·ÔÈΛ· κτυπος από κπ μακρινό γεγονός: Ο ~ εκείνων σφυγες. αποκατάσταση η.
·ÔÈÎÈÛÌfi˜ ➞ ·ÔÈΛ·
¿ÔÈÎÔ˜ ➞ ·ÔÈΛ· των ταραχών έφτασε ως τις μέρες μας. αποκαλύπτω -ομαι: (μτβ.) ❶ κάνω ορατό κτ που
·ÔÈÎÒ ➞ ·ÔÈΛ· απόθεμα το: ❶ = [προφ.] στοκ α. ό,τι φυλάγε- πριν ήταν κρυμμένο = ξεσκεπάζω, φανερώ-
·ÔηıÈÛÙÒ
·ÔÎ·Ï˘ÙÈο ➞ ·Ôη- ται σε ποσότητες, για να χρησιμοποιηθεί μελ- νω: Καθώς έσκαβαν, αποκαλύφτηκε ένας αρ-
χÙˆ λοντικά: Τα αποθέματα καυσίμων εξαντλή- χαίος τάφος. ❷ (μτφ.) φέρνω στο φως της δη-
·ÔÎ·Ï˘ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ôηχ-
Ùˆ θηκαν. β. ΟΙΚΟΝ η διαθέσιμη σε δεδομένη στιγ- μοσιότητας κτ: Ο μάρτυρας αποκάλυψε ότι
·ÔηχÙˆ μή ποσότητα εμπορεύματος. ❷ (μτφ.) ψυχική προσπάθησαν να τον δωροδοκήσουν.  σχ.
·ÔÎ¿Ï˘„Ë ➞ ·ÔηχÙˆ
·ÔηÏÒ ιδιότητα ή ικανότητα που εξακολουθεί να ανακαλύπτω. αποκάλυψη η. αποκαλυπτικός
·ÔηٿÛÙ·ÛË ➞ ·Ôη- υπάρχει: Τα αποθέματα της ενεργητικότητάς -ή -ό. αποκαλυπτικά (επίρρ.).
ıÈÛÙÒ
·ÔηٷÛÙË̤ÓÔ˜ ➞ ·Ôη- του είναι ανεξάντλητα. αποκαλώ: (μτβ.) δίνω σε κπ ή κτ όνομα ή χα-
ıÈÛÙÒ αποθεώνω -ομαι: (μτβ.) εκφράζω με πολύ μεγάλο ρακτηρισμό: Πάντα τον αποκαλούσαμε «δά-
·ÔηÙÂÛÙË̤ÓÔ˜ ➞ ·Ôη-
ıÈÛÙÒ ενθουσιασμό εκτίμηση ή θαυμασμό για κπ: Πλή- σκαλο» = φωνάζω. Παρεξηγήθηκε, γιατί την
·Ôη٤ÛÙËÛ· ➞ ·Ôη-
ıÈÛÙÒ
θος κόσμου αποθέωσε τους Ολυμπιονίκες. απο- αποκάλεσε ψεύτρα.
·ÔÎÂÓÙÚÒÓˆ ➞ ·Ô- θέωση η: ❶ έκφραση εκτίμησης ή θαυμασμού σε αποκηρύσσω -ομαι: (μτβ.) απαρνιέμαι, αποδο-
·ÔΤÓÙÚˆÛË ➞ ·Ô-
·ÔÎÂÊ·Ï›˙ˆ ➞ ·Ô-
κπ: Η τραγουδίστρια γνώρισε την ~ από το κοι- κιμάζω συνήθως δημόσια ιδέες, πράξεις,
·Ô΋ڢÍË ➞ ·ÔÎËÚ‡ÛÛˆ νό. ❷ (+ γεν.) το αποκορύφωμα, ο ύψιστος βαθ- πρόσωπα κτλ.: Η Εκκλησία τον αποκήρυξε
·ÔÎËÚ‡ÛÛˆ
·ÔÎÏ›ÂÙ·È ➞ ·ÔÎÏ›ˆ
μός στον οποίο μπορεί να φτάσει κτ: η ~ του κα- ως αιρετικό. αποκήρυξη η.
·ÔÎÏÂÈÛÌfi˜ ➞ ·ÔÎÏ›ˆ ταναλωτισμού. αποθεωτικός -ή -ό. αποκλείω -ομαι: (μτβ.) ❶ εμποδίζω ή απαγορεύω
·ÔÎÏÂÈÛÙÈο ➞ ·ÔÎÏ›ˆ
·ÔÎÏÂÈÛÙÈ΋ ➞ ·ÔÎÏ›ˆ αποθηκεύω: (μτβ.) ❶ βάζω κτ σε κατάλληλο και την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση, την επικοι-
·ÔÎÏÂÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÎÏ›ˆ ασφαλή χώρο για να το φυλάξω ή να το δια- νωνία: Οι αγρότες απέκλεισαν την εθνική οδό
·ÔÎÏÂÈÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·Ô-
ÎÏ›ˆ τηρήσω: ~ τρόφιμα/εμπορεύματα. ❷ ΠΛΗΡΟΦ με τα τρακτέρ τους. Οι σφοδρές χιονοπτώσεις
·ÔÎÏ›ˆ μεταφέρω δεδομένα από την κύρια μνήμη του απέκλεισαν όλη την περιοχή. ❷ δεν επιτρέπω
·ÔÎÏËÚÒÓˆ ➞ ·Ô-
·ÔÎϛӈ Η / Υ στον σκληρό δίσκο ή σε άλλο μέσο για ή στερώ τη συμμετοχή κπ σε κτ: Αποκλείστη-
·fiÎÏÈÛË ➞ ·ÔÎϛӈ να είναι διαθέσιμα στο μέλλον: Πριν κλείσε- καν από τον διαγωνισμό όσοι δεν είχαν τα
·ÔÎfi‚ˆ ➞ ·Ô-
τε το αρχείο, αποθηκεύστε τις αλλαγές. απο- απαραίτητα προσόντα. ❸ θεωρώ κτ αδύνατο ή
θήκευση η. αποθηκευτικός -ή -ό. μη πραγματοποιήσιμο: ~ την πιθανότητα βρο-
αποικία η: ❶ ΙΣΤ πόλη που ιδρύθηκε από κατοί- χής. αποκλείεται: απρόσ. (αμτβ.) είναι αδύνα-
κους άλλης πόλης, οι οποίοι εγκατέλειψαν την το, δεν πρέπει: Αποκλείεται να σου κάνω το
πατρίδα τους και εγκαταστάθηκαν μόνιμα σε χατίρι. αποκλεισμός ο. αποκλειστικός -ή -ό:
αυτή ≠ μητρόπολη: οι ελληνικές ~ της Μικράς αυτός που ανήκει, αναφέρεται σε ή εξαρτάται
Ασίας. ❷ χώρα που βρίσκεται υπό την οικο- από ένα μόνο πρόσωπο ή πράγμα: O υπουρ-
νομική, πολιτική ή στρατιωτική κυριαρχία ξέ- γός παραχώρησε ~ συνέντευξη σε τοπική εφη-
νου ισχυρότερου κράτους: Το Κογκό ήταν μερίδα. ~ αντιπρόσωπος / ευθύνη / νοσοκόμα /
γαλλική ~. ❸ ζώα ή (γενικ.) οργανισμοί που φωτογραφίες/ειδήσεις. αποκλειστικά (επίρρ.):
ζουν ομαδικά: ~ μελισσών / μικροβίων. αποι- μόνο: Θα σου μιλήσω ~ γι’ αυτό το θέμα. απο-
κιακός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αποι- κλειστική η: νοσοκόμα που προσλαμβάνεται
κία: ~ καθεστώς / πόλεμος / κτίρια / προϊόντα. για να φροντίζει έναν μόνο ασθενή: Για τη για-
αποικιακά τα: [παρωχ.] προϊόντα που εισά- γιά έχουμε μιαν ~. αποκλειστικότητα η: το δι-
γονταν από τις αποικίες: Το μπακάλικο που- καίωμα κπ σε κτ, γεγονός που αποκλείει
λούσε όλα τα εδώδιμα και ~. αποικίζω: (μτβ.) οποιονδήποτε άλλον: Δείτε απόψε σε ~ από το
ιδρύω αποικία. αποικώ: (αμτβ.) μεταναστεύω: κανάλι μας τη συνέντευξη του πρωθυπουργού.
Πολλοί Έλληνες αποίκησαν στην Αμερική. αποκλίνω • πρτ. & αόρ. απέκλινα: (αμτβ.) ❶
άποικος ο, η: ο εγκατεστημένος σε αποικία. (μτφ.) παρουσιάζω διαφορά σε μια πορεία,

52
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·53

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αποκοιμίζω
απομίμηση
σε μια εξέλιξη (σε σχέση με τον αρχικό σχε- [επίσ.] τέρψη. απολαυστικός -ή -ό. απολαυ-
διασμό ή με τον τελικό στόχο) ≠ συγκλίνω: ~ στικά (επίρρ.). ·ÔÎÔÈÌ¿Ì·È ➞ ·ÔÎÔÈÌ›˙ˆ
·ÔÎÔÈÌÈ¤Ì·È ➞ ·ÔÎÔÈÌ›˙ˆ
από τις αρχικές της θέσεις. ❷ έχω ή παίρνω απολογισμός ο: ❶ α. απόδοση λογαριασμού από ·ÔÎÔÈÌ›˙ˆ
πλάγια κλίση ή κατεύθυνση = γέρνω: Tο κπ για την οικονομική ή άλλη διαχείριση σε συ- ·ÔÎÔÈÌÔ‡Ì·È ➞ ·ÔÎÔÈÌ›-
˙ˆ
πλοίο έχει ~ κατά δέκα μοίρες. απόκλιση η. γκεκριμένο χρονικό διάστημα β. (μτφ.) ανα- ·ÔÎÔÏÏÒ ➞ ·Ô-
αποκοιμίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ προκαλώ νύστα ή φορά για τις πράξεις, δραστηριότητες κπ στο ·ÔÎÔÌ›˙ˆ
·ÔÎÔڇʈ̷ ➞ ·ÔÎÔÈÌ›-
ύπνο ≠ ξυπνώ. ❷ (μτφ.) αμβλύνω την κριτική τέλος ορισμένης χρονικής περιόδου: Έκανε ~ ˙ˆ
σκέψη κπ: Τηλεοπτικά προγράμματα χαμηλής της ζωής του. ❷ (μτφ.) το τελικό αποτέλεσμα: ·fiÎÚÔ˘ÛË ➞ ·ÔÎÚÔ‡ˆ
·ÔÎÚÔ˘ÛÙÈο ➞ ·ÔÎÚÔ˘-
ποιότητας ~ τον λαό. = αποβλακώνω. απο- Ο ~ της επιδρομής ήταν πενήντα τραυματίες. ÛÙÈÎfi˜
κοιμιέμαι & αποκοιμούμαι & αποκοιμάμαι: απολογιστικός -ή -ό. απολογιστικά (επίρρ.). ·ÔÎÚÔ˘ÛÙÈÎfi˜
·ÔÎÚÔ˘ÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·Ô-
(αμτβ.) αρχίζω να κοιμάμαι: Έγειρε και απο- απολογούμαι: (αμτβ.) υπερασπίζομαι τον εαυτό ÎÚÔ˘ÛÙÈÎfi˜
κοιμήθηκε δίπλα στο τζάκι. μου, όταν με κατηγορούν: Δεν είμαι υποχρε- ·ÔÎÚÔ‡ˆ
·ÔÎÚ˘ÙÔÁÚ·ÊÒ ➞ ·Ô-
αποκομίζω: (μτβ.) αποκτώ κέρδος, ωφέλεια: Με ωμένος να απολογηθώ γι’ αυτά που είπα. ·ÔÎÚ‡Ùˆ
την κίνησή του αυτή αποκόμισε τεράστια πο- απολογία η. απολογητικός -ή -ό. απολογητι- ·fiÎÚ˘„Ë ➞ ·ÔÎÚ‡Ùˆ
·fiÎÙËÛË ➞ ·ÔÎÙÒ
λιτικά και οικονομικά οφέλη. κά (επίρρ.). ·ÔÎÙÒ
αποκορύφωμα το: το ανώτατο σημείο στο οποίο απολυταρχία η: ΠΟΛ καθεστώς στο οποίο η ·ÔÏ·‚‹
·ÔÏ·Ì‚¿Óˆ
μπορεί να φτάσει μια ιδιότητα ή μια κατά- εξουσία ασκείται αποκλειστικά από έναν *·ÔÏ·˘‹ ➞ ·ÔÏ·‚‹
σταση: το ~ της δόξας / αγωνίας / θρασύτητας ανώτατο άρχοντα. απολυταρχικός -ή -ό. απο- ·fiÏ·˘ÛË ➞ ·ÔÏ·Ì‚¿Óˆ
·ÔÏ·˘ÛÙÈο ➞ ·ÔÏ·Ì-
/ αγένειας. λυταρχικά (επίρρ.). ‚¿Óˆ
αποκρουστικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί απο- απόλυτος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει ή που δεν ·ÔÏ·˘ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÏ·Ì-
‚¿Óˆ
στροφή, έντονη απέχθεια, που απωθεί ≠ ελ- επιδέχεται περιορισμούς, εξαιρέσεις ή όρους ·ÔÏ›ÙÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
·ÔÏÔÁËÙÈο ➞ ·ÔÏÔ-
κυστικός: ~ άνθρωπος / όψη / συμπεριφορά. ≠ σχετικός: ~ ησυχία/εμπιστοσύνη/ανάγκη. ❷ Áԇ̷È
αποκρουστικά (επίρρ.). αποκρουστικότητα η. (για πρόσ.) αυτός που δεν αφήνει περιθώρια ·ÔÏÔÁËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÏÔ-


Áԇ̷È
για κριτική ή συμβιβασμό: Πολλοί νέοι είναι ·ÔÏÔÁ›· ➞ ·ÔÏÔÁԇ̷È
Από το ελνστ. àÔÎÚÔ˘ÛÙÈÎfi˜ «ικανός να αποκρού- ~ στις απόψεις τους. = άκαμπτος. απόλυτα & ·ÔÏÔÁÈÛÌfi˜
·ÔÏÔÁÈÛÙÈο ➞ ·ÔÏÔ-
σει». Τη νεότερη σημασία την πήρε από το γαλλ. απολύτως (επίρρ.): Είμαι ~ βέβαιος γι’ αυτό. ÁÈÛÌfi˜
répulsif. απολύω -ομαι: (μτβ.) ❶ παύω κπ από εργασιακή ·ÔÏÔÁÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÏÔ-
ÁÈÛÌfi˜
θέση: Η διεύθυνση του εργοστασίου απέλυσε ·ÔÏÔÁԇ̷È
αποκρούω -ομαι: (μτβ.) ❶ αντιμετωπίζω με επι- πέντε εργάτες. ❷ απαλλάσσω στρατιώτη από ·fiÏ˘ÛË ➞ ·Ôχˆ
·fiÏ˘Ù· ➞ ·fiÏ˘ÙÔ˜
τυχία μια επιθετική ενέργεια εναντίον μου ≠ τις υποχρεώσεις του με την ολοκλήρωση της ·ÔÏ˘Ù·Ú¯›·
αναχαιτίζω, απωθώ. ❷ (μτφ.) αναιρώ κτ που θητείας του. ❸ αφήνω ελεύθερο φυλακισμένο ή ·ÔÏ˘Ù·Ú¯Èο ➞ ·ÔÏ˘-
Ù·Ú¯›·
στρέφεται εναντίον μου: Απέκρουσε τις κατη- γενικά κρατούμενο = ελευθερώνω, απελευθε- ·ÔÏ˘Ù·Ú¯ÈÎfi˜ ➞ ·ÔÏ˘-
γορίες. ❸ (μτφ.) αρνούμαι έντονα κτ που μου ρώνω: Το δικτατορικό καθεστώς απέλυσε με- Ù·Ú¯›·
·fiÏ˘ÙÔ˜
προσφέρουν: Απέκρουσε κάποιες δελεαστι- ρικούς πολιτικούς κρατούμενους. απόλυση η. ·Ôχو˜ ➞ ·fiÏ˘ÙÔ˜
κές, αλλά ύποπτες προτάσεις. απόκρουση η. απόμακρος -η -ο: ❶ αυτός που βρίσκεται ή έρχε- ·Ôχˆ
·fiÌ·ÎÚÔ˜
αποκρύπτω • αόρ. απέκρυψα & απόκρυψα: κρα- ται από μακριά: ~ φωνή/θόρυβος. ❷ (μτφ., για ·ÔÌ¿ÎÚ˘ÓÛË ➞ ·fiÌ·ÎÚÔ˜
τώ κτ κρυφό, δεν το κάνω γνωστό = κρύβω ≠ ανθρ.) αυτός που με τη συμπεριφορά του δε σε ·ÔÌ·ÎÚ‡Óˆ ➞ ·fiÌ·ÎÚÔ˜
·ÔÌÂÈÓ¿ÚÈ ➞ ·Ô̤ӈ
φανερώνω, αποκαλύπτω: Τον κατηγορούν αφήνει να τον πλησιάσεις. απομακρύνω -ομαι: ·Ô̤ӈ
ότι απέκρυψε σημαντικά στοιχεία για την εξέ- (μτβ.) ❶ μετακινώ κπ ή κτ μακριά: Απομάκρυ- ·ÔÌÂÛ‹ÌÂÚÔ ➞ ·Ô-
·ÔÌ›ÌËÛË
λιξη της υπόθεσης. απόκρυψη η. νε το εμπόδιο για να μπω. ❷ (μτφ.) ενεργώ
αποκτώ -ώμαι & [οικ.] -ιέμαι & [οικ.] αποχτώ - ώστε να φύγει κπ από τη θέση ή το αξίωμά του:
ιέμαι: (μτβ.) κάνω δικό μου κτ που δεν είχα Μετά το σκάνδαλο, απομακρύνθηκε ο διευθυ-
προηγουμένως: ~ χρήματα/φήμη/πείρα. από- ντής της υπηρεσίας. απομάκρυνση η.
κτηση η. απομένω: (αμτβ.) ❶ υπάρχω ως υπόλοιπο =
απολαβή η: ❶ κέρδος, όφελος που έχω από κτ: υπολείπομαι: ~ δέκα λεπτά ως την αναχώρη-
Τι ~ θα έχω αν σε βοηθήσω; ❷ πληθ. μισθός = ση του πλοίου. ❷ υπάρχω ακόμα, μένω πίσω
αποδοχές: Έχει ικανοποιητικές ~ από τη δου- (μετά την απομάκρυνση άλλων του ίδιου εί-
λειά του. δους): Σε πολλά χωριά έχουν ~ μόνο λίγοι γέ-
απολαμβάνω • αόρ. απόλαυσα: (μτβ.) δοκιμάζω ροντες. Δε μας ~ παρά αυτή η λύση. απομει-
μεγάλη ευχαρίστηση από κτ = ευχαριστιέμαι: νάρι το: κτ που έχει μείνει ως υπόλοιπο.
~ το φαγητό / ένα βιβλίο. απόλαυση η: ιδιαί- απομίμηση η: μίμηση, κατασκευή αντικειμένου
τερη ευχαρίστηση που δοκιμάζει κπ από κτ = σύμφωνα με κπ πρωτότυπο έργο, καθώς και το

53
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·54

A
απομόνωση
απόσταση
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αντικείμενο αυτό = αντιγραφή: Ο πίνακας αυ- απορρίπτω -ομαι: (μτβ.) ❶ αρνούμαι να (απο)δε-
·ÔÌÔÓÒÓˆ ➞ ·ÔÌfiÓˆÛË τός είναι πιστή ~ ενός έργου του Βαν Γκογκ. χτώ ή να εγκρίνω κτ ≠ δέχομαι. ❷ (ειδικότ.)
·ÔÌfiÓˆÛË
·ÔÌÔÓˆÙÈο ➞ ·ÔÌfiÓˆÛË Προσέξτε τις ~, αγοράζετε γνήσια προϊόντα! κρίνω ότι κπ δεν έχει τα προσόντα για να επι-
·ÔÌÔÓˆÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÌfi- απομόνωση η: ❶ η κατάσταση κάποιου που δεν τύχει σε εξετάσεις, διαγωνισμό, για να προα-
ÓˆÛË
·ÔÌ˘ıÔÔÈÒ ➞ ·Ô- έχει επικοινωνία με τους άλλους. ❷ μικρός χθεί στην επόμενη τάξη κτλ.: Απορρίφθηκαν
¿ÔÓ· ➞ ¿ÔÓÔ˜ χώρος (κυρίως στις φυλακές) όπου τοποθε- δύο μαθητές από απουσίες. απόρριψη η. απορ-
·ÔÓÂÎÚÒÓˆ ➞ ·Ô-
·ÔӤ̈ τείται κανείς για τιμωρία: Τον έβαλαν στην ριπτικός -ή -ό. απορριπτικά (επίρρ.). απορρίμ-
·ÔÓ‹ÚÂ˘Ù· ➞ ·- ~, επειδή χτύπησε έναν δεσμοφύλακα. απο- ματα τα: ό,τι πετάμε ως άχρηστο = σκουπίδια.
·ÔÓ‹Ú¢ÙÔ˜ ➞ ·-
·ÔÓÈ¿ ➞ ¿ÔÓÔ˜ μονώνω -ομαι (μτβ.). απομονωτικός -ή -ό. απορροφώ & -άω -ώμαι: (μτβ.) ❶ (για υλικά σώ-
·ÔÓÔÌ‹ ➞ ·ÔӤ̈ απομονωτικά (επίρρ.). ματα) επιτρέπω σε υγρή ουσία να εισχωρήσει
¿ÔÓÔ˜
·ÔÍÂÓÒÓˆ απονέμω • αόρ. απένειμα, παθ. αόρ. απονεμή- στο εσωτερικό μου και τη συγκρατώ = ρουφώ:
·ÔͤӈÛË ➞ ·ÔÍÂÓÒÓˆ θηκα: (μτβ.) δίνω σε κπ κτ που αξίζει ή δι- Το σφουγγάρι απορρόφησε όλο το νερό. ❷
·fiÂÈÚ·
·ÔÂÈÚÒÌ·È ➞ ·fiÂÈÚ· καιούται: ~ τιμητικό τίτλο / βραβείο / δικαιο- (μτφ.) απασχολώ ολοκληρωτικά κάποιον: Το
·ÔϤˆ ➞ ·Ô- σύνη / χάρη. απονομή η. διάβασμα ~ όλο τον ελεύθερο χρόνο του. ❸
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏ›˙ˆ
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏÈÛÌfi˜ ➞ άπονος -η -ο: αυτός που φανερώνει ή δείχνει (μτφ.) αξιοποιώ πλήρως οικονομικό αγαθό ή
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏ›˙ˆ σκληρότητα = σκληρόκαρδος, άσπλαχνος ≠ προσφερόμενες υπηρεσίες: Υπάρχει κίνδυνος
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏÈÛÙÈο ➞
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏ›˙ˆ πονετικός: Η ~ μάνα εγκατέλειψε το παιδί να μην απορροφηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύ-
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏÈÛÙÈÎfi˜ ➞ της. άπονα (επίρρ.). απονιά η. λια. απορρόφηση η. απορροφητικός -ή -ό.
·ÔÚÔÛ·Ó·ÙÔÏ›˙ˆ
·ÔÚ›·1 ➞ ¿ÔÚÔ˜ αποξενώνω -ομαι: (μτβ.) απομακρύνω κπ από απορροφητικά (επίρρ.). απορροφητικότητα η.
·ÔÚ›·2 ➞ ·ÔÚÒ κτ οικείο, αγαπημένο: Ο κακός του χαρακτή- απορία2 η: ❶ έκπληξη, αμηχανία που νιώθουμε
¿ÔÚÔ˜
·ÔÚÚ¤ˆ ρας τον έχει αποξενώσει από φίλους και γνω- για κτ που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε: Κοι-
·fiÚÚËÙÔ ➞ ·fiÚÚËÙÔ˜
·fiÚÚËÙÔ˜
στούς. αποξένωση η. ταχτήκαμε με ~ όταν μας είπε ότι θα φύγει. ❷
·ÔÚÚ›ÌÌ·Ù· ➞ ·ÔÚÚ›Ùˆ απόπειρα η: πράξη που επιχειρεί κπ, προσπά- αδυναμία κατανόησης έννοιας, ζητήματος
·ÔÚÚÈÙÈο ➞ ·ÔÚÚ›Ùˆ
·ÔÚÚÈÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÚÚ›Ùˆ
θεια χωρίς το επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ λη- κτλ. και η διατύπωσή της με ερώτηση: Είχα
·ÔÚÚ›Ùˆ στείας / δολοφονίας / αυτοκτονίας / συμβιβα- πολλές ~ μετά το μάθημα. απορώ • μππ. απο-
·fiÚÚÈ„Ë ➞ ·ÔÚÚ›Ùˆ
·fiÚÚÔÈ· ➞ ·ÔÚÚ¤ˆ
σμού. αποπειρώμαι: [επίσ.] (μτβ.) Αποπειρά- ρημένος: (αμτβ.) νιώθω απορία (σημ. 1): ~
·ÔÚÚfiÊËÛË ➞ ·ÔÚÚÔÊÒ θηκε να μας ληστέψει. πώς τα βγάζεις πέρα με τόσα χρέη που έχεις.
·ÔÚÚÔÊËÙÈο ➞ ·ÔÚÚÔÊÒ
·ÔÚÚÔÊËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÚ- αποπροσανατολίζω -ομαι: (μτβ.) κάνω κπ να αποσπώ -ώμαι: (μτβ.) ❶ αποχωρίζω ένα κομμά-
ÚÔÊÒ χάσει τον προσανατολισμό του ή (μτφ.) να τι από το σύνολο στο οποίο ανήκει: Η ανεμο-
·ÔÚÚÔÊËÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÔÚ-
ÚÔÊÒ αλλάξει συμπεριφορά, στάση κτλ.: Τέτοιες θύελλα απέσπασε τις στέγες πολλών σπιτιών.
·ÔÚÚÔÊÒ εκπομπές μάς ~ από τα πραγματικά προ- = αποκολλώ. ❷ αφαιρώ από κπ κτ με τρόπο
·ÔÚÒ
·fiÛ·ÛË ➞ ·ÔÛÒ βλήματα. αποπροσανατολισμός ο. αποπρο- βίαιο ή επιδέξιο: Ο ληστής τής απέσπασε την
·fiÛ·ÛÌ· ➞ ·ÔÛÒ σανατολιστικός -ή -ό. αποπροσανατολιστι- τσάντα. = αρπάζω. ❸ μετακινώ υπάλληλο από
·ÔÛ·ÛÌ·ÙÈο ➞ ·ÔÛÒ
·ÔÛ·ÛÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÛÒ κά (επίρρ.). την οργανική του θέση και τον τοποθετώ προ-
·ÔÛÒ άπορος -η -ο: [επίσ.] αυτός που δεν έχει οικο- σωρινά σε άλλη: Η φιλόλογός μας είναι απο-
·fiÛÙ·ÛË
νομικούς πόρους = φτωχός ≠ εύπορος, σπασμένη στο σχολείο μας. ❹ κερδίζω σε δια-
πλούσιος: ~ οικογένεια. απορία1 η: [επίσ.] έλ- γωνισμό: Το ελληνικό τραγούδι απέσπασε το
λειψη οικονομικών πόρων = φτώχεια ≠ ευ- πρώτο βραβείο. ❺ (μτφ.) απομακρύνω κπ από
πορία: Για να τρώτε στη φοιτητική λέσχη, κάποια δραστηριότητα: Κλείσε την τηλεόρα-
πρέπει να φέρετε χαρτί απορίας. ση, με ~ από το διάβασμα! απόσπαση η. από-
απορρέω • μόνο ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) προέρχο- σπασμα το: ❶ αποκομμένο τμήμα συνόλου:
μαι, πηγάζω από κτ άλλο: Το δικαίωμα της Από μερικά αρχαία κείμενα σώθηκαν μόνο
ελευθερίας του λόγου απορρέει από το Σύ- αποσπάσματα. ❷ ΣΤΡΑΤ τμήμα στρατού ή αστυ-
νταγμα. απόρροια η: φυσική συνέπεια ή επα- νομίας που εκτελεί υπηρεσία: εκτελεστικό ~.
κόλουθο, αποτέλεσμα κπ αιτίου: ~ της κα- αποσπασματικός -ή -ό: αυτός που δεν είναι
κής διατροφής είναι η εμφάνιση προβλημά- ολοκληρωμένος, ενιαίος, αλλά σε αποσπά-
των υγείας. σματα: ~ λόγος. αποσπασματικά (επίρρ.).
απόρρητος -η -ο: αυτός που πρέπει να μείνει απόσταση η: ❶ διάστημα που μεσολαβεί ανά-
μυστικός: ~ έγγραφα / τηλέφωνο / στοιχεία. μεσα σε δύο τοπικά ή χρονικά σημεία: Πρέ-
απόρρητο το: πληροφορία ή στοιχείο το πει να κρατάμε ~ ασφαλείας από το όχημα
οποίο πρέπει να μένει μυστικό: κρατικό/προ- που προπορεύεται. ❷ (μτφ.) διαφορά ανάμε-
σωπικό / επαγγελματικό / ιατρικό ~. σα σε πρόσωπα, πράγματα ή καταστάσεις ως

54
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·55

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αποστέλλω
απόφαση
προς την αξία, την ποιότητα: Από το θάρρος ή την κατάβαση = απόκρημνος: ~ βράχος /
ως το θράσος υπάρχει μεγάλη ~. ακτή/μονοπάτι. ❷ αυτός που είναι ξαφνικός, ·ÔÛÙ¤Ïψ
·ÔÛÙÔϤ·˜ ➞ ·ÔÛÙ¤Ïψ
αποστέλλω -ομαι • αόρ. απέστειλα, παθ. αόρ. απρόσμενος: ~ μεταβολή του καιρού. ❸ αυτός ·ÔÛÙÔÏ‹ ➞ ·ÔÛÙ¤Ïψ
αποστάλθηκα & [επίσ.] απεστάλην, μππ. απε- που γίνεται με ορμή και δύναμη: ~ φρενάρι- ·ÔÛ‡Ó‰ÂÛË
·ÔÛ˘Ó‰¤ˆ ➞ ·ÔÛ‡Ó‰ÂÛË
σταλμένος: [επίσ.] (μτβ.) στέλνω κπ ή κτ σε συ- σμα / κινήσεις. ❹ αυτός που συμπεριφέρεται ·ÔÛ‡ÓıÂÛË ➞ ·ÔÛ‡ÓıÂÛË
γκεκριμένο τόπο για συγκεκριμένο σκοπό: Η ή γίνεται με αγένεια: Μου μίλησε με ~ ύφος. ·ÔÛ‡ÓıÂÛË
·ÔÛ˘ÓÙ›ıÂÌ·È ➞ ·ÔÛ‡Ó-
κυβέρνηση απέστειλε ανθρωπιστική βοήθεια απότομα (επίρρ.). ıÂÛË
στους σεισμοπαθείς. αποστολή η. αποστολέας αποτρέπω • αόρ. απέτρεψα, παθ. αόρ. αποτρά- ·fiÛ˘ÚÛË ➞ ·ÔÛ‡Úˆ
·ÔÛ‡Úˆ
ο ≠ αποδέκτης, παραλήπτης. πηκα: (μτβ.) ❶ εμποδίζω να συμβεί κτ, συνή- ·ÔÙ·Ì›Â˘ÛË ➞ ·ÔÙ·Ìȇˆ
αποσύνδεση η: ❶ αποχωρισμός συνδεδεμένων θως κακό ή δυσάρεστο: Η απόπειρα δολοφο- ·ÔÙ·ÌÈ¢ÙÈο ➞ ·ÔÙ·-
Ìȇˆ
στοιχείων: ~ καλωδίων / σωλήνων. ❷ (μτφ.) νίας του πρωθυπουργού αποτράπηκε την τε- ·ÔÙ·ÌÈ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÙ·-
διακοπή της συσχέτισης ενός γεγονότος ή λευταία στιγμή. ❷ πείθω κπ να μην κάνει κτ Ìȇˆ
·ÔÙ·Ìȇˆ
μιας κατάστασης με κπ άλλη: Ζήτησε την ~ ≠ προτρέπω: Ήθελε να αγοράσει μηχανή, αλ- ·ÔÙÂÏÂÈÒÓˆ ➞ ·Ô-
του ονόματός του από την υπόθεση. αποσυν- λά οι γονείς του τον απέτρεψαν. αποτροπή η. ·ÔÙ¤ÏÂÛÌ·
·ÔÙÂÏÂÛÌ·ÙÈο ➞ ·ÔÙ¤-
δέω -ομαι. αποτρεπτικός -ή -ό: αυτός που μπορεί να ÏÂÛÌ·
αποσύνθεση η: ❶ το αρχικό στάδιο της σήψης: αποτρέψει κτ ≠ προτρεπτικός: ~ μέτρα. απο- ·ÔÙÂÏÂÛÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÙ¤-
ÏÂÛÌ·
Βρέθηκαν κρέατα σε ~. ❷ (μτφ.) διάλυση της τρεπτικά (επίρρ.). ·ÔÙÂÏÂÛÌ·ÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·Ô-
συνοχής ενός συνόλου: Ο σύγχρονος τρόπος αποτρόπαιος -η -ο: αυτός που προκαλεί απέ- Ù¤ÏÂÛÌ·
·ÔÙÂÏÒ
ζωής οδήγησε στην ~ της πατριαρχικής οικογέ- χθεια, φρίκη, αποστροφή: Το ~ θέαμα της δο- ·fiÙÔÌ· ➞ ·fiÙÔÌÔ˜
νειας. αποσυνθέτω -συντίθεμαι.  σχ. θέτω. λοφονημένης γυναίκας συγκλόνισε την κοινή ·fiÙÔÌÔ˜
·ÔÙÚÂÙÈο ➞ ·ÔÙÚ¤ˆ
αποσύρω -ομαι: (μτβ.) ❶ παίρνω πίσω κτ που γνώμη. αποτρόπαια (επίρρ.). ·ÔÙÚÂÙÈÎfi˜ ➞ ·ÔÙÚ¤ˆ
·ÔÙÚ¤ˆ
έχω αφήσει, έχω εμπιστευτεί κτλ. κάπου: ~ τα αποτυπώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ σχηματίζω τη μορ- ·ÔÙÚ›¯ˆÛË ➞ ·Ô-
χρήματά μου / την εμπιστοσύνη μου. ❷ στα- φή ενός αντικειμένου σε μια επιφάνεια, πιέ- ·ÔÙÚfi·È· ➞ ·ÔÙÚfi·ÈÔ˜
·ÔÙÚfi·ÈÔ˜
ματώ την κυκλοφορία προϊόντος: Αποσύρ- ζοντάς το επάνω σ’ αυτή: Πατούσε με δύνα- ·ÔÙÚÔ‹ ➞ ·ÔÙÚ¤ˆ
θηκαν από την αγορά μεγάλες ποσότητες ακα- μη τα πέλματά του πάνω στην άμμο, για να ·ÔÙ˘ÒÓˆ
·ÔÙ‡ˆÛË ➞ ·ÔÙ˘ÒÓˆ
τάλληλων αλλαντικών. ❸ παθ. εγκαταλείπω αποτυπωθούν τα ίχνη του. ❷ (μτφ.) εκφράζω ·Ô˘Û›· ➞ ·Ô˘ÛÈ¿˙ˆ
δραστηριότητα = παραιτούμαι: Αποσύρθηκε κτ ζωηρά και παραστατικά: Στα έργα του ~ ·Ô˘ÛÈ¿˙ˆ
·fiÊ·ÛË
από την ενεργό πολιτική. απόσυρση η. το άγχος της εποχής μας. ❸ παθ. (μτφ.) μένω ·ÔÊ·Û›˙ˆ ➞ ·fiÊ·ÛË
αποταμιεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ❶ στη μνήμη κάποιου πολύ ζωηρά: Οι εικόνες ·ÔÊ·ÛÈÛÙÈο ➞ ·fiÊ·ÛË
·ÔÊ·ÛÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·fiÊ·ÛË
μαζεύω και φυλάω χρήματα, συνήθως στην της καταστροφής αποτυπώθηκαν στη μνήμη ·ÔÊ·ÛÈÛÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·fi-
τράπεζα: Από τον μισθό του αποταμιεύει κά- του. = χαράζω. αποτύπωση η. Ê·ÛË
θε μήνα ένα ποσό. ❷ αποθηκεύω το πλεόνα- απουσιάζω: (αμτβ.) ❶ (για πρόσ.) δε βρίσκομαι
σμα αγαθού για μελλοντική χρήση: ~ ηλε- εκεί όπου έπρεπε να βρίσκομαι = λείπω: Θα
κτρική ενέργεια. αποταμίευση η. αποταμιευ- απουσιάσω δύο μέρες από τη δουλειά. ❷ (για
τικός -ή -ό. αποταμιευτικά (επίρρ.). πράγμα, ενέργεια κτλ.) δεν υπάρχω: Από τα
αποτέλεσμα το: ❶ οτιδήποτε προκύπτει από ποιήματά του ~ το λυρικό στοιχείο. απουσία η.
μια ενέργεια, διαδικασία ή κατάσταση = απών -ούσα -όν ≠ παρών.
απόρροια, επακόλουθο: Η υψηλή βαθμολογία απόφαση η: ❶ γνώμη, άποψη, κρίση στην οποία
μου ήταν ~ μεγάλης προσπάθειας. ❷ πληθ. τε- καταλήγει κπ μετά από σκέψη, συζήτηση, δια-
λική απόφαση για όσους πέτυχαν ή απέτυχαν βούλευση κτλ.: Τελικά, πήρα την ~ να δώσω
σε μια εξέταση ή σε διαγωνισμό, καθώς και εξετάσεις. αθωωτική / καταδικαστική ~ δικα-
(συνεκδ.) ο κατάλογος με τα ονόματά τους: στηρίου.❷ επίσημη διαταγή κρατικού οργά-
Βγήκαν τα ~ των εξετάσεων; αποτελεσματι- νου με ισχύ νόμου: υπουργική ~.  σχ. κα-
κός -ή -ό. αποτελεσματικά (επίρρ.). αποτελε- τάφαση. αποφασίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ παίρνω
σματικότητα η. απόφαση. ❷ μππ. αυτός που έχει αποφασίσει
αποτελώ -ούμαι: (αμτβ.) ❶ είμαι μέλος ή μέρος κτ και δεν αλλάζει γνώμη: Είμαι αποφασι-
ενός συνόλου = απαρτίζω: Το συμβούλιό μας σμένος να πάω ταξίδι, ό,τι κι αν πεις. απο-
το ~ δεκαπέντε μέλη. ❷ λαμβάνομαι ως = θε- φασιστικός -ή -ό: ❶ (για πρόσ.) αυτός που
ωρούμαι, είμαι: Το χιούμορ ~ πολλές φορές παίρνει γρήγορα αποφάσεις και μένει σταθε-
ένδειξη εξυπνάδας. ρός σ’ αυτές = τολμηρός ≠ αναποφάσιστος,
απότομος -η -ο: ❶ (για τόπο) αυτός που έχει με- επιφυλακτικός. ❷ (για πράξεις και ενέργειες)
γάλη κλίση, κάνοντας δύσκολη την ανάβαση αυτός που είναι εξαιρετικά κρίσιμος και κα-

55
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·56

A
αποφεύγω
απωθώ
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

θορίζει μια έκβαση: Η τελευταία μάχη ήταν ~ άπρακτος & άπραχτος -η -ο: αυτός που δεν πέ-
·ÔʇÁˆ για την έκβαση του πολέμου. = καθοριστικός τυχε κτ που επιδίωκε: Πήγε στην τράπεζα να
·ÔÊÔÈÙÒ ➞ ·Ô-
·ÔÊ˘Á‹ ➞ ·ÔʇÁˆ ≠ επουσιώδης. αποφασιστικά (επίρρ.). απο- πάρει δάνειο, αλλά γύρισε ~.
·Ô¯·ÈÚÂÙÈÛÌfi˜ ➞ ·Ô¯·È-
ÚÂÙÒ
·Ô¯·ÈÚÂÙÈÛÙ‹ÚÈÔ˜ ➞ ·Ô-
φασιστικότητα η.
αποφεύγω -ομαι • αόρ. απέφυγα & [σπάν.] από-
 Από το άπρακτος (αυτός που προσπάθησε, αλλά
¯·ÈÚÂÙÒ φυγα, παθ. αόρ. αποφεύχθηκα: (μτβ.) ❶ προ- δεν πέτυχε τον σκοπό του) διαφέρουν σημασιολο-
·Ô¯·ÈÚÂÙÒ
·Ô¯‹ ➞ ·¤¯ˆ2 σπαθώ να μένω όσο το δυνατό πιο μακριά γικά το απράγμων (αυτός που αδρανεί και δεν κά-
·fi¯ÚˆÛË από κπ ή κτ: ~ τον δάσκαλό της, γιατί δεν έχει νει τίποτε) και το άπραγος (αυτός που δεν έχει πεί-
·Ô¯ÙÒ ➞ ·ÔÎÙÒ
·Ô¯ÒÚËÛË ➞ ·Ô¯ˆÚÒ διαβάσει. ❷ προσπαθώ να μην κάνω ή να μην ρα στη ζωή).
·Ô¯ˆÚ›˙ˆ πω κτ που θεωρώ δυσάρεστο ή λανθασμένο ≠
·Ô¯ˆÚÈÛÌfi˜ ➞ ·Ô¯ˆÚ›˙ˆ
·Ô¯ˆÚÒ επιδιώκω: Στη διατροφή μου ~ τα λιπαρά. ~ απρεπής -ής -ές: αυτός που δεν ακολουθεί τους
·fi„Â την παρέα μαζί του. ❸ ξεφεύγω από επικίν- κανόνες καλής συμπεριφοράς = ανάρμοστος,
¿Ô„Ë
·Ô„ÈÓfi˜ ➞ ·fi„ δυνη ή ανεπιθύμητη κατάσταση: Με την επέμ- άπρεπος: Ο μαθητής πήρε αποβολή για την ~
·Ú¿ÁÌˆÓ ➞ Û¯. ¿Ú·ÎÙÔ˜ βαση της Πυροσβεστικής αποφεύχθηκε η εξά- συμπεριφορά του.  σχ. αγενής. άπρεπος -η
¿Ú·ÁÔ˜ ➞ Û¯. ¿Ú·ÎÙÔ˜
¿Ú·ÎÙÔ˜ πλωση της πυρκαγιάς. αποφυγή η. -ο. απρεπώς & άπρεπα (επίρρ.). απρέπεια η.
¿Ú·¯ÙÔ˜ ➞ ¿Ú·ÎÙÔ˜ αποχαιρετώ: (μτβ.) ❶ χαιρετώ κπ που αποχω- απρόοπτος -η -ο: αυτός που συμβαίνει χωρίς να
¿ÚÂ· ➞ ·ÚÂ‹˜
·Ú¤ÂÈ· ➞ ·ÚÂ‹˜ ρίζομαι: Αποχαιρέτησε τον γιο της με δάκρυα τον περιμένουμε = ξαφνικός, απροσδόκητος
·ÚÂ‹˜ στα μάτια. ❷ (μτφ.) εγκαταλείπω κτ οριστι- ≠ αναμενόμενος: Οι ~ εξελίξεις άλλαξαν τα
¿ÚÂÔ˜ ➞ ·ÚÂ‹˜
·ÚÂÒ˜ ➞ ·ÚÂ‹˜ κά: Μετά τον σοβαρό του τραυματισμό, ο πο- σχέδιά μας. απρόοπτο το: γεγονός που δεν
·Úfi‚ÏÂÙÔ˜ ➞ ·- δοσφαιριστής αποχαιρέτησε τα γήπεδα. απο- περιμέναμε να συμβεί: Η ζωή μας είναι γε-
·ÚfiÔÙ· ➞ ·ÚfiÔÙÔ˜
·ÚfiÔÙÔ ➞ ·ÚfiÔÙÔ˜ χαιρετισμός ο: το να αποχαιρετά κανείς κπ: μάτη ~. απρόοπτα (επίρρ.).
·ÚfiÔÙÔ˜
·ÚÔÛ‰fiÎËÙÔ˜ ➞ ·-
τελευταίος/στερνός ~. αποχαιρετιστήριος -α απρόσωπος -η -ο: αυτός που δεν έχει ιδιαίτερα
·ÚfiÛÂÎÙ· ➞ ·- -ο: αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό: ~ χαρακτηριστικά, που είναι όμοιος με πολ-
·ÚfiÛÂÎÙÔ˜ ➞ ·-
·ÚÔÛÂÍ›· ➞ ·-
γιορτή / εκδήλωση / δείπνο / γράμμα. λούς άλλους ≠ προσωπικός: Οι σχέσεις των
·ÚfiÛ¯ٷ ➞ ·- απόχρωση η: παραλλαγή βασικού χρώματος: ανθρώπων στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις εί-
·ÚfiÛ¯ÙÔ˜ ➞ ·-
Φοράει κάλτσες στην ίδια ~ με το πουκάμισο. ναι ~. απρόσωπα (επίρρ.).


·ÚfiÛˆ· ➞ ·ÚfiÛˆÔ˜
·ÚfiÛˆÔ˜ άπταιστος -η -ο: (για γλώσσα) αυτή που κπ τη
·Ù¿ ➞ ·Ê‹1
¿Ù·ÈÛÙ· ➞ ¿Ù·ÈÛÙÔ˜ Από το ΑΕ àfi + χρώννυμι «χρωματίζω». Από την μιλά ή τη γράφει τέλεια, χωρίς λάθη = τέλει-
¿Ù·ÈÛÙÔ˜ ίδια ρίζα προέρχονται και τα χρώμα, χρωστικός κτλ. ος, αλάνθαστος: Οι Γερμανοί μας απάντησαν
·Ù·›ÛÙˆ˜ ➞ ¿Ù·ÈÛÙÔ˜
·ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ê‹1 σε ~ ελληνική. άπταιστα & απταίστως
¿ÙÔÌ·È ➞ ·Ê‹1 αποχωρίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ χωρίζω στενά συνδε- (επίρρ.).


·Ùfi˜ ➞ ·Ê‹1
¿ˆ δεμένα πράγματα: = ξεχωρίζω ≠ ενώνω. Ομάδα
·ˆıË̤ÓÔ ➞ ·ˆıÒ γιατρών αποχώρισε τα σιαμαία αδερφάκια. ❷ Από το ΑΕ ôÙ·ÈÛÙÔ˜ (στερητ. à + πταίω «φταίω»).
·ÒıËÛË ➞ ·ˆıÒ
·ˆıËÙÈο ➞ ·ˆıÒ παθ. φεύγω μακριά από κπ ή κτ, με το(ν) οποίο
·ˆıËÙÈÎfi˜ ➞ ·ˆıÒ συνδέομαι στενά: Αποχωρίστηκε με δάκρυα στα άπω (επίθ.) • άκλ., απώτερος, απώτατος: [επίσ.]
·ˆıÒ
μάτια τους δικούς του. αποχωρισμός ο. αυτός που βρίσκεται μακριά ≠ εγγύς: απώτερο
αποχωρώ: (αμτβ.) φεύγω από κάπου ή από κπ θέ- μέλλον. Απώτερος / απώτατος στόχος μας εί-
ση, υπηρεσία κτλ.: Οι βουλευτές του ΚΚΕ απο- ναι η επέκταση της εταιρείας στο εξωτερικό.
χώρησαν από τη συνεδρίαση. Αποχώρησε από Άπω Ανατολή: περιοχή της Ανατολικής Ασίας,
την ενεργό πολιτική δράση. αποχώρηση η. σε αντιδιαστολή προς την Εγγύς Ανατολή. 
απόψε (επίρρ.): ❶ σήμερα το βράδυ: Πού θα πά- σχ. άνω.
με ~; ❷ το βράδυ που μόλις πέρασε: Σε είδα απωθώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ α. αναγκάζω τον επιτι-
στον ύπνο μου ~. αποψινός -ή -ό. θέμενο να σταματήσει ή να υποχωρήσει =
άποψη η: ❶ ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβά- αποκρούω. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των
νεται κανείς ένα ζήτημα ή μια κατάσταση = συνόρων απώθησαν τους εισβολείς. β. απο-
γνώμη: Η ~ μου είναι ότι πρέπει να φύγεις μακρύνω κπ με τη βία, με σπρωξιές: Η αστυ-
από την ομάδα. ❷ θέα ενός τόπου από ορι- νομία απώθησε τους διαδηλωτές σε απόστα-
σμένη οπτική γωνία (συνήθως από ψηλά): ~ ση χιλίων μέτρων από τη Βουλή. ❷ (μτφ.)
της Ακρόπολης από τον Λυκαβηττό. προκαλώ έντονα αρνητικά συναισθήματα σε

 Από την ΑΕ λ. ôԄȘ (àfi + ù„Ș), που ανάγεται


κπ ≠ ελκύω: Η ειρωνική στάση του με ~. απω-
θημένο το: επιθυμίες ή σκέψεις που έχει με-
σε ρίζα του ù„ÔÌ·È (μέλλ. του ρ. ïÚ¿ˆ -á). ταφέρει κπ στο ασυνείδητό του, τις έχει απο-

56
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·57

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


απώλεια
αριθμός
μακρύνει από τη συνείδησή του. απώθηση η: τάσταση = ακατέργαστος: ~ πετρέλαιο. αργά
❶ βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση. ❷ (μτφ.) (επίρρ.): ❶ με αργό, βραδύ ρυθμό = σιγά: Περ- ·ÒÏÂÈ·
·ÒÓ ➞ ·Ô˘ÛÈ¿˙ˆ
πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι πάτα πιο ~, δε σε φτάνω! ❷ ύστερα από ορι- ·ÒÙ·ÙÔ˜ ➞ ¿ˆ
σε κπ ή κτ = αποστροφή, απέχθεια. απωθητι- σμένο χρονικό σημείο που θεωρείται κανονι- ·ÒÙÂÚÔ˜ ➞ ¿ˆ
¿Ú·
κός -ή -ό. απωθητικά (επίρρ.). κό, συνηθισμένο ≠ νωρίς: Φτάσαμε ~ και το ·Ú·‚ÔÛÈ٤ϷÈÔ ➞ Û¯. ¤Ï·ÈÔ
απώλεια η: ❶ στέρηση υλικού ή πνευματικού χάσαμε το τρένο! Γιατί γύρισες τόσο ~ το βρά- ·Ú¿˙ˆ
·Ú·È¿ ➞ ·Ú·Èfi˜
αγαθού: Η έλλειψη οργάνωσης είχε ως συνέ- δυ; αργώ2: ❶ (μτβ.) χρειάζομαι περισσότερο ·Ú·Èfi˜
πεια την ~ κοινοτικών κονδυλίων. ❷ θάνα- χρόνο από τον κανονικό ή τον συνηθισμένο ·Ú·›ˆÌ· ➞ ·Ú·Èfi˜
·Ú·ÈÒÓˆ ➞ ·Ú·Èfi˜
τος, κυρίως σε τυποποιημένες φράσεις: Συλ- κάνοντας κτ ή μέχρι να κάνω ή να συμβεί κτ: ·Ú·›ˆÛË ➞ ·Ú·Èfi˜
λυπητήρια για την ~ του πατέρα σας! ❸ πληθ. Αργεί πολύ να φάει - θέλει μια ώρα για ένα ·Ú·¯Ù¿ ➞ ·Ú¿˙ˆ
·Ú·¯Ùfi˜ ➞ ·Ú¿˙ˆ
ό,τι χάνεται, συνολικά, σε αγώνα, προσπά- γιαούρτι! = καθυστερώ. Άργησα να καταλάβω ·ÚÁ¿ ➞ ·ÚÁfi˜
θεια ή δραστηριότητα: Ο πόλεμος στο Ιράκ εί- τους πονηρούς σκοπούς τους. ❷ (μτβ.) κάνω ·ÚÁ›·
·ÚÁÔÔÚ›· ➞ ·ÚÁÔÔÚÒ
χε τεράστιες ~ και για τις δύο πλευρές. κπ να αργήσει = καθυστερώ: Mας άργησε ο ·ÚÁÔÔÚÒ

 Από το ΑΕ àfi + ùÏÏ˘ÌÈ (-ύω) «καταστρέφω».


γιατρός με τη φλυαρία του. ❸ (αμτβ.) απέχω
από κπ χρονικό σημείο: Οι διακοπές των Χρι-
·ÚÁfi˜
·ÚÁÒ1 ➞ ·ÚÁ›·
·ÚÁÒ ➞ ·ÚÁfi˜
2
·ÚÂÙ‹
στουγέννων ~ ακόμα. ¿ÚıÚÔ
άρα (σύνδ.): δηλώνει συμπέρασμα γεγονότος, αρετή η: ❶ η τάση του ανθρώπου προς την ηθι- ·ÚıÚÒÓˆ
ενέργειας κτλ. = συνεπώς, επομένως, ώστε: Εί- κή τελειότητα, έτσι όπως αυτή ορίζεται από ¿ÚıÚˆÛË ➞ ·ÚıÚÒÓˆ
·ÚıÚˆÙ¿ ➞ ·ÚıÚÒÓˆ
ναι έξυπνος και διαβάζει πολύ, ~, έχει πολλές τους εκάστοτε ηθικούς κανόνες. Η ~ και το ·ÚıÚˆÙfi˜ ➞ ·ÚıÚÒÓˆ
πιθανότητες να περάσει στο Πανεπιστήμιο. ήθος του τον έκαναν να ξεχωρίσει. ❷ προτέ- ·Ú›ıÌËÛË ➞ ·ÚÈıÌfi˜
·ÚÈıÌËÙÈο ➞ ·ÚÈıÌfi˜
αράζω: ❶ (αμτβ. & μτβ.) οδηγώ πλεούμενο για ρημα, χάρισμα που διαθέτει κπ ή κτ: Αυτό το ·ÚÈıÌËÙÈ΋ ➞ ·ÚÈıÌfi˜
·ÚÈıÌËÙÈÎfi ➞ ·ÚÈıÌfi˜
να αγκυροβολήσει ή αγκυροβολώ σε μέρος κα- παιδί είναι προικισμένο με πολλές ~. ·ÚÈıÌËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÚÈıÌfi˜
τάλληλο κοντά στη στεριά = δένω. ❷ [οικ.] άρθρο το: ❶ κείμενο με ορισμένο θέμα σε εφημε-
(μτφ., αμτβ.) α. εγκαθίσταμαι κάπου περισσό- ρίδα ή περιοδικό. ❷ ενότητα επίσημου κειμέ-
τερο ή λιγότερο μόνιμα: Όλο το καλοκαίρι θα νου: ~ 14, παράγραφος 3 του νόμου. ❸ ΓΛΩΣΣ
αράξω στο χωριό μου να ξεκουραστώ. β. κά- κλιτή λέξη που μπαίνει μπροστά από τα ονό-
θομαι ή ξαπλώνω αναπαυτικά: Θα αράξω στο ματα: οριστικό / αόριστο ~.
κρεβάτι. αραχτός -ή -ό. αραχτά (επίρρ.). αρθρώνω: (μτβ.) ❶ προφέρω, συνδέω φθόγγους
αραιός -ή -ό: ≠ πυκνός ❶ αυτός που δεν έχει πυ- σχηματίζοντας λέξεις: Το μωρό άρθρωσε τις
κνότητα στη σύστασή του: ~ νεφώσεις. ❷ αυ- πρώτες του κουβεντούλες. ❷ (μτφ.) εκφράζω,
τός που είναι μικρός σε ποσότητα ή συχνότη- διατυπώνω: Είναι ένας από τους λίγους πο-
τα: ~ συναντήσεις. αραιά (επίρρ.). αραιώνω: λιτικούς που ~ πολιτικό λόγο. άρθρωση η: ❶
(μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ αραιό ή γίνομαι αραι- το να αρθρώνει κπ κτ: Έχει πρόβλημα στην ~
ός. αραίωση η & αραίωμα το. μερικών φθόγγων. ❷ ΑΝΑΤ το σημείο που συν-
αργία: χρόνος κατά τον οποίο διακόπτεται η ερ- δέει δύο ή περισσότερα οστά του σώματος =
γασία, κυρίως εξαιτίας γιορτής ή σημαντικού κλείδωση: οι αρθρώσεις των ποδιών / των χε-
γεγονότος: Η γιορτή των Τριών Ιεραρχών εί- ριών. αρθρωτός -ή -ό: αυτός που αποτελείται
ναι ~ για τα σχολεία. αργώ1: (αμτβ.) δεν εργά- από μέρη που συνδέονται με αρθρώσεις ή κι-
ζομαι, έχω αργία: Τις Δευτέρες τα θέατρα ~. νητά στοιχεία συνδεδεμένα μεταξύ τους: ~
αργοπορώ: ❶ (αμτβ.) καθυστερώ να κάνω κτ: κατασκευή / λεωφορεία. αρθρωτά (επίρρ.).
Έχασε το λεωφορείο και πήγε αργοπορημέ- αριθμός ο: ❶ σύμβολο ή λέξη που χρησιμοποι-
νος στη δουλειά. ❷ (μτβ.) κάνω κπ να καθυ- είται για τη μέτρηση πραγμάτων ή σε μαθη-
στερήσει: Μου έπιασε την κουβέντα και με αρ- ματικούς υπολογισμούς: Σκέψου έναν ~ μι-
γοπόρησε. αργοπορία η. κρότερο του τρία. Να χωρίσεις τα κεφάλαια
αργός -ή -ό: ❶ αυτός που ενεργεί, κινείται, ανα- της εργασίας με λατινικούς ~. = ψηφίο. ❷
πτύσσεται ή εξελίσσεται σε χρόνο μεγαλύτερο πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: O ~ των
από τον κανονικό ή τον συνηθισμένο, χωρίς υποψηφίων στις εξετάσεις μειώθηκε. ❸ μο-
βιασύνη = [επίσ.] βραδύς ≠ ταχύς, γρήγορος: ναδικό σύνολο αριθμών που διακρίνει ένα
Αυτός ο υπάλληλος είναι πολύ ~, κάνει μία αντικείμενο από άλλα ομοειδή: ~ δελτίου
ώρα να μας εξυπηρετήσει. = αργοκίνητος ≠ ταυτότητας / αυτοκινήτου / τηλεφώνου. ❹
σβέλτος. Θα δούμε τη φάση του πέναλτι σε ~ ΓΛΩΣΣ γραμματική κατηγορία των κλιτών λέ-
κίνηση. ❷ αυτός που είναι στη φυσική του κα- ξεων που δηλώνει το πλήθος των προσώπων

57
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·58

A
αριστερός
αρνούμαι
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

ή πραγμάτων που προσδιορίζουν: ενικός / με επιδοκιμασία, θαυμασμό: ~! Φεύγω διακο-


·ÚÈıÌfi˜ πληθυντικός ~. αριθμώ: (μτβ.) ❶ χαρακτηρί- πές! αριστουργηματικός -ή -ό. αριστουργημα-
·ÚÈıÌÒ ➞ ·ÚÈıÌfi˜


·ÚÈÛÙÂÚ¿ ➞ ·ÚÈÛÙÂÚfi˜ ζω κτ με έναν αριθμό: Αριθμήστε τις σελίδες τικά (επίρρ.). αριστουργηματικότητα η.
∞ÚÈÛÙÂÚ¿ ➞ ·ÚÈÛÙÂÚfi˜ της εργασίας σας, πριν την παραδώσετε. ❷
·ÚÈÛÙÂÚ‹ ➞ ·ÚÈÛÙÂÚfi˜
·ÚÈÛÙÂÚfi˜ περιλαμβάνω: Ο σύλλογός μας ~ δυο χιλιά- Η μσν. σύνθετη λέξη àÚÈÛÙÔ‡ÚÁËÌ· σχηματίστηκε
·ÚÈÛÙÔÎÚ¿Ù˘ δες μέλη. αρίθμηση η: το να αριθμεί κπ κτ από το ôÚÈÛÙ(Ô˜) + -ούργημα < öÚÁÔÓ.
·ÚÈÛÙÔÎÚ·Ù›· ➞ ·ÚÈÛÙÔ-
ÎÚ¿Ù˘ (σημ. 1). αριθμητικός -ή -ό: ❶ αυτός που ανα-
·ÚÈÛÙÔÎÚ·ÙÈο ➞ ·ÚÈÛÙÔ- φέρεται σε αριθμούς. ❷ αυτός που αναφέρε- αρκετός -ή -ό: ❶ αυτός που είναι τόσος όσος
ÎÚ¿Ù˘
·ÚÈÛÙÔÎÚ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÚÈÛÙÔ- ται σε πλήθος ή ποσότητα: ~ υπεροχή. αριθ- χρειάζεται, που φτάνει για κτ = επαρκής ≠
ÎÚ¿Ù˘ μητικά (επίρρ. στη σημ. 2). αριθμητική η: οι ανεπαρκής: Το φαγητό είναι ~, φτάνει για
·ÚÈÛÙÔÎÚ¿ÙÈÛÛ· ➞ ·ÚÈÛÙÔ-
ÎÚ¿Ù˘ τέσσερις αριθμητικές πράξεις (πρόσθεση, όλους. ❷ αυτός που δεν είναι λίγος ποσοτικά
·ÚÈÛÙÔ‡ÚÁËÌ· αφαίρεση, πολλαπλασιασμός και διαίρεση) ή αριθμητικά: Στη συναυλία ήρθε ~ κόσμος. ❸
·ÚÈÛÙÔ˘ÚÁËÌ·ÙÈο ➞ ·ÚÈ-
ÛÙÔ‡ÚÁËÌ· και το αντίστοιχο σχολικό μάθημα. αριθμη- αυτός που είναι πάνω από το συνηθισμένο ή
·ÚÈÛÙÔ˘ÚÁËÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÚÈ- τικό το: ΓΛΩΣΣ λέξη που φανερώνει ορισμένη το επιτρεπτό: Μίλησε με ~ θράσος στον κα-
ÛÙÔ‡ÚÁËÌ·
·ÚÈÛÙÔ˘ÚÁËÌ·ÙÈÎfiÙËÙ· ➞ αριθμητική ποσότητα ή εκφράζει αριθμητικές θηγητή του. αρκετά (επίρρ.). αρκώ -ούμαι •
·ÚÈÛÙÔ‡ÚÁËÌ· έννοιες ή σχέσεις: Οι λέξεις «τρία», «τρίτος» αόρ. άρκεσα, παθ. αόρ. αρκέστηκα: (αμτβ.) ❶
·ÚΛ ➞ ·ÚÎÂÙfi˜
·ÚÎÂÙ¿ ➞ ·ÚÎÂÙfi˜ και «τριπλά» είναι ~. είμαι αρκετός, φτάνω για κτ: ~ η θέληση για
·ÚÎÂÙfi˜ αριστερός -ή -ό: ≠ δεξιός ❶ α. αυτός που βρί- να πετύχεις τους στόχους σου. ❷ παθ. α. μου
·ÚÎÒ ➞ ·ÚÎÂÙfi˜
·ÚÌfi‰ÈÔ˜ σκεται προς το μέρος της καρδιάς: ~ χέρι/πό- είναι αρκετό, είμαι ικανοποιημένος με κτ:
·ÚÌÔ‰ÈfiÙËÙ· ➞ ·ÚÌfi‰ÈÔ˜ δι/μάτι. β. αυτός που βρίσκεται στην αριστε- Αρκείται στον μισθό του και δε ζητά περισ-
·ÚÌÔ‰›ˆ˜ ➞ ·ÚÌfi‰ÈÔ˜
·ÚÌÔÓ›· ρή πλευρά σε σχέση με κπ σημείο αναφοράς: σότερα χρήματα. β. δεν κάνω τίποτα παρα-
·ÚÌÔÓÈο ➞ ·ÚÌÔÓ›·
·ÚÌÔÓÈÎfi˜ ➞ ·ÚÌÔÓ›·
Το μαγαζί βρίσκεται στην ~ πλευρά του δρό- πάνω, πρόσθετο: Ο Διευθυντής αρκέστηκε
·ÚÌÔÓÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÚÌÔÓ›· μου καθώς πηγαίνετε προς την πλατεία. ❷ στην επίπληξη και δεν έδωσε αποβολή στους
·Ú̇ڷ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜
·ÚÌ˘Ú›˙ˆ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜
αυτός που υποστηρίζει σοσιαλιστικές ή κο- μαθητές. αρκεί: απρόσ. είναι αρκετό, φτάνει:
·ÚÌ˘Úfi˜ ➞ ·ÏÌ˘Úfi˜ μουνιστικές ιδέες: ~ κόμματα/ιδεολογία. αρι- Δεν ~ να διαβάζεις πολύ, πρέπει να κρίνεις
¿ÚÓËÛË ➞ ·ÚÓԇ̷È
·ÚÓËÙÈο ➞ ·ÚÓԇ̷È
στερά (επίρρ.) ≠ δεξιά. αριστερός ο, -ή η: ❶ ό,τι διαβάζεις! Μου ~ να είσαι εσύ καλά!
·ÚÓËÙÈÎfi ➞ ·ÚÓÔ‡Ì·È οπαδός της αριστερής ιδεολογίας: Πολλοί ~ αρμόδιος -α -ο: αυτός που μπορεί να γνωμοδο-
·ÚÓËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÚÓԇ̷È
·ÚÓËÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ·ÚÓÔ‡Ì·È εξορίστηκαν κατά τη διάρκεια της δικτατο- τεί, να αποφασίζει ή να ενεργεί για κπ ζήτη-
·ÚÓÈ¤Ì·È ➞ ·ÚÓÔ‡Ì·È ρίας. ❷ πρόσωπο που χρησιμοποιεί το αρι- μα λόγω της θέσης ή ειδικότητάς του ≠ αναρ-
·ÚÓԇ̷È
στερό του χέρι για να γράψει ή για να κάνει μόδιος: Το ζήτημα της καταπάτησης συζητή-
διάφορες δουλειές = αριστερόχειρας. αρι- θηκε στο ~ συμβούλιο. αρμοδίως (επίρρ.). αρ-
στερά & Αριστερά η: το σύνολο των κομμά- μοδιότητα η: δικαιοδοσία ή εξουσία που πη-
των και των οργανώσεων αριστερής ιδεολο- γάζει από δικαιώματα ή καθήκοντα.
γίας = δεξιά: κοινοβουλευτική/εξωκοινοβου- αρμονία η: ❶ η συμμετρική σχέση των μερών
λευτική ~. ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνο-
αριστοκράτης ο, -ισσα η: ❶ πρόσωπο που κα- λο = συμμετρία ≠ ασυμμετρία, δυσαρμονία: H
τάγεται από οικογένεια ευγενών ή πλουσίων. ~ του σύμπαντος προκαλεί τον θαυμασμό των
❷ πρόσωπο που μιμείται τους τρόπους και τη ανθρώπων. ❷ ΜΟΥΣ συμφωνία στη διαδοχή
συμπεριφορά των ευγενών ή των πλουσίων. δύο ή περισσότερων μουσικών φθόγγων, που
Από τότε που παντρεύτηκε πλούσιο άντρα, προκαλεί ευχάριστο ακουστικό αίσθημα:
μας κάνει την ~. αριστοκρατία η: ❶ ΙΣΤ πολί- μουσική ~. ❸ (μτφ.) καλή σχέση μεταξύ αν-
τευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται από τους θρώπων ή ομάδων: Δεν υπήρχε ~ στη σχέση
αρίστους, από μια μειοψηφία ευγενών ≠ δη- τους ≠ δυσαρμονία. αρμονικός -ή -ό. αρμονι-
μοκρατία. ❷ η τάξη των ευγενών: οι αυθαιρε- κά (επίρρ.). αρμονικότητα η.
σίες της ~. ❸ οι εκλεκτοί μιας ομάδας ή κοι- αρνούμαι & [προφ.] αρνιέμαι: (μτβ.) ❶ α. δεν
νωνίας: η ~ του πνεύματος. αριστοκρατικός αποδέχομαι κτ που μου προσφέρεται ή μου
-ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στην προτείνεται = απορρίπτω ≠ δέχομαι: Θα αρ-
αριστοκρατία ή στον αριστοκράτη: ~ κατα- νηθώ ευγενικά την πρόσκλησή τους, γιατί δεν
γωγή / τρόποι. αριστοκρατικά (επίρρ.). έχω χρόνο. β. δε δέχομαι να δώσω, να προ-
αριστούργημα το: ❶ έργο που χαρακτηρίζεται σφέρω κτ που μου ζητά κπ: ~ την ψήφο μου
από τελειότητα: Η τελευταία ταινία του ήταν σε πρόσωπα που εξαπατούν τον λαό. ❷ δε δέ-
πραγματικό ~. ❷ (ως επιφ.) για να εκφράσου- χομαι να κάνω κτ: ~ να συμμετάσχω σε μια

58
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·59

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αρπάζω
αρχάριος
τέτοια απάτη. ❸ εγκαταλείπω, αποκηρύσσω = ριέται: Οι ψευτιές σου με έχουν αρρωστήσει.
απαρνιέμαι: Αρνήθηκε τις ιδέες του, όταν του άρρωστος -η -ο. ·Ú·Á‹ ➞ ·Ú¿˙ˆ
·Ú¿˙ˆ
πρότειναν μια ανώτερη θέση. άρνηση η. αρ- αρσενικός -ή & -ιά -ό: ❶ αυτός που ανήκει ή ·Ú·ÎÙÈο ➞ ·Ú¿˙ˆ
νητικός -ή -ό: ❶ αυτός που περιέχει ή δηλώ- σχετίζεται με το φύλο που δεν μπορεί να γεν- ·Ú·ÎÙÈÎfi ➞ ·Ú¿˙ˆ
·Ú·ÎÙÈÎfi˜ ➞ ·Ú¿˙ˆ
νει άρνηση, διαφωνία: Τήρησε ~ στάση απέ- νήσει: ~ ελέφαντας / αλεπού. ❷ ΓΛΩΣΣ αυτός ·Ú·¯ÙÈο ➞ ·Ú¿˙ˆ
ναντι στις προτάσεις μας. ≠ θετικός. Πήρε ~ που το γραμματικό του γένος είναι αρσενικό: ·Ú·¯ÙÈÎfi˜ ➞ ·Ú¿˙ˆ
¿ÚÚ˘ıÌ· ➞ ·-
απάντηση. ≠ καταφατικός. ❷ αυτός που είναι Τα ~ ονόματα παίρνουν το άρθρο «ο». ·ÚÚ˘ıÌ›· ➞ ·-
δυσάρεστος ή αντίθετος σε σχέση με αυτό που αρτηρία η: ❶ ΑΝΑΤ αγγείο που μεταφέρει το αί- ¿ÚÚ˘ıÌÔ˜ ➞ ·-
·ÚÚˆÛÙ·›Óˆ ➞ ·ÚÚÒÛÙÈ·
επιδιώκεται: Οι αλλαγές αυτές θα έχουν ~ συ- μα από την καρδιά στα διάφορα όργανα του *·ÚÚÒÛÙÂÈ· ➞ ·ÚÚÒÛÙÈ·
νέπειες στους μαθητές. αρνητικά (επίρρ.). αρ- σώματος: στεφανιαία / κοιλιακή / μηριαία ~. ·ÚÚÒÛÙÈ·
¿ÚÚˆÛÙÔ˜ ➞ ·ÚÚÒÛÙÈ·
νητικό το: εικόνα που προέρχεται από φιλμ στένωση/απόφραξη ~. ❷ (μτφ.) μεγάλος δρό- ·ÚÛÂÓÈÎfi˜
και δείχνει τα φωτεινά σημεία ως σκοτεινά και μος πόλης: Η κίνηση στις κεντρικές ~ της πό- ¿ÚÛË ➞ ·›Úˆ
·ÚÙËÚ›·
το αντίστροφο: Να μου δώσεις το ~ της φω- λης διεξάγεται ομαλά. ¿ÚÙÈ· ➞ ¿ÚÙÈÔ˜
τογραφίας για να βγάλω αντίγραφα. αρνητι- άρτιος -α -ο: αυτός που δεν του λείπει κανένα ¿ÚÙÈÔ˜
·ÚÙÈfiÙËÙ· ➞ ¿ÚÙÈÔ˜
κότητα η. από τα στοιχεία τα οποία πρέπει να τον συν- ·ÚÙÔÔÈÂ›Ô ➞ ¿ÚÙÔ˜
αρπάζω -ομαι: ❶ (μτβ.) παίρνω κτ με τη βία ή / θέτουν, που χαρακτηρίζεται από τελειότητα = ·ÚÙÔÔÈfi˜ ➞ ¿ÚÙÔ˜
·ÚÙÔÔÈfi˜ ➞ -ÔÈÒ
και παράνομα = [επίσ.] αποσπώ: Του άρπα- πλήρης ≠ ελλιπής: ~ εξοπλισμός / διοργάνω- ¿ÚÙÔ˜
ξαν το πορτοφόλι στο τρένο. = [προφ.] βου- ση. ~ αριθμός: ΜΑΘ ακέραιος αριθμός που δι- ·Ú¯·›· ➞ ·Ú¯·›Ô˜
·Ú¯·˚Îfi˜
τάω. ❷ (μτβ.) παίρνω, πιάνω κτ με γρήγορη, αιρείται ακριβώς διά του δύο = ζυγός ≠ μο- ·Ú¯·›ÔÈ ➞ ·Ú¯·›Ô˜
ορμητική κίνηση: Άρπαξε μια πέτρα και την νός, περιττός: Όλοι οι ακέραιοι αριθμοί που ·Ú¯·ÈÔÏ¿ÙÚ˘ ➞ Û¯. Ï·-
ÙÚ›·
πέταξε εναντίον τους. ❸ (μτβ., για πρόσ.) λήγουν σε 0, 2, 4, 6, 8 είναι ~. άρτια (επίρρ.). ·Ú¯·›Ô˜
·Ú¯·ÈfiÙËÙ· ➞ ·Ú¯·›Ô˜
απάγω: Οι κακοποιοί άρπαξαν δύο μέλη της αρτιότητα η. ·Ú¯¿ÚÈÔ˜
οικογένειας του επιχειρηματία για να ζητή- άρτος ο: ❶ [επίσ.] ψωμί. ❷ ΕΚΚΛ ψωμί που ευ- ·Ú¯ÂÈ·Îfi˜ ➞ ·Ú¯Â›Ô
σουν λύτρα. ❹ παθ. (αμτβ.) πιάνομαι από κά- λογείται από τον ιερέα και μοιράζεται στους
που, γαντζώνομαι: Για να μην τον παρασύ- πιστούς. αρτοποιός ο, η: αυτός που παράγει
ρει το ρεύμα του ποταμού αρπάχτηκε από ή / και πουλά ψωμί = [οικ.] φούρναρης. αρτο-
ένα κλαδί. ❺ (μτφ., μτβ.) εκμεταλλεύομαι τις ποιείο το.
περιστάσεις: Άρπαξε την ευκαιρία που του αρχαϊκός -ή -ό: ❶ ΙΣΤ αυτός που είναι σχετικός
δόθηκε. ❻ (αμτβ., για φαγητό) καίγομαι: Tο με την εποχή πριν από την αρχαία κλασική
φαγητό άρπαξε, βγάλε το αμέσως! ❼ παθ. περίοδο (7ος-6ος αι. π.Χ.): ~ εποχή / χρόνοι /
(αμτβ.) θυμώνω, παρεξηγούμαι, είμαι ευέξα- αγγεία / γλυπτά / ναός / τέχνη. ❷ αυτός που μι-
πτος: Να είσαι προσεκτικός στη συζήτηση μείται αρχαία πρότυπα: ~ γλώσσα.
μαζί του, γιατί αρπάζεται εύκολα. αρπαγή η. αρχαίος -α -ο: ❶ αυτός που υπήρξε σε πολύ πα-
αρπακτικός & -χτικός -ή -ό: αυτός που (έχει λαιά εποχή ή που υπάρχει από τότε: ~ πολιτι-
την τάση να) αρπάζει. αρπακτικά & -χτικά σμοί/λαοί/ιστορία. Επισκεφτήκαμε τα ~ μνη-
(επίρρ.). αρπακτικό το: σαρκοφάγο πτηνό: Ο μεία της πόλης. ❷ (ειδικότ.) αυτός που ανήκει
αετός, το γεράκι και ο γύπας είναι ~. αρπα- στην ελληνική αρχαιότητα: οι ~ μας πρόγονοι.
χτός -ή -ό: αυτός που γίνεται γρήγορα και ❸ αυτός που είναι απαρχαιωμένος, ξεπερα-
βιαστικά. αρπαχτά (επίρρ.). αρπαχτή η: ❶ σμένος: Οι ~ του αντιλήψεις με βρίσκουν εντε-
πρόχειρα οργανωμένη εκδήλωση, με σκοπό λώς αντίθετο. αρχαίοι οι: πρόσωπα που έζη-
το εύκολο κέρδος: Το καλοκαίρι πολλοί θία- σαν κατά την αρχαιότητα: η ιστορία / η γλώσ-
σοι πάνε στην επαρχία για να κάνουν ~. ❷ σα των ~. αρχαία τα: ❶ αρχαία μνημεία και
βιαστική και συχνά με πλάγια μέσα απόκτη- έργα τέχνης = αρχαιότητες: Βρέθηκαν ~ κατά
ση χρημάτων. τις ανασκαφές στην περιοχή. ❷ το μάθημα
αρρώστια η: διαταραχή της ομαλής λειτουργίας των αρχαίων ελληνικών: Είναι αδύνατος μα-
του οργανισμού = ασθένεια, νόσημα, νόσος. θητής στα ~. αρχαιότητα η: ❶ η αρχαία επο-
αρρωσταίνω: ❶ (για άνθρ. ή ζώο) α. (αμτβ.) χή: ελληνική/ρωμαϊκή ~. ❷ η ιδιότητα του αρ-
προσβάλλομαι από αρρώστια = νοσώ, ασθε- χαίου: η ~ ενός αγάλματος. ❸ πληθ. = αρχαία
νώ. β. (μτβ.) κάνω κπ να αρρωστήσει: Τον αρ- (σημ. 1): Είναι συντηρητής αρχαιοτήτων.
ρώστησε το πολύ κρασί. ❷ (μτφ.) α. (αμτβ.) αρχάριος -α -ο: αυτός που μόλις αρχίζει να μα-
στενοχωριέμαι, υποφέρω: Όταν βλέπω τέτοι- θαίνει κτ και δεν έχει ακόμα πείρα: Παραδί-
ες αδικίες, ~. β. (μτβ.) κάνω κπ να στενοχω- δονται μαθήματα υπολογιστών σε ~.

59
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·60

A
αρχείο
ασκώ
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αρχείο το: ❶ συλλογή και φύλαξη κυρίως εγ- αξίωμα: οι δημοτικοί ~. ο ανώτατος ~. αρχο-
·Ú¯Â›Ô γράφων που αποτελούν πηγή πληροφοριών, ντικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή ταιριά-
·Ú¯‹
·Ú¯ËÁÂ›Ô ➞ ·Ú¯ËÁfi˜ και (συνεκδ.) ο χώρος όπου φυλάσσονται: ζει σε άρχοντα: ~ οικογένεια / ζωή / τάφοι. αρ-
·Ú¯ËÁ›· ➞ ·Ú¯ËÁfi˜ ιστορικό / φωτογραφικό ~. ~ του υπουργείου χοντικά (επίρρ.). αρχοντικό το: κατοικία άρ-
·Ú¯ËÁÈο ➞ ·Ú¯ËÁfi˜
·Ú¯ËÁÈÎfi˜ ➞ ·Ú¯ËÁfi˜ / της ΕΡΤ. ❷ ΠΛΗΡΟΦ ενιαίο σύνολο δεδομέ- χοντα ή πολυτελής κατοικία παλαιότερων επο-
·Ú¯ËÁfi˜ νων που αποθηκεύεται με διακριτό όνομα: χών: Ζούσε σε ένα παλιό ~ της Κηφισιάς. αρ-
·Ú¯›˙ˆ ➞ ·Ú¯‹
·Ú¯Èο ➞ ·Ú¯‹ Έβαλα στο ίδιο ~ το κείμενο και τις συνο- χοντιά η: εμφάνιση και συμπεριφορά που ται-
·Ú¯ÈÎfi˜ ➞ ·Ú¯‹ δευτικές εικόνες. αρχειακός -ή -ό: αυτός που ριάζει σε άρχοντα ή αριστοκράτη, και χαρα-
·Ú¯ÈÎÒ˜ ➞ ·Ú¯‹
¿Ú¯ÔÓÙ·˜ ανήκει ή αναφέρεται στο αρχείο (σημ. 1): ~ κτηρίζεται από ευγένεια: Η ~ στους τρόπους
·Ú¯ÔÓÙÈ¿ ➞ ¿Ú¯ÔÓÙ·˜ υλικό. και το περπάτημά του τον κάνει να ξεχωρίζει.
·Ú¯ÔÓÙÈο ➞ ¿Ú¯ÔÓÙ·˜
·Ú¯ÔÓÙÈÎfi ➞ ¿Ú¯ÔÓÙ·˜ αρχή η: ❶ το πρώτο σημείο, τοπικό ή χρονικό, ας (μόρ.): δηλώνει ❶ προτροπή: ~ ξεκινήσει ο
·Ú¯ÔÓÙÈÎfi˜ ➞ ¿Ú¯ÔÓÙ·˜ από όπου αρχίζει ένα γεγονός, μία πράξη χορός! ❷ ευχή: ~ είχα την τύχη σου εγώ! ❸ συ-
·Ú¯fiÓÙÈÛÛ· ➞ ¿Ú¯ÔÓÙ·˜
·˜ κτλ. = αφετηρία, [οικ.] ξεκίνημα ≠ τέλος: ~ γκατάθεση: ~ παίξει τώρα και θα κάνει μετά
·Û¿ÊÂÈ· ➞ ·- του νέου έτους. ❷ πρωταρχική αιτία: Η ~ της τα μαθήματά του. ❹ απειλή: ~ δοκιμάσει και
·Û·Ê‹˜ ➞ ·-
·Û·ÊÒ˜ ➞ ·- διάσπασης του κόμματος έγινε με τη διαγρα- θα του δείξω εγώ! ❺ αδιαφορία: ~ χάσει και
·Û‚¤ÛÙÈÔ φή όσων διαφωνούσαν. ❸ η προέλευση, το μια φορά, δεν πειράζει! ❻ και / κι ~: αντίθεση
¿ÛÂÌÓ· ➞ ·-
¿ÛÂÌÓÔ˜ ➞ ·- αρχικό σημείο της δημιουργίας ≠ τέλος: H ~ με αυτό που εκφράζει η κύρια πρότ. = παρό-
·Û‹ÎˆÙÔ˜ ➞ ·- του κόσμου. ❹ θεμελιακός κανόνας ή κανό- λο που, αν και: Σας αγαπάει, ~ μην το δείχνει.
·Û‹Ì·ÓÙÔ˜ ➞ ·-
·ÛËÌ·ÓÙfiÙËÙ· ➞ ·- νες στη φύση, στην επιστήμη, στην πολιτική ασβέστιο το • χωρίς πληθ.: ΧΗΜ μέταλλο αργυ-
¿ÛËÌÔ˜ ➞ ·- κτλ.: η ~ των συγκοινωνούντων δοχείων. ❺ ρόλευκου χρώματος, της ομάδας των αλκαλι-
·Ûı¤ÓÂÈ· ➞ ·ÛıÂÓ‹˜
·ÛıÂÓ‹˜ συνήθ. πληθ. βασικός κανόνας που ρυθμίζει κών γαιών, και ένα από τα πιο διαδεδομένα
·ÛıÂÓÈο ➞ ·ÛıÂÓ‹˜
·ÛıÂÓÈÎfi˜ ➞ ·ÛıÂÓ‹˜
την προσωπική ή κοινωνική συμπεριφορά, τη στοιχεία στον ανθρώπινο οργανισμό: ανθρα-
·ÛıÂÓÒ ➞ ·ÛıÂÓ‹˜ στάση ζωής κάποιου: Δε θα παραβώ τις ~ κικό/θειικό ~. Το γάλα είναι πηγή ασβεστίου.
¿ÛÎËÌ· ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
·Û΋ÌÈ· ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
μου, όσα ανταλλάγματα κι αν μου προσφέ- ασθενής -ής -ές • ασθενέστερος, ασθενέστατος:
¿ÛÎËÛË ➞ ·ÛÎÒ ρετε! ❻ η κρατική ή οποιαδήποτε εξουσία και ❶ [επίσ.] αυτός που δε διαθέτει σθένος, δύ-
·ÛÎËÙ‹˜
·ÛÎËÙÈο ➞ ·ÛÎËÙ‹˜
τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσω- ναμη, ένταση, ισχύ κτλ. ≠ ισχυρός: ~ σεισμι-
·ÛÎËÙÈÎfi˜ ➞ ·ÛÎËÙ‹˜ πούν: αστυνομικές ~. αρχίζω: = ξεκινώ ≠ τε- κή δόνηση / άνεμος. ασθενές φύλο: το γυναι-
¿ÛÎÔ· ➞ ·-
¿ÛÎÔÔ˜ ➞ ·- λειώνω ❶ (μτβ.) βρίσκομαι στις πρώτες στιγ- κείο φύλο. ❷ αυτός που έχει αρρωστήσει =
·ÛÎÒ μές ή στα πρώτα βήματα μιας ενέργειας: ~ το άρρωστος ≠ υγιής.  σχ. αγενής. ασθενής ο,
διάβασμα. ❷ (αμτβ.) βρίσκομαι στις πρώτες η (στη σημ. 2). ασθένεια η: [οικ.] αρρώστια.
στιγμές ή στο πρώτο στάδιο: Ο αγώνας ~ στις ασθενώ: [επίσ.] (αμτβ.) προσβάλλομαι ή πά-
πέντε. ❸ (μτβ.) είμαι ο πρωταίτιος ή αυτός σχω από ασθένεια = αρρωσταίνω, νοσώ.
που προκάλεσε μια κατάσταση: Δε φταίμε ασθενικός -ή -ό: αυτός που ασθενεί εύκολα.
εμείς, αυτός άρχισε να μας βρίζει. ❹ (αμτβ.) ασθενικά (επίρρ.).
αποτελώ χρονικά ή τοπικά το πρώτο μέρος ασκητής ο: μοναχός που ζει απομονωμένος και
μιας διαδικασίας ή ενότητας: Η παράσταση με στερήσεις με στόχο την πνευματική τελει-
άρχισε με ένα ωραίο χορευτικό. αρχικός -ή - ότητα. ασκητικός -ή -ό: ~ ζωή. ασκητικά
ό: αυτός που βρίσκεται ή παρουσιάζεται στην (επίρρ.).
αρχή: Tο ~ σχέδιο ήταν καλύτερο. αρχικά & ασκώ -ούμαι: [επίσ.] ❶ α. (μτβ.) υποβάλλω κπ
-ώς (επίρρ.). αρχικά τα: τα πρώτα γράμματα σε σύνολο προγραμματισμένων και επανα-
του ονοματεπώνυμου. άναρχος2 -η -ο: αυτός λαμβανόμενων κινήσεων ή δραστηριοτήτων,
που δεν έχει αρχή και συνεπώς υπήρχε πά- ώστε να αποκτήσει σωματικές ή πνευματικές
ντα: ~ Θεός. ικανότητες: Πρέπει να ασκήσεις λίγο ακόμα
αρχηγός ο, η: πρόσωπο που διευθύνει, διοικεί τους κοιλιακούς σου. β. παθ. (αμτβ.) ασχο-
ένα ιεραρχημένο σύνολο ή έναν τομέα = επι- λούμαι μεθοδικά με κτ: Ο φίλος μου ~ καθη-
κεφαλής, ηγέτης: ~ του στρατού / του κόμμα- μερινά στην κολύμβηση. ❷ (μτβ.) ασχολούμαι
τος.  σχ. διεξάγω. αρχηγείο το. αρχηγία η. συστηματικά, κυρίως επαγγελματικά, με κτ:
αρχηγικός -ή -ό. αρχηγικά (επίρρ.). ~ το επάγγελμα του γιατρού. ❸ (μτβ.) κάνω
άρχοντας ο, αρχόντισσα η: ❶ πρόσωπο που κα- χρήση δικαιώματος ή εκτελώ υποχρέωση:
τάγεται από αριστοκρατική ή πολύ πλούσια οι- Πήγα να ασκήσω το εκλογικό μου δικαίωμα.
κογένεια: Είχαν τόσα λεφτά, που ζούσαν σαν ❹ (κυρ. σε στερεότυπες εκφρ.) επιβάλλω,
αληθινοί ~. ❷ πρόσωπο που κατέχει ανώτερο εφαρμόζω κτ σε κπ: ~ βία / επιρροή. άσκηση

60
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·61

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


ασπάζομαι
αστραπή
η: ❶ το να ασκεί κπ κτ. ❷ (ειδικ.) α. ερώτηση και αποφασισμένος να δράσω: ~, θα τη σκο-
ή πρόβλημα με σκοπό την ανάπτυξη των τώσει, αν μάθει ότι τον απατά. β. δεν επιδέ- ·Û¿˙ÔÌ·È
·Û·ÛÌfi˜ ➞ ·Û¿˙ÔÌ·È
πνευματικών ικανοτήτων του μαθητή: ~ γεω- χομαι επιπόλαιη αντιμετώπιση: Μη βγεις έξω ¿ÛÔÓ‰Ô˜
μετρίας/φυσικής. β. σύνολο κινήσεων για γύ- χωρίς μπουφάν, το κρύο ~! ¿ÛÚË ➞ ¿ÛÚÔ˜
·ÛÚ›˙ˆ ➞ ¿ÛÚÔ˜
μναση του σώματος: ~ για ζέσταμα. αστέρας ο: ❶ ΑΣΤΡΟΝ κάθε αυτόφωτο ουράνιο ¿ÛÚÔ ➞ ¿ÛÚÔ˜
ασπάζομαι: (μτβ.) ❶ φιλώ: Ασπάστηκε την εικό- σώμα. ❷ (μτφ.) διακριτικό του βαθμού πολυ- ¿ÛÚÔ˜
·ÛÙ¿ıÂÈ· ➞ ·-
να της Παναγίας. ❷ προσχωρώ σε μια θρη- τελείας ξενοδοχείων ή της ποιότητας οινο- ·ÛÙ·ı‹˜ ➞ ·-
σκεία ή ιδεολογία ή γίνομαι οπαδός: Ασπά- πνευματωδών ποτών: ξενοδοχείο πέντε ~. ·ÛÙ·ıÒ˜ ➞ ·-
¿Ûٷٷ ➞ ¿ÛÙ·ÙÔ˜
στηκε τον βουδισμό. ❸ αποδέχομαι = ενστερνί- κονιάκ επτά ~. ❸ (μτφ.) πρόσωπο που είναι ¿ÛÙ·ÙÔ˜
ζομαι, υιοθετώ ≠ απορρίπτω: ~ τις θέσεις σου επιτυχημένο, κυρίως στον χώρο του θεάμα- ·ÛÙ›· ➞ ·ÛÙ›Ԙ
·ÛÙÂȇÔÌ·È ➞ ·ÛÙ›Ԙ
για το Κυπριακό. ασπασμός ο (στη σημ. 1). τος: ~ του σινεμά. αστέρι το = άστρο. ❶ ·ÛÙÂ›Ô ➞ ·ÛÙ›Ԙ
άσπονδος -η -ο: αυτός που έχει αγεφύρωτες δια- ΑΣΤΡΟΝ = αστέρας. ❷ σχέδιο ή σχήμα με αντί-
·ÛÙ›Ԙ
·ÛÙ¤Ú·˜
φορές με κπ άλλο, ώστε να μην μπορούν να στοιχο σχήμα, που χρησιμοποιείται και ως ·ÛÙ¤ÚÈ ➞ ·ÛÙ¤Ú·˜
συμφιλιωθούν: ~ εχθρός. σύμβολο: το ~ της Βεργίνας / των Χριστου- ·ÛÙ‹ ➞ ·ÛÙfi˜


·ÛÙ‹ÚÈÎÙÔ˜ ➞ ·-
γέννων. άστρο το: ❶ ΑΣΤΡΟΝ = αστέρι. ❷ α. ·ÛÙ‹ÚȯÙÔ˜ ➞ ·-
Από το ελνστ. ôÛÔÓ‰Ô˜ «αυτός που δεν έκανε αστέρας (σημ. 1) που θεωρείται ότι επηρεάζει ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙfi˜
·ÛÙfi˜
ανακωχή». κπ και του φέρνει τύχη: Ό,τι κι αν δοκίμασε, ¿ÛÙÔ¯· ➞ ·ÛÙÔ¯Ò
πέτυχε - έχει ~! β. πληθ. ως ενδείξεις για το ·ÛÙÔ¯›· ➞ ·ÛÙÔ¯Ò
¿ÛÙÔ¯Ô˜ ➞ ·ÛÙÔ¯Ò
άσπρος -η -ο: ❶ αυτός που έχει το χρώμα του μέλλον: Πιστεύεις στα ~; αστρικός ή -ό. ·ÛÙÔ¯Ò
χιονιού = λευκός: ~ πουκάμισο/σεντόνια /επι- αστός ο, αστή η: ❶ κάτοικος πόλης. ❷ (την πε- ·ÛÙÚ·‹
·ÛÙÚ·È·›· ➞ ·ÛÙÚ·‹
δερμίδα / μαλλιά. ❷ (για πρόσ.) αυτός που εί- ρίοδο της φεουδαρχίας) ο έμπορος, ο βιοτέ- ·ÛÙÚ·È·›Ô˜ ➞ ·ÛÙÚ·‹
·ÛÙÚ¿ÊÙÂÈ ➞ ·ÛÙÚ·‹
ναι χλωμός: Έγινε ~ σαν το πανί, μόλις άκου- χνης ή ο ελεύθερος επαγγελματίας που ανήκε ·ÛÙÚ¿ÊÙˆ ➞ ·ÛÙÚ·‹
σε το νέο. άσπρο το: το άσπρο χρώμα: Το ~ στη μεσαία τάξη. ❸ άτομο που ανήκει στη με- ·ÛÙÚÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙ¤Ú·˜
¿ÛÙÚÔ ➞ ·ÛÙ¤Ú·˜
με το γαλάζιο είναι ο αγαπημένος μου ανοι- σαία και ανώτερη κοινωνική τάξη, σε αντίθε-
ξιάτικος συνδυασμός. άσπρη η: [προφ.] ηρω- ση με τους εργάτες και τους αγρότες. αστικός
ίνη. ασπρίζω: ❶ (μτβ.) α. κάνω κτ άσπρο: -ή -ό: ❶ α. αυτός που αναφέρεται στην πόλη
Έβαλε χλωρίνη στα ρούχα για να τα ασπρί- ή στη ζωή σε αυτήν ≠ αγροτικός: ~ πληθυσμός
σει. β. ασβεστώνω: ασπρισμένα σπίτια /αυλές. /περιοχές /κέντρα. β. αυτός που αφορά την επι-
❷ (αμτβ.) γίνομαι άσπρος ή σαν άσπρος: κοινωνία μέσα σε μια πόλη ≠ υπεραστικός: ~
Άσπρισαν τα μαλλιά του. Άσπρισε από τον τηλεφώνημα /λεωφορείο. ❷ αυτός που χαρα-
φόβο του. = χλωμιάζω. κτηρίζει την τάξη των αστών: ~ νοοτροπία /
άστατος -η -ο: ❶ (για πρόσ.) αυτός που αλλάζει αντιλήψεις. ~ δίκαιο: ΝΟΜ το σύνολο των νο-
εύκολα γνώμη, διάθεση κτλ. ≠ σταθερός: ~ χα- μικών διατάξεων που ρυθμίζει τις σχέσεις με-
ρακτήρας. ❷ αυτός που αλλάζει εύκολα: ~ ταξύ των πολιτών.
ωράριο /καιρικές συνθήκες. Ο καιρός θα είναι αστοχώ: (αμτβ.) δεν πετυχαίνω τον στόχο μου =
~ με μικρά διαστήματα ηλιοφάνειας. άστατα αποτυγχάνω ≠ επιτυγχάνω: Αστόχησε και στις
(επίρρ.). τρεις ελεύθερες βολές στο μπάσκετ. (& μτφ.)
αστείος -α -ο: ❶ α. αυτός που προκαλεί εύθυμη Αστόχησε στον σχεδιασμό της επιχείρησης.
διάθεση, γέλιο: ~ ιστορίες. β. (για πρόσ.) αυ- αστοχία η. άστοχος -η -ο. άστοχα (επίρρ.).
τός που λέει ή κάνει διασκεδαστικά πράγμα- αστραπή η: ❶ έντονη και στιγμιαία λάμψη που
τα και προκαλεί το γέλιο: Είναι πολύ ~, όλο παράγεται από ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα
ανέκδοτα λέει. ❷ αυτός που είναι ανάξιος λό- σε δύο σύννεφα ή σε ένα σύννεφο και στο έδα-
γου: ~ δικαιολογίες / επιχειρήματα. αστεία φος. ❷ α. ό,τι γίνεται ή κινείται πολύ γρήγο-
(επίρρ.). αστείο το: λόγος ή πράξη που δημι- ρα, με την ταχύτητα της αστραπής: Έφυγε ~
ουργεί εύθυμη διάθεση, γέλιο = [λαϊκ.] καλα- για να προλάβει το τρένο. β. (μτφ.) γεγονός
μπούρι: έξυπνο / χαριτωμένο / κακόγουστο / που γίνεται ξαφνικά και διαρκεί λίγο: Ο πρω-
άνοστο / σαχλό / πρωταπριλιάτικο ~. μεταξύ θυπουργός έκανε επίσκεψη ~ στη γειτονική
σοβαρού και αστείου: κτ σοβαρό που το λέμε χώρα. αστράφτω: ❶ (αμτβ.) λάμπω από κα-
με αστείο τρόπο: ~ μου πρότεινε να χωρί- θαριότητα: Καθάρισε τόσο καλά, ώστε το
σουμε! αστειεύομαι: (αμτβ.) λέω ή κάνω σπίτι ~. ❷ (μτφ.) α. (αμτβ.) δείχνω έντονα κπ
αστεία: Του αρέσει να ~ συνεχώς με τους συ- θετικό συναίσθημα: Το πρόσωπό της ~ από
ναδέλφους του. δεν ~: α. είμαι πολύ αυστηρός χαρά / υγεία. β. (μτβ.) δίνω δυνατό χτύπημα

61
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·62

A
αστρολογία
ασφάλεια
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

στο πρόσωπο κπ: Tου άστραψε μια σφαλιά- ασυναρτησία η: έλλειψη ή απουσία λογικού
·ÛÙÚÔÏÔÁ›· ρα. αστράφτει: απρόσ. (αμτβ.) πέφτει αστρα- ειρμού, συνέπειας ή οργάνωσης στα λόγια ή
·ÛÙÚÔÏÔÁÈο ➞ ·ÛÙÚÔÏÔÁ›·
·ÛÙÚÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙÚÔÏÔÁ›· πή: ~ και βροντάει. αστραπιαίος -α -ο. στις πράξεις κπ, καθώς και τα ίδια τα λόγια
·ÛÙÚÔÏfiÁÔ˜ ➞ ·ÛÙÚÔÏÔÁ›· αστραπιαία (επίρρ.). ή οι πράξεις: Ανέβηκε να μιλήσει και είπε ένα
·ÛÙÚÔÓÔÌ›·
·ÛÙÚÔÓÔÌÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙÚÔÓÔÌ›· αστρολογία η: μελέτη της επίδρασης που έχουν σωρό ασυναρτησίες. ασυνάρτητος -η -ο. ασυ-
·ÛÙ˘ÓÔ̇ˆ ➞ ·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜ η θέση και οι κινήσεις των πλανητών και των νάρτητα (επίρρ.).
·ÛÙ˘ÓÔÌ›· ➞ ·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜
·ÛÙ˘ÓÔÌÈΛӷ ➞ ·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜ άστρων στη ζωή και στον χαρακτήρα των αν- ασυνείδητος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει ηθική
·ÛÙ˘ÓÔÌÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜ θρώπων και στην πρόβλεψη του μέλλοντος. συνείδηση, με αποτέλεσμα την ασυνέπεια και
·ÛÙ˘ÓÔÌÈÎfi˜ ➞ ·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜
·ÛÙ˘ÓfiÌÔ˜ αστρολογικός -ή -ό. αστρολογικά (επίρρ.). την αδιαφορία ≠ ευσυνείδητος: Ο ~ πατέρας
·Û˘ÁΛÓËÙ· ➞ ·- αστρολόγος ο, η. κατηγορήθηκε για εγκατάλειψη των παιδιών
·Û˘ÁΛÓËÙÔ˜ ➞ ·-
·Û˘Á¯ÒÚËÙ· ➞ ·- αστρονομία η: επιστήμη που μελετά τα ουρά- του. ❷ αυτός που γίνεται χωρίς επίγνωση ≠
·Û˘Á¯ÒÚËÙÔ˜ ➞ ·- νια σώματα και τους νόμους που τα διέπουν: συνειδητός: Η βίαιη αντίδρασή του ήταν ~ και
·Û˘‰ÔÛ›· ➞ ·Û‡‰ÔÙÔ˜
·Û‡‰ÔÙ· ➞ ·Û‡‰ÔÙÔ˜ Ινστιτούτο Αστρονομίας. αστρονομικός -ή οφειλόταν στα παιδικά του τραύματα. ασυ-
·Û‡‰ÔÙÔ˜ -ό: ❶ αυτός που έχει σχέση με την αστρονο- νείδητα (επίρρ.). ασυνείδητο το: ΨΥΧΟΛ το
·Û˘Ï›· ➞ ¿Û˘ÏÔ
·Û‡ÏÏËÙ· ➞ ·Û‡ÏÏËÙÔ˜ μία: ~ σταθμός / έρευνες / παρατηρήσεις / φαι- τμήμα του εσωτερικού μας κόσμου που δεν
·Û‡ÏÏËÙÔ˜ νόμενα / όργανα. ❷ (μτφ., συνήθ. για ποσό) ελέγχεται από τη συνείδηση. ασυνειδησία η:
¿Û˘ÏÔ
·Û˘Ì‚›‚·ÛÙ· ➞ ·- αυτός που είναι υπερβολικά μεγάλος: Το κό- ιδιότητα του ασυνείδητου (σημ. 1).
·Û˘Ì‚›‚·ÛÙÔ˜ ➞ ·-
·Û‡ÌÌÂÙÚ· ➞ ·-
·Û˘ÌÌÂÙÚ›· ➞ ·-
·Û‡ÌÌÂÙÚÔ˜ ➞ ·-
στος της υπερπαραγωγής ήταν ~.
αστυνομικός ο, η & -ίνα η: πρόσωπο που υπη-  Η λ. ασυνείδητος είναι ελνστ. και σχηματίζεται

·Û˘Ìʈӛ· ➞ ·-
ρετεί στην αστυνομία. αστυνόμος ο: ❶ αξιω- από το στερητ. à + συνειδητός «αυτός που δεν έχει
·Û‡ÌʈÓÔ˜ ➞ ·- ματικός της ελληνικής αστυνομίας. ❷ (γενι- επίγνωση ενός πράγματος». Εναλλακτικά, στη
·Û˘Ó·ÚÙËÛ›·
·Û˘Ó¿ÚÙËÙ· ➞ ·Û˘Ó·ÚÙËÛ›·
κότ.) κάθε αστυνομικός: Μυστικοί ~ κάνουν σημ. 2 χρησιμοποιείται και το ασύνειδος (< à + σύν
·Û˘Ó¿ÚÙËÙÔ˜ ➞ ·Û˘Ó·ÚÙË- περιπολίες στην περιοχή. αστυνομία η: κρα- + Ôr‰· «συναισθάνομαι»).
Û›·
·Û˘ÓÂȉËÛ›· ➞ ·Û˘Ó›‰ËÙÔ˜
τική υπηρεσία αρμόδια για την τήρηση της
·Û˘Ó›‰ËÙ· ➞ ·Û˘Ó›‰ËÙÔ˜ τάξης και τη δημόσια ασφάλεια. αστυνομικός ασύρματος -η -ο: αυτός που γίνεται ή λειτουρ-
·Û˘Ó›‰ËÙÔ ➞ ·Û˘Ó›‰ËÙÔ˜
·Û˘Ó›‰ËÙÔ˜
-ή -ό: αυτός που σχετίζεται με την αστυνομία γεί με ηλεκτρομαγνητικά κύματα, χωρίς σύρ-
·Û‡ÓÂȉԘ ➞ Û¯. ·Û˘Ó›‰ËÙÔ˜ και τον αστυνόμο: ~ τμήμα. αστυνομεύω - μα ως αγωγό (δηλ. χωρίς καλώδιο) ≠ ενσύρ-
·Û˘Ó¤ÂÈ· ➞ ·-
·Û˘ÓÂ‹˜ ➞ ·- ομαι (μτβ.). ματος: ~ επικοινωνία. ~ τηλέφωνο. ασύρμα-
·Û˘ÓÂÒ˜ ➞ ·- ασύδοτος -η -ο: αυτός που δεν υπόκειται σε κα- τος ο: ασύρματος τηλέγραφος. ασυρματιστής
·Û˘ÚÌ·ÙÈÛÙ‹˜ ➞ ·Û‡ÚÌ·ÙÔ˜
·Û˘ÚÌ·Ù›ÛÙÚÈ· ➞ ·Û‡ÚÌ·ÙÔ˜ νέναν έλεγχο ή περιορισμό, που δε γνωρίζει ο, -ίστρια η: χειριστής ασυρμάτου.
·Û‡ÚÌ·ÙÔ˜ κανέναν φραγμό: Η αγορά δεν μπορεί να εί- ασφάλεια η • γεν. & [λόγ.] ασφαλείας: ❶ κατά-
·ÛÊ¿ÏÂÈ·
·ÛÊ·Ï‹˜ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· ναι στα χέρια ~ κερδοσκόπων. ασύδοτα σταση που χαρακτηρίζεται από απουσία κιν-
·ÛÊ·Ï›˙ˆ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· (επίρρ.). ασυδοσία η. δύνου: Στο σπίτι σας νιώθω μεγαλύτερη ~. =
·ÛÊ¿ÏÈÛË ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ·
·ÛÊ·ÏÈÛÙ‹ÚÈÔ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· ασύλληπτος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει συλλη- σιγουριά ≠ ανασφάλεια. ❷ η προστασία του
·ÛÊ·ÏÈÛÙ‹˜ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· φθεί ή δεν μπορεί να συλληφθεί: Ο δολοφόνος πολίτη με την επιβολή του νόμου και την τή-
·ÛÊ·ÏÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ·
·ÛÊ·Ï›ÛÙÚÈ· ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· παραμένει ~. ❷ (μτφ.) αυτός που δεν είναι εύ- ρηση της τάξης: άτομο επικίνδυνο για τη δη-
·ÛÊ·ÏÒ˜ ➞ ·ÛÊ¿ÏÂÈ· κολα κατανοητός για τον ανθρώπινο νου: το- μόσια ~. ❸ συσκευή ή μηχανισμός που προ-
πίο ~ ομορφιάς. Η έννοια του Θεού παραμέ- στατεύει σε περίπτωση κακής λειτουργίας,
νει για τον άνθρωπο ~. ασύλληπτα (επίρρ.). δυστυχήματος, παραβίασης κτλ.: Βάλε την ~
άσυλο το: ❶ ο απαραβίαστος χώρος στον οποίο στην πόρτα του αυτοκινήτου. κλειδαριά /ζώ-
μπορεί να βρει κανείς καταφύγιο, προστασία, νη ασφαλείας. ❹ σύμβαση με την οποία το
καθώς καμία αστυνομική αρχή δε δικαιούται ένα από τα δύο μέρη αναλαμβάνει έναντι ορι-
να εισέλθει χωρίς σχετική ειδική άδεια: οικο- σμένης αμοιβής να αποζημιώσει το άλλο σε
γενειακό / πανεπιστημιακό ~. Οι λαθρομετα- περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης, και (συ-
νάστες ζήτησαν πολιτικό ~ στη χώρα μας. ❷ νεκδ.) το σχετικό έγγραφο ή το ποσό της
ίδρυμα που προσφέρει περίθαλψη και φρο- αμοιβής: ~ ζωής /αυτοκινήτου. = ασφάλιση. ❺
ντίδα στα άτομα που το έχουν ανάγκη: ~ ανιά- & Ασφάλεια: υπηρεσία της Αστυνομίας για
των /για ορφανά. ασυλία η: το δικαίωμα που την τήρηση της δημόσιας τάξης, καθώς και
έχουν ορισμένα άτομα (βουλευτές, διπλωμά- (συνεκδ.) τα άτομα που τη στελεχώνουν και
τες κτλ.) να μη διώκονται για ορισμένα αδι- το κτίριο όπου στεγάζεται: Η ~ συνέλαβε τον
κήματα: βουλευτική /διπλωματική ~. Η αντι- τρομοκράτη. ασφαλής -ής -ές: αυτός που αι-
πολίτευση ζήτησε άρση της ~ του βουλευτή. σθάνεται ή βρίσκεται σε ασφάλεια, αλλά και

62
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·63

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


ασφυξία
άτιμος
αυτός που παρέχει ασφάλεια: ~ άνθρωπος / Το εργοστάσιο ασχήμυνε την περιοχή. Έχει
χώρος. Τα κοσμήματα είναι ~, τα έβαλα σε θυ- ασχημύνει πολύ αυτή η κοπέλα. ·ÛÊ˘ÎÙÈο ➞ ·ÛÊ˘Í›·
·ÛÊ˘ÎÙÈÎfi˜ ➞ ·ÛÊ˘Í›·
ρίδα. ασφαλώς (επίρρ.): = σίγουρα, βέβαια: ~ ασχολούμαι: (αμτβ.) ❶ α. αφιερώνω τη δραστη- ·ÛÊ˘ÎÙÈÒ ➞ ·ÛÊ˘Í›·
και θα έρθω! ασφαλίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ κλεί- ριότητά μου, και τον χρόνο μου σε κάτι: Τον ·ÛÊ˘Í›·
·ÛÊ˘¯ÙÈο ➞ ·ÛÊ˘Í›·
νω κτ πολύ καλά, για να το προστατεύσω από ελεύθερο χρόνο μου ~ με την κολύμβηση. β. ·ÛÊ˘¯ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÛÊ˘Í›·
πιθανό κίνδυνο: Ασφάλισε πόρτες και παρά- εκδηλώνω ενδιαφέρον για κτ ή για κάποιον: ¿Û¯ÂÙ· ➞ ¿Û¯ÂÙÔ˜
¿Û¯ÂÙÔ˜
θυρα για να μην μπει κανείς στο σπίτι. ❷ (για Μην ~ μαζί του! ❷ ασκώ ορισμένο επάγγελ- ·Û¯ÂÙÔÛ‡ÓË ➞ ¿Û¯ÂÙÔ˜
δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα) παρέχω ιατρο- μα ή έχω ορισμένη δραστηριότητα: Mε τι ~ ο ·Û¯¤Ùˆ˜ ➞ ¿Û¯ÂÙÔ˜
¿Û¯ËÌ· ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
φαρμακευτική περίθαλψη ή /και συνταξιοδο- πατέρας σου; ασχολία η. ·Û¯ËÌ·›Óˆ ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
τικό πρόγραμμα σε κπ: Είναι ασφαλισμένος άτακτος & άταχτος -η -ο: ❶ αυτός που γίνεται ·Û¯‹ÌÈ· ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
·Û¯ËÌ›˙ˆ ➞ ¿Û¯ËÌÔ˜
στο ΙΚΑ. ασφάλιση η (κυρ. στη σημ. 2). ασφα- χωρίς τάξη, που δεν έχει οργάνωση, σύστημα ¿Û¯ËÌÔ˜
λιστής ο, -ίστρια η: πρόσωπο που ασχολείται = ανοργάνωτος: Οι εχθρικές δυνάμεις τράπη- ·Û¯ÔÏ›· ➞ ·Û¯ÔÏԇ̷È
·Û¯ÔÏԇ̷È
επαγγελματικά με ασφάλειες (σημ. 4). ασφα- καν σε ~ φυγή. ❷ (για πρόσ.) αυτός που κάνει ¿Ù·ÎÙ· ➞ ¿Ù·ÎÙÔ˜
λιστήριο το: συμβόλαιο ασφάλειας (σημ. 4). αταξίες ≠ φρόνιμος, υπάκουος, ήσυχος: Είναι ¿Ù·ÎÙÔ˜
·Ù·ÎÙÒ ➞ ¿Ù·ÎÙÔ˜
ασφαλιστικός -ή -ό: αυτός που σχετίζεται με ~ μαθητής. άτακτα & [επίσ. στη σημ. 1] ατά- ·Ù¿ÎÙˆ˜ ➞ ¿Ù·ÎÙÔ˜
την ασφάλεια (σημ. 1 & 4). κτως (επίρρ.). αταξία η: ❶ έλλειψη τάξης = ·Ù·Í›· ➞ ¿Ù·ÎÙÔ˜


¿Ù·¯ÙÔ˜ ➞ ¿Ù·ÎÙÔ˜
ακαταστασία, αναστάτωση. ❷ πράξη που πα- ·Ù¤ÏÂÈ· ➞ ·ÙÂÏ‹˜
Από το ΑΕ επίθ. àÛÊ·Ï‹˜ (< στερητ. à + σφάλλω). ραβιάζει την τάξη = παράπτωμα, παρεκτροπή: ·ÙÂÏ‹˜
·ÙÂÏÒ˜ ➞ ·ÙÂÏ‹˜
Έκανες πολλές ~ στο σχολείο. ατακτώ • μόνο ·ÙÂÓ›˙ˆ
ασφυξία η: ΙΑΤΡ παθολογική κατάσταση που χα- ενστ. & πρτ.: (αμτβ.) κάνω αταξία (σημ. 2). ¿ÙÈÌ· ➞ ¿ÙÈÌÔ˜
·ÙÈÌ¿˙ˆ ➞ ¿ÙÈÌÔ˜
ρακτηρίζεται από επιβράδυνση ή διακοπή της ατελής -ής -ές: ❶ αυτός που του λείπει κτ για να ·ÙÈÌ›· ➞ ¿ÙÈÌÔ˜
¿ÙÈÌÔ˜
αναπνοής: Πέθανε από ~. ασφυκτικός & -χτι- είναι σωστός ή τέλειος = ημιτελής, ελλιπής ≠ ·ÙÈÌÒÓˆ ➞ ¿ÙÈÌÔ˜
κός -ή -ό: ❶ αυτός που δημιουργεί αίσθημα πλήρης: Τέλειωσε το σχολείο, αλλά η μόρφω- ·Ù›ÌˆÛË ➞ ¿ÙÈÌÔ˜
ασφυξίας = αποπνικτικός: ~ ατμόσφαιρα. ❷ σή του είναι ~. ❷ αυτός που είναι απαλλαγ-
(μτφ.) αυτός που δεν αφήνει περιθώρια ελευ- μένος από τέλη, φόρους, δασμούς κτλ.: ~ ει-
θερίας: Έφυγε, γιατί δεν άντεχε την ~ πίεση σαγωγή τσιγάρων.  σχ. αγενής. ατελώς
του οικογενειακού περιβάλλοντος. ασφυκτι- (επίρρ.). ατέλεια η: ❶ ελάττωμα που κάνει κτ
κά & -χτικά (επίρρ.). ασφυκτιώ (αμτβ.). να μην είναι τέλειο: Αυτό το δημόσιο έργο
άσχετος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει σχέση ή έχει πολλές ~. ❷ ΝΟΜ απαλλαγή από την κα-
κοινά σημεία με κπ ή κτ άλλο ≠ σχετικός: Οι ταβολή τελών, φόρων.
ερωτήσεις σου είναι ~ με το μάθημα. ❷ (για ατενίζω: (μτβ.) ❶ κοιτάζω μπροστά και μακριά,
πρόσ.) αυτός που χαρακτηρίζεται από πλήρη επικεντρώνοντας το βλέμμα μου σε συγκε-
άγνοια ενός θέματος ή απειρία. άσχετα κριμένο σημείο: Μείναμε ώρα ατενίζοντας το
(επίρρ. στη σημ. 1). ασχέτως (επίρρ.): ανε- ηλιοβασίλεμα. ❷ (μτφ.) έχω στραμμένη την
ξάρτητα: Θα φύγω, ~ αν εσύ διαφωνείς. προσοχή μου, το ενδιαφέρον μου σε κτ: Με-
ασχετοσύνη η. τά την επιτυχία στις εξετάσεις, ~ με αισιοδο-
άσχημος & [σπάν.] άσκημος -η -ο: ❶ αυτός που ξία το μέλλον του.
δημιουργεί με την εμφάνισή του δυσάρεστη άτιμος -η -ο: ❶ ≠ έντιμος, τίμιος α. (για πράξη)
εντύπωση ≠ όμορφος, ωραίος: ~ κορίτσι / αυτός που δεν είναι σύμφωνος με την τιμή,
άντρας /πόλη /πολυκατοικία. ❷ ≠ καλός. α. αυ- την ηθική τάξη = ανέντιμος: ~ συμπεριφορά /
τός που είναι δυσάρεστος: ~ μέρα /νέα /ειδή- παιχνίδι. Με ~ μέσα κατάφερε να πάρει τη θέ-
σεις. Η κατάσταση της υγείας του είναι πολύ ση. β. (για πρόσ.) αυτός που είναι ικανός για
~. β. αυτός που είναι απρεπής, άσεμνος: ~ συ- ανέντιμες και ανήθικες πράξεις: Φύγε, να μη
μπεριφορά / διαγωγή. γ. αυτός που είναι αρ- σε βλέπω μπροστά μου, άτιμε! ❷ [προφ.] για
νητικός: Η πολιτική κατάσταση στην περιοχή να δηλώσουμε θαυμασμό, αγανάκτηση κτλ.
είναι ~. άσχημα & [σπάν.] άσκημα (επίρρ.). για κτ: Την ~, τα κατάφερε να τον τυλίξει! Η
ασχήμια & [σπάν.] ασκήμια η: ❶ δυσάρεστη ~ η φτώχεια με έκανε μίζερο και γκρινιάρη!
εμφάνιση, δυσμορφία ≠ ομορφιά: Η ~ της δεν άτιμα (επίρρ.). ατιμία η: έλλειψη τιμιότητας,
περιγράφεται. ❷ ανάρμοστη και απρεπής συ- ανέντιμη πράξη: Τα λόγια του στηρίζονται
μπεριφορά: Έχει κάνει πολλές ~ στη ζωή του. στην ~ και στο ψέμα. ατιμάζω -ομαι (μτβ.)
ασχημαίνω & ασχημίζω: (μτβ. & αμτβ.) κάνω προσβάλλω την υπόληψη κπ = ντροπιάζω:
κτ άσχημο ή γίνομαι άσχημος ≠ ομορφαίνω: Ατίμασε την οικογένειά του. ατίμωση η.

63
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·64

A
ατμός
αυθεντία
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

ατμός ο: το αέριο στο οποίο μετατρέπεται κπ άτυχος -η -ο: (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει κα-
·ÙÌfi˜ υγρό (κυρίως νερό) όταν θερμαίνεται: Μα- λή τύχη, που του συνέβησαν ατυχίες ≠ τυχε-
·ÙÌfiÛÊ·ÈÚ·
·ÙÌÔÛÊ·ÈÚÈο ➞ ·ÙÌfiÛÊ·È- γειρεύει όλα τα φαγητά στον ~, γιατί είναι ρός: Στάθηκε ~ στον πρώτο γάμο του. ατυχής
Ú· πιο υγιεινά. -ής -ές • ατυχέστερος, ατυχέστατος: ❶ αυτός
·ÙÌÔÛÊ·ÈÚÈÎfi˜ ➞ ·ÙÌfi-
ÛÊ·ÈÚ· ατμόσφαιρα η: ❶ η αεριώδης μάζα που περι- που δεν έχει καλό αποτέλεσμα ή που είναι
¿ÙÔη ➞ ·- βάλλει τη γη ή άλλα ουράνια σώματα: Η μό- δυσάρεστος: ~ προσπάθεια /γεγονός. ❷ αυτός
¿ÙÔÎÔ˜ ➞ ·-
·ÙÔÌÈο ➞ ¿ÙÔÌÔ λυνση της ~ είναι ένα από τα σημαντικότερα που γίνεται σε ακατάλληλη στιγμή ή με ακα-
·ÙÔÌÈÎfi˜ ➞ ¿ÙÔÌÔ παγκόσμια προβλήματα. ❷ ο αέρας που ανα- τάλληλο τρόπο: ~ δήλωση.  σχ. αγενής.
·ÙÔÌÈÎfiÙËÙ· ➞ ¿ÙÔÌÔ
¿ÙÔÌÔ πνέει κανείς σε έναν χώρο: Η ~ του δωματί- ατυχώς (επίρρ.). ατυχία η: ❶ κακή τύχη: Με
¿ÙÔÓ· ➞ ¿ÙÔÓÔ˜ ου ήταν αποπνικτική. ❸ (μτφ.) οι ψυχολογι- κυνηγάει η ~! ❷ δυσάρεστο γεγονός: Τι ~ που
·ÙÔÓ›· ➞ ¿ÙÔÓÔ˜
¿ÙÔÓÔ˜ κές συνθήκες που επικρατούν κάπου και μας δε βρεθήκαμε! ατυχώ (αμτβ.). ατύχημα το:
·ÙÔÓÒ ➞ ¿ÙÔÓÔ˜ επηρεάζουν: ηλεκτρισμένη /φιλική /ερωτική ~. τυχαίο περιστατικό που προκαλεί υλικές ή
¿Ù˘· ➞ ¿Ù˘Ô˜
¿Ù˘Ô˜ Μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη οικογενειακή και σωματικές βλάβες, ακόμα και τον θάνα-
·Ù‡ˆ˜ ➞ ¿Ù˘Ô˜ ~. ατμοσφαιρικός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει το: εργατικό ~.
·Ù‡¯ËÌ· ➞ ¿Ù˘¯Ô˜
·Ù˘¯‹˜ ➞ ¿Ù˘¯Ô˜ σχέση με την ατμόσφαιρα της γης: ~ πίεση / αυγό το: ❶ ωάριο συγκεκριμένων ζώων, που
·Ù˘¯›· ➞ ¿Ù˘¯Ô˜ ρύπανση /αέρας. ❷ αυτός που υποβάλλει, που έχει γονιμοποιηθεί και περιέχει έμβρυο: αυ-
¿Ù˘¯Ô˜
·Ù˘¯Ò ➞ ¿Ù˘¯Ô˜ προκαλεί ιδιαίτερη ψυχική διάθεση: ~ ταινία γά ψαριών / πουλιών. ❷ το περιεχόμενο του
·Ù˘¯Ò˜ ➞ ¿Ù˘¯Ô˜ /σκηνικό. ατμοσφαιρικά (επίρρ.). αυγού (κυρίως κπ πουλιού) ως τροφή: ~ κό-
·˘Áfi
·˘ı¿‰ÂÈ· ➞ ·˘ı¿‰Ë˜ άτομο το: ❶ α. ο άνθρωπος ως οντότητα ξεχω- τας / στρουθοκαμήλου. φρέσκα / δίκροκα / τη-
·˘ı¿‰Ë˜ ριστή με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της: Το γανητά /βραστά ~. ❸ οτιδήποτε έχει παρόμοιο
·˘ı·‰È¿˙ˆ ➞ ·˘ı¿‰Ë˜
·˘ı¿‰Èη ➞ ·˘ı¿‰Ë˜ πρόβλημα των ναρκωτικών απειλεί τα νεαρά σχήμα: σοκολατένιο / ξύλινο ~. το ~ του Κο-
·˘ı¿‰ÈÎÔ˜ ➞ ·˘ı¿‰Ë˜
·˘ı·ÈÚÂÛ›· ➞ ·˘ı·›ÚÂÙÔ˜
~. β. (ως αριθμητική μονάδα): Τη συναυλία λόμβου: για λύση σε πρόβλημα που, ενώ φαί-
·˘ı·›ÚÂÙ· ➞ ·˘ı·›ÚÂÙÔ˜ παρακολούθησαν δύο χιλιάδες ~. ❷ ΧΗΜ ΦΥΣ νεται εύκολη, κανείς δεν την είχε σκεφτεί.


·˘ı·›ÚÂÙÔ ➞ ·˘ı·›ÚÂÙÔ˜
·˘ı·›ÚÂÙÔ˜
το ελάχιστο τμήμα της ύλης: H διάσπαση του
·˘ı·ÈÚÂÙÒ ➞ ·˘ı·›ÚÂÙÔ˜ ~ οδήγησε στην κατασκευή της πρώτης ατομι- Ιστορικά, η ορθή γραφή είναι αβγό και προέρχεται
·˘ıÂÓÙ›·
·˘ıÂÓÙÈο ➞ ·˘ıÂÓÙ›·
κής βόμβας. ατομικός -ή -ό: ❶ αυτός που ανα- από τον πληθ. τά è¿ > ταουγά > τ’ αβγά. Ωστόσο,
·˘ıÂÓÙÈÎfi˜ ➞ ·˘ıÂÓÙ›· φέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο έχει επικρατήσει και χρησιμοποιείται η γραφή αυγό.
σύνολο = προσωπικός ≠ ομαδικός, συλλογι-
κός: Ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για το ~ αυθάδης -ης -ες: αυτός που είναι υπερβολικά
του συμφέρον. ❷ ΦΥΣ ΧΗΜ αυτός που αναφέ- θρασύς, αναιδής: ~ συμπεριφορά /τρόπος. 
ρεται στο άτομο (σημ. 2): Οι συνέπειες της ~ σχ. αγενής. αυθάδεια η: αυθάδης συμπεριφο-
βόμβας που έπεσε στη Χιροσίμα ήταν ανυπο- ρά: Μιλά με ~ στους καθηγητές του. αυθαδιά-
λόγιστες. ατομικά (επίρρ.). ατομικότητα η. ζω (αμτβ.). αυθάδικος -η -ο. αυθάδικα (επίρρ.).

 Από το à + τμητός (< τέμνω), με αρχική σημασία


αυθαίρετος -η -ο: αυτός που πραγματοποιείται ή
δρα χωρίς να λαμβάνει υπόψη νόμους, κανό-
«αυτός που δεν μπορεί να διασπασθεί περαιτέρω». νες ή τα δικαιώματα των άλλων: Η απόφαση
του Διευθυντή ήταν ~, γιατί δε συζητήθηκε στον
άτονος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει ζωντάνια, σύλλογο των καθηγητών. αυθαίρετα (επίρρ.).
ένταση = αδύναμος ≠ έντονος: Το ~ βλέμμα αυθαίρετο το: οικοδόμημα που χτίστηκε χωρίς
πρόδιδε την κούρασή του. ≠ ζωηρός, εκφρα- άδεια. αυθαιρετώ (αμτβ.). αυθαιρεσία η.
στικός. ❷ ΓΛΩΣΣ αυτός που προφέρεται ή γρά-
φεται χωρίς (γραμματικό) τόνο: ~ λέξη /συλ-
λαβή. άτονα (επίρρ.). ατονία η (στη σημ. 1).
 Από το AE ·éı·›ÚÂÙÔ˜ < ·éÙfi˜ + ·îÚÂÙfi˜, που αρ-
χικά σήμαινε «αυτοεκλεγόμενος, αυτός που εκλέ-
ατονώ: ❶ γίνομαι άτονος (σημ. 1): Ατόνησε η γεται μόνος του».
συζήτηση. ❷ μειώνεται η συχνότητα ή η ισχύς
μου: Ατόνησαν οι έλεγχοι για τις κάρτες καυ- αυθεντία η: ❶ η ιδιότητα προσώπου ή γνώμης
σαερίων. ~ ο νόμος. που θεωρείται ότι έχει αναμφισβήτητο κύ-
άτυπος -η -ο: αυτός που δε γίνεται σύμφωνα με ρος: Κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει
τους καθιερωμένους κανόνες = ανεπίσημος ≠ τότε την ~ του δασκάλου. ❷ (μτφ., για πρόσ.)
τυπικός, επίσημος: Υπάρχει ~ συμφωνία του πρόσωπο που γνωρίζει σε βάθος ένα θέμα:
υπουργού με τους εμπόρους για μείωση των Τον καλέσαμε, επειδή θεωρείται ~ στην καρ-
τιμών. άτυπα & [επίσ.] ατύπως (επίρρ.). διολογία. αυθεντικός -ή -ό: αυτός του οποί-

64
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·65

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αυθόρμητος
αυτοκράτορας
ου η αλήθεια ή η προέλευση δεν μπορεί να αμ- ζήτημα χρειάζεται μια ~ επιστημονική προ-
φισβητηθεί = γνήσιος: Πρόκειται για ~ πίνα- σέγγιση. ❸ αυτός που δεν έχει περιττά στολί- ·˘ıfiÚÌËÙ· ➞ ·˘ıfiÚÌËÙÔ˜
·˘ıÔÚÌËÙÈÛÌfi˜ ➞ ·˘ıfiÚÌË-
κα του Γύζη. αυθεντικά (επίρρ.). δια: ~ αρχιτεκτονική. αυστηρά & [επίσ.] -ώς ÙÔ˜
αυθόρμητος -η -ο: αυτός που είναι φυσικός, που (επίρρ.): έργο ~ ακατάλληλο. αυστηρότητα η ·˘ıfiÚÌËÙÔ˜
·˘ıÔÚÌ‹Ùˆ˜ ➞ ·˘ıfiÚÌËÙÔ˜
γίνεται ή εκφράζεται χωρίς σκέψη ή υπολογι- ≠ επιείκεια. ·˘Ï‹
σμό = πηγαίος: ~ χαρακτήρας /αντίδραση /σκέ- αυτάρκης -ης αύταρκες: ❶ α. αυτός που με τις ·˘ÏÈÎfi˜ ➞ ·˘Ï‹
¿˘ÏÔ˜ ➞ ·-
ψη /γέλιο /χειροκρότημα. Τον αφόπλισε με την ~ δικές του μόνο δυνάμεις μπορεί να έχει τα ·˘Í¿Óˆ
απάντησή του. αυθόρμητα & [επίσ.] αυθορμή- αναγκαία, που δεν εξαρτάται οικονομικά από ·‡ÍËÛË ➞ ·˘Í¿Óˆ
·˘ÍËÙÈο ➞ ·˘Í¿Óˆ
τως (επίρρ.). αυθορμητισμός ο: το να είναι κπ άλλον = αυτοσυντήρητος. β. (ειδικ., για πε- ·˘ÍËÙÈÎfi˜ ➞ ·˘Í¿Óˆ
αυθόρμητος: πηγαίος /παιδικός ~. έλλειψη ~. ριοχή / χώρα / οικονομία) αυτή που παράγει ·¸Ó›· ➞ ·-
¿˘ÓÔ˜ ➞ ·-
αυλή η: ❶ περιφραγμένος και αστέγαστος χώ- όσα είναι αναγκαία για τη διατροφή του πλη- ·‡Ú·
ρος που βρίσκεται γύρω, μπροστά, πίσω ή στο θυσμού της και την οικονομική της ανεξαρ- ·˘ÚÈ·Ófi˜ ➞ ·‡ÚÈÔ
·‡ÚÈÔ
κέντρο ενός κτιρίου: πλακόστρωτη /εσωτερι- τησία: H Ελλάδα είναι ~ σε παραγωγή γάλα- ·˘ÛÙËÚ¿ ➞ ·˘ÛÙËÚfi˜
κή /σχολική ~. Στην ~ του σπιτιού του περνά- κτος. ❷ αυτός που αρκείται σε όσα έχει = ολι- ·˘ÛÙËÚfi˜
·˘ÛÙËÚfiÙËÙ· ➞ ·˘ÛÙËÚfi˜
ει τις περισσότερες ώρες τα καλοκαίρια. ❷ α. γαρκής. αυτάρκεια η. ·˘ÛÙËÚÒ˜ ➞ ·˘ÛÙËÚfi˜
οι ακόλουθοι που περιβάλλουν έναν βασιλιά: αυταρχικός -ή -ό: αυτός που προσπαθεί να επι- ·˘Ù¿ÚÎÂÈ· ➞ ·˘Ù¿Ú΢
·˘Ù¿Ú΢
βασιλική /αυτοκρατορική ~. β. [μειωτ.] (μτφ.) βάλει τις επιθυμίες του με καταπιεστικό τρό- ·˘Ù·Ú¯Èο ➞ ·˘Ù·Ú¯ÈÎfi˜
τα άτομα που περιβάλλουν κπ ισχυρό πρό- πο, καθώς και η συμπεριφορά ή οι ενέργειές ·˘Ù·Ú¯ÈÎfi˜
·˘Ù·Ú¯ÈÎfiÙËÙ· ➞ ·˘Ù·Ú¯È-
σωπο και επιδιώκουν την εύνοιά του: η ~ του του: ~ καθεστώς. = δεσποτικός, απολυταρχι- Îfi˜
πρωθυπουργού. αυλικός -ή -ό: αυτός που κός. Ήταν ~ η συμπεριφορά των εκπαιδευτι- ·˘Ù·Ú¯ÈÛÌfi˜ ➞ ·˘Ù·Ú¯ÈÎfi˜
·˘Ù›
ανήκει ή αναφέρεται στη βασιλική αυλή: ~ τέ- κών παλιότερα. αυταρχικά (επίρρ.). αυταρχι- ·˘ÙfiÁÚ·ÊÔ
·˘ÙÔ‰ÈÔ›ÎËÛË
χνη /μουσική /σύμβουλος. αυλικός ο: μέλος της κότητα η. αυταρχισμός ο: ❶ = αυταρχικότη- ·˘ÙÔÎÚ¿ÙÂÈÚ· ➞ ·˘ÙÔÎÚ¿-
βασιλικής αυλής. τα. ❷ τρόπος διακυβέρνησης αυταρχικού κα- ÙÔÚ·˜
·˘ÙÔÎÚ¿ÙÔÚ·˜
αυξάνω -ομαι • μππ. αυξημένος & [επίσ.] ηυξη- θεστώτος. ·˘ÙÔÎÚ·ÙÔÚ›· ➞ ·˘ÙÔÎÚ¿-
μένος: ❶ (μτβ.) κάνω κτ μεγαλύτερο ή περισ- αυτί το: ❶ το αισθητήριο όργανο της ακοής: εί- ÙÔÚ·˜
·˘ÙÔÎÚ·ÙÔÚÈο ➞ ·˘ÙÔÎÚ¿-
σότερο ≠ ελαττώνω, μειώνω: Αυξήθηκε η τιμή μαι όλος αυτιά: δίνω μεγάλη προσοχή σε κτ ÙÔÚ·˜
της βενζίνης. = ανεβάζω. ❷ (αμτβ.) γίνομαι πε- που μου λένε. μου μπήκαν ψύλλοι στ΄αυτιά: ·˘ÙÔÎÚ·ÙÔÚÈÎfi˜ ➞ ·˘ÙÔÎÚ¿-
ÙÔÚ·˜
ρισσότερος ή μεγαλύτερος: Η αγωνία τους ~ αρχίζω να υποψιάζομαι. στήνω ~: κρυφακούω. ·˘ÙÔÎÚ·ÙfiÚÈÛÛ· ➞ ·˘ÙÔ-
καθώς πλησιάζει η μέρα των εξετάσεων. αύ- ❷ η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κανείς τους ÎÚ¿ÙÔÚ·˜
ξηση η: ❶ άνοδος της τιμής ενός μεγέθους: Οι μουσικούς ήχους, η μουσική αντίληψη: Παίζει
εργαζόμενοι ζητούν ~ του μισθού τους. ❷ ΒΙΟΛ μπουζούκι με το ~ , χωρίς να διαβάζει νότες.
η ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών να με-
γαλώνουν με πολλαπλασιασμό των κυττάρων
 Συχνή είναι και η γραφή αφτί.
τους. αυξητικός -ή -ό. αυξητικά (επίρρ.).
αύρα η: ❶ ελαφρό αεράκι. ❷ (μτφ.) ευχάριστη, αυτόγραφο το: απλή υπογραφή ή υπογραφή μα-
θετική αίσθηση που αποπνέει ένα άτομο: Η ζί με σύντομη αφιέρωση που δίνεται από διά-
παρουσία του μετέφερε σε όλους μας μια ~ σι- σημο πρόσωπο (ηθοποιό, τραγουδιστή κτλ.)
γουριάς και ελπίδας. σε θαυμαστή του.
αύριο: (επίρρ.) ≠ σήμερα, χθες ❶ η ημέρα που αυτοδιοίκηση η: διοίκηση περιοχής, οργάνωσης
ακολουθεί τη σημερινή: Θα πάμε εκδρομή ~; κτλ. που είναι ανεξάρτητη από κρατική ή άλ-
❷ (μτφ.) μελλοντικά: Τώρα χαζεύεις, ~ όμως λη κεντρική αρχή: Η ~ του ιδρύματός μας εί-
που θα ψάχνεις δουλειά, θα είναι αργά! αύ- ναι δημοκρατικό μας δικαίωμα. τοπική ~: το-
ριο το: το μέλλον: Παλεύουμε για ένα καλύ- πική διοίκηση νομού, δήμου ή κοινότητας και
τερο ~! αυριανός -ή -ό. οι εκπρόσωποί της.
αυστηρός -ή -ό: ❶ αυτός που δε δείχνει ή δεν εκ- αυτοκράτορας ο, -ειρα & [λαϊκ.] -όρισσα η: ❶
φράζει επιείκεια ή διάθεση να συγχωρήσει κπ τίτλος απόλυτου μονάρχη ❷ (μτφ.) αυτός που
παράλειψη, σφάλμα: Ο νέος καθηγητής των κυριαρχεί στον τομέα του: ο ~ των διαμα-
Μαθηματικών είναι πολύ ~. ≠ επιεικής. ~ συ- ντιών. αυτοκρατορία η: ❶ πολιτικός θεσμός
μπεριφορά / κριτική. αυστηρών αρχών: που που διοικείται από τον αυτοκράτορα. ❷ πο-
ασπάζεται τις παραδοσιακές αξίες = συντη- λυεθνικό και εκτεταμένο εδαφικά κράτος του
ρητικός: Ο πατέρας μας ήταν άνθρωπος ~. ❷ οποίου ο απόλυτος μονάρχης φέρει τον τίτλο
αυτός που είναι πολύ ακριβής και σαφής: Το του αυτοκράτορα: Βυζαντινή ~. ❸ (μτφ.) με-

65
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·66

A
αυτοκτονώ
αυτοσκοπός
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

γάλη οικονομική επιχείρηση με υψηλά κέρδη, είναι το σπίτι μας. β. (συνήθ. μετά το και, για
·˘ÙÔÎÙÔÓ›· ➞ ·˘ÙÔÎÙÔÓÒ επιρροή και ισχύ: Με πολύ μόχθο έχτισε μια έμφαση) κπ ή κτ που διακρίνεται από άλλα
·˘ÙÔÎÙÔÓÈÎfi˜ ➞ ·˘ÙÔÎÙÔÓÒ
·˘ÙÔÎÙÔÓÒ ~ στον χώρο των τηλεπικοινωνιών. αυτο- παρόμοια ή αντίστοιχα με αυτό = ο ίδιος: Και
·˘ÙfiÌ·Ù· ➞ ·˘ÙfiÌ·ÙÔ˜ κρατορικός -ή -ό. αυτοκρατορικά (επίρρ.). ~ η μητέρα του τον βαρέθηκε πια! ❷ (προσωπ.,
·˘ÙÔÌ·ÙÈÛÌfi˜ ➞ ·˘ÙfiÌ·ÙÔ˜
·˘ÙfiÌ·ÙÔ ➞ ·˘ÙfiÌ·ÙÔ˜ αυτοκτονώ (αμτβ.) ❶ σκοτώνω τον εαυτό μου με γ΄ πρόσ.) κπ ή κτ για το(ν) οποίο γίνεται λό-
·˘ÙÔÌ·ÙÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ τη θέλησή μου: Αποπειράθηκε να αυτοκτονή- γος: Ήρθε κι ~ μαζί μας. Μίλησα με τη Μα-
·˘ÙfiÌ·ÙÔ˜
·˘ÙÔÌ¿Ùˆ˜ ➞ ·˘ÙfiÌ·ÙÔ˜ σει. ❷ (μτφ.) προκαλώ με τις πράξεις μου την ρία και συμφώνησε κι ~. Μίλησες του Γιάννη;
·˘ÙfiÓÔÌ· ➞ ·˘ÙfiÓÔÌÔ˜ καταστροφή μου: Παίζοντας τεράστια ποσά Ναι, του μίλησα. Του το έδειξα. αντ’ αυτού:
·˘ÙÔÓÔÌ›· ➞ ·˘ÙfiÓÔÌÔ˜
·˘ÙfiÓÔÌÔ˜ στο χρηματιστήριο, αυτοκτόνησε οικονομικά. ως αντικαταστάτης: ~ ήρθε ο συνεταίρος του.
·˘ÙÔÓÔÌÒ ➞ ·˘ÙfiÓÔÌÔ˜ αυτοκτονία η. αυτοκτονικός -ή -ό. επ’ αυτού: για το θέμα που γίνεται λόγος: ~
·˘ÙÔÂÔ›ıËÛË
·˘ÙÔÚÔÛÒˆ˜ αυτόματος -η -ο: ❶ (για πράξη) αυτός που γί- δεν είχε κανείς τίποτα να πει. ❸ (οι αδύν. τ.
·˘Ùfi˜ νεται ασυνείδητα, χωρίς τη συμμετοχή της της γεν. ως κτητ. αντων.) αυτόν στον οποίο
·˘ÙÔÛÎÔfi˜
βούλησης: Οδηγούσε με ~ κινήσεις, ενώ το ανήκει κτ ή με τον οποίο κπ σχετίζεται: Πήρε
μυαλό της ήταν αλλού. ❷ αυτός που κινείται το πιάτο του. Οι γονείς της.  σχ. δικός &
ή λειτουργεί χωρίς την άμεση παρέμβαση του αντωνυμία - Πίνακα χρήσης αντωνυμιών.
ανθρώπινου παράγοντα: ο ~ πιλότος αερο-
πλάνου. αυτόματα & αυτομάτως (επίρρ.).
 Δεικτικές αντωνυμίες
αυτοματισμός ο: αυτόματη λειτουργία και Τα δεικτ. αυτός (συνήθως) και τούτος (λιγό-
σύστημα αυτόματης λειτουργίας: Το αυτοκί- τερο) χρησιμοποιούνται για αναφορά σε κτ
νητό μου έχει πολλούς ~. αυτόματο το: ❶ πυ- κοντινό, ενώ το εκείνος σε κτ μακρινό. Επί-
ροβόλο όπλο. ❷ κατασκευή που λειτουργεί με σης, το αυτός χρησιμοποιείται γενικά για να
αυτόματο μηχανισμό = ρομπότ. δείξουμε κτ ή κπ, χωρίς να έχει σημασία η
αυτόνομος -η -ο: ❶ αυτός που διοικείται ή λει- απόσταση: Αυτό εκεί το σπίτι.
τουργεί καθορίζοντας μόνος του τους νό-
μους ή τον τρόπο λειτουργίας του: Πολλές Προσωπική αντωνυμία
επαρχίες της απέραντης βυζαντινής αυτο- Η ον. της προσωπ. αντων. χρησιμοποιείται
κρατορίας ήταν ~. ~ οργανισμός. ❷ (μτφ., για μόνο για έμφαση ή αντιδιαστολή, αφού κα-
πρόσ.) αυτός που αποφασίζει μόνος του για νονικά εννοείται από την κατάληξη του ρή-
τον εαυτό του: Συνήθως ο γιος μου δεν ακο- ματος: Μίλησες. Εσύ μίλησες (και όχι άλλος).
λουθεί το πρόγραμμα της οικογένειας, είναι Επιπλέον, η ον. του γ΄ πρόσ. (αυτός -ή -ό)
~. αυτόνομα (επίρρ.). αυτονομία η: ❶ το δι- χρησιμοποιείται και για την αποφυγή επανά-
καίωμα μιας πολιτικής ή κοινωνικής ομάδας, ληψης σε κπ ή κτ που έχει ήδη αναφερθεί: Ο
κράτους κτλ. να καθορίζει μόνη της τον τρό- διευθυντής μάς φώναξε στο γραφείο του - άλ-
πο λειτουργίας της = αυτοδιοίκηση, αυτοδιά- λωστε, αυτός το είχε προτείνει.
θεση ≠ υποτέλεια, εξάρτηση. ❷ (γενικότ.) η Οι δυνατοί τ. της προσωπ. αντων. χρησιμο-
δυνατότητα να λειτουργεί κτ ανεξάρτητα, ποιούνται (α) με ρήμα, για έμφαση ή αντι-
χωρίς την επίδραση άλλων παραγόντων: ~ διαστολή: Εμένα φώναξες ή τη Μαρία; (β) με-
θέρμανσης. αυτονομώ -ούμαι (μτβ.). τά από πρόθεση: από μένα. Οι αδύν. τ. χρη-
αυτοπεποίθηση η: εμπιστοσύνη που έχει κανείς σιμοποιούνται (α) με ρήμα, για απλή αναφο-
στον εαυτό του και στις ικανότητές του: Έχει ρά: Με φώναξες; (β) μετά από επίρρημα: πά-
μεγάλη ~, γι’ αυτό και προόδευσε τόσο. νω του.
αυτοπροσώπως (επίρρ.): ο ίδιος προσωπικά: Ο Οι αδύν. τ. του γ΄ προσ. της προσωπ. αντων.
υπουργός με υποδέχτηκε ~. είναι: εν. ον. τος τη το, γεν. του της του, αιτ.
αυτός -ή -ό (αντων.) • εν. γεν. αυτού -ής -ού & τον τη(ν) το, πληθ. ον. τοι τες τα, γεν. τους,
(στις σημ. 1 & 2) [προφ.] αυτουνού αυτηνής αιτ. τους τις & τες τα. Από αυτούς, η ον. χρη-
αυτουνού, πληθ. γεν. αυτών & (στις σημ. 1 & σιμοποιείται πολύ σπάνια, κυρ. μετά το δει-
2) [προφ.] αυτωνών, αιτ. αρσ. αυτούς & (στις κτικό μόρ. να.
σημ. 1 & 2) [προφ.] αυτουνούς: ❶ (δεικτ.) α.
δηλώνει κπ ή κτ που είναι κοντά μας, τοπικά αυτοσκοπός ο: οτιδήποτε επιδιώκεται από κπ,
ή χρονικά, ή που έχει μόλις αναφερθεί = τού- όχι προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως
τος ≠ εκείνος: Πάρε ~ την καρέκλα. ~ ήταν οι μέσο για να πετύχει κτ άλλο, αλλά γι’ αυτό
καλές εποχές, κι όχι οι σημερινές. ~ εδώ /εκεί το ίδιο: Το χρήμα γι’ αυτόν είναι ~.

66
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·67

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αυτοσχεδιάζω
αφελής
αυτοσχεδιάζω: (αμτβ.) κάνω κτ χωρίς να έχω γειάς του: Ο πρόεδρος της Βουλής αφαίρεσε
προετοιμαστεί γι’ αυτό, σύμφωνα με την τον λόγο από τον βουλευτή. ❸ (μτβ.) αποσπώ ·˘ÙÔۯ‰ȿ˙ˆ
·˘ÙÔۯ‰ȷÛÌfi˜ ➞ ·˘ÙÔÛ¯Â-
έμπνευση της στιγμής: Αυτοσχεδίασα στο κάτι, συνήθως με πλάγιους τρόπους και χωρίς ‰È¿˙ˆ
διαγώνισμα, γιατί δεν είχα διαβάσει. αυτο- να γίνω αντιληπτός: Οι κλέφτες αφαίρεσαν ·˘ÙÔÛ¯¤‰ÈÔ˜ ➞ ·˘ÙÔۯ‰ȿ-
˙ˆ
σχεδιασμός ο: το να αυτοσχεδιάζει κπ κτ: όλα τα κοσμήματα. = κλέβω. ❹ (μτβ.) ΜΑΘ κά- ·˘ÙÔÙ¤ÏÂÈ· ➞ ·˘ÙÔÙÂÏ‹˜
μουσικοί /θεατρικοί ~. αυτοσχέδιος -η -ο: αυ- νω την πράξη της αφαίρεσης ≠ προσθέτω ❺ ·˘ÙÔÙÂÏ‹˜
·˘ÙÔÙÂÏÒ˜ ➞ ·˘ÙÔÙÂÏ‹˜
τός που γίνεται χωρίς προετοιμασία ή με παθ. (αμτβ.) δεν προσέχω τι γίνεται γύρω μου, ·˘ÙÔ˘ÓÔ‡ ➞ ·˘Ùfi˜
πρόχειρα τεχνικά μέσα: ~ κατασκευές / εκρη- δε συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κτ: Με τη ·˘ÙÔ˘ÚÁ›· ➞ ·˘ÙÔ˘ÚÁfi˜
·˘ÙÔ˘ÚÁfi˜
κτικός μηχανισμός. δουλειά αφαιρέθηκα και δεν κατάλαβα πώς πέ- ·˘ÙfiʈÚÔ ➞ ·˘ÙfiʈÚÔ˜
αυτοτελής -ής -ές: ❶ αυτός που αποτελεί μία ρασε η ώρα. αφηρημένος -η -ο (μππ. ως επίθ.): ·˘ÙfiʈÚÔ˜
·˘ÙfiʈÙÔ˜
ολοκληρωμένη οντότητα και μπορεί να λει- ❶ (για πρόσ.) αυτός που έχει αφαιρεθεί (σημ. ·˘ÙÔ„›·
τουργεί από μόνος του, χωρίς να εξαρτάται 5): Δεν καταλαβαίνει τι του λες, είναι μονίμως ·˘¯¤Ó·˜
·˘¯ÂÓÈÎfi˜ ➞ ·˘¯¤Ó·˜
από κτ άλλο = ανεξάρτητος. ❷ αυτός του ~. ❷ αυτός που δε γίνεται αντιληπτός με τις αι- ·Ê' ➞ ·fi
οποίου το περιεχόμενο ολοκληρώνεται σε μία σθήσεις, αλλά είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά ·Ê- ➞ ·Ô-
·Ê¿ÁˆÙÔ˜ ➞ ·-
και μόνο φορά και δε συνεχίζεται: Η τηλεο- και μόνο της σκέψης: ~ έννοιες. ~ τέχνη: καλ- ·Ê·›ÚÂÛË ➞ ·Ê·ÈÚÒ
πτική σειρά θα ολοκληρωθεί σε δέκα ~ επει- λιτεχνικό ρεύμα του 20ού αιώνα κατά το οποίο ·Ê·ÈÚÂÙ¤Ô˜ ➞ ·Ê·ÈÚÒ
·Ê·ÈÚÂÙÈο ➞ ·Ê·ÈÚÒ
σόδια.  σχ. αγενής. αυτοτελώς (επίρρ.). αυ- ο καλλιτέχνης δεν αποδίδει με ρεαλιστικό τρό- ·Ê·ÈÚÂÙÈÎfi˜ ➞ ·Ê·ÈÚÒ
τοτέλεια η. πο την πραγματικότητα. ❸ ΓΛΩΣΣ (για ουσ.) αυ- ·Ê·ÈÚÒ
·Ê¿ÓÂÈ· ➞ ·Ê·Ó‹˜
αυτουργός ο, η: ΝΟΜ εκτελεστής αξιόποινης τός που φανερώνει ιδιότητα, ενέργεια ή κατά- ·Ê·Ó‹˜
πράξης: φυσικός ~: πρόσωπο που εκτέλεσε σταση ≠ συγκεκριμένος. αφηρημάδα η: το να εί- ·Ê·Ó›˙ˆ
·Ê·ÓÈÛÌfi˜ ➞ ·Ê·Ó›˙ˆ
αυτοπροσώπως μια αξιόποινη πράξη. ηθικός ναι κανείς αφηρημένος. αφαίρεση η: ❶ το να ·Ê·ÓÒ˜ ➞ ·Ê·Ó‹˜
·Ê¤ÏÂÈ· ➞ ·ÊÂÏ‹˜
~: πρόσωπο που παρακίνησε κπ άλλο να εκτε- αφαιρεί κπ κτ: ~ σκωληκοειδίτιδας. Κατηγο- ·ÊÂÏ‹˜
λέσει αξιόποινη πράξη: Οι ~ της δολοφονίας ρήθηκε για ~ 1.000 ευρώ από το ταμείο του κα- ·ÊÂÏÒ˜ ➞ ·ÊÂÏ‹˜
δε βρέθηκαν ποτέ. αυτουργία η: ΝΟΜ η τέλεση ταστήματος = κλοπή, αρπαγή. ❷ ΜΑΘ η αριθ-
αξιόποινης πράξης: φυσική /ηθική ~. μητική πράξη κατά την οποία βγάζουμε από
αυτόφωρος -η -ο: ΝΟΜ (για αδίκημα) αυτός που έναν αριθμό, ποσό κτλ. ένα μέρος, ώστε να
γίνεται αντιληπτός την ώρα που διαπράττε- το(ν) κάνουμε μικρότερο ≠ πρόσθεση. ❸ αφη-
ται από τον δράστη: ~ αδικήματα / σύλληψη. ρημένη τέχνη. αφαιρετικός -ή -ό. αφαιρετικά
επ’ αυτοφώρω: κατά τη στιγμή της εκτέλεσης (επίρρ.). αφαιρετέος ο: ΜΑΘ αριθμός που αφαι-
του αδικήματος: Την έπιασαν ~ να κλέβει τα ρείται από κπ άλλο.
κοσμήματα. αυτόφωρο το: ΝΟΜ δικαστήριο αφανής -ής -ές: ❶ αυτός που δε φαίνεται ≠ φα-
που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα: Έμεινε νερός: ~ έλλειμμα /χρέος. ❷ (για πρόσ.) α. αυ-
όλο το βράδυ στο αστυνομικό τμήμα, για να τός που ενεργεί χωρίς να γίνεται γνωστό το
περάσει την επόμενη μέρα από το ~. όνομά του: ~ ήρωας. β. αυτός που δεν έχει
αυτόφωτος -η -ο: ≠ ετερόφωτος ❶ ΑΣΤΡΟΝ (για αποκτήσει φήμη = άσημος: Στην ανθολογία
ουράνιο σώμα) αυτός που εκπέμπει δικό του περιλαμβάνονται και κάποιοι ~ ποιητές. 
φως: Ο ήλιος είναι ~ ουράνιο σώμα. ❷ (μτφ., σχ. αγενής & αθέατος. αφανώς (επίρρ.).
για πρόσ.) αυτός που έχει δικές του ιδέες, αφάνεια η: ❶ η κατάσταση του αφανούς
απόψεις: ~ πολιτικός. (σημ. 2): Μετά τη μία και μοναδική του επι-
αυτοψία η: εξέταση τόπου, αντικειμένων ή προ- τυχία στο θέατρο, έμεινε στην ~. ❷ ΝΟΜ η για
σώπου από αρμόδια δημόσια αρχή, προκει- πολλά έτη εξαφάνιση προσώπου και η
μένου να διαλευκανθεί μια υπόθεση: Μετά άγνοια για την τύχη του: Είναι δέκα χρόνια
την ~ στο πτώμα, ο ιατροδικαστής απέδωσε που είναι εξαφανισμένη, και το δικαστήριο
το θάνατο σε δολοφονία. την κήρυξε σε ~.
αυχένας ο: το πίσω μέρος του λαιμού = τράχη- αφανίζω: (μτβ.) κάνω κτ να μην υπάρχει, κατα-
λος. αυχενικός -ή -ό. στρέφω, εξοντώνω: Η επιδημία αφάνισε χι-
αφαιρώ -ούμαι: ❶ (μτβ.) αποσπώ κτ από εκεί λιάδες ανθρώπους. αφανισμός ο.
όπου είναι τοποθετημένο: Αν αφαιρέσεις την αφελής -ής -ές: ❶ (για πρόσ.) αυτός που δεν
πρώτη παράγραφο του κειμένου, δε θα κατα- υποψιάζεται εύκολα και πιστεύει ό,τι του λέ-
λάβεις το νόημά του. ≠ προσθέτω. ❷ (μτβ., για νε άλλοι = αγαθός: Επειδή είναι ~, τον έχουν
αφηρ. έννοιες) δεν επιτρέπω σε κπ να έχει κπ εξαπατήσει πολλές φορές. ❷ (για πράξη ή
δικαίωμα, συνήθως εξαιτίας παράνομης ενέρ- σκέψη) αυτός που δείχνει έλλειψη εξυπνάδας,

67
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·68

A
αφέντης
αφομοιώνω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

περιορισμένη αντίληψη ή κρίση = απλοϊκός, σου, σε παρακαλώ! ❷ ελευθερώνω κπ ή παύω


·Ê¤ÓÙ˘ κουτός: Οι ερωτήσεις του είναι ~. ❸ αυτός να τον κρατώ φυλακισμένο: Άφησαν τον κα-
·ÊÂÓÙÈ¿ ➞ ·Ê¤ÓÙ˘
·ÊÂÓÙÈΛӷ ➞ ·Ê¤ÓÙ˘ που χαρακτηρίζεται από απλότητα, που δεν τηγορούμενο ελεύθερο. = αποφυλακίζω. ❸
·ÊÂÓÙÈÎfi ➞ ·Ê¤ÓÙ˘ είναι προσποιητός: Η ~ συμπεριφορά των μι- σταματώ να κάνω κτ ή να ασχολούμαι με κτ
·Ê¤ÓÙÈÛÛ· ➞ ·Ê¤ÓÙ˘
·Ê¤ÓÙÚ· ➞ ·Ê¤ÓÙ˘ κρών παιδιών με συγκινεί.  σχ. αγενής. = παρατώ, διακόπτω: Άφησε το διάβασμα και
·ÊÂÙËÚ›· αφελώς (επίρρ.). αφέλεια η. το έριξε στις βόλτες. ❹ κατεβάζω κπ από ένα
·Ê‹1
·Ê‹2 αφέντης ο, -ισσα & αφέντρα η: ❶ πρόσωπο που όχημα = [επίσ.] αποβιβάζω: Μπορείτε να μ’
·Ê‹ÁËÌ· ➞ ·ÊËÁÔ‡Ì·È έχει κπ αξίωμα ή εξουσία πάνω σε άλλους: αφήσετε στην άλλη γωνία; ❺ δεν εμποδίζω κπ
·ÊËÁËÌ·ÙÈο ➞ ·ÊËÁԇ̷È
·ÊËÁËÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ·ÊËÁÔ‡Ì·È Υπηρέτησε τον ~ του με αφοσίωση. ❷ = αφε- να κάνει κάτι = επιτρέπω: Αφήστε τον να πε-
·Ê‹ÁËÛË ➞ ·ÊËÁÔ‡Ì·È ντικό (σημ. 2). αφεντικό το, -ίνα η: ❶ εργοδό- ράσει στην αίθουσα! ❻ παρατώ, εγκαταλείπω
·ÊËÁËÙ‹˜ ➞ ·ÊËÁԇ̷È
·ÊËÁ‹ÙÚÈ· ➞ ·ÊËÁÔ‡Ì·È της, προϊστάμενος: Ζήτησε αύξηση από το ~ κπ ή κτ: Άφησε τον φίλο του μόνο στην κα-
·ÊËÁÔ‡Ì·È του. ❷ ιδιοκτήτης, κάτοχος: Το σκυλί υπακού- φετέρια και έφυγε. ❼ προκαλώ ορισμένο συ-
·Ê‹Óˆ
·ÊËÚËÌ¿‰· ➞ ·Ê·ÈÚÒ ει μόνο στο ~ του. αφεντιά η: [οικ., συνήθ. ει- ναίσθημα σε κπ με κτ που λέω ή κάνω: Τους
·ÊËÚË̤ÓÔ˜ ➞ ·Ê·ÈÚÒ ρων.] (+ κτητ. αντων.) για να αναφερθούμε άφησε άναυδους η αντίδρασή του. ➑ κληρο-
·Êı·ÚÛ›· ➞ ·-
¿Êı·ÚÙÔ˜ ➞ ·- στον εαυτό μας: Θα κάνω ό,τι μου πει η ~ σου. δοτώ: Ο πατέρας του τού άφησε αμύθητη πε-
¿ÊıÔÓ· ➞ ¿ÊıÔÓÔ˜ αφετηρία η: ❶ το σημείο από το οποίο ξεκινά ριουσία. ❾ πουλάω κτ φθηνά: Μου τ’ άφησε
·ÊıÔÓ›· ➞ ¿ÊıÔÓÔ˜
¿ÊıÔÓÔ˜ κπ ή κτ για να κάνει μια διαδρομή ≠ τέρμα: στη μισή τιμή. ❿ παθ. (αμτβ.) α. εμπιστεύο-
·ÊıÔÓÒ ➞ ¿ÊıÔÓÔ˜ Οι αθλητές των 100 μέτρων πήραν τις θέσεις μαι τον εαυτό μου σε κάποιον: Αφέθηκε στα
·ÊȤڈ̷ ➞ ·ÊÈÂÚÒÓˆ
·ÊÈÂÚÒÓˆ τους στην ~. ❷ (μτφ.) αρχή ενέργειας ή πρά- έμπειρα χέρια του κομμωτή. β. παρατώ τον
·ÊȤڈÛË ➞ ·ÊÈÂÚÒÓˆ ξης: Η ερώτηση θα αποτελέσει την ~ ενός γό- εαυτό μου, δεν ενδιαφέρομαι για ό,τι μου
*·Ê›Óˆ ➞ ·Ê‹Óˆ
¿ÊÈÍË νιμου διαλόγου. συμβαίνει: Έχει αφεθεί τελείως μετά τον θά-
·ÊÔÌÔÈÒÓˆ
·ÊÔÌÔ›ˆÛË ➞ ·ÊÔÌÔÈÒÓˆ
αφή1 η: ❶ μία από τις πέντε αισθήσεις, η οποία νατο της γυναίκας του.
·ÊÔÌÔȈÙÈο ➞ ·ÊÔÌÔÈÒÓˆ έχει ως αισθητήριο όργανο το δέρμα: Οι τυ- άφθονος -η -ο: αυτός που υπάρχει ή προσφέρε-
·ÊÔÌÔȈÙÈÎfi˜ ➞ ·ÊÔÌÔÈÒÓˆ
φλοί έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την αί- ται σε μεγάλη ποσότητα: Στη λαϊκή αγορά
σθηση της ~. ❷ το άγγιγμα: Αυτό το ύφασμα υπάρχουν ~ φρούτα και λαχανικά. άφθονα
είναι πολύ απαλό στην ~. απτικός -ή -ό: αυ- (επίρρ.). αφθονώ (αμτβ.). αφθονία η.
τός που έχει σχέση με την αφή: ~ αίσθηση. αφιερώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ προσφέρω κτ στον
απτός -ή -ό: αυτός που είναι χειροπιαστός, Θεό ή σε κπ άγιο / αγία για να εκφράσω την
που γίνεται αντιληπτός με τις αισθήσεις = συ- ευγνωμοσύνη ή την αγάπη μου: Αφιέρωσε
γκεκριμένος: Δώσ’ μου ένα ~ παράδειγμα να έναν χρυσό σταυρό στον Άη-Γιώργη. ❷ δια-
καταλάβω τι θέλεις να πεις. απτά (επίρρ.). θέτω κτ για ορισμένο σκοπό: ~ καθημερινά
άπτομαι: (μτβ. + γεν.) [επίσ.] σχετίζομαι με πολύ χρόνο για διάβασμα. ❸ παθ. κατανα-
κτ: Το θέμα δεν άπτεται των αρμοδιοτήτων λώνω ή προσφέρω όλες μου τις δυνάμεις
του σχολείου. μη μου άπτου: χαρακτηρισμός στην πραγματοποίηση κπ στόχου ή στην ικα-
προσώπου που είναι υπερβολικά ευαίσθητο. νοποίηση κπ αναγκών = αφοσιώνομαι: Αφιε-
αφή2 η: άναμμα (της ολυμπιακής φλόγας): Η τε- ρώθηκε στον αγώνα κατά του AIDS. ❹ προ-
λετή ~ της ολυμπιακής φλόγας γίνεται στην σφέρω κτ (συνήθως βιβλίο ή κπ άλλο πνευ-
Ολυμπία. ματικό έργο, του οποίου είμαι δημιουργός)
αφηγούμαι: (μτβ.) εκθέτω, εξιστορώ, προφορι- σε κπ για να τον τιμήσω: Αφιέρωσε το πρώ-
κά ή γραπτά, πραγματικά ή φανταστικά γε- το του μυθιστόρημα στον πατέρα του. ❺ παθ.
γονότα = διηγούμαι: Μας αφηγήθηκε με κάθε έχω ως κύριο θέμα μου κάτι: Το τελευταίο
λεπτομέρεια τα γεγονότα. αφήγηση η. αφή- τεύχος του περιοδικού είναι αφιερωμένο στα
γημα το: ΦΙΛΟΛ λογοτεχνικό πεζό κείμενο που βραβεία Όσκαρ. αφιέρωση η: ❶ προσφορά
αφηγείται μια ιστορία: ιστορικό / αυτοβιο- πράγματος σε κπ. ❷ (συνεκδ.) ό,τι λέγεται ή
γραφικό ~. αφηγητής ο, -ήτρια η: πρόσωπο γράφεται σε κτ που προσφέρεται ως ένδειξη
που αφηγείται προφορικά ιστορίες ή περι- σεβασμού, εκτίμησης ή αγάπης: Στη φωτο-
γράφει γεγονότα σε ταινία, μυθιστόρημα κτλ: γραφία υπήρχε ιδιόχειρη ~ της ηθοποιού.
~ είναι ο ίδιος ο συγγραφέας. αφηγηματικός αφιέρωμα το: κτ που αφιερώνεται σε κπ
-ή -ό: αυτός που έχει σχέση με την αφήγηση ή (σημ. 1 & 5).
το αφήγημα. αφηγηματικά (επίρρ.). άφιξη η: [επίσ.] ερχομός ≠ αναχώρηση: πίνακας
αφήνω -ομαι: (μτβ.) ❶ παύω να κρατώ κτ, το- αφίξεων και αναχωρήσεων.
ποθετώ κτ σε κπ σημείο: Άφησε την τσάντα αφομοιώνω: (μτβ.) ❶ ΒΙΟΛ (για ζωντανό οργα-

68
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·69

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY A


αφοπλίζω
αφρός
νισμό) μετατρέπω τις τροφές σε ουσίες που αφορίζω: (μτβ.) αποβάλλω κπ από τους κόλ-
μπορούν να απορροφηθούν από τον οργανι- πους της εκκλησίας ως τιμωρία για πολύ βα- ·ÊÔÏ›˙ˆ
·ÊÔÏÈÛÌfi˜ ➞ ·ÊÔÏ›˙ˆ
σμό: Ο οργανισμός ~ τις τροφές κρατώντας ρύ αμάρτημά του: Η εκκλησία τον αφόρισε ·ÊÔÏÈÛÙÈο ➞ ·ÊÔÏ›˙ˆ
τις χρήσιμες ουσίες τους και αποβάλλοντας γιατί ήταν άθεος. αφορισμός ο: ❶ το να αφο- ·ÊÔÏÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·ÊÔÏ›˙ˆ
·ÊÔÚ¿
τις περιττές. ❷ (μτφ.) α. (για πρόσ.) μαθαίνω, ριστεί κπ: Επιβάλλω ~. ❷ σύντομη φράση, ·ÊfiÚËÙ· ➞ ·ÊfiÚËÙÔ˜
κατακτώ κτ πολύ καλά, έτσι ώστε να γίνει διατυπωμένη με δογματικό τρόπο, απόλυτα: ·ÊfiÚËÙÔ˜
·ÊÔÚ›˙ˆ
αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς Ας μη μιλάμε με ~, όταν πρόκειται για τόσο ·ÊÔÚÈÛÌfi˜ ➞ ·ÊÔÚ›˙ˆ
μου και του δικού μου τρόπου σκέψης: Με σύνθετα θέματα. ·ÊÔÚÌ‹
·ÊÔÛÈÒÓÔÌ·È
την αποστήθιση ο μαθητής δεν ~ αυτά που αφορμή η: ❶ κτ το οποίο δεν ανήκει στα βαθύ- ·ÊÔÛ›ˆÛË ➞ ·ÊÔÛÈÒÓÔÌ·È
διαβάζει. Η ελληνική γλώσσα έχει αφομοιώ- τερα αίτια ενός γεγονότος, αλλά το χρησιμο- ·ÊfiÙÔ˘
·ÊÔ‡
σει πλήθος ξένων λέξεων. β. ενσωματώνω, ποιεί κπ ως πρόφαση: Σήμερα θα μελετήσου- ·ÊÚ›˙ˆ ➞ ·ÊÚfi˜
συγχωνεύω τα ξένα στοιχεία μιας ομάδας με τα αίτια και την ~ του Α΄ Παγκοσμίου Πο- ·ÊÚfi˜

ατόμων ή μειονοτήτων στις δικές μου κυ- λέμου. ❷ οτιδήποτε προκαλεί, δίνει το κίνη-
ρίαρχες κοινωνικές, πολιτιστικές κτλ. δομές, τρο για κπ πράξη: Με ~ το γεγονός ότι άργη-
στα δικά μου ήθη, έθιμα και στον τρόπο σκέ- σα, δε δέχτηκε την εργασία μου.
ψης μου: Η κοινωνία αφομοίωσε πλήρως τη αφοσιώνομαι: (μτβ.) ❶ αφιερώνω όλες μου τις
μικρή κοινότητα των οικονομικών μετανα- δυνάμεις και τις προσπάθειες σε κτ: Στην τρί-
στών. αφομοίωση η. αφομοιωτικός -ή -ό: αυ- τη Λυκείου αφοσιώθηκε στο διάβασμα. = προ-
τός που αναφέρεται ή συμβάλλει στην αφο- σηλώνομαι. ❷ μππ. αυτός που είναι απολύ-
μοίωση: οι ~ μηχανισμοί του ανθρώπινου τως πιστός σε κάποιον: Η Πηνελόπη είναι το
εγκεφάλου. η ~ δύναμη μιας κοινωνίας. αφο- πρότυπο της ~ συζύγου. αφοσίωση η: πλήρης
μοιωτικά (επίρρ.). και απόλυτη ενασχόληση με κπ ή κτ, για το(ν)
αφοπλίζω: (μτβ.) ❶ αφαιρώ από κπ το όπλο ή οποίο έχω μεγάλο ενδιαφέρον, αγάπη ή σεβα-
τον οπλισμό του ≠ οπλίζω: Η αστυνομία κα- σμό: Τον διακρίνει ολοκληρωτική ~ στην ερ-
τάφερε να αφοπλίσει τους δύο ληστές. ❷ γασία του.
(μτφ.) γοητεύω κπ, ώστε αυτός να μην μπορεί αφότου (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει
να μου αντισταθεί, να αντιδράσει: Με αφό- χρονικό σημείο από το οποίο ξεκινά, αρχίζει
πλισε με την ειλικρίνειά της /το χαμόγελό της. κτ: ~ έφυγε στα ξένα, δεν ξαναγύρισε στην πα-
αφοπλισμός ο: ❶ το να αφοπλίσει κανείς κπ τρίδα του.
άλλο: ~ των δραστών. ❷ ο περιορισμός ή η αφού (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει ❶
κατάργηση των πολεμικών εξοπλισμών των γεγονός μετά την ολοκλήρωση του οποίου
κρατών: Γίνονται διαπραγματεύσεις για τον συμβαίνει κτ άλλο: Θα πας να παίξεις, ~ δια-
μερικό ~ των κρατών. αφοπλιστικός -ή -ό: αυ- βάσεις όλα σου τα μαθήματα. ≠ πριν, προτού.
τός που αφοπλίζει: ~ επιχειρήματα / χαμόγε- ❷ αιτία για κτ: ~ δε σου αρέσει η δουλειά σου,
λο. αφοπλιστικά (επίρρ.). παραιτήσου!
αφορά: τριτοπρ. (μτβ.) ❶ κπ ή κτ έχει σχέση με αφρός ο: ❶ λευκές φυσαλίδες που σχηματίζο-
κπ ή κτ άλλο, ή αναφέρεται σε κπ ή κτ άλλο: νται στην επιφάνεια των υγρών, όταν αυτά
Το ζήτημα αυτό ~ την πορεία των ελληνο- βράζουν, αναταράζονται ή παθαίνουν χημική
τουρκικών σχέσεων. όσον ~: σχετικά με: ~ το ζύμωση. ❷ η επιφάνεια ενός υγρού και, πιο
άλλο θέμα, μη με ρωτάτε! ❷ κπ ή κτ ενδιαφέ- συγκεκριμένα, η επιφάνεια της θάλασσας: Εις


ρει κπ: Δε σε ~ τι θα κάνω εγώ! τον ~ της θάλασσας η αγάπη μου κοιμάται. ≠
βυθός. ❸ οι λευκές φυσαλίδες που σχηματί-
Προσοχή: με ή χωρίς σε; Η σύνταξη αφορά σε ζονται κάθε φορά που το σαπούνι ή άλλο
(«αποβλέπει, αποσκοπει σε κτ») είναι λόγια. Με τη απορρυπαντικό διαλύεται με νερό: Αυτό το
σημερινή σημασία («αναφέρεται σε») μπορεί να σαπούνι δεν κάνει ~. ❹ πυκνό σάλιο που
χρησιμοποιηθεί χωρίς την πρόθ. σε, ιδίως με τις βγαίνει από το στόμα σε περιπτώσεις λύσσας
προσωπ. αντων. (π.χ. Δε με αφορά αντί Δεν αφορά ή επιληπτικών κρίσεων: Tο λυσσασμένο σκυ-
σ’ εμένα). λί έβγαζε ~ από το στόμα του. αφρίζω: (αμτβ.)
❶ (για υγρό) σχηματίζω αφρούς στην επιφά-
αφόρητος -η -ο: αυτός που είναι ενοχλητικός, νειά μου ή είμαι σε κατάσταση αναταραχής:
κουραστικός ή εκνευριστικός = ανυπόφορος: Η μπίρα ~ μόλις τη σερβίρεις στο ποτήρι. ❷
Οι πόνοι ήταν ~. αφόρητα (επίρρ.). α. (για ανθρ. ή ζώα) καταλαμβάνομαι από μα-

69
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·70

A
αφυπνίζω
άψυχος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

νία και βγάζω πυκνά σάλια από το στόμα στεί κπ ή κτ: Αυτό είναι το τηλέφωνο του για-
*·ÊÙ› ➞ ·˘Ù› μου. β. (μτφ., για ανθρ.) είμαι υπερβολικά θυ- τρού, ~!
·Ê˘Ó›˙ˆ
·Ê‡ÓÈÛË ➞ ·Ê˘Ó›˙ˆ μωμένος και δεν μπορώ να ελέγξω την οργή αχρείος -η -ο: αυτός που η συμπεριφορά του εί-
·Ê˘ÓÈÛÙÈο ➞ ·Ê˘Ó›˙ˆ μου: Μόλις άκουσε ότι χάσανε, άφρισε από ναι ανέντιμη ή ανήθικη: Της φέρθηκε με τον
·Ê˘ÓÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ·Ê˘Ó›˙ˆ
¿ÊˆÓÔ˜ το κακό του. πιο ~ τρόπο. αχρείος ο.
·¯·Ï›ÓˆÙ· ➞ ·- αφυπνίζω: (μτβ.) βγάζω κπ από την άγνοια, τον άχρηστος -η -ο: ❶ αυτός που δε χρειάζεται ή
·¯·Ï›ÓˆÙÔ˜ ➞ ·-
¿¯·Ú· ➞ ·- λήθαργο, την αδράνεια: Προσπαθούσε να δεν ωφελεί σε κτ ≠ χρήσιμος: Το γραφείο μου
·¯¿ÚÈÛÙ· ➞ ·¯¿ÚÈÛÙÔ˜ αφυπνίσει τους δούλους, για να διεκδική- έχει γεμίσει ~ έγγραφα. ❷ (για πρόσ.) αυτός
·¯·ÚÈÛÙ›· ➞ ·¯¿ÚÈÛÙÔ˜
·¯¿ÚÈÛÙÔ˜ σουν την ανεξαρτησία τους. αφύπνιση η: ❶ που δεν μπορεί να κάνει κτ σωστά, που δεν
¿¯·ÚÔ˜ ➞ ·- το να αφυπνίζει κανείς κπ. ❷ ξύπνημα: υπη- είναι ικανός για τίποτα: Τίποτε δεν έκανε
·¯Ó¿ ➞ ·¯Ófi˜ -‹ -fi
¿¯Ó· ρεσία αφύπνισης μέσω τηλεφώνου. αφυπνι- σωστά, είναι εντελώς ~! αχρηστία & αχρη-
¿¯ÓË στικός -ή -ό. αφυπνιστικά (επίρρ.). σία η: το να μη χρησιμοποιείται κτ για μεγά-
·¯Ó›˙ˆ ➞ ·¯Ófi˜ Ô
·¯ÓÈÛÙfi˜ ➞ ·¯Ófi˜ Ô άφωνος -η -ο: αυτός που σιωπά από κατάπλη- λο διάστημα: Βρίσκομαι / περιέρχομαι σε ~.
·¯Ófi˜ -‹ -fi ξη ή άλλο έντονο συναίσθημα = βουβός: Από τότε που αγόρασε φορητό, ο παλιός της
·¯Ófi˜ Ô
·¯fiÚÙ·Á· ➞ ·- Έμεινε ~ με την απόφαση του δικαστηρίου. υπολογιστής έπεσε σε ~. αχρηστεύω -ομαι:
·¯fiÚÙ·ÁÔ˜ ➞ ·- αχάριστος -η -ο: αυτός που δεν αναγνωρίζει το (μτβ.) κάνω κτ ή κπ άχρηστο.
·¯Ú›·ÛÙÔ˜
·¯Ú›Ԙ καλό που του έκαναν, που δεν αισθάνεται ευ- άχυρο το: ❶ το υπόλειμμα των δημητριακών
·¯ÚËÛ›· ➞ ¿¯ÚËÛÙÔ˜ γνωμοσύνη = αγνώμονας. αχάριστα (επίρρ.). μετά την αφαίρεση του καρπού από το στά-
*·¯ÚËÛÙ›· ➞ ·¯ÚËÛÙ›·
·¯ÚËÛÙ‡ˆ ➞ ¿¯ÚËÛÙÔ˜ αχαριστία η = αγνωμοσύνη. χυ, που χρησιμοποιείται ως τροφή μεγάλων
·¯ÚËÛÙ›· ➞ ¿¯ÚËÛÙÔ˜ άχνα η: ❶ ο θόρυβος που ακούγεται κατά την ζώων: ψάχνω / γυρεύω ψύλλους στ’ άχυρα:
¿¯ÚËÛÙÔ˜
·¯Ù›‰· ➞ ·ÎÙ›Ó· εκπνοή αέρα, κυρ. στις εκφρ. δε βγάζω / δεν για κτ που είναι δυσεύρετο ή μάταιο να το
·¯Ù›Ó· ➞ ·ÎÙ›Ó·
¿¯ÙÈÛÙÔ˜ ➞ ·-
ακούγεται ~ : Μη βγάλεις ~! ❷ [λογοτ.] επιζητά κανείς. ❷ (μτφ.) αυτό που θυμίζει
·¯˘Ú¤ÓÈÔ˜ ➞ ¿¯˘ÚÔ αχνός = υδρατμός: Θάμπωσε το τζάμι από άχυρο στη γεύση: Το ψωμί ήταν χάλια, σω-
¿¯˘ÚÔ
¿„ÔÁ· ➞ ¿„ÔÁÔ˜
την ~. στό ~! αχυρένιος -α -ο.
¿„ÔÁÔ˜ άχνη η: πολύ λεπτή σκόνη ουσίας: Πασπαλίστε άψογος -η -ο: ❶ αυτός που δεν έχει κανένα
·„fiÁˆ˜ ➞ ¿„ÔÁÔ˜
¿„˘¯· ➞ ¿„˘¯Ô˜
το γλυκό με ζάχαρη ~.~ μαρμάρου. ελάττωμα ή μειονέκτημα = τέλειος, αψεγά-
¿„˘¯Ô˜ αχνός ο: ❶ ο ατμός που σχηματίζεται από υγρό διαστος: Το γραπτό σου ήταν ~. ❷ αυτός τον
που βράζει ή από πολύ ζεστό φαγητό = υδρα- οποίο δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς για
τμός, [λογοτ.] άχνα. ❷ ο αέρας της εκπνοής, τη συμπεριφορά του = άμεμπτος: Ο τρόπος
ιδιαίτερα σε περιβάλλον χαμηλής θερμοκρα- του ήταν ~. άψογα & αψόγως (επίρρ.).
σίας, που δίνει την εντύπωση ατμού = χνότο.
αχνίζω: (αμτβ.) βγάζω αχνό. αχνιστός -ή -ό:
 Από το στερητ. à + ψόγος (< ψέγω «κατηγορώ»).
❶ αυτός που βγάζει αχνό λόγω υψηλής θερ-
μοκρασίας. ❷ (για φαγητά) αυτός που μαγει- άψυχος -η -ο: ❶ (για άνθρ. ή ζώο) αυτός που
ρεύεται στον αχνό. έχει πεθάνει, που δεν έχει πλέον μέσα του ψυ-
αχνός -ή -ό: αυτός που το σχήμα ή οι λεπτομέ- χή, ζωή = νεκρός ≠ ζωντανός: ~ σώμα /κορμί.
ρειές του δε διακρίνονται καθαρά = αμυδρός: ❷ (κατ’ επέκτ.) αυτός που αποτελείται μόνο
Μόλις που φάνηκε ένα ~ χαμόγελο στα χείλη από ύλη, που δεν έχει ψυχή ≠ έμψυχος: ~
της. αχνά (επίρρ.). αντικείμενα /κτίρια /μηχανή /πέτρα. ❸ (μτφ.)
αχρείαστος -η -ο: αυτός που δε χρειάζεται, δεν αυτός που δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότη-
είναι απαραίτητος: Αγοράζεις συνεχώς ~ τα: ~ φωνή / βλέμμα. Το χθεσινό πάρτι ήταν
πράγματα. ~ να ’ναι: ευχή για να μη χρεια- πολύ ~! άψυχα (επίρρ.).

70
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·71

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY B


βαδίζω
βαίνω
αδίζω: (αμτβ.) ❶ μετακινούμαι με τα πόδια στε συγγενείς δευτέρου ~. ❺ το σημείο στο
B = βηματίζω, περπατώ: Είναι βρέφος ακόμη, οποίο φτάνει ή βρίσκεται μια κατάσταση = επί- ‚·ÁÁ¤ÏÈÔ ➞ ¢·ÁÁ¤ÏÈÔ
‚¿‰ËÓ ➞ ‚·‰›˙ˆ
δεν μπορεί να βαδίσει. ❷ (μτφ.) κατευθύνο- πεδο: Η ανεργία έχει αυξηθεί σε τέτοιο ~, που ‚·‰›˙ˆ
μαι, οδηγούμαι αργά, αλλά σταθερά προς = πολλοί νέοι αναγκάζονται να μεταναστεύ- ‚¿‰ÈÛË ➞ ‚·‰›˙ˆ
‚¿‰ÈÛÌ· ➞ ‚·‰›˙ˆ
οδεύω, πορεύομαι: Η εταιρεία ~ προς την οι- σουν. ❻ αριθμητικό (συνήθως) σύμβολο με το ‚·‰ÈÛÙ‹˜ ➞ ‚·‰›˙ˆ
κονομική καταστροφή. βάδην (επίρρ.): ΣΤΡΑΤ οποίο δηλώνεται η επίδοση ή η ικανότητα κπ ‚·‰›ÛÙÚÈ· ➞ ‚·‰›˙ˆ
‚¿˙ˆ
(ως παράγγελμα) με κανονικό βήμα ≠ τροχά- που κρίνεται: Στο σχολείο πήρε πολύ καλούς ‚·ı·›Óˆ ➞ ‚¿ıÔ˜
δην: ~, εμπρός, μαρς! βάδην το: ΑΘΛ αγώνι- βαθμούς.  σχ. βαίνω. βαθμιαίος -α -ο: αυτός ‚·ıÈ¿ ➞ ‚¿ıÔ˜
‚·ıÌÈ·›· ➞ ‚·ıÌfi˜
σμα δρόμου στο οποίο ο αθλητής κινείται με που συντελείται με συνεχή και αργό ρυθμό, ‚·ıÌÈ·›Ô˜ ➞ ‚·ıÌfi˜
τρόπο ώστε να ακουμπά συνεχώς στο έδαφος: σταδιακά: Η Ε.Μ.Υ. προβλέπει ~ άνοδο της ‚·ıÌÈ·›ˆ˜ ➞ ‚·ıÌfi˜
‚·ıÌ›‰·


Είναι πρωταθλητής στα δέκα χιλιόμετρα ~. θερμοκρασίας. βαθμιαία & -ως (επίρρ.). ‚·ıÌÔÏfiÁËÛË ➞ ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
 σχ. βαίνω. βάδισμα το. βάδιση η. βαδιστής ‚·ıÌÔÏÔÁËÙ‹˜ ➞ ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
‚·ıÌÔÏÔÁ‹ÙÚÈ· ➞ ‚·ıÌÔÏÔ-
ο, βαδίστρια η: αθλητής του βάδην. Η αρχική σημασία της λ. βαθμός (από το AE ρ. βαί- ÁÒ
βάζω • αόρ. έβαλα, μππ. βαλμένος: (μτβ.) ❶ με- νω) ήταν «σκαλοπάτι». ‚·ıÌÔÏÔÁ›· ➞ ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
‚·ıÌÔÏÔÁÈο ➞ ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
τακινώ και αφήνω, ακουμπώ κτ σε ορισμένη θέ- ‚·ıÌÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
ση = τοποθετώ: Βάλε, σε παρακαλώ, τα βιβλία βάθος το: ❶ η κατακόρυφη απόσταση από την ‚·ıÌÔÏÔÁÒ
‚·ıÌfi˜
πάνω στο θρανίο! ❷ τοποθετώ επάνω μου ρού- επιφάνεια ως το κατώτατο σημείο ή τον πυθ- ‚¿ıÔ˜
χο = φορώ: Βάλε τα παπούτσια σου και φύγα- μένα (για υγρά): Το ~ της θάλασσας είναι του- ‚·ı‡˜ ➞ ‚¿ıÔ˜
‚·›Óˆ
με! ❸ συνδέω, εγκαθιστώ μηχάνημα: Επιτέ- λάχιστον 500 μέτρα. ❷ η οριζόντια απόσταση
λους, έβαλες τηλέφωνο! ❹ αποταμιεύω χρήμα- (δηλ. η διάσταση του μήκους) από ένα σημείο
τα ή τα επενδύω κάπου: Έβαλε αρκετά χρήμα- που ορίζεται ως αφετηρία, μέχρι κπ τέρμα: Το
τα στην τράπεζα. ❺ διορίζω κπ σε ορισμένη θέ- τούνελ έχει πολύ μεγάλο ~. ❸ το πιο εσωτερι-
ση: Με τις γνωριμίες που είχε τον έβαλε σε δη- κό σημείο: Η μπλούζα είναι στο ~ του συρτα-
μόσια υπηρεσία. ❻ εκδηλώνω συναίσθημα ή ριού. ❹ το τελευταίο σημείο που καταφέρ-
αντίδραση σε κτ: ~ τα γέλια/τα κλάματα/τις φω- νουμε να διακρίνουμε απέναντί μας, το απέ-
νές. ❼ ΑΘΛ πετυχαίνω: Έβαλε δύο γκολ. βάλ- ναντι άκρο: Στο ~ του δρόμου θα συναντήσεις
θηκα: (μτβ.) προσπαθώ επίμονα να πετύχω κτ: το δημαρχείο. ❺ πολύ ψηλό ή μακρινό σημείο:
Βάλθηκε να τελειώσει ολόκληρο το βιβλίο. βάλ- Το αεροπλάνο χάθηκε στα βάθη του ουρανού.
σιμο το: το να βάζει κανείς κτ, κυρ. στη σημ. 1. ❻ απομακρυσμένο χρονικά ή τοπικά σημείο:
βαθμίδα η: θέση σε μια ιεραρχία, σε ένα σύστη- Ο στρατός προχώρησε στα βάθη της Μικράς
μα αξιών: Πέρασε με την αξία του όλες τις Ασίας. ❼ (μτφ.) το εσώτερο σημείο από όπου
βαθμίδες της στρατιωτικής ιεραρχίας και έγι- πηγάζουν τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι
νε στρατηγός. ψυχικές και οι νοητικές λειτουργίες του αν-
βαθμολογώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ εκτιμώ την αξία, θρώπου: στο ~ του μυαλού του. ➑ (μτφ.) το
ποιότητα ή ορθότητα προσώπου ή πράγματος ουσιαστικότερο μέρος ενός θέματος: Η ανά-
δίνοντάς του βαθμό: Στο διαγώνισμα βαθμο- λυση του ποιήματος που έκανε είχε ~. βαθύς
λογήθηκε με Άριστα. ❷ παθ. υποδιαιρώ: Με -ιά -ύ: ❶ αυτός που έχει βάθος: Το ποτάμι στο
τη βαθμολογημένη βέργα μετρώ το ύψος της σημείο αυτό είναι πολύ ~. Σήμερα θα εξετά-
στάθμης του πετρελαίου. βαθμολόγηση η. σουμε τα βαθύτερα αίτια του Πελοποννησια-
βαθμολογία η. βαθμολογικός -ή -ό. βαθμολο- κού Πολέμου. = ουσιαστικός ≠ επιφανειακός,
γικά (επίρρ.). βαθμολογητής ο, -ήτρια η. ρηχός. ❷ αυτός που γίνεται σε μεγάλη ένταση
βαθμός ο: ❶ κάθε υποδιαίρεση της κλίμακας που ή το συναίσθημα που βιώνεται έντονα: ~ σιω-
χρησιμοποιούν τα όργανα μέτρησης: θερμο- πή /συγκίνηση. βαθιά (επίρρ.). βαθαίνω • αόρ.
κρασία τριάντα βαθμών Κελσίου. σεισμός πέ- βάθυνα: ❶ (μτβ.) κάνω κτ βαθύτερο: Σκάβουν
ντε βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. ❷ καθένα για να βαθύνουν τα θεμέλια του σπιτιού. ❷
από τα επίπεδα στα οποία διακρίνεται ένα (αμτβ.) α. γίνομαι βαθύς, αποκτώ βάθος: Η θά-
έγκαυμα ανάλογα με τη σοβαρότητά του: λασσα βάθαινε απότομα. β. γίνομαι πιο οξύς,
εγκαύματα πρώτου, δεύτερου και τρίτου ~. ❸ πιο έντονος = οξύνομαι, εντείνομαι: Η οικο-
θέση που κατέχει κπ σε ιεραρχία (εργασιακή, νομική κρίση της χώρας αυτής έχει βαθύνει.
στρατιωτική, εκκλησιαστική κτλ.): Έχει τον ~ βαίνω • μόνο ενστ. & πρτ.: [επίσ.] (αμτβ.) προ-
του ταγματάρχη. ❹ για τη διάκριση των συγ- χωρώ, εξελίσσομαι: Το πρόβλημα ~ προς τη
γενικών σχέσεων: Με τον ξάδερφό μου είμα- λύση του.

71
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·72

B
βαλβίδα
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™
βαρόμετρο

‚·Ï‚›‰·1
Από το AE ρ. βαίνω «πηγαίνω». Ομόρριζα: βήμα,
βάση, βατός, βάδην, βαθμός, βάθρο, καθώς και τα
στροφές, ιδίως έργων τέχνης: ~ κατέστρεψαν
ανεκτίμητα έργα τέχνης. ❷ (γενικ.) πρόσωπο
‚·Ï‚›‰·2
‚¿ÏıËη ➞ ‚¿˙ˆ σύνθετα ανάβαση, απόβαση, διάβαση. άξεστο, βάρβαρο, με τάσεις καταστροφής.
‚¿Ïψ βανδαλισμός ο: βάρβαρη, καταστροφική πρά-
‚¿ÏÛÈÌÔ ➞ ‚¿˙ˆ
‚·Ì‚¿ÎÈ βαλβίδα1 η: ❶ μηχανισμός που ρυθμίζει τη ροή ξη: Νεαροί επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς κα-
‚¿Ó·˘Û· ➞ ‚¿Ó·˘ÛÔ˜ υγρών ή αερίων, συνήθ. μεταξύ δύο χώρων: Στο ταστρέφοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους.


‚¿Ó·˘ÛÔ˜
‚·Ó·˘ÛfiÙËÙ· ➞ ‚¿Ó·˘ÛÔ˜ κέντρο της μηχανής υπήρχαν δύο ~ λαδιού. ❷
‚·Ó‰·ÏÈÛÌfi˜ ➞ ‚¿Ó‰·ÏÔ˜ ΙΑΤΡ ανατομικός σχηματισμός που ρυθμίζει την Πρόκειται για μετάφραση του γαλλ. Vandale. Οι Βάν-
‚¿Ó‰·ÏÔ˜
‚·Ù›˙ˆ ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ κυκλοφορία των υγρών του οργανισμού: Του δαλοι υπήρξαν γερμανικό φύλο που λεηλάτησε κατά
‚¿ÙÈÛË ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ τοποθέτησαν τεχνητή ~ στην καρδιά. τον 4ο - 5ο αι. μΧ. την Κεντρική Ευρώπη καταστρέ-
‚¿ÙÈÛÌ· ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ
‚·Ú·›Óˆ ➞ ‚¿ÚÔ˜ βαλβίδα2 η: ΑΘΛ ειδικός χώρος σε στάδια, που φοντας μεταξύ άλλων και σημαντικά μνημεία τέχνης.
‚·Ú¿ˆ χρησιμοποιείται ως αφετηρία από αθλητές των
‚¿Ú‚·Ú· ➞ ‚¿Ú‚·ÚÔ˜
‚¿Ú‚·ÚÔ˜ ρίψεων ή των αλμάτων: Το άλμα του αθλητή βαράω: (μτβ.) ❶ = χτυπώ, δέρνω. ❷ με χτύπη-
‚·Ú‚·ÚfiÙËÙ· ➞ ‚¿Ú‚·ÚÔ˜ ακυρώθηκε, γιατί πάτησε έξω από τη ~. μα πάνω σε αυτό, κάνω κτ να ηχήσει: Βάρε-
‚·Ú¤ÏÈ
‚·ÚÂÏ›ÛÈÔ˜ ➞ ‚·Ú¤ÏÈ βάλλω -ομαι • παθ. αόρ. βλήθηκα: [επίσ.] (μτβ. σε την καμπάνα για να αρχίσει η λειτουργία.
‚·ÚÂÌ¿Ú· ➞ ‚·ÚÈ¤Ì·È & με παράλ. αντικ.) ❶ εκτοξεύω πυρά: Ο μου τη βαράει: εκνευρίζομαι, οργίζομαι.
‚·ÚÂÙ¿ ➞ ‚·ÚȤ̷È
‚·ÚÂÙfi˜ ➞ ‚·ÚÈ¤Ì·È εχθρός ~ κατά της πόλης. ❷ (μτφ.) εκτοξεύω βάρβαρος -η -ο: ❶ αυτός που είναι απολίτιστος:
‚·Ú¤ˆ˜ ➞ ‚¿ÚÔ˜ κατηγορίες εναντίον κπ: Ο δικηγόρος ~ ενα- ~ φυλές. ❷ αυτός που είναι σκληρός, απάν-
‚·ÚÈ¿ ➞ ‚¿ÚÔ˜
‚·ÚÈ¤Ì·È ντίον του κατηγορουμένου. βολή1 η: ❶ εκτό- θρωπος = βάναυσος: Η εξολόθρευση των
‚·ÚÔÌÂÙÚÈÎfi˜ ➞ ‚·ÚfiÌÂÙÚÔ ξευση βλήματος με πυροβόλο όπλο και (συ- αδέσποτων της γειτονιάς ήταν μια ~ πράξη.
‚·ÚfiÌÂÙÚÔ
νεκδ.) η απόσταση που διανύει: Έριξαν προ- ❸ αυτός που είναι άξεστος, δεν ξέρει να συ-
ειδοποιητικές βολές. Τα αεροπλάνα πετούν μπεριφέρεται σωστά: Δεν έχει στοιχειώδεις
έξω από το πεδίο βολής των αντιαεροπορι- τρόπους ευγένειας, είναι ~. βάρβαρα (επίρρ.).
κών όπλων. ❷ (μτφ.) επίθεση με τα λόγια, βαρβαρότητα η: η ιδιότητα του βάρβαρου
εκτόξευση κατηγοριών εναντίον κπ: Στη συ- (σημ. 2 & 3) & (συνεκδ.) βάρβαρη πράξη.
νέλευση ακούστηκαν ~ κατά του προέδρου.
βλήμα το: ❶ πυρομαχικό που εκτοξεύεται με  Από το ΑΕ βάρβαρος που είχε τη σημ. «αυτός που
τη βοήθεια όπλου: Δεκάδες άμαχοι σκοτώθη- μιλάει μιαν ακατανόητη γλώσσα». Στη συνέχεια
καν από ~ όλμου που έπληξε το κέντρο της απέκτησε και πολιτική σημ., καθώς δήλωνε «αυτόν
πόλης. ❷ [μειωτ.] (μτφ.) για άνθρωπο χαμη- που δεν είναι Έλληνας ή δε μιλάει ελληνικά».
λής διανοητικής ικανότητας.

 Από το AE ρ. βάλλω «χτυπώ», από το οποίο προ-


βαρέλι το: ❶ α. μεγάλο κυλινδρικό δοχείο, πιο
πλατύ στη μέση από ό,τι στα άκρα, που χρη-
έρχονται και τα βέλος, βολή, βλήμα, απόβλητος σιμοποιείται για την αποθήκευση και τη με-
κτλ. Σχηματίζει σύνθετα με όλες σχεδόν τις προθέ- ταφορά υγρών ή στερεών. β. (συνεκδ.) το πε-
σεις: αναβάλλω, διαβάλλω, εισβάλλω, προσβάλλω, ριεχόμενο ενός βαρελιού, η ποσότητα που
υπερβάλλω κτλ. χωρά σε ένα βαρέλι: Κάθε χρόνο το αμπέλι
Το βάλλω (και τα σύνθετά του) σχηματίζουν τους βγάζει 15 ~ κρασί. ❷ [ειρων.] (μτφ.) άνθρω-
παρελθοντικούς χρόνους ως εξής: τον πρτ. με δύο πος κοντός και χοντρός. βαρελίσιος -α -ο.
-λλ- (έβαλλα) και τον αόρ. με ένα -λ- (έβαλα). βαριέμαι: ❶ (αμτβ.) αισθάνομαι πλήξη, ανία:
Προσοχή: δεν πρέπει να μπερδεύουμε το έβαλα του Όλη μέρα διάβαζα, αλλά στο τέλος βαρέθη-
βάλλω με το έβαλα του βάζω! κα. ❷ (μτβ.) κπ ή κτ μου προκαλεί πλήξη ή
ανία: ~ τις σχολικές γιορτές /να βλέπω τηλε-
βαμβάκι & [οικ.] μπαμπάκι το: ❶ λευκή, ινώδης όραση. βαρετός -ή -ό: αυτός που προκαλεί
ύλη που χρησιμοποιείται στην κατασκευή πλήξη, ανία = ανιαρός ≠ ενδιαφέρων: Η ζωή
υφασμάτων: Η μπλούζα είναι 100% ~. ❷ το του μου φαίνεται ~. βαρετά (επίρρ.). βαρε-
φυτό από το οποίο παράγεται το βαμβάκι. μάρα η = ανία, πλήξη.
βάναυσος -η -ο: αυτός που τον χαρακτηρίζουν βαρόμετρο το: ❶ όργανο με το οποίο μετράμε
η βιαιότητα και η σκληρότητα = βάρβαρος: Ο την ατμοσφαιρική πίεση. ❷ (μτφ.) οτιδήποτε
τρόπος συμπεριφοράς του απέναντί μου εί- μπορεί να είναι δείκτης τάσεων ή εξελίξεων
ναι ~. βάναυσα (επίρρ.). βαναυσότητα η. σε έναν τομέα: Το πολιτικό ~ δείχνει νίκη της
βάνδαλος ο: ❶ πρόσωπο που προξενεί κατα- αντιπολίτευσης. βαρομετρικός -ή -ό.

72
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·73

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY B


βάρος
βασιλιάς
βάρος το: ❶ η δύναμη με την οποία έλκει η γη τα έκανε. ❷ προβληματίζω κπ, απασχολώ τη σκέ-
υλικά σώματα. ❷ το αποτέλεσμα της ζύγισης ψη του, το μυαλό του: Με ~ έντονα το οικο- ‚¿ÚÔ˜
‚·Ú‡˜ ➞ ‚¿ÚÔ˜
της μάζας ενός σώματος, που εκφράζεται σε νομικό μου πρόβλημα. ❸ παθ. υφίσταμαι σω- ‚·Ú‡ÙËÙ· ➞ ‚¿ÚÔ˜
κιλά και σε γραμμάρια: Το ~ μου είναι εξήντα ματικές ή ψυχικές ταλαιπωρίες = μαρτυρώ2: ~ ‚·Û·Ó›˙ˆ ➞ ‚¿Û·ÓÔ
‚·Û·ÓÈÛÙ‹ÚÈÔ ➞ ‚¿Û·ÓÔ
κιλά. ❸ φορτίο: Το ασανσέρ δε σηκώνει πολύ για να τα βγάλω πέρα. βασανιστήριο το: συ- ‚·Û·ÓÈÛÙ‹˜ ➞ ‚¿Û·ÓÔ
~. ❹ πληθ. όργανα γυμναστικής και οι ασκή- νήθ. πληθ. σωματική ή ψυχική κακοποίηση, ‚·Û·ÓÈÛÙÈο ➞ ‚¿Û·ÓÔ
‚·Û·ÓÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ‚¿Û·ÓÔ
σεις που γίνονται με αυτά: Κάνει βάρη. ❺ στην οποία υποβάλλεται κπ με σκοπό να τι- ‚·Û·Ó›ÛÙÚÈ· ➞ ‚¿Û·ÓÔ
(μτφ.) άνθρωπος του οποίου η συμπεριφορά μωρηθεί ή να αναγκαστεί να ομολογήσει κτ = ‚¿Û·ÓÔ
‚¿ÛÂÈ ➞ ÚfiıÂÛË - §¤ÍÂȘ
είναι κουραστική: Μας έχει γίνει ~ με τις συ- μαρτύριο: Παρ’ όλα τα ~, δεν πρόδωσε τους Ì ÚÔıÂÙÈ΋ ÏÂÈÙÔ˘ÚÁ›·
χνές επισκέψεις του. ❻ πληθ. υποχρεώσεις, ευ- συνεργάτες του. βασανιστής ο, -ίστρια η. βα- ‚¿ÛË
‚·Û›˙ˆ ➞ ‚¿ÛË
θύνες: οικογενειακά ~. ❼ σωματική ή ψυχική σανιστικός -ή -ό. βασανιστικά (επίρρ.). ‚·ÛÈο ➞ ‚¿ÛË
καταπόνηση ή δυσφορία: Έχω ένα ~ στο κε- βάση η: ❶ οτιδήποτε πάνω στο οποίο στέκεται ή ‚·ÛÈÎfi˜ ➞ ‚¿ÛË
‚·ÛÈϤ·˜ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
φάλι. Έχω ~ στη συνείδησή μου για τα κακά στηρίζεται κτ: η ~ της κολόνας. ❷ συνήθ. πληθ. ‚·ÛÈÏ›· ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
που προκάλεσα. βαρύς -ιά -ύ: ❶ αυτός που έχει α. οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίζεται μια ‚·Û›ÏÂÈÔ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
‚·ÛÈχˆ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
τέτοιο βάρος, που δύσκολα σηκώνεται ή μετα- θεωρία, μια επιστήμη, ένα σύστημα: Ο Ευκλεί- ‚·ÛÈÏÈ¿˜
κινείται ≠ ελαφρύς. ❷ (μτφ.) αυτός που δίνει δης έθεσε τις ~ της γεωμετρίας. β. το σύνολο ‚·ÛÈÏÈο ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
‚·ÛÈÏÈ΋ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
την αίσθηση μεγάλου βάρους, που δεν μπο- των πνευματικών ή υλικών εφοδίων που έχει ‚·ÛÈÏÈÎÈ¿ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
ρούμε να αντέξουμε εύκολα, να ανεχθούμε = κπ και τα οποία του εξασφαλίζουν την πρόο- ‚·ÛÈÏÈÎfi˜ ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
‚·ÛÈÏÈÎfi˜1 ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
δυσβάσταχτος: ~ ευθύνη/χειμώνας/ποινή = δο: Έχω γερές ~ στα Μαθηματικά. ❸ (μτφ.) η
αυστηρός. ❸ αυτός που χωνεύεται δύσκολα: ~ κατώτατη βαθμολογία που εξασφαλίζει επιτυ-
φαγητό. ❹ αυτός που είναι πολύ έντονος, δυ- χία: Στις εξετάσεις έπιασε τη ~. ❹ το κυριότε-
σάρεστος: ~ μυρωδιά. ❺ (για ύπνο) αυτός που ρο στοιχείο ή συστατικό: Αυτό το φαγητό έχει
δε διακόπτεται εύκολα = βαθύς. ❻ αυτός που ως ~ το ψάρι. ❺ κριτήριο: Οι υποτροφίες θα
είναι προσβλητικός, δυσάρεστος: ~ λόγια /κου- δοθούν με ~ την οικονομική κατάσταση των
βέντες. βαριά (επίρρ.): πάρα πολύ, σοβαρά: υποψηφίων. ❻ ΣΤΡΑΤ στρατιωτικές εγκαταστά-
Αρρώστησε ~ και πέθανε. βαρέως (επίρρ.): κυ- σεις (συνήθως μιας μεγάλης δύναμης σε μια
ρίως στη φρ. φέρω κτ ~: αισθάνομαι δυσάρε- άλλη χώρα). ❼ ΧΗΜ χημική ένωση με αλκαλι-
στα για κτ, δεν μπορώ να το ξεπεράσω ψυχο- κές ιδιότητες. βασίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ έχω κτ ως
λογικά: Το φέρει ~ που δεν τον κάλεσαν. βα- βάση: Η ταινία ~ σε μυθιστόρημα του Καζα-
ραίνω: ❶ (αμτβ.) γίνομαι πιο βαρύς. ❷ (μτφ., ντζάκη. ❷ έχω κτ ως δεδομένο για να στηρίξω
αμτβ.) α. έχω ξεχωριστή σημασία και σπου- κπ άποψη, προσδοκία κτλ.: Πού ~ την αισιο-
δαιότητα: Η άποψή σου πάντοτε ~. β. γίνομαι δοξία σου; ❸ εμπιστεύομαι, στηρίζομαι σε κπ
δυσάρεστος: Μετά τα σκληρά του λόγια, η ή κτ: Mη ~ τις ελπίδες σου σ’ αυτόν. βασικός
ατμόσφαιρα βάρυνε. ❸ (μτφ., μτβ.) α. προκα- -ή -ό: ❶ αυτός που αποτελεί την απαραίτητη
λώ στενοχώρια, τύψεις ή άγχος σε κπ: Πολλές προϋπόθεση για κτ = θεμελιώδης: ~ αρχές των
τύψεις ~ την ψυχή του. β. αποδίδω σε κπ κτ: Η μαθηματικών. ❷ αυτός που αποτελεί την αφε-
ζημιά ~ αποκλειστικά εσένα. βαρύτητα η: ❶ τηρία από την οποία ξεκινά κπ ή κτ: Θα παίρ-
ΦΥΣ η παγκόσμια ελκτική δύναμη μεταξύ της νεις τον ~ μισθό. ❸ αυτός που αναφέρεται
μάζας των υλικών σωμάτων. ❷ (μτφ.) αξία, ση- στην ουσία ενός πράγματος: Τα ~ σημεία των
μασία = σπουδαιότητα: Οι απόψεις του έχουν επιχειρημάτων σου είναι σωστά. βασικά
ιδιαίτερη ~, γιατί είναι ειδικός στο θέμα. ❸ σο- (επίρρ.). βάσιμος -η -ο: αυτός που στηρίζεται
βαρότητα, κρισιμότητα ενέργειας ή γεγονότος: σε δεδομένα, που μπορεί να δικαιολογηθεί ≠
Η συνάντηση των πρωθυπουργών της Ευρώ- αβάσιμος: Έχω ~ υποψίες ότι αυτός είναι ο
πης είναι γεγονός ιδιαίτερης ~. κλέφτης. βάσιμα (επίρρ.).
βάσανο το: ❶ συνήθ. πληθ. ψυχική ή σωματική βασιλιάς & βασιλέας ο, βασίλισσα η: ❶ ισόβιος,
ταλαιπωρία, στενοχώρια: Πέρασα πολλά ~ κληρονομικός ανώτατος άρχοντας ενός κρά-
στη ζωή. ❷ (συνεκδ.) κπ ή κτ που προκαλεί τα- τους. ❷ (μτφ.) πρόσωπο που κυριαρχεί σε
λαιπωρία, στενοχώρια σε κπ: Το νοικοκυριό έναν χώρο, ο ισχυρότερος, ο καλύτερος: Στα
είναι μεγάλο ~! βασανίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ υπο- φετινά καλλιστεία αναδείχτηκε βασίλισσα της
βάλλω κπ σε σωματική ή ψυχική ταλαιπωρία: ομορφιάς. ❸ πιόνια στο σκάκι. βασιλεύω:
Τα δικτατορικά καθεστώτα ~ τους αντιφρο- (αμτβ.) ❶ ασκώ τη βασιλική εξουσία σε μια
νούντες. Τον ~ οι τύψεις για την αδικία που χώρα. ❷ (μτφ.) επικρατώ, κυριαρχώ σε κπ χώ-

73
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·74

B
βασιλικός
βγάζω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

ρο: Η δικαιοσύνη ~ στη χώρα αυτή. ❸ (για τον = βάφτιση. ❷ πρώτη συμμετοχή κπ σε κτ, κυρ.
‚·ÛÈÏÈÎfi˜2 ήλιο ή για άστρα) δύω: O ήλιος ~. βασιλεία η: στην έκφρ. παίρνω το βάπτισμα του πυρός:
‚·Û›ÏÈÛÛ· ➞ ‚·ÛÈÏÈ¿˜
‚¿ÛÈÌ· ➞ ‚¿ÛË ❶ το αξίωμα και η εξουσία του βασιλιά. ❷ κάνω κτ για πρώτη φορά. βαφτίσια τα: η τε-
‚¿ÛÈÌÔ˜ ➞ ‚¿ÛË ΠΟΛ πολίτευμα με ανώτατο άρχοντα του κρά- λετή της βάφτισης. βαφτιστήρι το, βαφτισι-
‚¿ÛÙ·Í· ➞ ‚·ÛÙÒ
‚¿ÛÙËÍ· ➞ ‚·ÛÙÒ τους τον βασιλιά. βασίλειο το: ❶ χώρα με πο- μιός ο, -μιά & βαφτιστήρα η: παιδί κπ το
‚·ÛÙÒ λίτευμα τη βασιλεία. ❷ (μτφ.) ο χώρος όπου οποίο έχει βαφτίσει.
‚·Ùfi˜
‚·Ê‹ ➞ ‚¿Êˆ κυριαρχεί κπ: Τα παρασκήνια είναι το ~ του. βάφω -ομαι: ❶ (μτβ.) α. χρωματίζω κτ με μπο-
‚·ÊÙ›˙ˆ ζωικό /φυτικό ~: ΒΙΟΛ το σύνολο των ζώων ή γιά, βερνίκι ή άλλη χρωστική ύλη. β. συνήθ.
‚¿ÊÙÈÛË ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ
‚·ÊÙ›ÛÈ· ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ των φυτών. βασιλικός -ή -ό: ❶ αυτός που ανή- παθ. βάζω στο πρόσωπο καλλυντικά όπως
‚·ÊÙÈÛÈÌÈ¿ ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ κει ή σχετίζεται με τον βασιλιά. ❷ αυτός που σκιά ματιών, κραγιόν κτλ. = μακιγιάρω: Θα
‚·ÊÙÈÛÈÌÈfi˜ ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ
‚¿ÊÙÈÛÌ· ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ ταιριάζει σε βασιλιά, που είναι πλουσιοπά- έρθει να βάψει τη νύφη. Βάφεται πολύ δια-
‚·ÊÙÈÛÙ‹Ú· ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ ροχος, μεγαλοπρεπής: Ο γάμος έγινε με ~ με- κριτικά. ❷ (αμτβ.) αποκτώ ανεξίτηλο λεκέ: Η
‚·ÊÙÈÛÙ‹ÚÈ ➞ ‚·ÊÙ›˙ˆ
‚¿Êˆ γαλοπρέπεια. βασιλικά (επίρρ.). βασιλικός1 μπλούζα σου έβαψε από το κόκκινο κρασί.
‚¿„ÈÌÔ ➞ ‚¿Êˆ ο, βασιλική & -ιά η: πρόσωπο που υποστηρί- βάψιμο το: ~ επίπλου = βαφή. Κάνει πολύ
‚Á¿˙ˆ
ζει το πολίτευμα της βασιλείας. διακριτικό ~. = μακιγιάζ. Το ~ από σοκολά-
βασιλικός2 ο: ποώδες αρωματικό φυτό που τα δε φεύγει. = λεκές. βαφή η: ❶ το να βάφει
χρησιμοποιείται στη μαγειρική: πλατύφυλ- (σημ. 1) κανείς κτ. ❷ χρωστική ύλη με την
λος ~. οποία βάφεται κτ: ~ μαλλιών.
βαστώ & -άω -ιέμαι • αόρ. βάστηξα & βάστα- βγάζω • αόρ. έβγαλα, μππ. βγαλμένος: ❶ (μτβ.)
ξα: [προφ.] ❶ (μτβ.) κρατώ κτ. ❷ (μτβ.) μπο- μεταφέρω κτ από μέσα προς τα έξω ≠ βάζω:
ρώ και συγκρατώ το βάρος ενός πράγματος: Έβγαλε ένα τετράδιο από την τσάντα της κι
Δε θα σε βαστάξει η κούνια, θα πέσεις! ❸ άρχισε να γράφει. Μου βγάζεις ένα πουκάμι-
(μτβ.) προσφέρω στήριγμα σε κπ ή κτ: Βάστα σο από την ντουλάπα; ❷ (μτβ.) αφαιρώ ρού-
με να σηκωθώ, παιδάκι μου! ❹ (μτβ.) έχω κτ χο από πάνω μου ≠ βάζω: Βγάλε το παλτό
μαζί μου: Όταν βγαίνω έξω, ~ ταυτότητα πά- σου και κάτσε! ❸ (μτβ.) παράγω προϊόν: Η
ντοτε. ❺ φυλάω κτ και δεν το αποκαλύπτω Θράκη ~ καπνά. ❹ (μτβ.) εμφανίζω κτ κατά
ποτέ: Βαστάς μυστικό; ❻ (μτβ.) συντηρώ ή τη διαδικασία ανάπτυξης: ~ δόντια / μπου-
φροντίζω κτ: Τα απογεύματα το μαγαζί το ~ μπούκια /καρπούς. ❺ (μτβ.) καταλήγω σε συ-
ο αδερφός μου. ❼ (μτβ.) εμποδίζω κτ να εκ- μπέρασμα κτλ.: Η επιτροπή δεν έβγαλε ακό-
φραστεί ή να εκδηλωθεί: Δεν μπορούσα να μη απόφαση. ❻ (μτβ.) δημοσιεύω, εκδίδω:
βαστήξω τα γέλια μου. ➑ (μτφ., αμτβ.) κατα- Έχει ήδη βγάλει δυο βιβλία. Θα βγάλουμε
φέρνω, σωματικά και ψυχικά, να αντιμετω- ανακοίνωση. ❼ (μτβ.) αποκτώ χρήματα κτλ.
πίσω δυσκολίες: Καρδιά μου καημένη, πώς ~ = κερδίζω: Δουλεύει σκληρά για να βγάλει το
και δεν ραγίζεις; (λαϊκό τραγούδι) ❾ (αμτβ.) ψωμί του. ~ αρκετά στην καινούρια σου δου-
αντέχω στον χρόνο, διαρκώ: Τα έπιπλα της λειά; ➑ (μτβ.) δίνω όνομα σε κπ ή κτ = ονο-
γιαγιάς βαστάνε ακόμη. μάζω: Τελικά, τον έβγαλαν Κώστα. ❾ (μτβ.)
βατός -ή -ό: ❶ (για τόπο) αυτός τον οποίο μπορεί μετά από διαδικασία αναθέτω σε κπ ένα
κπ να διασχίσει εύκολα: ~ μονοπάτι. ❷ (μτφ.) αξίωμα = εκλέγω: Τον βγάλαμε πρόεδρο της
αυτός που είναι απλός και εύκολος: Τα θέμα- τάξης. ❿ (μτβ.) εκφράζω κπ (αρνητικό κυ-
τα των εξετάσεων ήταν ~ και πέρασαν όλοι. ρίως) συναίσθημα που αισθάνομαι = εξωτε-
βαφτίζω & [σπάν., επίσ.] βαπτίζω -ομαι: (μτβ.) ρικεύω: Στη συζήτηση που είχαμε χτες, έβγα-
❶ κάνω κπ μέλος της χριστιανικής θρησκεί- λε ένα παράπονο! Μη ~ τον θυμό σου επάνω
ας με το μυστήριο της βάφτισης ή δίνω όνο- μου! = ξεσπώ. ● 11 (μτβ.) διακρίνω ή καταλα-

μα σε κπ κατά τη διάρκεια του συγκεκριμέ- βαίνω κτ: Έβγαλες νόημα από αυτά που μας
νου μυστηρίου. ❷ χαρακτηρίζω κπ ή κτ με είπε; Δε ~ τα γράμματά σου! ● 12 (μτβ.) κάνω

μια ιδιότητα που δεν την έχει ή δεν του αξί- κτ να μην υπάρχει πια: Έπλυνα την μπλού-
ζει αντικειμενικά: Τον βάφτισε φίλο και συ- ζα καλά, αλλά τον λεκέ δεν κατάφερα να τον
νεργάτη του, για να εξυπηρετήσει τα πολιτι- βγάλω! = αφαιρώ. ● 13 (μτβ.) ολοκληρώνω με

κά συμφέροντά του. βάφτιση & [σπάν., επίσ.] επιτυχία σχολική περίοδο: Ούτε δημοτικό
βάπτιση η: ένα από τα επτά μυστήρια της δεν έχει βγάλει, και κοίτα τι ωραία που εκ-
Ορθόδοξης Εκκλησίας και η αντίστοιχη θρη- φράζεται! ●14 (μτβ.) περνάω κπ χρονικό διά-

σκευτική τελετή. βάπτισμα & βάφτισμα το: ❶ στημα με κπ τρόπο: Πώς θα βγάλω τον χει-

74
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·75

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY B


βγαίνω
βήμα
μώνα χωρίς δουλειά; ● 15 (αμτβ.) οδηγώ από ή ποιητικό: Ζήτησα από τη γραμματεία ~ σπου-
προς κπ μέρος: Ποιος είναι ο δρόμος που ~ δών. ❷ το να βεβαιώνει κανείς κτ = διαβεβαί- ‚Á·›Óˆ
‚Á¿ÏÛÈÌÔ ➞ ‚Á¿˙ˆ
από την πόλη; Το σπίτι ~ σε κήπο. ● 16 σε διά- ωση: Έλαβε τη ~ ότι θα αποζημιωθεί. βεβαι- ‚‰ÔÌ¿‰· ➞ ‚‰ÔÌ¿‰·
φορες εκφρ. όπως: δε ~ άχνα /μιλιά /τσιμου- ωτικός -ή -ό. ‚¤‚·È· ➞ ‚¤‚·ÈÔ˜
‚¤‚·ÈÔ˜
διά /λέξη = δε μιλώ. βγάζω τον σκασμό = στα- βέβηλος -η -ο: αυτός που δε δείχνει σεβασμό και ‚Â‚·ÈÒÓˆ ➞ ‚¤‚·ÈÔ˜
ματώ να μιλώ. ~ σε κπ την ψυχή / Παναγία / παραβιάζει ιερούς χώρους ή καταπατά κτ ιε- ‚‚·›ˆ˜ ➞ ‚¤‚·ÈÔ˜
‚‚·›ˆÛË ➞ ‚¤‚·ÈÔ˜
την πίστη (ανάποδα) /το λάδι: κουράζω, εξα- ρό. βέβηλα (επίρρ.). βεβηλώνω -ομαι: (μτβ.) ‚‚·ÈˆÙÈÎfi˜ ➞ ‚¤‚·ÈÔ˜
ντλώ ή εκνευρίζω κπ. βγάλσιμο το. παραβιάζω και προσβάλλω κτ που θεωρείται ‚¤‚ËÏ· ➞ ‚¤‚ËÏÔ˜
‚¤‚ËÏÔ˜
βγαίνω • αόρ. βγήκα: (αμτβ.) ❶ πηγαίνω από μέ- ιερό ή σεβαστό = μιαίνω: Οι ληστές βεβήλωσαν ‚Â‚ËÏÒÓˆ ➞ ‚¤‚ËÏÔ˜
σα προς τα έξω ή από κλειστό χώρο σε ανοι- τον ναό. Με την πράξη του βεβήλωσε τη μνή- ‚‚‹ÏˆÛË ➞ ‚¤‚ËÏÔ˜
‚¤ÏÔ˜
χτό = εξέρχομαι ≠ μπαίνω: Μόλις χτύπησε το μη του πατέρα του. = ατιμάζω. βεβήλωση η. ‚ÂÏÙÈÒÓˆ
κουδούνι, βγήκαμε για διάλειμμα. Το καράβι βέλος το: ❶ λεπτό, μικρό και αιχμηρό ακόντιο, ‚ÂÏÙ›ˆÛË ➞ ‚ÂÏÙÈÒÓˆ
‚ÂÏÙȈÙÈο ➞ ‚ÂÏÙÈÒÓˆ
~ από το λιμάνι.❷ α. μετακινούμαι από εκεί με φτερά στο πίσω μέρος, το οποίο εκσφεν- ‚ÂÏÙȈÙÈÎfi˜ ➞ ‚ÂÏÙÈÒÓˆ
όπου βρίσκομαι ή από τη θέση μου: Αυτή η βί- δονίζεται από το τόξο. ❷ το σύμβολο που έχει ‚ÂÓ˙›ÓË
‚ÂÓ٤ٷ1
δα ειναι πολύ σφιχτή - δε ~ με τίποτε. Ο παί- το σχήμα του βέλους και δείχνει την κατεύ- ‚ÂÓ٤ٷ2
κτης τραυματίστηκε και βγήκε από τον αγώ- θυνση της πορείας που πρέπει να ακολουθή- ‚¤ÙÔ
‚‹Ì·
να. Μου βγήκε το παπούτσι. β. (μτφ.) παύω να σει κπ. ❸ (μτφ.) σύμβολο επιθετικότητας, ‚ËÌ·Ù›˙ˆ ➞ ‚‹Ì·
βρίσκομαι σε μια κατάσταση: ~ από λήθαργο / στόχευσης, ταχύτητας: τα ~ της κριτικής / του ‚ËÌ·ÙÈÛÌfi˜ ➞ ‚‹Ì·

αδράνεια / αταραξία. ❸ παύω να υπάρχω = έρωτα.  σχ. βάλλω.


εξαφανίζομαι: Ευτυχώς, ο λεκές βγήκε εύκο- βελτιώνω -ομαι: (μτβ.) κάνω κτ καλύτερο από ό,τι
λα! ❹ α. πηγαίνω προς κπ σημείο: Πώς θα βγω είναι = καλυτερεύω ≠ χειροτερεύω: Βελτίωσα
στην Εθνική από εδώ; β. πηγαίνω κάπου (για την απόδοσή μου στα μαθηματικά. βελτίωση η.
διασκέδαση, επίσκεψη κτλ.): Θα βγεις το βρά- βελτιωτικός -ή -ό. βελτιωτικά (επίρρ.).
δυ; ❺ προέρχομαι από κτ: σενάριο βγαλμένο βενζίνη η: ❶ εύφλεκτο υγρό που παράγεται από
από τη ζωή. Από πού ~ αυτή η λέξη; ❻ εμφα- το πετρέλαιο και χρησιμοποιείται ως καύσι-
νίζομαι, ξεπροβάλλω: Βγήκε στο θέατρο πολύ μο σε κινητήρες. ❷ υγρό που χρησιμοποιείται
μικρή. Βγες λίγο στο παράθυρο να σε δω! Κοί- για τον καθαρισμό υφασμάτων χωρίς νερό.
τα πόσα λουλούδια βγήκαν! = φυτρώνω. ❼ βεντέτα1 η: ❶ έθιμο κατά το οποίο, για λόγους
κυκλοφορώ δημόσια, γίνομαι γνωστός: Βγήκε αντεκδίκησης, γίνονται διαδοχικοί φόνοι ανά-
ένα καταπληκτικό βιβλίο. Πότε θα βγουν τα μεσα στα μέλη δύο αντιμαχόμενων οικογενειών
αποτελέσματα; ➑ α. αποκτώ κπ αξίωμα = ❷ (συνεκδ.) έχθρα ανάμεσα σε δύο ανθρώπους,
εκλέγομαι: ~ βουλευτής επί είκοσι χρόνια. β. πλευρές ή παρατάξεις: Από τότε που πήρε τη
καταλήγω να αποκτήσω κπ ιδιότητα: Βγήκε θέση του διευθυντή, ξέσπασε ~ ανάμεσά τους.
κερδισμένη από την υπόθεση. Δυστυχώς, βγή- βεντέτα2 η: ❶ διάσημο πρόσωπο, κυρίως από
κε σκάρτο! = αποδεικνύομαι. ❾ καταφέρνω να τον χώρο της τέχνης, του αθλητισμού κτλ.: ~
αντιμετωπίσω οικονομικές δυσκολίες: Δε ~ του κινηματογράφου. ❷ [μειωτ.] για κπ που
αν δεν πάρω δάνειο. ❿ προκύπτω: Από την συμπεριφέρεται υπεροπτικά: Απέκτησε λίγα
έρευνα βγήκε ότι δεν έφταιγε κανείς. Και που χρήματα κι έγινε ~.
προσπάθησα, τι βγήκε; = γίνομαι.
βέβαιος -η & [επίσ.] -αία -ο: = σίγουρος ❶ αυ-  Προσοχή: η λ. βεντέτα1 από το ιταλ. vendetta ( < λατ.
τός για τον οποίο δεν υπάρχει αμφιβολία ≠ vindico «εκδικούμαι») προφέρεται βεν-d-έτα, ενώ η
αβέβαιος: Η επιτυχία του στις Πανελλαδικές λ. βεντέτα2 προφέρεται βε-d- έτα, καθώς προέρχεται
Εξετάσεις είναι ~. ❷ (για πρόσ.) αυτός που από το ιταλ. vedetta «υπερυψωμένος τόπος».
γνωρίζει κτ πολύ καλά, που είναι σίγουρος ή
πεπεισμένος για κτ: Είμαι απολύτως ~ ότι θα βέτο το: ❶ ΝΟΜ το δικαίωμα που έχουν κράτη -
τα καταφέρεις. βέβαια & βεβαίως (επίρρ.). βε- μέλη οργανισμών να μην επικυρώνουν απο-
βαιώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ δηλώνω προφορικά ή φάσεις της πλειοψηφίας με τις οποίες δε συμ-
γραπτά ότι κτ είναι αληθινό ή βέβαιο = δια- φωνούν: Η Ρωσία άσκησε ~. ❷ (μτφ.) το δι-
βεβαιώνω: Σε ~ για την ειλικρίνειά του. ❷ καίωμα που έχει κπ να αντιτάσσεται στη θέ-
παθ. σιγουρεύομαι, πείθομαι για κτ, διαπι- ληση άλλων.
στώνω ή εξακριβώνω κτ. βεβαίωση η: ❶ έγ- βήμα το: ❶ η κίνηση που κάνει ο άνθρωπος για
γραφο με το οποίο βεβαιώνει κπ κτ = πιστο- να περπατήσει. ❷ οι κινήσεις των ποδιών στον

75
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·76

B
βήχας
Bίβλος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

χορό: Δεν ξέρω καθόλου τα βήματα του βαλς. βιάζω2 -ομαι • προφέρεται βιά-ζω, αόρ. έβιασα,
‚‹ÍÈÌÔ ➞ ‚‹¯·˜ ❸ ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο βαδίζει παθ. αόρ. βιάστηκα: ❶ παθ. α. (αμτβ.) επείγο-
‚‹¯·˜
‚‹¯ˆ ➞ ‚‹¯·˜ κπ = βάδισμα: Τον αναγνωρίζω πάντα από το μαι, δεν έχω καθόλου χρόνο στη διάθεσή μου:
‚›· ~ του. ❹ (μτφ.) ενέργεια, πράξη, πρωτοβου-
‚È¿˙ˆ1
Βιαστείτε, ο χρόνος περνάει! β. (μτβ.) θέλω να
‚È¿˙ˆ2 λία για κτ: Σημειώθηκαν πολλά βήματα προ- κάνω κτ γρήγορα, σε σύντομο χρονικό διά-
‚›·È· ➞ ‚›· όδου στις σχέσεις των δύο χωρών. ❺ στάδιο
‚›·ÈÔ˜ ➞ ‚›·
στημα: Μη βιαστείτε να απαντήσετε, σκεφτεί-
‚È·ÈfiÙËÙ· ➞ ‚›· σε πορεία προς κπ σκοπό: Απέχει ένα μόλις ~ τε καλά! ❷ (μτβ.) α. προσπαθώ να γίνει κτ πιο
‚È·›ˆ˜ ➞ ‚›· από την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου. ❻
‚È·Ṳ̂ÓÔ˜ ➞ ‚È¿˙ˆ1
σύντομα, πιο γρήγορα: Μην το βιάζεις το
‚È·ÛÌfi˜ ➞ ‚È¿˙ˆ1 η υψηλότερη, συνήθως, θέση από την οποία πράγμα, θα έρθει μόνο του. β. παθ. χρειάζομαι
‚È¿ÛÙËη ➞ ‚È¿˙ˆ1 μιλάει κπ: Στο ~ της βουλής ανέβηκε ο πρω-
‚È¿ÛÙËη ➞ ‚È¿˙ˆ2 κτ επειγόντως: Θα περάσω σήμερα από το μα-
‚È·ÛÙ‹˜ ➞ ‚È¿˙ˆ1 θυπουργός. ❼ (μτφ.) δυνατότητα για ελεύθε- γαζί σου, γιατί τα βιάζομαι πολύ τα έπιπλα.
‚È·ÛÙÈο ➞ ‚È¿˙ˆ2
‚È·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ‚È¿˙ˆ2
ρη έκφραση απόψεων: Η εκπομπή αυτή είναι βιαστικός -ή -ό: ❶ (για πρόσ.) αυτός που δε θέ-
‚È·Û‡ÓË ➞ ‚È¿˙ˆ2 ένα ~ διαλόγου. ➑ ΕΚΚΛ το άδυτο του χρι- λει να χάσει χρόνο. ❷ (για πράξεις, σκέψεις,
‚È‚ÏÈÎfi˜ ➞ μ›‚ÏÔ˜ στιανικού ναού, όπου βρίσκεται η Αγία Τρά-
‚È‚Ï›Ô κινήσεις) αυτός που γίνεται ή που πρέπει να
‚È‚ÏÈÔıËοÚÈÔ˜ ➞ ‚È‚ÏÈÔı‹ÎË πεζα.  σχ. βαίνω. βηματίζω: (αμτβ.) κινού- γίνει γρήγορα, σε σύντομο χρονικό διάστημα:
‚È‚ÏÈÔı‹ÎË
μ›‚ÏÔ˜
μαι κάνοντας βήματα. βηματισμός ο. Πήγαμε για μια ~ επίσκεψη. ❸ αυτός που δεν
βήχας ο: απότομη και σπασμωδική εκπνοή αέ- είναι επιμελημένος, φροντισμένος = επιπό-
ρα από τα πνευμόνια, που συνοδεύεται από λαιος: Δεν έπρεπε να πάρεις μια τόσο ~ από-
έντονο ήχο. βήχω: (αμτβ.) έχω ή κάνω πως φαση. βιαστικά (επίρρ.). βιασύνη η.
έχω βήχα. βήξιμο το.
βία η: ❶ η σωματική ή ψυχική πίεση που ασκεί
κπ επάνω σε κπ άλλο με σκοπό την επιβολή
 Προσοχή στη διαφορετική προφορά και στον δια-
φορετικό σχηματισμό των χρόνων του βιά-ζω και
της δικής του θέλησης: Η ~ στα γήπεδα παίρ- βι-ά-ζω.
νει ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις. ❷
ανάγκη, μεγάλη πίεση για να γίνει κτ: Μη βιά- βιβλίο το: ❶ φύλλα χαρτιού, ίδιων διαστάσεων,
ζεσαι, δεν υπάρχει ~! βίαιος -η -ο: ❶ αυτός τυπωμένα ή χειρόγραφα, ενωμένα στη μία
που χαρακτηρίζεται από τη χρήση βίας = βά- πλευρά τους, που έχουν εξώφυλλο και εκδί-
ναυσος. ❷ (για πρόσ.) αυτός που χαρακτηρί- δονται σε αντίτυπα. ❷ βιβλίο για την κατα-
ζεται από σκληρή και απότομη συμπεριφορά: γραφή ειδικών στοιχείων: λογιστικά ~ /~ εσό-
~ άνθρωπος. βίαια & [επίσ.] βιαίως (επίρρ.). δων εξόδων. ❸ γραπτή εργασία που έχει εκ-
βιαιότητα η: ❶ η ιδιότητα του βίαιου. ❷ συ- δοθεί: Έχει εκδώσει δύο ~.  σχ. βίβλος.
νήθ. πληθ. πράξη που χαρακτηρίζεται από βιβλιοθήκη η: ❶ έπιπλο με ράφια για τοποθέ-
βία: Στην πορεία διαπράχθηκαν πρωτοφα- τηση βιβλίων. ❷ δημόσιο κτίριο ή αίθουσα
νείς βιαιότητες. όπου φυλάσσονται βιβλία: Διαβάζω στη ~ της
βιάζω1 -ομαι: • προφέρεται βι-ά-ζω, αόρ. βίασα, σχολής, που έχει ησυχία. ❸ το σύνολο των βι-
παθ. αόρ. βι-άστηκα, μππ. βι-ασμένος: (μτβ.) βλίων που έχει κπ: Έχει πλούσια και ενημε-
❶ εξαναγκάζω κπ με τη βία να υποστεί σε- ρωμένη ~. βιβλιοθηκάριος ο, η: εργαζόμενος
ξουαλική πράξη: Βίασαν νεαρή γυναίκα. ❷ σε βιβλιοθήκη (σημ. 2) .
ασκώ πίεση σε κπ, ώστε να κάνει κτ που δεν Bίβλος η: ❶ η Aγία Γραφή, δηλ. η Παλαιά και η
επιθυμεί = εξαναγκάζω. ❸ (μτφ.) προσβάλλω Καινή Διαθήκη. ❷ σύνολο επίσημων εγγρά-
κτ ανεπανόρθωτα: Με την απόφαση του δικα- φων, σχετικών με εσωτερικά ή διεθνή ζητή-
στηρίου βιάστηκε η δικαιοσύνη. βιασμός ο: ❶ ματα, που έχουν σκοπό να ενημερώσουν τον
εξαναγκασμός κπ σε ερωτική πράξη με τη χρή- κόσμο για κπ θέμα: Λευκή /Πράσινη ~. βιβλι-
ση βίας. ❷ ο εξαναγκασμός κπ, με τη χρήση κός -ή -ό: ❶ αυτός που αναφέρεται στη Βίβλο
βίας ή με απειλές, να διαπράξει κτ χωρίς να (σημ. 1). ❷ (μτφ., κυρ. για καταστροφές) αυ-
το επιθυμεί. ❸ βίαιη μεταχείριση, κακοποίηση τός που είναι πολύ μεγάλος: Από τον σεισμό
ή παραβίαση: Οι πυρκαγιές είναι αληθινός ~ προκλήθηκαν ~ καταστροφές. ~ θεομηνία.


της φύσης. βιαστής ο: ❶ πρόσωπο που εξανα-
γκάζει κπ σε συνουσία με τη χρήση βίας ή με Από την AE αιγυπτ. προέλευσης λ. βίβλος «πάπυ-
απειλές. ❷ πρόσωπο που κακομεταχειρίζεται ρος». Από το υποκορ. βιβλίον της λ. βίβλος προ-
κτ, που το παραβιάζει: Οι δικτάτορες είναι έρχεται η σημερινή λ. βιβλίο.
βιαστές της ελευθερίας και της δημοκρατίας.

76
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·77

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY Bβίδα


βιότοπος
βίδα η: μεταλλικό καρφί με αυλακώσεις, που αυτός που έχει σχέση με τη βιομηχανία ή τον
χρησιμοποιείται για συναρμολογήσεις. βιδώ- βιομήχανο. ❷ αυτός που παράγεται στη βιο- ‚›‰·
‚›‰ˆÌ· ➞ ‚›‰·
νω -ομαι: (μτβ.) ❶ συνδέω, στερεώνω ή συ- μηχανία τυποποιημένος και σε μεγάλες πο- ‚ȉÒÓˆ ➞ ‚›‰·
ναρμολογώ κτ με βίδα ≠ ξεβιδώνω. ❷ συνδέω σότητες, σε αντίθεση με τον φυσικό ή τον χει- ‚ȉˆÙ¿ ➞ ‚›‰·
‚ȉˆÙfi˜ ➞ ‚›‰·
κτ περιστρέφοντάς το σαν να είναι βίδα: Βι- ροποίητο: ~ πλεκτά. ~ ζώνη: περιοχή που ορί- ‚›˙·
δώνεις τη λάμπα; βίδωμα το: στρίψιμο βίδας. ζεται από το κράτος για την εγκατάσταση ερ- ‚ÈÔÁÚ·Ê›·
‚ÈÔÁÚ·ÊÈÎfi ➞ ‚ÈÔÁÚ·Ê›·
βιδωτός -ή -ό: αυτός που μπαίνει στη θέση του γοστασίων. βιομηχανικά (επίρρ.). βιομήχα- ‚ÈÔÁÚ·ÊÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÁÚ·Ê›·
με βίδωμα. βιδωτά (επίρρ.). νος ο, η: ιδιοκτήτης βιομηχανίας = εργοστα- ‚ÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ➞ ‚ÈÔÁÚ·Ê›·
‚ÈÔÏ›
βίζα η: θεώρηση ή επικύρωση διαβατηρίου από σιάρχης. ‚ÈÔÏÈÛÙ‹˜ ➞ ‚ÈÔÏ›


τις αρμόδιες αρχές για την ελεύθερη είσοδο ‚ÈÔÏ›ÛÙÚÈ· ➞ ‚ÈÔÏ›
‚ÈÔÏÔÁ›·
αλλοδαπού σε χώρα. Η λ. βιομήχανος προέρχεται από την ΑΕ λ. βιομή- ‚ÈÔÏÔÁÈο ➞ ‚ÈÔÏÔÁ›·
βιογραφία η: γραπτή εξιστόρηση της ζωής ενός χανος «έξυπνος, ικανός να μηχανεύεται τρόπους ‚ÈÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÏÔÁ›·
‚ÈÔÏfiÁÔ˜ ➞ ‚ÈÔÏÔÁ›·
προσώπου: Διάβασα τη ~ του Πικάσο. βιο- για να ζήσει». Είναι σημδ. από το γαλλ. industriel. ‚ÈÔÌ˯·Ó›·
γραφικός -ή -ό. βιογραφικό το: κείμενο όπου ‚ÈÔÌ˯·ÓÈο ➞ ‚ÈÔÌ˯·Ó›·
‚ÈÔÌ˯·ÓÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÌ˯·Ó›·
αναγράφονται τα προσωπικά στοιχεία, οι βιοπάλη η: εργασία, μόχθος για την επιβίωση: ‚ÈÔÌ˯·ÓÔÔ›ËÛË ➞ -ÔÈÒ
σπουδές, η επαγγελματική ή άλλη εμπειρία Ήταν φτωχός και από μικρός βγήκε στη ~. ‚ÈÔÌ‹¯·ÓÔ˜ ➞ ‚ÈÔÌ˯·Ó›·
‚ÈÔ·Ï·ÈÛÙ‹˜ ➞ ‚ÈÔ¿ÏË
και τα προσόντα κπ. βιογράφος ο, η. βιοπαλαιστής ο, -αίστρια η: πρόσωπο που ερ- ‚ÈÔ·Ï·›ÛÙÚÈ· ➞ ‚ÈÔ¿ÏË
βιολί το: ❶ έγχορδο μουσικό όργανο που παρά- γάζεται σκληρά για την επιβίωση. ‚ÈÔ¿ÏË
‚ÈÔÔÚÈÛÌfi˜
γει ήχο με τη βοήθεια δοξαριού. ❷ (μτφ.) ενο- βιοπορισμός ο: η εξασφάλιση, μέσω της προσω- ‚ÈÔÔÚÈÛÙÈο ➞ ‚ÈÔÔÚÈÛÌfi˜
χλητική εμμονή: Αυτός, το ~ του! Να κλαίει πικής εργασίας, των απαραίτητων υλικών ‚ÈÔÔÚÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÔÚÈ-
ÛÌfi˜
και να γκρινιάζει! βιολιστής ο, -ίστρια η. αγαθών για την επιβίωση. βιοποριστικός -ή ‚›Ô˜
‚ÈÔÙ¤¯Ó˘ ➞ ‚ÈÔÙ¯ӛ·
βιολογία η: επιστήμη που ασχολείται με τα φαι- -ό: αυτός που γίνεται για την επιβίωση: Είναι ‚ÈÔÙ¯ӛ·
νόμενα της ζωής και τους νόμους που διέ- ηθοποιός, αλλά για ~ λόγους κάνει μεταφρά- ‚ÈÔÙ¯ÓÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÙ¯ӛ·
‚ÈÔÙÈÎfi˜ ➞ ‚›Ô˜
πουν τη λειτουργία των ζώντων οργανισμών. σεις. βιοποριστικά (επίρρ.). ‚ÈfiÙÔÔ˜
βιολογικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη βίος ο: ❶ [επίσ.] το χρονικό διάστημα που ζει κπ
βιολογία: ~ ρολόι: ο εσωτερικός μηχανισμός και το σύνολο των δραστηριοτήτων που έχει
ενός οργανισμού (ζώου, φυτού, ανθρώπου) όσο ζει = ζωή: Ο ~ του ήταν πολυτάραχος και
με τον οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία του: Το περιπετειώδης. (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρ-
~ μου ~ είναι έτσι ρυθμισμένο, ώστε να δου- το(ν): ευχή σε νεόνυμφους για ευτυχισμένη
λεύω νύχτα και να κοιμάμαι τη μέρα. ~ κύ- ζωή. κάνω τον ~ αβίωτο σε κπ: δυσκολεύω τό-
κλος: τα στάδια της ζωής από τη γέννηση ως σο τη ζωή κπ, ώστε του γίνεται αφόρητη. ❷ ο
τον θάνατο. ~ καλλιέργεια: καλλιέργεια φυ- τρόπος με τον οποίο δραστηριοποιείται κπ σ’
τών με τη χρήση φυσικών λιπασμάτων. ~ έναν τομέα της ζωής: Ο πολιτικός του ~ υπήρ-
όπλο: όπλο το οποίο με τη χρήση μικροβίων ξε έντιμος. ❸ διάρκεια ισχύος ή ύπαρξης μιας
ή εντόμων προκαλεί θάνατο ή ασθένεια. ~ πό- κατάστασης: Ο ~ του κόμματος υπήρξε βρα-
λεμος: πόλεμος που διεξάγεται με βιολογικά χύς. βιοτικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στη
όπλα. βιολογικά (επίρρ.). βιολόγος ο, η: πρό- ζωή των ανθρώπων και ειδικότερα στις υλι-
σωπο που έχει σπουδάσει ή ασχολείται με τη κές ανάγκες τους: ~ επίπεδο: οι οικονομικές
βιολογία. και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης: Το ~ των
βιομηχανία η: ❶ τομέας της παραγωγής που, με μεταναστών είναι πολύ χαμηλό.
τη χρήση μηχανών, μετατρέπει πρώτες ύλες σε βιοτεχνία η: ❶ κλάδος της παραγωγής που, με
καταναλωτικά αγαθά: ελαφρά ~: η βιομηχα- μικρό αριθμό εργατών και τη χρήση απλών
νία που παράγει προϊόντα όπως ποτά, υφά- μηχανών, μετατρέπει πρώτες ύλες σε αγαθά,
σματα, είδη διατροφής κτλ. βαριά ~: η βιομη- συνήθως μη τυποποιημένα. ❷ επιχείρηση που
χανία που χρησιμοποιεί ή παράγει μεγάλα παράγει τα προϊόντα της με τον τρόπο αυτό.
μηχανήματα, τα οποία θα χρησιμοποιηθούν βιοτεχνικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται ή
για την παραγωγή άλλων προϊόντων. ❷ κτί- χαρακτηρίζει τη βιοτεχνία ή τον βιοτέχνη.
ριο ή συγκρότημα κτιρίων όπου παράγονται βιοτέχνης ο, η: ιδιοκτήτης βιοτεχνίας.
προϊόντα = εργοστάσιο. ❸ (μτφ.) μηχανισμός βιότοπος ο: το φυσικό περιβάλλον που εξασφα-
ή δραστηριότητα που παράγει κτ μαζικά και λίζει σταθερούς όρους διαβίωσης σε ορισμέ-
τυποποιημένα αδιαφορώντας για την ποιότη- νο σύνολο ζώων και φυτών: Το δέλτα του
τα: η ~ του θεάματος. βιομηχανικός -ή -ό: ❶ Έβρου είναι πολύτιμος ~ πουλιών.

77
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·78

B
βιταμίνη
βογκώ
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

βιταμίνη η: ❶ είδος οργανικών ενώσεων, απα- φράση υβριστική. βλασφημία η: το να βλα-


‚ÈÙ·Ì›ÓË ραίτητων για τη συντήρηση και ανάπτυξη του σφημεί κανείς, καθώς και ο υβριστικός λόγος
‚ÈÙ·ÌÈÓÔ‡¯Ô˜ ➞ ‚ÈÙ·Ì›ÓË
‚ÈÙÚ›Ó· οργανισμού: Το πορτοκάλι έχει ~ C. ❷ κά- ή λόγος με υβριστικό περιεχόμενο.
‚›ˆÌ· ➞ ‚ÈÒÓˆ ψουλα ή δισκίο που περιέχει βιταμίνες. βιτα- βλαστός ο: ❶ τμήμα φυτού πάνω από την επι-
‚Ȉ̷ÙÈο ➞ ‚ÈÒÓˆ
‚Ȉ̷ÙÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÒÓˆ μινούχος -α & [επίσ.] -ος -ο.  σχ. έχω. φάνεια του εδάφους, στο οποίο αναπτύσσο-
‚ÈÒÓˆ βιτρίνα η: ❶ χώρος στην πρόσοψη καταστημά- νται τα φύλλα, τα κλαδιά και τα λουλούδια.
‚ÈÒÛÈÌÔ˜
‚ȈÛÈÌfiÙËÙ· ➞ ‚ÈÒÛÈÌÔ˜ των στον οποίο έχει τοποθετηθεί τζάμι και ❷ (μτφ.) νεαρός απόγονος οικογένειας. βλα-
*‚ȈÙÈÎfi˜ ➞ ‚ÈÔÙÈÎfi˜ όπου εκτίθενται εμπορεύματα. ❷ γυάλινο σταίνω & -άνω: (αμτβ.) ❶ (για φυτά) βγάζω
‚Ï·‚ÂÚfi˜ ➞ ‚Ï¿Ùˆ
‚Ï¿‚Ë ➞ ‚Ï¿Ùˆ έπιπλο ή τμήμα επίπλου όπου εκτίθενται βλαστούς ή φυτρώνω ❷ (μτφ.) γεννιέμαι.
‚Ͽη˜ αντικείμενα: Τα πολυτιμότερα εκθέματα του βλάστηση η: ❶ το σύνολο των φυτών σ’ έναν
‚ϷΛ· ➞ ‚Ͽη˜
‚Ï·Î҉˘ ➞ ‚Ͽη˜ μουσείου ήταν τοποθετημένα σε ~. ❸ (μτφ.) τόπο = χλωρίδα: Η πλούσια ~ της περιοχής
‚ϷΈ‰Ò˜ ➞ ‚Ͽη˜ οτιδήποτε προβάλλεται προς τα έξω ως χα- εξασφαλίζει την τροφή τους. ❷ εμφάνιση του
‚Ï¿ÙÂÈ ➞ ‚Ï¿Ùˆ
‚Ï·ÙÈο ➞ ‚Ï¿Ùˆ ρακτηριστικό δείγμα ενός συνόλου: Τα έργα βλαστού ενός φυτού, καθώς και η χρονική
‚Ï·ÙÈÎfi˜ ➞ ‚Ï¿Ùˆ αυτά αποτελούν τη ~ της χώρας. ❹ ψεύτικη περίοδος κατά την οποία συμβαίνει.
‚Ï¿Ùˆ
‚Ï·ÛÙ·›Óˆ ➞ ‚Ï·ÛÙfi˜ εικόνα που υποκρύπτει κτ: Πίσω από τη ~ της βλέπω -ομαι • αόρ. είδα, προστ. δες, απαρ. δει,
‚Ï·ÛÙ¿Óˆ ➞ ‚Ï·ÛÙfi˜ δημοκρατίας κρύβεται ρατσισμός. παθ. αόρ. ειδώθηκα: (μτβ.) ❶ (με παράλ.
‚Ï·ÛÙ‹ÌÈ· ➞ ‚Ï·ÛÙËÌÒ
‚Ï·ÛÙËÌÒ βιώνω -ομαι: (μτβ.) ζω ένα γεγονός ή μια κατά- αντικ.) έχω την ικανότητα της όρασης: Η καη-
‚Ï¿ÛÙËÛË ➞ ‚Ï·ÛÙfi˜ σταση: Βίωσε όλο το δράμα της εξορίας και της μένη η γιαγιά δε ~ πια. ❷ αντιλαμβάνομαι κτ
‚Ï·ÛÙfi˜
‚Ï·ÛÊËÌ›· ➞ ‚Ï·ÛÙËÌÒ προσφυγιάς. βίωμα το: η άμεση και προσωπι- με την όραση: Καλά, δεν είδες ολόκληρη λακ-
‚Ï¿ÛÊËÌÔ˜ ➞ ‚Ï·ÛÙËÌÒ κή εμπειρία που αποκτά κανείς ζώντας κτ: Εί- κούβα; ❸ παρακολουθώ κτ ως θέαμα: ~ τηλε-
‚Ï·ÛÊËÌÒ ➞ ‚Ï·ÛÙËÌÒ
‚Ï¿ÊÙÂÈ ➞ ‚Ï¿Ùˆ χε τραυματικά βιώματα από την παιδική ηλι- όραση /κινηματογράφο /θέατρο. ❹ α. εξετάζω,
‚Ï¿ÊÙˆ ➞ ‚Ï¿Ùˆ
‚ϤÌÌ· ➞ ‚Ϥˆ
κία. βιωματικός -ή -ό. βιωματικά (επίρρ.). διερευνώ κτ: Να δούμε λύσεις εφικτές που θα
‚Ϥˆ βιώσιμος -η -ο: ❶ αυτός που μπορεί να επιζή- δώσουν αποτέλεσμα. β. εξετάζω ασθενή: Με
‚Ϥ„Ë
‚Ï‹ıËη ➞ ‚¿Ïψ
σει: Έμβρυα 25 εβδομάδων είναι βιώσιμα. ❷ τα συμπτώματα που έχεις, καλύτερα να σε δει
‚Ï‹Ì· ➞ ‚¿Ïψ (μτφ.) αυτός που μπορεί να διαρκέσει: Ανα- γιατρός. ❺ συναντώ, έχω επικοινωνία με κπ:
‚ÏÔÁ¿ˆ ➞ ¢ÏÔÁ›·
‚ÏÔÁÈ¿ ➞ ¢ÏÔÁÈ¿
ζητούμε μία λύση ~. βιωσιμότητα η: η δυνα- Με την πρώτη ευκαιρία θα περάσω να σε δω.
*‚ÔÁÁÒ ➞ ‚ÔÁÎÒ τότητα να επιζήσει κπ ή κτ. Έχουμε να ιδωθούμε μήνες. ❻ (μτφ.) σχημα-
‚ÔÁÎËÙfi ➞ ‚ÔÁÎÒ
‚ÔÁÎÒ βλάκας ο: πρόσωπο με χαμηλή πνευματική ικα- τίζω αντίληψη για κτ = διαπιστώνω: ~ ότι η
νότητα = ανόητος, ηλίθιος, κουτός, χαζός ≠ βαθμολογία σου έχει βελτιωθεί αισθητά. ❼
έξυπνος. βλακεία η: = ανοησία, ηλιθιότητα, (μτφ.) κρίνω, εκτιμώ κτ ή κάνω μια πρόβλε-
κουταμάρα, χαζομάρα ≠ εξυπνάδα ❶ η ιδιότη- ψη: Με το διάβασμα που κάνεις, ~ να ξανα-
τα του βλάκα. ❷ ανοησία που κάνει ή λέει κπ: δίνεις εξετάσεις! ➑ (μτφ.) αντιμετωπίζω κτ:
Λες βλακείες! βλακώδης -ης -ες: αυτός που ται- Πρέπει να δούμε την πραγματικότητα κατά-
ριάζει σε βλάκα ή αυτός που χαρακτηρίζεται ματα. ❾ (μτφ., για άψυχα) έχω θέα προς κά-
από βλακεία = ανόητος, ηλίθιος, κουτός, χαζός ποια κατεύθυνση: Το σπίτι μας ~ στον κε-
≠ έξυπνος.  σχ. αγενής. βλακωδώς (επίρρ.). ντρικό δρόμο. ❿ παθ. είμαι σε ανεκτή κατά-
βλάπτω & [οικ.] βλάφτω -ομαι: (μτβ. & με πα- σταση ως προς την εμφάνιση ή ποιότητα:
ράλ. αντικ.) προκαλώ κακό ή ζημιά σε κπ ή Πρέπει επειγόντως να κουρευτώ - δε βλέπο-
κτ = πειράζω, ζημιώνω ≠ ευνοώ, ωφελώ: Το μαι! βλέμμα το: = ματιά ❶ εστίαση της όρα-
κάπνισμα ~ σοβαρά την υγεία. βλάπτει & σης σε κτ ή σε κπ: Ένα φως τράβηξε το ~ μου
[οικ.] βλάφτει: απρόσ. κάνει κακό: Δε ~ να και προσηλώθηκα εκεί. ❷ ο τρόπος με τον
κόψεις λιγάκι το ποτό! βλάβη η: φθορά, ζη- οποίο κοιτά κπ, η έκφραση των ματιών: Χα-
μιά, αλλοίωση: προσωρινή / μόνιμη / ανεπα- μογέλασε και με κοίταξε με τρυφερό ~.
νόρθωτη /σωματική /μηχανική ~. βλαβερός -ή
-ό & βλαπτικός -ή -ό: αυτός που προκαλεί
βλάβη, ζημιά = επιβλαβής, επιζήμιος ≠ ωφέ-
 Το ρ. βλέπω προέρχεται από το AE ρ. βλέπω, ενώ
από την ίδια ρίζα προέρχονται οι λ. βλέμμα, βλέ-
λιμος. βλαπτικά (επίρρ.). ψη κτλ.
βλαστημώ & -άω & [σημ. 1, επίσ.] βλασφημώ:
(μτβ.) ❶ βρίζω, ιδίως τα θεία και τα ιερά: Μη βλέψη η: συνήθ. πληθ. [επίσ.] στόχος, σκοπός:
βλαστημάς τον Χριστό! ❷ καταριέμαι, κυρ. Έχει βλέψεις να φτάσει ψηλά.
στην έκφρ. ~ την ώρα και τη στιγμή: κατα- βογκώ & -άω: (αμτβ.) ❶ βγάζω στεναγμό λόγω
ριέμαι τη στιγμή που έκανα κτ. βλαστήμια η: σωματικού ή ψυχικού πόνου. ❷ (μτφ.) παρά-

78
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·79

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY B βόδι


βόμβα
γω ήχο που μοιάζει με βογκητό: Το αυτοκί- σχήμα κρεμμυδιού. ❷ ΑΝΑΤ το σφαιροειδές
νητο είναι παλιό και ~ στην ανηφόρα. βογκη- τμήμα του ματιού όπου βρίσκονται τα αισθη- ‚fi‰È
‚Ô‰ÈÓfi ➞ ‚fi‰È
τό το: στεναγμός από πρόσωπο ή πράγμα που τήρια όργανα της όρασης. ‚Ô‰ÈÓfi˜ ➞ ‚fi‰È
βολεύω -ομαι: (μτβ.) ❶ τακτοποιώ κτ με τρόπο ‚Ô‹ ➞ ‚Ô˘ËÙfi


βογκά.
‚Ô‹ıÂÈ·
που να χωρέσει κάπου: Βόλεψα όλα τα βιβλία ‚Ô‹ıËÌ· ➞ ‚Ô‹ıÂÈ·
Η γραφή με -γκ- (βογκώ) έχει επικρατήσει, παρόλο στην τσάντα. ❷ εξασφαλίζω άνεση σε κπ: Μη ‚ÔËıËÙÈο ➞ ‚Ô‹ıÂÈ·
‚ÔËıËÙÈÎfi˜ ➞ ‚Ô‹ıÂÈ·
που προέρχεται από ρίζα με -γγ- (< μσν. ÁÔÁÁá). σας νοιάζει για τον ύπνο, θα σας βολέψω εδώ. ‚ÔËıfi˜ ➞ ‚Ô‹ıÂÈ·
❸ (μτφ.) εξασφαλίζω σε κπ θέση εργασίας, ‚ÔËıÒ ➞ ‚Ô‹ıÂÈ·
‚ÔÏ‚fi˜
βόδι το: ❶ μεγαλόσωμο μηρυκαστικό κατοικί- προνόμιο ή αξίωμα: Οι γονείς του τον βόλε- ‚fiÏÂÌ· ➞ ‚Ôχˆ
διο ζώο, που εκτρέφεται κυρίως για το κρέας ψαν στο Δημόσιο. ❹ παθ. είμαι άνετα: Δε βο- ‚ÔχÂÈ ➞ ‚Ôχˆ
‚Ôχˆ
του, το αρσενικό της αγελάδας. ❷ [μειωτ.] λεύομαι καθόλου σ’ αυτή την καρέκλα. βολεύ- ‚ÔÏ‹1 ➞ ‚¿Ïψ
(μτφ.) χαρακτηρισμός για κπ α. κουτό ή αρ- ει: απρόσ. α. εξυπηρετεί: Με ~ να χρησιμοποιώ ‚ÔÏ‹2 ➞ ‚Ôχˆ
‚ÔÏ›‰·
γόστροφο = βλάκας. β. άξεστο ή αγενή = το μετρό για τη δουλειά. β. συμφέρει: Σε ~ να ‚ÔÏÈο ➞ ‚Ôχˆ
αγροίκος. γ. παχύσαρκο. βοδινός -ή -ό. βοδι- πιστεύεις ότι δεν υπάρχει πρόβλημα; βολικός ‚ÔÏÈÎfi˜ ➞ ‚Ôχˆ
‚fiÏÙ·
νό το: κρέας από βόδι. -ή & -ιά -ό: ❶ αυτός που προσφέρει άνεση, ευ- ‚ÔÏÙ¿Úˆ ➞ ‚fiÏÙ·
βοήθεια η • γεν. & [επίσ.] βοηθείας: ❶ πράξη που κολία, εξυπηρέτηση ≠ άβολος: Το σπίτι κοντά ‚fiÌ‚·
‚ÔÌ‚·Ú‰›˙ˆ ➞ ‚fiÌ‚·
έχει σκοπό να προστατεύσει ή να ανακουφί- στο μετρό είναι ~. ❷ αυτός που υποχωρεί εύ- ‚ÔÌ‚·Ú‰ÈÛÌfi˜ ➞ ‚fiÌ‚·
σει κπ: Ζήτησε τη ~ μου. ❷ (συνεκδ.) ό,τι προ- κολα ή συμβιβάζεται = καλόβολος ≠ ανάποδος, ‚ÔÌ‚·Ú‰ÈÛÙÈÎfi ➞ ‚fiÌ‚·
‚ÔÌ‚ÈÛÙ‹˜ ➞ ‚fiÌ‚·
σφέρεται ως βοήθεια, υλικό ή ηθικό μέσο ενί- δύστροπος: Τον βρήκαν ~ και τον κάνουν ό,τι ‚ÔÌ‚ÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ‚fiÌ‚·
σχυσης: Στάλθηκε ανθρωπιστική ~ στους σει- θέλουν. βολικά (επίρρ.). βόλεμα το: το να βο- ‚ÔÌ‚›ÛÙÚÈ· ➞ ‚fiÌ‚·

σμοπαθείς. πρώτες βοήθειες: άμεση, στοιχει- λεύεται κπ. βολή2 η: άνεση, ευκολία: Από τότε
ώδης ιατρική περίθαλψη που παρέχεται σε που μετακόμισε εδώ έχασα τη ~ μου.
περιπτώσεις ατυχημάτων πριν από τη συστη- βολίδα η: ❶ σφαίρα πυροβόλου όπλου. ❷ (μτφ.)
ματική θεραπεία: Παρασχέθηκαν οι ~ στους κτ που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Έφυγε ~,
τραυματίες. σταθμός πρώτων βοηθειών: ια- για να μας προλάβει.
τρική μονάδα όπου παρέχονται οι πρώτες βόλτα η: ❶ διάνυση απόστασης με τα πόδια ή
βοήθειες. βοηθώ & -άω -ιέμαι & -ούμαι: ❶ μεταφορικό μέσο για λόγους αναψυχής = πε-
(μτβ.) παρέχω βοήθεια ηθική ή υλική: Στις δύ- ρίπατος: κόβω βόλτες: περιφέρομαι άσκοπα.
σκολες στιγμές της ζωής μου με βοήθησε ψυ- παίρνω την κάτω ~: χειροτερεύω. ❷ περι-
χολογικά. ❷ (αμτβ.) ενεργώ με τρόπο ώστε να στροφή γύρω από νοητό άξονα: Φέρε δυο
συμβεί, να γίνει κτ = συμβάλλω, συντελώ, συ- βόλτες ακόμα το καλώδιο γύρω από τη λά-
νεισφέρω: Η καλή θέληση όλων θα βοηθήσει μπα! βολτάρω (αμτβ.) κάνω βόλτες (σημ. 1).
στην ουσιαστική λύση του προβλήματος. Η βόμβα η: ❶ βλήμα που εκρήγνυται με μηχανισμό
γκρίνια δε βοηθάει σε τίποτε. βοήθημα το: ❶ εκπυρσοκρότησης ή με πρόσκρουση σε κτ: ~
ό,τι προσφέρεται ως βοήθεια, συνήθως χρη- μολότοφ: είδος αυτοσχέδιας βόμβας. ωρολο-
ματικό ποσό. ❷ βιβλίο που χρησιμοποιείται γιακή ~: βόμβα που εκρήγνυται σε καθορι-
από τους μαθητές ως βοήθεια για τη μελέτη σμένη χρονική στιγμή. ❷ κυλινδρικό βλήμα με
μαθήματος. βοηθός ο, η: ❶ πρόσωπο που βοη- πτερύγια που περιέχει εκρηκτικές ύλες, έχει
θά. ❷ εργαζόμενος υπό την εποπτεία ή τις μεγάλη ισχύ καταστροφής και ρίχνεται από
διαταγές κπ: ~ λογιστή. βοηθητικός -ή -ό: ❶ αεροπλάνα. ❸ (μτφ.) κτ που είναι αναπάντε-
αυτός που χρησιμοποιείται ως βοήθεια ή βοή- χο και προκαλεί έκπληξη, αναταραχή ή κατα-
θημα: Μας έδωσε κάποια ~ στοιχεία για τη στροφή: ~ στην οικονομία της χώρας η ξαφ-
λύση του γρίφου. ❷ αυτός που έχει δευτερεύ- νική πτώση του Χρηματιστηρίου! βομβαρδί-
οντα ρόλο ή σημασία ≠ κύριος, βασικός: Κα- ζω -ομαι: (μτβ.) ❶ ρίχνω βόμβες εναντίον
τασκευάστηκε ένα κύριο και πολλά ~ γήπεδα. στόχου: Τα εχθρικά αεροπλάνα βομβάρδισαν
~ χώρος: δωμάτιο αποθήκευσης ή φύλαξης κατοικημένες περιοχές. ❷ (μτφ.) απευθύνω σε
αντικειμένων. ~ ρήμα: ΓΛΩΣΣ τα ρήματα έχω κπ ασταμάτητα ερωτήσεις, πληροφορίες κτλ.:
και είμαι, που χρησιμεύουν στον σχηματισμό Συνεχώς βομβαρδιζόμαστε με διαφημιστικά
του παρακειμένου, του υπερσυντέλικου και μηνύματα. ❸ ΦΥΣ κατευθύνω με μεγάλη ταχύ-
του συντελεσμένου μέλλοντα άλλων ρημά- τητα σωματίδια υψηλής ενέργειας προς στό-
των. βοηθητικά (επίρρ.). χο: Οι επιστήμονες βομβάρδισαν τους πυρή-
βολβός ο: ❶ ΒΟΤ υπόγειος βλαστός φυτού, σε νες ουρανίου με νετρόνια. βομβαρδισμός ο.

79
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·80

B
βορράς
βουτώ
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

βομβαρδιστικό το: αεροσκάφος κατάλληλο νεκδ.) το αποτύπωμά της. ❸ επίσημο έγγρα-


‚fiÚÂÈ· ➞ ‚ÔÚÚ¿˜ για ρίψη βομβών. βομβιστής ο, -ίστρια η. βομ- φο με τη σφραγίδα αυτού που το εκδίδει: με
*‚ÔÚÂÈÓfi˜ ➞ ‚ÔÚÈÓfi˜
‚fiÚÂÈÔ˜ ➞ ‚ÔÚÚ¿˜ βιστικός -ή -ό. τη ~: για προϊόν εγγυημένης ποιότητας.
‚ÔÚ›ˆ˜ ➞ ‚ÔÚÚ¿˜ βορράς ο: ≠ νότος ❶ σημείο του ορίζοντα προς Βουλή1 η: ❶ το σώμα των εκλεγμένων αντιπρο-
‚ÔÚÈ¿˜ ➞ ‚ÔÚÚ¿˜
‚ÔÚÈÓfi˜ ➞ ‚ÔÚÚ¿˜ την κατεύθυνση του Βόρειου Πόλου. ❷ γεω- σώπων του λαού που έχει ως κύρια αρμοδιό-
‚ÔÚÚ¿˜ γραφική περιοχή στο βόρειο ημισφαίριο. ❸ το τητα την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας: ~
‚ÔÛ΋ ➞ ‚fiÛΈ
‚ÔÛÎfi˜ ➞ ‚fiÛΈ βόρειο τμήμα γεωγραφικής περιοχής. βόρειος των Ελλήνων /των Κοινοτήτων /των Λόρδων.
‚ÔÛÎÒ ➞ ‚fiÛΈ -α & [επίσ.] -ος -ο: αυτός που βρίσκεται ή εί- ❷ το κτίριο στο οποίο συνεδριάζει το σώμα
‚fiÛΈ
‚Ô˘‚¿ ➞ ‚Ô˘‚fi˜ ναι προσανατολισμένος προς ή προέρχεται της Βουλής = Κοινοβούλιο. βουλευτής ο, η &
‚Ô˘‚·›ÓÔÌ·È ➞ ‚Ô˘‚fi˜ από τον βορρά ≠ νότιος: Φτάσαμε ως τις ~ [λαϊκ.] βουλευτίνα η: εκλεγμένος αντιπρόσω-
‚Ô˘‚fi˜
‚Ô˘ËÙfi ακτές της χώρας. ~ άνεμος. βόρεια & [επίσ.] πος του λαού στο κοινοβούλιο: υποψήφιος ~
‚Ô˘›˙ˆ ➞ ‚Ô˘ËÙfi βορείως (επίρρ.). βόρεια τα: βόρειο τμήμα γε- /~ επικρατείας. βουλευτικός -ή -ό.
‚ԇϷ
‚Ô˘ÏÂ˘Ù‹˜ ➞ μÔ˘Ï‹1 ωγραφικού χώρου. Βόρειος ο, Βόρεια η: κά- βουλή2 η: συνήθ. πληθ. θέληση, επιθυμία: Άγνω-
‚Ô˘Ï¢ÙÈÎfi˜ ➞ μÔ˘Ï‹1 τοικος βόρειων χωρών. βορινός -ή -ό. βοριάς στες οι βουλές του Υψίστου /του Κυρίου. βού-
‚Ô˘ÏÂ˘Ù›Ó· ➞ μÔ˘Ï‹1
μÔ˘Ï‹1 ο: ❶ άνεμος που πνέει από βορρά προς νότο. ληση η: θέληση, επιθυμία: Ο άνθρωπος ενερ-
‚Ô˘Ï‹2 ❷ βορράς: Το σπίτι βλέπει στον ~. γεί με ελεύθερη ~. κατά ~: σύμφωνα με την
‚Ô‡ÏËÛË ➞ ‚Ô˘Ï‹2
‚Ô˘ÏËÙÈÎfi˜ ➞ ‚Ô˘Ï‹2 βόσκω & βοσκώ & -άω: ❶ (αμτβ. & με παράλ. επιθυμία κπ. βουλητικός -ή -ό: αυτός που σχε-
‚Ô‡ÏÈ·ÁÌ· ➞ ‚Ô˘ÏÈ¿˙ˆ αντικ., για ζώα) περιφέρομαι σε λιβάδι ανα- τίζεται με τη βούληση, την ελεύθερη επιθυμία.
‚Ô˘ÏÈ¿˙ˆ
*‚Ô‡ÏÏ· ➞ ‚ԇϷ ζητώντας τροφή ή τρώω χορτάρι: Τα ζώα βουλιάζω: ❶ (μτβ. & αμτβ.) πηγαίνω ή κάνω κτ
*‚Ô˘ÏÏÒÓˆ ➞ ‚Ô˘ÏÒÓˆ έβοσκαν το λίγο χορτάρι που βρήκαν. ❷ να πάει στον πυθμένα: Τεράστια κύματα βού-
‚ԇψ̷ ➞ ‚Ô˘ÏÒÓˆ
‚Ô˘ÏÒÓˆ (μτβ.) φυλάω ζώα σε λιβάδι ενώ βοσκούν: ~ λιαξαν τη βάρκα. Η βάρκα βούλιαξε. ❷ (μτβ.
‚Ô˘Ó›ÛÈÔ˜ ➞ ‚Ô˘Ófi
‚Ô˘Ófi
πρόβατα. βοσκή η: ❶ (για ζώα) το να βόσκει & αμτβ.) προκαλώ ή παθαίνω καθίζηση: Βού-
‚Ô‡ÚÎÔ˜ κπ ζώο σε βοσκοτόπι: Πάω τα πρόβατα για λιαξαν δρόμοι και πεζοδρόμια. ❸ (μτβ. &
‚Ô‡ÚΈ̷ ➞ ‚Ô˘ÚÎÒÓˆ
‚Ô˘ÚÎÒÓˆ
~. ❷ χόρτα κατάλληλα για βοσκή ζώων. ❸ τό- αμτβ.) σχηματίζω βαθούλωμα: Με το χτύπη-
‚Ô˘Ù˯ً˜ ➞ ‚Ô˘ÙÒ πος όπου φυτρώνουν χόρτα κατάλληλα για μα βούλιαξε η λαμαρίνα του αυτοκινήτου. ❹
‚Ô˘ÙÈ¿ ➞ ‚Ô˘ÙÒ
‚Ô˘ÙÒ
τροφή ζώων = βοσκότοπος: Γύρω από το χω- (αμτβ.) καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά:
ριό υπάρχουν πολλές ~. βοσκός ο. Βούλιαξα στα χρέη. ❺ (μτφ., αμτβ.) παρασύ-
βουβός & [επίσ.] βωβός -ή -ό: ❶ αυτός που δεν ρομαι από σκέψεις ή συναισθήματα: Έχει
μπορεί να μιλήσει, δεν έχει την ικανότητα της βουλιάξει στις σκέψεις του. βούλιαγμα το.
ομιλίας = μουγγός, άφωνος. ❷ αυτός που δε βουλώνω: ❶ (μτβ.) κλείνω δοχείο ή μπουκάλι με
μιλάει = άφωνος, άλαλος: Περιμέναμε ~ κι πώμα: Βούλωσε το μπουκάλι με έναν φελλό.
αμίλητοι. βωβός κινηματογράφος: το σύνολο το ~: σιωπώ. ❷ (αμτβ.) φράζω, κλείνω: Βού-
των ταινιών των πρώτων δεκαετιών εμφάνι- λωσε ο νεροχύτης. βούλωμα το.
σης του κινηματογράφου, στις οποίες η εικό- βουνό το: ❶ φυσικό ύψωμα, προεξοχή στην επι-
να δε συνοδεύεται από ήχο. ❸ (μτφ.) αυτός φάνεια της γης που φτάνει σε μεγάλο ύψος.
που δεν εκδηλώνεται, δεν εκφράζεται: ~ πό- ❷ ορεινή περιοχή: Προτιμώ τις διακοπές στο
νος / κλάμα. βουβά (επίρρ.). βουβαίνομαι: ~. ❸ (μτφ.) κτ που είναι μεγάλο σε όγκο ή δύ-
(αμτβ.) σταματώ να μιλώ. σκολο: Στο γραφείο μου έχει μονίμως ένα ~
βουητό το & βοή η: βαθύς, συνεχής και συγκε- από χαρτιά. Οι εξετάσεις μού φαίνονται ~.
χυμένος ήχος: το ~ της θάλασσας. βουίζω • βουνίσιος -α -ο.
αόρ. βούισα & βούιξα: (αμτβ.) ❶ παράγω βοή: βούρκος ο: ❶ λάσπη και στάσιμο νερό σε κοί-
Ένα κουνούπι ~ στο αυτί μου. ❷ είμαι γεμά- λωμα του εδάφους. ❷ (μτφ.) κατάσταση που
τος από βοή = αντηχώ: Το σπίτι μας βούιζε χαρακτηρίζεται από ηθικό ξεπεσμό: Βυθιζό-
από τα γέλια και τις φωνές των παιδιών. βου- ταν στον ~ του εγκλήματος.
ίζει ο τόπος / ο κόσμος / η γειτονιά: κτ συζη- βουρκώνω: (αμτβ.) δακρύζω από έντονη συγκί-
τιέται έντονα και από πολύ κόσμο. ❸ (για το νηση (λύπη ή χαρά): Μόλις άκουσα τα καλά
κεφάλι και τα αυτιά) αισθάνομαι ενοχλητικό νέα, βούρκωσα. βούρκωμα το.
βουητό. βουτώ & -άω -ιέμαι: ❶ (μτβ.) βυθίζω μέσα σε
βούλα η: ❶ κηλίδα στρογγυλού σχήματος με υγρό: Βούτηξε τα κουλουράκια στον καφέ
χρώμα που διαφέρει από την υπόλοιπη επι- του. ❷ (μτφ., μτβ.) πιάνω κπ απότομα = αρ-
φάνεια = στίγμα: Το φόρεμα είναι λευκό με πάζω: Καθώς έβγαινα, με βούτηξε απ’ τον
μικρές μαύρες ~. ❷ είδος σφραγίδας και (συ- γιακά. ❸ (μτφ., μτβ.) κλέβω: Μου βούτηξαν

80
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·81

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY B


βραβείο
βρέχω
την τσάντα. ❹ (αμτβ.) πέφτω στη θάλασσα ή μετατρέπεται σε αέριο: σημείο βρασμού: η
κάνω κατάδυση: Ο δύτης βούτηξε χωρίς ανα- θερμοκρασία κατά την οποία ένα υγρό αρχί- ‚Ú·‚›Ô
‚Ú·‚‡ˆ ➞ ‚Ú·‚›Ô
πνευστήρα. βουτιά η: ❶ το να πέφτει κπ από ζει να βράζει. ❷ (μτφ.) βαθιά εσωτερική τα- ‚Ú¿Á¯ÈÔ
ψηλά, συνήθως στο νερό: Έκανε ~ στην πισί- ραχή, ψυχική ένταση: εν βρασμώ ψυχής: σε ‚Ú·‰¤ˆ˜ ➞ ‚Ú·‰‡˜
‚Ú·‰È¿˙ÂÈ ➞ ‚Ú¿‰˘
να. ❷ (μτφ.) μεγάλη πτώση, μείωση: Ο δείκτης κατάσταση βαθιάς ψυχικής ταραχής: έγκλημα ‚Ú·‰È¿˙ˆ ➞ ‚Ú¿‰˘
του Χρηματιστηρίου έκανε ~. βουτηχτής ο: ~. βράση η: ❶ = βρασμός (σημ. 1): Αφού πά- ‚Ú·‰ÈÓ‹ ➞ ‚Ú¿‰˘
‚Ú·‰ÈÓfi ➞ ‚Ú¿‰˘
πρόσωπο που βουτάει = δύτης. ρει το νερό μια ~, ρίξε τα μακαρόνια. στη ~ ‚Ú·‰ÈÓfi˜ ➞ ‚Ú¿‰˘
βραβείο το: τιμητική διάκριση, υλική ή ηθική: κολλάει το σίδερο: καθετί πρέπει να γίνεται ‚Ú¿‰˘
*‚Ú·‰˘¿˙ÂÈ ➞ ‚Ú·‰È¿˙ÂÈ
πρώτο ~. ~ Νόμπελ. βραβεύω -ομαι: (μτβ.) δί- την κατάλληλη στιγμή. ❷ (μτφ.) ακμή, ζωντά- ‚Ú·‰‡˜
νω βραβείο σε κπ που διακρίθηκε σε κτ. νια, νεότητα. βραστός -ή -ό: αυτός που έχει ‚Ú·‰‡ÙËÙ· ➞ ‚Ú·‰‡˜


‚Ú¿˙ˆ
βράσει ή έχει μαγειρευτεί μέσα σε νερό που ‚Ú¿ÛË ➞ ‚Ú¿˙ˆ
Η λ. βραβεύω προέρχεται από το ελνστ. βραβεύω, έβρασε. βραστερός -ή -ό: αυτός που μπορεί να ‚Ú·ÛÌfi˜ ➞ ‚Ú¿˙ˆ
‚Ú·ÛÙÂÚfi˜ ➞ ‚Ú¿˙ˆ
που αρχικά σήμαινε «διευθετώ τους αγώνες και βράσει εύκολα. ‚Ú·ÛÙfi˜ ➞ ‚Ú¿˙ˆ
απονέμω τα βραβεία». βραχνάς ο: κατάσταση ή γεγονός που δημιουρ- ‚Ú·¯¤ˆ˜ ➞ ‚Ú·¯‡˜
‚Ú·¯Ó¿ ➞ ‚Ú·¯Ófi˜
γεί πρόβλημα, άγχος ή στενοχώρια: Το βαρύ ‚Ú·¯Ó¿˜
βράγχιο το: ΑΝΑΤ συνήθ. πληθ. όργανο με το δημόσιο χρέος είναι ~ για την κυβέρνηση. ‚Ú·¯ÓÈ¿˙ˆ ➞ ‚Ú·¯Ófi˜
‚Ú¿¯ÓÈ·ÛÌ· ➞ ‚Ú·¯Ófi˜
οποίο αναπνέουν υδρόβια ή αμφίβια ζώα. βραχνός -ή -ό: ❶ τραχιά φωνή ή τραχύς ήχος: ο ‚Ú·¯Ófi˜
βράδυ το: ❶ χρονικό διάστημα από τη δύση του ~ ήχος της τρομπέτας. ❷ άνθρωπος με βραχνή ‚Ú¿¯Ô˜
‚Ú·¯‡˜
ήλιου ως την ώρα του ύπνου ή ως την επόμε- φωνή. βραχνά (επίρρ.). βραχνιάζω: (αμτβ.) γί- ‚Ú·¯Ò‰Ë˜ ➞ ‚Ú¿¯Ô˜
νη ανατολή: Περάσαμε ένα ευχάριστο ~ βλέ- νομαι ή ακούγομαι βραχνός. βράχνιασμα το. ‚ÚÂÊÈÎfi˜ ➞ ‚Ú¤ÊÔ˜
‚Ú¤ÊÔ˜
ποντας μια ταινία. Δεν κοιμήθηκα όλο το ~. βράχος ο • οι βράχοι & τα βράχια: ❶ α. πολύ με- ‚Ú¤¯ÂÈ ➞ ‚Ú¤¯ˆ
‚Ú¤¯ˆ
❷ (ως επίρρ.): Έλα ~, μετά τη δουλειά! βρα- γάλη πέτρα ή πέτρινος όγκος: Η θέα από ψη-
διάζω -ομαι: (αμτβ.) με βρίσκει το βράδυ, με λά από τον ~ είναι εκπληκτική. β. συνήθ.
προλαβαίνει η νύχτα: Μέχρι να τελειώσω τις πληθ. πέτρινος όγκος που υψώνεται στην επι-
δουλειές μου, βραδιάστηκα / βράδιασα. βρα- φάνεια της γης ή βρίσκεται μέσα στη θάλασ-
διάζει: απρόσ. έρχεται το βράδυ = νυχτώνει ≠ σα (ύφαλος ή σκόπελος): Το καράβι έπεσε πά-
ξημερώνει: Τον χειμώνα ~ νωρίς. βραδινός - νω στα βράχια. ❷ (μτφ.) χαρακτηρισμός για
ή -ό = νυχτερινός ≠ πρωινός, ημερήσιος. βρα- άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από σταθερό-
δινό το: βραδινό φαγητό. βραδινή η: τελευ- τητα στις απόψεις ή ψυχική αντοχή: ~ ηθικής.
ταία θεατρική παράσταση ή κινηματογραφι- βραχώδης -ης -ες.  σχ. αγενής.
κή προβολή. βραχύς -εία -ύ • βραχύτερος, βραχύτατος:

 Από το μσν. ουσιαστικοπ. ουδ. του ΑΕ επιθ. βραδύς με με-


[επίσ.] ❶ αυτός που έχει μικρή χρονική διάρ-
κεια = σύντομος. ❷ αυτός που είναι μικρός
τακίνηση του τόνου. σε μήκος ≠ μακρύς: ~ δρόμος. ❸ ΓΛΩΣΣ φω-
νήεν ή συλλαβή που στην αρχαία ελληνική
βραδύς -εία -ύ • βραδύτερος, βραδύτατος: γλώσσα είχε μικρότερη διάρκεια κατά την
[επίσ.] αυτός που συντελείται ή ενεργεί με αρ- προφορά ≠ μακρός. βραχέως (επίρρ.).
γό ρυθμό, χωρίς βιασύνη = αργός ≠ ταχύς. βρέφος το: παιδί κατά τους πρώτους μήνες με-
βραδέως (επίρρ.). βραδύτητα η. τά τη γέννησή του (ως τη συμπλήρωση ενός
βράζω: ❶ (μτβ.) θερμαίνω υγρό ώσπου να φτά- έτους ζωής περίπου) = νεογνό, μωρό: Θείο ~:
σει σε κατάσταση βρασμού. ❷ (μτβ.) μαγει- ο νεογέννητος Χριστός. βρεφικός -ή -ό.
ρεύω κτ μέσα σε νερό που βράζει. ❸ (αμτβ.)
φτάνω στο σημείο βρασμού, μαγειρεύομαι:  Τα πρώτα στάδια της ανθρώπινης ύπαρξης: α. έμβρυο: από
Άσε το κρέας να βράσει. ❹ (αμτβ., για ποτό) τη στιγμή της γονιμοποίησης μέχρι τον τοκετό, β. νεογνό ή
είμαι σε κατάσταση ζύμωσης: Ο μούστος βρά- νεογέννητο: ο πρώτος μήνας ζωής, γ. βρέφος ή μωρό: από
ζει στο βαρέλι. ❺ (μτφ., αμτβ., για πρόσ.) εί- το τέλος του πρώτου μήνα ως τη συμπλήρωση ενός έτους.
μαι πολύ θυμωμένος: Έβραζε από θυμό. ❻
(μτφ., αμτβ.) έχω υψηλή θερμοκρασία: Η βρέχω -ομαι: ❶ (μτβ.) μουσκεύω κτ ή κπ με νε-
άσφαλτος ~ από τον καύσωνα. ❼ (μτφ., αμτβ.) ρό ή άλλο υγρό. ❷ παθ. (αμτβ.) πέφτει πάνω
βρίσκομαι σε μεγάλη αναταραχή: Λόγω των μου βροχή: Έπιασε ξαφνική μπόρα και βρά-
κρίσιμων εκλογών, όλη η χώρα έβραζε. βρα- χηκα. ❸ παθ. (αμτβ., για τόπο) έχω επαφή με
σμός ο: ❶ κατάσταση υγρού που βράζει και τη θάλασσα: Η νότια Κρήτη βρέχεται από το

81
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·82

B
βρίζω
βωμός
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

Λιβυκό Πέλαγος. βρέχει: απρόσ. (αμτβ.) πέ- ρισμός γυναίκας. βρομιά η: ❶ = βρόμα (σημ.
‚Ú›˙ˆ φτει βροχή. βροχή η: ❶ καιρικό φαινόμενο 1). ❷ (μτφ.) ανήθικη πράξη, κατάσταση ή έκ-
‚ÚÈÛÈ¿ ➞ ‚Ú›˙ˆ
‚Ú›ÛÈÌÔ ➞ ‚Ú›˙ˆ κατά το οποίο το νερό που παράγεται στην φραση. βρομάω & [σπάν.] -ώ: (αμτβ.) ❶ ανα-
‚Ú›ÛΈ ατμόσφαιρα από υγροποιημένους ατμούς πέ- δίδω δυσάρεστη μυρωδιά: ~ απαίσια το δω-
‚ÚfiÌ· ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜
‚ÚÔÌ¿ˆ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ φτει στη γη σε σταγόνες. ❷ (μτφ.) για μεγάλη μάτιο. ❷ (μτφ.) δίνω την εντύπωση ότι συμ-
‚ÚÔÌÂÚ¿ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ ποσότητα ή συχνότητα: ~ ερωτήσεων έπεσε βαίνει κτ ύποπτο: Αυτή η υπόθεση ~. βρομί-
‚ÚÔÌÂÚfi˜ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜
‚ÚfiÌË μετά το τέλος της ομιλίας. βροχερός -ή -ό: ζω -ομαι: (μτβ. & αμτβ.) κάνω κτ βρόμικο ή
‚ÚÔÌÈ¿ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ (για καιρό, κλίμα ή περιοχές) αυτός που χα- γίνομαι βρόμικος = λερώνω, [επίσ.] ρυπαίνω
‚ÚÔÌÈ¿Ú˘ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜
‚ÚÔÌ›˙ˆ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ ρακτηρίζεται από συχνές βροχές. ≠ καθαρίζω. βρομερός -ή -ό. βρομερά
‚ÚfiÌÈη ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ βρίζω -ομαι & [επίσ.] υβρίζω: (μτβ.) επιτίθεμαι (επίρρ.). βρομιάρης -α -ικο.
‚ÚfiÌÈÎÔ˜
‚ÚÔÓÙ¿ ➞ ‚ÚÔÓÙ‹ σε κπ με χυδαία και προσβλητικά λόγια. βρι- βρόμη η: είδος δημητριακού που χρησιμοποιεί-
‚ÚÔÓÙÂÚ¿ ➞ ‚ÚÔÓÙ‹ σιά η. βρίσιμο το. υβριστικός -ή -ό. υβριστι- ται κυρίως ως τροφή ζώων.
‚ÚÔÓÙÂÚfi˜ ➞ ‚ÚÔÓÙ‹
‚ÚÔÓÙ‹ κά (επίρρ.). βροντή η: ❶ ισχυρός θόρυβος που συνοδεύει
‚ÚÔÓÙÒ ➞ ‚ÚÔÓÙ‹ βρίσκω -ομαι • αόρ. βρήκα, προστ. βρες, απαρ. αστραπή = μπουμπουνητό. ❷ δυνατός και ξε-
‚ÚÔ¯ÂÚfi˜ ➞ ‚Ú¤¯ˆ
‚ÚÔ¯‹ ➞ ‚Ú¤¯ˆ βρει, παθ. αόρ. βρέθηκα: ❶ (μτβ.) ανακαλύ- ρός ήχος που μοιάζει με βροντή: Ακούγονταν
‚Úfi¯Ô˜ πτω ή εντοπίζω κπ ή κτ: Βρήκα τη διεύθυν- οι βροντές των κανονιών. βροντώ & -άω: ❶
*‚ÚÒÌË ➞ ‚ÚfiÌË
*‚ÚÒÌÈÎÔ˜ ➞ ‚ÚfiÌÈÎÔ˜ σή του στον τηλεφωνικό κατάλογο. ❷ (μτβ.) (αμτβ.) παράγω ήχο που ακούγεται σαν βρο-
‚˘ı›˙ˆ ➞ ‚˘ıfi˜ εφευρίσκω, ανακαλύπτω: Δε βρήκαν ακόμη ντή: Τα κανόνια βροντούσαν. ❷ (μτβ.) παρά-
‚‡ıÈÛË ➞ ‚˘ıfi˜
‚‡ıÈÛÌ· ➞ ‚˘ıfi˜ το εμβόλιο κατά του AIDS. ❸ (μτβ.) α. συ- γω δυνατό ήχο χτυπώντας κτ ή ρίχνοντας κτ
‚˘ıfi˜ ναντώ κπ ή κτ: Θα με βρεις στο γυμναστήριο. ή κπ με δύναμη κάτω: Βρόντηξε με δύναμη
‚ˆ‚fi˜ ➞ ‚Ô˘‚fi˜
‚ˆÌfi˜ β. έρχομαι αντιμέτωπος με κτ: ~ φρικτό θά- την πόρτα πίσω του. Τον άρπαξε με δύναμη
νατο /αντίσταση. ❹ (μτβ.) πετυχαίνω κπ ή κτ και τον βρόντηξε στο πάτωμα. βροντά & -άει:
σε μια κατάσταση ή να ασχολείται με κτ: Με απρόσ. (αμτβ.) ρίχνει βροντές = μπουμπου-
βρήκε να τρώω. ❺ (μτβ.) κληρονομώ κτ: Βρή- νίζει: Έβρεχε, άστραφτε και βροντούσε όλη
κε μεγάλη περιουσία από τους γονείς του. ❻ νύχτα. βροντερός -ή -ό. βροντερά (επίρρ.).
(αμτβ.) χτυπάω: Κάπου βρήκε το καρφί και βυθός ο: το χαμηλότερο επίπεδο του εδάφους
δεν προχωράει. ❼ (μτβ.) έχω την άποψη, κρί- που βρίσκεται κάτω από τον υδάτινο όγκο
νω ότι: Δε βρίσκεις ότι είναι πολύ ακριβό το θαλασσών, ποταμών και λιμνών = πυθμένας,
εστιατόριο αυτό; = νομίζω. Σε ~ ενημερωμέ- πάτος. βυθίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ κάνω κτ ή κπ
νο σε θέματα της επικαιρότητας. ➑ παθ. α. να καλυφθεί μερικώς ή ολικώς με νερό ή άλ-
είμαι, υπάρχω: ~ στο Λονδίνο. β. είμαι σε μια λο υγρό. = βουλιάζω, καταποντίζω. ❷ (μτφ.)
κατάσταση: ~ σε δύσκολη θέση. ❾ παθ. είμαι κάνω κτ, συνήθως αιχμηρό, να εισχωρήσει
στη διάθεση κπ: Σου βρίσκονται 2 ευρώ ; ❿ στη μάζα άλλου πράγματος = μπήγω: Βύθισε
παθ. συναντιέμαι με κπ: Έχουμε καιρό να τη βελόνα στο μπράτσο του. ❸ (μτφ.) κάνω
βρεθούμε. κπ ή κτ να βρεθεί ολοκληρωτικά σε συγκε-
βρόμικος -η -ο: ❶ αυτός που δεν είναι καθαρός κριμένη κατάσταση: Η απεργία βύθισε τη χώ-
= ακάθαρτος, λερωμένος ≠ καθαρός. ❷ (μτφ.) ρα στο σκοτάδι. Ήταν βυθισμένος στις σκέ-
αυτός που εμπλέκεται σε ανήθικες ή παράνο- ψεις του. βύθιση η. βύθισμα το.
μες πράξεις = ανέντιμος, αχρείος ≠ τίμιος: ~ βωμός ο: τετράγωνο ή ορθογώνιο κτίσμα πάνω
χρήμα: χρήμα από παράνομη υπόθεση. βρό- στο οποίο τελούνταν θυσίες κατά την αρχαιό-
μικα (επίρρ.). βρόμα η: ❶ η ιδιότητα ή η κα- τητα. (θυσιάζω κπ /κτ) στον βωμό κπ: υφίστα-
τάσταση του βρόμικου = βρομιά, [επίσ.] ρύ- μαι ταλαιπωρίες ή κάνω θυσίες, προκειμένου
πος. ❷ δυσάρεστη μυρωδιά. = δυσοσμία ≠ ευ- να πετύχω κπ σκοπό ή να υπηρετήσω κπ ιδέα:
ωδιά. ❸ [μειωτ.] (μτφ.) υβριστικός χαρακτη- Θυσιάστηκε στον βωμό της ελευθερίας.

82
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·83

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °


Γαβγίζω
γαργαλώ
αβγίζω: (αμτβ., για σκύλο) βγάζω ήχο: Ένα Ένιωσε ~ μετά την εξομολόγησή της. γαλή-
Γσκυλί αγριεμένο γάβγιζε . γάβγισμα το. νιος -α -ο: αυτός που χαρακτηρίζεται από γα- Á·‚Á›˙ˆ
Á¿‚ÁÈÛÌ· ➞ Á·‚Á›˙ˆ
γάζα η: ❶ λευκό, λεπτό αποστειρωμένο ύφασμα λήνη: ~ βλέμμα / τοπίο. γαλήνια (επίρρ.). γα- Á¿˙·
για την κάλυψη πληγών: Έδεσε το τραύμα με ληνεύω: (αμτβ. & μτβ.) γίνομαι γαλήνιος ή κά- Á·˙› ➞ Á·˙ÒÓˆ
Á¿˙ˆÌ· ➞ Á·˙ÒÓˆ
~. ❷ λεπτό μεταξένιο ή λινό ύφασμα: κουρτί- νω κπ γαλήνιο. γαλήνεμα το. Á·˙ÒÓˆ
νες από ~. γαλόνι1 το: ΣΤΡΑΤ διακριτικό αξιώματος πάνω Á·˙ÒÙÚÈ· ➞ Á·˙ÒÓˆ
Á·ÈÔÎÙ‹ÌÔÓ·˜
γαζώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ ράβω σε ραπτομηχανή: στη στολή = σιρίτι. γαλονάς ο: [μειωτ.] βαθ- Á¿Ï·
Μπορείς να γαζώσεις τη σκισμένη φόρμα; ❷ μοφόρος στρατιωτικός. Á·Ï¿˙ÈÔ ➞ Á·Ï¿˙ÈÔ˜
Á·Ï¿˙ÈÔ˜
(μτφ.) πληγώνω ή σκοτώνω κπ με ριπές πο- γαλόνι2 το: μονάδα μέτρησης χωρητικότητας Á·Ï·ÎÙÔÎÔÌ›· ➞ Á·Ï·ÎÙÔ-
λυβόλου όπλου: Οι στρατιώτες γάζωσαν τους στην Αγγλία και στις ΗΠΑ, ισοδύναμη με ÎÔÌÈÎfi˜
Á·Ï·ÎÙÔÎÔÌÈÎfi˜
διαδηλωτές με τα αυτόματα. γάζωμα το: το να 4,546 και 3,785 λίτρα αντίστοιχα. Á·Ï¿Îو̷
γαζώνει κανείς κτ. γαζί το: ραφή που γίνεται γαλουχώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ (μτφ.) ανατρέφω, δια- Á·Ï·Ófi ➞ Á·Ï·Ófi˜
Á·Ï·Ófi˜
με ραπτομηχανή. γαζώτρια η: γυναίκα που παιδαγωγώ κπ σύμφωνα με κάποιες αρχές: Á·Ï·Í›·˜
εργάζεται με ραπτομηχανή. Γαλουχήσαμε τα παιδιά με ηθικές αξίες και Á·Ï·Ú›·
Á·Ï·Ù¿‰ÈÎÔ ➞ Á¿Ï·
γαιοκτήμονας ο: ιδιοκτήτης μεγάλης καλλιερ- υγιή πρότυπα. ❷ δίνω γάλα ως τροφή = θη- Á·Ï·Ù¿˜ ➞ Á¿Ï·
γήσιμης έκτασης. γαιοκτησία η.  σχ. γη. λάζω. γαλουχία η: [επίσ.] θηλασμός. γαλού- Á·Ï·ÙÔ‡ ➞ Á¿Ï·
Á·Ï‹ÓÂÌ· ➞ Á·Ï‹ÓË
γάλα το • γεν. γάλακτος, πληθ. γάλατα, χωρίς χηση η: το να γαλουχεί (σημ. 1) κανείς κπ = Á·ÏËÓ‡ˆ ➞ Á·Ï‹ÓË
γεν. πληθ.: ❶ λευκό ή ελαφρά κίτρινο υγρό διαπαιδαγώγηση, ανατροφή. Á·Ï‹ÓË
Á·Ï‹ÓÈ· ➞ Á·Ï‹ÓË
που παράγεται από τα θηλυκά θηλαστικά με- γάμος ο: ❶ τελετή που πραγματοποιείται στην Á·Ï‹ÓÈÔ˜ ➞ Á·Ï‹ÓË
τά τον τοκετό και εκκρίνεται από τους μα- εκκλησία ή σε δημαρχείο με σκοπό την ένωση Á·ÏÔÓ¿˜ ➞ Á·ÏfiÓÈ1
Á·ÏfiÓÈ1
στούς τους: αγελαδινό /πρόβειο /φρέσκο ~. ❷ ζευγαριού ως συζύγων: θρησκευτικός /πολιτι- Á·ÏfiÓÈ2
Á·ÏÔ‡¯ËÛË ➞ Á·ÏÔ˘¯Ò
χυμός φυτών που μοιάζει με το ζωικό γάλα: κός ~. ❷ κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα Á·ÏÔ˘¯›· ➞ Á·ÏÔ˘¯Ò
~ καρύδας. γαλατάς ο, -ού η. γαλατάδικο το. παντρεμένο ζευγάρι: Είχαν έναν ευτυχισμένο Á·ÏÔ˘¯Ò
Á·Ì‹ÏÈÔ˜ ➞ Á¿ÌÔ˜
γαλάζιος -α -ο: αυτός που έχει ανοιχτό μπλε ~. γαμήλιος -α -ο. Á¿ÌÔ˜
χρώμα, όπως το χρώμα του ουρανού χωρίς γαμπρός ο: ❶ άντρας που παντρεύεται ή πρόκει- Á·ÌÚÈ¿ÙÈÎÔ˜ ➞ Á·ÌÚfi˜
Á·ÌÚfi˜
σύννεφα = γαλανός. γαλάζιο το: ανοιχτό ται να παντρευτεί. ❷ (για συγγένεια) ο πα- Á·Ì„fi˜
μπλε χρώμα. ντρεμένος άντρας σε σχέση με τους γονείς ή τα Á¿ÓÙ˙Ô˜
Á¿ÓÙ˙ˆÌ· ➞ Á¿ÓÙ˙Ô˜
γαλακτοκομικός -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με αδέρφια της γυναίκας του. γαμπριάτικος -η -ο. Á·ÓÙ˙ÒÓˆ ➞ Á¿ÓÙ˙Ô˜
την επεξεργασία του γάλακτος ή που παρά- γαμψός -ή -ό: (κυρ. για μύτη, νύχια, ράμφος) αυ- Á·ÓÙ˙ˆÙfi˜ ➞ Á¿ÓÙ˙Ô˜
Á·ÚÁ¿ÏËÌ· ➞ Á·ÚÁ·ÏÒ
γεται από το γάλα: Το τυρί και το γιαούρτι εί- τός που είναι κυρτός και μυτερός στην άκρη: Á·ÚÁ·ÏÈÛÙÈÎfi˜ ➞ Á·ÚÁ·ÏÒ
ναι ~ προϊόντα. γαλακτοκομία η. Το γεράκι έχει ~ νύχια. Á·ÚÁ·ÏÒ
γαλάκτωμα το: παχύρρευστο υγρό, συνήθως γάντζος ο: κατασκευή που καταλήγει σε αγκί-
λευκού χρώματος, που χρησιμοποιείται ως στρι, η οποία χρησιμοποιείται για το κρέμα-
καλλυντικό για καθαρισμό προσώπου ή ενυ- σμα αντικειμένων: Κρέμασε το παλτό στον ~
δάτωση σώματος. που έχει πίσω από την πόρτα. γαντζώνω
γαλανός -ή -ό: αυτός που έχει ανοιχτό μπλε -ομαι: ❶ (μτβ.) πιάνω, συγκρατώ με γάντζο =
χρώμα = γαλάζιος: ~ μάτια. γαλανό το: το γα- αγκιστρώνω. ❷ παθ. (αμτβ.) α. κρατιέμαι δυ-
λανό χρώμα. νατά από κάπου: Γαντζώθηκε πάνω του τρο-
γαλαξίας ο: ΑΣΤΡΟΝ ❶ αστρικό σύστημα με δι- μαγμένη. β. (μτφ.) είμαι προσκολλημένος ή
σεκατομμύρια αστέρια και μεσοαστρική ύλη. εξαρτημένος από κπ: Μετά το ατύχημα, έχει
❷ Γαλαξίας ο: ο γαλαξίας στον οποίο ανήκει γαντζωθεί πάνω του. γάντζωμα το. γαντζω-
η Γη, ο ήλιος και το πλανητικό μας σύστημα. τός -ή -ό.
γαλαρία η: ❶ υπόγεια στοά ορυχείου: Η ~ έπε- γαργαλώ & -άω -ιέμαι: (μτβ.) ❶ προκαλώ γέλιο
σε καταπλακώνοντας ανθρακωρύχους. ❷ οι και ανατριχίλα σε κπ αγγίζοντας (με τα δά-
τελευταίες θέσεις στον εξώστη θεάτρου, κινη- χτυλα ή άλλο αντικείμενο) ευαίσθητα μέρη του
ματογράφου ή σε λεωφορείο και (συνεκδ.) σώματος (μασχάλες, πλευρά, πατούσες). ❷
όσοι κάθονται σ’ αυτές: Πάμε να καθήσουμε (μτφ.) διεγείρω τις αισθήσεις: Οι μυρωδιές της
στη ~; Η ~ έκανε φοβερή φασαρία. κουζίνας γαργαλούσαν ευχάριστα την όσφρη-
γαλήνη η: ❶ κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, ακι- ση. γαργάλημα το. γαργαλιστικός -ή -ό: ❶ αυ-
νησίας στη φύση (ιδιαίτερα στη θάλασσα). ❷ τός που γαργαλάει (σημ. 2). ❷ αυτός που προ-
κατάσταση ψυχικής και πνευματικής ηρεμίας καλεί = προκλητικός, ερεθιστικός: Πες μας
= ηρεμία, αταραξία ≠ ταραχή, αναστάτωση: όλες τις ~ λεπτομέρειες της εκδρομής.

83
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·84

° Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™



γαργάρα
γεμάτος
γαργάρα η: πλύση του στόματος και του λάρυγ- Από το ΑΕ γεγονός, ουσιαστικοποιημένο ουδ. της μππ.
Á·ÚÁ¿Ú· γα με διάλυμα για θεραπευτικούς σκοπούς. του ρ. γίγνομαι.
Á¿ÚÁ·Ú· ➞ Á¿ÚÁ·ÚÔ˜
Á¿ÚÁ·ÚÔ˜ γάργαρος -η -ο: αυτός που είναι διαυγής, κα-
Á·ÛÙÚÂÓÙÂÚÈÎfi˜ θαρός και ηχεί ευχάριστα = κελαρυστός: το ~ γεια (επιφ.): κυρίως σε τυποποιημένες εκφράσεις
Á·ÛÙÚÂÓÙÂÚ›Ùȉ· ➞ Á·ÛÙÚÂ-
ÓÙÂÚÈÎfi˜ νερό της πηγής. το ~ γέλιο των παιδιών. γάρ- ❶ για φιλικό χαιρετισμό: ~ (σου), τι κάνεις; ❷
Á·ÛÙÚÈÎfi˜ γαρα (επίρρ.). για έπαινο σε επιτυχία: ~ στα χέρια σου /στο
Á·ÛÙÚ›Ùȉ· ➞ Á·ÛÙÚÈÎfi˜
Á·ÛÙÚÔÓÔÌ›· γαστρεντερικός -ή -ό: ΙΑΤΡ αυτός που αναφέρε- στόμα σου. ❸ σε ευχές: με ~ (σου): για κτ και-
Á·ÛÙÚÔÓÔÌÈο ➞ Á·ÛÙÚÔ- ται στο στομάχι, την κοιλιά και τα έντερα: ~ νούριο που αποκτά κπ. ~ σου!: ευχή όταν
ÓÔÌ›·
Á·ÛÙÚÔÓÔÌÈÎfi˜ ➞ Á·ÛÙÚÔ- σύστημα.  σχ. γαστρικός. γαστρεντερίτιδα φταρνίζεται κάποιος. ~ μας!: ευχή που δίνουν
ÓÔÌ›· η: ΙΑΤΡ ασθένεια του στομάχου και του εντέρου, όσοι πίνουν μαζί, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια.
Á¿Ù·
Á·Ù›ÛÈÔ˜ ➞ Á¿Ù· που οφείλεται σε φλεγμονή.  σχ. ωτίτιδα. γέλιο το: έκφραση ευχαρίστησης, ειρωνείας ή
Á¿ÙÔ˜ ➞ Á¿Ù· γαστρικός -ή -ό: αυτός που αναφέρεται στην χλευασμού, που εκδηλώνεται με συσπάσεις
*Á·˘Á›˙ˆ ➞ Á·‚Á›˙ˆ
Á‰¿ÚÛÈÌÔ ➞ Á‰¤ÚÓˆ κοιλιά: ~ φόρτος / υγρό. γαστρίτιδα η ΙΑΤΡ των μυών του προσώπου και κυρίως του στό-
Á‰¿ÚÙ˘ ➞ Á‰¤ÚÓˆ


ασθένεια του στομάχου.  σχ. ωτίτιδα. ματος, συνοδευόμενες από έντονες εκπνοές:
Á‰¤ÚÓˆ
Á‰‡Óˆ Λύθηκα /τρελάθηκα /έσκασα /πέθανα /ξεκαρδί-
Á‰‡ÛÈÌÔ ➞ Á‰‡Óˆ Η λ. γαστρικός προέρχεται από τη γαλλική gastrique,
στηκα στα γέλια. γελώ & -άω: ❶ (αμτβ.) με
Á‰˘Ùfi˜ ➞ Á‰‡Óˆ η οποία προήλθε από ΑΕ ρίζα γαστρ- (γαστήρ =
ÁÂÁÔÓfi˜ δυνατά γέλια εκφράζω χαρά, ευχαρίστηση,
ÁÂÈ· «κοιλιά»). Από την ίδια ρίζα προέρχονται και σύν-
καλή διάθεση: ~ με την ψυχή μου /με την καρ-
ÁÂÏ·ÛÙ¿ ➞ Á¤ÏÈÔ θετες λέξεις όπως γαστρεντερικός, γαστρονομία, γα-
ÁÂÏ·ÛÙfi˜ ➞ Á¤ÏÈÔ διά μου /μέχρι δακρύων: γελάω πάρα πολύ. ❷
ÁÂÏÈ¤Ì·È ➞ Á¤ÏÈÔ στρονομικός κτλ.
(αμτβ. & μτβ.) = χαμογελώ: Το μωρό γέλασε
Á¤ÏÈÔ
ÁÂÏÔ›Ô ➞ ÁÂÏÔ›Ô˜ γαστρονομία η: η τέχνη της υψηλής μαγειρικής: ικανοποιημένο. Μόλις με είδε, μου γέλασε. ❸
*Á¤ÏÔÈÔ ➞ Á¤ÏÈÔ (αμτβ.) κοροϊδεύω, περιγελώ: Μ’ αυτά που
ÁÂÏÔÈÔÁÚ·Ê›·
συμβουλές ~ από διάσημο σεφ. γαστρονομικός
ÁÂÏÔÈÔÁÚ·ÊÈÎfi˜ ➞ ÁÂÏÔÈÔ- -ή -ό. γαστρονομικά (επίρρ.).  σχ. γαστρικός. κάνει γελάνε όλοι μαζί του. ❹ (μτβ.) εξαπα-
ÁÚ·Ê›·
ÁÂÏÔÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ➞ ÁÂÏÔÈÔÁÚ·-
γάτα η, γάτος ο: ❶ ζώο κατοικίδιο, αιλουροει- τώ, ξεγελώ: Με γέλασε ο μανάβης και μου
Ê›· δές, με μικρό κεφάλι και σώμα, μακριά ουρά έδωσε σάπια μήλα. γελιέμαι: κάνω λάθος, πέ-
ÁÂÏÔÈÔÁÚ·ÊÒ ➞ ÁÂÏÔÈÔÁÚ·-
Ê›·
και γαμψά νύχια. ❷ (μτφ.) άνθρωπος έξυ- φτω έξω στην κρίση μου = λαθεύω, απατώ-
ÁÂÏÔÈÔÔ›ËÛË ➞ ÁÂÏÔÈÔÔÈÒ πνος και ικανός: Είναι ~, κανείς δεν μπορεί μαι: Αν νομίζεις ότι θα σε στηρίξουμε πάλι,
ÁÂÏÔÈÔÔÈÒ γελιέσαι! γελαστός -ή -ό. γελαστά (επίρρ.).
ÁÂÏÔÈÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ να τον γελάσει! γατίσιος -α -ο.
ÁÂÏÔ›Ô˜ γδέρνω -ομαι: (μτβ.) ❶ αφαιρώ δέρμα: Έσφαξε γελοιογραφία η: σκίτσο (με ή χωρίς σχόλια)
ÁÂÏÔÈfiÙËÙ· ➞ ÁÂÏÔ›Ô˜
ÁÂÏÔȈ‰¤ÛÙ·ÙÔ˜ ➞ ÁÂÏÔ›Ô˜ το ζώο και μετά το έγδαρε. ❷ προκαλώ γρα- που σατιρίζει πρόσωπα ή καταστάσεις της
ÁÂÏÔȈ‰¤ÛÙÂÚÔ˜ ➞ ÁÂÏÔ›Ô˜ τζουνίσματα, πληγώνω: Τα κλαδιά τού έγδα- επικαιρότητας. γελοιογράφος ο, η: καλλιτέ-
ÁÂÏÔÈ҉˘ ➞ ÁÂÏÔ›Ô˜
ÁÂÏÒ ➞ Á¤ÏÈÔ ραν το πρόσωπο. ❸ (μτφ.) χρεώνω μεγάλο πο- χνης που κάνει γελοιογραφίες. γελοιογραφώ:
ÁÂψÙÔÔÈfi˜ ➞ -ÔÈÒ σό: Σ’ αυτά τα εστιατόρια τρως καλά, αλλά (αμτβ.) σκιτσάρω γελοιογραφίες σε εφημερί-
ÁÂÌ¿ÙÔ˜ δα ή περιοδικό. γελοιογραφικός -ή -ό.
ÁÂÌ›˙ˆ ➞ ÁÂÌ¿ÙÔ˜ σε γδέρνουν με τον λογαριασμό. γδάρσιμο το:
Á¤ÌÈÛË ➞ ÁÂÌ¿ÙÔ˜ ❶ το να αφαιρεί κανείς το δέρμα: το ~ του λα- γελοιοποιώ -ούμαι: (μτβ.) παρουσιάζω κπ ή κτ
Á¤ÌÈÛÌ· ➞ ÁÂÌ¿ÙÔ˜
ÁÂÌÈÛÙ¿ ➞ ÁÂÌ¿ÙÔ˜ γού. ❷ πληγή: Έπεσε κι έκανε ένα άσχημο ~ με τρόπο ώστε να φαίνεται γελοίος = διακω-
ÁÂÌÈÛÙfi˜ ➞ ÁÂÌ¿ÙÔ˜ στο πόδι. γδάρτης ο: πρόσωπο που γδέρνει. μωδώ = ρεζιλεύω, διασύρω. γελοιοποίηση η.
γδύνω -ομαι: (μτβ.) ❶ βγάζω τα ρούχα από κπ γελοίος -α -ο: = φαιδρός ❶ αυτός που με την
= ξεντύνω ≠ ντύνω: Έγδυσε το μωρό για να εμφάνιση ή τις πράξεις του προκαλεί την κο-
το αλλάξει. ❷ ενεργ. (μτφ.) καταληστεύω: ροϊδία: Μ’ αυτό το ντύσιμο φαντάζει γελοί-
Μπήκαν κλέφτες στο σπίτι τους, όταν έλει- ος. = κωμικός. ❷ (για πρόσ. ή καταστάσεις)
παν σε διακοπές, και τους έγδυσαν. γδύσιμο αυτός που δεν αξίζει να ασχολείται κανείς
το. γδυτός -ή -ό: αυτός που δε φορά ρούχα = μαζί του: ~ υποκείμενο. Είναι ~ να πιστεύεις
γυμνός, ξεντυμένος. σε τέτοιες δεισιδαιμονίες στην εποχή μας. γε-
γεγονός το • πληθ. γεγονότα: ❶ κτ που έχει συμβεί λοίο το: έλλειψη σοβαρότητας και σπουδαιό-
σε συγκεκριμένο χρόνο ή περίσταση = συμβάν, τητας: Η ασυνέπειά του αγγίζει τα όρια του
περιστατικό: Η άλωση της Κωνσταντινούπο- γελοίου. γελοιότητα η. γελοιώδης -ης -ες • συ-
λης από τους Τούρκους είναι σημαντικό νήθ. στον συγκρ. γελοιωδέστερος & υπερθ.
ιστορικό ~. τετελεσμένο ~: κτ οριστικό, το γελοιωδέστατος: = γελοίος.  σχ. αγενής.
οποίο δεν μπορούμε να αλλάξουμε, που πρέπει γεμάτος -η -ο: ❶ (για πράγματα ή δραστηριότητες)
να αποδεχθούμε όπως είναι. ❷ κτ που είναι αυτός που δε διαθέτει κενό χώρο = πλήρης ≠
αναμφισβήτητο: Η νίκη της ομάδας μας είναι ~. άδειος, κενός: δοχείο ~ λάδι. ~ φεγγάρι: πανσέ-

84
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·85

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °


γενεά
γέννα
ληνος. ❷ αυτός που έχει κτ σε μεγάλη ποσότη- γένι το: συνήθ. πληθ. τρίχωμα που καλύπτει το
τα, αφθονία: Το γραπτό σου είναι ~ λάθη. ❸ (για πρόσωπο των ανδρών στα μάγουλα και στο ÁÂÓ¿
ÁÂÓ·ÏÔÁ›·
άνθρ. ή μέρος του σώματος) αυτός που είναι λί- πιγούνι: όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτέ- ÁÂÓ·ÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ÁÂÓ·ÏÔÁ›·
γο πιο παχύς από το κανονικό = εύσωμος, πα- νια: όποιος έχει αξιώματα ή προνόμια πρέπει ÁÂÓ¤ıÏÈ·
ÁÂÓ¤ıÏÈÔ˜ ➞ ÁÂÓ¤ıÏÈ·
χουλός. γεμίζω: ❶ (μτβ.) βάζω μέσα σε κτ όλη να αναλαμβάνει και τις αντίστοιχες ευθύνες. ÁÂÓÂÈ¿‰·
την ποσότητα που μπορεί να χωρέσει ≠ αδειά- γενιά η: ❶ σύνολο ανθρώπων με κοινή οικογε- Á¤ÓÂÛË
ÁÂÓ¤ÙÂÈÚ·
ζω: ~ το ποτήρι. ❷ (αμτβ., για πράγμ.) γίνομαι νειακή καταγωγή = γένος: Καταγόταν από ÁÂÓÂÙÈο ➞ Á¤ÓÂÛË
γεμάτος ≠ αδειάζω: Η αίθουσα γέμισε από κό- βασιλική ~. ❷ άνθρωποι που έχουν την ίδια ÁÂÓÂÙÈ΋ ➞ Á¤ÓÂÛË
ÁÂÓÂÙÈÎfi˜ ➞ Á¤ÓÂÛË
σμο. ❸ (μτφ., μτβ.) ικανοποιώ, δίνω σε κπ το αί- περίπου ηλικία: H δεύτερη ~ των μεταναστών ÁÂÓÂÙÈÛÙ‹˜ ➞ Á¤ÓÂÛË
σθημα της πληρότητας: Δε με ~ αυτή η σχέση. Το θα έχει ενσωματωθεί πλήρως στην ελληνική ÁÂÓÂÙ›ÛÙÚÈ· ➞ Á¤ÓÂÛË
Á¤ÓÈ
νέο μάς γέμισε χαρά. ❹ (αμτβ.) καλύπτομαι σχε- κοινωνία. η ~ του Πολυτεχνείου. ❸ καλλιτέ- ÁÂÓÈ¿
δόν σε όλη μου την επιφάνεια από κτ ή (για χνες μιας συγκεκριμένης εποχής με κοινά χα- ÁÂÓÈο ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
ÁÂӛ΢ÛË ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
πράγμ.) το περιέχω σε αφθονία: Τα χέρια σου γέ- ρακτηριστικά στην τέχνη τους: η ~ του ’30. ❹ ÁÂÓÈ΢ÙÈο ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
μισαν μπογιές. Η Αθήνα έχει γεμίσει αυτοκίνη- χρονικό διάστημα τριάντα περίπου χρόνων, ÁÂÓÈ΢ÙÈÎfi˜ ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
ÁÂÓÈ·ˆ ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
τα. γέμισμα το: το να γεμίζει κανείς κτ. γέμιση κατά το οποίο μια γενιά διαδέχεται την επό- ÁÂÓÈÎfi˜
η: ό,τι γεμίζει κτ. γεμιστός -ή -ό. γεμιστά τα: εί- μενη στην ενεργό δράση: Μετά από δύο γε- ÁÂÓÈÎfiÙËÙ· ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
ÁÂÓÈÎÒ˜ ➞ ÁÂÓÈÎfi˜
δος φαγητού με λαχανικά (ντομάτες, πιπεριές, νιές, το κληρονομικό αυτό χαρακτηριστικό Á¤ÓÓ·
κολοκυθάκια κτλ.) γεμισμένα με ρύζι ή με κιμά. μπορεί να έχει χαθεί. ❺ (μτφ.) στάδιο εξέλι- ÁÂÓÓ·›· ➞ ÁÂÓÓ·›Ô˜

γενεά η: [επίσ.] γενιά, κυρ. στις εκφρ.: το χάσμα ξης πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: κι-
των γενεών: διαφορά αντιλήψεων μεταξύ νητά τηλέφωνα τρίτης ~.  σχ. γέννα.
διαδοχικών γενιών. περνάω κπ γενεές δεκα- γενικός -ή -ό: ❶ αυτός που είναι σχετικός με ή
τέσσερις: βρίζω.  σχ. γέννα. εφαρμόζεται σε ένα σύνολο πραγμάτων, προ-
γενεαλογία η: καταγραφή της χρονικής διαδοχής σώπων ή περιπτώσεων (ή στο μεγαλύτερο μέ-
των γενεών. γενεαλογικός -ή -ό: αυτός που ρος του) = συνολικός ≠ ειδικός, μερικός: Μετά
ανήκει ή που αναφέρεται στη γενεαλογία: ~ δέ- τη δυσάρεστη είδηση, υπήρξε ~ αναστάτωση
ντρο: διάγραμμα που απεικονίζει τη γενεαλο- στην κοινή γνώμη. ❷ αυτός που περιλαμβάνει
γική σειρά ενός προσώπου ή μιας οικογένειας. όλα τα βασικά στοιχεία χωρίς να μπαίνει σε λε-
γενέθλια τα: η επέτειος της γέννησης κπ: Γιορ- πτομέρειες: Το σχολείο σήμερα προσφέρει πά-
τάζω /έχω ~. γενέθλιος -α -ο: αυτός που σχετί- νω απ’ όλα ~ παιδεία. ❸ αυτός που καλύπτει
ζεται με τη γέννηση κπ: ~ πόλη.  σχ. γέννα. τόσο ευρύ φάσμα, ώστε να είναι ασαφής = αό-
γενειάδα η: πυκνό και μακρύ τρίχωμα στα μά- ριστος ≠ συγκεκριμένος, ακριβής: Έδωσε πολύ
γουλα και το πιγούνι ανδρών. ~ απαντήσεις. γενικά & -ώς (επίρρ.). γενικότη-
γένεση η: ❶ δημιουργία πνευματικού, ιστορι- τα η: ❶ η ιδιότητα του γενικού. ❷ πληθ. ασαφή
κού, κοινωνικού κτλ. φαινομένου: H ~ του λόγια. γενικεύω -ομαι: (μτβ. & με παράλ.
Σύμπαντος δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί αντικ.) επεκτείνω σε ευρύτερο σύνολο κάτι
χρονικά. ❷ ΒΙΟΛ η δημιουργία οργανισμών που εφαρμόζεται ή ισχύει σε ορισμένες περι-
από ανόργανη και οργανική ύλη. ❸ Γένεση η: πτώσεις ≠ εξειδικεύω: Μη γενικεύεις και τον
ΕΚΚΛ το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, απορρίπτεις από μια άστοχη ενέργεια. γενί-
που αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου κευση η: το να γενικεύει κπ. γενικευτικός -ή
και του ανθρώπου.  σχ. γέννα. γενετική η: -ό: αυτός που γενικεύει. γενικευτικά (επίρρ.).
ΒΙΟΛ επιστημονικός κλάδος της βιολογίας που γέννα η: η διαδικασία με την οποία έρχεται στον
μελετά τα φαινόμενα και τους νόμους της κλη- κόσμο ένας νέος οργανισμός = τοκετός: Δεν
ρονομικότητας των οργανισμών. γενετικός -ή είχε εύκολη ~, αλλά όλα πήγαν καλά. γεννώ &
-ό: ❶ αυτός που αναφέρεται στη γένεση, στην -άω -ιέμαι: (μτβ.) ❶ α. (& με παράλ. αντικ., για
προέλευση των όντων. ❷ ΒΙΟΛ αυτός που ανα- τη γυναίκα και τα θηλυκά θηλαστικά ζώα) φέρ-
φέρεται στη γενετική: ~ κώδικας /~ υλικό. γε- νω στον κόσμο, στη ζωή έναν νέο οργανισμό:
νετικά (επίρρ.). γενετιστής ο, -ίστρια η: επι- Η φίλη μας γέννησε δίδυμα. Ο πατέρας μου
στήμονας που ασχολείται με τη γενετική. γεννήθηκε το 1960. β. (για πουλιά και ψάρια)
γενέτειρα η: πόλη ή χωριό όπου γεννήθηκε κπ, κάνω αυγά. ❷ (μτφ.) δημιουργώ, προκαλώ: H
η ιδιαίτερη πατρίδα του, καθώς και η χώρα ομιλία του μου γέννησε πολλές απορίες. ❸
του σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο: Η Αλε- παθ. είμαι από τη φύση μου, έχω την προδιά-
ξάνδρεια ήταν η ~ του Καβάφη. θεση για κτ που το κάνω πολύ καλά: Είναι γεν-

85
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·86

°
γενναιόδωρος
γεύομαι
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

νημένος μουσικός. γέννηση η. γεννητούρια την οποία κατάγεται κπ, καθώς και το επώ-
ÁÂÓÓ·Èfi‰ˆÚ· ➞ ÁÂÓÓ·Èfi- τα: [οικ.] γέννα, τοκετός. γέννημα το: ❶ ό,τι νυμο της πατρικής οικογένειας παντρεμένης
‰ˆÚÔ˜
ÁÂÓÓ·ÈÔ‰ˆÚ›· ➞ ÁÂÓÓ·Èfi‰ˆ- γεννιέται, προέρχεται ή έχει δημιουργηθεί από γυναίκας: Άννα Κοκκίνη, το ~ Αναστόπου-
ÚÔ˜ κπ ή κτ: Δεν είναι αλήθεια, όσα λέει είναι γεν- λου. Καταγόταν από βασιλικό ~. γ. (επέκτ.)
ÁÂÓÓ·Èfi‰ˆÚÔ˜
ÁÂÓÓ·›Ô˜ νήματα της φαντασίας του. = δημιούργημα. ~ φυλή, έθνος: Οι αγώνες του ελληνικού ~ συ-
ÁÂÓÓ·ÈfiÙËÙ· ➞ ÁÂÓÓ·›Ô˜ θρέμμα: χαρακτηρισμός για κπ που γεννήθη- γκίνησαν τους φιλέλληνες. το ανθρώπινο ~.
Á¤ÓÓËÌ· ➞ Á¤ÓÓ·
Á¤ÓÓËÛË ➞ Á¤ÓÓ· κε και ανατράφηκε σε συγκεκριμένο τόπο ή πε- γερνώ & -άω • αόρ. γέρασα, μππ. γερασμένος:
ÁÂÓÓËÙÔ‡ÚÈ· ➞ Á¤ÓÓ· ριβάλλον: Είναι ~ Πειραιώτης. ❷ αποτέλεσμα ❶ (αμτβ.) α. μεγαλώνω σε ηλικία: Δεν αντέχει
ÁÂÓÓ‹ÙÚÈ·
ÁÂÓÓÒ ➞ Á¤ÓÓ· = προϊόν: Η νεανική βία είναι ~ της κρίσης πλέον σε τόσες κακουχίες, γιατί έχει γεράσει.
ÁÂÓÔÎÙÔÓ›· αξιών στην εποχή μας. ❸ συνήθ. πληθ. [λαϊκ.] β. με τα χρόνια εμφανίζω σημάδια εξάντλη-
Á¤ÓÔ˜


ÁÂÚ¿ ➞ ÁÂÚfi˜ το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά. σης ή συντηρητισμού: γερασμένο σώμα. γερα-
ÁÂÚ¿Ì·Ù· ➞ ÁÂÚÓÒ σμένες απόψεις. ❷ (μτβ.) κάνω κπ να φαίνε-
ÁÂÚÓÒ
Á¤ÚÓˆ Προσοχή στις ορθογραφικές διαφορές: γεννώ, γέν- ται γέρος. γεράματα & γηρατειά τα: προχω-
ÁÂÚÔÓÙ¿ÎÈ ➞ ÁÂÚÓÒ να, γέννηση, αλλά γενιά, γενεά, γένεση, γενέθλια. ρημένη ηλικία και η αντίστοιχη περίοδος:
Á¤ÚÔÓÙ·˜ ➞ ÁÂÚÓÒ
ÁÂÚÔÓÙÈÎfi˜ ➞ ÁÂÚÓÒ Έφτασε σε βαθιά ~. γέρος ο, γριά η: ❶ πρό-
ÁÂÚfiÓÙÈÛÛ· ➞ ÁÂÚÓÒ γενναιόδωρος -η -ο: αυτός που προσφέρει ή σωπο προχωρημένης ηλικίας = ηλικιωμένος.
ÁÂÚfi˜
Á¤ÚÔ˜ ➞ ÁÂÚÓÒ προσφέρεται σε αφθονία: Ήταν ~ άνθρωπος, ❷ [οικ.] (+ κτητ. αντων.) α. οι γονείς κπ: Οι
Á‡̷ πάντα προσέφερε σε όλους. = ανοιχτοχέρης. γέροι μου δεν είναι καλά στην υγεία τους. β.
ÁÂ˘Ì·Ù›˙ˆ ➞ Á‡̷
Á‡ÔÌ·È ≠ τσιγγούνης. Έκανε μια ~ δωρεά για την ηλικιωμένος σύζυγος: Όταν έχασε τον ~ της,
Á‡ÛË ➞ Á‡ÔÌ·È ίδρυση του ορφανοτροφείου. γενναιόδωρα αρρώστησε. γέροντας ο, γερόντισσα η: ❶ ηλι-
Á¢ÛÈÁÓˆÛ›· ➞ Û¯. ÁÓÒÛË
Á¢ÛÈÁÓÒÛÙ˘ ➞ Û¯. Á‡ÔÌ·È (επίρρ.). γενναιοδωρία η. κιωμένος άνθρωπος. ❷ μοναχός. γεροντάκι
& ÁÓÒÛË
Á¢ÛÙÈο ➞ Á‡ÔÌ·È
γενναίος -α -ο: ❶ αυτός που τον χαρακτηρίζει το: ηλικιωμένος άνδρας. γεροντικός -ή -ό.
Á¢ÛÙÈÎfi˜ ➞ Á‡ÔÌ·È το θάρρος, που δε φοβάται τον κίνδυνο = θαρ- γέρνω • αόρ. έγειρα, μππ. γερμένος: ❶ (μτβ.)
Á¢ÛÙÈÎÒ˜ ➞ Á‡ÔÌ·È
ραλέος, ανδρείος ≠ δειλός: Διάλεξε τους πιο κάνω κτ να πάρει πλάγια θέση, κλίση προς τα
~ στρατιώτες για τη νυχτερινή περιπολία. ❷ κάτω ή τα πλάγια: Μπορείς να γείρεις το βα-
αυτός που απαιτεί γενναιότητα: Χρειάζονται ρέλι, για να αδειάσουμε το υπόλοιπο κρασί;
~ μέτρα για να αντιμετωπιστεί η διαφθορά. ❸ ❷ (αμτβ.) παρουσιάζω κλίση: Το πλοίο έγει-
αυτός που παρέχεται με αφθονία, σε μεγάλη ρε από τη μια πλευρά. ❸ (αμτβ.) σκύβω: Έγει-
ποσότητα: Μου σέρβιρε μια ~ μερίδα φαγητό. ρε από το μπαλκόνι και κόντεψε να πέσει. ❹
γενναία (επίρρ.). γενναιότητα η. (μτφ., αμτβ., για ουράνια σώματα) πηγαίνω
γεννήτρια η: μηχανή η οποία παράγει ηλεκτρι- να δύσω: Ο ήλιος έγειρε.
κό ρεύμα με τη μετατροπή της μηχανικής γερός -ή -ό: ❶ (για πρόσ.) αυτός που σωματικά
ενέργειας σε ηλεκτρική. είναι σε καλή κατάσταση = υγιής: Tι κάνεις;
γενοκτονία η: σχεδιασμένη εξόντωση ανθρώ- ~, δυνατός; ❷ αυτός που είναι ανθεκτικός,
πων που ανήκουν στο ίδιο έθνος, στην ίδια στέρεος: Το παλιό σπίτι έχει γερά θεμέλια. =
θρησκεία ή φυλή: Καταδίκασε τις εθνικές εκ- στερεός, ασφαλής. ❸ α. (μτφ.) αυτός που εί-
καθαρίσεις και τη ~ των Κούρδων. ναι πολύ ικανός σε κτ: Είναι ~ στα μαθημα-
γένος το: ❶ α. ΒΙΟΛ ΒΟΤ κατηγορία ταξινόμησης τικά. β. αυτός που γίνεται με ένταση: Μου-
των ζωντανών οργανισμών που περιλαμβά- σκέψαμε, γιατί μας έπιασε ~ βροχή. = σφο-
νει συγγενή είδη, με κοινά χαρακτηριστικά, δρός, έντονος. γερά (επίρρ.).
υποδιαίρεση της οικογένειας. β. ΦΙΛΟΣ γενική γεύμα το: ❶ τροφή που καταναλώνει κπ σε συ-
έννοια που περιλαμβάνει ειδικότερες έννοι- γκεκριμένη ώρα της ημέρας: Καλό είναι να
ες: Το ~ «κτίριο» περιλαμβάνει τις έννοιες παίρνετε πέντε μικρά γεύματα την ημέρα. ❷
«σπίτι», «εκκλησία» κτλ. εν γένει: γενικά, συ- α. η διαδικασία και ο χρόνος παράθεσης ενός
νολικά: Η στάση του και η ~ συμπεριφορά γεύματος: Θα ακολουθήσει ~ μετά το συνέ-
του ήταν φιλική. ❷ α. ΓΡΑΜΜ μορφολογική δριο. β. το μεσημεριανό φαγητό, κυρίως σε
κατάταξη των ονομάτων μιας γλώσσας: αρ- επίσημη συνάντηση: Ο Πρωθυπουργός θα
σενικό / θηλυκό / ουδέτερο / γραμματικό ~. β. παραθέσει ~ στους Ευρωπαίους ηγέτες. 
διάκριση φύλου ανδρών και γυναικών: φυσι- σχ. γεύομαι. γευματίζω (αμτβ.).
κό /αρσενικό /θηλυκό ~. ❸ α. σύνολο ανθρώ- γεύομαι: (μτβ.) ❶ δοκιμάζω φαγητό ή ποτό βά-
πων με κοινή καταγωγή: το ~ των Λαβδακι- ζοντας στο στόμα μου μικρή ποσότητα. ❷
δών. = γενιά, καταγωγή. β. η οικογένεια από (μτφ.) αισθάνομαι, νιώθω, αποκτώ για πρώ-

86
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·87

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °


γέφυρα
για
τη φορά μια εμπειρία: Γεύτηκε τις χαρές της πας, με σκοπό την έρευνα του υπεδάφους, την
ζωής κοντά στη φύση. = γνωρίζω. γεύση η: ❶ αναζήτηση νερού ή πετρελαίου κτλ. Á¤Ê˘Ú·
ÁÂʇÚÈ ➞ Á¤Ê˘Ú·
μία από τις πέντε αισθήσεις, η οποία εντοπί- γη η: ❶ ΑΣΤΡΟΝ πλανήτης του ηλιακού μας συ- ÁÂʇڈ̷ ➞ Á¤Ê˘Ú·
ζεται στη γλώσσα και το στόμα. ❷ α. το αί- στήματος, τρίτος κατά σειρά σε απόσταση ÁÂÊ˘ÚÒÓˆ ➞ Á¤Ê˘Ú·
ÁˆÁÚ·Ê›·
σθημα από την επαφή διάφορων τροφών με από τον ήλιο, όπου κατοικούμε. ❷ η επιφά- ÁˆÁÚ·ÊÈο ➞ ÁˆÁÚ·Ê›·
τη γλώσσα και το στόμα: Αγόρασα τσίχλες με νεια πάνω στην οποία ζουμε και κινούμαστε. ÁˆÁÚ·ÊÈÎfi˜ ➞ ÁˆÁÚ·Ê›·
ÁˆÁÚ·ÊÈÎÒ˜ ➞ ÁˆÁÚ·Ê›·
~ φράουλας. β. ωραία γεύση, νοστιμιά. ❸ = έδαφος. ❸ καλλιεργήσιμη έκταση: Όλη αυ- ÁˆÁÚ¿ÊÔ˜ ➞ ÁˆÁÚ·Ê›·
(μτφ.) το αίσθημα ή η εντύπωση που προκύ- τή η ~ καλλιεργείται με σύγχρονα μηχανήμα- ÁˆÏÔÁ›·
ÁˆÏÔÁÈο ➞ ÁˆÏÔÁ›·
πτει από εμπειρία: Με την είσοδό μας στην τα. ❹ τόπος, χώρα, περιοχή: Υπερασπίστη- ÁˆÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ÁˆÏÔÁ›·
ÁˆÏÔÁÈÎÒ˜ ➞ ÁˆÏÔÁ›·


Αθήνα, πήραμε μια πρώτη ~ του τι σημαίνει καν τη ~ των προγόνων τους. γήινος -η -ο.
ÁˆÏfiÁÔ˜ ➞ ÁˆÏÔÁ›·
κυκλοφοριακό χάος. γευστικός -ή -ό: ❶ αυ- Áˆ̤ÙÚ˘ ➞ ÁˆÌÂÙÚ›·
τός που αναφέρεται στην αίσθηση ή το αί- Από το ΑΕ ουσ. Á·Ö· < αrα «ζωογόνος γη, πατρί- ÁˆÌÂÙÚ›·
ÁˆÌÂÙÚÈο ➞ ÁˆÌÂÙÚ›·
σθημα της γεύσης. ❷ αυτός που έχει ωραία δα». Χρησιμοποιείται στη σύνθεση ως α΄ συνθ. σε ÁˆÌÂÙÚÈÎfi˜ ➞ ÁˆÌÂÙÚ›·
γεύση = νόστιμος. γευστικά & -ώς (επίρρ.). λ. όπως γηγενής, γήπεδο, και με το θ. γεω- σε λ. ÁˆÌÂÙÚÈÎÒ˜ ➞ ÁˆÌÂÙÚ›·
ÁˆÚÁ›·

 Από το AE ρ. γεύομαι «δοκιμάζω» (μέλλ. γεύσο-


μαι). Από την ίδια ρίζα προέρχονται και τα γεύμα,
όπως γεωλόγος, γεωργός. Επίσης, ως β΄ συνθ., συ-
νήθ. με πρόθ., σχηματίζει λ. όπως έγγειος, επίγειος,
υπόγειος, υπέργειος. Από τη ρίζα γαιο- σχηματίζο-
ÁˆÚÁÈÎfi˜ ➞ ÁˆÚÁ›·
ÁˆÚÁfi˜ ➞ ÁˆÚÁ›·
ÁÂÒÙÚËÛË
ÁË
γούστο, γευσιγνώστης κτλ. νται τα γαιοκτησία, γαιοκτήμονας κτλ. ÁËÁÂÓ‹˜
Á‹ÈÓÔ˜ ➞ ÁË
Á‹‰Ô
γέφυρα η: ❶ κατασκευή που συνδέει τις δύο γηγενής -ής -ές: αυτός που κατοικεί στον τόπο ÁË‰ԇ¯Ô˜ ➞ Á‹‰Ô
ÁËÚ·Èfi˜
πλευρές ποταμού, χαράδρας, διώρυγας ή ανι- που γεννήθηκε = αυτόχθονας, ιθαγενής, ντό- Á‹Ú·ÓÛË ➞ ÁËÚ·Èfi˜
ÁËÚ·ÙÂÈ¿ ➞ ÁÂÚÓÒ
σόπεδης διάβασης, επιτρέποντας τη διέλευση πιος.  σχ. αγενής & γη. ÁËÚÔÎÔÌ›Ô
ανθρώπων, ζώων και οχημάτων. ❷ ΙΑΤΡ με- γήπεδο το: ❶ χώρος ειδικά διαμορφωμένος, με ÁËÚÔÎÔÌÒ ➞ ÁËÚÔÎÔÌ›Ô
ÁÈ' ➞ ÁÈ·1
ταλλικός σύνδεσμος ανάμεσα σε δύο μη συ- κερκίδες και ειδικές εγκαταστάσεις, για τη ÁÈ·1
νεχόμενα δόντια. ❸ (μτφ.) μέσο με το οποίο διεξαγωγή αθλητικών αγώνων: ανοικτό /κλει-
επιτυγχάνεται επικοινωνία και επαφή: Η επί- στό ~. ❷ (συνεκδ.) οι θεατές που παρακολου-
σκεψή του αποτέλεσε ~ επικοινωνίας. ❹ τμή- θούν αγώνα: Όλο το ~ τους αποθέωνε. γηπε-
μα από όπου γίνεται η διακυβέρνησή του δούχος ο, η: ομάδα που αγωνίζεται στο δικό
πλοίου. γεφύρι το: μικρή γέφυρα. γεφυρώνω της γήπεδο.  σχ. γη, έχω & επίπεδος.
(μτβ.): ❶ συνδέω με γέφυρα. ❷ (μτφ.) συμφι- γηραιός -ά -ό: [επίσ.] γέρος: γηραιά κυρία. Γη-
λιώνω αντικρουόμενα μέρη, εξαλείφω διαφο- ραιά Ήπειρος: η Ευρώπη. Γηραιά Αλβιόνα /
ρές ή αντιθέσεις: Προσπάθησε να γεφυρώσει Αλβιών: η Μεγάλη Βρετανία. γήρανση η.
το χάσμα ανάμεσα . γεφύρωμα το. γηροκομείο το: ίδρυμα στο οποίο παρέχεται
γεωγραφία η: επιστήμη που μελετά τη γη και την φροντίδα σε ηλικιωμένους. γηροκομώ: (μτβ.)
τοπογραφία της, καθώς και το αντίστοιχο φροντίζω ηλικιωμένο: Γηροκόμησε τη μητέρα
σχολικό μάθημα. γεωγράφος ο, η. γεωγραφι- της, μέχρι που πέθανε σε βαθιά γεράματα.
κός -ή -ό. γεωγραφικά & -ώς (επίρρ.). για1 & (πριν από το α) γι’ (πρόθ.): δηλώνει ❶
γεωλογία η: επιστήμη που μελετά τη δομή και (+ αιτ.) α. σκοπό γεγονότος, κατάστασης κτλ.:
την εξέλιξη του φλοιού της γης, καθώς και το Βγήκαμε έξω ~ φαγητό. β. την αιτία που προ-
αντίστοιχο σχολικό μάθημα. γεωλόγος ο, η. κάλεσε κτ: Πήρε κλήση ~ παράνομη στάθμευ-
γεωλογικός -ή -ό. γεωλογικά & -ώς (επίρρ.). ση. γ. την απόσταση ή το χρονικό διάστημα
γεωμετρία η: ❶ ΜΑΘ κλάδος των μαθηματικών που διαρκεί κτ: ~ πολύ καιρό δε μας μιλούσε.
που μελετά τον χώρο και καταμετρά την επι- δ. χάρη, ωφέλεια σε κπ ή κτ: Έφτιαξα κέικ ~
φάνεια και τον όγκο των σωμάτων. ❷ το αντί- τα παιδιά. ε. αναφορά σε κπ ή κτ: Πάλι ~ πο-
στοιχο σχολικό μάθημα. γεωμέτρης ο, η. γεω- δόσφαιρο μιλούν. στ. αντικατάσταση προσώ-
μετρικός -ή -ό. γεωμετρικά & -ώς (επίρρ.). που ή πράγματος από κπ ή κτ άλλο: Πήγε ο
γεωργία η: κλάδος της παραγωγής που αφορά Γιάννης ~ σένα. ζ. αντίτιμο, αξία πράγματος:
τη συστηματική καλλιέργεια της γης με σκοπό Αγόρασε το σπίτι ~ ένα κομμάτι ψωμί. ❷ (+
την παραγωγή αγαθών: Oι κάτοικοι στην πε- αιτ. /επίρρ.) τον τόπο στον οποίο κατευθυνό-
ριοχή ασχολούνται με τη ~. γεωργός ο = αγρό- μαστε: Πώς πάνε ~ την πλατεία; ❸ (+ πτώση
της. γεωργικός -ή -ό = αγροτικός.  σχ. γη. του όρου που προσδιορίζει) α. εντύπωση,
γεώτρηση η: άνοιγμα στο έδαφος βαθιάς τρύ- άποψη για κπ ή κτ: Περνιέται ~ έξυπνος. Μοι-

87
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·88

°για
γιος
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

άζει ~ ψεύτικο. = σαν. Την είχαν ~ νεκρή. β. μεγάλη δύναμη ή ισχύ και εξαιρετικές επιδό-
ÁÈ·2 καταλληλότητα προσώπου: Δεν κάνει ~ τρα- σεις: H Κίνα είναι ο μελλοντικός βιομηχανι-
ÁÈ· Ó·
κός ~. ❷ Γίγαντας ο: ΜΥΘΟΛ καθένας από τους

ÁÈ·Ïfi˜ γουδιστής. Δεν τον θέλει ~ άντρα της.
ÁÈ·Ù› ➞ ÁÈ·Ù›1 γιους του Oυρανού και της Γης, μυθικά όντα
ÁÈ·Ù›1
ÁÈ·Ù›2 ➞ ÁÈ·Ù›1 Από την ΑΕ πρόθ. διά. με ανθρώπινη μορφή αλλά και υπερφυσικές
ÁÈ·ÙÚÂÈ¿ ➞ ÁÈ·ÙÚfi˜ διαστάσεις και τρομερές δυνάμεις: μάχη θεών
ÁÈ·ÙÚ‡ˆ ➞ ÁÈ·ÙÚfi˜
ÁÈ·ÙÚÈÎfi ➞ ÁÈ·ÙÚfi˜ για2 (μόρ.): δηλώνει ❶ προτροπή: ~ έλα εδώ! ~ και Γιγάντων. ❸ πληθ. είδος μεγάλων φασο-
ÁÈ·ÙÚ›Ó· ➞ ÁÈ·ÙÚfi˜ να δω κι εγώ τι γίνεται εδώ! ❷ απειλή, δυσα- λιών. γιγάντιος -α -ο: αυτός που είναι πολύ με-
ÁÈ¿ÙÚÈÛÛ· ➞ ÁÈ·ÙÚfi˜
ÁÈ·ÙÚfi˜ ρέσκεια, ειρωνεία, έκπληξη κτλ.: ~ δες που θα γάλος, υπερμεγέθης. γιγαντώνω -ομαι (μτβ.).
Á›Á·ÓÙ·˜ μας πεις κι εσύ τι να κάνουμε! ~ μάζεψε λίγο γιγαντιαίος -α -ο. γιγαντισμός ο.
*ÁÈÁ¿ÓÙÂÈÔ˜ ➞ ÁÈÁ¿ÓÙÈÔ˜
ÁÈÁ·ÓÙÈ·›Ô˜ ➞ Á›Á·ÓÙ·˜ τα παιδιά σου! γίνομαι • αόρ. έγινα & [οικ., σπάν.] γίνηκα:
ÁÈÁ¿ÓÙÈÔ˜ ➞ Á›Á·ÓÙ·˜
ÁÈÁ·ÓÙÈÛÌfi˜ ➞ Á›Á·ÓÙ·˜
ÁÈÁ·ÓÙÒÓˆ ➞ Á›Á·ÓÙ·˜
 Από το ΑΕ επιφ. Âr· «μπρος! έλα!».
(αμτβ.) ❶ αποκτώ κπ ιδιότητα: Έγινε βου-
λευτής. Έγινε επιθετικός απέναντί μου. ❷
Á›Á·˜ ➞ Á›Á·ÓÙ·˜ (για πρόσ.) δημιουργούμαι: O μεγάλος ποδο-
Á›ÓÂÙ·È ➞ Á›ÓÔÌ·È
Á›ÓËη ➞ Á›ÓÔÌ·È για να (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει ❶ σφαιριστής γεννιέται, δε ~. ❸ είμαι έτοιμος
Á›ÓÔÌ·È σκοπό ενέργειας, κατάστασης, γεγονότος για κατανάλωση: Oι μπανάνες δεν έγιναν
ÁÈÓfiÌÂÓÔ
Á›ÓˆÌ· ➞ Á›ÓÔÌ·È κτλ.: Έφυγα ~ μην τσακωθούμε. Και τι δεν ακόμα. ❹ για να δηλωθεί η συμπλήρωση ενός
ÁÈӈ̤ÓÔ˜ ➞ Á›ÓÔÌ·È έκανε ~ πετύχει στην καριέρα του! ❷ αποτέ- ορισμένου ποσού ή αριθμού: Mε τον καινού-
ÁÈÔÚÙ¿˙ˆ ➞ ÁÈÔÚÙ‹
ÁÈÔÚÙ‹ λεσμα ενέργειας, κατάστασης κτλ. = ώστε να: ριο μαθητή στην τάξη γίναμε τριάντα. ❺ (για
ÁÈÔÚÙÈÓ¿ ➞ ÁÈÔÚÙ‹ Είναι υπερβολικά σύντομα η προθεσμία ~ πράξεις, ενέργειες, καταστάσεις κτλ.) λαμβά-
ÁÈÔÚÙÈÓfi˜ ➞ ÁÈÔÚÙ‹
ÁÈÔ˜ προλάβουμε να κάνουμε κάτι. ❸ αιτία για κτ: νω χώρα, συμβαίνω, πραγματοποιούμαι: Θα
~ γυρίσει τόσο σύντομα από τη βόλτα, κάτι γίνει διάλογος για την παιδεία. γίνεται το δι-
κακό θα συνέβη. ❹ γεγονός που συμβαίνει με- κό μου: γίνεται αυτό που θέλω εγώ. ό,τι έγι-
τά από άλλο γεγονός = ώσπου να, μέχρι να: νε έγινε: για αποδοχή μιας άσχημης κατά-
Χρειάστηκε πολύς καιρός ~ καταλάβει το λά- στασης που δεν μπορεί να αλλάξει. ό,τι και
θος του. να γίνει: οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση.
γιαλός ο: το κομμάτι της θάλασσας που εκτεί- έγινε!: [οικ.] ως υπόσχεση για την πραγματο-
νεται κατά μήκος της ξηράς: Ένα μικρό ποίηση διαταγής. ❻ παράγομαι ή προέρχομαι
ιστιοφόρο αρμένιζε στον ~. γιαλό-γιαλό: κα- από κτ άλλο: Το ποτό αυτό ~ από καρύδα. γί-
τά μήκος της ακτής. νεται: απρόσ. είναι δυνατόν: ~ να είναι τόσο
γιατί1 (επίρρ.): εισάγει ερώτηση σχετικά με την ανόητος; πώς γίνεται /έγινε και…; : για να εκ-
αιτία ή τον σκοπό για κτ: ~ δε διάβασες; ~ ήρ- φράσουμε απορία: Πώς έγινε και τελικά όλοι
θες εδώ; Με ρώτησε ~ δεν πήγα στο σχολείο. οι υποψήφιοι απέτυχαν; γινωμένος -η -ο
γιατί2 (σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει (μππ. ως επίθ.): (για καρπούς) αυτός που έχει
την αιτία για κτ = επειδή, [επίσ.] διότι: Δε διά- γίνει (σημ. 3) = ώριμος ≠ άγουρος. γίνωμα το.
βασα, ~ ήμουν άρρωστη. γιατί το: αιτία, λό- γινόμενο το: ΜΑΘ το αποτέλεσμα του πολλα-
γος που συμβαίνει κτ: Έψαχνε να μάθει το ~ πλασιασμού.
και το πώς της ξαφνικής του φυγής. γιορτή η: = [επίσ.] εορτή ❶ κοινωνική εκδήλω-
γιατρός ο, η & [λαϊκ.] γιατρίνα & [λαϊκ.] γιά- ση που γίνεται με την ευκαιρία ή σε ανάμνη-
τρισσα η: ❶ πρόσωπο που έχει σπουδάσει ια- ση γεγονότος, προς τιμήν προσώπου κτλ.:
τρική και έχει τα προσόντα και την άδεια άσκη- ονομαστική ~. ❷ συγκεκριμένη ημέρα αφιε-
σης του ιατρικού επαγγέλματος: νοσοκομεια- ρωμένη στη μνήμη κπ αγίου: η ~ του Αγ. Νι-
κός /στρατιωτικός /αγροτικός ~. ❷ (μτφ.) ό,τι κολάου. ❸ πληθ. το διάστημα των Χριστου-
καταπραΰνει, ανακουφίζει, θεραπεύει: Ο χρό- γέννων κυρίως ή του Πάσχα: Τι θα κάνετε τις
νος είναι ο καλύτερος ~. ❸ θηλ. γιατρίνα: γυ- γιορτές; γιορτάζω (μτβ. & με παράλ. αντικ.)
ναίκα γιατρός και (σπάν.) γυναίκα γιατρού. = [επίσ.] εορτάζω. γιορτινός -ή -ό = [επίσ.]
γιάτρισσα: κυρίως γυναίκα γιατρός ή γυναίκα εορτινός. γιορτινά τα: καλά ρούχα που φο-
που θεραπεύει με εμπειρικές μεθόδους. για- ράει κπ σε γιορτές.
τρεύω (μτβ.). γιατρικό το. γιατρειά η. γιος ο: ❶ αρσενικό παιδί κπ = αγόρι ≠ κόρη, κο-
γίγαντας & γίγας ο: ❶ α. άνθρωπος του οποίου ρίτσι. ❷ [οικ.] πολύ νεαρός άντρας = νεαρός:
οι διαστάσεις και το ύψος ξεπερνούν κατά πο- Έλα, ~ μου, να με βοηθήσεις, νά ’χεις την ευ-
λύ τον μέσο όρο ≠ νάνος. β. (μτφ.) κπ που έχει χή μου!

88
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·89

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °γκάζι


γλυκός
γκάζι το: ❶ εύφλεκτο αέριο που χρησιμοποιεί- επιφάνεια: ~ το κουτάλι του γλυκού. ❷ (μτφ.)
ται για φωτισμό, θέρμανση ή κίνηση: Διάβαζε πλησιάζω και ακουμπώ ελαφρά: Στο εξοχικό Áο˙È
ÁΤÙÔ
ως αργά με το φως μιας λάμπας γκαζιού. ❷ μας το κύμα ~ την αυλή μας. ❸ [οικ.] κολα- ÁÎÂÙÔÔ›ËÛË ➞ ÁΤÙÔ
πεντάλ μηχανοκίνητου οχήματος, με το πάτη- κεύω, συμπεριφέρομαι δουλικά για να πετύ- ÁÎÂÙÔÔÈÒ ➞ ÁΤÙÔ
ÁÎÚÂÌ›˙ˆ ➞ ÁÎÚÂÌfi˜
μα του οποίου αυξάνεται η ταχύτητά του: Πά- χω κτ: ~ τον καθηγητή, για να πάρει βαθμό. ÁÎÚ¤ÌÈÛÌ· ➞ ÁÎÚÂÌfi˜
τα ~ να προλάβουμε! ❸ συνήθ. πληθ. (μτφ.) με- γλείψιμο το. γλείφτης ο -τρα η = κόλακας. ÁÎÚÂÌfi˜
ÁÎÚÈ˙¿Úˆ ➞ ÁÎÚ›˙Ô˜
γάλη ταχύτητα: Έφυγε με τέρμα τα γκάζια.
γκέτο το • άκλ.: ❶ ΙΣΤΟΡ απομονωμένη συνοικία
ευρωπαϊκών πόλεων, όπου ήταν υποχρεωμέ-
 Προσοχή: να μη συγχέεται με το AE ρ. γλύφω «χα-
ράσσω, λαξεύω», με το οποίο συνδέονται τα γλύ-
ÁÎÚ›˙Ô ➞ ÁÎÚ›˙Ô˜
ÁÎÚ›˙Ô˜
ÁÎÚÈÌ¿ÙÛ·
ÁÎÚ›ÓÈ·
νοι να κατοικούν οι Eβραίοι. ❷ (μτφ.) υπο- πτης, γλυπτικός κτλ. ÁÎÚÈÓÈ¿˙ˆ ➞ ÁÎÚ›ÓÈ·
ÁÎÚÈÓÈ¿Ú˘ ➞ ÁÎÚ›ÓÈ·
βαθμισμένη περιοχή, στην οποία ζει μια μει- ÁÏ·Úfi˜
ονότητα ανθρώπων απομονωμένη από τον γλέντι το = διασκέδαση, γιορτή. γλεντώ & -άω: ÁÏ¿ÚÔ˜
ÁÏ·ÚÒÓˆ ➞ ÁÏ·Úfi˜
υπόλοιπο πληθυσμό: Στα ~ των μαύρων στη (αμτβ. & μτβ.) διασκεδάζω με τραγούδια, χο- ÁÏ·Ê˘Ú¿ ➞ ÁÏ·Ê˘Úfi˜
Νέα Υόρκη η βία είναι συχνό φαινόμενο. γκε- ρό και φαγοπότι: Στον γάμο του γλεντούσα- ÁÏ·Ê˘Úfi˜
ÁÏ·Ê˘ÚfiÙËÙ· ➞ ÁÏ·Ê˘Úfi˜
τοποιώ (μτβ.). γκετοποίηση η. με τρεις μέρες. = ξεφαντώνω, διασκεδάζω. ÁÏ›ÊÙ˘ ➞ ÁÏ›ʈ

 Γλεντάμε την εισαγωγή μου στο Πανεπιστή- ÁÏ›ʈ


ÁÏ›„ÈÌÔ ➞ ÁÏ›ʈ
Από το όνομα ενός μικρού νησιού έξω από τη Βε- μιο! γλεντζές ο, γλεντζού η. ÁÏÂÓÙ˙¤˜ ➞ ÁϤÓÙÈ
νετία, όπου υποχρεώθηκαν το 1516 να διαμένουν γλιστρώ & -άω: (αμτβ.) ❶ α. μετακινούμαι επά- ÁÏÂÓÙ˙Ô‡ ➞ ÁϤÓÙÈ
ÁϤÓÙÈ
απομονωμένοι οι Εβραίοι. νω σε λεία επιφάνεια με συνεχή και αθόρυβη ÁÏÂÓÙÒ ➞ ÁϤÓÙÈ
κίνηση: Η βάρκα γλιστρούσε στα ήρεμα νερά. ÁÏÈÛÙÂÚfi˜ ➞ ÁÏÈÛÙÚÒ
ÁÏ›ÛÙÚ· ➞ ÁÏÈÛÙÚÒ
γκρεμός ο: πολύ απότομη κλίση του εδάφους, β. μετακινούμαι, περπατώ σιγά-σιγά: Άνοιξε ÁÏ›ÛÙÚËÌ· ➞ ÁÏÈÛÙÚÒ
ÁÏÈÛÙÚÒ
συνήθως βραχώδης. γκρεμίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ την πόρτα αθόρυβα και γλίστρησε έξω από το ÁÏÈÙˆÌfi˜ ➞ ÁÏÈÙÒÓˆ
(για οικοδομήματα) μετατρέπω σε ερείπια = δωμάτιο. ❷ (για επιφάνεια) είμαι λείος, με ÁÏÈÙÒÓˆ
ÁÏÔÈ҉˘
κατεδαφίζω: Γκρέμισαν το παλιό σπίτι για να αποτέλεσμα να γλιστρά εύκολα κπ ή κτ πάνω ÁÏ˘Î¿ ➞ ÁÏ˘Îfi˜
χτίσουν καινούριο. ❷ ρίχνω από μεγάλο μου: Πρόσεχε, μόλις σφουγγάρισα το πάτωμα Áχη ➞ ÁÏ˘Îfi˜
ÁÏ˘Î·›Óˆ ➞ ÁÏ˘Îfi˜
ύψος: Τον έσπρωξε και τον γκρέμισε στα βρά- και γλιστράει! ❸ χάνω την ισορροπία μου σε ÁχÎÈÛÌ· ➞ ÁÏ˘Îfi˜
χια. ❸ (μτφ.) καταστρέφω: Μετά το τέλος αυ- γλιστερό έδαφος και πέφτω: Γλίστρησα κι έπε- ÁÏ˘Îfi ➞ ÁÏ˘Îfi˜
ÁÏ˘Îfi˜
τής της σχέσης, ένιωσε να γκρεμίζονται τα σα. ❹ (μτφ.) καταφέρνω να ξεφύγω με ευκολία *ÁÏ‡Î˘ÛÌ· ➞ ÁχÎÈÛÌ·
όνειρά της. γκρέμισμα το. = ξεγλιστρώ: Γλίστρησε μέσα από τα γραφεία
γκρίζος -α -ο: ❶ αυτός που έχει γκρίζο χρώμα: της ασφάλειας. γλίστρημα το. γλιστερός -ή -ό.
Γέρασε και τα μαλλιά του έγιναν ~. ❷ (μτφ.) γλίστρα η: πτώση από γλίστρημα.
θλιβερός: Του φαίνονται όλα ~. γκρίζο το: το γλιτώνω: ❶ (μτβ.) βοηθώ κπ να αποφύγει κτ δυ-
χρώμα που προκύπτει όταν ανακατέψουμε σάρεστο ή επικίνδυνο = σώζω: Τον γλίτωσε
άσπρο και μαύρο. γκριζάρω: (αμτβ.) αποκτώ από βέβαιο πνιγμό. ❷ (μτβ.) ξεφεύγω από κτ
γκρίζα μαλλιά. που φαινόταν αναμενόμενο: Αυτή τη φορά το
γκριμάτσα η: στιγμιαία παραμόρφωση των χα- γλίτωσες το ξύλο, αλλά, αν το ξανακάνεις, θα
ρακτηριστικών του προσώπου με σύσπαση τις φας! = αποφεύγω. ❸ (αμτβ.) διαφεύγω
των μυών = μορφασμός. κίνδυνο, διασώζομαι: Το ατύχημα ήταν φο-
γκρίνια η: λεκτική εκδήλωση δυσφορίας, συνή- βερό, αλλά ο Γιάννης γλίτωσε με λίγα κατάγ-
θως χωρίς λόγο = μουρμούρα, μεμψιμοιρία: ματα. ❹ (μτβ.) εξοικονομώ, κερδίζω: ~ χρόνο
Άρχισε την ~, μόλις άκουσε ποιες δουλειές /χρήματα. Πήγα από μία παράκαμψη και γλί-
έπρεπε να κάνει. γκρινιάζω (αμτβ.). γκρινιά- τωσα πολύ δρόμο. γλιτωμός ο.
ρης -α -ικο. γλοιώδης -ης -ες: ❶ αυτός που καλύπτεται από
γλαρός -ή -ό: αυτός που δείχνει ονειροπόλος: παχύρρευστη και κολλώδη ουσία και προκα-
Με κοιτούσε με τα ~ της μάτια /το βλέμμα ~. λεί αηδία όταν τον ακουμπάμε. ❷ (μτφ., για
γλαρώνω: (αμτβ.) με πιάνει υπνηλία. πρόσ.) αυτός που είναι ύπουλος, χυδαίος και
γλάρος ο: πουλί που ζει κοντά στη θάλασσα. αναξιοπρεπής.  σχ. αγενής.
γλαφυρός -ή -ό: (για ύφος, κείμενο, ομιλία κτλ.)
αυτός που παρουσιάζει, περιγράφει κτ με ζω-
 Από το ελνστ. γλοιώδης «με λιπαρό κατακάθι».
ντάνια = παραστατικός. γλαφυρά (επίρρ.).
γλαφυρότητα η. γλυκός -ιά -ό • γλυκύτερος, γλυκύτατος: ❶ αυτός
γλείφω -ομαι: (μτβ.) ❶ σύρω τη γλώσσα μου σε που έχει τη γεύση της ζάχαρης ή που δεν είναι

89
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·90

°
γλύπτης
γνωρίζω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αλμυρός, ξινός ή πικρός. ❷ (μτφ.) αυτός που γνήσιος -α -ο: ❶ αυτός που είναι ό,τι φαίνεται,
ÁχÙ˘ είναι ευχάριστος, γαλήνιος, ήρεμος: Πήρε δεν είναι ψευτικός, πλαστός: ζώνη από ~ δέρ-
ÁÏ˘ÙÈ΋ ➞ ÁχÙ˘
ÁÏ˘ÙÈÎfi˜ ➞ ÁχÙ˘ έναν ~ ύπνο. ❸ (για πρόσ.) αυτός που είναι συ- μα. ❷ αυτός που δεν έχει νοθευτεί: ~ τοπικά
ÁÏ˘Ùfi ➞ ÁχÙ˘ μπαθητικός, χαριτωμένος. γλυκά (επίρρ.). προϊόντα. ❸ (για πρόσ. και συναισθήματα)
ÁÏ˘Ùfi˜ ➞ ÁχÙ˘
ÁχÙÚÈ· ➞ ÁχÙ˘ γλυκαίνω -ομαι: ❶ (μτβ.) δίνω σε κτ γλυκιά αυτός που είναι πραγματικός, αληθινός, δεν
*ÁÏ˘ÛÙÚÒ ➞ ÁÏÈÛÙÚÒ γεύση. ❷ (μτφ., μτβ.) ανακουφίζω σωματικό ή προσποιείται: Παρότι γεννήθηκε στην Αγγλία,
*ÁÏ˘ÙÒÓˆ ➞ ÁÏÈÙÒÓˆ
*Áχʈ ➞ ÁÏ›ʈ ψυχικό πόνο = απαλύνω: Tου έβαλε στις πλη- παραμένει ~ Έλληνας. Ένιωσα ~ χαρά βλέπο-
ÁÏÒÛÛ·1 γές αλοιφή, για να του γλυκάνει τους πόνους. ντάς τον. γνήσια (επίρρ.). γνησιότητα η.
ÁÏÒÛÛ·2
ÁψÛÛÈο ➞ ÁÏÒÛÛ·1 ❸ συνήθ. παθ. (μτβ.) προσφέρω απόλαυση σε γνώμη η: ό,τι πιστεύει κπ για ένα θέμα, ό,τι θεω-
ÁψÛÛÈÎfi˜ ➞ ÁÏÒÛÛ·1 κπ με σκοπό να τον καταφέρω να κάνει κτ που ρεί ότι είναι σωστό = άποψη, θέση, στάση, εκτί-
ÁψÛÛÔÏÔÁ›·
ÁψÛÛÔÏÔÁÈο ➞ ÁψÛÛÔ- δεν πρέπει να κάνει (παράνομο, ανήθικο κτλ.): μηση: Έχω τη ~ ότι οι τιμές του πετρελαίου θα
ÏÔÁ›· Γλυκάθηκε από τα κέρδη. ❹ (αμτβ.) γίνομαι αυξηθούν. κοινή ~: οι απόψεις που αποδέχεται
ÁψÛÛÔÏÔÁÈÎfi˜ ➞ ÁψÛÛÔ-
ÏÔÁ›· ήπιος, μαλακός, ήρεμος: Ο καιρός γλύκανε. ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και (συνεκδ.)
ÁψÛÛÔÏfiÁÔ˜ ➞ ÁψÛÛÔ- γλύκα η: ❶ η ιδιότητα και η αίσθηση του γλυ- η πλειοψηφία της κοινωνίας, ο κόσμος.  σχ.
ÏÔÁ›·
ÁӤʈ κού, η γλυκιά γεύση = γλυκύτητα ≠ πίκρα. ❷ γνώση. γνωματεύω (μτβ.). γνωμάτευση η: γνω-
ÁÓ¤„ÈÌÔ ➞ ÁӤʈ (μτφ.) σωματική και ψυχική ευχαρίστηση, μοδότηση ειδικού για ορισμένο θέμα.
ÁÓ‹ÛÈ· ➞ ÁÓ‹ÛÈÔ˜
ÁÓ‹ÛÈÔ˜ απόλαυση, ηδονή: Δε χάρηκε τη ~ του έρωτα. γνωμικό το: περιεκτική φράση, απόσταγμα της
ÁÓËÛÈfiÙËÙ· ➞ ÁÓ‹ÛÈÔ˜ ❸ απαλότητα, τρυφερότητα, γαλήνη: Έχει μια λαϊκής σοφίας, που εκφράζει μια γενική αλή-
ÁÓÔÈ¿˙ÔÌ·È ➞ ¤ÓÓÔÈ·2
Áӈ̿Ù¢ÛË ➞ ÁÓÒÌË ~ στο πρόσωπο. ❹ πληθ. καλοπιάσματα, τρυ- θεια = απόφθεγμα, ρητό.
Áӈ̷Ù‡ˆ ➞ ÁÓÒÌË φερότητες: Μου έκανε γλύκες. γλυκό το: γλυ- γνωμοδότηση η: διατύπωση επίσημης γνώμης
ÁÓÒÌË
ÁÓˆÌÈÎfi κό τρόφιμο. γλύκισμα το = γλυκό. ύστερα από μελέτη = γνωμάτευση: Ζητήθηκε
ÁÓˆÌÔ‰fiÙËÛË
ÁÓˆÌÔ‰ÔÙÈÎfi˜ ➞ ÁÓˆÌÔ‰fi-
γλύπτης ο, γλύπτρια η: καλλιτέχνης που δημι- η ~ του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρα-
ÙËÛË ουργεί έργα τέχνης δουλεύοντας την πέτρα, σης για το θέμα. γνωμοδοτώ (αμτβ.). γνωμο-
ÁÓˆÌÔ‰ÔÙÒ ➞ ÁÓˆÌÔ‰fiÙËÛË
ÁÓˆÚ›˙ˆ
το μάρμαρο, το μέταλλο κτλ. γλυπτικός -ή -ό. δοτικός -ή -ό.
ÁÓˆÚÈÌ›· ➞ ÁÓˆÚ›˙ˆ γλυπτική η. γλυπτός -ή -ό. γλυπτό το.  σχ. γνωρίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ έχω μάθει = ξέρω ≠
ÁÓÒÚÈÌÔ˜ ➞ ÁÓˆÚ›˙ˆ
γλείφω. αγνοώ: ~ όλες τις λεπτομέρειες αυτής της


ÁÓÒÚÈÛÌ· ➞ ÁÓˆÚ›˙ˆ
υπόθεσης. ❷ συναντώ κπ για πρώτη φορά και
Από το AE ρ. γλύφω «χαράσσω, λαξεύω». αναπτύσσω σχέσεις μαζί του: Τον γνώρισα
πριν από δύο χρόνια σ’ ένα ταξίδι. (& παθ.,
γλώσσα1 η: ❶ ΑΝΑΤ όργανο στη στοματική κοιλό- αμτβ.) Γνωρίστηκα με τον άντρα μου όταν
τητα. ❷ οτιδήποτε έχει το σχήμα της γλώσσας: ήμαστε στο πανεπιστήμιο. ❸ αναγνωρίζω κπ
Πύρινες ~ κατέτρωγαν τα πάντα στο πέρασμά ή κτ: Τον γνώρισε αμέσως, παρότι έλειπε χρό-
τους. ❸ σύστημα επικοινωνίας: νοηματική ~ /η νια στο εξωτερικό. ❹ αποκτώ εμπειρία, βιώ-
~ της μουσικής /της τέχνης. ❹ (ειδικ.) ο ανθρώ- νω: Γνώρισαν πολλές πίκρες και βάσανα στα
πινος κώδικας επικοινωνίας που αποτελείται χρόνια της Κατοχής. ❺ συστήνω κπ σε κπ άλ-
από ήχους και σύμβολα: ελληνική /αγγλική /μη- λον: Να σας γνωρίσω τη σύζυγό μου! ❻
τρική /δεύτερη /ξένη ~. ❺ ο ιδιαίτερος τρόπος [επίσ.] παρέχω πληροφορίες για κτ = γνω-
έκφρασης που χαρακτηρίζει άτομα ή ομάδες στοποιώ: Σας ~ ότι δεν επιτρέπεται η λήψη
ατόμων: η ~ του Παλαμά /της πολιτικής. ❻ (γε- φωτογραφιών. γνώρισμα το: στοιχείο ή ιδιό-
νικότ.) τρόπος έκφρασης: Μας απάντησε με χυ- τητα που χαρακτηρίζει κπ, ιδιαίτερο χαρα-
δαία ~. βγάζω ~: αυθαδιάζω. ❼ ΠΛΗΡΟΦ σύστη- κτηριστικό. γνωριμία η: το να γνωρίζει κα-
μα συμβόλων και κανόνων για τη μεταβίβαση νείς κπ και (συνεκδ.) το ίδιο το πρόσωπο που
εντολών σε υπολογιστή: ~ προγραμματισμού. γνωρίζει: Έκανα μια ενδιαφέρουσα ~. γνω-
γλωσσικός -ή -ό. γλωσσικά (επίρρ.). στός -ή -ό: ❶ αυτός τον οποίο γνωρίζουμε
γλώσσα2 η: είδος ψαριού. εμπειρικά ή μετά από μελέτη: Οι τακτικές εξα-
γλωσσολογία η: επιστήμη που μελετά τη γλώσ- πάτησης στις διαφημίσεις είναι ~, αλλά όλοι
σα. γλωσσολογικός -ή -ό. γλωσσολογικά πέφτουμε θύματά τους. Είναι ~ ότι οι δύο άν-
(επίρρ.). γλωσσολόγος ο, η. δρες είχαν αντιπαλότητα. ❷ (για πρόσ.) ≠
γνέφω • αόρ. έγνεψα: (μτβ.) κάνω νόημα σε κπ άγνωστος α. αυτός τον οποίο γνωρίζει κπ, αλ-
με ελαφριά κίνηση του κεφαλιού, των χεριών λά δεν είναι στενός του φίλος: Είμαστε απλοί
ή των ματιών = [επίσ.] νεύω: Μας έγνεψε να ~: έχει τύχει να βρεθούμε δυο τρεις φορές σε
πάμε κοντά του. γνέψιμο το. κάποια πάρτι. β. αυτός τον οποίο γνωρίζουν

90
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·91

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °


γνώση
γραμμή
πολλοί = διάσημος ≠ άσημος: Στο σκάνδαλο ρίοδο ακόμη, μπορεί να μείνει έγκυος. ❷
εμπλέκεται ~ μοντέλο. γνώριμος -η -ο: αυτός (μτφ.) αυτός που είναι δημιουργικός ή απο- ÁÓÒÛË
ÁÓÒÛÙ˘ ➞ ÁÓÒÛË
τον οποίο γνωρίζουμε καλά και αισθανόμα- τελεσματικός: Είχαμε μια ~ κουβέντα και λύ- ÁÓˆÛÙÈο ➞ ÁÓÒÛË
στε οικείο, φιλικό: ~ αίσθημα /φωνή. σαμε το πρόβλημα. γόνιμα (επίρρ., σημ. 2). ÁÓˆÛÙÈÎfi˜ ➞ ÁÓÒÛË
ÁÓˆÛÙÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ
γνώση η: ❶ το να γνωρίζει κανείς κτ ≠ άγνοια: γονιμότητα η. ÁÓˆÛÙfi˜ ➞ ÁÓˆÚ›˙ˆ
Έκανε την καταγγελία με ~ των συνεπειών γουλιά η: μικρή ποσότητα υγρού που πίνει κα- ÁÓÒÛÙÚÈ· ➞ ÁÓÒÛË
Áfi˘ ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
που μπορεί να έχει. λαμβάνω ~: [επίσ.] πλη- νείς: Ήπια μια ~ νερό. ÁfiËÛÛ· ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
ροφορούμαι: Μόλις έλαβε ~ των γεγονότων, γουρλώνω: (μτβ.) ανοίγω διάπλατα τα μάτια με ÁÔËÙ›· ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
ÁÔËÙ¢ÙÈο ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
έσπευσε να βοηθήσει. εν γνώσει: γνωρίζω, εί- έκπληξη ή θυμό. γουρλωτός -ή -ό: για μάτια ÁÔËÙ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
μαι ενήμερος για κτ ≠ εν αγνοία: Οι αλλαγές που είναι από φυσικού τους γουρλωμένα. ÁÔËÙ‡ˆ
ÁfiËÙÚÔ ➞ ÁÔËÙ‡ˆ
δεν ήταν ~ μας και μας ξάφνιασαν. ❷ το σύ- γούρλωμα το. ÁÔÓ·Ù›˙ˆ ➞ ÁfiÓ·ÙÔ
νολο των εννοιών και πραγμάτων που ξέρει γούστο το: ❶ η αίσθηση του ωραίου που έχει κπ: ÁÔÓ¿ÙÈÛÌ· ➞ ÁfiÓ·ÙÔ
ÁÔÓ·ÙÈÛÙfi˜ ➞ ÁfiÓ·ÙÔ
κπ: Έχει πολλές ~. Είναι αναγκαία η ~ ηλε- Το καλό της ~ φαίνεται από τα όμορφα αντι- ÁfiÓ·ÙÔ
κτρονικού υπολογιστή. γνώστης ο, -τρια η: κείμενα που δωρίζει. ❷ πληθ. προτιμήσεις: ÁÔÓȉȷÎfi˜ ➞ ÁÔÓ›‰ÈÔ
ÁÔÓ›‰ÈÔ
πρόσωπο που γνωρίζει κτ σε βάθος. γνωστι- Έπαιζε μουσική για όλα τα γούστα. κάνω ~: ÁÔÓȉ›ˆÌ· ➞ ÁÔÓ›‰ÈÔ
κός -ή -ό: ❶ αυτός που αναφέρεται στη γνώ- διασκεδάζω με κπ ή κτ. έχει ~ να: για κτ που ÁfiÓÈÌ· ➞ ÁfiÓÈÌÔ˜
ÁÔÓÈÌÔÔÈfi˜ ➞ -ÔÈÒ
ση: ~ αντικείμενο / διαδικασία. ❷ αυτός που δεν επιθυμούμε να συμβεί, αλλά το θεωρούμε ÁÔÓÈÌÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ
τον χαρακτηρίζει σύνεση = συνετός, μυαλω- πιθανό: ~ μας κουβαλήσει και την αδερφή ÁfiÓÈÌÔ˜
ÁÔÓÈÌfiÙËÙ· ➞ ÁfiÓÈÌÔ˜
μένος. γνωστικά (επίρρ., σημ. 2). του!  σχ. γεύομαι. γουστόζος -α -ικο &


ÁÔ˘ÏÈ¿
γουστόζικος -η -ο: ❶ αυτός που χαρακτηρί- ÁÔ‡Úψ̷ ➞ ÁÔ˘ÚÏÒÓˆ
ÁÔ˘ÚÏÒÓˆ
Από θέμα του AE ρ. γιγνώσκω. Από την ίδια ρίζα ζεται από γούστο. ❷ αυτός που είναι ευχάρι- ÁÔ˘ÚψÙfi˜ ➞ ÁÔ˘ÚÏÒÓˆ
ÁÔ˘ÛÙ¿Úˆ ➞ ÁÔ‡ÛÙÔ
προέρχονται επίσης τα γνώμη, γνώστης, γνωστι- στος, διασκεδαστικός. γουστόζικα (επίρρ.). ÁÔ‡ÛÙÔ
κός, αλλά και τα παράγωγα και σύνθετα αυτών, γουστάρω: [οικ.] (μτβ.) ❶ μου αρέσει κτ ή κπ: ÁÔ˘ÛÙfi˙Èη ➞ ÁÔ‡ÛÙÔ
ÁÔ˘ÛÙfi˙ÈÎÔ˜ ➞ ÁÔ‡ÛÙÔ
όπως γνωμοδότηση, γνωστοποιώ, γευσιγνώστης, Δε ~ να μου λένε άλλοι τι να κάνω. ❷ έλκο- ÁÔ˘ÛÙfi˙Ô˜ ➞ ÁÔ‡ÛÙÔ
γευσιγνωσία κτλ. μαι ερωτικά από κπ: ~ τη Μαρία. ÁÔÊfi˜
ÁÚ¿ÌÌ· ➞ Áڿʈ
γοφός ο: ΑΝΑΤ τμήμα του ανθρώπινου σώματος ÁÚ·ÌÌ·Ù¤·˜
γοητεύω -ομαι: (μτβ.) ασκώ μεγάλη έλξη = σα- που περιλαμβάνει την άρθρωση της λεκάνης ÁÚ·ÌÌ·Ù›· ➞ ÁÚ·ÌÌ·Ù¤·˜
ÁÚ·ÌÌ·ÙÂÈ·Îfi˜ ➞ ÁÚ·Ì-
γηνεύω, θέλγω: Αυτή η κοπέλα μάς έχει γοη- και του μηριαίου οστού = [επίσ.] ισχίο. Ì·Ù¤·˜
τεύσει όλους. γοητεία η. γόης ο, γόησσα η: γραμματέας ο, η • γεν. θηλ. γραμματέως: ❶ ÁÚ·ÌÌ·ÙÈο ➞ ÁÚ·ÌÌ·ÙÈ΋
ÁÚ·ÌÌ·ÙÈ΋
πρόσωπο που γοητεύει. γοητευτικός -ή -ό. υπάλληλος με αρμοδιότητα την οργάνωση ÁÚ·ÌÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ÁÚ·ÌÌ·ÙÈ΋
γοητευτικά (επίρρ.). γόητρο το: φήμη, κύρος και ομαλή λειτουργία ενός γραφείου: Εκτε- ÁÚ·ÌÌ·ÙÈÎÒ˜ ➞ ÁÚ·ÌÌ·ÙÈ΋
ÁÚ·ÌÌ‹
και η γενική εκτίμηση προσώπου. λεί χρέη γραμματέα. ❷ ανώτατος αξιωμα- ÁÚ·ÌÌÈο ➞ ÁÚ·ÌÌ‹
γόνατο το: ΑΝΑΤ άρθρωση μεταξύ μηρού και τούχος οργανισμού ή κόμματος: Ο Γενικός ~ ÁÚ·ÌÌÈÎfi˜ ➞ ÁÚ·ÌÌ‹
ÁÚ·Ù¿ ➞ Áڿʈ
κνήμης που επιτρέπει το λύγισμα του ποδιού. του ΟΗΕ. γραμματεία η: τμήμα οργανισμού ÁÚ·Ùfi ➞ Áڿʈ
γονατίζω: ❶ (αμτβ.) λυγίζω το ένα ή και τα που στελεχώνεται από γραμματείς, καθώς ÁÚ·Ùfi˜ ➞ Áڿʈ
ÁÚ·ÙÒ˜ ➞ Áڿʈ
δύο πόδια έτσι, ώστε να ακουμπώ στο έδαφος και τα στελέχη αυτού του τμήματος. γραμ-
με τα γόνατα: Γονάτισε μπροστά στην εικόνα ματειακός -ή -ό.
της Παναγίας. ❷ (μτφ.) α. (αμτβ.) λυγίζω από γραμματική η: ΓΛΩΣΣ σύνολο κανόνων που πε-
το βάρος των δυσκολιών = καταβάλλομαι: Εί- ριγράφουν την ορθή χρήση μιας γλώσσας.
χαν γονατίσει από την κούραση. β. (μτβ.) κά- γραμματικός -ή -ό. γραμματικά (επίρρ.).
νω κπ να γονατίσει: Τα πολλά χρέη τον γο- γραμμή η: ❶ σύνολο διαδοχικών θέσεων ίχνους,
νάτισαν. γονάτισμα το. γονατιστός -ή -ό. λεπτό και μακρύ, που μοιάζει να δημιουργεί-
γονίδιο το: ΒΙΟΛ η βασική μονάδα της γενετικής, ται από ένα σημείο που κινείται: Τράβηξε μια
αποτελεί μέρος του χρωμοσώματος και μετα- ευθεία ~. Οι λεπτές ~ του προσώπου οφείλο-
δίδεται στον απόγονο, προσδιορίζοντας συ- νται στην ηλικία. = ρυτίδα. ❷ σύνολο προ-
γκεκριμένα χαρακτηριστικά του. γονιδιακός σώπων ή ομοειδών αντικειμένων παραταγμέ-
-ή -ό. γονιδίωμα το: το σύνολο των γονιδίων νων σε σειρά: Μπήκε στη ~ με τους άλλους. ~
ενός οργανισμού. παραγωγής. ❸ τηλεφωνική σύνδεση: Η ~ εί-
γόνιμος -η -ο: ❶ αυτός που είναι ικανός να γεν- ναι κατειλημμένη. ❹ σύνδεση με μέσα μαζικής
νά ή να παράγει ή που είναι κατάλληλος για μεταφοράς, δρομολόγιο: ακτοπλοϊκές /αερο-
αναπαραγωγή: Αναπτύσσεται καλύτερα σε ~ πορικές ~. ❺ συνήθ. πληθ. ειδική διαδρομή
εδάφη. = εύφορος ≠ άγονος. Είναι στη ~ πε- πάνω στην οποία κινούνται τρένα = ράγα: σι-

91
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·92

°
γραπώνω
γυαλί
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

δηροδρομική ~. ❻ σε γραπτό κείμενο, χαρα- να ξέρουμε ότι είσαι καλά. ❹ συντάσσω επι-
ÁÚ¿ˆÌ· ➞ ÁÚ·ÒÓˆ κτήρες και λέξεις τοποθετημένες σε μία σει- στημονικό, λογοτεχνικό κτλ. έργο: ~ διηγήμα-
ÁÚ·ÒÓˆ
ÁÚ·Ù˙Ô˘ÓÈ¿ ➞ ÁÚ·Ù˙Ô˘ÓÒ ρά = αράδα. ❼ (μτφ.) τακτική ή οδηγία που τα /την πτυχιακή του /στην τοπική εφημερίδα.
ÁÚ·Ù˙Ô˘Ó›˙ˆ ➞ ÁÚ·Ù˙Ô˘ÓÒ ακολουθείται σε ένα θέμα: η υπερασπιστική = δημοσιογραφώ. ❺ συνθέτω μουσική: ~ λαϊ-
ÁÚ·Ù˙Ô‡ÓÈÛÌ· ➞ ÁÚ·Ù˙Ô˘ÓÒ
ÁÚ·Ù˙Ô˘ÓÒ ~ του δικηγόρου. Οι δηλώσεις του ξέφυγαν κά τραγούδια. ❻ δηλώνω κπ σε κατάλογο =
ÁÚ·ÊÂÈ·Îfi˜ ➞ ÁÚ·ÊÂ›Ô από τη ~ του κόμματος. γραμμικός -ή -ό: αυ- εγγράφω: Έγραψα το παιδί στα αγγλικά. ❼
ÁÚ·Ê›Ô
ÁÚ·ÊÂÈÔÎÚ·Ù›· τός που γίνεται με γραμμές: ~ σχέδιο. γραμ- αφήνω περιουσιακό μου στοιχείο σε κπ με
ÁÚ·ÊÂÈÔÎÚ·ÙÈο ➞ ÁÚ·ÊÂÈÔ- μικά (επίρρ.). διαθήκη: Τους έγραψε από ένα διαμέρισμα. ➑
ÎÚ·Ù›·
ÁÚ·ÊÂÈÔÎÚ·ÙÈÎfi˜ ➞ ÁÚ·ÊÂÈ- γραπώνω -ομαι: ❶ (μτβ.) αρπάζω κπ ή κτ: Τον (για τη μοίρα) ορίζω ως πεπρωμένο: Ήταν
ÔÎÚ·Ù›· γράπωσε από τον λαιμό και δεν τον άφηνε να γραμμένο από τη μοίρα να συναντηθούμε.
ÁÚ·Ê‹ ➞ Áڿʈ
ÁÚ·ÊÈο ➞ ÁÚ·ÊÈÎfi˜1 φύγει. ❷ παθ. πιάνομαι δυνατά από κάπου: γράψιμο το. γραπτός -ή -ό: αυτός που διατυ-
ÁÚ·ÊÈÎfi˜1 Γραπώθηκε από τα κάγκελα και έτσι σώθηκε πώνεται με γράμματα ≠ προφορικός: ~ λόγος
ÁÚ·ÊÈÎfi˜2 ➞ Áڿʈ
ÁÚ·ÊÈÎfiÙËÙ· ➞ ÁÚ·ÊÈÎfi˜1 από τον χείμαρρο. γράπωμα το. /εξέταση. γραπτό το: ❶ γραπτή απάντηση εξε-
ÁÚ·ÊÙfi ➞ Áڿʈ γρατζουνώ & -άω -ιέμαι & -ίζω -ομαι: (μτβ.) ❶ ταζομένου σε διαγωνισμό ή εξέταση. ❷ συνήθ.
Áڿʈ
ÁÚ¿„ÈÌÔ ➞ Áڿʈ κάνω πληγή ή σημάδι σε κπ ή κτ με τα νύχια πληθ. το σύνολο των έργων ενός λογοτέχνη:
ÁÚ‹ÁÔÚ· ➞ ÁÚ‹ÁÔÚÔ˜ ή αιχμηρό αντικείμενο: Μου γρατζούνισαν Από τα ~ του σώθηκαν ελάχιστα. γραφτό &
ÁÚËÁÔÚ¿‰· ➞ ÁÚ‹ÁÔÚÔ˜
ÁÚ‹ÁÔÚÔ˜ το καινούριο μου αυτοκίνητο. Η γάτα τον γραμμένο το: ό,τι έχει γράψει η μοίρα για κπ
ÁÚÈ¿ ➞ ÁÂÚÓÒ γρατζούνισε στο μάγουλο. ❷ [ειρων.] παίζω = πεπρωμένο, ριζικό: Ήταν της μοίρας μας ~.
αδέξια μουσικό όργανο με χορδές: Γρατζου- γραπτά & -ώς (επίρρ.). γράμμα το: ❶ σύμβο-
νάει την κιθάρα και νομίζει ότι παίζει μου- λο με το οποίο αναπαριστάνουμε τους φθόγ-
σική. γρατζούνισμα το. γρατζουνιά η: πληγή γους μιας γλώσσας: Το ελληνικό αλφάβητο
ή σημάδι από νύχια ή αιχμηρό αντικείμενο. έχει 24 ~. κατά ~: με ακρίβεια = πιστά: Ακο-
γραφείο το: ❶ έπιπλο που μοιάζει με τραπέζι λουθούσε τις οδηγίες ~. ❷ γραπτό μήνυμα
και χρησιμοποιείται για μελέτη ή γράψιμο. ❷ που απευθύνεται σε κπ = [επίσ.] επιστολή:
δωμάτιο ή σύνολο δωματίων στο οποίο ερ- στέλνω /γράφω /παίρνω ~. ❸ πληθ. α. μόρφω-
γάζεται κπ ή στο οποίο στεγάζεται μία εται- ση: Μάθε, παιδί μου, ~! β. λογοτεχνία, καλ-
ρεία: Πού βρίσκονται τα ~ της εταιρείας; ❸ λιεργημένος γραπτός λόγος: Ήταν άνθρωπος
υπηρεσία ή οργανισμός: ~ ευρέσεως εργα- των γραμμάτων και των τεχνών. γραφή η: ❶
σίας.  σχ. γράφω. γραφειακός -ή -ό. το να γράφει κπ κτ = γράψιμο: Ξέρει ~ και
γραφειοκρατία η: ❶ χρονοβόρες διαδικασίες ανάγνωση. ❷ σύστημα σημείων για τη γραπτή
της δημόσιας διοίκησης: Έμπλεξα με τη ~ και αποτύπωση του λόγου: ιερογλυφική ~. γρα-
να δούμε πότε θα ξεμπερδέψω! ❷ η διοίκηση φικός2 -ή -ό: αυτός που έχει σχέση με τη γρα-
του δημοσίου και οι σχετικές αρμόδιες υπη- φή ή το γράψιμο. ~ χαρακτήρας: ο ιδιαίτερος
ρεσίες.  σχ. γράφω. γραφειοκρατικός -ή τρόπος που γράφει ο καθένας με το χέρι. ~ τέ-
-ό. γραφειοκρατικά (επίρρ.). χνες: σύνολο καλλιτεχνικών, σχεδιαστικών
γραφικός1 -ή -ό: ❶ (για τόπο) αυτός που είναι και εκτυπωτικών μεθόδων.
όμορφος και μοιάζει με ζωγραφικό πίνακα:
~ ακρογιάλι /εκκλησάκι. ❷ (για πρόσ.) αυτός
 Οι λ. γραπτός - γραπτό προέρχονται από θέμα του
που είναι παράξενος ή ιδιόρρυθμος: ένας τύ- ρ. γράφω. Ο εναλλακτικός τ. γραφτός δεν είναι εύ-
πος ~, με περίεργη εμφάνιση. γραφικά χρηστος, ενώ ο τ. γραφτό χρησιμοποιείται με δια-
(επίρρ.). γραφικότητα η. φορετική σημασία.
γράφω -ομαι • παθ. αόρ. γράφτηκα & (σπάν.) Από το ρ. γράφω προέρχονται πολλές λέξεις, όπως
γράφηκα: (μτβ. & με παράλ. αντικ.) ❶ αποτυ- γραφέας, γραφίστας, γραφομηχανή, γραφειοκρα-
πώνω τον λόγο ή τη σκέψη μου κυρίως πάνω τία κτλ.
σε χαρτί, χρησιμοποιώντας σύμβολα (γράμ-
ματα): Έμαθε να ~ από πολύ μικρή. Βλέπεις γρήγορος -η -ο: ❶ αυτός που κινείται με μεγά-
τι γράφει εκεί; ~/έχω γραμμένο κπ /κτ στα πα- λη ταχύτητα = ταχύς ≠ αργός. ❷ αυτός που
λιά μου τα παπούτσια /κανονικά: περιφρονώ ενεργεί ή συμβαίνει αμέσως ή μέσα σε σύντο-
ή αδιαφορώ για κπ ή κτ. ❷ αποτυπώνω ήχο ή μο χρονικό διάστημα: ~ απάντηση / εξέλιξη.
εικόνα σε μηχάνημα: Σου έγραψα στο βίντεο γρήγορα (επίρρ.) ≠ αργά, σιγά. γρηγοράδα η.
την εκπομπή. ❸ γράφω επιστολή = αλληλο-  σχ. εγείρω.
γραφώ: Γράφε μας μία φορά την εβδομάδα, γυαλί το: ❶ διαφανές υλικό που σπάει εύκολα

92
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·93

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY °


γυαλίζω
γωνία
και χρησιμοποιείται για την κατασκευή βάζων, γυναικείος -α -ο. γυναικεία (επίρρ.). γυναι-
ποτηριών κτλ.: γλυπτό από μέταλλο και ~. ❷ κεία τα: τμήμα καταστήματος που πουλάει γυ- Á˘·Ï¿‰· ➞ Á˘·Ï›˙ˆ
Á˘·Ï¿ÎÈ·˜ ➞ Á˘·Ï›
συνήθ. πληθ. κομμάτι σπασμένου αντικειμένου ναικεία ρούχα. Á˘·Ï›
από γυαλί: Πρόσεξε τα γυαλιά, θα κοπείς! ❸ γυρεύω: (μτβ.) ❶ ψάχνω να βρω κπ ή κτ = ζητώ, Á˘·Ï›˙ˆ
Á˘·ÏÈο ➞ Á˘·Ï›
πληθ. κομμάτια από γυαλί που στερεώνονται αναζητώ: Στον ουρανό σε γύρευα, στη γη σε Á˘¿ÏÈÓÔ˜ ➞ Á˘·Ï›
σε ειδικό σκελετό και χρησιμεύουν για τη βελ- βρήκα. ❷ ζητώ επίμονα, επιθυμώ πολύ να κά- Á˘¿ÏÈÛÌ· ➞ Á˘·Ï›˙ˆ
Á˘·ÏÈÛÙÂÚfi˜ ➞ Á˘·Ï›˙ˆ
τίωση της όρασης ή την προστασία των ματιών νω κτ: Γύρευε να βρει το δίκιο του. τρέχα γύ- Á˘ÌÓ¿˙ˆ
από τον ήλιο ή τον αέρα: γυαλιά οράσεως /ηλί- ρευε: για κτ που είναι απίθανο ή μάταιο. Á˘ÌÓ·ÛÈ·Îfi˜ ➞ Á˘ÌÓ¿ÛÈÔ
Á˘ÌÓ·Ûȿگ˘ ➞ Á˘ÌÓ¿ÛÈÔ
ου. ❹ [μειωτ.] (μτφ.) η τηλεόραση: Βγαίνει κα- γυρίζω: ❶ (αμτβ.) επανέρχομαι στο σημείο ή τον Á˘ÌÓ¿ÛÈÔ
λά στο ~. γυάλινος -η -ο: αυτός που είναι από τόπο προέλευσης = επιστρέφω: Θα γυρίσω Á˘ÌÓ·ÛÙ‹˜ ➞ Á˘ÌÓ¿˙ˆ
Á˘ÌÓ·ÛÙÈ΋ ➞ Á˘ÌÓ¿˙ˆ
γυαλί. γυαλικά τα: είδη κουζίνας ή σπιτιού στη δουλειά σε μία ώρα. ❷ α. (αμτβ.) στρέφο- Á˘ÌÓ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ Á˘ÌÓ¿˙ˆ
όπως ποτήρια, πιάτα, βάζα κτλ. γυαλάκιας ο: μαι προς τα πίσω: ~ και βλέπω πίσω μου έναν Á˘ÌÓ¿ÛÙÚÈ· ➞ Á˘ÌÓ¿˙ˆ
Á‡ÌÓÈ· ➞ Á˘ÌÓfi˜
[μειωτ.] πρόσωπο που φορά γυαλιά οράσεως. άγνωστο. β. (μτβ.) στρέφω κτ προς μία κα- Á˘ÌÓfi˜
γυαλίζω -ομαι: ❶ (μτβ.) κάνω κτ λείο και λα- τεύθυνση: Γύρισα το κεφάλι και τον είδα πί- Á˘Ó·›Î·
Á˘Ó·ÈΛ· ➞ Á˘Ó·›Î·
μπερό: ~ τα παπούτσια /τα ασημικά. ❷ (αμτβ.) σω μου. ~ τον διακόπτη. ❸ (αμτβ.) κινούμαι Á˘Ó·ÈΛԘ ➞ Á˘Ó·›Î·
φαίνομαι λείος και λαμπερός: Τα πετράδια γύρω από έναν άξονα: Η γη ~. ❹ (μτφ., αμτβ.) Á˘Ú‡ˆ
Á˘Ú›˙ˆ
γυάλιζαν στο φως. γυάλισμα το. γυαλιστερός κινούμαι, κάνω βόλτες άσκοπα εδώ και εκεί: Á‡ÚÈÛÌ· ➞ Á˘Ú›˙ˆ
-ή -ό. γυαλάδα η: η ιδιότητα του γυαλιστερού. Όλη μέρα ~ στους δρόμους. ❺ (αμτβ.) αλλά- Á˘ÚÈÛÌfi˜ ➞ Á˘Ú›˙ˆ
ÁˆÓ›·
γυμνάζω -ομαι: (μτβ.) ασκώ το σώμα μου: Πρέ- ζω: Επιτέλους, γύρισε η τύχη μας! ❻ (μτβ.) δί- ÁˆÓÈ¿˙ˆ ➞ ÁˆÓ›·
πει να ~ καθημερινά τους κοιλιακούς μου. γυ- νω πίσω κτ που έχω δανειστεί = επιστρέφω: ÁˆÓȷο ➞ ÁˆÓ›·
ÁˆÓÈ·Îfi˜ ➞ ÁˆÓ›·
μναστής ο, -άστρια η. γυμναστικός -ή -ό. γυ- Της έδωσα ένα βιβλίο, αλλά δε μου το γύρισε
μναστική η. ποτέ πίσω. ❼ (μτβ.) ξεναγώ κπ: Τον γύρισε σε
γυμνάσιο το: ❶ οι τρεις πρώτες τάξεις της δευ- όλα τα αξιοθέατα της πόλης. ➑ (μτβ.) κινη-
τεροβάθμιας εκπαίδευσης και (συνεκδ.) το ματογραφώ: ~ ταινία. γυρισμός ο: το να γυ-
κτίριο όπου στεγάζονται, καθώς και οι μαθη- ρίζει (σημ. 1) κπ κάπου = επιστροφή. γύρισμα
τές της βαθμίδας αυτής. ❷ πληθ. ασκήσεις το: το να γυρίζει κπ ή να γυρίζει κανείς κτ
στρατιωτικής ετοιμότητας. γυμνασιακός -ή -ό. (σημ. 2, 5 & 8): το ~ του κεφαλιού/της τύχης
γυμνασιάρχης ο, η & [οικ.] -ισσα η. /μιας ταινίας.
γυμνός -ή -ό: ❶ α. αυτός που δε φοράει ρούχα γωνία & [οικ.] στις σημ. 2, 3 & 4 γωνιά η: ❶ ΓΕ-
= γδυτός ≠ ντυμένος: Κυκλοφορούσε στην ΩΜ γεωμετρικό σχήμα που ορίζεται από δύο
παραλία ~. Ήταν ~ από τη μέση και πάνω! β. τεμνόμενες ευθείες: ορθή /οξεία /αμβλεία ~. ❷
αυτός που δεν καλύπτεται από κτ: Το δέντρο α. εσοχή ή εξοχή που σχηματίζουν επιφάνει-
ήταν τελείως ~, δεν είχε ούτε ένα φύλλο. ❷ ες που τέμνονται: Έβαλα το τραπέζι στη ~ του
(μτφ.) αυτός που του λείπει κτ: ~ δωμάτιο δωματίου. β. το σημείο στο οποίο τέμνονται
(χωρίς διακόσμηση). ~ αλήθεια: πλήρης αλή- δύο δρόμοι: το περίπτερο της ~. ❸ η άκρη
θεια. γύμνια η: η κατάσταση του γυμνού. αντικειμένων: η ~ του τραπεζιού /του ματιού.
γυναίκα η: ❶ άνθρωπος θηλυκού φύλου που έχει ❹ (μτφ.) άκρη, απομακρυσμένο σημείο: Τι
περάσει την παιδική και την εφηβική ηλικία: χώθηκες σ’ αυτή τη ~; γωνιακός -ή -ό. γωνια-
Τώρα πια είσαι ολόκληρη ~ και όχι κοριτσά- κά (επίρρ.). γωνιάζω: (μτβ.) δίνω σε κτ το σχή-
κι! ❷ [οικ.] η σύζυγος: Τι κάνουν η ~ και τα μα γωνίας.
παιδιά σου; ❸ [οικ.] γυναίκα που απασχολεί-
ται επαγγελματικά με το καθάρισμα σπιτιών:
 Προσοχή στην προφορά: χωρίς συνίζηση τα γω-νί-
Κάθε Σάββατο έχω ~ που μου κάνει το σπίτι. α, γω-νι-α-κός, αλλά με συνίζηση το γω-νιά-ζω.

93
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·94

¢
Δαγκώνω
δάχτυλο
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

αγκώνω & [προφ.] δαγκάνω -ομαι: (μτβ.) ❶ νεικός -ή -ό: αυτός που δίνεται ως δάνειο. δα-
‰·Áοӈ ➞ ‰·ÁÎÒÓˆ
‰¿ÁΈ̷ ➞ ‰·ÁÎÒÓˆ
Δ (& με παράλ. αντικ.) πιέζω κτ ανάμεσα στα νεικά τα: χρήματα που δίνονται ως δάνειο.
‰·ÁΈ̷ÙÈ¿ ➞ ‰·ÁÎÒÓˆ δόντια μου: ~ το μολύβι. Προσοχή, ο σκύλος δανειστής ο, δανείστρια η: πρόσωπο που δα-
‰·ÁΈÓÈ¿ ➞ ‰·ÁÎÒÓˆ ~! Με δάγκωσε στο χέρι. ❷ παθ., συνήθ. αόρ. νείζει σε κπ κτ = πιστωτής. δανειακός -ή -ό:
‰·ÁÎÒÓˆ
‰¿ÎÚ˘ αισθάνομαι άσχημα για κτ δυσάρεστο που αυτός που είναι σχετικός με το δάνειο: ~ πο-
‰·ÎÚ‡˙ˆ ➞ ‰¿ÎÚ˘ έκανα: Δαγκώθηκε, όταν κατάλαβε την γκά- λιτική της τράπεζας. δανειστικός -ή -ό: αυτός
‰·ÎÙ˘ÏÈÎfi˜ ➞ ‰¿ÎÙ˘ÏÔ˜
1
‰·ÎÙ˘ÏÈÎfi˜2 ➞ ‰¿¯Ù˘ÏÔ φα της. δάγκωμα το: το να δαγκώνει κανείς που είναι σχετικός με τον δανειστή ή τον δα-
‰·ÎÙ‡ÏÈÔ˜ κτ. δαγκωματιά η: ❶ το να δαγκώνει κανείς νεισμό: ~ βιβλιοθήκη. δανειστικά (επίρρ.).
‰¿ÎÙ˘ÏÔ ➞ ‰¿¯Ù˘ÏÔ
‰¿ÎÙ˘ÏÔ˜ κτ και (συνεκδ.) το σημάδι που κάνει: Ποιος δαπανώ & -άω -ιέμαι & -ώμαι: (μτβ.) = [οικ.] ξο-
‰·Ì¿˙ˆ σου έκανε αυτή τη ~ στο μάγουλο; ❷ μικρό δεύω ❶ δίνω χρήματα για να αποκτήσω αγαθό
‰·ÓÂÈ·Îfi˜ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ
‰·Ó›˙ˆ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ κομμάτι τροφής που κόβει κπ με τα δόντια ή υπηρεσία = χαλάω. ❷ (μτφ.) χρησιμοποιώ κτ
‰·ÓÂÈο ➞ ‰¿ÓÂÈÔ του. δαγκωνιά η = δαγκωματιά (σημ. 1). χωρίς μέτρο, με αποτέλεσμα να το αχρηστεύσω
‰·ÓÂÈÎfi˜ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ
‰¿ÓÂÈÔ δάκρυ το: σταγόνα διάφανου αλμυρού υγρού ή να το εξαντλήσω = καταναλώνω: Δαπάνησα
‰·ÓÂÈÛÌfi˜ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ που κυλάει από τα μάτια λόγω έντονου συ- πολύ χρόνο στη μετάφραση του κειμένου. =
‰·ÓÂÈÛÙ‹˜ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ
‰·ÓÂÈÛÙÈο ➞ ‰¿ÓÂÈÔ ναισθήματος ή ερεθισμού: Ξέσπασε σε δά- σπαταλώ. δαπάνη η: το να δαπανά κανείς κτ,
‰·ÓÂÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ‰¿ÓÂÈÔ κρυα χαράς / λύπης. κροκοδείλια δάκρυα: καθώς και αυτό που δαπανά. δαπανηρός -ή -ό:
‰·Ó›ÛÙÚÈ· ➞ ‰¿ÓÂÈÔ


‰·¿ÓË ➞ ‰··ÓÒ ψεύτικο κλάμα. δακρύζω (αμτβ.). αυτός που απαιτεί πολλά χρήματα για να γίνει.
‰··ÓËÚfi˜ ➞ ‰··ÓÒ δακτύλιος ο: ❶ κτ που έχει το σχήμα δαχτυλιδι-
‰··ÓÒ
Οι λ. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω και σπαταλώ
‰¿ÚÛÈÌÔ ➞ ‰¤ÚÓˆ ού και βρίσκεται γύρω από κτ άλλο. κυκλο-
‰·ÛÈÎfi˜ ➞ ‰¿ÛÔ˜ φοριακός ~: περιοχή της πόλης, συνήθ. στο κέ-
αναφέρονται όλες στη χρήση χρηματικών ποσών
‰·ÛοϷ ➞ ‰¿ÛηÏÔ˜ για την απόκτηση ή χρήση αγαθών. Η λ. δαπανώ
‰·ÛοÏÂÌ· ➞ ‰¿ÛηÏÔ˜ ντρο, όπου δεν επιτρέπεται η κυκλοφορία χρησιμοποιείται σε πιο επίσημο λόγο από τη λ. ξο-
‰·Ûηχˆ ➞ ‰¿ÛηÏÔ˜
‰·ÛηϛÎÈ ➞ ‰¿ÛηÏÔ˜
όλων των οχημάτων. ❷ ΑΣΤΡΟΝ φωτεινή ζώνη δεύω και εκφράζει θετικότερα συναισθήματα από
‰¿ÛηÏÔ˜ που βρίσκεται γύρω από κάποιους πλανήτες: την πλευρά του ομιλητή σε σχέση με τη λ. σπαταλώ.
‰¿ÛÔ˜
‰·Û҉˘ ➞ ‰¿ÛÔ˜
ο ~ του Κρόνου. ❸ ΑΝΑΤ τμήμα του σώματος Οι λ. ξοδεύω και καταναλώνω εκφράζουν ουδετε-
‰·¯Ù˘ÏÈÎfi˜ ➞ ‰¿¯Ù˘ÏÔ των σκουληκιών και των εντόμων που έχει το ρότητα του ομιλητή.
‰¿¯Ù˘ÏÔ
σχήμα δαχτυλιδιού.
δάσκαλος ο, -άλα η: ❶ πρόσωπο που διδάσκει
δάκτυλος ο: ❶ (μτφ.) πρόσωπο ή ομάδα προ-
κτ: ~ χορού /μουσικής /οδήγησης. ❷ πρόσωπο
σώπων που ενεργούν μυστικά με σκοπό να
που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο. δασκα-
προκαλέσουν κακό: Ξένος ~ κρύβεται πίσω
από τις πρόσφατες αναταραχές. ❷ ΦΙΛΟΛ στη λεύω -ομαι: [μειωτ.] (μτβ.) λέω σε κπ τι να κά-
μετρική, τρισύλλαβη μετρική μονάδα. δακτυ- νει ή πώς να το κάνει, συνήθως για κτ κακό.
λικός1 -ή -ό: ΦΙΛΟΛ αυτός που αποτελείται δασκάλεμα το. δασκαλίκι το: [προφ.] το έρ-
από δακτύλους ( σημ. 2): ~ εξάμετρο. γο ή η δουλειά του δασκάλου = διδασκαλία.
δαμάζω -ομαι: (μτβ.) ❶ εκπαιδεύω άγριο ζώο, δάσος το: ❶ έκταση γης που καλύπτεται από
ώστε να υπακούει στις εντολές μου. ❷ (μτφ.) πυκνά άγρια δέντρα. ❷ (μτφ.) σύνολο από
θέτω υπό τον έλεγχό μου κπ ή κτ που είναι πολλά και πυκνά τοποθετημένα στενόμακρα
επικίνδυνο(ς) ή δύσκολο(ς) να ελεγχθεί: Ο αντικείμενα: ~ από κεραίες. δασικός -ή -ό.
δασικός ο, η: υπάλληλος της δασικής υπηρε-
άνθρωπος προσπαθεί να δαμάσει τα στοιχεία
σίας. δασώδης -ης -ες: αυτός που καλύπτεται
της φύσης.
δάνειο το: ❶ χρηματικό ποσό που δίνεται με από δάση.  σχ. αγενής.
δάχτυλο & [επίσ. στη σημ. 1] δάκτυλο το: ❶
τον όρο να επιστραφεί σε ορισμένο χρόνο,
ΑΝΑΤ καθένα από τα πέντε μακριά λεπτά μέ-
συνήθως αυξημένο με τόκους: Δίνω /παίρνω
ρη στα οποία καταλήγει το κάθε χέρι και πό-
~. ❷ πνευματικό αγαθό που χρησιμοποιεί κα-
νείς ως δικό του: Η βασική ιδέα του έργου εί- δι του ανθρώπου και ορισμένων ζώων. ❷ μο-
ναι ~ από τον Bιζυηνό. λεξιλογικό /μεταφρα- νάδα μέτρησης ίση με το πάχος ενός δαχτύ-
στικό ~: ΓΛΩΣΣ λέξη που δημιουργείται σε μία λου: Δε θέλω να πιω πολύ, βάλε μου μόνο ένα
γλώσσα μεταφράζοντας τη λέξη άλλης γλώσ-
~ ουίσκι! δακτυλικός2 & (σπάν.) δαχτυλικός
-ή -ό: αυτός που ανήκει στο δάχτυλο ή που
σας: Η λέξη «ουρανοξύστης» είναι ~ της αγ-


γλικής «sky-scraper». δανείζω -ομαι: (μτβ.) γίνεται με το δάχτυλο: ~ αποτυπώματα.
δίνω σε κπ κτ προσωρινά, με τον όρο να το Προσοχή: ενώ για το ουσ. χρησιμοποιείται κυρ. η μορφή με
επιστρέψει: Του δάνεισα το αυτοκίνητό μου, -χτ- (δάχτυλο), στο επίθετο προτιμάται η μορφή με -κτ-
γιατί το δικό του χάλασε. δανεισμός ο. δα- (δακτυλικός).

94
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·95

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY ¢δε


δεν
δε1 (σύνδ.): ❶ (συνήθ. μαζί με το μεν) συνδέει τα ~ του πολέμου. δεινότητα η: ιδιαίτερη ικα-
δύο αντίθετες προτάσεις ή φράσεις: Τα μεν νότητα σε κτ. ‰Â1


‰Â2 ➞ ‰ÂÓ
αγόρια κάθονται αριστερά, τα ~ κορίτσια δε- ‰Â‰Ô̤ÓÔ ➞ ‰Â‰Ô̤ÓÔ˜
ξιά. Αφενός μεν διαφωνώ με την ιδέα, αφετέ- Η λ. δεινός, από το AE ρ. δείδω «φοβούμαι», δή- ‰Â‰Ô̤ÓÔ˜
‰Â›ÁÌ·
ρου ~, δεν μπορώ να αναλάβω την εργασία λωνε αρχικά αυτόν που προκαλεί φόβο, ενώ από ‰Â›ÎÙ˘ ➞ ‰Â›¯Óˆ
που απαιτεί. ❷ δηλώνει αλλαγή θέματος: Στη την ίδια ρίζα προέρχεται και το δειλός «αυτός που ‰ÂÈÎÙÈο ➞ ‰Â›¯Óˆ
‰ÂÈÎÙÈÎfi˜ ➞ ‰Â›¯Óˆ
συνέχεια ~, θα αναλύσουμε… αισθάνεται φόβο». ‰ÂÈÏ¿ ➞ ‰ÂÈÏfi˜
δεδομένος -η -ο: αυτός που έχει καθοριστεί, είναι ‰ÂÈÏ›· ➞ ‰ÂÈÏfi˜
‰ÂÈÏÈ¿˙ˆ ➞ ‰ÂÈÏfi˜
γνωστός ή θεωρείται αληθινός ή αποδεκτός = δείχνω -ομαι: ❶ (μτβ.) χρησιμοποιώ το δάχτυ- ‰ÂÈÏfi˜
συγκεκριμένος: Η κατάσταση είναι ~ δυστυ- λο ή το χέρι μου για να κατευθύνω το βλέμ- ‰ÂÈÓ¿ ➞ ‰ÂÈÓfi˜
‰Â›Ó·
χώς, δεν αλλάζει τίποτα. δεδομένου ότι (ως μα, την προσοχή κτλ. κπ σε κτ: Μας έδειξε το ‰ÂÈÓfi˜
σύνδ.): εισάγει πρόταση που δηλώνει αιτία = σπίτι που ψάχναμε. ❷ (μτβ.) παρουσιάζω κτ ‰ÂÈÓfiÙËÙ· ➞ ‰ÂÈÓfi˜
‰Â›¯ÓÂÈ ➞ ‰Â›¯Óˆ
επειδή, αφού, καθώς: ~ δεν έχει πολύ χρόνο σε κπ για να το δει: Έδειξε το δώρο του σε ‰Â›¯Óˆ
στη διάθεσή του, θα είμαστε σύντομοι. δεδο- όλους. ❸ (μτβ.) εξηγώ σε κπ πώς γίνεται κτ = ‰Â›¯Ù˘ ➞ ‰Â›¯Óˆ
‰¤ÎÙ˘ ➞ ‰¤¯ÔÌ·È
μένο το: ❶ στοιχείο που θεωρείται γνωστό, διδάσκω, μαθαίνω: Του έδειξε πώς να δένει ‰ÂÎÙÈÎfi˜ ➞ ‰¤¯ÔÌ·È
αποδεκτό ή αναμφισβήτητο και χρησιμοποιεί- τα κορδόνια. ❹ (μτβ.) κάνω φανερό κτ: Η ‰ÂÎÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ‰¤¯ÔÌ·È
‰ÂÎÙfi˜ ➞ ‰¤¯ÔÌ·È
ται ως βάση για περαιτέρω έρευνα, συζήτηση έρευνα έδειξε το μέγεθος της καταστροφής. = ‰¤ÏÙ·
κτλ.: Η συζήτηση θα πρέπει να βασιστεί στα ~ αποδεικνύω. Δεν ήθελε να δείξει τη λύπη του. ‰ÂÏÙ›Ô
‰¤Ì· ➞ ‰¤Óˆ
αυτά. ❷ πληθ. ΠΛΗΡΟΦ στοιχεία που εισάγο- = εκφράζω, εκδηλώνω. ❺ (μτβ.+ να ή αμτβ.+ ‰ÂÓ
νται για επεξεργασία σε ηλεκτρονικό υπολογι- κατηγ.) δίνω την εντύπωση = φαίνομαι: ~ να
στή: βάση δεδομένων: σύνολο στοιχείων ορ- μετάνιωσε. ~ γερασμένος. ❻ (μτβ.) προσδιο-
γανωμένων και αποθηκευμένων με τρόπο που ρίζω μία ορισμένη τιμή ή βαθμό: Το θερμόμε-
να επιτρέπει την εύκολη επεξεργασία τους. τρο ~ 39 οC. δείχνει: απρόσ. (αμτβ.) υπάρχουν

 Από τη μππ. του AE ρ. δίδωμι.


σημάδια ότι κτ έγινε ή θα γίνει = φαίνεται: ~
να έβρεξε /ότι θα βρέξει. δείκτης & (σημ. 1 και
2) δείχτης ο: ❶ καθετί που δείχνει κτ, όπως η
δείγμα το: μικρή ποσότητα ή μέρος ενός συνό- βελόνα σε όργανο μέτρησης: ~ ρολογιού / ζυ-
λου που επιτρέπει να βγάλουμε συμπεράσμα- γαριάς. ❷ το δεύτερο δάχτυλο του χεριού, με
τα για το σύνολο: Έστειλε ~ του μολυσμένου το οποίο συνήθως δείχνουμε. ❸ αριθμός που
νερού στο χημείο. δείχνει μέγεθος, βαθμό κτλ.: ~ νοημοσύνης /

 Από το AE ρ. δείκνυμι «δείχνω». Προσοχή στη


διαφορά γραφής και σημασίας από το ομόηχο δήγ-
ανεργίας. ❹ ΜΑΘ α. ο αριθμός που γράφεται
αριστερά του ριζικού και δηλώνει την τάξη
της ρίζας. β. σύμβολο που γράφεται δεξιά και
μα «τσίμπημα, δάγκωμα εντόμου». λίγο πιο κάτω από ένα άλλο. δεικτικός -ή -ό.
δεικτικά (επίρρ.).
δειλός -ή -ό: αυτός που φοβάται εύκολα ή δεν εί- δέλτα το: ❶ το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλ-
ναι τολμηρός, καθώς και η αντίστοιχη συμπε- φαβήτου.  Παράρτημα. ❷ τριγωνική έκταση
ριφορά: Εγκατέλειψε τη μάχη, γιατί ήταν ~. = γης στις εκβολές ποταμού: το ~ του Αξιού.
φοβητσιάρης ≠ γενναίος, θαρραλέος. Είναι τό- δελτίο το: ❶ έντυπο όπου αναγράφονται επίση-
σο ~, που ντρέπεται να μιλήσει. = άτολμος. ~ μα- μα στοιχεία: ~ ταυτότητας. ❷ ενημερωτική
τιά /πράξη.  σχ. δεινός. δειλά (επίρρ.). δειλία ανακοίνωση από επίσημη αρχή ή υπηρεσία: ~
η: η στάση του δειλού ≠ τόλμη. δειλιάζω (αμτβ.). ειδήσεων /καιρού /τύπου. ιατρικό ~. ❸ ενημε-
δείνα (αντων. αόρ.) • άκλ.: συνήθ. εν. (συνήθ. με- ρωτική έκδοση συλλόγου ή οργάνωσης: Ενη-


τά τη λ. τάδε) αναφέρεται αόριστα σε κπ ή κτ μερωτικό ~ Συλλόγου Μηχανικών.
που δεν κατονομάζεται: Δεν μ’ ενδιαφέρει το
τάδε ή το ~ κείμενο.  αντωνυμία - Πίνακα Από το ΑΕ δελτίον με αρχική σημασία «πινακίδα γραφής,
χρήσης αντωνυμιών. επιστολή».
δεινός -ή -ό: ❶ (για πρόσ.) αυτός που είναι πολύ
ικανός σε κτ: ~ κολυμβητής. ❷ (για καταστά- δεν & δε2 (επίρρ.): ❶ (με ρ. στην οριστ.) σχηματί-
σεις) αυτός που είναι πολύ δυσάρεστος: ~ οι- ζει άρνηση: ~ θέλω να έρθεις μαζί μας. Είπε ότι
κονομική κατάσταση. δεινά τα: δυσάρεστα γε- ~ θα μας βοηθήσει. Μήπως ~ ήταν σωστό αυτό
γονότα ή καταστάσεις = δυστυχίες, συμφορές: που έκανες; ❷ (με επανάληψη του ρ., χωρίς και

95
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·96

¢δένω
δεσπόζω
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

με το δεν) α. δηλώνει ότι κτ γίνεται με μεγάλη δέος το • χωρίς πληθ.: συναίσθημα θαυμασμού,
‰¤Óˆ δυσκολία: Προλαβαίνω ~ προλαβαίνω να ετοι- σεβασμού, συχνά και φόβου: Ένιωσαν ~ μέ-
‰ÂÍ‹˜ ➞ ‰ÂÍÈfi˜
‰ÂÍÈ¿ ➞ ‰ÂÍÈfi˜ μάσω τη βαλίτσα για το ταξίδι. β. τονίζει ότι σα στον μεγαλοπρεπή ναό. αντίπαλον ~: φό-
‰ÂÍÈfi˜ κτ ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις: Θέλει ~ θέ-
‰¤Ô˜
βος και σεβασμός που προκαλεί ένας ισάξιος
‰¤ÚÌ· λει, εγώ θα πάω εκδρομή! αντίπαλος.
‰ÂÚÌ·ÙÈÎfi˜ ➞ ‰¤ÚÌ· δένω -ομαι: ❶ (μτβ.) α. βάζω μαζί τις δύο άκρες
‰ÂÚÌ¿ÙÈÓÔ ➞ ‰¤ÚÌ·
δέρμα το: ❶ το φυσικό κάλυμμα του σώματος
‰ÂÚÌ¿ÙÈÓÔ˜ ➞ ‰¤ÚÌ· συνδετικού υλικού ή δύο συνδετικά υλικά και του ανθρώπου και των ζώων: κρέμα για ξη-
‰¤ÚÓˆ
‰Â˜ ➞ ‚Ϥˆ
σχηματίζω κόμπο ≠ λύνω: Έδεσε το σκοινί /την ρό ~. Το φίδι αλλάζει ~ κάθε χρόνο. ❷ το
‰¤ÛÈÌÔ ➞ ‰¤Óˆ κορδέλα /τη γραβάτα. β. βάζω γύρω από όμοια γδαρμένο δέρμα που χρησιμοποιείται μετά
‰ÂÛÌ¿ ➞ ‰ÂÛ̇ˆ πράγματα κπ συνδετικό υλικό: Έδεσε όλα τα
‰¤ÛÌ¢ÛË ➞ ‰ÂÛ̇ˆ από επεξεργασία, για την κατασκευή ρούχων,
‰ÂÛÌ¢ÙÈο ➞ ‰ÂÛ̇ˆ βιβλία μαζί, για να μην της πέσουν. γ. συγκρα- παπουτσιών κτλ.: παπούτσια από ~ κροκο-
‰ÂÛÌ¢ÙÈÎfi˜ ➞ ‰ÂÛ̇ˆ τώ κπ ή κτ σε σταθερό σημείο με σκοινί, αλυ-
‰ÂÛ̇ˆ δείλου. δερματικός -ή -ό: αυτός που είναι
‰¤ÛÌË σίδα κτλ: Έδεσε τον σκύλο στα κάγκελα. ❷ α. σχετικός με το δέρμα (σημ. 1): ~ πάθηση. δερ-
‰ÂÛÌfi˜ ➞ ‰ÂÛ̇ˆ (μτβ.) ενώνω με σχέση συναισθηματική: Τους ~
‰ÂÛfi˙ˆ μάτινος -η -ο: αυτός που είναι κατασκευα-
‰ÂÛfi˙ˆÓ ➞ ‰ÂÛfi˙ˆ μακρόχρονη φιλία. β. παθ. ενώνομαι ψυχικά με σμένος από δέρμα (σημ. 2): ~ φούστα. δερ-
κπ: Δέθηκαν μετά την περιπέτειά τους. ❸ μάτινο το: δερμάτινο μπουφάν.
(αμτβ.) α. (για άνθη και φυτά) ωριμάζω: Έδε- δέρνω -ομαι • αόρ. έδειρα, παθ. αόρ. δάρθηκα,
σαν τα στάχυα. β. (για σώμα) γίνομαι πιο δυ- μππ. δαρμένος: (μτβ.) ❶ χτυπώ πολύ και δυ-
νατός = μεστώνω, ωριμάζω: Με τη γυμναστι- νατά κπ με το χέρι ή με κπ αντικείμενο = [οικ]
κή έδεσε το σώμα του. ❹ (αμτβ., για υγρά) γί- βαράω, ξυλοκοπώ: Τον έδειρε τόσο πολύ,
νομαι πυκνότερος = πήζω: Έδεσε η σάλτσα. ❺ που δεν μπορούσε να περπατήσει! ❷ (μτφ.) α.
(μτβ.) καλύπτω κτ με κομμάτι ύφασμα: Έδεσε πέφτω πάνω σε κπ ή κτ πολλές φορές και δυ-
το τραύμα. ❻ (αμτβ., για πλεούμενα) αγκυρο- νατά: Το κύμα έδερνε τα βράχια. β. βασανίζω,
βολώ = αράζω: Το πλοίο έδεσε στο λιμάνι. δέ- ταλαιπωρώ: Τον ~ η ατυχία. δάρσιμο το.
σιμο το: η πράξη που κάνει κανείς όταν δένει δεσμεύω -ομαι: (μτβ.) ❶ α. υποχρεώνω κπ (με
κτ με κτ άλλο, καθώς και το αποτέλεσμα της υπόσχεση, συμβόλαιο κτλ.) να κάνει ή να μην
πράξης αυτής. δέμα το: πράγματα που έχουν κάνει κτ: Τον δέσμευσε να μην αποκαλύψει
τοποθετηθεί μαζί και έχουν τυλιχτεί: ~ με τίποτε σε κανέναν. β. παθ. αναλαμβάνω την
εμπορεύματα. δετός -ή -ό ≠ λυτός. υποχρέωση να κάνω ή να μην κάνω κτ: Δε-

 Από το AE ρ. δέω -á. Από το θ. δέν- παράγεται το


δέμα, ενώ από το θ. δεσ- παράγονται τα δεσμός, δε-
σμεύτηκε να μας βοηθήσει. ❷ περιορίζω ή
απαγορεύω τη χρήση: Δέσμευσαν τις καταθέ-
σεις του. δέσμευση η. δεσμά τα: οτιδήποτε
σμεύω, δέσμη κτλ. περιορίζει την ελευθερία κάποιου: τα ~ του
γάμου. δεσμός ο: ❶ σχέση που συνδέει κπ με
δεξιός -ά -ό & [λαϊκ.] (σημ. 1) δεξής -ιά -ί: ≠ κπ ή κτ: Έκοψε τους δεσμούς με το παρελθόν
αριστερός ❶ α. αυτός που βρίσκεται στην της. ❷ ερωτική σχέση: Έχουν ~ εδώ και τρία
αντίθετη πλευρά από αυτήν της καρδιάς: ~ χρόνια. ❸ ΧΗΜ αλληλεπίδραση ατόμων που
χέρι /πόδι /μάτι. β. αυτός που βρίσκεται στη προκαλεί τη δημιουργία χημικών ενώσεων.
δεξιά πλευρά σε σχέση με κπ σημείο αναφο- δεσμευτικός -ή -ό. δεσμευτικά (επίρρ.). δέ-
ράς: η ~ πλευρά του δωματίου. το δεξί χέρι σμιος -α -ο = αιχμάλωτος.  σχ. δένω.
κάποιου: έμπιστος και στενός συνεργάτης
κάποιου, το πρόσωπο που τον βοηθάει πε-
 Το AE ρ. δεσμεύω, από το δεσμός, σήμαινε «φυλακίζω με
ρισσότερο: Είναι το δεξί της χέρι - χωρίς αυ- δεσμά».
τόν δεν κάνει τίποτα. ❷ αυτός που υποστη-
ρίζει την πολιτική της δεξιάς: ~ ψηφοφόρος. δέσμη η: σύνολο παρόμοιων πραγμάτων ή
δεξιά (επίρρ.): ❶ προς τη δεξιά πλευρά ≠ αρι- στοιχείων που ενώνονται, εμφανίζονται ή γί-
στερά: Στρίψε εδώ ~! ❷ (μτφ.) καλά, με τρό- νονται μαζί: ~ φωτός /μέτρων.  σχ. δένω.
πο που μας ωφελεί = ευνοϊκά ≠ ανάποδα: Του δεσπόζω: (αμτβ.) ❶ κυριαρχώ στον χώρο: Ένα
ήρθαν όλα ~. δεξιός ο, -ιά η: οπαδός της δε- άγαλμα δέσποζε στην πλατεία. ❷ (μτφ.) είμαι ο
ξιάς: Οι ~ ανέβηκαν στην εξουσία. δεξιά & πιο σημαντικός σε έναν τομέα = κυριαρχώ: Ο
Δεξιά η: τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα ≠ συνθέτης αυτός ~ στη σύγχρονη μουσική σκη-
αριστερά: κυβέρνηση της ~. νή. δεσπόζων -ουσα -ον: αυτός που δεσπόζει.

96
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·97

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY ¢



δεσπότης
δήμαρχος
Από το AE ρ. δεσπόζω «έχω την εξουσία». ναι ψεύτικο ή προσποιητό = τάχα: Ήρθε ~ να
μας βοηθήσει. ❷ (& ως επίθ.): ~ φίλος ≠ πραγ- ‰¤ÛÔÙ·˜ ➞ ‰ÂÛfiÙ˘
‰ÂÛÔÙ¿ÙÔ ➞ ‰ÂÛfiÙ˘
δεσπότης & [οικ., στη σημ. 1] δέσποτας ο • κλητ. ματικός. ‰ÂÛfiÙ˘
εν. δέσποτα, πληθ. (σημ. 1) & δεσποτάδες: ❶ ΕΚ- δηλαδή (σύνδ.): χρησιμοποιείται ❶ για να δώ- ‰ÂÛÔÙÈÎfi˜ ➞ ‰ÂÛfiÙ˘
‰ÂÙfi˜ ➞ ‰¤Óˆ
ΚΛ επίσκοπος = μητροπολίτης. ❷ ηγεμόνας με σουμε κπ εξήγηση σε κτ που έχει προαναφερ- ‰Â˘ÙÂÚ¢fiÓÙˆ˜ ➞ ‰Â˘ÙÂÚ‡-
απόλυτη εξουσία. ❸ ΙΣΤ αρχηγός δεσποτάτου. θεί: Δεν έφαγε καλά, ~ έφαγε μόνο το μισό. ❷ ˆÓ
‰Â˘ÙÂÚ‡ˆÓ
δεσποτικός -ή -ό. δεσποτάτο το: ΙΣΤ περιοχή (σε ερώτ.) για να εκφράσουμε απορία, δυσα- ‰¤¯ÔÌ·È
της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με ανεξάρτη- ρέσκεια, να ζητήσουμε εξηγήσεις ή να αναφέ- ‰‹ÁÌ·
‰‹ıÂÓ
το άρχοντα, συνήθ. μέλος της αυτοκρατορικής ρουμε ό,τι καταλάβαμε από κτ που προανα- ‰ËÎÙÈο ➞ ‰‹ÁÌ·
οικογένειας: ~ του Μυστρά /της Ηπείρου. φέρθηκε: ~, τι εννοείς; ~, αν κατάλαβα καλά, ‰ËÎÙÈÎfi˜ ➞ ‰‹ÁÌ·
‰ËÎÙÈÎfiÙËÙ· ➞ ‰‹ÁÌ·
δευτερεύων -ουσα -ον: αυτός που είναι λιγότε- εγώ θα πρέπει να φύγω τώρα; ‰ËÏ·‰‹
ρο σημαντικός από κπ άλλο ≠ πρωτεύων: Δεν δηλητήριο το: = [λαϊκ.] φαρμάκι ❶ ουσία που ‰ËÏËÙËÚÈ¿˙ˆ ➞ ‰ËÏËÙ‹ÚÈÔ
‰ËÏËÙËÚ›·ÛË ➞ ‰ËÏËÙ‹ÚÈÔ
ασχολείται με δευτερεύοντα ζητήματα. δευτε- βλάπτει ή σκοτώνει: Τον σκότωσε με ~. Το τσι- ‰ËÏËÙ‹ÚÈÔ
ρεύουσα πρόταση: ΓΛΩΣΣ πρόταση που δεν γάρο είναι ~ για τον οργανισμό. ❷ (μτφ.) ου- ‰ËÏËÙËÚÈ҉˘ ➞ ‰ËÏËÙ‹ÚÈÔ
‰ËÏÒÓˆ
μπορεί να σταθεί μόνη της στον λόγο ≠ κύρια σία με πολύ πικρή γεύση: ~ τον έκανες τον κα- ‰‹ÏˆÛË ➞ ‰ËÏÒÓˆ
‰ËψÙÈο ➞ ‰ËÏÒÓˆ


πρόταση. δευτερευόντως (επίρρ.). φέ! ❸ (μτφ.) κτ που προκαλεί θλίψη, στενοχώ- ‰ËψÙÈÎfi˜ ➞ ‰ËÏÒÓˆ
ρια κτλ.: το ~ της ζήλιας. ❹ (μτφ.) μίσος, κα- ‰ËÌ·ÁˆÁ›·
Από τη μτχ. ενεργ. ενστ. του AE ρ. δευτερεύω, που σήμαι- κία: Έσταζε ~ το στόμα του. δηλητηριάζω ‰ËÌ·ÁˆÁÈο ➞ ‰ËÌ·ÁˆÁ›·
‰ËÌ·ÁˆÁÈÎfi˜ ➞ ‰ËÌ·ÁˆÁ›·
νε «είμαι δεύτερος». -ομαι: (μτβ.) ❶ δίνω σε κπ δηλητήριο για να τον ‰ËÌ·ÁˆÁfi˜ ➞ ‰ËÌ·ÁˆÁ›·
σκοτώσω = φαρμακώνω: Δηλητηρίασε τρεις ‰ËÌ·ÁˆÁÒ ➞ ‰ËÌ·ÁˆÁ›·
‰ËÌ·Ú¯Â›Ô ➞ ‰‹Ì·Ú¯Ô˜
δέχομαι • αόρ. δέχθηκα & -τηκα: (μτβ.) ❶ απαντώ ανθρώπους. ❷ βάζω σε κτ δηλητήριο: Το βέλος ‰ËÌ·Ú¯›· ➞ ‰‹Ì·Ú¯Ô˜
‰Ë̷گȷÎfi˜ ➞ ‰‹Ì·Ú¯Ô˜
θετικά σε κτ που μου προσφέρουν = αποδέχο- ήταν δηλητηριασμένο. ❸ (μτφ.) επιδρώ αρνητι- ‰ËÌ·Ú¯›Ó· ➞ ‰‹Ì·Ú¯Ô˜
μαι ≠ αρνούμαι, απορρίπτω: ~ την πρόταση. ❷ κά πάνω σε κπ ή κτ: Η ζήλια του δηλητηριάζει ‰‹Ì·Ú¯Ô˜
συμφωνώ να κάνω ή να γίνει κτ: ~ να τον βοη- τη σχέση μας. δηλητηρίαση η. δηλητηριώδης
θήσω. ❸ συμφωνώ ότι κτ είναι αληθές ή σωστό -ης -ες = φαρμακερός.  σχ. αγενής.
= αναγνωρίζω, αποδέχομαι ≠ αρνούμαι: Δέ- δηλώνω -ομαι: ❶ (μτβ.) κάνω κτ γνωστό με σα-
χτηκε ότι αυτός έφταιγε για το ατύχημα. ❹ γί- φή ή επίσημο τρόπο: Ο πρόεδρος δήλωσε ότι
νομαι αποδέκτης ή υφίσταμαι κτ από άλλον: ~ θα δοθούν αποζημιώσεις. ❷ α. (αμτβ.) ισχυ-
συγχαρητήρια. Δέχτηκε μια μαχαιριά στο στή- ρίζομαι ότι έχω κπ ιδιότητα: ~ αθώος /ένοχος.
θος. ❺ (& με παράλ. αντικ.) είμαι διαθέσιμος: β. (μτβ.) ισχυρίζομαι κτ: ~ άγνοια. ❸ (μτβ.)
Ο γιατρός ~ Δευτέρα και Πέμπτη. ❻ υποδέχο- φανερώνω, σημαίνω: Η άρνησή του ~ έλλει-
μαι κπ: Μας δέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες. δε- ψη εμπιστοσύνης. ❹ (μτβ.) κάνω κτ γνωστό
κτός -ή -ό: αυτός που κπ τον δέχεται ή μπορεί στην αρμόδια αρχή: ~ τον γάμο μου /τα εισο-
να τον δεχτεί: Δε θα γίνονται δεκτές οι αιτήσεις δήματά μου. δήλωση η: ❶ η πράξη που κάνει
μετά τις 12. Ο πρωθυπουργός έκανε ~ την πα- κπ όταν δηλώνει κτ, καθώς και το σχετικό κεί-
ραίτηση του υπουργού. δεκτικός -ή -ό: αυτός μενο: Ο πρωθυπουργός έκανε δηλώσεις. ❷ έγ-
που μπορεί να δεχτεί κάτι, κυρίως ιδέες. δε- γραφο με το οποίο δηλώνουμε κτ σε αρμόδια
κτικότητα η. δέκτης ο: ❶ ΤΕΧΝΟΛ συσκευή που αρχή: φορολογική ~. δηλωτικός -ή -ό: αυτός
δέχεται σήματα και τα μετατρέπει σε ήχο ή/και που φανερώνει κτ: ενέργεια ~ της άποψής
εικόνα ≠ πομπός: τηλεοπτικός /ραδιοφωνικός του. δηλωτικά (επίρρ.).
~. ❷ πρόσωπο που λαμβάνει μηνύματα, εντο- δημαγωγία η: προσπάθεια απόσπασης της θετι-
λές κτλ.: Έγινε ~ πολλών σχολίων. κής γνώμης του κοινού με κολακείες, υποσχέ-
δήγμα το: [επίσ.] ❶ δάγκωμα. ❷ τσίμπημα εντό- σεις κτλ. και (συνεκδ.) ο λόγος που αποσκοπεί
μου. δηκτικός -ή -ό: αυτός που είναι οξύς, στη χειραγώγηση του λαού: Κατέφυγε σε δη-
προσβλητικός: ~ ύφος. δηκτικά (επίρρ.). δη- μαγωγίες για να πετύχει την επανεκλογή του.
κτικότητα η. δημαγωγός ο, η: πρόσωπο που χρησιμοποιεί τη

 Από το AE ρ. δάκνω «δαγκώνω». Προσοχή στη δια-


δημαγωγία. δημαγωγικός -ή -ό. δημαγωγικά
(επίρρ.). δημαγωγώ (αμτβ.) ασκώ δημαγωγία.
φορά γραφής και σημασίας του ομόηχου δείγμα
( λ.).
 Από τα ΑΕ ‰ÉÌÔ˜ + ôÁˆ.

δήθεν (επίρρ.): ❶ για να δηλώσουμε ότι κτ εί- δήμαρχος ο, η & [λαϊκ.] δημαρχίνα η: ❶ πρό-

97
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·98

¢
δημητριακά
δημοσιότητα
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

σωπο που ασκεί καθήκοντα εξουσίας στον τία. δημοκράτης ο, -ισσα η: ❶ οπαδός της δη-
‰ËÌËÙÚȷο δήμο: Ο ~ εκλέγεται για τέσσερα χρόνια. ❷ μοκρατίας. ❷ πρόσωπο με δημοκρατικές
‰‹ÌÈÔ˜
‰ËÌÈÔ‡ÚÁËÌ· ➞ ‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ δημαρχίνα η: [λαϊκ.] & με τη σημ. της συζύ- αντιλήψεις. δημοκρατικός -ή -ό. δημοκρατι-
‰ËÌÈÔ˘ÚÁ›· ➞ ‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ γου του δημάρχου. δημαρχία η: το αξίωμα κά (επίρρ.).


‰ËÌÈÔ˘ÚÁÈο ➞ ‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ
‰ËÌÈÔ˘ÚÁÈÎfi˜ ➞ ‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ του δημάρχου και η χρονική περίοδος που
‰ËÌÈÔ˘ÚÁÈÎfiÙËÙ· ➞ αυτό ασκείται. δημαρχιακός -ή -ό. δημαρχείο Από τα ‰ÉÌÔ˜ + κρατέω -á «κυριαρχώ, εξουσιάζω».
‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ
‰ËÌÈÔ˘ÚÁfi˜ ➞ ‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ το: το κτίριο όπου στεγάζονται οι δημοτικές
‰ËÌÈÔ˘ÚÁÒ αρχές και υπηρεσίες. δήμος ο: διοικητική περιφέρεια με τοπική αυ-


‰ËÌÔÎÚ¿Ù˘ ➞ ‰ËÌÔÎÚ·Ù›·
‰ËÌÔÎÚ·Ù›· τοδιοίκηση που ασκείται από τον δήμαρχο
‰ËÌÔÎÚ·ÙÈο ➞ ‰ËÌÔÎÚ·Ù›· Από το ΑΕ δήμαρχος «εκπρόσωπος ενός από τους δήμους και το δημοτικό συμβούλιο: ~ Θεσσαλονί-
‰ËÌÔÎÚ·ÙÈÎfi˜ ➞ ‰ËÌÔ-
ÎÚ·Ù›· της Aθήνας» (< ‰ÉÌÔ˜ + ôÚ¯ˆ). κης / Αθηναίων / Πατρέων. τα εν οίκω μη εν
‰ËÌÔÎÚ¿ÙÈÛÛ· ➞ ‰ËÌÔÎÚ·- δήμω: ❶ προσωπικά ή οικογενειακά θέματα
Ù›·
‰‹ÌÔ˜ δημητριακά τα: είδος φυτών των οποίων οι δεν πρέπει να δημοσιοποιούνται. ❷ (συ-
‰ËÌfiÛÈ· ➞ ‰ËÌfiÛÈÔ˜ σπόροι σε αλεσμένη μορφή χρησιμοποιού- νεκδ.) ο πληθυσμός που κατοικεί στον δήμο
‰ËÌÔÛ›Â˘Ì· ➞ ‰ËÌÔÛȇˆ
‰ËÌÔÛ›Â˘ÛË ➞ ‰ËÌÔÛȇˆ νται ως τροφή για τον άνθρωπο: Το σιτάρι και η διοικητική του αρχή (δήμαρχος και
‰ËÌÔÛȇˆ και το κριθάρι είναι ~. διοικητικό συμβούλιο): οι αρμοδιότητες
¢ËÌfiÛÈÔ ➞ ‰ËÌfiÛÈÔ˜
‰ËÌÔÛÈÔÁÚ·Ê›· δήμιος ο: πρόσωπο που εκτελεί θανατικές ποι- του Δήμου. δημότης ο, -ισσα η: πολίτης ή
‰ËÌÔÛÈÔÁÚ·ÊÈο ➞ ‰ËÌÔ-


ÛÈÔÁÚ·Ê›·
νές: Ο ~ αποκεφάλισε τον κατάδικο. κάτοικος δήμου.
‰ËÌÔÛÈÔÁÚ·ÊÈÎfi˜ ➞ ‰ËÌÔ- δημοσιεύω -ομαι: (μτβ.) ❶ γνωστοποιώ κτ κα-
ÛÈÔÁÚ·Ê›· Στην αρχαιότητα η λ. δήμιος ήταν επίθ. και σήμαι- ταχωρίζοντάς το στον τύπο: Αύριο δημοσι-
‰ËÌÔÛÈÔÁÚ¿ÊÔ˜ ➞ ‰ËÌÔÛÈÔ-
ÁÚ·Ê›· νε «αυτός που αναφέρεται στον δήμο». Ως προσ- εύονται τα αποτελέσματα των εξετάσεων. ❷
‰ËÌÔÛÈÔÁÚ·ÊÒ ➞ ‰ËÌÔÛÈÔ-
ÁÚ·Ê›·
διορισμός του ουσ. ‰ÔÜÏÔ˜ είχε τη σημασία «δού- καταχωρίζω κείμενο σε περιοδικό, έντυπο
‰ËÌÔÛÈÔÔÈÒ ➞ -ÔÈÒ λος του δήμου επιφορτισμένος με τις θανατικές κτλ.: Δημοσίευσε ένα άρθρο για τα ναρκωτι-
‰ËÌfiÛÈÔ˜
‰ËÌÔÛÈfiÙËÙ·
ποινές». κά στην τοπική εφημερίδα. δημοσίευση η: ❶
‰ËÌÔÛ›ˆ˜ ➞ ‰ËÌfiÛÈÔ˜ η ενέργεια της καταχώρισης στον τύπο και το
δημιουργώ -ούμαι: (μτβ.) ❶ κάνω κτ να υπάρ- σχετικό κείμενο: Η ~ των φωτογραφιών προ-
ξει: Δημιούργησε μεγάλη περιουσία. ❷ πα- κάλεσε σκάνδαλο. Βγήκε η ~ στις εφημερίδες;
ράγω κτ, συνήθως έργο τέχνης: Ο συγγραφέ- ❷ επιστημονική μελέτη που δημοσιεύεται σε
ας δημιούργησε αληθινούς χαρακτήρες. = ειδικό περιοδικό: Έχει πολλές δημοσιεύσεις
πλάθω. ❸ γίνομαι η αιτία μιας κατάστασης σε επιστημονικά περιοδικά. δημοσίευμα το:
(συνήθως για κτ αρνητικό) = προκαλώ, προ- το κείμενο της δημοσίευσης.
ξενώ: Ο ερχομός του δημιούργησε αναστά- δημοσιογραφία η: η έρευνα, σύνταξη και δημο-
τωση. δημιουργία η: ❶ το να δημιουργεί κπ σίευση ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενη-
κτ και αυτό που δημιουργείται: Στόχος του μέρωσης και το σχετικό επάγγελμα: έντυπη /
είναι η ~ ενός δικτύου επιχειρήσεων. Παρου- ηλεκτρονική ~. δημοσιογράφος ο, η: πρόσω-
σιάστηκαν οι τελευταίες δημιουργίες του οί- πο που ασχολείται επαγγελματικά με τη δη-
κου. ❷ Δημιουργία η: ΘΡΗΣΚ η κτίση του κό- μοσιογραφία. δημοσιογραφώ: (αμτβ.) εργά-
σμου από τον Θεό: οι επτά ημέρες της Δημι- ζομαι ως δημοσιογράφος. δημοσιογραφικός
ουργίας. δημιούργημα το: το αποτέλεσμα της -ή -ό. δημοσιογραφικά (επίρρ.).
δημιουργίας: Η ιστορία αυτή είναι ~ της φα- δημόσιος -α -ο: ❶ αυτός που ανήκει, έχει σχέση
ντασίας σου. δημιουργός ο, η: ❶ πρόσωπο ή αναφέρεται στο κράτος ≠ ιδιωτικός: ~ έκτα-
που δημιουργεί, συνήθως έργα τέχνης. ❷ Δη- ση /έγγραφο/τομέας /σχολείο. ❷ α. αυτός που
μιουργός ο: ΘΡΗΣΚ ο Θεός. δημιουργικός -ή αναφέρεται στον λαό ενός κράτους: ~ ασφά-
-ό: ❶ αυτός που έχει την ικανότητα να επι- λεια /υγεία. β. αυτός που διεξάγεται ενώπιον
νοεί ή να υλοποιεί κτ πρωτότυπο: Οι καλλι- του λαού: ~ διάλογος. γ. αυτός που έχει σχέ-
τέχνες είναι ~ όντα. ❷ αυτός που έχει σχέση ση με την πολιτική και κοινωνική ζωή: ~ βίος.
με την παραγωγή ή τη δημιουργία: ~ περίοδος. δημόσια & [επίσ.] -ίως (επίρρ.): Τον επέπλη-
δημιουργικά (επίρρ.). δημιουργικότητα η. ξε ~. Δημόσιο το: το κράτος ως νομικό πρό-
δημοκρατία η: ❶ ΠΟΛ πολιτικό σύστημα στο σωπο, με τα όργανα και τις υπηρεσίες του:
οποίο η εξουσία προέρχεται από τον λαό: Θέλει να διοριστεί στο ~.
άμεση /έμμεση /προεδρευομένη ~. ❷ κράτος με δημοσιότητα η: το να γίνεται κτ ευρέως γνωστό:
δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική Δημοκρα- Η υπόθεση είδε το φως της δημοσιότητας.

98
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·99

E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™ Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY ¢


δημοσκόπηση
διαγράφω
δημοσκόπηση η: έρευνα που αποτυπώνει τη κτ που δεν είναι άμεσα ή εύκολα αντιληπτό:
στάση της κοινής γνώμης σε συγκεκριμένο θέ- Διάβαζες την αγωνία στα μάτια της. ❺ (για ιε- ‰ËÌÔÛÎfiËÛË
‰ËÌfiÙ˘ ➞ ‰‹ÌÔ˜
μα = γκάλοπ: Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δεί- ρέα) απαγγέλλω ευχή: Φωνάξανε παπά να τον ‰ËÌÔÙÈ΋ ➞ ‰ËÌÔÙÈÎfi˜
χνουν αύξηση της δημοτικότητάς του. διαβάσει. διάβασμα το. ‰ËÌÔÙÈÎfi ➞ ‰ËÌÔÙÈÎfi˜
‰ËÌÔÙÈÎfi˜
δημοτικός -ή -ό: ❶ αυτός που έχει σχέση με ή διαβαίνω • αόρ. διάβηκα, απαρ. διαβεί: (μτβ.) ‰ËÌÔÙÈÎfiÙËÙ·
ανήκει στον δήμο: ~ σύμβουλος /Αστυνομία / περνώ, διασχίζω: Η ομάδα διάβηκε τον πο- ‰ËÌfiÙÈÛÛ· ➞ ‰‹ÌÔ˜
‰ËÌÔÊÈÏ‹˜
βιβλιοθήκη / γυμναστήριο. ❷ αυτός που προ- ταμό. διάβαση η: το να περνά κπ, να διασχί- ‰ËÌÔ„‹ÊÈÛÌ·
έρχεται από τον λαό: ~ γλώσσα /μουσική /τρα- ζει έναν τόπο και (συνεκδ.) το μέρος από ‰È- ➞ ‰È·-
‰È¿
γούδια. ❸ αυτός που έχει σχέση με την πρω- όπου περνά: Η ~ του ποταμού είναι επικίν- ‰È·-
τοβάθμια εκπαίδευση: ~ σχολείο. δημοτική η: δυνη τον χειμώνα. = διέλευση, πέρασμα. ~ πε- ‰È¿- ➞ ‰È·-
‰È¿ ̤ÛÔ˘ ➞ ÚfiıÂÛË - §¤-
ΓΛΩΣΣ η γλώσσα του νέου ελληνικού κράτους, ζών.  σχ. βαίνω. ÍÂȘ Ì ÚÔıÂÙÈ΋ ÏÂÈÙÔ˘Ú-
όπως διαμορφώθηκε ιδίως τα τελευταία εκα- διαβεβαιώνω -ομαι & [επίσ.] διαβεβαιώ -ούμαι: Á›·
‰È·‚¿˙ˆ
τόν πενήντα χρόνια από τον προφορικό λόγο (μτβ.) δηλώνω ρητά ότι κτ είναι βέβαιο ή αλη- ‰È·‚·›Óˆ
του Nεοέλληνα και όπως καλλιεργήθηκε στη θινό ή ότι θα γίνει = βεβαιώνω: Με διαβεβαί- ‰È¿‚·ÛË ➞ ‰È·‚·›Óˆ
‰È¿‚·ÛÌ· ➞ ‰È·‚¿˙ˆ
λογοτεχνία. δημοτικό το: οι πρώτες έξι τάξεις ωσε ότι θα το ερευνούσε. Σας ~ ότι όλα είναι ‰È·‚‚·ÈÒ ➞ ‰È·‚‚·ÈÒÓˆ
του σχολείου, όπου παρέχεται πρωτοβάθμια υπό έλεγχο. διαβεβαίωση η. ‰È·‚‚·ÈÒÓˆ
‰È·‚‚·›ˆÛË ➞ ‰È·‚‚·ÈÒ-


εκπαίδευση. διάβημα το: ❶ επίσημη ενέργεια (κυρίως δι- Óˆ
πλωματική) για την ικανοποίηση αιτήματος: ‰È¿‚ËÌ·
‰È·‚ÈÒ ➞ ‰È·‚›ˆÛË
Από την ΑΕ λ. δημοτικός με αρχική σημασία «σε Με ~ της η κυβέρνηση ζήτησε την άρση του ‰È·‚ÈÒÓˆ ➞ ‰È·‚›ˆÛË
κοινή χρήση». εμπάργκο. ❷ απονενοημένο ~: πράξη που γί- ‰È·‚›ˆÛË
‰È·‚fiËÙÔ˜
νεται σε στιγμή απόγνωσης (συνήθως για αυ- ‰È·‚ÚÒÓˆ
‰È¿‚ÚˆÛË ➞ ‰È·‚ÚÒÓˆ
δημοτικότητα η: το να είναι κανείς αγαπητός τοκτονία). ‰È·‚ÚˆÙÈο ➞ ‰È·‚ÚÒÓˆ
στον λαό: Η ~ του αυξήθηκε. διαβίωση η: ο τρόπος με τον οποίο ζει κπ: Οι ‰È·‚ÚˆÙÈÎfi˜ ➞ ‰È·‚ÚÒÓˆ
δημοφιλής -ής -ές: αυτός που είναι αγαπητός συνθήκες ~ στους προσφυγικούς καταυλι-
στον λαό: ~ ηθοποιός.  σχ. αγενής. σμούς είναι άθλιες. διαβιώνω & [επίσ.] δια-
δημοψήφισμα το: θεσμός κατά τον οποίο ο λα- βιώ (αμτβ.).
ός αποφασίζει για σημαντικό εθνικό ζήτημα διαβόητος -η -ο: αυτός που έχει γίνει γνωστός
με την ψήφο του. για κτ αρνητικό: Συνελήφθη ο ~ εγκληματίας.
διά (πρόθ.): εισάγει τον αριθμό με τον οποίο δι- διαβρώνω -ομαι: (μτβ.) ❶ (για μέταλλα, επιφάνει-
αιρούμε έναν άλλο αριθμό: Εννέα ~ τρία ίσον ες κτλ.) καταστρέφω, αλλοιώνω κτ βαθμιαία:
τρία.  πρόθεση - Λόγια σύνταξη προθέ- Το μέταλλο διαβρώθηκε από το νερό. ❷ (μτφ.)
σεων. διά το: λεκτική απόδοση για το σύμβο- κάνω κτ χειρότερο (ηθικά): Το σύστημα αξιών
λο της διαίρεσης. της κοινωνίας μας έχει διαβρωθεί. διάβρωση η.
δια- δι- & διά-: πρόθημα που δηλώνει ❶ κίνηση διαβρωτικός -ή -ό. διαβρωτικά (επίρρ.).
διά μέσου ή προς όλες τις κατευθύνσεις: δια- διάγνωση η: ❶ ΙΑΤΡ αναγνώριση ασθένειας με βά-
γώνιος, διέρχομαι, διαπερνώ. ❷ συναλλαγή ση τα συμπτώματά της ή /και τα αποτελέσμα-
μεταξύ προσώπων ή ομάδων: διακομματικός. τα εξετάσεων: Ο γιατρός έκανε έγκαιρα ~ γρί-
❸ χρονική διάρκεια: διανυκτερεύω. ❹ μοιρα- πης. ❷ (μτφ.) αναγνώριση μιας κατάστασης:
σιά: διαιρώ, διανέμω. Οι εργασίες είχαν στόχο τη ~ βλαβών στο δί-
διαβάζω -ομαι: (μτβ.) ❶ βλέπω και αναγνωρίζω κτυο επικοινωνιών. διέγνωσα • εύχρηστο μό-
τις λέξεις ενός κειμένου, για να κατανοήσω νο στο αορ. θέμα: (μτβ.) κάνω διάγνωση: Ο για-
το περιεχόμενό του: ~ ένα ωραίο βιβλίο. ❷ (& τρός διέγνωσε πνευμονία. διαγνωστικός -ή -ό.
με παράλ. αντικ.) μελετώ: Διάβασα φυσική. διαγράφω -ομαι • αόρ. διέγραψα, παθ. αόρ. δια-
Διάβασες για αύριο; ❸ βοηθώ κπ να μελετή- γράφηκα & διαγράφτηκα, μππ. διαγραμμένος
σει: Έχω να διαβάσω τα παιδιά για το σχο- & [επίσ.] διαγεγραμμένος: (μτβ.) ❶ σβήνω κτ,
λείο. ❹ (μτφ.) αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κυρίως από γραπτό κείμενο: Η φράση δια-

Σύνθετα με δια-
κίνηση δια μέσου συναλλαγή μεταξύ χρονική διάρκεια μοιρασιά
ή προς όλες διακρατικός διανυκτέρευση διαμοιράζω
τις κατευθύνσεις διακυβερνητικός διανυκτερεύων
διαλαλώ διημερεύω
διαπλέω διημερεύων

99
TELIKO LEXIKO_ (10_2006).qxt 05-11-07 11:08 ™ÂÏ›‰·100

¢
διαγωνίζομαι
διάθλαση
Aã- Bã- °ã °YMNA™IOY E ƒª∏¡∂ÀΔπ∫√ § ∂•π∫√ Δ∏™ N ∂∞™ E §§∏¡π∫∏™

γράφηκε από το κείμενο. ❷ (για πρόσ.) διώ- βωμένη = φήμη: Κυκλοφορούν διαδόσεις ότι
‰È·ÁÂÁÚ·Ì̤ÓÔ˜ ➞ χνω κπ από οργανωμένο σύνολο: Διαγράφη- θα γίνουν απολύσεις.
‰È·Áڿʈ
‰È¿ÁÓˆÛË καν τα κομματικά στελέχη που διαφώνησαν. διαδικασία η: ❶ εκτέλεση μίας ενέργειας με συ-
‰È·ÁÓˆÛÙÈÎfi˜ ➞ ‰È¿ÁÓˆÛË ❸ παθ. σχηματίζομαι, φαίνομαι: Στον ορίζο- γκεκριμένα βήματα ή κανόνες: Η ~ έκδοσης
‰È·ÁÚ·Ê‹ ➞ ‰È·Áڿʈ
‰È·Áڿʈ ντα διαγράφεται η οροσειρά. ❹ παθ. (μτφ.) του πιστοποιητικού είναι απλή. ❷ (μτφ.) κτ
‰È·ÁÒÓÈ· ➞ ‰È·ÁÒÓÈÔ˜ φαίνομαι ότι θα συμβώ ή θα εξελιχθώ: Οι που απαιτεί πολύ κόπο ή χρόνο: Η θεώρηση
‰È·ÁˆÓ›˙ÔÌ·È
‰È·ÁÒÓÈÔ˜ προοπτικές διαγράφονται ευνοϊκές. διαγρα- των πιστοποιητικών είναι ολόκληρη ~. δια-
‰È·ÁÒÓÈÛÌ· ➞ ‰È·ÁˆÓ›˙ÔÌ·È


φή η (κυρ. στις σημ. 1 & 2). δικαστικός -ή -ό. διαδικαστικά (επίρρ.).
‰È·ÁˆÓÈÛÌfi˜ ➞ ‰È·Áˆ-
Ó›˙ÔÌ·È διαγωνίζομαι: (αμτβ.) συμμετέχω, συνήθως με
‰È·ÁˆÓÈÛÙÈÎfi˜ ➞ ‰È·Áˆ- άλλους, σε δοκιμασία: Σήμερα οι υποψήφιοι Η ΑΕ λ. διαδικασία, από το ρ. διαδικάζω, αναφερό-
Ó›˙ÔÌ·È
‰È·ÁˆÓ›ˆ˜ ➞ ‰È·ÁÒÓÈÔ˜ διαγωνίζονται στα μαθηματικά. διαγωνισμός ταν σε δίκη, παραπομπή σε δίκη ή δικαστική κρίση.
‰È·‰Â‰Ô̤ÓÔ˜ ➞ ‰È·‰›‰ˆ ο: δοκιμασία στην οποία υποβάλλονται κά-
‰È·‰¤¯ÔÌ·È
‰È·‰ËÏÒÓˆ ποιοι για να κερδίσουν κτ, όπως βραβείο, θέ- διαδίκτυο το: διεθνές δίκτυο υπολογιστικών
‰È·‰‹ÏˆÛË ➞ ‰È·‰ËÏÒÓˆ ση κτλ. διαγώνισμα το: γραπτή εξέταση στο συστημάτων που διευκολύνει την επικοινω-
‰È·‰Ëψً˜ ➞ ‰È·‰ËÏÒÓˆ
‰È·‰ËÏÒÙÚÈ· ➞ ‰È·‰ËÏÒÓˆ σχολείο. διαγωνιστικός -ή -ό. νία και παροχή ποικίλων υπηρεσιών = ίντερ-
‰È·‰›‰ˆ διαγώνιος -α & -ος -ο: ❶ αυτός που ενώνει δύο νετ. διαδικτυακός -ή -ό. διαδικτυακά (επίρρ.).
‰È·‰Èηۛ·
‰È·‰ÈηÛÙÈο ➞ ‰È·‰Èηۛ· απέναντι γωνίες. ❷ αυτός που κινείται πλά- διαδρομή η: ❶ η πορεία που κάνει κπ για να πά-
‰È·‰ÈηÛÙÈÎfi˜ ➞ ‰È·‰Èηۛ· για σε σχέση με μία ευθεία. διαγώνια & -ίως ει από ένα σημείο σε ένα άλλο, καθώς και η
‰È·‰ÈÎÙ˘·Î¿ ➞ ‰È·‰›ÎÙ˘Ô
‰È·‰ÈÎÙ˘·Îfi˜ ➞ ‰È·‰›ÎÙ˘Ô (επίρρ.): Το σπίτι του βρίσκεται ~ απέναντι απόσταση μεταξύ τους: Ακολουθήσαμε τη ~
‰È·‰›ÎÙ˘Ô από το δικό μου. διαγώνιος η: ΓΕΩΜ η διαγώ- δίπλα στο ποτάμι. Ήταν μεγάλη ~ και κου-
‰È¿‰ÔÛË ➞ ‰È·‰›‰ˆ
‰È·‰Ô¯‹ ➞ ‰È·‰¤¯ÔÌ·È νιος ευθεία. ραστήκαμε. ❷ (μτφ.) πορεία, εξέλιξη κπ: Η ~
‰È·‰Ô¯Èο ➞ ‰È·‰¤¯ÔÌ·È
‰È·‰Ô¯ÈÎfi˜ ➞ ‰È·‰¤¯ÔÌ·È
διαδέχομαι • αόρ. διαδέχθηκα: (μτβ.) ❶ (για γε- σας στο θέατρο είναι αξιοζήλευτη.
‰È¿‰Ô¯Ô˜ ➞ ‰È·‰¤¯ÔÌ·È γονότα, καταστάσεις) γίνομαι, συμβαίνω με- διαθέτω -τίθεμαι • αόρ. διέθεσα: (μτβ.) ❶ έχω κτ
‰È·‰ÚÔÌ‹
‰È¿ıÂÛË ➞ ‰È·ı¤Ùˆ
τά από κτ άλλο = ακολουθώ: Την καταιγίδα και μπορώ να το χρησιμοποιώ όπως θέλω: ~
‰È·ı¤ÛÈÌÔ˜ ➞ ‰È·ı¤Ùˆ διαδέχθηκε η ηρεμία. ❷ (για πρόσ.) παίρνω χρήματα /χρόνο /ικανότητες. ❷ έχω κτ και το
‰È·ıÂÛÈÌfiÙËÙ· ➞ ‰È·ı¤Ùˆ
‰È·ı¤Ùˆ
επίσημη θέση, αξίωμα μετά από κπ άλλο: δίνω σε άλλους για πάντα ή για να το χρησι-
‰È¿ıÏ·ÛË Άγνωστο είναι ποιος θα τον διαδεχθεί στην μοποιήσουν προσωρινά = παραχωρώ: Διέθε-
‰È·ıÏ·ÛÙÈÎfi˜ ➞ ‰È¿ıÏ·ÛË
εξουσία. διαδοχή η. διάδοχος -η -ο: αυτός σε στους φίλους του το σπίτι του για την εκ-
που διαδέχεται κπ ή κτ άλλο = ακόλουθος, δήλωση. ❸ πουλώ: Διέθεσαν στην αγορά
επόμενος. διάδοχος ο, η: ❶ πρόσωπο που προϊόντα σε χαμηλές τιμές. ❹ παθ. είμαι στην
διαδέχεται κπ σε αξίωμα ή θέση, που συνεχί- κατάλληλη ψυχική κατάσταση για να κάνω κτ:
ζει το έργο κπ. ❷ συνήθ. αρσ. το παιδί κπ, κυ- Δε ~ να βοηθήσω κανέναν.  σχ. θέτω. διά-
ρίως το πρωτότοκο. διαδοχικός -ή -ό: αυτός θεση η: ❶ α. ψυχική κατάσταση: καλή /κακή ~.
που γίνεται σε σειρά, μετά από κπ άλλο: Δια- β. (ειδικ.) καλή ψυχική κατάσταση = [οικ.] κέ-
δοχικές εικόνες μάς δίνουν την αίσθηση της φι: Δεν έχω ~ να βγούμε απόψε. ❷ πώληση:
κίνησης. διαδοχικά (επίρρ.). Άρχισε η ~ των εισιτηρίων για τη συναυλία. ❸
διαδηλώνω -ομαι: ❶ (αμτβ.) συμμετέχω σε πο- το να έχει κπ κτ και να μπορεί να το κάνει ό,τι
ρεία διαμαρτυρίας για συγκεκριμένο ζήτημα: θέλει: ~ χρόνου /χώρου /κερδών. διατεθειμένος
Χιλιάδες πολίτες διαδήλωσαν εναντίον του -η -ο: ❶ αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει
πολέμου. ❷ (μτβ.) εκφράζω δημόσια: ~ την κτ: Είναι ~ να μας βοηθήσει. ❷ αυτός που τη-
αντίθεσή της στην επίσημη γραμμή του κόμ- ρεί ορισμένη στάση απέναντι σε κπ: Είναι αρ-
ματος. διαδήλωση η: μαζική πορεία διαμαρ- νητικά ~ απέναντί μας. διαθέσιμος -η -ο: αυ-
τυρίας. διαδηλωτής ο, -ώτρια η. τός που είναι στη διάθεση κπ. διαθεσιμότητα
διαδίδω -ομαι • αόρ. διέδωσα, παθ. αόρ. δια- η: το να είναι κπ ή κτ διαθέσιμο(ς).
δόθηκα, μππ. διαδεδομένος: (μτβ.) ❶ κάνω κτ
γνωστό ή ενεργώ ώστε να γίνει γνωστό σε
 Η λ. διατεθειμένος προέρχεται από το ΑΕ διατε-
πολλούς: Διέδωσαν τα νέα παντού. Οι μαθη- θειμένος (μππ. του ρ. διατίθημι). Στα ΝΕ δε χρη-
τές του διέδωσαν τη θεωρία του. ❷ κάνω κτ σιμοποιείται ως μετοχή (με τη σημ. «έχω διατε-
να πάρει έκταση, να εξαπλωθεί: Η φωτιά θεί»), αλλά μόνο ως επίθ.
διαδόθηκε γρήγορα σε όλο το κτίριο. διάδο-
ση η: ❶ το να διαδίδει κπ κτ: ~ ιδεών /νόσου. διάθλαση η: ΦΥΣ αλλαγή της κατεύθυνσης ενός
❷ πληθ. πληροφορία που δεν είναι εξακρι- κύματος ή μίας ακτίνας φωτός, όταν περνά

100

You might also like