Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 181

ΒIΒΛIΟθΗΚΗ

ΤΖΑΙΗΜΣ Χ. ΤΣΑΙΗΖ 1

ΦΕΡΕΤΡΟ ΑΠΟ ΤΟ XONfΚ KONfΚ

Μετάφραση:
Ψ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Τυπογραφική διόρθωση:
ΠΑΝΝΗ ΚΟΥΦΟΥ

COPYRIGHT Ο James Had1ey Chase, 1962.


COPYRIGHT Ο PAPYROS GRAPIΠC ARΤS S.A. 1979
Γιά την tλληνική γλώσσα

Πρωτότυπη lκδoση:
JAMES Η . CHASE: Α COFFIN FROM HONG KONG

Στoιχειoθετήθηιc:ε dπό τή .ΦΩΤΟΣΕΤ ΕΠΕ. ιc:αί έιc:τυπώθηιc:ε στίς έγιc:ατα·


στάσεις τής .Πάπυρος - Γραφιιc:αί Τέχναι ΑΕ. Κηφισίας ιc:αί Άνδ. Πουρνά·
ρα 6 (Μαρούσι) - Ύπεύθυνος φωτοστοιχειοθεσίας Γιώργος Πάσσαρης.
ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΣΑΙΗΖ

ΦΕΡΕΤΡΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ψ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

11
ΠΑΠΥΡΟΙ - ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Α.Ε. ΑθΗΝΑI
"Βρήκα τήν πόρτα άνοιχτή...
Προχώρησα μέσα στό γραφείο μου μ' fva παράξενο nρoalσθημα,
πού μ' tκανε νά άνατριχιάσω. "Eσnρωξα τήν έσωτερική πόρτα.
ΚαΙ τότε την εΙδα.
Ήταν καθισμένη στην καρέκλα τών πελατών μου, καΙ φορούσε tva
στενό φόρεμα, σxImb καΙ στά δύο πλάγια, πού δφηνε γυμνούς
τούς μηρούς της. Ή1(�" νέα καΙ όμορφη. Δtν tδειχνε τρομαγμένη.
Στό στήθος της, μιά χοντρή κηλίδα αΙμα. Ήταν νεκρή ...

7
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

'Ήμουν hοιμος νό κλεΙσω τό γραφείο έκεΤνο τό βρόδυ, δ­


ταν χτύπησε τό τηλέφωνο. Ή ώρα �ταν tξη παρό δέκα. Ή μέ­
ρα εΙχε περόσει ότέλειωτη, χωρΙς έκπλήξεις καΙ χωρΙς κέρδη.
Κανένας έπισκέπτης. καΙ τό τaxυδΡOμεΤO �ταν δλο γιό πέταμα.
Δέν δνoιξa ούτε tva φόκελο. ΚαΙ νό, τώρα, τό πρώτο τηλεφώ­
,νημα:
Σήκωσα τό όκουστικό καΙ εΙπα:
«Νέλσον Ρόυαν»
Έκανα τή φωνή μου δσο μπορούσα πιό πρόθυμη καΙ ζωη­
ρή.
Καμμιό όπόντηση. "Ακουγα δμως. στήν δλλη δκρη τού σύρ­
ματος, τή μηχανή τού όεροπλόνου πού tβaζε μπρός. Ό θόρυ­
βος όκούστηκε πολύ δυνατός στό αύτl μου γιό μιό στιγμή, καΙ
μετό έλαπώθηκε όπότομα, λές καΙ αύτός πού μού τηλεφω­
νούσε εΙχε κλεΙσει τήν πόρτα τού θαλόμου του.
«'Ο κύριος Ρόυαν;» μΙλησε έπιτέλους.
'Αντρική φωνή: Βαρειό κοφτή.
«·Ακριβώς».
«ΕΙσθε Ιδιωτικός ντετέκτιβ;»
«ΚαΙ πόλι όκριβώς».
Έγινε δλλη μιό παύση. "Ακουσα τήν όργή, βαρειό όνόσα
του. 1σως κι αύτός ν' δκουγε τή δική μου. Μετό εΙπε:
«"Εχω μόνο λιγα λεπτό καιρό. ΕΙμαι στό όεροδρόμιο. θέλω
νό όναλόβετε μιό ύπόθεση».
"Απλωσα τό χέρι πρός τό μπλόκ μου.
9
«Τό όνομα καΙ r'ι διεύθυνσή σας;» ρώτησα.
«Τζών XόΡVΤΓOυϊK, λεωφόρος Κόννωτ 33».
Καθώς σημεΙωνα τό στοιχεία του, ρώτησα:
«ΚαΙ τΙ θέλετε όκριβώς. κύριε XόΡVΤΓOυϊK;»
«Θέλω νό προσέχετε τή γυναlκα μου».
"Εγινε δλλη μιό παύση, καθώς όπογειωνόταν καΙ δλλο όε­
ροπλόνο. "Επειτα εΤπε κότι πού δέν τό δκουσα μέσα στό θό­
ρυβο τών κινητήρων.
«Πώς ErnaTE, κύριε XόΡVΤΓOυϊK;»
ΠερΙμενε ώσπου νό όπογειωθη τό τζέτ καΙ μετό εΤπε, μι­
λώντας γοργό:
«Ταξιδεύω τακτικό δυό φορές τό, μηνα στή Νέα 'Υόρκη γιό
δουλειές. "Εχω μιό έντύπωση δτι όσο λεΙπω r'ι γυναlκα μου
δέν φέρεται καθώς πρέπεΙ. Θέλω νό τήν παρακολουθήσετε.
Θό γυρΙσω μεθαύριο τήν Παρασκευή. Θέλω νό ξέρω τΙ κόνει
δταν λεΙπω. Πόσο θό στοιχlση;»
Δέν ήταν τό εΤδος της δουλειδς πού θό όναλόμβανα εύχα-
ρΙστως, όλλό στό κότω - κότω ήταν καλύτερο όπό τό τΙποτα.
«ΤΙ δουλειό κόνετε, κύριε XόΡVΤΓOυϊK;»
Ή φωνή του όκούστηκε όνυπόμονη:
«ΕΙμαι στή Χέρρον, στό πλαστικό ... ».
Ή έταιρεΙα Χέρρον ήταν μιό όπό τΙς μεγαλύτερες έnΙXειρή­
σεις σ' αύτό τό τμημα της όκτης τού ΕΙρηνικού. Τό �να τέταρ­
το τού πλούτου τού Πασαντέτα ΣΙτυ ήταν aτό χέρια της
Χέρρον.
«Πενήντα δολλόρια τήν ι'ιμέρα καΙ τό έξοδό μου», εΙπα όνε­
βόζοντας κατό δέκα δολλόρια τή συνηθισμένη ταρΙφα μου.
«Έντόξει. Θό σδς στεΙλω όμέσως τριακόσια δολλόρια καΙ
βόλτε μπρός. Θέλω νό παρακολουθήσετε τή γυναίκα μου ό­
που κι δν πόη. "Αν μεΙνη σπΙτι, θέλω νό ξέρω ποιός τήν έπι­
σκέπτεται. Σύμφωνοι;»
Γιό τριακόσια δολλόρια, θό μπορούσα νό κόνω πολύ πε­
ρισσότεραl Άλλό εΙπα:
«ΣύμφωνοΙ. Θό ήθελα δμως νό σδς δώ, κύριε XόΡVΤΓOυϊK.
Θέλω νό γνωρΙζωμαι μέ τούς πελότες μου».
«ΚαταλαβαΙνω, όλλό μόλις τώρα πηρα αύτή τήν όπόφαση.

10
Πρέπει νό πόω στή Νέα 'Υόρκη. 'Αλλό θό σάς έπισκεφθώ τήν
Παρασκευή. Θέλω όπλώς νό ξέρω τΙ κόνει δταν λεlπω•.
«Μπορείτε νό εΤστε Ijσυχος. εΤπα καΙ σταμότησα γιατl έκεl­
νη τή στιγμή όπογειωνόταν κι δλλο τζέτ. «Θέλω μιό περιγρα­
φή της συζύγου σας, κύριε Χάρντγουϊκ •.
«Σάς εΤπα, λεωφόρος Κόννωτ 33... Πρέπει νό φύγω, μέ
φωνόζουν., εΤπε.
ΚαΙ τό τηλέφωνο Ικλεισε.
"Ε βαλα τό όκουστικό στή θέση του, καΙ πηρα Ινα τσιγόρο
όπό τό κουτl πόνω στό γραφείο μου. Τό δναψα μέ τόν όνα­
πτηρα τού γραφεlου, καΙ φύσηξα τόν καπνό πρός τόν όπέναντι
τοίχο.
ΕΤχα πέντε χρόνια πού Ικανα αύτή τή δουλειό καΙ στό διό­
στημα αύτό μού εΤχαν τύχει Ινα σωρό έκβιαστές καΙ φαρσέρ.
Αύτός ό Τζών Χόρντγουϊκ θό μπορούσε κόλλΙστα νό λέη ψέ­
ματα, όλλό εΤχα τήν έντύπωση δτι δέν Ιλεγε ψέματα. Φαινό­
ταν όπλώς βιαστικός. Μπορεί νό τόν βασόνιζε έπl μηνες ιΊ
όνησυχlα γιό τή γυναίκα του. Μπορεί ξαφνικό τώρα, πού t­
φευγε γιό δλλο Ινα ταξlδι, νό πηρε έπιτέλους τήν όπόφαση νό
τήν παρακολουθήση. Ήταν μιό πρόξη πού θό μπορούσε νό
τήν κόνη Ινας σύζυγος μέ ύποψlες-μιό παρόρμηση της στιγ­
μης. ΚαΙ δμως. δέν μού δρεσε αύτή ιΊ δουλειό. Δέν μού όρέ­
σουν 0\ φωνές πού δέν Ιχουν κορμl. Δέν μού όρέσουν ΟΙ τη­
λεφωνικές γνωριμlες. Θέλω νό ξέρω μέ ποιόν Ιχω νό κόνω.
ΚαΙ τούτος έδώ παραηταν βιαστικός. ΚαΙ κόπως ταραγμένος...
Καθώς ξανακοlταξα τό στοιχεία πού τού εΤχα πόρει, δκουσα
βήματα στό. διόδρομο. "Επειτα Ινα χτύπημα aτό τζόμι της
πόρτας μου, καΙ ιΊ πόρτα δνοιξε.
UΕνας ταχυδρόμος όκούμπησε στό γραφείο μου Ινα παχύ
φόκελο καΙ μού δπλωσε τό μπλόκ πού κρατούσε γιό νό ύπο-
γρόψω. Ήταν '''Εξπρές''. .
Ό ταχυδρόμος η ταν νεαρός μέ φακlδες καΙ φαινόταν νό t­
χη όκόμη έκείνο τόν ένθουσιασμό γιό τή ζωή πού Ινοιωθα νό
φεύγη όπό μένα μέ τό χρόνια. Καθώς ύπέγραφα, τό βλέμμα
του πλανήθηκε μέ ένδιαφέρον στό σκονισμένο γραφείο μου,
aτόν λεκέ στό ταβόνι, στή φαγωμένη καρέκλα τών πελατών,
11
στό ι'ιμερολόγιο μέ τό γυμνό στόν τοίχο.
Μόλις ι!φυγε, δνοιξα τόν φόκελο. Περιείχε τριόντα χαρτο­
νομlσματα τών δέκα δολλαρlων. Σέ μιό σκέτη κόρτα ηταν
γραμμένες μέ τή γραφομηχανή αύτές οΙ λέξεις:
«'Από τόν Τζών XόΡVΤΓOυίK, λεωφόρος Κόννωτ 33, Πα­
σαντένα Σlτu».
Γιό μιό στιγμή ι!μεινα κατόπληκτος. Πώς μοϋ ι!στειλε τό λε­
φτό τόσο γρήγορα; "Επειτα .:ιπέθεσα δτι θό εΤχε λογαριασμό
στήν έταιρεΙα '''Εξπρές'', καΙ θό τούς τηλεφώνησε όμέσως με­
τό όπό μένα. Τό γραφεία της '''Εξπρές'' ηταν στό διπλανό τε­
τρόγωνο όπό τό δικό μου.
πηρα τόν τηλεφωνικό κατόλογο κι δρχισα νό ψόχνω τούς
XόΡVΤΓOυίK. Δέν .:ιπηρχε κανένας Τζών XόΡVΤΓOυϊK. Σηκώθη­
κα όπό τό γραφείο μου καΙ πηγα στό ρόφι νό πόρω τόν όδηγό
τών δρόμων. Ό όδηγός ι!λεγε δτι στή .. λεωφόρο Κόννωτ νού­
μερο 33 δέν ι!μενε κανένας Τζών XόΡVΤΓOυϊK, όλλό κόποιος
Τζόκ Σ. Μόυερς. υΙός.
Τό πράγμα γινότανε παρόξενο. Θυμήθηκα δτι ι'ι λεωφόρος
Κόννωτ ηταν lνας όπόμερος δρόμος στόν λόφο της Πόλμα,
κόπου τρΙα μΙλια όπό τό κέντρο της πόλεως.
Ήταν όπό τΙς γειτονιές δπου ΟΙ δνθρωποι νοlκιαζαν τό σπl­
τια τους καΙ ΟΙ Τδιοι ζοϋσαν όλλοϋ, 1\ ι!καναν διακοπές. Μπορεί
νό συνέβαινε κότι τέτοιο μέ τόν XόΡVΤΓOυϊK. 1σως νό ηταν
κανένας όνώτερος .:ιπόλληλος της Χέρρον καΙ ι!μενε μέ νοίκι
στό σπΙτι τού Μόυερς. ώσπου νό χτιστη τό δικό του.
Δέν εΤχα πόει στή λεωφόρο Κόννωτ παρό μόνο μιό φορό.
Ή συνοικlα εΤχε κτιστη όλόκληρη σχεδόν μετό τόν πόλεμο.
Δέν .:ιπηρχε σ' αύτή τΙποτα τό ΙδιαΙτερο. Έκτός Τσως όπό τήν
ωραΙα θέα πρός τήν πόλη καΙ πρός τή θόλασσα, καΙ ι'ι ι'ισυχΙα
της. Τό σπΙτια ηταν μισό όπό τούβλα, μισό όπό ξύλο.
υοσο πιό πολύ σκεφτόμουν αύτή τή δουλειό, τόσο λιγότερο
μού δρεσε. Δέν εΤχα ούτε τήν περιγραφή της γυναlκας πού
mρεπε νό παρακολουθήσω. "Αν δέν εΤχα πόρει τό τριακόσια
δολλόρια, δέν θό καταmανόμουν καθόλου μέ τήν ύπόθεση,
όλλό μιό καΙ τό εΤχα λόβει πιό - καΙ μόλιστα συστημέναl -
σκέφτηκα δτι ι!ΠΡΕΠε νό κόνω κότι.
12
ΚλεΙδωσα τό γραφείο μου, διέσχισα τό χώλ, κλεΙδωσα καΙ
τήν έξωτερική πόρτα καΙ τράβηξα πρός τό όσανσέρ.
Ό γεΙτονός μου στό διπλανό γραφείο, ένας χημικός. όγωνι­
ζόταν όκόμη νό βγόλη τό ψωμl του. "Ακουγα τή δυνατή, βα­
ρειό φωνή του νό ύπαγορεύη στό μαγνητόφωνο ι'j σέ κόποια
γραμματέα.
Κατέβηκα μέ τό όσανσέρ στό Ισόγειο, πέρασα στήν απέ­
ναντι μεριό τού δρόμου καΙ χώθηκα στό ΚουΤκ Σνόκ Μπόρ, ό­
που τρώω συνήθως. Ρώτησα τόν Σπόρροου, τόν μπόρμαν, δν
εΤχε σόντουϊτς μέ ζαμπόν καΙ κοτόπουλο καΙ παρόγγειλα δύο.
Ό Σπόρροου, ψηλός καΙ νευρικός σόν πουλΙ, μέ μιό τούφα
λευκό μαλλιό, ρωτούσε πόντα γιό τΙς δουλειές μου. Δέν ηταν
κακός τύπος. καΙ όπό καιρό σέ καιρό τόν κατέκλυζα μέ ψευτιές
γιό τρομερές περιπέτειες πού δήθεν μού εΤχαν τύχεΙ.
«Δουλειό όπόψε, κύριε Ρόυαν;» μέ ρώτησε μέ κέφι, καθώς
έτοΙμαζε τό σόντουϊτς.
«'Ακριβώς», τού εΤπα. «Θό περόσω τή νύχτα μέ τή γυναίκα
ένός πελότη, γιό νό δώ μήπως κόνη καμμιό τρέλα».
Τό στόμα του δνοιξε διόπλατο όπό κατόπληξη.
«Γεγονός; ΚαΙ πώς εΤναι; Καλή;»
«Έχεις όκούσει γιό τήν Λiζ ΤαΙυλορ;»
Κούνησε τό κεφόλι σκύβοντας πόνω όπό τόν πόγκο καΙ
όνασαΙνοντας βαρειό.
«"Εχει ς ύπ' δψη σου τή ΜαΙριλυν Μονρόε;»
Ξεροκατόπιε.
«ΚαΙ βέβαιαΙιι
Τού χαμογέλασα:
«"Ε, λοιπόν, δέν μοιόζει οΟτε στή μιό οΟτε στήν δλληιι.
Μού έκλεισε τό μότι. Μετό κατόλαβε ξαφνικό δτι τόν πεΙ-
ραζα καΙ έσκασε στό γέλια.
«Μέ δουλεύετε, έ; Έγώ φταΙω... Πήγαινα γυρεύοντας».
«Κουνήσου, Σπόρροουιι, τού εΙπα. «Πρέπει νό βγόλουμε τό
ψωμΙ μας».
"Ε βαλε τό σόντουϊτς σέ μιό σακούλα.
«Κύριε Ρόυανιι, εΤπε καθώς μού έδινε τό πακέτο, «μήν κό­
νετε τΙποτα δν δέν πόρετε τό λεπτό μπροστόιι.
13
Ή ώρα �ταν έπτό παρό εΤκοσι. Μπηκα στό αύτοκlνητό μου
καΙ τρόβηξα γιό τι') λεωφόρο Κόννωτ. Δέν ι'jμOυν βιαστικός.
Καθιίις ι!μπαινα στόν όνηφορικό δρόμο πρός τόν λόφο, ό ι'j­
λιος ι!δυε πΙσω όπό τι')ν κορυφι').
Τό μπόνγκαλοους της λεωφόρου Κόννωτ εΤχαν δλα γρασl­
δι καΙ πρόσινα θόμνα στι')ν πρόσοψή τους. Πέρασα όργό μέ τό
αύτοκlνητο μπροστό όπό τόν όριθμό 33. Καμμιό δεκαριό μέ­
τρα πιό πέρα ύπηρχε χώρος γιό παρκόρισμα, μέ ύπέροχη θέα
της θόλασσας. Σταμότησα έκεί, ι!σβησα τι') μηχανι'), καΙ πέρα­
σα όπό τό κόθισμα τού όδηγού στό διπλανό. 'Από τι') θέση αύ­
τι') ι!βλεπα καθαρό τι') μεγόλη έξιίιπορτα τού 33.
Δέν εΤχα νό κόνω τΙποτα δλλο όπό τό νό περιμένω. Ήμουν
πολύ καλός σ' αύτό. "Οποιος εΤναι τρελός καΙ διαλέγει �να
έπόγγελμα σόν τό δικό μου, πρέπει νό εΤναι όπλισμένος μέ
ύπομονι') Ίιίιβ.
Μέσα σέ μιό ώρα πέρασαν τρΙα ι'j τέσσερα αύτοκlνητα. ΟΙ
όδηγοl, δντρες πού γύριζαν όπό τΙς δουλειές δπου κέρδιζαν τό
ψωμl τους, μέ κοlταξαν καθιίις περνούσαν. ΈλπΙζω νό ι!μοιαζα
μδλλον μέ κόποιον πού περιμένει τι') φιλενόδα του καΙ όχι μέ
μαντρόσκυλο πού παρακολουθεί τι') γυναίκα τού πελότη του.
ΔΙπλα όπό τό αύτοκlνητό μου πέρασε μιό κοπέλα μέ πολύ
στενό παντελόνι καΙ πουλόβερ. "Ενα σκυλόκι προχωρούσε χο­
ρεύοντας μπροστό της, καΙ πι')γαινε όπό δέντρο σέ δέντρο γιό
φυσικι') του όνόγκη. Ή κοπέλα μέ κοlταξε καθιίις τι') χόιδευα κι
έγιίι μέ τό βλέμμα. Βρήκε δτι δέν δξιζα καΙ πολύ, ένώ έγιίι πl­
στευα τό όντΙθετο γι αύτι'). Χόθηκε μέσα στό σκοτόδι κι ι!μει­
να μελαγχολικός.
Κατό τΙς έννιό εΤχε νυχτιίισει γιό τό καλό. "Εβγαλα τό πακέ­
το μου κι ι!φαγα τό σόντουϊτς. "Η πια καΙ μιό γουλιό ούίσκι όπό
τό μπουκόλι πού φυλόω στι') θήκη τού αύτοκινι')του.
Ήταν μιό ότέλειωτη, όνιαρι') όναμονι'). Ή έξιίιπορτα τού 33
ι!μενε όκΙνητη σόν ταφόπετρα. Τιίιρα δμως ή νύχτα μέ βοη­
θούσε νό πόρω έγιίι τι')ν πρωτοβουλlα. Βγηκα όπό τό αύτοκl­
νητο καΙ διέσχισα τό δρόμο. "Ανοιξα τό �να φύλλο της έξιίι­
πορτας καΙ ι!ριξα μιό ματιό μέσα. ΕΤδα �να μικρό περιποιημένο
κήπο, καΙ μπόρεσα νό διακρΙνω τι')ν πρασιό, μερικό λουλούδια,
14
καΙ ένα δρομόκι πού κατέληγε στό μπόνγκαλοου, ένα ξύλινο
σπΙτι μέ κότι σόν βερόντα μπροστό. .
Τό μπόνγκαλοου �ταν στό σκοτόδι. "Εβγαλα τό συμπέρα­
σμα δτι θό �ταν Ι!ρημο. Γιό νό βεβαιωθώ Ι!κανα ένα κύκλο γύ­
ρω του, όλλό δέν ύπήρχε κανένας φώς. ούτε στό πΙσω μέρος.
Γύρισα στό αύτοκlνητο όπογοητευμένος. ΦαΙνεται δτι δέν
πρόλαβε ό κύριος Χόρντγουϊκ νό φύγη γιό τό όεροδρόμιο καΙ
ι'ι κυρΙα του ξεπόρτισε όμέσως.
Δέν μπορούσα τώρα νό κόνω τΙποτε δλλο παρό νό περιμέ­
νω μέσα στή νύχτα μέ τήν έλπΙδα δτι θό γύριζε. Μέ βόρος
τριακοσlων δολλαρlων στήν συνεΙδησή μου, πήρα μιό δνετη
στόση, καΙ περΙμενα...
Γύρω στΙς τρείς τό πρωl μέ πήρε ό ύπνος.
ΟΙ πρώτες όκτΙνες τού �λιoυ τρύπησαν τό παρμπρΙζ καΙ μέ
ξύπνησαν όπότομα. Ό σβέρκος μου πονούσε βασανιστικό, ι'ι
ρόχη μου εΤχε πιαστή, καΙ τό χειρότερο μέ βασόνιζε ένα συ­
ναΙσθημα ένοχής γιό τΙς τρείς ι1ρες πού κοιμήθηκα όντl νό κό­
νω αύτό πού roPEnE γιό νό ξεπληρώσω τό τριακόσια δολλό­
ρια.
uEva φορτηγό μέ γόλατα όνέβαινε τό δρόμο. Κοlταζα τόν
ύπόλληλο καθώς σταματούσε μπροστό σέ κόθε πόρτα, Ι!μπαι­
νε στήν αύλή καΙ δφηνε τό μπουκόλια μέ τό γόλα. Πέρασε χω­
ρΙς νό σταματήση όπό τό 33, καΙ μετό σταμότησε μπροστό
μου γιό ν' όφήση τό γόλα στό 35.
Μόλις βγήκε, πήγα κοντό του. Ήταν ένας ι'ιλικιωμένος δν­
τρας πού τό πρόσωπό του Ι!δειχνε πΦς εΤχε δουλέψει σκληρό
στή ζωή του καΙ εΤχε κουραστή. Μέ κοlταξε έξεταστικό, όκΙνη­
τος μέ τό μπουκόλια κρεμασμένα στό συρμότινο δΙχτυ πού
κρατούσε.
«Ξέχασες τό 33», τού εΤπα. «UΟλοι πήρανε γόλα έκτός όπό
τό 33».
Μέ κοlταξε πόλι μέ περιέργεια.
«ΛεΙπουνε», εΤπε. «ΚαΙ τΙ σέ νοιόζει έσένα;»
Κατόλαβα δτι δέν ηταν όπό τούς τύπους πού μιλδνε εύχα­
ρΙστως. Δέν εΤχα καμμιό όρεξη νό τόν δώ νό φωνόζη τήν
όστυνομlα γιό τό χατηρι μου, κι Ι!τσι Ι!βγαλα τήν κόρτα μου καΙ
15
τού τι'ιν Ι!δειξα. Τι'ιν έξέτασε μέ μεγόλη προσοχι'ι, κι έπειτα
σφυρΙζοντας όνόμεσα στό δόντια του μού την Ι!δωσε πόλι.
«Δέν δΙνεις γόλα στό 33;. ρώτησα.
«ΚαΙ βέβαια δΙνω. Άλλό τώρα λεΙπουν γιό Ι!να μήνα•.
«ΠοιοΙ μένουν έδώ;ι
Σκέφτηκε τι'ιν όπόντηση πού θό Ι!δινε.
«'Ο κύριος καΙ .., κυρΙα Μάυερς •.
«Ναι' όλλό τώρα εΤναι ό κύριος καΙ.., κυρΙα Χάρντγουίκ, όπ'
δ:τι ξέρω».
Άκούμπησε κατά γής τό σύρμα μέ τό μπουκάλια καΙ Ι!-
σπρωξε τι'ιν τραγιάσκα του πρός τά πΙσω.
«Αύτι'ι τι'ι στιγμή δέν μένει κανεΙς έδώ, φΙλει, εΤπε.
"Εξυσε τό μέτωπό του.
«"Αν Ι!μενε κανεΙς θά τό r"ιξερα. 'Ο κόσμος π(νει γάλα, καΙ τι'ι
διανομι'ι τι'ιν κάνω έγώ έδώ πέρα. Στό 33 δέν όφι'ινω γάλα,
γιατΙ δέν μένει κανεΙς έδώ αύτόν τόν μήνα•.
«Κατάλαβα., εΤπα χωρΙς νά lXW καταλόβει γρΙ. «Άλλά ό κύ­
ριος Μάυερς δέν νοΙκιασε τό σπΙτι του σέ κάποιον δλλο;»
«'Οχτώ χρόνια φέρνω τό γάλα στόν κύριο Μάυερς. Ποτέ
δέν νοΙκιασε τό σπΙτι του σέ κανένα. Άλλά κάθε χρόνο φεύγει
αύτόν τό μήνα».
Σι'ικωσε όπό κάτω τό σύρμα μέ τά μπουκόλια. Φαινόταν δτι
εΤχε βαρεθή νό μέ βλέπη μπροστό του καΙ r"ιθελε νό τόν όφι'ι­
σω "συχο.
«Δέν lχεις ύπ' δψη σου κανέναν Τζών Χόρντγουϊκ σ' αύτή
τή γειτονιό;. ρώτησα χωρΙς νό έλπΙζω.
«"Οχι, κανένα. Θό τόν r"ιξερα, δν ύπηρχε. Τούς ξέρω δλους».
Κούνησε τό κεφόλι του, πήγε στό φορτηγό του καΙ συνέχι­
σε τήν παρόδοση στό 37.
Ή πρώτη μου σκέψη ηταν μήπως δέν εΤχα γρόψει σωστά
τή διεύθυνση, όλλό μετό θυμήθηκα δτι τήν εΙχε γρόψει καΙ ό
Χάρντγουίκ στό σημεΙωμα.
Τότε γιατΙ μέ πλήρωσε τριακόσια δολλόρια, γιά νό κόθωμαι
lξω όπό Ι!να δδειο σπΙτι; Μπορεί νό εΤχε δδικο ό γαλατός, όλ­
λό φαινόταν νά ξέρη καλά τή δουλειά του.
πηγα πάλι στόν όριθμό 33, καΙ lσπρωξα τό lva φύλλο ΤΙ;ς
16
πόρτας. Στό φώς της αύγης. δέν χρειαζόταν νά πάω κοντά γιά
νά καταλάβω δτι τό σπΙτι ήταν όδειανό. Τά παράθυρα ήταν
σφαλισμένα μέ τά παντζούρια, πράγμα πού δέν εΤχα προσέξει
τή νύχτα. UΟλο τό μπάνγκαλοου Ιδειχνε Ιρημο καΙ έντελώς
όκατοlκητο.
Ξαφνικά όνατρΙχιασα. Μήπως αύτός ό Τζών Χάρντγουϊκ μέ
εΤχε στεΙλει σ' αύτό τό έρημικό σπΙτι γιά νά όπαλλαγη όπό τήν
παρουσlα μου γιά δώδεκα ώρες; Μήπως μοΟ εΤχε δώσει τά
τριακόσια δολλάρια γιατl �θελε νό μέ κρατήση, γιά κάποιο λό­
γο, μακριά όπό τό γραφείο μου; "Ημουν λοιπόν τόσο σπου­
δαίος ώστε καΙ μόνο ι'ι όπουσlα μου νά όξΙζη δλα αύτά τά χρή­
ματα; Ξαφνικά μοΟ γεννήθηκε ι'ι έπιθυμΙα νά γυρΙσω όμέσως
στό γραφείο μου. ΚαΙ έπl πλέον �θελα νά ξυριστώ, νά κάνω l­
να ντούς καΙ νά πιώ Ινα δυνατό καφέ.
"Ετρεξα στό αύτοκlνητό μου, καΙ τό όδήγησα γοργά πρός
τόν κατήφορο. Τόσο πρωl, ι'ι κΙνηση στούς δρόμους ήταν έλά­
χιστη, καΙ κατάφερα νά φτάσω στό γραφείο μου τήν ώρα πού
τό ρολόι τοΟ δρόμου σήμαινε έφτό, Βγηκα όπό τό αύτοκlνητο,
μπηκα στό χώλ. δπου ό θυρωρός κρατοΟσε νυσταλέα μιά
σκούπα καΙ μουρμούριζε lva σωρό βρισιές μέσ' όπό τά δόντια
του. Μέ κοlταξε σά νά �θελε νά μέ σκοτώση καΙ μετά μοΟ
γύρισε τή ράχη. Ό δνθρωπος αύτός μισοΟσε δλο τόν κόσμο,
καΙ πρώτα όπ' δλους τόν έαυτό του,
'Ανέβηκα στό τέταρτο πάτωμα, καΙ βάδισα γοργά ώς τήν δ­
κρη τοΟ διαδρόμου, δπου ίιπηρχε ή πόρτα μου μέ τή γνώριμη
έπιγραφή:
ΝΕΛΣΟΝ PAVAN ΙΔΙΩΤιΚΟΣ ΝΤΕΤΕΚΤιΒ.
"Εβγαλα τά κλειδιά μου, όλλό μετό σκέφτηκα νά γυρΙσω τό
πόμολο της πόρτας, Ή πόρτα ηταν ξεκλεΙδωτη, κι δμως θυμό­
μουν καλά δτι τήν εΤχα κλειδώσει τήν νύχτα, δταν Ιφυγα, "Ε­
σπρωξα τήν πόρτα μέ δύναμη, καΙ κοlταξα τό χώλ μου, δπου
ύπηρχε Ινα τραπέζι μέ κουρελιασμένα περιοδικά, τέσσερις
καρέκλες μέ δερμάτινη έπένδυση, καΙ Ινα μικρό χαλl γιά δ­
σους όπό τούς πελάτες μου εΤχαν εύαΙσθητα πόδια.
Ή έσωτερική πόρτα πού όδηγοΟσε στό γραφείο μου ηταν
μισάνοιχτη. Κι δμως. τήν εΤχα κλειδώσει κι αύτή πρΙν φύγω.

17
Μέ Ι!να ρΙγος. τr'ιν Ι!σπρωξα ν' όνolξη διόπλατα.
Καθισμένη στr'ιν καρέκλα τών πελατών, μέ τό πρόσωπο
στραμμένο πρός τό μέρος μου, ε1δα μιό νεαρr'ι Κινέζα μέ γλυ­
κό πρόσωπο, μέ τό χέρια της σταυρωμένα πολύ όδέξια. ΦΟ­
ρούσε μιό πρόσινη - όσημl φούστα, σKΙστr'ι καΙ όπό τΙς δυό
πλευρές, πού δφηνε νό φαΙνωνται ΟΙ όμορφες γόμπες της.
Φαινόταν γαλήνια, δέν Ι!δειχνε κόν Ι!κπληξη. 'Από τή μικρή κη­
λΙδα τού αΤματος πόνω όπό τόν όριστερό μαστό της Kατόλαβa
δτι τήν ε1χαν πυρoβoλr'ισει γοργό καΙ μέ έπιδεξιότητα. Τόσο
γοργό, πού δέν πρόλαβε ούτε νό τρομόξη. UΟποιος καΙ δν τή
σκότωσε. ε1χε κόνει τή δουλειό του μέ πολλή τέχνη, μέ μα­
στοριό.
Περπατώντας σόν νό ι'ιμουν βυθισμένος στό νερό όπό τή
μέση καΙ κότω, προχώρησα στό δωμότιο καΙ δπλωσα τό χέρι
στό παγωμένο πρόσωπό της. Πρέπει νό ήταν νεκρή όρκετές
ώρες.
ΠiΊρα μιό μεγόλη, βαθειό όνόσα, δπλωσα τό χέρι μου στό
τηλέφωνο καΙ κόλεσα τήν όστυνομlα.

11
Καθώς περΙμενα τούς όστυφύλακες, Ι!ριξα μιό πιό προσε­
κτική ματιό στή νεκρή έπισκέπτριό μου όπό τήν 'ΑσΙα. Πρέπει
νό ήταν 23 ι'ι 24 χρονών, καΙ φαινόταν δτι δέν τiΊς Ι!λειπαν τό
χρήματα. Τό σκέφτηκα αύτό, γιατl τό ρούχα της φαΙνονταν
όκριβό, ΟΙ κόλτσες της ήταν όπό πραγματικό νόυλον καΙ τό πα­
πούτσια της όλοκαlνουργιο. Ήταν πολύ περιποιημένη: Τό νύ­
χια της ήταν δψογα καΙ τό μαλλιό της καλοχτενισμένα. Δέν
μπορούσα νό ξέρω ποιό ήταν. Δέν ε1χε τσόντα. 'Υπέθεσα δτι
θό τήν εΤχε πόρει ό δολοφόνος. Δέν τό χωρούσε τό μυαλό
μου δτι μιό τόσο καθώς πρέπει γυναlκα μπορούσε νό κυκλο­
φopiΊ χωρΙς τσόντα.
18
Άφού λοιπόν όποφόνθηκα δτι �ταν όνώνυμη, πηγα στό
χώλ μου καΙ κόθησα σέ μιό καρέκλα νό περιμένω τό βήματα
στόν διόδρομο πού θό μού l.λεγαν δτι φτόνουν τό παιδιό. Δέν
χρειόστηκε νό περιμένω πολύ. Δέκα λεπτό μετό τό τηλεφώ­
νημό μου l.πεσαν δλοι όπόνω μου σόν τό μυρμήγκια πού όνα­
κόλυψαν l.να κομμότι ζόχαρη.
'0 τελευταίος πού l.φτασε �ταν ό έπιθεωρητής Ντόν
Ρέτνικ. Τόν l.βλεπα στή χόση καΙ στή φέξη έδώ καΙ τέσσερα
χρόνια. ΕΤχε όδύνατα, πονηρό χαρακτηριστικό, σόν όλεπού,
καΙ τό ρούχα του �ταν πόντα καλοσιδερωμένα. '0 μόνος λό­
γος πού εΤχε αύτή τήν καλή θέση στήν όστυνομlα της πόλεώς
μας �ταν δτι εΤχε παντρευτη τήν κόρη τού δημόρχου. Κατό τ'
δλλα �ταν τόσο χρήσιμος στήν όστυνομlα μας δσο εΤναι χρή­
σιμη μιό τρύπα στόν πότο ένός κουβδ. Εύτυχώς γιό λόγου
του, δέν l.γινε κανένα σπουδαίο l.γκλημα στήν Πασαντένα όφ'
δτου όνέλαβε αύτή τή θέση. Ή ύπόθεση αύτή ηταν ό πρώτος
φόνος πού γινόταν έδώ όφ' δτου ό Ντόν Ρέτνικ προήχθη όπό
τελευταίο τροχό της όμόξης σέ όστυνόμο.
Άλλό πρέπει νό τό όμολογήσω: Στήν δψη, αύτός �ταν ό πιό
όστυνομικός όπ' δλους. "Εμοιαζε σωστό λαγωνικό, καθώς
περπατούσε τώρα δΙπλα στόν όρχιφύλακα Πόλσκι. κι δς μή
μπορούσε νό λύση ούτε lva σταυρόλεξο όπό παιδικό περιοδι­
κό.
Ό όρχιφύλακας Πόλσκι �ταν lνας μεγαλόσωμος δντρας μέ
χοντρό, πλαδαρό πρόσωπο. μικρό ματόκια, καΙ δυό πελώριες
γροθιές πού σού l.διναν τήν έντύπωση δτι δέν έκτελούσαν
τόν προορισμό τους παρό μόνο δταν l.ρχονταν σέ έπαφή μέ
τό σαγόνι ένός κακοποιού. ΕΤχε όκόμη λιγότερο μυαλό καΙ όπό
τόν Ρέτνικ - δν εΤναι δυνατόν Ι - όλλό δ,ΤΙ τού l.λειπε σέ εύ­
φυΤα, τό κέρδιζε στό ποντlκια πού εΤχε στό μπρότσα του.
Κανένας τους δέν μέ κοlταξε καθώς μπηκαν στό γραφείο
μου. Σταμότησαν μπροστό στή νεκρή κοπέλα καΙ τήν κοlταξαν
κόμποση ώρα σόν νό περΙμεναν νό τούς μιλήση. Ό Πόλσκι
ύπογρόμμιζε τό όξΙωμα του μέ μεγαλόπρεπες κινήσεις, ένώ ό
Ρέτνικ ηρθε κοντό μου στό δλλο δωμότιο.
Φαινόταν κόπως όνήσυχος, σόν νό εΤχε χόσει τό νερό του.
19
«'Οκέυ, παληκόρι» μοΟ λέει «πές μας τώρα τήν Ιστορlα
σου. ΕΤναι πελότισσό σου;»
Τό παπούτσια του �ταν καλογυαλισμένα, καΙ τό χτυποΟσε
νευρικό στό πότωμα.
«Δέν Ιχω Ιδέα ποιό εΤναι καΙ τΙ θέλει», εΤπα. «Τή βρήκα δ­
πως τή βλέπεις, μόλις δνοιξα τήν πόρτα τό πρωl».
ΜασοΟσε τήν δκρη τοΟ πούρου του καθώς μέ κοιτοΟσε
προσπαθώντας νό κόνη τό βλέμμα του σκληρό.
«Τέτοια ωρα όνοlγεις συνήθως;»
ΤοΟ εΤπα δλη τήν Ιστορlα χωρΙς νό κρύψω τΙποτα. Ό Πόλ­
σκι πού εΤχε τελειώσει τήν παρόστασή του στούς όστυφύλα­
κες στό δλλο δωμότιο, στόθηκε κι αύτός στήν πόρτα καΙ μέ δ­
κουγε.
«Μόλις όνακόλυψα δτι τό μπόνγκαλοου �ταν όδειανό, ήρ­
θα έδώ κατευθεΤαν», εΤπα τελειώνοντας. «Κατόλαβα δτι κότι
συνέβαινε, όλλό δέν περΙμενα αύτόll.
«ΠοΟ εΤναι ι'ι τσόντα;ιι εΤπε ό Ρέτνικ.
« Δέν ξέρω. υοσο σας περΙμενα, Ιψαξα νό τή βρώ, όλλό τl­
ποτα... Πρέπει νό εΤχε τσόντα. 1σως νό τήν πήρε ό δολοφό­
νοςll.
"Εξυσε τήν δκρη τοΟ πηγουνιοΟ του, Ιβγαλε τό σβησμένο
ποΟρο όπό τό στόμα του, τόν κοlταξε, καΙ μετό τό ξανόβαλε.
«ΤΙ ήταν έκείνο πού σ' Ικανε νό τή σκοτώσης, παληκόρι
μου;ιι εΤπε τελικό.
Αύτός ό Ρέτνικ ήταν όπΙθανοςl 'Από τή στιγμή πού τηλε­
φώνησα στήν όστυνομlα, τό �ξερα κιόλας δτι θό �μoυν ό ιJπ'
όριθμόν fva ύποπτος γι' αύτόν.
«'Ακόμη κι δν εΤχε τόν όδόμαντα τοΟ Κοχινώρ», εΤπα ιJπo­
μονετικό, «δέν θό �μoυν τόσο r'ιλlθιoς νό τή σκοτώσω έδώ
μέσα γιό νό της τόν πόρω. Θό τήν παρακολουθοΟσα ως τό
σπΙτι της καΙ θό τό κανονlζαμε έκείll.
«ΚαΙ πώς τό έξηγεΤς δτι βρέθηκε έδώ μέσα ένώ εΤχες κλει-
δώσει δλες τΙς πόρτες, δπως λές;»
«Ύπόρχει μιό πιθανή έξήγηση».
Τό μότια του στένεψαν. "Εγειρε τό κεφόλι του στό πλόl.
«Γιό νό τήν όκούσουμε... ».
20
«Ύποπτεύομαι δτι αύτή ι'ι γυναlκα ζητούσε έμένα. Κόποιος,
πού εΤπε δτι όνομόζεται Τζών XόΡVΤΓOυϊK,δέν ι'\θελε νό !ρθη
αύτή έδώ καΙ νό μού μιλήση. Δέν ξέρω τΙ ι'\θελε νό μού πη" Klι­
νω όπλώς μιό ύπόθεση. Ύποθέτω λοιπόν δτι ό XόΡVΤΓOυϊK μ'
!στειλε !ξω σ' lva όδειανό μπόVΓKαλOOυ γιό νό εΤναι βέβαιος
δτι θό Ιλειπα δταν θό έρχόταν ι'ι κοπέλα. Ύποθέτω δτι έδώ
τήν περΙμενε ό Τδιος. ΟΙ κλειδαριές μου δέν εΤναι σπουδαίες.
Δέν θό δυσκολεύτηκε ν' όνοΙξη τΙς πόρτες. θό καθόταν Τσως
στό γραφεΤο μου δταν μπηκε τό θυμα. Τό γεγονός δτι δέν φαΙ­
νεται τρομαγμένη μέ κόνει νό πιστεύω δτι δέν γνώριζε αύτόν
τόν τύπο. ΠΙστευε πώς ι'\μουν έγώ. Μόλις εΤπε δ,ΤΙ εΤχε νό πη,
τή σκότωσε. Τό Ικανε γρήγορα καΙ μέ τέχνη. Δέν πρόλαβε
κόν νό όλλόξη τήν Ικφραση τού προσώπου της».
Ό Ρέτνικ κοlταξε τόν Πόλσκι.
«"Αν δέν προσέξουμε, τούτος έδώ θό μάς κλέψη τή δου­
λειό μας».
Ό Πόλσκι Ιβγαλε κότι όπό τό βόθος της μασέλας του καΙ
τό Ιφτυσε στό ώραίο μου xαλi. Δέν μΙλησε. Αύτός δέν Ιλεγε
λόγια. Ήταν έπαγγελματΙας όκροατής.
Ό Ρέτνικ Ιμεινε σκεφτικός. ΕΤχε ζαρώσει τό μέτωπό του
στήν προσπόθεια νό συλλόβη τό θέμα. Τελικό εΤπε:
«Νό σού πώ τΙ βρωμόει σ' αύτή τήν ύπόθεση, παληκόρι
μου. Αύτός ό τύπος σού τηλεφώνησε όπό τό όεροδρόμιο, πού
όπέχει δυό μΙλια όπό δώ. "Αν λές τήν όλήθεια, Ιφυγες όπό τό
γραφείο σου λΙγο μετό τΙς lξη. Μέ δλη αύτή τήν κΙνηση, δέν
μπορεί νό Ιφτασε πρΙν όπό τΙς έφτόμιση. 'Ακόμη καΙ δν �ταν
φόντασμα, πόλι θό δυσκολευόταν νό διασχΙση τούς δρόμους
έκεΙνη τήν ώρα. Αύτή δέν θό έρχόταν έδώ νό σέ βρη στήν τύ­
χη. Θό Ιπρεπε πρώτα νό σού τηλεφωνήση».
«ΚαΙ πού ξέρεις δν δέν τηλεφώνησε; Μπορεί νό τηλεφώ­
νησε, καΙ νό της όπόντησε ό XόΡVΤΓOυϊK όπό τό γρqφείο μoυ�
Μπορεί νό της εΤπε δτι τήν περΙμενα καΙ δτι ΙπρετJt νό Ιρθη.
όμέσως».
'Από τό ύφος του κατόλαβα δτι εΤχε θυμώσει μ{τόν έαυτό
του γιατΙ εΤχε όνοΙξει τό στόμα του νό μιλήση πρΙν τό σκεφτη
δλα αύτό.
21
Στήν πόρτα φόνηκε ό γιατρός μέ δυό νοσοκόμους καΙ μέ τό
κλασικό φορείο.
Ό Πόλσκι παραμέρισε ένοχλημένος όπό τό πέρασμα καΙ
όδήγησε μέσα τόν γιατρό, �να όνθρωπόκι κοντό μέ πρόσωπο
στυφό καΙ κΙτρινο σόν λεμόνΙ.
·0 Ρέτνικ διόρθωσε τήν καρφΙτσα πού συγκρατούσε τή
γραβότα πόνω στό πουκόμισό του.
«Δέν πρέπει νό δυσκολευτούμε στήν έξακρΙβωση», εΤπε
σόν νό μιλούσε στόν έαυτό του. «"Οταν μιό Κινέζα εΤναι τόσο
δμορφη δσο αύτή έδώ, δέν μπορεΤ νό περνδ όπαρατήρητη.
Πότε εΤπες δτι θό έρχόταν νό σέ δη αύτός ό Χόρντγουϊκ;»
«Αύριο, Παρασκευή».
«Λές νό �ρθη;»
«ΆποκλεΙεται!»
Κούνησε τό κεφόλι του.
«Βέβαια... ».
ΚοΙταξε τό ρολόι του, μετό χασμουρήθηκε .
... «ΦαΙνεσαι χόλια. Δέν πδς νό πιης �ναν καφέ; Μήν πδς
μακριό, καΙ μήν όνοΙγεις τό στόμα σου. Σέ μισή ωρα πόνω -
κότω θό εΤμαι �τoιμoς νό σέ δώ».
Δέν γελόστηκα ούτε γιό �να λεπτό. Δέν όνησυχούσε γιό
μένα. ·Απλώς �θελε νό μέ βγόλη όπό τή μέση.
«ΣΙγουρα μού χρειόζεται καφές», εΤπα. «Μπορώ νό πόω
aπΙτι καΙ νό κόνω �να ντούς;»
«Ποιός νοιόζεται γιό τήν καθαριότητα τώρα;» εΤπε. «Μόνο
καφέ, καΙ νό ξέρουμε πού θό εΤσαι».
Κατέβηκα μέ τό όσανσέρ στό Ισόγειο. Ήταν μόλις όχτώ
παρό efKOOI κι δμως κόμποσοι δνθρωποι εΤχαν μαζευτη κιόλας
καΙ κοΙταζαν τό όσθενοφόρο καΙ τό τέσσερα αύτοκΙνητα της
όστυνομΙας πού εΤχαν παρκόρει μπροστό στό κτΙριο. Καθώς
περπατούσα πρός τό ΚουΤκ Σνόκ Μπόρ, δκουσα πΙσω μου βα­
ρειό βήματα. Δέν γύρισα νό δώ. Τό μόνο πού σκεφτόμουν η ­
ταν νό πιώ καφέ, �στω καΙ ύπό όστυνομική έπιτήρηση.
Μπηκα στό μπόρ καΙ κόθησα βολικό πόνω σ' �να σκαμνΙ.
Ό Σπόρροοu, μέ τό μότια γουρλωμένα, ξεκόλλησε όπό τό τζό­
μι, δπου KoΙτaζε �ξω δλα έκείνα τό περιπολικό, καΙ μέ κοΙταξε
22
μέ μεγόλο θαυμασμό, γεμότος όνυπομονησlα.
«ΤΙ τρέχει, κύριε Ρόυαν;»
«Καφέ. Μαύρο, σκέτο καΙ γρήγορα», εΤπα, «καΙ δυό αύγό
τηγανητό μέ ζαμπόν.
Ό χοντρός όατυφύλακας μέ τό πολιτικό πού μέ παρακο­
λουθούσε δέν μπήκε μέσα ατό μπόρ. Στόθηκε ατήν πόρτα,
όπ' δπου μπορούσε νό μέ βλέπη.
ΣφΙγγοντας τό δόντια του γιό νό μή φωνόξη όπό τή χαρό
του, ό Σπόρροου έτοlμαζε σπασμωδικό δ,ΤΙ τού εlπα.
«Σκοτώθηκε κανεΙς, κύριε Ρόυαν;» ρώτησε καθώς Ισπαζε
τό αύγό ατό τηγόνι.
«ΤΙ ωρα κλεΙνεις τό βρόδυ;» ρώτησα λοξοκοιτόζοντας τόν
όατυφύλακα πού μέ κοιτούσε ότενώς πΙσω όπό τό τζόμι.
«ΣτΙς δέκα όκριβώς», εΤπε ό Σπόρροου; καΙ τού ξέφυγε Ινας
σπασμός όπό τήν όγωνΙα του νό μόθη. «Μό τΙ γΙνεται έκεί Ι­
ξω, κύριε Ρόυαν;»
«Σκοτώθηκε μιό Κινέζα».
'Ήπια λΙγο καφέ. Ήταν δυνατός. περΙφημος.
«Τή βρήκα μέσα ατό γραφεΤο μου πρΙν όπό μισή ωρα».
Τό μήλο τού Άδόμ δρχισε νό χορεύη ατό λαιμό του.
«Δέν μέ κοροϊδεύετε, κύριε Ρόυαν;»
«UΟπως σέ βλέπω καΙ μέ βλέπεις».
Τέλειωσα τόν καφέ καΙ Ισπρωξα τό φλυτζόνι πρός τό μέ-
ρος του.
«"Αλλον Ινα».
«Κινέζα;»
«Ναι' Μή μέ ρωτδς. uO,TI ξέρεις έσύ, ξέρω κι έγώ. Εlδες
καμμιό Κινέζα νό μπαΙνη ατό κτΙριο τού γραφεΙου μου λιγη ω­
ρα όφ' δτου Ιφυγα;»
Κούνησε τό κεφόλι του, καθώς μού γέμιζε τό φλυτζόνι.
«"Οχι, κύριε Ρόυαν. Πρέπει νό τήν Ιβλεπα δν μπήκε πρΙν
κλεΙσω. Κοlταζα διαρκώς Ιξω, δέν εΤχα δουλειό χτές τό βρό­
δυ».
"Αρχισα νό Ιδρώνω. Εlχα δλλοθι μέχρι τΙς όχτώμιση. UΩς
τήν ωρα δηλαδή πού πέρασε δΙπλα μου ή κοπέλα μέ τό σκυ­
λόκι. Ύπολόγιζα δτι ή Κινέζα πρέπει νό εlχε φτόσει έκεΙνη τήν
23
ώρα στό γραφείο μου. ·Από τΙς όχτώμιση καΙ πέρα, ό μόνος
πού ύπiΊρxε γιό νό βεβαιώση δτι πέρασα τή νύχτα �ξω όπό τό
δδειο μπόνγκαλοου τού κυρΙου Μόυερς ηταν ό έαυτός μου.
«Πρόσεξες κανένα ξένο νό μπαΙνη στό ΚΤΙΡΙΟ όπό τήν ώρα
πού �φυγα ώς τήν ώρα πού �Kλεισες;.
«Δέν νομlζω. Κατό τΙς έννιό, ό θυρωρός κλεΙδωσε δπως
συνήθως•.
Μού σερβΙρισε τό ζαμπόν μέ τό αύγό.
«Ποιός τή σκότωσε;.
«Δέν ξέρω».
ΕΤχα όρχΙσει νό χόνω τό κέφι μου. Αύτή ή Ιστορlα fuaιpve
κακό δρόμο. "Ηξερα τόν Ρέτνικ. Άρπαζόταν όπ' δ,ΤΙ �βρισKε.
"Αν δέν μπορούσα νό βρώ �να ότρόνταχτο δλλοθι τό εΤχα πο­
λύ σκούρα.
«Δέν μπορεί νό πέρασε καΙ νό μήν τήν εΤδες, �;)I
«Μμμ... Δέν κοlταζα συνεχώς �ξω όπό τό τζόμι. Μπορεί καΙ
νό πέρασε•.
Δυό δντρες μπiΊKαν καΙ παρόγγειλαν μπρέκφαστ. Ό �νας
ρώτησε τόν Σπόρροου τΙ συνέβαινε. Μού �ριξε μιό ματια, καΙ
εΤπε δτι δέν εΤχε Ιδέα. Ό �νας όπό τούς δυό, παχύς καΙ μέ
πέτσινο σακόκι, εΤπε:
«Κόποιον χτυπήσανε. Δέν βλέπεις τό όσθενοφόρο;»
"Εσπρωξα τό πιότο. Μού ήταν όδύνατο νό φόω πιό. Τέ-
λειωσα τόν καφέ, καΙ κατέβηκα γλιστρώντας όπό τό σκαμνΙ.
Ό Σπόρροου μέ κοlταξε σόν tνοχος.
«Κύριε Ρόυαν; Τρέχει τΙποτα;»
«Δέν �xω δρεξη)l, όπόντησα. «Βόλτο στόν λογαριασμό».
BγiΊKα tξω στόν δρόμο. Ό πελώριος όστυφύλακας στόθη-
κε μπροστό μου.
«Γιό πού τδβαλες φΙλε;»
«Γιό τό γραφείο μου)l, εΤπα. «"Εχεις όντΙρρηση;»
.(Οταν εΤναι hοιμος ό όστυνόμος. θό σού πώ. Πήγαινε νό
καθήσης μέσα σ' tva όπό έκεΤνα τό αύτοκΙνητα».
ΠiΊγα σ' tva όπό τό περιπολικό καΙ κόθησα στό πΙσω κόθι­
σμα. Καμμιό σαρανταριό δνθρωποι πού περιεργόζονταν ώς
τώρα τό όσθενοφόρο, tστρεψαν δλοι τήν προσοχή τους σέ

24
μένα. "Αναψα /!να τσιγάρο καΙ προσπάθησα νά τούς όγνοι'ισω.
Καθόμουν έκεΤ καπνΙζοντας. καΙ σκεφτόμουν τό παρόν καΙ
τό παρελθόν, όλλά δέν δφηνα τό μυαλό μου νά πετάξη στό
μέλλον. ·Οσο περισσότερο σκεφτόμουν τι'ι θέση μου, τόσο λι­
γότερο εύχάριστη τι'ιν Ιβρισκα.
"Επειτα όπό μιά ώρα σχεδόν, ΟΙ δυό νοσοκόμοι βγl'ιKαν Ιξω
κουβαλώντας τό φορεΤο. Κάτω όπό τό σκέπασμα, ι'ι Κινέζα
φαινόταν μικροσκοπικι'ι, σάν παιδΙ Τό πλι'ιθος Ικανε τόν συ­
νηθισμένο θόρυβο πού κάνουν τά πλι'ιθη δταν βλέπουν κάτι
μακάβριο. ΟΙ νοσοκόμοι ιβaλαν τό φορείο μέσα στό όσθενο­
φόρο, πού ξεκΙνησε όμέσως. ΛΙγο όργότερα βγl'ιKε καΙ ό για­
τρός, μπl'ιKε στό αύτοκlνητο καΙ όκολούθησε τό όσθενοφόρο.
'Ακολούθησε δλλη μιά μεγάλη περΙοδος όναμoνl'ις, καΙ με­
τά φάνηκαν νά βγαΙνουν όπό τό κτΙριο τά παιδιά τl'ις Διώξεως
Άνθρωποκτονlας. Ό /!νας Ικανε νόημα στόν μεγαλόσωμο
όστυνομικό πού στεκόταν καΙ μέ κοlταζε. Mπl'ιKαν δλοι στά
αύτοκlνητα κι Ιφυγαν. Ό μεγαλόσωμος όστυφύλακας δνοιξε
τι'ιν πόρτα καΙ μού Ιγνεψε μέ τό δάχτυλο:
«ΔρόμοΙ Σέ θέλει ό έπιθεωρητι'ιςι.
Καθώς περνούσα στό όπέναντι πεζοδρόμιο βρέθηκε δΙπλα
μου ό ΤζαΙη ΟύαΙηντ, ό γεΙτονάς μου ό χημικός. πού μόλις εΤχε
βγl'ι άπό τό αύτοκlνητό του. Μπι'ικαμε μαζl στό όσανσέρ.
Ήταν τρΙα - τέσσαρα χρόνια μικρότερος όπό μένα. Άθλητι­
κός τύπος έπιστι'ιμονα, μέ κοντά μαλλιά, ι'ιλιοψημένο δέρμα
καΙ ζωηρά μότια. Κάπου - κόπου συναντιόμαστε στό όσανσέρ
καΙ όνταλλάσσαμε λΙγες κουβέντες. 'Όπως ό Σπάρροου, μ' Ι­
βλεπε κι αύτός σάν παράξενο ζώο, λόγω τού έπαγγέλματός
μου. Συχνά μέ ρωτούσε γιά τΙς περιπέτειές μου. Στό σύντομο
χρόνο πού εrχαμε στι'ι διάθεσι'ι μας στό όσανσέρ, τού Ιλεγα
περιληπτικά τά Τδια ψέματα πού έτοlμαζα γιά τόν Σπάρροου.
«ΤΙ τρέχει;» μέ ρώτησε καθώς τό όσανσέρ δρχιζε ν' όνε­
βαΙνη όργά πρός τό τέταρτο πάτωμα.
«Σι'ιμερα τό πρωl βΡI'ιKα μιά Κινέζα νεκρι'ι μέσα στό γρα­
φείο μουι, εΙπα. (Ι'Η όστυνομlα Ιχει όναστατωθl'ιι,
Μέ κοlταξε κατάματα.
«Νεκρι'ι;ι
25
«Κόποιος τήν πυροβόλησε».
ΟΙ πληροφορlες μου ήταν πολύ τρομερές γιό νό τΙς κατα-
νοήση όμέσως.
«θέλετε νό πητε δτι τήν δολοφόνησαν;»
«ΝαΙ. δν προτιμάτε τήν τεχνική όρολογlα».
«Πώ, πώ... Γιό δνομα τού θεούl»
«Κι έΥώ lμεινα κατόπληκτος».
«Ποιός τό lKave;»
«"ΑΙ 'Ιδού ή όπορlα... τι ωρα φύγατε όπό τό γραφείο σας
χτές τό βρόδυ; Δέν εΤχατε φύγει δταν lφυγα έγώ... »
«Κατό τΙς έννιό, τήν ωρα πού κλεΙδωνε ό θυρωρός».
«'Ακούσατε πυροβολισμό;»
«Κύριε έλέησονl»
«"Οταν φύγατε, προσέξατε μήπως ύπηρχε φώς στό γρα­
φείο μου;»
«Δέν ύπηρχε. Μό δέν σάς άκουσα νό φεύγετε κατό τΙς �­
ξη;»
«'Ακριβώς».
."Αρχιζα νό τρέμω. Αύτή ή Κινέζα εΤχε δολοφονηθη μετό τΙς
'έννιό. Τό άλλοθΙ μου ηταν Ισχνό σόν τσιγαρόχαρτο.
Τό όσανσέρ σταμότησε στό τέταρτο. Βγήκαμε. ·Από τό
διαμέρισμό μου lpxoVTav ό θυρωρός καΙ ό όρχιφύλακας Πόλ­
σκΙ. Ό θυρωρός μέ κοιτούσε σόν νό �μoυν δικέφαλο τέρας.
Μπήκαν στό όσανσέρ καΙ χόθηκαν πρός τό κότω.
«Φσντόζομαι δτι θό lXETE πολλή δουλειό», εΤπε ό Ούαlηντ,
κοιτόζοντας τόν όστυφύλακα πού στεκόταν στήν πόρτα τού
γραφεΙου μου. «"Αν μπορώ νό κόνω τlποτα ... »
«Εύχαριστώ», εΤπα. «θό σάς εΙδοποιήσω».
Τόν άφησα, πέρασα δlπλα στόν όστυφύλακα, καΙ μπηκα
στό χώλ μου. Άν έξαιρέσης τΙς γόπες πού ηταν σκόρπιες παν­
τού, έκτός όπό τό τασόκια, τό δωμότιο φαινόταν lρημο. Προ­
χώρησα στό γραφείο μου.
Στήν πολυθρόνα μου καθόταν ό έπιθεωρητής PέΤVΙK. Μέ
κοlταξε μέ τό συνηθισμένο του βλέμμα, μόλις μπήκα, καΙ μετό
μού lδειξε νό καθήσω στήν καρέκλα τών πελατών. Στή ρόχη
της ύπήρχε �νας μαύρος λεκές όπό αΤμα. Δέν μού άρεσε νό
26
τόν όγγΙξω, κι tTOI κόθησα στό,μπρότσο της καρέκλας.
«"Εχεις δδεια όπλοφορlας;. μΙ ρώτησε.
« ΝαΙ».
«Τ! δπλο tχεις;ιι
« Άστυνομικό τών 38 •.
'Άπλωσε τήν παλόμη του.
«Δώσ' το».
« ΕΤναι στό πόνω δεξιό συρτόρι., εlπα.
Μέ κοlταξε γιό λΙγο, καΙ μετό τρόβηξε τό χέρι του.
«Δέν εΤναι. "Εψαξα τό γραφείο σου •.
Άντιστόθηκα στόν πειρασμό νό σκουπlσω tvav κόμπο
κρύου Ιδρώτα πού κυλούσε στό σβέρκο μου.
« ' Ε κεί tnPEne νό βρΙσκεται •.
"Ε βγαλε �να πούρο όπό μιό θήκη μέ χοιρόδερμα, τό ξετύλι­
ξε όπό τή ζελατΙνα του, τρύπησε τήν δκρη του μ' �να σπίρτο,
καΙ τό tχωσε στό στόμα του. Σ' δλο αύτό τό διόστημα τό μα­
τόκια του μέ τρυπούσαν σόν καρφΙτσες.
« Π υροβολήθηκε μέ πιστόλι τών 38., εΤπε. «'Ο Ιατροδικα­
στής λέει δτι πέθανε γύρω στΙς τρείς τό πρω!. Λοιπόν, Ρόυαν,
δς όφήσουμε τ' όστεία l Tf εΤχε έπιτέλους στήν τσόντα της αύ­
τή ή Κινέζα;»
Κρατώντας μέ δυσκολlα τήν ψυχραιμΙα μου, εΤπα:
« Μ πορεί νό σού φαΙνωμαι βλόκας, μπορεί νό πιστεύης δ,ΤΙ
θέλεις, όλλό δέν φαιντόζομαι νό tχης τήν έντύπωση δτι σκό­
τωσα μιό πελότισσα μέσα στό γραφείο μου μέ τό Ιδιο μου τό
πιστόλι, όκόμη κι δν εΤχε στήν τσόντα της δλο τό χρυσόφι τού
Φόρτ Ν όξ».
"Αναψε τό πούρο καΙ φύσηξε �να σύννεφο καπνού πρός τό
πρόσωπό μου.
«Δέν ξέρω. Μπορεί καΙ νό τό tκανες. Μπορεί νό txης έτοι­
μόσεl δλλοθl. Άλλό θό δούμε !.
Στή φωνή του δμως δέν ύπηρχε πολλή βεβαιότητα.
«"Αν τήν εΤχα σκοτώσει., συνέχισα, «θό "ξερα πότε πέθα­
νε. Δέν θό σού tδινα �να δλλοθι γιό τΙς όχτώμιση. θό μαγεί­
ρευα �να γιό τίς τρείς•.
Κινήθηκε όνήσυχα στήν πολυθρόνα μου. Νόμιζα δτι γιό μιό

27
στιγμή δκουσα τό μυαλό του νό δουλεύ η όργό καΙ έπώδυ να.
«τ! Ικανε στό γραφείο σου τέτοια ώρα μές στή νύχτα;)
«Θέλεις νό κόνω κι δλλες ύποθέσεις;»
«"Ακουσε, Ρόυαν, αύτή ή πόλη εΙχε πέντε χρόνια νό δη φό­
νο. Πρέπει νό βρώ κότι νό πώ στΙς έφημερΙδες. "Αν lχης τίπο­
τα Ιδέες, εΤμαι πρόθυμος νό τΙς όκούσω. Βοήθησέ μας καΙ θό
σέ βοηθήσω κι έγώ. Θό μπορού σα νό σέ συλλόβω καΙ νό σέ
ρΙξω στή φυλακή μέ δλα αύτό τό στοιχεία πού lχουμε έναν­
τΙον σου. Άλλό σού δΙνω τήν εύκαιρΙα ν' όποδεlξης δτι κόνω
λόθος. Έ μπρός. λέγε».
« Πού ξέρεις δν δέν ηταν όπό τό Ιόν ΦραντζΙσκο καί δχι
ΟΟό έδώ; Πού ξέρεις δν δέν "θελε νό μού μιλήση έπειγόντως;
Μή μέ ρωτδς γιατl δέν μπορού σε νό πόη σέ �να Ιδιωτικό ντε­
τέκτιβ στό Ιόν ΦραντζΙσκο. Π ές δτι δέν μπορούσε. 'Υπόθεσε
τώρα δτι πηρε τό όεροπλόνο γιό νό lρθη έδώ καΙ νό μού μιλή­
ση. Δέν μπορούσε νό lρθη έδώ πρίν φύγω, καί γι' αύτό θό
μού τηλεφωνούσε. Ό Χόρντγουϊκ, πού φρόντι σε νό μέ όπο­
μακρύνη, ηταν έδώ καΙ σήκωσε τό τηλέφωνο. ·Οταν έκείνη l­
φτασε στό όεροδρόμιο, πηρε �να ταξί καΙ ηρθε έδώ. Ό
Χόρντγουϊκ δκουσε δσα εΤχε νό τού πη, δηλαδή νό πη σέ μέ­
να, καΙ μετό τή σκότωσε».
« Μ έ τό πιστόλι σου;»
«Μέ τό πιστόλι μου» .
«Ή εΤσοδος τού κτιρΙου κλειδώνεται στΙς έννιό. Π ώ ς μπό­
ρεσε νό μπη ό Χόρντγουϊκ καΙ ή Κινέζα;»
Ό Χόρντγουϊκ πρέπει νό lφτασε λΙγο μετό τή δική μου
όναχώρηση. "Ηξερε δτι έγώ "μουν πιό μακριό καΙ δέν όνησυ­
χού σε. Κόθησε στό γραφείο μου καΙ περΙμενε. 'Όταν lφτασε
ή ώρα νό lρθη ή Κινέζα, κατέβηκε κότω καΙ της δνοιξε όπό
μέσα. 'Δέν εΤναι δύσκολο. ΕΤναι μιό όπλή κλειδαριό Γιέηλ» .
« Έ σύ lπρεπε νό γρόφης σενόρια ! » εΤπε στυφό. «Αύτή εΤ­
ναι ή Ι στορlα πού θό πης καΙ στούς ένόρκους;»
« ΆξΙζει νό τό έλέγξουμε. "Αν πέρασε όπό τό όεροδρόμιο,
κόποιος θό τήν εΤδε. ΟΙ ταξιτζηδες πρέπει νό τή θυμούνται».
«Καί δν συνέβη δπως τό λές, ποιός μπορεί νό μέ βεβαιώση
δτι ό Χόρντγουϊκ δέν εΤσαι σύ;»

28
«Δέν εΙναι δγνωστος. "Αν ρωτήσης τήν έταιρεία Έξπρές, θό
' β ΡιΊς τόν νεαρό πού μού �φερε τό τριακόσια δολλόρια. "Η ­
μουν Ιξω όπό τό νούμερο 33 τής λεωφόρου Κόννωτ όπό τΙς
έφτόμιση ώς τΙς έννιό. "Επειτα, μολονότι έξακολουθούσα νό
βρίσκωμαι έκεί δέν πέρασε δΙπλα μου παρό μόνο �να αύτοκl­
νητο, καΙ δέν ξέρω δν μέ εΤδε ό όδηγός. Στίς �ξη τό πρωl 1'1-
μουν όκόμη έκεί, καΙ μπορεί νό σού τό βεβαιώση ό γαλατάς».
«Τό μόvο πού μ' ένδιαφέρει εΤναι πού ι'jσOυν όνόμεσα στή
μΙα καΙ στΙς τέσσερις σήμερα τό πρωl».
«"Η μουν �ξω όπό τό 33, στή λεωφόρο Κόννωτ» .
Σήκωσε τούς ώμους.
«Τώρα, γιό νό συμπληρώσουμε τό τυπικό, γιό νό δώ τί �­
χεις στΙς τσέπες σου».
'Αναποδογύρισα τΙς τσέπες μου βγόζOVΤας όπό μέσα συνη­
θισμένα όvτΙKεlμενα. Τό κοlταξε χωρΙς ένδιαφέρον.
«"Αν εΤχα κλέψει τήν τιμή της», εΤπα όγανακτημένος, «δέν
θό τήν κουβαλούσα στήν τσέπη μου» .
Σηκώθηκε.
« Μ ή φύγης όπό τήν πόλη. Δέν �xω όνόγκη όπό πολλό στοι­
χεία όκόμη γιό νό σέ ρΙξω στή φυλακή. Π ρόσεχεl»
Βγήκε �ξω όπό τό γραφείο μου, διέσχι σε τό χώλ καΙ προ­
χώρησε στόν διόδρομο. "Αφησε καΙ τΙς δυό πόρτες διόπλατα
όνοιχτές.
Μ όζεψα τό ύπόΡXOVΤό μου καΙ τό �βαλα πόλι στήν τσέπη
μου. "Εκλεισα τήν πόρτα μέ δύναμη, κόθησα στήν καρέκλα
μου ,καΙ δναψα �να τσιγόρο. Τή στιγμή αύτή δέν εΤχαν καμμιό
όπόδειξη έναvτloν μου, όλλό εΤχαν πολλό ύποπτα στοιχεία. "0-
λα έξαρτιόVΤαν όπό τό τΙ θδβρισκαν στΙς προσεχείς λΙγες 11-
ρες. ΕΤχα μιό περΙεργη έVΤύπωση δτι ό δολοφόνος θό μού t­
κανε κι δλλο κακό. Πόνω στήν κρίσι μη στιγμή θό �ριxνε μπρο­
στό στό πόδια τους κόποια «όπόδειξη» όκόμη γιό τήν ένοχή
μου. Κι αύτό θό ξεχείλιζε τό ποτήρι έναvτloν μου. Λόγου χό­
ρη, μπορεί νό τοποθετούσε τό πιστόλι μου κόπου, δπου θό τό
�βρισKε ό PέΤVΙK, καΙ θό ύποψιαζόταν όμέσως έμένα.
Σηκώθηκα όπό τήν πολυθρόνα μου. Δέν ηταν ώρα νό κό­
θωμαι καΙ νό τραβώ τό μαλλιό μου. ΕΤχα δουλειό.

29
ΚλεΙδωσα τό γραφείο καΙ τράβηξα γιό τό όσανσέρ. Π Ισω
όπό τό θαμπό γυαλl της πόρτας τού ΤζαΙη ΟύαΙηντ διέκρινα τή
σκιά τού Ρέτνι κ. Μιλούσε μέ τόν ΟύαΙηντ μαζεύοντας στοι­
χεία έναντfoν μου.
Κατέβηκα στό Ισόγειο, βιαζόμουν. "Η θελα πολύ νά πιώ �να
ποτήρι ούlσκυ. Δέν ηταν συνήθειό μου νά πΙνω πρίν όπό τΙς �­
ξη, άλλά σήμερα ι'ι περΙmωση ήταν εΙδική. Χώθηκα μέσα στό
αύτοκlνητό μου, καΙ δνοιξα τό ντουλάπι. Καθώς δπλωνα τό χέ­
ρι μου νά πιάσω τό μπουκάλι, όνατρΙχιασα, καΙ ι'ι καρδιά μου
χοροπήδησε μέσα στό στηθος μου, ένώ τό στόμα μου στέ­
γνωσε ξαφνικό σάν ξεροπήγαδο.
Μέσα στό ντουλάπι τού αύτοκινήτου μου, δίπλα στό τιμόνι,
βρισκόταν τό όστυνομι κό μου πιστόλι τών 38 καΙ μιά γυναι­
κεΙα τσόντα άπό δέρμα σαύρας.
Έμεινα όκΙνητος. κοιτάζοντας τά τρομερά εύρήματά μου,
καθώς Ινα ρίγος κατέβαινε στή σπονδυλική μου στήλη. Αύτή
ι'ι κομψή τσάντα άνηκε στήν Κινέζα, δπως τό κεφάλι μου άνη­
κε στόν λαιμό μου.

111

Στό πΙσω μέρος της διευθύνσεως της άστυνομlας, ύπόρχει


μιά μεγόλη αύλή πού περιβάλλεται όπό �να τοίχο ϋψους δυό­
μιση μέτρων. Έδώ ή άστυνομlα παρκάρει τά περιπολικά της,
τό ήμιφορτηγό πού μεταφέρουν όστυφύλακες στΙς διαδηλώ­
σεις καΙ τΙς ταραχές. καΙ τά δλλα γοργά αύτοκίνητα πού φέρ­
νουν τούς εΙδικούς σέ κάθε τόπο έγκλήμστος ι'Ί άνωμαλίας.
Σέ μιά γωνιά ύπάρχει μιά μεγάλη έπιγραφή μέ χοντρά κόκ­
κινα γράμματα σέ λευκό φόντο, πού λέει δτι τό πάρκιγκ εΤναι
μόνο γιά όστυνομικά αύτοκίνητα.
Μπηκα μέ τό αύτοκίνητό μου άπό τήν όνοιχτή πόρτα. καί
τταρκάρισα δίπλα ο' Ινα περιπολικό. Μόλις �oβηoα τή μηχανή,

30
φάνηκε δΙπλα μου �νας άστυφύλακας, μέ τό Ιρλανδικό μούτρο
του κατακόκκινο άπό θυμό.
«"Εέέ ! Δέν ξέρεις γράμματα;)) μού φώναξε, σάν νά ι'ιμουν �­
να μΙλι μακριά.
«Ξέρω)), εΙπα, «διαβάζω άκόμη κα! τΙς μεγάλες λέξεις)).
Φαινόταν �τoιμoς νά έκραγη. Γιά �να λεπτό δνοιγε κι Ικλει­
νε τό στόμα του προσπαθώντας νά βρη λέξεις κατάλληλες γιά
τήν περΙσταση.
Π ρΙν προλόβη νά άνοιξη τό στόμα του, τού χαμογέλασα
άπό τό άνοιχτό παράθυρο τού αύτοκινήτου μου.
«'Ο έπιθεωρητής Ρέτνικ μού εΙπε νά παρκάρω έδώ. "Αν l­
χης άντΙρρηση, πήγαινε νά τού τό πης, άλλά δν βρης τόν μπε-
.
λό σου, δέν θά φταΙω έγώ)).
Μ έ κοlταζε μέ ϋφος άνθρώπου πού κατάπιε μιά σφή κα.
· ΕπΙ δυό δευτερόλεπτα μέ παρατηρούσε κουνώντας τό στόμα
του, καΙ μετά άπομακρύνθηκε.
"Ε μεινα έκεί κάπου erKOaI λεπτά, κοιτάζοντας μπροστά μου,
τό διάστημα, δταν �να αύτοκlνητο ηρθε καΙ παρκάρισε σέ
άπόσταση τριών μέτρων άπό μένα. 'Ο Ρέτνικ βγηκε Ιξω καί
όρχισε νά προχωρΙ; πρός μιά άπό τΙς πόρτες άπ' δπου Ι μπαι­
νες στό κτΙριο της άστυνομι κης διευθύνσεως.
« Κύριε έπιθεωρητά)) .
Δέν ϋψωσα τή φωνή μου, άλλό μέ δκουσε. Μέ κοlταξε πά­
νω άπ' τόν ι1μο του. Στάθηκε άλύγιστος, σάν νά εΤχε καταπιΙ;
�να σπαθί, καΙ μετά ηρθε πρός τό μέρος μου μέ γοργά βήμα­
τα.
«τι διάολο κάνεις έδώ;)) μέ ρώτησε.
« Έ σάς περιμένω)), εΤπα.
Τό σκέφθηκε, καθώς μέ κοιτού σε έρευνητικά.
«'ΟρΙστε, έδώ εΙμαι. Λοιπόν;))
Βγηκα άπό τό αύτοκίνητο.
Στάθηκε πάλι έντελώς άκΙνητος καΙ άνέπνεε βαρειά μέ τεν­
τωμένα τά ρουθούνια του. Τά μάτια του πρέπει νά Ικαιγαν
άπό τήν Ινταση μέ τήν όποΙα μέ κοlταζε.
« Γιατl νά τό ψάξω, παλληκάρι μου;))
«"Η θελες νά μάθης τί άπέγινε ή τσάντα της Κινέζας πού πυ-

31
ροβόλησα στό γραφείο μου μέ τό πιστόλι μοιι, �τσι δέν εΤναι;
Δέν τήν βρηκες στό γραφείο μου ούτε στήν τσέπη μου, 'Υπο­
θέτω δτι ή όστυνομlα �πρεπε νά σκεφτη νά ψάξη καΙ τό α ύτο­
κΙνητό μου γιά περισσότερα Τχνη. Τό �φερα λοιπόν έδώ, μή­
πως τυχόν θέλετε νά τό έρευνήσετε» .
Τό πρόσωπό του �γινε σκληρό όπό όργή.
«"Ακουσε έδώ, φουκαρδ μου», εΙπε, «δέν μού όρέσουν αύ­
τά τά λόγια όπό τύπους σάν τήν όφεντιά σου. Θά σέ παραδώ­
σω στόν Π άλσκι νά σέ φτιάξη! ΚαΙ μετά κάνε χιούμορ, δν
μπορης! Ν' όφήσης τΙς έξυπνάδες. όκούς; »
Καλύτερα ψάξετε τό αύτοκlνητό μου», εΤπα, «πρΙν μέ παρα­
δώσετε στή μηχανή τού κιμά. Ψάξε τό ντουλόπι. Θά κερδlσης
χρόνο ... ».
Παραμέρισα όπό τήν πόρτα τού αύτοκινήτου, πού δνοιξε
μπροστά του.
Μέ τά μάτια του νά πετούν όστραπές. ό Ρέτνικ �σKυψε στό
αύτοκlνητο καΙ δνοιξε όρμ ητικά τό ντουλαπάκι.
Παρατηρούσα τΙς όντιδράσεις του. Ή όργή του �σβησε.
Δέν δγγιξε ούτε τήν τσάντα ούτε τό πιστόλι. Τά κοlταζε κάμ­
ποση ωρα, καΙ μετά στράφηκε σέ μένα:
«Τό πιστόλι σου εΤναι;»
« ΝαΙ».
« ΚαΙ ή τσάντα της; »
«"Ετσι λέω».
Μέ κοlταξε σάν νά μέ μελετούσε.
«ΤΙ διάβολο θέλεις; ΕΤσαι �τoιμoς νά ύπογράψης δήλωση δ­
τι τή σκότωσες έσύ ; »
«Σού δεlχνω τήν τράπουλα δπως μ ο ύ �τυxε, γιά ν ά δ η ς καί
σύ. ΤΙ δλλο θέλεις νά κάνω, Τώρα βγάλε έσύ τά συ μπεράσμα­
τά σου ».
"Ε βαλε μιά φωνή στόν όστυφύλακα πού φρουρούσε τήν
πύλη. 'Όταν έκείνος πλησlασε, ό Ρέτνικ τού εΤπε νά φέρη γρή­
γορα τόν Πάλσκι.
,� Καθώς περιμέναμε, ό Ρέτνικ κοlταξε πάλι τό περlστροφο
καΙ τήν τσάντα, πάλι χωρlς νά τά όγγlξη.
«Δέν βάζω ούτε μισό σέντσι στοlχημα γιά τή ζωή σου τώ-

32
ρα πιά», εΤπε. «Ούτε μισό σέντσι».
« Κι έγώ δέν θά στοιχημάτιζα ούτΕ μισό σέντσι γιά τή ζωή
μου πρΙν tpew έδώ μ' αύτά», εΤπα. « Άλλά τώρα βάζω μισό
σέντσι καΙ κάτι παραπάνω» .
« Κλειδώνεις πάντοτε τ ό αύτοκίνητό σου ; » μέ ρώτησε κα­
θώς μέ κοlταζε καί άκουγα πάλι τό μυαλό του νά δουλεύη τρl­
ζοντας.
« ΝαΙ, άλλά φυλάω κι �να δεύτερο κλειδl στό συρτάρι δπου
βάζω τό πιστόλι μου. Δέν κοlταξα, άλλά στοιχηματlζω δτι δέν
εΙναι πιά έκεί».
Ό Ρέτνικ tξυσε τό μάγουλό του μέ δύναμη.
«Σωστά. ·Οταν tψαξα γιά τό πιστόλι, δέν βρΙ;κα κι έγώ κλει­
δΙ» .
Ό Πάλσκι διέσχιζε τήν αύλή μέ πλατειά βήματα.
«Νά έξεταστΙ; αύτό τό αύτοκίνητο», εΙπε ό Ρέτνι κ.
« Έλέγξτε τά πάντα, προσέξτε μόνο τό πιστόλι καΙ τήν τσάντα.
Καλύτερα άς κοιτάξη τό πι στόλι ό Λέησυ. ΓρήγοΡαI» ...
Μού tKaVE νεύμα, καΙ διασχΙσαμε τήν αύλή, όνεβήκαμε τά
τρία σκαλιά, περάσαμε μιά πόρτα, καΙ μπήκαμε σ' �να διάδρο­
μο, πού μύριζε δπως μυρΙζουν δλα τά όστυνομικά τμήματα.
Π ροχωρήσαμε σ' �ναν δλλο διάδρομο, όνεβή καμε μιά σκά­
λα, κατεβήκαμε σ' tvav δλλο διάδρομο καΙ μπήκαμε τελι κά σ'
�να δωμάτιο πού �μoιαζε μέ κοτέτσΙ. 'Υπηρχαν �να γραφείο,
δυό καρέκλες. �να ντουλάπι μέ φακέλους. καΙ �να παράθυ ρο.
Ό Ρέτνικ μού �γνεψε νά καθήσω σέ μιό άβολη καρέκλα,
ένώ αύτός χωνόταν γιά νά πάρη τή θέση του πΙσω όπό τό
γΡαφείο.
«Αύτό εΤναι τό γραφείο σου ;» ρώτησα μέ ένδιαφέρον. « Κι
�λεγα πώς μιά πού εΤσαι γαμπρός τού Δημάρχου θά σ' �βαζαν
κάπου καλύτερα».
« Μ ή νοιάζεσαι γιά μένα», εΤπε, «Νά κοιτάς τά δικά σου χά­
λια. Άν έκεΙνη εΤναι ή τσάντα της κι έκείνο τό πι στόλι σου, νά
βλέπης κιόλας τόν έαυτό σου μέσα στήν κάσα».
«Νομlζεις; » εΤπα, προσπαθώντας νά βολευτώ στήν όρθο­
πεδική καρέκλα. «Τό ξέρεις δτι έπί δέκα λεπτά σκεπτόμουν νά
πάρω τό πι στόλι καΙ τήν τσάντα καΙ νά τά πετάξω στή θάλασ-

33
σα; Καί ξέρεις πώς, δν τό lKava αύτό, ούτε σύ ούτε κανένας
όπό τούς συναδέλφους σου δέν θό lβρισκαν ποτέ τήν δκρη σ'
αύτή τήν Ι στορία; Κι δμως όποφόσισα νό σάς δώσω τήν εύ­
καιρία νό βόλετε τό μυαλό σας νό δουλέψη l )).
«τι έννοείς;))
«Δέν τό πέταξα γιατί ηταν τόσο φανερό δτι κόποιος τό lβα­
λε μέσα στό αύτοκίνητό μου. "Ολα δείχνουν δτι γίνεται προ­
σπόθεια νό ένοχοποιηθώ έγώ. Καί θέλω νό ξέρω ποιός κόνει
αύτή τήν προσπόθεια. Καί θέλω νό μού τό πληρώση)) .
"Εγειρε τό κεφόλι του στή μ ι ό πλευρό. Ήταν μ ι ό κίνη ση
πού τήν lKave μέ πολύ στύλο
«'Ωραία λοιπόν ! Έχουμε τήν τσόντα καί τό πιστόλι. Π ώς πι­
στεύεις δτι θό βρούμε τήν δκρη;»
«Τήν δκρη θό τή βρΙ;τε δταν πόψετε νό όσχολι;στε μαζί
μου καί όρχίσετε πραγματικό νό ψόχνετε γιό τόν δολοφόνο.
Άλλό αύτός κόνει τό πάν γιό νό συνεχίσετε νό όσχολι;στε μα­
ζί μου. Δέν τό βλέπεις;»
"Εμεινε πολλή ωρα σκεφτικός. "Επειτα lβγαλε τή θήκη του
μέ τό πούρα καί τήν δπλωσε πρός τό μέρος μου. Ήταν ή πρώ­
τη του φιλι κή χειρονομία στό πέντα χρόνια πού τόν �ξερα. Π ή­
ρα �να πούρο γιό νό δείξω δτι έκτιμοϋσα τή χειρονομία, μολο­
νότι σιχαίνομαι τό πούρα.
Τό όνόψαμε καί όρχίσαμε νό ξεφυσάμε τόν καπνό μας κατό
πρόσωπο ό �νας στόν δλλο.
«Όκέυ, Ρόυαν ! )) εΙπε. «Ιέ πιστεύω. Θό προτιμούσα νό πί­
στευα δτι τήν εΙχες σκοτώσει έσύ, όλλό τώρα φαίνεται κόπως
όπίθανο. Θό μού ηταν πολύ πιό εύ κολο, όλήθεια σού λέω. Τό
μυαλό σου εΤναι δχρηστο, όλλό δέν εΙσαι δολοφόνος. "Ας έλ­
πίσουμε δηλαδή ... Πολύ καλό. Άλλό εΤχα καθή κον νό σέ τα­
λαιπωρήσω γιό νό βρώ τήν όλήθεια ... »
Χαλόρωσα.
« Μ ήν ύπολογίζεις δμως σέ μένα)), συνέχισε. «Νό δού με
πώς θό πείσης τόν εΙσαγγελέα. Αύτός εΤναι σκύλος! Μ όλις μό­
θη τί στοιχεία lXW εΙς βόρος σου, θό όρμήση. Γιατί νό σκοτί­
ζεται, δταν μπορή νό σέ καταδικόση στό δψε-σβήσε;))
Δέν ήξερα τί νό τού όπαντήσω, κι lTOI δέν μίλη σα,

34
« Π ρέπει νό μελετήσω κι δλλο τήν ύπόθεση, πρΙν πόρω όρι­
στική όπόφαση γιό σένα», εΤπε. «Μπορώ νό σέ χαρακτηρΙσω
σόν βασικό μόρτυρα, ι'j νό σού ζητήσω νό παραμεΙνης στήν
πόλη μέ τή θέλησή σου . τι προτι μδς; »
«Τό δεύτερο», εΙπα.
Έξω όπό τό παρόθυρο, βλέπαμε τό πΙσω μέρος μιδς πολυ­
κατοικίας, μέ ρούχα νό κρέμωνται στό μπαλκόνια καί όμαξόκια
μωρών νό στεγνώνουν στόν όέρα.
'Άπλωσε τό χέρι στό τηλέφωνο.
«Ιέ θέλω», εΤπε δταν τού όπόντησαν όπό τήν δλλη δκρη.
"Εγινε ήσυχΙα. Μετό �νας νεαρός όστυνομικός μέ πολιτικό
μπήκε στό δωμότιο. Φαινόταν πρόθυ μος καΙ Ι κανός. Π ρόσεξα
δτι τό έπόγγελμό του δέν τόν εΤχε κόνει όκόμη κυνι κό. Κοlταξε
τόν Ρέτνικ μέ τό Ωφος πού �νας εύθυ μος σκύλος κοιτόζει �να
κόκκαλο.
Μέ μιό tκφραση όηδΙας στό πρόσωπό του, σόν νό σύ στη­
νε Itva φτωχό συγγενή, ό Ρέτνικ μέ tδειξε στόν νεαρό.
«Τούτος έδώ εΤναι ό κύ ριος Νέλσον Ρόυαν. Ντέτεκτιβ.
i'Ίόρτoν καΙ διασκέδασέ τον ωσπου νό τόν χρειαστώ».
"Επειτα γύρισε σέ μένα:
«Αύτός εΤναι ό Πόπερσον», εΤπε. « ΕΤναι καινούργιος στό
σώμα. Π ρόσεξε μήν τόν διαφθεΙρης πιό γρήγορα όπ' δσο πρέ­
πε ι».
Π ροχωρήσαμε μέ τόν Πόπερσον στόν διόδρομο, καΙ μπή­
καμε σ' Itva δλλο μικρό δωμότιο πού μύριζε Ιδρώτα, φόβο καΙ
όποσμητικό. Κόθησα κοντό στό παρόθυρο, ένώ ό Πόπερσον
πού tδειχνε κόποια όμηχανΙα όκούμπησε στήν δκρη ένός γρα­
φείου.
«Ή σύχασε», τού εΤπα. « Μ πορεί νό μείνουμε έδώ ιiιρες. Τό
όφεντικό σου προσπαθεί νό όποδεΙξη δτι σκότωσα μιό Κινέζα
καΙ δέν txEI τήν παραμικρή όπόδειξη» .
Τό μότια του γούρλωσαν καθώς μέ κοΙταζε.
Προσπαθώντας νό τόν καθησυχόσω τού προσέφερα τό μι­
σοκαπνισμένο πούρο πού εΤχα πόρε ι όπό τόν Ρέτνι κ.
«Αύτό είναι γιό μου σείο», εΤπα. «Τό θέλεις γιό τή συλλογή
σου; Είναι τού Ρέτνι κ. "Εχετε μουσείο έδώ;»

2. Φi(ιιτpυ d.π δ τ ο X6vyκ Κ6νΥΚ 35


Τό νεανι κό, πρόθυ μο πρόσωπό του l-YIve πέτρινο. Τώρα l-­
μοιαζε κάπως μέ όστυφύλακα.
«"Ακουσε, έδώ πού ήρθες πρέπει νά ξέρης ... »
« Έντάξει, έντάξει, φΙλε», εΤπα καΙ κούνησα τό χέρι μου βα­
ριεστημένα. « Μαύ τδχουν πη κι όλλού. Ό Ρέτνικ τά λέη καλύ­
τερα όπό σένα. Σάς μπαΙνω στή μύτη. Σάς ένοχλώ. Μπλέκομαι
στά πόδια σας. ΚαΙ λοιπόν; Έγώ δέν πρέπει νά βγάλω τό ψωμl
μου; Αύτό δέν κάνετε καΙ σείς; Δέν μπορεί κανεΙς νά σάς πει­
ράξη λΙγο, � εΓσαστε τόσο εύαΙσθητοι; »
Τού χαμογέλασα, καΙ l-πειτα όπό κάποιο δισταγμό, χαλάρω­
σε κι αύτός καΙ μού όνταπόδωσε τό χαμόγελο. 'Από τή στιγμή
έκείνη τά πήγαμε μιά χαρά.
Τήν ώρα τού γεύματος, t.νας όστυφύλακας μας έφερε
κρεατόπιπα καΙ μερικά φασόλια πού τά φάγαμε. Ό Πάπερ­
σον φαινόταν δτι έβρισκε τήν πΙπα του πολύ νόστιμη, άλλά ή­
ταν, βλέπεις, νεαρός καΙ πεινασμένος. Έγώ lπαιξα κάμποση
ώρα μέ τή δική μου, καΙ μετά τήν l-στειλα πΙσω. "Επειτα ό Πάτ­
τερσον έβγαλε άπό τήν τσέπη του μιά τράπουλα καΙ παιξαμε
τζΙν-ρού μ ι μέ σπίρτα. ·Οταν τού πήρα t.va όλόκληρο κουτί
σπίρτα, τού όνακοlνωσα δτι τόση ώρα τόν έ κλεβα, καΙ σοκαρί­
στηκε πολύ. Ένθουσιάστηκε δμως δταν τού εfπα δτι θά τού
l-δειχνα πώς l-κλεβα, καΙ ήταν πολύ καλός μαθητής.
Κατά τΙς όχτώ, ό Γδιος άστυ φύλακας έφερε κι άλλες πίπες,
κι άλλα φασόλια. Τά φάγαμε δλα γιατί βαριόμαστε τόσο πολύ,
ώστε 'θά τρώγαμε ότιδήποτε γιά νά περάση ή ώρα. Κατά τά
μεσάνυχτα χτύπησε τό τηλέφωνο. Σήκωσε τό όκουστικό, ά­
κουσε καΙ μού εfπε:
«Σέ περιμένει ό Ρέτνικ».
ΕΓχαμε κι Ο Ι δυό τήν αΓσθηση πού έχει κανείς δταν έπιτέ­
λους σφυρίζει τό τραίνο στόν σταθμό γιά τήν όναχώρηση καί
δλοι σταματούν τή συζήτηση καί τίς διαχύσεις μέ τούς συγγε­
νείς.
Διασχίσαμε πάλι τόν διάδρομο καΙ μπήκαμε στό γραφείο
τού Ρέτνικ.
Ό Ρέτνικ καθόταν στό γραφείο του. Φαινόταν κουρασμέ­
νος καΙ όνήσυχος. Μού έκανε νόημα νό καθήσω, καΙ στόν

36
Πόπερσον νό φύγη. "Οταν βγήκε ό Π όπερσον, κόθησα.
"Έγινε μεγόλη ι'ισυχΙα καθώς κοιταζόμαστε κατόματα.
« Εlσαι τυχερόκιας, Ρόυανll, εlπε τελι κό. « 'Οκέυ, δέν τήν
σκότωσες. έγώ τό ξέρω, όλλό θό τό πΙστευε ό εΙσαγγελέας;
Σού εΙπα εΙναι σκύλος. Τώρα μπορώ νό τού τό όποδειξω δτι
δέν τήν σκότωσες έσύ. Νό εύχαριστής τόν Θεό γιό τήν καλή
σου τύχη».
Εlχα περόσει δεκαπέντε ώρες μέσα σ' αύτό τό κτίριο. Π ολ­
λές φορές εΙχα όναρωτηθή δν έπαιξα σωστό τόν ρόλο μου.
Μερικές φορές μ' έπιανε ένας πανικός γιό τήν τύχη μου. Τώρα
μού έλεγαν πώς ι'jμOυν τυχερός. "Η μουν εύτυχισμένος. Χαλό­
ρωσα, όνόσανα.
« ΕΤμαι λοιπόν τυχερός! » εΤπα.
«Μόλιστα ... »
'Άπλωσε τό χέρι του νό πόρη πού ρο. Μ ετό θυμήθηκε δτι
κρεμόταν κιόλας ένα όπό τό χεΙλια του, τό τρόβηξε, τό κοlταξε
πού εΙχε σβήσει καί τό πέταξε στό καλόθι τών όχρήστων.
« 'Επl δεκατέσσερις ώρες, δλη σχεδόν ι'ι όστυνομlα μας έρ­
γόζεται γι' αύτή τήν ύπόθεση. 'Ανακαλύψαμε ένα μόρτυρα
πού σέ εΤδε στή λεωφόρο Κόννωτ στΙς δυόμιση τό πρωl. Ό
μόρτυρας τυχαΙνει νό εΙναι ένας νομ ι κός ποι) μι σεί τόν εΙ­
σαγγελέα δπως ό διόβολος τό λιβόνι. ΕΙχε μόλιστα καΙ τή γυ­
ναίκα του μαζί. Τώρα, δ,ΤΙ καΙ δν πΙ; ό εΙσαγγελέας. ό μόρτυ­
ρας θό καταθέση δτι σέ εΙδε καΙ θό τόν τινόξη στόν όέρα. Λοι­
πόν, τώρα εrμαστε βέβαιοι: Δέν τήν σκότωσες» .
« Και' .. έπιτρέπετε ν ό ρωτήσω δ ν έχετε Ιδέα ποιός τ ή σκό­
τωσε ;»
Μού πρόσφερε πόλι πούρο. Αύτή τή φορό τόλμ ησα ν' όρ­
νηθώ. Καθώς έβαζε τήν που ροθήκη πόλι στήν τσέπη του, εΙ­
πε :
(( Εlναι πολύ νωρΙς όκόμη. 'Όποιος καΙ δν �ταν, έκαμε τή
δουλειό του μέ μαστοριό. Δέν έχουμε ένδεΙξεις. Τίποτα μέχρι
στιγμης».
« Βρήκατε τΙποτα γιό τήν Κινέζα;»
« Καί βέβαια, αύτό δέν �ταν δύσκολο. Ή τσόντα δέν περι εί­
χε τίποτα τό Ιδιαίτερο, τό συνηθισμένα γυναικεία πρόγματα,

37
όλλό τήν έντοπίσαμε στό όεροδρόμιο. Έρχόταν όπό τό Χόγκ
Κόγκ. Τήν έλεγαν Τζό "Αν Τζέφφερσον. "Αν θέλεις τό πι­
στεύεις - ήταν ή νύφη τού Oύlλμπoυρ Τζέφφερσον, τού έκα­
τομμυριούχου τών πετρελαίων. Παντρεύτηκε τόν γιό του, τόν
Χέρμαν Τζέφφερσον, στό Χόγκ Κόγκ, έδώ κι �να χρόνο. Τε­
λευταία σκοτώθηκε σέ αύτοκινητι κό δυστύχημα κι αύτή έ­
φερνε τό mώμα του έδώ γιό νό τό θόψη» .
« Γιατί;» ρώτησα.
«'Ο γέρο Τζέφφερσον ι'jθελε νό ταφη ό γιός του στόν οΙκο­
γενειακό τόφο. της έκανε τό έξοδα γιό νό τόν φέρη έδώ» .
« ΚαΙ τ ί όπέγινε τ ό φέρετρο μέ τό mώμα;»
«Τό παρέλαβε στό όεροδρόμιο �νας έργολόβος κηδειών
σήμερα τό πρωί στίς έφτό. Τώρα βρίσκεται στό κατόστημό
του, ωσπου νό γίνη ή ταφή» .
«Τό έλέγξατε;))
Χασμουρήθηκε δεΙχνοντός μου τό μισό όπό τό ψεύτικα
δόντια του .
«"Ακου, παλληκόρι μου, δέν θ ό μ ο ύ πης έ σ ύ τ ή δουλειό
μου. Εrδα τό φέρετρο καί έξέτασα τό χαρτιό. ΕΙναι δλα έντόξει.
Αύτή ήρθε όεροπορι κώς όπό τό Χόγκ Κόγκ καί έφθασε έδώ
στή μιόμιση. π ηρε �να ταξί πού τήν έφερε στό κτίριο τού γρα­
φεΙου σου . Τό μυστήριο εΙναι γιατί ι'jθελε νό σέ δη όμέσως
μετό τήν άφιξή της καί πώς ι'jξερε ό δολοφόνος σου δτι έρχό­
ταν νό σέ δη. τι διόβολο γύρευε όπό σένα;))
« Μ μ μ . . . "Αν ήταν όπό τό Χόγκ Κόγκ πώς ι'jξερε κόν δτι
ύπηρχα;»
«Ή ύπόθεσή σου δτι τηλεφώνησε γιό νό σού κλείση ραν­
τεβού γύρω στίς έφτό, δταν εΙχες φύγει όπό τό γραφείο σου,
όποκλείεται. Έκεfνη τήν ωρα πετούσε. "Αν πόλι σού είχε γρό­
ψει θό τό ι'jξερες)) .
Σκέφθηκα γ ι ό μ ι ό στιγμή.
« Καί άν τή συνόντησε ό Χόρντγουϊκ στό όεροδρόμιο;
Μπορεί νό τήν περίμενε νό φτόση καΙ νό της εΙπε πώς αύτός
ι'jμoυν έγώ. Μπορεί νό προχώρησε αύτός πρώτος ένόσω αύτή
περνούσε τό φέρετρο όπό τίς όρχές τού όεροδρομίου, καί πα­
ραβίασε τήν πόρτα. "Επειτα τήν περίμενε. Τό λου κέτα μας έ-

38
χουν τό χόλι α τους» .
·Η ύπόθεση αύτή δ έ ν τοϋ δρεσε καί πολύ. Ούτε καί μένα.
« Μ ό τί διόβολο γύρευε μαζί σου; » εΤπε πόλι.
«"Αν τό ξέραμε αύτό. δέν θό κόναμε έρωτήσεις ό ένας στόν
δλλο», είπο. « Κοί ΟΙ όποσκευές της; Τίς βρήκες; »
« Ναί, τίς παρέδωσε στό τμ ή μα φυλόξεως όποσκευών πρίν
φύγη όπό τό όεροδρόμ ιο: Μιό βαλίτσα .. Δέν εΤχε τίποτα μέσα,
έκτός όπό μιό όλλαξιό ροϋχα, ένα μ ικρό Βούδδα καί καραμέλ­
λες. Δέν εΤχε πολλό πρόγματα μαζί της στό ταξίδι» .
« Μ ίλησες στόν γέρο Τζέφφερσον;»
Κρέμασε τό μοϋτρα του.
« Ναί, τοϋ μίλη σα. Φέρθηκε σόν νό ι'\θελε νό μέ σκοτώση.
Μέ μι σεί. Αύτό παθαίνει δποιος παντρεύεται μέ πρόσωπο όπό
μεγόλη οΙκογένεια, δπως έγώ. Ό πεθερός μου καί ό Τζέφφερ­
σον τό πηγαίνουν τόσο καλό, δσο κι έγώ, μ' ένα περιλαίμιο
στό λαιμό».
«"Εχει καί τό καλό του δμως ένας τέτοιος γόμος», παρατή­
ρησα.
«Μερικές φορές. Λοιπόν αύτός ό γέρο - τρόγος μοϋ μίλι ισε
όρθό - κοφτό. Νό πάς, μοϋ λέει, νό βρης τόν δολοφόνο τής
νύφης μου, όλλιώς θό τό tχης σκοϋρα».
Χόιδεψε τή μύτη του.
«"Εχει μεγόλη έπιφόνεια σ' αύτή αύτή τήν πόλη. Θό μπο-
ροϋσε πραγματι κό νό μέ βόλη στό χέρι » .
«Δέν σοϋ φέρθηκε καλό, λοιπόν; »
« Καθόλο υ».
« Καί ό ταχυδρόμο ς το ϋ · Εξπρές πού μοϋ έφε ρε τό τριακόσια

δολλόρια; Αύτός μπορεί νό είδε τόν δολοφόνο ll .


«"Ακουσ ε, παλληκόρι μου, δέν tχεις ούτε τό μισό μυαλό όπ·
δσο νόμιζα. Τόν ρώτησα. Τίποτα . Άλλό νό κότι πού έχει έν­
διαφέρον. Ό φόκελος πού περιείχε τό λεφτό παραδόθη κε
στίς τέσσερες τό όπόγευμα στό ·Εξπρές. στό κτίριο πού εΤναι
όπέναντι όπό τό δικό σου. Κανένας όπ' αύτούς τού ς βλόκες
πού δουλεύου ν έκεί μέσα δέν θυ μάται ποιός τόν παρέδωσε ,
όλλό ΟΙ όδηγίες ηταν νό έπιδοθή σέ σένα στίς έξη καί τέταρ­
τω) .
39
« Ρώτησες στήν έταιρεΙα Χέρρον δν δουλεύη έκεί κανένσι;
Χόρντγουϊκ;ιι
« ΝαΙ. Ρώτησα τό πόντα κα! παντοίι. Δέν τόν ξέρουν» .
Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε κα! μετό σηκώθηκε.
« Πόω γιό ϋΠVO. "Ι σως νό βροίι με τΙποτα αύριο. 'Αρκετό γιό
σήμερα ! »
Σηκώθηκα κι έγώ.
« Μ έ τό πι στόλι μου τήν σκότωσαν;»
«ΝαΙ ΧωρΙς όποτυπώματα. Ούτε στό αύτοκΙνητο. ΕΤναι
έξυΠVόKιας, όλλό κόπου θό κόνη λόθος ... 'Όλοι κόνουν κόποιο .
λόθος στό τέλος» .
«"Οχι δλοl. Μ ερικοΙ».
Μέ κοΙταξε κοι μισμένα.
«Σοίι έκανα μιό καλή πρόξη, Ρόυαν. Κόνε μου καΙ σύ ένα
καλό. "Αν σκεφτης τίποτα, νό μοίι τό πης. Τή στιγμή αύτή, μοίι
χρειόζονται Ιδέες» .
Τοίι εΤπα δτι θό τό εΤχα ύπ' όψη μου κα! γύρισα όλοταχώς
στό διαμέρισμό μου, γιό νό πέσω στό κρεβότι .

ιν
Π ήγα στό γραφείο τό δλλο πρωΙ λΙγο μετό τίς έννέα ή ωρα.
Βρήκα δυό δημοσιογρόφους έξω όπό τήν πόρτα μου. "Η θελαν
νό μόθουν ποίι ημουν χθές δλη τήν ήμέρα. Άγωνίζόνταν πολ­
λές ιΙιρες νό μέ βροϋν, εΤπαν, καί φαίνεται δτι αύτό τούς εΤχε
έκνευρΙσει. "Η θελαν νό τούς πώ κι έγώ τί ήξερα γιό τό έγκλη­
μα.
Τούς πήρα στό γραφείο μου καΙ τούς εΤπα δτι εΤχα περόσει
τήν ήμέρα μου στήν όστυνομική διεύθυνση. ΕΤπα δτι ήξερα
γιό τόν φόνο, δσα ήξεραν κι αύτοΙ, rσως καί λιγότερα. "Οχι, δέν
εΤχα Ιδέα τΙ ηρθε νό κόνη στό γραφείο μου μιό Κινέζα έκείνη
τήν ωρα, ούτε πώς εΤχε καταφέρει νό μπή μέσα στό κτίριο.

40
Πέρασαν μισή ωρα κάνοντάς μου έρωτήσεις, άλλά έχαναν τόν
καιρό τους. Τελι κά, έφυγαν άπογοητευ μένοι.
Κοlταξα τό ταχυδρομείο μου, καΙ πέταξα τούς περισσότε­
ρους φακέλους στό καλάθι. 'Υπηρχε κι lva γράμμα άπό μιά
γυναίκα πού ζούσε στόν λόφο Πάλμα καΙ "θελε νά βρώ ποιός
δηλητηρΙασε τόν σκύλο της.
"Εγραφα lva εύγενικό γράμμα στή γραφομηχανή, λέγοντάς
της δτι εΤχα πάρα πολλή δουλειά γιά ν' άσχοληθώ μέ τήν ύπό­
θεσή της. δταν χτύπησε ή πόρτα.
« ' Ε μπρός l » εΤπα.
ΜπΙ;κε ό ΤζαΙη ΟύαΙηντ, ό γεΙτονάς μου τού διαδρόμου. "Ε­
δε ιχνε κάποια άμηχανΙα καΙ στάθηκε κάπου Itva μέτρο μακριά
άπό τό γραφείο μου.
« Μ ήπως σάς ένοχλώ; » εΤπε. «Δέν εΤναι δική μου δουλειά
βέβαια, άλλά θά ι'\θελα νά μάθω δν βρηκαν τόν δολοφόνο».
Ή περιέργειά του δέν μέ ξάφνιασε. Ήταν άπ' αύτούς τούς
"έγκεφαλικούς" τύπους πού δέν μπορούν νά άντισταθούν
στόν πειρασμό νά ρωτήσουν γιά Itva έγκλημα.
«"Οχι», εΤπα. ι
«Δέν ξέρω δν έχη καμμιά σημασΙα», εΤπε, «άλλά μιά πού τδ­
φερε ό λόγος, θυ μάμαι δτι δκουσα τό τηλέφωνό σας νά χτυ­
πάη γύρω στΙς έφτά. Χτύπησε κάμποσες φορές. Έσείς εΓχατε
φύγει έκεΙνη τήν ωρα».
<<Τό τηλέφωνό μου χτυπάει διαρκώς», εΤπα. <<'Αλλά εύχαρι­
στώ. Μπορεί καί νά μας βοηθήση αύτή ή πληροφορlα. Θά τό
πώ στόν έπιθεωρητή Ρέτνικ».
Χάιδεψε μέ τά δάχτυλα τά κοντοκομμένα μαλλιά του .
«Σκέφτηκα μ ήπως... Θέλω ν ά πώ, κάθε λεmομέρεια μπορεί
νά έχη κάποια σημασΙα σέ μιά έρευνα φόνου».
Κινήθηκε άνήσυχος.
« Π ερΙεργο πώς μπΙ;κε στό γραφείο σας, έ; Φαντάζομαι δτι
δέν τό έχετε έξηγήσει άκόμη, ι'\ όχι;JΙ
« ΜπΙ;κε στό γραφείο μου», εΤπα, «γιατί τήν έμπασε ό δολο­
φόνος. Τό έξήγησα, δπως βλέπετε» .
« Α. πολύ ώραία ! ΚαΙ βρΙ;καν ποιά ήταν; »
«Τήν έλεγαν Τζό "Αν Τζέφφερσον καί ηταν όπό τό Χόγκ

41
Κόγκ» .
«Τζέφφερσον; » �Kανε ξαφνιασμ ένος. «"Εχω �να φίλο πού
τόν λένε Χέρμαν Τζέφφερσον καΙ πηγε στό Χόγκ Κόγκ . Π α­
λιός συμ μαθητής μου » .
"Εγειρα πίσω τήν καρέκλα μ ο υ , γ ι ό ν' όκουμπήσω' τό πόδια
μου πόνω στό γραφείο.
« Καθηστε», εΤπα. « Π έστε μου γι' αύτόν τόν Χέρμα ν
Τζέφφερσον. Ή Κινέζα ηταν σύζυγός του » .
Αύτό τόν �Kανε ν ό όναπηδήση. Κόθησε στήν καρέκλα καΙ
μέ κοίταξε μ' όνοιχτό τό στόμα.
« Γυναίκα τού Χέρμαν; Παντρεύτηκε Κινέζα;»
«"Ετσι φαίνεται».
« 'Αδύνατον ! »
Π ερίμενα κοιτόζοντός τον.
"Ε μεινε λίγο σκεφτι κός, καί μετό εΤπε:
«"Οχι πώς μέ σοκόρεl. "Εχω όκούσει δτι ύπόρχουν καί πολύ
όμορφες Κινέζες, όλλό δέν φαντόζομαι αύτό νό δρεσε στόν
πατέρα του ».
Ζόρωσε τό φρύδια, κούνησε τό κεφόλι του.
« Καί τί �Kανε αύτή έδώ;»
«"Εφερνε τό mώμα τού συζύγου της γιό νό τό θόψη» .
Κοκκόλωσε.
«ΘέλΕΤε νό πητε δτι ό Χέρμαν πέθανε; »
«Τήν περασμένη έβδομόδα. . . όπό αύτοκίνητο»,
ΕΤχε χόσει τελείως τό νερό του. Καθόταν έκεί καί μ έ κοίτα­
. ζε σόν τρελός, σόν νό μήν καταλόβαινε τήν γλώσσα πού μι­
λού σα.
«'Ο Χέρμαν ... πέθανε Ι Πόσο λυπάμαι l » ε1πε. «'0 πατέρας
του θό πεθόνη κι αύτός όπό τή λύπη του ... ».
« Π ιθανόν. Τόν ξέρατε καλό;».
« Μ μμ, όχι. "Η μαστε συμμαθητές. Ήταν πολύ όνήσυχος τύ­
πος. "Όλο έμπλεκε σέ φασαρίες. 'Οδηγούσε σόν τρελός. έπαι­
ζε μέ τό κοριτσόπουλα, όλλό τόν θαύμαζα. Ξέρετε πώς ε1ναι
τό παιδιό. Τόν έβλεπα κότι σόν �ρωα. "Επειτα δταν τέλειωσα
τό πανεπι στήμιο, δλλαξα γνώμη γι' αύτόν. Δέν έβαλε μυαλό.
"Επινε, δερνόταν, προκαλούσε παντού φασαρία. Δέν κόναμε

42
πιό παρέα. "Επειτα τόν βαρέθηκε κι ό πατέρας του, καΙ τόν
φόρτωσε σ' @να καρόβι γιό τήν "Απω 'Ανατολή. Πδνε κόπου
πέντε χρόνια όπό τότε. 'Ο πατέρας του ι!χει συμφέροντα
έκεί» .
Σταύρωσε τό πόδια του.
«"Ωστε παντρεύτηκε Κινέζα. Αύτό εΙναι πραγματι κό όπί­
στευτο».
«Συμβαίνουν αύτό», εΙπα.
« Καί πέθανε σέ δυστύχημα; ΕΙχε τρακόρει πολλές φορές.
'Απορώ πώς ι!ζησε δσο ι!ζησε» .
Μέ κοίταξε ι!ντονα.
«Ξέρετε, ι'ι ύπόθεση αύτή εΤναι πολύ συναρπαστι κή γιό μέ­
να. Γιατί τή δολοφόνησαν; »
«Αυτό όκρι βώς προσπαθεί νό βρη καί ι'ι όστυνομία» .
« Μεγόλο πρόβλημα, ι!; Θέλω νό πώ, γιατί ηρθε έδώ νό βρη
έσδς; Σωστό μυ στήριο, δέν νομίζετε;»
ΕΙχα όρχίσει νό βαριέμαι τούς ένθου σιασμούς του.
«Ναί. . . » μούγκρι σα.
Στό διπλανό διαμέρισμα όκού στηκε νό χτυπδ τό τηλέφωνο.
Τινόχτηκε όρθός.
« 'Αφήνω τή δουλειό μου καί σδς χασομερώ καί σδς», εΙπε.
«"Αν θυμηθώ τίποτα γιό τόν Χέρμαν πού μπορεί νό σδς βοη­
θήση, κατό τή γνώμη μου, θό σδς τό πώ».
ΕΙπα πώς θό χαιρόμουν πολύ, καί τόν εΤδα νό φεύγη κλεί­
νοντας τήν πόρτα πίσω του .
Βούλιαξα στήν πολυθρόνα μ ο υ καί σκεφτόμουν νωχελι κό
δλα δσα εΙχε πη καΙ δέν ι!βρισκα όφη. ΕΤκοσι λεπτό όργότε­
ρα, καθόμουν όκόμη έκεί, καί όκόμη δέν εΙχα βρη όκρη, δταν
χτύπησε τό τηλέφωνο. "Αρπαξα τό όκουστικό.
« ΕΙμαι ι'ι γραμματεύς τού κυρlου ΟUlλμπουρ Τζέφφερσον»,
εΤπε μιό λεπτή, χαριτωμένη γυναl κεlα φωνή, όπ' αυτές τΙς φω­
νές πού χαlρεσαι νό τΙς όκούς. «'Ο κύριος Ρόυαν; »
ΕΙπα δτι ναΙ, αυτός �μoυν.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον θό �θελε νό σδς δεΙ Μπορείτε νό
περόσετε τό όπόγευ μα στΙς τρείς; »
Τό ένδιαφέρον μου ξύ �νησε 'όπότομα καθώς όνοιγα τό

43
σημεlωμ ατόριό μου καΙ κοlταζα τΙς κατόλευ κες σελlδες. Δέν
εΤχα κανένα ραντεβ ού γιό τΙς τρείς τό όπόγευ μα. Γιό τήν όκρΙ­
βεια, δέν εΤχα κανένα ραντεβο ύ γιό καμμιό μέρα τής έβδομό­
δας.
« θό εΙμαι έκείι, εΙπα.
« Εlναι τό τελευταίο απΙτι όπέναντι στή θόλασσα, στήν πα-
ραλιακή λεωφόρο», εΤπε. «Λέγεται '"Πανόραμα" ».
«θό lρθωι.
« Ε ύχαριστώι.
Έκλεισε.
Κρότησα λlγη ώρα τό όκουστικό στό αύτl μου σόν νό περl­
μενα ν' όκού σω τήν ι'ιχώ τής φωνής της. Άναρωτιόμουν πώς
νό ';ταν ή δψη της. Ή φωνή της ';ταν πέρα γιό πέρα όγγελική.
Άλλό καμμιό φορό ΟΙ φωνές σέ ξεγελάνε.
Τό πρωινό μου πέρασε χωρlς δλλα έπεισόδια. Ζήλευα τόν
Τζαlη Ούαlηντ, πού τό τηλέφωνό του χτυπού σε κόθε πέντε
λεπτό. "Ακουγα καΙ τό όδιόκοπο κλόκ-κλόκ μιάς γραφομηχα­
νής. Αύτός εlχε πολύ περισσότερη δουλειό όπό μένα. Άλλό κι
έγώ εlχα τώρα τό τριακόσια δολλόρια τού μ υ στηριώδους κυ­
ρίου XόΡVΤΓOυϊK γιό νό μήν πεθόνω όπό τήν πείνα στίς έπό­
μενες δυό έβδομόδες.
Κανεlς δέν ';ρθε ούτε τηλεφώνησε ώς τή μία, κι lτσι lκλει­
σα καΙ κατέβηκα γιό τό συνηθισμένο μου σόντούιτς στό Κουίκ
Σνόκ Μπόρ. Ό Σπόρροου εlχε πολλή δουλειό καΙ δέν βρηκε
τόν καιρό νό μέ βομβαρδlση μέ έρωτήσεις. Άλλό φαινόταν
καθαρό δτι τρωγόταν όπό τήν περιέργεια νό μόθη νεώτερα
γιό τόν φόνο.
"Εφυγα, ένώ τό Κου1Ί< ';ταν όκόμη γεμάτο κόσμο, καΙ πρό­
σεξα τήν έπιτιμητική lκφραση τού Σπόρροου, πού εlχε όγο\#α­
κτήσει γιατl δέν τού εlπα λέξη.
Άργότερα τρόβηξα πρός τήν παραλιακή λεωφόρο, μιό όπό
τΙς πλουσιώτερες περιοχές της Πασαντένα.
Έδώ ζούσαν πλού σιοι πού δέν δούλευαν πιό, καΙ εΙχε ό κα­
θένας τό δικό του κομμάτι της όκτης, μακριό όπό τήν κοινή
πλόζ πού γέμιζε πλήθη τό καλοκαίρι.
"Εφτασα στήν εfσοδο τού « Πανορόματος» στΙς τρείς παρό

44
λΙγα λεπτά. Ή πόρτα ήταν όνοιχτή, δπως περΙμενα, καΙ προ­
χώρησα μέσα μέ τό αύτοκΙνητο καμμιά δωδεκαριά μέτρα, σ'
�να δρομάκι μέ πρασιά καΙ παρτέρια καΙ όπό τΙς δύο πλευρές.
Τό σπΙτι παραήταν μεγάλο καΙ �μoιαζε παλαιικό. Εlχε �ξη
μεγάλα σκαλοπάτια πού όδηγού σαν στήν πόρτα του . Ή πόρτα
αύτή ήταν βαρειά, δρύινη, καΙ όπό πάνω της κρεμόταν �να
κουδούνι πού τό τραβού σες μέ τό χέρι.
Τράβηξα τήν όλυσΙδα του, καΙ σέ �να λεπτό ή πόρτα άνοιξε.
'Ο ύπηρέτης ήταν �νας ψηλός, ξερακιανός γέρος, πού μέ κοΙ­
ταξε σάν νά �μoυν μυρμήγκι. Σήκωσε μάλιστα καί τό �να του
φρύδι μέ όξιοπρέπεια.
«Νέλσον Ράυαν», εlπα. «Μέ περιμένουν».
Παραμέρι σε καΙ μού �δειξε νά προχωρήσω στό μ ισοσκό­
τεινο χώλ πού ήταν γεμοτο όπό σκουρόχρωμα rnιπλα. Τόν
όκολούθησα σ' �να διάδρομο καΙ σ' �να μι κρό δωμάτιο πού
περιείχε μερι κά άβολα �πιπλα, καρέκλες κι �να τραπέζι μέ εΙ­
κονογραφημένα περιοδικά. Έ μοιαζε μέ δωμάτιο όναμονης σέ
όδοντιατρείο. Μού �δειξε μιά καρέκλα κι �φυγε.
Στάθηκα έκεί κάπου εΤκοσι λεπτό, κοιτάζοντας όπό τό πα­
ράθυρο τή θέα πρός τή θάλασσα, ωσπου άνοιξε ή πόρτα καΙ
μπήκε μιά κοπέλα.
Ήταν εΤκοσι όχτώ ως τριάντα χρονών, μάλλον ψηλή. ·0-
μορφη, όλλά όχι αΙσθησιακός τύπος. Τά μάτια της ήταν γαλα­
νά, �ξυπνα καΙ ρεμβώδη. Φορούσε �να σκούρο μπλέ φόρεμα,
πού κάτω του δύσκολα ξεχώριζαν οΙ καμπύλες της. Τό ντεκολ­
τέ ηταν αύστηρό καΙ τό μάκρος της φού στας μέτριο.
« Μ έ συγχωρείτε πού σάς �Kανα νά περιμένετε, κύριε
Ράυαν», είπε, μέ �να χαμόγελο πολύ εύγενι κό καί όπρόσωπο.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον εlναι �τoιμoς νά σάς δή».
« Εlστε ή γραμματεύς του ; » ρώτησα, όναγνωρΙζοντας αύτή
τήν καθαρή, γλυκειά φωνή.
« ΝαΙ. Λέγομαι Τζάνετ Oύέaτ. Θά σάς δεΙξω τόν δρόμο».
Τήν όκολούθησα aτόν διάδρομο, περάσαμε μιά μπέζ πόρ­
τα, καΙ μπήκαμε σ' �να σαλόνι παλαιικού τύπου, όλλά άνετο,

άπ' δπου �βλεπε κανείς �να κήπο γεμάτο συνηθισμένες τριαν­


ταφυλλιές σέ δλη τους τή δόξα,

45
Ό ΟύΙλμπουρ Τζέφφερσον ηταν μισοξαπλωμένος σέ μιό
πολυθρόνα μέ ρόδες. Ήταν στή σκιό, όκριβώς Ιξω όπό τήν
πόρτα. Γέρος, ψηλός. όριστοκρστικός. μέ γαμψή μύτη, κιτρινι­
σμένο δέρμα, καΙ λεπτό χέρια δπου ξεχώριζαν οΙ φλέβες. Φο­
ρούσε �να λευκό λινό κοστούμι καΙ λευ κό έλαφρό παπούτσια.
Γύρισε τό κεφόλι νό μέ κοιτόξη, καθώς όκολούθησα τήν Τζό­
νετ Ούέστ στόν κήπο.
«'Ο κύριος Ρόι:ιαν» , εΤπε έκείνη, παραμερΙζοντας καΙ κόνον­
τός μου νόη μα νό προχωρήσω.
Κι Ιφυγε.
«Χρησι μοποιήστε αύτή τήν καρέκλα», εΤπε ό Τζέφφερσον,
δεΙχνοντός μου μιό ψόθινη καρέκλα κοντό του . «Ή όκοή μου
δέν εΤναι πολύ δυνατή, γι' αύτό θό σάς παρακαλέσω νό μιλάτε
δυνατό. "Αν θέλετε νό καπνΙσετε, καπνΙστε. ΕΤναι μιό κακή συ­
νήθεια πού έγώ όναγκόστηκα νό τήν κόψω έδώ καΙ �ξη χρό­
νια».
Κόθη σα, όλλό δέν δναψα τσιγόρο. Σκέφτηκα δτι δέν θό
τού δρεσε νό καπνΙζη κανεΙς τσιγόρα. Αύτός σΙγουρα θό κό­
πνιζε πούρα, τότε πού κόπνιζε.
« ' Ε ρεύνησα σχετι κό μέ τό πρόσωπό σας. κύριε Ρόυαν», εΤ­
πε, καθώς τό μότια του μέ κοlταζαν όπό τήν κορυφή ως τό νύ­
χια, καΙ εΤχα τήν έντύπωση δτι Ιψαχνε τίς τσέπες μου, Ιβλεπε
τό σημόδι πού Ιχω στόν ιΙιμο έκ γενετής καΙ μετρούσε τό λε­
φτό μέσα στό πορτοφόλι μου. « Μού εΤπαν δη ε1σαι Ιντι μος,
ύπεύθυνος καί όχι χωρΙς κόποια εύφυ·Γα».
Άπόρησα, ποιός μπορεί νό τού τό ε1πε δλα αύτό, όλλό φό­
ρεσα μιό σεμνή Ικφραση στό πρόσωπό μου καΙ δέν κινήθηκα.
«Σάς κόλεσα έδώ», εΤπε, «γιατl θέλω νό μόθω όπό πρώτο
χέρι τι]ν Ιστορία αύτού τού όνθρώπου πού σάς τηλεφώνησε
καΙ Ιπειτα δ,ΤΙ ξέρετε γιό τόν θόνατο τής Κινέζας».
Π ρόσεξα δτι δέν τήν ε1πε νύφη του. Καί δταν εΤπε «τής Κι­
νέζας», τό στόμα του στρόβωσε στΙς δκρες. καΙ ή φωνή του l­
δειχνε όηδΙα. Ύποθέτω δη γιό �να τόσο πλούσιο καΙ γέρο καί
συμβατι κό δνθρωπο σόν αύτόν, ή εΓδηση δη ό μοναχογιός
του παντρεύτηκε μιό Κινέζα θό εΤχε Ιρθει σόν μεγόλο πλήγ­
μα.

46
Τού εΤπα δλη τήν Ι στορΙα, προσέχοντας νό μιλώ δυνατό.
'Όταν τέλειωσα εΤπε:
« Εύχαρι στώ, κύριε Ρόυαν. Δέν lXETE Ιδέα τΙ ι'jθελε όπό
σάς;»
«Δέν καταλαβαΙνω τΙποτα» .
«Ούτε lXETE Ιδέα ποιός τή σκότωσε;»
«"Οχι», εΤπα.
ΚαΙ μετό πρόσθεσα,
«ΦαΙνεται πιθανό δη τό lKaVE αύτός ό λεγόμ ενος Χόρντ­
γουϊκ ι'j δη όπω σδήποτε σχετΙζεται μέ τόν φόνο της».
«Δέν lXW έμπι στοσύνη στόν PέΤVΙ K», εΤπε ό Τζέφφερσον.
« ΕΤναι �νας ήλΙθιος πού δέν lXEI δικαΙωμα νό κατέχη τή θέση
πού τού lδωσαν. Θέλω νό βρεθΙ; ό δολοφόνος της γυναΙκας
τού γιού μου ».
ΚοΙταξε τό λεπτό χέρια του μέ τΙς φλέβες καΙ ζόρωσε τό
φρύδια.
«Δυστυχώς, ό γιός μου κι έγώ δέν τό πηγαΙναμε τόσο καλό.
"Εγιναν λόθη κι όπό τΙς δυό πλευρές, δπως συνήθως, όλλό
τώρα πού εΤναι νεκρός, καταλαβαΙνω δη θό lπρεπε νό εΤχα
μεγαλύτερη ύπομονή μαζΙ του ... Π ι στεύω δη δν τού lδειχνα
περισσότερη κατανόηση, θό ηταν λιγότερο lξαλλος καΙ ή συμ­
περιφορό του θό ηταν πιό λογι κή. Ή γυναΙκα πού παντρεύτη­
κε δολοφονήθηκε. Ό γιός μου δέν θό ήσύχαζε ωσπου νό
βρεθΙ; ό δολοφόνος της. Τόν ι'jξερα καλό. Τώρα εΤναι νεκρός ...
Τό λιγότερο πού μπορώ νό κόνω γιό αύτόν εΤναι νό βρώ τόν
δολοφόνο της γυναΙκας του ».
Σταμότησε καΙ κοΙταξε όλόγυρα τόν κΙ;πο. Τό γέρικο πρό­
σωπό του ηταν σκληρό καΙ λυπημένο. Τό λευκό μαλλιό του
κυμόηζαν στόν δνεμο. Φαινόταν πολύ γέρος, όλλό καΙ πολύ
όποφασισμένος. Γύρισε πρός τό μέρος μου.
«Βλέπετε, κύριε Ρόυαν, εΤμαι l!νας γέρος δνθρωπος. Ή ζωή
μου τελειώνει. Κουρόζομαι εύ κολα. Δέν εΤμαι σέ θέση νό κυ­
νηγώ �να δολοφόνο, καΙ γι' αύτό σάς κόλεσα. ΕΤστε καΙ σείς
Ι!νας όπό τούς ένδιαφερομένους. Ή γυναίκα βρέθηκε στό
γραφείο σας. Γιό κόποιον λόγο, ό δολοφόνος προσπόθησε νό
ρΙξη δλη τήν εύθύνη πόνω σέ σάς. Θό σάς πληρώσω καλό. Θό

47
μού τόν βρΙ;τε;»
Θά μού ηταν εUκολο νά πώ ναΙ, νά τού πόρω τά λεφτά, καΙ
μετά νά περι μένω νά δώ δν θά Ιβρισκε τΙποτα ό Ρέτνικ, όλλά
δέν εΤμαι όπ' αύτούς τούς τύπους. ΚαΙ ι'jμoυν σχεδόν βέβαιος
δτι δέν ύπηρχαν πολλές έλπΙδες νά βρώ έγώ τόν δολοφόνο.
«Ή Ιρευνα τού έγκλήματος», εΤπα, ιβρΙσκεται στά χέρια
της όστυνομlας. ΕΤναι ΟΙ μόνοι πού μπορούν νά τόν βρούν.
Έγώ δέν μπορώ. 'Ο Ρέτνικ δέν θέλει νά όνακατεύωνται ξένοι
στίς δουλειές του. Δέν μπορώ νά άνακρΙνω τούς μάρτυ ρές
του. "Αν πάω πάλι σ' αύτόν θά Ιχω φασαρΙες. Θά ι'jθελα νά
κερδΙσω μερικά χρήματα όπό σός. κύριε Τζέφφερσον, όλλά
ξέρω δτι δέν θά πιάσουν τόπο».
Δέν ξαφνιάστηκε, άλλά φαινόταν τώρα άκόμη πιό όποφασι­
σμένος.
(( ΚαταλαβαΙνω», εΙπε. «'Ο Ρέτνικ εΙναι Ινας ι'ιλίθιος. Δέν l­
χει Ιδέα τΙ πρέπει νά κάνη γιά νά διαλευκάνη tva Ιγκλημα. του
εΤπα νά τηλεφωνήση ι'j νά τηλεγραφήση στΙς βρεταννικές όρ­
χές στό Χόγκ Κόγκ, μήπως μάθουμε κάτι γι' αύτή τή γυναί­
κα. Δέν ξέρουμε τΙποτε άλλο έκτός όπό τό δτι παντρεύτηκε
τόν γιό μου καΙ δτι ήταν φυγάς όπό τήν Κομμουνιστική ΚΙνα.
Τό ξέρω γιατ! πρΙν όπό tva χρόνο μου Ιγραψε ό γιός μου λέ­
γοντας δτι έπρόκειτο νά παντρευτΙ; μιά πρόσφυγα όπό τήν ΚΙ­
να».
Κοlταξε πάλι ώς τήν άκρη του κήπου σάν όφηρημένος.
«Έγώ, όνόητα, όπαγόρευσα αύτόν τόν γάμο. ΚαΙ όπό τότε
δέν πηρα γράμμα του )).
« Π ι στεύετε δτι ι'ι βρεταννική άστυνομlα θά Ιχη πληροφο­
ρΙες γι' αύτή; » ρώτησα.
Κούνησε τό κεφόλι.
« Π ιθανόν. Άλλά δέν εΤναι βέβαιο. Κάθε χρόνο περνουν
στό Χόγκ Κόγκ καμμιά έκατοστή χιλιάδες τέτοιοι πρόσφυγες.
ΕΤναι άνθρωποι χωρΙς πατρίδα πιά, καΙ χωρΙς χαρτιά. "Εχω με­
ρικές γνωριμΙες στό Χόγκ Κόγκ. Π ροσπαθώ νά ένημερώνωμαι
γιό τήν κατάσταση έκεί. Άπ' δ,ΤΙ κατάλαβα, γΙνεται ώς έξης: ΟΙ
πρόσφυγες όπό τήν ΚΙνα περνούν μέ πλοιάρια γιούγκ στό Μα­
κάο πού, καθώς ξέρετε, εΤναι πορτογαλική άποικlα. Τό Μακόο

48
δέν μπορεί νά τούς φιλοξενήση ούτε θέλει. -Ετσι ΟΙ πρόοφυ­
γες μεταφέρονται μέ δλλα γιούγκ στό Χόγκ Κόγκ. Ή βρεταν­
νική όστυνομlα περιπολεί στΙς προσβάσεις τού Χόγκ Κόγκ, όλ­
λό ΟΙ Κινέζοι ξέρουν νά περι μένουν. 'Όταν ένα γιούγκ μέ πρό­
σφυγες πλησιάζη στό Χόγκ Κόγκ, πλοιάρια της όστυνομίας
συγκλΙνουν πρός τό μέρος του. Τότε δμως, τρέχουν στήν ίδια
περιοχή καΙ τά ψαράδικα γιούγκ πού βρίσκονται στΙς όκτές τού
Χόγκ Κόγκ, καΙ παραπλανούν τΙς όρχές. πού δέν μπορούν ποτέ
νά βρούν τούς πρόσφυγες. Φαlνεται δμως δτι πολύ συχνά καί
ΟΙ Γδιοι ΟΙ Βρεταννοί όστυνομι κοl κάνουν στραβά μάτια. Στό
κάτω-κάτω, κι αύτοl εΤναι έναντίον της Κίνας! 'Όταν τό γιούγκ
μπη στά χωρι κά ϋδατα τού Χόγκ Κόγκ, ΟΙ έρευνες σταματούν.
Άλλά έπειτα όπό τόσο δρόμο πού έκαναν ΟΙ καη μένοι ΟΙ πρό­
σφυγες, θά ηταν όπάνθρωπο νά τούς στεlλη κανείς πίσω οϋ­
τως ι'\ δλλως. 'Όλοι τους όμως εΤναι όνώνυμοι. Ή βρεταννι κή
όστυνομία τούς δlνει καινούργια χαρτιά, γιατί ποτέ δέν έχουν
δικά τους, όλλό εΤναι όδύνατο νά έλέγξη κανείς όκόμη καΙ τά
όνόματα πού δηλώνουν. Άπό τή στιγμή πού φτάνουν στό
Χόγκ Κόγκ, όρχlζουν μιά έντελώς καινούργια ζωή, συχνά μέ
καινούργια όνόματα, σάν νά ξαναγεννιούνται. Ή yuvafKD τού
γιού μου ηταν Γσως μιά όπό τΙς πρόσφυγες πού φτάνουν μ '
αύτόν τόν τρόπο. Άμφι βάλλω δν θά βρούμε ποτέ ποιός καί
γιατl τή σκότωσε. Θέλω λοιπόν νά πάς στό Χόγκ Κόγκ καί νά
δης δν μπορης ν' όνακαλύψης τΙποτε έκεί. Δέν είναι τόσο εύ­
κολο, όλλό εΤναι κάτι πού ό Ρέτνικ δέν μπορεί βέβαια νά τό κά­
νη, καί ή βρεταννική όστυνομlα δέν θά έχη όντΙρρηση νά βοη­
θήση. Έγώ νομlζω ότι θά τά καταφέρης καΙ είμαι έτοι μος νά
σάς πληρώσω γιά δλα αύτά. Τί λέτε;»
Ή Ιδέα μού όρεσε πολύ, όλλά όχι καΙ τόσο πολύ ωστε νά
μ ήν καταλαβαίνω δτι τό ταξΙδι αύτό μπορεί νά έμενε χωρίς ό­
ποτέλεσμα.
«Θά πάω», εΤπα, «όλλά δέν ύπόσχομαι τίποτα. Δέ μπορώ νά
βγάλω κανένα συ μπέρασμα πρΙν φτάσω έκεί. Άλλά τή στιγμή
αύτή, εΙλι κρινά, δέν νομ lζω ότι έχουμε πολλές έλπίδες».
« Π ήγαινε νά κουβεντιάσης μέ τή γραμματέα μου », είπε.
«Θά σάς δεlξη μερι κά γράμματα όπό τόν γιό μου, πού μπορεί

49
νό σάς βοηθήσουν. Π ηγαlνετε, καΙ καλή τύχη, κύριε Ρόυαν» .
Μού έγνεψε μέ τό χέρι δτι ή συζήτησή μας εΤχε τελει ώσεΙ.
«Θό βρητε τή μΙς Ούέστ στό τρlτο δωμότιο, στόν διόδρο­
μο, στό δεξιό σας».
« Καταλαβαlνετε, βέβαια, δτι δέν μπορώ νό φύγω όμέσως;»
εΙπα καθώς σηκωνόμουν. « Πρέπει νό μέ δη ό εlσαγγελέας. καί
πρέπει νό τό πώ στόν Ρέτνικ πρΙν φύγω».
Κούνησε τό κεφόλι καταφατικό. Τώρα φαινόταν τρομερό
κουρασμένος.
«Θό φροντlσω νό μή σού φέρη έμπόδια ό Ρέτνικ. Νό φύ­
γης δσο μπορείς πιό γρήγορα».
Άπομακρύνθηκα όφήνοντός τον νό κοιτόζη κατευ θείαν
μπροστό του σόν δγαλμα. 'Ένας μοναχι κός γέρος μέ πι κρές
όναμνήσεις νό βασανίζουν τόν νού του ...

ν
Βρηκα τήν Τζόνετ Ούέστ σέ ένα μεγόλο δωμότιο πού ηταν
έπιπλω μένο σόν γραφείο. Καθόταν στό γραφείο της. μέ ένα
βιβλΙο λογαριασμών μπροστό της καΙ κόμποσες όποδεlξεις δί­
πλα στόν όγκώνα της. Τήν ωρα πού μπήκα έγραφε μιό έπιτα­
γή. Σήκωσε τό μότια καΙ μέ κοlταξε έρευνητικό. Μού έσκασε
ένα χαμόγελο πού δέν σήμαινε όπολύτως τΙποτα καΙ μού έδει­
ξε μιό καρέκλα κοντό στό γραφείο της.
«Θό πάτε στό Χόγκ Κόγκ, κύριε Ρόυαν;» ρώτησε, παραμε­
ρίζοντας τό βι βλΙο τών λογαριασμών.
Μέ παρaιtολουθούσε μέ προσοχή καθώς καθόμουν στήν
καρέκλα.

« Μάλλον, όλλό δέν μπορώ νό φύγω όμέσως. ·Ι σως. πρός


τό τέλος της έβδομόδας, δν έχω λΙγη τύχη».
« Π ρέπει νό κόνετε έμβόλιο γιό εύλογιό. Καλό νό κόνετε καί
γιό χολέρα, όλλό δέν εΙναι ύποχρεωτι κό» .

50
« ΕΙμαι έντόξει ΟΟό έμβόλια», εΙπα.
"Εβγαλα �να πακέτο τσιγόρα, της πρόσφερα, καΙ δταν κού­
νησε τό κεφόλι, δναψα �να έγώ καΙ έβαλα πόλι τό πακέτο
στήν τσέπη μου.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον εΙπε δτι έχετε κότι γρόμ ματα όπό
τόν γιό του. Χρειόζομαι κόθε δυνατή πληροφορία, όλλοιώς θό
χόσω τόν καιρό μου έκεί κότω».
«Σάς τό έχω έτοιμόσει».
"Ανοιξε �να συρτόρι καΙ έβγαλε κόπου έξη γρόι,ι ματα, πού
μού τό έβαλε στό χέρι.
«'Ο Χέρμαν έγραφε μιό φορό τόν χρόνο. Άλλό έκτός όπό
τή διεύθυνση αύτή, δέν νομlζω δτι θό πόρετε δλλες πληρο­
φορlες 00' αύτό».
"Εριξα μιό ματιό: Τό γρόμματα ηταν πολύ σύντομα, καΙ στό
καθένα υπηρχε ή αΤτηση νό σταλούν χρήματα έπειγόντως. 'Ο
Χέρμαν Τζέφφερσον δέν ηταν καλός στήν όλληλογραφΙα, όλ­
λό τό χρημα δέν φαινόταν νό βγαΙνη ποτέ όπό τό μυαλό του.
"Εγραφε όπλώς δτι εΙχε καλό στήν υγεΙα του, όλλό δέν ρτόθη­
κε πολύ τυχερός καί πρόσθετε δτι έπρεπε νό τού στείλη μερι­
κό χρήματα ό πατέρας του τό ταχύτερο. Τό πρώτο γρόμμα εΙ­
χε σταλη πρΙν όπό πέντε χρόνια, καί μεσολαβούσε �νας χρό­
νος κόθε φορό γιό τό έπόμενο. Τό τελευταίο γρόμμα δμως κΙ­
νησε τήν προσοχή μου. Ήταν γραμμένο πρΙν όπό �να χρόνο.
Ξ Ε Ν ΟΔΟΧ Ε Ι Ο ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΥΤΟ Κ ΡΑΤΟ ΡΙΑ
Βαντσόι
'Αγαπητέ μου πατέρα,
Γνώρισα μιό Κινέζα καΙ θό τήν παντρευτώ. Λέγεται
Τζό "Αν. "Εχει περόσει δύσκολη ζωή, εΙναι πρόσφυγας
όπό τήν ΚΙνα, όλλό εΙναι όμορφη, έξυπνη, καΙ ό τύπος
πού μ' όρέσει. Φαντόζομαι δτι τό νέο αύτό δέν θό σέ
ένθου σιόση καΙ πολύ, όλλό πόντοτε έλεγες δτι πρέπει
νό κόνω τή ζωή μου δπως νομΙζω κι έτσι θό τήν παν­
τρευτώ. ΕΙμαι βέβαιος δτι θό είναι πολύ καλή σύ ζυγος.
Ψόχνω γιό διαμέρισμα, όλλό δέν εΙναι εύκολο, γιατί ΟΙ
τιμές έχουν όνεβη ψηλό. Μπορεί v' όποφασίσου με τε-

51
λικά νά μεΙνουμε έδώ στό ξενοδοχείο. εΤναι βολικό όπά
μιά δποψη, άλλά προτιμώ νά txw δικό μου σπΙτι.
ΈλπΙζω δτι θά μας στεΙλης τήν εύχή σου. "Αν πι­
στεύης δτι μπορείς νά μας στεΙλης κι ένα τσέκ γιά νά
βροϋμε διαμέρισμα, θά ήταν πολύ εύπρόσδεκτο.
Πάντα δι κός σου,
Χέρμαν.
Άκούμπησα τό γράμμα στό γραφείο.
«Αύτό ήταν τό τελευταίο του γρόμμα», εΙπε ι'jρεμα ή Τζάνετ
Ούέστ. «'Ο κύριος Τζέφφερσον θύ μωσε πολύ. Τηλεγράφη σε
λέγοντας δTl άπαγορεύει τόν γάμο. Άπό τότε δέν μάθαμε τΙ"
ποτα γιά τόν γιό του μέχρι πρό δέκα ήμερών, δταν tφτασε αύ­
τό έδώ».
Μοϋ tδωσε ένα δλλο γράμμα, γραμμένο σέ φτηνό καρτl
άλληλογραφlας, πού μύριζε έλαφρά σάν ξύλο άπό σανδόλια.
Τό γράψιμο ήταν πολύ κακό καΙ τρομερά δυ σανάγνωστο:
Ξ Ε Ν ΟΔΟΧ Ε Ι Ο ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΥΤΟ Κ ΡΑΤΟΡΙΑ
Βαντσάι
Κύριε Τζέφφερσον,
Ό Χέρμαν πέθανε χθές. ΕΙχε ένα αύτοκινητικό δυ­
στύχημα. "Ελεγε συχνά δTl ι'jθελε νά ταφή στήν πατρl­
δα του. Δέν txw χρήματα, άλλά δν μπορείτε νά μοϋ
στεΙλετε μερικά θά τόν φέρω νά ταφή δπως ι'jθελε. Δέν
txw χρήματα ούτε γιά νά τόν θάψω έδώ.
Τζό "Αν Τζέφφερσον
Μοϋ φάνηκε πολύ συγκινητικό γράμ μα. Σκεφτόμουν αύτή
τή μικρή Κινεζούλα πού Ιμενε όλομόναχη μέ τό mώμα τοϋ
δντρα της, κα! δέν εΤχε κάν χρήματα γιό τήν κηδεΙα, καΙ δέν εΙ­
χε κανένα μέλλον μπρο στά της. έκτός δν τή λυπόταν ό πλού­
σιος πεθερός της.
«τι Ιγινε μετά;» ρώτησα.
Ή Τζάνετ Ούέστ χάιδεψε τό στυπόχαρτο μέ τό χρυσό στυ­
λό της. Τά κάπως ξένα μάτια της tYIvav Μγο άκόμη πιό ξένα.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον δέν ηταν βέβαιος γιά τή γνησιότη-

52
τα αύτού τού γρόμ ματος. Σκέφτηκε δτι αύτή tι yuvalKQ προ­
σπαθούσε rσως νό τού όποσπόση χρήματα καΙ δτι ό γιός του
δέν εΙχε πεθόνει πραγματικό. Τηλεφώνησα στόν 'Αμερικανό
πρόξενο στό Χόγκ Κόγκ, κι αύτός μού εΙπε δτι ό Χέρμαν εΙχε
σκοτωθη σέ δυστύχημα. Τότε ό κύριος Τζέφφερσον μού εΙπε
νό γρόψω στή γυναίκα νό στεΙλη έδώ τό mώμα. ΕΤπε όκόμη
δτι αύτή hτρεπε νό μεΙνη στό Χόγκ Κόγκ, καΙ αύτός θό κανόνι­
ζε νό της πληρώνουν Ινα ποσό κόθε μηνα γιό νό ζη, όλλό, δ­
πως ξέρετε, αύτή �φερε τελικό τό φέρετρο tι rδια, χωρΙς δμως
νό �ρθη έδώ νό μός δη».
« ΚαΙ τό mώμα; »
ΕΤχα μιό ξαφνική έντύπωση δτι ηταν συγκρατη μένη όπέ­
ναντl μου. Κατόλαβα τήν �νταση μέσα της, μολονότι πρόσεχε
νό μή φανη τlπoτa.
«Ή κηδεΙα θό γΙνη μεθαύριο» .
«τι όκριβώς �Kανε ό Χέρμαν στ ό Χόγκ Κόγκ;»
«Δέν ξέρουμε. Στήν όρχή, δταν πηγε έκεϊ, ό πατέρας του
φρόντισε νό τού βρη μιό θέση ύποδιευθυντού σέ μιό έταιρεία
έξαγωγών, όλλό �πειτα όπό Ιξη μηνες ό Χέρμαν τήν έγκατέ­
λειψε. 'Από τότε, δέν �γραψε ποτέ τΙ �Kανε. Μόνον αύτές ΟΙ
έτήσιες αlτήσειC: γιό χρήματα ... »
« Καί ό κύριος Τζέφφερσον τού �στελνε δ,ΤΙ ζητού σε;»
«"Ω, ναΙ. Κόθε φορό πού τού ζητούσε, πόντοτε �στελνε
χρήματα».
« 'Από τό γρόμματα αύτό», εΙπα, «φαΙνεται δτι ό Χέρμαν ζη­
τούσε χρήματα μιό φορό τόν χρόνο. Ήταν μεγόλα τό ποσό;»
« Π οτέ παραπόνω όπό πεντακόσια δολλόρια».
«Μέ τόσα δέν θό μπορούσε νό ζήση Ινα όλόκληρα χρόνο.
Π ρέπει νό κέρδιζε καΙ ό rδιος χρήματα».
« 'Υποθέτω, ναΙ».
"Εξυ σα τό πηγούνι μου, καθώς κοlταζα �ξω όπό τό παρόθυ­
ρα καΙ τό μ υαλό μου δούλευε γοργό.
«Δέν ύπόρχει τΙποτε άλλο νό σάς ρωτήσω, �;» εΤπα.
ΚαΙ τότε όκριβώς �Kανα τήν έρώτηση πού μέ βασόνιζε όπό
τή στιγμή πού πρόσεξα τήν �ντaση στό πρόσωπό της.
« ΓνωρΙσατε προσωπικό τόν Χέρμαν Τζέφφερσον;»

53
« Μ ά, ναΙ, φυσικά. Έργάζομαι όχτώ χρόνια στού κυρΙου
Τζέφφερσον; 'Ο Χέρμαν �μενε έδώ πρΙν φύγη γιά τήν 'Ανατο­
λή. Ναί. Τόν γνώρισα».
«Τί εΓδους άνθρωπος ήταν; 'Ο πατέρας του λέει πώς ήταν
�ξαλλoς, όλλό τώρα πι στεύει δτι άν τού έδειχνε περι σσότερη
κατανόηση, δέν θά ήταν �τσι. Συμφωνείτε; »
Τά μάτια της άστροψαν όπότομα, καΙ ξαφνιάστηκα βλέπον­
τας πόσο σκληρό μπορούσε νά γΙνη τό ύφος της. δταν έριχνε
τή μάσκα.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον», εΤπε, «ταράχτηκε πολύ μέ τόν
θάνατο τού γιού του . Τώρα σκέφτεται συναισθηματι κά. 'Ο
Χέρμαν ήταν δι εστραμμένος, πορωμένος καΙ όνήθικος. "Ε κλε­
βε χρήματα όπό τόν πατέρα του . "Ε κλεβε όκόμη κι όπό μένα.
ΕΤναι δύσκολο νά πιστέψη κανείς πώς ήταν γιός τού κυρίου
Τζέφφερσον. 'Ο κύριος Τζέφφερσον εΤναι τόσο καλός. Δέν έ­
κανε ποτέ στή ζωή του τΙποτε κακό ! !!
Μού φάνηκε παράξενο αύτό τό πάθος στή φωνή της.
«Λοιπόν, εύχαριστώ», εΤπα καΙ σηκώθηκα. «Θά κάνω δ,ΤΙ
μπορώ γιά τόν κύριο Τζέφφερσον, όλλά χρειάζεται καΙ λίγη
τύχη ... »
'Ανακάτωσε ένα σωρό όπό τσέκ, πήρε ένα καΙ τό έσπρωξε
πρός τό μέρος μου.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον έπιθυμεί νά σάς δώση μιά προκα­
ταβολή. Θά έτοιμάσω τό όεροπορικό εΙσητήριό σας, μόλις μέ
εΙδοποιή σετε δτι είστε έτοιμος. "Αν χρειαστήτε περι σσότερα
χρήματα, πέστε μου» .
Κοlταξα τ ό τσέκ. Είχε τ ή ν ύπογραφή της, γιά τ ό ποσό τών
χιλΙων δολλαρίων.
«Δέν είμαι καί τόσο όκριβός» . είπα. «Τριακόσια δολλόρια θά
�φταναν» .
«'Ο κύριος Τζέφφερσον εΤπε νά τά πάρετε», όπάντη σε σάν
νά μού εΊχε δώσει μιά δεκάρα.
« Π οτέ δέν λέω όχι στά λεφτά» .
Τήν κοίταξα.
« Έ σείς φροντlζετε τΙς ύποθέσεις τού κυρίου Τζέφφερ­
σον;»

54
« ΕΙμαι ι'ι γραμματεύς του», εΙπε κάπως κοφτά.
«Λοιπόν ... »
Δέν �βρισKα τΙ δλλο νά πώ, κι �τσι πρόσθεσα:
«Θά έπικοινωνήσω μαζl σας δταν θά εΙμαι @τοιμος» .
Καθώς προχωρούσα πρός τήν πόρτα, μέ ρώτησε:
«Ήταν πολύ όμορφη; »
Γιά μιά στιγμή δέν κατάλαβα, καΙ μετά τήν κοΙταξα άμέσως.
Ήταν όκΙνητη, καΙ στά μάτια της ύπήρχε μιά περΙεργη �Kφρα­
ση πού δέν τήν καταλόβαινα.
«Ή γυναlκα του; Μδλλον ... Μ ερικές Κινέζες εΙναι πολύ ό­
μορφες. Ήταν. 'Ακόμη κα! νεκρή».
« Μάλιστα».
Π ήρε τό στυλό της καί τράβηξε τό βιβλΙο τών λογαριασμών
πρός τό μέρος της. Μού ύπεδεlκνυε νά φύγω.
Βρήκα τόν ύπηρέτη νά μέ περιμένει στό· χώλ. Μέ ξεπροβό­
δισε μέ μιά έλαφρά ύπόκλι ση. ΚανεΙς δέν θά μπορούσε νά τόν
κατηγορήση πώς �ταν φλύαρος.
Βάδισα άργά πρός τό αύτοκίνητό μου. Τό τελευταίο μέρος
τού διαλόγου μας �ταν διαφωτιστι κό. "Ημουν τώρα σχεδόν
βtβαιος δτι κάποια έποχή ό Χέρμαν Τζέφφερσον καΙ ι'ι Τζάνετ
Ο'ύ έ στ �ταν έραστές. 'Η εl'δηση τού θανάτου του �ταν μεγάλο
πλήγμα γι' αύτήν, δπως κα! γιά τόν πατέρα του. Αύτό ήταν @να
άπροσδόκητο κα! ένδιαφέρον στοιχείο. 'Αποφάσισα δτι θά �­
ταν καλό νά μάθω περισσότερα πράγματα γιά τή Τζάνετ.
Μπήκα στό αύτοκΙνητό μου κα! πήγα στι'ιν όστυνομ ία.
Χρειάστηκε νά περιμένω μισή ωρα γιά νά δώ τόν Ρέτνικ. Τόν
βρήκα στό γραφείο του νά μασάη @να σβησμένο πούρο. Ήταν
στίς κακές του .
«Δέν �xω όρεξη ν ά χάσω τόν καιρό μ ο υ μαζί σου, ντετέ­
κτιβ», μού εΙπε. «ΤΙ θέλεις; »
«"Επιασα δουλειά στόν Ού Ιλμπουρ Τζέφφερσον», εΙπα.
«Σκέφτηκα δτι θά ι'\θελες νά τό ξέρης».
Τό πρόσωπό του σκλήρυνε.
«"Αν μπλεχτής στή δουλειά μου, Ράυαν, θά φροντίσω έγώ
νά σού πάρουν πΙσω τήν δδεια» , εΙπε. «Σέ προειδοποιώ. Πόσα
σέ πληρώνει;»

55
Κόθησα στήν δβολη κα ρέ κλα .

« 'Αρκετό. Δέν πρόκειται νό σού χαλόσω τή δουλει ό. Θό


πόω στό Χόγκ Κόγκ».
«Χόγκ Κόγκ, έ; Ταξιδόκι; Καί ποιός δέν θό πήγαινε; Καί τί
πρόκειται νό κόνης όταν φτόσης έκεί; »
«'Ο γέρος θέλει νό μόθη ποιό ηταν ι'ι κοπέλα. Π ι στε ύει δτι
δέν κόνουμε τίποτα, δν δέν βρού με τό παρελθόν της. Θό πόω
λοιπόν νό ψόξω. Μπορεί νό έχη δlκιο» .
'Ο Ρέτνικ ΙΠαιζε μ' ένα στυλό κόμποση ωρα, καΙ μετό είπε:
«Αύτό εΤναι σπατόλη χρήματος καί χρόνου, όλλό δέν πι­
στεύω νό σέ νοιόζη έφόσον θό πληρωθης».
«Δέν μέ νοιόζει», εΤπα εύθυμα. «Αύτός θέλει νό κόνη τό κέ­
φι του κι έγώ έχω όλον τόν καιρό στή διόθεσή μου. Μπορεί
νό εΤμαι τυχερός» .
« Έγώ ξέρω γι' αύτή περισσότερα όπ' όσα θό μόθης έσύ
στό Χόγκ Κόγκ. Καί δέν χρειόστηκε νό κόνω ταξίδι. Ήταν όρ­
κετό ένα τηλεγρόφημα».
« Καί τί ξέρεις;»
« Τήν έλεγαν Τζό "Αν Τσούγκ. 'Ωραίο όνομα, έ; Π ρίν όπό
τρία χρόνια τή συνέλαβαν νό όρόζη στό Χόγκ Κόγκ μ' ένα
γιούγκ όπό τό Μακόο. Δούλευε χορεύτρια στό κλόμπ Παγόδα,
καί αύτό ση μαίνει Γσως πώς ηταν πόρνη» .
"Εξυσε τ ό αύτί του κ α ί κοίταξε έξω όπό τό παράθυρο γ ι ό λί­
γο, πρίν συνεχίση:
« Παντρεύτηκε τόν Τζέφφερσον ένώπιον τού 'Αμερι κανού
προξένου στίς 21 Σεπτεμβρίου πέρυσΙ. Έ ζησαν μαζί ό' ένα κι­
νέζικο κτίριο πού τό λένε Ξενοδοχείο ή Ούρόνια Αύτοκρατο­
ρία. 'Ο Τζέφφερσον φαίνεται δτι ηταν δνεργος. Ζούσαν μάλ­
λον όπ' δ,ΤΙ κέρδιζε αύτή καί όπ' δσα τούς έστελνε ό γέρος.
Έφέτος, στίς 6 Σεπτε μβρίου αύτός σκοτώθηκε σέ α ύτοκινπτι­
κό δ υ στύχημα, καί ι'ι γυναίκα του έκανε αΓτηση στόν 'Αμε­
ρι κανό πρόξενο γιό τήν δδεια νά φέρη έδώ τό σώμα του. Αύτή
εΤναι ή Ιστορία. Γιατί νό πάς στό Χόγκ Κόγκ; »
« Γιατί μέ πληρώνουν. Πάντως θό είμαι έξω όπό τόν δρόμο
σου » .
« Μ ήν όνυσυχείς δτι θό μπης στόν δρόμο μου, παλληκόρι.

56
'Εγώ μπορώ νό σέ βγόλω όπ' Ιξω δ,ΤΙ ώρα θέλω».
Τόν δφησα νό τό πη. Ήταν στιγμές πού Ιπρεπε νό νοιώθη
λΙγο σπουδαίος χωρΙς νά τού όντιμιλούν. Τού τή χάρι σα.
« ΚαΙ πώς πόει ή ύπόθεση; Βρήκατε τΙποτα; »
«Όχι» .
"Ε σκυψε στ ό στυπόχαρτό του .
« 'Εκείνο πού δέν μπορώ νό καταλόβω εΤναι τ ί γύρευε στό
γραφείο σου στΙς τρείς τό πρωl».
« Μ μ ... Μπορεί νό βρώ τήν όπάντηση στό Χόγκ Κόγκ».
"Αναψα lΞνα τσιγόρο καΙ μετά συνέχισα:
«'Ο γέρο Τζέφφερσον Ιχει πολλά λεφτό. Φαντόζομαι δτι
θό τό κληρονομούσε ό γιός του. "Αν δέν δλλαζε τή διαθήκη
του, ή Τζό "Αν θά ήταν ή κληρονόμος μετό τόν θάνατο τού
γιού του. Κάποιος μπορεί νό "θελε νό τή βγόλη όπό τή μέση
γιό νό μήν πόρη τήν περιου σlα αύτή. Θέλω νό μόθω ποιός θό
εΤναι τώρα ό κληρονόμος ... Μπορεί νό Ιχη κόποια σχέση ... »
"Ε μεινε σκεφτικός.
« ΝαΙ .. Κάπου - κόπου, σού κατεβαΙνουν Ιδέες. Καλή Ιδέα
αύτή».
«Συνόντησες τή γραμματέα του, τή Τζόνετ Ούέστ; Δέν θά
μέ έξέπλησσε δν κληρονομούσε κι αύτή ένα μέρος της πε­
ριουσίας τού Τζέφφερσον. Μ ού φαΙνεται δτι κάποτε ήταν
έρωτευ μένη μέ τόν γιό του. Νό μιό Ιδέα: Νό δού με πού βρι­
σκόταν αύτή στΙς τρείς ή ώρα δταν σκοτώθηκε ή Κινέζα».
« Καί πώς νό γΙνη αύτό;» εΤπε ό Ρέτνικ. «Τή γνώρισα. ' Ο γέ­
ρος τήν Ιχει στό πούπουλα. "Αν όρχΙσω νό ψόχνω τήν Ιδιωτι­
κή της ζωή, μπορεί νό βρώ τόν μπελό μου, κι αύτό δέν μ' όρέ­
σουν έ μένα. 'Ο γέρος lχει πολλό λεφτά, βλέπεις».
Μ έ κοlταξε μέ έλπΙδα.
« Γιατl πι στεύεις δτι ήταν έρωτευμένη μαζl του ; »
« Κουβεντιόσαμε. "Εχει πολλή αύτοκιι ριαρχlα, άλλό καμμιό
φορό δέν κρατιέται. Δέν θέλω νό πώ δτι αύτή σκότωσε τήν
Κινέζα, όλλό μπορεί νό ξέρη κότι γιό τή δολοφονlα. Μπορεί νό
lχη κανένα πολύ φιλόδοξο έραστή».
« Δέν πρόκειται νό κυνηγήσω αύτή τήν δκρη», εΤπε ό
Ρέτνικ. « 'Εκείνο πού ψόχνω νό βρώ εΤναι γιατl ή Κινέζα ήρθε

57
στό γραφείο σου στΙς τρείς τή νύχτα. 'Όταν τό βρώ αύτό, θό
λυθη τό αΓνιγμα».
Σηκώθηκα.
« Μπορεί νό �xης δΙκιο. Πότε θό γΙνη ιΊ κατόθεσή μου; Π ρέ­
πει νό φύγω τό ταχύτερο».
«Αύριο στΙς δέκα. Δέν εlναι σπουδαίο, όλλό πρέπει νό �ρ-
θης. ΚαΙ μ ήν ξεχνδς. δν βρης τΙποτα, θέλω νό τό ξέρω».
« Έ σύ δέν κουνιέσαι όπό τό γραφείο σου ;»
Κατέβασε τό μούτρα του.
« Γιό τό λεφτό πού παΙρνω; Πρέπει νό προσέχω. Ό
Τζέφφερσον �xει ... »
«Ξέρω ... πολλό λεφτό, μού τό εlπες».
Τόν δφησα νό παλεύη μέ τό ατυπόχαρτο. "Ε πρεπε νό μπο­
ρούσε νό τόν δη καΙ ό δολοφόνος τής Τζό "Αν. Αύτό θό τού �­
δινε αύτοπεποΙθηση.
Γύρισα ατό γραφείο μου. Καθώς έτοι μαζόμουν ν' όνοΙξω
τήν πόρτα ταύ γραφεΙου, μού ηρθε ιΊ Ιδέα. "Εκανα μερικό βή­
ματα ατόν διόδρομο καΙ χτύπησα τήν πόρτα τού Τζαίη
ΟύαΙηντ. Μ ετό τήν �σπρωξα.
Μπηκα σ' �να μεγόλο γραφείο, δμορφα έπιπλωμένο. 'Απέ­
ναντι στήν πόρτα ύπηρχε ένα γραφείο πού πόνω του βρΙσκον­
ταν ένα μαγνητόφωνο, �να τηλέφωνο, μιό φορητή γραφομη­
χανή καΙ δυό θήκες γιό Ε Ισερχόμενα καΙ Έξερχόμενα.
Π Ισω όπό τό γραφείο καθόταν ό ΟύαΙηντ καπνΙζοντας τήν
πΙπα του, μέ τήν πέννα στό χέρι καΙ χαρτιό μπροστό του.
Στό δεξιό του ύπηρχε μιό δλλη πόρτα. 'Από έκεί όκουγόταν
ό κρότος μιας γραφομηχανής.
Τό γραφείο του �δειxνε πολύ μεγαλύτερη εύημερΙα όπό τό
δικό μου, όλλό ΟΙ χημικοΙ κερδΙζουν πόντοτε περισσότερα όπό
τούς ντετέκτιβς. "Ετσι εΙναι ή ζωή.
«"Ε, χαΙρετε ! » εlπε ό ΟύαΙηντ καΙ μισοσηκώθηκε γιό νό μού
δε!ξη τόν ένθου σιασμό του πού μπηκα στό γραφείο του.
« Έλάτε μέσα καΙ καθηστε».
Μπήκα μέσα καΙ κόθησα, σέ μιό πολυθρόνα κοντό του.
«Αύτό εΙναι �Kπληξη l Θό πιούμε ένα ποτηρόκι ; »
ΚοΙταξε τ ό χρυ σό ρολόι του .

58
« Κοντεύει �ξη. Ούίσκυιι.
"Η θελε τόσο πολύ νό μού παραστήση τόν οΙκοδεσπότη, ω­
στε δέχτηκα �να ούίσκυ. Τρόβηξε �να μπουκόλι καί δυό ποτή­
ρια όπό �να ντουλόπι, κι Ιριξε aτό ποτήρια γερές δόσεις. Ζή­
τησε συγγνώμη γιατί δέν εΤχε πόγο. ΕΤπα δτι εΤχα συνηθίσει
στή μιζέρια καί δέν μέ πείραζε. Χαμογελόσαμε καί ι"ιπιαμε. Ή­
ταν ώραίο OύfσKυ.
«" Οσα μού ernaTE γιό τόν Χέρμαν Τζέφφερσον ή ταν πολύ
ένδιαφέροντα», εΤπα. « 'Αναρωτιέμαι άν μπορώ νό μόθω καί
τίποτε άλλο γι' αύτόν. Κόθε πληροφορία Ιχει τήν όξία της... »
« Καί βέβαιαιι.
Μ έ κοίταξε μέ ϋφος πού παίρνει �νας σκύλος τού ΆγΙου
Βενόρδου, δταν όκούη κόποιον νό φωνόζη «βοήθειαιι μέσα
στίς "Αλπεις.
«τι άλλο μπορώ νό σάς πώ γι' αύτόν;.
Τόν κοίταξα μέ τή γνωστή μου Ικφραση πού σημαίνει «μα­
κόρι νάξεραιι, αύτή πού χρησιμοποιώ δταν κουβεντιόζω μέ τύ­
πους σόν τόν Τζαίη Ούαίηντ.
« Κ ι έγώ δέν ξέρωιι, εΤπα. «Ή δουλειό μου εΤναι νό μαζεύω
στοιχεία, ωσπου νό βρώ τήν άκρη. Λόγου χόρη, έσείς γνωρί­
ζατε τόν Τζέφφερσον. Μού μιλήσατε γιό τόν χαρακτήρα του .
ErnaTE δτι ήταν όδίστακτος, δλο Ιμπλεκε σέ φασαρίες. κ α ί γε­
νικό χαλούσε τόν κόσμο. Πώς τό πήγαινε μέ τίς γυναίκες; »
Τό ήλιοκαμένο πρόσωπο τού Ούαίηντ γέμισε όπό όγανό­
κτηση. Μπορούσα νό φανταστώ πώς τό πήγαινε ό rδιος μέ τίς
γυναίκες. Τό δικό του σεξουαλικό Ινστικτα πρέπει νό Ιβρι­
σκαν διέξοδο σέ μιό-δυό παρτίδες γκόλφ.
«Ήταν διεφθαρμένος. Έντόξει, πολύ καλό, δταν εΤσαι νέος
κόνεις τρέλες μέ τό κορίτσια ... Κι έγώ Ικανα τρέλες. όλλό αύ­
τός παραήταν ! "Αν ό πατέρας δέν εΤχε τόση δύναμη σ' αύτή
τήν πόλη, τότε σίγουρα θό ξεσπού σαν Ινα σωρό σκόνδαλα.,
« Καμμιό συγκεκριμ ένη κοπέλα;ιι ρώτησα.
Δίστασε λίγο.
«Δέν θέλω νό λέω όνόματα, όλλό πόρτε γιό παρόδειγμα
έκείνη τή μικρή, τή Τζόνετ Ούέστ. ΕΤναι ή γραμματεύς τού κυ­
ρίου Τζέφφερσον. Ήταν. . ».

59
Σταμότησε καί tπαψε νό μέ κοιτόζη.
« Μ έ ... μέ συvχωρείτε. Νομίζω δτι δέν πρέπει νό μιλό ω γι'
αυτό. "Αλλωστε πάνε έννιό χρόνια ΟΟό τότε. Τό ξέρω, έπειδή
μου τό εΤπε ό Χέρμαν, όλλό αυτό δέν μου δίνει τό δικαίωμα νό
σάς τό πώ».
"Εβλεπα δτι τόν tτρωγε ι't γλώσσα του. "Ηθελε πολύ, τό πο­
θουσε, νό μου πή, νό μετόσχη κι αυτός στήν όναζήτηση του
δολοφόνου, καί αΙσθανόταν πoΛU σπουδαίος γιατί εΤχε κινήσει
τό ένδιαφέρον μου.
ΕΤπα λοιπόν:
« Καί ι't παραμικρή πληροφορία μπορεί νό μέ όδηγήση στόν
δολοφόνο. Ρωτήστε λοιπόν τή συνείδησή σας δν πρέπει νό
μου πήτε ι'\ δχι».
Αυτό του δρεσε πoΛU. Τό μότια του tλαμψαν καΙ μέ κοlταξε
μέ ύφος έπίσημο.
« Βέβαια, φυ σικό, καταλαβαίνω πώς τό έννοείτε ... »
Χόιδεψε τό κοντό μαλλιό του μέ τό δόχτυλα, καί μετό παίρ­
νοντας μιό tκφραση όξιοπρεπείας πού δείχνει δνθρωπο τε­
λείως δσχετο πρός τό σκόνδαλα, εΤπε:
«'Ο Χέρμαν καί ι't Τζόνετ ουέστ τό εΤχαν φτιόξει πρίν όπό
έννιό χρόνια. Γεννήθηκε κι tva μωρό. ' 0 Χέρμαν τήν παρότη­
σε τότε, καΙ ι't Τζόνετ πήγε στόν πατέρα του, πού τρόμαξε. Τό
παιδί πέθανε. '0 γέρος έπέμενε νό παντρευτή ό Χέρμαν τή
Τζόνετ, όλλό αυτός όρνιόταν κατηγορηματικό. Έχω τήν έντύ­
πωση δτι ό γέρος συ μπόθησε πολύ τήν κοπέλα ό rδιος. " Οπως
καί νδχη τό πρόγμα, τήν πήρε στό σπίτι του καΙ τήν t KaVE
γραμματέα του. 'Υποθέτω δτι ό γέρος ι'\λπιζε πόντοτε δτι ό
Χέρμαν θό tnaIPVE τήν ΟΟόφαση καΙ θό τήν παντρευόταν τε­
λικό, όλλό έκείνος δέν "θελε πιό ούτε νό τή βλέπη. "Ετσι ό κύ­
βος έρρίφθη, πού λένε, καΙ ό Χέρμαν κανονίστηκε νό φύγη γιό
τήν 'Ανατολή. Ή Τζόνετ tμεινε ΟΟό τότε μέ τόν γέρο».
« ΕΤναι δμορφη», εfπα. « Μ ου κόνει έντύπωση πώς δέν παν­
τρεύτηκε».
«'Εμένα δέν μου κόνει έντύπωση. Δέν θό τό ι'jθελε ό γέ­
ρος. 'Εξαρτάται πολύ 00' αυτήν καί, στό κότω - κότω, δέν txEI
κανέναν δλλο ν' όφήση τό έκατομμύριό του τώρα πού πέθανε

60
ό Χέρμαν».
«Δέν ύπάρχει ; » εΤπα δήθεν όδιάφορα. «Δέν ύπάρχει κανέ­
νας συγγενής; »
«Όχι. Ήξερα καλά τήν οΙκογένεια. Ό Χέρμαν μού εΤχε πή
δτι δέν ύπάρχουν άλλοι συγγενείς. Φαντάζομαι δτι .., Τζάνετ
θά κολυμπήση στά λεφτά μόλις πεθάνει ό γέρος».
« ΕΤναι πολύ τυχερή, πού δέν μπορεί νά έγείρη τώρα διεκδι­
κήσεις .., γυναlκα τού Χέρμαν» .
Μ έ κοΙταξε σαστι σμένος.
«Αύτό δέν τό εΤχα σκεφτή. ·Αλλά πι στεύω δτι εΤχε μεγάλες
πιθανότητες. Ό γέρος δέν θ' άφηνε ποτέ τΙποτα σέ μιά Κινέ­
ζOl) .
«'Ως χήρα τού Χέρμαν, θ ά μπορού σε νά ζητήση μερίδιο.
ΚαΙ ό δι καστής μπορεί νά τής τό έπιδίκαζε».
Ή πόρτα όπό δεξιά άνοιξε καΙ μπήκε μιά κοπέλα μ' �να σω­
ρό όπό γράμματα γιά ύπογραφή. Ήταν όκριβώς ό τύπος κοπέ­
λας πού φανταζόμουν δτι θά μπορούσε νά προσλάβη �νας άν­
θρωπος σάν τόν Ούαίηντ. Σάν ποντΙκι, φοβισμένη καΙ μέ γυα­
λάκια.
Σηκώθηκα, καθώς όκουμπούσε τά γράμ ματα στό γραφείο
του .
« Π ρέπει ν ά τρέξω», εΤπα, «άλλά θ ά σ ά ς ξαναδώ ».
«"Υπάρχει καμμιά έξέλιξη;» ρώτησε, καθώς �βγαινε άπό τό
δωμάτιο '" κοπέλα. « Β ρήκε τΙποτα .., άστυνομία;»
«Πποτα», εΤπα. «Αύριο θά έξετάση τήν ύπόθεση ό εΙσαγγε­
λέας, άλλά θά πρέπει μάλλον ν ' άπαγγεΙλη τήν κατηγορία γιό
φόνο έναντΙον άγνώστων. Ήταν πολύ έπι στημονι κό �γKλη­
μα».
«"Ετσι φαίνεται».
Τράβηξε τά γράμματα πρός τό μέρος του.
«"Αν μπορώ νά κάνω κάτι . . »
.

«Θά σάς πώ» .


Μπήκα στό γραφείο μου, τηλεφώνησα στόν Ρέτνικ καΙ τού
εΤπα δ,ΤΙ είχα μάθει γιά τή Τζάνετ Ούέστ.
«Τώρα κάνε δ,ΤΙ θέλεις», τού εΤπα. « ·Εγώ, άν ι'j μOυν στή θέ­
ση σου, θά �ψαxνα νά βρώ πού ηταν .., μίς Ούέστ στΙς τρείς ι'1

61
ώρα, δταν σκοτώθηκε r'ι Κινέζαι .
Δέν όπόντησε όμέσως. "Ακουγα τή βαρειό όναπνοή του.
« ΝαΙ, όλλό δέν εΤσαι στή θέση μουι, εΤπε τέλος. «Θό σέ δώ
αύριο. ΚαΙ μ ήν ξεχόσης νό βόλης καθαρό που κόμι σο. Αύτοl ΟΙ
νομ ικοΙ εΤναι πολύ καθώς πρέπει κύριοι l "
Κι έκλεισε.

νι

'Όπως εΤχα προβλέψει, r'ι νομική έξέταση της ύποθέσεως


προχώρησε χωρΙς φασαρΙα καΙ χωρΙς ένθουσιασμό. 'Ένας
χοντρός μέ πονηρό μότια πού συστήθηκε στόν Ρέτνικ σόν δι­
κηγόρος τού Τζέφφερσον, καθόταν πlσω - πίσω, όλλό δέν
πρόσθεσε τΙποτα aτή διαδι κασία. Ή Τζόνετ Ούέστ, πολύ νό­
στιμη καΙ τυπική μέσα στό καλοραμμένο ταγιέρ της, εΤπε
στούς δικαστικούς τό rδια περΙπου πού εΙχε πεί καΙ σέ μένα. Ή
νομική έρευνα όνεβλήθη ω σπου νό προσκομίση περισσότε­
ρες πληροφορlες r'ι όστυνομlα. ΕΤχα τήν έντύπωση δτι κανεΙς
δέν σκοτιζόταν καΙ πολύ γιό τό γεγονός δτι εΤχε σκοτωθη μιό
πρόσφυγας όπό τήν ΚΙνα.
'Όταν ό εΙσαγγελέας έγκατέλειψε τήν areOuoa, πηγα πρός
τόν Ρέτνικ πού έξυνε μελαγχολι κό τό δόντια του μ' ένα σπΙρ­
το.
« Μ πορώ νό φύγω τώρα;» ρώτησα.
«"Ω, βέβαια", εΙπε όδιόφορα. « 'Αλήθεια, όνακόλυψες μή­
πως, δν r'ι Τζόνετ Oύέaτ κοιμόταν τήν ωρa πού έγινε τό έγ­
κλη μα ; »
Κοlταξε λοξό τήν Τζόνετ πού κουβέντιαζε μ έ τόν δικηγόρο
τού Τζέφ φερσο ν.
«Αύτό τό όφήνω σέ σένα», εΤπα. « Νό, τώρα έχει ένα δ ι ­
κηγόρο κοντό της. Μπορείς νό πάς νό τή ρωτήσης όπ' εύ­
θεΙας» .

bL
Χαμογέλασε κουνώντας τό κεφόλι .
«Δέν εΙμαι τρελός», εΤπε. « Καλό ταξίδι. Π ρόσεχε τίς Κινέζες
στό Χόγκ Κόγκ. 'Απ' δ, τι �xω 6κούσει, δχι μόνο γδύνονται
ώραία, 6λλό μπορούν καί νό σέ γδύ σουν l »
Βγηκε κι αύτός ρίχνοντας όλλη μιό πονηρή ματιό στή Τζό­
νετ Ούέστ καί τόν δικηγόρο της. Περίμενα όρκετό, ωσπου νό
φύγη ό δικηγόρος, καί μετό, καθώς ή Τζόνετ Ούέστ προχω­
ρούσε πρός τήν �ξoδo, τήν πλησίασα.
«Μπορώ νό φύγω αύριΟ/), εΤπα, καθώς μέ κοίταζε μέ τό ού­
δέτερο βλέμμα της. «Θό μού κλείσετε θέση στό όεροπλόνο; »
« Μόλιστα, κύριε Ρόυαν. Θ ό έτοιμόσω 6πόψε τό εΙσιτήριό
σας. Θέλετε τίποτα όλλο ; »
« Θ ό ι'Ίθελα καί μ ι ό φωτογραφία τού Χέρμαν Τζέφφερσον.
Μπορείτε νό τό κανονίσετε κι αύτό;»
«Φωτογραφία;»
Παραξενεύτηκε.
« Μπορεί νό μού χρειαστη. Θό πόρω μιό φωτογραφία της
γυναίκας του 6πό τό νεκροτομείο. ΟΙ φωτογραφίες χρειόζον­
ται πόντοτε σ ' αύτές τίς δουλειές».
«ΝαΙ Θό σάς βρώ μιό».
«Θό μπορούσαμε νό συναντηθούμε κόπου στό κέντρο
6πόψε; Θό μέ γλυτώσετε άπό τό νό �ρθω ως τό « Πανόραμα»
μιά πού �xω �να σωρό δουλειές πρίν φύγω. Νά πούμε, στό
"Αστορ Μπόρ στίς όχτώ; »
Δίστασε, μετό συμφώνησε.
« Ναί. Στίς όχτώ λοιπόν» .
« Ε ύχαριστώ. Μ έ βοηθάτε πολύ » .
Μού �γνεψε πόλι μ' �να κίνημα τού κεφαλιού , μ ο ύ πέταξε
�να μι κρό, ψυχρό χαμόγελο καί 6πομακρύνθηκε. Τήν εΤδα νά
μπαίνη σέ μιό διθέσια Τζάγκουαρ κα[ νό φεύγη όλοταχώς.
Μήν τήν όνειρεύεσαι, βλόκα, εΤπα στόν έαυτό μου. "Αν
πρόκειται νό πόρη τά έκατομμύρια τού Τζέφφερσον, θά βρη
σίγουρα κανέναν πολύ καλύτερο 6πό τήν 6φεντιό σου. Καί δέν
θά δυσκολευτη καθόλου.
Γύρισα στό γραφείο κα[ πέρασα τό ύπόλοιπο πρωινό τα­
κτοποιώντας τούς φακέλους καί τό 6ρχεία μου. Εύτυχώς, δέν

63
εΙχα τΙποτα έκκρεμές. ΤΙποτα πού νό μή μπορ'; νό περι μ έ ν π
κάνα - δυό βδομάδες, δν καΙ ήλπιζα δη δέν θά χρειαζόταν νά
λείψω τόσο πολύ.
' Ετοι μαζόμουν νά κατέβω στήν άπέναντι μεριά τοίι δρόμου
γιά κανένα σάντουϊτς, δταν άκούστηκε �να χτύπημα στήν πόρ­
τα, καΙ νάσου ό ΤζαΙη ΟύαΙηντ.
«Δέν θά σάς χασομερήσω», μοίι εΙπε, «θά "θελα μόνο νά
μοίι πητε πότε εlναι ή κηδεΙα τοίι Χέρμαν. Ξέρετε; Νομίζω δη
πρέπει νά πάω».
«Θά γίνη αύριο», εlπα. « 'Αλλά δέν ξέρω τήν ωρα».
« "Ω ... », εΙπε άπογοητευ μένος. «1 σως πρέπει νό τηλεφωνή­
σω στή μΙς Ούέστ. Λέτε νά ένοχληθοίιν δν πάω; »
« Θά δώ όπόψε τ ή μ Ι ς Ο ύέστ. "Αν θέλετε μπορώ νά τ ή ρω­
τήσω .. »
.

«Ναί, κάντε μου τή χάρη», εΙπε ζωηρά. « Μοίι εlναι λίγο δύ­
σκολο νά ρωτήσω έγώ. "Επειτα όπό τόσα χρόνια. 'Απλώς σκέ­
φτηκα ... »
"Αφησε τή φράση του ξεκρέμαστη.
« ΚαΙ βέβαια», εΙπα.
« Π ώς πηγε τό δικαστήριο;»
«'Όπως περίμενα: 'Ανεβλήθη».
"Αναψα �να τσιγόρο.
«Αύριο φεύγω γιό τό Χόγκ Κόγκ».
« 'Αλήθεια;» εΤπε μέ ύφος κατάπληκτο. « Μεγάλο ταξΙδι. "Ε­
χει καμμιό σχέση μέ τήν ύπόθε ση;»
«Φυσικό. Ό γέρος Τζέφφερσον θέλει νά μάθω γιά τό πα­
ρελθόν της κοπέλας. Μέ πληρώνει. Γιατί νά μήν πόω;»
«Γεγονός; Ξέρετε, αύτό εΙναι �να άπό τά μέρη πού "θελα
πάντοτε νά έπισκεφθώ. Σάς ζηλεύω».
«Κι έγώ, ζηλεύω τόν έαυτό μου».
«Λοιπόν, εΙμαι πολύ περΙεργος νά δώ τί θό κάνετε», εΤπε
άλλόζοντας πόδι στήν όρθοστασlα του . «Λέτε νά βρητε τίπο­
τα; »
«Δέν �xω Ιδέα. Θά προσπαθήσω».
«"Ωστε συναντήσατε τόν κύριο Τζέφφερσον. Πώς τόν βρή­
κατε; »

64
«"Οχι καί τόσο ζωντανό. Δέν δείχνει πώς θό ζήση πολύ » .
« Πόσο λυπάμαι ! Είναι γέρος, στ' όλήθεια», είπε κουνώντας
τό κεφόλι του. « Π ρέπει νό τόν συγκλόνισε ό θόνατος τού
Χέρμαν.
"Αρχισε νό κινηται πρός τήν πόρτα.
« Π έρασα όπλώς νό σάς ρωτήσω. Περιμένω κόποιον όπό
στιγμή σέ στιγμή. Καλό ταξίδι' Μ πορώ νό σάς βοηθήσω σέ τί­
ποτα δσο θό λείπετε; »
«Τίποτα, εύχαρι στώ. Θ ό κλειδώσω καί δλα είναι έντόξει».
«Λοιπόν, καλή όντάμωση. Θό πιούμε �να ποτηρόκι μαζί,
στήν έπιστροφή σας. Μέ ένδιαφέρει πολύ νό μού πητε τά
νεώτερα καί πώς σάς φόνηκε τό Χόγκ Κόγκ. Δέν θό ξεχάσετε
γιό τήν κηδεία; Μπορείτε νό ρωτήσετε δν δέχωνται λουλού­
δια;»
«Θά σάς εΙδοποιήσω αύριο».
'Αργότερα πηγα ώς τή διεύθυνση της όστυνομίας, καί πηρα
τή φωτογραφία της Τζό "Αν πού μού είχε ίιποσχεθη ό PέΤVΙ K.
Ή ταν καλή φωτογραφία. 'Αφήνοντας τό φώς νά πέση πάνω
στό νεκρά της μάτια, ό φωτογρόφος κατόρθωσε νά της δώση
όψη ζωντανης. Ή ταν σίγουρα έλκυστική. Ρώτησα τόν ίιπόλ­
ληλο τού νεκροτομεΙου τί είχαν κανονίσει γιά τήν κηδεία. Μού
είπε δτι θό τήν έθαβαν σέ δυό μέρες μέ έξοδα τού Τζέφφερ­
σον στό νεκροταφείο Γουντσόιντ. Αίιτό σήμαινε δτι δέν έπρό­
κειτο νά τή βόλου ν στόν οΙκογενειακό τόφο. Τό Γουντσάιντ
δέν ηταν γιό τούς πλούσιους της Πασαντένα.
Γύρω στίς �ξη, κλείδωσα τό γραφείο καί πηγα στό σπίτι
μου. Γέμισα μιό βαλίτσα, έ κανα τό διόφορα πρόγματα πού κά­
νει κανείς δταν πρόκειται νό φύγη γιό δυό έβδομόδες, έκανα
�να ντούς, ξυρίστηκα, φόρεσα καθαρό που κάμισο, καί μετά
πηρα τό αύτοκίνητό μου καί πηγα στό "Αστορ Μπόρ. "Εφτασα
στίς όχτώ παρά πέντε.
Ή Τζόνετ Ούέστ ηρθε τή στιγμ ή όκριβώς πού ό λεmο­
δείχτης τού ρολογιού μου έδειχνε τό δώδεκα. Μπηκε μέσα μέ
αύτοπεποίθηση, μέ τόν όέρα της γυναίκας πού ξέρει νά ντύνε­
ται, πού είναι όμορφη, καί ξέρει νό άπολαμβάνη τήν έντύπωση
πού προκαλεί.

65
Γά όρσενl κά κεφόλια γύρισαν νά τήν κοιτάξουν, καθώς
πλησίαζε πρός τό γωνιακό τραπέζι δπου καθόμουν. ΕΓπαμε τά
συνηθισμένα εύγενlκά πράγματα, πού λένε ΟΙ ξένοι δταν συ­
ναντιούνται, καί της παράγγειλα βότκα - μαρτίνι, ένώ γιά τόν-
έαυτό μου πηρα σκότς.
Μού Ιδωσε τό εΙσιτήριο τού όεροπλόνου καΙ �να πέτσινο
πορτοφόλι.
«Σάς βρηκα μερικά δολλά ρια τού Χόγκ Κόγκ», εΤπε. « Θά
γλυτώσετε όπό �ναν κόπο έκεί κάτω. Θέλετε νά τηλεφωνήσω
νά σάς κρατήσουν δωμότιο; Τό Πενίνσουλαρ καί τό Μ ιράμα
είναι τά καλύτερα ξενοδοχεία».
« Ε ύχαριστώ, όλλό θά μείνω στήν Ούράνια Αύτοκρατορία» .
Μού Ιριξε �να γοργό, όνήσυχο βλέμ μα.
«Ώ, ναΙ, βέβαlα. . »
.

« Θυ μηθήκατε τή φωτογραφία; »
Καθώς τό γκαρσόνι μάς Ιφερνε τά ποτά, άνοιξε τήν τσάντα
της καί μού Ιδωσε �να φά κελο.
Ήταν φωτογραφία πού πρέπει μάλλον νά τήν είχε τραβήξει
έπαγγελματίας. Ό εΙκονιζόμενος κοlταζε τόν φακό. Στά μάτια
του ύπηρχε �να πονηρό, μισό χαμόγελο. Δέν ε1χε εύχάρι στο
πρόσωπο. Μελαχροινός. μέ πυ κνά μαύρα φρύδια, σκληρά χα­
ρακτηριστι κά, όδΙστακτο σαγόνι, λεπτό στόμα. Κάτι τέτοια
πρόσωπα βλέπεις στά έγκλη ματολογl κά όρχεία.
"Εμεινα κατάπληκτος. Δέν περίμενα νά εΤναl πσl ό Χέρμαν
Τζέφφερσον. Είχα στό μυαλό μου �να πιό όμαλό, εύχάριστο
τύπο πλαΙη - μπόυ. Ό άνθρωπος αύτός θά μπορούσε νά κάνη
ότιδήποτε κακό η βΙαlο, καί νά τό κάνη καλό.
Θυμήθηκα τί είχε πεί γι' αύτόν. « Κακός στό Ιπακρο. Δέν εί­
χε κανένα καλό χαρακτηριστικό» . Κοιτάζοντας τή φωτογρα­
φία, της Ιδινα τώρα άπόλυτο δίκαιο.
Σήκωσα τά μάτια . Μέ κοΙταζε. Τό πρόσωπό της ηταν όνέκ­
φραστο, τά μάτια της ψυχρά.
« Καταλαβαίνω τΙ έννοείτε» , ε1πα. «Δέν μοιάζει μέ τόν πατέ­
ρα του Ι : »
Δέν είπε τίποτα. όλλό έξακολούθησε ν ά μ έ κοιτάζη καθώς
Ιβαζα τή φωτογραφία στό πορτοφόλι μου. Ξαφνι κά μού ήρθε

66
μιό παρόξενη Ιδέα, καΙ Ιβγαλα τή φωτογραφlα της Τζό "Αν.
« Μ έ ρωτήσατε δν ήταν όμορφη», εΤπα. « Νότη».
"Αργησε πολύ νό άπλώση τό χέρι νό πόρη τή φωτογραφlα.
Μπορεί νό μέ ξεγέλασε τό φώς. άλλό εΤχα τήν έντύπωση δτι
Ιχασε τό χρώμα της. Τό χέρι της ήταν όρκετό σταθερό, καθώς
Ιπαιρνε τελικό τή φωτoγρaφlα. Τώρα ήταν ή σειρό μου νά τήν
κοιτόζω καθώς έξέταζε τό πρόσωπο της νεκρης Κινέζας. Τό
κοlταξε κόμποση ωρα, χωρlς λέξη. Άναρωτιόμουν τΙ νό σκε­
φτόταν. "Επειτα μού ξανόδωσε τή φωτογραφlα.
«ΝαΙ», εΤπε μέ ψυχρή καΙ δχρωμη φωνή.
Σήκωσα τό ποτήρι μου, κι αύτή σήκωσε τό δικό της. "Η πια-
με.
«ΕΤπατε δτι ή κηδεlα θό γΙνη αύριο;» ρώτησα.
« ΝαΙ».
«'Ένας φίλος τού Χέρμαν μέ ρώτησε ποιό ωρα θά γίνη, καΙ
δν μπορη νό στεlλη λουλούδια rι νό πόη. Τό γραφείο του είναι
δlπλα στό δικό μου. Λέγεται Τζαlη Ούαlηντ. Ήταν συμμαθη­
τής τού Χέρμαν».
Σφίχτηκε.
« Μ όνον ό κύριος Τζέφφερσον καΙ έγώ θό παμε στήν κη­
δεlα)), εΊπε. «Δέν θό γlνη δε κτός κανένας ΟΟό τούς φΙλους τού
Χέρμαν» .
«Θό τού τό πώ. ΚρΙμα. ΚαΙ rιθελε νό στεΙλη δνθη ... ))
«Δέν θό ύπόρχουν δνθη)).
Κοlταξε τό ρολόι της, καί μετά σηκώθηκε όρθή.
«'Ο κύριος Τζέφφερσον μέ περιμένει. Πρέπει νό γυ ρίσω.
Μπορώ νό κάνω τίποτα δλλο γιό σας; ))
Δέν εΤχαμε τελειώσει τά ποτό μας. "Η μουν όπογοητευ μέ­
νος. "Ελπιζα δτι θό γνωριζόμαστε καλύτερα, άλλό ήταν σόν νό
προσπαθούσα νό μιλήσω σέ κόποιον πίσω όπό Ινα τοίχο πά­
χους δέκα μέτρων.
«"Οχι εύχαρι στώ. Tf ωρα φεύγει τό όεροπλόνο; ))
«Στίς 1 1 . Νό εΊστε στό άε ροδρόμιο στΙς 1 0.30».
«Σας εύχαρι στώ πού τό κανονίσατε».
Καθώς τραβούσα πρός τήν Ιξοδο, Ιχωσα βιαστικό δυό
δολλά ρ ι α στό χέρι τού γκαρσονιού, καΙ τήν όκολούθησα στόν

3. Φέρετpa dmi το Χό"1'" Κό"1'" 67


δρόμο.
Ή Τζόγκουαρ ηταν παρκαρισμένη όκριβώς μπροστό στό
μπόρ, ένώ έγώ εlχα κόνει τρείς φορές τόν γύρο τού τετραγώ­
νου καΙ τελικό δφησα τό αύτοκlνητό μου διακόσια μ έτρα μα­
κριό. Αύτό σήμαινε δτι ή Τζόνετ, ι'j μάλλον ό γέρο Τζέφφερ­
σον, εlχε στ' όλήθεια μεγόλη δύναμ η σ' αύτή τήν πόλη.
Σταμότησε δΙπλα στό αύτοκlνητο.
« ΈλπΙζω νό πετύχετε στό ταξΙδι σαςll, εlπε.
Δέν χαμογελούσε. Τό μότια της έβλεπαν μα κριό.
«"Αν σκεφτητε τίποτα πού νό σάς χρειόζεται πρΙν φύγετε
τηλεφωνηστε μου».
«Δέν σταματάτε ποτέ τή δουλειό;ιι ρώτησα χαμογελώντας.
«Διαρκώς σκέφτεστε δτι πρέπει νό εlστε μιό καλή γραμμα­
τεύς;ιι
Γιό μιό μόνο στιγμή φόνηκε μιό μικρή έκπληξη στό βλέμ μα
της, όλλό χόθηκε όμέσως.
"Ανοιξε τήν πόρτα τού αύτοκινήτου καΙ μπηκε μέσα. Μέ
πολλή τέχνη: Δέν εlδα τό γόνατό της. ΚαΙ ή πόρτα έκλεισε μέ
δύναμη πρΙν προλόβω νό τήν όγγΙξω.
« Καληνύχτα, κύριε Ρόυαν», εlπε, καί γυρΙζοντας όρμ ητικό
τή μΙζα, ξεκΙνη σε καΙ χόθηκε όνό μεσα στ' δλλα αύτοκlνητα.
Κοlταξα τό ραλόι μου. Ήταν έννιό παρό erKOaI πέντε. Θό ι'j­
θελα πολύ νό μού έκανε παρέα στό δείπνο. Τό βρόδυ όπλω­
νότα ν μπροστό μου μακρύ καΙ όνιαρό. Στόθηκα στή γωνία τού
δρόμου καΙ σκεφτόμουν τέσσερες - πέντε κοπέλες πού γνώ­
ριζα καΙ πού θό μπορούσα νό τΙς καλέσω γιό φαγητό, όλλό
καμμιό τους δέν ηταν έφόμιλλη της μΙς Ούέστ; ·Αποφόσισα νό
μήν τηλεφωνήσω σέ καμμιό. Θό έτρωγα ένα καταραμένο
σόντουϊτς καΙ θό πήγαινα κατευθείαν στό σπlτι νό χαζέψω μ έ
τήν τηλεόραση.
"Αναρωτιόμουν τΙ θό σκεφτόταν ό ΤζαΙη ΟύαΙηντ δν ι'jξερε
πώς σκόπευα νό περόσω τό βρόδυ μου. Θό έχανε κόθε Ιδέα
γιό μένα. Θό μέ φανταζόταν μάλλον σέ κανένα καμπαρέ νό μι­
λώ μέ κόποια ξανθειό ι'j σέ κόποιο μπόρ νό χαϊδεύω μιό μελα­
χροινή.
Μπηκα σ' ένα σνόκ μπόρ, δπου τό τζούκ - μπόξ χαλούσε

68
τόν κόσμο. Δυό κορlτσια μ� μπλού - τζήν καΙ στενά πουλόβερ
εΤχαν κουρνιάσει πάνω σ� δυό σκαμνιά καΙ πρόβαλλαν τό πι­
σινά τους όλοστρόγγυλα καΙ όρεκτικά. Τά μαλλιά τους �ταν
όλό Mπ� Mπ� καΙ τό λεmό δόχτυλό τους εΤχαν τό νύχια βαμ­
μ�να.
M� κοlταξαν καθώς μπηκα. μ� περιεργόστηκαν μ� τά όχόρ­
ταγα νεανικά μότια του ς. καΙ μετά γύρισαν όλλού. Πολύ μεγά­
λος, σK�φτηKαν, πολύ όνιαρός, καΙ μάλλον βλόκας.
Κατάπια μ� θλΙψη Ινα σάντουϊτς μ� βοδινό. Άκόμη καΙ ή
lδ�α τού ταξιδιού δ�ν μού fδινε K�ΦΙ. "ΕβΥαλα τΙς φωτογρα­
φΙες τού χ�ρμαν καΙ της Τζό "Αν καΙ τΙς μελ�τη σα. nprnEI νό
�ταν όταίριαστο ζευγάρι. Ό δντρας μ� όνησυχούσε. Δ�ν μπο­
ρούσα νό καταλόβω πώς μιά Koπ�λα σάν τήν Τζάνετ Oύ�στ
τόν εΤχε έρωτευτΙ; καΙ εΤχε κάνει καΙ παιδί μαζl του.
ΣK�φτηKα, σK�φτηKα, fσπασα τό κεφόλι μου, καΙ roEITQ
φύλαξα τΙς φωΤΟΥραφΙες. Βγη κα στόν δρόμο, ένώ τά μάτια
τών δυό κοριταιών μού χάιδευαν τή ράχη. Ή μιό γ�λασε δυ­
νατό. Μπορεί νό μ� βρΙ;κε άστείο. Δ�ν τήν όδικώ. Πoλλ�ς φο­
ρ�ς σK�φτηKα κι έγώ τό Γδιο τήν ώρα πού ξυριζόμουν.
Γύρισα στό διαμ�ρισμά μου, πού βρΙσκετοι στό τελευταίο
πότωμα μιας πολυ κατοι κlας καΙ όποτελείται όπό Ινα όρκετό
μεγάλο λιβινγκ - ρούμ, μιό μι κρότερη κρεβατοκόμαρα καΙ μιό
όκόμη μ ικρότερη κουζlνα. M�νω έδώ όφ' δτου �ρθα στήν Πα­
σαντ�να. ΕΤναι φτηνό, κεντρικό καΙ δνετο. Δ�ν fXEI όσανσ�ρ,
όλλό δ�ν μ� σKoτiζει αύτό. M� τό ν'όνεβαΙνω μ� τό πόδια π�ν­
τε όρόφους, διατηρώ τή σιλoυ�πα μου καΙ μπορώ νό κρατώ σ�
κόποια όπόσταση αύτούς πού δ�ν εΤναι πραγματικοί φΙλοι.
"Εφτασα στήν κορυφή της σκάλας λαxανιασμ�νoς. Καθώς
σκάλιζα τΙς τσ�πες Υιό τό κλειδιά μου, σκεφτόμουν δτι fnPEne
νά περιορΙσω τό κόπνι σμα. Άλλά ι'jξερα δτι κορόιδευα τόν
έαυτό μου.
ΞεκλεΙδωσα τήν πόρτα καΙ μπηκα στό λιβινγκ - ρoύμ. Δ�ν τόν
εΤδα παρά μόνο όφού fκλεισα τήν πόρτα πΙσω μου. Τό δωμά­
τιο �ταν σκοτεινό. Νύχτωνε, κι αύτός φορούσε μαύρα.
Στήν όπ�ναντι μεριά τοΥ δρόμου ύπΙ;ρχε μιά διαφή μιση μέ
ν�oν γιά κόποιο όπορρυπαντικό, καΙ fPIXVE μ�σα στό λίβινγκ -

69
ρούμ πράσινες, κόκκινες καΙ κlτρινες λόμψεις. Άν δέν ύπηρχε
αύτή ή διαφήμιση, δέν θό τόν εΙχα δεί καθόλου.
Καθόταν στήν καλύτερη πολυθρόνα μου, καΙ τήν εΙχε τρα­
βήξει κοντό στό παράθυρο. Καθόταν σταυροπόδι, μέ τό χέρι
του πάνω σέ μιά τυλιγμένη έφημερlδα, καΙ φαινόταν πολύ Ij­
συχος.
Γιό νό εΙμαι εΙλι κρινής, κόντεψα νά πόθω συγκοπή.
Ό διακόπτης ηταν δlπλα μου. Τόν γύρισα.
Ήταν σχεδόν παιδl. Κάπου δεκαοχτώ μέ δεκαεννιό χρο­
νών, άλλά πολύ σωματώδης καΙ γεροδεμένος. Φορούσε �να
μαύρο πέτσινο σακκόκι, �να μαύρο μόλλινο σκούφο μέ μιό
κόκκινη φούντα, μαύρο παντελόνι, καΙ στόν λαιμό του εΙχε �να
μαύρο μαντήλι.
Τέτοιους τύπους τούς συναντάς συχνό τή νύχτα �ξω όπό τό
μπόρ. Χαρακτηρι στι κό προϊόντα τού δρόμου : Κακοl καΙ έπι κΙν­
δυνοι, συνήθως μέλη συμμοριών.
Τό δέρμα του ηταν κιτρινωπό. Τά μάτια του ηταν μάτια φο­
νιά καΙ χασικλή. Τό δεξιό του αύτl �λειπε, καΙ στό σαγόνι του
εΙχε μιά χοντρή λευκή ούλή όπό μαχαιριά. Ήταν ή πιό τρομε­
ρή έγκληματική φυσιογνωμία πού �xω δή στήν ζωή μου.
Μ ' �πιασε πανι κός.
Μού χαμογέλασε παγερά, κοροϊδευτι κά.
«-Αντε, φιλαράκο βαρέθηκα νά σέ περιμένω», εΙπε μέ βρα­
χνή, άηδιαστι κή φωνή.
Σκέφτηκα τό πι στόλι μου πού βρισκόταν κόπου στήν άστυ­
νομία. ΕΤχα συνέλθει κάπως όπά τά σάκ, άλλά θά �μoυν πολύ
πιό εύτυχισμένος. δν εΤχα τό πι στόλι στήν τσέπη μου.
«ΤΙ διάβολο κάνεις έδώ;» ρώτησα.
« ' Η σύχασε, φιλαράκο. Κάτσε. -Εχουμε δουλειά» .
Μού �δειξε μιά καρέκλα. ΕΤδα δτι φορού σε μαύρα βαμβα­
κερά γάντια, καΙ δρχι σα νά Ιδρώνω. -Ηξερα δτι δέν άστειευ6-
ταν, καΙ τήν εΤχα πολύ δσχημα. ΕΙχε πολλή, μά πάρα πολλή αύ­
τοπεποlθηση. ΟΙ κάρες τών ματιών του ηταν τεράστιες. Ή ταν
κατάμαυρος όπά τά νύχια ως τήν κόκκινη κορυφή τού σκού­
φου του .
«-Εχεις δ υ ό δευτερόλεπτα καιρό πρΙν σέ πετάξω �ξω», εΤπα

70
κόνοντας τή φωνή μου δσο μπορούσα πιό σκληρή.
Γέλασε, κι !τριψε τήν δκρη τής μύτης του μέ τό γαντοφο­
ρεμένο δόχτυλο. Κούνησε τό πόδια του, καί ι'ι έφημερΙδα γλί­
στρησε στό πότωμα. ΕΤδα πόνω στό μηρό του ένα πι στόλι
τών 45 . Στήν κόννη του ήταν βιδωμένος ένας μεταλλι κός σω­
λήνας 1 2 Ιντσών.
« Κότσε, φιλαρόκο», εΤπε. «Τό ξέρω δτι δέν lχεις όργανο».
Χτύπησε μέ τό δόχτυλα τόν σωλήνα.
«Αύτό έδώ εΤναι μουγκό. Μοναχός μου lφτιαξα τό σύ στη­
μα. ΕΤναι γιό τρείς ριξιές, όλλό μΙα φτόνει καί περισσεύει γιό
τού λόγου σου ».
Τόν κοΙταξα καΙ μέ κοΙταξε, μετό, μέ όργές κινήσεις. κόθησα
όπέναντl του. Δύο μέτρα χαΜ μός χώριζαν. 'Απ' αύτή τήν όπό­
σταση μπορού σα νό τόν μυρΙζω. Μύριζε βρώμα, Ιδρώτα καΙ
χασΙς.
«Τί θέλεις;» ρώτησα.
« Βαρέθηκες τή ζωή σου, φιλαρόκο; » ε1πε, καΙ κόθησε πιό
δνετα στήν πολυθρόνα, στριφογυ ρlζοντας τό βαρύ κορμί του.
« Καλό lκανες. Δέν σού μένει καΙ πολλή» .
Κοιτόζοντας αύτό τό στεγνό, όπρόσωπα μότια πού lμοια­
ζαν μέ μότια φιδιού, lνοιωσα ένα ρίγος σ' δλα μου τό κόκκα­
λα.
« Μ ' όρέσει ι'ι ζωή», εΤπα γιό νό πώ κότι. «Τό πόω πολύ κα­
λό μαζί της».
« Κρίμα».
ΜετακΙνησε τό δπλο, lTOI πού ξαφνι κό ή κόννη του σκό-
πευε κστευθε;αν τό στήθος μου.
«"Εχεις φιλενόδα; »
« Μ ερικές . Γιατί; »
«"Ετσι ρώτησα. Θό κλόψουνε δμα σέ χόσουν;»
« Μ ιό ή δυό όπ' αύτές, μπορεί. "Ακουσε, δσε τίς βλακείες. Tf
lχεις στό μυαλό σου; Tf τρέχει ;
«Τίποτα όπολύτως, φιλαρό κο» .
Τό λεmό, χλω μό χεΙλη του ζόρωσαν σ' ένα τρομερό χαμό­
γελο.
«Φαίνεσαι καλό παιδί. "Εχεις καί καλό σπίτι. Σέ ε1δα πού έρ-

71
χόσουν. "Εχεις καΙ καλό αύτοκlνητο».
π ηρα μιά βαθειά όναπνοή.
«Δέν βάζεις κάτω αύτό τό όπλο, καΙ νά γΙνουμε φΙλοι;» εlπα
χωρίς πολλές έλπΙδες. «Θέλεις !\να ποτό; »
«Δέν πΙνω».
«Τόσο τό καλύτερο. Κι έγώ μερικές φορές λέω νά τό κόψω.
Άλλά τώρα θέλω νά πιώ κάτΙ. Μού έπιτρέπεις;»
Κούνησε τό κεφάλι του.
«Δέν tχουμε πάρτυ ».
'Όση ωρα κόναμε αύτή τή γελοlα συζήτηση, τό μυαλό μου
δούλευε πυρετωδώς. Ήταν μεγαλόσωμος καΙ δυνατός σάν
ταύρος. "Αν όμως δέν εΙχε τό πιστόλι θά τού ριχνόμουν. Δέν
εΙμαι καί τόσο όδύνατος κι έγώ, καί ξέρω όπωσδήποτε μερικά
κόλπα γιά νά κανονlζω μερικά βόδια σάν καί δαύτον. "Η μουν
δυό μέτρα μακριά του, καΙ μ' !\να όπότομο πήδημα θά βρι σκό­
μουν δίπλα του καί τότε θά παλεύαμε μέ rσους όρους. Άλλά
εΙχε αύτό τό καταραμένο όπλο.
« Πάρτυ δέν εΙναι αύτό, άπόψε; » εΤπα κουνώντας έλαφρά τό
δεξί μου πόδι καί βάζοντάς το λίγο πιό πίσω όπό τό πόδι της
καρέκλας μου.
Στήν θέση αύτή " μουν !\τοιμος νά όρμήσω πάνω του μόλις
θδβρισκα τήν εύκαι Ρία.
«Σωστά, εlναι πάρτυ τού πιστολιού, μίστερ l » εlπε.
« Π οιόν θά σκοτώ σουν;»
« Έ σένα, φιλαράκο».
Θά "θελα νά μήν Ιδρώνω τόσο πολύ. Μέ έκνεύριζε καί μέ
ένοχλούσε. ΕΤχα ξαναπέσει σέ παγΙδες καί δλλοτε, άλλά καμ­
μιά δέν ηταν τόσο στενή όσο αύτή. Θά ι'jθελα νά μ ή χτυπούσε
ι'ι καρδιά μου σό σφυρί.
« Μά γιατί;» εΙπα. «Τί τρέχει;»
Σήκωσε τό πι στόλι πρός τήν τρύπα όπου κάποτε θά ύπηρχε
τό αύτί του, καΙ τήν tξυσε μέ τήν κάννη.
«Δέν ξέρω. Ούτε μέ νοιάζει. Έγώ πληρώνομαι μερι κά κολ­
λαριστά δολλάρια γι' αύτή τή δουλειά» .
"Εγλειψα τά χεΙλια μου . Άλλά ι'ι γλώσσα μου ηταν κι αύτή
στεγνή σάν στυπόχαρτο.

72
«Ιέ πλήρωσαν γιό νό μέ σκοτώσεις; Αύτό θέλεις νό πης;»
"Εγειρε τό κεφόλι του στή μιό πλευρό.
« Μ ό ναΙ, φιλαρόκο μου, Γιό ποιό δλλο λόγο νό σέ σκοτώ­
σω ;»
« Πές μου λεπτομέρειες», τού εΤπα. « "Εχου με πολύν και ρό .
Τουλόχιστον νό ξέρω ... Π οιός σέ πληρώνει γιό νό μέ σκοτώ­
σεις;»
Κούνησε όδιόφορα τούς πελώριους ώμους του .
« Κι έγώ δ έ ν ξέρω, μlστερ. "Επαιζα χαρτιό τήν ωρα πού Ιρ­
χεται έκείνος ό τύπος καΙ μού λέει: Θέλεις νό βγόλης πεντακό­
σια δολλόρια; Π ήγαμε στή γωνlα καΙ μού δlνει έκατό, καΙ μού
λέει νό lpew έδώ νό σέ καθαρlσω. Μετό, λέει, θό σού δώσω
καΙ τό ύπόλοιπα. Αύτό εΤναι» .
« Π οιός ηταν αύτός ό τύπος;»
«Δέν ξέρω. 'Ένας τύπος, Πού τή θέλεις τώρα, λέγε. Ε1μαι
σπουδαίος σ' αύτό τό κόλπα. Ιτό κεφόλι εΤναι τό πιό γρήγορο,
όλλό μπορείς νό διαλέξης. Ιτήν καρδιό μήπως;»
« Π ώς ηταν αύτός ό τύπος; » εΤπα μέ όπόγνωση.
Μούγκρισε δυσαρεστημένος καΙ σήκωσε τό πιστόλι πρός
τό κεφόλι μου.
« Μ ήν όνησυχείς γιό κείνον» , εΤπε. « Καιρός ν' όρχlσης ν'
όνησυχης γιό λογαριασμό σου » .
Γέλασε κυνικό.
« Π εντακόσια δέν εΤναι καΙ τόσο πολλό» , εlπα. « Μπορώ νό
πλειοδοτήσω. Άφήνεις κότω τό πιστόλι, γιό νό κερδίσης χί­
λια;»
«'Όταν κόνω συμφωνlα, εlναι συμφωνΙα», εΤπε.
Τότε χτύπησε τό τηλέφωνο.
Έπl erKOaI δε υτερόλεπτα έτοιμαζόμουν νό έκτιναχτώ. Τό
τηλέφωνο τόν ξόφνιασε, καΙ γύρισε τό κεφόλι του .
"Ορμησα καταπόνω του, σκοπεύοντας μέ τ ό κρανίο μ ο υ τό
πρόσωπό του, καί lχοντας τό χέρι μου όπλωμένο πρός τό πι­
στόλι του .
Τόν χτύπησα σόν ρου κέτα. Τ ό κεφόλι μ ο υ lπεσε πόνω στό
δόντια καΙ στή μ ύτη του. Τό χέρι μου lσφιξε τό πιστόλι, παρα­
μερίζοντός το καθώς έκπυρσοκροτούσε σόν νό περνούσε ι'ι

73
σφαίρα μέσα όπό βαμβόκι.
Αύτός κι έγώ καΙ ι'ι καρέκλα μαζl πέσαμε πρός τό πΙσω μ' �­
να κρότο πού τρόνταξε τό δωμότιο,
Άλλό ήταν πολύ γερός. Δέν μπορούσα νό τού πόρω τό πι­
στόλΙ. Τό κρατούσε σόν νό ήταν �να μέ τό χέρι του, ΕΤχε μεί­
νει κατόπληκτος, όλλοιώς θό μού εΤχε τσακίσει τό πλευρό.
Άλλό βρήκα έτσι τόν καιρό νό τόν κυλήσω κότω καί νό τού
δώσω �να γερό χτύπημα μέ τήν κόψη της παλόμης μου στό
λαιμό, Αύτό τόν καλμόρισε λιγόκι. Τό σφΙξιμό του χαλόρωσε,
καΙ τώρα κρατούσα έγώ τό πιστόλι. Τότε δμως μέ χτύπησε
όνόμεσα στό μότια. Ήταν τό χειρότερο χτύπημα πού δέχτηκα
σ' δλη μου τήν καριέρα. Μού φόνηκε πώς έπεσε πόνω μου
σφυρl'
Μού ξέφυγε τό πιστόλι. Γιό μιό στιγμή δέν lβλεπα παρό
μόνο λόμψεις καΙ όστραπές μπροστό στό μότια μου. Σερνό­
μουν μέ τό τέσσερα, καθώς αύτός προσπαθούσε νό όναση­
κωθη όπό τό πότω μα, ένώ όπό τή μύτη καί τό στόμα του l­
τρεχε αΤμα. Π ροσπόθησε νό μού κλωτσήση τό πρόσωπό μου,
όλλό δέν εΤχε πολλή όρμή. Τόν εΤχα τραυ ματΙσει, καΙ κότι τέ­
τοιοι τύποι, δταν τραυματι στούν, χόνουν τή δύναμή τους.
Μπλοκόρι σα τήν κλωτσιό του μέ τό μπρότσο μου, κύλησα
μα κριό του, καΙ κατό κόποιον τρόπο, κατόφερα νό σταθώ στό
πόδια μου. "Η μαστε πόλι ό �νας όπέναντι στόν δλλο. Τό πι στό­
λι ήταν στό πότω μα όνόμεσό μας.
Μούγκρισε σόν ζώο καθώς μέ κοlταζε, όλλό εΤχε τήν έξυ­
πνόδα νό μή σκύψη γιό τό πιστόλι. "Ηξερε δτι θό τού δνοιγα
τό κεφόλι δν lσκυβ�. Π ροτlμη σε λοιπόν νό όρμήση πόνω μου
σόν κεραυνός. "Εσκυψα τό κεφόλι, καΙ τόν lKava νό δεχτη δλ­
λο �να χτύπημα στή μύτη καΙ στό στόμα. "Επειτα χτυπήσαμε κι
ΟΙ δυό πόνω στόν τοίχο, πού λΙγο lλειψε νό γκρεμιστη. Δυό
ύδατογραφίες πού εΤχα φέρει όπό τή Ρώμη, δταν εΤχα πόει
έκεί σέ μιό δλλη όποστολή, πέσαν στό πότωμα μέ πόταγο.
Τώρα lβαλα πόλι τό κεφόλι μου σ' ένέργεια, καΙ τού lδωσα
�ξη γοργό χτυπήματα στήν κοιλιό, ένώ ταυτόχρονα τό μυαλό
μου γύριζε γιατl μέ χτυπούσε κι αύτός όπό πόνω μέ τίς γρο­
θιές του. Αύτές ΟΙ κεφαλιές στήν κοιλιό τόν γαλήνεψαν κό-

74
πως, γιατΙ τώρα ΟΙ κινήσεις του ήταν πιό δύσκολες. Έπωφελή­
θηκα καί δρχισα νό τοϋ γρονθοκοπώ τό πρόσωπο, ωσπου πα­
ραμέρισε. ΚαΙ τότε εΤδα τό μαχαΙρι στό χέρι του.
ΜεΙναμε όκΙνητοι καΙ κοιταζόμαστε. ΕΙχε τό χόλια του. Τό
κεφόλι μου εΤχε σακατέψει τό χαρακτηριστικό του, καί τό πρό­
σωπό του έμοιαζε μέ μόσκα άπό αΤμα, άλλό έξακολουθοϋσε
νό εΙναι φονιός. Τό βλέμμα του καΙ τό μαχαΙρι του μοϋ έφερ­
ναν ρίγος.
π ηγα λίγο πιό πΙσω.
Οϋρλιαξε, καί δρχισε νό προχωρΙ; σκυφτό πρός τό μέρος
μου.
Ή πλότη μου άκού μπησε στόν τοίχο. "Ε βγαλα τό σακκόκι
μου καί μέ μιό γοργή κίνη ση τό τύλιξα στό άριστερό μου χέρΙ.
Τότε δρμησε πόνω μου σόν φίδι πού τινόζεται γιό νό κουλου­
ριόση �να πρόβατο. Δέχτη κα τή μαχαιριό στό τυλιγμένο
μπρότσο μου καΙ μέ τό δεξί μου χέρι τόν χτύπη σα στό πηγού­
νι. Τό χτύπημα ήταν γερό, τρανταχτό. Φόνηκε τό όσπρόδι τών
ματιών του, καΙ τόν εΤδα νό σωριόζεται στό γόνατα. Τό μαχαί­
ρι γλfστρησε άπό τό χοντρό δόχτυλό του, καΙ τό κλώτση σα ως
τήν δλλη δκρη τοϋ δωματίου. Καθώς έτοιμαζόμουν γιό τή συ­
νέχεια, έπεφτε πρός τό έμπρός, �τoιμoς νό μέ χτυπήση καΙ πό­
λι, όλλό τοϋ έδωσα δλλη μιό γροθιό, κρεμαστή, στό κότω μέ­
ρος τοϋ σαγονιοϋ του, μέ τόση δύναμη, πού σκΙστηκε τό δέρ­
μα άπό τούς κόμπους τών δαχτύλων μου. "Επεσε κότω, μέ
βρόντο, καΙ τό σαγόνι του έξυσε τό xαλf.
'Ακούμπη σα στόν τοίχο λαχανιασμένος. "Ενοιωθα σόν κο­
λασμένος. ΕΙχα δεχτη τό πιό δυνατό χτυπήματα της ζωης μου
καί μοϋ εΙχαν κόνει πολύ κακό. Μοϋ φαινόταν δτι τώρα δέν ι'j­
μουν πιό τόσο ζωντανός.
Ή πόρτα έ σπασε, καΙ δύο όστυνομlκοί δρμη σαν μέσα, μέ
προτεταμένα τό πι στόλια.
Σ' �να διαμέρι σμα σόν τό δικό μου δέν μπορείς νό παλεύrτς
μέ τήν ήσυχία σου, χωρΙς νό ξυπνήση δλο τό τετρόγωνο. Εύ­
τυχώςl
Καθώς έμπαιναν, ό φονιός κύλησε πόνω στό �να του πλευ­
ρό. ΕΙχε πέσει όκριβώς πόνω στό πιστόλι καΙ τώρα τό κρατοϋ-

75
σε πάλι σφιχτά. Π ροσπαθούσε όκόμη νά κερδίση τό ψωμί
του. "Εριξε μιά σφαΙρα πρός τό μέρος μου , καΙ τήν κατάλαβα
νά περνά ξυστά ΟΟό τό μάγουλό μου καΙ νά μού κάνη όέρα,
ένώ πίσω μου κατρακυλούσε ό σοβάς τού τοΙχου .
"Ενας ΟΟό τούς όστυνομικούς πυροβόλησε. Τού φώναξα,
άλλά ηταν όργά πιά.
Ό φονιάς πέθανε , ένώ προσπαθούσε νά μέ πυροβολήση
καΙ πάλι. "Αν μή τι άλλο, ηταν εύσυνείδητος.

76
Κ ΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ό χοντρός, μέ τους κόμπους τού Ιδρώτα στό κεφάλι, έσκυ­


βε γιό νό δι; έξω όπό τό παράθυρο καθώς δναβε τό σημα
« Άπαγορεύεται τό κάπνισμα».
«Νδμαστε λοιπόν», εΤπε. «Χόγκ Κόγκ. Φαrνεται πολι) όμορ­
φο. Λένε δτι δέν ύπάρχει δλλο τέτοιο μέρος στόν κόσμο. Π ρέ­
πει νδχουν δrκιο».
Καθώς μού έκρυβε δλη τη θέα μέ τό κεφάλι του, άγωνιζό­
μουν να δέσω τη ζώνη όσφαλεrας. Τελικά, δταν έγειρε πίσω
νό δέση καΙ τη δική του, κατόρθωσα νό δώ τό πράσινα βουνά,
τη λαμπερη θάλασσα καΙ μερικό γιούγκ. "Επειτα βρισκόμαστε
κιόλας στόν διάδρομο προσγειώσεως.
Ό χοντρός που συνταξrδευε μαζr μου όπό τη Χονολουλου
σηκώθηκε γιό νό φτάση τη φωτογραφικη μηχανη καΙ ένα σάκ­
κο της Παναμέρικαν.
«Θό μεrνετε στό Π ενrνσουλα;» μέ ρώτησε.
«"Οχι, στην δλλη πλευ ρά» .
Τό Ιδρωμένο πρόσωπό του έδειξε όπογοήτευση.
«Τό Κοουλουν εΤναι καλύτερο. Καλύτερα μαγαζιά. Καλύτε-
ρα ξενοδοχεία. Άλλά... μήπως έρχεστε γιό δουλειές;»
« ·Ακριβώς», εΤπα.
Ή έξήγηση τόν Ι κανοποrησε.
ΟΙ δλλοι έπιβάτες δρχισαν νό μαζεύουν τό πράγματά τους.
·Ακολούθησε τό συνηθισμένο εύγενικό σπρώξιμο καΙ ό συνω­
στισμός στην έξοδο, καΙ μετά βρέθηκα στη λιακάδα. Τό ταξίδι
ηταν ώραίο, κράτησε λίγο παραπάνω, όλλα τό εύχαριστήθηκα.

77
Δέκα λεπτό αργότερα, εΤχα περόσει τό τελωνεΤο καί Ιβγαι­
να στόν θορυβώδη, πολυόνθρωπο χώρο, μπροστό από τό αε­
ροδρόμιο. ΕΤδα τόν χοντρό μου να πηδά σέ Itva μικροσκοπικό
λεωφορείο κόποιου ξενοδοχεΙου. Μέ χαιρέτησε μ' Itva νεύ μα,
καΙ τόν χαιρέτησα κι έγώ. Μ ιση ντουζΙνα νεαροl μέ καροτσό­
κια πούς-πους �ρθαν πρός τό μέρος μου καί μέ παρακαλού σαν
μέ κραυγές να τους προτιμήσω.
Καθώς στεκόμουν ακΙνητος καΙ δι στακτικός, Itνας Κινέζος
μέ φαρδείς ώμους καΙ εύγενικό χαμόγελο �ρθε μπροστό μου
καΙ μού Ικανε μια ύπόκλι ση.
«Μέ συγχωρείτε», εΤπε, «μήπως ψόχνετε για ταξί;»
« Θέλω να πόω στό ξενοδοχείο Ούρόνια ΑύτοκρατορΙα. στό
Βαντσόι», εΤπα.
« Π ρέπει να εΤναι στό νησΙ». εΤπε, μέ κόποια Ικπληξη, αλλα
χωρlς να χόση την εύγένειό του. « Π ρέπει να πόρετε ταξί ως τό
φέρρυ μπώτ, καί από έκεί να περόσετε στό Βαντσόι».
« Εύχαρι στώ πολύ », εΤπα. «Θα μιλά αγγλι κα ό σωφέρ;»
«οι περι σσότεροι μιλούν λΙγα. Έπιτρέψτε μου .. »
.

"Ε κανε Itva νεύμα στό πρώτο ταξί που περΙμενε στην ούρό.
Π ροχώρησε μπροστό. Μ Ιλησε στόν όδηγό σέ μια γλώσσα
που πρέπει να �ταν καντωνέζικα. Ό όδηγός μουρμού ρισε κό­
τι: μετα μού Ιριξε μια ματιό. Ήταν Itνας χλωμός, βρώμι κος Κι­
νέζος.
«Θα σάς πόη ως τό φέρρυ, σέρ», εΤπε ό δνθρωπος. «Θα
τού δώσετε Itva δολλόριο. "Οχι όμερικόνι κο, δολλόριο τού
Χόγκ Κόγκ. "Αν τυχόν δέν τό ξέΡΕΤε, σάς λέω δτι Itva όμερικό­
νικο δολλόριο Ισοδυναμεί μέ Itξη τού Χόγκ Κόγκ».
Μού χαμογέλασε καί εΤδα τα δόντια του. 'Όλα σχεδόν ηταν
ντυ μένα μέ χρυσό.
«Δέν θα δυσκολευτητε νό βρητε τό ξενοδοχείο στην δλλη
πλευρό. ΕΤναι ακριβώς απέναντι όπό τόν σταθμό τού φέρρυ».
ΔΙστασε, καί μετό εlπε μέ λεπτότητα:
«Συγγνώμη... Ξέρετε δτι τό ξενοδοχείο αύτό δέν εΤναι
Ιδεώδες για Itva 'Αμερικανό κύριο; Μέ συγχωρείτε γιό την πα­
ρατήρηση, όλλό ΟΙ περισσότεροι 'Αμερι κανοί προτι μούν τό
Γκλώστερ � τό Π ενΙνσουλα. Ή Ούρόνια Αύτοκρατορία εΤναι

78
γιά Άσιάτες».
«Τό ξέρω», εΙπα «άλλά θά μεlνω έκεί. Εύχαριστώ».
« Εύχαρι στώ, κύριε», εΙπε.
Καί βγάζοντας τό πορτοφόλι του, μού tδωσε μιά κάρτα.
« Μπορεί νά χρειαστήτε όδηγό. Ή δουλειά μου εΤναι νό
φροντlζω τους Άμερικανους έπι σκέπτες τού Χόγκ Κόγκ. Άρ­
κεί νό μού κάνετε �να τηλεφώνημα ... »
« Εύχαριστώ, θά τό tχω ύπόψη μου».
Πέρασα την κάρτα κάτω όπό τό λουρί τού ρολογιού μου
καΙ, καθώς άπομακρυνόταν με ύποκλίσεις, μπήκα στό ταξί.
Κατό την πτήση εΤχα ρωτήσει σχετι κά με τό Χόγκ Κόγκ, καί
tμαθα δτι η ξηρά, δπου βρlσκεται τό άεροδρόμιο Κάι Τόκ λέ­
γεται Κοουλούν. "Η όπλώς Χερσόνησος. Πέρα άπό τά στενά,
βρlσκεται τό νησί τού Χόγκ Κόγκ, δπου πηγαlνει κανείς με
γοργά φέρρυ μπώτ σε πέντε λεπτά. Τό Βαντσάι, δπου ζούσε ό
Τζέφφερσον, ηταν μιό περιοχη κοντό στην προκυμαlα τού
Χόγκ Κόγκ.
Ή διαδρομη ως τό φέρρυ μπώτ κράτη σε λlγα λεπτά. Ή
προκυ μαlα τού Κοουλουν η ταν γεμάτη κlνηση. "Εσφυζε άπό
ζωή. ΣΕ κάθε εκατό Κινέζους άντι στοιχεί �νας Εύρωπαίος. Ή
εΙκόνα μού θύμιζε άνήσυχη μυρμηγκοφωλιά. Κούληδες που
μετέφεραν τρέχοντας όπlστε υτα φορτία καί διέσχιζαν τόν
δρόμο άδιάφοροι σχεδόν γιό τό αύτοκίνητα που άπειλού σαν
νό τους λειώσουν σε κάθε στιγμή, μεγάλα άμερικανικό αύτο­
κίνητα με παχείς, γυαλι στερους Κινέζους έπιχειρηματlες στό
βολάν, νέοι με πούς-πούς, μεγάλα φορτηγό αύτοκίνητα που t­
καναν μεταφορες καί πλανόδιοι tμποροι με κάθε λογής πρα­
μάτειες . . .
Ζωηρες φωτεινες έπιγραφες με κινέζικα γράμ ματα στόλι­
ζαν τΙς εΙσόδους τών καταστημάτων. Μ ι κρά, βρώμι κα Κινεζά­
κια, με δλλα, άκόμη πιό μικρό δεμένα στη ράχη τους, tπαιζαν
στό χαντάκια τών δρόμων, δίπλα στό πεζοδρόμια. 'Ολόκληρες
κινεζικες οΙκογένειες κάθονταν στό πεζοδρόμ ιο tξω άπό τό
μαγαζιά τους χώνοντας ρύζι μέσα στό στόμα τους με μ ικρό
ξυλάκια, τσόπστι κς, που τό χρησιμοποιούσαν σόν πηρούνια.
Στό φέρρυ, πλήρωσα τό ταξl, άγόρασα �να εΙσιτήριο γιό τό

79
Βαντσόι, καΙ όνακατώθηκα ατό πλοίο μέ Κινέζους εμπόρους,
Άμερικανους του ρίστες καΙ μιό όμόδα όπό νεαρές Κινέζες
που φορούσαν «τσόγκσαμ», σκιατό καΙ στό δυό πλόγια, για να
φαίνωνται ΟΙ κομψές γόμπες τους.
Κόθησα κοντα σ' �να παρόθυρο, Ιπειτα βγηκα στην κουπα­
στή, καΙ στόν δρόμο προσπαθούσα να εξοι κειωθώ με τό νέο
μου περιβόλλον.
Μού φαινόταν δη εΙχαν περόσει χρόνια αφ' δτου Ιφυγα
από την Πασαντένα. ' Η αναχώρησή μου εΙχε καθυστερήσει
δυό μέρες. ώσπου να συνέλθω όπό τό ξύλο που μού εΙχε δώ­
σει ό νυχτερινός επισκέπτης μου. Δέν εΙχα πη δλη την Ι στορία
στόν Ρέτνικ. Τού εΙπα μόνο δη βρηκα τόν αλήτη μέσα στό
σπΙη μου καΙ παλέψαμε. Δέν τού εΙπα τί tKaVE εκεί. ϊ σως. εΙ­
πα, να ηταν κλέφτης.
Τού Ρέτνι κ δεν τού δρεσε ή Ιστορία. 4εν τού δρεσε καθό­
λου καί ό σιγαστήρας στό δπλο. 'Αλλό έγώ έπέμενα στήν
l στορΙα μου, κι Ιφυγα. Φοβόμουν, δν Ιλεγα περισσότερα, δη
δεν θα με δφηνε να φύγω για τό Χόγκ Κόγκ.
"Η μουν σχεδόν βέβαιος δη ό δνθρωπος που πλήρωσε τόν
αλήτη να με σκοτώση ηταν ό μυστηριώδης Τζων Χόρντγουϊκ.
Άγόρασα �να καινούργιο όστυνομικό πιστόλι τών 38, καΙ εΙπα
στόν έαυτό μου δη δεν Ιπρεπε στό έξης να πηγαίνη πουθενό
χωρlς t!ύτό. Γρήγορα ξέχασα αύτή μου την απόφαση.
Τό φέρρυ tφτασε στην όποβόθρα, καΙ κατεβήκαμε δλοι
σόν τό πρόβατα, μαζl κι εγώ.
Τό Βαντσόι ηταν κινέζι κο, σχεδόν έκατό τοίς εκατό. Έ κτός
όπό δύο Άμερι κανους ναύτες που μασούσαν τσίκλα σε μ ιό
γωνια καΙ κοίταζαν όνειΡοπαρμένα τόν ούρανό, τα πόντα ηταν
κινέζικα. Κούληδες με μεγόλα φορτία. Κινεζόπουλα που
φρόντιζαν δλλα μικρότερα, πούς-πού ς. καΙ κόμποσες ωραίες
μελαγχολικες Κινέζες με μαύρα μόηα, που τα στήλωναν όπό­
νω μου με ελπίδα.
Ή εΤσοδος της Ούρόνιας Αύτοκρατορίας ηταν χωμένη ανό­
μεσα σ' �να μαγαζl που πουλούσε ρολόγια καΙ �νi::ι δλλο που
πουλούσε φτηνό παιχνίδια.
Σφίγγοντας τή βαλίτσα μου, κατόρθωσα νό διασχίσω τό

80
δρόμο χωρίς νό με σκοτώσουν τό αύτοκίνητα, πέρασα την
πόρτα τοίί ξενοδοχείου καί όνέβηκα μιό στενη σκάλα γιό νό
φτάσω στό σαλόνι.
Π ίσω όπό τόν πάγκο, στην κορυφη της σκόλας. καθόταν �­
νας ι'}λικιωμένος Κινέζος, που φοροίίσε μαίίρο σκοίίφο καί
μαίίρο που κάμι σο. Μακριές τρίχες δσπρες φύτρωναν όπό τό
πηγούνι του. Τό όμυγδαλωτά του μάτια ήταν δχρωμα .καί ού-
δέτερα.
«Θέλω �να δωμάτιο», εΤπα, όκου μπώντας κότω τό μπαγκά­
ζια μου.
Με κοίταξε με την ι'}συχία του όπό την κορυφή ως τά νύχια.
ΔΕν φοροίίσα τό καλύτερό μου κοστούμι, καί τό που κόμισό
μου εΤχε τσαλακωθη στό ταξίδι. Δεν �μoιαζα γιό όλήτης, όλλό
δεν φαινόμουν καί πoΛU καλύτερος.
"Εβγαλε �να ταλαιπωρημένο βι βλίο καί τό δνοιξε μπροστό
μου δίνοντός μου καί �να στυλό. Τό βιβλίο περιείχε μόνο κινέ­
ζικα γρόμματα. "Εγραψα τό όνομό μου καί την εθνικότητό μου,
καί τοίί τό Ιδωσα μαζί με τό στυλό. π ηρε τότε �να κλειδί καί
μοίί τό �δωσε.
«Δέκα δολλόρια», εΤπε. «Δωμότιο 2 7 » .
Μ ο ίί �Kανε νείίμα νά προχωρήσω στη δεξιά πλευρό τοίί
διαδρόμου μπροστά μου, καί όκολούθησα τη σύ στασή του.
Μ έσα όπό μιό πόρτα τοίί διαδρόμου πετάχτηκε �νας μεγαλό­
σωμος 'Αμερικανός ναύτης, με τό καπέλο του πoΛU στραβό
στό μέτωπό του, ενώ πίσω του ερχόταν μιό νεαρη Κινέζα με
πολυ σκιστό τσόγκσαμ καί ϋφος τρομερό βαριεστη μένο. Δεν
χωρούσαμε δλοι στόν διόδρομο, καί σφίχτηκα πόνω στόν τοί­
χο γιό νό περόσουν. Ό ναύτης χαμογέλασε καί μοίί �Kλεισε τό
μάτι . Ή κοπέλα �μoιαζε με παχουλό πεκινουό. Π ροχώρησα ως
τό 2 7 . "Εβαλα τό κλειδί στην πόρτα καί δνοιξα. Βρέθηκα σ' �­
να δωμάτιο λίγο μεγαλύτερο όπό τρία επί τρία μέτρα. ΕΤχε �να
διπλό κρεβάτι, μιό πoΛU όρθια καρέκλα, μιά ντουλόπα, �να νι­
πτηρα, �να μι κρό φαγωμένο χαλί καί �να παρόθυρο που �βλε­
πε πρός τό όπέναντι κτίριο. "Επρεπε νά η ταν μάλλον πλυντή­
ριο δν κρίνη κανείς όπό τά σεντόνια, τά εσώρουχα καί τΙς
πετσέτες που κρέμονταν σε μακριες βέργες όπό μπαμπου �ξω

81
άπό τό παράθυρό του.
'Ακούμπησα κάτω τΙς ΟΟοσκευές μου καΙ κάθησα στό
σκληρό κρεβότl. "Η μουν Ιδρωμένος καΙ μελαγχολι κός. Θό
μπορούσα νό εΤχα πάει στό ΠενΙνσουλα ι'\ στό Γκλώστερ, δ­
που θό �Kανα �να μπάνιο καΙ θό �πlνα μιό παγωμένη μπύρα.
'Αλλό ι'ι δουλειά, δουλειά. Δεν εΤχα �ρθεl εδώ πέρα γιό ν' 000-
λαύσω πολυτέλειες. Ό Χέρμαν Τζέφφερσον καΙ ι'ι γυναίκα
του εΤχαν ζήσει εδώ. 'Αφού τό ξενοδοχείο ήταν καλό γι' αύ­
τούς, ήταν καλό καΙ γιό μένα.
ΣΕ λΙγο, ξεΤδρωσα. Πήγα στόν πρωτόγονο vlmfJpa με τη
λεκάνη καΙ πλύθηκα. "Ανοιξα τό πράγματά μου καΙ τό �βαλα
στη ντουλόπα. Τό ξενοδοχείο ήταν πολυ ησυχο. "Ακουγα μα­
κρινό τόν θόρυβο τού δρόμου. ΚοΙταξα τό ρολόι μου. Ήταν �­
ξη παρά εrκοσι. ΚοΙταξα την κάρτα που μού εΤχε δώσει ό ε ύγε­
νlκός Κινέζος. τη διάβασα. "Ελεγε: « 8όγκ Χόκ Χό. 'Αγγλόφω­
νος ξεναγός» . 'Υπηρχε tva τηλέφωνο. "Εβαλα την κάρτα στό
πορτοφόλι μου, μετό άνοιξα την πόρτα καΙ βγηκα στό διά­
δρομο.
Στην πόρτα άκριβώς άπέναντΙ μου όκου μπούσε μιό Κινε­
ζούλα ... Ήταν μι κροσκοπι κή, νόστιμ η καΙ καλοφτιαγμένη. Τό
λαμπερό μαύρα μαλλιά της κατέληγαν σε κότσο. Φορούσε ά­
σπρη μπλούζα καΙ στενη πράσινη φούστα. Μού �Kανε εύχαρί­
στηση νό την κοιτάζω, όλλό δεν ήταν αΙσθησιακή. Με κοίταζε
κατάματα καί �δεlxνε δτι με περίμενε άπό ωρα νό βγώ.
« Γειά σου, κύριε», εΤπε. « Μ ε λένε Λεϊλά. Έσένα;»
Μού άρεσε τό χαμόγελό της. που φανέρωνε δυό σειρες
άστραφτερό δόντια.
« Ν έλσον Ράυαν» , εΤπα, καθώς κλείδωνα. «Λέγε με όπλώς
Νέλσον. Έδώ μένεις; »
« ΝαΙ. Δεν μένουν εδώ πολλοΙ 'Αμερι κανοί κύριοι. Έσυ μέ-
νεις εδώ;))
Τό φιλικό βλέμμα της με περιεργαζόταν.
« Μάλλον. ΕΤσαl καιρό εδώ; ))
«Δεκαοχτώ μηνες».
Μ ιλούσε με παράξενο τόνο. "Επρεπε νό προσέχω πολι) γιό
νό καταλόβω τό λόγια της. Με κοΙταζε με πολλη εΙλικρίνε ια

82
άλλό χωρίς ξετσιπωσιό.
«" Οταν θέλεις νό κόνεις έρωτα, θό έρθης σέ μένα ; »
Ξαφνιόστηκα. Άλλό κατόφερα νό χαμογελόσω.
« Θό τό έχω ύπ' όψη μου. Άλλό μη βασίζεσαι ... »
Πιό πέρα δνοιξε μιό πόρτα καί βγηκε �νας μικρόσωμος πα­
χυς κύριος, που θό μπορού σε νό εΙναι Γόλλος ι'Ί Ίταλός. Τόν
όκολουθούσε μιό ύπερβολι κό νεαρη Κινέζα. Μπορεί νό ηταν
κότω όπό δεκαπέντε χρονών. Καθως περνούσε δίπλα μου, μέ
κοίταζε μέ ζωηρό ένδιαφέρον. Δέν εΤχα πιό ψευδαισθήσεις
σχετι κό μέ τό εΤδος τού ξενοδοχείου, δπου εΙχα βρεθη.
Ή Λεϊλό έβαλε τό ωραία χέρια της κότω όπό τό μι κρά της
στήθη καί τό σήκωσε γιό νό μού τό δείξη.
«Θέλεις νό έρθης τωρα;» ρώτησε εύγενικά.
«'Όχι τώρα όμέσως», εΤπα. «Έχω δουλειό. "Αλλη φορό ί­
σως».
«01 Άμερι κανοί κύριοι», εΤπε, «έχουν πάντοτε δουλειά.' Τό
βράδυ, μήπως;»
«Θό σέ εΙδοποι ήσω».
Σήκωσε τους ώμους.
«Δέν έχει καί τόση σημασία. "Η θδρθης ι'Ί δέν θδρθης ! »
« Άκριβώς», εΤπα. «Τώρα δμως έχω πολλό πρόγματα νό κό-
νω».
Καί κατέβηκα, περνώντας από τό σαλόνι, δπου ό γέρο Κι­
νέζος καθόταν όκίνητος καί αναπόφευ κτος σόν Βούδδας.
Κατέβηκα τη σκάλα καί βγηκα στόν δρόμο που ηταν γε μό­
τος κόσμο. 'Ένα παιδί μέ πούς-πους ηρθε τρέχοντας πρός τό
μέρος μου.
« Στην αστυνομία ! » εΤπα, καθώς ανέβαινα στό κάθι σμα.
Ξεκίνησε μ' �να πηδηχτό τρέξι μο. 'Όταν κάναμε κόπου τρα­
κόσια μέτρα κατάλαβα πόσο λόθος εΤχα κάνει νό διαλέξω αύ­
τό τό όχημα. Τό μεγάλα αστραφτερό αύτοκίνητα καί τό φορ­
τηγό δέν εΤχαν κανένα σεβασμό γιό τό πούς-πούς.
Σέ κάθε δευτερόλεπτο έτρεμα όπό τόν φόβο δτι θό γινό­
μουν λειώ μα. Δοκίμασα έκπληξη δταν τελι κό ό όδηγός μου μέ
απέθεσε έξω από την όστυνομικη διεύθυνση τού Χόγκ Κόγκ
καί ή μουν ακόμα ακέραιος.

83
'Αφού έξήγησα τΙ ζητούσα στόν όξιω ματι κό υπηρεσlας. μού
έδειξαν τελικό ένα μικρό, καθαρό γραφείο, δπου ένας γενικός
έπιθεωρητης μέ γκρlζα μαλλιό καί στρατιωτικό μουστάκι, μέ
κοlταζε μέ όπρόσωπα μάτια καθως μού έδειχνε μιό καρέκλα.
Τού εΙπα ποιός εΙμαl καί μού εΙπε ποιός εΙναl. Τόν έλεγαν
Μόκ Κάρθυ καί μιλούσε μέ έντονη σκωτσέζικη προφορά.
«Τζέφφερσον;»
Έγειρε πlσω την καρέκλα του καί πήρε στό χέρι μιό παλιό
πlπα. Καθως όρχισε νό την γεμ lζη συνέχισε:
« Καί γιατί δλη αύτη ι'ι φασαρία; Μού τηλεφώνη σαν μάλι στα
καΙ όπό την Πασαντένα γι' αύτόν τόν όνθρωπο. τι σάς εΙναl έ­
σάς;»
Τού εΙπα δτι έργαζόμουν γιό τόν Ούlλμπουρ Τζέφφερσον.
«Θέλω νό μάθω δσο γlνεταl πιό πολλα στοιχεία γιό τον γιό
του καί την Κινέζα σύζυγό του, δ,ΤΙ μπορείτε νό μού πήτε θό
εΙναl χρήσιμο».
«'Ο 'Αμερικανός πρόξενος θό μπορούσε να σάς βοηθήση
περισσότερο», εΙπε, όνάβοντας την πίπα του. .
Φύσηξε ένα σύννεφο όπό τόν όκριβό καπνό πρός τό μέρος
μου.
«Δέν ξέρω πολλό γι' αύτόν. Σκοτώθηκε σέ αύτοκινητικό
δ υ στύχημα. Δέν μάθατε;»
« Π ώς έγινε; »
Σήκωσε τούς ώμους.
«'Οδηγούσε πολύ γρήγορα σέ βρεγμένο δρόμο. ΕΙχε γΙνεl
κομ μότια δταν τόν μαζέψαμε. ΕΙχε σφηνωθεί στό αύτοκίνητο,
πού εΙχε πάρει φωτιά» .
«Δέν ηταν κανείς μαζl;»
«·OXI» .
« Πού πήγαινε; »
'Ο Μόκ Κάρθυ μέ κοlταξε μέ όπορlα.
«(Δέν ξέρω. Τό δυστύχημα έγινε κάπου πέντε μΙλlα έξω όπό
τό Κοουλούν, στίς Ν έες Π εριοχές. Π οιός ξέρει πού πήγαινε ... »
« Π οιός τόν όναγνώρι σε; »
Κουνήθηκε όνήσυχα στην Kαρ � κλα του δείχνοντας όνυπο­
μονησΙα.

84
«Ή σύζυγός του».
« Μπορείτε νό μού πητε μερικό πρόγματα γιό τό παρελθόν
του ; Πώς ζούσε;»
«Δέν νομrζω δτι μπορώ νό σάς πώ» .
"Εβγαλε την πrπα όπό τ ό στόμα του καΙ κοrταξε τ ό σταχτο­
δοχείο.
« Ε ύτυχώς δέν εΓχαμ ε πονοκεφόλους μαζr του. Δέν tKave
φασαρrες. Δέν όσχολού μεθα μέ όνθρώπους που δέν μάς
όπασχολούν καΙ ό Τζέφφερσον ηταν προσεκτικός νό μην
μπλεχτη. Κόθε τόσο όκούγαμε καιι γι' αύτόν. Δέν ηταν πολυ
φρόνιμος πολ!της. Δέν ίιπόρχουν καΙ πολλές όμφιβολ!ες δτι
ζού σε όπό τό όνήθικα κέρδη της συζύγου του, όλλό καΙ στην
περrπτωση αύτη δέν μπορούμε νό έπέμβου με tvaVTrOV ένός
Άμερικανού πολ!τη».
«ΤΙ ξέρετε γιό την κοπέλα;»
Ξαναφύ σηξε τόν καπνό του καΙ φαινόταν κουρασμένος.
«Φυ σικό, ηταν πόρνη. Αύτό εΤναι �να πρόβλημα που προ-
σπαθούμε νό τό όντιμετωπrσου με, όλλό δέν εΤναι ευ κολο. Αύ­
τές ΟΙ πρόσφυγες txouv μεγόλες δυσκολ!ες νό κερδΙσουν τό
ψωμΙ τους. Ή πορνεΙα εΤναι ό εύκολώτερος τρόπος γι' αύτές.
Σιγό - σιγό έκκαθαρΙζουμε τήν πόλη, όλλό αύτό εlναι πολύ
δύσκολο».
« Π ροσπαθώ νό βρώ γιατΙ δολοφονήθηκε».
Σήκωσε τους ώμους.
«Δέν μπορώ νό σάς βοηθήσω σ' αύτό», εΤπε κοιτόζοντας
μέ έλπΙδα �να σωρό όπό χαρτιό πόνω στό γραφείο του. «"Ε­
δωσα δλες τΙς πληροφορΙες που εΤχα γι' αύτους τους δυό στόν
έπιθεωρητη Ρέτνικ. Δέν μπορώ νό κόνω τΙποτα άλλο».
Δέν εΤμαι ήλΙθιος. Καταλαβαrνω τΙ έννοούν δταν μου μι­
λούν έτσι.
«Λοιπόν, εύχαριστώ. Θό κόνω μιό βόλτα όλόγυρα. Μπορεί
νό βρώ κότι ».
« Άμφιβόλλω», εΤπε τραβώντας τό χαρτιό πρός τό μέρος
του . «"Αν μπορούσα νό σάς βοηθήσω . . »
Τόν χαιρέτησα διό χειραψίας καΙ βγηκα στην πολυόνθρωπη
όδό Κουήνς. Ή ώρα ηταν 6. 30'. Τό Άμερικανικό Π ροξενείο

85
θα ήταν κλειστό. Όχι πως εΙχα πολλές ελπίδες να πόρω πλη
ροφορίες για τόν Τζέφφερσον καΙ τή γυναίκα του όπ' αύτούς.
"Αν επρόκειτο ποτέ να μόθω τα στοιχεία που ζητούσα, έπρεπε
να βασισθώ στόν εαυτό μου καΙ μόνον για τΙς έρευνες. όλλά
δέν ι'\ξερα όπό πού ν' όρχίσω.
"Ε κανα μια βόλτα στήν πόλη επl μία ωρα, κοιτόζοντας τα
καταστήματα καΙ όπορροφώντας τήν ότμόσφαιρα τού μέρους
πού μού δρεσε πολύ. Τέλος, όποφόσισια δτι μού χρειόζονταν
�να ποτό, καΙ προχώρησα κατα μηκος της όποβόθρας πρός τό
Βαντσόι. 'Ε κεί βρη κα �να σωρό μικρό μπόρ, τό καθένα μέ �να
Κινέζο έξω όπό τήν πόρτα που μέ προσκαλούσε μέ πονηρό
βλέμμα, καΙ συχνό μέ κλείσιμο τού ματιού.
Μπήκα σ ' �να όπό τό μεγαλύτερα καΙ κόθησα σ' �να τραπέ­
ζι μnΚΡιό όπό τό θορυ βώδες τζουκ μπόξ. Πέντε - �ξη 'Αμερι­
κανοί ναύτες είχαν καθήσει στό μπόρ καί έπιναν μπύρα. Δύο
Κινέζοι επιχειρηματίες κάθονταν κοντό μου μιλώντας σοβαρά
'
μ �να φόκελο χαρτιά όνόμεσό τους. Μερικές Κινέζες κόθον­
ταν σ' �να πόγκο στό βόθος τού δω ματίου, μι σογελούσαν καΙ
κουβέντιαζαν μεταξύ τους σαν μι κρό πουλιό.
'Ένας σερβιτόρος ήλθε πρός τό μέρος μου καΙ ζήτησα oύl­
σκυ καΙ κόκα κόλα. 'Όταν με σερβrρι σε, μιό μεσόκοπη Κινέζα
που φορούσε �να πρόσινο τσόγκσαμ, εμφανΙστη κε ούρανο­
κατέβατη μπροστό μου καΙ κόθησε στήν όπέναντι καρέκλα.
« Καλησπέρα», εΤπε, καθως τά μαύρα μότια της μέ περιεργό­
ζονταν όπό τήν κορυφή ως τό νύχια. « ΕΤναι ή πρώτη σας επι­
σκεψη στό Χόγκ Κόγκ; »
« ΝαΙ» , εΙπα.
«Θέλετε τήν συντροφιό μου ; »
« Γιατl όχι ; Τι θ ό πι ητε ; »
Χαμογέλασε. Τό δόντια της ήταν δλα σχεδόν χρυ σό.
«Θά ι'\θελα �να ποτήρι γόλα».
"Εκανα νόημα στό· . · σερβιτόρο που φόνηκε να ξέρη καλό τΙ
έπρεπε νό της φέρη, όπομακρύνθηκε καΙ ξαναγύρισε με τό γό­
λα.
«Τό φαγητό εδώ εΤναι καλό», εΤπε, «δν σκοπεύετε νό φά­
τε» .

86
« ΕΙναι κόπως νωρΙς για μένα. Δεν πΙνετε τΙποτα πιό δυνατό
όπό γόλα;»
«"Οχι. Μ ένετε στό Γκλώστερ; ΕΤναι τό καλύτερο ξενοδο-
χείο».
«"Ετσι μού εΙπαν».
Με κοlταξειέρωτημστικό.
« Θέλετε μια ώραΙα κοπέλα; "Εχω κόμποσες πολι) νέες καΙ
νόστι μες. 'Αρκεί να τούς τηλεφωνήσω καΙ θα Ιρθουν εδώ.
Δεν εΙναι όνόγκη να πόρετε καμμιό, δν δεν σάς όρέσουν. Θα
τΙς εΙδοποιήσω να Ιλθουν, όλλα δεν θα σάς όνησυχήσdυν.
Έ σείς να μού πητε μόνο δν σάς όρέση καμμια όπ' αύτές. καΙ
εγώ θα κανονlσω τα ύπόλοιπα».
« Ε ύχαριστώ. 'Αλλα δχι τώρα. Σάς εΙναι δύσκολο να βρΙσκε­
τε κορlτσια;»
«Τό δύσκολο εΙναι να μην τα βρΙσκεις. ΕΙναι τόσα πολλα τα
κορlτσια στό Χόγκ Κόγκ. τι δλλο μπορούν να κόνουν όπό τό
να διασκεδόζουν τούς κυρΙους; Τό Χόγκ Κόγκ εΤναι γεμότο
όπό νόστιμα κορlτσια, lτoιμα να κερδΙσουν λίγα λεmό».
Τό ξενοδοχείο Ούρόνια ΑύτοκρατορΙα» όπείχε μόλις διακό­
σια fι τριακόσια μέτρα όπό τό μπόρ. Δεν θα ηταν όπΙθανο ή
γυναΙκα αύτή, πού Ι\λεγχε τΙς πόρνες της περιοχης. να ",ξερε
καΙ την Τζό "Αν.
«UΕνας φΙλος μου», ε1πα, «πού ηταν εδώ πέρυ σι, συνόντησε
μια κοπέλα πού τού δρεσε πόρα πολύ. την Ιλεγαν Τζό "Αν
Βlγκ Τσούγκ. Θα "'θελα να την συναντήσω. Μ ήπως την ξέρε­
τε ;»
Για μια στιγμη τό μαύρα της μότια Ιδειξαν Ικπληξη.
"Αν δεν την πρόσεχα πολύ δεν θα ε1χα προσέξει την γοργη
όλλαγη στην Ικφρασή της. "Επειτα χαμογέλασε, με τα λευκό
της δόχτυλα επόνω στό τρσπέζι να παΙζουν ταμπούρλο.
« Μ α ναΙ. φυσικό», εΙπε, «την ξέρω. ΕΙναι θαυμόσια κοπέλα,
πολι) δμορφη, θα σάς όρέση πολύ. Μπορώ να της τηλεφωνή­
σω καΙ τώρα δν θέλετει.
Ήταν ή σειρό μου να κρύψω την Ικπληξή μου.
«ΓιατΙ δχι; »
« Εlναι ή καλύτερη όπό τΙς κοπέλες μ ο υ » , συνέχισε ή γυναί-

87
κα. «Θά θέλατε νά πάτε μαζί της σε ξενοδοχείο; Μ ένει με τους
γονείς της καΙ δεν μπορεί νά δέχετε κυρίους στό διαμέρισμά
της. -Ε ... Θό πληρώσετε 30 δολλάρια τού Χόγκ Κόγκ καΙ 1 Ο
δολλάρια γιό τό δωμότιο».
-Εδειξε πάλι τά χρυσά δόντια της καθως χαμογελούσε.
« ΚαΙ 3 δολλάρια γιό μένα».
Άναρωτιόμουν τΙ θά έλεγε ό Τζέφφερσον, δταν θά τού έ­
δινα λεπτομερη λογαριασμό τών έξόδων μου.
« 'Εντάξει», εΙπα καΙ χαμογέλασα με τη σειρά μου. « Π ώς θά
ξέρω δμως δτι η κοπέλα αύτη εΙναι ι'ι Τζό -Αν, μπορεί νά μού
στείλετε καμμιά δλλη, έ;»
« ΆστειεύεσθΕ», εΙπε κοιτάζοντός με έντονα. « ΕΙναι ι'ι Τζό
-Αν. Π οιά δλλη θό μπορούσε νό εΙναι;»
«Σωστά. Τό εΙπα γιό άστείο» .
Σηκώθηκε.
«Θό τηλεφωνήσω».
την κοίταζα νά διασχίζη τό δωμότιο πρός τό μέρος πού η­
ταν τό τηλέφωνο, στό μπάρ. 'Ενώ τηλεφωνούσε ένας όπό
τούς Άμερικανους ναύτες πηγε πρός τό μέρος της. έβαλε τό
μπράτσο του γύρω όπό τούς ώμους της καΙ της μιλού σε ψιθυ­
ριστά. Τού έκανε νόημα νά σωπάση καΙ κοίταξε πρός τό τρα­
πέζι μου κλείνοντας τό μάτι. της όπάντησα με τόν rδιο τρόπο.
Ή ότμόσφαιρα στό μπόρ ηταν φιλικη καΙ δνετη. Δεν ύπηρχε
τίποτε τό παράνομο σ' αύτη την δουλειά. uOOΠOu νά κλείση
πάλι τό τηλέφωνο, δλοι μέσα στό μπάρ, όκόμη καΙ τό γκαρσό­
νια, Ι'ιξεραν δτι εΙχα παραγγείλει μια κοπέλα καΙ δτι έρχόταν.
" Ολοι ηταν εlλικρινα χαρούμενοι γιό το γεγονός.
Ή γυναίκα μίλησε στόν ναύτη καΙ ϋ στερα πηρε τό τηλέφω­
νο. Ή δουλεια βρι σκόταν στό φόρτε.
Τελείωσα τό ποτό μου, δναψα ένα τσιγάρο, καΙ έ κανα νόη­
μα στό γκαρσόνι γιό ένα δεύτερο.
Δύο Άμερικανοl μέ πολύχρωμα καλοκαιρινό που κάμισα
μπηκαν καΙ κάθησαν σέ ένα τραπέζι μα κριό όπό τό δικό μου.
'Όταν τελείωσε τό τηλεφώνημά της, ι'ι Κινέζα ηλθε πάλι προς
τό μέρος μου.
«Σέ δέκα λεπτά θά εΙναι έδώ», εΙπε. «Θό σάς πώ μόλις έλ-

88
θει., καΙ κουνώντας τό κεφόλι προχώρησε πρός τούς δύο
'Αμερικανούς καΙ κόθησε δΙπλα τους. 'Έπειτα όπό πέντε λετπό
σηκώθηκε καΙ ξαναπηγε στό τηλέφωνο.
Πέρασε περΙπου Ινα τέταρτο της ώρας. "Επειτα ι'ι πόρτα
τού μπόρ δνοιξε καΙ μπηκε μιό Κινέζα. Ήταν ψηλή καΙ καλο­
φτιαγμένη. Φορούσε Ινα στενό ε ύρωπαίκό φόρεμα, δσπρο
καΙ μαύρο. Μ ιό όσπρόμαυρη τσόντα όπό πλαστικό κρεμόταν
όπό Ινα λουρί πού εΙχε κρεμασμένο όπό τόν καρπό της. Ήταν
έλκυ στική, αlσθησιακη καί ένδιαφέρουσq. Κοlταξε την Κινέζα
πού της Ιγνεψε νό προχωρήση πρός τό μέρος μου. Ή κοπέλα
μέ κοίταξε καί χαμογέλασε, ύστερα διέσχισε τό μπόρ περπα­
τώντας μέ χόρι καθως ΟΙ 'Αμερι κανοί ναύτες έσφύριζαν πρός
τό μέρος της καΙ χαμογελούσαν σέ μένα μέ νόημα. Κόθησε δί­
πλα μου.
« Γειό σου., εΙπε. « Π ώς σέ λένε; »
« Νέλσον», εΤπα. « ' Ε σένα;.
«Τζό "Αν» .
«Τζό "Αν, πώς;»
"Απλωσε τό χέρι της. πηρε Ινα όπό τό τσιγόρα μου καί εΙπε:
«Σκέτα Τζό "Αν•.
«"Οχι Βlγκ Τσούγκ;.
Μ έ κοlταξε μέ Ινα γοργό βλέμμα καί μετό χαμογέλασε.
Τό δόντια της ηταν πολύ όμορφα.
« 'Ακριβώς Ιτσι μέ λένε, πώς τό ξέρεις; .
«'Ένας φΙλος μου ηταν έδώ πέρυσι., εΙπα ξέροντας δτι μοϋ
Ιλεγε ψέμστα. « Μού εΤπε νό ψόξω νό σέ βρώ. ΧαΙρομαι».
«ΧαΙρομαι •.
"Ε βαλε τό τσιγόρο στό στόμα της καΙ της τό δναψα.
«Σού όρέσω;»
«Φυσι κό •.
« Πάμε λοιπόν;.
« Όκέυ •.
« Θό μού δώσης 3 δολλόρια γιό την Μαντόμ;»
της Ιδωσα 3 δολλόρια. Ή μεσόκοπη Κινέζα ήλθε πρός τό
μέρος μας δεΙχνοντας δλα τό χρυσό της δόντια σέ Ινα πλατύ
χαμόγελο.

89
«Σάς όρέσει κύριε;» -
« 'Αστειεύεσθε;»
Π ήρε τό 3 δολλόρια στό χέρι.
«'Ελάτε νό με ξαναβρήτε», εΤπε_ « ΕΤμαι πόντοτε έδώ»_
Ή κοπέλα που όνόμαζε τόν έαυτό της Τζό "Αν σηκώθηκε
καί τράβηξε πρός την �ξoδo_ την όκολούθησα, κάνοντας �να
πονηρό νεύμα στους ναύτες_ "Ενας 00' αύτους σχημάτι σε �να
πελώριο όμικρον με τόν δείχτη καΙ τόν όντfXειρα καί τών δύο
χεριών του, καί κατόπιν �σKασε στό γέλια μαζί με τους φίλους
του_ τους δφησα να γελούν καΙ βγήκα στη . ζεστη νύχτα δπου
με περίμενε τό κορίτσι_
« Ξέρω �να καθαρό φτηνό ξενοδοχείο», εΤπε_
« Καί έγώ», της εΤπα_ « Μ ένω στην Ούράνια Αύτοκρατορία_
Θό πάμε έκεί».
« Καλύτερα να πάμε στό δ ι κό μου ξενοδοχείο», εΤπε κοιτά­
ζοντάς με λοξά.
«Θα πάμε στό δικό μου», εΤπα, καί την έπιασα όπό τό
μπράτσο, τραβώντας την όνάμεσα στό πλήθος πρας τό ξενο­
δοχείο.
Περπατούσε δίπλα μου, φορούσε �να όκριβό δρωμα. Δεν
μπορούσα να καταλόβω τί η ταν, όλλα μού δρεσε. Στό πρόσω­
πό της ύπηρχε μια σΚΕΠΤι κη �Kφραση. Δεν εfπαμε τίποτα ό �­
νας στόν δλλο, κατό τόν μικρό αύτό περίπατο. 'Ανέβηκε την
όπότομη σκάλα. ΕΤχε πολυ όμορφα μακριό πόδια. Κουνούσε
έπαγγελματικό τούς γοφούς της καθώς περπατούσε άπό σκα­
λί σε σκαλί. Συνέλαβα τόν έαυτό μου να την κοιτάζη με περισ­
σότερο ενδιαφέρον όπό όσο όπαιτούσε ι'ι επαγγελματική μου
εύσυνειδησία.
Ό ξενοδόχος μισοκοι μόταν πίσω όπα τό όχυρό του, δνοιξε
τό �να μάτι του καί κοίταξε την κοπέλα, έπειτα έμένα, έπειτα
τό �Kλεισε πάλι. την όδήγησα στό διάδρομο. Ή Λεϊλα στεκό­
ταν πάντα στην όνοι κτη πόρτα, γυαλίζοντας τα νύχια της με
προσοχή. Κοίταξε την κοπέλα όπό την κορυφη ώς τα νύχια,
καΙ μετα μού �ριξε �να περιφρονητι κό βλέμμα. της �ριξα καί
εγώ δλλο �να, δνοιξα την πόρτα μου καί �βαλα την κοπέλα μέ­
σα στό όσφυκτικό μικρό δωμάτιο.
')1 1
"Εκλει σα την πόρτα καί �βαλα τόν σύρτη.
«Μπορείς νό μού δώσης περισσότερα όπό 30 δολλόρια ; ))
εΤπε. «Θό προτιμούσα νό πόρω 50».
Τρόβηξε τό φερμουόρ στό πλόι τού φορέματός της γιό νό
μού δεΙξη την καλή της θέληση. ΕΤχε μισογδυθη πρίν προλό­
βω να την σταματήσω.
«Στόσου μια στιγμ ή», εΤπα, βγόζοντας τό πορτοφόλι μου.
«Δεν εΤναι όνόγκη να βιαστούμε».
Μ ε κοΙταξε. "Ε βγαλα την φωτογραφΙα της Τζό "Αν όπό τό
πορτοφόλι μου καί της την �δωσα. Τό δμορφο πρόσωπό της
�δειξε κατόπληξη καί ύποψΙα. ΚοΙταξε την φωτογραφΙα, έπειτα
έμένα.
«ΤΙ εΤναι αύτό;» εΤπε.
« Μ ια φωτογραφΙα της Τζό "Αν Βίγκ Τσούγκ», εΤπα καί κό­
θησα στό κρεβότι . "Ε κλεισε πόλι όργα τό φερμουόρ. Τώρα εΤ­
χε �να κουρασμένο ϋφος στό πρόσωπό της.
« Πού θέλατε να ξέρω δτι �xετε καί την φωτογραφΙα της; »
εΤπε. «Ή Μανταμ μού εΤπε δτι δεν την γνωρίζατε καθόλου».
« Έσυ την �ξερες; »
'Ακούμπησε τόν γοφό της στα σΙδερα τού κρεβατιού.
«"Εχει τόση ση μασΙα; Έγω εΤμαι πιό δμορφη όπό έκεΙνη.
Δεν θέλετε να κόνουμε �ρωτα;))
«Σε ρώτησα δν την �ξερες;))
«"Οχι. Δεν την ι"ιξερα», εΤπε όνυπόμονα. « Μπορώ να �xω
την όμοιβή μου;))
της μέτρησα πέντε χαρτονομΙσματα τών 1 Ο δολλαρίων, τα
δΙπλωσα καί τα κρότησα στό χέρι ώστε να τα δη καλό.
« Π αντρεύτηκε �ναν 'Αμερι κανό. Τόν �λεγαν Χέρμαν
Τζέφφερσον», εΤπα. «Τόν γνώριζες; »
"Εκανε �να μορφασμό.
«Τόν γνώρισα», εΙπε κοιτόζοντας πόλι τήν φωτογραφία της
Τζό "Αν. « Γιατί φαΙνεται �τσι, φαίνεται σαν πεθαμένη ; »
« Πεθαμένη εΤναι».
Π έταξε την φωτογραφΙα σόν να την εΤχε δαγκώσει.
« ΕΤναι γρουσουζιό νό κοιτόζης πεθαμένους», εΤπε. «Δώστε
μου τό λεπτό μου, θέλω να φύγω».

91
"Εβγαλα την φωτογραφία τού Χέρμαν Τζέφφερσον καί της
την έδειξα.
«Αύτός εΤναι ό σύζυγός της;»
Κοίταξε την φωτογραφία μέ μισό μάτι.
«".Εκανα λάθος. Δέν συνάντησα ποτέ τόν σύζυγό της. Μπο-
ρώ να έχω τα λεπτά μου; »
« ΕΤπες δτι τόν συνάντησες».
«"Εκανα λάθος».
Κοιταχτήκαμε στα μάτια. 'Από την έ κφραση τού προσώπου
της κατάλαβα δτι Ιχανα τόν καιρό μου. Δέν σκόπευε να μού
πη τίποτα. της έδωσα τα λεπτα καΙ τα έβαλε στην τσάντα της.
«"Αν μού πης καΙ δλλα για τόν Τζέφφερσον θα πάρης πε-
ρισσότερα χρήματα». εΤπα χωρlς πολλές έλπίδες. Σηκώθηκε
καΙ τράβηξε πρός την πόρτα.
«Δέν ξέρω τίποτα γι' αύτόν. Σάς εύχαριστώ για τα χρήμα­
τα» .
Τρόβηξε τόν σύρτη μέ μ ι α όπότομ η κίνηση. καΙ έφυγε.
Σκεπτόμουν δτι μέ εΤχε πιόσει κορόιδο. όλλα μια που τα λε­
πτα ηταν τού Τζέφφερσον. καΙ όχι δικά μου. μού η ταν πιό εύ­
κολο να τα ξαδεύω καΙ να ξεχνόω τΙς τύψεις μου.

11

Άργότερα κουρόστηκα νό εΤμαι ξαπλωμένος στό κρεβότι


καί όποφόσισα νό πόω κόπου γιά φαγητό. Καθώς δνοιξα τήν
πόρτα μου εΤδα τήν Λεϊλό νό όκουμπά στήν δική της. όπέναντί
μου στό διόδρομο. Φορούσε τώρα �να κόκκινο καΙ χρυσό
τσόγκσαμ. πού της Ιδινε πολύ γιορταστι κή όψη. Στό κεφόλι
της εΤχε μιό όνθοδέσμη όπό- κυκλάμινα.
«Δέν έμεινε πολλή ωρα ή κοπέλα. Γιατί τήν Ιφερες έδώ.
όφού έχεις έμένα;»
« Γιό έπαγγελματι κούς λόγους». εΤπα κλείνοντας τήν πόρτα

92
καί γυρίζοντας τό κλειδί. «"Η θελα όπλώς νά τής μιλήσω».
« ΓlιΊ ποl6 πράγμα: » ρώτη σε μέ ύποψlα.
« Γιά διάφορα πράγματα», εlπα κοιτάζοντάς την. Ήταν έλ-
κυ στική στή νέα της όψη. « Θέλεις νά φάμε μαζl;»
Τό πρόσωπό της έλαμψε.
« Π ολύ καλή Ιδέα», εΤπε.
"Ετρεξε στό μι κρό της δωμάτιο, δρπαξε τήν τσάντα της καΙ
βγήκε μαζί μου στό . διάδρομο.
«Θά σέ πάω σ ' ένα πολύ καλό έστιατόριο. Π εινώ πολύ. Θά
φάμε καλό φαγητό, όλλό δεν θι'ι σού στοιχίση άκριβά».
Προχωρή σαμε στό , διάδρομο, περάσαμε μπροστά όπό τόν
γέρο ξενοδόχο, πού ηταν όπασχολημένος μέ μιά πολύ σοβαρή
δουλειά: έκανε ένα πολύπλοκο λογαριασμό σ' ένα όριθμητή­
ριο. 'Αρχίσαμε νό κατε βαίνουμε τό σκαλιά, καί θαύμαζα τήν
λεπτή, κομψή σlλουέπα τής Λεϊλό. Τήν όκολούθησα καθώς
δlασχlζαμε τόν δρόμο καΙ φθάσαμε σ ' ένα ταξί.
« Π ρέπει νά πάρουμε ταξί μέχρι τό Στάρ Φέρρυ», εΤπε. «Τό
έστιατόριο πού θά φάμ ε εΤναl στήν 'Ηπειρωτική ξηρά».
Π ήραμε ένα ταξl καΙ φτάσαμε στό Στάρ Φέρρυ, δπου όνε­
βήκαμε στό φέρρυ μπώτ. Σ' δλο τό ταξΙδl ή Λεϊλά μού μ ιλούσε
γιά τό φίλμ πού εΤχε Ιδεί τό όπόγευμα. Μού έλεγε δτι ΟΙ Κινέ­
ζοι ένδlαφέρονταl πολύ γιά τόν κινηματογράφο, πράγμα πού
φαινόταν όληθινό, δν κρίνη κανείς όπό τΙς μακριές ουρές πού
εΤδα μπροστά όπό κάθε areOuaa προβολής. Ή Λεϊλά μού έξή­
γη σε δτι ΟΙ ουρές αυτές σχηματίζονταν όπό τίς 1 1 τό πρωί,
γιατl πολλοί ι'\θελαν νά προλόβουν τΙς καλύτερες θέσεις.
'Όταν φτάσαμε στήν ' Ηπειρωτική ξηρά, ή ΛεΊλό πρότεινε
νά βαδΙσουμε στήν όδό Νάθαν. ΕΤπε δτι ό περίπατος θά μάς
δνοιγε τήν όρεξη. Στόν δρόμο αυτά, ηταν όδύνατο νά περπα­
τήσουν δυό πλάι-πλάι καί όκόμη πιό όΔUνατo νό μ ιλούν μετα­
ξύ τους. ΟΙ δρόμοι ηταν γεμάτοι κόσμο. 'Ένας περίπατος στό
Κοουλούν εΤναl σωστή περιπέτεια. Παντού ύπάρχουν έπιγρα­
φές νέον, στά κινέζικα καΙ όγγλικό. ΕΤχα τήν έντύπωση δτι ή κι­
νέζικη γλώσσα προσφέρεται καλύτερα όπό κάθε δλλη γιό νά
γίνωνται έπιγραφές σέ νέον. ΟΙ έπιγραφές αυτές έμοιαζαν μέ
έργα τέχνης. Αυτοκίνητα, ποδήλατα καΙ τό πού ς-πού ς, όνακα-

93
τώνονταν στόν μεγάλο δρόμο μέ τό πλήθη κόσμου . Τό πεζο­
δρόμιο ήταν γεμάτο όνθρώπους. Σκέφτηκα πόλι τό μυρμ ή γ­
κια. Φτάσαμε τελικά στό έστιατόριο σέ μιά πάροδο π ού ήταν
γεμάτη όπό παιδιά πού Ιπαιζαν στήν δκρη τού δρόμου, όπό
πλανόδιους μανάβηδες. παρκαρισμένα αύτοκΙνητα καΙ τό όνα­
πόφευκτα φώτα νέον.
« ' Εδώ θά φάμε πολύ καλό», εΤπε '" Λεϊλό καΙ Ισπρωξε τήν
πόρτα τού έστιατορlου, πού Ιτριξε όπαΙσια.
Δέν μπορούσαμε νά δούμε τούς πελότες. Κάθε τραπέζι ή­
ταν κρυ μμένο πΙσω όπό παραβάν. Ό θόρυβος τών πιάτων, οι
διαπεραστικές κινέζικες φωνές, ή μουσική πού άκουγόταν άπό
μαγνητόφωνο, δλα ήταν έκκωφαντικά.
Ό Ιδιοκτήτης τού έστιατορΙου δνοιξε γιά μάς lva παραβάν,
Ικανε ύπόκλιση, μάς χαμογέλασε, καΙ βυθιστήκαμε στόν θό­
ρυβο καΙ τή μοναξιά.
Ή Λεϊλό όκούμπησε τήν τσάντα της πάνω στό τραπέζι,
διόρθωσε τό σουτιέν της καΙ κούνησε ναζιάρικα τό μι κρό της
κορμΙ πάνω στήν καρέκλα, χαμογελώντας καΙ δείχνοντάς μου
δλλη μιά φορά τά όμορφα δόντια της, Φαινόταν πολύ κεφάτη.
«Θά παραγγεΙλω έγώ », εΤπε. « Π ρώτα θά φάμε τηγανιτές
γαρΙδες. Μ ετά, σούπα όπό σκυλόψαρο. ΚαΙ τέλος. κοτόπουλο
τού ζητιάνου - εΤναι ή σπεσιαλιτέ τού καταστήματος. Κατό­
πιν θά δούμε τΙ δλλο μπορούμε νά φάμε, όλλά πρώτα ν' όρχί­
σουμε μέ τΙς γαρΙδες» .
ΜΙλησε γοργά στά καντωνέζι κα στό γκαρσόνι, καΙ δταν αύ­
τό Ιφυγε, δπλωσε τό χέρι της πάνω στό τραπέζι καί χάιδεψε
τό δικό μου.
« Μού όρέσουν ΟΙ Άμερικανοl κύριοι», εΤπε. «Έχουν πολλή
ζωντάνια. "Εχουν μεγάλο ένδιαφέρον στό κρεβάτι καί πολλό
λεφτά στΙς τσέπες τους»,
«'Όσο γιά μένα» , εΤπα, «μή βασίζεσαι οϋτε στό lva οϋτε
στό δλλο. Μπορεί νά σέ όπογοητεύσω. Πόσον καιρό Ιχεις
στό Χόγκ Κόγκ;»
«Τρία χρόνια. Ή ρθα άπό τήν Καντώνα. ΕΤμαι πρόσφυγας.
Γλύτωσα έπειδή ό ξάδελφός μου Ιχει γιούγκ. Μέ πήγε στό
Μακάο, κι όπό κεί ήρθα έδώ» .

94
Ό σερβιτόρος μάς �φερε κινέζικο κρασΙ "Ε βαλε σέ δυό μι­
κρό φλυτζόνια. Ήταν ζεστό καΙ όρκετό δυνατό. 'Όταν �φυγε.
εΤπα:
«Ί σως νό ξέρης τήν Τζό "Αν Β ίγκ Τσούγκ. ΕΤναι κι αύτή
πρόσφυγας» .
Μέ κοίταξε κατόπληκτη.
« Ναί. τήν ξέρω πολύ καλό. Έσύ πώς τήν ξέρεις;»
«Δέν τήν ξέρω ». εΙπα.
Σωπόσαμε καθώς ό σερβιτόρος δπλωνε μπροστό μας �να
πελώριο πιότο μέ γαρΙδες μαγειρεμένες μέσα σέ χρυσή σόλ­
τσα.
«Ξέρεις δμως τό δνομό της. Πώς ξέρεις τό όνομό της;» ρώ­
τησε ή Λεϊλό πιόνοντας μιό γαρίδα μέ τό ξυλόκια της καί βου­
τώντας τη σέ σόλτσα όπό σόγια.
« Παντρεύτηκε �να φίλο μου όπό τήν ίδια πόλη μέ μ ένα». εΤ­
πα. καθώς μού �πεφτε μιό γαρίδα πόνω στό τραπεζομόντηλο.
Τή σήκωσα πόλι μέ τό καταραμένα έκείνα ξυλόκια καί τήν
�φερα στό στόμα μου. Ήταν πολύ νόστιμη.
«Τόν συνόντησες ποτέ; Τόν �λεγαν Χέρμαν Τζέφφερσον» .
«"Ω. ναΙ». εΙπε ή Λεϊλό πού �τρωγε μέ έκπλη κτι κή ταχύτητα.
Τό τρΙα τέταρτα όπό τίς γαρίδες εΤχαν έξαφανιστεί. πρίν
προλόβω έγώ νό φόω τήν τρΙτη μου .
«Ή Τζό "Αν κι έγώ τό σκάσαμε όπό τήν Καντώνα μαζί. Αύ­
τή εΊχε τήν τύχη νό βρΙ; Άμερι κόνο άντρα. άν καΙ τώρα πέθα­
νε αύτός».
Ό σερβιτόρος ηρθε πόλι μέ καινούργιο πιότο πού περιείχε
ψημένο ρύζι. όνακατωμ ένο μέ ψιλοκομμένο χοιρομέρι. γαρί­
δες καΙ τηγανιτό αύγό. Ή Λεϊλό γέμ ι σε τό πιότο της. καΙ τό ξυ­
λόκια της άστραφταν καθώς �xωνε τό φαγητό στό στόμα της.
Έγώ �μενα πίσω. Γιό νό εύχαριστηθΙ; κανείς �να τέτοιο γεύ­
μα. πρέπει όσφαλώς νό �xη μεγαλύτερη πεΙρα στό ξυλόκια
όπό μένα.
«"Εμενε στό ξενοδοχείο σου ; » ρώτησα. καθώς Ιριχνα με­
γόλες ποσότητες ρύζι πόνω στό τραπεζομόντηλο. στή μόταιη
προσπόθειό μου νό τήν παρακολουθήσω.
Κούνησε τό κεφόλι.

95
ΟΙ γαρΙδες εΤχαν έξαφανιστεί καΙ τό ρύζι κόντευε νά τε­
λειώση. Αύτή ή κοπέλα νά τρώη δσο γινόταν πιό πολύ στόν
συντομώτερο δυνατό χρόνο.
«Ζούσε μαζl της σ' tva δωμάτιο δΙπλα όπό τό δικό μου.
Τρείς μ ήνες όπό τό γάμο τους καΙ μετά ... Μετά αύτός Ιφυγε».
'Ένα μεγάλο μπώλ μέ σούπα όπό καρχαρΙα Ιφτασε μπρο-
στά μας. Ή Λεϊλό δρχισε νά γε μίζη τό πιότο της.
« Γιατί Ιφυγε;»
Σήκωσε τούς ώμους.
«Δέν τήν χρειαζόταν δλλο» ,
Καθώς Ιτρωγα τή σούπα μέ κουτάλι, κατόρθωνα πιά νά
τήν παρακολουθώ.
« Γιατl δέν τή χρειαζόταν δλλο;»
Ή Λεϊλά σταμάτησε γιά μιά στιγμή, μού Ιριξε tva άνυπόμο­
νο βλέμμα καΙ μετά συνέχισε νά χώνη τΙς κουταλιές στό στό­
μα της.
«Τήν παντρεύτηκε μόνο γιά νά τόν συντηρη. 'Όταν δρχισε
νά βγάζη ό Τδιος λεφτά, δέν τή χρειαζόταν δλλο» ,
« ΚαΙ πώς τόν συντηρούσε;» ρώτησα, ξέροντας ποιά θά ή­
ταν ή άπάντηση.
« Π εριποιόταν κυρΙους. δπως κάνω κι έγώ», εΤπε ή Λεϊλό μέ
σοβαρό ύφος, «Δέν ξέρουμε δλλο τρόπο γιό νό ζήσουμε)).
Ό σερβιτόρος πέρασε μέσα όπό τό παραβάν. "Εφερε tvo
εΙδικό τραπεζομάντηλο καΙ τό όκούμπησε τελετουργικά πάνω
στό πάτωμα. Ή Λεϊλό στριφογύριζε στήν καρέκλα της.
σφΙγγοντας τά χέρια της νευρι κά.
« ΕΤναι τό κοτόπουλο τού ζητιάνου ! Δέν πρέπει νά τό χά­
σης» .
'Ένα κινεζόπουλο Ιφερε tva τερόστιο όντι κεΙμενο πού l­
μοιαζε μέ αύγό στρουθοκαμήλου, μέσα σ' lva ξύλινο δίσκο.
"Αδειασε τό αύγό πάνω στό τραπεζομάντηλο.
«τριβουν πρώτα τό κοτόπουλο μέ πολλά μπαχαρικά, καί με­
τά τό τυλΙγουν σέ φύλλα λωτού», έξήγησε ή Λεϊλό, όνυπόμο­
νη, γεμάτη Ιξαψη γιά τό φαγητό πού έτοιμαζόταν. «"Επειτα τό
σκεπάζουν μέ λόσπη, τό βάζουν σέ άνοιχτή φωτιά καΙ τό ψή­
νουν πέντε ώρες. Καθώς βλέπεις. ή λόσπη Ιχει γΙνει πέτρα» .

96
Τό παιδΙ �φερε !tva σφυρι. χτύπησε τό αύγό καί τό �σπασε.
Άπό μέσα βγηκε !tva όπΙστευτα γλυκό δρωμα. Ό σερβιτόρος
καΙ τό παιδΙ γονότισαν ό !tνας όπέναντι στόν δλλο. Τό παιδί κα­
θόρισε τό κοτόπουλο όπό τό φύλλα τού λωτού, καί τό δδεια­
σε στό πιότο μαζΙ μέ τόν σερβιτόρο. Τό πουλί είχε ψηθεί τόσο
καλό, πού τό κρέας ξεχώριζε όμέσως όπό τό κόκκαλα καί κυ­
λού σε μόνο του στό πιότο. Μ έ έπιδέξια χέρια, ένθουσιώδης, ό
σερβιτόρος �βαζε τό κομμότια τού κοτόπουλου στό πιότα μας.
Τό ξυλόκια της Λεϊλό όρχισαν ν' όστρόφτουν καΙ πόλι. Βόλ­
θηκα κι έγώ νό τρώω μέ βουλι μΙα. Ήταν τό πιό αΙσθησιακό
φαγητό πού έφαγα ποτέ. Ή Λεϊλό σταμότησε γιό λίγο νό
τρώη, κρατώντας !tva κομμότι κοτόπουλο γερό στό ξυλόκια
της. καΙ ρώτησε:
«Σ' όρέσε ι ; 11
της χαμογέλασα.
« Άσφαλώς ... μ' όρέσεlll .
Δέν ύπηρχε λόγος νό της κόνω δλλες έρωτήσεις πρίν τε­
λειώσει τό γεύ μα. "Εβλεπα δτι δλη ή προσοχή της ήταν τώρα
στραμμένη στό κοτόπουλο. Τελειώσαμε τό κοτόπουλο. Ή
Λεϊλό παρόγγειλε μανιτόρια, φύλλα όπό μαγειρεμένο μπαμ­
πού, όλμυρό τζΙντζερ καΙ καΙηκ μέ μύγδαλα.
Έγώ είχα παραιτηθη στό μεταξύ. "Εμεινα όκίνητος γιό νό
χωνέψω, καπνίζοντας κι όπορώντας πώς ήταν δυνατό νό χω­
ρόη τόσο φαγητό σ' !tva τόσο μικρό σώμα. "Επειτα όπό δλλα
εΤκοσι λεπτό, δφησε κότω τό ξυλόκια της καί όναστέναξε μέ
Ικανοποίηση.
«Ήταν καλό;)) ρώτησε κοιτόζοντας μέ περιέργεια.
Τήν κοίταξα μέ πολύ σεβασμό. 'Όποιος μπορούσε νό τρώη
τόσο πολύ καί νό διατηρη τή σιλουέπα του, δξιζε νό τόν θαυ­
μόζουν.
«Ήταν περΙφημο)).
Χαμογέλασε Ικανοποιημένη.
« Ναί, ήταν έξοχο. Μπορώ νό καπνίσω ; ))
της έδωσα τσιγόρο, τ η ς τ ό δναψα. Φύσηξε σύννεφα κα­
πνού όπό τό μ ικρό κομψό στόμα της, καί τό χαμόγελό της έγι­
νε προκλητικό,

97
«Θέλεις νά γυρίσου με τώρα στό ξενοδοχείο; Μπορού με νά
κάνουμε �ρωτα. "Επειτα όπό �να τέτοιο γεύ μα, άξίζει τόν κό­
πο . . . »
«Είναι νωρίς όκόμη. "Εχουμε Qλη τή νύχτα μπροστά μας»,
είπα. ιι Π ές μου κι δλλα γιά τόν Χέρμαν Τζέφφερσον. Είπες δτι
όρχισε νά βγάζη λεφτά λίγο μετά τόν γάμο του μέ τήν Τζό "Αν.
Πώς τά έβγαζε ; »
Ζάρωσε τά φρύδια. Κατάλαβα δτι τ ό θέμα Τζέφφερσον της
φαινόταν άνιαρό.
ι(Δέν ξέρω. Η Τζό "Αν δέν μού �λεγε. Μιά μέρα τή βρηκα
μόνη της νά κλαίη, μού είπε δτι τήν είχε άφήσει. Δέν τή χρεια­
ζόταν πιά, είπε, γιατί τώρα έβγαζε μόνος του λεφτά . . . »
ιιΔέν σού είπε τόν τρόπο;»
« Γιατί νά μού πη; Δέν ηταν δική μου δουλειά» .
« Καί δέν ξαναγύρισε ; »
« "Ω, ξαναγύριζε όπό καιρό σέ καιρό» , είπε ή Λεϊλό βαριε­
στημένα. « 01 όντρες ξαναγυρίζουν όταν θέλουν άλλαγή. Αύ­
τός έρχόταν κάπου - κάπου, γιά μιά νύχτα » .
« Κα ί τ ί �Kανε ή Τζό "Αν, δταν τήν παράτησε;»
ι(ΤΙ �Kανε ;» εΙπε ή Λεϊλά κοιτάζοντάς με κατάματα. « τι όλλο
θά μπορούσε νά κάνη ... Συνέχισε νά δουλε ύη δπως πρώτα » .
« Ν ά κρατά συντροφιά σ έ κυρίους; »
« Π ώς άλλοιώς θά μπορούσε νά ζήση ; »
«"Αν δμως ό Τζέφφερσον �βγαζε χρήματα, καί α ύτή ήταν
γυναίκα του, �πρεπε νά της δίνη κάτι �;»
«Δέν της �δινε».
(ι Ξέρεις πού tγκαταστάθηκε όταν τήν παράτησε ; »
ιι Ή Τζό "Αν μού εΤπε ότι είχε νοικιάσει μ ι ά μεγάλη βίλλα
πού άνηκε σ' �να Κινέζο χαρτοπαίκτη ατόν κόλπο Ρηπάλς. 'Έ ­
χω δεί τό μέρος» , εΤπε μ' �να στεναγμό ζήλε ιας. « Είνοι μιά με
γάλη βίλλα μέ σκαλιά πού κατε βαίνουν ως τή θάλασσα. καί μ'
�να μι κρό λιμανάκι καί βάρκα» .
« π ηγε ποτέ έκεί ή Τζό "Αν;»
Ή Λεϊλό κούνησε τό κεφάλι .
ι(Δέν τήν κάλεσαν».
Ό σερβιτόρος ηρθε χαμογελώντας, όλο ύποκλ:σεις. Μού

98
έδωσε τόν λογαριασμό καΙ πλήρωσα. Τό γεύμα ήταν όπΙστευ­
τα φτηνό. Ή Λεϊλά μέ παρακολουθούσε μέ μιά χαρούμενη έκ­
φραση στό πρόσωπό της.
« Σού άρεσε; »
«Ήταν �να περΙφημο γεύ μα»
«"Ας γυρΙσου με τότε στό ξενοδοχείο νά κάνουμε έρωτα».
Βρισκόμουν στό Χόγκ Κόγκ. Σέ δλες τΙς αΙσθήσεις μου l -
νιωθα μιά χαλόρωση πού θά δυ σκόλευε κάθε όντίρρηση.
'Ε κτός αύτού, δέν εΙχα πλαγιάσει ποτέ μαζl μέ μιά Κινέζα.
Θεωραύσα ύποχρέωσή μου νά τό κάνω.
« 'Οκέυ», εΤπα καΙ ση κώθηκα. « Πάμε στό ξενοδοχείο» .
Βγήκαμε Ιξω, πάλι στήν πολυ θόρυβη νύχτα, όποχαιΡετών­
τας τόν ηχο τών πιάτων τού έστιατορίου. Άρχίσαμε νά περπα­
τάμε στήν όδό Νόθαν.
« Θέλεις νά μού όγοράσης ένα δώρο;)) είπε ή Λεϊλό πιάνον-
τας τό μπράτσο μου καΙ χαμογελώντας στό πρόσωπό μου .
«Νά τό συζητήσου με, τΙ Ιχεις στό μυαλό σου ; ))
«Θά σού δεΙξω».
Π ροχωρήσαμε λίγο πιό κάτω. Στρίψαμε αέ μ ιά πάροδο. καί
μετά μπήκαμε αέ μιά στοά γεμάτη μικρομάγαζα. Μπροστά στό
καθένα στε κόταν �νας χα μογελαστός Κινέζος έ μπορος γεμά­
τος έλπΙδες.
«Θό "θελα �να δαχτυλίδι, γιά νά σέ θυμάμαι. Δέν εΤναι
όνάγκη νό είναι άκρι βό)) .
Μπήκαμε σ ' � να κοσμηματοπωλείο, καί ή Λεϊλά διάλεξε ένα
δαχτυλίδι μέ ψεύτικο ρου μπΙνι . της άρεσΕ πολύ . "Ε κανε σάν
παιδl. Ό έ μπορος ζήτησε σαράντα δολλόρια τού Χόγκ Κ6γκ.
Ή Λεϊλά όρχισε ενα παζάρι πού κρότησε δέκα λεπτά . Τελι κά.
τού τό πήρα μ ε γιά δε καπέντε δολλάρια
ιι Θά τό φορ<ι) πάντοΤΕ )) . εlπε χ α μ ο γ ε λώντας καί KOl lιiζoν
τός μ f α τ ά μότιfl . ιι Θά σέ θ υ μ ά μ α ι πάνΤΟΤΕ ά π ' α ιι τ ό Π ά μ Ε τ ώ
.

nr, στό ξ F ν ο δο χ ε ίο )) .
E :ϊχ ι ι ι ι � Ι(ιπεβή καί <Ίπό τό φέρρ υ μπώτ, κ ι εκανα νόημα σέ
καποlο · οξί lή στ ι γ μ ή πο ύ τήν έχασα . Ε ίναι κάτι πού όκόμη σή
μ f Ρfl δεν μ πο ρ ώ νά τό έξηγήσω. Τρείς γεροδεμ ένοι Κ ινέζοι
vT I I I I r v o I π τ π μ α ίψα έ π ε σ α ν έπάνω μου τή στιγμή πού έρχό

4. Φίeετρο ιbr" το Χό""" Κό""" 99


ταν πρός τό μέρος μου τό ταξί. Ό �νας μού Ικανε ύπόκλιοη
ζητώντας συγγνώμη. Μ ιλούσε κακό όγγλικό. ΟΙ δλλοι δύο μέ
περικύκλωσαν γιό μιό στιγμή, καί Ιπειτα όπομακρύνθηκαν
βιαστικό καί χώθηκαν σ' �να αύτοκίνητο πού περίμενε. " Οταν
κοίταξα γύρω μου γιό τή Λεϊλό, εΤχε έξαφανιστή.
Νόμισα δτι εΤχε όνοίξει τό πεζοδρόμιο καί τήν κατόπιε.
Π έρασε δλλο �να τέταρτο τής ωρας ψόχνοντας μάταια γιό
τή Λεϊλό στήν περιοχή τού Στόρ Φέρρυ, καί μετά μ έ κυρίευσε
�να συναίσθημα όνησυχίας όνόμικτο μέ όργή. Π ήρα �να ταξί
καί γύρισα στό ξενοχείο μου. Ό ξενοδόχος μισοκοι μόταν πίσω
όπό τόν πόγκο.
« Γύρισε ή Λεϊλό;» ρώτησα.
"Ανοιξε τό �να μότι του, μέ κοίταξε όνέκφραστα καί εΤπε:
«Νό σπήκ Ι\γκλι ς ! ιι
Κι όμέσως Ικλεισε πόλι τ ό μότι του . Π ροχώρησα στόν διό­
δρομο. Ή πόρτα τής Λεϊλό ηταν κλειστή. Γύρισα τό πόμολο, κι
δνοιξε μέσα στό σκοτόδι. "Εψαξα στόν τοίχο, βρήκα τό διακό­
πτη καί τόν Ιστριψα. Κοίταξα μέσα στό μικρό καθαρό δωμά­
τιο. Πουθενό ή Λείλό.
Άφήνοντας όνοιχτή τήν πόρτα της, μπήκα στό δικό μου
δωμότιο, όφήνοντας καί τή δική μου όνοιχτή. Κόθησα πόνω
στό κρεβάτι μου, δναψα �να τσιγάρο καί περίμενα. Μιά ωρα
όργότερα μέ πήρε ό ύπνος. "Η μουν μισοξαπλωμένος στό κρε­
βάτι κιόλας, καΙ τό κεφάλι μου εΤχε βαρύνει μαζί μέ τό στομάχι
μου όπό τήν πολυφαγlα.
Ξύπνησα μέ �να συναίθημα ζέστης. ύγρασίας. δυ σφορίας.
Ό tjλιος τού πρωινού Ιμπαινε μέσα όπό τά παντζού ρια. Σήκω­
σα τό κεφάλι καΙ κοίταξα τό ρολόι μου . Ήταν όχτώ παρά erKO­
σι. Άνακόθησα καί Ιριξα τό βλέμμα στόν διάδρομο. "Εβλεπα
καΙ τό δωμάτιο τής Λεϊλό. Άνατρίχιασα. Κάτι τό φοβερό πρέ­
πει νό της εΤχε συμβή, σκέφτηκα.
Δέν εΤχε φύγει μόνη της όπό κοντά μου. Γι' αύτό ι'jμoυν βέ­
βαιος. Κάποιος τήν εΤχε όρπάξει καί δέν ηταν δύσκολο νά μαν­
τέψω γιατί. Κάποιος όποφάσισε δτι ή Λείλό δέν rnPEne νά μι­
λήση, rσως έπειδή ι'jξερε πολλά. Άναρωτιόμουν τί Ιπρεπε νά
κάνω.
1 00
Σηκώθηκα όπό τό κρεβότι, Ικλεισα τήν πόρτα, ξυρίστη κυ
καΙ πλύθηκα δσο μποροϋσα καλύτερα στή βρώμικη λεκάνη.
Φόρεσα Ινα καθαρό πουκάμισο καΙ μετά, νιώθοντας λΙγο κα­
λύτερα άπό νεκρός, βγήκα στόν διάδρομο, κλεΙδωσα τήν πόρ­
τα μου καΙ στάθηκα στόν πάγκο δπου καθόταν Ινα Κινεζό­
πουλο, έγγόνι ίσως τού ξενοδόχου .
«' Η Λεϊλά δέν γύρι σε στό δωμότιό της», εΙπα.
Γέλασε μέ όμηχανία καί μοϋ Ικανε μιά ύπόκλιση. "Εβλεπα
δτι δέν εΙχε καταλόβει λέξη.
Κστέβηκα τή σκάλα. Ικανα νόημα α ' Ινα παιδί μέ πούς -
πούς, Ιπειτα δμως μετάνιωσα καί κάλεσα Ινα ταξί. Τού εlπα νά
μέ πάη στήν άστυνομία.
"Η μουν τυχερός: ' 0 γενι κός έπιθεωρητής Μάκ Κάρθυ
Ιβγαινε όπό τό αύτοκίνητό του τήν ωρα πού Ιφτανα. Μέ πήγΕ
στήν καντίνα της όστυνομίας, δπου μός σερβίρι σαν τσάι σέ
χοντρά φλυτζάνι ά .
Τού εΙπα δλη τήν Ι στορία . Ή στάση του ηταν έξοργιστική.
Ήταν ή πρώτη φορά πού Ιπρεπε νά συνεννοηθώ μέ Βρεταν­
νό άξιωματικό. Ή ήρεμία καί ή άπάθειο στό πρόσωπό του μέ
Ικαναν έξω φρενών.
« Μά. κάτι τής συνέβη ! » εΙπα προσπαθώντα(, νά μή φωνά­
ζω ύπερβολι κά. ΕΙμαι βέβαιος l Τή μιά στιγμή βρισκόταν άκρι
βιί!ς δίπλα μου, τήν δλλη χάθηκε . . . Καί δέν ξαναγύρισε στό ξε
νοδοχείο Ι »
"Ε βγαλε τήν πίπα του καί δρχισε νό τή γεμίζη.
« ' Αγαπητέ μου φΙλε », εΙπε, ιιδέν πρέπει νά άνησυχης γι' αύ­
τά τά πράγμστα. "Ε χω πεlρα δεκαπέντε χρόνων μ' αύτές τίς
γυναίκες. Σήμερα εΙναι έδώ, αύριο έκεί. Μπορεί νά εΙδε κά­
ποιον στόν δρόμο, καί νά πίστεψε δτι αύτός θά τΙς έδινε πε ­
ρισσότερα άπό σένα . . Ή συμπεριφορά τους εΙναι παράξενη.
.

δέν πρέπε ι ν' άπορης. Καμμιά φορά έξαφανίζονται χωρίς ί­


χνη . . . »
"Ηπια λίγο τσάι. άλλό ένιωθα άνακάτωμα στό στομάχι
ιιΑύτό εΊναι κάτι διαφορετι κό» , εΤπα. « Γυρίζαμε στό ξενοδο­
χείο "Ω, νά πόρη ό διάβολος ! Κάποιος νομίζει δτι θά μ ιλή­
. . .

ση ... Τήν άπήγαγαν, αύτό εΤνα ι δλο».

1 01
«'Ότι θό μιλήση γιό ποιό πράγμα; »
« Π ροσπαθώ νό έξιχνιόσω �να φόνο» , εΙπα τέλος, « Κι αύτή
μου εοινε πληροφορίες» ,
Ο Μόκ Κάρθυ φύσηξε στό μούτρα μου �να σύννεφο όκρl ­
βού καπνο ύ ,
Μού χαμογέλασε σπως χαμογελά �νας πατέρας δταν ό μο­
ναχογιός του κάνη κάτ ι tξυπνο, "Ε βλεπα δτι μέ θεωρούσΕ σόν
έ' να όκόμη ήλίθιο Άμερικανό,
« Καί τί πληροφορίΕ ς θά μπορούσΕ νά σού δώση γιό ένα
φιΊνο π ο ι ) συνέβη στήν Άμερική;» μέ ρώτησΕ,
" M n ι'ι είπε δ τ ι ό Χέρμαν ΤζέφφΕ ρσον νοίκιαΟΕ μ ιό πολυn ·
\ ι; l i , λ \ ( 1 (J roν κ Ω λ π σ ΡηΠ!1 λ ς . Μού Είπε δτl ξαφνικά rIOXlaf ν<'ι
βγ ιΊ ζ η λ ε φ τά . TfJ E iC, μηνΕς μπα τόν γά μ ο τ ο υ . κ α ί ()Τι τόπ πα
ράτ η σ Ε τ ή γ υ ναίκα τ ο υ »
Μού έ σ κ ι ω Ε ενrι βρεταννικό χαμόγΕλο. άπ' αύτά πού μα­
γΕ υουν άκόμη καί τούς Ρώσους.
« Άγαπητέ μου φίλε, δέν πρέΠΕΙ νά δίνης σημασία σέ δσα

σού λέ Ε Ι μιό πόρνη. Δέν πρέπει»,


« Ν αί. Ι'σως νά Είμαι άφΕλής. Π ι σΤΕύ ΕΤΕ δτι μέ κορόιδευΕ καί
ΙμΕ lνΕ έξω άπό τό ξΕνοδΟΧΕίο της, μόνο καί μόνο γιό νό μέ κά ­
νη νό άνησυχήσω ;»
Φ ύ σηξΕ πάλι τόν καπνό στό μούτρα μου,
« Π ολλές τέΤΟΙΕς γυναίΚΕς ξενοκοι μούνταl τή νύχτα».
« ΞέΡΕις κανένα ΆμΕρl κανό στόν κόλπο Ρηπόλς; »
« ΆΡΚΕΤούς» .
« Θό τό ήξερες άν ζούσε έκεί καΙ ό Τζέφφερσον ; »
« Αν ζούσΕ έ ΚΕί θά τό ήξερα, Άλλά δέν tζησε»,
«'ΏσΤΕ, ή κοπέλα μού έλεγε ψέματα;»
Μού χαμογέλασε διπλωματικό,
« Αύτή πρέπει νό είναι, φυσικά, ή έξήγηση» ,
Σηκώθηκα, ΕΙδα δτι txava τόν καιρό μου,
« Εύχαριστώ», είπα, «Θά σάς ξαναδώ»,
« Μετά χαράς, δν μπορώ νό κόνω κότι γιό σάς... »
π ηρα ένα ταξί καί γύρισα πάλι στό ξενοδοχείο, Ό γέρος κα­
θόταν πόλι πίσω όπό τόν πόγκο. Μού έκανε ύπόκλιση. Θά ή­
θελα νό τόν ρωτήσω, άλλά τό φρόγμα της γλώσσας η ταν άξε-

1 02
πέραστο. "Επρεπε νά βρώ διερμηνέα. Τότε θυμήθηκα ξαφνι­
κά τόν όγγλόφωνο όδηγό, τόν Βόγκ Χόκ Χό, πού μού είχε δώ­
σε ι τήν κάρτα του aτό άεροδρόμιο. Αύτός θά μπορούσε νά μέ
βοηθήση.
π ηγα aτό δωμάτιό μου. ΕΤδα τήν πόρτα της Λεϊλά κλε ιστή.
καί χτύπησα. Καμιά όπάντηση. Π ροσπάθησα νά στρίψω τό
πόμολο. άλλά ή πόρτα ηταν κλειδωμένη. Ξαναχτύπη αα. δέν ά
κου σα τίποτα. μετά σήκωσα τούς ώμους καί μπηκα στό δωμά­
τιό μου .
Ήταν νωρίς γιά όποιαδήποτε δουλειά. "Ε βγαλα τό αακκάκι.
τη γραβάτα καί τά παπούτσια μου. ξάπλωσα στό κρεβάτι καί
δρχισα νά σκέφτω μαι. ωσπου μέ ξαναπήΡΕ ό ϋπνος.
Ήταν περασμένες δέκα δταν ξύπνησα όπό �να έλαφρό
χτύπημα aτήν πόρτα. Τινόχτηκα όπό τό κρεβάτι καί άνοιξα . Τό
παιδί τού γέρου χαμογέλασε. tKave μιά ύπόκλιση καί μού έ ­
δειξε τόν διάδρομο. Φόρεσα τά παπούτσια μου καί όκολούθη·
σα τό παιδί ως τόν πάγκο. Ό γέρος μού tδωσε τό όκουστικό
τού τηλεφώνου.
Ήταν ό γενικός έπιθεωρητής Μάκ Κάρθυ.
« Αύτή ή κοπέλα πού μού tλεγες». εΤπε. «φορούσε δαχτυλί-
δι μέ ψεύτικο ρου μπίνι ; »
Πάγωσα.
« Ναί. .. Ψεύτικο ρουμπίνι ».
« Μπορείς νά πάρης �να ταξί καί νά πας στό τμημα τής όδού
Τσάθαμ ; ΕΤναι όπό τήν πλευ ρό τού Κοουλούν. "Εχουν έκεί μιά
κοπέλα. Μπορεί νά εΤναι αύτή πού λέγαμε. Φορεί �να τέτοιο
δαχτυλίδι».
« ΕΤναι νεκρή; » ρώτησα. καθώς σφιγγόταν τό στομάχι μου.
«"Ω. πολύ νεκρή. Θά μας βοηθήσης πολύ, δν tρθης γιά όνα­
γνώριση. Ζήτησε τόν όaτυφύλαKα Χέημις».
'Ακόμη καί όπό τό τηλέφωνο μού φαινόταν δτι μύριζε ό κα-
rτvός της πίπας του.
«Σκωτσέζος κι αύτός; »
« 'Ακριβώς. 'Υπάρχουν πολλοί Σκωτσέζοι aτήν όστυνομία» .
« Μπράβο aτή Σκωτία ! » μουρμούρισα κι tκλεισα.
Σαράντα λεπτά όργότερα, όνέβαινα τά σκαλιά τού όστυνο·

1 03
μικού τμήματος της όδού Τσάθαμ . Στό χ ώ λ ύπηρχε �νας πίνυ
κας στόν τοίχο μέ κάμποσες μακάβριες φωτογραφίες τού νε­
κροτομεlου. Ήταν καμιά πενηνταριά Κινέζοι, δντρες καΙ γυ ­
ναίKες' πού εΤχαν βρεθη νε κροl τόν τελευταίο καιρό. Έπιγρα­
φές στά όγγλι κά καί κινεζικά καλούσαν δποιον ξέρει κάτι γι'
αύτούς, νά πληροφορήση τήν όστυνομία.
Ό όξιωματι κός ύπηρεσίας μού lδειξε �να μικροσκοπικό
γραφείο, δπου �νας νεαρός μέ ξανθά κυματιστά μαλλιά καΙ ϋ­
φος γνήσιου όστυφύλακα έξέταζε �να σωρό φακέλους. Μού
χαμογέλασε δταν συ στήθηκα. ΕΙπε δτι τόν lλεγαν Χέημις.
«Μέ καλέσατε νά δώ ένα mώμα», εΙπα.
"Εβγαλε όπό τήν τσέπη του μιά πίπα. Έβγαλα τό συμπέρα­
σμα δτι οΙ όστυνομικοl τού Χόγκ Κόγκ εΤναι όρειμάνιοι καπνι­
στές πlπας.
Τόν παρατηρού σα καθώς τή γέμιζε, κι αύτός μέ κοlταζε μέ
τά πράσινα μάτια του χωρlς πολύ ένδιαφέρον.
« 'Ακριβώς. Ό γενικός έπιθεωρητής πιστεύει δτι σείς μπο­
ρείτε νά τήν γνωρίσΕΤε. Τήν ψαρέψαμε χτές τή νύχτα, γύρω
στίς δύο, όπό τή θάλασσα. Δέν lμειναν καΙ πολλά πράγματα
όπό δαύτη. Φαίνεται δη χτυπήθηκε όπό κάποιο φέρρυ μπώτ» .
�Txα Ιδρ ώ σει καΙ τό που κάμισο κολλού σε στή ράχη μ ου.
Σηκώθηκε.
«Αύτοί οΙ καταραμένοι δνθρωποι σκοτώνονται όδιάκοπα
μεταξύ τους. Κάθε μέρα μαζεύουμε μισή ντουζlνα mώμστα.
Φαίνεται δτι ΟΙ Κινέζοι δέν παΙρνουν πολύ στά σοβαρά τή ζωή
τους».
Π ροχωρήσαμε σ' �να 'διάδρομο. βγήκαμε στήν αύλή καί
μπήκαμε στό νε κροτομείο. 'Από τόν όριθμό τών mωμάτων
πάνω στά τραπέζια, κατάλαβα δτι ΟΙ δουλειές ηταν στό φόρτε.
Μέ πήγε σ' ένα τραπέζι, δπου ένα δμορφο σχήμα διαγραφό­
ταν κάτω όπό ένα μουσαμά.
Σήκωσε μιάν δκρη τού μουσαμά, lβαλε τό χέρι του όπό κά­
τω, κι έβγαλε ένα μι κρό δαXΤυλlδι μέ ψεύτικο ρου μπΙνι .
«"Εφαγα αύγά καΙ μπέηκον γιά μπρέκφασπ, εΤπε. «"Αν μπο­
ρήτε νά τήν όναγνωρίσετε όπό τό δαχτυλΙδι, θά μέ γλυτώσετε
άπό τόν κΙνδυνο νά κάνω έμετό» .

1 04
Κοίταξα τό δαXτυλiδι καί τά μικρά κομψά δάχτυλα. Ή ταν
αύτό πού ε1χα όγοράσει στή Λεϊλά.
«Αύτό εΙναι», εΤπα, κι tνιωσα στ' άλήθεια πολύ δσχημα.
Έσπρωξε πάλι τό χέρι κάτω όπό τόν μουσαμά.
«'Εντάξει, θά τό πώ στόν γενικό έπιθεωρητή».
"Εσκυψα, δπλωσα τό χέρι καί σήκωσα τόν μουσαμά. ΕΤδα
δ,ΤΙ εΤχε άπομείνει όπό τή Λεϊλά. Καλύτερα νά μήν τό tβλεπα.
Άλλά ι'jθελα νά της πώ άντίο, κατά κόποιον τρόπο. Κατέβασα
πάλι τόν μουσαμά.
Τή θυμδμαι πού άναστέναζε χορτάτη, όπό εύχαρίστηση, t­
πειτα όπό λουκούλλειο γεύμα μας. "Εβλεπα πάλι τήν κομψή,
μικρή σιλουέπα της νά βαδίζη μπροστά μου. Δέν τήν γνώριζα
καιρό, όλλά ό τύπος της μού εΙχε κάνει έντύπωση. "Ενιωθα
σόν νά εΤχα χάσει όγσπημένο πρόσωπο.
'Ένας όστυνομικός μέ περίμενε στήν δλλη δκρη τού φέρρυ.
Ήταν μεγαλόσωμος δντρας μέ κόκκινο πρόσωπο, πού τόν t­
λεγαν Μάκ Φέρσον. Κι δλλος Σκωτσέζος! Μέ συνόδεψε στό
ξενοδοχείο μου μέ όστυνομικό τζίπ. Κουβέντιασε μέ τόν ξενο­
δόχο σέ δσχημα κινεζικά, καί μετά πηρε τό κλειδί γιό ν' όνοίξη
τό δωμάτιο της Λεϊλά. Καθώς προχωρούσαμε στόν διάδρομο,
εΙπε:
{('Ο γέρος δέν μιλάει. Πρέπει νά κλείσουμε αύτή τήν τρώ­
γλη, Δέν παραδέχεται δτι ηταν πόρνη. Θέλει νά προστατεύση
τήν τιμή της!»
Τόν μισούσα γιά συναισθημστικούς λόγους. Ή Λεϊλά, σκε­
φτόμουν, δξιζε καλύτερη τύχη, όπό τό νά όποκαληται πόρνη
όπό �να Σκωτσέζο όστυφύλακα, καί μάλιστα μετά θάνατον.
Ό Μάκ Φέρσον ξεκλείδωσε τήν πόρτα τού δωματίου καΙ
προχώρησε. "Εμεινα στόν διάδρομο κοιτάζοντας πρός τό μέ­
ρος του: Μέ έπαγγελματική εύσυνειδησΙα δρχισε νά ψάχνη τό
δωμάτιο.
Στή ντουλάπα κρέμονταν τρία φορέματα, καί σ' �να συρτά­
ρι ύπηρχε μιά όλλαξιά έσώρουχα. Ή περιουσία της Λεϊλά ηταν
όπελπιστικά μικρή.
Ξαφνικά ό Μάκ Φέρσον tβγαλε μιά μικρή φωνή, καθώς
έρευνούσε στό βάθος της ντουλάπας.

105
«Τό σκέφτηκα», μουρμούρισε.
Μού ι!δειξε �να φύλλο χαρτl καΙ δρχισε νό τό ξετυλίγη άρ-
γόο .
«Ξέρεις τί εΤναι αύτό;»
«Έσύ νό μού πης», εΤπα.
"Εσκυψε πόλι μέσα στή ντουλόπα, τρόβηξε δλλο �να κομ­
μότι χαρτί, καί �να μισοκαμένο σπερματσέτο.
«Έδώ καπνίζουν χασίς», εΤπε.
Κόθησε στήν δκρη τού κρεβατιού, κρατώντας στό χέρι τό
χαρτιό καί τό περιεχόμενό τους.
«Ήταν τοξικομανής», εΤπε. «Κόθε βδομάδα σκοτώνονται 6-
7 00' αύτούς».
«Πώς εΤσαι τόσο βέβαιος;»
«'Αναγνωρίζω τό σύνεργα», εΤπε. «Ή μεγαλύτερη βλακεία
πού ι!κανε ή Κυβέρνηση ήταν ν' άπαγορεύση τό όπιο. 'Από τή
στιγμή έκείνη ΟΙ καπνιστές τού όπίου ι!γιναν όλόκληρος στρα­
τός. ΕΤναι εύκολο νά τούς άνακαλύψης δμως, γιατί ή μυρωδιά
δέν κρύβεται' ΟΙ καλές πΙπες τού όπίου στοιχίζουν πολλό λε­
mό, άλλό ύπόρχουν μερακλήδες πού ξοδεύουν δλη τους τήν
περιουσΙα, γιό νό Ικανοποιήσουν τήν μανία τους».
"Εβγαλε γιό μιό στιγμή τό καπέλο του καί τό ξαναφόρεσε.
«ΟΙ τοξικομανείς άνακόλυψαν πολλούς τρόπους γιό νά έπε­
ξεργόζωνται μόνοι τους τό όπιο καΙ ύπόρχουν σ' αύτή τήν πό­
λη πολλό σπίτια καί καφενεία, δπου κάνουν τίς συγκεντρώσεις
τους καί καπνίζουν χωρίς νό τούς ένοχλή κανείς. ΕΤναι μιά πο­
λύ κακή συνήθεια, μό δέν σκοτώνει. Έκείνο πού σκοτώνει εί­
ναι ή ήρωίνη. Καί νομίζω δτι ή κοπέλα αύτή ι!παιρνε καί όπιο
καί ήρωΙνη».
"Εξυσπ τό σαγόνι μου.
«Σ' εύχαριστώ γιό τή διόλεξη»,είπα,«άλλό μήν πιστεύεις δτι
αύτοκτόνησε, γιατί καί έγώ δέν πιστεύω δτι �παιρνε ήρωίνη.
ΕΤμαι βέβαιος δτι τήν δολοφόνησαν καί ι!βαλαν έδώ αύτά τό
σύνεργα, γιό νά σέ ξεγελόσουν)) .
Τό πλατύ πρόσωπο τού Μόκ Φέρσον δέν δλλαξε ι!κφραση.
"Εβγαλε τήν πίπα του καί δρχισε νό τή γεμίζη.
«"Ετσι νομΙζεις;» ρώτησε μέ εύθυμη φωνή. «'Ο άρχηγός

1 06
λέει δτι εΙσαι Ιδιωτικός όστυνομικός. "Εχω διαβόσει πολλές
Ιστορlες γιό σάς. Δέν σάς �xω μεγόλη έμπιστοσύνη».
«Δέν πειρόζει», εΤπα. «Δέν �xει σημασία».
«Γιατl πιστεύεις δτι τήν δολοφόνησαν;» μέ ρώτησε χωρίς
τό παραμικρό ένδιαφέρον.
«Έπειδή ξέρω καλύτερα όπό σένα τή δουλειό μου. Τί θό
κόνης μ' αύτό τό πρόγματα;»
«Θό τό πόω στήν όστυνομία. Μπορεί ' νό τό ζητήση κό-
ποιος. Ίσως κανένας συγγενής της».
Σηκώθηκε όρθός.
«"Αν ι'jμoυν στή θέση σου, δέν θό σκοτιζόμουν καΙ τόσο
πολύ γι' αύτή. Έμείς στήν όστυνομία όντιμετωπίζουμε ένα
σωρό περιπτώσεις πολύ χειρότερες)),
«Δέν όμφιβόλλω».
Μέ κοlταξε σκεφτικός.
«Γιά οποιό πρόγμα;))
«Γιό τΙς περιπτώσεις πού όντιμετωπlζετε καί γιά τό γεγονός
δτι αύτήν έδώ τήν δολοφόνησαν».
Χαμογέλασε.
«"Ελα τώρα. 'Έχουμε έκατοντάδες περιπτώσεις αύτοκτο­
νΙας τέτοιων γυναικών».
Τόν είχα σιχαθη.
«Μού τό είπες καΙ δλλη φορά)), εΤπα καί μπηκα στό δωμάτιό
μου. «Θά μείνω έδώ μερικές μέρες όκόμη δν μέ θελήσης)),
Μέ κοίταξε μέ κάποια δυσπιστία.
«Γιατl νά σέ θελήσω;» εΤπε.
«Μπορεί νά θέλης νά μελετήσουμε μαζί κανένα όστυνομι­
κό μυθιστόρημα», εΙπα καΙ τού �Kλεισα τήν πόρτα,

1I1

Κατάλαβα δτι εΤχε �ρθεl ή ώρα νό ξοδέψω μερικά όπό τά

1 07
λεφτά τού γέρο Τζέφφερσον. Ήμουνα βέβαιος δτι ό ξενοδό­
χος θά μιλούσε περισσότερο. δταν τού έδειχνα μερικά δολλά­
ρια.
Διέσχισα τό διάδρομο καΙ πηγα νά βρώ τόν Κινέζο. Μέ κοΙ­
ταξε μέ ύποψΙα. άλλά δταν πλησΙασα τό τηλέφωνο. μού έκανε
μιά μικρή ύπόκλιση εύγενικά.
Τηλεφώνησα στόν Βόγκ Χόκ Χό. Μού όπάντησε άμέσως.
σάν νά καθόταν τόση ωρα στό τηλέφωνό του περιμένοντας έ­
μένα.
«Μέ θυμΕισαι;ι εΙπα. «Μού έδωσες τήν κάρτα σου στό άε­
ροδρόμιο. Χρειάζομαι διερμηνέαι.
«Πολύ εύχαρΙστως. σέρ». εΙπε.
«Θά συναντηθούμε έξω όπό τήν Τρόπεζα τού Χόγκ Κόγκ
σέ μισή ωρα».
ΕΤπε δτι θά έρχόταν πολύ εύχαρΙστως.
«θέλω καΙ Ινα αύτοκΙνητο».
ΕΙπε δτι θά τό κανόνιζε καΙ αύτό. "Εδειχνε δτι � ταν στή διά­
θεσή μου. ΕΙχα τήν έντύπωση δτι ΟΙ δουλειές τού κ. Βόγκ Χόκ
Χό δέν πήγαιναν καΙ τόσο καλά.
'Όμως τόν εύχαρίστησα καΙ έκλεισα τό τηλέφωνο. Έκανα
καΙ έγώ μιά ύπόκλιση στόν Κινέζο πού μέ κοιτούσε μέ μισό
μάτι καΙ πηρα Ινα ταξΙ γιά τήν Τράπεζα.
Έξαργύρωσα μερικά όπό τά τσέκ πού μού εΤχε δώσει ή
Τζάνετ Ούέστ καΙ μέ τΙς τσέπες μου γεμάτες άπό δολλάρια τού
Χόγκ Κόγκ. στάθηκα στό πεζοδρόμιο περιμένοντας τόν Χό.
Ήρθε μέ καθυστέρηση 1 Ο λεmών. 'Οδηγούσε Ινα άστρα­
φτερό Πάκαρντ καΙ μέ χαιρέτησε διά χειραψΙας δταν κατέβη­
κε. Μού εΤπε δτι θά �θελε πολύ νά τόν λέω όπλώς Βόγκ. 'Όλοι
ΟΙ ΆμερικανοΙ πελάτες του τόν έλεγαν Βόγκ. μού εΤπε. καί θά
τό θεωρούσε τιμή του νά κάνω καί έγώ τό Τδιο.
Μπηκα δίπλα του στό αύτοκίνητο.
«Θά γυρΙσουμε στό ξενοδοχείο μου». εΙπα. «θέλω μερικές
πληροφορΙες όπό τόν ξενοδόχο πού δέν μιλάει όγγλικά».
Μέ κοΙταξε κατάπληκτος καΙ τού έξήγησα:
«ΕΤμαι Ιδιωτικός ντέτεκτιβ καΙ έρευνώ Ινα έγκλημα».
Τού έβαλα μερικά δολλάρια κάτω όπό τή μύτη καΙ φάνηκε

108
πολύ εύχαριστημένος. Χαμογέλασε πλατειά καί μού tδειξε δ­
λα του τά χρυσά δόντια.
«Διαβάζω πολλές όστυνομικές Ιστορlες», εΙπε. «ΕΙναι μεγά­
λη μου εύχαρίστηση πού συναντάω έπl τέλους lva πραγματι­
κό ντέτεκτιβll.
«Πάρε αύτά γιά τά tξοδά σου», τού εΙπα. «Άλλά νά ξέρης
δτι μερικές φορές θά χρειάζεται νά tpxEoaI όμέσως δταν σέ
φωνάζω».
ΚαΙ αύτό θά τού tKaVE μεγάλη χαρά, εΙπε, όλλά τό αύτοκl­
νητο θά tπρεπε νά τό πληρώσω χωριστά. Φυσικά δέν μέ t­
νοιαζε, γιοτl τά λεφτά πού ξόδευα δέν ηταν δικά μου. Άποφά­
σισα νά εΙμαι γενναιόδωρος μέ τόν διερμηνέα μου.
Φτάσαμε στό ξενοδοχείο, όφήσαμε tξω τό αύτοκlνητο καΙ
όνεβήκαμε τή σκάλα.
«Αύτό δέν εΙναι καλό ξενοδοχείο., εΙπε ό Βόγκ καθώς άνε­
βαΙναμε, «δέν σάς συμβουλεύω νά μένετε έδώ. "Αν θέλετε
μπορώ νά σάς βρώ πολύ καλύτερο».
«"Ας τό ξεχάσουμε γιά τήν ώρα., εΙπα. «Αύτή τή στιγμή t­
χουμε δουλειά».
Φτάσαμε μπροστά στό γέρο Κινέζο, πού άρχισε πάλι τΙς
ύποκλlσεις. Ό Βόγκ τόν κοlταξε μέ μεγάλη όντιπάθεια.
«Πές του δτι θέλω νά τού κάνω έρωτήσεις», εΤπα στό
Βόγκ. «"Αν μέ βοηθήση, θά τόν πληρώσω καλά. Πές του το μέ
εύγένεια».
Ό Βόγκ άρχισε νά κάνη μιά μεγάλη διάλεξη μέ μπόλικες
ύποκλlσεις καΙ όμέτρητα χαμόγελα. Χωρlς νά καταλαβαΙνω τΙ
tλεγε, στή μέση τού λόγου του, tβγαλα όπό τήν τσέπη μου l­
να μάτσο δολλάρια καΙ τά όκούμπησα στόν πάγκο.
Αύτό ηταν τό καλύτερο έπιχεlρημα. '0 γέρος άρχισε όμέ­
σως νά ένδιαφέρεται καΙ τελικά δήλωσε δτι ηταν πρόθυμος ν'
όπαντήση σέ δλες μου τΙς έρωτήσεις.
"Εβγαλα τότε τή φωτογραφlα της Τζό "Αν.
«Ρώτησέ τον άν ξέρη αύτή τήν κοπέλα».
'Αφού κοlταξε κάμποση ώρα τή φωτογραφία, ό ξενοδόχος
όπόντησε δτι τό κορlτσι tμενε στό ξενοδοχείο του, άλλά εΤχε
φύγει πρΙν όπό 15 ιΊμέρες χωρίς νά πληρώση τόν λογαριασμό.

109
Μήπως θό τόν πλήρωνα έγώ;
ΕΤπα όχι.
Έπειτα όπό μερικές έρωτήσεις όκόμη ό Βόγκ μού έξήγησε:
«ΕΙχε παντρευτη lvav 'Αμερικόνο κύριο καΙ ζούσαν μαζί σ'
lva δωμότιο έδώ. Τόν έλεγαν Χέρμαν Τζέφφερσον καΙ πέθα­
νε δυστυχώς σέ αύτοκινητικό δυστύχημα. 'Η κοπέλα έφυγε
λΙγο μετό τόν θόνατό του».
-Εβγαλα τότε τήν φωτογραφlα τού Τζέφφερσον πού μού
εΤχε δώσει ή Τζόνετ Ούέστ.
«Ρώτησέ τον δν ξέρη ποιός εΤναι αύτός».
-Αρχισε μιό νέα συζήτηση όνόμεσα στόν ξενοδόχο καΙ
στόν Βόγκ, καΙ μού έξήγησαν:
«ΕΤναι ό 'Αμερικανός κύριος πού ζούσε έδώ».
«Πόσο καιρό έζησε έδώ;»
Μέ τό στόμα τού Βόγκ ό ξενοδόχος όπόντησε δτι ό
Τζέφφερσον έμεινε στό ξενοδοχείο ως τήν ήμέρα πού σκοτώ­
θηκε.
Αύτό ηταν τό πρώτο ϋποmο σημόδι στή συζήτηση. Ή
Λεϊλό εΤχε πη δτι ό Τζέφφερσον έφυγε πρΙν όπό 9 μηνες. Τώ­
ρα αύτός ό γέρος έλεγε δτι ζούσε στό ξενοδοχείο μέχρι πρΙν
όπό τρείς έβδομόδες.
«-Ακουσα δτι ό Τζέφφερσον έζησε έδώ τρείς μηνες», εΤπα,
«καί δτι μετό παρότησε τή γυναίκα του καΙ πηγε όλλού. Αύτό
πρέπει νό έγινε πρίν όπό 9 μηνες». Ό Βόγκ φαινόταν κατό­
πληκτος. 'Εξήγησε πόλι στόν ξενοδόχο καΙ μετό μού εΤπε:
«ΕΤναι τελεΙως βέβαιος δτι ό 'Αμερικανός έμεινε έδώ ω­
σπου πέθανε».
-Αν έλεγε τήν όλήθεια ό ξενοδόχος, τότε έλεγε ψέματα ή
Λεϊλό.
«Πές του δτι ή Λεϊλό εΤπε δτι ό Τζέφφερσον έφυγε πρίν
όπό 9 μηνες. Πές του δτι νομlζω πώς λέει ψέματα».
Ό Βόγκ δρχισε μιό μεγόλη συνομιλlα μέ τόν ξενοδόχο καί
μετό γύρισε πρός τό μέρος του χαμογελώντας.
«Δέν λέει ψέματα, κύριε Ρόυαν. Ή κοπέλα έκανε λόθος, ό
Τζέφφερσον έφευγε νωρίς τό πρωί καί γύριζε όργά τό βρόδυ.
ΕΤναι εύκολο νό καταλάβΕΤε πώς δέν τόν συνόντησε ή κοπέλα

110
καί φαντάστηκε δτι εΙχε φύγει».
«Τότε, γιατί της εΙπε ι'ι Τζό "Αν δτι εΤχε φύγει;» ρώτησα.
Ό ξενοδόχος δέν μπορούσε ν' όπαντήση, έξυνε τό λαιμό
του, πού έμοιαζε μέ λαιμό χελώνας καί μισόκλεινε τά μότια.
-Αρχισε νό μισοκοιμάται πόλι καί κατόλαβα δτι θεωρούσε πώς
εΤχε μιλήσει όρκετό γιό τό λεφτό πού πηρε. Ό Βόγκ εΤπε.
«Δέν ξέρει τήν όπόντηση σ' αύτή τήν έρώτηση, σέρ».
«Πώς ζούσε ό Τζέφφερσον;» εΤπα, γιά νό όλλόξω θέμα.
Ό ξενοδόχος όπόντησε δτι δέν τό Ijξερε ούτε αύτό.
«"Ερχονταν ποτέ Εύρωπαίοι νό τόν δούν;»
Ή άπόντηση ηταν όχι
"Ενοιωθα όπογοήτευση, γιατί έβλεπα δτι ό διόλογος δέν
όδηγούσε πουθενό. Βρισκόμουν σ' tva φαύλο κύκλο καί δέν
/Ίξερα ποιός όπό δλους έλεγε ψέματα,
«"Αφησε τίποτε στό δωμότιο της ι'ι Τζό "Αν, δταν έφυγε;»
ρώτησα μέ άφέλεια.
Ή έρώτηση αύτή ηταν παγίδα, καί ό ξενοδόχος έπεσε μέ-
σα.
«"Οχι», εΤπε. «Δέν όφησε τίποτε».
"Ορμησα άπόνω του.
«Τότε πώς έφυγε όπό έδώ χωρίς νά πληρώση τόν λογαρια­
σμό;» ρώτησα. «Δέν τήν εrδατε δταν έπαιρνε τό πρόγματό
της;»
Ό Βόγκ κατόλαβε δτι εΤχα δίκιο καί όρχισε νό γαυγίζη στό
γέρο. Γιά μιό στιγμή δίστασε έκείνος, καί έπειτα έβαλε τίς φω­
νές λέγοντας δτι εΙχε όφήσει μιό βαλίτσα όλλό τήν κρατούσε
γιό τό νοίκι
Ζήτησα νά τήν δώ. "Επειτα όπό μερικές συζητήσεις όκόμη,
ό ξενοδόχος σηκώθηκε νά μέ όδηγήση στό δωμάτιο πού βρι­
σκόταν δίπλα σ' έκείνο δπου έμενε"ι'ι Λεϊλά. Ξεκλείδωσε τήν
πόρτα, έσκυψε κάτω άπό τό κρεβάτι καί έβγαλε μιά φτηνή βα­
λίτσα.
«Αύτή ι'ι βαλίτσα άνηκε στήν κοπέλα», έξήγησε ό Βόγκ.
«'Εσείς ΟΙ δύο περιμένετε άπ' έξω».
'Όταν βγηκαν, κλείδωσα τήν πόρτα. Μού χρειάστηκαν μό­
νο δυό λεπτά γιό νό παραβιόσω τή βαλίτσα.

11 1
Ή Τζό Άν εΤχε λΙγο περισσότερα πρόγματα όπό τή Λεϊλό,
όλλό δχι καλύτερα. Στόν πότο της βαλΙτσας ύπηρχε �νας μεγό­
λος λευκός φόκελος. Τόν δνοιξα κα! βρηκα μιό φωτογραφΙα
τού Χέρμαν Τζέφφερσον. Στήν δκρη ήταν γραμμένη ιΊ φρόση:
«Γιό τή σύζυγό μου, Τζό Άν». ΚοΙταξα τό πρόσωπο τού σκλη­
ρού γκόγκστερ κα! έπειτα Ιβαλα τή φωτογραφΙα στή θέση
της.
-Εκλεισα τή βαλΙτσα κα! δναψα τσιγόρο. 'Εκείνο πού μού εΤ­
χε κόνει έντύπωση, ήταν δτι ιΊ φωτογραφΙα μέσα στό φάκελα
ήταν όκριβές όντΙγραφον έκεΙνης πού μού εΤχε δώσει ιΊ Τζά­
νετ Ούέστ. Σκέφτηκα δτι ό Τζέφφερσον πρέπει νό τήν εΤχε
δώσει κα! στΙς δυό γυναίκες. όλλό ξαφνικό �να πελώριο έρω­
τηματικό γεννήθηκε στό μυαλό μου.
Θυμήθηκα τή συζήτηση πού εΤχα κάνει μέ τή Λεϊλό. Αύτό
πού εΤχε πη ό ξενοδόχος δέν ταΙριαζαν μέ δσα εΤχα μόθει όπό
αύτή. Κόποιος Ιπρεπε νό λέη ψέματα. Θό μπορούσε νό ήταν ή
Λεϊλό;
Τελικό Ιβγαλα τό συμπέρασμα δτι δέν ύπηρχε λόγος νά μέ­
νω σ' αύτό τό βρωμερό ξενοδοχείο. -Επρεπε νό ψόξω όλλού
γιό τό κλειδΙ τού μυστηρΙου.
Σηκώθηκα καΙ βγηκα στό διάδρομο.
Ό Βόγκ όκουμπούσε στόν τοίχο κα! κόπνιζε �να τσιγόρο.
'Όταν βγηκα, μού Ικανε ύπόκλιση. Ό ξενοδόχος δέν ήταν
έκεϊ. Τσως νά εΤχε γυρΙσει στό γραφείο του.
«'ΕλπΙζω νό εΤστε lκανοποιημένος. σέρ», εΤπε ό Βόγκ.
«Μάλλον», εΤπα. «Φεύγω όπό έδώ. Ύπόρχει κανένα ξενο­
δοχείο στόν κόλπο Ρηπάλς;»
Μέ κοΙταξε ξαφνιασμένος.
«ΚαΙ βέβαια, κύριε. ΕΤναι τό ξενοδοχείο Ρηπόλς ΜπαΙη. Θέ­
λετε νό σάς βρώ δωμάτιο έκεί; Πρέπει νό σάς πώ, δτι τό ξενο­
δοχείο αύτό εΤναι κόπως μακριό. -Αν θέλετε νό δητε τό κέντρο
τού Χόγκ Κόγκ, πρέπει νό πότε όλλού».
«Δέν μέ πειρόζει. Πές στό γέρο δτι φεύγω κα! νό μού έτοι­
. μόση τό λογαριασμό».
«Δέν θέλετε νό τόν ρωτήσετε τΙποτε δλλο;» εΤπε ό Βόγκ.
«-Οχι. Πάμε νό φύγουμε».

1 12
Μισή ωρα άργότερα, βρισκόμαστε μέσα στό γυαλιστερό
αυτοκlνητο καΙ προχωρουσαμε πρός Ινα ξενοδοχείο τής προ­
κοπής.
Τό Ρηπάλς ΜπαΙη ηταν σπουδαίο ξενοδοχείο, δπως καΙ ό
κόλπος που άπλωνόταν μπροστά του. 'Εδώ άνακάλυψα Ινα
άπό τά ώραιότερα μέρη που εΙχα δή ατή ζωή μου καΙ σκέφτη­
κα δτι ήμουν πoΛU τυχερός πού βρέθηκα στό Χόγκ Κόγκ.
Ό Βόγκ μου βρήκε Ινα θαυμάσιο δωμάτιο, μέ θέα πρός
τόν κόλπο, καί μου δφησε τό αυτοκίνητο φεύγοντας μέ πολλές
ύποκλισεις καί λέγοντάς μου δτι θά ηταν πάντοτε στή διάθεσή
μου.
ΛΙγο άργότερα έτρεξα ατόν τηλεφωνικό κατάλογο καί δρχι­
σα νά ψάχνω. "Επειτα ρώτησα τόν υπάλληλο πού καθόταν
ατόν πάγκο τής εΙσόδου. Κανένας δμως, ούτε ό υπάλληλος
ούτε ό κατάλογος δέν μέ φώτισαν σχετικά μέ τόν Χέρμαν
Τζέφφερσον.
Έχω άκούσει μιά θεωρία πού λέει δτι ΟΙ θυρωροΙ τών ξε­
νοδοχεΙων ξέρουν τά πόντα. Ρώτησα λοιπόν τόν θυρωρό δν
ι'\ξερε τίνος ηταν ι'ι βΙλλα πού ύπήρχε έκεί κοντά, μέ σκαλιά μέ­
χρι τή θάλασσα καΙ μέ δικό της λιμανάκι, δπου δραζε Ινα Ιδιω­
τικό σκάφος.
Μέ κοlταξε σκεφτικός. καΙ τελικό εΙπε:
«'Εννοείτε τήν βίλλα του κ. Λίν Φάν; Τώρα μένει έκεί ό κύ­
ριος "Ενραϊτ καί ι'ι άδελφή του. ΕΤναι ·Αμερικανοί».
«"Ακουσες ποτέ δν lμενε έκεί κάποιος Χέρμαν Τζέφφερ­
σον;»
Κούνησε τό κεφόλι του. Κατάλαβα δτι μέ εΙχε βαρεθή κιό­
λας.
«Τζέφφερσον; "Οχι, δέν ξέρω αύτό τό δνομα».
'Αργότερα τό άπόγευμα, φόρεσα Ινα μαγιό καΙ κατέβηκα
στήν παραλlα, πού ηταν γεμάτη κόσμο. ΝοΙκιασα μιά μικρή
βάρκα καΙ προχώρησα τραβώντας κουπΙ ως τήν περιοχή της
βΙλλας. Ήταν χτισμένη πάΥω σ' Ινα όκρωτήριο, όπομονωμένη
καί πολύ πλούσια, μέ κήπο καΙ σκαλιά πού κατέβαιναν ως τό
λιμανάκι.
υΟταν lφτασα σέ άπόαταση έκατό μέτρων όπό τό λιμανάκι.

1 13
άρχισα νά σκέφτωμαι άν ήταν δυνατόν ποτέ νά νοικιάση αύτό
τό σπlτι ό Χέρμαν. Πού βρήκε τόσα λεφτά; Μήπως ι'ι Τζό "Αν
�λεγε ψέματα ατή Λείλό, έπειδή ντρεπόταν γιά τόν άντρα της;
Αύτά εΤναι συνηθισμένα ψέματα μεταξύ γυναικών.
Ξαφνικά πρόσεξα δύο μικρά λαμπερά σημάδια πού φαlνον­
ταν άπό Itva παράθυρο στήν κορυφή της βlλλας καΙ προχώρη­
σα περισσότερο. ΕΤχα τήν έντύπωση πώς κάποιος μέ παρακο­
λουθούσε μέ Itva ζευγάρι κυάλια πlσω άπό έκείνο τό παράθυ­
ρο, καΙ ό ηλιος �πεφτε πάνω σ' αύτά. "Εκανα τότε μεταβολή
καΙ γύρισα στό ξενοδοχείο μου.
Τά δύο μικρά σημάδια μέ παρακολουθούσαν σ' δλο τό δρό­
μο, καΙ έγώ προσπαθούσα νά φαlνωμαι σάν τουρίστας. δσο
μπορούσα πιό άνόητος.
Τό έπόμενο πρωl, κατέβηκα πάλι στήν παραλlα γύρω στΙς
1 Ο ι'ι ωρα. Κολύμπησα λlγο στή θάλασσα, καΙ κατάφερα κά­
πως νά βγάλω όπό τό μυαλό μου τόν Χέρμαν, τήν Τζάνετ, τό
γέρο Τζέφφερσον καΙ τήν καημένη τή Λεϊλό. Παραδόθηκα
στόν ηλιο καΙ στήν άλμύρα, στή θερμή άτμόσφαιρα τού Χόγκ­
Κόγκ.
"Εμεινα έτσι κάπου μιά ωρα, άφήνοντας τόν ηλιο νά μέ δια­
περάση. Ξαφνικά κατάλαβα δτι κάποιος περνούσε όπό πόνω
μου καΙ άνοιξα νωχελικά τά μάτια μου.
Ήταν ψηλή καΙ λεmή, καί ό ηλιος εΤχε κάψει τό δέρμα της.
δίνοντάς της τό χρώμα τού μπρούντζου. 'Ένα πολύ μικρό μπι­
κlνι σκέπαζε μετά βlας τά πιό εύαίσθητα σημεία της. ΟΙ περισ­
σότεροι άντρες. πού ηταν ξαπλωμένοι στήν άμμο, τήν κοlτα­
ζαν όχόρταγα. Τό rδιο �Kανα καΙ έγώ.
Διέσχισε τήν πλόζ, καΙ προχώρησε πρός τήν θάλασσα κρα­
τώντας στό χέρι της Itva μεγάλο καπέλο. Τό μαλλιά της εΤχαν
τό χρώμα τού ωριμου σιταριού. Ήταν όμορφη καΙ αΙνιγματική
σάν συμφωνlα τού Μπράμς.
Τήν εΙδα νά ρlχνη τό καπέλο της στήν άμμο καί νά γλιστρα
στή θάλασσα. Κολυμπούσε ζωηρά, σχεδόν σάν πρωταθλή­
τρια. Ξανοlχτηκε γρήγορα πολύ καί όνέβηκε σέ μιά σχεδία στό
βόθος. Μ' Ιπιασε ξαφνικά ή έπιθυμlα νά της κάνω παρέα.
Βούτηξα λοιπόν στή θάλασσα καΙ τράβηξα καί έγώ γραμμή

114
γιά τή σχεδlα. -Εκανα μάλιστα καΙ �να μεγάλο μακροβούτι γιά
νά τήν έντυπωσιάσω. 'Όταν βγηκα έπl τέλους νά όναπνεύσω
όξυγόνο, εΤχα γlνει μπλέ καΙ μέ εΤχε κυριεύσει �να αrσθημα
όσφυξlας. Κατόρθωσα δμως νά σκαρφαλώσω στή σχεδία.
Ήταν ξαπλωμένη στό πλευρό καΙ εΤχε τά μάτια της καρφω­
μένα στά δικά μου. Δέν ι'jξερα πώς ν' άρχΙσω.
«ΈλπΙζω νά μήν ένοχλώ τήν μοναξιά σας», εΤπα, «άλλιώς
θά φύγω».
Μέ μελετούσε. Τώρα, πού ι'jμoυν κοντά της, �βλεπα δτι
έπρόκειτο γιά μιά γυναΤκα μέ πολύ άέρα. Σίγουρα εΤχε πλού­
σιες έμπειρίες.
«ΠερΙμενα τήν παρέα σας», εΤπε καΙ χαμογέλασε.
Ή φωνή της �ταν γλυκειά, άλλά ταυτόχρονα αύστηρή.
«Ποιός εΤστε; -Ηρθατε τώρα τελευταία, �;»
«Λέγομαι Νέλσον Ράυαν», της εΤπα. «Μού �δωσαν τό όνο­
μα τού -Αγγλου Ναυάρχου. 'Ο πατέρας μου εΤχε τή μανΙα νά
διαβάζη άγγλική lστορlα. ΕΤχε τρελαθη μέ τόν Νέλσονα».
Γύρισε άνάσκελα καΙ �δειξε τά στήθη της στόν ούρανό.
«Λέγομαι Στέλλα -Ενραϊτ. Ζώ έδώ. ΕΤναι εύ'χάριστο νά βλέ­
πη κανεΙς καινούργια πρόσωπα. Θά μεΙνετε πολύ καιρό;»
Ή τύχη μου �ταν βουνό. Ή γυναlκα αύτή �ταν ή άδελφή
τού άνθρώπου πού νοίκιαζε τήν βΙλλα τού Λίν Φάν. Θυμήθη­
κα τότε τά κυάλια πού μέ παρακολουθούσαν. Μπορεί νά μήν
ι'jμoυν καί τόσο τυχερός. Αύτή ή συνάντηση δέν �ταν έντελώς
τυχαΙα.
«Μακάρι νά �μενα πολύ ... Ίσως μιά βδομάδα».
-Εβγαλα άπό τήν τσέπη τού μαγιό μου τσιγάρα καί (JvamIΊ­
ρα.
«Eroaoτe τυχερή πού ζείτε έδώ», εΤπα. «Πολύ ώραίο μέ­
ρος».
της �δωσα τσιγάρο καΙ δναψε.
«Καλά εΤναι... τώρα εΤναι ή καλή έποχή, άλλά τό καλοκαlρι
εΤναι δσχημα)).
-Εβγαλε �να σύννεφο καπνού.
«'Ο άδελφός μου γράφει �να βιβλίο γιά τό Χόγκ Κόγκ. έγώ
κάνω τήν νοικοκυρά. Μένετε στό ξενοδοχείο;»

1 15
Σήκωσε τό κεφόλι της vΌ μέ κοιτάξη.
«ΝαΙ. 'Εσείς έχετε σπίτι;.
«"Εχουμε νοικιάσει μιά βίλλα, όνήκει σ' ένα Κινέζο χαρτο-
παίκτη•.
«Τόν Λίν Φάν;»
Στά μάτια της φάνηκε έκπληξη.
«'Ακριβώς. Πώς τό ξέρετε;.
«Τό δκουσαll, εΙπα διστακτικά καί μετά άποφάσισα νά προ­
χωρήσω στό ψητό. «"Ακουσα δτι καί ό Χέρμαν Τζέφφερσον
νοίκιασε αύτό τό σπίτι».
Τώρα ή έκπληξή της ητ-αν μεγαλύτερη.
«'Ο Χέρμαν Τζέφφερσον; Τόν ξέρετε;.
«Κστά σύμmωση εrμαστε άπό τήν rδια πόλη. Έσείς τόν ξέ-
ρετε;»
«Πέθανε... σκοτώθηκε σέ δυστύχημα».
«Τό δκουσα. Τόν γνωρίζστε;»
ιιΌ Χάρρυ, ό άδελφός μου, τόν γνώριζε. Έγώ τόν συνάν­
τησα μιά δυό φορές. ΡΟστε τόν ξέρετε; Αύτό θά ένδιαφέρη
τόν Χάρρυ. Ήταν τρομερός ό θάνατός του ... τρομερός γιά τή
γυναίκα του•.
«Τή γνωρίζατε;»
ιιΔέν μπορώ νά τό πώ αύτό. Τήν έχω δεί... χαριτωμένη».
Τίναξε τή στάχτη άπό τό τσιγάρο της.
«Μερικές Κlνέζες εΤναι πολύ έλκυστικές. Αύτή ηταν. Κατα­
λαβαίνω πώς τήν έρωτεύθηκε ό Χέρμαν. Φαινόταν σπουδαία
γυναΙκα».
Τό εΙπε μέ τόν τρόπο πού μιλούν ΟΙ περισσότερες γυναίκες
γιά μιά δλλη γυναίκα πού εΤναι έλκυστική γιά τούς δνδρες. 'Έ­
νας γλυκόπικρος πόνος στήν φωνή της:
«πηγε τό mώμα του στήν 'Αμερική. Φαντάζομαι δτι θά μεΙ­
νη έκεί. "Αλλωστε ό πατέρας τού Χέρμαν εΙναι έκατομμυριού­
χος. Ύποθέτω δτι θά τό φροντίση αύτόςll.
'Αντιστάθηκα στόν πειρασμό νά της πώ δτι ή Τζό "Αν ήταν
νεκρή.
«Κάποιος μού εΤπε δτι ό Χέρμαν έβγαλε πολλά λεmά, τήν
έγκατέλειψε καΙ νοίκιασε τήν βΙλλα σας».

1 16
'Ανασήκωσε καΙ ζάρωσε τά φρύδια.
«τι όπΙστευτη Ιστορlα ! Ποιός σάς τό εΤπε αύτό;»
« "Ω ... κόποιος», εΤπα μ� όδιαφορlα. «Δ�ν εΤναι όλήθεια ; »
« Μ ά φυσικά δχι ! » εΤπε ζωηρό, mEITO δ μ ω ς χαλάρωσε καΙ
xαμoγ�λασε.
« ΕΤναι ό στείο. Ό Χέρμαν ηταν ... »
Σώπασε, μετά σήκωσε τούς γυμνούς ώμους της.
« Ε Ιλικρινά ό Χέρμαν δέν ηταν καλός γιά τΙποτε. Δ�ν τόν
συ μπαθού σα, όλλά τόν Χάρρυ τόν διασκέδαζε. Ποτέ του δ�ν
εΤχε χρή ματα. "Ε κανε παρέα μέ τούς Ιθαγενείς. 'Υπηρχαν φή­
μες δTl ζούσε όπό τό K�ρδη μιας Κινέζας. Ποτέ δέν θά μπο­
ρούσε νά βρη τό χρή ματα πού χρειάζονται γιά νά νοικιάση τήν
βΙλλα τού ΛΙν Φάν. Π οιός σας εΤπε αύτά τά παραμύθια;»
Μας διέκοψε ό θόρυβος ένός κρΙς-κράφτ. ΕΓδαμ ε τό σκά­
φος νά σχΙζη τά κύματα καΙ νά tpxETaI γοργό πρός τό μέρος
μας.
« Ν ά καΙ ό Χάρρυ», εΤπε ι'ι Στέλλα καΙ σηκώθηκε, κάνοντας
�να νεύμα μέ τό χέρι.
Τό σκάφος tκοψε ταχύτητα, καΙ tσβησε τή μηχανή. "Εφτα­
σε κοντά στήν σχεδΙα μας. 'Ένα ψηλός ι'ιλιοκαμένος δνδρας.
πού φορούσε γαλάζι ο πουκά μ ι σο σπόρ, xαμoγ�λασε μ� όγόπη
στήν Στέλλα. Τό ώραίο πρόσωπό του ηταν λιγάκι παχύ όπό
τήν καλοζω1α, καΙ μπόρεσα νά διακρΙνω μερικές φλέβες κρυ μ­
μ�νες κάτω όπό τό χρώμα πού τού εΤχε δώσει ! ό tjλιος. Κατά­
λαβα δTl τού δρε σε τό ποτό.
«Ή ρθα νά σ� πάρω. ΕΤναι ωρα γιά φαγητό» .
M� κοlταξε �ξετασTl Kά.
« Π οιός εΤναι ό φΙλος σου ; »
« ΕΤναι ό N�λσoν Ράυαν. Γνώριζε τόν X�ρμαν Τζ�φφερ­
σον», εΤπε ι'ι Στ�λλα καί μ� κοΙταξε. « 'Από έδώ ό όδελφός μου
Χάρρυ » .
Χαμονελόσσμε ό �νσς στόν δλλον.
« ΓνωρΙζατε τόν Χέρμαν;» εlπε ό Χάρρυ. «Λοιπόν τΙ κάνΕΤε ;
Θά με Ινετε καιρό έδώ ; »
«"Οχι παραπάνω όπό μ ι ά έβδομάδα, έλπίζω», εΤπα.
« Κοιτάξτε, δν δέν txETE τίποτα καλύτερο, μπορείτε νόρθή-

1 1 7
τε όπόψε νό φάμε μαζΙ .. θό σάς παραλόβω μέ τό κρΙς-κρόφτ.
ΕΤναι ό μόνος τρόπος νόρθΙ;τε στήν βΙλλα' θό σάς περιμένω­
με;))
«Θό �ταν μεγόλη μου χαρό, όλλό δέν θέλω νά σάς βόλω
στόν κόπο νά μέ φέρετε έσείς».
«Νό εΤστε στήν παραλΙα στΙς 8 ή ωρα. Θό έλθω έκεί καί θό
σάς πόρω. Μετό τό φαγητό θό πάμε περΙπατο μέ τή βόρκα.
Στέλλα, εΤσαι �τoιμη;»
«Πήγαινέ με πρώτα στήν παραλία, δφησα τό καπέλο μοUl) .
Σκαρφόλωσε στή βόρκα. Δέν μπορούσα νό πόρω τό μότια
μου όπό πόνω της.
Ξαφνικό γύρισε τό κεφόλι καί μέ κοΙταξε πόνω όπό τόν 11-
μο της, μ' έπιασε νό τήν έξετόζω μέ βουλιμΙα.
«Θό σάς δώ όπόψε», εΤπε κα! μέ �να κίνημα τού χεριού της
πρός τό μέρος μου κόθησε κοντό στόν όδελφό της. Τό κρίς­
κρόφτ όπομακρύνθηκε.
"Αναψα �να τσιγόρο, βούτηξα τό δάχτυλα τών χεριών μου
στό νερό κα! τό μυαλό μου δούλευε. "Εμεινα έκεί μισή ωρα,
κότω όπό τόν tjλιο, κα! έπειτα πεινασμένος, κολύμπησα ως
τήν όκτή.
Βρισκόμουν κιόλας στήν παραλία στίς 8 ή ωρα κα! σέ λΙγο
εΤδα τό κρΙς-κρόφτ νό βγαΙνη όπό τό σκοτόδι πρός τό μέρος
μου.
Ό όδηγός �ταν �νας μεγαλόσωμος Κινέζος πού μέ βοήθη­
σε νό όνεβώ σόν νό ι'Ίμουν όνόπηρος. Ό κύριος "Ενραϊτ, μού
έξήγησε, δέν μπόρεσε νό έλθη ό rδιος κα! ζητούσε συγγνώμη.
Ή βάρκα �ταν πολύ γρήγορη καΙ σέ πέντε λεπτά φτόσαμε
στό λιμόνι, κότω όπό τήν βίλλα τού ΛΙν Φάν.
'Ανέβηκα τό σκαλιό κα! έφτασα στή βερόντα έλαφρό λαχα­
νιασμένος.
Ή Στέλλα φορούσε �να βραδινό φόρεμα, μέ πολύ χαμηλό
κόψιμο πού όπεκόλυπτε τήν κορυφή τού στήθους της. καί εΤχε
ξαπλώσει σέ μιό πολυθρόνα όπό μπαμπού. 'Ένας νεαρός Κινέ­
ζος ύπηρέτης στεκόταν στή σκιό. Δέν ύπήρχε κανένα Γχνος
τού Χόρρυ "Ενραϊτ,
«Καλώς όρίσατε)) , εΤπε ή Στέλλα κουνώντας τό χέρι της. «ΤΙ

1 18
θό πιητε;»
Ζήτησα OύfσKυ μέ σόδα καΙ ό Κινέζος ίιπηρέτης μού τό t-­
φερε όμέσως.
«'Ο Χόρρυ θό γυρΙση σέ �να λεmό. ΚαθΙ;στε έδώ νό σάς
βλέπω».
'Από τή θέση μου t-βλεπα τό σαλόνι πού έπικοινωνούσε μέ
τήν βερόντα. Τό δωμότιο ηταν πλούσια έπιπλωμένο σέ κινέζι­
κο στύλ, μέ βαρειό ντουλόπια, κόκκινο μετόξι στούς τοΙχους
καΙ �να μεγόλο τραπέζι γιό έπΙσημα γεύματα.
«'Ωραίο σπΙτι t-XETE», ε1πα.
«ΝαΙ, εrμαστε τυχεροι. ΛΙγες έβδομόδες t-χουμε έδώ...
προηγουμένως εrχαμε διαμέρισμα στό Κοουλούν. Αύτό δμως
μάς όρέσει περισσότερο».
«Ποιός κατοικούσε έδώ πρΙν όπό σάς;»
«Δέν ξέρω δν κατοικούσε κανείς. Νομίζω δτι ό Ιδιοκτήτης
όπεφόσισε μόλις τελευταία νό νοικιόση τήν βΙλλα. Τώρα μένει
στό Μακόο».
Τήν στιγμή έκείνη βγηκε στήν βερόντα ό Χόρρυ "Ενραϊτ.
Μέ χαιρέτησε διό χειραψΙας καΙ κόθησε όπέναvτΙ μου. 'Ο ύπη­
ρέτης τού έτοίμασε �να OύlσKυ.
"Επειτα όπό τΙς συνηθισμένες συζητήσεις γιό τήν θέα καΙ
τήν βΙλλα μέ ρώτησε:
«Βρίσκεστε έδώ γιό δουλειές;»
«Μάλλον κάνω τουρισμό». εΤπα. «Μού δόθηκε ή εύκαιρΙα
νά λεΙψω μιά έβδομάδα όπό τήν δουλειά μου, καΙ δέν μπόρε­
σα νά όντισταθώ στόν πειρασμό νά έπισκεφτώ τό Χόγκ
Κόγκ».
«Δέν σάς όδικώ», εΙπε καθώς μέ μελετούσε μέ φιλικό ϋ­
φος. «'Εγώ t-χω τρελαθΙ; μέ τό Χόγκ Κόγκ. "Η Στέλλα μού έλε­
γε δτι εΙσθε όπό τήν Πασαντένα. Γνωρίζατε τόν Χέρμαν
Τζέφφερσον καλό;»
«"Ηξερα καλύτερα τόν πατέρα του. 'Ο γέρος όνησυχεί γιό
τόν Χέρμαν. Μού ζήτησε νά ρωτήσω σχετικό μέ αύτό, δταν ά­
κουσε δτι έπρόκειτο νό έρθω όπό έδώ».
'Ο "Ενραϊτ έδειξε ένδιαφέρον.
«'Αλήθεια; καΙ τΙ νό ρωτήσετε;»

11 9
«Νά, ό Χέρμαν ζούσε έδώ κάπου πέντε χρόνια, σπάνια l­
γραφε στό σπΙτι του. Ό πατέρας του δέν ξέρει πολλά γιά αύ­
τόνο "Εμεινε κατάπληκτος δταν ό Χέρμαν τού lγραψε δτι παν­
τρεύτηκε μιά Κινέζα».
Ό "Ενραϊτ κούνησε τό κεφάλι καί κοlταξε τήν Στέλλα.
«Δέν άμφιβάλλω».
«"Εχω τήν έντύπωση δτι ό γέρος δέν lKave περισσότερα
γιά τόν γιό του δσο ηταν ζωντανός. "Εχετε Ιδέα πώς ζούσε ό
Χέρμαν;»
«Δέν νομlζω δτι έργαζόταν», εΤπε ό "Ενραίτ..«Ήταν κάπως
μυστηριώδης. Προσωπικά τόν συμπαθούσα, άλλά ι'\μουν όπό
τούς λΙγους φίλους του. ·Η Στέλλα δέν μπορούσε ούτε νά τόν
βλέπη».
Κινήθηκε όνήσυχα στήν καρέκλα της.
«Μήν υπερβάλλης», εΙπε. «·Ομολογώ δτι δέν μού δρεσε.
ΠΙστευε δτι δλες ΟΙ γυναίκες ηταν έρωτευμένες μαζΙ του. Δέν
μού όρέσουν αύτοl ΟΙ τύποι».
Ό "Ενραϊτ γέλασε.
«Πάντως έσύ δέν τόν έρωτεύτηκες». εΙπε καΙ στήν φωνή
του διέκρινα tvav εΙρωνικό τόνο. «Μπορεί νά μήν τόν ι'\θελες...
·Εμένα μού δρεσε».
«Μά εΤσαι όνήθικος», εΙπε ι'ι όδελφή του. «Συμπαθείς δ­
λους δσους σέ διασκεδάζουν».
Ή συζήτηση σταμάτησε, δταν ό Κινέζος υπηρέτης άνήγγει­
λε δτι τό τραπέζι ηταν tτοιμο. Πήγαμε στό σαλόνι
Ήταν tva κινέζικο γεύμα πού τό εύχαριστήθηκα. Κουβεν­
τιάσαμε γιά διάφορα πράγματα. Ό "Ενραϊτ ηταν χαρούμενος.
πρόσεξα δμως δτι ι'ι Στέλλα ηταν όνήσυχη καΙ δέν φαινόταν νά
όκούη τήν κουβέντα μας.
'-σταν τελεΙωσε τό φαγητό, ρώτησε όπότομα.
«Ποιός σάς εΙπε δτι ό Χέρμαν νοΙκιασε αύτήν τήν βΙλλα. κύ­
ριε Ράυαν;»
«Μιά Κινέζα», εΙπα, «τήν συνάντησα στό ξενοδοχείο Ούρά­
νια ΑύτοκρατορΙα, δπου ζούσε ό Τζέφφερσον. Αύτή μού τό
τ
ειπε».
«'Αναρωτιέμαι γιατΙ», εΤπε ι'ι Στέλλα καΙ ζάρωσε τά φρύδια

1 20
της. «ΤΙ όνοησlα;»
Σήκωσα τούς ώμους.
«Μπορεί νό όστειευόταν, νό μέ κορόιδευΕ», εΙπα. «της ζή­
τησα πληροφορlες γιό τόν Χέρμαν, μπορεί νό σκέφτηκε δτι θό
της lδινα χρήματα, δν μού lδινε μιό τόσο σπουδαlα πληροφο­
ρlα».
Έπl δέκα � efKOaI δευτερόλεπτα εΙχα τήν έντύπωση πώς
μέ παρακολουθούσαν. "Εριξα μιό ματιό όλόγυρα. Μπροστό
μου ύπf'ιρxε �νας μεγόλος καθρέφτης. Κοlταξα μέσα. Πίσω
μου, στό χώλ, πού έπικοινωνούσε μέ τό σαλόνι �βλεπα �να
χοντρό όνησυχητικό ύποκεlμενο. Ήταν Κινέζος καΙ φορούσε
εύρωπαϊκό ρούχα. Μέ μελετούσε μέ προσοχή. Γιό μιό στιγμή
τό μότια μας συναντήθηκαν μέσα στόν καθρέφτη, μετό τόν εΙ­
δα νό όπομακρύνεται μέσα στό χώλ καί νό χόνεται. Άνατρl­
χιασα. Ό δνθρωπος αύτός εΙχε κότι τό όπειλητικό καΙ δυσκο­
λεύτηκα νό κρύψω τήν lκφρασή μου, δταν μέ εΤδε δτι τόν κοι­
τούσα.
«01 Κινέζοι σού λένε πόντοντε αύτό πού περιμένεις νό σού
πούν. ΟΙ Κινέζες εΤναι ΟΙ μεγαλύτερες ψεύτρες στόν κόσμο».
«Γεγονός;»
Κοlταξα πόλι στόν καθρέφτη καΙ μετό μέ προσπόθεια γύρι­
σα τό βλέμμα πρός τόν "Ενραϊτ.
«Λοιπόν... »
«"Ας βγούμε στήν ταρότσα», εΤπε ή Στέλλα καΙ σηκώθηκε.
«Θό πιητε �να κονιόκ;))
ΕΤπα δχι, καΙ βγήκαμε στήν ταρότσα. Τό φεγγόρι εΤχε όνέ­
βει καΙ καθρεφτιζόταν στήν θόλασσα.
«Πρέπει νό κόνω μερικό τηλεφωνήματα», εΙπε ό Ένραϊτ.
«Μέ συγχωρείτε, σέ λΙγο θό βγόλουμε �ξω τήν βόρκα. Σδς ό­
ρέσει;))
Κοlταξα τήν Στέλλα.
«"Αν σδς όρέση έσδς, πδμε», εΤπα.
«"Ω... μού όρέσει», εΙπε έκεlνη μέ όπόγνωση στήν φωνή. Ό
Χόρρυ δέν σκέφτεται τlποτε δλλο έκτός όπό αύτή τήν καταρα­
μένη βόρκα».
Ό "Ενραϊτ εΤχε μπη μέσα. Πέρασε τό χέρι της στό δικό μου

121
καί μέ όδήγησε ως τό κόγκελλα. Σταθήκαμε κοιτόζοντας τήν
θόλασσα.
«Άπό μιό δποψη ή Κινέζα εΤναι τυχερή», εΙπε ή Στέλλα.
«Φαντόζομαι δτι ό πατέρας τού Χέρμαν θό τήν βοηθήση.
Μαθαίνω πώς εΤναι πολύ πλούσιος».
«"Εχασε τόν δντρα της», εΤπα χωρίς νό εΤμαι βέβαιος δν
έπρεπε νό της πώ όκόμη δτι ή Τζό "Αν ηταν νεκρή.
"Εκανε μιό κίνηση όνυπομονησίας.
«Γλύτωσε. Τώρα εΙναι έλεύθερη, μέ τό λεπτό της, καί βρί­
σκεται στήν Άμερική», εΙπε όναστενόζοντας. «Μακόρι νό ι'j­
μουν καί έγώ πίσω στή Νέα Ύόρκη».
«Άπό έκεί κατόγεσθε;»
«Μμμμ... "Εχω ι\να χρόνο νό πόω, τήν νοσταλγώι.
«Δέν μπορείτε νό πάτε; Πρέπει νό μείνετε έδώ;»
"Αρχισε νό λέη κότι, έπειτα σταμότησε. Τέλος εΙπε:
«Φυσικό όχι. Δέν εΤναι όνόγκη νό μείνω έδώ, όλλό ό όδελ-
φός μου καί έγώ εΤμαστε πόντοτε μαζί, μάς έχει γίνει συνή­
θεια».
Μού έδειξε τό βουνό μπροστό μας.
«Δέν εΙναι ύπέροχο μέ τό φώς τού φεγγαριού;»
Κατόλαβα δτι δλλαξε θέμα έπίτηδες καί όναρωτιόμουν για-
τί, όλλό σέ λίγα δευτερόλεmα ηρθε στήν βερόντα ό "Ενραϊτ.
«Λοιπόν, δς πηγαίνουμε», εΙπε. «Θέλετε νό δητε τό Άμπερ­
ντήν; ΕΙναι τό χωριό τών ψαρόδων. Πολύ ένδιαφέρον».
«Καί βέβαια», εΙπα, καθώς όφήναμε τήν βερόντα καί κατε­
βαίναμε πρός τήν βόρκα.
Ή Στέλλα καί έγώ καθήσαμε όκριβώς πίσω όπό τόν "Ενραϊτ
πού πηρε στό χέρια του τό τιμόνΙ. Ή βόρκα ξεκινούσε μου­
γκρίζοντας.
Δέν ηταν εύκολο νό κουβεντιόζη κανείς μέσα σ' αύτό τόν
θόρυβο. Ή Στέλλα κόθησε σέ όπόσταση όπό μένα, κοιτόζον­
τας τό σκοτόδι γύρω μας. Τό πρόσωπό της εΤχε μιό έκφραση
κατόθλιψης. σόν νό συγκέντρωνε τήν σκέψη της σέ κότι πού
της έφερνε μελαγχολία. Τό μυαλό μου δούλευε, καί ταξινο­
μούσε τΙς πληροφορίες πού εΤχα μαζέψει. Άκόμη δέν μπορού­
σα νό πιστέψω δτι ή Λεϊλό μού έλεγε ψέματα. ΟΙ "Ενραϊτ πρέ-

1 22
πει νό ηταν καλό πληροφορημένοι ι'j μπορεί νό �λεγαν καΙ αύ­
τοl ψέματα γιό τόν Χέρμαν Τζέφφερσον, δπως ό ξενοδόχος
τού πρώτου ξενοδοχεlου. 'Αλλό γιατί;
Τό χωριό 'Αμπερντήν ηταν όπό τό πιό όπίθανα πού �xω δεΙ
Τό λιμόνι του γεμότο όπό γιούγκ, τό �να πλόι στό δλλο, φίσκα
Κινέζους μέ τούς συγγενείς καί τό παιδιό τους. Ήταν όδύνατο
νό μπούμε στό λιμόνι καΙ �τσι ό "Ενραϊτ �ριξε τήν δγκυρα καΙ
συνεχΙσαμε τόν δρόμο μας όνόμεσα στό γιούγκ μέ �να όπό
αύτό πού τό όδηγούσε �να Κινεζόπουλο 13 χρονών. Περόσα­
με μιό ωρα περπατώντας στό μικρό γραφικό χωριό τού Κόλ­
που, καΙ μετό ή Στέλλα εΤπε δτι εΤχε κουραστή καΙ γυρίσαμε
στήν βόρκα.
«"Εχετε πόει στό νησιό; Πρέπει νό τό δήτε. Μπορείτε νό
πόρετε τό φέρρυ».
«"Οχι όκόμη... "Οχι».
«"Αν δέν �xετε τΙποτα καλύτερο γιό αύριο, έγώ πηγαίνω
στό Σίλβερ Μόιν, μπορούμε νό πάμε μαζί. Πρέπει νό κάνω μιά
έπίσκεψη. '"Οσο θό κρατήση ή έπΙσκεψη, έσείς μπορείτε νά
θαυμόσετε τό τοπίο. ΆξΙζει νό τό δήτε. Μετό θό γυρίσουμε
μαζί».
«Εύχαριστώ γιό τήν πρόσκληση», εΤπα.
«Ή όδελφή μου εΤναι πολύ εύγενικός τύπος», εΤπε ό "Εν­
ραϊτ. «ΕΤχαμε μιό ύπηρέτρια, δταν ι'jρθαμε γιά πρώτη φορά
έδώ, ηταν πολύ γριό καΙ �πρεπε νό όπαλλαγούμε όπό αύτή.
Τώρα ζΙ; στόν κόλπο Σίλβερ Μόιν. Ή Στέλλα τήν έπισκέπτεται
κόθε λίγο. Τής πηγαΙνει διόφορα πρόγματα».
Σέ εΤκοσι λεπτό εΤχαμε φθόσει στήν βίλλα. Ή Στέλλα κατέ­
βηκε όπό τήν βόρκα καΙ ό "Ενραϊτ εΤπε δτι θά μέ όδηγούσε πί­
σω στό ξενοδοχείο.
«Καληνύχτα», εΤπε ή Στέλλα, καθώς στεκόταν στό σκαλιά
χαμογελώντας. «Τό φέρρυ μπώτ φεύγει στίς δύο. Θό ψόξω νό
σάς βρώ στήν όποβόθρα».
Τήν εύχαρΙστησα γιά τό θαυμόσιο βρόδυ πού περάσαμε.
Μέ χαιρέτησε μέ �να κίνημα τού χεριού καί δρχισε νά όνεβαί­
νη τή σκόλα, καθώς ό "Ενραϊτ �βαζε μπρός τή βόρκα, πρός τήν
κατεύθυνση τού ξενοδοχεlου.

1 23
Μέ δφησε όκριβώς 00' έξω.
«ΚαΙ. πότε θό φύγετε;» εΤπε καθώς κατέβαινα.
«Ιέ καμιό βδομόδα, μό δέν εΙμαι βέβαιος... »
«Πρέπει νό ξαναρθήτε. Χάρηκα πολύ πού σάς γνώρισα».
Χαιρετηθήκαμε καΙ τόν εΤδα νά ΟΟομακρύνεται. Τράβηξα
πρός τό ξενοδοχείο μου. Δέν μπορούσα νό βγάλω όπό τό μυα­
λό μου τήν σκοτεινή φυσιογνωμlα τού Κινέζου πού εΤχα δεί
μέσα στόν καθρέφτη. Τό ένστικτό μου δέν μπορούσε νά κάνη
λόθος.
Τό δλλο πρωl βρέθηκα στό γραφείο τού Άμερικανού προ­
ξένου. Δέν ηταν εύκολο νά φτόσω σ' αύτό, όλλό όνέφερα τό
δνομα τού γέρο Τζέφφερσον καΙ τελικά έγινα δεκτός μέ δυ­
σφορlα. Ήταν �νας τύπος παχύς. "ρεμος πού τόν τύλιγε ότμό­
σφαιρα διπλωματικής όσυλΙας. Διάβασε τήν κάρτα μου πάνω
στό γραφείο του, όλλά δέν τήν δγγιξε μέ τά δάχτυλα, σάν νά
φοβόταν μήπως πάθη κόποια όνΙατη μεταδοτική όσθένεια.
«Νέλσον Ράυαν... Ιδιωτικός ντετέκτιβ», εΤπε. Έπειτα κάθη­
σε στήν πολυθρόνα του καΙ σήκωσε τά φρύδια κοιτώντας με.
«τι μπορώ νά κάνω γιά σάς;»
«'Εργάζομαι γιά τόν Ούίλμπορ Τζέφφερσον", εΤπα. «Κόνω
έρευνες γιά τόν γιό του Χέρμαν Τζέφφερσον, πού πέθανε
έδώ ΟΟό αύτοκινητικό δυστύχημα πρΙν όπό 17 r'ιμέρες».
Έβαλε �να τσιγάρο στό στόμα του.
«Λοιπόν;»
«Κατοικούσε στό Χόγκ Κόγκ. Άλλά φαντάζομαι δτι θά ή-
ταν γραμμένος έδώ».
«ΚαΙ βέβαια».
«Μπορείτε νό μού πητε τήν τελευταΙα του διεύθυνση;»
Έγλειψε τό δάχτυλό του, καΙ διόρθωσε μέ αύτό τό φρύδι
του.
«Μό... βέβαια, φαντάζομαι δτι μπορώ νά σάς τήν δώσω,
όλλά τί νά τήν κάνετε πιά; Ή ύπόθεση έκλεισε. Θά χρειαστη
λΙγη ωρα ωσπου νά ψάξουμε στά όρχεία».
«Αύτό θέλετε νά πώ στόν κύριο Τζέφφερσον;» ρώτησα.
«Φαντάζομαι πώς θά γΙνη έξω φρενών δταν άκούση δτι ένας
πρόξενος της Άμερικανικης Κυβερνήσεως δέν έκανε τόν κό-

1 24
πο νό τόν βοηθήση».
Μ έ κοlταξε σαστι σμένος. Φαlνεται δτι εΤχε θυμηθή ξαφνικό
δτι ό Τζέφφερσον ηταν όλήθεια όπό τούς πλουσιώτερους όν­
θρώπους τού κόσμου .
Σήκωσε τό όκουστικό τού τηλεφώνου καΙ εΤπε:
«"Ε, παρακαλώ δώστε μου τόν φόκελο τού Χέρμαν
Τζέφφερσον. Νσl, Χέρμαν Τζέφφερσον, εύχαριστώ • .
'Ακού μπησε πόλι τό όκουστικό κότω καΙ μέ κοlταξε μέ κου­
ρασμένο χαμόγελο, δεlχνοντας μ ιό σειρό όπό κότασπρα δόν­
τια.
«ΝαΙ, θυ μάμαι . ό έ κατο μ μ υ ριούχος ... ΕΤναι πολύ ήλικιωμέ­
. .

νος ό πατέρας του;.


«' Ηλικιωμένος ναΙ, όλλό πολύ δυνατός. Έδώ πού τό λέμ ε,
μπορεί νό κόνη δ,ΤΙ θέλει •.
Ό πρόξενος πού τόν tλεγαν Χόρρις Ο ύlλκοξ, χαμογέλασε,
μέ τό ύφος πού χαμογελά �νας νιόγα μπρος δταν συναντά γιό
πρώτη φορό τήν πεθερό του .
ιι ΕΤναι όπlστευτο πώς ζούν τόσα χρόνια ΟΙ έπιχειρη μστίες.
Αύτός μπορεί νό μάς θόψη καΙ τού ς δυό».
Σωπόσαμε καΙ κοιταζόμαστε έπί δυό λεmό περίπου , tπειτα
άνοιξε ή πόρτα, φόνηκε μιό νόστιμη γραμ ματεύ ς. πού όκούμ­
πησε έπόνω στό γραφείο τού κυ ρίου ΟύΙλκοξ �νσ φόκελο τό­
σο λεmό, πού μπορούσε νό ηταν όδειανός. Μού tριξε μ ιό μα­
τιό καί tπε ιτα tφυγε δείχνοντας τούς γοφούς της, μέ τόν τρό­
πο πού ξέρουν ΟΙ γρα μ ματείς, ένώ ό Ού ίλκοξ καί έγώ τήν κοι­
τού σαμε ω σπου tκλεισε ή πόρτα . Τότε ό Ο ύ ίλκοξ άνοιξε τόν
φόκελο.
«UΟλα τό χαρτιό πήγαν πΙσω μαζl μέ τό mώμα του », εΤπε,
«όλλό κότι πρέπει νό tμεινε έδώ».
Κοίταξε τό μοναδικό χαρτί πο ύ ύπήρχε μέσα στό φόκελο.
«·Οχι καΙ πολλό πρόγματα», εΤπε. ιιΉ τελευταΙα του διεύ­
θυνση ηταν τό ξενοδοχείο Ού ρόνια Αύτοκρατορία, καΙ tφτασε
στό Χόγκ Κόγκ στΙς 3 Σεmεμ βρlου 1956, όλλό όπό τότε ζού­
σε σέ αύτό τό ξενοδοχείο. Παντρεύτηκε μιό Κινέζα πέρυσι».
« Π ώς ζούσε;»
Ό Ού Ιλκοξ κοίταξε πόλι τό χαρτl του .

1 25
« Ήλθε έδώ σόν έξαγωγεύς, όλλό όπό δ,ΤΙ καταλαβαΙνω
δέν δούλευε καθόλου . Ίσως νό εΙχε Ιδιωτικούς πόρους. δν καΙ
φαΙνεται πώς περνούσε δ ύ σκολα» .
« Θό σ ά ς Ι κανε έντύπωση δ ν σάς Ιλεγα δτι νοlκιασε μ ιό πο­
λυτελη βΙλλα στό Ρηπόλς; » ρώτησα .
'Ο Ού Ιλκοξ μέ κοlταξε σόν νό ι'\μουν τρελός.
«'Αλήθεια; Έπρεπε νό εΙχε δηλώσει όλλαγή διευθύνσεως.
ΕΙσθε βέβαιος; Ποιό βΙλλα ; »
«Τήν βΙλλα τού ΛΙν Φόν» .
«Ώ. . . όχι, κύριε Ρόυαν. Τήν ξέρω αύτή τήν βΙλλα. ' Ο
Τζέφφερσον όποκλεlεται νό εΙχε τόσα λεmό. Θ ό στοlχι ζε του ­
λόχι στον 400 όγγλικές λΙρες τόν μηνα».
«Τήν στιγμή αύτή ή βΙλλα εΙναι νοικιασμένη όπό τόν Χόρρυ
"Ενραϊτ, πού ζη μέ τήν όδελφή του » .
'Ο ΟύΙλκοξ κούνησε τό κεφόλι. Τ ό πρόσωπό του Ιδειξε
ξαφνικό ένδιαφέρον.
«Σω στό. 'Ο "Ενραϊτ παρέλαβε τήν βΙλλα όπό κόποιον "Αγ­
γλο. Ξεχνώ τ' όνομό του . Καλό παιδl . . . ό "Ενραϊτ. Καί ή όδελφή
του » , εΤπε χωρΙς νό μπορή νό κρύψη τόν θαυ μασμό του, «r­
σως νό εΙναι ή πιό έλκυ στική γυναlκα στό Χόγκ Κόγκ» .
« Μ ού εΙπαν δτι ή βΙλλα ηταν όδειανή πρίν τ ή ν παραλόβη ό
"Ενραϊτ» .
« "ΩΙ όχΙ . Κόποιος "Αγγλος Ιμενε έκεί. Δέν τόν συνόντησα
ποτέ ».
« ' Ο Τζέφφερσον καί ή Κινέζα του εΙχαν παντρε υτή στ' όλή­
θεια ; »
Μέ κοlταξε.
« Φ υ σ ι κό. Παντρεύτη καν έδώ, μπορώ νό σάς δεΙξω όντί-
γραφο τού πι στοποιητικού, δν θέλετε νό τό δήτε» .
« Ν αί, θέλω νό τό δώ».
" Ε κανε Ινα δλλο τηλεφώνημα καί, καθώς περιμέναμε, εΙπε:
« Θ υ μάμαι καλό ... Ήταν μι κροσκοπική καΙ νόστι μη. Ή ρθε
έδώ δταν κανονlζαμε τήν ύπόθεση τής όποστολης τού φερέ­
τρου. Θλιβερή ύπόθεση . . . » εΙπε μελαγχολικό. «Λυπάμαι πο­
λύ » .
Ή γραμ ματε ύς μπήκε πάλι στό γραφείο, Ιδωσε στόν Ού ίλ-

1 26
κοξ τό πι στοποι ητικό καΙ βγήκε άλλη μιό φορό κουνώντας τήν
ού ρό της. Άφού τήν παρακολουθήσαμε καί πόλι μέ βου λιμlα,
ό Ού Ιλκοξ μού έδωσε τό πι στοποι ητικό. Τό έξέτασα. Άποδεί­
κνυε δτι ό Τζέφφερσον παντρεύτηκε τήν Τζό "Αν πρΙν /tva
χρόνο. "Ε μαθα δτι ΟΙ μόρτυρες ηταν ό Φρόνκ Μπέλλινγκ καΙ ή
Μού Χόι Τόνο
« Π οιός εΤναι ό Φ ρόνκ Μπέλλινγκ ; » ρώτησα, δείχνοντας τό
πι στοποι ητικό στόν Ού ίλκοξ.
Κούνησε τό κεφόλι του .
«Δέν έχω Ιδέα. "Ι σως κόποιος φίλος τού Τζέφφερσον. Π ρέ-
πε ι νό εΤνα ι "Αγγλος. Δέν έχουμε φόκελο γι ' αύτόν» .
« Καί ή κοπέλα ; »
«Δέν ξέρω, rσως φΙλη τής κυ ρΙας Τζέφφερσον» .
Δόγκωσε τό στυλό μέ τό δόντια του καΙ κοΙταξε λοξά πρός
τό ρολόΙ.
Κατόλαβα δτι δέν μπορού σα νό μόθω τίποτα άλλο όπ' αύ­
τόν καί σηκώθηκα.
, «Λοιπόν, εύχαρι στώ» , εΤπα. « Δέν πρέπει νά σάς όπα σχολώ
άλλο».
ΕΤπε δτι ηταν εύχαρΙστη ση νό μού μ ιλά, όλλά κατάλαβα δτι
ηταν όκόμη πιό μεγόλη εύχαρΙστη ση νό μέ βλέπη νά φε ύγω.
« Δέν συναντή σατε ποτέ τόν Χέρμαν Τζέφφερσον;», ρώτη­
σα φθάνοντας στήν πόρτα.
« Π ραγματι κό, δέν τόν συνόντη σα. "Ε με ινε στήν περιοχή
τών Κινέζων. Φαίνεται δτι δέν όνακατευόταν μέ τούς φίλους
μοω) .
Βγήκα όπό τό κτΙριο καΙ τράβηξα πρός τό σημ είο πού εΤχα
όφήσει τό αύτοκΙνητο. Στό δρόμο χρειόστηκε νό παραμ ερίσω,
γιό νό περόσουν δυό Κινέζοι όστυ φύλακες πού τραβού σαν
μ ιό ζητιόνα καΙ ένα παι δ ί πού φώναζε . Κανε ίς δέν φαινόταν νά
δΙνη σημασΙα στήν μ ι κρή αύτή σκηνή . 'Όταν μπαίνουν έκατό
χιλιόδες πρόσφυγες στό μι κρό αύτό νησΙ κάθε χρόνο, ένα τέ­
τοιο θέαμα γίνεται ίσως καθημερινό, άλλό μού έφερε όπελπι­
σία.
Δέν εΤχα μόθει πολλό πρόγματα . Άπεφόσισα νά μ ιλήσω σ'
αύτήν 'τήν Κινέζα, τήν Μού Χάι Τόν, καΙ στόν Φράνκ Μπέλ

1 27
λινγκ. πηγα στήν 'Αστυνομlα καί ζήτησα νό κουβενηόσω μέ
τόν γενικό έπιθεωρητή Μόκ Κόρθυ. "Επειτα όπό μιό μ ι κρ ή κα­
θυστέρηση μέ όδήγησαν στό γραφείο του .
'0 γενικός έπιθεωρητής καθόριζε τήν πίπα του . Μ ο ύ Ιγνε­
ψε νό καθήσω σέ μιό καρέκλα, φύσηξε τήν πlπα καί δρχισε νό
τή γεμ Ιζη.
«ΤΙ μπορώ νό κόνω γιό σάς σήμερα;.
«Ψόχνω νό βρώ �ναν δνθρωπο. Λέγεται Φρόνκ Μπέλ­
λινγκJI, εΤπα. «Μπορείτε νό μού δώσετε καμμιό πληροφορlα;.
Ό Μόκ Κόρθυ δναψε τήν πΙπα του καΙ φύ σηξε τόν καπνό
στό μούτρα μου.
"Αν συνήθιζε νό παlζη πόκερ καΙ νό καπνίζη μέ αύτόν τό�
τρόπο, θό τόν εΤχαν δεlρει πολλές φορές. Τό πρόσωπό του Ι­
μεινε όνέκφραστο, εΙδα δμως δτι τό μότια του ζωντόνεψΟν.
« Φ Ρόνκ Μ πέλλινγκ;. εΤπε βγόζοντας τήν πίπα του καί τρl­
βοντας τή μ ύτη του . «Γιατl σδς ένδιαφέρει;.
«Ήταν μόρτυρας στόν γόμο τού Χέρμαν Τζέφφερσον. Τόν
γνωρίζετε;»
Ό Μόκ Κόρθυ κοίταξε τόν τοίχο πΙσω μου καΙ μετό κούνη­
σε τό κεφόλι.
« ΝαΙ, τόν γνωρlζουμΕ», εΙπε. «'Ώστε ήταν μόρτυρας στόν
γό μο τού Τζέφφερσον. Π ολύ ένδιαφέρον. Μ ήπως ξέρετε πού
βρlσΚΕΤε; »
« Μό, αύτό σας ρώτη σα καί έγώ. Τό ξεχόσοτε;»
«'Ώ στε Ιτσι . . Ό Μπέλλινγκ, Ι; εΙναι �νας όπό τούς όνθρώ­
.

πους πού ψόχνουμε νό βρούμε. ΕΤναι μέλος μιας μεγόλης


σπε Ιρας ναρκωτι κών. Εrμαστε lToIμoI νό τόν πιόσουμε, δταν
ξαφνικό χόθηκε. Π ροσπαθούμε νό τόν βρούμε. Κατό τήν γνώ­
μη μου πρέπει νό Ιφυγε στό Μακόο ι'\ στήν ΚαντώναJl.
«Τόν όναζητήσατε έκεί;.
« Κόναμε Ιρευνες στό Μακόο, όλλό δέν μπορού μ ε νό ψό­
ξου με στήν Καντώνα».
« ΕΤναι "Αγγλος;»
« "Ε . . . ναΙ εΙναι "ΑγγλοςJl, εΤπε ό Μόκ Κόρθυ, διορθώνοντας
μέ μιό φουρκέτα τόν καπνό πού δναβε μέσα στήν πlπα του .
«Ξέρουμε μέ βεβαιότητα δτι όνήκει σ έ μ ι ό όργόνωση πού

12 8
προκαλεί μεγόλες φασαρΙες. Μ εγόλες ποσότητες ι'ιρωΙνης εΙ­
σόγονται λαθραία όπό την Καντώνα. Π ρ Ιν όπό δυό βδομόδες
ό Μπέλλινγκ ι!παι ζε σπουδαίο ρόλο στήν εΙσαγωγή πρός τό
Χόγκ Κόγκ. Τόν παρακολουθούσαμε όρκετό καιρό, καΙ περι­
μέναμε νό τόν πιόσουμε μόλις θό ι!βαζε μέσα �να μεγόλο
φορτίο.
Μ άς εΤχαν πεί δτι τό φορτίο θό έρχόταν τήν πρώτη τού μ η ­
νός. Τότε δ μ ω ς ό Μπέλλινγκ έξαφανΙστηκε. Ίσως ν ό τού εΤπαν
δτι τόν παρακολουθούσαμε καΙ τό ι!σκασε στό Μακόο ι'j στην
Καντώνα » .
«Τήν πρώτη τού μηνός; δηλαδή δύο μέρες πρΙν πεθόνη ό
Τζέφφερσον;»
« Π ι θανόν», εΤπε ό Μ ό κ Κόρθυ, καΙ πρόσθεσε: «ΣημαΙνει τl­
ποτε αύτό;ιι
. Π ροσπαθώ όπλώς νό ταξινομήσω τό γεγονότα στό μ υαλό
μου . Ή γυναlκα πού ήταν μόρτυ ρας στόν γόμο του λεγόταν
Μού Χόι Τόν. Σάς λέει τΙποτε τό δνομό της» .
« "Οχιιι.
"Αναψα �να τσιγόρο, ένώ ό γενικός έπιθεωρητής μέ παρα­
κολουθούσε μέ δυ σπι στfα».
« Π ι στεύετε δτι ό Τζέφφερσον ήταν μπλεγμένος στήν όργό­
νωση ναρκωτικών; »
«Ίσως», εΤπε ό Μόκ Κόρθυ σηκώνοντας τούς ώμους. «Δέν
εΤχαμε ποτέ πληροφορlες γι' αύτόν. Δέν ι!χω λόγου ς νό τό πι­
στεύω. "Αν δμως ήταν φίλος τού Μπέλλινγκ, τότε δλα εlναι
δυνατό » .
« Μπορείτε ν ό μέ πληροφορήσΕΤε γιό τ ή ν κοπέλα; »
«Θό κοιτόξω τό όρχεία μας. "Αν μ ό θ ω κότι θό σ ά ς π ώ . Τώ-
ρα ι!χετε μετακομlσει στό ξενοδοχείο Ρηπόλς; »
« Ναί».
Κούνη σε τό κεφόλι μέ ζήλεια.
« ' Ε σείς ΟΙ ντετέκτιβς περνάΤΕ ώ ραΙα ζωή. 'Όλα πληρωμένα,
ι!;». Τού χαμογέλασα καΙ σηκώθηκα.
« 'Ακριβώς», εΤπα. «Λοιπόν σάς εύχαρι στώ. Θό σάς ξανα­
δώ».
Κατέβηκα μέσα στό πληθος της όδού Κουήνς. Ή ω ρα ήταν

1 29
11.30. Μπήκα στό αύτοκlνητο καΙ κατε υθύνθηκα πρός τό
8αντσάιν. 'Αφήνοντας τό αύτοκlνητο μπήκα στό μπάρ δπου
εΤχα συναντήσει τήν Μαντάμ πού εΤχε πιεί γάλα μαζl μου .
Τό μέρος ηταν όδειανό όπό πελότες.
Δύο Κινέζοι σερβιτόροι συζητοϋ σαν πlσω όπό τόν πάγκο.
Μέ γνώρι σαν καΙ ό �νας μέ πλησίασε δε lχνοντας τά χρυ σά
του δόντια σέ �να πλατύ χαμόγελο.
« Καλη μέρα». εΤπε. «Χαlρομαι πού σάς ξαναβλέπω. Θά πιήτε
ι'j θά φάτε ; »
« Ρούμι κ α Ι κόκα κόλα. Πού εΤναι .., Μαντάμ;»
Κοlταξε τό ρολόι .
« Θά tρθη δπου νόνα ι » .
Κάθησα κ α Ι δρχισα ν ά πΙνω όργά τ ό ποτό μου. Ή Κινέζα t ­
κανε μιά ω ρ α νά φανή. άλλό γ ι ά τούς Κινέζους μ ιά ω ρ α δέν
ση μαΙνει τΙποτα. Τής tKava νάημα μόλις μπήκε καΙ ηρθε νά μέ
χα ιρετήση διά χειραψlας. Κάθησε όπέναντl μου.
« ΕΤμαι πολύ εύτυχής πού σάς ξαναβλέπω. ΈλπΙζω νά πήγαν
δλα καλό μέ τήν κοπέλα».
Τής χαμογέλασα.
« Μ έ κοροϊδέψατε τήν δλλη φορά. Αύτή δέν ηταν'" Τζό "Αν.
καΙ έσείς τό ξέρατε» .
«'Ένας όπό τούς σερβιτόρο υς ήρθε μέ �να ποτήρι γάλα πού
τό δφησε μπροστά της.
«Λάθος. Αύτή .., κοπέλα ήταν πιό εύχάριστη όπό τήν Τζό
"Αν. Φαντάστηκα δτι θά τήν προτι μούσατε» .
« Θέλω νά γνωρίσω κα ί μ ι ά δλλη. Λέγετα ι Μ ο ύ Χ ά ι Τόν. Τήν
ξέρετε ;»
Τό πρόσωπό της tμε ινε άνέκφραστο. άλλό κούνη σε τό κε­
φάλι καταφατικά.
« ΕΤναι μιά όπό τΙς καλύτερες. Θά σάς άρέση πολύ».
«Αύτή τή φορά δμως». εΤπα. «πρέπει νά όποδεlξη τήν ταυ­
τότητά της. Θέλω νά συζητήσω μαζί της όρισμένα πράγματα » .
Ή Μαντά μ tμεινε σκεπτι κή.
« ΚαΙ βέβαια θά τήν όποδε ίξη. γιατί δχι ; τί πράγματα txETE
νά συζητή σετε μαζl της ;»
«Αύτό δέν σάς ένδιαφέρει. Πότε μπορώ νά τήν συ ναντή-

1 30
σω ;»
« Θό τό κανονlσω. Πότε θέλετε έσείς; Τώρα ;»
«Όχι τώρα, τό βρόδυ . Θό εΤμα ι έδώ στΙς όκτώ ι'! ώρα. Θό
τό κανονίσετε νό βρlσκεστε έδώ ; »
Μοϋ �γνεψε ναΙ.
« Άν εΤναι ι'! σωστή κοπέλα καΙ δν μέ βοηθήση, θό σάς δώ­
σω πενήντα δολλόρια».
« Θό εΤναι ι'! κοπέλα πού ζητάτε, καΙ θό σάς βοηθήση» , εΤπε
ι'! Μαντόμ μέ μιό ξαφνική Ικφραση σκλη ρότητας aτό μότια.
Τελεlωσα τό ποτό μου.
«Τότε όπόψε στΙς όκτώ», εΤπα καθώς σηκωνόμουν. «"Αν
δέν εΤνα ι ι'! πραγματι κή κοπέλα, θό τό καταλόβω. Μή μέ
κοροϊδέψετε καΙ πόλι» .
Μ ο ϋ χαμογέλα σε.
«Θό μεΙνετε Ικανοποι η μένος».
Γύρισα πόλι aτό ξενοδοχείο Ρηπόλς, μέ τήν αΤσθηση δτι τό
πρωl μου δέν εΤχε πόει χαμ ένο .

5. Φiqιτρο Μδ το Xόvyκ Kόvyκ 13 1


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

'Ακου μπού σα στό κιγκλΙδωμα, στό κατόστρωμα τού φέρρυ


μπώτ καΙ κοιτούσα τού ς έπιβότες της τρΙτης θέσης ν' όνεβαl­
νουν στό καταστρώματα πού βρΙσκονταν κότω όπό τό δικό
μου.
Ή ταν �να παρόξενο καΙ γραφικό θέαμα. UΟλοι, δπως γΙνεται
πόντα μέ τούς Κινέζους, l Kανav σόν τρελοl, σόν νό ηταν νό
φύγη όμέσως τό πλοίο. Εrχαμε μπροστό μας �να τέταρτο της
ώρας. Κούληδες πού τρΙκλιζαν όπό πελώρια φορτlα, όνέβαι­
ναν όρμητικό τό σανΙδι, σπρώχνοντας καΙ φωνόζοντας σόν νό
κρεμόταν ι'ι ζω ή τους όπό τή. δουλειό. Κινέζες μέ μωρό δε μέ­
να στΙς ρόχες τους. περι κυκλωμένες όπό παιδιό μέ μεγόλα μό­
τια, σπρώχνονταν στήν όποβόθρα. Δύο λεmές Κινέζες μέ
μαύρα σακκόκια καΙ πανταλόνια, όνέβηκαν τό σανΙδι κρστών­
τας �να μακρύ ξύλο όπό μπαμπού, όπό τό όποίο μέσα σ' �να
δΙχτυ, κρεμόταν ζωντανό �να γου ρούνΙ.
'Ένας μι σόγυμνος νεαρός Κινεζος, μέ τόν �να του ιΙιμο πα­
ραμορφω μένο τρομερό όπό τό βόρος τών φορτlων πού σή­
κωνε, βοηθούσε τό παιδιό νό όνέβουν στό πλοίο πετώντας τα
�να - �να όπό τήν μιό στήν δλλη δκρη τού σανιδιού. Δύο κομ­
ψοl Κινέζοι όστυνομικοl μέ τΙς στολές τους στέκονταν παρα­
κολου θώντας τήν σκηνή μέ πατρικό ιίφος.
Κοlταξα γύρω μου τού ς έπιβότες της πρώτης θέσεως πού
όνέβαιναν καΙ αύτοl πιό η συχα. Δέν l βλεπα πουθενό τήν
Στέλλα, δλλα ι'ιμουν βέβαιος δη θό έρχόταν τήν τελε υταία
στιγμή. Ή ταν όπό τούς τύπους πού μελετούν προσεχτικό τήν

133
ωρα της όφίξεώς τους. Δέν θό έρχόταν ποτέ πολύ ένωρίς ού­
τε πολύ όργό.
'Ένας χοντρός, γεροδεμένος Κινέζος, πού φορούσε μαύρο
κοστούμι καΙ κρατούσε Ι!να μεγόλο χαρτοφύλακα κότω όπό
τό μπρότσο του, όνέβηκε καί αύτός στήν πρώτη θέση.
Βλέποντός τον, θυμήθηκα αύτόματα τήν μορφή πού εΤδα
στόν καθρέφτη στό σπίτι τού "Ενραϊτ. Ξαφνικό ι'\μουν βέβαιος
δτι αύτός �ταν ό δνθρωπος πού μέ κοίταζε όπό τό σκοτεινό
χώλ.
Τόν μελέτησα μέ προσοχή. Ή ι'ιλικία του όκαθόριστη, πόν­
τως όχι πόνω όπό σαρόντα, φαινόταν δμως έξαιρετικό δυνα­
τός, σόν πρωταθλητής. ΕΤπα στόν έαυτό μου δτι δλοι ΟΙ Κινέ­
ζοι μοιόζουν καί δτι όπλώς ι'ι φαντασία μου όργίαζε, καί φοβό­
μουν διόφορους ό6ριστους κινδύνους.
Ό Κινέζος πέρασε δίπλα μου χωρίς νό μέ κοιτόξη, καί κό­
θησε όνοίγοντας μιό έφημερΙδα κι �xωσε μέσα σ' αύτή τό
πρόσωπό του.
'Ένα λεπτό πρΙν ξεκινήση τό πλοίο, εΤδα τήν Στέλλα νό �ρ­
χεται όπό τήν όποβόθρα φορώντας Ι!να πρόσινο βαμβακερό
φόρεμα καί κρατώντας Ι!να ψόθινο καλόθι. Στόθηκε στήν δ­
κρη τού σανιδιού καΙ μέ χαιρέτησε μέ Ι!να κΙνημα τού χεριού.
Ήταν ό τελευταίος έπιβότης.
«Καλημέρα», εΤπε ι'ι Στέλλα. «Νό λοιπόν, πρόλαβα. 'Όπως
πόντα τήν τελευταία στιγμή...»
Τό φέρρυ μπώτ όπομακρύνθηκε όπό τήν όποβόθρα. Καθή­
σαμε σέ Itνα πόγκο καΙ κουβεντιόζαμε. Ή συζήτηση ηταν
όπρόσωπη καΙ δέν όναφέρθηκε τό όνομα τού Τζέφφερσον.
'Όταν φτόσαμε μπροστό όπό τό νησί Λαντόο, ι'ι Στέλλα ρώτη­
σε όδιόφορα τί �Kανα δλο τό πρωί. της εΙπα δτι έξερευνούσα
τό στενό δρομόκια τού Χόγκ Κόγκ.
«Φτόσαμε λοιπόν», εΤπε καθώς τό πλοίο μας πλησίαζε στήν
όποβόθρα της Σίλβερ Μόιν. «Πρέπει νό όφήσω αύτό τό πρόγ­
ματα». Μού τό �δειξε. «Πρέπει νό μιλήσω στήν γριούλα. Θό
γυρίσω σέ μιόμιση ωρα. Γιατί δέν κόνεις μιό βόλτα ως τούς
καταρρόχτες ; ΕΤναι πολύ ένδιαφέρον».
«Αύτό θό κόνω. Θό συναντηθούμε έδώ;»

1 34
«Τό �πόμενo φέρρυ μπώτ θό φύγη πρΙν όπό τΙς �ξη. Θό εΤ­
μοι έδώ».
της κρότησα τό καλόθι μόλις κατεβήκαμε στήν όποβόθρα
καΙ μετό μοΟ Ιδειξε πρός τό ποΟ Ιπρεπε νό τραβήξω.
« Θό πόρης τό μονοπότι πού περνά γύρω όπό αύτό τόν λό­
φο καΙ μετό θό συναντήσης μιό γέφυρα. Συνέχισε νό προχω­
ρης καί θό βρης μιό άλλη γέφυρα, μετό όπό τήν άλλη γέφυ ρα
εΤναι ό καταρρόχτης».
ΜοΟ χαμογέλα σε.
« ΕΤναι �να όπό τό πιό ώραία πρόγματα πού μπορείς νό δης
έδώ» .
« Θό τό βΡώ».
Τήν εΤδα πού όπομακρυνόταν σ' Itva δρόμο γεμότο φτωχι­
κό σπΙτια γεμότα χρώματα. Π ε ρπατοΟσε χαριτωμ ένα παοα­
κόμπτοντας τούς Κ ινέζου ς χωριότες καΙ τό καλοθρεμμ ένα παι­
διό πού Ιτρεχαν γύρω όπό τή φού στα της. Κοίταξα γύρω μου
μ ήπως δώ τόν παχύ Κινέζο, όλλό ε/χε χαθη. Τόν είχα δεί πού
κατέβαινε όπό τό πλοίο, όλλό τώρα δέν �ξερα ποΟ εΤχε πόει.
Δέν εΤχα τίποτα νό κόνω ως τΙς όχτώ � ωρα καΙ εΤχα κόθε διό­
θεση γιό περlπατο.
Ήταν μιό ζεστή καλοκα ιρινή �μέρα καΙ δέν βιαζόμουν πο­
λύ. Π ροχώρησα στό μονοπότι πού μοΟ εΤχε δεΙξει � Στέλλα
καΙ σέ δέκα λεπτό εΤχα όφήσει πίσω μου τήν προκυμαlα καί
περπατοΟ σα σ' �να Ιρημο δρομόκι. Π έ ρασα �να χωριό πού
όργότερα Ιμαθα δτι τό Ιλεγαν Τσούγκ Χόου καΙ ξαφνικό Ιμει­
να μόνος μου μέ τό λόφο στό δεξιό μου καΙ μιόν όπέραντη l.­
κτα ση στό όρι στερό μου.
"Ε φτασα στόν καταρρόχτη χωρίς νό συναντήσω κανένα. Τόν
θαύμασα δπως είχαν πεί καί όπεφόσισα νό γυρίσω πίσω. Τότε
όκρι βώς Ιγινε αύτό πού φοβόμουν. 'Αόρατο όντικείμ ενο πέ­
ρασε σχι στό στό μόγουλό μου. 'Αμέσως μετό άκου σα μιό
τουφεκιό.
"Επεσα στό Ιδαφος, χρη σιμοποιώντας τ' όντανακλαστικό
μου πού μοΟ εΤχαν μεΙνει όπό τή στρατιωτική μου θητεία. Κα­
θώς κατρακυλοΟσα στήν άκρη τοΟ δρόμου, όκού στη κε άλλη
μιό τουφεκιό καΙ � σκόνη σηκώθηκε σύννεφο μ ι σό μέτρο

135
μπροστό όπό τό πρόσωπό μου.
ΕΤχα χωθή μέσα στούς θόμνους, στήν δκρη τού μονοπα­
ηού, δταν όκούστηκε μιό τρΙτη τουφεκιό. Αύτή τήν φορό ή
σφαίρα πέρασε σχεδόν μέσα όπό τό μαλλιό μου. ' Ι δρωμ ένος,
όκούγοντας τήν καρδιό μου νό χτυπά σόν τύ μπανο, έξακολου­
θούσα νό κινούμαι, νό κατρακυλόω, νό προσπαθώ νό χωθώ
μέσα στό χώμα. Τελικό, �φτασα σ' �να μεγόλο βρόχο, πανι κό­
βλητος, γλlστρη σα πΙσω του καΙ ξόπλωσα μέ τήν κοιλιό στό
χώμα καΙ περΙμενα.
Γιό λιγο �γινε ήσυχΙα. -Η μουν �ξω φρενών πού δέν εΤχα πό­
ρει μαζΙ μου τό πι στόλι μου, όλλό τό καλοκαιρινό ρούχα πού
φορού σα δέν ηταν κατόλληλα γιό όπλοφορΙα. 'Από τόν ήχο
της τουφεκιάς εΤχα καταλόβει δη αύτός πού μέ σκόπευε βρι­
σκόταν κόπου τετρακόσια μέτρα μακριό. 1σως νό εΤχε τηλε­
σκοπι κή διόπτρα. ' Οπωσδήποτε "ξερε πού βρισκόμουν. Δέν
εΤχε παρό νό περιμένη νό φανώ. Μέ μεγόλη προσοχή σήκωσα
τό κεφόλι μου νό κοιτόξω πΙσω, νό βρώ κόποιον δρόμο νό ξε­
φύγω. Μ ι ό νέα τουφεκιό όντήχησε καί ή σφαίρα πέρασε δl­
πλα όπό τή μύτη μου κόνοντός μου όέρα. -Επεσα πόλι στός έ­
δαφος. υΩστε ηταν δύο. Ή τελευταία σφαΙρα έρχόταν όκρι­
βώς όπό πΙσω μου. 'Ο δεύτερος πυ ροβολητής βρισκόταν πολύ
πιό κοντό σέ μένα όπό τόν δλλο . . . 'Από τό ρούχα πού φορού­
σα πρέπει νό εΤχαν καταλόβει δη δέν ι'jμoυν όπλισμένος. ΤΙπο­
τα τώρα δέν μπορούσε νό τούς έμποδΙση νό μέ πλη σιόσουν
καΙ νό μέ σκοτώσουν, σόν λαγό πού έπεσε σέ παγίδα.
ΚοΙταξα τό ρολόι μου. Ήταν πέντε καΙ εΓκοσι. Θό έρχόταν
δραγε ή Στέλλα νό μέ συναντήση δν δέν έφτανα ποτέ στήν
προκυμαΙα; ΚαΙ δν τήν κυνηγού σαν αύτοl ΟΙ δύο; Μ ήπως ι'jθε­
λαν νό τήν σκοτώ σουν καΙ αύτήν;
-Αρχι σα νό όπομακρύνωμαι όπό τόν βρόχο �ρπoντας. Π ρο­
σπαθούσα νό κρυφτώ μέ τό κόλπα πού �μαθα στόν στρατό.
ΓλΙστρησα κότω όπό τό ψηλό γρασΙδι, σόν φΙδι, καΙ κατέβαινα
στόν κατήφορο. -Επειτα όπό πέντε λεπτό βρισ κόμουν κόπου
έκατό μέτρα μακριό όπό τόν βρόχο. Τότε Χ1λιοστό μέ χιλιοστό
σήκωσα τό κεφόλι μου προσπαθώντας νό δώ πού "μουν. Τό
σφύριγμα της σφαΙρας δΙπλα στό πρόσωπό μου καΙ ό κρότος

1 36
τού τουφεκιού μέ έκαναν νό ξαπλώαω καΙ πόλι κότω.
ΦαΙνεται δτι αυτοl ΟΙ δύο ήααν πολύ πιό έξυπνοι όπ' δσο
νόμιζα ι'\ έγώ ι'\μουν πολύ χειρότερος όπό τόν χειρότερο φαν­
τόρο τού πεζι κού.
Άλλαξα καΙ πόλι θέση. Μ όταιος κόπος. U\ σφαίρες μέ κυ­
νηγού σαν. Ν έα μετακΙνηση. Αύτή τή φορό μέ έχασαν. Μιό
σφαίρα έπεσε στήν θέση πού βρισκόμουν προηγουμένως. Ε1-
πα στόν έαυτό μου δτι ι'\μουν τυχερός. Άλλό πόαο τυχερός;
Π ροχώρησα δεξιότερα καΙ μ ετό πρόσεξα δτι τό γρασίδι κο­
βόταν όπότομα. "Αν προχωρού σα ένα μέτρο όκόμη θό έφτανα
στό γυμνό βρόχο πού κατέβαινε όπότομα στήν πλαγιό τού λό­
φου, φτόνοντας rσως ως τήν κοιλόδα.
"Ε μεινα έκεί, έστησα αυτl καΙ περΙμενα. Άλλό χωρΙς νό ση­
κώνω τό κεφόλι, δέν μπορούσα νό δώ τΙποτα.
Δοκlμασα τό lνδιόνι κο κόλπο: "Ε βαλα τό αυτl μου στό έδα­
φος καΙ προσπόθησα ν' όκούσω. Στήν όρχή δέν καταλόβαινα
τίποτα, μετό δκουσα. Ύπολόγιζα δτι πρέπει νό ηταν κόπου πε­
νήντα μέτρα πρός τό δεξιό μου. Σερνόταν στό γρασΙδι, πρός
τό μέρος μου, καί πολύ γρήγορα θό βρισκόταν κοντό μου, δν
δέν έκανα κότι.
Π ροσπόθησα νό μαντέψω τό μέρος δπου βρισκόταν, όλλό
δέν ηταν δυνατόν. "Ηξερα τουλόχι στον τήν κατευθυνση όπ' δ­
που μέ όπειλούσε ό κΙνδυνος. Π ερΙμενα δλλο ένα λεπτό κατα­
τρομαγμένος, καΙ έπειτα τινόχτηκα όρθός πηδώντας μέ όρμή
πρώτα όρι στερό καΙ έπειτα δεξιό γιό νό τόν παραπλανήσω στό
σημόδι. 'Ένας πυροβολισμός όκούστηκε σέ μ εγόλη όπόσταση,
όλλό � σφαίρα πέρασε πολλό μέτρα μα κριό μου.
Μπόρεσα δμως νό δώ κότι πού κουνιόταν μπροστό μου,
πέντε μέτρα πιό πέρα. UΟρμησα έπόνω του. Ήταν ένας Κινέ­
ζος μέ γαλόζιο σακκόκι καΙ παντελόνι πού σηκώθηκε κι αυτός
όπό τό χορτόρι καΙ μού χαμογέλασε. Ή λεπΙδα πού κρατούσε
δ στραφτε στόν ηλιο. Ήταν λεπτός καί νευρώδης.
Καθώς έκσφενδονιζόμουν πρός τό μέρος του, ε1χα προτε­
τα μένο τό ένα μου χέρι πρός τό χέρι του μέ τό μαχαίρι καΙ τό
δλλο πρός τόν λαιμό του. Κυλιστήκαμε κι ΟΙ δυό στό γρασΙδι.
Τό κόκκαλό μας tτριξαν όπό τή σύγκρουση. Τόν χτύπησα στόν

13 7
καρπό τού χεριού του, μέ δλη τήν δύναμη τής γροθιάς μου.
Ταυτόχρονα, τόν πΙεζα στόν λαιμό καΙ σέ μιό στιγμή βρήκα
τήν εύκαιρΙα νό τόν χτυπήσω μέ μεγόλη δύναμη στό πρόσω­
πο. Ή ταν φανερό δτι τόν εΤχα στό χέρι. ΕΤχε τό μισό βόρος
όπό μένα καΙ τήν μισή μου δύναμη. Κατόρθωσα νό τού όπο­
σπόσω τό μαχαίρι καΙ έπειτα κόθησα πόνω στήν κοιλιό του,
καί. σχεδόν μέ τήν ήσυχία μου, έσφιξα τόν λαιμό του καί μέ τό
δύο μου χέρια. ΕΤδα τό μότια του νό γουρλώνουν καί τίς κόρες
νό περιστρέφωνται μέσα στΙς κόγχες τους. "Επειτα τό κορμί
του έμεινε όκΙνητο σόν ξυλιασμένο. Τόν δφησα καί όναρωτιό­
μουν πού νό βρισκόταν ό δλλος σκοπευτής. Περίμενα μερικό
λεπτό καΙ σέ λίγο τόν εΤδα πού προσπαθούσε πόλι νό κινηθή.
Δέν εΤχε πεθόνει. Μού ήρθε τότε μιό Ιδέα. Πήγα όπό πίσω
του, τόν έστησα καθιστό, τόν κρότησα έκεί κόμποσο καί περΙ­
μενα. Τό τουφέκι όντήχησε καΙ πόλι μακριό καί πρίν προλόβω
νό σκεφτώ, τό πρόσωπό του εΤχε γΙνει μιό μόσκα όπό αΤμα. Ό
δλλος πυροβολητής ηταν δριστος στό σημόδι. Σύρθηκα μέσα
στό χόρτα καΙ όπομακρύνθηκα όπό τόν τόπο τού αΎματος. Ό
δεύτερος έχθρός μου πού θό πΙστευε όρχικώς δτι μέ εΤχε
σκοτώσει, δρχισε τώρα νό όνησυχη. 'Όπου νάναι, θό κατέβαι­
νε νό δη τό όποτέλεσμα της προσπόθειός του. ΠερΙμενα.
Άνόμεσα στό χόρτα μπόρεσα νό τόν δώ νό κατεβαΙνη τόν
λόφο καΙ νό έρχεται πρός τό μέρος μου γεμότος αύτοπεποΙθη­
ση. ΕΤχε τό τουφέκι κότω όπό τή μασχόλη, ήταν χονδρός καί
φορούσε πόντα τό σκούρο κοστούμι. Ήταν ό δνθρωπος πού
μέ παρακολουθούσε στήν βΙλλα "Ενραϊτ, αύτός πού εΤχε όνε­
βη μαζί μου στό φέρρυ μπώτ.
Φυσικό όνατρΙχιασα στή σκέψη δτι ή Ιδέα νό έρθω στό νη­
σί αύτό ηταν της Στέλλας. Μέ εΊχαν καλέσει στήν βίλλα τους
ΟΙ "Ενραϊτ, κι αύτός ό παχύς Κινέζος πού περπατούσε μέ τόση
σιγουριό πρός τό μέρος μου εΤχε τήν εύκαιρΙα νό μέ δη γιό νό
μέ γνωρΙση. Καθώς Ι'ιμουν ξαπλωμένος στό γρασίδι, σκεπτό­
μουν δτι μού εlχαν στήσει μιό τόσο τέλεια παγίδα πού θό ήταν
βέβαιοι δτι θό πέθαινα. Σέ δέκα λεπτό τό πολύ θό εΊχε φτόσει
στό σημείο πού βρισκόμουν μέ τόν ρυθμό πού βόδιζε.
Ή ταν σίγουρος πώς Ι'ιμουν νεκρός rι όνΙκανος νό όντιστα-

1 38
θώ. Σύρθηκα πρός τό mώμα, πήρα τό μαχαίρι, όλλό δέν μού
�δωσε μεγάλο θάρρος. 'Ένα μαχαίρι έναντίον ένός τουφεκιού
δέν εΙναι σπουδαίο δπλο. Κοίταξα γύρω μου καί βρήκα μιά με­
γάλη πέτρα, βαρειά, πού μπορού σα νά τήν κρατή σω εύ κολα
στήν γροθιά μου . Πήρα καί αύτή.
Ό Κινέζος εΙχε μπή στό μονοπάτι. 'Επιτάχυνε τό βήμα του,
καί έρχόταν τώρα πιό προσεκτικά, άλλά καί πάλι φαινόταν γε­
μάτος αύτοπεποίθηση.
Β ρι σκόμουν μακριά πιά άπό τό mώμα, μάς χώριζαν εΓκοσι
μ έτρα πυ κνού γρασιδιού. Ό Κινέζος θά �βρι σKε τό mώμα
πρίν φτάση σέ μένα. Δέν μπορούσα πιά νά τόν κοιτάζω. Ήταν
πολύ κοντά. "Εμεινα ξαπλω μένος μέ τήν πέτρα στό δεξί χέρι
καί τό μαχαίρι στό όρι στερό. Τόν δκουγα. Έ βγαλε �να μούγ­
κρι σμα. Σήκωσα τό ι<;εφάλι μου, είχε βρεί τόν σύντροφό του
καί τόν κοιτούσε. Ξαφνικά σήκωσε τό κεφάλι καί κοιταχτή καμε.
Τό ντουφέκι γλίστΡησε άπό τήν μασχάλη μέσα όπό τά χέρια
του . Καθώς �ριxνα τήν πέτρα αύτός πίεζε τήν σκανδάλη. Ή
πέτρα χάλασε τό σημάδι, όλλό ή βολή δέν ήταν τόσο κα κή. Ή
σφαίρα μού �ξυσε τόν ώμο. Ή πέτρα μου ήταν πιό τυχερή. Ή
δκρη της πέτυχε τό δεξί του χέρι καί τού �σKι σε τό δέρμα. Τό
τουφέκι ξέφυγε καί καθώς έσκυβε νά τό μαζέψη βρισκόμουν
πάνω του . Άλλά δέν ήταν εύ κολο. ΕΙχα τήν έντύπωση δTl έπε­
φτα πάνω σ' �να τοίχο. Κατόρθωσε νά μού πιάση τά χέρια μέ
τά δικά του καί τά δάχτυλά του μέ �σφιγγαν σάν χαλύ βδινες
σιαγόνες. Τού έδωσα μερι κές κλωτσιές, αύτός δμως μέ χτυ­
πού σε στό κεφάλι. ΕΙχα μ ιά όόριστη έντύπω ση δτι δέν κρα­
τού σα πιά τό μαχαίρι. Φοβόμουν έπίσης δτι ή πτώση μου μέ
είχε φέρει κοντά στήν δκρη το ύ λόφου. 'Ένας όπό τούς δυό
μας � καί ΟΙ δυό κινδυνεύαμε νά πέ σουμε στόν γκρεμό. Γιά
μ ιά στιγμή κα1'όρθωσα νά άποσπαστώ όπό τά χέρια του καί
κυλώντας έπάνω στά πλευρά μου όπομακρύνθηκα μερικά μέ­
τρα. Κατρακύλησε δμως καί αύτός καί μέ �πιασε πρίν προλά­
βω νά ξεκου ραστώ. Ή όναπνοή μου εΤχε κοπή . Άλλά στά χεί­
λη του ύπηρχε �να χαμόγελο πλατύ, γεμάτο μ ίσος, τό τουφέκι
δμως εΤχε πέσει όπό τά χέρια του . ΕΤχε πάρει μεγάλη φόρα καί
σίγουρα θά μέ έκανε λειώμα δν �μενα στήν θέση μου. Τήν τε-

1 39
λευταία ατιγμή μπόρε σα νό τραβηχτώ καί νό τού βόλω τρι­
κλοποδιό. Κατρακύλησε μέ τό πρόσωπο στό χώμα σέ μεγόλο
βόθος μέσα ατό φαρόγγι. Π ρόλαβα νό πόρω μιό μ εγόλη πέ­
τρα καί νό τήν πετόξω ατό κεφόλι του . Τόν βρήκε κατακέφαλα
καί ξαφνικό ό τόπος γέμ ι σε αΤματα.
"Εριξα δλλη μιό πέτρα, πού τόν πέτυχε λιγότερο, όλλό τό
κατρακύλισμό του συνεχιζόταν μέσα ατήν σκόνη. Ήταν φανε­
ρό πώς εΤχε μείνει όναΙσθητος, rσως γιό πόντα.
Δέν μέ ένδέφερε πιό αύτό τό μέρος. 'Αναπνέοντας μέ δυ­
σκολία, νιώθοντας Ι!να φαβερό κόψιμο ατόν ι1ιμο, πήρα πόλι
τό μονοπότι βαδίζοντας όβέβαια πρός τήν όποβόθρα τού Ιίλ­
βερ Μ όιν.

11

Μπήκα ατό μπόρ τής όποβόθρας τού Βαντσόιν όκριβώς


στίς 8 ή ώρα. ΕΤχα κόνει Ι!να ντούς. εΤχα όλλόξει καί εΤχα βόλει
λευ κοπλόατη ατό ξύσιμο όπό τήν σφαίρα πόνω ατόν ι1ιμο. ΑΙ­
σθανόμουν πόνο, μό πόνω όπό δλα ι'jμoυν ένθου σιασμένος
γιό τήν καλή μου τύχη.
Τό μπόρ ηταν γεμότο. Ήταν κόπου erKOaI 'Αμερι κανοί ναύ­
τες πού �πιναν καί χόρευαν καΙ καμμιό τριανταριό Κινέζες. δ­
λες ντυ μένες μέ προκλητι κό φορέματα γύρω όπό τό μπόρ.
Ύπήρχαν μερικοΙ Κινέζοι έπιχειρη ματΙες έδώ - έκεί πού �πι­
ναν ούΙσκυ καΙ μιλού σαν σοβαρό.
Τό · τζού κ μπόξ rnαι ζε τζόζ πολύ δυνατό, λές καΙ ηταν δλοι
κουφοι.
Μόλις μπήκα, κοΙταξα όλόγυρα. Ή Μαντόμ ηρθε πρός τό
μέρος μου χαμογελώντας μέ τό τσιγόρο ατό ατόμα. Μ έ �πια­
σε όπό τό μπρότσο, μέ όδήγησε σ' Ι!να όπό τό όδειανό τραπε­
ζόκια καΙ κόθησε όπέναντl μου.
«τι θό πιής;ι ρώτησε κοιτόζοντός με τρυφερό, όλλό όπο-

1 40
φεύγοντας τό βλέμμα μου.
«'Ένα OύrσKυ, έσύ;»
«Θό σού φέρω τό ού Ισκυ » .
'Απομακρύνθηκε καΙ τήν �xασα πΙσω όπό τού ς χορε υτές.
'Ύστερα όπό πέντε λεmό, Ι!νας σερβιτόρος ήρθε στό τραπέζι
καί μού έφερε ούΙσκυ μέ σόδα. Π ερΙμενα. Π έρασαν 6λλα δέκα
λεmό καΙ μετό ή Κινέζα ήρθε πόλι στό τραπέζι μου καΙ κόθη­
σε. Φαινόταν λrγO όνήσυχη.
« Ή Μ ο ύ Χόι Τόν θό σέ δη, όλλό δχι έδώ. Θέλει νό πάς στό
διαμέρι σμό της».
ΚαΙ δλλη παγΙδα; όπορού σα. Ή μουν όκό μ η λrγo ταραγμέ­
νος έπειτα όπό τήν όπογευματινή περιπέτειό μου. Τώρα φο­
ρού σα κοστο ύ μ ι καΙ εΙχα τό περΙστροφο τών 38 στήν τσέπη
μου Ι!τοιμος γιό κόθε περΙmω ση.
«Πού εΙναι;»
«Όχι μακριό, μπορώ νό φωνόξω ταξΙ» .
Δίστασα, μετό εΤπα:
« ' Εντόξει . Π ώς θό ξέρω δμως δτι θό εΙναι αύτή;»
«"Εχει τό χαρτιό της, θό σού τό δε!ξη. Αύτή εΙναι».
« Νό πόω τώρα;»
«Σέ περιμένειll.
«'Όταν της μιλήσω καΙ βεβαιωθώ δτι εΙναι αύτή, θό σέ πλη-
ρώσω 50 δολλόρια τού Χόγκ Κόγκ».
ΤελεΙωσα τό ποτό μου καΙ σηκώθηκα όρθός.
Χαμογέλασε φιλι κό.
«Π ολύ καλό, θό σού φέρω τό ταξΙ» .
Π ερΙμενα. Μ ετό λΙγα λεmό ξαναγύρισε.
«' Ο όδηγός ξέρει πού θό σέ πόη . Τό διαμέρισμα εΤναι στό
τελευταίο πότωμα, δέν θό δυσκολευτης νό τό βρηςll.
της εΙπα καλή όντόμωση καΙ βγήκα έξω στήν ζεστή νύχτα.
Ό όδηγός μού χαμογέλασε καθώς δνοιγα τήν πόρτα καί ξεκι­
νήσαμε όμέσως. UΕξη λεmό όργότερα τό ταξΙ σταμότησε
μπροστό σ' Ι!να κοσμηματοπωλείο. Ό όδηγός μού έδειξε μιό
μ ι κρή πόρτα καΙ χαμογέλασε εύτυχισμένος. Τόν πλήρωσα, τού
έδωσα μεγόλο πουρμπουόρ καΙ τόν εΙδα νό φεύγη πρΙν προ­
λόβω νό κλείσω την πόρτα σπρώχνοντός τη. Μπροστό μου

141
ύπήρχε μ ιό όπότομη σκόλα πού μέ Ιβγαλε σ' �να χώλ. 'Απέ­
ναντΙ μου τό όσανσέρ. Τό πήρα καΙ όνέβηκα στό τελευταίο
πότω μα. ΒγαΙνοντας βρέθηκα μπροστό σέ μιό κόκκινη πόρτα.
Χτύπη σα τό κουδούνι, Ιχοντας τό δλλο χέρι στήν τσέπη πού
εΤχα τό πιστόλι . Ή πόρτα δνοιξε σέ λΙγο καΙ μιό Κινέζα μέ KOI­
ταξε έρωτηματικό. Ήταν ψηλή καΙ λεπτή καΙ πολύ νόστι μ η .
Φορούσε πλεχτό φόρεμα μέ μεγόλα όνοlγματα δεξιό καΙ όρι­
στερό καΙ κόκκινα σανδόλια. Τό μαύρα μαλλιό της ηταν στολι­
σμ ένα μέ δνθη λωτού.
« 'Ονομόζομαι Ρόυαν», εΤπα. « Νομlζω δτι μέ περιμένετε» .
Χαμογέλασε δεΙχνοντας τό λαμπερό λευκό δόντια της.
« Ν α Ι, Ιλα μέσα».
Μπήκα σ' �να μεγόλο δωμότιο γεμότο λουλούδια, έπιπλω­
μένο μέ έλαφρό δρύινα Ιπιπλα. Τό μεγόλα παρόθυρα εΤχαν
θέα πρός τήν θόλασσα.
« ΕΤσαι � Μού Χόι Τόν;» ρώτη σα καθώς αύτή Ικλεινε τήν
πόρτα καΙ προχωρούσε χαριτω μένα σέ μιό πολυθρόνα.
«Αύτό εΤναι τό δνομό μου».
Κόθησε όκου μπώντας τό λεπτό χέρια της στό γόνατό της
μέ τό φρύδια κόπως σηκωμένα, λΙγο χα μογελαστή.
« Μ πορείς νό μού τό όπoδεfξης; »
Ή έρώτηση φόνη κε νό τήν διασκεδόζη. "Εδειξε μέ �να νεύ­
μα τό τραπέζι .
« Έ κεί εΤναι τό χαρτιό μου » .
Έξέτασα τήν ταυτότητό τ η ς. εΤχε φτόσει στ ό Χόγκ Κόγκ
πρΙν πέντε χρόνια. Ήταν 23 έτών. Τό έπόγγελμό της χορεύ­
τρια. Χαλόρωσα λΙγο καΙ κόθησα όπέναντl της.
«"Η ξερες τόν Χέρμαν Τζέφφερσον; »
Κούνησε τό κεφόλι της συνεχίζοντας νό χαμογελά.
« Ν α Ι, τόν �ξερα, πέθανε πρΙν όπό δύο βδομόδες».
«"Ηξερες τήν γυναίκα του ; »
« Να Ι, φυσικό. "Η μουν μόρτυρας δταν παντρε ύτηκαν» .
«Ξέρεις πώς ζούσε ό Τζέφφερσον; »
«Τώρα πού σάς όπόντησα σέ μερικές έρωτήσεις σας, πρέ­
πει νό μού πήτε καΙ έσείς ποιός εΤσθε καΙ τΙ γυρεύετε έδώ»,
εΤπε, χωρίς νό χόση όκόμη τό φιλικό χαμόγελό της.

142
« Κόνω μιό έρευνα γιό λογαριασμό τού πατέρα τού
Τζέφφερσον», της εΤπα. «Θέλει νό ξέρη γιό τήν ζωή πού ζού­
σε έδώ » .
« Γιατί; » εΤπε σηκώνοντας τό φρύδια.
«Δέν ξέρω. Μέ πληρώνει νό τού μαζέψω μερικές πληροφο­
ρίες. Θό σέ πληρώσω καΙ έγώ γιό τΙς πληροφορίες πού θό μού
δώσης».
Έγειρε τό κεφόλι της στό πλόι.
« Π όσα θό μού δώσης;»
«'Εξαρτάται όπό αύτό πού θό μού πης».
« Θέλεις νό μάθης πώς ζού σε», εΤπε κάνοντας μιά γκρι-
μάτσα. «Δέν δούλευε, έπαιρνε χρήματα άπό τήν Τζό "Αν».
« Γνώριζες μιά κοπέλα πού τήν έλεγαν Λεϊλό ;»
« Ν αΙ, ζού σε μέ τήν Τζό "Αν».
«Ή Λεϊλό μού εΤπε δτι ό Τζέφφερσον νοίκιασε μιά πολυτε­
λη βΙλλα στόν κόλπο Ρηπάλς» .
"Αρχι σε νά γελά. Τό γέλιο της ήταν Ισχυρό καί ό λαιμός της
πολύ όμορφος καθώς έτέντωνε πρός τά πίσω.
«Αύτός δέν μπορο ύ σε νά πληρώση τό νοίκι της Ού ράνιας
Αύτοκρστορίας. Δέν δξιζε γιά τΙποτα, ήταν άλήτης . . . »
«"Ακου σα πώς εΤχε μπλέξει μέ ναρκωτι κά» , εΤπα όδιάφορα.
Π ρόσεξα τήν όντίδρασή της. Τό χαμόγελό της χάθηκε. Μέ
κοίταξε καί σήκωσε τούς ώμους έπιφυλακτι κά.
«Δέν έχω Ιδέα γιά ναρκωτι κά».
«Δέν εΤπα δτι έχεις Ιδέα. "Ακου σες καμ μ ιά φορά δτι έφερνε
ήρωίνη όπό τήν Καντώνα στό Χόγκ Κόγκ;»
« "Οχι».
« ο Φράνκ Μπέλλινγκ έκανε αύτή τήν δουλειά».
« Δέν ξέρω τίποτε γι' αύτά» .
Τώρα μέ κοιτούσε Πf οσεκτικά καί τό μέτωπό της εΤχε ζα-
ρώσει.
« Τόν ήξερες τόν Μπέλλινγκ, έτσι δέν εΤναι ;»
« Τόν συνάντη σα μιά φορά στόν γάμο» .
« 'Ηταν φΙλος τού Τζέφφερσον; »
«"Ετσι νομlζω . Δέν ξέρω τίποτα γι' αύτόν».
« Ακου σα μετό τόν γάμο δτι ό Τζέφφερσον έγκατέλειψε

1 43
τήν γυναίκα του καΙ νοlκιασε αύτή τήν βΙλλα στόν κόλπό τού
Ρηπόλς • .
Κινήθηκε όνήσυχη στ ό κόθι σμό της.
«Ζού σε μαζl της στήν Ούρόνια Αύτοκρατορlα, ώσπου σκο­
τώθηκε», εlπε. «Δέν εlχε ποτέ βΙλλα στόν κόλπο ΡηπόλςJl.
της tδωσα �να τσιγόρο, όλλό όρνήθηκε, Καθώς δναβα,
όναρωτιόμουν ποιός "lJTav ό λόγος νό συνεχίζω τΙς έρωτήσεις,
'Όλοι μού tλεγαν τό rδια πρόγματα έκτός όπό τήν Λεϊλό. Γιατl
δμως εlχα τήν έντύπω ση δτι ή Λεϊλό ηταν ή μόνη πού tλεγε
τήν όλήθεια;
«-Ας μιλήσουμε γιό τήν Τζό -Αν. Τήν ι'jξερες καλό;»
Μού tγνεψε καταφατικό.
« Εlναι μιό όπό τΙς καλύτερες φΙλες μου .Λυπήθηκα πολύ
πού tφυγε στήν 'Αμερική. Νομlζω πώς θό μόθω πόλι νέα της.
'Υποσχέθηκε πώς θό μού tγραφε καΙ δτι θό φρόντιζε νό πόω
καΙ έγώ έκεί» .
ΔΙστασα γιό μιό στιγμή, μετό όπεφόσισα νό μ ιλήσω.
«Δέν δκουσες τΙποτα;» ρώτησα.
Μ έ κοίταξε έρωτηματικό.
« Ν ό όκούσω τΙ;»
« Εlναι νεκρή».
-Ε κανε μιό κΙνηση σό νό τήν εΤχα χαστουκίσει στό πρόσω­
πο, Τό μότια της δνοιξαν διόπλατα καΙ tnIaaE μέ τό χέρια τό
στήθη της. Τήν κοlταζα προσεκτικό. Δέν μού tπαιζε θέατρο.
Αύτό πού της εlπα τήν κλόνι σε.
« Ν ε κρή; Πώς ε1ναι δυνατόν;» εlπε, «τι συνέβη;»
«Τήν δολοφόνηοαν λΙγες ιΙιρες μετό τόν έρχομό της στήν
Πασαντένα».
Τό πρόσωπό της ξαφνι κό διαλύθηκε. Δέν ύπόρχει δλλη λέ­
ξη γιό νό τό χαρακτηρΙσω. Ζόρωσε καΙ δέν ηταν πιό όμορφη.
«Λές ψέματα l » εlπε μέ πνιγμένη φωνή,
«Σού λέω όλήθεια. Ή 'Αστυνομlα προσπαθεί νό βρη τόν
δολοφόνο».
-Αρχι σε νό κλαΙη κρατώντας τό πρόσωπο μέ τό χέρια της,
« Φ ύγε», μουρμού ρισε. «Φύγε σέ παρακαλώ».
« Μ ήν κόνει ς haI», εΙπα. «Λυπάμαι πολύ πού σέ στενοχώ-

1 44
ρησα. Π ροσπαθώ καΙ έγώ νά βρώ τόν δολοφόνο της, πρέπει
νά μέ βοηθήσης λοιπόν ... ».
Σηκώθηκε δρθια μέ ![να πήδημα, �τρεξε στό διπλανό δω­
μάτιο καΙ μού χτύπησε τήν πόρτα κατάμουτρα. Γιά μιά στιγμή
�μεινα δι στακτι κός, �πειτα βγήκα �ξω καί �Kλε ισα τήν πόρτα
τού διαμερίσματος. Μπή κα στό όσανσέρ καί κατέβηκα στό
έπόμενο πάτω μα. "Επειτα βγή κα �ξω καί περΙμενα, στήνοντας
αύτΙ Τήν δκου σα νά όνοΙγη τήν πόρτα τού διαμερΙσματος, �­
πειτα �γινε σιωπή, τέλος ή πόρτα � κλεlσε. Άνέβηκα σιγανά
όπό τήν σκάλα καΙ �βαλα τό αύτΙ μου στήν κόκκινη πόρτα. Τήν
δκουσα νά μιλδ στό τηλέφωνο γρήγορα όλλά όχι δυνατά, μού
�ταν όδύνατο νά καταλάβω τί �λεγε. ·Οταν �Kλε ισε τό τηλέ­
φωνο, κατέβηκα πάλι ως τό όσανσέρ κα[ �φτασα μ' αύτό στό
Ισόγειο. Βγήκα στόν δρόμο πού η ταν γεμάτος κόσμο. Στήν
όπέναντι πλευ ρό �ταν μιό στοά μέ καταστήματα. Π εριεργαζό­
μουν μερικές φωτογραφι κές μηχανές πού πουλιούνταν σέ .
έξαιρετικά φτηνές τι μές, ένώ ταυτόχρονα μέσα όπό τό τζάμι
τής βιτρΙνας �βλεπα τΙς πόρτες όπό τό όπέναντι μέρος τού
δρόμου. Δέκα λεπτά όργότερα εΤχα όρχΙσει νά όνυπομόνώ .
"Η μουν ![τοιμος νά φύγω, δταν τήν εΤδα νά βγαΙνη στόν δρό­
μο. "Αν δέν ι"ιμουν πολύ προσεκτικός δέν θά τήν εΤχα γνωρ[­
σει. Τώρα φορούσε τά συνηθισμένα μαύρα ρούχα τών έργα­
τριών όπό τά χωριά. " Ε να κοντό σα κκάκι καΙ πολύ φαρδύ παν­
ταλόνι. Κοίταξε όρι στερά καΙ δεξιά κα! μετά προχώρησε όργά
πρός τήν όποβάθρα. Τήν όκολούθησα. Ήταν εύ κολο. "Εφτασε
σέ ![να ταξl, εΤπε μερικά λόγια στόν όδηγό καΙ μπήκε μέσα. "Η­
μουν τυχερός.
Ό όδηγός τού δεύτερου ταξΙ πού στεκόταν στήν σειρά, κα­
ταλάβαινε λΙγα όγγλι κά. Τού εΤπα νά ό κολουθήση καΙ τού �δει­
ξα ![να χαρτονό μ ι σμα τών 20 δολλαρlων. Χαμογέλασε εύτυχι­
σμένος καΙ ξεκ[νη σε όμέσως. Ή Μού Χάι Τόν, βγή κε �ξω στόν
σταθμό τού Στάρ Φέρρυ . Πλήρωσα τόν όδηγό καί τήν όκο­
λούθησα. Μπήκε στήν τρ[τη θέση, έγώ στήν πρώτη . Τό φέρ­
ρυ μπώτ μας �βγαλε στήν όποβάθρα τού Κοουλούν, κοντά
στό όεροδρόμιο τού Κάι τάκ.
Άπό τόν σταθμό τού φέρρυ, πήρε �να πούς - πούς. Άπο-

1 45
φόσισα πώς θό ηταν πιό εύκολο νό τήν όκολουθήσω πεζός,
όλλό δέν εΤχα λογαριόσεl καλό τήν ταχύτητα μέ τήν όποία
τρέχουν ΟΙ όδηγοl αύτών τών πρωτόγονων όμαξιών. Κόντεψα
νό τήν χόσω. Τρέχοντας tneoa έπόνω σ' �ναν Κινέζο πού μέ
πηρε γιό τρελό, όλλό κατόρθωσα νό μήν τήν χόσω όπό τό μό­
τια μου. Κατέ βηκε όπό τό πούι; - πούι; σ· �να στενό δρόμο γε­
μότο πωλητές. κούληδες πού toepvav τό βαριό φορτία του ς
καί τήν εΤδα ν ό μπαΙνη σ ' �να όκόμ η στενότερο δρομόκι πού
όδηγούσε στό παλιό καΙ εύτυχlσμένο τμημα τού Κοουλούν.
Τό τμήμα αύτό τού Χόγκ Κόγκ ηταν στήν πραγματι κότητα
κομμουνι στική περιοχή .
0 \ βρεταννl κέι; όρχές δ έ ν εΙχαν δlκαΙωμα ν ό μπα Ινουν έδώ
καΙ ό χώ ρος εΙχε γίνει δσυλο γιό έγκληματΙες καΙ τοξι κομανείς.
Τώρα δμως, μετό τήν έπlδεlνωση τών συνθη κών, ι'ι όστυνο­
μΙα όργόνωσε μιό εΙδική περΙπολο καΙ ι'ι Κινεζική κυ βέρνη ση
δέν διαμαρτυ ρήθηκε. Κανένας Ε ύ ρωπαίος δμως δέν συχνόζε l
στό μέρος αύτό.
Τήν όκολούθησα. Στό στενό δρομόκια πού βρωμούσαν
όπό τή μ υρωδιό τών ύπονόμων, δέν ύπηρχε καμμιό έλπίδα νό
κρυφτή κανεΙς εύ κολα. "Αν κοΙταζε πΙσω της θό μέ tβλεπε
όμέ σως, όλλό δέν γύρισε. Τήν παρακολουθούσα σέ όπόστα­
ση εΓκοσl μέτρων, παρα μερΙζοντας τούς βρώ μ ι κους Κινέζους
πού μέ κοιτού σαν μέ νωχελικό μότια, ναρκωμένα Γσως όπό τό
6πlο.
Π ερπατούσαμε κόμποσο μέσα σ' �να σωστό λαβύ ρινθο καί
tnEITQ σταμάτησε μπροστό σέ μιό πόρτα, τήν tσπρωξε καΙ
μπηκε. ΠερΙμενα λΙγο, βέβαιος πώς μέ κοιτού σαν κάμποσοι
Κινέζοι, πού εΤχαν όκου μπήσεl στόν τοίχο ι'j κόθονταν στό πε­
ζοδρόμια μέ τΙς κόρες τών ματιών τους σόν καρφΙτσες. Δέν
πίστε υα δτι μέ εΤχαν προσέξει πραγματικό, όλλό τό βλέμ μα
τους μού tφερνε όνατρlχlλα.
"Ε σπρωξα καΙ έγώ τήν πόρτα. Μπροστό μου ύπήρχε μιό
στενή σκόλα. "Ε κλεισ α τήν πόρτα καΙ tστησα αύτl. Ψηλό δ­
κουγα μιό γυναl κεΙα φωνή. Βεβαιώθηκα δτι εΤχα τό πι στόλι
στήν τσέπη μου καΙ δρχισα νά όνεβαΙνω τό σκαλιό όργό. "Ε­
φτασ α σ' Ινα εΤδος σαλονιού καΙ εΤδα μιό πόρτα όπέναντί μου.

14 6
Στό όριστερό μου ύπηρχε μιό δλλη πόρτα. Σταμότη σα καί δ­
κουγα. Μ ι ό όνδρική φωνή t-λεγε :
« Άκούς τί σού λέω, κίτρινη σκύλα ... Άν μού λές ψέματα θό
σέ σκοτώσω . . »
.

Ή προφορό ηταν όμερικόνικη, ό τό �oς t-δε ιχνε έγκληματία.


«Αύτό πού σού λέω», όκούστηκε διαπεραστική ή φωνή της
Μού Χόι Τόν, « εΤπε δτι τήν δολοφόνη σαν λίγες ώρες μετό τήν
δφιξή της στήν Πασαντένα ... »
Μιό όπαλή φωνή μίλη σε πίσω όπό τό κεφόλι μου:
« Μ ήν κινησθε κύριε, Ρόυαν, καί προπαντός μήν κινητε τό
χέρια σας» .
Ήταν μιό φωνή πού τήν γνώριζα. Μέ βαρε ιό κινέζικη προ­
φορό, όλλό δέν θ υ μόμουν σέ ποιόν όνήκει. "Ε μεινα όκ ίνητος,
γιατί παρ' δλο τόν εύγενι κό τόνο ή όπειλή ηταν σαφής.
« Παρακαλώ, όνoiξτε τήν πόρτα καί μπητε μέσα. Κρατόω πι­
στόλι».
Π ροχώ ρησα �να βημα μπροστό, t-στρεψα τό πόμολο της
πόρτας καί τήν t-σπρωξα. Ή πόρτα δνοιξε. Ήταν �να γυμνό
δωμότιο, στό πότωμα δέν ύπηρχε χαλ\. "Ενας ξύλινος πόγκος
χρη σίμευε γιό κρεβότι, όκόμη καί τό μαξιλόρι ηταν �να κομμό­
τι ξύλου. Σέ μιό γωνιό ύπηρχε μιό τσαγέρα, �να μ ικρό δοχείο
γιό βραστό νερό καί μερικό βρώ μικα φλυτζόνια τού τσαγιού.
Άπό �να καρφΙ στόν τοίχο κρεμόταν μιό βρώμ ι κη πετσέτα, καΙ
όπό κότω ύπηρχε μιό λεκόνη καΙ �να μεγόλο κανότι. ΟΙ δυό
δνθρωποι πού ησαν καθι σμένοι στό πότωμα γύρισαν καί μέ
κοlταξαν. Ό �νας ηταν ή Μού Χόι Τόν, ό δλλος ηταν �νας λε­
πτός δνδρας μέ όδύνατο πρόσωπο πού φορούσε σκούρο κι­
νέζικο κοστούμι καΙ μαύρο σκούφο χαμ ηλό στό μέτωπό του.
Γιό μιό στιγμή τόν πηρα γιό Κινέζο. "Επειτα δμως κατόλαβα
δτι ηταν Ε ύ ρωπαίος.
Ή Μού Χόι Τόν t-βγαλε μιό φωνή έκπλήξεως. Ό δνδρας
της t-κλεισε τό στόμα μέ τήν όνοιχτή παλό μ η κτυπώντας την
ταυτόχρονα. Ή Μού Χόι Τόν t-πεσε πόνω στό πόδια μου .
« Ή λίθια σκύλα l » ούρλιαξε ό δνδρας καθώς σηκωνόταν δρ­
θιος. «Τόν t-φερες κατευθείαν έδώ. Π ήγα ινε t.ξω ! »
« Π ροχω ρηστε παρακαλώ », όκουσπ νό μού λέη ή φωνή, πί-

1 47
σω μου.
Ταυτόχρονα �νιωσα �να έλαφρό κτύπημα στήν ρόχη .
Τρι κλΙζοντας r'ι κοπέλα σηκώθηκε όρθή, ένώ �Kλαιγε μέ
λυγμούς. Π έρασε όπό μπροστό μου καΙ μετό τήν άκου σα νό
κατεβαΙνη γοργό τό σκαλιό. Ό άνδρας μέ κοlταζε μέ πολύ κα­
κές διαθέσεις.
Σέ μιό στιγμή κοlταξα έπόνω όπό τόν ι1μο μου. Ό Βόγκ
Χόκ Χό, ό όγγλόφωνος όδηγός μου, μού χαμογέλασε σόν νό
μού ζητούσε συγγνώ μ η . Στό δεξl του χέρι κρατούσε �να Κόλτ
45 καΙ τό όκου μπούσε στήν σπονδυλική μου στήλη. "Ε κλει σε
τήν πόρτα καΙ όκούμπησε τήν ρόχη πόνω της. Έ ξέτα σα τόν
άνδρα πού στεκόταν μπροστό μου. Φαινόταν άρρωστος καΙ
πεινασμένος. Ή ταν όξύρι στος καΙ βρώ μ ι κος καΙ μ ύ ριζε.
« Κοlταξε άν �xη πι στόλι», εΙπε.
Ό Β όγκ μέ �ψαξε, χρησιμοποιώντας τό �να χέρι, ένώ μέ τό
άλλο κρατούσε πόντα τό πιστόλι . Π ήρε τό δικό μου όπό τήν
τσέπη.
Κατόλαβα δτι ό άνθρωπος πού καθόταν μπροστό μου δέν
μπορού σε νό ήταν άλλο ς όπό τόν Φρόνκ Μπέλλινγκ.
« Έ σύ εΤσαι ό Μπέλλινγκ;» εΤπα, «σέ ζητούσα τόσον και­
ρό» .
« ΚαΙ λοιπόν; μέ βρή κες. Δέν θό σέ ώφελή ση», εΤπε.
Κοlταξα τόν Β όγκ πού έξακολουθούσε νό χαμογελά μέ ϋ­
φος βρεγμένης γότας.
« Έ σύ μέ ξεγέλασες γιό καλό», εΙπα μελαγχολι κό. « Π ερΙμε­
νες στό όεροδρόμιο, καΙ έγώ �μoυν . τόσο όνόητος.. . Ποιός
σού εΙπε δτι έρχόμουν; »
Ό Βόγκ γέλασε.
«Τό μαθαΙνουμε δλα. Δέν έπρεπε νό εΤσθε τόσο περΙεργος.
κύριε Ρόυαν. Δέν �πρεπε νό �λθετε έδώ».
« Νό, λοιπόν πού ήρθα», εΙπα. «τι νό κόνω, άν εΤμαι περίερ­
γος; εΤναι τής δουλειάς μου».
«τι θέλεις;» έκανε ό Μπέλλινγκ.
« Π ροσπαθώ νό βρώ γιατl δολοφόνη σαν την Τζό "Αν. Τό
σωστό ήταν νό όρχΙσω τίς έρευνές μου όπό δώ».
Τό μότια του έλαμψαν σόν τού λύκου πόνω στό χλωμό

1 48
πρόσωπό του .
«Λές όλήθεια; τήν σκότωσαν;»
« ΝαΙ . . Τήν σκότωσαν» .
"Εβγαλε τόν σκούφο του καΙ τόν πέταξε πέρα. Τό μαλλιό
του "θελαν κούρεμα. "Εξυσε τό κεφόλι μέ τό βρώ μ ι κα δάχτυ­
λό του καΙ τό στόμα του �γινε σκληρό.
«τι όκριβώς συνέβη ; » εΤπε. «"Ελα ... πές μου τό γεγονόταll.
Τού μ Ιλησα γιό τό μυ στηριώδες τηλεφώνημα, γιό τόν Τζών
Χόρντγουϊκ, πώς γελόστηκα καΙ fφυγα όπό τό γραφείο μου,
καΙ πώς τήν βρήκα νεκρή έπιστρέφοντας. Τού εΤπα δτι ό γέρο
Τζέφφερσον μέ πλήρωνε γιό νό βρώ τόν δολοφόνο.
« ΕΤπε δτι ό γιός του θό "θελε νό βρή ποιός τήν σκότωσε.
ΑΙσθανόταν ύποχρέωσή του όπέναντι στή, . μνήμη τού γιού
του νό τό κόνη αύτό ό rδιος».
Ό Μπέλλινγκ εΤπε:
« Καί ή όστυνομlα τί κόνει, δέν μπορούν νό τόν βρούν;»
ιι.Δέν βρlσκουν τΙποτε, ούτε καΙ έγώ βρΙσκω τΙποτε. Γι' αύτό
fφτασα σέ σάς».
« ΚαΙ πώς νομlζεις δτι μπορώ νό σέ βοηθήσω έγώ; » εΤπε
κοιτόζοντός με έπΙμονα.
Χοντρές σταγόνες Ι δρώτα κυλού σαν έπόνω στό χλωμό
ό�ύνατo πρόσωπό του . Φαινόταν τρομαγμ ένος καΙ κα κός .
. «"Αν θέλης μπορείς νό μού πΙ;ς κότι γιό τόν Τζέφφερσον»,
εΤπα. «Ήταν καΙ αύτός στήν όργόνωση τώ.ν ναρκωτικών πού
όνήκεις καΙ έσύ;»
«Δέν fχω Ιδέα γιό τόν Τζέφφερσον, νό κόνης τήν δουλειό
σου ! Τώρα νό πάς στόν διόβολο, ό Τζέφφερσον πέθανε. "Ασ'
τον "συχο στόν τόφο του . Έ μπρός, δρόμο ! »
" Επρεπε ν ό εΤμαι πιό προσεκτικός. όλλό γιό μ ι ό στιγμή εΤχα
ξεχαστη. Τό πλήρωσα δσχημα. Π ρόσεξα τόν Μπέλλινγκ πού
κοιτούσε πόνω όπό τόν ώμο μου τόν Βόγκ. "Ε κανα στροφή. Ό
Βόγκ μέ κτύπησε μέ τήν κόννη τού δπλου του στήν κοιλιό. Κα­
θώς τιναζόμουν όπό 6γωνία, μέ κτύπησε πόλι μέ τή λαβή τού
δπλου, αύτή τή φορό, στό κεφόλι.

1 49
111

"Ακου σα τόν έαυτό μου ν ά λέη δλλη μ ι ά φορά :


« ' Ο Φράνκ MπέλλΙVΓK εΤναι "Αγγλος, �τσι δέν εΤναι;» καΙ μιά
φωνή πού � μoιαζε μέ τήν φωνή τού έπιθεωρητή Μάκ Κάρθυ,
όπαντούσε:
« 'Ακρι βώς ... εΤναι "Αγγλος».
ΚαΙ δμως αύτός ό Ισχνός, βρώμ ι κος τύπος, πού �λεγε πώς
�ταν ό Φ ράνκ MπέλλΙVΓK, μιλούσε μέ �ντoνη όμερικάνικη
προφορά. Ή ταν δυνατόν �νας "Αγγλος νά μιλά ποτέ μέ τέτοια
προφορά; Δέν τό πΙστευα.
Ξαφνικά �νιω σα �να δυνατό πόνο στό κεφάλι κα ί ΟΙ σκέ­
ψεις μου δλλαξαν πορεΙα.
« ' Εντάξει, έντάξει», εΤπα δυνατά. «Δέν εΤσαι καΙ τόσο δσχη­
μα χτυπημένος. Λίγο �λε ιψε νά σού σπάσουν τό κεφάλι, όλλά
εΤναι καί αύτό μέσα στήν δουλειά. Νά εύχαριστής τόν Θεό πού
�ζησες» .
"Ανοιξα τά μάτια μου, δέν �βλεπα τίποτα. Γύρω μου �ταν
σκοτάδι πίσσα. 'Από τήν μυρωδιά δμως κατάλαβα δτι βρι σκό­
μουν όκόμα στό δω μάτιο δπου μέ χτύπησε ό Βόγκ. 'Ανακάθη­
σα όργά, πονώντας στήν κοιλιά, στούς ώμους καΙ στό κεφά­
λι:Ε μεινα όκΙνητος μερικά λεmά, �πειτα κατόρθωσα νά ση­
κωθώ. Ή πόρτα βρι σκόταν πΙσω μου στά όριστερά. Τήν βρή­
κα ψαχουλευτά, furacra τό πόμολο, καΙ τήν δνοιξα. 'Ένα όδύ­
νατο φώς κτύπησε τά μάτια μου καΙ δκουσα πάλι τόν θόρυβο
τού πέτρινου δρόμου όπό κάτω. Ή ώρα �ταν μεσάνυχτα καΙ
πέντε λεmά. ΕΤχα μεΙνει όναΙσθητος κάπου μισή ώρα, δσο δη­
λαδή όρκούσε στόν Μπέλλινγκ καΙ στόν Βόγκ νά γΙνουν κα­
πνός.
Τό μόνο πραγμα πού σκεφτόμουν τώρα, ηταν νά βγώ �ξω
όπό αύτή τήν βρωμερή τρύπα.
Καθώς τράβηξα πρός τήν σκάλα δκουσα κάποιον νά όνε­
βαΙνη. Ή θήκη τού πι στολιού ύπήρχε πάντα στήν τσέπη μου
όλλό ηταν δδεια. Μ ι ά δυνατή δέσμη όπό ήλεκτρικό φακό �πε­
σε στό πρόσωπό μου.
«τι διάβολο κάνεις έδώ;» δκοιίσα μιά γνωστή σκωτσέζι κη

, 50
φωνή νά λέη.
« Παριστάνω τόν διαρρήκτη», εΙπα καΙ ι'ισύχασα όμέσως. ' 0
όστυφύλακας Χέημις όνέβαινε τήν σκάλα καΙ πΙσω του όκο­
λουθούσε lνας Κινέζος όστυνομικός μέ στολή.
«Ιέ εΙδαν νά tpxeoaI �δώ», εΤπε « καί σκέφτη κα νά δώ τΙ έ­
τοι μάζεις».
«-Αργησες λιγάκΙ. Μ όλις πρό όλΙγου εΙχα μ ιά συζήτηση μέ
τόν φΙλο σου τόν Φράνκ Μπέλλινγκ» .
« Μ έ τόν Μπέλλινγκ;11 εΙπε κοιτάζοντάς μ ε μ έ τό στόμα
όνοιχτό. « Π ού εΙνα ι ; »
«Τό tOKaoe. 'Ένας Κινέζος φίλος τ ο υ μέ χτύπησε, πρΙν προ­
λόβουμε νά συ μπλη ρώσουμε τήν συνάντησή μας»,
Μ έ τόν φακό του φώτισε τό πΙσω μέρος τού κεφαλιού μου .
« 'Αλήθεια σέ χτύπη σαν; Π ήγαινες γυρεύοντας. Δέν ύπάρ­
χει χειρότερο μέρος στό Χόγκ Κόγκ».
ιι Μ έ πονάει τό κεφάλι μοUlι . εΙπα . ιιΔέν σβήνε ι<; έπιτέλου <;
αύτό τ ό φώς; »
Π ροχώ ρησε στό δ ωμάτιο καΙ τό χτένισε μέ τό φακό του .
-Επε ιτα βγή κε tξω.
« ' Ο γενι κός έπιθεωρητής θέλει νά σού μιλήση. Πάμε».
« Θά πρέπει νά μιλήση καΙ μέ μιά Κινέζα, τήν Μού Χάι Τόν»,
εΤπα καΙ τού tδωσα τήν διεύθυνσή της. «Νά πάτε νά βρητε κι
αύτήν. 'Αλλιώς θά σάς ξεφύγη».
«τι σχέση txEI μέ τήν ύπόθεση αύτή ; »
«Αύτή μέ tφερε στόν Μπέλλινγκ. Κάνε γρήγορα, φίλε μου.
Θά σού φύγη».
ΕΙπε κάτι στά κινέζι κα στόν όστυφύλακα πού ηταν μαζί του
καί άμέσως αύτός κατέβηκε τήν σκάλα.
« Π άμε», μού εΤπε καί τόν όκολούθησα στό στενό βρώμ ι κο
δρομάκι.
Μ ι σή ωρα άργότερα βρισκόμουν πάλι στό νησl καί καθό­
μουν στό γραφείο τού �πιθεωρητoύ Μάκ Κάρθυ. Τόν εΤχαν
ξυπνήσει μέ τόν όσύρματο καΙ δέν φαινόταν πολύ εύχαριστη­
μένος. -Ηπιαμε δυνατό τσάι, όλλά τό κεφάλι μου πονούσε ό-
-
κόμ η .
Ό Χέημις όκούμπησε στόν τοίχο μασώντας μιά όδοντογλυ-

1 51
φίδα, κοιτόζοντός με άπλώς.
Ό Μόκ Κόρθυ ρουφούσε τήν όδειανή πίπα του, καθώς τού
έξιστορού σα τΙ μού συνέβη.
Δέν τού μίλησα γιό τήν περιπέτεια στό Σίλβερ Μ όιν. Π ί­
στε υα δτι δν τού τό �λεγα, θό τόν �Kανα έχθρό μου. ΤοUπα δτι
ι'jθελα νό μιλήσω στή Μ ού Χόι Τόν, δτι τήν συνόντησα μέσω
της Μ αντόμ καΙ δτι εΙδα τήν � Kπληξη καί τήν όπελπισία της μό­
λις �μαθε γιό τόν θόνατο της Τζό "Αν.
«Έ κανα τήν σκέψη δτι μπορεί νό ι'jθελε νό μεταδώση τό
νέα», εΙπα, « καΙ �τσι τήν περίμενα �ξω όπό τό σπίτι της καί τήν
όκολούθησα στόν βρω μοπεριτειχισμένο τομέα της πόλης».
Τούς είπα δτι εΙχε έμφανιστη ξαφνι κό ό Βόγκ. τί εΙχε πεί ό
Μπέλλινγκ καί πώς μέ κτύπησε ό Β όγκ.
"Επειτα όπό μερικά λεmά σιωπης. ό Μάκ Κόρθυ εΙπε:
« Π ήγαινες γυρεύοντας. "Ε πρεπε νόρθης σέ μ ένα" .
Τόν δφησα ν ό νομlζη δτι εΙναι σπουδαίος.
"Ε μεινε λίγη ωρα σκεφτι κός γυρίζοντας μέσα στό μυαλό
του δσα τού εΙχα πή. "Επειτα δνοιξε τό στόμα του νά μ ιλήση,
άλλά χτύπησε τό τηλέφωνο. Σήκωσε τό άκου στι κό. 'Απάντη­
σε:
« Καλό, παρακολούθησέ την, δηλαδή τό διαμέρισμα . . Τή .

θέλω» .
Γύρισε πρός τό μέρος μου.
«Δέν πήγε άκόμ η στό διαμέρισμά της. "Ε βαλα �ναν δνθρω­
πο νά τήν περι μένη έκεί» .
"Αρχι σα νά σκέφτωμαι πώς μπορεί νά τήν περίμ ενε ή ίδ ια
τύχη πού βρήκε ή Λεϊλά. Μπορεί νά τήν �βρι σKαν κι αύτή στό
λιμάνι, νε κρή.
«"Εχετε καμ μ ι ά φωτογραφlα τού Φράνκ Μπέλλινγκ;» ρώτη­
σα. «Έχω τήν έντύπωση δτι αύτός ό τύπος δέν ηταν ό Μπέλ­
λινγκ. "Ε μοιαζε μ,έ 'Αμερικανό».
Ό Μάκ Κάρθυ � βγαλε όπό �να συρτάρι �να παχύ φάκελο
πού �δειxνε δτι ένδιαφερόταν γιό τόν Μπέλλινγ κ πολύ περισ­
σότερο όπ' δσο μέ εΤχε όφήσει νά καταλάβω. Άνοιξε τόν φά­
κελο καί μού πέταξε μιά φωτογραφlα πού στάθηκε στήν δλλη
δκρη τού γραφείου του, μπροστά μου. Τό μάτι μου έπεσε πά-

1 52
νω της πρΙν τήν άγγΙξω.
Έμεινα δναυ δος. Ήταν lva άντΙτυπο της rδιας όκριβώς φω­
τογραφlας πού μού εΙχε δώσει ή Τζάνετ Ούέστ: Άναγνώρι σα
τό σκληρό πρόσωπο τού γκάγκστερ πού ή Τζάνετ Ιλεγε δη ή­
ταν ό Χέρμαν Τζέφφερσον.
« ΕΤστε βέβαιος δη αύτός εΙναι ό Μπέλλινγκ;» εΙπα.
'Ο Μάκ Κάρθυ μέ κοlταξε μέ άγανάκτηση.
« ΚαΙ βέβαια. Αύτή εΙναι άστυνομική φωτογραφlα. ΕΙναι άπ'
αύτές πού μοι ράζουνε στά τμ ήματα καΙ στΙς έφημερΙδες. ΕΙναι
ό Μπέλλινγκ» .
« ΝαΙ, άλλά δ έ ν εΙναι αύτός μέ τόν όποίο μ Ιλησα ... Αύτός
μού εΙπε δη εΤναι ό Μπέλλενγκ».
'Ο Μάκ Κάρθυ ρούφηξε λΙγο τσάι καΙ μετά δρχισε νά γεμl­
ζη τήν πΙπα του. Άπό τήν Ικφρασή του κατάλαβα δη εΤχε άρ­
χΙσει νά μέ άντιπαθη.
« ΚαΙ ποιός ήταν αύτός πού συναντήσατε;»
« Ηδατε ποτέ τόν Χέρμαν Τζέφφερσον; »
« Ν αΙ, γιατl;»
«"Εχετε φωτογραφlα του ; »
« "Οχι. Ήταν Άμερι κανός πολίτης. ΓιατΙ ν ά Ι χ ω τ ή φωτο­
γραφία του ; »
« Μπορείτε ν ά μ ο ύ τόν περιγράψετε;»
«Λεπτός, άδύνατος. συνήθως άκούρε υτος, μέ μαλλιά πού
εΤχαν τό χρώμα της δμμου».
«"Ετσι άκριβώς ήταν κι αύτός πού συνόντησα, αύτός πού
εΙπε δη ηταν ό Φρόνκ Μπέλλινγκ».
« ' Ο Τζέφφερσον πέθανε. Σκοτώθηκε σέ δ υ στύχημα καΙ τό
πτώ μα του άπεστόλη στήν Άμερική » .
«'Ο Τζέφφερσον εΙναι ζωντανός. Τουλόχιστον ήταν ζωντα­
νός πρΙν άπό δυό ώρες. Ή περιγραφή σας τού ται ριόζει».
«Τό πτώ μα μέσα στό αύτοκΙνητο εΤχε τό μέγεθος τού
Τζέφφερσον», εΤπε ό Μόκ Κόρθυ, σάν νό προσπαθούσε νό
πεΙση τόν έαυτό του . «Ήταν καμένο καί εΤχε παραμορφωθη
φριχτά. Άλλό τόν άναγνώρισε ή γυναίκα του άπό τό δαχτυλΙδι
κα ί άπό τήν τσιγαροθήκη πού εΤχε πάνω του . Δέν μπορεί νό
μήν ήταν ό Τζέφφερσον».

1 53
«"Αν δέν ήταν ό Τζέφφερσον, καί πού νά πάρη ό διάβολος,
εΤμαι έκατό τά έκατό βέβαιος δτι δέν ήταν ό Τζέφφερσον, τότε
ποιός μπορεί νά ήταν;»
« ' Ε μένα ρωτάτε ; ' Ε γώ δέν �xω λόγους νά πιστεύω δτι είναι
ζωντανός ό Τζέφφερσον» .
«Ψηλός, μέ μαλλιά στό χρώμα της δμμου, μέ μάτια ξεπλυ­
μένα Kar λεπτό χεrλη», εΤπα, προσπαθώντας νό βάλλω σέ σει­
ρό τίς σκέψεις μου. «"Α, θυ μάμαι Kar κότι δλλο: Τό μικρό του
δόχτυλο στό δεξί του χέρι ήταν κάπως στραβό, σόν νό τό εΤχε
σπάσει κόποτε Kar νό τού τό κόλλη σαν λόθος» .
«Αύτός εΤναι ό Τζέφφερσον Ι » εΤπε ό Χέ η μ ι ς, πού μιλούσε
γιά πρώτη φορό όπό τή στιγμή πού μπηκα στό γραφείο. « Θ υ­
μάμαι τό στραβό δόχτυλο. ΕΤναι ό Τζέφφερσον» .
Ό Μόκ Κάρθυ κάπνιζε τήν πίπα του νε υρικό.
« Kar τότε ποιόν �θαψαν;» φώναξε . « Π οιό πτώμα ταξίδεψε
στήν 'Αμερική;»
« Π ρέπει νά ήταν τό πτώ μα τού Φρόνκ Μπέλλινγκ», εΤπα.
« ' Ο Τζέφφερσον προσπάθησε νό μέ πείση δτι αύτός ήταν ό
Μπέλλινγκ . . . »
« Κι έγώ δέν ξέρω», εΤπα ξύνοντας τό μέτωπό μου.
«"Αν δέν σάς πειρόζη, κύριε γενικέ, έγώ θό πόω γιό ϋπνο.
Ν ιώθω πολύ κουρασμένος».
« Π ρέπει νό εΤστε. Π έστε μου δμως πώς εΤναι ό Βόγκ; »
«Σόν συνηθισμένος Κινέζος. Παχύς, μέ χρυσά δόντια» .
« Π ραγματικό», εΤπε ό Μόκ Κόρθυ καί δφησε νά τού ξεφύγη
�να χασμου ρητό. «'Όλοι μάς φαίνονται Γδιοι, δπως κι έμείς
τούς φαινόμαστε δλοι Γδιοι».
Στρόφηκε στόν Χέημ ις.
« Π όρε δσους δντρες θέλεις Kar πήγαινε στήν περιτειχισμέ­
νη πόλη. Π ροσπόθησε νά βρης τόν Τζέφφερσον. Δέν θό τόν
βρης, βέβαια, όλλό κόνε μιό προσπόθεια ... Καί σύ, Ρό υαν, πή­
γαινε νό κοι μηθης. "Ασε σέ μάς τό ύπόλοιπα».
ΕΤπα «πολύ εύχαρrστως», Kar �φυγα. Βγήκαμε όπό τό γρα­
φείο μαζr μέ τόν Χέημ ις.
«Τό νό ψόχνης γιό τόν Τζέφφερσον πίσω άπό τό τε ίχη, εί­
ναι σόν νό ψόχνης γιό τόν όόρατο δνθρωπο», εΤπε ό Χέημ ις.

1 54
« Κανεlς δέν ξέρει τlποτα. Κανείς δέν άνοlγεl τό στόμα του .
Μπορεί νά εΤναl δίπλα σου ό Τζέφφερσον καί ν ά μ ή ν τό μάθης
ποτέ )) .
« Μ ή γκρινιάζης)), εΤπα. « ' Επιτέλους βρή κες κάτι γ ι ά ν ά πε­
ρόσης τήν ωρα σοω) .
Τόν άφη σα νά βλαστημά, μπήκα στ ό αύτοκίνητό μ ο υ καί
τράβηξα γιά τό ξενοδοχείο Ρηπάλς. ΑΙσθανόμουν γέρος. κου­
ρα σμένος, ξεθεωμένος.
Βγήκα άπό τό άσανσέρ στό τέτα ρτο πάτωμα δπου βρι σκό­
ταν τό δω μάτιό μου . Ό νυχτερινός γκρο ύ μ μού Ιβαλε στό χέ­
ρι τό κλε ιδl. Ήταν �να νεαρό Κινεζόπουλο πού δέν τσιγγου­
νε υόταν καθόλου τίς ύποκλlσεl ς. Ξ εκλείδωσα τήν πόρτα κα ί
μπήκα στό χώλ. Τά περισσότε ρα δωμάτια τού ξενοδοχείου εΤ­
χαν χώλ. Γύρισα τόν διακόπτη καί άναψα τό φώς. Τό αΤρ­
κοντίσιον δρόσιζε τήν άτμόσφαιρα τού δωμ ατίου.
Ή πρώτη μου σκέψη ήταν νά κάνω �να μπάνιο καί νά πέσω
στό κρεβάτι, άλλά δέν έπρόκειτο νά γίνη Ιτσι . Καθώς άνοιξα
τίς κου ρτίνες καί προχώρησα στήν κρεβατοκάμαρα, εΤδα δτι
τό φώς τού κομοδlνου ήταν άναμένο.
Μ ιά γυναlκα ήταν ξαπλωμένη στό κρεβάτι μου . Ήταν ή
Στέλλα Ένραϊτ. Φορο ύ σε �να φόρεμα κοκτέηλ. ΕΤχε βγάλε ι τά
παπούτσια της πού φαίνονταν πεσμένα στό κάτω μέ ρος τού
κρε βατιού.
Ξαφνιάστηκα. Γιά μιά στιγμ ή σκέφτηκα δτι μπορεί νά ήταν
νε κρή, μετά πρόσεξα δτι άνέπνεε. Τό στήθος της άνεβοκατέ­
βαινε. Τό κεφάλι μου μέ πονού σε, άλλά δέν ήταν καιρός γιά
ξεκούραση άκόμ η . ΠλησΙασα, τήν κοlταξα καΙ άναρωτιόμουν τί
γύρευε καί πώς διάβολο μπήκε έδώ μέσα. Τότε θ υ μ ήθηκα τίς
ύποκλlσεlς καΙ τά χαμόγελα τού γκρού μ καί φαντάστη κα δτι
τού εΤχε δώσει κάποιο μεγάλο που ρμπουάρ.
Καθώς τήν κοίταζα, άνοιξε τά μάτια, άνασήκωσε τό κεφάλι,
καΙ μετά άνακάθησε άπότομα κατεβάζοντας τά πόδια της άπό
τό κρεβάτι .
« Μ έ συγχωρείτε)), είπε. « Δέν σκόπε υα νά κοιμηθώ. Άλλά
κουράστηκα νά σάς περιμ ένω » .
« Π ερι μένετε πολλή ωρα; » εΤπα, καθώς καθόμουν σέ μ ιά

1 55
πολυθρόνα.
Φόρεσε τά παπούτσια της καΙ χτένισε τά μαλλιά της. "Επει­
τα ηρθε στό χώλ-σαλόνι.
« ΕΤμαι έδώ όπό τΙς δέκα», εΤπε. «"Αρχισα ν' άνησυχώ γιά
σάς. τι πάθατε ; Κόντεψα νά χάσω τό φέρρυ μπώτ. ΓιατΙ δέν
μέ περιμένατε ; »
« Κάτι μοϋ Ιτυχε» , εΤπα φέρνοντας στ ό μ υαλό μου τόν όδύ­
νατο Κινέζο μέ τό μαχαΙρι καΙ τόν χοντρό μέ τό τουφέκι. «Τώ­
ρα θά ρωτήσω κι έγώ κάτι. Δική σας Ιδέα ηταν νά πάω στό
Σίλβερ Μάιν ; »
Κάθησε στό μπράτσο της πολυθρόνας όπέναντl μου.
«Δική μου Ιδέα; τι έΝVOείτε ; »
«Δέν εΤναι καΙ τόσο δύ σκολο νά καταλάβετε τΙ έννοώ . . ·0-
.

ταν εΤπατε δτι πρέπει νά δώ τούς καταρράκτες. ηταν δική σας


ή Ιδέα � σάς τήν Ιβαλε κάποιος δλλος στό μυαλό; »
Ζάρωσε τά φρύδ ια, μέ κοlταξε στά μάτια καΙ εΤπε:
«Δέν ξέρω τΙ έννοείτε. Άλλό ό όδελφός μου �θελε κι αύτός
νό σάς καλέσω. ΕΤπε δτι θό �σαστε μόνος καΙ πρέπε ι νό εΤχα­
τε όνόγκη όπό παρέα».
« ΕΤναι στ' όλήθεια όδελφός σας;» εΤπα.
ΣφΙχτηκε, καΙ γύρισε όλλοϋ τό βλέ μμα. Έπανέλαβα τήν έ­
ρώτηση.
« Κόνετε τΙς πιό όπΙθανες έρωτήσεις», εΤπε. «ΤΙ νόημα Ιχει
πάλι αύτό; »
«Δέν μοιόζετε καθόλου», εΤπα. « ΚαΙ μοϋ φαΙνεται παρόξενο
δτι μιά κοπέλα σόν έσάς θό �θελε ποτέ νό ζη μέ τόν όδελφό
της» .
«"Οχι λοιπόν, δέν εΙναι όδελφός μου. Τόν γνώρισα πρΙν όπό
δυό μηνες. ΚαΙ, όμολογώ, τό Ιχω μετανοήσε ι » .
Τώρα δ έ ν εΤχα καμ μιό όρεξη γ ι ό ύπνο.
"Ε βγαλα τό τσιγόρα μου καΙ όρχΙσαμε νό καπνΙζουμε. Γλl­
στρησε όπό τό μπρότσο της πολυθρόνας. καΙ κόθησε κανονι­
κό στό κόθισμα. Ξόπλω σε πιό δνετα κι Ικλεισε τό μότια.
« Π ο ύ τόν συναντήσατε; »
«Στή Σιγκαπούρη. Δούλευα σ έ νυχτερινό κέντρο, Ικανα
διόφορα νού μερα. ΕΙχα Ιρθει όπό τή Ν έα 'Υόρκη . . . τΙ βλακεΙα !

1 56
Μ ιά μέρα ι'ι όστυνομΙα έκανε έπιδρομή στό κέντρο, μάς έπια­
σαν, έπειτα μάς άφη σαν, όλλά δέν πληρώθηκα ποτέ. Ό Χάρ­
ρυ εΤχε δεί τά νούμερά μου, κα Ι τού άρεσα. Μού έκανε πρότα­
ση νά ζήσο υ μ ε μ αζΙ. Δέν εΤχα τΙποτα καλύτερο κά κάνω. Π ή ­
γαμε σ' ένα μπάνγκαλοο υ. κοντά στό Μ ά κ ΡΙτση. Π εράσαμ ε
καλό στήν όρχή, έπειτα όρχι σαν τά κουτσομπολιά» .
"Ανοιξε τά μότια κα Ι κοΙταζε τήν άκρη τού τσιγάρου τη ς. γιά
νά όποφασΙση α ν έπρεπε νά τό σβήση.
« 'Αποφάσ ι σα νά γυρΙσω στήν 'Αμερική, όλλά ό Χάρρυ δέν
μο ύ έδινε τά να ύλα μου . Ξαφνικά, όποφάσισε νά έρθου μ ε
έ δ ώ . Μού έβγαλε ψεύτι κο διαβατήριο. ' Ε μφανιζόμαστε σάν ό­
δέλφια» .
Μ έ κοΙταξε κατάματα.
« ' Εξακολουθώ νά θέλω νά γυρίσω, θά μπορού σατε σείς νά
μού δανε ίσετε μερικά χρήματα; Θά σάς τά ξεπληρώσω σέ δυό
μ ήνες».
« Π ώ ς σάς έβγαλε τό πλαστό διαβατήριο; »
«Δέν ξέρω ... δέν ρώτησα. Μπορείτε νά μέ δανεΙσετε; »
«Δέν δανε Ιζω ποτέ χρήματα μ ' αύτόν τόν τρόπο)) .
«"Αν θέλετε μπορο ύ μ ε νά ταξιδέψουμε μαζί».
Μού χαμογέλασε όδέξια. Μού πέρασε ι'ι σκέψη δτι κάτι φο­
βόταν. Τό εΤδα στά μάτια της.
« ΚαταλαβαΙνετε τΙ έννοώ ... δέν θά πάνε χαμένα τά λεφτά
σας».
«Θέλω νά πιώ κάτΙ )) , εΤπα. « ' Ε σύ θέλεις; »
"Ενιωθα τώρα περισσότερη οΙκειότητα μαζί της. Κι αύτή
φιανόταν νά μού έχη έμπι στοσύνη πιά. Δέν μ ιλούσαμε εύγενι­
κά, όλλά έλε ύθερα.
« Μ ήν όφή σεις κανένα νά μπή έδώ μέσα», εΤπε . «Δέν θέλω
νά μάθη κανείς δτι ηρθα» .
«Τό ξέρει ό γκρούμ. Αύτός δέν σ ο ύ έδειξε τ ό δω μάτι ο ; »
« "Οχι. Β ρήκα τόν όρι θμό τού δωματ Ιου κ α ί πηρα μόνη μου
τό κλειδί όπό τόν πάγκο. Δέν μέ εΤδε κανε Ις» .
Ή θελα νά μού περάση αύτός ό καταραμένος πόνος στό κε­
φάλι.
«τ ι φοβάσα ι ; »

1 57
Ξόπλωσε πόλι στήν πολυ θρόνα, χωρίς νό μέ κοιτόζη.
«Δέν φοβάμαΙ. 'Απλώς θέλω νό φύγω όπό δώ. Θέλω νό
γυρίσω στήν 'Αμερι κή».
« Γιατί τόσο ξαφνι κό; »
« ΕΤναι όνόγκη νό κόνης τόσες έρωτήσει ς; Θ ό μού δανείσης
τό χρή ματα; Άν μού τό ύποσχεθης, μπορούμε νό κόνουμε �­
ρωτα, τώρα όμέσως».
«Θό σού δώσω τό χρήματα δν μού πης δ,ΤΙ ξέρεις γιό τόν
Χόρρυ Ένραϊτ».
Δίστασε, όλλό δρχισε νό μ ιλδ:
«Ξέρω πολύ λίγα γι' αύτόν. ΕΤναι όπλώς �νας πλαίη μπόυ
πού όγαπά τίς διασκεδόσεις».
"Η μουν πολύ κουρασμένος, δέν εΤχα ύπομονή.
« Π ολύ καλό, όφού δέν ξέρεις τίποτα δλλο, δέν πρόκειται νό
πόρης χρή ματα».
Π ροχώρησα πρός τό τηλέφωνο.
«Θό παραγγείλω �να ποτό καί μετό θό πέσω νό κοι μηθώ
- μόνος. Γιό καλό καί γιό κακό, φύγε πρίν �ρθη ό σερβιτό­
ρος» .
«Στόσου . . . περίμενε».
Κόλεσα τήν ύπηρεσία τού ξενοδοχείου καί ζήτη σα �να
μπου κόλι ο ύ ίσκυ καί πόγο. Σηκώθηκε.
«Λές όλήθεια; Θό μού δώσης τό λεφτό δν σού πώ;»
«Σού τό ύποσχέθηκα».
«"Ε ρχονται διόφοροι νό τόν δούν τή νύχτα. 'Όταν ι'jμαστε
στή Σιγκαπούρη, κατέβαινε στό λι μόνι καί συναντούσε ναύτες.
Κόποτε ι'ι ό στυνομία �ψαξε τό μπόνγκαλοου μας, όλλό δέν
βρηκε τίποτα. "Εχουμε κι έδώ νυχτερινούς έπι σκέπτες. ΕΤναι
δλοι Κ ινέζοΙ. Τή νύχτα βγαίνει συχνό �ξω, προπόντων λίγο
πρίν όπό τό χαρόματα. Δέν ξέρω πού πόει μέ τή βόρκα του » .
« Π ρίν έγκατασταθητε στ ή βίλλα, ζούσε έκεί ό Τζέφφερ­
σον;»
« ΝαΙ Ό Χόρρυ μού εΤπε νό μή σού τό πώ. uOTav σκοτώθη­
κε ό Τζέφφερσον, l στε ιλαν τόν Χόρρυ όπό τή Σιγκαπούρη νό
πόρη τή θέση του . Ή βίλλα εΤναι στήν καλύτερη θέση. Π ρο­
σφέρεται γιό τήν παραλαβή τών ναρκωτι κών» .

1 58
'Ακο ύ στηκε �να σιγανό χτύπη μα στήν πόρτα.
« Μάς φέρνουν τό OύfσKυ», εΤπα. «"Εμπα στό μπόνιο κα ί μήν
κόνης θόρυβο».
Μόλις μπηκε στό μπόνιο, όνοιξα τήν πόρτα γιό νό μπή ό
σερβιτόρος.
Μπροστό μου, χαμογελαστός, στεκόταν ό Χόρρυ "Ενραϊτ.
Κρατού σε προτεταμένο �να πι στόλι τών 38 καΙ μού τό �δε ιξε
μέ τήν όκρη τού ματιού του .
« Μ ήν κόνεις φα σαρ Ιες φίλε» , εΤπε. « Π ροχώρα πρός τ ό πί­
σω, καί μήν κουνάς καθόλου τό χέρια σου » .
"Εκανα δ,ΤΙ μ ο ύ εΤπε.
« Μ ήν �xης αύτό τό αΙσιόδοξο ϋ φος» , εΤπε. « Έ ξήγησα στόν
σερβιτόρο δτι όλλαξες γνώ μη κι �φυγε».
« Μπορώ νό καθήσω;» εΤπα. «'Όλα αύτό τό γεγονότα μού �­
χουν κόψε ι τό πόδια» .
Κόθησα, όκου μπώντας τ ό χέρια πόνω στ ό γόνατό μ ο υ , κα ί
τόν μελετού σα. Τό χα μόγελο ηταν πόντα καρφωμένο στό
πρόσωπό του . Τό μότια του εΤχαν μιό παγερή, διεστρα μ μ ένη
�Kφραση. Ιό πι στόλι του σημόδευε τό μέτωπό μου.
« ΕΤσαι πολύ �ξυπvoς», εΤπε ό "Ενραϊτ. «Δέν �xει ς Ιδέα πόσο
�ξυπνoς εΤσαι . "Εκανες κότι πού έγώ δέν μπορού σα νό τό κό­
νω έδώ καί τρείς έβδομόδεςll .
« Μπό; τι όκριβώς;» ρώτησα μέ περιέργεια.
« Β ρήκες τόν Τζέφφερσον. Τόν κυνηγούσα τόν όλήτη ω­
σπου νόμιζα δτι θό τρελαινόμου ν ! ΚαΙ νό σκεφθης δτι KόVΤε­
ψα νό σέ σκοτώ σω . . . ΚαΙ σύ βγαΙνει ς �ξω, κα ί πάς κατε υ θεΙαν
καί τόν βρίσκει ς ! Σπουδαίο αύτό» .
«Δέν σέ καταλαβα ίνω)) , εΤπα. « ΕΤναι όνόγκη νό μέ ση μα­
δεύης μ' αύτό τό πι στόλι . Κου ρόστηκα πολύ σήμερα καί δέν
όντέχω σέ όλλες συγκινή σεις» .
ΣKoπεύovτας πόντοτε τό μέτωπό μου, τραβήχτηκε λίγο πιό
πίσω. Κόθησε στό μπρότσο της rδ ιας πολυθ ρόνας δπου εΊχε
καθήσει καΙ ή Στέλλα.
« Μ ήν όνη συχης γιό τό πι στόλι», εΤπε. «"Αν δέν κόνης καμ­
μιό κουταμόρα, δέν θό φάς τή σφαίρα στό κεφόλι . Λέγε τώρα,
τί εΤπες στούς ό στυνο μ ι κούς;))

1 59
« Γιοτl νομ lζεις δτι τούς εlπα τΙποτα; »
« " Ε βαλα ν ό σ έ παρακολο υ θούν όπό τ ή στιγμή πού κατόλα­
βα δτι σ' ένδιέφερε ή βΙλλα, Σέ εΤδα δταν tφτασες μέ τή βόρ­
κα πού εlχες νοι κιόσει πρός τήν περιοχή μου. Άπό τότε δέν σ'
όφήσαμε καθόλου όπό τό μότια μας» ,
« Π οιοΙ; Ή όργόνωση τών να κρωτικών;»
« Άκριβώς. φΙλε. Π ρόκε ιται γιό μιό μεγόλη έπιχείρηση.
' Ι δρώνω δταν σκέφτομαι δTl έ κείνοι ΟΙ δυό θό μπορού σαν νό
σέ σκοτώσουν. Αύτό ηταν τό λόθος μου. Δέν mPEne νό σ'
όφήσω hσι. Δέν ι'jξερα δμως δτι tψαχνες γιό τόν Τζέφφερ­
σονι .
«Δέν tψαχνα γι' αύτόν. Π Ιστευα πώς ηταν νεκρόςι.
« Κι έμείς hσι νομ lζαμε. Μάς ξεγέλασε, Ψόχναμ ε γιό τόν
Μπέλλινγκ. ΚαΙ μ ετό, tpxeaaI σύ καΙ μας πηγαΙνεις κατευ­
θεΙαν στόν Τζέφφερσον».
«UΩστε τόν βρήκατει, εΤπα, καΙ όναρωτιόμουν τΙ νό tKaVE ή
Στέλλα μέσα στό μπόνιο.
« Ν αΙ, τόν βρήκαμε. Βρήκαμε καΙ τόν Βόγκ».
« Π οιός εΤναι ό Β όγκ; ι
«Ήταν ι\νας όπό τούς δικούς μας. Άλλό tKave τό λόθος νό
πόη μέ τόν Τζέφφερσον. Τή στιγμή αύτή ίιποβόλλονται καΙ ΟΙ
δύο στή μ εταχεΙρι ση πού τούς πρέπει. Μ ετό θό τούς πετόξουν
στή θόλασσα » .
« Μ ό τ Ι σ ο ύ tKavav;»
«"Ετσι κανονlζου μ ε τούς προδότες», εlπε ό "Ενραϊτ. « Εlναι ό
μόνος τρόπος. Ti εΤπες στήν όστυνομlα;»
«ΤΙποτα πού νό μήν τό ι'jξερε κιόλας» .
Μέ κοίταξε όρκετή ώρα όκΙνητος. Μ ετό σηκώθηκε.
« ' Ε σύ κι έγώ θό κόνουμε ι\να μ ι κρό περΙπατο, στήν όρχή μέ
τό πόδια καΙ mEITa μέ τό αύτοκlνητο. Έχω τέσσερες δ ι κούς
μου όπ' tξω. Μήν κόνης καμ μ ιό όνοησία. ΕΤναι δσσοι στό μα­
χαΙρι. Μπορούν νό σέ ξεπαστρέψουν όπό όπόσταση εΤκοσι
μέτρων. 'Ώσπου νό καταλόβη κανε Ις δτι πέθανες. αύτοl μπο­
ραύν νό βρΙσκωνται πολύ μακριό. Π ρόσεχε λοιπόν. "Ελα, πά­
με».
« ΚαΙ τΙ θό γΙνη μετό τόν περΙπατο καΙ τή βόλτα;ι ρώτησα.

1 60
Μού χαμογέλασε.
« Θά δης. Σήκω παλληκάρι μου, καΙ πρόσεχε» .
Σηκώθηκα, καθώς αύτός πισωπατούσε πρός τήν πόρτα.
Τήν άνοιξε καΙ στάθηκε στό πλό ι .
«'Ο γκρο ύ μ δ έ ν πρόκε ιται νά σέ βοηθήση. ΕΤναι κι αύτός δ ι ­
κός μου. Μ ή κάνης λοιπόν όνοησlες. Θ ά κατεβούμε τ ή σκάλα.
" Ενας άλλος όπό τούς δ ι κούς μου περιμένει κάτω, στό μ εγάλο
σαλόνι. Άν θέλης τό κεφάλι σου, νά περπατάς» .
Βγήκαμε στόν διάδρομο. 'Ο "Ενραϊτ εΙχε βάλε ι τό πι στόλι
στήν τσέπη του, καΙ έξακολουθούσε νά τό σφΙγγη. 'ΑρχΙσα μ ε
ν ά κατε βαΙνου με τή σκάλα καΙ ό γκρούμ μού χαμογέλα σε μ' � ­
να σωρό ύποκλlσεις.
« Π ροχώρα ! » μουρμούρι σε ό "Ενραϊτ. « Εlμαι όκριβώς πίσω
\
σου » .
Φτάσαμε τελικά στό μεγάλο σαλόνι. Ή ταν σχεδόν άδειο.
Μόνο δύο άντρες κάθονταν στΙς πολυθρόνες. 'Ο �νας ηταν ό
άστυφύλακας Χέημις. 'Ο άλλος φώναζε όπό μακριά μέ τό ϋ­
φος του πώς ηταν άστυφύλακας. Τούς lριξα μιά ματιά καΙ μ ετά
βΙας πρόλαβα νά πέσω μπρού μ υτα στό παχύ χαλί, ένώ όπό
πάνω χάλαγε ό κόσμος όπό τό πιστολίδ ι . Ή καρδιά μου χτυ­
πού σε σάν σφυρl πάνω σέ μάρμαρο.
"Επειτα lYIVE ήσυχΙα κι �να παπούτσι μ έ χάιδεψε στόν ι1μο.
« Μπορείς νά σηκωθης τώρα», εlπε ό Χέημις.
Κύλησα όνάσκελα καΙ τόν κοlταξα, μετά σηκώθηκα. 'Ο "Εν­
ραϊτ ηταν ξαπλω μένος στό χαλί, μέ τό πρόσωπο γεμάτο αΤμα.
'Από τό σακκάκι του lβγαινε καπνός. Μ έ μιά δεύτερη ματιά
κατάλαβα δτι ηταν νεκρός.
«Ήταν όνάγκη νά τόν σκοτώσης; » εlπα.
«"Αν δέν τόν σκότωνα, θά σέ σκότωνε αύτός» , εlπε άδιά­
φορα ό Χέημις. « Μπορεί νά σκότωνε κι έμ ένα» .
«'Υπάρχουν κι άλλοι. Καί ό γκρούμ, στόν τέταρτο όροφο,
εΤναι κι αύτός δ ι κός τους» .
'Ο άλλος όστυφύλακας τράβηξε πρός τό όσανσέρ.
«Τούς πιάσαμε τούς άλλους», εΤπε ό Χέημις. « Π οιά ηταν ή
γυναlκα πού μάς τηλεφώνησε ; »
Τόν κοlταξα μέ lκπληξη.

161
« ΓυναΙκα ; »
« Π ώς νομ Ιζει ς δτι φτάσαμε έ δ ώ ; » εΤπε ό Χέημ ι ς έκνευρι­
σμένος. «Τηλεφώνησε μιά γυναΙκα. Π οιά ηταν;»
«Δέν �xω Ιδέα» , εΤπα. «"Ι σως καμ μ ιά ΟΟό τΙς θαυ μάστριές
μου».
'Έξη Κινέζοι όστυνο μ ι κοΙ μπή καν στό σαλόνι . Ό Χέημις
τούς μ Ιλησε γιά �να λεmό, καΙ μετά γύρι σε σέ μένα.
« Π άμε » . είπε . « Π ρέπει νά μιλήσης στόν γενι κό έπιθεωρη­
τή » .
Καθώς οΙ Κινέζοι όστυνο μ ι κοr μάζευαν δ,ΤΙ εΤχε όπομεrνει
όπό τόν Ένραϊτ, ό Χέημις κι έγώ μπήκαμε στό τζrπ πού περί­
μενε.

ιν

Έμεινα σ' �να δωμάτιο τής όστυνομ ικής διευ θύνσεως πα­
ραπάνω ΟΟό τρείς ιiιρες. Κοι μήθηκα πάνω σ' �να καναπέ. Κα­
τά τίς τέ σσερες τό πρωr, ό Χέημις, κατάκοπος KQr νυ σταλέος.
μέ ξύπνησε όπότομα.
« Ξ ύπνα», εΤπε.
Τό κεφάλι μου πονούσε όκόμη. 'Ανασηκώθηκα.
«τι τρέχει πόλι;»
«'Ο γενι κός έπι θεω ρητής θέλε ι νά σού μ ιλήση. rIaTr θέλεις
νά κοιμάσαι διαρκώς; »
Ό Μάκ Κάρθυ κάπνιζε τήν πΙπα του, καθι σμένος δίπλα στό
τσά ι του . 'Ένας όστυφύλακας �βαλε μπροστά μου �να δεύτε­
ρο φλυτζάνι, καθώς ό Χέημις όκου μπού σε πάλι στόν τοίχο καί
μ ι σοκοιμόταν όρθιος.
«Ή ναυτική όστυνομία έπιασε κάποιον πού προσπαθούσε
νά ξεφύγη μέ τή βάρκα τού "Ενραϊτι) , εΤπε ό Μάκ Κάρθ υ . « Μάς
ταλαιπώ ρησε λίγο, όλλά μετά τά εΤπε δλα».
« 'Αμερι κανός; »

1 02
« Κινέζος . . . όπό τήν Καντώνα. Μ ιά πού άσχολείσαι μέ τήν
ύπόθεση, σκέφτη κα νά σέ ένημερώσω».
« Ε ύχαρι στώ. Βρέθηκε ό Τζέφφερσον ; »
« ΝαΙ Π ρίν όπό μισή ω ρ α τόν ψαρέψα με στό λι μάνι . Φαντά­
ζομαι δτι θά ι'!θελε νά πεθάνη μέ τό πρώτο. Άλλό τόν βασάνι­
σαν πολύ πριν τόν πετάξουν στή θάλασσα. Νά τώρα πώς βλέ­
πω δλη τήν Ι στορία: Ό Τζέφφερσον ζού σε όπό τά δνομα κέρ­
δη της Τζό Άν. Μπορεί νά τήν παντρεύτηκε γιά νά της κλείση
τό στόμα, όλλά τό γεγονός εΤναι δτι ό γάμος τους !γινε λίγε ς
βδομάδες μετά τήν πρώτη συνάντηση τού Τζέφφερσον μέ
τόν Μπέλλινγκ πού,δπως ξέρε ις, �ταν Ινας όπό τού ς ι3ασι κούς
παρόγοντες της σπείρας τών ναρκωτι κών. Ό Μπέλλινγκ εΤχε
νοικιόσει τή βίλλα στόν κόλπο Ρηπόλς όπό τόν Λίν Φόν. Δέν
ξέρω δν ό Λίν Φόν !μαθε τί ρόλο rnαιζε ή βίλλα του, όλλό θό
τό μόθω κι αύτό μιό μέρα. Ή βίλλα, μέ τή βόρκα, τό λιμανόκι,
καί τήν όπομόνω σή της, προσφερόταν γιό τήν εΙσαγωγή τών
ναρκωτι κών. Άλλά ό Μπέλλινγκ κινδύνευε. Έ κδώσαμε !ν­
ταλμα συλλήψεώς του . Άποφόσισε νό φύγη γιό λίγον και ρό
στήν Καντώνα. Κόποιος δμως !ΠΡΕΠε νό μένη στή βίλλα, γιό
νό παραλαμ βόνη τό έμπόρε υ μα. "Επει σαν τόν Τζέφφερσον,
δέν θό �ταν καί πολύ δύσκολο νό πε ι στη. Τού δρεσε δλλω στε
ή πολυτέλεια. Ό Τζέφφερσον παράτησε τήν Τζό "Αν κι έγκα­
τα στόθηκε στή βίλλα, ένώ ό Μπέλλινγκ πηγε στήν Καντώνα .
"Εγινε μιό συμφωνία νό εΙσαχθούν δυό χιλιόδες ούγγιές ήρωί­
νης. 'Ένα βρόδυ, ό Μπέλλινγκ πηγε στή βίλλα νό έξηγήση
στόν Τζέφφερσον πώς θό γινόταν ή εΙσαγωγή. Τόση ήρωίνη
όξίζει μιό όλόκληρη περιουσία στό κατόλληλα χέρια. Ό
Τζέφφερσον δρχισε νό σκέφτεται δν θό μπορούσε νό τήν
κλέψη. Άλλό δέν ι'!ξερε πώς νό τή διαθέση. Καί φοβόταν καί
τήν όργόνωση. Ή ήρω ίνη έν τψ μεταξύ !φτασε κα ί όποθ η­
κεύτηκε στή βίλλα. Ό Μπέλλινγκ καί ό Τζέφφερσον πήγαιναν
μέ αύτοκίνητο στό Λέ κυ Πός, Ινα σταθμό !ξω όπό τήν Καν­
τώνα, δταν !γινε τό δ υ στύχημα. Σκοτώθηκε ό Μπέλλινγκ. Τό­
τε ό Τζέφφερσον κατάλαβε δτι αύτή �ταν ή εύκαι ρία τη ς ζω ης
του : "Ε βγαλε τό δαχτυλίδι του καί τό φόρεσε στόν Μπέλλινγκ,
τού �βαλε καί τήν τσιγαροθήκη του στήν τσέπη, καί μ ετό !βα-

6. Φέ{ιΙΤf/Ο ώrlι τlι ΧόνΥκ ΚόνΥκ 1 63


λε φωτιά στό αύτοκlνητο. Ό δρόμος ήταν lρημος. ή ώρα ήταν
τέσσερες τό πρω l, κανεΙς δέν τόν εΤδε. Γύρισε στήν βΙλλα κλέ­
βοντας �να θαλόσσιο ποδήλατο, καΙ πήρε όπό κεί τήν ήρωΙνη.
-Ι σως νά τήν πήγε στό ξενοδοχείο Ούράνια Αύτοκρατορlα.
Φαντάζομαι δτι rnEIae τή γυναίκα του νά πή δτι τό mώμα τού
Μπέλλινγκ ήταν δι κό του, όλλά δέν μπορώ νά εΤμαι βέβαιος γι'
αύτό. -Επειτα δρχισε νά κρύβεται στήν περιτειχι σμένη περιο­
χή τού Κοουλούν» .
« Γιατl;» ρώτησα.
« Γιατί δλα Ιγιναν ξαφνικά. 'Άρπαξε τήν ε ύ καιρΙα μόλις τού
παρουσιάστηκε, μά δέν εΤχε βΡiΊ όκόμη τρόπο νά διαθέση τό
έ μπόρευ μα. Ή όργάνωση δλλωστε θά εΤχε όνακαλύψει δτι τό
έ μπόρευμα έξαφανlστηκε όπό τή βlλλα. Θά κυνηγούσαν βέ­
βαια τόν Μπέλλινγκ, όλλά καΙ τό δικό του κεφόλι κινδύνευε.
-Επρεπε νά φύγη όπό τό Χόγκ Κόγκ. UΟμως έπlσημα ήταν νε­
κρός, δέν μπορού σε νά βγάλη πλαστό διαβατήριο, ήταν βλέ­
πεις καΙ όπένταρος. ΕΤχε "κολλήσει"».
« Καί ή ήρωlνη; » ρώτησα.
Ό Μάκ Κάρθυ ζάρωσε τά φρύδια.
«Φοβάμαι δτι δέν θά τή βρούμε ποτέ. 'Από τήν κατάσταση
στήν όποΙα βρέθηκε τό mώμα τού Τζέφφερσον φαντάζομαι
δτι τόν εΤχαν πεlσει στό μεταξύ νά όποκαλύψει πού τήν Ικρυ­
βε» .
« Έ κείνο πού δέν καταλαβαίνω», εΤπα, «εΤναι γιατί rnEITa
όπ' δλα αύτά ή Τζό -Αν Ικανε τόν κόπο νά κου βαλήση τό mιίI­
μα τού Μπέλλινγκ στόν πατέρα τού Τζέφφερσον» .
«-Ε πρεπε νά φύγη όπό τό Χόγκ Κόγκ. Δέν εΤχε λεφτά. Φέρ­
νοντας τό mώ μα στήν 'Αμερική, θά Ιπαιρνε τά Ιξοδό της όπό
τόν γέρο Τζέφφερσον, Γσως καί κάτι παραπάνω ll .
« Μ μ μ μ ... μπορεί. Κ α ί ό 8όγκ;1ι
«Ήταν της όργανώσεως κι αύτός. 'Αλλά Ικανε τό λόθος νά
πάη μέ τόν Τζέφφερσονll .
«Ή ρθε νά μέ συναντήση στό όεροδρόμιο. Π ώς fιξερε δτι
έρχόμουν; Κόποιος πρέπει νά τού τό εΤχε όναγγείλει, όλλά
ποιός; Ή δουλειά του ήταν νά μέ κρα τά μακριά όπό τόν
Τζέφφερσον καΙ σχεδόν τά κατάφερε. Άν δέν ηταν ή Λεϊλό.

1 64
δέν θά κατέληγα ποτέ στόν -Ενραϊτ» .
«θά θέλη τώρα τό mώμα τού γιού του ό γέρο Τζέφφερ­
σον;.
«·Υποθέτω. Θά μιλήσω στόν Ο ύ Ιλκοξ. στό ιΊμερι κανι κό
προξενείο γιά τή διαδικασΙα της όποστολης. Βρέθηκε τό πτώ­
μα τού Βόγκ;»
«Ψάχνουμε ιΊκό μ η στά νερά. ' Ο Κ ινέζος πού πιάσαμε εΤπε
δτι πέταξαν καΙ τά δυό mώματα στό !'διο μέρος».
Τόν κοlταξα μέ θαυμασμό.
« ΕΤστε καταπληκτικός». εlπα. «Αύτός ό Κινέζος πού πιάσα­
τε φαΙνεται κελάιδησε σάν πουλάκι».
'Ο Μάκ Κάρθυ έξυσε τή μ ύτη του μέ τήν πΙπα του .
«οι Κινέζοι δ έ ν χωνεύονται μεταξύ τους. Στήν ιΊρχή τόν
κράτησαν στή ναυτι κή ιΊστυνομ lα. Κόντεψε νά σκοτώση �να -
δυό ιΊστυνο μ ι κούς μέ σουγιά. -Επειτα μας τόν παρέδωσαν».
« Κα ί τόν καλμάρατε τόσο εύ κολα;»
Δέν άπάντησε. Δέν ι'jθελε νά τόν θαυμάζουν τόσο ιΊνοιχτά.
«Αλήθεια». εΤπε ιΊλλάζοντας θέμα. «ξέρετε τΙποτα γιό �ναν
Κινέζο. πού βρέθηκε σκοτωμένος στό ΣΙλβερ Μάιν; Εlχε χτυ­
πηθη μέ δπλο Λή -Ενφηλντ στό κεφάλι» .
« Μπά; - Εχ ω ν ά δώ τέτοιο δπλο όπ ό τότε π ο ύ ι'jμoυν στό
πεζικό».
«Δέν εΤπα δτι τόν σκοτώσατε έσείς. Βγήκατε έξω τό ιΊπό-
γευμα;ιι
« Κατά σύ μmωση. ναΙ. π ηγα νά δώ τού ς καταρράχτες».
« ' Ε κεί βρέθηκε τό mώμαι .
« Εlναι ιΊσυνήθιστο αύτό;»
«Δέν ιΊκούσατε πυ ροβολισμούς;»
« Καθόλου» .
'Ο Μ ά κ Κάρθυ μέ λοξοκοlταξε. μ ετά σήκωσε τού ς ώμους.
«-Η μουν βέβαιος δτι δν ξέρατε κάτι. θά μας τό λέγαΤΕ» .
«ΧωρΙς ιΊμφιβολlα».
Σωπάσαμε γιά λΙγο. ένώ ό Χέημις έβγαζε τήν πΙπα του καΙ
τή γέμιζε.
«'Ο -Ενραϊτ εΤχε μιά ιΊδελφή». εΤπε ό Μάκ Κάρθυ. « Π ολύ δ­
μορφη γυναlκα. Μ ήπως ξέρετε πού βρΙσκετα ι ; 1ι

1 65
« Στή βΙλλα, φαντόζομαl, στό κρεβότι της, έκεί πού θό ι'\θε­
λα νό εΤμαl κι έγώ» .
«Δέν εΤναl . . . ψόξαμε. Πότε τήν εΤδατε γιό τελευταΙα φορό ; »
« Στό φέρρυ μπώτ, πηγαΙνοντας στό ΣΙλβερ Μόιν. Π ήγαινε
τρόφιμα σέ μιό γριούλα. Ταξιδεύαμε μαζΙ».
«Δέν τήν εΤδατε �KToτε ; »
«Δέν μπορώ νό π ώ κότι τέτοιο».
« Μ πορεί νό ηταν αύτή ή γυναΙκα ποδ μας τηλεφώνησε δτι
ό "Ενραϊτ ηταν στό δωμότιό σας» .
« Μ πορεi. "Εχει καλή ψυχή» .
Ό Μόκ Κόρθυ χαμογέλασε ξαφνικό.
« "Ελα, τώρα, Ρόυαν. Μόθαμε γι' αύτή. Τή λένε Στέλλα
Μαίη Τόυ σον. "Ε κανε στρΙπ-τήζ στή Σιγκαπούρη. Ή ρθε έδώ
μέ ψεύτι κο διαβατήριο» .
«Λοιπόν; »
«'Όταν τηλεφώνησε παρακολουθήσαμε τή γραμμή. Τό τη­
λεφώνη μα έρχόταν κατευθεΙαν όπό τό μπόνιο τού διαμ ερί­
σματός σου . Τήν εΤχαν δεί νό όνεβαΙνη στό δωμότιό σο υ κατό
τΙς δέκα. Φαντόζομαl δτι θό εΤναl όκόμη έκεί» .
« Μ πορεί. . . Έλπίζω », εΤπα. « Μού �σωσε τή ζωή. Τί θέλετε
νό κόνω . Νό σας τήν παραδώσω;»
«Δέν εΤναl σωστό νό λές ψέματα στήν όστυνο μ ία», εΤπε ό
Μόκ Κόρθυ καθαρΙζοντας τήν πΙπα του . « 'Αφού δμως σού �­
σωσε τή ζωή καί μας βοήθησε νό διαλύ σου μ ε τή σπείρα, νο­
μ ίζω δτι μπορο ύ μ ε νό τήν ξεχόσου με. Πές της δτι δν φύγη μέ­
χρι αύριο τό βρόδυ, δέν πρόκειται νό τήν ένοχλήσουμε. Τ"'ς
δΙνουμε εΤκοσl τέσσερες ιΙιρες και ρό» .
« Ε ύχαριστώ», εΤπα. « Φεύγω κι έγώ. Δέν μπορώ νό κόνω τί­
ποτα δλλο έδώ. Π ρέπει νό βρώ ποιός σκότωσε τή γυναίκα τού
Τζέφφερσον. Π ρέπει νό εΤναl στήν Πασαντένα . Μ έ δσα έμα­
θα έδώ, θό μπορέσω νό βρώ τόν δολοφόνο. Μπορώ νό σας
χαιρετήσω τώρα ; »
« Ό κέυ», εΙπε ό Μ ό κ Κόρθ υ.
«Τώρα θό πόω στό ξενοδοχείο νό κοιμηθώ λίγο».
«Άν αύτή ή κοπέλα βρΙσκεταl όκόμη στό δω μότιό σο υ , δέν
πρόκειται νό κλείσης μότι», εΤπε πονη ρό ό Μόκ Κόρθυ .

1 66
«Τό μυαλό σου πηγαlνε ι διαρκώς στό πονηρό» , εΤπα. «Δέν
μέ στέλνετε πlσω μέ α ύτοκlνητο ; »
Ό Μ ό κ Κόρθυ γύ ρισε πρός τόν Χέημ ις.
«Στείλε τον πlσω μέ αύτο κlνητο. Β ιόζεται . . . ».
Γύρι σα στό ξενοδοχείο « Ρ ηπόλς Μπαlη» μόλις χόραζε. Π ή­
ρα τό κλειδl όπό �ναν δλλο χαμογελαστό Κ ινέζο, καΙ όνέβηκα
στό δω μότιό μου.
Τό φώς ηταν όναμμένο. Ή Στέλλα κοιμόταν σέ μιό πο­
λυθρόνα. Μόλις μπήκα, τινόχτηκε όρθή. Μέ κοlταξε φοβισμέ­
νη.
« ' Η σύχασε», εΤπα κλειδ ώνοντας τήν πόρτα . « Μ ή φοβδσα ι » .
« τ r �γινε ; » εlπε. «"Ακουσα πυ ροβολι σμούς. Σκέφτηκα δτι
μπορεί νό σέ σκότωσαν . . . » .
« Σ ' εύχαριστώ γ ι ό δ,ΤΙ �Kανες γιό μένα», εΤπα.
«"Ε πρεπε νό τό κόνω. Φοβόμουν δτι μπορεί νό μέ δκουγε
πού τηλεφωνού σα » .
«Λοιπόν, ι'ι έπιθ υ μ lα σ ο υ �γινε. Μπορείς ν ό φύγης γιό τήν
'Αμερική σέ efKOOI τέσσερες ι1ρες. Θό σού κόνω τό �ξoδα. Ή
όστυνομlα δέν θό σέ πειρόξη. Νό χρησιμοποι ήσης τό διαβα­
τήριό σου. Τό �xεις;»
'Αναστέναξε.
« Ν αΙ. ΚαΙ ό Χόρρ υ ; »
«Ήταν δτυχος. Ο Ι όστυνομ ι κοl ξέρουν καλύτερο σ η μ ό δ ι όπ'
αύτόν. "Αλλωστε δέν θό τήν δντεχε τήν φυλακή».
, Ανατρlχιασε.
« Σκοτώθηκε;»
« Ν αΙ. Τώρα νυστόζω. Θό κόνω �να μπόνιο καΙ θό κοι μηθώ.
Π όρε έσύ τό κρεβότι. Έγώ θό βολευτώ στόν καναπέ» .
Κλεlστηκα στό μπόνιο καΙ �Kανα ντούς. "Ενι ωθα πόλι γέρος
καΙ τσακισμένος. Φόρεσα τήν πυτζόμα μου καΙ βγή κα όπό τό
μπόνιο.
Μ έ περlμενε. ΕΤχε βγόλε l τό ρούχα της κα Ι εΤχε ξαπλώσει
στό κρεβόη. Κοιταχτή κα με, �πειτα μού δπλωσε τό χέρια της.
Μ έ κρατού σε όκόμη στήν όγκαλιό της. λlγη ωρα όργότερα, δ­
ταν μέ πήρε ό ϋπνος.

1 67
Κ Ε ΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

·Ολα έδώ μοΟ φαΙνονταν πόλι τόσο γνωστό ... r'ι μ υ ρουδιό
τού Ιδρώτα, τού όποσμητικού καΙ τού φόβου. Ό πρόσινος διό­
δρομος, τό βαρειό βήματα, ΟΙ όστυνομικοl μέ τό κρεμασμένα
μούτρα ...
Σταμότησα μπροστό στήν πόρτα τού έπιθεωρητη Ρέτνικ
καΙ χτύπησα.
Μ ιό φωνή εΤπε κότι. Έ σπρωξα τήν πόρτα καί μπΙ;κα. Ό
Ρέτνικ καθόταν στό γραφείο του. Ό όρχιφύλακας Πόλσκι
όκου μπού σε στόν τοίχο μασώντας τσΙκλα.
Στήλω σαν κι ΟΙ δυό τό βλέ μμα τους έπόνω μου. ·0 Ρέτνι κ
σηκώθηκε δρθιος καΙ χτύπησε τήν παλόμ η του στό στυπό­
χαρτο.
« Καλώς τό δεχτήκαμε l » εΤπε. «Αύτό θ ό πΙ; έ κπληξη ! "Αν ή­
ξερα πώς θό έρχόσουν, θό εΙδοποιούσα τή μουσική 'Τού Δή­
μου ... Κότσε. Π ώς σού φόνηκαν ΟΙ Κινέζες τού πεζοδρομlου ; »
«Δέν πρόλαβα ν ό τ Ι ς μελετή σω», εΤπα. « ΕΤχα πολλή δου­
λειό. Βρήκατε τόν δολοφόνο; »
Ό Ρέτνικ έβγαλε τήν που ροθήκη του, έβαλε ένα πούρο στό
στόμα του. Δέν μού πρόσφερε.
«"Οχι όκόμ η ... έσύ; "Εχεις τΙποτα; »
«"Ι σως... ».
"Αναψε τό πούρο συνοφρυωμένος.
« Ψόχνουμε όκό μ η γιό τόν Χ4ρντγουϊκ. τι βρΙ;κες έ σ ύ ; »
«Τό πτ ώ μ α π ο ύ έφερε έδώ r'ι Τζό "Αν δ έ ν ηταν τού Χέρμαν
Τζέφφερσον» .

1 69
, Αύτό τόν τόραξε. Π νΙγηκε μέ τόν καπνό τού πούρου του, τό
μότια του δόκρυ σαν όπό τόν βηχα, καΙ � βγαλε Itva μαντήλι νό
σκουπlση τή μ ύτη του .
«Άκουσε, παλληκόρι μ ο υ » , εΤπε καθ Ιζοντας πόλι στήν κα­
ρέκλα του άνετα, «άν μού λές παραμύθια, θό βρης τόν μπελό
σου Ι »
« ' Ο Χέρμαν Τζέφφερσον», εlπα, «σκοτώθηκε προχθές. Τόν
πέταξαν στή θόλασσα �ξω όπό τό Χόγκ Κόγκ. Τόν ψόρεψε ιΊ
βρεταννική όστυνομ lα. Τό mώ μα του θό �ρθη όεροπορι κώς
στό τέλος της έβδομόδας».
« Κύριε έλέ η σον ! ΚαΙ ποιόν θόψαμε έδώ ; »
«Δέν τόν ξέρεις . . . Itνσν Φ ρόνκ Μπέλλινγκ, "Αγγλο, λαθρέμ­
πορο ναρκωτι κών».
« ΕΤδες τόν γέρο Τζέφφερσον;»
« "Οχι όκόμ η . Σού �Kανα τήν τι μή νό σέ έπι σκεφθώ πρώ­
τον».
'Ο Ρέτνι κ κοlταξε τόν Π όλσκι, πού τού �ριξε μιό ματιό χωρίς
περιεχόμενο, καΙ μετό κοίταξε κι έμένα μέ τόν Τδι ο τρόπο.
« Π ές τα δλα, παλληκόρι μου», εΤπε ό Ρέτνι κ. «'Όλα. Θό τό
γρόψου μ ε . Π ε ρΙμενε ».
Σήκωσε τό τηλέφωνο καί ζήτησε στενογρόφο. Δόγκωνε
νευρικό τό πού ρο του, ω σπου νό �ρθη ό γραμ ματέας.
Ήταν Itνας νεαρός όστυνομι κός πού κόθησε λΙγο πιό πέρα
μ' Itva μεγόλο μπλόκ καΙ μέ τό αύτιό του τεντω μένα.
«Λέγε, παλληκόρι μου», εΤπε ό Ρέτνι κ. « Κρεμόμαστε όπό τό
χε Ιλη σου . Θό έλέγξω κόθε λέξη πού θό πης. Κι δν εΤναι ψέμα­
τα, θό πρέπει νό σέ λυπηθη ιΊ μόνα πού σέ γέννη σε».
«"Ασε πιό τΙς βλακείες Ρέτνικ», εΤπα �ξω φρενών. « ' Ο
Τζ l φφερσον περιμένει τήν ωρα ν ό σ έ τακτοποιή ση, καί τ ό f­
διο περιμένω κι έγώ » .
'Ο Πόλσκι �παψε ν ' όκου μπό στόν τοίχο καΙ �μεινε στητός
σόν κολώνα, έμβρόντητος. 'Ο νεαρός όστυφύλακας γού ρλω­
σε τό μότια του �ντρoμoς. Π ρΙν όρμήση έπόνω μου ό Πόλσκι,
ό Ρέτνικ εlχε σηκωθη καΙ τόν κρατούσε μέ τό ζόρΙ.
«Σκόσε έσύ», εΤπε σέ μένα, « καΙ σύ Πόλσκι κότσε φρόνι μα.
Δέν θέλω φα σαρΙες έδώ μέσα» .

1 70
Μαλόκωσε πόλι.
« Π αλλη κόρι μου, νό μέ συ μπαθδς. Τό παΙρνω πΙσω αύτό
πού εlπα. Άλλό μ ήν εlσαι τόσο ευαΙσθητος, διόβολε l Λέγε . . . »
Τούς τό διηγή θ η κα δλα έκτός όπό μιό λεmο μέρεια. 'Ότι εΤ­
χα γυρΙσει στή Ν έα 'Υόρκη μαζl μέ τή Στέλλα. Άλλό έδώ εΓχα­
με χωρΙσει. Λυπηθήκαμε πολύ όλλό δέν γινόταν όλλιώς. της
tδωσα καΙ διακόσια δολλόρια γιό νό όρχίση μιό νέα ζωή -
όπό δ ι κό μου λεφτό καΙ δχι τού Τζέφφερσον. Δέν εΤχε νόημα
νό συνεχΙσου με τή σχέση μας. Άνή καμε σέ διαφορετι κούς
κόσμους. Μ έ ευχαρΙστη σε μέ �να μελαγχολικό χαμόγελο καί
μέ όποχαι ρέτη σε. Δέν τήν ξαναείδα ποτέ πιό.
'Όσο μιλούσα, ό Ρέτνι κ κόπνισε δυό πού ρα. Στό τέλος εΙπε
στόν στενογρόφο νό δακτυλογραφήση τήν όφήγησή μου καί
tστειλε καΙ τόν Π όλσκι περΙπατο. 'Όταν μεΙναμε μόνοι, εΙπε :
« ΚαΙ δμως, δέν ξέρεις όκόμη γι ατί σκότωσαν τήν Κινέζα
στό γραφείο σου, t ; »
«Όχι».
«Δέν ι'\θελα νό ι'\μουν στή θέση σου . . . Π ώς θό πης τώρα
στό γέρο δτι ό γιός το υ ηταν λαθρέ μπορος ιΊρωΙνης; »
«Δέν εΤσαι στή θέση μου».
« Π ρέπει νό όνοΙξο υ με τό φέρετρο» , εΤπε ό Ρέτνικ όνόβον­
τας τρΙτο πούρο. «01 έφημερΙδες θό όργιόσουν πόλll) .
Έπιτέλους μ ο ύ δπλωσε τ ό πακέτο μέ τό πού ρα.
«Δέν θέλω », εΤπα. « Π ροτι μώ νό πόθω καρκίνο όπό τσιγό­
ρα» .
« Π ολύ καλό. Ρόυαν, βασΙζομαι σ έ σένα. "Επρεπε Γσως νό
όνοΙξω έκείνο τό φέρετρο πρΙν τό θόψουν. Τώρα πρέπει νό
δώση τήν tγκρι σή του ό γέρο Τζέφφερσον - κι δς μήν εΤναι
ό γιός του μέσα » .
« Θό τ ο ύ μιλήσω έγώ», εΤπα.
« Θό περι μένω νό μού τηλεφωνήσης. Μ όλις σο ύ πη τό
όκέυ, θό τό όνοΙξω όμέσως».
« Έντόξε ι » .
« Καί ν ό θυμάσαι, Ρόυαν, είναι πόντοτε καλό ν ό tχης �να
φίλο στήν όστυνομ lα, νό τό θ υ μά σαι».
«'Ό σο μέ θυ μάσαι έσύ, θό σέ θυ μάμαι κι έγώ » .

1 71
Τόν δφη σα νά μέ κοιτάζη άνήσυχος καΙ πηγα στό γραφείο
μου. "Η θελα νά δώ δν βρι σκόταν άκόμη στή θέση του . 'Από
έκεί θό τηλεφωνούσα στήν Τζάνετ Ούέστ γιά νό κλεΙσω ραν­
τεβού μέ τόν γέρο.
Στόν διάδρομο τού γραφεΙου μου, δκουσα τή βαρειό φωνή
τού ΤζαΙη ΟύαΙηντ νό ύπαγορεύη στό μαγνητόφωνο. Ξεκλεί­
δωσα τήν πόρτα μου, καΙ βρηκα �να σωρό γράμ ματα στό πά­
τωμα. Τό σήκωσα καΙ τό όκού μπησα δλα πόνω στό σκονι σμέ­
νο γραφείο μου. "Ανοιξα τό παράθυρο γιό νό όνανεωθη ό άέ­
ρας, διόβασα δυό-τρΙα γρό μματα, τό μόνα πού δέν ηταν δια­
φημΙσεις καΙ μετό κάθησα στό τηλέφωνο.
πηρα τόν όριθμό τού ΟύΙλμπουρ Τζέφφερσον. "Επειτα άπό
�να λεπτό άκού στηκε r'ι φωνή της Τζόνετ.
« ΕΤμαι r'ι γραμματε ύς τού κυ ρΙου Τζέφφερσον. Ό κύριος
Ρόυαν;»
« ΝαΙ Μ πορώ νό δώ τόν κύριο Τζέφφερσον;»
« ΚαΙ βέβαια. Έλάτε κατό τΙς τρείς τό άπόγευμα».
« Π ολύ καλό».
« Β ρήκατε τΙποτα;»
Ή φωνή της Ιδειχνε κάποια άγωνΙα.
«Θό Ιλθω στΙς τρείς», εΤπα κι Ι κλει σα τό τηλέφωνο.
"Αναψα �να τσιγόρο καΙ δπλωσα τά πόδια μου πόνω στό
γραφείο. Σκεφτόμουν τό Χόγκ Κόγκ μέ κόποια νοσταλγία,
παρ' δλα τό βόσανα πού τρόβηξα έκεί.
Ξαφνικό Ινιωσα πείνα. Θυμήθηκα τόν Σπάρροου. Κατέβη­
κα γοργά νό φόω �να σάντουϊτς καΙ καφέ καΙ νό τόν έντυπω­
σιόσω μέ τΙς περιπέτειές μου. Μ ι σή ώρα τού μιλο ύ σα γιά τΙς
κοπέλες τού Χόγκ Κόγκ. Ό Σπάρροου δέν εΙχε τή δ υ σπιστΙα
τού Ρέτνικ. Π Ιστευε τά πόντα καΙ ηταν Ιξοχος άκροατής.
"Επε ιτα πηγα στό σπΙτι μου. ΞυρΙστηκα, πλύθηκα, δλλαξα,
καΙ σέ λΙγο ξεκΙνησα γιά τό σπΙτι τού Τζέφφερσον. Μ ο ύ δνοιξε
ό γνωστός σιωπηλός ύπηρέτης καΙ μέ πηγε κατευθεΙαν στό
γραφείο της Τζάνετ Ο ύ έστ.
Σηκώθηκε νά μέ ύποδεχτη καΙ μού χαμογέλασε, όλλά μόνο
μέ τό χεΙλη, όχι μέ τά μάτια.
« Καλώς όρίσατε, κύ ριε Ράυαν», ε1πε. « Καθηστε».

1 72
Ό ύπηρέτης έξαφανΙστηκε σάν τό φόντασμα τού 'Άμλετ.
Μ ε Ιναμ ε μόνοι, ι'ι Τζάνετ κι έγώ.
« Π εράσατε καλά στό ταξΙδι; Ό κύριος Τζέφφερσον θά σάς
δη σέ δέκα λεmά» .
« Πέρασα πολύ ώραία», εΙπα. « ΚαΙ όνακάλυψα �να σωρό
πράγματα. UQπως αύτό» .
"Ε βγαλα τή φωτογραφlα τού Μ πέλλινγκ πού μού εΤχε δώ­
σεΙ.
« Μού εΓπατε δτι αύτός ηταν ό Χέρμαν Τζέφφερσον» .
Τ ι'ιν κοίταζε πολλή ω ρα, �πειτα μού �ριξε �να κοφτερό
βλέ μ μα.
« Ναί, ξέρω», εΙπε.
"Ε σκυψε τό κεφόλι .
« Θά τή δείξω στόν κύριο Τζέφφερσον καΙ θά τού πώ τΙ μού
εΤπατε» ,
«Φαινόταν �ρεμη. Ιάν νεκρή.
« Π έθανε ό Χέρμαν; » εΙπε.
« ΝαΙ. Τώρα εΙναι νεκρός» .
Τήν εΙδα ν' άνατριχιάζη. Ή ταν κατάχλωμ η καί μ ιλού σε μέ
κάποια δυ σκολία.
«Τί συνέβη;» ρώτη σε.
«Τό ξέρατε δτι ηταν μπλεγμένος στά ναρκωτι κά; »
« ΝαΙ . . . ».
«Τό πλήρω σε άκριβά. Π ρόδωσε τή συμ μορία γιά νά κάνη
μόνος του τό λαθρε μπόριο. Έσείς πώς τό ξέρατε; »
«"Ω, μ ο ϋ τ ό εΙπε αύτός. ΕΙχα, βλέπετε, τήν άνοησία ν ά τόν
έρωτευθώ. Π ολλές γυναίκες τρελα!νονται γιά άχρ η στους άν­
τρες».
« Γιατ! μού δώσατε αύτή τή φωτογραφΙα; ΓιατΙ εΓπατε ψέ­
ματα ;»
«"Η θελα νά προστατε ύ σω τόν κύριο Τζέφφερσον. ΕΙναι ό
πιό �ντι μoς καΙ όγαθός άνθρωπος πού ξέρω. Δέν �θελα νά
όποκαλυφθη ι'ι όσχολΙα τού γιού του ».
« Πού βρήκατε τή φωτογραφΙα;»
« Μού τήν �στειλε ό Χέρμαν. Ιέ μένα �γραφε πιό συχνά
όπό δσο στόν πατέρα του . Τόν όγαπούσα. Μπορεί νά σάς έ-

1 73
χουν πεί κιόλας γι' α ύτό. Έ μεινα tγκυος όπ' αύτόν. Συχνό μού
tστελνε φωτογραφlες όντρών καΙ γυναικών όπό τό Χόγκ
Κόγκ. Μού tστειλε καΙ τή φωτογραφlα τού Μ πέλλινγκ, γρό­
φοντας δτι θό tKavav μαζl μιό δουλειό. Μού ε1χε γρόψει δτι
�ταν μπλεγμένος σέ μιό όργόνωση ναρκωτι κών, Μού tγραψε
όργότερα δτι ό Μπέλλινγκ πέθανε, μό ι'! όργόνωση, ε1πε, πl­
στευε δτι αύτόι; ήταν ό νεκρός . . . Ε/πε δτι ι'! γυν(1 ίκα του θό �­
φε ρνε τό mώμα τού Μπέλλινγκ έδώ. Ήταν ό μόνος τρόπος νό
πει σθούν έκεί δτι �ταν πραγματικό νεκρός ό Χέρμαν καΙ νό
πόψουν νό τόν κυνηγούν. ΚαταλαβαΙνετε, δέν περίμενα δτι θό
�πεφτε τόσο πολύ χαμηλό. ΚαΙ δέν "θελα νό τό μόθη ό κύριος
Τζέφφερσον». '
Δέν εΤπα τΙποτα. Συνέχισε:
« Μ ού tδωσε τή διεύθυνση ένός Κινέζου πού τόν tλεγαν
Βόγκ Χόκ Χό. Μού ε1πε νό τού γρόψω δν συνέβαινε τΙποτα,
'Όταν σκοτώθηκε ι'! γυναlκα του καΙ όποφόσισε ό κύριος
Τζέφφερσον νό στε Ιλη έσάς στό Χόγκ Κόγκ, tγραψα στόν
Βόγκ Χόκ Χό. Δέν "θελα νό μόθη ό κύ ριος Τζέφφερσον τίπο­
τα» ,
«Τώρα δ μ ω ς πρέπε ι ν ό μ ό θ η τ ό πόντα» , ε1πα,
"Ε σκυψε μπροστό μέ όγωνΙα,
« Μό γιατl; Γιατl νό μήν πεθόνη πιστεύοντας δτι ό γιός του
ηταν τΙμιος;»
«Δέν γίνετα ι πιό. Ή όστυνομία θό έξετόση τό φέρετρο, Ή
ύπόθεση αύτή όφορά τό δημόσιο συμφέρον» ,
Ό ύπηρέτης φόνη κε ατήν πόρτα:
« ' Ο κύριος Τζέφφερσον σάς πε ριμένει, κύριε. Άκολου θη­
στε με, παρακαλώ» ,
' Ο Oύlλμπoυρ Τζέφφερσον βρι σκόταν στήν Τδια θέση. σόν
νό μήν ε/χε κουνη θη καθόλου όφ' δτου τόν εΙχα δεί γιό τελευ­
ταΙα φορό. Μέ ύποδέχτηκε εύγενι κό καί μού tγνεψε νό καθή­
σω κοντό του .
«Λοιπόν, ν έ ε μ ο υ , ω ατε ξαναγύρι σες, �; Λέγε τΙ βρη κες; »
« Πολλό πρόγματα» , ε1πα, «δχι δμως καΙ τόσο εύχόρ ι στα » .
"Ε με ινε λίγο σκεφτι κός, μετό σήκωσε τούς ώμους.
({Λέγε» , εΤπε,

, 74
Τού τό εΙπα. Π ροσπόθ η σα νό καλύψω κόπως τήν Τζόνετ,
καί δέν τού εΙπα πώς πέθανε ό γιός του. ΕΙπα όπλώς δτι ή
ό στυνομία βρήκε τό πτώμα στή θόλασσα.
Μέ δκουγε σιωπηλός χωρίς νό διακόπτη.
« Καί τώρα ; » εΙπε τέλος.
«Ή όστυνομία θέλει νό όνοίξη τό φέρετρο», εΙπα.
«Σύ μφωνοι . Πόρτε τό κλειδί όπό τήν μίς Ούέση) .
Σώπασε πόλι "Εσκυψε τό κεφόλι, μου ρμούρισε:
«Δέν τό περίμενα ποτέ ... "Ε μπορος ναρκωτικών . . . Τό πιό σι­
χαμερό πρόγμα τού κόσμου ... ».
Δέν μ ίλησα.
« Καλύτερα πού πέθανε» , εΙπε σκληρό. « Καί ή γυναίκα του ;
Βρή κατε ποιός τ ή σκότωσε; » .
« "Οχι όκόμ η . Θέλετε ν ό συνεχίσω τήν �ρευνα ; »
« Ν αί. "Αν θέλης χρή ματα, θ ό σ ο ύ δ ώ σ η ή μίς Ούέστ» .
« Κύριε Τζέφφερσον», εΙπα, «θέλω νό σάς ρωτήσω κότι.
Τώρα πού πέθανε ό γιός σας, ποιός θό σάς κληρονομήση ; »
Ξαφνιόστη κε.
«τι σέ νοιόζει;»
« ΕΙναι πολύ μ υ στικό; "Αν ναί, νό μ έ συγχωρητε».
Κούνησε όνήσυχα τό γέρικα χέρια του πόνω στό γόνατό
του .
« "Οχι κ α ί τόσο μυ στι κό. Άλλό γιατί ρωτάς; »
«"Αν ζού σε ή γυναίκα το ύ Χέρμαν θό τήν γρόφατε στήν
κληρονομιό;»
Καί βέβαια. Θό maι pve τό μερίδιο τού Χέρμαν».
« Μ εγόλο ποσό; »
«Τή μ ι σή περιου σία μου ».
« ΚαΙ τήν δλλη μ ι σ ή ; »
« Ή μ ί ς Ούέστ».
«'Ώστε τώρα θό τήν πόρη δλη ; »
Μέ κοlταξε σκεφτι κός.
«Αύτό εΙναι προσωπικό ζητή ματα», εΙπε. « Γιατί εΙστε τόσο
περΙεργος;»
« Γι ' αύτό μέ πληρώνετε, κύριε Τζέφφερσον. Γιό νό ρωτώ ».
« Π ολύ καλό. Τώρα ή μ Ις Ούέστ θό κληρονομήση δλη τήν

1 75
l ιεριου σlα μου».
« Θά τά ξαναπού μ ε, κύριε Τζέφφερσον».
Τόν χαιρέτησα ευγενικά καΙ �φυγα. Περνώντας άπό τό γρα­
φείο της Τζάνετ, τη ς ζήτησα τό κλειδl τού οΙκογενειακού τά­
φου καΙ μού τό �δωσε. Ήταν άκόμη πιό ψυχρή μαζl μου. της
έξήγησα δτι τά εΙπα δλα στό γέρο, χωρΙς δμως νά τήν έκθέσω.
«Τώρα πρέπει νά βρώ τόν δολοφόνο της Τζό "Αν», πρόσθε­
σα.
« "Ω, καΙ τΙ θά κάνετε γι' αυτό;»
« Π ρέπει πρώτα νά βρώ τά έλατήρια τού φόνου . ΚαΙ νομlζω
δτι τά �xω βρεΙ .. Τώρα, θά άναζητήσω τόν δράστη ... »
Μέ κοlταζε άνέκφραστη. Ό ύπηρέτης μέ συνόδεψε ώς τό
αυτοκlνητό μου. Καθώς δναβα τή μηχανή, εΙδα τά κου ρτινά κια
στό παράθυρο της Τζάνετ ουέστ νά σαλεύουν.
Μέ κοlταζε πού �φε υγα.

11

Ό Ρέτνικ καΙ ό Πάλσκι μπηκαν μαζί μου στό νεκροταφείο.


Φτάσαμε σέ �να μεγάλο μαρμάρινο οΙκογενειακό τάφο. "Εδω­
σα τό κλειδί στόν Π άλσκι.
Αυτός προχώρησε ώς τήν πόρτα τού τάφου καΙ έτοι μάστη­
κε νά τήν άνοΙξη. Έ βαλε μιά φωνή:
«Έ ! ·Εδώ μός πρόλαβαν ! Κάποιος ηρθε πρΙν ΟΟό μός».
Ή κλει δαριά ηταν σπασμένη. Σ' �να σημείο φαινόταν καθα­
ρά δτι εΙχε χρησι μοποιηθη λοστός.
« Μ ήν άγγΙζης τΙποτα», εΙπε ό Ρέτνικ. « Νά δούμε πρώτα » .
Μέ τ ό φακό τ ο υ φώτισε τ ό έσωτερικό τού τάφου . Τέσσερα
φέρετρα ησαν τοποθετη μένα στά πέτρινα ράφια. Τό τελευ ­
ταίο ηταν άνοιχτό. Κ α Ι τ ό καπάκι του ηταν όρθιο στόν τοίχο.
Πλησιάσαμε καΙ κοιτάξαμε μέσα. Έκτός ΟΟό �να βαρύ κομ­
μότι μολύβι, τό φέρετρο ηταν δδειο.

1 76
« Π ή ραν τό πτώμα ! » εΙπε ό Πάλσκι.
« Κύριε έλέησον ! » tKoνE ό Ρέτνι κ.
« Μπορεί καΙ νά μήν ύπήρχε κανένα πτώμα», εΙπα.
Μέ κοίταξε γεμότος θυ μό.
«Tf θές νά πης; Tf ξέρεις καΙ τό κρατας γιά τόν έαυτό σου ; »
«Σού εΤπα δλα δσα ξέρω. Άλλά txw κ α Ι μ υαλό. ΚαΙ τ ό χρη-
σιμοποιώ ... »
« Ν ά πάρετε τό φέρετρο ατήν άατυνομΙα καΙ νά τό έξετάσε­
τε», διέταξε ό Ρέτνικ τόν Πάλσκι.
Βγήκε όπό τόν τάφο, καΙ μέ όκολούθησε ατήν tξοδο, ένώ ό
Πόλσκι καλού σε τή διεύ θυνση μέ τό ραδιοτηλέφωνο τού πε­
ριπολικού πού μας εΙχε φέρεΙ.
« Κα Ι τώρα λέγε », εΤπε.
« ΕΙναι πολύ όπλό», όπάντησα. «Τό πτώμα τού Μπέλλινγκ
εΤχε γΙνει κάρβουνο. ΓιατΙ νά τό κλέψη κανεΙς; . Επομένως μ έ­
σα ατό φέρετρο δέν ύπήρχε τό πτώμα τού Μπέλλινγκ. Άλλό ,
δπως ξέρουμε, ούτε καί τό πτώ μα τού Τζέφφερσον. Τό φέρε­
τρο ηρθε δδειο l Μέ τό μολύβι γιά βάρος».
« ΚαΙ ποιός "θελε νά τό όνοΙξη λοιπόν;» tKaVE ό Ρέτνικ.
« ΓιατΙ;»
«Αύτό όναρωτιέμαι κι έγώ ll. εΤπα.
ΚαΙ ξαφνικά ή όλήθεια tλαμψε ατό μ υαλό μου.
« ΕΙμαι ι'!λίθιος ! » φώναξα. « Φ υ σ ι κά ! Tf δλλο μπορούσε νά
εΤναι l ΕΤναι τόσο όπλό, καΙ δμως δέν τό σκέφτη κα άπό τήν άρ­
χή . . ιι .
.

«Tf tπαθες καΙ φωνάζεις; » εlπε ό Ρέτνι κ.


« Μ έσα ατό φέρετρο ηταν ή ήρω Ινη ! » εΤπα. «Δυό χιλιάδες
ούγγιές. Ή καλύτερη κρύπτη l 'Ο καλύτερος τρόπος νά τό φέ­
ρη κανεΙς έδώ όπό τό Χόγκ Κόγκ».
' Ο Ρέτνικ μέ κοΙταζε κατάπληκτος.
« Έπιτέλους». εΤπε, « μας ηρθε μιά καλή Ιδέα ! »
« ΕΤναι τόσο άπλόll. εΙπα πάλι. « ' Ο Τζέφφερσον εΤναι άπο­
κλε ισμένος ατό Χόγκ Κόγκ. Έχει τήν ήρωΙνη, άλλά δέν μπορεί
νά τή δια θέση. Σκέφτεται τό κόλπο μέ τό φέρετρο. Στήν όρχή
τοποθετεί μέσα τό πτώμα τού Μπέλλινγκ. γιά νό ξεγελά σ η τόν
tλεγχο aτό άμερι κανι κό προξενείο. Μ ετά τόν tλεγχο. σέ κά-

1 77
ποια φόση της διαδι κασlας, τό mώμα πετιέται, rσως στή θό
λασσα, καΙ όντι καθlσταται ΟΟό τό μολύ βι καΙ τήν r'ιρωlνη. ΟΙ
δλλοι γκόγκστερς βεβαιώνονται όπό τό ταξlδι της Τζό "Αν μέ
τό φέρετρο - δτι ό Χέ ρμαν πέθανε πραγματι κό. ΚαΙ ό γέρος
Τζέφφερσον πληρώνει τό lξοδα τού ταξιδιο ύ ! Τέλειο σχέ­
διο . . . » .
« ΚαΙ ποιός lκλεψε τήν r'ιρωlνη ; » ρώτησε ό Ρέτνικ.
«Δέν ξέρω. "Ι σως ή. όργόνωση νό lστειλε �ναν δνθρωπό
της έδώ. Ό Τζέφφερσον lφαγε πολύ ξύλο γιό νό πη τί l Kave
τήν r'ιρωlνη. Μπορεί νό μlλησε τελικό . . . ».
Ό Ρέτνικ ηταν ένθουσιασμένος.
« Παλληκόρι μου», εΙπε, «lχεις μυαλό, κι δς μή σού φαίνε­
τα ι . "Ετσι τό προβλήματό μας λύθηκαν l Τό ύπόλοιπα δς τό
όναλόβη ή όστυνομlα διώξεως ναρκωτι κών» .
« Μ ένει �να», εΤπα. «τι γύρευε r'ι Κινέζα στό γραφείο μου
έκεlνη τή νύχτα».
«"Α, τό ξέχασα αύτό», εΙπε ό Ρέτνι κ ξεφουσκώνοντας όπ6-
τομα.
Ό φόνος μπορεί νό μήν lχη καμμιό σχέση μέ τήν r'ιρωlνη » .
«Ή Τζό "Αν θ ό κλη ρονομούσε τ ό μισό λεφτό τού γέρο
Τζέφφερσον. Μού τό εΙπε ό rδιος σή μερα τό ΟΟόγε υμα. ΚαΙ
μού εΙπε όκόμη δτι τώρα θό τό πόρη δλα r'ι γραμ ματε ύς του, r'ι
Τζόνετ Ούέστ».
Ό Ρέτνικ μέ κοlταξε λοξό.
«Λές νό τή σκότωσε αύτή;»
«Δέν εΙπα αύτό. Άλλό lXEI �να πι θανό έλατή ριο έγκλήμα­
τος τού ϋψους τών δέ κα έκατομμυρlων δολλαρlων l Μπορεί
νό εΤχε φιλόδοξο έραστή. Άλλό καΙ πόλι δέν καταλαβαΙνω για­
τί ή κοπέλα η ρθε στό γραφείο μου» .
Ό Ρέτνικ lξυ σε τό κεφόλι του.
«Θό ψόξω νό βρώ δν εΤχε έραστή», εΙπε.
Τόν φώναζε ό Π όλσκι.
« Νό μή σέ χόσουμε, παλληκόρι», εΤπε. «"Εχω δουλειό τώ­
ρα».
Γύρισα στό γραφείο μου. Κι έγώ δέν ι'jξερα τΙ γύρευα έκεί,
δέν εΙχα τίποτε νό κόνω. Άλλό δέν εΤχα όρεξη νό πόω σπίτι .

ι Ι (j
ΞεκλεΙδωσα τήν πόρτα τοίι γραφεΙου, μπηκα, δνοιξα τό πα­
ρόθυ ρο, κόθησα, δναψα 1\να τσιγόρο καΙ βόζοντας τό πόδια
πόνω στό τραπέζι μου, στύλωσα τό βλέ μμα στό γυμνό γυναι­
κείο κορμ l τοίι ήμερολογlου μου στόν τοίχο. Ή ωρα ήταν πεν­
τέ μ ι σ η .
Σκεφτόμουν τ ή ν Τζόνετ Ούέστ. Τόν μυστηριώδη Τζών
Χόρντγουϊκ. Μ ήπως ήταν ό φΙλος της Τζόνετ; Μ ήπως εlχε
σκοτώσει αύτός τή γυναίκα τοίι Χέρμαν; ΚαΙ πώς τοίι ήρθε νό
διαλέξη τό γραφείο μου γι' αύτή τή δουλειό; Γιατl προσπόθη­
σε νό μέ μπλέξη στόν φόνο;
Δέν μποροίι σα νό φανταστώ τή Τζόνετ Ού έστ μπλεγμένη
σέ μ ιό τέτοια Ι στορlα. Δέν ήταν ό κατόλληλος τύπος. ΚαΙ δ-
μως, ύπηρχαν στή μέση τό δέκα έ κατομμύρια δολλόρια .. .

Μπορεί νό τό �Kανε ό φίλος της καΙ νό μήν της εΙχε πεί κόν .. .
μπορεί. . .
"Ακου σα τ ή φωνή τοίι ΤζαΙη ΟύαΙηντ. Μοίι διέλυσε τΙς σκέ­
ψεις. Ή φωνή του έρχόταν όπό τό παρόθυρο. ΦαΙνεται, εΙχε
κι αύτός όνοιχτό τό δικό του .
« Θό βγώ �ξω τώρα. Θ ό σέ δώ τ ό πρωΙ».
Τόν δκουσα νό βγαΙνη, καΙ περΙμενα νό χτυπήση τήν πόρτα
μου γιό κου βέντα, όλλό δέν ήρθε. Π ροχώρησε πρός τό όσαν­
σέρ. Τόν δκουσα νό κατεβαΙνη .
Σκεφτόμουν, σκεφτό μουν, �σπαζα τό κεφόλι μου, καΙ δέν
μποροίι σα νό βρώ δφη. Π έ ρασα κόπου μ ιό ωρα όκίνητος, κα­
πνίζοντας, δταν ξαφνι κό δκουσα τόν ήχο ένός όεριωθουμέ­
νου . Ήταν 1\νας συνεχής βόμβος, πού δυνόμωνε διαρκώς, καΙ
μετό � σβησε. Μοίι θύμισε τούς ηχους τοίι όεροδρομίου πού
εlχα όκούσει όπό τό τηλέφωνο δταν μοίι μ ιλοίι σε ό Χόρντ­
γουϊκ. "Επειτα δκουσα κι δλλο όεροπλόνο.
Άνακόθησα καΙ τέντωσα τ' αύτιό μου. "Επειτα ση κώθηκα
καΙ �Kανα μερικές βόλτες στό γραφείο μου. Άπό τό παρόθυρό
μου � ρxoνταν ΟΙ θόρυβοι ένός όλόκληρου όεροδρομΙου. Κα­
τόλαβα όμέσως τήν προέλευ σή τους.
Βγηκα στόν διόδρομο, καθώς ή καρδιό μου χτυποίισε δυ­
νατό, στόθηκα μπροστό στήν πόρτα τοίι Τζαίη Ούαίηντ, γύρι­
σα τό πόμολο καΙ μπηκα στό γραφείο του .

1 79
Ή γρα μματεύς τού ΟύαΙηντ, αύτή πού tμοιαζε μέ ποντΙκι .
tσκυβε πόνω όπό τ ό μαγνητόφωνο, πού βρισκόταν πόνω στό
τραπέζΙ. Ή ταινΙα περνού σε όργό μπροστό όπό τή μαγνητι κή
κεφαλή όφήνοντας καθαρό μέσα στό δωμότιο τό βόμβο τού
όεροδρομΙου. 'Ακούγονταν καθαρό ΟΙ προσγειώσεις καΙ ΟΙ
όπογει ώ σε ι ς.
«Τό γραφείο σας tylve όεροδρόμ ιο;» εΙπα.
Σήκωσε τό κεφόλι tντρομη. "Εκλεισε όμέσως τό μαγνητό­
φ ωνο, tylve κατόχλω μη. καΙ τό μότια της εΤχαν όνοΙξεl διόπλα­
τα.
της χαμογέλασ α fιρεμα. .

« Μ έ συγχωρείτε πού σάς ξόφνιασα» . είπα. «"Ακου.σα τό ν


θόρυ βο καί "μουν περίεργος νό δώ . . . ».
« "Ο . . . ». tKave μέ κόποια όνακούφιση. «Δέν . . . δέν rnρεπε
νό τό κόνω αύτό. 'Αναρωτι όμουν τΙ ηταν γρα μ μ ένο στήν ται­
νΙα. Ό κύριος ΟύαΙηντ txEI φύγει ... ».
« Βόλτε το πόλι νό τό όκού σουμε». εΤπα, «εΤναι ώραία έγ-
γραφή».

ΔΙστασε.
« "Οχι ... δέν πρέπεΙ. . . ό κύριος Ούαίηντ μπορεί νό θυμώση».
«Δέν πρόκειται νό θυ μώση», εΤπα .
Π ροχώ ρησα πρός τό γραφείο, ένώ αύτή τραβιόταν πΙσω.
«' Ωραίο μηχόνημα», εΙπα.
Γύρισα τήν ταινία όπό τήν όρχή, καΙ μετό πότη σα τό κου μπί
τής μεταδόσεως. 'Ακού στη κε ό θόρυβος τού όεροδρομίου.
"Εμεινα όκΙνητος δυό λεπτά καΙ μ ετά tκλει σα τό μηχόνημα.
"Η μουν κάπως ταραγμένος, γιατί εΤχα πιά τή βεβαιότητα δτι
βρήκα τόν μ υ στηρΙωδη Χόρντγουίκ.
« Π ότε θό γυρίση ό κύριος ΟύαΙηντ; » ρώτη σα .
«Αύριο».
« Π ολύ καλό, θά τόν δώ τότε. Καληνύχτα».
Μπήκα στό γραφείο μου, καΙ βηματΙζοντας άναψα �να τσι­
γόρο. Τά χέρια μου έτρε μαν όπό τή συγκΙνηση.
"Ε μεινα στό γραφείο μου ως όργό. "Ακου σα τή γραμ ματέα
τού ΟύαΙηντ νό φεύγη. Τό όνεβοκατεβόσματα τού όσανσέρ
σταμότησαν. Κατόλαβα δτι τό κτΙριο εΤχε όδειόσε ι. Βγήκα

1 80
στόν διάδρομο: Σκοτάδι σέ δλους τούς όρ6φους. 'Απόλυτη
σιωπή.
Μπήκα πάλι στό γραφείο μου, τράβηξα l1να μάτσο όντι κλεί­
δια όπό τό βάθος ένός συρταριού καί πήγα πόλι στήν πόρτα
τού Ούαίηντ. Σέ l1να λεmό τήν εΤχα άνοlξεl . Μπήκα καΙ τήν ξα­
νακλείδωσα. Κοίταξα γύρω μου.
Σέ l1να τοίχο όκουμπούσε l1να μεγάλο χαλύ βδινο ντουλάπΙ.
Έξέτασα τήν κλειδαριά. Τά κλειδιό μου δέν ταίριαζαν μ' α ύτή.
Γύρισα στό γραφείο μου καί πήρα μερικά έργαλεία. Άν αύτό
πού ζητούσα ύπήρχε στό γραφείο του, θά βρισκόταν όσφα­
λώς μέσα σ' αύτό τό ντουλάπι . . .
Γύρισα μέ τ ά έργαλεία. 'Αγωνιζόμουν l1να τέταρτο τ ή ς ω ­
ρας. Ήταν όδύνατον ν ό ξεκλειδώσω τ ό ντουλόπl. Σκέφτη κα
νό τό σπόσω όλλά δλλαξα γνώμη. "Εψαξα τά συρτόρια τού
γραφείου καί τό ντουλάπια. Τίποτα έκτός όπό χαρτιά.
"Ε βγαλα τήν ταινία μέ τούς "χους τού όεροδρομίου καί �­
βαλα στή θέση της μιά δλλη πού βρηκα σ' l1να συ ρτάρι. "Επει­
τα �σβησα τά φώτα, δφησα τήν πόρτα τού Ούαίηντ όλόνοιχτη
καί χώθηκα στό δικό μου γραφείο. Κλείδωσα τήν ταινία πού
τού εΤχα κλέψει καί έψαξα γιό τή διεύθυνσή του στόν τηλεφω­
νι κό κατόλογο.
"Εμενε στή .λεωφόρο Λώρενς. δέκα λεmά μέ τό α ύτοκίνη­
το όπό έδώ. · Πλησίασα στό τηλέφωνο καί σχημάτι σα τόν
όριθμό του .
'Αλλό δ έ ν όπαντούσε.
Σ κεφτόμουν δν θό έπρεπε νά εΙδοποιήσω τόν Ρέτνι κ. 'Αλ­
λά προτίμ η σα νά κλείσω μόνος μου αυτή τήν ύπόθεση. Έξα­
κολο ύ θ η σα νά τόν καλώ στό τηλέφωνο. Τέλος. λίγο μετό τίς
έννιά, δκουσα τή φωνή του .
« Ν έλσον Ράυαν», εΙπα.
« "Ω ! » έκανε μέ κάποια έκπληξη. « Π ώς αύτή ή τι μ ή . . . ; Πώς
ηταν τό ταξίδι σας; Καλό ; »
« Περίφη μο. ΕΤμαι στ ό γραφείο μ ο υ . Γύρισα νά πάρω κάτι
πού ξέχασα. Βρήκα τήν πόρτα σας όνοιχτή καί τό φώς σβη­
στό. Ή γραμ ματεύς σας έχει φύγεΙ. Φαίνεται πώς ξέχασε νά
Ι(λειδώση ... Θέλετε νά φωνάξω τόν θυρωρό νά κλειδώση ; »

181
Τόν άκου σα νά βαρειανασαίνη.
«Διάβολε ! » εΙπε. « 'Αφήστε. θά �ρθω ό Γδιος».
«Δέν φαίνεται νά σάς �Kαναν διάρρηξη πάντως».
«Δέν �xω τίποτα γιά νά κλέψουν. έκτός άπό τό μαγνητόφω­
νο καί τή γραφομ ηχανή». εΙπε. «"Ερχο μαι)) .
«'Όπως θέλετε . " Η νά φωνάξω τόν θυρωρό ; ))
« "Οχι. δέν πει ράζε ι . Δέν καταλα βαίνω πώς ξέχα σε νά κλει­
δώση. Π οτέ άλλοτε δέν εΙχε ξεχάσει )) .
« Μπορεί νά εΙναι έρωτευ μένφ). εΙπα. «Λοιπόν. έγώ θ ά φύ­
γω τώρα. ΕΙσθε βέβαιος δτι δέν θέλετε νά κάνω τίποτα γιό
σάς; ))
«"Οχι. εύχαριστώ. εύχαρι στώ πού μού τηλεφωνήσαΤΕ)) .
"Ε κλε ι σα τ ό τηλέφωνο καί �σβησα τά φώτα. Κλείδωσα τό
γραφείο μου καί μπήκα στού Ούαίηντ. Μπήκα στό δωμάτιο
τής γραμματέως καί κάθησα στό τραπεζά κι τη ς. "Ε βγαλα τό πι­
στόλι μου καί τράβηξα τήν όσφάλεια. Τό όκού μπησα πάνω
στό τραπέζι καί πε ρίμενα.
Σέ δέκα λεmά άκουσα τό όσανσέρ ν' όνε βαίνη. Σηκώθ η κα
καί στάθηκα πίσω όπό τήν πόρτα. κρατώντας τό πι στόλΙ . "Α­
κου σα βιαστι κά βήματα καΙ μετά ό Τζαίη Ούαίηντ μπήκε στό
γραφείο του . "Αναψε τό φώς κι �Kλεισε τήν πόρτα. Στάθηκε
όκίνητος. κοίταξε όλόγυ ρα.
Τόν �βλεπα όπό τή χαραμάδα τής πόρτας τού έ σωτερι κού
δωματίου. Μπήκε καί σ' αύτό σπρώχνοντας έλαφρά τήν πόρ­
τα. ένώ έγώ εΙχα κολλήσει στόν τοίχο. "Επειτα ξαναπήγε στό
κυρίως γραφείο. τόν ά κουσα νά βγόζη όπό τήν τσέπη του �να
μάτσο κλειδιά καί νά ξεκλει δώνη κάτι . Μού εΙχε γυρισμένη τή
ράχη . ΕΙχε όνοίξει τό χαλύβδινο ντουλάπι καί κοίταζε μ έσα. ΕΙ­
χε γονατίσει μπροστά στά ράφια. πού φαίνονταν γε μάτα
μπουκυλάκια, κουτιά. κ ύπ ε λ λα κ ι άλλα χημ ικά όγγεία .
Βγήκα όπό τήν κρυ ψώνα μου καί στάθηκα όκριβώς πίσω
του .
« Ή ι'ιρωίνη εΙναι όκόμη έκεί; » ρώτη σα ι'jρεμα.
'Ανατρίχιασε. Μ έ κοίταξε πάνω όπό τόν ώμο του. καθώς
σήκωνα όργά τό πι στόλι γιά νά τό δή. Καθώς σηκωνόταν όρ­
θός. τό πρόσωπό του εΙχε γίνε ι άσπρο σάν χαρτΙ.

1 82
«τ! κόνετε έδώ ; » εΤπε μέ βραχνή φωνή.
« Π ροσπόθησα ν' όνοlξω τό ντουλόπι, όλλό ι'ι κλε ι δα ριό σου
εΤναι πολύ σπουδαlα. Σκέφτηκα λοιπόν νό περιμένω νό � ρθης
νό τό όνοlξης έσύ. Κόνε πιό πέ ρα καΙ μήν κινείσα ι » .
Π ρ οχώρησε πρός τ ό γραφείο του κ α ί σωριόστη κε στήν κα­
ρέκλα.
« Γ ιό ποι ό λόγο τώρα πιό ; » �Kανε μέ όπόγνωση.
"Επιασε τό πρόσωπό του μέ τό χέρια του . Κοlταξα μέσα
στό ντουλόπl . Στό τελε υταίο ρόφι, στό βόθος, πΙσω όπό τό
μπου καλόκια, ύπήΡχαν πενήντα μι κρό πακέτα όραδιασμ ένα μέ
προσοχή.
« ΕΤναι αύτό πο ύ πήρε ό Τζέφφερσον; » ρώτη σα.
Κόθησα στήν δκρη τού τραπεζιού του. "Ε βγαλε �να μαντήλι
καΙ σκούπισε τόν Ιδρώτα στό πρόσωπό του .
« ΝαΙ. Π ώ ς τό ι'ιξερες δτι τ ό εΤχα; »
« Ξέχασες νό βγόλης τήν ταινία όπό τό μαγνητόφωνο» , εΤ­
πα. « ' Η κοπέλα τήν �βαλε νό τήν όκούση. Τήν δκουσα κι έγώ.
"Ετσι κστόλαβα . . . »
«Διαρκώς κόνω λόθη», εΤπε. «" Οταν �μαθα πώς θό πήγαι­
νες στό Χόγκ Κόγκ, τό χρειόστηκα. Κατόλαβα δτι κότι θό γινό­
ταν, κόποιο λόθος καΙ θό σέ όδηγούσε σέ μένα. Άλλό δέν πε­
ρΙμενα δτι αύτό τό λόθος θό τό � Kανα έγώ l 'Όταν �μαθα δτι
θό πήγαινες στό Χόγκ Κόγκ, πλήρωσα �ναν όλήτη νό σέ σκο­
τώση. "Επειτα τόν σκότω σες έσύ, δηλαδή ι'ι όστυνομ lα . . . Δέν
εΤχα παρό νό περιμένω καΙ νό έλπΙζω ... ».
« Π α ρό λΙγο καΙ θό ηταν τό τέλειο tγκλημα», εΤπα γιό νό τόν
παρηγορήσω. « 'Υποπτευόμουν, ξέρε ι ς, τή Τζόνετ Ο ύ έ στ.
« Π ροσπόθησα κι έγώ νό σέ στρέψω πρός αύτήν», εΤπε.
« Άλλό όπό τή στιγμή πού πήγες στό Χόγκ Κόγκ, εΤχα παραλύ­
σει όπό φόβο».
« Π ώς ι'ιξερες δτι θό έ ρχόταν έδώ ι'ι Τζό "Αν μέ τήν ι'ιρωlνη; »
«Ήταν δλα κανονισμ ένα. 'Όσα σού εΤπα γιό τόν Χέρμαν η ­
ταν όλήθεια. Ήταν ψέματα δμως δτι δέν τόν συ μπαθού σα.
"Η μαστε φΙλοl. Στό βόθος ι'ι μα στε κι ΟΙ δυό χα μένα κορμιό. "1-
σως αύτό νό μός �νωνε. Ή δουλειό μου δέν πήγαινε ποτέ κα­
λό. Δέν κέρδι σα τΙποτα τό τελευταία δυό χρόνια. ΕΤχαμε όλλη-

1 83
λογραφΙα. Μ ιά μέρα ό Χέρμαν μού tγραψε δτι εΙχε στά χέριυ
του μεγάλη ποσότητα ι'ιρωΙνης καΙ μού πρότεινε νά τήν άγο­
ρόσω. Ξέρω μερικούς τρόπους νά τήν διαθέσω, τού εΤπα, άλ­
λό δέν tχω λεφτά. "Ε κανε τή βλακεΙα νά μού γράψη δτι �ταν
παγιδευ μ ένος στό Χόγκ Κόγκ καΙ δτι τόν κυνηγούσε ι'ι όργά­
νωση πού εlχε προδώσει. Δέν μπορούσε νά φύγη, όν δέν έ­
βρισκε ι'ι Τζό "Αν τά λεφτά νά τού βγάλη πλαστό διαβατήριο
καΙ τό εΙσιτήριό του γιά τήν Άμερι κή. Π Ιστεψα πώς αύτό �ταν
μεγάλη ε ύ καιρΙα γιά μένα. "Αν πουλούσα τήν ι'ιρωΙνη, θά κέρ­
δ ιζα πολλά. Τού έγραψα νά μού τή στεΙλη. Κανονίστη κε νά έρ­
θη κατε υθείαν έδώ ι'ι Τζό "Αν άπό τό άεροδρόμιο. Άλλά ό
Χέρμαν δέν μού tγραψε μέ ποιό άεροπλόνο θά έρχόταν. Δέν
τολμο ύ σα νά ρωτήσω, γιατΙ όν ζητο ύ σα πληροφορlες μπορεί
νά μ' έβρι σκαν. "Η ξερα δτι θά έπρεπε νά τή σκοτώσω».
Τά χέρια του έτρεμαν.
«Δέν μού φαινόταν καΙ τόσο τρομερό νά σκοτώσω μ ιά Κι­
νέζα, όλλό δέν ι'jξερα πώς νά όπαλλαγώ όπό τό mώ μα της.
Άποφάσ ι σα τότε νά τή βάλω στό γραφείο σου. "Ησουν ντέτε­
κτιβ. Θά τήν tnaι pvav γιά πελάτι σσά σου. Σκέφτηκα πώς, δταν
όρχιζε τΙς tρευνες ι'ι όστυνομlα, ι'ι ύπόθεση θά μπερδευόταν
τόσο πολύ, ώστε κανεΙς δέν θά μέ σκεφτόταν έ μένα. "Επρεπε
δμως νά εΙμαι βέβαιος δτι θά tλειπες όπό τό γραφείο σου δ­
ταν θά έρχόταν αύτή. ΕΙχα α ύτή τή φωνοταινlα μέ ι'jχO υ ς όε­
ροδρομlου, πού τήν εΙχα γράψε ι δταν όγόρασα τό μαγνητό­
φωνο. Φοβόμουν νά πάω στό όεροδρόμιο, μήπως κινήσω τήν
προσοχή. Χρησιμοποlησα τήν ταινΙα γιά νά σέ πεΙσω δτι ι'j­
μουν έκεί καΙ δτι τό πράγμα �ταν έπείγον. 'Όταν έφυγες. περl­
μενα πολλές ώρες. Τελι κά �ρθε. Μού tδειξε έμπιστοσύνη.
Μού εΤπε δτι ι'ι ι'ιρω Ινη βρι σκόταν μέσα στό φέρετρο. ΛΙγο t­
λειψε νά της χαρΙσω τή ζωή ... )) .
"Εκλεισε τά μάτια.
«Ήταν τόσο όμορφη ... ΕΙχα μπη στό γραφείο σου καΙ εΤχα
πάρει τό πι στόλΙ. Καθώς μιλού σε, τό έβγαλα άπό τό συ ρτάρι
καΙ τό κρατούσα έτσι ώστε νά μ ήν τό βλέπη . Τότε . μού ζήτησε
τά λεφτά. π η ρα τήν όπόφαση. Σήκωσα τό πι στόλι καΙ πυροβό­
λησα».

1 84
ΆνατρΙχιασε. καΙ σκούπι σε πόλι τόν Ιδρώτα του .
«Τήν κουβόλησα στ ό γραφείο σ ο υ . . . Κ α Ι τ ή ν δφησα έκεί.
Ν ό σού πώ τήν όλήθεια. όνακουφΙζομαι τώρα πού δλα τέ­
λειω σαν. Δέν μπορού σα νό κοι μ ηθώ. Δέν μπορού σα νό που­
λήσω τό έμπόρευμα. ΕΤναι δλο έ κεί. Π ερΙμενα μ έ όνυπομονη­
σία νό γυρΙσης. uOTav ηρθες. δέν εΤχα τό κουρόγιο νό σέ όντι­
μετωπίσω » .
Μ έ κοίταξε Ι κετευτι κό.
«τι θό κόνης; »
Σήκωσα τό όκο υ στι κό κα ί κόλεσα τόν Ρέτνικ. Ό ΟύαΙηντ
γλίστρησε όπό τήν καρέ κλα του καί δρχισε νό περπατά τρι κλl­
ζοντας πρός τήν πόρτα. Θό μπορο ύ σα νό τόν χτυπήσω στό
πόδι καί νό τόν σταματήσω. όλλό δέν όνη συχούσα. Δέν θό
πήγαινε μακριό. Ή δουλειό μου ηταν νό με ίνω έ κεί καί νό
προσέχω τήν ήρωlνη ώσπου νό �ρθει ό Ρέτνι κ.
Ό Ρέτνικ κοιμόταν μακόρια. ΕΤπα στόν όξι ωματι κό ύπηρε­
σίας νό τόν εlδοποιήση καί νό στεlλη όμέσως lva περιπολι κό
στήν πόρτα μου. Καθώς τού μιλο ύ σα δκουσα τό όσανσέρ νό
κατεβαlνη.
·Οταν τό περιπολι κό Ιφτασε στήν πόρτα τού κτιρίου. ό
Ούα ίηντ εΙχε όπομακρυνθΙ;. Άλλό τόν βρήκαν μισή ώρα όρ­
γότερα . Δέν εΤχε πόει μα κριό.
Τόν όνακόλυψαν μέσα στό πα ρκαρι σμένο αύτοκίνητό του.
σέ μ ιό γωνιό τής παραλιακής λεωφόρου .Εlχε πιεί μιό κόψουλα
μέ ύδροκυόνιο. Αύτό θό πή νό εΙσαι χη μ ι κός: Ξέρεις πόντοτε
τό καλύτερο. τό ταχύτερο ύγρό πού θό σέ γλ υτ ώ ση όπό τό βό­
σανα.
Ό Ρέτνι κ μέ δκουσε μέ πικρό ϋφος. Τού εΙπα δλη τήν Ι στο­
ρία.
«Δέν τό εΤχα σκεφτ'" ποτέ». όμολόγη σα. «Ύποmε υόμουν
τή γραμ ματέα τού Τζέφφερσον. Μέ βοήθησε ή τύχη. Ρέτνι κ.
Καθαρή τύχη l "Αν δέν εΙχε κόνει τό λόθος νό όφήση τήν ται­
νία τού όεροδρομ ίου στό μαγνητόφωνο καΙ δν ή γραμ ματεύς
του δέν όποφόσιζε νό τήν όκούση . . . ».
Μού δπλωσε τό πούρα του :
« Πόρε lva». εΙπε. «Τώρα ή τι μ ή γ ι ό τ ή ν έξιχνίαση τού μ υ -

1 85
στηρΙου πρέπει νό όνήκη σέ μ ένα. ' Εγώ tχω μιό ύπόληψη σόν
ό στυνομικός καΙ πρέπει νό τήν καλλιεργήσω. ' Εσύ δέν tχεις.
Λο ιπόν. θό μεΙνης στή σκιό. 'Η δημοσιότητα εΤναι γιό μένα» .
«" Οσο μέ θυ μάσαι έσύ, τόσο σέ θυ μάμαι κι έγώ)), εΤπα γε­
λώντας. « Θ υ μάσαι τό τραγούδι; Π ρόσεχε πού πατάς. έπι θεω­
ρητό μου ... Ό γέρο Τζέφφερσον θέλει έχεμ ύθεια. ΣΙγου ρα,
δέν θό τού άρεσε καθόλου νό γρόψουν 0\ έφημερΙδες δτι ό
Χέρμαν �ταν tμπορος ναρκωτι κών - καΙ μόλι στα μετό τόν
θόνατό του . "Αν θέλεις νό σέ θυμηθη ό γέρο Τζέφφερσον καΙ
νό σού δεΙξη τήν εύγνωμοσύνη του μέ τόν ένα ι'j τόν άλλο
τρόπο, πρέπει φΙλε μου, νό ξεχόσης τή δημοσιότητα. ΕΤσαι τυ­
χερός πού πέθανε ό Ο ύαΙηντ».
"Εφυγα καΙ τόν άφησα νό κοιτόζη τό πότωμα μελαγχολικό.
Άνόμεσα σ' δλα αύτό τό θλιβερό πρόσωπα, τό μόνο πού μού
tKaVE τήν καρδιό μου νό πονη �ταν ή μ ι κρή Κινεζούλα, ή
Λεϊλό.
Αύτήν εΤχα στό μυαλό μου, καθώς πήγαινα άλλη μιό φορό
στού Σπόρροου γιό ένα όκόμη μοναχι κό δείπνο.

ΤΕΛΟΣ

1 86

You might also like